3/12/2015
Υπάρχει Αντικειμενικά Καλή Λογοτεχνία;
Η λογική του αντικειμενικού υποκειμενισμού· ή, κρίνοντας βάσει των περιστάσεων
Υπάρχει αντικειμενικά καλή λογοτεχνία;
Αν τύχει να κάνεις αυτή την ερώτηση, ο κόσμος χωρίζεται σε δύο μεγάλες, γενικές παρατάξεις: εκείνους που θα απαντήσουν «Ναι, φυσικά και υπάρχει αντικειμενικά καλή λογοτεχνία», και εκείνους που θα απαντήσουν «Όχι, εννοείται πως η καλή λογοτεχνία είναι καθαρά υποκειμενική υπόθεση».
Και οι δύο έχουν τους λόγους τους που υποστηρίζουν ό,τι υποστηρίζουν, και μοιάζουν αρκετά πειστικοί. Η πρώτη παράταξη θα σου δείξει ένα κακογραμμένο βιβλίο, γεμάτο συντακτικά λάθη, άθλια γραφή, αναληθοφανείς χαρακτήρες, αστεία πλοκή· και μετά θα σου δείξει ένα άλλο βιβλίο που φαίνεται να είναι καλογραμμένο και, γενικά, το τελείως αντίθετο του προηγούμενου. Αυτό και μόνο αποδεικνύει ότι, όντως, υπάρχει αντικειμενικά καλή λογοτεχνία. Σωστά;
Η δεύτερη παράταξη, όμως, έχει εξίσου καλούς λόγους για να πιστεύει ότι δεν υπάρχει αντικειμενικά καλή λογοτεχνία. Θα σου δείξει δύο μυθιστορήματα που μοιάζουν εξίσου καλογραμμένο, που δεν μπορείς να βρεις κανένα σοβαρό, αντικειμενικό πρόβλημα με κανένα από τα δύο, και μετά θα σου πει ότι, κοίτα, το ένα απαυτά τα βιβλία θεωρείται «καλή λογοτεχνία» ενώ το άλλο αδιάφορο. Δεν υπάρχει, ωστόσο, κάποιος ουσιαστικός λόγος γιαυτή την κατηγοριοποίηση· φαίνεται σχεδόν τυχαία, ή ίσως να είναι θέμα κοινωνικών παραγόντων, όχι αντικειμενικής αξιολόγησης του λογοτεχνικού έργου. Αυτό αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει αντικειμενικά καλή λογοτεχνία. Σωστά;
Και οι δύο παρατάξεις έχουν κάποιο δίκιο. Δεν μπορείς να πεις ότι λένε σαχλαμάρες. Αν δεις τα πράγματα από τη δική τους οπτική γωνία, διαπιστώνεις ότι μιλάνε σωστά. Όμως πάντα κάτι λείπει. Η άλλη οπτική γωνία. Οι υποστηρικτές της αντικειμενικά καλής λογοτεχνίας δεν μπορούν να εξηγήσουν και πολύ πειστικά γιατί ορισμένα βιβλία είναι καλύτερα από κάποια άλλα· οι εξηγήσεις τους φαντάζουν μάλλον υποκειμενικές σαυτές τις περιπτώσεις. Και εκείνοι που υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει αντικειμενικά καλή λογοτεχνία δυσκολεύονται να παραδεχτούν ότι ένα βιβλίο είναι όντως χάλια, ακόμα κι όταν αυτό είναι οφθαλμοφανές.
Νομίζω ότι η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση και είναι, ναι, υποκειμενική ώς έναν βαθμό.
Σίγουρα υπάρχουν λογοτεχνήματα που είναι χάλια κακογραμμένα, με ηλίθιους διαλόγους, με πλοκή γεμάτη ασυνέπειες. Και σίγουρα υπάρχουν λογοτεχνήματα που δεν μπορείς να αποφασίσεις ποιο είναι καλύτερο, γιατί, αν προσπαθήσεις να τα κρίνεις αντικειμενικά, μοιάζουν το ίδιο καλά από τεχνικής άποψης· οι συγγραφείς τους φαίνεται να ξέρουν ακριβώς τι κάνουν, και να το κάνουν καλά.
