Επεισόδιο 6
ΑΓΡΙΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

Μεσημέρι στο Νοτιοδυτικό Φρουραρχείο της Θακέρκοβ, στο Λημέρι. Τα πράγματα είναι ήσυχα. Οι χωροφύλακες έχουν χαλαρώσει. Οι βάρδιες αλλάζουν. Η βάρδια της Μαρλιέσσας Κέρενκοφ έχει τελειώσει.

«Φεύγω,» λέει στον αντικαταστάτη της, έναν άλλο λοχία της Χωροφυλακής, καθώς κλειδώνει τον φωριαμό της.

«Στο καλό,» αποκρίνεται εκείνος πίνοντας μια γουλιά από τον καφέ του – ένας εύσωμος τύπος με κόκκινο δέρμα και πράσινα κοντοκουρεμένα μαλλιά, ο οποίος ονομάζεται Μερίκιος.

Η Μαρλιέσσα απομακρύνεται. Πηγαίνει στο τηλεπικοινωνιακό κέντρο του φρουραρχείου. Κανένας άλλος δεν είναι τώρα εδώ. Ανοίγει έναν δίαυλο και φέρνει το ακουστικό στο αφτί της. Πατά μερικά κουμπιά και περιμένει.

Ακούγοντας μια φωνή από το μικρόφωνο, χαμογελά. «Ποιος λες να είναι, γλύκα;»

(…)

«Εγώ είμαι, λοιπόν, όπως ακούς. Γύρισες πιο νωρίς απ’τη δουλειά;»

(…)

«Τόσο κουρασμένη που να μην έρθω από εκεί;»

(…)

Η Μαρλιέσσα γελά. «Τώρα κάνεις τη δύσκολη. Να έρθω ή όχι;»

(…)

«Εντάξει, θα έρθω. Ξεκινάω. Σε καμια ωρίτσα θα είμαι εκεί.»

Η Μαρλιέσσα κλείνει τον δίαυλο και πηγαίνει προς τον στάβλο του φρουραρχείου.

«Φεύγεις, Μαρλιέσσα;» τη ρωτά ένας χωροφύλακας, καθοδόν: ένας λοχαγός, ανώτερός της, ο οποίος ονομάζεται Ιάσωνας Χαιρέμαχος.

«Ναι.»

«Μου είπαν ότι έγιναν κάποια επεισόδια το πρωί, με τους Ακανόνιστους.»

Η Μαρλιέσσα δεν μιλά, αντικρίζοντάς τον.

«Να προσέχεις τώρα,» της λέει ο Ιάσωνας. «Να πηγαίνεις από μεγάλους δρόμους και όχι από τις περιοχές τους.»

«Δε φοβάμαι τους Ακανόνιστους, κύριε Λοχαγέ.»

«Μην είσαι ανόητα θαρραλέα, και μην τους προκαλείς.»

«Σας είπε κάποιος ότι τους προκάλεσα;»

«Όχι, αλλά συγκρούστηκες μαζί τους–»

«Δεν έγινε καμία σύγκρουση.»

«Μη διακόπτεις, Λοχία.»

«Μάλιστα, κύριε Λοχαγέ.»

«Αφότου έχεις συγκρουστεί με συμμορίες, δεν περνάς μόνη σου από τις περιοχές τους όταν δεν είσαι εν ώρα υπηρεσίας. Κατανοητό;»

«Μάλιστα, κύριε Λοχαγέ.» Τα μάτια της τον ατενίζουν σκληρά· το στόμα της είναι μια λεπτή, σφιγμένη γραμμή επάνω στο κατάλευκο πρόσωπό της.

Ο Ιάσωνας αγγίζει τον ώμο της. «Δεν σου κάνω επίπληξη.»

Η Μαρλιέσσα κάνει ένα βήμα όπισθεν για ν’απομακρυνθεί από το χέρι του. «Το καταλαβαίνω, κύριε Λοχαγέ.»

«Πού πηγαίνεις τώρα; Σπίτι;»

«Νόμιζα ότι δεν ήμουν πια εν ώρα υπηρεσίας, κύριε Λοχαγέ.»

«Καλό απόγευμα, τότε,» λέει ο Ιάσωνας, και φεύγει.

