Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, από τρίτους κυρίως, για απλή ανάλυση επισκεπτών (πχ, Google Analytics) και για social media (πχ, από το Twitter). Τα μόνα cookies που χρησιμοποιούμε εμείς είναι για θέματα λειτουργικότητας (πχ, για να μην εμφανίζεται ξανά αυτή η ειδοποίηση αφότου έχετε πατήσει το κουμπάκι). Κανένα από αυτά τα cookies, απ’ό,τι ξέρουμε, δεν είναι βλαβερό, και εμείς δεν εκμεταλλευόμαστε τις πληροφορίες σας με κανέναν τρόπο. Ωστόσο, αν θέλετε μπορείτε πολύ εύκολα να σβήσετε τα cookies από οποιονδήποτε browser, συνήθως πατώντας Shift+Ctrl+Del. Περισσότερες πληροφορίες για τα cookies μπορείτε να βρείτε στο www.whatarecookies.com.
Δύο συνοικίες της Ατέρμονης Πολιτείας, η Βαθμιδωτή και η Επίστρωτη, βρίσκονται από χρόνια σε μια κατάσταση οικονομικής αλληλεξάρτησης. Η μία συμπληρώνει την άλλη. Η Βαθμιδωτή παράγοντας, αποκλειστικά και μόνο, τεχνικούς εξοπλισμούς. Η Επίστρωτη παράγοντας τρόφιμα. Και καμιά από τις δυο συνοικίες δεν διανοείται να αλλάξει τον ρυθμό της ζωής των πολιτών της.
Μια μυστηριώδης γυναίκα με το όνομα Κορίνα παρουσιάζεται στην Επίστρωτη και μιλά με τους Εχθρούς του Πρωινού, τη μεγαλύτερη και χειρότερη συμμορία της συνοικίας, που είναι ο φόβος κι ο τρόμος των πολιτών αλλά και της αστυνομίας. Η Κορίνα προθυμοποιείται να τους βοηθήσει σ’ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο: να κλέψουν χρήματα κατευθείαν από το κεντρικό θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας των Τεσσάρων.
Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο που έχει η Κορίνα στο μυαλό της.
Πολύ σύντομα, τα πράγματα αρχίζουν ν’αλλάζουν για τις δύο συνοικίες καθώς οι ισορροπίες θρυμματίζονται...
Το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης αρχίζει!
Μετά από τον διωγμό των δυνάμεων της Παντοκράτειρας, οι υλικές ζημιές στη
διάσταση της Σεργήλης είναι πολλές, και η οικονομία της έχει δεχτεί σοβαρό
πλήγμα. Προκειμένου ολόκληρη η διάσταση να ορθοποδήσει, οι πολιτικοί της
αποφασίζουν να οργανώσουν το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, που θα φέρει
χρήματα από πολλές άλλες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος.
Οι ραλίστες που θα αγωνιστούν είναι όλοι ικανοί και έμπειροι στην οδήγηση –
ήρωες των τροχών και του τιμονιού. Ανάμεσά τους είναι και η Ελοντί Αλλόγνωμη, ή,
όπως πολλοί στη Σεργήλη τη γνωρίζουν από την παλιά της ζωή ως τραγουδίστρια, η
Έκπτωτη Ελοντί. Στο παρελθόν, σε μικρή ηλικία, ήταν δόκιμη για ιέρεια της
Αρτάλης όταν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας προσπαθούσαν ακόμα να εξαφανίσουν
τις γυναίκες που λάτρευαν αυτή τη θεά. Αργότερα, είχε μπει στους κόλπους της
Επανάστασης, αποζητώντας εκδίκηση. Τώρα, στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης,
το παρελθόν της Ελοντί θα συναντήσει το παρόν, κι εκείνη θ’ανακαλύψει
καινούργια, και ίσως τρομαχτικά, πράγματα για τον εαυτό της.
Ο Ζορδάμης, ένας παλιός εραστής της Έκπτωτης Ελοντί και δεινός ραλίστας,
συμμετέχει επίσης στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι, και έχει κάνει μια σκοτεινή και
δαιμονική συμφωνία για να βεβαιωθεί ότι θα νικήσει. Επειδή
πρέπει να νικήσει: μυστηριώδεις δυνάμεις του υπόκοσμου της Σεργήλης
βρίσκονται στο κατόπι του, και φαίνονται έτοιμες να τον αφανίσουν αν δεν τους
δώσει ό,τι τους χρωστά...
Στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, οι οδηγοί θα τρέξουν επάνω σε
αιωρούμενες ράμπες, επάνω σε δύσκολα εδάφη, μέσα στους άγριους δασότοπους
Φέρνιλγκαν, μέσα στις καυτές ερήμους της Σεργήλης, μέσα σε παγωμένα βουνά, ακόμα
και μέσα σε μια παράξενη ενδοδιάσταση με πράσινο ουρανό και κόκκινο ήλιο...
Η Σεργήλη έχει απελευθερωθεί από τους Παντοκρατορικούς· οι κάτοικοί της
μπορούν ξανά να λατρεύουν όποιους θεούς θέλουν. Η θρησκεία της Αρτάλης έχει
αναβιώσει. Η Αριστέα, μια από τις ιέρειές της, καταφέρνει να λάβει χρηματοδότηση
από την Πολιτειάρχη της Μέλβερηθ για την οικοδόμηση ενός καινούργιου ναού στα
άκρα της εν λόγω μεγαλούπολης. Αλλά σύντομα ανακαλύπτει ότι το χρηματικό δεν
είναι το μόνο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει. Οι Ανατολικοί Φρουροί, μια νέα
συμμορία που καταδυναστεύει τις ακροανατολικές συνοικίες της Μέλβερηθ, ζητούν
λεφτά για την προστασία του ναού – «προστασία» από την ίδια τη συμμορία, στην
πραγματικότητα. Η Αριστέα, αρνούμενη να πληρώσει, θα βρεθεί σε σύγκρουση μαζί
τους. Ευτυχώς, στο πλευρό της είναι ο Βασνάρος, ο Αγωνιστής των Δρόμων – γνωστός
και ως Τρελός Λύκος της Μέλβερηθ, κατά την περίοδο της κυριαρχίας των
Παντοκρατορικών.
