Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, από τρίτους κυρίως, για απλή ανάλυση επισκεπτών (πχ, Google Analytics) και για social media (πχ, από το Twitter). Τα μόνα cookies που χρησιμοποιούμε εμείς είναι για θέματα λειτουργικότητας (πχ, για να μην εμφανίζεται ξανά αυτή η ειδοποίηση αφότου έχετε πατήσει το κουμπάκι). Κανένα από αυτά τα cookies, απ’ό,τι ξέρουμε, δεν είναι βλαβερό, και εμείς δεν εκμεταλλευόμαστε τις πληροφορίες σας με κανέναν τρόπο. Ωστόσο, αν θέλετε μπορείτε πολύ εύκολα να σβήσετε τα cookies από οποιονδήποτε browser, συνήθως πατώντας Shift+Ctrl+Del. Περισσότερες πληροφορίες για τα cookies μπορείτε να βρείτε στο www.whatarecookies.com.
Δύο συνοικίες της Ατέρμονης Πολιτείας, η Βαθμιδωτή και η Επίστρωτη, βρίσκονται από χρόνια σε μια κατάσταση οικονομικής αλληλεξάρτησης. Η μία συμπληρώνει την άλλη. Η Βαθμιδωτή παράγοντας, αποκλειστικά και μόνο, τεχνικούς εξοπλισμούς. Η Επίστρωτη παράγοντας τρόφιμα. Και καμιά από τις δυο συνοικίες δεν διανοείται να αλλάξει τον ρυθμό της ζωής των πολιτών της.
Μια μυστηριώδης γυναίκα με το όνομα Κορίνα παρουσιάζεται στην Επίστρωτη και μιλά με τους Εχθρούς του Πρωινού, τη μεγαλύτερη και χειρότερη συμμορία της συνοικίας, που είναι ο φόβος κι ο τρόμος των πολιτών αλλά και της αστυνομίας. Η Κορίνα προθυμοποιείται να τους βοηθήσει σ’ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο: να κλέψουν χρήματα κατευθείαν από το κεντρικό θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας των Τεσσάρων.
Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο που έχει η Κορίνα στο μυαλό της.
Πολύ σύντομα, τα πράγματα αρχίζουν ν’αλλάζουν για τις δύο συνοικίες καθώς οι ισορροπίες θρυμματίζονται...
Το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης αρχίζει!
Μετά από τον διωγμό των δυνάμεων της Παντοκράτειρας, οι υλικές ζημιές στη
διάσταση της Σεργήλης είναι πολλές, και η οικονομία της έχει δεχτεί σοβαρό
πλήγμα. Προκειμένου ολόκληρη η διάσταση να ορθοποδήσει, οι πολιτικοί της
αποφασίζουν να οργανώσουν το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, που θα φέρει
χρήματα από πολλές άλλες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος.
Οι ραλίστες που θα αγωνιστούν είναι όλοι ικανοί και έμπειροι στην οδήγηση –
ήρωες των τροχών και του τιμονιού. Ανάμεσά τους είναι και η Ελοντί Αλλόγνωμη, ή,
όπως πολλοί στη Σεργήλη τη γνωρίζουν από την παλιά της ζωή ως τραγουδίστρια, η
Έκπτωτη Ελοντί. Στο παρελθόν, σε μικρή ηλικία, ήταν δόκιμη για ιέρεια της
Αρτάλης όταν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας προσπαθούσαν ακόμα να εξαφανίσουν
τις γυναίκες που λάτρευαν αυτή τη θεά. Αργότερα, είχε μπει στους κόλπους της
Επανάστασης, αποζητώντας εκδίκηση. Τώρα, στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης,
το παρελθόν της Ελοντί θα συναντήσει το παρόν, κι εκείνη θ’ανακαλύψει
καινούργια, και ίσως τρομαχτικά, πράγματα για τον εαυτό της.
Ο Ζορδάμης, ένας παλιός εραστής της Έκπτωτης Ελοντί και δεινός ραλίστας,
συμμετέχει επίσης στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι, και έχει κάνει μια σκοτεινή και
δαιμονική συμφωνία για να βεβαιωθεί ότι θα νικήσει. Επειδή
πρέπει να νικήσει: μυστηριώδεις δυνάμεις του υπόκοσμου της Σεργήλης
βρίσκονται στο κατόπι του, και φαίνονται έτοιμες να τον αφανίσουν αν δεν τους
δώσει ό,τι τους χρωστά...
Στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, οι οδηγοί θα τρέξουν επάνω σε
αιωρούμενες ράμπες, επάνω σε δύσκολα εδάφη, μέσα στους άγριους δασότοπους
Φέρνιλγκαν, μέσα στις καυτές ερήμους της Σεργήλης, μέσα σε παγωμένα βουνά, ακόμα
και μέσα σε μια παράξενη ενδοδιάσταση με πράσινο ουρανό και κόκκινο ήλιο...
Η Σεργήλη έχει απελευθερωθεί από τους Παντοκρατορικούς· οι κάτοικοί της
μπορούν ξανά να λατρεύουν όποιους θεούς θέλουν. Η θρησκεία της Αρτάλης έχει
αναβιώσει. Η Αριστέα, μια από τις ιέρειές της, καταφέρνει να λάβει χρηματοδότηση
από την Πολιτειάρχη της Μέλβερηθ για την οικοδόμηση ενός καινούργιου ναού στα
άκρα της εν λόγω μεγαλούπολης. Αλλά σύντομα ανακαλύπτει ότι το χρηματικό δεν
είναι το μόνο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει. Οι Ανατολικοί Φρουροί, μια νέα
συμμορία που καταδυναστεύει τις ακροανατολικές συνοικίες της Μέλβερηθ, ζητούν
λεφτά για την προστασία του ναού – «προστασία» από την ίδια τη συμμορία, στην
πραγματικότητα. Η Αριστέα, αρνούμενη να πληρώσει, θα βρεθεί σε σύγκρουση μαζί
τους. Ευτυχώς, στο πλευρό της είναι ο Βασνάρος, ο Αγωνιστής των Δρόμων – γνωστός
και ως Τρελός Λύκος της Μέλβερηθ, κατά την περίοδο της κυριαρχίας των
Παντοκρατορικών.
