Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, από τρίτους κυρίως, για απλή ανάλυση επισκεπτών (πχ, Google Analytics) και για social media (πχ, από το Twitter). Τα μόνα cookies που χρησιμοποιούμε εμείς είναι για θέματα λειτουργικότητας (πχ, για να μην εμφανίζεται ξανά αυτή η ειδοποίηση αφότου έχετε πατήσει το κουμπάκι). Κανένα από αυτά τα cookies, απ’ό,τι ξέρουμε, δεν είναι βλαβερό, και εμείς δεν εκμεταλλευόμαστε τις πληροφορίες σας με κανέναν τρόπο. Ωστόσο, αν θέλετε μπορείτε πολύ εύκολα να σβήσετε τα cookies από οποιονδήποτε browser, συνήθως πατώντας Shift+Ctrl+Del. Περισσότερες πληροφορίες για τα cookies μπορείτε να βρείτε στο www.whatarecookies.com.
Αν σας αρέσουν τα μυθιστορήματα και διηγήματα που βρίσκετε εδώ
τελείως δωρεάν, μπορείτε να το δείξετε κάνοντας μια δωρεά με τον πιο ασφαλή
τρόπο στο διαδίκτυο.
Δύο συνοικίες της Ατέρμονης Πολιτείας, η Βαθμιδωτή και η Επίστρωτη, βρίσκονται από χρόνια σε μια κατάσταση οικονομικής αλληλεξάρτησης. Η μία συμπληρώνει την άλλη. Η Βαθμιδωτή παράγοντας, αποκλειστικά και μόνο, τεχνικούς εξοπλισμούς. Η Επίστρωτη παράγοντας τρόφιμα. Και καμιά από τις δυο συνοικίες δεν διανοείται να αλλάξει τον ρυθμό της ζωής των πολιτών της.
Μια μυστηριώδης γυναίκα με το όνομα Κορίνα παρουσιάζεται στην Επίστρωτη και μιλά με τους Εχθρούς του Πρωινού, τη μεγαλύτερη και χειρότερη συμμορία της συνοικίας, που είναι ο φόβος κι ο τρόμος των πολιτών αλλά και της αστυνομίας. Η Κορίνα προθυμοποιείται να τους βοηθήσει σ’ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο: να κλέψουν χρήματα κατευθείαν από το κεντρικό θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας των Τεσσάρων.
Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο που έχει η Κορίνα στο μυαλό της.
Πολύ σύντομα, τα πράγματα αρχίζουν ν’αλλάζουν για τις δύο συνοικίες καθώς οι ισορροπίες θρυμματίζονται...
Το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης αρχίζει!
Μετά από τον διωγμό των δυνάμεων της Παντοκράτειρας, οι υλικές ζημιές στη
διάσταση της Σεργήλης είναι πολλές, και η οικονομία της έχει δεχτεί σοβαρό
πλήγμα. Προκειμένου ολόκληρη η διάσταση να ορθοποδήσει, οι πολιτικοί της
αποφασίζουν να οργανώσουν το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, που θα φέρει
χρήματα από πολλές άλλες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος.
Οι ραλίστες που θα αγωνιστούν είναι όλοι ικανοί και έμπειροι στην οδήγηση –
ήρωες των τροχών και του τιμονιού. Ανάμεσά τους είναι και η Ελοντί Αλλόγνωμη, ή,
όπως πολλοί στη Σεργήλη τη γνωρίζουν από την παλιά της ζωή ως τραγουδίστρια, η
Έκπτωτη Ελοντί. Στο παρελθόν, σε μικρή ηλικία, ήταν δόκιμη για ιέρεια της
Αρτάλης όταν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας προσπαθούσαν ακόμα να εξαφανίσουν
τις γυναίκες που λάτρευαν αυτή τη θεά. Αργότερα, είχε μπει στους κόλπους της
Επανάστασης, αποζητώντας εκδίκηση. Τώρα, στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης,
το παρελθόν της Ελοντί θα συναντήσει το παρόν, κι εκείνη θ’ανακαλύψει
καινούργια, και ίσως τρομαχτικά, πράγματα για τον εαυτό της.
Ο Ζορδάμης, ένας παλιός εραστής της Έκπτωτης Ελοντί και δεινός ραλίστας,
συμμετέχει επίσης στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι, και έχει κάνει μια σκοτεινή και
δαιμονική συμφωνία για να βεβαιωθεί ότι θα νικήσει. Επειδή
πρέπει να νικήσει: μυστηριώδεις δυνάμεις του υπόκοσμου της Σεργήλης
βρίσκονται στο κατόπι του, και φαίνονται έτοιμες να τον αφανίσουν αν δεν τους
δώσει ό,τι τους χρωστά...
Στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, οι οδηγοί θα τρέξουν επάνω σε
αιωρούμενες ράμπες, επάνω σε δύσκολα εδάφη, μέσα στους άγριους δασότοπους
Φέρνιλγκαν, μέσα στις καυτές ερήμους της Σεργήλης, μέσα σε παγωμένα βουνά, ακόμα
και μέσα σε μια παράξενη ενδοδιάσταση με πράσινο ουρανό και κόκκινο ήλιο...
