Έχετε παρατηρήσει ότι δεν έχουμε επίσημες λέξεις στα ελληνικά για να αποδώσουμε τους όρους fiction και nonfiction; Ακόμα και στα «επίσημα» περιοδικά για το βιβλιο, fiction και nonfiction γράφουν. Ακόμα και στους καταλόγους που διαφημίζουν βιβλία, ως fiction και nonfiction τα χωρίζουν.
Και αναρωτιέσαι: Μα είναι δυνατόν να μην υπάρχουν αντίστοιχοι ελληνικοί όροι;
Ναι μεν οι λέξεις fiction και nonfiction είναι, κατά κάποιο τρόπο, «διεθνής ορολογία», αλλά, και πάλι, κάτι δεν σε χαλάει που στη γλώσσα σου δεν έχεις τρόπο να τους αποδώσεις σωστά;
Η πλάκα είναι πως κι εγώ που τώρα το γράφω αυτό επίσης δεν έχω τρόπο να αποδώσει τους συγκεκριμένους όρους. Το fiction (το οποίο δεν χρησιμοποιείται μόνο για βιβλία) σημαίνει, ουσιαστικά, κάτι το φανταστικό, το πλασματικό, το φτιαχτό, το μη-πραγματικό. Ακόμα κι ένα συμβατικό μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στον κόσμο μας (και δεν είναι φανταστική λογοτεχνία) είναι fiction γιατί περιλαμβάνει φανταστικά περιστατικά και φανταστικούς χαρακτήρες.
Αλλά, στα ελληνικά, δεν μπορούσε να αποδώσουμε το fiction ως «φαντασία», γιατί τότε θα υπάρξει σύγχυση με τα βιβλία φαντασίας (fantasy). Ένας άλλος τρόπος να πεις fiction είναι να το αποδώσεις ως «λογοτεχνία». Αλλά ούτε και αυτό είναι ακριβώς. Λογοτεχνία είναι η τέχνη του λόγου· είναι και η ποίηση. Δεν είναι απαραίτητα fiction. Αλλά συνήθως είναι fiction, γι’αυτό κι εγώ σε αρκετές περιπτώσεις μεταφράζω το fiction ως λογοτεχνία, μην έχοντας κανέναν καλύτερο τρόπο να το αποδώσω.
Το nonfiction, δε, είναι ακόμα πιο δύσκολο να αποδοθεί στα ελληνικά. Το nonfiction είναι απλά... η πραγματικότητα, τα πραγματικά δεδομένα. Ένα δοκίμιο, πχ, είναι nonfiction, όπως και ένα καθαρά ιστορικό βιβλίο (όχι ιστορικό μυθιστόρημα). Προσωπικά, το αποδίδω, όταν χρειάζεται, ως «μη-λογοτεχνικό», ή «που δεν είναι λογοτεχνία».
Όλα αυτά, όμως, είναι περιφραστικά κατά βάση, ή «στο περίπου». Δεν αποδίδουν ακριβώς τους όρους fiction και nonfiction.
Αλλά είναι πραγματικά ξεφτίλα να μην έχουμε έναν τρόπο να τους αποδώσουμε σωστά στα ελληνικά παρά να χρησιμοποιούμε τα λατινικά. Κάτι πρέπει, κάποτε, να βρεθεί.