Επίσημος δικτυακός χώρος των εκδόσεων Φανταστικός Ορίζοντας

 



ΧΑΛΚΟΠΡΟΣΩΠΟΣ

Απόσπασμα Δεύτερο


Όταν η οικογένεια των Επίθυρων πληροφορήθηκε, μέσα στην άγρια νύχτα, ότι η κόρη τους είχε εξαφανιστεί, και ότι, μάλιστα, είχε χτυπηθεί από βέλος κακοποιών προτού εξαφανιστεί, τρελάθηκαν από την ανησυχία τους. Ήθελαν να μάθουν τι της είχε συμβεί, και δεν πίστευαν πως η φρουρά της Σερανβέλ θα κατόρθωνε να εντοπίσει τα ίχνη της. Έπρεπε να επιστρατεύσουν μεγαλύτερες δυνάμεις· και, ασφαλώς, ο νους της Ράσμιν Αλυσόλιθης, μητέρας της Φιλράνα, πήγε αμέσως στον αδελφό της, Χαντόλο, ο οποίος ήταν Υπουργός Καταναγκαστικής Υπηρεσίας, και από τον οποίο όλη η οικογένεια ζητούσε χάρες (όπως, άλλωστε, γινόταν με κάθε υπουργό στη Σερανβέλ –μάλιστα, λεγόταν πως, όσο περισσότερες χάρες έκανες, τόσο περισσότερες πιθανότητες είχες να γίνεις υπουργός ή να παραμείνεις τέτοιος). Ο σύζυγος της Ράσμιν και πατέρας της Φιλράνα, Σέλκο Επίθυρος, δεν τον πολυσυμπαθούσε τον Χαντόλο: δεν του άρεσε ο τρόπος του. Ο άνθρωπος νόμιζε όχι μόνο πως ήταν ένας υπουργός της Σερανβέλ, αλλά κι ο Άρχοντας του Κόσμου ο ίδιος! Τέτοια υπεροψία –υπεροψία, όχι υπερηφάνεια, επέμενε ο Σέλκο· η υπερηφάνεια είναι καλή, η υπεροψία είναι κακή– είχε επάνω του. Ωστόσο, ο Επίθυρος όφειλε να παραδεχτεί ότι, σε τούτη την περίπτωση, η σύζυγός του είχε δίκιο: Έπρεπε να μιλήσουν στον Χαντόλο. Η ζωή της κόρης τους κρεμόταν από αυτό!

  Έτσι, πήγαν και τον συνάντησαν, την ίδια νύχτα που έμαθαν για την επίθεση κατά της Φιλράνα και την εξαφάνισή της. Τον ξύπνησαν, πράγμα το οποίο δεν ήταν και τόσο ευγενικό, αλλά… αν δεν μπορείς να ξυπνήσεις τον γυναικάδελφό σου, που είναι υπουργός, για να του ζητήσεις μια σημαντικότατη χάρη σαν κι ετούτη, τότε τι γυναικάδελφός σου είναι; Και τι υπουργός, ε; σκεφτόταν ο Σέλκο, καθώς εκείνος κι η Ράσμιν χτυπούσαν την πόρτα του αδελφού της.

  Ο Χαντόλο τούς διαβεβαίωσε πως θα έκανε ό,τι μπορούσε για να βρεθούν τα ίχνη της Φιλράνα. Η Ράσμιν τον ρώτησε αν θα έβαζε την Αστυνομία να ερευνήσει. Εκείνος γέλασε (μ’αυτό τον υπεροπτικό τρόπο, που εκνεύριζε τον Σέλκο) και αποκρίθηκε ότι κάτι τέτοιο δεν ήξερε αν θα ήταν δυνατόν. Κατ’αρχήν, αυτός ήταν Υπουργός Καταναγκαστικής Υπηρεσίας (και το είπε σαν να έλεγε ο Σημαντικότερος Υπουργός της Σερανβέλ), όχι Υπουργός Πληροφοριών. Αλλά, ακόμα και τέτοιος να ήταν, είπε, η Αστυνομία λειτουργούσε παράξενα και μόνο για συγκεκριμένες υποθέσεις που αφορούσαν την πόλη ολόκληρη. Ωστόσο! τόνισε (με τρόπο που έμοιαζε να λέει «Βλέπετε, λοιπόν, πόσα κάνω εγώ για εσάς; Να με θυμάστε!»), δε θα άφηνε να περάσει έτσι η εξαφάνιση της ανιψιάς του, ούτε η επίθεση κατά αυτής. Θα έβαζε τον καταλληλότερο άνθρωπο για να ερευνήσει –και να διαλευκάνει– το ζήτημα.

