27/11/2008
Περί Γραφής: Οδηγίες Προς Ναυτιλλομένους
Αποφεύγοντας τους υφάλους στις θάλασσες του γραπτού λόγου
Αυτές είναι κάποιες συμβουλές σχετικά με την τέχνη της λογοτεχνικής γραφής. Ελπίζω να σας φανούν χρήσιμες.
1. Πυκνός λόγος
Πολλοί αρχάριοι συγγραφείς αρχίζουν να γράφουν και να γράφουν και να γράφουν, ασταμάτητα, χωρίζοντας το κείμενό τους σε ελάχιστες παραγράφους. Αυτό πρέπει να αποφεύγεται, όχι μόνο γιατί δυσκολεύει την ανάγνωση αλλά και γιατί χαλάει τη ροή του κειμένου (βλ. Ροή Κειμένου, παρακάτω).
Παράδειγμα (προς αποφυγή) πυκνού λόγου:
Ο Γιάννης βγήκε από το περιπολικό, έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο στο φλεγόμενο κτίριο. Ο καπνός που υψωνόταν στον ουρανό είχε ένα γκριζόμαυρο χρώμα και έμοιαζε με θηρίο από τα βάραθρα της Κόλασης. Ο Γιάννης θα μπορούσε να ορκιστεί ότι διέκρινε δαιμονικά πρόσωπά εντός του, αλλά, φυσικά, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ήταν αλήθεια! Η γυναίκα του πάντα του έλεγε ότι είχε περισσότερη φαντασία απ'ό,τι του χρειαζόταν. Στράφηκε να κοιτάξει τον Γιώργο, που ήταν ακόμα μέσα στο περιπολικό, ενώ ο Μιχάλης και ο Γιώργος --ο άλλος Γιώργος, ο Παπαδόπουλος-- είχαν ήδη βγει. Ο Γιάννης μπορούσε να δει ότι όλων τα πρόσωπα ήταν χλομά και τα μάτια τους πήγαιναν ταραγμένα δεξιά κι αριστερά. Ο Μιχάλης, μάλιστα, είχε τραβήξει και το περίστροφό του, σα να μπορούσε μ'αυτό να πολεμήσει τις φλόγες. «Τι κάνουμε, ρε σεις;» ρώτησε τους υπόλοιπους. «Πού είναι οι μαλάκες οι Πυροσβέστες;» Ο Γιάννης, που ήταν πάντα σοβαρός και απεχθανόταν λέξεις όπως μαλάκας, στράβωσε τη μούρη του κι αποκρίθηκε: «Πρέπει να φανούν όπου νάναι· δεν μπορεί ν'αργήσουν πολύ. Σίγουρα καταλαβαίνουν--» Ξαφνικά, ο Γιώργος --ο οδηγός του περιπολικού, όχι ο Παπαδόπουλος-- φώναξε: «Ρε σεις! Κάποιος τρέχει από κει! Δείτε!» Ο Γιάννης κι οι άλλοι στράφηκαν, για να δουν μια μαύρη φιγούρα ν'απομακρύνεται. Ήταν παράξενη: τα μαλλιά της έμοιαζαν με ατμό γύρω απ'το κεφάλι της, ενώ έτρεχε με άλματα που, μάλλον, δε θα μπορούσε ποτέ να κάνει ένας κοινός άνθρωπος.
Σίγουρα, θα βλέπετε ότι όλα είναι άνω-κάτω στο παραπάνω κείμενο. Χάνεται ο ρυθμός του κειμένου και δυσκολεύεται η ανάγνωση.
2. Σπαστός λόγος
Ο σπαστός λόγος είναι το αντίθετο του πυκνού λόγου. Εν ολίγοις, είναι όταν ο συγγραφέας σπάει το κείμενο σε τόσες πολλές παραγράφους, που η ανάγνωση, πάλι, γίνεται δύσκολη και χάνεται η ροή.
Παράδειγμα (προς αποφυγή) σπαστού λόγου:
Ο Γιάννης βγήκε από το περιπολικό, έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο στο φλεγόμενο κτίριο.
Ο καπνός που υψωνόταν στον ουρανό είχε ένα γκριζόμαυρο χρώμα και έμοιαζε με θηρίο από τα βάραθρα της Κόλασης. Ο Γιάννης θα μπορούσε να ορκιστεί ότι διέκρινε δαιμονικά πρόσωπά εντός του, αλλά, φυσικά, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ήταν αλήθεια!
Η γυναίκα του πάντα του έλεγε ότι είχε περισσότερη φαντασία απ'ό,τι του χρειαζόταν.
Στράφηκε να κοιτάξει τον Γιώργο, που ήταν ακόμα μέσα στο περιπολικό, ενώ ο Μιχάλης και ο Γιώργος --ο άλλος Γιώργος, ο Παπαδόπουλος-- είχαν ήδη βγει.
Ο Γιάννης μπορούσε να δει ότι όλων τα πρόσωπα ήταν χλομά και τα μάτια τους πήγαιναν ταραγμένα δεξιά κι αριστερά.
Ο Μιχάλης, μάλιστα, είχε τραβήξει και το περίστροφό του, σα να μπορούσε μ'αυτό να πολεμήσει τις φλόγες.
«Τι κάνουμε, ρε σεις;» ρώτησε τους υπόλοιπους. «Πού είναι οι μαλάκες οι Πυροσβέστες;»
Ο Γιάννης, που ήταν πάντα σοβαρός και απεχθανόταν λέξεις όπως μαλάκας, στράβωσε τη μούρη του.