Η Φάνρηβ, μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Μοργκιάνης, ήταν κάποτε, πριν
από χρόνια, ελεύθερη με δικό της πολίτευμα. Σήμερα, είναι ένα προτεκτοράτο του
Βασιλείου της Χάρνωθ. Ο λαός της είναι διαιρεμένος: μια μερίδα υποστηρίζει τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο· μια μερίδα είναι με το μέρος του παλιού Φύλακα της Φάνρηβ,
που έρχεται με στρατό από τον βορρά για να την ελευθερώσει· και μια άλλη μερίδα
των πολιτών είναι αυτονομιστές, που δεν θέλουν ούτε τους Χαρνώθιους στην πόλη
τους ούτε την επιστροφή του Φύλακα.
Οι Αιρετοί της Φάνρηβ είναι διαιρεμένοι όπως και ο λαός της, αποτελώντας
αντανάκλασή του.
Ο Άλφεντουρ αλ Έρεσναβ, Διπλωματικός Αντιπρόσωπος του Εμπορικού Συνδέσμου της
Νάζρηβ, έρχεται από την πόλη του με ελικόπτερο προς τη Φάνρηβ, καλεσμένος εκεί
από έναν παλιό του φίλο, τον Κασλάριν ωλ Μάρατεκ, Αιρετό της Συντεχνίας των
Αγροτών. Ο Κασλάριν πιστεύει πως έχει ένα σχέδιο για να σώσει τη Φάνρηβ προτού η
πόλη καταστραφεί από την οργή των αντίπαλων παρατάξεων. Και ζητά τη βοήθεια του
Άλφεντουρ, ο οποίος μπορεί να ασκήσει πιέσεις και στην Κέσριμιθ ωλ Ζαλτάρεμ, τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο, και στο συμβούλιο των Αιρετών.
Όταν όμως ο Άλφεντουρ φτάνει στην πόλη, το κλίμα είναι ήδη έκρυθμο και, με
κάθε μέρα που περνά, χειροτερεύει. Η Αρχόντισσα Κέσριμιθ προσπαθεί με όλους τους
τρόπους – και με τα ελεγχόμενα μέσα μαζικής πληροφόρησης της Φάνρηβ – να
επηρεάσει τον λαό ώστε να τον τραβήξει με το μέρος του Βασιλείου της Χάρνωθ. Οι
υποστηρικτές του Φύλακα, που έρχεται με στρατό από τα βόρεια, πασχίζουν να
φέρουν τον κόσμο με τη δική τους πλευρά, ενώ αποφεύγουν και χτυπάνε τους
ανθρώπους των Χαρνώθιων. Και οι αυτονομιστές είναι εναντίον όλων, γεμίζοντας
τους δρόμους της πόλης με συνθήματα και απρόσμενες εκρήξεις.
Αλλά στη Φάνρηβ οι πιο επικίνδυνες ενέργειες γίνονται στα παρασκήνια. Σκιερές
μορφές στοιχειώνουν την Πόλη της Αέναης Νύχτας. Προδότες σχεδιάζουν πολιτικές
δολοφονίες. Κατάσκοποι παρακολουθούν κάθε κίνηση. Αδέλφια χάνουν την εμπιστοσύνη
που έχουν μεταξύ τους. Οι πάντες είναι ύποπτοι για τα πάντα.
Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος επιστρέφει στην πατρίδα του, την Απολλώνια, όπου
σύντομα ανακαλύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα είχε αφήσει. Κάποια
μυστηριώδης, σκοτεινή οργάνωση έχει απλώσει τα δίχτυα της μέσα στο Βασίλειο, και
φημολογείται, ψιθυριστά, ότι ακόμα κι ο αδελφός του Ανδρόνικου, ο Πρίγκιπας
Λούσιος, είναι αναμιγμένος σ’αυτήν.
Ο Ανδρόνικος θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, και θα χρειαστεί να
ζητήσει βοήθεια ακόμα κι από τους επαναστάτες άλλων διαστάσεων· διότι μέσα στην
ίδια του την πατρίδα κανένας δεν φαίνεται πλέον να μπορεί να θεωρηθεί
αξιόπιστος…
Εν τω μεταξύ, οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας έρχονται από το Βόρειο Μέτωπο,
φέρνοντας έναν από τους πιο καταστροφικούς πολέμους στο Γνωστό Σύμπαν· ενώ από
τα νότια της διάστασης τερατουργήματα επιτίθενται από την Απολεσθείσα Γη,
μαστίζοντας το Βασίλειο σαν προαιώνια κατάρα.
Στην Απολλώνια, μια από καιρό πολιορκημένη διάσταση, τα πράγματα έχουν
αρχίσει να ξεφεύγουν από τον έλεγχο…
Η Αγγελική, μια φίλη της Παντοκράτειρας, βρίσκεται δολοφονημένη στη σουίτα
ενός ξενοδοχείου, με μυστηριώδεις τομές επάνω στο σώμα της. Ο εραστής της,
Ταγματάρχης Στίβεν Νέλκος, παρότι ήταν μαζί της εκείνη τη βραδιά, μοιάζει να
έχει πλήρη άγνοια του τι συνέβη. Και οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας δεν
καταφέρνουν να ανακαλύψουν τίποτα.
