Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, από τρίτους κυρίως, για απλή ανάλυση επισκεπτών (πχ, Google Analytics) και για social media (πχ, από το Twitter). Τα μόνα cookies που χρησιμοποιούμε εμείς είναι για θέματα λειτουργικότητας (πχ, για να μην εμφανίζεται ξανά αυτή η ειδοποίηση αφότου έχετε πατήσει το κουμπάκι). Κανένα από αυτά τα cookies, απ’ό,τι ξέρουμε, δεν είναι βλαβερό, και εμείς δεν εκμεταλλευόμαστε τις πληροφορίες σας με κανέναν τρόπο. Ωστόσο, αν θέλετε μπορείτε πολύ εύκολα να σβήσετε τα cookies από οποιονδήποτε browser, συνήθως πατώντας Shift+Ctrl+Del. Περισσότερες πληροφορίες για τα cookies μπορείτε να βρείτε στο www.whatarecookies.com.
Δύο συνοικίες της Ατέρμονης Πολιτείας, η Βαθμιδωτή και η Επίστρωτη, βρίσκονται από χρόνια σε μια κατάσταση οικονομικής αλληλεξάρτησης. Η μία συμπληρώνει την άλλη. Η Βαθμιδωτή παράγοντας, αποκλειστικά και μόνο, τεχνικούς εξοπλισμούς. Η Επίστρωτη παράγοντας τρόφιμα. Και καμιά από τις δυο συνοικίες δεν διανοείται να αλλάξει τον ρυθμό της ζωής των πολιτών της.
Μια μυστηριώδης γυναίκα με το όνομα Κορίνα παρουσιάζεται στην Επίστρωτη και μιλά με τους Εχθρούς του Πρωινού, τη μεγαλύτερη και χειρότερη συμμορία της συνοικίας, που είναι ο φόβος κι ο τρόμος των πολιτών αλλά και της αστυνομίας. Η Κορίνα προθυμοποιείται να τους βοηθήσει σ’ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο: να κλέψουν χρήματα κατευθείαν από το κεντρικό θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας των Τεσσάρων.
Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο που έχει η Κορίνα στο μυαλό της.
Πολύ σύντομα, τα πράγματα αρχίζουν ν’αλλάζουν για τις δύο συνοικίες καθώς οι ισορροπίες θρυμματίζονται...
Το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης αρχίζει!
Μετά από τον διωγμό των δυνάμεων της Παντοκράτειρας, οι υλικές ζημιές στη
διάσταση της Σεργήλης είναι πολλές, και η οικονομία της έχει δεχτεί σοβαρό
πλήγμα. Προκειμένου ολόκληρη η διάσταση να ορθοποδήσει, οι πολιτικοί της
αποφασίζουν να οργανώσουν το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, που θα φέρει
χρήματα από πολλές άλλες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος.
Οι ραλίστες που θα αγωνιστούν είναι όλοι ικανοί και έμπειροι στην οδήγηση –
ήρωες των τροχών και του τιμονιού. Ανάμεσά τους είναι και η Ελοντί Αλλόγνωμη, ή,
όπως πολλοί στη Σεργήλη τη γνωρίζουν από την παλιά της ζωή ως τραγουδίστρια, η
Έκπτωτη Ελοντί. Στο παρελθόν, σε μικρή ηλικία, ήταν δόκιμη για ιέρεια της
Αρτάλης όταν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας προσπαθούσαν ακόμα να εξαφανίσουν
τις γυναίκες που λάτρευαν αυτή τη θεά. Αργότερα, είχε μπει στους κόλπους της
Επανάστασης, αποζητώντας εκδίκηση. Τώρα, στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης,
το παρελθόν της Ελοντί θα συναντήσει το παρόν, κι εκείνη θ’ανακαλύψει
καινούργια, και ίσως τρομαχτικά, πράγματα για τον εαυτό της.
Ο Ζορδάμης, ένας παλιός εραστής της Έκπτωτης Ελοντί και δεινός ραλίστας,
συμμετέχει επίσης στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι, και έχει κάνει μια σκοτεινή και
δαιμονική συμφωνία για να βεβαιωθεί ότι θα νικήσει. Επειδή
πρέπει να νικήσει: μυστηριώδεις δυνάμεις του υπόκοσμου της Σεργήλης
βρίσκονται στο κατόπι του, και φαίνονται έτοιμες να τον αφανίσουν αν δεν τους
δώσει ό,τι τους χρωστά...
Στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, οι οδηγοί θα τρέξουν επάνω σε
αιωρούμενες ράμπες, επάνω σε δύσκολα εδάφη, μέσα στους άγριους δασότοπους
Φέρνιλγκαν, μέσα στις καυτές ερήμους της Σεργήλης, μέσα σε παγωμένα βουνά, ακόμα
και μέσα σε μια παράξενη ενδοδιάσταση με πράσινο ουρανό και κόκκινο ήλιο...
Η Σεργήλη έχει απελευθερωθεί από τους Παντοκρατορικούς· οι κάτοικοί της
μπορούν ξανά να λατρεύουν όποιους θεούς θέλουν. Η θρησκεία της Αρτάλης έχει
αναβιώσει. Η Αριστέα, μια από τις ιέρειές της, καταφέρνει να λάβει χρηματοδότηση
από την Πολιτειάρχη της Μέλβερηθ για την οικοδόμηση ενός καινούργιου ναού στα
άκρα της εν λόγω μεγαλούπολης. Αλλά σύντομα ανακαλύπτει ότι το χρηματικό δεν
είναι το μόνο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει. Οι Ανατολικοί Φρουροί, μια νέα
συμμορία που καταδυναστεύει τις ακροανατολικές συνοικίες της Μέλβερηθ, ζητούν
λεφτά για την προστασία του ναού – «προστασία» από την ίδια τη συμμορία, στην
πραγματικότητα. Η Αριστέα, αρνούμενη να πληρώσει, θα βρεθεί σε σύγκρουση μαζί
τους. Ευτυχώς, στο πλευρό της είναι ο Βασνάρος, ο Αγωνιστής των Δρόμων – γνωστός
και ως Τρελός Λύκος της Μέλβερηθ, κατά την περίοδο της κυριαρχίας των
Παντοκρατορικών.
