Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, από τρίτους κυρίως, για απλή ανάλυση επισκεπτών (πχ, Google Analytics) και για social media (πχ, από το Twitter). Τα μόνα cookies που χρησιμοποιούμε εμείς είναι για θέματα λειτουργικότητας (πχ, για να μην εμφανίζεται ξανά αυτή η ειδοποίηση αφότου έχετε πατήσει το κουμπάκι). Κανένα από αυτά τα cookies, απ’ό,τι ξέρουμε, δεν είναι βλαβερό, και εμείς δεν εκμεταλλευόμαστε τις πληροφορίες σας με κανέναν τρόπο. Ωστόσο, αν θέλετε μπορείτε πολύ εύκολα να σβήσετε τα cookies από οποιονδήποτε browser, συνήθως πατώντας Shift+Ctrl+Del. Περισσότερες πληροφορίες για τα cookies μπορείτε να βρείτε στο www.whatarecookies.com.
Δύο συνοικίες της Ατέρμονης Πολιτείας, η Βαθμιδωτή και η Επίστρωτη, βρίσκονται από χρόνια σε μια κατάσταση οικονομικής αλληλεξάρτησης. Η μία συμπληρώνει την άλλη. Η Βαθμιδωτή παράγοντας, αποκλειστικά και μόνο, τεχνικούς εξοπλισμούς. Η Επίστρωτη παράγοντας τρόφιμα. Και καμιά από τις δυο συνοικίες δεν διανοείται να αλλάξει τον ρυθμό της ζωής των πολιτών της.
Μια μυστηριώδης γυναίκα με το όνομα Κορίνα παρουσιάζεται στην Επίστρωτη και μιλά με τους Εχθρούς του Πρωινού, τη μεγαλύτερη και χειρότερη συμμορία της συνοικίας, που είναι ο φόβος κι ο τρόμος των πολιτών αλλά και της αστυνομίας. Η Κορίνα προθυμοποιείται να τους βοηθήσει σ’ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο: να κλέψουν χρήματα κατευθείαν από το κεντρικό θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας των Τεσσάρων.
Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο που έχει η Κορίνα στο μυαλό της.
Πολύ σύντομα, τα πράγματα αρχίζουν ν’αλλάζουν για τις δύο συνοικίες καθώς οι ισορροπίες θρυμματίζονται...
Το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης αρχίζει!
Μετά από τον διωγμό των δυνάμεων της Παντοκράτειρας, οι υλικές ζημιές στη
διάσταση της Σεργήλης είναι πολλές, και η οικονομία της έχει δεχτεί σοβαρό
πλήγμα. Προκειμένου ολόκληρη η διάσταση να ορθοποδήσει, οι πολιτικοί της
αποφασίζουν να οργανώσουν το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, που θα φέρει
χρήματα από πολλές άλλες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος.
Οι ραλίστες που θα αγωνιστούν είναι όλοι ικανοί και έμπειροι στην οδήγηση –
ήρωες των τροχών και του τιμονιού. Ανάμεσά τους είναι και η Ελοντί Αλλόγνωμη, ή,
όπως πολλοί στη Σεργήλη τη γνωρίζουν από την παλιά της ζωή ως τραγουδίστρια, η
Έκπτωτη Ελοντί. Στο παρελθόν, σε μικρή ηλικία, ήταν δόκιμη για ιέρεια της
Αρτάλης όταν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας προσπαθούσαν ακόμα να εξαφανίσουν
τις γυναίκες που λάτρευαν αυτή τη θεά. Αργότερα, είχε μπει στους κόλπους της
Επανάστασης, αποζητώντας εκδίκηση. Τώρα, στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης,
το παρελθόν της Ελοντί θα συναντήσει το παρόν, κι εκείνη θ’ανακαλύψει
καινούργια, και ίσως τρομαχτικά, πράγματα για τον εαυτό της.
Ο Ζορδάμης, ένας παλιός εραστής της Έκπτωτης Ελοντί και δεινός ραλίστας,
συμμετέχει επίσης στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι, και έχει κάνει μια σκοτεινή και
δαιμονική συμφωνία για να βεβαιωθεί ότι θα νικήσει. Επειδή
πρέπει να νικήσει: μυστηριώδεις δυνάμεις του υπόκοσμου της Σεργήλης
βρίσκονται στο κατόπι του, και φαίνονται έτοιμες να τον αφανίσουν αν δεν τους
δώσει ό,τι τους χρωστά...
Στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, οι οδηγοί θα τρέξουν επάνω σε
αιωρούμενες ράμπες, επάνω σε δύσκολα εδάφη, μέσα στους άγριους δασότοπους
Φέρνιλγκαν, μέσα στις καυτές ερήμους της Σεργήλης, μέσα σε παγωμένα βουνά, ακόμα
και μέσα σε μια παράξενη ενδοδιάσταση με πράσινο ουρανό και κόκκινο ήλιο...