Η Μαρλιέσσα πηγαίνει στον στάβλο. Σελώνει και χαλινώνει το άλογό της, το καβαλά, και βγαίνει από το Νοτιοδυτικό Φρουραρχείο της Θακέρκοβ. Τροχάζει μέσα στο Λημέρι, προς τα βορειοανατολικά, αγνοώντας τη συμβουλή του Ιάσωνα Χαιρέμαχου. Περνά κοντά από τον σταθμό του Υπόγειου Σιδηρόδρομου και συνεχίζει. Μερικοί στρέφονται να την ατενίσουν με όχι και τόσο φιλικά βλέμματα. Άστεγοι είναι καθισμένοι σε γωνίες των δρόμων, καθώς και σε οικοδομήματα κατεστραμμένα από τον πόλεμο κατά της Παντοκράτειρας τα οποία δεν έχουν ακόμα ανοικοδομηθεί. Συμμορίες περιφέρονται, και τα περισσότερα μέλη τους κρατάνε όπλα – έστω και απλά, όπως ρόπαλα ή αλυσίδες. Πολλοί άνθρωποι πηγαίνουν στα σπίτια τους, φεύγοντας από τις δουλειές τους, ακολουθώντας πιστά και γρήγορα τον δρόμο τους, χωρίς να παρεκκλίνουν, χωρίς να κοιτάνε προς διάφορες κατευθύνσεις.

Η Μαρλιέσσα έχει την κουκούλα της κάπας της σηκωμένη στο κεφάλι, και δεν φορά τη στολή της, αλλά και πάλι είναι πιθανό αρκετοί να μπορούν να την αναγνωρίσουν εδώ πέρα.

Βγαίνει από το Λημέρι και ακολουθεί την Καιροσκόπου, προς τα βόρεια, ανάμεσα από τη Γωνιά και τον Παλαιοπώλη. Μπαίνει στους στενούς δρόμους της Μικρόπολης. Αφήνει το άλογό της σ’έναν στάβλο όπου το έχει ξαναφήσει αρκετές φορές. Βαδίζει μέχρι μια πολυκατοικία και χτυπά ένα κουδούνι.

«Ποιος είναι;» ακούγεται μια γυναικεία φωνή από το μεγάφωνο.

«Περιμένεις καμια άλλη;»

Η εξώπορτα κουδουνίζει, και η Μαρλιέσσα τη σπρώχνει ανοίγοντάς την. Βαδίζει μέσα στην πολυκατοικία. Από το κατάλυμα του θυρωρού ροχαλητό ακούγεται. Η Μαρλιέσσα ανεβαίνει τις σκάλες και, φτάνοντάς στον δεύτερο όροφο, βλέπει την πόρτα ανοιχτή. Κατεβάζοντας την κουκούλα της κάπα της, περνά το κατώφλι και κλείνει πίσω της.

Από την κουζίνα, αντηχεί η φωνή της Καλλιστώς Μερκάθης: «Εσύ είσαι;»

Καμια απάντηση δεν έρχεται.

«Μαρλιέσσα;»

Πάλι, καμια απάντηση.

Η Καλλιστώ αφήνει τη μαγειρική και πηγαίνει προς την εξώπορτα του διαμερίσματός της. Κανένας δεν είναι στο χολ. Μονάχα μια καινούργια κάπα κρεμασμένη στην κρεμάστρα.

Η Μαρλιέσσα αγκαλιάζει απρόσμενα τη δημοσιογράφο από πίσω, ξαφνιάζοντάς την, και φιλά το πλάι του γαλανόδερμου λαιμού της, δυνατά.

«Δεν ξέρεις ότι δεν πρέπει ποτέ ν’αφήνεις την πόρτα σου ανοιχτή, γλύκα;» λέει. «Ανώμαλοι τριγυρίζουν στην πόλη.»

Η Καλλιστώ γελά και στρέφεται να την αντικρίσει. «Μα, μου είπες ότι είσαι εσύ!»

«Και με πίστεψες;»

Η Καλλιστώ μπερδεύει τα δάχτυλά της μέσα στα μαύρα κοντά μαλλιά της Μαρλιέσσας και τη φιλά δυνατά, ηχηρά, στα χείλη. «Μμμμ… Γιατί είχες τόσο καιρό να έρθεις;»

«Προχτές ήμουν εδώ!» χαμογελά η Μαρλιέσσα έχοντας τα χέρια της τυλιγμένα γύρω από τη μέση της δημοσιογράφου.

