Σκιώδη Παραλειπόμενα

του
Κώστα Βουλαζέρη

Αρχείο | RSS Feed

Αναζήτηση Μυστηριακές ΟντότητεςΠαλιά Ελληνικά Εξώφυλλα

Τυχαία

Μια στιγμή...
13 / 3 / 2023

Σε μια περιοχή όπου περνάω, μια τράπεζα έκλεισε και στη θέση της άνοιξε, τελικά, ένα κατάστημα οικιακών ειδών, από αυτά που τα πουλάνε πιο φθηνά.

Δεν είναι η πρώτη φορά που το βλέπω να συμβαίνει – όχι με τράπεζα απαραιτήτως αλλά με κατάστημα οικιακών ειδών ή κάτι παρόμοιο. Κατάστημα, εν γένει, πρώτης ανάγκης.

Και αυτό που θα σας πω δεν είναι κάτι που το έχω ακούσει ή διαβάσει κάπου: είναι κάτι που το βλέπω συνεχώς παντού στην Αθήνα. Επειδή κάνω τακτικά αστική περιπλάνηση, περνάω βαδίζοντας από πολλές περιοχές της Αθήνας – πάω από τη μια άκρη στην άλλη – και, εδώ και κάμποσα χρόνια – ίσως μια δεκαετία – βλέπω συνεχώς καταστήματα ειδών πρώτης ανάγκης να ξεπετάγονται.

Αν δεν κάνω λάθος, ξεκίνησε με εκείνα τα καταστήματα του ενός ευρώ, που στην αρχή τα πουλούσαν όλα όντως 1 ευρώ αλλά μετά άρχισαν να κάνουν και εξαιρέσεις. Τώρα, τα περισσότερα από αυτά έχουν κλείσει.

Ξεκίνησε, επίσης, με τα σουπερμάρκετ. Δε θυμάμαι ποτέ άλλοτε να βλέπω τόσα πολλά σουπερμάρκετ, τόσες πολλές νέες φίρμες. Σε κάθε γωνία και άλλο.

Το ίδιο συμβαίνει τώρα με τα καταστήματα ειδών οικιακής χρήσης. Και, φυσικά, τα καταστήματα-τρύπες που είναι για τηλεπικοινωνιακές συσκευές υπάρχουν παντού, αφού κι αυτές έχουν καταντήσει σχεδόν είδη πρώτης ανάγκης.

Τα καταστήματα ρούχων έχουν όλα ρίξει τις τιμές ή τα πουλάνε όσο-όσο.

Γενικά, στους δρόμους της Αθήνας δεν βλέπεις σχεδόν τίποτα εκτός από καταστήματα ειδών πρώτης ανάγκης.

Παλιότερα, θυμάμαι βιντεοκλαπάδικα, δισκοπωλεία, καταστήματα που πουλούσαν αφίσες, καταστήματα με έργα τέχνης, με καλά έπιπλα. Θυμάμαι βιβλιοπωλεία που ήταν πραγματικά βιβλιοπωλεία, όχι χαρτοβιβλιοπωλεία που πουλάνε μαζί και σχολικές τσάντες και φακέλους.

Όλα αυτά που αναφέρω παραπάνω δεν έχουν εξαφανιστεί τελείως (εκτός από τα βιντεοκλαπάδικα και τα δισκοπωλεία, ίσως) αλλά είναι ελάχιστα πλέον. Και, γενικά, ελάχιστα είναι όλα τα καταστήματα με είδη μη πρώτης ανάγκης.

Ο άνθρωπος, για να λέγεται άνθρωπος, πρέπει να έχει λύσει όλα τα βασικά του προβλήματα, όλα όσα σχετίζονται με είδη πρώτης ανάγκης, ώστε να μπορεί να προχωρήσει σε άλλα πράγματα, πιο ανώτερα: όπως το θέαμα, η τέχνη, η μουσική, η φιλοσοφία... όλα αυτά τα «άχρηστα» πράγματα που όμως δεν είναι και τόσο άχρηστα τελικά.

Σήμερα βλέπεις μια κατάσταση που δείχνει ότι οι Έλληνες δεν έχουν χρόνο ή χρήμα – ή και τα δύο – παρά μόνο για τα θέματα πρώτης ανάγκης: και σ’αυτά με το ζόρι τα φέρνουν βόλτα. Η αγορά είναι αντανάκλαση της κοινωνίας.

Επικρατεί ένα χάλι που προσπαθεί να υποβαθμίσει τον άνθρωπο, εδώ και χρόνια. Του έχουν κλέψει τα πάντα, και συνεχίζουν να του κλέβουν. Έχουμε φτάσει να ασχολούμαστε με τα ξεσκονόπανα και της σφουγγαρίστρες αντί με τους πίνακες και τη φιλοσοφία. Πού είναι πια ο πάτος αυτού του πηγαδιού που έχουν κάποιοι σκάψει για την κοινωνία;

Μετά τι θα γίνει; Θα χρεοκοπήσουν και τα καταστήματα ειδών πρώτης ανάγκης και θα περιφερόμαστε μέσα σε ερείπια α λα skid row; (Όχι πως ήδη ορισμένοι δρόμοι της Αθήνας δεν μοιάζουν έτσι...)

 

 

Επίσης . . .

