Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, από τρίτους κυρίως, για απλή ανάλυση επισκεπτών (πχ, Google Analytics) και για social media (πχ, από το Twitter). Τα μόνα cookies που χρησιμοποιούμε εμείς είναι για θέματα λειτουργικότητας (πχ, για να μην εμφανίζεται ξανά αυτή η ειδοποίηση αφότου έχετε πατήσει το κουμπάκι). Κανένα από αυτά τα cookies, απ’ό,τι ξέρουμε, δεν είναι βλαβερό, και εμείς δεν εκμεταλλευόμαστε τις πληροφορίες σας με κανέναν τρόπο. Ωστόσο, αν θέλετε μπορείτε πολύ εύκολα να σβήσετε τα cookies από οποιονδήποτε browser, συνήθως πατώντας Shift+Ctrl+Del. Περισσότερες πληροφορίες για τα cookies μπορείτε να βρείτε στο www.whatarecookies.com.
Δύο συνοικίες της Ατέρμονης Πολιτείας, η Βαθμιδωτή και η Επίστρωτη, βρίσκονται από χρόνια σε μια κατάσταση οικονομικής αλληλεξάρτησης. Η μία συμπληρώνει την άλλη. Η Βαθμιδωτή παράγοντας, αποκλειστικά και μόνο, τεχνικούς εξοπλισμούς. Η Επίστρωτη παράγοντας τρόφιμα. Και καμιά από τις δυο συνοικίες δεν διανοείται να αλλάξει τον ρυθμό της ζωής των πολιτών της.
Μια μυστηριώδης γυναίκα με το όνομα Κορίνα παρουσιάζεται στην Επίστρωτη και μιλά με τους Εχθρούς του Πρωινού, τη μεγαλύτερη και χειρότερη συμμορία της συνοικίας, που είναι ο φόβος κι ο τρόμος των πολιτών αλλά και της αστυνομίας. Η Κορίνα προθυμοποιείται να τους βοηθήσει σ’ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο: να κλέψουν χρήματα κατευθείαν από το κεντρικό θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας των Τεσσάρων.
Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο που έχει η Κορίνα στο μυαλό της.
Πολύ σύντομα, τα πράγματα αρχίζουν ν’αλλάζουν για τις δύο συνοικίες καθώς οι ισορροπίες θρυμματίζονται...
Το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης αρχίζει!
Μετά από τον διωγμό των δυνάμεων της Παντοκράτειρας, οι υλικές ζημιές στη
διάσταση της Σεργήλης είναι πολλές, και η οικονομία της έχει δεχτεί σοβαρό
πλήγμα. Προκειμένου ολόκληρη η διάσταση να ορθοποδήσει, οι πολιτικοί της
αποφασίζουν να οργανώσουν το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, που θα φέρει
χρήματα από πολλές άλλες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος.
Οι ραλίστες που θα αγωνιστούν είναι όλοι ικανοί και έμπειροι στην οδήγηση –
ήρωες των τροχών και του τιμονιού. Ανάμεσά τους είναι και η Ελοντί Αλλόγνωμη, ή,
όπως πολλοί στη Σεργήλη τη γνωρίζουν από την παλιά της ζωή ως τραγουδίστρια, η
Έκπτωτη Ελοντί. Στο παρελθόν, σε μικρή ηλικία, ήταν δόκιμη για ιέρεια της
Αρτάλης όταν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας προσπαθούσαν ακόμα να εξαφανίσουν
τις γυναίκες που λάτρευαν αυτή τη θεά. Αργότερα, είχε μπει στους κόλπους της
Επανάστασης, αποζητώντας εκδίκηση. Τώρα, στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης,
το παρελθόν της Ελοντί θα συναντήσει το παρόν, κι εκείνη θ’ανακαλύψει
καινούργια, και ίσως τρομαχτικά, πράγματα για τον εαυτό της.
Ο Ζορδάμης, ένας παλιός εραστής της Έκπτωτης Ελοντί και δεινός ραλίστας,
συμμετέχει επίσης στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι, και έχει κάνει μια σκοτεινή και
δαιμονική συμφωνία για να βεβαιωθεί ότι θα νικήσει. Επειδή
πρέπει να νικήσει: μυστηριώδεις δυνάμεις του υπόκοσμου της Σεργήλης
βρίσκονται στο κατόπι του, και φαίνονται έτοιμες να τον αφανίσουν αν δεν τους
δώσει ό,τι τους χρωστά...
Στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, οι οδηγοί θα τρέξουν επάνω σε
αιωρούμενες ράμπες, επάνω σε δύσκολα εδάφη, μέσα στους άγριους δασότοπους
Φέρνιλγκαν, μέσα στις καυτές ερήμους της Σεργήλης, μέσα σε παγωμένα βουνά, ακόμα
και μέσα σε μια παράξενη ενδοδιάσταση με πράσινο ουρανό και κόκκινο ήλιο...
Η Σεργήλη έχει απελευθερωθεί από τους Παντοκρατορικούς· οι κάτοικοί της
μπορούν ξανά να λατρεύουν όποιους θεούς θέλουν. Η θρησκεία της Αρτάλης έχει
αναβιώσει. Η Αριστέα, μια από τις ιέρειές της, καταφέρνει να λάβει χρηματοδότηση
από την Πολιτειάρχη της Μέλβερηθ για την οικοδόμηση ενός καινούργιου ναού στα
άκρα της εν λόγω μεγαλούπολης. Αλλά σύντομα ανακαλύπτει ότι το χρηματικό δεν
είναι το μόνο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει. Οι Ανατολικοί Φρουροί, μια νέα
συμμορία που καταδυναστεύει τις ακροανατολικές συνοικίες της Μέλβερηθ, ζητούν
λεφτά για την προστασία του ναού – «προστασία» από την ίδια τη συμμορία, στην
πραγματικότητα. Η Αριστέα, αρνούμενη να πληρώσει, θα βρεθεί σε σύγκρουση μαζί
τους. Ευτυχώς, στο πλευρό της είναι ο Βασνάρος, ο Αγωνιστής των Δρόμων – γνωστός
και ως Τρελός Λύκος της Μέλβερηθ, κατά την περίοδο της κυριαρχίας των
Παντοκρατορικών.