«Είναι πολύς καιρός.»

«Πρόταση είναι αυτή για νάρθω να μείνω μόνιμα εδώ;»

«Το ξέρεις ότι αυτό δεν βολεύει ούτε εμένα ούτε εσένα.»

Η Μαρλιέσσα γνέφει καταφατικά, και ρωτά: «Μαγειρεύεις;»

«Ναι.»

«Δεν είπες ότι είσαι κουρασμένη;»

«Δε μπορώ ν’αφήσω μια νεαρή αγριόγατα σαν εσένα νηστική.» Η Καλλιστώ είναι πάνω από δέκα χρόνια μεγαλύτερη από τη χωροφύλακα του Λημεριού. «Πίστεψέ με, θα χρειαστείς δυνάμεις.»

Τα μάτια της Μαρλιέσσας γυαλίζουν, και κάνει πάλι να φιλήσει την Καλλιστώ, αλλά εκείνη την απομακρύνει. «Φαγητό πρώτο.»

Πηγαίνει στην κουζίνα, και η Μαρλιέσσα την ακολουθεί σαν η δημοσιογράφος να έχει ξαφνικά δέσει ένα αόρατο σχοινί γύρω απ’τον λαιμό της.

Η Καλλιστώ ετοιμάζει φαγητό – ζυμαρικά, σάλτσα με ντομάτες και πιπεριές, λουκάνικα. Η Μαρλιέσσα δεν έχει ιδέα από μαγειρική, και η Καλλιστώ την προειδοποιεί να μείνει μακριά από τα μαγειρικά σκεύη και τις ενεργειακές εστίες. Όταν το γεύμα είναι έτοιμο, το πηγαίνουν στο μικρό σαλόνι του διαμερίσματος και τρώνε, πίνοντας κρασί σε ποτήρια με ψηλό πόδι. Η Μαρλιέσσα προσπαθεί, γι’ακόμα μια φορά, να πείσει την Καλλιστώ να δοκιμάσει νίσβεν – το ναρκωτικό που καλλιεργείται νότια, στις οάσεις της ερήμου, μακριά από τη Θακέρκοβ – αλλά η δημοσιογράφος δεν θέλει ούτε να το ακούσει. Και τσαντίζεται.

«Μην ξαναφέρεις αυτές τις μαλακίες στο σπίτι μου!» λέει στη Μαρλιέσσα, πετώντας το κουτάκι παραδίπλα, κάτω από τον καναπέ.

«Εντάξει,» αποκρίνεται η Μαρλιέσσα αποφεύγοντας το βλέμμα της και μην προσπαθώντας να ξαναπιάσει το κουτάκι. «Δε θα σ’το ξαναπώ. Απλώς, αναρωτιόμουν μήπως… το ξανασκέφτηκες.»

«Δε μου υποσχέθηκες ότι θα τα κόψεις αυτά;»

«Είπα ότι θα το προσπαθήσω…»

«Προφανώς, δεν έκανες και καμια μεγάλη προσπάθεια.»

Η Μαρλιέσσα την κοιτάζει παρεξηγημένα. «Θα λέμε τέτοια τώρα;»

Η Καλλιστώ χαμογελά. «Όχι. Φυσικά και όχι.» Τεντώνεται προς τη Μαρλιέσσα και φιλιούνται πάνω από το φαγητό.

Όταν τελειώνουν το γεύμα, η Μαρλιέσσα ρωτά την Καλλιστώ για τις δουλειές της στην εφημερίδα. Τι έκανε σήμερα; Έγινε τίποτα σημαντικό;

«Χαζομάρες,» αποκρίνεται εκείνη, σκαλίζοντας τα δόντια της με μια οδοντογλυφίδα. «Απλώς ζαλίστηκα. Ετοιμάζω ένα ρεπορτάζ που έχει πολλά να διαβάσω.»

«Για την Πριγκίπισσα;»

Η Καλλιστώ γελά. «Όχι.»

