10/6/2020
Η Λέξη Ξόρκι στη Φανταστική Λογοτεχνία
...και άλλες λέξεις σχετιζόμενες με τη μαγεία
Στην ελληνική φανταστική λογοτεχνία χρησιμοποιούμε, συνήθως, τη λέξη ξόρκι για εννοήσουμε το μαγικό τέχνασμα που γίνεται με κάποια συγκριμένα λόγια, και πιθανώς και κάποιες χειρονομίες, ώστε να προκληθεί ένα αποτέλεσμα – πχ, να εκτοξευτεί ένα φλογερό βλήμα από το χέρι του μάγου, ή ο μάγος να γίνει αόρατος, ή να μπορεί να βαδίσει πάνω στο νερό (ναι, το ξέρω, όλα είναι πολύ κλισέ παραδείγματα τα οποία ποτέ δεν χρησιμοποιώ ο ίδιος σε βιβλία μου, αλλά τώρα θέλω να είμαι όσο πιο απλός και γενικός γίνεται).
Αυτή είναι η γενική χρήση της λέξης ξόρκι στην ελληνική φανταστική λογοτεχνία. Αλλά είναι σωστή; Αν καθίσεις λίγο και το σκεφτείς πιο αναλυτικά, καταλήγεις ότι είναι λάθος. Η λέξη ξόρκι προέρχεται από τη λέξη εξορκισμός, που σημαίνει διώχνω κακοποιά πνεύματα ή δαίμονες. Επομένως, ένα μαγικό τέχνασμα που, για παράδειγμα, διαλύει αναμμένες φωτιές δεν μπορεί να είναι «ξόρκι», σωστά; Δεν εξορκίζει τίποτα.
Πώς αλλιώς, όμως, να πεις τέτοιου είδους μαγικά τεχνάσματα στα ελληνικά χρησιμοποιώντας έναν γενικό όρο; Κάποιες άλλες λέξεις που έρχονται στο μυαλό είναι μαγγανεία, γητειά, επωδός. Αλλά καμία δεν δίνει αυτή την αίσθηση του γενικού μαγικού τεχνάσματος – κάτι που θα μπορούσε, δηλαδή, να ισχύει για οτιδήποτε: από το να εκτοξεύει ο μάγος μια αστραπή από τα δάχτυλά του μέχρι να απομακρύνει έναν δαίμονα. Η μαγγανεία είναι πολύ ασυνήθιστη λέξη για να αποτελέσει γενικό όρο. Η γητειά... Φαντάζεσαι «γητειά» που διαλύει αναμμένες φλόγες, ας πούμε; Εμένα θα μου φαινόταν πολύ περίεργο. Η επωδός υποδηλώνει κάτι το επαναλαμβανόμενο και τραγουδιστό· είναι αυτό που λένε mantra, ουσιαστικά.
Επομένως, καταλήγεις στη λέξη ξόρκι, ως πιο γενικό όρο για οποιοδήποτε μαγικό τέχνασμα απαιτεί κάποια λόγια και πιθανώς και κάποιες χειρονομίες. Γιατί, βέβαια, τα ξόρκια, σύμφωνα με τη λαογραφία και τη μαγική παράδοση, απαιτούν τουλάχιστον κάποια λόγια για να γίνουν. Ο λόγος έχει δύναμη στη μαγική παράδοση.
Και είμαι κι εγώ «αμαρτωλός»· χρησιμοποιώ τη λέξη ξόρκι στα βιβλία μου για οτιδήποτε το μαγικό. Στις ιστορίες του Θρυμματισμένου Σύμπαντος, συγκεκριμένα, υπάρχουν δύο ειδών μαγείες: ξόρκια και μαγγανείες. Τα ξόρκια είναι πιο απλά, γίνονται πιο γρήγορα· ίσως και σε λιγότερο από ένα λεπτό. Οι μαγγανείες είναι, κατά κανόνα, πιο πολύπλοκες· χρειάζονται τουλάχιστον κανένα δεκάλεπτο, ή ίσως ακόμα και ώρες ολόκληρες, για να εκτελεστούν.
