Επεισόδιο 4 Ο καταστηματάρχης και οι υπάλληλοί του δείχνουν φοβισμένοι, καθώς τα μέλη της συμμορίας έχουν γεμίσει το παντοπωλείο. Πέντε άντρες και δύο γυναίκες, όλοι τους με όψεις άγριες και όπλα στις ζώνες, στους ώμους, ή στις μπότες: ρόπαλα και μαχαίρια, κυρίως, αλλά μια γυναίκα κι ένας άντρας έχουν και πιστόλι κρεμασμένο από τη μέση. Τα ρούχα τους είναι ακανόνιστα: δερμάτινα πανωφόρια, παλιές κάπες, πουκάμισα, τουνίκες, μια κοντή φούστα, φαρδιά και στενά παντελόνια, μπότες, παπούτσια, πέδιλα. Είναι γνωστοί, άλλωστε, ως «Οι Ακανόνιστοι». Τα κουρέματά τους είναι το ίδιο παράξενα. Ο καταστηματάρχης προσπαθεί να εξηγήσει γιατί δεν μπορεί να τους πληρώνει σε τακτική βάση. Δεν του περισσεύουν λεφτά. Και πώς θα δικαιολογήσει τέτοια έξοδα στις Αρχές; «Θα γράψω ‘Φόρος προς Ακανόνιστους’; Τι λέτε, ρε παιδιά; Δε γίνονται αυτά· θα μας κυνηγήσουν. Δεν καταλαβαίνετε, για όνομα της Αρτάλης;» «Σε είδος, τότε, άρχοντα του μαγαζιού· τι λες;» ρωτά ο αρχηγός της συμμορίας – ένας ψιλόλιγνος τύπος με κατάλευκο δέρμα σαν κόλλα λευκό χαρτί, μάτια κατάμαυρα, κεφάλι τελείως ξυρισμένο, μια λοξή ουλή στο αριστερό μάγουλο. Έχει έναν μικρό χαλκά στη μύτη. Το αριστερό αφτί τού λείπει. «Δε γίνεται, αγαπητέ μου. Μπορώ να κάνω μια έκπτωση, αν θέλετε, για εσάς. Αν έχετε ανάγκη. Αλλά όχι και δωρεάν.» «Μας δουλεύεις, φίλε;» του λέει η μία από τις δύο γυναίκες της συμμορίας, αυτή με την κοντή φούστα: δέρμα λευκό-ροζ, κοντοκουρεμένα κόκκινα μαλλιά, πιστόλι στη μέση. «Είσαι πλούσιος, να πούμε! Η Λόρκη σούχει δείξει τα βυζιά της, και μας λες ότι δεν μπορείς να–!» «Δε με καταλαβαίνεις, κοπελιά. Σου εξηγώ–» «Ποια ‘κοπελιά’, ρε φίλε, γαμώ την κοινωνία σου! Τόσα πράματα έχεις εδώ και δε μπορείς να δώσεις κάτι ψίχουλα, να πούμε;» Ο κατάλευκος άντρας λέει, πιο ήπια, στον καταστηματάρχη: «Υπάρχει κόσμος που πεινάει, φίλε, δε σου λέμε μαλακίες. Κι ούτε σου λέμε μαλακίες όταν λέμε πως το προσέχουμε τούτο το μέρος. Ξέρεις τι θα γινόταν εδώ άμα δεν κοιτάζαμε; Της πουτάνας θα γινόταν, φίλε, σ’το λέω σοβαρά· θάχανε μπουκάρει εδώ μέσα και καλοκαιρινό θα σ’τόχανε κάνει· σ’το λέω κι ορκίζομαι στην πατούσα της Λόρκης.» Η εξώπορτα του μαγαζιού ανοίγει ξαφνικά και φωνές αντηχούν: Χωροφυλακή! ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗ! Όλοι ακίνητοι! Τα χέρια σας ψηλά! Χωροφυλακή! Τα χέρια σου ψηλά εσύ εκεί! Ψηλά τα χέρια σας! Χωροφύλακες έχουν μπει στο παντοπωλείο με πιστόλια υψωμένα, σημαδεύοντας τα μέλη της συμμορίας. Ανάμεσά τους είναι η Μαρλιέσσα Κέρενκοφ, λοχίας της Χωροφυλακής, πράγμα ευδιάκριτο από τη στολή της. Το δέρμα της είναι κατάλευκο σαν του αρχηγού της συμμορίας, τα μαλλιά της μαύρα και κομμένα κοντά. Μετρίου αναστήματος αλλά φανερά γεροδεμένη. Βαστά το πιστόλι της με εμπειρία, και στη ζώνη της είναι θηκαρωμένο ένα κοντό ξίφος. «Τι γίνεται δω πέρα;» φωνάζει. «Ληστεία; Μέρα-μεσημέρι; Είστε οι Ακανόνιστοι εσείς, δεν είστε;» «Όχι!» παρεμβαίνει αμέσως ο καταστηματάρχης. «Δεν είναι έτσι, κυρία Χωροφύλακα. Δε συμβαίνει καμια ληστεία. Απλώς μιλούσαμε με τα παιδιά.» Χαμογελά πιεσμένα. Η Μαρλιέσσα κατεβάζει το πιστόλι της αλλά δεν κάνει νόημα και στους άλλους χωροφύλακες να κατεβάσουν τα δικά τους. «Δεν υπάρχει φόβος, κύριε· δεν μπορούν να σας πειράξουν, ούτε τώρα ούτε ποτέ. Πείτε μου την αλήθεια.» «Μα αλήθεια λέω: δεν γινόταν ληστεία. Συζητούσαμε.» «Ακριβώς,» λέει ο αρχηγός της συμμορίας. «Τα λέγαμε.» «Εσάς κανένας δεν σας