Τρώει αυτοκίνητα; Οχηματοβόρος θύρα;
|
Μια στιγμή... |
Για όσους δεν ξέρετε ότι κάνω αστική περιπλάνηση – δηλαδή, ότι τριγυρίζω σε πάρα πολλούς δρόμους απ’άκρη σ’άκρη της Αθήνας – σας το λέω από τώρα για να καταλάβετε από πού αντλώ τις πληροφορίες μου.
Η ιστορία των αθηναϊκών δρόμων (και δεν μιλάω μόνο για το Κέντρο) είναι, ορισμένες φορές μού φαίνεται, μια ιστορία εξαφανισμένων καταστημάτων.
Κάποτε, προ Κρίσης του 2009, υπήρχαν κάμποσα δισκοπωλεία και κάποια λίγα βιβλιοπωλεία. Τα δισκοπωλεία έκλεισαν το ένα μετά το άλλο, ακόμα και τα μεγάλα: και, κατά πάσα πιθανότητα, φταίει το διαδίκτυο όπου οι πάντες βρίσκουν πολύ εύκολα όση μουσική θέλουν. Απομένουν κάτι ελάχιστα δισκοπωλεία που κυρίως, απ’ό,τι έχω καταλάβει, ασχολούνται με βινύλιο το οποίο ακόμα έχει μια κάποια αξία, και ποιοτική ίσως αλλά και καλτ. Και πάλι, όμως, αναρωτιέμαι πώς κρατιούνται.
Τα περισσότερα βιβλιοπωλεία που ήταν πραγματικά βιβλιοπωλεία – δηλαδή, όχι βιβλιοχαρτοπωλεία, που πουλάνε και σχολικές τσάντες και τετράδια – έκλεισαν, ακόμα και στο Κέντρο της Αθήνας. Στην περιφέρεια, πολύ απλά, δεν υπάρχει βιβλιοπωλείο που να μην είναι και -χαρτο-· δεν τους συμφέρει, δεν τα βγάζουν πέρα αλλιώς. Ορισμένα βιβλιοπωλεία στο Κέντρο εξακολουθούν να παραμένουν, αλλά είναι λίγα, και συχνά νομίζω ότι τα παλαιοβιβλιοπωλεία είναι περισσότερα πλέον.
Μετά την Κρίση του 2009 (που αμφίβολο είναι αν ποτέ πέρασε), άρχισα στους δρόμους να μπανίζω πολλά μπαζάρ βιβλίου. Πάρα πολλά, και σε δρόμους που δεν θα το υποψιαζόσουν κανονικά. Ο λόγος, υποθέτω, ήταν ότι έκλεισαν ένα σωρό βιβλιοπωλεία και άδειασαν τις αποθήκες τους. (Δυστυχώς, τα περισσότερα βιβλία που έβλεπα σε αυτά τα μπαζάρ από αδειασμένες αποθήκες προσωπικά τα έβρισκα αδιάφορα, αν και μερικές φορές είχα αγοράσει κάτι.) Όλα αυτά τα μπαζάρ βιβλίου ήταν σαν «μόδα» για μια εποχή που κράτησε τρία, τέσσερα χρόνια ίσως. Έπειτα, εξαφανίστηκαν όλα. Δε νομίζω ότι έχει μείνει και κανένα. Ακόμα κι ένα που ήταν κοντά στην Ερμού, κι αυτό χάθηκε σαν ποτέ να μην υπήρξε...
Σε κάποια φάση, είχαν επίσης εμφανιστεί πάρα πολλά από εκείνα τα καταστήματα του ενός ευρώ – που ό,τι κι αν έπαιρνες, από σφουγγαρόπανα μέχρι κάδρα για φωτογραφίες, έκανε 1 €. Μετά, ανέβασαν λιγάκι τις τιμές τους, από 1 σε 2 €. Και μετά, τα περισσότερα έκλεισαν τελείως. Εξαφανίστηκαν από τους δρόμους της Αθήνας σαν φαντάσματα. Έχουν μείνει κάποια λίγα που δεν πουλάνε τα πάντα 1 € αλλά ανάλογα· πάντως, γενικά φτηνά. Έτσι κι αλλιώς, ποιος Έλληνας έχει πιο πολλά λεφτά να δώσει;
Ύστερα, εμφανίστηκαν κάποια πιο «κυριλέ» καταστήματα με οικιακά είδη, όπως τα Regina και τα My Home, και νόμιζες ότι ο τόπος έχει γεμίσει κουβάδες και απορρυπαντικά. Είχαν χαμηλές τιμές, ομολογουμένως, και αρκετά καλά πράγματα. Σχεδόν όλα έχουν κλείσει σήμερα. Εξαφανίστηκαν κι αυτά, το ένα μετά το άλλο.