«Πρέπει να φανούν όπου νάναι,» αποκρίθηκε· «δεν μπορεί ν'αργήσουν πολύ. Σίγουρα καταλαβαίνουν--»
Ξαφνικά, ο Γιώργος --ο οδηγός του περιπολικού, όχι ο Παπαδόπουλος-- φώναξε: «Ρε σεις! Κάποιος τρέχει από κει! Δείτε!»
Ο Γιάννης κι οι άλλοι στράφηκαν, για να δουν μια μαύρη φιγούρα ν'απομακρύνεται.
Ήταν παράξενη: τα μαλλιά της έμοιαζαν με ατμό γύρω απ'το κεφάλι της, ενώ έτρεχε με άλματα που, μάλλον, δε θα μπορούσε ποτέ να κάνει ένας κοινός άνθρωπος.
Και πάλι, χάνεται η ροή. Δεν ξέρεις πού υπάρχει πραγματικά λόγος για παράγραφο και πού ο συγγραφέα έβαλε τυχαία μια παράγραφο.
3. Ροή κειμένου
Τι εστί ροή κειμένου: Η ροή κειμένου είναι η ταχύτητα του κειμένου. Σε κάποια σημεία το κείμενο κυλά γρήγορα, περνώντας τα δευτερεύοντα αλλά αναγκαία πράγματα για να πάει στα σημαντικότερα. Σε άλλα σημεία το κείμενο πηγαίνει αργά, κάνει τη δράση να κινείται σε slow motion, όπως στις ταινίες, για να τονίσει συναισθήματα χαρακτήρων ή σημαντικά πράγματα. Τέλος, υπάρχουν και σημεία όπου το κείμενο εκτελεί ευθύγραμμη ομαλή κίνηση· δηλαδή, δεν πηγαίνει ούτε αργά ούτε γρήγορα, παρά κινείται με ένα σταθερό ρυθμό. Αυτό συμβαίνει στις ουδέτερες σκηνές.
Η παραπάνω σκηνή με τον Γιάννη θα έλεγα πως είναι μια σκηνή δράσης που συμφέρει να την πάμε σε slow motion για να κάνουμε σασπένς και για να πεταχτεί η μυστηριώδης μαύρη φιγούρα «από κει που δεν την περιμέναμε». Προσέξτε πώς θα έπρεπε να ήταν χωρισμένη, λοιπόν, αυτή η σκηνή για να έχει μία ορθή ροή κειμένου. (Και προσέξτε, επίσης, ότι λέω μία ορθή ροή κειμένου, γιατί υπάρχουν πολλοί σωστοί τρόποι να γραφεί μια σκηνή.)
Παράδειγμα (προς μίμηση) ροής κειμένου σε δράση, με slow motion (όχι, όμως, και το πιο slow motion που μπορεί να γραφτεί):
Ο Γιάννης βγήκε από το περιπολικό, έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο στο φλεγόμενο κτίριο. Ο καπνός που υψωνόταν στον ουρανό είχε ένα γκριζόμαυρο χρώμα και έμοιαζε με θηρίο από τα βάραθρα της Κόλασης. Ο Γιάννης θα μπορούσε να ορκιστεί ότι διέκρινε δαιμονικά πρόσωπά εντός του, αλλά, φυσικά, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ήταν αλήθεια! Η γυναίκα του πάντα του έλεγε ότι είχε περισσότερη φαντασία απ'ό,τι του χρειαζόταν.
Στράφηκε να κοιτάξει τον Γιώργο, που ήταν ακόμα μέσα στο περιπολικό, ενώ ο Μιχάλης και ο Γιώργος --ο άλλος Γιώργος, ο Παπαδόπουλος-- είχαν ήδη βγει. Ο Γιάννης μπορούσε να δει ότι όλων τα πρόσωπα ήταν χλομά και τα μάτια τους πήγαιναν ταραγμένα δεξιά κι αριστερά. Ο Μιχάλης, μάλιστα, είχε τραβήξει και το περίστροφό του, σα να μπορούσε μ'αυτό να πολεμήσει τις φλόγες.
«Τι κάνουμε, ρε σεις;» ρώτησε τους υπόλοιπους. «Πού είναι οι μαλάκες οι Πυροσβέστες;»
Ο Γιάννης, που ήταν πάντα σοβαρός και απεχθανόταν λέξεις όπως μαλάκας, στράβωσε τη μούρη του κι αποκρίθηκε: «Πρέπει να φανούν όπου νάναι· δεν μπορεί ν'αργήσουν πολύ. Σίγουρα καταλαβαίνουν--»
Ξαφνικά, ο Γιώργος --ο οδηγός του περιπολικού, όχι ο Παπαδόπουλος-- φώναξε: «Ρε σεις! Κάποιος τρέχει από κει! Δείτε!»
Ο Γιάννης κι οι άλλοι στράφηκαν, για να δουν μια μαύρη φιγούρα ν'απομακρύνεται. Ήταν παράξενη: τα μαλλιά της έμοιαζαν με ατμό γύρω απ'το κεφάλι της, ενώ έτρεχε με άλματα που, μάλλον, δε θα μπορούσε ποτέ να κάνει ένας κοινός άνθρωπος.
Οι τελευταίες δύο παράγραφοι θα μπορούσαν να ήταν και μία, αλλά τότε θα χαλούσε κάτι. Τι; Ο «τονισμός». Στη συγκεκριμένη σκηνή θέλουμε να τονίσουμε ότι (α) ο Γιώργος φώναξε ξαφνικά (οπότε αυτό απαιτεί δική του παράγραφο) και (β) ότι οι άλλοι γύρισαν και είδαν κάτι σημαντικό (οπότε κι αυτό απαιτεί δική του παράγραφο).
