Επεισόδιο #14               

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ

 

Ο Αργύριος βάδισε μέσα στον σηκό του ναού, φωτίζοντας με τον φακό της Χριστίνας, κοιτάζοντάς τριγύρω, τους τοίχους, τις κολόνες, τον βωμό, το πάτωμα, το ταβάνι: τα λαξεύματα που υπήρχαν επάνω σε πολλές από αυτές τις επιφάνειες. Ήταν σιωπηλός και καρτερικός. Έμοιαζε να περιμένει κάτι να του αποκαλυφθεί από μόνο του.

Οι υπόλοιποι τον είχαν ακολουθήσει μες στον ναό, και ο Σκαρλάτος είπε: «Ας συνεχίσουμε να ψάχνουμε κι εμείς.»

«Έχουμε ήδη ψάξει κάθε γωνιά,» διαφώνησε ο Βασνάρος. «Τι άλλο απομένει να ψάξουμε; Αν είναι να βρεθεί κάτι, αυτός θα το βρει»· κοίταξε τον Αργύριο. «Φαίνεται να ξέρει περισσότερα από εμάς. Γνώριζε τα σημάδια για νάρθει σε τούτο το μέρος, και πιθανώς να γνωρίζει κι άλλα σημάδια της Λόρκης. Ίσως τα λαξεύματα εδώ μέσα να μπορούν να του φανερώσουν το τραγούδι.»

Ο Σκαρλάτος έδειχνε προβληματισμένος. «Προτείνεις, δηλαδή, να καθίσουμε απλά και να περιμένουμε...» Το έλεγε σαν να μην του άρεσε καθόλου.

«Δε νομίζω ότι μπορούμε να κάνουμε τίποτα καλύτερο, Σκαρλάτε.» Και προς τη Βατράνια: «Πώς ακριβώς σας έφερε αυτός σ’εμάς;» Ήταν καταφανές ότι αναφερόταν στον Αργύριο. «Και πώς βρέθηκες εσύ στον Σοβαρό, μικρή; Τι δουλειά είχες εκεί, μα τα πόδια της Λόρκης;»

Η Βατράνια τού τα είπε όλα, χωρίς να παραλείψει καμία λεπτομέρεια, ενώ ο Μπαλαντέρ της Λόρκης εξακολουθούσε να βαδίζει μέσα στον ναό, έχοντας τώρα φύγει από τον σηκό, τριγυρίζοντας στους άλλους χώρους.

Μερικά φώτα στο ταβάνι, ξαφνικά, άναψαν.

«Τι...» έκανε ο Βασνάρος.

Ο Αργύριος βγήκε από μια πόρτα. «Γιατί δεν είχατε ανάψει τα φώτα ώς τώρα;» ρώτησε. «Οι μηχανισμοί λειτουργούν, δεν είναι χαλασμένοι· μόνο ενεργειακή φιάλη χρειαζόταν ν’αλλάξεις, και υπάρχουν κάμποσες εδώ.»

Ο Βασνάρος και ο Σκαρλάτος αλληλοκοιτάχτηκαν. Ο δεύτερος ανασήκωσε τους ώμους, τελικά. «Δεν το σκεφτήκαμε.»

«Και καλύτερα να τα σβήσεις,» είπε ο Βασνάρος στον Αργύριο, «ειδικά αφού μπορεί σύντομα να έχουμε παρέα τους μισθοφόρους του Νορβάλη’μορ.»

Ο Μπαλαντέρ της Λόρκης κατένευσε. Επέστρεψε στο δωμάτιο πλάι στον σηκό και τα φώτα έσβησαν πάλι.

Η Βατράνια είχε σχεδόν τελειώσει με τη διήγησή της και τώρα την ολοκλήρωσε, εξηγώντας πώς ήρθαν στη Χαμηλόνεφη και μπήκαν στην ενδόσταση–

(«Ενδοδιάσταση, μικρή,» τη διόρθωσε ο Βασνάρος.

«Αυτό, τέλος πάντων.»)

