[#1] [#2] [#3][#4] [#5] [#6] [#7] [#8] [#9] [#10] [#11] [#12] [#13] [#14] [#15] [#16] [#17] [#18] [#19] [#20] [#21] [#22] [#23] [#24] [#25] [#26] [#27] [#28] [#29] [#30] [#31] [#32] [#33] [#34] [#35]
…Διασχίζοντας μια ζούγκλα, καταφέρνει να φτάσει σ’έναν από τους Στριφτούς Ναούς που είχε ακούσει μονάχα σε μύθους. Βαδίζει προσεχτικά και περνά την πέτρινη αψιδωτή είσοδο του Ναού κρατώντας ψηλά εμπρός του ένα αναμμένο δαδί. Τα βήματά του αντηχούν μέσα στο κυλινδρικό πέρασμα. Και ο ερευνητής βρίσκεται, τελικά, αντίκρυ σ’έναν τοίχο γεμάτο αρχαϊκά λαξεύματα, άγνωστα ακόμα και στην πλειονότητα των σοφότερων των σοφών. Βγάζει από τα ρούχα του ένα κομμάτι χαρτί, το ξεδιπλώνει και το κοιτάζει. Κοιτάζει, μετά, τα λαξεύματα στον τοίχο. Κοιτάζει το χαρτί. Κοιτάζει τα λαξεύματα.
Γελώντας ξέφρενα, πετά το χαρτί και τον δαυλό, και τρέχοντας βγαίνει απ’τον Στριφτό Ναό. Μέσα στη ζούγκλα, χοροπηδά, συνεχίζοντας να γελά κατευχαριστημένος. Τις κραυγές που βγάζει κανένας δεν θα μπορούσε να τις μπερδέψει για τίποτε άλλο παρά για κραυγές ενός ανθρώπου που έχει ξαφνικά ανακαλύψει την ευτυχία.
Μετά, τραβά ένα ιεροτελεστικό μαχαίρι απ’το θηκάρι του και, βαστώντας το με τα δύο χέρια, το καρφώνει στο στήθος του.
Πέφτει κάτω, ανάσκελα, και πεθαίνει.
Από το ανοιχτό του στόμα ξεπροβάλει μια γκρίζα, άυλη μορφή, η οποία διαγράφει μερικές σπείρες πάνω από το πτώμα προτού πετάξει πέρα από τις φυλλωσιές των δέντρων της ζούγκλας και βρεθεί στους ουρανούς.
Από εκεί ταξιδεύει σε κάθε γωνιά του κόσμου. Αντικρίζει θεάματα που κανείς ποτέ δεν θα δει. Ακούει μουσικές που κανείς ποτέ δεν θα ακούσει. Μαθαίνει μυστικά που κανείς ποτέ δεν θα γνωρίσει. Γίνεται διάφοροι άνθρωποι: άντρες, γυναίκες, παιδιά· άρχοντες, χωριάτες, στρατιώτες, τεχνίτες· συμπονετικοί, μοχθηροί, καλοσυνάτοι, δόλιοι· συνετοί, απερίσκεπτοι, έξυπνοι, ανόητοι· όμορφοι, άσχημοι, χοντροί, λεπτοί, κοντοί, ψηλοί…
Κι ένας απ’αυτούς τους ανθρώπους, διασχίζοντας μια ζούγκλα, καταφέρνει να φτάσει σ’έναν από τους Στριφτούς Ναούς που είχε ακούσει μονάχα σε μύθους. Βαδίζει προσεχτικά και περνά την πέτρινη αψιδωτή είσοδο του Ναού κρατώντας ψηλά εμπρός του ένα αναμμένο δαδί. Τα βήματά του αντηχούν μέσα στο κυλινδρικό πέρασμα. Και ο ερευνητής βρίσκεται, τελικά, αντίκρυ σ’έναν τοίχο γεμάτο αρχαϊκά λαξεύματα, άγνωστα ακόμα και στην πλειονότητα των σοφότερων των σοφών. Βγάζει από τα ρούχα του ένα κομμάτι χαρτί, το ξεδιπλώνει και το κοιτάζει. Κοιτάζει, μετά, τα λαξεύματα στον τοίχο. Κοιτάζει το χαρτί. Κοιτάζει τα λαξεύματα.
Γελώντας ξέφρενα, πετά το χαρτί και τον δαυλό, και τρέχοντας βγαίνει απ’τον Στριφτό Ναό…
Όταν η πολεοθύελλα έρχεται οι πόλεις μετασχηματίζονται: οι στροφές των δρόμων παίρνουν άλλες κλίσεις· οι δρόμοι διαιρούνται σε σταυροδρόμια, τα σταυροδρόμια ενώνονται· οι γειτονιές ανατοποθετούνται· γέφυρες γίνονται ένα με τη γη, η γη γίνεται γέφυρες· καμάρες δημιουργούνται εκεί που δεν υπήρχαν· υπόγεια σκαρφαλώνουν για να βγουν στο φως· ανώγια βυθίζονται στα κατάβαθα του εδάφους· ακόμα και μερικά οικήματα αλλάζουν σχήμα.
Οι πολεοθύελλες ξεκινούν από γεγονότα: στη Νισράκνη, μέσα στον εμφύλιο πόλεμο των Πράσινων και των Μαύρων· στη Φαστάρδη, ύστερα από τη Διαδήλωση της Εβδόμης Κλίμακας (επίσης γνωστή και ως Διαδήλωση της Μεγάλης Αλλαγής)· στη Νουνμάση, όταν οι Αδελφές του Ψεύδους ανατίναξαν το Προεδρικό Μέγαρο· στη Φισνιλάη, κατά τη διάρκεια των ταραχών που προκάλεσαν στην Κεντρόπολη οι πτητικοί πειρατές του Κρανιόσχημου Σταυρού· στη Λορκάβη, όταν η μεγάλη διαρροή νερελκάβιας ενέργειας, από το Εργοστάσιο των Πυργοδών, έδωσε ζωή σε τριάντα-δύο χιλιάδες οχήματα...
Οι πόλεις άλλαξαν για πάντα. Οι παλιοί χάρτες δεν είχαν, πλέον, νόημα. Οι κάτοικοι, ύστερα από τις πολεοθύελλες, βρέθηκαν σε καινούργιους, ανέγνωρους κόσμους: λαβυρίνθους δαιδαλώδεις και, αρχικά, τρομαχτικούς. Η Μεγάλη Χαρτογράφηση είχε ήδη ξεκινήσει… αλλά όλοι φοβόνταν την επόμενη πολεοθύελλα· και κανείς δεν μπορούσε να την προβλέψει. Μονάχα ασαφείς μαντείες έκαναν όσοι τα μυαλά τους είχαν πειραχτεί από τις πολεοθύελλες: αυτοί που τώρα ήταν ή τρελοί ή κάτοχοι κάποιας αρχαίες πρωταρχικής γνώσης που είχε φανερωθεί και πάλι στον κόσμο. Μπορούσαν να διακρίνουν σημάδια στις πόλεις που οι άλλοι δεν έβλεπαν· ορκίζονταν ότι άκουγαν τις πόλεις να αναπνέουν, ότι τις αισθάνονταν να σαλεύουν κάτω από τα πόδια τους, ότι ήταν ζωντανοί οργανισμοί. Οι πολεομάντες ήξεραν πότε ένα φορτηγό με τρεις γαλανές λωρίδες θα έστριβε κάτω από τη γέφυρα και θα σταματούσε μπροστά σ’ένα εστιατόριο· πότε η πρώτη γυναίκα για σήμερα θα περνούσε μπροστά από μια πολυκατοικία· πότε τα σταυροδρόμια ήταν επικίνδυνα για τους διαβάτες· πότε τα αυτοκίνητα έπρεπε να προσέχουν όταν διέσχιζαν γέφυρες· πότε οι λεωφόροι θα είχαν μποτιλιάρισμα.
Όταν, όμως, ήρθαν οι επόμενες πολεοθύελλες τούς ξάφνιασαν όλους...
Στο κέντρο της Λίμνης των Ατμών, επάνω σε μια νησίδα, είναι χτισμένο ένα πανύψηλο άγαλμα. Έχει τη γενικότερη μορφή ανθρώπου αλλά είναι ακαθόριστου φύλου. Με τα δύο χέρια, κρατά στα χείλη του κάτι που μοιάζει με σουραύλι, κι από την άκρη αυτού του σουραυλιού βγαίνουν κάθε τόσο φούσκες, μικρότερες και μεγαλύτερες, οι οποίες ταξιδεύουν ψηλά στον ουρανό και πάνε πάντα προς το φεγγάρι, όπως φαίνεται τις νύχτες.
Οι πιο μορφωμένοι λένε ότι οι ατμοί της λίμνης περνάνε από ένα ειδικό άνοιγμα στη βάση του αγάλματος, ανέρχονται στο εσωτερικό του με ειδικές σωληνώσεις, και τελικά βγαίνουν ως φούσκες από το σουραύλι που κρατά στο στόμα του.
Η Λισμπέπ τράβηξε μια μικρή βάρκα ώς τις όχθες της Λίμνης των Ατμών, μέσα στη νύχτα. Την έριξε στο νερό και την καβάλησε, νιώθοντας τους ατμούς να την ανασηκώνουν πάνω από τη λίμνη παιχνιδιάρικα. Έπιασε τα κουπιά και κωπηλάτησε μέχρι το άγαλμα χωρίς δυσκολία, παρά τις ασυνήθιστες ιδιότητες της λίμνης. Κατέβηκε από τη βάρκα, έβγαλε το σχοινί της από την πλάτη, το στριφογύρισε πάνω απ’το κεφάλι της (είχε δέσει μια πέτρα στην άκρη του για να μπορεί να γυρίζει άνετα), και το εκτόξευσε ψηλά. Το σχοινί τυλίχτηκε γύρω απ’το ένα χέρι του αγάλματος, και η Λισμπέπ πιάστηκε κι άρχισε να σκαρφαλώνει, σταυρώνοντας τα πόδια της και γαντζώνοντας το ένα χέρι μετά το άλλο.
Όταν έφτασε επάνω, οι μύες της πονούσαν, αλλά ήταν τώρα δίπλα στον στόχο της. Βαδίζοντας προσεχτικά πάνω στο χέρι του αγάλματος, πάτησε στο σουραύλι και πλησίασε την άκρη του. Μια μεγάλη φούσκα βγήκε και υψώθηκε στον νυχτερινό ουρανό προτού η Λισμπέπ την προλάβει. Η Λισμπέπ γονάτισε, για καλύτερη ισορροπία, και περίμενε. Ακόμα μια φούσκα βγήκε. Θα την προλάβαινε αυτήν αν ήθελε, αλλά έκρινε πως ήταν μικρή και δεν τη βόλευε· έτσι, την άφησε να φύγει.
Η επόμενη φούσκα πρέπει να ήταν ακριβώς όσο μεγάλη τής χρειαζόταν, παρατήρησε η Λισμπέπ. Αμέσως, τινάχτηκε όρθια και πήδησε καταπάνω της. Προς στιγμή αισθάνθηκε μια κολλώδη μεμβράνη να υποχωρεί, και μετά ήταν μέσα στη φούσκα. Ανεβαίνοντας ολοένα και πιο ψηλά στον ουρανό.
Πηγαίνοντας προς το φεγγάρι.
Οι φήμες ήταν αληθινές! σκέφτηκε η Λισμπέπ, και, ικανοποιημένη, κάθισε οκλαδόν μέσα στη φούσκα της.
Η φούσκα πέρασε από τη μεγάλη νύχτα του ουρανού, αφήνοντας τη γη πίσω της και ζυγώνοντας το καταπράσινο φεγγάρι. Το οποίο μεγάλωνε στα μάτια της Λισμπέπ… και μεγάλωνε… και μεγάλωνε… και–
Ήταν στο φεγγάρι, τώρα.
Η φούσκα της χτύπησε στα κλαδιά ενός γιγάντιου δέντρου με γαλανό κορμό και – ποπ! – έσκασε. Η Λισμπέπ, μ’ένα ουρλιαχτό, έπεσε μέσα στις φυλλωσιές, σπάζοντας τη μία μετά την άλλη μετά την άλλη μετά την άλλη από κάτω της. Πουλιά πετούσαν τρομαγμένα, για να απομακρυνθούν από το πέρασμά της. Μικρά ζώα τινάζοντας τσυρίζοντας.
Η Λισμπέπ κοπάνησε, τελικά, στο έδαφος. Γαμώτο! σκέφτηκε, καθώς σηκωνόταν τρίβοντας τα πισινά της. Η πτώση δεν ήταν ανώδυνη.
Είχε βρεθεί σε μια δασώδη περιοχή, παρατήρησε. Και μετά, πρόσεξε κάτι πιο άμεσο: Ένα μεγάλο τριχωτό θηρίο με τρία πόδια και μεγάλη γλώσσα ερχόταν προς το μέρος της, μέσα από τη βλάστηση. Πρέπει να ήταν πεινασμένο.
Η Λισμπέπ τράβηξε από τη ζώνη της το μαγικό ραβδάκι της, το έκανε πέρα-δώθε, και – βζζουμ! – το θηρίο εξαφανίστηκε αφήνοντας μόνο μια λεπτή κίτρινη σκόνη πίσω του. Η Λισμπέπ μάζεψε τη σκόνη και την έβαλε σ’ένα σακουλάκι.
Μετά απ’αυτό το περιστατικό, ταξίδεψε για κάμποσες ημέρες στο φεγγάρι· κι όποτε συναντούσε κάποιο επικίνδυνο θηρίο, κουνούσε το μαγικό ραβδάκι της και το έκανε σκόνη, όχι πάντοτε κίτρινη, αλλά πάντοτε τη μάζευε και την έβαζε σ’ένα σακουλάκι. Όταν της τελείωσαν τα σακουλάκια, έφτιαξε καινούργια από κάτι φεγγαροφυτά.
Δε βρήκε όμως τίποτα πραγματικά ενδιαφέρον στο φεγγάρι, κι άρχισε να τσαντίζεται. Επιπλέον, δε φαινόταν να υπάρχει τρόπος για να ξαναγυρίσει στη γη· κι αυτό ήταν ένα σοβαρό πρόβλημα…
Τελικά, έφτασε σ’έναν πύργο στην πίσω μεριά του φεγγαριού. Ο πύργος ήταν χτισμένος από γκρίζους βράχους γεμάτους πρασινάδες.
«Είναι κανείς εδώ;»
«Όχι,» απάντησε μια φωνή – αντρική, μάλλον. «Φύγε.»
«Είσαι ο μόνος που έχω συναντήσει εδώ! Βγες να μιλήσουμε!»
«Φύγε, λέω! Είσαι παραίσθηση.»
«Δεν είμαι παραίσθηση!»
«Δεν υπάρχεις! Φύγε!»
«Υπάρχω! Βγες να με δεις καλύτερα.»
«Ένα φάντασμα περιφέρεται εδώ· το ξέρεις;»
«Δεν το είδα πουθενά· πρέπει νάχει φύγει. Μπορείς να βγεις από κει μέσα.»
«Δεν ξέρεις για το φάντασμα, δηλαδή;»
«Όχι.»
«Χε-χε-χε-χε…»
Η Λισμπέπ περίμενε.
Από την είσοδο του πύργου βγήκε κάποιος που φορούσε μια πελώρια μάσκα, μεγαλύτερη από το μισό του σώμα.
Η Λισμπέπ γέλασε. «Δεν είμαστε σε καρναβάλι!»
«Δε σ’αρέσει το πρόσωπό μου;»
«Βγάλτο να σε δω. Από πότε είσαι εδώ πάνω; Δεν είχα ακούσει ποτέ τίποτα για σένα.»
«Μου το είπες και πιο πριν.»
«Ε;…»
«Χε-χε-χε-χε…»
«Βγάλε τη μάσκα σου!»
«Αφού επιμένεις.»
Έριξε τη μάσκα του στο έδαφος, κι από πίσω δεν υπήρχε κεφάλι. Δεν υπήρχε τίποτα.
Τα μάτια της Λισμπέπ γούρλωσαν. Κατάλαβε ότι αυτό πρέπει να ήταν το φάντασμα του φεγγαριού. Έκανε, αμέσως, το ραβδάκι της πέρα-δώθε, επιχειρώντας να το εξαφανίσει.
Το μαγικό δεν έπιασε.
Σκατά! σκέφτηκε η Λισμπέπ. Τη γαμήσαμε.
Το φάντασμα τής όρμησε ουρλιάζοντας σαν να το τραβούσαν από τα μαλλιά που δεν είχε.
Αλλοφροσύνη επακολούθησε.
Αλλόκοτες στριγκλιές· κλοτσιά· γροθιές και γροθιές· ρούχα ανεμίζουν περίεργα· χτυπήματα από αόρατα πράγματα· κλοτσιά· στριγκλιές που τρυπούν το κρανίο· ραβδί προς κεφάλι, δεν βρίσκει κεφάλι να χτυπήσει· αλλόκοτες στριγκλιές· γροθιές, κλοτσιά, γροθιές· κάτι αόρατο σαν μπαστούνι· κλοτσιά· κάτι δαγκώνει το αφτί της, επώδυνα· ρούχα ανεμίζουν περίεργα· ουρλιαχτά της συμφοράς· ένα παπούτσι φεύγει· το χώμα δεν έχει ωραία γεύση στο φεγγάρι· κάτι αόρατο πιέζει το λαιμό της· τραβά τα ρούχα που ανεμίζουν περίεργα· τα τραβά ακόμα πιο δυνατά· τα ρούχα σκίζονται· κουρελιάζονται.
Ουρλιαχτό θυμού και τρόμου.
Ο ήχος του σκισίματος ρούχων που ανεμίζουν περίεργα.
Σε λίγο, μονάχα κομμάτια υφάσματος απομένουν στα χέρια της Λισμπέπ.
Γυρίζει στο πλάι, βήχοντας.
Όταν συνέρχεται καλά-καλά, σηκώνεται όρθια, παίρνει το ραβδάκι της, φοράει το παπούτσι της. Κοιτάζει τον πέτρινο πύργο. Πηγαίνει, κουρασμένα, προς τα εκεί.
Κι ακόμα δεν έχει επιστρέψει στη γη η Λισμπέπ η Μάγισσα του Πράσινου Φεγγαριού. Διότι στο φεγγάρι δεν υπάρχει Λίμνη των Ατμών, ούτε φούσκες που υψώνονται προς τη γη.
Στις βόρειες παρυφές της Θοριανδιανής Αυτοκρατορίας, όπου οι τόποι είναι κυρίως ορεινοί, ξεκινά ένα πυκνό και σκοτεινό δάσος ανάμεσα σε δύο οροσειρές. Ένα δάσος που τα δέντρα του είναι αειθαλή και ψηλά, με χοντρούς κορμούς και κλαδιά που σχηματίζουν πλέγματα τα οποία κρύβουν τον ουρανό και φράζουν μονοπάτια. Το δάσος φέρει το όνομα Χίρ’σβεχ: μια λέξη που στη γλώσσα του μισοεξαφανισμένου λαού των Τιρκένθων είναι κατάρα. Ομίχλες τυλίγουν τα δέντρα και τα φυτά του δάσους, και κρύβουν θανάσιμους κινδύνους πίσω τους: θηρία, άγρια ζώα, πρωτόγονες φυλές, λάκκους, βάραθρα, αβύσσους, και χαράδρες. Κι αυτές οι ομίχλες ποτέ δεν υποχωρούν, ό,τι εποχή του χρόνου κι αν είναι.
Απόμακρα, από τα βάθη του δάσους, αλυχτήματα, κραυγές, ουρλιαχτά, και γρυλίσματα αντηχούν, χωρίς η προέλευσή τους να είναι ξεκάθαρη.
Μια παλιά δημοσιά διασχίζει το δάσος, από τον νότο ώς τον βορρά· και δεν είναι φτιαγμένη από τους ανθρώπους της Θοριάνδης: προϋπήρχε πολύ πριν από τον σχηματισμό της Αυτοκρατορίας. Ανατολικά και δυτικά, σ’όλο το μήκος της, ξεκινούν μικρότεροι δρόμοι και μονοπάτια, τα οποία οδηγούν βαθιά μέσα στο Χίρ’σβεχ, σε μέρη που είναι άγνωστα και αχαρτογράφητα, γιατί ελάχιστοι έχουν ακολουθήσει αυτούς τους δρόμους – και δεν έχουν επιστρέψει. Ερείπια πανάρχαιων πόλεων φημολογείται ότι κρύβονται μέσα στις ομίχλες του δάσους, γεμάτα πλούτη και κινδύνους – τα απομεινάρια προηγούμενων αυτοκρατοριών, που τις κατάπιε η δύναμη του δάσους, αχαλίνωτη και πέραν από την κατανόηση των ανθρώπων. Μια δύναμη της φύσης, προερχόμενη από τη γη, τη βλάστηση, τα θηρία, και την ομίχλη· προερχόμενη από αρχαίες κατάρες, ξόρκια, πνεύματα, δαίμονες, και γητειές.