Η Σεργήλη έχει απελευθερωθεί από τους Παντοκρατορικούς· οι κάτοικοί της
μπορούν ξανά να λατρεύουν όποιους θεούς θέλουν. Η θρησκεία της Αρτάλης έχει
αναβιώσει. Η Αριστέα, μια από τις ιέρειές της, καταφέρνει να λάβει χρηματοδότηση
από την Πολιτειάρχη της Μέλβερηθ για την οικοδόμηση ενός καινούργιου ναού στα
άκρα της εν λόγω μεγαλούπολης. Αλλά σύντομα ανακαλύπτει ότι το χρηματικό δεν
είναι το μόνο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει. Οι Ανατολικοί Φρουροί, μια νέα
συμμορία που καταδυναστεύει τις ακροανατολικές συνοικίες της Μέλβερηθ, ζητούν
λεφτά για την προστασία του ναού – «προστασία» από την ίδια τη συμμορία, στην
πραγματικότητα. Η Αριστέα, αρνούμενη να πληρώσει, θα βρεθεί σε σύγκρουση μαζί
τους. Ευτυχώς, στο πλευρό της είναι ο Βασνάρος, ο Αγωνιστής των Δρόμων – γνωστός
και ως Τρελός Λύκος της Μέλβερηθ, κατά την περίοδο της κυριαρχίας των
Παντοκρατορικών.
Η Φάνρηβ, μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Μοργκιάνης, ήταν κάποτε, πριν
από χρόνια, ελεύθερη με δικό της πολίτευμα. Σήμερα, είναι ένα προτεκτοράτο του
Βασιλείου της Χάρνωθ. Ο λαός της είναι διαιρεμένος: μια μερίδα υποστηρίζει τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο· μια μερίδα είναι με το μέρος του παλιού Φύλακα της Φάνρηβ,
που έρχεται με στρατό από τον βορρά για να την ελευθερώσει· και μια άλλη μερίδα
των πολιτών είναι αυτονομιστές, που δεν θέλουν ούτε τους Χαρνώθιους στην πόλη
τους ούτε την επιστροφή του Φύλακα.
Οι Αιρετοί της Φάνρηβ είναι διαιρεμένοι όπως και ο λαός της, αποτελώντας
αντανάκλασή του.
Ο Άλφεντουρ αλ Έρεσναβ, Διπλωματικός Αντιπρόσωπος του Εμπορικού Συνδέσμου της
Νάζρηβ, έρχεται από την πόλη του με ελικόπτερο προς τη Φάνρηβ, καλεσμένος εκεί
από έναν παλιό του φίλο, τον Κασλάριν ωλ Μάρατεκ, Αιρετό της Συντεχνίας των
Αγροτών. Ο Κασλάριν πιστεύει πως έχει ένα σχέδιο για να σώσει τη Φάνρηβ προτού η
πόλη καταστραφεί από την οργή των αντίπαλων παρατάξεων. Και ζητά τη βοήθεια του
Άλφεντουρ, ο οποίος μπορεί να ασκήσει πιέσεις και στην Κέσριμιθ ωλ Ζαλτάρεμ, τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο, και στο συμβούλιο των Αιρετών.
Όταν όμως ο Άλφεντουρ φτάνει στην πόλη, το κλίμα είναι ήδη έκρυθμο και, με
κάθε μέρα που περνά, χειροτερεύει. Η Αρχόντισσα Κέσριμιθ προσπαθεί με όλους τους
τρόπους – και με τα ελεγχόμενα μέσα μαζικής πληροφόρησης της Φάνρηβ – να
επηρεάσει τον λαό ώστε να τον τραβήξει με το μέρος του Βασιλείου της Χάρνωθ. Οι
υποστηρικτές του Φύλακα, που έρχεται με στρατό από τα βόρεια, πασχίζουν να
φέρουν τον κόσμο με τη δική τους πλευρά, ενώ αποφεύγουν και χτυπάνε τους
ανθρώπους των Χαρνώθιων. Και οι αυτονομιστές είναι εναντίον όλων, γεμίζοντας
τους δρόμους της πόλης με συνθήματα και απρόσμενες εκρήξεις.
Αλλά στη Φάνρηβ οι πιο επικίνδυνες ενέργειες γίνονται στα παρασκήνια. Σκιερές
μορφές στοιχειώνουν την Πόλη της Αέναης Νύχτας. Προδότες σχεδιάζουν πολιτικές
δολοφονίες. Κατάσκοποι παρακολουθούν κάθε κίνηση. Αδέλφια χάνουν την εμπιστοσύνη
που έχουν μεταξύ τους. Οι πάντες είναι ύποπτοι για τα πάντα.
Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος επιστρέφει στην πατρίδα του, την Απολλώνια, όπου
σύντομα ανακαλύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα είχε αφήσει. Κάποια
μυστηριώδης, σκοτεινή οργάνωση έχει απλώσει τα δίχτυα της μέσα στο Βασίλειο, και
φημολογείται, ψιθυριστά, ότι ακόμα κι ο αδελφός του Ανδρόνικου, ο Πρίγκιπας
Λούσιος, είναι αναμιγμένος σ’αυτήν.