Θα μπορούσα να προσθέσω κι άλλα παραδείγματα --με ουδέτερη ταχύτητα ή γρήγορη ταχύτητα--, όμως κρίνω πως μια τέτοια ανάλυση δεν είναι για αυτό το σχετικά συνοπτικό κείμενο, και προχωρώ παρακάτω.
4. Ελλιπής περιγραφή
Ελλιπής περιγραφή έχουμε όταν το κείμενο μάς ουρλιάζει «Θέλω πιο πολύ κρέας!» αλλά εμείς το αγνοούμε, είτε γιατί βαριόμαστε, είτε γιατί θέλουμε να πάμε παρακάτω στα «καλά σημεία». Λοιπόν, θα σας πω ένα μυστικό: Δεν υπάρχουν «καλά σημεία». Τα «καλά σημεία» είναι ένα ψέμα. Και τα πραγματικά καλά σημεία αποκαλύπτονται μόνο αφότου τα έχουμε πλαισιώσει με αρκετά «όχι και τόσο καλά» σημεία, «βαρετά» σημεία ίσως, ή σημεία που βρίσκονται εκεί χάρη του σασπένς που δημιουργούν.
Παράδειγμα (προς αποφυγή) ελλιπούς περιγραφής:
Ο Γιάννης βγήκε από το περιπολικό, έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο στο φλεγόμενο κτίριο. Ο καπνός υψωνόταν στον ουρανό. Ο Γιάννης θα μπορούσε να ορκιστεί ότι διέκρινε δαιμονικά πρόσωπά εντός του. Ήταν πολύ φαντασμένος, γενικά.
Στράφηκε να κοιτάξει τον Γιώργο, που ήταν στο περιπολικό, ενώ ο Μιχάλης και ο Γιώργος ο Παπαδόπουλος είχαν ήδη βγει.
«Τι κάνουμε, ρε σεις;» ρώτησε τους υπόλοιπους ο Μιχάλης. «Πού είναι οι μαλάκες οι Πυροσβέστες;»
«Πρέπει να φανούν όπου νάναι· δεν μπορεί ν'αργήσουν πολύ,» αποκρίθηκε ο Γιάννης.
Ξαφνικά, ο Γιώργος που ήταν μέσα στο περιπολικό φώναξε: «Ρε σεις! Κάποιος τρέχει από κει! Δείτε!»
Ο Γιάννης κι οι άλλοι στράφηκαν, για να δουν μια μαύρη φιγούρα ν'απομακρύνεται, μια παράξενη μαύρη φιγούρα...
Το παραπάνω κείμενο αισθάνεται πολύ πεινασμένο. Η φράση «Ήταν πολύ φαντασμένος, γενικά» είναι πολύ αόριστη, όπως επίσης πολύ αόριστο είναι και το γεγονός ότι η μαύρη φιγούρα ήταν «παράξενη». Τι θα πει παράξενη; Χρειάζεται κάτι ακόμα.
Επιπλέον, εξαιτίας των ελλείψεων, το σασπένς σε αυτό το κομμάτι δεν είναι τόσο καλό όσο θα μπορούσε να ήταν.
5. Άσχετες πληροφορίες
Το αντίθετο της ελλιπούς περιγραφής είναι οι άσχετες πληροφορίες. Δηλαδή, οι πληροφορίες που δεν προσφέρουν τίποτα στη σκηνή, αλλά μάλλον θα έπρεπε να βρίσκονταν σε κάποια άλλη σκηνή --ή ίσως και πουθενά μέσα στην ιστορία.
Παράδειγμα (προς αποφυγή) άσχετων πληροφοριών:
Ο Γιάννης βγήκε από το περιπολικό, έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο στο φλεγόμενο κτίριο. Ο καπνός που υψωνόταν στον ουρανό είχε ένα γκριζόμαυρο χρώμα και έμοιαζε με θηρίο από τα βάραθρα της Κόλασης. Ο Γιάννης θα μπορούσε να ορκιστεί ότι διέκρινε δαιμονικά πρόσωπά εντός του, αλλά, φυσικά, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ήταν αλήθεια! Η γυναίκα του πάντα του έλεγε ότι είχε περισσότερη φαντασία απ'ό,τι του χρειαζόταν. Ωστόσο, τα παιδιά του δεν είχαν την ίδια άποψη. Ο Γιάννης είχε δύο αξιαγάπητα δίδυμα αγοράκια από την τωρινή του γυναίκα, τη Μαρία, των οποίων τα ονόματα ήταν Φοίβος και Αγαμέμνων· στη γυναίκα του ανέκαθεν άρεσαν τα αρχαία ονόματα, πράγμα όχι τυχαίο, καθότι καθηγήτρια Αρχαίων Ελληνικών. Οι δίδυμοι ήταν μικροί: μόλις τριών χρονών. Όμως ο Γιάννης είχε κι ένα κορίτσι από τον προηγούμενό του γάμο, την Κρίστι (Χριστίνα τη λέγανε, δηλαδή, αλλά τα παιδιά σήμερα προτιμούν να αλλάζουν τα ονόματά τους προς το πιο ξενόγλωσσο). Η Κρίστι ήταν δεκαπέντε χρονών, και της έλειπε πολύ η μητέρα της, η Μάγδα, που είχε εγκαταλείψει εκείνη και τον Γιάννη πριν από πέντε χρόνια. Πάντως, όλα του τα παιδιά είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: δυνατή φαντασία, κι έτσι ποτέ δε θεωρούσαν τον πατέρα τους φαντασμένο, όπως η τωρινή του γυναίκα, η Μαρία.
