12/7/2017
Περί Γραφής: Ο Θάνατος στη Λογοτεχνία
Σκέψεις σχετικά με το πότε και πώς πρέπει να πεθαίνουν οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες
Αυτό είναι ένα θέμα που συζητιόταν περισσότερο πριν από κάποια χρόνια, κυρίως επειδή είχε ήδη γίνει δημοφιλές το A Song of Ice and Fire (αν και όχι τόσο δημοφιλές όσο σήμερα) όπου ο συγγραφέας σκοτώνει αρκετούς χαρακτήρες που μοιάζει να είναι βασικοί για την ιστορία.
Αλλά νομίζω πως είναι ένα θέμα που ακόμα έχει ενδιαφέρον. Είναι διαχρονικό, αν μη τι άλλο. Πάντα θα προβληματίζει τους συγγραφείς πότε είναι η σωστή στιγμή για να πεθάνει ένας λογοτεχνικός χαρακτήρας, ή αν πρέπει να πεθάνει καν.
Υπάρχουν διάφορα είδη λογικής που μπορεί να ακολουθήσει κανείς για να απαντήσει σαυτό το ερώτημα, και η απάντηση θα είναι, υποχρεωτικά, υποκειμενική σε όλες τις περιπτώσεις. Επομένως, εδώ απλά θα αναφέρω μερικούς τρόπους σκέψεις και προβληματισμούς σχετικά με το θέμα. Απόλυτη Απάντηση δεν υπάρχει.
Ας δούμε, αρχικά, τέσσερα είδη λογικής σχετικά με τη θανάτωση χαρακτήρων.
Η συμβατική αφηγηματική λογική λέει πως οι χαρακτήρες πεθαίνουν μόνο όταν αυτό εξυπηρετεί κάπως την πλοκή. Αν προσφέρει κάτι στην ιστορία. Δεν σκοτώνεις έναν χαρακτήρα τυχαία, ποτέ. Τον σκοτώνεις αν η «θυσία» του (πάντα, σύμφωνα με τη συμβατική αφηγηματική λογική, είναι θυσία, ποτέ τυχαίος θάνατος, ακόμα κι αν φαίνεται τυχαίος), για παράδειγμα, θα ωθήσει κάποιον άλλο χαρακτήρα να κάνει κάτι, ή θα κινήσει την ιστορία προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, ή θα δώσει τέλος στην ιστορία. Είναι οι κλασικές περιπτώσεις όπου ο φίλος κάποιου σκοτώνεται στον πόλεμο κι εκείνος τότε αποφασίζει να πάει να πολεμήσει για να πάρει εκδίκηση· ή όταν ο ήρωας πρέπει να αυτοθυσιαστεί, στο τέλος της ιστορίας, για να πάρει μαζί του, με τη θυσία του, κάποιον τρομερό αντίπαλο· ή όταν ένας χαρακτήρας σκοτώνεται για να φανεί ότι ένας συγκεκριμένος τρόπος δράσης είναι λανθασμένος, επομένως οι άλλοι να τον αποφύγουν. Η συμβατική αφηγηματική λογική πάντα βγάζει νόημα αφηγηματικά. Αλλά κάποιες φορές τα πράγματα μοιάζουν στημένα, προκαθορισμένα, κι αυτό μπορεί να είναι κακό.
Η αισθητική αφηγηματική λογική λέει πως οι χαρακτήρες πεθαίνουν σύμφωνα με κάποιο αισθητικό κριτήριο, όχι τυχαία. Και όχι απαραιτήτως για να εξυπηρετήσουν την πλοκή του έργου. Δεν χρειάζεται ο θάνατός τους να βγάζει νόημα μέσα στην ιστορία, ή να την ωθεί προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Αλλά πρέπει πάντα να μας κάνει να νιώσουμε κάτι αποστροφή, απογοήτευση, απόγνωση. Για παράδειγμα, μπορεί ένας χαρακτήρας να φαγωθεί από ένα τέρας για να δούμε πόσο φριχτό είναι αυτό το τέρας· ή μπορεί μια συμπαθητική ηρωίδα να σκοτωθεί μέσα σε μια σύγκρουση αυτοκινήτων γιατί ήταν συμπαθητική, είπαμε, και, άρα, ο θάνατός της θα μας κάνει να νιώσουμε άσχημα. Οι θάνατοι, φυσικά, μπορεί να ποντάρουν και σε άλλου είδους αισθητική, όπως είναι ο ηρωισμός όταν, για παράδειγμα, περιγράφεις πώς ένας πολεμιστής σκοτώνει δεκάδες αντιπάλους ενώ, σταδιακά, δέχεται χτυπήματα και στο τέλος πέφτει: και αυτό υποτίθεται πως, βάσει της ιστορίας που έχει προηγηθεί, είναι κάτι που πρέπει να σου προκαλέσει τον θαυμασμό.
