Araminta Station
του Jack Vance

Πριν από καιρό, είχα διαβάσει το Dying Earth του Jack Vance, και είχα σχηματίσει μια καλή πολύ καλή, ίσως άποψη. Αρχίζοντας το Araminta Station πίστευα ότι θα έβρισκα κάτι αντίστοιχο. Εκείνο όμως που, αντιθέτως, βρήκα ήταν κάτι το πλήρως απογοητευτικό, όχι μόνο από λογοτεχνικής άποψης αλλά και από φιλοσοφικοϊδεολογικής. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν έχει και τις καλές του στιγμές τις έχει αλλά, γενικά, δεν είναι κάτι που μου άρεσε καθόλου.
Ας ξεκινήσω, όμως, με την απλή περίληψη του βιβλίου: Ο πλανήτης Κάντγουελ αποτελεί εθνικό δρυμό ο οποίος διοικείται από την Φυσική Κοινότητα της Γης και κατοικείται από έναν περιορισμένο αριθμό ικανών επιστημόνων και τις οικογένειές τους. Αλλά αυτό το σύστημα, με το πέρασμα των αιώνων, έχει γίνει περίπλοκο, με αποτέλεσμα οι Οίκοι του Κάντγουελ να αποτελούν πλέον μια κουλτούρα από δολοπλόκους που διαρκώς αντιμάχονται άγρια για την απόκτηση κοινωνικής θέσης.
Ακούγεται ωραίο, έτσι; Σκέφτεσαι ότι θα είναι κάτι το φοβερό, γεμάτο φυσικές ανακαλύψεις και εξερευνήσεις, σκοτεινές ίντριγκες και έξυπνες δολοπλοκίες. Δυστυχώς, όμως, δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα.
Για να μην τα παρουσιάζω όλα μαύρα, ωστόσο, θα παραδεχτώ ένα πράγμα: Ο Jack Vance έχει, όντως, φτιάξει έναν προσεγμένο φανταστικό κόσμο που φαίνεται ρεαλιστικός και, συγχρόνως, ευφάνταστος. Ο πλανήτης Κάντγουελ και η κοινωνία του είναι καλοφτιαγμένα· δεν υπάρχει αμφιβολία γιαυτό. Επίσης, τα ήθη και τα έθιμα έχουν ενδιαφέρον, καθώς και τα διάφορα παράξενα πλάσματα που ο συγγραφέας παρουσιάζει πολλές φορές μέσα στο βιβλία.
Αυτά, όμως, δεν είναι αρκετά για ένα λογοτεχνικό μυθιστόρημα. Το όλο πρόβλημα είναι στην εκτέλεση στο πώς είναι γραμμένο που είναι και το πιο σημαντικό. Δε φτάνει απλά να έχεις στήσει έναν ωραίο φανταστικό κόσμο.
Ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου είναι ένας τύπος που ονομάζεται Glawen Clattuc και δεν έχει κανένα ενδιαφέρον σαν λογοτεχνικός χαρακτήρας ούτε σαν προσωπικότητα. Είναι ο συνηθισμένος ήρωας που πάντα έχει δίκιο, ακολουθεί τα στερεότυπα της κοινωνίας του, και κυνηγά τους κακούς, αφού, πολύ σύντομα, γίνεται πράκτορας της οργάνωσης που είναι υπεύθυνη για τη διαφύλαξη του τόπου. Αυτό θα μπορούσε να μη μου φαινόταν και τόσο άσχημο αν, τουλάχιστον, το μυθιστόρημα είχε κάποιες άλλες λογοτεχνικές αρετές...