Η Σεργήλη έχει απελευθερωθεί από τους Παντοκρατορικούς· οι κάτοικοί της
μπορούν ξανά να λατρεύουν όποιους θεούς θέλουν. Η θρησκεία της Αρτάλης έχει
αναβιώσει. Η Αριστέα, μια από τις ιέρειές της, καταφέρνει να λάβει χρηματοδότηση
από την Πολιτειάρχη της Μέλβερηθ για την οικοδόμηση ενός καινούργιου ναού στα
άκρα της εν λόγω μεγαλούπολης. Αλλά σύντομα ανακαλύπτει ότι το χρηματικό δεν
είναι το μόνο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει. Οι Ανατολικοί Φρουροί, μια νέα
συμμορία που καταδυναστεύει τις ακροανατολικές συνοικίες της Μέλβερηθ, ζητούν
λεφτά για την προστασία του ναού – «προστασία» από την ίδια τη συμμορία, στην
πραγματικότητα. Η Αριστέα, αρνούμενη να πληρώσει, θα βρεθεί σε σύγκρουση μαζί
τους. Ευτυχώς, στο πλευρό της είναι ο Βασνάρος, ο Αγωνιστής των Δρόμων – γνωστός
και ως Τρελός Λύκος της Μέλβερηθ, κατά την περίοδο της κυριαρχίας των
Παντοκρατορικών.
Η Φάνρηβ, μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Μοργκιάνης, ήταν κάποτε, πριν
από χρόνια, ελεύθερη με δικό της πολίτευμα. Σήμερα, είναι ένα προτεκτοράτο του
Βασιλείου της Χάρνωθ. Ο λαός της είναι διαιρεμένος: μια μερίδα υποστηρίζει τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο· μια μερίδα είναι με το μέρος του παλιού Φύλακα της Φάνρηβ,
που έρχεται με στρατό από τον βορρά για να την ελευθερώσει· και μια άλλη μερίδα
των πολιτών είναι αυτονομιστές, που δεν θέλουν ούτε τους Χαρνώθιους στην πόλη
τους ούτε την επιστροφή του Φύλακα.
Οι Αιρετοί της Φάνρηβ είναι διαιρεμένοι όπως και ο λαός της, αποτελώντας
αντανάκλασή του.
Ο Άλφεντουρ αλ Έρεσναβ, Διπλωματικός Αντιπρόσωπος του Εμπορικού Συνδέσμου της
Νάζρηβ, έρχεται από την πόλη του με ελικόπτερο προς τη Φάνρηβ, καλεσμένος εκεί
από έναν παλιό του φίλο, τον Κασλάριν ωλ Μάρατεκ, Αιρετό της Συντεχνίας των
Αγροτών. Ο Κασλάριν πιστεύει πως έχει ένα σχέδιο για να σώσει τη Φάνρηβ προτού η
πόλη καταστραφεί από την οργή των αντίπαλων παρατάξεων. Και ζητά τη βοήθεια του
Άλφεντουρ, ο οποίος μπορεί να ασκήσει πιέσεις και στην Κέσριμιθ ωλ Ζαλτάρεμ, τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο, και στο συμβούλιο των Αιρετών.
Όταν όμως ο Άλφεντουρ φτάνει στην πόλη, το κλίμα είναι ήδη έκρυθμο και, με
κάθε μέρα που περνά, χειροτερεύει. Η Αρχόντισσα Κέσριμιθ προσπαθεί με όλους τους
τρόπους – και με τα ελεγχόμενα μέσα μαζικής πληροφόρησης της Φάνρηβ – να
επηρεάσει τον λαό ώστε να τον τραβήξει με το μέρος του Βασιλείου της Χάρνωθ. Οι
υποστηρικτές του Φύλακα, που έρχεται με στρατό από τα βόρεια, πασχίζουν να
φέρουν τον κόσμο με τη δική τους πλευρά, ενώ αποφεύγουν και χτυπάνε τους
ανθρώπους των Χαρνώθιων. Και οι αυτονομιστές είναι εναντίον όλων, γεμίζοντας
τους δρόμους της πόλης με συνθήματα και απρόσμενες εκρήξεις.
Αλλά στη Φάνρηβ οι πιο επικίνδυνες ενέργειες γίνονται στα παρασκήνια. Σκιερές
μορφές στοιχειώνουν την Πόλη της Αέναης Νύχτας. Προδότες σχεδιάζουν πολιτικές
δολοφονίες. Κατάσκοποι παρακολουθούν κάθε κίνηση. Αδέλφια χάνουν την εμπιστοσύνη
που έχουν μεταξύ τους. Οι πάντες είναι ύποπτοι για τα πάντα.
Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος επιστρέφει στην πατρίδα του, την Απολλώνια, όπου
σύντομα ανακαλύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα είχε αφήσει. Κάποια
μυστηριώδης, σκοτεινή οργάνωση έχει απλώσει τα δίχτυα της μέσα στο Βασίλειο, και
φημολογείται, ψιθυριστά, ότι ακόμα κι ο αδελφός του Ανδρόνικου, ο Πρίγκιπας
Λούσιος, είναι αναμιγμένος σ’αυτήν.