Εκείνα που ακόμα κρατάνε είναι τα μπαζάρ ρούχων, κι όποιος έχει σήμερα κάποια λεφτά είναι ευκαιρία να πάρει ρούχα από μάρκες σε εξωφρενικά χαμηλές τιμές – έχει τύχει να βρω τέτοιο σακάκι με 1 €: οπότε, πήρα τρία. Τα «κανονικά» καταστήματα ρούχων έχουν ρίξει τις τιμές, αναμενόμενα, και ορισμένα έχουν, ουσιαστικά, κι αυτά γίνει μπαζάρ ρούχων. Θυμάμαι καταστήματα ρούχων που παλιά ήταν πανάκριβα, και τώρα έχουν βγάλει τα ρούχα, κυριολεκτικά, στον δρόμο για να τα πουλήσουν, έξω από την πόρτα, με έκπτωση 60-70%. Ο λόγος για όλ’ αυτά είναι, νομίζω, προφανής. Ποιος έχει λεφτά για καινούργια ρούχα; Άμα το δει ακριβό, δεν το παίρνει· απλά φορά τα παλιά του, και τα μπαλώνει εν ανάγκη. Τα ρούχα είναι απαραίτητα, αλλά όχι και τόσο όταν οι τιμές των τροφίμων έχουν σχεδόν διπλασιαστεί! Οπότε, υποχρεωτικά όλα τα ρούχα πωλούνται πολύ χαμηλά. Αλλά τουλάχιστον ακόμα δεν έχουν κλείσει...
Ένα άλλο είδος καταστήματος που ακόμα κρατά είναι τα τυροπιτάδικα, τα σαντουιτσάδικα, και γενικά ό,τι πουλά φαγητά και ποτά. Ε, αυτό πάντα θα έχει κάποια κίνηση. Αν φτάσουμε στο σημείο ούτε αυτό να μην έχει, θα πάμε να φάμε τον Μητσοτάκη και δεν θα είναι καν κανιβαλισμός περισσότερο απ’το αν, στην ανάγκη, μαγείρευες τον σκύλο σου. (Τσέκαρε High Rise του J.G. Ballard για παράδειγμα σκυλομαγειρέματος. Το βιβλίο ξεκινά έτσι: Later, as he sat on his balcony eating the dog, Dr Robert Laing reflected on the unusual events that had taken place within this huge apartment building during the previous three months.)
Τι συμπέρασμα τώρα βγάζετε εσείς από τέτοιες ιστορίες των δρόμων;
Παρακινημένος από το Eons of the Night, που διάβασα πρόσφατα, αποφάσισα να ξαναδιαβάσω τις ιστορίες με τον Kull. Τις είχα διαβάσει παλιότερα, σε μετάφραση· αλλά το να τις διαβάζεις στη γλώσσα τους προφανώς δεν είναι το ίδιο πράγμα. Επιπλέον, δεν τις θυμάμαι και τόσο καλά (ελάχιστα μόνο), γιατί τις είχα διαβάσει πολύ μικρός: στοίχημα αν ήμουν 15 χρονών τότε.
Και, διαβάζοντας τώρα για τον Kull, παρατηρώ, γι'ακόμα μια φορά, την εμμονή του RE Howard με τους βαρβάρους. Αυτή η εμμονή παρουσιάζεται και στο Eons of the Night, όπως, φυσικά, και στις ιστορίες με τον Conan (αν και εκεί, ίσως, όχι σε τέτοιο βαθμό). Στον Kull και στο Eons of the Night (ειδικά στις ιστορίες του που διαδραματίζονται σε αρχαϊκούς κόσμους) αυτή η εμμονή με τον βαρβαρισμό είναι πολύ έντονη.
Και αναρωτιέμαι δύο πράγματα.