  Έτσι, επικοινώνησε με τον Λανκόρο.

  Ο Λανκόρο καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια και ήταν, παλιότερα, διοικητής στη φρουρά της Σερανβέλ. Είχε αποκτήσει αυτή τη θέση από χάρη του Υπουργού Χαντόλο: μια χάρη που εκείνος χρωστούσε στην οικογένεια του Λανκόρο, η οποία τον είχε υποστηρίξει για να γίνει υπουργός. Ο Λανκόρο, όμως, δεν έμεινε για πολύ καιρό διοικητής της φρουράς. Κατάφερε να εξαρθρώσει μια σπείρα λαθρεμπόρων, την οποία οι Αρχές αναζητούσαν από καιρό, έτσι έστρεψε τα βλέμματα του Συμβουλίου επάνω του. Θυμόταν που τον κάλεσαν στο Παλιό Φρούριο και, λέγοντάς του πως ένας άνθρωπος με τις δικές του ικανότητες δεν έπρεπε να χαραμίζεται, του πρότειναν να δουλέψει αποκλειστικά για εκείνους. Τυπικά, θα εξακολουθούσε να είναι διοικητής της φρουράς, αλλά δεν θα είχε καμία συγκεκριμένη περιοχή υπό την επίβλεψή του· θα πήγαινε εκεί όπου το Συμβούλιο τον έστελνε και θα ερευνούσε τις υποθέσεις που του ζητούσαν. Εκείνος ρώτησε αν αυτό που του πρότειναν ήταν, ουσιαστικά, να μπει στην περιώνυμη (αλλά αόρατη) Αστυνομία της Σερανβέλ. Αρκετά από τα μέλη του Συμβουλίου γέλασαν. Όχι, του αποκρίθηκαν, η Αστυνομία της Σερανβέλ δε θα είχε καμία σχέση μ’αυτόν… εκτός αν η ίδια αποφασίσει να έχει σχέση μαζί σας, κύριε Λανκόρο, πρόσθεσε η Υπουργός Πληροφοριών Ναζκάλιν, η γυναίκα που, σύμφωνα μ’ό,τι ήξερε ο Λανκόρο, διηύθυνε την Αστυνομία… αν και, βέβαια, σύμφωνα με άλλα που ήξερε ο Λανκόρο, ούτε οι Υπουργοί Πληροφοριών (που ήταν αιρετοί και εκλέγονταν από τους αριστοκράτες της Σερανβέλ) δεν γνώριζαν τα πάντα για την Αστυνομία (τα μέλη της οποίας δεν ήταν αιρετά, και κανείς δεν ήξερε την ταυτότητά τους).

  Θα δεχόταν, λοιπόν, να δουλέψει για το Συμβούλιο; τον ξαναρώτησαν. Η αμοιβή του θα ήταν, σίγουρα, καλή, και θα είχε στη διάθεσή του όλους τους πόρους της Σερανβέλ, προκειμένου να λύνει τις υποθέσεις που του ανέθεταν. (Η  Αστυνομία, ασφαλώς, δεν περιλαμβανόταν σ’αυτούς τους πόρους. Κανείς δεν το είπε, αλλά ούτε και κανείς χρειαζόταν να το πει.)

  Ο Λανκόρο δέχτηκε.

  Αυτό είχε συμβεί πριν από πέντε χρόνια, και από τότε ώς τώρα είχε αναλάβει αρκετές υποθέσεις για το Συμβούλιο. Υποθέσεις τις οποίες η φρουρά δεν ήταν ικανή να ερευνήσει, και η Αστυνομία, μάλλον, τις θεωρούσε πολύ ασήμαντες για ν’ασχοληθεί μαζί τους (αν, τελικά, υπήρχε η Αστυνομία: πράγμα για το οποίο, ορισμένες φορές, δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου, βέβαιος). Κατά τη διάρκεια αυτών των πέντε χρόνων, ο Λανκόρο διαπίστωσε ότι στη Σερανβέλ τριγύριζαν κι άλλοι άνθρωποι σαν εκείνον, οι οποίοι ήταν πράκτορες του Συμβουλίου κι αναλάμβαναν παρόμοιες υποθέσεις.

