Σκιώδη Παραλειπόμενα

του
Κώστα Βουλαζέρη

Αρχείο | RSS Feed

Αναζήτηση Μυστηριακές ΟντότητεςΠαλιά Ελληνικά Εξώφυλλα

Τυχαία

Μια στιγμή...
4 / 4 / 2025

Σ’έναν δρόμο μου έδωσαν ένα φυλλάδιο για τη γενική απεργία που θα γίνει στις 9 Απριλίου, και είναι μια απεργία που, επιτέλους, γίνεται για τους σωστούς λόγους: την ακρίβεια και τη γενική διάλυση της οικονομίας.

Το φυλλάδιο που πήρα στα χέρια μου, πολυσέλιδο, ήταν της ΓΣΕΕ και σκέφτηκα ότι πιθανώς να διάβαζα προπαγάνδα, ή εν μέρει προπαγάνδα. Αλλά δεν ήταν ένα από αυτού του είδους τα φυλλάδια. Ήταν καλογραμμένο, αναλυτικό, και πολύ συγκεκριμένο· και γράφει πράγματα που όλοι τα βιώνουμε, αλλά με δεδομένα.

Παραθέτω κάποια από τα σημεία που μου έκαναν την πιο έντονη και θετική εντύπωση, τα οποία θίγουν σοβαρά προβλήματα.

Εδώ ίσως να υπάρχει ένα αμφιλεγόμενο στοιχείο, που μπορεί να είναι και παραπλανητικό. Το γεγονός ότι ο τζίρος των σουπερμάρκετ είναι αυξημένος δεν σημαίνει τίποτα. Σημασία θα είχε να ξέραμε ποια είναι τα κέρδη τους. Ο τζίρος είναι απλώς η κίνηση του χρήματος· δεν δείχνει κάτι άλλο. Μπορεί κάποιος να κάνει τρελό τζίρο αλλά να έχει ελάχιστο κέρδος, ή και καθόλου. Και στην οικονομία τα πάντα πάνε μπιλιάρδο, η μια μπάλα χτυπά την άλλη. Το σουπερμάρκετ έχει αυξημένο κόστος (για διάφορους λόγους που προέρχονται πάλι μέσα από την οικονομία), οπότε αυξάνει τις τιμές· αυτό αυξάνει τον τζίρο του. Αλλά δεν είναι και βέβαιο ότι αυξάνει και τα κέρδη του (που είναι έσοδο μείον κόστος).

Ένας τύπος μού είχε πει πρόσφατα ότι κάτι συγγενείς του έχουν εστιατόριο στο κέντρο της Αθήνας, αλλά μάλλον σύντομα θα το κλείσουν. «Παλιά,» μου είπε, «πουλούσαν τη μερίδα 12 € και έβγαζαν καλό κέρδος. Τώρα πουλάνε τη μερίδα 20 € και δεν έχουν σχεδόν καθόλου κέρδος! Πιο πολλά βγάζει ο σερβιτόρος.» Αλλά ο τζίρος τους, προφανώς, θα ήταν μεγαλύτερος τώρα. Ο τζίρος, από μόνος του, δεν λέει κάτι. Μπορεί να έχει κάποιος μεγάλο τζίρο και τον άλλο μήνα να το κλείσει το κατάστημα.

Μιλάμε για τρελά πράγματα, έτσι; Το λάδι έχει γίνει μαύρος χρυσός σε τούτη τη χώρα...

Το φυλλάδιο είναι αρκετά καλό και αναλυτικό, αλλά επειδή η ΓΣΕΕ εστιάζεται κυρίως στα προβλήματα των μισθωτών αγνοεί, βέβαια, και τα προβλήματα που έχουν άλλοι. Όπως οι ελεύθεροι επαγγελματίες, τους οποίους, τελευταίως, έχουν γαμήσει κανονικά με τη φορολογία – ειδικά εκείνο το «τεκμαρτό» των 15.000 €, που ουσιαστικά σημαίνει ότι, αν δεν έχεις κέρδος 15.000, σε φορολογούν σαν να είχες (και μιλάμε για κέρδος εδώ, όχι για τζίρο). Μας δουλεύουν, δηλαδή. Πάρα πολλές μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα δεν έχουν τέτοια κέρδη. Και προσωπικά αυτός ήταν ο λόγος (αν και όχι ο μόνος) που έκλεισα κι εγώ την ατομική μου επιχείρηση (εκδόσεις βιβλίων). Πολύ απλά δεν με συνέφερε πλέον να πληρώνω τόσα «κερατιάτικα». Και υποθέτω πως κανέναν μικροεκδότη δεν θα τον συμφέρει – όλους αυτούς τους ανθρώπους που κατά καιρούς έβγαζαν κανένα βιβλίο με δικά τους έξοδα και ή είχαν πολύ μικρό κέρδος ή και ζημιά ακόμα.