Η Ρία-Μία, η Αρχιέρεια του Κρόνου, προτείνει στην Παντοκράτειρα έναν ιδιωτικό
ερευνητή, τον Φέλιξ Χάρλω, ο οποίος ίσως θα μπορούσε να βρει τον δολοφόνο.
Ωστόσο, ακόμα κι αυτός σύντομα θα συνειδητοποιήσει πως η περίπτωση είναι
εξαιρετικά περίπλοκη και δυσεπίλυτη, και οι δυνάμεις που είναι αναμιγμένες
ξεπερνούν τη δικαιοδοσία του αλλά και τις ικανότητες του μυαλού του...
Ένας ξεχασμένος κόσμος, μια διάσταση απομονωμένη από το υπόλοιπο σύμπαν.
Ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος – ένα
ρήγμα – σπάζει το στάσιμο πλέγμα της πραγματικότητάς του. Κι από εκεί,
έρχεται ένας μεγάλος προφήτης που θα αλλάξει τη ροή της ιστορίας του για
πάντα...
Ο Τάμπριελ, κάποτε σύζυγος της Παντοκράτειρας και μάγος του τάγματος των
Δεσμοφυλάκων, καταλήγει σαν ναυαγός σε μια διάσταση ανέγνωρη για εκείνον. Ένα
μέρος όπου κανένας δεν μιλά καμια γνωστή του γλώσσα. Μέσα στο μυαλό του, όμως,
παράδοξα, υπάρχουν εικόνες από αυτόν τον απομονωμένο κόσμο: και ο Τάμπριελ
συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να βρίσκεται τυχαία εδώ...
Μαζί του είναι η Ανταρλίδα, μια από τις Μαύρες Δράκαινες της Παντοκράτειρας
οι οποίες πλέον υπηρετούν την Επανάσταση εναντίον της. Ούτε εκείνη έχει ποτέ
ξανά δει ή ακούσει γι’αυτό τον κόσμο. Αλλά τώρα που οι δυο τους βρίσκονται εδώ,
σ’ένα ξένο, εχθρικό περιβάλλον, πρέπει να μάθουν να επιβιώνουν ώστε να
ξεκλειδώσουν τα μυστικά της διάστασης που θα τους δώσουν πρόσβαση στο Γνωστό
Σύμπαν, από το οποίο ήρθαν.
Παράξενα ανοίγματα παρουσιάζονται στη Χάρνταβελ: τρύπες επάνω στα ίδια τα
τοιχώματα της πραγματικότητάς της. Από μέσα τους διακρίνεται μια άλλη
πραγματικότητα, και πλάσματα έρχονται από εκεί τα οποία δεν έχουν ξαναβαδίσει
ποτέ στη Χάρνταβελ.
Οι Παντοκρατορικοί που ελέγχουν την εν λόγω διάσταση προσπαθούν να ερευνήσουν
το φαινόμενο, η συχνότητα εμφάνισης του οποίου δεν μειώνεται αλλά αυξάνεται με
ανησυχητικό ρυθμό. Η Αρίνη’σαρ, μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών και σύζυγος
του Παντοκρατορικού Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ, έχει αναλάβει να ανακαλύψει τι
συμβαίνει, συναντώντας πολλά εμπόδια στον δρόμο της.
Αλλά και ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, ενδιαφέρεται για το
μυστηριώδες φαινόμενο γιατί η Χάρνταβελ συνδέεται άμεσα με τη δική του διάσταση,
την Απολλώνια. Οργανώνει μια αποστολή για να το ερευνήσει, και αναζητά τους
σωστούς ανθρώπους. Προσπαθεί να πείσει τον Γεράρδο να επιστρέψει στη Χάρνταβελ,
η οποία ήταν κάποτε πατρίδα του.
Ο Γεράρδος, όμως, είναι διστακτικός, επειδή είχε τους λόγους του που έφυγε
πριν από χρόνια. Ήταν ένας από τους ιερείς της Χάρνταβελ, που δεν μπορούν ποτέ
να την εγκαταλείψουν, καθώς αυτό σημαίνει τον θάνατό τους από μια δαιμονική
ακατονόμαστη δύναμη που κρύβεται μέσα τους. Αλλά ο Γεράρδος έχει επιβιώσει·
φεύγοντας από τη Χάρνταβελ νομίζει πως κατόρθωσε τελικά να διαλύσει το Εσώτερο
Θηρίο. Μπορεί, όμως, να είναι σίγουρος ότι αυτό δεν θα εμφανιστεί και πάλι εντός
του όταν ξαναγυρίσει στη Χάρνταβελ; Και είναι πρόθυμος να το ριψοκινδυνέψει για
να μάθει;
Η επιστροφή στην πατρίδα του μπορεί να τον φέρει σε σύγκρουση όχι μόνο με το
ιερατείο εκεί, αλλά και με μια δύναμη πιο διαβολική και εξαπλωμένη απ’ό,τι
μπορούσε ποτέ να φανταστεί.
Και, φυσικά, είναι και οι Παντοκρατορικοί στη Χάρνταβελ...
