24/3/2020
Περί Γραφής: Η Χρήση των Παρενθέσεων
Περιπτώσεις και υποπεριπτώσεις, και πειραματικές μέθοδοι και μη – από αυτά που δεν σου λένε στο σχολείο
Κατά κανόνα, εκείνο που διδάσκεται για τις παρενθέσεις είναι ότι χρησιμοποιούνται για να μπει μέσα στο κείμενο κάτι που είναι περιττό ή επεξηγηματικό. Αυτό, βέβαια, μπορεί να ισχύει σε γενικές γραμμές, όμως δεν είναι η μοναδική χρήση των παρενθέσεων, ειδικά στη λογοτεχνία. Και όχι μόνο στη λογοτεχνία, αλλά εδώ σε αυτήν θα αναφερθώ· αυτή είναι που με ενδιαφέρει. Ορισμένα από όσα γράφω παρακάτω μπορούν ίσως να χρησιμοποιηθούν και σε άλλες μορφές κειμένου – όπως δοκίμιο – όμως δεν είναι βέβαιο ότι πάντα ταιριάζουν· και κάποια άλλα είναι σίγουρο ότι δεν ταιριάζουν σε οτιδήποτε άλλο πέρα από τη λογοτεχνία.
Γενικά, έχω παρατηρήσει ότι όσοι δεν ξέρουν πώς ακριβώς να χρησιμοποιήσουν τις παρενθέσεις κάνουν δύο πράγματα: (α) Δεν τις χρησιμοποιούν καθόλου· (β) τις χρησιμοποιούν όπου τους κατεβαίνει, ακόμα και σε σημεία που δεν μπορείς να φανταστείς γιατί θα ήθελε κάποιος να βάλει παρένθεση! Σημειωτέον ότι αυτό είναι κάτι που έχω προσέξει περισσότερο στην αρθρογραφία παρά στη λογοτεχνία. Ορισμένα δημοσιογραφικά κείμενα είναι στα όρια του τραγελαφικού από άποψη στίξης και σύνταξης.
Ποιος είναι, λοιπόν, ο σωστός τρόπος για να χρησιμοποιείς τις παρενθέσεις – και, ειδικά, στη λογοτεχνία;
Απάντηση: Δεν υπάρχει «σωστός τρόπος». Υπάρχουν, όμως, κάποιες γενικές αρχές για τις παρενθέσεις και διάφορες μέθοδοι, λιγότερο ή περισσότερο πειραματικές.
Τα όσα αναφέρω παρακάτω δεν είναι απόλυτα ούτε εξαντλητικά. Δεν θα μπορούσαν να είναι.
Κατά πρώτον, πρέπει να έχεις κατά νου εκείνη τη βασική αρχή των παρενθέσεων που μας λένε στο σχολείο (μαζί με διάφορες άλλες αρλούμπες): ότι μέσα στις παρενθέσεις μπαίνει κάτι περιττό ή επεξηγηματικό. Αυτός είναι ένας καλός βασικός κανόνας για να έχεις στο μυαλό σου. Δεν βάζεις ποτέ μέσα σε παρένθεση πράγματα που δεν θα ήθελες να κρύψεις, ή πράγματα που είναι απαραίτητα για την κατανόηση του κειμένου σε άμεσο χρόνο – δηλαδή, εκείνη την ώρα που ο αναγνώστης διαβάζει.
Η πιο απλή μορφή παρένθεσης, λοιπόν, είναι αυτή που χρησιμοποιείται για να προσθέσεις μια πληροφορία η οποία δεν είναι άμεσου ενδιαφέροντος για την κατανόηση της κατάστασης που περιγράφεις αλλά έχει, ωστόσο, κάποιο ενδιαφέρον.
Ένα απλό παράδειγμα:
Μας είδε που στεκόμασταν και καπνίζαμε στη γωνία των δρόμων και μας πλησίασε περνώντας σβέλτα τη Λεωφόρο Καπνών (που αυτή τη μεσημεριανή ώρα ήταν γεμάτη οχήματα και μεγάλα, βραδυκίνητα τρόβοσκ, δικαιολογώντας απόλυτα το όνομά της) και χαμογελώντας ώς τ’αφτιά. «Γυρίσατε!» αναφώνησε. «Γυρίσατε, επιτέλους!» Και γέλασε.
