ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ
Ο Εκδικητής της Έχιδνας
Η Αναζήτηση του Οφιομαχητή, Τόμος 3
Μια Ιστορία από το Θρυμματισμένο Σύμπαν
© Κώστας Βουλαζέρης
http://www.fantastikosorizontas.gr/kostasvoulazeris
Για τα πνευματικά δικαιώματα αυτού του κειμένου ισχύουν οι όροι του Creative Commons – https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el
• Επιτρέπεται να το διανέμετε ελεύθερα, στην παρούσα του μορφή
και μόνο.
• Δεν επιτρέπεται να το τροποποιήσετε ή να το αλλοιώσετε με οιονδήποτε τρόπο.
• Δεν επιτρέπεται να το χρησιμοποιήσετε για διαφημιστικούς ή εμπορικούς λόγους.
Αυτό το βιβλίο είναι λογοτεχνικό. Όλα τα ονόματα, τα πρόσωπα, και οι καταστάσεις είναι φανταστικά ή χρησιμοποιούνται με φανταστικό, λογοτεχνικό τρόπο. Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά ονόματα, πρόσωπα, ή καταστάσεις είναι καθαρά συμπτωματική.
Περισσότερες ιστορίες από το Θρυµµατισµένο Σύµπαν, δωρεάν στο
www.fantastikosorizontas.gr/kostasvoulazeris/
thrymmatismeno_sympan
Είναι απίστευτο αυτό που συμβαίνει. Δεν μπορώ να το εξηγήσω με κανέναν τρόπο. Πώς είναι δυνατόν η Φαρμακερή Βασίλισσα να είναι αυτή που είναι;
Πώς βρέθηκε εδώ, μα την ουρά της Έχιδνας; Γιατί τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου την αποδέχονται ως αρχηγό τους; Και θυμάμαι και τι είπε ο Νικόλαος: πολύ επιδέξια με τις λεπίδες... τρομερή στη μάχη εναντίον των μιασμάτων... έχει τη χάρη της Μεγάλης Κυράς...
Σοβαρά; Η Πράσινη Κρίνη; Είναι όντως αυτή – ή κάποια που, κάπως, έκλεψε τη φάτσα της, μα τους θεούς;
«Έλα μαζί μου, Γεώργιε,» μου λέει. «Έχουμε πολλά να πούμε ύστερα από τόσο καιρό.»
Δείχνω τον Μεγαλοφονιά με το ξίφος μου. «Τι στις λάσπες της μάνας του Λοκράθου κάνει αυτό το κάθαρμα εδώ;» γρυλίζω.
Ο Ευγένιος με κοιτάζει με τρόπο που μαρτυρά ότι ακόμα βρίσκεται στα πρόθυρα να μου ορμήσει· αλλά εξακολουθεί να μην έχει πιάσει όπλο. Πρέπει κι εκείνος, όπως κι εγώ, να παλεύει να δαμάσει την οργή του. Αν και η δική του αποκλείεται νάναι τόσο τρομερή όσο η δική μου.
Τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου ψιθυρίζουν και μουρμουρίζουν ολόγυρά μας: και πολλοί απ’αυτούς κρατάνε όπλα στα χέρια, αν και όχι υψωμένα – έτοιμοι για κάθε ενδεχόμενο. Όλοι τους φανατικοί, ιδεολογικοί φονιάδες της πιο θανατηφόρας αίρεσης της Έχιδνας πάνω στην Υπερυδάτια.
Ανάμεσά τους ξεπροβάλει κάποιος που, αμέσως το καταλαβαίνω, το διαισθάνομαι, είναι ερπετοειδής. Πρασινόδερμος (σαν όλους του είδους του), με μακριά μαύρα μαλλιά, και μάτια που ποτέ δεν βλεφαρίζουν. Μάτια φιδιού. Νιώθω τη μυστηριακή συγγένεια μαζί του, όπως και με κάθε ερπετό της Υπερυδάτιας.
Τον έχω ξαναδεί κάπου;
«Περίμενε, Οφιομαχητήςςςςς,» μου λέει. «Μην κρίνειςςςς προτού ακούσσσειςςςς.» Μοιάζει να προφέρει αρκετά καλά τη λαλιά των ανθρώπων, τραβώντας το σίγμα μόνο όταν όντως υπάρχει στις λέξεις (τις περισσότερες φορές, τουλάχιστον).
«Ο Αγησίλαος μιλά συνετά,» λέει η Φαρμακερή Βασίλισσα. «Όπως συνήθως.» Κι αντικρίζει τον ερπετοειδή με βλέμμα που φανερώνει μόνο σεβασμό.
Η Πράσινη Κρίνη... και ερπετοειδείς... Θα τρελαθούμε...
Τα μάτια μου στενεύουν καθώς ατενίζω τον Αγησίλαο. «Ήσουν εκεί, έτσι δεν είναι; Ήσουν στο άντρο των βατράχων – των ακόλουθων του Λοκράθου...»
«Ποιο άντρο, Οφιομαχητήςςςς; Αυτό στη Ράχη του Ιχθύοςςς;»
«Ναι.»
«Πώς το ξέρειςςςςς;»
«Ήμουν εκεί.»
«Εκεί; Μα... νόμιζα ότι είχα κάνει λάθοςςςς,» συρίζει ο Αγησίλαος.
«Τι λάθος;»
«Είχα δει την παρουσσσία σσσσου, Οφιομαχητήςςςς, μεςς-σσστον κρύσσσταλλο. Αλλά δεν ήσσσσουν εκεί. Νόμιζα ότι είχα κάνει λάθοςςς.»
«Δεν ήμουν εκεί εξαρχής, όταν επιτεθήκατε για να καταλάβετε το μέρος,» του εξηγώ. «Ήμουν, όμως, μαζί με τον Δαμιανό και τ’άλλα βατράχια όταν τους επιτεθήκατε απ’τα νώτα καθώς προσπαθούσαν να μπουν από την είσοδο. Παραλίγο να σκοτώσετε κι εμάς – εμένα και τους δύο φίλους μου. Ήμασταν αιχμάλωτοί τους.»
Μουρμουρητά ξανά ανάμεσα στα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου.
«Αιχμάλωτοί τους;» λέει η Φαρμακερή Βασίλισσα.
«Είχαν ρίξει τον Οφιομαχητή στα μπουντρούμια κάτω απ’το Οδοντωτό Οχυρό!» πετάγεται ο Νικόλαος. «Εκεί όπου ήμουν φυλακισμένος κι εγώ. Η Έχιδνα τον έστ–»
«Όχι,» τον διακόπτω· «αυτό έγινε μετά. Τότε, στους πρόποδες της Ράχης του Ιχθύος, τους ξεφύγαμε εγώ και οι φίλοι μου. Τους ξεφύγαμε χάρη στην επίθεσή σας,» νεύω προς τον Αγησίλαο. «Μας βοηθήσατε χωρίς να το ξέρετε.»
«Η χάρη τηςςςς Μεγάληςςςς Κυράςςςς, Οφιομαχητήςςςς,» αποκρίνεται ο Αγησίλαος και μου κάνει τη σπάνια υπόκλιση του φιδιού, όπως την είχε κάνει ήδη δύο φορές η Ελένη στην Ψυχρόπολη.
«Όπως έλεγα,» τονίζει η Φαρμακερή Βασίλισσα, «έχουμε πολλά να πούμε, Γεώργιε. Έλα μαζί μου. Και... ποια είναι η γυναίκα ανάμεσά σας; Δεν την έχω ξαναδεί...»
«Δεν είναι δική μας, Μεγάλη Οφιοκυρά,» αποκρίνεται ο Νικόλαος, «αλλά είναι φίλη του Οφιομαχητή, κι εκείνος ισχυρίζεται πως δεν πρόκειται να μας προδώσει.»
Παρείσακτη στο άντρο... Παρείσακτη... ακούω τριγύρω κάποιους να μουρμουρίζουν. «Πρέπει να πεθάνει!» φωνάζει ένας. «Δεν είναι άξια εμπιστοσύνης, Βασίλισσά μου!»
«Αφού ο Οφιομαχητής την εμπιστεύεται, την εμπιστεύομαι κι εγώ,» αποκρίνεται η Πράσινη Κρίνη, απότομα. «Κανείς δεν θα την πειράξει! Για την ώρα,» προσθέτει καθώς τα μάτια της λοξοκοιτάζουν τη Λουκία σαν να την κρίνουν, σαν να μπορούν να διεισδύσουν στην ψυχή της.
Δεν ήταν έτσι η Πράσινη Κρίνη που ήξερα. Έχει αλλάξει, πολύ. Είμαι βέβαιος. Και αναρωτιέμαι τι μπορεί να την άλλαξε τόσο, μέσα σε τρία χρόνια... Όχι πως τρία χρόνια είναι μικρό χρονικό διάστημα, μα ούτε και τεράστιο είναι.
Η Φαρμακερή Βασίλισσα μού κάνει νόημα να την ακολουθήσω. «Έλα μαζί μου, Γεώργιε.» Και, στρεφόμενη, βαδίζει ανάμεσα στα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου που ανοίγουν έναν διάδρομο για εκείνη ανάμεσά τους.
Θηκαρώνω το Φιλί της Έχιδνας (αν και με κάποια δυσαρέσκεια, γιατί νομίζω πως αισθάνομαι τη λεπίδα του να διψά για το αίμα του άθλιου καθάρματος, του Ευγένιου του Μεγαλοφονιά, του σφάχτη των κουρσάρων μου) και ακολουθώ την Πράσινη Κρίνη.
Η Λουκία έρχεται πίσω μου, αλλά αμέσως ακούω μια κραυγή να βγαίνει απ’τα χείλη της, και: «Άφησέ με!»
Γυρίζω και βλέπω ότι ένα από τα Τέκνα την έχει αρπάξει απ’το μπράτσο, τραβώντας την, ενώ μια άλλη έχει στρέψει τη λεπίδα ενός ξιφιδίου προς το γαλανόδερμο πρόσωπό της, και της λέει: «Πού νομίζεις ότι πας εσύ, παρείσακτη;»
«Ε!» τους κάνω. «Αφήστε την!»
«Εκεί όπου πηγαίνεις, Οφιομαχητή, δεν μπορεί να σ’ακολουθήσει,» εξηγεί ο Νικόλαος.
«Όχι, δεν πειράζει,» τους λέει η Φαρμακερή Βασίλισσα. «Ας έρθει κι αυτή.»
«Ίσως να είναι δολοφόνος, Βασίλισσά μου!» προειδοποιεί εκείνος που είχε εξαρχής προτείνει να σκοτώσουν τη Λουκία – ένας ψηλός, λιγνός άντρας με σκληρή όψη, καφετόδερμος και με σουλούπι που φέρνει στο μυαλό καλοακονισμένη λεπίδα. Μαλλιά γαλανά και κομμένα κοντά· μουστάκι· μαύρα μάτια.
«Δολοφόνος; Και θα την έφερνε ο Οφιομαχητής εδώ;» λέει η Φαρμακερή Βασίλισσα.
«Πολλοί είναι που θα σε ήθελαν νεκρή· το ξέρεις!»
«Δεν έχω, όμως, να φοβηθώ τίποτα από τους περισσότερους, Ελευθέριε. Αν αυτή η γυναίκα είναι μίασμα θα πεθάνει από το χέρι μου!»
Μα την Έχιδνα, είμαι σίγουρος πως το λέει και το εννοεί. Δε μοιάζει να μιλά απλά για να μιλά. Και κανένα από τα Τέκνα δεν φαίνεται να την αμφισβητεί. Ο Νικόλαος είχε πει: τρομερή στη μάχη εναντίον των μιασμάτων... πολύ επιδέξια με τις λεπίδες... Η Πράσινη Κρίνη; Η Πράσινη Κρίνη; Τι έπαθε αυτό το κακό κορίτσι, αυτά τα τρία χρόνια που ήμουν μακριά απ’την Ιχθυδάτια;
«Η Λουκία δεν είναι ‘μίασμα’,» τους λέω. «Είναι φίλη μου. Την ξέρω από παλιά. Κάποτε, ήταν ανάμεσα στο τσούρμο μου. Ανάμεσα στους Αγενείς. Οι οποίοι» – στρέφομαι στον Μεγαλοφονιά ξανά – «σκοτώθηκαν εξαιτίας του!» Τον δείχνω με το χέρι μου.
«Προφανώς, όχι όλοι...» μουγκρίζει ο Ευγένιος πίσω από τα δόντια του.
«Για κάνε να μας αποτελειώσεις, Μεγαλοφονιά,» τον προκαλώ, και το χέρι μου τώρα πάει στο Φιλί της Έχιδνας.
«Μην παίζεις με την τύχη σου, Οφιομαχητή–»
«Αρκετά!» φωνάζει η Φαρμακερή Βασίλισσα. «Έχουμε όλοι έναν συλλογικό σκοπό! Όχι άλλες διαμάχες αναμεταξύ μας!»
«Δεν ξέρω τι ‘συλλογικό σκοπό’ μπορεί νάχω μ’αυτό τον χασάπη,» της λέω, παλεύοντας να δαμάσω την οργή μου με τις διδαχές του Γέρου του Ανέμου.
«Είναι σύμμαχός μας, Γεώργιε,» εξηγεί η Βασίλισσα. «Αλλά σε καταλαβαίνω. Κι εγώ, αν τον είχα συναντήσει παλιότερα, πιθανώς παρόμοια αντίδραση μ’εσένα να είχα. Τώρα, όμως... τα πράγματα είναι διαφορετικά στην Ιχθυδάτια. Πρέπει να έχεις καιρό νάρθεις εδώ. Πολύ καιρό.»
«Δεν έχεις άδικο σ’αυτό το τελευταίο,» της λέω.
«Ακολούθησέ με,» με προτρέπει ξανά, «και θα μιλήσουμε για όλα. Φέρε και την... Λουκία, έτσι;»
«Ναι.»
«Φέρ’ την. Τιμή μου να φιλοξενώ μια πειρατίνα απ’το παλιό σου τσούρμο.» Δεν ξέρω αν το λέει αυτό ειρωνικά ή όχι· ή τελείως ειρωνικά. Μου γνέφει (και κάτι στον τρόπο της, τότε, μου θυμίζει τους τρόπους της Πράσινης Κρίνης) και βαδίζει ξανά ανάμεσα στους φανατικούς δολοφόνους της.
Την ακολουθώ, και η Λουκία ακολουθεί εμένα, μαζί με τον γάτο της, τον Ακατάλυτο. Αυτή τη φορά κανείς δεν επιχειρεί να την εμποδίσει.
Η αμμουδιά ήταν γεμάτη σπασμένα αβγά.
Πριν από κάποιο καιρό, ενώ το φθινόπωρο δεν είχε ακόμα μπει και το καλοκαίρι εξακολουθούσε να είναι δυνατό, οι θαλάσσιες χελώνες είχαν σπάσει τα μαλακά κελύφη και είχαν τρέξει προς το νερό. Είχαν τρέξει σαν κάτι να τις κυνηγούσε, ή σαν ο ωκεανός να ήταν το πιο μαγευτικό θέαμα που μπορούσαν ποτέ να διανοηθούν με τα ζωώδη μυαλά τους. Είχαν βουτήξει και είχαν αφήσει τα θαλάσσια ρεύματα να τις παρασύρουν μακριά. Μια ολόκληρη στρατιά από καβουκοφόρα ερπετά την οποία κανείς δεν είχε δει εδώ, στις βόρειες ακτές της Μικρυδάτιας, στις ακτές του Μεγάλου Δάσους, το οποίο απλωνόταν πυκνό και σκοτεινό μετά την αμμουδιά.
Τώρα, μες στον ψυχρό φθινοπωρινό άνεμο, ενώ οι δίδυμοι ήλιοι της Υπερυδάτιας βρίσκονταν ψηλά στον ουρανό, ένας άντρας στεκόταν σ’αυτή την αμμουδιά που οι θαλάσσιες χελώνες είχαν, βιαστικά, διασχίσει για να πέσουν στο αλμυρό νερό. Από το πέρασμά τους τίποτα δεν είχε απομείνει πλέον – κανένα ίχνος πάνω στις άμμους – πέρα από τα σπασμένα αβγά, πολλά από τα οποία ήταν ή τελείως θαμμένα ή μισοθαμμένα, αλλά τα περισσότερα θραύσματα κείτονταν αποδώ κι αποκεί, σε φανερά σημεία.
Η γιγαντοχελώνα που είχε μεταφέρει τον άντρα ώς εδώ, πελώρια σαν ολόκληρο νησί άλλης διάστασης, ξεμάκραινε μες στον ωκεανό. Ο άντρας την είχε ήδη αποχαιρετήσει· δεν την κοίταζε τώρα: το βλέμμα του ήταν στραμμένο στην αμμουδιά και στο δάσος πέρα από αυτήν. Καταλάβαινε πού βρισκόταν· ή, τουλάχιστον, το υπέθετε.
Το δέρμα του ήταν κατάμαυρο σαν την πιο μαύρη νύχτα – ένα είδος δερματικού χρωματισμού που συνήθως σημάδευε κάποιον ως εξωδιαστασιακό στην Υπερυδάτια. Τα μαλλιά του ήταν πράσινα και μακριά. Άγρια γένια φύτρωναν στο πρόσωπό του, έχοντας μεγαλώσει τόσες ημέρες που είχε περάσει πάνω στη ράχη της γιγαντοχελώνας. Στους ώμους του ήταν ξαπλωμένο ένα φίδι του είδους των ταχύγλωττων εχιδνών, το οποίο ο ίδιος είχε ονομάσει Ευθαλία.
Ο άντρας άκουγε στο όνομα Γεώργιος, αλλά δεν ήταν το πραγματικό του. Το πραγματικό δεν το γνώριζε· το αναζητούσε – μαζί με το υπόλοιπο χαμένο παρελθόν του. Πολλοί στην Υπερυδάτια τον ήξεραν πλέον ως Οφιομαχητή.
Είχαν περάσει πάνω από δύο χρόνια από τότε που θυμόταν να έχει έρθει σε τούτη τη διάσταση, ξεβρασμένος στο Πλοκάμι των Ναυαγίων, κοντά στον Ναό της Έχιδνας.
Και τώρα, πάλι ναυαγός ήταν.
Βάδισε για λίγο στην αμμουδιά, σκαλίζοντας τα σπασμένα αβγά με το σπαθί στο χέρι του – το Φιλί της Έχιδνας – και σκέφτηκε: Ναι, χελωνών πρέπει να είναι... Θαλάσσιων χελωνών... Αλλά μάλλον όχι γιγαντοχελωνών, υπέθετε. Εκτός αν οι γιγαντοχελώνες, που γίνονταν τόσο τεράστιες, μπορούσαν να βγαίνουν από τόσο μικρά αβγά... Ποιος ξέρει; Ο Γεώργιος δεν ήταν σίγουρος για τη βιολογία τους.
Πλησίασε τις παρυφές του δάσους που απλωνόταν μετά την αμμουδιά, αχανές, πυκνό, σκοτεινό. Ο Οφιομαχητής είχε δύο επιλογές: ή να βαδίσει πλάι στις ακτές ώσπου να φτάσει κάπου όπου το δάσος τελείωνε, ή να διασχίσει το δάσος. Το Μεγάλο Δάσος της Μικρυδάτιας, αν δεν έκανε λάθος.
Για την ώρα, όμως, απλά ήθελε να φάει. Και ήξερε πώς να κυνηγά – γνώσεις και ικανότητες από το αινιγματικό παρελθόν του.
Μπήκε στο δάσος και άρχισε να ψάχνει για θήραμα, αφήνοντας την Ευθαλία ν’αναζητήσει το δικό της φαγητό. Από μόνη της είχε έρθει μαζί του – επέμενε να έρθει – επομένως και τώρα θα επέστρεφε αν ήθελε να επιστρέψει. Κι αν δεν ήθελε, η ζωή της ήταν δική της, όχι δική του.
Καθώς κυνηγούσε μέσα στο Μεγάλο Δάσος, ο Οφιομαχητής αισθάνθηκε ότι το είχε ξανακάνει αυτό σε κάποιο άλλο δάσος, κάποιας άλλης διάστασης. Πράγμα που δεν τον εξέπληττε. Αλλά, δυστυχώς, δεν θυμόταν καμιά λεπτομέρεια, κι έπρεπε να καταπολεμήσει την τρομερή οργή του με τις διδαχές του Γέρου του Ανέμου. Η οργή δεν σε ωφελεί όταν στήνεις καρτέρι περιμένοντας να σκοτώσεις.
Βγαίνοντας πάλι στην αμμουδιά τραβούσε μαζί του ένα σκοτωμένο ζαρκάδι. Άναψε φωτιά και άρχισε να το γδέρνει μ’ένα μαχαίρι. Το τομάρι του το πέταξε. Ένα μέρος από το σώμα του το έκοψε φέτες και τις τοποθέτησε πάνω από τις φλόγες, για να ψηθούν. Είχε έρθει απόγευμα πλέον· οι σκιές πύκνωναν.
Η Ευθαλία είχε επιστρέψει κοντά του. Τυλίχτηκε γύρω από την κνήμη του, σκαρφάλωσε στο γόνατό του. Σύριξε σαν σε χαιρετισμό. Ο Οφιομαχητής καταλάβαινε, διαισθανόταν, ότι ήταν ικανοποιημένη από το δικό της κυνήγι.
Ο ίδιος ένιωθε... χαμένος. Γι’ακόμα μια φορά, χαμένος σε τούτη τη διάσταση που ήταν όλο νερό και πλωτές ηπειρονήσους. Ακόμα περνούσαν απ’το μυαλό του σκηνές με τους κουρσάρους του να σκοτώνονται ο ένας μετά τον άλλο... από αυτούς τους χασάπηδες. Τον Μεγαλοφονιά και τους συμμάχους του. Ο Γεώργιος θα επέστρεφε στην Ιχθυδάτια, αργά ή γρήγορα, και θα τους ξεπάστρευε όλους! Το Φιλί της Έχιδνας θα έκοβε τα σώματά τους, θα έπινε το αίμα τους.
Με μια τρομερή κραυγή, ο Οφιομαχητής κάρφωσε το ξίφος του πάνω στο κουφάρι του ζαρκαδιού που είχε απομείνει αφημένο παραδίπλα, και μετά τίναξε ολόκληρο το νεκρό ζώο: το εκτόξευσε στην άλλη άκρη της αμμουδιάς σαν καταπέλτης. Χάθηκε μες στις σκιές του απογεύματος.
Ο Γεώργιος έκλεισε τα μάτια του φέρνοντας στον νου του το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου, διώχνοντας τη φαρμακερή οργή της Έχιδνας από την ψυχή του. Και κάθισε ξανά πλάι στη φωτιά, περιμένοντας το κρέας να ψηθεί. Ύστερα από λίγο σηκώθηκε, πήγε να βρει το σκοτωμένο ζώο που είχε εκτοξεύσει, και, τραβώντας το πίσω του στην άμμο, επέστρεψε. Ήταν ανοησία να πετάς έτσι το φαγητό που πιθανώς να σου χρειαζόταν στο σύντομο μέλλον.
Όταν το κρέας είχε ψηθεί, έφαγε και μετά βρήκε ένα πιο καλυμμένο μέρος για να περάσει τη νύχτα, γιατί ο άνεμος είχε αρχίσει να δυναμώνει, φέρνοντας ψηλά κύματα, παρασέρνοντας την άμμο, τα κλαδιά, τα φύλλα. Ο Οφιομαχητής, βέβαια, ποτέ δεν κοιμόταν αλλά τα βράδια προτιμούσε να ξεκουράζεται.
Καθισμένος οκλαδόν πίσω από δυο χοντρούς κορμούς στις παρυφές του Μεγάλου Δάσους, με τα μάτια κλειστά, άφησε την Πάροδο του Πράου Ανέμου να μουρμουρίζει μέσα του για ώρες, ενώ το Φιλί της Έχιδνας ήταν απλωμένο πάνω στα γόνατά του, γυμνολέπιδο, και η Ευθαλία ήταν ξαπλωμένη νωχελικά στους ώμους του. Τ’αφτιά του αφουγκράζονταν τα πάντα· δύσκολα κάποιος, ή κάτι, θα μπορούσε να τον ξαφνιάσει πλησιάζοντας.
Όταν ο Πρώτος Ήλιος ξεμύτισε από την ανατολή, τα βλέφαρα του άνοιξαν και σηκώθηκε όρθιος. Η Ευθαλία γλίστρησε από τους ώμους του και τυλίχτηκε στον πήχη του αριστερού του χεριού. Όλη νύχτα, ο Γεώργιος αναρωτιόταν πού να πάει. Ν’ακολουθήσει τις ακτές ή να βαδίσει μες στα δάση; Και είχε πλέον αποφασίσει το δεύτερο, αν και ίσως να ήταν το πιο παράλογο αντικειμενικά. Το είχε αποφασίσει γιατί ήλπιζε ότι μπορεί να τον βοηθούσε να ανακτήσει τις αναμνήσεις του. Νόμιζε ότι αυτό το δάσος κάτι τού θύμιζε από το παρελθόν του.
Ίσως να είμαι από τη Μοργκιάνη, λοιπόν, σκέφτηκε καθώς ξεκινούσε να οδοιπορεί μες στη βλάστηση, με το Φιλί της Έχιδνας στο χέρι του. Ίσως να είμαι από τη Μοργκιάνη. Γιατί ήξερε ότι εδώ κάπου, στο Μεγάλο Δάσος της Μικρυδάτιας, υπήρχε μια διαστασιακή δίοδος που οδηγούσε από τη Μοργκιάνη στην Υπερυδάτια – μόνο από. Ήταν μια από εκείνες τις διαστασιακές διόδους που ονομάζονταν μονόδρομες: σε έστελναν σε κάποια άλλη διάσταση αλλά δεν μπορούσαν και να σε γυρίσουν πίσω.
Από τη μεριά της Μοργκιάνης, η συγκεκριμένη δίοδος ήταν στο Δάσος των Ψυχών. Ο Γεώργιος θυμόταν τη γεωγραφία διάφορων διαστάσεων, όμως θεωρητικά μόνο. Δεν θυμόταν και πώς τα γνώριζε όλα τούτα. Δεν θυμόταν αν όντως είχε ταξιδέψει ποτέ σ’αυτά τα μέρη.
Το Μεγάλο Δάσος, πάντως, νόμιζε ότι έμοιαζε κάπως με τα απέραντα, σκοτεινά δάση της Μοργκιάνης... πράγμα που, φυσικά, δεν σήμαινε τίποτα. Διότι και σ’άλλες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος υπήρχαν τέτοια, πυκνά δάση. Ο Γεώργιος δεν μπορούσε να είναι σίγουρος ότι καταγόταν από τη Μοργκιάνη. Και δεν ήταν εύκολο να κάνει μια βόλτα ώς εκεί· στην Υπερυδάτια δεν υπήρχαν δίοδοι που οδηγούσαν προς Μοργκιάνη, αλλά μόνο δίοδοι που οδηγούσαν από Μοργκιάνη. Η μία ήταν εδώ, στο Μεγάλο Δάσος· η άλλη ήταν στον ωκεανό, νότια Μικρυδάτιας – πάντα νότια της Μικρυδάτιας: η δίοδος μετακινιόταν μαζί με την ηπειρόνησο· αν εντόπιζες τη μία, μπορούσες να εντοπίσεις και την άλλη.
Για να ταξιδέψεις από Υπερυδάτια προς Μοργκιάνη έπρεπε να διασχίσεις το Σύμπλεγμα – μια ενδιάμεση διάσταση με διόδους προς και από πολλές διαστάσεις – ή να μπεις στον Αιθέρα (άλλη μια ενδιάμεση διάσταση), να πας στην Αλβέρια, και από εκεί να περάσεις στη Μοργκιάνη.
Ο Γεώργιος ήξερε καλά πώς να ταξιδεύει στις διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος. Τι ήμουν παλιά; Εξερευνητής; Έμπορος; Και κυνηγός, συγχρόνως; Δε μπορούσε να απαντήσει. Παρότι γνώριζε πολλά, όλες οι μνήμες σχετικά με τον εαυτό του είχαν χαθεί όταν το πλοίο του καταποντίστηκε και η Έχιδνα τον φίλησε...
Ταξίδευε τώρα μέσα στο Μεγάλο Δάσος, παρατηρώντας, ακούγοντας. Διαισθανόταν την παρουσία ερπετών κάπου-κάπου. Διαισθανόταν και ότι ερπετά τον ακολουθούσαν, γιατί κι εκείνα τον ένιωθαν.
Δε μπορούσε να οδοιπορεί γρήγορα εδώ, με τόση βλάστηση, έτσι κρατούσε έναν σταθερό ρυθμό, και είχε πάντα το νου του για πιθανούς κινδύνους.
Υπήρχαν, άραγε, άγριοι ερπετοειδείς στο Μεγάλο Δάσος; Δεν ήταν σίγουρος. Δεν είχε ακούσει κάτι. Αλλά δεν θα το θεωρούσε καθόλου απίθανο να υπήρχαν.
Μία ολόκληρη ημέρα ταξίδευε, διασχίζοντας την πυκνή βλάστηση, βρίσκοντας ένα ρυάκι και πίνοντας νερό, ψήνοντας κρέας (από το ζαρκάδι που είχε σκοτώσει) και τρώγοντας. Δεν κυνήγησε ξανά, όμως το μεσημέρι, καθώς ξεκουραζόταν, έφτιαξε ένα απλό ξύλινο δοχείο, λαξεύοντάς το με το μαχαίρι του και με την υπεράνθρωπη δύναμή του. Το γέμισε νερό, για να έχει στο ταξίδι του ανά πάσα στιγμή. Όταν νύχτωσε, αναπαύθηκε στο εσωτερικό μιας σπηλιάς, και ερπετά ήρθαν για να του κάνουν συντροφιά. Η Ευθαλία δεν έμοιαζε να τα συμπαθεί. Ήταν πολύ κτητική μαζί του.
Το άλλο πρωί, ύστερα από οδοιπορία καμιάς ώρας, έφτασε σ’ένα βαθύ μέρος των δασών γεμάτο πέτρες και πέτρες που σίγουρα δεν ήταν πέτρες. Ο Γεώργιος στάθηκε. Αισθανόταν την παρουσία ερπετών, πολλών ερπετών.
Ορισμένες από τις «πέτρες» κινήθηκαν· και μετά, ολοένα και περισσότερες. Βγάζοντας κεφάλια, βγάζοντας πόδια. Οι χελώνες διαισθάνονταν την παρουσία του Οφιομαχητή όπως κι εκείνος διαισθανόταν τη δική τους. Και η φύση της παρουσίας τους ήταν ήρεμη, γαλήνια· τόσο ήρεμη, τόσο γαλήνια, που τον μαγνήτιζε. Ήταν σαν να ασκούσε κάποιου είδους μυστηριακή σαγήνη επάνω στη μονίμως οργισμένη ψυχή του... Είχε, μήπως, βρει ένα είδος ερπετού που μπορούσε να του διδάξει πώς να νικήσει την οργή του για πάντα; Πώς να διώξει, μια και καλή, το δηλητήριο της Έχιδνας; Ούτε ο Γέρος του Ανέμου δεν μπορούσε να το κατορθώσει αυτό. Μπορούσαν, άραγε, τούτες οι χελώνες στα βάθη του Μεγάλου Δάσους;
Δεν ήταν σαν τη γιγαντοχελώνα. Δεν ήταν θαλάσσιες, προφανώς, και η φύση τους ήταν διαφορετική. Η επαφή τους με το έδαφος ήταν πολύ δυνατή. Ήταν σταθερές.
Ο Οφιομαχητής, θηκαρώνοντας το Φιλί της Έχιδνας (που ώς τώρα είχε στο χέρι του καθώς ταξίδευε), βάδισε ανάμεσά τους, και οι χελώνες ύψωναν τα κεφάλια τους και τον κοιτούσαν, και χτυπούσαν τις μασέλες τους κάνοντας τακ! τακ! τακ! σαν να προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν ηχητικά μαζί του. Τον χαιρετούσαν όπως η γιγαντοχελώνα τον είχε χαιρετήσει.
Η Ευθαλία έβγαλε μερικά συρίγματα που μαρτυρούσαν ότι δεν συμπαθούσε και τόσο τα καβουκοφόρα ξαδέλφια της.
Ο Γεώργιος, όμως, δεν συμφωνούσε μαζί της. Κάθισε ανάμεσα στις χελώνες, οκλαδόν, και τις άφησε να συγκεντρωθούν ολόγυρά του σαν πιστοί που συγκεντρώνονται γύρω από ένα γιγάντιο είδωλο. Αν και ορισμένες δεν ήταν καθόλου μικρές. Υπήρχαν χελώνες διαφόρων μεγεθών εδώ: κάποιες σαν το πόδι του Γεώργιου, κάποιες στο ύψος μεγάλου σκύλου. Ένα παιδί θα μπορούσε να τις καβαλήσει αυτές και να πάει βόλτα.
Ο Οφιομαχητής έκλεισε τα μάτια του και άφησε τον εαυτό του να έρθει σε πλήρη νοητική επαφή με τα ερπετά που τον περιστοίχιζαν· προσπάθησε να καταλάβει τα μυστικά τους, τα οποία, φυσικά, δεν εκφράζονταν με ανθρώπινες λέξεις. Ήταν αδύνατον να εκφραστούν με ανθρώπινες λέξεις. Ήταν ψυχικές δονήσεις. Ήταν αισθήσεις και ένστικτα. Η σταθερότητά τους... η υπομονή τους... η ηρεμία τους... η αντοχή τους... η επιμονή τους... Οι χελώνες της ξηράς δεν μπορεί να ήταν πλάσματα μόνο της Έχιδνας, νόμιζε ο Γεώργιος, μα και του Αστερίωνα σίγουρα.
Η Ευθαλία σάλευε ανήσυχα πάνω στον πήχη του, λες και φοβόταν ότι τα ξαδέλφια της ίσως να διέφθειραν τον εραστή της με τις αλλόκοτες νοοτροπίες τους.
Ήταν υπερβολική, πίστευε ο Γεώργιος.
Και μετά, αισθάνθηκε κάτι καινούργιο να πλησιάζει. Μια παρουσία... μεγαλύτερη από τις υπόλοιπες· σταθερότερη από τις υπόλοιπες· ισχυρότερη από τις υπόλοιπες. Ερχόταν από τα δεξιά του. Ναι, τώρα μπορούσε και να την ακούσει, όχι μόνο να τη διαισθανθεί.
Τα μάτια του άνοιξαν, κοίταξαν. Είδαν ακόμα μια χελώνα, αλλά αυτή ήταν, για τα δεδομένα των χελωνών ξηράς, γιγάντια. Ούτε κατά διάνοια τόσο μεγάλη όσο οι γιγαντοχελώνες των ωκεανών, φυσικά, μα ήταν μεγάλη. Ήταν πιο ψηλή από τον Οφιομαχητή ενώ εκείνος καθόταν οκλαδόν στη γη, και θα ήταν στο ύψος του αν εκείνος σηκωνόταν όρθιος.
Ο Γεώργιος δεν νόμιζε ότι υπήρχαν πολλές τέτοιες χελώνες εδώ, ή πουθενά αλλού στην Υπερυδάτια. Δεν ήταν από κάποιο είδος. Ήταν κάτι το ιδιαίτερο. Και η αντίδραση των υπόλοιπων χελωνών το επιβεβαίωνε: την έβλεπαν σαν βασίλισσά τους· σαν θεά τους, ίσως. Τη λάτρευαν.
Αυτή η χελώνα δεν ήταν συνηθισμένη. Κάποιο πνεύμα βρισκόταν μέσα της, ήταν σίγουρος ο Οφιομαχητής. Κάποια οντότητα του Μεγάλου Δάσους. Σαν εκείνες που οι μάγοι του τάγματος των Δεσμοφυλάκων φυλάκιζαν και πρόσταζαν.
Η μεγάλη χελώνα τον πλησίασε, παρατηρώντας τον. Δεν ήταν εχθρική. Μέσα στην ψυχή του αισθάνθηκε δονήσεις που έμοιαζε να λένε Καλωσόρισες. Κάθισε μαζί μας.
Ναι, αυτό δεν ήταν ένα συνηθισμένο, φυσικό ζώο.
Είναι καιρός ύπνου, μουρμούρισε νοητικά η μεγάλη χελώνα. Καιρός ύπνου... Κοιμήσου μαζί μας...
Καιρός ύπνου; Προφανώς εννοούσε ότι ήταν φθινόπωρο, σκέφτηκε ο Γεώργιος. Δεν κοιμάμαι, αποκρίθηκε με ψυχικές δονήσεις κι εκείνος. Δεν κοιμάμαι ποτέ.
Μαζί μας θα ξεκουραστείς, επέμεινε η μεγάλη χελώνα, και κάθισε αντίκρυ του, μαζεύοντας τα πόδια της μέσα στο καβούκι της αλλά εξακολουθώντας να έχει το κεφάλι της έξω, ατενίζοντάς τον έντονα με μάτια που έμοιαζαν να περιέχουν κάτι περισσότερο από ζωώδη νοημοσύνη.
Ο Γεώργιος άρχισε να την πιστεύει. Ίσως η χελώνα να είχε δίκιο. Ίσως, όντως, να μπορούσε να ξεκουραστεί μαζί τους. Να κοιμηθεί όπως αυτές... για καιρό. Να κοιμηθεί, όπως ήθελε από τότε που είχε βρεθεί στον Ναό της Έχιδνας στις ανατολικές ακτές του Πλοκαμιού των Ναυαγίων. Να κοιμηθεί...
Αισθάνθηκε τα βλέφαρά του να βαραίνουν, να κλείνουν... παρά τη θέλησή του; Ή όχι; Σκοτάδι τον τύλιξε, κι ένιωσε να στροβιλίζεται, να στροβιλίζεται, να στροβιλίζεται...
–Ένα σύριγμα πλάι στ’αφτί του· κι άλλο ένα.
Τα μάτια του άνοιξαν.
Η Ευθαλία είχε σκαρφαλώσει στον ώμο του, και σύριζε τώρα για τρίτη φορά. Σύριζε σαν να ήθελε να τον προειδοποιήσει για κίνδυνο. Και ο Γεώργιος διαισθανόταν την ανησυχία της. Την ανησυχία της για εκείνον.
Τα μάτια της μεγάλης χελώνας εξακολουθούσαν να τον ατενίζουν σταθερά, αβλεφάριστα σαν τα δικά του.
Αυτή η χελώνα! Ή, μάλλον, αυτή η οντότητα μέσα στη χελώνα. Είχε προσπαθήσει να τον υπνωτίσει. Ακόμα το προσπαθούσε.
Κοιμήσου πλάι μας... Κοιμήσου πλάι μας... μουρμούριζε η φωνή της στο μυαλό του. Και δεν ήταν φωνή κανονικού ερπετού, φυσικά. Τα ερπετά δεν επικοινωνούσαν έτσι· ο Γεώργιος το ήξερε καλά. Δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν έτσι. Ήταν ζώα, μα την Έχιδνα.
Αυτό που έκανε η μεγάλη χελώνα τώρα τού θύμιζε αυτό που είχε κάνει εκείνος ο ερπετοειδής σαμάνος στο Φαρμακοτόπι. Δεν ήταν της ίδιας έντασης, σίγουρα, αλλά ήταν περίπου της ίδιας φύσης, νόμιζε ο Οφιομαχητής.
Κι αμέσως τινάχτηκε όρθιος, τραβώντας το σπαθί του. Στρέφοντάς το προς τη μεγάλη χελώνα.
Η οποία έχωσε το κεφάλι μες στο καβούκι της, όπως είχε ήδη κρύψει τα πόδια της.
Οι υπόλοιπες χελώνες εξακολουθούσαν να τον κοιτάζουν σαν μαγεμένες. Εξακολουθούσαν να εκπέμπουν εκείνη τη γαλήνια, ήρεμη αύρα, αν και τώρα όλες είχαν ανησυχήσει λιγάκι· ο Γεώργιος το καταλάβαινε. Είχαν θορυβηθεί από αυτό που έβλεπαν ως σύγκρουση ανάμεσα στη θεά τους και στον μυστηριώδη συγγενή.
Ο Οφιομαχητής κατέβασε το Φιλί της Έχιδνας, καταπολεμώντας την οργή εντός του. «Δεν είσαι κανονικό ερπετό...» μουρμούρισε αντικρίζοντας τη μεγάλη χελώνα, που θύμιζε κοτρόνα έτσι όπως ήταν μαζεμένη στο καβούκι της. «Είσαι κάτι άλλο που κρύβεται μέσα σ’ένα ερπετό.» Αλλά ο Γεώργιος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’αυτό. Αν ήταν μάγος – του τάγματος των Δεσμοφυλάκων, ειδικώς – υπέθετε ότι ίσως να είχε τη δύναμη να διώξει το παράξενο πνεύμα από τη μεγάλη χελώνα. Αλλά δεν ήταν μάγος. Δεν είχε το Χάρισμα.
Είχε, όμως, το Φιλί της Έχιδνας...
Ο Γεώργιος θυμήθηκε πως το Φιλί είχε τρομάξει τον δαίμονα της μάγισσας του Αθανάσιου Ζερδέκη, τον είχε τρέψει σε φυγή. Εξαιτίας των ευλογιών των ιερέων της Έχιδνας, μάλλον. Εξαιτίας των χαραγμάτων της Ιερατικής Γλώσσας επάνω στη λεπίδα.
Μπορούσε, άραγε, να κάνει το ίδιο κι εδώ;
Η Ευθαλία σύριξε πάλι κοντά σ’αφτί του. Τώρα, όμως, δεν ήταν φοβισμένη.
Ο Γεώργιος δεν ήθελε να χτυπήσει τη μεγάλη χελώνα με το σπαθί του. Δεν ήθελε να σκοτώσει, ή έστω και να τραυματίσει, ένα ερπετό, ένα ζώο, χωρίς καλό λόγο. Θα το έκανε μόνο αν η ζωή του κινδύνευε άμεσα· και η ζωή του τώρα δεν κινδύνευε ούτε καν έμμεσα. Δεν νόμιζε ότι το στοιχειακό του δάσους μέσα στη χελώνα μπορούσε πλέον να τον επηρεάσει με κανέναν τρόπο. Ο Οφιομαχητής είχε καταλάβει το κόλπο του. Είχε ξεφύγει από τον υπνωτισμό του.
Και δεν μπορούσε παρά να αναρωτιέται: Τι θα γινόταν αν όντως αποκοιμιόταν εκεί, καθισμένος ανάμεσα στις χελώνες; Θα δεχόταν επίθεση από τη μεγάλη χελώνα; Ή... θα κοιμόταν για πάντα; Ό,τι κι αν συνέβαινε, δεν νόμιζε πως θα ήταν τίποτα το καλό, πάντως.
Ο Γεώργιος έκανε δυο σταθερά βήματα, ζυγώνοντας τη μεγάλη χελώνα. Κρατώντας το Φιλί της Έχιδνας μπροστά του. Αλλά τώρα σαν ασπίδα, όχι σαν επιθετικό όπλο. Η αιχμή δεν ήταν στραμμένη στο υπερμέγεθες ερπετό· ήταν στραμμένη επάνω, στον ουρανό. Το πλατύ μέρος της λεπίδας, γεμάτο χαράγματα στην Ιερατική Γλώσσα της Έχιδνας, ήταν στραμμένο στη χελώνα.
Και πλησίαζε το καβούκι–
Τα πόδια του ερπετού, ξαφνικά, ξεπρόβαλαν από εκεί – μόνο τα πόδια, όχι το κεφάλι – και οπισθοχώρησε βιαστικά.
Φοβόταν τη λεπίδα! Τη φοβόταν. Άρα, το Φιλί της Έχιδνας μπορούσε να επηρεάσει το στοιχειακό μέσα στη μεγάλη χελώνα.
Ο Γεώργιος την πλησίασε ξανά, προσπαθώντας να φέρει το πλατύ μέρος του όπλου σε επαφή με το καβούκι της. Η χελώνα τώρα έβγαλε και το κεφάλι της καθώς απομακρυνόταν. Και τα μάτια της τον ατένιζαν με μίσος. Με μίσος. Αισθανόταν το μίσος της πολύ δυνατό, να έρχεται σαν δαιμονικά κύματα.
Μα δεν ήταν ισχυρότερο από την τρομερή θέληση εκείνου του σαμάνου στο Φαρμακοτόπι. Δεν μπορούσε να κρατήσει μακριά τον Οφιομαχητή.
Μ’ένα πήδημα ο Γεώργιος βρέθηκε πλάι στη μεγάλη χελώνα, και το σπαθί του–
Ένα της πόδι υψώθηκε απότομα, απομακρύνοντας τη λεπίδα, παραμερίζοντάς την· κι αμέσως τραβήχτηκε πίσω σαν να είχε αγγίξει κάτι καυτό, ή τρομερά παγωμένο, ή μολυσμένο. Ένας δυνατός, συριστικός ήχος βγήκε απ’τα ρουθούνια της.
«Δεν είσαι εκεί που θάπρεπε να βρίσκεσαι,» είπε ο Οφιομαχητής. Και πήδησε ξανά. Πιάστηκε στο μεγάλο καβούκι, το καβάλησε, ενώ η χελώνα έκανε πέρα-δώθε προσπαθώντας να τον αποτινάξει. Και θα τα κατάφερνε, γιατί δεν υπήρχαν μέρη για να γαντζωθεί· οι προεξοχές και οι εσοχές του καβουκιού ήταν μικρές, τα δάχτυλά του δεν μπορούσαν να καλοπιαστούν. Ο Γεώργιος, γρήγορα, έφερε το πλατύ μέρος της λεπίδας του Φιλιού σε πλήρη επαφή με τη χελώνα–
Ακόμα ένα δυνατό σύριγμα από τη μύτη της, και οι κινήσεις της έγιναν πιο έντονες – ο Γεώργιος γλίστρησε απ’το καβούκι και κύλησε στη γη, έπεσε πάνω σε μερικές από τις άλλες χελώνες, που αμέσως κρύφτηκαν μες στα δικά τους καβούκια. Τον παρακολουθούσαν όλες τους: παρακολουθούσαν τη σύγκρουσή του με τη θεά τους.
Ο Οφιομαχητής σηκώθηκε στο ένα γόνατο.
Η μεγάλη χελώνα έτρεχε τώρα να φύγει, και πήγαινε αξιοσημείωτα γρήγορα. Αυτά που έλεγαν για τις χελώνες, ότι είναι αργοκίνητες, ήταν φήμες κατά βάση. Εντάξει, δεν έτρεχαν και σαν γάτες, όπως ήξερε ο Γεώργιος απ’το μυστηριώδες παρελθόν του, αλλά ούτε ήταν και τόσο αργές. Όταν νόμιζαν, ειδικά, ότι υπήρχε κίνδυνος έτρεχαν αρκετά γρήγορα.
Αλλά η μεγάλη χελώνα δεν ήταν πιο σβέλτη από τον Οφιομαχητή καθώς εκείνος τινάχτηκε όρθιος και την κυνήγησε. Την έφτασε προτού χαθεί μες στη βλάστηση του δάσους και την έσπρωξε με το ελεύθερό του χέρι, και μ’όλη την υπεράνθρωπη δύναμή του. Η χελώνα γύρισε ανάποδα. Τα πόδια της πάλευαν με τον αέρα, τώρα, καθώς πάσχιζε απεγνωσμένα να γυρίσει ξανά από την καλή.
Ο Γεώργιος ήρθε από πάνω της και πλησίασε το Φιλί της Έχιδνας στο κεφάλι της – το οποίο αμέσως κρύφτηκε μες στο καβούκι. Ο Γεώργιος πίεσε το πλατύ μέρος της λεπίδας στην εμπρόσθια μεριά του καβουκιού. Τα μπροστινά πόδια της χελώνας έγιναν επιθετικά ξαφνικά· μεγάλα νύχια στράφηκαν εναντίον του, γρατσουνίζοντας τα δικά του πόδια – τις κνήμες, τα γόνατα, τους μηρούς του – κάνοντας μεγάλα σκισίματα στο παντελόνι του, τραυματίζοντάς τον, τινάζοντας σκούρο-μπλε αίμα.
Το Φιλί της Έχιδνας δεν απομακρύνθηκε από τη θέση του· έμεινε πιεσμένο στην εμπρόσθια μεριά του καβουκιού, μην αφήνοντας το κεφάλι της χελώνας να βγει, ακόμα κι αν εκείνη ήθελε να το βγάλει.
Και ολόκληρο το καβούκι τραντάχτηκε απρόσμενα σαν από μια τρομερή εσωτερική δύναμη, και το χορτάρι γύρω απ’την αναποδογυρισμένη χελώνα ταρακουνήθηκε λες και το είχε χτυπήσει άνεμος – αλλά τέτοιος άνεμος δεν φυσούσε. Ένας ήχος – κάτι ανάμεσα σε σφύριγμα του αέρα και ουρλιαχτό οργισμένου δαίμονα – αντήχησε. Και μετά... ησυχία...
Η μεγάλη χελώνα έκρυψε και τα πόδια μες στο καβούκι της.
Το στοιχειακό είχε φύγει· δεν ήταν μέσα της πλέον. Ο Γεώργιος το καταλάβαινε, το διαισθανόταν. Ένιωθε την πραγματική παρουσία της χελώνας. Ερχόταν σε επαφή με τον ερπετικό, ζωώδη νου της. Την είχε ελευθερώσει. Τόσο καιρό, το στοιχειακό κρατούσε φυλακισμένη τη νόησή της, περιορισμένη, υπό τον έλεγχό του. Εκείνο ήταν ο καπετάνιος του σώματός της. Όχι μόνο το μετακινούσε αλλά πρέπει και να ρύθμιζε κάπως τη βιολογία του, υπέθετε ο Γεώργιος, γιατί σίγουρα δεν ήταν φυσικό αυτό το μέγεθος που είχε αναπτύξει η χελώνα. Δεν ήταν φυσικό για Υπερυδάτια χελώνα ξηράς. Το ύψος της ήταν σαν το δικό του, μα την Έχιδνα, όταν στεκόταν όρθιος! Αν δεν είχε την υπεράνθρωπη δύναμη που είχε, δεν θα μπορούσε ποτέ να τη γυρίσει ανάποδα.
Ο Γεώργιος, τώρα, την έσπρωξε πάλι και τη γύρισε απ’την καλή. Τα πόδια της παρουσιάστηκαν ύστερα από λίγο, καθώς στεκόταν και την κοιτούσε προσπαθώντας να της μεταβιβάσει, νοητικά, ότι ήταν φίλος της. Και μετά από τα πόδια βγήκε και το κεφάλι. Τα μάτια της έμοιαζαν τόσο διαφορετικά... Τον ευχαριστούσαν. Η χελώνα καταλάβαινε τι είχε συμβεί· απλώς είχε... τρομοκρατηθεί τόσο πολύ από την πάλη του Οφιομαχητή με το στοιχειακό, τον δεσμοφύλακά της.
Η χελώνα τού ήταν υποχρεωμένη. Τον έβλεπε ως σωτήρα της.
«Μην το κάνεις θέμα,» της είπε ο Γεώργιος, μειδιώντας, και χάιδεψε το κεφάλι της με το ελεύθερό του χέρι.
Η Ευθαλία έβγαλε ένα αργόσυρτο σύριγμα, ακόμα πιασμένη στον ώμο του. (Παρά τις προηγούμενες τούμπες, είχε, κάπως, καταφέρει να μην πέσει από πάνω του.)
«Να προσέχεις τώρα,» είπε ο Γεώργιος, παρότι ήξερε πως η χελώνα, φυσικά, δεν καταλάβαινε τις γλώσσες των ανθρώπων – τέτοια γίνονταν μόνο στα Υπερυδάτια παραμύθια. «Αν και δεν νομίζω ότι αυτό το πράγμα θα ξαναγυρίσει... ό,τι κι αν ήταν,» μουρμούρισε, κοιτάζοντας ολόγυρα, τις σκιές του δάσους. Είχε την αίσθηση πως το στοιχειακό είχε χάσει πλήρως τον έλεγχό του επάνω στη χελώνα. Δε νόμιζε ότι μπορούσε να μπαίνει κατά βούληση μέσα σε όποια χελώνα, ή όποιο ζώο, ήθελε. Πρέπει να είχε κάπως δεθεί μ’αυτή τη συγκεκριμένη. Ίσως από τότε που ήταν πολύ μικρή. Ή ίσως ακόμα κι από τότε που ήταν μες στο αβγό της, προτού το σπάσει και βγει. Γι’αυτό κιόλας μπορούσε να ελέγχει τη βιολογία της και να την κάνει να μεγαλώσει τόσο πολύ. Αφύσικα πολύ.
Οι άλλες χελώνες ήταν ξανά γύρω από τον Οφιομαχητή και τη θεά τους, και κοίταζαν... κοίταζαν... Ναι, εξακολουθούσαν να τη βλέπουν ως θεά τους, ως αρχηγό τους, καταλάβαινε ο Γεώργιος· αυτό δεν είχε αλλάξει με την εκδίωξη του στοιχειακού.
Ο Οφιομαχητής θηκάρωσε το Φιλί της Έχιδνας, και κάθισε πάλι ανάμεσά τους, οκλαδόν, για να συνεχίσει την επαφή του μαζί τους, για να διδαχτεί ό,τι μπορούσε από τα μυστικά τους. Κι αυτή τη φορά ούτε η Ευθαλία δεν έμοιαζε να φέρνει αντίρρηση.
Οι ήρεμες παρουσίες των χελωνών ήταν παντού γύρω του. Μετά από λίγη ώρα, ο Οφιομαχητής ξέχασε την οργή του.
Αλλά μόνο προσωρινά.
Η Φαρμακερή Βασίλισσα μάς οδηγεί σε μια από τις υπόγειες αίθουσες του άντρου της η οποία είναι στολισμένη σαν σαλόνι. Όχι μεγάλη, αλλά ούτε και μικρή. Έχει κάποια καθίσματα τριγύρω, έχει χαλί στο πάτωμα, έχει κρεμασμένη μια ταπετσαρία στον έναν τοίχο – από τις φημισμένες ταπετσαρίες της Ιχθυδάτιας.
Κανείς άλλος δεν είναι εδώ· η Κρίνη κάνει νόημα σ’όλους που συναντάμε να μείνουν πίσω. Μου δείχνει εμπιστοσύνη ότι δεν θα της επιτεθώ. Αλλά, συγχρόνως, παρατηρώ πως το βάδισμά της έχει αλλάξει· δεν είναι το προκλητικό βάδισμα της πόρνης που είχα γνωρίσει στον Οίκο της Ανεμώνης. Μοιάζει περισσότερο με το βάδισμα μιας επικίνδυνης, ετοιμοπόλεμης Ρινέας γάτας.
«Καθίστε,» μας λέει δείχνοντας τα καθίσματα.
Η Λουκία μού ρίχνει ένα ερωτηματικό βλέμμα.
Της γνέφω καταφατικά: Όλα είναι εντάξει εδώ.
Φαίνεται να καταλαβαίνει τι θέλω να πω· παίρνει θέση στην άκρη ενός καναπέ, με τον Ακατάλυτο στην αγκαλιά της ακόμα, αλλά μοιάζοντας έτοιμη να τιναχτεί επάνω οποιαδήποτε στιγμή, για να πολεμήσει, ή να τρέξει. Ελαφρώς διασκεδασμένος, παρατηρώ πως και οι δύο γυναίκες μαζί μου σ’ετούτο το δωμάτιο είναι το ίδιο ετοιμοπόλεμες αλλά με τελείως διαφορετικό τρόπο. Η Πράσινη Κρίνη: μετάξι που, σαν λεπίδα, κόβει μετάξι. Η Λουκία: ένας ατίθασος άνεμος της θάλασσας. Κι οι δυο τους εξίσου επικίνδυνες.
Κάθομαι κι εγώ στον καναπέ.
«Θα πιείτε κάτι;» μας ρωτά η Φαρμακερή Βασίλισσα πλησιάζοντας μια μικρή κάβα στη γωνία.
«Αίμα της Έχιδνας;» λέω ακουμπώντας την πλάτη μου στο κάθισμα.
«Φυσικά και έχω,» μου αποκρίνεται. Και κοιτάζει ερωτηματικά τη Λουκία.
«Δε θέλω τίποτα,» λέει εκείνη, μάλλον πολύ τσιτωμένη για να πιει.
Η Βασίλισσα ανασηκώνει τους ώμους. Ανοίγει ένα ντουλαπάκι, βγάζει ένα μπουκάλι Αίμα της Έχιδνας, γεμίζει δυο κρυστάλλινα ποτήρια. Από ένα μικρό ψυγείο της κάβας παίρνει μερικά παγάκια, τα ρίχνει μες στα ποτήρια, και, με ένα σε κάθε χέρι, επιστρέφει κοντά μου. Μου δίνει το ένα και το άλλο το κρατά για τον εαυτό της. Κάθεται σε μια πολυθρόνα αντίκρυ μας, σταυρώνοντας τα όμορφα πόδια της στο γόνατο κάτω από τη μαύρη ρόμπα με τα χρυσαφιά και αργυρά κεντήματα.
«Τι μέρος είν’ αυτό;» τη ρωτάω, δείχνοντας τριγύρω με το ποτήρι μου. «Δε νομίζω να το σκάψατε εσείς...»
Η Πράσινη Κρίνη μειδιά λεπτά. «Παρατηρητικός όπως πάντα, Γεώργιε.» Πίνει μια μικρή γουλιά απ’το ποτό της. «Όχι, δεν το σκάψαμε εμείς αυτό το άντρο. Το βρήκαμε εδώ, έτοιμο, να μας περιμένει. Ή, μάλλον, το είχαν βρει προτού εγώ μπω στα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου. Λένε πως είναι από τον καιρό της Συμπαντικής Παντοκρατορίας, πριν από ενάμιση αιώνα· αλλά ακόμα στέκει δυνατό. Τα έφτιαχναν καλά τότε. Υποθέτουμε ότι πρέπει να ήταν βάση επαναστατών, ή κάτι τέτοιο. Ανθρώπων εναντίον της Παντοκρατορίας. Όμως δεν έχει σημασία τι ήταν· τώρα είναι δικό μας.
»Γεώργιε... Από πότε έχουμε να ειδωθούμε... Πόσες ιστορίες έχεις να μου πεις.» Το μειδίαμά της πλαταίνει. «Γιατί τόσο καιρό δεν ξανάρθες στη Σκιάπολη;»
«Θα σε είχα βρει εκεί αν είχα έρθει;» Πίνω κι εγώ μια γουλιά απ’το Αίμα στο ποτήρι μου. Δεν είναι άσχημο. Είναι, ίσως, ακριβώς ό,τι χρειάζομαι τώρα.
«Στην αρχή, μάλλον. Μετά, μάλλον όχι.»
«Ποια χρονική περίοδο ορίζεις ως αρχή; Προτού ή αφότου ξεκινήσεις να συνεργάζεσαι με καθάρματα σαν τον Μεγαλοφονιά;»
Η Φαρμακερή Βασίλισσα γελά, κι ακούγεται αληθινά διασκεδασμένη. «Μου κρατάς κακία γι’αυτό;»
«Θα έπρεπε, ίσως.» Και έχω την αίσθηση ότι την αγριοκοιτάζω· δεν μπορώ να συγκρατηθώ.
Το χαμόγελό της δεν σβήνει. Νομίζω ότι το άγριο βλέμμα μου της αρέσει, για κάποιο λόγο. Αλλά είναι η Πράσινη Κρίνη, μα την Έχιδνα· πάντα ήταν περίεργη. Τις φρίκαρε όλες τις άλλες στον Οίκο της Ανεμώνης· το θυμάμαι καλά. Εκτός από τη Μαντάμ, βέβαια. Η Μαντάμ δεν φρίκαρε με τίποτα· έκανε κουμάντο, η καπετάνισσα.
«Τα πράγματα έχουν αλλάξει, Γεώργιε,» μου λέει η Φαρμακερή Βασίλισσα. «Μη βιάζεσαι να κρίνεις–»
«Τα ίδια έλεγε κι αυτός ο χασάπης...»
«Και έχει δίκιο. Μην τον βλέπεις σήμερα όπως τον έβλεπες–»
«Δυσκολεύομαι, Κρίνη. Δυσκολ–»
«Αυτό δεν είναι το όνομά μου πια,» με διακόπτει, και υπάρχει κάτι το πολύ σταθερό στη φωνή της – μετάξι που, σαν λεπίδα, κόβει μετάξι. «Ποτέ δεν ήταν το πραγματικό μου όνομα, ούτως ή άλλως, και το ξέρεις.»
«Δεν ήθελες, όμως, να μου πεις το πραγματικό σου όνομα. Σε είχα ρωτήσει.»
Ανασηκώνει τους ώμους. «Προτιμούσα να είμαι επαγγελματική· όλες με ψευδώνυμα εργαζόμασταν στον Οίκο.» Γελά. Και πάλι δεν μου λέει το αληθινό της όνομα.
«Να σε αποκαλώ κι εγώ ‘Μεγάλη Οφιοκυρά’, λοιπόν;» Έτσι δεν την είπε ο Νικόλαος; Αποκλείεται να ήταν τυχαίο.
«Μπορείς να με λες ‘Βασίλισσά μου’, αν επιμένεις.» Είμαι σίγουρος πως την καταβρίσκει μ’αυτά τα καμώματα. Το χαμόγελό της είναι λοξό, διασκεδασμένο. Διαφέρει πολύ από την Πράσινη Κρίνη που ήξερα· μοιάζει απόλυτα βέβαιη για την προσωπική της δύναμη.
«Πώς κατέληξες εδώ;» τη ρωτάω. «Δε μου είχες πει ποτέ ότι είχες σχέσεις με Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου. Ούτε είχες επάνω σου το σημάδι τους.» Όλοι τους, άντρες και γυναίκες, έχουν τον Διπλό Καταβροχθιστή ως δερματοστιξία από το στήθος μέχρι την κοιλιά. Αν τον είχε και η Κρίνη, τότε, δεν μπορεί να μην το είχα προσέξει· πιο πολύ γυμνή την έβλεπα παρά ντυμένη.
«Τους ήξερα μόνο ως επικίνδυνη φήμη εκείνη την εποχή, Γεώργιε,» μου αποκρίνεται. «Αλλά προτού εξαφανιστείς από την Ιχθυδάτια, προτού μάθω για το τραγικό συμβάν στο Άνοιγμα, είχα ήδη αρχίσει να εκπαιδεύομαι στα όπλα και στη μάχη σώμα με σώμα. Είχα βρει έναν δάσκαλο στη Σκιάπολη – έναν άντρα που είχα γνωρίσει μέσω ενός πελάτη μου. Ήταν αρκετά μυστηριώδης: δεν έλεγε τίποτα για τον εαυτό του, και δεν δεχόταν να πληρωθεί σε... είδος. Μόνο λεφτά ζητούσε από εμένα, αν και θα προτιμούσα να τον πληρώνω με όμορφες νύχτες. Δυστυχώς, όμως, έπρεπε να του δίνω τα λιγοστά μου οχτάρια. Ήθελα οπωσδήποτε να μάθω να πολεμάω, Γεώργιε... για χάρη σου.»
«Για χάρη μου;» Τι στην ουρά της Έχιδνας λέει, γαμώτο;
«Σκόπευα να μπω στο πλήρωμά σου. Αλλά το ήξερα πως δεν θα με δεχόσουν έτσι–»
«Είχες δίκιο. Δεν ήσουν κουρσάρος.»
«Βλέπεις; Αλλά ήθελα να είμαι μαζί σου. Οπότε, σκεφτόμουν πως αν εκπαιδευόμουν στη μάχη θα δεχόσουν να με πάρεις στο πλήρωμα. Θα σου αποδείκνυα ότι μπορούσα να είμαι μέσα στο τσούρμο των Αγενών και να πολεμάω σαν αυτούς. Όμως, προτού προλάβω να ολοκληρώσω την εκπαίδευσή μου, έμαθα ότι οι Αγενείς καταστράφηκαν: ότι κάποιοι από τους άλλους κουρσάρους συμμάχησαν, με αρχηγό τον Μεγαλοφονιά, και τους τσάκισαν στο Άνοιγμα του Στόματος. Ελάχιστοι έμειναν ζωντανοί, ψιθύριζαν στους δρόμους της Σκιάπολης, και κανείς δεν ήταν βέβαιος αν ο αρχηγός τους, ο Οφιομαχητής, ήταν ανάμεσα στους ζωντανούς ή σ’αυτούς που τους είχε φάει ο Αβυσσαίος.
»Για πολλές ημέρες ήμουν πολύ στεναχωρημένη, Γεώργιε. Μου έμοιαζε ότι ξαφνικά τα πάντα είχαν χάσει το νόημά τους. Σε περίμενα να έρθεις κάποια νύχτα στον Οίκο της Ανεμώνης και να μου πεις ιστορίες από τις περιπέτειές σου ξανά... αλλά δεν ερχόσουν.
»Συνέχιζα, όμως, να επισκέπτομαι τον Δάσκαλο και να εκπαιδεύομαι. Ήταν σαν... διαφυγή για εμένα. Μια διέξοδος. Ο Δάσκαλος μού είπε ότι τώρα μαχόμουν πιο άγρια από πριν, αλλά και πιο απρόσεχτα. Δε θα επιβίωνα έτσι αν έμπλεκα σε πραγματική μάχη· και με πλάκωσε στο ξύλο για να μου το αποδείξει. Δεν άφησε παρά ελάχιστα σημάδια επάνω μου, ωστόσο – δεν ξέρω πώς τα κατάφερε – γιατί γνώριζε τη δουλειά μου. Καταλάβαινε πως αν επέστρεφα στη Μαντάμ με τα μάτια μελανιασμένα θα μ’έδιωχνε απ’τον Οίκο...» Πίνει μια γουλιά Αίμα της Έχιδνας, και συνεχίζει:
«Ο Δάσκαλος μού είπε μια μέρα ότι ήμουν ‘πολύ οργισμένη’, ότι είχα ‘τη μάνητα της Έχιδνας’ μέσα μου. Τι είχε αλλάξει; με ρώτησε. Και του μίλησα για εσένα. Του είπα ότι, εκτός των άλλων, δεν μπορούσα πλέον ν’ακούω τις άθλιες διαδώσεις που κυκλοφορούσαν για τον Οφιομαχητή και το διαλυμένο τσούρμο του. Τους μισούσα όλους. Όλους. Η Σκιάπολη ήταν – ακόμα είναι – ένας λάκκος διαφθοράς και εκμετάλλευσης: Το πρόσεχα τώρα σαν για πρώτη φορά. Σαν παλιά να ήμουν τυφλή και να μη μπορούσα να το δω. Σαν ο θάνατός σου – γιατί τότε πίστευα ότι ήσουν νεκρός – να είχε αλλάξει κάπως την αντίληψή μου.»
«Με συγχωρείς,» της λέω. «Δεν το έκανα επίτηδες.»
«Ναι, το είχα καταλάβει αυτό, Γεώργιε. Αλλά έτσι αισθανόμουν. Δεν ένιωθα πια ότι... ταίριαζα στη Σκιάπολη. Όχι πως και παλιά ταίριαζα ακριβώς. Ουσιαστικά, ποτέ δεν ταίριαζα. Όμως είχα κάνει όνειρα – ότι θα έφευγα από εκεί, μαζί σου, μέσα στο πλήρωμά σου, ότι θα τριγύριζα κι εγώ στις θάλασσες, ανάμεσα σε κουρσάρους. Και τώρα... τώρα αυτό δεν πρόκειται να συνέβαινε. Ήμουν καταδικασμένη στον Οίκο της Ανεμώνης πάλι, ή... ή τίποτα χειρότερο.
»Ο Δάσκαλος διέκρινε την οργή μου. Ο Δάσκαλος ήταν πολύ, πολύ οξυδερκής, Γεώργιε. Ήταν σοφός, παρότι όχι και τόσο μεγάλος. Στην ηλικία σου πρέπει να ήταν – αν και δεν ξέρω πόσο ακριβώς είσαι.»
«Ούτε εγώ ξέρω,» της λέω και πίνω μια ακόμα γουλιά Αίμα της Έχιδνας.
«Τέλος πάντων.» Η Πράσινη Κρίνη τραβά ένα τσιγάρο μέσα από τη ρόμπα της και το ανάβει μ’έναν ενεργειακό αναπτήρα. Καπνίζει φιγουράτα, όπως τη θυμάμαι. Κάποια πράγματα, τελικά, δεν αλλάζουν. «Ο Δάσκαλος μού πρότεινε–»
«Δεν είχε όνομα αυτός ο Δάσκαλος;»
«Δεν έχει σημασία το όνομά του. Γεώργιο τον έλεγαν.»
«Με δουλεύεις;»
«Όχι. Πραγματικά, Γεώργιο τον έλεγαν.» Και συνεχίζει: «Ο Δάσκαλος μού πρότεινε να εγκαταλείψω τον Οίκο της Ανεμώνης. ‘Και τι να κάνω, Δάσκαλε;’ τον ρώτησα. ‘Δεν ξέρω καμιά άλλη δουλειά.’
»‘Με όλα όσα σε έχω μάθει;’ μου αποκρίθηκε. ‘Ξέρεις τώρα άλλη μία δουλειά, Ευτυχία–’»
«Ευτυχία;»
«Κάθαρμα!» με επιπλήττει χαριτολογώντας. «Παρασύρθηκα.» Σοβαρά; Δεν την πιστεύω. Ίσως να πίστευα την Πράσινη Κρίνη, όχι τη Φαρμακερή Βασίλισσα.
Συνεχίζει πάλι την ιστορία της: «‘Τώρα,’ μου είπε ο Δάσκαλος, ‘ξέρεις να κάνεις άλλη μία δουλειά.
»‘Έλα μαζί μου,’ μου είπε. ‘Είναι ώρα για την τελευταία σου δοκιμασία. Δε νομίζω να με απογοητεύσεις.’ Και με οδήγησε σ’ένα καταγώγιο στο Ρύγχος, κάτω από τη σκιά των τειχών του Οχυρού των Χορκάνηδων· κι εκεί, φορώντας κι οι δύο κουκούλες στα κεφάλια, κρύβοντας τα πρόσωπά μας στη σκιά τους μες στο απόγευμα, επιτεθήκαμε – ο Δάσκαλός μου επιτέθηκε πρώτος, δηλαδή – σ’έναν τύπο που δεν ήταν άοπλος ούτε απροστάτευτος. Μας πολέμησε σαν δαίμονας του Λοκράθου (και, όπως αργότερα έμαθα, είχε όντως επαφές με πιστούς του Λοκράθου), και είχε και συντρόφους: τέσσερις σωματοφύλακες – δυο άντρες, δυο γυναίκες – που όλοι τους μάχονταν καλά. Ήμουν υποχρεωμένη να βοηθήσω τον Δάσκαλό μου· δεν μπορούσα να μείνω πίσω. Επιπλέον, αν αυτός σκοτωνόταν, μάλλον θα σκότωναν κι εμένα μετά. Τους χίμησα, με τις λεπίδες μου, χρησιμοποιώντας κάθε τεχνική και μέθοδο που μου είχε διδάξει. Και τότε... τότε κατάλαβα πόσο καλές ήταν οι διδαχές του, Γεώργιε. Αισθάνθηκα όπως μου είχε υποσχεθεί ότι θα αισθανόμουν: σαν δηλητηριώδες, άγριο φίδι ανάμεσα σε οικόσιτα κατοικίδια. Είχε δίκιο: τώρα ήξερα να κάνω ακόμα μία δουλειά. Να σκοτώνω.
»Τους λιανίσαμε όλους – και τον τύπο που ήταν στόχος του Δασκάλου μου και τους τέσσερις σωματοφύλακές του – κι εξαφανιστήκαμε μες στους δρόμους της Σκιάπολης, καταλήγοντας στην Αγορά, όπου συναντήσαμε κάποιους άλλους, με τους οποίους ο Δάσκαλός μου αντάλλαξε μερικές κουβέντες που δεν πολυκατάλαβα τότε. Ήμουν... ήμουν πολύ ζαλισμένη– ή, μάλλον, όχι· πολύ ενθουσιασμένη, είναι η σωστή λέξη, νομίζω. Είχα ανακαλύψει καινούργια πράγματα για τον εαυτό μου. Οι σκέψεις μου στροβιλίζονταν.
»Άρχισα να το σκέφτομαι σοβαρά να εγκαταλείψω τον Οίκο της Ανεμώνης. Αλλά τι να έκανα ακριβώς; Να γινόμουν μισθοφόρος; Να γινόμουν πειρατίνα; Όχι, αυτό το τελευταίο δεν μπορούσα να το κάνω. Δεν μπορούσα γιατί δεν είχα καμιά γνώση για πλοία και τέτοια πράγματα. Αν και θα ήθελα να γίνω κουρσάρος, αν όχι για τίποτε άλλο, για να κυνηγήσω τουλάχιστον τον Μεγαλοφονιά που σε είχε σκοτώσει, Γεώργιε.» Γελά. «Είχα τρομερές βλέψεις, τότε!» Πίνει Αίμα της Έχιδνας, φυσά καπνό.
«Δύο φορές ακόμα πήγα μαζί με τον Δάσκαλό μου σε παρόμοιες αποστολές εκκαθάρισης.» (Αποστολές εκκαθάρισης; Ορολογία Τέκνων του Φαρμακερού Κύκλου, αναμφίβολα.) «Εγώ η ίδια τού το ζήτησα· εκείνος μού είχε ήδη πει ότι ήμουν έτοιμη, δεν τον χρειαζόμουν άλλο. ‘Τώρα πλέον,’ μου είχε εξηγήσει, ‘μόνο δύο πράγματα μπορούν να είναι δάσκαλοί σου, Ευτυχία: η ζωή, και η Έχιδνα.’ Αλλά δεν ήθελα να τον εγκαταλείψω· είχα δεθεί μαζί του. Είμαι ανόητη, ίσως· δένομαι πάντα μ’αυτούς που δεν πρέπει. Τέλος πάντων. Τον ακολούθησα σε δύο ακόμα αποστολές εκκαθάρισης, χωρίς να ξέρω τότε τι ακριβώς γινόταν. Νόμιζα ότι ήταν μισθοφόρος, ίσως, ότι τον πλήρωναν για να κάνει αυτές τις επιθέσεις. Μισθοφόρος... ή δολοφόνος. Και στο δεύτερο δεν είχα πέσει πολύ έξω, φυσικά.
»Τον ρώτησα αν θα μπορούσα να δουλέψω κι εγώ όπως εκείνος. Ποιοι τον πλήρωναν; Θα μου τους γνώριζε; Πού μπορούσα να βρω παρόμοιους εργοδότες;
»Ο Δάσκαλός μου γέλασε, και μου είπε ότι, για ν’ακολουθήσω τον δρόμο του, έπρεπε να είμαι πρόθυμη να εγκαταλείψω πλήρως τον παλιό μου δρόμο. Να μην ξαναπάω ποτέ στον Οίκο της Ανεμώνης. Δεν θα είχα πια καμιά θέση εκεί. Ήμουν πρόθυμη να κάνω τέτοια αλλαγή στη ζωή μου;
»Ήμουν, του είπα. Και έλεγα αλήθεια. Βασικά, περίμενα να μου το προτείνει. Ήθελα να φύγω από τον Οίκο της Ανεμώνης ούτως ή άλλως· απλά χρειαζόμουν κάτι για να με παρακινήσει. Να μου δώσει μια νέα κατεύθυνση. Και τώρα την είχα βρει.
»Ο Δάσκαλος μού είπε: ‘Πρέπει να μυηθείς, λοιπόν. Όπως όλοι μας.’ Και, για πρώτη φορά, γδύθηκε μπροστά μου. Από τη μέση κι επάνω. Αισθάνθηκα την ανάσα μου να κόβεται – εγώ που έβλεπα άντρες γυμνούς, και όχι μόνο από τη μέση κι επάνω, σε καθημερινή βάση. Ο Δάσκαλος είχε ζωγραφισμένο στο στήθος και στη κοιλιά του τον Διπλό Καταβροχθιστή, τα δύο φίδια που το ένα τρώει την ουρά του άλλου. Και γνώριζα τι σήμαινε αυτό – είχα ακούσει. Σήμαινε ότι ήταν Τέκνο του Φαρμακερού Κύκλου...
»Στεκόμουν εκεί και τον κοίταζα, παγωμένη, μουδιασμένη, μη μπορώντας να μιλήσω.
»‘Η ζωή σου άλλαξε, Ευτυχία,’ μου είπε ο Δάσκαλος, και έλεγε αλήθεια. ‘Η Έχιδνα αφουγκράστηκε την οργή και τη δύναμή σου,’ μου είπε, ‘και σου άλλαξε τη ζωή. Είσαι μία από εμάς τώρα.’» Η Φαρμακερή Βασίλισσα σηκώνεται όρθια, αφήνοντας το ποτήρι της στον βραχίονα της πολυθρόνας (το τσιγάρο το είχε σβήσει πριν από λίγο, μέσα σ’ένα αργυρό τασάκι). Λύνει τη ρόμπα της και την ανοίγει χωρίς να την ενδιαφέρει που και η Λουκία είναι εδώ. Επάνω στο πράσινο δέρμα της, ξεκινώντας από το στήθος και τελειώνοντας στην κοιλιά, είναι ο Διπλός Καταβροχθιστής – ή ο Διπλογενής Όφις. Ο λεπτός, μαύρος στηθόδεσμός της ούτε κατά διάνοια δεν μπορεί να κρύψει μέρος του συμβόλου· το μόνο που κρύβει είναι οι θηλές της.
Η Φαρμακερή Βασίλισσα τυλίγει πάλι τη ρόμπα γύρω της, τη δένει, και κάθεται. «Αφού είχα λάβει το Ιερό Σημάδι – ο ίδιος ο Δάσκαλος το έκανε επάνω μου, ανεξίτηλο – άρχισα να ζω ως Τέκνο του Φαρμακερού Κύκλου. Λίγο περισσότερο από ένας χρόνος είχε περάσει από τότε που εξαφανίστηκες – από τότε που σε νόμιζα νεκρό – και... Θα άκουσες για τον Πόλεμο των Κουρσάρων, έτσι; Δε μπορεί να μην το άκουσες, όπου κι αν βρισκόσουν. Σε όποια ηπειρόνησο κι αν ήσουν.»
Γνέφω καταφατικά. «Ναι, το άκουσα. Αλλά είμαι σίγουρος πως όσοι βρίσκονταν τότε στην Ιχθυδάτια γνωρίζουν πιο πολλά...»
«Φυσικά και γνωρίζουμε πιο πολλά,» λέει η Φαρμακερή Βασίλισσα, πίνοντας Αίμα της Έχιδνας. «Η εξαφάνισή σου θεωρείται, μάλιστα, η αρχή του Πολέμου των Κουρσάρων. Ανεπίσημα, βέβαια, αλλά θεωρείται. Το ξέρεις;»
«Όχι.»
«Το φανταζόμουν.»
«Τι ακριβώς έγινε;»
«Οι Αγενείς σου κατάφεραν να τραυματίσουν άσχημα τους πειρατές που είχαν συμμαχήσει για να τους επιτεθούν. Αν και οι ίδιοι διαλύθηκαν, κι ελάχιστοι απέμειναν» – ρίχνει ένα λοξό, φευγαλέο βλέμμα στη Λουκία, η οποία κάθεται σιωπηλή μαζί με τον γάτο της, παρατηρώντας τη Φαρμακερή Βασίλισσα όπως θα παρατηρούσε κανείς ένα επικίνδυνο φίδι – «προτού διαλυθούν χτύπησαν άγρια τους εχθρούς τους. Ακόμα και τον Ευγένιο τον Μεγαλοφονιά. Οι πέντε ισχυρότεροι κουρσάροι στην Ιχθυδάτια είχαν χάσει μεγάλο μέρος της δύναμής τους. Ή, μάλλον, οι τέσσερις ισχυρότεροι κουρσάροι πλέον· κανείς δεν ξανάδε τη Γελαστή Ισμήνη.»
«Χαίρομαι γι’αυτό,» λέω, γιατί εγώ ο ίδιος την είχα πετάξει την καριόλα στη θάλασσα, τραυματισμένη. Δεν ήμουν σίγουρος αν είχε σκοτωθεί, αλλά, όπως φαίνεται, τα ψάρια έφαγαν το γαμημένο κουφάρι της όπως της άξιζε.
Η Πράσινη Κρίνη τελειώνει το Αίμα της Έχιδνας στο χέρι της. «Η έκρυθμη κατάσταση είχε ήδη ξεκινήσει από την κόντρα ανάμεσα στη Φύλακα της Ιλφόνης και τους Ηρμάντιους της Νοσρίντης. Αυτές ήταν οι δύο πρώτες πόλεις του Πολέμου. Αλλά, ύστερα από το επεισόδιο στο Άνοιγμα του Στόματος, ύστερα από τη διάλυση των Αγενών και την εξαφάνιση του Οφιομαχητή, κι άλλες πόλεις ακολούθησαν το επιθετικό παράδειγμά τους. Άρχισαν να πληρώνουν κουρσάρους για να χτυπάνε η μία τους εμπόρους της άλλης· ακόμα και για να επιτίθενται ευθέως στα λιμάνια τους. Οι Τρεις Πόλεις της Ουράς είχαν κόντρες με την Κυρτόπολη· η Ανώπολη με τη Μελκάρνια· η Σκιάπολη με την Οδοντόπολη. Και μετά, ακόμα κι οι Τρεις Πόλεις της Ουράς είχαν κόντρες αναμεταξύ τους – πράγμα που δεν είχε ξαναγίνει ποτέ. Α, ναι: και η Σαλντέρια είχε αντιπαλότητα με την Ιλφόνη.»
«Η Σαλντέρια; Με την Ιλφόνη;»
«Οι Έχοντες της Σαλντέρια πρέπει να θεωρούσαν ότι τώρα, λόγω της αντιπαλότητας με τη Νοσρίντη, η Ιλφόνη ήταν αποδυναμωμένη, άρα ευκαιρία να την αποδυναμώσουν κι άλλο, ώστε εκείνοι να γίνουν κυρίαρχοι του εμπορίου σ’όλη τη νότια πλευρά της Ιχθυδάτιας.»
Κοιτάζω τη Λουκία. «Δε μου τα είπες αυτά...»
«Είχαμε χρόνο για τέτοιες ιστορίες;» αποκρίνεται.
«Σωστά,» παραδέχομαι. Και προς την Πράσινη Κρίνη – την Ευτυχία – τη Φαρμακερή Βασίλισσα: «Τι έγινε; Βγήκε κανείς από πάνω;»
«Κανένας, φυσικά. Όλοι στην αποκάτω μεριά του πλοίου βρέθηκαν όταν ο Πόλεμος των Κουρσάρων έληξε μετά από δύο και κάτι χρόνια. Και η Ιχθυδάτια τώρα είναι γεμάτη ελεεινά μιάσματα. Οι άρχοντές της είναι πιο διεφθαρμένοι από ποτέ. Ο Πόλεμος δεν τους άφησε πιο σοφούς· τους άφησε πιο τρελούς. Όχι πως κανείς θα περίμενε τίποτα καλύτερο από γαμημένους πολιτικούς.»
Μου μοιάζει αστείο ν’ακούω την Πράσινη Κρίνη να κάνει πολιτική κριτική· ή τρομαχτικό, ίσως. Δεν έλεγε τέτοια πράγματα παλιά.
Σηκώνεται απ’την πολυθρόνα της και πλησιάζει ξανά την κάβα.
«Μου βάζεις κι εμένα ένα ποτήρι;» τη ρωτά η Λουκία.
«Ευχαρίστως.» Δεν στρέφεται να την κοιτάξει. «Αίμα κι εσύ;»
«Ναι.»
Η Φαρμακερή Βασίλισσα γεμίζει δυο ποτήρια με Αίμα της Έχιδνας και δίνει το ένα στη Λουκία. Ύστερα, κάθεται στην πολυθρόνα της σταυρώνοντας τα πόδια στο γόνατο. «Σου είπα ότι η Ανώπολη χτυπούσε, επίσης, την Κυρτόπολη κατά την περίοδο του Πολέμου; Και ότι η Κυρτόπολη χτυπούσε την Ανώπολη, καθώς και μερικά πλοία της Σκιάπολης;»
«Όχι.»
«Το ξέχασα. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, ήταν τόσες πολλές οι κόντρες ανάμεσα στις πόλεις που το φυσικό είναι να τις ξεχνάς. Πάω στοίχημα ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που να γνωρίζει τα πάντα για τον Πόλεμο. Κι όταν λέω τα πάντα, εννοώ τα πάντα σε γενικές γραμμές. Ήταν ένα χάος. Κανείς δεν ήξερε ποιος ακριβώς ήταν ο εχθρός του, επομένως όλοι ήταν εχθροί του. Η μια πόλη εναντίον της άλλης. Έγιναν επιθέσεις ακόμα και ως αντίποινα χωρίς να υπάρχει πραγματικός λόγος για αντίποινα, απλά και μόνο από παράνοια.»
«Δε με εκπλήσσει.» Ανάβω τσιγάρο.
«Υποθέτω, λοιπόν, πως επίσης δεν θα σε εκπλήσσει που τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου έχουν, τελευταία, μεγαλύτερη δύναμη...»
«Συγνώμη; Αυτό με εκπλήσσει... Ευτυχία. Δεν το καταλαβαίνω. Στο άντρο των βατράχων, στη Ράχη του Ιχθύος, εισβάλατε κάνοντας τρύπα με λιθομορφωτή, απ’ό,τι συμπέρανα· και οι λιθομορφωτές είναι ακριβά εργαλεία. Δε θα περίμενα να τα έχουν τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου.»
«Γιατί;» Πίνει Αίμα. «Νομίζεις ότι τα Τέκνα απαρτίζονται από φτωχούς; Σε πληροφορώ ότι έχουμε κάποιους με αρκετά χρήματα ανάμεσά μας.»
Φυσάω καπνό απ’τα ρουθούνια, περιμένοντάς την να συνεχίσει. Να μου δώσει εξηγήσεις για το φαινόμενο.
Και το κάνει· μου λέει: «Όπως σου είπα, οι άρχοντες της Ιχθυδάτιας είναι πιο διεφθαρμένοι από ποτέ, και γενικά η κατάσταση δεν είναι καθόλου καλή μετά τον Πόλεμο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα πολλοί να είναι δυσαρεστημένοι με... διάφορα πράγματα, και διάφορα άτομα.» Ανάβει κι εκείνη τσιγάρο.
«Και οι δυσαρεστημένοι μπαίνουν στον Φαρμακερό Κύκλο...»
«Πάντα το έλεγα ότι ήσουν ο πιο έξυπνος πελάτης μου,» λέει, δείχνοντάς με παιχνιδιάρικα με ένα από τα δάχτυλα του χεριού που κρατά το ποτήρι με το Αίμα της Έχιδνας.
«Ευχαριστώ,» αποκρίνομαι αγριοκοιτάζοντάς την πίσω απ’τον καπνό του τσιγάρου μου.
Η Πράσινη Κρίνη γελά μελωδικά. «Χαίρομαι πολύ που επιτέλους είσαι μαζί μας, Γεώργιε! Με τον Οφιομαχητή στο πλευρό μας–»
«Δεν είπα ότι είμαι ‘στο πλευρό σας’.»
Με κοιτάζει δυσαρεστημένα. «Γιατί, τότε, είσαι εδώ;»
«Έχω τους λόγους μου, τους οποίους θα μάθεις σύντομα. Αλλά ακόμα δεν μου έχεις πει πως εσύ κατέληξες εδώ. Ποιος σε όρισε Βασίλισσα των Τέκνων, Ευτυχία; Και ποιος ήταν ο Βασιληάς τους πριν από εσένα;»
«Βασιληάς; Δεν υπήρχε ποτέ ‘Βασιληάς’, Γεώργιε. Ο Μέγας Διαφεντευτής, εννοείς, υποθέτω.»
«Μέγας Διαφεντευτής;»
«Έτσι λεγόταν ο κεντρικός αρχηγός των Τέκνων του Φαρμακερού Κύκλου μέχρι στιγμής. Αλλά,» μόρφασε, «είπα να κάνω μια αλλαγή ορολογίας, προς το καλύτερο.» Πίνει Αίμα της Έχιδνας. «Άλλωστε, γιατί όχι; Η Έχιδνα με οδηγεί, Γεώργιε. Και δεν θα με οδηγούσε αν δεν ήθελε να κάνω πράγματα σημαντικά επάνω στην Ιχθυδάτια.»
Με τρομάζουν τούτα τα λόγια. Είναι λόγια σαν του Νικόλαου. Λόγια φανατικά. Αλλά πού νομίζω ότι βρίσκομαι, γαμώτο; Στο άντρο των Τέκνων του Φαρμακερού Κύκλου είμαι...
«Σε οδηγούσε από τότε που ήσουν στον Οίκο της Ανεμώνης,» τη ρωτάω, «ή μετά άρχισε;»
Τα μάτια της στενεύουν γιατί, μάλλον, αντιλαμβάνεται την αρνητική κριτική μου και δεν της αρέσει. «Ανέκαθεν η Έχιδνα με οδηγούσε!» απαντά, απότομα. «Τότε δεν το ήξερα ακόμα, όμως όλα τα βήματα της ζωής μου με πήγαιναν προς τα εδώ. Τίποτα δεν ήταν τυχαίο. Ούτε το γεγονός ότι ο Οφιομαχητής βρέθηκε στο κρεβάτι μου.»
«Όχι,» λέω. «Σίγουρα όχι. Ήσουν η μόνη που τον δεχόταν στο κρεβάτι της εκεί μέσα. Οι άλλες φοβόνταν εκείνο το εξωδιαστασιακό πειρατικό μάτι.»
«Βλέπεις;» αποκρίνεται η Φαρμακερή Βασίλισσα σαν να συμφώνησα μαζί της σχετικά με τη θρησκευτική ιδεολογία της.
«Και πώς, τελικά, η... Έχιδνα σε οδήγησε να γίνεις αρχηγός τους; Και, μάλιστα, τόσο γρήγορα...»
«Βλέπεις;» μου λέει ξανά. «Αν δεν ήταν το πεπρωμένο μου να είμαι εδώ, νομίζεις ότι θα ήμουν εδώ τόσο γρήγορα; Η Έχιδνα είναι κοντά μου, Γεώργιε. Και σε λίγο θα είμαι η ίδια η ενσάρκωσή της επάνω στην Ιχθυδάτια!»
Τι σκατά εννοεί; Θέλει να γίνει Αρχιέρεια, τώρα;
«Ο Δάσκαλος σκοτώθηκε,» μου λέει, αλλάζοντας θέμα ξαφνικά, επιστρέφοντας στη Σκιάπολη πάλι. «Τον σκότωσαν.» Αναστενάζει σαν αυτό ακόμα να τη στεναχωρεί πολύ και βαθιά. Πρέπει όντως να είχε δεθεί μαζί του, όπως έλεγε.