Η δημοσιά, διασχίζοντας το δάσος, φτάνει τελικά σε μια κοιλάδα στους πρόποδες των Τελευταίων Βουνών, μετά από τα οποία όλοι ξέρουν πως ο κόσμος τελειώνει. Το όνομά της είναι η Σιωπηλή Κοιλάδα, και δεν είναι ακατοίκητη, αν και οι κάτοικοί της, όπως η ονομασία του μέρους υποδηλώνει, είναι πράγματι λιγομίλητοι και παράξενοι άνθρωποι. Ωστόσο, δεν είναι πρωτόγονοι (αν και οι Θοριάνδιοι τούς θεωρούν βαρβάρους και λάτρεις δαιμονικών θεών)· βόσκουν κατσίκια, κυνηγούν αγριογούρουνα και ελάφια, και σπέρνουν και θερίζουν. Έχουν ακόμα κι έναν Ναό, αφιερωμένο στους θεούς των βουνών και του δάσους, που μόνο αυτοί λατρεύουν.
Η δημοσιά που διασχίζει το Χίρ’σβεχ είναι μακριά: ένας οδοιπόρος θέλει τέσσερις μέρες για να την ταξιδέψει, κι ένας καβαλάρης τις μισές από αυτές. Και στο δρόμο του, πέρα από τις τρομαχτικές σκιές που θα δει πίσω από τις ομίχλες του δάσους και πάνω στα κλαδιά, πέρα από τις απερίγραπτες κραυγές και τα αλυχτήματα που θα ακούσει, θα συναντήσει και συντρίμμια από κάρα, σπασμένα κιβώτια και βαρέλια, και εμπορεύματα και νομίσματα πεταμένα από δω κι από κει. Πτώματα ποτέ, όμως· σαν κάτι να τα έχει τραβήξει βαθιά μέσα στις ομίχλες και στη βλάστηση.
Οι έμποροι που έχουν βρει τέτοιο τέλος είναι πάντοτε άνθρωποι που ανεβαίνουν από τη Θοριανδιανή Αυτοκρατορία· ποτέ άνθρωποι που κατεβαίνουν από τη Σιωπηλή Κοιλάδα.
Αυτό είχε προβληματίσει τους Συμβούλους του Αυτοκράτορα, και ο νους τους με υποψίες είχε γεμίσει· έτσι, έστειλαν έναν Αυτοκρατορικό Ερευνητή για να διασχίσει το Χίρ’σβεχ και να έρθει σε επαφή με τους κατοίκους της Σιωπηλής Κοιλάδας, να μάθει αν αυτοί ευθύνονταν για τις καταστροφές.
Ο Ερευνητής, μαζί με τη συνοδία του, έφτασε στην Κοιλάδα, συναντώντας καθοδόν δύο διαλυμένα κάρα εμπόρων (μερικά αιματηρά ίχνη πήγαιναν από εκεί προς τα βάθη του δάσους, μα δεν τα ακολούθησε, καθώς γνώριζε πως αυτό θα σήμαινε μονάχα τον θάνατό του). Στους κατοίκους της Κοιλάδας είπε μόνο ότι είχε έρθει να δει πώς ζούσαν και αν όλα ήταν καλά στην περιοχή τους, η οποία, ασφαλώς, ήταν μέρος της ένδοξης επικράτειας της Θοριανδιανής Αυτοκρατορίας. Εκείνοι δεν του έφεραν καμία αντίρρηση, και ο Ερευνητής τούς παρατήρησε για κάμποσες ημέρες ενώ συγχρόνως μιλούσε μαζί τους προσπαθώντας να μάθει για τους εμπόρους και τι τους συνέβαινε στη δημοσιά. Οι κάτοικοι της Κοιλάδας δήλωναν άγνοια· μιλούσαν μόνο για μύθους και σκοτεινές δοξασίες: ο Ερευνητής δεν τους εμπιστευόταν. Όπως επίσης δεν εμπιστευόταν και τον ιερέα τους, έναν μονόφθαλμο γέρο που έμενε στον Ναό της Κοιλάδας μαζί με μερικούς μαθητευόμενους. Μια νύχτα, ο Ερευνητής τον διέκρινε να πηγαίνει στις παρυφές των δασών και να μιλά με σκοτεινές μορφές. Πλησίασε για να δει από πιο κοντά τι συνέβαινε, και τότε οι σκοτεινές μορφές εξαφανίστηκαν σαν να μην είχαν ποτέ υπάρξει.
Ο Ερευνητής ρώτησε τον ιερέα σε ποιους μιλούσε, αλλά εκείνος αποκρίθηκε ότι προσευχόταν μονάχα και δεν μιλούσε σε κανέναν. Το δάσος παίζει μαζί σου, είπε στον Ερευνητή. Ο οποίος, μην μπορώντας τελικά να βγάλει άκρη για το τι συνέβαινε στους εμπόρους (ακόμα κι αφού προσπάθησε να δωροδοκήσει κάποιους χωρικούς, έναν βοσκό, και έναν κυνηγό), έφυγε από τη Σιωπηλή Κοιλάδα.
Στο δρόμο της επιστροφής, εκείνος και η συνοδία του νόμιζαν ότι συνεχώς παγερές σκιές τούς παρακολουθούσαν, καθώς και μορφές που μόλις και μετά βίας ξεχώριζαν μέσα από τις ομίχλες. Μπορούσαν να τις δουν με τις άκριες των ματιών τους και ποτέ όταν τις κοίταζαν ευθέως. Επίσης, τα άλογά τους ήταν πολύ πιο ανήσυχα από όταν έρχονταν προς την Κοιλάδα: χρεμέτιζαν και κλοτσούσαν σαν να τα ενοχλούσαν αόρατα έντομα που οι καβαλάρηδές τους δεν φαινόταν να μπορούν να διώξουν.
Μετά από πέντε χρόνια, σε μια επιστολή στον αδελφό του (ο οποίος εργαζόταν στις δυτικές ακτές της Αυτοκρατορίας), ο Αυτοκρατορικός Ερευνητής έγραψε: Ακόμα και μέχρι σήμερα νομίζω ότι μερικές φορές μπορώ να δω με τις άκριες των ματιών μου αυτές τις αποτρόπαιες σκιές να πλησιάζουν… και ένας από τους άντρες που με είχαν τότε συνοδέψει στη Σιωπηλή Κοιλάδα χάθηκε πριν από έναν χρόνο υπό μυστηριώδεις συνθήκες – και θα σου πω περισσότερα για τούτο μονάχα όταν σε δω από κοντά.
Υπάρχουν τρεις μορφές νουρ βουλ κουρ, και είναι και οι τρεις πολύ σημαντικές για την ανάπτυξη του κόσμου μας. Αν ακόμα και μία εκλείψει, τότε μεγάλες καταστροφές θα συμβούν σε μέρη και τόπους όπου κανείς δεν το περιμένει. Ύστερα από τούτη την προειδοποίηση, δεν έχω καμία άλλη να σας δώσω. Είναι η σημαντικότερη από τις διδαχές μου.
Το πρώτο νουρ βουλ κουρ είναι ψηλό και τραχύ στην αφή, με μεγάλη ικανότητα να αυτοπροστατεύεται.
Το δεύτερο μεγαλώνει στις σκιές, και είναι λείο και γλιστερό· διαθέτει πολύ μεγάλες θεραπευτικές ιδιότητες για τον άνθρωπο αλλά και για κάθε άλλο πλάσμα.
Το τρίτο είναι και το σπανιότερο· του αρέσουν οι ερημιές, δεν αποζητά παρέα, και στην καρδιά του κρύβεται ο Λίθος της Γνώσης, όπως τον λένε. Αυτόν μόνο τον καρπό βγάζει και κανέναν άλλο, και οι αρχαίοι σοφοί ισχυρίζονται ότι, αν φαγωθεί, προσφέρει τη λεγόμενη «μυθική αντίληψη» στον άνθρωπο, η οποία δεν γνωρίζω να σας πω τι είναι.
Μετά την Αναγωγική Επίκληση, το σώμα της δεν ήταν πια δικό της. Όχι ολόκληρο, τουλάχιστον. Όχι απόλυτα. Το μισό – δεξί στήθος, δεξί χέρι, δεξιά πλευρά, δεξί πόδι – μεταβαλλόταν όποτε εκείνη το επιθυμούσε, ή και πολλές φορές είχε την τάση να προσπαθεί να μεταβληθεί από μόνο του. Το αισθανόταν να πάλλετε εσωτερικά, σαν ένα καινούργιο όργανο που είχε τώρα αποκτήσει.
Το Ίδιο Ήμισυ, όπως το είχε ονοματίσει, διέθετε μια ερπετοειδή ποιότητα, αλλά δεν ήταν ερπετό. Ήταν γλιστερό σαν ερπετό και είχε φολίδες. Το χέρι της χανόταν μέσα στο σώμα της, τότε, γινόταν πτερύγιο· και το πόδι της γινόταν μακρύ και δυνατό. Το Ίδιο Ήμισυ γυάλιζε αργυρόχρωμα. Όταν όμως βρισκόταν στην επιφάνεια, το σώμα της έχανε τη σωστή του ισορροπία. Δεν μπορούσε να περπατήσει κανονικά: έπρεπε να κάνει ένα ημικυκλικό βήμα για κάθε βήμα που έκανε μπροστά, και πάντοτε έγερνε προς τα δεξιά, νιώθοντας ένα μεγάλο βάρος.
Ζούσε στα καταγώγια της πόλης και στους λαβυρίνθους της φτωχογειτονιάς, ή έβγαινε και κυκλοφορούσε στα δάση και στα έλη· και έλεγαν, όσοι ήξεραν για τον μύθο της, ότι αναζητούσε το άλλο μισό του εαυτού της ώστε να τον ολοκληρώσει, να μεταμορφωθεί για πάντα σε μια εξωτική, αργυρόχρωμη οντότητα, και να αποσυρθεί από τον κόσμο των ανθρώπων.
Ήταν, όμως, τόσο όμορφη όταν είχε την ανθρώπινή της μορφή όσο τερατώδης ήταν όταν το Ίδιο Ήμισυ βρισκόταν στην επιφάνεια. Είχε μακριά, σγουρά, μαύρα μαλλιά και δέρμα σκούρο σαν σοκολάτα. Τα μάτια της γυάλιζαν σαν δύο πολύτιμοι λίθοι με ανείπωτα βάθη που αντανακλούσαν το μυστήριο μιας ανήσυχης – πιθανώς καταραμένης – ψυχής. Φορούσε πάντοτε μακριά φορέματα, σφιχτοδεμένα γιλέκα από πάνω τους, και σανδάλια.
Κάποτε, πλούσιοι πήγαιναν και τη συμβουλεύονταν για μυστηριακά θέματα, καθώς και φτωχοί που τους είχαν συμβεί παράξενα και ανομολόγητα πράγματα. Ήταν μάγισσα, έλεγαν.
Δεν είχε οικογένεια. Ήταν μοναχοκόρη αριστοκρατικής καταγωγής, και οι γονείς της είχαν πεθάνει νωρίς, η μητέρα της πρώτα και ο πατέρας της μετά. (Για τα αίτια των θανάτων τους ποικίλες φήμες κυκλοφορούσαν, οι περισσότερες λανθασμένες, πολλές δε τελείως ανόητες.) Είχε δουλέψει, στην αρχή της ζωής της, ως βοηθός στη βιβλιοθήκη της πόλης· κι εκεί ήταν που είχε ανακαλύψει συγγράμματα, πραγματείες, και μελέτες της φύσης του κρυφού κόσμου, που οι περισσότεροι αποφεύγουν ή και καθόλου δεν κατανοούν. Έπειτα, την είχαν δει, σε πολλές περιπτώσεις, να μιλά με πλανόδιους και ταξιδευτές από χώρες μακρινές, οι οποίοι είχαν έρθει είτε από την ξηρά είτε από τη θάλασσα, και είχαν όλοι τους βλέμματα παράξενα σαν να μην ήταν άνθρωποι πίσω από τη σάρκα του προσώπου τους.
Σ’έναν ερειπωμένο πύργο στις φτωχογειτονιές, μιλούσε με τις γάτες σε μια γλώσσα χαμηλότονη και συριστική· και έλεγαν ότι οι γάτες αναζητούσαν πράγματα κι ανθρώπους γι’αυτήν σ’ολόκληρη την πόλη. Επάνω σ’έναν ψηλό βράχο της ακτής σκαρφάλωνε ξυπόλυτη και καθόταν οκλαδόν, και διαφόρων λογιών πτηνά – ψαρόνια, κοράκια, γλάροι – έρχονταν και κάθονταν στους ώμους, στους καρπούς, και στα γόνατά της· και πάλι εκείνη τούς μιλούσε, τιτιβίζοντας και κρώζοντας μαζί τους.
Την οικία των γονιών της δεν την επισκεπτόταν πολύ πλέον. (Ούτε και κανένας άλλος την επισκεπτόταν. Ήταν το σπίτι μιας παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας που είχε παρακμάσει και πλησίαζε να εξαφανιστεί.) Ορισμένες φορές πήγαινε και έφευγε μέσα στη νύχτα, μεταφέροντας βιβλία, περγαμηνές, μικρά μπαούλα, σάκους, ή μπουκάλια. Κάποτε, δύο κλεφτρόνια της αγοράς σκέφτηκαν πως σίγουρα θα υπήρχαν ένα σωρό θησαυροί εκεί μέσα: κοσμήματα, χρυσαφικά και ασημικά, αλλά και αντικείμενα για τα οποία θα καλοπλήρωναν διάφοροι μυστικιστές. Έτσι, μια αφέγγαρη βραδιά, πήγαν στην παλιά αριστοκρατική οικία και χάθηκαν στο σκοτεινό εσωτερικό της… το οποίο τους κατάπιε σαν πεινασμένος δαίμονας, κι από τότε κανείς δεν τους ξανάδε. Εκείνη, όταν κάποιοι περίεργοι τη ρώτησαν, είπε ότι έψαξε αλλά δεν τους βρήκε.
Τώρα πια, όμως, ελάχιστοι τη βλέπουν. Όταν δε θέλει να τη δεις, δεν μπορείς να τη δεις, λένε· γίνεται αόρατη, ένα με τις σκιές και τον άνεμο. Μια φορά, πέντε ζητιάνοι, στα βάθη του λαβυρίνθου της φτωχογειτονιάς, την αντίκρισαν να ξεπροβάλλει μέσα απ’τα σκοτάδια, μισή γυναίκα και μισή αργυρόχρωμος δαίμονας, κι έφυγαν από κείνο το μέρος, περίτρομοι και κατουρημένοι.
Αναζητά κάτι στην πόλη και γύρω από αυτήν· έτσι λένε. Αναζητά το άλλο μισό του εαυτού τους.
Οι λούδνοι σέρνουν τα γλοιώδη, λιπαρά κορμιά τους στις αμμουδερές ακτές της Κατώτερης Θάλασσας, όταν βγαίνουν από τα σπήλαια όπου κατοικούν και όπου κουλουριάζονται για αιώνες ολόκληρους πολλές φορές, έχοντας γίνει ένα με τις πέτρες, αόρατοι ουσιαστικά παρά το πελώριο μέγεθός τους. Και εκεί, στις άμμους των ακτών, όποτε βγαίνουν για να λιαστούν, αφήνουν τα αβγά τους· κι όταν το αβγό δεν είναι γκρίζο όπως συνήθως αλλά λευκό με πορφυρές ανταύγειες, τότε λένε πως στην καρδιά του κρύβεται ο πολύτιμος λίθος γνωστός ως «το Παιδί του Λούδνου».
Έναν τέτοιο λίθο είχε βάλει κι εκείνος στο νου του να κλέψει από την ακτή, παρότι γνώριζε πως η άμμος της, εξαιτίας της παρουσίας των λούδνων, ήταν, εδώ και χρόνους αρίφνητος, μαύρη από τα δηλητήριά τους. Έχοντας ζητήσει τη συμβουλή μελετητών, μυστικιστών, και μάντεων, και έχοντας παρακολουθήσει την περιοχή για μήνες, είδε τελικά τους λούδνους ν’αφήνουν τα αβγά τους στην αμμουδιά. Οι υπολογισμοί του είχαν αποδειχτεί σωστοί!
Ένα απόγευμα, εξοπλισμένος μ’ένα διεξοδικά ακονισμένο οδοντωτό ξίφος και φορώντας μπότες από σκληρό πετσί, ζύγωσε την ακτή της μαύρης άμμου και τα αβγά των λούδνων, που έφταναν ώς τη μέση του και στο πάχος ήταν μιάμιση φορά όσο εκείνος (και κανένας δεν θα μπορούσε ποτέ να τον αποκαλέσει χοντρό αλλά ούτε και κοκαλιάρη). Βαδίζοντας ανάμεσά τους, και προσέχοντας συγχρόνως μην πατήσει την ουρά κανενός λούδνου και τον ανησυχήσει από την τεμπέλικη ξάπλα του, πήγε κοντά σ’ένα απ’τα λευκά αβγά με τις πορφυρές ανταύγειες. Χρησιμοποιώντας το οδοντωτό ξίφος του, το έσπασε με προσοχή αφήνοντας τα υγρά του να χυθούν στην άμμο αφρίζοντας. Και κοιτάζοντας στο εσωτερικό του είδε πως ο μύθος ήταν αληθινός: υπήρχε ένας γυαλιστερός λίθος! Άπλωσε το γαντοφορεμένο χέρι του και τον πήρε από μέσα, χαμογελώντας εκστασιασμένος.
Κρατούσε ένα Παιδί του Λούδνου!
Γύρισε κι έκανε να φύγει· αλλά τότε συνειδητοποίησε ότι είχε, κάπως, ανησυχήσει έναν λούδνο, ο οποίος στράφηκε στο μέρος του. Ο άντρας έτρεξε να απομακρυνθεί όσο πιο γρήγορα μπορούσε, μα ο λούδνος πρόλαβε να τυλίξει ένα πλοκάμι του γύρω από το πόδι του άντρα, και του άρπαξε έτσι την αριστερή του μπότα. Εκείνος δεν μπορούσε, βέβαια, να σταματήσει για να πάρει πίσω το υπόδημά του (γιατί ήξερε ότι ο λούδνους σίγουρα θα τον σκότωνε), έτσι συνέχισε να τρέχει παρότι πατούσε πάνω στη μολυσμένη μαύρη άμμο.
Όταν είχε απομακρυνθεί κάμποσο από την παραλία, είδε ότι το γυμνό του πόδι είχε μαυρίσει, και τον πονούσε φρικτά. Δεν μπορούσε να συνεχίσει το ταξίδι του και να φτάσει στην πόλη. Ο πόνος τον παρέλυε· έπεσε κάτω, στο χώμα, ενώ έβλεπε τη μαυρίλα να εξαπλώνεται πάνω στο δέρμα του. Πρώτα, ήταν στα δάχτυλα και στο πέλμα του· μετά, είχε πάει στον αστράγαλο· και τώρα, ανέβαινε στην κνήμη. Σύντομα, δε θ’αργούσε να φτάσει και ώς το γόνατο…
Ο άντρας δεν είχε άλλη επιλογή. Ουρλιάζοντας από τους πόνους, χρησιμοποίησε το καλοακονισμένο οδοντωτό σπαθί του για να κόψει το πόδι του. Το αίμα του τινάχτηκε σαν πίδακας, και λιποθύμησε… κι εκεί ήταν που το σώμα του πέθανε από την αιμορραγία, επειδή δεν υπήρχε κανένας κοντά για να δέσει την κομμένη αρτηρία. Η ψυχή του, όμως, δεν έφυγε: το Παιδί του Λούδνου την τράβηξε σαν μαγνήτης και την έκλεισε μέσα του.
Το νεκρό σώμα του άντρα έγινε τροφή για τα αγρίμια, και τελικά μετατράπηκε σε σκέλεθρο. Τα ρούχα του κουρελιάστηκαν και διαλύθηκαν. Το οδοντωτό σπαθί του γέμισε χώμα. Στο σκελετωμένο χέρι του, όμως, κρατούσε ακόμα σφιχτά το Παιδί του Λούδνου.
Ένας πλανόδιος διασκεδαστής και χαρτομάντης που έτυχε, κάποτε, να περνά από εκεί ζύγωσε τον νεκρό, είδε τον γυαλιστερό λίθο, και τον πήρε για δικό του, χαμογελώντας με την καλή του τύχη. Σύντομα, όμως, ο λίθος κατέληξε στα χέρια ενός κλέφτη που τον έκλεψε από τον διασκεδαστή, και μετά στα χέρια ενός μισθοφόρου που πλάκωσε τον κλέφτη στο ξύλο. Ο μισθοφόρος έδωσε τον λίθο σε μια πόρνη, η οποία τον κράτησε για κάμποσα χρόνια. Μέχρι που αναγκάστηκε να τον πουλήσει σ’έναν έμπορο, και ο έμπορος τον έδωσε μετά σε κάποιον αριστοκράτη, και ο λίθος συνέχισε ν’αλλάζει χέρια μέσα στους αιώνες ώσπου κατέληξε στην οικογένεια που πραγματικά ανήκει. Διότι, παρότι είμαι πειρατίνα και πολλές φορές – δεν το κρύβω – λέω ψέματα, αυτή τη φορά σάς λέω αλήθεια, κυρίες μου: μέσα σ’αυτό το πετράδι που βλέπετε είναι η ψυχή του παππού μου!
Ύψωσε το τουφέκι του. Τη σημάδεψε καθώς εκείνη έτρεχε με τόση χάρη. Πάτησε τη σκανδάλη, και την είδε να πέφτει στο χώμα, νεκρή.