Εδώ περιγράφουμε πώς είναι η Λεωφόρος Καπνών εκείνη τη συγκεκριμένη ώρα. Δεν είναι απαραίτητο για την κατανόηση της κατάστασης, αλλά έχει κάποιο ενδιαφέρον να περιγραφεί. Επιπλέον, χωρίς παρένθεση, αυτή η περιγραφή θα ήταν πολύ μεγάλη και άκομψη μέσα στο κείμενο σ’εκείνο το σημείο. Απλά θα το έκανε μπερδεμένο χωρίς να προσφέρει κάτι το απαραίτητο. Επομένως – παρένθεση.
Και, αφού το έφερε ο λόγος, μία άλλη αιτία για χρήση παρένθεσης είναι όταν έχεις μια πολύ μεγάλη πρόταση που θέλεις να απομονώσεις από το υπόλοιπο κείμενο ώστε το κείμενο να μη γίνεται υπερβολικά μπλεγμένο. Αυτή η χρήση της παρένθεσης, όμως, δεν προτείνεται. Είναι καταχρηστική, το λιγότερο. Δείχνει απλώς ότι δεν είσαι καλός συγγραφέας. Αν θες να πεις κάτι που είναι όντως απαραίτητο για την κατανόηση του κειμένου, μη βάζεις παρένθεση. Βρες έναν άλλο τρόπο να γράψεις την πρόταση όταν θεωρείς ότι παραέχει γίνει μπλεγμένη. Και υπάρχουν, φυσικά, άπειροι τρόποι, αν το καλοσκεφτείς. Μπορείς, για παράδειγμα, να σπάσεις την πρόταση σε δύο προτάσεις, ή σε τρεις.
Παρεμπιπτόντως, μπορείς να χρησιμοποιήσεις παύλες αντί για παρένθεση. Αλλά ποια είναι η διαφορά τού να βάζεις κάτι ανάμεσα σε παύλες αντί να το βάζεις ανάμεσα σε παρενθέσεις;
Η διαφορά είναι ότι οι παύλες συνήθως χρησιμοποιούνται για πιο απλές επεξηγήσεις. Μέσα στην παρένθεση μπορείς να έχεις ακόμα και τελείες· ανάμεσα στις παύλες δεν είναι και τόσο σωστό αυτό, και σχεδόν ποτέ δεν συμβαίνει. Μια πρόταση μπαίνει ανάμεσα σε παύλες όταν πρέπει να διαχωριστεί από το υπόλοιπο κείμενο αλλά χωρίς να είναι και τόσο περιττή σε σχέση μ’αυτό. Οι παύλες, επιπλέον, δεν χρησιμοποιούνται μόνο για παρενθετικούς λόγους, αλλά τώρα δεν θέλω να αφιερώσω περισσότερο χώρο γι’αυτές (έχω γράψει κι άλλα άρθρα για τη στίξη). Οι παύλες είναι σαν πιο ισχυρά κόμματα. Και ανάμεσα στα κόμματα επίσης μπορούν να μπουν «παρενθετικές» προτάσεις, αλλά μόνο πολύ απλές παρενθετικές προτάσεις, αλλιώς προκαλείται σύγχυση μες στο κείμενο. Στο παραπάνω παράδειγμα δεν θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε κόμματα, γιατί δες τι θα γινόταν:
Μας είδε που στεκόμασταν και καπνίζαμε στη γωνία των δρόμων και μας πλησίασε περνώντας σβέλτα τη Λεωφόρο Καπνών, που αυτή τη μεσημεριανή ώρα ήταν γεμάτη οχήματα και μεγάλα, βραδυκίνητα τροβοσκ, δικαιολογώντας απόλυτα το όνομά της, και χαμογελώντας ώς τ’αφτιά. «Γυρίσατε!» αναφώνησε. «Γυρίσατε, επιτέλους!» Και γέλασε.
