11/7/2014
Περί Γραφής: Έξυπνη Χρήση της Στίξης (2)
Πώς να χρησιμοποιείς περισσότερα σημεία στίξης με τρόπο αντισυμβατικό αλλά ουσιώδη
Αυτό το άρθρο είναι συνέχεια του προηγούμενου ομώνυμου άρθρου. Αποφάσισα να τα κάνω δύο επειδή έβγαινε ΠΟΛΥ μεγάλο για να είναι ένα.
Σε αυτό το άρθρο αναφέρομαι στην αντισυμβατική (αλλά όχι πειραματική) χρήση της παύλας, της άνω-κάτω τελείας, της παρένθεσης, του θαυμαστικού, και του ερωτηματικού.
Οι συμβατικές χρήσεις της παύλας είναι δύο: (1) βάζουμε ανάμεσα σε παύλες μια δευτερεύουσα (συνήθως επεξηγηματική) πρόταση· (2) βάζουμε μετά από την παύλα κάτι (πάλι κάποια δευτερεύουσα επεξηγηματική πρόταση, συνήθως) που θέλουμε να τονίσουμε (πχ, Το στράτευμα των Νεσρίκων διέσχισε την έρημο σε τρεις ημέρες και, μάλιστα, χωρίς καθόλου απώλειες!)
Μια αντισυμβατική χρήση της παύλας είναι όταν βάζουμε ανάμεσα σε παύλες μια λέξη που θέλουμε να τονίσουμε και η οποία είναι, εκ φύσεως, παρενθετική, όπως ένα επίρρημα ή μια μετοχή.
Παράδειγμα:
Ύστερα από τρεις ώρες αναμονή, είδαμε επιτέλους τη Τζουλιέτα να σταματά τη φεράρι της στη γωνία της λεωφόρου και να μας ανοίγει τις πόρτες για να μπούμε με τα κλοπιμαία.
Το επιτέλους που βρίσκεται ανάμεσα σε παύλες υποδηλώνει αγανάκτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, γιαυτό κιόλας έχει νόημα να τονιστεί τοποθετημένο ανάμεσα σε παύλες. Και είναι επίρρημα παρενθετικής φύσης δηλαδή, ακόμα κι αν δεν υπήρχε, η πρόταση θα εξακολουθούσε να βγάζει νόημα.
Μια λανθασμένη χρήση αυτής της τεχνικής είναι όταν βάζουμε ανάμεσα σε παύλες μια λέξη που δεν είναι παρενθετική. Παράδειγμα: Ο Λάμπρος δεν υπήρχε περίπτωση να συμφωνήσει με το διαζύγιο. Δεν είναι σωστό να βάλεις το δεν ανάμεσα σε παύλες γιατί είναι βασικό μέρος της πρότασης· δεν είναι παρενθετικό στοιχείο. Αν το βγάλεις από την πρόταση, η πρόταση λέει κάτι τελείως διαφορετικό, χάνει το νόημά της. Αν θέλεις να τονίσεις το δεν, πρέπει να το γράψεις με πλάγια γράμματα (όταν όλα τα υπόλοιπα είναι με ορθή γραφή) ή με ορθή γραφή (όταν όλα τα υπόλοιπα είναι με πλάγια γράμματα). Κάπως έτσι: Ο Λάμπρος δεν υπήρχε περίπτωση να συμφωνήσει με το διαζύγιο.
Μια άλλη αντισυμβατική χρήση της παύλας είναι να ενώνεις πολλές συνεχόμενες προτάσεις με παύλες αντί με κάποιο άλλο σημείο στίξης όπως, μάλλον, θα έπρεπε να κάνεις κανονικά.
Παράδειγμα:
Τα οράματα ήρθαν το ένα κατόπιν του άλλου σαν αστραπές στο μυαλό της Νερμέλης ένα πανέμορφο άνθος που ανοίγει τα πέταλά του μια πεταλούδα που φτερουγίζει πάνω από ένα λιβάδι ένα ολοστρόγγυλο πορφυρό μάτι που δεν βλεφαρίζει, ατενίζοντας με διαβολικό μένος την πλάση μια πεδιάδα όλο στάχτη και γυάλινα θραύσματα ένα στέμμα από φως μια σπασμένη λεπίδα...