Ο Γιάννης στράφηκε να κοιτάξει τον Γιώργο, που ήταν ακόμα μέσα στο περιπολικό και φορούσε γαλάζιο πουκάμισο και λευκό κολάρο, ενώ ο Μιχάλης και ο Γιώργος --ο άλλος Γιώργος, ο Παπαδόπουλος-- είχαν ήδη βγει, φορώντας κι αυτοί παρόμοια ρούχα. Ο Γιάννης μπορούσε να δει ότι όλων τα πρόσωπα ήταν χλομά και τα μάτια τους πήγαιναν ταραγμένα δεξιά κι αριστερά. Ο Μιχάλης, μάλιστα, είχε τραβήξει και το περίστροφό του, σα να μπορούσε μ'αυτό να πολεμήσει τις φλόγες. Το περίστροφο αυτό ήταν ένα παλιό του, που είχε να το χρησιμοποιήσει πολύ καιρό
«Τι κάνουμε, ρε σεις;» ρώτησε τους υπόλοιπους. «Πού είναι οι μαλάκες οι Πυροσβέστες;»
Ο Γιάννης, που ήταν πάντα σοβαρός και απεχθανόταν λέξεις όπως μαλάκας, στράβωσε τη μούρη του κι αποκρίθηκε: «Πρέπει να φανούν όπου νάναι· δεν μπορεί ν'αργήσουν πολύ. Σίγουρα καταλαβαίνουν--»
Ξαφνικά, ο Γιώργος --ο οδηγός του περιπολικού, όχι ο Παπαδόπουλος-- φώναξε: «Ρε σεις! Κάποιος τρέχει από κει! Δείτε!»
Ο Γιάννης κι οι άλλοι στράφηκαν, για να δουν μια μαύρη φιγούρα ν'απομακρύνεται. Ήταν παράξενη: τα μαλλιά της έμοιαζαν με ατμό γύρω απ'το κεφάλι της, ενώ έτρεχε με άλματα που, μάλλον, δε θα μπορούσε ποτέ να κάνει ένας κοινός άνθρωπος.
Προφανώς, δε χρειάζονται όλες οι επιπλέον πληροφορίες στην πρώτη παράγραφο. Τι μας νοιάζει πόσες γυναίκες και πόσα παιδιά έχει ο Γιάννης, όταν μπροστά του βρίσκεται ένα φλεγόμενο χτίριο;! Κι επιπλέον, θα τα σκεφτόταν όλα τούτα ο Γιάννης εκείνη την ώρα; Μάλλον, όχι. (Βλ. Οπτική Γωνία, παρακάτω.) Επίσης, άχρηστες είναι κι όλες οι πληροφορίες για το τι φοράνε οι αστυνομικοί ή πόσο παλιό είναι το όπλο του Μιχάλη.
6. Σωροί πληροφοριών
Άλλο ένα λάθος είναι τα λεγόμενα «info dumps», ή, αν το θέλετε ελληνικά, «σωροί πληροφοριών». Ας πούμε, λοιπόν, ότι έχετε σκεφτεί ένα σωρό καταπληκτικά πράγματα για το υπόβαθρο του χαρακτήρα σας ή για την ιστορία του φανταστικού σας κόσμο. Πρέπει αυτά να τα πείτε όλα όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στον αναγνώστη, για να μάθει ο άνθρωπος τι συμβαίνει, σωστά;
Λάθος.
Αφήστε τις πληροφορίες να κυλήσουν φυσιολογικά· εκείνο που χρειάζεται μόνο είναι να τις ξέρετε και να μπορείτε να τις ανακαλέσετε ανά πάσα στιγμή. Ένα παράδειγμα σωρού πληροφοριών --και, μάλιστα, άχρηστων για την περίσταση-- είναι το παραπάνω, όπου στην πρώτη παράγραφο αναφέρονται ένα σωρό στοιχεία για την οικογένεια του Γιάννη.
Οι σωροί πληροφοριών μπορούν να υπάρξουν σε ορισμένα σημεία, και να είναι πολύ αποτελεσματικοί, ίσως, αλλά αυτό πρέπει να γίνεται με προσοχή, είτε μέσα στο διάλογο, όταν ένας χαρακτήρας θέλει να εξηγήσει κάτι σε έναν άλλο (βλ., όμως, Μη-Αληθοφανής Διάλογος, παρακάτω), είτε στην αρχή κάποιου κομματιού ή στον πρόλογο, όπου μπορούμε να ρίξουμε (συγκρατημένα, βέβαια!) μερικές πληροφορίες που θα βοηθήσουν τον αναγνώστη να καταλάβει τι θα ακολουθήσει, ή απλά πληροφορίες αναγκαίες για την ατμόσφαιρα ή την κατανόηση της αμέσως μετά σκηνής.
7. Μη-αληθοφανής διάλογος
«Χαίρετε, κύριε· πώς είστε; Ονομάζομαι Τζακ ο Μαυροκλέφτης, και θα ήθελα να μου δώσετε τα χρήματά σας, αλλιώς εγώ κι οι φίλοι μου από δω θα αναγκαστούμε να σας φερθούμε με βίαιο τρόπο,» είπε ο ληστής που ξεχώρισε ανάμεσα από τους υπόλοιπους φονιάδες της παρέας. Στο δεξί του χέρι άστραφτε ένα μακρύ στιλέτο στο φεγγαρόφωτο, ενώ από το ζωνάρι του κρεμόταν μια κυρτή θηκαρωμένη σπάθη. Τα μαλλιά του ήταν μαύρα και μακριά, το ίδιο και τα γένια του. Στο δεξί μάτι είχε μια μελανή καλύπτρα, μ'ένα ασημένιο γεράκι κεντημένο επάνω.