Ο Θόας ήταν σιωπηλός, νιώθοντας ακόμα αμήχανος κοντά σ’έναν ζωντανό μύθο σαν τον Τρελό Λύκο της Μέλβερηθ. Δεν πίστευε ότι ποτέ στη ζωή του θα τον συναντούσε. Πόσω μάλλον ότι θα πηδιόταν με την κόρη του! Τι γνώμη, άραγε, να είχε ο Βασνάρος γι’αυτόν; Μέχρι στιγμής δεν του είχε πει τίποτα ιδιαίτερο. Αλλά ούτε τον είχε αγριοκοιτάξει κιόλας ή τίποτα τέτοιο. Λες να τον συμπαθούσε;

Ο Βασνάρος είπε: «Αυτός ο τύπος, δηλαδή, δεν είναι ιερέας αλλά είναι κάτι σαν... τι; μάντης;» Λοξοκοίταζε τον Αργύριο, ο οποίος περιφερόταν ξανά μέσα στον σηκό.

«Υποθέτω,» αποκρίθηκε η Βατράνια στον πατέρα της.

«Δεν καταλαβαίνω, όμως, γιατί τον ενδιαφέρει για εμάς...»

«Σου είπα: λέει πως κάτι μεγάλο συμβαίνει στη Σεργήλη και εσύ θα παίξεις κάποιο σημαντικό ρόλο σ’αυτό.»

«Ναι, εντάξει, αλλά γιατί τον ενδιαφέρει;» επέμεινε ο Βασνάρος. «Τι έχει να κερδίσει;»

Ο Σκαρλάτος κάπνιζε ένα τσιγάρο, στεκόμενος παραδίπλα, χτυπώντας το πόδι του νευρικά στο έδαφος. Τώρα στράφηκε και είπε: «Αν οι μύθοι αληθεύουν για τον Μπαλαντέρ της Λόρκης, δεν έχει τίποτα να κερδίσει. Είναι ένας ιερός περιηγητής της Κυράς της Τύχης. Κάνει πράγματα που σ’άλλους μοιάζουν τρελά.»

«Αποκλείεται, πάντως, να είναι εναντίον μας, μπαμπά,» είπε η Βατράνια. «Αν ήταν εναντίον μας θα μας είχε ήδη προδώσει στη μάγισσα και τους μισθοφόρους της.»

«Αυτό είναι αλήθεια,» παραδέχτηκε ο Βασνάρος.

Ο Αργύριος, εν τω μεταξύ, συνέχιζε να βαδίζει μες στον σηκό του ναού της Λόρκης παρατηρώντας τα ιερατικά σημάδια στους τοίχους, στον βωμό, στις κολόνες. Τα λόγια του Βασνάρου, της Βατράνιας, και του Σκαρλάτου τα άκουγε μόνο αποσπασματικά· δεν τον απασχολούσαν. Περίμενε καθοδήγηση από την Κυρά του. Σε κάποια στιγμή, βγήκε στο κατώφλι του ναού και κοίταξε τα λαξεύματα επάνω στις πέτρινες στήλες εκατέρωθεν της εισόδου. Ώς τώρα, τίποτα δεν του είχε δώσει κανένα στοιχείο για το τραγούδι που άνοιγε τον δρόμο της εξόδου από την ενδοδιάσταση, αν και καταλάβαινε τα ιερατικά σύμβολα και τα ιδεογράμματα που έβλεπε· δεν ήταν κάτι το άγνωστο γι’αυτόν: είχε συναναστραφεί πολλούς ιερωμένους της Λόρκης, και είχε ταξιδέψει σε πολλά μέρη της Σεργήλης· είχε αντικρίσει θαυμαστά πράγματα της Απατηλής Κυράς που άλλοι δεν θα τον πίστευαν αν τους τα έλεγε.

Πού είναι κρυμμένο το τραγούδι; αναρωτήθηκε· και, αφήνοντας την είσοδο του ναού, πήγε πάλι στο δωμάτιο όπου βρισκόταν η νεκρή ιέρεια: η Πολύανθη. Την ήξερε από παλιά, όταν είχε ξανάρθει εδώ. Ήταν συμπαθητική γυναίκα, αν και πολλοί τη θεωρούσαν δύστροπη. Μεγάλη σε ηλικία: ο Αργύριος δεν γνώριζε πόσο μεγάλη ακριβώς, αλλά τώρα πλέον, αν ζούσε, πιθανώς να πλησίαζε τα εκατό. Δε θάπρεπε να τον παραξενεύει που είχε πεθάνει. Κι όμως, ο θάνατός της, για κάποιο λόγο, του φάνταζε παράξενος. Δεν πίστευε πραγματικά ότι ποτέ μπορούσε να πεθάνει η Πολύανθη, η ιέρεια του κρυφού ναού.