  Η εξαφάνιση της Φιλράνα Επίθυρης δεν ήταν κάτι το πρωτόγνωρο γι’αυτόν, ούτε τον εξέπληξε που ο Υπουργός Χαντόλο τον ειδοποίησε μες στην άγρια νύχτα. Εξάλλου, η κοπέλα ήταν ανιψιά του, κόρη της αδελφής του, Ράσμιν. Ο Λανκόρο τον διαβεβαίωσε πως θα μάθαινε τι είχε συμβεί στη Φιλράνα, αρκεί ο Εξοχότατος να του έδινε κάποια στοιχεία απ’τα οποία θα μπορούσε να πιαστεί για ν’αρχίσει. Ο Χαντόλο τού μετέφερε όσα τού είχαν πει η Ράσμιν και ο Σέλκο, κι ο Λανκόρο ξεκίνησε, βρίσκοντας, αρχικά, τους τρεις φρουρούς που είχαν περιμαζέψει τον Χανμάρο Πτεράργυρο μετά από τον ξυλοδαρμό του: έναν νεαρό που ονομαζόταν Σαμάνκο και δεν ήταν πάνω από έναν χρόνο στη φρουρά· μια γυναίκα που ονομαζόταν Νιλέτα, η οποία ήταν μεγαλύτερη του Σαμάνκο και είχε σαφώς περισσότερα χρόνια στη φρουρά από εκείνον· και έναν βετεράνο της φρουράς, ο οποίος ονομαζόταν Ναζάρο και ήξερε τα μέσα και τα έξω της πόλης, ωστόσο ποτέ δεν είχε γίνει διοικητής (πράγμα το οποίο παραξένεψε λιγάκι τον Λανκόρο).

  Ο πράκτορας του Συμβουλίου μίλησε και στους τρεις φρουρούς και συγκέντρωσε όσα στοιχεία μπορούσε… τα οποία, αναπόφευκτα, τον οδήγησαν στην οικία των Περίδετων, όπου συζήτησε με τον Χανμάρο Πτεράργυρο. Του έκανε διάφορες ερωτήσεις, μα δεν κατάφερε να μάθει πολλά· όχι όσα θα ήθελε, τουλάχιστον. Ο μικρός, σίγουρα, έκρυβε κάτι. Για ποιο λόγο, ο Λανκόρο δεν μπορούσε ακόμα να υποθέσει.

  Τέλος πάντων, σκεφτόταν, καθώς έφευγε από την οικία των Περίδετων. Τουλάχιστον, τώρα ξέρω πώς μοιάζουν οι άνθρωποι που επιτέθηκαν στον Πτεράργυρο και στη Φιλράνα… εκτός αν ο μικρός μού είπε ψέματα. Αλλά ας μην ξεκινήσω προκατειλημμένα. Ας θεωρήσω, για την ώρα, ότι είπε αλήθεια.

  Του είχαν επιτεθεί τα εξής τρία άτομα:

  (α) μια κοκκινομάλλα γυναίκα με βαλλίστρα, η οποία είχε ρίξει και στη Φιλράνα, σύμφωνα με την εκτίμηση του Χανμάρο (πρέπει να έριξε στη Φιλράνα, είχε πει, όχι έριξε στη Φιλράνα

  (β) ένας μελαχρινός άντρας, ντυμένος με μαύρο δέρμα, ο οποίος είχε στο πρόσωπό του γρατσουνιές (κι αναρωτιέμαι ποιος να του τις έκανε αυτές τις γρατσουνιές…)· και

  (γ) ένας ξανθός άντρας με μακρύ, δερμάτινο μαστίγιο.