Η συνειρμική αφηγηματική λογική λέει πως σκοτώνεις χαρακτήρες όποτε είναι λογικό να πεθάνουν. Το τι σημαίνει «λογικό» είναι, βέβαια, αρκετά υποκειμενική υπόθεση, όμως είναι συνήθως όταν χτυπά μέσα σου ένα νοητικό καμπανάκι καθώς γράφεις. Για παράδειγμα, τρεις ήρωες τα έχουν βάλει μόνοι τους με ολόκληρη συμμορία μέσα σε μια γειτονιά, πιστολίδι παντού, χαλασμός, και, καθώς περιγράφεις τη συμπλοκή, δεν μπορείς να πιστέψεις ότι κανείς δεν θα σκοτωνόταν· έτσι, ο ένας από τους τρεις ήρωες πεθαίνει: γιατί αυτό είναι το συνειρμικά λογικό να συμβεί. Η συνειρμική αφηγηματική λογική βασίζεται στο ένστικτο και, συγχρόνως, στη διάνοια, σε αντίθεση με την αισθητική αφηγηματική λογική που βασίζεται κυρίως στο συναίσθημα.
Η αντισυμβατική αφηγηματική λογική λέει πως σκοτώνεις τους χαρακτήρες κατά τύχη. Η πραγματική ζωή δεν βγάζει νόημα· είναι τυχαία και απρόβλεπτη. Γιατί η λογοτεχνία να είναι κάτι άλλο; Ένας χαρακτήρας πάει να περάσει τον δρόμο, μια άμαξα περνά επίσης εκείνη τη στιγμή: τον πατά και πεθαίνει. Τέλος.
Δεν υπάρχει σωστή λογική για να ακολουθήσεις. Όλες είναι σωστές κατά περίσταση, ή ανάλογα με το τι θες να γράψεις.
Πριν από κάποια χρόνια, την περίοδο που το A Song of Ice and Fire δεν ήταν ακόμα υπερβολικά δημοφιλές (όπως σήμερα) αλλά ήταν, ωστόσο, αρκετά δημοφιλές μέσα στους κύκλους όσων διαβάζουν φαντασία, είχε αρχίσει να θεωρείται μαγκιά, να θεωρείται cool, το να σκοτώνεις χαρακτήρες. Το να μην πεθαίνει κανείς είναι αντιρρεαλιστικό, σύμφωνα μαυτή τη νοοτροπία. Το να μην πεθαίνει κανείς είναι βαρετό και προβλεπόμενο μέσα σε μια ιστορία.
Μέχρι ενός σημείου, προσωπικά συμφωνώ. Αλλά είναι κι αυτό απόλυτο. Μπορείς, άνετα, να γράψεις μια καταπληκτική ιστορία περιπετειώδης, μάλιστα όπου κανένας δεν πεθαίνει. Δεν είναι ανάγκη οι χαρακτήρες να σκοτώνονται.
Όμως ούτε είναι ανάγκη να το αποφεύγεις. Κάποιες φορές, η ίδια η ιστορία σε προτρέπει να σκοτώσεις έναν χαρακτήρα. Η ίδια η ιστορία οδηγεί στον θάνατό του. Ή, καθώς γράφεις, δημιουργείται μια τέτοια κατάσταση που πάλι σε οδηγεί στο τέλος ενός χαρακτήρα. Σαυτές τις περιπτώσεις, νομίζω πως καλύτερα νακούσεις τη Μούσα σου και να μην αποφύγεις να τον σκοτώσεις.
Σε πολλές ιστορίες και κυρίως (αν και όχι μόνο) σε παλιότερες οι χαρακτήρες ξεφεύγουν από τον θάνατο με εξωφρενικούς τρόπους. Βρίσκουν, όλος τυχαίως, μια πόρτα κρυμμένη πίσω από μια κουρτίνα, ή ένας απρόσμενος (και παράλογο να είναι εκεί) σύμμαχος παρουσιάζεται, ή οι εχθροί ξαφνικά τρομάζουν από κάτι άσχετο και φεύγουν, ή ο Αρχικακός λέει «Θα τα ξαναπούμε μια άλλη μέρα!» και χωρίς καμια λογική βάση εξαφανίζεται και φεύγει ενώ θα μπορούσε να είχε σκοτώσει τον ήρωα και να είχε ξεμπερδέψει μαζί του!