Πλησίασε, την έπιασε απ’τα πόδια, κι άρχισε να την τραβά μαζί του. Μετά από λίγο, είχε φτάσει στην κατασκήνωσή του, όπου και την άφησε λίγο πιο δίπλα απ’τη φωτιά. Κάθισε πλάι της, έβγαλε το καλοακονισμένο μαχαίρι του, και την έγδαρε διεξοδικά. Μετά, έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι απ’τον μηρό της και το έψησε πάνω απ’τις φλόγες.
Αργότερα, καθώς το έτρωγε, σκέφτηκε: Μα τ’αφτιά του Λύκου! Οι δορκάδες αυτού του δάσους είναι, τελικά, όντως το καλύτερο θήραμα!
Ο κλέφτης με τα πόδια γάτας πέρασε δίπλα από τον φρουρό της Νότιας Πύλης και μπήκε στην πόλη ανενόχλητος. Ήταν βράδυ και οι δρόμοι ήσυχοι· μονάχα κανένας μοναχικός διαβάτης βάδιζε, με τα βήματα του ν’αντηχούν, και κανένα όχημα περνούσε βουίζοντας και αφήνοντας οσμή καύσης πίσω του. Τα εστιατόρια και τα μπαρ ήταν τα μοναδικά μέρη με κόσμο, και ο κλέφτης με τα πόδια γάτας πήγε σ’ένα από τα τελευταία. Μίλησε σε μια γυναίκα με πυρόξανθα μαλλιά, λέγοντάς της ακριβώς πεντέμισι κουβέντες, κι εκείνη τράβηξε μέσα από την τσάντα της έναν μικρό, γαλανό δίσκο και του τον έδωσε. Η μουσική ήταν δυνατή γύρω τους. Κάθισαν σ’ένα γωνιακό τραπεζάκι. Ο κλέφτης έβγαλε έναν φορητό υπολογιστή από τον σάκο του, τον άνοιξε, κι έβαλε μέσα τον μικρό, γαλανό δίσκο. Κοίταξε την οθόνη και χαμογέλασε, καταλαβαίνοντας.
Παράγγειλαν από ένα ποτό και ήπιαν, αργά, ενώ συζητούσαν για διάφορα ανούσια πράγματα. Μετά, έφυγαν από το μπαρ και βάδισαν για λίγο στους δρόμους, προτού μπουν σ’ένα ψηλό ξενοδοχείο κοντά στην Πυραμίδα στο κέντρο της πόλης. Έκλεισαν ένα δωμάτιο στον πάνω-πάνω όροφο, και είδαν ότι ήταν μεγάλο, με τεράστια τζαμαρία και μικρή πισίνα. Η γυναίκα με τα πυρόξανθα μαλλιά έβγαλε την γκαμπαρντίνα και το φόρεμά της, και άφησε τις γερακίσιες φτερούγες της να ξεδιπλωθούν και να ξεπιαστούν, χτυπώντας τες μερικές φορές μέσα στο δωμάτιο και σηκώνοντας μυρωδάτο αέρα. Ο άντρας έβγαλε τη δική του γκαμπαρντίνα και τα υπόλοιπα ρούχα του. Εκτός από τα πόδια γάτας, ήταν τόσο ανθρώπινος όσο εκείνη – αν και δεν είχε φτερά. Χαμογελώντας, έπεσαν στο κρεβάτι και έκαναν έρωτα, οπότε εκείνη φάνηκε να τον τυλίγει σαν να ήθελε να τον αφομοιώσει κι εκείνος να λιώνει μέσα της σαν να ήθελε να αφομοιωθεί. Σε λίγο, δεν ήταν δυνατόν να ξεχωρίσεις ποιος ήταν ποιος. Τα πόδια της, ενωμένα, σχημάτισαν μια γερακίσια ουρά πίσω από τα πόδια του. Τα φτερά της βρέθηκαν στην πλάτη του, και οι κλειδώσεις τους αντιστράφηκαν για να μπορούν να φτερουγίσουν κανονικά και όχι ανάποδα. Τα χέρια της χάθηκαν μέσα στο σώμα του. Τα κεφάλια τους ήταν τώρα ένα κεφάλι, με πυρόξανθα μαλλιά: ένα αμάλγαμα από χαρακτηριστικά και των δυο τους.
Το καινούργιο πλάσμα σηκώθηκε απ’το κρεβάτι και τεντώθηκε. Τα γατίσια πόδια του έκαναν μικρά σχισίματα πάνω στο στρώμα με τα κοφτερά νύχια τους. Οι φτερούγες του απλώθηκαν πέρα για πέρα. Γέλασε, και σείοντας τα πυρόξανθα μαλλιά του.
Μ’ένα τίναγμα, βρέθηκε πλάι στη μεγάλη τζαμαρία. Άνοιξε τη μεριά της που μπορούσε ν’ανοίξει και πέταξε έξω απ’το ξενοδοχείο, πάνω από τα φώτα της μεγαλούπολης, προς την Πυραμίδα. Πλησίασε το ψηλότερο μέρος της και εκεί βρήκε ένα παράθυρο, κλειστό κι αμπαρωμένο από μέσα. Τα γατίσια πόδια του γαντζώθηκαν επάνω στα πατζούρια· τα γερακίσια φτερά του χτύπησαν δυνατά, τραβώντας προς τα πίσω. Τα πατζούρια άνοιξαν καθώς το εσωτερικό μάνταλο – που ήταν καμωμένο από πράσινο κρύσταλλο βουτηγμένο σε βραστό αίμα σαλαμάνδρας και πασπαλισμένο με σπέρμα ταύρου – έσπασε μ’έναν μελωδικό ήχο.
Το πλάσμα πέρασε το παράθυρο και μπήκε σε μια μεγάλη αίθουσα που στηριζόταν σε πέντε οκτάγωνους κίονες και που στο κέντρο της υπήρχε μια πέτρινη πυραμίδα. Επάνω στην πυραμίδα βρισκόταν ένας τετραγωνικός, ποικιλόχρωμος λίθος.
Το πλάσμα φτερούγισε κοντά του και τον άρπαξε στα χέρια του. Τα μάτια του κοίταξαν βαθιά μέσα στον λίθο…
Είδε μια μεγάλη πόλη, και μια πυρόξανθη γυναίκα να μπαίνει από τη Βόρεια Πύλη της, περνώντας δίπλα από έναν φρουρό που την παρατηρεί με μάτια γάτας μα δεν της μιλά. Είναι βράδυ και οι δρόμοι της πόλης ήσυχοι· οι μπότες της γυναίκας αντηχούν δυνατά στο πεζοδρόμιο· κανένα όχημα περνά μόνο πού και πού, βουίζοντας και αφήνοντας πίσω του τη μυρωδιά καύσης. Η γυναίκα πηγαίνει, βιαστικά, σ’ένα κλειστό υποδηματοποιείο. Στην πόρτα είναι κρεμασμένη μια πινακίδα που γράφει: ωρες λειτουργιας – απο το σφυριγμα του πρωτου μεταλλοπτερου εωσ και την εμφανιση της πρωτησ φωτοζουζουνασ.
Η γυναίκα χτυπά την πόρτα με τη γροθιά της. Πολλές φορές. Τελικά, ένας άντρας ανοίγει και της λέει ότι είναι αργά και δεν λειτουργεί το κατάστημα τώρα. Δε βλέπει την πινακίδα; Πάει να κλείσει την πόρτα αλλά η γυναίκα τη μπλοκάρει με το πόδι της. Είναι επείγουσα η δουλειά της. Δεν προλαβαίνει. Πρέπει να τη βοηθήσει! Και θα τον πληρώσει. Θα τον πληρώσει τα διπλά!
Ο υποδηματοποιός την αφήνει να μπει, κι εκείνη βγάζει από την τσάντα της ένα ζευγάρι μαύρες γόβες με μικρά αργυρά φτερά στη μπροστινή μεριά, πάνω από τα δάχτυλα, και μικροσκοπικούς αστραφτερούς λίθους γύρω. Το τακούνι της μίας είναι σπασμένο, και είναι κι οι δυο τους σε άθλια κατάσταση: βρόμικες και στραπατσαρισμένες. Σ’αυτήν που έχει τακούνι τα αργυρά φτερά είναι έτοιμα να ξηλωθούν και να πέσουν.
Ο υποδηματοποιός επισκευάζει τις γόβες, γρήγορα, όσο πιο γρήγορα μπορεί. Και κάνει την καλύτερή του δουλειά, γιατί καταλαβαίνει ότι πρόκειται για ένα ξεχωριστό, πολύ ξεχωριστό, ζευγάρι. Η γυναίκα τον πληρώνει με όλα τα χρήματα που έχει επάνω της· παίρνει τις γόβες και φεύγει, βαδίζοντας βιαστικά – τρέχοντας – μέσα στους δρόμους. Φτάνει κοντά στην αυλή ενός αρχοντικού, και σ’ένα στενορύμι εκεί δίπλα, βγάζει τις μπότες της και φορά τις γόβες. Πλησιάζει την είσοδο του κήπου και δείχνει την πρόσκλησή της στον φρουρό, ο οποίος την αφήνει να περάσει στη γιορτή που γίνεται.
Μουσικές την πλημμυρίζουν στον μεγάλο κήπο καθώς χάνεται ανάμεσα στον κόσμο που χορεύει. Πίνει σαμπάνια από ένα ψηλό ποτήρι το οποίο της προσφέρει ένας καλοντυμένος υπηρέτης που είναι αυτόματο με γυαλιστερά πετράδια για μάτια και μεταλλικό δέρμα. Η γυναίκα με τα πυρόξανθα μαλλιά αρχίζει, μετά, να χορεύει μαζί με τους άλλους. Χορεύει και χορεύει και χορεύει, και οι γόβες στα πόδια της μοιάζουν να εκπέμπουν δικό τους φως καθώς τα αργυρά φτερά και οι μικροσκοπικοί λίθοι αντανακλούν τον φωτισμό της γιορτής. Η γυναίκα χορεύει και χορεύει και χορεύει, και στο τέλος οι γόβες της μοιάζουν να μην ακουμπούν στη γη. Οι άλλοι στέκονται και την κοιτάζουν. Από την πλάτη της, ξαφνικά, δύο γερακίσιες φτερούγες ξεδιπλώνονται σχίζοντας το φόρεμά της, και η γυναίκα χτυπά τις φτερούγες της και πετά πάνω απ’τη γιορτή, πετά στον ουρανό. Πίσω της αφήνει μονάχα δύο μισοδιαλυμένες γόβες, που της μίας το τακούνι είναι σπασμένο.
Η γυναίκα πετά προς το κέντρο της πόλης, που δεν είναι μακριά και όπου ένας πανύψηλος, κυλινδρικός κίονας ορθώνεται, καμωμένος από βασάλτη. Στην κορυφή του βρίσκεται ένας εξαγωνικός, ποικιλόχρωμος λίθος. Η γυναίκα τον παίρνει στα χέρια της και κοιτάζει μέσα…
Βλέπει έναν άντρα που έτρεχε μέσα σε έναν λαβύρινθο δωματίων και περασμάτων, κυνηγημένος από φρουρούς με μαύρες μάσκες, πιστόλια συμπιεσμένου ηλιακού φωτός, και φιδίσιες ουρές πίσω από τα πόδια τους.
Ο άντρας είχε πόδια γάτας και είχε μόλις κλέψει κάτι πολύτιμο. Στο χέρι του βαστούσε ένα ξίφος στροβιλιζόμενου καθαρού φεγγαρόφωτου από την Οροσειρά των Νότιων Ανέμων. Δεν ήταν εύκολο να τον πιάσουν οι φρουροί, αλλά ούτε εκείνος ήταν εύκολο να τους ξεγλιστρήσει. Η λαβυρινθώδης Πυραμίδα απλωνόταν γύρω του, και δεν ήξερε προς τα πού να πάει· δεν υπήρχαν χάρτες της που μπόρεσε να βρει προτού εισβάλει εδώ.
Καλύτερα να τους έκανε να δουν εκείνο που ήξεραν να βλέπουν. Κρύφτηκε σε μια σκοτεινή γωνία ενώ τρεις φρουροί περνούσαν από δίπλα του. Τινάχτηκε και σπάθισε τον έναν στο κεφάλι και τον άλλο στη ράχη. Έπεσαν κάτω και έγιναν μαύρη λάσπη. Ο τρίτος στράφηκε πυροβολώντας, αλλά αστόχησε καθώς ο κλέφτης είχε ήδη πεταχτεί παραδίπλα. Άπλωσε το χέρι του και τράβηξε τη μάσκα του φρουρού, και ο φρουρός πέθανε γιατί πίσω από τη μάσκα δεν είχε πρόσωπο. Εξαφανίστηκε τελείως.
Ο κλέφτης φόρεσε τη μαύρη μάσκα και βάδισε μέσα στον λαβύρινθο, προσέχοντας να κινείται κοντά στις σκιές ώστε να μην προσέξουν οι φρουροί ότι δεν είχε φιδίσια ουρά. Έτσι, κατάφερε να πλησιάσει ένα παράθυρο που βρισκόταν στον δεύτερο όροφο της Πυραμίδας. Για να πάει, όμως, ακόμα πιο κοντά έπρεπε να βγει στο φως· και, καθώς βγήκε στο φως, οι φρουροί είδαν ότι δεν είχε φιδίσια ουρά κι άρχισαν αμέσως να τον καταδιώκουν. Ο κλέφτης με τα πόδια γάτας πήδησε έξω απ’το παράθυρο καθώς βλήματα συμπιεσμένου ηλιακού φωτός περνούσαν επικίνδυνα δίπλα απ’το κεφάλι του. Χωρίς δυσκολία, προσγειώθηκε στον δρόμο πλάι στην Πυραμίδα και έτρεξε ώσπου χάθηκε μέσα στους νυχτερινούς δρόμους της πόλης.
Αργότερα, καθώς ερχόταν η αυγή, καθισμένος σ’ένα παγκάκι έβγαλε από τον σάκο του τον οκταγωνικό, ποικιλόχρωμο λίθο που είχε κλέψει. Τον κράτησε ανάμεσα στα χέρια του και τον περιεργάστηκε, μέχρι που τον μετέτρεψε σε εξαγωνικό.
Η φτερωτή γυναίκα με τα πυρόξανθα μαλλιά, καθισμένη στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας, περιεργάζεται τον εξαγωνικό λίθο της μέχρι που τον μετατρέπει σε τετραγωνικό.
Το καινούργιο πλάσμα μέσα στην Πυραμίδα, έχοντας ανάμεσα στα χέρια του τον τετραγωνικό λίθο, τον περιεργάστηκε μέχρι που τον μετέτρεψε σε τριγωνικό. Και η Πυραμίδα ήταν δική του. Την έβαλε στην τσέπη του και έφυγε.
Για ημέρες πορευόμασταν στα βουνά, ακολουθώντας τα σημάδια. Τα λαξεύματα στους βράχους, στη Σάρκα της Γης. Ο σαμάνος τα διάβαζε, καταλάβαινε την κατεύθυνση που του μαρτυρούσαν, και έτσι συνεχίζαμε την αναζήτησή μας…
—επάνω σε μια απότομη πλαγιά, από τα ανοίγματα και τις τρύπες της οποίας άγρια πουλιά και ζώα πετάγονταν για να μας δαγκώσουν τα χέρια και τα πόδια, και να μας αφήσουν να κατρακυλήσουμε δεκάδες μέτρα προς το θάνατό μας (Ορισμένες φορές, τολμώ να πω, τα κατάφεραν)·
—μέσα σ’ένα στενό πέρασμα γεμάτο προεξέχοντες, κοφτερούς βράχους που έσχιζαν τις κάπες και τα ρούχα μας, και το ίδιο μας το δέρμα: επικινδυνότεροι από κάθε πέτρα που έχει ποτέ φανταστεί ανθρώπινος νους·
—σ’ένα οροπέδιο όπου ήταν οικοδομημένος, από ανέγνωρους χτίστες, ένας λαβύρινθος από πανάρχαια κυκλώπεια τείχη, τα περισσότερα γκρεμισμένα, με μεγάλα ανοίγματα επάνω τους, σαν φυσικές πύλες: ήταν αδύνατον να κατανοήσουμε ποια μπορεί να ήταν, κάποτε, η χρησιμότητά τους·
—μέσα στις πυκνές σκιές ενός δάσους που στις κορυφές των δέντρων του φύτρωναν κεφάλια μικρών παιδιών, από τα μάτια των οποίων έτρεχε αίμα, κι από τα στόματά τους έβγαιναν στοιχειωτικές κραυγές που τις νύχτες δε μας άφηναν να κλείσουμε μάτι.
Καταρρακωμένοι, καταβεβλημένοι, ψυχόκοποι, συνεχίζαμε την πορεία μας, ενώ ο σαμάνος διάβαζε τα σημάδια στη Σάρκα της Γης.
Είμαστε κοντά; τον ρωτούσα· κι εκείνος μού απαντούσε: Το δρόμο βλέπω μονάχα, όχι τον χρόνο.
Ένας άλλος από τους συντρόφους μου (που το όνομά του δεν έχει σημασία πλέον, όπως δεν έχει και κανένα άλλο όνομα) μού έλεγε: Δεν μπορεί να είμαστε πολύ μακριά ακόμα, Άρχοντά μου. Τόσο καιρό ταξιδεύουμε.
Αλλά τι σημασία είχε ο καιρός εδώ; Θα νόμιζε κανείς ότι είχαμε σταματήσει τον κόσμο· ότι κρατούσε την ανάσα του, και μονάχα εμείς πορευόμασταν.
Ταξιδεύαμε…
—πλάι σ’έναν ποταμό από πράσινο μολυσμένο νερό, που, παραδόξως, βλάστηση φύτρωνε στις όχθες του: μια πορφυρή, πυκνή βλάστηση, γεμάτη αγκάθια (Δεν πλησιάσαμε ούτε για αστείο)·
—κάτω από έναν καπνόχρωμο ουρανό με δύο κίτρινα, αρρωστιάρικα φεγγάρια, απ’όπου τα σύννεφα μάς παρατηρούσαν καλά-καλά, ψιθύριζαν αναμεταξύ τους, και γελούσαν·
—μέσα από τη χώρα των μονόφθαλμων λοφιοφόρων χαιρετιστών που βαδίζουν επάνω σε τρία κυρτά κέρατα και που τρέφονται με βράχους.
Γλιστρήσαμε μέσα στον χείμαρρο της διαρκώς κινούμενης πέτρας, ενώ είχα την αίσθηση ότι κάποιος είχε αρχίσει να μας παρακολουθεί· είδαμε, μετά από δύο μέρες, φτερωτές σκιές να πλανιόνται στους ουρανούς, και ο σαμάνος μάς προειδοποίησε ότι δεν τρέφονταν με σάρκα αλλά με ψυχές· φύγαμε από κείνο το μέρος κατεβαίνοντας στις Κατακόμβες των Ελεφαντοειδών Αλόγων, όπου, κάτω απ’τη γη, πελώρια κόκαλα βρίσκονταν ολόγυρά μας κι απόμακρα τριξίματα ακούγονταν (φαντάσματα δεν αντικρίσαμε)· βγήκαμε σ’ένα μέρος όπου ο ήλιος βρίσκεται πάντοτε κοντά στη δύση του και οι σκιές είναι, όχι μόνο μακριές και πολλές, αλλά και ζωντανές, και οι φωνές τους γεμίζουν το κεφάλι σου με ασυναρτησίες, άσκοπους συλλογισμούς, κυκλικούς, σπειροειδείς, επαναλαμβανόμενους, ατέρμονους, διαρκείς, ανούσια ασύλληπτους.
Ακολουθήσαμε την κεντρική λεωφόρο μιας ερειπωμένης πόλης που απλωνόταν προς κάθε κατεύθυνση και που είχε ως μοναδικούς κατοίκους αράχνες, μεγάλες και μικρές, οι οποίες είχαν γεμίσει τις πόρτες και τα παράθυρα και τις οροφές και τους εξώστες με τους ιστούς τους (δεν χρειάστηκε να σκοτώσουμε παραπάνω από πέντε).
Κι ύστερα, στο πέρας της λεωφόρου, όπου η πόλη έφτανε στο τέλος της και μια χορταριασμένη πεδιάδα αρχινούσε, συναντήσαμε τον άνθρωπο με τις τρεις σκιές, όπως μας είχαν πει.
Στεκόταν εκεί, ασάλευτος, ντυμένος με μακρύ, βαθυκόκκινο χιτώνα. Η κουκούλα έκρυβε τελείως το πρόσωπό του στο σκοτάδι.
Και οι τρεις σκιές του έπεφταν ακανόνιστα γύρω του, όχι αντίθετα από το φως του δύοντος ήλιου.
Σας περίμενα, μας είπε. Ήρθατε να δείτε τον Κόσμο…
Ναι, του αποκρίθηκα. Πώς ήξερες, όμως, για εμάς;
Εσείς μου το είπατε. (Τότε παραξενεύτηκα μ’αυτή την απάντηση, γιατί δε θυμόμουν ποτέ να του το είχαμε πει.)
Ποιο είναι το όνομά σου;
Δεν έχει σημασία το όνομά μου, όπως σύντομα δε θα έχει και το δικό σου. Τώρα: επιθυμείτε να διαβείτε το κατώφλι; Και, καθώς παραμέριζε, είδαμε πίσω του ότι η πεδιάδα δεν είχε τέλος.
