Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, από τρίτους κυρίως, για απλή ανάλυση επισκεπτών (πχ, Google Analytics) και για social media (πχ, από το Twitter). Τα μόνα cookies που χρησιμοποιούμε εμείς είναι για θέματα λειτουργικότητας (πχ, για να μην εμφανίζεται ξανά αυτή η ειδοποίηση αφότου έχετε πατήσει το κουμπάκι). Κανένα από αυτά τα cookies, απ’ό,τι ξέρουμε, δεν είναι βλαβερό, και εμείς δεν εκμεταλλευόμαστε τις πληροφορίες σας με κανέναν τρόπο. Ωστόσο, αν θέλετε μπορείτε πολύ εύκολα να σβήσετε τα cookies από οποιονδήποτε browser, συνήθως πατώντας Shift+Ctrl+Del. Περισσότερες πληροφορίες για τα cookies μπορείτε να βρείτε στο www.whatarecookies.com.
Δύο συνοικίες της Ατέρμονης Πολιτείας, η Βαθμιδωτή και η Επίστρωτη, βρίσκονται από χρόνια σε μια κατάσταση οικονομικής αλληλεξάρτησης. Η μία συμπληρώνει την άλλη. Η Βαθμιδωτή παράγοντας, αποκλειστικά και μόνο, τεχνικούς εξοπλισμούς. Η Επίστρωτη παράγοντας τρόφιμα. Και καμιά από τις δυο συνοικίες δεν διανοείται να αλλάξει τον ρυθμό της ζωής των πολιτών της.
Μια μυστηριώδης γυναίκα με το όνομα Κορίνα παρουσιάζεται στην Επίστρωτη και μιλά με τους Εχθρούς του Πρωινού, τη μεγαλύτερη και χειρότερη συμμορία της συνοικίας, που είναι ο φόβος κι ο τρόμος των πολιτών αλλά και της αστυνομίας. Η Κορίνα προθυμοποιείται να τους βοηθήσει σ’ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο: να κλέψουν χρήματα κατευθείαν από το κεντρικό θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας των Τεσσάρων.
Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο που έχει η Κορίνα στο μυαλό της.
Πολύ σύντομα, τα πράγματα αρχίζουν ν’αλλάζουν για τις δύο συνοικίες καθώς οι ισορροπίες θρυμματίζονται...
Το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης αρχίζει!
Μετά από τον διωγμό των δυνάμεων της Παντοκράτειρας, οι υλικές ζημιές στη
διάσταση της Σεργήλης είναι πολλές, και η οικονομία της έχει δεχτεί σοβαρό
πλήγμα. Προκειμένου ολόκληρη η διάσταση να ορθοποδήσει, οι πολιτικοί της
αποφασίζουν να οργανώσουν το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, που θα φέρει
χρήματα από πολλές άλλες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος.
Οι ραλίστες που θα αγωνιστούν είναι όλοι ικανοί και έμπειροι στην οδήγηση –
ήρωες των τροχών και του τιμονιού. Ανάμεσά τους είναι και η Ελοντί Αλλόγνωμη, ή,
όπως πολλοί στη Σεργήλη τη γνωρίζουν από την παλιά της ζωή ως τραγουδίστρια, η
Έκπτωτη Ελοντί. Στο παρελθόν, σε μικρή ηλικία, ήταν δόκιμη για ιέρεια της
Αρτάλης όταν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας προσπαθούσαν ακόμα να εξαφανίσουν
τις γυναίκες που λάτρευαν αυτή τη θεά. Αργότερα, είχε μπει στους κόλπους της
Επανάστασης, αποζητώντας εκδίκηση. Τώρα, στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης,
το παρελθόν της Ελοντί θα συναντήσει το παρόν, κι εκείνη θ’ανακαλύψει
καινούργια, και ίσως τρομαχτικά, πράγματα για τον εαυτό της.
Ο Ζορδάμης, ένας παλιός εραστής της Έκπτωτης Ελοντί και δεινός ραλίστας,
συμμετέχει επίσης στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι, και έχει κάνει μια σκοτεινή και
δαιμονική συμφωνία για να βεβαιωθεί ότι θα νικήσει. Επειδή
πρέπει να νικήσει: μυστηριώδεις δυνάμεις του υπόκοσμου της Σεργήλης
βρίσκονται στο κατόπι του, και φαίνονται έτοιμες να τον αφανίσουν αν δεν τους
δώσει ό,τι τους χρωστά...
Στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, οι οδηγοί θα τρέξουν επάνω σε
αιωρούμενες ράμπες, επάνω σε δύσκολα εδάφη, μέσα στους άγριους δασότοπους
Φέρνιλγκαν, μέσα στις καυτές ερήμους της Σεργήλης, μέσα σε παγωμένα βουνά, ακόμα
και μέσα σε μια παράξενη ενδοδιάσταση με πράσινο ουρανό και κόκκινο ήλιο...
Η Σεργήλη έχει απελευθερωθεί από τους Παντοκρατορικούς· οι κάτοικοί της
μπορούν ξανά να λατρεύουν όποιους θεούς θέλουν. Η θρησκεία της Αρτάλης έχει
αναβιώσει. Η Αριστέα, μια από τις ιέρειές της, καταφέρνει να λάβει χρηματοδότηση
από την Πολιτειάρχη της Μέλβερηθ για την οικοδόμηση ενός καινούργιου ναού στα
άκρα της εν λόγω μεγαλούπολης. Αλλά σύντομα ανακαλύπτει ότι το χρηματικό δεν
είναι το μόνο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει. Οι Ανατολικοί Φρουροί, μια νέα
συμμορία που καταδυναστεύει τις ακροανατολικές συνοικίες της Μέλβερηθ, ζητούν
λεφτά για την προστασία του ναού – «προστασία» από την ίδια τη συμμορία, στην
πραγματικότητα. Η Αριστέα, αρνούμενη να πληρώσει, θα βρεθεί σε σύγκρουση μαζί
τους. Ευτυχώς, στο πλευρό της είναι ο Βασνάρος, ο Αγωνιστής των Δρόμων – γνωστός
και ως Τρελός Λύκος της Μέλβερηθ, κατά την περίοδο της κυριαρχίας των
Παντοκρατορικών.
