Επεισόδιο 5 Αυτή τη φορά με άφησε να οδηγήσω εγώ – ίσως επειδή δεν φοβάται ότι θα κάνω τίποτα ακραίο μέσα στην πόλη. «Στον Γύρο πηγαίνουμε,» μου είπε δείχνοντάς μου τη συγκεκριμένη περιοχή επάνω σ’έναν χάρτη της Θακέρκοβ ενώ ήμασταν ακόμα στο δωμάτιό μας στον Ήδιστο. «Ξέρω πού είναι ο Γύρος,» αποκρίθηκα. Και τώρα οδηγώ προς τα εκεί, έχοντας πιάσει την Κεντρική Δημοσιά (όπως λέγεται η λεωφόρος που διασχίζει τη Θακέρκοβ από τη μια άκρη ώς την άλλη, από τον βορρά ώς τον νότο). Περνάω ανάμεσα από το Λημέρι και τον Παλαιοπώλη, βλέποντας πολλές από τις ζημιές που έχει αφήσει ο τελευταίος μεγάλος πόλεμος επάνω στα οικοδομήματα της πόλης. Τώρα, την ημέρα, δεν μπορούν να κρυφτούν εύκολα. Μερικά οικήματα είναι ακόμα τελείως γκρεμισμένα, παρατηρώ. Ο Γύρος είναι εκεί όπου η Κεντρική Δημοσιά συναντά την Κυρτή Οδό. Σύντομα φτάνω και στρίβω μέσα σε μικρότερους δρόμους. «Πού ακριβώς πηγαίνουμε ακόμα δεν μου είπες,» σχολιάζω. «Στο αρχείο μιας εφημερίδας,» μου απαντά καθισμένη δίπλα μου. «Τα Νέα της Θακέρκοβ, λέγεται.» Σήμερα είναι ντυμένη διαφορετικά από χτες· μόνο τις ίδιες μπότες φορά. Το παντελόνι της είναι από γκρίζο δέρμα, η μπλούζα της μαύρη με ψηλό κλειστό γιακά, το πανωφόρι της πέτσινο με διάφορες αποχρώσεις του καφέ και διχτυωτά σχήματα κεντημένα στα μανίκια. Το πρωί, όταν ξυπνήσαμε, ήταν όμως τελείως γυμνή, και κάναμε έρωτα ξανά. Εκείνη το ξεκίνησε. Και δεν μπορώ παρά να αναρωτιέμαι: Θέλει να παριστάνουμε τόσο πειστικά τους νιόπαντρους; Με γουστάρει τόσο πολύ; Ή πιστεύει ότι, σεξουαλικά ικανοποιημένος, είμαι ευκολότερα ελεγχόμενος; Σύμφωνα με ό,τι ξέρω μέχρι στιγμής γι’αυτήν – σχεδόν τίποτα, δηλαδή, πέραν του ότι είναι κάποια παράξενη πράκτορας της Σιδηράς Δυναστείας – θα στοιχημάτιζα στο τελευταίο. Αν και, πραγματικά, δεν μοιάζει να προσποιείται όταν είμαστε στο κρεβάτι. «Δεν ξέρω πού είναι,» λέω. «Στρίψε εδώ.» Μου δείχνει. Στρίβω. «Γιατί μια τέτοια μεγάλη εφημερίδα της Θακέρκοβ έχει τα γραφεία της τόσο μακριά από το κέντρο της πόλης; Θέλουν τ’αφεντικά της να μπορούν να φύγουν γρήγορα απ’την πόλη αν τελικά οι κάτοικοι τούς κυνηγήσουν;» Η Σαμάνθα γελά. «Τα προηγούμενα γραφεία τους ανατινάχτηκαν.» «Η Επανάσταση;» «Όχι. Έχεις ακούσει για μια μεγάλη έκρηξη που έγινε στον Παλαιοπώλη πριν από χρόνια; Μια έκρηξη που ισοπέδωσε ένα μεγάλο μέρος αυτής της συνοικίας;» «Δεν είμαι σίγουρος…» «Οι πράκτορες της Παντοκράτειρας το έκαναν γιατί κάποιος κίνδυνος είχε παρουσιαστεί τότε στην πόλη. Μια ιστορία με παράξενα μαύρα πουλιά που πρέπει να ήταν πνευματικές οντότητες, νομίζω.» «Μαύρα πουλιά; Πνευματικές οντότητες;» «Προκαλούσαν προβλήματα στη Θακέρκοβ. Επιτίθονταν στους κατοίκους της. Δεν είμαι σίγουρη τι ακριβώς γινόταν. Η έκρηξη στον Παλαιοπώλη έγινε, πάντως, προκειμένου να εξαφανιστούν αυτά τα πουλιά.» Έχω σταματήσει το όχημά μας, μην ξέροντας πού να στρίψω τώρα. «Προς τα πού;» Η Σαμάνθα μού δείχνει. «Στον Παλαιοπώλη ήταν, λοιπόν, παλιά τα γραφεία των Νέων;» ρωτάω καθώς στρίβω και λίγο παρακάτω βλέπω την πινακίδα της εφημερίδας. «Ναι. Μετά από εκείνη την έκρηξη, όμως, έπρεπε να μετακομίσουν. Οι πράκτορες της Παντοκράτειρας αποζημίωσαν όλους όσους τα οικήματά τους καταστράφηκαν με την έκρηξη, οπότε δεν υπήρχ–» «Παράξενο, για τους πράκτορες της Παντοκράτειρας.» «Ακόμα κι αυτοί δεν μπορούσαν να διαλύσουν έτσι απλά μια ολόκληρη συνοικία της Θακέρκοβ. Δεν γινόταν πόλεμος τότε.» Σταματάω το όχημά μας σ’έναν πεζόδρομο κοντά στην πολυκατοικία όπου, εκτός των άλλων, στεγάζονται και τα Νέα της Θακέρκοβ. «Γιατί ερχόμαστε εδώ, αλήθεια; Νόμιζα ότι θα πηγαίναμε να βρούμε αυτόν τον Κύριλλο Νυχταστέρη.» «Θα πάμε και σ’αυτόν. Αλλά από εδώ θα πάρουμε κάποιες βασικές πληροφορίες για την Πριγκίπισσα της Οργής.» «Αναφορές της εφημερίδας;» «Ναι.» «Έχουμε άνθρωπό μας εδώ;» «Φυσικά.» Η Σαμάνθα βγαίνει από το όχημα και την ακολουθώ έξω. Περνάμε την είσοδο της εφημερίδας, χωρίς ο θυρωρός να μας σταματήσει για ερωτήσεις, και βαδίζουμε σ’έναν διάδρομο, στρίβουμε αριστερά, και φτάνουμε μπροστά σε μια μισάνοιχτη