Η Φάνρηβ, μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Μοργκιάνης, ήταν κάποτε, πριν
από χρόνια, ελεύθερη με δικό της πολίτευμα. Σήμερα, είναι ένα προτεκτοράτο του
Βασιλείου της Χάρνωθ. Ο λαός της είναι διαιρεμένος: μια μερίδα υποστηρίζει τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο· μια μερίδα είναι με το μέρος του παλιού Φύλακα της Φάνρηβ,
που έρχεται με στρατό από τον βορρά για να την ελευθερώσει· και μια άλλη μερίδα
των πολιτών είναι αυτονομιστές, που δεν θέλουν ούτε τους Χαρνώθιους στην πόλη
τους ούτε την επιστροφή του Φύλακα.
Οι Αιρετοί της Φάνρηβ είναι διαιρεμένοι όπως και ο λαός της, αποτελώντας
αντανάκλασή του.
Ο Άλφεντουρ αλ Έρεσναβ, Διπλωματικός Αντιπρόσωπος του Εμπορικού Συνδέσμου της
Νάζρηβ, έρχεται από την πόλη του με ελικόπτερο προς τη Φάνρηβ, καλεσμένος εκεί
από έναν παλιό του φίλο, τον Κασλάριν ωλ Μάρατεκ, Αιρετό της Συντεχνίας των
Αγροτών. Ο Κασλάριν πιστεύει πως έχει ένα σχέδιο για να σώσει τη Φάνρηβ προτού η
πόλη καταστραφεί από την οργή των αντίπαλων παρατάξεων. Και ζητά τη βοήθεια του
Άλφεντουρ, ο οποίος μπορεί να ασκήσει πιέσεις και στην Κέσριμιθ ωλ Ζαλτάρεμ, τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο, και στο συμβούλιο των Αιρετών.
Όταν όμως ο Άλφεντουρ φτάνει στην πόλη, το κλίμα είναι ήδη έκρυθμο και, με
κάθε μέρα που περνά, χειροτερεύει. Η Αρχόντισσα Κέσριμιθ προσπαθεί με όλους τους
τρόπους – και με τα ελεγχόμενα μέσα μαζικής πληροφόρησης της Φάνρηβ – να
επηρεάσει τον λαό ώστε να τον τραβήξει με το μέρος του Βασιλείου της Χάρνωθ. Οι
υποστηρικτές του Φύλακα, που έρχεται με στρατό από τα βόρεια, πασχίζουν να
φέρουν τον κόσμο με τη δική τους πλευρά, ενώ αποφεύγουν και χτυπάνε τους
ανθρώπους των Χαρνώθιων. Και οι αυτονομιστές είναι εναντίον όλων, γεμίζοντας
τους δρόμους της πόλης με συνθήματα και απρόσμενες εκρήξεις.
Αλλά στη Φάνρηβ οι πιο επικίνδυνες ενέργειες γίνονται στα παρασκήνια. Σκιερές
μορφές στοιχειώνουν την Πόλη της Αέναης Νύχτας. Προδότες σχεδιάζουν πολιτικές
δολοφονίες. Κατάσκοποι παρακολουθούν κάθε κίνηση. Αδέλφια χάνουν την εμπιστοσύνη
που έχουν μεταξύ τους. Οι πάντες είναι ύποπτοι για τα πάντα.
Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος επιστρέφει στην πατρίδα του, την Απολλώνια, όπου
σύντομα ανακαλύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα είχε αφήσει. Κάποια
μυστηριώδης, σκοτεινή οργάνωση έχει απλώσει τα δίχτυα της μέσα στο Βασίλειο, και
φημολογείται, ψιθυριστά, ότι ακόμα κι ο αδελφός του Ανδρόνικου, ο Πρίγκιπας
Λούσιος, είναι αναμιγμένος σ’αυτήν.
Ο Ανδρόνικος θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, και θα χρειαστεί να
ζητήσει βοήθεια ακόμα κι από τους επαναστάτες άλλων διαστάσεων· διότι μέσα στην
ίδια του την πατρίδα κανένας δεν φαίνεται πλέον να μπορεί να θεωρηθεί
αξιόπιστος…
Εν τω μεταξύ, οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας έρχονται από το Βόρειο Μέτωπο,
φέρνοντας έναν από τους πιο καταστροφικούς πολέμους στο Γνωστό Σύμπαν· ενώ από
τα νότια της διάστασης τερατουργήματα επιτίθενται από την Απολεσθείσα Γη,
μαστίζοντας το Βασίλειο σαν προαιώνια κατάρα.
Στην Απολλώνια, μια από καιρό πολιορκημένη διάσταση, τα πράγματα έχουν
αρχίσει να ξεφεύγουν από τον έλεγχο…
Η Αγγελική, μια φίλη της Παντοκράτειρας, βρίσκεται δολοφονημένη στη σουίτα
ενός ξενοδοχείου, με μυστηριώδεις τομές επάνω στο σώμα της. Ο εραστής της,
Ταγματάρχης Στίβεν Νέλκος, παρότι ήταν μαζί της εκείνη τη βραδιά, μοιάζει να
έχει πλήρη άγνοια του τι συνέβη. Και οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας δεν
καταφέρνουν να ανακαλύψουν τίποτα.