Η Φάνρηβ, μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Μοργκιάνης, ήταν κάποτε, πριν
από χρόνια, ελεύθερη με δικό της πολίτευμα. Σήμερα, είναι ένα προτεκτοράτο του
Βασιλείου της Χάρνωθ. Ο λαός της είναι διαιρεμένος: μια μερίδα υποστηρίζει τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο· μια μερίδα είναι με το μέρος του παλιού Φύλακα της Φάνρηβ,
που έρχεται με στρατό από τον βορρά για να την ελευθερώσει· και μια άλλη μερίδα
των πολιτών είναι αυτονομιστές, που δεν θέλουν ούτε τους Χαρνώθιους στην πόλη
τους ούτε την επιστροφή του Φύλακα.
Οι Αιρετοί της Φάνρηβ είναι διαιρεμένοι όπως και ο λαός της, αποτελώντας
αντανάκλασή του.
Ο Άλφεντουρ αλ Έρεσναβ, Διπλωματικός Αντιπρόσωπος του Εμπορικού Συνδέσμου της
Νάζρηβ, έρχεται από την πόλη του με ελικόπτερο προς τη Φάνρηβ, καλεσμένος εκεί
από έναν παλιό του φίλο, τον Κασλάριν ωλ Μάρατεκ, Αιρετό της Συντεχνίας των
Αγροτών. Ο Κασλάριν πιστεύει πως έχει ένα σχέδιο για να σώσει τη Φάνρηβ προτού η
πόλη καταστραφεί από την οργή των αντίπαλων παρατάξεων. Και ζητά τη βοήθεια του
Άλφεντουρ, ο οποίος μπορεί να ασκήσει πιέσεις και στην Κέσριμιθ ωλ Ζαλτάρεμ, τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο, και στο συμβούλιο των Αιρετών.
Όταν όμως ο Άλφεντουρ φτάνει στην πόλη, το κλίμα είναι ήδη έκρυθμο και, με
κάθε μέρα που περνά, χειροτερεύει. Η Αρχόντισσα Κέσριμιθ προσπαθεί με όλους τους
τρόπους – και με τα ελεγχόμενα μέσα μαζικής πληροφόρησης της Φάνρηβ – να
επηρεάσει τον λαό ώστε να τον τραβήξει με το μέρος του Βασιλείου της Χάρνωθ. Οι
υποστηρικτές του Φύλακα, που έρχεται με στρατό από τα βόρεια, πασχίζουν να
φέρουν τον κόσμο με τη δική τους πλευρά, ενώ αποφεύγουν και χτυπάνε τους
ανθρώπους των Χαρνώθιων. Και οι αυτονομιστές είναι εναντίον όλων, γεμίζοντας
τους δρόμους της πόλης με συνθήματα και απρόσμενες εκρήξεις.
Αλλά στη Φάνρηβ οι πιο επικίνδυνες ενέργειες γίνονται στα παρασκήνια. Σκιερές
μορφές στοιχειώνουν την Πόλη της Αέναης Νύχτας. Προδότες σχεδιάζουν πολιτικές
δολοφονίες. Κατάσκοποι παρακολουθούν κάθε κίνηση. Αδέλφια χάνουν την εμπιστοσύνη
που έχουν μεταξύ τους. Οι πάντες είναι ύποπτοι για τα πάντα.
Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος επιστρέφει στην πατρίδα του, την Απολλώνια, όπου
σύντομα ανακαλύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα είχε αφήσει. Κάποια
μυστηριώδης, σκοτεινή οργάνωση έχει απλώσει τα δίχτυα της μέσα στο Βασίλειο, και
φημολογείται, ψιθυριστά, ότι ακόμα κι ο αδελφός του Ανδρόνικου, ο Πρίγκιπας
Λούσιος, είναι αναμιγμένος σ’αυτήν.
Ο Ανδρόνικος θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, και θα χρειαστεί να
ζητήσει βοήθεια ακόμα κι από τους επαναστάτες άλλων διαστάσεων· διότι μέσα στην
ίδια του την πατρίδα κανένας δεν φαίνεται πλέον να μπορεί να θεωρηθεί
αξιόπιστος…
Εν τω μεταξύ, οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας έρχονται από το Βόρειο Μέτωπο,
φέρνοντας έναν από τους πιο καταστροφικούς πολέμους στο Γνωστό Σύμπαν· ενώ από
τα νότια της διάστασης τερατουργήματα επιτίθενται από την Απολεσθείσα Γη,
μαστίζοντας το Βασίλειο σαν προαιώνια κατάρα.
Στην Απολλώνια, μια από καιρό πολιορκημένη διάσταση, τα πράγματα έχουν
αρχίσει να ξεφεύγουν από τον έλεγχο…
Η Αγγελική, μια φίλη της Παντοκράτειρας, βρίσκεται δολοφονημένη στη σουίτα
ενός ξενοδοχείου, με μυστηριώδεις τομές επάνω στο σώμα της. Ο εραστής της,
Ταγματάρχης Στίβεν Νέλκος, παρότι ήταν μαζί της εκείνη τη βραδιά, μοιάζει να
έχει πλήρη άγνοια του τι συνέβη. Και οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας δεν
καταφέρνουν να ανακαλύψουν τίποτα.
