21/9/2019
Εντροπικές Μορφές Λογοτεχνίας
Γιατί έγραψα τη Θυγατρική Εντροπία στη μορφή που την έγραψα, και τι δρόμους μού άνοιξε αυτή η συγγραφική εμπειρία
Διαβάζοντας τη Θυγατρική Εντροπία μπορεί κανείς εύλογα να αναρωτηθεί τι ήταν εκείνο που με ώθησε να γράψω το συγκεκριμένο βιβλίο σε αυτή τη μορφή η οποία δεν είναι καθόλου συνηθισμένη. Η αλήθεια είναι ότι βαριόμουν και ήθελα κάτι διαφορετικό. Ή, μάλλον, όχι, δεν το εκφράζω σωστά. Γιατί με τη λογοτεχνία δεν μπορώ ποτέ να βαρεθώ. Ήταν, και είναι, το πιο συναρπαστικό πράγμα που έχω συναντήσει σ’αυτό τον κόσμο. Το βρίσκω αδύνατον να βαρεθώ να γράφω λογοτεχνία. Ωστόσο, κατά καιρούς θέλω κάτι πιο ακραίο, κάτι για να με ταρακουνήσει. Και συνήθως έχει να κάνει με την ίδια τη μορφή του κειμένου. Αν και δεν είμαι από εκείνους τους συγγραφείς που γράφουν συνέχεια σε μία συγκεκριμένη μορφή – πάντα πειραματίζομαι – μερικές φορές αναζητώ μια Μεγάλη Αλλαγή. Αδυνατώ να καταλάβω, για παράδειγμα, πώς κάποιοι μπορούν να γράφουν συστηματικά και επαναλαμβανόμενα σε κλειστή οπτική γωνία τρίτου προσώπου χωρίς καμία διακοπή (και έχω γράψει γι’αυτά τα θέματα σχετικά πρόσφατα)· θα είχα αυτοκτονήσει. Πού είναι το ενδιαφέρον, από λογοτεχνικής άποψης, όταν κάνεις συνέχεια το ίδιο πράγμα με τη μορφή του κειμένου; Είναι λογο-τεχνία, δεν είναι; Υποτίθεται πως πρέπει να παίζεις με το κείμενο και τις μορφές του. Είναι πιο εγκεφαλικά διεγερτικό για εσένα, και είναι και πιο εγκεφαλικά διεγερτικό για τον αναγνώστη.
Σε ξυπνά, δεν σε αφήνει να πέσεις σε ύπνο.
Και ένας από τους λόγους που έγραψα τη Θυγατρική Εντροπία όπως την έγραψα είναι ακριβώς αυτό το ξύπνημα. Ήθελα να γράψω το εν λόγω βιβλίο σε μια μορφή που είναι σαν ζωντανό όνειρο μέσα στο οποίο ποτέ δεν έχεις χρόνο να κοιμηθείς. Εκτός αυτού, θυμόμουν μια αίσθηση που είχα όταν έγραφα τα πρώτα μου βιβλία που θεωρώ ότι διαβάζονται – τα βιβλία του Άρμπεναρκ. Εκείνη την περίοδο η ίδια η γραφή ήταν πολύ συναρπαστική για εμένα, γιατί έκανα πράγματα που δεν είχα ξανακάνει ποτέ με το κείμενο. Αυτή η αίσθηση, όμως, φθείρεται με τον καιρό. Και, ως ανόητος, σκεφτόμουν ότι μπορούσα να την ανακαλέσω.
Ήταν ανοησία γιατί ορισμένα πράγματα δεν γίνεται να τα ανακαλέσεις. Είναι αυτό που είναι, στον χρόνο που είναι – και τέλος. Το μόνο που μπορείς να καταφέρεις είναι, όχι να τα επικαλεστείς ξανά, αλλά να δημιουργήσεις κάτι παρόμοιο.