«Ποιος; Κάποιος απ’αυτούς που προσπαθούσε να δολοφονήσει;»
«Όχι. Είχε μια... διαφωνία με τον Μέγα Διαφεντευτή. Ο Μέγας Διαφεντευτής τον πρόσταξε να σκοτώσει έναν συγκεκριμένο άνθρωπο μέσα στη Σκιάπολη, ενώ ακόμα ο Πόλεμος των Κουρσάρων μαινόταν. Ο στόχος ήταν ο Ευάγγελος Χορκάνης. Ο Δάσκαλός μου δεν ήθελε να τον σκοτώσει. Αρνήθηκε. Και ο ίδιος ο Μέγας Διαφεντευτής ήρθε, τότε, στην πόλη για να συναντήσει τον Δάσκαλό μου, ο οποίος ήταν Διαφεντευτής των Τέκνων της Σκιάπολης, όχι κανένα τυχαίο μέλος. Οι δυο τους αντάλλαξαν λόγια άγρια και θυμωμένα· ήμουν κοντά, όπως και άλλα Τέκνα, και τους άκουσα. Εμείς, που ήμασταν με τον Δάσκαλο, αγριοκοιτάζαμε τώρα αυτούς που ήταν με τον Μέγα Διαφεντευτή· αισθανόμασταν την οργή της Έχιδνας. Ήμασταν όλοι πιστοί στον Δάσκαλο· ο Δάσκαλος γεννούσε αυτή την πίστη μέσα σου, Γεώργιε. Ήταν... ιδιαίτερο πρόσωπο.»
Ήταν ερωτευμένη μαζί του; αναρωτιέμαι. Ίσως· αλλά μόνο από... θρησκευτικής άποψης, θα μπορούσες να πεις. Όπως λατρεύεις ένα είδωλο που αντιπροσωπεύει έναν θεό. Έτσι νομίζω, τουλάχιστον· και συχνά κάνω λάθος σε τέτοια θέματα.
«Απ’ό,τι κατάλαβα,» συνεχίζει η Πράσινη Κρίνη, η Φαρμακερή Βασίλισσα, «ο Μέγας Διαφεντευτής ήθελε τον Ευάγγελο Χορκάνη νεκρό γιατί είχε πληρωθεί για τη δολοφονία του. Από τον Άρχοντα της Οδοντόπολης, ίσως. Από κάποιον που σκόπευε να βγάλει τον Χορκάνη από τη μέση επειδή ήταν σταθεροποιητικός παράγοντας στη Σκιάπολη. Πρέπει να είχε κατά νου να κάνει δολιοφθορές μες στην Πόλη των Σκιών, για να την αποδυναμώσει· και ο Ευάγγελος Χορκάνης θα στεκόταν στον δρόμο του. Ήταν καλός στο να ξετρυπώνει κατασκόπους και δολιοφθορείς, να προστατεύει την πόλη. Η καλύτερη προστασία της Σκιάπολης ήταν ανέκαθεν οι Χορκάνηδες. Λογικά, άλλωστε. Οι Ελκάνιοι ασχολούνταν, πάντα, πρώτα με το εμπόριο και μετά με την ίδια την πόλη – πολύ μετά. Και οι Θαρνέσιοι είναι κουρσάροι· τους νοιάζει περισσότερο να τριγυρίζουν, να φέρνουν λάφυρα, και να τα κρύβουν, παρά να προφυλάσσουν τους ανθρώπους πίσω από τα τείχη της Σκιάπολης.
»Τέλος πάντων...» Πίνει Αίμα της Έχιδνας. Τραβά μια γερή τζούρα απ’το τσιγάρο της.
«Μια μέρα μετά από εκείνα τα άσχημα λόγια που αντάλλαξαν ο Δάσκαλός μου και ο Μέγας Διαφεντευτής,» λέει καθώς καπνός βγαίνει ανάμεσα από τα όμορφα χείλη της, «δεχτήκαμε επιθέσεις από τα Τέκνα του Μεγάλου Διαφεντευτή. Ήταν από τις ελάχιστες φορές που Τέκνα επιτίθενται σε Τέκνα, Γεώργιε. Και ήταν... πολύ αιματηρή υπόθεση. Δεν έχουν νόημα οι λεπτομέρειες τώρα. Έτυχε να είμαι κοντά στον Δάσκαλο όταν εκείνος και ο Μέγας Διαφεντευτής συγκρούστηκαν με λεπίδες και γροθιές και κλοτσιές. Μου είχε κι εμένα επιτεθεί κάποια συγχρόνως – μια τσούλα που ήταν κόρη του Μεγάλου Διαφεντευτή, απ’ό,τι έμαθα αργότερα, παραπάνω από μια πενταετία μικρότερή μου – αλλά πολεμούσε σαν φονική λιμανόγατα, η τρισκατάρατη!
»Τη σκότωσα. Έχωσα μια από τις λεπίδες μου στον λαιμό της. Αλλά δεν πρόλαβα να βοηθήσω τον Δάσκαλο· καθώς πλησίαζα προς τα εκεί, τον είδα να πέφτει χτυπημένος από τον Μέγα Διαφεντευτή, αιμόφυρτος. Και είδα, επίσης, τον Μέγα Διαφεντευτή να τον ξανακαρφώνει με το σπαθί του, να τον διαπερνά πέρα για πέρα, ενώ εκείνος ήταν πεσμένος. Η οργή που με γέμισε... δεν έχω αισθανθεί ποτέ ξανά τέτοιο πράγμα, Γεώργιε. Ήταν η Έχιδνα η ίδια. Ήταν μέσα μου. Μαζί μου. Στο πλευρό μου. Και, ξαφνικά, ήξερα ποια ήταν η αποστολή μου.
»Επιτέθηκα στον Μέγα Διαφεντευτή χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Και γνώρισα εκ πείρας γιατί τον θεωρούσαν τον τρομερότερο δολοφόνο που είχε ποτέ γεννηθεί στην Ιχθυδάτια. Ήταν τραυματισμένος, βέβαια – ο Δάσκαλός μου τον είχε χτυπήσει καλά προτού χάσει τη ζωή του – αλλιώς δεν θα υπήρχε περίπτωση να τον νικήσω. Και ακόμα κι έτσι δυσκολεύτηκα. Ήταν σαν... σαν να αντιμετωπίζεις μια φυσική δύναμη, Γεώργιε. Νόμιζα ότι πολεμούσα ένα ζωντανό δηλητήριο. Απλά με χτυπούσε και με χτυπούσε και με χτυπούσε, σιωπηλός, μοιάζοντας με τις ίδιες τις κινήσεις του να πολιορκεί το μυαλό μου, να προσπαθεί να κάνει τρόμο να με κυριεύσει ώστε να μείνω αφύλαχτη. Αλλά τίποτα δεν μπορούσε να μ’επηρεάσει· είχα την Έχιδνα μέσα μου. Ήμουν ενσάρκωσή της τότε, Γεώργιε! Το ξέρω πως ήμουν ενσάρκωσή της! Ήμουν η Φαρμακερή Κυρά επάνω στην Ιχθυδάτια!
»Τον σκότωσα τον φονιά του Δασκάλου μου, αλλά όχι προτού με τραυματίσει άσχημα. Αιμορραγούσα από παντού καθώς το κάθαρμα σωριαζόταν στα πόδια μου με τρεις από τις λεπίδες μου καρφωμένες στο σώμα του. ‘Θα πεθάνεις, μικρή οχιά,’ μου ψιθύρισε προτού εκπνεύσει. ‘Δυο δηλητήρια είναι μέσα σου!’ Ναι, τα θυμάμαι καλά τα λόγια του. Ήταν τα μόνα λόγια που μου απεύθυνε ποτέ.
»Και μετά, αισθάνθηκα... αισθάνθηκα το σώμα μου να χάνει τη δύναμή του. Σαν οι λέξεις του Μεγάλου Διαφεντευτή να ήταν κάποιου είδους κατάρα. Σαν να είχαν ενεργοποιήσει, με τον ήχο τους, τα δηλητήρια που έλεγε πως βρίσκονταν μέσα μου. Σωριάστηκα, μη μπορώντας να σηκωθώ, ενώ τα πάντα σκοτείνιαζαν γύρω μου κι έβλεπα σκιερές φιγούρες να με ζυγώνουν χωρίς να έχω το σθένος να κουνήσω ούτε το μικρό μου δάχτυλο.
»Και ο καταραμένος πρέπει να είχε πει αλήθεια. Δεν είμαι σίγουρη, αλλά πρέπει να είχε πει αλήθεια. Πρέπει, όντως, να με είχε δηλητηριάσει κάπως. Ίσως επάνω στις λεπίδες του να ήταν κάποιο δηλητήριο, αν και... ήταν τόσο χρησιμοποιημένες που... δεν ξέρω· λογικά, οποιοδήποτε δηλητήριο θα έπρεπε να έχει χάσει την ισχύ του... Ή ίσως... ίσως... Έχω ξανασκεφτεί ότι ίσως το δηλητήριο να ήταν επάνω στα δαχτυλίδια του, τα οποία έγδαραν το πρόσωπό μου σε κάποια στιγμή που με ράπισε καθώς μαχόμασταν πέρα-δώθε. Τέλος πάντων· δεν έχει σημασία πια...
»Είδα την Έχιδνα να έρχεται κοντά μου ενώ ήμουν στα όρια του θανάτου, Γεώργιε. Την είδα. Την αισθάνθηκα. Με αγκάλιαζε με τη μακριά ουρά της, σαν να ήμουν κόρη της.» Δάκρυα γυαλίζουν στα μάτια της. Τα σκουπίζει με μια γρήγορη κίνηση του χεριού που κρατά το τσιγάρο και, μετά, το σβήνει στο τασάκι, βιαστικά. «Μου έδωσε ένα μεγάλο δόντι σε κάθε χέρι. Κι επάνω στα δύο δόντια κυλούσαν ιερά δηλητήρια. Και ήταν για εμένα. Για να πολεμήσω και, με τα ιερά δηλητήρια της Έχιδνας, να καθαρίσω την Ιχθυδάτια από όλα τα μιάσματα· γιατί σύντομα ο Πόλεμος θα τελείωνε και τα πράγματα εδώ θα ήταν πολύ άσχημα για όλους. Αλλά εγώ θα ήμουν τα Δόντια της Έχιδνας επάνω στην Ιχθυδάτια!
»Όταν τελικά συνήλθα, οι άλλοι – αυτοί που με περιποιούνταν – φάνηκαν ξαφνιασμένοι. Περίμεναν, ειλικρινά περίμεναν, να πεθάνω. Τους φαινόμουν πολύ αδύναμη, αλλά μετά... μετά σηκώθηκα. Και εγώ, προσωπικά, δεν αισθανόμουν καθόλου αδύναμη, παρά φορτισμένη από μια... πρωτόγνωρη δύναμη, Γεώργιε. Και θυμήθηκα αυτά που μου είχες πει εσύ, για το φίλημα της Έχιδνας, και ήξερα ότι τίποτα στη ζωή μου δεν μπορεί να ήταν τυχαίο. Η Έχιδνα, πρώτα, μου είχε στείλει εσένα· μετά, τον Δάσκαλο για να με διδάξει· και τώρα, είχε έρθει η ίδια για να με βρει.» Πίνει από το ποτήρι της και γλείφει τα χείλη. Καθαρίζει τον λαιμό της.
Με τις άκριες των ματιών μου βλέπω τη Λουκία να την κοιτάζει κοκαλωμένη. Έχει φρικάρει, είμαι σίγουρος. Και ο Ακατάλυτος, ο γάτος της, που είναι κουλουριασμένος στα πόδια της, μοιάζει να θέλει να τη μιμηθεί.
Μετά το μεσημέρι, ο Οφιομαχητής εγκατέλειψε τον ήρεμο τόπο των χελωνών, αν και με κάποιο δισταγμό, υποσχόμενος στον εαυτό του και σ’εκείνες ότι κάποτε θα επέστρεφε.
Συνέχισε να ταξιδεύει μες στο Μεγάλο Δάσος της Μικρυδάτιας. Απ’ό,τι θυμόταν από τους χάρτες που είχε δει, ένας μακρύς πλωτός ποταμός το διέσχιζε από τα δυτικά ώς τα ανατολικά. Ή, μάλλον, δύο πλωτοί ποταμοί που σε ένα σημείο συναντιόνταν. Ο ένας άκουγε στο όνομα Υάλβης, ο άλλος Κέλβος. Ο Γεώργιος σκόπευε να φτάσει στις όχθες τους. Ίσως εκεί να συναντούσε κάποιο πλοίο που μπορούσε να τον μεταφέρει στις πόλεις της Μικρυδάτιας. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να κατευθύνεται νότια τώρα, συνεχώς νότια. Και δεν νόμιζε ότι είχε χάσει τον δρόμο του. Ήταν καλός στο να προσανατολίζεται· ο δασότοπος δεν τον μπέρδευε.
Τη νύχτα ξεκουράστηκε σε μια σπηλιά, τρώγοντας ένα τρωκτικό που είχε κυνηγήσει καθοδόν και μερικούς καρπούς που είχε πάρει από τα δέντρα. Μερικά ερπετά βγήκαν από τις τρύπες τους για να τον παρατηρήσουν· οι παρουσίες τους ήταν φιλικές, αν και θύμιζαν περίεργους γείτονες που βγαίνουν στο παράθυρο για να κοιτάξουν τι συμβαίνει στον δρόμο.
Ο Οφιομαχητής άρχισε πάλι να ταξιδεύει με το χάραμα, και λίγο πριν από το μεσημέρι άκουσε από τα δεξιά του βιαστικές κινήσεις. Σαν κάποιος να έτρεχε.
Τράβηξε το Φιλί της Έχιδνας–
Ένας άντρας πετάχτηκε μέσα από τη βλάστηση, με μάτια γουρλωμένα, όψη ταραγμένη, τρομοκρατημένη. Κατάμαυρος στο δέρμα. Με μακριά, κατάλευκα μαλλιά – αλλά δεν ήταν γέρος. Σίγουρα ήταν νεότερος απ’τον Γεώργιο· γύρω στα είκοσι-πέντε, το πολύ.
Βλέποντας τον Οφιομαχητή αντίκρυ του, κραύγασε από τρόμο, τινάχτηκε πίσω, κοπάνησε την πλάτη του σ’ένα δέντρο.
«Ήρεμα!» του είπε ο Γεώργιος στη Συμπαντική Γλώσσα (γιατί, προφανώς, ο άνθρωπος ήταν εξωδιαστασιακός). «Δεν είμαι εχθρός σου. Σ’άκουσα να έρχεσαι.»
Ο μαυρόδερμος τον κοίταζε λαχανιασμένος, ξέπνοος, βαριανασαίνοντας. Ξεροκατάπιε, προσπάθησε να μιλήσει, δεν τα κατάφερε· ξαναπροσπάθησε: «...από πίσω... Οι... Κάρσεγκαλ... Με βρήκαν... κι εδώ...» Ήταν πολύ ταραγμένος.
Κάρσεγκαλ... Ο Γεώργιος αναρωτήθηκε αν κάτι τού θύμιζε αυτό το όνομα. Αλλά μάλλον όχι. «Κάποιοι σε κυνηγάνε; Οι Κάρσεγκαλ; Ποιοι είναι αυτοί;»
«...Δεν... δεν ξέρεις;...» Ο λευκομάλλης νεαρός τον κοίταζε συνοφρυωμένος. «Από πού–;»
Τρεις μορφές ξεπρόβαλαν απ’τη βλάστηση. Δύο άντρες και μία γυναίκα. Μαυρόδερμοι κι αυτοί, αλλά όχι με κατάλευκα μαλλιά. Η γυναίκα ήταν ξανθιά, ο ένας άντρας μελαχρινός, ο άλλος καστανός. Κρατούσαν όπλα από ξύλο και μέταλλο – δίσκους με λεπίδες. Ήταν ντυμένοι σαν άνθρωποι από φυλή – όπως κι ο πρώτος που είχε παρουσιαστεί. Μοργκιανοί, όλοι τους· ο Γεώργιος δεν είχε καμιά αμφιβολία γι’αυτό. Πρέπει να είχαν γλιστρήσει εδώ από τη διαστασιακή δίοδο μες στο Μεγάλο Δάσος. Κατά λάθος, ή όχι;
Ο λευκομάλλης νεαρός κραύγασε ξανά και, κάνοντας να τρέξει, σκόνταψε κι έπεσε στο χορτάρι.
Η ξανθομάλλα, μαυρόδερμη γυναίκα εκτόξευσε τον δίσκο της προς τον πεσμένο νεαρό: στροβιλιζόμενες λεπίδες–
(άσραθ, θυμήθηκε ο Γεώργιος – αυτό το όπλο λεγόταν άσραθ. Θηλυκό: η άσραθ)
–που ποτέ δεν έφτασαν στον στόχο τους, καθώς το Φιλί της Έχιδνας χτύπησε την άσραθ εκτρέποντάς την από την πορεία της, κάνοντάς την να καρφωθεί στον κορμό ενός δέντρου.
«Τι ζητάτε απ’αυτόν;» τους ρώτησε ο Γεώργιος μιλώντας στην Καθομιλουμένη της Μοργκιάνης – συνειδητοποιώντας ότι την ήξερε ως γλώσσα, μπορούσε άνετα να τη χρησιμοποιήσει.
«Όποιος στέκεται στο δρόμο των Κάρσεγκαλ,» του απάντησε ο καστανομάλλης άντρας, «είναι εχθρός των Κάρσεγκαλ, ξένε. Παραμέρισε!»
«Ή μείνε εκεί που είσαι,» πρόσθεσε ο άλλος άντρας, με τα μαύρα μαλλιά που έμοιαζαν να εξαφανίζονται πάνω στο μαύρο δέρμα του, «για να γραπώσει η Λωράθλου την ψυχή σου!»
Η ξανθιά γυναίκα είχε ήδη τραβήξει άλλη μια άσραθ.
Λωράθλου... Η Κυρά του Θανάτου. Μια θεά της Μοργκιάνης. Ναι, ο Γεώργιος την ήξερε· κάπως, τη θυμόταν από το μυστηριώδες παρελθόν του.
Η οργή της Έχιδνας, που είχε ήδη φουντώσει εντός του, θέριεψε ακόμα περισσότερο. «Δεν είστε πια στη Μοργκιάνη,» τους πληροφόρησε ο Οφιομαχητής, τραβώντας το βελονοβόλο μέσα από την κάπα του, ενώ ύψωνε το Φιλί της Έχιδνας. «Κι αν ήμουν στη θέση σας θ’άρχιζα ν’αναρωτιέμαι πώς να επιστρέψω στη διάστασή μου. Η δίοδος που ακολουθήσατε είναι μονόδρομη, αν δεν το ξέρετε.» Μιλώντας πάντα στην Καθομιλουμένη.
Οι τρεις άσραθ εκτοξεύτηκαν προς το μέρος του, στροβιλιζόμενες, με τις λεπίδες τους να στραφταλίζουν στο φως που γλιστρούσε ανάμεσα από τα πυκνά δέντρα του Μεγάλου Δάσους.
Ο Οφιομαχητής έπεσε στο έδαφος, κυλώντας, ενώ συγχρόνως χτυπούσε τον έναν από τους δίσκους, εκτρέποντάς τον. Οι άλλοι δύο – αυτός της ξανθιάς κι αυτός του καστανομάλλη – επέστρεψαν στα χέρια των χειριστών τους. Ο Γεώργιος σηκώθηκε στο ένα γόνατο, ρίχνοντας με το βελονοβόλο του.
Η βελόνα καρφώθηκε στο μπράτσο του καστανομάλλη, στέλνοντας το φαρμάκι της μες στο σώμα του – Λευκό Άγαλμα – κοκαλώνοντάς τον.
Η γυναίκα εκτόξευσε ξανά την άσραθ της καθώς ο Οφιομαχητής τώρα τιναζόταν όρθιος κι έτρεχε καταπάνω στους Μοργκιανούς. Το Φιλί της Έχιδνας χτύπησε τον στροβιλιζόμενο δίσκο στον αέρα, διαλύοντάς τον σε κομμάτια ξύλου και μετάλλου. Με μια θηριώδη κραυγή, ο Γεώργιος έφτασε μπροστά στη γυναίκα, σπαθίζοντας. Εκείνη προσπάθησε ν’αποφύγει τη μακριά λεπίδα, κάνοντας στο πλάι, αλλά η κόψη της τη δάγκωσε στον ώμο και σωριάστηκε κάτω, αιμόφυρτη, αν και όχι νεκρή, ούτε αναίσθητη.
Ο άλλος άντρας – αυτός με τα μαύρα μαλλιά – όρμησε καταπάνω στον Οφιομαχητή βαστώντας ένα κοντό δόρυ με λεπίδες και στα δύο άκρα. «Λωράθλου καμ ντερ βαν!» ούρλιαξε, και ο Γεώργιος δεν ήξερε σε τι γλώσσα μιλούσε, αλλά μάλλον ήταν κάποια από τις παράξενες γλώσσες του Δάσους των Ψυχών.
Απέκρουσε τη μια λεπίδα του άντρα, και μετά την άλλη, και μετά ξανά την πρώτη. Και παρατήρησε ότι ήταν γρήγορος, ο δαιμονισμένος! Πολύ γρήγορος, και πολύ άγριος. Έμοιαζε ξέφρενος καθώς επιτιθόταν στον Γεώργιο. Αλλά μάλλον δεν ήξερε με ποιον είχε να κάνει. Η οργή της Έχιδνας είχε τυλίξει τον Οφιομαχητή (πού ήταν η ηρεμία των χελωνών τώρα; – πουθενά – είχε σβήσει σαν να μην ήταν τίποτα: φτερό στον οργισμένο, δηλητηριώδη άνεμο) και, καθώς η μία από τις δύο λεπίδες έσκιζε την άκρη της κάπας του, το σπαθί στο χέρι του κάρφωσε τον βάρβαρο στην κοιλιά, τον διαπέρασε, βγαίνοντας από την πλάτη του.
Ο Γεώργιος άρπαξε, με το άλλο του χέρι, το κοντό δόρυ και το πέταξε παραδίπλα, καρφώνοντάς το σ’ένα δέντρο. Ύστερα άρπαξε τον ίδιο τον μαυρόδερμο άντρα, τραβώντας το Φιλί της Έχιδνας από μέσα του, και τον σήκωσε πάνω απ’το κεφάλι, ξανά με το ένα χέρι μόνο. Τον εκτόξευσε προς την ξανθιά γυναίκα η οποία είχε μόλις σηκωθεί ξεθηκαρώνοντας ένα μακρύ, κυρτό ξιφίδιο. Τα μάτια της γούρλωσαν, ξαφνιασμένη από τη δύναμη του αντιπάλου της· πρόλαβε, όμως, να κάνει στο πλάι για ν’αποφύγει τον νεκρό της σύντροφο. Το σκούρο-μπλε αίμα του την πιτσίλισε απ’την κορφή ώς τα πόδια.
«Εδώ,» της είπε ο Οφιομαχητής, «ούτε η Λωράθλου δεν μπορεί να πάρει τις ψυχές σας. Πάτε όλοι για το στόμα του Αβυσσαίου!» καθώς ορμούσε καταπάνω της, σπαθίζοντας.
Η γυναίκα απέφυγε τη λεπίδα του, και ξανά, και ξανά. Και προσπάθησε να περάσει από κάτω της για να τον καρφώσει με το ξιφίδιό της, να του σκίσει την κοιλιά. Το γόνατο του Οφιομαχητή την κοπάνησε στο σαγόνι, σπάζοντας τον λαιμό της και σκοτώνοντάς την.
Ύστερα, ο Γεώργιος πλησίασε τον καστανομάλλη άγριο που, επηρεασμένος από το Λευκό Άγαλμα, στεκόταν σαν άγαλμα, ακίνητος, μη μπορώντας ούτε να μιλήσει. Μόνο τα μάτια του κουνιόνταν, και φανέρωναν τον τρόμο του. Ο Οφιομαχητής τού έκοψε το κεφάλι με μια γρήγορη σπαθιά, κάνοντας συγχρόνως το ακέφαλο σώμα να πέσει.
Στράφηκε στον λευκομάλλη νεαρό που είχε μόλις σηκωθεί όρθιος και κοίταζε περίτρομος.
«Γιατί ήρθες εδώ;» τον ρώτησε ο Γεώργιος, επικαλούμενος τις διδαχές του Γέρου του Ανέμου για να τιθασεύσει την οργή της Έχιδνας, ενώ αισθανόταν την Ευθαλία να σαλεύει νευρικά κάτω απ’το αριστερό του μανίκι. «Είσαι ανόητος;» Εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί την Καθομιλουμένη της Μοργκιάνης. «Δεν ήξερες ότι η δίοδος είναι μονόδρομη;»
Ο νεαρός ξεροκατάπιε. «Με... Δεν... Πού άλλου να...; Εσύ ποιος είσαι; Από ποια φυλή;»
«Δεν ξέρω. Εσύ πες μου. Από ποια φυλή νομίζεις ότι είμαι;» Σκούπισε το Φιλί της Έχιδνας πάνω στα ρούχα της νεκρής γυναίκας και το θηκάρωσε.
Ο νεαρός τον ατένισε παρατηρητικά. Κούνησε το κεφάλι. «Δεν ξέρω. Τα ρούχα σου δεν μιλάνε.»
«Δε σου θυμίζω τίποτα;» Ο Γεώργιος πάλευε να δαμάσει την οργή της Έχιδνας με το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου.
«...Όχι,» αποκρίθηκε ο λευκομάλλης νεαρός, με επιφύλαξη.
Κατάλευκα μαλλιά, και κατάμαυρο δέρμα, σκέφτηκε ο Γεώργιος, στη Μοργκιάνη... Ήταν πολύ σπάνιος συνδυασμός αυτός, δεν ήταν; Ναι, ήταν. Πολύ, πολύ σπάνιος. Ελάχιστοι από τους μαυρόδερμους Μοργκιανούς είχαν τέτοια, κατάλευκα μαλλιά.
«Με λένε Γεώργιο. Εσύ ποιος είσαι, και γιατί σε κυνηγούσαν αυτοί;» Ο νεαρός πρέπει σίγουρα να ήταν από κάποια φυλή του Δάσους των Ψυχών, υπέθετε ο Οφιομαχητής, γιατί εκεί βρισκόταν η διαστασιακή δίοδος που, μονόδρομα, οδηγούσε στην Υπερυδάτια, μέσα στο Μεγάλο Δάσος της Μικρυδάτιας.
«Το όνομά μου είναι Νάθλεδιρ· είμαι της φυλής των Ίρσελκαμ.»
«Από το Δάσος των Ψυχών, έτσι;»
«Ναι. Εσύ από πού...; Δεν... δεν είσαι Μοργκιανός;»
Δεν ξέρω από πού είμαι, σκέφτηκε ο Οφιομαχητής. «Γιατί σε κυνηγούσαν;»
«Οι Κάρσεγκαλ; Με... Ήταν... Ήταν κάτι που... συνέβη... Πλησίασα μία δική τους. Τη συναντούσα συχνά· δεν εννοώ ότι έγινε σε κάποια επιδρομή. Την έβρισκα πέρα από τις περιοχές και των δυο μας, εκεί όπου πήγαινα για να μαζέψω βοτάνια και ρίζες.»
«Πλάγιαζες μαζί της.» Δεν ήταν ερώτηση.
«Ναι. Όχι χωρίς εκείνη να το θέλει. Αλλά οι Κάρσεγκαλ είναι από τις πιο πολεμοχαρείς, άγριες φυλές του Δάσους των Ψυχών, ξένε που σου χρωστάω τη ζωή μου, και δεν τους αρέσουν οι αιμομιξίες. Δεν συνευρίσκονται με άλλες φυλές. Θέλουν να κρατάνε το αίμα τους... καθαρό. Και εμένα με θεωρούσαν καταραμένο – δαιμονικό, ίσως – όπως όλους που έχουν λευκά μαλλιά. Οι Κάρσεγκαλ δεν έχουν ποτέ λευκά μαλλιά, λένε· κι αν κάποιο παιδί με λευκά μαλλιά παρουσιαστεί ανάμεσά τους, το καίνε.»
«Παράξενο, λοιπόν, που αυτή η γυναίκα ήθελε να πλαγιάσει μαζί σου...» Πρώτη φορά άκουγε για τους Κάρσεγκαλ· ήταν σίγουρος. Εκτός αν επρόκειτο για κάτι απ’αυτά που είχε λησμονήσει.
«Η Ολρέκα δεν είναι σαν τους περισσότερους!» αποκρίθηκε ένθερμα ο Νάθλεδιρ.
«Μάλιστα... Και τι θα κάνεις τώρα; Το ήξερες ότι η δίοδος που πέρασες είναι μονόδρομη; Γιατί ήρθες εδώ;»
«Δε μπορούσα να πάω αλλού, ξένε που σου χρωστάω τη ζωή μου. Σκεφτόμουν ότι ίσως να μη μ’ακολουθούσαν μες στο Μακρινό Μονοπάτι. Μου είχαν στήσει καρτέρι και με καταδίωκαν. Από οπουδήποτε αλλού κι αν πήγαινα, θα με σκότωναν.»
«Αλλά σε καταδίωξαν και μέσα στο... Μακρινό Μονοπάτι.»
«Ναι,» ένευσε. «Κι αν δεν βρισκόσουν εσύ...»
«...μάλλον θα ήσουν νεκρός και, μάλιστα, σ’άλλη διάσταση. Τώρα, όμως, που είσαι ζωντανός, μη νομίζεις ότι θα είναι εύκολο να επιστρέψεις στο Δάσος των Ψυχών.»
«Το έχω ακούσει, ξένε–»
«Γεώργιο με λένε.»
«Γεώργιο.» Το πρόφερε με κάποια δυσκολία. Δεν ήταν λέξη που υπήρχε στην Καθομιλουμένη της Μοργκιάνης, και ο Οφιομαχητής πήγαινε στοίχημα πως οι φυλές του Δάσους των Ψυχών ούτε την Καθομιλουμένη δεν ήξεραν πολύ καλά· είχαν δικές τους γλώσσες και διαλέκτους.
«Όχι ‘Γεώργιο’,» του εξήγησε. «Γεώργιος· του Γεώργιου, τον Γεώργιο. Κι όταν με φωνάζεις, με λες ‘Γεώργιε’.»
«Γεώργιε...»
«Ακριβώς.» Και συνέχισε: «Δε θα είναι εύκολο να επιστρέψεις στη Μοργκιάνη.»
«Πώς μπορώ να τα καταφέρω; Όχι από το Μακρινό Μονοπάτι;»
«Σίγουρα όχι από το Μακρινό Μονοπάτι.»
«Το είχα ακούσει ότι όσοι το ακολουθούν πάνε μακριά, σε άλλες διαστάσεις του σύμπαντος και πολλές φορές δεν γυρίζουν ποτέ...»
Ο Γεώργιος άρχισε να βαδίζει. «Έλα μαζί μου.» Και ρώτησε: «Υπάρχει πιθανότητα να είναι εδώ κι άλλοι Κάρσεγκαλ που σε κυνήγησαν από τη Μοργκιάνη;»
«Δεν... δεν ξέρω. Δε νομίζω,» αποκρίθηκε ο Νάθλεδιρ, ακολουθώντας τον.
Μάλλον όχι, σκέφτηκε ο Οφιομαχητής. Αν σε κυνηγούσαν, έτσι όπως τους περιγράφεις, δεν μπορεί να ήταν και πολύ πίσω απ’τους συντρόφους τους. Και θα είχαν ώς τώρα, αναμφίβολα, παρουσιαστεί.
«Πώς μπορώ να επιστρέψω στη Μοργκιάνη;» ρώτησε ο Νάθλεδιρ.
«Δύο είναι οι πιο γνωστοί τρόποι,» του είπε ο Γεώργιος. «Να πας στο Σύμπλεγμα και από εκεί στη Μοργκιάνη· ή να πας στην Αλβέρια, μέσω Αιθέρα, και από εκεί να περάσεις τη διαστασιακή δίοδο για Μοργκιάνη.»
Ο Νάθλεδιρ τον κοίταζε σαν να μιλούσε σε κάποια τελείως άγνωστη γλώσσα. Όλα όσα άκουγε δεν έβγαζαν κανένα νόημα για εκείνον. Δεν ήξερε για άλλες διαστάσεις – ή, μάλλον, ήξερε αλλά μόνο ως γενικές, πολύ γενικές φήμες. Δεν είχε ποτέ φύγει από τη Μοργκιάνη· δεν είχε καν φύγει ποτέ από το Δάσος των Ψυχών. Μέχρι τις παρυφές του είχε μονάχα ταξιδέψει. «Δεν... δεν καταλαβαίνω,» ψέλλισε. «Τι είναι αυτό το Σύμπλεγμα;»
«Δεν ξέρεις τι είναι το Σύμπλεγμα; Άλλη διάσταση είναι. Αλλά δεν μένουν άνθρωποι εκεί· θεωρείται ‘ενδιάμεση διάσταση’. Είναι ένας χώρος όλο πλημμυρισμένα σπήλαια, με διόδους προς πολλές άλλες διαστάσεις, του Γνωστού Σύμπαντος και μη. Υπάρχουν μεταβαλλόμενα υποβρύχια που διασχίζουν το Σύμπλεγμα μεταφέροντας κόσμο και εμπορεύματα. Έχεις χρήματα μαζί σου;»
«Χρήματα;»
«Δεν το περίμενα να είχες...» είπε ο Γεώργιος, που γνώριζε (αν και δεν γνώριζε πώς το γνώριζε) ότι οι φυλές του Δάσους των Ψυχών δεν είχαν εγχρήματη οικονομία. «Έχεις τίποτ’ άλλο πολύτιμο επάνω σου; Κάτι που θα μπορούσες να δώσεις για να σε μεταφέρουν στη Μοργκιάνη μέσω Συμπλέγματος;»
«Έχω κάποια μανιτάρια μαζί μου...» αποκρίθηκε αβέβαια ο Νάθλεδιρ, ενώ αναρωτιόταν τι ήταν αυτός ο άγνωστος που τον είχε σώσει. Έμοιαζε για Μοργκιανός, σίγουρα· αλλά... το όνομά του... Και τι δύναμη ήταν αυτή που είχε, μα τους θεούς; Είχε σηκώσει στον αέρα έναν από τους Κάρσεγκαλ μονοχεριάρι!
«Κανείς μάλλον δεν θα εντυπωσιαστεί από τα μανιτάρια σου, εκτός αν είναι από τα πιο σπάνια που μπορούν να βρεθούν στο Γνωστό Σύμπαν,» του είπε ο Γεώργιος.
«Δε νομίζω ότι είναι και τόσο σπάνια...» Κι όταν ο συνοδοιπόρος του έμεινε σιωπηλός, ο Νάθλεδιρ ρώτησε: «Τι να κάνω, λοιπόν; Πώς να επιστρέψω;»
«Δεν ξέρω.» Ο Γεώργιος αισθάνθηκε την οργή του να φουντώνει. «Δε θάπρεπε, κανονικά, να είχες ποτέ ακολουθήσει το Μακρινό Μονοπάτι!»
«Το καταλαβαίνω... αλλά αν δεν το είχα ακολουθήσει θα ήμουν νεκρός τώρα.»
«Θεώρησε, λοιπόν, τον εαυτό σου τυχερό που είσαι εδώ. Και όσο για το πώς θα επιστρέψεις στη Μοργκιάνη... θα δούμε.»
«Πού βρίσκομαι τώρα; Τι είναι αυτό το μέρος; Κι εσύ... πού πηγαίνεις εσύ;»
«Η διάσταση όπου βρίσκεσαι λέγεται Υπερυδάτια. Η ηπειρόνησος στην οποία βρίσκεσαι λέγεται Μικρυδάτια. Ο τόπος γύρω σου ονομάζεται ‘Το Μεγάλος Δάσος’. Και δεν είμαι σίγουρος πού ακριβώς πηγαίνω.»
Γι’ακόμα μια φορά ο Νάθλεδιρ νόμιζε πως ο συνοδοιπόρος του μιλούσε σε κάποια παράξενη, ακατανόητη γλώσσα. Προσευχήθηκε, σιωπηλά, στον Νούρκας και τον Σερτίνγκε να τον βοηθήσουν σε τούτο τον ανέγνωρο κόσμο όπου είχε καταλήξει. Και δεν έκανε άλλες ερωτήσεις. Η σιωπή είναι σύνεση, σκέφτηκε – ένα από τα παλιότερα γνωμικά της Μοργκιάνης.
Μετά από λίγο βάδισμα, όμως, δεν μπόρεσε παρά να παρατηρήσει: «Τι δυνατό φως έχει εδώ... Γεώργιε.» (Ακόμα δυσκολευόταν μ’αυτό το όνομα.)
«Οι δύο ήλιοι είναι στο κέντρο του ουρανού,» τον πληροφόρησε ο Οφιομαχητής. «Είναι μεσημέρι. Και καλύτερα να καθίσουμε κάπου. Έχω μαζί μου μερικούς καρπούς· θα μας φτάσουν για να φάμε.»
«Δύο ήλιοι;»
Ο Γεώργιος μειδίασε. Καταλάβαινε γιατί αυτό πρέπει να ξάφνιαζε τον Νάθλεδιρ. Στη Μοργκιάνη υπήρχε μονάχα ένας ήλιος, κι αυτός ασθενικός, μοιάζοντας ετοιμοθάνατος. Η Μοργκιάνη ήταν η πιο σκοτεινή διάσταση του Γνωστού Σύμπαντος – εξαιρώντας, πάντα, τον υπόγειο κόσμο των πλημμυρισμένων σπηλαίων του Συμπλέγματος, φυσικά.
«Ναι, δύο. Ο Πρώτος Ήλιος και ο Δεύτερος Ήλιος τούς λένε.» Και μετά από κανένα μισάωρο βρήκε ένα καλό μέρος για να καθίσουν και ν’ανάψουν φωτιά. Μοιράστηκε τους καρπούς του με τον Νάθλεδιρ και γευμάτισαν.
Ερπετά συγκεντρώθηκαν γύρω τους. Τα μάτια του Μοργκιανού τα κοίταξαν με κάποια ανησυχία.
«Μη θορυβείσαι,» του είπε ο Γεώργιος. «Δεν είναι εδώ για σένα.»
Ο Νάθλεδιρ συνοφρυώθηκε, γιατί νόμιζε πως ήταν σαν ο συνοδοιπόρος του να εννοούσε ότι τα ερπετά ήταν εδώ για εκείνον. Αλλά σκέφτηκε: Η σιωπή είναι σύνεση, και δεν μίλησε.
Το απόγευμα, καθώς περπατούσαν ξανά, ρώτησε τον Οφιομαχητή: «Δεν υπάρχουν άνθρωποι εδώ; Πόλεις; Χωριά; Είναι έρημα τα μέρη;»
«Δεν είμαι σίγουρος. Ίσως και να υπάρχουν... κάπου.» Ίσως να υπάρχουν ακόμα και φυλές ερπετοειδών, πρόσθεσε νοερά.
Ο Νάθλεδιρ τον κοίταζε παραξενεμένος. Ο συνοδοιπόρος του του έμοιαζε κι αυτός σαν χαμένος. «Εσύ πώς βρέθηκες εδώ;»
«Ναυαγός.»
«Ναυαγός;»
«Ναι.»
Η σιωπή είναι σύνεση, σκέφτηκε ο Νάθλεδιρ. «Και προς τα πού πορευόμαστε τώρα; Γενικά...»
«Προς έναν μεγάλο ποταμό,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος. «Εκεί ίσως να βρούμε κι ανθρώπους, καθώς και κάποιο σκάφος. Είναι πλωτός ποταμός.»
Το βράδυ το πέρασαν σε μια σπηλιά ενώ ο άνεμος λυσσομανούσε απέξω. Ο Οφιομαχητής είπε στον σύντροφό του να κοιμηθεί, του είπε ότι εκείνος θα φυλούσε σκοπιά.
«Μα δεν μπορείς να κάθεσαι φρουρός όλη νύχτα! Θα–»
«Σου είπα – κοιμήσου. Εγώ θα φυλάω.»
Ο Νάθλεδιρ ξάπλωσε, και έμεινε για κάμποση ώρα ξύπνιος, παρατηρώντας τον παράξενο ξένο να κάθεται οκλαδόν κοντά στο στόμιο της σπηλιάς, μ’ένα φίδι απλωμένο στους ώμους του. Ένα φίδι που είχε ξετρυπώσει απ’το μανίκι του.
Ύστερα, ο Νάθλεδιρ αποκοιμήθηκε.
Το χέρι του Γεώργιου τον ξύπνησε χτυπώντας τον στον ώμο. Ήταν αυγή, και το φως φαινόταν δυνατό στον Νάθλεδιρ παρότι, για την Υπερυδάτια, δεν ήταν.
Η Ευθαλία βρισκόταν ακόμα στους ώμους του Οφιομαχητή, και ο Μοργκιανός την κοίταζε με απορημένο βλέμμα αλλά σιωπηλός.
«Η Ευθαλία είναι φίλη,» του είπε ο Γεώργιος.
«Δεν την είχα δει πριν.»
«Κρυβόταν επειδή δεν σε ήξερε. Είσαι τρομαχτικός.»
Ο Νάθλεδιρ δεν ήταν βέβαιος αν ο συνοδοιπόρος του του έκανε πλάκα ή όχι.
Ταξίδεψαν προς τα νότια, διασχίζοντας εκτάσεις γεμάτες βλάστηση, και ο Οφιομαχητής κυνήγησε μαζί με τον Μοργκιανό σύντροφό του. Σκότωσαν ένα αγριογούρουνο, και ο Νάθλεδιρ παραξενεύτηκε γι’ακόμα μια φορά με τη δύναμη που είδε να επιδεικνύει ο Γεώργιος. Είχε αρπάξει το γουρούνι από τους χαυλιόδοντες και το είχε βάλει κάτω σαν να μην ήταν τίποτα, φωνάζοντας συγχρόνως στον Νάθλεδιρ: «Χτύπα το! Τώρα!» Και ο Νάθλεδιρ είχε τιναχτεί από δίπλα και το είχε καρφώσει στον λαιμό με τη σότραθ του – το κοντό διλέπιδο δόρυ που χρησιμοποιούσαν σχεδόν όλες οι φυλές του Δάσους των Ψυχών. Ο αγριόχοιρος είχε σύντομα πεθάνει από την αιμορραγία ενώ ο Γεώργιος τον κρατούσε ακινητοποιημένο, σταθερά, αλλά με άνεση.
Το βασικό πρόβλημα ήταν να εντοπίσουν το γουρούνι, όχι να το σκοτώσουν, όπως αποδείχτηκε. Την περισσότερη ώρα τους την έφαγαν ψάχνοντας. Αλλά το θήραμα ήταν, τελικά, καλό.
Το μεσημέρι, καθώς το έψηναν πάνω από μια μεγάλη φωτιά, ο Νάθλεδιρ είπε: «Δεν έχω ξαναγνωρίσει τόσο δυνατό άνθρωπο, Γεώργιε. Κι επίσης...» Γιατί δεν σ’έχω δει ποτέ να βλεφαρίζεις; Αλλά δεν μίλησε. Η σιωπή είναι σύνεση.
«Τι;» ρώτησε ο Γεώργιος.
Ο Νάθλεδιρ κούνησε το κεφάλι, και γύρισε το θήραμα πάνω από τις φλόγες. Τα υγρά που έπεσαν απ’το σκοτωμένο ζώο έκαναν ένα δυνατό σύριγμα ν’αντηχήσει και καπνό να υψωθεί.
«‘Η σιωπή είναι σύνεση’, ε;» είπε ο Γεώργιος, ξαφνιάζοντάς τον. «Μη με κοιτάς έτσι· είναι από τις πιο γνωστές ρήσεις της Μοργκιάνης, σωστά;»
Ο Νάθλεδιρ κατένευσε.
«Δεν υπάρχουν άλλοι άνθρωποι σαν εμένα επάνω στην Υπερυδάτια,» του είπε ο Οφιομαχητής. «Ή, αν υπάρχει και κάποιος άλλος Φιλημένος, δεν τον έχω συναντήσει ακόμα.»
Ο Νάθλεδιρ τον κοίταζε με τα λευκά φρύδια του σμιγμένα. Φιλημένος; σκέφτηκε. Μάλλον δεν είχε καταλάβει σωστά. Δεν ήξερε και τόσο καλά την Καθομιλουμένη...
Τα μάτια του Γεώργιου τον ατένιζαν χωρίς να βλεφαρίζουν καθόλου, τρομάζοντάς τον λιγάκι. Φιλημένος;... Κάτι άλλο πρέπει να εννοούσε...
«Τι ξέρεις για την Έχιδνα;» τον ρώτησε ο Οφιομαχητής.
«Ποια;»
«Η Έχιδνα είναι η ισχυρότερη θεά της Υπερυδάτιας. Το ιερατείο της έχει τη μεγαλύτερη επιρροή στη διάσταση, αλλά σπάνια ανακατεύεται με πολιτικά θέματα.»
Ο Νάθλεδιρ ένευσε. Όμως δεν καταλάβαινε γιατί ο συνοδοιπόρος του είχε αποφασίσει τώρα να του το πει αυτό. Τι σχέση είχε η Έχιδνα με την προηγούμενη κουβέντα τους;
Ο Γεώργιος διέκρινε τις απορίες στην όψη του Μοργκιανού, αλλά δεν συνέχισε να μιλά. Δεν έλεγε εύκολα την ιστορία του. Ή ίσως απλά να βαριόταν τώρα. Ούτε ο ίδιος δεν είχε αποφασίσει τι από τα δύο ήταν. Σκέφτηκε: Μπορεί κι εγώ να πιστεύω, κατά βάθος, ότι η σιωπή είναι σύνεση.
Η σιωπή είναι σύνεση... Τώρα το είχε θυμηθεί αυτό, που είχε τον Νάθλεδιρ κοντά του. Την ήξερε τη συγκεκριμένη ρήση. Σίγουρα την ήξερε. Την είχε ξανακούσει. Αλλά μπορεί τούτο να σήμαινε ότι κι εκείνος ήταν Μοργκιανός; Δεν ήταν το μόνο που ήξερε· γνώριζε διάφορα πράγματα, για διάφορες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος...
Το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου κρατούσε, σαν ασπίδα, την οργή της Έχιδνας σε απόσταση.
Όταν είχε σουρουπώσει και οι σκιές που πλημμύριζαν το Μεγάλο Δάσος έκαναν τον Νάθλεδιρ να αισθάνεται πιο άνετα (θυμίζοντάς του την πατρίδα του), έφτασαν στις όχθες ενός μεγάλου ποταμού.
«Ο ποταμός Κέλβος,» είπε ο Γεώργιος. «Ή ο ποταμός Υάλβης.» Δεν ήξερε πού ακριβώς βρίσκονταν, αλλά οι χάρτες που είχε δει αυτούς τους δύο ποταμούς έδειχναν να διασχίζουν το Μεγάλο Δάσος, μοιάζοντας ο ένας με συνέχεια του άλλου.
Πουθενά εκεί γύρω, όμως, δεν φαινόταν κανένα χωριό. Ούτε κανένα ποταμόπλοιο.
«Εδώ θα διανυκτερεύσουμε,» είπε ο Οφιομαχητής.
«Αυτή τη φορά θα μοιραστούμε τις σκοπιές.»
«Δεν υπάρχει λόγος.»
«Μα δεν μπορείς να φυλάς σκοπιά όλη νύχτα και μετά–»
«Δεν υπάρχει λόγος,» επέμεινε ο Οφιομαχητής, και κάθισε κάτω από ένα δέντρο, αφήνοντας την Ευθαλία να γλιστρήσει έξω απ’το μανίκι του.
«Δεν είναι ασφαλές ούτε για εμένα το να φυλά σκοπιά συνέχεια ένας άνθρωπος! Θα σε πάρει ο ύπνος και–» Το γέλιο του Γεώργιου τον διέκοψε. Τα μάτια του Νάθλεδιρ στένεψαν. «Είπα κάτι αστείο, μα τον Νούρκας;»
«Μην ανησυχείς,» αποκρίθηκε ο Οφιομαχητής. «Δεν κοιμάμαι.»
«Ακριβώς αυτό σού λέω. Δεν κοιμάσαι. Άρα, θα σε πάρει ο ύπνος όταν δεν θα έπρεπε να–»
«Δεν κοιμάμαι. Ποτέ.»
Ο Νάθλεδιρ συνοφρυώθηκε, παρατηρώντας τον, ακόμα όρθιος ενώ εκείνος ήταν καθισμένος.
Ο Γεώργιος εξακολουθούσε να χαμογελά, και τώρα γέλασε ξανά. Αλλά, μετά, είπε νηφάλια: «Δεν κοιμάμαι, Νάθλεδιρ. Δεν έχω ανάγκη από ύπνο. Όπως σου εξήγησα, δεν υπάρχουν άλλοι άνθρωποι σαν εμένα στην Υπερυδάτια.»
Ο Μοργκιανός γονάτισε ξαφνικά στο ένα γόνατο μπροστά του, σαν μαύρος πάνθηρας του Δάσους των Ψυχών με κατάλευκη χαίτη. «Τι άνθρωπος είσαι;» άρθρωσε, κοιτάζοντας τώρα τον Γεώργιο με καταφανές δέος. «Είσαι... δαίμονας τούτης της διάστασης; Της... Υπερυδάτιας;»
«Ίσως και να είμαι,» απάντησε ο Οφιομαχητής. «Για ορισμένους, σίγουρα είμαι. Ξεκουράσου τώρα, και μην ανησυχείς άλλο. Δεν πρόκειται να με πάρει ο ύπνος. Πιο πολλές είναι, οποιαδήποτε στιγμή, οι πιθανότητες να πάρει εσένα ο ύπνος παρά εμένα.»
«Γεώργιε, είπες ότι δεν είσαι εδώ επειδή θέλεις να μας βοηθήσεις. Γιατί είσαι εδώ;» με ρωτά η Φαρμακερή Βασίλισσα, αφού μας έχει διηγηθεί την ιστορία της.
«Δε μπορώ να σου απαντήσω με δυο λόγια,» την προειδοποιώ, γιατί ήδη αρκετή ώρα έχει περάσει. Απόγευμα ήταν όταν φτάσαμε στο άντρο, και τώρα έχει νυχτώσει. Πίνω μια γουλιά Αίμα της Έχιδνας. «Είναι πολλά αυτά που πρέπει να σου πω για να καταλάβεις. Αλλά, βασικά, χρειάζομαι πληροφορίες και ένα πλοίο. Και, επίσης, ήμουν περίεργος να μάθω ποια είναι η Φαρμακερή Βασίλισσα.»
«Θέλω ν’ακούσω τα πάντα,» μου αποκρίνεται εκείνη, και σηκώνεται από την πολυθρόνα της. «Θα φάμε, όμως. Σίγουρα πεινάτε, σωστά;» (Δεν φέρνουμε αντίρρηση.) «Και καθώς θα τρώμε θα μου λες.» Βαδίζει ώς την έξοδο του δωματίου και σφυρίζει σε κάποιους από τους ανθρώπους της – τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου – ζητώντας να της φέρουν φαγητό για τρεις.
Ύστερα από λίγο, μια κοπέλα μπαίνει στην αίθουσα, ξανθιά και γαλανόδερμη, τσουλώντας ένα τραπεζάκι με ρόδες. Το αφήνει ανάμεσά μας, στο κέντρο του δωματίου. «Αν θέλετε και κάτι άλλο, Μεγάλη Οφιοκυρά, ειδοποιήστε μας,» λέει. Τα μάτια της έχουν αυτή τη φανατική γυαλάδα που έχουν τα μάτια όλων των Τέκνων. Επάνω της έχει θηκαρωμένα τέσσερα όπλα (φανερά): ένα στιλέτο στον αριστερό πήχη, ένα πιστόλι στη ζώνη, δύο ξιφίδια στις μπότες.
«Νομίζω πως θα μας φτάσουν, Ερασμία,» της αποκρίνεται η Φαρμακερή Βασίλισσα. «Σ’ευχαριστούμε.»
Η Ερασμία υποκλίνεται – η σπάνια υπόκλιση του φιδιού – με τα πόδια ενωμένα και τα χέρια τεντωμένα και κολλημένα στα πλευρά, όπως είχε υποκλιθεί μπροστά μου η Ελένη στην Ψυχρόπολη – και φεύγει, ενώ τα μάτια της με λοξοκοιτάζουν. Περιέργεια και δέος. Ο Οφιομαχητής ανάμεσά τους... επιτέλους – όπως τους είχε υποσχεθεί η Βασίλισσά τους.
Τραβάμε τρεις καρέκλες κοντά στο τραπέζι με τις ρόδες κι αρχίζουμε να τρώμε: ξιδάτο χταπόδι με χόρτα, ψητά κρυπτόψαρα, πράσινη σαλάτα με χειμερινούς καρπούς του Ψυχροδάσους. Ρίχνουμε στον Ακατάλυτο δύο κρυπτόψαρα για να μην κάνει ρεσάλτο στο τραπέζι και κουρσέψει το γεύμα.
«Γιατί είσαι εδώ, λοιπόν;» με ρωτά η Πράσινη Κρίνη. «Πώς κατέληξες μαζί μας, Γεώργιε;» Και, κάτω απ’το τραπέζι, το γυμνό της πόδι παιχνιδίζει πίσω από το γόνατό μου. Δεν έχει ξεχάσει τα παλιά της κόλπα, παρατηρώ.
«Θ’αρχίσω να σ’τα λέω απ’την αρχή,» την προειδοποιώ.
«Από τότε που εξαφανίστηκες από την Ιχθυδάτια;»
«Εντάξει, όχι από τόσο αρχή. Αλλά από μια αρχή, ώστε να βγάλεις νόημα.» Και ξεκινώ από τότε που ήμουν στη Σιρκόβη της Μικρυδάτιας ψάχνοντας αντίδοτο για τον Αρσένιο στους Στενότοπους. Της λέω για τους μυστηριώδεις κυνηγούς μου· της λέω για τη συνάντηση με τους Τρομερούς Καπνούς· της λέω για το Μικρό Σύμπαν και τον Δημήτριο Ζερδέκη· της λέω για τη Διονυσία και για το πώς μας έπιασαν οι ακόλουθοι του Λοκράθου· της λέω για τις προσπάθειές μας να επιστρέψουμε στη Μεγάπολη, για τη δεύτερη αιχμαλωσία μου από τα βατράχια, και για το πώς βρέθηκα στα μπουντρούμια κάτω από το Οδοντωτό Οχυρό, όπου γνώρισα τον Νικόλαο· και τα λοιπά... μέχρι που φτάσαμε εδώ, στο άντρο των Τέκνων του Φαρμακερού Κύκλου, μέσα στο Ψυχροδάσος, στους πρόποδες της Ράχης του Ιχθύος.
Η νύχτα έχει προχωρήσει πολύ, όταν ολοκληρώνω την ιστορία μου. Έχουμε καταναλώσει όλο μας το φαγητό – μόνο ψαροκόκαλα, κομμάτια από καρπούς, και μερικά χόρτα απομένουν στα πιάτα. Πίνουμε κι οι τρεις ακόμα ένα ποτήρι Αίμα της Έχιδνας, καπνίζοντας. Η αίθουσα δεν έχει ντουμανιάσει, παρότι υπόγεια· το μέρος πρέπει να έχει καλό εξαερισμό.
Τελειώνω το ποτό μου (γιατί διψάω, μα την Έχιδνα!) και λέω: «Και τώρα, οι ερωτήσεις που θέλω να σου κάνω, Ευτυχία, αν δεν έχεις πρόβλημα...»
«Σ’ακούω προσεχτικά, Γεώργιε,» αποκρίνεται, με την πλάτη της ακουμπισμένη αναπαυτικά στην καρέκλα (και τα πόδια της τεντωμένα κάτω απ’το τραπέζι, και μπλεγμένα με τα δικά μου).
«Μπορείς να με βοηθήσεις να βρω γρήγορα ένα πλοίο για Ριλιάδα;»
Για μια στιγμή σμίγει τα χείλη, σαν, πεισματάρικα, να μη θέλει να μιλήσει· ύστερα, όμως, λέει: «Μπορώ. Αν και θα προτιμούσα να μείνεις εδώ, για ν’αγωνιστείς μαζί μας. Η Έχιδνα σε καθοδήγησε σ’εμάς, Γεώργιε. Ο Νικόλαος είχε δίκιο που σ’το έλεγε. Δεν είναι τυχαίο που είσαι ανάμεσά μας. Δε μπορείς να αισθανθείς ότι αυτό που κάνουμε στην Ιχθυδάτια είναι ένα ιερό έργο για τη Μεγάλη Κυρά;»
Τι εννοεί αν μπορώ να το αισθανθώ;... Θυμάμαι όλες εκείνες τις σκέψεις που, αυθόρμητα, έχω κάνει. Σκέψεις για «μιάσματα»... Εμβόλιμες σχεδόν. Ή σαν κάτι να με επηρεάζει. Κάτι στον αέρα. Στο νοητικό επίπεδο. Σαν τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου να με κολλάνε την τρέλα τους, από προτού συναντήσω τον Νικόλαο...
Όχι, δεν είναι δυνατόν. Δεν είναι δυνατόν να ισχύει αυτό που λέει η Ευτυχία. Αποκλείεται.
Γιατί, τότε, έχω μια περίεργη αίσθηση βαθιά μέσα μου; Γιατί έχω μια αίσθηση ότι ίσως – ίσως – να μιλά σωστά;
Αποκλείεται.
«Δε μπορώ να μείνω. Θέλω να μάθω τι γίνεται με τη Διονυσία και τον Αρσένιο. Έμπλεξαν εξαιτίας μου· δε θα τους εγκαταλείψω.»
«Το καταλαβαίνω αυτό. Το καταλαβαίνω, και δεν το θεωρώ παράλογο. Μπορώ να στείλω και κάποιους ανθρώπους μαζί σου, για να σε βοηθήσουν–»
«Δε χρειάζεται–»
«Μα, Γεώργιε, πρέπει. Ίσως στη Ριλιάδα να κινδυνέψεις ξανά. Ο Στέφανος σίγουρα θα είναι ακόμα εκεί, και μπορεί να σε συναντήσει πάλι. Δε θα τον αφήσω να σε αιχμαλωτίσει για δεύτερη φορά και να σε δώσει στα μιαρά βατράχια του Λοκράθου! Θα πάρεις τουλάχιστον τέσσερις από τους μαχητές του Μεγάλου Αγώνα μαζί σου,» μου λέει, τελεσίδικα, σαν πραγματική Βασίλισσα που ξέρει ότι η απόφασή της είναι νόμος.
Μπλέξαμε...
Αλλά μάλλον έχει δίκιο, γαμώτο. Ο Στέφανος είναι επικίνδυνος. Ακόμα και για τον Οφιομαχητή. Πρέπει να το παραδεχτώ αυτό. Είναι, ίσως, από τους πιο επικίνδυνους ανθρώπους επάνω στην Υπερυδάτια. Μετά τον Οφιομαχητή, όμως. Μετά τον Οφιομαχητή. Θα τον βρω και θα τον λιανίσω, κάποια μέρα σύντομα! Το μίασμα! Το μίασμα!
Μίασμα;... Αυτές οι καταραμένες σκέψεις, ξανά...
Καταπολεμώ την οργή μου με τις διδαχές του Γέρου του Ανέμου. Είμαι πολύ κουρασμένος, μου φαίνεται, απ’όλη την ημέρα. Χρειάζομαι κι εγώ ξεκούραση κάπου-κάπου.
«Εντάξει,» λέω στη Φαρμακερή Βασίλισσα, «θα πάρω τέσσερις από τους μαχητές σου μαζί μου.»
«Θα ερχόμουν κι εγώ η ίδια–»
«Μη λες μαλακίες,» την προειδοποιώ, ρίχνοντάς της ένα βλέμμα που είμαι σίγουρος πως μαρτυρά ότι, Βασίλισσα ή μη, θα την πλακώσω στο ξύλο αν προτείνει τέτοιο πράγμα.
«–αλλά έχω δουλειές εδώ. Η Μεγάλη Κυρά θέλει να είμαι στην Ιχθυδάτια.»
«Σίγουρα,» συμφωνώ, και γεμίζω ξανά το ποτήρι μου με Αίμα της Έχιδνας από το μπουκάλι.
Η Λουκία είναι σιωπηλή όλη αυτή την ώρα· απλά μας παρατηρεί, και τώρα έχει τον γάτο της πάλι στην αγκαλιά της, χαϊδεύοντας το κατάμαυρο τρίχωμά του. Τι να περνά απ’το μυαλό της, άραγε; Σκέφτεται να μ’ακολουθήσει κι αυτή στη Ριλιάδα; Όπως τότε που ήμασταν κουρσάροι και είχαμε πρωτοσυναντήσει τον Στέφανο στους Κατωμήχανους, μπροστά απ’το λημέρι του Ζορδάμη;
«Δεν τελείωσα με τις ερωτήσεις μου,» λέω στην Ευτυχία.
«Τ’αφτιά μου ευφραίνονται από τις ερωτήσεις σου, Γεώργιε,» μου αποκρίνεται παιχνιδιάρικα, ενώ τα πόδια της σκαλίζουν τα πόδια μου κάτω απ’το τραπέζι.
Μειδιώ, παρότι με τις άκριες των ματιών μου βλέπω τη Λουκία να αγριοκοιτάζει την Πράσινη Κρίνη. Ελπίζω να μην περνά απ’το μυαλό της να πει ή να κάνει καμιά ανοησία. Τα Τέκνα, σίγουρα, δεν θα τη συγχωρέσουν αν ορμήσει στη Βασίλισσά τους...
Ακούω τον Ακατάλυτο να γουργουρίζει κάτω από τα χέρια της.
«Γιατί τα μιαρά βατράχια του Λοκράθου ήθελαν να με θυσιάσουν;» ρωτάω τη Φαρμακερή Βασίλισσα: και αυτό το μιαρά πραγματικά μού ξέφυγε – πάλι. «Γιατί απλά να μη με σκοτώσουν; Γνωρίζεις;»
Η Ευτυχία μοιάζει προβληματισμένη για μερικές στιγμές, κοιτάζοντας τα απομεινάρια του γεύματος στο πιάτο της. Ύστερα ανάβει ακόμα ένα τσιγάρο (καθώς το προηγούμενό της είχε, πριν από λίγο, τελειώσει και το είχε σβήσει μες στο πιάτο, επάνω στα ψαροκόκαλα) και λέει: «Μια υποψία έχω, μόνο. Δεν ξέρω αν αληθεύει...» Ο καπνός της είναι αρωματικός καθώς βγαίνει ανάμεσα από τα χείλη της.
«Τα πάντα μ’ενδιαφέρουν σ’ετούτη τη διάσταση, όπως ξέρεις.»
«Κυκλοφορούσε μια φήμη, εδώ και κάποιο καιρό, ότι τα βατράχια σε έψαχναν. Είχε φτάσει στ’αφτιά μου μέσω των κατασκόπων μου. Θέλουν να σε θυσιάσουν για να κλέψουν τη δύναμή σου–»
«Ορίστε;»
«Γι’αυτό σού λέω, δεν ξέρω αν αληθεύει· είναι περίεργο. Υποτίθεται πως σκοπεύουν να κάνουν μια τελετή, μια ιερουργία, κατά την οποία θα σε θυσιάσουν στον θεό τους και θα πάρουν τη δύναμή σου. Θα γίνουν δυνατοί σαν εσένα, κι αυτό θα τους βοηθήσει να κατατροπώσουν εμάς, τους μαχητές του Μεγάλου Αγώνα. Μας έχουν βάλει στο μάτι, γιατί κι εμείς τούς έχουμε βάλει στο μάτι – και για καλό λόγο.»
«Είναι δυνατόν να γίνει τέτοιο πράγμα; Να μου... κλέψουν τη δύναμη;» Μου μοιάζει παραμύθι.
Η Κρίνη ανασηκώνει τους ώμους, φυσώντας καπνό απ’την άκρη του στόματός της. «Δεν ξέρω... Κι εμείς κάναμε μια τελετή για να σε επικαλεστούμε. Παραπάνω από μία τελετή. Οι ιερωμένοι μας έλεγαν ότι το σύριγμα της Έχιδνας θα έφτανε στο μυαλό σου.»
Το σύριγμα της Έχιδνας θα έφτανε στο μυαλό μου... Εξαιτίας τους μου έρχονται αυτές οι εμβόλιμες σκέψεις – γαμώ τους γαμημένους ιερείς των Τέκνων; Αισθάνομαι την οργή μου να φουντώνει– Το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου ουρλιάζει εντός μου σαν ζωντανή ασπίδα.
«Δεν είναι το ίδιο πράγμα να... επικαλείσαι έναν δαίμονα με το να του κλέβεις τη δύναμη,» λέω στη Φαρμακερή Βασίλισσα.
Εκείνη γελά μελωδικά. «Δαίμονα;... Τέλος πάντων· δεν ξέρω, Γεώργιε. Ίσως να είναι μονάχα μια φήμη, όπως σου είπα. Ίσως να μην αληθεύει. Δεν είναι και πολύ διαδεδομένο· ελάχιστοι το έχουν ακούσει, απ’ό,τι καταλαβαίνω.»
«Ναι,» συμφωνώ. «Ούτε η Λοχαγός Ορτίνη δεν ήξερε γιατί ήθελαν να με θυσιάσουν: και είναι ακόλουθος του Λοκράθου, η καταραμένη.»
«Βλέπεις; Αλλά, αν δεν σκόπευαν να κλέψουν τη δύναμή σου, τότε γιατί να μπουν στον κόπο να κάνουν ολόκληρη ιεροτελεστία, Γεώργιε; Γιατί απλά να μη σε σκοτώσουν όταν είχαν την ευκαιρία, όπως είπες κι εσύ;»
«Έχεις καμιά θεωρία;»
«Καμία, δυστυχώς. Το πιο λογικό μού μοιάζει να είναι αυτό που είχα ακούσει για την κλοπή της δύναμής σου. Ώς τώρα δεν το θεωρούσα και πολύ σοβαρό, αλλά μ’αυτά που μου λες... τι άλλο να υποθέσω;»
Έχει δίκιο, δεν έχει; Τι άλλος λόγος μπορεί να υφίσταται για να μη με σκοτώσουν εξαρχής; Με τραβούσαν μαζί τους θέλοντας κάτι συγκεκριμένο από εμένα. Και αυτό το συγκεκριμένο ήταν άμεσα συνδεδεμένο με την κωλοτελετή τους στον Ναό του Λοκράθου, κάτω απ’το Οδοντωτό Οχυρό.
«Ναι...» λέω, συλλογισμένα. «Αλλά επιφυλάσσομαι μέχρι να ξανασυναντήσω αυτόν τον καριόλη, τον Δαμιανό, και να πάρω απαντήσεις από το στόμα του.
»Έχω ακόμα δύο ερωτήσεις να σου κάνω· όμως η δεύτερη μάλλον θα πρέπει να απαντηθεί αύριο το πρωί, υποθέτω.»
«Τι ερώτηση είναι, η δεύτερη;»
«Θέλω να μου πεις ποια είναι η πολιτική κατάσταση τώρα στην Ιχθυδάτια. Ποιοι διοικούν στις σημαντικές πόλεις, και τι νομίζουν τα Τέκνα γι’αυτούς. Και τι γίνεται με την Αρχιέρεια της Ιχθυδάτιας.»
«Αυτό το ξεπαρμένο πορνίδιο!» λέει η Φαρμακερή Βασίλισσα, ίσως μεταξύ αστείου και σοβαρού, κάνοντάς με να χαμογελάσω. «Είναι εναντίον μας, η ανώμαλη. Εναντίον μας, επειδή μας θεωρεί ‘αίρεση’ και άρα... ‘μακριά από εμάς τέτοιοι ακραίοι φανατικοί’ και παρόμοιες μαλακίες. Βλέπει τα χάλια στην Ιχθυδάτια αλλά δεν θέλει να δράσει! Δε θάπρεπε ποτέ να ήταν Αρχιέρεια, παρά τις σαχλαμάρες που λένε, ότι είναι ‘ξεχωριστή’.»
Δε συμπαθιούνται οι δυο τους, λοιπόν. Όχι πως περίμενα να συμπαθιούνται, για να νάμαι ειλικρινής. Αλλά, έτσι όπως μιλά η Ευτυχία για την Αθανασία, είναι σαν να την έχει συναντήσει προσωπικά, μα την Έχιδνα. Αληθεύει, άραγε; Η Φαρμακερή Βασίλισσα και η Αρχιέρεια της Ιχθυδάτιας έχουν συναντηθεί; Ακόμα μια ερώτηση για αύριο...
«Μάλιστα,» λέω. «Για τους Τρομερούς Καπνούς τι ξέρεις;»
Η αλλαγή θέματος την ξαφνιάζει λιγάκι. «Για τους Τρομερούς Καπνούς;» Μορφάζει, ρουφώντας καπνό, φυσώντας τον. «Τίποτα, βασικά. Είναι αίνιγμα, οι καταραμένοι. Δυστυχώς, δε μπορώ να σε βοηθήσω σε κάτι σχετικά μ’αυτούς, Γεώργιε.»
«Δεν ξέρεις τι μήνυμα έδωσαν στον Παππού των Ελκάνιων μέσω της Αμαλίας Ελκάνιας;»
«Μήνυμα;»
«Δε σ’το είπα αυτό, ε; Όταν κούρσεψαν το πλοίο της, τα Μυρωμένα Σίδερα, την άφησαν να φύγει αλλά της έδωσαν (σύμφωνα με τις φήμες) ένα μήνυμα για τον Παππού.»
«Τι μήνυμα;»
«Εκεί είναι το θέμα: δεν ξέρω. Όμως ίσως να μην αληθεύει κιόλας...»
«Κοίτα,» μου λέει η Φαρμακερή Βασίλισσα· «εγώ μόνο ως... αξιοπερίεργο τούς έχω ακούσει τους Τρομερούς Καπνούς, και ως πιθανή μελλοντική απειλή, ίσως. Δε γνωρίζω πού έχουν το λημέρι τους· μπορεί στην Ιχθυδάτια, μπορεί κάπου αλλού. Ή μπορεί να έρχονται ακόμα κι από άλλη διάσταση, μα την Έχιδνα! Αυτός ο καπνοδαίμονας που έχουν μαζί τους σίγουρα δεν είναι τίποτα από την Υπερυδάτια.»
«Σίγουρα,» συμφωνώ. «Αλλά δε νομίζω ότι έρχονται από άλλη διάσταση· με Υπερυδάτιοι μού φάνηκαν όταν τους συνάντησα. Και τώρα η Λουκία» – τη δείχνω φευγαλέα με το βλέμμα μου, καθώς ακόμα κάθεται σιωπηλή παραδίπλα – «μου λέει πως ο αρχηγός τους ονομάζεται Γρηγόριος Καθαρός. Όνομα Υπερυδάτιο, το Γρηγόριος.»
«Και το ‘Καθαρός’ είναι παρωνύμιο;»
«Προφανώς.»
Η Βασίλισσα στρέφεται στην παλιά πειρατίνα. «Πού το άκουσες εσύ αυτό;»
«Στη Μελκάρνια,» αποκρίνεται η Λουκία. «Μπορεί και να μην είν’ αλήθεια.» Ανασηκώνει τους ώμους. «Πολλά λέγονται για τους Καπνούς στα λιμάνια. Πολλά και περίεργα. Αλλά αυτό το συγκεκριμένο μού φάνηκε αρκετά... λογικό. Ένα απλό όνομα, που θα μπορούσε άνετα να είναι το όνομα ενός αρχιπειρατή.»
«Δεν τους έχεις στη λίστα σου;» ρωτάω τη Φαρμακερή Βασίλισσα.
Με κοιτάζει ερωτηματικά, σαν μπερδεμένη ξαφνικά.
«Τους Τρομερούς Καπνούς,» διευκρινίζω. «Τα Τέκνα δεν τους έχουν στη λίστα τους;»
«Οι Τρομεροί Καπνοί δεν είναι το βασικό πρόβλημα της Ιχθυδάτιας ετούτο τον καιρό, Γεώργιε. Εμείς είμαστε το ιερό δηλητήριο που εξαγνίζει την ηπειρόνησο· δε μας ενδιαφέρει τι κάνουν κάτι κουρσάροι στις ανοιχτές θάλασσες.»
«Δεν έχεις σκεφτεί ότι ίσως σύντομα ν’αποτελέσουν μεγάλη απειλή για τους πάντες; Δε νομίζω πως υπάρχει τίποτα στην Υπερυδάτια που μπορεί να αντιμετωπίσει αυτό τον γίγαντα του καπνού που προστάζουν.»
Η Φαρμακερή Βασίλισσα μορφάζει, αρκετά αδιάφορα. «Θα δείξει...» και φυσά καπνό απ’τα κομψά της ρουθούνια.
Ύστερα από αυτά, αποφασίζουμε πως είναι ώρα να ξεκουραστούμε, επειδή το χρειαζόμαστε. Και θα συζητήσουμε περισσότερο το πρωί, γιατί ακόμα, μετά από τόσες κουβέντες, έχουμε πράγματα να πούμε. Εκτός των άλλων, περιμένω να μάθω για ποιο λόγο θεωρεί η Φαρμακερή Βασίλισσα τον Μεγαλοφονιά σύμμαχό της.
«Θα μείνεις στο δωμάτιό μου,» μου λέει τώρα, καθώς έχουμε σηκωθεί από το τραπέζι. «Είναι αρκετά μεγάλο.»
«Δε θέλω να σε ξεβολέψω,» της αποκρίνομαι.
«Δε θα ξεβολευτώ,» με διαβεβαιώνει. Και προς τη Λουκία: «Ένα άλλο δωμάτιο θα είναι όλο δικό σου.»
Εκείνη δεν μιλά. Δε μοιάζει να της αρέσει που θα είμαι στο δωμάτιο της Φαρμακερής Βασίλισσας. Ο Ακατάλυτος είναι μπλεγμένος ανάμεσα στα μποτοφορεμένα πόδια της.
«Ελάτε!» μας λέει η Πράσινη Κρίνη, μη δίνοντας σημασία στο βλέμμα της Λουκίας – ή ίσως και να μην το έχει προσέξει. Αλλά δεν το νομίζω αυτό το τελευταίο...
Την ακολουθούμε ξανά, μέσα στο υπόγειο άντρο των Τέκνων του Φαρμακερού Κύκλου, και εκείνη μιλά με διάφορους ανθρώπους της, δίνοντας εξηγήσεις για το πού θα διανυκτερεύσει η Λουκία και πού εγώ, και προστάζοντας να φτιάξουν λίγο το δωμάτιο της Λουκίας.
Διασχίζοντας διαδρόμους και θαλάμους, μας πηγαίνει πρώτα εκεί, στο μέρος όπου θα μείνει η παλιά πειρατίνα. Δεν είναι ούτε πολύ μικρό ούτε πολύ μεγάλο. Λίγο πιο ευρύχωρο από την καμπίνα πλοίου. Μια από τις γυναίκες του Φαρμακερού Κύκλου αλλάζει γρήγορα τα σεντόνια του κρεβατιού και βάζει μερικές πετσέτες και άλλα καθημερινά αντικείμενα στη μικρή, ξύλινη ντουλάπα.
«Υπάρχει ντους και τουαλέτα στη διπλανή πόρτα,» πληροφορεί η Φαρμακερή Βασίλισσα τη Λουκία, δείχνοντας.
«Ευχαριστώ,» λέει εκείνη, αν και κοφτά, μετά βίας.
Ύστερα, την αφήνουμε εκεί και πηγαίνουμε στο δωμάτιο της Ευτυχίας μέσα στο άντρο, το οποίο είναι πολύ μεγαλύτερο και έχει ένα άνετο κρεβάτι στο κέντρο. Αναμφίβολα, κάποτε ήταν αίθουσα για κάποιο άλλο σκοπό σ’αυτή την παλιά βάση. Δεν ήταν για ύπνο. Μεγάλοι σωλήνες σκαρφαλώνουν στους τοίχους, καθώς και γερασμένα καλώδια. Μια τροχαλία που φαίνεται ακινητοποιημένη αποτελεί πρόχειρη κρεμάστρα για μερικά ρούχα της Φαρμακερής Βασίλισσας. Στο πάτωμα, χαλιά είναι στρωμένα. Σε μια μεριά υπάρχει ένας ψηλός καθρέφτης, και παραδίπλα μια ντουλάπα. Σε μια γωνία είναι μια πλαστική λεκάνη για να κάνεις μπάνιο· έχει βρύση συνδεδεμένη με κάποιους από τους σωλήνες που έρχονται από τον τοίχο.
Η Ευτυχία μού λέει ότι μπορώ να πλυθώ αν θέλω. Να τραβήξει νερό;
«Αν έχεις την καλοσύνη.»
Το κάνει. Η βρύση αρχίζει να γεμίζει τη λεκάνη, και η Πράσινη Κρίνη προσθέτει σαπούνι και έλαια· τα ανακατεύει με το χέρι της. Μου χαμογελά.
«Μένεις μόνη εδώ;» τη ρωτάω, καθώς βγάζω τα ρούχα μου, ρίχνοντάς τα κάτω, σ’έναν σωρό, μαζί με το Φιλί της Έχιδνας.
«Γιατί ρωτάς;»
«Γιατί φοβάμαι μην επαναληφθεί κανένα επεισόδιο παρόμοιο μ’εκείνο στον Οίκο της Ανεμώνης, όταν οι άνθρωποι του Ιγνάτιου Σολκάθιου ήρθαν για εμένα. Φοβάμαι, κοντολογίς, μην ορμήσει κανένας τσαντισμένος άντρας σου και αναγκαστώ να τον σκοτώσω.»
Η Φαρμακερή Βασίλισσα γελά μελωδικά. Μετά απαντά: «Δεν υπάρχει ‘άντρας μου’, εκτός από τον Οφιομαχητή. Όλα τα Τέκνα είναι άντρες μου.»
Περίεργα μού τα λέει...
Κλείνει τη βρύση. Η πλαστική λεκάνη έχει γεμίσει. Φουσκάλες σαπουνιού πλέουν επάνω στο νερό, έλαια γυαλίζουν.
«Είσαι τραυματισμένος,» παρατηρεί η Ευτυχία καθώς πλησιάζω. Κοιτάζει την πληγή στα πλευρά μου, από εκείνη τη σπαθιά του φρουρού στο Δεσμωτήριο της Οδοντόπολης πριν από πέντε μέρες. Έχει επουλωθεί πια.
«Δεν είναι τίποτα,» της λέω, και μπαίνω στη μπανιέρα, η οποία με χωρά οριακά, αλλά όχι και με τα πόδια τεντωμένα· δεν είναι τόσο μεγάλη. Τα έλαια και το σαπούνι μυρίζουν ωραία, μεθυστικά. Δεν περίμενα τίποτα λιγότερο, βέβαια, από την παλιά μου φίλη, την Πράσινη Κρίνη.
Η οποία τώρα γονατίζει πίσω μου, βάζει τα χέρια της μες στο σαπουνόνερο, και το ρίχνει στα μαλλιά μου, αρχίζει να μαλάσσει το κρανίο μου με επιδέξιες, γαργαλιστικές κινήσεις των δαχτύλων της.
«Δεν είναι ανάγκη για τέτοια,» της λέω· και: «Είμαι απλόκαμος,» την προειδοποιώ.
«Δέχομαι και πληρωμές σε είδος.» Συνεχίζει να μαλάσσει το κεφάλι μου, να σαπουνίζει τα μαλλιά μου.
«Τι θα έλεγαν τα Τέκνα αν έβλεπαν τη Βασίλισσά τους να πλένει έτσι κάποιον;»
«Δεν είναι κανένας τυχαίος εδώ. Όλα τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου σε θεωρούν ιερό πρόσωπο, Γεώργιε. Δεν το έχεις καταλάβει;»
«Το έχω καταλάβει. Αλλά είναι λάθος τους.»
«Λάθος τους; Και λάθος όλων των ιερωμένων της Υπερυδάτιας επίσης;»
«Τα Τέκνα δεν είναι ιερωμένοι, Ευτυχία· είναι φονιάδες–»
«Ιεροί εκτελεστές,» με διορθώνει.
«–και νομίζουν ότι θα τους βοηθήσω να σκοτώνουν κόσμο.»
«Μας κάνεις να μοιάζουμε χυδαίοι,» μου λέει, μεταξύ αστείου και σοβαρού, μεταξύ μομφής και παραπόνου. «Δε συμφωνείς με την αποστολή μας;»
«Δεν καταλαβαίνω ποια ακριβώς είναι η αποστολή σας. Δε βγάζει νόημα για εμένα.»
«Μη λες ψέματα. Καταλαβαίνεις.» Σαν να ξέρει για τις παράξενες σκέψεις που έρχονται στο μυαλό μου...
Απομακρύνω την οργή της Έχιδνας με το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου. «Τι εννοείς;»
«Δεν είδες τι κάνουν τα βατράχια; Δεν είδες τι συμβαίνει στην Οδοντόπολη; Ο Νικόλαος σού είπε πώς σκότωσε ο Λουκιανός τον πατέρα του, δεν σου είπε;»
«Μου είπε.»
«Ακόμα ένας διεφθαρμένος άρχοντας σ’ετούτη την ηπειρόνησο,» λέει η Φαρμακερή Βασίλισσα.
«Είναι στόχος σας;»
«Όχι μόνο αυτός.»
«Πόσοι άλλοι;»
«Έχει σημασία;» Σηκώνεται από πίσω μου, απομακρύνεται, αλλά μετά από λίγο επιστρέφει, γονατίζοντας ξανά και τώρα αρχίζοντας να χρησιμοποιεί ένα ξυράφι επάνω στο πρόσωπό μου, κόβοντας τα γένια μου που έχουν αγριέψει πολύ αυτές τις μέρες.
«Και μετά;» τη ρωτάω. «Ας πούμε ότι κάποτε έχετε καθαρίσει όσους νομίζετε ότι πρέπει να καθαριστούν. Τι θα κάνετε μετά;»
Γελά. «Φοβάσαι ότι θα βαρεθούμε; Είμαστε το ιερό δηλητήριο της Έχιδνας, Γεώργιε. Πάντα θα υπάρχει λόγος για την ύπαρξή μας επάνω στην Ιχθυδάτια. Είμαστε εδώ με τη θέληση της Μεγάλης Κυράς· τίποτα λιγότερο.»
«Και αυτό συνέβαινε από παλιά; Από τον καιρό του Μεγάλου Διαφεντευτή;»
«Φυσικά. Απλώς η πολιτική κατάσταση στην Υπερυδάτια έχει αλλάξει, όχι ο γενικός σκοπός των Τέκνων.»
«Δεν σας καταλαβαίνω.»
«Τι δεν καταλαβαίνεις, Γεώργιε; Είμαστε γεννημένοι μέσα από την οργή. Είμαστε οργή. Η οργή της Έχιδνας.»
Οργή...
«Όσο υπάρχει αδικία επάνω στην Ιχθυδάτια, θα υπάρχουν και τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου για να αποδίδουν δικαιοσύνη. Για να καθαρίζουν την ηπειρόνησο από τα μιάσματα.»
«Και κάνετε μόνο αυτό;» τη ρωτάω καθώς τελειώνει με το ξύρισμα του προσώπου μου, πλένοντας τώρα τα μάγουλά μου με το νερό της μπανιέρας. «Είπες ότι ο Μέγας Διαφεντευτής πληρωνόταν κιόλας για να σκοτώνει, έτσι δεν είπες;»
«Έχει γίνει κι αυτό,» παραδέχεται η Ευτυχία. «Δεν είναι ανήκουστο τα Τέκνα να παίρνουν οκτάποδες για να κάνουν ορισμένες δουλειές. Σήμερα, όμως, σκοτώνουμε μόνο όσους πρέπει να φύγουν.»
«Ο Μεγάλος Αγώνας...»
«Ναι.»
Δε μ’αρέσουν καθόλου όλα τούτα.
Ξαφνικά, θυμάμαι τον ερπετοειδή. Αυτόν που είδα όταν μπήκα στη βάση τους, έχοντας μόλις συναντήσει τον Μεγαλοφονιά και τη Φαρμακερή Βασίλισσα. Αυτόν που είδα, αν και κουκουλωμένο, έξω απ’το άντρο των βατράχων στους πρόποδες της Ράχης του Ιχθύος. Τον Αγησίλαο.
Είναι παράξενο – πολύ παράξενο – ένας ερπετοειδής να μένει σ’έναν ναό της Έχιδνας, μαζί με τους ιερωμένους, όπως η Αρωγός της Αθανασίας. Αλλά είναι ακόμα πιο παράξενο ένας ερπετοειδής να μένει οπουδήποτε αλλού μαζί με ανθρώπους – και, μάλιστα, όχι ιερωμένους της Φαρμακερής Κυράς.
«Ο Αγησίλαος τι κάνει εδώ;» ρωτάω.
«Θα μιλήσουμε γι’αυτόν αύριο,» μου λέει η Ευτυχία. «Είναι δικός μου. Σταλμένος από τη Μεγάλη Κυρά κι αυτός. Όπως εσύ.»
Περίεργα λόγια ξανά...
Τα χέρια της γλιστράνε μες στο νερό, χαϊδεύοντας το στήθος μου· το σαγόνι της ακουμπά στον ώμο μου, και τα χείλη της φιλάνε το φρεσκοξυρισμένο μάγουλό μου.
Το ποταμόπλοιο ονομαζόταν «Ο Μαθητής του Νηρέα», και ερχόταν από τα ανατολικά, πλέοντας πάνω στον ποταμό Κέλβο, διασχίζοντας το Μεγάλο Δάσος. Το Νηρέας ήταν Υπερυδάτιο όνομα, αρσενικό, όχι και τόσο κοινό αλλά ούτε και τόσο σπάνιο. Ο αρχικός Νηρέας, όμως, ήταν ο θεός των ποταμών της Υπερυδάτιας, ο θεός των υδάτων που κυλούσαν στις ηπειρονήσους, και, σύμφωνα με κάποιους, ο θεός της βροχής επίσης, ο Βροχοποιός – αλλά, και πάλι, μόνο επάνω στις ηπειρονήσους. Ήταν, κατά τον μύθο, γιος της Έχιδνας και του Αστερίωνα. Είχε γεννηθεί όταν κάποτε η Φαρμακερή Κυρά, ταξιδεύοντας στην ενδοχώρα, μακριά από τις ακτές που αγαπούσε, είχε τυλίξει τον θεό της γης μέσα στις ατέρμονες σπείρες της ουράς της και τον είχε βιάσει. Ο Αστερίωνας, ορισμένοι έλεγαν, μισούσε τον γιο του, έτσι ο Νηρέας ήταν καταδικασμένος στους ποταμούς των ηπειρονήσων, μη μπορώντας να πατήσει στο έδαφος. Και δεν συμπαθούσε τη μητέρα του, γι’αυτό ποτέ δεν έβγαινε στις ακτές· ούτε πήγαινε στις ανοιχτές θάλασσες γιατί, εκτός των άλλων, φοβόταν εκεί τον Άτλαντα, το πελώριο χταπόδι με τα δώδεκα πλοκάμια, που θα ήθελε πολύ να καταβροχθίσει το παιδί της Έχιδνας και του Αστερίωνα. Οπότε, ο Νηρέας έμενε στους ποταμούς του και, όπως μαρτυρούσαν κάποιοι μύθοι, για να περνά την ώρα του επιδιδόταν σε ασύστολα ερωτικά όργια με θηλυκά πνεύματα του γλυκού νερού που είχαν ονομαστεί, εξαιτίας του, Νηρηίδες – συγγενικές με τις ωκεανίδες των ακτών και των θαλασσών. Επομένως, θεωρείτο και θεός του έρωτα ή της ακολασίας.
Το όνομα «Ο Μαθητής του Νηρέα» αναφερόταν, φυσικά, στον θεό των ποταμών, όχι σε κάποιον τυχαίο άντρα που λεγόταν Νηρέας· και τώρα το ποταμόπλοιο με αυτό το όνομα είχε διασχίσει περισσότερο από το μισό Μεγάλο Δάσος από τα ανατολικά προς τα δυτικά: πλησίαζε το σημείο όπου ο ποταμός Κέλβος γεννιόταν μέσα από τον ποταμό Υάλβη ο οποίος κατερχόταν από τα βουνά. Ήταν απόγευμα, και οι φθινοπωρινές σκιές πλήθαιναν με ταχύ ρυθμό. Ο Καπετάνιος του Μαθητή στεκόταν στην πρύμνη καπνίζοντας ένα τσιγάρο και έχοντας το αριστερό του χέρι τυλιγμένο γύρω από τη μέση μιας επιβάτισσας που επίσης κάπνιζε. Είχε αποκτήσει κοντινή σχέση μαζί της λίγο προτού γίνει επιβάτισσά του, στην Ηλβάρη.
«Κάποιοι είναι στην όχθη, Ιγνάτιε,» του είπε τώρα. «Μας γνέφουν!» Έδειξε προς τα βορειοδυτικά.
Και δεν ήταν η μόνη που είχε προσέξει τις δύο σκιερές φιγούρες που έγνεφαν στο ποταμόπλοιο. Τις είχαν προσέξει κι άλλοι: άνθρωποι του πληρώματος.
«Μας κάνουν σινιάλο να τους πάρουμε, Καπετάνιε,» είπε ο Λοστρόμος, ζυγώνοντας τον Ιγνάτιο στην πρύμνη του σκάφους.
«Τίποτα πειρατές των ποταμών θάναι,» αποκρίθηκε ο Ιγνάτιος, με όψη σκοτεινιασμένη. «Μας βλέπουν που είμαστε αργό πλοίο και θέλουν να μας βάλουν να ζυγώσουμε την όχθη για να χιμήσουν στο κατάστρωμα. Σίγουρα κρύβονται κι άλλοι μες στα σκοτάδια.»
Ο Μαθητής του Νηρέα δεν είχε μηχανές για να τον κινούν. Πήγαινε με τα πανιά και με τα κουπιά. Και λειτουργούσαν τώρα και τα δύο: οι λαμνοκόποι (κακοπληρωμένοι εργάτες κατά τα δύο τρίτα, αγορασμένοι δούλοι κατά το ένα τρίτο) μοχθούσαν κάτω από το ανοιχτό κατάστρωμα, ενώ τα ιστία ήταν φουσκωμένα απ’τον φθινοπωρινό αγέρα. Ο Ιγνάτιος Φερκίνιος δεν είχε λεφτά για ν’αγοράσει μηχανές και να πληρώνει μάγο για να ρυθμίζει την ενεργειακή ροή του σκάφους. Ο μάγος και η συντήρηση των μηχανών υπολόγιζε πως θα του κόστιζαν πολύ περισσότερο από τα έξοδα για τους λαμνοκόπους. Και, εντάξει, το πλοίο του μόνο ταξίδια στους βόρειους ποταμούς της Μικρυδάτιας έκανε· δεν ήταν κανένα καράβι των ωκεανών· δεν είχε πραγματική ανάγκη από μηχανική κίνηση. Ο Ιγνάτιος μπορούσε, άνετα, να κάνει τη δουλειά του κι έτσι. Και την έκανε, για χρόνια.
«Αν όμως είναι κάποιοι που χρειάζονται βοήθεια, Ιγνάτιε;» είπε η Όλγα, η επιβάτισσα και ερωμένη του. «Ίσως νάχουν ξεμείνει, και ίσως να μην έχουν φαγητό και νερό!»
