Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, από τρίτους κυρίως, για απλή ανάλυση επισκεπτών (πχ, Google Analytics) και για social media (πχ, από το Twitter). Τα μόνα cookies που χρησιμοποιούμε εμείς είναι για θέματα λειτουργικότητας (πχ, για να μην εμφανίζεται ξανά αυτή η ειδοποίηση αφότου έχετε πατήσει το κουμπάκι). Κανένα από αυτά τα cookies, απ’ό,τι ξέρουμε, δεν είναι βλαβερό, και εμείς δεν εκμεταλλευόμαστε τις πληροφορίες σας με κανέναν τρόπο. Ωστόσο, αν θέλετε μπορείτε πολύ εύκολα να σβήσετε τα cookies από οποιονδήποτε browser, συνήθως πατώντας Shift+Ctrl+Del. Περισσότερες πληροφορίες για τα cookies μπορείτε να βρείτε στο www.whatarecookies.com.
Δύο συνοικίες της Ατέρμονης Πολιτείας, η Βαθμιδωτή και η Επίστρωτη, βρίσκονται από χρόνια σε μια κατάσταση οικονομικής αλληλεξάρτησης. Η μία συμπληρώνει την άλλη. Η Βαθμιδωτή παράγοντας, αποκλειστικά και μόνο, τεχνικούς εξοπλισμούς. Η Επίστρωτη παράγοντας τρόφιμα. Και καμιά από τις δυο συνοικίες δεν διανοείται να αλλάξει τον ρυθμό της ζωής των πολιτών της.
Μια μυστηριώδης γυναίκα με το όνομα Κορίνα παρουσιάζεται στην Επίστρωτη και μιλά με τους Εχθρούς του Πρωινού, τη μεγαλύτερη και χειρότερη συμμορία της συνοικίας, που είναι ο φόβος κι ο τρόμος των πολιτών αλλά και της αστυνομίας. Η Κορίνα προθυμοποιείται να τους βοηθήσει σ’ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο: να κλέψουν χρήματα κατευθείαν από το κεντρικό θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας των Τεσσάρων.
Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο που έχει η Κορίνα στο μυαλό της.
Πολύ σύντομα, τα πράγματα αρχίζουν ν’αλλάζουν για τις δύο συνοικίες καθώς οι ισορροπίες θρυμματίζονται...
Το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης αρχίζει!
Μετά από τον διωγμό των δυνάμεων της Παντοκράτειρας, οι υλικές ζημιές στη
διάσταση της Σεργήλης είναι πολλές, και η οικονομία της έχει δεχτεί σοβαρό
πλήγμα. Προκειμένου ολόκληρη η διάσταση να ορθοποδήσει, οι πολιτικοί της
αποφασίζουν να οργανώσουν το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, που θα φέρει
χρήματα από πολλές άλλες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος.
Οι ραλίστες που θα αγωνιστούν είναι όλοι ικανοί και έμπειροι στην οδήγηση –
ήρωες των τροχών και του τιμονιού. Ανάμεσά τους είναι και η Ελοντί Αλλόγνωμη, ή,
όπως πολλοί στη Σεργήλη τη γνωρίζουν από την παλιά της ζωή ως τραγουδίστρια, η
Έκπτωτη Ελοντί. Στο παρελθόν, σε μικρή ηλικία, ήταν δόκιμη για ιέρεια της
Αρτάλης όταν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας προσπαθούσαν ακόμα να εξαφανίσουν
τις γυναίκες που λάτρευαν αυτή τη θεά. Αργότερα, είχε μπει στους κόλπους της
Επανάστασης, αποζητώντας εκδίκηση. Τώρα, στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης,
το παρελθόν της Ελοντί θα συναντήσει το παρόν, κι εκείνη θ’ανακαλύψει
καινούργια, και ίσως τρομαχτικά, πράγματα για τον εαυτό της.
Ο Ζορδάμης, ένας παλιός εραστής της Έκπτωτης Ελοντί και δεινός ραλίστας,
συμμετέχει επίσης στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι, και έχει κάνει μια σκοτεινή και
δαιμονική συμφωνία για να βεβαιωθεί ότι θα νικήσει. Επειδή
πρέπει να νικήσει: μυστηριώδεις δυνάμεις του υπόκοσμου της Σεργήλης
βρίσκονται στο κατόπι του, και φαίνονται έτοιμες να τον αφανίσουν αν δεν τους
δώσει ό,τι τους χρωστά...
Στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, οι οδηγοί θα τρέξουν επάνω σε
αιωρούμενες ράμπες, επάνω σε δύσκολα εδάφη, μέσα στους άγριους δασότοπους
Φέρνιλγκαν, μέσα στις καυτές ερήμους της Σεργήλης, μέσα σε παγωμένα βουνά, ακόμα
και μέσα σε μια παράξενη ενδοδιάσταση με πράσινο ουρανό και κόκκινο ήλιο...
Η Σεργήλη έχει απελευθερωθεί από τους Παντοκρατορικούς· οι κάτοικοί της
μπορούν ξανά να λατρεύουν όποιους θεούς θέλουν. Η θρησκεία της Αρτάλης έχει
αναβιώσει. Η Αριστέα, μια από τις ιέρειές της, καταφέρνει να λάβει χρηματοδότηση
από την Πολιτειάρχη της Μέλβερηθ για την οικοδόμηση ενός καινούργιου ναού στα
άκρα της εν λόγω μεγαλούπολης. Αλλά σύντομα ανακαλύπτει ότι το χρηματικό δεν
είναι το μόνο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει. Οι Ανατολικοί Φρουροί, μια νέα
συμμορία που καταδυναστεύει τις ακροανατολικές συνοικίες της Μέλβερηθ, ζητούν
λεφτά για την προστασία του ναού – «προστασία» από την ίδια τη συμμορία, στην
πραγματικότητα. Η Αριστέα, αρνούμενη να πληρώσει, θα βρεθεί σε σύγκρουση μαζί
τους. Ευτυχώς, στο πλευρό της είναι ο Βασνάρος, ο Αγωνιστής των Δρόμων – γνωστός
και ως Τρελός Λύκος της Μέλβερηθ, κατά την περίοδο της κυριαρχίας των
Παντοκρατορικών.