Μετά τη διάλυση της Συμπαντικής Παντοκρατορίας,
ληστές και κακούργοι λυμαίνονται τα άγρια εδάφη της Φεηνάρκια:
απομεινάρηδες των στρατών της Παντοκράτειρας αλλά και γηγενείς που
προσπαθούν να επωφεληθούν από την κατάσταση. Όταν ένας έμπορος από τη
Χόλκεραλ, ο Καντάρφιλ, δέχεται επίθεση από τους ληστές της Σαρντίκα-Νοθ,
μια ομάδα μισθοφόρων έρχεται απρόσμενα προς βοήθειά του για να τρέψει
τους ληστές σε φυγή. Σύντομα όμως ο Καντάρφιλ μαθαίνει πως οι σωτήρες
του είναι κι αυτοί πρώην Παντοκρατορικοί, όπως η Σαρντίκα-Νοθ.
Ονομάζονται Ζωντανοί-Νεκροί, και αρχηγός τους είναι ο Ζαώρδιλ ο
Σκοτωμένος – ένας άνθρωπος που κανονικά θα έπρεπε να είναι νεκρός. Δεν
έσωσαν, όμως, τον έμπορο από τη Σαρντίκα-Νοθ για να τον ληστέψουν οι
ίδιοι· αντιθέτως, τον καθοδηγούν ώστε να φτάσει, μέσω επικίνδυνων
ορεινών περασμάτων, στον προορισμό του: την πόλη της Νασόλκαθ. Εκεί, ο
Ζαώρδιλ ελπίζει να βρει περισσότερες δουλειές για τους μισθοφόρους του,
αλλά ανακαλύπτει πως οι φήμες κυκλοφορούν γρήγορα και είναι πολλοί που
ακόμα έχουν έντονο μίσος για όσους κάποτε υπηρετούσαν την Παντοκράτειρα.
Ωστόσο, υπάρχει και μια γυναίκα – πρώην Παντοκρατορική κι η ίδια – που
επιδιώκει συμμαχία, αν και σκιερή. Και ο Ηγεμόνας της Νασόλκαθ σύντομα
ετοιμάζεται για πόλεμο εναντίον ληστών, και συγκεντρώνει στρατό από
μισθοφόρους κάθε είδους…
Μια επανάσταση ξεκινά, αρχικά περιορισμένη αλλά δυνατή, και σύντομα εξαπλώνεται σαν φωτιά ανεξέλεγκτη. Μια κρυφή δύναμη τη θρέφει από τις σκιές της Πόλης. Εδραιωμένες πλουτοκρατίες καταρρέουν· οι πολιτάρχες της Ρελκάμνια ανησυχούν. Τρόμος και αναστάτωση απλώνονται γύρω από τον Ριγοπόταμο, καθώς προβλέπουν πόλεμο.
Ένας μεγάλος ηγέτης έχει εμφανιστεί και η Πόλη φαίνεται να ζητά το αντίβαρό του – έναν άνθρωπο από συνοικίες αρκετά μακρινές. Εχθρικές δυνάμεις τον θέλουν νεκρό, αλλά μυστηριώδεις συμπτώσεις έρχονται για να τον συντρέξουν. Μισθοφόροι και μαχητές κατευθύνονται προς το επίκεντρο του επικείμενου πολέμου.
Δύο Θυγατέρες της Πόλης αναζητούν ένα πολύτιμο κόσμημα που έκλεψε μια Αδελφή τους – ένα αινιγματικό κατασκεύασμα μιας αρχαίας Θυγατέρας που μπορεί να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στα λάθος χέρια.
Συμμορίες ξεσηκώνονται παντού, ακούγοντας το όνομα του Αλυσοδεμένου Ποιητή που έσπασε τις αλυσίδες του. Καιροσκόποι και πολεμοκάπηλοι πιστεύουν ότι έχουν κάτι να κερδίσουν. Παλιά καθεστώτα γκρεμίζονται, καινούργια παίρνουν τη θέση τους – καλύτερα ή χειρότερα;
Ένας ξεχασμένος χώρος ανοίγει, ξερνώντας πανωλεθρία και δαίμονες από άλλους χρόνους, τραυματίζοντας την Πόλη και φέρνοντας θλίψη στους κατοίκους της.
Οι Νομάδες των Δρόμων ταξιδεύουν στις οδούς και τις λεωφόρους της Ατέρμονης Πολιτείας, καθοδηγούμενοι από την Κυρά τους. Βαδίζοντας, πάντοτε βαδίζοντας. Προσελκύοντας κι άλλους από τις συνοικίες που περνούν. Ένα υπέροχο, μαγευτικό ταξίδι γι’αυτούς, το οποίο τους αποκαλύπτει ολοένα και περισσότερα μυστήρια της Πόλης· αλλά δεν θα αργήσει να τους βάλει και σε τρομερά προβλήματα. Θα βρεθούν ακόμα και στο έλεος αμφιλεγόμενων δυνάμεων ενώ θα θεωρούν τους εαυτούς τους, για πρώτη φορά, χαμένους μέσα στη Ρελκάμνια.
Μια εποχή μεγάλων αλλαγών, από τον Ριγοπόταμο ώς την Ανακτορική Συνοικία...
Ένας εξερευνητής από την Απολλώνια έχει χαθεί στο Πορφυρό Κενό,
ακολουθώντας τα ξεχασμένα ίχνη για κάποιο πιθανό απομεινάρι από τον Ενιαίο Κόσμο
– κάτι που και η Παντοκράτειρα πολύ πιθανόν να θέλει να πάρει στα χέρια της.
Ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, προσπαθεί να προλάβει ένα τέτοιο
ενδεχόμενο, και να ξαναβρεί τον χαμένο εξερευνητή. Στέλνει την Ιωάννα, τη Μαύρη
Δράκαινα, και τον Σέλιρ’χοκ, έναν μάγο του τάγματος των Διαλογιστών, στην Άκρη,
μια πόλη εκεί όπου το σύμπαν τελειώνει και το Πορφυρό Κενό απλώνεται, γεμάτο
Αιωρούμενες Νήσους, Ανέμους, και ανείπωτα όντα.