Ο Ανδρόνικος θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, και θα χρειαστεί να
ζητήσει βοήθεια ακόμα κι από τους επαναστάτες άλλων διαστάσεων· διότι μέσα στην
ίδια του την πατρίδα κανένας δεν φαίνεται πλέον να μπορεί να θεωρηθεί
αξιόπιστος…
Εν τω μεταξύ, οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας έρχονται από το Βόρειο Μέτωπο,
φέρνοντας έναν από τους πιο καταστροφικούς πολέμους στο Γνωστό Σύμπαν· ενώ από
τα νότια της διάστασης τερατουργήματα επιτίθενται από την Απολεσθείσα Γη,
μαστίζοντας το Βασίλειο σαν προαιώνια κατάρα.
Στην Απολλώνια, μια από καιρό πολιορκημένη διάσταση, τα πράγματα έχουν
αρχίσει να ξεφεύγουν από τον έλεγχο…
Η Αγγελική, μια φίλη της Παντοκράτειρας, βρίσκεται δολοφονημένη στη σουίτα
ενός ξενοδοχείου, με μυστηριώδεις τομές επάνω στο σώμα της. Ο εραστής της,
Ταγματάρχης Στίβεν Νέλκος, παρότι ήταν μαζί της εκείνη τη βραδιά, μοιάζει να
έχει πλήρη άγνοια του τι συνέβη. Και οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας δεν
καταφέρνουν να ανακαλύψουν τίποτα.
Η Ρία-Μία, η Αρχιέρεια του Κρόνου, προτείνει στην Παντοκράτειρα έναν ιδιωτικό
ερευνητή, τον Φέλιξ Χάρλω, ο οποίος ίσως θα μπορούσε να βρει τον δολοφόνο.
Ωστόσο, ακόμα κι αυτός σύντομα θα συνειδητοποιήσει πως η περίπτωση είναι
εξαιρετικά περίπλοκη και δυσεπίλυτη, και οι δυνάμεις που είναι αναμιγμένες
ξεπερνούν τη δικαιοδοσία του αλλά και τις ικανότητες του μυαλού του...
Ένας ξεχασμένος κόσμος, μια διάσταση απομονωμένη από το υπόλοιπο σύμπαν.
Ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος – ένα
ρήγμα – σπάζει το στάσιμο πλέγμα της πραγματικότητάς του. Κι από εκεί,
έρχεται ένας μεγάλος προφήτης που θα αλλάξει τη ροή της ιστορίας του για
πάντα...
Ο Τάμπριελ, κάποτε σύζυγος της Παντοκράτειρας και μάγος του τάγματος των
Δεσμοφυλάκων, καταλήγει σαν ναυαγός σε μια διάσταση ανέγνωρη για εκείνον. Ένα
μέρος όπου κανένας δεν μιλά καμια γνωστή του γλώσσα. Μέσα στο μυαλό του, όμως,
παράδοξα, υπάρχουν εικόνες από αυτόν τον απομονωμένο κόσμο: και ο Τάμπριελ
συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να βρίσκεται τυχαία εδώ...
Μαζί του είναι η Ανταρλίδα, μια από τις Μαύρες Δράκαινες της Παντοκράτειρας
οι οποίες πλέον υπηρετούν την Επανάσταση εναντίον της. Ούτε εκείνη έχει ποτέ
ξανά δει ή ακούσει γι’αυτό τον κόσμο. Αλλά τώρα που οι δυο τους βρίσκονται εδώ,
σ’ένα ξένο, εχθρικό περιβάλλον, πρέπει να μάθουν να επιβιώνουν ώστε να
ξεκλειδώσουν τα μυστικά της διάστασης που θα τους δώσουν πρόσβαση στο Γνωστό
Σύμπαν, από το οποίο ήρθαν.
Παράξενα ανοίγματα παρουσιάζονται στη Χάρνταβελ: τρύπες επάνω στα ίδια τα
τοιχώματα της πραγματικότητάς της. Από μέσα τους διακρίνεται μια άλλη
πραγματικότητα, και πλάσματα έρχονται από εκεί τα οποία δεν έχουν ξαναβαδίσει
ποτέ στη Χάρνταβελ.
Οι Παντοκρατορικοί που ελέγχουν την εν λόγω διάσταση προσπαθούν να ερευνήσουν
το φαινόμενο, η συχνότητα εμφάνισης του οποίου δεν μειώνεται αλλά αυξάνεται με
ανησυχητικό ρυθμό. Η Αρίνη’σαρ, μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών και σύζυγος
του Παντοκρατορικού Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ, έχει αναλάβει να ανακαλύψει τι
συμβαίνει, συναντώντας πολλά εμπόδια στον δρόμο της.
Αλλά και ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, ενδιαφέρεται για το
μυστηριώδες φαινόμενο γιατί η Χάρνταβελ συνδέεται άμεσα με τη δική του διάσταση,
την Απολλώνια. Οργανώνει μια αποστολή για να το ερευνήσει, και αναζητά τους
σωστούς ανθρώπους. Προσπαθεί να πείσει τον Γεράρδο να επιστρέψει στη Χάρνταβελ,
η οποία ήταν κάποτε πατρίδα του.