Αλλά το τέλος της φαινόταν, τουλάχιστον, ήσυχο. Είχε ξεψυχήσει στο γραφείο της, μ’ένα βιβλίο ανοιχτό μπροστά της: Γνώσεις από τον Απατηλό Κόσμο – ένα ιερατικό κείμενο της Λόρκης. Τον ευχαριστούσε τον Αργύριο το γεγονός ότι η Πολύανθη είχε πεθάνει έτσι, ήρεμα, μάλλον ευτυχισμένη, υπηρετώντας τη θεά.

Είχε κοιτάξει και πριν τις ανοιχτές σελίδες του βιβλίου, μήπως μέσα από αυτές η Κυρά της Τύχης τού δώσει κάποιο στοιχείο, μα τίποτα δεν του είχε αποκαλυφθεί. Τώρα, τις κοίταξε ξανά: και το αποτέλεσμα ήταν, δυστυχώς, το ίδιο.

Ο Αργύριος έφυγε από το δωμάτιο όπου βρισκόταν η νεκρή· πήγε πάλι στον σηκό. Η Βατράνια, ο Βασνάρος, ο Θόας, και ο Σκαρλάτος εξακολουθούσαν να μιλάνε αναμεταξύ τους. Ο Αργύριος κοίταξε τα λαξεύματα σ’έναν τοίχο για τρίτη φορά–

Ένας θόρυβος διέκοψε την ανάγνωσή του.

Ένας θόρυβος που του θύμιζε μουσική.

Στράφηκε και είδε ότι ένα πουλί – ένας κορυδαλλός με όμορφο λοφίο – είχε προσγειωθεί πάνω στον βωμό (μπαίνοντας από κάποιο ανοιχτό παράθυρο, πιθανώς) και τον χτυπούσε με το ράμφος του, ρυθμικά.

Σαν τραγούδι... σκέφτηκε αυθόρμητα ο Αργύριος. Και μετά: Ψάχνουμε να βρούμε ένα τραγούδι!

Κανείς άλλος δεν είχε δώσει σημασία στο μικρό πτηνό· μονάχα ο Μπαλαντέρ της Λόρκης. Ο οποίος τώρα πλησίασε γρήγορα τον βωμό στο κέντρο του σηκού. Ο κορυδαλλός φτερούγισε, φεύγοντας.

Ο Αργύριος είχε ξανακοιτάξει τον βωμό, αλλά ίσως κάτι να του είχε διαφύγει. Παρατήρησε πάλι, προσεχτικά, τα σημάδια στις πλευρές του. Τι έλεγαν; Δεν έλεγαν, πάντως, κανένα τραγούδι. Αλλά... για στάσου μια στιγμή! Μπορούσες να τα διαβάσεις και αλληγορικά, δεν μπορούσες; Ο Αργύριος τα διάβασε αλληγορικά, και τώρα του μιλούσαν για μια κρυψώνα η οποία άνοιγε από την επάνω δεξιά γωνία.

Το βλέμμα του πήγε στην επάνω δεξιά γωνία του βωμού από το σημείο όπου στεκόταν. Στην κορυφή της, όπως και στις άλλες γωνίες, υπήρχε μια μπρούντζινη σφαίρα. Ο Αργύριος την άγγιξε, προσπάθησε να τη γυρίσει. Και η σφαίρα γύρισε.

Και, μαζί της, γύρισε ένα μεγάλο μέρος της επίπεδης επιφάνειας του βωμού, αποκαλύπτοντας μια κρυψώνα.

Αυτό τράβηξε την προσοχή του Θόα, ο οποίος είπε: «Δείτε!» κι οι άλλοι στράφηκαν στον Αργύριο. Πλησίασαν.

