Επεισόδιο 3 Η γρυποκαβαλάρισσα που ονομάζεται Θεώνη Μικρόδενδρη και εργάζεται ως αερομεταφορέας φτερουγίζει πάνω από τους δρόμους της Θακέρκοβ μέσα στο πρωινό παρακολουθώντας την κίνηση. Βρίσκεται στην περιοχή του Γαιοδόμου, όχι πολύ μακριά από τις βόρειες όχθες του ποταμού Κάλμωθ. Ο γρύπας που καβαλά είναι γκριζόμαυρος με μεγάλες φτερούγες και μακριά ουρά – μια διασταύρωση αιλουροειδούς και αετού, όπως όλοι οι γρύπες της Σεργήλης. Εκπαιδευμένος, φυσικά, για να μην είναι επιθετικός εδώ, μέσα στην πόλη. Τον ονομάζει Αδιάσειστο. Το βλέμμα της Θεώνης στρέφεται προς έναν άντρα που στέκεται πάνω σε μια εξέδρα σηματοδότησης και κουνά την κόκκινη σημαία με τις δύο λευκές φτερούγες ζωγραφισμένες επάνω. Πελάτης. Η Θεώνη κατεβάζει τον γρύπα της μπροστά στην εξέδρα. «Πού πηγαίνετε, κύριε;» «Στον Ναό.» Ο άντρας είναι ντυμένος με μαύρο κοστούμι, έχει δέρμα λευκό-ροζ, και καστανά μακριά μαλλιά. Κρατά μια μικρή βαλίτσα στο αριστερό χέρι. «Ελάτε.» Η Θεώνη Μικρόδενδρη έχει δέρμα κατάμαυρο σαν μελάνι, και τα μαλλιά της είναι γαλανά και τώρα δεμένα σε μια μακριά αλογοουρά πίσω της. Φορά εφαρμοστό μαύρο παντελόνι, χαμηλές καφετιές μπότες, λευκή πουκαμίσα, και πάνω από την πουκαμίσα ένα βαρύ πέτσινο γιλέκο με γούνα, γιατί κάνει κρύο εκεί όπου πετάει, πάνω από τις πολυκατοικίες και τους δρόμους της Θακέρκοβ. Καφετιά δερμάτινα γάντια καλύπτουν τα χέρια της. Ένα ζευγάρι σκούρα γυαλιά κρύβουν τα μάτια της, προστατεύοντάς τα από τον αέρα και τον ήλιο. Ο άντρας ανεβαίνει πίσω της, στην ειδική θέση της μεγάλης σέλας που είναι για τον πελάτη. «Είναι ακριβή;» «Ποια;» ρωτά η Θεώνη καθώς ο Αδιάσειστος φτερουγίζει, παίρνοντάς τους από τον πολυσύχναστο δρόμο του Γαιοδόμου και υψώνοντάς τους στον ουρανό. «Η ταρίφα.» «Δεν έχετε ξαναπάρει αερομεταφορέα;» «Η πρώτη φορά είναι. Βιάζομαι.» «Αφού είναι η πρώτη σας φορά, τότε πενήντα ακτίνια. Εντάξει;» «Ναι. Πόσο είναι κανονικά, όμως;» «Ένας ήλιος για τέτοια απόσταση που μου ζητάτε.» Η Θεώνη στρέφει τον γρύπα στα νότια, και πετάνε προς τον ποταμό. «Πρέπει νάχεις πλουτίσει, ε;» Η Θεώνη γελά. «Έχω έξοδα.» «Οικογένεια;» «Όχι.» Περνάνε πάνω από τον ποταμό Κάλμωθ, βλέποντας βάρκες και ποταμόπλοια από κάτω τους. «Λένε ότι βγάζουμε πολλά εμείς οι αερομεταφορείς,» συνεχίζει η Θεώνη, «αλλά δεν είν’ αλήθεια. Είναι επικίνδυνα εδώ πάνω. Κι αυτό το θηρίο θέλει τροφή και περιποίηση.» «Πιο πολύ απ’ό,τι ένα όχημα;» «Την ίδια