5/10/2021
Περί Γραφής: Υπενθυμίζοντας την Όψη
Υπάρχει τρόπος να ωθήσουμε τον αναγνώστη να θυμάται την εμφάνιση των λογοτεχνικών χαρακτήρων, όταν, μέσα στις σελίδες, είναι τόσο εύκολο να την ξεχάσει;
Μετά από 100 σελίδες που έχεις διαβάσει, θυμάσαι πια αν ο τάδε χαρακτήρας έχει καστανά ή μαύρα μαλλιά, ή αν τα μάτια της ηρωίδας είναι πράσινα ή γαλανά;
Αν είσαι σαν τους περισσότερους αναγνώστες, η απάντηση που πρέπει να δώσεις είναι Όχι. Πολύ λίγοι είναι αυτοί που θυμούνται λεπτομέρειες για έναν χαρακτήρα ύστερα από την αρχική περιγραφή που κάνει ο συγγραφέας γι’αυτόν.
Και οι συγγραφείς, συνήθως, περιγράφουν μία και μόνο φορά τον κάθε χαρακτήρα: όταν πρωτοεμφανίζεται μέσα στην αφήγηση. Μετά, σπάνια τον ξαναπεριγράφουν. Θα ήταν και άσκοπη επανάληψη, δεν θα ήταν;
Στο θέαμα (τηλεόραση, κινηματογράφος, θέατρο), αντιθέτως, δεν υπάρχει τέτοιο πρόβλημα. Ούτε και στα κόμιξ υπάρχει τέτοιο πρόβλημα. Εκεί, ο θεατής (ή ο αναγνώστης) βλέπει άμεσα τι χρώμα μαλλιά έχει ο χαρακτήρας και τι χρώμα μάτια έχει η ηρωίδα. Δεν υπάρχει κανένας λόγος για σύγχυση.
Γι’αυτό κιόλας στη λογοτεχνία υποτίθεται ότι πρέπει να δίνεις περισσότερο βάρος στον ψυχισμό των χαρακτήρων παρά στην εξωτερική τους εμφάνιση.
Κι αυτό, όμως, έχει τα όριά του. Όταν το παρακάνεις, γίνεται γραφικό. Έχουμε τους χαρακτήρες με τα χίλια-δύο ψυχολογικά θέματα (πράγμα που έχω παρατηρήσει, μάλιστα, και σε αρκετές τηλεοπτικές σειρές! Όταν μιλάνε, όλο για τα ψυχολογικά τους λένε). Ορισμένες φορές, απλά θέλεις να αισθανθείς σαν να έβλεπες τους χαρακτήρες μπροστά σου, να μιλάνε και να δρουν σαν ζωντανοί άνθρωποι. Αλλά χάνεις την εικόνα από το μυαλό σου γιατί δεν είσαι σίγουρος πώς να τους φανταστείς.
Σύμφωνα με μια λογοτεχνική σχολή, η απάντηση είναι: Φαντάσου τους όπως θέλεις. Και η συμβουλή που δίνεται στους συγγραφείς είναι να μην περιγράφουν ποτέ τους χαρακτήρες τους – να μη μας λένε αν έχουν ξανθά ή καστανά μαλλιά, αν είναι λεπτοί ή χοντροί, αν έχουν γαλανά ή πράσινα μάτια – γιατί, έτσι κι αλλιώς, ο αναγνώστης αυτά τα ξεχνά ύστερα από μερικές σελίδες.
Δεν είμαι τελείως εναντίον αυτής της σχολής, αλλά ούτε και τελείως υπέρ της. Δε νομίζω ότι είναι μια τακτική που πρέπει να ακολουθείται για όλους τους χαρακτήρες μέσα σε μια ιστορία, αλλά είναι μια τακτική που μπορείς να ακολουθήσεις για ορισμένους χαρακτήρες ίσως – ειδικά, δευτερεύοντες.