Ξεκινώντας λοιπόν να γράψω τη Θυγατρική Εντροπία ήθελα να ακολουθήσω ένα ύφος και μια μορφή που (α) ποτέ δεν θα άφηνε το μυαλό μου να κοιμηθεί, να συνηθίσει, αλλά θα το κρατούσε σε μια κατάσταση συνεχόμενης πνευματικής διέγερσης, και (β) θα μου δημιουργούσε μια αίσθηση διαρκούς θαυμασμού και ακατάπαυστου ενθουσιασμού σε κάθε γαμημένη παράγραφο.
Όταν γράφω ένα βιβλίο, εκείνο που πάντα ζητάω, εκείνο που βασικά με ενδιαφέρει, είναι να προκαλέσω στον εαυτό μου μια κάποια πνευματική κατάσταση. Η αξία της συγγραφής είναι αυτό που η συγγραφή θα με κάνει βιώσω. Και είμαι καχύποπτος με οποιονδήποτε συγγραφέα λογοτεχνίας δεν γράφει για παρόμοιους λόγους. Διότι, τι άλλος λόγος μπορεί να υπάρχει για να γράφεις λογοτεχνία; Κοινωνική αναμόρφωση; Αξιογέλαστο· γράψε δοκίμιο, καλύτερα. Κοινωνική καταξίωση; Εγωπαθές και ανόητο· γίνε τηλεπαρουσιαστής, καλύτερα. Οικονομικοί λόγοι; Ακόμα πιο αστείο· κάνε μια άλλη δουλειά, ή μια άλλη κομπίνα, καλύτερα: θα έχεις περισσότερες πιθανότητες να βγάλεις λεφτά. Τα λεφτά στη λογοτεχνία έρχονται κατά τύχη. Αν βγάλεις λεφτά από τη λογοτεχνία χωρίς η λογοτεχνία να σου προσφέρει κάτι το ψυχικό, τότε η όλη προσπάθεια ήταν ανούσιο. Χρήματα μπορείς να αποκτήσεις κι αλλιώς.
Επιπλέον, πιστεύω ακράδαντα πως αν εσύ ο ίδιος δεν προκαλείς μια κάποια αίσθηση στον εαυτό σου γράφοντας, ούτε στον αναγνώστη θα μπορέσεις να προκαλέσεις καμιά αξιόλογη αίσθηση.
Εκτός από αυτά, όμως, ήθελα επίσης να μου κατεβεί και μια Σημαντική Ιδέα, και πάντα οι καλύτερες ιδέες μού έρχονται μέσα από το ίδιο το κείμενο, καθώς γράφω. Σκέφτηκα λοιπόν πως, ακολουθώντας μια μορφή σαν αυτή που είχα υπόψη, το μυαλό μου θα με οδηγούσε σε μέρη που αλλιώς δεν θα μπορούσα να φτάσω.
Αλλά άλλο είναι να σκέφτεσαι θεωρητικά μια συγκεκριμένη λογοτεχνική μορφή κι άλλο να τη γράφεις στην πράξη. Ήθελα τώρα να γράψω ένα βιβλίο που θα περιλαμβάνει πολλές ιστορίες οι οποίες θα μπλέκονται αναμεταξύ τους χωρίς όμως όλες να συναντιούνται υποχρεωτικά. Θα ήταν ένα αφηγηματικό χάος, κάτι σαν διαρκές όνειρο. Αλλά δεν ήθελα να έχει ονειρική λογική· ήθελα η λογικά της κάθε ιστορίας να είναι συγκεκριμένη, να έχει αρχή, μέση, τέλος, να βγάζει νόημα από μόνη της. Απλώς η μορφή παρουσίασης όλων αυτών των ιστοριών ήθελα να θυμίζει όνειρο, και να είναι μια κατάσταση που ούτε στιγμή δεν αφήνει το μυαλό να κοιμηθεί. Ήθελα να είναι ένα βιβλίο που χρειάζεται να το διαβάσεις προσεχτικά για να το καταλάβεις αλλά, συγχρόνως, να είναι ψυχαγωγία, όχι κανένας κώδικας που πρέπει να σπάσεις το κεφάλι σου για να λύσεις. Δεν γράφω μαθηματικούς αλγορίθμους· γράφω λογοτεχνία.