Αλλά αυτά, βέβαια, ισχύουν στο Θρυμματισμένο Σύμπαν· δεν είναι η λαογραφική παράδοση, ούτε για τις μαγγανείες ούτε για τα ξόρκια.
Ο όρος ξόρκι, στην ελληνική φανταστική λογοτεχνία, άρχισε να χρησιμοποιείται για να αποδώσει τον αγγλικό όρο spell. Στα αγγλικά, το spell ως ρήμα σημαίνει αρθρώνω ή γράφω λέξεις (εξ ου και spell checker στους υπολογιστές – το πρόγραμμα που ελέγχει το κείμενο για τυπογραφικά λάθη). Ως ουσιαστικό, το spell είναι το μαγικό τέχνασμα, το ξόρκι περίπου, αλλά όχι μόνο για εξορκισμό. Η λέξη προέρχεται από τα γερμανικά, όπου σημαίνει αρθρώνω. Επομένως, η πιο σωστή μετάφραση για το spell θα ήταν, ίσως, άρθρωμα – μια λέξη που επισήμως δεν υπάρχει στα λεξικά αλλά θα μπορούσε να υπάρξει. Το πρόβλημα είναι πως θα ακουγόταν περίεργο να χρησιμοποιήσεις κάτι τέτοιο για γενικό μαγικό τέχνασμα.
Άρα, καταλήγεις πάλι στο ξόρκι, που είναι περίπου αυτό σε γενικές γραμμές. Σωστά;
Ή, μήπως, τελικά το ξόρκι είναι κάτι περισσότερο από εξορκισμός ακόμα και στην ελληνική λαογραφική και μυστικιστική παράδοση;
Πρόσφατα, κοίταζα το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Παραψυχολογίας & Αποκρυφισμού, του Γιώργη Καραφουλίδη, και στο λήμμα ξόρκι αναφέρει κάποια πολύ ενδιαφέροντα πράγματα. Φυσικά, αναφέρει ότι ξόρκι είναι ο εξορκισμός που διώχνει δαίμονες. Όμως παρακάτω γράφει και κάτι που είχα κι εγώ ακούσει: ότι υπάρχουν ξόρκια θεραπείας, για την ταχεία ανάρρωση αρρώστων ή τραυματισμένων – και σ’αυτή την περίπτωση δεν μπορείς να πεις ότι είναι εξορκισμοί που διώχνουν δαίμονες.
Συγκεκριμένα, το λεξικό στη σελίδα 527 λέει για το ξόρκι: Η επωδή χρησιμοποιείται για τη θεραπεία από ασθένειες, για το ξεμάτιασμα, για την πρόκληση συναισθημάτων αγάπης (έρωτα) ή μίσους, για πρόκληση βροχής σε καιρό ανομβρίας κ.τλ.
Συγνώμη; Για πρόκληση βροχής σε καιρό ανομβρίας; Αυτό σίγουρα δεν είναι εξορκισμός. Αυτό μοιάζει πολύ με το όπως χρησιμοποιείται η λέξη ξόρκι στη φανταστική λογοτεχνία.
Διαβάζοντας κι άλλο στην ίδια σελίδα του λεξικού, αναφέρονται τα παρακάτω, τα οποία και παραθέτω φωτογραφισμένα για να μην κάθομαι να τα δακτυλογραφώ.
Ξέρετε τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι το ξόρκι, ουσιαστικά, μπορεί να είναι και επίκληση, όχι μόνο εκδίωξη. Δηλαδή, σύμφωνα με τη λαογραφική και μυστικιστική παράδοση, κάνεις ξόρκι όχι μόνο για να διώξεις έναν δαίμονα αλλά και για να τον καλέσεις και να τον προστάξεις για να εκτελέσει μια εργασία για εσένα.
