21/4/2014
Περί Γραφής: Τα Προβλήματα με το Υποκείμενο
Πώς να αποφεύγεις την άσκοπη χρήση υποκειμένων, αλλά και τη σύγχυση που προκαλείται από μια απλή έλλειψη υποκειμένου
Επειδή όλοι όσοι γράφουν λογοτεχνία δεν είναι φιλόλογοι ούτε ξέρουν φιλολογική θεωρία και ούτε απαραίτητα θα έπρεπε να ξέρουν ξεκινώ κάνοντας μια απλή αναφορά στο τι είναι το υποκείμενο.
Το υποκείμενο είναι αυτό που δρα μέσα σε μια πρόταση μέσω ενός ή περισσοτέρων ρημάτων. Για παράδειγμα: Ο Κώστας γράφει ένα κείμενο. Ο «Κώστας» είναι το υποκείμενο, και το «γράφει» είναι το ρήμα (το «κείμενο» είναι το αντικείμενο).
Άλλο παράδειγμα: Αφού ο Κόναν είδε τους ληστές να έρχονται καταπάνω του κατεβαίνοντας τη λοφοπλαγιά, ξεθηκάρωσε αστραπιαία το σπαθί του. Ο «Κόναν» είναι το υποκείμενο το οποίο δρα μέσω των ρημάτων «είδε» και «ξεθηκάρωσε».
Άλλο παράδειγμα: Σφυρίζοντας αμέριμνα, ο Μήτσος πάτησε σε μια λακκούβα κρυμμένη με φύλλα και έπεσε μέσα σέναν λάκκο με πίσσα. Ο «Μήτσος» είναι το υποκείμενο το οποίο δρα μέσω των ρημάτων «πάτησε» και «έπεσε». (Υποθέτουμε ότι δεν θα ήθελε να δράσει έτσι, αλλά, ακόμα και παρά τη θέλησή του, έδρασε.)
Αυτό, λοιπόν, είναι το υποκείμενο, σε περίπτωση που κάποιος δεν ξέρει (αν και δεν νομίζω πως είναι πολλοί που δεν θα το ξέρουν).
Ένα πρόβλημα που, στη λογοτεχνία, παρουσιάζεται με το υποκείμενο είναι η άσκοπη, ή αδέξια, κατάχρησή του μέσα σε μια πρόταση ή μέσα σε μια παράγραφο. Το υποκείμενο, σένα καλογραμμένο κείμενο, πρέπει τις περισσότερες φορές να υπονοείται, εκτός αν θέλουμε να το τονίσουμε για κάποιο λόγο.
Αλλά επειδή αυτά είναι θεωρητικά λόγια, ακολουθεί ένα παράδειγμα:
Η Ρασμίνη κλότσησε την πόρτα του πύργου και, βαστώντας το σπαθί της υψωμένο πάνω από τον ώμο της και την ασπίδα της προστατευτικά μπροστά της, κοίταξε πέρα από το κατώφλι. Η Ρασμίνη είδε πως ο χώρος ήταν γεμάτος διαλυμένα έπιπλα και νεκρά σώματα, φριχτά παραμορφωμένα. Μπήκε στο δωμάτιο βαδίζοντας με μεγάλη επιφύλαξη, γιατί η Ρασμίνη φοβόταν ότι ίσως να επρόκειτο για παγίδα του Δούκα.
Σαυτή την παράγραφο γίνεται κατάχρηση του βασικού υποκειμένου, που είναι, φυσικά, η Ρασμίνη ο χαρακτήρας που συνεχώς δρα. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν χρειαζόταν καν να γράψουμε το όνομά της. Η παράγραφος θα μπορούσε να ήταν γραμμένη έτσι:
Η Ρασμίνη κλότσησε την πόρτα του πύργου και, βαστώντας το σπαθί της υψωμένο πάνω από τον ώμο της και την ασπίδα της προστατευτικά μπροστά της, κοίταξε πέρα από το κατώφλι. Είδε πως ο χώρος ήταν γεμάτος διαλυμένα έπιπλα και νεκρά σώματα, φριχτά παραμορφωμένα. Μπήκε στο δωμάτιο βαδίζοντας με μεγάλη επιφύλαξη, γιατί φοβόταν ότι ίσως να επρόκειτο για παγίδα του Δούκα.