Επίσης, η ΓΣΕΕ φαίνεται να επιμένει να βλέπει τους εκμισθωτές ακινήτων ως «κακούς». Και ναι μεν υπάρχουν κάποια εξωφρενικά ενοίκια, όπως στην Κηφισιά ή στο Παλαιό Φάληρο, που πραγματικά αναρωτιέσαι ποιοι μπορούν και τα πληρώνουν, αλλά τα περισσότερα ενοίκια διαμερισμάτων δεν είναι τόσο υψηλά· είναι της τάξεως των 400-600 €. Και αυτό είναι όντως γύρω στο 50%, ή ίσως και σε ορισμένες περιπτώσεις πάνω από το 50%, του μισθού ενός μισθωτού – πράγμα που συμφωνώ ότι είναι παράλογο – αλλά για δες το λίγο από τη μεριά του εκμισθωτή. Εκμισθώνει ένα ακίνητο, ας πούμε, για 400 € το μήνα. Από αυτά η εφορία παίρνει ένα αρκετά μεγάλο μέρος. Και ο εκμισθωτής επίσης πρέπει να πληρώνει και ΕΝΦΙΑ μια φορά τον χρόνο (σαν κι αυτός να είναι ενοικιαστής!). Οπότε, ουσιαστικά, αυτά τα 400 € δεν είναι τόσα ακριβώς· είναι γύρω στα 320 €, κάνοντας μια γενική εκτίμηση (ίσως να είναι και παρακάτω). Μπορείς εσύ να ζήσεις με 320 το μήνα; Αν νοικιάζεις δύο διαμερίσματα; Μπορείς να ζήσεις με 640 € το μήνα; Εγώ δεν μπορώ να ζήσω με 640 τον μήνα, και οι ανάγκες μου δεν είναι και τόσες πολλές· αυτοκίνητο δεν έχω, παιδιά-σκυλιά δεν έχω. Δηλαδή, πόσα διαμερίσματα πρέπει να νοικιάζει κανείς σε αυτή τη χώρα για να μπορεί να ζήσει από αυτά; Μια ολόκληρη πολυκατοικία; Πόσοι είναι εκείνοι που έχουν ολόκληρη πολυκατοικία δική τους; Ελάχιστοι, προφανώς.

Ένα γνωστό μου άτομο (και δεν μιλάω για τον εαυτό μου) ξέρω, από τη φορολογική του δήλωση, πως η Εφορία ουσιαστικά τού παίρνει τα 2 από τα 12 ενοίκια τον χρόνο. Δηλαδή, αυτό το άτομο μπορεί να ζει 10 μήνες από τα ενοίκια (ή ας πούμε ότι μπορεί), αλλά τους 2 μήνες που απομένουν θα πρέπει να κόψει το φαγητό για να πληρώσει την Εφορία!

Και γιατί το ενοίκιο δεν είναι αρκετό; Διότι οι τιμές είναι υψηλές, η ζωή είναι ακριβή. Οπότε, ο εκμισθωτής θέλει ένα αντιστοίχως πιο υψηλό ενοίκιο, φυσικά και το θέλει· θέλει ένα πολύ υψηλό ενοίκιο. Αλλά επίσης θέλει και ο μισθωτής να έχει να του το πληρώσει, οπότε πρέπει και ο μισθός του μισθωτή να είναι υψηλός. Ο εκμισθωτής θέλει ο ενοικιαστής του να βγάζει λεφτά, θέλει να βγάζει πολλά λεφτά, ώστε και να πληρώνει ένα καλό ενοίκιο και να του μένουν και λεφτά για να έχει κέρδος στο τέλος του μήνα. Έτσι κερδίζουν και οι δύο.