Κι ας θυμηθούμε λίγο, τώρα, πώς χρησιμοποιείται η λέξη εξορκίζω. Δεν σημαίνει μόνο «διώχνω δαίμονες». Σύμφωνα με το Μείζον Ελληνικό Λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκι, αυτός είναι ο ορισμός της:
εξορκίζω, ξορκίζω: κ. ξορκίζω ρ. (εξόρκ-ισα, -ίστηκα, -ισμένος) ικετεύω στο όνομα ιερού πράγματος ή προσώπου: σ’ εξορκίζω, στη μνήμη των γονιών μας, μην το κάνεις | διώχνω τα κακά πνεύματα με ιεροπραξίες ή μαγικά μέσα: εξορκίζω το σατανά
Εξορκίζω σημαίνει, βασικά, προστάζω/ικετεύω κάτι στο όνομα ιερού πράγματος. Αυτό το ιερό πράγμα θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε – ακόμα και το ίδιο το σύμπαν – αναλόγως τα πιστεύω του καθενός. Θα μπορούσε να είναι ακόμα κι ο εαυτός του.
Και η λέξη εξορκίζω τι ετυμολογία έχει; Εξ + ορκίζω. Και τι σημαίνει ορκίζω; Σύμφωνα πάλι με το Μείζον Ελληνικό Λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκι, σημαίνει «επιβάλλω σε κάποιον να δώσει όρκο». Και τι σημαίνει όρκος; «Βεβαίωση ή υπόσχεση με επίκληση του θείου».
Τι πάει να πει ξόρκι, λοιπόν; Είναι οτιδήποτε μπορεί να γίνει όταν κάνεις εξορκισμό, δηλαδή όταν χρησιμοποιείς, με λόγια, κάτι που θεωρείς ιερό προκειμένου να προκληθεί κάποιο επιθυμητό αποτέλεσμα. Επομένως, όταν κάποιος λέει μερικά λόγια που υποτίθεται πως για κάποιο λόγο είναι ιερά, προκειμένου να συμβεί οτιδήποτε με υπερφυσικό τρόπο, κάνει ξόρκι.
Μέχρι στιγμής, νόμιζα ότι χρησιμοποιούμε λιγάκι καταχρηστικά τη λέξη ξόρκι για οποιοδήποτε μαγικό τέχνασμα στη φανταστική λογοτεχνία. Αλλά τελικά δεν είναι έτσι. Η λέξη ξόρκι είναι εκατό τοις εκατό σωστή για αυτή τη χρήση. Μπορεί να είναι οτιδήποτε: από το να διώξει κάποιος έναν δαίμονα, μέχρι να γίνει αόρατος, μέχρι να αποκτήσει υπερφυσική δύναμη ή να εκτοξεύσει φωτιές από τα μάτια του.
Ωστόσο, επειδή τελευταία ασχολούμουν λιγάκι με την ονοματολογία της μαγείας στην ελληνική φανταστική λογοτεχνία, πάμε στο δεύτερο μέρος αυτού του άρθρου.
Ας πούμε ότι η λέξη ξόρκι χρησιμοποιείται μόνο με την πιο απλή της έννοια, αυτή της εκδίωξης κακοποιών πνευμάτων. Τότε, τι άλλες ελληνικές λέξεις θα μπορούσες να χρησιμοποιήσεις για να δώσεις ονόματα σε διάφορα μαγικά τεχνάσματα στη φανταστική λογοτεχνία, και τι θα μπορούσε να σημαίνει η καθεμία από αυτές τις λέξεις;
Έφτιαξα, λοιπόν, μια λίστα με πιθανές χρήσεις κάποιων ελληνικών λέξεων που σχετίζονται, λαογραφικά και μυστικιστικά, με τη μαγεία, και προτείνω τρόπους χρήσης τους μέσα σε φανταστικές ιστορίες, εναλλακτικούς ως προς τη λέξη ξόρκι. Ορισμένα από αυτά μπορεί να φαίνονται αλληλοσυγκρουόμενα. Είναι απλές προτάσεις· δεν είναι λεξικό παγιωμένων όρων.
