Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, από τρίτους κυρίως, για απλή ανάλυση επισκεπτών (πχ, Google Analytics) και για social media (πχ, από το Twitter). Τα μόνα cookies που χρησιμοποιούμε εμείς είναι για θέματα λειτουργικότητας (πχ, για να μην εμφανίζεται ξανά αυτή η ειδοποίηση αφότου έχετε πατήσει το κουμπάκι). Κανένα από αυτά τα cookies, απ’ό,τι ξέρουμε, δεν είναι βλαβερό, και εμείς δεν εκμεταλλευόμαστε τις πληροφορίες σας με κανέναν τρόπο. Ωστόσο, αν θέλετε μπορείτε πολύ εύκολα να σβήσετε τα cookies από οποιονδήποτε browser, συνήθως πατώντας Shift+Ctrl+Del. Περισσότερες πληροφορίες για τα cookies μπορείτε να βρείτε στο www.whatarecookies.com.
Δύο συνοικίες της Ατέρμονης Πολιτείας, η Βαθμιδωτή και η Επίστρωτη, βρίσκονται από χρόνια σε μια κατάσταση οικονομικής αλληλεξάρτησης. Η μία συμπληρώνει την άλλη. Η Βαθμιδωτή παράγοντας, αποκλειστικά και μόνο, τεχνικούς εξοπλισμούς. Η Επίστρωτη παράγοντας τρόφιμα. Και καμιά από τις δυο συνοικίες δεν διανοείται να αλλάξει τον ρυθμό της ζωής των πολιτών της.
Μια μυστηριώδης γυναίκα με το όνομα Κορίνα παρουσιάζεται στην Επίστρωτη και μιλά με τους Εχθρούς του Πρωινού, τη μεγαλύτερη και χειρότερη συμμορία της συνοικίας, που είναι ο φόβος κι ο τρόμος των πολιτών αλλά και της αστυνομίας. Η Κορίνα προθυμοποιείται να τους βοηθήσει σ’ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο: να κλέψουν χρήματα κατευθείαν από το κεντρικό θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας των Τεσσάρων.
Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο που έχει η Κορίνα στο μυαλό της.
Πολύ σύντομα, τα πράγματα αρχίζουν ν’αλλάζουν για τις δύο συνοικίες καθώς οι ισορροπίες θρυμματίζονται...
Το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης αρχίζει!
Μετά από τον διωγμό των δυνάμεων της Παντοκράτειρας, οι υλικές ζημιές στη
διάσταση της Σεργήλης είναι πολλές, και η οικονομία της έχει δεχτεί σοβαρό
πλήγμα. Προκειμένου ολόκληρη η διάσταση να ορθοποδήσει, οι πολιτικοί της
αποφασίζουν να οργανώσουν το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, που θα φέρει
χρήματα από πολλές άλλες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος.
Οι ραλίστες που θα αγωνιστούν είναι όλοι ικανοί και έμπειροι στην οδήγηση –
ήρωες των τροχών και του τιμονιού. Ανάμεσά τους είναι και η Ελοντί Αλλόγνωμη, ή,
όπως πολλοί στη Σεργήλη τη γνωρίζουν από την παλιά της ζωή ως τραγουδίστρια, η
Έκπτωτη Ελοντί. Στο παρελθόν, σε μικρή ηλικία, ήταν δόκιμη για ιέρεια της
Αρτάλης όταν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας προσπαθούσαν ακόμα να εξαφανίσουν
τις γυναίκες που λάτρευαν αυτή τη θεά. Αργότερα, είχε μπει στους κόλπους της
Επανάστασης, αποζητώντας εκδίκηση. Τώρα, στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης,
το παρελθόν της Ελοντί θα συναντήσει το παρόν, κι εκείνη θ’ανακαλύψει
καινούργια, και ίσως τρομαχτικά, πράγματα για τον εαυτό της.
Ο Ζορδάμης, ένας παλιός εραστής της Έκπτωτης Ελοντί και δεινός ραλίστας,
συμμετέχει επίσης στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι, και έχει κάνει μια σκοτεινή και
δαιμονική συμφωνία για να βεβαιωθεί ότι θα νικήσει. Επειδή
πρέπει να νικήσει: μυστηριώδεις δυνάμεις του υπόκοσμου της Σεργήλης
βρίσκονται στο κατόπι του, και φαίνονται έτοιμες να τον αφανίσουν αν δεν τους
δώσει ό,τι τους χρωστά...
Στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, οι οδηγοί θα τρέξουν επάνω σε
αιωρούμενες ράμπες, επάνω σε δύσκολα εδάφη, μέσα στους άγριους δασότοπους
Φέρνιλγκαν, μέσα στις καυτές ερήμους της Σεργήλης, μέσα σε παγωμένα βουνά, ακόμα
και μέσα σε μια παράξενη ενδοδιάσταση με πράσινο ουρανό και κόκκινο ήλιο...