Ήρθαμε να δούμε τον Κόσμο.
Δεν μπορείτε να δείτε τον Κόσμο· μπορείτε μονάχα να τον βιώσετε. Περάστε ή μην περάσετε. Μετά, όμως, δεν υπάρχει επιστροφή.
Δε χρειάστηκε να περιμένουμε για να αποφασίσουμε. Είχαμε ήδη αποφασίσει. Γι’αυτό, εξάλλου, είχαμε έρθει.
Διαβήκαμε το κατώφλι. Μπήκαμε στον Κόσμο.
Και είμαστε τώρα Εδώ.
Περιφέρεται μέσα στο κελί του. Κοιτάζει ξανά και ξανά τα ίδια αντικείμενα: έναν καναπέ με χρυσοκέντητα μαξιλάρια που έχουν μεγάλα, μακριά κρόσσια· ένα τραπέζι από μαύρο ξύλο, που τα πόδια του είναι σκαλισμένα σαν όρθιες αλεπούδες· δύο καρέκλες, φτιαγμένες από το ίδιο ξύλο, αλλά απλές, δίχως λαξεύματα· διάφορα μπουκάλια με ποτά, πάνω στο τραπέζι, καθώς και πιάτα και πιατέλες με φαγητά (ποτέ δεν τα θυμάται να στερεύουν)· ένα χαλί στο πάτωμα, που επάνω του είναι κεντημένος ένας πελώριος μαίανδρος· ένα πολύφωτο με τρεις λάμπες, κρεμασμένο απ’το ταβάνι· ένας πίνακας ο οποίος δείχνει μια χελώνα που στην πλάτη της κάθεται ένας αρουραίος και τη μαστιγώνει μ’ένα μαστίγιο με δέκα-εφτά ουρές· μια πόρτα που ποτέ δεν ανοίγει (γιατί, αν άνοιγε, το μέρος δε θα ήταν κελί, θα ήταν;)· ένας καθρέφτης, ψηλός, τοξωτός, κρεμασμένος στον τοίχο, πλαισιωμένος από κάποιου είδους πορφυρό μέταλλο, λαξεμένο με φίδια που μπλέκουν ηδονικά τα σώματά τους.
Ο άντρας βαδίζει μέσα στο κελί του, τρώει, πίνει, κοιμάται στον καναπέ, κάθεται στη μία από τις δύο καρέκλες, σηκώνεται πάλι, περιφέρεται, καπνίζει, κάθεται, χασμουριέται, κοιμάται στον καναπέ. Κοιτάζει, πού και πού, τον καθρέφτη.
Και ο καθρέφτης τον κοιτάζει, επίσης.
Τα μάτια του κοιτάζουν τα μάτια του. Φεύγει, πάλι, για να τριγυρίσει μες στο κελί του. Κάνει τα ίδια πράγματα με πριν. Πάρα πολλές φορές. Σταδιακά, όμως, κοιτάζει ολοένα και περισσότερο στον καθρέφτη. Δεν ξέρει γιατί· έχει κάτι που τον προσελκύει. Ίσως επειδή είναι το μοναδικό πράγμα εδώ πέρα που μοιάζει με παράθυρο.
Στέκεται μπροστά στον καθρέφτη και τον ατενίζει. Ο χρόνος κυλά, κι ο άντρας βλέπει έναν άντρα ίδιο με τον εαυτό του, μέσα στο κρύσταλλο, πίσω από ένα παράθυρο. Ξεχνιέται για λίγο. Παρατηρεί μονάχα.
Τα μάτια του κοιτάζουν τα μάτια του.
Παρατηρεί.
Και μια αλλόκοτη ιδέα έρχεται στο μυαλό του. Φαντάσου πώς θα ήταν, σκέφτεται, αν ήμουν φυλακισμένος. Αν αυτό το δωμάτιο ήταν ένα κελί, κι αν η πόρτα δεν άνοιγε.
Τι ανόητη ιδέα!
Χαμογελά.
Γελά.
Γυρίζει, πηγαίνει στην πόρτα, την ανοίγει, και βγαίνει απ’το δωμάτιο.
Οι καθρέφτες σε κάνουν να νομίζεις τόσο παράξενα πράγματα, ώρες-ώρες… συλλογίζεται, ανάβοντας ένα τσιγάρο.
Σαμ! Έλα τώρα, μην είσαι έτσι. Είμαι ο φίλος σου, ο Χάσνι! Τι έγινε, ρε Σαμ; Δε με αναγνωρίζεις; Είμαι ο φίλος σου, ρε φίλε! Ο φίλος σου! Έλα τώρα, άνοιξέ μου. Αααχχχ… γιατί είσαι έτσι, ρε Σαμ; Γιατί; Ύστερα από τόσα που έχω κάνει για σένα, ε; Μην κάνεις πως δε με βλέπεις, Σαμ! γιατί το βλέπω πως κάνεις ότι δε με βλέπεις! Σε ξέρω, Σαμ· ξέρω πως τώρα σου γαργαλάω το μυαλό σου. Το ξέρω πώς θέλεις να μου ανοίξεις. Θέλεις να ανοίξεις στον παλιόφιλό σου τον Χάσνι. Εξάλλου, γιατί να μην θέλεις, ε, Σαμ; Γιατί; Ε; Ε; Ε;
Ω, μη μου γυρίζεις εμένα την πλάτη, Σαμ! Και μην αρχίσεις, πάλι, να με κατηγορείς, έστω και με το βλέμμα σου! Πώς είναι δυνατόν να σου έχει περάσει απ’το νου ότι εγώ, ο φίλος σου ο Χάσνι, ευθυνόμουν για το θάνατο της Μελισσάνθης, κάνοντάς τη να σκοντάψει και να πέσει στον γκρεμό; Αδύνατον! Έχει γίνει μια τρομερή παρεξήγηση! Δε με πιστεύεις;
Όσο για το καράβι, είναι ποτέ δυνατόν να φταίω εγώ που τρύπησαν τα πανιά απ’τον άνεμο και χάσατε την πορεία σας στις Λαβυρινθώδεις Νήσους; Καλέ μου φίλε Σαμ, ξέρεις πολύ καλά τι επικίνδυνοι άνεμοι φυσάνε εκεί! Έτυχε να τρυπήσουν τα πανιά σας. Πώς να είχα εγώ καμία σχέση μ’αυτό, εεε;
Επιπλέον, δεν ήμουν καν εκεί, τότε! Τι δουλειά να είχα εγώ εκεί; Και μη μου πεις ότι σε είχα ακολουθήσει. Αν το είχα κάνει, θα ήταν για να σε κρατήσω ασφαλή, γιατί είμαι φίλος σου! Αλλά δεν το είχα κάνει! Εσένα σού μπαίνουν περίεργες ιδέες στο μυαλό, φίλε Σαμ! Πολύ περίεργες ιδέες! Επίσης, σκέψου: τι αποδείξεις έχεις για όλα αυτά που δήθεν με κατηγορείς; Καμία απόδειξη! Καμία!
Ο μάγος Σαμράθγκαμορ πήρε την πένα του από την περγαμηνή και κοίταξε τον Χάσνι. «Δεν έχω αποδείξεις, αλλά δεν τις χρειάζομαι. Έχω τον φελλό, κι εσύ είσαι μέσα στο μπουκάλι. Τώρα, πάψε να μ’ενοχλείς με την ανόητη φλυαρία σου, γιατί ο… φίλος σου από δω, ο Γούνας, σε λιμπίζεται εδώ και μέρες, παρότι, έχοντας όλη σου την προσοχή στραμμένη σ’εμένα, δεν τον έχεις προσέξει.» Και ο μάγος επέστρεψε στο γράψιμο της περγαμηνής μέσα στο ημιφωτισμένο, πέτρινο δωμάτιο.
Το ημιορατό δαιμόνιο που ονομαζόταν Χάσνι γύρισε και είδε μια σκιά να το πλησιάζει. Ήταν η πελώρια σκιά ενός γάτου με φουντωτές τρίχες, ο οποίος έμοιαζε με τριχωτή μπάλα. Και, πραγματικά, αν έκρινε κανείς απ’τα μάτια του, φαινόταν πεινασμένος…
Έχτισαν τους πύργους τους ψηλούς. Αδιαφόρησαν, όμως, για τα θεμέλια· κι όταν είχαν φτάσει στους ουρανούς και τα πουλιά κατέβηκαν από τα σύννεφα, για να κάνουν τις φωλιές τους στις ψηλότερες οροφές των πύργων, οι πύργοι έπεσαν. Γκρεμίστηκαν. Σωριάστηκαν κάτω, στη γη, όπου δε φύτρωνε, πια, μήτε δέντρο μήτε χορτάρι: γιατί ο λαός των πύργων, ζώντας τόσο ψηλά από πάνω της, την είχε αγνοήσει και την είχε αφήσει να πεθάνει.
Έτσι, τώρα, τα λίθινα συντρίμμια των πύργων τους απλώνονται μέσα σε μια άγονη πεδιάδα που δεν έχει τελειωμό, και το τραγούδι των ανέμων είναι πάντοτε μια θρηνωδία σ’αυτή τη χώρα.
Η πόλη απλώνεται μέσα στη νύχτα, όπως μια γυναίκα που τεντώνει το γεμάτο κοσμήματα κορμί της επάνω σ’ένα κρεβάτι με μαύρα σεντόνια: γυαλίζοντας, λαμπυρίζοντας, δημιουργώντας φωτεινές αντιθέσεις στο σκοτεινό φόντο. Πανύψηλες γυάλινες πολυκατοικίες ορθώνονται. Φώτα αναβοσβήνουν, με διάφορα χρώματα. Γέφυρες κυρτώνουν στον ουρανό, για να ενώσουν μία περιοχή με μια άλλη περιοχή, στολισμένες με κρύσταλλο κι ακριβά μέταλλα. Το φεγγαρόφωτο αντανακλάται δυνατό πάνω στην πόλη.
Μια λαμπερή πόλη.
Σ’ένα δρομάκι της, ένας ζητιάνος κάθεται κουλουριασμένος μέσα στη νύχτα, μασουλώντας ό,τι του έχει απομείνει από ένα ξεροκόμματο που φυλά εδώ και τρεις μέρες που δε μπορεί να βρει φαγητό· ενώ το ξέρει πως πεθαίνει· ενώ το ξέρει πως, μάλλον, δε θα δει την αυγή.
Μια λαμπερή πόλη.
Μια κοπέλα στέκεται στην οροφή μιας ψηλής πολυκατοικίας, με τα μάτια κλειστά. Το νυχτικό της ανεμίζει γύρω της. Τα ξυπόλυτα πόδια της είναι κοντά στην άκρη. Κάνει άλλο ένα τελευταίο βήμα, και βουτά στο κενό, σιωπηλά, χωρίς φωνές. Δεν έχει άλλες φωνές να βγάλει.
Μια λαμπερή πόλη.
Ένας ταξιτζής στέκεται έξω απ’το αυτοκίνητό του, μπροστά σ’ένα νυχτερινό κέντρο, περιμένοντας τον πελάτη του να βγει. Από τον ουρανό, έρχεται ξαφνικά κάτι και πέφτει πάνω στο ταξί του, με μεγάλο θόρυβο, σπάζοντας το μπροστινό τζάμι. Ο άντρας κοιτάζει, και βλέπει μια νεκρή κοπέλα. Το νυχτικό της είναι κατακόκκινο.
Μια λαμπερή πόλη.
Σ’ένα σοκάκι, οι αστυνομικοί προφταίνουν τον κλέφτη, του φωνάζουν να σταματήσει, να σταματήσει τώρα! Εκείνος συνεχίζει να τρέχει, προσπαθώντας να σκαρφαλώσει σ’έναν τοίχο. Ο ένας αστυνομικός πυροβολεί, σημαδεύοντας το χέρι. Η σφαίρα αποφασίζει να πετύχει τον αυχένα. Ο κλέφτης πεθαίνει. Όταν η κουκούλα φεύγει απ’το κεφάλι του, αποκαλύπτεται το πρόσωπο ενός νεαρού αγοριού. Τα μάτια του είναι ορθάνοιχτα, αλλά δε βλεφαρίζουν.
Μια λαμπερή πόλη.
Ένας άντρας βγαίνει στο μπαλκόνι ενός διαμερίσματος του δέκατου-τρίτου ορόφου μιας πολυκατοικίας· με κάποιο μικρό κίνδυνο για τη ζωή του, περνά στο μπαλκόνι του διπλανού διαμερίσματος, και, από τη τζαμένια πόρτα, κοιτάζει μέσα. Στο πάτωμα, βλέπει εκείνο που φοβόταν. Τραβά το μαχαίρι απ’τη ζώνη του και μπαίνει, ζυγώνοντας απρόσμενα τις δύο γυμνές φιγούρες. Αρπάζει από τα μαλλιά τη σύζυγό του, η οποία καβαλά τον ξάδελφό του, και της σχίζει το λαιμό. Ο ξάδελφος αρχίζει να ουρλιάζει· αλλά όχι για πολύ…
Μια λαμπερή πόλη.
Ένας γέρος πλησιάζει την πόρτα του σπιτιού του, τρεκλίζοντας, στηριζόμενος στο μπαστούνι του. Ένας άντρας έρχεται, τρέχοντας, προς το μέρος του· τον χτυπά, με τον ώμο του, στην πλάτη. Τον χτυπά με δύναμη, και ο γέρος πέφτει. Το κεφάλι του σπάει πάνω στα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Αύριο, ο φονιάς θα πληρωθεί από τον άνθρωπο που θα κληρονομήσει το σπίτι για να το πουλήσει σ’αυτούς που στη θέση του θα χτίσουν το καινούργιο υποκατάστημα μιας γνωστής αλυσίδας εστιατορίων.
Μια λαμπερή πόλη.
Ένας φίλος κλέβει λεφτά από τον φίλο του, προσποιούμενος ότι τα δικά του δεν του φτάνουν, ότι ποτέ δεν παίρνει αρκετά. Κι απόψε, γι’ακόμα μια φορά, κάνει το ίδιο…
Μια λαμπερή πόλη.
Μέσα σ’ένα σταματημένο αυτοκίνητο, μια πόρνη καταπίνει το σπέρμα του πελάτη της. Χαμογελώντας. Παίρνει τα χαρτονομίσματα που της δίνει, τα βάζει στην καλτσοδέτα της, και επιστρέφει στο μπαρ όπου τη βρήκε. Η νύχτα δεν έχει περάσει ακόμα.
Μια λαμπερή πόλη.
Ένα αγόρι, έχοντας ξεγλιστρήσει από το σπίτι των γονιών του μέσα στο σκοτάδι, πλησιάζει μια χοντρή γυναίκα δίπλα από ένα νυχτερινό κέντρο. Της δίνει κάτι μέσα σ’έναν μικρό φάκελο, κι εκείνη τού δίνει κάτι μέσα σε μια μαύρη, πλαστική σακούλα. Το αγόρι απομακρύνεται· πηγαίνει σ’ένα ήσυχο μέρος, κάτω από μια χαμηλή γέφυρα, για να τρυπήσει, ξανά, το αριστερό του χέρι με τη βελόνα…
Μια λαμπερή πόλη.
Ένα ελικόπτερο πετά πάνω κι ανάμεσα από τα αστραφτερά οικοδομήματα, διασχίζοντας τη νύχτα, έχοντας έρθει από άλλου, και μεταφέροντας τον καινούργιο πρόεδρο της πόλης. Έναν άντρα που, κοιτάζοντας από το παράθυρό του, χαμογελά. Χαμογελά, επειδή βλέπει την εξωτερική μορφή και σκέφτεται:
Μια λαμπερή πόλη.
Χαμογελά, επειδή η «ματιά» του προσπερνά την εξωτερική μορφή κι αισθάνεται την ψυχή της πόλης, και τις ευκαιρίες που του δίνει.
Και μια άλλη, πιο δυνατή σκέψη διαπερνά το μυαλό του:
Ναι, η τροφή είναι καλή εδώ…
Μικρά ψάρια, μεγάλα ψάρια, και μικρότερα απ’τα μικρά, και μεγαλύτερα απ’τα μεγάλα: όλα κολυμπάνε στη στρογγυλή μου λίμνη, που βρίσκεται μέσα σ’ένα απλωμένο σκοτάδι, που βρίσκεται μέσα σε μια ψηλή σπηλιά, που βρίσκεται μέσα σ’ένα πέτρινο σπίτι που δεν είναι δικό μου. Κι όποτε με πιάσει η πείνα, παρατηρώ τα ψαράκια μου να γυαλίζουν στο νερό, ή να φαίνονται σα σκιές, και τεντώνω ένα από τα πλοκάμια μου και… τσιμπάω το ψαράκι με τα δυο μου δάχτυλα! Χι-χιιι! Και πάντα υπάρχουν άλλα ψαράκια· ποτέ δεν τελειώνουν. Γιατί; Δεν ξέρω. Αλλά είναι νόστιμα!
Για μια στιγμή, όμως· τι είν’αυτό; Δεν τόχω ξαναδεί αυτό το ψαράκι. Το δέρμα του μοιάζει μαλακό, κι έχει τέσσερα πλοκάμια. Πρώτη φορά βλέπω ψαράκι με τέσσερα πλοκάμια, δύο πάνω και δύο κάτω. Και το κεφάλι του προεξέχει από το σώμα, στηριζόμενο σε μια κοντή απόφυση· κι επάνω του είναι μια φούντα.
Παράξενο ψαράκι.
Απλώνω ένα πλοκάμι μου και το τσιμπάω! Για δες πώς σπαρταράει… Θα είναι, άραγε, νόστιμο;
Ο κύριος Ρίμνης κατοικούσε σ’ένα δωμάτιο με την οικογένειά του. Το δωμάτιο ήταν αρκετά μεγάλο για όλους τους, όπως μπορούσε κανείς να συγκρίνει το μέγεθος των δωματίων στην Πολιτεία. Δεν τους έλειπε σχεδόν τίποτα, εκτός από ορισμένες μάλλον ακραίες απολαύσεις, που είχαν μόνο οι Ιδιαίτεροι Πολίτες. Ακολουθούσαν όλους τους Κανόνες, όλες τις Αρχές, και όλες τις Διδαχές, κι έτσι ζούσαν ως καθωσπρέπει Πολίτες, μην αμφισβητώντας, μην αντιμιλώντας, μην κάνοντας τίποτα ανεπίτρεπτο. Ούτε το παραμικρό· γιατί, όπως ήταν γνωστό, ακόμα και το παραμικρό μπορεί να κατακρημνίσει τον Πολίτη.
Παρ’όλ’αυτά, ο κύριος Ρίμνης δεν αισθανόταν ευτυχής. Κάτι μέσα του έλειπε. Το καταλάβαινε, αλλά δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Η ζωή του ήταν τέλεια, ακριβώς όπως έλεγαν οι Αρχές και οι Διδαχές, και τους Κανόνες δεν τους παράβαινε. Τι θα μπορούσε να φταίει;
Κάθε πρωί, ο κύριος Ρίμνης κούρδιζε το ρολόι του, ντυνόταν, βοηθούσε και τα παιδιά του να ντυθούν και να ετοιμαστούν, έτρωγε το πρωινό του (όσο από αυτό προλάβαινε) μαζί με τη σύζυγο και τα παιδιά του, κούρδιζε το ρολόι του (που συνεχώς έχανε χρόνο, για κάποιον μυστηριώδη λόγο), σηκωνόταν, και έφευγε από τη δεξιά πόρτα του δωματίου. Η σύζυγός του έφευγε μαζί του, και τα παιδιά του επίσης.
Αργότερα, ο κύριος Ρίμνης επέστρεφε από τη δεξιά πόρτα, όπως και η σύζυγός του και τα παιδιά του. Ο κύριος Ρίμνης κούρδιζε το ρολόι του (δεν καταλάβαινε γιατί πάντα αυτό το ρολόι έχανε χρόνο!), έβλεπαν όλοι μαζί ό,τι τους έδειχνε η Τηλεόραση, και έπεφταν για ύπνο.
Το πρωί ξυπνούσαν, και, όπως κάθε πρωί, ο κύριος Ρίμνης κούρδιζε το ρολόι του, ντυνόταν, βοηθούσε και τα παιδιά του να ντυθούν και να ετοιμαστούν, έτρωγε το πρωινό του (όσο από αυτό προλάβαινε) μαζί με τη σύζυγο και τα παιδιά του, κούρδιζε το ρολόι του (που συνεχώς έχανε χρόνο, για κάποιον μυστηριώδη λόγο), σηκωνόταν, και έφευγε από τη δεξιά πόρτα του δωματίου. Η σύζυγός του έφευγε μαζί του, και τα παιδιά του επίσης.
Αργότερα, ο κύριος Ρίμνης επέστρεφε από τη δεξιά πόρτα, όπως και η σύζυγός του και τα παιδιά του. Ο κύριος Ρίμνης κούρδιζε το ρολόι του (δεν καταλάβαινε γιατί πάντα αυτό το ρολόι έχανε χρόνο!), έβλεπαν όλοι μαζί ό,τι τους έδειχνε η Τηλεόραση, και έπεφταν για ύπνο.