«Το δάσος προσφέρει φαγητό και νερό,» αποκρίθηκε ο Ιγνάτιος· «δεν υπάρχει πρόβλημα. Συνεχίζουμε. Μπορεί νάν’ επικίνδυνοι.»
«Μα, Ιγνάτιε, ίσως να έχουν ανάγκη οι άνθρωποι! Δε μπορείς να τους εγκαταλείψεις έτσι, μα τους θεούς!»
«Λέμε, καρδιά μου – μπορεί νάν’ επικίνδυνοι, οι ποταμοδαίμονες του Λοκράθου!»
«Δεν το ξέρεις, όμως. Ας δούμε πρώτα, τουλάχιστον!»
«Άμα σταθούμε για να δούμε, κούκλα μου, θα μας την πέσουνε απ’τα σκοτάδια οι σύντροφοί τους και θα πηδήσουνε πάν’ στο κατάστρωμα για να μας λιανίσουν.»
«Μα δεν το ξέρεις ότι είναι έτσι!» επέμεινε η Όλγα. «Εγώ δε βλέπω κανέναν άλλο εκεί κοντά. Βλέπεις εσύ;»
«Όχι αλλά–»
«Βλέπεις εσύ, Χρύσανθε;» ρώτησε τον Λοστρόμο.
«Όχι.»
«Έχει δει κανένας άλλος;»
Ο Χρύσανθος κούνησε το κεφάλι. «Όχι.»
«Νομίζεις ότι μπορεί, όντως, να είναι επικίνδυνοι αυτοί οι δύο;»
«Δεν είναι και πολύ πιθανό–»
Ο Ιγνάτιος, που τους κοίταζε παραξενεμένος καθώς μιλούσαν αναμεταξύ τους, είπε: «Εντάξει τώρα, αρκετά, να πούμε! Κουβέντα θα πιάσουμε; Αποφασίστηκε: συνεχίζουμε κανονικά, Λοστρόμε, σα να μην υπάρχουν αυτοί οι συγγενείς του Λοκράθου στην όχθη. Τι δεν καταλαβαίνεις;»
Η Όλγα μόρφασε απεγνωσμένα. Ρώτησε τον Χρύσανθο: «Είναι όλα έτοιμα;»
Εκείνος ένευσε, κοφτά.
«Μπορεί να γίνει τώρα;»
«Τι σκατά λέτε, γαμώτο;» αναφώνησε ο Ιγνάτιος, απορημένος.
«Ναι,» απάντησε ο Χρύσανθος στην Όλγα.
«Τώρα-τώρα;»
«Δε νομίζω πως καμιά άλλη στιγμή θάναι καταλληλότερη.»
«Τι λέτε, ρε φυσημένοι!» φώναξε ο Ιγνάτιος.
Η Όλγα έριξε το τσιγάρο της στον ποταμό, άρπαξε τον Καπετάνιο, και με τα δύο χέρια, απ’τη μπροστινή μεριά του πέτσινου πανωφοριού του, και τον χτύπησε στα μαλακά με το γόνατό της. Ο Ιγνάτιος κραύγασε καθώς διπλωνόταν, και ο Χρύσανθος τον γρονθοκόπησε κατακέφαλα ρίχνοντάς τον ξερό στα σανίδια της πρύμνης.
Ο Λοστρόμος του Μαθητή του Νηρέα και η επιβάτισσα φιλήθηκαν παθιασμένα πάνω απ’το ακίνητο σώμα του Καπετάνιου.
«Είναι δικό μας το πλοίο τώρα;» ρώτησε εκείνη, ξέπνοα, χαμογελώντας.
«Δε νομίζω να διαφωνήσουν πολλοί,» αποκρίθηκε εκείνος. «Τάχω κανονίσει όλα.»
Και πράγματι, ύστερα από μερικές γροθιές, κλοτσιές, βρισιές, και έναν πυροβολισμό (που τραυμάτισε έναν ναύτη στον αριστερό ώμο), ο Μαθητής του Νηρέα τούς ανήκε. Δεν ήταν παρά ελάχιστοι αυτοί που υπερασπίστηκαν τον λιπόθυμο Καπετάνιο.
Στη βόρεια όχθη του ποταμού Κέλβου, ο Γεώργιος και ο Νάθλεδιρ, που πιο πριν έγνεφαν στο ποταμόπλοιο, είχαν τώρα σταματήσει να γνέφουν καθώς διέκριναν ότι κάτι γινόταν εκεί, στο κατάστρωμά του: κάποια φασαρία.
«Τι κάνουν;» ρώτησε ο Μοργκιανός. «Πολεμάνε αναμεταξύ τους;»
«Κούρσεμα,» είπε ο Οφιομαχητής.
«...Τι;» Στο Δάσος των Ψυχών της Μοργκιάνης οι μόνοι που ήξεραν για κουρσέματα ήταν αυτοί που κατοικούσαν στα βόρεια, γιατί από εκεί περνούσε ο ποταμός Γύπας κατεβαίνοντας από τα βουνά· μετά, κυλούσε σε τόπους πεδινούς και χορταριασμένους, έξω από τους δασότοπους. Η φυλή του Νάθλεδιρ ήταν στα νότια του Δάσους των Ψυχών, σχετικά κοντά στο Μακρινό Μονοπάτι· έτσι, δεν ήξερε και πολλά για κουρσάρους και κουρσέματα. Σ’εκείνα τα μέρη δεν υπήρχαν πλωτοί ποταμοί.
«Κούρσεμα,» επανέλαβε ο Οφιομαχητής. «Πειρατεία. Πάνε να κλέψουν το σκάφος, να το καταλάβουν. Και μου φαίνεται πως τα καταφέρνουν. Συνέχισε να τους γνέφεις· μπορεί νάρθουν κοντά.» Ύψωσε πάλι το χέρι του, κάνοντας σινιάλο, ζητώντας βοήθεια.
Ο Νάθλεδιρ είπε: «Μα... αν είναι κλέφτες... Θέλουμε να...;»
«Δε μας πειράζει ό,τι κι αν είναι – αρκεί να μας πάρουν από εδώ.»
«Ίσως να μας ληστέψουν κι εμάς, Γεώργιε.»
«Να ληστέψουν τι από εμάς; Ας έρθουν· χρειαζόμαστε χρήματα,» είπε ο Οφιομαχητής, και συνέχισε να κάνει σινιάλο.
Ύστερα από μια στιγμή, ο Νάθλεδιρ τον μιμήθηκε. Η σιωπή είναι σύνεση, σκέφτηκε.
Επάνω στον Μαθητή του Νηρέα, ένας από το πλήρωμα ρώτησε τον καινούργιο Καπετάνιο. «Τι θα γίνει με δαύτους, Χρύσανθε» – δείχνοντας τις δύο σκιερές μορφές που έγνεφαν από τη βόρεια όχθη – «θα τους πλησιάσουμε ή όχι;»
Ο Χρύσανθος – έχοντας πριν από λίγο κλειδώσει τον Ιγνάτιο στο μπαλαούρο ενώ εκείνος είχε αρχίσει να συνέρχεται, μουγκρίζοντας αδύναμα – αποκρίθηκε: «Ας πάμε προς τα κει, να δούμε μήπως και δεν είναι κουρσάροι. Αλλά με προσοχή. Μην τυχόν και προσαράξουμε στην όχθη, Θρασύβουλε!»
«Έγινε, Καπ’τάνιε,» ένευσε ο καινούργιος Λοστρόμος του Μαθητή του Νηρέα, κι άρχισε να φωνάζει διαταγές στο πλήρωμα.
Η Όλγα ήρθε και κόλλησε πάνω στον Χρύσανθο, που τώρα στεκόταν πλάι στην κουπαστή. Γέλασε. «Το πλοίο είναι δικό μας!»
«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνος χαϊδεύοντας την πλάτη της, «το πρόσεξες, ε;»
Η Όλγα γέλασε ξανά, και τύλιξε το πόδι της μπροστά από την κοιλιά του. Ο Χρύσανθος γλίστρησε το χέρι του μέσα στο άνοιγμα της σκιστής φούστα της, νιώθοντας τον μηρό της κάτω από τη μακριά κάλτσα, νιώθοντας το αίμα του να βράζει...
Ο Μαθητής του Νηρέα ζύγωσε τη βόρεια όχθη του πλατύ, πλωτού ποταμού Κέλβου.
«Βοηθήστε μας!» φώναξε από εκεί ο Γεώργιος. «Χρειαζόμαστε σκάφος! Έχουμε ξεμείνει!»
Ο Χρύσανθος τούς κοίταξε μ’ένα κιάλι. Του έμοιαζαν κι οι δύο κατάμαυροι σαν τη μαύρη νύχτα. Τα μαλλιά του ενός, όμως, ήταν μακριά και κατάλευκα σαν το χιόνι. Τα μαλλιά του άλλου ήταν πράσινα. «Δε μπορεί νάναι Υπερυδάτιοι...» μουρμούρισε.
«Τι;» έκανε η Όλγα, ακόμα κολλημένη πλάι του αλλά έχοντας κατεβάσει το πόδι της. «Εξωδιαστασιακοί;»
«Μάλλον. Μοργκιανοί, νομίζω. Εκεί λένε ότι όλοι είναι κατάμαυροι, σαν αυτούς· και η δίοδος από Μοργκιάνη δεν είναι μακριά αποδώ, Νηρηίδα μου.»
«Τους φοβάμαι τους εξωδιαστασιακούς. Με τρομάζουν. Είναι παράξενοι.»
«Ναι αλλά είναι άνθρωποι κι αυτοί, και μπορεί, όπως είπες πριν, νάχουν ανάγκη από βοήθεια.»
«Δεν ήξερα τότε ότι ήταν εξωδιαστασιακοί. Πάμε να φύγουμε, Χρύσανθε!»
Αλλά εκείνος την αγνόησε και φώναξε προς την όχθη, κάνοντας χωνί με το ένα του χέρι, ενώ στο άλλο εξακολουθούσε να βαστά το κιάλι: «Ποιοι είστε;» Η φωνή του αντήχησε καθαρή μες στο απόγευμα.
«Δύο ταξιδιώτες!» του απάντησε ο Γεώργιος. «Από τη Μοργκιάνη! Έχουμε χαθεί! Και έχει επικίνδυνα θηρία εδώ! Παρακαλούμε να μας πάρετε στο σκάφος – όπου κι αν κατευθύνεστε!» Μαζί με τον Νάθλεδιρ είχε μείνει τρεις ημέρες στις όχθες περιμένοντας για ποταμόπλοιο. Δύο καράβια είχαν περάσει πριν από αυτό εδώ, και κανένα δεν είχε σταματήσει. Ο Γεώργιος ήλπιζε πως η τρίτη φορά θα αποδεικνυόταν τυχερή. Σε κάποιες διαστάσεις, νόμιζε – αν και όχι στην Υπερυδάτια, σίγουρα – ο αριθμός τρία θεωρείτο καλοσήμαδος.
Ο Χρύσανθος ρώτησε τους ανθρώπους του πληρώματός του αν κανείς έβλεπε τίποτ’ άλλους κρυμμένους γύρω από τους δύο εξωδιαστασιακούς: ληστές των ποταμών που να παραφυλάνε μες στη βλάστηση του Μεγάλου Δάσους. Κανένας, όμως, δεν μπορούσε να διακρίνει εχθρούς. Πράγμα που όλοι τους ήξεραν ότι δεν σήμαινε πολλά: το Μεγάλο Δάσος ήταν πολύ σκοτεινό, και επικίνδυνα άτομα τριγύριζαν στις όχθες του.
«Βοηθήστε μας!» φώναξε ξανά ο Γεώργιος. «Δε μας ακούτε; Χρειαζόμαστε βοήθεια!» Σκεφτόταν πως, αν τώρα βουτούσε στον ποταμό, σίγουρα θα έφτανε αυτό το κωπήλατο ιστιοφόρο με τη χρήση των υδατοτρόπων δυνάμεών του, και παρασέρνοντας και τον Νάθλεδιρ μαζί. Αλλά δεν ήθελε ν’ανεβεί στην κουβέρτα χωρίς τη συγκατάθεση του Καπετάνιου του σκάφους – όποιος κι αν τύχαινε να είναι αυτός μετά τη σύντομη ανταρσία που φαινόταν να έχει γίνει.
Η Όλγα είπε στον Χρύσανθο, έντονα, κοντά στ’αφτί: «Πάμε να φύγουμε, αγάπη μου! Γάμα τους, τους πούστηδες του Λοκράθου! Πάααμε.»
Αλλά εκείνος πρόσταξε να ρίξουν τη βάρκα στον ποταμό – τη μοναδική βάρκα που είχε ο Μαθητής του Νηρέα – και να τη στείλουν στους δύο στην όχθη.
Ο Θρασύβουλος τον προειδοποίησε: «Άμα είναι ληστές, πάει η βάρκα, χάθηκε. Το καταλαβαίνεις, έτσι; Ποιοι νομίζεις ότι θα δεχτούν να την οδηγήσουν ώς εκεί – ειδικά τώρα, που μόλις ρίξαμε στο μπαλαούρο τον μαλάκα;»
«Εγώ θα την οδηγήσω!» μούγκρισε ο Χρύσανθος, τσαντισμένος με τη δειλία που διέκρινε στον παλιό του φίλο.
«Α, πας γυρεύοντας, ρε μαλάκα, εσύ.»
Και η Όλγα είπε ξανά στον Χρύσανθο: «Πάμε, αγάπη μου. Πάααμε. Άσ’ τους εκεί που είναι!»
«Μια ματιά θέλω να ρίξω μόνο. Δεν εγκαταλείπω κόσμο που χρειάζεται βοήθεια.» Και, βαδίζοντας σβέλτα προς τη βάρκα, πήδησε μέσα της.
«Α, είσαι τελείως μαλάκας εσύ, ρε μάστορα,» μούγκρισε ο Θρασύβουλος ακολουθώντας τον αλλά χωρίς ο ίδιος ν’ανεβεί στο μικρό σκάφος. Ούτε και η Όλγα ανέβηκε.
Ο Χρύσανθος φώναξε στο πλήρωμα: «Πενήντα οχτάρια σ’όποιον δεν κωλώνει νάρθει μαζί μου, ποταμόψαρα της πλάκας!»
Δύο άντρες πλησίασαν, μπαίνοντας στη βάρκα.
«Μόνοι αυτοί, ρε;» φώναξε ο Χρύσανθος. «Οι άλλοι είστ’ όλοι για τον πούτσο του Νηρέα;»
Τρεις ακόμα ήρθαν.
Ήταν αρκετοί τώρα, έκρινε ο Χρύσανθος· δεν χωρούσε και περισσότερους η βάρκα, άλλωστε. Πρόσταξε να τους φέρουν τα καλύτερα όπλα του πλοίου, είπε στον Θρασύβουλο νάναι σε ετοιμότητα, έκλεισε το μάτι στην Όλγα, και μετά έδωσε διαταγή να ρίξουν τη βάρκα στο νερό.
Αλυσίδες κατέβηκαν και το μικρό σκάφος άγγιξε τον ποταμό Κέλβο. Η μηχανή του ενεργοποιήθηκε, και κατευθύνθηκε προς τον Γεώργιο και τον Νάθλεδιρ στην όχθη. Όλοι επάνω του είχαν τα όπλα τους στα χέρια, και κοίταζαν τριγύρω, μην τυχόν και πεταχτούν ληστές απ’τη βλάστηση.
Κανείς δεν πετάχτηκε.
Ο Γεώργιος στάθηκε στην άκρη του ποταμού, με το νερό να γλείφει τις μπότες του. «Τι φοβάστε; Δεν είμαστε κλέφτες,» είπε. Ο Νάθλεδιρ στεκόταν πίσω του· δεν του άρεσαν οι όψεις αυτών των εξωδιαστασιακών. Ή μάλλον, σκέφτηκε, ενδοδιαστασιακοί ήταν, για τούτη τη διάσταση. Αλλά για εκείνον ήταν εξωδιαστασιακοί. Κανείς τους δεν είχε μαύρο δέρμα. Οι περισσότεροι είχαν δέρμα λευκό μ’απόχρωση του ροζ – αυτό που έμοιαζε αστείο και γλοιώδες. Ξένοι...
«Οι όχθες είναι επικίνδυνες σε τούτα τα μέρη, ταξιδιώτη,» είπε ο Χρύσανθος. «Πρέπει νάμαστε προσεχτικοί.»
«Κατανοητό,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος. «Ν’ανεβούμε;»
«Ανεβείτε. Ελάτε.»
Ανέβηκαν, και η βάρκα ίσα-ίσα τούς χωρούσε όλους. Έπλευσαν ώς τον Μαθητή του Νηρέα (που τώρα ο Γεώργιος μπορούσε πλέον να διαβάσει καθαρά το όνομά του, καθώς ήταν γραμμένο στο πλάι του σκάφους), έφτασαν δίπλα του, αλυσίδες έπεσαν, οι ναύτες του Χρύσανθου τις γάντζωσαν πάνω στο μικρό πλεούμενο, και το βίντσι σήκωσε τη βάρκα.
«Ποιος είν’ ο Καπετάνιος εδώ;» ρώτησε ο Γεώργιος καθώς πηδούσαν στην κουβέρτα ο ένας κατόπιν του άλλου.
«Εγώ,» αποκρίθηκε ο Χρύσανθος.
«Και ήρθες αυτοπροσώπως να μας πάρεις απ’την όχθη;»
Ανασήκωσε τους ώμους, μορφάζοντας. «Κάποιος έπρεπε να το κάνει. Φοβόμασταν ότι ίσως να ήσασταν ληστές που θέλατε να τραβήξετε το πλοίο στα ρηχά για να το κουρσέψετε.»
«Από τη Μοργκιάνη είμαστε. Ταξιδιώτες. Ο φίλος μου λέγεται Νάθλεδιρ, εγώ Κάλνεντουρ.»
«Κι έχετε έρθει εδώ για... δουλειές;»
«Ναι. Πώς σε λένε;»
«Χρύσανθο.»
«Πριν από σένα ποιος κουμάνταρε τούτο το σκάφος;»
Μουρμουρητά ακούστηκαν από γύρω, κι ο Γεώργιος είδε με τις άκριες των ματιών του κάποια όπλα να βγαίνουν από θηκάρια. Ο Νάθλεδιρ τα είδε επίσης, κι ανησύχησε. Αναρωτήθηκε τι ακριβώς έλεγαν, ο Γεώργιος κι αυτός ο άντρας με το λευκό-ροζ δέρμα και τα καστανά μαλλιά. Μιλούσαν πολύ γρήγορα στη Συμπαντική, για εκείνον· άλλα τα καταλάβαινε, άλλα όχι. Δεν την ήξερε και τόσο καλά τη γλώσσα.
«Πρόσεξες ότι κάτι έγινε εδώ, ε;» αποκρίθηκε ο Χρύσανθος. «Από την όχθη, ενώ κοιτούσες. Πρόσεξες ότι κάτι έγινε.»
«Ναι,» είπε ο Γεώργιος. «Αλλά δεν έχουμε πρόβλημα με τα... προσωπικά σας θέματα.»
Ο Χρύσανθος ένευσε. «Είστε εντάξει. Φαίνεστε. Καπετάνιος πριν από εμένα ήταν ένας άλλος· δεν έχει σημασία ποιος πλέον.»
«Νεκρός;»
«Το... σκεφτόμαστε.»
«Είστε πειρατές, το λοιπόν,» συμπέρανε ο Γεώργιος. «Για πού πλέετε;»
Ο Χρύσανθος έριξε ένα βλέμμα στην Όλγα, και τότε την πρόσεξε κι ο Οφιομαχητής – μια γυναίκα με δέρμα λευκό-ροζ και μακριά μαύρα μαλλιά, στρογγυλοπρόσωπη, με μεγάλα χείλη και όμορφη, καμπυλωτή φιγούρα, σχετικά κοντή – πράγμα που απλά προσέθετε στη γοητεία της, για κάποιο λόγο, δεν αφαιρούσε.
«Δυτικά πηγαίνει το σκάφος, ξένε,» απάντησε κοφτά η Όλγα στον Γεώργιο ενώ ερχόταν να σταθεί πλάι στον Χρύσανθο περνώντας το χέρι της πίσω από τη μέση του.
«Εσύ είσαι Καπετάνισσα ή αυτός, τελικά;» της είπε ο Γεώργιος, και μουρμουρητά ακούστηκαν ξανά από γύρω. (Ο Νάθλεδιρ δεν ήξερε αν έπρεπε να θορυβηθεί μ’όλες τούτες τις κουβέντες που δεν πολυκαταλάβαινε· αλλά, για καλό και για κακό, ήταν έτοιμος να τραβήξει τη σότραθ από τη ζώνη του.)
«Κι οι δύο κουμαντάρουμε το σκάφος, μαζί,» απάντησε ο Χρύσανθος, ενώ τα μάτια της Όλγας στένευαν ατενίζοντας τον μαυρόδερμο ξένο.
«Εντάξει,» είπε ο Γεώργιος, ουδέτερα. «Αλλά ώς πού πλέετε; Ώς τη Νερκάλη;» Η οποία βρισκόταν στις δυτικές ακτές της Μικρυδάτιας, πέρα από το Μεγάλο Δάσος, στις εκβολές του ποταμού Υάλβη.
Ο Χρύσανθος και η Όλγα αλληλοκοιτάχτηκαν. «Θα δούμε,» αποκρίθηκε τελικά ο πρώτος. «Ίσως ναι, ίσως όχι. Καθίστε, τώρα, όπου νομίζετε στο κατάστρωμα. Ξεκουραστείτε. Σύντομα θα σας οδηγήσουμε και σε καμπίνα.»
«Ευχαριστούμε,» είπε ο Γεώργιος. «Είμαστε πρόθυμοι να πληρώσουμε, βέβαια. Δε χρειαζόμαστε χάρες – αν η τιμή σου είναι λογική, Καπετάνιε. Τα λεφτά δεν μας περισσεύουν, δυστυχώς.» Είχε μαζί του μερικά οχτάρια, κρυμμένα μες στις εσωτερικές τσέπες της κάπας του, ταλαιπωρημένα από τις θάλασσες που είχε περάσει μέχρι να καταλήξει στις ακτές της Μικρυδάτιας.
«Δεν ξέρουμε πώς ακριβώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα χρήματα της Μοργκιάνης,» αποκρίθηκε ο Χρύσανθος.
«Οκτάποδες, Καπετάνιε. Οκτάποδες.» Ο Γεώργιος έβγαλε ένα χαρτονόμισμα των δέκα οκταπόδων μέσα από την κάπα του.
Η Όλγα το κοίταξε συνοφρυωμένη. «Ήρθατε... προετοιμασμένοι,» παρατήρησε.
«Φυσικά. Δεν περάσαμε τυχαία τη δίοδο.»
«Πώς είπες ότι σε λένε;»
«Κάλνεντουρ. Και τον φίλο μου Νάθλεδιρ. Είμαστε σαν αδέλφια, εγώ κι αυτός.»
«Κάλνεντουρ...» πρόφερε η Όλγα. «Παράξενο όνομα.»
«Εσένα πώς σε λένε;»
«Έχει σημασία;» έκανε απότομα, καχύποπτα ίσως.
«Απλά ρωτάω.»
«Όλγα.»
«Και νομίζεις ότι αυτό δεν είναι παράξενο;»
Εκείνη μόρφασε, κοιτάζοντας εσκεμμένα από την άλλη. Ο Χρύσανθος χαμογέλασε.
«Δεν είστε πολυταξιδεμένοι. Φαίνεται,» παρατήρησε ο Γεώργιος, φιλικά, αλλά χωρίς να χαμογελά.
«Καθίστε,» του είπε ο Χρύσανθος. «Εμείς έχουμε ακόμα κάποιες δουλειές πάνω στο πλοίο.»
«Φυσικά, Καπετάνιε. Δε θέλουμε να μπλεχτούμε στα πόδια σας.»
Ο Γεώργιος και ο Νάθλεδιρ κάθισαν στα κεντρικά του καταστρώματος, κάτω απ’το μεγάλο κατάρτι, ενώ το πλήρωμα ήταν ακόμα ανάστατο πάνω στον Μαθητή του Νηρέα. Ορισμένοι, ωστόσο, πρόσεχαν τους δυο εξωδιαστασιακούς ξένους. Στέκονταν σε κάποια απόσταση, παριστάνοντας ότι έκαναν κάτι άλλο, αλλά στην πραγματικότητα τούς κοίταζαν, τους παρακολουθούσαν, σαν φρουροί. Ο Γεώργιος τούς είδε· κι ο Νάθλεδιρ επίσης.
Μιλώντας στην Καθομιλουμένη, ο τελευταίος ρώτησε: «Τι ακριβώς λέγατε τόση ώρα; Είμαστε αιχμάλωτοι;»
«Αιχμάλωτοι; Όχι φυσικά. Καλά, δεν την ξέρεις τη Συμπαντική Γλώσσα; Όταν σε πρωτοσυνάντησα, στη Συμπαντική σού μίλησα.»
«Γνωρίζω μόνο τα βασικά, Γεώργιε. Δεν τη χρησιμοποιούμε και πολύ στο Δάσος των Ψυχών· μονάχα για να επικοινωνήσουμε με κανέναν ξένο, άμα τύχει και περάσει από τις παρυφές, ή αν εμείς ταξιδέψουμε πέρα από το δάσος, στις όχθες του ποταμού Γύπα, όπου κυκλοφορεί αρκετός κόσμος.»
«Θα πρέπει να τη μάθεις καλύτερα, τώρα,» του είπε ο Οφιομαχητής.
«Τους έλεγες ότι σε λένε Κάλνεντουρ, ή έκανα λάθος;»
«Δεν έκανες λάθος.»
«Γιατί;»
«Προτιμώ να νομίζουν ότι είμαι Μοργκιανός. Μοιάζω για Μοργκιανός, δεν μοιάζω;»
«Αναμφίβολα.» Ο Νάθλεδιρ ήταν συνοφρυωμένος, συλλογισμένος. Σκεφτόταν πως ο συνοδοιπόρος του ήταν παράξενος, πολύ παράξενος. Δε μπορεί να ήταν κανονικός άνθρωπος. Η σιωπή είναι σύνεση...
Καθώς σουρούπωνε, ο Μαθητής του Νηρέα έπλεε πάνω στον ποταμό Κέλβο κατευθυνόμενος δυτικά. Οι λαμνοκόποι του κωπηλατούσαν, τα ιστία του ήταν φουσκωμένα απ’τον φθινοπωρινό άνεμο που περνούσε ανάμεσα από τα δέντρα του Μεγάλου Δάσους, σφυρίζοντας πάνω από τα νερά του ποταμού. Το πλήρωμα μουρμούριζε και κουβέντιαζε.
Σύντομα, άλλος ένας θόρυβος ακούστηκε:
Άγριες φωνές από το μπαλαούρο.
Ο Ιγνάτιος Φερκίνιος είχε συνέλθει για τα καλά, και, έχοντας καταλάβει την ανταρσία που είχε συμβεί, κοπανούσε την κλειστή πόρτα, ουρλιάζοντας.
Ο Χρύσανθος πήγε γρήγορα έξω από το μπαλαούρο, και η Όλγα τον ακολούθησε, καθώς κι ο Θρασύβουλος. Στάθηκαν εκεί, ακούγοντας τους χτύπους, βλέποντας την πόρτα να τραντάζεται από τα χτυπήματα του Ιγνάτιου, ο οποίος έβριζε στο όνομα του Λοκράθου, της Έχιδνας, του Νηρέα, και φώναζε τον Χρύσανθο.
«Εδώ είμαι, Ιγνάτιε!» αποκρίθηκε ο καινούργιος Καπετάνιος του Μαθητή.
«Σιχαμένο βατράχι του Λοκράθου! Προδότη!» φώναξε ο Ιγνάτιος. «Κι αυτή η πουτάνα! Εσύ την έβαλες, έτσι δεν είναι; Το είχες σχεδιάσει απ’την αρχή! Πού νομίζεις ότι θα πας, ηλίθιε; Εγώ είμαι ο Καπετάνιος! ΕΓΩ! Θα το δουν το πλοίο μου και θα σε τοξέψουν μόλις βγεις στο λιμάνι – σε οποιοδήποτε λιμάνι! Με ξέρουν παντού! Ξέρουν το πλοίο του Ιγνάτιου Φερκίνιου, προδοτικό αρχίδι του Νηρέα!»
«Αν ήμουν στη θέση σου, Ιγνάτιε, θα προσευχόμουν στην Έχιδνα να μείνω ζωντανός,» αποκρίθηκε ο Χρύσανθος.
«Τολμάς να με απειλείς;» κραύγασε ο φυλακισμένος, κοπανώντας άγρια την πόρτα. «ΤΟΛΜΑΣ; –Άνοιξέ μου! Άνοιξέ μου!»
«Και να σ’ανοίξω, τίποτα δεν μπορείς να κάνεις. Το πλήρωμα είναι μαζί μου. Οι άνθρωποί σου έφυγαν απ’τη μέση – και δεν ήταν πολλοί, πίστεψέ με! Ο Μαθητής είναι δικός μου τώρα, Ιγνάτιε.»
«Δικός μας,» διόρθωσε η Όλγα.
«Δικός μας.» Ο Χρύσανθος έβαλε το χέρι του στους ώμους της. Ήταν εραστές από παλιά οι δυο τους, και εκείνη ήταν που τελικά τον είχε πείσει ότι έπρεπε να έχουν το δικό τους σκάφος, ώστε να την πάρει ο Χρύσανθος από την Ηλβάρη και να ταξιδεύουν όπου ήθελαν. Επιπλέον, ο Χρύσανθος δεν τον συμπαθούσε τον Ιγνάτιο – ειδικά τα τελευταία τρία χρόνια. Είχε αλλάξει πολύ ο Ιγνάτιος Φερκίνιος. Ο Χρύσανθος δούλευε στο πλοίο του για τα λεφτά και μόνο.
«Είναι κι αυτή η πουτάνα μαζί σου, εκεί έξω;» φώναξε ο Ιγνάτιος, έχοντας ακούσει τη φωνή της.
«Άμα συνεχίσεις να κάνεις φασαρία,» του είπε ο Χρύσανθος, «θα σε δέσουμε χειροπόδαρα και θα σε φιμώσουμε – και θα σε πετάξουμε στον ποταμό μετά! Μείνε ήσυχος και μπορεί να ζήσεις.»
«Μη μ’απειλείς εμένα!» Ο Ιγνάτιος κοπανούσε πάλι την πόρτα, ξέφρενα.
«Δεν είναι απειλές,» τον προειδοποίησε ο Χρύσανθος.
Και ύστερα εκείνος, η Όλγα, κι ο Θρασύβουλος απομακρύνθηκαν από την πόρτα του μπαλαούρου που εξακολουθούσε να τραντάζεται αλλά δεν υπήρχε κίνδυνος να σπάσει· ήταν γερή. Ο ίδιος ο Ιγνάτιος την είχε κάνει γερή, γιατί πολλές φορές κλείδωνε άτομα εκεί μέσα για να τα τιμωρήσει – και δούλους και μισθωτούς.
Ο Χρύσανθος, η Όλγα, και ο Θρασύβουλος πήγαν στην καμπίνα του Καπετάνιου και κλείστηκαν εκεί, για να συζητήσουν τι θα έκαναν με τον Φερκίνιο και πού θα έπλεαν το σκάφος τώρα.
«Εγώ λέω να τον σκοτώσουμε και να τον πετάξουμε στον ποταμό,» πρότεινε η Όλγα, που φοβόταν μην ξεφύγει, κάπως, ο καταραμένος και την κυνηγήσει. Νόμιζε ότι πρώτη εκείνη θα κυνηγούσε. Ναι, ήταν σίγουρη γι’αυτό.
«Εντάξει,» είπε ο Θρασύβουλος, «πήραμε το σκάφος, ρε μαλάκα, αλλά όχι και τέτοια πράματα τώρα.»
«Τι εννοείς;»
«Δεν είμαστε και φονιάδες. Απλά λιγάκι... πειρατές πλέον, λόγω των περιστάσεων κι επειδή ο Καπ’τάνιος ήταν σκάρτος, να πούμε. Του Λοκράθου γέννημα, ώρες-ώρες, θα τον έλεγες.»
Η Όλγα στράφηκε στον Χρύσανθο για βοήθεια. Αυτόν τον Θρασύβουλο δεν τον συμπαθούσε και τόσο· της φαινόταν ολίγον τι χαζός ο τύπος. «Αγάπη μου, δε μπορούμε να τον κρατήσουμε εδώ, μες στο πλοίο! Είναι επικίνδυνος.»
«Ναι,» είπε ο Χρύσανθος, «σίγουρα δεν μπορούμε να τον κρατήσουμε στο πλοίο. Αλλά... να τον σκοτώσουμε;» Μόρφασε. «Έτσι, εν ψυχρώ;»
«Νομίζεις ότι αυτός θα σε λυπόταν;» Η Όλγα χτύπησε το πόδι της στο πάτωμα, νευρικά. «Πρέπει να τον αποτελειώσουμε! Αλλιώς θα μας κάνει προβλήματα, θα το δεις!»
Ο Χρύσανθος πήρε ένα τσιγάρο απ’την ξύλινη ταμπακιέρα πάνω στο γραφείο του Ιγνάτιου. Το άναψε μ’έναν ενεργειακό αναπτήρα που βρήκε επίσης εκεί. Ρούφηξε καπνό· τον φύσηξε, συλλογισμένα. Έτριψε το αριστερό του μάτι, μουγκρίζοντας.
Η Όλγα ήρθε και κόλλησε πλάι του. «Έλα τώρα, αγάπη μου· το ξέρεις ότι έχω δίκιο...»
«Ας τον πουλήσουμε για δούλο,» είπε ο Θρασύβουλος, σταυρώνοντας τα χοντρά χέρια του στο πλατύ του στήθος. «Να βγάλουμε και κάνα οχτάρι από δαύτον.»
Η Όλγα αναποδογύρισε τα μάτια. Τι βλάκας άνθρωπος! σκέφτηκε. «Θα ξεφύγει και θα μας κυνηγήσει,» είπε.
«Δεν είν’ εύκολο να ξεφύγεις άμα σ’έχουν πουλημένο για δούλο, ρε μαλάκα,» διαφώνησε ο Θρασύβουλος.
Δεν είμαι «μαλάκας» – μαλάκα! σκέφτηκε η Όλγα, τσαντισμένη μ’αυτόν τον λεχρίτη που νόμιζε ότι είχε ξαφνικά γίνει ο Καπετάνιος εδώ πέρα!
«Μπορούμε να τονε δώσουμε στους Κουκουλοφόρους, Χρύσανθε,» συνέχισε ο Θρασύβουλος. «Δεν είμαστε μακριά απ’την Ακαρκία τώρα. Το λέγαμε κι από πριν, δεν το λέγαμε; ότι αυτός θάναι καλός τρόπος να τον ξεφορτωθούμε, ρε μαλάκα, άμα δεν τύχει να τα τεντώσει κατά τη συμπλοκή;»
«Ο σκοπός μας ήταν να μη γίνει συμπλοκή,» του θύμισε ο Χρύσανθος. «Γι’αυτό αναγκάστηκε η Όλγα να κοιμηθεί μαζί του. Για να τον βγάλουμε απ’τη μέση στα ήσυχα.»
«Ναι, αυτό λέω, ρε μαλάκα,» αποκρίθηκε ο Θρασύβουλος, ξεσταυρώνοντας τώρα τα χέρια του απ’το στήθος, χειρονομώντας καθώς μιλούσε. «Συζητούσαμε να τον πουλήσουμε στην Ακαρκία, δε συζητούσαμε; Το καλύτερο μέρος εδώ πέρα για να ξεφορτωθείς κάποιον. Τονε δίνεις στους Κουκουλοφόρους, και βγάζεις κι οχτάρια. Όχι πως είναι ηθικό, έτσι; Εννοείται. Αλλά τι να τον κάμουμε; Να του κόψουμε το λαρύγγι ενώ τον έχουμε φυλακισμένο; Αυτό δεν είναι χειρότερο; Ούτ’ οι θεοί δε θα το καλοδούν.»
«Τι λέει αυτός, αγάπη μου;» είπε παραπονιάρικα η Όλγα. «Ας τον σκοτώσουμε, να τελειώνουμε μαζί του, γαμώτο!»
«Στάσου, ρε μανταμίτσα!» είπε ο Θρασύβουλος. «Δε μπορούμε να τον καθαρίσουμε έτσι, στο ψυχρό.»
Μανταμίτσα να πεις τη μάνα σου, μαλάκα! σκέφτηκε η Όλγα, αγριοκοιτάζοντάς τον.
«Ο Θρασύβουλος έχει δίκιο,» είπε ο Χρύσανθος.
«Τι!» φώναξε η Όλγα. «Ξέρεις τι προβλήματα θα μας κάνει άμα μείνει ζωντανός;»
«Δε μπορούμε να τον σκοτώσουμε εν ψυχρώ, Νηρηίδα μου. Μπορείς εσύ να πας μες στο μπαλαούρο και να τον καρφώσεις με λεπίδα ενώ είναι παγιδευμένος εκεί;»
«Εσείς πρέπει να το κάνετε!» τσύριξε αμέσως η Όλγα. «Σας καταπίεζε τόσο καιρό πάνω σ’αυτό το πλοίο, ο παλιάνθρωπος! Γιατί τον λυπάστε;»
«Δεν είναι τόσο απλά τα πράματα,» είπε ο Χρύσανθος, αναστενάζοντας. «Είναι αιχμάλωτος τώρα. Αν δεν τον είχαμε ρίξει ξερό τόσο εύκολα αλλά μας είχε επιτεθεί, τότε ίσως και να τον σκοτώναμε πάνω στη συμπλοκή, και θα ήταν αλλιώς η υπόθεση. Αλλά τώρα;... Ο γαμιόλης είναι στο μπαλαούρο. Είναι ακίνδυνος πλέον.
»Υπάρχουν τρεις επιλογές, όπως το βλέπω εγώ: Ή τον παίρνουμε μαζί μας ώς τη Νερκάλη και τον αφήνουμε εκεί–» Η Όλγα έκανε αμέσως να διαφωνήσει, αλλά τη διέκοψε: «Αυτό, φυσικά, δεν θα γίνει, γιατί δεν μας συμφέρει. Εννοείται.
»Το δεύτερο ενδεχόμενο είναι να τον παρατήσουμε εδώ, στις όχθες του Κέλβου, μες στο Μεγάλο Δάσος, κι άμα επιβιώσει επιβίωσε, ο καταραμένος. Και το τρίτο ενδεχόμενο είναι να τον πάμε στους Κουκουλοφόρους.»
«Ποιοι είν’ αυτοί οι Κουκουλοφόροι, αγάπη μου;»
«Δεν ξέρεις τους Κουκουλοφόρους, ρε μανταμίτσα;» είπε ο Θρασύβουλος.
«Άμα με ξαναπείς ‘μανταμίτσα’ θα φας κλοτσιά στα τέτοια σου!»
«Με το παρντόν;» Η όψη του αγρίεψε.
«Ήρεμα, οι δυο σας!» παρενέβη ο Χρύσανθος. «Δεν έχουμε ώρα για μαλακίες.» Και προς την Όλγα: «Οι Κουκουλοφόροι είναι μια ομάδα δουλεμπόρων με έδρα την Ακαρκία. Ξέρεις πού είναι η Ακαρκία, έτσι;»
«Φυσικά και ξέρω!» Τον κοίταξε θυμωμένα. Τι νόμιζε ο Χρύσανθος για εκείνη; ότι ήταν τόσο άβγαλτη; Όχι πως είχε, βέβαια, ποτέ ταξιδέψει στην Ακαρκία· αλλά είχε δει χάρτες. Η συγκεκριμένη πόλη βρισκόταν κοντά στο μέρος όπου ο ποταμός Κέλβος γεννιόταν μέσα από τον ποταμό Υάλβη.
«Οι Κουκουλοφόροι παίρνουν όποιον τους δώσεις,» συνέχισε ο Χρύσανθος. «Δεν κάνουν ερωτήσεις. Δεν τους νοιάζει ποιος είν’ αυτός που τους πουλάς. Σου ρίχνουν τα οχτάρια και τελείωσε.»
«Και μετά, πού τον πάνε;»
Ο Χρύσανθος ανασήκωσε τους ώμους, μορφάζοντας. «Οπουδήποτε· ξέρω γω;»
«Τον δίνουν σ’ανθρώπους που ζητάνε δούλους· πού να τον πάνε, ρε μαλάκα;» είπε ο Θρασύβουλος. «Κι ορισμένους από τους δούλους που έχουμε τώρα στο σκάφος οι Κουκουλοφόροι τούς είχαν παλιά. Και όλοι οι δούλοι λένε ότι χαίρονται ότα’ φεύγουν μακριά απ’τους Κουκουλοφόρους.»
«Ναι αλλά αν ξεφύγει–» άρχισε η Όλγα.
«Δεν ξεφεύγει, ρε μανταμίτσα· πού να ξεφύγει από δαύτους;»
«Αν ξεφύγει θα μας κυνηγήσει! Σ’όλα τα λιμάνια, θα μας κυνηγήσει· δε θα μπορούμε να σταθούμε πουθενά!»
«Μόνο για το λιμάνι της Φθιάνης ισχύει αυτό που λες,» της εξήγησε ο Θρασύβουλος. «Εκεί είχε δηλωμένο τον Μαθητή ο μαλάκας. Μόνο ο Νόμος της Φθιάνης τον προστατεύει. Στις άλλες πόλεις δεν τους νοιάζει ποιος κουμαντάρει το σκάφος. Ειδικά σε μακρινές πόλεις, όπως η Νερκάλη.»
«Ο Θρασύβουλος έχει δίκιο,» συμφώνησε ο Χρύσανθος.
«Συνέχεια ‘δίκιο’ νομίζεις ότι έχει ο Θρασύβουλος!» του είπε η Όλγα, επικριτικά. «Αυτός είναι ο Καπετάνιος, ή εμείς;»
«Εγώ απλά μια γνώμη λέω, μανταμίτσα.»
«Και τη γνώμη σου την εκτιμώ, όπως ξέρεις,» του είπε ο Χρύσανθος.
Ο Θρασύβουλος ένευσε, σιωπηλά.
Η Όλγα ήταν τσαντισμένη και με τους δυο τους.
«Το καλύτερο,» είπε ο Χρύσανθος, «είναι να τον πουλήσουμε στους Κουκουλοφόρους. Και θα τον ξεφορτωθούμε, και δεν θα είναι φόνος, και θα βγάλουμε και μερικά οχτάρια.»
«Σωστός,» είπε ο Θρασύβουλος.
«Κι άμα ξεφύγει, γαμώτο;» Η Όλγα σχεδόν χοροπηδούσε πάνω στα σανίδια, από τα νεύρα της.
«Δεν πρόκειται να ξεφύγει απ’τους Κουκουλοφόρους, Νηρηίδα μου· μη λες ανοησίες. Είσαι σκυλοπνιγμένος άμα σε πουλήσουν σ’αυτούς. Σκυλοπνιγμένος.»
«Είναι της πάσης γνωστόν,» πρόσθεσε ο Θρασύβουλος. «Της πάσης, ρε μαλάκα.»
Μετά από μιάμιση ώρα ταξίδι ακόμα, ο Μαθητής του Νηρέα έφτασε στο σημείο όπου ο ποταμός Κέλβος γεννιόταν μέσα από τον ποταμό Υάλβη. Τα νερά ήταν επικίνδυνα εδώ, και έπρεπε κανείς να προσέχει πώς πλοηγούσε, ειδικά μες στη νύχτα όπως τώρα. Αλλά δεν συνάντησαν μεγάλη δυσκολία και σύντομα άραξαν σε μια όχθη στα δυτικά, βρισκόμενοι πλέον στον ποταμό Υάλβη, έχοντας αφήσει τον Κέλβο πίσω τους.
«Γιατί σταματάμε;» ρώτησε ο Νάθλεδιρ τον Οφιομαχητή, καθώς οι δυο τους ήταν ακόμα καθισμένοι κάτω απ’το κεντρικό κατάρτι· κανείς δεν είχε έρθει να τους οδηγήσει σε καμπίνα. «Είναι καμιά πόλη εδώ;»
«Βλέπεις πόλη εσύ;» αποκρίθηκε ο Γεώργιος, αρχίζοντας να σκέφτεται ότι κάτι ύποπτο ίσως να συνέβαινε. Αλλά ό,τι κι αν ήταν δεν ήταν δική τους δουλειά. Εκτός αν γινόταν, για κάποιο λόγο...
Η Ευθαλία κοιμόταν γαλήνια μέσα στο μανίκι του.
Η Φαρμακερή Βασίλισσα κοιμάται γαλήνια δίπλα μου, μπρούμυτα· αλλά είναι καιρός να ξυπνήσει. Έχει ξημερώσει εδώ και μια ώρα· το βλέπω στο ρολόι στον καρπό μου, το οποίο πήρα από το παλιό άντρο των Αγενών. Απλώνω το χέρι μου, καθώς είμαι καθισμένος οκλαδόν επάνω στο κρεβάτι της, και τραβάω το μάλλινο σκέπασμα προς τα κάτω, αποκαλύπτοντας την όμορφη, γυμνή, πρασινόδερμη πλάτη της. Διατρέχω τα δάχτυλά μου από τη βάση της ράχης ώς τον αυχένα, γλιστρώντας τα κάτω από τα μαλλιά της.
Η Ευτυχία (και σκέφτομαι ότι μου αρέσει που τώρα, επιτέλους, ξέρω το πραγματικό της όνομα) μουγκρίζει· γυρίζει και με κοιτάζει, χαμογελώντας. Στηρίζει το κεφάλι της στο δεξί χέρι, πιέζοντας το στρώμα με τον αγκώνα της. «Ονειρεύομαι, ή είναι ο Οφιομαχητής μαζί μας;»
«Δε μπορεί να είναι όνειρο,» της λέω.
«Θέλεις πρωινό;»
«Θέλω να μου πεις μερικά πράγματα ακόμα, όπως μου είχες υποσχεθεί.»
«Είσαι αδίστακτος,» με πειράζει, και τεντώνεται για να φιλήσει τα χείλη μου.
Την κρατάω κοντά μου για λίγο.
«Θα τους πω να μας φέρουν πρωινό, κι εν τω μεταξύ θα συζητήσουμε,» μου λέει.
Σηκώνεται απ’το κρεβάτι, σβέλτη, ολόγυμνη, βάζει τη ρόμπα της, τη δένει γύρω από τη μέση, και πάει προς την πόρτα της υπόγειας αίθουσας που έχει κάνει δωμάτιό της. Την ανοίγει και, στεκόμενη στο κατώφλι, φωνάζει σε κάποιον να μας φέρουν φαγητό. Ακούω μια αντρική φωνή ν’απαντά: «Αμέσως, Μεγάλη Οφιοκυρά.»
Μεγάλη Οφιοκυρά... Ακόμα δεν μπορώ να το συνηθίσω αυτό...
Η Πράσινη Κρίνη – η Ευτυχία – η Φαρμακερή Βασίλισσα – επιστρέφει κοντά μου· κάθεται στο κρεβάτι, πλάι μου.
«Από πού θες ν’αρχίσω;» με ρωτά.
«Κατά πρώτον,» της λέω, «θέλω να σε ρωτήσω και κάτι ακόμα που ξέχασα χτες.»
Περιμένει να συνεχίσω ενώ πιάνει την αργυρή ταμπακιέρα της απ’το κομοδίνο κι ανάβει τσιγάρο. Μου προσφέρει κι εμένα ένα, αλλά κουνάω το κεφάλι αρνητικά.
«Ξέρεις, μήπως, πώς μπορούσαν τα βατράχια να μ’εντοπίζουν με τέτοια ευκολία απ’τη μια ηπειρόνησο στην άλλη;» τη ρωτάω.
«Δε μπορώ να είμαι σίγουρη,» μου λέει καθώς αρωματικός καπνός γλιστρά βελούδινα από τα χείλη της, «αλλά έχω μια υποψία.»
«Μ’ενδιαφέρει η υποψία σου· γιατί εγώ δεν έχω καμία ιδέα πώς το κατάφερναν – πώς ακόμα μπορεί να το καταφέρουν, απ’όσο ξέρω.»
«Είναι μέρος του προβλήματος που προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε εδώ, στην Ιχθυδάτια, Γεώργιε.»
«Τι μέρος του προβλήματος;»
«Δεν είναι το ίδιο το πρόβλημα. Είναι ένα... παρακλάδι του. Έχω πληροφορίες ότι υπάρχει ένα δίκτυο απλωμένο, όχι μόνο σ’ολάκερη την Ιχθυδάτια, αλλά σ’όλη την Υπερυδάτια. Σε κάθε ηπειρόνησο.»
«Δίκτυο... Σα να λέμε κατασκοπευτικό δίκτυο;»
«Κάτι τέτοιο. Και σ’αυτό ανήκουν διάφορα άτομα επειδή εξυπηρετούνται ή επειδή εξαναγκάζονται. Και υπάρχουν και κάποια άλλα άτομα που έχουν τη δυνατότητα να αντλούν πληροφορίες από το δίκτυο.»
«Και νομίζεις ότι ο Δαμιανός είναι ένας από αυτούς που αντλούν πληροφορίες;»
«Το θεωρώ πολύ πιθανό, αν όντως οι φήμες για το δίκτυο αληθεύουν.»
«Εν ολίγοις, μου λες ότι με εντόπιζαν επειδή, κάθε φορά, κάποιος με πρόδιδε σ’αυτούς.»
«Όχι σ’αυτούς. Στο δίκτυο.»
«Ποια η διαφορά;»
«Αν έχω καταλάβει καλά, το δίκτυο απλά συγκεντρώνει πληροφορίες σε κάποιους κόμβους, και ορισμένα άτομα μπορούν να πάνε σ’αυτούς τους κόμβους και ν’αντλήσουν όποιες πληροφορίες θέλουν.»
«Υποθέτω πως δεν αναφέρεσαι σε πληροφοριακά συστήματα, σωστά;»
«Αναφέρομαι σε ανθρώπους, φυσικά. Αν και αυτοί μπορεί να χρησιμοποιούν και πληροφοριακά συστήματα· δεν αποκλείεται,» μορφάζει ανασηκώνοντας τον έναν ώμο, καθώς καπνίζει, και κάνοντας τη ρόμπα της να γλιστρήσει από εκεί. Δεν την ξανασηκώνει.
«Και το θεωρείς αυτό – το θεωρούν αυτό τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου – μέρος της... διαφθοράς που έχει εξαπλωθεί την Ιχθυδάτια;»
«Ασφαλώς και είναι μέρος της διαφθοράς! Δεν υπάρχει αμφιβολία.»
«Στάσου λίγο, για να καταλάβω,» λέω. «Κάνουμε την εξής υπόθεση: ότι κάποιοι άνθρωποι – πολλοί άνθρωποι – σε όλες τις ηπειρονήσους – είναι κατάσκοποι, είτε για κέρδος είτε επειδή εξαναγκάζονται· παρατηρούν τι συμβαίνει, συγκεντρώνουν πληροφορίες για διάφορα θέματα και διάφορα άτομα, και δίνουν αυτές τις πληροφορίες σε κεντρικούς ‘κόμβους’ – κάποιους άλλους ανθρώπους που είναι κατάσκοποι-συλλέκτες, ας πούμε. Και από τους κόμβους μπορεί, μετά, ο καθένας να αντλήσει όποια πληροφορία ζητά.»
«Ο καθένας που έχει σχέση με το δίκτυο.»
«Τι σχέση; Πρέπει να είναι μέρος του;»
«Δεν είμαι σίγουρη. Ίσως απλά να χρειάζεται να γνωρίζεις τον κόμβο και να πληρώσεις.»
«Και πώς αυτοί οι κατάσκοποι ξέρουν ποιες πληροφορίες να συγκεντρώσουν;»
«Κάποιος τις ζητά από τους κόμβους, υποθέτω, και τα αιτήματα μεταφέρονται από κόμβο σε κόμβο, και από τον κάθε κόμβο σε διάφορους μεμονωμένους πράκτορες.»
«Δηλαδή, κάποιος είχε ζητήσει να παρακολουθούν πού βρίσκεται ο Οφιομαχητής...»
«Μάλλον.»
«Είσαι σίγουρη ότι όντως υπάρχει τέτοιο δίκτυο;»
«Απόλυτα σίγουρη δεν είμαι,» παραδέχεται η Φαρμακερή Βασίλισσα. «Όμως, σύμφωνα με τις δικές μου πληροφορίες, και σύμφωνα με διάφορα που έχω παρατηρήσει τον τελευταίο καιρό, το θεωρώ πολύ πιθανό να υπάρχει.»
Τα σκέφτομαι για λίγο όλα τούτα χωρίς να μιλάω. Αν ισχύουν... ο οποιοσδήποτε μπορεί να με κατέδωσε και, μάλιστα, χωρίς να ξέρει ακριβώς πού με κατέδιδε. Ακόμα κι ο Δημήτριος... Λες ο Αρσένιος να είχε δίκιο γι’αυτόν, γαμώτο;
Και στη Σκιάπολη... Ο Ιωάννης το Μάτι, η Ειρήνη η Ανήμερη... Μα την Έχιδνα, αν αυτό το αρχίδι ο Ιωάννης είναι μέρος του κωλοδικτύου και με πούλησε έτσι, το μίασμα, θα γνωρίσει το Φιλί της Έχιδνας – τ’ορκίζομαι! Του το είχα υποσχεθεί από παλιά – από τότε που με κατέδωσε στον Ιγνάτιο Σολκάθιο.
Αν υποθέσουμε, όμως, πως εξακολουθεί να είναι επιφυλακτικός και εντάξει μαζί μου, όπως ήταν πριν, τότε το πιθανότερο είναι η Ειρήνη η Ανήμερη να με πούλησε στο δίκτυο. Κανείς άλλος δεν είδε τη φάτσα μου στη Σκιάπολη.
Εκτός αν η Ειρήνη – ή ίσως ακόμα κι ο Ιωάννης – μίλησε για εμένα σε κάποιον που τυχαίνει να είναι μέρος του δικτύου... Το πράγμα μπορεί να είναι πολύ μπλεγμένο...
Και στη Ριλιάδα; Εκεί, πολλοί έμαθαν για την παρουσία μου στους Κατωμήχανους. Περισσότεροι απ’όσοι θα έπρεπε.
«Τι σκέφτεσαι;» με ρωτά η Ευτυχία.
«Πώς μπορεί να συνδέονται όλ’ αυτά, λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι όντως υπάρχει το δίκτυο που λες.»
«Αρχίζεις να βγάζεις κάποιο νόημα;» Σβήνει το τσιγάρο της στο τασάκι του κομοδίνου.
«Μόλις και μετά βίας.»
Η πόρτα χτυπά. «Φέρνω το πρωινό, Μεγάλη Οφιοκυρά,» ακούγεται μια φωνή από έξω.
Η Πράσινη Κρίνη σηκώνεται απ’το κρεβάτι και ανοίγει. Ευχαριστεί τον άντρα στο κατώφλι και τραβά η ίδια μέσα στο δωμάτιο το κυλιόμενο τραπεζάκι που είναι γεμάτο πρωινά φαγητά. Στο κέντρο του ορθώνεται μια καφετιέρα και κοντά της βρίσκονται δύο αναποδογυρισμένα ποτήρια.
«Έχεις αρχίσει να με κακομαθαίνεις,» της λέω, καθώς σηκώνομαι κι εγώ από το κρεβάτι και καθίζουμε δεξιά κι αριστερά του τραπεζιού.
Η Ευτυχία γεμίζει τα ποτήρια μας με καφέ.
Πιάνω έναν από τους καρπούς στο μπολ και τον δαγκώνω. Κάνει κρατς-κρατς καθώς τον μασάω. Πρέπει να είναι από το Ψυχροδάσος.
Ρωτάω: «Υπάρχουν Τέκνα που έχουν εντοπιστεί μυστηριωδώς από το δίκτυο; Έτσι κατάλαβες γι’αυτό;»
«Εν μέρει, ναι. Ορισμένα Τέκνα πράγματι εντοπίστηκαν μυστηριωδώς από εχθρούς μας.»
«Χμμ,» κάνω μασώντας, συλλογισμένος. «Οι άρχοντες της Ιχθυδάτιας ξέρουν για το δίκτυο; Είναι μέσα σ’αυτό;»
«Δεν είμαι σίγουρη. Αλλά, όπως σου εξήγησα, σήμερα όλοι τους είναι διεφθαρμένοι.»
«Υποσχέθηκες ότι θα μου πεις περισσότερα για την πολιτική κατάσταση, και επίσης γιατί αυτό το κάθαρμα ο Μεγαλοφονιάς είναι στο πλευρό σου. Είναι Τέκνο του Φαρμακερού Κύκλου, ο καταραμένος; Έχει επάνω του τον Διπλό Καταβροχθιστή κι αυτός;»
«Εννοείται· αλλιώς νομίζεις ότι θα του επιτρέπαμε να έρχεται εδώ, στη βάση μας στο Ψυχροδάσος, και να φεύγει ζωντανός;»
Δε μ’αρέσει έτσι όπως ακούγεται αυτό. Δε μ’αρέσει για τη Λουκία. Εμένα είμαι σίγουρος πως δεν πρόκειται να με σκοτώσουν. Δεν πρόκειται καν να το διανοηθούν.
«Πες μου,» την προτρέπω. «Πες μου τα πάντα.» Δεν ξέρω γιατί ακριβώς μ’ενδιαφέρει η παρούσα πολιτική κατάσταση στην Ιχθυδάτια· αλλά, απ’την άλλη, ως συνήθως, όλα μ’ενδιαφέρουν σε τούτη τη διάσταση.
Και ακόμα δεν είμαι πιο κοντά στο να ανακαλύψω το χαμένο παρελθόν μου... Ή, μάλλον, είμαι πιο κοντά. Αρκεί να ξαναβρώ εκείνη τη μαυρόδερμη γυναίκα μαζί με τους Τρομερούς Καπνούς.
«Λοιπόν,» αποκρίνεται η Φαρμακερή Βασίλισσα, πίνοντας μια γουλιά καφέ. «Θα σου πω τα πιο βασικά, εντάξει; Γιατί, διαφορετικά, δεν θα τελειώσουμε ποτέ. Όπως σου εξήγησα, ο Πόλεμος των Κουρσάρων, τελειώνοντας ύστερα από δυόμισι χρόνια, δεν άφησε τους άρχοντες της Ιχθυδάτιας πιο σοφούς αλλά πιο τρελούς. Η Οδοντόπολη έμαθες ήδη από ποιον διοικείται – ένα μίασμα που σκότωσε τον πατέρα του με δηλητήριο παρμένο από τους ακόλουθους του Λοκράθου. Στη Σκιάπολη, οι Τρεις έχουν κόντρες αναμεταξύ τους, που ξεκίνησαν από την Ελένη Ελκάνια, η οποία ήθελε, και θέλει, οι Ελκάνιοι να πάρουν τον πλήρη έλεγχο της πόλης για να κρατάνε το εμπόριο ασφαλές. Νομίζει ότι οι άλλοι δύο Οίκοι ζημιώνουν την πόλη με τις κινήσεις τους αντί να τη βοηθάνε. Αλλά τώρα και ο Ευάγγελος Χορκάνης είναι μπλεγμένος σ’αυτές τις κόντρες, καθώς εκείνος νομίζει ότι οι Χορκάνηδες πρέπει να έχουν τον πλήρη έλεγχο της Σκιάπολης. Και οι Δίδυμοι των Θαρνέσιων, ο Λουκάς κι ο Μάρκος, μάντεψε τι έχουν επίσης στο μυαλό τους–»
«Οι Δίδυμοι κάνουν κουμάντο ανάμεσα στους Θαρνέσιους τώρα;» Τους είχα ακούσει παλιά ως τους πιο αδίστακτους απ’αυτούς τους πειρατές.
«Ναι, κυρίως.»
«Εγώ, πάντως, δεν έμαθα τίποτα για τέτοιες κόντρες όσο ήμουν στη Σκιάπολη, τελευταία.»
«Πόσες μέρες ήσουν εκεί, Γεώργιε;»
«Τρεις, τέσσερις. Όχι πολλές, αλλά και πάλι...»
«Δε με εκπλήσσει που δεν το άκουσες,» μου λέει η Φαρμακερή Βασίλισσα. «Ο πόλεμος των Τριών είναι υπόγειος, σκοτεινός, και πολύ άγριος, σε πληροφορώ. Κανείς στην Πόλη των Σκιών δεν θέλει να μπλεχτεί στον πόλεμό τους, αλλά όλοι είναι μπλεγμένοι, αναπόφευκτα, θέλοντας και μη. Προτιμούν, όμως, να προσποιούνται πως τίποτα δεν συμβαίνει – όσο μπορούν.»
«Μάλιστα...» Αλείφω χαβιάρι στο ψητό ψωμί μου και το δαγκώνω.
Η Φαρμακερή Βασίλισσα πίνει καφέ και συνεχίζει: «Στην Ανώπολη δεν διοικεί η Ρέα Καβέρια πια. Κανένας Καβέριος δεν διοικεί. Τους ξέκανε όλους ο Νικόλαος ο Ναυπηγός, εισβάλοντας με κόλπο στο Καβέριο Κάστρο. Δούλευε ως κουρσάρος για τον Αφέντη της Μελκάρνια τότε, κι απ’ό,τι καταλαβαίνω πρέπει να είχαν συμφωνήσει ο Ναυπηγός να κατακτήσει το Καβέριο Κάστρο και να βάλει άνθρωπο του Αφέντη να κάνει κουμάντο στην Ανώπολη. Αλλά το πράγμα δεν εξελίχτηκε έτσι. Ο Νικόλαος αποφάσισε να κρατήσει ο ίδιος την εξουσία. Και ακόμα είναι Άρχοντας της Ανώπολης, και κυνηγά τους πάντες που θεωρεί εχθρούς. Συνεργάζεται κι αυτός με ακόλουθους του Λοκράθου – οι οποίοι έχουν μεγάλη εξάπλωση τελευταία, και θα σου πω σύντομα γι’αυτούς.»
Ο Νικόλαος ο Ναυπηγός είναι ένας από τους καριόληδες που συμμάχησαν με τον Μεγαλοφονιά για να σκοτώσουν τους κουρσάρους μου. Πολύ θα ήθελα να το πιάσω στα χέρια μου αυτό το μίασμα! Του το χρωστάω.
Η Φαρμακερή Βασίλισσα λέει: «Στη Μελκάρνια τώρα κάνει κουμάντο η Κόρη, η οποία είναι παιδί του Αφέντη. Ο ίδιος είναι νεκρός. Ορισμένοι λένε πως τον σκότωσε εκείνη, όπως ο Λουκιανός δολοφόνησε τον πατέρα του· αλλά δεν είναι σίγουρο – ίσως όντως να ήταν ατύχημα. Τέλος πάντων. Η Κόρη της Μελκάρνια προσπαθεί τώρα να διαμορφώσει την ‘Επικράτεια της Μελκάρνια’, όπως θέλει να τη λέει, έχοντας απλώσει μαχητές και μισθοφόρους από τη Μουλιασμένη Γη μέχρι την Κυρτόπολη. Η Ωλμπέρκνη βρίσκεται ήδη μέσα στην Επικράτεια της Μελκάρνια, και η Κόρη ελέγχει εκείνο το πέρασμα της Ράχης του Ιχθύος. Η Κυρτόπολη κάθε λίγο βρίσκεται υπό πολιορκία. Τη μια ακούς ότι θα πέσει, την άλλη έχει ξαφνικά θριαμβεύσει.
»Τέσσερις μισθοφόροι τώρα κάνουν κουμάντο εκεί μαζί μ’έναν μάγο – τον Νηρέα’χοκ. Πήραν τον έλεγχο κατά τον Πόλεμο των Κουρσάρων, φυσικά, σκοτώνοντας τον προηγούμενο Άρχοντα της Κυρτόπολης και κλείνοντας την οικογένειά του σε μπουντρούμια. Ακόμα λένε πως τους έχουν εκεί κάτω και πως τους φέρονται με σκληρούς, σαδιστικούς τρόπους. Η Κυρτόπολη έχει γίνει πολύ... ευνομούμενη πόλη υπό τη διοίκηση του Ψηλού Νηρέα και των Τεσσάρων. Τόσο ευνομούμενη που μπορεί να σε κρεμάσουν για μια μαλακία που έτυχε να πεις στον δρόμο. Ελεύθερος δημοσιογράφος δεν υφίσταται στην Κυρτόπολη πλέον – εννοείται.
»Στη Σαλντέρια, το Συμβούλιο των Εχόντων αποτελείται σήμερα από διαφορετικά άτομα, καθώς έγιναν πολλές δολοφονίες ανάμεσά τους κατά τον Πόλεμο των Κουρσάρων. Οι Έχοντες είναι πιο εκμεταλλευτές και τυραννικοί από ποτέ. Αν ήσουν εδώ, στην Ιχθυδάτια, τελευταία, θα είχες να ακούσει να λένε ‘Εργάτης στη Σαλντέρια, δούλος αλλού,’ εννοώντας πως όλοι οι εργάτες είναι σαν δούλοι πλέον στη Σαλντέρια. Και δεν είναι υπερβολή· σ’το λέω.
»Στην Ιλφόνη διοικεί η αδελφή της προηγούμενης Φύλακα, η οποία εξαφανίστηκε μυστηριωδώς στα μέσα του Πολέμου–»
«Η Ευαγγελία Αρσιλκάδια; Εξαφανίστηκε;»
«Ναι.»
«Και τι εννοείς ‘μυστηριωδώς’, Ευτυχία; Είναι νεκρή, ή όχι;»
«Δεν ξέρω τι της συνέβη· ελάχιστοι ξέρουν.»
«Δεν είχα ξανακούσει, πάντως, ότι είχε αδελφή...»
«Ούτε και οι περισσότεροι. Η Ιουλία δεν ανακατευόταν με την πολιτική μέχρι στιγμής. Και τώρα που άρχισε να ανακατεύεται, σε κανέναν δεν αρέσει. Εξακολουθεί να δρα σαν ο Πόλεμος να συνεχίζεται, σα να μη σταμάτησε ποτέ. Τον σύζυγο της προκατόχου της τον φυλάκισε επειδή ήθελε ν’αλλάξει την πολιτική της. Τα παιδιά της Ευαγγελίας Αρσιλκάδιας φημολογείται πως είναι κάπου κρυμμένα, γιατί αλλιώς η Ιουλία θα τα σκότωνε – αν και δεν είμαι σίγουρη ότι αυτό αληθεύει.
»Στη Νοσρίντη, οι Ηρμάντιοι συγκεντρώνουν– Ή μάλλον, μετά γι’αυτούς.» (Μετά; Γιατί; Τι γίνεται εκεί;) «Στην Ουρά του Ιχθύος, στις Τρεις Πόλεις, οι άρχοντες έχουν παρόμοιο πρόβλημα με την Ιουλία, τη Φύλακα της Ιλφόνης: δεν μπορούν να καταλάβουν ότι ο Πόλεμος τελείωσε. Εξακολουθούν να γίνονται πάμπολλες δολιοφθορές αναμεταξύ τους. Και τέτοιο πράγμα ποτέ ξανά δεν είχε συμβεί στις Τρεις Πόλεις, Γεώργιε. Όλες τώρα είναι πολύ επικίνδυνες – γεμάτες καταδότες και κατασκόπους. Οι πάντες έχουν γίνει παρανοϊκοί εκεί πέρα· φοβούνται ότι ο γείτονάς τους τους παρακολουθεί και σχεδιάζει να τους πυρπολήσει.»
«Τι συμβαίνει στη Νοσρίντη;» ρωτάω, περίεργος. «Τι κάνουν οι Ηρμάντιοι;» Δεν έχω ξεχάσει, φυσικά, τον ερπετοειδή σαμάνο στο Φαρμακοτόπι. Δεν έχω ξεχάσει τίποτα γι’αυτούς. Ούτε το ότι λεγόταν πως συνεργάζονταν με τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου. Αλήθευε, τότε, άραγε;
«Οι Ηρμάντιοι έχουν αρχίσει να συγκεντρώνουν στρατό. Νιώθουν απειλημένοι από την Επικράτεια της Μελκάρνια στα νοτιοανατολικά τους, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Έχουν ξεκινήσει πόλεμο με την επίσημη θρησκεία της Έχιδνας και όσους την υποστηρίζουν. Ανήκουν σε μια αίρεση που ονομάζεται Αρχέγονος Όφις. Συνεργάζονται με ερπετοειδείς από τους Ουραίους Δασότοπους–»
«Και μ’εσάς;»
«Τι εννοείς ‘με εμάς’, Γεώργιε;»
«Είχα ακούσει, παλιότερα, ότι οι Ηρμάντιοι συνεργάζονται με τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου. Τουλάχιστον, σε κάποιες επιθέσεις που είχαν γίνει κατά της Ιλφόνης, τότε – σε κάποιες δολιοφθορές – είχε χρησιμοποιηθεί το σύμβολο του Διπλογενή Όφεως, του Διπλού Καταβροχθιστή. Το είχαν βρει ζωγραφισμένο.»
«Εκτός αν ο Μέγας Διαφεντευτής είχε συνεργαστεί για κάποιο χρονικό διάστημα μαζί τους...» λέει σκεπτικά η Ευτυχία, σαν να μονολογεί. Και μετά: «Αλλά, όχι, δεν το νομίζω. Δεν είμαι σίγουρη, όμως δεν το νομίζω. Διότι και οι Ηρμάντιοι χρησιμοποιούν τον Διπλό Καταβροχθιστή πέρα από το δικό τους σύμβολο – αυτό της αίρεσής τους.»
«Το οποίο μη μου πεις ότι είναι ένα φίδι που σχηματίζει ημικύκλιο από την αριστερή μεριά, κι ένας άνθρωπος, βγαίνοντας μέσα από τα σαγόνια του, πιάνει την ουρά του φιδιού κι ολοκληρώνει έτσι τον κύκλο.»
«Ναι, αυτό είναι. ‘Ο Οφιογενής’ το λένε. Είναι το βασικό σύμβολο της αίρεσης του Αρχέγονου Όφεως, σύμφωνα με την οποία κάποιοι άνθρωποι κατάγονται από αρχαία ερπετά της Ιχθυδάτιας.»
«Κι αυτοί οι άνθρωποι είναι οι Ηρμάντιοι, σωστά;»
«Ναι, και, άρα, πρέπει να διοικήσουν την Ιχθυδάτια. Νομίζουν πως είναι δικαιωματικά δική τους. Κανονικά, βέβαια, δεν θα μπορούσαν ποτέ να διαδηλώνουν τόσο ανοιχτά αυτή την παραφροσύνη. Ο Πόλεμος των Κουρσάρων, όμως, άλλαξε τα δεδομένα. Άφησε την Ιχθυδάτια τραυματισμένη, και γεμάτη τρελούς. Σήμερα δεν μοιάζει και τόσο παράξενο που οι Ηρμάντιοι ισχυρίζονται κάτι τέτοιο.»
«Πόσο μεγάλος είναι ο στρατός τους μέχρι στιγμής;»
«Σύμφωνα με τις πληροφορίες μου, πλησιάζει τις δέκα χιλιάδες.»
Δέκα χιλιάδες; Αυτός είναι πολύ μεγάλος αριθμός μαχητών για την Ιχθυδάτια.
«Και έχουν ανάμεσά τους και πολλούς άγριους ερπετοειδείς, που ο Αγησίλαος μού λέει ότι είναι εξαιρετικά επικίνδυνοι.»
Στο μυαλό μου έρχεται αμέσως εκείνος ο καταραμένος σαμάνος από το Φαρμακοτόπι. Όμως δεν μιλάω γι’αυτόν (ακόμα). Λέω: «Ο Αγησίλαος; Τι θέλει, αλήθεια, ένας ερπετοειδής μαζί σας, Ευτυχία; Η μόνη ερπετοειδής που είχα, ώς τώρα, ακούσει να μένει μαζί με ανθρώπους είναι εκείνη που συνοδεύει την Αθανασία, την Αρχιέρεια της Ιχθυδάτιας – η Αρωγός της.» (Είναι και η Εριφύλη, βέβαια, που είχε το μπαρ στους Κατωμήχανους, αλλά ποτέ δεν θεώρησα ότι ζούσε μαζί με ανθρώπους· απλά δούλευε εκεί, δεν συγκατοικούσε με κανέναν άνθρωπο.)
«Ο Αγησίλαος, ναι... Το περίμενα ότι θα ρωτούσες.» Πίνει μια γουλιά απ’τον καφέ της. Ανάβει τσιγάρο, ακουμπώντας την πλάτη της στην καρέκλα. «Δε θέλεις, όμως, να σου περιγράψω πρώτα την πολιτική κατάσταση στην Ιχθυδάτια;»
«Έχω κι άλλα ν’ακούσω; Δεν έχουμε καλύψει τα πάντα, απ’την Ουρά ώς το Στόμα;»
Η Φαρμακερή Βασίλισσα συνοφρυώνεται ελαφρά, τραβώντας καπνό, φυσώντας τον απ’τα ρουθούνια. «Δεν έχεις άδικο, τώρα που το λες. Για τα πάντα έχουμε πει, πάνω-κάτω.»
«Ένα πράγμα μόνο δεν μου έχεις αναφέρει, το οποίο μ’ενδιαφέρει–»
Η πόρτα χτυπά. «Μεγάλη Οφιοκυρά;» ακούγεται μια αντρική φωνή.
«Τι είναι;» φωνάζει η Ευτυχία.
«Μια γυναίκα είναι εδώ. Αυτή που ήρθε με τον Οφιομαχητή. Η Λουκία. Λέει πως θέλει να τον δει. Ζητά να την αφήσουμε να περάσει.»
Η Φαρμακερή Βασίλισσα μού ρίχνει ένα ερωτηματικό βλέμμα.
«Εμένα κοιτάς;» της λέω. «Ας έρθει – αλλά μόνο αν έχει και τον γάτο της μαζί.»
Η Ευτυχία γελά κοφτά, και φωνάζει προς την πόρτα: «Αφήστε τη να περάσει!»
«Μάλιστα, Μεγάλη Οφιοκυρά.»
Ένας άντρας ανοίγει την πόρτα, ύστερα από μερικές στιγμές, και η Λουκία μπαίνει στο υπνοδωμάτιο ακολουθούμενη από τον Ακατάλυτο ο οποίος μοιάζει να βαδίζει αγριεμένος, με την κατάμαυρη ουρά του ορθωμένη και τα μάτια στενεμένα.
«Όπως βλέπεις,» λέω στη Λουκία, «ακόμα ζωντανός είμαι. Κάθισε μαζί μας· έχει φαγητό για όλους. Και για τον γάτο, επίσης.» Του ρίχνω ένα κομμάτι ψητό ψωμί αλειμμένο με χαβιάρι, κι εκείνος τού ορμά με ευχαρίστηση.
Η Λουκία πιάνει μια καρέκλα και κάθεται κοντά μας, αμίλητη, παρατηρητική. Εξακολουθεί να μη μοιάζει να της αρέσει που κοιμήθηκα εδώ.
Η Φαρμακερή Βασίλισσα τής λέει: «Το καταλαβαίνεις ότι είσαι εξαίρεση, έτσι;»
Η Λουκία την ατενίζει με επιφύλαξη. «Τι θες να πεις;»
«Ότι δεν έχεις επάνω σου το Ιερό Σημάδι.» Αγγίζει την κορυφή του κύκλου του Διπλού Καταβροχθιστή που φαίνεται μέσα από το άνοιγμα της ρόμπας της. «Δεν μπαίνουν εδώ άνθρωποι χωρίς το Ιερό Σημάδι επάνω τους. Κι αν μπουν, δεν βγαίνουν. Ποτέ.»
Η Λουκία μού ρίχνει ένα λοξό βλέμμα.
«Μην κοιτάζεις τον Γεώργιο,» της λέει η Βασίλισσα. «Δεν είναι ‘άνθρωπος’ ακριβώς· είναι ο Οφιομαχητής.»
«Θέλω να πιστεύω πως για τη Λουκία δεν θ’ακολουθήσετε τις συνήθειές σας κατά γράμμα...» λέω, οριακά απειλητικά, μη θέλοντας να προσθέσω Αν προσπαθήσετε να τη σκοτώσετε θα σας σκοτώσω όλους. Καταπολεμώ την οργή μου με τις διδαχές του Γέρου του Ανέμου.
«Θα δούμε,» αποκρίνεται η Φαρμακερή Βασίλισσα, τινάζοντας στάχτη στο τασάκι, χωρίς να δείχνει προβληματισμένη στο ελάχιστο. «Μου έλεγες, όμως, ότι είναι κάτι που σ’ενδιαφέρει...»
«Ναι: τι κάνει η Αρχιέρεια της Ιχθυδάτιας τούτο τον καιρό. Χτες, έτσι όπως μίλησες γι’αυτήν, μου δόθηκε η εντύπωση ότι έχετε συναντηθεί οι δυο σας...»
«Έχουμε,» το επιβεβαιώνει η Φαρμακερή Βασίλισσα. «Εγώ το επιδίωξα, με αφορμή το πρόβλημα του Αρχέγονου Όφεως.»
«Πήγες στον Υψηλό Ναό;»
«Όχι ακριβώς. Είμαι βέβαιη ότι η άθλια δεν θα μας άφηνε ποτέ να πατήσουμε στον Ναό της· μας θεωρεί ‘ακραίους’, ‘φανατικούς’, και επικίνδυνους. Συναντηθήκαμε, όμως, οι δυο μας αρκετά κοντά του, νότια του Σπάραχνου, στις όχθες της λίμνης. Είχε ολόκληρο στρατό από ναοφύλακες μαζί της, η ανώμαλη· νόμιζε ότι θα προσπαθούσαμε να τη σκοτώσουμε!» γελά κοφτά η Φαρμακερή Βασίλισσα, και σβήνει το τσιγάρο της χωρίς να το έχει τελειώσει, μοιάζοντας να τόχει βαρεθεί. «Δεν ήταν ποτέ αυτή η πρόθεσή μας, φυσικά. Της ζήτησα να συνεργαστούμε για να αντιμετωπίσουμε τους Ηρμάντιους, παρά τις διαφορές που έχει η επίσημη θρησκεία της Έχιδνας με τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου. Αλλά το ξεπαρμένο πορνίδιο αρνήθηκε, λέγοντας ότι είμαστε παράνομοι και παράφρονες.» Η Ευτυχία γελά ξανά. «Τότε έπρεπε να της είχα επιτεθεί, μα τα δόντια της Έχιδνας! Έπρεπε να της είχα ρίξει ένα γερό χέρι ξύλο, τουλάχιστον.
»Δε νομίζω ότι έχει πάρει την απειλή του Αρχέγονου Όφεως αρκετά σοβαρά, Γεώργιε. Αλλά η απειλή είναι πολύ σοβαρή, είμαι σίγουρη. Όλες μου οι πληροφορίες αυτό μού λένε. Και αρκετοί από τους μαχητές του Μεγάλου Αγώνα έχουν σκοτωθεί προσπαθώντας να καθαρίσουν μιάσματα των Ηρμάντιων.»
«Δηλαδή, έχετε ανοιχτό πόλεμο μεταξύ σας, τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου και οι Ηρμάντιοι...»
«Ανοιχτό πόλεμο; Τα Τέκνα είναι το ιερό δηλητήριο που καθαρίζει και εξαγνίζει, Γεώργιε. Δεν έχουν ‘πόλεμο’ με κανέναν. Ο πόλεμός τους είναι με τους πάντες.»
Και απορείς που σας θεωρεί «ακραίους» η επίσημη θρησκεία της Έχιδνας; σκέφτομαι, αλλά προτιμώ να μην το πω.
«Η επίσημη θρησκεία της Έχιδνας είναι παρακμασμένη,» συνεχίζει η Φαρμακερή Βασίλισσα, σχεδόν σαν να άκουσε τη σκέψη μου· «δεν μπορεί, ουσιαστικά, να επιβάλει τίποτα. Δεν μπορεί να καθαρίσει την ηπειρόνησο από τα μιάσματα. Αυτά που συμβαίνουν σήμερα το αποδεικνύουν. Ο στρατός των Ηρμάντιων, από μόνος του, και η παράλογη αίρεσή τους το αποδεικνύουν! Η επίσημη θρησκεία της Έχιδνας δεν μπορεί να τους διαλύσει, ούτε να τους περιορίσει. Και, έχοντας αυτή τη μαλακισμένη για Αρχιέρεια, πάνε από το κακό στο χειρότερο, δίχως αμφιβολία.» Γεμίζει ξανά το ποτήρι της με καφέ και πίνει.
Λέει στη Λουκία: «Πάρε κάτι· φάε, πιες. Μη μας κοιτάζεις μόνο.»
«Ευχαριστώ, δεν πεινάω,» αποκρίνεται εκείνη, ξερά.
Η Φαρμακερή Βασίλισσα ανασηκώνει τους ώμους. «Όπως αγαπάς.»
«Ο Αγησίλαος τι κάνει μαζί σας;» τη ρωτάω, και πίνω μια γουλιά από τον καφέ μου.
«Θυμάσαι που σου είπα ότι ο Μέγας Διαφεντευτής με είχε δηλητηριάσει και όλοι νόμιζαν πως θα πέθαινα;»
«Φυσικά.»
«Όταν σηκώθηκα, πολλοί το θεώρησαν θαύμα της Έχιδνας. Κι όταν μίλησα για το όνειρο, το όραμα, που είχα δει όσο βρισκόμουν ένα βήμα πριν από τα σαγόνια του Αβυσσαίου, άρχισαν να συζητάνε κάτι που είχαν ήδη στο μυαλό τους: ότι ίσως εγώ έπρεπε τώρα να γίνω η επόμενη Μεγάλη Διαφεντεύτρα των Τέκνων του Φαρμακερού Κύκλου. Είχα, άλλωστε, νικήσει χωρίς καμία βοήθεια τον προηγούμενο Μεγάλο Διαφεντευτή, έλεγαν· και τα δηλητήριά του, που κανονικά θα έπρεπε να με είχαν σκοτώσει, δεν με είχαν σκοτώσει. Η Έχιδνα με ευνοούσε, δεν υπήρχε αμφιβολία.
»Δε συμφωνούσαν όλοι, όμως, μ’αυτό. Οι πιο κοντινοί άνθρωποι του Μεγάλου Διαφεντευτή, μάλιστα, ήταν τελείως εναντίον μου. Απειλούσαν πόλεμο ανάμεσα στα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου. Σχίσμα. Πράγμα που θα είχε ολέθριες συνέπειες. Τα Τέκνα πρέπει να είναι ενωμένα. Οποιαδήποτε σύγκρουση αναμεταξύ τους κλονίζει την ίδια τους την ύπαρξη· δεν είμαστε και τόσοι πολλοί, όπως καταλαβαίνεις. Και μ’αυτό που μπορεί να συνέβαινε τώρα όλοι ανησυχούσαν. Αλλά οι περισσότεροι δεν ήταν πρόθυμοι να υποχωρήσουν. Αυτοί που με υποστήριζαν, με υποστήριζαν ακλόνητα· αυτοί που με μισούσαν, με μισούσαν με πάθος.
»Τότε ήταν που ο Αγησίλαος εμφανίστηκε μαζί μ’έναν από τους ιερείς μας, τον Αλέξανδρο τον Γηραιό. Από παλιά ο Γηραιός είχε επαφές με τον ερπετοειδή· ο Αγησίλαος ερχόταν και τον επισκεπτόταν. Τώρα όμως η επίσκεψή του ήταν πολύ πιο σημαντική, κι ακόμα δεν έχει τελειώσει. Ο Αγησίλαος ήρθε για να μας προειδοποιήσει για τους τρομερούς κινδύνους που σύντομα θα απειλούσαν την Ιχθυδάτια. Είπε πως τα είχε δει όλα μέσα στους κρυστάλλους του, και ότι μόνο εγώ θα μπορούσα να αντιμετωπίσω τις ολέθριες απειλές. Τα Τέκνα έπρεπε να ενωθούν υπό την αρχηγεία μου. Γιατί δεν ήμουν η οποιαδήποτε. Ήμουν διαλεκτή από τη Μεγάλη Κυρά. Ήμουν η Φαρμακερή Βασίλισσα, και...» Κάτι θέλει ακόμα να πει αλλά σταματά. Γιατί, άραγε; Επειδή η Λουκία είναι εδώ;
«Όλ’ αυτά μού θυμίζουν την περίπτωση της Αθανασίας,» της λέω, «της Αρχιέρειας–»
«Μην αναφέρεις αυτό το ξεπαρμένο πορνίδιο, Γεώργιε!» με διακόπτει – μεταξύ αστείου και σοβαρού, ίσως. «Δεν έχει καμιά σχέση μ’εμάς.»
«Κι εκείνη την υποστηρίζει, όμως, μια ερπετοειδής–»
«Το ξέρω. Την είδα. Και ο Αγησίλαος δεν νομίζω ότι τη συμπαθεί.»
«Την είδε κι αυτός;»
«Φυσικά. Ήταν μαζί μας.»
«Δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς έχει να κερδίσει ο Αγησίλαος από την όλη υπόθεση,» λέω. «Οι ερπετοειδείς, κανονικά, δεν ενδιαφέρονται για την πολιτική των αρχόντων των ανθρώπων.»
«Η υπόθεση δεν αφορά μόνο ανθρώπους, όπως σου εξήγησα, Γεώργιε. Αφορά και ερπετοειδείς. Αυτούς των Ουραίων Δασότοπων, τους οποίους ο Αγησίλαος φοβάται πολύ· τους θεωρεί εξαιρετικά άγριους και επικίνδυνους. Για όλους – και ανθρώπους και ερπετοειδείς.»
«Νομίζω πως η Αρωγός της Αθανασίας θα συμφωνούσε μαζί του...»
«Κρίμα που δε συμβουλεύει κιόλας την... προστατευόμενή της ώστε να συνεργαστούμε,» λέει η Φαρμακερή Βασίλισσα.
«Ο Αγησίλαος από πού είναι;» τη ρωτάω.
«Από το Ψυχροδάσος.»
«Υπάρχουν κι άλλοι σαν αυτόν εκεί; Υπάρχουν φυλές ερπετοειδών στο Ψυχροδάσος;»
«Για ‘φυλές’ δεν ξέρω· αλλά πρέπει σίγουρα να υπάρχει μία φυλή.»
«Τους έχεις συναντήσει;»
«Όχι. Και ο Αγησίλαος προτιμά να μη μιλά γι’αυτούς, ίσως επειδή θεωρεί ότι μπορεί να κινδυνέψουν από τους ανθρώπους – δεν ξέρω,» μορφάζει.
Να κινδυνέψουν από τους ανθρώπους; Ναι, δεν αποκλείεται. Το έχω δει να συμβαίνει, ξανά και ξανά...
«Ειδικά τώρα, με την εξάπλωση των ακόλουθων του Λοκράθου,» προσθέτει η Φαρμακερή Βασίλισσα.
«Είναι, όντως, περισσότερο εξαπλωμένοι, λοιπόν;»
«Φυσικά και είναι.»
«Γιατί; Μη μου πεις ότι συμβαίνει για τον ίδιο λόγο που κι εσείς έχετε μεγαλύτερη δύναμη στην Ιχθυδάτια τώρα.»
«Κι όμως, ο λόγος είναι περίπου ίδιος. Είναι ο Πόλεμος των Κουρσάρων, βασικά. Αλλά τα βατράχια δεν συγκεντρώνουν τους δυσαρεστημένους και τους εξοργισμένους, αυτούς που η Έχιδνα έχει ξεχωρίσει για να καθαρίσει την ηπειρόνησο και να την εξαγνίσει. Τα βατράχια εκμεταλλεύονται τον φόβο και την πολιτικοκοινωνική αστάθεια που επικρατεί ετούτες τις ημέρες. Προσφέρουν ‘υποστήριξη’ σε διάφορους άρχοντες, εμπόρους, και βιομήχανους· κι αυτή η πολιτική έχει πιάσει, έχει κάνει τη θρησκεία τους πιο ισχυρή. Δεν είναι, σήμερα, τόσο παρακμιακοί οι ιερείς του Λοκράθου όσο ήταν πριν από μερικά χρόνια. Έχουν αρχίσει να συγκεντρώνουν πλούτο και επιρροή. Έχουν γίνει επικίνδυνοι και διεφθαρμένοι. Μιάσματα. Και, εκτός των άλλων, κυνηγάνε ‘τρομοκράτες’ – εμάς, δηλαδή.» Γελά κοφτά. «Αυτό αποτελεί μέρος της ‘προστασίας’ που λένε ότι προσφέρουν, οι άθλιοι! Αλλά η ώρα τους έρχεται, Γεώργιε· τα δόντια της Έχιδνας αναζητούν τον λαιμό τους. Και η Μεγάλη Κυρά μάς έστειλε εσένα. Σου είπα ότι δεν είσαι τυχαία εδώ. Έχεις δει τι κακό κάνουν τα βατράχια, και πόσο διεφθαρμένοι είναι. Το έχεις δει – από προσωπική σου πείρα.»
«Η αλήθεια είναι πως δεν μου φάνηκαν και τόσο φιλικοί...» λέω συλλογισμένα και σχετικά ήπια, καθυποτάσσοντας την τρομερή οργή που νιώθω εντός μου – την οργή που συρίζει σαν ιοβόλος όφις ότι τα μιάσματα πρέπει να πεθάνουν! Κάτι υπάρχει στον γαμημένο αέρα εδώ, στην Ιχθυδάτια, μα τους θεούς! Κάτι που διαστρέφει τη σκέψη, που επηρεάζει το μυαλό. Το όλο κλίμα είναι τόσο πολύ φορτισμένο... και το νιώθω.
«Βλέπεις;»
«Αλλά,» προσθέτω, «όπως σου είπα και χτες, δεν μπορώ να μείνω εδώ. Πρέπει να πάω στη Ριλιάδα, ν’αναζητήσω τη Διονυσία και τον Αρσένιο. Τους το χρωστάω.»
«Και θα στείλω ανθρώπους μαζί σου, Γεώργιε,» επιμένει ξανά η Φαρμακερή Βασίλισσα· «διότι τα βατράχια δεν είναι εξαπλωμένα μόνο στην Ιχθυδάτια.»
«Γιατί να είναι εξαπλωμένα και στις άλλες ηπειρονήσους; Εκεί δεν έγινε κανένας Πόλεμος των Κουρσάρων, Ευτυχία.»
«Οι ομόθρησκοι του Σιχαμερού Βατράχου, όμως, βοηθάνε αυτούς στην Ιχθυδάτια, τους υποστηρίζουν, όπως φαίνεται· και, μάλλον, ευελπιστούν ότι και στις δικές τους ηπειρονήσους η θρησκεία τους θα ενδυναμωθεί αν η θρησκεία του Λοκράθου στην Ιχθυδάτια γίνει δυνατή. Και είναι ήδη αρκετά δυνατή, Γεώργιε. Περισσότερο απ’όσο θα έπρεπε. Είναι επικίνδυνοι.»
«Ποιοι είναι πιο επικίνδυνοι;» τη ρωτάω. «Αυτοί, ή οι Ηρμάντιοι και ο Αρχέγονος Όφις;»
«Και οι δύο εξίσου επικίνδυνοι είναι, κατά τη γνώμη μου.»