«Τι βρήκες εκεί;» ρώτησε ο Βασνάρος.

«Αυτό βλέπω κι εγώ τώρα,» αποκρίθηκε ο Μπαλαντέρ της Λόρκης.

Μέσα στην κρυψώνα ήταν μια παλιά καραμπίνα, σφαίρες για την καραμπίνα, δύο ξιφίδια, μερικά τιμαλφή, και ένα σημειωματάριο. Ο Αργύριος πήρε στα χέρια του το σημειωματάριο και το ξεφύλλισε. Δεν περιείχε και πολλά πράγματα πέρα από νότες.

Χαμογέλασε. «Το τραγούδι.»

«Μπορείς να το παίξεις;» ρώτησε ο Σκαρλάτος. «Γιατί εμείς είμαστε τελείως φάλτσοι.»

«Δεν ξέρω μουσική,» αποκρίθηκε ο Αργύριος, «αλλά θα το προσπαθήσω.» Κρατώντας το σημειωματάριο ανοιχτό μπροστά του, διάβασε το τραγούδι με προσοχή, ελπίζοντας η Κυρά της Τύχης να τον συντρέξει, γιατί δεν γνώριζε πώς να παίζει κανένα μουσικό όργανο – πόσω μάλλον λύρα. Στην αρχή δεν καταλάβαινε τίποτα· μετά, όμως, καθώς παρατηρούσε, δεν άργησε να συνειδητοποιήσει πως οι νότες δεν ήταν συνηθισμένες, δεν ήταν σαν άλλες νότες που είχε δει. Γύρισε τις σελίδες ανάποδα και διαπίστωσε ότι οι «νότες» ήταν, ουσιαστικά, τα σύμβολα της Τράπουλας της Πανούργου Κυράς. Το καθένα απ’αυτά αντιστοιχούσε και σε ένα τραπουλόχαρτο.

Ο Αργύριος – ξαφνιάζοντας κι ο ίδιος τον εαυτό του – άρχισε να καταλαβαίνει. Ή έτσι νόμιζε, τουλάχιστον. Διάβασε για λίγο ακόμα το τραγούδι, και μετά βάδισε προς την ξύλινη λύρα και έβαλε τα χέρια του στις χορδές της δοκιμάζοντας να παίξει. Ο ήχος, αρχικά, δεν του έμοιαζε σωστός, αλλά συνέχισε να προσπαθεί και, σταδιακά, του φαινόταν ολοένα και σωστότερος...

Ενόσω ο Αργύριος σκάλιζε τη λαξευτή λύρα, ο Βασνάρος είδε σε κάποια στιγμή, από την ανοιχτή είσοδο του ναού, φώτα να έρχονται από το δάσος. «Οι μισθοφόροι!»

Ο Σκαρλάτος τράβηξε το πιστόλι του. «Γαμώτο!» γρύλισε.

«Πρέπει να φύγουμε,» είπε η Βατράνια στον Αργύριο – «τώρα.»

Ο Θόας πήρε την καραμπίνα από την κρυψώνα κι άρχισε να βάζει σφαίρες μέσα.

«Δε μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε, μικρέ,» του είπε ο Βασνάρος. «Δεν έχουμε αρκετά πυρομαχικά μαζί μας, κατά πρώτον.»

Ο Αργύριος είπε: «Σηκώστε τη λύρα και πάμε να φύγουμε απ’την πίσω μεριά του ναού.»

Κανείς δεν διαφώνησε μ’αυτό. Η Βατράνια και ο Θόας σήκωσαν τη λύρα ανάμεσά τους (ήταν αρκετά μεγάλη – και αρκετά βαριά, διαπίστωσαν) και ακολούθησαν τον Μπαλαντέρ της Λόρκης προς ένα από τα δωμάτια πίσω από τον σηκό.

*

«Εκεί πρέπει να έχουν πάει,» είπε ο μισθοφόρος, δείχνοντας το οικοδόμημα που φαινόταν στο ξέφωτο του δάσους. «Εκεί οδηγούν τα ίχνη.»

Η Χαρίκλεια’σαρ έβλεπε κάποια μικρά φώτα στο εσωτερικό του, και μια παράξενη μουσική ερχόταν από εκεί.