Η Ρία-Μία, η Αρχιέρεια του Κρόνου, προτείνει στην Παντοκράτειρα έναν ιδιωτικό
ερευνητή, τον Φέλιξ Χάρλω, ο οποίος ίσως θα μπορούσε να βρει τον δολοφόνο.
Ωστόσο, ακόμα κι αυτός σύντομα θα συνειδητοποιήσει πως η περίπτωση είναι
εξαιρετικά περίπλοκη και δυσεπίλυτη, και οι δυνάμεις που είναι αναμιγμένες
ξεπερνούν τη δικαιοδοσία του αλλά και τις ικανότητες του μυαλού του...
Ένας ξεχασμένος κόσμος, μια διάσταση απομονωμένη από το υπόλοιπο σύμπαν.
Ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος – ένα
ρήγμα – σπάζει το στάσιμο πλέγμα της πραγματικότητάς του. Κι από εκεί,
έρχεται ένας μεγάλος προφήτης που θα αλλάξει τη ροή της ιστορίας του για
πάντα...
Ο Τάμπριελ, κάποτε σύζυγος της Παντοκράτειρας και μάγος του τάγματος των
Δεσμοφυλάκων, καταλήγει σαν ναυαγός σε μια διάσταση ανέγνωρη για εκείνον. Ένα
μέρος όπου κανένας δεν μιλά καμια γνωστή του γλώσσα. Μέσα στο μυαλό του, όμως,
παράδοξα, υπάρχουν εικόνες από αυτόν τον απομονωμένο κόσμο: και ο Τάμπριελ
συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να βρίσκεται τυχαία εδώ...
Μαζί του είναι η Ανταρλίδα, μια από τις Μαύρες Δράκαινες της Παντοκράτειρας
οι οποίες πλέον υπηρετούν την Επανάσταση εναντίον της. Ούτε εκείνη έχει ποτέ
ξανά δει ή ακούσει γι’αυτό τον κόσμο. Αλλά τώρα που οι δυο τους βρίσκονται εδώ,
σ’ένα ξένο, εχθρικό περιβάλλον, πρέπει να μάθουν να επιβιώνουν ώστε να
ξεκλειδώσουν τα μυστικά της διάστασης που θα τους δώσουν πρόσβαση στο Γνωστό
Σύμπαν, από το οποίο ήρθαν.
Παράξενα ανοίγματα παρουσιάζονται στη Χάρνταβελ: τρύπες επάνω στα ίδια τα
τοιχώματα της πραγματικότητάς της. Από μέσα τους διακρίνεται μια άλλη
πραγματικότητα, και πλάσματα έρχονται από εκεί τα οποία δεν έχουν ξαναβαδίσει
ποτέ στη Χάρνταβελ.
Οι Παντοκρατορικοί που ελέγχουν την εν λόγω διάσταση προσπαθούν να ερευνήσουν
το φαινόμενο, η συχνότητα εμφάνισης του οποίου δεν μειώνεται αλλά αυξάνεται με
ανησυχητικό ρυθμό. Η Αρίνη’σαρ, μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών και σύζυγος
του Παντοκρατορικού Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ, έχει αναλάβει να ανακαλύψει τι
συμβαίνει, συναντώντας πολλά εμπόδια στον δρόμο της.
Αλλά και ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, ενδιαφέρεται για το
μυστηριώδες φαινόμενο γιατί η Χάρνταβελ συνδέεται άμεσα με τη δική του διάσταση,
την Απολλώνια. Οργανώνει μια αποστολή για να το ερευνήσει, και αναζητά τους
σωστούς ανθρώπους. Προσπαθεί να πείσει τον Γεράρδο να επιστρέψει στη Χάρνταβελ,
η οποία ήταν κάποτε πατρίδα του.
Ο Γεράρδος, όμως, είναι διστακτικός, επειδή είχε τους λόγους του που έφυγε
πριν από χρόνια. Ήταν ένας από τους ιερείς της Χάρνταβελ, που δεν μπορούν ποτέ
να την εγκαταλείψουν, καθώς αυτό σημαίνει τον θάνατό τους από μια δαιμονική
ακατονόμαστη δύναμη που κρύβεται μέσα τους. Αλλά ο Γεράρδος έχει επιβιώσει·
φεύγοντας από τη Χάρνταβελ νομίζει πως κατόρθωσε τελικά να διαλύσει το Εσώτερο
Θηρίο. Μπορεί, όμως, να είναι σίγουρος ότι αυτό δεν θα εμφανιστεί και πάλι εντός
του όταν ξαναγυρίσει στη Χάρνταβελ; Και είναι πρόθυμος να το ριψοκινδυνέψει για
να μάθει;
Η επιστροφή στην πατρίδα του μπορεί να τον φέρει σε σύγκρουση όχι μόνο με το
ιερατείο εκεί, αλλά και με μια δύναμη πιο διαβολική και εξαπλωμένη απ’ό,τι
μπορούσε ποτέ να φανταστεί.
Και, φυσικά, είναι και οι Παντοκρατορικοί στη Χάρνταβελ...