Η Φάνρηβ, μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Μοργκιάνης, ήταν κάποτε, πριν
από χρόνια, ελεύθερη με δικό της πολίτευμα. Σήμερα, είναι ένα προτεκτοράτο του
Βασιλείου της Χάρνωθ. Ο λαός της είναι διαιρεμένος: μια μερίδα υποστηρίζει τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο· μια μερίδα είναι με το μέρος του παλιού Φύλακα της Φάνρηβ,
που έρχεται με στρατό από τον βορρά για να την ελευθερώσει· και μια άλλη μερίδα
των πολιτών είναι αυτονομιστές, που δεν θέλουν ούτε τους Χαρνώθιους στην πόλη
τους ούτε την επιστροφή του Φύλακα.
Οι Αιρετοί της Φάνρηβ είναι διαιρεμένοι όπως και ο λαός της, αποτελώντας
αντανάκλασή του.
Ο Άλφεντουρ αλ Έρεσναβ, Διπλωματικός Αντιπρόσωπος του Εμπορικού Συνδέσμου της
Νάζρηβ, έρχεται από την πόλη του με ελικόπτερο προς τη Φάνρηβ, καλεσμένος εκεί
από έναν παλιό του φίλο, τον Κασλάριν ωλ Μάρατεκ, Αιρετό της Συντεχνίας των
Αγροτών. Ο Κασλάριν πιστεύει πως έχει ένα σχέδιο για να σώσει τη Φάνρηβ προτού η
πόλη καταστραφεί από την οργή των αντίπαλων παρατάξεων. Και ζητά τη βοήθεια του
Άλφεντουρ, ο οποίος μπορεί να ασκήσει πιέσεις και στην Κέσριμιθ ωλ Ζαλτάρεμ, τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο, και στο συμβούλιο των Αιρετών.
Όταν όμως ο Άλφεντουρ φτάνει στην πόλη, το κλίμα είναι ήδη έκρυθμο και, με
κάθε μέρα που περνά, χειροτερεύει. Η Αρχόντισσα Κέσριμιθ προσπαθεί με όλους τους
τρόπους – και με τα ελεγχόμενα μέσα μαζικής πληροφόρησης της Φάνρηβ – να
επηρεάσει τον λαό ώστε να τον τραβήξει με το μέρος του Βασιλείου της Χάρνωθ. Οι
υποστηρικτές του Φύλακα, που έρχεται με στρατό από τα βόρεια, πασχίζουν να
φέρουν τον κόσμο με τη δική τους πλευρά, ενώ αποφεύγουν και χτυπάνε τους
ανθρώπους των Χαρνώθιων. Και οι αυτονομιστές είναι εναντίον όλων, γεμίζοντας
τους δρόμους της πόλης με συνθήματα και απρόσμενες εκρήξεις.
Αλλά στη Φάνρηβ οι πιο επικίνδυνες ενέργειες γίνονται στα παρασκήνια. Σκιερές
μορφές στοιχειώνουν την Πόλη της Αέναης Νύχτας. Προδότες σχεδιάζουν πολιτικές
δολοφονίες. Κατάσκοποι παρακολουθούν κάθε κίνηση. Αδέλφια χάνουν την εμπιστοσύνη
που έχουν μεταξύ τους. Οι πάντες είναι ύποπτοι για τα πάντα.
Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος επιστρέφει στην πατρίδα του, την Απολλώνια, όπου
σύντομα ανακαλύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα είχε αφήσει. Κάποια
μυστηριώδης, σκοτεινή οργάνωση έχει απλώσει τα δίχτυα της μέσα στο Βασίλειο, και
φημολογείται, ψιθυριστά, ότι ακόμα κι ο αδελφός του Ανδρόνικου, ο Πρίγκιπας
Λούσιος, είναι αναμιγμένος σ’αυτήν.
Ο Ανδρόνικος θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, και θα χρειαστεί να
ζητήσει βοήθεια ακόμα κι από τους επαναστάτες άλλων διαστάσεων· διότι μέσα στην
ίδια του την πατρίδα κανένας δεν φαίνεται πλέον να μπορεί να θεωρηθεί
αξιόπιστος…
Εν τω μεταξύ, οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας έρχονται από το Βόρειο Μέτωπο,
φέρνοντας έναν από τους πιο καταστροφικούς πολέμους στο Γνωστό Σύμπαν· ενώ από
τα νότια της διάστασης τερατουργήματα επιτίθενται από την Απολεσθείσα Γη,
μαστίζοντας το Βασίλειο σαν προαιώνια κατάρα.
Στην Απολλώνια, μια από καιρό πολιορκημένη διάσταση, τα πράγματα έχουν
αρχίσει να ξεφεύγουν από τον έλεγχο…
Η Αγγελική, μια φίλη της Παντοκράτειρας, βρίσκεται δολοφονημένη στη σουίτα
ενός ξενοδοχείου, με μυστηριώδεις τομές επάνω στο σώμα της. Ο εραστής της,
Ταγματάρχης Στίβεν Νέλκος, παρότι ήταν μαζί της εκείνη τη βραδιά, μοιάζει να
έχει πλήρη άγνοια του τι συνέβη. Και οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας δεν
καταφέρνουν να ανακαλύψουν τίποτα.
Η Ρία-Μία, η Αρχιέρεια του Κρόνου, προτείνει στην Παντοκράτειρα έναν ιδιωτικό
ερευνητή, τον Φέλιξ Χάρλω, ο οποίος ίσως θα μπορούσε να βρει τον δολοφόνο.