Προκειμένου να δημιουργήσεις μια συνεχόμενη και, συγχρόνως, έντονη ροή λόγου, βάζεις παύλες αντί για κόμματα (που είναι σχεδόν αμελητέο σημείο στίξης) ή άνω τελείες (που είναι πιο «βαρύ» ή πιο σοβαρό, ίσως, σημείο στίξης).
Επίσης, οι παύλες χρησιμοποιούνται για ξαφνική διακοπή του ειρμού του λόγου. Δεν ξέρω αν αυτό μπορεί να θεωρηθεί αντισυμβατικό, πάντως δεν είναι και συνηθισμένη σύνταξη.
Παράδειγμα:
Ανοίγοντας την πόρτα, με μεγάλη προσοχή, μπαίνω σε μια αίθουσα φανερά εγκαταλειμμένη. Το χαλί είναι γεμάτο ποντίκια και ακαθαρσίες ποντικών, το ίδιο και τα έπιπλα. Ο καθρέφτης στη γωνία είναι σπασμένος. Τα παράθυρα
Μια κραυγή από τα δεξιά μου! Γυρίζω και, υψώνοντας το πιστόλι διασπώμενης ενέργειας, διαλύω σε μικροενεργειακά θραύσματα την Αντίστροφη Σκιά που, ξεπροβάλλοντας από μια χαραμάδα του τοίχου, ερχόταν καταπάνω μου.
Η παύλα μετά το παράθυρα δείχνει ξαφνική διακοπή στον ειρμό της σκέψης του χαρακτήρα. Προτού προλάβει να δει ολόκληρη την αίθουσα, ακούει την κραυγή και πρέπει να γυρίσει για να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
Άλλο παράδειγμα:
Καθώς βάδιζαν στη Λεωφόρο Αυγερινού, ο Ράσμιλ αναρωτιόταν πώς θα μπορούσε να ξεκλειδώσει την τρίτη Μορφή που είχαν βρει ανάμεσα στα άλλα αντικείμενα του νεκρού μάγου. Τρεις υπεραιθέριες γωνίες και δύο αντίστροφοι κύκλοι κανονικά δεν μπορούσαν να συνδυαστούν. Ο μάγος πρέπει να είχε
«Νυχτώνει σε λίγο,» είπε ο Χάρκαληθ ο Γίγαντας. «Πού θα μείνουμε σαυτή την πόλη;»
«Δεν ξέρω,» αποκρίθηκε ενοχλημένα ο Ράσμιλ. Ο μάγος πρέπει να είχε χρησιμοποιήσει κάποια ιδιαίτερη φόρμουλα κλειδώματος γιαυτή τη συγκεκριμένη Μορφή. Κάποια ασυνήθιστη φόρμουλα. Κι αν σκεφτεί κανείς ότι ήταν από τις
«Δε μπορούμε να μείνουμε στο δρόμο, πάντως!» είπε η Σανιάλβη. «Όλο ύποπτες φάτσες βλέπεις εδώ πέρα.»
Ο Ράσμιλ την αγνόησε, σκεπτόμενος πως ο μάγος ήταν από τις Ζούγκλες του Ζιν, όπου οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν τεχνικές άγνωστες στις Κεντρικές Χώρες. Και ίσως κάποιες από αυτές τις τεχνικές να είχε χρησιμοποιήσει για να κλειδώσει τη Μορφή. Επομένως
«Εσύ δεν μας έλεγες ότι την ξέρεις την Άθανταρ;» ρώτησε τον Ράσμιλ η Σανιάλβη.
Εκείνος αναστέναξε. «Μην ανησυχείτε· θα βρούμε πανδοχείο. Στα κεντρικά της πόλης, όλο πανδοχεία έχει.»
Σε αυτό το κομμάτι οι παύλες χρησιμοποιούνται για να δείξουν ότι οι σκέψεις του Ράσμιλ διακόπτονται απότομα και ενοχλητικά από τους συντρόφους του.
Οι άνω-κάτω τελείες, σύμφωνα με τη γραμματική, χρησιμοποιούνται όταν ακολουθεί μια λίστα πραγμάτων, ή μετά από το «είπε» ή το «για παράδειγμα», και τα λοιπά. Αλλά λογοτεχνικά έχουν πολλές και διάφορες χρήσεις. Μπορούν, ουσιαστικά, να χρησιμοποιηθούν σε όλες τις περιπτώσεις που κάτι ακολουθεί κάτι άλλο βάσει κάποιας λογικής.