Μετά τη διάλυση της Συμπαντικής Παντοκρατορίας,
ληστές και κακούργοι λυμαίνονται τα άγρια εδάφη της Φεηνάρκια:
απομεινάρηδες των στρατών της Παντοκράτειρας αλλά και γηγενείς που
προσπαθούν να επωφεληθούν από την κατάσταση. Όταν ένας έμπορος από τη
Χόλκεραλ, ο Καντάρφιλ, δέχεται επίθεση από τους ληστές της Σαρντίκα-Νοθ,
μια ομάδα μισθοφόρων έρχεται απρόσμενα προς βοήθειά του για να τρέψει
τους ληστές σε φυγή. Σύντομα όμως ο Καντάρφιλ μαθαίνει πως οι σωτήρες
του είναι κι αυτοί πρώην Παντοκρατορικοί, όπως η Σαρντίκα-Νοθ.
Ονομάζονται Ζωντανοί-Νεκροί, και αρχηγός τους είναι ο Ζαώρδιλ ο
Σκοτωμένος – ένας άνθρωπος που κανονικά θα έπρεπε να είναι νεκρός. Δεν
έσωσαν, όμως, τον έμπορο από τη Σαρντίκα-Νοθ για να τον ληστέψουν οι
ίδιοι· αντιθέτως, τον καθοδηγούν ώστε να φτάσει, μέσω επικίνδυνων
ορεινών περασμάτων, στον προορισμό του: την πόλη της Νασόλκαθ. Εκεί, ο
Ζαώρδιλ ελπίζει να βρει περισσότερες δουλειές για τους μισθοφόρους του,
αλλά ανακαλύπτει πως οι φήμες κυκλοφορούν γρήγορα και είναι πολλοί που
ακόμα έχουν έντονο μίσος για όσους κάποτε υπηρετούσαν την Παντοκράτειρα.
Ωστόσο, υπάρχει και μια γυναίκα – πρώην Παντοκρατορική κι η ίδια – που
επιδιώκει συμμαχία, αν και σκιερή. Και ο Ηγεμόνας της Νασόλκαθ σύντομα
ετοιμάζεται για πόλεμο εναντίον ληστών, και συγκεντρώνει στρατό από
μισθοφόρους κάθε είδους…
Μια επανάσταση ξεκινά, αρχικά περιορισμένη αλλά δυνατή, και σύντομα εξαπλώνεται σαν φωτιά ανεξέλεγκτη. Μια κρυφή δύναμη τη θρέφει από τις σκιές της Πόλης. Εδραιωμένες πλουτοκρατίες καταρρέουν· οι πολιτάρχες της Ρελκάμνια ανησυχούν. Τρόμος και αναστάτωση απλώνονται γύρω από τον Ριγοπόταμο, καθώς προβλέπουν πόλεμο.
Ένας μεγάλος ηγέτης έχει εμφανιστεί και η Πόλη φαίνεται να ζητά το αντίβαρό του – έναν άνθρωπο από συνοικίες αρκετά μακρινές. Εχθρικές δυνάμεις τον θέλουν νεκρό, αλλά μυστηριώδεις συμπτώσεις έρχονται για να τον συντρέξουν. Μισθοφόροι και μαχητές κατευθύνονται προς το επίκεντρο του επικείμενου πολέμου.
Δύο Θυγατέρες της Πόλης αναζητούν ένα πολύτιμο κόσμημα που έκλεψε μια Αδελφή τους – ένα αινιγματικό κατασκεύασμα μιας αρχαίας Θυγατέρας που μπορεί να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στα λάθος χέρια.
Συμμορίες ξεσηκώνονται παντού, ακούγοντας το όνομα του Αλυσοδεμένου Ποιητή που έσπασε τις αλυσίδες του. Καιροσκόποι και πολεμοκάπηλοι πιστεύουν ότι έχουν κάτι να κερδίσουν. Παλιά καθεστώτα γκρεμίζονται, καινούργια παίρνουν τη θέση τους – καλύτερα ή χειρότερα;
Ένας ξεχασμένος χώρος ανοίγει, ξερνώντας πανωλεθρία και δαίμονες από άλλους χρόνους, τραυματίζοντας την Πόλη και φέρνοντας θλίψη στους κατοίκους της.
Οι Νομάδες των Δρόμων ταξιδεύουν στις οδούς και τις λεωφόρους της Ατέρμονης Πολιτείας, καθοδηγούμενοι από την Κυρά τους. Βαδίζοντας, πάντοτε βαδίζοντας. Προσελκύοντας κι άλλους από τις συνοικίες που περνούν. Ένα υπέροχο, μαγευτικό ταξίδι γι’αυτούς, το οποίο τους αποκαλύπτει ολοένα και περισσότερα μυστήρια της Πόλης· αλλά δεν θα αργήσει να τους βάλει και σε τρομερά προβλήματα. Θα βρεθούν ακόμα και στο έλεος αμφιλεγόμενων δυνάμεων ενώ θα θεωρούν τους εαυτούς τους, για πρώτη φορά, χαμένους μέσα στη Ρελκάμνια.
Μια εποχή μεγάλων αλλαγών, από τον Ριγοπόταμο ώς την Ανακτορική Συνοικία...
Ένας εξερευνητής από την Απολλώνια έχει χαθεί στο Πορφυρό Κενό,
ακολουθώντας τα ξεχασμένα ίχνη για κάποιο πιθανό απομεινάρι από τον Ενιαίο Κόσμο
– κάτι που και η Παντοκράτειρα πολύ πιθανόν να θέλει να πάρει στα χέρια της.
Ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, προσπαθεί να προλάβει ένα τέτοιο
ενδεχόμενο, και να ξαναβρεί τον χαμένο εξερευνητή. Στέλνει την Ιωάννα, τη Μαύρη
Δράκαινα, και τον Σέλιρ’χοκ, έναν μάγο του τάγματος των Διαλογιστών, στην Άκρη,
μια πόλη εκεί όπου το σύμπαν τελειώνει και το Πορφυρό Κενό απλώνεται, γεμάτο
Αιωρούμενες Νήσους, Ανέμους, και ανείπωτα όντα.