Η Σεργήλη έχει απελευθερωθεί από τους Παντοκρατορικούς· οι κάτοικοί της
μπορούν ξανά να λατρεύουν όποιους θεούς θέλουν. Η θρησκεία της Αρτάλης έχει
αναβιώσει. Η Αριστέα, μια από τις ιέρειές της, καταφέρνει να λάβει χρηματοδότηση
από την Πολιτειάρχη της Μέλβερηθ για την οικοδόμηση ενός καινούργιου ναού στα
άκρα της εν λόγω μεγαλούπολης. Αλλά σύντομα ανακαλύπτει ότι το χρηματικό δεν
είναι το μόνο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει. Οι Ανατολικοί Φρουροί, μια νέα
συμμορία που καταδυναστεύει τις ακροανατολικές συνοικίες της Μέλβερηθ, ζητούν
λεφτά για την προστασία του ναού – «προστασία» από την ίδια τη συμμορία, στην
πραγματικότητα. Η Αριστέα, αρνούμενη να πληρώσει, θα βρεθεί σε σύγκρουση μαζί
τους. Ευτυχώς, στο πλευρό της είναι ο Βασνάρος, ο Αγωνιστής των Δρόμων – γνωστός
και ως Τρελός Λύκος της Μέλβερηθ, κατά την περίοδο της κυριαρχίας των
Παντοκρατορικών.
Η Φάνρηβ, μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Μοργκιάνης, ήταν κάποτε, πριν
από χρόνια, ελεύθερη με δικό της πολίτευμα. Σήμερα, είναι ένα προτεκτοράτο του
Βασιλείου της Χάρνωθ. Ο λαός της είναι διαιρεμένος: μια μερίδα υποστηρίζει τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο· μια μερίδα είναι με το μέρος του παλιού Φύλακα της Φάνρηβ,
που έρχεται με στρατό από τον βορρά για να την ελευθερώσει· και μια άλλη μερίδα
των πολιτών είναι αυτονομιστές, που δεν θέλουν ούτε τους Χαρνώθιους στην πόλη
τους ούτε την επιστροφή του Φύλακα.
Οι Αιρετοί της Φάνρηβ είναι διαιρεμένοι όπως και ο λαός της, αποτελώντας
αντανάκλασή του.
Ο Άλφεντουρ αλ Έρεσναβ, Διπλωματικός Αντιπρόσωπος του Εμπορικού Συνδέσμου της
Νάζρηβ, έρχεται από την πόλη του με ελικόπτερο προς τη Φάνρηβ, καλεσμένος εκεί
από έναν παλιό του φίλο, τον Κασλάριν ωλ Μάρατεκ, Αιρετό της Συντεχνίας των
Αγροτών. Ο Κασλάριν πιστεύει πως έχει ένα σχέδιο για να σώσει τη Φάνρηβ προτού η
πόλη καταστραφεί από την οργή των αντίπαλων παρατάξεων. Και ζητά τη βοήθεια του
Άλφεντουρ, ο οποίος μπορεί να ασκήσει πιέσεις και στην Κέσριμιθ ωλ Ζαλτάρεμ, τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο, και στο συμβούλιο των Αιρετών.
Όταν όμως ο Άλφεντουρ φτάνει στην πόλη, το κλίμα είναι ήδη έκρυθμο και, με
κάθε μέρα που περνά, χειροτερεύει. Η Αρχόντισσα Κέσριμιθ προσπαθεί με όλους τους
τρόπους – και με τα ελεγχόμενα μέσα μαζικής πληροφόρησης της Φάνρηβ – να
επηρεάσει τον λαό ώστε να τον τραβήξει με το μέρος του Βασιλείου της Χάρνωθ. Οι
υποστηρικτές του Φύλακα, που έρχεται με στρατό από τα βόρεια, πασχίζουν να
φέρουν τον κόσμο με τη δική τους πλευρά, ενώ αποφεύγουν και χτυπάνε τους
ανθρώπους των Χαρνώθιων. Και οι αυτονομιστές είναι εναντίον όλων, γεμίζοντας
τους δρόμους της πόλης με συνθήματα και απρόσμενες εκρήξεις.
Αλλά στη Φάνρηβ οι πιο επικίνδυνες ενέργειες γίνονται στα παρασκήνια. Σκιερές
μορφές στοιχειώνουν την Πόλη της Αέναης Νύχτας. Προδότες σχεδιάζουν πολιτικές
δολοφονίες. Κατάσκοποι παρακολουθούν κάθε κίνηση. Αδέλφια χάνουν την εμπιστοσύνη
που έχουν μεταξύ τους. Οι πάντες είναι ύποπτοι για τα πάντα.
Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος επιστρέφει στην πατρίδα του, την Απολλώνια, όπου
σύντομα ανακαλύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα είχε αφήσει. Κάποια
μυστηριώδης, σκοτεινή οργάνωση έχει απλώσει τα δίχτυα της μέσα στο Βασίλειο, και
φημολογείται, ψιθυριστά, ότι ακόμα κι ο αδελφός του Ανδρόνικου, ο Πρίγκιπας
Λούσιος, είναι αναμιγμένος σ’αυτήν.
Ο Ανδρόνικος θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, και θα χρειαστεί να
ζητήσει βοήθεια ακόμα κι από τους επαναστάτες άλλων διαστάσεων· διότι μέσα στην
ίδια του την πατρίδα κανένας δεν φαίνεται πλέον να μπορεί να θεωρηθεί
αξιόπιστος…
Εν τω μεταξύ, οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας έρχονται από το Βόρειο Μέτωπο,
φέρνοντας έναν από τους πιο καταστροφικούς πολέμους στο Γνωστό Σύμπαν· ενώ από
τα νότια της διάστασης τερατουργήματα επιτίθενται από την Απολεσθείσα Γη,
μαστίζοντας το Βασίλειο σαν προαιώνια κατάρα.