Η Φάνρηβ, μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Μοργκιάνης, ήταν κάποτε, πριν
από χρόνια, ελεύθερη με δικό της πολίτευμα. Σήμερα, είναι ένα προτεκτοράτο του
Βασιλείου της Χάρνωθ. Ο λαός της είναι διαιρεμένος: μια μερίδα υποστηρίζει τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο· μια μερίδα είναι με το μέρος του παλιού Φύλακα της Φάνρηβ,
που έρχεται με στρατό από τον βορρά για να την ελευθερώσει· και μια άλλη μερίδα
των πολιτών είναι αυτονομιστές, που δεν θέλουν ούτε τους Χαρνώθιους στην πόλη
τους ούτε την επιστροφή του Φύλακα.
Οι Αιρετοί της Φάνρηβ είναι διαιρεμένοι όπως και ο λαός της, αποτελώντας
αντανάκλασή του.
Ο Άλφεντουρ αλ Έρεσναβ, Διπλωματικός Αντιπρόσωπος του Εμπορικού Συνδέσμου της
Νάζρηβ, έρχεται από την πόλη του με ελικόπτερο προς τη Φάνρηβ, καλεσμένος εκεί
από έναν παλιό του φίλο, τον Κασλάριν ωλ Μάρατεκ, Αιρετό της Συντεχνίας των
Αγροτών. Ο Κασλάριν πιστεύει πως έχει ένα σχέδιο για να σώσει τη Φάνρηβ προτού η
πόλη καταστραφεί από την οργή των αντίπαλων παρατάξεων. Και ζητά τη βοήθεια του
Άλφεντουρ, ο οποίος μπορεί να ασκήσει πιέσεις και στην Κέσριμιθ ωλ Ζαλτάρεμ, τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο, και στο συμβούλιο των Αιρετών.
Όταν όμως ο Άλφεντουρ φτάνει στην πόλη, το κλίμα είναι ήδη έκρυθμο και, με
κάθε μέρα που περνά, χειροτερεύει. Η Αρχόντισσα Κέσριμιθ προσπαθεί με όλους τους
τρόπους – και με τα ελεγχόμενα μέσα μαζικής πληροφόρησης της Φάνρηβ – να
επηρεάσει τον λαό ώστε να τον τραβήξει με το μέρος του Βασιλείου της Χάρνωθ. Οι
υποστηρικτές του Φύλακα, που έρχεται με στρατό από τα βόρεια, πασχίζουν να
φέρουν τον κόσμο με τη δική τους πλευρά, ενώ αποφεύγουν και χτυπάνε τους
ανθρώπους των Χαρνώθιων. Και οι αυτονομιστές είναι εναντίον όλων, γεμίζοντας
τους δρόμους της πόλης με συνθήματα και απρόσμενες εκρήξεις.
Αλλά στη Φάνρηβ οι πιο επικίνδυνες ενέργειες γίνονται στα παρασκήνια. Σκιερές
μορφές στοιχειώνουν την Πόλη της Αέναης Νύχτας. Προδότες σχεδιάζουν πολιτικές
δολοφονίες. Κατάσκοποι παρακολουθούν κάθε κίνηση. Αδέλφια χάνουν την εμπιστοσύνη
που έχουν μεταξύ τους. Οι πάντες είναι ύποπτοι για τα πάντα.
Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος επιστρέφει στην πατρίδα του, την Απολλώνια, όπου
σύντομα ανακαλύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα είχε αφήσει. Κάποια
μυστηριώδης, σκοτεινή οργάνωση έχει απλώσει τα δίχτυα της μέσα στο Βασίλειο, και
φημολογείται, ψιθυριστά, ότι ακόμα κι ο αδελφός του Ανδρόνικου, ο Πρίγκιπας
Λούσιος, είναι αναμιγμένος σ’αυτήν.
Ο Ανδρόνικος θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, και θα χρειαστεί να
ζητήσει βοήθεια ακόμα κι από τους επαναστάτες άλλων διαστάσεων· διότι μέσα στην
ίδια του την πατρίδα κανένας δεν φαίνεται πλέον να μπορεί να θεωρηθεί
αξιόπιστος…
Εν τω μεταξύ, οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας έρχονται από το Βόρειο Μέτωπο,
φέρνοντας έναν από τους πιο καταστροφικούς πολέμους στο Γνωστό Σύμπαν· ενώ από
τα νότια της διάστασης τερατουργήματα επιτίθενται από την Απολεσθείσα Γη,
μαστίζοντας το Βασίλειο σαν προαιώνια κατάρα.
Στην Απολλώνια, μια από καιρό πολιορκημένη διάσταση, τα πράγματα έχουν
αρχίσει να ξεφεύγουν από τον έλεγχο…
Η Αγγελική, μια φίλη της Παντοκράτειρας, βρίσκεται δολοφονημένη στη σουίτα
ενός ξενοδοχείου, με μυστηριώδεις τομές επάνω στο σώμα της. Ο εραστής της,
Ταγματάρχης Στίβεν Νέλκος, παρότι ήταν μαζί της εκείνη τη βραδιά, μοιάζει να
έχει πλήρη άγνοια του τι συνέβη. Και οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας δεν
καταφέρνουν να ανακαλύψουν τίποτα.
Η Ρία-Μία, η Αρχιέρεια του Κρόνου, προτείνει στην Παντοκράτειρα έναν ιδιωτικό
ερευνητή, τον Φέλιξ Χάρλω, ο οποίος ίσως θα μπορούσε να βρει τον δολοφόνο.