Υπάρχει ένα όριο, ένα κατώφλι, κατά τη γνώμη μου, πριν από το οποίο το λογοτεχνικό κείμενο είναι «κακό» και μετά από το οποίο το λογοτεχνικό κείμενο είναι «καλό». Όλα τα λογοτεχνήματα πέρα απαυτό το κατώφλι είναι καλά. Το τι είναι καλύτερο, από κει και ύστερα, είναι θέμα υποκειμενικό. Και το αντίστροφο ισχύει για τα κακά λογοτεχνήματα.
Δηλαδή, υπάρχει ένας αντικειμενικός υποκειμενισμός στο όλο θέμα.
Το ερώτημα είναι πού βρίσκεται αυτό το όριο, αυτό το κατώφλι. Πρόκειται για ένα πολύ προβληματικό ερώτημα, γιατί είναι κι αυτό αρκετά υποκειμενικό! Ωστόσο, το καταλαβαίνεις συνήθως όταν το βλέπεις. Όταν ένα λογοτέχνημα είναι χάλια γραμμένο (το κάτω άκρο που μπορεί να αναφέρουν οι υποστηρικτές της αντικειμενικά καλής λογοτεχνίας), τότε βρίσκεται πίσω από το κατώφλι. Όταν ένα λογοτέχνημα είναι αρκετά καλά γραμμένο, τότε βρίσκεται πέρα από το κατώφλι και μπορεί να συγκριθεί υποκειμενικά πλέον με άλλα παρομοίως καλογραμμένα λογοτεχνήματα.
Έφτασα σαυτό το συμπέρασμα όχι διαβάζοντας αλλά γράφοντας, κυρίως. (Και δεν υποστηρίζω ότι το συμπέρασμά μου είναι απόλυτα σωστό, αλλά είναι μια προσέγγιση στο θέμα που, για εμένα τουλάχιστον, φαίνεται να βγάζει νόημα.) Οι ιστορίες που έγραφα παλιά, όταν ξεκίνησα να γράφω λογοτεχνικά γύρω στα δώδεκα, βρίσκονταν πίσω από το κατώφλι. Δεν ήταν αρκετά καλές. Είναι αντικειμενικό. Κατά πρώτον, δεν ήξερα να γράφω προτάσεις και τόσο καλά, είχα ελλιπές λεξιλόγιο, και δεν είχα καλή αίσθηση της στίξης. Κατά δεύτερον, οι χαρακτήρες μου δεν ήταν και τόσο ολοκληρωμένες προσωπικότητες. Οι πλοκές δεν κυλούσαν ομαλά αλλά έκαναν χαζομάρες, όπως να τελειώνουν απότομα επειδή δεν ήξερα τι να γράψω στο ενδιάμεσο, ή μπορεί να συνέβαιναν εξωφρενικές συμπτώσεις μέσα στην ιστορία χωρίς καμία πειστική δικαιολογία γιαυτό. Δεν γράφεται έτσι η καλή λογοτεχνία. Βρίσκεσαι πίσω από το κατώφλι όταν γράφεις έτσι.
Αργότερα, όμως, τα βιβλία μου βελτιώθηκαν. Οι προτάσεις ήταν αρκετά καλά γραμμένες, είχα αρκετό λεξιλόγιο, οι χαρακτήρες είχαν αληθοφανείς προσωπικότητες, οι πλοκές κυλούσαν ομαλά. Είχα περάσει το κατώφλι. Δεν λέω ότι εκείνα τα βιβλία ήταν τέλεια δεν λέω καν ότι και τα σημερινά μου βιβλία είναι τέλεια τέλεια βιβλία δεν υπάρχουν αλλά είχα περάσει το κατώφλι. Το έβλεπα. Από κει και πέρα δεν είναι παρά θέμα ενασχόλησης πλέον. Υπάρχουν διάφορες διαβαθμίσεις, αναμφίβολα, αφότου έχεις περάσει το κατώφλι αλλά, ώς έναν βαθμό, είναι υποκειμενικές. Αυτό που γράφεις είναι πλέον αρκετά καλό. Μπορεί σε κάποιον να αρέσει απίστευτα, μπορεί κάποιος άλλος να το μισεί απίστευτα· αλλά δεν αλλάζει τίποτα.