Ο Ανδρόνικος θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, και θα χρειαστεί να
ζητήσει βοήθεια ακόμα κι από τους επαναστάτες άλλων διαστάσεων· διότι μέσα στην
ίδια του την πατρίδα κανένας δεν φαίνεται πλέον να μπορεί να θεωρηθεί
αξιόπιστος…
Εν τω μεταξύ, οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας έρχονται από το Βόρειο Μέτωπο,
φέρνοντας έναν από τους πιο καταστροφικούς πολέμους στο Γνωστό Σύμπαν· ενώ από
τα νότια της διάστασης τερατουργήματα επιτίθενται από την Απολεσθείσα Γη,
μαστίζοντας το Βασίλειο σαν προαιώνια κατάρα.
Στην Απολλώνια, μια από καιρό πολιορκημένη διάσταση, τα πράγματα έχουν
αρχίσει να ξεφεύγουν από τον έλεγχο…
Η Αγγελική, μια φίλη της Παντοκράτειρας, βρίσκεται δολοφονημένη στη σουίτα
ενός ξενοδοχείου, με μυστηριώδεις τομές επάνω στο σώμα της. Ο εραστής της,
Ταγματάρχης Στίβεν Νέλκος, παρότι ήταν μαζί της εκείνη τη βραδιά, μοιάζει να
έχει πλήρη άγνοια του τι συνέβη. Και οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας δεν
καταφέρνουν να ανακαλύψουν τίποτα.
Η Ρία-Μία, η Αρχιέρεια του Κρόνου, προτείνει στην Παντοκράτειρα έναν ιδιωτικό
ερευνητή, τον Φέλιξ Χάρλω, ο οποίος ίσως θα μπορούσε να βρει τον δολοφόνο.
Ωστόσο, ακόμα κι αυτός σύντομα θα συνειδητοποιήσει πως η περίπτωση είναι
εξαιρετικά περίπλοκη και δυσεπίλυτη, και οι δυνάμεις που είναι αναμιγμένες
ξεπερνούν τη δικαιοδοσία του αλλά και τις ικανότητες του μυαλού του...
Ένας ξεχασμένος κόσμος, μια διάσταση απομονωμένη από το υπόλοιπο σύμπαν.
Ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος – ένα
ρήγμα – σπάζει το στάσιμο πλέγμα της πραγματικότητάς του. Κι από εκεί,
έρχεται ένας μεγάλος προφήτης που θα αλλάξει τη ροή της ιστορίας του για
πάντα...
Ο Τάμπριελ, κάποτε σύζυγος της Παντοκράτειρας και μάγος του τάγματος των
Δεσμοφυλάκων, καταλήγει σαν ναυαγός σε μια διάσταση ανέγνωρη για εκείνον. Ένα
μέρος όπου κανένας δεν μιλά καμια γνωστή του γλώσσα. Μέσα στο μυαλό του, όμως,
παράδοξα, υπάρχουν εικόνες από αυτόν τον απομονωμένο κόσμο: και ο Τάμπριελ
συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να βρίσκεται τυχαία εδώ...
Μαζί του είναι η Ανταρλίδα, μια από τις Μαύρες Δράκαινες της Παντοκράτειρας
οι οποίες πλέον υπηρετούν την Επανάσταση εναντίον της. Ούτε εκείνη έχει ποτέ
ξανά δει ή ακούσει γι’αυτό τον κόσμο. Αλλά τώρα που οι δυο τους βρίσκονται εδώ,
σ’ένα ξένο, εχθρικό περιβάλλον, πρέπει να μάθουν να επιβιώνουν ώστε να
ξεκλειδώσουν τα μυστικά της διάστασης που θα τους δώσουν πρόσβαση στο Γνωστό
Σύμπαν, από το οποίο ήρθαν.
Παράξενα ανοίγματα παρουσιάζονται στη Χάρνταβελ: τρύπες επάνω στα ίδια τα
τοιχώματα της πραγματικότητάς της. Από μέσα τους διακρίνεται μια άλλη
πραγματικότητα, και πλάσματα έρχονται από εκεί τα οποία δεν έχουν ξαναβαδίσει
ποτέ στη Χάρνταβελ.
Οι Παντοκρατορικοί που ελέγχουν την εν λόγω διάσταση προσπαθούν να ερευνήσουν
το φαινόμενο, η συχνότητα εμφάνισης του οποίου δεν μειώνεται αλλά αυξάνεται με
ανησυχητικό ρυθμό. Η Αρίνη’σαρ, μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών και σύζυγος
του Παντοκρατορικού Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ, έχει αναλάβει να ανακαλύψει τι
συμβαίνει, συναντώντας πολλά εμπόδια στον δρόμο της.
Αλλά και ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, ενδιαφέρεται για το
μυστηριώδες φαινόμενο γιατί η Χάρνταβελ συνδέεται άμεσα με τη δική του διάσταση,
την Απολλώνια. Οργανώνει μια αποστολή για να το ερευνήσει, και αναζητά τους
σωστούς ανθρώπους. Προσπαθεί να πείσει τον Γεράρδο να επιστρέψει στη Χάρνταβελ,
η οποία ήταν κάποτε πατρίδα του.