Παράδειγμα:
Όταν είδε τους τρεις παράξενους ταξιδιώτες, ο Βέναμοπ ο ρακοσυλλέκτης παραπατούσε μέσα στα σοκάκια του Κέντρου: ήταν ακόμα εξουθενωμένος από τη μανιώδη καταδίωξη της συμμορίας των Τρελών Μασκοφόρων.
Η άνω-κάτω τελεία χρησιμοποιείται επειδή η δεύτερη πρόταση έρχεται ως εξήγηση στην πρώτη.
Οι άνω-κάτω τελείες μπορούν να χρησιμοποιηθούν, επίσης, όταν θέλουμε να τονίσουμε αυτό που ακολουθεί.
Παραδείγματα:
1) «Λοιπόν: εσύ θα μπεις από την είσοδο του Ναού, εγώ θα πάω από δίπλα. Θα συναντηθούμε μέσα, κι ας ελπίσουμε ότι ο κλέφτης δεν θα μας ξεφύγει.»
2) «Νικόλαε: μισό λεπτό, στάσου. Δεν είναι τα πράγματα όπως νομίζεις.»
3) Οι κάννες των τουφεκιών υψώθηκαν: μια καταιγίδα θανάτου ακολούθησε.
Οι λογοτεχνικές, αντισυμβατικές χρήσης της άνω-κάτω τελείας είναι πάρα πολλές. Μπορείς ακόμα και συνεχόμενες προτάσεις να ενώσεις με άνω-κάτω τελείες.
Παράδειγμα:
Ο Ροδόλφος, πάραυτα, έτρεξε προς το κατώφλι της πόρτας του εστιατορίου: μπήκε στην αίθουσα ενώ τα βέλη των εχθρών του τον αστοχούσαν: κόλλησε την πλάτη του στον δεξιό τοίχο, αγνοώντας τους πελάτες στα τραπέζια που τον κοίταζαν σαστισμένοι: και, τραβώντας το πιστόλι μέσα από την κάπα του, πυροβόλησε τους δύο πρώτους Σιλχέγκους που όρμησαν μέσα στο κατάστημα με τις βαλλίστρες τους υψωμένες.
Το παράδειγμα αυτό θα μπορούσε να είχε γραφεί και με άνω τελείες αντί για άνω-κάτω τελείες, ή με παύλες, ή ακόμα και με κόμματα. Η διαφορά είναι αισθητικό θέμα. Οι άνω τελείες δείχνουν (συνήθως) κάποιον σημαντικό διαχωρισμό· οι παύλες δείχνουν (συνήθως) μια ασταμάτητη ακολουθία· οι άνω-κάτω τελείες δείχνουν (συνήθως) γεγονότα που το ένα διαδέχεται το άλλο ως φυσική αλληλουχία. Το κόμμα δεν το συζητάμε καν· το κόμμα είναι για τα πάντα. Πολύ γενικό σημείο στίξης για περιπτώσεις που θέλεις να τονίσεις κάτι ή να δημιουργήσεις μια κάποια εντύπωση.
Η παρένθεση έχει συμβατικές χρήσεις παρόμοιες της παύλας. Η διαφορά είναι πως ό,τι μπαίνει μέσα σε παρένθεση είναι πραγματικά παρενθετικό, ενώ ό,τι μπαίνει ανάμεσα σε παύλες είναι λιγότερο παρενθετικό. Μέσα σε παρένθεση μπορούν να μπουν δύο και τρεις ολόκληρες προτάσεις, αλλά όχι και ανάμεσα σε παύλες.
Μια αντισυμβατική χρήση της παρένθεσης είναι να βάλεις μέσα της μία και μόνο λέξη, όπως και με τις παύλες· τώρα, όμως, όχι επειδή θέλεις να τονίσεις αλλά επειδή θέλεις να σχολιάσεις ή ίσως και να ειρωνευτείς.
Παράδειγμα:
Συγκεντρωθήκαμε στην Πλατεία Λαχνών στις εφτά-και-μισή το απόγευμα, έτοιμοι και εξοπλισμένοι για να βαδίσουμε ώς τον λόφο και να εξερευνήσουμε το εγκαταλειμμένο εργοστάσιο. Η Βερκάλη ήταν (φυσικά) ντυμένη σαν να πήγαινε σε δεξίωση.
Αυτό το φυσικά εδώ είναι σχολιαστικό/ειρωνικό. Θα μπορούσε και να ήταν ανάμεσα σε παύλες αλλά η παρένθεση νομίζω πως του ταιριάζει καλύτερα. Θέμα αισθητικής είναι, πάντως, σε τελική ανάλυση.