Πολλά από τα βιβλία που βλέπεις να κυκλοφορούν ευρέως έχουν περάσει το κατώφλι. Το τι είναι καλύτερο από τι αρχίζει να είναι υποκειμενική υπόθεση. Αυτό, όμως, δεν ισχύει για όλα τα βιβλία που κυκλοφορούν ευρέως· υπάρχουν και λογοτεχνήματα που, παρά την ευρεία κυκλοφορία τους, είναι πραγματικά χάλια πίσω από το κατώφλι. (Εννοείται πως δεν θα αναφέρω παραδείγματα.)
Είναι δύσκολο να είσαι απόλυτα αντικειμενικός με τη λογοτεχνία, ή με οποιαδήποτε μορφή τέχνης. Δύσκολο έως αδύνατο. Από ένα σημείο και μετά από το κατώφλι και ύστερα μπορείς μόνο να βγάζεις υποκειμενικά συμπεράσματα, βασισμένα ίσως σε κάποιες αρχές, δικές σου ή κοινώς αποδεκτές.
Υπάρχουν κριτικοί που βγάζουν συμπεράσματα βάσει τέτοιων αρχών και θεωρούν ότι είναι αντικειμενικά. Δεν είναι αντικειμενικά, απλά στηρίζονται σε ορισμένες κοινώς αποδεκτές αξίες, συνήθως. Για παράδειγμα, μπορεί κάποιος να κρίνει ένα βιβλίο λέγοντας ότι ο λόγος ρέει άνετα και γίνεται εύκολα κατανοητός άρα, είναι καλό βιβλίο. Και μπορεί, συγχρόνως, για ένα άλλο βιβλίο να λέει ότι δεν είναι καλό επειδή ο λόγος είναι περίπλοκος και οι προτάσεις μακροσκελείς, άρα μπερδεύουν τους αναγνώστες. Ας λάβουμε, όμως, ως αντικειμενική παραδοχή ότι και τα δύο αυτά βιβλία έχουν περάσει το κατώφλι· κανένα από τα δύο δεν είναι, ουσιαστικά, κακογραμμένο. Ο κριτικός μας, επομένως, βγάζει τα συμπεράσματά του βάσει της κοινώς αποδεκτής παραδοχής στις μέρες μας ότι ο λόγος πρέπει να είναι λιτός και οι προτάσεις μικρές. Αυτό δεν είναι αντικειμενική αξία· απλά σήμερα η αγορά τυχαίνει να θέλει τέτοιου τύπου βιβλία γιατί θεωρεί ότι το κοινό, γενικά, δεν μπορεί να παρακολουθήσει τις πιο μακροσκελείς προτάσεις (πράγμα προσβλητικό για το κοινό, ίσως· αλλά το κοινό δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται και πολύ που εμμέσως το βρίζουν). Σε μια άλλη περίπτωση αν η λογοτεχνική αξία κρινόταν από την ικανότητα να πλέκει ο συγγραφέας μακροσκελείς προτάσεις με δεξιοτεχνία ο κριτικός μας θα έλεγε ότι το δεύτερο βιβλίο ήταν σαφώς καλύτερο από το πρώτο.
(Προσωπικά, δεν έχω κανένα πρόβλημα ούτε με τον λιτό λόγο ούτε με τον μακροσκελή, αρκεί να είναι καλογραμμένος. Και οι δύο μορφές γραφής έχουν τη χάρη τους· και οι δύο μαρέσουν εξίσου, αλλά για τελείως διαφορετικούς λόγους. Παράδειγμα άψογης λιτής γραφής: Roger Zelazny. Παράδειγμα άψογης μακροσκελούς γραφής: Edgar Alan Poe.)