Ωστόσο, ακόμα κι αυτός σύντομα θα συνειδητοποιήσει πως η περίπτωση είναι
εξαιρετικά περίπλοκη και δυσεπίλυτη, και οι δυνάμεις που είναι αναμιγμένες
ξεπερνούν τη δικαιοδοσία του αλλά και τις ικανότητες του μυαλού του...
Ένας ξεχασμένος κόσμος, μια διάσταση απομονωμένη από το υπόλοιπο σύμπαν.
Ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος – ένα
ρήγμα – σπάζει το στάσιμο πλέγμα της πραγματικότητάς του. Κι από εκεί,
έρχεται ένας μεγάλος προφήτης που θα αλλάξει τη ροή της ιστορίας του για
πάντα...
Ο Τάμπριελ, κάποτε σύζυγος της Παντοκράτειρας και μάγος του τάγματος των
Δεσμοφυλάκων, καταλήγει σαν ναυαγός σε μια διάσταση ανέγνωρη για εκείνον. Ένα
μέρος όπου κανένας δεν μιλά καμια γνωστή του γλώσσα. Μέσα στο μυαλό του, όμως,
παράδοξα, υπάρχουν εικόνες από αυτόν τον απομονωμένο κόσμο: και ο Τάμπριελ
συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να βρίσκεται τυχαία εδώ...
Μαζί του είναι η Ανταρλίδα, μια από τις Μαύρες Δράκαινες της Παντοκράτειρας
οι οποίες πλέον υπηρετούν την Επανάσταση εναντίον της. Ούτε εκείνη έχει ποτέ
ξανά δει ή ακούσει γι’αυτό τον κόσμο. Αλλά τώρα που οι δυο τους βρίσκονται εδώ,
σ’ένα ξένο, εχθρικό περιβάλλον, πρέπει να μάθουν να επιβιώνουν ώστε να
ξεκλειδώσουν τα μυστικά της διάστασης που θα τους δώσουν πρόσβαση στο Γνωστό
Σύμπαν, από το οποίο ήρθαν.
Παράξενα ανοίγματα παρουσιάζονται στη Χάρνταβελ: τρύπες επάνω στα ίδια τα
τοιχώματα της πραγματικότητάς της. Από μέσα τους διακρίνεται μια άλλη
πραγματικότητα, και πλάσματα έρχονται από εκεί τα οποία δεν έχουν ξαναβαδίσει
ποτέ στη Χάρνταβελ.
Οι Παντοκρατορικοί που ελέγχουν την εν λόγω διάσταση προσπαθούν να ερευνήσουν
το φαινόμενο, η συχνότητα εμφάνισης του οποίου δεν μειώνεται αλλά αυξάνεται με
ανησυχητικό ρυθμό. Η Αρίνη’σαρ, μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών και σύζυγος
του Παντοκρατορικού Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ, έχει αναλάβει να ανακαλύψει τι
συμβαίνει, συναντώντας πολλά εμπόδια στον δρόμο της.
Αλλά και ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, ενδιαφέρεται για το
μυστηριώδες φαινόμενο γιατί η Χάρνταβελ συνδέεται άμεσα με τη δική του διάσταση,
την Απολλώνια. Οργανώνει μια αποστολή για να το ερευνήσει, και αναζητά τους
σωστούς ανθρώπους. Προσπαθεί να πείσει τον Γεράρδο να επιστρέψει στη Χάρνταβελ,
η οποία ήταν κάποτε πατρίδα του.
Ο Γεράρδος, όμως, είναι διστακτικός, επειδή είχε τους λόγους του που έφυγε
πριν από χρόνια. Ήταν ένας από τους ιερείς της Χάρνταβελ, που δεν μπορούν ποτέ
να την εγκαταλείψουν, καθώς αυτό σημαίνει τον θάνατό τους από μια δαιμονική
ακατονόμαστη δύναμη που κρύβεται μέσα τους. Αλλά ο Γεράρδος έχει επιβιώσει·
φεύγοντας από τη Χάρνταβελ νομίζει πως κατόρθωσε τελικά να διαλύσει το Εσώτερο
Θηρίο. Μπορεί, όμως, να είναι σίγουρος ότι αυτό δεν θα εμφανιστεί και πάλι εντός
του όταν ξαναγυρίσει στη Χάρνταβελ; Και είναι πρόθυμος να το ριψοκινδυνέψει για
να μάθει;
Η επιστροφή στην πατρίδα του μπορεί να τον φέρει σε σύγκρουση όχι μόνο με το
ιερατείο εκεί, αλλά και με μια δύναμη πιο διαβολική και εξαπλωμένη απ’ό,τι
μπορούσε ποτέ να φανταστεί.
Και, φυσικά, είναι και οι Παντοκρατορικοί στη Χάρνταβελ...
Μετά τη διάλυση της Συμπαντικής Παντοκρατορίας,
ληστές και κακούργοι λυμαίνονται τα άγρια εδάφη της Φεηνάρκια:
απομεινάρηδες των στρατών της Παντοκράτειρας αλλά και γηγενείς που
προσπαθούν να επωφεληθούν από την κατάσταση. Όταν ένας έμπορος από τη
Χόλκεραλ, ο Καντάρφιλ, δέχεται επίθεση από τους ληστές της Σαρντίκα-Νοθ,
μια ομάδα μισθοφόρων έρχεται απρόσμενα προς βοήθειά του για να τρέψει
τους ληστές σε φυγή. Σύντομα όμως ο Καντάρφιλ μαθαίνει πως οι σωτήρες
του είναι κι αυτοί πρώην Παντοκρατορικοί, όπως η Σαρντίκα-Νοθ.