«Τι είναι;» ρώτησε ένας άλλος μισθοφόρος. «Ναός;»

«Μοιάζει με ναό,» είπε μια μισθοφόρος.

Η Χαρίκλεια’σαρ πρόσταξε: «Πλησιάστε πυροβολώντας, γιατί πιθανώς να μας έχουν δει και να μας επιτεθούν ξανά.»

*

Καθώς έβγαιναν από ένα απ’τα πίσω παράθυρα του ναού, άκουσαν πυροβολισμούς από την άλλη μεριά.

«Μάλλον δεν τους ενοχλεί που αυτός είναι ιερός τόπος,» παρατήρησε ο Θόας, ενώ εκείνος κι η Βατράνια κουβαλούσαν τη λύρα ανάμεσά τους.

«Γρήγορα!» είπε ο Βασνάρος. «Αφήστε τις κουβέντες!» Είχε στο χέρι του το πιστόλι του, αλλά είχε ήδη καταναλώσει τουλάχιστον τις μισές σφαίρες και δεν είχε άλλο γεμιστήρα. Αν αναγκαστούμε να τους αντιμετωπίσουμε ανοιχτά, την έχουμε γαμήσει, σκεφτόταν. Αυτοί πρέπει νάχουν μαζί τους από πέντε γεμιστήρες ο καθένας – το λιγότερο.

Ο Αργύριος τούς οδήγησε προς το δάσος, ενώ εξακολουθούσαν να έχουν τον ναό για κάλυψη από τους κυνηγούς τους. Όταν έφτασαν στο πέρας του ξέφωτου, μπαίνοντας ανάμεσα στα δέντρα, οι πυροβολισμοί σταμάτησαν.

«Μας είδαν;» ψιθύρισε ο Θόας.

«Δε νομίζω,» είπε ο Σκαρλάτος. «Αλλά σίγουρα θα μας ακούσουν αν αρχίσουμε πάλι να πειραματιζόμαστε με τη λύρα...» Κοίταξε τον Αργύριο, μοιάζοντας να αμφιβάλλει για τις μουσικές ικανότητές του.

«Πάμε πιο μακριά,» είπε εκείνος, και βάδισε ξανά μες στη βλάστηση. «Το σκοτάδι και η Κυρά της Τύχης θα μας κρύψουν από τα μάτια τους.»

*

«Δε φαίνονται πια φώτα μέσα,» παρατήρησε ένας μισθοφόρος, όταν έπαψαν να πυροβολούν.

«Ίσως να κρύβονται,» είπε ένας άλλος.

«Ή ίσως να βγήκαν από την πίσω μεριά,» είπε ένας τρίτος.

Η Χαρίκλεια’σαρ ήταν κουρασμένη πλέον από τη χρήση της μαγείας της και δεν νόμιζε ότι μπορούσε να κάνει Ξόρκι Εντοπισμού Ζωτικής Ενέργειας για να δει αν άνθρωποι βρίσκονταν μες στον ναό. Ή, μάλλον, μπορούσε να κάνει το ξόρκι αλλά όχι και ν’απλώσει τις αισθήσεις της ώς το σκοτεινό οικοδόμημα. Απείχε κάμποση απόσταση.

«Πλησιάστε με προσοχή,» πρόσταξε· και οι μισθοφόροι ζύγωσαν τον ναό σκυμμένοι, με τα τουφέκια και τα πιστόλια τους υψωμένα, ενώ εκείνη έμεινε στη θέση της, γονατισμένη πίσω από έναν θάμνο.

Είδε τους μισθοφόρους να εισβάλουν από την είσοδο του οικοδομήματος, φωτίζοντας το εσωτερικό του. Αλλά δεν άκουσε ούτε πυροβολισμούς ούτε κραυγές.

Η μισθοφόρος που είχε έρθει με το δίκυκλο τής έκανε νόημα να πλησιάσει, και η Χαρίκλεια’σαρ εγκατέλειψε την κρυψώνα της και μπήκε κι εκείνη στον ναό.

«Δε φαίνεται νάναι κανείς εδώ,» είπε ένας μισθοφόρος.