Στην Άκρη, η Ιωάννα και ο Σέλιρ’χοκ θα βρουν συμμάχους – έναν καπετάνιο του
Κενού, μια Ανεμοσκόπο, έναν μονόφθαλμο κυνηγημένο άντρα – και θα ταξιδέψουν στα
βάθη του Πορφυρού Κενού, σφυροκοπημένοι από Ανέμους… και με έναν από τους πιο
επικίνδυνους πράκτορες της Παντοκράτειρας στο κατόπι τους.
Ο Κάραγγελ, Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα, επιστρέφει στη μεγάλη
πόλη φέρνοντας νέα για τη γενοκτονία της Λευκής φυλής του από μια μαζική επίθεση
Μελανών. Αποζητά εκδίκηση. Αλλά στην Ελρείσβα οι αποφάσεις δεν παίρνονται μόνο
από εκείνον. Ούτε καν μόνο από τον Βασιληά. Ο Πρωτοσπαθάριος Κάραγγελ πρέπει να
συνεννοηθεί με τον Παντοκρατορικό Επόπτη Ευρύμαχο Νάλφερ, που βρίσκεται εκεί,
κυρίως, για να ελέγχει τα ορυχεία ενέργειας της περιοχής. Οι Παντοκρατορικοί
αποδεικνύονται πρόθυμοι να βοηθήσουν τον Κάραγγελ στον αγώνα του για εκδίκηση
εναντίον των Μελανών, αλλά τα όπλα που φέρνουν είναι τόσο καταστροφικά που
κάνουν ακόμα και τον Πρωτοσπαθάριο να προβληματιστεί σχετικά με τις μεθόδους
τους. Και ποια μπορεί να είναι τα κίνητρά τους για τη βοήθεια που του
προσφέρουν;
Το ένα χωριό Μελανών μετά το άλλο αφανίζεται, μέσα στις καυτές ερήμους της
Αρβήντλια, καθώς η εκστρατεία των Παντοκρατορικών ταξιδεύει σαν λαίλαπα ολέθρου.
Ταυτόχρονα, ο Ανδρόνικος, Πρίγκιπας της Επανάστασης, η Ιωάννα η Μαύρη
Δράκαινα, και άλλοι επαναστάτες σύντροφοί τους έρχονται προς την Αρβήντλια μέσω
μιας διαστασιακής διόδου στη Σάρντλι. Αλλά δεν γνωρίζουν ακόμα τίποτα για την
καταστροφή που ο Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα και οι Παντοκρατορικοί
σύμμαχοί του έχουν εξαπολύσει εναντίον των Μελανών φυλών. Στόχος των επαναστατών
είναι η αποκωδικοποίηση ενός μυστηριώδους μηνύματος που, αν οι υποψίες τους
είναι σωστές, θα αλλάξει τα πάντα για την Επανάσταση και για την Παντοκρατορία
σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν...
Ορισμένα πράγματα δεν μπορείς να τα πεις· πρέπει να τα δείξεις με παράδειγμα.
Πρώτο παράδειγμα:
Διασχίζοντας τους δρόμους της ερειπωμένης πόλης, συνάντησε μερικά μέλη μιας συμμορίας, από αυτές που λυμαίνονταν το μέρος. Προσπάθησαν να τον σκοτώσουν, φυσικά, χωρίς να του ζητήσουν πρώτα να τους δώσει τα υπάρχοντά του. Αλλά δεν αποδείχτηκαν τόσο δυνατοί όσο έλεγαν οι φήμες γι'αυτούς. Αφού ο Ρόνιν τούς ξεπάστρεψε, συνέχισε την πορεία του προς τον πύργο στην άλλη άκρη της πόλης.
Αυτό είναι γραμμένο σε αφηγηματική μορφή.
Δεύτερο παράδειγμα:
Ο δρόμος γύρω του ήταν, τη μια στιγμή, άδειος· και την άλλη στιγμή, τέσσερις κακοποιοί είχαν βγει από τα ερειπωμένα οικοδομήματα, με όπλα στα χέρια, δύο από τα δεξιά και δύο από τα αριστερά.
Χωρίς να πουν τίποτα, του χίμησαν. Οι φήμες γι'αυτούς ήταν αληθινές: οι συμμορίες της πόλης πρώτα σε σκότωναν κι ύστερα σου μιλούσαν.
Ο Ρόνιν τράβηξε το ξίφος από την πλάτη του κι απέκρουσε το σπαθί ενός άντρα. Τον κλότσησε στην κοιλιά, σωριάζοντάς τον στο αρχαίο πλακόστρωτο, και έσκυψε κάτω από τη λεπίδα ενός άλλου που ερχόταν απ'τα πλάγια. Στράφηκε και τον σπάθισε στα πλευρά. Και συνέχισε γυρίζοντας να κοιτάξει τους δύο άλλους εγκαίρως για να σταματήσει τα χτυπήματα από ένα ρόπαλο κι ένα τσεκούρι.
Προσποιήθηκε ότι πήγαινε να χτυπήσει τον πελεκυφόρο στην κοιλιά και, υψώνοντας απότομα το σπαθί του, τον κάρφωσε στο στόμα, διαλύοντας δόντια και σαγόνι. Ο ροπαλοφόρος υποχώρησε, μοιάζοντας τρομαγμένος. Πήγε προς τις πυκνές σκιές ενός ερειπίου· και ο Ρόνιν, γεμάτος από τη μάνητα της μάχης καθώς ήταν, θα τον ακολουθούσε για να τον αποτελειώσει... αν δεν άκουγε κάποιον να έρχεται από πίσω του.