  Εντάξει… όλοι τους είχαν κάτι το χαρακτηριστικό, παρατήρησε ο Λανκόρο: η γυναίκα ήταν κοκκινομάλλα (και δεν είναι πολλές οι κοκκινομάλλες γυναίκες), ο ένας άντρας είχε γρατσουνιές στο πρόσωπό του (κι επίσης, δεν είναι πολλοί οι άντρες –ή οι γυναίκες– με γρατσουνιές στο πρόσωπό τους), και ο άλλος άντρας κρατούσε μακρύ, δερμάτινο μαστίγιο (όχι και το πιο συνηθισμένο όπλο εντός της Σερανβέλ). Αν κανείς συναντούσε αυτούς τους τρεις μαζί, δε θα υπήρχε καμία αμφιβολία για το ποιοι ήταν. Αλλά και έναν προς έναν ο Λανκόρο μπορούσε ν’αρχίσει να τους αναζητά. Αν ήταν γνωστά παλιόμουτρα, όλο και κάποιος θα τους ήξερε.

  Πήγε στο Μεγάλο Παζάρι και έψαξε για τον Ναζάρο, που φαινόταν να γνωρίζει πολλά για την πόλη. Δεν τον βρήκε, όμως, γιατί ο φρουρός είχε βάρδια το απόγευμα. Λογικό, εξάλλου, αφού εργαζόταν το βράδυ την προηγούμενη ημέρα. Το ίδιο, μάλλον, θα ίσχυε και για τον Σαμάνκο και τη Νιλέτα.

  Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, να μάθουμε, εν τω μεταξύ, μερικά πράγματα για τους Πτεράργυρους. Ο Λανκόρο είχε κάποια πολύ βασικά στοιχεία γι’αυτούς: ήξερε ότι ήταν χονδρέμποροι και ότι τελευταία είχαν πάθει τρεις πανωλεθρίες… και δεν ήταν οι μόνοι έμποροι που είχαν υποστεί καταστροφές τον τελευταίο καιρό… Χμμμ… Αλλά, μάλλον, αυτό δεν είχε καμία σχέση με την υπόθεση της Φιλράνα. Μάλλον, είναι μία από εκείνες τις μεγάλες υποθέσεις με τις οποίες ασχολείται η Αστυνομία (δεδομένου πάντα ότι υπάρχει).

  Ο Λανκόρο τριγύρισε στο Μεγάλο Παζάρι, συλλέγοντας ό,τι πληροφορίες μπορούσε για τους Πτεράργυρους. Και, ώς το μεσημέρι, έμαθε ποια ήταν τα μέλη της οικογένειάς τους και πού ακριβώς βρισκόταν η έπαυλή τους, από την οποία είχε ξεκινήσει η πυρκαγιά που, πρόσφατα, έκαψε τόσα στρέμματα των περιχώρων της Σερανβέλ. Επίσης, έμαθε ότι ο Νολράκο Πτεράργυρος και ο Βισκάλο Άρντλεθ ήταν παλιοί αντίπαλοι στο εμπόριο, κι ο ένας δε χώνευε τον άλλο.

  Θα μπορούσε ο Βισκάλο να ευθυνόταν για την επίθεση κατά της Φιλράνα και του Χανμάρο; Μάλλον όχι. Γιατί ίσως να είχε λόγο να βάλει ανθρώπους να ξυλοκοπήσουν τον γιο του Νολράκο, μα τι λόγο είχε να θέλει την κόρη των Επίθυρων νεκρή; Βέβαια, δεν ήταν σίγουρο πως ήταν, όντως, νεκρή, όμως, όταν χτυπάς κάποιον με βέλος βαλλίστρας, μάλλον δε σ’ενδιαφέρει και τόσο για το αν θα επιβιώσει ή όχι.

  Εκτός αν ο μικρός μού είπε ψέματα και η Φιλράνα δεν χτυπήθηκε από βέλος. Αλλά, αν το πάρουμε έτσι, τι λόγο μπορεί να είχαν οι Πτεράργυροι για ν’απαγάγουν την Επίθυρη; Ίσως να ήθελαν να εκβιάσουν τους γονείς της, προκειμένου να βγάλουν χρήματα και να αποκαταστήσουν τις ζημιές που είχαν τελευταία υποστεί–

  Όχι, δεν ήταν σωστό να κάνει τέτοιες αυθαίρετες υποθέσεις, και το ήξερε. Η δουλειά του ήταν να βρίσκει στοιχεία που οδηγούσαν κάπου, όχι να σκέφτεται ιστορίες. Πράκτορας ήταν, όχι παραμυθάς, για όνομα της Φλόγας!