Ονομάζονται Ζωντανοί-Νεκροί, και αρχηγός τους είναι ο Ζαώρδιλ ο
Σκοτωμένος – ένας άνθρωπος που κανονικά θα έπρεπε να είναι νεκρός. Δεν
έσωσαν, όμως, τον έμπορο από τη Σαρντίκα-Νοθ για να τον ληστέψουν οι
ίδιοι· αντιθέτως, τον καθοδηγούν ώστε να φτάσει, μέσω επικίνδυνων
ορεινών περασμάτων, στον προορισμό του: την πόλη της Νασόλκαθ. Εκεί, ο
Ζαώρδιλ ελπίζει να βρει περισσότερες δουλειές για τους μισθοφόρους του,
αλλά ανακαλύπτει πως οι φήμες κυκλοφορούν γρήγορα και είναι πολλοί που
ακόμα έχουν έντονο μίσος για όσους κάποτε υπηρετούσαν την Παντοκράτειρα.
Ωστόσο, υπάρχει και μια γυναίκα – πρώην Παντοκρατορική κι η ίδια – που
επιδιώκει συμμαχία, αν και σκιερή. Και ο Ηγεμόνας της Νασόλκαθ σύντομα
ετοιμάζεται για πόλεμο εναντίον ληστών, και συγκεντρώνει στρατό από
μισθοφόρους κάθε είδους…
Μια επανάσταση ξεκινά, αρχικά περιορισμένη αλλά δυνατή, και σύντομα εξαπλώνεται σαν φωτιά ανεξέλεγκτη. Μια κρυφή δύναμη τη θρέφει από τις σκιές της Πόλης. Εδραιωμένες πλουτοκρατίες καταρρέουν· οι πολιτάρχες της Ρελκάμνια ανησυχούν. Τρόμος και αναστάτωση απλώνονται γύρω από τον Ριγοπόταμο, καθώς προβλέπουν πόλεμο.
Ένας μεγάλος ηγέτης έχει εμφανιστεί και η Πόλη φαίνεται να ζητά το αντίβαρό του – έναν άνθρωπο από συνοικίες αρκετά μακρινές. Εχθρικές δυνάμεις τον θέλουν νεκρό, αλλά μυστηριώδεις συμπτώσεις έρχονται για να τον συντρέξουν. Μισθοφόροι και μαχητές κατευθύνονται προς το επίκεντρο του επικείμενου πολέμου.
Δύο Θυγατέρες της Πόλης αναζητούν ένα πολύτιμο κόσμημα που έκλεψε μια Αδελφή τους – ένα αινιγματικό κατασκεύασμα μιας αρχαίας Θυγατέρας που μπορεί να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στα λάθος χέρια.
Συμμορίες ξεσηκώνονται παντού, ακούγοντας το όνομα του Αλυσοδεμένου Ποιητή που έσπασε τις αλυσίδες του. Καιροσκόποι και πολεμοκάπηλοι πιστεύουν ότι έχουν κάτι να κερδίσουν. Παλιά καθεστώτα γκρεμίζονται, καινούργια παίρνουν τη θέση τους – καλύτερα ή χειρότερα;
Ένας ξεχασμένος χώρος ανοίγει, ξερνώντας πανωλεθρία και δαίμονες από άλλους χρόνους, τραυματίζοντας την Πόλη και φέρνοντας θλίψη στους κατοίκους της.
Οι Νομάδες των Δρόμων ταξιδεύουν στις οδούς και τις λεωφόρους της Ατέρμονης Πολιτείας, καθοδηγούμενοι από την Κυρά τους. Βαδίζοντας, πάντοτε βαδίζοντας. Προσελκύοντας κι άλλους από τις συνοικίες που περνούν. Ένα υπέροχο, μαγευτικό ταξίδι γι’αυτούς, το οποίο τους αποκαλύπτει ολοένα και περισσότερα μυστήρια της Πόλης· αλλά δεν θα αργήσει να τους βάλει και σε τρομερά προβλήματα. Θα βρεθούν ακόμα και στο έλεος αμφιλεγόμενων δυνάμεων ενώ θα θεωρούν τους εαυτούς τους, για πρώτη φορά, χαμένους μέσα στη Ρελκάμνια.
Μια εποχή μεγάλων αλλαγών, από τον Ριγοπόταμο ώς την Ανακτορική Συνοικία...
Ένας εξερευνητής από την Απολλώνια έχει χαθεί στο Πορφυρό Κενό,
ακολουθώντας τα ξεχασμένα ίχνη για κάποιο πιθανό απομεινάρι από τον Ενιαίο Κόσμο
– κάτι που και η Παντοκράτειρα πολύ πιθανόν να θέλει να πάρει στα χέρια της.
Ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, προσπαθεί να προλάβει ένα τέτοιο
ενδεχόμενο, και να ξαναβρεί τον χαμένο εξερευνητή. Στέλνει την Ιωάννα, τη Μαύρη
Δράκαινα, και τον Σέλιρ’χοκ, έναν μάγο του τάγματος των Διαλογιστών, στην Άκρη,
μια πόλη εκεί όπου το σύμπαν τελειώνει και το Πορφυρό Κενό απλώνεται, γεμάτο
Αιωρούμενες Νήσους, Ανέμους, και ανείπωτα όντα.
Στην Άκρη, η Ιωάννα και ο Σέλιρ’χοκ θα βρουν συμμάχους – έναν καπετάνιο του
Κενού, μια Ανεμοσκόπο, έναν μονόφθαλμο κυνηγημένο άντρα – και θα ταξιδέψουν στα
βάθη του Πορφυρού Κενού, σφυροκοπημένοι από Ανέμους… και με έναν από τους πιο
επικίνδυνους πράκτορες της Παντοκράτειρας στο κατόπι τους.