Τι γίνεται, όμως, αν θέλεις ο αναγνώστης να θυμάται πάντα πώς είναι η εμφάνιση ενός χαρακτήρα; Να είναι σαν να τον βλέπει μπροστά του; Μπορεί αυτό να επιτευχθεί;
Η απάντηση είναι Όχι, δεν μπορεί να επιτευχθεί απόλυτα, γιατί δεν έχουν όλοι οι αναγνώστες την ίδια ικανότητα να ανακαλούν πληροφορίες με το μυαλό τους, και ούτε μπορείς να είσαι βέβαιος ότι θα τους ενδιαφέρει καν να το κάνουν.
Υπάρχουν, όμως, λύσεις για να οδηγήσεις τη φαντασία και τη μνήμη του αναγνώστη προς τέτοια κατεύθυνση, αν αυτό είναι που σε ενδιαφέρει να επιτύχεις.
Η ερώτηση για το πώς να λυθεί το συγκεκριμένο πρόβλημα μού ήρθε μαζί με την απάντηση καθώς έγραφα.
Ναι, καθώς έγραφα, όχι καθώς διάβαζα. Γιατί ούτε ο συγγραφέας θυμάται τα πάντα, είναι η αλήθεια. Ορισμένοι χαρακτήρες, βέβαια, θυμάσαι ακριβώς πώς είναι, γιατί γραφείς συνέχεια γι’αυτούς και τους έχεις, επομένως, συνέχεια στο μυαλό σου ως εικόνες. Αλλά αυτό δεν ισχύει για όλους τους χαρακτήρες. Και αρκετές φορές έχω πιάσει τον εαυτό μου να αναρωτιέται τι χρώμα μαλλιά έχει κάποιος· ακόμα και τι χρώμα δέρμα έχει (ειδικά στις ιστορίες του Θρυμματισμένου Σύμπαντος, όπου υπάρχουν από άνθρωποι κατάλευκοι σαν το χιόνι ή γαλανοί σαν το νερό μέχρι άνθρωποι με δέρμα μαύρο σαν την άβυσσο ή κόκκινο σαν τη φωτιά). Σε αυτές τις περιπτώσεις, εγώ, ως συγγραφέας, απλά γυρίζω στις σημειώσεις μου και βλέπω ποια είναι η απάντηση (έχω όλους τους χαρακτήρες μου αναλυτικά σημειωμένους· εννοείται). Ο αναγνώστης, όμως, δεν έχει τη δυνατότητα να το κάνει αυτό. Κι αν την είχε, σιγά που θα έμπαινε στον κόπο να γυρίσει να κοιτάξει το... manual για να δει τι χρώμα μαλλιά έχει ένας χαρακτήρας. Επιπλέον, θα ήταν καθαρά αντιλογοτεχνικό ένα βιβλίο να έχει στο τέλος κατάλογο με τους χαρακτήρες και την εμφάνιση του καθενός.
Αλλά εκείνο που σκέφτηκα ήταν: Αφού εγώ, που έφτιαξα τους χαρακτήρες, ξεχνάω πώς είναι η εμφάνισή τους ώρες-ώρες, τότε πώς περιμένω ο αναγνώστης να τη θυμάται;
Και η αλήθεια είναι πως δεν πρέπει να περιμένεις ότι ο αναγνώστης θα τη θυμάται. Εκτός αν κάνεις κάτι για να τον ωθήσεις προς τα εκεί.
Η πιο προφανής απάντηση για εμένα ήταν η εξής: Όταν αναρωτιέμαι εγώ πώς είναι η εμφάνιση ενός χαρακτήρα, τότε πρέπει να κάνω μια αναφορά μέσα στην ιστορία για την εμφάνισή του.