Ο Γεράρδος, όμως, είναι διστακτικός, επειδή είχε τους λόγους του που έφυγε
πριν από χρόνια. Ήταν ένας από τους ιερείς της Χάρνταβελ, που δεν μπορούν ποτέ
να την εγκαταλείψουν, καθώς αυτό σημαίνει τον θάνατό τους από μια δαιμονική
ακατονόμαστη δύναμη που κρύβεται μέσα τους. Αλλά ο Γεράρδος έχει επιβιώσει·
φεύγοντας από τη Χάρνταβελ νομίζει πως κατόρθωσε τελικά να διαλύσει το Εσώτερο
Θηρίο. Μπορεί, όμως, να είναι σίγουρος ότι αυτό δεν θα εμφανιστεί και πάλι εντός
του όταν ξαναγυρίσει στη Χάρνταβελ; Και είναι πρόθυμος να το ριψοκινδυνέψει για
να μάθει;
Η επιστροφή στην πατρίδα του μπορεί να τον φέρει σε σύγκρουση όχι μόνο με το
ιερατείο εκεί, αλλά και με μια δύναμη πιο διαβολική και εξαπλωμένη απ’ό,τι
μπορούσε ποτέ να φανταστεί.
Και, φυσικά, είναι και οι Παντοκρατορικοί στη Χάρνταβελ...
Μετά τη διάλυση της Συμπαντικής Παντοκρατορίας,
ληστές και κακούργοι λυμαίνονται τα άγρια εδάφη της Φεηνάρκια:
απομεινάρηδες των στρατών της Παντοκράτειρας αλλά και γηγενείς που
προσπαθούν να επωφεληθούν από την κατάσταση. Όταν ένας έμπορος από τη
Χόλκεραλ, ο Καντάρφιλ, δέχεται επίθεση από τους ληστές της Σαρντίκα-Νοθ,
μια ομάδα μισθοφόρων έρχεται απρόσμενα προς βοήθειά του για να τρέψει
τους ληστές σε φυγή. Σύντομα όμως ο Καντάρφιλ μαθαίνει πως οι σωτήρες
του είναι κι αυτοί πρώην Παντοκρατορικοί, όπως η Σαρντίκα-Νοθ.
Ονομάζονται Ζωντανοί-Νεκροί, και αρχηγός τους είναι ο Ζαώρδιλ ο
Σκοτωμένος – ένας άνθρωπος που κανονικά θα έπρεπε να είναι νεκρός. Δεν
έσωσαν, όμως, τον έμπορο από τη Σαρντίκα-Νοθ για να τον ληστέψουν οι
ίδιοι· αντιθέτως, τον καθοδηγούν ώστε να φτάσει, μέσω επικίνδυνων
ορεινών περασμάτων, στον προορισμό του: την πόλη της Νασόλκαθ. Εκεί, ο
Ζαώρδιλ ελπίζει να βρει περισσότερες δουλειές για τους μισθοφόρους του,
αλλά ανακαλύπτει πως οι φήμες κυκλοφορούν γρήγορα και είναι πολλοί που
ακόμα έχουν έντονο μίσος για όσους κάποτε υπηρετούσαν την Παντοκράτειρα.
Ωστόσο, υπάρχει και μια γυναίκα – πρώην Παντοκρατορική κι η ίδια – που
επιδιώκει συμμαχία, αν και σκιερή. Και ο Ηγεμόνας της Νασόλκαθ σύντομα
ετοιμάζεται για πόλεμο εναντίον ληστών, και συγκεντρώνει στρατό από
μισθοφόρους κάθε είδους…
Μια επανάσταση ξεκινά, αρχικά περιορισμένη αλλά δυνατή, και σύντομα εξαπλώνεται σαν φωτιά ανεξέλεγκτη. Μια κρυφή δύναμη τη θρέφει από τις σκιές της Πόλης. Εδραιωμένες πλουτοκρατίες καταρρέουν· οι πολιτάρχες της Ρελκάμνια ανησυχούν. Τρόμος και αναστάτωση απλώνονται γύρω από τον Ριγοπόταμο, καθώς προβλέπουν πόλεμο.
Ένας μεγάλος ηγέτης έχει εμφανιστεί και η Πόλη φαίνεται να ζητά το αντίβαρό του – έναν άνθρωπο από συνοικίες αρκετά μακρινές. Εχθρικές δυνάμεις τον θέλουν νεκρό, αλλά μυστηριώδεις συμπτώσεις έρχονται για να τον συντρέξουν. Μισθοφόροι και μαχητές κατευθύνονται προς το επίκεντρο του επικείμενου πολέμου.
Δύο Θυγατέρες της Πόλης αναζητούν ένα πολύτιμο κόσμημα που έκλεψε μια Αδελφή τους – ένα αινιγματικό κατασκεύασμα μιας αρχαίας Θυγατέρας που μπορεί να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στα λάθος χέρια.
Συμμορίες ξεσηκώνονται παντού, ακούγοντας το όνομα του Αλυσοδεμένου Ποιητή που έσπασε τις αλυσίδες του. Καιροσκόποι και πολεμοκάπηλοι πιστεύουν ότι έχουν κάτι να κερδίσουν. Παλιά καθεστώτα γκρεμίζονται, καινούργια παίρνουν τη θέση τους – καλύτερα ή χειρότερα;
Ένας ξεχασμένος χώρος ανοίγει, ξερνώντας πανωλεθρία και δαίμονες από άλλους χρόνους, τραυματίζοντας την Πόλη και φέρνοντας θλίψη στους κατοίκους της.