Όλα αυτά φαίνονται λιγάκι άσχημα μες στην ιστορία. Σαν ο συγγραφέας να μας δουλεύει. Είναι καλό να τα αποφεύγεις. Αν δεν θέλεις να σκοτωθεί ένας χαρακτήρας, τότε πρόσεχε σε τι καταστάσεις τον ρίχνεις. Μην τον σώζεις με από μηχανής θεούς. Οι από μηχανής θεοί χρησιμοποιούνταν καλά στο αρχαίο ελληνικό θέατρο αλλά μοιάζουν άκομψοι και αταίριαστοι στις σύγχρονες αφηγήσεις.
Βέβαια, αν έχεις μόνο έναν βασικό ήρωα μέσα σε μια ιστορία, πώς θα συνεχιστεί η ιστορία αν αυτός σκοτωθεί; Πράγματι, ένα καλό ερώτημα. Απάντηση δεν υπάρχει, εκτός ίσως από μία. Όπως λέω και παραπάνω: πρόσεχε σε τι καταστάσεις τον ρίχνεις.
Αν η ιστορία, όμως, περιλαμβάνει παραπάνω από έναν βασικό ήρωα, ή αν κανένας δεν είναι «βασικός ήρωας», αν απλά έχεις διάφορους χαρακτήρες με διάφορους σκοπούς, τότε είναι πιο εύκολο να σκοτώσεις κάποιον. Ο θάνατος ενός χαρακτήρα, μάλιστα, μπορεί να δώσει περισσότερο ενδιαφέρον στην ιστορία. Μπορεί να την ανατροφοδοτήσει. Ή μπορεί να δημιουργήσει μια τρομερή ανατροπή.
Μια μάγισσα καθοδηγεί τους συντρόφους της μέσα σέναν μυστηριακό λαβύρινθο. Εκείνη ξέρει τον λαβύρινθο και, με τη μαγεία της, δεν είναι δύσκολο να βρει τον δρόμο. Αλλά δεν έχει υπολογίσει ότι τώρα ο λαβύρινθος έχει μολυνθεί από σκοτεινές δυνάμεις, κι έτσι πεθαίνει από κάτι που δεν περίμενε ότι θα ήταν εκεί. Μέχρι στιγμής, αυτή η μάγισσα ήταν βασικός χαρακτήρας και οδηγός των υπολοίπων. Τώρα είναι νεκρή. Και οι άλλοι πρέπει μόνοι τους να καταφέρουν να διασχίσουν τον λαβύρινθο. Κάτι που νομίζαμε πως θα ήταν διαδικαστικό ένα απλό πέρασμα μετατρέπεται σε μια ολόκληρη περιπέτεια από μόνο του!
Η προσωπική μου γνώμη (κι αυτό που ακολουθώ γενικά στις ιστορίες μου) είναι η εξής: Μη φοβάσαι να σκοτώσεις έναν χαρακτήρα, όποιος κι αν είναι αυτός, αν αισθάνεσαι πως η ιστορία σε οδηγεί εκεί, αλλά επίσης μην σκοτώνεις εξαναγκαστικά χαρακτήρες για να δημιουργήσεις ένταση ή ενδιαφέρον.
Το να σκοτώνεις χαρακτήρες εξαναγκαστικά, επειδή είναι της μόδας, ή επειδή νομίζεις ότι όλο και κάποιος πρέπει να πεθάνει, είναι λάθος. Είναι το ίδιο λάθος όπως όταν αποφεύγεις να σκοτώνεις χαρακτήρες όταν η ιστορία σε οδηγεί εκεί.
Όπως το να γλιτώσει κάποιος χαρακτήρας με εξωφρενικό τρόπο από βέβαιο θάνατο μπορεί να φαίνεται στημένο, έτσι μπορεί να φαίνεται στημένο και το να πεθάνει εξαναγκαστικά.