«Αλλά σίγουρα κάποιοι ήταν πριν από λίγο,» πρόσθεσε ένας άλλος, δείχνοντας στο έδαφος. «Βήματα πάνω στις σκόνες.»

Η Χαρίκλεια’σαρ, παρότι κουρασμένη, αποφάσισε να κάνει το Ξόρκι Εντοπισμού Ζωτικής Ενέργειας. Τουλάχιστον, έτσι θα έβρισκε αν κάποιος κρυβόταν εδώ γύρω. Μουρμούρισε τα λόγια και οι αισθήσεις της διευρύνθηκαν, εξερευνώντας. Αλλά μόνο μικρές μορφές ζωής εντόπισε, πέρα από τους μισθοφόρους της: τρωκτικά, κατά πάσα πιθανότητα. Διέκοψε το ξόρκι.

Μια μελωδία άρχισε ν’ακούγεται από το δάσος.

«Το τραγούδι που ακουγόταν και πριν,» παρατήρησε η μισθοφόρος που ήταν εξαρχής μαζί με τη Χαρίκλεια’σαρ.

*

Ο Αργύριος είπε: «Ώς εδώ. Μετά θα φτάσουμε στα άκρα της ενδοδιάστασης, και ξέρετε τι γίνεται εκεί, έτσι;»

«Ξέρουμε,» αποκρίθηκε ο Σκαρλάτος.

«Αφήστε κάτω τη λύρα.»

Η Βατράνια και ο Θόας την άφησαν στο χώμα και στα χόρτα, με προσοχή. Ο Αργύριος διάβασε το τραγούδι γι’ακόμα μια φορά, φωτίζοντάς το με τον φακό της Χριστίνας. Ύστερα, έβαλε τα χέρια του στις χορδές της λύρας κι άρχισε να παίζει.

«Δε βλέπω να γίνεται τίποτα...» μουρμούρισε ο Θόας, ανήσυχα.

«Δε συμβαίνει τίποτα το φανερό,» του είπε ο Σκαρλάτος· «απλά βαδίζεις και βγαίνεις από την ενδοδιάσταση ενώ αντηχεί το τραγούδι.»

«Ας βαδίσουμε, λοιπόν.»

«Περίμενε. Θα μας πει, υποθέτω.» Έδειξε τον Αργύριο με το βλέμμα του.

Εκείνος συνέχιζε να σκαλίζει τις χορδές της λύρας με τα δάχτυλά του, αρκετά επιδέξια. Η μελωδία που απλωνόταν στο δάσος δεν έμοιαζε παράτονη σε κανέναν τους. Ήταν ήπια και μυστηριακή, αλλά, συγχρόνως, διεγερτική για τις αισθήσεις μ’έναν ανεξήγητο τρόπο.

«Το παίζει σωστά;» ρώτησε η Βατράνια τον Σκαρλάτο.

«Νομίζω. Δεν είμαι σίγουρος. Έχω χρόνια να το ακούσω.»

Ύστερα από λίγο, ο Βασνάρος είπε: «Έρχονται!» δείχνοντας προς τα πίσω. Σκιερές φιγούρες ζύγωναν, κουβαλώντας δυνατά φώτα, κρατώντας μακριά πυροβόλα. «Αν είναι να κάνεις κάτι, Αργύριε, κάν’ το τώρα, προτού μας γαζώσουν.»

Ο Μπαλαντέρ της Λόρκης είπε: «Σηκώστε τη λύρα ξανά και βαδίστε μαζί μου.»

Ο Θόας και η Βατράνια τη σήκωσαν ανάμεσά τους, και προχώρησαν μαζί με τον Αργύριο καθώς εκείνος συνέχιζε να παίζει.

Ο Βασνάρος και ο Σκαρλάτος ακολούθησαν ενώ συγχρόνως κοίταζαν πίσω. Είδαν τους μισθοφόρους να έρχονται πιο γρήγορα τώρα – ν’αρχίζουν να τρέχουν – και να πυροβολούν.

«Τρέξτε!» φώναξε ο Βασνάρος. «Τρέξτε!»

Και όλοι τους έτρεξαν. Ο Αργύριος δεν έπαψε καθόλου να παίζει.