Ο Γεράρδος, όμως, είναι διστακτικός, επειδή είχε τους λόγους του που έφυγε
πριν από χρόνια. Ήταν ένας από τους ιερείς της Χάρνταβελ, που δεν μπορούν ποτέ
να την εγκαταλείψουν, καθώς αυτό σημαίνει τον θάνατό τους από μια δαιμονική
ακατονόμαστη δύναμη που κρύβεται μέσα τους. Αλλά ο Γεράρδος έχει επιβιώσει·
φεύγοντας από τη Χάρνταβελ νομίζει πως κατόρθωσε τελικά να διαλύσει το Εσώτερο
Θηρίο. Μπορεί, όμως, να είναι σίγουρος ότι αυτό δεν θα εμφανιστεί και πάλι εντός
του όταν ξαναγυρίσει στη Χάρνταβελ; Και είναι πρόθυμος να το ριψοκινδυνέψει για
να μάθει;
Η επιστροφή στην πατρίδα του μπορεί να τον φέρει σε σύγκρουση όχι μόνο με το
ιερατείο εκεί, αλλά και με μια δύναμη πιο διαβολική και εξαπλωμένη απ’ό,τι
μπορούσε ποτέ να φανταστεί.
Και, φυσικά, είναι και οι Παντοκρατορικοί στη Χάρνταβελ...
Μετά τη διάλυση της Συμπαντικής Παντοκρατορίας,
ληστές και κακούργοι λυμαίνονται τα άγρια εδάφη της Φεηνάρκια:
απομεινάρηδες των στρατών της Παντοκράτειρας αλλά και γηγενείς που
προσπαθούν να επωφεληθούν από την κατάσταση. Όταν ένας έμπορος από τη
Χόλκεραλ, ο Καντάρφιλ, δέχεται επίθεση από τους ληστές της Σαρντίκα-Νοθ,
μια ομάδα μισθοφόρων έρχεται απρόσμενα προς βοήθειά του για να τρέψει
τους ληστές σε φυγή. Σύντομα όμως ο Καντάρφιλ μαθαίνει πως οι σωτήρες
του είναι κι αυτοί πρώην Παντοκρατορικοί, όπως η Σαρντίκα-Νοθ.
Ονομάζονται Ζωντανοί-Νεκροί, και αρχηγός τους είναι ο Ζαώρδιλ ο
Σκοτωμένος – ένας άνθρωπος που κανονικά θα έπρεπε να είναι νεκρός. Δεν
έσωσαν, όμως, τον έμπορο από τη Σαρντίκα-Νοθ για να τον ληστέψουν οι
ίδιοι· αντιθέτως, τον καθοδηγούν ώστε να φτάσει, μέσω επικίνδυνων
ορεινών περασμάτων, στον προορισμό του: την πόλη της Νασόλκαθ. Εκεί, ο
Ζαώρδιλ ελπίζει να βρει περισσότερες δουλειές για τους μισθοφόρους του,
αλλά ανακαλύπτει πως οι φήμες κυκλοφορούν γρήγορα και είναι πολλοί που
ακόμα έχουν έντονο μίσος για όσους κάποτε υπηρετούσαν την Παντοκράτειρα.
Ωστόσο, υπάρχει και μια γυναίκα – πρώην Παντοκρατορική κι η ίδια – που
επιδιώκει συμμαχία, αν και σκιερή. Και ο Ηγεμόνας της Νασόλκαθ σύντομα
ετοιμάζεται για πόλεμο εναντίον ληστών, και συγκεντρώνει στρατό από
μισθοφόρους κάθε είδους…
Μια επανάσταση ξεκινά, αρχικά περιορισμένη αλλά δυνατή, και σύντομα εξαπλώνεται σαν φωτιά ανεξέλεγκτη. Μια κρυφή δύναμη τη θρέφει από τις σκιές της Πόλης. Εδραιωμένες πλουτοκρατίες καταρρέουν· οι πολιτάρχες της Ρελκάμνια ανησυχούν. Τρόμος και αναστάτωση απλώνονται γύρω από τον Ριγοπόταμο, καθώς προβλέπουν πόλεμο.
Ένας μεγάλος ηγέτης έχει εμφανιστεί και η Πόλη φαίνεται να ζητά το αντίβαρό του – έναν άνθρωπο από συνοικίες αρκετά μακρινές. Εχθρικές δυνάμεις τον θέλουν νεκρό, αλλά μυστηριώδεις συμπτώσεις έρχονται για να τον συντρέξουν. Μισθοφόροι και μαχητές κατευθύνονται προς το επίκεντρο του επικείμενου πολέμου.
Δύο Θυγατέρες της Πόλης αναζητούν ένα πολύτιμο κόσμημα που έκλεψε μια Αδελφή τους – ένα αινιγματικό κατασκεύασμα μιας αρχαίας Θυγατέρας που μπορεί να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στα λάθος χέρια.
Συμμορίες ξεσηκώνονται παντού, ακούγοντας το όνομα του Αλυσοδεμένου Ποιητή που έσπασε τις αλυσίδες του. Καιροσκόποι και πολεμοκάπηλοι πιστεύουν ότι έχουν κάτι να κερδίσουν. Παλιά καθεστώτα γκρεμίζονται, καινούργια παίρνουν τη θέση τους – καλύτερα ή χειρότερα;
Ένας ξεχασμένος χώρος ανοίγει, ξερνώντας πανωλεθρία και δαίμονες από άλλους χρόνους, τραυματίζοντας την Πόλη και φέρνοντας θλίψη στους κατοίκους της.