Στην Απολλώνια, μια από καιρό πολιορκημένη διάσταση, τα πράγματα έχουν
αρχίσει να ξεφεύγουν από τον έλεγχο…
Η Αγγελική, μια φίλη της Παντοκράτειρας, βρίσκεται δολοφονημένη στη σουίτα
ενός ξενοδοχείου, με μυστηριώδεις τομές επάνω στο σώμα της. Ο εραστής της,
Ταγματάρχης Στίβεν Νέλκος, παρότι ήταν μαζί της εκείνη τη βραδιά, μοιάζει να
έχει πλήρη άγνοια του τι συνέβη. Και οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας δεν
καταφέρνουν να ανακαλύψουν τίποτα.
Η Ρία-Μία, η Αρχιέρεια του Κρόνου, προτείνει στην Παντοκράτειρα έναν ιδιωτικό
ερευνητή, τον Φέλιξ Χάρλω, ο οποίος ίσως θα μπορούσε να βρει τον δολοφόνο.
Ωστόσο, ακόμα κι αυτός σύντομα θα συνειδητοποιήσει πως η περίπτωση είναι
εξαιρετικά περίπλοκη και δυσεπίλυτη, και οι δυνάμεις που είναι αναμιγμένες
ξεπερνούν τη δικαιοδοσία του αλλά και τις ικανότητες του μυαλού του...
Ένας ξεχασμένος κόσμος, μια διάσταση απομονωμένη από το υπόλοιπο σύμπαν.
Ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος – ένα
ρήγμα – σπάζει το στάσιμο πλέγμα της πραγματικότητάς του. Κι από εκεί,
έρχεται ένας μεγάλος προφήτης που θα αλλάξει τη ροή της ιστορίας του για
πάντα...
Ο Τάμπριελ, κάποτε σύζυγος της Παντοκράτειρας και μάγος του τάγματος των
Δεσμοφυλάκων, καταλήγει σαν ναυαγός σε μια διάσταση ανέγνωρη για εκείνον. Ένα
μέρος όπου κανένας δεν μιλά καμια γνωστή του γλώσσα. Μέσα στο μυαλό του, όμως,
παράδοξα, υπάρχουν εικόνες από αυτόν τον απομονωμένο κόσμο: και ο Τάμπριελ
συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να βρίσκεται τυχαία εδώ...
Μαζί του είναι η Ανταρλίδα, μια από τις Μαύρες Δράκαινες της Παντοκράτειρας
οι οποίες πλέον υπηρετούν την Επανάσταση εναντίον της. Ούτε εκείνη έχει ποτέ
ξανά δει ή ακούσει γι’αυτό τον κόσμο. Αλλά τώρα που οι δυο τους βρίσκονται εδώ,
σ’ένα ξένο, εχθρικό περιβάλλον, πρέπει να μάθουν να επιβιώνουν ώστε να
ξεκλειδώσουν τα μυστικά της διάστασης που θα τους δώσουν πρόσβαση στο Γνωστό
Σύμπαν, από το οποίο ήρθαν.
Παράξενα ανοίγματα παρουσιάζονται στη Χάρνταβελ: τρύπες επάνω στα ίδια τα
τοιχώματα της πραγματικότητάς της. Από μέσα τους διακρίνεται μια άλλη
πραγματικότητα, και πλάσματα έρχονται από εκεί τα οποία δεν έχουν ξαναβαδίσει
ποτέ στη Χάρνταβελ.
Οι Παντοκρατορικοί που ελέγχουν την εν λόγω διάσταση προσπαθούν να ερευνήσουν
το φαινόμενο, η συχνότητα εμφάνισης του οποίου δεν μειώνεται αλλά αυξάνεται με
ανησυχητικό ρυθμό. Η Αρίνη’σαρ, μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών και σύζυγος
του Παντοκρατορικού Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ, έχει αναλάβει να ανακαλύψει τι
συμβαίνει, συναντώντας πολλά εμπόδια στον δρόμο της.
Αλλά και ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, ενδιαφέρεται για το
μυστηριώδες φαινόμενο γιατί η Χάρνταβελ συνδέεται άμεσα με τη δική του διάσταση,
την Απολλώνια. Οργανώνει μια αποστολή για να το ερευνήσει, και αναζητά τους
σωστούς ανθρώπους. Προσπαθεί να πείσει τον Γεράρδο να επιστρέψει στη Χάρνταβελ,
η οποία ήταν κάποτε πατρίδα του.
Ο Γεράρδος, όμως, είναι διστακτικός, επειδή είχε τους λόγους του που έφυγε
πριν από χρόνια. Ήταν ένας από τους ιερείς της Χάρνταβελ, που δεν μπορούν ποτέ
να την εγκαταλείψουν, καθώς αυτό σημαίνει τον θάνατό τους από μια δαιμονική
ακατονόμαστη δύναμη που κρύβεται μέσα τους. Αλλά ο Γεράρδος έχει επιβιώσει·
φεύγοντας από τη Χάρνταβελ νομίζει πως κατόρθωσε τελικά να διαλύσει το Εσώτερο
Θηρίο. Μπορεί, όμως, να είναι σίγουρος ότι αυτό δεν θα εμφανιστεί και πάλι εντός
του όταν ξαναγυρίσει στη Χάρνταβελ; Και είναι πρόθυμος να το ριψοκινδυνέψει για
να μάθει;
Η επιστροφή στην πατρίδα του μπορεί να τον φέρει σε σύγκρουση όχι μόνο με το
ιερατείο εκεί, αλλά και με μια δύναμη πιο διαβολική και εξαπλωμένη απ’ό,τι
μπορούσε ποτέ να φανταστεί.
Και, φυσικά, είναι και οι Παντοκρατορικοί στη Χάρνταβελ...