Κάποιες άλλες φορές, οι παρενθέσεις μπορεί να περιλαμβάνουν εμβόλιμα στοιχεία όπως είναι οι σκέψεις ενός χαρακτήρα.
Παράδειγμα:
Το σχοινί έσπασε (και του είχα πει του μαλάκα να μη φέρει αυτό το παλιόσχοινο που είχε στην αποθήκη του!) και ο Νίκος έπεσε από τον τοίχο. Διπλώθηκε, βογκώντας, κρατώντας το δεξί του γόνατο (και καλά να πάθει εγώ τον είχα προειδοποιήσει!). «Είσαι καλά;» τον ρώτησα, πλησιάζοντας.
Οι παρενθέσεις μπορούν, επίσης, να χρησιμοποιηθούν έτσι ώστε να έχεις μια πρωτεύουσα, μπροστινή σκηνή και μια δευτερεύουσα, πίσω σκηνή. Όπως όταν κάποιος ακολουθεί κάποιους άλλους.
Παράδειγμα:
Ο Ράσμιλ, η Σανιάλβη, και ο Χάρκαληθ ο Γίγαντας κατευθύνονταν προς το κέντρο της πόλης βαδίζοντας εκεί όπου τα φώτα ήταν δυνατότερα (και, χωρίς να την έχουν αντιληφτεί, μια σκυφτή σκιά είχε αρχίσει να τους ακολουθεί, κινούμενη πέρα από την ακτίνα των λαμπών των δρόμων). Γύρω τους το αστικό τοπίο ήταν σιωπηλό καθώς νύχτωνε. Η Σανιάλβη τιναζόταν με κάθε απότομο ήχο που έσπαγε τη σιγή είτε επρόκειτο για γρύλισμα γάτας είτε για τους τροχούς κάποιου κάρου και τις οπλές του ζώου που το τραβούσε. Ο Χάρκαληθ είχε συνεχώς το μεγάλο του χέρι κοντά στη λαβή του ζάντρακ που κρεμόταν από τη ζώνη του. Ο Ράσμιλ εξακολουθούσε να σκέφτεται την αινιγματική Μορφή και δεν πρόσεχε τίποτε άλλο.
(Η σκιερή φιγούρα καταλάβαινε ότι δεν την είχαν πάρει είδηση, καθώς γλιστρούσε άνετα και έμπειρα μες στα σκοτάδια.)
Οι τρεις ταξιδιώτες, φτάνοντας στο κέντρο της πόλης, είδαν ότι η διαφορά ήταν αισθητή. Ενώ στις γύρω συνοικίες ησυχία βασίλευε, εδώ κυκλοφορούσε περισσότερος κόσμος και υπήρχαν ακόμα ανοιχτά καταστήματα, καθώς και έμποροι που πουλούσαν την πραμάτεια τους από πάγκους. (Η σκιά δεν είχε κανένα πρόβλημα να αναμιχθεί με τους υπόλοιπους ανθρώπους, να γίνει τελείως αόρατη για τους ταξιδιώτες.)
«Πανδοχείο δεν είν αυτό;» είπε ο Γίγαντας ατενίζοντας ένα τριώροφο οίκημα που η πινακίδα πάνω απτην πόρτα του έγραφε Ο ΛΑΓΟΣ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ.
«Ναι. Πάμε,» αποκρίθηκε ο Ράσμιλ, και βάδισαν προς το πανδοχείο (ενώ η σκιά έμεινε πίσω, παρατηρώντας και χαμογελώντας).
Σε αυτό το παράδειγμα έχεις μια μπροστινή σκηνή με τους τρεις ταξιδιώτες που βαδίζουν και μια δευτερεύουσα σκηνή με τη σκιά που τους παρακολουθεί.
Αυτή την τεχνική μπορείς να την επεκτείνεις έτσι ώστε να βάζεις ολόκληρες παραγράφους από παράλληλες ιστορίες μέσα και έξω από παρενθέσεις. Ένα παράδειγμα είναι η τριλογία Illuminatus! (τελείως σουρεαλιστικά γραμμένα βιβλία και τα τρία), όπου ο Robert Anton Wilson αλλάζει συνεχώς σκηνές με τη χρήση παρενθέσεων. Κάπου ίσως και να το παρακάνει, αλλά έτσι σου δίνει μια πολύ παράξενη αίσθηση, και νομίζω ότι αυτός είναι ο σκοπός του.