Η Φάνρηβ, μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Μοργκιάνης, ήταν κάποτε, πριν
από χρόνια, ελεύθερη με δικό της πολίτευμα. Σήμερα, είναι ένα προτεκτοράτο του
Βασιλείου της Χάρνωθ. Ο λαός της είναι διαιρεμένος: μια μερίδα υποστηρίζει τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο· μια μερίδα είναι με το μέρος του παλιού Φύλακα της Φάνρηβ,
που έρχεται με στρατό από τον βορρά για να την ελευθερώσει· και μια άλλη μερίδα
των πολιτών είναι αυτονομιστές, που δεν θέλουν ούτε τους Χαρνώθιους στην πόλη
τους ούτε την επιστροφή του Φύλακα.
Οι Αιρετοί της Φάνρηβ είναι διαιρεμένοι όπως και ο λαός της, αποτελώντας
αντανάκλασή του.
Ο Άλφεντουρ αλ Έρεσναβ, Διπλωματικός Αντιπρόσωπος του Εμπορικού Συνδέσμου της
Νάζρηβ, έρχεται από την πόλη του με ελικόπτερο προς τη Φάνρηβ, καλεσμένος εκεί
από έναν παλιό του φίλο, τον Κασλάριν ωλ Μάρατεκ, Αιρετό της Συντεχνίας των
Αγροτών. Ο Κασλάριν πιστεύει πως έχει ένα σχέδιο για να σώσει τη Φάνρηβ προτού η
πόλη καταστραφεί από την οργή των αντίπαλων παρατάξεων. Και ζητά τη βοήθεια του
Άλφεντουρ, ο οποίος μπορεί να ασκήσει πιέσεις και στην Κέσριμιθ ωλ Ζαλτάρεμ, τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο, και στο συμβούλιο των Αιρετών.
Όταν όμως ο Άλφεντουρ φτάνει στην πόλη, το κλίμα είναι ήδη έκρυθμο και, με
κάθε μέρα που περνά, χειροτερεύει. Η Αρχόντισσα Κέσριμιθ προσπαθεί με όλους τους
τρόπους – και με τα ελεγχόμενα μέσα μαζικής πληροφόρησης της Φάνρηβ – να
επηρεάσει τον λαό ώστε να τον τραβήξει με το μέρος του Βασιλείου της Χάρνωθ. Οι
υποστηρικτές του Φύλακα, που έρχεται με στρατό από τα βόρεια, πασχίζουν να
φέρουν τον κόσμο με τη δική τους πλευρά, ενώ αποφεύγουν και χτυπάνε τους
ανθρώπους των Χαρνώθιων. Και οι αυτονομιστές είναι εναντίον όλων, γεμίζοντας
τους δρόμους της πόλης με συνθήματα και απρόσμενες εκρήξεις.
Αλλά στη Φάνρηβ οι πιο επικίνδυνες ενέργειες γίνονται στα παρασκήνια. Σκιερές
μορφές στοιχειώνουν την Πόλη της Αέναης Νύχτας. Προδότες σχεδιάζουν πολιτικές
δολοφονίες. Κατάσκοποι παρακολουθούν κάθε κίνηση. Αδέλφια χάνουν την εμπιστοσύνη
που έχουν μεταξύ τους. Οι πάντες είναι ύποπτοι για τα πάντα.
Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος επιστρέφει στην πατρίδα του, την Απολλώνια, όπου
σύντομα ανακαλύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα είχε αφήσει. Κάποια
μυστηριώδης, σκοτεινή οργάνωση έχει απλώσει τα δίχτυα της μέσα στο Βασίλειο, και
φημολογείται, ψιθυριστά, ότι ακόμα κι ο αδελφός του Ανδρόνικου, ο Πρίγκιπας
Λούσιος, είναι αναμιγμένος σ’αυτήν.
Ο Ανδρόνικος θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, και θα χρειαστεί να
ζητήσει βοήθεια ακόμα κι από τους επαναστάτες άλλων διαστάσεων· διότι μέσα στην
ίδια του την πατρίδα κανένας δεν φαίνεται πλέον να μπορεί να θεωρηθεί
αξιόπιστος…
Εν τω μεταξύ, οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας έρχονται από το Βόρειο Μέτωπο,
φέρνοντας έναν από τους πιο καταστροφικούς πολέμους στο Γνωστό Σύμπαν· ενώ από
τα νότια της διάστασης τερατουργήματα επιτίθενται από την Απολεσθείσα Γη,
μαστίζοντας το Βασίλειο σαν προαιώνια κατάρα.
Στην Απολλώνια, μια από καιρό πολιορκημένη διάσταση, τα πράγματα έχουν
αρχίσει να ξεφεύγουν από τον έλεγχο…
Η Αγγελική, μια φίλη της Παντοκράτειρας, βρίσκεται δολοφονημένη στη σουίτα
ενός ξενοδοχείου, με μυστηριώδεις τομές επάνω στο σώμα της. Ο εραστής της,
Ταγματάρχης Στίβεν Νέλκος, παρότι ήταν μαζί της εκείνη τη βραδιά, μοιάζει να
έχει πλήρη άγνοια του τι συνέβη. Και οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας δεν
καταφέρνουν να ανακαλύψουν τίποτα.