Οι Νομάδες των Δρόμων ταξιδεύουν στις οδούς και τις λεωφόρους της Ατέρμονης Πολιτείας, καθοδηγούμενοι από την Κυρά τους. Βαδίζοντας, πάντοτε βαδίζοντας. Προσελκύοντας κι άλλους από τις συνοικίες που περνούν. Ένα υπέροχο, μαγευτικό ταξίδι γι’αυτούς, το οποίο τους αποκαλύπτει ολοένα και περισσότερα μυστήρια της Πόλης· αλλά δεν θα αργήσει να τους βάλει και σε τρομερά προβλήματα. Θα βρεθούν ακόμα και στο έλεος αμφιλεγόμενων δυνάμεων ενώ θα θεωρούν τους εαυτούς τους, για πρώτη φορά, χαμένους μέσα στη Ρελκάμνια.
Μια εποχή μεγάλων αλλαγών, από τον Ριγοπόταμο ώς την Ανακτορική Συνοικία...
Ένας εξερευνητής από την Απολλώνια έχει χαθεί στο Πορφυρό Κενό,
ακολουθώντας τα ξεχασμένα ίχνη για κάποιο πιθανό απομεινάρι από τον Ενιαίο Κόσμο
– κάτι που και η Παντοκράτειρα πολύ πιθανόν να θέλει να πάρει στα χέρια της.
Ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, προσπαθεί να προλάβει ένα τέτοιο
ενδεχόμενο, και να ξαναβρεί τον χαμένο εξερευνητή. Στέλνει την Ιωάννα, τη Μαύρη
Δράκαινα, και τον Σέλιρ’χοκ, έναν μάγο του τάγματος των Διαλογιστών, στην Άκρη,
μια πόλη εκεί όπου το σύμπαν τελειώνει και το Πορφυρό Κενό απλώνεται, γεμάτο
Αιωρούμενες Νήσους, Ανέμους, και ανείπωτα όντα.
Στην Άκρη, η Ιωάννα και ο Σέλιρ’χοκ θα βρουν συμμάχους – έναν καπετάνιο του
Κενού, μια Ανεμοσκόπο, έναν μονόφθαλμο κυνηγημένο άντρα – και θα ταξιδέψουν στα
βάθη του Πορφυρού Κενού, σφυροκοπημένοι από Ανέμους… και με έναν από τους πιο
επικίνδυνους πράκτορες της Παντοκράτειρας στο κατόπι τους.
Ο Κάραγγελ, Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα, επιστρέφει στη μεγάλη
πόλη φέρνοντας νέα για τη γενοκτονία της Λευκής φυλής του από μια μαζική επίθεση
Μελανών. Αποζητά εκδίκηση. Αλλά στην Ελρείσβα οι αποφάσεις δεν παίρνονται μόνο
από εκείνον. Ούτε καν μόνο από τον Βασιληά. Ο Πρωτοσπαθάριος Κάραγγελ πρέπει να
συνεννοηθεί με τον Παντοκρατορικό Επόπτη Ευρύμαχο Νάλφερ, που βρίσκεται εκεί,
κυρίως, για να ελέγχει τα ορυχεία ενέργειας της περιοχής. Οι Παντοκρατορικοί
αποδεικνύονται πρόθυμοι να βοηθήσουν τον Κάραγγελ στον αγώνα του για εκδίκηση
εναντίον των Μελανών, αλλά τα όπλα που φέρνουν είναι τόσο καταστροφικά που
κάνουν ακόμα και τον Πρωτοσπαθάριο να προβληματιστεί σχετικά με τις μεθόδους
τους. Και ποια μπορεί να είναι τα κίνητρά τους για τη βοήθεια που του
προσφέρουν;
Το ένα χωριό Μελανών μετά το άλλο αφανίζεται, μέσα στις καυτές ερήμους της
Αρβήντλια, καθώς η εκστρατεία των Παντοκρατορικών ταξιδεύει σαν λαίλαπα ολέθρου.
Ταυτόχρονα, ο Ανδρόνικος, Πρίγκιπας της Επανάστασης, η Ιωάννα η Μαύρη
Δράκαινα, και άλλοι επαναστάτες σύντροφοί τους έρχονται προς την Αρβήντλια μέσω
μιας διαστασιακής διόδου στη Σάρντλι. Αλλά δεν γνωρίζουν ακόμα τίποτα για την
καταστροφή που ο Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα και οι Παντοκρατορικοί
σύμμαχοί του έχουν εξαπολύσει εναντίον των Μελανών φυλών. Στόχος των επαναστατών
είναι η αποκωδικοποίηση ενός μυστηριώδους μηνύματος που, αν οι υποψίες τους
είναι σωστές, θα αλλάξει τα πάντα για την Επανάσταση και για την Παντοκρατορία
σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν...
Υπάρχει Αντικειμενικά Καλή Λογοτεχνία; Η λογική του αντικειμενικού υποκειμενισμού· ή, κρίνοντας βάσει των περιστάσεων
Υπάρχει αντικειμενικά καλή λογοτεχνία;
Αν τύχει να κάνεις αυτή την ερώτηση, ο κόσμος χωρίζεται σε δύο μεγάλες, γενικές παρατάξεις: εκείνους που θα απαντήσουν «Ναι,
φυσικά και υπάρχει αντικειμενικά καλή λογοτεχνία», και εκείνους που θα απαντήσουν «Όχι,
εννοείται πως η καλή λογοτεχνία είναι καθαρά υποκειμενική υπόθεση».