Θα νόμιζες ότι η λεωφόρος χαμογελούσε ώς τ’αφτιά!
Θα μπορούσαμε ίσως να βάζαμε παύλες αντί για παρενθέσεις, αλλά και πάλι δεν θα ήταν πολύ σωστό.
Μας είδε που στεκόμασταν και καπνίζαμε στη γωνία των δρόμων και μας πλησίασε περνώντας σβέλτα τη Λεωφόρο Καπνών – που αυτή τη μεσημεριανή ώρα ήταν γεμάτη οχήματα και μεγάλα, βραδυκίνητα τροβοσκ, δικαιολογώντας απόλυτα το όνομά της – και χαμογελώντας ώς τ’αφτιά. «Γυρίσατε!» αναφώνησε. «Γυρίσατε, επιτέλους!» Και γέλασε.
Το χαμογελώντας, ξανά, δεν θα διαχωριζόταν και πολύ καλά από την παρενθετική πρόταση. Οι παύλες είναι καλύτερα να χρησιμοποιούνται για πιο απλές παρενθετικές προτάσεις.
Αλλά ούτε μέσα στις παρενθέσεις είναι απαραίτητο να μπαίνουν πάντα πολύπλοκες προτάσεις. Μπορεί να μπει μόνο μία λέξη.
Και σε αυτές τις περιπτώσεις, συνήθως, οι παρενθέσεις χρησιμοποιούνται σχολιαστικά ή ειρωνικά, αναλόγως.
Παράδειγμα:
«Προσοχή τώρα! Θα περάσουμε σιγά-σιγά πίσω απ’τους Δασκάλους,» μας είπε η Ελένη (χαμηλόφωνα, φυσικά).
Κι εγώ πέρασα πρώτος πίσω από τις γιγάντιες σαύρες, με την ανάσα μου κομμένη. Αλλά ούτε με είδαν ούτε με άκουσαν.
Αυτός είναι ένας σχολιαστικός τρόπος χρήσης της παρένθεσης. Θα μπορούσε να είχε μπει μια παύλα εκεί, αντί για παρένθεση, αλλά τότε θα ήταν σαν να τονίζαμε αυτό που ακολουθεί, όχι σαν να το αποκρύπταμε, να το θέταμε παραπλεύρως.
«Προσοχή τώρα! Θα περάσουμε σιγά-σιγά πίσω απ’τους Δασκάλους,» μας είπε η Ελένη – χαμηλόφωνα, φυσικά.
Κι εγώ πέρασα πρώτος πίσω από τις γιγάντιες σαύρες, με την ανάσα κομμένη. Αλλά ούτε με είδαν ούτε με άκουσαν.
Αλλά η βασική διαφορά των παρενθέσεων σε σχέση με τις παύλες είναι ότι μέσα στην παρένθεση μπορεί να βρίσκεται οτιδήποτε. Η παρένθεση μπορεί να περιλαμβάνει ολόκληρες παραγράφους. Μπορείς να βάλεις μια αναλυτική επεξήγηση πολλών παραγράφων ανάμεσα σε δύο παρενθέσεις.
Ή μπορείς μέσα σε παρένθεση να περιλαμβάνεις όσα γίνονται παράπλευρα μιας αφηγηματικής σκηνής χωρίς να την επηρεάζουν άμεσα και, συνήθως, ενώ είναι κρυμμένα σε αυτούς που συμμετέχουν στο κεντρικό γεγονός της σκηνής. Για παράδειγμα, μπορείς να γράψεις μια σκηνή όπου τρεις άνθρωποι συζητάνε σ’ένα εστιατόριο ενώ εκεί δίπλα είναι μια κατάσκοπος που τους κρυφακούει. Η κανονική σκηνή είναι αυτοί οι τρεις που συζητάνε. Γράφεις τον διάλογό τους κανονικά, και μέσα σε παρενθέσεις, σε διαφορετικές παραγράφους, γράφεις τις σκέψεις της κατασκόπου. Γιατί η κατάσκοπος είναι παράπλευρο στοιχείο, όχι απαραίτητο για την άμεση κατανόηση της σκηνής.