Πολλές φορές έχουμε δει κάποιον χαρακτήρα να σκοτώνεται απλά και μόνο για να ωθηθεί ένας άλλος να κάνει κάτι ηρωικό. Σε μεγάλο αριθμό από αυτές τις περιπτώσεις μοιάζει αστείο γιατί δεν είναι αληθοφανές. Ο χαρακτήρας δεν πεθαίνει με λογικό τρόπο· είναι σαν ο συγγραφέας να έβγαλε το πιστόλι του και να τον σκότωσε γιατί έτσι πίστευε ότι πρέπει.
Ο θάνατος είναι άλλη μια κατάσταση μέσα στην ιστορία που γράφεις. Το μόνο που τον διαφοροποιεί από οτιδήποτε άλλο είναι ότι είναι μόνιμος. Όταν έχει σκοτωθεί ένας χαρακτήρας, δεν μπορεί να επιστρέψει.
Ή, μήπως, μπορεί;
Ο Γκάνταλφ ο Γκρίζος έπεσε πολεμώντας το Μπάλρογκ, αλλά αργότερα επέστρεψε ως Γκάνταλφ ο Λευκός. Και σε πολλές άλλες ιστορίες, όχι μόνο στον Άρχοντα των Δακτυλιδιών, έχουμε τέτοιες αναστάσεις. Δεν είναι ανάγκη καν να σχετίζονται με τη μαγεία. Μπορεί απλά ένας χαρακτήρας να πέσει σέναν γκρεμό ουρλιάζοντας, όλοι να νομίζουν ότι σκοτώθηκε, αλλά, ύστερα από ένα, δυο κεφάλαια, τον συναντούν ξανά. Τελικά δεν είχε σκοτωθεί: είχε πιαστεί από κάτι κλαδιά προς το τέλος του γκρεμού!
Συνήθως μοιάζει με από μηχανής θεό, φυσικά. Καλό είναι να αποφεύγεται. Ωστόσο, αν γίνει με τον σωστό τρόπο, μια ανάσταση μπορεί να είναι καταπληκτική. Ειδικά αν έχουμε πιστέψει πως ο χαρακτήρας όντως σκοτώθηκε, κι αν ο τρόπος επανεμφάνισής του είναι λογικός και έξυπνος συγχρόνως.
Στις περισσότερες ιστορίες, βέβαια, δεν πεθαίνει ο βασικός χαρακτήρας, ή οι βασικοί χαρακτήρες, παρά μόνο στο τέλος ίσως. Αυτό συμβαίνει επειδή, αν σκοτώνονταν νωρίτερα, η ιστορία θα τελείωνε με τρόπο που δεν είναι ικανοποιητικός. Φαντάσου, για παράδειγμα, μια ιστορία μυστηρίου όπου ο ερευνητής ψάχνει να βρει τι συμβαίνει αλλά, προτού το ανακαλύψει, μια σκιά παρουσιάζεται πίσω του, τον καρφώνει στην πλάτη, και τον σκοτώνει κι αυτό είναι το τέλος!
Πώς θα σου φαινόταν;
Οι περισσότεροι αναγνώστες θα πουν ότι μια τέτοια ιστορία είναι λάθος. Δεν πρέπει να γράφεις έτσι. Και οι περισσότεροι συγγραφείς, επίσης, δεν θα έγραφαν έτσι επειδή και οι ίδιοι θα ήθελαν να φτάσουν την ιστορία στο φυσικό της τέλος, ή θα λυπόνταν να σκοτώσουν τόσο άδοξα τον ερευνητή.
Ωστόσο, μια άλλη κατηγορία ατόμων και αναγνώστες και συγγραφείς μπορεί να σου έλεγαν ότι μια τέτοια ιστορία θα ήταν εκπληκτική. Αντισυμβατική και παράξενη. Αφήνει εσένα, τον αναγνώστη, να βγάλεις νόημα από όλα όσα έχουν προηγηθεί, να μαντέψεις τι έγινε, ποιος σκότωσε τον ερευνητή, ποια ήταν η λύση του μυστηρίου. Σε αναγκάζει να συμμετέχεις, αντί να είσαι παθητικός δέκτης. Και το πιο καταπληκτικό; Ο καθένας μπορεί να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα για μια τέτοια ιστορία· δεν είναι προκαθορισμένη από τον συγγραφέα.