«Αλλά μεταξύ τους δεν τα πηγαίνουν καλά, υποθέτω. Η Έχιδνα και ο Λοκράθος δεν κοιμούνται στην ίδια ακτή, όπως λένε – σωστά;»
«Σωστά,» επιβεβαιώνει η Φαρμακερή Βασίλισσα.
«Γιατί, λοιπόν, να μην τους αφήσουμε – να μην τους ωθήσουμε, ίσως – να αλληλοσκοτωθούν;»
«Δε θα ήταν άσχημη ιδέα,» παραδέχεται η Ευτυχία. «Όμως τα Τέκνα είναι οι ιεροί μαχητές της Έχιδνας· είναι άτομα της δράσης. Δεν πιστεύουμε ότι θα γίνει κάτι με το να καθόμαστε και να κοιτάζουμε. Επιπλέον, δεν νομίζω ότι πραγματικά θα καταστρέψουν ο ένας τον άλλο, τα βατράχια και ο Αρχέγονος Όφις. Ή οι μεν θα νικήσουν, ή οι δε· και το κακό θα συνεχιστεί. Εκτός αυτού, αν προκληθεί ανοιχτός πόλεμος αναμεταξύ τους, οι συνέπειες δεν θα είναι πολύ άσχημες για την ηπειρόνησο;»
«Ίσως νάχεις δίκιο,» αποκρίνομαι. Αλλά τώρα δε μ’ενδιαφέρει και τόσο να... διορθώσω την πολιτική κατάσταση στην Ιχθυδάτια. Μ’ενδιαφέρει, κυρίως, να βρω τη Διονυσία και τον Αρσένιο – ξεκινώντας από τη Ριλιάδα, από τους Κατωμήχανους, όπου τους οδήγησα, άθελά μου, σε τρομερό κίνδυνο πριν από μερικές ημέρες.
Πόσες ημέρες; Οκτώ, αν δε λαθεύω. Ίσως να είναι ήδη στη Μεγάπολη. Μακάρι να είναι στη Μεγάπολη. Όμως δεν μπορώ να μην ψάξω γι’αυτούς· και πρέπει να αρχίσω από τη Ριλιάδα.
«Σ’ευχαριστώ για όλα, Ευτυχία,» συνεχίζω. «Για τη φιλοξενία σου εδώ. Για τις πληροφορίες. Όμως πρέπει να φύγω τώρα. Το συντομότερο δυνατό. Υποσχέθηκες ότι θα με βοηθήσεις να βρω πλοίο για Ριλιάδα· θα το κάνεις;»
«Θα το κάνω,» αποκρίνεται η Φαρμακερή Βασίλισσα, αν και μοιάζει δυσαρεστημένη.
«Το συντομότερο δυνατό, σε παρακαλώ. Βιάζομαι. Ακόμα και σήμερα – τώρα – αν φύγω από εδώ, ουσιαστικά θα έχω αργήσει.»
«Εντάξει,» λέει η παλιά μου φίλη, η Πράσινη Κρίνη. «Θα το κανονίσω, Γεώργιε. Σήμερα. Τώρα.» Σηκώνεται από τη θέση της και πηγαίνει πίσω από ένα παραβάν σε μια γωνία του δωματίου, αρχίζοντας να ντύνεται.
Η Λουκία μιλά, επιτέλους· μου λέει: «Θα έρθω κι εγώ στη Ριλιάδα.»
«Είσαι σίγουρη;»
«Καλύτερα στη Ριλιάδα, και μαζί σου, παρά εδώ, στην Ιχθυδάτια, όπου με κυνηγάνε.»
Ναι, ο Μεγαλοφονιάς, υποτίθεται... Αλλά μήπως ήταν τα βατράχια; Δεν είναι πιο πιθανό να την κυνηγούσαν τα βατράχια – εξαιτίας μου;
Και συνεχίζει: «Αν, βέβαια, η φαρμακερή φίλη σου δεχτεί να μ’αφήσει να φύγω ζωντανή από τούτο το μπουντρούμι.»
«Αν δεν δεχτεί θα τους σκοτώσουμε όλους και θα βγούμε μαζί,» της υπόσχομαι, και βλέπω ένα άγριο χαμόγελο στο γαλανόδερμο πρόσωπό της και μια φλογερή γυαλάδα στα μάτια της. Ναι, όπως η παλιά πειρατίνα που θυμάμαι...
«Σ’ακούω, Γεώργιε!» λέει η Ευτυχία πίσω από το παραβάν. «Τέτοια γνώμη έχει για εμένα ο Οφιομαχητής, ώστε;»
«Ο Οφιομαχητής,» της αποκρίνομαι, «δεν γνωρίζει ακόμα τόσο καλά τη Φαρμακερή Βασίλισσα.»
Μετά από μερικές στιγμές, βγαίνει πίσω από το παραβάν. «Θα τη γνωρίσει,» μου λέει. Είναι τώρα ντυμένη με μια στολή που μοιάζει φτιαγμένη εξολοκλήρου από χρυσοπράσινες φολίδες ερπετών – ή ίσως όντως να είναι φολίδες ερπετών. Στη μέση της τυλίγεται μια μαύρη, υφασμάτινη ζώνη, από την οποία κρέμεται ένα λιγνό κοντόσπαθο. Επάνω σε κάθε της βραχίονα είναι δεμένο και θηκαρωμένο ένα λιγνό ξιφίδιο. Το ίδιο και στις κνήμες της. Δεν φορά υποδήματα ακόμα, αλλά έχει φορέσει ένα ζευγάρι μαύρες κάλτσες. Τα μαλλιά της εξακολουθούν να είναι αχτένιστα και απλωμένα στους ώμους της, μαύρα και γυαλιστερά.
Δε θυμίζει καθόλου την Πράσινη Κρίνη που ήξερα. Μα την Έχιδνα, αν τη μπάνιζα τυχαία στον δρόμο υπάρχει περίπτωση να μην την αναγνώριζα!
«Να κάνω μια ακόμα ερώτηση;» λέω.
«Ποιος θα σε σταματήσει;» μου αποκρίνεται, κατευθυνόμενη προς τον ψηλό καθρέφτη που τη δείχνει από πάνω ώς κάτω, κι αρχίζοντας να φτιάχνει τα μαλλιά της. Τα μαζεύει μ’έναν παράξενο τρόπο γύρω απ’το κεφάλι της και τα πιάνει με μικρές χτένες, ακινητοποιώντας τα.
«Ο Μεγαλοφονιάς είναι που κυνηγούσε τη Λουκία όλο αυτό τον καιρό;»
«Εδώ τον έχουμε ακόμα. Μπορείς να τον ρωτήσεις ο ίδιος.»
«Αυτός, όμως, την κυνηγούσε, ή όχι;» επιμένω.
«Δεν ξέρω· αλλά, πραγματικά, το αμφιβάλλω. Δε νομίζω ότι είχε χρόνο να κυνηγά τη Λουκία. Ή κανέναν άλλο από το παλιό σου πλήρωμα.»
«Δε μου εξήγησες ακόμα πώς βρέθηκε αυτό το κάθαρμα ανάμεσά σας...»
Η Φαρμακερή Βασίλισσα αναστενάζει καθώς εξακολουθεί να φτιάχνει τα μαλλιά της μπροστά στον καθρέφτη. «Έχουμε κι άλλα να πούμε, λοιπόν;»
Ο Ακατάλυτος νιαουρίζει παρατηρώντας την να στέκεται εκεί, αντίκρυ στο ψηλό κάτοπτρο, και να κοιτάζει την αντανάκλασή της.
Με το πρώτο φως του Πρώτου Ήλιου, άνοιξαν την πόρτα του μπαλαούρου και αντίκρισαν την αγριεμένη όψη του Ιγνάτιου Φερκίνιου, η οποία θύμιζε όψη παγιδευμένου θηρίου, έτοιμου να τους χιμήσει. Στο δεξί χέρι βαστούσε πυροβόλο πιστόλι, και τους σημάδευε.
«Γυρίστε και δέστε αυτό το προδοτικό σκατόψαρο, τον Χρύσανθο –τώρα!» πρόσταξε. Γιατί μπροστά του δεν στεκόταν μόνο ο ίδιος ο Χρύσανθος αλλά κι αρκετοί από το πλήρωμα, κρατώντας όπλα κι εκείνοι, μα όχι υψωμένα. Τους είχε ξαφνιάσει. Δεν περίμεναν να τον δουν με πιστόλι στο χέρι. Ούτε καν με μαχαίρι.
«Πώς βρέθηκε αυτό το όπλο εκεί;» γρύλισε ο Χρύσανθος, ενώ, πίσω του, η Όλγα φώναζε: «Σκοτώστε τον, τον αχρείο! Σκοτώστε τον προτού μας πυροβολήσει!» (Κανείς, φυσικά, δεν κινήθηκε για να την υπακούσει.)
«Δεν ξέρουμε,» απάντησε ένας ναύτης στον καινούργιο Καπετάνιο του Μαθητή του Νηρέα· «δεν του το δώσαμ’ εμείς, πάντως!»
«Νομίζεις ότι δεν ξέρω το πλοίο μου καλύτερα από σένα, προδότη;» γρύλισε ο Ιγνάτιος, σημαδεύοντας τον Χρύσανθο συγκεκριμένα τώρα, κατευθείαν στο στήθος. «Ήταν κρυμμένο εδώ, στο μπαλαούρο – σε μέρος που ούτε εσύ γνώριζες ούτε κανείς άλλος – μόνο εγώ! Γιατί εγώ είμαι ο Καπετάνιος του Μαθητή του Νηρέα, κάθαρμα! Είναι το πλοίο μου!» Και προς τους υπόλοιπους: «Δέστε τον, σας λέω, ρε! Κι αυτή την πουτάνα που έχει μαζί του! Δέστε τους και τους δύο!» Και τράβηξε ακόμα ένα πιστόλι από την πίσω μεριά του παντελονιού του – ένα ενεργοβόλο. Είχε, τελικά, κρυμμένα δύο όπλα στο μπαλαούρο, όχι μόνο ένα – και ίσως να είχε και περισσότερα, φοβόνταν ο Χρύσανθος και οι άλλοι.
«Μην τολμήσετε να μας αγγίξετε!» τσύριξε η Όλγα. «Μην τολμήσετε!»
«Τι νομίζεις ότι θα κάνεις, Ιγνάτιε;» είπε ο Χρύσανθος, προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία του. «Όλοι είναι εναντίον σου, καριόλη της μάνας του Λοκράθου· και το κωλοπιστόλι σου μάλλον δεν θα πυροβολήσει – αυτό λένε οι πιθανότητες!» Το φώναξε, για να εμψυχώσει το πλήρωμα, και για να το κρατήσει με το μέρος του. «Ή μήπως θα μας ρίξεις με το ενεργειακό, ρε μαλάκα; Θα μας γαργαλήσεις! Άσε τα όπλα κάτω, λοιπόν, τώρα, και παραδό–»
Ο κρότος από τον πυροβολισμό διέλυσε τα λόγια του Χρύσανθου. Η σφαίρα τον βρήκε στο στήθος, τινάζοντάς τον πίσω και κάτω, ανάμεσα στα συγκεντρωμένα μέλη του πληρώματος, αιμόφυρτο.
Το πιστόλι του Ιγνάτιου δεν είχε δυσλειτουργήσει.
Η Όλγα ούρλιαξε σαν κάτι να την είχε δαγκώσει.
Το πλήρωμα σάστισε.
Ο Θρασύβουλος, έχοντας ήδη ετοιμάσει ένα ενεργοβόλο πιστόλι, πάτησε τη σκανδάλη σημαδεύοντας μέσα από την πόρτα του μπαλαούρου. Κρρραακ-κ-κ! – η ενεργειακή ριπή έσκισε τον αέρα σαν σπαστό φίδι φωτός, περνώντας δίπλα από το μάγουλο ενός λευκόδερμου ναύτη και κοκκινίζοντάς το, χτυπώντας τον Ιγνάτιο στο στέρνο και τραντάζοντάς τον ολόκορμο. Τα μέλη του κινήθηκαν σπασμωδικά, και τα πιστόλια έφυγαν από τα χέρια του καθώς σωριαζόταν στο πάτωμα.
«Αρπάξτε τον, ρε μαλάκες!» γκάριξε ο Θρασύβουλος. «Κουνηθείτε!»
Και δυο ναύτες όρμησαν μες στο μπαλαούρο, έπιασαν τον πεσμένο, λιπόθυμο Ιγνάτιο, και του έδεσαν τα χέρια πίσω από την πλάτη με χοντρά σχοινιά που είχαν φέρει εδώ γι’αυτό τον λόγο. Είχαν σκοπό να τον βγάλουν από τη φυλακή του σήμερα για να τον μεταφέρουν στην Ακαρκία.
«Βοηθήστε τον!» έλεγε η Όλγα, γονατισμένη δίπλα στον χτυπημένο Χρύσανθο. «Βοηθήστε τον! Είναι ο Καπετάνιος σας! Τι κάνετε;»
«Τη θεραπεύτρια, ρε!» είπε μια ναύτης. «Φωνάξτε τη! Άντε! Γρήγορα!»
Και σύντομα η κυρά Ειρήνη ήταν εκεί, γονατισμένη κι αυτή πλάι στον Χρύσανθο, σκίζοντας τα ρούχα του για να κοιτάξει το τραύμα στο στήθος, για να βγάλει τη σφαίρα. Εκείνος δεν κουνιόταν: δεν κουνιόταν καθόλου.
«Είναι ζωντανός;» ρώτησε η Όλγα, δακρυσμένη. «Θα ζήσει;»
Η κυρά Ειρήνη δεν της μιλούσε καθώς δούλευε.
Ο Οφιομαχητής και ο Νάθλεδιρ είχαν σηκωθεί από τη θέση τους κοντά στο κεντρικό κατάρτι και πλησιάσει – αν και διατηρούσαν μια κάποια απόσταση, γιατί η υπόθεση δεν τους αφορούσε. Ήταν, καταφανώς, κάτι μεταξύ του πληρώματος. Αλληλοσκοτώθηκαν, οι καταραμένοι, σκέφτηκε ο Γεώργιος. Ξανά. Τι στους δαίμονες του Λοκράθου έγινε;
Οι δύο ναύτες τράβηξαν τον Ιγνάτιο Φερκίνιο έξω από το μπαλαούρο, κρατώντας τον ανάμεσά τους, ακόμα λιπόθυμο και με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη. «Τι να τον κάμουμε;» ρώτησε ο ένας τον Θρασύβουλο.
«Αυτό που είχαμε πει, ρε μαλάκα· εσύ τι λες; Θα τον πάμε στην ξηρά.»
«Να τον ξυπνήσουμε, το λοιπόν;»
«Εκτός άμα θέτε να τον τραβάτε έτσι σ’όλο το δρόμο μέχρι την Ακαρκία. Δεν έχουμε μεγάλο όχημα μαζί μας για να τον ξαπλώσουμε πάνω.»
Οι ναύτες έριξαν τον Ιγνάτιο στα σανίδια της κουβέρτας, κι ο ένας ζήτησε να τους φέρουν έναν κουβά με νερό.
«Θα ζήσει;» ρώτησε ξανά η Όλγα την κυρά Ειρήνη. «Είναι ζωντανός; Αναπνέει;»
Μετά από μερικές στιγμές, ενώ είχε τραβήξει τη σφαίρα μέσα από τον Χρύσανθο με μια μακριά λαβίδα, η θεραπεύτρια κούνησε το κεφάλι της θλιμμένα. «Νεκρός,» είπε. «Δε μπορώ να κάνω τίποτα.»
Η κραυγή της Όλγας αντήχησε σ’όλο το πλοίο και γύρω από αυτό. «Ηλίθια!» φώναξε. «Εσύ φταις! Εσύ! Ήταν ζωντανός!» Και όρμησε στην κυρά Ειρήνη, χτυπώντας την με τις γροθιές της. «Ήταν ζωντανός!» Οι δυο τους έπεσαν στα σανίδια του καταστρώματος, παλεύοντας.
Ο Θρασύβουλος άρπαξε την Όλγα από το μπράτσο και την τράβηξε μακριά από τη θεραπεύτρια, φωνάζοντας: «Τι κάνεις, ρε μαλάκα! Τι κάνεις!»
«Τον σκότωσε!» ούρλιαξε η Όλγα δείχνοντας την κυρά Ειρήνη, που την αντίκριζε γονατισμένη στο κατάστρωμα, ξέπνοη, με τα μακριά ξανθά μαλλιά της ανακατεμένα και το λευκό δέρμα της κοκκινισμένο. Φαινόταν να είναι τουλάχιστον καμιά δεκαετία μεγαλύτερη από την Όλγα. «Τον σκότωσε!»
«Προσπάθησα να τον σώσω,» είπε η θεραπεύτρια, «αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Η σφαίρα τον είχε βρει πλάι στην καρδιά. Δε γινόταν τίποτα.»
«Κόψε τις σαχλαμάρες!» είπε ο Θρασύβουλος στην Όλγα, τραντάζοντάς την, καθώς ακόμα την κρατούσε από το μπράτσο. «Γιατί να θέλει να τον σκοτώσει; Ήταν μαζί μας στην ανταρσία. Μαζί μας. Συμφωνούσε, ρε μαλάκα· δεν έλεγε όχι.»
«Πάρ’ τα κωλόχερά σου από πάνω μου!» γρύλισε η Όλγα, τραβώντας τον εαυτό της μακριά του, γλιστρώντας από τη λαβή του. Τα μάτια της γυάλιζαν, δακρυσμένα. Βάδισε ώς τον πεσμένο Ιγνάτιο κι άρχισε να τον κλοτσά, ενώ την ίδια στιγμή κάποιος ερχόταν φέρνοντας έναν κουβά γεμάτο νερό.
Αλλά δεν χρειάστηκαν νερό για να ξυπνήσουν τον παλιό Καπετάνιο του Μαθητή· ξύπνησε από τις κλοτσιές της Όλγας – την οποία ο Θρασύβουλος άρπαξε ξανά και την τράβηξε μακριά του. «Άσ’ τον, ρε μαλάκα! Θέλω να μπορεί να περπατήσει.»
«Σου είπα – παρ’ τα κωλόχερά σου από πάνω μου,» σύριξε εκείνη, κι έκανε να τον χτυπήσει με το γόνατό της στα χαμηλά. Ο Θρασύβουλος γύρισε λίγο προς το πλάι και η γονατιά τον βρήκε στον μηρό.
Το χοντρό χέρι του ράπισε την Όλγα καταπρόσωπο, σωριάζοντάς την στην κουβέρτα, με αίμα να τρέχει από τη μύτη της.
Η Όλγα έκανε να τραβήξει το μικρό πιστόλι που είχε κρυμμένο μες στα ρούχα της, αλλά ο Θρασύβουλος την πρόλαβε σημαδεύοντάς την με το δικό του ενεργειακό πιστόλι. «Όχι μαλακίες,» μούγκρισε. «Τώρα εγώ είμαι ο Καπετάνιος του Μαθητή του Νηρέα–»
«Δεν είσαι Καπετάνιος!» ούρλιαξε η Όλγα. «Εγώ είμαι η Καπετάνισσα! Είσαι ο Λοστρόμος· τόχατε συμφωνήσει με τον Χρύσανθο!»
«Ο Χρύσανθος είναι νεκρός» – ο Θρασύβουλος έδειξε το πτώμα με το ελεύθερό του χέρι, σαν να υπήρχε αμφιβολία για το πού μπορεί να βρισκόταν ο παλιός του φίλος – «και κρίμας, γιατί ήταν καλό παιδί, όχι καριόλα σαν εσένα–»
«Να πας να γαμηθείς, παλιομαλάκα!»
«Τη συμφωνία την είχα κάνει μαζί του, όχι μαζί σου. Το λοιπόν, τώρα, μαλακισμένη, εσύ να πας να γαμηθείς. Και βγάλε ήρεμα αυτό τ’όπλο που κρύβεις εκεί κοντά στα βυζιά σου και δώσ’ το μου.»
«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς.»
«Τώρα!» γκάριξε ο Θρασύβουλος. «Αλλιώς, μα το φαρμακερό δάγκωμα της Έχιδνας, θα σου ρίξω και θα πέσεις ξερή, και μετά θα σε πετάξω στον ποταμό – σε προειδοποιώ!» Συνέχιζε να τη σημαδεύει με το ενεργοβόλο.
(Ο Νάθλεδιρ ψιθύρισε στ’αφτί του Οφιομαχητή, στην Καθομιλουμένη της Μοργκιάνης: «Νομίζω πως καλύτερα θα ήταν να απομακρυνθούμε από τούτους τους τρελούς, Γεώργιε. Δεν καταλαβαίνω τίποτα απ’όσα λένε» – μιλούσαν στην Κοινή Υπερυδάτια, όχι στη Συμπαντική – «αλλά αυτά που βλέπω δε μ’αρέσουν. Καθόλου.»
«Θα φύγουμε,» υποσχέθηκε ο Οφιομαχητής. «Όμως περίμενε λίγο ακόμα, γιατί είμαι περίεργος.»
«Είσαι ο σωτήρας μου· δε μπορώ να διαφωνήσω μαζί σου.»)
Η Όλγα έβγαλε μέσα από τα ρούχα της το πιστόλι – ένα ενεργοβόλο κι αυτό – και το έριξε στα σανίδια.
«Όμορφα,» είπε ο Θρασύβουλος. «Όλα όμορφα.» Έσκυψε και το σήκωσε. «Μπορούμε να τα συμφωνήσουμε, λοιπόν, όπως δείχνει.» Της έδωσε το χέρι του, για να σταθεί.
Εκείνη τον αγνόησε κι ορθώθηκε από μόνη της, στρέφοντάς του την πλάτη, βαδίζοντας προς την κουπαστή, όπου και ακούμπησε τους αγκώνες της κουρασμένα, κοιτάζοντας νότια, μες στο Μεγάλο Δάσος.
«Το λοιπόν!» φώναξε ο Θρασύβουλος απευθυνόμενος σε όλους. «Ακούστε με, ρε, τώρα! Ο Χρύσανθος είναι νεκρός – πράγμα που με κάνει να λυπάμαι πολύ, γιατί, όπως ξέρετε, ήταν φίλος μου. Εγώ πρέπει, λοιπόν, νάμαι τώρα Καπετάνιος στον Μαθητή του Νηρέα, και–»
«Θ’αφήσετε αυτό το σκυλί να είναι Καπετάνιος σας;» τον διέκοψε ο Ιγνάτιος, γονατισμένος στο κατάστρωμα, με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη, ακόμα πονώντας από τις κλοτσιές που του είχε ρίξει η Όλγα στα πλευρά. «Ελευθερώστε με και–»
«Κλείστε του το στόμα!» πρόσταξε ο Θρασύβουλος, και δυο ναύτες αμέσως υπάκουσαν, αρπάζοντας τον Ιγνάτιο και φιμώνοντάς τον μ’ένα πανί που έδεσαν πίσω απ’το κεφάλι του, παρά τις διαμαρτυρίες του και τους σφαδασμούς του.
Μετά ο Θρασύβουλος είπε, πιο ήπια: «Ας τον τυλίξουν κάποιοι,» δείχνοντας τον νεκρό Χρύσανθο. Και δύο άλλοι ναύτες – ένας άντρας και μια γυναίκα – έφεραν ένα μεγάλο μαύρο ύφασμα και τύλιξαν το πτώμα με γρήγορες αλλά σταθερές κινήσεις. «Θα τον δώσουμε στους ωκεανούς, μόλις έχουμε φτάσει εκεί,» είπε ο Θρασύβουλος. «Στο μεταξύ,» στράφηκε στην κυρά Ειρήνη, «φρόντισε να διατηρηθεί το σώμα του όσο καλύτερα γίνεται.»
Εκείνη ένευσε. «Έχω κάποια βοτάνια και φάρμακα γι’αυτή τη δουλειά. Αλλά δεν είναι για διατήρηση πολλών ημερών.»
«Δε θ’αργήσουμε. Θέλω μόνο να ξεφορτωθούμε τούτον εδώ»· έδειξε, με το σαγόνι, τον Ιγνάτιο Φερκίνιο, που οι δύο ναύτες που τον είχαν φιμώσει εξακολουθούσαν να τον κρατάνε ανάμεσά τους.
«Συνεχίζουμε όπως είχαμε συμφωνήσει,» είπε ο Θρασύβουλος, προς όλους τώρα, προς το πλήρωμα. «Καλώς, ρε;»
«Εντάξει, Θρασύβουλε,» αποκρίθηκε ένας, «αν και...» Έμοιαζε προβληματισμένος.
«Τι είναι, ρε μαλάκα; Τι;»
«Τίποτα. Εντάξει.» Ανασήκωσε τους ώμους. «Ο Χρύσανθος είναι νεκρός...»
Ο Θρασύβουλος σφύριξε προς την πλάτη της Όλγας. «Ε, εσύ, μανταμίτσα! Θάρθεις μαζί μας στην Ακαρκία, ή όχι;»
Η Όλγα πήρε μια βαθιά ανάσα, νιώθοντας μπερδεμένη, αποπροσανατολισμένη. Τα πάντα τα είχε κανονίσει μαζί με τον Χρύσανθο. Για εκείνον ήταν εδώ, γαμώτο! Για να είναι οι δυο τους ελεύθεροι και άρχοντας-κι-αρχόντισσα ενός ποταμόπλοιου. Τώρα... τώρα, τι έκανε η Όλγα εδώ; Τι κάνω εδώ; Μα τους θεούς, τι κάνω;
Στράφηκε ν’αντικρίσει τον Θρασύβουλο. Τουλάχιστον θα φρόντιζε αυτό το κάθαρμα, ο Ιγνάτιος Φερκίνιος, να μετανιώσει για τη δολοφονία του Χρύσανθου! «Θα έρθω,» δήλωσε.
«Ωραία κι όμορφα,» αποκρίθηκε ο Θρασύβουλος, νεύοντας.
«Πού πηγαίνετε, αν επιτρέπεται;» ακούστηκε μια φωνή, κι όλοι τους γύρισαν για να κοιτάξουν τον μαυρόδερμο εξωδιαστασιακό άντρα που είχε συστηθεί ως Κάλνεντουρ. Τον είχαν σχεδόν ξεχάσει, με όσα συνέβαιναν.
«Γιατί ρωτάς;» του είπε ο Θρασύβουλος.
«Γιατί μπορεί νάρθουμε κι εμείς μαζί σας.»
Ο Θρασύβουλος τον ατένισε συνοφρυωμένος.
«Ο προορισμός μας δεν είναι συγκεκριμένος,» εξήγησε ο Γεώργιος. «Απλώς θέλουμε να βγούμε σε κάποια πόλη της Μικρυδάτιας.»
«Η Ακαρκία δεν είναι κι απ’τις καλύτερες πόλεις, φίλε, πρέπει να σε προειδοποιήσω,» αποκρίθηκε ο Θρασύβουλος.
«Εκεί πάτε; Σ’αυτή την Ακαρκία;»
«Ναι.»
«Είναι μακριά;»
«Μπα, όχι· πέντ’ έξι χιλιόμετρα περίπου. Θα τα βαδίσουμε.»
«Πού είναι, όμως; Μες στα δάση;»
«Ναι. Προς τα νότια.» Έδειξε. «Υπάρχει και μονοπάτι που οδηγεί ώς εκεί από τις όχθες. Άμα πλησιάσεις το βλέπεις.»
«Και γιατί η πόλη δεν είναι καλή;» θέλησε να μάθει ο Γεώργιος.
«Γιατί δεν είναι, ρε μαλάκα. Απλά, δεν είναι. Μαζεύει ό,τι λεχρίτες βάζει το καύκαλό σου. Κυκλοφορούν φονιάδες, τυχοδιώκτες, δουλέμποροι – διάφοροι. Μπορεί να σε κλέψουν, να σε σκοτώσουν – οτιδήποτε – στην Ακαρκία· δεν είναι να μένεις για πολύ. Το ρισκάρεις. Εκτός άμα είσαι ντόπιος και δικτυωμένος εκεί, ή κάνας μισθοφόρος μαζί με την οπλισμένη ομάδα σου, οπότε αλλιώς το πράμα. Καταλαβαίνεις;»
Ο Γεώργιος ένευσε. «Καταλαβαίνω.» Και ρώτησε: «Ο μόνος τρόπος για να πας στην Ακαρκία είναι ερχόμενος από εδώ, από τους ποταμούς; Ή μπορείς να φτάσεις κι από την ξηρά;»
«Μπορείς κι από την ξηρά, αν και ποτέ δεν έχω πάει έτσι. Υπάρχει δρόμος προς τις νότιες παρυφές των δασών, που δεν είναι μακριά από την Ακαρκία. Φτάνεις ώς τους πρόποδες των Υσκάριων αποκεί, και μπροστά στο Υσκάριο Πέρασμα. Είναι περαστική περιοχή, παρότι αρκετά άγρια.»
Ο Γεώργιος προσπάθησε να φέρει στο μυαλό του τους χάρτες της Μικρυδάτιας που είχε δει παλιότερα. Θυμόταν πού βρίσκονταν τα Υσκάρια Όρη, φυσικά· ήταν η μεγάλη οροσειρά στα κεντρικά της Μικρυδάτιας. Και από το Υσκάριο Πέρασμα, αν δεν έκανε λάθος (και δεν νόμιζε ότι έκανε), περνούσε η δημοσιά που ξεκινούσε από τη Νερκάλη και έφτανε ώς τη Συμπολιτεία των Ποταμών.
Ο Γεώργιος δεν είχε κανέναν συγκεκριμένο προορισμό κατά νου. Μόνο έναν συγκεκριμένο σκοπό: να βρει το χαμένο παρελθόν του. Οπότε, γιατί να μην κατευθυνόταν προς την Ακαρκία για την ώρα και, μετά, πιο νότια;
«Θα έρθουμε μαζί σας,» είπε στον δεύτερο καινούργιο Καπετάνιο του Μαθητή του Νηρέα. «Ποιο είναι τ’όνομά σου, Καπετάνιε;»
«Θρασύβουλος, μάστορα. Αλλά μην πεις ότι δε σε προειδοποίησα, έτσι; Για την Ακαρκία, εννοώ.»
«Δε θα πω τίποτα,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος.
Και ύστερα το πλήρωμα του Μαθητή του Νηρέα άρχισε να αποβιβάζεται στην όχθη. Όχι όλοι, βέβαια· οι μισοί έμειναν στο σκάφος για να το φρουρούν. Και μαζί τους έμεινε και η καινούργια Λοστρόμος, την οποία όρισε επιτόπου ο Θρασύβουλος: μια εύσωμη γυναίκα που άκουγε στο όνομα Μάρθα.
Ο ίδιος ο Καπετάνιος κατέβηκε από τον Μαθητή καβαλώντας ένα δίκυκλο. Πρότεινε στην Όλγα να καθίσει πίσω του, μα εκείνη αρνήθηκε· προτίμησε να βαδίζει.
Άλλα δύο δίκυκλα ακολούθησαν τον Θρασύβουλο, με ναύτες του Μαθητή επάνω, οπλισμένους. Αυτά ήταν όλα τα οχήματα που είχαν στο πλοίο· οι υπόλοιποι που θα έρχονταν προς Ακαρκία έπρεπε να οδοιπορούν, τραβώντας τον Ιγνάτιο Φερκίνιο, φιμωμένο και με τα χέρια δεμένα πίσω απ’την πλάτη.
Ο Γεώργιος και ο Νάθλεδιρ βάδιζαν στ’αριστερά της ομάδας, σαν σκιές. Η Ευθαλία ήταν ακίνητη κάτω απ’το μανίκι του Οφιομαχητή, τυλιγμένη γύρω από τον πήχη του. Έβγαζε μονάχα το κεφάλι της από την άκρη, κάπου-κάπου, σαν για να κρυφοκοιτάξει τι γινόταν με τους περίεργους ανθρώπους.
Ο Νάθλεδιρ ρώτησε, στην Καθομιλουμένη: «Πού πάμε, τελικά;»
Ο Γεώργιος τού εξήγησε.
«Αν η Ακαρκία είναι έτσι,» είπε ο Νάθλεδιρ, «γιατί να πάμε εκεί;»
«Δε θα μείνουμε για πολύ. Θα περάσουμε και θα φύγουμε.»
«Και μετά;»
«Θα δούμε.»
Τον Νάθλεδιρ τον τρόμαζε ο συνοδοιπόρος του κάτι στιγμές όπως τώρα. Τι έκανε εδώ ο Γεώργιος; Τι έψαχνε; Πού κατευθυνόταν; Δεν έλεγε τίποτα γι’αυτά τα πράγματα. Ήταν, όντως, δαίμονας ετούτης της αλλόκοτης διάστασης με τους εξωφρενικά φωτεινούς ήλιους;
Το Μεγάλο Δάσος απλωνόταν σιωπηλό γύρω τους· ο δυνατότερος ήχος που ακουγόταν ήταν από τις μηχανές των τριών δίκυκλων της ομάδας. Προχωρούσαν χωρίς βιασύνη αλλά και χωρίς να αργοπορούν. Ο Ιγνάτιος Φερκίνιος μούγκριζε πίσω από το φίμωτρό του και, κατά τη διάρκεια του μικρού ταξιδιού, προσπάθησε δύο φορές να ξεφύγει, να τρέξει μες στους δασότοπους παρότι δεμένος. Απέτυχε, φυσικά. Το πλήρωμα του Θρασύβουλου τον πρόσεχε. Οι μισοί κοίταζαν αυτόν, και οι άλλοι μισοί τριγύρω, μήπως παρουσιαστεί κανένας κίνδυνος.
Δεν έδιναν και πολλή σημασία στους δύο μαυρόδερμους εξωδιαστασιακούς.
Και ο Γεώργιος παρατήρησε: Δε μας φοβούνται εμάς. Το μεγαλύτερό τους λάθος, ίσως... Ήξερε ότι, αν ήθελε, μπορούσε να τους σκοτώσει όλους και να ελευθερώσει αυτόν τον δεμένο Καπετάνιο. Αλλά γιατί να το έκανε; Γιατί να έβαζε τη ζωή του και τη ζωή του Νάθλεδιρ σε κίνδυνο; Δεν χρωστούσε τίποτα στον αιχμάλωτο, και δεν γνώριζε ποιες ήταν ακριβώς οι περιστάσεις που είχαν οδηγήσει στην αιχμαλωσία του.
Η Όλγα μόνο λοξοκοίταζε κάθε τόσο τους δύο εξωδιαστασιακούς, επειδή οι όψεις τους δεν της άρεσαν καθόλου. Το κατάμαυρο δέρμα τους την τρόμαζε. Θα προτιμούσε να μην ήταν μαζί τους. Κατά τα άλλα, όμως, της έμοιαζαν ήσυχοι...
Τα πόδια της είχαν αρχίσει να πονάνε – δεν ήταν συνηθισμένη σε οδοιπορίες – όταν έφτασαν στην Ακαρκία.
Το μονοπάτι που ακολουθούσαν μέσα από τα δάση – όλο χώμα και πέτρες – τους είχε οδηγήσει σε ένα ξέφωτο όπου οικήματα ήταν χτισμένα, και στην ανατολική τους μεριά ορθώνονταν μερικά πέτρινα τείχη που περιέκλειαν κάποιον χώρο. Ένα οχυρό.
Η πόλη δεν ήταν μεγάλη, παρατήρησε ο Γεώργιος. Θα μπορούσε να την αποκαλέσει και χωριό. Αλλά δεν περίμενε τίποτα μεγαλύτερο, έτσι όπως είχε ακούσει τον Θρασύβουλο να την περιγράφει.
«Αυτή είναι η Ακαρκία;» ρώτησε τώρα τον καινούργιο Καπετάνιο που καθόταν πάνω στο δίκυκλο – αν και δεν είχε αμφιβολία ότι όντως αυτή ήταν.
«Ναι,» ένευσε ο Θρασύβουλος. «Να προσέχεις, ξένε.»
Και ύστερα μπήκαν ανάμεσα στα οικήματα της Ακαρκίας χωρίς να συναντήσουν κανέναν. Σα να μην υπήρχαν καθόλου φύλακες εδώ, κανενός είδους φρουρά. Τα ίδια τα οικήματα δεν ήταν ψηλά· τα τείχη του οχυρού στ’ανατολικά ήταν ψηλότερα από όλα. Κανένα δεν πρέπει να είχε πάνω από δυο ορόφους.
Το μέρος αμέσως καταλάβαινες ότι δεν ήταν συνηθισμένη πόλη, από αυτές όπου, εκτός των άλλων, κατοικούν συνηθισμένοι άνθρωποι με τις συνηθισμένες οικογένειές τους. Οι πάντες εδώ έδιναν την εντύπωση τυχοδιωκτών και απατεώνων. Δεν φαίνονταν καθόλου παιδιά, πουθενά. Ούτε η Σκιάπολη δεν είναι έτσι, σκέφτηκε ο Γεώργιος. Αλλά η Σκιάπολη, βέβαια, ήταν πολύ μεγαλύτερη, και περιτειχισμένη. Η Ακαρκία δεν είχε τείχος, εκτός από αυτό στα ανατολικά που πρέπει να περιέφραζε τον προσωπικό χώρο κάποιου αυτόκλητου «άρχοντα» – ή «αρχόντισσας» – της περιοχής.
Σε κανέναν δεν έμοιαζε να δείχνει περίεργο το γεγονός ότι η ομάδα του Θρασύβουλου τραβούσε μαζί της έναν άντρα δεμένο και φιμωμένο.
Διέσχιζαν έναν κεντρικό δρόμο της Ακαρκίας τώρα – τον κεντρικότερο δρόμο της, ήταν σίγουρος ο Γεώργιος. Δεξιά κι αριστερά έβλεπαν διαφόρων ειδών οικήματα: κάποια ήταν, αναμφίβολα, κατοικίες· κάποια θύμιζαν αποθήκες· κάποια ήταν μαγαζιά που πουλούσαν ρούχα, όπλα, εξοπλισμούς· ένα ήταν πανδοχείο και η πινακίδα του έγραφε «Το Κρεβάτι το Καλό»· δύο φαίνονταν για πορνεία· αρκετά ήταν ταβέρνες· ένα ήταν μηχανουργείο και βουητά αντηχούσαν απ’το εσωτερικό του.
Ο Γεώργιος ρώτησε τον Θρασύβουλο: «Αυτό το μέρος – το Κρεβάτι το Καλό – είναι όντως καλό;»
«Είναι,» απάντησε εκείνος, «και θα σ’το πρότεινα, ξένε· γιατί εκεί όπου πηγαίνουμε τώρα δε μπορείς να μας ακολουθήσεις. Το λοιπόν – σε χαιρετούμε, εκτός άμα θες τίποτ’ άλλο από εμάς.»
«Δε χρειάζομαι κάτι, Καπετάνιε. Ευχαριστούμε που μας πήρατε από την όχθη.»
«Ούτε που να το συζητάς, ξένε.»
Ο Θρασύβουλος, το πλήρωμά του, και η Όλγα έστριψαν σ’έναν δρόμο δεξιά, τραβώντας μαζί τους τον δεμένο πρώην Καπετάνιο του Μαθητή του Νηρέα, αφήνοντας πίσω τους τον Γεώργιο και τον Νάθλεδιρ.
«Πού πάνε;» ρώτησε ο δεύτερος, στην Καθομιλουμένη.
«Αποδώ και πέρα,» του είπε ο πρώτος, στη Συμπαντική, «θα μιλάμε στη Συμπαντική Γλώσσα και μόνο. Γιατί, αν δεν τη μάθεις καλύτερα, δεν είναι να ελπίζεις να επιστρέψεις στη Μοργκιάνη.»
Ο Νάθλεδιρ συνοφρυώθηκε, καταλαβαίνοντάς τον οριακά. Κατένευσε. «Εντάξει,» αποκρίθηκε – στη Συμπαντική.
Ο Γεώργιος έστριψε, αρχίζοντας να βαδίζει προς τα βόρεια ξανά, προς τα εκεί απ’όπου είχαν ήδη περάσει.
Ο Νάθλεδιρ, φυσικά, τον ακολούθησε. «Πού πηγαίνουν αυτοί;» ρώτησε πάλι (στη Συμπαντική, όμως, τώρα). «Πού πηγαίνει εμείς;»
«Αυτοί,» του είπε ο Γεώργιος, μιλώντας αργά, προσεχτικά, «πηγαίνουν σε κάποια δουλειά τους. Εμείς πηγαίνουμε – πηγαίνουμε – σ’ένα πανδοχείο που προσπεράσαμε πριν από λίγο. Σίγουρα το είδες. Η πινακίδα έγραφε ‘Το Κρεβάτι το Καλό’. Το θυμάσαι;»
Ο Νάθλεδιρ κατένευσε. «Θυμάμαι την πινακίδα, αλλά δεν μπορούσα να τη διαβάσω.»
«Ωραία. Καταλαβαίνεις όσα σού λέω, έτσι;»
«Καταλαβαίνει.»
«Καταλαβαίνω, θες να πεις.»
«Ναι.»
Το Κρεβάτι το Καλό δεν ήταν μακριά· βρισκόταν λιγότερο από τριακόσια μέτρα απόσταση, υπολόγιζε ο Γεώργιος, από εκεί όπου είχαν χωρίσει με τον Θρασύβουλο και τους άλλους. Ήταν στη γωνία που σχημάτιζαν δύο δρόμοι: ο κεντρικός της Ακαρκίας κι ένας άλλος που πήγαινε προς τα ανατολικά, προς τη μεριά της οχυρωμένης περιοχής. Το πανδοχείο είχε δύο ορόφους πάνω από το ισόγειο. Η πινακίδα του κρεμόταν από ένα οριζόντιο σίδερο, κάνοντας πέρα-δώθε στον ελαφρύ άνεμο. Από το εσωτερικό του φασαρία ακουγόταν.
Ο Γεώργιος έσπρωξε την εξώπορτα, και εκείνος κι ο Νάθλεδιρ μπήκαν σε μια τραπεζαρία που, αν έκρινες από τον θόρυβο και μόνο, θα νόμιζες ότι πρέπει να περιείχε περισσότερο κόσμο. Όχι πως ήταν άδεια· αρκετοί βρίσκονταν εδώ, καθισμένοι διάσπαρτα. Αλλά η βαβούρα που έκαναν ήταν γι’άλλους τόσους τουλάχιστον. Γέλια, φωνές, χτυπήματα. Και δεν ήταν ακόμα μεσημέρι. Κάποιοι έτρωγαν, κάποιοι έπιναν, κάποιοι κουβέντιαζαν· σε δύο τραπέζια έπαιζαν χαρτιά (Κυματιστή στο ένα, Δάγκωμα της Έχιδνας στο δεύτερο), σ’ένα άλλο τραπέζι έπαιζαν ζάρια· σε μια γωνία ένας τύπος ερωτοτροπούσε με δύο γυναίκες. Όπλα υπήρχαν παντού, σε κοινή θέα, επάνω σε ανθρώπους κι επάνω σε τραπέζια. Στο πολύφωτο, ανάμεσα στις σβηστές ενεργειακές λάμπες, ήταν πιασμένο ένα μαυρότριχο πλάσμα που θύμιζε σκίουρο με πτερύγια στην πίσω μεριά των μπροστινών ποδιών (τα οποία ήταν μακρύτερα απ’αυτά κανονικού σκίουρου). Ο Γεώργιος το είχε ξαναδεί το συγκεκριμένο ζώο όσο διέσχιζε το Μεγάλο Δάσος, αλλά δεν ήξερε πώς λεγόταν. Στο μέλλον θα μάθαινε ότι ονομαζόταν δεντροβάτης και κατοικούσε μόνο σε τούτα τα μέρη της Μικρυδάτιας, μέσα στη βλάστηση.
Τώρα, ο Οφιομαχητής οδήγησε τον Νάθλεδιρ προς ένα τραπέζι και κάθισαν.
«Τι θα κάνουμε εδώ;» ρώτησε εκείνος, μιλώντας προσεχτικά τη Συμπαντική.
«Τίποτα το σπουδαίο, μάλλον.»
Ο Νάθλεδιρ σκέφτηκε: Η σιωπή είναι σύνεση. Αλλά μετά η περιέργειά του νίκησε τη σύνεσή του, και ήταν έτοιμος να κάνει ερωτήσεις.
Δεν πρόλαβε, όμως. Καθώς άνοιγε το στόμα του, μια σερβιτόρα πλησίασε το τραπέζι τους: μια κοπέλα με λευκό-ροζ δέρμα, λυτά καστανά μαλλιά, και ντεκολτέ που δεν έκρυβε τίποτα. Είχε τη δερματοστιξία ενός ματιού κι ενός στιλέτου επάνω στο αριστερό στήθος.
«Δεν είστε αποδώ, ε;» είπε, παρατηρώντας τους δύο κατάμαυρους άντρες.
«Υπάρχει και κανείς που να είναι από εδώ;» αποκρίθηκε ο Γεώργιος.
«Κάποιοι ά’θρωποι είναι,» απάντησε εκείνη. «Ή, τουλάχιστο, περισσότερο από σας, σίγουρα! Δεν είστε απ’την Υπερυδάτια, ε; Είστε απ’τη Μοργκιάνη;»
«Από εκεί είμαστε. Έχει καμιά διαφορά; Δε μπορείς να μας φέρεις δυο ποτά;»
«Και δυο και όσα γουστάρετε.»
«Έχει και φαγητό;»
«Έχει.» Του έδωσε τον κατάλογο που κρατούσε.
«Φέρε μας δυο Αίματα, γι’αρχή.»
«Έγινε.» Η κοπέλα απομακρύνθηκε κατευθυνόμενη προς το μπαρ. Καθοδόν, ένας τύπος άπλωσε το χέρι του από εκεί όπου καθόταν και της άγγιξε το αριστερό κωλομέρι. Το δικό της χέρι τον χτύπησε κατακέφαλα με την παλάμη. «Ε!» φώναξε εκείνος, και είπε μια βρισιά, ενώ γελούσε, όπως κι εκείνη.
Ο Νάθλεδιρ είπε, στην Καθομιλουμένη: «Είσαι ο σωτήρας μου – αυτό δεν αλλάζει – αλλά δεν ξέρω τίποτα για εσένα, Γεώργιε. Και δεν καταλαβαίνω τι κάνεις εδώ. Φαίνεται να ξέρεις την Υπερυδάτια σαν να είσαι ντόπιος, όμως μοιάζεις για Μοργκιανός.»
«Και λοιπόν;» είπε ο Γεώργιος – στη Συμπαντική.
«Τι κάνεις εδώ;» ρώτησε έντονα ο Νάθλεδιρ, εξακολουθώντας να χρησιμοποιεί την Καθομιλουμένη. Και τι είσαι; πρόσθεσε νοερά. Ακόμα θυμόταν την ευκολία με την οποία ο Γεώργιος είχε νικήσει τους Κάρσεγκαλ. Δε νόμιζε ότι είχε ποτέ του ξαναδεί άνθρωπο τόσο δυνατό! «Πού πηγαίνεις; Είναι σαν να ταξιδεύεις προς κάποιο μέρος, αλλά δεν μου έχεις πει ποιο είναι αυτό το μέρος.»
«Κάνεις λάθος,» του αποκρίθηκε ο Γεώργιος – στη Συμπαντική ξανά. «Δεν πηγαίνω σε συγκεκριμένο μέρος.»
«Τότε;» Αυτό στη Συμπαντική.
«Αναζητώ κάτι.»
«Τι;»
Ο Γεώργιος αισθάνθηκε την οργή της Έχιδνας να βράζει μέσα του, παράλογα όπως πάντα. Την κράτησε μακριά του με τις διδαχές του Γέρου του Ανέμου. Μια ασπίδα από σκέψη. Αν είναι να τον έχω μαζί μου για καιρό αυτόν, συλλογίστηκε, δε μπορώ να του κρατάω κρυφό το ποιος είμαι.
«Το παρελθόν μου,» απάντησε.
Ο Νάθλεδιρ τον ατένισε συνοφρυωμένος, αναρωτούμενος τι εννοούσε ο συνοδοιπόρος του. Ή, μήπως, εκείνος δεν είχε καταλάβει καλά; Δεν του άρεσε η Συμπαντική Γλώσσα! Δεν του άρεσε καθόλου. Ήταν για εξωδιαστασιακούς, κυρίως.
Να συνέχιζε την κουβέντα τώρα; Ή όχι; Η σιωπή είναι σύνεση...
Η σερβιτόρα επέστρεψε φέρνοντας τα ποτά τους, ακουμπώντας ένα ποτήρι μπροστά στον καθένα. «Στην υγειά σας. Και ό,τι άλλο θέλετε, μου σφυράτε. Προσφέρω φαγητό και... στο κρεβάτι»· κι έκλεισε το μάτι στον Γεώργιο καθώς απομακρυνόταν. Προφανώς, οι εξωδιαστασιακοί δεν την τρόμαζαν, σκέφτηκε εκείνος. Ή ίσως, αντιθέτως, να της κινούσαν την περιέργεια.
«Τι είναι;» ρώτησε ο Νάθλεδιρ πιάνοντας το ποτήρι του, κοιτάζοντας το ποτό και το κομμάτι λεμονιού που ήταν πιασμένο στο χείλος.
«Το λένε ‘Αίμα της Έχιδνας’.» Ο Γεώργιος ήπιε μια γουλιά. «Αλλά δεν είναι δηλητηριώδες.»
Ο Νάθλεδιρ σκέφτηκε: Γιατί νάναι δηλητηριώδες; Ή, μήπως, δεν είχε καταλάβει καλά ξανά; Η σιωπή είναι σύνεση... Ήπιε κι εκείνος μια γουλιά απ’το ποτό του. Δεν ήταν άσχημο, συμπέρανε. Καλό. Ήπιε ακόμα μια γουλιά.
«Δίψασες;»
«Ναι.»
«Θες παρέα για μετά;» Ο Γεώργιος έδειξε με το βλέμμα του προς τη σερβιτόρα που είχε επιστρέψει στο μπαρ και κάτι έλεγε στον κοκαλιάρη άντρα εκεί, ο οποίος ήταν γαλανόδερμος και είχε αξύριστα γένια και μάτια δολοφόνου. «Η κοπελιά προσφέρεται, και πρέπει νάχουμε αρκετά οχτάρια για να την πληρώσουμε.»
Ο Νάθλεδιρ τον κοίταξε απορημένος. Δεν είχε καταλάβει.
Ο Γεώργιος κατάλαβε ότι δεν είχε καταλάβει. Μειδίασε μέσα απ’την κουκούλα της κάπας του. «Η κοπέλα, ρε,» του εξήγησε. «Δεν είναι μόνο σερβιτόρα. Δεν άκουσες τι είπε;»
«Τι;»
«Μπορείς να την καλέσεις στο δωμάτιό σου άμα θέλεις. Για να κοιμηθείτε μαζί.»
Τα μάτια του Νάθλεδιρ στένεψαν. «Είσαι σωτήρας μου, αλλά μη με προσβάλλεις, Γεώργιε!» Χρησιμοποιούσε την Καθομιλουμένη ξανά.
«Συγνώμη αν σε πρόσβαλα,» του είπε ο Οφιομαχητής, κι αυτός στην Καθομιλουμένη τώρα. «Όμως δεν καταλαβαίνω πώς το έκανα.»
«Είναι εξωδιαστασιακή!» εξήγησε ο Νάθλεδιρ.
«Για εδώ; Όχι· εσύ είσαι εξωδιαστασιακός.»
«Οι Ίρσελκαμ δεν πλαγιάζουν με γυναίκες που δεν έχουν μαύρο δέρμα, Γεώργιε. Είναι μεγάλη γρουσουζιά. Ούτε οι γυναίκες των Ίρσελκαμ πλαγιάζουν με άντρες που δεν έχουν μαύρο δέρμα γιατί το ξέρουν πως το σπέρμα τους θα τις κάνει στείρες.»
«Σοβαρά;»
Ο Νάθλεδιρ τον ατένιζε επίπεδα.
«Εντάξει,» είπε ο Γεώργιος. «Όπως θέλεις εσύ.» Ήπιε ακόμα μια γουλιά Αίμα της Έχιδνας.
Ύστερα από λίγο, έχοντας διαβάσει το μενού, παράγγειλαν από την ίδια σερβιτόρα μια σαλάτα με καρπούς του Μεγάλου Δάσους, ένα πιάτο κοκκινιστές μελιτζάνες γεμισμένες με κρεμμύδι, σκόρδο, πιπεριές, και μαϊντανό, και δύο τηγανητά γλυκόψαρα. Καθώς έτρωγαν, ο Οφιομαχητής άρχισε να λέει στον Νάθλεδιρ την ιστορία του· ή, τουλάχιστον, τα βασικά της ιστορίας του από τότε που βρέθηκε, ξεβρασμένος και Φιλημένος, στο Πλοκάμι των Ναυαγίων, στην Κεντρυδάτια...
Εν τω μεταξύ, ο Θρασύβουλος, η Όλγα, και οι άλλοι είχαν φτάσει στην Αγορά της Ακαρκίας, στη δυτική μεριά της πόλης, και ο πρώτος έψαχνε για τους Κουκουλοφόρους ρωτώντας εκεί όπου ήξερε ότι μπορούσε να τους βρει. Δεν άργησε να συναντήσει έναν άντρα κάτω από μια σκηνή ο οποίος ήταν Κουκουλοφόρος στο όνομα και στην εμφάνιση. Το πρόσωπό του κρυβόταν πίσω από μια μαύρη κουκούλα που είχε ανοίγματα μόνο για τα μάτια, το στόμα, και τη μύτη.
Ο Θρασύβουλος τού έδειξε τον άνθρωπο που έφερνε για πούλημα – τον Ιγνάτιο Φερκίνιο, ο οποίος αμέσως άρχισε να παλεύει, και το πλήρωμα τον γρονθοκόπησε στην κοιλιά και τον ανάγκασε να γονατίσει. Η Όλγα τού έριξε ακόμα μια κλοτσιά, όταν εκείνος ήταν κάτω, κι ακόμα μία, κι ακόμα μία. «Για τον Χρύσανθο!» σύριξε. «Για τον Χρύσανθο! Για τον Χρύσανθο! Κάθαρμα!»
«Ε!» μούγκρισε ο Κουκουλοφόρος, που ήταν ψηλός και εύσωμος άντρας, αξιοσημείωτα μυώδης κάτω από τη μάλλινη μπλούζα του. «Τι κάν’ αυτή, ρε;» είπε στον Θρασύβουλο. «Χαλάει το εμπόρευμα;»
Ο καινούργιος Καπετάνιος άρπαξε την Όλγα από το μπράτσο και την τράβηξε μακριά από τον Ιγνάτιο, ο οποίος είχε διπλωθεί, βογκώντας.
«Πόσο δίνεις γι’αυτόν;» ρώτησε ο Θρασύβουλος τον Κουκουλοφόρο.
«Τι να σου πω; Λύστε τον, και γδύστε τον, να τον κοιτάξω.»
«Κάντε το,» πρόσταξε ο Θρασύβουλος τους ναύτες.
Εκείνοι δίστασαν.
«Άντε, ρε μαλάκες! Κουνηθείτε. Κάντε το, λέμε!»
Σήκωσαν όρθιο τον Ιγνάτιο και, κόβοντάς του τα δεσμά των χεριών, άρχισαν να του τραβάνε τα ρούχα. Εκείνος πάλευε μα δεν μπορούσε να τους ξεφύγει. Τελικά, μόνο μερικά κομμάτια υφάσματος απέμειναν επάνω του, το φίμωτρο, και η περισκελίδα του. Ο Κουκουλοφόρος άρπαξε την τελευταία με το ένα χέρι και την έσκισε μ’ένα απότομο τράβηγμα, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι το «εμπόρευμα» είχε πουλί, ότι δεν ήταν ευνούχος.
«Ναι...» είπε συλλογισμένα. «Δε μου φαίνετ’ ά’θρωπος της δουλειάς, να πούμε. Τι ήταν προτού τον φέρετ’ εδώ, ε;»
«Καπετάνιος σ’ένα πλοίο,» αποκρίθηκε ο Θρασύβουλος.
«Μά’στα. Κατάλαβα.» Ο Κουκουλοφόρος σταύρωσε τα μυώδη χέρια του μπροστά του, κοιτάζοντας τον Ιγνάτιο από πάνω ώς κάτω. Ατενίζοντας το γυμνό, γαλανόδερμο σώμα του σαν να ήταν ένα κομμάτι κρέας.
«Δε σ’ενδιαφέρει;» είπε ο Θρασύβουλος. «Άμα τον βάλεις στη δουλειά θα δουλέψει όπως ο καθένας. Μπορείς να τον στείλεις ακόμα και σε μπουρδέλο, όπου θες. Δεν έχει τίποτα. Κανονικός είναι.»
«Ναι...» είπε ο Κουκουλοφόρος, με τη βαριά, βραχνή φωνή του. Πίσω του είχαν παρουσιαστεί άλλοι τέσσερις – τρεις άντρες και μια γυναίκα – όλοι τους με παρόμοιες κουκούλες στα κεφάλια, και οπλισμένοι. «Κοίτα. Έτσι όπως μου τον πασάρεις, χωρίς κανένα συγκεκριμένο προσόν–»
«Ήταν καπετάνιος σού λέω.»
«Και τι μ’αυτό; Δεν είναι προσόν για δούλο, ρ’αδελφέ. Να μούλεγες ότ’ ήταν κουβαλητής, να πούμε, να το καταλάβω. Νάβλεπα ότ’ είχε γερό σώμα, να το καταλάβω. Αλλά τούτος είναι μέτριος· δεν έχει προσόν. Κι ούτε μου μοιάζει για τόσο γλυκοτσούτσουνος που γυναίκα θάδινε πολλά οχτάρια για τη χάρη του.» Και στρεφόμενος να κοιτάξει την Κουκουλοφόρο. «Θα πλήρωνες γι’αυτόν;»
«Στα όνειρά του.»
«Βλέπεις;» είπε ο Κουκουλοφόρος στον Θρασύβουλο.
«Έλα τώρα, ρε μαλάκα! Άνθρωπος είναι· έχει τις χρήσεις του ο κάθε άνθρωπος–»
«Ναι, δεν αντιλέγω, να πούμε. Έχει δυο χέρια, δυο πόδια, ένα πουλί· μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Αλλά, σου εξηγώ, να πούμε – δεν έχει προσόν. Καλώς;»
«Πόσο δίνεις;»
«Δυο χιλιάρικα.»
«Έλα τώρα, ρε μαλάκα μου! Όχι μόνο. Άνθρωπος είναι: θα δουλεύει για χρόνια και χρόνια. Και μου δίνεις μονάχα δυο χιλιάρικα; Τι ειν’ αυτά; Δεν τα δέχομαι!»
«Αυτά είναι,» του είπε ο Κουκουλοφόρος τελεσίδικα. «Ή τα παίρνεις, ή τον παίρνεις και πας βόλτα γι’αλλού.»
«Ξανασκέψου το. Χάνεις έναν καλό δούλο που θα–»
«Τέλος, φίλε. Αυτά είναι. Ή δυο χιλιάρικα ή πας γι’αλλού. Τι λες; Τι απ’τα δυο;»
Ο Θρασύβουλος μόρφασε, τσαντισμένος με τον συνομιλητή του. Δάγκωσε τα χείλη του, συλλογισμένα, νευρικά. Δίσταζε ν’απαντήσει.
«Αυτό το κομμάτι εκεί, το πουλάς;» ρώτησε ο Κουκουλοφόρος, δείχνοντας με το βλέμμα του την Όλγα. «Γι’αυτήν θάδινα το πεντοχίλιαρο, άνετα. Ίσως και παραπάνω.»
«Δεν είμαι για πούλημα, μαλάκα!» τσύριξε εκείνη αμέσως.
Ο Θρασύβουλος τη λοξοκοίταξε σαν η πρόταση του Κουκουλοφόρου να τον έβαζε σε πειρασμό.
Η Όλγα έκανε τρία βήματα πίσω, έτοιμη να τρέξει, και να συνεχίσει να τρέχει για όσο χρειαζόταν. Αισθανόταν την καρδιά της να χτυπά ξαφνικά σαν τύμπανο κάτω απ’το στήθος της. Το στόμα της είχε ξεραθεί.
Ο Θρασύβουλος είπε στον Κουκουλοφόρο: «Θα την είχαμε λυτή άμα ήταν για πούλημα;»
«Απλώς είπα, φίλε. Απλώς είπα... Τα θες τώρα τα δυο χιλιάρικα, λοιπόν, ή τον παίρνεις και φεύγεις;»
«Δυόμισι κι άσε τις μαλακίες, εντάξει; Μη με κλέβεις μέχρι–»
«Δυο χιλιάρικα, φίλε, κι άμα τα θέλεις. Ναι ή ου;»
Ο Θρασύβουλος έτριξε τα δόντια. «Αυτή είναι ληστεία, ξεκάθαρη!»
Ο Κουκουλοφόρος γέλασε, κι οι άλλοι τέσσερις Κουκουλοφόροι, που στέκονταν μερικά βήματα πίσω του, γέλασαν επίσης. «Κάποιος νομίζει ότι εδώ δεν είναι η Ακαρκία!» παρατήρησε η γυναίκα ανάμεσά τους.
«Μεγάλε,» είπε στον Θρασύβουλο ένας άλλος από τους Κουκουλοφόρους, «άμα νομίζεις ότι το να σου δίνουνε δυο χιλιάρικα στην Ακαρκία είναι ‘ληστεία’, τράβα σ’άλλο μέρος να κάνεις τις δουλειές σου.»
«Είμαστε σύμφωνοι ή όχι;» ρώτησε ο Κουκουλοφόρος που μιλούσε αρχικά.
«Εντάξει,» είπε ο Θρασύβουλος. «Δυο χιλιάρικα – αν και άξιζε για περισσότερα.»
Ο Κουκουλοφόρος στράφηκε στους συντρόφους του. «Φέρτε του τα χταπόδια, να τελειώνουμε με τούτη την υπόθεση.»
«Εντάξει,» λέει η Φαρμακερή Βασίλισσα, φτιάχνοντας τα μαλλιά της μπροστά στον ψηλό καθρέφτη, «άκου τι έγινε με τον Ευγένιο τον Μεγαλοφονιά όσο έλειπες. Δεν είναι όλα, φυσικά. Είναι όσα ξέρω. Δεν ξέρω τα πάντα γι’αυτόν. Αλλά ξέρω αρκετά για να μπορώ να πιστεύω ότι, σήμερα πλέον, είναι αφοσιωμένος μαχητής του Μεγάλου Αγώνα.»
«Εγώ είχα ακούσει ότι ακόμα είναι κουρσάρος,» λέω, καθισμένος στο τραπέζι, πλάι στη Λουκία, που ο Ακατάλυτος τώρα έχει πηδήσει στην αγκαλιά της και κοιτάζει μια εμένα μια εκείνη. «Ότι ακόμα είναι ο πιο περιώνυμος κουρσάρος της Ιχθυδάτιας.»
«Το ένα δεν αποκλείει το άλλο, Γεώργιε. Απλώς αλληλοσυμπληρώνονται.» Η Βασίλισσα, έχοντας τελειώσει με τα μαλλιά της – τα έχει πιάσει μ’έναν περίεργο τρόπο γύρω απ’το κεφάλι της, συγκρατώντας τα με πολλές μικρές χτένες – στρέφεται να μας κοιτάξει. Πλησιάζει το τραπέζι και κάθεται, με τη στολή της που μοιάζει να είναι από χρυσοπράσινες φολίδες ερπετών να καταπίνει το φως του δωματίου χωρίς να γυαλίζει. Δεν είναι μόνο για φιγούρα αυτή η στολή· μπορείς να κρυφτείς φορώντας την, είμαι σίγουρος: δεν σε προδίδει. Είναι στολή της δουλειάς του ιερού δολοφόνου, όχι της φιλάρεσκης κυράς.
Η Φαρμακερή Βασίλισσα μού λέει: «Εκείνη τη μέρα στο Στόμα του Ιχθύος, στο Άνοιγμα, ξέρεις τι ζημιές έκανες στον Μεγαλοφονιά;»
«Εγώ; Του έκανα ζημιές; Λίγες θα ήταν, αφού έμεινε ζωντανός ο καριόλης.»
Η Βασίλισσα γελά μελωδικά. «Πράγματι. Αλλά οι ζημιές ήταν αξιοσημείωτες παρ’όλ’ αυτά. Ένα μεγάλο μέρος της δύναμής του χάθηκε, ύστερα από εκείνη τη σύγκρουση. Και παραλίγο να σκοτωθεί κι ο ίδιος, λένε, από ένα χτύπημά σου.»
Τον είχα γρονθοκοπήσει τον άθλιο, αν θυμάμαι καλά, στο στήθος, προτού τον χάσω από τα μάτια μου, προτού το τσούρμο του με κυκλώσει. Πρέπει να του κόστισε. Αλλά ήλπιζα να τον είχα στείλει στα δόντια του Αβυσσαίου...
Η Ευτυχία με κοιτάζει σαν να περιμένει κάποια εξήγηση από εμένα. «Θες να μάθεις λεπτομέρειες;» τη ρωτάω.
«Όχι απαραίτητα,» αποκρίνεται σαν να το ξανασκέφτεται. «Τέλος πάντων. Μετά από εκείνη τη συμπλοκή, η δύναμη του Μεγαλοφονιά μειώθηκε αξιοσημείωτα· το ίδιο και των άλλων κουρσάρων που είχαν συμμαχήσει για να σε χτυπήσουν. Και η Γελαστή Ισμήνη, όπως σου είπα, σκοτώθηκε. Το τσούρμο της αλληλοσφάχτηκε, μετά, για το ποιος θα πάρει τη θέση της· διαλύθηκαν στο τέλος.
»Ο Ευγένιος συνέχισε να πλέει γύρω από την Ιχθυδάτια μαζί με τους Θαλασσοφονιάδες του, και παντού σε αναζητούσε. Έψαχνε να βρει τον Οφιομαχητή, για να τον αποτελειώσει. Αλλά πουθενά δεν τον συναντούσε. Είχες εξαφανιστεί, Γεώργιε· δεν ήσουν στην Ιχθυδάτια.»
Νεύω. «Δεν ήμουν. Είχα βρεθεί στη Μικρυδάτια. Μια ιστορία για άλλη φορά...»
«Πράγματι,» συμφωνεί η Ευτυχία. «Έχουμε πει πολλές ιστορίες από χτες βράδυ. Έχω την αίσθηση ότι έχει περάσει ένας μήνας από τότε που ήρθες στο άντρο μας,» λέει μειδιώντας. «Ένας ευχάριστος μήνας.»
«Την ίδια αίσθηση έχω κι εγώ,» συμφωνώ, κι ανάβω τσιγάρο – ένα απ’αυτά που πήραμε από το παλιό λημέρι των Αγενών.
«Ο Μεγαλοφονιάς σε έψαχνε,» συνεχίζει η Φαρμακερή Βασίλισσα, «αλλά δεν μπορούσε να σε βρει. Συγχρόνως, μπλεκόταν ολοένα και περισσότερο στον Πόλεμο των Κουρσάρων, ο οποίος εξαπλωνόταν γρήγορα από τη μια πόλη της Ιχθυδάτιας στην άλλη. Κι αυτό ήταν το λάθος του Ευγένιου, όπως και το λάθος σχεδόν όλων των υπόλοιπων πειρατών της ηπειρονήσου. Μπλέχτηκαν πολύ με τον Πόλεμο: και το μετάνιωσαν.»
«Αυτοί, ουσιαστικά, δεν τον δημιούργησαν τον Πόλεμο;»
«Όχι μόνοι τους, Γεώργιε. Οι πολιτικοί τα ξεκίνησαν όλα.»
«Φυσικά. Πάντα οι πολιτικοί φταίνε.» Θυμάμαι την Ευαγγελία Αρσιλκάδια, τη Φύλακα της Ιλφόνης. Δε μπορώ, όμως, να πω ότι την κατηγορώ ακριβώς που ήθελε κουρσάρους· αισθανόταν πραγματικά απειλημένη από τους Ηρμάντιους. Φοβόταν για την πόλη της και τους πολίτες της. Και ποιος ξέρει τι κίνητρα είχαν οι Ηρμάντιοι για τις ενέργειές τους; Αν και αμφιβάλλω ότι ήταν τόσο... προστατευτικής φύσης, ό,τι κι αν ήταν.
«Ο Ευγένιος συγκρούστηκε με διάφορους άλλους πειρατές εξαιτίας του Πολέμου,» μου λέει η Φαρμακερή Βασίλισσα, «και έγιναν πολλά και διάφορα επεισόδια, απ’ό,τι έχω μάθει και απ’ό,τι έχω καταλάβει. Με τον Νικόλαο τον Ναυπηγό, που τώρα κάνει κουμάντο στην Ανώπολη, είναι στα μαχαίρια πλέον· δεν τα πάνε καθόλου καλά οι δυο τους.
»Μέσα στον Πόλεμο των Κουρσάρων σκοτώθηκε επίσης η Μαρίνα, η γυναίκα του Ευγένιου, η Καπετάνισσα του Εχθρού της Γαλήνης, και το πλοίο της καταποντίστηκε μαζί της. Από τότε ξεκίνησε και η δραματική αλλαγή στον χαρακτήρα του Μεγαλοφονιά–»
«Συγνώμη,» τη διακόπτω. «Είναι αλήθεια ότι ο καριόλης κυνηγούσε όσους από το τσούρμο μου είχαν καταφέρει, κάπως, να επιζήσουν;»
«Σου είπα και πριν: δεν γνωρίζω τέτοιες λεπτομέρειες, Γεώργιε. Στην αρχή υποθέτω ότι ίσως αυτό όντως να γινόταν· αλλά, από ένα σημείο και μετά, το αμφιβάλλω πολύ. Και λέγοντας ‘στην αρχή’, εννοώ όσο ακόμα σε έψαχνε, όσο προσπαθούσε να σε βρει για να σε αποτελειώσει. Πρέπει να νόμιζε ότι πιθανώς να είχες κάποια επαφή με τα μέλη των Αγενών που είχαν επιβιώσει.»
Λοξοκοιτάζω τη Λουκία. Εκείνη μένει σιωπηλή· έχει πιάσει έναν από τους καρπούς του Ψυχροδάσους από το τραπεζάκι και τον μασά χωρίς βιασύνη.
«Αλλά, όπως σου έλεγα,» συνεχίζει η Φαρμακερή Βασίλισσα, «αφότου έχασε τη γυναίκα του, ο Ευγένιος άλλαξε. Άρχισε ν’αλλάζει. Όλοι το έλεγαν. Ο Μεγαλοφονιάς είχε γίνει πιο... μελαγχολικός, και πιο άγριος, πιο έτοιμος να οργιστεί με το παραμικρό. Και ήταν λιγότερο κοινωνικός από πριν· αναζητούσε λιγότερο την παρέα των άλλων.
»Είχε ένα παιδί με τη Μαρίνα· το ξέρεις;»
«Όχι.»
«Ακόμα το έχει. Είναι πέντε χρονών πλέον. Ένας γιος. Του μοιάζει,» χαμογελά.
«Τον έχεις δει;»
«Ναι.»
«Και πώς κατέληξε μαζί σας;»
«Η Σιλοάρνη συνέχισε να τον στραβοκοιτάζει: η μια ατυχία τον έβρισκε μετά την άλλη, εκείνο τον καιρό. Ή ίσως και να μην ήταν ατυχίες· ίσως να ήταν, απλά, ο Πόλεμος. Ο Μεγαλοφονιάς έχασε συντρόφους, έχασε πλοία, γνώρισε προδοσίες. Άρχισε να καταλαβαίνει το κακό που είχε προκαλέσει ο Πόλεμος στην Ιχθυδάτια. Άρχισε να καταλαβαίνει τη διαφθορά που είχε εξαπλωθεί στην ηπειρόνησο σαν πανούκλα. Και τίποτα από αυτά δεν του άρεσε.
»Τον συναντήσαμε επειδή, τυχαία, μια νύχτα πήγαμε να χτυπήσουμε τον ίδιο στόχο. Ή μπορεί να μην ήταν σύμπτωση, αλλά η καθοδήγηση της Μεγάλης Κυράς. Ο Ευγένιος κυνηγούσε μια πειρατίνα στις Βόρειες Ακτές: τη Ρέα την Ωκεανίδα–»
«Μία από αυτούς που είχαν συμμαχήσει για να ξεπαστρέψουν το τσούρμο μου! Είδα τη σημαία της στη συμπλοκή στο Άνοιγμα, είμαι σίγουρος.»
Η Ευτυχία νεύει. «Ναι, αλλά εκείνη κι ο Ευγένιος δεν ήταν φίλοι πια. Και η Ρέα είχε ήδη γίνει πολύ πιο δυνατή. Ο Πόλεμος είχε επάνω της τ’αντίστροφα αποτελέσματα απ’ό,τι επάνω στον Μεγαλοφονιά. Της είχε φέρει τύχη και πλούτη. Ήταν, και είναι, από τα πιο διεφθαρμένα άτομα στην Ιχθυδάτια· και ακόμα αποτελεί στόχο μας.»
«Αυτήν είχατε πάει να σκοτώσετε κι εσείς;»
«Σ’το είπα, δεν σ’το είπα; Είχαμε τον ίδιο στόχο με τον Μεγαλοφονιά εκείνη τη νύχτα στις Βόρειες Ακτές ανάμεσα στην Ιρνάφη και την Ανώπολη. Η Ρέα είχε επισκεφτεί έναν ναό του Λοκράθου εκεί. Πήγαινε τακτικά, σε κάποια όργια που έκαναν. Ικανοποιούσε τα βίτσια της, υποθέτω. Αλλά και μόνο η σκέψη της συνεύρεσης μέσα σε σιχαμερές τελετές των βατράχων με κάνει να θέλω να ξεράσω.
»Την είχαμε παρακολουθήσει και είχαμε πάει κι εμείς στον Ναό. Το ίδιο κι ο Ευγένιος. Αναπόφευκτα συναντηθήκαμε καθώς συγχρόνως χτυπούσαμε τα βατράχια. Ήμουν κι εγώ σ’αυτή τη συμπλοκή. Στον Ναό των Επάνω Ακτών, όπως τον αποκαλούσαν οι πιστοί του Λοκράθου, βρίσκονταν συγκεντρωμένα πολλά απ’αυτά τα μιάσματα. Έγινε ολόκληρη μάχη. Είχαν φρουρούς, και ήταν καλά οπλισμένοι. Είχαν κι έναν μάγο του τάγματος των Δεσμοφυλάκων ο οποίος πρόσταζε έναν δαίμονα σαν σκοτάδι και φωτιά. Αυτόν τον σκότωσα εγώ η ίδια, με μια λεπίδα στο δεξί μάτι και μία στα πλευρά. Τον μάγο, όχι τον δαίμονα. Ο δαίμονας έπαψε να είναι σημαντικός αφότου ο κύριός του πήγε στα σαγόνια του Αβυσσαίου.
»Μέσα στον χαλασμό, όμως, ο στόχος μας ξέφυγε, δυστυχώς. Η Ρέα η Ωκεανίδα ξεγλίστρησε μακριά μας, καταλαβαίνοντας μάλλον ποιοι ήμασταν και γιατί ήμασταν εκεί. Την είδα, από κάποια απόσταση, την τσούλα να τρέχει, ξυπόλυτη και με τα ρούχα της ακόμα μισοκουμπωμένα, προς ένα άνοιγμα στην πίσω μεριά του Ναού. Προσπάθησα να τη φτάσω, μα δεν τα κατάφερα· ήταν πολλοί ανάμεσα σ’εμένα κι αυτήν. Την έχασα τελικά.
»Σκοτώσαμε, σ’εκείνη τη συμπλοκή, περισσότερα βατράχια απ’ό,τι έχουμε σκοτώσει ποτέ, Γεώργιε, αλλά η καριόλα γλίτωσε – κι ακόμα δεν έχουμε βρει καλή ευκαιρία για να την ξεπαστρέψουμε. Τώρα, μάλιστα, που μας φοβάται, είναι πέντε φορές πιο προσεχτική σε όλα που κάνει. Και, φυσικά, είναι στη... συμμαχία όσων θέλουν την εξόντωσή μας. Όσων μας θεωρούν ‘τρομοκράτες’.»
«Ποια συμμαχία; Δε μου είπες για καμιά τέτοια συμμαχία.»
«Δεν είναι επίσημη· απλά εννοώ όλους όσους έχουν ως γενικό σκοπό τον αφανισμό μας.
»Τέλος πάντων. Τον Ναό του Λοκράθου τον καταστρέψαμε τελείως, τότε. Τον γκρεμίσαμε, κυριολεκτικά· και ο Μεγαλοφονιάς μάς βοήθησε. Δεν υπάρχει πλέον παρά μονάχα ένα ερείπιο εκεί όπου κάποτε ήταν ο Ναός των Επάνω Ακτών, και κανένα βατράχι δεν τολμά να ζυγώσει. Νομίζω, μάλιστα, πως έχω ακούσει ότι το θεωρούν καταραμένο το μέρος, ή κάτι τέτοιο,» γελά η Φαρμακερή Βασίλισσα.
Κι ύστερα από μια γουλιά καφέ, συνεχίζει: «Χάσαμε τον στόχο μας εκείνη τη νύχτα – μια από τις λίγες φορές που χάνουμε τον στόχο μας, ειδικά όταν είμαι κι εγώ μαζί – όμως κερδίσαμε έναν πολύτιμο σύμμαχο.»
«Τον Μεγαλοφονιά.»
«Τον Ευγένιο τον Μεγαλοφονιά,» νεύει η Φαρμακερή Βασίλισσα. «Μίλησα μαζί του, και συμπεράναμε ότι έχουμε τις ίδιες απόψεις για τη σημερινή κατάσταση στην Ιχθυδάτια. Είχε περάσει απ’το μυαλό μου, φυσικά, να τον σκοτώσω, και ίσως να τον είχα σκοτώσει αν είχε τύχει να τον συναντήσω πιο νωρίς, τον καιρό που είχα μόλις αναλάβει τη διοίκηση των Τέκνων. Η συνάντησή μας, όμως, δεν συνέβη τόσο νωρίς· έγινε πριν από μισό χρόνο περίπου, Γεώργιε. Λίγο περισσότερο από μισό χρόνο. Και, αν και δεν είχα ξεχάσει ότι αυτός έφταιγε για την εξαφάνισή σου από την Ιχθυδάτια, είχα πλέον καταλάβει ότι δεν πρέπει να ήσουν νεκρός, και δεν ήμουν τόσο παρορμητική όσο παλιότερα. Σκεφτόμουν ότι ο Ευγένιος μπορεί να μας φαινόταν χρήσιμος. Ήταν κι αυτός... εξοργισμένος, με όλα – με την πολιτική κατάσταση στην Ιχθυδάτια, με τους προδοτικούς και δολοπλόκους άρχοντες, με τους αδίστακτους καιροσκόπους και κερδοσκόπους κάθε είδους. Δεν άργησε να μου πει ότι ήθελε να γίνει μέλος των Τέκνων. Του απάντησα να το ξανασκεφτεί, και θα συναντηθούμε πάλι. Μου είπε ότι δεν θα άλλαζε γνώμη· αλλά ούτε κι εγώ άλλαξα γνώμη. Τον συνάντησα για δεύτερη φορά ύστερα από κανένα μήνα, στη Σκιάπολη, και εκεί μού επανέλαβε ότι ήθελε να γίνει Τέκνο του Φαρμακερού Κύκλου. Του εξήγησα τι σημαίνει να είσαι Τέκνο του Φαρμακερού Κύκλου, αλλά, ξανά, δεν άλλαξε γνώμη. Και δεν ήθελε να είναι απλώς ένα περιφερειακό μέλος μας· ήθελε να γίνει κανονικό μέλος.»
«Απ’αυτούς με τη δερματοστιξία στο σώμα...» λέω.
«Ναι. Τον υποβάλαμε στις συνηθισμένες μας δοκιμασίες, ασφαλώς. Όλα έγιναν σαν να ήταν ο οποιοσδήποτε. Για τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου, δεν έχει σημασία αν είσαι ο Μεγαλοφονιάς ή ο Θαλασσοκράτορας όλης της Ιχθυδάτιας· το ίδιο πρέπει να δοκιμαστείς. Και ο Ευγένιος δοκιμάστηκε, και τώρα είναι ανάμεσά μας και φέρει το Ιερό Σημάδι επάνω του. Είναι ένας από εμάς – για πάντα.»
«Και τον εμπιστεύεσαι...»
«Δε μου έχει δώσει λόγο για να μην τον εμπιστεύομαι, Γεώργιε.»
Σβήνω το τσιγάρο μου. «Συνεχίζει να είναι πειρατής, όπως πρώτα;»
«Φυσικά.»
«Το πλήρωμά του το ξέρει ότι είναι Τέκνο;»
«Οι περισσότεροι όχι· κάποιοι λίγοι, ναι. Είναι κι αυτοί μέλη μας, αν και περιφερειακά.»
«Χωρίς το Ιερό Σημάδι επάνω τους.» Τον Διπλό Καταβροχθιστή, που άλλοι ονομάζουν Διπλογενή Όφι.
«Ναι,» αποκρίνεται η Φαρμακερή Βασίλισσα.
«Εξακολουθώ να θέλω να τον σκοτώσω,» της λέω, καταπολεμώντας την οργή μου με τις διδαχές του Γέρου του Ανέμου.
«Όχι μέσα στη βάση μας.»
«Δε θα σε πείραζε αν τον σκότωνα αλλού;»
«Θα με πείραζε, αλλά τι μπορώ να σου πω; Ό,τι είχα να σου πω, σ’το είπα. Η Έχιδνα σε καθοδηγεί, Γεώργιε.»
Γαμώτο· τα ίδια ξανά. Ακόμα κι από την Πράσινη Κρίνη. Όλοι τους με βλέπουν σαν κάτι το ιερό. Μ’ενοχλεί αυτό, για κάποιο λόγο. Είναι σαν να νομίζουν ότι έχουν δικαιώματα επάνω μου. Σαν, κατά μία έννοια, να τους ανήκω. Εν μέρει, τουλάχιστον.
«Θέλεις να του μιλήσεις;» με ρωτά. «Ακόμα εδώ είναι· αποκλείεται νάχει φύγει, εκτός αν τον τρόμαξες.»
«Ο Μεγαλοφονιάς δεν τρομάζει εύκολα. Και δε νομίζω αυτό νάχει αλλάξει στον χαρακτήρα του.»
«Δεν έχεις άδικο. Αν μη τι άλλο, ίσως να έχει ενισχυθεί ύστερα απ’όσα είδε στον Πόλεμο.»
«Τέλος πάντων,» λέω, νιώθοντας ότι η υπόθεση είναι αρκετά παλιά και δεν αξίζει να κάνω κάτι δραστικό τώρα. Έχω άλλες δουλειές. «Εκείνο που μ’ενδιαφέρει επί του παρόντος ξέρεις ποιο είναι...»
«Να πλεύσεις για Ριλιάδα. Το συντομότερο δυνατό. Δεν ξεχνάω τόσο γρήγορα, Γεώργιε. Και, όπως σου υποσχέθηκα, θα το κανονίσω.» Σηκώνεται από την καρέκλα της ξανά, πιάνει ένα ζευγάρι μπότες μπροστά από το παραβάν στη γωνία του δωματίου, και τις φορά, τραβώντας φερμουάρ, κουμπώνοντας κουμπιά. Βαδίζει προς την πόρτα.
«Και εν τω μεταξύ;» τη ρωτάω προτού βγει. «Μπορούμε να... τριγυρίσουμε μες στο λημέρι σας, ή απαγορεύεται;»
«Τον Οφιομαχητή τον περιμέναμε,» μου λέει.
«Αλλά δεν σκοπεύει να μείνει εδώ,» της θυμίζω ξανά.
«Δεν έχει σημασία· μπορεί να τριγυρίσει όσο θέλει.»
«Και η Λουκία μαζί μου;»
«Αν επιμένεις.» Η Φαρμακερή Βασίλισσα ανοίγει την πόρτα και φεύγει απ’το δωμάτιο.
«Φαίνεται πως είμαι τυχερή που είμαι με τον Οφιομαχητή,» μου λέει η Λουκία, αλλά με κοιτάζει δυσαρεστημένα καθώς χαϊδεύει τ’αφτιά του γάτου της. Εκείνος τινάζει το κεφάλι, ενοχλημένος.
«Αν δεν ήσουν μαζί του δεν θα βρισκόσουν εδώ.»
«Σωστά.» Το βλέμμα της εξακολουθεί να είναι δυσαρεστημένο.
«Σε είχα προειδοποιήσει,» της λέω.
«Δε μετανιώνω που ήρθα, Γεώργιε»· και νομίζω πως το εννοεί.
«Τότε;»
«Κοιμάσαι μαζί της για να μη μας καθαρίσουν και για να σου βρει πλοίο για Ριλιάδα, έτσι δεν είναι;»
Γελάω. Δε μπορώ να κάνω τίποτ’ άλλο, γαμώτο! «Όχι,» αποκρίνομαι. Δεν το βρίσκω σκόπιμο να πω ψέματα.
«Δε σε φρικάρει αυτή η τύπισσα; Εγώ τη βλέπω και μου σηκώνεται η τρίχα! Την ακούω – ακούω τα όσα λέει – και μου σηκώνεται η τρίχα ακόμα περισσότερο.»
«Δεν έχεις άδικο σ’αυτό,» παραδέχομαι. «Για τα όσα λέει, τουλάχιστον. Τα όσα λένε όλα τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου.» Τότε, γιατί αισθάνομαι ότι κατά βάθος έχουν δίκιο; ότι ο σκοπός τους είναι όντως ιερός;
Ακόμα μια παράξενη ιδέα – μια σκέψη που δεν είναι ακριβώς δική μου – όπως αυτές για τα «μιάσματα»... Τι συμβαίνει στην Ιχθυδάτια; Η Έχιδνα το κάνει αυτό; Η δηλητηριώδης δύναμή της;
Σηκώνομαι απ’την καρέκλα κι αρχίζω να ντύνομαι. Με τις άκριες των ματιών μου βλέπω τη Λουκία να με κοιτάζει· και ύστερα δεν είναι πια μακριά μου. Ενώ έχω μισοντυθεί μ’έχει πλησιάσει, αφήνοντας τον Ακατάλυτο πίσω, και τα χέρια της με αγκαλιάζουν, με κρατάνε σφιχτά κοντά της. Νιώθω τα στήθη της να με κεντρίζουν γαργαλιστικά. Φιλά το φρεσκοξυρισμένο μάγουλό μου, και τα χείλη της ζυγώνουν τα χείλη μου. Δεν τα αποφεύγω. Διατρέχω τα χέρια μου πάνω στη ράχη της, από τους ώμους ώς τα πισινά. Την αισθάνομαι οικεία μες στην αγκαλιά μου. Όπως τη θυμόμουν.
«Δε σε... φρικάρει να το κάνεις αυτό μες στο δωμάτιό της;» τη ρωτάω ανάμεσα σε φιλιά.
«Όχι,» μου λέει.
«Κι αν επιστρέψει;»
«Ας επιστρέψει!»
Δε θα ήθελα αυτό να συμβεί – για λόγους ευγένειας, αν μη τι άλλο. Όχι πως πιστεύω ότι θα γίνει τίποτα το δραματικό, όπως η Κρίνη να επιτεθεί στη Λουκία, όμως σίγουρα θα δυσαρεστηθεί.
Παρασέρνω τη Λουκία κοντά στο κρεβάτι, φιλώντας τον λαιμό της, τραβώντας τη μπλούζα της προς τα πάνω, μαζί με τον στηθόδεσμο· τα περνάω απ’το κεφάλι της, ρίχνοντάς τα παραδίπλα, και την ξαπλώνω στο κρεβάτι, φιλάω τα ξαναμμένα στήθη της, ενώ αισθάνομαι τα πόδια της να τυλίγονται πίσω από τη μέση μου. Η γρήγορη αναπνοή της γεμίζει τ’αφτιά μου. Γεώργιε... μουρμουρίζει. Γεώργιε... Σέρνω τη γλώσσα μου πάνω στη γαλανόδερμη κοιλιά της· λύνω τη ζώνη της, ξεκουμπώνω το παντελόνι, το τραβάω προς τα κάτω μαζί με την περισκελίδα, αποκαλύπτοντας έναν κατακόκκινο θάμνο. Βγάζω την περισκελίδα της, το παντελόνι, τις κάλτσες, και τις μπότες με την ίδια κίνηση σχεδόν, συνεχίζοντας να τραβάω τα ρούχα με ήπια δύναμη (γιατί ξέρω πως αν τα τραβούσα πιο γρήγορα και πιο δυνατά θα τα διέλυα). Καθώς τώρα στέκομαι μπροστά από το κρεβάτι κι εκείνη είναι ξαπλωμένη μπροστά μου, παίρνω το αριστερό της πόδι στο χέρι μου, φιλάω τα δάχτυλα, τη φτέρνα, τον αστράγαλο, σέρνω τη γλώσσα μου προς τα πάνω, διασχίζω την κνήμη, δαγκώνω την πίσω μεριά του γονάτου της. Την ακούω να γελά, ικανοποιημένα, ν’αναστενάζει. Τα χέρια της πάνε προς το παντελόνι μου, έχοντας μάλλον προσέξει τη διέγερσή μου· δε νομίζω ότι εύκολα κρύβεται. Το τραβά προς τα κάτω, ελευθερώνοντάς με· διατρέχει τα δάχτυλά της επάνω στη στύση μου, πιέζοντας, μειδιώντας.
«Μην περιμένεις,» μου λέει ξέπνοα. «Δεν έχουμε χρόνο.»
«Μη με αγχώνεις,» την πειράζω. Την αρπάζω ξαφνικά, κάνοντάς τη ν’αναφωνήσει, σηκώνοντάς την μες στην αγκαλιά μου μ’όλη την υπερφυσική δύναμη της Έχιδνας, και κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού, φέρνοντάς την από πάνω μου, με τα χέρια μου κάτω από τις μασχάλες της.
«Γεώργιε...»
Ρουφάω το αριστερό της στήθος, γλείφω τη θηλή.
«Γεώργιε...» Με καβαλά, επίμονα, γρήγορα.
Αρπάζω τα κόκκινα μαλλιά της με το ένα χέρι, τα σφίγγω – όχι πολύ, μόνο όσο ξέρω ότι θα τη διεγείρει περισσότερο – ενώ το άλλο μου χέρι κρατά τον δεξή γλουτό της.
Ο οργασμός της επιτίθεται στο αριστερό μου αφτί, και δεν αργώ μετά να εξαντλήσω όλη μου την ορμή μέσα της, κρατώντας την γερά κοντά μου ενώ εκείνη μουγκρίζει και γαντζώνεται στους ώμους μου.
Τώρα, καθώς έχουμε τελειώσει, είναι στην αγκαλιά μου ακόμα, βαριανασαίνοντας, με τα πόδια της απλωμένα στο πλάι, πάνω στο κρεβάτι της Φαρμακερής Βασίλισσας. Γελά. «Και νόμιζα μερικές φορές, τα τελευταία χρόνια, ότι όλα αυτά ήταν απλά δικές μου ιδέες, φαντασιώσεις, οι αναμνήσεις μου μυθοποιημένες...» Με φιλά λαίμαργα ξανά.