Με μια κραυγή, στράφηκε και αποκεφάλισε τον πρώτο συμμορίτη, αυτόν που είχε κλοτσήσει και ο οποίος τώρα είχε σηκωθεί επιχειρώντας να τον μαχαιρώσει στην πλάτη.
Δε θα μαχαίρωνε κανέναν άλλο από εδώ και στο εξής.
Ο Ρόνιν σκούπισε το σπαθί του επάνω στον βρόμικο μανδύα ενός νεκρού και το ξαναθηκάρωσε πάνω απ'τον ώμο του.
Ο πύργος στην άλλη μεριά αυτής της ελεεινής πόλης τον περίμενε. Και δεν έχασε άλλο χρόνο εδώ.
Αυτό είναι γραμμένο σε παραστατική μορφή.
Τι είναι «καλύτερο», λοιπόν; Το πρώτο παράδειγμα ή το δεύτερο;
Κάποιος σχολιαστής μπορεί άνετα να πει ότι το πρώτο είναι καλύτερο γιατί στο δεύτερο ο συγγραφέας αφιερώνει πάρα πολλές λέξεις σε μια σκηνή που είναι ανούσια. Προφανώς, ο σκοπός της διήγησής μας δεν είναι η συμπλοκή με κάτι τυχαίους συμμορίτες, αλλά το ταξίδι του Ρόνιν προς τον πύργο. Η συμπλοκή μπορεί να περάσει στα γρήγορα, για να πάμε στα
σημαντικά πράγματα.
Αυτή είναι, όντως, μια άποψη.
Ένας άλλος σχολιαστής θα μπορούσε να το θέσει διαφορετικά: Το πρώτο παράδειγμα είναι γραμμένο έτσι που δεν σε κάνει να νιώθεις
μέσα στην ιστορία. Δεν σε φορτίζει συναισθηματικά κι επομένως δεν είναι καλό. Το δεύτερο είναι καλύτερο. Εξάλλου, δεν διαβάζουμε μια ιστορία για να μας πει ο συγγραφέας «έγινε αυτό, κι αυτό, κι αυτό, κι αυτό, και τώρα τέλος». Διαβάζουμε για να
συμμετέχουμε.
Αυτή είναι, επίσης, μια άποψη.
Καμία από τις δύο απόψεις δεν φανερώνει τίποτα περισσότερο από προσωπική προτίμηση. Εκείνο που πραγματικά ισχύει είναι ότι το πρώτο παράδειγμα είναι γραμμένο σε
αφηγηματική μορφή ενώ το δεύτερο σε παραστατική. Και οι δύο μορφές μπορούν να φανούν χρήσιμες όταν γράφουμε μια ιστορία. Καμία δεν είναι ανώτερη της άλλης.
Η αφηγηματική μορφή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και περιληπτική, γιατί μας δείχνει εν συντομία τι συμβαίνει μέσα σε μια ιστορία, χωρίς να υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες. Χρησιμεύει όταν θέλουμε να καλύψουμε πολλά γεγονότα μαζί τα οποία είναι δευτερεύοντα στην ιστορία μας, ή που δεν θέλουμε να τα τονίσουμε με κανέναν τρόπο αλλά θέλουμε να ειπωθούν για κάποιους λόγους, όπως για να προχωρήσουμε σε άλλα, σημαντικότερα γεγονότα που στηρίζονται στα προηγούμενα, ή για να δημιουργήσουμε ατμόσφαιρα. (Όταν γράφεις μια ιστορία, δεν λες μόνο τι γίνεται φτιάχνεις μια
ατμόσφαιρα.)
Η παραστατική μορφή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και εκτενής. Παίρνουμε μια σκηνή και γράφουμε ό,τι συμβαίνει εκεί σαν να βλέπαμε τη δράση να διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια μας. Την παραστατική μορφή τη χρησιμοποιούμε εκεί που δεν χρησιμοποιούμε την αφηγηματική: δηλαδή, για τα σημαντικά γεγονότα της ιστορίας μας, για να δώσουμε έμφαση, ή για να δημιουργήσουμε ατμόσφαιρα. (Παρατηρήστε ότι ατμόσφαιρα μπορούμε να δημιουργήσουμε και με την παραστατική και με την αφηγηματική μορφή· απλά είναι
άλλου είδους ατμόσφαιρα. Στην αφηγηματική μορφή είναι όπως όταν ακούς τη φωνή ενός ιστορικού· στην παραστατική είναι σαν να βρίσκεσαι κοντά σε γνωστούς σου τους χαρακτήρες της ιστορίας.)
Όλα αυτά, βέβαια, δεν είναι παρά θέματα ύφους. Υπάρχουν πολλοί σύγχρονοι συγγραφείς που γράφουν μόνο σε παραστατική μορφή, και καθόλου σε αφηγηματική. Συγγραφείς που γράφουν μόνο σε αφηγηματική μορφή, σήμερα τουλάχιστον, είναι ελάχιστοι· παλιότερα ήταν περισσότεροι. Δείτε, για παράδειγμα, τον Lovecraft: γράφει συνέχεια σε αφηγηματική μορφή. Σε αντίθεση, ο Frank Herbert γράφει συνέχεια σε παραστατική μορφή. Ο Stephen King εναλλάσσει αρκετές φορές ανάμεσα σε αφηγηματική και παραστατική μορφή (αν και φαίνεται να προτιμά την παραστατική, νομίζω). Το ίδιο και ο Scott Baker: όταν περνούν μέσα στα βιβλία του μεγάλες χρονικές περίοδοι που τίποτα σημαντικό δεν συμβαίνει στους χαρακτήρες του, γράφει αφηγηματικά.