Ο Κάραγγελ, Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα, επιστρέφει στη μεγάλη
πόλη φέρνοντας νέα για τη γενοκτονία της Λευκής φυλής του από μια μαζική επίθεση
Μελανών. Αποζητά εκδίκηση. Αλλά στην Ελρείσβα οι αποφάσεις δεν παίρνονται μόνο
από εκείνον. Ούτε καν μόνο από τον Βασιληά. Ο Πρωτοσπαθάριος Κάραγγελ πρέπει να
συνεννοηθεί με τον Παντοκρατορικό Επόπτη Ευρύμαχο Νάλφερ, που βρίσκεται εκεί,
κυρίως, για να ελέγχει τα ορυχεία ενέργειας της περιοχής. Οι Παντοκρατορικοί
αποδεικνύονται πρόθυμοι να βοηθήσουν τον Κάραγγελ στον αγώνα του για εκδίκηση
εναντίον των Μελανών, αλλά τα όπλα που φέρνουν είναι τόσο καταστροφικά που
κάνουν ακόμα και τον Πρωτοσπαθάριο να προβληματιστεί σχετικά με τις μεθόδους
τους. Και ποια μπορεί να είναι τα κίνητρά τους για τη βοήθεια που του
προσφέρουν;
Το ένα χωριό Μελανών μετά το άλλο αφανίζεται, μέσα στις καυτές ερήμους της
Αρβήντλια, καθώς η εκστρατεία των Παντοκρατορικών ταξιδεύει σαν λαίλαπα ολέθρου.
Ταυτόχρονα, ο Ανδρόνικος, Πρίγκιπας της Επανάστασης, η Ιωάννα η Μαύρη
Δράκαινα, και άλλοι επαναστάτες σύντροφοί τους έρχονται προς την Αρβήντλια μέσω
μιας διαστασιακής διόδου στη Σάρντλι. Αλλά δεν γνωρίζουν ακόμα τίποτα για την
καταστροφή που ο Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα και οι Παντοκρατορικοί
σύμμαχοί του έχουν εξαπολύσει εναντίον των Μελανών φυλών. Στόχος των επαναστατών
είναι η αποκωδικοποίηση ενός μυστηριώδους μηνύματος που, αν οι υποψίες τους
είναι σωστές, θα αλλάξει τα πάντα για την Επανάσταση και για την Παντοκρατορία
σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν...
Περί Γραφής: Η Ακαθόριστη Περιγραφή Ένα «πρόβλημα» της λογοτεχνίας που είναι, ουσιαστικά, ιδίωμα
Σ’ένα προηγούμενο άρθρο είχα σχολιάσει τις διαφορές ανάμεσα στο θέαμα (κινηματογράφος) και στη λογοτεχνία. Είχα πει, εκτός των άλλων, ότι στο θέαμα η «περιγραφή» είναι πανεύκολη και στιγμιαία – απλά δείχνεις εκείνο που θέλεις να δείξεις – ενώ στη λογοτεχνία μπορεί να χρειάζεσαι δεκάδες και δεκάδες λέξεις και πάλι να μην καταφέρεις να περιγράψεις ακριβώς εκείνο που έχεις στο μυαλό σου.
Υπό ένα άλλο πρίσμα, όμως, αυτή η αδυναμία της λογοτεχνίας μπορεί να είναι και ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Όπως λένε στα προγράμματα του υπολογιστή ή στα ηλεκτρονικά παιχνίδια, όταν κάτι «περίεργο» παρουσιάζεται: It’s not a bug; it’s a feature! Παρομοίως και οι περιγραφές στη λογοτεχνία.
Γράφοντας, ποτέ δεν μπορείς να περιγράψεις κάτι απόλυτα. Όσες λέξεις κι αν χρησιμοποιήσεις, όσο κι αν προσπαθήσεις, πάντα θα υπάρχουν κενά, πάντα θα υπάρχουν «μαύρες τρύπες» στην εικόνα που θες να αποδώσεις, σχεδόν σαν παράσιτα ή θολά σημεία σε μια οθόνη. Όμως αυτό μπορεί να μην είναι απαραιτήτως μειονέκτημα, γιατί ο αναγνώστης συμπληρώνει τα κενά με τη φαντασία του. Εκεί που εσύ δεν έχεις αναφέρει κάτι, δεν έχεις εξηγήσει κάτι, το εξηγεί εκείνος με το μυαλό του – άθελά του, πολλές φορές.
Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ιδίωμα της λογοτεχνίας, ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που ο συγγραφέας δύναται να χρησιμοποιήσει προς όφελός του αντί να το θεωρεί πρόβλημα. Τα «κενά» στην περιγραφή μπορεί να είναι λιγότερα ή περισσότερα, μεγαλύτερα ή μικρότερα. Αρκετά παρουσιάζονται τυχαία, επειδή απλά δεν σκέφτηκες να αναφέρεις κάτι. Γιατί, όμως, να μην τα μεταχειρίζεσαι συνειδητά, ως εργαλείο της λογοτεχνικής γραφής;
Η περιγραφή, μέσα στο κείμενο, μπορεί να είναι τόσο καθορισμένη ή τόσο ακαθόριστη όσο θέλει ο συγγραφέας. Στο θέαμα αυτό δεν μπορεί να γίνει· εκεί, απλά δείχνεις μια εικόνα και τέλος. Στη λογοτεχνία, αφήνεις τον αναγνώστη να πλάσει την εικόνα βάσει μερικών λέξεων – από ελάχιστες μέχρι πάρα πολλές.
Μέσα σε μια λογοτεχνική ιστορία, μπορούμε να συναντήσουμε περιγραφές τελείως ακαθόριστες. Περιγραφές που, ίσως, δεν θα έπρεπε καν να τις ονομάσεις περιγραφές. Τι άλλο, όμως, να τις πεις; Για παράδειγμα, μπορείς να γράψεις κάτι τέτοιο:
Γύρισε και κοίταξε κάτω, στην πεδιάδα, τον μεγάλο καταυλισμό, και, με τα κιάλια στα μάτια του, είδε τις σημαίες που κυμάτιζαν. Επάνω τους είχαν κεντημένο το σύμβολο της Βόρειας Αυτοκρατορίας.