Οι Νομάδες των Δρόμων ταξιδεύουν στις οδούς και τις λεωφόρους της Ατέρμονης Πολιτείας, καθοδηγούμενοι από την Κυρά τους. Βαδίζοντας, πάντοτε βαδίζοντας. Προσελκύοντας κι άλλους από τις συνοικίες που περνούν. Ένα υπέροχο, μαγευτικό ταξίδι γι’αυτούς, το οποίο τους αποκαλύπτει ολοένα και περισσότερα μυστήρια της Πόλης· αλλά δεν θα αργήσει να τους βάλει και σε τρομερά προβλήματα. Θα βρεθούν ακόμα και στο έλεος αμφιλεγόμενων δυνάμεων ενώ θα θεωρούν τους εαυτούς τους, για πρώτη φορά, χαμένους μέσα στη Ρελκάμνια.
Μια εποχή μεγάλων αλλαγών, από τον Ριγοπόταμο ώς την Ανακτορική Συνοικία...
Ένας εξερευνητής από την Απολλώνια έχει χαθεί στο Πορφυρό Κενό,
ακολουθώντας τα ξεχασμένα ίχνη για κάποιο πιθανό απομεινάρι από τον Ενιαίο Κόσμο
– κάτι που και η Παντοκράτειρα πολύ πιθανόν να θέλει να πάρει στα χέρια της.
Ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, προσπαθεί να προλάβει ένα τέτοιο
ενδεχόμενο, και να ξαναβρεί τον χαμένο εξερευνητή. Στέλνει την Ιωάννα, τη Μαύρη
Δράκαινα, και τον Σέλιρ’χοκ, έναν μάγο του τάγματος των Διαλογιστών, στην Άκρη,
μια πόλη εκεί όπου το σύμπαν τελειώνει και το Πορφυρό Κενό απλώνεται, γεμάτο
Αιωρούμενες Νήσους, Ανέμους, και ανείπωτα όντα.
Στην Άκρη, η Ιωάννα και ο Σέλιρ’χοκ θα βρουν συμμάχους – έναν καπετάνιο του
Κενού, μια Ανεμοσκόπο, έναν μονόφθαλμο κυνηγημένο άντρα – και θα ταξιδέψουν στα
βάθη του Πορφυρού Κενού, σφυροκοπημένοι από Ανέμους… και με έναν από τους πιο
επικίνδυνους πράκτορες της Παντοκράτειρας στο κατόπι τους.
Ο Κάραγγελ, Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα, επιστρέφει στη μεγάλη
πόλη φέρνοντας νέα για τη γενοκτονία της Λευκής φυλής του από μια μαζική επίθεση
Μελανών. Αποζητά εκδίκηση. Αλλά στην Ελρείσβα οι αποφάσεις δεν παίρνονται μόνο
από εκείνον. Ούτε καν μόνο από τον Βασιληά. Ο Πρωτοσπαθάριος Κάραγγελ πρέπει να
συνεννοηθεί με τον Παντοκρατορικό Επόπτη Ευρύμαχο Νάλφερ, που βρίσκεται εκεί,
κυρίως, για να ελέγχει τα ορυχεία ενέργειας της περιοχής. Οι Παντοκρατορικοί
αποδεικνύονται πρόθυμοι να βοηθήσουν τον Κάραγγελ στον αγώνα του για εκδίκηση
εναντίον των Μελανών, αλλά τα όπλα που φέρνουν είναι τόσο καταστροφικά που
κάνουν ακόμα και τον Πρωτοσπαθάριο να προβληματιστεί σχετικά με τις μεθόδους
τους. Και ποια μπορεί να είναι τα κίνητρά τους για τη βοήθεια που του
προσφέρουν;
Το ένα χωριό Μελανών μετά το άλλο αφανίζεται, μέσα στις καυτές ερήμους της
Αρβήντλια, καθώς η εκστρατεία των Παντοκρατορικών ταξιδεύει σαν λαίλαπα ολέθρου.
Ταυτόχρονα, ο Ανδρόνικος, Πρίγκιπας της Επανάστασης, η Ιωάννα η Μαύρη
Δράκαινα, και άλλοι επαναστάτες σύντροφοί τους έρχονται προς την Αρβήντλια μέσω
μιας διαστασιακής διόδου στη Σάρντλι. Αλλά δεν γνωρίζουν ακόμα τίποτα για την
καταστροφή που ο Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα και οι Παντοκρατορικοί
σύμμαχοί του έχουν εξαπολύσει εναντίον των Μελανών φυλών. Στόχος των επαναστατών
είναι η αποκωδικοποίηση ενός μυστηριώδους μηνύματος που, αν οι υποψίες τους
είναι σωστές, θα αλλάξει τα πάντα για την Επανάσταση και για την Παντοκρατορία
σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν...