Ωστόσο, ακόμα κι αυτός σύντομα θα συνειδητοποιήσει πως η περίπτωση είναι
εξαιρετικά περίπλοκη και δυσεπίλυτη, και οι δυνάμεις που είναι αναμιγμένες
ξεπερνούν τη δικαιοδοσία του αλλά και τις ικανότητες του μυαλού του...
Ένας ξεχασμένος κόσμος, μια διάσταση απομονωμένη από το υπόλοιπο σύμπαν.
Ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος – ένα
ρήγμα – σπάζει το στάσιμο πλέγμα της πραγματικότητάς του. Κι από εκεί,
έρχεται ένας μεγάλος προφήτης που θα αλλάξει τη ροή της ιστορίας του για
πάντα...
Ο Τάμπριελ, κάποτε σύζυγος της Παντοκράτειρας και μάγος του τάγματος των
Δεσμοφυλάκων, καταλήγει σαν ναυαγός σε μια διάσταση ανέγνωρη για εκείνον. Ένα
μέρος όπου κανένας δεν μιλά καμια γνωστή του γλώσσα. Μέσα στο μυαλό του, όμως,
παράδοξα, υπάρχουν εικόνες από αυτόν τον απομονωμένο κόσμο: και ο Τάμπριελ
συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να βρίσκεται τυχαία εδώ...
Μαζί του είναι η Ανταρλίδα, μια από τις Μαύρες Δράκαινες της Παντοκράτειρας
οι οποίες πλέον υπηρετούν την Επανάσταση εναντίον της. Ούτε εκείνη έχει ποτέ
ξανά δει ή ακούσει γι’αυτό τον κόσμο. Αλλά τώρα που οι δυο τους βρίσκονται εδώ,
σ’ένα ξένο, εχθρικό περιβάλλον, πρέπει να μάθουν να επιβιώνουν ώστε να
ξεκλειδώσουν τα μυστικά της διάστασης που θα τους δώσουν πρόσβαση στο Γνωστό
Σύμπαν, από το οποίο ήρθαν.
Παράξενα ανοίγματα παρουσιάζονται στη Χάρνταβελ: τρύπες επάνω στα ίδια τα
τοιχώματα της πραγματικότητάς της. Από μέσα τους διακρίνεται μια άλλη
πραγματικότητα, και πλάσματα έρχονται από εκεί τα οποία δεν έχουν ξαναβαδίσει
ποτέ στη Χάρνταβελ.
Οι Παντοκρατορικοί που ελέγχουν την εν λόγω διάσταση προσπαθούν να ερευνήσουν
το φαινόμενο, η συχνότητα εμφάνισης του οποίου δεν μειώνεται αλλά αυξάνεται με
ανησυχητικό ρυθμό. Η Αρίνη’σαρ, μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών και σύζυγος
του Παντοκρατορικού Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ, έχει αναλάβει να ανακαλύψει τι
συμβαίνει, συναντώντας πολλά εμπόδια στον δρόμο της.
Αλλά και ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, ενδιαφέρεται για το
μυστηριώδες φαινόμενο γιατί η Χάρνταβελ συνδέεται άμεσα με τη δική του διάσταση,
την Απολλώνια. Οργανώνει μια αποστολή για να το ερευνήσει, και αναζητά τους
σωστούς ανθρώπους. Προσπαθεί να πείσει τον Γεράρδο να επιστρέψει στη Χάρνταβελ,
η οποία ήταν κάποτε πατρίδα του.
Ο Γεράρδος, όμως, είναι διστακτικός, επειδή είχε τους λόγους του που έφυγε
πριν από χρόνια. Ήταν ένας από τους ιερείς της Χάρνταβελ, που δεν μπορούν ποτέ
να την εγκαταλείψουν, καθώς αυτό σημαίνει τον θάνατό τους από μια δαιμονική
ακατονόμαστη δύναμη που κρύβεται μέσα τους. Αλλά ο Γεράρδος έχει επιβιώσει·
φεύγοντας από τη Χάρνταβελ νομίζει πως κατόρθωσε τελικά να διαλύσει το Εσώτερο
Θηρίο. Μπορεί, όμως, να είναι σίγουρος ότι αυτό δεν θα εμφανιστεί και πάλι εντός
του όταν ξαναγυρίσει στη Χάρνταβελ; Και είναι πρόθυμος να το ριψοκινδυνέψει για
να μάθει;
Η επιστροφή στην πατρίδα του μπορεί να τον φέρει σε σύγκρουση όχι μόνο με το
ιερατείο εκεί, αλλά και με μια δύναμη πιο διαβολική και εξαπλωμένη απ’ό,τι
μπορούσε ποτέ να φανταστεί.
Και, φυσικά, είναι και οι Παντοκρατορικοί στη Χάρνταβελ...
Μετά τη διάλυση της Συμπαντικής Παντοκρατορίας,
ληστές και κακούργοι λυμαίνονται τα άγρια εδάφη της Φεηνάρκια:
απομεινάρηδες των στρατών της Παντοκράτειρας αλλά και γηγενείς που
προσπαθούν να επωφεληθούν από την κατάσταση. Όταν ένας έμπορος από τη
Χόλκεραλ, ο Καντάρφιλ, δέχεται επίθεση από τους ληστές της Σαρντίκα-Νοθ,
μια ομάδα μισθοφόρων έρχεται απρόσμενα προς βοήθειά του για να τρέψει
τους ληστές σε φυγή. Σύντομα όμως ο Καντάρφιλ μαθαίνει πως οι σωτήρες
του είναι κι αυτοί πρώην Παντοκρατορικοί, όπως η Σαρντίκα-Νοθ.