Σκεφτόμουν πώς να κάνω πράξη αυτό που είχα θεωρητικά στο μυαλό μου, και αναρωτήθηκα Ποιος άλλος έχει κάνει κάτι παρόμοιο; Η μόνη απάντηση που μου ερχόταν ήταν ο Robert Anton Wilson στις τριλογίες Illuminatus και Schrödinger’s Cat. Σε αυτά τα βιβλία η αφήγηση πραγματικά θυμίζει όνειρο. Παρότι εκτυλίσσονται πολλές ιστορίες συγχρόνως, είναι ένα συνεχόμενο κείμενο χωρίς κενά ανάμεσα στις παραγράφους· οι σκηνές αλλάζουν με συνειρμικό τρόπο, συνήθως με κάποια παράξενη διακοπή, όπως για παράδειγμα ένα ξεκάρφωτο τραγούδι ή κάτι τέτοιο. Μου άρεσε αυτή η μορφή. Αλλά δεν ήθελα να αντιγράψω το ύφος του Wilson. Επιπλέον, τα δικά του βιβλία είναι ένα αμάλγαμα συνωμοσιολογίας, φαντασίας, και σουρεαλισμού, και διαδραματίζονται στον δικό μας κόσμο. Οι Θυγατέρες της Πόλης δεν είναι τέτοιο πράγμα: είναι φαντασία και μαγικός ρεαλισμός χωρίς τη συνωμοσιολογία, και οι ιστορίες διαδραματίζονται σε φανταστικό κόσμο που δεν έχει άμεση σχέση με τον δικό μας.
Αποφάσισα, λοιπόν, να ακολουθήσω μια μορφή που δεν έχει χωρίσματα ανάμεσα στις παραγράφους τα οποία δείχνουν εναλλαγή τόπου, χρόνου, ή προοπτικής· αποφάσισα αυτές τις εναλλαγές να τις διακρίνεις από διάφορα σημάδια μέσα στο συνεχόμενο, αδιάκοπο κείμενο. Τέτοια σημάδια είναι πράγματα όπως μεγαλύτερο κενό ξαφνικά από την αριστερή μεριά της σελίδας· μεγαλύτερη εσοχή στην αρχή της πρώτης παραγράφου που ξεκινά η αλλαγή· μια κεντραρισμένη στήλη μέσα στη σελίδα· τα γράμματα να γίνονται όλα πλάγια· ολόκληρο το κομμάτι να είναι μέσα σε παρένθεση· η πρώτη παράγραφος (συνήθως μια, δυο γραμμές) να είναι κεντραρισμένη· και άλλα. Αυτές οι αλλαγές δεν είναι λίγες· δεν είναι κάθε πέντε, δέκα σελίδες. Είναι πολύ συχνές· μπορεί να είναι και πάνω από τρεις, τέσσερις φορές μέσα σε μία σελίδα. Και η κάθε αλλαγή σε πετά ξαφνικά σε άλλη αφήγηση όπου συμβαίνει κάτι άμεσο και σημαντικό. Πρέπει να δίνεις σημασία για να παρακολουθήσεις τι γίνεται· δεν σε αφήνει να χαλαρώσεις.
Πώς, όμως, να γράψεις ένα τέτοιο πράγμα; Να σκεφτείς από πριν τις ιστορίες που θες να αφηγηθείς, να τις γράψεις μία-μία, και μετά να τις σπάσεις και να τις ανακατέψεις; Αυτός είναι σίγουρα ένας τρόπος· αλλά όχι ο τρόπος που ακολούθησα, γιατί θα ήταν πολύ βαρετό για εμένα και δεν θα είχε κανένα νόημα. Δεν θα μου δημιουργούσε την αίσθηση που ήθελα μέσα από τη συγγραφή του βιβλίου· θα γινόταν κάτι το διαδικαστικό και, άρα, ανούσιο. Επομένως, το έγραψα με τον δύσκολο τρόπο: ξεκινώντας από το μηδέν και προσθέτοντας ιστορίες μέσα στην αφήγηση ενώ, συγχρόνως, πηδούσα από τη μια ιστορία στην άλλη όποτε νόμιζα ότι ήταν η σωστή στιγμή.