Στην Άκρη, η Ιωάννα και ο Σέλιρ’χοκ θα βρουν συμμάχους – έναν καπετάνιο του
Κενού, μια Ανεμοσκόπο, έναν μονόφθαλμο κυνηγημένο άντρα – και θα ταξιδέψουν στα
βάθη του Πορφυρού Κενού, σφυροκοπημένοι από Ανέμους… και με έναν από τους πιο
επικίνδυνους πράκτορες της Παντοκράτειρας στο κατόπι τους.
Ο Κάραγγελ, Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα, επιστρέφει στη μεγάλη
πόλη φέρνοντας νέα για τη γενοκτονία της Λευκής φυλής του από μια μαζική επίθεση
Μελανών. Αποζητά εκδίκηση. Αλλά στην Ελρείσβα οι αποφάσεις δεν παίρνονται μόνο
από εκείνον. Ούτε καν μόνο από τον Βασιληά. Ο Πρωτοσπαθάριος Κάραγγελ πρέπει να
συνεννοηθεί με τον Παντοκρατορικό Επόπτη Ευρύμαχο Νάλφερ, που βρίσκεται εκεί,
κυρίως, για να ελέγχει τα ορυχεία ενέργειας της περιοχής. Οι Παντοκρατορικοί
αποδεικνύονται πρόθυμοι να βοηθήσουν τον Κάραγγελ στον αγώνα του για εκδίκηση
εναντίον των Μελανών, αλλά τα όπλα που φέρνουν είναι τόσο καταστροφικά που
κάνουν ακόμα και τον Πρωτοσπαθάριο να προβληματιστεί σχετικά με τις μεθόδους
τους. Και ποια μπορεί να είναι τα κίνητρά τους για τη βοήθεια που του
προσφέρουν;
Το ένα χωριό Μελανών μετά το άλλο αφανίζεται, μέσα στις καυτές ερήμους της
Αρβήντλια, καθώς η εκστρατεία των Παντοκρατορικών ταξιδεύει σαν λαίλαπα ολέθρου.
Ταυτόχρονα, ο Ανδρόνικος, Πρίγκιπας της Επανάστασης, η Ιωάννα η Μαύρη
Δράκαινα, και άλλοι επαναστάτες σύντροφοί τους έρχονται προς την Αρβήντλια μέσω
μιας διαστασιακής διόδου στη Σάρντλι. Αλλά δεν γνωρίζουν ακόμα τίποτα για την
καταστροφή που ο Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα και οι Παντοκρατορικοί
σύμμαχοί του έχουν εξαπολύσει εναντίον των Μελανών φυλών. Στόχος των επαναστατών
είναι η αποκωδικοποίηση ενός μυστηριώδους μηνύματος που, αν οι υποψίες τους
είναι σωστές, θα αλλάξει τα πάντα για την Επανάσταση και για την Παντοκρατορία
σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν...
Περί Γραφής: Τα Προβλήματα με το Υποκείμενο Πώς να αποφεύγεις την άσκοπη χρήση υποκειμένων, αλλά και τη σύγχυση που προκαλείται από μια απλή έλλειψη υποκειμένου
Επειδή όλοι όσοι γράφουν λογοτεχνία δεν είναι φιλόλογοι ούτε ξέρουν φιλολογική θεωρία και ούτε απαραίτητα θα έπρεπε να ξέρουν ξεκινώ κάνοντας μια απλή αναφορά στο τι είναι το υποκείμενο.
Το υποκείμενο είναι αυτό που δρα μέσα σε μια πρόταση μέσω ενός ή περισσοτέρων ρημάτων. Για παράδειγμα:
Ο Κώστας γράφει ένα κείμενο. Ο «Κώστας» είναι το υποκείμενο, και το «γράφει» είναι το ρήμα (το «κείμενο» είναι το αντικείμενο).
Άλλο παράδειγμα: Αφού ο Κόναν είδε τους ληστές να έρχονται καταπάνω του κατεβαίνοντας τη λοφοπλαγιά, ξεθηκάρωσε αστραπιαία το σπαθί του. Ο «Κόναν» είναι το υποκείμενο το οποίο δρα μέσω των ρημάτων «είδε» και «ξεθηκάρωσε».
Άλλο παράδειγμα: Σφυρίζοντας αμέριμνα, ο Μήτσος πάτησε σε μια λακκούβα κρυμμένη με φύλλα και έπεσε μέσα σέναν λάκκο με πίσσα. Ο «Μήτσος» είναι το υποκείμενο το οποίο δρα μέσω των ρημάτων «πάτησε» και «έπεσε». (Υποθέτουμε ότι
δεν θα ήθελε να δράσει έτσι, αλλά, ακόμα και παρά τη θέλησή του, έδρασε.)
Αυτό, λοιπόν, είναι το υποκείμενο, σε περίπτωση που κάποιος δεν ξέρει (αν και δεν νομίζω πως είναι πολλοί που δεν θα το ξέρουν).
Ένα πρόβλημα που, στη λογοτεχνία, παρουσιάζεται με το υποκείμενο είναι η άσκοπη, ή αδέξια, κατάχρησή του μέσα σε μια πρόταση ή μέσα σε μια παράγραφο. Το υποκείμενο, σένα καλογραμμένο κείμενο, πρέπει τις περισσότερες φορές να υπονοείται, εκτός αν θέλουμε να το τονίσουμε για κάποιο λόγο.