Το πρωί ξυπνούσαν, και, όπως κάθε πρωί, ο κύριος Ρίμνης κούρδιζε το ρολόι του, ντυνόταν, βοηθούσε και τα παιδιά του να ντυθούν και να ετοιμαστούν, έτρωγε το πρωινό του (όσο από αυτό προλάβαινε) μαζί με τη σύζυγο και τα παιδιά του, κούρδιζε το ρολόι του (που συνεχώς έχανε χρόνο, για κάποιον μυστηριώδη λόγο), σηκωνόταν, και έφευγε από τη δεξιά πόρτα του δωματίου. Η σύζυγός του έφευγε μαζί του, και τα παιδιά του επίσης.
Αργότερα, ο κύριος Ρίμνης επέστρεφε από τη δεξιά πόρτα, όπως και η σύζυγός του και τα παιδιά του. Ο κύριος Ρίμνης κούρδιζε το ρολόι του (δεν καταλάβαινε γιατί πάντα αυτό το ρολόι έχανε χρόνο!), έβλεπαν όλοι μαζί ό,τι τους έδειχνε η Τηλεόραση, και έπεφταν για ύπνο.
Και ο κύριος Ρίμνης συνέχιζε –για κάποιον ανεξήγητο λόγο– να αισθάνεται άσχημα. Τι μπορεί να έλειπε;
Το πρωί, άνοιξε πάλι τη δεξιά πόρτα και έφυγε από το δωμάτιο, καθώς επίσης και η σύζυγός του και τα παιδιά του–
Ξεχάσαμε, όμως, να αναφέρουμε ότι είχαν και μια γάτα στο δωμάτιό τους, την οποία δεν πολυφρόντιζαν (δεν προλάβαιναν, δυστυχώς· οπότε, δεν μπορούμε να τους κατηγορήσουμε), αλλά η οποία παρατηρούσε τα πάντα. Και, από τότε που την είχαν φέρει εδώ, σ’αυτό το «καταραμένο κλουβί» (όπως το έβλεπε), αναρωτιόταν γιατί ποτέ κανένας δεν έβγαινε (ή έμπαινε) από την καταπακτή στο πάτωμα, ή από την καταπακτή στο ταβάνι, ή έστω από την πόρτα στην άλλη μεριά του δωματίου!
Για δέκα μέρες βάδιζα μέσα στον παγετώνα. Τα πόδια μου πονούσαν· ο λυσσαλέος άνεμος σφύριζε θανάσιμες απειλές στ’αφτιά μου, γλιστρώντας μέσα στην κουκούλα μου· το ψύχος δάγκωνε τα μάγουλά μου και τα χείλη μου, σαν ερωμένη που έχει τρελαθεί. Παγοκρύσταλλοι είχαν σχηματιστεί πάνω στα βλέφαρά μου.
Γιατί το κρύο, κυρά, είναι ανυπόφορο σ’εκείνα τα μέρη. Ανυπόφορο… Ο σκοπός μου, όμως, δε μ’άφηνε να υποχωρήσω, ούτε να πεθάνω. Είχα, διαρκώς, στο νου μου τον προορισμό μου, τη Θαυμαστή Πόλη, και συνέχιζα. Αντέχοντας.
Κι όταν βρισκόμουν κοντά σ’ένα βάραθρο, σταμάτησα για μια στιγμή, κατάκοπος, να ξαποστάσω. Τα γαντοφορεμένα χέρια μου προσπαθούσαν, απεγνωσμένα, να συγκρατήσουν τη βαριά, γούνινη κάπα μου, καθώς ο άνεμος έκανε το παν για να τη σκίσει και να την πάρει από τους ώμους μου.
Τα μάτια μου, θολωμένα από τις παγερές ομίχλες, έψαχναν να βρουν μια δίοδο: ένα μέρος για να διασχίσω το βάραθρο, που ανοιγόταν εμπρός μου σαν το στόμα της γης.
Τότε, καθώς η προσοχή μου ήταν στραμμένη αλλού, ένα ερπετό σύρθηκε έξω από τα ανήλιαγα, παγωμένα βάθη, και όρθωσε το φιδίσιο σώμα του από πάνω μου, ανοίγοντας σαγόνια τόσο μεγάλα που μπορούσαν να με καταπιούν ολόκληρο. Την τελευταία στιγμή προτού μου χιμήσει, κατόρθωσα να ξεθηκαρώσω το σπαθί μου απ’την πλάτη μου και να βαστήξω το μακρύ του μανίκι με τα δύο χέρια. Και το μοχθηρό φίδι, που νόμιζε ότι θα τρεφόταν από έναν ανυποψίαστο ταξιδιώτη σε κείνους τους παγερούς τόπους, έπεσε πάνω στην καλοακονισμένη λεπίδα μου, καθώς κατέβαζε το σώμα του για να με καταβροχθίσει. Και σκοτώθηκε. Το σπαθί μου του διαπέρασε το κρανίο.
Το βάρος του, όμως, ήταν τέτοιο που με σώριασε στους πάγους καθώς πέθαινε, και δεν μπορούσα να κουνηθώ κάτω απ’το κουφάρι του· νόμιζα ότι θα έμενα εκεί και θα πάγωνα.
Δεν πάγωσα, όμως· γιατί το ερπετό διαλύθηκε από μόνο του, με το θάνατό του: μετατράπηκε σε μαύρη στάχτη. Και, όπως διαλυόταν, μέσα απ’το κρανίο του, έπεσε ένας αστραφτερός λίθος–––
«Ο λίθος που κρέμεται, τώρα, απ’το λαιμό σου;» ρώτησε η γυναίκα που καθόταν στην ξύλινη πολυθρόνα, με τα πόδια της σταυρωμένα στο γόνατο και το μακρύ φόρεμά της να τυλίγεται γύρω τους και να καταλήγει στο πάτωμα. Πίσω της αιωρείτο ένα ξίφος, μ’ένα ζωντανό μάτι επάνω στον πέτρινο προφυλακτήρα του. Το μάτι βλεφάρισε, σκεπτικά, ατενίζοντας τον πολεμιστή αντίκρυ στην κυρά του.
Ο άντρας άγγιξε το περιδέραιό του. «Ναι, αυτός είναι ο λίθος,» αποκρίθηκε. Τα μάτια του ήταν γκρίζα και σκληρά· έμοιαζαν με τον παγετώνα που περιέγραφε. Τα μαλλιά του ήταν μακριά και μαύρα, και θύμιζαν τη χαίτη άγριου θηρίου. Ήταν ντυμένος με ατσάλινη αρματωσιά, και απ’την πλάτη του κρεμόταν ένα ξίφος.
Η κυρά τέντωσε το χέρι της. «Μπορώ να τον δω;»
Ο άντρας δίστασε για λίγο· αλλά, ύστερα, έβγαλε το περιδέραιο και της το έδωσε.
Οι ασημένιοι κρίκοι της αλυσίδας του τυλίχτηκαν μέσα στην παλάμη της. Εκείνη, όμως, την ενδιέφερε μόνο ο λίθος. Τον κράτησε, και με τα δύο χέρια, ανάμεσα στα δάχτυλά της και τα μάτια της εστιάστηκαν επάνω του.
Ένα γαλανόλευκο φως ήρθε από τα βάθη του σφαιρικού πετραδιού, και δυνάμωσε γρήγορα, τυλίγοντάς το ολόκληρο με την ακτινοβολία του.
«Τι!» γρύλισε ο πολεμιστής, υψώνοντας τον πήχη του εμπρός του και οπισθοχωρώντας δυο βήματα.
Η ακτινοβολία δυνάμωσε κι άλλο, κρύβοντας την κυρά πίσω της· και, μέσα από την ακτινοβολία, μια μορφή ξετυλίχτηκε, ενώ ο λίθος εξαφανιζόταν τελείως. Ένα μεγάλο ερπετό, με λευκές φολίδες που έκαναν γαλανές αντανακλάσεις. Τα μάτια του έμοιαζαν με ολογάλανες φλόγες, και το σώμα του ορθωνόταν ψηλό, ξεπερνώντας το ανάστημα του πολεμιστή.
Εκείνος ούρλιαξε, περίτρομος. Έκανε να τραβήξει το σπαθί του–
Το στόμα του ερπετού άνοιξε, και φάνηκε να κάλυπτε τον κόσμο. Το κεφάλι του κατέβηκε, και καταβρόχθισε τον πολεμιστή, εξαφανίζοντάς τον μέσα στον λαιμό του.
Το φίδι στράφηκε στην κυρά που καθόταν στην καρέκλα, και η παρουσία του ήταν ήρεμη και γαλήνια.
«Ευχαριστώ,» της είπε, κλίνοντας το κεφάλι σαν εκπαιδευμένος αυλικός.
Η κυρά χαμογέλασε λεπτά. «Δεν ήταν αλήθεια,» είπε, «έτσι δεν είναι;»
«Φυσικά και όχι,» αποκρίθηκε το φίδι. «Δεν του επιτέθηκα. Μου έστησε ενέδρα έξω απ’το σπίτι μου, για να πάρει τον λίθο μέσα από το μυαλό μου.
»Σου είμαι υπόχρεος, κυρά. Τι μπορώ να κάνω για να σε ξεπληρώσω;»
«Δεν περιμένω ανταμοιβή,» είπε εκείνη· «δεν είμαι μισθοφόρος.» Το μάτι επάνω στο αιωρούμενο σπαθί της συνοφρυώθηκε, σα να ήθελε να διαφωνήσει με τούτη τη νοοτροπία, μα το θεώρησε συνετότερο να μείνει σιωπηλό.
«Παρ’όλ’αυτά,» είπε το φίδι με τα γαλανά, φλεγόμενα μάτια, «αν κάποτε με χρειαστείς, θα είμαι στο πλευρό σου. Φώναξε το όνομά μου τρεις φορές μέσα στον βορινό άνεμο, και, όπου κι αν βρίσκεσαι, θα έρθω να σε συντρέξω.»
Και, με τούτα τα λόγια, αποχώρησε.
Η οντότητα πλησίασε.
«Τι νέα μού φέρνεις;» ρώτησε εκείνος που η οντότητα αποκαλούσε αφέντη.
«…Τα πράγματα δεν πήγαν σύμφωνα με το σχέδιο.»
Εκείνος που η οντότητα αποκαλούσε αφέντη έμεινε σιωπηλός· η παρουσία του παλλόταν ομαλά, περιμένοντας.
Η οντότητα συνέχισε: «Φοβάμαι πως, τώρα, μπορεί να μας δει…»
Μια αναλαμπή οργής. «Η αποστολή σας ήταν απλή: κρατήστε τον στο Ψευδές!»
«Ήταν αδύνατον. Άλλωστε, είχε το Χάρισμα–»
«Την Ασθένεια!»
«Ασφαλώς, την Ασθένεια… Προσπαθήσαμε να τον στείλουμε στο Αδρανές, αλλά… κάτι πήγε στραβά… Ίσως κάποια παρεμβολή, από τους Αποστάτ–»
«Είστε ανoητοι! Καμία παρεμβολή δεν υπήρξε. Όπως λένε οι Δούλοι, τα θαλασσώσατε!»
Η οντότητα οπισθοχώρησε από τη δύναμη που την έσπρωξε.
«Πήγαινε, τώρα, πίσω στο Ψευδές και φρόντισε, αυτή τη φορά, να κάνεις τη δουλειά σου σωστά. Να επιδιορθώσεις τη βλάβη που προκαλέσατε.»
«Μα, Αφέντη, μας βλέπει–»
Ένα απειλητικό κύμα οργής. «Πήγαινε… τώρα.»
Η οντότητα μεταπήδησε.
Εκείνος που η οντότητα αποκαλούσε αφέντη στράφηκε στο παράθυρο που κοίταζε στο Ψευδές και είδε εικόνες του. Οι Αφυπνισμένοι είχαν αρχίσει να αποτελούν πρόβλημα, σκέφτηκε. Και στους Δύο Άρχοντες δε θ’άρεσε αυτό. Δε θ’άρεσε καθόλου. Θα ξεσπούσαν πρώτα στους φύλακες. Και τον τρελό Άρχοντα ήταν εύκολο να τον εξαπατήσεις, να καλμάρεις την οργή του· αλλά ο άλλος Άρχοντας…. Εκείνος που η οντότητα αποκαλούσε αφέντη φοβόταν τον άλλο Άρχοντα, που ήταν παγερός και ακριβής, και ποτέ δεν εξαπατιόταν, ούτε συγχωρούσε.
Στο παράθυρο φάνηκε ο Αφυπνισμένος, να βαδίζει μέσα στο Ψευδές…
Εκείνος που η οντότητα αποκαλούσε αφέντη τον παρατήρησε. Οι Αφυπνισμένοι είχαν ασυνήθιστες σκέψεις· έπρεπε κανείς να τους εξετάζει προσεκτικά–
Τότε, ο Αφυπνισμένος μπήκε σ’ένα δωμάτιο και γύρισε το βλέμμα του, κοιτάζοντας μέσα απ’το παράθυρο!
«Καλησπέρα σας,» είπε.
Εκείνος που η οντότητα αποκαλούσε αφέντη έβγαλε το τελευταίο του ουρλιαχτό.
Ο άντρας πλησίασε την τοξωτή πόρτα με το πέτρινο πλαίσιο. Φορούσε έναν μακρύ, βαθυκόκκινο χιτώνα με κουκούλα, η οποία έκρυβε το πρόσωπό του στη σκιά. Ο άντρας είχε και ένα όνομα, αλλά τα ονόματα είναι ή ασήμαντα ή επικίνδυνα, επομένως θα τον αποκαλούμε ο Μάγος.
Ο Μάγος άνοιξε την πόρτα, για να περάσει το πέτρινό της κατώφλι και να ανοίξει τη δεύτερη πόρτα, για να περάσει το ξύλινό της κατώφλι και να ανοίξει την τρίτη πόρτα, για να περάσει το μαρμάρινό της κατώφλι και να βγει στην αίθουσα με τους θησαυρούς.
Σωροί από χρυσάφι, άργυρο, πλατίνα, και μπρούντζο απλώνονταν παντού. Λόφοι ολάκεροι, που μέσα τους είχαν θαμμένους ακόμα περισσότερους θησαυρούς, πολλοί από τους οποίους ξεπρόβαλλαν ολόκληροι ή εν μέρει. Ξίφη, σκήπτρα, καθρέφτες, περιδέραια, ασπίδες, ξιφίδια, κομμάτια από πανοπλίες, διαδήματα και στέμματα, βραχιόλια και περικάρπια, δαχτυλίδια και ζώνες, μανδύες και κάπες. Τα πάντα καμωμένα από αστραφτερά μέταλλα και μεταξωτά υφάσματα.
Ο Μάγος προχώρησε, κλοτσώντας θησαυρούς με τα ξυπόλυτα πόδια του.
Ένα θηρίο πετάχτηκε μέσα από τη σχισμάδα ενός αργυρού λόφου. Ένα πελώριο φίδι, που ζύγωσε γρήγορα τον Μάγο, προσπαθώντας να τον υπνωτίσει. Όταν, όμως, τα διαμαντένια μάτια του ατένισαν τα μάτια μέσα στην κουκούλα, σύριξε τρομαγμένα και υποχώρησε.
Λίγο παρακάτω, ο Μάγος βρήκε τον πρώτο σκελετό, μισοθαμμένο στους θησαυρούς. Πήρε το δαχτυλίδι από το δεξί του χέρι και έφυγε.
Βλέποντας μια φευγαλέα αντανάκλαση σ’έναν καθρέφτη, ήξερε πού να κατευθυνθεί μετά. Έφτασε σ’έναν λόφο από χρυσά νομίσματα και έσκαψε, γεμίζοντας την αίθουσα με το κουδούνισμα του μετάλλου. Έτσι, βρήκε τον δεύτερο σκελετό. Πήρε το δαχτυλίδι από το δεξί του χέρι και έφυγε.
Τα μονοπάτια είχαν αρχίσει, τώρα, να γίνονται μπερδεμένα μέσα στην αίθουσα, σαν ο χώρος γύρω από τον Μάγο να ήταν ζωντανός και να ήθελε να τον σταματήσει. Εκείνος, όμως, δεν σταμάτησε την αναζήτησή του ούτε στιγμή. Ακολούθησε το δρόμο που του έδειχνε η μουσούδα του αγάλματος ενός πανάρχαιου, σοφού δράκου, και έφτασε μπροστά σε μια πανοπλία που στεκόταν όρθια, στηριζόμενη σ’ένα δόρυ. Το κράνος της ήταν κλειστό και το πρόσωπο μέσα τελείως κρυμμένο.
Ο Μάγος άνοιξε το κράνος και είδε την όψη του τρίτου, και τελευταίου, σκελετού. Πήρε το δαχτυλίδι από το δεξί του χέρι και έφυγε.
Επέστρεψε στην τοξωτή πόρτα με το μαρμάρινο πλαίσιο. Και τότε, ένας άντρας στάθηκε στο διάβα του, σα να τον γνώριζε.
«Ποιος είσαι;» τον ρώτησε ο Μάγος.
«Ο εαυτό σου,» είπε το φάντασμα. «Θα σε ακολουθήσω;»
Ο Μάγος έβγαλε ένα δαχτυλίδι μέσα απ’τον χιτώνα του και το έδωσε στον εαυτό του, κι ο εαυτός του τον ακολούθησε.
Ο Μάγος άνοιξε την πόρτα και πέρασε το μαρμάρινο κατώφλι, για να βρεθεί σ’έναν τόπο από πυκνές, αργοκίνητες σκιές. Πλησίασε τη δεύτερη πόρτα, αλλά, καθώς την έφτανε, ένας άντρας στάθηκε στο διάβα του, σα να τον γνώριζε.
«Ποιος είσαι;» ρώτησε ο Μάγος.
«Ο εαυτός σου,» είπε το φάντασμα. «Θα σε ακολουθήσω;»
Ο Μάγος έβγαλε ένα δαχτυλίδι μέσα απ’τον χιτώνα του και το έδωσε στον εαυτό του, κι ο εαυτός του τον ακολούθησε.
Ο Μάγος άνοιξε την πόρτα και πέρασε το ξύλινο κατώφλι, για να βρεθεί σ’έναν τόπο όπου ο ουρανός κατάπινε τη γη. Πλησίασε την τρίτη πόρτα, αλλά, προτού τη φτάσει, ένας άντρας στάθηκε στο διάβα του, σα να τον γνώριζε.
«Ποιος είσαι;» ρώτησε ο Μάγος.
«Ο εαυτός σου,» είπε το φάντασμα. «Θα σε ακολουθήσω;»
Ο Μάγος έβγαλε το τελευταίο δαχτυλίδι που είχε και το έδωσε στον εαυτό του, κι ο εαυτός του τον ακολούθησε.
Ο Μάγος άνοιξε την τρίτη πόρτα και πέρασε το πέτρινο κατώφλι, για να βρεθεί στο δωμάτιο όπου η κυρά τον περίμενε. Καθόταν σε μια ψηλή, ξύλινη καρέκλα, με το μακρύ της φόρεμα να τυλίγεται γύρω απ’τα πόδια της, μοιάζοντας με ουρά. Πίσω της αιωρείτο ένα ξίφος που στον προφυλακτήρα του υπήρχε ένα παρατηρητικό μάτι.
«Τον βρήκες;» ρώτησε η κυρά.
Ο Μάγος έβγαλε μια γυάλινη σφαίρα απ’τον χιτώνα του και την κράτησε, με τα δύο χέρια, εμπρός του. Η σφαίρα λαμπύρισε, και μέσα απ’τον Μάγο ξεπήδησαν τρία φαντάσματα, παρόμοια μ’εκείνον αλλά όχι ίδια.
Η κυρά ύψωσε το ένα της φρύδι. «Τρεις;»
«Ναι,» είπαν οι τρεις.
«Εντάξει,» είπε η κυρά, κάνοντας μια αποδεσμευτική χειρονομία, «μπορείτε να πηγαίνετε.»
Οι τρεις έφυγαν απ’το δωμάτιο.
Τα μάτια της κυράς εστιάστηκαν στον Μάγο, καθώς επίσης και το μάτι του ξίφους που αιωρείτο πίσω της. «Αν αυτοί ήταν εσύ, τότε εσύ τι είσαι;»
Ο Μάγος μειδίασε αδιόρατα. «Εγώ δεν είμαι παρά μια σκιά του εαυτού μου.»
Το γέλιο των τριών αντήχησε, απόμακρα.
Από το ημερολόγιο της Λόντρια Φενερώρι, αρχαιολόγου, ιστορικού, εξερευνήτριας.
Έχοντας διασχίσει τα βουνά με ασφάλεια, φτάσαμε στις κατάφυτες κοιλάδες όπου, σε παλιότερες εποχές, ανθούσε ο πολιτισμός των Ρολθέων. Τώρα, ανάμεσα στα δέντρα και στην πυκνή βλάστηση, υπάρχουν μονάχα απομεινάρια εκείνου του θαυμαστού πολιτισμού: σπασμένες κολόνες, πεσμένες αψίδες, κομμάτια από τείχη. Και οι τάφοι.