«Με τις κολακείες δε θα καταφέρεις τίποτα,» της λέω, και γελά πάλι.
«Να σηκωθούμε;» προτείνω. «Δε θα ήταν ευγενικό να επιστρέψει η–»
«Έχεις δίκιο,» λέει, ανήσυχη ξαφνικά. «Σωστά.» Γελά, για τρίτη φορά, καθώς σηκώνεται από πάνω μου και πιάνει τα ρούχα της από κάτω αρχίζοντας να ντύνεται σαν να την κυνηγάνε όλα τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου. «Αυτό, πάντως, ήταν πιο καλό από την πρώτη μας φορά, Γεώργιε!... Επάνω στο κρεβάτι της Φαρμακερής Βασίλισσας, μα την Έχιδνα; Της αρχηγού των Τέκνων;»
«Μην το λες και παραπέρα,» την προειδοποιώ, χωρίς να αστειεύομαι· κι εκείνη μοιάζει να το καταλαβαίνει πως δεν αστειεύομαι. Αρχίζω κι εγώ να ντύνομαι, αν και όχι τόσο βιαστικά.
Ο Ακατάλυτος μάς παρατηρεί, και νιαουρίζει. Ελπίζω να μην παρεξηγήθηκε με ό,τι συνέβη ανάμεσα σ’εμένα και την κυρά του, αλλιώς θα έχουμε επεισόδιο.
Όταν έχουμε φορέσει όλα μας τα ρούχα, και το Φιλί της Έχιδνας είναι θηκαρωμένο στη μέση μου, λέω στη Λουκία: «Πάμε βόλτα;»
«Τώρα είμαι έτοιμη για οτιδήποτε,» αποκρίνεται, «αν κι ακόμα ο στηθόδεσμός μου με στενεύει.»
«Είσαι αναίσχυντη,» της λέω καθώς πλησιάζουμε την πόρτα του δωματίου, την ανοίγω, και βγαίνουμε στον διάδρομο, με τον Ακατάλυτο στο κατόπι μας, σιωπηλό, παρατηρητικό, και κατάμαυρο.
Τα Τέκνα που στέκονται φρουροί κλίνουν το κεφάλι προς τη μεριά μου, σε χαιρετισμό. Ευτυχώς δεν μου κάνουν κι αυτοί την υπόκλιση του φιδιού...
«Καλημέρα,» τους λέω καθώς περνάμε από δίπλα τους. Υποθέτω πως ακόμα και τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου πρέπει να λένε καλημέρα.
«Καλημέρα, Οφιομαχητή,» αποκρίνεται ο ένας.
Είχα δίκιο.
Η Λουκία δεν τους μιλά καθόλου, φυσικά. Κάνει πως δεν υπάρχουν, σαν αυτό να είναι αρκετό για να τους εξαφανίσει μέσα σε δηλητηριώδη καπνό.
Εκείνοι, όμως, δεν κάνουν πως η Λουκία δεν υπάρχει. Τους βλέπω να τη βλέπουν με καχυποψία στα μάτια, παρότι είναι μαζί μου. Δεν τους αρέσει καθόλου που μια παρείσακτη βρίσκεται στο άντρο τους.
Βαδίζουμε στους διαδρόμους και στους θαλάμους που οι πόρτες δεν είναι κλειστές. Το μέρος μοιάζει, πράγματι, με παλιά βάση, όπως μου είπε η Πράσινη Κρίνη ότι κάποτε ήταν, τον καιρό της Συμπαντικής Παντοκρατορίας, πριν από καμιά διακοσαριά χρόνια σχεδόν.
«Την οργανική στολή την έχεις αφήσει στο δωμάτιό σου;» ρωτάω τη Λουκία.
«Ναι.»
«Μαζί με τα όπλα σου;» Δεν έχει ούτε ένα στιλέτο κρυμμένο στη μπότα της, είμαι σίγουρος· την έγδυνα πριν από λίγο.
«Το θεώρησα πιο... συνετό να τ’αφήσω όλα εκεί,» μου εξηγεί, «για να μη νομίσουν αυτοί οι ανώμαλοι ότι είχα κατά νου να δολοφονήσω τη Βασίλισσά τους. Έτσι κι αλλιώς, είτε οπλισμένη είτε όχι, είτε φορώντας οργανική στολή ενδυνάμωσης είτε όχι, μα την Έχιδνα, άμα μου επιτίθονταν τα Τέκνα εδώ μέσα δεν πρόκειται να είχα ελπίδες επιβίωσης–»
«Σ’αυτό έχεις δίκιο απόλυτο.»
«–Οπότε, το όλο θέμα ήταν να μην τους προκαλέσω να μου επιτεθούν.»
«Συνετή απόφαση, πράγματι.»
«Εξάλλου, δε νομίζω πως θα μου κλέψουν τίποτα απ’το δωμάτιο. Ιεροί δολοφόνοι είναι, όχι κλέφτες.»
«Κι εσύ είσαι μαζί μου. Αποκλείεται ποτέ να σε έκλεβαν.»
Φτάνουμε στην αίθουσα που μοιάζει για τραπεζαρία και χώρος συγκέντρωσης. Την αίθουσα όπου, χτες βράδυ, συνάντησα τον Μεγαλοφονιά, και τη Φαρμακερή Βασίλισσα.
«Οφιομαχητή!» Ο Νικόλαος είναι εδώ, ο Εικοστός-Τρίτος Όφις των Κάτω Ακτών. Κάθεται σ’ένα τραπέζι και υψώνει το χέρι του προς τη μεριά μου, χαμογελώντας, μ’αυτή τη φανατική γυαλάδα στα μάτια του, σαν ν’αντικρίζει κάτι το ιερό, ένα θαύμα. Γύρω του είναι καθισμένοι άλλοι έξι – τέσσερις άντρες, δύο γυναίκες – όλοι τους Τέκνα, αναμφίβολα. Και στα υπόλοιπα τραπέζια περισσότεροι κάθονται. Φαγητά και ποτά είναι μπροστά τους. Πρωινό. Οι μυρωδιές δεν είναι άσχημες· το υπόγειο άντρο έχει καλό εξαερισμό. «Τους έλεγα, τώρα μόλις, πώς μας έσωσες από τα βατράχια που μας καταδίωκαν μες στην Οδοντόπολη!»
«Μην το κάνεις θέμα,» του λέω. «Θα είχαν πιάσει κι εμένα αν δεν είχα κάνει κάτι δραστικό.»
Μερικά Τεκνά σηκώνονται από τις θέσεις τους και υποκλίνονται δεξιά κι αριστερά μου, και μπροστά μου. Η υπόκλιση του φιδιού ξανά... «Τι να προσφέρουμε, Οφιομαχητή;» ρωτά μια γυναίκα. Κι ένας άντρας: «Να σου φέρουμε φαγητό; Κάτι να πιεις;» Κι ένας άλλος: «Έχουν Σάρντλιο καφέ στην αποθήκη.»
«Ευχαριστώ,» τους αποκρίνομαι, «ευχαριστώ. Αλλά έχω ήδη φάει. Και δεν υπάρχει λόγος για υποκλίσεις,» τονίζω, αγριοκοιτάζοντάς τους, νιώθοντας την οργή μου να βράζει, μα την Έχιδνα! «Κανένας λόγος απολύτως.»
Το βλέμμα μου δεν φαίνεται να τους ανησυχεί στο ελάχιστο, ούτε ν’αλλάζει τη στάση τους απέναντί μου. Κάθισε, με προσκαλούν. Κάθισε μαζί μας.
Δεν αρνούμαι την πρόσκλησή τους. Εγώ και η Λουκία καθόμαστε σ’ένα τραπέζι κοντά στου Νικόλαου. Τους λέω: «Μόνο τον γάτο αν θέλετε ταΐστε. Και ό,τι ζητήσει η Λουκία.»
«Δε θέλω τίποτα,» λέει η ίδια, κοιτάζοντας τους επιφυλακτικά, σαν να υποπτεύεται ότι μπορεί και να τη δηλητηριάσουν.
Με παίρνουν σοβαρά σχετικά με τον γάτο, πάντως· του φέρνουν φαγητό μέσα σ’ένα μπολ και το βάζουν στο πάτωμα. Μοιάζει πολύ ευχαριστημένος καθώς τρώει.
Ο Νικόλαος συνεχίζει να αφηγείται την ιστορία του. Μιλά για την κατάσταση στο Δεσμωτήριο της Οδοντόπολης σαν να ήταν καμιά μάχη από επικό παραμύθι. Ο τύπος, πραγματικά, έπρεπε να φτιάχνει ταινίες. Γνωρίζω, από το αινιγματικό παρελθόν μου, πως ειδικά σε κάποιες συγκεκριμένες διαστάσεις – όπως τη Σεργήλη και τη Ρελκάμνια – τους ακριβοπληρώνουν κάτι τέτοιους.
Πού είναι τώρα η Ευτυχία, όμως; αναρωτιέμαι. Πού έχει πάει για να κανονίσει τα σχετικά με το θαλάσσιο ταξίδι μου; Έξω από το άντρο; Ή σε κάποιο τηλεπικοινωνιακό κέντρο του άντρου; Παρότι είναι υπόγειο, δεν θα το απέκλεια να υπάρχει κάτι τέτοιο εδώ. Αν και, βέβαια, πόσο μακριά να φτάνει το οποιοδήποτε σήμα; Ώς την Ψυχρόπολη; Η Ψυχρόπολη πρέπει ν’απέχει γύρω στα πενήντα χιλιόμετρα, όπως πετά ο ακτογέρακας. Τα περισσότερα τηλεπικοινωνιακά σήματα δεν φτάνουν τόσο μακριά, εκτός αν ενισχύονται από αναμεταδότες και μάγους που χρησιμοποιούν Μαγγανεία Σταθεροποιήσεως Τηλεπικοινωνιακού Σήματος (γνώσεις από το μυστηριώδες παρελθόν μου, φυσικά)–
Ο Μεγαλοφονιάς μπαίνει στην αίθουσα, και τα βλέμματά μας συναντιούνται. Δεν τον προσέχω μόνο εγώ· τον βλέπουν κι άλλοι, και ησυχία απλώνεται σταδιακά στο μεγάλο δωμάτιο, καθώς όλοι θυμούνται τι είχε γίνει χτες αναμεταξύ μας. Ακόμα κι ο Νικόλαος παύει την ιστορία του.
«Οφιομαχητή,» λέει ο Ευγένιος. «Συζήτησες με τη Βασίλισσά μας, προφανώς...»
«Συζήτησα,» αποκρίνομαι. «Αλλά τίποτα δεν έχει αλλάξει. Θα σε σκοτώσω. Απλώς, όχι τώρα.»
«Θα το έχω κατά νου, λοιπόν,» λέει ο Μεγαλοφονιάς, ψύχραιμα, σαν ίσως κι εκείνος ακόμα να θέλει κατά βάθος να με σκοτώσει.
Ας πλησιάσει! Το Φιλί της Έχιδνας διψά για το αίμα του!
Θα μετανιώσει ο Ευγένιος ο Μεγαλοφονιάς για τη σφαγή των κουρσάρων μου. Θα μετανιώσει πικρά!
Για την ώρα, απλά κάθεται σ’ένα τραπέζι, ανάμεσα σε άλλα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου. «Είναι, όμως, ανόητες τέτοιες διαμάχες,» μου λέει, «αφού τώρα θα αγωνιζόμαστε μαζί στον Μεγάλο Αγώνα.»
«Σύντομα θα φύγω,» του εξηγώ. «Δεν ήρθα για να μείνω. Αν έμενα θα είχαμε τελειώσει τις δουλειές μας.»
Ο Νικόλαος με ρωτά, σαν να μη μπορεί να το πιστέψει: «Δε θα μείνεις στο πλευρό μας, Οφιομαχητή;»
«Σου είπα – έχω άλλες δουλειές. Στη Ριλιάδα. Δε σ’το είπα; Εγκατέλειψα δύο φίλους εκεί, σε πολύ δύσκολη θέση, και όχι από κακή μου πρόθεση. Πρέπει να τους αναζητήσω.»
«Μετά όμως θα επιστρέψεις εδώ, δεν θα επιστρέψεις;»
«Θα δείξει,» απαντώ μόνο, και ανάβω ένα από τα τσιγάρα που πήραμε από το παλιό λημέρι των Αγενών.
Ο Γεώργιος είχε σχεδόν τελειώσει να λέει την ιστορία του στον Νάθλεδιρ (τα βασικά της ιστορίας του ώς τώρα, τουλάχιστον, συμπεριλαμβανομένων των περιστατικών στην Ιχθυδάτια με τους Αγενείς) όταν ο Θρασύβουλος, η Όλγα, και οι άλλοι του πληρώματος του Μαθητή του Νηρέα μπήκαν στην τραπεζαρία του πανδοχείου. Ο Οφιομαχητής τούς λοξοκοίταξε μέσα απ’την κουκούλα του χωρίς να επιχειρήσει να τους μιλήσει. Ούτε εκείνοι το επιχείρησαν· κάθισαν σ’ένα τραπέζι μακριά απ’το δικό του και ζήτησαν φαγητά και ποτά. Σε λίγο, έτρωγαν και έπιναν σαν να μην υπήρχε αύριο. Εκτός από την Όλγα, που καθόταν συλλογισμένη, με μια κούπα κρασί στο ένα χέρι κι ένα τσιγάρο στο άλλο. Ο παλιός Καπετάνιος τους δεν ήταν πια μαζί τους, παρατήρησε ο Γεώργιος. Τον είχαν ξεφορτωθεί.
«Και τι έγινε μετά;» ρώτησε ο Νάθλεδιρ, στην Καθομιλουμένη.
«Μετά,» αποκρίθηκε ο Οφιομαχητής, στρέφοντας το βλέμμα του στον Μοργκιανό και νιώθοντας την οργή του να φουντώνει σαν μαινόμενη πυρκαγιά – αλλά καταπολεμώντας την αμέσως με τις διδαχές του Γέρου του Ανέμου – «αυτό το γαμημένο καθίκι ο Ευγένιος ο Μεγαλοφονιάς συμμάχησε με μερικά άλλα παρόμοια καθάρματα, κουρσάρους της Ιχθυδάτιας, και μας έστησαν ενέδρα. Καθώς πηγαίναμε να περάσουμε από το Άνοιγμα του Στόματος του Ιχθύος, ήρθαν καταπάνω μας, φέρνοντας μαζί τους περισσότερα πλοία απ’όσα μπορούσες να μετρήσεις, τα θρασύδειλα υποκείμενα του Λοκράθου, γαμώ τις βατραχομάνες τους. Μας κύκλωσαν, μας επιτέθηκαν από κάθε μεριά. Τους πολεμήσαμε όσο καλύτερα μπορούσαμε, τους δώσαμε τα χειρότερα χτυπήματα που έχουν δεχτεί στη ζωή τους, αλλά δεν γινόταν να νικήσουμε... Είδα τους κουρσάρους μου να σκοτώνονται, τα πλοία μου να βυθίζονται. Αλληλοχτυπήθηκα με το κάθαρμα, τον Μεγαλοφονιά, μα δεν είμαι βέβαιος ότι τον σκότωσα· και, μετά, το πλήρωμά του ήταν παντού γύρω μου. Τους λιάνιζα και τους λιάνιζα – το Φιλί της Έχιδνας ήπιε εκείνη τη μέρα περισσότερο αίμα απ’ό,τι έχει πιει ποτέ – αλλά ήμουν ήδη εξασθενημένος από το τραύμα του Μεγαλοφονιά και, τελικά, έπεσα στη θάλασσα καταλαβαίνοντας ότι η μάχη είχε χαθεί, ότι τα καθάρματα είχαν νικήσει. Χρησιμοποιώντας τις υδατοτρόπες ιδιότητές μου, βούλιαξα... και ταξίδεψα μακριά... Κατέληξα εδώ, στις ακτές της Μικρυδάτιας, στις ακτές του Μεγάλου Δάσους, κι άρχισα να το διασχίζω προς τα νότια. Και συνάντησα εσένα.» Ο Γεώργιος ήπιε μια γουλιά από το δεύτερο ποτήρι Αίμα της Έχιδνας που είχε παραγγείλει. Είχε τελειώσει την ιστορία του.
Ο Νάθλεδιρ τον ατένιζε σκεπτικά.
«Δε με πιστεύεις, ε;» του είπε ο Γεώργιος, στη Συμπαντική τώρα, για να του τη μαθαίνει. Πιο πριν του μιλούσε στην Καθομιλουμένη για να είναι σίγουρος ότι ο Μοργκιανός θα τον κατανοούσε (παρότι ούτε αυτή την κοινή γλώσσα της Μοργκιάνης δεν φαινόταν να ξέρει και τόσο καλά· οι φυλές του Δάσους των Ψυχών χρησιμοποιούσαν διάφορες διαλέκτους). «Σου μοιάζουν εξωφρενικά όσα σου λέω.»
Ο Νάθλεδιρ αποκρίθηκε, στην Καθομιλουμένη: «Δεν μπορώ παρά να σε πιστέψω, Γεώργιε. Πώς αλλιώς να εξηγήσω τη δύναμη που έχω δει ότι έχεις; Πώς αλλιώς να εξηγήσω το γεγονός ότι δεν κοιμάσαι; Η μόνη άλλη εξήγηση είναι ότι είσαι δαίμονας ετούτης της διάστασης.»
«Ίσως και να είμαι,» του είπε ο Οφιομαχητής. «Ίσως και να είμαι... Πιθανώς να είμαι. Μέχρι ν’ανακαλύψω το χαμένο παρελθόν μου, δεν μπορώ να είμαι βέβαιος για τίποτ’ άλλο.» Και τελείωσε το Αίμα της Έχιδνας στο ποτήρι του. «Θες να πάμε πάνω να ξεκουραστούμε τώρα;»
Ο Νάθλεδιρ ένευσε. «Ναι, γιατί όχι; Αν και δεν έχω ξαναβρεθεί παλιότερα σε τέτοιο μέρος.»
«Πανδοχείο, εννοείς;»
«Ναι.»
«Μη φοβάσαι, θα βολευτείς. Είναι καλύτερα απ’το να κοιμάσαι μες στο δάσος.»
Σηκώθηκαν απ’το τραπέζι· είχαν ήδη πληρώσει τη σερβιτόρα.
«Πότε θα φύγουμε από την πόλη;» ρώτησε ο Νάθλεδιρ καθώς βάδιζαν προς τη σκάλα, περνώντας ανάμεσα από τραπέζια και μέσα από τη βαβούρα της τραπεζαρίας που είχε δυναμώσει ακόμα περισσότερο τώρα που το μεσημέρι είχε έρθει.
«Αύριο το πρωί, λέω. Συμφωνείς;»
«Συμφωνώ.» Μιλούσε στην Καθομιλουμένη πάλι.
«Στη Συμπαντική θα μου μιλάς,» του είπε ο Γεώργιος ενώ ανέβαιναν τη σκάλα. Είχαν κλείσει δωμάτιο πιο πριν, από το τραπέζι τους, μιλώντας στη σερβιτόρα. Ήταν στον δεύτερο όροφο του πανδοχείου. «Πρέπει να τη μάθεις καλύτερα, αλλιώς δεν θα μπορείς να συνεννοηθείς εδώ πέρα. Κανείς δεν μιλά την Καθομιλουμένη της Μοργκιάνης στην Υπερυδάτια.»
«Εντάξει,» αποκρίθηκε ο Νάθλεδιρ. Στη Συμπαντική.
Δυο άντρες που κατέβαιναν τη σκάλα – μοιάζοντας με φονιάδες αν έκρινες από τις όψεις και τα μάτια τους – τους λοξοκοίταξαν περνώντας από δίπλα τους, παραξενεμένοι από το μαύρο δέρμα τους και από τα κατάλευκα μαλλιά του Νάθλεδιρ.
Κάτω, στην τραπεζαρία του πανδοχείου, ο Θρασύβουλος και τα άλλα μέλη του πληρώματος του Μαθητή του Νηρέα ακόμα έτρωγαν και έπιναν.
Η Όλγα ρώτησε τον Θρασύβουλο: «Πότε θα φύγουμε αποδώ;»
«Ε κάτσε, ρε μανταμίτσα, να ξεμεσημεριάσουμε και μετά θα γυρίσουμε στο καράβι,» απάντησε εκείνος. Και της έκλεισε το μάτι. Και, καθώς δεν ήταν καθισμένος μακριά της, άπλωσε το χοντρό χέρι του και το έβαλε πάνω στον μηρό της. «Τώρα που ο Χρύσανθος δεν είναι πια εδώ, να ξέρεις ότι είμαι διαθέσιμος για οτιδήποτε.»
Και μόνο η σκέψη θα έκανε ένα σύγκρυο να τη διατρέξει, ακόμα κι αν ο λεχρίτης δεν είχε τολμήσει να βάλει το χέρι του επάνω της! «Πάρε το χέρι σου από πάνω μου, γαμώτο,» γρύλισε η Όλγα, «προτού σου φέρω το ποτήρι στο κεφάλι!»
Ο Θρασύβουλος απομάκρυνε το χέρι του, αλλά είπε: «Και τι θα κάνεις μόνη σου; Δε θα βαρεθείς; Τέτοιος κώλος σαν τον δικό σου δεν είναι να πηγαίνει χαμένος, και το ξέρεις.»
Η Όλγα αισθάνθηκε να ζαλίζεται από θυμό, όμως του αποκρίθηκε ψύχραιμα: «Το τι θα κάνω ‘μόνη μου’ είναι δική μου δουλειά. Όπως και το τι κάνω με τον κώλο μου. Εντάξει, μεγάλε;»
«Δε μ’αρέσει να μη βλέπω καμιά ευγνωμοσύνη, μανταμίτσα,» είπε ο Θρασύβουλος, μοιάζοντας αρκετά μεθυσμένος απ’τα ποτά. Σίγουρα δεν ήταν στο σημείο να παραπατά, νόμιζε η Όλγα, μα πρέπει να ήταν σε μια κατάσταση... εύθυμη, ο καριόλης της μάνας του Λοκράθου. «Θα μπορούσα να σε είχα πουλήσει, άμα γούσταρα, και το ξέρεις,» της θύμισε.
Την απειλούσε τώρα κιόλας; Η Όλγα αισθάνθηκε ξανά την τάση να το βάλει στα πόδια, όπως πριν, στην Αγορά της Ακαρκίας. Αλλά πού να πήγαινε; Να έφευγε ολομόναχη; Δεν ήξερε τα μονοπάτια, και παντού γύρω από τούτη την άθλια πόλη φαινόταν ν’απλώνεται το Μεγάλο Δάσος.
Αποφάσισε να μη δώσει απάντηση στον λεχρίτη. Άναψε ακόμα ένα τσιγάρο κι έστρεψε τη μούρη της από την άλλη, αγνοώντας τον επιδεικτικά καθώς φυσούσε καπνό απ’το στόμα και τα ρουθούνια.
Δεν είδε τον Θρασύβουλο να χαμογελά μέσα από τα άγρια μαύρα μούσια του. Αλλά εκείνος δεν είχε πάρει καθόλου το βλέμμα του από πάνω της. Τώρα, μάλιστα, δεν κοίταζε πια το πρόσωπό της· την κοιτούσε από τον λαιμό και κάτω: τις καμπύλες του στήθους της, των ποδιών της. Σκεφτόταν πόσο θα ήθελε να την αρπάξει και να την πηδήξει μπρούμυτα· και οι σκέψεις του δεν ήταν υποθετικές: ήταν για το άμεσο μέλλον. Ναι, η μανταμίτσα θα γνώριζε το πουλί του. Εξάλλου, ποιος άλλος θα τη φύλαγε τώρα που ο Χρύσανθος – κρίμας το παλληκάρι, το έφαγε αυτός ο καριόλης ο Ιγνάτιος Φερκίνιος! – είχε βρεθεί στην κοιλιά του Αβυσσαίου; Η μανταμίτσα χρειαζόταν σίγουρα μια κάποια... προφύλαξη. Και θα την έβρισκε. Ο Θρασύβουλος την ορεγόταν. Και ήταν βέβαιος πως κι ο Χρύσανθος θα συμφωνούσε άμα ζούσε. Καλύτερα ο παλιόφιλός του, ο Θρασύβουλος, να πηδά τη γκόμενά του παρά κανένας τυχαίος μούτσος με κοντό πούτσο, έτσι;
Ο καινούργιος Καπετάνιος του Μαθητή του Νηρέα χαμογελούσε, και ήπιε μια μεγάλη γουλιά από τη μπίρα του.
Μετά από καμιά ώρα, αποφάσισαν να πάνε επάνω, στα δωμάτια που είχαν κλείσει, για να την πέσουν δυο, τρεις ωρίτσες προτού επιστρέψουν στο πλοίο που τους περίμενε στις όχθες του ποταμού Υάλβη. Η Όλγα είχε, φυσικά, κλείσει δικό της δωμάτιο, πληρώνοντας η ίδια, σκοπεύοντας να μείνει μόνη. Αλλά τώρα, καθώς ανέβαιναν στον πρώτο όροφο, συνειδητοποίησε πως είχε κάνει λάθος που δεν είχε ανεβεί πριν από τους υπόλοιπους.
Ο Θρασύβουλος την άρπαξε ξαφνικά απ’τον καρπό. «Έλα μαζί μου, μανταμίτσα,» είπε κλείνοντάς της το μάτι.
Η Όλγα έκανε να αποτραβηχτεί αλλά εκείνος δεν την ελευθέρωσε. «Άσε με γιατί θα σε σκοτώσω!» του γρύλισε.
«Μην αγριεύεις τώρα. Θα δεις ότι θα τα βρούμε.»
Οι ναύτες που ήταν ακόμα γύρω τους στον διάδρομο έκαναν αισχρά σχόλια και γελούσαν. Μέχρι και οι δυο γυναίκες ανάμεσά τους.
Η Όλγα επιχείρησε να τον κλοτσήσει τον άθλιο στα μαλακά, αλλά εκείνος τής άρπαξε το πόδι με το άλλο του χέρι και το κράτησε μες στη χούφτα του, αναγκάζοντάς τη να στέκεται στο ένα.
Οι ναύτες τώρα γελούσαν πιο δυνατά και σχολίαζαν πιο αισχρά. «Ρίξ’ της τον πάνω στον τοίχο, ρε Καπ’τάνιε! Πάνω στον τοίχο!» «Επιτόπου, ρε μαλάκα!» «Ναι, ρε, μην είσαι μαλάκας· επιτόπου!»
«Σκάστε, ρε μαλάκες!» τους είπε ο Θρασύβουλος, εξακολουθώντας να κρατά το πόδι και το χέρι της Όλγας. «Τι είμαστε, ζώα, ρε; Ο καθένας στο κρεβάτι του!» Κι αφήνοντας το πόδι της την τράβηξε προς το δωμάτιό του.
Η Όλγα υποχρεωτικά τον ακολούθησε, παραπατώντας. «Άσε με!» τσύριξε. «Άσε με, θα σε σκοτώσω, παλιομαλάκα! Άσε με!»
Ο Θρασύβουλος ξεκλείδωσε την πόρτα και παρέσυρε την Όλγα μες στο δωμάτιο. Εκείνη ούρλιαξε, αλλά σε μια πόλη σαν την Ακαρκία κανείς δεν έδωσε σημασία σ’ένα τέτοιο ουρλιαχτό.
...Εκτός από έναν μαυρόδερμο άντρα που καθόταν οκλαδόν επάνω στο κρεβάτι του, στον δεύτερο όροφο του πανδοχείου, χωρίς να κοιμάται αλλά έχοντας τα μάτια κλειστά.
Ο Οφιομαχητής αναρωτήθηκε τι στη μάνα του Λοκράθου να γινόταν τώρα από κάτω, αλλά δεν κινήθηκε. Το μέρος ήταν μπουρδέλο, προφανώς. Με την κακή έννοια, όχι με την έννοια του Οίκου της Ανεμώνης.
Όμως ύστερα τα ουρλιαχτά συνεχίστηκαν, και δυνατά χτυπήματα αντήχησαν επίσης. Κάποια γυναίκα πάθαινε κάτι που σίγουρα δεν της άρεσε καθόλου.
Τα μάτια του Γεώργιου άνοιξαν.
Είδε πως ο Νάθλεδιρ είχε ανασηκωθεί στο διπλανό κρεβάτι. «Τι στην ουρά του Ιουράσκε συμβαίνει;» ρώτησε ο Μοργκιανός, στην Καθομιλουμένη, ξεχνώντας ότι είχε συμφωνήσει να μιλά στη Συμπαντική.
«Τίποτα το ασυνήθιστο για ένα μέρος σαν αυτό, υποθέτω,» αποκρίθηκε ο Οφιομαχητής. «Ξεκουράσου.»
«Μα...»
«Ξεκουράσου.»
Η σιωπή είναι σύνεση, σκέφτηκε ο Νάθλεδιρ, και ξάπλωσε ξανά.
Η Ευθαλία σύρθηκε ανήσυχα επάνω στο κρεβάτι, πλάι στο πόδι του Οφιομαχητή.
Οι κραυγές συνεχίστηκαν, και τα μάτια του Γεώργιου δεν είχαν κλείσει. Αισθανόταν την οργή του να φουντώνει ολοένα και περισσότερο. Δε μπορούσε άλλο ν’ακούει βασανιστήρια να συμβαίνουν από κάτω του – και, αντικειμενικά, δεν είχαν περάσει ακόμα ούτε δέκα λεπτά από τότε που τα ουρλιαχτά είχαν ξεκινήσει.
Σηκώθηκε όρθιος, χωρίς να φορέσει τις μπότες του. Ζώστηκε το Φιλί της Έχιδνας, πήρε την Ευθαλία στον πήχη του, και βγήκε απ’το δωμάτιο.
Ο Νάθλεδιρ αμέσως τινάχτηκε πάνω και τον ακολούθησε. «Πού πας;»
«Κάτω. Να διαμαρτυρηθώ για τη φασαρία. Δεν αφήνουν τον κόσμο να κοιμηθεί, μεσημεριάτικα.» Ο Γεώργιος βάδιζε ενώ μιλούσε, και τώρα άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα.
Έφτασε στον πρώτο όροφο. Προχώρησε μες στον διάδρομο, ανάμεσα στα καταλύματα του πανδοχείου, με τον Νάθλεδιρ στο κατόπι του. Τα ουρλιαχτά έρχονταν από μια συγκεκριμένη πόρτα.
Μια άλλη πόρτα ήταν μισάνοιχτη εκεί γύρω, κι ένας τύπος είχε βγάλει το κεφάλι του κι αφουγκραζόταν. Χαμογελούσε χυδαία. Είπε στον Γεώργιο, που περνούσε από δίπλα: «Ακούγεται καλό γαμήσι, ε; Ε;»
Ο Οφιομαχητής τον κοπάνησε κατάμουτρα με την παλάμη του, στέλνοντάς τον μέσα στο δωμάτιο, με τη μύτη σπασμένη. Πλησίασε την πόρτα απ’την οποία έρχονταν οι κραυγές, άρπαξε το πόμολο, και έσπρωξε. Η κλειδαριά διαλύθηκε, και ο Γεώργιος μπήκε σ’ένα δωμάτιο με ένα και μοναδικό κρεβάτι. Επάνω του ήταν πεσμένη μπρούμυτα μια γυναίκα που αμέσως αναγνώρισε, με τα ρούχα της κουρελιασμένα, βίαια σκισμένα. Ένας άντρας την καβαλούσε, τον οποίο ο Οφιομαχητής επίσης αναγνώρισε αμέσως. Από τη μέση και πάνω ήταν ντυμένος, αλλά από τη μέση και κάτω ολόγυμνος.
«ΕΕΕ!» γκάριξε ο Θρασύβουλος. «Τι κάνεις εκεί, ρε μαλάκα! Πού νομίζεις ότι βρίσκεσαι, γαμώ τη μάνα σου γαμώ!» Το πουλί του ήταν ακόμα μέσα στην Όλγα, και τα χέρια του κρατούσαν τη μέση της κοντά του.
«Δε νομίζω ότι σε γουστάρει,» του είπε ο Οφιομαχητής. «Άσε την ήσυχη. Είσαι μεθυσμένος, ή παλαβός.»
«Τι λε ρε πούστη; Τι νομίζεις ότι είσ’, ο Καπ’τάνιος μου;» Ο Θρασύβουλος απομακρύνθηκε τώρα από την Όλγα, αρπάζοντας από κάτω, από το πάτωμα, από τη ζώνη του, το ενεργειακό του πιστόλι και στρέφοντάς το προς τον Οφιομαχητή.
Αλλά το Φιλί της Έχιδνας ήδη κινιόταν, έχοντας βγει απ’το θηκάρι.
Ο Θρασύβουλος πάτησε τη σκανδάλη καθώς η μακριά λεπίδα χτυπούσε το πιστόλι. Η ενεργειακή ριπή που εκτοξεύτηκε βρήκε τον Γεώργιο ξώφαλτσα στον δεξή ώμο, κι εκείνος ούτε που τραντάχτηκε. Το ενεργοβόλο όπλο, όμως, έφυγε από το χέρι του Θρασύβουλου, τινάχτηκε πέρα.
«Αυτή,» είπε ο Οφιομαχητής, «ήταν η λάθος κίνηση – ρε πούστη.» Άρπαξε τον Θρασύβουλο μονοχεριάρι από τη μάλλινη μπλούζα του και τον κοπάνησε στον τοίχο, μία, δύο φορές, αναισθητοποιώντας τον κι αφήνοντάς τον να σωριαστεί σαν σακί στο πάτωμα.
Η Όλγα είχε κουλουριαστεί πάνω στο κρεβάτι, κλαίγοντας.
Ο Γεώργιος θηκάρωσε το Φιλί της Έχιδνας και την πλησίασε, πιάνοντάς την από το μπράτσο, ήπια. «Έλα μαζί μ–»
«Άφησέ με!» ούρλιαξε εκείνη, και τινάχτηκε πίσω.
«Άμα θες σ’αφήνω,» της είπε ο Γεώργιος. «Αλλά δε νομίζω αυτό να ήταν καλό για σένα, αν ο Θρασύβουλος συνέλθει, ή το πλήρωμά του πλησιάσει προς τα εδώ.»
Η Όλγα έκλαιγε ακόμα.
«Έλα μαζί μου,» επέμεινε ο Οφιομαχητής. «Κανείς δεν πρόκειται να σε πειράξει, σ’το υπόσχομαι.» Έτεινε το χέρι του προς το μέρος της.
Η Όλγα τον κοίταξε με επιφύλαξη, βλέποντας τη μορφή του να γυαλίζει πίσω από τα δάκρυά της. Αυτός είναι, παρατήρησε, γιατί πριν δεν ήταν σίγουρη. Ο κατάμαυρος ξένος. Ο εξωδιαστασιακός... Ο ένας από τους δύο.
Η Όλγα ξεροκατάπιε. Τον φοβόταν. Αλλά έπρεπε να παραδεχτεί ότι ο Κάλνεντουρ – Κάλνεντουρ δεν τον έλεγαν; – είχε δίκιο: Όταν ο Θρασύβουλος συνερχόταν, ή όταν το πλήρωμα, οι άλλοι, οι παλιάνθρωποι, τα ζώα, που τον άφησαν να... να...!
Η Όλγα, ξεροκαταπίνοντας, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να συγκροτήσει τον εαυτό της, σηκώθηκε απ’το κρεβάτι πατώντας με πόδια που έτρεμαν. «...Πού;» ρώτησε.
«Στο δωμάτιό μας,» της είπε ο Γεώργιος. «Κανείς δεν θα σε πειράξει,» επανέλαβε.
Η Όλγα έκανε να βαδίσει, και παραπάτησε. Θα έπεφτε, αλλά ο Οφιομαχητής την έπιασε και τη σήκωσε στα χέρια σαν να ήταν φτιαγμένη από πούπουλα.
Βγήκε απ’το δωμάτιο του Θρασύβουλου κι ανέβηκε προς το δικό του, με τον Νάθλεδιρ ακόμα στο κατόπι του, σιωπηλό κι έτοιμο να δράσει αν χρειαζόταν. Στον Μοργκιανό, κανένας δεν φαινόταν αξιόπιστος εδώ. Το μέρος τού θύμιζε σφηκοφωλιά μαύρων σφηκών – οι χειρότερες του Δάσους των Ψυχών.
Έφτασαν στο δωμάτιό τους στον δεύτερο όροφο και ο Οφιομαχητής άφησε την Όλγα στο κρεβάτι του. «Ξεκουράσου,» της είπε. «Χρησιμοποίησε την τουαλέτα αν θες να πλυθείς.»
«Ευχαριστώ,» αποκρίθηκε εκείνη, αλλά προβληματισμένη. Τι θα κάνω τώρα; σκεφτόταν. Πού θα πάω; Πήρε καθιστή θέση πάνω στο κρεβάτι, δαγκώνοντας τη σφιγμένη γροθιά της. Πού σκατά θα πάω, γαμώτο; Ύστερα απ’ό,τι είχε γίνει, δεν μπορούσε να επιστρέψει στον Μαθητή του Νηρέα, φυσικά· και παντού γύρω από την Ακαρκία απλωνόταν το Μεγάλο Δάσος. Γαμώτο! ούτε τα πράγματά της δεν μπορούσε τώρα να πάει κάτω να πάρει από το δωμάτιο του Θρασύβουλου! Ο σάκος της ήταν ακόμα εκεί, στη γωνία όπου ο λεχρίτης τον είχε πετάξει. Ο μαυρόδερμος ξένος έπρεπε να τον είχε σκοτώσει, τον πούστη! Έπρεπε να τον είχε σκοτώσει!
Η Όλγα διπλώθηκε, κλαίγοντας γοερά.
Ο Οφιομαχητής και ο Νάθλεδιρ αλληλοκοιτάχτηκαν, καθώς ακόμα στέκονταν όρθιοι μες στο δωμάτιο.
«Τι έχει τώρα;» ρώτησε ο Μοργκιανός, στην Καθομιλουμένη.
Ο Γεώργιος έβαλε το χέρι του στον ώμο της. «Ε,» της είπε ήπια, «τι είναι; Μπορούμε κάπως να βοηθήσουμε;» Κάθισε πλάι της.
Η Όλγα σκούπισε τα δάκρυά της με τα δάχτυλα. «Δεν έχω πού να πάω... Ο Χρύσανθος είναι νεκρός – αυτό το κάθαρμα τον δολοφόνησε! Αν δεν ήταν νεκρός.... Τώρα, δεν έχω πού να πάω...»
«Πού μένεις; Ήσουν ανέκαθεν μέσα στον Μαθητή του Νηρέα; Ήσουν εκεί από καιρό; Μέρος του πληρώματος;»
«Δεν ήμουν πλήρωμα!» είπε, αρκετά απότομα, η Όλγα. «Ήμουν εκεί για τον Χρύσανθο. Είχαμε συμφωνήσει... είχαμε συμφωνήσει...»
«Τι; Να κάνετε την πειρατεία μαζί;»
«Να είναι το πλοίο δικό μας τώρα, και να πλέουμε στους ποταμούς,» είπε η Όλγα.
Να κάνετε την πειρατεία μαζί, εν ολίγοις, σκέφτηκε ο Γεώργιος. «Ποιος τον σκότωσε; Ο παλιός Καπετάνιος του σκάφους, έτσι;»
«Ναι, αυτό το κάθαρμα! Είχε ένα πυροβόλο πιστόλι κρυμμένο κάπου μες στο μπαλαούρο – δεν ξέραμε ότι ήταν εκεί – και τον είχαμε κλειδώσει στο μπαλαούρο – δεν ξέραμε ότι θ’ανοίγαμε και θα τον βρίσκαμε να μας σημαδεύει.»
«Και τώρα πού είναι;»
«Εκεί που του αξίζει!» Τα μάτια της ήταν οργισμένα, η όψη της είχε ξαφνικά αγριέψει πολύ.
«Δηλαδή;»
«Ο Θρασύβουλος τον έδωσε στους Κουκουλοφόρους.»
Ο Γεώργιος νόμιζε ότι κάπου τους είχε ξανακούσει μα δεν ήταν σίγουρος. Στη Σκιάπολη; Στη Ριλιάδα; «Τι είναι οι Κουκουλοφόροι;»
«Δουλέμποροι. Αγοράζουν ανθρώπους και τους πουλάνε.»
«Μάλιστα...» Ο Γεώργιος σιχαινόταν τους δουλεμπόρους. Αισθάνθηκε την οργή του να θεριεύει σαν δηλητηριώδες φίδι, σαν τον ίδιο τον Διπλό Καταβροχθιστή, αλλά την κράτησε μακριά με το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου. «Και γιατί ο Θρασύβουλος σού... όρμησε;»
«Είναι ανώμαλος – γι’αυτό! Και... και ο σάκος μου είναι κάτω, είναι στο δωμάτιό του ακόμα... Δεν έχω ούτε τον σάκο μου, δεν ξέρω πού να πάω...»
Ο Γεώργιος τη ρώτησε ξανά: «Από πού είσαι; Προτού ανεβείς στο πλοίο, πού ήσουν;»
«Στην Ηλβάρη.»
Ο Γεώργιος προσπάθησε να θυμηθεί τον χάρτη της Μικρυδάτιας. Ναι, ήξερε πού βρισκόταν η Ηλβάρη. Ήταν από τις μεγάλες πόλεις της ηπειρονήσου. Στις ανατολικές ακτές, νότια των Υγρότοπων, στις εκβολές του ποταμού Κέλβου. Μακριά από εδώ. Αν και οι ηπειρόνησοι της Υπερυδάτιας δεν ήταν πραγματικά μεγάλες, βέβαια· άλλες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος είχαν πολύ μεγαλύτερες εκτάσεις. Αλλά η Ηλβάρη βρισκόταν πέρα από το Μεγάλο Δάσος, πέρα από τα Υσκάρια Όρη· δεν ήταν εύκολο να πας εκεί βαδίζοντας. Ειδικά για κάποια σαν την Όλγα. Μάλλον κάτι θα την έτρωγε καθοδόν.
«Και γιατί έφυγες από εκεί;» τη ρώτησε.
«Σου είπα – για να είμαι μαζί με τον Χρύσανθο, επάνω στο δικό μας ποταμόπλοιο.»
Ο Οφιομαχητής τής πρότεινε: «Έλα μ’εμάς, αν θέλεις. Είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω για να σε βοηθήσω, αυτή τη στιγμή.»
Η Όλγα τον κοίταξε επιφυλακτικά· ύστερα κοίταξε τον Νάθλεδιρ, που τώρα καθόταν στην άκρη του κρεβατιού του (καταλαβαίνοντας οριακά τα όσα έλεγε, στη Συμπαντική, ο Γεώργιος μ’αυτή τη λευκόδερμη, μαυρομάλλα γυναίκα)· ύστερα έστρεψε το βλέμμα της πάλι στον Οφιομαχητή, με την ίδια επιφύλαξη όπως πριν. «Πού κατευθύνεστε;»
«Καλό ερώτημα,» είπε εκείνος. «Νότια, είναι το μόνο που μπορώ να σου απαντήσω.»
Η Όλγα συνοφρυώθηκε.
«Δεν έχουμε κανέναν άλλο, πιο συγκεκριμένο προορισμό,» εξήγησε ο Γεώργιος· «αυτή είναι η αλήθεια. Αν θέλεις μας εμπιστεύεσαι. Πάντως, δεν πρόκειται να σε πειράξουμε· σ’το υπόσχομαι.»
«Νότια... Δηλαδή, έξω απ’το Μεγάλο Δάσος;»
«Ναι, σίγουρα.»
«Στο Υσκάριο Πέρασμα;»
«Μάλλον.»
Η Όλγα σκέφτηκε: Τι καλύτερες επιλογές έχω; «Θα έρθω,» αποκρίθηκε. «Φεύγετε σήμερα;»
«Αύριο το πρωί λέμε να ξεκινήσουμε. Απόψε μπορείς να κοιμηθείς εδώ, στο κρεβάτι μου. Εγώ θα καθίσω στο πάτωμα· δεν υπάρχει πρόβλημα.»
«Σ’ευχαριστώ,» είπε ο Όλγα. «Κάλνεντουρ, έτσι;»
«Βασικά... όχι.» Αφού θα ταξίδευε μαζί τους, σκέφτηκε ο Οφιομαχητής, δεν είχε νόημα να τον αποκαλεί με ψεύτικο όνομα. Αν και ούτε το Γεώργιος ήταν το πραγματικό όνομά του, το είχε πια συνηθίσει τόσο ώστε να το θεωρεί δικό του. «Γεώργιο με λένε.»
Η Όλγα συνοφρυώθηκε. «Τι;... Μα... είσαι εξωδιαστασιακός, δεν είσαι;»
«Δεν είμαι σίγουρος γι’αυτό. Ίσως ναι, ίσως όχι.»
«Τι... τι εννοείς;» Τον ατένιζε με περιέργεια. Δε μπορεί νάναι Υπερυδάτιος, σκεφτόταν. Μπορεί;
«Θα τα πούμε άλλη στιγμή αυτά, αν μας δοθεί η ευκαιρία,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος. «Ο φίλος μου, πάντως, λέγεται όντως Νάθλεδιρ, και είναι από τη Μοργκιάνη. Τη Συμπαντική Γλώσσα δεν την ξέρει και πολύ καλά, οπότε πρόσεχε πώς του μιλάς.»
Η Όλγα λοξοκοίταξε τον Νάθλεδιρ.
Εκείνος προσπάθησε να χαμογελάσει φιλικά. Είχε καταλάβει τι της έλεγε ο Γεώργιος. Περίπου.
Η Όλγα έστρεψε το βλέμμα της στον Οφιομαχητή. «Έχει παράξενα μαλλιά... Για το δέρμα του, εννοώ. Ή έτσι μου φαίνεται εμένα. Τόσο λευκά...»
«Και στη Μοργκιάνη θεωρείται σπάνιο ένας μαυρόδερμος άνθρωπος να έχει κατάλευκα μαλλιά· αλλά συμβαίνει,» της είπε ο Οφιομαχητής.
Η Όλγα καθάρισε τον λαιμό της. «Σ’ευχαριστώ, πάντως, για ό,τι έκανες. Κανένας άλλος δεν... δεν είπε τίποτα... και... Έβαλες τη ζωή σου σε κίνδυνο...»
«Μην το σκέφτεσαι. Έχω βάλει τη ζωή μου και σε περισσότερο κίνδυνο.»
«Ίσως θα έπρεπε να φύγουμε απόψε,» πρότεινε η Όλγα, «γιατί, αφού δεν τον σκότωσες, ο Θρασύβουλος μπορεί να γίνει... εκδικητικός. Κι έχει τόσους από το πλήρωμα μαζί του.»
«Άμα θέλουν ας κοπιάσουν,» είπε ο Οφιομαχητής, και η όψη του έκανε την Όλγα να πιστέψει ότι τα λόγια του δεν ήταν απλή ξιπασιά. Αυτός ο μαυρόδερμος άνθρωπος είχε κάτι το... διαφορετικό επάνω του. Ή ήταν η εντύπωσή της;
Το υπόλοιπο απόγευμα το πέρασαν στο δωμάτιό τους, μη βγαίνοντας καθόλου. Ο Οφιομαχητής τράβηξε μια θαλασσοδαρμένη, ξεθωριασμένη τράπουλα από μια από τις πολλές τσέπες της κάπας του και άρχισαν να παίζουν Δάγκωμα της Έχιδνας, αφού εξήγησε τους κανόνες στον Νάθλεδιρ.
«Πολύ παράξενο παιχνίδι, Γεώργιε,» παρατήρησε ο Μοργκιανός μιλώντας στη Συμπαντική Γλώσσα.
«Όχι και τόσο παράξενο,» διαφώνησε ο Οφιομαχητής. Στο Δάγκωμα της Έχιδνας, ο κάθε παίχτης, χρησιμοποιώντας τα φύλλα της τράπουλας, προσπαθούσε να αποφύγει να «δαγκωθεί» κάνοντας τους άλλους να δαγκωθούν από την Έχιδνα. Όποιος δαγκωνόταν έβγαινε από το παιχνίδι. Νικούσε εκείνος που έμενε «αδάγκωτος».
Ο Νάθλεδιρ είχε μόλις δαγκωθεί όταν η πόρτα του δωματίου χτύπησε.
Η Όλγα κοκάλωσε, και τα τραπουλόχαρτα στο χέρι της φάνηκαν να τρέμουν.
Ο Οφιομαχητής σηκώθηκε από το κρεβάτι. «Ποιος είναι;» ρώτησε, τραβώντας το Φιλί της Έχιδνας από το θηκάρι που ήταν ακουμπισμένο παραδίπλα.
«Ο πανδοχέας είμαι, κύριε. Ο Ζαχαρίας του Κρεβατιού, με τ’όνομα. Μου λένε πως σπάσατε μια πόρτα μου. Την πόρτα ενός δωματίου στον πρώτο όροφο. Διαλύσατε την κλειδαριά.»
Ο Γεώργιος θηκάρωσε το Φιλί της Έχιδνας, το ζώστηκε, και άνοιξε την πόρτα για να τον αντικρίσει. Ήταν ο κοκαλιάρης, γαλανόδερμος άντρας με τα αξύριστα γένια, τα κοντά μαύρα μαλλιά, και τα μάτια δολοφόνου που είχε δει και στο μπαρ. Πίσω του στέκονταν δύο που έμοιαζαν για μπράβοι – ένας άντρας και μια γυναίκα – μυώδεις και οπλισμένοι, αν και δεν είχαν τραβηγμένα τα όπλα τους.
«Θα πρέπει να την πληρώσετε την κλειδαριά,» είπε ο Ζαχαρίας του Κρεβατιού. «Όποιος κάνει ζημιές στο Κρεβάτι το Καλό τις πληρώνει. Νόμος, όχι αστεία. Το υποστηρίζει ο Κυβερνήτης. Κι άμα δεν τόχετε ακούσει, τάχω προσωπικά καλά μαζί του. Προσωπικά,» τόνισε.
Ο Γεώργιος υπέθετε πως αναφερόταν στον άρχοντα της περιοχής, αυτόν που κρυβόταν πίσω από τα τείχη του οχυρού στ’ανατολικά, κατά πάσα πιθανότητα. Αισθάνθηκε την οργή της Έχιδνας να τον ωθεί να τους σπάσει τα κεφαλιά και να τους πετάξει από τη σκάλα, προς το ισόγειο. Καταπολέμησε την παρορμητική τάση ακούγοντας το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου να σφυρίζει εντός του.
«Πόσο κάνει η κλειδαριά σου;» ρώτησε ενώ, συγχρόνως, δεν μπορούσε παρά να παρατηρήσει ότι δεν έμοιαζε να ενδιαφέρει τον πανδοχέα για τους ανθρώπους που είχε χτυπήσει – τον Θρασύβουλο και τον άλλο ενοικιαστή.
«Δεκαπέντε οχτάρια.»
«’Ντάξει. Περίμενε.» Ο Οφιομαχητής πλησίασε την κάπα του, που κρεμόταν απ’την κρεμάστρα, πήρε δεκαπέντε οκτάποδες από μέσα, κι επιστρέφοντας στο κατώφλι τούς έδωσε στον Ζαχαρία.
«Είσαι άψογος, μάστορα,» αποκρίθηκε εκείνος. «Αλλά μην κάνεις κι άλλες ζημιές στο πανδοχείο μου, καλώς;»
«Βασανιζόταν μια γυναίκα εκεί μέσα. Αν δεν έσπαγα την κλειδαριά για να μπω, το βασανιστήριο θα συνεχιζόταν.»
«Εδώ πέρα ο καθείς κοιτά τη δουλειά του, μάστορα. Δεν έπρεπε να μπλέξεις, κανονικά. Τέλοσπαντω...» Τον κοίταξε συνοφρυωμένος, σκεπτικός. «Αλήθεια, πώς την έσπασες έτσι την κλειδαριά; Δεν ακούστηκε και πολλή φασαρία – τίποτα κλωτσιές ή κοπανήματα...»
«Δική μου δουλειά, πανδοχέα.»
Κάτι στον τρόπο του απέτρεψε τον Ζαχαρία απ’το να κάνει περισσότερες ερωτήσεις. «Όπως νομίζεις. Αλλά, είπαμε, όχι άλλες τέτοιες... περιπέτειες, εντάξει;»
«Ο Θρασύβουλος και το πλήρωμά του είναι ακόμα εδώ;»
«Ποιοι;»
«Ο άντρας που χτύπησα για να βοηθήσω τη γυναίκα που βασάνιζε. Είναι ακόμα εδώ, αυτός κι οι δικοί του;»
«Α, αυτός. Ναι, εδώ είναι. Και να προσέχεις, μεγάλε· θέλει να κόψει τον πούτσο σου και να τον βαλσαμώσει. Σ’το λέω φιλικά, έτσι; για να τόχεις υπόψη.»
«Αξιοσημείωτη η ευγένειά σου, πανδοχέα.»
«Νάσαι καλά, μάστορα.» Ο Ζαχαρίας του Κρεβατιού τού έκλεισε το μάτι, και εκείνος κι οι δύο μπράβοι του αποχώρησαν.
Ο Οφιομαχητής έκλεισε την πόρτα.
«Μας περιμένουν!» είπε ο Όλγα, φοβισμένα. «Μας περιμένουν να βγούμε!»
«Άσ’ τους να περιμένουν,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος, και έλυσε το θηκαρωμένο Φιλί από τη μέση του, ακουμπώντας το, όρθιο, στο πλάι του κρεβατιού.
«Ναι αλλά τι θα κάνουμε; Δε θα βγούμε;»
«Μη φοβάσαι· δε μπορούν να μας σταματήσουν.» Ο Οφιομαχητής κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, πιάνοντας τα φύλλα του από το κομοδίνο, όπου τα είχε αφήσει κλειστά. «Πού είχαμε μείνει; Δική σου σειρά δεν ήταν;»
Ο Νάθλεδιρ τον άκουγε και χαμογελούσε με την έκφραση στο πρόσωπο της Όλγας. Θυμόταν πώς ο Γεώργιος είχε ξεπαστρέψει τους Κάρσεγκαλ, και πώς είχε αρπάξει εκείνο το αγριογούρουνο μες στα δάση. Ένας άνθρωπος – ή δαίμονας – που μπορούσε ν’αντιμετωπίσει έτσι τους Κάρσεγκαλ, μα τη Θορμάνκου, την Κυρά του Πολέμου, δεν είχε τίποτα να φοβηθεί, από κανέναν.
Μετά από λίγη ώρα, ο Οφιομαχητής δαγκώθηκε πρώτος, έτσι η Όλγα έμεινε αδάγκωτη και νίκησε το παιχνίδι.
«Η Σιλοάρνη σε ευνοεί,» της είπε ο Γεώργιος.
«Δεν το νομίζω,» αποκρίθηκε εκείνη, ακόμα συλλογισμένη και φοβισμένη. «Το αντίθετο, μάλλον, Γεώργιε.»
«Μην το λες.» Ο Οφιομαχητής μάζευε τα φύλλα της τράπουλας, ανακατεύοντάς την. «Μου θυμίζεις έναν παλιό φίλο. Κι αυτός ήταν πολύ άσχημα μπλεγμένος όταν τον πρωτοσυνάντησα.» Εννοούσε τον Δημήτριο Ζερδέκη, φυσικά – αν και δεν πίστευε αληθινά ότι οι δυο τους έμοιαζαν και τόσο.
«Τι του είχε συμβεί;»
«Τον κυνηγούσαν για χρέη, στην Οστρακόπολη.»
Η Όλγα συνοφρυώθηκε. «Πού;»
«Μια πόλη στις δυτικές ακτές της Κεντρυδάτιας, στο Πλοκάμι των Ναυαγίων.»
«Α, είσαι θαλασσογυρισμένος...»
«Θέλοντας και μη,» είπε ο Οφιομαχητής, κάνοντάς την ακόμα πιο περίεργη για το ποιος πραγματικά ήταν αυτός ο άνθρωπος που έμοιαζε για εξωδιαστασιακός αλλά είχε Υπερυδάτιο όνομα, φαινόταν να ξέρει καλά την Υπερυδάτια, και είχε κι ένα φίδι – ένα φίδι, μα την Έχιδνα! – τυλιγμένο στο χέρι του σαν να ήταν ιερωμένος της Φαρμακερής Κυράς.
Αργότερα, ο Γεώργιος κατέβηκε στην τραπεζαρία για να πάρει βραδινό και να το φέρει επάνω. Δε συνάντησε κανένα πρόβλημα, αν και είδε τον Θρασύβουλο και τους συντρόφους του να τον αγριοκοιτάζουν απ’το τραπέζι τους.
«Σε πλησίασαν;» τον ρώτησε η Όλγα, όταν είχε επιστρέψει στο δωμάτιο.
«Όχι.»
«Ήταν εκεί;»
«Ήταν. Εν μέρει, ήλπιζα να με πλησιάσουν, αλλά κώλωσαν.»
Η Όλγα αναρωτιόταν αν ο τύπος προσπαθούσε να την εντυπωσιάσει για να πλαγιάσει μαζί του οικειοθελώς. Μ’αυτά που έλεγε, όμως, απλά την έκανε να νομίζει ότι ήταν ξεπαρμένος. Ωστόσο, δεν του το είπε, φυσικά. Του χρωστούσε.
Ο Νάθλεδιρ, παρατηρώντας την έκφραση στο πρόσωπό της, γελούσε. Μετά το φαγητό, πρότεινε: «Να παίξουμε πάλι αυτό το παιχνίδι, Γεώργιε; Τώρα νομίζω ότι το έχω καταλάβει.»
«Ας παίξουμε.» Ο Οφιομαχητής έβγαλε τη θαλασσοδαρμένη τράπουλα από την κάπα του.
Ο Νάθλεδιρ δαγκώθηκε πάλι πρώτος, και καταράστηκε τον Ιουράσκε. «Μου βάζει τρικλοποδιές!»
«Οι θεοί της Μοργκιάνης δεν έχουν δύναμη εδώ,» του είπε ο Γεώργιος, συνεχίζοντας το παιχνίδι με την Όλγα. Κι αυτή τη φορά εκείνος έμεινε αδάγκωτος στο τέλος.
Ύστερα, ο Νάθλεδιρ και η Όλγα ξάπλωσαν για να κοιμηθούν, ενώ ο Οφιομαχητής καθόταν οκλαδόν στο πάτωμα και φυλούσε σκοπιά.
Την Όλγα, όμως, δεν μπορούσε να την πάρει ο ύπνος. Ήταν πολύ τσιτωμένη. Φοβόταν ότι, από στιγμή σε στιγμή, η πόρτα θα έσπαγε και ο Θρασύβουλος κι οι λεχρίτες του θα ορμούσαν μέσα. Κοιμήθηκε, τελικά, λίγο πριν από την αυγή.
Όταν το φως του Πρώτου Ήλιου έμπαινε από το μισάνοιχτο παντζούρι του δωματίου, ο Οφιομαχητής σηκώθηκε από τη θέση του και ξύπνησε τους συντρόφους του.
Η Όλγα τρόμαξε απ’το άγγιγμά του στον ώμο της. Τινάχτηκε, με μια κραυγή.
«Εγώ είμαι,» της είπε ο Γεώργιος. «Ώρα να πηγαίνουμε. Και πρέπει να σου αγοράσουμε και ρούχα από την πόλη – μια κάπα, τουλάχιστον – προτού φύγουμε από εδώ.»
«Ο σάκος μου, και η κάπα μου, είναι ακόμα στο δωμάτιο του Θρασύβουλου.»
«Δε χρειάζεται να ξαναπάμε εκεί.» Δεν φοβόταν τον Θρασύβουλο, φυσικά· αλλά δεν ήθελε πάλι να κάνει αναστάτωση, και ζημιές, στο Κρεβάτι το Καλό. Αυτό ίσως να είχε ως αποτέλεσμα να μπλέξουν εδώ πέρα, ειδικά αφού ο Ζαχαρίας του Κρεβατιού έλεγε ότι τα είχε καλά με τον Κυβερνήτη. Δε μπορεί να ήταν λόγια του αέρα μόνο.
Ετοιμάστηκαν και έφυγαν από το δωμάτιο. Κατέβηκαν τις σκάλες, πέρασαν από την τραπεζαρία – όπου ήταν ελάχιστοι άνθρωποι, τέτοια ώρα, και δεν είχε πολλή φασαρία – και βγήκαν από το πανδοχείο. (Είχαν ήδη πληρώσει για το κατάλυμα.)
Μόλις ήταν έξω, άνθρωποι συγκεντρωθήκαν γύρω τους, σχηματίζοντας κλοιό. Οι τρεις κάθονταν πάνω σε δίκυκλα, κι ο ένας από τους τρεις ήταν ο Θρασύβουλος. Οι υπόλοιποι, καβάλα σε δίκυκλα και μη, ήταν άτομα του πληρώματός του. Όλοι με όπλα στα χέρια.
«Βρε βρε, κάτι λωποδύτες που τριγυρίζουν τα πρωινά, ρε μαλάκα μου...» είπε ο Θρασύβουλος.
Ο Οφιομαχητής τράβηξε το Φιλί της Έχιδνας και το βελονοβόλο του. Ο Νάθλεδιρ έπιασε τη σότραθ του – το κοντό δόρυ με τις δύο λεπίδες. Η Όλγα κρύφτηκε πίσω τους.
Ο Θρασύβουλος είπε: «Δώστε μας τη σκρόφα και θεωρώ το θέμα λήξαν, ξένοι.»
«Δώστε μας αυτά τα τρία δίκυκλα και θεωρώ εγώ το θέμα λήξαν, Καπετάνιε,» αποκρίθηκε ο Οφιομαχητής.
Ο Θρασύβουλος τον ατένισε επίπεδα για μια στιγμή. Ύστερα: «Α-χα-χα-χα-χα-χα!» γέλασε, κάνοντας το κεφάλι πίσω. «Ρε μαλάκες,» είπε, «ο τύπος είναι γελωτοποιός στη διάστασή του – αυτό είναι, γαμώ τα μαλλιά της Έχιδνας γαμώ!» Και αγριοκοιτάζοντας τον Γεώργιο: «Τέρμα, όμως, τ’αστεία τώρα, φίλε. Δώσε μας τη σκρόφα, αλλιώς εσύ κι ο μαύρος αδελφός σου είστε σκυλοπνιγμένοι, ξεγραμμένοι, ψόφιοι – με εννοείς, ή δεν την πιάνεις τη γλώσσα;»
«Θα βρεις τη γλώσσα σου σύντομα κομμένη στο έδαφος,» του είπε ο Οφιομαχητής.
«Πάνω τους, ρε μαλάκες!» γκάριξε ο Θρασύβουλος. «Πάνω τους!»
Και οι άνθρωποι από το πλήρωμα του Μαθητή του Νηρέα – λίγο παραπάνω από μια ντουζίνα στο σύνολό τους – όρμησαν στον Οφιομαχητή και τον Νάθλεδιρ, με όπλα υψωμένα.
Το βελονοβόλο έβαλε, και μια γυναίκα έπεσε ουρλιάζοντας καθώς οι Ενδότερες Φλόγες γλιστρούσαν μες στο αίμα της. Το Φιλί της Έχιδνας έσπασε τη λεπίδα ενός σπαθιού και συνέχισε την πορεία του σπάζοντας και το κρανίο του άντρα που το κρατούσε. Ο Νάθλεδιρ απέφυγε ένα ρόπαλο και κάρφωσε με τη σότραθ τον αντίπαλό του στο μάτι, κάνοντάς τον να σωριαστεί κραυγάζοντας, διπλωμένος. Συνέχισε την επίθεσή του οδηγώντας την άλλη λεπίδα της σότραθ στα πλευρά μιας γυναίκας, ενώ ύψωνε το πόδι του και κλοτσούσε έναν άντρα στην κοιλιά.
Ο Οφιομαχητής σπάθισε ακόμα έναν, καρατομώντας τον, κι ακόμα έναν, σκίζοντάς του το στήθος και τινάζοντάς τον πάνω σ’έναν άλλο. Απέκρουσε ένα ξίφος με το Φιλί της Έχιδνας και κλότσησε αυτόν που το κρατούσε, εκτοξεύοντας τον σαν οβίδα, σωριάζοντάς τον στον δρόμο μαζί με δύο συντρόφους του που πήρε σβάρνα.
Όσοι είχαν απομείνει όρθιοι το έβαλαν στα πόδια. Όσοι ήταν πεσμένοι και μπορούσαν να σηκωθούν σηκώθηκαν και τους μιμήθηκαν.
Ο Θρασύβουλος καθόταν ακόμα επάνω στο ένα από τα δίκυκλα, κοιτάζοντας με μάτια γουρλωμένα, μη μπορώντας να πιστέψει όσα έβλεπε. Τι σκατά αρχίδι ήταν αυτός ο μαυρόδερμος πούστης; αναρωτήθηκε φευγαλέα, προτού βάλει τη μηχανή μπροστά και γυρίσει το τιμόνι για να την κοπανήσει–
Αισθάνθηκε ένα τσίμπημα στη ράχη, σαν κάτι μικρό να τον είχε καρφώσει. Και μετά ένιωσε να μουδιάζει, να ζαλίζεται, να μη μπορεί να κρατήσει την ισορροπία του· έπεσε στο πλάι, και το δίκυκλο πλάκωσε το πόδι του. Ο Θρασύβουλος κραύγασε από πόνο, μα δεν μπορούσε να κουνηθεί. Ήταν σαν να είχε χάσει την αίσθηση της αφής σ’όλο του το σώμα. Και ζαλιζόταν πιο πολύ τώρα. Η κατάστασή του χειροτέρευε...
Ο Οφιομαχητής κατέβασε το βελονοβόλο του, και ρώτησε την Όλγα: «Ξέρεις να οδηγείς δίκυκλο;»
Εκείνη κούνησε το κεφάλι αρνητικά, μη νομίζοντας ότι μπορούσε να μιλήσει.
«Σίγουρα; Δεν είναι και τόσο δύσκολο.»
«Θα... Δεν τόχω ξανακάνει... Θα προσπαθήσω.»
Ο Οφιομαχητής ένευσε και πλησίασε το δίκυκλο που πλάκωνε το πόδι του Θρασύβουλο. Το σήκωσε όρθιο. «Ούτε εσύ ξέρεις να οδηγείς δίκυκλο, ε;» ρώτησε τον Νάθλεδιρ.
«Όπως είπε, δεν μπορεί να είναι δύσκολο.»
«‘Όπως είπες’, εννοείς.»
«Ναι.» Ο Νάθλεδιρ πλησίασε ένα από τα άλλα δύο δίκυκλα και το καβάλησε.
Ο Θρασύβουλος ήταν ακόμα στο έδαφος, μουδιασμένος από την Αγκαλιά Μουδιάστρας, μη μπορώντας να σηκωθεί. Ο Οφιομαχητής έβαλε την αιχμή του Φιλιού στον λαιμό του. «Φρόντισε να μην ξαναβρεθείς μπροστά μου, Καπετάνιε,» είπε, καταπολεμώντας την οργή μέσα του η οποία τον ωθούσε να τον σκοτώσει τον άθλιο, εδώ και τώρα.
Ο Θρασύβουλος δεν μπορούσε ν’απαντήσει· αισθανόταν τη γλώσσα του πελώρια μες στο στόμα του.
Ο Οφιομαχητής καβάλησε το δίκυκλό του, και είπε στην Όλγα: «Ανέβα στο άλλο.»
Εκείνη έδειξε στο έδαφος. «Ο σάκος μου... Τον έχει.»
Ο Γεώργιος κοίταξε τον πεσμένο Θρασύβουλο. «Έλα πάρ’ τον. Δεν είναι σε θέση να κουνηθεί πια.»
Η Όλγα τον πλησίασε.
Ο Ζαχαρίας του Κρεβατιού παρουσιάστηκε στο κατώφλι του πανδοχείου. «Τι γίνετ’ εδώ, ρε παιδιά;»
«Δεν είμαστε μες στο μαγαζί σου,» του είπε ο Οφιομαχητής. «Αν θες να καθαρίσεις τον δρόμο, βάλε τη σερβιτόρα να ρίξει νερό με το λάστιχο. Δεν πληρώνω τίποτα, σ’το λέω.»
Ο Ζαχαρίας γέλασε. «Ουδέν πρόβλημα, μάστορα! Έχεις ύφος, γαμημένε· σε γουστάρω!»
Η Όλγα πήρε τον σάκο της από τον ώμο του Θρασύβουλου και τον πάτησε στ’αρχίδια, εκδικητικά. Όχι πως εκείνος αισθάνθηκε τίποτα, με το δηλητήριο που κυλούσε μέσα του.
Ο Νάθλεδιρ είχε ενεργοποιήσει τη μηχανή του δίκυκλου γυρίζοντας τον διακόπτη που ήταν ο πιο μεγάλος μπροστά του. «Τι κάνω τώρα, Γεώργιε;» ρώτησε.
Εκείνος τού είπε τα βασικά.
Ο Νάθλεδιρ δοκίμασε να οδηγήσει και τα κατάφερε.
Το ίδιο και η Όλγα, αφού ανέβηκε στο άλλο δίκυκλο.
«Δεν είναι δύσκολο, Γεώργιε!» είπε ο Μοργκιανός.
«Πρόσεχε τις λακκούβες, όμως,» αποκρίθηκε ο Οφιομαχητής.
Και έφυγαν από την Ακαρκία, οδηγώντας τα τρία δίκυκλα νότια, μέσα στο Μεγάλο Δάσος, επάνω στο κακοτράχαλο μονοπάτι που, ναι, ήταν όλο λακκούβες, και πέτρες, και ρίζες, και πεσμένα κλαδιά.
Η Φαρμακερή Βασίλισσα μπαίνει στην τραπεζαρία του άντρου ύστερα από κάποια ώρα που εγώ και η Λουκία είμαστε εκεί μαζί με τον Νικόλαο και άλλα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου. Με πλησιάζει και κάθεται στο τραπέζι μας, λέγοντάς μου: «Το κανόνισα. Θα ψάξουν για πλοίο που αναχωρεί για Ριλιάδα όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Εν τω μεταξύ θα μείνεις μαζί μας, υποθέτω...»
«Δεν υπάρχει κανένα καλύτερο μέρος να πάω,» της αποκρίνομαι.
«Θα σε προμηθεύσω και με όπλα, χρήματα, ρούχα. Ό,τι χρειάζεσαι.»
«Κυρίως, χρήματα χρειάζομαι. Από τα άλλα έχω· πήραμε αρκετά πράγματα από το παλιό άντρο των Αγενών.»
«Ό,τι θέλεις, ωστόσο, είναι στη διάθεσή σου.» Ύστερα, στρέφεται στη Λουκία και μοιάζει να της δίνει πραγματική σημασία για πρώτη φορά. «Γιατί δεν δοκιμάζεις να δεχτείς το Ιερό Σημάδι;» της λέει.
Η Λουκία συνοφρυώνεται, δείχνοντας να μην καταλαβαίνει.
«Να γίνεις Τέκνο του Φαρμακερού Κύκλου,» εξηγεί η Βασίλισσα.
Τα μάτια της Λουκίας γουρλώνουν. Κουνά το κεφάλι αρνητικά. «Όχι.»
Η Φαρμακερή Βασίλισσα γελά. «Γιατί όχι; Τι άλλη ζωή σού απομένει στην Ιχθυδάτια; Απ’ό,τι μου είπε ο Γεώργιος, κάποιοι σε κυνηγούσαν, και φαίνεται πως έχεις καταλάβει τη διαφθορά που είναι εξαπλωμένη στην ηπειρόνησο. Δεν είναι τυχαίο που η Μεγάλη Κυρά σε οδήγησε σ’εμάς.»
«Είπα: όχι,» επιμένει η Λουκία.
«Η επιμονή σου,» της λέει η Βασίλισσα, «δείχνει μόνο ότι υπάρχει κάποια έντονη εσωτερική ανάγκη να μπεις στον κύκλο μας.»
«Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί! Και μη μ’απειλείς!»
«Ποιος σε απείλησε, μα την Έχιδνα;»
«Η Λουκία,» τις διακόπτω, «θα σκεφτεί την πρότασή σου, Ευτυχία. Μέχρι τότε... έχω μια ερώτηση να κάνω. Αλλά όχι σ’εσένα.» Στρέφω το βλέμμα μου προς τη μεριά του Μεγαλοφονιά. Είναι ακόμα εδώ, καθισμένος στην αίθουσα κι αυτός, αν και σε άλλο τραπέζι.
«Ευγένιε!» φωνάζω.
Με κοιτάζει.
«Αναγνωρίζεις τη γυναίκα μαζί μου;» Δείχνω τη Λουκία με το βλέμμα μου.
«Την αναγνωρίζω. Γιατί;»
«Την κυνηγούσες αυτό τον καιρό...»
Ο Μεγαλοφονιάς συνοφρυώνεται άγρια. «Τι;»
«Την κυνηγούσες, λέω. Επειδή ήταν κάποτε στο τσούρμο μου. Οι άνθρωποί σου προσπαθούσαν να την καθαρίσουν, απ’τη μια άκρη της Ιχθυδάτιας ώς την άλλη.»
«Τι λες, Οφιομαχητή, μα τα μούσια του Λοκράθου;» μουγκρίζει ο Μεγαλοφονιάς. «Έχω σημαντικότερες δουλειές να κάνω απ’το να κυνηγάω μια πειρατίνα του παλιού σου τσούρμου, ύστερα από τρία χρόνια!»
«Θες να πιστέψω ότι δεν την κυνηγούσες;»
«Πίστεψε ό,τι θες· η γυναίκα δε μ’ενδιαφέρει!»
«Δεν την κυνήγησες ποτέ;» επιμένω.
«Τι ζητάς τώρα, Οφιομαχητή; Κι άλλο καβγά;»
Αισθάνομαι την οργή της Έχιδνας να με φλογίζει. Σηκώνομαι από το τραπέζι, αν και το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου μουρμουρίζει μέσα μου, οι διδαχές του Γέρου του Ανέμου δεν μ’αφήνουν να κάνω κάτι ανόητο. «Θα μου απαντήσεις, ή όχι;»
«Αφού θες να μάθεις,» αποκρίνεται ο Μεγαλοφονιάς, χωρίς ο ίδιος να σηκωθεί από τη θέση του, «παλιά, λίγο μετά από εκείνο το... επεισόδιο στο Άνοιγμα του Στόματος του Ιχθύος, ναι, την είχα κυνηγήσει. Αλλά όχι μόνο αυτήν· είχα κυνηγήσει και διάφορα άλλα μέλη του τσούρμου σου που είχα πληροφορηθεί ότι επέζησαν. Δεν έψαχνα, όμως, να τους καθαρίσω· έψαχνα να μάθω αν ήξεραν πού βρισκόσουν εσύ.»
«Κι από τότε δεν τους ξανακυνήγησες;»
«Τι να τους κάνω να τους κυνηγήσω, Οφιομαχητή; Δε μ’ενδιαφέρουν, μα την Έχιδνα! Οι περισσότεροι δεν είναι καν πειρατές πια· έχουν γίνει ψάρια χωρίς δόντια.»
Ρίχνω μια ματιά στη Λουκία, η οποία μοιάζει συλλογισμένη.
«Δε με πιστεύεις, ε;» λέει ο Μεγαλοφονιάς. Πίνει μια γουλιά απ’τον καφέ του. «Όπως νομίζεις, Οφιομαχητή!»
«Σε πιστεύω,» του αποκρίνομαι, και μοιάζει να τον ξαφνιάζω – και αυτόν και αρκετούς άλλους εκεί μέσα. Ύστερα κάθομαι στο τραπέζι μου ξανά και λέω στη Λουκία, χαμηλόφωνα: «Ίσως να έκανες λάθος.»
«Ίσως,» παραδέχεται εκείνη, ακόμα συλλογισμένη.
«Σας το είπα, δεν σας το είπα;» λέει η Φαρμακερή Βασίλισσα. «Ο Μεγαλοφονιάς είχε άλλες δουλειές αυτό τον καιρό. Δε μπορεί να τον ενδιέφερε να κυνηγά τη Λουκία. Γιατί, άλλωστε; Τι το σημαντικό έχει;» Την κοιτάζει. «Γιατί πιστεύεις ότι σε κυνηγούσε;»
«Επειδή ήξερα τον Γεώργιο. Τι άλλος λόγος να υπήρχε;»
«Η υπόθεση με τον Οφιομαχητή έχει τελειώσει για τον Ευγένιο, νομίζω,» λέει η Φαρμακερή Βασίλισσα. «Αν κάποιοι σε κυνηγούσαν, δεν ήταν δικοί του άνθρωποι. Ίσως να ήταν ακόλουθοι του Λοκράθου.»
«Αυτό υποθέτω κι εγώ,» λέω.
Η Λουκία φαίνεται να δυσκολεύεται να το πιστέψει.
«Είναι η μοναδική λογική υπόθεση τούτη τη στιγμή,» προσθέτω. «Μόνο αυτοί οι καριόληδες μπορεί να σε ήθελαν, είτε για να μάθουν κάτι για εμένα, είτε για να σε χρησιμοποιήσουν κάπως εναντίον μου.»
«Δεν αποκλείεται,» αποκρίνεται η Λουκία, «δεν αποκλείεται...» αν και ακόμα συλλογισμένη.
«Γιατί, λοιπόν, δεν δοκιμάζεις να λάβεις το Ιερό Σημάδι;» τη ρωτά η Φαρμακερή Βασίλισσα. «Φοβάσαι;»
«Δεν θέλω να γίνω σαν εσάς, εντάξει;» λέει απότομα η Λουκία.
Και η Ευτυχία γελά ξανά. «‘Σαν εμάς’; Τι φήμες ακούς για ‘εμάς’, Λουκία;»
«Δε χρειάζεται ν’ακούσω φήμες. Βλέπω.»
«Και δε σ’αρέσει αυτό που βλέπεις; Τι νομίζεις ότι είναι όλοι τούτοι οι άνθρωποι μες στο άντρο μας; Εξωδιαστασιακές οντότητες; Δαίμονες της Έχιδνας; Άτομα σαν εσένα είναι. Άτομα που έχουν καταλάβει καλά τη διαφθορά που επικρατεί στην ηπειρόνησό μας, κι αισθάνονται πως η Μεγάλη Κυρά τούς έχει προορίσει για να βοηθήσουν στην εκκαθάριση των μιασμάτων.»
«Δεν αισθάνομαι ότι η Μεγάλη Κυρά μ’έχει προορίσει για... εκκαθάριση,» λέει η Λουκία, άγρια. «Τέλος κουβέντας, Ευτυχία. Δεν–»
«Αν με ξαναπείς ‘Ευτυχία’ θα σε σκοτώσω,» τη διακόπτει η Φαρμακερή Βασίλισσα, και δε μοιάζει να αστειεύεται.
Η Λουκία την παίρνει σοβαρά – και καλά κάνει, νομίζω. «Τέλος κουβέντας,» διορθώνει τα λόγια της. «Δεν ενδιαφέρομαι να μπω στον κύκλο σας.»
«Όταν καταλάβεις ότι έχασες μια πολύ καλή ευκαιρία στη ζωή σου, ίσως νάναι πια αργά για εσένα,» της λέει η Βασίλισσα, και σηκώνεται από το τραπέζι.
«Η Λουκία δεν ήθελε να σε προσβάλει,» της λέω.
«Δε φεύγω γι’αυτό, Γεώργιε. Έχω κι άλλα πράγματα να κάνω, ξέρεις. Θα τα ξαναπούμε σύντομα. Εν τω μεταξύ» – γνέφει σε κάποιον μέσα στην αίθουσα – «ο Αλέξανδρος θα σε ξεναγήσει στο άντρο μας. Αλλά αυτή,» δείχνει τη Λουκία, «θα πάει στο δωμάτιό της.»
«Δεν υπάρχει λόγος να είναι σαν φυλακισμένη–»
«Δεν θα έπρεπε καν να ήταν εδώ, Γεώργιε. Για χάρη σου δεν τη σκοτώνουμε.»
Κοιτάζω τη Λουκία, η οποία λέει: «Θα πάω να ξεκουραστώ. Δεν υπάρχει πρόβλημα. Ο Ακατάλυτος θα είναι μαζί μου.» Ο γάτος της ήδη πλησιάζει ξανά.
Και, συγχρόνως, πλησιάζει κι ένας άντρας μέτριου αναστήματος, γαλανόδερμος, με μακριά πράσινα μαλλιά που έχουν ανάμεσά τους αρκετές γκρίζες τούφες. Το πρόσωπό του σκεπάζουν άγρια γένια, και η μάσκα της ιεροσύνης: είναι, δηλαδή, βαμμένο πράσινο, με μαύρη μπογιά γύρω από τα μάτια. Φορά έναν μακρύ πράσινο χιτώνα, και στα χέρια του τυλίγονται περικάρπια σαν φίδια.
Ένας ιερέας της Έχιδνας.
«Οφιομαχητή...» με χαιρετά, κάνοντας αντίκρυ μου τη σπάνια υπόκλιση του φιδιού (η οποία, μάλλον, δεν είναι και τόσο σπάνια ανάμεσα στα Τέκνα).
«Ο Αλέξανδρος, υποθέτω,» λέω.
«Ο Αλέξανδρος ο Γηραιός,» τον συστήνει η Φαρμακερή Βασίλισσα, «για τον οποίο σου έλεγα. Ο ιερέας μας που γνώριζε από παλιά τον Αγησίλαο.»
«Μάλιστα. Χαίρω πολύ, Ιερότατε.»
«Η χαρά είναι δική μου, Οφιομαχητή. Και όλων εδώ μέσα. Η ιερή σου δύναμη έχει πλημμυρίσει το άντρο· το αισθάνομαι.»
Μου λέει μαλακίες, είμαι σίγουρος.
«Θα τον ξεναγήσεις όπως είπαμε;» τον ρωτά η Βασίλισσα.
«Ασφαλώς, Μεγάλη Οφιοκυρά.»
«Εσύ,» λέει η Ευτυχία στη Λουκία, «έλα μαζί μου.»
«Πού θα την πας;» ρωτάω.
«Κάπου να της κόψω το λαρύγγι στα κρυφά,» αστειεύεται η Πράσινη Κρίνη, χωρίς να χαμογελά, μη θυμίζοντας καθόλου την Πράσινη Κρίνη. Γνέφει προς τη Λουκία. «Έλα μαζί μου,» επαναλαμβάνει. «Θα σε πάω στο δωμάτιό σου.»
Η παλιά πειρατίνα σηκώνεται απ’το τραπέζι. «Ξέρω τον δρόμο.»
«Θα σ’τον μάθω καλύτερα.»
Η Λουκία με κοιτάζει ερωτηματικά.
Της γνέφω να πάει με την Ευτυχία. Δεν το θεωρώ πιθανό – καθόλου πιθανό – η Φαρμακερή Βασίλισσα να σκοπεύει να την πειράξει με κάποιον τρόπο όσο είμαι εδώ. Αν ήθελε να την πειράξει θα το έκανε μπροστά μου.
Οι δυο τους, περνώντας ανάμεσα από τα τραπέζια, βγαίνουν από την αίθουσα (και ο Ακατάλυτος τις ακολουθεί σαν κατάσκοπος, σαν ύπουλη σκιά).
Στρέφομαι στον Αλέξανδρο τον Γηραιό, που ξαφνικά αναρωτιέμαι γιατί τον λένε «ο Γηραιός»· δεν μοιάζει και τόσο γέρος. «Είναι μεγάλο το άντρο, Ιερότατε;»
«Αρκετά μεγάλο, Οφιομαχητή, αλλά όχι και πολύ.»
Τις συνηθίζει τις ασαφείς απαντήσεις, άραγε;
«Πάμε λοιπόν...» λέω.
Τον ακολουθώ έξω από την τραπεζαρία, και ο Αλέξανδρος ο Γηραιός με πηγαίνει από το ένα μέρος στο άλλο. Μου δείχνει τους κοιτώνες, τις αποθήκες, το οπλοστάσιο, τους χώρους πολεμικής εκπαίδευσης, τον Ναό της Έχιδνας–
Εκεί, μπροστά στην απεικόνιση της Φαρμακερής Κυράς που είναι λαξεμένη στον τοίχο (δεν υπάρχει άγαλμα· ίσως να ήταν πολύ δύσκολο να το κατεβάσουν στην υπόγεια βάση), στέκεται κάποιος που μας έχει γυρισμένη την πλάτη και φορά κουκούλα στο κεφάλι. Μόλις μπαίνουμε, όμως, γυρίζει και μας κοιτάζει, και μέσα απ’την κουκούλα αντικρίζω το πρόσωπο του Αγησίλαου, του ερπετοειδή.
«Οφιομαχητήςςςς...» με χαιρετά.
«Αγησίλαε,» αντιχαιρετώ. «Η Βασίλισσα μού είπε πολλά για σένα.»
«Υπηρέτηςςςς είμαι, μόνο,» αποκρίνεται ο ερπετοειδής, μετριοπαθώς ίσως. Τριγύρω, πύραυνα φωτίζουν τον χώρο, και ερπετά είναι ξαπλωμένα ράθυμα μέσα σε λάκκους του πατώματος και θυρίδες των τοίχων. Ορισμένα έχουν στρέψει την προσοχή τους επάνω μου, έντονα· το αισθάνομαι.
Αυτή είναι η πρώτη φορά που βρίσκομαι σε ναό της Έχιδνας που είναι υπόγειος, τώρα που το σκέφτομαι. Οι ναοί της Έχιδνας δεν είναι υπόγειοι· είναι συνήθως στις ακτές. Ή, μήπως, ο Ναός στο Μικρό Συμπάν, το πελώριο υποβρύχιο του Ισίδωρου Ορνάκιου, μετρούσε για «υπόγειος»;
«Όλοι,» προσθέτει ο Αλέξανδρος ο Γηραιός, «μόνο υπηρέτες είμαστε. Υπηρετούμε τον Μεγάλο Αγώνα, Οφιομαχητή. Ακόμα και η Φαρμακερή Βασίλισσα το ίδιο θα σου πει για τον εαυτό της, αν τη ρωτήσεις. Δεν αναζητά πλούτη, ούτε πολιτική δύναμη.»
«Το έχω καταλάβει αυτό.» Αν μη τι άλλο, κανείς δεν θα μπορούσε ποτέ να κατηγορήσει τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου για απληστία ή εξουσιομανία.
Ο Αλέξανδρος νεύει, και λέει: «Αυτός, λοιπόν, είναι ο Ναός μας,» δείχνοντας ολόγυρα με μια κυκλική χειρονομία. «Ο ιερότερος χώρος του άντρου μας. Εδώ προσευχόμουν ώρες ολόκληρες για τον ερχομό σου, Οφιομαχητή, και τελικά η Μεγάλη Κυρά σε έστειλε σ’εμάς.»
Η οργή μου φουντώνει. Θα τον είχα γρονθοκοπήσει καταπρόσωπο τον καριόλη, αν οι διδαχές του Γέρου του Ανέμου δεν με συγκρατούσαν. Εξαιτίας του κάνω αυτές τις παράξενες σκέψεις για «μιάσματα»; Όχι, δεν είναι δυνατόν... Είναι;
«Ναι,» λέει ο Αλέξανδρος ο Γηραιός, «καταλαβαίνεις πόσο σημαντικός είσαι για τον Αγώνα μας...» έχοντας μάλλον παρεξηγήσει την έκφρασή μου, που νομίζω πως πρέπει να είναι επίπεδη, ουδέτερη, καθώς το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου κρατά μακριά τη δηλητηριώδη οργή της Έχιδνας.
«Να σας κάνω μια ερώτηση, τώρα που έχω την ευκαιρία;» λέω, κοιτάζοντάς τους και τους δύο.
«Ασφαλώς,» αποκρίνεται ο ιερέας.
«Γνωρίζετε έναν σαμάνο των Ηρμάντιων; Έναν ερπετοειδή που κατοικεί στο Φαρμακοτόπι – το νησί μες στον κόλπο της Νοσρίντης;»
Ο Αλέξανδρος ο Γηραιός και ο Αγησίλαος αλληλοκοιτάζονται. Ύστερα ο τελευταίος μού λέει: «Γιατί ρωτάςςς, Οφιομαχητήςςς;»
«Τον είχα συναντήσει κάποτε,» εξηγώ. «Είχαμε συγκρουστεί οι δυο μας.» Τους διηγούμαι, εν συντομία, τι είχε γίνει τότε.
«Καθάρματα του Αρχέγονου Όφεως!» μουγκρίζει ο Αλέξανδρος ο Γηραιός. «Δε σέβονται ούτε έναν Φιλημένο σαν τον Οφιομαχητή. Νομίζουν ότι είναι πάνω απ’όλους και όλα – ακόμα και τους εκλεκτούς της ίδιας της Μεγάλης Κυράς!»
«Μιάσσσσματα!» συρίζει ο Αγησίλαος, με τα μάτια του να γυαλίζουν οργισμένα.
«Οι δυνάμεις του ήταν... αξιοσημείωτες, ωστόσο,» λέω. «Δεν έχω ξανασυναντήσει τέτοιον ερπετοειδή, που να μπορεί να μ’επηρεάσει μ’αυτό τον τρόπο.»
«Οι ερπετοειδείςςς των Ουραίων Δασσσότοπων,» εξηγεί ο Αγησίλαος, «έχουν ισσσχυρή επαφή με τα ερπετά.»
«Δεν είμαι ‘ερπετό’ ακριβώς. Είμαι λιγότερο ερπετό από εσένα, Αγησίλαε.»
«Έχειςςς, όμωςςς, κι εσσύ επαφή με τα ερπετά. Κι αυτό ήταν αρκετό για να σσσυναντήσειςςς τον νου του Κλέαρχου.»
«Κλέαρχος; Αυτό είναι το όνομά του;»
«Ναι.» Στις γλώσσες των ανθρώπων, τουλάχιστον· γιατί οι ίδιοι οι ερπετοειδείς, στη δική τους γλώσσα, είμαι σίγουρος πως αποκαλούν αλλιώς τους εαυτούς τους. Στις δικές μας γλώσσες, όμως, χρησιμοποιούν ονόματα που περισσότερο σε άλλες διαστάσεις θα ταίριαζαν (όπως στην Απολλώνια) παρά στην Υπερυδάτια. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως είναι απλά ένα έθιμο.
«Τον γνωρίζεις, δηλαδή...»
Αλλά ο Αλέξανδρος απαντά. «Είναι από τους ισχυρότερους σαμάνους των Ουραίων Δασότοπων. Αρχιερέας του Αρχέγονου Όφεως. Και από τους σημαντικότερους υποστηρικτές των Ηρμάντιων.»
«Και περνά τον καιρό του απομονωμένος στο Φαρμακοτόπι;»
«Απλά το επισκέπτεται, Οφιομαχητή· κι εκείνη τη νύχτα σε περίμενε εκεί. Σε είχε καλέσει, πιθανώς.»
Οι τρίχες μου ορθώνονται. Ακόμα με τρομάζει η επιρροή που είχε αυτός ο καταραμένος επάνω μου. Κι ακόμα το Φιλί της Έχιδνας ζητά να χύσει το αίμα του!
«Νομίζεις κι εσύ ότι μπορούσε όντως να με... καλέσει,» λέω.
