Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, από τρίτους κυρίως, για απλή ανάλυση επισκεπτών (πχ, Google Analytics) και για social media (πχ, από το Twitter). Τα μόνα cookies που χρησιμοποιούμε εμείς είναι για θέματα λειτουργικότητας (πχ, για να μην εμφανίζεται ξανά αυτή η ειδοποίηση αφότου έχετε πατήσει το κουμπάκι). Κανένα από αυτά τα cookies, απ’ό,τι ξέρουμε, δεν είναι βλαβερό, και εμείς δεν εκμεταλλευόμαστε τις πληροφορίες σας με κανέναν τρόπο. Ωστόσο, αν θέλετε μπορείτε πολύ εύκολα να σβήσετε τα cookies από οποιονδήποτε browser, συνήθως πατώντας Shift+Ctrl+Del. Περισσότερες πληροφορίες για τα cookies μπορείτε να βρείτε στο www.whatarecookies.com.
Δύο συνοικίες της Ατέρμονης Πολιτείας, η Βαθμιδωτή και η Επίστρωτη, βρίσκονται από χρόνια σε μια κατάσταση οικονομικής αλληλεξάρτησης. Η μία συμπληρώνει την άλλη. Η Βαθμιδωτή παράγοντας, αποκλειστικά και μόνο, τεχνικούς εξοπλισμούς. Η Επίστρωτη παράγοντας τρόφιμα. Και καμιά από τις δυο συνοικίες δεν διανοείται να αλλάξει τον ρυθμό της ζωής των πολιτών της.
Μια μυστηριώδης γυναίκα με το όνομα Κορίνα παρουσιάζεται στην Επίστρωτη και μιλά με τους Εχθρούς του Πρωινού, τη μεγαλύτερη και χειρότερη συμμορία της συνοικίας, που είναι ο φόβος κι ο τρόμος των πολιτών αλλά και της αστυνομίας. Η Κορίνα προθυμοποιείται να τους βοηθήσει σ’ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο: να κλέψουν χρήματα κατευθείαν από το κεντρικό θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας των Τεσσάρων.
Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο που έχει η Κορίνα στο μυαλό της.
Πολύ σύντομα, τα πράγματα αρχίζουν ν’αλλάζουν για τις δύο συνοικίες καθώς οι ισορροπίες θρυμματίζονται...
Το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης αρχίζει!
Μετά από τον διωγμό των δυνάμεων της Παντοκράτειρας, οι υλικές ζημιές στη
διάσταση της Σεργήλης είναι πολλές, και η οικονομία της έχει δεχτεί σοβαρό
πλήγμα. Προκειμένου ολόκληρη η διάσταση να ορθοποδήσει, οι πολιτικοί της
αποφασίζουν να οργανώσουν το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, που θα φέρει
χρήματα από πολλές άλλες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος.
Οι ραλίστες που θα αγωνιστούν είναι όλοι ικανοί και έμπειροι στην οδήγηση –
ήρωες των τροχών και του τιμονιού. Ανάμεσά τους είναι και η Ελοντί Αλλόγνωμη, ή,
όπως πολλοί στη Σεργήλη τη γνωρίζουν από την παλιά της ζωή ως τραγουδίστρια, η
Έκπτωτη Ελοντί. Στο παρελθόν, σε μικρή ηλικία, ήταν δόκιμη για ιέρεια της
Αρτάλης όταν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας προσπαθούσαν ακόμα να εξαφανίσουν
τις γυναίκες που λάτρευαν αυτή τη θεά. Αργότερα, είχε μπει στους κόλπους της
Επανάστασης, αποζητώντας εκδίκηση. Τώρα, στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης,
το παρελθόν της Ελοντί θα συναντήσει το παρόν, κι εκείνη θ’ανακαλύψει
καινούργια, και ίσως τρομαχτικά, πράγματα για τον εαυτό της.
Ο Ζορδάμης, ένας παλιός εραστής της Έκπτωτης Ελοντί και δεινός ραλίστας,
συμμετέχει επίσης στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι, και έχει κάνει μια σκοτεινή και
δαιμονική συμφωνία για να βεβαιωθεί ότι θα νικήσει. Επειδή
πρέπει να νικήσει: μυστηριώδεις δυνάμεις του υπόκοσμου της Σεργήλης
βρίσκονται στο κατόπι του, και φαίνονται έτοιμες να τον αφανίσουν αν δεν τους
δώσει ό,τι τους χρωστά...
Στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, οι οδηγοί θα τρέξουν επάνω σε
αιωρούμενες ράμπες, επάνω σε δύσκολα εδάφη, μέσα στους άγριους δασότοπους
Φέρνιλγκαν, μέσα στις καυτές ερήμους της Σεργήλης, μέσα σε παγωμένα βουνά, ακόμα
και μέσα σε μια παράξενη ενδοδιάσταση με πράσινο ουρανό και κόκκινο ήλιο...