Αλλά επειδή αυτά είναι θεωρητικά λόγια, ακολουθεί ένα παράδειγμα:
Η Ρασμίνη κλότσησε την πόρτα του πύργου και, βαστώντας το σπαθί της υψωμένο πάνω από τον ώμο της και την ασπίδα της προστατευτικά μπροστά της, κοίταξε πέρα από το κατώφλι. Η Ρασμίνη είδε πως ο χώρος ήταν γεμάτος διαλυμένα έπιπλα και νεκρά σώματα, φριχτά παραμορφωμένα. Μπήκε στο δωμάτιο βαδίζοντας με μεγάλη επιφύλαξη, γιατί η Ρασμίνη φοβόταν ότι ίσως να επρόκειτο για παγίδα του Δούκα.
Σαυτή την παράγραφο γίνεται κατάχρηση του βασικού υποκειμένου, που είναι, φυσικά, η Ρασμίνη ο χαρακτήρας που συνεχώς δρα. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν χρειαζόταν καν να γράψουμε το όνομά της. Η παράγραφος θα μπορούσε να ήταν γραμμένη έτσι:
Η Ρασμίνη κλότσησε την πόρτα του πύργου και, βαστώντας το σπαθί της υψωμένο πάνω από τον ώμο της και την ασπίδα της προστατευτικά μπροστά της, κοίταξε πέρα από το κατώφλι. Είδε πως ο χώρος ήταν γεμάτος διαλυμένα έπιπλα και νεκρά σώματα, φριχτά παραμορφωμένα. Μπήκε στο δωμάτιο βαδίζοντας με μεγάλη επιφύλαξη, γιατί φοβόταν ότι ίσως να επρόκειτο για παγίδα του Δούκα.
Τι χάνουμε αφαιρώντας αυτές τις δύο περιπτώσεις παρουσίας του υποκειμένου «Ρασμίνη»; Τίποτα απολύτως. Απλώς το κείμενο γίνεται πιο άνετο, χωρίς άσκοπες επαναλήψεις.
Ακόμα ένα παράδειγμα:
Ο Νέστορας ατένισε τον έμπορο με φανερή καχυποψία. Δεν εμπιστευόταν το είδος τους: ήταν χειρότεροι κλέφτες από εκείνον. «Πόσο πληρώνεις γιαυτό;» τον ρώτησε ο Νέστορας, δίνοντάς του το Μάτι του Χρυσού Χωριού.
Ο έμπορος πήρε τον πολύτιμο λίθο στο χέρι του και τον κοίταξε καλά-καλά, μουρμουρίζοντας ακατανόητα, κάπου-κάπου, πίσω από τα δόντια.
Τελικά, ο έμπορος είπε: «Τριάντα σελήνια.»
«Τριάντα;» έκανε ο Νέστορας. Είχε δίκιο, λοιπόν: ακόμα ένας αρχικλέφτης! «Αν το πάω στη Βορβίνη, μιας μέρας δρόμο από εδώ, μπορώ άνετα να πάρω τα δεκαπλάσια και το ξέρεις.»
«Είναι καταφανώς ψεύτικος λίθος, μικρής αξίας,» αποκρίθηκε αμέσως ο έμπορος.
Ο Νέστορας συνοφρυώθηκε οργισμένα, έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο στον έμπορο σαν λόγχη. «Δος τον πίσω, τότε. Θα πάω να τον πουλήσω αλλού.»
Ποια από τα υποκείμενα εδώ θα μπορούσαν να θεωρηθούν περιττά ή ευνόητα και, άρα, άσκοπο να γραφούν; Τα υπογραμμίζω:
Ο Νέστορας ατένισε τον έμπορο με φανερή καχυποψία. Δεν εμπιστευόταν το είδος τους: ήταν χειρότεροι κλέφτες από εκείνον. «Πόσο πληρώνεις γιαυτό;» τον ρώτησε
ο Νέστορας, δίνοντάς του το Μάτι του Χρυσού Χωριού.
Ο έμπορος πήρε τον πολύτιμο λίθο στο χέρι του και τον κοίταξε καλά-καλά, μουρμουρίζοντας ακατανόητα, κάπου-κάπου, πίσω από τα δόντια.
Τελικά, ο έμπορος είπε: «Τριάντα σελήνια.»
«Τριάντα;» έκανε ο Νέστορας. Είχε δίκιο, λοιπόν: ακόμα ένας αρχικλέφτης! «Αν το πάω στη Βορβίνη, μιας μέρας δρόμο από εδώ, μπορώ άνετα να πάρω τα δεκαπλάσια και το ξέρεις.»
«Είναι καταφανώς ψεύτικος λίθος, μικρής αξίας,» αποκρίθηκε αμέσως ο έμπορος.
Ο Νέστορας συνοφρυώθηκε οργισμένα, έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο στον έμπορο σαν λόγχη. «Δος τον πίσω, τότε. Θα πάω να τον πουλήσω αλλού.»
Σε αυτά τα δύο σημεία το υποκείμενο ήταν ευνόητο, και δεν χρειαζόταν να το γράψουμε.
Γιατί είναι καλύτερο να αφήνουμε το υποκείμενο να εννοηθεί αντί να το γράφουμε;
Τα ευκόλως ευνοούμε παραλείπονται·
Ο λόγος μας αποφεύγει να γίνεται πλαδαρός·
Αποφεύγουμε τις κουραστικές επαναλήψεις·
Το κείμενο είναι πιο σύντομο.