Οι πυροβολισμοί, απρόσμενα, ακούγονταν σαν να έρχονταν από πολύ, πολύ μακριά, και η κατεύθυνσή τους ήταν αβέβαιη.

Ο Βασνάρος κοιτάζοντας πίσω δεν μπορούσε πλέον να δει τους μισθοφόρους ούτε τα φώτα τους. «Βγήκαμε!» είπε. «Πρέπει να βγήκαμε απ’την ενδοδιάσταση.»

Ο Αργύριος σταμάτησε να παίζει τη λύρα. «Ναι,» συμφώνησε, «βγήκαμε.» Το ένιωθε. Εκείνη η ονειρική αίσθηση που είχε μέσα στην ενδοδιάσταση τον είχε εγκαταλείψει.

*

Η Χαρίκλεια’σαρ τούς είδε να τρέχουν, και πρόσταξε τους μισθοφόρους της: «Σκοτώστε τους! Σκοτώστε τους όλους!»

Τουφέκια και πιστόλια κροτάλιζαν, διαλύοντας κορμούς και φυλλωσιές, γεμίζοντας τη νύχτα με λάμψεις.

Η Χαρίκλεια κοίταζε τις σκιερές φιγούρες που απομακρύνονταν, και η μία απ’αυτές σίγουρα έπαιζε κάποιο τραγούδι χρησιμοποιώντας ένα μουσικό όργανο που άλλοι δύο κρατούσαν ανάμεσά τους. Γιατί το έκαναν αυτό; Τι ήταν, τρελοί; Τι νόημα είχε;

Ύστερα, ξαφνικά, η Χαρίκλεια είχε την εντύπωση πως τα θηράματά της βρίσκονταν πολύ μακριά, παρότι δεν νόμιζε ότι είχαν αντικειμενικά απομακρυνθεί και τόσο.

«Σταματήστε να ρίχνετε!» πρόσταξε. «Σταματήστε να ρίχνετε!»

Οι μισθοφόροι σταμάτησαν. «Φεύγουν, κυρία.»

«Βγήκαν από την ενδοδιάσταση,» είπε εκείνη. Και, ανάβοντας έναν φακό, φώτισε λίγο παρακάτω, στο έδαφος, και είδε σφαίρες συγκεντρωμένες. «Οι σφαίρες γυρίζουν πίσω...» μουρμούρισε. Άλλαξε ρύθμιση στο πιστόλι της – από ηχητικό σε πυροβόλο – το ύψωσε, και πάτησε τη σκανδάλη. Είδε τη σφαίρα να φτάνει ώς ένα σημείο και μετά να επιστρέφει, αλλά όχι με την ίδια ταχύτητα, αποδυναμωμένη, πέφτοντας αμέσως στη γη.

Κάποιος μισθοφόρος το παρατήρησε επίσης. «Τι στο...;»

Η Χαρίκλεια βάδισε προς το πέρας της ενδοδιάστασης–

–και επέστρεψε εκεί όπου στεκόταν πριν, αντικρίζοντας τους μισθοφόρους της, σαν να είχε βαδίσει μέσα σε καθρέφτη. Από την άλλη, κοιτάζοντας πάνω απ’τον ώμο της, ατένισε τους ανθρώπους που κυνηγούσε ν’απομακρύνονται μέσα στο νυχτερινό τοπίο.

«Τι συμβαίνει, κυρία; Δε μπορούμε να τους ακολουθήσουμε;»

«Το τραγούδι...» είπε η Χαρίκλεια’σαρ. «Το καταραμένο τραγούδι τούς έβγαλε απ’την ενδοδιάσταση! Και μας άφησαν παγιδευμένους εδώ πέρα!» Χτύπησε το πόδι της, οργισμένα, στη γη. Και πόνεσε. Η σόλα του παπουτσιού της ήταν πολύ λεπτή για τούτα τα άτσαλα εδάφη.


 

Προηγούμενο Επεισόδιο Λίστα Επεισοδίων Επόμενο Επεισόδιο

Αν σου αρέσει η ιστορία που διαβάζεις, μπορείς να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω PayPal.

 

Share