Δικό μου παράδειγμα δεν γράφω εδώ γιατί θα έπρεπε να είναι πολύ μεγάλο για να έχει κάποιο νόημα. Πιστεύω, όμως, ότι ο αναγνώστης μπορεί να φανταστεί εύκολα για τι μιλάω. Επίσης, στο μυθιστόρημά μου «Το Τραγούδι της Ψυχής» υπάρχουν κάποια κομμάτια (όχι πολλά) όπου χρησιμοποιείται αυτή την τεχνική.
Η κυριότερη αντισυμβατική χρήση του θαυμαστικού είναι να μη βάζεις ένα αλλά πολλά στο τέλος μιας πρότασης. Αυτό είναι κάτι που παλιότερα το χρησιμοποιούσα (κατά κόρον, ίσως, και υπερβολικά) αλλά μετά κατέληξα ότι δεν έχει ουσία για εμένα παρά μόνο σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις, και έκοψα τα πολλά θαυμαστικά.
Το όλο θέμα είναι να αποφασίσεις σε ποιες περιπτώσεις θα βάζεις περισσότερα από ένα θαυμαστικά, και τι ακριβώς θέλεις να δείξεις με αυτά. Είναι ανόητο (και λιγάκι παιδαριώδες, νομίζω) να βάζει κανείς, στη λογοτεχνία, πολλά θαυμαστικά απλά και μόνο για να δείξει τον ενθουσιασμό κάποιου χαρακτήρα. Για παράδειγμα ένας τέτοιος διάλογος είναι κιτς:
«Γεια σου, Μαρία. Τι κάνεις;»
«Καλά. Χρόνια πολλά, παρεμπιπτόντως!!!!!»
«Ευχαριστώ!!»
Είναι αστείο, δεν είναι; Είναι σαν κάτι που θα έγραφες σε SMS ή στο Twitter όχι και τόσο λογοτεχνικό.
Αν αποφασίσεις να χρησιμοποιείς περισσότερα από ένα θαυμαστικά, ο μέγιστος αριθμός πρέπει να είναι τα τρία, και πιστεύω πως εκείνο που μπορούν να δείχνουν είναι η ένταση της φωνής ή η ένταση της σκέψης των χαρακτήρων μέσα σένα λογοτεχνικό κείμενο. Στο ένα θαυμαστικό, κάποιος απλά μιλά έντονα· στα δύο, φωνάζει· στα τρία, ουρλιάζει. Τουλάχιστον, αυτή είναι η λογική με την οποία χρησιμοποιούσα εγώ, παλιότερα, τα πολλά θαυμαστικά. Τώρα πλέον δεν τα χρησιμοποιώ έτσι· αν θέλω να δείξω ότι κάποιος ουρλιάζει, το κάνω με άλλους τρόπους: είτε με πλάγια γράμματα, είτε με κεφαλαία, είτε απλά γράφοντας ουρλιάζει. Ο λόγος γιαυτό είναι επειδή, ενώ παλιότερα θεωρούσα πως τα πολλά θαυμαστικά μετέδιδαν την ένταση που ήθελα να μεταδίδουν, ύστερα άλλαξα γνώμη· διαβάζοντας τα κείμενα μου δεν μου φαινόταν ότι δημιουργούσαν τέτοια αίσθηση. Οπότε, καλύτερα να είσαι απλός παρά άσκοπα πολύπλοκος. (Κι αυτός είναι ένας γενικός κανόνας για τα πάντα, νομίζω ακόμα και για τη ζωή. Όταν έχεις αμφιβολία, ακολούθησε το απλούστερο μονοπάτι.)