πόρτα. Η Σαμάνθα χτυπά μια φορά, με τις φάλαγγες των δαχτύλων, και μπαίνουμε. Το μέρος είναι βαθύ και γεμάτο ράφια με παλιά φύλλα της εφημερίδας καθώς και βιβλία. Η μυρωδιά του χαρτιού είναι παντού. Μπροστά-μπροστά βρίσκονται δύο γραφεία. Επάνω στο ένα είναι ένα σύστημα αποθήκευσης και επεξεργασίας πληροφοριών. Επάνω στο άλλο, ένας τηλεπικοινωνιακός δίαυλος. Ένας άντρας σηκώνεται πίσω από το πρώτο γραφείο καθώς μας βλέπει να μπαίνουμε: λιγνός, μετρίου αναστήματος, με δέρμα λευκό-ροζ και αραιά καστανά μαλλιά. Φορά ένα ζευγάρι στρογγυλά γυαλιά. «Καλημέρα,» του λέει η Σαμάνθα. «Είμαι η Σαμάνθα. Μιλήσαμε.» Αυτός ήταν, λοιπόν, στον οποίο μιλούσε το πρωί στο ξενοδοχείο μέσω του τηλεπικοινωνιακού πομπού της αφότου είχαμε κάνει έρωτα. Δεν τη ρώτησα τότε· μάλλον η τακτική της, ότι σεξουαλικά ικανοποιημένος ίσον ευκολότερα ελεγχόμενος, είχε πιάσει… «Ναι, φυσικά,» αποκρίνεται ο άντρας του αρχείου. «Τα έχω σχεδόν έτοιμα.» Αγγίζει μια στοίβα από κάποια φύλλα των Νέων επάνω στο γραφείο με τον δίαυλο. Η Σαμάνθα πλησιάζει. «Σχεδόν έτοιμα;» Ο άντρας αρχίζει να εξηγεί, χαμηλόφωνα, σχετικά με τις αναφορές για την Πριγκίπισσα της Οργής. Εγώ ρίχνω μια ματιά τριγύρω, στον λαβύρινθο του αρχείου των Νέων της Θακέρκοβ: ράφια και ράφια και ράφια που σχηματίζουν διαδρόμους και κρυψώνες. Αυτή η σκιά μετακινείται ή είναι η ιδέα μου; Δεν είμαστε μόνοι; Τόσο καιρό μέσα στο δίκτυο της Σιδηράς Δυναστείας, έχω γίνει καχύποπτος με τα πάντα. Πλησιάζω για να δω τι συμβαίνει μ’αυτή τη σκιά, μπαίνοντας ανάμεσα στα ράφια. Εκατοντάδες φύλλα παλιών εφημερίδων βρίσκονται γύρω μου, καθώς και κάποια βιβλία και κουτιά που δεν μπορώ να υποθέσω τι περιέχουν (κι άλλες εφημερίδες, ίσως;). Το χέρι μου είναι κοντά στο ξιφίδιο που κρύβεται μέσα στην καπαρντίνα μου, γιατί ποτέ δεν ξέρεις… Η σκιά μετακινείται. Στρίβω για να την αντικρίσω. Τα γυαλιστερά μάτια της μαύρης γάτας με κοιτάζουν επιφυλακτικά. Το αιλουροειδές μένει ακίνητο. Παίρνω το χέρι μου απ’τη λαβή του ξιφιδίου. Η γάτα απομακρύνεται. Πίσω μου ακούω έναν θόρυβο. Γυρίζω, απότομα, και βλέπω μια γυναίκα να ψάχνει κάτι παλιά φύλλα των Νέων: γαλανόδερμη, με κοντά ξανθά μαλλιά, ψηλή, ντυμένη με γκρίζο ταγέρ. Μια τσάντα κρέμεται λοξά από τον ώμο της. Στρέφει το βλέμμα της προς το μέρος μου. «Ποιος είστε εσείς;» με ρωτά, μάλλον καχύποπτα. Τόσο περίεργος φαίνομαι; Χαμογελάω φιλικά. «Απλώς κοιτάζω.» Η καχυποψία δεν φεύγει από τα μάτια της· με παρατηρεί από πάνω ώς κάτω. «Δεν είσαι δημοσιογράφος…» Δε μοιάζει μ’ερώτηση, αλλά δεν ξέρω πώς το κατάλαβε. Τι έχουν οι δημοσιογράφοι; κανένα κέρατο στο κεφάλι; «Όχι,» αποκρίνομαι, «δεν είμαι δημοσιογράφος. Αλλά εσύ είσαι, υποθέτω…» «Τι θέλεις, τότε, εδώ; Λείπει ο Τομ; Δεν είναι στα γραφεία, μπροστά;» Παίρνει ένα φύλλο της εφημερίδας και το βάζει στην τσάντα της – βιαστικά, ίσως, σα να φοβάται ότι μπορεί να το δω. «Ναι, μπροστά είναι, δεν λείπει…» Η γυναίκα περνά από δίπλα μου, κατευθυνόμενη προς την έξοδο του αρχείου. Την ακολουθώ. Η μορφή της δεν είναι καθόλου άσχημη. Αυτό το φαρδύ ταγέρ, όμως, δεν την κολακεύει όσο θα έπρεπε. «Τομ;» λέει φτάνοντας στα δύο γραφεία στην αρχή του αρχείου. Ο άντρας με τα γυαλιά, που ακόμα μιλά με τη Σαμάνθα, γυρίζει να την αντικρίσει. «Τι είναι, Καλλιστώ;» «Κάποιος κύριος… Νόμιζα ότι έλειπες…» Η Σαμάνθα συνοφρυώνεται, ατενίζοντάς με πίσω από την Καλλιστώ. «Της είπα ότι απλώς κοίταζα,» λέω, και η Καλλιστώ στρέφεται σ’εμένα, μοιάζοντας ξαφνιασμένη που την έχω ακολουθήσει. «Συμβαίνει κάτι;» ρωτά ο Τομ. «Τον γνωρίζεις αυτό τον άνθρωπο;» του λέει η Καλλιστώ δείχνοντάς με με το βλέμμα. «Είναι…» κομπιάζει, «μαζί με την κυρία. Θέλουν κάτι από το αρχείο, για μια προσωπική έρευνα.» Η Σαμάνθα στέκεται μπροστά στη στοίβα με τις εφημερίδες επάνω στο γραφείο, ώστε η Καλλιστώ να μη μπορεί να κοιτάξει εκεί. Επίτηδες το κάνει η Σαμάνθα; αναρωτιέμαι. Πολύ πιθανόν. Ο Τομ συνεχίζει: «Θα μπορούσα να σε βοηθήσω, κάπως;» Η Καλλιστώ κουνά το κεφάλι. «Όχι· τελείωσα. Καλό υπόλοιπο.» Βαδίζει προς την πόρτα. «Γεια.» Η Καλλιστώ φεύγει. Η