Και οι δύο έχουν τους λόγους τους που υποστηρίζουν ό,τι υποστηρίζουν, και μοιάζουν αρκετά πειστικοί. Η πρώτη παράταξη θα σου δείξει ένα κακογραμμένο βιβλίο, γεμάτο συντακτικά λάθη, άθλια γραφή, αναληθοφανείς χαρακτήρες, αστεία πλοκή· και μετά θα σου δείξει ένα άλλο βιβλίο που φαίνεται να είναι καλογραμμένο και, γενικά, το τελείως αντίθετο του προηγούμενου. Αυτό και μόνο αποδεικνύει ότι, όντως, υπάρχει αντικειμενικά καλή λογοτεχνία. Σωστά;
Η δεύτερη παράταξη, όμως, έχει εξίσου καλούς λόγους για να πιστεύει ότι
δεν υπάρχει αντικειμενικά καλή λογοτεχνία. Θα σου δείξει δύο μυθιστορήματα που μοιάζουν εξίσου καλογραμμένο, που δεν μπορείς να βρεις κανένα σοβαρό, αντικειμενικό πρόβλημα με κανένα από τα δύο, και μετά θα σου πει ότι, κοίτα, το ένα απαυτά τα βιβλία θεωρείται «καλή λογοτεχνία» ενώ το άλλο αδιάφορο. Δεν υπάρχει, ωστόσο, κάποιος ουσιαστικός λόγος γιαυτή την κατηγοριοποίηση· φαίνεται σχεδόν τυχαία, ή ίσως να είναι θέμα κοινωνικών παραγόντων, όχι αντικειμενικής αξιολόγησης του λογοτεχνικού έργου. Αυτό αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει αντικειμενικά καλή λογοτεχνία. Σωστά;
Και οι δύο παρατάξεις έχουν κάποιο δίκιο. Δεν μπορείς να πεις ότι λένε σαχλαμάρες. Αν δεις τα πράγματα από τη δική τους οπτική γωνία, διαπιστώνεις ότι μιλάνε σωστά. Όμως πάντα κάτι λείπει. Η άλλη οπτική γωνία. Οι υποστηρικτές της αντικειμενικά καλής λογοτεχνίας δεν μπορούν να εξηγήσουν και πολύ πειστικά γιατί ορισμένα βιβλία είναι καλύτερα από κάποια άλλα· οι εξηγήσεις τους φαντάζουν μάλλον υποκειμενικές σαυτές τις περιπτώσεις. Και εκείνοι που υποστηρίζουν ότι
δεν υπάρχει αντικειμενικά καλή λογοτεχνία δυσκολεύονται να παραδεχτούν ότι ένα βιβλίο είναι όντως χάλια, ακόμα κι όταν αυτό είναι οφθαλμοφανές.
Νομίζω ότι η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση και είναι, ναι,
υποκειμενική ώς έναν βαθμό.
Σίγουρα υπάρχουν λογοτεχνήματα που είναι χάλια κακογραμμένα, με ηλίθιους διαλόγους, με πλοκή γεμάτη ασυνέπειες. Και σίγουρα υπάρχουν λογοτεχνήματα που δεν μπορείς να αποφασίσεις ποιο είναι καλύτερο, γιατί, αν προσπαθήσεις να τα κρίνεις αντικειμενικά, μοιάζουν το ίδιο καλά από τεχνικής άποψης· οι συγγραφείς τους φαίνεται να ξέρουν
ακριβώς τι κάνουν, και να το κάνουν καλά.
Υπάρχει ένα όριο, ένα κατώφλι, κατά τη γνώμη μου, πριν από το οποίο το λογοτεχνικό κείμενο είναι «κακό» και μετά από το οποίο το λογοτεχνικό κείμενο είναι «καλό». Όλα τα λογοτεχνήματα πέρα απαυτό το κατώφλι είναι καλά. Το τι είναι καλύτερο, από κει και ύστερα, είναι θέμα υποκειμενικό. Και το αντίστροφο ισχύει για τα κακά λογοτεχνήματα.
Δηλαδή, υπάρχει ένας αντικειμενικός υποκειμενισμός στο όλο θέμα.
Το ερώτημα είναι πού βρίσκεται αυτό το όριο, αυτό το κατώφλι. Πρόκειται για ένα πολύ προβληματικό ερώτημα, γιατί είναι κι αυτό αρκετά υποκειμενικό! Ωστόσο, το καταλαβαίνεις συνήθως όταν το βλέπεις. Όταν ένα λογοτέχνημα είναι χάλια γραμμένο (το κάτω άκρο που μπορεί να αναφέρουν οι υποστηρικτές της αντικειμενικά καλής λογοτεχνίας), τότε βρίσκεται πίσω από το κατώφλι. Όταν ένα λογοτέχνημα είναι αρκετά καλά γραμμένο, τότε βρίσκεται πέρα από το κατώφλι και μπορεί να συγκριθεί υποκειμενικά πλέον με άλλα παρομοίως καλογραμμένα λογοτεχνήματα.