Η Σεργήλη έχει απελευθερωθεί από τους Παντοκρατορικούς· οι κάτοικοί της
μπορούν ξανά να λατρεύουν όποιους θεούς θέλουν. Η θρησκεία της Αρτάλης έχει
αναβιώσει. Η Αριστέα, μια από τις ιέρειές της, καταφέρνει να λάβει χρηματοδότηση
από την Πολιτειάρχη της Μέλβερηθ για την οικοδόμηση ενός καινούργιου ναού στα
άκρα της εν λόγω μεγαλούπολης. Αλλά σύντομα ανακαλύπτει ότι το χρηματικό δεν
είναι το μόνο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει. Οι Ανατολικοί Φρουροί, μια νέα
συμμορία που καταδυναστεύει τις ακροανατολικές συνοικίες της Μέλβερηθ, ζητούν
λεφτά για την προστασία του ναού – «προστασία» από την ίδια τη συμμορία, στην
πραγματικότητα. Η Αριστέα, αρνούμενη να πληρώσει, θα βρεθεί σε σύγκρουση μαζί
τους. Ευτυχώς, στο πλευρό της είναι ο Βασνάρος, ο Αγωνιστής των Δρόμων – γνωστός
και ως Τρελός Λύκος της Μέλβερηθ, κατά την περίοδο της κυριαρχίας των
Παντοκρατορικών.
Η Φάνρηβ, μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Μοργκιάνης, ήταν κάποτε, πριν
από χρόνια, ελεύθερη με δικό της πολίτευμα. Σήμερα, είναι ένα προτεκτοράτο του
Βασιλείου της Χάρνωθ. Ο λαός της είναι διαιρεμένος: μια μερίδα υποστηρίζει τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο· μια μερίδα είναι με το μέρος του παλιού Φύλακα της Φάνρηβ,
που έρχεται με στρατό από τον βορρά για να την ελευθερώσει· και μια άλλη μερίδα
των πολιτών είναι αυτονομιστές, που δεν θέλουν ούτε τους Χαρνώθιους στην πόλη
τους ούτε την επιστροφή του Φύλακα.
Οι Αιρετοί της Φάνρηβ είναι διαιρεμένοι όπως και ο λαός της, αποτελώντας
αντανάκλασή του.
Ο Άλφεντουρ αλ Έρεσναβ, Διπλωματικός Αντιπρόσωπος του Εμπορικού Συνδέσμου της
Νάζρηβ, έρχεται από την πόλη του με ελικόπτερο προς τη Φάνρηβ, καλεσμένος εκεί
από έναν παλιό του φίλο, τον Κασλάριν ωλ Μάρατεκ, Αιρετό της Συντεχνίας των
Αγροτών. Ο Κασλάριν πιστεύει πως έχει ένα σχέδιο για να σώσει τη Φάνρηβ προτού η
πόλη καταστραφεί από την οργή των αντίπαλων παρατάξεων. Και ζητά τη βοήθεια του
Άλφεντουρ, ο οποίος μπορεί να ασκήσει πιέσεις και στην Κέσριμιθ ωλ Ζαλτάρεμ, τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο, και στο συμβούλιο των Αιρετών.
Όταν όμως ο Άλφεντουρ φτάνει στην πόλη, το κλίμα είναι ήδη έκρυθμο και, με
κάθε μέρα που περνά, χειροτερεύει. Η Αρχόντισσα Κέσριμιθ προσπαθεί με όλους τους
τρόπους – και με τα ελεγχόμενα μέσα μαζικής πληροφόρησης της Φάνρηβ – να
επηρεάσει τον λαό ώστε να τον τραβήξει με το μέρος του Βασιλείου της Χάρνωθ. Οι
υποστηρικτές του Φύλακα, που έρχεται με στρατό από τα βόρεια, πασχίζουν να
φέρουν τον κόσμο με τη δική τους πλευρά, ενώ αποφεύγουν και χτυπάνε τους
ανθρώπους των Χαρνώθιων. Και οι αυτονομιστές είναι εναντίον όλων, γεμίζοντας
τους δρόμους της πόλης με συνθήματα και απρόσμενες εκρήξεις.
Αλλά στη Φάνρηβ οι πιο επικίνδυνες ενέργειες γίνονται στα παρασκήνια. Σκιερές
μορφές στοιχειώνουν την Πόλη της Αέναης Νύχτας. Προδότες σχεδιάζουν πολιτικές
δολοφονίες. Κατάσκοποι παρακολουθούν κάθε κίνηση. Αδέλφια χάνουν την εμπιστοσύνη
που έχουν μεταξύ τους. Οι πάντες είναι ύποπτοι για τα πάντα.
Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος επιστρέφει στην πατρίδα του, την Απολλώνια, όπου
σύντομα ανακαλύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα είχε αφήσει. Κάποια
μυστηριώδης, σκοτεινή οργάνωση έχει απλώσει τα δίχτυα της μέσα στο Βασίλειο, και
φημολογείται, ψιθυριστά, ότι ακόμα κι ο αδελφός του Ανδρόνικου, ο Πρίγκιπας
Λούσιος, είναι αναμιγμένος σ’αυτήν.