Αλλά έτσι όπως είναι τα πράγματα σήμερα δεν κερδίζει κανένας. Διότι επικρατεί αυτή η κατάσταση που, όπως έλεγα παραπάνω, είναι μπιλιάρδο μέσα στην οικονομία: η μία μπάλα χτυπά την άλλη. Ο ένας ανεβάζει τις τιμές για να μπορεί να πληρώσει τους άλλους, οπότε όλοι ανεβάζουν τις τιμές, και αντί όλοι να γίνονται πιο πλούσιοι, όλοι γίνονται πιο φτωχοί (και πιο αγχωμένοι να πληρώσουν και συνεχώς κυνηγιούνται). Όλες οι μπάλες του μπιλιάρδου πάνε και σκαλώνουν σε μια γωνία του τραπεζιού, καμία δεν μπαίνει σε τρύπα για να έχουμε κάποιο θετικό αποτέλεσμα. Κι άμα πεταχτούν και έξω απ’το τραπέζι, τότε όλοι ξέρουμε τι θα γίνει. Κι άμα κάποιος μαλάκας σκίσει κατά λάθος την τσόχα με τη στέκα αντί να σημαδέψει σωστά τις μπάλες... Αλλά, ναι, ξέχασα· συγνώμη. Αυτό το έχει ήδη κάνει ο Μητσοτάκης.

 

 

Επίσης . . .

Περί Γραφής: Φανταστικές Γλώσσες


Μεταφράζοντας το αμετάφραστο, και επινοώντας το αδιανόητο

Η φανταστική λογοτεχνία – ειδικά αυτή που έχει υπόβαθρο φανταστικούς κόσμους και όχι τον κόσμο μας – είναι πάντα μετάφραση. Όχι, δεν είμαι από εκείνους τους καλοθελητές που ισχυρίζονται ότι η φανταστική λογοτεχνία δεν μπορεί ποτέ να γραφτεί στα ελληνικά (γιατί δεν είναι «μέσα στην παράδοσή μας» και κάτι τέτοιες σαχλαμάρες)· εννοώ απλώς πως σε έναν φανταστικό κόσμο, προφανώς, δεν μιλάνε ελληνικά (ή οποιαδήποτε άλλη γλώσσα του κόσμου μας), οπότε εξ ορισμού ό,τι γράφεις από εκεί είναι μετάφραση.

Ακόμα κι αν θεωρήσεις ότι η ουδέτερη αφήγηση δεν είναι μετάφραση, ακόμα κι αν θεωρήσεις ότι και οι πλάγιες σκέψεις των χαρακτήρων δεν είναι μετάφραση, τα λόγια τους αναμφίβολα είναι. Δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο.

Το ίδιο ισχύει και για τα ονόματά τους, έστω κι αν είναι ελληνoφανή. Τι εννοώ μ’αυτή την πρωτότυπη λέξη; Εννοώ ότι μπορεί να μοιάζουν ελληνικά χωρίς πραγματικά να είναι. Μπορεί απλώς να είναι απόδοση του «πραγματικού» ονόματος του χαρακτήρα στον δικό του κόσμου. Για παράδειγμα, στην Υπερυδάτια – τον κόσμο όπου διαδραματίζεται και η Αναζήτηση του Οφιομαχητή – οι πάντες έχουν ονόματα που μοιάζουν ελληνικά, όπως Δημήτριος, Γεώργιος, Ιωάννα, Ελένη. Δεν είναι, όμως, αληθινά ελληνικά· απλώς αυτή είναι η καλύτερη δυνατή μετάφραση για να αποδώσει τα πραγματικά τους ονόματα. Και αυτά τα ονόματα, στην Υπερυδάτια, είναι πάντα έτσι μεγάλα: Δημήτριος, αλλά ποτέ Δημήτρης· Γεώργιος, αλλά ποτέ Γιώργος. Ουσιαστικά, δηλαδή, αποδίδουν μια αίσθηση του «πραγματικού» ονόματος που υπάρχει στην Υπερυδάτια. (Είναι σαν να μεταφράζεις το Gus ως Κώστας. Δεν είναι αυτό, απλώς είναι μια απόδοσή του. Ή σαν να μεταφράζεις το John, το Jon, ή το Jack ως Γιάννης παρότι είναι τρία διαφορετικά ονόματα!)

Σε άλλες περιπτώσεις φανταστικών κόσμων, τα ονόματα μένουν «αμετάφραστα». Ο Γκάνταλφ είναι Γκάνταλφ, δεν είναι Ιάκωβος. Γιατί αυτό ταιριάζει καλύτερα στην αισθητική του φανταστικού κόσμου του Τόλκιν.