«Σ’έπρηξαν κι άλλο οι συνάδελφοί μου του Νοτιοανατολικού Φρουραρχείου;»

Η Καλλιστώ κουνά το κεφάλι. «Όχι. Τι άλλο μπορεί να είχα να τους πω, εξάλλου, Μαρλιέσσα; Μια σκιά είδα μόνο, ουσιαστικά.» Πετά την οδοντογλυφίδα στο πιάτο της, πίνει την τελευταία γουλιά κρασιού από το ποτήρι της. «Και μετά η σκιά εξαφανίστηκε.»

«Η ίδια η Λόρκη…»

Η Καλλιστώ γνέφει. «Η ίδια η Λόρκη.» Και προστακτικά: «Σήκω πάνω, τώρα.»

Η Μαρλιέσσα χαμογελά ανυπόμονα. «Τώρα; Εδώ;»

«Τώρα,» λέει η Καλλιστώ. «Εδώ.»

Η Μαρλιέσσα σηκώνεται από την καρέκλα.

Η Καλλιστώ σηκώνεται επίσης και βαδίζει προς το υπνοδωμάτιο. «Όταν επιστρέψω, δεν θα υπάρχει ρούχο επάνω σου,» προστάζει.

Κι όταν επιστρέφει, η Μαρλιέσσα είναι ολόγυμνη. Κατάλευκο, γυμνασμένο σώμα· μια παλιά ουλή στην αριστερή κνήμη.

Η Καλλιστώ φορά τώρα μια γυαλιστερή μαύρη ρόμπα, και στο χέρι βαστά ένα κοντό, ευλύγιστο μαστίγιο. «Γιατί δεν έχεις ξαπλώσει στον καναπέ;» ρωτά αμέσως, πλησιάζοντας.

«Δε μου είπες να–»

Η Καλλιστώ τη χτυπά με το μαστίγιο στον αριστερό γλουτό. «Μη μου λες ψέματα! Ξάπλωσε! Τώρα.»

Η αναπνοή της Μαρλιέσσας έχει γίνει πιο γρήγορη από πριν. Ξεροκαταπίνει. Ξαπλώνει στον καναπέ, ανάσκελα, και η Καλλιστώ τη δένει εκεί, με μαλακά σχοινιά και φανερή επιδεξιότητα και εμπειρία. Η Μαρλιέσσα είναι έκδηλα ξαναμμένη, τα στήθη της ορθωμένα. Η Καλλιστώ αρχίζει να της παίζει λεκτικά παιχνίδια με βρισιές και προσταγές, ενώ τη χτυπά κάπου-κάπου με το κοντό μαστίγιο και μετά τη χαϊδεύει με τα γυμνά της χέρια ή με τα πόδια της που είναι ντυμένα με μακριές, ασημόχρωμες κάλτσες. Η Μαρλιέσσα μουρμουρίζει, αναστενάζει, βαριανασαίνει, παρακαλεί, παραληρεί. Όταν δάκρυα κυλάνε από τα μάτια της, η Καλλιστώ σκύβει και φιλά τα μάγουλά της μέχρι που τα δάκρυα εξαφανίζονται. Το κατάλευκο δέρμα της Μαρλιέσσας έχει γεμίσει κόκκινα σημάδια από τα χτυπήματα του μαστιγίου – σημάδια που σύντομα θα εξαφανιστούν, όταν το παιχνίδι τους τελειώσει. Η Καλλιστώ, όμως, δεν σκοπεύει να του δώσει γρήγορο τέλος· το κάνει να διαρκέσει ώρα, μέχρι που η Μαρλιέσσα την ικετεύει, την εκλιπαρεί.

«Και τι θα μου δώσεις, τρελή σκύλα των Φέρνιλγκαν; Τι;» λέει η Καλλιστώ, και τη μαστιγώνει ξανά, επάνω στην παλιά ουλή της αριστερής κνήμης της. Η Μαρλιέσσα κατάγεται από τα Φέρνιλγκαν – πράγμα όχι και τόσο ευγενικό να λες σε κάποιον που μένει στη Θακέρκοβ εδώ και χρόνια.