Σαμάνθα ρίχνει μια ματιά έξω από τη μισάνοιχτη πόρτα. Ύστερα επιστρέφει κοντά στον Τομ. «Νόμιζα ότι ήμασταν μόνοι.» «Μια δημοσιογράφος της εφημερίδας είναι· τίποτα περισσότερο. Καλλιστώ Μερκάθη τη λένε. Δεν έχει σχέση μ’εμάς.» Κι αλλάζει θέμα: «Λοιπόν. Περίμενε και θα ψάξω να βρω και τις άλλες τρεις πιθανές αναφορές που σου είπα. Εντάξει;» Η Σαμάνθα γνέφει καταφατικά. «Δε βιάζομαι – πολύ.» Ο Τομ χάνεται μέσα στο λαβυρινθώδες αρχείο. «Εσύ τι έκανες εκεί μέσα;» με ρωτά η Σαμάνθα. «Μια ματιά έριχνα. Επειδή νόμιζα πως είδα μια σκιά.» «Την Καλλιστώ;» «Όχι.» Η Σαμάνθα υψώνει ένα φρύδι, ερωτηματικά. Σαν η εμφάνιση νάναι σκηνοθετημένη, ακριβώς εκείνη τη στιγμή η μαύρη γάτα παρουσιάζεται, περνώντας αθόρυβα κάτω από μια καρέκλα. «Αυτή η κυρία ήταν,» λέω στη Σαμάνθα. «Ή μήπως είναι κύριος;» Πλησιάζω τη γάτα για να την πιάσω και να δω, αλλά εκείνη τρέχει και φεύγει. Χάνεται ξανά μέσα στο αρχείο. Ανασηκώνω τους ώμους, μορφάζοντας. «Άλλη φορά, ίσως…» Η Σαμάνθα αναστενάζει. «Όχι σαχλαμάρες!» μου λέει έντονα. Την αγριοκοιτάζω. «Μπορεί να ήταν κάτι σημαντικό αντί για μια γάτα.» Εκείνη δεν αποκρίνεται. Κάθεται στην καρέκλα κάτω από την οποία πριν από λίγο πέρασε η μαύρη γάτα και σταυρώνει τα πόδια της στο γόνατο. Εγώ μένω όρθιος. Μετά από κανένα δεκάλεπτο, ενώ ο Τομ δεν έχει ακόμα επιστρέψει, ένας άντρας μπαίνει στο αρχείο και μας ρωτά πού είναι ο Τομ. «Κάτι ψάχνει,» του λέει η Σαμάνθα, «μέσα.» «Εντάξει,» αποκρίνεται ο άντρας, «μην τον ανησυχήσουμε. Πείτε του απλώς» – πηγαίνει στο γραφείο με το πληροφοριακό σύστημα κι ανοίγει ένα συρτάρι – «ότι ο Αλλάνδρης πήρε τον φάκελο.» Παίρνει έναν φάκελο και φεύγει. Η Σαμάνθα μορφάζει και με λοξοκοιτάζει. «Τι;» λέω. «Καταλαβαίνεις τι προσεχτικός είναι αυτός ο Τομ…» Χαμογελάω. Κανένα πεντάλεπτο περνά ακόμα και ο φύλακας του αρχείου επιστρέφει. «Λοιπόν,» λέει. «Δύο είναι, τελικά.» Κι αφήνει δύο φύλλα των Νέων επάνω στη στοίβα με τα υπόλοιπα. Η Σαμάνθα τού λέει για τον Αλλάνδρη και τον φάκελο. «Εντάξει,» αποκρίνεται εκείνος. «Ένας δημοσιογράφος είναι κι αυτός.» «Σ’ευχαριστούμε.» Η Σαμάνθα μαζεύει τις συγκεντρωμένες εφημερίδες και τις βάζει στην τσάντα της, η οποία αμέσως φουσκώνει. Ο Τομ ρωτά: «Αλήθεια, σκοπεύετε να την αναζητήσετε;» Δεν εξηγεί σε ποια αναφέρεται αλλά όλοι ξέρουμε ότι μιλά για την Πριγκίπισσα της Οργής. «Ναι,» απαντά η Σαμάνθα, και μετά φεύγουμε από το αρχείο των Νέων της Θακέρκοβ. «Πάμε για μελέτη, τώρα;» ρωτάω καθώς πλησιάζουμε το όχημά μας. «Όχι. Πάμε στη βίλα του κύριου Νυχταστέρη.» «Υποθέτω, ξέρεις τον δρόμο.» «Φυσικά.» Μπαίνουμε στο όχημα, και εγώ κάθομαι πάλι στο τιμόνι. Η Σαμάνθα κάθεται δίπλα μου και ρίχνει την τσάντα με τις εφημερίδες στο πίσω κάθισμα. «Στη Γραμμή,» μου λέει. «Ξέρεις πού είναι;» «Ναι.» Ενεργοποιώ το όχημα και σύντομα το βγάζω από τον Γύρο. Πιάνω την Ανατολική Λεωφόρο και την ακολουθώ προς τα βόρεια. Γύρω μου έχει αρκετή κίνηση από άλλα οχήματα. Αριστερά μου είναι ο Παλαιοπώλης, δεξιά μου η Γραμμή – μια από τις πλουσιότερες περιοχές της Θακέρκοβ, όλο μονοκατοικίες ευκατάστατων. Παλιότερα, έχω ακούσει ότι εδώ ήταν σύνορο πόλης, η «γραμμή» όπου τελείωνε η Θακέρκοβ, αλλά προφανώς οι κάτοικοι έχουν πλέον χτίσει πέρα από αυτή τη γραμμή. «Μου λες πού να στρίψω…» «Θα σου πω.» Και μετά από λίγο, μου δείχνει. Στρίβω και μπαίνουμε στους δρόμους της Γραμμής, ανάμεσα σε βίλες και μονοκατοικίες με ψηλούς πέτρινους τοίχους ή κάγκελα. Βλέπω κήπους γεμάτους δέντρα και φυτά. Σε πολλές γωνίες τηλεοπτικοί πομποί μάς παίρνουν μάτι. Μισθοφόροι φρουροί βρίσκονται μέσα σε φυλάκια. Ένας γρυποκαβαλάρης φτερουγίζει από πάνω μας, για να προσγειωθεί τελικά στο εσωτερικό κάποιου κήπου. Η κίνηση είναι ελάχιστη: κυρίως πεζούς βλέπω, καθώς και κανέναν καβαλάρη. Υπάρχουν και μικρές πλατείες κάπου-κάπου. «Εδώ,» μου λέει η Σαμάνθα δείχνοντας, και σταματάω κοντά στην καγκελόπορτα μιας βίλας. «Μας περιμένει;» «Ναι. Απ’ό,τι ξέρω, οποιαδήποτε στιγμή μπορούμε να τον επισκεφτούμε.» Βγάζει τον τηλεπικοινωνιακό πομπό από το πανωφόρι της και πατά