Ειλικρινά, στην αρχή φοβόμουν ότι μπορεί και να μην τα κατάφερνα. Γιατί, για πόσο ν’αντέξεις να γράφεις έτσι προτού η έμπνευσή σου σ’εγκαταλείψει; Προτού χτυπήσεις τοίχο, άγρια, και τα μπλέξεις όλα και δεν ξέρεις πώς να συνεχίσεις; Μέχρι να γράψω τις πρώτες τριάντα, πενήντα σελίδες είχα αυτή την αίσθηση, ότι μπορεί και να μην τα κατάφερνα να ολοκληρώσω το βιβλίο, ότι μπορεί να μην έβγαζε κανένα νόημα. Ύστερα, άρχισα να συνηθίζω, και συνειδητοποίησα ένα βασικό πράγμα γράφοντας τη Θυγατρική Εντροπία: δεν υπάρχει περιορισμός στην έμπνευση, δεν υπάρχουν όρια: μπορείς να συνεχίζεις επ’άπειρον αν θέλεις. Το μόνο που μπορεί να σε διακόψει είναι ο φόβος σου, οι αμφιβολίες σου. Προσπέρασε αυτό το κώλυμα και εκείνο που ακολουθεί είναι ατέρμονο. Δεν έμεινα δυσαρεστημένος από τη συγγραφή της Θυγατρικής Εντροπίας. Με εξέπληξε, μάλιστα, το γεγονός ότι, μέσα από την ίδια τη διαδικασία της γραφής, συνειδητοποίησα πού ακριβώς έπρεπε να κλείσω το βιβλίο. Και αυτό ήταν ένα βιβλίο που άνετα μπορούσες να πέσεις στην παγίδα να γράφεις ασταμάτητα αδυνατώντας να τελειώσεις. Γιατί συνεχώς προσέθετα και έκλεινα παράπλευρες αφηγήσεις χωρίς να υπάρχει κεντρική αφήγηση. Είναι ένα βιβλίο που εσύ, ο αναγνώστης, αποφασίζεις ποια αφήγηση είναι κεντρική για εσένα. Είναι σαν την πραγματικότητα, πάνω-κάτω. Παρ’όλ’ αυτά, όταν ήταν να τελειώσω, το ήξερα – κάπως – ότι εδώ τελειώνουμε τώρα. Και έκλεισα το βιβλίο.
Και, εκτός από την ονειρική αίσθηση, μου έδωσε και τη Σημαντική Ιδέα που αναζητούσα. Τα Κρυφά Όπλα της Πόλης, μια σειρά που εντάσσεται στις Θυγατέρες της Πόλης και σύντομα θα δημοσιεύσω, βασίζεται στην ιδέα που μου ήρθε από τη Θυγατρική Εντροπία. Η Θυγατρική Εντροπία είναι, ουσιαστικά, πρόλογος των Κρυφών Όπλων της Πόλης, αλλά δεν είναι ανάγκη να διαβάσεις και τα Κρυφά Όπλα αν δεν θέλεις· η Εντροπία στέκεται και μόνη της, πολύ άνετα. Επίσης, για να διαβάσεις τα Κρυφά Όπλα δεν είναι ανάγκη να έχεις διαβάσει τη Θυγατρική Εντροπία: θα καταλάβεις τι συμβαίνει, χωρίς κανένα πρόβλημα.
Πέρα από αυτή την ονειρική μορφή που ακολουθεί η Θυγατρική Εντροπία, οι επιμέρους αφηγήσεις που μπλέκονται αναμεταξύ τους ακολουθούν δικές τους λογοτεχνικές μορφές που ποικίλουν: κάποιες είναι γραμμένες σε γενική οπτική γωνία τρίτου προσώπου, κάποιες σε κλειστή οπτική γωνία τρίτου προσώπου, κάποιες σε πρώτο πρόσωπο. Αλλά το βασικό είναι ο ρυθμός με τον οποίο εναλλάσσονται.