Έφτασα σαυτό το συμπέρασμα όχι διαβάζοντας αλλά γράφοντας, κυρίως. (Και δεν υποστηρίζω ότι το συμπέρασμά μου είναι απόλυτα σωστό, αλλά είναι μια προσέγγιση στο θέμα που, για εμένα τουλάχιστον, φαίνεται να βγάζει νόημα.) Οι ιστορίες που έγραφα παλιά, όταν ξεκίνησα να γράφω λογοτεχνικά γύρω στα δώδεκα, βρίσκονταν πίσω από το κατώφλι. Δεν ήταν αρκετά καλές. Είναι αντικειμενικό. Κατά πρώτον, δεν ήξερα να γράφω προτάσεις και τόσο καλά, είχα ελλιπές λεξιλόγιο, και δεν είχα καλή αίσθηση της στίξης. Κατά δεύτερον, οι χαρακτήρες μου δεν ήταν και τόσο ολοκληρωμένες προσωπικότητες. Οι πλοκές δεν κυλούσαν ομαλά αλλά έκαναν χαζομάρες, όπως να τελειώνουν απότομα επειδή δεν ήξερα τι να γράψω στο ενδιάμεσο, ή μπορεί να συνέβαιναν εξωφρενικές συμπτώσεις μέσα στην ιστορία χωρίς καμία πειστική δικαιολογία γιαυτό. Δεν γράφεται έτσι η καλή λογοτεχνία. Βρίσκεσαι πίσω από το κατώφλι όταν γράφεις έτσι.
Αργότερα, όμως, τα βιβλία μου βελτιώθηκαν. Οι προτάσεις ήταν αρκετά καλά γραμμένες, είχα αρκετό λεξιλόγιο, οι χαρακτήρες είχαν αληθοφανείς προσωπικότητες, οι πλοκές κυλούσαν ομαλά. Είχα περάσει το κατώφλι. Δεν λέω ότι εκείνα τα βιβλία ήταν τέλεια δεν λέω καν ότι και τα σημερινά μου βιβλία είναι τέλεια τέλεια βιβλία δεν υπάρχουν αλλά
είχα περάσει το κατώφλι. Το έβλεπα. Από κει και πέρα δεν είναι παρά θέμα ενασχόλησης πλέον. Υπάρχουν διάφορες διαβαθμίσεις, αναμφίβολα, αφότου έχεις περάσει το κατώφλι αλλά, ώς έναν βαθμό, είναι υποκειμενικές. Αυτό που γράφεις είναι πλέον
αρκετά καλό. Μπορεί σε κάποιον να αρέσει απίστευτα, μπορεί κάποιος άλλος να το μισεί απίστευτα· αλλά δεν αλλάζει τίποτα.
Πολλά από τα βιβλία που βλέπεις να κυκλοφορούν ευρέως έχουν περάσει το κατώφλι. Το τι είναι καλύτερο από τι αρχίζει να είναι υποκειμενική υπόθεση. Αυτό, όμως, δεν ισχύει για
όλα τα βιβλία που κυκλοφορούν ευρέως· υπάρχουν και λογοτεχνήματα που, παρά την ευρεία κυκλοφορία τους, είναι πραγματικά χάλια πίσω από το κατώφλι. (Εννοείται πως δεν θα αναφέρω παραδείγματα.)
Είναι δύσκολο να είσαι απόλυτα αντικειμενικός με τη λογοτεχνία, ή με οποιαδήποτε μορφή τέχνης. Δύσκολο έως αδύνατο. Από ένα σημείο και μετά από το κατώφλι και ύστερα μπορείς μόνο να βγάζεις υποκειμενικά συμπεράσματα, βασισμένα ίσως σε κάποιες αρχές, δικές σου ή κοινώς αποδεκτές.
Υπάρχουν κριτικοί που βγάζουν συμπεράσματα βάσει τέτοιων αρχών και θεωρούν ότι είναι αντικειμενικά.
Δεν είναι αντικειμενικά, απλά στηρίζονται σε ορισμένες κοινώς αποδεκτές αξίες, συνήθως. Για παράδειγμα, μπορεί κάποιος να κρίνει ένα βιβλίο λέγοντας ότι ο λόγος ρέει άνετα και γίνεται εύκολα κατανοητός άρα, είναι καλό βιβλίο. Και μπορεί, συγχρόνως, για ένα άλλο βιβλίο να λέει ότι δεν είναι καλό επειδή ο λόγος είναι περίπλοκος και οι προτάσεις μακροσκελείς, άρα μπερδεύουν τους αναγνώστες. Ας λάβουμε, όμως, ως αντικειμενική παραδοχή ότι και τα δύο αυτά βιβλία έχουν περάσει το κατώφλι· κανένα από τα δύο δεν είναι, ουσιαστικά, κακογραμμένο. Ο κριτικός μας, επομένως, βγάζει τα συμπεράσματά του βάσει της κοινώς αποδεκτής παραδοχής στις μέρες μας ότι ο λόγος πρέπει να είναι λιτός και οι προτάσεις μικρές. Αυτό δεν είναι αντικειμενική αξία· απλά σήμερα η αγορά τυχαίνει να θέλει τέτοιου τύπου βιβλία γιατί θεωρεί ότι το κοινό, γενικά, δεν μπορεί να παρακολουθήσει τις πιο μακροσκελείς προτάσεις (πράγμα προσβλητικό για το κοινό, ίσως· αλλά το κοινό δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται και πολύ που εμμέσως το βρίζουν). Σε μια άλλη περίπτωση αν η λογοτεχνική αξία κρινόταν από την ικανότητα να πλέκει ο συγγραφέας μακροσκελείς προτάσεις με δεξιοτεχνία ο κριτικός μας θα έλεγε ότι το δεύτερο βιβλίο ήταν σαφώς καλύτερο από το πρώτο.