Γράφοντας, ας πούμε, φτάνω κάπου μέσα στην αφήγηση όπου ξαφνικά αναρωτιέμαι τι χρώμα είναι τα μαλλιά της βοηθού του διπλωμάτη πρωταγωνιστή μας. Είναι ξανθιά ή κοκκινομάλλα; Γυρίζω στις σημειώσεις μου και το βρίσκω. Και μετά λέω: Γιατί αναρωτήθηκα; Αναρωτήθηκα επειδή δεν ήξερα πώς ακριβώς να τη φανταστώ εκείνη τη στιγμή. Οπότε, μάλλον ούτε ο αναγνώστης θα ξέρει πώς να τη φανταστεί. Άρα, εδώ πρέπει να γίνει μια αναφορά για το χρώμα των μαλλιών της.
Δε μπορείς, όμως, μες στα καλά καθούμενα να γράψεις Τα μαλλιά της ήταν κόκκινα όταν αυτό δεν έχει κανένα νόημα μέσα στην ιστορία. Μοιάζει ανόητο, ξεκάρφωτο. Μπορείς, όμως, να το πεις παράπλευρα. Και αυτή η παράπλευρη περιγραφή είναι, πολλές φορές, προτιμότερη από την ευθεία περιγραφή που γίνεται μια φορά μέσα στην ιστορία και τέλος. Αντί να πεις ότι Τα μαλλιά της ήταν κόκκινα – κινδυνεύοντας να φανεί με άσχετη, εμβόλιμη πληροφορία – μπορείς να γράψεις:
[...] είπε η Κλαρίσσα, με τα κατακόκκινα μαλλιά της να στραφταλίζουν στο πρωινό φως που έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο.
Ή:
Απέφυγε το καμάκι που εκτόξευσε ο ζωάνθρωπος εναντίον της και πετάχτηκε παραδίπλα, με τα ξανθά μαλλιά της να τινάζονται σαν σημαία πίσω της.
Έτσι, ο συγγραφέας μάς υπενθυμίζει πώς είναι τα μαλλιά της ηρωίδας χωρίς να τα περιγράψει άμεσα, χωρίς να ρίξει το βάρος σε μια βαρετή, ή ακόμα και άσκοπη, περιγραφή. Η δράση ποτέ δεν παύει, απλά θυμόμαστε πάλι τι χρώμα είναι τα μαλλιά της. Στο δεύτερο παράδειγμα, δε, θυμόμαστε και ότι τα μαλλιά της είναι μακριά («σαν σημαία πίσω της»).
Αυτός είναι ένας πολύ καλός τρόπος να μας υπενθυμίζει ο συγγραφέας μέσα στην ιστορία, σε τακτά – ή όχι και τόσο τακτά – χρονικά διαστήματα, πώς είναι η εμφάνιση ενός χαρακτήρα. Δεν είναι ανάγκη να λες τα πάντα γι’αυτόν, αλλά μπορείς να αναφέρεις μια φορά τα μαλλιά του, την άλλη φορά το ύψος του, την άλλη τα μάτια του, την άλλη μια ουλή που έχει στο σαγόνι ή πώς κουτσαίνει απ’το αριστερό πόδι. Αυτό είναι σημαντικό, γιατί δημιουργείται μια εικόνα μες στο μυαλό του αναγνώστη χωρίς να το καταλαβαίνει. Η δράση δεν παύει ποτέ και, συγχρόνως, περνάνε και πληροφορίες για την εμφάνιση του χαρακτήρα.
Είναι, μάλιστα, καλύτερο απ’το να κάνεις μια εκτενή περιγραφή του χαρακτήρα όταν πρωτοεμφανίζεται – όπως, πχ, όταν τον πρωτοσυναντά ο πρωταγωνιστής σου. Δεν είναι κακό να γίνει κι αυτή η εκτενής περιγραφή, αλλά έχω διαπιστώσει πως, ακόμα και να την παραλείψεις, ίσως τελικά να μην είναι καθόλου αρνητικό. Ή ίσως να θέλεις να αναφέρεις μόνο δυο, τρία πράγματα για τον χαρακτήρα: αυτά που θα «χτυπούσαν» αμέσως στο μάτι. Ο χαρακτήρας μπορεί να περιγραφεί ολοκληρωτικά εν μέσω της δράσης, ενώ η ιστορία κινείται, με τον τρόπο που εξήγησα παραπάνω. Για παράδειγμα, αν δυο χαρακτήρες περνάνε μια κανονική πόρτα και ο ένας πρέπει να σκύψει, ε, αυτός είναι ντερέκι· δεν χρειάζεται να μας το περιγράψεις: γράφεις απλά ότι έσκυψε για να μπορέσει να μπει.