Μετά τη διάλυση της Συμπαντικής Παντοκρατορίας,
ληστές και κακούργοι λυμαίνονται τα άγρια εδάφη της Φεηνάρκια:
απομεινάρηδες των στρατών της Παντοκράτειρας αλλά και γηγενείς που
προσπαθούν να επωφεληθούν από την κατάσταση. Όταν ένας έμπορος από τη
Χόλκεραλ, ο Καντάρφιλ, δέχεται επίθεση από τους ληστές της Σαρντίκα-Νοθ,
μια ομάδα μισθοφόρων έρχεται απρόσμενα προς βοήθειά του για να τρέψει
τους ληστές σε φυγή. Σύντομα όμως ο Καντάρφιλ μαθαίνει πως οι σωτήρες
του είναι κι αυτοί πρώην Παντοκρατορικοί, όπως η Σαρντίκα-Νοθ.
Ονομάζονται Ζωντανοί-Νεκροί, και αρχηγός τους είναι ο Ζαώρδιλ ο
Σκοτωμένος – ένας άνθρωπος που κανονικά θα έπρεπε να είναι νεκρός. Δεν
έσωσαν, όμως, τον έμπορο από τη Σαρντίκα-Νοθ για να τον ληστέψουν οι
ίδιοι· αντιθέτως, τον καθοδηγούν ώστε να φτάσει, μέσω επικίνδυνων
ορεινών περασμάτων, στον προορισμό του: την πόλη της Νασόλκαθ. Εκεί, ο
Ζαώρδιλ ελπίζει να βρει περισσότερες δουλειές για τους μισθοφόρους του,
αλλά ανακαλύπτει πως οι φήμες κυκλοφορούν γρήγορα και είναι πολλοί που
ακόμα έχουν έντονο μίσος για όσους κάποτε υπηρετούσαν την Παντοκράτειρα.
Ωστόσο, υπάρχει και μια γυναίκα – πρώην Παντοκρατορική κι η ίδια – που
επιδιώκει συμμαχία, αν και σκιερή. Και ο Ηγεμόνας της Νασόλκαθ σύντομα
ετοιμάζεται για πόλεμο εναντίον ληστών, και συγκεντρώνει στρατό από
μισθοφόρους κάθε είδους…
Μια επανάσταση ξεκινά, αρχικά περιορισμένη αλλά δυνατή, και σύντομα εξαπλώνεται σαν φωτιά ανεξέλεγκτη. Μια κρυφή δύναμη τη θρέφει από τις σκιές της Πόλης. Εδραιωμένες πλουτοκρατίες καταρρέουν· οι πολιτάρχες της Ρελκάμνια ανησυχούν. Τρόμος και αναστάτωση απλώνονται γύρω από τον Ριγοπόταμο, καθώς προβλέπουν πόλεμο.
Ένας μεγάλος ηγέτης έχει εμφανιστεί και η Πόλη φαίνεται να ζητά το αντίβαρό του – έναν άνθρωπο από συνοικίες αρκετά μακρινές. Εχθρικές δυνάμεις τον θέλουν νεκρό, αλλά μυστηριώδεις συμπτώσεις έρχονται για να τον συντρέξουν. Μισθοφόροι και μαχητές κατευθύνονται προς το επίκεντρο του επικείμενου πολέμου.
Δύο Θυγατέρες της Πόλης αναζητούν ένα πολύτιμο κόσμημα που έκλεψε μια Αδελφή τους – ένα αινιγματικό κατασκεύασμα μιας αρχαίας Θυγατέρας που μπορεί να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στα λάθος χέρια.
Συμμορίες ξεσηκώνονται παντού, ακούγοντας το όνομα του Αλυσοδεμένου Ποιητή που έσπασε τις αλυσίδες του. Καιροσκόποι και πολεμοκάπηλοι πιστεύουν ότι έχουν κάτι να κερδίσουν. Παλιά καθεστώτα γκρεμίζονται, καινούργια παίρνουν τη θέση τους – καλύτερα ή χειρότερα;
Ένας ξεχασμένος χώρος ανοίγει, ξερνώντας πανωλεθρία και δαίμονες από άλλους χρόνους, τραυματίζοντας την Πόλη και φέρνοντας θλίψη στους κατοίκους της.
Οι Νομάδες των Δρόμων ταξιδεύουν στις οδούς και τις λεωφόρους της Ατέρμονης Πολιτείας, καθοδηγούμενοι από την Κυρά τους. Βαδίζοντας, πάντοτε βαδίζοντας. Προσελκύοντας κι άλλους από τις συνοικίες που περνούν. Ένα υπέροχο, μαγευτικό ταξίδι γι’αυτούς, το οποίο τους αποκαλύπτει ολοένα και περισσότερα μυστήρια της Πόλης· αλλά δεν θα αργήσει να τους βάλει και σε τρομερά προβλήματα. Θα βρεθούν ακόμα και στο έλεος αμφιλεγόμενων δυνάμεων ενώ θα θεωρούν τους εαυτούς τους, για πρώτη φορά, χαμένους μέσα στη Ρελκάμνια.
Μια εποχή μεγάλων αλλαγών, από τον Ριγοπόταμο ώς την Ανακτορική Συνοικία...
Ένας εξερευνητής από την Απολλώνια έχει χαθεί στο Πορφυρό Κενό,
ακολουθώντας τα ξεχασμένα ίχνη για κάποιο πιθανό απομεινάρι από τον Ενιαίο Κόσμο
– κάτι που και η Παντοκράτειρα πολύ πιθανόν να θέλει να πάρει στα χέρια της.
Ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, προσπαθεί να προλάβει ένα τέτοιο
ενδεχόμενο, και να ξαναβρεί τον χαμένο εξερευνητή. Στέλνει την Ιωάννα, τη Μαύρη
Δράκαινα, και τον Σέλιρ’χοκ, έναν μάγο του τάγματος των Διαλογιστών, στην Άκρη,
μια πόλη εκεί όπου το σύμπαν τελειώνει και το Πορφυρό Κενό απλώνεται, γεμάτο
Αιωρούμενες Νήσους, Ανέμους, και ανείπωτα όντα.
Στην Άκρη, η Ιωάννα και ο Σέλιρ’χοκ θα βρουν συμμάχους – έναν καπετάνιο του
Κενού, μια Ανεμοσκόπο, έναν μονόφθαλμο κυνηγημένο άντρα – και θα ταξιδέψουν στα
βάθη του Πορφυρού Κενού, σφυροκοπημένοι από Ανέμους… και με έναν από τους πιο
επικίνδυνους πράκτορες της Παντοκράτειρας στο κατόπι τους.
Ο Κάραγγελ, Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα, επιστρέφει στη μεγάλη
πόλη φέρνοντας νέα για τη γενοκτονία της Λευκής φυλής του από μια μαζική επίθεση
Μελανών. Αποζητά εκδίκηση. Αλλά στην Ελρείσβα οι αποφάσεις δεν παίρνονται μόνο
από εκείνον. Ούτε καν μόνο από τον Βασιληά. Ο Πρωτοσπαθάριος Κάραγγελ πρέπει να
συνεννοηθεί με τον Παντοκρατορικό Επόπτη Ευρύμαχο Νάλφερ, που βρίσκεται εκεί,
κυρίως, για να ελέγχει τα ορυχεία ενέργειας της περιοχής. Οι Παντοκρατορικοί
αποδεικνύονται πρόθυμοι να βοηθήσουν τον Κάραγγελ στον αγώνα του για εκδίκηση
εναντίον των Μελανών, αλλά τα όπλα που φέρνουν είναι τόσο καταστροφικά που
κάνουν ακόμα και τον Πρωτοσπαθάριο να προβληματιστεί σχετικά με τις μεθόδους
τους. Και ποια μπορεί να είναι τα κίνητρά τους για τη βοήθεια που του
προσφέρουν;
Το ένα χωριό Μελανών μετά το άλλο αφανίζεται, μέσα στις καυτές ερήμους της
Αρβήντλια, καθώς η εκστρατεία των Παντοκρατορικών ταξιδεύει σαν λαίλαπα ολέθρου.
Ταυτόχρονα, ο Ανδρόνικος, Πρίγκιπας της Επανάστασης, η Ιωάννα η Μαύρη
Δράκαινα, και άλλοι επαναστάτες σύντροφοί τους έρχονται προς την Αρβήντλια μέσω
μιας διαστασιακής διόδου στη Σάρντλι. Αλλά δεν γνωρίζουν ακόμα τίποτα για την
καταστροφή που ο Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα και οι Παντοκρατορικοί
σύμμαχοί του έχουν εξαπολύσει εναντίον των Μελανών φυλών. Στόχος των επαναστατών
είναι η αποκωδικοποίηση ενός μυστηριώδους μηνύματος που, αν οι υποψίες τους
είναι σωστές, θα αλλάξει τα πάντα για την Επανάσταση και για την Παντοκρατορία
σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν...
Το Ελληνικό Ιδίωμα του Φανταστικού Και μέσα από τη σύγχυση, βγάζεις νόημα...
Δεν είμαι σίγουρος πότε ακριβώς ξεκίνησα να γράφω φανταστική λογοτεχνία, αλλά ήταν γύρω στο 1993. Τότε, στην Ελλάδα, από μια άποψη τα πράγματα ήταν καλύτερα για τη φανταστική λογοτεχνία, αλλά από μια άλλη άποψη χειρότερα. Το χειρότερο ήταν ότι νομίζω πως η φανταστική λογοτεχνία είχε μικρότερη εξάπλωση: λιγότεροι άνθρωποι την ήξεραν, λιγότεροι τη διάβαζαν. Το καλύτερο ήταν ότι μπορούσες να βρεις βιβλία φαντασίας ακόμα και στα περίπτερα! Μοιάζει εξωφρενικό στους σημερινούς, πιο νέους αναγνώστες; Κι όμως, έβρισκες. Τις ανθολογίες της Ωρόρας, που πλέον τις συναντάς μόνο σε παλαιοβιβλιοπωλεία (και έχω βάλει αρκετά εξώφυλλά τους στα Σκιώδη Παραλειπόμενα). Επίσης, καθώς τα χρόνια κυλούσαν, έβρισκες ολοένα και πιο πολλά βιβλία φαντασίας γενικά στα βιβλιοπωλεία, από το 1990 μέχρι το 2000-κάτι. Τα περισσότερα μεταφρασμένα, φυσικά. Μετά, από το 2012, έβρισκες ολοένα και λιγότερα βιβλία φαντασίας, μέχρι που έχουμε φτάσει στο σήμερα που – τουλάχιστον, απ’αυτά που βλέπω εγώ (και τριγυρίζω σε πολλά μέρη) – τα ψάχνουμε με το τουφέκι σαν σπάνια πουλιά στο κέντρο της Αθήνας.