κάλεσε, να πούμε!» προσθέτει η κοκκινομάλλα με την κοντή φούστα, κι ο αρχηγός την αγριοκοιτάζει, οπότε εκείνη κλείνει το στόμα της. «Συζητούσατε;» λέει η Μαρλιέσσα ατενίζοντας εχθρικά τον αρχηγό. «Τι συζητούσατε;» «Για να μας πουλήσει κάτι πράματα τ’αφεντικό από δω σε λίγο πιο χαμηλές τιμές, γιατί υπάρχει κόσμος που έχει ανάγκη.» Η Μαρλιέσσα στρέφει ξανά τα μάτια της στον καταστηματάρχη. «Είναι αλήθεια,» επιβεβαιώνει εκείνος. Το βλέμμα της Μαρλιέσσας είναι καχύποπτο. «Δε χρειαζόταν να φέρεις όλη σου τη συμμορία γι’αυτό,» λέει στον αρχηγό. «Δεν είναι όλη μου η συμμορία ετούτη, μαντάμ, κι άμα εμείς δεν ήμασταν εδώ δεν θάχε ησυχία η γειτονιά.» Η Μαρλιέσσα τον πλησιάζει αρπάζοντας απότομα το γιακά της τουνίκας του μέσα στην αριστερή γαντοφορεμένη γροθιά της. «Δεν είμαι ‘μαντάμ’, και η… γειτονιά δεν χρειάζεται εσάς για να την προστατεύετε! Αυτή είναι δική μας δουλειά – δουλειά της Χωροφυλακής. Κατανοητό;» «Δε μπορείτε όλα να τα κοιτάτε σεις–» Η κοκκινομάλλα λέει ξαφνικά: «Κάνε πέρα, μωρή κρανομούτσουνη,» και πάει να σπρώξει τη Μαρλιέσσα– Η γροθιά της Μαρλιέσσας τη βρίσκει στη μύτη, ρίχνοντάς την με τα πισινά στο πάτωμα ενώ αίμα έχει γεμίσει το πρόσωπό της. «Τα χέρια σας κοντά, γουρούνια!» φωνάζει η λοχίας, έχοντας πλέον αφήσει την τουνίκα του αρχηγού. «Βγείτε απ’το μαγαζί! Τώρα!» Ο αρχηγός βοηθά την κοκκινομάλλα να σηκωθεί, η οποία δείχνει πολύ τσαντισμένη. «Θα σε γδάρω, κρανομούτσουνη σκρόφα!» γρυλίζει, αλλά ο κατάλευκος άντρας την τραβά έξω από το παντοπωλείο, και οι υπόλοιποι τον μιμούνται. Οι χωροφύλακες τούς κάνουν χώρο για να περάσουν. Η Μαρλιέσσα ρωτά τον καταστηματάρχη: «Τώρα που δεν είναι αυτοί εδώ, κύριε, πείτε μου, τι έγινε;» «Σας είπα τι έγινε. Αυτή είναι η αλήθεια, κύρια Χωροφύλακα.» Τα μάτια της δεν τον πιστεύουν. «Να ξέρετε πως εμείς προστατεύουμε αυτή τη γειτονιά κι ολόκληρο το Λημέρι – όχι ο κάθε ληστής – και καλύτερα πάντα να μας λέτε αλήθεια.» Ο καταστηματάρχης λέει: «Εντάξει,» χωρίς να προσθέσει τίποτε άλλο. «Αν μας χρειαστείτε, φωνάξτε μας,» του λέει η Μαρλιέσσα, και βγαίνει από το παντοπωλείο ακολουθούμενη από τους χωροφύλακές της. Από την αντικρινή μεριά του δρόμου βλέπουν τους Ακανόνιστους – που είναι περισσότεροι απ’ό,τι ήταν μέσα στο μαγαζί – να τους αγριοκοιτάζουν. «Τους προκαλείς, Μαρλιέσσα,» της λέει ένας χωροφύλακας. «Δεν κάνεις καλά.» «Άμα τους δώσεις την εντύπωση ότι τους φοβάσαι, αυτοί είναι ικανοί να γίνουν η επόμενη Λεγεώνα εδώ πέρα,» αποκρίνεται η λοχίας. «Οι Ακανόνιστοι δεν είναι τόσο επικίνδυνοι…» «Πήγαινε τότε να κάνεις παρέα μαζί τους, Ζακ!» «Απλώς λέω…» «Πολλά λες, και άσχετα.» Πλησιάζουν το μεγάλο τετράκυκλο όχημα που τους περιμένει λίγο παρακάτω, και επιβιβάζονται. Ο οδηγός, που ήταν από πριν εδώ, όπως και ένας ακόμα (δεν είχαν έρθει μαζί τους), ρωτά τη λοχία: «Πίσω στο Φρουραρχείο;» «Όχι,» λέει η Μαρλιέσσα. «Παρίστανε πως φεύγεις αλλά μη φύγεις. Κάνε έναν γύρο και ξαναπέρνα. Θέλω να δω τι θ’αντικρίσουμε τότε.» Τίποτα το ύποπτο δεν αντικρίζουν, όμως. Ησυχία παντού. Τα μάτια της Μαρλιέσσας στενεύουν παρατηρώντας τον άδειο δρόμο πίσω από ένα από τα παράθυρα του οχήματος της Χωροφυλακής.
Αν σου αρέσει αυτό που βλέπεις, μπορείς να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω Paypal. Ακόμα και μια μικρή δωρεά, όπως 3 ευρώ, δεν είναι καθόλου αμελητέα και δείχνει ότι εκτιμάς αυτό που βρίσκεις χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση. |
|||