  Ενώ οι δύο ήλιοι βρίσκονταν ψηλά στον ουρανό, καβαλίκεψε το άλογό του και βγήκε από τη Σερανβέλ· και, καθώς ερχόταν το απόγευμα, έφτασε στην κατεστραμμένη έπαυλη των Πτεράργυρων και στα κτήματα δυτικά της. Εκεί αφίππευσε και, παίρνοντας τ’άλογό του από τα γκέμια, έψαξε για τον Επιστάτη Λανκόρο, ο οποίος ήταν συνονόματός του και, σύμφωνα με τις πληροφορίες του, δούλος, που του απέμεναν άλλα δυο χρόνια καταναγκαστικής υπηρεσίας.

  Τον βρήκε εύκολα. Ο ξανθός, μουσάτος άντρας με τα μακριά μαλλιά στεκόταν πίσω από έναν φράχτη, με το δεξί του χέρι ακουμπισμένο επάνω του. Μπροστά του ήταν ένας άλλος άντρας: αναμφίβολα, κάποιος από τους υπόλοιπους δούλους του Πτεράργυρου οι οποίοι εργάζονταν στα (λίγα, ομολογουμένως) κτήματά του. Οι δύο άντρες μιλούσαν, όταν ο Λανκόρο τούς ζύγωσε. Βλέποντάς τον, όμως, στράφηκαν και τον ρώτησαν τι ήθελε.

  «Βρίσκομαι εδώ εκ μέρους του Συμβουλίου της Σερανβέλ,» αποκρίθηκε εκείνος. «Αν επιθυμείτε, μπορώ να σας δείξω και το έγγραφο που το αποδεικνύει αυτό. Θα ήθελα να σας κάνω μερικές ερωτήσεις.»

  Ο Επιστάτης (ο πράκτορας δεν μπορούσε παρά να τον σκέφτεται αποκλειστικά ως ο Επιστάτης· στο νου του, Λανκόρο ήταν μόνο ο εαυτός του) τον ατένισε καχύποπτα, σουφρώνοντας τα φρύδια. Έγνεψε με το κεφάλι και είπε: «Ναι, θα ήθελα να δω αυτό το έγγραφό σας.»

  Ας ελπίσουμε ότι ξέρεις να διαβάζεις κιόλας, σκέφτηκε ο Λανκόρο, αλλά έβγαλε, διαδικαστικά, το τυλιγμένο κομμάτι χαρτί και του το έδωσε. Ο Επιστάτης το ξετύλιξε και το διάβασε (ή έκανε πως το διάβαζε). Ύστερα, το επέστρεψε στον πράκτορα –ο οποίος το έκρυψε, πάλι, μέσα στην ενδυμασία του– και είπε: «Εντάξει, λοιπόν. Πώς θα μπορούσα να σας εξυπηρετήσω;»

  «Ονομάζεστε Λανκόρο και είστε Επιστάτης στα κτήματα του κυρίου Νολράκο Πτεράργυρου, σωστά;»

  Ο Επιστάτης ένευσε. «Υπάρχει κάποιο πρόβλημα με εμένα ή με τον κύριό μου;»

  «Όχι. Γνωρίζετε την κυρία Φιλράνα Επίθυρη;»

  «Ασφαλώς. Ήταν αρχηγός της φρουράς της έπαυλης.»

  «Ήταν, είπατε; Δεν είναι πλέον;» Ο Λανκόρο παρατήρησε προσεκτικά την έκφραση του συνομιλητή του.

  Ο Επιστάτης ανασήκωσε τους ώμους. «Ναι. Αφού δεν υπάρχει, πια, έπαυλη, δεν υπάρχει και λόγος γι’αρχηγό της φρουράς της. Ωστόσο, ο κύριος Πτεράργυρος εξακολουθεί να έχει τη Φιλράνα στις υπηρεσίες του, αν δεν κάνω λάθος.»