Το καλύτερα που μπορείς να κάνεις είναι να ακολουθήσεις αυτό που φαίνεται να ζητά η ιστορία σου. Υπάρχουν ιστορίες που απαιτούν πολλά κομμάτια να γραφτούν αφηγηματικά· υπάρχουν ιστορίες που πρέπει να τις γράψεις από την αρχή ώς το τέλος σε παραστατική μορφή.
Την αφηγηματική μορφή πολλοί την αποφεύγουν εσκεμμένα σήμερα, θεωρώντας ότι κάνει τον αναγνώστη να βαριέται. Αλλά, προσωπικά, δεν συμφωνώ. Έχω διαβάσει αφηγηματικά κομμάτια που είναι υπέροχα. Και έχω διαβάσει ιστορίες που, εκεί που ζητούσαν αφηγηματικά κομμάτια, ο συγγραφέας έχει προσπεράσει τα γεγονότα χωρίς να γράψει καθόλου γι'αυτά, μεταπηδώντας στην επόμενη παραστατική σκηνή. Με αποτέλεσμα να δημιουργείται στη ροή της ιστορίας ένα κενό που δεν είναι ευχάριστο, και που σε αφήνει παραξενεμένο ως αναγνώστη.
Τα αφηγηματικά κομμάτια, πάντως, πιστεύω πως πρέπει να είναι συνήθως πιο λίγα από τα παραστατικά, ειδικά σε μεγάλες ιστορίες, γιατί αλλιώς χάνεται η συναισθηματική φόρτιση, και όχι μόνο ο αναγνώστης αλλά κι ο συγγραφέας θα κινδυνέψει να βαρεθεί την ιστορία που γράφει.
Ακόμα ένα ενδιαφέρον θέμα είναι το πώς περνάς από αφηγηματική μορφή σε παραστατική μορφή, ή από παραστατική σε αφηγηματική. Το απλούστερο που μπορείς να κάνεις είναι να αφήσεις ένα κενό ανάμεσα στις παραγράφους.
Παράδειγμα:
Ταξίδευαν για ημέρες ολόκληρες μέσα σ'εκείνους τους κακότοπους, μη συναντώντας άνθρωπο παρά μόνο στραβά, εφιαλτικά δέντρα, ψηλές πέτρες, τσακάλια, και κοράκια μεγαλύτερα απ'ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο μέρος είχαν πάει, σαν, με κάποιο μυστηριώδη τρόπο, τα δυσοίωνα πτηνά να έβρισκαν πλούσια τροφή εδώ. Μια νύχτα, ενώ κάθονταν γύρω απ'τη φωτιά τους, δέχτηκαν επίθεση απ'αυτά τα κοράκια και δυσκολεύτηκαν να τα διώξουν. Η Μάρθα τραυματίστηκε στο αριστερό μάγουλο από τα νύχια τους, και ο Ιάσονας παραλίγο να χάσει το μοναδικό του μάτι, αν δεν είχε καλυφτεί πίσω απ'την ασπίδα του. Ένα μεσημέρι, προσπαθώντας να περάσουν κάποιο άγνωστο ποτάμι, η Μάρθα γλίστρησε στις πέτρες και έπεσε στο παγωμένο νερό. Ο Έλβωρ βούτηξε πίσω της, επειδή εκείνη δεν ήξερε να κολυμπά, και αρπάζοντάς την από τη μέση, την τράβηξε στην όχθη προτού ένα μεγάλο ψάρι (που έμοιαζε πεινασμένο) έρθει κοντά τους.
*
Η νύχτα ήταν σκοτεινή, χωρίς φεγγάρι, και είχαν μόλις τελειώσει το φαγητό τους, όταν η Μάρθα πρόσεξε κάτι όχι πολύ μακριά τους, και είπε: «Κάποιος είναι εκεί,» δείχνοντας.
«Κανένας δεν είναι εκεί,» μούγκρισε ο Ιάσονας. «Η φαντασία σου είναι μόνο.»
«Δεν είναι φαντασία μου!»
Ο Έλβωρ στένεψε τα μάτια, παρατηρώντας. «Θα μπορούσε να είναι άνθρωπος...» παραδέχτηκε.
Πιάνοντας το τόξο του και περνώντας βέλος στη χορδή, σηκώθηκε όρθιος και φώναξε προς τη σκιερή μορφή: «Έλα πιο κοντά!»
Καμια απάντηση.
Τέντωσε τη χορδή του τόξου, σημαδεύοντας. «Έλα πιο κοντά, λέω! Μπορώ να σε δω!»
Ο Ιάσονας ήταν έτοιμος να του πει να το βουλώσει και να καθίσει κάτω γιατί κανένας δεν ήταν εκεί, όταν μια φωνή ήρθε από το σκοτάδι.
«Με συγχωρείτε αν σας ανησύχησα. Φοβόμουν να πλησιάσω.»
Ένας κοκαλιάρης γέροντας ζύγωσε τη φωτιά τους παραπατώντας.
Αυτός, όμως, δεν είναι ο μόνος τρόπος για να κάνεις τη μετάβαση από αφήγηση σε παράσταση. Μπορείς να την κάνεις και με ομαλό τρόπο, χωρίς κενό ανάμεσα στις παραγράφους.