Ένα: πώς ο Howard την απέκτησε. Ναι μεν ήταν από το Τέξας, αλλά ακόμα κι εκείνη την εποχή εκεί δεν ήταν και τόσο βάρβαροι!
Δύο: πού αλλού έχω συναντήσει κάτι τέτοιο. Σε ποιον άλλο συγγραφέα. Σε κανέναν, βασικά. Δε θυμάμαι να έχω συναντήσει κανέναν άλλο συγγραφέα με τέτοια εμμονή για τον βαρβαρισμό.
Ο βάρβαρος του Howard είναι ο ιδανικός βάρβαρος. Είναι καλύτερος από τον πολιτισμένο άνθρωπο από κάθε άποψη. Είναι πιο δυνατός και πιο γενναίος. Αλλά όχι μόνο αυτό: είναι και πιο ηθικός και πιο καλός. Καλός; Ναι, φυσικά. Όταν ο πολιτισμένος σκοτώνει αθώους για κάποιο ιδιοτελή σκοπό, ο βάρβαρος διαφωνεί και αντιδρά. Ο βάρβαρος είναι πιο αγνός και πιο αληθινός.
Στην περίπτωση του Kull, δε, δεν είναι μόνο αυτό: είναι και φιλόσοφος! Ο Kull είναι ένας βάρβαρος φιλόσοφος. Συνεχώς αμφισβητεί τα πάντα, και ψάχνεται με το ποιος είναι και τι είναι το σύμπαν και όλ’ αυτά. Σε εκπλήσσει... ειδικά για βάρβαρος. Αυτός δεν είναι βάρβαρος. Είναι βαρβαρόσοφος.
Αξιοσημείωτο, μάλιστα, ότι ο Howard φαίνεται να κάνει μια διάκριση ανάμεσα στον βάρβαρο (barbarian) και στον άγριο (savage). Το λέει στο Marchers of Valhalla (μια ιστορία του Eons of the Night), ότι άλλο βάρβαρος άλλο άγριος.
Ο βάρβαρος είναι παιδί της φύσης, είναι ο εαυτός του. Ο άγριος είναι κι αυτός, κατά μία έννοια, παρακμιακός όπως ο πολιτισμένος.
Ο Howard δεν αναφέρεται πουθενά στον «ευγενή άγριο» (noble savage). Αναρωτιέμαι αν καν ήξερε γι’αυτόν. Αλλά όλοι του οι βάρβαροι ήρωες είναι, κατά βάση, ευγενείς άγριοι. Ή, μάλλον, ευγενείς βάρβαροι.
Είναι συναρπαστικό να παρατηρείς τη μανία αυτού του συγγραφέα με το συγκεκριμένο concept.
Σκεφτόμουν ότι θέλω να δω κάποια καινούργια τηλεοπτική σειρά φαντασίας. Έχω καιρό να δω τηλεοπτική σειρά φαντασίας που να είναι καλή και να με κάνει να θέλω να παρακολουθήσω. Το τελευταίο, αν θυμάμαι καλά, ήταν το Dark Crystal. Τρομερή σειρά· αλλά έπαιξαν μόνο μία σεζόν και τέρμα. Δεν προχώρησε. Πολύ κρίμα.
Και τι υπάρχει τώρα για να παρακολουθήσεις; Δεν έχω συναντήσει κάτι ενδιαφέρον. Ίσως απλά να είμαι άτυχος, αλλά τριγυρίζω σε αρκετά websites, και όντως δεν έχω βρει τίποτα.
Συνεχώς βγάζουν τα ίδια και τα όμοια και τα παρόμοια. Ακόμα μία τηλεοπτική σειρά βασισμένη στα χαζοξωτικά του Τόλκιν, κι άλλη μία με τους μουρόχαβλους ιππότες του Μάρτιν. Αρχίζεις να χασμουριέσαι... Και, εντάξει, να τα δούμε κι αυτά· δεν λέω να μην τα δούμε. Όμως τι άλλο υπάρχει; Δεν υπάρχει κάτι άλλο; Κάτι καινούργιο και ενδιαφέρον;
Αλλά αυτό είναι και το πρόβλημα των τελευταίων χρόνων, γαμώτο. Συνεχώς η βιομηχανία ψυχαγωγίας αναμασά τα ίδια και τα όμοια και τα παρόμοια. Παίρνει παλιές ιδέες και τις παρουσιάζει δήθεν ως καινούργιες – διάφοροι σουπερήρωες, το Dune, ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών... Τα ξέρετε. Δεν έχει τίποτα καινούργιο, τίποτα που δεν είχε παρουσιαστεί εδώ και χρόνια.