Αν ήταν καλύτερο το υποκείμενο να παρουσιάζεται άσκοπα, τότε θα γράφαμε παραγράφους σαν αυτή:
Ο Αρισταγόρας πάτησε σε μια πεταμένη αγκινάρα, και ο Αρισταγόρας γλίστρησε. Ο Αρισταγόρας προσπάθησε να πιαστεί από κάπου αλλά δεν τα κατάφερε, έτσι ο Αρισταγόρας κουτρουβάλησε πάνω στο πεζοδρόμιο, και παραλίγο να πατήσει τον Αρισταγόρα ένα αυτοκίνητο που έστριβε εκείνη την ώρα τη γωνία!
Το ξέρω ότι υπάρχουν ορισμένοι συγγραφείς που γράφουν έτσι ή περίπου έτσι αλλά δεν το θεωρώ και τόσο λογοτεχνικό. Είναι μάλλον αδέξιο γράψιμο, τις περισσότερες φορές, παρά θέμα ύφους.
Σε μερικές περιπτώσεις, όμως, μπορεί να θέλεις να επαναλαμβάνεις το υποκείμενο για να τονίσεις κάτι.
Παράδειγμα:
Όταν ο Πόλεμος της Μεγάλης Αστραπής έληξε, οι πολίτες πανηγύρισαν στους δρόμους· οι πολίτες γέλασαν και γλέντησαν όπως ποτέ πριν· οι πολίτες ερωτεύτηκαν και αγάπησαν σαν να είχαν ξαναγεννηθεί· οι πολίτες κατάλαβαν, επιτέλους, ότι ήταν
ζωντανοί, κι αυτό ήταν το πολυτιμότερο δώρο.
Είναι προφανές, νομίζω, γιατί εδώ έχει νόημα η επανάληψη του υποκειμένου «οι πολίτες». Για να δοθεί ένταση και βαρύτητα στην αφήγηση.
Δεν πρέπει, όμως, να γίνεται κατάχρηση αυτών των επαναλήψεων, γιατί τότε καταντάνε ανούσιες. Άλλωστε, όταν συνεχώς τονίζεις διάφορα πράγματα είναι σαν να μην τονίζεις
τίποτα. (Σκεφτείτε τι συμβαίνει όταν ένα ολόκληρο κείμενο είναι γραμμένο με
έντονα γράμματα. Είναι σαν όλο το κείμενο να είναι γραμμένο με κανονικά γράμματα· δεν έχει νόημα η έντονη γραφή όταν βρίσκεται παντού: απλά ενοχλητική γίνεται.)
*
Η κατάχρηση του υποκειμένου πρέπει να αποφεύγεται, νομίζω, δίχως αμφιβολία, όμως και η σύγχυση των υποκειμένων είναι κάτι που επίσης πρέπει να αποφεύγεται. Και, πάντα, μια επανάληψη είναι προτιμότερη από το να γίνεται σύγχυση.
Παράδειγμα:
Ο Σαρντέλιαν ταξίδευε για πέντε ολόκληρες ημέρες επάνω στον σκονισμένο δρόμο όταν, τελείως απρόσμενα, μέσα στο σούρουπο, αντίκρισε μια σκιερή φιγούρα μπροστά του. Και πολύ γρήγορα κατάλαβε πως ήταν ο ορκισμένος εχθρούς του, ο Βέρνιλκαθ!
Τραβώντας ένα μακρύ πιστόλι μέσα από τη μαύρη κάπα του, τον σημάδεψε και πυροβόλησε. Ο κρότος αντήχησε στο σιγηλό τοπίο, κάνοντας πουλιά να πετάξουν ξέφρενα, τρομαγμένα, από τα δέντρα.
Αλλά η μαγεία του φυλαχτού της Νισμίνης έσωσε γιακόμα μια φορά τον Σαρντέλιαν από βέβαιο, ίσως, θάνατο. Η σφαίρα πέρασε ξυστά από το μάγουλό του καθώς ένας μυστηριώδης άνεμος την εξέτρεψε από την πορεία της.
Καταλαβαίνετε πού είναι το πρόβλημα; Στη δεύτερη παράγραφο. Έτσι όπως είναι γραμμένη, δεν είναι ξεκάθαρο ποιος από τους δύο τράβηξε το πιστόλι. Και μάλιστα θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι ο Σαρντέλιαν είναι εκείνος που το τράβηξε ενώ, όπως φαίνεται παρακάτω, ήταν ο Βέρνιλκαθ. Προκαλείται σύγχυση επειδή λείπει το υποκείμενο.
Το κομμάτι αυτό θα μπορούσε, πολύ καλύτερα, να ήταν γραμμένο έτσι:
Ο Σαρντέλιαν ταξίδευε για πέντε ολόκληρες ημέρες επάνω στον σκονισμένο δρόμο όταν, τελείως απρόσμενα, μέσα στο σούρουπο, αντίκρισε μια σκιερή φιγούρα μπροστά του. Και πολύ γρήγορα κατάλαβε πως ήταν ο ορκισμένος εχθρούς του, ο Βέρνιλκαθ!
Τραβώντας ένα μακρύ πιστόλι μέσα από τη μαύρη κάπα του, ο Βέρνιλκαθ τον σημάδεψε και πυροβόλησε. Ο κρότος αντήχησε στο σιγηλό τοπίο, κάνοντας πουλιά να πετάξουν ξέφρενα, τρομαγμένα, από τα δέντρα.
Αλλά η μαγεία του φυλαχτού της Νισμίνης έσωσε γιακόμα μια φορά τον Σαρντέλιαν από βέβαιο, ίσως, θάνατο. Η σφαίρα πέρασε ξυστά από το μάγουλό του καθώς ένας μυστηριώδης άνεμος την εξέτρεψε από την πορεία της.