Ένα απλό παράδειγμα για το πώς μπορεί να γραφτεί κάτι τέτοιο:
Μετά από τα επεισόδια στη Γηραιά Πλατεία συγκεντρώθηκαν οι τρεις τους – ο Μάρκος, η Λουκία, και ο Στίβεν – στο Κίτρινο Στέκι, όλοι ταραγμένοι.
«Γιατί τους χτυπήσατε;» είπε η Λουκία στον Στίβεν, έντονα. «Είχαμε συμφωνήσει να μην τους χτυπήσετε!»
«Δεν ξεκινήσαμε για να τους χτυπήσουμε–»
«Τι έγινε, τότε; Είχατε βγάλει όπλα!»
(Η Καλυψώ, η κατάσκοπος του Άρχοντα, καθόταν στο διπλανό τραπεζάκι και τους άκουγε, ένα με τις σκιές της σκοτεινής ταβέρνας. Δεν είχαν σκοπό να τους επιτεθούν; σκέφτηκε. Τι είχαν έρθει να κάνουν εκεί, λοιπόν;)
«Βγάλαμε όπλα γιατί άρχισαν να μας απειλούν,» εξήγησε ο Μάρκος.
«Κι επειδή σας απείλησαν έπρεπε να τους χτυπήσετε, μα τον Ντόρολεκ Ιφ;»
«Τραυμάτισαν έναν από εμάς, Λουκία,» είπε ο Στίβεν· «του έριξαν πέτρα στο μάτι, και μετά οι δικοί μας αντέδρασαν: τους πέταξαν πέτρες κι αυτοί, και σύντομα βγήκαν και τα όπλα – κι από τις δυο μεριές.»
(Ο Άρχοντας θα ενδιαφερόταν πολύ να το μάθει αυτό, ήταν σίγουρη η Καλυψώ. Αλλά δεν νόμιζε ότι πρόκειται να δικαιολογούσε καθόλου τους ταραξίες, ούτως ή άλλως.)
Η Λουκία αναστέναξε. «Είχαμε πει, όμως, να μην βγάλουμε όπλα παρά μόνο σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, γαμώτο!» Τι δεν καταλάβαιναν οι σύντροφοί της; αναρωτήθηκε. Δεν ήταν αυτό αρκετά ξεκάθαρο;
«Δεν ήσουν εκεί από την αρχή,» της είπε ο Στίβεν. «Δεν είδες τι έγινε.»
Εδώ, ουσιαστικά, έχεις δύο σκηνές που η μία μπλέκεται μέσα στην άλλη. Η πρώτη – αυτή έξω από τις παρενθέσεις – είναι η βασική σκηνή· η δεύτερη – αυτή μέσα στις παρενθέσεις – είναι η δευτερεύουσα σκηνή, η σκιώδης σκηνή. Ακόμα κι αν αφαιρέσεις από το κείμενο όλα τα κομμάτια με τις παρενθέσεις, πάλι η βασική σκηνή μπορεί να διαβαστεί και να κατανοηθεί – αλλά το αντίστροφο δεν ισχύει.
Μια άλλη, παρόμοια περίπτωση χρήσης των παρενθέσεων είναι όταν φιλτράρεις κάτι μέσα από την αντίληψη ενός χαρακτήρα αλλά θες να περιλάβεις και κάποια πράγματα που βρίσκονται στα όρια της αντίληψής του – πράγματα που δεν τους δίνει, ή δεν μπορεί να τους δώσει, και τόση σημασία. Για παράδειγμα, κάποιος είναι πολύ προβληματισμένος σχετικά με κάτι ενώ ακούει τους άλλους που μιλάνε – αλλά τους ακούει μόνο παράπλευρα.
Ακόμα ένα απλό παράδειγμα:
Ο Ρέλικοβ προσπαθούσε να κατανοήσει τη χρήση του ελαφρύ κιρίτ που είχαν βρει μέσα στα ερείπια της Τρίτης Εποχής του Κόσμου. Το κρατούσε ανάμεσα στα χέρια του και το ερευνούσε με το μυαλό του. Η ενέργεια κυλούσε ομαλά στο εσωτερικό του αντικειμένου μοιάζοντας να διαγράφει σπείρες μέσα σε σπείρες μέσα σε σπείρες. Τους άλλους γύρω του τους άκουγε σαν να ήταν απόμακρες φωνές από κάποιο μισοξεχασμένο όνειρο.