Γητειά: αυτή η λέξη προέρχεται από τη λέξη γητεύω που προέρχεται από τη λέξη γοητεύω που δεν έχει παρά μικρή σχέση με την καθημερινή της χρήση. Η καθημερινή της χρήση είναι μεταφορική. Σύμφωνα με το Μείζον Ελληνικό Λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκι, γοητεύω σημαίνει «θέλγω, σαγηνεύω | ασκώ μαγική επίδραση | απατώ, δελεάζω». Επομένως, στη φανταστική λογοτεχνία, νομίζω πως θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε γητειά οποιοδήποτε μαγικό τέχνασμα προκαλεί απάτη, ή σύγχυση στο μυαλό κάποιου, ή ψευδείς εντυπώσεις στους άλλους οι οποίες είναι προς όφελος του γητευτή. Για παράδειγμα, ένας μάγος που κάνει τους άλλους να νομίσουν ότι τα επίχρυσα διακοσμητικά ενός περαστικού οχήματος γυαλίζουν πολύ όμορφα, ώστε να αποσπάσει την προσοχή τους και να κλέψει κάτι.
Επίκληση, κάλεσμα: οποιοδήποτε μαγικό τέχνασμα φέρνει κάποια δύναμη ή οντότητα κοντά στον μάγο, είτε άμεσα είτε ύστερα από ένα χρονικό διάστημα.
Επωδός: κάποια λόγια που ο μάγος επαναλαμβάνει (mantra), συνήθως για λόγους προστασίας ή προφύλαξης, ή για να δώσει στον εαυτό του υπερφυσικές ιδιότητες. Για παράδειγμα, ένας μάγος που μουρμουρίζοντας μια επωδό περνά μέσα από φλόγες χωρίς να τον αγγίξουν.
Θαυματοποιία: κατώτερη μαγεία που δεν είναι πραγματική αλλά κόλπο, όπως το να εξαφανίζεις ένα νόμισμα μες στο μανίκι σου και να το βγάζεις πίσω από το αφτί ενός αλλού.
Θαυματουργία: ανώτερη μαγεία (σε αντίθεση με τη θαυματοποιία) με την οποία ο μάγος μπορεί να κάνει σχεδόν οτιδήποτε, αλλά όχι και στο επίπεδο θεουργίας (βλ. παρακάτω). Για παράδειγμα, μια μάγισσα που κάνει τις πέτρες ψωμί με το άγγιγμά της.
Θεουργία: είδος μαγείας που επεμβαίνει επάνω στην ίδια τη φύση του κόσμου. Για παράδειγμα, ο μάγος κάνει μια χρονιά να περάσει χωρίς να έχει καλοκαίρι, ή κάνει ένα είδος ζώου να γίνει εχθρός ενός άλλου είδους ζώου ενώ πριν αυτό δεν ίσχυε.
Κατάδεσμος: μαγεία που δένει δαίμονες, πνεύματα, ή άλλες οντότητες – ή ακόμα και ανθρώπους – ώστε να υποχρεούνται να υπηρετήσουν τον μάγο, είτε παρεμβαίνοντας επάνω στην ίδια τη θέλησή τους είτε επειδή αλλιώς κάτι κακό θα τους συμβεί.
Μαγγανεία: μαγεία που απαιτεί τη χρήση αντικειμένων και μηχανευμάτων προκειμένου να πραγματοποιηθεί. Για παράδειγμα, μια μάγισσα που χτυπά τα ειδικά φτιαγμένα δαχτυλίδια της επάνω σ’ένα μεγάλο οκτάγωνο φυλαχτό που κρέμεται από τον λαιμό της, προκειμένου να γίνει αόρατη.
Μάγεμα: το να ασκείς μαγική επίδραση επάνω σε άνθρωπο, πλάσμα, ή πράγμα, συνήθως για κακό σκοπό.
-μαντεία: δεύτερο συνθετικό που συνδυάζεται με πολλές άλλες λέξεις – πχ, νεκρομαντεία, πυρομαντεία, αερομαντεία, οφθαλμομαντεία, οφιομαντεία... Σημαίνει ότι χρησιμοποιείς το πρώτο συνθετικό της λέξης προκειμένου να πάρεις πληροφορίες κάποιου είδους για το παρόν, το μέλλον, ή το παρελθόν.