Μιλάμε, επομένως, για υποκειμενική κριτική, όχι για αντικειμενική, παρότι μπορεί να μας την παρουσιάζουν ως τέτοια. Κι αυτό είναι ένα μεγάλο ελάττωμα της εποχής μας και όχι μόνο της εποχής μας. Κάποιοι προσπαθούν να μας πείσουν ότι οι υποκειμενικές τους αξίες είναι αντικειμενικές. Αλλά δεν είναι. Η κοινή λογική, και μόνο, το καταρρίπτει.
Ας πάρουμε για παράδειγμα μια άλλη περίπτωση: την περίπτωση της καθόλου περιγραφής, της λιτής περιγραφής, ή της σύνθετης περιγραφής. Υπάρχουν συγγραφείς που ποτέ δεν περιγράφουν τίποτα εξωτερικά, ούτε καν τους βασικούς τους χαρακτήρες. Υπάρχουν συγγραφείς που περιγράφουν μόνο με λίγες λέξεις. Και υπάρχουν και συγγραφείς που δίνουν λεπτομερείς περιγραφές πολλών πραγμάτων. Σήμερα, θεωρείται καλύτερο να μην περιγράφεις πολλά. Για παράδειγμα, θεωρείται καλύτερο να γράψεις «Μια άμαξα πέρασε μπροστά απτο μαγαζί» ή «Μια ξύλινη άμαξα με δύο άλογα πέρασε μπροστά απτο μαγαζί», παρά να καθίσεις να περιγράψεις το μαύρο γυαλιστερό χρώμα της άμαξας, τα ασημένια διακοσμητικά επάνω της, τα ψηλά, γεροδεμένα μαύρα άλογα, τους τροχούς που γύριζαν τρίζοντας, και τα λοιπά. Αυτό, όμως, δεν είναι αντικειμενικό κριτήριο της καλής λογοτεχνικής γραφής· απλά είναι ένα κριτήριο που θέλεις να παίρνεις αυθαίρετα. Υπήρχε μια εποχή, παλιότερα, που θεωρείτο καλύτερο να περιγράφεις λεπτομερειακά τα πάντα· αυτό υποτίθεται πως έδειχνε την ικανότητα του συγγραφέα.
Βέβαια, τίποτα από τα δύο δεν δείχνει ουσιαστικά την ικανότητα του συγγραφέα. Δείχνει μόνο την προτίμησή του. Την ικανότητα του συγγραφέα τη βλέπεις από το πώς κάνει ακριβώς εκείνο που θέλει να κάνει, όχι από το πόσο λιτές ή πλούσιες είναι οι περιγραφές του.
Κι αυτό είναι κάτι που, συχνά, ξεχνάμε σήμερα, ειδικώς όσοι κάνουμε λογοτεχνική κριτική. Παίρνουμε κάποιες γενικές παραδοχές που νομίζουμε ότι είναι αντικειμενικές (χωρίς να είναι) και έτσι βγάζουμε ένα συμπέρασμα (λανθασμένο, πιθανώς). Το σωστό είναι να προσπαθήσουμε να δούμε τι ακριβώς επιχειρεί να κάνει ο συγγραφέας και πόσο καλά το καταφέρνει, και από εκεί να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας. Και, ναι, το ξέρω ότι αυτή δεν είναι εύκολη δουλειά.
Χρειάζεται να αναπτύξουμε μια λογική αντικειμενικού υποκειμενισμού, για να βγάζουμε συμπεράσματα βάσει των περιστάσεων, όχι βάσει άκαμπτων αξιωμάτων. Τα άκαμπτα αξιώματα πάντα είναι λάθος, γιατί έχουν βαρύτητα μόνο σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα ή μόνο μέσα σε συγκεκριμένους κοινωνικούς κύκλους. Αν τα απομακρύνεις από το χρονικό και το τοπικό πλαίσιό τους γίνεται φανερό ότι είναι ανούσια.