Ο Ανδρόνικος θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, και θα χρειαστεί να
ζητήσει βοήθεια ακόμα κι από τους επαναστάτες άλλων διαστάσεων· διότι μέσα στην
ίδια του την πατρίδα κανένας δεν φαίνεται πλέον να μπορεί να θεωρηθεί
αξιόπιστος…
Εν τω μεταξύ, οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας έρχονται από το Βόρειο Μέτωπο,
φέρνοντας έναν από τους πιο καταστροφικούς πολέμους στο Γνωστό Σύμπαν· ενώ από
τα νότια της διάστασης τερατουργήματα επιτίθενται από την Απολεσθείσα Γη,
μαστίζοντας το Βασίλειο σαν προαιώνια κατάρα.
Στην Απολλώνια, μια από καιρό πολιορκημένη διάσταση, τα πράγματα έχουν
αρχίσει να ξεφεύγουν από τον έλεγχο…
Η Αγγελική, μια φίλη της Παντοκράτειρας, βρίσκεται δολοφονημένη στη σουίτα
ενός ξενοδοχείου, με μυστηριώδεις τομές επάνω στο σώμα της. Ο εραστής της,
Ταγματάρχης Στίβεν Νέλκος, παρότι ήταν μαζί της εκείνη τη βραδιά, μοιάζει να
έχει πλήρη άγνοια του τι συνέβη. Και οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας δεν
καταφέρνουν να ανακαλύψουν τίποτα.
Η Ρία-Μία, η Αρχιέρεια του Κρόνου, προτείνει στην Παντοκράτειρα έναν ιδιωτικό
ερευνητή, τον Φέλιξ Χάρλω, ο οποίος ίσως θα μπορούσε να βρει τον δολοφόνο.
Ωστόσο, ακόμα κι αυτός σύντομα θα συνειδητοποιήσει πως η περίπτωση είναι
εξαιρετικά περίπλοκη και δυσεπίλυτη, και οι δυνάμεις που είναι αναμιγμένες
ξεπερνούν τη δικαιοδοσία του αλλά και τις ικανότητες του μυαλού του...
Ένας ξεχασμένος κόσμος, μια διάσταση απομονωμένη από το υπόλοιπο σύμπαν.
Ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος – ένα
ρήγμα – σπάζει το στάσιμο πλέγμα της πραγματικότητάς του. Κι από εκεί,
έρχεται ένας μεγάλος προφήτης που θα αλλάξει τη ροή της ιστορίας του για
πάντα...
Ο Τάμπριελ, κάποτε σύζυγος της Παντοκράτειρας και μάγος του τάγματος των
Δεσμοφυλάκων, καταλήγει σαν ναυαγός σε μια διάσταση ανέγνωρη για εκείνον. Ένα
μέρος όπου κανένας δεν μιλά καμια γνωστή του γλώσσα. Μέσα στο μυαλό του, όμως,
παράδοξα, υπάρχουν εικόνες από αυτόν τον απομονωμένο κόσμο: και ο Τάμπριελ
συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να βρίσκεται τυχαία εδώ...
Μαζί του είναι η Ανταρλίδα, μια από τις Μαύρες Δράκαινες της Παντοκράτειρας
οι οποίες πλέον υπηρετούν την Επανάσταση εναντίον της. Ούτε εκείνη έχει ποτέ
ξανά δει ή ακούσει γι’αυτό τον κόσμο. Αλλά τώρα που οι δυο τους βρίσκονται εδώ,
σ’ένα ξένο, εχθρικό περιβάλλον, πρέπει να μάθουν να επιβιώνουν ώστε να
ξεκλειδώσουν τα μυστικά της διάστασης που θα τους δώσουν πρόσβαση στο Γνωστό
Σύμπαν, από το οποίο ήρθαν.
Παράξενα ανοίγματα παρουσιάζονται στη Χάρνταβελ: τρύπες επάνω στα ίδια τα
τοιχώματα της πραγματικότητάς της. Από μέσα τους διακρίνεται μια άλλη
πραγματικότητα, και πλάσματα έρχονται από εκεί τα οποία δεν έχουν ξαναβαδίσει
ποτέ στη Χάρνταβελ.
Οι Παντοκρατορικοί που ελέγχουν την εν λόγω διάσταση προσπαθούν να ερευνήσουν
το φαινόμενο, η συχνότητα εμφάνισης του οποίου δεν μειώνεται αλλά αυξάνεται με
ανησυχητικό ρυθμό. Η Αρίνη’σαρ, μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών και σύζυγος
του Παντοκρατορικού Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ, έχει αναλάβει να ανακαλύψει τι
συμβαίνει, συναντώντας πολλά εμπόδια στον δρόμο της.
Αλλά και ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, ενδιαφέρεται για το
μυστηριώδες φαινόμενο γιατί η Χάρνταβελ συνδέεται άμεσα με τη δική του διάσταση,
την Απολλώνια. Οργανώνει μια αποστολή για να το ερευνήσει, και αναζητά τους
σωστούς ανθρώπους. Προσπαθεί να πείσει τον Γεράρδο να επιστρέψει στη Χάρνταβελ,
η οποία ήταν κάποτε πατρίδα του.