Δεν θεωρώ «λάθος» τη χρήση πολλών θαυμαστικών· περισσότερο, θέμα γούστου. Αλλά, για να πετύχεις μια καλή αισθητική με πολλά θαυμαστικά, είναι αρκετά δύσκολο. Έχω δει κάποιους συγγραφείς να τα χρησιμοποιούν σπάνια, πολύ σπάνια. Να γράφουν όλο το κείμενο με το πολύ ένα θαυμαστικό στο τέλος της πρότασης και μόνο σε συγκεκριμένα σημεία να βάζουν δύο ή τρία θαυμαστικά. Το πρόβλημα είναι πως δεν καταλαβαίνεις ακριβώς γιατί αποφάσισαν τότε να βάλουν περισσότερα θαυμαστικά. Αν είναι θέμα ότι ο χαρακτήρας που μιλά φωνάζει, τότε γιατί δεν έβαλαν πάνω από ένα θαυμαστικό και στις άλλες περιπτώσεις που χαρακτήρες φώναζαν; Τι το διαφορετικό υπάρχει εδώ;
Επομένως, αν είναι να χρησιμοποιείς πολλά θαυμαστικό, τουλάχιστον να το κάνεις με κάποιο δικό σου σύστημα που ο αναγνώστης μπορεί να καταλάβει από ένα σημείο ανάγνωσης του κειμένου και μετά.
Για τα ερωτηματικά ισχύει το ίδιο που ισχύει και για τα θαυμαστικά. Μπορείς να βάζεις περισσότερα από ένα αν θέλεις να δείξεις μεγαλύτερη απορία. Μπορείς ακόμα και να τα μπλέκεις με τα θαυμαστικά (κάτι πράγματα όπως «!;!;!» ή «;!!» ή «;;!») αν θέλεις να δείξεις συγχρόνως θαυμασμό και ερώτηση. Το πρόβλημα είναι πως πάλι αναρωτιέμαι αν μεταδίδουν στον αναγνώστη αυτό που υποτίθεται πως πρέπει να μεταδώσουν ή αν απλά μοιάζουν με σκουπίδια επάνω στο κείμενο. Όπως και νάχει, αν είναι να τα χρησιμοποιήσεις έτσι, να το κάνεις ξαναλέω με κάποιο συγκεκριμένο σύστημα, αλλιώς είμαι της γνώμης πως καλύτερα να μην το κάνεις καθόλου.
Το μόνο που νομίζω πως έχει νόημα είναι να βάζεις θαυμαστικό (ένα θαυμαστικό) και ερωτηματικό (ένα ερωτηματικό) συγχρόνως όταν πρέπει οπωσδήποτε να δείξεις ότι υπάρχει θαυμαστός/ένταση μαζί με την ερώτηση και δεν μπορείς να το πετύχεις με άλλο τρόπο. Δεν μπορώ να σκεφτώ κάποιο αρκετά πειστικό παράδειγμα αυτή τη στιγμή, γιατί είναι, πάλι, θέμα αισθητικής. Πρέπει να δένει με το υπόλοιπο κείμενο να το υποδεικνύει η αφήγηση. Αν έχεις αμφιβολία, χρησιμοποίησε τον πιο απλό τρόπο. Βάλε μόνο ερωτηματικό ή μόνο θαυμαστικό. Πολλές φορές η ερώτηση υπονοείται ακόμα και χωρίς το ερωτηματικό.
Παράδειγμα:
«Ποιος είναι;» φώναξε η Τζούλι ακούγοντας κάποιον να χτυπά την πόρτα.
Ένα γρύλισμα αντήχησε από έξω.
«Ποιος είναι!» επέμεινε η Τζούλι.
Τα γρυλίσματα δυνάμωσαν.
Στο δεύτερο «Ποιος είναι» βάζω μόνο θαυμαστικό γιατί πρόκειται καταφανώς για ερώτηση. Τι άλλο θα μπορούσε να ήταν; Λες ποτέ «Ποιος είναι» χωρίς να ρωτάς;
Αν ήθελε κάποιος να χρησιμοποιήσει πολλά ερωτηματικά και θαυμαστικά θα μπορούσε να γράψει αυτό το παράδειγμα (εκτεταμένο τώρα) κάπως έτσι:
«Ποιος είναι;» φώναξε η Τζούλι ακούγοντας κάποιον να χτυπά την πόρτα.
Ένα γρύλισμα αντήχησε από έξω.
«Ποιος είναι;!» επέμεινε η Τζούλι.
Τα γρυλίσματα δυνάμωσαν.
«Απάντησέ μου ποιος είσαι!!» πρόσταξε η Τζούλι, τρομοκρατημένη. «Δεν ακούς τι σου λέω;!;!»
Κάτι ακούστηκε να γδέρνει την πόρτα, άγρια.
«Φύγε!! Φύγε απτο σπίτι μου!!! ΤΩΡΑ!! Φύγε!!!» ούρλιαξε η Τζούλι κι έτρεξε στην κουζίνα για να πιάσει μαχαίρι.