Η Ρία-Μία, η Αρχιέρεια του Κρόνου, προτείνει στην Παντοκράτειρα έναν ιδιωτικό
ερευνητή, τον Φέλιξ Χάρλω, ο οποίος ίσως θα μπορούσε να βρει τον δολοφόνο.
Ωστόσο, ακόμα κι αυτός σύντομα θα συνειδητοποιήσει πως η περίπτωση είναι
εξαιρετικά περίπλοκη και δυσεπίλυτη, και οι δυνάμεις που είναι αναμιγμένες
ξεπερνούν τη δικαιοδοσία του αλλά και τις ικανότητες του μυαλού του...
Ένας ξεχασμένος κόσμος, μια διάσταση απομονωμένη από το υπόλοιπο σύμπαν.
Ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος – ένα
ρήγμα – σπάζει το στάσιμο πλέγμα της πραγματικότητάς του. Κι από εκεί,
έρχεται ένας μεγάλος προφήτης που θα αλλάξει τη ροή της ιστορίας του για
πάντα...
Ο Τάμπριελ, κάποτε σύζυγος της Παντοκράτειρας και μάγος του τάγματος των
Δεσμοφυλάκων, καταλήγει σαν ναυαγός σε μια διάσταση ανέγνωρη για εκείνον. Ένα
μέρος όπου κανένας δεν μιλά καμια γνωστή του γλώσσα. Μέσα στο μυαλό του, όμως,
παράδοξα, υπάρχουν εικόνες από αυτόν τον απομονωμένο κόσμο: και ο Τάμπριελ
συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να βρίσκεται τυχαία εδώ...
Μαζί του είναι η Ανταρλίδα, μια από τις Μαύρες Δράκαινες της Παντοκράτειρας
οι οποίες πλέον υπηρετούν την Επανάσταση εναντίον της. Ούτε εκείνη έχει ποτέ
ξανά δει ή ακούσει γι’αυτό τον κόσμο. Αλλά τώρα που οι δυο τους βρίσκονται εδώ,
σ’ένα ξένο, εχθρικό περιβάλλον, πρέπει να μάθουν να επιβιώνουν ώστε να
ξεκλειδώσουν τα μυστικά της διάστασης που θα τους δώσουν πρόσβαση στο Γνωστό
Σύμπαν, από το οποίο ήρθαν.
Παράξενα ανοίγματα παρουσιάζονται στη Χάρνταβελ: τρύπες επάνω στα ίδια τα
τοιχώματα της πραγματικότητάς της. Από μέσα τους διακρίνεται μια άλλη
πραγματικότητα, και πλάσματα έρχονται από εκεί τα οποία δεν έχουν ξαναβαδίσει
ποτέ στη Χάρνταβελ.
Οι Παντοκρατορικοί που ελέγχουν την εν λόγω διάσταση προσπαθούν να ερευνήσουν
το φαινόμενο, η συχνότητα εμφάνισης του οποίου δεν μειώνεται αλλά αυξάνεται με
ανησυχητικό ρυθμό. Η Αρίνη’σαρ, μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών και σύζυγος
του Παντοκρατορικού Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ, έχει αναλάβει να ανακαλύψει τι
συμβαίνει, συναντώντας πολλά εμπόδια στον δρόμο της.
Αλλά και ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, ενδιαφέρεται για το
μυστηριώδες φαινόμενο γιατί η Χάρνταβελ συνδέεται άμεσα με τη δική του διάσταση,
την Απολλώνια. Οργανώνει μια αποστολή για να το ερευνήσει, και αναζητά τους
σωστούς ανθρώπους. Προσπαθεί να πείσει τον Γεράρδο να επιστρέψει στη Χάρνταβελ,
η οποία ήταν κάποτε πατρίδα του.
Ο Γεράρδος, όμως, είναι διστακτικός, επειδή είχε τους λόγους του που έφυγε
πριν από χρόνια. Ήταν ένας από τους ιερείς της Χάρνταβελ, που δεν μπορούν ποτέ
να την εγκαταλείψουν, καθώς αυτό σημαίνει τον θάνατό τους από μια δαιμονική
ακατονόμαστη δύναμη που κρύβεται μέσα τους. Αλλά ο Γεράρδος έχει επιβιώσει·
φεύγοντας από τη Χάρνταβελ νομίζει πως κατόρθωσε τελικά να διαλύσει το Εσώτερο
Θηρίο. Μπορεί, όμως, να είναι σίγουρος ότι αυτό δεν θα εμφανιστεί και πάλι εντός
του όταν ξαναγυρίσει στη Χάρνταβελ; Και είναι πρόθυμος να το ριψοκινδυνέψει για
να μάθει;
Η επιστροφή στην πατρίδα του μπορεί να τον φέρει σε σύγκρουση όχι μόνο με το
ιερατείο εκεί, αλλά και με μια δύναμη πιο διαβολική και εξαπλωμένη απ’ό,τι
μπορούσε ποτέ να φανταστεί.
Και, φυσικά, είναι και οι Παντοκρατορικοί στη Χάρνταβελ...