Περί Γραφής: Περιγραφικές Αποκαλύψεις Ο τρόπος που περιγράφονται τα πράγματα έχει σημασία
Φανταστείτε μια σκηνή που διαδραματίζεται μέσα σ’ένα δωμάτιο. Κάποιοι άνθρωποι βρίσκονται εκεί και συζητάνε για ένα θέμα. Ως συγγραφέας, τι περιγράφεις καθώς ξεκινάς αυτή τη σκηνή; Περιγράφεις τους συνομιλητές έναν-έναν; Περιγράφεις πώς είναι το δωμάτιο; Τι έπιπλα έχει; Πώς είναι διακοσμημένο; Τι φαίνεται έξω από το παράθυρο; Τι ήχοι, ή μυρωδιές, έρχονται από έξω;
Τα περιγράφεις όλα αυτά; Αν το καλοσκεφτείς, τα πράγματα που μπορείς να περιγράψεις σε μια σκηνή είναι πάρα πολλά, αν όχι άπειρα. Και, όσο καλά και να περιγράψεις κάτι, πάντα θα έχεις «ελλείψεις» (όχι τυχαία εντός εισαγωγικών)· γιατί ο γραπτός λόγος δεν είναι σαν το βίντεο ή τη φωτογραφία, ούτε σαν τη ζωγραφική. Ο γραπτός λόγος απλώς δημιουργεί εντυπώσεις μέσα στο μυαλό ώστε να πλάσει την εικόνα ο αναγνώστης με τη φαντασία του. Ο γραπτός λόγος, επίσης, νομίζω πως βοηθά και τη φαντασία του συγγραφέα να καθοδηγηθεί, την οργανώνει.
Αλλά το ερώτημα είναι: Ως συγγραφέας, τι περιγράφεις σε μια σκηνή; Περιγράφεις τα πάντα; Πρακτικά αδύνατον. Περιγράφεις όσο πιο πολλά μπορείς; Πρακτικά, τρομερά χρονοβόρο και... κειμενοβόρο. Πόσες σελίδες θα αφιερώσεις απλά και μόνο για να περιγράψεις ένα δωμάτιο και τους ανθρώπους που είναι μέσα; Δεν είναι θέμα κόστους (ότι το βιβλίο θα βγει πολύ μεγάλο), ούτε είναι μόνο θέμα τού ποιος θα καθίσει να τα διαβάσει όλα αυτά. Είναι θέμα ουσίας. Τι νόημα έχει μια τόσο μεγάλη περιγραφή;
Ορισμένοι συγγραφείς το κάνουν, αλλά, και πάλι, όχι συνέχεια. Δεν γίνεται συνέχεια. Και ούτε αυτό βοηθά τη φαντασία. Αν προσέξετε, μερικές φορές όσο πιο μακροσκελής είναι η περιγραφή τόσο πιο δύσκολο είναι, ως αναγνώστης, να φανταστείς αυτό που περιγράφεται! Μοιάζει παράξενο, κι όμως είναι αλήθεια. Όσο πιο πολλές οι λέξεις τόσο πιο δύσκολα λειτουργεί η φαντασία για να σχηματίσει τη σκηνή που ο συγγραφέας θα ήθελε να σχηματίσουμε στο μυαλό μας.
Γιατί; Νομίζω πως είναι επειδή, απλά, δεν μπορούμε να συγκρατήσουμε τόσες πολλές πληροφορίες και να τις συνδυάσουμε συγχρονισμένα. Σκέψου: Αν ο συγγραφέας γράφει ότι ήταν ένα πλούσιο, όμορφα επιπλωμένο δωμάτιο, αυτό μπορείς να το φανταστείς. Όπως εσύ θέλεις. Αν σου γράφει ακριβώς πώς ήταν επιπλωμένο, πού υπήρχε τι, πού ήταν ένα αγαλματίδιο ή ένας πίνακας, και τα λοιπά, τότε θα δυσκολευόσουν περισσότερο να φανταστείς αυτό το δωμάτιο, γιατί θα έπρεπε να κρατήσεις μέσα στο μυαλό σου όλες αυτές τις λεπτομέρειες μία-μία και μετά να τις συνδυάσεις όπως σε καθοδηγεί ο συγγραφέας. Σίγουρα θα έπρεπε να συμπληρώσεις κι εσύ κάτι με τη φαντασία σου, αλλά τα υπόλοιπα θα έπρεπε να τα... βάλεις στη θέση τους, ας πούμε, όπως συναρμολογείς ένα παζλ. Και αυτό πολύ σπάνια γίνεται σωστά. Συνήθως, ο αναγνώστης απλά αγνοεί τις λεπτομέρειες, το φαντάζεται όπως θέλει (ίσως και έχοντας υπόψη του κάτι από την περιγραφή), και συνεχίζει να διαβάζει. (Εκτός αν είναι ζωγράφος και θέλει να πάρει οδηγίες για το πώς να ζωγραφίσει αυτή τη σκηνή.)
Αυτό σημαίνει ότι δεν έχει αξία η καλή περιγραφή; Ότι δεν έχει νόημα να περιγράφουμε τίποτα;
Όχι, δεν λέω τέτοιο πράγμα. Καλλιτεχνική αξία μπορεί να έχει, αλλά κάπου χάνεται η ουσία μέσα στην πολύ «βαβούρα». Οι πολλές πληροφορίες δεν δημιουργούν διαύγεια· δημιουργούν σύγχυση. Οπότε, το μυαλό απλά τις αγνοεί.