Τι χάνουμε αφαιρώντας αυτές τις δύο περιπτώσεις παρουσίας του υποκειμένου «Ρασμίνη»; Τίποτα απολύτως. Απλώς το κείμενο γίνεται πιο άνετο, χωρίς άσκοπες επαναλήψεις.
Ακόμα ένα παράδειγμα:
Ο Νέστορας ατένισε τον έμπορο με φανερή καχυποψία. Δεν εμπιστευόταν το είδος τους: ήταν χειρότεροι κλέφτες από εκείνον. «Πόσο πληρώνεις γιαυτό;» τον ρώτησε ο Νέστορας, δίνοντάς του το Μάτι του Χρυσού Χωριού.
Ο έμπορος πήρε τον πολύτιμο λίθο στο χέρι του και τον κοίταξε καλά-καλά, μουρμουρίζοντας ακατανόητα, κάπου-κάπου, πίσω από τα δόντια.
Τελικά, ο έμπορος είπε: «Τριάντα σελήνια.»
«Τριάντα;» έκανε ο Νέστορας. Είχε δίκιο, λοιπόν: ακόμα ένας αρχικλέφτης! «Αν το πάω στη Βορβίνη, μιας μέρας δρόμο από εδώ, μπορώ άνετα να πάρω τα δεκαπλάσια και το ξέρεις.»
«Είναι καταφανώς ψεύτικος λίθος, μικρής αξίας,» αποκρίθηκε αμέσως ο έμπορος.
Ο Νέστορας συνοφρυώθηκε οργισμένα, έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο στον έμπορο σαν λόγχη. «Δος τον πίσω, τότε. Θα πάω να τον πουλήσω αλλού.»
Ποια από τα υποκείμενα εδώ θα μπορούσαν να θεωρηθούν περιττά ή ευνόητα και, άρα, άσκοπο να γραφούν; Τα υπογραμμίζω:
Ο Νέστορας ατένισε τον έμπορο με φανερή καχυποψία. Δεν εμπιστευόταν το είδος τους: ήταν χειρότεροι κλέφτες από εκείνον. «Πόσο πληρώνεις γιαυτό;» τον ρώτησε ο Νέστορας, δίνοντάς του το Μάτι του Χρυσού Χωριού.
Ο έμπορος πήρε τον πολύτιμο λίθο στο χέρι του και τον κοίταξε καλά-καλά, μουρμουρίζοντας ακατανόητα, κάπου-κάπου, πίσω από τα δόντια.
Τελικά, ο έμπορος είπε: «Τριάντα σελήνια.»
«Τριάντα;» έκανε ο Νέστορας. Είχε δίκιο, λοιπόν: ακόμα ένας αρχικλέφτης! «Αν το πάω στη Βορβίνη, μιας μέρας δρόμο από εδώ, μπορώ άνετα να πάρω τα δεκαπλάσια και το ξέρεις.»
«Είναι καταφανώς ψεύτικος λίθος, μικρής αξίας,» αποκρίθηκε αμέσως ο έμπορος.
Ο Νέστορας συνοφρυώθηκε οργισμένα, έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο στον έμπορο σαν λόγχη. «Δος τον πίσω, τότε. Θα πάω να τον πουλήσω αλλού.»
Σε αυτά τα δύο σημεία το υποκείμενο ήταν ευνόητο, και δεν χρειαζόταν να το γράψουμε.