(Προσωπικά, δεν έχω κανένα πρόβλημα ούτε με τον λιτό λόγο ούτε με τον μακροσκελή, αρκεί να είναι καλογραμμένος. Και οι δύο μορφές γραφής έχουν τη χάρη τους· και οι δύο μαρέσουν εξίσου, αλλά για τελείως διαφορετικούς λόγους. Παράδειγμα άψογης λιτής γραφής: Roger Zelazny. Παράδειγμα άψογης μακροσκελούς γραφής: Edgar Alan Poe.)
Μιλάμε, επομένως, για υποκειμενική κριτική, όχι για αντικειμενική, παρότι μπορεί να μας την παρουσιάζουν ως τέτοια. Κι αυτό είναι ένα μεγάλο ελάττωμα της εποχής μας και όχι μόνο της εποχής μας. Κάποιοι προσπαθούν να μας πείσουν ότι οι υποκειμενικές τους αξίες είναι αντικειμενικές. Αλλά δεν είναι. Η κοινή λογική, και μόνο, το καταρρίπτει.
Ας πάρουμε για παράδειγμα μια άλλη περίπτωση: την περίπτωση της καθόλου περιγραφής, της λιτής περιγραφής, ή της σύνθετης περιγραφής. Υπάρχουν συγγραφείς που ποτέ δεν περιγράφουν τίποτα εξωτερικά, ούτε καν τους βασικούς τους χαρακτήρες. Υπάρχουν συγγραφείς που περιγράφουν μόνο με λίγες λέξεις. Και υπάρχουν και συγγραφείς που δίνουν λεπτομερείς περιγραφές πολλών πραγμάτων. Σήμερα, θεωρείται καλύτερο να μην περιγράφεις πολλά. Για παράδειγμα, θεωρείται καλύτερο να γράψεις «Μια άμαξα πέρασε μπροστά απτο μαγαζί» ή «Μια ξύλινη άμαξα με δύο άλογα πέρασε μπροστά απτο μαγαζί», παρά να καθίσεις να περιγράψεις το μαύρο γυαλιστερό χρώμα της άμαξας, τα ασημένια διακοσμητικά επάνω της, τα ψηλά, γεροδεμένα μαύρα άλογα, τους τροχούς που γύριζαν τρίζοντας, και τα λοιπά. Αυτό, όμως, δεν είναι αντικειμενικό κριτήριο της καλής λογοτεχνικής γραφής· απλά είναι ένα κριτήριο που θέλεις να παίρνεις αυθαίρετα. Υπήρχε μια εποχή, παλιότερα, που θεωρείτο καλύτερο να περιγράφεις λεπτομερειακά τα πάντα· αυτό υποτίθεται πως έδειχνε την ικανότητα του συγγραφέα.
Βέβαια, τίποτα από τα δύο δεν δείχνει ουσιαστικά την ικανότητα του συγγραφέα. Δείχνει μόνο την προτίμησή του. Την ικανότητα του συγγραφέα τη βλέπεις από το πώς κάνει ακριβώς εκείνο που θέλει να κάνει, όχι από το πόσο λιτές ή πλούσιες είναι οι περιγραφές του.
Κι αυτό είναι κάτι που, συχνά, ξεχνάμε σήμερα, ειδικώς όσοι κάνουμε λογοτεχνική κριτική. Παίρνουμε κάποιες γενικές παραδοχές που νομίζουμε ότι είναι αντικειμενικές (χωρίς να είναι) και έτσι βγάζουμε ένα συμπέρασμα (λανθασμένο, πιθανώς). Το σωστό είναι να προσπαθήσουμε να δούμε τι ακριβώς επιχειρεί να κάνει ο συγγραφέας και πόσο καλά το καταφέρνει, και από εκεί να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας. Και, ναι, το ξέρω ότι αυτή δεν είναι εύκολη δουλειά.
Χρειάζεται να αναπτύξουμε μια λογική αντικειμενικού υποκειμενισμού, για να βγάζουμε συμπεράσματα βάσει των περιστάσεων, όχι βάσει άκαμπτων αξιωμάτων. Τα άκαμπτα αξιώματα πάντα είναι λάθος, γιατί έχουν βαρύτητα μόνο σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα ή μόνο μέσα σε συγκεκριμένους κοινωνικούς κύκλους. Αν τα απομακρύνεις από το χρονικό και το τοπικό πλαίσιό τους γίνεται φανερό ότι είναι ανούσια.