Ονομάζονται Ζωντανοί-Νεκροί, και αρχηγός τους είναι ο Ζαώρδιλ ο
Σκοτωμένος – ένας άνθρωπος που κανονικά θα έπρεπε να είναι νεκρός. Δεν
έσωσαν, όμως, τον έμπορο από τη Σαρντίκα-Νοθ για να τον ληστέψουν οι
ίδιοι· αντιθέτως, τον καθοδηγούν ώστε να φτάσει, μέσω επικίνδυνων
ορεινών περασμάτων, στον προορισμό του: την πόλη της Νασόλκαθ. Εκεί, ο
Ζαώρδιλ ελπίζει να βρει περισσότερες δουλειές για τους μισθοφόρους του,
αλλά ανακαλύπτει πως οι φήμες κυκλοφορούν γρήγορα και είναι πολλοί που
ακόμα έχουν έντονο μίσος για όσους κάποτε υπηρετούσαν την Παντοκράτειρα.
Ωστόσο, υπάρχει και μια γυναίκα – πρώην Παντοκρατορική κι η ίδια – που
επιδιώκει συμμαχία, αν και σκιερή. Και ο Ηγεμόνας της Νασόλκαθ σύντομα
ετοιμάζεται για πόλεμο εναντίον ληστών, και συγκεντρώνει στρατό από
μισθοφόρους κάθε είδους…
Μια επανάσταση ξεκινά, αρχικά περιορισμένη αλλά δυνατή, και σύντομα εξαπλώνεται σαν φωτιά ανεξέλεγκτη. Μια κρυφή δύναμη τη θρέφει από τις σκιές της Πόλης. Εδραιωμένες πλουτοκρατίες καταρρέουν· οι πολιτάρχες της Ρελκάμνια ανησυχούν. Τρόμος και αναστάτωση απλώνονται γύρω από τον Ριγοπόταμο, καθώς προβλέπουν πόλεμο.
Ένας μεγάλος ηγέτης έχει εμφανιστεί και η Πόλη φαίνεται να ζητά το αντίβαρό του – έναν άνθρωπο από συνοικίες αρκετά μακρινές. Εχθρικές δυνάμεις τον θέλουν νεκρό, αλλά μυστηριώδεις συμπτώσεις έρχονται για να τον συντρέξουν. Μισθοφόροι και μαχητές κατευθύνονται προς το επίκεντρο του επικείμενου πολέμου.
Δύο Θυγατέρες της Πόλης αναζητούν ένα πολύτιμο κόσμημα που έκλεψε μια Αδελφή τους – ένα αινιγματικό κατασκεύασμα μιας αρχαίας Θυγατέρας που μπορεί να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στα λάθος χέρια.
Συμμορίες ξεσηκώνονται παντού, ακούγοντας το όνομα του Αλυσοδεμένου Ποιητή που έσπασε τις αλυσίδες του. Καιροσκόποι και πολεμοκάπηλοι πιστεύουν ότι έχουν κάτι να κερδίσουν. Παλιά καθεστώτα γκρεμίζονται, καινούργια παίρνουν τη θέση τους – καλύτερα ή χειρότερα;
Ένας ξεχασμένος χώρος ανοίγει, ξερνώντας πανωλεθρία και δαίμονες από άλλους χρόνους, τραυματίζοντας την Πόλη και φέρνοντας θλίψη στους κατοίκους της.
Οι Νομάδες των Δρόμων ταξιδεύουν στις οδούς και τις λεωφόρους της Ατέρμονης Πολιτείας, καθοδηγούμενοι από την Κυρά τους. Βαδίζοντας, πάντοτε βαδίζοντας. Προσελκύοντας κι άλλους από τις συνοικίες που περνούν. Ένα υπέροχο, μαγευτικό ταξίδι γι’αυτούς, το οποίο τους αποκαλύπτει ολοένα και περισσότερα μυστήρια της Πόλης· αλλά δεν θα αργήσει να τους βάλει και σε τρομερά προβλήματα. Θα βρεθούν ακόμα και στο έλεος αμφιλεγόμενων δυνάμεων ενώ θα θεωρούν τους εαυτούς τους, για πρώτη φορά, χαμένους μέσα στη Ρελκάμνια.
Μια εποχή μεγάλων αλλαγών, από τον Ριγοπόταμο ώς την Ανακτορική Συνοικία...
Ένας εξερευνητής από την Απολλώνια έχει χαθεί στο Πορφυρό Κενό,
ακολουθώντας τα ξεχασμένα ίχνη για κάποιο πιθανό απομεινάρι από τον Ενιαίο Κόσμο
– κάτι που και η Παντοκράτειρα πολύ πιθανόν να θέλει να πάρει στα χέρια της.
Ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, προσπαθεί να προλάβει ένα τέτοιο
ενδεχόμενο, και να ξαναβρεί τον χαμένο εξερευνητή. Στέλνει την Ιωάννα, τη Μαύρη
Δράκαινα, και τον Σέλιρ’χοκ, έναν μάγο του τάγματος των Διαλογιστών, στην Άκρη,
μια πόλη εκεί όπου το σύμπαν τελειώνει και το Πορφυρό Κενό απλώνεται, γεμάτο
Αιωρούμενες Νήσους, Ανέμους, και ανείπωτα όντα.
Στην Άκρη, η Ιωάννα και ο Σέλιρ’χοκ θα βρουν συμμάχους – έναν καπετάνιο του
Κενού, μια Ανεμοσκόπο, έναν μονόφθαλμο κυνηγημένο άντρα – και θα ταξιδέψουν στα
βάθη του Πορφυρού Κενού, σφυροκοπημένοι από Ανέμους… και με έναν από τους πιο
επικίνδυνους πράκτορες της Παντοκράτειρας στο κατόπι τους.