Οι τάφοι των Ρολθέων δεν είναι όλοι ίδιοι. Παρατηρούνται διαφορές ανάμεσά τους: υπάρχουν συλλογικοί τάφοι, οι οποίοι δεν είναι τίποτα περισσότεροι από λάκκοι στο έδαφος, καλυμμένοι με μεγάλες πέτρες και γεμάτοι με πανάρχαια σκέλεθρα· υπάρχουν πυραμιδοειδείς τάφοι, ύψους από δύο έως τρία μέτρα, οι οποίοι πρέπει να χρησιμοποιούνταν για βασιλείς, ευγενείς, και μεγάλους πολεμιστές· και υπάρχουν και θολωτοί τάφοι, που, συνήθως, δεν έχουν ύψος πάνω από ενάμιση μέτρο. Αυτοί οι τάφοι πάντοτε αποτελούσαν ένα μυστήριο.
Και το μέρος στο οποίο φτάσαμε έβριθε από τέτοιους.
Σταματήσαμε τα οχήματά μας, κατασκηνώσαμε, και πιάσαμε δουλειά, γεμάτοι ενθουσιασμό. Οι άνθρωποί μας χρειάστηκε αρκετή ώρα μέχρι να καταφέρουν να ανοίξουν τις εισόδους των θολωτών τάφων· και, όταν τις άνοιξαν, είδαμε ότι το εσωτερικό ήταν σχετικά απλό: στο κέντρο κάθε θολωτού τάφου υπήρχε μία σαρκοφάγος και, μέσα της, ένα σκέλεθρο, που δεν φορούσε κοσμήματα ή τίποτα άλλο αξιοσημείωτο. Ο χώρος του τάφου, όμως, οι τοίχοι του, το πάτωμά του, η οροφή του, και ακόμα και κάποιες πέτρινες πλάκες, ήταν όλα γεμάτα με ζωγραφική. Ή, πιο συγκεκριμένα, με σκαλίσματα.
Οι απεικονίσεις δεν έμοιαζαν μ’αυτές που έκαναν οι άνθρωποι των σπηλαίων. Έμοιαζαν με γλυπτά ανώτερης τεχνοτροπίας. Και δεν μπορούσαμε να καταλήξουμε στο τι όργανο είχε χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία τους. Μερικοί από εμάς πίστευαν ότι επρόκειτο για συνηθισμένο εργαλείο λάξευσης· άλλοι πίστευαν ότι επρόκειτο για συσκευή που έκαιγε το βράχο. Το ακόμα πιο παράξενο, όμως, ήταν πως ορισμένα από τα λαξεύματα φαίνονταν φρέσκα, όχι αρχαία. Εκτός αν κάναμε κάποιο τρομερό λάθος.
Η πρώτη ημέρα της έρευνάς μας πέρασε κάνοντας υποθέσεις σχετικά με τις απεικονίσεις, συγκρίνοντάς τες με απεικονίσεις άλλων πολιτισμών, και προσπαθώντας να βρούμε κάποια παρόμοια περίπτωση, την οποία, δυστυχώς, δεν βρήκαμε.
Τη δεύτερη ημέρα της έρευνάς μας συνεχίσαμε να εξετάζουμε τους τάφους, και ο Δόκτωρ Νύρης Πενέβηρος μάς επέστησε την προσοχή σ’ένα ασυνήθιστο φαινόμενο, όπως το αποκάλεσε. Στον θολωτό τάφο που μελετούσε ισχυρίστηκε ότι είχαν παρουσιαστεί καινούργια λαξεύματα, που δεν υπήρχαν χτες. Μάλιστα, τα λαξεύματα έμοιαζαν να δείχνουν οχήματα παρόμοια με τα δικά μας. Πηγαίνοντας στον εν λόγω τάφο, διαπιστώσαμε όλοι πως πράγματι έτσι ήταν: τα λαξεύματα έμοιαζαν με οχήματα. Αλλά δεν ήταν τα πρώτα τέτοια που είχαμε συναντήσει στους θολωτούς τάφους. Είπαμε στον Δόκτορα ότι, μάλλον, είχε κάνει λάθος· πρέπει να υπήρχαν από χτες, κι εκείνος δεν τα είχε προσέξει. Ο Δόκτωρ αναγκάστηκε να συμφωνήσει· εξάλλου, ποιος να τα είχε φτιάξει μες στη νύχτα;
Την τρίτη ημέρα, ο Δόκτωρ Νύρης Πενέβηρος μάς μίλησε για το ίδιο θέμα. Καινούργια λαξεύματα είχαν παρουσιαστεί και πάλι! Αυτή τη φορά, έδειχναν φυτά. Του είπαμε πως πρέπει, ξανά, να έκανε λάθος. Αυτός, τότε, έβγαλε απ’το σάκο του μερικές φωτογραφίες που είχε τραβήξει χτες από το εσωτερικό του τάφου, και διαπιστώσαμε, με τα ίδια μας τα μάτια, ότι είχε δίκιο. Το φαινόμενο μάς θορύβησε εξαιρετικά, και ψάξαμε για ίχνη μέσα και γύρω από τον τάφο που μελετούσε ο Δόκτωρ· ωστόσο, δεν βρήκαμε κανένα ίχνος, παρά μόνο τα δικά μας.
Εκείνο το βράδυ, διπλασιάσαμε τις σκοπιές και είπαμε στους ανθρώπους μας να έχουν τα όπλα τους οπλισμένα και σε ετοιμότητα.
Όταν ξυπνήσαμε, ένας απ’αυτούς μάς ανέφερε ότι, μες στη νύχτα, είχε δει μια σκιά να κινείται σ’εκείνον τον θολωτό τάφο: και έδειξε τον τάφο που εξέταζε ο Δόκτωρ Νύρης Πενέβηρος. Τον ρωτήσαμε πώς ήταν δυνατόν να είχε δει κάτι τέτοιο, αφού το εσωτερικό των τάφων ήταν τελείως σκοτεινό, και το φεγγαρόφωτο δεν έφτανε μέχρι κάτω. Ο φρουρούς απάντησε ότι η σκιά που είδε κρατούσε κάποιου είδους φως: ένα φως που έμοιαζε να προέρχεται από τα ίδια τα δάχτυλά της. Ο άντρας έκανε ένα ιερό σύμβολο στον αέρα. Ήταν, αναμφίβολα, τρομαγμένος. Και πρέπει να παραδεχτώ πως κι εγώ το ίδιο.
Μαζί με τους υπόλοιπους ερευνητές, καταδυθήκαμε στον θολωτό τάφο, κρατώντας όπλα. Το εσωτερικό του ήταν άδειο, όπως πριν. Σ’έναν από τους τοίχους του, όμως, ήταν λαξεμένες μερικές λέξεις, με μεγάλα γράμματα. Χρειάστηκε όλη η υπόλοιπη ημέρα για να τις μεταφράσουμε, γιατί η γλώσσα των Ρολθέων είναι από τις δυσκολότερες που έχουν ποτέ υπάρξει. Ωστόσο, καταφέραμε τελικά να τις διαβάσουμε, και είδαμε πως έγραφαν το εξής: δεν ειμαστε βασιλιαδες, δεν ειμαστε πολεμιστες· ειμαστε καλλιτεχνες. ξεκουμπιστειτε και αφηστε μας στην ησυχια μας! Και μετά, ακολουθούσε μια αισχρή βρισιά που θα αποφύγω να αναφέρω.
Όπως είναι γνωστό ανάμεσα στους ιερείς, τους μυστικιστικές, και τους σοφούς ανθρώπους, κάτω από την επιφάνεια του κόσμου μας, κάτω από τα λιβάδια, τα δάση, τα βουνά, τις κοιλάδες, τις ερημιές, τους ποταμούς, τις θάλασσες, και τα νησιά, κινείται το Ιερό Θηρίο, που ορισμένοι λένε πως είναι ένα ατελείωτο φίδι το οποίο τρώει την ουρά του, κάνοντας τον γύρο του κόσμου μέσα από σήραγγες. Ο θνητός ανθρώπος δεν μπορεί να το δει ολόκληρο, γιατί το μάτι του είναι μικρό, ενώ το Θηρίο πελώριο.
Από τη ράχη του Ιερού Θηρίου ξεπροβάλλουν αρίφνητα μακρόστενα οστά, που, στο πέρας τους, διαθέτουν στόμια. Κι από τα στόμια αυτά αναδίδεται μια ομίχλη, η οποία ανεβαίνει προς την επιφάνεια του κόσμου μας και τροφοδοτεί τη γη του με ζωή. Την αποκαλούν Ζωοδότειρα Αχλή· και λέγεται πως έχει την ιδιότητα να θεραπεύει ακόμα και τις χειρότερες ασθένειες. Μπορεί να ξαναδώσει φως στους τυφλούς· μπορεί να θρέψει κομμένα μέλη· μπορεί να κλείσει θανατηφόρα τραύματα· μπορεί ακόμα και να επαναφέρει νεκρούς στη ζωή, τολμούν κάποιοι να ισχυρίζονται.
Αλλά είναι δύσκολο να καταδυθεί κανείς στα βάθη όπου βρίσκεται το Ιερό Θηρίο, και ακόμα δυσκολότερο να το συναντήσει· διότι μόνο όσοι έχουν εξαγνίσει το πνεύμα τους και ακονίσει το νου τους μπορούν να το κατορθώσουν αυτό· οι υπόλοιποι χάνονται για πάντα στα σκότη του Υπόγειου Κόσμου.
Ήμουν κι εγώ ένας απ’αυτούς που επιθυμούσαν να αντικρίσουν το Ιερό Θηρίο, και είχα αφιερώσει τον εαυτό μου για χρόνια σ’έναν Ναό. Δεν αισθανόμουν, όμως, έτοιμος όταν ήρθε, απροειδοποίητα, η Χρονιά της Ερήμωσης.
Ή, μάλλον, η χρονιά που θα ονομαζόταν, τελικά, Χρονιά της Ερήμωσης· γιατί τότε ήταν που ο κόσμος μας άρχισε να ερημώνει. Τα ποτάμια στέρευαν· οι θάλασσες μολύνονταν από γλοιώδεις ημιζωντανές ουσίες· τα δέντρα έριχναν τα φύλλα τους και τα κλαδιά τους μαζί, και οι κορμοί τους αδυνάτιζαν και γίνονταν εφιαλτικά σκέλεθρα· οι πεδιάδες έχαναν το πράσινό τους μεγαλείο και γέμιζαν γκρίζα, δηλητηριώδη χόρτα· οι κοιλάδες σκοτείνιαζαν, κι ακόμα κι οι ερημιές παραμορφώνονταν, γεμίζοντας πέτρες κοφτερές σαν μαχαίρια και κρυστάλλους που περπατούσαν και γελούσαν ξέφρενα, τρελαίνοντας όποιον δύσμοιρο τύχαινε να τους ακούσει.
Ήταν φανερό πως το Ιερό Θηρίο δεν μας πρόσφερε, πλέον, τη Ζωοδότειρα Αχλή του. Όλοι συμφώνησαν σ’ετούτο. Και τρομοκρατηθήκαμε.
Ο όμορφός μας κόσμος θα καταστρεφόταν. Και κάποιοι έπρεπε να κατεβούν στον Υπόγειο Κόσμο, με την ελπίδα να συναντήσουν το Ιερό Θηρίο και να μάθουν τι συνέβαινε. Να λύσουν και το πρόβλημα, αν μπορούσαν.
Ανάμεσα σ’αυτούς που στάλθηκαν ήμουν κι εγώ, που, αρχικά, επιθυμούσα να καταδυθώ στα σκοτάδια για να γιατρέψω το άρρωστό μου σώμα, το οποίο έπασχε από την ασθένεια της διαρκούς παραμόρφωσης, και κάθε που άλλαζε η εποχή, είτε από χειμώνα σε άνοιξη, είτε από άνοιξη σε καλοκαίρι, είτε από καλοκαίρι σε φθινόπωρο, είτε από φθινόπωρο σε χειμώνα, παραμορφωνόταν και με διαφορετικό τρόπο. Οι πόνοι ήταν φριχτοί.
Μαζί μου ήρθαν άλλοι εφτά, που όλοι πίστευαν ότι είχαν προετοιμαστεί –όσο μπορούσαν– για την κάθοδο στον Υπόγειο Κόσμο, και όλοι έπασχαν από κάποια ασθένεια ή παραμόρφωση.
Η κατάβασή μας άρχισε από το βάραθρο που ονομάζεται Τραύμα της Γης, και δεν ήταν ευχάριστη.
Και, όσο προχωρούσαμε, γινόταν ολοένα και πιο δυσάρεστη. Διασχίζαμε σπήλαια και σήραγγες, και κατεβαίναμε απότομες πλαγιές, φωτίζοντας τα σκοτάδια με τις λάμπες μας, ενώ ακούγαμε απόμακρους, εφιαλτικούς ήχους από τα άγνωστα βάθη.
Στο υπόγειό μας ταξίδι, συναντήσαμε τους Εξάποδες των Βράχων και το Έρεβος-Που-Συνεχώς-Γελά, τις Κυράδες του Χθόνιου Καπνού και τον Χθόνιο Καπνό τον Ίδιο, τα Φτερά-Που-Δεν-Έχουν-Μάτια και τον Σιωπηρό Θολοπόταμο.
Ένας από τους συντρόφους μου καταβροχθίστηκε από ακατονόμαστα όντα· δύο τρελάθηκαν και έφυγαν από κοντά μου, τρέχοντας μες στα σκοτάδια· ένας γλίστρησε, έπεσε, και σκοτώθηκε, σπάζοντας τη ράχη του· ένας άλλος μετατράπηκε σε βράχο και έμεινε εκεί για όλη την υπόλοιπη αιωνιότητα· ένας αυτοκτόνησε με το σπαθί του· και ο τελευταίος μού επιτέθηκε, για να με φάει, όταν το φαγητό μας τελείωνε και είχαμε φτάσει στα όρια της απόγνωσης. Αναγκάστηκα να τον σκοτώσω.
Μετά από αυτό το δυσάρεστο γεγονός και ενώ είχαν περάσει κάποιες ώρες –ίσως και μέρες· πού να ξέρω, εκεί κάτω, χωρίς ήλιο, χωρίς φεγγάρι, χωρίς άστρα;–, συνάντησα, επιτέλους, το πελώριο σώμα του Ιερού Θηρίου. Ή, μάλλον, ένα πολύ, πολύ μικρό μέρος του. Ήταν καλυμμένο με σκληρές, γιγάντιες φολίδες που θύμιζαν κρυσταλλοειδής σχηματισμούς· και στη ράχη του, όταν σκαρφάλωσα εκεί και κοίταξα, είδα πως υπήρχαν τα μακριά, λιγνά οστά με το στόμιο. Αλλά δεν έβγαινε ομίχλη από μέσα τους. Η Ζωοδότειρα Αχλή είχε πάψει να αναδίδεται. Επομένως, ήταν αλήθεια: γι’αυτό ο κόσμος μας πέθαινε…
Γιατί, όμως, η Αχλή είχε στερέψει; Ήταν, μήπως, το Ιερό Θηρίο νεκρό; Η σκέψη τούτη με γέμιζε τρόμο.
Άρχισα να ακολουθώ το σώμα του, με την ελπίδα ότι, κάπου, τελικά, θα συναντούσα το κεφάλι. Στο δρόμο, έτρωγα κάτι μανιτάρια που φύτρωναν κοντά του, τα οποία μου πρόσφεραν περισσότερη δύναμη απ’ό,τι περίμενα· και το θεώρησα αυτό καλό σημάδι για την κατάσταση του Θηρίου. Επίσης, δε χρειαζόμουν λάμπα εδώ, διαπίστωσα σύντομα, επειδή οι φολίδες του Θηρίου εξέπεμπαν μια αχνή, γλυκιά ακτινοβολία: ακόμα ένα καλό σημάδι!
Οι μπότες μου είχαν, πλέον, διαλυθεί και βάδιζα πάνω σε πόδια τραυματισμένα, που αιμορραγούσαν, όταν άκουσα τον δυνατό άνεμο να σφυρίζει μέσα στις σήραγγες–
Άνεμος;… Δεν ήταν άνεμος.
Ήταν… ανάσα. Η ανάσα του Θηρίου! Πλησίαζα το κεφάλι!
Επιτάχυνα το βήμα μου, παρότι τα πόδια μου ήταν γυμνά και πληγιασμένα· και, μετά από ώρες (μέρες;), έφτασα.
Ήμουν δίπλα στο κεφάλι.
Δεν μπορούσα, ασφαλώς, να το δω ολόκληρο. Μπορούσα, όμως, να δω την άκρια του ματιού του, και ήμουν βέβαιος πως το Θηρίο αντιλαμβανόταν την παρουσία μου.
Γιατί μας εγκατέλειψες; το ρώτησα, απεγνωσμένα.
Και το Θηρίο μού απάντησε, όχι με λόγια, αλλά με εικόνες. Μ’έκανε να δω το μίσος των ανθρώπων, τους πολέμους τους, την αιμοδιψία τους, την απληστία τους, τη ζηλοφθονία τους, τη φιλαργυρία τους… κι ένιωσα τη θλίψη του Θηρίου, και άρχισα να κλαίω, καθίζοντας πλάι στο κεφάλι του και γέρνοντας επάνω του.
Το Ιερό Θηρίο ήθελε μονάχα λίγη αγάπη.
Αυτό είναι το μόνο που χρειάζεται για να μας προσφέρει, πάλι, τη Ζωοδότειρα Αχλή του και για να θεραπευτεί ξανά ο κόσμος, και τα ποτάμια να κυλήσουν ορμητικά, οι θάλασσες να γυαλίσουν κάτω από το φως του ήλιου, οι πεδιάδες να πρασινίσουν, και τα δέντρα να μας δώσουν ζουμερούς και γλυκούς καρπούς.
Αυτό είναι το μήνυμα που σας φέρνω, έχοντας επιστρέψει από τα βάθη του Υπόγειου Κόσμου.
Το παιδί ήταν χαρούμενο κι ευτυχισμένο μέσα στον κήπο. Τα μάτια του έλαμπαν και το στόμα του χαμογελούσε, και το γέλιο του αντηχούσε ανάμεσα στα δέντρα και στη βλάστηση. Δεν είχε καμια έγνοια, τίποτα δεν το προβλημάτιζε.
Ένα πρωί, ζύγωσε την πύλη του κήπου και κοίταξε έξω απ’αυτήν, πέρα από τα χρυσαφένια της κάγκελα: και είδε τον κόσμο. Ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο τοπίο, γεμάτο ανέμους. Το παιδί έσπρωξε την πύλη και βγήκε, απομακρυνόμενο από τον κήπο. Και, για λίγο καιρό, εξακολούθησε να είναι χαρούμενο και τα μάτια του να λάμπουν· για λίγο καιρό, εξακολούθησε να είναι ευτυχισμένο και το στόμα του να χαμογελά.
Αλλά, καθώς πλησίαζε το μεσημέρι, ήρθε κοντά του ο άνθρωπος με τις αλυσίδες, κι άρχισε να το χτυπά, ξανά και ξανά και ξανά. Ασταμάτητα. Το παιδί δεν καταλάβαινε γιατί του το έκανε αυτό, κι όταν τον ρωτούσε –γιατί; γιατί; γιατί;–, εκείνος δεν απαντούσε. Το παιδί δεν ήξερε πώς να αντιδράσει· κουλουριάστηκε, υπομένοντας τα χτυπήματα: κλαψουρίζοντας και περιμένοντάς τα να τελειώσουν. Και κάποια στιγμή, τελείωσαν· ο άνθρωπος με τις αλυσίδες είχε εξαφανιστεί, αφήνοντας πίσω του έναν μαύρο άνεμο, και τη σάρκα του παιδιού γεμάτη μακριές, οριζόντιες πληγές: κατακόκκινες. Αίμα είχε, τώρα, λερώσει το ολόλευκο του δέρμα.
Και το παιδί αποφάσισε πως ήθελε να επιστρέψει. Πίσω, στον κήπο. Όσο κι αν προσπάθησε, όμως, δεν μπόρεσε να τον βρει· δεν θυμόταν, πλέον, το δρόμο της επιστροφής. Και, καθώς το απόγευμα ερχόταν, το μεγάλο πτηνό με τα πορφυρόμαυρα φτερά κατήλθε απ’τον ουρανό κι άρχισε να το ραμφίζει και να το γδέρνει. Ετούτη τη φορά, το παιδί αντιστάθηκε, ουρλιάζοντας αγριεμένα και προσπαθώντας να διώξει τον εχθρό. Αλλά μάταια. Το πουλί ήταν πιο δυνατό, τα νύχια του πιο κοφτερά, το ράμφος του πιο σκληρό. Η σάρκα του παιδιού σχίστηκε, κομματιάστηκε· η μορφή του βουτήχτηκε στο αίμα.
Όταν το πτηνό με τα πορφυρόμαυρα φτερά έφυγε, μέσα σ’έναν αποπνιχτικό άνεμο, άφησε πίσω του ένα παιδί κουλουριασμένο ανάμεσα σε κατακόκκινα χόρτα. Ένα παιδί που το χαμόγελό του είχε προ πολλού χαθεί· ένα παιδί που τα μάτια του, πια, δεν έλαμπαν. Και δεν υπήρχε χαρά στην ψυχή του, ούτε ευτυχία.
Αλλά, καθώς η νύχτα έπεφτε, στο φως του φεγγαριού, κάτι γυάλισε κάτω απ’τις σκισμένες του σάρκες. Ένα σκληρό μέταλλο.