μερικά κουμπιά. Τον έχει ανοιχτό έτσι ώστε να μπορούμε ν’ακούσουμε κι οι δύο από το μεγάφωνο. Κάποιος απαντά στην κλήση: «Μάλιστα;» «Καλημέρα σας. Θα μπορούσα να μιλήσω στον κύριο Κύριλλο Νυχταστέρη; Ονομάζομαι Σαμάνθα, πείτε του. Με περιμένει.» «Μισό λεπτό, κυρία.» Σύντομα, μια άλλη φωνή ακούγεται από τον πομπό, φανερά μεγαλύτερης ηλικίας: «Κύριλλος Νυχταστέρης. Λέγετε.» «Κύριε Νυχταστέρη, καλημέρα σας. Είμαι η Σαμάνθα.» Περιμένει την απάντησή του. «Μάλιστα. Αργήσατε, νομίζω.» «Ήρθαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε. Είμαστε έξω από τη βίλα σας, μέσα σ’ένα μαύρο, τετράκυκλο όχημα.» «Η πύλη θ’ανοίξει για να περάσετε, και θα μιλήσουμε από κοντά.» Η επικοινωνία τερματίζεται. Η Σαμάνθα κρύβει πάλι τον πομπό μέσα στο πανωφόρι της. Κοιτάζω προς την καγκελωτή πύλη και δεν αργώ να τη δω ν’ανοίγει αυτόματα. Οδηγώ το όχημα προς τα εκεί και μπαίνω στον κήπο της βίλας, υπό τα βλέμματα δύο οπλισμένων φρουρών. Ο ένας απ’αυτούς, δείχνοντας, μου λέει: «Προς τα εκεί είναι ο χώρος στάθμευσης.» Ακολουθώ ένα από τα μονοπάτια του κήπου και φτάνω σ’ένα σκεπαστό γκαράζ όπου βρίσκονται κι άλλα οχήματα σταματημένα. Τρία τετράκυκλα, πέντε δίκυκλα. Ο Νυχταστέρης δεν κάνει οικονομία. Παρκάρω το όχημα της Σαμάνθας πλάι τους και βγαίνουμε, πατώντας σε χαλίκι που τρίζει κάτω από τα πόδια μας. «Καλωσορίσατε,» μας λέει η φωνή που μας μιλούσε, πιο πριν, από τον πομπό, και βλέπουμε έναν άντρα μεγάλης ηλικίας να έρχεται προς το μέρος μας. Το δέρμα του είναι λευκό-ροζ όπως της Σαμάνθας, τα μαλλιά του άσπρα, το ίδιο και τα μούσια του. Φορά γκρίζο κοστούμι και μπλε μανδύα με αργυρό σιρίτι. «Η Σαμάνθα, υποθέτω.» «Μάλιστα, κύριε Νυχταστέρη.» «Κι εσύ;» Κοιτάζει εμένα. «Ζορδάμης,» αποκρίνομαι. Ο Κύριλλος Νυχταστέρης με παρατηρεί συνοφρυωμένος για λίγο, και προς στιγμή νομίζω ότι ίσως να με αναγνώρισε, ότι ίσως να με ξέρει από τους αγώνες ταχύτητας, ίσως να παρακολουθεί ράλι και κάποτε να με έχει δει. Αλλά, αν είναι έτσι, δεν λέει τίποτα γι’αυτό. Το μόνο που λέει είναι: «Ελπίζω να ξέρετε τι κάνετε. Αυτή η δαιμόνισσα σκότωσε τον γιο μου. Χρειάζομαι ανθρώπους ικανούς να τη βρουν.» «Αν μπορεί να βρεθεί θα τη βρούμε, κύριε Νυχταστέρη,» αποκρίνεται η Σαμάνθα. Απορώ πώς είναι τόσο σίγουρη. Ακόμα δεν ξέρω τίποτα για τη… σύζυγό μου, πράγμα που δε μ’αρέσει καθόλου. Ο Κύριλλος Νυχταστέρης μάς κάνει νόημα να τον ακολουθήσουμε, και τον ακολουθούμε. * Καθόμαστε σ’ένα σαλονάκι της βίλας του, κοντά σ’ένα μεγάλο κρυστάλλινο παράθυρο, καθώς μας διηγείται τι συνέβη πριν από μερικές ημέρες, στη δεξίωση των εβδομηκοστών γενεθλίων του. Ο γιος του, ο Άρης Νυχταστέρης, δολοφονήθηκε από κάποια γυναίκα που όλοι υποθέτουν ότι είναι η Πριγκίπισσα της Οργής, η Απρόσωπη Πριγκίπισσα, που έχει σκοτώσει στη Θακέρκοβ πολλούς πριν από αυτόν. Το τελευταίο άτομο που είδε ζωντανό τον Άρη είναι μια δημοσιογράφος της εφημερίδας «Τα Νέα της Θακέρκοβ» η οποία ονομάζεται Καλλιστώ Μερκάθη. Καλλιστώ Μερκάθη; σκέφτομαι, αμέσως μόλις ακούω το όνομα. Η ίδια που συναντήσαμε στο αρχείο; Λοξοκοιτάζω τη Σαμάνθα, για να δω αν κι εκείνη έκανε τη σύνδεση. Το πρόσωπό της, όμως, δεν φανερώνει τίποτα· και είναι σιωπηλή καθώς ακούμε τον Κύριλλο να συνεχίζει. Ο Άρης πήγε μαζί με την Καλλιστώ σ’ένα από τα δωμάτια της βίλας τα οποία χρησιμοποιούνται σπάνια, στην ανατολική πλευρά. Ήταν μόνοι οι δυο τους και, σύμφωνα με τα λεγόμενα της δημοσιογράφου, είχαν μόλις αρχίσει να κάνουν έρωτα όταν μια μαυροντυμένη γυναίκα μπήκε στο δωμάτιο, άρπαξε τον Άρη από τα μαλλιά, και του έσκισε τον λαιμό μ’ένα στιλέτο. Μετά εξαφανίστηκε, γρήγορα όπως είχε εμφανιστεί, ενώ η Καλλιστώ ούρλιαζε τρομοκρατημένη. «Εκτός απ’το ότι ήταν μαυροντυμένη αυτή η γυναίκα, τι άλλο πρόσεξε η Καλλιστώ;» ρωτά η Σαμάνθα. Ότι φορούσε μανδύα, πλατύγυρο καπέλο, γάντια, και είχε μαντήλι στην κάτω μεριά του προσώπου, απαντά ο Κύριλλος Νυχταστέρης. «Δερματικός χρωματισμός;» Η Καλλιστώ δεν πρόσεξε· ήταν πολύ σκοτεινά. Ρωτάω: «Μετά τι έγινε;» «Ειδοποιηθήκαμε από τα ουρλιαχτά της, φυσικά. Ήρθαμε στο