Ο Κάραγγελ, Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα, επιστρέφει στη μεγάλη
πόλη φέρνοντας νέα για τη γενοκτονία της Λευκής φυλής του από μια μαζική επίθεση
Μελανών. Αποζητά εκδίκηση. Αλλά στην Ελρείσβα οι αποφάσεις δεν παίρνονται μόνο
από εκείνον. Ούτε καν μόνο από τον Βασιληά. Ο Πρωτοσπαθάριος Κάραγγελ πρέπει να
συνεννοηθεί με τον Παντοκρατορικό Επόπτη Ευρύμαχο Νάλφερ, που βρίσκεται εκεί,
κυρίως, για να ελέγχει τα ορυχεία ενέργειας της περιοχής. Οι Παντοκρατορικοί
αποδεικνύονται πρόθυμοι να βοηθήσουν τον Κάραγγελ στον αγώνα του για εκδίκηση
εναντίον των Μελανών, αλλά τα όπλα που φέρνουν είναι τόσο καταστροφικά που
κάνουν ακόμα και τον Πρωτοσπαθάριο να προβληματιστεί σχετικά με τις μεθόδους
τους. Και ποια μπορεί να είναι τα κίνητρά τους για τη βοήθεια που του
προσφέρουν;
Το ένα χωριό Μελανών μετά το άλλο αφανίζεται, μέσα στις καυτές ερήμους της
Αρβήντλια, καθώς η εκστρατεία των Παντοκρατορικών ταξιδεύει σαν λαίλαπα ολέθρου.
Ταυτόχρονα, ο Ανδρόνικος, Πρίγκιπας της Επανάστασης, η Ιωάννα η Μαύρη
Δράκαινα, και άλλοι επαναστάτες σύντροφοί τους έρχονται προς την Αρβήντλια μέσω
μιας διαστασιακής διόδου στη Σάρντλι. Αλλά δεν γνωρίζουν ακόμα τίποτα για την
καταστροφή που ο Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα και οι Παντοκρατορικοί
σύμμαχοί του έχουν εξαπολύσει εναντίον των Μελανών φυλών. Στόχος των επαναστατών
είναι η αποκωδικοποίηση ενός μυστηριώδους μηνύματος που, αν οι υποψίες τους
είναι σωστές, θα αλλάξει τα πάντα για την Επανάσταση και για την Παντοκρατορία
σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν...
Περί Γραφής: Ο Θάνατος στη Λογοτεχνία Σκέψεις σχετικά με το πότε και πώς πρέπει να πεθαίνουν οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες
Αυτό είναι ένα θέμα που συζητιόταν περισσότερο πριν από κάποια χρόνια, κυρίως επειδή είχε ήδη γίνει δημοφιλές το
A Song of Ice and Fire (αν και όχι τόσο δημοφιλές όσο σήμερα) όπου ο συγγραφέας σκοτώνει αρκετούς χαρακτήρες που μοιάζει να είναι βασικοί για την ιστορία.
Αλλά νομίζω πως είναι ένα θέμα που ακόμα έχει ενδιαφέρον. Είναι διαχρονικό, αν μη τι άλλο. Πάντα θα προβληματίζει τους συγγραφείς πότε είναι η σωστή στιγμή για να πεθάνει ένας λογοτεχνικός χαρακτήρας, ή αν πρέπει να πεθάνει καν.
Υπάρχουν διάφορα είδη λογικής που μπορεί να ακολουθήσει κανείς για να απαντήσει σαυτό το ερώτημα, και η απάντηση θα είναι, υποχρεωτικά, υποκειμενική σε όλες τις περιπτώσεις. Επομένως, εδώ απλά θα αναφέρω μερικούς τρόπους σκέψεις και προβληματισμούς σχετικά με το θέμα. Απόλυτη Απάντηση δεν υπάρχει.
Ας δούμε, αρχικά, τέσσερα είδη λογικής σχετικά με τη θανάτωση χαρακτήρων.
Η συμβατική αφηγηματική λογική λέει πως οι χαρακτήρες πεθαίνουν μόνο όταν αυτό εξυπηρετεί κάπως την πλοκή. Αν προσφέρει κάτι στην ιστορία. Δεν σκοτώνεις έναν χαρακτήρα τυχαία, ποτέ. Τον σκοτώνεις αν η «θυσία» του (πάντα, σύμφωνα με τη συμβατική αφηγηματική λογική, είναι
θυσία, ποτέ τυχαίος θάνατος, ακόμα κι αν φαίνεται τυχαίος), για παράδειγμα, θα ωθήσει κάποιον άλλο χαρακτήρα να κάνει κάτι, ή θα κινήσει την ιστορία προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, ή θα δώσει τέλος στην ιστορία. Είναι οι κλασικές περιπτώσεις όπου ο φίλος κάποιου σκοτώνεται στον πόλεμο κι εκείνος τότε αποφασίζει να πάει να πολεμήσει για να πάρει εκδίκηση· ή όταν ο ήρωας πρέπει να αυτοθυσιαστεί, στο τέλος της ιστορίας, για να πάρει μαζί του, με τη θυσία του, κάποιον τρομερό αντίπαλο· ή όταν ένας χαρακτήρας σκοτώνεται για να φανεί ότι ένας συγκεκριμένος τρόπος δράσης είναι λανθασμένος, επομένως οι άλλοι να τον αποφύγουν. Η συμβατική αφηγηματική λογική πάντα βγάζει νόημα αφηγηματικά. Αλλά κάποιες φορές τα πράγματα μοιάζουν στημένα, προκαθορισμένα, κι αυτό μπορεί να είναι κακό.
Η αισθητική αφηγηματική λογική λέει πως οι χαρακτήρες πεθαίνουν σύμφωνα με κάποιο αισθητικό κριτήριο, όχι τυχαία. Και όχι απαραιτήτως για να εξυπηρετήσουν την πλοκή του έργου. Δεν χρειάζεται ο θάνατός τους να βγάζει νόημα μέσα στην ιστορία, ή να την ωθεί προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Αλλά πρέπει πάντα να μας κάνει να
νιώσουμε κάτι αποστροφή, απογοήτευση, απόγνωση. Για παράδειγμα, μπορεί ένας χαρακτήρας να φαγωθεί από ένα τέρας για να δούμε πόσο φριχτό είναι αυτό το τέρας· ή μπορεί μια συμπαθητική ηρωίδα να σκοτωθεί μέσα σε μια σύγκρουση αυτοκινήτων γιατί ήταν συμπαθητική, είπαμε, και, άρα, ο θάνατός της θα μας κάνει να νιώσουμε άσχημα. Οι θάνατοι, φυσικά, μπορεί να ποντάρουν και σε άλλου είδους αισθητική, όπως είναι ο ηρωισμός όταν, για παράδειγμα, περιγράφεις πώς ένας πολεμιστής σκοτώνει δεκάδες αντιπάλους ενώ, σταδιακά, δέχεται χτυπήματα και στο τέλος πέφτει: και αυτό υποτίθεται πως, βάσει της ιστορίας που έχει προηγηθεί, είναι κάτι που πρέπει να σου προκαλέσει τον θαυμασμό.