Αυτοί είναι οι δύο βασικοί τρόποι περιγραφής των χαρακτήρων: η εκτενής περιγραφή που, συνήθως, γίνεται μία και μόνο φορά, αλλιώς κινδυνεύει να καταντήσει επαναληπτική· και η σποραδική περιγραφή μέσα στη δράση, που μπορεί να γίνεται τακτικά χωρίς να κουράζει και δεν μας αφήνει να ξεχάσουμε πώς είναι η εμφάνιση του χαρακτήρα. Δεν αφήνει ούτε τον συγγραφέα να το ξεχάσει, όχι μόνο τον αναγνώστη. Προσωπικά, έχω παρατηρήσει πως, αν δεν γράφω τακτικά κάποιες οπτικές πληροφορίες για τους χαρακτήρες μου, ξεχνάω πώς είναι η όψη τους. Κι αυτό το θεωρώ κακό. Θέλω πάντα να τους βλέπω μπροστά μου, σαν να ήταν ζωντανοί άνθρωποι.
Ένας ακόμα τρόπος για να θυμίζεις πώς είναι η εμφάνιση ενός χαρακτήρα είναι από τη βαρύτητα που έχει η εμφάνισή του μέσα στην πλοκή. Εννοώ, δηλαδή, όταν η εμφάνιση του χαρακτήρα παίζει κάποιο σημαντικό ρόλο στην ιστορία. Για παράδειγμα, κάποιος που η όψη του είναι κακάσχημη ίσως να τρομάζει τους άλλους ανθρώπους, ειδικά τους αφελείς ή τους προκατειλημμένους. Αυτό μπορεί να παίξει σημαντικό ρολό μέσα στην πλοκή· μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα για τον χαρακτήρα. Το ίδιο κι αν, ας πούμε, μια ηρωίδα έχει ασημόχρωμα μαλλιά σαν μέταλλο τα οποία θεωρούνται σημάδι για κάτι στην φανταστική κοινωνία όπου ζει.
Έτσι, υποχρεωτικά θυμόμαστε αυτό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του χαρακτήρα μας γιατί παίζει βασικό ρόλο στην ιστορία. Δεν μπορούμε να το ξεχάσουμε.
Φυσικά, το αρνητικό αυτού του είδους της πολύ αποτελεσματικής υπενθύμισης είναι ότι είναι περιορισμένη. Δεν μπορεί όλα τα χαρακτηριστικά της εμφάνισης κάθε λογοτεχνικού χαρακτήρα να παίζουν βασικό ρόλο στην πλοκή. Αυτό ή είναι πρακτικά αδύνατον ή θα γινόσουν αστείος αν το έκανες.
Επομένως, η συγκεκριμένη μέθοδος ουσιαστικά έρχεται να συμπληρώσει τις προηγούμενες.
Κι αν το καλοσκεφτείς, όλες συμπληρώνουν η μία την άλλη. Όλες έχουν κάτι να προσφέρουν στο να θυμόμαστε πώς είναι εμφανισιακά ένας χαρακτήρας. Αλλά όλες μπορούν να χρησιμοποιηθούν και από μόνες τους χωρίς να ισχύουν οι άλλες.
Μπορείς να κάνεις μόνο μία εκτενή περιγραφή και τέλος, αν θέλεις να ακολουθήσεις αυτή τη λογοτεχνική νοοτροπία.
Ή μπορείς να κάνεις μόνο μικρές αναφορές της εμφάνισης των χαρακτήρων μέσα στη δράση, και τίποτ’ άλλο.