Παρότι όμως παλιότερα έβρισκες ανθολογίες φαντασίας ακόμα και στα περίπτερα, η ελληνική κοινωνία δεν δεχόταν και τόσο φιλικά αυτό το περιεχόμενο. Ή τους άφηνε αδιάφορους, ή το έβλεπαν εχθρικά («αυτά είναι του Διαβόλου, παιδί μου» και τέτοιες ανοησίες), ή θεωρούσαν (εσφαλμένα) ότι «αυτά δεν είναι στην παράδοσή μας» και τα λοιπά. Έχω ξαναγράψει για το θέμα. Ακόμα και σήμερα, πολλές από τις παραπάνω αντιλήψεις εξακολουθούν να υφίστανται. Τότε, πιστεύω πως ήταν πιο έντονες. Και όχι μόνο αυτό αλλά δεν νομίζω πως υπήρχε μια ας το πούμε ενοποιημένη κουλτούρα λογοτεχνικής φαντασίας στην οποία να μπορεί να στηριχτεί κάποιος αν ήθελε να ξεκινήσει να γράφει κι ο ίδιος.
Οπότε, όταν ξεκίνησα να γράφω λίγο πιο σοβαρά (δηλαδή, μυθιστόρημα – πράγματα που σήμερα μού φαίνονται της πλάκας, αλλά δεν έχει σημασία: τότε μου άρεσαν, και όλα πρέπει να τα γράψεις), γύρω στο 1993, δεν υπήρχε τίποτα ή κανένας για να σε βοηθήσει. Δεν είχες κάτι στο οποίο να στηριχτείς, το οποίο να μπορείς να θεωρήσεις ως βάση. Στο εξωτερικό δεν ίσχυε αυτό το πράγμα: εκεί υπήρχε και υπόβαθρο και βάση. Εδώ επικρατούσε – και ακόμα επικρατεί σε μεγάλο βαθμό – μια κατάσταση που ή μπορείς να τη χαρακτηρίσεις κενό ή σύγχυση. Κάποιος μετέφραζε βιβλία φαντασίας και χρησιμοποιούσε μια δική του λογική· κάποιος άλλος χρησιμοποιούσε μια άλλη λογική. Ας πούμε ότι ο ένας μπορεί να έλεγε το orc «ορκ» και ο άλλος να το έλεγε «δαιμονικό». Τρέχα-γύρευε. Το ίδιο και για λιγότερο φανταστικές ορολογίες, όπως κάποια παλιά όπλα που υπήρχαν στο Βυζάντιο (είναι «μέσα στην παράδοσή μας», ξέρετε) όμως σήμερα έχουν ξεχαστεί και όπως θέλει ο καθένας τα λέει. Για παράδειγμα, σε μια μετάφραση το mace μπορεί να ήταν ρόπαλο, σε μια άλλη κεφαλοθραύστης, σε μια άλλη απελατίκιο. Τρέχα-γύρευε, και πάλι· νόμιζες ότι μιλούσαν για άλλο όπλο ο καθένας.
Όπως έλεγα, υπήρχε μια σύγχυση, η οποία εξακολουθεί να υφίσταται σε κάποιο βαθμό και σήμερα, αν όχι ακριβώς ίδια. (Δεν ξέρω πώς αισθάνονται όσοι ξεκινάνε τώρα να γράψουν φανταστική λογοτεχνία και είναι, μάλιστα, και μικρής ηλικίας, όπως εγώ τότε.) Στο εξωτερικό, όταν λένε «mace» ξέρουν ότι εννοούν mace. Όταν λένε «goblin» ξέρουν ότι εννοούν goblin, ακόμα κι αν δεν είναι το goblin του Τόλκιν. Εδώ άλλος μπορεί να το μεταφράζει αερικό, άλλος τελώνιο, άλλος δαιμονικό, άλλος γκόμπλιν. Γιατί ποτέ δεν υπήρχε καμιά ενοποιημένη κουλτούρα γι’αυτά τα πράγματα. Κι αυτό ίσως να είναι εσκεμμένο. Πάντα η φανταστική λογοτεχνία σε τούτη τη χώρα ήταν σε μια «υπό διωγμό» κατάσταση. (Σημειωτέον: δεν είναι το μόνο πράγμα που βρίσκεται σε «υπό διωγμό» κατάσταση στην Ελλάδα – στις τέχνες και όχι μόνο στις τέχνες – αλλά δεν θα καθίσουμε τώρα να κάνουμε λίστα.) Μπορεί να δεις σε κάποια στιγμή μια τρομερή εκδοτική έξαρση με βιβλία φαντασίας, και μετά να εξαφανιστεί κάθε εκδοτική προσπάθεια για μήνες ατελείωτους.
Μια γενική αστάθεια που, βέβαια, δεν ευνοεί τη δημιουργία ενοποιημένης κουλτούρας.
Επομένως, όταν ξεκίνησα να γράφω – και δεδομένου ότι ήμουν μικρός και χρειαζόμουν μια βάση, κάπου να στηριχτώ – έπρεπε να κοιτάζω ή μεταφράσεις (που είχαν από μικρές έως τεράστιες διαφορές αναμεταξύ τους από άποψη χρήσης των λέξεων) ή ξενόγλωσσα βιβλία – αγγλικά κυρίως. Και ήμουν προβληματισμένος, τότε, σχετικά με το πώς να λέω ορισμένα πράγματα. Επειδή έγραφα και θέματα που σήμερα θεωρώ κλισέ και βαρετά, δεν μπορούσα να αποφασίσω, ας πούμε, πώς να ονομάσω κάποια τέρατα έτσι ώστε να ακούγονται ελληνικά. Να πεις το goblin «γκόμπλιν», ή να το πεις «τελώνιο»; Το ίδιο και για διάφορα άλλα. Θυμάμαι, για παράδειγμα, ότι με είχε προβληματίσει το ότι στα αγγλικά έχουν ένα σωρό λέξεις για να πουν «μάγος» ενώ εμείς έχουμε μόνο μία (ή έτσι νόμιζα τότε). Ορισμένοι μού έλεγαν «μην τα γράφεις στα αγγλικά – μη γράφεις, πχ, γκόμπλιν – γράψε τα στα ελληνικά»· άλλοι πάλι θεωρούσαν ότι κανένας δεν θα «καταλαβαίνει» τι θες να πεις αν αναφέρεις κάτι με έναν δικό σου όρο.