«Ποιος άλλος το νομίζει; Η Βασίλισσά μας;»
«Η Αθανασία, η Αρχιέρεια της Ιχθυδάτιας· και η Αρωγός της.»
«Α, αυτές...» λέει ο Αλέξανδρος ο Γηραιός, με μια έκφραση πίσω από τη μάσκα της ιεροσύνης – την πράσινη βαφή του προσώπου του – που μαρτυρά πως δεν τις συμπαθεί. Όχι πως περίμενα κάτι άλλο, βέβαια.
Εκείνο που με απασχολεί περισσότερο είναι η αντίδραση του Αγησίλαου. Τον κοιτάζω για να κρίνω την αντίδρασή του, όμως δεν μπορώ να φτάσω σε κανένα συμπέρασμα. Βγάζει μόνο ένα χαμηλόφωνο σύριγμα ακούγοντας τα ονόματά τους.
«Την ξέρεις την Αρωγό της Αρχιέρειας;» τον ρωτάω.
«Εσσσσύ την ξέρειςςς, Οφιομαχητήςςςς;»
«Τη συνάντησα μαζί με την Αθανασία, πριν από κάποια χρόνια, όταν ήμουν ακόμα κουρσάρος στην Ιχθυδάτια.»
«Η Βασίλισσά μας,» λέει ο Αλέξανδρος, «υποθέτω πως θα σου έχει μιλήσει γι’αυτές...»
«Ναι, μου είπε... κάποια πράγματα.»
«Δεν ακολουθούν σωστή τακτική, Οφιομαχητή,» τονίζει ο Γηραιός, «ειδικά ετούτες τις ημέρες. Δεν παίρνουν την απειλή του Αρχέγονου Όφεως τόσο σοβαρά όσο θα έπρεπε. Κι αυτό θα κοστίσει σε όλους μας.»
«Μπορεί,» αποκρίνομαι.
«Περιμέναμε από καιρό την άφιξή σου, για να μας βοηθήσεις στον Μεγάλο Αγώνα, εναντίον του Αρχέγονου Όφεως και κάθε άλλου μιάσματος.»
«Δε θα μείνω, Ιερότατε, όπως θα έχεις καταλάβει,» του λέω. «Πρέπει να φύγω.»
«Μου το είπε η Βασίλισσά μας· αλλά είναι η πεποίθησή μου ότι σύντομα θα επιστρέψεις σ’εμάς, όπως ορίζει η Μεγάλη Κυρά.»
Σκέφτεσαι πάλι να με καλέσεις με τον καταραμένο μυστικισμό σου; σκέφτομαι οργισμένα. Όμως δεν το λέω. Το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου σφυρίζει μέσα μου, καλμάροντάς με. Δεν είμαι και τόσο σίγουρος, ούτως ή άλλως, ότι βρίσκομαι εδώ εξαιτίας των επικλήσεων του Αλέξανδρου του Γηραιού.
Στρέφομαι στον Αγησίλαο. «Τι ξέρεις για την Αρωγό της Αρχιέρειας;» τον ρωτάω. «Από πού είναι; Η προηγούμενη Φύλακας της Ιλφόνης μού είχε πει ότι οι δυο τους – η Αρωγός και η Αθανασία – ήρθαν από τη θάλασσα, πάνω στη ράχη μιας μικρής γιγαντοχελώνας. Η Αθανασία δεν θυμόταν τίποτα από το παρελθόν της. Η Αρωγός δεν μιλούσε. Πιθανώς να είναι μουγκή, ή να μη θέλει να μιλήσει. Επικοινωνεί μόνο με την Αθανασία, νοητικά απ’ό,τι καταλαβαίνω, όπως ο Κλέαρχος επικοινωνούσε μαζί μου. Αλλά η Αθανασία, μα την Έχιδνα, δεν είναι σαν εμένα. Δεν είναι Φιλημένη, σίγουρα! Ή, μήπως, είναι;»
Ο Αγησίλαος συρίζει συλλογισμένα. «Πολλά θέλειςςς να μάθειςςς, Οφιομαχητήςςς. Δεν έχω τιςςς απαντήσσσειςςς για όλα.»
«Μου κάνει ν’ακούσω τις απαντήσεις που μπορείς να μου δώσεις,» του λέω. «Ήμουν περίεργος για την Αθανασία από τότε που τη γνώρισα. Τι το ξεχωριστό έχει, ακριβώς; Γιατί, σίγουρα, έχει κάτι το ξεχωριστό.»
«Η Αρχιέρεια τηςςς Ιχθυδάτιαςςς είναι έκτρωμα, Οφιομαχητήςςς!» αποκρίνεται ο Αγησίλαος, μοιάζοντας να νομίζει ότι αυτό εξηγεί τα πάντα.
«Τι εννοείς; Το ξέρω πως βρίσκεστε σε σύγκρουση με την επίσημη θρησκεία της Έχιδνας, αλλά αυτό είναι–»
«Είναι έκτρωμα, σσσου λέω.»
«Έκτρωμα;»
«Δεν γνωρίζειςςς...» παρατηρεί ο Αγησίλαος. Και διευκρινίζει: «Είναι έκτρωμα – γεννημένη από άνθρωπο και ερπετοειδή–»
«Αδύνατον! Οι άνθρωποι δεν συνευρίσκονται με τους ερπετοειδείς, μα την Έχιδνα!»
«Κι όμωςςς,» επιμένει ο Αγησίλαος, «σσσυμβαίνει μερικέςςς σσσπάνιεςς φορέςςς, και μπορεί να γεννηθούν εκτρώματα.»
«Είναι αλήθεια, Οφιομαχητή,» επιβεβαιώνει ο Αλέξανδρος ο Γηραιός: «μπορεί να γίνει. Τα εκτρώματα δεν είναι ούτε άνθρωποι ακριβώς ούτε ιεροί οφιόμορφοι· αλλά συνήθως μοιάζουν με ανθρώπους περισσότερο. Δεν τους ξεχωρίζεις παρά μόνο με τη χάρη της Έχιδνας, με τη διαίσθηση ορισμένων ιερών οφιόμορφων, ή με τη χρήση των κρυστάλλων που χρησιμοποιούν μόνο οι ιεροί οφιόμορφοι.»
«Και η Αθανασία τούς χρησιμοποιεί· μου το είπε.»
«Τους χρησιμοποιεί επειδή είναι έκτρωμα,» τονίζει ο Αλέξανδρος. «Οι άνθρωποι δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τους κρυστάλλους· μόνο οι ιεροί οφιόμορφοι μπορούν να το κάνουν αυτό.»
«Ναι,» λέει ο Αγησίλαος, «ναι.»
«Επαναλαμβάνω απλώς ό,τι με έχεις διδάξει με τη σοφία σου, Αγησίλαε.» Ο Αλέξανδρος ο Γηραιός κλίνει το κεφάλι προς τη μεριά του ερπετοειδή.
«Η Αθανασία, λοιπόν, έχει μέσα της αίμα ερπετοειδών...» λέω. «Αλλά πώς βρέθηκε πάνω στη γιγαντοχελώνα; Γιατί δεν θυμάται τίποτα από το παρελθόν της; Και ποια είναι η Αρωγός της; Αυτή σίγουρα δεν τη θεωρεί... έκτρωμα.»
«Επειδή είναι διεφθαρμένη!» αποκρίνεται ο Αγησίλαος. «Μιάσσσμα.»
«Υπάρχουν και ερπετοειδή ‘μιάσματα’, ώστε;»
«Όλα τα καθάρματα του Αρχέγονου Όφεωςςςς, κατά πρώτον, είναι μιάσσσματα, Οφιομαχητήςςς!» λέει απότομα ο Αγησίλαος.
«Αλλά η Αρωγός δεν έχει σχέση με τον Αρχέγονο Όφι...»
«Όχι, τέτοια σσσχέση δεν έχει, ευτυχώςςς για εκείνη.»
«Τι ακριβώς κάνει με την Αθανασία;»
«Αυτή την έφερε εδώ, σσστην Ιχθυδάτια,» εξηγεί ο Αγησίλαος. «Την έφερε από την Κεντρυδάτια, γνωρίζονταςςς τι είναι!»
«Γιατί;»
«Είναι μητέρα τηςςς–»
«Τι; Και γιατί δεν το έχει πει στην Αθανασία; Γιατί δεν μιλά σε κανέναν;»
«Έχει πάρει όρκο σσσιωπήςςς, να μη μιλά σε ανθρώπους.»
«Ούτε καν στην ίδια της την κόρη...»
«Όχι με το σσστομα, τουλάχισσστον,» λέει ο Αγησίλαος. «Μπορεί και επικοινωνεί νοητικά μαζί τηςςς, επειδή η Αθανασσσία είναι έκτρωμα.»
«Εσύ πώς τα ξέρεις όλ’ αυτά; Μου φαίνονται για αρκετά... προσωπικές πληροφορίες, Αγησίλαε.»
«Τα είδα μέσσσα σσστουςςς κρυσσστάλουςςς, Οφιομαχητήςςς.»
«Ο Αγησίλαος,» λέει ο Αλέξανδρος ο Γηραιός, «είναι πολύ ισχυρός κρυσταλλοσκόπος. Πολλά μπορεί να διακρίνει.»
«Μπορείς να μαντέψεις και κάτι για εμένα;» ρωτάω τον ερπετοειδή.
«Αν είναι εφικτό, Οφιομαχητήςςς...»
«Μπορείς να δεις πού είναι το άντρο των Τρομερών Καπνών; Των κουρσάρων που έχουν εμφανιστεί τελευταία στην Υπερυδάτια;»
«Αυτό είναι... δύσσσσκολο.»
«Αλλά είναι πιο εύκολο να μαθαίνεις προσωπικές πληροφορίες για την Αθανασία και τη μητέρα της;»
«Κι οι δυο τουςςς έχουν το αίμα του όφεωςςς μέσσσα τουςςς. Είναι του είδουςςς μου – αν και η Αθανασσσία είναι... παρεκτροπή, εξάμβλωμα.»
«Δε μπορείς, δηλαδή, να βρεις τους Τρομερούς Καπνούς;»
«Είναι απλώςςς άνθρωποι, Οφιομαχητήςςς· χάνονται μέσσσα σσστη διάσστασσση.»
«Μαζί τους έχουν μια οντότητα που δεν είναι άνθρωπος· είναι από καπνό. Και, μάλλον, είναι από άλλη διάσταση.» Αν και αδυνατώ να υποθέσω από ποια. Μόνο ο Αιθήρ έρχεται στο μυαλό μου· αλλά πραγματικά δεν νομίζω ότι είναι ον του Αιθέρα αυτό το πράγμα.
«Δεν έχει σσσημασσία,» αποκρίνεται ο Αγησίλαος. «Δεν έχει το αίμα του όφεωςςς.»
Μάλιστα... Ο Αγησίλαος, λοιπόν, με τους μαντικούς του κρυστάλλους, δεν μπορεί να διευκολύνει την αναζήτησή μου. Είναι σαν όλοι οι θεοί του Γνωστού Σύμπαντος να μ’έχουν καταραστεί!
Καταπολεμάω την οργή μου με τις διδαχές του Γέρου του Ανέμου.
«Αυτή είναι η αλήθεια, Οφιομαχητήςςς,» τονίζει ο Αγησίλαος, έχοντας ίσως διακρίνει τον θυμό στο βλέμμα μου.
«Σε πιστεύω,» του λέω· κι αλλάζω θέμα: «Γιατί η Αθανασία δεν θυμάται τίποτα από το παρελθόν της; Ξέρεις; Ή λέει ψέματα ότι δεν θυμάται;»
«Δε νομίζω ότι λέει ψέματα, αν και δεν αποκλείεται κιόλαςςς. Εκείνο που πισσστεύω είναι ότι η μητέρα τηςςς, η Ανδρομέδα, την έχει κάνει να μη θυμάται.»
«Ανδρομέδα λένε την Αρωγό της; Κι αυτό οι κρύσταλλοί σου σ’το αποκάλυψαν;»
«Όχι,» αποκρίνεται ο Αγησίλαος· «η ίδια μου το είπε, όταν ήρθαμε σσσε σσσύντομη επαφή.» Αγγίζει το πλάι του κεφαλιού του με το μακρύ νύχι του δείκτη του δεξιού του χεριού. «Ανδρομέδα είναι το όνομά τηςςς. Τσσσακωθήκαμε. Άσσσχημα.»
Πότε ήρθαν σε... επαφή, άραγε; Όταν η Φαρμακερή Βασίλισσα συναντήθηκε με την Αρχιέρεια της Ιχθυδάτιας, ή πρωτύτερα; Η Ευτυχία μού είπε ότι ο Αγησίλαος δεν συμπαθεί την Αρωγό – την Ανδρομέδα – το θυμάμαι καλά.
«Και νομίζεις ότι η Ανδρομέδα έχει σβήσει τη μνήμη της; Γιατί; Μπορεί καν να γίνει κάτι τέτοιο; Μόνο μάγοι έχω ακούσει πως μπορούν να το κάνουν, με τη χρήση συγκεκριμένων ξορκιών. Μάγοι του τάγματος των Διαλογιστών, κυρίως.» Με τρομάζει η σκέψη ότι ο Κλέαρχος θα μπορούσε, ίσως, να σβήσει τη δική μου μνήμη. Αρκετές αναμνήσεις έχω χάσει από το παρελθόν μου, μα την Έχιδνα! Θα τον βρω αυτόν τον καταραμένο σαμάνο, μια μέρα, και το Φιλί της Έχιδνας θα κλέψει το κεφάλι του!
«Η Ανδρομέδα είναι μητέρα τηςςς, και η Αθανασσσία είναι έκτρωμα,» απαντά ο Αγησίλαος, σαν αυτό να εξηγεί τα πάντα.
«Ιδιαίτερη περίπτωση, δηλαδή;»
Γνέφει καταφατικά.
Ελπίζω αυτό να σημαίνει πως ο άθλιος σαμάνος δεν θα μπορούσε να κάνει το ίδιο σ’εμένα. Πρέπει να πεθάνει, το μίασμα του Αρχέγονου Όφεως!
Για στάσου. Πάλι αυτές οι καταραμένες σκέψεις για μιάσματα...
«Και τι λόγο έχει για να κρύβει από την Αθανασία το παρελθόν της;»
«Δεν είναι φυσικό, Οφιομαχητή,» μου λέει ο Αλέξανδρος ο Γηραιός, «για μια μητέρα να θέλει να κρύβει από την κόρη της μια τέτοια... τερατώδη καταγωγή;»
Και ο Αγησίλαος δεν διαφωνεί με τα λόγια του ιερέα.
Ίσως να έχουν δίκιο, σκέφτομαι. Ίσως η Ανδρομέδα να προσπαθεί απλώς να προστατέψει την Αθανασία. Ίσως.
«Μου φαίνεται, πάντως, παράξενο,» τους λέω, «που ένας άνθρωπος μπορεί να γεννηθεί από συνεύρεση ενός ερπετοειδή με άνθρωπο. Θέλω να πω... οι ερπετοειδείς κάνουν αβγά, μα την Έχιδνα! Τα έχω δει.» Θυμάμαι εκείνη την αίθουσα στην πόλη των Θηριόφεων, στους Τόπους των Παλιών Ερπετών, στην Κεντρυδάτια. Ήταν γεμάτη αβγά... «Βγήκε μέσα από αβγό η Αθανασία; Είναι δυνατόν;»
«Αυτό που λες, Οφιομαχητή,» εξηγεί ο Αλέξανδρος ο Γηραιός, «ισχύει μόνο για τους άποδες ερπετοειδείς. Δεν ισχύει για τους δίποδους, όπως τον Αγησίλαο και την Ανδρομέδα.» (Δε μοιάζει να έχει πρόβλημα να τους αποκαλεί είτε ερπετοειδείς είτε ιερούς οφιόμορφους, ενώ άλλοι ιερείς της Έχιδνας που έχω συναντήσει δεν θα διανοούνταν να τους αποκαλέσουν ερπετοειδείς.) «Οι δίποδοι ερπετοειδείς γενούν με τοκετό, όπως οι άνθρωποι. Αν και, βέβαια, δεν είναι άνθρωποι· και είναι ιεροί στα μάτια της Μεγάλης Κυράς μας.
»Επιπλέον, δεν θα μπορούσε ποτέ άνθρωπος να συνευρεθεί με άποδα ερπετοειδή. Είναι βιολογικά αδύνατον.»
«Ποιος είναι ο πατέρας της Αθανασίας; Γνωρίζετε;»
Ο Αγησίλαος μού λέει: «Δεν έχω αυτή τη γνώσσση, Οφιομαχητήςςς.»
«Κάποιος ιερέας, ίσως;»
«Ιερέας,» τονίζει ο Αλέξανδρος, «δεν θα έκανε ποτέ τέτοιο πράγμα! Ούτε τα μιάσματα του Αρχέγονου Όφεως δεν θέλω να πιστέψω ότι θα έκαναν τέτοιο πράγμα.»
«Δε μιλάω για βιασμό, Ιερότατε.»
«Ούτε εγώ, Οφιομαχητή. Απλά δεν είναι επιτρεπτό τέτοιο άγος. Είναι άσχημο στα μάτια της Μεγάλης Κυράς. Και μπορεί να δημιουργήσει εκτρώματα, σε ορισμένες σπάνιες περιπτώσεις.»
«Τα εκτρώματα μοιάζουν πάντα με άνθρωποι; Ποτέ με ερπετοειδείς;»
«Συνήθως με άνθρωποι μοιάζουν. Αν και κάποιοι έχουν και... ερπετοειδή τμήματα.»
«Εννοείς ότι μέρη του σώματός τους θυμίζουν ερπετό;»
«Ναι.»
«Δεν παρατήρησα κάτι τέτοιο στην Αθανασία...»
«Δεν την είδες, όμως, γυμνή, υποθέτω.»
«Έχεις δίκιο σ’αυτό,» παραδέχομαι.
«Επομένως, το μόνο που ξέρουμε είναι ότι δεν έχει ερπετοειδή τμήματα στο πρόσωπό της και στα χέρια της.»
«Ναι,» παραδέχομαι. Όχι πως μ’ενδιαφέρει ιδιαίτερα αν η Αρχιέρεια της Ιχθυδάτιας τυχαίνει να έχει φολίδες στη ράχη.
«Θα συνεχίσουμε με την ξενάγηση, Ιερότατε;» ρωτάω.
«Ασφαλώς, Οφιομαχητή,» αποκρίνεται ο Αλέξανδρος ο Γηραιός, και φεύγουμε από τον υπόγειο Ναό της Έχιδνας.
Ο Αγησίλαος έρχεται μαζί μας, με την κουκούλα του ακόμα σηκωμένη στο κεφάλι.
Τα μονοπάτια νότια της Ακαρκίας ήταν άτσαλα, αλλά η πόλη δεν βρισκόταν και τόσο μακριά από τις παρυφές του Μεγάλου Δάσους. Όχι όταν οδηγούσες δίκυκλο, τουλάχιστον. Η απόσταση πρέπει να ήταν γύρω στα δεκαπέντε χιλιόμετρα, υπολόγιζε ο Οφιομαχητής όταν είχαν φτάσει εκεί, στο τέλος των δασότοπων, και αντίκριζαν έναν πεδινό τόπο που ανοιγόταν πριν από τους πρόποδες των Υσκάριων Ορέων.
«Το Υσκάριο Πέρασμα πρέπει, λογικά, να είναι προς τα εκεί,» είπε, δείχνοντας. «Και η δημοσιά επίσης.»
Ούτε ο Νάθλεδιρ μίλησε ούτε η Όλγα, καθώς είχαν σταματήσει τα δίκυκλά τους δεξιά κι αριστερά του Γεώργιου βιγλίζοντας τους τόπους αντίκρυ τους.
Ο Οφιομαχητής στράφηκε στην Όλγα. «Δεν έχεις ξανάρθει από εδώ, έτσι;»
«Όχι, ποτέ.»
«Μόνο στην Ηλβάρη έχεις πάει;»
«Ναι. Αλλά ήθελα να φύγω από εκεί.» Και το είπε σαν τότε να ασφυκτιούσε σ’αυτή την πόλη, και σαν τώρα όλα της τα όνειρα να είχαν καταστραφεί.
«Γιατί; Τι έκανες στην Ηλβάρη; Πώς ζούσες;»
«Πουλούσα λουλούδια στο λιμάνι.»
«Δεν ακούγεται και τόσο κακή δουλειά.»
«Έτσι νομίζεις, ε;»
«Τέλος πάντων,» είπε ο Γεώργιος· «πάμε.» Έβαλε τους τροχούς του σε κίνηση ξανά.
Ο Νάθλεδιρ και η Όλγα τον ακολούθησαν καθώς κυλούσε πάνω στην πεδιάδα· και σύντομα είδαν τη μεγάλη δημοσιά που χανόταν προς τα βόρεια και προς τα νότια, προς τα Υσκάρια Όρη – προς το Υσκάριο Πέρασμα.
«Ξέρετε κάτι;» είπε ο Οφιομαχητής. «Άλλαξα γνώμη. Καλύτερα να κατευθυνθούμε βόρεια.»
«Γιατί;» ρώτησε η Όλγα, συνοφρυωμένη ξαφνικά μέσα από την κουκούλα της. (Είχε βρει την κάπα της στο εσωτερικό του σάκου που είχε πάρει από τον Θρασύβουλο, και την είχε φορέσει.)
«Διότι η δημοσιά, αν δε λαθεύω, οδηγεί στη Συμπολιτεία των Ποταμών και μόνο· δεν πάει ανατολικά.» Αυτό θυμόταν από τους χάρτες που είχε δει, τουλάχιστον. Κι επίσης, θυμόταν το Ξίφος των Αρχόντων – το πλοίο του Πολιτοβασιλέα, του ανώτατου άρχοντα της Συμπολιτείας, το οποίο είχε κουρσέψει μαζί με τους Αγενείς. Αλλά δεν το είχε βυθίσει, ούτε είχε σκοτώσει την Καπετάνισσά του – μόνο τον μάγο του. Το σκάφος πρέπει τελικά να είχε καταφέρει να επιστρέψει στη Συμπολιτεία των Ποταμών, αν τίποτα τραγικό δεν του είχε συμβεί εν πλω.
Δεν το θεωρούσε, βέβαια, πιθανό τώρα να συναντήσει την Πλοίαρχο του Ξίφους των Αρχόντων, ούτε κανέναν άλλο από το πλήρωμά του – θα ήταν εξωφρενική σύμπτωση – όμως, και πάλι, δεν αισθανόταν καλά να κατευθυνθεί προς τη Συμπολιτεία. Ακόμα και οι εξωφρενικές συμπτώσεις έχουν την τάση να μπορούν να συμβούν...
«Και λοιπόν;» είπε η Όλγα.
«Καλύτερα να μην πάμε νότια,» αποκρίθηκε απλώς ο Οφιομαχητής, κι έστριψε βόρεια καθώς πλησίαζαν τη δημοσιά.
Ο Νάθλεδιρ και η Όλγα τον ακολούθησαν πάλι. Έφτασαν γρήγορα στον μεγάλο λιθόστρωτο δρόμο, ανέβηκαν επάνω του, και συνέχισαν να κυλάνε προς την ίδια κατεύθυνση. Αριστερά τους έβλεπαν ψηλά βουνά, δεξιά τους την πυκνή βλάστηση του Μεγάλου Δάσους. Ένας ψυχρός φθινοπωρινός άνεμος φυσούσε. Πέρασαν δίπλα από άλλα οχήματα, δίπλα από καβαλάρηδες, δίπλα από οδοιπόρους. Ο δρόμος δεν ήταν καθόλου ερημικός· το αντίθετο, μάλλον. Είχε πολλή κίνηση. Και ύστερα από κανένα μισάωρο βρέθηκαν κοντά σε μια πόλη στο πλάι του η οποία, αν και περιτειχισμένη με πέτρινο τείχος, φώναζε από μακριά ότι ήταν σταθμός. Η πύλη της έστεκε πλατιά και ορθάνοιχτη, και κόσμος φαινόταν να μπαίνει και να βγαίνει, με μηχανοκίνητα οχήματα και μη.
Καθώς ο Οφιομαχητής ελάττωσε την ταχύτητά του, το ίδιο έκαναν και η Όλγα κι ο Νάθλεδιρ· και ο Γεώργιος ρώτησε την πρώτη: «Ποια πόλη είναι αυτή;» Νόμιζε πως την είχε δει στους χάρτες του, μα δεν θυμόταν το όνομά της.
«Πού να ξέρω;» αποκρίθηκε η Όλγα. «Σου είπα: δεν έχω ξαναταξιδέψει από εδώ.»
Ο Νάθλεδιρ παρατήρησε, στη Συμπαντική: «Μοιάζει ασφαλές μέρος.»
«Αλλά είναι νωρίς ακόμα,» είπε ο Γεώργιος. «Μιάμιση ώρα αφότου φύγαμε από την Ακαρκία. Δεν είστε κουρασμένοι από τώρα, έτσι;»
«Θα ήθελα να σταματήσω λίγο,» παραδέχτηκε ο Νάθλεδιρ, που δεν είχε συνηθίσει να οδηγεί δίκυκλο. Πρώτη φορά οδηγούσε.
Το ίδιο και η Όλγα, η οποία είπε: «Κι εγώ.»
«Εντάξει,» συμφώνησε ο Γεώργιος, «ας σταματήσουμε.»
Πήγαν προς την πύλη της περιτειχισμένης πόλης. Οι φρουροί δεν έκαναν καμιά κίνηση να τους εμποδίσουν ή να τους ελέγξουν.
Ο Γεώργιος τούς ρώτησε: «Πώς ονομάζεται τούτο το μέρος;»
Οι φρουροί – όλοι τους ντυμένοι με κράνη και φολιδωτούς θώρακες που φαινόταν να περιλαμβάνουν αλεξίσφαιρη επένδυση – φάνηκαν παραξενεμένοι. «Δεν έχεις ξανάρθει από εδώ, ε;» είπε ένας.
«Όχι.»
«Αυτή η πόλη είναι η Υσόδμη. Είναι γνωστή σε τούτες τις περιοχές. Σταματά αρκετός κόσμος που διασχίσει τη δημοσιά προς τα νότια ή προς τα βόρεια. Υπάρχουν μέρη για να ξεκουραστείτε, για να αγοράσατε εφόδια, καύσιμα, τρόφιμα... Περάστε.» Έδειξε προς το εσωτερικό της πόλης.
«Ευχαριστούμε,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος· και πέρασαν την πύλη μπαίνοντας σ’έναν μεγάλο δρόμο ανάμεσα σε οικοδομήματα που δεν ήταν πολύ ψηλά μα ούτε και πολύ χαμηλά. Ορισμένα είχαν ακόμα και έξι ορόφους.
Δεξιά κι αριστερά της οδού που διέσχιζαν τώρα ο Οφιομαχητής και οι δύο σύντροφοί του υπήρχαν πανδοχεία, σταθμοί ενέργειας, μηχανουργεία, εστιατόρια, καταστήματα που πουλούσαν εξοπλισμούς, ρούχα, τρόφιμα, Τύπο. Ναι, η πόλη αναμφίβολα ήταν περαστική, και φαινόταν.
Ένα αεροπλάνο πέταξε ξαφνικά από πάνω της, χάνοντας ύψος, πηγαίνοντας να προσγειωθεί κάπου στα νοτιοδυτικά, όπου πρέπει να υπήρχε αεροδρόμιο.
Ο Γεώργιος είπε: «Καλό θα ήταν να εφοδιαστούμε με καύσιμα. Δεν ξέρω για τα δικά σας, αλλά το δικό μου δίκυκλο γράφει ότι έχει μόνο τριάντα-εφτά τοις εκατό ενέργεια ακόμα.»
«Το δικό μου έχει μέσα τριάντα-εννιά τοις εκατό,» είπε η Όλγα.
«Δεν ξέρω τι να κοιτάξω,» παραδέχτηκε ο Νάθλεδιρ.
«Δεν έχει σημασία,» είπε ο Οφιομαχητής. «Χρειαζόμαστε καύσιμα αν είναι να συνεχίσουμε να τα χρησιμοποιούμε αυτά τα τροχοφόρα. Όμως υπάρχει ένα πρόβλημα: Δεν έχω και τόσα πολλά οχτάρια μαζί μου. Δεν είμαι τελείως απλόκαμος ακόμα, αλλά όσο δίνω και δεν μαζεύω, σύντομα θα καταλήξω εκεί.»
«Μην ανησυχείς,» του είπε η Όλγα· «έχω εγώ λεφτά. Και πήρα και κάποια επιπλέον απ’τον Θρασύβουλο.»
«Τον έκλεψες κιόλας;»
«Του άξιζε!»
«Χωρίς αμφιβολία.»
Η Όλγα έβγαλε μέσα από την κάπα της ένα παραφουσκωμένο πορτοφόλι, μειδιώντας λοξά.
«Του Θρασύβουλου;»
«Ναι· και νομίζω πως περιέχει μεγάλο μέρος της τιμής του Ιγνάτιου, αν όχι όλη.»
«Τα λεφτά από το πούλημά του στους Κουκουλοφόρους;»
«Ναι. Δυο χιλιάρικα, στο σύνολο· κι εδώ μέσα πρέπει νάναι οπωσδήποτε το ένα χιλιάρικο. Ίσως και τα δύο. Δεν τάχω μετρήσει ακόμα.»
«Θα μας κεράσεις ενεργειακές φιάλες;»
«Όσες θέλετε.»
Πλησίασαν έναν σταθμό ενέργειας και αγόρασαν από μία ενεργειακή φιάλη ο καθένας, για να τις έχουν ρεζέρβα στα δίκυκλα. Ύστερα έφυγαν από εκεί και σταμάτησαν σ’ένα πανδοχείο. Άφησαν τα οχήματά τους στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο, πλήρωσαν για την προσωρινή φιλοξενία των τροχοφόρων, και πήγαν στην τραπεζαρία του μέρους για να καθίσουν. Η αίθουσα ήταν επενδυμένη με ξύλο και έμοιαζε φιλική. Δεν ήταν οι μόνοι ταξιδιώτες εδώ· αρκετά άλλα τραπέζια ήταν γεμάτα. Ένας σερβιτόρος τούς ρώτησε τι θα έπαιρναν, και παράγγειλαν καφέδες και χορτόπιτα. Η Όλγα αγόρασε, επίσης, δύο εφημερίδες και τρία περιοδικά από την προθήκη δίπλα στο μπαρ, όπου, εκτός από Τύπο, πουλούσαν και τσιγάρα, πούρα, χύμα καπνό, αναπτήρες, και διάφορα μπιχλιμπίδια, ανάμεσα στα οποία και κονκάρδες με το έμβλημα της Υσόδμης – διαφημιστικές για την πόλη.
Καθώς έτρωγαν τη χορτόπιτα και έπιναν τους καφέδες, ο Γεώργιος και η Όλγα κοίταζαν τις εφημερίδες. Ο Νάθλεδιρ έριχνε μια ματιά στις εικόνες του ενός περιοδικού, γιατί αυτά που γράφονταν δεν τα καταλάβαινε. Η μία εφημερίδα ονομαζόταν Τα Φτερά της Μικρυδάτιας· η άλλη, Ο Κήρυκας των Δρόμων. Το περιοδικό που ξεφύλλιζε ο Μοργκιανός ήταν για μουσική και λεγόταν Μικρυδάτιοι Θόρυβοι. Το δεύτερο περιοδικό ονομαζόταν Ο Μοδάτος, και ήταν περιοδικό μόδας – φορέματα, παντελόνια, πουκάμισα, μπλούζες, τουνίκες, χιτώνες, κάπες, καπαρντίνες, καπέλα, γυαλιά, παπούτσια, γάντια... Το τρίτο περιοδικό ονομαζόταν Λόγια του Ανέμου, και σχολίαζε γνωστά πρόσωπα – πολιτικούς, ηθοποιούς, μουσικούς, ιερείς...
Τα Φτερά της Μικρυδάτιας έγραφαν στο πρωτοσέλιδο ότι, ξανά, προβλήματα είχαν προκύψει στις ανασκαφές στη Νερκάλη. Μια σήραγγα είχε καταρρεύσει. Ο Γεώργιος γύρισε τις σελίδες για να πάει στο κυρίως άρθρο. Ο δημοσιογράφος έλεγε ότι αυτή δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η δεύτερη φορά που κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά στις ανασκαφές της αρχαίας πόλης της Νερκάλης, και πολλοί μιλούσαν για αρχέγονες κατάρες και για δυσαρέσκεια του Αστερίωνα. Οι ιερείς του εν λόγω θεού είχαν, μάλιστα, καταδικάσει από καιρό τις ανασκαφές. Αλλά ο Άρχοντας δεν έκανε πίσω· η αρχαία πόλη τον ενδιέφερε πολύ, και είχε δηλώσει ότι μπορούσαν να γίνουν σοβαρές ανακαλύψεις από αυτήν. Ανακαλύψεις που ίσως να είχαν σχέση με τις ίδιες τις ανθυδατικές ενέργειες που διατηρούσαν τις ηπειρονήσους πλωτές. Όμως δεν είχε πει τίποτα περισσότερο, κι αυτοί που διαφωνούσαν με τις δραστηριότητές του προειδοποιούσαν πως ό,τι έκανε έβαζε τη Νερκάλη σε κίνδυνο. Πολύ πιθανόν, σκάβοντας, οι εργάτες να έφταναν κάτω από την ηπειρόνησο και νερό να ερχόταν προς τα πάνω και να έκανε ζημιές. Ο ίδιος ο Άρχοντας, όμως, ο Ιωάννης Κερβάκλιος, είχε δηλώσει πως τέτοιος κίνδυνος δεν υπήρχε· ήταν μονάχα στη φαντασία τους.
«Τι είναι αυτή η αρχαία πόλη της Νερκάλης;» ρώτησε ο Γεώργιος την Όλγα.
«Δεν ξέρω,» είπε εκείνη πίνοντας μια γουλιά καφέ κι ανάβοντας ένα τσιγάρο. «Άλλη μια φορά, νομίζω, έχω διαβάσει γι’αυτήν σε κάποιο έντυπο. Πρέπει νάναι κάποια παλιά πόλη πάνω στην οποία χτίστηκε η σύγχρονη Νερκάλη.»
«Αυτό το κατάλαβα κι εγώ. Αλλά φαίνεται να πιστεύουν ότι έχει ιδιαίτερη σημασία...»
Η Όλγα ανασήκωσε τους ώμους, μορφάζοντας αδιάφορα. Και τον παρατηρούσε καθώς κάπνισε. «Τελικά, είσαι εξωδιαστασιακός ή όχι;» τον ρώτησε. «Φαίνεσαι για εξωδιαστασιακός αλλά δεν μιλάς σαν εξωδιαστασιακός...»
Ο Γεώργιος καταπολέμησε την ξαφνική, παράλογη οργή του. «Θα τα πούμε κάποια άλλη στιγμή, αν χρειαστεί.»
Η Όλγα τον παρατηρούσε ξανά χωρίς να μιλά.
«Πάω να πάρω έναν χάρτη,» είπε ο Γεώργιος. Σηκώθηκε απ’το τραπέζι τους, αγόρασε έναν ταξιδιωτικό χάρτη από την προθήκη πλάι στο μπαρ, και επέστρεψε. Τον άνοιξε και εύκολα εντόπισε την Υσόδμη. Ήταν περίπου στα μέσα της διαδρομής από τη Νερκάλη ώς την Εσθάλβη και το Υσκάριο Πέρασμα. Η Νερκάλη δεν βρισκόταν μακριά από εδώ. Γύρω στα τριάντα χιλιόμετρα.
«Μπορούμε να φτάσουμε εκεί ώς το μεσημέρι,» είπε στους συντρόφους του.
Ο Νάθλεδιρ ρώτησε: «Έρχονται υποβρύχια στο λιμάνι της;»
«Που να διασχίζουν το Σύμπλεγμα και να πηγαίνουν στη Μοργκιάνη;» είπε ο Γεώργιος. «Ίσως. Αλλά, υποθέτω, όχι σε καθημερινή βάση.»
Η Όλγα δεν μίλησε, όμως συνέχιζε να τους παρατηρεί και να προσπαθεί να μαντέψει αν ο Γεώργιος ήταν εξωδιαστασιακός ή όχι.
«Θέλω να επιστρέψω, Γεώργιε,» είπε ο Νάθλεδιρ.
«Το ξέρω, και, όπως σου υποσχέθηκα, θα σε βοηθήσω όσο μπορώ. Αλλά αυτή τη στιγμή βρίσκομαι στην κάτω μεριά του πλοίου.»
Ο Νάθλεδιρ τον κοίταξε συνοφρυωμένος, μην καταλαβαίνοντας.
«Μια έκφραση των Υπερυδάτιων,» εξήγησε ο Γεώργιος. «Σημαίνει ‘Είμαι σε άσχημη κατάσταση’ – οικονομικά ή γενικά.»
«Α...»
Η Όλγα σκέφτηκε: Μιλά σαν Υπερυδάτιος, μα την Έχιδνα! Αν είναι εξωδιαστασιακός, τότε έρχεται συχνά εδώ, σίγουρα.
Ο Οφιομαχητής στράφηκε να την κοιτάξει. «Εσύ τι θέλεις να κάνεις τώρα; Θες να επιστρέψεις στην Ηλβάρη;»
Η Όλγα ήταν συλλογισμένη για μερικές στιγμές, καθώς θυμόταν τον Χρύσανθο και όλα τους τα σχέδια. Έσβησε το τσιγάρο της στο τασάκι. «Δεν ξέρω.»
«Αν πάντως θέλεις να επιστρέψεις, με δυο χιλιάρικα μαζί σου εύκολα θα βρεις πλοίο στη Νερκάλη, νομίζω.»
«Ναι, μάλλον,» συμφώνησε η Όλγα. «Είτε από τους ποταμούς είτε από θαλάσσης. Αλλά εσύ πού πηγαίνεις, Γεώργιε; Τι κάνεις εδώ; Στην αρχή, μου έλεγες ότι κατευθύνεσαι νότια· τώρα, άλλαξες γνώμη.»
Η Πάροδος του Πράου Ανέμου σφύριζε και μουρμούριζε μέσα στον Οφιομαχητή. «Δεν έχω συγκεκριμένο προορισμό· σ’το εξήγησα.»
«Και τι έκανες μες στο Μεγάλο Δάσος; Δεν ήρθες από τη Μοργκιάνη, έτσι;»
«Εγώ, όχι, δεν ήρθα από τη Μοργκιάνη. Αλλά ο Νάθλεδιρ είναι από εκεί. Κατά λάθος βρέθηκε στην Υπερυδάτια, και ψάχνει τρόπο να γυρίσει στην πατρίδα του.»
Η Όλγα κοίταξε τον Μοργκιανό όπως κανείς θα κοίταζε ένα παράξενο, εξωτικό άγριο θηρίο.
«Λοιπόν. Λέω να πάμε στη Νερκάλη πριν από το μεσημέρι,» πρότεινε ο Γεώργιος. «Δεν έχει νόημα να καθόμαστε εδώ.»
Η Όλγα και ο Νάθλεδιρ συμφώνησαν. Κι αφού είχαν φάει και ξεκουραστεί, πήραν πάλι τα δίκυκλά τους από τον χώρο στάθμευσης του πανδοχείου και εγκατέλειψαν την Υσόδμη, οδηγώντας βόρεια επάνω στη δημοσιά. Ο δρόμος εξακολουθούσε να έχει αρκετή κίνηση και, όσο ταξίδευαν, είχε ολοένα και περισσότερη.
Δεν άργησαν να φτάσουν στον προορισμό τους στις δυτικές ακτές της Μικρυδάτιας. Η Νερκάλη ήταν οικοδομημένη στις εκβολές του ποταμού Υάλβη, και στις δύο όχθες. Μεγάλη και απεριτείχιστη. Μάλλον δεν αισθανόταν ότι είχε ανάγκη από τείχη. Οι ψηλές πολυκατοικίες της στραφτάλιζαν στο φως των δίδυμων ήλιων της Υπερυδάτιας που βρίσκονταν ψηλά στον ουρανό – οικοδομήματα από κρύσταλλο, μέταλλο, και πέτρα.
Ο Γεώργιος, ο Νάθλεδιρ, και η Όλγα σύντομα βρίσκονταν ανάμεσά τους, οδηγώντας επάνω σε μια μεγάλη λεωφόρο, αποφεύγοντας άλλα μηχανοκίνητα οχήματα. Κοιτάζοντας τριγύρω, αναζητώντας κάποιο πανδοχείο ή ξενοδοχείο, πρόσεξαν ένα χτίριο που η πινακίδα του έγραφε:
Ο Οίκος του Μορνάκη
ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ
Είχε πέντε ορόφους, κι έμοιαζε καλό, αν και όχι πολυτελείας.
«Εδώ;» ρώτησε ο Οφιομαχητής τους συντρόφους του.
Ο Νάθλεδιρ είπε: «Εσύ ξέρεις, Γεώργιε.»
«Γιατί όχι;» αποκρίθηκε η Όλγα. «Χταπόδια υπάρχουν.»
Οδήγησαν τα δίκυκλά τους προς το ξενοδοχείο, και βλέποντας ότι υπήρχε μια είσοδος για οχήματα στο πλάι της κεντρικής εισόδου κατευθύνθηκαν προς τα εκεί. Ήταν ένα υπόγειο γκαράζ, όπου άφησαν τα τροχοφόρα τους λέγοντας στον φύλακα πως έρχονταν για να μείνουν· θα έκλειναν δωμάτια στη ρεσεψιόν. Σε διαφορετική περίπτωση (όπως αν έρχονταν για προσωρινή επίσκεψη) θα έπρεπε να πληρώσουν για να σταθμεύσουν και μόνο.
Οι τρεις τους πήραν τον ανελκυστήρα και ανέβηκαν στο ισόγειο, βγαίνοντας στη ρεσεψιόν, που ήταν όλο κρύσταλλο και ξύλο. Μιλώντας με την κοπέλα εκεί, ο Γεώργιος και ο Νάθλεδιρ έκλεισαν ένα δίκλινο δωμάτιο και η Όλγα ένα μονόκλινο για τον εαυτό της. Ανέβηκαν και πέρασαν κάποια ώρα χωρισμένοι, κάνοντας μπάνιο για να διώξουν τη σκόνη του δρόμου από πάνω τους. Ύστερα, η Όλγα ήρθε στο δωμάτιο του Γεώργιου και του Νάθλεδιρ, καθώς ήταν απόγευμα πλέον και οι ήλιοι έγερναν προς τη δύση, γεμίζοντας την πόλη με σκιές. Φώτα είχαν ήδη αρχίσει ν’ανάβουν στους δρόμους· τα έβλεπαν από τις μπαλκονόπορτες.
«Τι έχετε στο μυαλό σας για το βράδυ;» ρώτησε η Όλγα, φρεσκοπλυμένη, ντυμένη με καινούργιο φόρεμα από τον σάκο της, και όμορφα βαμμένη. «Τίποτα το περιπετειώδες;» Είχε αρχίσει να της αρέσει η κατάσταση μ’αυτούς τους δύο. Ήταν, αναμφίβολα, κάτι το... διαφορετικό. Αν και θα προτιμούσε να μην τους είχε γνωρίσει ποτέ, να ήταν ο Χρύσανθος ζωντανός, και να έπλεαν μαζί στους ποταμούς, να έφταναν εδώ, στη Νερκάλη, επάνω στο πλοίο τους... Γαμώτο! Αυτό το κάθαρμα, ο Ιγνάτιος! Η Όλγα ήλπιζε να βασανιζόταν, ο καταραμένος – να βασανιζόταν, όπως του άξιζε!
«Να σου κάνω μια ερώτηση;» είπε ο Γεώργιος, χαμηλώνοντας τον ήχο του τηλεοπτικού δέκτη που ήταν ανοιχτός στον τοίχο. Καθόταν μισοξαπλωμένος στο κρεβάτι του, με την Ευθαλία απλωμένη στους ώμους. Η Όλγα δεν τρόμαζε πια από το φίδι, όπως την πρώτη φορά που το είχε αντικρίσει. Αφού ο μαυρόδερμος ξένος το είχε επάνω του, μα την Έχιδνα, πραγματικά δεν μπορεί να ήταν επικίνδυνο.
«Ναι, φυσικά.» Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού του Γεώργιου, διπλώνοντας το ένα της πόδι από κάτω της. Δε φορούσε πλέον τις ταξιδιωτικές της μπότες· είχε βάλει ένα ζευγάρι χαμηλοτάκουνα γοβάκια που έκρυβε στον σάκο της, καθαρά και γυαλιστερά.
«Έχεις υπόψη σου ένα πλοίο που, προ διετίας περίπου, καταποντίστηκε βόρεια της Κεντρυδάτιας μάλλον, βόρεια του Πλοκαμιού των Ναυαγίων; Είχε γίνει μια τρομερή καταιγίδα τότε, και το σκάφος πρέπει να ήταν από άλλη διάσταση. Το έχεις ακούσει;» Η Όλγα τού είχε πει πως πουλούσε λουλούδια στο λιμάνι της Ηλβάρης προτού μπλέξει μ’αυτούς στον Μαθητή του Νηρέα, οπότε ο Γεώργιος δεν το θεωρούσε αδύνατο να γνώριζε για το χαμένο καράβι του.
Αλλά εκείνη είπε: «Όχι, δε νομίζω.»
Ο Γεώργιος αισθάνθηκε την οργή του να φουντώνει. «Σκέψου καλά! Το έχεις ακούσει, ή όχι;»
Η Όλγα τρόμαξε προς στιγμή από την έκφραση στο πρόσωπό του. Τι τον έπιασε τώρα; σκέφτηκε· και προσπάθησε να θυμηθεί μήπως και όντως είχε ακούσει για κανένα τέτοιο πλοίο στο λιμάνι της Ηλβάρης...
Ο Νάθλεδιρ, εν τω μεταξύ, βρισκόταν έξω, στο μπαλκόνι, κοιτάζοντας τους δρόμους και τα οικοδομήματα της Νερκάλης. Δεν είχε ποτέ ξανά στη ζωή του αντικρίσει πόλη σαν αυτήν, αν και ήξερε ότι υπήρχαν παρόμοιες και στη Μοργκιάνη. Όμως όχι στο Δάσος των Ψυχών. Μονάχα σε φωτογραφίες είχε τύχει να τις δει. Τη Νάζρηβ, νόμιζε. Ναι, η Νάζρηβ ήταν...
Είχε προσέξει ότι η Όλγα είχε έρθει στο δωμάτιό τους, αλλά δεν είχε ακόμα μπει για να τη συναντήσει. Του έμοιαζε παράξενη, ούτως ή άλλως. Τόσο... άσπρη.
Μέσα στο δωμάτιο, η Όλγα, έχοντας σκαλίσει όλες της τις αναμνήσεις, αποκρίθηκε τελικά στον Οφιομαχητή: «Όχι. Σου λέω, δε νομίζω πως τόχω ακούσει. Εκτός αν τόχω ακούσει και τόχω ξεχάσει...» Ανασήκωσε τους ώμους, μορφάζοντας χαριτωμένα. «Συγνώμη.»
Οι διδαχές του Γέρου του Ανέμου είχαν ήδη διώξει τη δηλητηριώδη οργή της Έχιδνας, και ο Γεώργιος είπε: «Δεν πειράζει. Με συγχωρείς αν σε τρόμαξα.»
«Γιατί ρωτάς, όμως; Ήταν κάποιος γνωστός σου μες στο πλοίο;»
«Όχι.»
«Τότε;»
«Είναι... προσωπική υπόθεση.»
Γιατί θέλει να είναι τόσο μυστηριώδης; αναρωτήθηκε η Όλγα. «Είσαι, τελικά, εξωδιαστασιακός ή όχι, Γεώργιε;»
«Λοιπόν,» είπε εκείνος. «Αύριο θα επισκεφτούμε το λιμάνι της Νερκάλης, να δούμε αν υπάρχει υποβρύχιο για τον Νάθλεδιρ, και να δούμε τι θα κάνεις κι εσύ. Θέλεις να επιστρέψεις στην Ηλβάρη, έτσι δεν είναι;»
Η Όλγα παρατήρησε ότι, ξανά, είχε αποφύγει να της απαντήσει. Σούφρωσε τα χείλη της, σκεπτική. Να επιστρέψω στην Ηλβάρη... Πάλι εκεί, γαμώτο; Πάλι εκεί; Ήθελε να φύγει από εκεί, επιτέλους. Ν’αλλάξει τη ζωή της... αλλά ο Χρύσανθος... Ο ανόητος! Γιατί είχε σκοτωθεί έτσι; Γιατί! «Εσύ πού θα πας;»
«Σκέφτεσαι νάρθεις μαζί μου; Δεν έχω συγκεκριμένο προορισμό, Όλγα. Καλύτερα να γυρίσεις στην Ηλβάρη. Εγώ απλά... ψάχνω.»
Ψάχνει; Τι εννοεί ότι «ψάχνει»; Αναστέναξε. «Ο σκοπός μου ήταν να φύγω από την Ηλβάρη...»
«Αλλά όχι μόνη σου, σωστά;»
«Ναι, όχι μόνη.»
«Μπορείς, όμως, να επιστρέψεις, δεν μπορείς; Δε σε κυνηγά κανένας; Δεν έχεις έρθει σε ρήξη με κάποιο πρόσωπο που ίσως να σου κάνει κακό;»
Η Όλγα κούνησε το κεφάλι. «Όχι, δεν είναι αυτό. Δεν είναι αυτός ο λόγος που δεν θέλω να επιστρέψω...»
«Μπορείς πάλι να πουλάς λουλούδια στο λιμάνι, λοιπόν.»
Η μούρη της στράβωσε. «Ναι, μπορώ...»
«...αλλά δε σ’αρέσει.» Δεν ήταν ερώτηση.
«Δεν είναι ζωή αυτή, Γεώργιε!»
«Υπάρχουν και χειρότερες.»
«Εσύ τι κάνεις, μα τους θεούς; Πώς ζεις; Τι είσαι; Μισθοφόρος; Ο τρόπος που αντιμετώπισες το πλήρωμα του Θρασύβουλου... δε, δε νομίζω πως έχω ξαναδεί κανέναν σαν εσένα. Πρέπει να είσαι πολύ δυνατός, αν και δεν μοιάζεις τόσο... σωματώδης.»
«Δεν είμαι μισθοφόρος.»
«Τι κάνεις, τότε;»
«Κάποτε, πουλούσα δηλητήρια στη Ριλιάδα. Μετά, ήμουν πειρατής για κάποιο χρονικό διάστημα.»
Η Όλγα γέλασε. «Πειρατής; Σοβαρά;»
«Ναι.»
Τον κοίταξε συνοφρυωμένη βαθιά. «Στη Ριλιάδα, είπες ότι ήσουν;»
«Όταν πουλούσα δηλητήρια, ναι.»
«Έχεις ταξιδέψει και στην Κεντρυδάτια, δηλαδή...» Όχι πως την εξέπληττε αυτό: ο Γεώργιος κάτι είχε πει χτες για έναν φίλο του σε κάποια πόλη της Κεντρυδάτιας, σωστά; Την... Οστρακόπολη; Αλλά τώρα άλλο πράγμα είχε η Όλγα στο μυαλό της. «Έχω ακούσει για... Στο λιμάνι της Ηλβάρης είχα ακούσει μια φήμη... Μάλλον είναι σύμπτωση, βέβαια, αλλά...»
«Τι φήμη;»
«Για έναν άντρα που τον λένε ‘Οφιομαχητή’. Είναι μαυρόδερμος κι αυτός, υποτίθεται, περιπλανιέται στην Κεντρυδάτια, και έχει τρομερή σωματική δύναμη, ενώ κανένα δηλητήριο δεν μπορεί να τον βλάψει. Και έχει και... φίδια για φίλους.» Έριξε ένα φευγαλέο βλέμμα στην Ευθαλία που ήταν ακόμα στους ώμους του Γεώργιου. Εκείνη παιχνίδισε τη γλώσσα της προς την Όλγα, συρίζοντας χαμηλόφωνα.
Ο Οφιομαχητής γέλασε.
«Ναι,» είπε η Όλγα, μειδιώντας. «Σαχλαμάρες, το ξέρω.»
«Αυτός είμαι,» είπε ο Γεώργιος, σοβαρός τώρα.
Ήταν η σειρά της Όλγας να γελάσει. «Εντάξει, μη με δουλεύεις! Για πλάκα σ’το είπα.»
«Είμαι όντως αυτός,» επανέλαβε ο Γεώργιος. «Είμαι ο άνθρωπος που ονομάζουν Οφιομαχητή.»
Ο Νάθλεδιρ τότε βρήκε τη στιγμή να έρθει από το μπαλκόνι βαδίζοντας μες στο δωμάτιο σαν πάνθηρας του Δάσους των Ψυχών.
«Δεν είναι δυνατόν, Γεώργιε,» είπε η Όλγα, καθώς έχανε το χαμόγελό της. «Εσύ δεν...»
«Τι; Δεν είμαι αρκετά δυνατός; Δεν έχω ερπετά για φίλους; Νομίζεις ότι τα δηλητήρια με βλάπτουν; Θες να δοκιμάσουμε;»
Η Όλγα ξεροκατάπιε. «Προσπαθείς να πεις ότι...; Ότι είναι αλήθεια;... Λένε πως ο Οφιομαχητής είναι κάποιος δαίμονας της Έχιδνας. Λένε πως είναι πολεμιστής της.»
«Την έχω γνωρίσει από κοντά, θα μπορούσες να πεις,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος. «Αλλά δεν ξέρω αν θα χαρακτήριζα τον εαυτό μου ‘πολεμιστή της’.»
Η Όλγα κοίταξε τον Νάθλεδιρ. «Κι αυτός;»
«Αυτός είναι από τη Μοργκιάνη· σ’το είπα ήδη. Τον συνάντησα τυχαία στο Μεγάλο Δάσος. Χρειαζόταν βοήθεια γιατί κάποιοι τον κυνηγούσαν. Μοργκιανοί επίσης. Τους σκότωσα όλους.»
Η Όλγα τον κοίταζε τώρα με μάτια γουρλωμένα. «Αν με δουλεύεις... Μα την Έχιδνα, αν με δουλεύεις...!»
«Δε σε δουλεύω. Είμαι αυτός που ονομάζουν Οφιομαχητή. Και,» τεντώθηκε προς το μέρος της, «σου προτείνω αύριο να ψάξεις να βρεις πλοίο για Ηλβάρη. Δε θα δυσκολευτείς, με τόσα λεφτά μαζί σου.»
Η Όλγα ένευσε, μπερδεμένη. «Ναι,» είπε, «θα... θα ψάξω για πλοίο. Αλλά εσύ...;»
«Θα προσπαθήσω να βρω υποβρύχιο για τον Νάθλεδιρ. Το μόνο πρόβλημα είναι πως χρεώνουν αρκετά ακριβά για ταξίδια από τη μια διάσταση στην άλλη. Το σκάφος θα πρέπει να είναι μεταβαλλόμενο για να μπορεί να διασχίσει το Σύμπλεγμα και να φτάσει στη Μοργκιάνη.»
Η Όλγα ένευσε ξανά, αλλά τώρα όχι και τόσο μπερδεμένη. «Ναι, το ξέρω,» είπε. «Έχω ακούσει για τέτοια υποβρύχια. Περνάνε κι απ’την Ηλβάρη.»
«Θα μπορούσες να μας δώσεις κάποια χρήματα, για το εισιτήριο του Νάθλεδιρ;»
Προς στιγμή δίστασε· όμως ύστερα σκέφτηκε ότι ήταν απαράδεκτη που δίσταζε, κι αποκρίθηκε αμέσως: «Φυσικά. Εννοείται.»
«Διακόσια οχτάρια νομίζω πως θα ήταν αρκετά. Ακόμα κι οι πιο παράξενοι καπετάνιοι–»
«Πεντακόσια θα σας δώσω. Και περισσότερα αν θέ–»
«Δε χρειάζεται.»
«Είσαι σοβαρός; Ύστερα από τη βοήθειά σου; Κανονικά, όλα τα λεφτά του Θρασύβουλου σού ανήκουν.»
«Δε σε βοήθησα για να πληρωθώ, Όλγα.»
«Δεν έχει σημασία. Σου χρωστάω. Δεν πρόκειται ποτέ να το ξεχάσω αυτό που έκανες. Και...» μειδίασε κατεργάρικα, «τώρα θα λέω ότι γνώρισα τον Οφιομαχητή!» Γέλασε. «Ελπίζω να μη σε πειράζει.»
«Δεν υπάρχει πρόβλημα. Αλλά πρόσεξε μη μπλέξεις πάλι. Είναι αρκετοί που δεν γουστάρουν καθόλου τον Οφιομαχητή. Μην το διαδίδεις οπουδήποτε ότι με ξέρεις.»
Η όψη της σκοτείνιασε, γιατί καταλάβαινε ότι ο Γεώργιος δεν αστειευόταν. «Τέλος πάντων,» είπε. «Τα λεφτά θα τα πάρετε. Τουλάχιστον πεντακόσια οχτάρια. Αλλιώς θα τσακωθούμε,» προειδοποίησε δείχνοντάς τον με το δάχτυλό της.
«Εντάξει,» της είπε ο Οφιομαχητής. «Πεντακόσια. Επειδή επιμένεις, πεισματάρα ωκεανίδα.»
Ο Νάθλεδιρ κοίταζε αυτά που έδειχνε, με τον ήχο χαμηλωμένο, ο τηλεοπτικός δέκτης στον τοίχο. Διαφημίσεις. Αλλά ο Μοργκιανός δεν είχε συνειδητοποιήσει τι ακριβώς ήταν, και προσπαθούσε να καταλάβει ποιο νόημα υπήρχε σε τούτες τις εικόνες.
Η Όλγα είπε, μετά από μερικές στιγμές σιωπής: «Όμως σκέφτομαι... ξέρεις... Αν ο Θρασύβουλος και το πλήρωμά του έρθουν στην Ηλβάρη... Ο Μαθητής του Νηρέα θα είναι τώρα δικός του–»
«Θα τους αποφύγεις. Σίγουρα ξέρεις πώς.»
«Ναι. Ναι, ξέρω. Όμως... καλύτερα να τον είχαμε σκοτώσει, γαμώτο! Καλύτερα να τον είχα σκοτώσει η ίδια. Ήταν πεσμένος μπροστά μου – ακινητοποιημένος απ’αυτό που του έριξες. Μπορούσα να τον είχα αποτελειώσει!» Μπορούσε να τον είχε καρφώσει παίρνοντας το σπαθί από τη ζώνη του. Τι ανόητη που ήμουν!
«Τώρα είναι ζωντανός,» της είπε ο Οφιομαχητής. «Ό,τι έγινε, έγινε. Να προσέχεις στο λιμάνι της Ηλβάρης.»
«Θα πρέπει να προσέχω,» αποκρίθηκε η Όλγα, συλλογισμένη. «Εκτός αν δεν ξαναγυρίσω εκεί, τελικά. Δεν το έχω αποφασίσει ακόμα.»
«Και τι θα κάνεις; Σκέφτεσαι να μείνεις εδώ, ή νάρθεις μαζί μου; Και τα δύο θα ήταν εξίσου ασύνετα.»
Η Όλγα δεν μίλησε, κοιτάζοντας κάτω, εξακολουθώντας να είναι συλλογισμένη.
«Δεν έχεις κανέναν στην Ηλβάρη; Οικογένεια; Φίλους;»
«Ναι, εντάξει, η οικογένειά μου εκεί είναι... αλλά, εντάξει, απλά είναι· και έχουν τις δικές τους δουλειές. Δεν έχουμε αρκετά λεφτά, Γεώργιε. Ποτέ δεν είχαμε αρκετά λεφτά. Πάντα στην αποκάτω μεριά του πλοίου· πάντα, γαμώτο. Την κατάρα του Άτλαντα έχουμε. Φεύγοντας από την Ηλβάρη, είχα πάρει μαζί μου όλες μου τις οικονομίες, ξέρεις. Είναι όλες μες στον σάκο μου. Δυο χιλιάδες τριακόσιοι-κάτι οκτάποδες – και τώρα, και τα οχτάρια του Θρασύβουλου. Δυο χιλιάδες ήταν, τελικά· τα μέτρησα. Τα είχε όλα επάνω του.
»Ίσως θα ήταν καλύτερα να ταξιδέψω μαζί σου,» είπε ύστερα από μερικές στιγμές σκέψης. «Για λίγο, τουλάχιστον. Μην τυχόν κι έρθει αμέσως ο Θρασύβουλος στην Ηλβάρη για να με αναζητήσει. Είναι το μόνο μέρος που μπορεί να με ψάξει, το μόνο μέρος που μπορεί να υποθέσει ότι θα πήγαινα ξεφεύγοντας από τα χέρια του. Εκτός αν νομίζει ότι με κρατήσατε εσύ κι ο Νάθλεδιρ· αλλά... Καλύτερα να ταξιδέψω μαζί σου για λίγο. Δε θα το ήθελες αυτό;»
«Εγώ δεν έχω πρόβλημα,» της είπε ο Γεώργιος. «Εσύ ίσως να έχεις.»
«Τι θα κάνεις στη Μικρυδάτια; Θα πουλάς δηλητήρια κι εδώ; Θα είσαι πειρατής; Σκέφτεσαι να... κλέψεις κάποιο σκάφος;»
«Όχι,» είπε ο Γεώργιος. «Όχι άλλα κουρσέματα...» Μέχρι να επιστρέψω στην Ιχθυδάτια και να λιανίσω τον Μεγαλοφονιά και τους λακέδες του! σκέφτηκε, νιώθοντας την οργή της Έχιδνας να τον τυλίγει σαν φλεγόμενος μανδύας, αλλά από μέσα προς τα έξω.
«Απλώς είπα... είπα...» έκανε η Όλγα, διακρίνοντας την αλλοίωση στην όψη του και το δολοφονικό στραφτάλισμα στα μάτια του... τα οποία δεν είχε δει ποτέ – ποτέ – να βλεφαρίζουν, νόμιζε.
Το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου άρχισε να σφυρίζει μέσα στον Οφιομαχητή. «Θα περιπλανηθώ,» της είπε. «Αυτό είναι το μόνο σταθερό πράγμα που κάνω. Περιπλανιέμαι.» Και ίσως να είχα ξεστρατίσει στην Ιχθυδάτια, μαζί με τους Αγενείς μου. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το σκεφτόταν. Είχε αρχίσει, ως κουρσάρος, να χάνει τον δρόμο του, να σταματά να αναζητά το παρελθόν του. Αλλά αυτό δεν ήταν που, κυρίως, έπρεπε να κάνει;
Λες να υπήρχαν απαντήσεις για εκείνον στη Μικρυδάτια; Στοιχεία για να ξαναβρεί ό,τι η θάλασσα και η Έχιδνα τού είχαν κλέψει;
Τρεις ημέρες περνάνε ενώ είμαστε στο υπόγειο άντρο των Τέκνων του Φαρμακερού Κύκλου περιμένοντας να επιβιβαστούμε σε πλοίο για Ριλιάδα. Κανένας εκεί μέσα δεν φαίνεται να συμπαθεί τη Λουκία, αλλά την ανέχονται για χάρη μου. Ευτυχώς, γιατί αλλιώς θα είχαμε άσχημο επεισόδιο μαζί τους, είτε με θεωρούν «ιερό πρόσωπο» είτε όχι. Δεν τα πηγαίνω καλά με άτομα που προσπαθούν να σκοτώσουν παλιούς μου φίλους – ακόμα κι αν είναι κι αυτοί παλιοί μου φίλοι.
Η Φαρμακερή Βασίλισσα προσπαθεί ξανά να πείσει τη Λουκία να μπει στον Κύκλο τους, όμως εκείνη είναι ανένδοτη. Δεν δέχεται. Δεν θέλει ούτε να το ακούσει. Τους φοβάται, ή τους αποστρέφεται. Παρότι κι εκείνη είναι, αναμφίβολα, δυσαρεστημένη και απογοητευμένη με την κατάσταση στην Ιχθυδάτια (η Ευτυχία έχει δίκιο σ’αυτό), δεν είναι έτοιμη να αναλάβει αποστολές «εκκαθάρισης». Βλέπει τα μιάσματα, μα δεν θέλει να το κάνει τρόπο ζωής της να τα σβήνει από το πρόσωπο της ηπειρονήσου. Ίσως να θεωρεί πως αυτό θα αλλοιώσει τον εαυτό της, την προσωπικότητά της. Ίσως να έχει δίκιο.
Εγώ αισθάνομαι αλλοιωμένος ήδη από τις σκέψεις που κάνω για μιάσματα· και ακόμα αναρωτιέμαι αν προέρχονται από τις τελετές του Αλέξανδρου του Γηραιού, τις επικλήσεις των Τέκνων για να έρθω να τους βοηθήσω στον Μεγάλο Αγώνα...
Καθώς περιμένουμε για πλοίο, κάνουμε κι άλλες κουβέντες με την Ευτυχία. Δεν έχουμε τίποτα πολύ καινούργιο να πούμε, όμως λέμε λεπτομέρειες για την κατάσταση στην Ιχθυδάτια και για όσα μού συνέβησαν μέχρι να φτάσω εδώ. Μοιάζει να την ενδιαφέρει αρκετά ο Αρσένιος, ο αδελφός της Διονυσίας· και τον Αλέξανδρο τον Γηραιό επίσης. Ο Αγησίλαος με ακούει με βλέμμα παρατηρητικό, και αλληλοκοιτάζονται με τον ιερέα. Τι νομίζουν για τον Αρσένιο; Ότι είναι κι αυτός «ιερό πρόσωπο»; Ότι μπορεί να έχει κάποια σχέση μαζί τους; Δεν έπρεπε, ίσως, να είχα αναφέρει καθόλου στην Ευτυχία ότι έχει επάνω στο χέρι του αποτυπωμένο τον Διπλογενή Όφι, τον Διπλό Καταβροχθιστή. Ούτε ότι τον έβλεπε στα οράματά του.
Από την άλλη, οφείλω κι εγώ να αναρωτηθώ (σιωπηλά) αν μήπως θα μπορούσε να έχει κάποια σχέση με τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου.
Είναι σαν κάτι να συμβαίνει στη διάσταση της Υπερυδάτιας. Κάτι στο πνευματικό επίπεδο, τουλάχιστον:
Τα Τέκνα, τελευταία, δρουν περισσότερο· τα μέλη του Κύκλου τους αυξάνονται...
Ο Αρσένιος απέκτησε τον Διπλό Καταβροχθιστή στο χέρι ύστερα από το δάγκωμα της κερασφόρου οχιάς...
Εγώ κάνω αυτές τις σκέψεις για μιάσματα...
Μπορεί, όμως, να είναι απλά η ιδέα μου. Μπορεί όλ’ αυτά να είναι συμπτωματικά. Αλλιώς... τι να σημαίνουν; Ότι η Έχιδνα συγκεντρώνει τους πολεμιστές της, όπως φαίνεται να πιστεύει ο Αλέξανδρος ο Γηραιός;
Και ποιες είναι οι απειλές που οι πολεμιστές της πρέπει να αντιμετωπίσουν; Τα «μιάσματα» στην Ιχθυδάτια – που μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε; Οι πιστοί του Λοκράθου; Οι αιρετικοί του Αρχέγονου Όφεως; Αλλά κι αυτοί οι τελευταίοι στην Έχιδνα δεν πιστεύουν; Είναι διαφορετική η Έχιδνα των Τέκνων από την Έχιδνα του Αρχέγονου Όφεως; Και η Έχιδνα του επίσημου ιερατείου;
Οι θρησκείες και οι αιρέσεις τους, σ’όλες τις διαστάσεις, είναι πολύ μπερδεμένη υπόθεση! Το ίδιο και οι θεοί, οι οποίοι πάντα είναι αμφίβολο τι θέλουν, τι επιδιώκουν. Ίσως να υπάρχουν μόνο στα μυαλά των πιστών τους. Ίσως αυτοί να τους δημιουργούν.
Η Φαρμακερή Βασίλισσα εξακολουθεί να μη σκοπεύει να μ’αφήσει να πάω μόνος στη Ριλιάδα. Επιμένει να στείλει Τέκνα μαζί μου, και δεν δέχεται διαφωνίες. Τουλάχιστον τέσσερις μαχητές του Μεγάλου Αγώνα θα με συνοδέψουν. Και ρωτά ποιοι είναι πρόθυμοι να συνταξιδέψουν με τον Οφιομαχητή. Παραπάνω από τέσσερις είναι πρόθυμοι, όπως αποδεικνύεται. Παραπάνω από μια ντουζίνα. Είμαι μύθος γι’αυτούς (όπως και για πολλούς ανθρώπους) και θέλουν να ζήσουν πλάι στον μύθο τους. Η Βασίλισσα αποφασίζει τελικά ποιοι θα έρθουν μαζί μου:
Ο Νικόλαος (ο Εικοστός-Τρίτος Όφις των Κάτων Ακτών, όπως είναι το κωδικό του όνομα ανάμεσα στα Τέκνα), η Ερασμία (εκείνη η ξανθιά, γαλανόδερμη κοπέλα που μας είχε φέρει φαγητό την πρώτη νύχτα που ήρθαμε στο άντρο), ο Λεωνίδας, και ο Νηρέας. Επιμένω να μην πάρω περισσότερους από τέσσερις· γιατί, εκτός των άλλων, ίσως και να τραβήξουμε ανεπιθύμητη προσοχή έτσι. Όχι πως τα βατράχια δεν έχουν τρόπους να με εντοπίζουν ούτως ή άλλως.
Είναι αλήθεια, άραγε, τα όσα υποθέτει η Ευτυχία για το δίκτυο; Το δίκτυο που είναι εξαπλωμένο σ’όλες τις ηπειρονήσους της Υπερυδάτιας; Αλλά, αν δεν ισχύει αυτό, τότε τι άλλο μπορεί να συμβαίνει; Θα μάθω ίσως όταν πάω στη Μεγάπολη, μετά τη Ριλιάδα. Σκοπεύω να μιλήσω ξανά με τον Δημήτριο, αν είναι ακόμα εκεί. Και σκοπεύω να βρω κι εκείνη την ιέρεια του Λοκράθου που ονομάζεται Όλγα, με την οποία ο Δαμιανός είχε επαφές προτού μας αιχμαλωτίσει, εμένα, τη Διονυσία, και τον Αρσένιο, στις Ακτές των Βράχων.
Για την ώρα, κάνω κάποιες ερωτήσεις στα Τέκνα που θα έρθουν μαζί μου, ώστε να τα γνωρίσω καλύτερα.
Η Ερασμία είναι από τη Σκιάπολη· ήταν κι εκείνη, όπως και η Ευτυχία, πολύ πιστή στον Γεώργιο, τον Δάσκαλο, τον Διαφεντευτή των Τέκνων της Σκιάπολης. Και τώρα είναι πολύ πιστή στη Φαρμακερή Βασίλισσα· τη θεωρεί ξεχωριστή, ευλογημένη, εκλεκτή της Έχιδνας. Νομίζει ότι η Ευτυχία έχει το πνεύμα της Μεγάλης Κυράς εντός της – και το ίδιο νομίζουν κι άλλα Τέκνα που έχω ακούσει να μιλάνε γι’αυτήν. Μοιάζει, μάλιστα, να το πιστεύει και η Ευτυχία για τον εαυτό της. Η Ερασμία μού λέει: «Είναι η ενσάρκωση της Έχιδνας πάνω στην Ιχθυδάτια, Οφιομαχητή!» μ’εκείνη τη φανατική γυαλάδα που έχουν στα μάτια τους όλα τα Τέκνα.
Ο Λεωνίδας είναι ένας άντρας μετρίου αναστήματος, μυώδης, καφετόδερμος. Κατάγεται από τη Σαλντέρια, και ήταν εργάτης εκεί. Έχει βιώσει την καταπίεση των Εχόντων. Το μίσος του είναι δυνατό. Μια μέρα πιστεύει ότι θα καθαρίσει τη Σαλντέρια από τα μιάσματα.
Ο Νηρέας είναι από την Ιλφόνη, λευκόδερμος και μελαχρινός. Παλιότερα, ήταν ανάμεσα στους φρουρούς της πόλης, λοχίας, αλλά κυνηγήθηκε από την καινούργια Φύλακα, την Ιουλία Αρσιλκάδια, όταν αρνήθηκε να εκτελέσει κάποιες διαταγές της σχετικά με «προδότες της πόλης». Ο Νηρέας φαίνεται να πιστεύει ότι η Ιουλία δολοφόνησε την αδελφή της, την Ευαγγελία, και εξαφάνισε το πτώμα, προκειμένου να πάρει τα Περικάρπια και τη Ζώνη της Φύλαξης· και, επίσης, ότι κάποιοι έχουν κρύψει τώρα τα παιδιά της Ευαγγελίας και ετοιμάζουν επανάσταση στην πόλη, γι’αυτό κιόλας η Ιουλία φοβάται τόσο τους προδότες και τους συνωμότες. Αλλά ο Νηρέας δεν μπορούσε άλλο να παίζει το παιχνίδι της! Και τώρα θέλει μόνο να καθαρίσει την Ιχθυδάτια από τα μιάσματα που έχουν μολύνει όλες τις κοινωνίες της. Η Έχιδνα καθοδηγεί την οργή του! Και το πρόσωπο της Έχιδνας είναι η Φαρμακερή Βασίλισσα! Είναι πολύ φανατικός.
Την πρώτη ημέρα της αναμονής μου για πλοίο φτάνουν στο άντρο των Τέκνων και κάποια νέα που βρίσκω αρκετά ενδιαφέροντα: Οι Τρομεροί Καπνοί κούρσεψαν ξανά. Μας το λέει ένα Τέκνο που έρχεται από τα νότια, από την Ιλφόνη. Χτύπησαν ένα καράβι που πήγαινε από Ανώπολη προς Ιλφόνη. Του όρμησαν κοντά στο Άνοιγμα. Του έκλεψαν τα πάντα. Ήταν εμπορικό, και δεν αντιστάθηκε. Ο Καπετάνιος του είχε ακούσει για τους Τρομερούς Καπνούς, και βλέποντας τον γίγαντά τους τρομοκρατήθηκε. Ακόμα και τις μηχανές άρπαξαν από το πλοίο, και, σύμφωνα με τον Καπετάνιο, έπλευσαν μετά προς τ’ανατολικά, μακριά από την Ιχθυδάτια. Αλλά αυτό, βέβαια, όπως ξέρω καλά, μπορεί να ήταν παραπλανητικό, για να τον κάνουν να νομίσει ότι έχουν αλλού το άντρο τους ενώ, στην πραγματικότητα, το έχουν σε τούτη την ηπειρόνησο.
Το νέο είναι ενδιαφέρον για εμένα επειδή τα πάντα που έχουν σχέση με τους Τρομερούς Καπνούς με ενδιαφέρουν· αλλά, δυστυχώς, δεν μου προσφέρει καμιά πληροφορία για να τους εντοπίσω. Το μόνο που μου λέει είναι πως ακόμα δρουν. Ακόμα είναι κάπου εκεί έξω, στους ατελείωτους ωκεανούς της Υπερυδάτιας.
Και αναρωτιέμαι πού να βρίσκονται τώρα ο Μελέτιος’σαρ, ο Ευστάθιος Λιρκάδιος, και η κυρά Ιωάννα. Πλησιάζουν, άραγε, να βρουν τα ίχνη τους;
Το απόγευμα της δεύτερης ημέρας, ενώ είμαστε στο δωμάτιό της, η Ευτυχία με εκπλήσσει αρκετά μιλώντας μου για τη Λουκία.
«Καταλαβαίνω γιατί είναι τόσο εχθρική απέναντί μου,» μου λέει: «Εξαιτίας σου.»
«Θα κατηγορήσεις εμένα τώρα επειδή δεν θέλει να μπει στον Κύκλο σας;» τη ρωτάω, συζητητικά, καθώς είμαστε καθισμένοι σε αναπαυτικές καρέκλες, μ’ένα τραπεζάκι ανάμεσά μας, και καπνίζω από μια πίπα.
«Δε μιλάω γι’αυτό,» διευκρινίζει η Φαρμακερή Βασίλισσα. «Μιλάω για τον τρόπο που με κοιτάζει... και που κοιτάζει κι εσένα. Σε θέλει, Γεώργιε. Μπορώ να το καταλάβω όταν μια γυναίκα θέλει έναν άντρα. Ήσασταν εραστές παλιά, έτσι δεν είναι;»
Δεν υπάρχει λόγος να της το κρύψω. Γνέφω καταφατικά. «Περιστασιακά,» αποκρίνομαι, «ναι, ήμασταν. Αλλά, κοίτα, αυτός δεν είναι λόγος για διαπληκτισμούς σήμερα. Σύντομα θα–»
«Δεν είπα τίποτα για διαπληκτισμούς–»
«Προς αυτή την κατεύθυνση πας, όμως.»
«Προς την αντίθετη κατεύθυνση πηγαίνω, Γεώργιε!» Γελά και σηκώνεται από την καρέκλα, ανεμίζοντας τη μαύρη ρόμπα της. Έρχεται και κάθεται στα γόνατά μου, γρήγορη κι ευέλικτη. Τυλίγω το ένα μου χέρι γύρω από τη λεπτή μέση της. «Κουβεντιάσαμε οι δυο μας,» μου λέει. «Εγώ το ξεκίνησα. Της είπα ότι καταλαβαίνω τι θέλει από εσένα, και ότι καταλαβαίνω πως με βλέπει σαν εμπόδιο. Το αρνήθηκε, φυσικά, αλλά δεν της έδωσα σημασία: δε μπορούσε να με κοροϊδέψει έτσι εύκολα. Της εξήγησα ότι δεν υπάρχει λόγος να με βλέπει ως εμπόδιο· δεν είμαι εμπόδιο. Κι οι δύο, άλλωστε, σε γνωρίζαμε την ίδια περίοδο, πριν από τρία χρόνια. Θα μπορούσαμε να συμφιλιωθούμε, εκείνη κι εγώ· δεν έχουμε, στην ουσία, τίποτα να χωρίσουμε. Ο Οφιομαχητής δεν χωρίζεται. Κι αν τη σκοτώσω – όχι πως θα τη σκότωνα για έναν τέτοιο λόγο· δεν σκοτώνω για τέτοιους λόγους – το ξέρω πως αυτό θα σε δυσαρεστούσε τόσο που θα σε έχανα για πάντα.»
«Έχεις δίκιο.»
«Μιλήσαμε, λοιπόν, και της έκανα μια πρόταση για να δει ότι δεν έλεγα αερολογίες. Στην αρχή... σάστισε.» Η Πράσινη Κρίνη γελά. «Μάλλον δεν έχει ξανακάνει κάτι τέτοιο. Όμως μετά την έπεισα. Ίσως εξαιτίας της περιέργειάς της, ή ίσως επειδή δεν αντέχει άλλο να είναι μακριά σου. Δεν έχει σημασία. Δέχτηκε.»
«Τι δέχτηκε;»
Η Φαρμακερή Βασίλισσα μού λέει, και την κοιτάζω με δυσπιστία. «Αποκλείεται να δέχτηκε, Ευτυχία! Δεν σε πιστεύω. Τι κόλπο είναι αυτό;»
Γελάει όπως τότε που περνούσαμε την ώρα μας στον Οίκο της Ανεμώνης κάνοντας έρωτα, πίνοντας ποτά, και λέγοντας ιστορίες (τις οποίες εγώ έλεγα, κυρίως). «Δέχτηκε!» επιμένει. «Δεν ξέρω, όμως, αν τώρα θα κωλώσει ή όχι. Να την ειδοποιήσω;» Σηκώνεται απ’τα γόνατά μου, γλιστρώντας από το χέρι μου.
«Ελπίζω να μην την έκανες να σε βλέπει ακόμα πιο εχθρικά...»
«Το αντίθετο, νομίζω, Γεώργιε. Να την καλέσω; Ή προτιμάς αργότερα;»
Είναι ήδη αρκετά αργά. Έξω από το άντρο, στο Ψυχροδάσος, πρέπει να σουρουπώνει. «Δεν έχουμε τίποτα καλύτερο να κάνουμε,» αποκρίνομαι αφήνοντας την πίπα μου παραδίπλα, επάνω στο τραπεζάκι.
Η Πράσινη Κρίνη πηγαίνει ώς την πόρτα του δωματίου της, την ανοίγει, και λέει στους φρουρούς απέξω να ειδοποιήσουν τη Λουκία – να της πουν ότι η Βασίλισσα τη θέλει να έρθει «όπως συζητήσαμε», ακριβώς «όπως συζητήσαμε». Και να την περιμένουν, να μην την εμποδίσουν να μπει στο δωμάτιο.
Ύστερα κλείνει την πόρτα και στρέφεται σ’εμένα, βαδίζοντας προκλητικά προς το μέρος μου και, συγχρόνως, λύνοντας τη ρόμπα της, αφήνοντάς την να πέσει στο πάτωμα. Από μέσα είναι ντυμένη μόνο μ’έναν λεπτό στηθόδεσμο, μια λεπτή περισκελίδα, και διχτυωτές κάλτσες που φτάνουν ώς τους μηρούς. Επάνω στο πράσινο δέρμα της η δερματοστιξία του Διπλού Καταβροχθιστή φαντάζει πολύ έντονη, σχεδόν ζωντανή, σαν δύο φίδια που μπορεί να ξετυλιχτούν, να πάψουν το ένα να τρώει την ουρά του άλλου, και να τιναχτούν για να σε δαγκώσουν.
Η Ευτυχία κάθεται στα γόνατά μου ξανά και γλιστρά τα χέρια της πίσω από το κεφάλι μου. Φιλιόμαστε. Διατρέχω τα δάχτυλά μου στη ράχη της, κατεβάζω την αριστερή της κάλτσα κάτω από το γόνατο.
Όταν η Λουκία μπαίνει στο δωμάτιο είμαστε ακόμα εκεί, επάνω στην καρέκλα, αγκαλιασμένοι. Στέκεται και μας κοιτάζει, προς στιγμή μοιάζοντας μουδιασμένη.
Η Πράσινη Κρίνη τής χαμογελά καθώς σηκώνεται από τα γόνατά μου, και η αριστερή της κάλτσα γλιστρά ώς τον αστράγαλο. «Λουκία,» λέει με τρόπο που μου φέρνει έντονα στο μυαλό τον Οίκο της Ανεμώνης. «Σε περιμέναμε... με αγωνία.»
Η Λουκία με κοιτάζει. Δεν ξέρω τι να της πω. Συμφώνησε, δεν συμφώνησε; Αν δεν ήθελε να– Αρχίζει να βγάζει τα ρούχα της, το ένα μετά το άλλο: τις μπότες, τη μπλούζα, το παντελόνι. Δεν φορά τίποτα από μέσα.
Η Ευτυχία νεύει με το κεφάλι, εγκρίνοντας. Με πλησιάζουν μαζί και με ωθούν να σηκωθώ από την καρέκλα, τραβώντας με. Η Λουκία πραγματικά το έχει πάρει απόφαση. Ίσως να το βλέπει σαν πρόκληση. Σαν κάποιου είδους προσωπική αναμέτρηση με τη Φαρμακερή Βασίλισσα.
Με γδύνουν σταδιακά, κι οι δύο συγχρόνως, στριφογυρίζοντας γύρω μου σαν λάγνες ωκεανίδες που προσπαθούν να παραπλανήσουν χαμένο ναυτικό, να τον οδηγήσουν στην καταστροφή του. Αισθάνομαι ήδη τα αγγίγματά τους να με έχουν καταστρέψει... Αρπάζω τη Λουκία ξαφνικά από τη μέση – ακούω την απότομη ανάσα της – και τη φιλάω δυνατά στα χείλη, συνθλίβοντάς την μες στην αγκαλιά μου. Το σώμα της πιέζει το δικό μου σαν να ζητά να λιώσει επάνω του. Φοράω πλέον μόνο την περισκελίδα μου, και νιώθω κάποια – την Ευτυχία, μάλλον, η οποία βρίσκεται πίσω μου – να την τραβά προς τα κάτω. Το χέρι της γλιστρά αναίσχυντα ανάμεσα στους μηρούς μου, χαϊδεύοντάς με από τους γλουτούς ώς τους όρχεις, ενώ η Λουκία γαντζώνει τα δάχτυλά της στη ράχη μου και το γόνατό της τρίβεται στο πλάι του ποδιού μου.
Τις παρασέρνω και τις δύο στο κρεβάτι που δεν είναι μακριά μας. Τις παρασέρνω απλά κάνοντας μερικά βήματα προς τα εκεί, ενώ κρατιούνται, κρέμονται, επάνω μου. Κυλιόμαστε στο στρώμα, στα σκεπάσματα, στα μαξιλάρια. Τις κατασπαράζω προτού τις αφήσω να με ικανοποιήσουν. Φτάνουν στα όρια της εξαγρίωσης μαζί μου, σαν κι αυτές να τις έχει καταλάβει η Έχιδνα αλλά με αρκετά διαφορετικό τρόπο απ’ό,τι εμένα.
Όταν τελειώνουμε, ούτε η Λουκία δεν είναι παραπονεμένη. Καθόλου παραπονεμένη. Βρίσκεται ξαπλωμένη τεμπέλικα στην αγκαλιά μου, ενώ η Ευτυχία είναι απλωμένη στην αντικρινή μεριά του κρεβατιού, μ’ένα ποτήρι κρασί στο χέρι, ατενίζοντάς μας σαν να της φαινόμαστε γουστόζικοι, ξέροντας ότι όλα αυτά είναι δικό της κατόρθωμα.
«Με μισείς ακόμα, κοκκινομάλλα πειρατίνα;» ρωτά τη Λουκία, τεντώνοντας το ελεύθερό της χέρι για να της τσιμπήσει την πατούσα.
Η Λουκία απομακρύνει το πόδι της. «Θανάσιμα,» λέει, αλλά νομίζω ότι αστειεύεται.
Η Φαρμακερή Βασίλισσα γελά, και πίνει κρασί.
Το πρωί της τέταρτης ημέρας, με πλησιάζει εκεί όπου κάθομαι, μαζί με τη Λουκία, στην τραπεζαρία του άντρου και μου λέει:
«Κανονίστηκε. Ένα πλοίο βρέθηκε που μπορεί να σε πάει στη Ριλιάδα. Φεύγει αύριο, τρεις ώρες πριν από το μεσημέρι. Από Ιλφόνη.» Και δεν μοιάζει ευχαριστημένη. Δεν της αρέσει καθόλου που φεύγω, και σίγουρα όχι μόνο επειδή δεν θα μοιράζομαι πλέον το κρεβάτι της. Σίγουρα αυτό είναι το λιγότερο που την ενδιαφέρει. Κυρίως, ήθελε να μείνω εδώ για να πολεμήσω μαζί με τα Τέκνα, στον Μεγάλο Αγώνα.
«Ωραία,» λέω. «Καλύτερα να ξεκινάμε, λοιπόν. Έχεις κάποιο μεταφορικό μέσο; Δε νομίζω ότι θα προλάβουμε το σκάφος διασχίζοντας το Ψυχροδάσος με τα πόδια.»
«Και ούτως ή άλλως δεν θα θέλαμε να διασχίσουμε το Ψυχροδάσος με τα πόδια ξανά,» προσθέτει η Λουκία μορφάζοντας. «Ακόμα έχω φουσκάλες στις πατούσες από την τελευταία μας οδοιπορία εκεί.» (Λέει αλήθεια· τις έχω δει.) Δε μοιάζει πλέον και τόσο... μουδιασμένη όταν είναι μαζί με την Ευτυχία, όχι ύστερα από τότε που βρεθήκαμε κι οι τρεις στο ίδιο κρεβάτι.
«Εννοείται πως έχω έτοιμο ένα μεταφορικό μέσο,» αποκρίνεται η Φαρμακερή Βασίλισσα.
«Τι μεταφορικό μέσο;» ρωτάω.
«Ελικόπτερο.»
Φυσικά δεν βρίσκεται μέσα στο υπόγειο άντρο. Όταν έχουμε ετοιμαστεί – εγώ, η Λουκία, ο γάτος της, και τα τέσσερα Τέκνα που θα έρθουν μαζί μας: ο Νικόλαος, η Ερασμία, ο Λεωνίδας, κι ο Νηρέας – βγαίνουμε στην επιφάνεια του εδάφους κι αμέσως αισθανόμαστε το κρύο του χειμώνα να μας χτυπά πολύ έντονα ύστερα από τη ζεστασιά της παλιάς βάσης, η οποία, εκτός από καλό σύστημα εξαερισμού, έχει κι εξίσου καλό σύστημα θέρμανσης – και δεν νομίζω πως είναι κάτι που πρόσθεσαν τώρα τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου· πρέπει να ήταν εδώ από πριν, απλώς το έβαλαν ξανά σε λειτουργία.
Η Φαρμακερή Βασίλισσα είναι μαζί μας καθώς βαδίζουμε μες στο δάσος. Το ίδιο κι ο Αλέξανδρος ο Γηραιός, ο Αγησίλαος, και ο Ελευθέριος – εκείνο το Τέκνο που, στην αρχή, είχε προτείνει να καθαρίσουν τη Λουκία: ένας ψηλός, λιγνός, καφετόδερμος άντρας με γαλανά μαλλιά και μουστάκι, ο οποίος φέρνει στο μυαλό καλοακονισμένη λεπίδα και μοιάζει φανατικά πιστός στη Φαρμακερή Βασίλισσα. Όχι πως όλοι τους δεν είναι αρκετά φανατικοί, φυσικά (μιλάμε για τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου!), αλλά αυτός ο συγκεκριμένος έλαβα την εντύπωση, τούτες τις ημέρες, ότι της είναι πολύ πιο πιστός, ότι μετά χαράς θα έδινε τη ζωή του για εκείνη τρεις φορές στη σειρά αν μπορούσε να πεθάνει και να αναγεννηθεί μέχρι τρεις φορές όπως σε κάποια εικονικά παιχνίδια που φτιάχνουν Τεχνομαθείς μάγοι. Εικάζω, μάλιστα, πως είναι εραστής της, αν και δεν πρόσεξα να της κάνει παράπονα που με είχε στο δωμάτιό της· ούτε τον είδα να με κοιτάζει με τίποτα λιγότερο από θαυμασμό, δέος – ή, τέλος πάντων, όπως με κοιτάζουν όλα τα Τέκνα – δεν ξέρω ποια λέξη θα περιέγραφε καλύτερα το βλέμμα τους. Με βλέπουν χωρίς να έχουν καμιά αμφιβολία ότι είμαι ιερό πρόσωπο ειδικά προορισμένο για τον Κύκλο τους. Υπάρχει λέξη γι’αυτό; Δε νομίζω. Δεν είμαι σαν κάποιους πολύ γραμματιζούμενους του Γνωστού Σύμπαντος, αλλά, πραγματικά, δεν νομίζω.
Βαδίζουμε μες στο δάσος για κανένα χιλιόμετρο και φτάνουμε σ’ένα στενό ξέφωτο, όπου είναι προσγειωμένο ένα μικρό, κομψό, κατάμαυρο ελικόπτερο. Έχει έναν έλικα και δύο λοξά φτερά. Η πιλότος του μας περιμένει έξω από το σκάφος, ντυμένη κατάλληλα για το κρύο.