Η συνειρμική αφηγηματική λογική λέει πως σκοτώνεις χαρακτήρες όποτε είναι
λογικό να πεθάνουν. Το τι σημαίνει «λογικό» είναι, βέβαια, αρκετά υποκειμενική υπόθεση, όμως είναι συνήθως όταν χτυπά μέσα σου ένα νοητικό καμπανάκι καθώς γράφεις. Για παράδειγμα, τρεις ήρωες τα έχουν βάλει μόνοι τους με ολόκληρη συμμορία μέσα σε μια γειτονιά, πιστολίδι παντού, χαλασμός, και, καθώς περιγράφεις τη συμπλοκή, δεν μπορείς να πιστέψεις ότι κανείς δεν θα σκοτωνόταν· έτσι, ο ένας από τους τρεις ήρωες πεθαίνει: γιατί αυτό είναι το
συνειρμικά λογικό να συμβεί. Η συνειρμική αφηγηματική λογική βασίζεται στο ένστικτο και, συγχρόνως, στη διάνοια, σε αντίθεση με την αισθητική αφηγηματική λογική που βασίζεται κυρίως στο συναίσθημα.
Η αντισυμβατική αφηγηματική λογική λέει πως σκοτώνεις τους χαρακτήρες κατά τύχη. Η πραγματική ζωή δεν βγάζει νόημα· είναι τυχαία και απρόβλεπτη. Γιατί η λογοτεχνία να είναι κάτι άλλο; Ένας χαρακτήρας πάει να περάσει τον δρόμο, μια άμαξα περνά επίσης εκείνη τη στιγμή: τον πατά και πεθαίνει. Τέλος.
Δεν υπάρχει σωστή λογική για να ακολουθήσεις. Όλες είναι σωστές κατά περίσταση, ή ανάλογα με το τι θες να γράψεις.
Πριν από κάποια χρόνια, την περίοδο που το A Song of Ice and Fire δεν ήταν ακόμα υπερβολικά δημοφιλές (όπως σήμερα) αλλά ήταν, ωστόσο, αρκετά δημοφιλές μέσα στους κύκλους όσων διαβάζουν φαντασία, είχε αρχίσει να θεωρείται μαγκιά, να θεωρείται
cool, το να σκοτώνεις χαρακτήρες. Το να μην πεθαίνει κανείς είναι αντιρρεαλιστικό, σύμφωνα μαυτή τη νοοτροπία. Το να μην πεθαίνει κανείς είναι βαρετό και προβλεπόμενο μέσα σε μια ιστορία.
Μέχρι ενός σημείου, προσωπικά συμφωνώ. Αλλά είναι κι αυτό απόλυτο. Μπορείς, άνετα, να γράψεις μια καταπληκτική ιστορία περιπετειώδης, μάλιστα όπου κανένας δεν πεθαίνει. Δεν είναι ανάγκη οι χαρακτήρες να σκοτώνονται.
Όμως ούτε είναι ανάγκη να το αποφεύγεις. Κάποιες φορές, η ίδια η ιστορία σε
προτρέπει να σκοτώσεις έναν χαρακτήρα. Η ίδια η ιστορία οδηγεί στον θάνατό του. Ή, καθώς γράφεις, δημιουργείται μια τέτοια κατάσταση που πάλι σε οδηγεί στο τέλος ενός χαρακτήρα. Σαυτές τις περιπτώσεις, νομίζω πως καλύτερα νακούσεις τη Μούσα σου και να μην αποφύγεις να τον σκοτώσεις.
Σε πολλές ιστορίες και κυρίως (αν και όχι μόνο) σε παλιότερες οι χαρακτήρες ξεφεύγουν από τον θάνατο με εξωφρενικούς τρόπους. Βρίσκουν, όλος τυχαίως, μια πόρτα κρυμμένη πίσω από μια κουρτίνα, ή ένας απρόσμενος (και παράλογο να είναι εκεί) σύμμαχος παρουσιάζεται, ή οι εχθροί ξαφνικά τρομάζουν από κάτι άσχετο και φεύγουν, ή ο Αρχικακός λέει «Θα τα ξαναπούμε μια άλλη μέρα!» και χωρίς καμια λογική βάση εξαφανίζεται και φεύγει ενώ θα μπορούσε να είχε σκοτώσει τον ήρωα και να είχε ξεμπερδέψει μαζί του!
Όλα αυτά φαίνονται λιγάκι άσχημα μες στην ιστορία. Σαν ο συγγραφέας να μας δουλεύει. Είναι καλό να τα αποφεύγεις. Αν δεν θέλεις να σκοτωθεί ένας χαρακτήρας, τότε πρόσεχε σε τι καταστάσεις τον ρίχνεις. Μην τον σώζεις με από μηχανής θεούς. Οι από μηχανής θεοί χρησιμοποιούνταν καλά στο αρχαίο ελληνικό θέατρο αλλά μοιάζουν άκομψοι και αταίριαστοι στις σύγχρονες αφηγήσεις.
Βέβαια, αν έχεις μόνο έναν βασικό ήρωα μέσα σε μια ιστορία, πώς θα συνεχιστεί η ιστορία αν αυτός σκοτωθεί; Πράγματι, ένα καλό ερώτημα. Απάντηση δεν υπάρχει, εκτός ίσως από μία. Όπως λέω και παραπάνω:
πρόσεχε σε τι καταστάσεις τον ρίχνεις.