Η Ρία-Μία, η Αρχιέρεια του Κρόνου, προτείνει στην Παντοκράτειρα έναν ιδιωτικό
ερευνητή, τον Φέλιξ Χάρλω, ο οποίος ίσως θα μπορούσε να βρει τον δολοφόνο.
Ωστόσο, ακόμα κι αυτός σύντομα θα συνειδητοποιήσει πως η περίπτωση είναι
εξαιρετικά περίπλοκη και δυσεπίλυτη, και οι δυνάμεις που είναι αναμιγμένες
ξεπερνούν τη δικαιοδοσία του αλλά και τις ικανότητες του μυαλού του...
Ένας ξεχασμένος κόσμος, μια διάσταση απομονωμένη από το υπόλοιπο σύμπαν.
Ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος – ένα
ρήγμα – σπάζει το στάσιμο πλέγμα της πραγματικότητάς του. Κι από εκεί,
έρχεται ένας μεγάλος προφήτης που θα αλλάξει τη ροή της ιστορίας του για
πάντα...
Ο Τάμπριελ, κάποτε σύζυγος της Παντοκράτειρας και μάγος του τάγματος των
Δεσμοφυλάκων, καταλήγει σαν ναυαγός σε μια διάσταση ανέγνωρη για εκείνον. Ένα
μέρος όπου κανένας δεν μιλά καμια γνωστή του γλώσσα. Μέσα στο μυαλό του, όμως,
παράδοξα, υπάρχουν εικόνες από αυτόν τον απομονωμένο κόσμο: και ο Τάμπριελ
συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να βρίσκεται τυχαία εδώ...
Μαζί του είναι η Ανταρλίδα, μια από τις Μαύρες Δράκαινες της Παντοκράτειρας
οι οποίες πλέον υπηρετούν την Επανάσταση εναντίον της. Ούτε εκείνη έχει ποτέ
ξανά δει ή ακούσει γι’αυτό τον κόσμο. Αλλά τώρα που οι δυο τους βρίσκονται εδώ,
σ’ένα ξένο, εχθρικό περιβάλλον, πρέπει να μάθουν να επιβιώνουν ώστε να
ξεκλειδώσουν τα μυστικά της διάστασης που θα τους δώσουν πρόσβαση στο Γνωστό
Σύμπαν, από το οποίο ήρθαν.
Παράξενα ανοίγματα παρουσιάζονται στη Χάρνταβελ: τρύπες επάνω στα ίδια τα
τοιχώματα της πραγματικότητάς της. Από μέσα τους διακρίνεται μια άλλη
πραγματικότητα, και πλάσματα έρχονται από εκεί τα οποία δεν έχουν ξαναβαδίσει
ποτέ στη Χάρνταβελ.
Οι Παντοκρατορικοί που ελέγχουν την εν λόγω διάσταση προσπαθούν να ερευνήσουν
το φαινόμενο, η συχνότητα εμφάνισης του οποίου δεν μειώνεται αλλά αυξάνεται με
ανησυχητικό ρυθμό. Η Αρίνη’σαρ, μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών και σύζυγος
του Παντοκρατορικού Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ, έχει αναλάβει να ανακαλύψει τι
συμβαίνει, συναντώντας πολλά εμπόδια στον δρόμο της.
Αλλά και ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, ενδιαφέρεται για το
μυστηριώδες φαινόμενο γιατί η Χάρνταβελ συνδέεται άμεσα με τη δική του διάσταση,
την Απολλώνια. Οργανώνει μια αποστολή για να το ερευνήσει, και αναζητά τους
σωστούς ανθρώπους. Προσπαθεί να πείσει τον Γεράρδο να επιστρέψει στη Χάρνταβελ,
η οποία ήταν κάποτε πατρίδα του.
Ο Γεράρδος, όμως, είναι διστακτικός, επειδή είχε τους λόγους του που έφυγε
πριν από χρόνια. Ήταν ένας από τους ιερείς της Χάρνταβελ, που δεν μπορούν ποτέ
να την εγκαταλείψουν, καθώς αυτό σημαίνει τον θάνατό τους από μια δαιμονική
ακατονόμαστη δύναμη που κρύβεται μέσα τους. Αλλά ο Γεράρδος έχει επιβιώσει·
φεύγοντας από τη Χάρνταβελ νομίζει πως κατόρθωσε τελικά να διαλύσει το Εσώτερο
Θηρίο. Μπορεί, όμως, να είναι σίγουρος ότι αυτό δεν θα εμφανιστεί και πάλι εντός
του όταν ξαναγυρίσει στη Χάρνταβελ; Και είναι πρόθυμος να το ριψοκινδυνέψει για
να μάθει;
Η επιστροφή στην πατρίδα του μπορεί να τον φέρει σε σύγκρουση όχι μόνο με το
ιερατείο εκεί, αλλά και με μια δύναμη πιο διαβολική και εξαπλωμένη απ’ό,τι
μπορούσε ποτέ να φανταστεί.
Και, φυσικά, είναι και οι Παντοκρατορικοί στη Χάρνταβελ...