Ο Γεράρδος, όμως, είναι διστακτικός, επειδή είχε τους λόγους του που έφυγε
πριν από χρόνια. Ήταν ένας από τους ιερείς της Χάρνταβελ, που δεν μπορούν ποτέ
να την εγκαταλείψουν, καθώς αυτό σημαίνει τον θάνατό τους από μια δαιμονική
ακατονόμαστη δύναμη που κρύβεται μέσα τους. Αλλά ο Γεράρδος έχει επιβιώσει·
φεύγοντας από τη Χάρνταβελ νομίζει πως κατόρθωσε τελικά να διαλύσει το Εσώτερο
Θηρίο. Μπορεί, όμως, να είναι σίγουρος ότι αυτό δεν θα εμφανιστεί και πάλι εντός
του όταν ξαναγυρίσει στη Χάρνταβελ; Και είναι πρόθυμος να το ριψοκινδυνέψει για
να μάθει;
Η επιστροφή στην πατρίδα του μπορεί να τον φέρει σε σύγκρουση όχι μόνο με το
ιερατείο εκεί, αλλά και με μια δύναμη πιο διαβολική και εξαπλωμένη απ’ό,τι
μπορούσε ποτέ να φανταστεί.
Και, φυσικά, είναι και οι Παντοκρατορικοί στη Χάρνταβελ...
Μετά τη διάλυση της Συμπαντικής Παντοκρατορίας,
ληστές και κακούργοι λυμαίνονται τα άγρια εδάφη της Φεηνάρκια:
απομεινάρηδες των στρατών της Παντοκράτειρας αλλά και γηγενείς που
προσπαθούν να επωφεληθούν από την κατάσταση. Όταν ένας έμπορος από τη
Χόλκεραλ, ο Καντάρφιλ, δέχεται επίθεση από τους ληστές της Σαρντίκα-Νοθ,
μια ομάδα μισθοφόρων έρχεται απρόσμενα προς βοήθειά του για να τρέψει
τους ληστές σε φυγή. Σύντομα όμως ο Καντάρφιλ μαθαίνει πως οι σωτήρες
του είναι κι αυτοί πρώην Παντοκρατορικοί, όπως η Σαρντίκα-Νοθ.
Ονομάζονται Ζωντανοί-Νεκροί, και αρχηγός τους είναι ο Ζαώρδιλ ο
Σκοτωμένος – ένας άνθρωπος που κανονικά θα έπρεπε να είναι νεκρός. Δεν
έσωσαν, όμως, τον έμπορο από τη Σαρντίκα-Νοθ για να τον ληστέψουν οι
ίδιοι· αντιθέτως, τον καθοδηγούν ώστε να φτάσει, μέσω επικίνδυνων
ορεινών περασμάτων, στον προορισμό του: την πόλη της Νασόλκαθ. Εκεί, ο
Ζαώρδιλ ελπίζει να βρει περισσότερες δουλειές για τους μισθοφόρους του,
αλλά ανακαλύπτει πως οι φήμες κυκλοφορούν γρήγορα και είναι πολλοί που
ακόμα έχουν έντονο μίσος για όσους κάποτε υπηρετούσαν την Παντοκράτειρα.
Ωστόσο, υπάρχει και μια γυναίκα – πρώην Παντοκρατορική κι η ίδια – που
επιδιώκει συμμαχία, αν και σκιερή. Και ο Ηγεμόνας της Νασόλκαθ σύντομα
ετοιμάζεται για πόλεμο εναντίον ληστών, και συγκεντρώνει στρατό από
μισθοφόρους κάθε είδους…
Μια επανάσταση ξεκινά, αρχικά περιορισμένη αλλά δυνατή, και σύντομα εξαπλώνεται σαν φωτιά ανεξέλεγκτη. Μια κρυφή δύναμη τη θρέφει από τις σκιές της Πόλης. Εδραιωμένες πλουτοκρατίες καταρρέουν· οι πολιτάρχες της Ρελκάμνια ανησυχούν. Τρόμος και αναστάτωση απλώνονται γύρω από τον Ριγοπόταμο, καθώς προβλέπουν πόλεμο.
Ένας μεγάλος ηγέτης έχει εμφανιστεί και η Πόλη φαίνεται να ζητά το αντίβαρό του – έναν άνθρωπο από συνοικίες αρκετά μακρινές. Εχθρικές δυνάμεις τον θέλουν νεκρό, αλλά μυστηριώδεις συμπτώσεις έρχονται για να τον συντρέξουν. Μισθοφόροι και μαχητές κατευθύνονται προς το επίκεντρο του επικείμενου πολέμου.
Δύο Θυγατέρες της Πόλης αναζητούν ένα πολύτιμο κόσμημα που έκλεψε μια Αδελφή τους – ένα αινιγματικό κατασκεύασμα μιας αρχαίας Θυγατέρας που μπορεί να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στα λάθος χέρια.