Και επειδή τα σημάδια για τις εναλλαγές των σκηνών είναι τόσο σημαντικά και τόσα πολλά, αποφάσισα να δημοσιεύσω αυτό το βιβλίο μόνο σε pdf, που κρατά πάντα σταθερή τη μορφοποίηση. Οι μορφές mob και epub, οσοδήποτε καλοφτιαγμένος, μπορεί να τα κάνουν σαλάτα όταν ζητάς τα πράγματα να παρουσιάζονται με συγκεκριμένο τρόπο επάνω στη σελίδα.
Δυστυχώς δεν γίνεται να πω περιληπτικά τι είναι η Θυγατρική Εντροπία, ούτε καν ως teaser που λένε, γιατί δεν είναι μία ιστορία. Είναι πολλές ιστορίες μπερδεμένες σαν ψυχεδελικό όνειρο, αλλά η καθεμία έχει αρχή, μέση, τέλος, βγάζει νόημα από μόνη της. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι εδώ, όσοι έχετε διαβάσει προηγούμενες ιστορίες των Θυγατέρων (πράγμα όχι απαραίτητο για την ανάγνωση της Εντροπίας), θα συναντήσετε ξανά τη Μιράντα και τη Νορέλτα-Βορ και την Κορίνα, αλλά και πολλές καινούργιες Θυγατέρες της Πόλης, ορισμένες από τις οποίες θα εμφανιστούν και στα Κρυφά Όπλα της Πόλης. Επιπλέον, όσοι έχετε διαβάσει βιβλία του πρώτου κύκλου του Θρυμματισμένου Σύμπαντος (πράγμα επίσης καθόλου απαραίτητο για την απόλαυση της Εντροπίας) ετοιμαστείτε να συναντήσετε δύο παλιούς γνωστούς μέσα σ’αυτό το βιβλίο – Ελπιδοφόρος και Φενίλδα’σαρ.
Η Θυγατρική Εντροπία ήταν μια τρομερή συγγραφική εμπειρία για εμένα. Ελπίζω να είναι μια παρόμοια εμπειρία και για τους αναγνώστες.
Θα ξαναγράψω τέτοιο βιβλίο; Ίσως· τίποτα δεν αποκλείεται. Αλλά σίγουρα δεν είναι κάτι για κάθε μέρα. Είναι για συγκεκριμένες περιόδους. Κι επιπλέον, δεν νομίζω ότι ταιριάζει σε όλες τις ιστορίες που θες να αφηγηθείς. Ήταν απλά κάτι που ταίριαζε στις Θυγατέρες της Πόλης, γιατί οι Θυγατέρες της Πόλης είναι ένα αστικό χάος, κι αυτό φαίνεται πεντακάθαρα στη Θυγατρική Εντροπία.
Ένα άλλο πράγμα που με έκανε η Θυγατρική Εντροπία να συνειδητοποιήσω είναι ότι – όπως υποπτευόμουν εδώ και πολύ καιρό – ουσιαστικά δεν μου αρέσουν τα κενά ανάμεσα στις παραγράφους. Και, δυστυχώς, πρόκειται για μια τεχνική που σήμερα χρησιμοποιείται ευρέως σε όλα τα βιβλία. Θες να μετακινηθείς μέσα στον αφηγηματικό χρόνο; Ε, μην το ζορίσεις· άσε ένα κενό ανάμεσα στις παραγράφους και τελείωσε. Θες να μετακινηθείς μέσα στον αφηγηματικό χώρο; Πάλι, άσε ένα κενό, βρε αδελφέ! Θες ν’αλλάξεις προοπτική, να μας γράψεις τις σκέψεις ενός άλλου χαρακτήρα; Άσε κενό – οπωσδήποτε! Το λέει ο Πάπας της Ρώμης.