Από την άλλη, αν όλα τα δωμάτια είναι απλώς «ένα δωμάτιο» (χωρίς περιγραφή), αν τίποτα δεν περιγράφεται, τότε τα πάντα μοιάζουν λιγάκι επίπεδα μέσα στην αφήγηση. Μοιάζουν κενά. Σαν κάποιες ταινίες επιστημονικής φαντασίας που παντού είναι λευκοί τοίχοι τριγύρω, τελείως κενοί.
Πρέπει κάτι να υπάρχει. Στο περιβάλλον, πάντα κάτι υπάρχει. Τα πράγματα δεν είναι κενά.
Στο ερώτημα «Τι περιγράφεις, λοιπόν;», υπάρχουν διάφορες απαντήσεις.
Μία απάντηση είναι ότι περιγράφεις «τα πάντα» (που ποτέ δεν μπορεί να είναι τα πάντα ακριβώς), για καλλιτεχνικούς λόγους και μόνο. Ο Mervyn Peake ήταν ένας συγγραφέας που το έκανε. Στο τέλος παραφρόνησε (κυριολεκτικά) – ελπίζω όχι από αυτό.
Μια άλλη απάντηση (η προτιμώμενη από εμένα) είναι ότι περιγράφεις ό,τι λογικά θα έκανε εντύπωση αν ήσουν εκεί. Για παράδειγμα, αν υπάρχει ένα μεγάλο άγαλμα σε μια αυλή, λογικά πρέπει να το αναφέρεις. Κάνει εντύπωση.
Μια άλλη απάντηση είναι πως περιγράφεις μόνο ό,τι είναι απαραίτητο για την ιστορία σου. Αν δεν έχει κάποιο νόημα μέσα στην ιστορία, γιατί να το περιγράψεις; Είναι, εν μέρει, η λογική του όπλου του Τσέχοφ. Το ερώτημα είναι, τι γίνεται τότε με την ατμόσφαιρα; Τι γίνεται με την αίσθηση της αφήγησης; Αν τίποτα δεν είναι άμεσα σχετιζόμενο με την πλοκή, πρέπει να τα αφήσεις όλα κενά;
Μια τελευταία (ίσως) απάντηση είναι να μην περιγράφεις τίποτα παρά μόνο τα απολύτως απαραίτητα και να αφήνεις τον αναγνώστη να τα φαντάζεται όλα όπως θέλει.
Ο τρόπος παρουσίασης, επίσης, έχει σημασία. Ας πάρουμε πάλι για παράδειγμα εκείνη τη σκηνή όπου κάποιοι άνθρωποι είναι συγκεντρωμένοι σ’ένα δωμάτιο για να συζητήσουν. Πότε κάνεις περιγραφή; Προτού ξεκινήσεις τον διάλογο μεταξύ τους; Κατά τη διάρκεια του διαλόγου; Αφού τελειώσει ο διάλογος;
Όλα αυτά δημιουργούν κάποιο αισθητικό αποτέλεσμα μέσα στην αφήγηση. Το να περιγράψεις τα πάντα από την αρχή, ίσως να είναι κουραστικό (και για τον συγγραφέα, όχι μόνο για τον αναγνώστη). Φαντάσου να περιγράφεις το δωμάτιο και όλους τους ανθρώπους μέσα, έναν-έναν, προτού ξεκινήσει να μιλάει οποιοσδήποτε. Είναι στα όρια του ακραίου. Είναι σαν να κοιτάζεις αυτούς τους ανθρώπους ακίνητους εκεί, κοκαλωμένους, επί μια, δυο σελίδες, προτού αρχίσουν, δια μαγείας, να μιλάνε και να κινούνται!
Από την άλλη, αν ξεκινήσεις τον διάλογο ξαφνικά, χωρίς να έχουμε ιδέα πού βρισκόμαστε, μπορεί αυτό να έχει μια αίσθηση σαν φαντάσματα που μιλάνε στο κενό.
Η καλύτερη στρατηγική, σε τέτοιες περιπτώσεις, προσωπικά νομίζω πως είναι να δίνεις κάποια βασική περιγραφή στην αρχή και να προσθέτεις πληροφορίες καθώς συνεχίζεις, αλλά όχι τόσο πολλές ώστε να επιβαρύνεται η δράση, ή ο διάλογος. Δηλαδή, δεν μπορεί να σταματάς τον διάλογο για να μας λες για τους πίνακες στους τοίχους του δωματίου. Αλλά μπορείς, πχ, να πεις ότι ο τάδε χαρακτήρας έστρεψε το βλέμμα του σκεπτικά προς έναν πίνακα που ήταν [περιγραφή πίνακα], προτού συνεχίσεις τον διάλογο.
Μερικές φορές, όμως, για να δημιουργήσει κανείς μυστήριο, μπορεί απλά να κάνει μια σκηνή που είναι σκέτος διάλογος χωρίς καθόλου περιγραφή. Δεν ξέρεις πού είναι οι ομιλητές· ξέρεις ότι απλά μιλάνε. Αυτό είναι κάτι που μπορείς να το κάνεις μόνο στη λογοτεχνία. Σε άλλες μορφές αφήγησης, που είναι πιο οπτικές (όπως κινηματογράφος), δεν μπορείς το ίδιο εύκολα να το κάνεις – εκτός αν ρίξεις σκοτάδι γύρω από τους ηθοποιούς ή αν δείχνεις μόνο τα πρόσωπά τους χωρίς να φαίνεται ο γύρω χώρος.