Συμμορίες ξεσηκώνονται παντού, ακούγοντας το όνομα του Αλυσοδεμένου Ποιητή που έσπασε τις αλυσίδες του. Καιροσκόποι και πολεμοκάπηλοι πιστεύουν ότι έχουν κάτι να κερδίσουν. Παλιά καθεστώτα γκρεμίζονται, καινούργια παίρνουν τη θέση τους – καλύτερα ή χειρότερα;
Ένας ξεχασμένος χώρος ανοίγει, ξερνώντας πανωλεθρία και δαίμονες από άλλους χρόνους, τραυματίζοντας την Πόλη και φέρνοντας θλίψη στους κατοίκους της.
Οι Νομάδες των Δρόμων ταξιδεύουν στις οδούς και τις λεωφόρους της Ατέρμονης Πολιτείας, καθοδηγούμενοι από την Κυρά τους. Βαδίζοντας, πάντοτε βαδίζοντας. Προσελκύοντας κι άλλους από τις συνοικίες που περνούν. Ένα υπέροχο, μαγευτικό ταξίδι γι’αυτούς, το οποίο τους αποκαλύπτει ολοένα και περισσότερα μυστήρια της Πόλης· αλλά δεν θα αργήσει να τους βάλει και σε τρομερά προβλήματα. Θα βρεθούν ακόμα και στο έλεος αμφιλεγόμενων δυνάμεων ενώ θα θεωρούν τους εαυτούς τους, για πρώτη φορά, χαμένους μέσα στη Ρελκάμνια.
Μια εποχή μεγάλων αλλαγών, από τον Ριγοπόταμο ώς την Ανακτορική Συνοικία...
Ένας εξερευνητής από την Απολλώνια έχει χαθεί στο Πορφυρό Κενό,
ακολουθώντας τα ξεχασμένα ίχνη για κάποιο πιθανό απομεινάρι από τον Ενιαίο Κόσμο
– κάτι που και η Παντοκράτειρα πολύ πιθανόν να θέλει να πάρει στα χέρια της.
Ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, προσπαθεί να προλάβει ένα τέτοιο
ενδεχόμενο, και να ξαναβρεί τον χαμένο εξερευνητή. Στέλνει την Ιωάννα, τη Μαύρη
Δράκαινα, και τον Σέλιρ’χοκ, έναν μάγο του τάγματος των Διαλογιστών, στην Άκρη,
μια πόλη εκεί όπου το σύμπαν τελειώνει και το Πορφυρό Κενό απλώνεται, γεμάτο
Αιωρούμενες Νήσους, Ανέμους, και ανείπωτα όντα.
Στην Άκρη, η Ιωάννα και ο Σέλιρ’χοκ θα βρουν συμμάχους – έναν καπετάνιο του
Κενού, μια Ανεμοσκόπο, έναν μονόφθαλμο κυνηγημένο άντρα – και θα ταξιδέψουν στα
βάθη του Πορφυρού Κενού, σφυροκοπημένοι από Ανέμους… και με έναν από τους πιο
επικίνδυνους πράκτορες της Παντοκράτειρας στο κατόπι τους.
Ο Κάραγγελ, Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα, επιστρέφει στη μεγάλη
πόλη φέρνοντας νέα για τη γενοκτονία της Λευκής φυλής του από μια μαζική επίθεση
Μελανών. Αποζητά εκδίκηση. Αλλά στην Ελρείσβα οι αποφάσεις δεν παίρνονται μόνο
από εκείνον. Ούτε καν μόνο από τον Βασιληά. Ο Πρωτοσπαθάριος Κάραγγελ πρέπει να
συνεννοηθεί με τον Παντοκρατορικό Επόπτη Ευρύμαχο Νάλφερ, που βρίσκεται εκεί,
κυρίως, για να ελέγχει τα ορυχεία ενέργειας της περιοχής. Οι Παντοκρατορικοί
αποδεικνύονται πρόθυμοι να βοηθήσουν τον Κάραγγελ στον αγώνα του για εκδίκηση
εναντίον των Μελανών, αλλά τα όπλα που φέρνουν είναι τόσο καταστροφικά που
κάνουν ακόμα και τον Πρωτοσπαθάριο να προβληματιστεί σχετικά με τις μεθόδους
τους. Και ποια μπορεί να είναι τα κίνητρά τους για τη βοήθεια που του
προσφέρουν;
Το ένα χωριό Μελανών μετά το άλλο αφανίζεται, μέσα στις καυτές ερήμους της
Αρβήντλια, καθώς η εκστρατεία των Παντοκρατορικών ταξιδεύει σαν λαίλαπα ολέθρου.
Ταυτόχρονα, ο Ανδρόνικος, Πρίγκιπας της Επανάστασης, η Ιωάννα η Μαύρη
Δράκαινα, και άλλοι επαναστάτες σύντροφοί τους έρχονται προς την Αρβήντλια μέσω
μιας διαστασιακής διόδου στη Σάρντλι. Αλλά δεν γνωρίζουν ακόμα τίποτα για την
καταστροφή που ο Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα και οι Παντοκρατορικοί
σύμμαχοί του έχουν εξαπολύσει εναντίον των Μελανών φυλών. Στόχος των επαναστατών
είναι η αποκωδικοποίηση ενός μυστηριώδους μηνύματος που, αν οι υποψίες τους
είναι σωστές, θα αλλάξει τα πάντα για την Επανάσταση και για την Παντοκρατορία
σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν...