«…Ό,τι θες,» κάνει ξέπνοα η Μαρλιέσσα. «Ό,τι… θες…»

«Τέτοια είναι η απάντησή σου;» Η Καλλιστώ τρίβει το μαστίγιό της επάνω στη δεξιά πατούσα της Μαρλιέσσας. «Τέτοια;» Χτυπά την πατούσα με το μαστίγιο. Η Μαρλιέσσα τραντάζεται, τραβά τα δεσμά της, και ο καναπές τρίζει από κάτω της.

«Ακίνητη!» προστάζει η Καλλιστώ και τη χτυπά ξανά στο δεξί πέλμα, δυνατότερα από πριν. Η Μαρλιέσσα τρίζει τα δόντια, αλλά δεν κινείται. «Ακίνητη,» λέει ξανά η Καλλιστώ. Η Μαρλιέσσα ξεροκαταπίνει· ιδρώτας κυλά από τους κροτάφους της. Η Καλλιστώ τη μαστιγώνει για τρίτη φορά στην ίδια πατούσα, κι εκείνη κραυγάζει. Αλλά μένει ακίνητη.

«Νομίζεις ότι είσαι πιο σημαντική από τον καναπέ μου; Ξέρεις πόσο έκανε ο καναπές; Ξέρεις;»

Η Μαρλιέσσα λέει αδύναμα: «Όχι.»

«Νομίζεις ότι είσαι πιο σημαντική από τον καναπέ μου;» Η Καλλιστώ στέκεται πάνω απ’το κεφάλι της τώρα. «Ε; Νομίζεις;»

Η Μαρλιέσσα λέει αδύναμα, σχεδόν κλαψουρίζοντας: «Όχι.»

Η Καλλιστώ γελά. Σκύβει και τη φιλά ηχηρά στα χείλη. Το πρώτο φιλί στα χείλη αφότου την έδεσε. Γονατίζει πλάι στον καναπέ και το χέρι της γλιστρά κάτω από το μαύρο, πυκνό εφήβαιο της αιχμάλωτής της, χαϊδεύοντας επίμονα. Η Μαρλιέσσα ουρλιάζει σαν να τη σφάζουν· τα μάτια της σχεδόν αναποδογυρίζουν καθώς το κεφάλι της γέρνει προς τα πίσω. Δεν ακούγεται να αναπνέει καθόλου για λίγο, και μετά η αναπνοή της είναι γρήγορη και έντονη.

«Την άλλη φορά,» λέει η Καλλιστώ πιάνοντας δυνατά τις τρίχες του εφηβαίου της Μαρλιέσσας ανάμεσα στα δάχτυλά του χεριού της, «θα είσαι ξυρισμένη.» Τραβά, επώδυνα.

«Αα!»

«Τελείως ξυρισμένη. Καταλαβαίνεις;»

«Ναι.»

«Δε θα το ξεχάσω.»

«Ναι.»

Η Καλλιστώ αφήνει τις τρίχες της και σκύβει για να φιληθούν ξανά, με πάθος. Μετά γελάνε, και η δημοσιογράφος τη λύνει από τον καναπέ με μερικές γρήγορες, επιδέξιες κινήσεις. Η Μαρλιέσσα παίρνει καθιστή θέση, τρίβοντας για λίγο τους καρπούς και τους αστραγάλους της, μοιάζοντας κορεσμένη, εξουθενωμένη.

Η Καλλιστώ κάθεται τώρα στο πάτωμα, με την πλάτη στον καναπέ. Ανάβει τσιγάρο, ρίχνοντας ένα προστακτικό βλέμμα στη χωροφύλακα. Η Μαρλιέσσα έρχεται και γονατίζει μπροστά της, στα τέσσερα· γλιστρά το κεφάλι της κάτω από τη μαύρη ρόμπα της Καλλιστώς και χρησιμοποιεί το στόμα και τη γλώσσα της. Η Καλλιστώ καπνίζει με κλειστά μάτια, αναστενάζοντας και μουγκρίζοντας. Σε κάποια στιγμή, το ένα της χέρι αρπάζει δυνατά τα κοντά μαύρα μαλλιά της Μαρλιέσσας και τα δόντια της τρίζουν, ολόκληρο το σώμα της τρέμει.