Το παιδί ανασηκώθηκε και κοίταξε τον εαυτό του, απορώντας… Μετά, έβγαλε τα δικά του νύχια και έσκισε όσο από το παλιό του δέρμα απέμενε. Το κομμάτιασε και το πέταξε παραδίπλα, σαν λερωμένο, χρησιμοποιημένο ρούχα. Τεντώθηκε πάνω από τα κατακόκκινα χόρτα, γελώντας κι αφήνοντας το φεγγάρι να λούσει τη νέα του μορφή.
Τα μάτια του γυάλιζαν, ξανά, αλλά μ’ένα διαφορετικό φως. Το στόμα του χαμογελούσε, ξανά, αλλά το χαμόγελο δεν ήταν το ίδιο.
Το παιδί έτρεξε μέσα στη νύχτα. Και, σε λίγο, διαπίστωσε πως είχε αρχίσει να χαράζει...
Η ιστορία του μανδύα είναι μεγάλη. Κανείς δε γνωρίζει τα πάντα γι’αυτόν· επομένως, ούτε κι εγώ. Έχω προσπαθήσει να μάθω πολλά, όμως. Έχω προσπαθήσει.
Είναι γνωστό πως ο μανδύας, αρχικά, ανήκε σ’έναν ιερό άνθρωπο –άντρα ή γυναίκα, δεν είναι σίγουρο– ο οποίος υπηρετούσε τον Θεό, αλλά έπεσε σε κάποιο φοβερό αμάρτημα, και εξαφανίστηκε από προσώπου γης. Δεν πέθανε, ή, αν πέθανε, το σώμα του ποτέ δε βρέθηκε. Το μόνο που βρέθηκε απ’αυτόν ήταν ο μανδύας του.
Ο μανδύας.
Και λέγεται πως ο πρώτος που τον πήρε στην κατοχή του ήταν ένας ζητιάνος, που, αντί να αποδώσει τις τιμές που όφειλε σ’ένα τέτοιο ιερό ιμάτιο, τον φορούσε στους βρόμικους ώμους του και τον έσερνε στους πλακόστρωτους δρόμους. Έτσι, ο μανδύας μεταμόρφωσε τον ζητιάνο σε ποντίκι.
Και μετά, βρέθηκε από άλλους. Δεν έχω ακόμα καταφέρει να ανακαλύψω ποιος ακριβώς τον βρήκε ύστερα από τον ζητιάνο, μα γνωρίζω ότι πέρασε από τα εξής χέρια (χωρίς να είμαι βέβαιος για τη σωστή σειρά): Μια αριστοκράτισσα τον πήρε στην κατοχή της, και σύντομα ανακαλύφτηκε δολοφονημένη από έναν κρυφό της εραστή. Ένας στρατιώτης τον φόρεσε στον πόλεμο, και το φάντασμά του ακόμα λένε πως πλανιέται στα βουνά, τρώγοντας ψυχές. Ένας ψαράς τον χρησιμοποιούσε για να προστατεύεται από τις καταιγίδες, και μεταμορφώθηκε σε ψάρι και μπλέχτηκε στα ίδια του τα δίχτυα. Ένας φιλόσοφος, φορώντας τον μανδύα, νόμιζε ότι μπορούσε να περάσει μέσα από τη φωτιά, και κάηκε ζωντανός (ο μανδύας, ωστόσο, δεν καταστράφηκε· ούτε καν καψαλίστηκε –σημάδι ότι ο φιλόσοφος ήταν αμαρτωλός). Μια φαρμακοποιός αγόρασε τον μανδύα από ένα παζάρι, και στο τέλος του χρόνου προσβλήθηκε από μια θανάσιμη ασθένεια του δέρματος. Ένας έμπορος, που τον φορούσε για να διασχίζει τις ερήμους με τα καραβάνια του, φαγώθηκε από μια εξαγριωμένη καμήλα (και, ναι, είναι αλήθεια! Λένε πως η καμήλα τού δάγκωσε το λαιμό, σκοτώνοντάς τον, κι έπειτα γευμάτισε με το υπόλοιπο σώμα του, κομμάτι-κομμάτι!). Ένας εξερευνητής είχε τον μανδύα στους ώμους του, όταν καταδύθηκε σε μια κατακόμβη, και οι σκιές των νεκρών καταβρόχθισαν την ψυχή του· το σώμα του βρέθηκε να περιπλανιέται ολόγυμνο στις ερημιές, ουρλιάζοντας και γδέρνοντας τον αέρα. Μια από τις τρομερές βασίλισσες-αμαζόνες του Νότου φορούσε τον μανδύα μέσα σε μια ανεμοθύελλα, και ο μανδύας την έπνιξε. Ένας μουγκός γίγαντας σκόνταψε κι έπεσε σ’έναν γκρεμό, σπάζοντας το κρανίο του, ενώ φορούσε τον μανδύα.
Εγώ βρήκα τον μανδύα σ’ένα ερείπιο, μέσα στα δάση, βόρεια της Χρυσοπόλεως του Αργυρού Βασιλείου. Ήταν αυγή και το τοπίο χιονισμένο. Οι ήχοι μεταφέρονταν μακριά, και η κραυγή μου πρέπει ν’ακούστηκε ώς τα πέρατα της χώρας, όταν πήρα το ιερό ιμάτιο στα χέρια μου. Είδα λύκους να κατεβαίνουν και να με περιτριγυρίζουν, κοιτάζοντάς με με φλογερά μάτια· μα κανείς τους δε με πείραξε. Κι έτσι, το ξέρω πως είμαι ευλογημένος.
Από τότε, φορώ συνέχεια τον μανδύα, γιατί είναι δικός μου. Δικός μου. Όλα αυτά τα χρόνια εμένα περίμενε.
Και τώρα, γνωρίζω πλέον ότι μπορώ να πετάξω. Αν ανοίξω τον μανδύα, κρατώντας τον τεντωμένο με τα χέρια μου, μπορώ να πετάξω! Γι’αυτό βρίσκομαι σε τούτο τον ερειπωμένο πύργο: για να δοκιμάσω, για πρώτη φορά, το θείο χάρισμά μου. Δεν πρόκειται να γράψω σε ποιον πύργο είμαι, γιατί θέλω η αναφορά μου να μείνει ανάμεσα στους μύθους του Αργυρού Βασιλείου· και οι μύθοι είναι προτιμότερο να είναι καλυμμένοι στην ομίχλη.
Αφήνω τώρα την πένα μου, καθώς αισθάνομαι τον Θεό να με καλεί.
Πηγαίνω να πετάξω!
Η λεπίδα κατέβηκε και έκοψε τον άντρα. Τον έσκισε κάθετα, από τη μύτη ώς τον αφαλό. Τα μπροστινά του δόντια διαλύθηκαν σε μικρά, ασήμαντα θραύσματα· η σάρκα του άνοιξε και αίμα τινάχτηκε· τα κόκαλα της θωρακικής του κοιλότητας έγιναν φανερά· τα εντόσθια του πετάχτηκαν έξω.
Ο άντρας σωριάστηκε στο χώμα, ανάσκελα.
Η κυρά με το μακρύ φόρεμα, που η ουρά του σερνόταν πίσω της, στεκόταν ακίνητη, κοιτάζοντας.
Το σπαθί που είχε σκοτώσει τον άντρα, και που αιωρείτο χωρίς κανείς να βαστά το μακρύ του μανίκι, είχε ένα μάτι επάνω στον πέτρινο προφυλακτήρα του. Το μάτι έκλεισε, συνωμοτικά, προς τη μεριά της κυράς.
«Είναι νεκρός;» ρώτησε εκείνη.
Τολμώ να υποθέσω πως ναι, Τρισμέγιστη, αποκρίθηκε το ξίφος· η φωνή του έμοιαζε να αντηχεί μέσα από τον ίδιο τον αέρα, και, καθώς μιλούσε, μια αναταραχή μπορούσε να διακριθεί γύρω απ’το αστραφτερό –αν και, τώρα, αιματοβαμμένο– ατσάλι της λεπίδας του.
Η κυρά πλησίασε τον άντρα και έσκυψε από πάνω του, προσέχοντας να μη λερώσει το φόρεμά της με τα αίματα. Κοιτάζοντας μέσα στη θωρακική του κοιλότητα, είδε κάτι να γυαλίζει μεταλλικά στην αριστερή της μεριά. Σήκωσε το μανίκι της, πέρασε το χέρι της κάτω απ’τα κόκαλα, έπιασε το αντικείμενο, και το τράβηξε έξω, παρότι της έφερε μια κάποια μικρή αντίσταση.
Ήταν ένα σφαιρίδιο, καμωμένο από μέταλλο, που έκανε ασυνήθιστους ιριδισμούς: χρύσιζε τη μια, ασήμιζε την άλλη, κοκκίνιζε, πρασίνιζε, γινόταν γαλανό, μοβ, ροζ, πορτοκαλί, καφέ, μαύρο. Σε διάφορους τόνους και αποχρώσεις.
Η κυρά έπαψε να το κοιτάζει, γιατί την υπνώτιζε. Το σκούπισε μ’ένα μαντήλι και το έβαλε σε μια τσέπη του φορέματός της.
Κάνοντας νόημα στο ξίφος να την ακολουθήσει, έφυγε από το δάσος, οδοιπορώντας, και πήγε στην πόλη που βρισκόταν εκεί κοντά.
Ήταν απόγευμα και οι ντόπιοι κάθονταν στις γειτονιές, κουβεντιάζοντας αναμεταξύ τους και ξεκουράζοντας τους εαυτούς τους από τις δουλειές της ημέρας. Δελεαστικές οσμές έβγαιναν από τα παράθυρα κουζινών, καθώς το βραδινό ετοιμαζόταν.
Πολλά βλέμματα στράφηκαν στην κυρά και στο σπαθί που την ακολουθούσε. Αλλά όχι με περιέργεια· μάλλον, με κάποιο δέος.
Εκείνη πήγε σ’ένα συγκεκριμένο κατάστημα που βρισκόταν στη δυτικότερη –και πιο απομονωμένη– μεριά της πόλης. Η πινακίδα του έγραφε: ο συλλεκτησ.
Η κυρά έσπρωξε την πόρτα και μπήκε, αντικρίζοντας τον μαγαζάτορα, που δεν τον έβλεπε για πρώτη φορά στη ζωή της· είχαν ξανακάνει δουλειές οι δυο τους.
Ο μαγαζάτορας καθόταν πίσω από έναν πάγκο, επάνω στον οποίο βρίσκονταν δύο πέτρινες γάτες με γαλανούς, γυαλιστερούς λίθους για μάτια. Η μία από τις γάτες ύψωσε το μπροστινό της πόδι και έτριψε το αφτί της. Η άλλη έμοιαζε να χαμογελά πίσω απ’τα μουστάκια της.
«Τι μου φέρνεις;» ρώτησε ο μαγαζάτορας.
Η κυρά πήρε το σφαιρίδιο από την τσέπη της και το άφησε στον πάγκο.
Ο μαγαζάτορας έβγαλε μια κραυγή ευχαρίστησης. Ή, μάλλον, πραγματικής έκστασης. Πήρε ένα πέτρινο σφυρί από ένα ράφι και κοπάνησε το σφαιρίδιο, δυνατά.
Μια εκκωφαντική βροντή αντήχησε απέξω, και άρχισε να βρέχει.
Ο μαγαζάτορας συνοφρυώθηκε. Και ξανακοπάνησε το σφαιρίδιο, το οποίο, αυτή τη φορά, έσπασε. Μετατράπηκε σε χιλιάδες μικρά, μικρά κομμάτια, που σηκώθηκαν και περπάτησαν επάνω στον ξύλινο πάγκο, έχοντας ανθρωποειδείς μορφές, αν και ορισμένα ήταν κουτσά ή κουλά ή ακέφαλα.
Ο μαγαζάτορας γέλασε. Έβγαλε, γρήγορα, μια χάλκινη σφαίρα από ένα συρτάρι, την απόθεσε κι αυτήν πάνω στον πάγκο, και της ψιθύρισε κάτι στο μοναδικό της αφτί. Η σφαίρα φωτίστηκε από ένα αχνό, εσωτερικό φως, και ένα μουρμουρητό ακούστηκε να έρχεται από μέσα της, το οποίο έμοιαζε με παλιό τραγούδι από καιρούς ξεχασμένους.
Το αιωρούμενο σπαθί τη μιμήθηκε, τραγουδώντας κι εκείνο.
Μια μικρή, στρογγυλή θύρα άνοιξε επάνω στη σφαίρα. Τα ανθρωπόμορφα πλασματάκια βάδισαν προς τα εκεί, κατά σειρά, και, το ένα μετά το άλλο, χάθηκαν στο εσωτερικό της.
Η θύρα έκλεισε.
Η σφαίρα υψώθηκε από το τραπέζι, συνεχίζοντας να τραγουδά. Έκανε μερικούς κύκλους γύρω από το σπαθί, που κι αυτό τραγουδούσε. Έμοιαζαν ευτυχισμένοι οι δυο τους.
Η κυρά χαμογελούσε.
Ο μαγαζάτορας χαμογελούσε.
Η σφαίρα υψώθηκε, ψηλά, στην οροφή του καταστήματος, και βγήκε από ένα μικρό παραθυράκι.
Το σπαθί αναστέναξε. Δε θα την ξαναδώ, είπε.
«Ποτέ μη λες ποτέ,» αποκρίθηκε η κυρά, χαϊδεύοντας τη λεπίδα του, με την ανάστροφη του χεριού της.
Ο μαγαζάτορας αναστέναξε, ικανοποιημένα. «Λοιπόν!» είπε στην κυρά. «Θα μείνεις για καφέ;»
Όταν, μετά από μια καταστροφική Αστρική Θύελλα, προσεδαφίστηκαν στον πλανήτη Ζιργκ, έπρεπε να μάθουν να επιβιώνουν: να μάθουν να αντιμετωπίζουν τους φυσικούς κινδύνους του άγνωστου περιβάλλοντος, καθώς και θηρία και πλάσματα που δεν είχαν ποτέ τους ξαναδεί. Τα κατάφεραν να ζουν έτσι για κάμποσο καιρό· ήρθε, όμως, και η ημέρα που τα εφόδια στο αστρόπλοιό τους τελείωσαν, και δεν τους απέμεινε τίποτα, πλέον. Τίποτα παρά ελάχιστα όπλα και αντικείμενα πρώτης ανάγκης.
Ο πλανήτης Ζιργκ τούς έμοιαζε τώρα, ξαφνικά, πολύ πιο τρομαχτικός. Και κατάλαβαν ένα πράγμα ζωτικής σημασίας για τη φύση του πλανήτη: η επιβίωσή τους δεν εξαρτιόταν από τη σύγκρουσή τους μαζί του, αλλά από τη συνεργασία τους μαζί του. Έτσι, έμαθαν πώς να χρησιμοποιούν τους φυσικούς του πόρους προς όφελός τους· έμαθαν ποια από τα φυτά του ήταν βρώσιμα και ποια δηλητηριώδη· έμαθαν ποια από τα θηρία του μπορούσαν να εξημερώσουν, ποια μπορούσαν να φάνε, και ποια έπρεπε να αποφύγουν πάση θυσία.
Όταν η κοινωνία τους ξεπέρασε τον αγώνα της επιβίωσης και έγινε ένα με τον πλανήτη Ζιργκ, τότε άρχισαν να τους απασχολούν άλλα πράγματα, όπως ο πολιτισμός. Οικοδόμησαν τις πρώτες τους πόλεις και τους πρώτους τους δρόμους. Κι αργότερα ασχολήθηκαν με τα έργα τέχνης, τη φιλοσοφία, και την πολιτική.
Δεν κινδύνευαν, πλέον, από εξωτερικές δυνάμεις. Είχαν δαμάσει τον πλανήτη και τα πλάσματά του. Είχαν χτίσει τα σπίτια τους επάνω του. Ζούσαν με ανέσεις, και με νόμους, και με πολιτισμό. Έτσι, μη έχοντας φανερό εχθρό, ήρθε η ώρα που έμαθαν πώς να σκοτώνουν ο ένας τον άλλο. . .
«ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ, ΘΝΗΤΕ!» Η φωνή αντηχούσε παντοδύναμη μέσα στην άδεια αίθουσα του ναού.
Ο άντρας κοντοστάθηκε, ερευνώντας τον χώρο με το βλέμμα του· τα μάτια του ήταν στενεμένα, όπως τα μάτια αιλουροειδούς. Στο χέρι του βαστούσε ένα λιγνό, αιχμηρό ξίφος. «Σοβαρά;» ρώτησε. «Θα πονέσω;»
«ΘΑ ΑΙΣΘΑΝΘΕΙΣ ΜΕΓΑΛΟ ΠΟΝΟ, ΘΝΗΤΕ! ΤΡΟΜΕΡΟ ΠΟΝΟ! ΘΑ ΕΥΧΗΘΕΙΣ ΝΑ ΕΙΧΕΣ ΠΕΘΑΝΕΙ, ΠΟΛΥ ΠΡΟΤΟΥ ΕΡΘΕΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΟΥ!»
Ο άντρας έκανε μερικά βήματα μες στον ναό, συνεχίζοντας να ερευνά τον χώρο με το βλέμμα του. «Ακούγεται τρομαχτικό,» παραδέχτηκε.
«ΜΗ ΜΕ ΠΑΙΡΝΕΙΣ ΕΜΕΝΑ ΑΨΗΦΙΣΤΑ, ΘΝΗΤΕ! ΕΙΜΑΙ ΘΕΟΣ! Ο ΘΕΟΣ ΣΟΥ! ΕΙΜΑΙ ΠΑΝΤΑΧΟΥ ΠΑΡΩΝ, ΚΑΙ ΒΛΕΠΩ ΤΑ ΠΑΝΤΑ!»
«Όπως οι μπανιστιρτζήδες;»
«ΤΟΛΜΑΣ; ΘΑ ΤΟ ΜΕΤΑΝΙΩΣΕΙΣ!»
Τα μάτια του άντρα γυάλισαν. Άρχισε να βαδίζει προς μια συγκεκριμένη μεριά της αίθουσας. Πέρασε κάτω από μια πέτρινη αψίδα.
«ΠΟΥ ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΟΤΙ ΠΗΓΑΙΝΕΙΣ, ΘΝΗΤΕ; Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗ ΓΙΑ ΣΕΝΑ. ΘΑ ΚΑΕΙΣ, ΑΝΟΗΤΕ!»
Ο άντρας αγνόησε τη φωνή· βάδισε κατά μήκος ενός διαδρόμου. Δεξιά κι αριστερά, στους τοίχους, κρέμονταν ασθενικές λυχνίες· τα πάντα ήταν μπερδεμένα μες στις σκιές. Και στο πέρας του διαδρόμου, κάτι φαινόταν να αναδεύεται…
«ΘΝΗΤΕ! ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ ΟΤΙ ΣΕ ΚΟΡΟΪΔΕΥΩ! ΕΙΜΑΙ ΠΑΝΤΑΧΟΥ ΠΑΡΩΝ, ΣΟΥ ΛΕΩ! ΒΛΕΠΩ ΤΑ ΠΑΝΤΑ! ΕΙΜΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΣΟΥ! ΠΛΗΣΙΑΣΕ, ΚΑΙ ΘΑ ΤΟ ΜΕΤΑΝΙΩΣΕΙΣ!»
Ο άντρας ζύγωσε το τέλος του διαδρόμου, και…
«ΚΑΝΕ ΠΙΣΩ!»
…είδε μια κουρτίνα.
Την παραμέρισε, απότομα.
Πίσω της, στεκόταν ένα μικροκαμωμένο, κοκαλιάρικο, ανθρωπόμορφο πλάσμα που του έφτανε ώς τη μέση. Είχε μεγάλα, στρογγυλά μάτια, γκρίζο δέρμα, και πεταχτά αφτιά. Επάνω στο στέρνο του έπεφτε ένα περιδέραιο, από το οποίο κρεμόταν ένας λίθος που έμοιαζε με μάτι.
Ο άντρας άπλωσε το χέρι του, άρπαξε το περιδέραιο, και το τράβηξε, σπάζοντας το κορδόνι.
Το πλάσμα ούρλιαξε. «Φύγε φύγε φύγε!» τσύριξε. «Τι-τι θέλειθ εδώ. Θου λέω, φύγε!»
Ο άντρας τέντωσε το σπαθί του προς το λαιμό του γκρίζου πλάσματος. Εκείνο έπεσε στα γόνατα. «Θε παρακαλώ! Θε παρακαλώ! Δεν ήθελα να κάνω κακό! Μου το δώθανε! Μου το δώθανε, δεν ήταν δικό μου!»
«Να μην το ξανακάνεις,» είπε ο άντρας. Κοπάνησε το πλάσμα στο κεφάλι, με τη λαβή του ξίφους του, και το σώριασε αναίσθητο στο λίθινο πάτωμα.
Ύστερα, έφυγε από τον ναό.
Ένας άντρας βαδίζει, παραπατώντας, μέσα σε μια γκρίζα πεδιάδα γεμάτη στάχτη και πέτρες, και λίθινους σχηματισμούς, οι οποίοι διαγράφουν καμπύλες και, ορισμένοι απ’αυτούς, υψώνονται ψηλά στον ουρανό. Έναν ουρανό που είναι, επίσης, γκρίζος, αλλά ένας έντονος ήλιος φεγγοβολά στο κέντρο του, σαν πελώριο μάτι· φλόγες τον περιστοιχίζουν, χορεύοντας και ουρλιάζοντας.