Δεν υπάρχουν ιδέες; Δεν υπάρχουν νέα πράγματα;
Δεν το πιστεύω αυτό. Πιστεύω ότι κάποιοι εσκεμμένα δεν τα αφήνουν να βγουν στην επιφάνεια. Οι μαντράρχες της κουλτούρας.
Και τι λόγος υπάρχει, βρε αδελφέ;
Ορισμένοι θα πουν ότι φταίει το κοινό: ότι, λογικά, οι παραγωγοί και οι εταιρείες θα βγάλουν κάτι που ξέρουν ότι θα πουληθεί, όχι κάτι αβέβαιο.
Πραγματικά, όμως, νομίζετε ότι το κοινό θέλει συνέχεια να βλέπει Τόλκιν και Game of Thrones και σουπερήρωες και τα λοιπά;
Προσωπικά, αμφιβάλλω ότι το «κοινό» – ο περισσότερος κόσμος – σκέφτεται καν τι ακριβώς θέλει να δει. Απλά βλέπει, καταναλώνει, ό,τι τυχαίνει να είναι εκεί μπροστά του. Αν ακούσει ότι το τάδε είναι δημοφιλές, θα το παρακολουθήσει· πολύ πιθανόν και να το υποστηρίξει ένθερμα, ή να πείσει τον εαυτό του ότι του αρέσει. Απλά και μόνο επειδή άκουσε ότι είναι «δημοφιλές» – επειδή του είπαν ότι είναι «δημοφιλές» – και βλέπει ότι το παρακολουθούν και πολλοί άλλοι. Δεν το βλέπει ουδέτερα ώστε να το κρίνει και να αποφασίσει, ούτε αναζητά. Απλά το τρώει κατευθείαν από τη διαφήμιση και τη γενική προώθηση που υφίσταται από τους μεγάλους διαύλους κουλτούρας μέσα στην κοινωνία.
Αυτό είναι κακό. Θυμίζει αποβλάκωση.
Το ερώτηση είναι: γιατί κάποιοι να ταΐζουν αυτά τα επαναλαμβανόμενα πράγματα στο κοινό – που δεν αναζητά τίποτα από μόνο του – αντί να το ταΐζουν διάφορα άλλα πράγματα;
Εσείς πιστεύετε ότι αν έβγαινε τώρα μια νέα ταινία ή σειρά φαντασίας, τελείως διαφορετική από οτιδήποτε άλλο, και οι μεγάλοι δίαυλοι έλεγαν ότι είναι «τρομερή και φοβερή», το κοινό δεν θα την κατανάλωνε; Θα την έτρωγε και θα την παραέτρωγε, όπως τρώει και οτιδήποτε άλλο.
Ωστόσο, αναμασούν κατσικοειδώς τα ίδια και τα όμοια και τα παρόμοια... και, ως συνέπεια, δεν βρίσκω τίποτα ενδιαφέρον να παρακολουθήσω τελευταία. Καριόληδες.
1η σελίδα από τις 170
Επίσης . . .
Ο Ναυαγός της Φαρμακερής Θεάς
Η Αναζήτηση του Οφιομαχητή ξεκινά!
Πριν από πέντε χρόνια, ένας μυστηριώδης κατάμαυρος άντρας ξεβράζεται στις ακτές της Κεντρυδάτιας, κοντά σ’έναν ναό της Έχιδνας στο Πλοκάμι των Ναυαγίων. Οι ιερωμένοι τον φροντίζουν, και διαπιστώνουν ότι διακατέχεται από μια παράξενη οργή και διαθέτει απάνθρωπη δύναμη, ενώ ποτέ – ποτέ – δεν μπορεί να κοιμηθεί. Και τα μάτια του δεν βλεφαρίζουν.
