2/6/2011
Η Δημιουργία Φανταστικών Κόσμων ως Τέχνη
Ή, μήπως, δεν θα έπρεπε να θεωρείται καν τέχνη;
Το ερώτημα που τίθεται είναι, συνήθως, το εξής: Έχει νόημα, στη φανταστική λογοτεχνία, η λεπτομερειακή δημιουργία ενός κόσμου της επινόησης του συγγραφέα;
Οι απαντήσεις ποικίλλουν. Υπάρχουν πολλοί που λένε πως, ναι, φυσικά και έχει νόημα· είναι το άλφα και το ωμέγα στη φανταστική λογοτεχνία. Πρώτος και καλύτερος, ο Τόλκιν έφτιαξε έναν πολύ αναλυτικό φανταστικό κόσμο, με όχι μόνο ένα σωρό ιστορικά γεγονότα αλλά και με γλώσσες δικής του επινόησης. Και ο Τόλκιν δεν είναι ο μοναδικός συγγραφέας που έχει κάνει κάτι τέτοιο· υπάρχουν και πάρα πολλοί σύγχρονοι συγγραφείς (αν και ελάχιστοι πλέον επιδίδονται στο να φτιάχνουν φανταστικές γλώσσες), όπως ο GRR Martin και o Steven Erikson, για να αναφέρω δύο από τους πιο γνωστούς. Αυτοί οι άνθρωποι είναι προφανές ότι πιστεύουν στη δημιουργία ενός αναλυτικού φανταστικού κόσμου για να γράψουν μυθιστορήματα.
Υπάρχουν και άλλοι, όμως, που όχι μόνο δεν το θεωρούν απαραίτητο αλλά πιστεύουν ότι είναι ένα από τα πράγματα που μειώνουν τη φανταστική λογοτεχνία και την κάνουν να μοιάζει με λογοτεχνία για περιθωριακά φρικιά. Ο M. John Harrison είναι παλιός πολέμιος της δημιουργίας αναλυτικών φανταστικών κόσμων, και τις ίδιες απόψεις φαίνεται να έχει και ο Michael Moorcock. Δεν είναι οι μόνοι, φυσικά. Αυτοί οι συγγραφείς δεν φτιάχνουν φανταστικούς κόσμους όπου διαδραματίζονται οι ιστορίες τους. Γράφουν ιστορίες που μέσα από αυτές παρουσιάζεται, ως αναπόφευκτη συνέπεια, ένας φανταστικός κόσμος. Δεν τους ενδιαφέρει, όμως, αν αυτός ο κόσμος είναι συνεπής ή σταθερός. Τους ενδιαφέρει μόνο η ατμόσφαιρα που δημιουργείται. Πράγμα το οποίο φαίνεται από τις ιστορίες που γράφουν. Από τη μια στην άλλη, μπορεί οι τοποθεσίες να έχουν αλλάξει από λίγο έως πολύ, ή κάποιες σταθερές αλήθειες να έχουν πάρει μια τελείως άλλη μορφή. Αυτό είναι καταφανές στο Viriconium του John M. Harrison, όπου πραγματικά τα πάντα αλλάζουν από ιστορία σε ιστορία. Το όλο σκηνικό είναι σταθερό μόνο σε πολύ γενικές γραμμές.
Και τα δύο στρατόπεδα και οι πολέμιοι της κοσμοπλασίας και οι υπέρμαχοί της έχουν κάποιο δίκιο. Για παράδειγμα, είναι αποδεκτό να γράφεις σε μια ιστορία ότι το ταξίδι από την Πρωτεύουσα μέχρι το χωριό Χ διαρκεί δεκαπέντε μέρες, ενώ στην άλλη ιστορία να λες ότι διαρκεί μόνο τρεις ημέρες; Είναι αποδεκτό να γράφεις, τη μια, ότι ένας μάγος παίρνει τις δυνάμεις του από ένα ειδικό φυλακτό στον λαιμό του και, την άλλη, να αγνοείς τελείως αυτό το φυλακτό χωρίς καμία αιτιολογία; Οι πολέμιοι της κοσμοπλασίας, μάλλον, δεν θα τα θεωρούσαν αυτά και πολύ σημαντικά παραπτώματα. Θα έλεγαν ότι, ναι, είναι αποδεκτά. Και ώς ένα σημείο έχουν, κατά τη γνώμη μου, δίκιο. Αν η ιστορία είναι καλογραμμένη, αν δημιουργεί την ατμόσφαιρα που πρέπει, γενικά αν είναι μια καλή ιστορία, μπορείς να τα παραβλέψεις. Δε θα σενδιαφέρει αν ο συγγραφέας είχε, σε παλιότερες ιστορίες, γράψει κάτι διαφορετικό.