«Μάλιστα, παιδιά. Μισό λεπτό.» Ο Ρίμιλ ο Ταξιδευτής άρχισε να λύνει το βαλάντιο από τη ζώνη του, κατατρομαγμένος.
Ωραίο ήταν, έτσι; Και, για σάτιρα ή κωμωδία, άψογο! Αλλά όχι για μια σοβαρή ιστορία. Μάλλον, κάπως αλλιώς πρέπει να ήταν τα πράγματα, όταν ο Ρίμιλ ο Ταξιδευτής συνάντησε τον Τζακ τον Μαυροκλέφτη...
«Τα λεφτά σου, ταξιδιώτη, και γρήγορα,» είπε ο ληστής που ξεχώρισε ανάμεσα από τους υπόλοιπους φονιάδες της παρέας. Στο δεξί του χέρι άστραφτε ένα μακρύ στιλέτο στο φεγγαρόφωτο, ενώ από το ζωνάρι του κρεμόταν μια κυρτή θηκαρωμένη σπάθη. Τα μαλλιά του ήταν μαύρα και μακριά, το ίδιο και τα γένια του. Στο δεξί μάτι είχε μια μελανή καλύπτρα, μ'ένα ασημένιο γεράκι κεντημένο επάνω.
Ο Ρίμιλ ο Ταξιδευτής ξεροκατάπιε, τρομαγμένος. Ήξερε πόσο επικίνδυνα ήταν αυτά τα δάση, αλλά είχε αποφασίσει να περάσει από εδώ, παρά τις προειδοποιήσεις των χωρικών στο Λυκομέρη. Και τώρα, το είχε μετανιώσει· όμως, φυσικά, ήταν πολύ αργά. Αυτός που στεκόταν εμπρός του ήταν ο Τζακ ο Μαυροκλέφτης· η καλύπτρα με το ασημένιο γεράκι τον πρόδιδε.
«Μ-μισό λεπτό... θα σας τα δώσω,» ψέλλισε ο Ρίμιλ, και άρχισε να λύνει το βαλάντιο από τη ζώνη του.
Χμμ... έτσι είναι καλύτερα! Όπως βλέπετε δε χρειάζεται καν να πούμε το όνομα του ληστή· πιο καλά είναι να το παρουσιάσουμε μέσα από τις σκέψεις του θύματος. Κι αυτός είναι ένας γενικός κανόνας, που δεν ισχύει πάντα αλλά ισχύει αρκετές φορές, όπως όλοι οι κανόνες, άλλωστε: Σπάνια οι άνθρωποι λένε το όνομά τους, εκτός κι αν υπάρχει λόγος για να το πούνε στον άλλο, ή όταν θέλουν να συστηθούν. Και, σίγουρα, ένας ληστής δε θα σου έλεγε το όνομά του, προτού σε κλέψει, εκτός κι αν --για κάποιο λόγο-- ήθελε να το μάθεις!
8. Χαρακτήρες χωρίς κίνητρα
Οι άνθρωποι --και κάθε άλλη νοήμων μορφή ζωής-- κάνουν πράγματα επειδή έχουν κάποιο λόγο --ή κίνητρο-- για να τα κάνουν. Έστω και ένα στοιχειώδες κίνητρο χρειάζεται πάντα. Και, δυστυχώς, στη Φαντασία και στην Επιστημονική Φαντασία βλέπουμε πολλές φορές χαρακτήρες χωρίς κίνητρα...
Δίπλα από το σπίτι του Δημήτρη, στο νησί της Πάρου, βρίσκεται ένα εγκαταλειμμένο ερείπιο. Από αυτό το μέρος κάποιες νύχτες ακούγονται ύποπτοι θόρυβοι, και μάλιστα μία φορά η Νικολέτα, η γυναίκα του Δημήτρη, είδε μια φωτιά αναμμένη ανάμεσα στις αρχαίες πέτρες και τρεις σκιερές μορφές καθισμένες γύρω της. Ο Δημήτρης ανησύχησε από όλα αυτά, έτσι πήγε να ερευνήσει το ερείπιο. Είχε, προφανώς, καλό κίνητρο, γιατί η οικογένειά του ίσως να κινδύνευε από ό,τι κι αν κρυβόταν εκεί μέσα.
Καλά τώρα, περιμένετε να το γράψετε αυτό και να σας πιστέψει κανένας; Εγώ, πάντως, αν ήμουν Δημήτρης, θα έπαιρνα το 100· δε θα πήγαινα ο ίδιος εκεί μέσα, να με μαχαιρώσει κάνας ναρκομανής...