Ο άντρας είναι ολόγυμνος, και κουρασμένος.
Δυνατός αέρας πιάνει, παρασέρνοντας τις στάχτες, κάνοντάς τες να περιστρέφονται γύρω από τα γόνατα του, γύρω από τη μέση του, τους ώμους του, το κεφάλι του. Ο άνεμος δυναμώνει ακόμα περισσότερο, στέλνοντας τις στάχτες με μεγαλύτερη ορμή καταπάνω στον άντρα, μαστιγώνοντας το κορμί του. Εκείνος κλείνει τα μάτια του και βάζει τα χέρια του, σταυρωτά, μπροστά στο πρόσωπό του, για να προστατευτεί. Κατευθύνεται προς έναν λίθινο σχηματισμό που είχε δει, και κουτουλά επάνω του. Γονατίζει και κρύβεται πίσω απ’τους βράχους, ενώ ο άνεμος εξακολουθεί να λυσσομανά και η πεδιάδα έχει μετατραπεί σε έναν κυκλώνα στάχτης.
Ο άντρας είναι το επίκεντρο, και δεν υπάρχει τίποτα στέρεο γύρω του.
Όταν ο άνεμος καταλαγιάζει, η πεδιάδα ηρεμεί, κι ο άντρας, καλυμμένος από στάχτη, ορθώνεται. Κοιτάζει στον ορίζοντα και διακρίνει μια αναταραχή επάνω στο γκρίζο. . . σαν κάτι που πετά, χτυπώντας τις φτερούγες του.
Ένα πτηνό. Ένα γκρίζο κοράκι, δύσκολο να διακριθεί μέσα στο γκρίζο περιβάλλον.
Ο άντρας γελά, και το κοράκι αρχίζει να κάνει κύκλους από πάνω του, κρώζοντας. Εκείνος υψώνει το κεφάλι και το κοιτάζει, και μπαίνει στο εσωτερικό του ματιού του, και φεύγουν μαζί. . .
Πλησίαζε μεσημέρι όταν έφτασε ο άγνωστος στο χωριό. Πρώτοι τον είδαν δύο βοσκοί, μετά ο σιδεράς· έπειτα, τα νέα για τον ερχομό του μεταφέρθηκαν τόσο γρήγορα όσο ο φθινοπωρινός άνεμος μεταφέρει τα ξερά φύλλα.
Ο άγνωστος ήταν ψηλός και σωματώδης, και φορούσε μια φαρδιά, βαριά, πράσινη κάπα. Το πρόσωπό του ήταν πλατύ και η έκφρασή του άκαμπτη. Τα μάτια του μικρά και σκοτεινά. Στην αριστερή μεριά του προσώπου του υπήρχε μια παράξενη δερματοστιξία, που έμοιαζε με μαύρες φλόγες. Από τη ζώνη του κρέμονταν κόκαλα ζώων και θύσανοι από τρίχες. Στη ράχη του ήταν περασμένο ένα μεγάλο σπαθί.
Οι χωρικοί κλείστηκαν στα σπίτια τους, ο ένας κατόπιν του άλλου· και όπου κι αν ο ξένος χτυπούσε κανείς δεν του άνοιγε. Έκαναν πως δεν τον άκουγαν. Δε βρήκε οίκημα για να μπει, ούτε κανένας τού πρόσφερε φαγητό ή πιοτό. Έτσι, κάθισε, τελικά, κοντά στο πηγάδι, στο κέντρο του χωριού, και έφαγε λίγο από το δικό του φαγητό και ήπιε μερικές γουλιές απ’το φλασκί του. Τα μάτια του παρατηρούσαν τα σπίτια γύρω του.
Αφού τελείωσε το σύντομο γεύμα του και ξεκουράστηκε για κάποια ώρα, έφυγε. Η μόνη φωνή που τον χαιρέτησε ήταν το γάβγισμα ενός σκύλου.
Οι χωρικοί άνοιξαν, πάλι, τις πόρτες τους κι άρχισαν να συζητούν αναμεταξύ τους. Ποιος μπορεί να ήταν ο ξένος; Τι μπορεί να ήταν; Ήταν κάποιος μισθοφόρος από τους στρατούς που μάχονταν στα κεντρικά της χώρας; Μάλλον, όχι· πρέπει να ήταν ένας από τους βαρβάρους των βουνών. Και ίσως να ήταν μάγος· εξάλλου, δεν είχαν δει αυτά τα κόκαλα που κρέμονταν από τη ζώνη του; Λεγόταν πως οι σαμάνοι των βαρβαρικών φυλών χρησιμοποιούσαν κόκαλα ζώων στις μαγείες τους. Εκείνο το σχήμα, όμως, στο πρόσωπό του; Αυτό δεν ήταν συνηθισμένο, ακόμα και για τους βαρβάρους. Έμοιαζε με μαύρες φωτιές· ο άντρας αυτός πρέπει να ήταν δαιμονισμένος. Ή ίσως να ήταν από τους μακρινούς Μαύρους Λαούς, οι οποίοι ζούσαν πέρα απ’το Μεγάλο Δάσος, στα δυτικά. Κι αυτοί ήταν ακόμα πιο τρομεροί μάγοι από οποιονδήποτε σαμάνο των βαρβάρων.
Οι χωρικοί άρχισαν να αναρωτιούνται μήπως ο άντρας είχε ρίξει κάποια κατάρα πάνω στο χωριό τους, επειδή δεν τον είχαν βάλει στα σπίτια τους να τον κεράσουν. Άλλοι, όμως, έλεγαν ότι καλά είχαν κάνει και τον είχαν αφήσει έξω, γιατί μπορεί να ήταν και δαίμονας που θα είχε πάρει τα παιδιά τους, αν τον είχαν καλέσει κοντά στα τζάκια τους.
Τελικά, έγινε συμβούλιο και αποφασίστηκε να εγκαταλείψουν όλοι το χωριό, μέχρι ν’αλλάξει το φεγγάρι. Τότε, είπε ο γηραιότερος του χωριού, θα φαινόταν αν όντως ο ξένος είχε ρίξει κάποια κατάρα. Έτσι, έφυγαν απ’τα σπίτια τους και έζησαν, για κάποιο χρονικό διάστημα, μέσα σε μερικές σπηλιές των λόφων.
Όταν το φεγγάρι άλλαξε, επέστρεψαν στο χωριό, μην έχοντας δει να συμβαίνει τίποτα το ασυνήθιστο. Έγινε, πάλι, συμβούλιο και ο γηραιότερος εξέφρασε την άποψη ότι ίσως ο ξένος να ήταν απλά διαφορετικός. . .
Ο Αφέντης δε μας αφήνει σε χλωρό κλαρί τελευταία. Συνεχεία δουλεύουμε, και δουλεύουμε, και δουλεύουμε, και δουλεύουμε! Φτιάχνουμε το ένα κομμάτι και το άλλο κομμάτι και το παράλλο κομμάτι. Βάζουμε μια βίδα από δω, μια βίδα από κει, μια βίδα παραπέρα. Συνδέουμε τούτο, συνδέουμε κείνο. Κανένα έλεος!
Και τι να κάνω κι εγώ, ο κακομοίρης ο Φ’νητ; Δουλεύω κι εγώ. Συνέχεια δουλεύω, μαζί με τα υπόλοιπα ξωτικά. Και δεν μπορώ ν’αφήσω τη δουλειά στιγμή, γιατί ο Αφέντης είναι πάντα εκεί, από πάνω μας, και μας κοιτάζει· κι όποτε πάει κανείς να ξαποστάσει λιγουλάκι και να πάρει δυο-τρεις ανάσες, του ρίχνει να κάτι καρπαζιές. Ορισμένοι έχουν βγάλει καρούμπαλους. Και πού να δούμε μέχρι να τελειώσει τούτη η ιστορία!
Αλλά, βέβαια, το ξέρω εγώ πώς θα τελειώσει. Εξάλλου, δεν είναι η πρώτη φορά που τάχει δει αυτά ο γέρο-Φ’νητ. Τα βλέπει ξανά και ξανά, κάθε χρόνο. Τα ίδια και τα όμοια! Εμείς σκιζόμαστε εδώ πέρα, μας βγαίνει ο πάτος, κι εκείνος, ο Αφέντης, πάντοτε παίρνει όλη τη δόξα. Όταν έχουμε τελειώσει, όταν τα έχουμε φτύσει και δεν μπορούμε να δουλέψουμε άλλο, εκείνος βάζει μερικούς που αντέχουν λιγάκι ακόμα να φορτώσουν τα μαραφέτια στο έλκηθρο του. Μετά, φορά την κόκκινη σκούφια του και την κόκκινη στολή του, καβαλά το έλκηθρο, μαστιγώνει τους τάρανδους, και εξαφανίζεται μες στη νύχτα.
Δεν υπάρχει δικαιοσύνη σε τούτο τον κόσμο!…
«Θα βρεις το δαχτυλίδι θαμμένο στο δάσος, κάτω από την πέτρα που μοιάζει με πρόσωπο,» του είπε.
«Γιατί δε μου το δίνεις τώρα;» τη ρώτησε.
«Είναι πολύτιμο, και δεν το κουβαλάω επάνω μου· μπορεί να μου το κλέψουν.»
Η τραπεζαρία γύρω τους ήταν γεμάτη κόσμο· πράγματι, αρκετοί κλέφτες μπορεί να καιροφυλακτούσαν εδώ.
«Τότε, ας μου το δώσεις στο σπίτι σου, όπου σίγουρα δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος.»
Κούνησε το κεφάλι της. «Δε θέλω να ξέρουν στο σπίτι ότι έχεις δουλέψει για μένα. Η φήμη σου δεν είναι καλή. Κι εδώ που έρχομαι και σε βλέπω, επικίνδυνο είναι.»
«Μου υποσχέθηκες ότι το δαχτυλίδι θα ήταν η ανταμοιβή μου,» της θύμισε.
«Και δεν προσπαθώ να σε κλέψω–»
«Κι άλλοι το έχουν πει αυτό.»
«Αλλά εγώ δε σου λέω ψέματα. Θα το έχεις το δαχτυλίδι. Θα το βρεις θαμμένο, αύριο το βράδυ, εκεί όπου σου είπα.»
«Κι αν δεν το βρω;»
Τα μάτια της στένεψαν. «Είσαι επαγγελματίας δολοφόνος. Αν θεωρήσεις ότι σε έριξα, δε νομίζω να δυσκολευτείς να με σκοτώσεις περισσότερο απ’ό,τι δυσκολεύτηκες να σκοτώσεις την αδελφή μου.»
«Θα το θυμάμαι αυτό.»
Το επόμενο βράδυ, κάτω απ’το ασημένιο φως του φεγγαριού, ο δολοφόνος πήγε στο δάσος. Βρήκε την πέτρα που έμοιαζε με πρόσωπο και στάθηκε εμπρός της. Κοίταξε ολόγυρα, για να βεβαιωθεί ότι κανείς δεν τον παρακολουθούσε, κι ύστερα γονάτισε και έσκαψε στο υγρό χώμα. Το δαχτυλίδι δεν ήταν θαμμένο βαθιά. Το πήρε στα χέρια του και το κοίταξε. Τα μάτια του γυάλισαν, καθώς δεν μπόρεσε να κρύψει το θαυμασμό του. Το κόσμημα ήταν πανέμορφο, καμωμένο από χρυσάφι, λαξεμένο σαν άνθη και κλωνάρια, μ’ένα διαμάντι να αστράφτει ανάμεσά τους.
Το πήρε και πήγε στον παλιό μύλο, έξω απ’την πόλη.
Εκεί, μια γυναίκα τον περίμενε.
«Σου είπε αλήθεια η αδελφή μου;» τον ρώτησε.
«Ναι.» Έβγαλε το δαχτυλίδι απ’την τσέπη του. «Εδώ είναι.»
Η γυναίκα μειδίασε. Δάγκωσε το χείλος της. Άπλωσε το χέρι της να πάρει το κόσμημα.
Ο άντρας το απομάκρυνε, κλείνοντάς το μες στη γροθιά του. «Τι μου δίνεις ως αντάλλαγμα;»
Η γυναίκα τον αγριοκοίταξε. «Δεν είχαμε συμφωνήσει κάτι τέτοιο.»
«Τότε, ήσουν ζωντανή. Αλλά, τώρα, είσαι νεκρή· κι επομένως, κρυμμένη απ’την αδελφή σου. Θέλεις να συνεχίσεις να είσαι νεκρή;»
Έφτυσε μπροστά στα πόδια του. «Είσαι προδότης!»
«Απλώς προσπαθώ να βοηθήσω.»
«Ποιον;»
«Τον εαυτό μου, κατ’αρχήν· κι έπειτα, εσένα.»
«Κοιμήθηκα μαζί σου!»
«Και πέρασες καλά, νομίζω.»
«Θέλω το δαχτυλίδι!»
«Γιατί;» ρώτησε ο άντρας.
«Μ’αρέσει.»
«Δε νομίζω ότι το θέλεις μόνο γι’αυτό. Όταν τα συμφωνήσαμε, μου είπες να ζητήσω ως ανταμοιβή από την αδελφή σου το συγκεκριμένο δαχτυλίδι και τίποτε άλλο.»
«Είναι δικό μου! Εκείνη μού το έκλεψε. Ήταν ανέκαθεν δικό μου.»
«Αφού της είναι τόσο σημαντικό, γιατί συμφώνησε να μου το δώσει;»
«Γιατί νόμιζε ότι θα της πρόσφερες κάτι ακόμα πιο σημαντικό.»
«Καταλαβαίνω. Απορώ πώς κι εσύ δε θέλεις το ίδιο από εμένα.»
«Δεν το είπα αυτό.»
«Θέλεις, λοιπόν, να τη σκοτώσω;»
«Αφού μου δώσεις το δαχτυλίδι.»
Ο άντρας γέλασε. «Ζητάς δύο πράγματα, και δεν έχεις τίποτα να προσφέρεις για να τα πάρεις.»
«Κι όμως, έχω. Το δαχτυλίδι δεν είναι πολύτιμο, όπως φαίνεται. Αν το πας σ’έναν έμπειρο εκτιμητή, θα σου πει ότι είναι απομίμηση.»
Ο άντρας συνοφρυώθηκε· άνοιξε την παλάμη του και κοίταξε, προσεκτικά, το δαχτυλίδι.
Η γυναίκα συνέχισε: «Και η αδελφή μου θα σε κυνηγήσει, για να σε σκοτώσει. Θα πει στη Φρουρά ότι με δολοφόνησες. Έτσι, όταν σε έχουν κρεμάσει, θα έχει και το δαχτυλίδι και δε θα διατρέχει κίνδυνο να την προδώσεις.»
Ο άντρας φάνηκε σκεπτικός. «Λες ψέματα,» είπε.
Η γυναίκα μειδίασε. «Ίσως. Αλλά θες πραγματικά να το ρισκάρεις;»
Η οντότητα μπήκε, αιωρούμενη, στη Μεγάλη Αρχειοθήκη. Πλησίασε μια άλλη οντότητα και ρώτησε:
«Ολοκλήρωσαν τον Κύκλο τους;»
«Ναι.»
«Πόσο κράτησε ο Κύκλος;»
«Εκατόν-έντεκα τρίπλευρες μονάδες.»
«Πώς επήλθε το τέλος του Κύκλου;»
«Από αλαζονεία.»
«Ποιο ήταν το όνομά τους;»
«Άνθρωποι.»
«Έχουν καταχωρηθεί όλες οι πληροφορίες;»
«Ασφαλώς, Δάσκαλε.»
«Γιατί βρίσκεσαι εδώ;»
«Γιατί αυτή είναι η αποστολή μου.»
«Η αρχή ή το τέλος της;»
«Η αρχή και το τέλος είναι δύο ανούσιες έννοιες.»
«Και τι είναι σημαντικό;»
«Ο αγώνας.»
«Πόσο διαρκεί ο αγώνας;»
«Ο αγώνας είναι αέναος.»
«Τι είσαι πρόθυμος να υπομείνεις γι’αυτόν;»
«Τα πάντα.»
«Τι είσαι πρόθυμος να υποφέρεις;»
«Τα πάντα.»
«Τι είσαι πρόθυμος να θυσιάσεις;»
«Την ίδια μου τη ζωή, αν χρειαστεί.»
«Τον κόσμο;»
«Ναι, και τον κόσμο.»
«Και ποιος σου είπε ότι ο κόσμος θέλει να θυσιαστεί από κάποιον σαν εσένα;»
Να θυμάσαι τα παλιά τα χρόνια, που ζούσαμε κοντά στους κάμπους, παιδί μου. Να θυμάσαι τα παλιά τα χρόνια, που μιλούσαμε τη γλώσσα των ζώων. Να θυμάσαι τα παλιά τα χρόνια, που είχαμε την ικανότητα να μαντεύουμε τους καιρούς με μια μονάχα ματιά στα σύννεφα. Να θυμάσαι τα παλιά τα χρόνια, που κοιτάζαμε μέσα στις ψυχές των ανθρώπων, και οι ψυχές των ανθρώπων ήταν αγνές. Να θυμάσαι τα παλιά τα χρόνια, που ντυνόμασταν απλά και ήμασταν ικανοποιημένοι. Να θυμάσαι τα παλιά τα χρόνια, που αδιαφορούσαμε για τα διαμάντια, το χρυσάφι, και τα στολίδια. Αλλά να μη θυμάσαι ότι εκείνα τα παλιά τα χρόνια ήμασταν δούλοι, γιατί αυτή η σκέψη σε στραβούς δρόμους θα σε οδηγήσει!
Όταν κανείς στέκεται καταμεσής της ερειπωμένης Ναφρακλάρ, μέσα στη νυχτερινή έρημο, μπορεί ν’ακούσει τριγμούς και σουρσίματα από τα σκοτεινά βάθη κάτω από τα ξερά της πηγάδια. Κι αν κανείς ζυγώσει το στόμιο ενός απ’αυτά και φωτίσει, ίσως δει, στον πυθμένα, την ωχρή γυαλάδα των κοκάλων, που δεν μπορεί παρά να είναι ανθρώπινα. Κι αν δώσει ακόμα μεγαλύτερη προσοχή, ίσως δει και τα ποντίκια της Ναφρακλάρ που λέγεται πως δεν υπάρχουν παρά μονάχα στους σκοτεινούς μύθους
(και οι σκοτεινοί μύθοι λένε ότι τα ποντίκια μασουλάνε τις σάρκες γύρω απ’τα κεφάλια των νεκρών, με αργό ρυθμό, ώσπου να ξεγυμνώσουν το κρανίο, και μετά, ανοίγουν τα σαγόνια του νεκρού και καταβροχθίζουν τη γλώσσα του, προτού συνεχίσουν στα μάτια· κι όταν έχουν τελειώσει και μ’αυτά, γλιστρούν μέσα στις κόγχες, για να φτάσουν και να γευτούν τον εγκέφαλό του: κι έτσι τα ποντίκια μαθαίνουν όσα κι εκείνος ήξερε)
Κι αν η περιέργεια υπερνικήσει τη λογική του, ίσως δέσει και ρίξει σκοινί, για να καταδυθεί στα υπόγεια κάτω από τα πηγάδια· και τότε, θ’ακούσει τα κόκαλα δεκάδων νεκρών να τρίζουν καθώς περπατά. Κι αν έπειτα αποφασίσει να δώσει βάση στους θρύλους για τους αμύθητους θησαυρούς της Ναφρακλάρ, πιθανώς να μπει στο νου του ο πειρασμός της απληστίας: και τότε, ίσως περιπλανηθεί στα ακατονόμαστα βάθη, για να προσθέσει και τα δικά του κόκαλα ανάμεσα στα υπόλοιπα των πανάρχαιων νεκρών, που μονάχα τα ποντίκια γνωρίζουν τα ονόματά τους, και τα ποντίκια είναι τώρα που διηγούνται την ιστορία τους . . .
«Γιατί ζωγραφίζεις σχήματα στο χώμα, γέρο;»
Ο γέροντας τον αγνόησε, συνεχίζοντας να σκαλίζει το έδαφος με το ραβδί του.
«Η γη δε σε καταλαβαίνει, ούτε πρόκειται να σου απαντήσει!»
Ο γέροντας συνέχιζε να σκαλίζει το έδαφος.
«Ή, μήπως, πιστεύεις ότι κάνεις ‘μάγια’; Χα! Δε χρειάζονται μάγια για να φυτρώσουν τα δέντρα, γέρο.»
Ο γέροντας σταμάτησε να σκαλίζει και στηρίχτηκε στο ραβδί του, κουρασμένα.
«Αρχίζεις να βάζεις μυαλό, βλέπω!»
Ο γέροντας τού έδειξε το έδαφος μπροστά του.
«Τι περιμένεις να δω εκεί; Τα ‘μαγικά’ ορνιθοσκαλίσματά σου;»
Ο γέροντας συνέχισε να του δείχνει το έδαφος.
Εκείνος χαμήλωσε το βλέμμα του και κοίταξε· και είδε ότι επάνω στο χώμα λέξεις ήταν λαξευμένες: Το παντελόνι σου είναι ξεκούμπωτο. Και κάνω σκαλίσματα στο έδαφος γιατί είμαι μουγκός!