Αναλογίες Χρόνου


Η στενή σχέση, και η σημαντικότητα, του αφηγηματικού χρόνου και του πραγματικού χρόνου στη λογοτεχνική αφήγηση

Στο προηγούμενο άρθρο μου, Εμβόλιμες Σκέψεις, ανέφερα πώς οι σκέψεις των χαρακτήρων (δεν) πρέπει να διακόπτουν την αφήγηση αλλά πρέπει να ακολουθούν μια λογική ροή. Αυτή η «λογική ροή» εντάσσεται στη γενική ιδέα του αφηγηματικού χρόνου: στο τι είναι ο αφηγηματικός χρόνος και ποια η σχέση του με τον πραγματικό χρόνο.

Ο πραγματικός χρόνος είναι ο χρόνος της καθημερινότητάς μας, ο δικός μας χρόνος. Είναι η ώρα που χρειάζεται ο αναγνώστης για να διαβάσει κάτι – μια λογοτεχνική ιστορία, στην περίπτωσή μας. Κάποιος μπορεί να χρειάζεται πέντε λεπτά για να διαβάσει μια σελίδα· κάποιος μπορεί να χρειάζεται εφτά, ή κάποιος τρία. Δεν είναι για όλους ίδιος ο πραγματικός χρόνος όταν διαβάζουν, όμως είναι, αντικειμενικά, ο πραγματικός χρόνος. Όταν κοιτάξεις ένα ρολόι τον βλέπεις αμέσως.

Ο αφηγηματικός χρόνος είναι ο χρόνος που περνά μέσα στην ιστορία που διαβάζεις, και, σε σύγκριση με τον πραγματικό χρόνο, δεν είναι ρεαλιστικός. Ας πάρουμε για παράδειγμα το ακόλουθο αφηγηματικό κομμάτι...

[Συνέχισε να διαβάζεις]

 

Επιλογές Μαρτίου (7/3)


Παιδικά βιβλία από πριν από 100 χρόνια / 107 καλύτερες ταινίες / Science Fiction Odyssey, το περιοδικό που ποτέ δεν υπήρξε / The Cats (η καταστροφή του κόσμου... με γάτες!) / Φιλοσοφία – Θεωρία – Πρακτική / Raquel Welch / Ο R.E. Howard στη Βιβλιοθήκη της Αμερικής / Οι δέκα πλουσιότεροι άνθρωποι στον κόσμο / Παλιά εξώφυλλα για το Dying Earth / Sax Rohmer / Καινούργια ταινία με τη Red Sonja / Τηλεοπτική σειρά Chronicles of Amber / Ο πόλεμος των Deros-Teros / Parapsychology, εικονογραφημένο από τον Moebius / ComicOnlineFree

 

Περί Γραφής: Εμβόλιμες Σκέψεις


Pause στη λογοτεχνία δεν υπάρχει

 

Αρκετοί που διαβάζουν λογοτεχνικά βιβλία πιθανώς να έχουν συναντήσει το εξής (ή κάτι παρόμοιο μ’αυτό): Δύο χαρακτήρες μιλάνε, ο συγγραφέας μάς γράφει τον διάλογο κανονικά, αλλά σε κάποιο σημείο – ή σε περισσότερα σημεία από ένα – σταματά και, αντί για διάλογο, γράφει τις σκέψεις ενός χαρακτήρα... για μία ολόκληρη μεγάλη παράγραφο... και δεύτερη... και τρίτη... και μπορεί να φτάσει ακόμα και σελίδα ολόκληρη – ή παραπάνω – αλλά μετά ο διάλογος συνεχίζεται σαν να μην είχε διακοπεί καθόλου, σαν όλες αυτές οι σκέψεις να είχαν περάσει από το κεφάλι του χαρακτήρα σε χρόνο μηδέν.

Πώς σας φαίνεται αυτό;

Εγώ το θεωρώ από τα πιο τραγικά λάθη μέσα σε μια αφήγηση. Είναι από εκείνα τα λάθη που δεν είναι ούτε συντακτικά, ούτε γραμματικά, ούτε εννοιολογικά, αλλά καθαρά λάθη αισθητικής ή, ίσως, και λογικής. Γιατί, είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να κάνει τόσο γρήγορα τόσες πολλές σκέψεις και μετά ο διάλογος να συνεχίζεται σαν να μην έχουν περάσει ούτε μερικά δευτερόλεπτα; Τελείως αναληθοφανές. Μοιάζει ψέμα. Μοιάζει σαν να διαβάζεις, όχι σαν να βιώνεις, μια ιστορία. Αλλά, ειδικά αν η ιστορία είναι γραμμένη σε τρίτο πρόσωπο, πρέπει να τη διαβάζουμε σαν να τη βιώνουμε, όχι σαν να τη διαβάζουμε, εκτός αν υπάρχει έκδηλα αφηγητής – δηλαδή, κάποιος τρίτος που με τη δική του, ξεχωριστή φωνή μάς λέει τι γίνεται και, πιθανώς, κάνει και δικά του σχόλια και παρατηρήσεις. Αν όμως δεν ισχύει αυτό, τότε η ιστορία είναι απλά σαν ένα ζωντανό όνειρο.

[Συνέχισε να διαβάζεις]