(«Δεν πρόκειται έτσι να βρούμε τον δρόμο της επιστροφής,» είπε η Λαρίττα. «Όλες οι πόρτες έχουν κλείσει πίσω μας.»)
Ο Ρέλικοβ διάλεξε μια από τις σπείρες και την ακολούθησε, αφήνοντας τη νόησή του να στροβιλιστεί επάνω της. Πρέπει να υπήρχε κάποιο κέντρο... σωστά;
(«Δε μπορεί αποκεί που ήρθαμε να είναι η μόνη έξοδος,» είπε ο Σίραζον με τη βαριά φωνή του.
«Και πού το ξέρεις; Αν είναι;»
«Τότε θα σπάσουμε τις καταραμένες πόρτες και θα βγούμε!»)
Ναι, όντως υπήρχε κέντρο! Ο Ρέλικοβ είχε δίκιο· η νόησή του έφτασε σ’έναν πυρήνα στα ενεργειακά βάθη του κιρίτ, κι εκεί διαπίστωσε ότι κατέληγαν και οι άλλες σπείρες. Δεν είχε σημασία ποια θα ακολουθούσε – εδώ θα έφτανε και πάλι.
(«Ναι,» είπε η Λαρίττα ρουθουνίζοντας. «Μακάρι να ήταν τόσο εύκολο! Δεν τις βλέπεις πώς είναι αυτές οι πόρτες; Νομίζεις πως, ακόμα κι εσύ, θα μπορούσες να τις σπάσεις;»
«Τα πάντα μπορούν να σπάσουν άμα τα χτυπήσεις αρκετά δυνατά.»
«Δοκίμασε άμα θες...»
Νταπ! ΝΤΑΠ! ΝΤΑΠ!)
Αλλά, για στάσου μια στιγμή! Δεν κατέληγαν μόνο οι σπείρες εδώ. Από το κέντρο ξεκινούσαν κι αυτές οι πολύ πιο λεπτές ενεργογραμμές που απλώνονταν σαν ιστοί αράχνης, σχεδόν αόρατες... Πού πήγαιναν; Ο Ρέλικοβ ακολούθησε μια μάζα από αυτές – ένα ολόκληρο δίχτυ – και έφτασε μπροστά σ’ένα πολύ ισχυρό ενεργειακό πλέγμα. Δεν βρισκόταν πια μέσα στην ενεργειακή μορφή του κιρίτ, συνειδητοποίησε. Είχε βγει έξω.
Αυτή είναι η πόρτα που έκλεισε πίσω μας! σκέφτηκε κοιτάζοντας το ενεργειακό πλέγμα.
Στο παραπάνω παράδειγμα πρόσεξε επίσης το σημείο που μπαίνει ανάμεσα σε παύλες («ένα ολόκληρο δίχτυ»). Θα μπορούσε να είχε μπει μέσα σε παρένθεση; Μάλλον όχι. Γιατί είναι απαραίτητο για την κατανόηση του κειμένου. Αυτές οι παύλες εκεί είναι απλώς πιο ισχυρά κόμματα, δεν είναι για να κρύψουν κάτι, είναι για να το φανερώσουν.