Βλέποντάς μας, κάνει την υπόκλιση του φιδιού αντίκρυ σ’εμένα και τη Φαρμακερή Βασίλισσα.
«Όλα έτοιμα, Μαρίνα;» ρωτά η Ευτυχία.
«Φυσικά, Βασίλισσά μου.»
Η Ευτυχία στρέφεται σ’εμένα. «Εις το επανιδείν,» μου λέει. «Δεν έχω αμφιβολία ότι θα ξαναβρεθείς κοντά μας. Η Μεγάλη Κυρά θα σε οδηγήσει σ’εμάς, Γεώργιε.»
«Ίσως,» αποκρίνομαι, και της σφίγγω το χέρι που τείνει προς τη μεριά μου.
Η Φαρμακερή Βασίλισσα στρέφεται στη Λουκία. Της κλείνει το μάτι. «Και μ’εσένα θα τα ξαναπούμε· το διαισθάνομαι. Στο τέλος θα γίνεις δική μας, κοκκινομάλλα πειρατίνα.» Ναι, σίγουρα η σχέση τους είναι πιο άνετη ύστερα από εκείνη τη συνάντηση των τριών μας στο ίδιο κρεβάτι. Μιλάνε σχεδόν σαν να κάνουν πλάκα η μία στην άλλη.
«Δεν το νομίζω,» αποκρίνεται, ωστόσο, η Λουκία. «Αλλά μου μοιάζετε πιο συμπαθητικοί από παλιά.» Σοβαρά; Ή το λέει για να μη χωρίσουν τσακωμένες;
Η πιλότος – η Μαρίνα, η οποία πάω στοίχημα πως έχει κι αυτή επάνω της τον Διπλό Καταβροχθιστή, αλλιώς δεν θα ήταν εδώ – έχει ήδη μπει στο ελικόπτερο, καθίζοντας στη μπροστινή θέση· και τώρα επιβιβαζόμαστε κι εμείς – εγώ, η Λουκία, ο γάτος της, και τα τέσσερα Τέκνα που μας συνοδεύουν. Η Βασίλισσα, ο ιερέας, ο ερπετοειδής, και ο Ελευθέριος στέκονται έξω από το αεροσκάφος, κάποια βήματα απόσταση, και το κοιτάζουν καθώς ο έλικάς του αρχίζει να περιστρέφεται γρήγορα υψώνοντάς μας πάνω από το έδαφος, και πάνω από τα δέντρα του Ψυχροδάσους, στον χειμωνιάτικο ουρανό της Υπερυδάτιας, που έχει πολλά σύννεφα σήμερα και οι ήλιοι είναι κρυμμένοι πίσω τους: το φως τους πέφτει φιλτραρισμένο.
«Δε θα σας προσγειώσω μέσα στην ίδια την Ιλφόνη,» μας λέει η Μαρίνα χωρίς να στραφεί να μας κοιτάξει ενώ πιλοτάρει με νότια κατεύθυνση. «Θα κατεβούμε γύρω στα πέντε χιλιόμετρα από εκεί. Για λόγους ασφαλείας. Δεν υπάρχει πρόβλημα, έτσι;»
«Κανένα,» της αποκρίνομαι. «Δεν είμαστε τόσο κουρασμένοι που να μη μπορούμε να βαδίσουμε πέντε χιλιόμετρα.»
Και, καθώς πετάμε πάνω από το Ψυχροδάσος, ρωτάω τον Νικόλαο: «Εσύ γιατί δεν ήθελες, καλύτερα, να μείνεις πίσω, στο άντρο, για να ξεκουραστείς ύστερα απ’όσα πέρασες με τα βατράχια και μαζί μου;»
«Είναι χαρά μου να βρίσκομαι στο πλευρό σου, Οφιομαχητή,» απαντά εκείνος. «Δεν υφίσταται κούραση όσο είμαι κοντά σου. Και η Βασίλισσά μας είπε ότι έχεις έναν πολύ επικίνδυνο εχθρό στη Ριλιάδα. Δεν θα σε εγκατέλειπα ποτέ.»
«Ελπίζω να μη χρειαστεί να συναντήσουμε τον Στέφανο.»
«Είναι βατράχι, μας εξήγησε η Μεγάλη Οφιοκυρά...» λέει ο Νηρέας.
«Συνεργάζεται με πιστούς του Λοκράθου, τουλάχιστον. Συνεργάστηκε μ’αυτούς που μου επιτέθηκαν στη Ριλιάδα για να με αιχμαλωτίσουν και να με πάνε στην Οδοντόπολη, όπου τελικά συνάντησα τον Νικόλαο.»
«Ανυπομονούμε, τότε, να τον βρούμε μπροστά μας,» λέει ο Νηρέας. «Θα είναι η τελευταία του ώρα!»
Ο Λεωνίδας νεύει. «Δίχως αμφιβολία, Οφιομαχητή.»
Μην είστε και τόσο σίγουροι, σκέφτομαι. Αν ο Στέφανος τούς αντιμετωπίσει μόνους αυτούς τους τέσσερις (χωρίς εμένα, δηλαδή) ενώ φορά την οργανική στολή επιτάχυνσης, πολύ πιθανόν να τους σκοτώσει όλους. Τον έχω ικανό. Παραπάνω από ικανό. Κι αυτή τη φορά που τον συνάντησα νομίζω πως ήταν, ίσως, χειρότερος από την προηγούμενη. Ή μπορεί και να μην τον θυμόμουν καλά από τότε που τον είχα αντικρίσει μπροστά στο λημέρι του Ζορδάμη μαζί με τους Αγενείς μου...
Η Λουκία δεν μιλά· είναι σιωπηλή σχεδόν όπως όταν πρωτομπήκαμε στο άντρο των Τέκνων. Παρότι αισθάνεται ομολογουμένως άνετα με την Ευτυχία πλέον, δεν νομίζω πως το ίδιο ισχύει και για τη σχέση της με τα υπόλοιπα Τέκνα. Εξακολουθεί να τους βλέπει με περίσσια επιφύλαξη, νομίζω. Εκτός, ίσως, από τον Νικόλαο, με τον οποίο είχαν παραγνωριστεί όσο ταξιδεύαμε προς Ψυχρόπολη και, μετά, προς το άντρο μες στο Ψυχροδάσος.
Το ελικόπτερο πετά για λιγότερο από ένα τέταρτο της ώρας, και, όταν έχουμε προ πολλού αφήσει πίσω μας τις παρυφές των δασότοπων, προσγειώνεται σ’έναν πεδινό τόπο που μοιάζει ερημικός. Κανένα χωριό ή οικισμός δεν φαίνεται εκεί κοντά. Μονάχα στο βάθος, νότια, διακρίνεται η θάλασσα και μια μεγάλη, περιτειχισμένη πόλη στις εκβολές του ποταμού Αλκόνου. Η Ιλφόνη.
«Η Μεγάλη Κυρά να είναι πάντα στο πλευρό σου, Οφιομαχητή,» μου λέει η Μαρίνα, καθώς βγαίνουμε από το αεροσκάφος της κι εκείνη εξακολουθεί να κάθεται στη θέση του πιλότου.
«Επίσης,» της αποκρίνομαι, μην ξέροντας τι άλλο να πω.
Μου γνέφει σε χαιρετισμό από το παράθυρο του ελικοπτέρου και, ύστερα, υψώνεται στον αέρα ξανά.
«Τους ξέρετε αυτούς τους τόπους;» ρωτάω τα τέσσερα Τέκνα που με συνοδεύουν· γιατί εγώ, προσωπικά, δεν τους ξέρω. Δεν είχα ποτέ έρθει εδώ, βόρεια της Ιλφόνης, όσο ήμουν κουρσάρος στην Ιχθυδάτια. Όχι, βέβαια, πως υπολογίζω ότι θα είναι δύσκολο να φτάσουμε στην πόλη.
«Ναι,» αποκρίνεται ο Νηρέας, που είναι από την Ιλφόνη. «Ακολουθήστε με.»
Και τον ακολουθούμε, διασχίζοντας πεδινά μέρη και περνώντας κοντά από τους οικισμούς και τα χωριά που βρίσκονται πέρα από τα τείχη της Ιλφόνης και θα μπορούσες να πεις ότι αποτελούν περίχωρά της. Από εδώ έρχονται πολλά προϊόντα που πηγαίνουν στην πόλη. Οι μαχητές της Φύλακα περιπολούν τις περιοχές επάνω σε άλογα και σε δίκυκλα. Τα εκτιμούν αυτά τα χωριά, τα θεωρούν μέρος της Ιλφόνης.
Κανείς δεν μας ενοχλεί, ούτε μας σταματά για έλεγχο. Δε μοιάζουμε για τίποτα πιο παράξενο από έξι ταξιδιώτες (και ένας γάτος) που κατευθύνονται προς τη μεγάλη πόλη των Νότιων Ακτών.
Φτάνουμε στη δυτική πύλη της – η οποία ακούει στο απλό όνομα Δυτική Πύλη, σε αντίθεση με την ανατολική, που έχει το εντυπωσιακό όνομα Πύλη των Όφεων – και μπαίνουμε χωρίς πάλι κανείς να μας ενοχλήσει με κανέναν τρόπο. Επομένως, δεν έχουν αλλάξει και τόσο τραγικά τα πράγματα μ’αυτή την καινούργια Φύλακα... Ή, μάλλον, κάνω ανόητες σκέψεις. Ποιος θα περίμενε κάτι τέτοιο ν’αλλάξει; Η Ιλφόνη είναι μεγάλη πόλη, πολύς κόσμος περνά. Δεν μπορούν να ελέγχουν οι φρουροί κάθε οδοιπόρο που περνά τη Δυτική Πύλη, όσο παρανοϊκή κι αν είναι η νέα τους αρχόντισσα. Δεν θα ήταν πρακτικό. Απλώς θα έριχνε την κίνηση της Ιλφόνης και, πιθανώς, θα αύξανε την κίνηση αντίπαλων πόλεων. Κακή πολιτική για την Ιχθυδάτια.
Είμαστε στην Πατητή τώρα, τη συνοικία αμέσως μετά τη Δυτική Πύλη, και βαδίζουμε στους δρόμους της, ανάμεσα στις πολυκατοικίες και τα άλλα, μικρότερα οικοδομήματα.
«Αν σε δουν οι φρουροί, μπορεί να σ’αναγνωρίσουν;» ρωτάω τον Νηρέα. «Είσαι πολύ γνωστός;»
«Όχι και τόσο πολύ που θα με αναγνώριζε ο κάθε φρουρός με μια γρήγορη ματιά. Όμως καλύτερα να μην κοιτάξει κανένας τους το πρόσωπό μου από κοντά,» αποκρίνεται το Τέκνο.
«Ο Πολυταξιδεμένος, το ξενοδοχείο στα βόρεια του Ανατολικού Λιμανιού, κοντά στο Κοφτό Άκρο, λειτουργεί ακόμα;»
«Λειτουργεί.»
«Πάμε εκεί να περάσουμε την ημέρα;»
«Ό,τι νομίζεις, Οφιομαχητή.»
«Μη με λέτε ‘Οφιομαχητή’,» λέω, απευθυνόμενος προς όλα τα Τέκνα. «Εντάξει; Ίσως τραβήξει ανεπιθύμητη προσοχή αν σας ακούσουν τα λάθος αφτιά. Επιπλέον, έχω και κανονικό όνομα που το προτιμώ. Γεώργιος.»
Κανείς δεν φέρνει αντίρρηση.
Κάνουμε νόημα σ’έναν δρομοπιλότο που βλέπουμε να διασχίζει έναν από τους δρόμους της Πατητής, κι εκείνος σταματά το μακρύ τετράκυκλο όχημά του μπροστά μας. Είναι άδειος. «Πού πάτε, ρε παιδιά;» ρωτά απ’το παράθυρο.
«Στα βόρεια του Ανατολικού Λιμανιού,» του λέω. Δεν αναφέρω τον Πολυταξιδεμένο, για λόγους ασφαλείας. Με τις μεθόδους που τα βατράχια έχουν για να μ’εντοπίζουν, ποτέ δεν ξέρεις τι μαλακία μπορεί να συμβεί.
«Ελάτε.»
Γεμίζουμε το όχημά του, έξι άτομα γαρ και ένας γάτος, κι εκείνος αρχίζει να οδηγεί προς τ’ανατολικά. Αφήνουμε την Πατητή πίσω μας, μπαίνουμε για λίγο στο Λιμάνι των Φυλάκων, περνάμε από τη συνοικία της Κοντής Ουράς, καβαλάμε τη Γέφυρα των Λιμανιών και βγαίνουμε στις ανατολικές όχθες του Αλκόνου, διασχίζουμε το Κοφτό Άκρο, και φτάνουμε στα βόρεια του Ανατολικού Λιμανιού.
«Πού θέλετε;» ρωτά ο δρομοπιλότος – ένας ξερακιανός, γαλανόδερμος, μακροπρόσωπος τύπος που τα νεύρα του μοιάζουν συνεχώς τσιτωμένα.
«Εδώ καλά είναι,» του λέω, και καθώς οι άλλοι βγαίνουν τον πληρώνω με οκτάποδες που μου έχει δώσει η Φαρμακερή Βασίλισσα.
Βγαίνω κι εγώ, και ο δρομοπιλότος φεύγει, με μεταλλικούς τροχούς να γρυλίζουν πάνω στο πλακόστρωτο.
«Συνετό που δεν του ζήτησες να μας πάει ακριβώς στο ξενοδοχείο, Γεώργιε,» παρατηρεί ο Νηρέας μέσα από τη σκιά της κουκούλας της κάπας του.
«Σας έχει πει η Βασίλισσα για τις παράξενες μεθόδους που έχουν τα βατράχια για να με βρίσκουν, έτσι;» λέω, καθώς βαδίζουμε προς τον Πολυταξιδεμένο μες στο πρωινό.
«Ναι· και, μάλλον, είναι όντως αυτό το καταραμένο δίκτυο. Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση.»
«Γνωρίζεις κι εσύ για το δίκτυο...»
«Γνωρίζω. Έχει αποδειχτεί επικίνδυνο για εμάς. Μαχητές του Μεγάλου Αγώνα έχουν προδοθεί εξαιτίας του.»
Η Ευτυχία μού το ανέφερε, νομίζω... «Θεωρείς, λοιπόν, ότι πραγματικά υπάρχει...»
«Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία.»
Παράξενο, ίσως· γιατί η Ευτυχία έχει κάποιες αμφιβολίες τουλάχιστον.
Δεν αργούμε να φτάσουμε στον Πολυταξιδεμένο, και τον βρίσκω όπως τον θυμόμουν από τις μέρες μου ως πειρατής στην Ιχθυδάτια. Τίποτα σημαντικό δεν φαίνεται να έχει αλλάξει. Μπορεί να με αναγνωρίσουν, άραγε; Ο υπάλληλος στη ρεσεψιόν είναι άλλος, νομίζω· αλλά δεν υπάρχει λόγος να το ρισκάρω: η Ερασμία κλείνει δωμάτια για όλους μας, αφού με διαβεβαιώνει ότι αποκλείεται να την ξέρουν.
Ανεβαίνουμε στα καταλύματα χρησιμοποιώντας τον ανελκυστήρα. Εγώ και η Λουκία έχουμε κλείσει ένα δίκλινο δωμάτιο, και τα Τέκνα είναι χωρισμένα επίσης δύο-δύο: ο Νικόλαος με τον Λεωνίδα, η Ερασμία με τον Νηρέα.
Δεν έχουμε να κάνουμε τίποτα πέρα απ’το να περιμένουμε να έρθει το πλοίο μας στο Ανατολικό Λιμάνι, αύριο, τρεις ώρες πριν από το μεσημέρι. Σκέφτομαι τι θα γίνει όταν φτάσω στη Ριλιάδα, πώς θα αναζητήσω τα ίχνη της Διονυσίας και του Αρσένιου, ενώ η Πάροδος του Πράου Ανέμου μουρμουρίζει εντός μου, πίσω από τις σκέψεις μου, κρατώντας σε απόσταση τη δηλητηριώδη οργή μου.
Αλλά, μα την Έχιδνα, αν αυτή τη φορά η Σιλοάρνη το θέλει να ξανασυναντήσω τον Στέφανο, δεν θ’αφήσω τους λογαριασμούς μου μαζί του μισοτελειωμένους! Και τα Τέκνα θα με βοηθήσουν πολύ· το ξέρω πως θα με βοηθήσουν.
Όταν ξημέρωσε, ο Οφιομαχητής πήγε στο δωμάτιο της Όλγας και χτύπησε την πόρτα. Εκείνη άργησε λίγο αλλά μισάνοιξε, κοιτάζοντάς τον από τη χαραμάδα. «Θα πάμε για το υποβρύχιο από τώρα;» ρώτησε.
«Ναι.»
«Περιμένετε λίγο.»
«Εντάξει. Δε βιαζόμαστε και τόσο.»
Ύστερα από κανένα μισάωρο, ήταν κι οι τρεις τους στον διάδρομο, ντυμένοι με τα ταξιδιωτικά τους ρούχα και με τους σάκους τους στους ώμους. Μπήκαν στον ανελκυστήρα του Οίκου του Μορνάκη και κατέβηκαν στο υπόγειο γκαράζ. Καβάλησαν τα δίκυκλά τους και έφυγαν από το ξενοδοχείο.
Κανείς τους δεν ήξερε τη Νερκάλη, αλλά η κατεύθυνση που βρισκόταν η θάλασσα ήταν καταφανής – δυτικά. Ακολούθησαν μια μεγάλη λεωφόρο, ανάμεσα σε άλλα οχήματα, η οποία ονομαζόταν Λεωφόρος Κοντού, όπως είδαν από τις πινακίδες. Ήταν πολύ μακρύς δρόμος, διακλαδιζόμενος σε διάφορα σημεία. Όμως εκείνοι δεν λοξοδρόμησαν πουθενά· όλο δυτικά πήγαιναν. Στο τέλος, λογικά, θα έφταναν στις ακτές, υπέθεταν. Και, όντως, εκεί έφτασαν. Αφού είχαν διασχίσει καμιά δεκαριά χιλιόμετρα, απ’ό,τι υπολόγιζε ο Γεώργιος, βρέθηκαν σε μια άλλη λεωφόρο, κάθετη ως προς την προηγούμενη, η οποία απλωνόταν πλάι στη θάλασσα και οι πινακίδες της έγραφαν πως ονομαζόταν Λεωφόρος Θαλάσσης. Υπήρχαν καταστήματα, αποθήκες, και εργαστήρια από τη μια μεριά της και αποβάθρες και προβλήτες από την άλλη. Πλοία, πλοιάρια, και βάρκες ήταν αραγμένα.
Ο Οφιομαχητής άρχισε να ρωτά κόσμο αν περνούσαν υποβρύχια από εδώ τα οποία ταξίδευαν σ’άλλες διαστάσεις μέσω Συμπλέγματος· κι αν ναι, πού σταματούσαν.
«Στον Κόρφο θα πας να ρωτήσεις,» του είπε ένας περιπτεράς. «Εδώ είσαι στο λάθος μέρος.»
«Πού είναι ο Κόρφος;»
«Βόρεια, στην άλλη μεριά του Υάλβη. –Λοιπόν, επειδή βλέπω ότι είσαι ξένος, πάρε ένα χάρτη της πόλης.» Έβγαλε έναν χάρτη διπλωμένο μέσα σε διαφανές πλαστικό και τον άφησε μπροστά του. «Μόνο πέντε οχτάρια.»
«Ευχαριστώ.» Ο Γεώργιος τον πλήρωσε και πήρε τον χάρτη.
«Η συνοικία που τώρα βρίσκεσαι, αν δεν το ξέρεις, λέγεται Άγκυρα. Βρες τη στον χάρτη και κοίτα όλο βόρεια· εκεί θα συναντήσεις τον Κόρφο, εύκολα.»
Ο Γεώργιος ένευσε και βγήκε απ’το περίπτερο.
Η Όλγα κι ο Νάθλεδιρ τον περίμεναν απέξω. «Σου είπε τίποτα χρήσιμο;» ρώτησε η πρώτη.
«Ναι.» Ο Οφιομαχητής έσκισε το διαφανές πλαστικό, έβγαλε τον χάρτη, και τον ξεδίπλωσε. Βρήκε την Άγκυρα, που ήταν νότια του ποταμού Υάλβη, και, πηγαίνοντας βόρεια με το βλέμμα του, συνάντησε μια μικρή συνοικία που βρισκόταν πλάι στον ποταμό και λεγόταν Καλοπόταμος. Εκεί υπήρχε μια γέφυρα, και μετά απ’αυτήν, στην αντικρινή όχθη, ήταν ο Κόρφος. Η παραλιακή λεωφόρος του Κόρφου άκουγε στο όνομα Οδός των Όφεων, παρατήρησε ο Γεώργιος· και, κοιτάζοντας λίγο πιο βόρεια ακόμα, στο τέλος αυτής της οδού, είδε γραμμένο με έντονα γράμματα: Υψηλός Ναός της Έχιδνας. «Μάλιστα...» μουρμούρισε. Εδώ ήταν, λοιπόν, ο Αρχιερέας της Μικρυδάτιας.
«Τι είναι;» ρώτησε η Όλγα. «Σου είπε, τελικά, κάτι χρήσιμο, ή όχι;»
«Σου απάντησα: ναι.» Ο Γεώργιος δίπλωσε ξανά τον χάρτη. «Θα πάμε στον Κόρφο· εκεί μπορεί να βρούμε υποβρύχιο.»
Ανέβηκαν στα δίκυκλά τους και κατευθύνθηκαν βόρεια, περνώντας μέσα από την κίνηση της Λεωφόρου Θαλάσσης, η οποία έφτανε μέχρι τον Καλοπόταμο. Εκεί βγήκαν από τη λεωφόρο στρίβοντας ανατολικά, σ’έναν άλλο δρόμο, ακολουθώντας μια πινακίδα που έγραφε ΠΡΟΣ ΠΡΑΣΙΝΗ ΓΕΦΥΡΑ. Σύντομα έφτασαν στη γέφυρα, πέρασαν στις βόρειες όχθες του ποταμού Υάλβη, και διέσχισαν τους δρόμους του Κόρφου για να βρεθούν στο λιμάνι του και στην Οδό των Όφεων.
Ο Οφιομαχητής άρχισε πάλι να ρωτά για υποβρύχια που ταξίδευαν σ’άλλες διαστάσεις μέσω Συμπλέγματος, και του αποκρίθηκαν ότι συνήθως εκεί άραζαν (δείχνοντας μια αποβάθρα που επί του παρόντος ήταν άδεια) αλλά τώρα κανένα δεν ήταν στο λιμάνι. Δε θ’αργούσε, όμως, κάποιο να παρουσιαστεί. Πάντα κάποιο παρουσιαζόταν. Σε πόσες μέρες; ρώτησε ο Γεώργιος· μα κανείς δεν μπορούσε να του απαντήσει με βεβαιότητα. Ίσως σε δυο, τρεις μέρες, ίσως σε πάνω από δέκα, ή ακόμα περισσότερες.
«Πού θες να πας;» του είπε μια γυναίκα που έμοιαζε για ναυτικός έτσι όπως ήταν ντυμένη. «Σ’άλλη διάσταση;»
«Στη Μοργκιάνη.»
«Μοργκιάνη. Ναι, την έχω ακούσει. Μέσω Συμπλέγματος ξέρω πως πάνε εκεί.»
«Κι εγώ το ξέρω αυτό. Για υποβρύχιο ψάχνω. Έχεις κανένα υπόψη σου;»
«Όχι.»
Δεν ήταν μεσημέρι ακόμα, αλλά κάθισαν σε μια παραλιακή καφετέρια κοντά στην Οδό των Όφεων για να ξεκουραστούν, να φάνε κάτι πρόχειρο, και να πιουν καφέ. Ο άνεμος έκανε τη θάλασσα να κυματίζει και να αφρίζει, και τα πλοία να κουνιούνται στο λιμάνι. Ο Οφιομαχητής και οι δύο σύντροφοί του συζητώντας αποφάσισαν να κλείσουν δωμάτια σε κάποιο ξενοδοχείο εδώ κοντά. Δεν είχαν πληρώσει τον Οίκο του Μορνάκη για παραπάνω από μια νύχτα και ούτε είχαν αφήσει τίποτα πράγματά τους εκεί· οπότε, φεύγοντας από την καφετέρια άρχισαν να ψάχνουν και δεν άργησαν να εντοπίσουν ένα ξενοδοχείο που βρισκόταν στα κεντρικά του Κόρφου, κάμποση απόσταση από το λιμάνι, εκεί όπου υπήρχε μια μεγάλη διασταύρωση και η Οδός των Όφεων ξεκινούσε. Η Πράσινη Γέφυρα δεν ήταν μακριά, και το μέρος πρέπει να θεωρείτο αρκετά περαστικό: υπήρχαν καταστήματα και κόσμος πήγαινε κι ερχόταν μες στο μεσημέρι.
Το ξενοδοχείο ονομαζόταν «Ο Ναός».
Παράξενο όνομα για ξενοδοχείο, σκέφτηκε ο Οφιομαχητής. Και δεν φαινόταν να έχει τίποτα... ιερατικά σύμβολα για διακόσμηση. Στους τοίχους της ρεσεψιόν, ωστόσο, υπήρχαν τοιχογραφίες με μακριά φίδια από τη μια άκρη ώς την άλλη οι οποίες θύμιζαν ύποπτα τις τοιχογραφίες που μπορεί να έβλεπες σε σηκό ναού της Έχιδνας, αν και δεν ήταν, ούτε κατά διάνοια, ίδιες ή παρόμοιες. Ετούτες εδώ ήταν καθαρά καλλιτεχνικές, στολίδια: τίποτα περισσότερο.
Ο Γεώργιος και ο Νάθλεδιρ έκλεισαν ένα δίκλινο δωμάτιο, και η Όλγα έκλεισε ένα μονόκλινο για τον εαυτό της. Τα δίκυκλά τους τα είχαν αφήσει στο γκαράζ του ξενοδοχείου, που ήταν υπόγειο όπως και στον Οίκο του Μορνάκη.
Πέρασαν μερικές ημέρες εκεί, κάνοντας επισκέψεις στο λιμάνι και ρωτώντας για υποβρύχια, καθώς και για ένα πλοίο που, προ διετίας περίπου, είχε καταποντιστεί βόρεια της Κεντρυδάτιας, μάλλον, βόρεια του Πλοκαμιού των Ναυαγίων. Το είχε ακούσει κανείς;
Ούτε υποβρύχιο βρήκαν ούτε τίποτα έμαθαν για το συγκεκριμένο πλοίο. Και ο Οφιομαχητής καταπολεμούσε την οργή του με τις διδαχές του Γέρου του Ανέμου.
Η Όλγα τον ρώτησε γιατί τον ενδιέφερε τόσο αυτό το καράβι, και ο Γεώργιος, βλέποντας πως μάλλον θα την είχε γι’αρκετό καιρό μαζί του – δεν έμοιαζε πρόθυμη να πάρει πλοίο και να επιστρέψει στην Ηλβάρη, παρότι άκουσαν για σκάφη που κατευθύνονταν προς τα εκεί – αποφάσισε να της μιλήσει για τον εαυτό του: για το πώς βρέθηκε στο Πλοκάμι των Ναυαγίων και τι έγινε αποκεί και πέρα. Εν συντομία, φυσικά.
Ο τρόπος που τον κοίταζε η Όλγα ενόσω της διηγιόταν τις περιπέτειές του του θύμιζε λιγάκι τον τρόπο με τον οποίο τον κοίταζε η Πράσινη Κρίνη στον Οίκο της Ανεμώνης· και επικαλέστηκε το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου για να κρατήσει μακριά την οργή του, καθώς αναμνήσεις από τον Μεγαλοφονιά και τη σφαγή των Αγενών ακολούθησαν.
Ο Νάθλεδιρ έμοιαζε ολοένα και πιο νευρικός που δεν έβρισκαν μέσο για να ταξιδέψει στη Μοργκιάνη, αλλά, συγχρόνως, μάθαινε ολοένα και καλύτερα τη Συμπαντική Γλώσσα, παρατηρούσε ο Γεώργιος.
«Μην ανησυχείς,» του είπε. «Στο τέλος θα έρθει υποβρύχιο. Η Νερκάλη είναι μεγάλο λιμάνι.»
Στις ειδήσεις άκουσαν ότι ο Άρχοντας της Νερκάλης, Ιωάννης Κερβάκλιος, κάτι είχε βρει στις ανασκαφές της αρχαίας πόλης, αλλά δεν ήταν βέβαιο τι ακριβώς. Δεν ήθελε να πει λεπτομέρειες γι’αυτό στους δημοσιογράφους, ούτε δεχόταν να τους το δείξει. Σύμφωνα με τις φήμες, πάντως, ήταν κάτι που κανείς δεν είχε ξαναδεί στην Υπερυδάτια. Κάποιοι (από τους εργάτες των ανασκαφών, ίσως) είχαν μιλήσει για ένα «αντικείμενο από ενέργεια».
Αντικείμενο από ενέργεια; σκέφτηκε ο Οφιομαχητής, σκαλίζοντας τις γνώσεις που είχε από το αινιγματικό παρελθόν του. Αντικείμενο από ενέργεια;... Δεν του θύμιζε τίποτα. Αλλά, βέβαια, μπορεί να το είχε ξεχάσει κι αυτό. –Η οργή της Έχιδνας ήρθε δυνατή, κάνοντάς τον να θέλει να ρημάξει την αίθουσα του εστιατορίου όπου τύχαινε να βρίσκεται, μαζί με την Όλγα και τον Νάθλεδιρ, όταν άκουσε τα νέα από τον τηλεοπτικό δέκτη στον τοίχο.
«Μαλακίες!» είπε κάποιος από τους πελάτες. «Θ’ανοίξουν, να δείτε, καμιά τρύπα κάτω από την ηπειρόνησο και θάρθει το νερό προς τα πάνω και θα πνίξει τη μισή πόλη!»
«Τι λες, ρε!» ακούστηκε η φωνή μιας γυναίκας. «Δε γίνεται να γίνει αυτό. Σαχλαμάρες λένε όσοι το λένε. Δεν μπορεί να γίνει.»
«Και πού το ξέρεις εσύ; Τι είσαι; Επιστήμονας;»
«Οι ανθυδατικές δυνάμεις, ανόητε, κρατάνε τις ηπειρονήσους πλωτές. Δε μπορεί νάρθει το νερό επάνω.»
«Δεν έχεις δίκιο,» της είπε ένας άλλος· «το νερό μπορεί να έρθει επάνω. Οι ανθυδατικές ενέργειες δεν έχουν σχέση μ’αυτό.» Και μετά, όλων τα λόγια έγιναν μια βαβούρα.
«Τι μπορεί να είναι αυτό το ενεργειακό αντικείμενο;» ρώτησε η Όλγα τον Γεώργιο, γιατί είχε καταλάβει πλέον, από όσα τής είχε πει, ότι ήταν πολυταξιδεμένος προτού χάσει τη μνήμη του – πολυταξιδεμένος σε πολλές διαστάσεις του σύμπαντος· η Όλγα τον ζήλευε – και είχε ασυνήθιστες γνώσεις.
«Δεν ξέρω,» αποκρίθηκε ο Οφιομαχητής.
«Δε μου το κρύβεις, έτσι;» Μεταξύ αστείου και σοβαρού.
Τα μάτια του γυάλισαν άγρια καθώς καταπολεμούσε ξανά την οργή του. «Είπα ότι δεν ξέρω, δεν είπα;»
Η Όλγα δεν επέμεινε άλλο.
Την επομένη άκουσαν ότι ένα υποβρύχιο τελικά θα ερχόταν στον Κόρφο – ένα απ’αυτά που ταξιδεύουν σε άλλες διαστάσεις. Και πολύ πιθανόν να πήγαινε προς Μοργκιάνη. Κυκλοφορούσαν φήμες γύρω από την Οδό των Όφεων.
Ο Γεώργιος είπε στον Νάθλεδιρ: «Είδες; Υπομονή, και ο άνεμος φέρνει στα πόδια σου εκείνο που θέλεις.» Θυμόταν πάλι τις διδαχές του Γέρου του Ανέμου στις βουνοκορφές των Ρινέων Ορέων. Και αναρωτήθηκε τι να έκανε, άραγε, η Στεφανία, εκείνη η σαμάνος από τη Βιλάρνη που τον είχε ακολουθήσει ώς το Μοναστήρι του Ανέμου και είχε μείνει εκεί όταν ο Οφιομαχητής είχε αποφασίσει να φύγει. («Πρέπει να αναζητήσω το παρελθόν μου,» της είχε πει, κι εκείνη τον καταλάβαινε, αλλά δεν ήταν έτοιμη να εγκαταλείψει το Μοναστήρι. Νόμιζε ότι είχε πολλά ακόμα να διδαχτεί – εκτός των άλλων και για τη σαμανική μαγεία της. Είχε αποκτήσει παράξενες δυνάμεις, νόμιζε ο Γεώργιος, τον καιρό που βρίσκονταν εκεί...) Λες να την ξανάβλεπε κάποτε;
«Η σοφία σου είναι μεγάλη, Γεώργιε,» αποκρίθηκε ο Νάθλεδιρ.
«Αυτό,» είπε ο Οφιομαχητής, «πρώτη φορά το ακούω.» Και γέλασε.
Η Όλγα, που ήταν κοντά τους καθώς βάδιζαν στο λιμάνι, μειδίασε διασκεδασμένη. Ο άνεμος έπαιρνε τα μακριά μαύρα μαλλιά της, κάνοντάς τα να κυματίζουν σαν σημαία πάνω απ’το κεφάλι της.
«Εσύ τελικά θα μείνεις μαζί μου;» τη ρώτησε ο Οφιομαχητής όταν κάθισαν σ’εκείνη την καφετέρια που είχαν καθίσει και τότε που πρωτοείχαν έρθει στην Οδό των Όφεων. «Τόχεις σκεφτεί καλά;»
«Όσο καλά γίνεται.»
«Δε θα καθίσω στη Νερκάλη, μάλλον, αφότου έχει φύγει ο Νάθλεδιρ,» την προειδοποίησε ο Γεώργιος. «Δε βλέπω να υπάρχει τίποτα για εμένα εδώ. Θα περιπλανηθώ ξανά.»
«Δε με πειράζει.»
«Όπως νομίζεις.» Ο Οφιομαχητής άναψε τσιγάρο.
«Πού σκέφτεσαι να πας, μετά;»
«Στους Ανεμότοπους, ίσως.» Οι ανοιχτές πεδιάδες που απλώνονταν από τα νότια της Νερκάλης ώς τη Συμπολιτεία των Ποταμών. «Έχω ακούσει ότι οι άνθρωποι εκεί αρμενίζουν στην ξηρά. Με ιστιότροχα.»
«Αληθεύει,» είπε η Όλγα. «Έχω δει φωτογραφίες. Ήθελα κάποτε να τους επισκεφτώ τους Ανεμότοπους, αλλά δεν μπορούσα να το κάνω αυτό πουλώντας λουλούδια στο λιμάνι της Ηλβάρης. Αν ο Χρύσανθος δεν είχε σκοτωθεί....» Μόρφασε, ανασηκώνοντας τους ώμους, στρέφοντας το βλέμμα αλλού. Ύστερα τον ρώτησε: «Αλλά τι νομίζεις ότι θα βρεις εσύ στους Ανεμότοπους; Λες εκεί να έχουν ακούσει για το χαμένο πλοίο σου; Δε μου μοιάζει πιθανό.»
«Ούτε εμένα. Αλλά κι εδώ δεν μου φαίνεται ότι θα μάθω κάτι... Δεν ξέρω τι θα γίνει, Όλγα, αλλά κάπου στην Υπερυδάτια υπάρχουν απαντήσεις, και θα τις βρω. Θα τις βρω.»
Ύστερα από τρεις ημέρες, ήρθε το υποβρύχιο που περίμεναν. Άραξε εκεί όπου άραζαν συνήθως τέτοια υποβρύχια που ταξίδευαν σε άλλες διαστάσεις. Δεν ήταν πολύ μεγάλο, αλλά ούτε και μικρό θα το αποκαλούσες. Ο Γεώργιος μίλησε με τον Ναύκληρο, ρωτώντας τον αν πήγαιναν για Μοργκιάνη.
«Εκεί πηγαίνουμε,» αποκρίθηκε ο μικρόσωμος, λευκόδερμος άντρας.
«Παίρνετε επιβάτες;»
«Για τον εαυτό σου ρωτάς, έτσι;» Τον έβλεπε που ήταν κατάμαυρος στο δέρμα και, άρα, μάλλον Μοργκιανός.
«Όχι. Για ένα φίλο μου.» Ο Οφιομαχητής έκανε νόημα στον Νάθλεδιρ, εκεί όπου αυτός στεκόταν πλάι στο σταματημένο δίκυκλό του, μαζί με την Όλγα.
Κι οι δυο τους πλησίασαν.
«Αυτός είναι ο φίλος μου,» είπε ο Γεώργιος. «Νάθλεδιρ τον λένε.»
«Πού ακριβώς πας στη Μοργκιάνη;» τον ρώτησε ο Ναύκληρος του υποβρυχίου. «Εμείς θ’αράξουμε στο λιμάνι της Χάρνωθ, και δεν πάμε αλλού· να τόχεις υπόψη.»
Ο Νάθλεδιρ τον καταλάβαινε με δυσκολία, έτσι όπως ο ναυτικός μιλούσε γρήγορα και κοφτά τη Συμπαντική. «Στη Χάρνωθ...»
«Ναι. Μόνο εκεί. Σ’το λέω να το ξέρεις. Και το εισιτήριο είναι διακόσα-πενήντα οχτάρια, άμα ενδιαφέρεσαι.»
Ο Γεώργιος τον ρώτησε: «Πότε αποπλέετε;»
«Σε τρεις μέρες. Τ’απόγεμα. Δεν προβλέπεται νάχουμε πολύ κόσμο, οπότε δεν έχει νόημα να κλείσετ’ εισιτήριο από τώρα. Θέση θα βρεθεί. Αρκεί να είστε στην ώρα σας. Ή, μάλλον, ο φίλος σου. Εσύ δε θάρθεις, έτσι; Ούτε η κυρία;»
«Μόνο ο Νάθλεδιρ θα έρθει.»
«Καλώς,» ένευσε ο Ναύκληρος. «Απλά νάναι στην ώρα του.»
Μετά από λίγο, όταν κάθονταν πάλι στη γνωστή καφετέρια πλάι στην Οδό των Όφεων και οι ήλιοι έγερναν προς τη δύση, ο Νάθλεδιρ ρώτησε τον Γεώργιο στην Καθομιλουμένη (κάνοντας την Όλγα να μην καταλαβαίνει τίποτα): «Η Χάρνωθ είναι στο Βασίλειο της Χάρνωθ, σωστά;»
«Είναι η πρωτεύουσά του. Από τις μεγαλύτερες πόλεις της Μοργκιάνης.» Τα ήξερε καλά αυτά. Πώς ακριβώς, δεν μπορούσε να πει· αλλά τα ήξερε. Δεν θυμόταν απλώς κάποιο παλιό χάρτη της Μοργκιάνης που είχε κοιτάξει στο αινιγματικό παρελθόν του. Ήμουν εκεί; Είμαι Μοργκιανός τελικά; Είμαι Μοργκιανός; Αυτό δεν είναι το πιθανότερο; Αισθανόταν τώρα δελεασμένος να επιβιβαστεί κι εκείνος στο υποβρύχιο και να ταξιδέψει στη Μοργκιάνη. Αλλά δελεασμένος και μόνο· δεν σκεφτόταν πραγματικά να το κάνει. Κάτι – η ίδια η Έχιδνα, ίσως – τον κρατούσε στην Υπερυδάτια. Εδώ πρέπει να ήταν οι απαντήσεις που αναζητούσε. Επιπλέον, πώς μπορούσε να είναι βέβαιος ότι όντως ήταν από τη Μοργκιάνη; Πώς μπορούσε να είναι βέβαιος ότι εκεί θα έβρισκε το χαμένο παρελθόν του; Με την ίδια λογική, σε οποιαδήποτε διάσταση θα μπορούσε να ψάξει. Και τη Σεργήλη νόμιζε ότι την ήξερε αρκετά καλά, για παράδειγμα. Επομένως, όχι· πρώτα θα εξερευνούσε την Υπερυδάτια, θα τη γύριζε ανάποδα, κι αν τελικά δεν υπήρχε τίποτα που μπορούσε να ανακαλύψει εδώ, τότε θα ταξίδευε και σ’άλλες διαστάσεις...
Ο Νάθλεδιρ ήταν σκεπτικός για μερικές στιγμές. Μετά είπε: «Το έχω δει σε χάρτες, το Βασίλειο της Χάρνωθ. Είναι πολύ μακριά απ’το Δάσος των Ψυχών. Στην άλλη άκρη της Μοργκιάνης, Γεώργιε.»
«Σκέψου το αλλιώς: Εδώ, στην Υπερυδάτια, είσαι ακόμα πιο μακριά από το Δάσος των Ψυχών.»
«Ναι, αλλά από τη Χάρνωθ δεν ξέρω πώς να ταξιδέψω ώς την πατρίδα μου.»
«Θα πρέπει να βρεις τον δρόμο σου, με κάποιο τρόπο. Δική σου είναι η απόφαση, Νάθλεδιρ. Δε νομίζω, πάντως, ότι θα σου παρουσιαστεί καμιά καλύτερη ευκαιρία. Ακόμα και σε κάποια άλλη πόλη της Μοργκιάνης να πήγαινε το σκάφος, πάλι μακριά από το Δάσος των Ψυχών θα ήσουν. Δεν υπάρχει περίπτωση να βρεις υποβρύχιο που θα σε βγάλει στις όχθες του ποταμού Γύπα· γι’αυτό να είσαι σίγουρος.»
«Ναι, έχεις δίκιο,» αποκρίθηκε ο Νάθλεδιρ, αν και εξακολουθώντας να μοιάζει προβληματισμένος. Μετά, τον ρώτησε: «Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μου, Γεώργιε; Κατά πάσα πιθανότητα, Μοργκιανός είσαι κι εσύ. Μοιάζεις για Μοργκιανός. Δε μπορεί να είσαι από τούτη τη διάσταση.»
Εκείνος κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Όχι,» είπε. «Αισθάνομαι... αισθάνομαι ότι το πεπρωμένο μου με περιμένει κάπου στην Υπερυδάτια. Εδώ ξεκίνησε αυτή η υπόθεση και εδώ θα τελειώσει. Εδώ έχασα τη μνήμη μου και εδώ θα την ξαναβρώ. Δεν είναι σίγουρο ότι είμαι Μοργκιανός, Νάθλεδιρ. Μπορεί να είμαι από τη Σεργήλη, για παράδειγμα· δεν αποκλείεται. Αλλά, ακόμα κι αν είμαι Μοργκιανός, πηγαίνοντας στη Μοργκιάνη, από πού θα ξεκινήσω να ψάχνω για το παρελθόν μου; Δεν έχω καμιά προσωπική ανάμνηση που να μπορεί να με καθοδηγήσει με κάποιο τρόπο. Έχω μόνο... γενικές γνώσεις για τη διάσταση – όπως και για διάφορες άλλες διαστάσεις.»
Άπλωσε το χέρι του κι έσφιξε τον ώμο του Νάθλεδιρ. «Θα ερχόμουν μαζί σου απλά και μόνο για να σε βοηθήσω να φτάσεις στην πατρίδα σου, φίλε μου. Αλλά το ταξίδι είναι πολύ μακρύ, και δεν μπορώ να φύγω από την Υπερυδάτια. Είμαι βέβαιος, όμως, ότι θα τα καταφέρεις να φτάσεις στο Δάσος των Ψυχών και στη φυλή σου. Στρέψε την επιμονή σου, την επιμονή σου, προς αυτή την κατεύθυνση, κι ο άνεμος τελικά θα σε οδηγήσει εκεί όπου πρέπει να βρεθείς.»
Η Όλγα, έχοντας βαρεθεί ν’ακούει λόγια σε μια γλώσσα που δεν μπορούσε να καταλάβει, άναψε τσιγάρο, κοιτάζοντάς τους ενοχλημένη που δεν μιλούσαν σαν κανονικοί άνθρωποι γαμώτο!
Σε τρεις ημέρες, το απόγευμα, πήγαν πάλι στην αποβάθρα όπου ήταν αραγμένο το υποβρύχιο με σκοπό να αποχαιρετήσουν τον Νάθλεδιρ, όμως τα πράγματα δεν εξελίχτηκαν όπως τα περίμεναν.
Ο Ναύκληρος τούς είπε: «Συγνώμη αλλά δεν παίρνουμε επιβάτες,» καθώς στέκονταν επάνω στην προβλήτα, έξω από το σκάφος που ετοιμαζόταν να αποπλεύσει.
Ο Γεώργιος αισθάνθηκε την οργή του να φουντώνει άγρια. «Άλλα μάς έλεγες πριν από τρεις μέρες.» Το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου ήταν το μόνο που τον συγκρατούσε απ’το να αρπάξει τον άντρα απ’το πανωφόρι του, με το ένα χέρι, και να τον τραντάξει δυνατά.
«Το ξέρω, αδελφέ, το ξέρω, και συγνώμη,» επανέλαβε ο Ναύκληρος. «Αλλά δεν παίρνουμε επιβάτες. Τελευταία διαταγή του Καπετάνιου. Αν είχατ’ έρθει νωρίτερα θα σας το έλεγα· μα ήρθατε τώρα, τελευταία στιγμή.»
«Τι έκανε τον Καπετάνιο ν’αλλάξει γνώμη;»
«Δεν έχει σημασία αυτό, φίλε μου. Και ίσως το λάθος να ήταν δικό μου. Σας έδωσα απάντηση προτού τον ρωτήσω. Δε θα έπρεπε. Νόμιζα ότι θ’ακολουθούσε την τακτική που ακολουθούσε κι άλλες φορές. Όμως όχι. Συγνώμη. Θα πρέπει να ψάξετε γι’άλλο σκάφος.»
«Δεν υπάρχει άλλο σκάφος,» είπε ο Γεώργιος.
«Αυτό δεν είναι δικό μου πρόβλημα, φίλε. Δε μπορώ να κάνω τίποτα.»
«Θέλω να μιλήσω στον Καπετάνιο σου.»
«Αδύνατον, δυστυχώς.»
«Γιατί;»
«Ο Καπετάνιος δε μιλά με τον καθένα.»
«Δεν είμαι ο καθένας. Κι αν θέλει περισσότερα λεφτά θα–»
«Δεν είν’ εκεί το θέμα, αδελφέ. Δεν είν’ τα λεφτά το θέμα. Απλώς δεν παίρνουμε επιβάτες γι’αυτό το ταξίδι, εντάξει; Συγνώμη που έκανα λάθος, και καλή σας τύχη με άλλο σκάφος.» Και, στρέφοντάς τους την πλάτη, βάδισε προς το υποβρύχιο.
Ξανά, μόνο το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου συγκράτησε τον Γεώργιο απ’το να τον αρπάξει και να τον τραβήξει πίσω. Ένιωσε την Ευθαλία να σαλεύει νευρικά επάνω στον πήχη του, κρυμμένη κάτω από το μανίκι του. Αναμφίβολα διαισθανόταν την ταραχή του.
Ο Νάθλεδιρ στράφηκε συνοφρυωμένος στον Οφιομαχητή. «Τι είπε;» ρώτησε, αν και είχε καταλάβει τα περισσότερα που είχε πει ο Ναύκληρος παρότι μιλούσε τη Συμπαντική γρήγορα και κοφτά. Ο Μοργκιανός είχε αρχίσει να τη μαθαίνει καλύτερα πλέον.
«Ότι ο Καπετάνιος τους άλλαξε γνώμη και δεν παίρνουν επιβάτες σ’αυτό το ταξίδι. Και δεν ήθελε ούτε να μ’αφήσει να μιλήσω στον Καπετάνιο!» Τα μάτια του στραφτάλιζαν επικίνδυνα.
Η Όλγα ρώτησε: «Υποθέτεις ότι μπορεί να γίνεται καμιά ανταρσία;»
Ο Οφιομαχητής ξαφνικά γέλασε, αν και κοφτά. «Υποθέτεις ότι όλες οι περιπτώσεις πάνω σε πλεούμενα είναι σαν τη δική σου;»
«Σε παρακαλώ...» έκανε η Όλγα, μορφάζοντας, μεταξύ αστείου και σοβαρού. «Απλώς είπα.»
Ο Γεώργιος κούνησε το κεφάλι, νηφάλια τώρα. «Δε νομίζω ότι είναι εκεί το θέμα· δε γίνεται κάτι το ύποπτο. Ο Καπετάνιος τους όντως άλλαξε γνώμη, μάλλον. Όμως... αν του μιλούσα... Τέλος πάντων. Ίσως και όχι.» Κοίταξε τον Νάθλεδιρ. «Δυστυχώς.»
Η απογοήτευση ήταν έκδηλη στο κατάμαυρο πρόσωπο του Μοργκιανού, αλλά είπε: «Δεν έσβησε ο ήλιος ακόμα, Γεώργιε. Θα βρούμε άλλο σκάφος.» (Δεν έσβησε ο ήλιος ακόμα... Μια έκφραση που χρησιμοποιούσαν μόνο στη Μοργκιάνη – μια διάσταση με αδύναμο, ετοιμοθάνατο ήλιο. Ο Γεώργιος το ήξερε από το αινιγματικό παρελθόν του.)
«Αυτό,» εξήγησε ο Οφιομαχητής καθώς τώρα βάδιζαν κατεβαίνοντας από την αποβάθρα, «δεν είναι το βασικό που με προβληματίζει.»
«Τι εννοείς;»
«Μέχρι πότε μπορούμε να περιμένουμε εδώ, Νάθλεδιρ; Πληρώνουμε ξενοδοχείο, πληρώνουμε έξοδα για φαγητό. Τα δικά μου λεφτά θα είχαν ήδη τελειώσει. Ευτυχώς τα χρήματα της Όλγας είναι αρκετά, αλλά ούτε αυτά θα κρατήσουν για πάντα. Επιπλέον, δε μ’αρέσει να σπαταλάω τα οχτάρια της.»
«Μη λες ανοησίες,» τον διέκοψε η ίδια. «Σου είπα: τα οχτάρια του Θρασύβουλου κανονικά θάπρεπε να ήταν δικά σου!»
«Δεν έχει σημασία ποιου είναι, τώρα, έτσι όπως έχει εξελιχτεί η κατάσταση. Είμαστε μαζί, δεν είμαστε;»
«Πού θες να καταλήξεις, λοιπόν; Να φύγουμε από τη Νερκάλη;»
«Κι αλλού να πάμε, πάλι το ίδιο πρόβλημα δεν θα παρουσιαστεί; Εκτός αν προτείνεις ν’αρχίσουμε να μένουμε στην ύπαιθρο σαν άγριοι.»
«Πού θες να καταλήξεις, λοιπόν;» ρώτησε ξανά η Όλγα. «Δεν καταλαβαίνω!»
«Χρειαζόμαστε χρήματα,» τόνισε ο Γεώργιος. «Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να μαζεύουμε οχτάρια αν σκοπεύουμε να μείνουμε εδώ περιμένοντας για υποβρύχιο που θα ταξιδέψει προς Μοργκιάνη.» Είχαν τώρα σταματήσει κοντά στα σταθμευμένα δίκυκλά τους.
«Δεν είναι ανάγκη να τα κάνεις όλα αυτά για εμένα, Γεώργιε,» είπε ο Νάθλεδιρ. «Σ’έχω βάλει σε πολλούς μπελάδες ήδη.»
«Σε κανέναν μπελά δεν μ’έχεις βάλει,» διαφώνησε ο Οφιομαχητής. «Είτε ήσουν μαζί μου είτε όχι, θα έπρεπε να βρω έναν τρόπο να συγκεντρώνω χρήματα.»
«Ναι, αλλά αν δεν ήμουν μαζί σου δεν θα ήσουν υποχρεωμένος να περιμένεις εδώ, στη Νερκάλη.»
«Ούτε τώρα είμαι ‘υποχρεωμένος’. Θέλω και το κάνω. Και δεν έχω ακόμα περιπλανηθεί σ’όλα τα μέρη τούτης της πόλης όπου θα μπορούσα να ρωτήσω για το χαμένο πλοίο που αναζητώ.»
Η Όλγα είπε: «Προτείνεις, δηλαδή, να δουλέψουμε κάπου; Έχεις κάτι υπόψη σου;»
«Δεν προτείνω τίποτα συγκεκριμένο πέρα απ’το να βρούμε λεφτά – με κάποιο τρόπο. Νάχετε τα μάτια σας ανοιχτά, κι οι δύο – για πιθανές δουλειές, για οτιδήποτε. Εντάξει; Τα οχτάρια θα μας χρειαστούν.»
«Θα μπορούσα να πουλάω λουλούδια ξανά, στο λιμάνι...» είπε συλλογισμένα η Όλγα.
«Έφυγες απ’την Ηλβάρη επειδή δεν σου άρεσε να πουλάς λουλούδια,» της θύμισε ο Γεώργιος.
«Υποθέτω πως δεν θα είναι μόνιμη κατάσταση. Έτσι; Θα φύγουμε από τη Νερκάλη, δεν θα φύγουμε; Δεν έλεγες ότι θες να ταξιδέψεις νότια, στους Ανεμότοπους; Ή πάλι άλλαξες γνώμη, όπως τότε στο Υσκάριο Πέρασμα;»
«Όχι,» είπε ο Οφιομαχητής. «Στους Ανεμότοπους θα πάω, σίγουρα. Αλλά δεν ξέρω πότε ακριβώς. Και μην αισθάνεσαι εξαναγκασμένη να μένεις μαζί μας. Μπορείς να–»
«Το ξέρω. Μη λέμε τα ίδια. Θέλω να μείνω, και μένω.»
«Όπως νομίζεις. Περισσότερο χρειαζόμαστε εμείς εσένα παρά εσύ εμάς.»
Ύψωσε το φρύδι της ερωτηματικά.
«Είσαι η μόνη που έχει λεφτά τώρα. Εγώ είμαι απλόκαμος, κι ο Νάθλεδιρ το ίδιο.»
Καβάλησαν τα δίκυκλά τους και επέστρεψαν στον Ναό, στη μεγάλη διασταύρωση του Κόρφου. Το όνομα του ξενοδοχείου έφερε στο μυαλό του Γεώργιου τον Υψηλό Ναό της Έχιδνας που δεν ήταν μακριά από τον Κόρφο: αμέσως βόρειά του, στη συνοικία που ονομαζόταν Έναστρος, κοντά στα όρια της πόλης. Ο Αρχιερέας της Μικρυδάτιας κατοικούσε εκεί και, αναμφίβολα, θα είχε ακούσει για τον Οφιομαχητή από την Κεντρυδάτια και την Ιχθυδάτια. Αναμφίβολα, επίσης, θα ήθελε να τον γνωρίσει. Και μπορεί και να τον βοηθούσε. Μπορεί να του έδινε χρήματα· ή να του τα δάνειζε, τουλάχιστον. Αλλά ο Γεώργιος δεν είχε πάει να τον επισκεφτεί ακόμα, και δίσταζε, γιατί ήξερε ότι οι ιερωμένοι της Έχιδνας είχαν πολλές φορές τα δικά τους σχέδια κατά νου. Η Αθανασία, για παράδειγμα, η Αρχιέρεια της Ιχθυδάτιας, ήθελε να τον κρατήσει στον Ναό της.
Ο Γεώργιος θα πήγαινε στον Υψηλό Ναό της Νερκάλης μόνο αν αποφάσιζε πως αυτό τού ήταν απαραίτητο. Και, για την ώρα, δεν έκρινε πως ήταν. Επιπλέον, δεν του άρεσε να επισκεφτεί τον Ναό ως επαίτης. Τον Υψηλό Ναό της Ιχθυδάτιας δεν τον είχε επισκεφτεί ως επαίτης· ούτε τους άλλους ναούς.
Καταλάβαινε καλά πως, αν άφηνες κάποιον να σε συντηρεί, να σε πατρονάρει, σύντομα θ’άρχιζαν να του μπαίνουν ιδέες ότι μπορούσε και να σε ελέγχει. Πάντα έτσι ήταν. Και ο Οφιομαχητής δεν ήθελε «προστάτες» πάνω απ’το κεφάλι του. Ούτε καν αρχιερείς της Έχιδνας.
Όταν έφτασαν στο ξενοδοχείο σουρούπωνε, και ανέβηκαν στα δωμάτιά τους. Αλλά δεν έμειναν για πολύ εκεί. Σύντομα βγήκαν πάλι για να πάνε να φάνε σ’ένα τοπικό εστιατόριο. Από την οθόνη του τηλεοπτικού δέκτη στον τοίχο άκουσαν ξανά για τις ανασκαφές της αρχαίας πόλης της Νερκάλης· εκτός των άλλων, γίνονταν υποθέσεις για το τι μπορεί να είχε ανακαλύψει ο Άρχοντας εκεί το οποίο θεωρούσε τόσο σημαντικό και το έκρυβε. Οι ιερωμένοι του Αστερίωνα προειδοποιούσαν ότι ήταν μεγάλο σφάλμα που έσκαβαν τη γη, και θα το μετάνιωναν. Οι ιερωμένοι της Έχιδνας δεν έκαναν κανένα σχόλιο για τις ανασκαφές. Ούτε καν ο Αρχιερέας.
Ο Γεώργιος άρχισε να έχει την περιέργεια να δει αυτές τις ανασκαφές. Απ’ό,τι είχε καταλάβει, ήταν κάπου στα κεντρικά της Νερκάλης. Δε μπορεί να ήταν δύσκολο να φτάσεις εκεί.
Από την επόμενη ημέρα, ο Οφιομαχητής, η Όλγα, και ο Νάθλεδιρ άρχισαν να έχουν το νου τους για πιθανούς τρόπους να μαζέψουν λεφτά, όσο περίμεναν για υποβρύχιο που θα ταξίδευε στη Μοργκιάνη. Άκουγαν αυτά που λέγονταν στο λιμάνι, στους δρόμους, στα καταστήματα, και στο ραδιόφωνο (είχαν αγοράσει ένα, και ο Νάθλεδιρ το ενεργοποιούσε και αφουγκραζόταν, για να μαθαίνει τη Συμπαντική εκτός των άλλων)· διάβαζαν αυτά που ήταν γραμμένα σε τοιχοκολλημένες αφίσες, σε περιοδικά, και στις εφημερίδες. Ο Γεώργιος, χρησιμοποιώντας το δίκυκλό του, περιπλανήθηκε και στα νότια λιμάνια της Νερκάλης – στον Καλοπόταμο, στην Άγκυρα, στη Θρυμματιστή – και έκανε ερωτήσεις για το χαμένο πλοίο του (χωρίς να λάβει καμιά αξιοσημείωτη απάντηση – αλλά αυτό δεν τον εξέπληττε πια, ούτε και τον εξόργιζε τόσο όσο πρώτα). Επίσης, οδήγησε το όχημά του και σε δρόμους που βρίσκονταν μακριά από τις ακτές: μέσα στα Δεσποτικά, ανατολικά της Άγκυρας και του Καλοπόταμου, γύρω από την Πλατεία Δεσποτών, και ανατολικά των Δεσποτικών, στην Αρχέφωνη, όπου και βρήκε τις ανασκαφές της αρχαίας πόλης. Δεν ήταν καθόλου μικρή περιοχή, διαπίστωσε. Καταλάμβαναν ένα μεγάλο, κεντρικό μέρος της Αρχέφωνης. Γύρω στο μισό τετραγωνικό χιλιόμετρο, το υπολόγιζε ο Γεώργιος. Όλα τα χτίρια είχαν κατεδαφιστεί εκεί, η έκταση ήταν κυκλωμένη με συρματόπλεγμα, και φρουροί στέκονταν μέσα σε υπερυψωμένα φυλάκια. Πίσω από το συρματόπλεγμα ήταν πλαστικά και μέταλλα· δεν μπορούσες εύκολα να κοιτάξεις πέρα από αυτά. Ελάχιστα ανοίγματα υπήρχαν, και από εκεί ο Γεώργιος είδε μόνο σκόνη, σκονισμένους εργάτες, και πολλά μηχανήματα. Ήχοι θραύσης, γδούποι, βουίσματα, και φωνές αντηχούσαν πίσω από το περιτείχισμα. Και ο Οφιομαχητής είχε ακούσει πως αρκετοί που εργάζονταν εδώ δεν ήταν μισθωτοί εργάτες αλλά αγορασμένοι δούλοι που έκαναν, εξαναγκαστικά, επικίνδυνες δουλειές.
Τι μπορεί να είχε βρει εκεί μέσα ο Άρχοντας της Νερκάλης; αναρωτιόταν. Κάτι σχετικό με τις ανθυδατικές ενέργειες; Διότι είχε διαβάσει – στα Φτερά της Μικρυδάτιας, τότε που είχαν σταματήσει στην Υσόδμη – πως ο Ιωάννης Κερβάκλιος είχε κάνει κάποιες τέτοιες δηλώσεις: ότι οι ανακαλύψεις στις ανασκαφές μπορεί να είχαν σχέση με την κατανόηση των ανθυδατικών ενεργειών – ή κάτι παρόμοιο.
Θα μπορούσαν να μ’ενδιαφέρουν κι εμένα αυτές οι ανακαλύψεις; σκέφτηκε ο Γεώργιος καθώς απομακρυνόταν, καβάλα στο δίκυκλό του, από τις ανασκαφές. Τις διαισθανόταν τις ανθυδατικές ενέργειες όταν βρισκόταν στη θάλασσα κοντά στις ηπειρονήσους. Τις διαισθανόταν και στις Φυσαλίδες. Και θυμόταν κι εκείνη τη... βυθισμένη ηπειρόνησο (αν ήταν όντως τέτοια) που είχε αντικρίσει ενώ βρισκόταν μέσα στη Φυσαλίδα μετά από την καταστροφή των Αγενών του. Μπορεί να ήταν η Βυθυδάτια; Ποιος ξέρει...
Πλησιάζοντας τις ανασκαφές, περίμενε εν μέρει να νιώσει κάτι ξανά. Κάτι από ανθυδατικές ενέργειες. Μα δεν είχε νιώσει τίποτα τέτοιο. Αν οι ανακαλύψεις του Άρχοντα της Νερκάλης είχαν πραγματικά σχέση με τις ανθυδατικές ενέργειες, ο Γεώργιος δεν μπορούσε να το διαισθανθεί βρισκόμενος έξω από το περιτείχισμα.
Αλλά δεν ήταν και σίγουρος ότι θα έπρεπε να τον ενδιαφέρει αυτή η υπόθεση. Σε τελική ανάλυση, το παρελθόν του έψαχνε. Μπορούσαν οι ανθυδατικές ενέργειες της Υπερυδάτιας να τον βοηθήσουν κάπως να το ξαναβρεί; Δεν το νόμιζε. Το μόνο που ήξερε γι’αυτές ήταν πως κρατούσαν πλωτές τις ηπειρονήσους, και είχαν κάποτε, πριν από πολλούς αιώνες, σχηματίσει τις Φυσαλίδες ως παράπλευρο αποτέλεσμα.
Μάλλον, λοιπόν, ό,τι συνέβαινε στις ανασκαφές της αρχαίας πόλης της Νερκάλης δεν τον ενδιέφερε. Όχι άμεσα, τουλάχιστον. Γιατί, αλλιώς, τα πάντα σε τούτη τη διάσταση τον ενδιέφεραν...
Δυο μέρες αφότου είχε ζυγώσει τις ανασκαφές, ένα σημαντικό νέο ακούστηκε στη μεγαλούπολη. Το έλεγαν και οι τρεις τηλεοπτικοί σταθμοί της, το έλεγαν όλα τα ραδιοφωνικά κανάλια, το έγραφαν όλες οι εφημερίδες. Μια κλοπή είχε γίνει. Κάτι είχαν κλέψει από τον Ιωάννη Κερβάκλιο – κάτι που είχε ανακαλυφτεί στις ανασκαφές. Κάποιο αρχέγονο εργαλείο, ή μηχάνημα. Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, ήταν εκείνο το ενεργειακό αντικείμενο που φημολογείτο ότι ο Άρχοντας είχε πρόσφατα βρει και θεωρούσε πολύ σημαντικό. Ακόμα, όμως, αρνιόταν να μιλήσει πιο συγκεκριμένα γι’αυτό, και απέφευγε τους δημοσιογράφους, κάνοντας μόνο δηλώσεις επί τροχάδην – ότι οι κλέφτες θα εντοπίζονταν, θα συλλαμβάνονταν, και θα τιμωρούνταν όπως αναλογούσε, πολύ αυστηρά.
Ενεργειακό αντικείμενο... σκέφτηκε ο Γεώργιος. Τι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «ενεργειακό αντικείμενο», γαμώτο; Θεωρίες για τον Ενιαίο Κόσμο ήρθαν στο μυαλό του. Γνώσεις από το αινιγματικό του παρελθόν...
Πόσες φορές στη ζωή που θυμάμαι έχω περιμένει σε λιμάνια για κάποιο πλοίο... Περισσότερες απ’ό,τι μπορώ εύκολα να μετρήσω, αν όντως ήθελα να κάνω κάτι τέτοιο. Τώρα, περιμένω ακόμα μια φορά, στο Ανατολικό Λιμάνι της Ιλφόνης, στον Πολυταξιδεμένο, μαζί με τη Λουκία (που δεν νόμιζα ότι θα ξανάβλεπα) και τέσσερα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου (με τον οποίο παλιότερα δεν είχα συναναστροφές).
Οι ώρες περνάνε, η μία κατόπιν της άλλης. Δεν απομακρυνόμαστε πολύ από το ξενοδοχείο. Πηγαίνω μόνο σ’ένα περίπτερο εκεί κοντά, για ν’αγοράσω Τύπο. Τη βγάζουμε στα δωμάτιά μας· ακόμα και φαγητό εκεί φέρνουμε. Παρακολουθούμε τι λένε τα δύο τοπικά τηλεοπτικά κανάλια. Αυτή η καινούργια Φύλακας πρέπει όντως να νομίζει ότι ακόμα συνεχίζεται ο Πόλεμος των Κουρσάρων, παρατηρώ. Τι να έχει γίνει η Ευαγγελία Αρσιλκάδια; Είναι πράγματι νεκρή; Δολοφονημένη;
Η νύχτα έρχεται, και μέχρι τότε είμαστε όλοι πανέτοιμοι για πιθανή επίθεση. Αν και είναι λογικά αδύνατον να έχει διαρρεύσει στα βατράχια πληροφορία για το πού βρισκόμαστε, ποτέ δεν ξέρεις. Ακόμα δεν είμαι βέβαιος τι τρόπο ακριβώς έχουν για να με εντοπίζουν. Μπορεί να πρόκειται για κάτι το... τελείως μυστηριώδες.
Αλλά, τελικά, πολύ πιθανόν να είναι εκείνο που υποθέτει η Ευτυχία, για το οποίο ο Νηρέας μοιάζει βέβαιος: το δίκτυο που είναι απλωμένο σ’όλες τις ηπειρονήσους. Διότι η νύχτα περνά χωρίς κανείς να μας ενοχλήσει. Επομένως, ο τρόπος ανίχνευσης των βατράχων δεν μπορεί να είναι μυστηριακός· πρέπει να βασίζεται σε ανθρώπους.
Από την άλλη, ίσως να βιάζομαι να βγάλω συμπέρασμα. Ίσως να μη μας επιτίθενται στο ξενοδοχείο επειδή πιστεύουν ότι αυτό δεν τους συμφέρει. Ούτε όταν ήμουν μαζί με τη Διονυσία και τον Αρσένιο μάς επιτέθηκαν σε κανένα ξενοδοχείο...
Το πρωί φεύγουμε από τον Πολυταξιδεμένο και βαδίζουμε ώς την αποβάθρα όπου θα σταματήσει το πλοίο που περιμένουμε. Και εξακολουθούμε να είμαστε σε εγρήγορση για πιθανή επίθεση. Ξανά, όμως, καμιά επίθεση δεν γίνεται εναντίον μας, και το καράβι έρχεται στην ώρα του, αρκετά μεγάλο και μηχανοκίνητο φυσικά. Στα πλευρά του γράφει Ο ΗΧΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΙΝΟΥ. Αράζει στην αποβάθρα και αποβιβάζει κάποιο κόσμο, αρχίζει να ξεφορτώνει εμπορεύματα.
Πλησιάζουμε τους ανθρώπους του πληρώματος και η Ερασμία τούς μιλά, ζητώντας εισιτήρια για όλους μας. Ο ναύτης τής κόβει έξι εισιτήρια και της τα δίνει. «Ανεβείτε,» μας λέει· και, καθώς μπαίνουμε στο σκάφος, μας δείχνουν πού είναι το σαλόνι και μας καθοδηγούν και στις καμπίνες μας. Σε άλλους χώρους δεν επιτρέπεται να βαδίζουν οι επιβάτες, μας προειδοποιούν. (Φοβούνται για πειρατές, φυσικά, όπως σε όλα τα καράβια που κάνουν μακρινά ταξίδια μεταφέροντας εμπορεύματα.) Μας λένε, επίσης, τον γάτο της Λουκίας να τον έχουμε κλεισμένο στην καμπίνα· τα ζώα απαγορεύονται αλλού. «Το σκάφος έχει τους δικούς του γάτους, και μπορεί να προσβληθούν από την παρουσία ξένου,» τονίζει ένας ναύτης, μεταξύ αστείου και σοβαρού.
Το καράβι εκπλέει από το λιμάνι όταν οι δυο ήλιοι της Υπερυδάτιας βρίσκονται ψηλά στον ουρανό. Είμαστε στην καμπίνα μας, εγώ και η Λουκία. Τα Τέκνα είναι στις δύο πλαϊνές καμπίνες, δεξιά κι αριστερά μας. Οι κουκέτες είναι η μία πάνω από την άλλη· ο χώρος, αναμενόμενα, στενός. Οι ναύτες μάς έχουν ήδη ενημερώσει ότι το ταξίδι ώς τη Ριλιάδα προβλέπεται να διαρκέσει γύρω στις εφτά ώρες. Πράγμα που σημαίνει ότι η Κεντρυδάτια δεν είναι και πολύ μακριά απ’την Ιχθυδάτια τώρα. Περί τα διακόσια ναυτικά μίλια, μάλλον.
Ο καιρός δεν είναι άσχημος, για χειμώνας. Θα κουνηθούμε αρκετά, όπως φαίνεται, μα δεν θα κινδυνέψουμε κιόλας.
Από την άλλη, βέβαια, ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις τι γίνεται στις ανοιχτές θάλασσες ανάμεσα στις ηπειρονήσους.
Την περισσότερη ώρα είμαστε στις καμπίνες μας, αν και πηγαίνουμε λίγο και στο σαλόνι για να κάνουμε μια βόλτα, έχοντας πάντα τις κουκούλες μας σηκωμένες. Αν αυτό το δίκτυο είναι πραγματικό, καλύτερα να κρυβόμαστε από τυχαία βλέμματα. Η Ερασμία κάνει ό,τι δοσοληψίες χρειάζονται – να παραγγείλει μερικά ποτά και φαγητά, δηλαδή, ενώ είμαστε καθισμένοι σ’ένα τραπεζάκι κοντά σ’ένα παράθυρο, βλέποντας τη θάλασσα να μαστιγώνει το τζάμι. Η ίδια η Ερασμία δεν τρώει, όμως, ούτε πίνει. Όπως κι ο Λεωνίδας. Ζαλίζονται. Ο Νικόλαος και ο Νηρέας, αντιθέτως, δεν φαίνεται να ενοχλούνται από τη θάλασσα. Ούτε η Λουκία, ασφαλώς. Ούτε εγώ – αν και, γενικά, δεν έχω πολλή όρεξη για φαγητό και ποτό. Το μυαλό μου είναι ήδη στη Ριλιάδα.
Στην τραπεζαρία βρίσκονται καμιά δεκαριά επιβάτες ακόμα. Τους λοξοκοιτάζω μέσα από τη σκιά της κουκούλας μου. Δε μου μοιάζει κανένας για γνωστός.
Μετά το φαγητό επιστρέφουμε στις καμπίνες μας και συνεχίζουμε να περιμένουμε. Παίζω Κυματιστή με τη Λουκία, τον Νικόλαο, και τον Νηρέα, χρησιμοποιώντας μια τράπουλα που ο τελευταίος έχει μαζί του. Μας νικά όλους. Τα κύματά του συνεχώς βουλιάζουν τα σκάφη μας.
«Σημαδεμένη είναι η τράπουλά σου,» του λέει η Λουκία.
«Τσέκαρέ τη άμα θες,» της αποκρίνεται εκείνος. «Δεν έχει σημάδια.»
«Τα έξυπνα σημάδια μόνο αυτός που τα έκανε μπορεί να τα δει, μεγάλε.»
«Δεν είναι σημαδεμένη,» επιμένει ο Νηρέας, ενώ έρχεται στο μυαλό μου ξανά ο Δημήτριος τώρα που η κουβέντα έχει στραφεί προς τζογαδόρικη θεματολογία. Είναι στο δίκτυο κι αυτός;
Εισπλέουμε στο Ανοιχτό Λιμάνι της Ριλιάδας όταν έχει πια σουρουπώσει, και σ’όλο το ταξίδι μέχρι εδώ πηγαίναμε με τις μηχανές· άκουγα το βουητό τους μέσα από τα τοιχώματα του σκάφους. Δεν χρησιμοποιήσαμε καθόλου τα πανιά, είμαι σίγουρος. Κάποιος μάγος συνεχώς εργαζόταν στο κέντρο ισχύος του Ήχου του Πρωινού, ή μακριά, σε κανένα λιμάνι, κάνοντας Μαγγανεία Απομακρυσμένης Κινήσεως.
Το πλοίο αράζει και αποβιβαζόμαστε· βαδίζουμε στους δρόμους της Ριλιάδας. Ξανά εδώ, λοιπόν... Αυτή τη φορά δεν σκοπεύω να χάσω καθόλου καιρό. Δεν σκοπεύω να δώσω χρόνο στα βατράχια να κινηθούν εναντίον μου, αν υποτεθεί ότι, κάπως, με έχουν εντοπίσει. Αλλά κυρίως εκείνο που μ’ενδιαφέρει είναι να βρω τα ίχνη της Διονυσίας και του Αρσένιου. Γι’αυτό βιάζομαι.
«Θα πάμε στους Κατωμήχανους, απόψε,» λέω στους συντρόφους μου καθώς βαδίζουμε κρατώντας τις κάπες μας κοντά μας ενώ ο άνεμος που έρχεται από τη θάλασσα προσπαθεί να τις αρπάξει. «Ξέρετε ποιοι είν’ αυτοί;» Η Λουκία, φυσικά, ξέρει· τους άλλους ρωτάω.
«Κάποιοι απατεώνες, νομίζω,» αποκρίνεται ο Νηρέας. «Αν δε λαθεύω, κάτι είχε πάρει τ’αφτί μου γι’αυτούς όσο ήμουν μαχητής της Φύλακα της Ιλφόνης.»
«Δεν είναι ‘απατεώνες’,» του εξηγώ, «αν και υπάρχουν, αναμφίβολα, και απατεώνες εκεί κάτω. Κατωμήχανοι ονομάζεται όλος ο υπόκοσμος της Ριλιάδας, και τα περισσότερα στέκια είναι πραγματικά υπόγεια. Στους Κατωμήχανους άφησα, εξαναγκαστικά, δυο φίλους μου όταν με απήγαγαν τα βατράχια· θα τους αναζητήσουμε τώρα. Και να έχετε το νου σας για πιθανές παγίδες.»
«Στους Κατωμήχανους βρίσκεται κι αυτός ο Στέφανος, ο εχθρός σου, έτσι;» ρωτά ο Νηρέας.
«Ναι.»
«Πώς κατεβαίνουμε εκεί;» λέει η Ερασμία.
«Θα σας δείξω. Δεν είναι ούτε κρυφό ακριβώς αλλά ούτε και γνωστό στους πάντες.»
Αναζητώ κάποιο ιδιωτικό επιβατηγό όχημα εκεί κοντά – κάποιον δρομοπιλότο, που θα έλεγαν στην Ιχθυδάτια, αν και εδώ, στην Κεντρυδάτια, δεν χρησιμοποιείται αυτή η ορολογία. Δεν αργώ να μπανίσω ένα τετράκυκλο που φαίνεται ότι δεν θα είχε πρόβλημα να μας χωρέσει και τους έξι (και τον Ακατάλυτο μαζί). Το Ανοιχτό Λιμάνι έχει κίνηση ακόμα και τις νύχτες· μπορείς να βρεις άνετα μεταφορικό μέσο. Το συγκεκριμένο είναι σταματημένο στο πλάι ενός δρόμου, και η οδηγός του έχει μόλις βγει για να πάει ν’αγοράσει κάτι από ένα περίπτερο.
Καθώς επιστρέφει τη συναντώ και τη ρωτάω: «Ελεύθερη;»
«Ναι. Πού πας;»
«Στον Ιχνολόγο πηγαίνουμε.»
«Ελάτε.» Κάθεται στο τιμόνι.
Κάθομαι δίπλα της, και οι υπόλοιποι κάθονται πίσω.
Η οδηγός ξεκινά τους τροχούς ενώ ανοίγει το καινούργιο πακέτο τσιγάρα που αγόρασε από το περίπτερο. Βάζει στο στόμα της ένα και το ανάβει. «Δεν ενοχλεί ο καπνός, έτσι;» Είναι ντυμένη με μαύρο πανωφόρι και μικρό μαύρο καπέλο. Τα μαλλιά της, μαύρα κι αυτά, πέφτουν σχεδόν ώς τους ώμους της. Το δέρμα της είναι λευκό με απόχρωση του ροζ – συνηθισμένο στην Υπερυδάτια.
«Δεν υπάρχει πρόβλημα,» της λέω.
Πιάνει ένα ζευγάρι γυαλιά από ένα ντουλαπάκι πλάι στο τιμόνι και τα φορά. Είναι από εκείνα τα γυαλιά νύχτας που κάνουν τα φώτα να φαίνονται πιο έντονα.
«Πού ακριβώς στον Ιχνολόγο;»
Της λέω έναν δρόμο που θυμάμαι.
Σε λιγότερο από ένα τέταρτο της ώρας είμαστε εκεί· δεν έχει κίνηση καθοδόν. Η γυναίκα σταματά τους τροχούς και μου ζητά οχτάρια. Την πληρώνω και βγαίνουμε απ’το όχημά της. Το ακούω να απομακρύνεται πίσω μας καθώς τώρα βαδίζουμε στο πλάι του δρόμου, μέσα στις βαθιές σκιές πολυκατοικιών.
Οδηγώ τους συντρόφους μου στην ίδια είσοδο που είχα οδηγήσει τη Διονυσία και τον αδελφό της: την πρασινομέταλλη πόρτα στην πίσω μεριά ενός χασάπικου, εκεί όπου αυτό ακουμπά πάνω σε μια πολυκατοικία. Ανοίγω την πόρτα και μπαίνουμε. Αρχίζουμε να κατεβαίνουμε την υγρή σκάλα, με προσοχή. Έχω ανάψει τον φακό μου καθώς προπορεύομαι.
«Αυτή ήταν η είσοδος;» ψιθυρίζει η Ερασμία πίσω μου.
«Ναι.»
«Και δεν τη φρουρεί κανείς;»
«Δεν είναι κλειστή οργάνωση οι Κατωμήχανοι. Όποιος θέλει να κατεβεί κατεβαίνει.»
«Από εδώ είχες έρθει και την προηγούμενη φορά, Γεώργιε;» ρωτά ο Νηρέας.
«Ναι.»
«Αν λοιπόν υποπτεύονται ότι μπορεί να ξανάρθεις....»
«Θα το δούμε όταν φτάσουμε κάτω. Αλλά δε νομίζω να παρουσιαστεί κίνδυνος, γιατί αυτές οι είσοδοι χρησιμοποιούνται από πολύ κόσμο.»
Και πράγματι, φτάνοντας κάτω, στις σήραγγες των Κατωμήχανων, δεν βρίσκουμε κανέναν να μας περιμένει. Βαδίζουμε, και τα πάντα είναι όπως τα ξέρω: υπόγεια λαβυρινθώδη μέρη, κακοφωτισμένα με ενεργειακές λάμπες που, κατά περίσταση, τρεμοπαίζουν. Πινακίδες που μόνο οι «μπασμένοι» μπορούν να διαβάσουν για να προσανατολιστούν· στους άλλους μοιάζουν με ασυναρτησίες αυτά που γράφουν.
Η Λουκία μού λέει: «Είναι σαν να έχω επιστρέψει σ’έναν παλιό εφιάλτη...» Αναμφίβολα θυμάται την τελευταία φορά που ήμασταν εδώ, τότε που αντιμετώπισα τον Στέφανο και παραλίγο να σκοτωθώ. Θα ήμουν νεκρός αν ο Ζορδάμης δεν με είχε βοηθήσει μ’εκείνο το παράξενο σπρέι του. Οι Αγενείς είχαν ανησυχήσει πολύ για εμένα.
«Ας ελπίσουμε ότι ο εφιάλτης σου θα εξελιχτεί διαφορετικά απόψε,» αποκρίνομαι στη Λουκία, ακολουθώντας τις πινακίδες των Κατωμήχανων, βλέποντας γύρω μας κλειστές και ανοιχτές πόρτες, ανθρώπους – σκιερές φιγούρες – να πηγαίνουν σε διάφορες δουλειές ή να κάθονται, κοιτάζοντας, καπνίζοντας, ψιθυρίζοντας, μαστουρωμένοι ή μη.
Κανονικά, θα κατευθυνόμουν τώρα προς το Εριφύλιο, αλλά το συγκεκριμένο μπαρ δεν λέγεται πια έτσι, όπως έμαθα στην τελευταία μου επίσκεψη. Ονομάζεται «Το Κόκκινο Κάθισμα» και υπάλληλος είναι ένας μαλάκας που τον πληρώνει ο Ευσέβιος ο Κατωμερίτης – ο γνωστός αρχισυμμορίτης. Η φίλη μου, η Εριφύλη, έχει εξαφανιστεί. Και ούτε ο Τζακ των Υπογείων νομίζω πως πλέον συχνάζει σ’αυτό το μπαρ. Επομένως, πρέπει να τον αναζητήσω αλλού.
Και το καλύτερο μέρος είναι το σπίτι του, εκτός αν θέλω ν’αρχίσω να τριγυρίζω αποδώ κι αποκεί μες στους Κατωμήχανους. Μια τέτοια τακτική, όμως, πολύ πιθανόν να μας βάλει σε μπελάδες, οπότε προτιμότερο θα ήταν να την αποφύγω. Κατευθύνομαι προς το σπίτι του, αν και ξέρω πως συχνάζει εκεί όσο το δυνατόν λιγότερο. Είναι από τους ανθρώπους που όλη μέρα, κι όλη νύχτα, περιφέρονται. Κάποτε, όμως, θα έρθει για να κοιμηθεί, ή για κάποιο άλλο λόγο· δεν μπορεί.
Ελπίζω μόνο να μην έχει αλλάξει κατοικία· γιατί τότε το πράγμα θα δυσκολέψει.
Το σπίτι του Τζακ που θυμάμαι δεν είναι μακριά από εδώ. Βρίσκεται κάτω από τον Ιχνολόγο. Στρατηγική τοποθεσία, θα μπορούσες να πεις: ούτε μακριά από τα λιμάνια, ούτε μακριά από το εσωτερικό της Ριλιάδας. Δε νομίζω πως ο Τζακ το χρησιμοποιεί τυχαία. Άρα, οι πιθανότητες να έχει αλλάξει μέρος είναι λιγότερες, θέλω να πιστεύω.
Καθοδόν, η Λουκία μού λέει: «Δε θα ήταν καλύτερα να φοράμε τις οργανικές στολές, σε περίπτωση που παρουσιαστεί κίνδυνος;»
Εννοεί τις στολές ενδυνάμωσης, φυσικά, αυτές που πήραμε από τους φρουρούς της Οδοντόπολης, και δεν μπορώ να διαφωνήσω με τη λογική της. «Έχεις δίκιο,» της αποκρίνομαι. «Θες ν’αλλάξεις;»
«Σε κάποιο... παράπλευρο μέρος.»
Τους κάνω νόημα να έρθουν προς μια σήραγγα στα δεξιά και φτάνουμε κάπου όπου έχει ησυχία και τα σκοτάδια είναι πιο πυκνά απ’ό,τι αλλού. «Αλλάξτε εδώ,» λέω στη Λουκία και τον Νικόλαο, γιατί είμαι βέβαιος πως κι εκείνος θα θέλει να φορέσει την οργανική στολή του. Και, όντως, δεν φέρνει αντίρρηση. Βγάζουν τις στολές από τους σάκους τους, γδύνονται στα γρήγορα από όλα τα υπόλοιπα ρούχα (οι οργανικές στολές πρέπει να έρχονται σε επαφή με το δέρμα σου για να λειτουργήσουν σωστά – και οι συγκεκριμένες είναι που είναι χτυπημένες), και φοράνε τις στολές ενδυνάμωσης προτού ξαναβάλουν κάποια από τα άλλα ρούχα από πάνω.
Ύστερα, συνεχίζουμε προς το σπίτι του Τζακ των Υπογείων. Καθώς πλησιάζουμε, όμως, αισθάνομαι κάτι να μ’ενοχλεί. Πες το διαίσθηση... Αναρωτιέμαι αν τα βατράχια ξέρουν για τη σχέση μου μαζί του. Αν ξέρουν (και πάντα ωφελεί να υποθέτεις το χειρότερο σε τέτοιες καταστάσεις), τότε ίσως να μου έχουν στήσει ενέδρα εδώ. Γιατί, ας σκεφτούμε λίγο σαν τον Δαμιανό... Όταν του ξέφυγα στην Οδοντόπολη, πού θα υπέθεσε ότι μπορεί να πήγα; Στη Ριλιάδα, λογικά, αφού ήταν προφανές ότι μ’ενδιέφερε για τους φίλους μου. Επομένως, θα ήρθε σε επαφή με τους συμμάχους του εδώ – με τον ίδιο τον Στέφανο, πιθανώς – και θα με περιμένουν. Έχοντας υπόψη τους ότι ξέρω τον Τζακ των Υπογείων, ότι τον θεωρώ φίλο μου, ίσως να είναι στημένοι κάπου κοντά στο σπίτι του και να παρακολουθούν.
Αν, βέβαια, γνωρίζουν πού βρίσκεται το σπίτι του...
Τίποτα απ’αυτά δεν είναι σίγουρο, όμως προειδοποιώ τους συντρόφους μου για το ενδεχόμενο, και βλέπω τα Τέκνα να τραβάνε όπλα κάτω από τις κάπες τους. Το ίδιο και τη Λουκία. Ο Ακατάλυτος βαδίζει πλάι της με την ουρά του ορθωμένη και τα μάτια του γυαλιστερά. Το χέρι μου είναι στη λαβή του Φιλιού της Έχιδνας, αλλά το κρατάω θηκαρωμένο ακόμα.
Πλησιάζω την πόρτα του παλιού μου φίλου, του Τζακ των Υπογείων, έχοντας το νου μου όχι εκεί αλλά τριγύρω. Δεν παρατηρώ καμιά ύποπτη κίνηση, ούτε ακούω κάτι ανησυχητικό – μονάχα απόμακρους ήχους μέσα από τις μπλεγμένες σήραγγες των Κατωμήχανων.
Χτυπάω την πόρτα, επίμονα μα όχι πολύ δυνατά. «Τζακ!» λέω. «Είσαι μέσα, Τζακ; Είμαι ένας γνωστός σου. Ερχόμουν παλιά από τους Βαλτότοπους των Όφεων. Τζακ! Είσαι μέσα;»
Ακούω ήχους από το εσωτερικό του σπιτιού. Όχι έντονους. Μόλις και μετά βίας έρχονται στ’αφτιά μου. Κάποιος πλησιάζει την πόρτα. Μάλλον για να κρυφοκοιτάξει απ’το ματάκι.
Ύστερα, η είσοδος μισανοίγει και η όψη του Τζακ – λευκόδερμη με μαύρα γένια – με αντικρίζει. «Γεώργιε!» λέει, έντονα αλλά χαμηλόφωνα. «Μα την Έχιδνα! Γεώργιε... Είσαι... Έλα μέσα· έλα μέσα.»
«Έχω και κάτι φίλους μαζί μου.» Δείχνω, με τον αντίχειρα, πάνω απ’τον ώμο μου, τη Λουκία και τα τέσσερα Τέκνα.
«Θα κάνουν ζημιές;»
Γελάω κοφτά. «Όχι αν δεν τους δώσεις λόγο. Ο γάτος είναι ο πιο επικίνδυνος, έχε υπόψη σου.»
Ο Τζακ των Υπογείων χαμογελά. «Οι φίλοι σου είναι και φίλοι μου, γάτοι ή άνθρωποι. Περάστε.»
Ανοίγοντας περισσότερο την πόρτα, παραμερίζει απ’το κατώφλι και περνάω. Κάνω νόημα και στους άλλους να έρθουν, και μπαίνουμε στο σπίτι του Τζακ, σ’ένα σαλονάκι καθαρό, περιποιημένο, αν και γεμάτο αντικείμενα: ένας τηλεοπτικός δέκτης εκεί, μια στοίβα από έντυπα σε μια γωνία, ένα φορητό πληροφοριακό σύστημα στο τραπέζι, μια κούτα με πακέτα τσιγάρων, ένα καλάθι σκεπασμένο με ύφασμα, ένας σάκος... Είναι πολυάσχολος άνθρωπος ο Τζακ των Υπογείων, και η οικία του το δείχνει. Όπως λένε κάποιοι, τον άνθρωπο από το σπίτι του τον καταλαβαίνεις. Αν και δεν είμαι βέβαιος πού ακριβώς το έχω ακούσει. Μάλλον, είναι ένα από εκείνα τα μυστηριώδη πράγματα που, κάπως, ξέρω από το αινιγματικό παρελθόν μου.
«Είχα μάθει... είχα μάθει τα πιο τρελά πράγματα για σένα,» μου λέει ο Τζακ. «Κάθισε. Και οι φίλοι σου. Είχα ακούσει – και από σοβαρή πηγή – ότι σε προόριζαν για θυσία, μα την Έχιδνα. Αυτοί που σε απήγαγαν πριν από μερικές μέρες, εδώ, στους Κατ–»
«Πώς τα ξέρεις εσύ αυτά, Τζακ;» τον ρωτάω, ξαφνιασμένος, χωρίς να έχω καθίσει.
«Τους είδα να σε παίρνουν, Γεώργιε. Τους είδα. Έτυχε να είμαι εκεί κοντά, ν’ακούσω τη φασαρία, και να πλησιάσω. Συγνώμη, φίλε μου, αλλά δεν μπορούσα να σε βοηθήσω.»
«Και καλά έκανες που δεν πλησίασες· ο Στέφανος ήταν εκεί–»
«Ναι, τον είδα κι αυτόν.»
«Μαζί μου ήταν και δύο άλλοι, Τζακ. Μια γυναίκα κι ένας–»
Χαμογελά. «Η Διονυσία κι ο Αρσένιος–»
«Τους μίλησες;» Ο Τζακ των Υπογείων είναι όλο εκπλήξεις απόψε.