Το Araminta Station είναι από εκείνα τα βιβλία που βασίζονται κυρίως στον διάλογο για να προχωρά η ιστορία. Κι αυτό είναι κάτι που, κανονικά, το λατρεύω· μαρέσει πολύ ο διάλογος. Αλλά θέλω να είναι καλογραμμένος. Αυτός εδώ ήταν βαρετός και ξύλινος. Μετά δυσκολίας καταλάβαινες ότι μιλάνε άνθρωποι. Τον διάβαζες περισσότερο για να πάρεις την πληροφορία που σου δίνει. Ζωντάνια, σχεδόν καθόλου για να μην πω σκέτα καθόλου. Αν το βιβλίο ήταν γραμμένο παλιά πολύ παλιά ίσως να το δικαιολογούσα. Αλλά είναι γραμμένο το 1987 και έχω διαβάσει βιβλία του 1897 με πιο ζωντανό διάλογο! Διαβαζόταν, αλλά μετά βίας.
Η πλοκή, στην αρχή, είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη. Απλά συμβαίνουν διάφορα πράγματα στη ζωή του νεαρού Glawen τα οποία παρακολουθούμε (σχολείο, κοπέλες, συναναστροφές με συνομηλίκους, διαπληκτισμοί, και τα λοιπά). Αυτό δεν είναι και τόσο άσχημο· μάλιστα, είναι σχετικά πρωτότυπο για βιβλίο επιστημονικής φαντασίας. Από τη μέση και μετά, η πλοκή αρχίζει να γίνεται πιο στέρεα και συνεχίζει έτσι μέχρι το τέλος, ώσπου φτάνουμε σε μια αρκετά ικανοποιητική κατάληξη. Παρόλαυτά, γενικά δεν συμβαίνει τίποτα το πολύ ενδιαφέρον, με μονάχα μερικές εξαιρέσεις όπως (μη θέλοντας να γράψω spoilers) στην εκδρομή στα βουνά και, αργότερα, στην επίσκεψη στο μυστηριώδες μοναστήρι. Κατά τα άλλα, τα πράγματα κινούνται με έναν τρόπο που είναι (για να μην πω καμια βρισιά) διαδικαστικός και βαρετός.
Περιγραφές γίνονται μόνο όταν ο συγγραφέας αναφέρεται σε κάποιο παράξενο πλάσμα κυρίως, και τότε είναι όντως καλές. Κατά τα άλλα η γραφή είναι τόσο ανιαρή όσο η πλοκή και ο διάλογος. Και, για να είμαι ειλικρινής, αν αυτό δεν ήταν βιβλίο του Jack Vance πιθανώς να το είχα παρατήσει κάπου στη μέση.
Σα να μην έφταναν όλα αυτά τα τρομερά ελκυστικά πράγματα, ο συγγραφέας επιδεικνύει και έναν συντηρητισμό μέσα από τον τρόπο που παρουσιάζει τις καταστάσεις τον οποίο εγώ, τουλάχιστον, βρίσκω μάλλον νοσηρό. Δεν ξέρω αν το έχει κάνει επίτηδες ή όχι αλλά, σίγουρα, ό,τι κι αν συμβαίνει, δεν είναι κάτι που με βρίσκει καθόλου σύμφωνο. Φαίνεται πως σαυτό το βιβλίο, σε γενικές γραμμές, οι «καλοί» είναι εκείνοι που κάνουν ξερά και στερεοτυπικά τη δουλειά τους, χωρίς ποτέ καμια αμφιβολία ή φανερό μειονέκτημα. Σε αντιδιαστολή, όλοι οι «κακοί» είναι οριακά, ή μη, ψυχοπαθείς με ακραίες εγωκεντρικές τάσεις και φαντασιώσεις. Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει όλους τους ειρηνιστές που παρουσιάζονται στο βιβλίο, όλους τους αντίπαλους του Glawen, όλους όσους είναι ενάντιοι στο παρόν status quo, και όλες τις γυναίκες εκτός από τις δύο κοπέλες τις οποίες συναναστρέφεται ο Glawen εκ των οποίων η πρώτη δολοφονείται μυστηριωδώς στην αρχή του βιβλίου και η δεύτερη τον εγκαταλείπει περίπου στα μέσα του βιβλίου (και όχι φυσικά επειδή τσακώθηκε μαζί του αλλά επειδή το καθήκον της την καλεί σε άλλο πλανήτη). Ο συντηρητισμός είναι μια στάση που στο βιβλίο, απτην αρχή ώς το τέλος, παρουσιάζεται ως κάτι το αναμφισβήτητα καλό χωρίς ποτέ να υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ενώ οποιοσδήποτε είναι ενάντιος στην παροντική κατάσταση, ή στο πώς διαχειρίζονται τα πράγματα ο Glawen και οι φρούραρχοι του Araminta Station, πρέπει οπωσδήποτε να είναι από διεστραμμένος μέχρι τελείως φρενοβλαβής.