Μετά τη διάλυση της Συμπαντικής Παντοκρατορίας,
ληστές και κακούργοι λυμαίνονται τα άγρια εδάφη της Φεηνάρκια:
απομεινάρηδες των στρατών της Παντοκράτειρας αλλά και γηγενείς που
προσπαθούν να επωφεληθούν από την κατάσταση. Όταν ένας έμπορος από τη
Χόλκεραλ, ο Καντάρφιλ, δέχεται επίθεση από τους ληστές της Σαρντίκα-Νοθ,
μια ομάδα μισθοφόρων έρχεται απρόσμενα προς βοήθειά του για να τρέψει
τους ληστές σε φυγή. Σύντομα όμως ο Καντάρφιλ μαθαίνει πως οι σωτήρες
του είναι κι αυτοί πρώην Παντοκρατορικοί, όπως η Σαρντίκα-Νοθ.
Ονομάζονται Ζωντανοί-Νεκροί, και αρχηγός τους είναι ο Ζαώρδιλ ο
Σκοτωμένος – ένας άνθρωπος που κανονικά θα έπρεπε να είναι νεκρός. Δεν
έσωσαν, όμως, τον έμπορο από τη Σαρντίκα-Νοθ για να τον ληστέψουν οι
ίδιοι· αντιθέτως, τον καθοδηγούν ώστε να φτάσει, μέσω επικίνδυνων
ορεινών περασμάτων, στον προορισμό του: την πόλη της Νασόλκαθ. Εκεί, ο
Ζαώρδιλ ελπίζει να βρει περισσότερες δουλειές για τους μισθοφόρους του,
αλλά ανακαλύπτει πως οι φήμες κυκλοφορούν γρήγορα και είναι πολλοί που
ακόμα έχουν έντονο μίσος για όσους κάποτε υπηρετούσαν την Παντοκράτειρα.
Ωστόσο, υπάρχει και μια γυναίκα – πρώην Παντοκρατορική κι η ίδια – που
επιδιώκει συμμαχία, αν και σκιερή. Και ο Ηγεμόνας της Νασόλκαθ σύντομα
ετοιμάζεται για πόλεμο εναντίον ληστών, και συγκεντρώνει στρατό από
μισθοφόρους κάθε είδους…
Μια επανάσταση ξεκινά, αρχικά περιορισμένη αλλά δυνατή, και σύντομα εξαπλώνεται σαν φωτιά ανεξέλεγκτη. Μια κρυφή δύναμη τη θρέφει από τις σκιές της Πόλης. Εδραιωμένες πλουτοκρατίες καταρρέουν· οι πολιτάρχες της Ρελκάμνια ανησυχούν. Τρόμος και αναστάτωση απλώνονται γύρω από τον Ριγοπόταμο, καθώς προβλέπουν πόλεμο.
Ένας μεγάλος ηγέτης έχει εμφανιστεί και η Πόλη φαίνεται να ζητά το αντίβαρό του – έναν άνθρωπο από συνοικίες αρκετά μακρινές. Εχθρικές δυνάμεις τον θέλουν νεκρό, αλλά μυστηριώδεις συμπτώσεις έρχονται για να τον συντρέξουν. Μισθοφόροι και μαχητές κατευθύνονται προς το επίκεντρο του επικείμενου πολέμου.
Δύο Θυγατέρες της Πόλης αναζητούν ένα πολύτιμο κόσμημα που έκλεψε μια Αδελφή τους – ένα αινιγματικό κατασκεύασμα μιας αρχαίας Θυγατέρας που μπορεί να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στα λάθος χέρια.
Συμμορίες ξεσηκώνονται παντού, ακούγοντας το όνομα του Αλυσοδεμένου Ποιητή που έσπασε τις αλυσίδες του. Καιροσκόποι και πολεμοκάπηλοι πιστεύουν ότι έχουν κάτι να κερδίσουν. Παλιά καθεστώτα γκρεμίζονται, καινούργια παίρνουν τη θέση τους – καλύτερα ή χειρότερα;
Ένας ξεχασμένος χώρος ανοίγει, ξερνώντας πανωλεθρία και δαίμονες από άλλους χρόνους, τραυματίζοντας την Πόλη και φέρνοντας θλίψη στους κατοίκους της.
Οι Νομάδες των Δρόμων ταξιδεύουν στις οδούς και τις λεωφόρους της Ατέρμονης Πολιτείας, καθοδηγούμενοι από την Κυρά τους. Βαδίζοντας, πάντοτε βαδίζοντας. Προσελκύοντας κι άλλους από τις συνοικίες που περνούν. Ένα υπέροχο, μαγευτικό ταξίδι γι’αυτούς, το οποίο τους αποκαλύπτει ολοένα και περισσότερα μυστήρια της Πόλης· αλλά δεν θα αργήσει να τους βάλει και σε τρομερά προβλήματα. Θα βρεθούν ακόμα και στο έλεος αμφιλεγόμενων δυνάμεων ενώ θα θεωρούν τους εαυτούς τους, για πρώτη φορά, χαμένους μέσα στη Ρελκάμνια.
Μια εποχή μεγάλων αλλαγών, από τον Ριγοπόταμο ώς την Ανακτορική Συνοικία...
Ένας εξερευνητής από την Απολλώνια έχει χαθεί στο Πορφυρό Κενό,
ακολουθώντας τα ξεχασμένα ίχνη για κάποιο πιθανό απομεινάρι από τον Ενιαίο Κόσμο
– κάτι που και η Παντοκράτειρα πολύ πιθανόν να θέλει να πάρει στα χέρια της.
Ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, προσπαθεί να προλάβει ένα τέτοιο
ενδεχόμενο, και να ξαναβρεί τον χαμένο εξερευνητή. Στέλνει την Ιωάννα, τη Μαύρη
Δράκαινα, και τον Σέλιρ’χοκ, έναν μάγο του τάγματος των Διαλογιστών, στην Άκρη,
μια πόλη εκεί όπου το σύμπαν τελειώνει και το Πορφυρό Κενό απλώνεται, γεμάτο
Αιωρούμενες Νήσους, Ανέμους, και ανείπωτα όντα.