Μετά τη διάλυση της Συμπαντικής Παντοκρατορίας,
ληστές και κακούργοι λυμαίνονται τα άγρια εδάφη της Φεηνάρκια:
απομεινάρηδες των στρατών της Παντοκράτειρας αλλά και γηγενείς που
προσπαθούν να επωφεληθούν από την κατάσταση. Όταν ένας έμπορος από τη
Χόλκεραλ, ο Καντάρφιλ, δέχεται επίθεση από τους ληστές της Σαρντίκα-Νοθ,
μια ομάδα μισθοφόρων έρχεται απρόσμενα προς βοήθειά του για να τρέψει
τους ληστές σε φυγή. Σύντομα όμως ο Καντάρφιλ μαθαίνει πως οι σωτήρες
του είναι κι αυτοί πρώην Παντοκρατορικοί, όπως η Σαρντίκα-Νοθ.
Ονομάζονται Ζωντανοί-Νεκροί, και αρχηγός τους είναι ο Ζαώρδιλ ο
Σκοτωμένος – ένας άνθρωπος που κανονικά θα έπρεπε να είναι νεκρός. Δεν
έσωσαν, όμως, τον έμπορο από τη Σαρντίκα-Νοθ για να τον ληστέψουν οι
ίδιοι· αντιθέτως, τον καθοδηγούν ώστε να φτάσει, μέσω επικίνδυνων
ορεινών περασμάτων, στον προορισμό του: την πόλη της Νασόλκαθ. Εκεί, ο
Ζαώρδιλ ελπίζει να βρει περισσότερες δουλειές για τους μισθοφόρους του,
αλλά ανακαλύπτει πως οι φήμες κυκλοφορούν γρήγορα και είναι πολλοί που
ακόμα έχουν έντονο μίσος για όσους κάποτε υπηρετούσαν την Παντοκράτειρα.
Ωστόσο, υπάρχει και μια γυναίκα – πρώην Παντοκρατορική κι η ίδια – που
επιδιώκει συμμαχία, αν και σκιερή. Και ο Ηγεμόνας της Νασόλκαθ σύντομα
ετοιμάζεται για πόλεμο εναντίον ληστών, και συγκεντρώνει στρατό από
μισθοφόρους κάθε είδους…
Μια επανάσταση ξεκινά, αρχικά περιορισμένη αλλά δυνατή, και σύντομα εξαπλώνεται σαν φωτιά ανεξέλεγκτη. Μια κρυφή δύναμη τη θρέφει από τις σκιές της Πόλης. Εδραιωμένες πλουτοκρατίες καταρρέουν· οι πολιτάρχες της Ρελκάμνια ανησυχούν. Τρόμος και αναστάτωση απλώνονται γύρω από τον Ριγοπόταμο, καθώς προβλέπουν πόλεμο.
Ένας μεγάλος ηγέτης έχει εμφανιστεί και η Πόλη φαίνεται να ζητά το αντίβαρό του – έναν άνθρωπο από συνοικίες αρκετά μακρινές. Εχθρικές δυνάμεις τον θέλουν νεκρό, αλλά μυστηριώδεις συμπτώσεις έρχονται για να τον συντρέξουν. Μισθοφόροι και μαχητές κατευθύνονται προς το επίκεντρο του επικείμενου πολέμου.
Δύο Θυγατέρες της Πόλης αναζητούν ένα πολύτιμο κόσμημα που έκλεψε μια Αδελφή τους – ένα αινιγματικό κατασκεύασμα μιας αρχαίας Θυγατέρας που μπορεί να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στα λάθος χέρια.
Συμμορίες ξεσηκώνονται παντού, ακούγοντας το όνομα του Αλυσοδεμένου Ποιητή που έσπασε τις αλυσίδες του. Καιροσκόποι και πολεμοκάπηλοι πιστεύουν ότι έχουν κάτι να κερδίσουν. Παλιά καθεστώτα γκρεμίζονται, καινούργια παίρνουν τη θέση τους – καλύτερα ή χειρότερα;
Ένας ξεχασμένος χώρος ανοίγει, ξερνώντας πανωλεθρία και δαίμονες από άλλους χρόνους, τραυματίζοντας την Πόλη και φέρνοντας θλίψη στους κατοίκους της.
Οι Νομάδες των Δρόμων ταξιδεύουν στις οδούς και τις λεωφόρους της Ατέρμονης Πολιτείας, καθοδηγούμενοι από την Κυρά τους. Βαδίζοντας, πάντοτε βαδίζοντας. Προσελκύοντας κι άλλους από τις συνοικίες που περνούν. Ένα υπέροχο, μαγευτικό ταξίδι γι’αυτούς, το οποίο τους αποκαλύπτει ολοένα και περισσότερα μυστήρια της Πόλης· αλλά δεν θα αργήσει να τους βάλει και σε τρομερά προβλήματα. Θα βρεθούν ακόμα και στο έλεος αμφιλεγόμενων δυνάμεων ενώ θα θεωρούν τους εαυτούς τους, για πρώτη φορά, χαμένους μέσα στη Ρελκάμνια.
Μια εποχή μεγάλων αλλαγών, από τον Ριγοπόταμο ώς την Ανακτορική Συνοικία...
Ένας εξερευνητής από την Απολλώνια έχει χαθεί στο Πορφυρό Κενό,
ακολουθώντας τα ξεχασμένα ίχνη για κάποιο πιθανό απομεινάρι από τον Ενιαίο Κόσμο
– κάτι που και η Παντοκράτειρα πολύ πιθανόν να θέλει να πάρει στα χέρια της.
Ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, προσπαθεί να προλάβει ένα τέτοιο
ενδεχόμενο, και να ξαναβρεί τον χαμένο εξερευνητή. Στέλνει την Ιωάννα, τη Μαύρη
Δράκαινα, και τον Σέλιρ’χοκ, έναν μάγο του τάγματος των Διαλογιστών, στην Άκρη,
μια πόλη εκεί όπου το σύμπαν τελειώνει και το Πορφυρό Κενό απλώνεται, γεμάτο
Αιωρούμενες Νήσους, Ανέμους, και ανείπωτα όντα.
Στην Άκρη, η Ιωάννα και ο Σέλιρ’χοκ θα βρουν συμμάχους – έναν καπετάνιο του
Κενού, μια Ανεμοσκόπο, έναν μονόφθαλμο κυνηγημένο άντρα – και θα ταξιδέψουν στα
βάθη του Πορφυρού Κενού, σφυροκοπημένοι από Ανέμους… και με έναν από τους πιο
επικίνδυνους πράκτορες της Παντοκράτειρας στο κατόπι τους.
Ο Κάραγγελ, Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα, επιστρέφει στη μεγάλη
πόλη φέρνοντας νέα για τη γενοκτονία της Λευκής φυλής του από μια μαζική επίθεση
Μελανών. Αποζητά εκδίκηση. Αλλά στην Ελρείσβα οι αποφάσεις δεν παίρνονται μόνο
από εκείνον. Ούτε καν μόνο από τον Βασιληά. Ο Πρωτοσπαθάριος Κάραγγελ πρέπει να
συνεννοηθεί με τον Παντοκρατορικό Επόπτη Ευρύμαχο Νάλφερ, που βρίσκεται εκεί,
κυρίως, για να ελέγχει τα ορυχεία ενέργειας της περιοχής. Οι Παντοκρατορικοί
αποδεικνύονται πρόθυμοι να βοηθήσουν τον Κάραγγελ στον αγώνα του για εκδίκηση
εναντίον των Μελανών, αλλά τα όπλα που φέρνουν είναι τόσο καταστροφικά που
κάνουν ακόμα και τον Πρωτοσπαθάριο να προβληματιστεί σχετικά με τις μεθόδους
τους. Και ποια μπορεί να είναι τα κίνητρά τους για τη βοήθεια που του
προσφέρουν;
Το ένα χωριό Μελανών μετά το άλλο αφανίζεται, μέσα στις καυτές ερήμους της
Αρβήντλια, καθώς η εκστρατεία των Παντοκρατορικών ταξιδεύει σαν λαίλαπα ολέθρου.
Ταυτόχρονα, ο Ανδρόνικος, Πρίγκιπας της Επανάστασης, η Ιωάννα η Μαύρη
Δράκαινα, και άλλοι επαναστάτες σύντροφοί τους έρχονται προς την Αρβήντλια μέσω
μιας διαστασιακής διόδου στη Σάρντλι. Αλλά δεν γνωρίζουν ακόμα τίποτα για την
καταστροφή που ο Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα και οι Παντοκρατορικοί
σύμμαχοί του έχουν εξαπολύσει εναντίον των Μελανών φυλών. Στόχος των επαναστατών
είναι η αποκωδικοποίηση ενός μυστηριώδους μηνύματος που, αν οι υποψίες τους
είναι σωστές, θα αλλάξει τα πάντα για την Επανάσταση και για την Παντοκρατορία
σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν...
Ασυνήθιστα Σημεία Στίξης Η στίξη δεν τελειώνει στην τελεία και στο θαυμαστικό
Τα συνηθισμένα σημεία στίξης όλοι τα ξέρουμε: τελεία, κόμμα, ερωτηματικό, θαυμαστικό, παύλα, άνω-κάτω τελεία, άνω τελεία. Εντάξει, για κάποιους η άνω τελεία αποτελεί «εξωτικό» σημείο στίξης· αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι: είναι ένα αρκετά συνηθισμένο σημείο στίξης κι αυτό.
Υπάρχουν, όμως, σημεία στίξης που δεν είναι καθόλου συνηθισμένα, και θα μπορούσαν
αληθινά να χαρακτηριστούν εξωτικά. Ορισμένα από αυτά κανείς δεν τα χρησιμοποιεί. Κάποια άλλα χρησιμοποιούνται από ελάχιστους ανθρώπους.
Ένα από τα πιο γνωστά τέτοια σημεία στίξης είναι το
ειρωνικό. Από,τι ξέρουμε (κατά το Wikipedia Ευαγγέλιον) το σκέφτηκε πρώτος ο Γάλλος ποιητής Alcanter de Brahm και ο Marcellin Jobard, τον 19ο αιώνα. Αυτό το σημείο στίξης είναι, ουσιαστικά, ένα ανάποδο λατινικό ερωτηματικό, σαν να το έβλεπες στον καθρέφτη. Δείχνει ότι μια πρόταση εμπεριέχει ειρωνεία δηλαδή, ότι μιλάς για κάτι αλλά εννοείς κάτι άλλο στην ουσία. Για παράδειγμα, λες «Ωραία μέρα σήμερα» ενώ η ημέρα είναι βροχερή. Είχε προταθεί, μάλιστα, αυτό το σημείο στίξης να παρουσιάζεται ανάποδα (με το «κεφάλι» κάτω και τα «πόδια» επάνω) ή προς τα πλάγια για να δείχνει ενόχληση ή οργή ή δισταγμό. Κάποιος άλλος, ονόματι Tom Driberg, είχε προτείνει οι ειρωνικές προτάσεις να γράφονται με πλάγια γράμματα αλλά που γέρνουν προς την αντίθετη μεριά από,τι τα συνηθισμένα πλάγια γράμματα.