Αν η ιστορία, όμως, περιλαμβάνει παραπάνω από έναν βασικό ήρωα, ή αν
κανένας δεν είναι «βασικός ήρωας», αν απλά έχεις διάφορους χαρακτήρες με διάφορους σκοπούς, τότε είναι πιο εύκολο να σκοτώσεις κάποιον. Ο θάνατος ενός χαρακτήρα, μάλιστα, μπορεί να δώσει περισσότερο ενδιαφέρον στην ιστορία. Μπορεί να την ανατροφοδοτήσει. Ή μπορεί να δημιουργήσει μια τρομερή ανατροπή.
Μια μάγισσα καθοδηγεί τους συντρόφους της μέσα σέναν μυστηριακό λαβύρινθο. Εκείνη ξέρει τον λαβύρινθο και, με τη μαγεία της, δεν είναι δύσκολο να βρει τον δρόμο. Αλλά δεν έχει υπολογίσει ότι τώρα ο λαβύρινθος έχει μολυνθεί από σκοτεινές δυνάμεις, κι έτσι πεθαίνει από κάτι που δεν περίμενε ότι θα ήταν εκεί. Μέχρι στιγμής, αυτή η μάγισσα ήταν βασικός χαρακτήρας και οδηγός των υπολοίπων. Τώρα είναι νεκρή. Και οι άλλοι πρέπει μόνοι τους να καταφέρουν να διασχίσουν τον λαβύρινθο. Κάτι που νομίζαμε πως θα ήταν διαδικαστικό ένα απλό πέρασμα μετατρέπεται σε μια ολόκληρη περιπέτεια από μόνο του!
Η προσωπική μου γνώμη (κι αυτό που ακολουθώ γενικά στις ιστορίες μου) είναι η εξής: Μη φοβάσαι να σκοτώσεις έναν χαρακτήρα, όποιος κι αν είναι αυτός, αν αισθάνεσαι πως η ιστορία σε οδηγεί εκεί, αλλά επίσης μην σκοτώνεις εξαναγκαστικά χαρακτήρες για να δημιουργήσεις ένταση ή ενδιαφέρον.
Το να σκοτώνεις χαρακτήρες εξαναγκαστικά, επειδή είναι της μόδας, ή επειδή νομίζεις ότι όλο και κάποιος πρέπει να πεθάνει, είναι λάθος. Είναι το ίδιο λάθος όπως όταν αποφεύγεις να σκοτώνεις χαρακτήρες όταν η ιστορία σε οδηγεί εκεί.
Όπως το να γλιτώσει κάποιος χαρακτήρας με εξωφρενικό τρόπο από βέβαιο θάνατο μπορεί να φαίνεται στημένο, έτσι μπορεί να φαίνεται στημένο και το να πεθάνει εξαναγκαστικά.
Πολλές φορές έχουμε δει κάποιον χαρακτήρα να σκοτώνεται απλά και μόνο για να ωθηθεί ένας άλλος να κάνει κάτι ηρωικό. Σε μεγάλο αριθμό από αυτές τις περιπτώσεις μοιάζει αστείο γιατί δεν είναι αληθοφανές. Ο χαρακτήρας δεν πεθαίνει με λογικό τρόπο· είναι σαν ο συγγραφέας να έβγαλε το πιστόλι του και να τον σκότωσε γιατί έτσι πίστευε ότι πρέπει.
Ο θάνατος είναι άλλη μια κατάσταση μέσα στην ιστορία που γράφεις. Το μόνο που τον διαφοροποιεί από οτιδήποτε άλλο είναι ότι είναι μόνιμος. Όταν έχει σκοτωθεί ένας χαρακτήρας, δεν μπορεί να επιστρέψει.
Ή, μήπως, μπορεί;
Ο Γκάνταλφ ο Γκρίζος έπεσε πολεμώντας το Μπάλρογκ, αλλά αργότερα επέστρεψε ως Γκάνταλφ ο Λευκός. Και σε πολλές άλλες ιστορίες, όχι μόνο στον
Άρχοντα των Δακτυλιδιών, έχουμε τέτοιες αναστάσεις. Δεν είναι ανάγκη καν να σχετίζονται με τη μαγεία. Μπορεί απλά ένας χαρακτήρας να πέσει σέναν γκρεμό ουρλιάζοντας, όλοι να νομίζουν ότι σκοτώθηκε, αλλά, ύστερα από ένα, δυο κεφάλαια, τον συναντούν ξανά. Τελικά δεν είχε σκοτωθεί: είχε πιαστεί από κάτι κλαδιά προς το τέλος του γκρεμού!
Συνήθως μοιάζει με από μηχανής θεό, φυσικά. Καλό είναι να αποφεύγεται. Ωστόσο, αν γίνει με τον σωστό τρόπο, μια ανάσταση μπορεί να είναι καταπληκτική. Ειδικά αν έχουμε πιστέψει πως ο χαρακτήρας όντως σκοτώθηκε, κι αν ο τρόπος επανεμφάνισής του είναι λογικός και έξυπνος συγχρόνως.
Στις περισσότερες ιστορίες, βέβαια, δεν πεθαίνει ο βασικός χαρακτήρας, ή
οι βασικοί χαρακτήρες, παρά μόνο στο τέλος ίσως. Αυτό συμβαίνει επειδή, αν σκοτώνονταν νωρίτερα, η ιστορία θα τελείωνε με τρόπο που δεν είναι ικανοποιητικός. Φαντάσου, για παράδειγμα, μια ιστορία μυστηρίου όπου ο ερευνητής ψάχνει να βρει τι συμβαίνει αλλά, προτού το ανακαλύψει, μια σκιά παρουσιάζεται πίσω του, τον καρφώνει στην πλάτη, και τον σκοτώνει κι αυτό είναι το τέλος!