Δεν θέλω τώρα να ισχυριστώ ότι κάποιος ειρηνιστής δεν μπορεί να είναι διεστραμμένος, ή μια γυναίκα να είναι φρενοβλαβής, ή ο αντίπαλος κάποιου ήρωα να είναι και διεστραμμένος και φρενοβλαβής· ούτε θέλω να ισχυριστώ ότι αυτοί που υπερασπίζονται το status quo δεν μπορεί να είναι οι καλοί μιας ιστορίας. Όλα αυτά μπορεί, κατά περίσταση, είτε στη λογοτεχνία είτε στην πραγματικότητα, να ισχύουν. Στο συγκεκριμένο βιβλίο, όμως, συμβαίνουν κατεπανάληψη, με τρόπο που καταντά κουραστικός. Είναι από εκείνα τα βιβλία που δεν υπάρχει κανένα ίχνος αρετής στους «κακούς» και κανένα ίχνος κακίας στους «καλούς». Είναι, εν ολίγοις, ένα παράταιρο μυθιστόρημα.
Όπως θα έχετε συμπεράνει, δεν μου άρεσε. Για την ακρίβεια, το βρήκα φριχτό. Ακόμα και το cliffhanger στο τέλος δεν μπορεί να με κάνει να διαβάσω τη συνέχειά του, αυτή τη στιγμή, το Ecce and Old Earth. (Αυτό δεν σημαίνει ότι αποκλείεται να το διαβάσω· αλλά, σίγουρα, όχι τώρα.)
Δεν θέλω να βγάλω συμπέρασμα για τον συγγραφέα, ούτε για τα πιστεύω του, από το Araminta Station. Εξάλλου, βλέπω πάντα τη λογοτεχνία ως κάτι το ξεχωριστό από το άτομο που τη γράφει· διότι, ως γνωστό, μπορείς πολύ άνετα να γράφεις και για πράγματα που δεν πιστεύεις, ή αντιστρόφως, αν είσαι αρκετά καλός λογοτέχνης. Αλλά ούτε και για τη λογοτεχνία του Jack Vance γενικότερα δεν θέλω να βγάλω κανένα συμπέρασμα. Το Dying Earth μού άρεσε και, στο μέλλον, μάλλον θα δοκιμάσω να διαβάσω και άλλα βιβλία του, ελπίζοντας ότι δεν θα συναντήσω ακόμα ένα Araminta Station.
Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, κανονικά δεν θα έκανα καν αυτή τη βιβλιοκριτική, για δύο λόγους: πρώτον, δεν θέλω να χάνω το χρόνο μου γράφοντας για βιβλία που δεν μου αρέσουν· δεύτερον (και σημαντικότερο), δεν θέλω να προκαταλαμβάνω κανέναν αρνητικά ενάντια σε κάποιο βιβλίο ή κάποιον συγγραφέα. Οπότε, μην ακούτε τι λέω εγώ εδώ: διαβάστε το και βγάλτε μόνοι σας τα δικά σας συμπεράσματα.
Ο κύριος λόγος που έγραψα ετούτη τη βιβλιοκριτική είναι για να τη συνδέσω με αυτό εδώ το άρθρο.