Σήμερα ελάχιστοι χρησιμοποιούν το ειρωνικό, κι αυτό όχι μόνο γιατί σε πολλές γραμματοσειρές δεν υπάρχει. Αν θέλεις να το χρησιμοποιήσεις μπορείς να το κάνεις με δύο άλλους τρόπους:
Πρώτον, μπορείς να βάζεις απλά ένα θαυμαστικό μέσα σε παρένθεση (!) κι αυτό υποτίθεται πως αποτελεί ένδειξη ειρωνείας. («Ωραία μέρα βρήκατε για να πάμε περίπατο(!)» ενώ βρέχει και ήλιος δεν φαίνεται.) Αν και εγώ, προσωπικά, δεν χρησιμοποιώ το θαυμαστικό εντός παρένθεσης με αυτό τον τρόπο. Απλά το βάζω όταν θέλω να δείξω θαυμασμό (ή ξάφνιασμα, ίσως) στο μέσο μιας πρότασης. Παράδειγμα:
Και μέσα από τα συντρίμμια είδαμε τον Νάροκ να βγαίνει χωρίς καμιά γρατσουνιά επάνω του (!) και να πηγαίνει προς την πόρτα για να διαβάσει τα μυστηριακά σύμβολα στην επιφάνειά της. Το βάζω εντός παρένθεσης για να μη διακόψω την πρόταση.
Δεύτερον, για να δείξεις ειρωνεία μπορείς να βάζεις «~» πριν από την κανονική στίξη. («Ωραία μέρα βρήκατε, βρε παιδιά, για να πάμε βόλτα~!» ενώ βρέχει και ο ουρανός είναι σκοτεινός.) Αν γράψεις ~. πρόκειται για ξερή ειρωνεία. Αν γράψεις ~! πρόκειται για ενθουσιώδη ειρωνεία. Αν γράψεις ~; πρόκειται (προφανώς) για ερωτηματική ειρωνεία.
Προσωπικά, όμως, προτιμώ η ειρωνεία να φαίνεται από το ίδιο το κείμενο παρά να βάζεις σημείο στίξης για να τη δείξεις. Σε τελική ανάλυση, όταν σε ένα κείμενο έχεις γράψει ήδη ότι βρέχει και ήλιος δεν φαίνεται, ένας χαρακτήρας που λέει «Ωραίο καιρό βρήκατε, βρε παιδιά, για να πάμε περίπατο» τι άλλο μπορεί να κάνει εκτός απτο να μιλά ειρωνικά;
Ωστόσο, δεν θα αποκαλούσα το ειρωνικό «άχρηστο». Τίποτα δεν είναι άχρηστο αν θες να το χρησιμοποιείς συστηματικά και με συγκεκριμένο ύφος.
Κι αυτό δεν είναι το μόνο ασυνήθιστο σημείο στίξης που υπάρχει. Ένα άλλο αρκετά γνωστό είναι το ερωτοθαυμαστικό δική μου μετάφραση για το
interrobang, γιατί δεν ξέρω αν υφίσταται καμιά άλλη στα ελληνικά. Είναι ένας συνδυασμός ερωτηματικού και θαυμαστικού, και αρκετές γραμματοσειρές το περιλαμβάνουν. Δείχνει εκείνο που θα περίμενε κανείς θαυμασμό και ερώτηση συγχρόνως. Οι περισσότεροι, αντί γιαυτό, απλά χρησιμοποιούν ερωτηματικό και θαυμαστικό μαζί. Προσωπικά, προτιμώ το θαυμαστικό να μπαίνει πριν από το ερωτηματικό στα ελληνικά· κάποιοι άλλοι τα βάζουν ανάποδα. Θέμα γούστου, καθαρά.
Για παράδειγμα, γράφοντας «Τι είπες!;» εννοείς ότι ξαφνιάζεσαι καθώς ρωτάς, ή φωνάζεις, ή ρωτάς πολύ έντονα.
Στα κείμενά μου, ορισμένες φορές το χρησιμοποιώ. Αλλά σπάνια. Μόνο όταν δεν μπορώ να δείξω αλλιώς τον θαυμασμό, όταν ο θαυμασμός δεν θα ήταν καταφανής, ή όταν η ερώτηση δεν θα ήταν καταφανής. Αλλιώς προτιμώ να βάζω μόνο ερωτηματικό (και να υπονοείται ο θαυμασμός) ή μόνο θαυμαστικό (και να υπονοείται η ερώτηση). Για παράδειγμα, αν γράψεις «Τι είπες!» είναι ποτέ δυνατόν να μην υπονοείται η ερώτηση; Τι άλλο θα μπορούσες να λες;
Κατά καιρούς έχουν παρουσιαστεί και άλλα ασυνήθιστα σημεία στίξης όταν ο συγγραφέας προσπαθούσε να αποδώσει μια χροιά στον λόγο ή μια συγκεκριμένη αίσθηση. Όλα αυτά τα σημεία στίξης είναι, κυρίως, σχολιαστικά δηλαδή, όπως το θαυμαστικό και το ερωτηματικό. Δεν είναι συντακτικά, όπως η τελεία και το κόμμα. Καταλαβαίνεις την πρόταση ακόμα κι αν παραλειφθούν τα σχολιαστικά σημεία στίξης· όμως με αυτά τής δίνεις ένα συγκεκριμένο χρώμα.