Ή μπορείς να αναφέρεις κάτι για την εμφάνιση των χαρακτήρων μόνο όταν είναι βασικό για την πλοκή αλλά, κατά τα άλλα, να μη μας λες τίποτα περισσότερο για το πώς είναι η όψη τους και να αφήνεις εμάς, τους αναγνώστες, να τους φανταστούμε όπως θέλουμε.
*
Υπάρχει και ένα θέμα οπτικής γωνίας εδώ. Σύμφωνα, ειδικά, με κάποιες σύγχρονες συγγραφικές νοοτροπίες, θεωρείται αμαρτία σχεδόν να μην γράφεις πιστά μέσα από την οπτική γωνία ενός και μόνο χαρακτήρα, ακόμα και στο τρίτο πρόσωπο. Έχω αναφερθεί και παλιότερα σε αυτό το θέμα. Προσωπικά, με βρίσκει αντίθετο τέτοια εμμονή. Νομίζω πως όλες οι συγγραφικές μέθοδοι και τακτικές έχουν τη θέση τους όταν γράφεις λογοτεχνία· αλλά η προσκόλληση σε κάποιες ως «ιερό κανόνα» είναι καταστροφική.
Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι το εξής: Αν, για παράδειγμα, η ηρωίδα μου έχει κόκκινα μαλλιά, πώς μπορώ να γράψω το οτιδήποτε γι’αυτά τα μαλλιά μέσα στη δράση, αφού η ίδια δεν βλέπει τα μαλλιά της και, άρα, θα ξέφευγα από την οπτική γωνία της γράφοντας για κάτι τέτοιο;
Αν ακολουθείς πιστά το δόγμα της προσκόλλησης μόνο στα όσα βλέπει ένας χαρακτήρας, τότε προφανώς δεν μπορείς να γράψεις κάτι σαν αυτό–
[...] είπε η Κλαρίσσα, με τα κατακόκκινα μαλλιά της να στραφταλίζουν στο πρωινό φως που έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο
–όταν η Κλαρίσσα έχει την οπτική γωνία· γιατί, φυσικά, δεν βλέπει η ίδια τα μαλλιά της.
Επομένως, πρέπει να βρεις άλλους τρόπους για να την περιγράψεις.
Ένας τρόπος είναι να κοιτάζει την αντανάκλασή της· αλλά αυτό όλοι (και εγώ επίσης) συμφωνούν ότι είναι μπανάλ πλέον, κλισέ, και ίσως και κακόγουστο.
Ένας άλλος τρόπος είναι να γράψεις κάτι όπως Χτένιζε τα κόκκινα, μακριά μαλλιά της, επειδή τότε μπορείς να υποθέσεις ότι δίνει σημασία στα μαλλιά της.
Ένας τρίτος τρόπος είναι να γράψεις για την εμφάνισή της, κάπως, μέσα από τις αντιδράσεις των άλλων χαρακτήρων προς αυτήν. Για παράδειγμα, κάποια άλλη να της πει: «Δεν έχουμε όλες τα δικά σου κόκκινα μαλλιά, Κλαρίσσα!»
Το πρόβλημα είναι πως όλες αυτές οι περιπτώσεις, εκτός αν θέλεις να γίνεις γραφικός, είναι περιορισμένες. Δε μπορείς ούτε να βάλεις τον χαρακτήρα να ασχολείται συνέχεια με την εμφάνισή του (εκτός αν είναι εμμονικός), ούτε μπορείς να βάλεις τους άλλους να σχολιάζουν συνέχεια την εμφάνισή του (εκτός αν έχει πια κάτι το τόσο πολύ ιδιαίτερο). Για την αντανάκλαση δεν μιλάμε καν· είναι από αυτά που κάνεις μία φορά και τέρμα – αν είναι καν να το κάνεις έστω και μία φορά. Η επόμενη είναι λογοτεχνική αυτοκτονία.