Πώς θα σου φαινόταν;
Οι περισσότεροι αναγνώστες θα πουν ότι μια τέτοια ιστορία είναι
λάθος. Δεν πρέπει να γράφεις έτσι. Και οι περισσότεροι συγγραφείς, επίσης, δεν θα έγραφαν έτσι επειδή και οι ίδιοι θα ήθελαν να φτάσουν την ιστορία στο φυσικό της τέλος, ή θα λυπόνταν να σκοτώσουν τόσο άδοξα τον ερευνητή.
Ωστόσο, μια άλλη κατηγορία ατόμων και αναγνώστες και συγγραφείς μπορεί να σου έλεγαν ότι μια τέτοια ιστορία θα ήταν εκπληκτική. Αντισυμβατική και παράξενη. Αφήνει εσένα, τον αναγνώστη, να βγάλεις νόημα από όλα όσα έχουν προηγηθεί, να μαντέψεις τι έγινε, ποιος σκότωσε τον ερευνητή, ποια ήταν η λύση του μυστηρίου. Σε αναγκάζει να συμμετέχεις, αντί να είσαι παθητικός δέκτης. Και το πιο καταπληκτικό; Ο καθένας μπορεί να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα για μια τέτοια ιστορία· δεν είναι προκαθορισμένη από τον συγγραφέα.
Εναλλακτικά, θα μπορούσες να αφήσεις τον ερευνητή να πεθάνει αλλά να μην τελειώσεις την ιστορία εκεί. Να τη συνεχίσεις χρησιμοποιώντας άλλους χαρακτήρες δημιουργώντας έτσι, φυσικά, μια μεγάλη ανατροπή μέσα στην αφήγηση. Ή θα μπορούσες ακόμα και να τη συνεχίσεις σε αποστασιοποιημένη οπτική γωνία τρίτου προσώπου, όπου δεν επικεντρωνόμαστε καθόλου σε χαρακτήρες αλλά έχουμε μια παράθεση γεγονότων που μας οδηγούν σε ένα αποτέλεσμα μια αφηγηματική μορφή που σπάνια χρησιμοποιείται πλέον αλλά μπορείς να τη συναντήσεις σε παλιότερα μυθιστορήματα όπως η
Μάσκα του de Quincey.
Στην αφήγηση πρώτου προσώπου, δε, τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα. Μπορείς να σκοτώσεις τον αφηγητή πρώτου προσώπου; Αυτόν που αφηγείται την ιστορία; Τότε, η ιστορία υποχρεωτικά θα τελειώσει, εκτός αν αποφασίσεις ξαφνικά να το γυρίσεις στο τρίτο πρόσωπο. Αλλά, αν δεν είσαι πρόθυμος να κάνεις μια τόσο μεγάλη και απότομη αλλαγή στην αφηγηματική οπτική γωνία, τότε η ιστορία λαμβάνει τέλος. Γιαυτό κιόλας γενικά αποφεύγεται ο θάνατος του αφηγητή πρώτου προσώπου. Μπορεί να σκοτώνονται οι πάντες γύρω του αλλά αυτός μένει γιατί πρέπει να μας πει την ιστορία.
Προσωπικά, έχω σκοτώσει αφηγητή πρώτου προσώπου στο διήγημα Οι Άνεμοι, το Μήνυμα, και ο Κώδικας. Αλλά είναι ένα διήγημα που γράφτηκε σαν πρόλογος για κάποιες άλλες ιστορίες, και, αν έχεις διαβάσει αυτές, το ξέρεις ότι ο αφηγητής πρέπει στο τέλος να πεθάνει. Ουσιαστικά, είναι σαν να βιώνεις την εμπειρία του από την αρχή της ιστορίας μέχρι το τέλος του και είναι γραμμένο με τέτοιο τρόπο που, ελπίζω, δίνει αυτή την αίσθηση· δεν είναι γραμμένο σαν ημερολόγιο ή απομνημονεύματα.
Ό,τι κι αν σκέφτεσαι να αποφασίσεις για το πώς να σκοτώνεις λογοτεχνικούς χαρακτήρες, η δική μου γνώμη είναι
μην αποφασίσεις. Άσε το να σε οδηγήσει, και θα δεις τι θα γίνει.
(ΣημείωσηΣημείωση για τα Περί ΓραφήςΑν είσαι φυσιολογικός αναγνώστης δε χρειάζεται να διαβάσεις αυτό το κομμάτι. Αν είσαι από εκείνους που θα σκεφτούν «Και ποιος νομίζει ότι είναι αυτός που θα μιλήσει για τη συγγραφή;», ή «Πολύ σπουδαίος δεν την έχει δει για να μας λέει πώς θα γράφουμε;», ή κάτι παρόμοια κολακευτικό για το άτομό μου, τότε είσαι το Πράσινο Ανθρωπάκι, και μπορείς να συνεχίσεις να διαβάζεις. Αγαπητό Πράσινο Ανθρωπάκι, Στα Περί Γραφής μιλάω για ορισμένες από τις συγγραφικές μου εμπειρίες, και δίνω κάποιες συμβουλές ή κατευθυντήριες γραμμές για νέους (όχι, απαραιτήτως, ηλικιακά) συγγραφείς. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από αυτό: εμπειρίες, σκέψεις, συμπεράσματα. Το διαβάζεις, κι αν πιστεύεις ότι σου λέει κάτι ενδιαφέρον, έχει καλώς· αν πιστεύεις ότι δε σ'ενδιαφέρει, ή αν διαφωνείς κάθετα, το αγνοείς. Τουλάχιστον, αυτό κάνω εγώ όταν διαβάζω παρόμοια άρθρα: αν θεωρώ ότι λέει κάτι ενδιαφέρον, το διαβάζω με ευχαρίστηση· αν θεωρώ ότι δεν με ενδιαφέρει, το αγνοώ. Να το έχεις αυτό υπόψη σου όταν διαβάζεις τα Περί Γραφής. Δεν είναι δεσμευτικά, ούτε κανένας νόμος· είναι, απλώς, μερικές σκέψεις, γνώμες, και εμπειρίες μου. για τα Περί Γραφής.)