Αν θέλεις μπορείς να σκεφτείς διαφόρων ειδών ασυνήθιστα σημεία στίξης, χρησιμοποιώντας απλώς τα ήδη υπάρχοντα, χωρίς να εφεύρεις καινούργια σύμβολα πράγμα που δυσκολεύει, ούτως ή άλλως, τα σύγχρονα συστήματα, αν και όχι τελείως. Μπορείς να φτιάξεις ακόμα και μια δική σου γραμματοσειρά· δεν είναι καν πολύ δύσκολο. Ψάξε το στο διαδίκτυο και θα δεις. Το μεγαλύτερο πρόβλημα συνήθως είναι πως, αν χρησιμοποιείς παράξενα σημεία στίξης, κατά κανόνα θα τα καταλαβαίνεις μόνο εσύ! Εκτός αν έχεις κάποια σημείωση κοντά στο βασικό κείμενο που εξηγεί τι είναι τι, οι αναγνώστες δεν θα ξέρουν τι ακριβώς εννοείς· θα μπορούν μόνο να υποθέσουν.
Επομένως, αν είναι να χρησιμοποιήσεις τέτοια σημεία στίξης, καλύτερα να το κάνεις έτσι ώστε να φαίνεται τι εννοείς χωρίς μεγάλη δυσκολία. Για παράδειγμα, γράφοντας
«Ωραία μέρα για βόλτα(!)» είπε ο Γιάννης ενώ πιο πριν έχεις γράψει πως βρέχει και έχει σκοτεινιά, όλοι καταλαβαίνουμε πως το
(!) δείχνει ειρωνεία προφανώς.
Κάποια άλλα πράγματα που μπορείς να δείξεις με την ασυνήθιστη στίξη είναι: τρόμος, ένταση φωνής, δισταγμός, ενόχληση, φρίκη, ντροπή. (Και αυτά είναι μόνο μερικές δικές μου προτάσεις.)
Θα τα σχολιάσω όλα σε θεωρητική βάση, όμως, κυρίως, γιατί δεν τα έχω χρησιμοποιήσει ακόμα μέσα σε κείμενά μου. Αλλά πρώτα θα αναφέρω κάποια ασυνήθιστα σημεία στίξης που χρησιμοποιώ όταν νομίζω ότι χρειάζονται.
Το πρώτο είναι τα αποσιωπητικά εντός παρένθεσης αυτό: (...) Το βάζω όταν θέλω να δείξω πως ακολουθεί κάτι που κρύβεται από τη βασική σκηνή, ή από τις αισθήσεις του χαρακτήρα μέσα από τις οποίες φιλτράρω τη σκηνή. Και κυρίως το χρησιμοποιώ σε τηλεπικοινωνιακές συνομιλίες.
Παράδειγμα:
Ο Μάικλ κάθισε σε μια καρέκλα και άναψε τσιγάρο. Η Τζιλ σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου του γραφείου της, πάτησε μερικά πλήκτρα, και περίμενε λίγο. Μετά είπε:
«Καλημέρα σας. Θα μπορούσα να μιλήσω στον Πρωθυπουργό;»
(...)
«Ναι, τώρα.»
(...)
«Τζιλ Καρ ονομάζομαι. Έχουμε ξανασυν»
(...)
«Για ποιο λόγο;»
(...)
«Δεν συνέβη ποτέ αυτό που λέτε.»
(...)
«Να του πείτε ναφήσει τις μαλακίες και να με καλέσει ώς αύριο αλλιώς!»
«Τι;» ρώτησε ο Μάικλ βλέποντας τη να σταματά απότομα.
«Το έκλεισαν.» Κατέβασε το ακουστικό από το αφτί της.
To (...) μπαίνει για να δείξει ότι στη βασική σκηνή δεν ακούγεται η φωνή από την άλλη μεριά της γραμμής, ή, αν φιλτράραμε τη σκηνή μέσα από τις αισθήσεις του Μάικλ, ότι ο Μάικλ δεν ακούει τι λέγεται από την άλλη μεριά της γραμμής.
Ένα άλλο ασυνήθιστο σημείο στίξης που χρησιμοποιώ, αν και πιο σπάνια, είναι οι συνεχόμενες τελείες. Δύο, τρεις, ή περισσότερες σειρές από συνεχόμενες τελείες. Αυτό το βάζω, τις περισσότερες φορές, για να δείξω την πάροδο του χρόνου αλλά με έναν πιο ψυχεδελικό τρόπο. (Επίσης, βολεύει όταν το πλάτος της σελίδας είναι σταθερό, όπως στο pdf ή στο χαρτί, σε αντίθεση με το mobi ή το epub. Γιατί, αν το πλάτος της σελίδας δεν είναι σταθερό, τότε δεν μπορούμε να μιλάμε για «σειρές», αφού εξαρτώνται από το πλάτος της οθόνης στην οποία διαβάζεις. Ένα πρόβλημα ορισμένων σύγχρονων ηλεκτρονικών μορφών κειμένου.)
Ανοίγοντας τα μάτια του δεν θυμόταν τίποτα από τα όνειρά του. Αισθανόταν, όμως, το κεφάλι του πολύ βαρύ. Βλεφάρισε μέσα στη ζέστη του καλοκαιρινού ήλιου, κοιτάζοντας τον καταυλισμό ολόγυρά του. Ένιωθε μουδιασμένος. Και διψούσε. Σηκώθηκε και βάδισε ώς την τροχήλατη καντίνα.
Αλλά ας δούμε πώς θα μπορούσαμε να δείξουμε κάποια άλλα πράγματα με ασυνήθιστα σημεία στίξης.