δωμάτιο και τη βρήκαμε ζαρωμένη στον καναπέ… πιτσιλισμένη από τα αίματα του γιο μου. Ο γιος μου… νεκρός στο πάτωμα.» Η φωνή του είναι σφιγμένη, το βλέμμα του άγριο. «Τη γνώριζε από καιρό αυτή τη δημοσιογράφο;» ρωτάω. «Δεν ξέρω. Ούτε η σύζυγός του ξέρει. Ο γιος μου… είχε την τάση να… γνωρίζει πολλές γυναίκες, κύριε Ζορδάμη.» Η Σαμάνθα με λοξοκοιτάζει προς στιγμή, σαν να θέλει, νομίζω, να μου πει: Άρα θα μπορείς να μπεις στο μυαλό του αρκετά εύκολα, υποθέτω. Μαλακία, τελικά, να είσαι παντρεμένος με κάποια άγνωστη. Ακόμα και εικονικά. «Η ίδια η Καλλιστώ Μερκάθη τι είπε; Δεν έγινε ανάκριση;» ρωτάω τον Νυχταστέρη. «Φυσικά και έγινε ανάκριση. Στο Νοτιοανατολικό Φρουραρχείο, στον Παλαιοπώλη. Και η δημοσιογράφος είπε ότι γνώρισε τον γιο μου όταν έκανε ένα ρεπορτάζ στη βιομηχανία οχημάτων Πολύκυκλος, στις Ακροκατοικίες, σχετικά με τις συνθήκες εργασίας εκεί ύστερα από τον διωγμό των Παντοκρατορικών.» «Δούλευε ο γιος σας σ’αυτή τη βιομηχανία;» «Μου κάνεις πλάκα, κύριε Ζορδάμη;» αποκρίνεται ο Νυχταστέρης. «Ο γιος μου δεν είχε ανάγκη να δουλεύει. Είχε πάει για να κοιτάξει κάτι καινούργια οχήματα της βιομηχανίας. Γνωρίστηκε με τη δημοσιογράφο τυχαία, και τη φλέρταρε απ’ό,τι κατάλαβα.» Δεν τον αδικώ, σκέφτομαι. Είναι εμφανίσιμη, ομολογουμένως. Και χωρίς εκείνο το ταγέρ πρέπει νάναι ακόμα καλύτερη. «Και μετά; Ξανασυναντήθηκαν; Πώς την κάλεσε εδώ; Δε μπορεί ύστερα από μόνο μια τυχαία συνάντηση στη βιομηχανία… σωστά;» «Συναντήθηκαν κι άλλες φορές, απ’ό,τι είπε η ίδια στους ανακριτές. Γνωρίζονταν εδώ και κανένα μήνα οι δυο τους. Πραγματικά, νομίζεις ότι είναι ύποπτη;» «Δεν ξέρω αν είναι ύποπτη,» αποκρίνομαι, «αλλά είναι η τελευταία που τον είδε ζωντανό…» «…και η μόνη που είδε τη δολοφόνο,» προσθέτει η Σαμάνθα. Και ρωτά: «Με τόσα λίγα στοιχεία που υπάρχουν, γιατί υποθέτετε ότι είναι η Πριγκίπισσα της Οργής; Δε θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε;» Ο Κύριλλος συνοφρυώνεται. «Καλά, δεν ξέρετε τίποτα για την Απρόσωπη Πριγκίπισσα; Ήρθατε εδώ χωρίς να έχετε ιδέα ποια θα αναζητήσετε;» «Γνωρίζουμε, φυσικά, ότι…» κομπιάζει η Σαμάνθα, και ο Κύριλλος τη διακόπτει: «Η Απρόσωπη Πριγκίπισσα δεν δείχνει ποτέ την όψη της. Ντύνεται με μαύρα. Φορά πλατύγυρο καπέλο ή κουκούλα, και μαντήλι στην κάτω μεριά του προσώπου, ή μάσκα σ’όλο το πρόσωπο. Πολλές φορές, επίσης – αλλά όχι πάντα – γράφει ‘Οργή’ κάπου κοντά στο θύμα της, με το αίμα του. Στην περίπτωση του γιου μου αυτό δεν συνέβη, μάλλον επειδή δεν υπήρχε χρόνος· έπρεπε να φύγει γρήγορα για να μην την πιάσουν. »Κανονικά, όμως, δεν θα έπρεπε εγώ να σας τα λέω αυτά, κυρία Σαμάνθα.» «Τα γνωρίζουμε,» αποκρίνεται η Σαμάνθα (ψέματα, μάλλον), «απλώς ήθελα να ακούσω και τη γνώμη σας πάνω στο θέμα της ταυτότητας της δολοφόνου.» Δεν έχει χάσει την ψυχραιμία της, αν κι έχω την εντύπωση ότι φοβάται λιγάκι τον Νυχταστέρη· δεν είναι αυτός ο συνηθισμένος εαυτός της. Ρωτάω τον Κύριλλο: «Κανένας άλλος από τους καλεσμένους σας δεν είδε αυτή τη γυναίκα; Αν ήταν ντυμένη όπως λέτε, σίγουρα θα έκανε εντύπωση…» «Κι όμως, κανένας δεν την είδε. Κάποιοι είπαν μόνο ότι πρόσεξαν μια περίεργη σκιερή μορφή να πηγαίνει προς τη βόρεια μεριά του κήπου της βίλας. Ερευνήσαμε εκεί, αλλά τίποτα δεν βρήκαμε.» «Ίχνη στο χώμα;» ρωτά η Σαμάνθα. «Ανούσιο,» λέει ο Νυχταστέρης. «Οι καλεσμένοι μου περιφέρονταν σ’ολόκληρο τον κήπο.» «Από πού θα μπορούσε να βγει η δολοφόνος, κύριε Νυχταστέρη; Εκτός από την κεντρική πύλη του κήπου. Τι άλλες πιθανές έξοδοι υπάρχουν;» «Αν είναι αρκετά ευέλικτη – όπως και πρέπει να είναι – από οπουδήποτε μπορούσε να βγει σκαρφαλώνοντας το τείχος. Εκείνη τη βραδιά είχα αποφασίσει να απενεργοποιήσω τον ενεργειακό φράχτη, για λόγους ασφαλείας.» «Ενεργειακό φράχτη;» ρωτάω. Έξω από τη βίλα δεν πρόσεξα κάτι που θα μπορούσα να αποκαλέσω ενεργειακό φράχτη. «Τα κάγκελα είναι μυτερά στην κορυφή, αλλά επίσης εκεί, στην κορυφή, υπάρχουν καλώδια απ’όπου περνά ένα ρεύμα ενέργειας. Δεν είναι αρκετά δυνατό για να σκοτώσει άνθρωπο, όμως αρκεί για να τον μουδιάσει ή, πιθανώς, να