Γιατί είναι καλύτερο να αφήνουμε το υποκείμενο να εννοηθεί αντί να το γράφουμε;
- Τα ευκόλως ευνοούμε παραλείπονται·
- Ο λόγος μας αποφεύγει να γίνεται πλαδαρός·
- Αποφεύγουμε τις κουραστικές επαναλήψεις·
- Το κείμενο είναι πιο σύντομο.
Αν ήταν καλύτερο το υποκείμενο να παρουσιάζεται άσκοπα, τότε θα γράφαμε παραγράφους σαν αυτή:
Ο Αρισταγόρας πάτησε σε μια πεταμένη αγκινάρα, και ο Αρισταγόρας γλίστρησε. Ο Αρισταγόρας προσπάθησε να πιαστεί από κάπου αλλά δεν τα κατάφερε, έτσι ο Αρισταγόρας κουτρουβάλησε πάνω στο πεζοδρόμιο, και παραλίγο να πατήσει τον Αρισταγόρα ένα αυτοκίνητο που έστριβε εκείνη την ώρα τη γωνία!
Το ξέρω ότι υπάρχουν ορισμένοι συγγραφείς που γράφουν έτσι ή περίπου έτσι αλλά δεν το θεωρώ και τόσο λογοτεχνικό. Είναι μάλλον αδέξιο γράψιμο, τις περισσότερες φορές, παρά θέμα ύφους.
Σε μερικές περιπτώσεις, όμως, μπορεί να θέλεις να επαναλαμβάνεις το υποκείμενο για να τονίσεις κάτι.
Παράδειγμα:
Όταν ο Πόλεμος της Μεγάλης Αστραπής έληξε, οι πολίτες πανηγύρισαν στους δρόμους· οι πολίτες γέλασαν και γλέντησαν όπως ποτέ πριν· οι πολίτες ερωτεύτηκαν και αγάπησαν σαν να είχαν ξαναγεννηθεί· οι πολίτες κατάλαβαν, επιτέλους, ότι ήταν ζωντανοί, κι αυτό ήταν το πολυτιμότερο δώρο.
Είναι προφανές, νομίζω, γιατί εδώ έχει νόημα η επανάληψη του υποκειμένου «οι πολίτες». Για να δοθεί ένταση και βαρύτητα στην αφήγηση.
Δεν πρέπει, όμως, να γίνεται κατάχρηση αυτών των επαναλήψεων, γιατί τότε καταντάνε ανούσιες. Άλλωστε, όταν συνεχώς τονίζεις διάφορα πράγματα είναι σαν να μην τονίζεις τίποτα. (Σκεφτείτε τι συμβαίνει όταν ένα ολόκληρο κείμενο είναι γραμμένο με έντονα γράμματα. Είναι σαν όλο το κείμενο να είναι γραμμένο με κανονικά γράμματα· δεν έχει νόημα η έντονη γραφή όταν βρίσκεται παντού: απλά ενοχλητική γίνεται.)
*
Η κατάχρηση του υποκειμένου πρέπει να αποφεύγεται, νομίζω, δίχως αμφιβολία, όμως και η σύγχυση των υποκειμένων είναι κάτι που επίσης πρέπει να αποφεύγεται. Και, πάντα, μια επανάληψη είναι προτιμότερη από το να γίνεται σύγχυση.
Παράδειγμα:
Ο Σαρντέλιαν ταξίδευε για πέντε ολόκληρες ημέρες επάνω στον σκονισμένο δρόμο όταν, τελείως απρόσμενα, μέσα στο σούρουπο, αντίκρισε μια σκιερή φιγούρα μπροστά του. Και πολύ γρήγορα κατάλαβε πως ήταν ο ορκισμένος εχθρούς του, ο Βέρνιλκαθ!
Τραβώντας ένα μακρύ πιστόλι μέσα από τη μαύρη κάπα του, τον σημάδεψε και πυροβόλησε. Ο κρότος αντήχησε στο σιγηλό τοπίο, κάνοντας πουλιά να πετάξουν ξέφρενα, τρομαγμένα, από τα δέντρα.