Η ένταση της φωνής μπορεί να φανεί με το να βάζεις περισσότερα θαυμαστικά. Παλιότερα το χρησιμοποιούσα αυτό, όπως έχω αναφέρει σένα
άλλο άρθρο μου για τα σημεία στίξης. Έβαζα τρία θαυμαστικά όταν κάποιος ούρλιαζε. Ύστερα, το σταμάτησα (και διόρθωσα όλα τα προηγούμενα κείμενα μια αρκετά εύκολη διαδικασία με τις ιδιότητες εύρεσης και αντικατάστασης των σύγχρονων κειμενογράφων) γιατί δεν νόμιζα πλέον ότι πρόσφερε κάτι· απλώς περιέπλεκε τα πράγματα. Όταν θέλω να δείξω ότι κάποιος φωνάζει, γράφω ότι φωνάζει. Ή, εναλλακτικά, μπορεί να τον βάλω να ΜΙΛΑ ΜΕ ΚΕΦΑΛΑΙΑ, ή
με πλάγια γράμματα. Συνήθως τα κεφαλαία δείχνουν μεγάλη ένταση της φωνής. Τα πλάγια γράμματα δείχνουν, περισσότερο, αλλοίωση της φωνής. Πάντως, μπορείς να χρησιμοποιήσεις τα θαυμαστικά για να δείξεις ένταση. Το ένα θαυμαστικό δείχνει μικρή ένταση ένα απλό ανέβασμα της φωνής. Τα δύο θαυμαστικά δείχνουν ότι κάποιος φωνάζει. Τα τρία δείχνουν ουρλιαχτά, κραυγές μεγάλη ένταση. Αν θέλεις να ξεχωρίσεις τα θαυμαστικά έντασης της φωνής από τα άλλα θαυμαστικά, μπορείς να βάζεις μια χαμηλή παύλα πριν από αυτά. Πχ, «Φύγε και μη σε ξαναδώ_!»
Και πώς να δείξεις το αντίστροφο ότι κάποιος ψιθυρίζει; Θα μπορούσες να βάζεις μια χαμηλή παύλα στο τέλος της πρότασης. Πχ, «Σώπα τώρα, μη μας ακούσει κανένας_» Κι αυτή η παύλα θα πρέπει να
ακολουθεί το θαυμαστικό ή το ερωτηματικό, σε περίπτωση που αυτά προκύπτουν, για να μη γίνεται σύγχυση. Πχ, «Σώπα τώρα, μη μιλάς!_» Ενώ, αν έγραφες, «Σώπα τώρα, μη μιλάς_!» θα εννοούσες ότι ο ομιλητής φωνάζει.
Ένας άλλος τρόπος για να δείξεις ψίθυρο μπορεί να ήταν να βάζεις την πρόταση μέσα σε παρένθεση. Πχ,
«(Μην κάνεις φασαρία· ο δράκος κοιμάται.)» Και αυτή η παρένθεση θα πρέπει πάντα να μπαίνει μέσα στα εισαγωγικά διαλόγου και να κλείνει έξω από το τελικό σημείο στίξης, ακόμα κι αν αυτό είναι κόμμα. Πχ,
«(Μην αρχίσουμε τώρα,)» τόνισε η οδηγός μας, «(να κάνουμε φασαρία, γιατί την έχουμε πολύ άσχημα!)»
Τον τρόμο θα μπορούσε κανείς να τον δείξει με τη χρήση των ~ στην αρχή και στο τέλος της πρότασης.
«~Αφήστε τις μαλακίες και πάμε να φύγουμε. Τώρα!~»
Τον δισταγμό συνήθως τον δείχνουμε με αποσιωπητικά στην αρχή της πρότασης. Κι αυτό δεν είναι και τόσο πολύ ασυνήθιστο αλλά ούτε και συνηθισμένο ακριβώς. Πχ,
«...Είχα ήδη πάει, αλλά δεν με είδε.»
Την ενόχληση μπορείς να τη δείχνεις βάζοντας έναν αστερίσκο στο τέλος της πρότασης, μετά από οποιοδήποτε άλλο σημείο στίξης αλλά προτού κλείσουν τα εισαγωγικά διαλόγου.
«Αμάν πια! Μας τα είπες και μας τα ξαναείπες.*»
Τη φρίκη θα μπορούσες να τη δείχνεις όπως και τον τρόμο. Αν οπωσδήποτε θέλεις κάποιο άλλο σημείο στίξης, τότε βάλε κι έναν αστερίσκο στην αρχή και στο τέλος.
«*~Το τι πράγματα είδαμε εκεί κάτω, μα τους θεούς, δεν μπορείς να φανταστείς, Ριχάρδε...~*»
Τη ντροπή μπορείς να τη δείχνεις βάζοντας διαλυτικά στην αρχή της πρότασης.
«¨Αναγκαστήκαμε να τους εγκαταλείψουμε στα Δόντια της Ζούγκλας· δεν είχαμε άλλη επιλογή.»
Φυσικά, για να τα χρησιμοποιήσεις όλα αυτά και να έχουν κανένα νόημα θα πρέπει να είσαι σίγουρος πως κι ο αναγνώστης τα καταλαβαίνει, αλλιώς μοιάζουν με τυπογραφικά λάθη.
Επιπλέον, προσωπικά τα θεωρώ αχρείαστα πολύπλοκα. Πιστεύω ότι το κείμενο από μόνο του από τα συμφραζόμενα θα πρέπει να σε κάνει να κατανοείς αν κάποιος μιλά με ντροπή ή με φρίκη ή με τρόμο, και τα λοιπά. Δεν είναι εφικτό να έχουμε ένα σημείο στίξης για κάθε πιθανή χροιά του λόγου ή συναίσθημα. Γιατί, αν ήταν εφικτό, τότε η λίστα μου είναι, το λιγότερο, ελλιπής. Μπορείς να έχεις σημεία στίξης που δείχνουν από ερωτική επιθυμία μέχρι βιασύνη!