Ταξίδευαν για ημέρες ολόκληρες μέσα σ'εκείνους τους κακότοπους, μη συναντώντας άνθρωπο παρά μόνο στραβά, εφιαλτικά δέντρα, ψηλές πέτρες, τσακάλια, και κοράκια μεγαλύτερα απ'ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο μέρος είχαν πάει, σαν, με κάποιο μυστηριώδη τρόπο, τα δυσοίωνα πτηνά να έβρισκαν πλούσια τροφή εδώ. Μια νύχτα, ενώ κάθονταν γύρω απ'τη φωτιά τους, δέχτηκαν επίθεση απ'αυτά τα κοράκια και δυσκολεύτηκαν να τα διώξουν. Η Μάρθα τραυματίστηκε στο αριστερό μάγουλο από τα νύχια τους, και ο Ιάσονας παραλίγο να χάσει το μοναδικό του μάτι, αν δεν είχε καλυφτεί πίσω απ'την ασπίδα του. Ένα μεσημέρι, προσπαθώντας να περάσουν κάποιο άγνωστο ποτάμι, η Μάρθα γλίστρησε στις πέτρες και έπεσε στο παγωμένο νερό. Ο Έλβωρ βούτηξε πίσω της, επειδή εκείνη δεν ήξερε να κολυμπά, και αρπάζοντάς την από τη μέση, την τράβηξε στην όχθη προτού ένα μεγάλο ψάρι (που έμοιαζε πεινασμένο) έρθει κοντά τους.
Την όγδοη νύχτα του ταξιδιού τους, που ήταν σκοτεινή και χωρίς φεγγάρι, είχαν μόλις τελειώσει να τρώνε όταν η Μάρθα πρόσεξε κάτι όχι πολύ μακριά τους, και είπε: «Κάποιος είναι εκεί,» δείχνοντας.
«Κανένας δεν είναι εκεί,» μούγκρισε ο Ιάσονας. «Η φαντασία σου είναι μόνο.»
«Δεν είναι φαντασία μου!»
Ο Έλβωρ στένεψε τα μάτια, παρατηρώντας. «Θα μπορούσε να είναι άνθρωπος...» παραδέχτηκε.
Πιάνοντας το τόξο του και περνώντας βέλος στη χορδή, σηκώθηκε όρθιος και φώναξε προς τη σκιερή μορφή: «Έλα πιο κοντά!»
Καμια απάντηση.
Τέντωσε τη χορδή του τόξου, σημαδεύοντας. «Έλα πιο κοντά, λέω! Μπορώ να σε δω!»
Ο Ιάσονας ήταν έτοιμος να του πει να το βουλώσει και να καθίσει κάτω γιατί κανένας δεν ήταν εκεί, όταν μια φωνή ήρθε από το σκοτάδι.
«Με συγχωρείτε αν σας ανησύχησα. Φοβόμουν να πλησιάσω.»
Ένας κοκαλιάρης γέροντας ζύγωσε τη φωτιά τους παραπατώντας.
Παρομοίως μπορείς να μεταβείς από παράσταση σε αφήγηση, είτε με κενό ανάμεσα στις παραγράφους είτε με τρόπο ομαλό, έτσι που να φαίνεται ότι έρχεται φυσιολογικά. Ασφαλώς, η ομαλή μετάβαση μπορεί να ειπωθεί ότι είναι δυσκολότερο να επιτευχθεί καλά, αλλά κι αυτό δεν είναι απόλυτο. Και τα συνεχή κενά ανάμεσα στις παραγράφους μπορεί να κάνουν την ιστορία να μοιάζει απότομη χωρίς να πρέπει. Ποια μέθοδο θα επιλέξει να χρησιμοποιήσει ο συγγραφέας είναι, καθαρά, θέμα ύφους. Αν θέλει να μας κάνει να «χαθούμε» μέσα στην ιστορία του, ίσως να χρησιμοποιήσει την ομαλή μετάβαση· αν θέλει να δώσει περισσότερη έμφαση στις χωριστές σκηνές, θα βάλει κενό ανάμεσα στις παραγράφους.
(ΣημείωσηΣημείωση για τα Περί ΓραφήςΑν είσαι φυσιολογικός αναγνώστης δε χρειάζεται να διαβάσεις αυτό το κομμάτι. Αν είσαι από εκείνους που θα σκεφτούν «Και ποιος νομίζει ότι είναι αυτός που θα μιλήσει για τη συγγραφή;», ή «Πολύ σπουδαίος δεν την έχει δει για να μας λέει πώς θα γράφουμε;», ή κάτι παρόμοια κολακευτικό για το άτομό μου, τότε είσαι το Πράσινο Ανθρωπάκι, και μπορείς να συνεχίσεις να διαβάζεις. Αγαπητό Πράσινο Ανθρωπάκι, Στα Περί Γραφής μιλάω για ορισμένες από τις συγγραφικές μου εμπειρίες, και δίνω κάποιες συμβουλές ή κατευθυντήριες γραμμές για νέους (όχι, απαραιτήτως, ηλικιακά) συγγραφείς. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από αυτό: εμπειρίες, σκέψεις, συμπεράσματα. Το διαβάζεις, κι αν πιστεύεις ότι σου λέει κάτι ενδιαφέρον, έχει καλώς· αν πιστεύεις ότι δε σ'ενδιαφέρει, ή αν διαφωνείς κάθετα, το αγνοείς. Τουλάχιστον, αυτό κάνω εγώ όταν διαβάζω παρόμοια άρθρα: αν θεωρώ ότι λέει κάτι ενδιαφέρον, το διαβάζω με ευχαρίστηση· αν θεωρώ ότι δεν με ενδιαφέρει, το αγνοώ. Να το έχεις αυτό υπόψη σου όταν διαβάζεις τα Περί Γραφής. Δεν είναι δεσμευτικά, ούτε κανένας νόμος· είναι, απλώς, μερικές σκέψεις, γνώμες, και εμπειρίες μου. για τα Περί Γραφής.)