Αυτό, βέβαια, δεν με σταμάτησε απ’το να γράφω. Έγραφα όπως νόμιζα ότι ήταν πιο σωστό, και πάντα προτιμούσα να μην γράφω αγγλικά ονόματα με ελληνικούς χαρακτήρες αλλά να βρίσκω κάποια ελληνική λέξη που ταιριάζει.
Αφού έγραψα εκείνες τις πρώτες ιστορίες (που μου μοιάζουν «της πλάκας» τώρα – και είναι), προχώρησα σε κάποιες άλλες («της πλάκας» επίσης) όπου όμως είχα αποφασίσει να μη βασίζομαι καθόλου σε στερεοτυπικά πράγματα, όπως goblins ή τελώνια ή όπως αλλιώς κι αν θες να τα πεις. Άρχισα να φτιάχνω τα δικά μου πράγματα. Αυτό συνέβη επειδή βαρέθηκα τα στερεότυπα της φανταστικής λογοτεχνίας· αλλά όχι μόνο. Συνέβη και επειδή για τα στερεότυπα της φανταστικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα δεν έχουμε καλές, ενοποιημένες ορολογίες και αμφίβολο είναι αν ποτέ θα αποκτήσουμε. Επιπλέον, έτσι όπως το βλέπω τώρα, ίσως να μην πρέπει ποτέ να αποκτήσουμε. Σε τι θα μας ωφελούσε; Είναι σαν μια μεγάλη ανώνυμη εταιρεία να καταβροχθίζει όλες τις μικρές και να επιβάλλει τα δικά της δεδομένα. Αυτό είναι καλό;
Από την άλλη, και όλο το χάος που επικρατεί δεν προκαλεί μια σύγχυση που, με τη σειρά της, προκαλεί ζημιά;
Ισορροπία, λοιπόν, χρειάζεται. Ούτε απόλυτα ενοποιημένες ορολογίες αλλά ούτε και ένας αχταρμάς.
Και σε αυτό το συμπέρασμα έφτασα, ως συνήθως, γράφοντας. Πώς αλλιώς; Όσο έγραφα συνειδητοποιούσα, ολοένα και περισσότερο, ότι ίσως τελικά να μην είναι και τόσο κακό που στην Ελλάδα δεν έχουμε ενοποιημένες ορολογίες ώστε να ξέρεις πώς να πεις το goblin. Ίσως, μάλιστα, αυτό να είναι καλό. Γιατί; Επειδή σε ωθεί να μη γράφεις (κι εσύ όπως χιλιάδες άλλοι παγκοσμίως) για κλισέ goblins α λα Τόλκιν, αλλά να γράφεις κάτι δικό σου. Σε ωθεί να γίνεις πιο δημιουργικός. Δεν έχεις την εύκολη λύση. Δεν θα πας να βάλεις στο βιβλίο σου κάτι από το Λεξικό Φαντασίας. Θα φτιάξεις κάτι προσωπικό, ιδιοσυγκρασιακό, καινούργιο. Θα γράψεις το δικό σου Λεξικό Φαντασίας. (Βλ. παλιότερα άρθρα μου:Η Λέξη Ξόρκι στη Φανταστική Λογοτεχνία· Λέξεις Φανταστικές.) Και όχι μόνο Λεξικό Φαντασίας. Μπορεί να αναγκαστείς να φτιάξεις, ή να χρησιμοποιήσεις, λέξεις ακόμα και για άλλα πράγματα που δεν είναι και τόσο καλά ορισμένα στην Ελλάδα αλλά εσύ, γράφοντας, χρειάζεσαι οπωσδήποτε έναν όρο, σταθερό, για να μπορείς να τα ονομάσεις.
Έτσι αρχίζεις να διαμορφώνεις το δικό σου ιδίωμα. Εκείνο που πραγματικά σού ταιριάζει και σε χαρακτηρίζει. Το ιδιοσυγκρασιακό.
Προσωπικά, δεν νομίζω ότι θα είχα εξελιχτεί ως συγγραφέας όπως έχω εξελιχτεί αν είχα, από μικρός, την εύκολη και στερεοτυπική λύση. Μπορεί από ένα σημείο και μετά να είχα βγει από την «κεντρική οδό», κάνοντας τα δικά μου πράγματα· όμως θα ήμουν αλλιώς επηρεασμένος. Θα είχα μπει σε κάποιο «κανάλι». Τώρα, το κανάλι είναι το δικό μου κανάλι. Και μ’αρέσει.