τον αναισθητοποιήσει.» «Μάλιστα. Και στη δεξίωση είχατε απενεργοποιήσει αυτό το ενεργειακό ρεύμα…» «Ναι,» λέει ο Κύριλλος. «Για λόγους ασφαλείας. Δεν ήθελα κανένας να χτυπηθεί κατά λάθος. Πολλοί ήταν βέβαιο ότι θα μεθούσαν, και κάποιοι ίσως να προσπαθούσαν να πιαστούν επάνω στα κάγκελα. Επίσης, είχαν φέρει κι αρκετά παιδιά και εφήβους εδώ.» «Επομένως,» λέω, «η δολοφόνος μπορούσε να σκαρφαλώσει και να βγει από οπουδήποτε. Αν κατάφερνε να αποφύγει τις αιχμηρές κορυφές των κάγκελων.» «Γι’αυτή τη δαιμόνισσα δεν νομίζω κάτι τέτοιο νάναι δύσκολο, κύριε Ζορδάμη.» Η Σαμάνθα ρωτά: «Εκτός απ’το να σκαρφάλωσε, πώς αλλιώς θα μπορούσε να βγει από τη βίλα;» Ο Κύριλλος μένει σκεπτικός για λίγο. «Δεν ξέρω,» λέει τελικά. «Δε νομίζω ότι θα μπορούσε αλλιώς να βγει.» «Δε θα μπορούσε να ήταν μία από τους καλεσμένους σας;» «Το έχω σκεφτεί, αλλά αδυνατώ να κάνω κάποια υπόθεση, δυστυχώς. Κι επιπλέον, τα ρούχα της….» «Πιθανώς να τα φόρεσε μόνο για τον φόνο και μετά να τα έβγαλε,» λέει η Σαμάνθα. «Τους ψάξαμε τους καλεσμένους. Ακόμα και την Πολιτειάρχη ψάξαμε. Κανένας δεν είχε τέτοια ρούχα στην τσάντα του.» «Δε θα τα έβαζε στην τσάντα της, φυσικά,» λέει η Σαμάνθα. «Θα τα κατέστρεφε κάπως, ή θα τα έκρυβε. Μέσα στον κήπο, μάλλον.» Ο Νυχταστέρης συνοφρυώνεται. «Δεν έχετε ψάξει τον κήπο, τον έχετε ψάξει;» «Αν ήταν πεταμένα κάπου, οι κηπουροί κατά πρώτον….» Αφήνει τα λόγια του ανολοκλήρωτα. «Αν είναι θαμμένα, όμως; Θαμμένα μέσα ή πίσω από πυκνή βλάστηση;» «Μπορεί…» παραδέχεται ο Κύριλλος συλλογισμένα. «Μας είπατε ότι κάποιοι είδαν μια ύποπτη σκιά να πηγαίνει προς τη βόρεια μεριά του κήπου. Νομίζω πως καλά θα κάναμε ν’αρχίσουμε να ερευνούμε από εκεί, κύριε Νυχταστέρη.» * Στη βόρεια μεριά του κήπου έχει ησυχία. Μόνο εμείς είμαστε κι ένας σκύλος του Νυχταστέρη που συναντήσαμε στον δρόμο. Γύρω μας υπάρχουν ψηλότερα και χαμηλότερα φυτά. Το γρασίδι τρίζει κάτω από τα πόδια μας όταν δεν περπατάμε στα λιθόστρωτα μονοπάτια. «Μπορείτε να ψάξετε όσο θέλετε,» μας λέει ο Κύριλλος. «Τον Γρήγορο θα τον αφήσω μαζί σας.» Και χαϊδεύοντας τον σκύλο κάτω απ’το λαιμό: «Θα μείνεις μαζί τους, αγόρι μου;» Γουφ, γουφ! κάνει το γκριζότριχο ζώο. «Θα είμαι στο σαλονάκι όπου μιλήσαμε πριν,» μας λέει ο Κύριλλος, και φεύγει. Ο Γρήγορος μένει, μοιάζοντας βαριεστημένος καθώς μας κοιτάζει. «Τι κάνουμε, λοιπόν, τώρα, Πανούργα Βερενίκη;» ρωτάω τη Σαμάνθα, αναφερόμενος στη γνωστή μυθιστορηματική ηρωίδα της σειράς Σκοτεινά Μυστήρια σε Φωτεινές Πόλεις, του Ευκάρπιου Σιγηλού. Τριάντα-εφτά βιβλία μέχρι στιγμής, αν δεν λαθεύω. «Κοιτάζουμε χαμηλά,» αποκρίνεται η Σαμάνθα, και δεν κάνει πλάκα: αρχίζει να ψάχνει στο έδαφος, πίσω από θάμνους κυρίως. Τη μιμούμαι. Ο Γρήγορος μάς ακολουθεί, κουνώντας την ουρά του. «Υποθέτω πως ψάχνουμε για αναταραγμένο έδαφος,» λέω στη Σαμάνθα. «Σωστά;» «Σωστά,» μου απαντά κοιτάζοντας πίσω από μερικά φυτά, χωρίς να στραφεί να μ’αντικρίσει. «Μήπως κάτι είναι βιαστικά θαμμένο.» Δε νομίζω να βρούμε τίποτα αλλά δεν της το λέω. Νιόπαντροι είμαστε, μην τσακωθούμε από τώρα. Ελπίζω μόνο ο Νυχταστέρης νάχει ειδοποιήσει τους φρουρούς του για εμάς και να μην έρθει κανένας να μας συλλάβει. Καμια ώρα ψάχνουμε έτσι, κι όταν σκέφτομαι να πω πια στη Σαμάνθα να τα παρατήσουμε επειδή, προφανώς, το πράγμα δεν έχει νόημα, εκείνη μιλά πρώτη: «Κοίταξες εδώ, δεν κοίταξες;» Δείχνει πίσω από έναν θάμνο. «Ναι.» «Και δεν το είδες;» «Να δω τι;» «Αυτό.» Πλησιάζω και παρατηρώ κάτι μαύρο κάτω από το χώμα, εκεί όπου το χορτάρι είναι φανερά παραμερισμένο. Η αλήθεια είναι πως δεν το είχα προσέξει πριν. Ανασηκώνω τους ώμους, μορφάζοντας. Η Σαμάνθα κουνά το κεφάλι, μοιάζοντας θυμωμένη μαζί μου. Γονατίζει στο ένα γόνατο και σκάβει με τα χέρια. Αμέσως, ρούχα αποκαλύπτονται. Μαύρα ρούχα. Μανδύας· γάντια· ένα πλατύγυρο καπέλο, διπλωμένο, κατεστραμμένο· ένα μαντήλι. «Ορίστε,» λέει η Σαμάνθα σηκώνοντάς τα από το χώμα. «Φαίνεται πως είχες δίκιο. Έβγαλε, λοιπόν, τα ρούχα της εδώ και πήδησε από το τείχος;» «Ίσως.» Δε φαίνεται και τόσο σίγουρη. Πλησιάζουμε