  «Υπήρξε ποτέ κάποιο πρόβλημα ανάμεσα στη Φιλράνα και στον Νολράκο Πτεράργυρο, ή ανάμεσα στη Φιλράνα και σε οποιοδήποτε άλλο μέλος της οικογένειας;»

  Ο Επιστάτης κούνησε το κεφάλι, παραξενεμένος. «Όχι, δε νομίζω.»

  «Προσπαθήστε να θυμηθείτε, παρακαλώ. Είναι σημαντικό.»

  «Δεν καταλαβαίνω, κύριε. Περί τίνος πρόκειται, θέλετε να μου πείτε; Έγινε κάτι με τη Φιλράνα;»

  Δεν ξέρει… Ναι, δεν πρέπει να ξέρει τίποτα αυτός. Τα νέα δεν έχουν φτάσει ακόμα στ’αφτιά του. «Η Φιλράνα Επίθυρη δέχτηκε ένα βέλος χτες βράδυ, κι ύστερα, εξαφανίστηκε. Δεν ξέρουμε αν είναι νεκρή ή ζωντανή.»

  «Μα τη Φλόγα! Πώς συνέβη τούτο;»

  «Με τον Χανμάρο Πτεράργυρο, ποια ήταν η σχέση της;»

  Ο Επιστάτης φάνηκε πειραγμένος που ο πράκτορας δεν απάντησε στην ερώτησή του, μα δεν το είπε. «Είχαν καλές σχέσεις. Και νομίζω πως της άρεσε κιόλας ο νεαρός. Ωραίο παλικάρι, έτσι κι αλλιώς, αν και πολύ ντροπαλός με τις γυναίκες.» Μειδίασε.

  Μάλιστα… σκέφτηκε ο Λανκόρο. Αυτό είναι καινούργιο. «Τσακώθηκαν ποτέ οι δυο τους;»

  Ο Επιστάτης κούνησε το κεφάλι. «Μπα, δε νομίζω.»

  Μου τη δίνει όταν οι άνθρωποι λένε συνέχεια «νομίζω» ή «δε νομίζω»· κι αυτό ήταν κάτι που συνέβαινε συχνά όταν τους έκανες ερωτήσεις. Κοινωνικό ένστικτο, υπέθετε ο Λανκόρο. Φοβόνταν μην κάνουν λάθος. Και το νομίζω δεν είναι ούτε ναι ούτε όχι, αν και κλίνει ελαφρώς προς το ναι, όπως και το δε νομίζω κλίνει ελαφρώς προς το όχι.

  «Δηλαδή, δεν είχατε δει ποτέ τον Χανμάρο να χτυπά τη Φιλράνα, ή τη Φιλράνα να χτυπά τον Χανμάρο…»

  «Ασφαλώς και όχι! Μα, για ποιο λόγο με ρωτάτε αυτά τα πράγματα; Πιστεύετε ότι ο μικρός θα ήταν ποτέ δυνατόν να επιτεθεί στη Φιλράνα; Αυτός δε θα μπορούσε να χτυπήσει ούτε μύγα, κύριε, είμαι σίγουρος!» είπε ο Επιστάτης, πολύ σοβαρά. Και μοιάζει να το πιστεύει κιόλας. Ενδιαφέρον.

  «Ο Χανμάρο ήταν μαζί της, όταν συνέβη το δυστυχές περιστατικό,» εξήγησε ο Λανκόρο. «Έκαναν βόλτα στο Μεγάλο Παζάρι, οι δυο τους, και κάποιοι κακοποιοί τούς επιτέθηκαν. Πρώτα χτύπησαν τη Φιλράνα, με βέλος βαλλίστρας, κι ύστερα χίμησαν στον Πτεράργυρο, ξυλοκοπώντας τον–»

  «Είναι καλά, τώρα;»

  «Καλά είναι. Του μίλησα πριν από κάποιες ώρες. Οι κακοποιοί, προφανώς, δεν ήθελαν να τον σκοτώσουν. Η Φιλράνα, όμως, εξαφανίστηκε. Όταν η φρουρά βρήκε τον Χανμάρο και τον συνέφερε (γιατί ήταν αναίσθητος από τα χτυπήματα), εκείνη δεν ήταν πουθενά.»