Ο Δημήτρης είχε πάει, μαζί με τη γυναίκα και τα παιδιά του, στο εξοχικό τους, στην Παιανία, και, για την ακρίβεια, σε ένα από τα πιο απομονωμένα μέρη της Παιανίας, κοντά στο βουνό. Το βράδυ, πιάνει μια τρομερή καταιγίδα και κόβονται οι γραμμές των τηλεφώνων και το ηλεκτρικό. Δίπλα από το σπίτι του Δημήτρη υπάρχει ένα παλιό ερείπιο. Εκεί μέσα ο μικρός του γιος, Νίκος, βλέπει μια σκιά. Τη δείχνει στον πατέρα του και τη βλέπει κι εκείνος. Πρέπει να είναι άνθρωπος. Ο Δημήτρης λέει στο γιο του να μην ανησυχεί· μάλλον, θα είναι κανένας άστεγος που ήθελε να καλυφτεί από τη βροχή. Τότε, όμως, ο «άστεγος» σηκώνεται, υψώνει μια δίκανη καραμπίνα και πυροβολεί προς το σπίτι. Η ριπή χτυπά έναν τοίχο, ευτυχώς. Αμέσως, ο Δημήτρης τραβά τον γιο του μακριά από το παράθυρο. Ο άγνωστος ξαναρίχνει, και το τζάμι του παραθύρου σπάει. Τώρα, δεν υπάρχει τηλέφωνο για να τηλεφωνήσει ο Δημήτρης την αστυνομία, οπότε σχεδιάζει να πάρει μια δική του καραμπίνα, που έχει στο εξοχικό για ώρα ανάγκης, να βγει όσο το δυνατόν πιο κρυφά από το σπίτι, και να μπει στα ερείπια για να σκοτώσει τον τρελό.
Λογικά όλα αυτά, έτσι;
Φυσικά και όχι! Ξέρετε κανέναν φυσιολογικό τύπο που να το παίζει Ράμπο έτσι απλά; Άμα ξέρετε, πείτε το και σε κανέναν ψυχίατρο! Κατά πάσα πιθανότητα, ο Δημήτρης ή (α) θα πει στην οικογένειά του να κλειδαμπαρωθούν μέσα στο σπίτι και να μη βρίσκονται κοντά σε παράθυρα, ή --αν είναι λίγο πιο τολμηρός-- (β) θα φύγει, τρέχοντας, από το σπίτι για να πάει στο κοντινότερο αστυνομικό τμήμα. Τώρα, αν ο τρελός τού επιτεθεί καθ'οδόν προς το αστυνομικό τμήμα, αυτό είναι άλλη υπόθεση... κι εκεί έχετε μια καλή ιστορία να διηγηθείτε. Αλλά φροντίστε και τα κίνητρα του τρελού να είναι αρκετά πιστευτά. Το πιο απλό είναι να είναι ψυχοπαθής· το πιο περίπλοκο να είχε κάποια παλιότερη σχέση με τον Δημήτρη ή τη γυναίκα του.
9. Οπτική γωνία
Αποφασίστε την οπτική γωνία από την οποία θα πείτε την ιστορία σας και μην μπλέκετε τις σκέψεις των χαρακτήρων. Αν ο αναγνώστης αρχίσει κι αναρωτιέται ποιος σκέφτεται τι, ποιος βλέπει τι, ποιος ακούει τι, χάσατε!
Εν συντομία, οι οπτικές γωνίες που μπορεί να χρησιμοποιήσει κάποιος είναι οι εξής:
1. Οπτική Γωνία Τρίτου Προσώπου
Περιορισμένη Οπτική Γωνία Τρίτου Προσώπου: Επιλέγετε έναν χαρακτήρα (τον πιο σημαντικό για εσάς, ίσως) και γράφετε μόνο ό,τι σκέφτεται αυτός, ό,τι βλέπει αυτός, και ό,τι ακούει αυτός. Εν ολίγοις, είστε μέσα στο κεφάλι μόνο ενός χαρακτήρα. Αυτή η ΟΓ ενδείκνυται για αρχάριους συγγραφείς, και όχι μόνο, ως η απλούστερη και πιο ξεκάθαρη. Αν αναρωτιέστε ποιες είναι οι διαφορές της από την Οπτική Γωνία Πρώτου Προσώπου, σας τονίζω ότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές, αλλά το παρόν άρθρο δεν είναι αφιερωμένο στις ΟΓ. Πιθανώς να γράψω κάποιο άλλο άρθρο για αυτές, μελλοντικά.
Εναλλασσόμενη Οπτική Γωνία Τρίτου Προσώπου: Ισχύουν τα ίδια όπως και πριν, αλλά τώρα μπορούμε να μεταπηδήσουμε και στο κεφάλι άλλων χαρακτήρων. Όμως αυτό το άλμα πρέπει να γίνεται μόνο εκεί που υπάρχει ευδιάκριτη παύση στην ιστορίας· αυτό συμβαίνει (α) όταν αλλάζουμε κεφάλαιο, ή (β) όταν αλλάξουμε σκηνή (αφήνοντας κενό ανάμεσα στις παραγράφους ή βάζοντας αστερίσκους ή κάποιος άλλο σημάδι). Μες στη μέση της ίδιας σκηνής, δεν πηδάμε ποτέ από το κεφάλι ενός χαρακτήρα στο κεφάλι του άλλου.
Αντικειμενική Οπτική Γωνία Τρίτου Προσώπου: Γράφουμε απλά τι συμβαίνει, χωρίς σκέψεις συναισθήματα κ.λπ., όπως όταν βλέπουμε ταινία. Δεν είναι και ο καλύτερος τρόπος για να γράφει κανείς, αλλά έχει τις χρήσεις του (πχ, μπορεί να προκαλέσει μυστήριο).
Οπτική Γωνία Παντογνώστη: Με αυτή την ΟΓ μπορείτε να γράφετε τις σκέψεις πολλών χαρακτήρων στην ίδια σκηνή. Ωστόσο, απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή ώστε να είναι ευδιάκριτο ποιος σκέφτεται τι, ποιος λέει τι, κ.λπ.