το καγκελωτό τείχος της βόρειας μεριάς του κήπου. Είναι ψηλό και οι κορυφές αιχμηρές, επικίνδυνες. Ακόμα και χωρίς ενεργειακό ρεύμα, ποιος θα επιχειρούσε ν’ανεβεί εκεί πάνω; «Δύσκολο σκαρφάλωμα,» παρατηρώ. «Μπορεί να μην έφυγε από εδώ,» λέει η Σαμάνθα. «Κι από πού να έφυγε;» «Ο κήπος ήταν γεμάτος καλεσμένους, σύμφωνα με τον Κύριλλο. Αν σκαρφάλωνε εκεί πάνω, δεν θα υπήρχαν πολλές πιθανότητες κάποιος να τη δει; Ακόμα και χωρίς τα παράξενα ρούχα της, θα τραβούσε αμέσως την προσοχή.» Δεν μιλάω· δεν έχω τίποτα να προσθέσω. «Ο φόνος έγινε ανατολικά,» συνεχίζει η Σαμάνθα. «Ο κόσμος, λοιπόν, συγκεντρώθηκε εκεί, λογικά. Αν ήθελες να φύγεις, από πού θα έφευγες;» «Δυτικά;» Η Σαμάνθα γνέφει καταφατικά, αρχίζοντας να βαδίζει, ενώ κρατά τα μαύρα ρούχα κάτω από τη μασκάλη της. Την ακολουθώ, και ο σκύλος ακολουθεί εμένα. Πρέπει να είναι γέρικος, έχω πια συμπεράνει. Βαριέται που ζει. «Από τη δυτική μεριά είναι η πύλη,» της λέω. «Αποκλείεται να βγήκε από την πύλη. Αν κάποιος έβγαινε από εκεί αμέσως μετά τον φόνο, οι υποψίες θα έπεφταν επάνω του.» «Υποθέτοντας ότι θα τον άφηναν καν να βγει. Ο Νυχταστέρης είπε ότι κράτησε όλους τους καλεσμένους για να τους ερευνήσει, έτσι δεν είπε;» «Επομένως;» «Στη δυτική μεριά δεν είναι μόνο η πύλη, Ζορδάμη.» Όταν φτάνουμε εκεί, ένας φύλακας μάς βλέπει αλλά δεν μας δίνει σημασία. Έχουν ειδοποιηθεί για εμάς, προφανώς. Πλησιάζουμε το καγκελωτό τείχος και βαδίζουμε πλάι του, αργά, ενώ η Σαμάνθα το κοιτάζει από πάνω ώς κάτω. Θυμάμαι κάτι άσχετο τότε – άσχετο με το τείχος, τουλάχιστον. «Η δημοσιογράφος που ήταν μαζί με τον γιο του Νυχταστέρη είναι η ίδια που συναντήσαμε στο αρχείο. Το πρόσεξες, έτσι;» «Ναι. Παράξενη σύμπτωση. Αλλά δε νομίζω νάναι τίποτα περισσότερο από σύμπτωση.» «Μου φάνηκε περίεργη ως άτομο, για νάμαι ειλικρινής…» «Τι εννοείς;» «Καχύποπτη. Σα να φοβόταν ότι την παρακολουθούσα.» «Χμμ.» Συνεχίζει να κοιτάζει το τείχος, όχι εμένα, από πάνω ώς κάτω, ενώ προχωράμε πλάι του. «Πρέπει νάχει τρομάξει από τον φόνο. Ίσως να νομίζει ότι η Πριγκίπισσα την παρακολουθεί.» «Λες;» «Για να είναι τόσο καχύποπτη;» «Μπορεί,» λέει η Σαμάνθα. «Η Πριγκίπισσα ίσως ακόμα και να την απειλεί…» «Γιατί;» «Για τον ίδιο μυστηριώδη λόγο που σκότωσε και τον Άρη Νυχταστέρη.» «Χμμ.» Συνεχίζει να κοιτάζει τα κάγκελα. «Τι είν’ αυτό;…» Σταματά να βαδίζει. «Τι;» ρωτάω, συνοφρυωμένος. Και βλέπω το κάγκελο που κοιτάζει η Σαμάνθα. Είναι μαυρισμένο σ’ένα σημείο, όχι πολύ ψηλά: στο επίπεδο του ώμου μου περίπου. Η Σαμάνθα αγγίζει το μαύρισμα. «Θερμότητα…» μουρμουρίζει. «Τι εννοείς;» Γυρίζει να μ’αντικρίσει. «Από εδώ βγήκε.» «Αποκλείεται. Όσο λεπτή κι αν είναι….» «Δεν κατάλαβες. Θέρμανε το κάγκελο, το λύγισε, βγήκε, και το ξαναλύγισε για να το κάνει ίσιο. Ή, μάλλον…» το ξανακοιτάζει, «σχεδόν ίσιο. Είναι ακόμα λιγάκι στραβό· βλέπεις;» «Και πώς το θέρμανε; Είναι δυνατόν να είχε τον χρόνο;» Η φαντασία σου καλπάζει! προσθέτω νοερά. Η Σαμάνθα μ’αντικρίζει ξανά. «Υπάρχουν θερμικά όπλα, ξέρεις.» «Θερμικά όπλα;» «Δεν τάχεις ξανακούσει;» «Όχι.» «Δεν είναι πολύ γνωστά, γιατί χρησιμεύουν μόνο σε συγκεκριμένες δουλειές, αλλά υπάρχουν. Μπορεί να είναι σαν ένα κανονικό πιστόλι. Λειτουργούν με μπαταρία, και ρίχνουν θερμότητα. Χρησιμοποιούνται, κυρίως, σε δολιοφθορές. Μπορούν, για παράδειγμα, πολύ εύκολα να καταστρέψουν ευαίσθητα κυκλώματα. Αλλά κι ένα κάγκελο…» Η Σαμάνθα στρέφεται για να το αγγίξει ξανά. «Αν κρατήσεις την κάννη ενός θερμικού πιστολιού για κάποια ώρα κοντά του, έχοντας συνεχώς πατημένη τη σκανδάλη, τελειώνοντας την μπαταρία… τότε το κάγκελο θα υπερθερμανθεί σ’εκείνο το σημείο. Θα γίνει ευλύγιστο.» «Και νομίζεις ότι έτσι έφυγε;» «Ναι. Λύγισε το κάγκελο και βγήκε. Μια λεπτή γυναίκα θα μπορούσε εύκολα να το κάνει.» «Εξαρτάται, βέβαια, κι από την επάνω περιφέρειά της…» Με αγριοκοιτάζει. «Αλήθεια δεν είναι;» λέω, με αθώα έκφραση. «Αυτό μπορεί να φρόντισε να το περιορίσει,» μου απαντά η Σαμάνθα στεγνά. «Υποθέτω θα ξέρεις από σφιχτά δεσίματα.» «Θες να πεις ότι νομίζεις πως μια λεπτή γυναίκα δεν