Αλλά η μαγεία του φυλαχτού της Νισμίνης έσωσε γιακόμα μια φορά τον Σαρντέλιαν από βέβαιο, ίσως, θάνατο. Η σφαίρα πέρασε ξυστά από το μάγουλό του καθώς ένας μυστηριώδης άνεμος την εξέτρεψε από την πορεία της.
Καταλαβαίνετε πού είναι το πρόβλημα; Στη δεύτερη παράγραφο. Έτσι όπως είναι γραμμένη, δεν είναι ξεκάθαρο ποιος από τους δύο τράβηξε το πιστόλι. Και μάλιστα θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι ο Σαρντέλιαν είναι εκείνος που το τράβηξε ενώ, όπως φαίνεται παρακάτω, ήταν ο Βέρνιλκαθ. Προκαλείται σύγχυση επειδή λείπει το υποκείμενο.
Το κομμάτι αυτό θα μπορούσε, πολύ καλύτερα, να ήταν γραμμένο έτσι:
Ο Σαρντέλιαν ταξίδευε για πέντε ολόκληρες ημέρες επάνω στον σκονισμένο δρόμο όταν, τελείως απρόσμενα, μέσα στο σούρουπο, αντίκρισε μια σκιερή φιγούρα μπροστά του. Και πολύ γρήγορα κατάλαβε πως ήταν ο ορκισμένος εχθρούς του, ο Βέρνιλκαθ!
Τραβώντας ένα μακρύ πιστόλι μέσα από τη μαύρη κάπα του, ο Βέρνιλκαθ τον σημάδεψε και πυροβόλησε. Ο κρότος αντήχησε στο σιγηλό τοπίο, κάνοντας πουλιά να πετάξουν ξέφρενα, τρομαγμένα, από τα δέντρα.
Αλλά η μαγεία του φυλαχτού της Νισμίνης έσωσε γιακόμα μια φορά τον Σαρντέλιαν από βέβαιο, ίσως, θάνατο. Η σφαίρα πέρασε ξυστά από το μάγουλό του καθώς ένας μυστηριώδης άνεμος την εξέτρεψε από την πορεία της.
Παρουσιάζεται τώρα μια μικρή επανάληψη, θα μπορούσες να πεις (δύο «Βέρνιλκαθ», όχι και τόσο μακριά το ένα από το άλλο), αλλά αυτό δεν είναι πρόβλημα, γιατί το όλο κομμάτι έχει γίνει ξεκάθαρο. Δεν υφίσταται σύγχυση σχετικά με το ποιος τράβηξε το πιστόλι.
Πολλές φορές, η σύγχυση εξαρτάται και από το τι είδους υποκείμενα υπάρχουν στο κομμάτι που γράφεις. Αν ο Βέρνιλκαθ ήταν γυναίκα δεν θα μιλούσαμε καν για σύγχυση.
Ορίστε:
Ο Σαρντέλιαν ταξίδευε για πέντε ολόκληρες ημέρες επάνω στον σκονισμένο δρόμο όταν, τελείως απρόσμενα, μέσα στο σούρουπο, αντίκρισε μια σκιερή φιγούρα μπροστά του. Και πολύ γρήγορα κατάλαβε πως ήταν μια γυναίκα που εδώ και χρόνια τον ήθελε νεκρό: η Ισμάρχλη, η Δούκισσα της Στενής Κοιλάδας.
Τραβώντας ένα μακρύ πιστόλι μέσα από τη μαύρη κάπα της, τον σημάδεψε και πυροβόλησε. Ο κρότος αντήχησε στο σιγηλό τοπίο, κάνοντας πουλιά να πετάξουν ξέφρενα, τρομαγμένα, από τα δέντρα.
Αλλά η μαγεία του φυλαχτού της Νισμίνης έσωσε γιακόμα μια φορά τον Σαρντέλιαν από βέβαιο, ίσως, θάνατο. Η σφαίρα πέρασε ξυστά από το μάγουλό του καθώς ένας μυστηριώδης άνεμος την εξέτρεψε από την πορεία της.