Οπτική Γωνία Περιορισμένου Παντογνώστη: Εδώ επιλέγετε μερικούς χαρακτήρες και γράφετε μόνο από τη δική τους ΟΓ σε μια δεδομένη σκηνή. Για να καταλάβετε τη διαφορά με τις άλλες ΟΓ 3ου Προσώπου, ακολουθεί παράδειγμα: Η φρουρά της πόλης Λάνσμιρ πιάνει μια κλέφτρα να κλέβει μήλα από τον έμπορο Ζιγκ· ο διοικητής της φρουράς ανακρίνει την κλέφτρα μπροστά στον έμπορο και τους φρουρούς. Ας πάρουμε όλες τις ΟΓ, μία-μία.
Περιορισμένη: Θα επιλέγατε έναν χαρακτήρα και θα γράφατε τη σκηνή από τη δική του --και μόνο-- ΟΓ. Αυτός ο χαρακτήρας ίσως να ήταν η κλέφτρα, ο έμπορος, ο διοικητής, ή ένας απλός φρουρός, ανάλογα με τα γούστα σας και τα θέλω της ιστορίας σας.
Εναλλασσόμενη: Και πάλι, τη σκηνή αυτή θα τη γράφατε από την ΟΓ ενός και μόνο χαρακτήρα, αλλά μετά θα είχατε τη δυνατότητα να αλλάξετε. Πχ, γράφετε τη σκηνή στην αγορά από την ΟΓ του εμπόρου· μετά, αλλάζετε σκηνή (είτε αλλάζοντας κεφάλαιο είτε με αστερίσκους ανάμεσα στις παραγράφους) και μεταπηδάτε στην ΟΓ της κλέφτρας, καθώς οι φρουροί τη συλλαμβάνουν και τη σέρνουν στη φυλακή.
Αντικειμενική: Γράφετε τη σκηνή απλά, χωρίς σκέψεις, συναισθήματα, κ.λπ.
Παντογνώστη: Γράφοντας τη σκηνή στην αγορά, μπορείτε να αντλήσετε πληροφορίες και από το κεφάλι της κλέφτρας και από το κεφάλι του εμπόρου και από το κεφάλι του διοικητή και από τα κεφάλια των φρουρών, ακόμα και από το κεφάλι κάποιου τυχαίου περαστικού! Όμως, προσοχή, γιατί μπορεί να πέσετε στο σφάλμα «Άσχετες Πληροφορίες» ή, ουαί κι αλίμονο «Σωροί Πληροφοριών» (βλ. παραπάνω).
Περιορισμένος Παντογνώστης: Εδώ επιλέγετε ποιων τα μυαλά μπορείτε να ξεζουμίσετε. Πχ, ίσως να επιλέξετε να αντλήσετε πληροφορίες μόνο από τα κεφάλια της κλέφτρας και του διοικητή, ή του εμπόρου και του διοικητή, ή του εμπόρου και της κλέφτρας, ή και του εμπόρου και του διοικητή και της κλέφτρας. Πάντως, σίγουρα όχι από τα κεφάλια όλης της αγοράς!
2. Οπτική Γωνία Δεύτερου Προσώπου.
Συνήθως δεν χρησιμοποιείται, εκτός αν γράφετε οδηγίες χρήσεως, ή διηγήσεις όπου ο αναγνώστης «διαλέγει τη δική του περιπέτεια». Σε σπάνιες περιπτώσεις, μπορεί να φανεί χρήσιμη και στη λογοτεχνία, αλλά, σίγουρα, δεν υπάρχουν γενικοί κανόνες για το πού ή το πότε.
3. Οπτική Γωνία Πρώτου Προσώπου
Απλός Παρατηρητής: Ο Αφηγητής (όπως θα αναφερόμαστε στον χαρακτήρα Οπτικής Γωνίας 1ου Προσώπου, αφού, ουσιαστικά, εκείνος λέει τώρα την ιστορία και όχι εμείς --εδώ έγκειται η διαφορά με την Περιορισμένη ΟΓ 3ου Προσώπου) μας λέει τι γίνεται, απλά και ξεκάθαρα, χωρίς σκέψεις, συναισθήματα, κ.λπ.
Ημερολόγιο: Η ιστορία είναι γραμμένη σε ύφος λογοτεχνικού ημερολόγιου.
Παρών Αφηγητής: Ο Αφηγητής περιγράφει τα πράγματα σαν να είναι παρών τη στιγμή που συμβαίνουν, ασχέτως αν γράφουμε σε Ενεστώτα ή Αόριστο.
Αμφίβολος Αφηγητής: Δεν ξέρουμε αν όλα όσα μας λέει ο Αφηγητής είναι αλήθεια. Ή, μπορεί να παραλείπει πληροφορίες που θέλει να μας κρύψει.
10. Ποιος το είπε αυτό;;
Αυτό το λάθος γίνεται όταν κάποιος γράφει διάλογο αλλά δεν είναι ξεκάθαρο ποιος χαρακτήρας λέει τι. Επομένως, καλό είναι πού και πού να συνοδεύουμε το διάλογο με «είπε», «ρώτησε», «φώναξε», και άλλα ρήματα διαλόγου. Αν χάσουμε τον αναγνώστη στο διάλογο, την πατήσαμε· είναι σα να γράφουμε από μπερδεμένες ΟΓ και να μην ξέρουμε ποιος σκέφτεται/αισθάνεται τι.
Επίσης, μην ξεχνάτε πάντα να αφήνετε παράγραφο στην αρχή κάθε σειράς του διαλόγου. Δείτε το δεύτερο παράδειγμα στο 11, αν δεν είναι ευνόητο τι θέλω να πω.