Οπτικές Διαφορές Σύγκριση λογοτεχνίας και θεάματος, και η συγκεχυμένη σκηνή
Επί τρεις ημέρες έτρωγαν ξηρούς καρπούς και έπαιζαν ζάρια, και την τέταρτη, όταν η θύελλα είχε κοπάσει, βγήκαν για να κυνηγήσουν.
Στη λογοτεχνία πολύ συχνά γράφονται τέτοιες προτάσεις όπου πολλά γεγονότα παρουσιάζονται συνοπτικά. Και με το μυαλό μας μπορούμε να φανταστούμε τι έγινε: μπορούμε να «δούμε» τις σκηνές σαν γρήγορο όνειρο.
Στον κινηματογράφο, στις ταινίες γενικά, σε οτιδήποτε παρουσιάζεται στην οθόνη, κάτι παρόμοιο είναι δύσκολο να γίνει. Φαντάσου πώς θα μπορούσες να δείξεις, μέσα σε μια ταινία, όλα αυτά που γράφονται στο παραπάνω παράδειγμα.
Πρώτον, πρέπει κάπως να περάσεις την πληροφορία ότι κύλησαν τρεις ημέρες, και συνήθως στο θέαμα ο μόνος τρόπος για να το κάνεις αυτό είναι μέσω του διαλόγου. Δηλαδή, πρέπει οπωσδήποτε να βάλεις κάποιον χαρακτήρα να λέει ότι πέρασαν τρεις ημέρες.
Δεύτερον, πρέπει να προβάλεις μερικές γρήγορες σκηνές όπου οι χαρακτήρες τρώνε ξηρούς καρπούς και παίζουν ζάρια.
Τρίτον, πρέπει να παρουσιάσεις τη θύελλα, και ότι αυτή η θύελλα κοπάζει τελικά· και πρέπει κάποιος χαρακτήρας να πει ότι κόπασε την τέταρτη ημέρα.
Τέταρτον, πρέπει να δείξεις τους χαρακτήρες να πηγαίνουν να κυνηγήσουν.
Για να τα δει ο θεατής όλα αυτά χρειάζεται πολύ περισσότερος χρόνος απ’το να διαβάσει μια σύντομη πρόταση που περιλαμβάνει συμπυκνωμένες τις σκηνές, τις οποίες μπορεί ο ίδιος να φανταστεί όπως θέλει. Γι’αυτό κιόλας, σε πολλές ταινίες, τέτοιου είδους συνοπτικές σκηνές δεν περιλαμβάνονται. Αυτή η ομαλή κύλιση του χρόνου εξ ανάγκης αγνοείται μέσα στις ιστορίες. Υπάρχουν μόνο απότομα άλματα μέσα στον χρόνο, ορισμένες φορές, τα οποία προσπαθούν να γεφυρωθούν με κάποιον, όσο το δυνατόν πιο πιστευτό, διάλογο ανάμεσα στους χαρακτήρες ώστε ο θεατής να πάρει την πληροφορία τού τι έγινε στο ενδιάμεσο, να μάθει τι δεν παρουσιάστηκε στην οθόνη.
Νομίζω πως αυτό είναι ένα μειονέκτημα της συγκεκριμένης αφηγηματικής μορφής – δηλαδή, του θεάματος. (Ένα άλλο μειονέκτημα είναι ότι δεν μπορεί να δείξει τις σκέψεις και τα συναισθήματα των χαρακτήρων παρά μόνο εξωτερικά – όμως δεν με απασχολεί αυτό τώρα.)
Ωστόσο, έχει και ένα βασικό πλεονέκτημα σε σχέση με τον γραπτό λόγο: Την περιγραφή. Δεν υπάρχει καμιά δυσκολία στην «περιγραφή» σε μια ταινία. Αν θες να δείξεις, για παράδειγμα, ένα παράξενο, περίπλοκο μηχάνημα, το μόνο που χρειάζεται είναι να το φτιάξεις και να το τραβήξεις με την κάμερα. Στη λογοτεχνία, αντιθέτως, πρέπει να προσπαθήσεις να το περιγράψεις όσο το δυνατόν καλύτερα, ή τουλάχιστον με τρόπο επαρκή, ώστε ο αναγνώστης να καταλάβει για τι πράγμα μιλάς. Και σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο. Έχω διαβάσει πολλά βιβλία όπου οι περιγραφές δεν σου δίνουν να καταλάβεις τι ακριβώς είναι εκείνο που θέλουν να δείξουν, είτε επειδή προσπαθούν να δείξουν κάτι το αντικειμενικά πολύπλοκο είτε επειδή δεν είναι και τόσο καλογραμμένες. Αυτό θεωρώ πως είναι ένα μειονέκτημα της λογοτεχνίας σε σχέση με το θέαμα. Κάποιες φορές, στη λογοτεχνία δεν μπορείς να δώσεις τη σωστή εικόνα, από καθαρά οπτική άποψη. Αντιθέτως, στο θέαμα αυτό γίνεται χωρίς συζήτηση, χωρίς καμιά δυσκολία (εκτός, ίσως, σκηνοθετικά – πράγμα που δεν μας απασχολεί εδώ).