  «Και θεωρείτε, κύριε, ότι ο Χανμάρο μπορεί να ευθύνεται για την εξαφάνισή της;» έκανε ο Επιστάτης, μην κρύβοντας την έκπληξή του.

  Ο Λανκόρο χαμογέλασε καθησυχαστικά. «Δεν θεωρώ τίποτα· οι ερωτήσεις μου είναι διαδικαστικές. Αυτό δε σημαίνει πως είναι και ασήμαντες, όμως. Όπως λέγαμε, λοιπόν, είστε απολύτως σίγουρος ότι η Φιλράνα δεν είχε συγκρουστεί με κανένα από τα μέλη της οικογένειας των Πτεράργυρων;»

  «Ναι,» ένευσε ο Επιστάτης.

  «Ποιος, κατά την εκτίμησή σας, μπορεί να ευθύνεται για την επίθεση εναντίον της και εναντίον του Χανμάρο;»

  Ο Επιστάτης κούνησε το κεφάλι, γι’ακόμα μια φορά. «Δεν ξέρ– Ίσως, ίσως, να ευθύνονται οι ίδιοι άνθρωποι που προκάλεσαν στον κύριο Νολράκο τόσες καταστροφές.»

  «Ποιοι είναι αυτοί; Έχετε κάποια υποψία;»

  «Απ’όσο ξέρω, ο θηρευτής ήταν που άναψε τη φωτιά εδώ, στην έπαυλη–»

  «Ποιος θηρευτής;»

  Ο Επιστάτης τού εξήγησε πως ο κύριος Νολράκο Πτεράργυρος είχε φέρει μαζί του έναν θηρευτή, ονόματι Χάκνομπ, κι έναν Γκρίζο Ταύρο.

  «Και μετά, αυτοί –ο θηρευτής κι ο Γκρίζος Ταύρος– τι έγιναν;»

  «Κανείς δεν ξέρει.»

  Παράξενο. Δεν κρύβεται εύκολα ένας Γκρίζος Ταύρος. «Θα μπορούσε ο Βισκάλο Άρντλεθ να ευθύνεται για τις καταστροφές και, πιθανώς, για την επίθεση κατά της Φιλράνα και του Χανμάρο;»

  «Τι να σας πω; Σίγουρα, έχει περάσει απ’το νου μου. Ο κύριος Νολράκο, όμως, έλεγε πως δεν έχουμε κανένα στοιχείο που να μας δείχνει ότι, όντως, ο κύριος Άρντλεθ φταίει για τις πανωλεθρίες που τον βρήκαν.»

  «Μάλιστα,» είπε ο Λανκόρο. «Υπάρχει κάτι άλλο που θα θέλατε να μου πείτε; Κάτι που πιστεύετε ότι θα μπορούσε να μου φανεί χρήσιμο;»

  Ο Επιστάτης σκέφτηκε για λίγο· έπειτα, αποκρίθηκε: «Όχι. Αυτή τη στιγμή, όχι. Αν, όμως, θυμηθώ κάτι αργότερα, πού θα μπορούσα να σας βρω;»

  «Θα βρω εγώ εσάς, αν σας χρειαστώ, κύριε. Σας ευχαριστώ για τη συνεργασία σας.»

  «Στη διάθεσή σας,» είπε ο Επιστάτης, καλοπροαίρετα.

  Ο Λανκόρο καβάλησε το άλογό του και έφυγε, κατευθυνόμενος προς τη Σερανβέλ. Η επίσκεψή του στα κτήματα των Πτεράργυρων όφειλε να ομολογήσει πως, αν μη τι άλλο, τον είχε μπερδέψει περισσότερο απ’ό,τι ήταν ήδη μπερδεμένος. Ή υπήρχε κάποιο στοιχείο εκεί, το οποίο δεν μπορούσε ακόμα να δει, ή όλα όσα τού είχε πει ο Επιστάτης ήταν τελείως άσχετα με την υπόθεση.

  Εκτός, ίσως, από το γεγονός ότι ο Χανμάρο Πτεράργυρος άρεσε στη Φιλράνα. Πολλά και διάφορα έχουν γίνει, κατά καιρούς, για τον έρωτα…

  Αλλά τώρα ήταν ώρα να μιλήσει με τον Ναζάρο. Έφτασε στη Σερανβέλ, καθώς βράδιαζε, και πήγε στο Μεγάλο Παζάρι, όπου δε δυσκολεύτηκε να βρει τον φρουρό. Ο γκριζομάλλης άντρας στεκόταν ανάμεσα σε δύο καταστήματα, παρατηρώντας τον κόσμο και επιτηρώντας, σε περίπτωση που υπήρχε ανάγκη να επέμβει.