11. Παύλες στον διάλογο
Αν και δεν είναι λάθος από μόνο του, η χρήση της παύλας στον διάλογο έχει πλέον ξεπεραστεί. Τα εισαγωγικά (« ») είναι πολύ καλύτερα, διότι φαίνεται εύκολα τι λέει ο χαρακτήρας και τι είναι περιγραφές ή σκέψεις. Με τις παύλες, μπορεί να μπερδέψουμε τον αναγνώστη, κι αυτό δεν το θέλουμε.
Παράδειγμα:
---Πότε φτάνουμε στην πόλη; ρώτησε ο Ριγκ. Τα πόδια του τον πονούσαν από τη συνεχή πεζοπορία. Για δύο ολόκληρες ημέρες ταξίδευε, μαζί με τους συντρόφους του, και αισθανόταν πολύ κουρασμένος. Αυτές οι μπότες με πεθαίνουν!...
---Χα-χα! γέλασε ο Μοργκ, που ήταν συνηθισμένος στις πεζοπορίες, αφού είχε μεγαλώσει από μικρός στα δάση, «παρέα με τους λύκους», όπως έλεγαν κάποιοι, αν και φυσικά αυτό δεν αλήθευε. Εσείς τα πλουσιόπαιδα δεν τον αντέχετε τον περίπατο, ε;... Χα-χα. Άρχισε να σφυρίζει χαρούμενα· του άρεσε να βασανίζει τον Ριγκ.
Δείτε πόσο πιο ευανάγνωστο θα ήταν έτσι:
«Πότε φτάνουμε στην πόλη;» ρώτησε ο Ριγκ. Τα πόδια του τον πονούσαν από τη συνεχή πεζοπορία. Για δύο ολόκληρες ημέρες ταξίδευε, μαζί με τους συντρόφους του, και αισθανόταν πολύ κουρασμένος. «Αυτές οι μπότες με πεθαίνουν!...»
«Χα-χα!» γέλασε ο Μοργκ, που ήταν συνηθισμένος στις πεζοπορίες, αφού είχε μεγαλώσει από μικρός στα δάση, «παρέα με τους λύκους», όπως έλεγαν κάποιοι, αν και φυσικά αυτό δεν αλήθευε. «Εσείς τα πλουσιόπαιδα δεν τον αντέχετε τον περίπατο, ε;... Χα-χα.» Άρχισε να σφυρίζει χαρούμενα· του άρεσε να βασανίζει τον Ριγκ.
12. Άμεσες σκέψεις
Οι άμεσες σκέψεις των χαρακτήρων είναι καλό να γράφονται με πλάγια γραφή, πάλι για να είναι το κείμενό μας πιο ευανάγνωστο.
Παράδειγμα:
Πότε θα βγουν, επιτέλους; αναρωτήθηκε η Λιν, περιμένοντας έξω από το μεγάλο άνοιγμα του εδάφους. Οι φίλοι της είχαν καταδυθεί μέσα σ'αυτή την τρύπα προς αναζήτηση θησαυρού: ενός θησαυρού που, μάλλον, δεν υπήρχε, και η Λιν τούς το έλεγε να μην πάνε, αλλά εκείνοι δεν την άκουγαν. Και ορίστε, τώρα, οι συνέπειες. Χάθηκαν εκεί μέσα, και δε θα βγουν ποτέ...
13. Ο Χρυσός Κανόνας
Ο Χρυσός Κανόνας είναι ότι δεν υπάρχει Χρυσός Κανόνας στη λογοτεχνία. Τα πάντα μπορεί να γίνουν και έτσι και αλλιώς, αρκεί αυτό που κάνετε να βελτιώνει την ιστορία που αφηγείστε.
(ΣημείωσηΣημείωση για τα Περί Γραφής Αν είσαι φυσιολογικός αναγνώστης δε χρειάζεται να διαβάσεις αυτό το κομμάτι. Αν είσαι από εκείνους που θα σκεφτούν «Και ποιος νομίζει ότι είναι αυτός που θα μιλήσει για τη συγγραφή;», ή «Πολύ σπουδαίος δεν την έχει δει για να μας λέει πώς θα γράφουμε;», ή κάτι παρόμοια κολακευτικό για το άτομό μου, τότε είσαι το Πράσινο Ανθρωπάκι, και μπορείς να συνεχίσεις να διαβάζεις. Αγαπητό Πράσινο Ανθρωπάκι, Στα Περί Γραφής μιλάω για ορισμένες από τις συγγραφικές μου εμπειρίες, και δίνω κάποιες συμβουλές ή κατευθυντήριες γραμμές για νέους (όχι, απαραιτήτως, ηλικιακά) συγγραφείς. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από αυτό: εμπειρίες, σκέψεις, συμπεράσματα. Το διαβάζεις, κι αν πιστεύεις ότι σου λέει κάτι ενδιαφέρον, έχει καλώς· αν πιστεύεις ότι δε σ'ενδιαφέρει, ή αν διαφωνείς κάθετα, το αγνοείς. Τουλάχιστον, αυτό κάνω εγώ όταν διαβάζω παρόμοια άρθρα: αν θεωρώ ότι λέει κάτι ενδιαφέρον, το διαβάζω με ευχαρίστηση· αν θεωρώ ότι δεν με ενδιαφέρει, το αγνοώ. Να το έχεις αυτό υπόψη σου όταν διαβάζεις τα Περί Γραφής. Δεν είναι δεσμευτικά, ούτε κανένας νόμος· είναι, απλώς, μερικές σκέψεις, γνώμες, και εμπειρίες μου. για τα Περί Γραφής.)