Άλλη μια παρόμοια περίπτωση χρήσης της παρένθεσης είναι ακόμα πιο σουρεαλιστική. Είναι να γράφεις ένα κείμενο όπου αφηγείσαι μια ιστορία και, μέσα σ’αυτό το κείμενο, να περιλαμβάνεις διάφορα παράξενα στοιχεία εντός παρενθέσεων. Τα στοιχεία αυτά μοιάζουν άσχετα και δεν είναι απαραίτητα για την άμεση κατανόηση του κειμένου, αλλά από ένα σημείο και μετά αρχίζουν να βγάζουν κάποιο νόημα μέσα από την κεντρική αφήγηση. Για παράδειγμα, μπορεί να γράφεις μια ιστορία που διαδραματίζεται σε μια πόλη και, συγχρόνως, να περιλαμβάνεις κομμάτια εντός παρενθέσεων τα οποία λένε για κάτι θηρία που ταξιδεύουν μέσα σε παγερό καιρό και άνεμο. Αρχικά φαίνεται άσχετο με την ιστορία που αφηγείσαι, όμως όταν η αφήγηση φτάσει σε ένα δεδομένο σημείο γίνεται φανερό πως η πόλη δέχεται επίθεση από κάποια τρομερά θηρία που ήρθαν από τον παγωμένο βορρά.
Μια ακόμα λογοτεχνική χρήση των παρενθέσεων που έχω βρει αξιοσημείωτη είναι να σπας κάπου το αφηγηματικό κείμενο με παύλες κι ανάμεσα σε παρενθέσεις να βάζεις διάλογο, ή κάτι άλλο αναλυτικό. Δηλαδή, από το γενικό να πηγαίνεις στο ειδικό, και πίσω πάλι.
Απλό παράδειγμα:
Και άρχισαν να κουβεντιάζουν για όλα όσα συνέβαιναν στο Κέντρο του Κόσμου τους τελευταίους μήνες – για τις ανακαλύψεις εκεί και για τις ταραχές μετά τον θάνατο του Ψηλού – αλλά και για παλιούς γνωστούς τους–
(«Ακόμα, δηλαδή, ο Φοίβος ασχολείται μ’αυτές τις γεωμαντείες;» είπε η Σειρήνα.
«Ναι,» απάντησε η Ωρς, «αλλά δίνουν τα ίδια ασταθή αποτελέσματα, να είσαι σίγουρη.»)
–και για ανθρώπους που είχαν γνωρίσει στην Ανάποδη Ακαδημία. Και μετά η Ωρς τής είπε για τα ταξίδια της στις παρυφές των Χαμηλών Δασών όπου οι πράσινοι άνθρωποι βασιλεύουν και ο άνεμος μουρμουρίζει πρόστυχα ονόματα–
(«Με δουλεύεις!» γέλασε η Σειρήνα.
«Όχι. Σε πληροφορώ πως είναι όλα αλήθεια. Κι εγώ δεν θα τα πίστευα αν δεν είχα πάει η ίδια εκεί κάτω.»)
–και η Σειρήνα διηγήθηκε πώς είχε περάσει τις ημέρες της στη Νοριβόλη, στις όχθες του Πονς, και στους Λόφους των Μαύρων Λαγών.
Εδώ διακόπτεις, σε συγκεκριμένα σημεία, μια καθαρά αφηγηματική ροή κειμένου για να γράψεις διάλογο. Δηλαδή, από το γενικό στο ειδικό, όπως λέγαμε. Ή, από το αφηγηματικό στο δραματικό.
*
Νομίζω πως έχω αναφέρει πολλές μεθόδους και παραδείγματα χρήσης των παρενθέσεων. Σίγουρα δεν έχω εξαντλήσει το θέμα. Δεν γίνεται να το εξαντλήσεις. Αλλά αυτά είναι αρκετά.
Κάτι τελευταίο που αισθάνομαι ότι πρέπει να σχολιάσω είναι η χρήση της τελείας σε συνδυασμό με την παρένθεση. Η τελεία μπαίνει μέσα στην παρένθεση ή έξω από την παρένθεση;
Ορισμένοι νομίζουν ότι η τελεία μπαίνει πάντα έξω από την παρένθεση, γιατί είναι... τελεία – εκεί τελειώνει η πρόταση – σωστά;... Δεν είναι έτσι. Όχι πάντα, τουλάχιστον. Η παρένθεση είναι σημείο στίξης-μπαλαντέρ· δεν είναι σαν τα άλλα σημεία στίξης. Το αν η τελεία μπαίνει μέσα ή έξω από την παρένθεση εξαρτάται καθαρά από την περίπτωση.