Παρουσιάζεται τώρα μια μικρή επανάληψη, θα μπορούσες να πεις (δύο «Βέρνιλκαθ», όχι και τόσο μακριά το ένα από το άλλο), αλλά αυτό δεν είναι πρόβλημα, γιατί το όλο κομμάτι έχει γίνει ξεκάθαρο. Δεν υφίσταται σύγχυση σχετικά με το ποιος τράβηξε το πιστόλι.
Πολλές φορές, η σύγχυση εξαρτάται και από το τι είδους υποκείμενα υπάρχουν στο κομμάτι που γράφεις. Αν ο Βέρνιλκαθ ήταν γυναίκα δεν θα μιλούσαμε καν για σύγχυση.
Ορίστε:
Ο Σαρντέλιαν ταξίδευε για πέντε ολόκληρες ημέρες επάνω στον σκονισμένο δρόμο όταν, τελείως απρόσμενα, μέσα στο σούρουπο, αντίκρισε μια σκιερή φιγούρα μπροστά του. Και πολύ γρήγορα κατάλαβε πως ήταν μια γυναίκα που εδώ και χρόνια τον ήθελε νεκρό: η Ισμάρχλη, η Δούκισσα της Στενής Κοιλάδας.
Τραβώντας ένα μακρύ πιστόλι μέσα από τη μαύρη κάπα της, τον σημάδεψε και πυροβόλησε. Ο κρότος αντήχησε στο σιγηλό τοπίο, κάνοντας πουλιά να πετάξουν ξέφρενα, τρομαγμένα, από τα δέντρα.
Αλλά η μαγεία του φυλαχτού της Νισμίνης έσωσε γιακόμα μια φορά τον Σαρντέλιαν από βέβαιο, ίσως, θάνατο. Η σφαίρα πέρασε ξυστά από το μάγουλό του καθώς ένας μυστηριώδης άνεμος την εξέτρεψε από την πορεία της.
Σαυτό το κομμάτι δεν προκαλείται σύγχυση γιατί λέμε «Τραβώντας ένα μακρύ πιστόλι μέσα από τη μαύρη κάπα
της», κι αυτό το τελευταίο «της» είναι που λύνει την πιθανή παρεξήγηση. Μόνο
ένα θηλυκό πρόσωπο υπάρχει, επομένως η Ισμάρχλη τράβηξε το πιστόλι· αποκλείεται να το τράβηξε ο Σαρντέλιαν.
Το πότε μπορεί να προκληθεί σύγχυση, λοιπόν, και ποτέ όχι είναι θέμα περιστάσεων. Εξαρτάται από το τι γράφεις. Πρέπει πάντα να το σκέφτεσαι από τη σκοπιά κάποιου που δεν ξέρει ακριβώς τι γράφεις, που θέλει διευκρίνιση για το τι ακριβώς συμβαίνει. Είναι ένα λάθος που έχω δει πολλές φορές να γίνεται σε λογοτεχνικά κείμενα, και ιδιαίτερα σε κομμάτια με έντονη δράση όπου αρκετοί χαρακτήρες ενεργούν συγχρόνως.
Το να είσαι ξεκάθαρος όταν πρέπει να είσαι ξεκάθαρος, και αινιγματικός όταν πρέπει να είσαι αινιγματικός, είναι σημάδι καλής λογοτεχνικής γραφής. Λάθη συμβαίνουν πάντα, βέβαια και δεν ήρθε το τέλος του κόσμου αν τύχει να υπάρχει μια μικρή πιθανή σύγχυση στο κείμενό σου αλλά, όταν εντοπίζεις κάτι τέτοιο, καλό είναι να το διορθώνεις έτσι ώστε αυτό που γράφεις να γίνεται όσο το δυνατόν πιο ευνόητο.
(ΣημείωσηΣημείωση για τα Περί ΓραφήςΑν είσαι φυσιολογικός αναγνώστης δε χρειάζεται να διαβάσεις αυτό το κομμάτι. Αν είσαι από εκείνους που θα σκεφτούν «Και ποιος νομίζει ότι είναι αυτός που θα μιλήσει για τη συγγραφή;», ή «Πολύ σπουδαίος δεν την έχει δει για να μας λέει πώς θα γράφουμε;», ή κάτι παρόμοια κολακευτικό για το άτομό μου, τότε είσαι το Πράσινο Ανθρωπάκι, και μπορείς να συνεχίσεις να διαβάζεις. Αγαπητό Πράσινο Ανθρωπάκι, Στα Περί Γραφής μιλάω για ορισμένες από τις συγγραφικές μου εμπειρίες, και δίνω κάποιες συμβουλές ή κατευθυντήριες γραμμές για νέους (όχι, απαραιτήτως, ηλικιακά) συγγραφείς. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από αυτό: εμπειρίες, σκέψεις, συμπεράσματα. Το διαβάζεις, κι αν πιστεύεις ότι σου λέει κάτι ενδιαφέρον, έχει καλώς· αν πιστεύεις ότι δε σ'ενδιαφέρει, ή αν διαφωνείς κάθετα, το αγνοείς. Τουλάχιστον, αυτό κάνω εγώ όταν διαβάζω παρόμοια άρθρα: αν θεωρώ ότι λέει κάτι ενδιαφέρον, το διαβάζω με ευχαρίστηση· αν θεωρώ ότι δεν με ενδιαφέρει, το αγνοώ. Να το έχεις αυτό υπόψη σου όταν διαβάζεις τα Περί Γραφής. Δεν είναι δεσμευτικά, ούτε κανένας νόμος· είναι, απλώς, μερικές σκέψεις, γνώμες, και εμπειρίες μου. για τα Περί Γραφής.)