Και υπάρχει και η επιλογή τού να κάνεις περιγραφή στο τέλος, μετά από τη δράση, μετά από τον διάλογο. Μπορεί κανείς να αναρωτηθεί τι νόημα έχει αυτό. Αισθητικό νόημα, κατά πρώτον. Μπορεί, πχ, να γράψεις ένα διάλογο και, μετά, αφού όλοι φύγουν από το δωμάτιο, να περιγράψεις το δωμάτιο. Τελείως για αισθητικούς λόγους. (Ναι, είναι λιγάκι εκκεντρικό, αλλά όχι χωρίς κάποιο αισθητικό νόημα.)
Όμως η χρησιμότητα αυτής της τεχνικής είναι, κυρίως, στις εκπλήξεις.
Σκέψου, για παράδειγμα, ότι δεν είναι καν ανάγκη να αναφέρεις όλους τους χαρακτήρες που βρίσκονται μέσα σε μια σκηνή. Αν είναι ένα δωμάτιο όπου τέσσερις άνθρωποι συζητάνε, δεν είναι ανάγκη εξαρχής να αναφέρεις και τους τέσσερις. Μπορείς να τους αναφέρεις έναν-έναν καθώς ξεκινάνε να μιλάνε. Και, για κάποιο αφηγηματικό χρόνο, μπορεί να φαίνεται ότι συζητάνε μόνο τρεις, ότι δεν υπάρχει άλλος στο δωμάτιο. Αλλά εσύ, ως συγγραφέας, ξέρεις ότι υπάρχει ένας ακόμα, καθισμένος παράμερα και παρακολουθώντας. Αυτόν τον έναν μπορείς να τον αναφέρεις ξαφνικά στο τέλος της σκηνής, ή προς το τέλος. Και ίσως αυτός να είναι ένας χαρακτήρας-έκπληξη: κάποιος, πχ, που μπορεί να νομίζαμε χαμένο ώς τώρα αλλά τελικά αποκαλύπτεται ότι είναι εκεί.
Αυτό δεν γίνεται μόνο με χαρακτήρες αλλά και με αντικείμενα στον χώρο τα οποία έχουν κάποια ιδιαίτερη σημασία. Για παράδειγμα, γράφεις για κάποιους ανθρώπους που μιλάνε μέσα σ’ένα δωμάτιο, και είναι και λιγάκι μυστηριώδεις μέσα στην αφήγηση. Όταν ο διάλογος τελειώσει, κι αυτοί αρχίσουν να φεύγουν από το δωμάτιο, μας περιγράφεις ότι στον τοίχο είναι κρεμασμένη μια ταπετσαρία με το σύμβολο μιας συγκεκριμένης οργάνωσης ή θρησκείας – οπότε, από αυτό, γίνονται κατανοητά κάποια αμφίβολα πράγματα που είχαν ειπωθεί πιο πριν, στον διάλογο.
Η ποσότητα της περιγραφής, αλλά και ο τρόπος που η περιγραφή παρουσιάζεται, παίζουν μεγάλο ρόλο μέσα στην αφήγηση. Αλλάζουν την αισθητική της. Αλλάζουν ακόμα και το ίδιο το ενδιαφέρον της.
(ΣημείωσηΣημείωση για τα Περί Γραφής
Αν είσαι φυσιολογικός αναγνώστης δε χρειάζεται να
διαβάσεις αυτό το κομμάτι. Αν είσαι από εκείνους που θα σκεφτούν
«Και ποιος νομίζει ότι είναι αυτός που θα μιλήσει για τη συγγραφή;»,
ή «Πολύ σπουδαίος δεν την έχει δει για να μας λέει πώς θα
γράφουμε;», ή κάτι παρόμοια κολακευτικό για το άτομό μου, τότε είσαι
το Πράσινο Ανθρωπάκι, και μπορείς να συνεχίσεις να διαβάζεις.
Αγαπητό Πράσινο Ανθρωπάκι,
Στα Περί Γραφής
μιλάω για ορισμένες από τις συγγραφικές μου εμπειρίες, και δίνω
κάποιες συμβουλές ή κατευθυντήριες γραμμές για νέους (όχι,
απαραιτήτως, ηλικιακά) συγγραφείς. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από
αυτό: εμπειρίες, σκέψεις, συμπεράσματα. Το διαβάζεις, κι αν
πιστεύεις ότι σου λέει κάτι ενδιαφέρον, έχει καλώς· αν πιστεύεις ότι
δε σ'ενδιαφέρει, ή αν διαφωνείς κάθετα, το αγνοείς. Τουλάχιστον,
αυτό κάνω εγώ όταν διαβάζω παρόμοια άρθρα: αν θεωρώ ότι λέει κάτι
ενδιαφέρον, το διαβάζω με ευχαρίστηση· αν θεωρώ ότι δεν με
ενδιαφέρει, το αγνοώ.
Να το έχεις αυτό υπόψη σου όταν διαβάζεις τα
Περί Γραφής. Δεν είναι δεσμευτικά, ούτε κανένας νόμος· είναι,
απλώς, μερικές σκέψεις, γνώμες, και εμπειρίες μου.
για τα Περί Γραφής.)