θα μπορούσε να περάσει από εδώ, ό,τι στήθος κι αν είχε;» Έχω αρχίσει να την τσαντίζω. Αλλάζω θέμα: «Αν, πάντως, αυτά τα θερμικά όπλα είναι τόσο σπάνια, απορώ πού το βρήκε.» «Ξεχνάς ότι λένε πως κάποτε ήταν με την Επανάσταση; Πιστεύεις ότι θάχει πρόβλημα να βρει όπλα;» * Ο Κύριλλος Νυχταστέρης δείχνει έκπληκτος που βρήκαμε τα ρούχα της Πριγκίπισσας θαμμένα στον κήπο, ενώ ακούει τη θεωρία σχετικά με το κάγκελο με σκεπτικισμό. «Μα δεν νομίζω ότι έλειπε κανένας από τους καλεσμένους μου όταν τους ερευνήσαμε,» λέει στη Σαμάνθα. «Ήταν όμως πολλοί, δεν ήταν;» «Αμφιβάλλω ότι έγινε λάθος στη μέτρηση,» επιμένει ο Κύριλλος. «Τότε,» συμπεραίνει η Σαμάνθα, «κάποια παρείσακτη είχε καταφέρει να παρεισφρήσει στη δεξίωση.» «Από εκείνο το κάγκελο, πάλι;» «Δεν ξέρω πώς μπήκε, αλλά πιστεύω ότι από εκεί βγήκε, κύριε Νυχταστέρη.» «Θέλω να το δοκιμάσουμε, να δούμε αν όντως μπορεί να γίνει.» Ο Κύριλλος δεν δυσκολεύεται καθόλου να βρει θερμικό πιστόλι στη βίλα. Απλώς το ζητά από τους μισθοφόρους του και εκείνοι τού το φέρνουν. Πηγαίνουμε όλοι μαζί στη δυτική μεριά – εγώ, η Σαμάνθα, ο Νυχταστέρης, και ο σκύλος – και η Σαμάνθα δείχνει το μαυρισμένο κάγκελο. Ύστερα, υψώνει το πιστόλι μπροστά σ’ένα κάγκελο που δεν είναι χτυπημένο, και πατά τη σκανδάλη ενώ η κάννη βρίσκεται σχεδόν σε επαφή με το μέταλλο. Το βλέπω να κοκκινίζει, να εκπέμπει φως και θερμότητα. Η Σαμάνθα σταματά να το χτυπά. Βάζει το πιστόλι σε μια τσέπη του πανωφοριού της, πιάνει το κάγκελο χαμηλά, και το τραβά. Αυτό λυγίζει χωρίς δυσκολία, και η Σαμάνθα περνά από το άνοιγμα, ευέλικτη σαν γάτα. Ύστερα φέρνει γρήγορα το κάγκελο ξανά στην αρχική του θέση. Ή περίπου, τουλάχιστον. Όταν κρυώνει, είναι λιγάκι στραβό. Όπως και το άλλο κάγκελο, παραδίπλα. * «Αυτό εξηγεί, ίσως, πώς βγήκε,» λέει ο Κύριλλος Νυχταστέρης, «αλλά όχι και πώς μπήκε.» Ψάχνουμε, έτσι, σ’όλο το καγκελωτό τείχος, γύρω-γύρω, μήπως βρούμε και κανένα άλλο μαυρισμένο κάγκελο. Αλλά δεν βρίσκουμε. «Μπορεί να μπήκε από το ίδιο κάγκελο;» ρωτά ο Νυχταστέρης. «Το αποκλείω. Θα το είχε σπάσει.» «Να το δοκιμάσουμε κι αυτό;» Πηγαίνουμε και το δοκιμάζουμε. Η Σαμάνθα θερμαίνει, στο ίδιο σημείο, το κάγκελο που είχε θερμάνει και πριν. Μοιάζει ευλύγιστο ξανά. Η Σαμάνθα το πιάνει και το τραβά. Το κάγκελο, ως εκ θαύματος, δεν σπάει. Το μέταλλο είναι καλής ποιότητας, δίχως αμφιβολία. Η Σαμάνθα, επίμονη στη θεωρία της, βγαίνει από το στενό άνοιγμα πάλι, και πιάνει το κάγκελο για να το ισιώσει. Τότε, το κάγκελο κόβεται. «Ναι,» παραδέχεται ο Νυχταστέρης, «μάλλον έχεις δίκιο τελικά. »Πώς μπήκε, λοιπόν, στη δεξίωση απρόσκλητη;» «Αναμιγμένη με τον υπόλοιπο κόσμο, μάλλον,» απαντά η Σαμάνθα. «Δε μπορώ να σκεφτώ άλλο τρόπο, αυτή τη στιγμή.» Ρωτάω τον Κύριλλο: «Δεν επιτρέπατε στους προσκεκλημένους να φέρουν φίλους και γνωστούς αν το επιθυμούσαν;» «Το επέτρεπα, φυσικά. Αλλά οι φρουροί μου μετρούσαν όλους όσους έμπαιναν.» «Πόσοι άνθρωποι ήταν, συνολικά;» «Διακόσιοι-είκοσι-τρεις.» «Μαζί με τους επιπλέον;» «Μαζί με τους επιπλέον.» «Και το αποκλείετε, κύριε Νυχταστέρη, να έγινε κάποιο λάθος στη μέτρηση, στην αρχή της δεξίωσης ή μετά τον φόνο, κατά την έρευνα;» Ο Κύριλλος είναι σκεπτικός, με τα χείλη σφιγμένα, για λίγο. «Μπορεί,» παραδέχεται, «δεν ξέρω… Αλλά, αν υποθέσουμε ότι δεν είναι έτσι, τότε πώς μπήκε;» Η Σαμάνθα δεν έχει να δώσει απάντηση. Ούτε εγώ. Έπεσε από τον ουρανό; αναρωτιέμαι. Ή, μήπως, ήρθε από κάτω; Από τους υπονόμους; Αλλά, τότε, γιατί να μη φύγει κι από τους υπονόμους; Και, κατά πρώτον, υπάρχει τέτοιο άνοιγμα στη βίλα, που να χωρά άνθρωπο; Λέω την υπόθεσή μου στον Νυχταστέρη και στη Σαμάνθα, κι εκείνος αποκρίνεται: «Δεν υπάρχει τέτοιο άνοιγμα στη βίλα μου, κύριε Ζορδάμη. Αν είναι δυνατόν!» Έπεσε από τον ουρανό, λοιπόν…
Αν σου αρέσει αυτό που βλέπεις, μπορείς να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω Paypal. Ακόμα και μια μικρή δωρεά, όπως 3 ευρώ, δεν είναι καθόλου αμελητέα και δείχνει ότι εκτιμάς αυτό που βρίσκεις χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση. |
|||