Αν η παρένθεση περικλείεται μέσα στην πρόταση, τότε, ναι, η τελεία μπαίνει έξω από την παρένθεση. Για παράδειγμα: Ο Χρίστος ήταν ο πιο δυνατός από όλη την ομάδα (πράγμα που, βέβαια, δεν τον έκανε και πιο δημοφιλή από άλλους). Εδώ η παρένθεση περιλαμβάνεται μέσα στην πρόταση, οπότε η τελεία είναι έξω από αυτήν.
Αυτό όμως δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Δες τα προηγούμενα παραδείγματα όπου ολόκληρες παράγραφοι μπαίνουν μέσα σε παρενθέσεις. Εκεί όλες οι προτάσεις των παραγράφων αυτών περικλείονται μέσα στην παρένθεση, όχι το αντίστροφο· επομένως, η τελευταία τελεία μπαίνει επίσης μέσα στην παρένθεση.
Το ίδιο θα ίσχυε ακόμα κι αν δεν ήταν ολόκληρες παράγραφοι αλλά μια πρόταση, όπως εδώ: Ο Μίκυ Μάους, βλέποντας το Τέρας της Λάσπης να έρχεται καταπάνω του, τράβηξε το σπαθί του. (Δεν ήταν ένα συνηθισμένο σπαθί το Σπαθί του Μίκυ Μάους· ήταν από αστρομέταλλο και πετούσε σπίθες· του το είχε φτιάξει η Μάγισσα των Ποντικών.) Το Τέρας έκανε πίσω προς στιγμή, αλλά μόνο προς στιγμή· μετά όρμησε στον Μίκη γρυλίζοντας και κροταλίζοντας τα δόντια του. Ο Μίκυ το σπάθισε και του έκοψε τη μισή μύτη, όμως η ουρά του Τέρατος τον χτύπησε άγρια στα πόδια και τον έριξε κάτω... και το μανίκι του σπαθιού έφυγε από το χέρι του.
Βλέπεις; Σ’αυτό το παράδειγμα έχουμε μια ολόκληρη πρόταση μέσα σε παρένθεση, και άρα η τελεία μπαίνει επίσης μέσα στην παρένθεση.
(ΣημείωσηΣημείωση για τα Περί Γραφής
Αν είσαι φυσιολογικός αναγνώστης δε χρειάζεται να
διαβάσεις αυτό το κομμάτι. Αν είσαι από εκείνους που θα σκεφτούν
«Και ποιος νομίζει ότι είναι αυτός που θα μιλήσει για τη συγγραφή;»,
ή «Πολύ σπουδαίος δεν την έχει δει για να μας λέει πώς θα
γράφουμε;», ή κάτι παρόμοια κολακευτικό για το άτομό μου, τότε είσαι
το Πράσινο Ανθρωπάκι, και μπορείς να συνεχίσεις να διαβάζεις.
Αγαπητό Πράσινο Ανθρωπάκι,
Στα Περί Γραφής
μιλάω για ορισμένες από τις συγγραφικές μου εμπειρίες, και δίνω
κάποιες συμβουλές ή κατευθυντήριες γραμμές για νέους (όχι,
απαραιτήτως, ηλικιακά) συγγραφείς. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από
αυτό: εμπειρίες, σκέψεις, συμπεράσματα. Το διαβάζεις, κι αν
πιστεύεις ότι σου λέει κάτι ενδιαφέρον, έχει καλώς· αν πιστεύεις ότι
δε σ'ενδιαφέρει, ή αν διαφωνείς κάθετα, το αγνοείς. Τουλάχιστον,
αυτό κάνω εγώ όταν διαβάζω παρόμοια άρθρα: αν θεωρώ ότι λέει κάτι
ενδιαφέρον, το διαβάζω με ευχαρίστηση· αν θεωρώ ότι δεν με
ενδιαφέρει, το αγνοώ.
Να το έχεις αυτό υπόψη σου όταν διαβάζεις τα
Περί Γραφής. Δεν είναι δεσμευτικά, ούτε κανένας νόμος· είναι,
απλώς, μερικές σκέψεις, γνώμες, και εμπειρίες μου.
για τα Περί Γραφής.)