πάνω-κάτω, αλλά και τελείως διαφορετική, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ.» «Ακούγεσαι να μιλάς από εμπειρία.» Η Θεώνη τον λοξοκοιτάζει πάνω απ’τον ώμο της, μειδιώντας. «Ναι,» παραδέχεται. «Οδηγούσα επιβατηγό παλιά, προτού πάρω τον γρύπα.» Αφήνουν τον ποταμό πίσω τους, πετώντας· είναι πάνω από τη Γωνιά τώρα. «Πλούτισες, λοιπόν, από εκεί;» «Υπάρχουν άνθρωποι σ’ετούτη την πόλη,» λέει η Θεώνη, «που πλουτίζουν με πολύ πιο επιτήδειους τρόπους από οδηγώντας επιβατηγά οχήματα.» «Αυτό ξαναπές το.» «Με τι ασχολείσαι, αν επιτρέπεται;» τον ρωτά μετά από κανένα δεκάλεπτο, ενώ φτάνουν πάνω από το Λημέρι. «Βοηθός αρχιτέκτονα είμαι. Κι άμα σου λέω ότι έχω δει ανθρώπους να προσπαθούν να βγάλουν λεφτά με απίστευτους τρόπους, σου λέω αλήθεια.» «Σε πιστεύω.» «Χρειάζεται η Απρόσωπη να τους βρει ορισμένους…» «Ναι, ξέρω τι εννοείς.» «Τις προάλλες θ’άκουσες τι έγινε με τον γιο του Νυχταστέρη…» «Ναι. Λένε πως ήταν παλιοχαρακτήρας.» «Διάφορα λέγονται.» «Γιατί νομίζεις ότι τον σκότωσε;» ρωτά η Θεώνη, λοξοκοιτάζοντας ξανά τον άντρα πάνω από τον ώμο της, αλλά τώρα χωρίς να χαμογελά· τα μάτια της, στενεμένα πίσω από τα σκούρα γυαλιά της, παρατηρούν την όψη του. «Σε κάποια υπόθεση θάταν μπλεγμένος. Αυτοί οι πλούσιοι όλο έτσι κάνουν. Ποιος ξέρει τι κομπίνα θα είχε στήσει με τη χάρη της Λόρκης.» «Ναι, όντως,» λέει η Θεώνη στρέφοντας ξανά τα μάτια της μπροστά. Ένας άλλος αερομεταφορέας, περνώντας από κοντά της, τη χαιρετά, κι εκείνη τον αντιχαιρετά. Οι γρύπες τους κρώζουν δυνατά από τα μεγάλα επικίνδυνα ράμφη τους. Κι ο άλλος αερομεταφορέας έχει πελάτη, και πηγαίνει προς αντίθετη κατεύθυνση. Η Θεώνη πετά πάνω απ’το Λημέρι τώρα. «Αναρωτιέμαι πού νάταν η Πριγκίπισσα όταν η Λεγεώνα έκανε κουμάντο εδώ,» λέει ο άντρας. «Θα ήταν με την Επανάσταση τότε, σίγουρα,» αποκρίνεται η Θεώνη, «και η Επανάσταση λένε πως ήταν που τελικά ξέκανε τη Λεγεώνα κι ελευθέρωσε την περιοχή. Η Λεγεώνα ήταν όλοι τους τσιράκια των πρακτόρων της Παντοκράτειρας· το ξέρεις, έτσι;» «Τόχω ακούσει. Τουλάχιστον, τα πράγματα είναι ήρεμα τώρα στο Λημέρι.» «Μπα, μην το λες. Πάλι ιστορίες γίνονται.» «Σοβαρά;» «Έχω μια φίλη που είναι χωροφύλακας στο Νοτιοδυτικό Φρουραρχείο, και μου λέει.» «Τι σου λέει, δηλαδή;» «Κυκλοφορούν κάτι καινούργιες συμμορίες.» «Σαν τη Λεγεώνα; Δε μπορεί.» «Δεν είναι σαν τη Λεγεώνα, αλλά ποιος λέει ότι δεν θα γίνουν;» «Τόσο άσχημα; Συμμορίες δεν υπάρχουν