Σήμερα, ο Γεώργιος, τον οποίο πολλοί γνωρίζουν στην Υπερυδάτια και ως Οφιομαχητή, αναζητά το αντίδοτο για ένα θανατηφόρο δηλητήριο που έχει προσβάλλει τον αδελφό μιας φίλης του στη Μεγάπολη της Κεντρυδάτιας. Σύντομα, όμως, θα βρεθεί κυνηγημένος από μυστηριώδεις κυνηγούς που προσπαθούν να τον παγιδέψουν· και, ύστερα, θα εμπλακεί σε άγρια μάχη με κουρσάρους που έχουν στο πλευρό τους τη βοήθεια μιας οντότητας που κανείς δεν έχει ξαναδεί σε τούτη τη διάσταση. Μέσα στη συμπλοκή, ο Γεώργιος θα αντικρίσει μια γυναίκα με κατάμαυρο δέρμα η οποία ίσως να γνωρίζει πολλά για το ξεχασμένο, αινιγματικό παρελθόν του...
Επιλογές Οκτωβρίου (28/10)
Λεξικό από ελληνικά σε αρχαία ελληνικά και το αντίστροφο | Οι παράξενες abstract ταινίες του Hideki Inaba | Εξώφυλλα Art Nouveau για βιβλία του Lovecraft (1976) | Ιστορίες με φαντάσματα σε παράξενα μέρη | Τα σκοτεινά μέρη όπου ο Aleister Crowley έκανε τις μαγείες του | The Wicker Man | The Book of Elsewhere, το νέο βιβλίο των Keanu Reeves & China Miéville | «Το fandom έχει δηλητηριάσει τον κόσμο» (Alan Moore) | Η τέχνη του Ray Harryhausen | Οι ήρωες-αρχαιολόγοι του A. Merritt | Το σύμπαν Dali Cybernetics έρχεται στον Ελληνικό Κόσμο | Αγάλματα στους δρόμους της ΕΣΣΔ | Παράξενες εικονογραφήσεις από ένα βιβλίο του 18ου αιώνα | Karl Edward Wagner (The Beer-Swillin', Hell-Raisin', & Pugnacious Hero of Neo-Pulp Literature)
Περί Γραφής: Πού Αλλάζεις Κεφάλαιο
Όπως έχω κατά καιρούς πει, υπάρχουν πάρα πολλά αναπάντητα ερωτήματα για το πώς γράφεις λογοτεχνία (ή, μάλλον, για το πώς γράφεις γενικά). Ερωτήματα στα οποία, αν και μπορούν να δοθούν διάφορες απαντήσεις, αυτές οι απαντήσεις δεν είναι δυνατόν ποτέ να είναι πλήρεις ή απόλυτες. Συνήθως, είναι υποκειμενικές ή σχετικές.
Ένα τέτοιο ερώτημα είναι και το Πού αλλάζεις κεφάλαιο. Ίσως από τα πιο δύσκολα να απαντηθούν βάσει σκληρής λογικής, αλλά επίσης από τα πιο εύκολα να απαντηθούν διαισθητικά. Οι περισσότεροι συγγραφείς δεν το σκέφτονται καν· απλώς αλλάζουν κεφάλαιο εκεί όπου νομίζουν ότι πρέπει. Και υπάρχουν και κάποιοι συγγραφείς που δεν χωρίζουν καθόλου τα βιβλία τους σε κεφάλαια (όπως ο Terry Pratchett, αν δεν κάνω λάθος): τα αφήνουν ως μια συνεχόμενη ροή κειμένου.
Εδώ, οπότε, θα αναφέρω μερικές νοοτροπίες για το πού αλλάζεις κεφάλαιο και για το τι είναι το κεφάλαιο. Γιατί και τα δύο μεταβάλλονται, δεν είναι σταθερά. Εξαρτώνται από το άτομο που γράφει, αλλά και από την περίοδο στην οποία βρίσκεται. Σε παλιότερες εποχές, νομίζω πως αντιλαμβάνονταν το κεφάλαιο λιγάκι διαφορετικά απ’ό,τι το αντιλαμβανόμαστε σήμερα.
Όλα όσα θα αναφέρω, φυσικά, αφορούν στη λογοτεχνία και μόνο, όχι σε άλλα είδη γραφής, όπως το δοκίμιο ή το επιστημονικό ή το δημοσιογραφικό κείμενο. Αυτά είναι... άλλου μάγου ευαγγέλιο.