Εναλλακτικά, θα μπορούσες να αφήσεις τον ερευνητή να πεθάνει αλλά να μην τελειώσεις την ιστορία εκεί. Να τη συνεχίσεις χρησιμοποιώντας άλλους χαρακτήρες δημιουργώντας έτσι, φυσικά, μια μεγάλη ανατροπή μέσα στην αφήγηση. Ή θα μπορούσες ακόμα και να τη συνεχίσεις σε αποστασιοποιημένη οπτική γωνία τρίτου προσώπου, όπου δεν επικεντρωνόμαστε καθόλου σε χαρακτήρες αλλά έχουμε μια παράθεση γεγονότων που μας οδηγούν σε ένα αποτέλεσμα μια αφηγηματική μορφή που σπάνια χρησιμοποιείται πλέον αλλά μπορείς να τη συναντήσεις σε παλιότερα μυθιστορήματα όπως η Μάσκα του de Quincey.
Στην αφήγηση πρώτου προσώπου, δε, τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα. Μπορείς να σκοτώσεις τον αφηγητή πρώτου προσώπου; Αυτόν που αφηγείται την ιστορία; Τότε, η ιστορία υποχρεωτικά θα τελειώσει, εκτός αν αποφασίσεις ξαφνικά να το γυρίσεις στο τρίτο πρόσωπο. Αλλά, αν δεν είσαι πρόθυμος να κάνεις μια τόσο μεγάλη και απότομη αλλαγή στην αφηγηματική οπτική γωνία, τότε η ιστορία λαμβάνει τέλος. Γιαυτό κιόλας γενικά αποφεύγεται ο θάνατος του αφηγητή πρώτου προσώπου. Μπορεί να σκοτώνονται οι πάντες γύρω του αλλά αυτός μένει γιατί πρέπει να μας πει την ιστορία.
Προσωπικά, έχω σκοτώσει αφηγητή πρώτου προσώπου στο διήγημα Οι Άνεμοι, το Μήνυμα, και ο Κώδικας. Αλλά είναι ένα διήγημα που γράφτηκε σαν πρόλογος για κάποιες άλλες ιστορίες, και, αν έχεις διαβάσει αυτές, το ξέρεις ότι ο αφηγητής πρέπει στο τέλος να πεθάνει. Ουσιαστικά, είναι σαν να βιώνεις την εμπειρία του από την αρχή της ιστορίας μέχρι το τέλος του και είναι γραμμένο με τέτοιο τρόπο που, ελπίζω, δίνει αυτή την αίσθηση· δεν είναι γραμμένο σαν ημερολόγιο ή απομνημονεύματα.
Ό,τι κι αν σκέφτεσαι να αποφασίσεις για το πώς να σκοτώνεις λογοτεχνικούς χαρακτήρες, η δική μου γνώμη είναι μην αποφασίσεις. Άσε το να σε οδηγήσει, και θα δεις τι θα γίνει.
(ΣημείωσηΣημείωση για τα Περί Γραφής Αν είσαι φυσιολογικός αναγνώστης δε χρειάζεται να διαβάσεις αυτό το κομμάτι. Αν είσαι από εκείνους που θα σκεφτούν «Και ποιος νομίζει ότι είναι αυτός που θα μιλήσει για τη συγγραφή;», ή «Πολύ σπουδαίος δεν την έχει δει για να μας λέει πώς θα γράφουμε;», ή κάτι παρόμοια κολακευτικό για το άτομό μου, τότε είσαι το Πράσινο Ανθρωπάκι, και μπορείς να συνεχίσεις να διαβάζεις. Αγαπητό Πράσινο Ανθρωπάκι, Στα Περί Γραφής μιλάω για ορισμένες από τις συγγραφικές μου εμπειρίες, και δίνω κάποιες συμβουλές ή κατευθυντήριες γραμμές για νέους (όχι, απαραιτήτως, ηλικιακά) συγγραφείς. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από αυτό: εμπειρίες, σκέψεις, συμπεράσματα. Το διαβάζεις, κι αν πιστεύεις ότι σου λέει κάτι ενδιαφέρον, έχει καλώς· αν πιστεύεις ότι δε σ'ενδιαφέρει, ή αν διαφωνείς κάθετα, το αγνοείς. Τουλάχιστον, αυτό κάνω εγώ όταν διαβάζω παρόμοια άρθρα: αν θεωρώ ότι λέει κάτι ενδιαφέρον, το διαβάζω με ευχαρίστηση· αν θεωρώ ότι δεν με ενδιαφέρει, το αγνοώ. Να το έχεις αυτό υπόψη σου όταν διαβάζεις τα Περί Γραφής. Δεν είναι δεσμευτικά, ούτε κανένας νόμος· είναι, απλώς, μερικές σκέψεις, γνώμες, και εμπειρίες μου. για τα Περί Γραφής.)