Μα, μπορεί να πει κάποιος, αυτά δεν είναι που οδηγούν στον αχταρμά που ισχύει στην Ελλάδα σχετικά με τη φανταστική λογοτεχνία;
Ίσως. Αλλά ίσως, επίσης, ο αχταρμάς να μην είναι τόσο κακός όσο πιστεύουμε. Εξαρτάται πώς το βλέπεις. Αν θέλεις κάτι σταθερό, ναι, είναι κακός. Αν θέλεις να γίνεις πραγματικά δημιουργικός, να φτιάξεις τα δικά σου πράγματα, δεν είναι κακός. Απλά σε ωθεί προς δημιουργική κατεύθυνση γιατί δεν έχεις να πάρεις έτοιμα πράγματα από πουθενά – ή τα έτοιμα πράγματα είναι αντικρουόμενα, οπότε τσαντίζεσαι, τα αγνοείς όλα, και κάνεις το δικό σου.
Από την άλλη, νομίζω πως για ορισμένα πράγματα στην Ελλάδα θα έπρεπε να υπάρχουν πιο καλές ορολογίες (και όχι μόνο στη φανταστική λογοτεχνία). Δεν μιλάω για λέξεις όπως goblin. Δεν χρειαζόμαστε στερεοτυπικά goblinsκαι σ’αυτή τη χώρα. Φτιάξε τα δικά σου τελώνια, αερικά, δαιμονικά, ξωτικά (ναι, τα ξωτικά, ξέρεις, δεν είναι απαραίτητα τα elves του Τόλκιν), οτιδήποτε. Βάσισέ τα σε παραδόσεις αν σ’αρέσει (βλ. Κόντογλου, Ο Θεός Κόνανος και άλλα διηγήματά του), ή φτιάξε τελείως δικά σου φανταστικά όντα. Αυτό είναι το καλύτερο. Αλλά για πράγματα όπως το mace θα έπρεπε να υπάρχει μια κάποια σταθερή ορολογία. Δεν μπορεί να μην ξέρουμε πώς να πούμε τη μπότα, γαμώτο! Δεν είναι φανταστικό πλάσμα αυτό· είναι κάτι που υπάρχει ή υπήρχε. Κι αυτό το πρόβλημα μη νομίζετε ότι αφορά μόνο παλιά, αρχαϊκά πράγματα· αφορά και πιο σύγχρονα πράγματα. Όταν έγραφα, για παράδειγμα, την Αιχμάλωτη του Θαυματοποιού ταλαιπωρήθηκα να βρω, στα ελληνικά, τη διαφορά ανάμεσα στο ανεμόπτερο και στο αιωρόπτερο (που δεν έχει άμεση σχέση με τη φανταστική λογοτεχνία, συνήθως, αλλά ορίστε που, όπως έλεγα, το πρόβλημα εμφανίζεται παντού στη χώρα μας). Υπήρχαν οι ορολογίες αλλά δεν ήταν και τόσο εύκολο να τις βρεις.
Το dagger, αυτό το όπλο που παρουσιάζεται σε πάρα πολλά βιβλία και παιχνίδια φαντασίας και είναι τραγικά γνωστό, στην Ελλάδα πολλοί δεν ξέρουν ότι λέγεται ξιφίδιο (μικρό ξίφος). Και επικρατεί μια σύγχυση σχετικά με το αν είναι σωστό να το πεις εγχειρίδιο ή στιλέτο ή μαχαίρι. Μπορεί να δεις κάποιον να το μεταφράζει ακόμα και σουγιά! Αν είναι δυνατόν... Δεν έχω παρατηρήσει να υπάρχει η αντίστοιχη σύγχυση στο εξωτερικό σχετικά με το dagger… Είναι σχεδόν αστείο το θέμα.
Και υπάρχουν και κάποια πράγματα για τα οποία επικρατεί πλήρης σύγχυση, και ούτε εγώ προσωπικά δεν έχω αποφασίσει τι είναι το «σωστό». Όπως για το mace που έλεγα παραπάνω. Στο Βυζάντιο το ονόμαζαν απελατίκιο γιατί ήταν ένα όπλο που κρατούσε ο απελάτης· αλλά αυτό είναι, νομίζω, πολύ αρχαϊκό για σύγχρονη χρήση (επιπλέον, προϋποθέτει ότι στο σκηνικό που γράφεις υπάρχουν απελάτες!). Αποκεί και πέρα, ουδείς γνωρίζει πώς στο διάολο λέγεται στα ελληνικά το mace. Ποια είναι η «επίσημη» ορολογία, τουλάχιστον. (Εγώ συνήθως το γράφω κεφαλοθραύστη.)
Και επειδή κάπου πρέπει να τελειώσει αυτό το άρθρο (που θα μπορούσε να ήταν τεράστιο), το συμπέρασμά μου είναι το εξής: Δεν είναι κακό που δεν υπάρχει ενοποιημένη «ορολογία του φανταστικού» στην Ελλάδα. Ίσως, μάλιστα, να είναι καλό. Γιατί σε ωθεί να γίνεσαι πιο δημιουργικός, να μη μπαίνεις σε καλούπια. Από την άλλη, όμως, για κάποια πράγματα (και όχι μόνο στη φανταστική λογοτεχνία) θα έπρεπε να υπάρχουν επίσημες ορολογίες. Απλά και μόνο για να ξέρουμε τι μας γίνεται.
Ως συγγραφέας, όμως, θεωρώ πως είναι πολύ σημαντικό να αποκτήσεις το προσωπικό σου ιδίωμα. Τον δικό σου, ιδιοσυγκρασιακό τρόπο για να ορίζεις τα πράγματα μέσα στο λογοτεχνικό σου σύμπαν. Και αυτό επιτυγχάνεται πιο εύκολα όταν δεν υπάρχει κάποιος που να σου λέει τι είναι το «σωστό» παρά όταν υπάρχει.