Η κάθε αφηγηματική μορφή έχει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της. Κάνω σύγκριση εδώ χωρίς να προσπαθώ να καταλήξω στο ποια μορφή είναι η «καλύτερη». Δεν υπάρχει καλύτερη μορφή· και οι δύο έχουν την αξία τους, για διαφορετικούς λόγους – και έτσι πρέπει να είναι.
Πιστεύω ότι οφείλεις να αφηγείσαι μια ιστορία έτσι που να χρησιμοποιείς περισσότερο τα πλεονεκτήματα της μορφής που μεταχειρίζεσαι και λιγότερο τα μειονεκτήματά της – ή, τουλάχιστον, όχι πιο πολύ από ό,τι είσαι υποχρεωμένος να τα χρησιμοποιήσεις. Για παράδειγμα, πολλές φορές στη λογοτεχνία δεν μπορείς να αποφύγεις τις μεγάλες περιγραφές γιατί πρέπει να δείξεις κάτι, να εξηγήσεις πώς είναι στην εμφάνιση, παρότι η αφηγηματική μορφή υστερεί στα οπτικά θέματα. Παρομοίως, στο θέαμα, πρέπει πολλές φορές να βάλεις τους χαρακτήρες να λένε πράγματα που δεν είναι και τόσο φυσικά απλά και μόνο για να μεταφέρουν μια πληροφορία στον θεατή η οποία αλλιώς δεν θα μπορούσε να μεταφερθεί – όπως τι έγινε πριν από μερικές μέρες, ή τι σκέφτεται ή νιώθει ένας χαρακτήρας.
Δεν μου αρέσει όταν η μία μορφή προσπαθεί να μοιάσει στην άλλη τόσο ώστε να αγνοούνται τα δικά της, ιδιαίτερα πλεονεκτήματα. Για παράδειγμα, οι ταινίες που έχουν πολλούς διαλόγους οι οποίοι μοιάζουν ψεύτικοι, προκειμένου να μεταφέρουν πληροφορίες στον θεατή, δεν μου φαίνονται καλές. Προσπαθούν να κάνουν εκείνο που στη λογοτεχνία γίνεται με μερικές λέξεις, ενώ στο θέαμα δεν μπορεί να γίνει σωστά.
Παρομοίως – και αυτό είναι που με απασχολεί περισσότερο – στη λογοτεχνία υπάρχουν περιπτώσεις που η αφήγηση προσπαθεί να μοιάσει, από άποψη δομής, στο σενάριο. Ορισμένες φορές, αυτό μπορεί να γίνεται συνειδητά για συγκεκριμένους καλλιτεχνικούς λόγους, και δεν έχω κανένα πρόβλημα τότε· το έχω κάνει κι ο ίδιος, άλλωστε (όπως στην Πριγκίπισσα της Οργής και στον Άφευκτο). Κάποιες άλλες φορές, όμως, αυτό δεν γίνεται συνειδητά ακριβώς· απλά ο συγγραφέας έχει μάθει να ακολουθεί μια συγκεκριμένη μορφή που του έχουν πει ότι δήθεν είναι πιο «εμπορική», ή είναι πολύ επηρεασμένος από τις τόσες και τόσες ταινίες που βλέπουμε.
Όταν γράφεις λογοτεχνία, δεν πρέπει να ξεχνάς ότι είναι άλλο πράγμα από το σενάριο. Μπορεί να μοιράζονται κάποια στοιχεία – όπως ότι και οι δύο μορφές αφηγούνται μια ιστορία – αλλά, κατά τα άλλα, διαφέρουν πολύ.
Ένα συνηθισμένο σφάλμα (αν μπορεί κάνεις να το αποκαλέσει σφάλμα) είναι ο συγγραφέας να βάζει τους χαρακτήρες να λένε πράγματα που κανονικά δεν θα έλεγαν – όπως τι αισθάνονται ή τι έγινε πιο πριν. Αυτά, στη λογοτεχνία, δεν υπάρχει λόγος να ειπώνονται από τους χαρακτήρες για να τα μάθει ο αναγνώστης. Όταν, μάλιστα, συμβαίνει κάτι τέτοιο, ο διάλογος συνήθως ακούγεται ψεύτικος. Πληροφορίες μπορείς να μεταφέρεις στον αναγνώστη είτε αφηγηματικά (όπως στο παράδειγμα στην αρχή του άρθρου) είτε μέσα από τις σκέψεις των χαρακτήρων. Αυτά είναι και δύο από τα βασικότερα πλεονεκτήματα της λογοτεχνίας σε σχέση με το θέαμα, και δεν πρέπει να παραβλέπονται, γιατί εκεί έγκειται η διαφορά ανάμεσα στις δύο αφηγηματικές μορφές. (Πάντα υπάρχουν και εξαιρέσεις, βέβαια, όπως είπα πριν – και επαναλαμβάνω ότι το έχω κάνει κι ο ίδιος. Όμως τότε μιλάς για άλλη περίπτωση. Κάτι που γίνεται συνειδητά.)
Ένα άλλο σφάλμα που συμβαίνει στη λογοτεχνία είναι όταν προσπαθεί να μιμηθεί τη δομή του σεναρίου. Αυτό είναι κάτι που γίνεται συχνά, και μάλιστα διδάσκεται και σε αρκετές από τις «σχολές συγγραφής» ως «εμπορικό». Όταν λέω ότι προσπαθεί να μιμηθεί τη δομή του σεναρίου εννοώ ότι η ιστορία διαιρείται σε πολύ συγκεκριμένες σκηνές που η μία ακολουθεί την άλλη, και η κάθε σκηνή παρουσιάζει πάντα ένα συγκεκριμένο περιστατικό που θα μπορούσες να το είχες δείξει εύκολα και σε ταινία – όπως δύο χαρακτήρες που συναντιούνται σ’ένα εστιατόριο και κάθονται και μιλάνε, ή μια μονομαχία ανάμεσα σε δύο πολεμιστές. Σε αυτές τις σκηνές, μέσα στο λογοτεχνικό κείμενο, μπορεί να περιλαμβάνονται σκέψεις και συναισθήματα των χαρακτήρων, αλλά η δομή της όλης αφήγησης εξακολουθεί να είναι κινηματογραφικού, σεναριακού, τύπου.
Έτσι, όμως, αγνοείς ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα της λογοτεχνίας: την, ας την πούμε, συγκεχυμένη σκηνή. Τη σκηνή που είναι σαν αυτή στο παράδειγμα στην αρχή του άρθρου, η οποία δεν δείχνει ένα μόνο συγκεκριμένο περιστατικό αλλά πολλά περιστατικά συγχρόνως. Μέσα σε σενάριο δεν μπορείς να γράψεις κάτι τέτοιο· δεν μπορεί αυτό να παρουσιαστεί στην οθόνη παρά μόνο ως μια σειρά από πολλές, πολύ σύντομες σκηνές. Που δεν είναι το ίδιο πράγμα ακριβώς.
Στη λογοτεχνία, όμως, μπορείς να έχεις όσες συγκεχυμένες σκηνές θέλεις, και ο αναγνώστης τις «βλέπει» μες στο μυαλό του σαν όνειρο. Μπορείς να περάσεις έτσι πάρα πολλές πληροφορίες και γεγονότα με γρήγορο τρόπο χωρίς να χάνουν τη δύναμή τους.
Στη λογοτεχνία, μια συγκεχυμένη σκηνή είναι κανονική σκηνή, όπως κάθε άλλη. Μάλιστα, μια συγκεχυμένη σκηνή μπορεί να ακολουθείται, με αφηγηματική φυσικότητα, από μια συγκεκριμένη σκηνή (όπως αυτές στις ταινίες) η οποία ακολουθείται πάλι από μια συγκεχυμένη σκηνή. Το παράδειγμα στην αρχή του άρθρου θα μπορούσε να ακολουθείται από μια συγκεκριμένη σκηνή όπου οι χαρακτήρες κυνηγάνε κάποιο θηρίο, και τα πάντα είναι γραμμένα αναλυτικά και πολύ περιγραφικά, παρουσιάζοντας ένα άγριο περιστατικό. Και μετά από αυτό, θα μπορούσες πάλι να έχεις μια συγκεχυμένη σκηνή όπου γράφουμε πώς πέρασαν οι χαρακτήρες τις επόμενες πέντε μέρες.
Η συγκεχυμένη σκηνή, επιπλέον, έχει αξία και δύναμη από μόνη της. Δεν είναι ανάγκη να αποτελεί πρόλογο ή επίλογο συγκεκριμένων σκηνών. Μπορεί ένα ολόκληρο κεφάλαιο να είναι γραμμένο μόνο με συγκεχυμένες σκηνές – πράγμα που, δυστυχώς, πολύ σπάνια βλέπουμε στη σύγχρονη λογοτεχνία.
Ένας βασικός λόγος γι’αυτή τη σπανιότητα στη χρήση της συγκεχυμένης σκηνής είναι ότι το θέαμα έχει κυριαρχήσει ως αφηγηματική μορφή και οι συγγραφείς είναι, αναλόγως, επηρεασμένοι. Επίσης, θεωρείται – εσφαλμένα, νομίζω – ότι οι αναγνώστες θέλουν να διαβάζουν ένα βιβλίο όπως θα έβλεπαν μια ταινία. Προσωπικά διαφωνώ. Όταν διαβάζω ένα βιβλίο θέλω να διαβάσω ένα βιβλίο. Όταν βλέπω μια ταινία θέλω να δω μια ταινία. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα, που όταν συγχέονται υποβιβάζεται είτε η μία μορφή είτε η άλλη.