Έτσι, όμως, δεν μπορείς να υπενθυμίζεις στον αναγνώστη πώς είναι η εμφάνιση του χαρακτήρα σου μέσα από τη δράση και από διάφορα μικροπράγματα. Και αυτό είναι πρόβλημα, αν όντως θέλεις να διατηρεί ο αναγνώστης μια κάποια εικόνα στο μυαλό του.
Η μόνη λύση που μπορώ να δώσω, αν γράφεις σε τρίτο πρόσωπο, είναι να μην είσαι τόσο προσκολλημένος στην προοπτική του χαρακτήρα. Για εμένα, δεν έχει κανένα μειονέκτημα το να γράψεις–
[...] είπε η Κλαρίσσα, με τα κατακόκκινα μαλλιά της να στραφταλίζουν στο πρωινό φως που έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο
–ακόμα κι αν το κομμάτι είναι γραμμένο από την προοπτική/οπτική γωνία της Κλαρίσσας.
Σε τελική ανάλυση, χρησιμοποιείς τρίτο πρόσωπο, όχι πρώτο. Ποια η διαφορά του από το πρώτο πρόσωπο αν δεν μπορείς να κάνεις κάτι τόσο απλό;
Όσον αφορά το πρώτο πρόσωπο, τώρα, νομίζω πως είναι από δύσκολο έως αδύνατον να υπενθυμίζεις κάθε τόσο στον αναγνώστη πώς είναι η εμφάνιση του χαρακτήρα-αφηγητή εκτός αν ο χαρακτήρας-αφηγητής είναι εμμονικός με την εμφάνισή του ή αν η εμφάνισή του έχει κάτι το τραγικά αξιοσημείωτο. Εκεί είναι που πραγματικά πρέπει να επικεντρωθείς στα ψυχικά χαρακτηριστικά του χαρακτήρα.
Και αυτό θα ίσχυε ακόμα κι αν ήταν ταινία, αν το καλοσκεφτείς. Αν τα μάτια του χαρακτήρα ήταν η κάμερα, θα βλέπαμε ποτέ την όψη του; Όχι. Μόνο όταν κοιταζόταν σε κατοπτρική επιφάνεια.
(ΣημείωσηΣημείωση για τα Περί Γραφής Αν είσαι φυσιολογικός αναγνώστης δε χρειάζεται να διαβάσεις αυτό το κομμάτι. Αν είσαι από εκείνους που θα σκεφτούν «Και ποιος νομίζει ότι είναι αυτός που θα μιλήσει για τη συγγραφή;», ή «Πολύ σπουδαίος δεν την έχει δει για να μας λέει πώς θα γράφουμε;», ή κάτι παρόμοια κολακευτικό για το άτομό μου, τότε είσαι το Πράσινο Ανθρωπάκι, και μπορείς να συνεχίσεις να διαβάζεις. Αγαπητό Πράσινο Ανθρωπάκι, Στα Περί Γραφής μιλάω για ορισμένες από τις συγγραφικές μου εμπειρίες, και δίνω κάποιες συμβουλές ή κατευθυντήριες γραμμές για νέους (όχι, απαραιτήτως, ηλικιακά) συγγραφείς. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από αυτό: εμπειρίες, σκέψεις, συμπεράσματα. Το διαβάζεις, κι αν πιστεύεις ότι σου λέει κάτι ενδιαφέρον, έχει καλώς· αν πιστεύεις ότι δε σ'ενδιαφέρει, ή αν διαφωνείς κάθετα, το αγνοείς. Τουλάχιστον, αυτό κάνω εγώ όταν διαβάζω παρόμοια άρθρα: αν θεωρώ ότι λέει κάτι ενδιαφέρον, το διαβάζω με ευχαρίστηση· αν θεωρώ ότι δεν με ενδιαφέρει, το αγνοώ. Να το έχεις αυτό υπόψη σου όταν διαβάζεις τα Περί Γραφής. Δεν είναι δεσμευτικά, ούτε κανένας νόμος· είναι, απλώς, μερικές σκέψεις, γνώμες, και εμπειρίες μου. για τα Περί Γραφής.)