Πίσω της, η ξύλινη πόρτα άρχισε να διαλύεται.
Μπορεί, εκ πρώτης όψης, να νομίσει κάνεις ότι τα θαυμαστικά ίσως να προσδίδουν κάτι αλλά τι πραγματικά προσδίδουν; Ορίστε το ίδιο παράδειγμα χωρίς πολλαπλά σημεία στίξης:
«Ποιος είναι;» φώναξε η Τζούλι ακούγοντας κάποιον να χτυπά την πόρτα.
Ένα γρύλισμα αντήχησε από έξω.
«Ποιος είναι!» επέμεινε η Τζούλι.
Τα γρυλίσματα δυνάμωσαν.
«Απάντησέ μου ποιος είσαι!» πρόσταξε η Τζούλι, τρομοκρατημένη. «Δεν ακούς τι σου λέω!;»
Κάτι ακούστηκε να γδέρνει την πόρτα, άγρια.
«Φύγε! Φύγε απτο σπίτι μου! ΤΩΡΑ! Φύγε!» ούρλιαξε η Τζούλι κι έτρεξε στην κουζίνα για να πιάσει μαχαίρι.
Πίσω της, η ξύλινη πόρτα άρχισε να διαλύεται.
Το μόνο διπλό σημείο στίξης που κράτησα είναι το «!;» επειδή αν έβαζα μόνο θαυμαστικό ίσως ίσως να υπήρχε αμφιβολία ότι το «Δεν ακούς τι σου λέω» είναι ερώτηση. Θα μπορούσα, βέβαια, να είχα βάλει και μόνο ερωτηματικό χωρίς να τρέξει τίποτα...
Όπως και νάχει, ξαναλέω ότι είναι θέμα γούστου. Απλώς εδώ αναφέρω διάφορους τρόπους αντισυμβατικής χρήσης.
Και νομίζω πως τελειώσαμε με όλα τα σημεία στίξης. Σίγουρα υπάρχουν κι άλλοι αντισυμβατικοί τρόποι χρήσης που παρέβλεψα να γράψω, και δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να γράψω τα πάντα· η λογοτεχνία είναι κάτι με άπειρες μορφές που συνεχώς εξελίσσεται και αλλάζει. Ελπίζω απλά αυτά τα δύο άρθρα (βλ. το προηγούμενο) να αποτελέσουν τροφή για σκέψη για όσους (όπως εγώ) ενδιαφέρονται για τα σημεία στίξης στη λογοτεχνία.
(ΣημείωσηΣημείωση για τα Περί Γραφής Αν είσαι φυσιολογικός αναγνώστης δε χρειάζεται να διαβάσεις αυτό το κομμάτι. Αν είσαι από εκείνους που θα σκεφτούν «Και ποιος νομίζει ότι είναι αυτός που θα μιλήσει για τη συγγραφή;», ή «Πολύ σπουδαίος δεν την έχει δει για να μας λέει πώς θα γράφουμε;», ή κάτι παρόμοια κολακευτικό για το άτομό μου, τότε είσαι το Πράσινο Ανθρωπάκι, και μπορείς να συνεχίσεις να διαβάζεις. Αγαπητό Πράσινο Ανθρωπάκι, Στα Περί Γραφής μιλάω για ορισμένες από τις συγγραφικές μου εμπειρίες, και δίνω κάποιες συμβουλές ή κατευθυντήριες γραμμές για νέους (όχι, απαραιτήτως, ηλικιακά) συγγραφείς. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από αυτό: εμπειρίες, σκέψεις, συμπεράσματα. Το διαβάζεις, κι αν πιστεύεις ότι σου λέει κάτι ενδιαφέρον, έχει καλώς· αν πιστεύεις ότι δε σ'ενδιαφέρει, ή αν διαφωνείς κάθετα, το αγνοείς. Τουλάχιστον, αυτό κάνω εγώ όταν διαβάζω παρόμοια άρθρα: αν θεωρώ ότι λέει κάτι ενδιαφέρον, το διαβάζω με ευχαρίστηση· αν θεωρώ ότι δεν με ενδιαφέρει, το αγνοώ. Να το έχεις αυτό υπόψη σου όταν διαβάζεις τα Περί Γραφής. Δεν είναι δεσμευτικά, ούτε κανένας νόμος· είναι, απλώς, μερικές σκέψεις, γνώμες, και εμπειρίες μου. για τα Περί Γραφής.)