Και το όλο θέμα μού φαίνεται λιγάκι αστείο. Ένας καλός συγγραφέας πρέπει να μπορεί να μετακινείται μέσα στην ιστορία χωρίς να έχει ανάγκη από αυτό το δεκανίκι, το κενό ανάμεσα στις παραγράφους. Πρέπει να γράφει έτσι το κείμενο που να κυλά ομαλά και να σε μεταφέρει, σαν όνειρο, εκεί που είναι να σε μεταφέρει.
Το ξέρω, βέβαια, πως κάποιοι συγγραφείς χρησιμοποιούν το κενό ανάμεσα στις παραγράφους ως υφολογικό στοιχείο – για να δώσουν έμφαση σε κάτι, για παράδειγμα – όχι ως δεκανίκι της αφήγησης. Σε αυτούς βγάζω το καπέλο. Είναι άλλο το θέμα εκεί. Προσωπικά δεν είναι μια μορφή που έχω ώς τώρα δοκιμάσει, αλλά δεν αποκλείεται να τη δοκιμάσω στο μέλλον. Βρίσκω ότι έχει το δικό της ενδιαφέρον.
Και δεν καταδικάζω γενικά το κενό ανάμεσα στις παραγράφους. Καταδικάζω τη χρήση του ως δεκανίκι, και το γεγονός ότι αυτή η συνεχόμενη χρήση του έχει καταστρέψει σήμερα το κείμενο που δεν διακόπτεται. Πόσα τέτοια βιβλία μπορείς να βρεις; Είναι λίγα. Πολύ λιγότερα από αυτά με τα συνεχόμενα κενά ανάμεσα στις παραγράφους.
Η Θυγατρική Εντροπία μπορούσε, θεωρητικά, να γραφτεί και με κενά ανάμεσα στις παραγράφους. Αλλά θα έπρεπε να έχεις τρία, τέσσερα κενά (τουλάχιστον) σε κάθε σελίδα. Θα ήταν βλακώδες, και δεν νομίζω ότι θα σου έδινε την ονειρική, σουρεαλιστική αίσθηση που είχα υπόψη μου. Γι’αυτό κιόλας, εξαρχής, είχα πει στον εαυτό μου: Ό,τι κι αν κάνεις μ’αυτό το βιβλίο, όχι γαμημένα κενά ανάμεσα στις παραγράφους! Εντάξει;... Εντάξει. Τα μόνα χωρίσματα στη Θυγατρική Εντροπία είναι τα χωρίσματα των κεφαλαίων (αν καν μπορούν να εννοηθούν ως «κεφάλαια»): Θυγατρική Εντροπία η Πρώτη, Θυγατρική Εντροπία η Δεύτερη ... [Θυγατρική Εντροπία η Χ+1] ... Θυγατρική Εντροπία η Τελευταία. Και έβαλα τέτοια χωρίσματα απλά και μόνο επειδή αισθανόμουν ότι κάπου έπρεπε να υπάρχει μια διακοπή, μια ξεκούραση μέσα στο συνεχόμενο όνειρο, ένα μεγάλο, γιγάντιο Σημείο Στίξης.
Σήμερα γράφω μια σειρά φαντασίας(η οποία θα παρουσιαστεί ύστερα από κάποια χρόνια, το λιγότερο· έχω ήδη δημοσιεύσει πολλά βιβλία, τελευταία) με διπλή αφήγηση: μία στο παρόν, μία στο παρελθόν. Η παρελθοντική αφήγηση σίγουρα δεν είναι Εντροπία, αλλά είναι γραμμένη σε τρίτο πρόσωπο χωρίς κενά ανάμεσα στις παραγράφους, παρότι δεν μένει προσκολλημένη ούτε στο κεφάλι ενός χαρακτήρα, ούτε σε έναν τόπο, ούτε σε έναν χρόνο. Και νομίζω πως την ικανότητα να γράψω μια τέτοια ιστορία και να μου φαίνεται καλή τη χρωστάω εν μέρει και στη Θυγατρική Εντροπία. Έσπασε ακόμα ένα φράγμα μέσα μου και μου έδειξε ένα καινούργιο, πιο ανοιχτό τοπίο.