Το σύμβολο αυτό δεν περιγράφεται. Είναι «το σύμβολο της Βόρειας Αυτοκρατορίας». Αν ο συγγραφέας δεν θέλει να το περιγράψει πιο αναλυτικά, μπορεί ποτέ μέσα στην ιστορία να μην το περιγράψει πιο αναλυτικά. Η περιγραφή του συμβόλου είναι «το σύμβολο της Βόρειας Αυτοκρατορίας», και ο αναγνώστης μπορεί να το φανταστεί όπως νομίζει, και ξέρει πάντα για ποιο σύμβολο μιλάμε, δεν πρόκειται να το μπερδέψει με κάτι άλλο.
Προσέξτε τη σχετική παραδοξότητα εδώ: Το σύμβολο αυτό είναι πολύ συγκεκριμένο – είναι «το σύμβολο της Βόρειας Αυτοκρατορίας» – αλλά, συγχρόνως, είναι ακαθόριστο: δεν ξέρουμε πώς ακριβώς είναι.
Αυτό αποτελεί ιδίωμα της λογοτεχνίας. Οι τέχνες που βασίζονται σε πιο οπτικά στοιχεία – όπως η ζωγραφική ή ο κινηματογράφος – αδυνατούν να το επιτύχουν.
Το γιατί ο συγγραφέας θέλει να αφήσει το σύμβολο της Βόρειας Αυτοκρατορίας ακαθόριστο μπορεί να ποικίλλει. Ίσως να προτιμά να επιτρέψει στον αναγνώστη να το φανταστεί κατά το δοκούν. Ίσως να μην το κρίνει σκόπιμο να επιβαρύνει το κείμενο με περιγραφές που θεωρεί ανούσιες, που δεν εξυπηρετούν σε τίποτα την πλοκή αλλά παρακωλύουν τη δράση. Ή ίσως, απλά, ο συγγραφέας να μην έχει σκεφτεί πώς ακριβώς είναι το σύμβολο της Βόρειας Αυτοκρατορίας και να μην τον ενδιαφέρει τόσο να καθίσει να το σκεφτεί. Καλύπτει, επομένως, την «τεμπελιά» του με μια ακαθόριστη περιγραφή. Και αυτή η τεμπελιά δεν είναι πραγματική τεμπελιά, αν το καλοσκεφτείς· είναι ιδίωμα!
Η ίδια η ιστορία που αφηγείται κανείς μπορεί, μάλιστα, να αλλάζει ανάλογα με το πόσο ακαθόριστες ή καθορισμένες είναι κάποιες περιγραφές. Για παράδειγμα, οι ακαθόριστες περιγραφές είναι ένας καλός τρόπος για να δημιουργήσει κανείς μυστήριο. Ας πούμε ότι ο συγγραφέας γράφει: Μια γυναίκα μπήκε στο μπαρ και παράγγειλε ένα ποτήρι πράσινο οίνο – και δεν μας λέει τίποτ’ άλλο για την εμφάνιση της γυναίκας. Μπορεί να είναι οτιδήποτε – ψηλή, κοντή, ξανθιά, μελαχρινή, μονόφθαλμη, όμορφη, άσχημη – οτιδήποτε. Και πιο μετά, στην ίδια ιστορία, ο συγγραφέας γράφει: Μες στη νύχτα, μια γυναίκα βγήκε από το αυτοκίνητό της, πλησίασε τον φρουρό που στεκόταν έξω από το θησαυροφυλάκιο, και τον δολοφόνησε με μια σφυριχτή λέξη φονικού καλέσματος. Πάλι, καμία συγκεκριμένη περιγραφή της γυναίκας. Ήταν η ίδια γυναίκα που καθόταν πριν στο μπαρ, ή άλλη; Αν βλέπαμε ταινία, ή αν διαβάζαμε εικονογραφημένο αφήγημα, θα ξέραμε μάλλον – εκτός αν ο σκηνοθέτης ή ο ζωγράφος είχαν επίτηδες σκιάσει το πρόσωπο της γυναίκας. Στη λογοτεχνία, όμως, δεν ξέρουμε αν είναι η ίδια γυναίκα. Ίσως να είναι, ίσως όχι. Αν ο συγγραφέας δεν της δώσει κάποια ιδιαίτερα γνωρίσματα που να παρουσιάζονται και στη μία σκηνή και στην άλλη, μπορούμε να τη φανταστούμε όπως θέλουμε. Μπορούμε να πούμε ότι ήταν η ίδια... ή όχι. Δημιουργείται ένα κάποιο μυστήριο έτσι, ή ένας κάποιος αποπροσανατολισμός.
Ίσως ορισμένοι να μη θεωρούν την παραπάνω τεχνική «σωστή». Ίσως να τη θεωρούν «φτηνό κόλπο» για να δημιουργηθεί μυστήριο. Εξακολουθεί, όμως, να μπορεί να γίνει στη λογοτεχνία, γιατί οι περιγραφές έχουν τη δυνατότητα να είναι τελείως ακαθόριστες αν θέλεις. Το «μια γυναίκα» είναι περιγραφή, αν και εξωφρενικά μινιμαλιστική.
Λένε πως μια εικόνα είναι χίλιες λέξεις – και είναι αλήθεια. Αλλά, επίσης, θα έπρεπε να λένε ότι μία λέξη είναι χίλιες εικόνες. Η λέξη κόσμος, για παράδειγμα, πόσα πράγματα σού φέρνει στο μυαλό; Ολόκληρο τον πλανήτη γη, άλλους πλανήτες, πλήθη, πολλούς ανθρώπους – χίλια-δύο πράγματα. Οι λέξεις έχουν τρομερή δύναμη να φέρνουν εικόνες στο μυαλό μας, να προκαλούν και να διεγείρουν τη φαντασία μας.
Ξεκινάς, επομένως, από την τελείως ακαθόριστη περιγραφή – όπως «μια γυναίκα», «ένα σύμβολο» – και αποκεί και πέρα μπορείς να προσθέσεις όσες λεπτομέρειες – ή, μάλλον, καλύτερα, ιδιαίτερα γνωρίσματα – θέλεις.
Πρέπει, όμως, να έχεις υπόψη σου ότι η περιγραφή πάντα θα είναι ελλιπής. Πάντα θα υπάρχουν κενά, «μαύρες τρύπες», σημεία που ο αναγνώστης πρέπει να συμπληρώσει με τη φαντασία του αν θέλει. Αυτή είναι η φύση της τέχνης του λόγου· δεν περιορίζει τη φαντασία, την προκαλεί. Γι’αυτό κιόλας προτιμώ να λέω ιδιαίτερα γνωρίσματα αντί για λεπτομέρειες.
Με τα ιδιαίτερα γνωρίσματα μπορούμε να ξεχωρίσουμε κάτι μέσα στο κείμενο. Αν λέγαμε, στο παραπάνω παράδειγμα, «μια μονόφθαλμη γυναίκα» και στο μπαρ και έξω από το θησαυροφυλάκιο, τότε ο αναγνώστης αμέσως θα ήταν σίγουρος πως πρόκειται για την ίδια γυναίκα. Αν και θα ήταν επιπόλαιο ίσως να το υποθέσει – άλλωστε, μπορεί να υπάρχουν πολλές μονόφθαλμες γυναίκες – θα το υπέθετε επειδή η μονόφθαλμη γυναίκα είχε παρουσιαστεί και πιο πριν μέσα στην αφήγηση. Αποκεί και πέρα θα τη φανταζόταν όπως νόμιζε – ψηλή, κοντή, λεπτή, χοντρή, ξανθιά, καστανομάλλα, κοντά μαλλιά, μακριά μαλλιά, ντυμένη με ταγέρ, ντυμένη με τζάκετ, ντυμένη με φόρεμα – οτιδήποτε.
Και μετά, καθώς η πλοκή μας προχωρά, ο αναγνώστης θα διαπίστωνε ότι είχε κάνει λάθος στην εκτίμησή του. Γιατί μέσα στην ιστορία μας τυχαίνει να υπάρχουν δύο μονόφθαλμες γυναίκες τελικά...
Με την ακαθόριστη περιγραφή μπορεί κανείς να επιτύχει πολλά, αλλά πρέπει κιόλας να είναι προσεχτικός. Αν όλες οι περιγραφές είναι τελείως ακαθόριστες, τότε κινδυνεύουμε η αφήγησή μας να μη βγάζει νόημα – κι αυτό δεν είναι καλό εκτός αν γίνεται εσκεμμένα για καλλιτεχνικούς λόγους.
Η ακαθόριστη περιγραφή μπορεί να εξυπηρετήσει ακόμα και σε προβλήματα παρουσίασης ευαίσθητου περιεχομένου. Για παράδειγμα, ίσως να μη θέλουμε να περιγράψουμε αναλυτικά πώς οι Δυνάμεις Ασφαλείας κατέσφαξαν τους ταξιδιώτες που βρήκαν κρυμμένους κοντά στην πόλη· οπότε, γράφουμε: Αυτό που ο Ιάσωνας είδε να συμβαίνει αντίκρυ του ήταν φριχτό, ήταν αποτρόπαιο. Δεν άφησαν κανέναν ζωντανό. Ο αναγνώστης μπορεί να φανταστεί το φριχτό και το αποτρόπαιο όπως θέλει, χωρίς να εξαναγκάζεται να φέρει στο μυαλό του συγκεκριμένες εικόνες, και χωρίς κι ο συγγραφέας να εξαναγκάζεται να γράψει συγκεκριμένες σκηνές σφαγής αν αισθάνεται πως δεν θέλει να κάνει κάτι τέτοιο.
Η σχετικά ακαθόριστη περιγραφή μπορεί, μάλιστα, να είναι πιο ισχυρή από την λεπτομερειακή περιγραφή σε αρκετές περιπτώσεις. Αρκεί να τονίζεις τα σωστά ιδιαίτερα γνωρίσματα. Για παράδειγμα, ο Καπετάνιος του Γοργού Ανέμου έχει μηχανικό χέρι και βλέμμα αετού – και δεν χρειάζεται να πεις τίποτ’ άλλο γι’αυτόν. Αυτά τα δύο είναι αρκετά. Τα υπόλοιπα μπορούν να είναι οτιδήποτε· δεν έχουν σημασία. Ίσως να είναι μελαχρινός ή ξανθός· δεν μας ενδιαφέρει. Ο κάθε αναγνώστης τον φαντάζεται όπως θέλει. Αλλά το βλέμμα του είναι αετίσιο – ό,τι κι αν σημαίνει αυτό – και το ένα του χέρι μηχανικό.
Με τέτοιο τρόπο έχουμε, επίσης, τη δυνατότητα να ζωντανέψουμε δευτερεύοντες χαρακτήρες που εμφανίζονται για λίγο μόνο μέσα σε μια ιστορία. Για παράδειγμα, άλλο είναι «ο ταξιτζής», άλλο «ο ταξιτζής με τη στραβή ουλή κάτω απ’το δεξί μάτι». Αυτή η ουλή μπορεί να σημαίνει οτιδήποτε για εκείνον και το παρελθόν του. Ίσως να μην το αναφέρουμε ποτέ, αλλά διεγείρει τη φαντασία. Τα υπόλοιπα είναι κενά· τα συμπληρώνεις όπως θες.
Η ακαθόριστη περιγραφή, εκτός αυτών, βοηθά και την αφήγηση να κινηθεί πιο γρήγορα. Αντί να κάθεσαι να περιγράφεις χίλια-δύο μικροπράγματα που δεν εξυπηρετούν σε τίποτα, αναφέρεις πέντε βασικά στοιχεία και προχωράς την πλοκή, δεν την αφήνεις να βαλτώνει. «Ήταν ένα πλούσιο σπίτι με λαξευτά έπιπλα και πολλούς καθρέφτες.» Δε χρειάζεται να περιγράψεις κάθε δωμάτιο προτού οι χαρακτήρες καταλήξουν σ’ένα σαλόνι κι αρχίσουν να μιλάνε.