Εξαρτάται, βέβαια, κιόλας. Ίσως ορισμένους αναγνώστες αυτό να τους ενοχλούσε. Ίσως κι εμένα να με ενοχλούσε αν οι αλλαγές ήταν τόσο ακραίες ώστε να θεωρούνται τραγελαφικές και το γράψιμο ασυνεπές και παράλογο. (Ακόμα και ο Moorcock δεν ξεχνά ότι ο Έλρικ παίρνει τις δυνάμεις του από το Stormbringer! Αν το ξεχνούσε πώς θα μας φαινόταν; Τραγικό, υποθέτω.)
Για τους υπέρμαχους της αναλυτικής κοσμοπλασίας, οι λεπτομέρειες είναι, αντιθέτως, πολύ σημαντικές. Τα πάντα πρέπει να είναι στη θέση τους, τοποθετημένα με συνέπεια. Πολλοί απαυτούς τους συγγραφείς, μάλιστα, έχουν εκατοντάδες πληροφορίες για τους κόσμους τους σε σημειώσεις, τις οποίες δεν θα καταφέρουν να αναφέρουν ποτέ στα βιβλία τους γιατί θα ήταν ανούσιο και βαρετό.
Προσωπικά δεν θα πάρω θέση ούτε υπέρ ούτε κατά της αναλυτικής κοσμοπλασίας διότι, για να είμαι ειλικρινής, ούτε το ένα με εκφράζει απόλυτα ούτε το άλλο. Είμαι κάπου στη μέση. Έχω μια γενική ιδέα του κόσμου προτού αρχίσω να γράφω. Καθώς γράφω, συνεχίζω να δημιουργώ και, συγχρόνως, σημειώνω ώστε να μην πέφτω μετά σε αντιφάσεις. Δηλαδή, για εμένα, ναι, έχει νόημα να ξέρω ότι από την Πρωτεύουσα ώς το χωριό Χ χρειάζεται κάποιος να βαδίσει δέκα μέρες για να φτάσει· και δεν πρόκειται να το αλλάξω αργότερα. Γιαυτό κιόλας πάντα φτιάχνω χάρτες: δεκάδες χάρτες: για ολόκληρες ηπείρους, για πόλεις, για μικρές περιοχές, για οικοδομήματα, και για δωμάτια. (Ανέκαθεν, από μικρός, λάτρευα τους χάρτες ούτως ή άλλως.) Αλλά δεν τα φτιάχνω όλα αυτά από πριν· τα φτιάχνω καθώς μου χρειάζονται. Χτίζω καθώς ταξιδεύω, και κρατάω σημειώσεις για να μη χάνω το δρόμο μου. Στο τέλος, φυσικά, καταλήγω με εκατοντάδες σελίδες σημειώσεων και σωρούς από χάρτες. Παραδόξως, ποτέ δεν χάνομαι εκεί μέσα.
Το ερώτημα, όμως, εξακολουθεί να είναι: Έχει νόημα η δημιουργία φανταστικών κόσμων από μόνη της;
Και, πιο συγκεκριμένη: Είναι τέχνη η δημιουργία φανταστικών κόσμων;
Ο Ed Greenwood, ο δημιουργός των Forgotten Realms, έχει πει ότι οι άνθρωποι έχουν διάφορα χόμπι· εκείνου αυτό που του αρέσει είναι να φτιάχνει φανταστικούς κόσμους.
Κάποιοι, βέβαια, θεωρούν ότι αυτοί οι τύποι που φτιάχνουν φανταστικούς κόσμους είναι φρικιά, παρακμιακοί, nerds· είναι οι ίδιοι που παίζουν παιχνίδια ρόλων και σπαταλάνε τον χρόνο τους σε διάφορα άλλα «άχρηστα» πράγματα.