Μαντεία: το να παίρνει ο μάγος πληροφορίες κάποιου είδους για το παρόν, το μέλλον, ή το παρελθόν. Για παράδειγμα, μια μάγισσα που, κλείνοντας τα μάτια της, βλέπει πίσω από τον τοίχο κάνει μαντεία.
Μάτιασμα, βασκανία, βάσκαμα: υπερφυσική πρόκληση κακού με το βλέμμα και μόνο. Για παράδειγμα, κάποιος που κοιτάζοντας σε μπορεί να στείλει ένα δηλητήριο μέσα στον οργανισμό σου.
Ξόρκι, εξορκισμός: το να διώχνεις πνεύματα, δαίμονες, αρνητικές επιδράσεις· το να διαλύεις άλλα μάγια, γενικά. Εναλλακτικά, ξόρκι μπορεί να είναι το οποιοδήποτε μαγικό τέχνασμα.
Πανουργία: αυτή η λέξη δεν χρησιμοποιείται στη λαογραφική ή μαγική παράδοση για να εννοήσει κάτι το μαγικό· νομίζω, όμως, πως στη φανταστική λογοτεχνία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί έτσι. Πανουργία είναι οποιοδήποτε μαγικό τέχνασμα γίνεται με δόλιο τρόπο, οποιοδήποτε μαγικό τέχνασμα θα ονόμαζες σκιερό. Για παράδειγμα, το να γλιστρήσει μια μάγισσα μέσα στις σκιές, ώστε να παρακολουθήσει τι λέγεται σε μια αίθουσα χωρίς κανείς να ξέρει ότι η μάγισσα είναι εκεί, είναι πανουργία.
Πρόσταγμα: ούτε αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συνήθως στη λαογραφική ή μαγική παράδοση για να εννοήσει κάτι το μαγικό, όμως στη φανταστική λογοτεχνία νομίζω ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για όλα εκείνα τα μαγικά πράγματα που προστάζουν υπερφυσικές οντότητες, δαίμονες, τέρατα, και τα λοιπά. Για παράδειγμα, για να βάλεις ένα αερικό να πάει και να κλέψει ένα πουγκί πρέπει να κάνεις πρόσταγμα επάνω του.
-σκοπία: δεύτερο συνθετικό λέξης που το πρώτο συνθετικό μπορεί να είναι οτιδήποτε – πχ, νεκροσκοπία, θηριοσκοπία, υδατοσκοπία. Διαφέρει από τη -μαντεία στο ότι ο μάγος παίρνει πληροφορίες για το ίδιο το αντικείμενο. Για παράδειγμα, με υδατοσκοπία θα μπορούσε να δει αν το νερό μιας λίμνης είναι μολυσμένο, ενώ με υδατομαντεία θα μπορούσε να μάθει αν κάποιος πέρασε μέσα από αυτή τη λίμνη πρόσφατα. Εξαίρεση αποτελεί η οιωνοσκοπία, που είναι η πρόβλεψη του μέλλοντος με τη χρήση διάφορων σημαδιών στη φύση.
Τέχνασμα: αυτή η λέξη κανονικά δεν σχετίζεται με τη μαγεία στη λαογραφική ή μυστικιστική παράδοση, όμως στη φανταστική λογοτεχνία νομίζω πως θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να δείξει όλα εκείνα τα μαγικά που είναι κατώτερης και απλής φύσης, χωρίς όμως να είναι θαυματοποιίες. Για παράδειγμα, το να κάνει ο μάγος τα μάτια του να φωτίζουν απειλητικά είναι τέχνασμα, αν είναι πραγματικά κάτι το μαγικό και όχι οφθαλμαπάτη, όπως με την θαυματοποιία.
Φαρμακεία: η χρήση βοτάνων ή άλλων ουσιών για την πρόκληση υπερφυσικών αποτελεσμάτων, συνήθως βλαβερών αλλά όχι απαραίτητα.