Κάτι ακόμα που μπορεί να κάνει ο συγγραφέας είναι να παρουσιάζει περιγραφικές λεπτομέρειες σταδιακά για κάποια πράγματα ή άτομα μέσα στην ιστορία του. Από τη στιγμή που δεν είσαι υποχρεωμένος να περιγράψεις τα πάντα, μπορείς να πεις μόνο όσα χρειάζεται, να συνεχίσεις την ιστορία, και μετά να προσθέσεις όσα ακόμα έχεις ανάγκη. Για παράδειγμα, δεν έχεις πει ότι κάποιος χαρακτήρας φορά ρολόι στο αριστερό χέρι. Όταν όμως υπάρχει λόγος να μετρήσει τον χρόνο, γράφεις ότι σήκωσε το μανίκι του για να κοιτάξει το ρολόι που φορούσε. Και αργότερα, όταν μια γυναίκα τον βλέπει και τρομάζει, περιγράφεις ότι έφταιγαν τα μάτια του που γυάλιζαν περίεργα και απόκοσμα από τότε που επισκέφτηκε τον Αντίκοσμο της Χουάρθα και μολύνθηκε από τις ψυχοτρόπες ενέργειές του. Αρχικά δεν είχες περιγράψει τίποτα για τα μάτια του γιατί δεν χρειαζόταν.
Αυτό μπορεί να εξυπηρετήσει τον συγγραφέα και πρακτικά μέσα στο κείμενο που γράφει. Δεν έχει, για παράδειγμα, τόσο μεγάλη σημασία αν έχει ξεχάσει να περιγράψει αρχικά μια λεπτομέρεια για το αυτοκίνητο του ήρωα της ιστορίας· μπορεί να προσθέσει αυτή τη λεπτομέρεια μετά, χωρίς κανένα πρόβλημα. Ή μπορεί να προσθέτει λεπτομέρειες καθώς έρχονται στο μυαλό του με την πάροδο της αφήγησης. Κι αυτό είναι, σίγουρα, ένα ιδίωμα της λογοτεχνίας γιατί μόνο εκεί μπορείς να έχεις επιλεκτικές ή ακαθόριστες εικόνες/περιγραφές.
Τελειώνοντας, θέλω να πω ότι, φυσικά, και η αναλυτική περιγραφή μπορεί να έχει τη γοητεία της. Κάποιες φορές έχει όντως νόημα να αφιερώσεις πέντε παχιές παραγράφους για να περιγράψεις ένα σπίτι. Ίσως, μάλιστα, να θέλεις εκεί να κάνεις μια παύση στη δράση της ιστορίας για να «ξεκουραστεί» λιγάκι η πλοκή ή για να δημιουργήσεις σασπένς. Τα πάντα έχουν τη χρησιμότητά τους στη λογοτεχνική γραφή. Προσωπικά, δεν αποκλείω τίποτα. Αλλά εδώ, σ’αυτό το άρθρο, ήθελα να τονίσω πώς ένα υποτιθέμενο μειονέκτημα της λογοτεχνίας μπορείς να το μετατρέψεις σε πλεονέκτημα.
Στη λογοτεχνία καμιά περιγραφή δεν είναι πλήρης. Ποτέ. Διότι δεν υπάρχει εικόνα. Οι λέξεις επικαλούνται εικόνες, δεν είναι οι ίδιες εικόνες. Αυτό, όμως, μπορείς να το χρησιμοποιήσεις προς όφελός σου αντί να το βλέπεις ως εχθρό σου. Σε εξυπηρετεί, δεν σε παρακωλύει.
(ΣημείωσηΣημείωση για τα Περί Γραφής
Αν είσαι φυσιολογικός αναγνώστης δε χρειάζεται να
διαβάσεις αυτό το κομμάτι. Αν είσαι από εκείνους που θα σκεφτούν
«Και ποιος νομίζει ότι είναι αυτός που θα μιλήσει για τη συγγραφή;»,
ή «Πολύ σπουδαίος δεν την έχει δει για να μας λέει πώς θα
γράφουμε;», ή κάτι παρόμοια κολακευτικό για το άτομό μου, τότε είσαι
το Πράσινο Ανθρωπάκι, και μπορείς να συνεχίσεις να διαβάζεις.
Αγαπητό Πράσινο Ανθρωπάκι,
Στα Περί Γραφής
μιλάω για ορισμένες από τις συγγραφικές μου εμπειρίες, και δίνω
κάποιες συμβουλές ή κατευθυντήριες γραμμές για νέους (όχι,
απαραιτήτως, ηλικιακά) συγγραφείς. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από
αυτό: εμπειρίες, σκέψεις, συμπεράσματα. Το διαβάζεις, κι αν
πιστεύεις ότι σου λέει κάτι ενδιαφέρον, έχει καλώς· αν πιστεύεις ότι
δε σ'ενδιαφέρει, ή αν διαφωνείς κάθετα, το αγνοείς. Τουλάχιστον,
αυτό κάνω εγώ όταν διαβάζω παρόμοια άρθρα: αν θεωρώ ότι λέει κάτι
ενδιαφέρον, το διαβάζω με ευχαρίστηση· αν θεωρώ ότι δεν με
ενδιαφέρει, το αγνοώ.
Να το έχεις αυτό υπόψη σου όταν διαβάζεις τα
Περί Γραφής. Δεν είναι δεσμευτικά, ούτε κανένας νόμος· είναι,
απλώς, μερικές σκέψεις, γνώμες, και εμπειρίες μου.
για τα Περί Γραφής.)