παντού;» «Το Λημέρι δεν είναι το Χωνευτήρι, φίλε μου,» λέει η Θεώνη· «με συγχωρείς κιόλας. Ούτε καν σαν τις Λιμανοκατοικίες δεν είναι.» «Ναι αλλά εδώ παλιά ήταν η Λεγεώνα…» «Είναι, όμως, καλύτερη περιοχή. Αλλά κυκλοφορούν ακόμα κάτι ελεεινά κατακάθια… Μπορεί νάναι και παλιά μέλη της Λεγεώνας.» «Σοβαρά;» «Ακούγονται πολλές φήμες. »Πώς σε λένε, αλήθεια;» τον ρωτά ενώ έχουν ήδη περάσει πάνω από το μισό Λημέρι. «Βατράνο. Εσένα;» «Θεώνη. Πού ακριβώς στο Ναό θέλεις να σε κατεβάσω;» «Λίγο πιο δίπλα από τον Ναό της Αρτάλης.» «Θα μου δείξεις.» Δεν είναι ερώτηση. «Ναι.» Όταν αφήνουν πίσω τους το Λημέρι, περνάνε από τη Λεωφόρο Χρειώδους και φτάνουν στον Ναό. Η Θεώνη κάνει τον γρύπα της να στρίψει και φτερουγίζουν προς τον Ναό της Αρτάλης, τον οποίο οι Παντοκρατορικοί είχαν κλείσει όταν ήταν εδώ (έχοντας απαγορεύσει τη θρησκεία της Αρτάλης παντού στη Σεργήλη) αλλά τώρα λειτουργεί ξανά. «Εκεί,» λέει ο Βατράνος δείχνοντας. «Εκεί θέλω.» Η Θεώνη βάζει τον Αδιάσειστο να προσγειωθεί, και ο Βατράνος πηδά από τη σέλα στον πεζόδρομο, στρώνοντας το μαύρο κοστούμι του. «Ευχαριστώ,» λέει, βγάζοντας το πορτοφόλι του και τραβώντας από μέσα ένα μεγάλο νόμισμα – έναν ήλιο. «Μην πάρεις λιγότερο απ’ό,τι θα έπαιρνες για τον οποιονδήποτε.» «Μη λες ανοησίες.» Η Θεώνη βάζει τον ήλιο σε μια τσέπη του γιλέκου της και βγάζει από μια άλλη τσέπη μια χούφτα νομίσματα – ακτίνια – μετρώντας τα επάνω στο γαντοφορεμένο χέρι της. «Όχι,» λέει ο Βατράνος κάνοντας μερικά βήματα όπισθεν, «δε χρειάζεται. Πραγματικά. Δεν πρόκειται να τα δεχτώ.» Η Θεώνη στρέφει το βλέμμα της επάνω του, μειδιώντας. «Εντάξει, τότε. Τουλάχιστον, πάρε μια κάρτα.» Τραβά μια κάρτα από το γιλέκο της και την τείνει προς το μέρος του, κρατώντας την ανάμεσα σε δύο δάχτυλα. «Είναι για να με καλέσεις, αν ποτέ με χρειαστείς ξανά. Έχω τηλεπικοινωνιακό πομπό επάνω μου. Αν είμαι μέσα στη Θακέρκοβ θα με βρεις.» Ο Βατράνος παίρνει την κάρτα. «Ευχαριστώ,» λέει χαμογελώντας. «Θα το έχω υπόψη.» Υψώνει το χέρι του σε χαιρετισμό και φεύγει, βαδίζοντας βιαστικά. Η Θεώνη απογειώνεται ξανά πάνω από τους δρόμους και τα οικοδομήματα της Θακέρκοβ.
Αν σου αρέσει αυτό που βλέπεις, μπορείς να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω Paypal. Ακόμα και μια μικρή δωρεά, όπως 3 ευρώ, δεν είναι καθόλου αμελητέα και δείχνει ότι εκτιμάς αυτό που βρίσκεις χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση. |
|||