Στην Άκρη, η Ιωάννα και ο Σέλιρ’χοκ θα βρουν συμμάχους – έναν καπετάνιο του
Κενού, μια Ανεμοσκόπο, έναν μονόφθαλμο κυνηγημένο άντρα – και θα ταξιδέψουν στα
βάθη του Πορφυρού Κενού, σφυροκοπημένοι από Ανέμους… και με έναν από τους πιο
επικίνδυνους πράκτορες της Παντοκράτειρας στο κατόπι τους.
Ο Κάραγγελ, Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα, επιστρέφει στη μεγάλη
πόλη φέρνοντας νέα για τη γενοκτονία της Λευκής φυλής του από μια μαζική επίθεση
Μελανών. Αποζητά εκδίκηση. Αλλά στην Ελρείσβα οι αποφάσεις δεν παίρνονται μόνο
από εκείνον. Ούτε καν μόνο από τον Βασιληά. Ο Πρωτοσπαθάριος Κάραγγελ πρέπει να
συνεννοηθεί με τον Παντοκρατορικό Επόπτη Ευρύμαχο Νάλφερ, που βρίσκεται εκεί,
κυρίως, για να ελέγχει τα ορυχεία ενέργειας της περιοχής. Οι Παντοκρατορικοί
αποδεικνύονται πρόθυμοι να βοηθήσουν τον Κάραγγελ στον αγώνα του για εκδίκηση
εναντίον των Μελανών, αλλά τα όπλα που φέρνουν είναι τόσο καταστροφικά που
κάνουν ακόμα και τον Πρωτοσπαθάριο να προβληματιστεί σχετικά με τις μεθόδους
τους. Και ποια μπορεί να είναι τα κίνητρά τους για τη βοήθεια που του
προσφέρουν;
Το ένα χωριό Μελανών μετά το άλλο αφανίζεται, μέσα στις καυτές ερήμους της
Αρβήντλια, καθώς η εκστρατεία των Παντοκρατορικών ταξιδεύει σαν λαίλαπα ολέθρου.
Ταυτόχρονα, ο Ανδρόνικος, Πρίγκιπας της Επανάστασης, η Ιωάννα η Μαύρη
Δράκαινα, και άλλοι επαναστάτες σύντροφοί τους έρχονται προς την Αρβήντλια μέσω
μιας διαστασιακής διόδου στη Σάρντλι. Αλλά δεν γνωρίζουν ακόμα τίποτα για την
καταστροφή που ο Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα και οι Παντοκρατορικοί
σύμμαχοί του έχουν εξαπολύσει εναντίον των Μελανών φυλών. Στόχος των επαναστατών
είναι η αποκωδικοποίηση ενός μυστηριώδους μηνύματος που, αν οι υποψίες τους
είναι σωστές, θα αλλάξει τα πάντα για την Επανάσταση και για την Παντοκρατορία
σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν...
Γιατί Προτιμώ να Γράφω σε Φανταστικούς Κόσμους ...και η αυταπάτη της ανθρώπινης αντίληψης
Θα ξεκινήσω με μια παρανόηση που, κατά τη γνώμη μου, υφίσταται. Ορισμένοι φαίνεται να πιστεύουν ότι υπάρχουν λογοτέχνες που γράφουν για τον πραγματικό κόσμο και λογοτέχνες που γράφουν για φανταστικούς κόσμους. Προσωπικά θεωρώ πως αυτό αποτελεί υποκρισία ή άγνοια, γιατί, σε όλες τις περιπτώσεις, ο κόσμος ενός λογοτεχνικού έργου δεν είναι πραγματικός· είναι κάτι το φανταστικό.
Αν κάποιος γράφει μια ιστορία που διαδραματίζεται στην Αθήνα του 2010 ή στην Αθήνα του 1965, και κάποιος άλλος γράφει μια ιστορία που διαδραματίζεται στην Αρισκάνδη στις όχθες του ποταμού Φετ, και οι δύο για
φανταστικούς κόσμους γράφουν· οι κόσμοι είναι μέσα στο μυαλού τους, δεν είναι πουθενά αλλού. Η μόνη διαφορά είναι ότι, στην πρώτη περίπτωση, ο συγγραφέας έχει πάρει πάρα πολλά στοιχεία από τον κόσμο που όλοι αποδεχόμαστε ως πραγματικό, ενώ στη δεύτερη περίπτωση ο συγγραφέας έχει πάρει λιγότερα. Και λέω
λιγότερα, όχι κανένα, επειδή είναι αδύνατο, νομίζω, να γράψεις κάτι χωρίς καμία απολύτως επιρροή από το πραγματικό (βλ., επίσης,
Η Ισορροπία στον Φανταστικό Κόσμο).
Όταν κάποιος γράφει ένα λογοτέχνημα με υπόβαθρο την Αθήνα, δεν είναι η αληθινή Αθήνα, φυσικά: είναι η Αθήνα-του-Συγγραφέα. Είναι η Αθήνα όπως φιλτράρεται μέσα από το μυαλό και την αντίληψη του συγγραφέα. Δεν υπάρχει συγγραφέας που να μπορεί να γράψει για την «αληθινή» Αθήνα γιατί το ανθρώπινο μυαλό είναι πεπερασμένο και ανέφικτο να γνωρίζει όλες τις λεπτομέρειες και τους παράγοντες που αποτελούν την Αληθινή Αθήνα. Επομένως, αναπόφευκτα, αν γράφεις για την Αθήνα, γράφεις για την Προσωπική Αθήνα σου.
Ξεφεύγοντας λίγο από το κεντρικό θέμα του άρθρου, αυτό δεν ισχύει μόνο στη λογοτεχνία ή στην τέχνη γενικότερα: ισχύει στα πάντα, απλώς σε μικρότερο βαθμό ώστε να μην είναι αντιληπτό. Όταν ο Χ και η Ψ βλέπουν μια καρέκλα (ένα αληθινό αντικείμενο του υλικού κόσμου) δεν βλέπουν την
ίδια καρέκλα. Βλέπουν δύο καρέκλες: την καρέκλα-του-Χ και την καρέκλα-της-Ψ. Ο καθένας εκλαμβάνει, με τις αισθήσεις του, την καρέκλα λιγάκι διαφορετικά. Το 99,99% των στοιχείων, όμως, συμπίπτουν, γιαυτό κιόλας ο Χ και η Ψ μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους σχετικά με την καρέκλα. Συμφωνούν στο πόσο μεγάλη είναι η καρέκλα, τι χρώμα έχει, αν κάποιο πόδι της είναι σπασμένο, αν είναι ξύλινη ή πλαστική, κτλ. Κανένας δεν κάθεται να προσέξει αυτό το μικρό ποσοστό της διαφοράς στην αντίληψη, γιατί δεν έχει άμεση χρησιμότητα στις καθημερινές του ανάγκες.
Το ξέρω ότι κάποιοι δεν με πιστεύουν, και νομίζουν ότι αυτά είναι τσαρλατανισμοί. Θα τους προέτρεπα να το ψάξουν λίγο περισσότερο προτού φτάσουν σένα τόσο βιαστικό συμπέρασμα.
Έχω δύο μάτια, όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι. Αλλά το ένα μου μάτι είναι διαφορετικό από το άλλο. Όχι, δεν είμαι αλλήθωρος, ούτε το ένα μάτι είναι πράσινο και το άλλο μπλε. Όμως, όταν πήγα μια φορά στον οφθαλμίατρο και μέβαλε να κοιτάξω σεκείνο το μηχάνημα που είναι για να μετρά τα μάτια, ο οφθαλμίατρος μού είπε: «Ξέρεις κάτι, Κώστα; Έχεις δύο διαφορετικά μάτια. Είναι σαν το ένα σου μάτι να ανήκει σε έναν άνθρωπο και το άλλο να ανήκει σε άλλο άνθρωπο.» Κατά πρώτον, το ένα μου μάτι έχει μυωπία, το άλλο δεν έχει. Όμως δεν είναι μόνο αυτή η διαφορά. Η πολύ βασικότερη διαφορά την οποία είχα προσέξει και προτού μου πει ο οφθαλμίατρος ότι έχω δύο διαφορετικά μάτια είναι η εξής: Όταν κλείνω το δεξί μάτι και κοιτάζω με το αριστερό, βλέπω τα χρώματα κάπως· όταν κλείνω το αριστερό μάτι και κοιτάζω με το δεξί, βλέπω τα χρώματα κάπως αλλιώς. Κανένα μάτι δεν έχει αχρωματοψία: το κόκκινο είναι κόκκινο, το μπλε είναι μπλε, και το πράσινο είναι πράσινο. Υπάρχει, όμως, μια απειροελάχιστη διαφορά στα χρώματα που είναι αδύνατο να εκφράσω με λέξεις. Ο Δεξής Κώστας βλέπει τα χρώματα λιγάκι διαφορετικά από τον Αριστερό Κώστα, αλλά και οι δύο συμφωνούν ότι αυτό είναι κόκκινο και το άλλο είναι πράσινο και το άλλο είναι μπλε.
Αν θέλετε, πειραματιστείτε και μπορεί να ανακαλύψετε ότι είναι κάτι που συμβαίνει και σεσάς.
Από τη στιγμή που αυτό ισχύει για έναν άνθρωπο όταν κοιτάζει τη μια με το ένα μάτι και την άλλη με το άλλο, μπορούμε εύκολα να διανοηθούμε τι χάος ισχύει για περισσότερους ανθρώπους.
Ο καθένας στον κόσμο του ζει. Κυριολεκτικά. Απλά οι κόσμοι μας έχουν αρκετά κοινά στοιχεία μεταξύ τους (το 99,99% πιθανώς) ώστε να μπορούμε να συνεννοηθούμε και να μη ζει ο καθένας στον δικό του
ονειρόκοσμο.
Και επιστρέφουμε στη λογοτεχνία...
Πιστεύει ακόμα κανένας ότι αν γράψω για την Αθήνα ή για τη
Θακέρκοβδεν εξακολουθώ να γράφω για τον δικό μου κόσμο; Σε όλες τις περιπτώσεις, για τον δικό μου κόσμο γράφω.
Αλλά γιατί να προτιμώ να γράφω σε φανταστικούς κόσμους αντί στον «πραγματικό» κόσμο;
Τις προάλλες διάβαζα το A Land of Mirrors του Alfred Coppel. Δεν είναι βιβλίο φαντασίας· διαδραματίζεται στον κόσμο μας, και δεν έχει ούτε μαγείες, ούτε λυκανθρώπους, ούτε τον Κθούλου ή τον Διάβολο αλληγορικά ή κυριολεκτικά. Είναι ένα μυθιστόρημα με κατασκόπους της CIA και της KGB λίγο μετά τον Ψυχρό Πόλεμο και τον Πόλεμο του Βιετνάμ. Και είναι ένα αρκετά καλό βιβλίο για το είδος του, το οποίο προτείνω να διαβάσετε. Ειδικά οι χαρακτήρες είναι ολοζώντανοί πράγμα που πάντα εκτιμώ σένα λογοτεχνικό έργο. Εκείνο που, όπως συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, με προβλημάτισε είναι οι αναπόφευκτες, ίσως προκαταλήψεις που κάνουν την εμφάνισή τους. Οι καλοί της ιστορίας είναι πράκτορες της CIA, οι κακοί είναι της KGB καθώς και ένας Γάλλος δολοφόνος. Θυμίζω ότι ο συγγραφέας είναι Αμερικάνος. Δεν μπορώ να πω ότι κάνει τη δουλειά του άσχημα. Δεν παρουσιάζει τους Αμερικάνους σαν αγγέλους και τους Ρώσους σαν δαίμονες· μάλιστα ο βασικός Ρώσος αντίπαλος έχει αρκετό ενδιαφέρον ως προσωπικότητα. Αλλά δεν μπορείς να αμφισβητήσεις ότι και αυτός και ο Γάλλος, και οι τρομοκράτες που παρουσιάζονται μέσα στο βιβλίο, είναι πολύ λιγότερο ηρωικές φιγούρες από τους Αμερικάνους πράκτορες της CIA οι οποίοι έχουν μεν τα τρωτά τους σημεία αλλά είναι, κατά βάση, καλά παιδιά που κάνουν το καθήκον τους. Και δεν νομίζω ότι είναι ασυνήθιστο, όταν γράφει κάποιος Αμερικάνος σε τέτοιο σκηνικό, να έχει τους Αμερικάνους ως καλούς και τους Ρώσους και τους Γάλλους ως κακούς. Για την ακρίβεια, είναι πια κλισέ (αν και ο Alfred Coppel πρέπει να παραδεχτώ ότι καταφέρνει να ξεφύγει από κάμποσα από τα συνήθη στερεότυπα). Και είναι ένα κλισέ το οποίο προέρχεται, φυσικά, από διάφορες βαθιές προκαταλήψεις που υπάρχουν σαυτούς τους λαούς λόγω της ιστορίας τους.
Αυτό δεν είναι κάτι που θα συνέβαινε αν ο κόσμος ήταν τελείως φανταστικός και όχι ημιφανταστικός δηλαδή, με μεγάλο πλήθος στοιχείων του πραγματικού κόσμου.
Σκεφτείτε πόσες προκαταλήψεις υφίστανται στις περιπτώσεις που ο συγγραφέας γράφει για την «πραγματικότητα»:
Πρώτο (και βασικότερο), οι προκαταλήψεις του συγγραφέα.
Δεύτερο, οι προκαταλήψεις του εκδότη (ο οποίος δύσκολα θα εκδώσει κάτι που πάει κόντρα στις προκαταλήψεις του).
Τρίτο, οι προκαταλήψεις του αναγνώστη.
Και μπορεί κανείς να ρωτήσει: Μα είναι αδύνατο να έχεις μια ιστορία όπου τυχαία, όχι εκ προθέσεως οι καλοί είναι Αμερικάνοι και οι κακοί Ρώσοι και Γάλλοι; Όχι, δεν είναι αδύνατο· τα πάντα είναι δυνατά. Αλλά, εξαιτίας της προϊστορίας που υπάρχει μαυτά τα σκηνικά, ο αναγνώστης (λόγω προκατάληψης, φυσικά) δεν μπορεί να αγνοήσει εκείνο που βλέπει να συμβαίνει εις βάρος κάποιων εθνικοτήτων.
Δεν ισχυρίζομαι ότι όλα τα βιβλία θα έπρεπε να είναι γραμμένα έτσι ώστε να υφίσταται μια κάποια «ισορροπία δυνάμεων». Τουναντίον, κάτι τέτοιο ίσως να ήταν βαρετό και στερεοτυπικό από μόνο του. Εκείνο που θέλω να δείξω είναι γιατί προτιμώ να γράφω σε φανταστικούς κόσμους και γιατί, επίσης, προτιμώ να διαβάζω μυθιστορήματα που διαδραματίζονται σε φανταστικούς κόσμους.
Όταν αφηγείσαι μια ιστορία με υπόβαθρο έναν φανταστικό κόσμο, διαλύεται ένα μεγάλο μέρος των προκαταλήψεων, και από τη μεριά του συγγραφέα και από τη μεριά του αναγνώστη, και μπορούν κι οι δυο τους να δουν την πραγματικότητα
πιο καθαρά, όχι λιγότερο καθαρά. Σέναν φανταστικό κόσμο, μπορείς να ασχοληθείς με την ίδια την Ιδέα, το ίδιο το Θέμα, χωρίς να μπλέκεσαι με ταμπού σχετικά με υπαρκτές παρατάξεις και εθνικότητες.
Για παράδειγμα, αν έγραφα μια ιστορία που διαδραματίζεται στη σύγχρονη Αθήνα, δεν θα μπορούσα να γράψω για Χρυσαυγίτες που έχουν δίκιο ή είναι συμπαθητικοί χαρακτήρες. Θα μου ήταν αδύνατο. Οι ίδιοι οι Χρυσαυγίτες προφανώς έχουν τους λόγους τους για όσα κάνουν (αν και δεν ξέρω, σε τελική ανάλυση, ποιοι λόγοι είναι αυτοί), αλλά εγώ δεν συμφωνώ με την εθνικοσοσιαλιστική φαμφάρα της ανελευθερίας και της καταπίεσης, κι επομένως δεν θα μπορούσα παρά να γράψω προκατειλημμένα γιαυτούς. Όσο συμπαθή κι αν προσπαθούσα να κάνω έναν λογοτεχνικό Χρυσαυγίτη, θα ήταν πάντα ο κακός της ιστορίας.
Αυτό το πρόβλημα δεν παρουσιάζεται σε φανταστικούς κόσμους. Εκεί μπορείς να γράψεις αυτό που θέλεις
ακριβώς όπως το θέλεις, αφήνοντας πίσω σου διάφορες προκαταλήψεις. Όταν στο
Τραγούδι της Ψυχής γράφω για τη Λεγεώνα, είναι μια τυραννική συμμορία πιόνι των πρακτόρων της Παντοκράτειρας και αυτό δεν είναι αμφισβητήσιμο από κανέναν· είναι απλά ένα δεδομένο της ιστορίας που αφηγούμαι. Από κει και πέρα μπορώ να εξερευνήσω τη συγκεκριμένη ιδέα, ως Ιδέα και μόνο, κατά βούληση.
Αυτός είναι ένας πολύ καλός λόγος για να γράφεις ιστορίες σε φανταστικούς κόσμους. Αλλά δεν είναι ο μοναδικός.
Όταν δημιουργείς έναν φανταστικό κόσμο από το μηδέν, έχεις την απόλυτη καλλιτεχνική ελευθερία να στήσεις τα πράγματα όπως θέλεις. Αν χρειάζεσαι έναν Ιπτάμενο Κήπο πάνω από την πόλη που διαδραματίζεται η ιστορία σου, βάζεις έναν Ιπτάμενο Κήπο (δεδομένου πάντα ότι όλα αυτά γίνονται με συνέπεια και προσοχή, και όχι όπως νάναι ώστε να στερούνται συνοχής και νοήματος). Αν θέλεις οι άνθρωποι μιας χώρας να έχουν το έθιμο να ταξιδεύουν τουλάχιστον τρεις μήνες κάθε χρόνο, το περιλαμβάνεις κι αυτό στην ιστορία σου. Αν θέλεις να λειτουργεί η πυρίτιδα στον κόσμο σου, λειτουργεί· αν προτιμάς να μην υπάρχουν πυροβόλα όπλα αλλά μόνο περίεργα ηλιακά σπαθιά, τότε υπάρχουν μόνο περίεργα ηλιακά σπαθιά. Στήνεις το σκηνικό όπως θέλεις. Λες την ιστορία που
εσύ θέλεις να πεις. Εξερευνείς τις ιδέες και τις θεματολογίες που εσύ θέλεις να εξερευνήσεις.
Γιατί να περιορίζεις τον εαυτό σου χωρίς λόγο; Νομίζεις ότι μια ιστορία με αλκοόλ και ναρκωτικά στο Λονδίνο είναι πιο αληθινή από μια ιστορία με αλκοόλ και ναρκωτικά στη Βασκιρδία; Οι χαρακτήρες και η κατάσταση είναι το ίδιο αληθινά/ψεύτικα· το σκηνικό απλώς περιλαμβάνει λιγότερα ή περισσότερα στοιχεία από τη συμβατική πραγματικότητα.
Ένα άλλο θέμα είναι ότι, όταν γράφεις σε φανταστικούς κόσμους, δημιουργείται περισσότερη τροφή για σκέψη, κατά τη γνώμη μου. Αντί να σκέφτεσαι τα ίδια και τα ίδια σύγχρονα ή ιστορικά σκηνικά, μπορείς να εξερευνήσεις άλλες ιδέες. Άλλους κοινωνικούς και πολιτικούς σχηματισμούς, κατά πρώτον· ή ακόμα και άλλες μορφές ζωές, άλλα γεωλογικά στοιχεία, άλλες τεχνολογίες. Μπορείς να χρησιμοποιήσεις
πλευρική σκέψη για να φτάσεις σε μέρη, με το μυαλό σου, που δεν πρόκειται να έφτανες γράφοντας για τη συμβατική πραγματικότητα· θα σε περιχαράκωναν οι ίδιες της οι συμβάσεις. Σε τελική ανάλυση, πόσες φορές μπορείς να γράψεις ιστορίες σε συμβατικά σκηνικά, όπως ο Μεσοπόλεμος, ο Β Παγκόσμιος, ο σύγχρονος κόσμος, προτού αρχίσεις να βαριέσαι από την επανάληψη; Πόσες φορές μπορείς να γράψεις ιστορίες με συμβατικές θεματολογίες, όπως πολιτικά παιχνίδια, ερωτικές παρεξηγήσεις, ναρκωτικά, κοινωνικά προβλήματα, προτού αρχίσουν να σε κουράζουν; Δεν ισχυρίζομαι ότι αυτές οι θεματολογίες δεν παρουσιάζονται και σε φανταστικούς κόσμους· το γεγονός, όμως, ότι το υπόβαθρο αλλάζει μπορεί να σημαίνει ότι αλλάζουν και πολλά άλλα μαζί με αυτό στην όλη δομή της ιστορίας, όπως στο πώς οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες αντιλαμβάνονται τις κοινωνικές δομές ή τι είδους πολιτεύματα ή ήθη και έθιμα υφίστανται. Ο Μπόρχες, για παράδειγμα, στο
Λαχείο στη Βαβυλώνα, παρότι χρησιμοποιεί αρκετά αληθινά ιστορικά ονόματα ως υπόβαθρο, παρουσιάζει ωστόσο μια τελείως φανταστική βαβυλωνιακή κοινωνία που λειτουργεί βάσει λαχνών.