  Ο Λανκόρο, έχοντας αφιππεύσει και πάρει το άλογό του από τα γκέμια, τον πλησίασε και τον χαιρέτησε.

  Ο Ναζάρο αντιχαιρέτησε. «Κύριε Λανκόρο. Καλησπέρα.»

  «Καλησπέρα, Ναζάρο. Θα μπορούσα να σε απασχολήσω για λίγο;»

  «Ασφαλώς. Θέλετε να με ρωτήσετε τίποτα ακόμα για την υπόθεση;»

  «Ναι,» είπε ο Λανκόρο. «Ίσως να μπορούσες να μου δώσεις περισσότερες πληροφορίες επάνω σε κάτι που έμαθα από τον Χανμάρο Πτεράργυρο.» Αν ο μικρός μού είπε αλήθεια, βέβαια. «Μου περιέγραψε τους τρεις κακοποιούς που του επιτέθηκαν. Ήταν μια κοκκινομάλλα γυναίκα με βαλλίστρα· ένας μελαχρινός άντρας με γρατσουνιές στο πρόσωπο και ντυμένος με μαύρο δέρμα· και ένας ξανθός άντρας που κρατούσε μακρύ, δερμάτινο μαστίγιο. Γνωρίζεις κανέναν τους;»

  «Χμμμ…» Ο Ναζάρο έτριψε τα μούσια του, μορφάζοντας. «Αυτός ο ξανθός με το μακρύ μαστίγιο μού θυμίζει κάποιον. Έναν τύπο που τον αποκαλούνε ‘ο Γάτος’. Το πραγματικό του όνομα είναι Σιλάρμο, αν δε λαθεύω.»

  Ο Λανκόρο συνοφρυώθηκε. «Ο Γάτος;»

  «Ναι. Λένε ότι σκαρφαλώνει στις οροφές.»

  «Και τι είναι; Κλεφτής; Φονιάς;»

  «Δουλεύει για έναν άλλο τύπο που τον λένε Σάρκο,» εξήγησε ο Ναζάρο, «και ο Σάρκο έχει μπόλικους τέτοιους στις υπηρεσίες του.»

  «Μπόλικους τι; Φονιάδες;»

  «Μισθοφόροι υποτίθεται πως είναι, αλλά είναι γνωστό πως μπλέκονται σε διάφορες παράνομες δουλειές. Ως τώρα, όμως, δεν έχουμε καταφέρει να τους πιάσουμε. Αυτοί οι άλλοι δύο που είπες, η κοκκινομάλλα γυναίκα κι ο μελαχρινός άντρας, μάλλον θάναι επίσης άνθρωποι του Σάρκο, για να ήταν μαζί με το Σιλάρμο το Γάτο.»

  «Και πού βρίσκεται το χτίριο αυτής της… συντεχνίας;»

  «Στην Κάτω Συνοικία του Ξίφους,» αποκρίθηκε ο Ναζάρο, και του έδωσε ακριβείς οδηγίες για το πώς να φτάσει εκεί. «Μη μπείτε, όμως, να τους ρωτήσετε τίποτα, κύριε Λανκόρο· δεν πρόκειται να σεβαστούν την ιδιότητά σας σαν απεσταλμένος του Συμβουλίου, και δεν πρόκειται να σας πουν αλήθεια.»

  «Ναι, το αντιλαμβάνομαι,» είπε ο Λανκόρο. «Δε θέλω να ξέρω πού βρίσκονται για να πάω και να τους μιλήσω, αλλά για να τους παρακολουθήσω: να δω αν, όντως, αυτοί οι τρεις κακοποιοί δουλεύουν για τον Σάρκο.»

 

Επιστροφή

 



Copyright © Φανταστικός Ορίζοντας


Προτείνουμε να βλέπετε αυτό τον ιστοχώρο με ανάλυση οθόνης 1024 x 768