Σαυτό το κομμάτι δεν προκαλείται σύγχυση γιατί λέμε «Τραβώντας ένα μακρύ πιστόλι μέσα από τη μαύρη κάπα της», κι αυτό το τελευταίο «της» είναι που λύνει την πιθανή παρεξήγηση. Μόνο ένα θηλυκό πρόσωπο υπάρχει, επομένως η Ισμάρχλη τράβηξε το πιστόλι· αποκλείεται να το τράβηξε ο Σαρντέλιαν.
Το πότε μπορεί να προκληθεί σύγχυση, λοιπόν, και ποτέ όχι είναι θέμα περιστάσεων. Εξαρτάται από το τι γράφεις. Πρέπει πάντα να το σκέφτεσαι από τη σκοπιά κάποιου που δεν ξέρει ακριβώς τι γράφεις, που θέλει διευκρίνιση για το τι ακριβώς συμβαίνει. Είναι ένα λάθος που έχω δει πολλές φορές να γίνεται σε λογοτεχνικά κείμενα, και ιδιαίτερα σε κομμάτια με έντονη δράση όπου αρκετοί χαρακτήρες ενεργούν συγχρόνως.
Το να είσαι ξεκάθαρος όταν πρέπει να είσαι ξεκάθαρος, και αινιγματικός όταν πρέπει να είσαι αινιγματικός, είναι σημάδι καλής λογοτεχνικής γραφής. Λάθη συμβαίνουν πάντα, βέβαια και δεν ήρθε το τέλος του κόσμου αν τύχει να υπάρχει μια μικρή πιθανή σύγχυση στο κείμενό σου αλλά, όταν εντοπίζεις κάτι τέτοιο, καλό είναι να το διορθώνεις έτσι ώστε αυτό που γράφεις να γίνεται όσο το δυνατόν πιο ευνόητο.
(ΣημείωσηΣημείωση για τα Περί Γραφής Αν είσαι φυσιολογικός αναγνώστης δε χρειάζεται να διαβάσεις αυτό το κομμάτι. Αν είσαι από εκείνους που θα σκεφτούν «Και ποιος νομίζει ότι είναι αυτός που θα μιλήσει για τη συγγραφή;», ή «Πολύ σπουδαίος δεν την έχει δει για να μας λέει πώς θα γράφουμε;», ή κάτι παρόμοια κολακευτικό για το άτομό μου, τότε είσαι το Πράσινο Ανθρωπάκι, και μπορείς να συνεχίσεις να διαβάζεις. Αγαπητό Πράσινο Ανθρωπάκι, Στα Περί Γραφής μιλάω για ορισμένες από τις συγγραφικές μου εμπειρίες, και δίνω κάποιες συμβουλές ή κατευθυντήριες γραμμές για νέους (όχι, απαραιτήτως, ηλικιακά) συγγραφείς. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από αυτό: εμπειρίες, σκέψεις, συμπεράσματα. Το διαβάζεις, κι αν πιστεύεις ότι σου λέει κάτι ενδιαφέρον, έχει καλώς· αν πιστεύεις ότι δε σ'ενδιαφέρει, ή αν διαφωνείς κάθετα, το αγνοείς. Τουλάχιστον, αυτό κάνω εγώ όταν διαβάζω παρόμοια άρθρα: αν θεωρώ ότι λέει κάτι ενδιαφέρον, το διαβάζω με ευχαρίστηση· αν θεωρώ ότι δεν με ενδιαφέρει, το αγνοώ. Να το έχεις αυτό υπόψη σου όταν διαβάζεις τα Περί Γραφής. Δεν είναι δεσμευτικά, ούτε κανένας νόμος· είναι, απλώς, μερικές σκέψεις, γνώμες, και εμπειρίες μου. για τα Περί Γραφής.)