Το πρόβλημα είναι πως, όπως έχει πει και ο Oscar Wilde, η τέχνη είναι, εξ ορισμού, άχρηστη. Και πράγματι, δεν έχει καμια πρακτική χρησιμότητα. Είναι για να γουστάρει ο παραγωγός της τέχνης και ο αποδέκτης της. Ποια η διαφορά, λοιπόν, ανάμεσα στο να φτιάχνεις έναν ζωγραφικό πίνακα, ένα μυθιστόρημα, ή έναν φανταστικό κόσμο τόσο αναλυτικά καμωμένο που να σε μαγεύει;
Καμία διαφορά δεν νομίζω ότι υπάρχει, παρά μόνο, ίσως, στον τρόπο που έχουμε μάθει να βλέπουμε και να κρίνουμε.
Όταν κάποιος έχει καθίσει και έχει κάνει αναλυτικότατους χάρτες, έχει γράψει άπειρες πληροφορίες για εθνικότητες, έθιμα, θηρία, ιστορικά δεδομένα, και άλλα, τα οποία όλα μαζί αποτελούν έναν φανταστικό κόσμο, δεν βλέπω τον λόγο γιατί αυτό να μην είναι ένα έργο τέχνης.
Φυσικά, μπορεί να είναι ένα κακό έργο τέχνης. Δεν ισχυρίζομαι ότι όποιος κατασκευάσει έναν φανταστικό κόσμο έχει ξαφνικά δημιουργήσει ένα αριστούργημα. Όταν κάποιος φτιάξει ακόμα έναν κόσμο με ξωτικά, νάνους, δράκους, ορκ, και γκόμπλιν, βασισμένο στο κλασικό χιλιοειπωμένο στερεότυπο, για να τον χρησιμοποιήσει στο D&D που παίζει τις Παρασκευές, δεν ξέρω αν αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί τέχνη ή όχι ή, τέλος πάντων, καλή τέχνη ή μη. Όμως η ίδια η δημιουργία ενός φανταστικού κόσμου δεν είναι κάτι που πρέπει τόσο εύκολα να παραβλέπεται.
Πάρτε για παράδειγμα το Voynich Manuscript. Όχι μόνο περιγράφει έναν ολόκληρο φανταστικό κόσμο, αλλά τον περιγράφει και σε μια φανταστική γλώσσα που κανένας δεν ξέρει πώς ακριβώς να διαβάσει! Είναι ένα από τα κλασικά περίεργα βιβλία που μας έχουν μείνει από παλιά. Μπορείς να πεις ότι δεν είναι έργο τέχνης; Φυσικά και είναι.
Το βασικότερο πρόβλημα με τους φανταστικούς κόσμους ως έργα τέχνης είναι ότι λίγοι θέλουν να διαβάσουν ένα βιβλίο που το μόνο που κάνει είναι να περιγράφει έναν φανταστικό κόσμο. Και μέσα σαυτούς είμαι κι εγώ. Συνήθως τα αφήνω στη μέση αυτά τα βιβλία, σε αντίθεση με τα μυθιστορήματα όπου διαβάζεις μια ιστορία με αρχή, μέση, τέλος. Η περιγραφή ενός κόσμου, αν και μπορεί να έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, συνήθως δεν είναι αρκετή για να κρατήσει τον αναγνώστη. Τέτοια βιβλία διαβάζονται, καλύτερα, αποσπασματικά, όχι συνεχόμενα.
Πάντως, η δημιουργία φανταστικών κόσμων νομίζω πως είναι κι αυτή μια μορφή τέχνης· απλώς δεν είναι μια μορφή τέχνης που έχουμε συνηθίσει και, επομένως, μας ξενίζει. Θα ήταν, όμως, εξαιρετικά ενδιαφέρον κάποια στιγμή να τη δούμε να εξελίσσεται περισσότερο και να γίνεται πιο αποδεχτή από το ευρύ κοινό. Τουλάχιστον, από όσους τούς αρέσει η τέχνη του φανταστικού.