Η Μαρλιέσσα, ύστερα, ξαπλώνει στο πάτωμα, στα πόδια της Καλλιστώς, ήρεμα, κουρασμένα. Η Καλλιστώ σβήνει το τελειωμένο τσιγάρο της στο τασάκι επάνω στο τραπεζάκι. Ανάβει ένα άλλο τσιγάρο και το δίνει στη χωροφύλακα, η οποία καπνίζει για λίγο σιωπηλά, ανάσκελα, και μετά, σχεδόν σα νάναι μισοκοιμισμένη, διηγείται στη δημοσιογράφο το επεισόδιο με τους Ακανόνιστους στο Λημέρι.

«Θα μπλέξεις καμια ώρα πολύ άσχημα,» της λέει η Καλλιστώ.

«Πιο άσχημα απ’ό,τι εσύ;» Η Μαρλιέσσα φιλά τον αστράγαλο της δημοσιογράφου.

«Ίσως… Ξέρεις κάτι, όμως; Έχει ενδιαφέρον αυτό.»

«Τι ενδιαφέρον; Ποιο;»

«Δημοσιογραφικό ενδιαφέρον. Αυτό που συμβαίνει με τις συμμορίες στο Λημέρι. Με τους Ακανόνιστους, ειδικά.»

«Εννοείς ότι σ’ενδιαφέρουν εσένα, προσωπικά;»

«Ναι.»

Η Μαρλιέσσα παίρνει καθιστή θέση στο πάτωμα. «Είναι επικίνδυνοι.»

«Ίσως.»

«Όχι ‘ίσως’! Είναι επικίνδυνοι. Μην ακούς τις μαλακίες που–»

«–λένε; Ότι δίνουν κατάλυμα σε αστέγους; Ότι βοηθάνε απόρους στο Λημέρι;»

Η Μαρλιέσσα γνέφει καταφατικά.

«Θα έχει ενδιαφέρον να μάθουμε, δεν θα έχει;» λέει η Καλλιστώ. «Θέλω να πάω να τους μιλήσω. Να πάρω συνέντευξη απ’τον αρχηγό τους. Το Στόμα του Χάους, δεν τον λένε;» Γελά. «Ε;»

«Ναι–»

«Έχει φαντασία ο τύπος, όποιος κι αν είναι.»

Η Μαρλιέσσα την ατενίζει έντονα. «Δεν είναι να κάνεις πλάκα με τέτοιους, Καλλιστώ!»

«Πράγματι,» λέει η δημοσιογράφος. «Γι’αυτό θέλω να έρθεις μαζί μου όταν πάω να τους επισκεφτώ.»

Η Μαρλιέσσα γελά. «Θα με γδάρουν ζωντανή! Δε με συμπαθούν, σε περίπτωση που δεν το έχεις καταλάβει.»

«Θα επιτεθούν έτσι ευθέως σε μια χωροφύλακα του Λημεριού; Ακόμα κι όταν συνοδεύει μια δημοσιογράφο η οποία έρχεται, φιλικά, για να πάρει συνέντευξη από τον αρχηγό τους; Μια συνέντευξη που πιθανώς να λύσει πολλές… παρεξηγήσεις σχετικά με τη συμμορία τους;»

Η Μαρλιέσσα μένει σιωπηλή, μην ξέροντας τι να απαντήσει.

«Ωραία,» λέει η Καλλιστώ. «Θα έρθεις λοιπόν;»

«Δε μπορώ να σ’αφήσω να πας μόνη σου, ανόητη!» κάνει η Μαρλιέσσα, απότομα, ενώ τα μάτια της γυαλίζουν οργισμένα.

Η Καλλιστώ γελά, και τη φιλά στα χείλη.

Η Μαρλιέσσα λέει: «Όχι αύριο, όμως. Όχι τόσο σύντομα.»

«Θα το σκεφτώ,» αποκρίνεται η Καλλιστώ. «Το ξέρεις ότι ποτέ δεν είμαι βιαστική. Σε τίποτα.» Χαμογελά στραβά, και χαϊδεύει το πλάι του προσώπου της Μαρλιέσσας.

 

           Προηγούμενο επεισόδιο

                                      

Επόμενο επεισόδιο           

 


Αν σου αρέσει αυτό που βλέπεις, μπορείς να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω Paypal. Ακόμα και μια μικρή δωρεά, όπως 3 ευρώ, δεν είναι καθόλου αμελητέα και δείχνει ότι εκτιμάς αυτό που βρίσκεις χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση.