13/11/2020
Οπτικές Διαφορές
Σύγκριση λογοτεχνίας και θεάματος, και η συγκεχυμένη σκηνή
Επί τρεις ημέρες έτρωγαν ξηρούς καρπούς και έπαιζαν ζάρια, και την τέταρτη, όταν η θύελλα είχε κοπάσει, βγήκαν για να κυνηγήσουν.
Στη λογοτεχνία πολύ συχνά γράφονται τέτοιες προτάσεις όπου πολλά γεγονότα παρουσιάζονται συνοπτικά. Και με το μυαλό μας μπορούμε να φανταστούμε τι έγινε: μπορούμε να «δούμε» τις σκηνές σαν γρήγορο όνειρο.
Στον κινηματογράφο, στις ταινίες γενικά, σε οτιδήποτε παρουσιάζεται στην οθόνη, κάτι παρόμοιο είναι δύσκολο να γίνει. Φαντάσου πώς θα μπορούσες να δείξεις, μέσα σε μια ταινία, όλα αυτά που γράφονται στο παραπάνω παράδειγμα.
Πρώτον, πρέπει κάπως να περάσεις την πληροφορία ότι κύλησαν τρεις ημέρες, και συνήθως στο θέαμα ο μόνος τρόπος για να το κάνεις αυτό είναι μέσω του διαλόγου. Δηλαδή, πρέπει οπωσδήποτε να βάλεις κάποιον χαρακτήρα να λέει ότι πέρασαν τρεις ημέρες.
Δεύτερον, πρέπει να προβάλεις μερικές γρήγορες σκηνές όπου οι χαρακτήρες τρώνε ξηρούς καρπούς και παίζουν ζάρια.
Τρίτον, πρέπει να παρουσιάσεις τη θύελλα, και ότι αυτή η θύελλα κοπάζει τελικά· και πρέπει κάποιος χαρακτήρας να πει ότι κόπασε την τέταρτη ημέρα.
Τέταρτον, πρέπει να δείξεις τους χαρακτήρες να πηγαίνουν να κυνηγήσουν.
Για να τα δει ο θεατής όλα αυτά χρειάζεται πολύ περισσότερος χρόνος απ’το να διαβάσει μια σύντομη πρόταση που περιλαμβάνει συμπυκνωμένες τις σκηνές, τις οποίες μπορεί ο ίδιος να φανταστεί όπως θέλει. Γι’αυτό κιόλας, σε πολλές ταινίες, τέτοιου είδους συνοπτικές σκηνές δεν περιλαμβάνονται. Αυτή η ομαλή κύλιση του χρόνου εξ ανάγκης αγνοείται μέσα στις ιστορίες. Υπάρχουν μόνο απότομα άλματα μέσα στον χρόνο, ορισμένες φορές, τα οποία προσπαθούν να γεφυρωθούν με κάποιον, όσο το δυνατόν πιο πιστευτό, διάλογο ανάμεσα στους χαρακτήρες ώστε ο θεατής να πάρει την πληροφορία τού τι έγινε στο ενδιάμεσο, να μάθει τι δεν παρουσιάστηκε στην οθόνη.
Νομίζω πως αυτό είναι ένα μειονέκτημα της συγκεκριμένης αφηγηματικής μορφής – δηλαδή, του θεάματος. (Ένα άλλο μειονέκτημα είναι ότι δεν μπορεί να δείξει τις σκέψεις και τα συναισθήματα των χαρακτήρων παρά μόνο εξωτερικά – όμως δεν με απασχολεί αυτό τώρα.)
Ωστόσο, έχει και ένα βασικό πλεονέκτημα σε σχέση με τον γραπτό λόγο: Την περιγραφή. Δεν υπάρχει καμιά δυσκολία στην «περιγραφή» σε μια ταινία. Αν θες να δείξεις, για παράδειγμα, ένα παράξενο, περίπλοκο μηχάνημα, το μόνο που χρειάζεται είναι να το φτιάξεις και να το τραβήξεις με την κάμερα. Στη λογοτεχνία, αντιθέτως, πρέπει να προσπαθήσεις να το περιγράψεις όσο το δυνατόν καλύτερα, ή τουλάχιστον με τρόπο επαρκή, ώστε ο αναγνώστης να καταλάβει για τι πράγμα μιλάς. Και σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο. Έχω διαβάσει πολλά βιβλία όπου οι περιγραφές δεν σου δίνουν να καταλάβεις τι ακριβώς είναι εκείνο που θέλουν να δείξουν, είτε επειδή προσπαθούν να δείξουν κάτι το αντικειμενικά πολύπλοκο είτε επειδή δεν είναι και τόσο καλογραμμένες. Αυτό θεωρώ πως είναι ένα μειονέκτημα της λογοτεχνίας σε σχέση με το θέαμα. Κάποιες φορές, στη λογοτεχνία δεν μπορείς να δώσεις τη σωστή εικόνα, από καθαρά οπτική άποψη. Αντιθέτως, στο θέαμα αυτό γίνεται χωρίς συζήτηση, χωρίς καμιά δυσκολία (εκτός, ίσως, σκηνοθετικά – πράγμα που δεν μας απασχολεί εδώ).
Η κάθε αφηγηματική μορφή έχει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της. Κάνω σύγκριση εδώ χωρίς να προσπαθώ να καταλήξω στο ποια μορφή είναι η «καλύτερη». Δεν υπάρχει καλύτερη μορφή· και οι δύο έχουν την αξία τους, για διαφορετικούς λόγους – και έτσι πρέπει να είναι.
Πιστεύω ότι οφείλεις να αφηγείσαι μια ιστορία έτσι που να χρησιμοποιείς περισσότερο τα πλεονεκτήματα της μορφής που μεταχειρίζεσαι και λιγότερο τα μειονεκτήματά της – ή, τουλάχιστον, όχι πιο πολύ από ό,τι είσαι υποχρεωμένος να τα χρησιμοποιήσεις. Για παράδειγμα, πολλές φορές στη λογοτεχνία δεν μπορείς να αποφύγεις τις μεγάλες περιγραφές γιατί πρέπει να δείξεις κάτι, να εξηγήσεις πώς είναι στην εμφάνιση, παρότι η αφηγηματική μορφή υστερεί στα οπτικά θέματα. Παρομοίως, στο θέαμα, πρέπει πολλές φορές να βάλεις τους χαρακτήρες να λένε πράγματα που δεν είναι και τόσο φυσικά απλά και μόνο για να μεταφέρουν μια πληροφορία στον θεατή η οποία αλλιώς δεν θα μπορούσε να μεταφερθεί – όπως τι έγινε πριν από μερικές μέρες, ή τι σκέφτεται ή νιώθει ένας χαρακτήρας.
Δεν μου αρέσει όταν η μία μορφή προσπαθεί να μοιάσει στην άλλη τόσο ώστε να αγνοούνται τα δικά της, ιδιαίτερα πλεονεκτήματα. Για παράδειγμα, οι ταινίες που έχουν πολλούς διαλόγους οι οποίοι μοιάζουν ψεύτικοι, προκειμένου να μεταφέρουν πληροφορίες στον θεατή, δεν μου φαίνονται καλές. Προσπαθούν να κάνουν εκείνο που στη λογοτεχνία γίνεται με μερικές λέξεις, ενώ στο θέαμα δεν μπορεί να γίνει σωστά.
Παρομοίως – και αυτό είναι που με απασχολεί περισσότερο – στη λογοτεχνία υπάρχουν περιπτώσεις που η αφήγηση προσπαθεί να μοιάσει, από άποψη δομής, στο σενάριο. Ορισμένες φορές, αυτό μπορεί να γίνεται συνειδητά για συγκεκριμένους καλλιτεχνικούς λόγους, και δεν έχω κανένα πρόβλημα τότε· το έχω κάνει κι ο ίδιος, άλλωστε (όπως στην Πριγκίπισσα της Οργής και στον Άφευκτο). Κάποιες άλλες φορές, όμως, αυτό δεν γίνεται συνειδητά ακριβώς· απλά ο συγγραφέας έχει μάθει να ακολουθεί μια συγκεκριμένη μορφή που του έχουν πει ότι δήθεν είναι πιο «εμπορική», ή είναι πολύ επηρεασμένος από τις τόσες και τόσες ταινίες που βλέπουμε.
Όταν γράφεις λογοτεχνία, δεν πρέπει να ξεχνάς ότι είναι άλλο πράγμα από το σενάριο. Μπορεί να μοιράζονται κάποια στοιχεία – όπως ότι και οι δύο μορφές αφηγούνται μια ιστορία – αλλά, κατά τα άλλα, διαφέρουν πολύ.
Ένα συνηθισμένο σφάλμα (αν μπορεί κάνεις να το αποκαλέσει σφάλμα) είναι ο συγγραφέας να βάζει τους χαρακτήρες να λένε πράγματα που κανονικά δεν θα έλεγαν – όπως τι αισθάνονται ή τι έγινε πιο πριν. Αυτά, στη λογοτεχνία, δεν υπάρχει λόγος να ειπώνονται από τους χαρακτήρες για να τα μάθει ο αναγνώστης. Όταν, μάλιστα, συμβαίνει κάτι τέτοιο, ο διάλογος συνήθως ακούγεται ψεύτικος. Πληροφορίες μπορείς να μεταφέρεις στον αναγνώστη είτε αφηγηματικά (όπως στο παράδειγμα στην αρχή του άρθρου) είτε μέσα από τις σκέψεις των χαρακτήρων. Αυτά είναι και δύο από τα βασικότερα πλεονεκτήματα της λογοτεχνίας σε σχέση με το θέαμα, και δεν πρέπει να παραβλέπονται, γιατί εκεί έγκειται η διαφορά ανάμεσα στις δύο αφηγηματικές μορφές. (Πάντα υπάρχουν και εξαιρέσεις, βέβαια, όπως είπα πριν – και επαναλαμβάνω ότι το έχω κάνει κι ο ίδιος. Όμως τότε μιλάς για άλλη περίπτωση. Κάτι που γίνεται συνειδητά.)
Ένα άλλο σφάλμα που συμβαίνει στη λογοτεχνία είναι όταν προσπαθεί να μιμηθεί τη δομή του σεναρίου. Αυτό είναι κάτι που γίνεται συχνά, και μάλιστα διδάσκεται και σε αρκετές από τις «σχολές συγγραφής» ως «εμπορικό». Όταν λέω ότι προσπαθεί να μιμηθεί τη δομή του σεναρίου εννοώ ότι η ιστορία διαιρείται σε πολύ συγκεκριμένες σκηνές που η μία ακολουθεί την άλλη, και η κάθε σκηνή παρουσιάζει πάντα ένα συγκεκριμένο περιστατικό που θα μπορούσες να το είχες δείξει εύκολα και σε ταινία – όπως δύο χαρακτήρες που συναντιούνται σ’ένα εστιατόριο και κάθονται και μιλάνε, ή μια μονομαχία ανάμεσα σε δύο πολεμιστές. Σε αυτές τις σκηνές, μέσα στο λογοτεχνικό κείμενο, μπορεί να περιλαμβάνονται σκέψεις και συναισθήματα των χαρακτήρων, αλλά η δομή της όλης αφήγησης εξακολουθεί να είναι κινηματογραφικού, σεναριακού, τύπου.
Έτσι, όμως, αγνοείς ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα της λογοτεχνίας: την, ας την πούμε, συγκεχυμένη σκηνή. Τη σκηνή που είναι σαν αυτή στο παράδειγμα στην αρχή του άρθρου, η οποία δεν δείχνει ένα μόνο συγκεκριμένο περιστατικό αλλά πολλά περιστατικά συγχρόνως. Μέσα σε σενάριο δεν μπορείς να γράψεις κάτι τέτοιο· δεν μπορεί αυτό να παρουσιαστεί στην οθόνη παρά μόνο ως μια σειρά από πολλές, πολύ σύντομες σκηνές. Που δεν είναι το ίδιο πράγμα ακριβώς.
Στη λογοτεχνία, όμως, μπορείς να έχεις όσες συγκεχυμένες σκηνές θέλεις, και ο αναγνώστης τις «βλέπει» μες στο μυαλό του σαν όνειρο. Μπορείς να περάσεις έτσι πάρα πολλές πληροφορίες και γεγονότα με γρήγορο τρόπο χωρίς να χάνουν τη δύναμή τους.
Στη λογοτεχνία, μια συγκεχυμένη σκηνή είναι κανονική σκηνή, όπως κάθε άλλη. Μάλιστα, μια συγκεχυμένη σκηνή μπορεί να ακολουθείται, με αφηγηματική φυσικότητα, από μια συγκεκριμένη σκηνή (όπως αυτές στις ταινίες) η οποία ακολουθείται πάλι από μια συγκεχυμένη σκηνή. Το παράδειγμα στην αρχή του άρθρου θα μπορούσε να ακολουθείται από μια συγκεκριμένη σκηνή όπου οι χαρακτήρες κυνηγάνε κάποιο θηρίο, και τα πάντα είναι γραμμένα αναλυτικά και πολύ περιγραφικά, παρουσιάζοντας ένα άγριο περιστατικό. Και μετά από αυτό, θα μπορούσες πάλι να έχεις μια συγκεχυμένη σκηνή όπου γράφουμε πώς πέρασαν οι χαρακτήρες τις επόμενες πέντε μέρες.
Η συγκεχυμένη σκηνή, επιπλέον, έχει αξία και δύναμη από μόνη της. Δεν είναι ανάγκη να αποτελεί πρόλογο ή επίλογο συγκεκριμένων σκηνών. Μπορεί ένα ολόκληρο κεφάλαιο να είναι γραμμένο μόνο με συγκεχυμένες σκηνές – πράγμα που, δυστυχώς, πολύ σπάνια βλέπουμε στη σύγχρονη λογοτεχνία.
Ένας βασικός λόγος γι’αυτή τη σπανιότητα στη χρήση της συγκεχυμένης σκηνής είναι ότι το θέαμα έχει κυριαρχήσει ως αφηγηματική μορφή και οι συγγραφείς είναι, αναλόγως, επηρεασμένοι. Επίσης, θεωρείται – εσφαλμένα, νομίζω – ότι οι αναγνώστες θέλουν να διαβάζουν ένα βιβλίο όπως θα έβλεπαν μια ταινία. Προσωπικά διαφωνώ. Όταν διαβάζω ένα βιβλίο θέλω να διαβάσω ένα βιβλίο. Όταν βλέπω μια ταινία θέλω να δω μια ταινία. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα, που όταν συγχέονται υποβιβάζεται είτε η μία μορφή είτε η άλλη.