[Συνέχισε να διαβάζεις]

 

Επιλογές Απριλίου (8/4)


...συσκευή που μετατρέπει τις σκέψεις σε ομιλία, & η ερωτική ζωή του Oscar Wilde, & η πρώτη δωρεάν online υπηρεσία διαχείρισης δανειστικής βιβλιοθήκης στην Ελλάδα, & τα πρώτα χαρτόδετα Sword & Sorcery, & πύλες προς άλλους κόσμους στα pulp, & Οκτώ η Ώρα το Πρωί, το διήγημα που βασίστηκε η ταινία Ζουν Ανάμεσα Μας του Κάρπεντερ, & ένα χειρόγραφο του 16ου αιώνα που δείχνει γάτα με jetpack, & Antediluvian, μια μικρή ταινία του Mario Lanzas, & το μυστήριο της «χαμένης αποικίας» Roanoke, & «στον πάτο της ΕΕ η Ελλάδα σε αγοραστική δύναμη» (Eurostat), & όλο και περισσότερα καφέ απαγορεύουν τη χρήση λάπτοπ, & Jim Steranko για το Book of Skaith, & εναλλακτικές του Amazon, & το Blackmark του Gil Kane (1926 – 2000), & Θεοσοφία και φανταστική λογοτεχνία, & MVDDRAK ATMOSPHERIC, & Alfred Kubin (1877–1959) («Σίγουρα προτιμώ την αγελάδα με τα τέσσερα κέρατα από την αγελάδα που έχει μόνο δύο»), & πολλά ακόμα στο LinX

 

Περί Γραφής: Το Κάλεσμα της Μούσας


Κάποιοι συγγραφείς έχουν μια τρομερή έμπνευση και αρχίζουν να γράφουν. Και, για να συνεχίσουν να γράφουν (το ίδιο βιβλίο, την ίδια ιστορία), εξακολουθούν να έχουν τρομερές εμπνεύσεις τη μία κατόπιν της άλλης μέχρι να το τελειώσουν.

Αυτοί οι συγγραφείς είναι ελάχιστοι. Αμφίβολο είναι αν καν υπάρχουν. Ίσως να είναι απλώς μυθικοί.

Συνήθως, οι αρχάριοι συγγραφείς πιστεύουν ότι πιάνεις να γράψεις μόνο όταν έχεις την «τρομερή έμπνευση». Οι αρχάριοι, ή οι επίδοξοι αλλά ανόητοι. Γιατί, με τέτοια νοοτροπία, ποτέ δεν πρόκειται να γράψεις τίποτα. Ή θα γράψεις ελάχιστα πράγματα. Ή θα ξεκινήσεις να γράφεις κάποιες ιστορίες και ποτέ δεν θα τις ολοκληρώσεις γιατί την αρχική έμπνευση που είχες δεν θα συνεχίσεις να την έχεις ώσπου να τελειώσεις.

Η έμπνευση είναι ένα πράγμα στιγμιαίο. Τυχαία, μπορεί να έρθει ορισμένες φορές στη ζωή σου, και σε όσο πιο πολύ «μαγική κατάσταση» βρίσκεσαι τόσο πιο συχνά έρχεται. Όπως όταν είσαι παιδί. Η έμπνευση δεν θέλει και πολύ χρήση της λογικής· είναι απλώς μερικοί συνειρμοί που παρουσιάζονται, φαινομενικά, από το πουθενά και σε ενθουσιάζουν. Μπορεί να νομίζεις ότι «τα βλέπεις μπροστά σου». Αρκετές φορές μού έχει συμβεί αυτό. Ειδικά στο παρελθόν, όταν ήμουν πιο μικρός και πιο ενθουσιώδεις, νομίζω πως μου συνέβαινε συχνότερα. Μπορεί απλώς να βάδιζα προς το σπίτι μου και με τη μια μεριά του μυαλού μου να ονειρευόμουν πολεμιστές να σκοτώνουν έναν δράκο (ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων).

Αλλά δεν μπορείς να περιμένεις να σου έρθει αυτού του είδους η έμπνευση για να καθίσεις να γράψεις. Συχνά, μάλιστα, αυτή η έμπνευση είναι απλώς για να ξεκινήσεις κάτι, κι όταν πιάνεις να το γράψεις βλέπεις ότι τελικά είναι πολύ διαφορετικό. Η έμπνευση δεν ήταν παρά η σπίθα για να γίνει η αρχή.

[Συνέχισε να διαβάζεις]