«Και όχι μόνο. Κάθισε, και θα τα πούμε. Τυχερός είσαι που με πρόλαβες στο σπίτι· σε κάνα μισάωρο θα έφευγα. Τώρα, την άλλη μου δουλειά θα πρέπει να την ακυρώσω. Ευτυχώς, δεν ήταν τίποτα το σπουδαίο.» Πιάνει έναν τηλεπικοινωνιακό δίαυλο πάνω σ’ένα ράφι, ανάμεσα σε βιβλία, και πατά κουμπιά. «Καθίστε. Μη στέκεστε,» επιμένει.
Κάνω νόημα στους άλλους να τον ακούσουν, και κάθομαι κι εγώ σε μια πολυθρόνα. Ανάβω τσιγάρο. Ενώ ο Τζακ των Υπογείων μιλά ψιθυριστά στον δίαυλο. Ύστερα κλείνει τη συσκευή και στρέφεται να μας κοιτάξει. Το βλέμμα του πηγαίνει από τη μια όψη στην άλλη. Μόνο εγώ έχω βγάλει την κουκούλα της κάπας μου· τα Τέκνα και η Λουκία προτιμούν να κρατάνε τα πρόσωπά τους σκιασμένα. Ο Ακατάλυτος είναι στα γόνατα της αφέντρας του τώρα, ατενίζοντας τον Τζακ καχύποπτα.
Εκείνος ρωτά τους συντρόφους μου: «Είστε από εδώ εσείς; Από τους Κατωμήχανους;»
«Δεν είναι καν από τη Ριλιάδα,» του λέω. «Θα σου εξηγήσω μετά. Πες μου πρώτα τι έγινε με τη Διονυσία και τον Αρσένιο. Πού βρίσκονται;»
«Μην ανησυχείς· καλά είναι, απ’όσο ξέρω. Τους βοήθησα, γιατί φανταζόμουν ότι θα ήθελες να τους βοηθήσω. Και ήταν το καλύτερο που μπορούσα να κάνω για σένα. Δυστυχώς, δεν είχα τρόπο να σε γλιτώσω από τα χέρια των πιστών του Λοκράθου.»
«Πού είναι τώρα η Διονυσία κι ο Αρσένιος;»
«Στη Μεγάπολη, καλώς εχόντων των πραγμάτων. Τους πήγα ώς το τρένο.»
Είναι καλά, επομένως, σκέφτομαι. Λογικά, είναι καλά... εκτός αν πάλι ο Λοκράθος έχει κουνήσει τα γλοιώδη πόδια του...
Ο Τζακ των Υπογείων γεμίζει ένα ποτήρι με Αίμα της Έχιδνας για τον εαυτό του κι ένα για εμένα και μου το δίνει. (Στους άλλους δεν προσφέρει τίποτα.) Ύστερα κάθεται σε μια καρέκλα του τραπεζιού και μ’αντικρίζει. «Υποθέτω θα θες να μάθεις ακριβώς τι έγινε, έτσι;»
«Μην υποθέτεις άλλο.» Πίνω μια γουλιά απ’το ποτό μου. Είναι ό,τι χρειαζόμουν τούτη τη στιγμή. Η ανησυχία μου για τη Διονυσία και τον Αρσένιο έχει καταλαγιάσει σε μεγάλο βαθμό, και τώρα η περιέργειά μου είναι τεράστια.
Ο Τζακ των Υπογείων την ικανοποιεί, λέγοντάς μου πώς βοήθησε τους φίλους μου και πώς επισκέφτηκε τον Ευσέβιο τον Κατωμερίτη όταν εκείνοι τού ζήτησαν να μάθει περισσότερο για το πού μπορεί να με είχαν πάει τα βατράχια. «Αυτός μού είπε ότι σκόπευαν να σε πάνε στην Ιχθυδάτια για να σε θυσιάσουν, ώστε, κατά τη θυσία, πίνοντας το αίμα σου, να κλέψουν την υπερφυσική δύναμή σου, να την πάρουν για τον εαυτό τους.»
Ακριβώς ό,τι μου είπε και η Φαρμακερή Βασίλισσα... Όταν ακούς κάτι δύο φορές, από δύο διαφορετικές πηγές – από δύο πηγές που βρίσκονται σε διαφορετικές ηπειρονήσους, μα την Έχιδνα – υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες να αληθεύει τελικά, να μην είναι κάποια τρελή μαλακία που κυκλοφορεί ξέμπαρκα στα λιμάνια.
«Το ξέρω,» λέει ο Τζακ, «ακούγεται περίεργο. Και ίσως να με δούλευε, ο καριόλης· δεν το αποκλείω. Εσύ θα μου πεις τι–»
«Αυτό ήταν,» τον διακόπτω. «Αυτό ήθελαν. Να με θυσιάσουν. Αν και, αρχικά, δεν γνώριζα γιατί. Με πήγαν στην Ιχθυδάτια και με κράτησαν σ’ένα κελί – για δυο μέρες, νομίζω – προτού με οδηγήσουν σ’έναν υπόγειο ναό κι αρχίσουν μια τελετή γύρω μου. Τους ξέφυγα – θα σου πω μετά πώς – και ήρθα εδώ, όσο πιο γρήγορα μπορούσα, για να βρω τη Διονυσία και τον Αρσένιο.»
«Μα την Έχιδνα...» μουγκρίζει ο Τζακ των Υπογείων ενώ πίνει μια γουλιά από το Αίμα της. «Είναι δυνατόν, λοιπόν, να συμβεί; Μπορούσαν να σου κλέψουν τη δύναμη θυσιάζοντάς σε στον θεό τους; Η Διονυσία μού έλεγε ότι το αίμα σου είναι δηλητήριο, ότι αν το πιουν θα πεθάνουν.»
Χαμογελάω άγρια. «Ναι, είναι δηλητηριώδες. Ίσως θα έπρεπε να τους αφήσω να το δοκιμάσουν, οι καριόληδες. Αλλά, μάλλον, καλύτερα που είμαι ζωντανός.»
Ο Τζακ γελά φυσώντας καπνό απ’τα ρουθούνια (είχε ανάψει τσιγάρο πριν από λίγο). «Σίγουρα αυτό είναι το καλύτερο, φίλε μου. Χαίρομαι πολύ που σε ξαναβλέπω – ειδικά ύστερα απ’ό,τι είχα ακούσει για σένα. Όχι πως πίστευα ότι δεν θα τους ξέφευγες. Είσαι ο Οφιομαχητής, μα την Έχιδνα! Μερικά κωλοβατράχια του Λοκράθου δεν το θεωρώ και πολύ πιθανό να μπορούν να σε νικήσουν, παρότι η θρησκεία τους τελευταίως έχει εξαπλωθεί.»
«Κι εδώ;»
«Γιατί; Πού αλλού;»
«Στην Ιχθυδάτια.»
«Μάλιστα... Από εκεί ξεκινά το κακό, ίσως,» υποθέτει ο Τζακ, και μου λέει για την εξαφάνιση της Εριφύλης. Μου λέει ότι, τελευταία, κυνηγάνε όλους τους ερπετοειδείς στους Κατωμήχανους γιατί τους φοβούνται. «Μάλλον νομίζουν – και ο φίλος σου ο Αρσένιος μού το είπε αυτό – νομίζουν πως ό,τι συμβαίνει στην Ιχθυδάτια θα συμβεί κι εδώ. Ή κάτι παρόμοιο, πιθανώς. Και μιλάω για την υπόθεση με τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου. Τα Τέκνα σκοτώνουν βατράχια, μου είπαν ο Αρσένιος κι η Διονυσία. Ίσως, λοιπόν, οι πιστοί του Λοκράθου να φοβούνται ότι κάτι σχετικό θα γίνει κι εδώ, και γι’αυτό κυνηγάνε τους ερπετοειδείς.»
«Παρανοϊκό μού ακούγεται.»
«Και, σίγουρα, είναι. Η Εριφύλη δεν ήταν μπλεγμένη σε καμιά συνωμοσία, όπως έλεγαν· είμαι βέβαιος.»
«Τι απέγινε; Δεν ξέρεις τίποτα;»
«Δυστυχώς όχι. Εξαφανίστηκε πολύ ξαφνικά επειδή την κυνηγούσαν. Εξαφανίστηκε μαζί μ’άλλους τρεις ερπετοειδείς.»
Πίνω μια γουλιά Αίμα της Έχιδνας, συλλογισμένος.
«Κρύβεται κάπου, μάλλον,» συνεχίζει ο Τζακ. «Έξω από την πόλη, πιθανώς.»
«Ίσως θα έπρεπε να κάνω μια επίσκεψη στον Κατωμερίτη...» λέω, ακόμα συλλογισμένος.
«Δε θα σ’το πρότεινα. Ήταν μπλεγμένος στην επίθεση εναντίον σου. Είχε μιλήσει με τα βατράχια από την Ιχθυδάτια–
»Α, ναι!» κάνει ξαφνικά. «Παραλίγο να το ξεχάσω. Επισκεφτήκαμε κι έναν άνθρωπο που μου είπαν η Διονυσία κι ο Αρσένιος ότι σκόπευες να συναντήσεις εδώ, στη Ριλιάδα. Τον Άνθιμο Γερσίκιο.»
Συνοφρυώνομαι. «Ήθελαν ν’ασχοληθούν με τέτοιο θέμα, μα την Έχιδνα;»
Ο Τζακ των Υπογείων γελά καθώς καπνίζει. «Ο Αρσένιος, κυρίως. Είχε... προηγούμενα μ’αυτόν τον Γερσίκιο. Αλλά δεν ήξερε πού έμενε ο τύπος, οπότε προθυμοποιήθηκα να του τον βρω – αφιλοκερδώς, λόγω της φιλίας μας, Οφιομαχητή. Και τον βρήκα. Ο Άνθιμος έχει συναναστροφές στους Κατωμήχανους, έτσι δεν ήταν δύσκολο να τον εντοπίσω. Πήγαμε, λοιπόν, στο σπίτι του για να τον δούμε, αν κι αυτό δεν άρεσε και τόσο στη Διονυσία...» Και μου λέει τι συνέβη εκεί και τι κουβέντιασαν με τον Άνθιμο Γερσίκιο. Ο άνθρωπος, προφανώς, δεν έχει τίποτα σημαντικές πληροφορίες για τους Τρομερούς Καπνούς.
«Δηλαδή, ο Καπετάν Ευστάθιος και η κυρά Ιωάννα δεν του είχαν μιλήσει, έτσι;»
Ο Τζακ κουνά το κεφάλι. «Όχι. Πρέπει να έμαθαν, όμως, για την Ευαγγελία Ερελμάνκη, την Καπετάνισσα του Παλιού Χορευτή, ο οποίος κουρσεύτηκε από τους Καπνούς. Πρέπει να έμαθαν ότι δεν μένει εδώ, ότι το σπίτι της είναι στην Ιλφόνη της Ιχθυδάτιας· και, λογικά, για εκεί θα έπλευσαν.» Μορφάζει. «Αν ήμουν στη θέση τους, τουλάχιστον, αυτό θα έκανα.» Γελά κοφτά. «Ο Αρσένιος, μάλιστα, είπε πως ίσως θα έπρεπε να τους ακολουθήσουν. Η Διονυσία δεν ήθελε ούτε να το ακούσει!»
«Και δικαιολογημένα, μα την Έχιδνα! Αυτό θα ήταν τραγική ανοησία.»
«Ναι, συμφωνώ απόλυτα. Οι δυο τους δεν ήταν για τέτοιες περιπέτειες, σίγουρα.»
«Η πληροφορία σου, όμως, θα μου φανεί χρήσιμη, Τζακ. Γιατί κι εγώ θέλω να τους βρω, τον Ευστάθιο και τους άλλους.»
«Σε πλήρωσα με πληροφορίες,» μου λέει ο Τζακ των Υπογείων· «τώρα, η σειρά σου να κάνεις το ίδιο.» Μιλά φιλικά αλλά όχι τελείως ασόβαρα. Ο Τζακ τις εμπορεύεται τις πληροφορίες.
Προς στιγμή αναρωτιέμαι αν μήπως θα μπορούσε να είναι μέσα στο δίκτυο που πρόδιδε την παρουσία μου στα βατράχια. Ή αν μήπως θα μπορούσε να ξέρει, τουλάχιστον, για το δίκτυο. Πρέπει να τον ρωτήσω, οπωσδήποτε.
Αρχίζω να του λέω τι μου συνέβη από τότε που τα βατράχια με απήγαγαν και με πήγαν στην Οδοντόπολη, στα κρυφά υπόγεια κάτω απ’το Οδοντωτό Οχυρό. Ορισμένες πληροφορίες, βέβαια, αρνούμαι να του τις δώσω, τις κρατάω κρυφές ή δεν τις αναφέρω καν – όπως, για παράδειγμα, πού βρίσκεται το άντρο των Τέκνων ή ποια είναι πραγματικά η Φαρμακερή Βασίλισσα. Τέτοια πράγματα ούτε στον παλιό μου φίλο τον Τζακ των Υπογείων δεν τα λέω. Αν μη τι άλλο, φοβάμαι πως, αν του τα έλεγα, τα τέσσερα Τέκνα μαζί μου θα τινάζονταν επάνω για να τον καρφώσουν με ό,τι λεπίδες τυχαίνει να κουβαλάνε. Θα ήταν νεκρός μέσα στο λεπτό, δίχως αμφιβολία. Αλλά τον θέλω τον ζωντανό.
«Οι περιπέτειές σου πάντα με εκπλήσσουν...» μου λέει, μειδιώντας, ενώ έχει τελειώσει το Αίμα της Έχιδνας στο ποτήρι του. «Και ξέρεις τι; Ορισμένες από τις αληθινές σου περιπέτειες είναι πιο εξωφρενικές από τις φανταστικές περιπέτειες του Οφιομαχητή που ακούγονται στα λιμάνια και στις αγορές.»
Γελάμε μαζί. «Ίσως νάχεις δίκιο,» παραδέχομαι, και υγραίνω το στόμα μου με Αίμα της Έχιδνας. Και το δικό μου ποτήρι κοντεύει να τελειώσει. Το τσιγάρο μου το έχω προ πολλού σβήσει σ’ένα τασάκι που μου έχει δώσει ο Τζακ.
Τι ώρα έχει πάει, μα τους θεούς; Κοιτάζω το ρολόι μου. Έντεκα παρά τέταρτο. Τα μεσάνυχτα δεν είναι και τόσο μακριά.
«Θέλω να σε ρωτήσω κάτι,» του λέω.
Με περιμένει να συνεχίσω καθώς ανάβει κι άλλο τσιγάρο.
«Τι ξέρεις γι’αυτό το δίκτυο που η Φαρμακερή Βασίλισσα υποθέτει πως υπάρχει. Είναι όντως πραγματικό;»
«Πραγματικό είναι,» μου λέει· και, για να το λέει ο Τζακ των Υπογείων, πρέπει να είναι έτσι. «Και η Φαρμακερή Βασίλισσα μάλλον έχει δίκιο: πιθανώς μέσω αυτού να σε εντόπιζαν οι πιστοί του Λοκράθου.»
«Είσαι κι εσύ μες στο δίκτυο, Τζακ;»
Μια στιγμή δισταγμού. Ύστερα: «Όχι.»
«Μη μου λες ψέματα, Τζακ. Δε νομίζω ότι ένας άνθρωπος σαν εσένα δεν θα ήταν μέσα σ’ένα τέτοιο δίκτυο.»
«Δε σε πρόδωσα εγώ στα βατράχια, πάντως. Ούτε ανέφερα το όνομά σου σε κανέναν. Δεν θα μπορούσα. Είχα καιρό να σε δω, Γεώργιε. Δεν ήσουν στη Ριλιάδα–»
«Δε σε κατηγόρησα για τίποτα. Μόνο για το ότι βοήθησες τους φίλους μου – πράγμα για το οποίο σου είμαι υπόχρεος. Γι’ακόμα μια φορά.
»Είσαι, όμως, μέσα στο δίκτυο, Τζακ; Σε παρακαλώ, πες μου την αλήθεια.»
Η όψη του είναι προβληματισμένη.
Ο τηλεπικοινωνιακός δίαυλος στο ράφι, ανάμεσα στα βιβλία, κουδουνίζει σαν κακός δαίμονας της Σιλοάρνης.
«Μισό λεπτό,» λέει ο Τζακ, και σηκώνεται. Τον πλησιάζει, πιάνει το ακουστικό, και το φέρνει στ’αφτί του. «Μάλιστα;»
Ακούει για μερικές στιγμές κάποιον να του μιλά. Κάποιον που η φωνή του δεν φτάνει στα δικά μου αφτιά. Ανάβω τσιγάρο. Παρατηρώ πως τα βλέμματα των Τέκνων και της Λουκίας έχουν γίνει καχύποπτα. Ο Ακατάλυτος βηματίζει ανήσυχα μες στο σαλόνι, σαν μαύρος κατάσκοπος με γυαλιστερά μάτια και σκουλαρίκι στο αφτί.
«Κάποιο λάθος κάνεις,» λέει ο Τζακ των Υπογείων στον δίαυλο. Και ακούει ξανά. Μόνο εκείνος. Η όψη του, που έχει ήδη σκοτεινιάσει, σκοτεινιάζει ακόμα περισσότερο.
«Δεν είμαι υπόλογος σε κανέναν!» τονίζει. «Ούτε καν στον Κατωμερίτη. Δεν είμαι υπάλληλός του– Τι;»
Δε μ’αρέσει όπως ακούγονται όλα τούτα. Αισθάνομαι την οργή μου να φουντώνει. Το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου μουρμουρίζει και μουρμουρίζει. Το χέρι μου πάει στη λαβή του βελονοβόλου που είναι φωλιασμένο μέσα σε μια από τις πολλές εσωτερικές τσέπες της κάπας μου. Παρατηρώ πως και τα Τέκνα, και η Λουκία, έχουν πιάσει τα όπλα τους· μα κανείς δεν έχει τραβήξει ακόμα. Περιμένουν. Πανέτοιμοι. Τα δόντια της Έχιδνας, στα πρόθυρα να δαγκώσουν. Και, ναι, μα τη Φαρμακερή Κυρά, η Λουκία μού μοιάζει τώρα σαν να είναι κι αυτή Τέκνο. Ίσως η Ευτυχία να έχει δίκιο που της προτείνει να μπει στον Κύκλο...
Ο Τζακ ακούει για μια στιγμή κάποιον να του μιλά. Κλείνει το μικρόφωνο με το χέρι του και μου λέει: «Ο Στέφανος και άνθρωποι του Κατωμερίτη είναι έξω απ’το σπίτι μου. Πηγαίνετε προς τα κει» – δείχνει με το βλέμμα του μια πόρτα – «τώρα· γιατί νομίζω πως η εξώπορτα θα σπάσει από στιγμή σε στιγμή. Θα προσπαθήσω να τους καθυστερήσω – με τα λόγια. Κουνηθείτε!» Κι ελευθερώνει το μικρόφωνο, μιλώντας εκεί: «Μη μου λες τέτοιες μαλακίες εμένα, Στέφανε! Σου εξήγησα: δεν είμαι υπόλογος στον Κατωμερίτη. Κι αν εισβάλετε έτσι στο σπίτι μου θα το μετανιώσετε! Δεν δέχομαι απειλές, ούτε από εσένα ούτε από κανέναν–» (...) «Είμαι ο Τζακ των Υπογείων, αυτός είμαι, και δεν χρειάζεται να είμαι κανένας άλλος.»
Τα Τέκνα και η Λουκία έχουν ήδη σηκωθεί, κατόπιν έντονου νοήματός μου, και έχουν περάσει την πόρτα που έδειξε ο Τζακ. Εγώ και ο Ακατάλυτος είμαστε οι τελευταίοι μες στο σαλόνι. Καθώς βρίσκομαι στο κατώφλι της πόρτας, γνέφω στον παλιό μου φίλο: Έλα! Όσο έχεις ακόμα καιρό, γαμώτο!
Ο Τζακ κλείνει απότομα τον δίαυλο και μ’ακολουθεί, κρίνοντας μάλλον την προτροπή μου συνετή.
Ενώ περνάμε την πόρτα, η άλλη πόρτα, η είσοδος του σπιτιού, χτυπιέται από κάτι βαρύ και δυνατό. Τραντάζεται ολόκληρη. Η λεπίδα ενός τσεκουριού ξεπροβάλει μέσα από το ξύλο, κι επάνω της ενέργειες τρεμοπαίζουν...
Παρά την υπερφυσική του δύναμη ο Οφιομαχητής δεν είχε δουλέψει ποτέ σε αρένες. Δεν του άρεσε. Ούτε ο ίδιος δεν ήξερε γιατί ακριβώς· ίσως να το θεωρούσε χυδαίο. Δεν υπολόγιζε τη φορά που είχε πολεμήσει στην Αρένα της Κιρβιάδας επειδή δεν το είχε κάνει με τη θέλησή του αλλά εξαναγκασμένος.
Τώρα, νόμιζε πως ίσως να είχε έρθει ο καιρός για μια εξαίρεση. Ο καιρός να πολεμήσει, ηθελημένα, μέσα σε αρένα. Ήταν ο μοναδικός εύκολος, και σχετικά νόμιμος, τρόπος που μπορούσε να βρει στη Νερκάλη για να μαζέψει εύκολα και γρήγορα οχτάρια. Και τους χρειάζονταν τα λεφτά· τα αποθέματα της Όλγας δεν θα κρατούσαν για πάντα. Και ο ίδιος ήταν ήδη απλόκαμος.
Καθώς περιπλανιόταν, καβάλα στο δίκυκλό του, μέσα στη Νερκάλη είχε μάθει ότι στην Κόντρα – μια συνοικία νότια των Δεσποτικών και της Αρχέφωνης, ανατολικά της Άγκυρας και της Θρυμματιστής – γίνονταν αγώνες πυγμαχίας. Δεν ήταν σαν την Αρένα της Κιρβιάδας, φυσικά, ούτε σαν άλλες αρένες που είχε υπόψη του: απαγορεύονταν τα όπλα, και οι συγκρούσεις δεν ήταν ποτέ μέχρι θανάτου – αν και, όταν άνθρωποι χτυπιούνται αναμεταξύ τους, πάντα ο Αβυσσαίος γλείφει τα χείλη του. Οι πυγμάχοι πληρώνονταν ικανοποιητικά. Δεν ήταν εύκολο να πλουτίσεις γρονθοκοπώντας κόσμο αλλά, σίγουρα, μπορούσες να ζήσεις.
Ο Οφιομαχητής πήγε και μίλησε σ’έναν από τους οργανωτές των αγώνων. Του είπε ότι ενδιαφερόταν.
«Για γδύσου, να σε δούμε,» τον προέτρεψε ο οργανωτής, καθισμένος πίσω από το γραφείο του: ένας άντρας χοντρός σαν Χαρωπό Κύτος, ντυμένος με πουκάμισο, έχοντας δύο κούπες καφέ μπροστά του (για κάποιο λόγο), έναν τηλεπικοινωνιακό δίαυλο, κι ένα πληροφοριακό σύστημα με κονσόλα και οθόνη. Το δωμάτιο γύρω του ήταν άδειο κατά κύριο λόγο· είχε μόνο έναν δερμάτινο καναπέ, έναν πίνακα (ο οποίος έδειχνε έναν αγώνα πυγμαχίας) πάνω απ’τον καναπέ, και μια ταπετσαρία Ιχθυδάτιας (η οποία έδειχνε έναν μυώδη άντρα να παλεύει μ’έναν μελανοφονιά) αντίκρυ του καναπέ. Επίσης, τρεις μισθοφόροι φρουροί στέκονταν στα άκρα του δωματίου – δυο άντρες και μια γυναίκα, που θα μπορούσαν όλοι να ήταν πυγμάχοι, άνετα. Και είχαν ενεργειακά πιστόλια στις ζώνες.
«Εδώ;» ρώτησε ο Οφιομαχητής.
«Πού αλλού, ρε μεγάλε;» αποκρίθηκε ο οργανωτής, που ονομαζόταν Ευστάθιος Γερμένλης. Άναψε τσιγάρο. «Γδύσου, να ρίξουμε ένα βλέμμα στη διάπλαση.»
Ο Γεώργιος αισθάνθηκε την οργή του να φουντώνει, αλλά το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου την κράτησε μακριά. Στεκόμενος αντίκρυ στον Ευστάθιο Γερμένλη, έριξε την κάπα του, τη ζώνη του (με το θηκαρωμένο Φιλί της Έχιδνας), και τα υπόλοιπα ρούχα του στο πάτωμα, αφήνοντας επάνω του μόνο την περισκελίδα. (Την Ευθαλία δεν την είχε πάρει μαζί του για να μη φανεί περίεργος. Την είχε αφήσει με την Όλγα. Δεν τη φρίκαρε πλέον. Δηλαδή, ούτε η Ευθαλία φρίκαρε την Όλγα ούτε η Όλγα την Ευθαλία.)
Ο οργανωτής τον ατένιζε με κριτικό βλέμμα, φουμάροντας. «Εντάξει,» είπε, «έτσι κι έτσι είσαι. Ίσως και να τα πας καλά, ίσως και να σε τσακίσουν απ’τον πρώτο αγώνα. Έχεις ξαναγωνιστεί κάπου;»
Ο Οφιομαχητής βάδισε ώς τον καναπέ. Οι μισθοφόροι κάρφωσαν τα βλέμματά τους επάνω του. Ο Ευστάθιος Γερμένλης συνοφρυώθηκε. «Πού πας;»
Ο Οφιομαχητής έσκυψε, έβαλε το ένα του χέρι κάτω από τον καναπέ, και τον σήκωσε στον αέρα, πάνω απ’το κεφάλι του, μονοχεριάρι.
Τα μάτια του Γερμένλη γούρλωσαν καθώς το τσιγάρο έπεφτε απ’το στόμα του. «Της Έχιδνας τα στητά βυζιά γαμώ...» μουρμούρισε, ξέπνοα. Οι μισθοφόροι είχαν βάλει τα χέρια τους στις λαβές των θηκαρωμένων πιστολιών τους, ενστικτωδώς.
«Τι διάολος του Αστερίωνα είσ’ εσύ, ρε φίλε;» έκανε ο Ευστάθιος, ενώ ο Γεώργιος εξακολουθούσε να κρατά στον αέρα, με το ένα χέρι, τον βαρύ καναπέ, μη δείχνοντας καθόλου ότι κουραζόταν.
«Να τον αφήσω;» ρώτησε, άνετα, κι απ’το δεξί χέρι τον μετέφερε, χωρίς δυσκολία, στο αριστερό, σαν να ήταν φτιαγμένος από ελαφρύ πλαστικό, όχι από συμπαγές ξύλο και δέρμα.
«Προσλαμβάνεσαι, πάντως,» του είπε ο Ευστάθιος, πιάνοντας το τσιγάρο του από το γραφείο προτού πυρπολήσει κάτι χαρτιά εκεί. «Προσλαμβάνεσαι, μεγάλε, σ’το λέω. Ό,τι διάολος κι αν είσαι, προσλαμβάνεσαι, χα-χα-χα-χα!» Έκανε σαν νάχε ξαφνικά μεθύσει. «Μα τα πέτρινα μπάτσα του Αστερίωνα, γαμώ!...»
Ο Γεώργιος εξακολουθούσε να κρατά τον καναπέ στον αέρα. «Να τον αφήσω; Ή θες να τον σπάσω;»
Ο Ευστάθιος γέλασε. «Εντάξει, εντάξει. Μ’εντυπωσίασες αρκετά. Μη με παραμυθιάζεις κιόλας, μεγάλε!»
«Νομίζεις ότι δεν μπορώ να τον σπάσω;»
«Δε σπάει έτσι αυτός ο καναπές. Κανείς δεν μπορεί να τον σπάσει με τα χέρια του.»
«Στοίχημα πενήντα οχτάρια;» Ο Οφιομαχητής ήταν απεγνωσμένος για λεφτά τούτες τις μέρες.
Ο Ευστάθιος γελούσε ξανά. «Ε, αν είναι δυνατόν... Ναι, ρε μεγάλε, άμα τον σπάσεις θα σου δώσω πενήντα οχτάρια. Αλλά άμα δεν τον σπάσεις θα σου κόψω πενήντα απ’τον πρώτο σου αγώνα.»
Ο Γεώργιος, πιάνοντας τον καναπέ και με τα δύο χέρια τώρα, τον κοπάνησε στο πάτωμα μ’όλη του τη δύναμη–
τρομερός γδούπος
κομμάτια προς κάθε κατεύθυνση
Ο οργανωτής και οι μισθοφόροι έσκυψαν για να μη χτυπηθούν.
Κοίταξαν τον Οφιομαχητή, και τον διαλυμένο καναπέ, με μάτια γουρλωμένα ξανά.
«Αυτό...» έκανε ο Ευστάθιος, «δεν... δε μπορεί να συμβαίνει, ρε φίλε...» Το τσιγάρο τού είχε πέσει ξανά – αυτή τη φορά στο πάτωμα, και δεν έκανε τον κόπο να το σηκώσει· το πάτησε με το πόδι του, σβήνοντάς το.
«Μου χρωστάς πενήντα,» είπε ο Οφιομαχητής.
«Κι εσύ έναν καναπέ,» αποκρίθηκε ο Ευστάθιος, και γέλασε. «Αλλά σίγουρα θα κάνουμε πολλούς καναπέδες μ’εσένα. Πολλούς! Προσλαμβάνεσαι. Προσλαμβάνεσαι. Μπορείς να ντυθείς.»
Ο Οφιομαχητής άρχισε να βάζει τα ρούχα του.
«Από ποια διάσταση είσαι; Πώς είναι τ’όνομά σου;» ρώτησε ο Ευστάθιος. «Υπάρχουν κι άλλοι σαν εσένα στη διάστασή σου;» Δεν αμφέβαλλε, φυσικά, ότι ο μαυρόδερμος άντρας μπροστά του ήταν εξωδιαστασιακός. «Είναι καμιά μικρή, παρακμιακή διάσταση στα άκρα του Γνωστού Σύμπαντος;»
«Γεώργιος ονομάζομαι,» αποκρίθηκε ο ξένος. «Από πού είμαι δεν έχει σημασία.»
«Γεώργιος; Ναι, εντάξει, αλλά ποιο είναι το πραγματικό σου όνομα;»
«Γεώργιος.» Ο Οφιομαχητής τελείωνε με το ντύσιμό του, βάζοντας τώρα τις μπότες του.
«Θα μου πεις, μήπως, ότι έχεις και ταυτότητα Νερκάλης;»
«Όχι, δεν έχω ταυτότητα.»
«Τέλος πάντων. Λεφτά σίγουρα θα βγουν από σένα.» Γέλασε ξανά. «Μα την Έχιδνα, κανείς δεν θα το πιστεύει ότι είσαι πραγματικός...» Και ξαφνικά συνοφρυώθηκε. «Δε μου λες: δεν παίρνεις καμιά περίεργη ουσία, έτσι;»
«Όχι.» Ο Οφιομαχητής έριξε την κάπα του στους ώμους.
«Ούτε χρησιμοποιήσεις κάνα μαγικό ξόρκι...»
«Δεν είμαι μάγος.»
«Είναι κάνας φίλος σου μάγος;»
«Δε χρησιμοποιώ ξόρκια για να γίνομαι πιο δυνατός.» Και δεν είχε ακούσει να υπάρχουν τέτοια ξόρκια, ούτως ή άλλως. Ήταν βέβαιος. (Γνώσεις από το αινιγματικό παρελθόν του.)
«Οργανική στολή, πάντως, σίγουρα δεν φορούσες όταν έσπασες τον καναπέ...» είπε ο Ευστάθιος.
«Μου χρωστάς πενήντα οχτάρια.»
Ο Ευστάθιος τα έβγαλε από ένα συρτάρι και τα έτεινε προς το μέρος του. «Ορίστε και το πενηντάρικο σου... Γεώργιε.
»Άκου τώρα πώς γίνονται οι αγώνες εδώ. Αλλά κάθισε, κατά πρώτον.» Έδειξε την καρέκλα αντίκρυ του.
Έτσι, ο Οφιομαχητής άρχισε να λαμβάνει μέρος σε αγώνες πυγμαχίας στην Κόντρα της Νερκάλης, οι οποίοι συνήθως γίνονταν ή σε ισόγειους χώρους πολυκατοικιών ή στις ταράτσες. Συγκεντρωνόταν αρκετός κόσμος και παρακολουθούσε: από λιμενεργάτες της Άγκυρας και της Θρυμματιστής μέχρι αριστοκράτες από τα Δεσποτικά. Ακόμα κι ο ίδιος ο Άρχοντας της Νερκάλης έλεγαν πως ερχόταν σε ορισμένους αγώνες, ενώ σε σχεδόν όλους παρευρίσκονταν δημοσιογράφοι, και μερικούς τούς έδειχναν ζωντανά κιόλας τα τηλεοπτικά κανάλια. Ανεξαρτήτως, κάθε αγώνας καταγραφόταν μέσω μηχανικού οφθαλμού και αποθηκευόταν σε οπτικοακουστικές πλακέτες, από τις οποίες γίνονταν πολλά αντίγραφα που πωλούνταν σε διάφορα «υποψιασμένα» μέρη της Νερκάλης και αλλού.
Η Όλγα και ο Νάθλεδιρ πήγαν να δουν τον Γεώργιο στον πρώτο του αγώνα. Κάθισαν στις ξύλινες κερκίδες γύρω από την αρένα, ανάμεσα σε αρκετό κόσμο. Η Όλγα είχε αγοράσει ένα κουτάκι σκαστό καλαμπόκι και μασουλούσε. Του Νάθλεδιρ δεν του άρεσε. «Πραγματικά το τρώτε αυτό;» της είπε. «Δεν είναι κανονικό φαγητό.»
Η Όλγα ανασήκωσε τους ώμους, μειδιώντας. «Τι θα πει ‘κανονικό φαγητό’;» αποκρίθηκε ενώ μασούσε.
Ο Νάθλεδιρ κούνησε το κεφάλι. Εξωδιαστασιακοί... σκέφτηκε. Τρελοί.
Η Ευθαλία ήταν κρυμμένη μες στην τσάντα της Όλγας, και τώρα έβγαλε το κεφάλι της για να κοιτάξει έξω. Παιχνίδισε τη γλώσσα της, σύριξε χαμηλόφωνα. Έμοιαζε διασκεδασμένη, σαν να διαισθανόταν τι θα συνέβαινε σύντομα.
Τα φώτα γύρω από την αρένα έσβησαν, τα φώτα που ήταν στραμμένα στην αρένα άναψαν· ένα δυνατό, ενεργειακό καμπανάκι ακούστηκε τρεις φορές, διαπεραστικά. Ο αγώνας ξεκινούσε.
Από τη μια μεριά της Αρένας βγήκε ένας μυώδης, μεγαλόσωμος άντρας που, όπως είπε η γυναίκα που μιλούσε μέσω μεγαφώνου, ονομαζόταν Φοίβος ο Πέτρινος. Και όντως, παρατήρησε η Όλγα, ο τύπος θύμιζε κοτρόνα, γαμώτο, έτσι όπως ήταν! Ογκώδης και με ξυρισμένο κεφάλι. Οι μυώνες του έμοιαζαν με πέτρες του Αστερίωνα. Το σώμα του ήταν γεμάτο δερματοστιξίες. Η Όλγα αναρωτήθηκε τι πουλί να έκρυβε ο μαλάκας μέσα στη στενή περισκελίδα του, και συνέχισε να μασουλά το σκαστό καλαμπόκι της.
Από την άλλη μεριά της αρένας βγήκε ο Γεώργιος, ημίγυμνος κι αυτός, μοιάζοντας μικροσκοπικός μπροστά στον Φοίβο τον Πέτρινο: και η Όλγα προς στιγμή αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να τον νικήσει. Η γυναίκα που μιλούσε μέσω μεγαφώνου σύστησε τον Γεώργιο στο κοινό ως «Μαύρο Ξένο»· δεν είπε κανένα άλλο όνομα.
Ο αγώνας άρχισε... και δεν άργησε να τελειώσει. Ο Φοίβος ο Πέτρινος είχε, καταφανώς, υποτιμήσει τον αντίπαλό του. Νόμιζε ότι θα τον έβγαζε από τη μέση με δυο, τρία χτυπήματα. Τα χτυπήματά του, όμως, αν και φανερά πολύ δυνατά, δεν έδειχναν να ενοχλούν τον Οφιομαχητή. Αλλά τα χτυπήματα του Οφιομαχητή έκαναν τον Φοίβο τον Πέτρινο να μη μοιάζει και τόσο «πέτρινος» πλέον· διπλώθηκε και λιποθύμησε.
Το κοινό είχε παραφρονήσει. Φώναζαν, ούρλιαζαν. Κάποιοι κατηγορούσαν ότι απάτη γινόταν. Απάτη!
Τρομερή φασαρία ξέσπασε.
Ο Γεώργιος βγήκε απ’την αρένα και πλησίασε τον Ευστάθιο Γερμένλη, βλέποντας πως κάποιοι είχαν συγκεντρωθεί κοντά του ζητώντας εξηγήσεις. «Όχι, σας λέω, δεν έχει πάρει τίποτα· είναι καθαρός!» έλεγε ο Γερμένλης όταν ο Γεώργιος έφτασε εκεί όπου μπορούσε να τον ακούσει. «Νάτος, εδώ είναι. Νάτος... Καμάρι μου!» γέλασε απλώνοντας τα χέρια του προς τον Οφιομαχητή. Και προς τους άλλους: «Ελέγξτε τον άμα θέτε, αφού επιμένετε. Δεν έχει πάρει τίποτα. Καθαρός σαν το καθαρό νερό είναι. Ελέγξτε τον, σας προκαλώ!»
Ένας άντρας πλησίασε τον Γεώργιο μουρμουρίζοντας τα λόγια για κάποιο ξόρκι, διαγράφοντας παράξενα σύμβολα με τα δάχτυλά του. Μάγος. Του τάγματος των Βιοσκόπων, μάλλον, υπέθετε ο Γεώργιος.
Τα μάτια του μάγου έμοιαζαν τώρα να τον βλέπουν χωρίς να τον βλέπουν, σαν να κοιμόταν όρθιος, ή σαν να διέκρινε κάτι πίσω από τη σάρκα του, πίσω από την ίδια την υλική του υπόσταση.
Ύστερα, τα μάτια βλεφάρισαν. «Έχεις δίκιο,» είπε ο μάγος στον Ευστάθιο. «Είναι καθαρός. Δεν έχει πάρει τίποτα.»
«Μαλακίες!» αναφώνησε μια γυναίκα. «Το κρύβει κάπως!»
«Αρχίσαμε τώρα να κάνουμε αβάσιμες υποθέσεις;» είπε ο Ευστάθιος Γερμένλης.
«Δε μπορεί κανονικός άνθρωπος να νικήσει έτσι τον Φοίβο τον Πέτρινο! Μας δουλεύεις, Γερμένλη;»
«Καθαρός είναι. Το βλέπετε, δεν το βλέπετε;»
«Μισό λεπτό!» είπε ο μάγος. «Μισό λεπτό! Θα δοκιμάσω κάτι ακόμα.» Και μουρμούρισε λόγια ξανά, σχημάτισε σύμβολα με τα μακριά δάχτυλά του, καρφώνοντας τον Οφιομαχητή με το διαπεραστικό βλέμμα του.
Ο Γεώργιος τον αγνόησε, πιάνοντας ένα μπουκάλι Αίμα της Έχιδνας από ένα τραπεζάκι παραδίπλα και πίνοντας μια μεγάλη γουλιά, ενώ η Πάροδος του Πράου Ανέμου άρχιζε να σφυρίζει εντός του.
Δύο δημοσιογράφοι τον φωτογράφιζαν.
Ο Βιοσκόπος είπε, ύστερα από μερικές στιγμές: «Καθαρός είναι, Χριστίνα.»
«Έλα τώρα που είναι καθαρός, γαμώ τα βυζιά της Έχιδνας!» είπε η γυναίκα που μιλούσε και πριν.
«Καθαρός είναι. Δεν εντοπίζω τίποτα.»
«Ίσως να μη μπορείς να το εντοπίσεις.»
«Ο οργανισμός του είναι ένας συνηθισμένος βιολογικός οργανισμός, ανεπηρέαστος από ουσίες, σε άψογη φυσική κατάσταση,» είπε ο Βιοσκόπος.
Η γυναίκα στράφηκε στον Ευστάθιο, με μάτια στενεμένα, φανερά εξοργισμένη. «Θα τα ξαναπούμε, Γερμένλη!»
«Όποτε θες,» αποκρίθηκε εκείνος, χαμογελώντας σαν χαζός. «Όποτε θες.» Και βγάζοντας ένα τσιγάρο απ’το σακάκι του το άναψε μ’έναν ενεργειακό αναπτήρα επάνω στο μεγάλο δαχτυλίδι του.
Ο Γεώργιος πήρε καλά λεφτά από εκείνο τον πρώτο αγώνα, και συνέχισε ν’αγωνίζεται ως πυγμάχος στη Νερκάλη, γιατί δεν έβλαπτε να συγκεντρώσουν όσο περισσότερα οχτάρια μπορούσαν ενώ περίμεναν κάποιο υποβρύχιο να παρουσιαστεί για να μεταφέρει τον Νάθλεδιρ στη Μοργκιάνη.
Νίκησε ακόμα έναν αντίπαλο χωρίς να δυσκολευτεί. Κι ακόμα έναν. Και είχαν περάσει τα μέσα του φθινοπώρου πλέον· πλησίαζε χειμώνας στην Υπερυδάτια. Σκάφος που μπορούσε να πάει τον Νάθλεδιρ στην πατρίδα του δεν είχε έρθει μέχρι στιγμής, ούτε στο λιμάνι του Κόρφου ούτε πουθενά αλλού. Ή, τουλάχιστον, ο Οφιομαχητής και οι σύντροφοί του δεν το έμαθαν αν είχε έρθει: και δεν είχαν πάψει να ψάχνουν. Ούτε, φυσικά, ο Γεώργιος είχε πάψει να ρωτά για ένα πλοίο που πριν από δύο χρόνια – πριν από περισσότερο από δύο χρόνια πλέον – είχε χαθεί βόρεια της Κεντρυδάτιας ίσως, βόρεια του Πλοκαμιού των Ναυαγίων. Αλλά και γι’αυτό το καράβι τίποτα δεν έμαθε· μόνο κάτι φήμες άκουσε που του έμοιαζαν τελείως ανόητες και, αν δεν τον είχε διδάξει ο Γέρος του Ανέμου, η οργή του θα τον είχε καταλάβει και θα είχε κάνει πολύ ασύνετα πράγματα στα λιμάνια της Νερκάλης...
Ο Ευστάθιος Γερμένλης ήταν πολύ ευχαριστημένος μαζί του. Του άρεσε ο Μαύρος Ξένος, όπως αποκαλούσε τον Γεώργιο εντός και εκτός αρένας· του έφερνε χταπόδια. «Ολόκληρη αρμάδα θα μας κάνεις εσύ, μεγάλε!» του έλεγε, μειδιώντας. «Ο Αστερίωνας σ’έστειλε σ’εμένα, μα τους θεούς. Ο Αστερίωνας!»
Όχι, σκεφτόταν ο Οφιομαχητής, όχι ο Αστερίωνας, σίγουρα... Αλλά δεν έλεγε τίποτα.
Ο Νάθλεδιρ, εν τω μεταξύ, είχε κι αυτός πιάσει μια δουλειά στη Νερκάλη, η οποία όμως δεν είχε σχέση με το να δέρνει κόσμο. Είχε δυσκολευτεί να τη βρει εξαιτίας του κατάμαυρου δέρματός του και των κατάλευκων μαλλιών του, που και τα δύο τον σημάδευαν ως αναμφίβολα εξωδιαστασιακό – εκτός αν ήταν το παιδί κανενός εξωδιαστασιακού το οποίο είχε μεγαλώσει στην Υπερυδάτια· αλλά, μόλις τον συναναστρεφόταν λιγάκι, ένας Υπερυδάτιος δεν αργούσε να καταλάβει ότι αυτή η περίπτωση δεν μπορεί να αλήθευε, επομένως πρέπει να αλήθευε η άλλη.
Ο Νάθλεδιρ δούλευε τώρα ως ταχυμεταφορέας για ειδικές μεταφορές, χρησιμοποιώντας το δίκυκλό του. Του έλεγαν πού να πάει και, παρατηρώντας τον χάρτη της Νερκάλης, ακολουθώντας τις οδηγίες που του είχαν δώσει, πήγαινε. Γινόταν ολοένα και καλύτερος στο να βρίσκει τον δρόμο του μες στη μεγαλούπολη. Εργοδότες του ήταν μια εταιρεία στο Πελέκι (μια συνοικία βορειοανατολικά της Αρχέφωνης, στις βόρειες όχθες του ποταμού Υάλβη) η οποία έκανε πειράματα με διάφορες ουσίες, ενεργειακές μορφές, και μεταλλεύματα. Την είχαν μερικοί επιστήμονες, ερευνητές, και μάγοι. Συνδύαζαν τις γνώσεις και τις ικανότητές τους για να παράγουν «πρωτοποριακές λύσεις», όπως δήλωναν. Δεν ήταν πολύς καιρός που είχαν ξεκινήσει τις εργασίες τους στη Νερκάλη. Η εταιρεία ονομαζόταν ΥπερΤεχνικές Ε.Κ.Ε. (Και αυτό το «Ε.Κ.Ε.», όπως σύντομα έμαθε ο Νάθλεδιρ, δεν ήταν κάποια μυστηριώδης λέξη. Στη Νερκάλη, και σε άλλες πόλεις της Υπερυδάτιας, σήμαινε «εταιρεία κυκλικής ευθύνης»: δηλαδή, η ευθύνη πήγαινε κυκλικά στους έχοντες την εταιρεία, από τον πρώτο στον δεύτερο, και τα λοιπά, και μετά από τον τελευταίο στον πρώτο πάλι. Ο Νάθλεδιρ ζαλιζόταν και μόνο που το σκεφτόταν. Τι ανάγκη υπήρχε για... τέτοιες δομές, μα τα σκοτεινά κόλπα του Ιουράσκε;)
Η Όλγα πουλούσε λουλούδια στο λιμάνι του Κόρφου. Γιατί όχι; σκεφτόταν. Ήταν μια δουλειά εύκολη την οποία ήξερε να κάνει καλά. Αγόραζε τα άνθη από μαγαζιά στους εσωτερικούς δρόμους του Κόρφου και τα έδινε στους δρόμους κοντά στις ακτές. Συγχρόνως, είχε το νου της για φήμες σχετικά με υποβρύχια που μπορεί να πήγαιναν στη Μοργκιάνη. Και, φυσικά, δεν είχε ξεχάσει τον Θρασύβουλο και το πλήρωμά του· είχε το νου της και γι’αυτούς, μήπως παρ’ελπίδα παρουσιάζονταν. Ήταν έτοιμη να απομακρυνθεί αν τους έβλεπε. Μέχρι στιγμής, όμως, δεν τους είχε δει. Και είχε αρχίσει να της αρέσει εδώ, στη Νερκάλη. Ήταν μια μεγάλη περιπέτεια! όπως πάντα ονειρευόταν. Μακάρι κι ο Χρύσανθος να ήταν μαζί της· αλλά ο ανόητος είχε σκοτωθεί και την είχε αφήσει μόνη! Η Όλγα ευχόταν αυτός ο καριόλης, ο Ιγνάτιος Φερκίνιος, να υπέφερε.
Ο Οφιομαχητής, αφού είχε αντιμετωπίσει δύο πυγμάχους ύστερα από τον Φοίβο τον Πέτρινο, βρέθηκε αντιμέτωπος μ’έναν αντίπαλο που θα προτιμούσε να μην είχε βρεθεί. Δεν ξαφνιάστηκε, φυσικά· ο Ευστάθιος τον είχε προειδοποιήσει για το τι θα αντίκριζε. Όμως, και πάλι, δεν του άρεσε καθόλου αυτό που έβλεπε μπροστά του τώρα, μέσα στην αρένα, με κόσμο συγκεντρωμένο ολόγυρά, να φωνάζει και να σφυρίζει. (Η Όλγα ήταν επίσης εκεί· είχε πάει να παρακολουθήσει· αλλά ο Νάθλεδιρ όχι.)
Ένας ερπετοειδής βγήκε πίσω από την κουρτίνα στην άλλη μεριά της αρένας. Ήταν άποδος: από το κεφάλι μέχρι τη μέση, άνθρωπος· από τη μέση και κάτω, φίδι. Σερνόταν, γρήγορα, ευέλικτα, πάνω σε μια μακριά, πλατιά ουρά όλο φολίδες. Ο κορμός του ήταν μυώδης και πλατύς. Πρασινόδερμος, ασφαλώς, όπως όλοι οι ερπετοειδείς· και είχε φολίδες στα πλευρά, στην έξω μεριά των χεριών, στους ώμους, και στα μάγουλα. Μια αλυσίδα ήταν τυλιγμένη σταυρωτά στο στήθος του, και έμοιαζε προσαρτημένη εκεί: αρκετοί κρίκοι ήταν περασμένοι μες στο δέρμα. Κανονικά, τέτοιο πράγμα θεωρείτο παράνομο στους αγώνες πυγμαχίας της Νερκάλης, νόμιζε ο Γεώργιος, γιατί αυτή η αλυσίδα ήταν σχεδόν σαν πανοπλία πάνω στον ερπετοειδή. Κανείς όμως δεν φαινόταν να δίνει σημασία, σαν να ήταν αναμενόμενο στην περίπτωσή του.
Ονομαζόταν «Το Γερό Φίδι». Έτσι τον έλεγαν στις αρένες, τουλάχιστον. Το κεφάλι του ήταν ξυρισμένο, τα φιδίσια μάτια του στραφτάλιζαν άγρια. Θύμιζε τους Θηριόφεις στον Οφιομαχητή, ο οποίος σκεφτόταν ότι πρέπει όντως να καταγόταν από κάποια παρόμοια φυλή ερπετοειδών της Μικρυδάτιας.
Το Γερό Φίδι ήταν δούλος· ανήκε σ’έναν από τους οργανωτές. Κάποτε το είχαν πιάσει και το είχαν βάλει να αγωνίζεται.
Ο Γεώργιος αισθανόταν την παρουσία του συγγενική, όπως όλων των ερπετοειδών, καθώς τον έβλεπε να παρουσιάζεται αντίκρυ του. Αλλά ήταν άγριος· δεν υπήρχε αμφιβολία γι’αυτό. Σύριζε σαν πελώριο φίδι και χτυπούσε τις γροθιές του αναμεταξύ τους.
Πρέπει κι εκείνος, όμως, να αισθανόταν συγγενικό τον Οφιομαχητή, γιατί δεν του όρμησε αμέσως. Στάθηκε αντίκρυ του παρατηρώντας τον. Τα μάτια του συνάντησαν τα μάτια του Γεώργιου που, όπως και τα δικά του, ποτέ δεν βλεφάριζαν. Αλλά από το μυαλό του δεν πέρασε ότι ίσως να μην ήταν εχθρός. Είχε μάθει να πολεμά. Όρμησε καταπάνω στον Οφιομαχητή, γρονθοκοπώντας και χτυπώντας με την ουρά, προσπαθώντας να τον ρίξει κάτω, προσπαθώντας να τον τυλίξει.
Ο Γεώργιος δυσκολεύτηκε λίγο να τον νικήσει. Ήταν ο χειρότερος αντίπαλος που είχε αντιμετωπίσει μέχρι στιγμής. Ήταν πολύ δυνατός. Και ο Οφιομαχητής δεν ήθελε πραγματικά να τον βλάψει. Καταλάβαινε ότι ο ερπετοειδής δεν βρισκόταν εδώ με τη θέλησή του, μα την Έχιδνα! Τον είχαν εκφυλίσει οι καταραμένοι πολίτες της Νερκάλης! Ένα τέτοιο πλάσμα δεν είχε θέση μέσα σε μεγαλούπολη. Δεν ήταν παιχνίδι τους. Ο Γεώργιος έπρεπε να καταπολεμήσει την οργή του για να μην πεταχτεί έξω απ’την αρένα αρχίζοντας να χτυπά τους θεατές, για να μη βγει και κυνηγήσει τον οργανωτή στον οποίο ανήκε το Γερό Φίδι.
Ο ερπετοειδής σωριάστηκε σύντομα στα πόδια του Οφιομαχητή, ακίνητος, λιπόθυμος, και το πλήθος ζητωκραύγαζε και χοροπηδούσε. Μαύρος Ξένος! φώναζαν. Μαύρος Ξένος! ούρλιαζαν. ΜΑΥΡΟΣ ΞΕΝΟΣ!
Ο Γεώργιος ήθελε να τους δείρει. Όλους.
Το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου έπνιξε τις φωνές τους. Ο Οφιομαχητής βγήκε από τη μεριά της αρένας όπου είχε μπει, ενώ ο Ευστάθιος Γερμένλης γελούσε ευχαριστημένος, τρίβοντας τα χέρια του, και η μεγάλη κοιλιά του τρανταζόταν.
Η Όλγα πήγε να συναντήσει τον Γεώργιο στους χώρους ανάπαυσης πίσω από την αρένα, αλλά οι φρουροί δεν την άφησαν να περάσει.
«Πού πας εσύ;» της είπε ο ένας από τους δύο μυώδεις άντρες, βάζοντας το χέρι του στον ώμο της.
«Στον Μαύρο Ξένο–»
«Δεν επιτρέπ–»
«Γνωστή του είμαι, άνθρωπέ μου!»
«Δεν το ξέρω αυτό, αλλά δεν επιτρέπεται. Συνεννοήσου με τον κύριο Γερμένλη άμα θες.»
«Σου λέω, είμαι γνωστή του. Φίλη του. Θέλει να με δει.»
«Φύγε,» της είπε ο φρουρός.
«Του φέρνω κάτι.»
«Δώσ’ το σ’εμάς και θα του το πάμε,» της είπε ο άλλος φρουρός.
«Είστε σίγουροι;» Η Όλγα έτεινε το αριστερό της χέρι προς τη μεριά τους, υψώνοντας το μανίκι της, και η Ευθαλία, που ήταν τυλιγμένη γύρω απ’τον πήχη της, τίναξε το κεφάλι συρίζοντας άγρια.
Οι φρουροί πετάχτηκαν πίσω.
Η Όλγα γέλασε. Είχε αρχίσει να τη γουστάρει την Ευθαλία. Τα πήγαιναν καλά οι δυο τους, όποτε ο Γεώργιος δεν μπορούσε να την έχει μαζί του.
«Τι διάολο είσαι – καμιά ανώμαλη;» μούγκρισε ο φρουρός που είχε μιλήσει πρώτος – ένας γαλανόδερμος άντρας – ενώ ο άλλος – ένας λευκόδερμος άντρας – τραβούσε το ενεργειακό πιστόλι του. «Φύγε αποδώ, λέμε, γαμώτο!»
Η Όλγα χτύπησε το πόδι της, νευρικά, στο πάτωμα. «Αφήστε με να περάσω! Ρωτήστε τον, άμα θέλετε!» Και φώναξε: «Γεώργιε; Γεώργιε!» ελπίζοντας να την ακούσει πίσω απ’τους φρουρούς. «Γεώργιε!»
«Βάλε το φίδι σου μέσα και πήγαινε,» της είπε ο γαλανόδερμος άντρας.
Ο άλλος τη σημάδευε με το ενεργειακό πιστόλι τώρα. «Μη μ’αναγκάσεις να ρίξω. Δε θα σκοτωθείς αλλά θα πονέσεις. Θα σε πάρουν σηκωτή από εδώ.»
«ΓΕΩΡΓΙΕ! Δε μ’ακούς; Η Όλγα είμαι! Δε μ’αφήνουν να μπω!»
Ο γαλανόδερμος φρουρός την άρπαξε από τον αγκώνα – τον δεξή ώμο, μακριά από το φίδι που ήταν τυλιγμένο στο αριστερό της χέρι. «Έλα τώρα. Είπαμε: φεύγεις.»
Η Όλγα τον κλότσησε στην κνήμη, δυνατά.
Ο άντρας δεν φάνηκε να πτοείται και τόσο. «Μη μας προκαλείς να σε χτυπήσουμε, εντάξει;»
«Ποιο είναι το πρόβλημα;» ρώτησε κάποιος.
Στράφηκαν όλοι για ν’αντικρίσουν τον Οφιομαχητή να στέκεται στην είσοδο.
«Αυτή η τύπισσα,» εξήγησε ο λευκόδερμος φρουρός. «Θέλει σώνει και καλά να μπει.»
«Αφήστε την, δεν ενοχλεί.»
«Τόχεις συμφωνήσει με τον κύριο Γερμένλη;»
«Είμαι σίγουρος πως δεν θάχει πρόβλημα.»
«Τέλος πάντων. Όπως νομίζεις.»
Παραμερίζοντας, άφησαν την Όλγα να μπει στους χώρους ανάπαυσης πίσω από την αρένα, και ο Γεώργιος την οδήγησε στο δωμάτιό του. Ήταν ντυμένος μόνο με το παντελόνι του, και το μαυρόδερμο σώμα του γυάλιζε. Είχε βγει από το ντους ακούγοντας τις φωνές της Όλγας. Η Όλγα τον κοίταζε τώρα και όφειλε να παραδεχτεί πως δεν ήταν καθόλου απωθητικός ως άντρας, αλλά σκεφτόταν ότι ποτέ δεν θα μπορούσε να ερωτοτροπήσει μαζί του. Παρότι τον ήξερε πια, παρότι την είχε βοηθήσει, της φαινόταν πολύ παράξενο αυτό το κατάμαυρο δέρμα για να τον δει ερωτικά. Καθώς και το γεγονός ότι ο άνθρωπος ποτέ δεν βλεφάριζε όταν δεν ήθελε εσκεμμένα να κλείσει τα μάτια του. Τη φρίκαρε κατά βάθος.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Γεώργιος. «Γιατί έκανες φασαρία;»
«Τίποτα ιδιαίτερο,» αποκρίθηκε η Όλγα. «Απλά είχα την περιέργεια να έρθω, να δω πώς είναι στα... παρασκήνια του χώρου. Σου έφερα και τη γυναίκα σου.» Έτεινε το αριστερό της χέρι προς τη μεριά του, σηκώνοντας το μανίκι ξανά, αποκαλύπτοντας την Ευθαλία. Γυναίκα του την αποκαλούσε τελευταία.
«Κράτα την,» της είπε ο Γεώργιος· «δεν έχω απομακρυνθεί αρκετά από την αρένα ακόμα.»
«Γιατί δε θες ο Γερμένλης να τη δει; Υπάρχει κάνας συγκεκριμένος λόγος;»
«Απλά δεν θέλω. Και κανονικά δεν έπρεπε να είχες έρθει!» της είπε απότομα – ενώ μέσα του σφύριζε το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου, καταπολεμώντας τη θηριώδη οργή σου.
Η Όλγα έκανε ένα βήμα πίσω, ενστικτωδώς, ενώ η Ευθαλία σύριζε ξαφνικά. «Είσαι θυμωμένος... αλλά όχι μαζί μου. Το καταλαβαίνω.»
Ο Γεώργιος όφειλε να παραδεχτεί ότι η φίλη του είχε δίκιο. Δεν ήταν ουσιαστικά θυμωμένος μαζί της. Αυτή η υπόθεση με τον ερπετοειδή πυγμάχο τον είχε εκνευρίσει. Δεν είχε αισθανθεί καθόλου καλά που αναγκάστηκε να τον χτυπήσει. Το Γερό Φίδι ήταν θύμα των «πολιτισμένων» ανθρώπων της Νερκάλης... Ο Γεώργιος θυμόταν που, στην Κιρβιάδα, είχε σώσει μια ερπετοειδή των Θηριόφεων από ένα κλουβί, μες στη νύχτα. Και το Γερό Φίδι μπορεί κάποτε να βρισκόταν σ’ένα τέτοιο κλουβί, αλλά κανένας Οφιομαχητής δεν είχε έρθει για να το γλιτώσει...
Ο Γεώργιος κάθισε σ’ένα σκαμνί, ακουμπώντας τους αγκώνες του στα γόνατα.
«Τι είναι;» ρώτησε η Όλγα, ήπια. «Η μάχη με τον ερπετοειδή;»
Τα αβλεφάριστα μάτια του Οφιομαχητή υψώθηκαν για να την ατενίσουν. «Έχεις αρχίσει να με ξέρεις καλά.»
Ανασήκωσε τους ώμους της. «Μου έχεις πει ότι αισθάνεσαι μια... συνάφεια με τα ερπετά. Άρα...»
«Ναι, και μ’αυτόν αισθανόμουν την ίδια συγγένεια...» παραδέχτηκε ο Γεώργιος. «Καλύτερα να ήταν άνθρωπος – ένας οποιοσδήποτε άλλος πυγμ–»
Η πόρτα χτύπησε, και άνοιξε προτού ο Οφιομαχητής προλάβει ν’απαντήσει. «Γεώργιε,» είπε ο Ευστάθιος Γερμένλης. «Κάποιοι σε ζητάνε. Είναι από τον Ναό της Έχιδνας.» Η όψη του φανέρωνε καχυποψία, προβληματισμό. «Δεν ξέρω τι σκατά θέλουν· δε μου λένε. Και δε γουστάρω μπλεξίματα μαζί τους. Έχεις μπλεξίματα μαζί τους εσύ;»
«Όχι.»
«Τους γνωρίζεις;»
«Ούτε.»
«Θα τους αφήσω να περάσουν. Δε μπορώ να τους πω όχι. Καταλαβαίνεις... Δε σε πειράζει;»
Ο Οφιομαχητής σηκώθηκε όρθιος. Έπιασε μια μπλε μπλούζα από δίπλα και τη φόρεσε. «Ας έρθουν.»
Το περίμενε, για να ήταν ειλικρινής. Οι φήμες για τον Μαύρο Ξένο θα κυκλοφορούσαν στη Νερκάλη, αργά ή γρήγορα. Ο μελανόδερμος πυγμάχος ήταν, αναμφίβολα, φαινόμενο εδώ. Πόσο θα καθυστερούσαν τα νέα να φτάσουν και στ’αφτιά των ιερωμένων της Έχιδνας; Του Αρχιερέα της Μικρυδάτιας; Και πόσο δύσκολο θα ήταν να κάνουν οι ιερείς τη σύγκριση με τον Οφιομαχητή της Κεντρυδάτιας και της Ιχθυδάτιας; Σίγουρα δεν θα ήταν βέβαιοι ακόμα ότι ο Μαύρος Ξένος ήταν ο συγκεκριμένος Φιλημένος, μα θα το υποψιάζονταν.
Ο Ευστάθιος ένευσε, ικανοποιημένος που ο μαχητής του δεν είχε αρνητική αντίδραση. «Εντάξει,» είπε, και βγήκε από το δωμάτιο.
Η Όλγα κοίταξε ανήσυχα τον Γεώργιο. «Θες να φύγω;»
«Όχι· μείνε.» Και, πλησιάζοντας, πήρε την Ευθαλία από το χέρι της, αφήνοντάς την να κουλουριαστεί γύρω από τον πήχη του, να σκαρφαλώσει στους ώμους του.
Η πόρτα, σύντομα, χτύπησε ξανά.
«Περάστε,» είπε ο Οφιομαχητής.
Η εξώπορτα του Τζακ δεν διαλύθηκε με το πρώτο χτύπημα του ενεργειακού τσεκουριού. Αυτό σημαίνει πως δεν είναι της πλάκας. Όμως σίγουρα δεν θ’αντέξει για πολύ· και ακούμε το ενεργειακό τσεκούρι να την ξανακοπανά, καθώς εγώ κι ο Τζακ πηγαίνουμε στον διάδρομο πίσω από το σαλόνι του σπιτιού, όπου μας περιμένουν τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου, η Λουκία, και ο Ακατάλυτος – όλοι (εκτός από τον γάτο, φυσικά) με όπλα στα χέρια.
Ο Νηρέας στρέφει το σπαθί του προς τον Τζακ των Υπογείων. «Μας πρόδωσες!»
«Προσπαθώ να σας σώσω, αν δεν τόχεις προσέξει,» του αποκρίνεται εκείνος, ψύχραιμα.
«Να μας σώσεις;» γρυλίζει ο Νικόλαος. «Είμαστε παγιδευμένοι εδώ!»
«Ο χώρος είναι στενός!» λέει η Ερασμία.
«Όχι τόσο στενός όσο νομίζετε–»
Κάποιοι ακούγονται να μπαίνουν στο σπίτι του Τζακ· η εξώπορτα πρέπει πλέον να έχει διαλυθεί τελείως – δεν μπορούμε να τη δούμε γιατί έχουμε κλείσει πίσω μας την άλλη πόρτα, και ο Τζακ έχει τραβήξει τον σύρτη. Έχει σύρτη στην πόρτα του διαδρόμου – κάτι το μη συνηθισμένο, προφανώς· πρέπει να ήταν ανέκαθεν προετοιμασμένος για καταστάσεις πολιορκίας.
«ΤΖΑΚ!» αντηχεί μια φωνή πέρα από την κλειστή πόρτα. «Μην τον κρύβεις, Τζακ! Θα τον βρούμε – κι εσένα επίσης! Παράδωσέ τον, τώρα!»
Ο Στέφανος.
Τραβάω το Φιλί της Έχιδνας, νιώθοντας την οργή μου σαν άγρια πυρκαγιά μέσα μου.
«Όχι!» μου λέει ο Τζακ των Υπογείων αρπάζοντας τον ώμο μου. «Ελάτε μαζί μου! Μαζί μου!» Και τρέχει προς το τέλος του διαδρόμου, αγνοώντας τις πρώτες πόρτες δεξιά κι αριστερά που φαίνεται πως οδηγούν σε υπνοδωμάτιο, κουζίνα, μπάνιο· φτάνει σε μια πόρτα στο βάθος και την ανοίγει. «Αποδώ!» μας λέει. «Υπάρχει έξοδος αποδώ!»
Η πόρτα του διαδρόμου – αυτή με τον σύρτη – τραντάζεται και μια λεπίδα που επάνω της τρεμοπαίζουν ενέργειες ξεπροβάλει μέσα από το ξύλο της το οποίο κομματιάζεται.
«Ακολουθήστε τον Τζακ!» φωνάζω. «Θα τους καθυστερήσω! Ακολουθήστε τον Τζακ!» Και σπαθίζω τον άντρα που έχει παρουσιαστεί πίσω από τη σπασμένη πόρτα. Είναι ένας σωματώδης, λευκόδερμος τύπος με πυκνό μαύρο μούσι και μεγάλο ενεργειακό πελέκι στα χέρια. Το Φιλί της Έχιδνας τού τρυπά το στήθος, σκοτώνοντάς τον· και τον κλοτσάω δυνατά, στέλνοντάς τον πάνω σ’αυτούς πίσω του, κάνοντάς τους να σωριαστούν μπλεγμένοι αναμεταξύ τους και με το αιμόφυρτο κουφάρι, σαν σκουπίδια.
«Όχι!» φωνάζει, συγχρόνως, ο Νικόλαος. «Ποτέ δεν θα σ’εγκαταλείψουμε, Οφιομαχητή! Θα πολεμήσουμε μαζί σου ώς το τέλος!»
«Ώς το τέλος!» φωνάζει κι ο Νηρέας.
«Θάνατος στα μιάσματα!» ουρλιάζει η Ερασμία.
Ανάμεσα στους μπράβους που βλέπω να έχουν γεμίσει το σαλόνι του Τζακ – μπράβους του Ευσέβιου του Κατωμερίτη, αναμφίβολα – διακρίνω μια φιγούρα που ξέρω καλά. Τον Στέφανο. Ψηλός, γαλανόδερμος, μαυρομάλλης, με όψη μακριά και φριχτή ύστερα από το χάδι εκείνων των καυστικών υγρών. Ντυμένος με τη μαύρη οργανική στολή επιτάχυνσης που μοιάζει να γίνεται ένα με το σώμα του, και μια ελαφριά γκρίζα κάπα από πάνω – όπως και τις δύο προηγούμενες φορές που τον είχα αντικρίσει.
Στα χέρια του βρίσκονται ξαφνικά δύο ξιφίδια, με τρομερή ταχύτητα. «Οφιομαχητή,» λέει, ατενίζοντας με με μάτια που γυαλίζουν. «Το φοβόμουν ότι αυτός ο ηλίθιος ο Δαμιανός δεν θα κατάφερνε να σε κρατήσει· αλλά δεν μπορείς να ξεφύγεις από εμάς!»
«Τα βλέπεις ανάποδα,» του αποκρίνομαι δείχνοντάς τον με το Φιλί της Έχιδνας. «Εσείς δεν μπορείτε να ξεφύγετε από εμένα!»
Και πάνω από τους ώμους μου ενεργειακές ριπές εκτοξεύονται προς τον Στέφανο και τους μπράβους του Κατωμερίτη – τα Τέκνα βάλλουν.
«Ελάτε μαζί μου, γαμώτο!» αντηχεί πίσω μας η φωνή του Τζακ των Υπογείων. «Ελάτε!»
Θα έμενα εδώ, ευχαρίστως, για να κλείσουμε επιτέλους τους λογαριασμούς μας με τον Στέφανο, αλλά δεν θέλω πάλι οι φίλοι μου να μπλέξουν εξαιτίας μου. Και σκέφτομαι, κυρίως, τη Λουκία και τον γάτο της. Αν μείνω, θα μείνουν και τα Τέκνα, και το ξέρω πως θα μείνει κι εκείνη.
Βαδίζοντας όπισθεν, χωρίς να πάρω τα μάτια μου από τους εχθρούς μου, μπαίνω στον διάδρομο και προτρέπω τους συντρόφους μου: «Κάντε ό,τι σας λέει ο Τζακ, γαμώ τις λάσπες του Λοκράθου! Ακολουθήστε τον!»
Τα Τέκνα συνεχίζουν να εξαπολύουν ενεργειακές ριπές πάνω από τους ώμους μου, κι ακούω κάποιους ν’αλλάζουν τώρα μπαταρία στο πιστόλι τους.
Οι μπράβοι του Κατωμερίτη μάς ρίχνουν επίσης ενεργειακές ριπές· μία απ’αυτές με βρίσκει στον δεξή ώμο, με τραντάζει. Αν δεν ήμουν αυτός που είμαι, θα είχα λιποθυμήσει: τώρα, απλά την αγνοώ και τραβάω το βελονοβόλο μέσα από την κάπα μου, σημαδεύω, και πατάω τη σκανδάλη, ενώ συνεχίζω να οπισθοχωρώ γρήγορα. Η βελόνα καρφώνεται στο στήθος μιας γυναίκας η οποία πέφτει κάτω ουρλιάζοντας καθώς τα Χίλια-Δύο Δόντια τη μασουλάνε.
Ο Στέφανος τινάζεται σαν δαιμονικό πνεύμα από παραμύθι, διασχίζοντας την απόσταση που μας χωρίζει στο βλεφάρισμα του ματιού.
Αλλά τα μάτια του Οφιομαχητή δεν βλεφαρίζουν.
Καθώς ο φονιάς βρίσκεται μπροστά μου, το Φιλί της Έχιδνας τον σπαθίζει καρφωτά. Εκείνος αποφεύγει την αιχμή για κανένα εκατοστό και με χτυπά με τα ξιφίδιά του – προσπαθώντας αυτή τη φορά να με σκοτώσει, όχι να με γρατσουνίσει και να με αποδυναμώσει όπως την προηγούμενη, είμαι σίγουρος. Κάνω πίσω και στο πλάι, έτοιμος ήδη γι’αυτό, και οι λεπίδες με τρυπάνε αλλά όχι εκεί όπου ο καταραμένος θα ήθελε.
Τα Τέκνα εξαπολύουν ενεργειακές ριπές καταπάνω του, ενώ ο Νικόλαος έρχεται να πολεμήσει πλάι μου στον διάδρομο, ο οποίος μετά βίας – ή ούτε καν μετά βίας, ίσως – χωρά δυο ανθρώπους πλάι-πλάι. «Θάνατος στα μιάσματα!» κραυγάζει ο Νικόλαος σπαθίζοντας τον Στέφανο με το πάθος του ακραίου φανατικού που αδιαφορεί για τη ζωή του.
Ο Στέφανος αποκρούει το λεπίδι του Τέκνου με το ένα του ξιφίδιο ενώ αποφεύγει ενεργειακές ριπές (εξωφρενικό μέσα σε τόσο περιορισμένο χώρο!) και με το άλλο ξιφίδιο επιχειρεί να σκίσει τον λαιμό του Νικόλαου, αλλά ούτε αυτός, ο καταραμένος, δεν μπορεί να κάνει τόσα πράγματα μαζί: αστοχεί και του σκίζει το μάγουλο.
Τον σπαθίζω, κραυγάζοντας άναρθρα, νιώθοντας την οργή της Έχιδνας να βράζει εντός μου–
(Από κάπου πίσω μου ακούω τη φωνή του Τζακ: «Έλα εδώ, Γεώργιε! Εδώ! Υπάρχει έξοδος!»)
–και, παρότι ο διάολος προσπαθεί να αποφύγει το Φιλί, παρότι κινείται πραγματικά σαν άνεμος του Ζέφυρου, τον χτυπάω στα αριστερά πλευρά. Δεν τον καρφώνω εκεί, αλλά η κόψη του ξίφους μου τρίβεται επάνω του, σκίζοντας οργανική στολή, κάπα, και δέρμα, τινάζοντας αίματα. Ο Στέφανος κραυγάζει, παραπατώντας.
«Στο λάθος μέρος είσαι, βατράχι!» γρυλίζω· και, πραγματικά, το πιστεύω: ήταν ανοησία του που μπήκε σε τόσο στενό χώρο. Οι στενοί χώροι δεν ευνοούν όσους φοράνε οργανικές στολές επιτάχυνσης.
Μια ενεργειακή ριπή χτυπά τον Στέφανο στο στήθος, ενώ ακόμα είναι αποπροσανατολισμένος, τινάζοντάς τον πίσω και κάτω, με το σώμα του να τραντάζεται βίαια.
Αλλά οι μπράβοι του Κατωμερίτη δεν μ’αφήνουν να του δώσω τέλος, του μπάσταρδου! Περνάνε από πάνω του, κρύβοντάς τον, καθώς ορμάνε σ’εμένα και τον Νικόλαο με κοντόσπαθα και ξιφίδια.
Ο Νικόλαος είναι ντυμένος με οργανική στολή ενδυνάμωσης, και μάχεται σχεδόν όπως κι εγώ τώρα. Τα χτυπήματά μας τσακίζουν τους αντιπάλους μας σαν να ήταν ψεύτικες κούκλες, ενώ οι σύντροφοί μας εξαπολύουν ενεργειακές ριπές από πίσω μας.
Βλέπω τους μπράβους του Κατωμερίτη να υποχωρούν καθώς ο διάδρομος έχει γεμίσει κουφάρια και σπασμένα όπλα και οι τοίχοι και το ταβάνι έχουν βαφτεί κόκκινα.
«Ελάτε!» κραυγάζει ο Τζακ των Υπογείων. «Τι στους δαίμονες του Λοκράθου περιμένετε; Ελάτε!»
Και τότε ένας από τους καριόληδες του Κατωμερίτη βγάζει από τη ζώνη του ένα αντικείμενο που μοιάζει με χειροβομβίδα, αλλά βλέπω πως δεν είναι. Ακόμα κι αν μια χειροβομβίδα σκάσει στην Υπερυδάτια (πιθανότητα ένα στα τρία, όπως και με τα πυροβόλα όπλα), κάτι τέτοιο θα ήταν πιθανώς καταστροφικό και για τους εχθρούς μας, όχι μόνο για εμάς, μέσα σε τόσο στενό χώρο. Ο άντρας πατά ένα κουμπί πάνω στη βόμβα και την πετά προς τη μεριά μας, αφήνοντάς τη να κυλήσει και να αναπηδήσει στα πτώματα–
«ΠΙΣΩ!» φωνάζω. «ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΔΡ–!»
Η κραυγή μου χάνεται μέσα στον ήχο που εξαπολύει η ηχοβομβίδα. Έναν ήχο που διαπερνά το κρανίο, διαπερνά το σώμα, τα κόκαλα. Σε τραντάζει πατόκορφα, σε κουφαίνει (αν και συνήθως όχι μόνιμα), σε αποπροσανατολίζει, σε ζαλίζει σίγουρα, και κάποιες φορές μπορεί και να σε κάνει να λιποθυμήσεις.
Βλέπω τον Νικόλαο να παραπατά απλώνοντας το χέρι του για να πιαστεί από τον τοίχο. Τα χείλη του ανοιγοκλείνουν, μα δεν ακούω τι λέει μέσα από τη βουή που έχει τυλίξει τ’αφτιά μου.
Εξαπολύω τρεις βελόνες, τη μία κατόπιν της άλλης, απ’το βελονοβόλο μου καταπάνω στους καριόληδες του Κατωμερίτη (Πού είναι αυτός ο γαμιόλης, ο Στέφανος; Δεν τον βλέπω πουθενά πια! Και είμαι σίγουρος ότι έζησε, ο γαμημένος – ξανά – έζησε) αλλά δεν κάθομαι να δω ποιους πέτυχα, υποχωρώ προς το βάθος του διαδρόμου, κρύβοντας το βελονοβόλο μες στην κάπα μου και τραβώντας και τα Τέκνα και τη Λουκία μαζί μου. Απλώνω το ελεύθερο χέρι μου και τους αρπάζω, τους παρασέρνω, ενώ παραπατάνε, ζαλισμένοι από το ηχητικό κύμα. Στο άλλο μου χέρι εξακολουθεί να είναι το Φιλί της Έχιδνας, στάζοντας αίμα. Πού βρίσκεται ο Ακατάλυτος; Ελπίζω ο γάτος να ήταν πιο συνετός από τους άλλους και να είναι εκεί όπου μας έλεγε ο Τζακ των Υπογείων.
Περνάμε την πόρτα στο βάθος του διαδρόμου και συναντάμε τον Τζακ μέσα σε μια αποθήκη. Ο φίλος μου έχει ήδη παραμερίσει κάτι πράγματα δίπλα από μια ντουλάπα κι έχει ανοίξει μια θύρα που, κλειστή, πρέπει να έμοιαζε ένα με τον τοίχο. Έχει κρυφή έξοδο διαφυγής μες στο σπίτι του, λες κι είναι κάστρο! Αλλά αυτό δεν είναι και τόσο μη αναμενόμενο για ένα άτομο σαν τον Τζακ των Υπογείων. Ο άνθρωπος ήταν όλο κόλπα από τότε που τον πρωτογνώρισα.
Φωνάζει κάτι τώρα – δεν ακούω τι – και μας γνέφει δείχνοντας την κρυφή είσοδο.
Ωθώ τη Λουκία να περάσει πρώτη, κι εκείνη δεν φέρνει αντίρρηση· τρεκλίζοντας, πιάνοντας τους τοίχους, μπαίνει στο άνοιγμα. Και τα Τέκνα την ακολουθούν· τους ωθώ τον έναν μετά τον άλλο. Εγώ μπαίνω τελευταίος, και ύστερα από εμένα ο Τζακ, ο οποίος κλείνει την πόρτα πίσω μας και την ασφαλίζει με λουκέτο.
«Δε θα κρατήσει αυτό, μόλις τη βρουν,» του λέω.
Και κομμάτια από την απάντησή του φτάνουν στ’αφτιά μου σαν σπασμένα γυαλιά μέσα από το βούισμα: «...καλύτερο... να κάνω...» Με πιάνει από την κάπα και με τραβά μαζί του. Τον ακολουθώ, περνώντας δίπλα από τα Τέκνα και τη Λουκία, καθώς είμαστε μέσα σ’έναν στενό διάδρομο, σκοτεινό. Ο Τζακ έχει μόλις ανάψει φακό, κι ανάβω κι εγώ τον δικό μου τώρα και τον δίνω στη Λουκία.
Αισθάνομαι κάτι να μπλέκεται στα πόδια μου· κοιτάζω κάτω και βλέπω τον Ακατάλυτο. Ο κατεργάρης είναι μαζί μας, φυσικά.
Ο Τζακ προπορεύεται και τον ακολουθούμε. Τι μέρος ακριβώς είναι αυτό, δεν ξέρω· πάντως, σίγουρα δεν είναι μέρος του σπιτιού του αλλά είναι μέρος των Κατωμήχανων. Ένα στενό πέρασμα. Στρίβουμε σ’ένα σημείο. Ακόμα ένα στενό πέρασμα. Ο Τζακ, μετά από λίγο, ψηλαφεί έναν τοίχο, βάζει το χέρι του σε μια εγκοπή, και σπρώχνει. Μια πόρτα ανοίγει, και περνά το κατώφλι της. Τον ακολουθούμε ξανά. Νομίζω πως έχω αρχίσει ν’ακούω καλύτερα πλέον· το σώμα μου αποτινάζει σταδιακά την επίδραση της ηχοβομβίδας.
Είμαστε σ’έναν άλλο διάδρομο, τώρα, αλλά αυτός δεν είναι μακρύς. Σύντομα φτάνουμε στο τέλος του όπου βρίσκεται τοποθετημένο ένα παραλληλόγραμμο κομμάτι ξύλο, φράζοντας το άνοιγμα. Ο Τζακ το σπρώχνει κι ακούω – ναι, ακούω – πράγματα να μετακινούνται από πίσω, να πέφτουν. Σαν πολλές σαβούρες.
Το ξύλινο παραλληλόγραμμο γκρεμίζεται μπροστά στον Τζακ των Υπογείων, και ο φακός του φωτίζει ένα δωμάτιο με σκόρπια αντικείμενα αλλά και κάποια που δεν είναι σκόρπια – όχι τελείως, τουλάχιστον. Είναι, όμως, σαβούρες αναμφίβολα. Παλιά κιβώτια και κούτες· ένας σωρός από πολυκαιρισμένα, φθαρμένα ρούχα· ένα κλουβί που κρέμεται από το ταβάνι και μέσα του είναι κλεισμένη μια νυχτερίδα η οποία τσυρίζει καθώς μας αντιλαμβάνεται.
Ο Τζακ μπαίνει πρώτος σ’αυτό τον χώρο, και τον ακολουθούμε: και καταλαβαίνω τι είδους χώρος πρέπει να είναι. «Μεσοσκάλιο;»
«Ναι,» μου απαντά ο παλιός μου φίλος.
Ένα από εκείνα τα κοινόχρηστα δωμάτια που βρίσκονται ανάμεσα σε σκάλες των Κατωμήχανων. Συναντάς εκεί ό,τι σαβούρα μπορείς να διανοηθείς. Είναι σαν κοινές αποθήκες. Αφήνουν πράγματα τα οποία ή δεν τα θέλουν, ή θέλουν να τα ξεφορτωθούν, ή θέλουν να τα κρύψουν για μελλοντική χρήση. Δεν είναι τελείως σκουπίδια, αλλά κανείς δεν θ’άφηνε και τίποτα το πραγματικά πολύτιμο στα μεσοσκάλια. Εκτός, ίσως, αν το είχε κρύψει πολύ, πολύ καλά ανάμεσα στις υπόλοιπες σαβούρες.
Αναρωτιέμαι ποιος να κρέμασε αυτή τη γαμημένη νυχτερίδα εδώ. Κυκλοφορούν παλαβοί στους Κατωμήχανους, είναι γνωστό...
«Εντάξει,» λέει ο Τζακ. «Τώρα είμαστε σχετικά ασφαλείς, θέλω να πιστεύω.» Πιάνει από κάτω το ξύλινο παραλληλόγραμμο και προσπαθεί να το σηκώσει για να φράξει ξανά το άνοιγμα απ’το οποίο ήρθαμε. Δεν είναι βαρύ, φυσικά – ένα κομμάτι ελαφρύ ξύλο – αλλά τον βοηθάω. Για εμένα είναι σαν ένα κομμάτι χαρτί. Το βάζουμε στη θέση του και, μετά, σπρώχνουμε πίσω του και τις σαβούρες που ήταν εκεί· τις ρίχνουμε τη μία πάνω στην άλλη, σχηματίζοντας ολόκληρο λόφο. Τώρα, δεν θα το φανταζόσουν ποτέ ότι από πίσω τους υπάρχει κάποια είσοδος που οδηγεί σε κρυφά, στενά περάσματα.
Δεξιά κι αριστερά μας βρίσκεται από μία άλλη πόρτα, καθώς και μπροστά. Η πρώτη είναι μισάνοιχτη, η δεύτερη κλειστή, η τρίτη ανοιχτή και από μέσα της διακρίνω σκάλες. Φυσικά.
«Πού είμαστε;» ρωτά ο Νηρέας, τρίβοντας τ’αφτιά του.
«Μην ανησυχείς,» του λέω, «δύσκολα θα μας βρουν εδώ.» Και, κρίνοντας από το βλέμμα του, δεν είμαι βέβαιος ότι με άκουσε καλά.
Ο Τζακ λέει: «Θα σας οδηγήσω σ’ένα καλύτερο μέρος. Ο Κατωμερίτης έχει κατασκόπους του σχεδόν παντού στους Κατωμήχανους.» Και βαδίζει προς την κλειστή πόρτα. Την ανοίγει και περνά.
Γι’ακόμα μια φορά, τον ακολουθούμε. Βγαίνουμε σε μια σκάλα των Κατωμήχανων κι αρχίζουμε να ανεβαίνουμε.
Η Λουκία έρχεται δίπλα μου. «Είσαι καλά;» με ρωτά, αν και νομίζω πως πρέπει να φαίνεται χειρότερα από εμένα, ακόμα πολύ ζαλισμένη από την ηχοβομβίδα.
Προς στιγμή δεν καταλαβαίνω τι θέλει να πει. Μετά θυμάμαι τα χτυπήματα από τις λεπίδες του Στέφανου. Τα αισθάνομαι. Κοιτάζω τον εαυτό μου· τα ρούχα μου είναι μουλιασμένα από το σκούρο-μπλε αίμα μου. «Έχω περάσει και χειρότερα,» λέω στη Λουκία – και δεν είναι παρά η αλήθεια.
Εκείνη συνοφρυώνεται σαν να προσπαθεί να κατανοήσει τα λόγια μου. Ναι, φυσικά· δεν ακούει.
«Έχω περάσει και χειρότερα,» της λέω στ’αφτί, πολύ δυνατότερα απ’ό,τι χρειάζεται να μιλήσεις στ’αφτί κάποιου.
Τη βλέπω να χαμογελά.
Ο Τζακ περνά ένα άνοιγμα στα δεξιά, και ξανά είμαστε στο κατόπι του. Βρισκόμαστε σ’έναν πλατύ διάδρομο τώρα, σ’ένα από τα γνωστά μέρη των Κατωμήχανων. Νομίζω πως το αναγνωρίζω. Διαβάζω μια πινακίδα που αντικρίζουμε λίγο παρακάτω. Ναι, σκέφτομαι, εδώ είμαστε...
Ο Τζακ μάς οδηγεί μέσα σ’ένα οίκημα που μοιάζει με άδεια αποθήκη. «Τώρα,» λέει, «είστε πιο ασφαλείς.» Και προς εμένα: «Είσαι χτυπημένος, Γεώργιε. Θα φέρω φάρμακα.»
«Δεν έχεις να πας πουθενά!» Ο Νηρέας στρέφει το σπαθί του προς τον Τζακ των Υπογείων, έχοντας προφανώς αρχίσει ν’ακούει καλύτερα από πριν, να καταλαβαίνει τι λέγεται. «Πώς βρέθηκαν αυτά τα μιάσματα στο σπίτι σου; Ποιος τους ειδοποίησε;»
«Όχι εγώ, πάντως,» αποκρίνεται ο Τζακ, ψύχραιμα όπως είναι το συνήθειό του σε ακραίες καταστάσεις.
«Δε μας πρόδωσε ο Τζακ.» Πιάνω το χέρι του Νηρέα και κατεβάζω το σπαθί του. «Πρέπει να παρακολουθούσαν το σπίτι του, περιμένοντάς με. Όπως είχα υποθέσει. Και όπως σας είχα προειδοποιήσει.» Και προς τον Τζακ: «Φοβάμαι πως σ’έβαλα σε μπελάδες. Δεν έπρεπε να είχα έρθει...» Συνεχώς φαίνεται ότι βάζω τους φίλους μου σε μπελάδες, τελευταία. Το όνομα του Οφιομαχητή είναι πολύ εξαπλωμένο στην Υπερυδάτια – πιο εξαπλωμένο απ’ό,τι θα έπρεπε να είναι οποιοδήποτε όνομα, ίσως.
«Και πού να πήγαινες για να μάθεις για τη Διονυσία και τον Αρσένιο;» μου αποκρίνεται ο Τζακ των Υπογείων, ψύχραιμος όπως πριν. «Καλά έκανες και ήρθες. Θα τα ξεμπλέξουμε με τον Κατωμερίτη, δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία. Σε τελική ανάλυση,» μορφάζει, «μπορώ πάντα να του πω ότι με απειλούσατε πως θα με σκοτώσετε, ότι με εξαναγκάσατε να σας βγάλω από την κρυφή έξοδο του σπιτιού μου.»
«Ο Κατωμερίτης ίσως να ενδιαφέρεται για τέτοιες εξηγήσεις· ο Στέφανος, όμως, αμφιβάλλω αν θα ενδιαφέρεται.»
«Δεν έχεις άδικο, αλλά δεν νομίζω ότι θα με σκοτώσει. Είναι πιο πονηρός απ’ό,τι εκδικητικός. Αν μη τι άλλο, θα περιμένει ότι πιθανώς να ξανάρθεις να με επισκεφτείς, και θα παρακολουθεί.»
Δεν μπορώ παρά να χαμογελάσω. «Έχεις μια απάντηση για όλα, Τζακ.»
Ανασηκώνει τους ώμους. «Τους ξέρω καλά τους καταραμένους λεχρίτες στους χαμηλούς δρόμους.» Χαμηλούς δρόμους αποκαλούν φιλικά τους Κατωμήχανους οι άνθρωποι που συχνάζουν εκεί· είναι, θα μπορούσες να πεις, αργκό της αργκό. «Τώρα,» συνεχίζει, «πάω να σου φέρω φάρμακα. Φαίνεται πως τα χρειάζεσαι.»
«Κάνεις λάθος,» του λέω. «Έχω τραυματιστεί και χειρότερα στη ζωή μου. Πολύ χειρότερα. Αυτό δεν είναι τίποτα. Δεν αξίζει να κινδυνέψεις–»
«Σου είπα, δεν–»
«Ίσως να κινδυνέψεις, Τζακ, και το ξέρεις. Ίσως να σε πιάσουν για να με βρουν. Δε θα ξαναβάλω τη ζωή σου σε κίνδυνο, αν μπορώ να το αποτρέψω,» λέω σταθερά. «Θα μείνεις εδώ, για να μιλήσουμε, και μετά εμείς θα φύγουμε. Δεν πρόκειται, εν τω μεταξύ, ούτε να πεθάνω ούτε να λιποθυμήσω από τα τραύματά μου.» Αν και τα αισθάνομαι να είναι αρκετά βαθιά (ο Στέφανος, τούτη τη φορά, κάρφωνε για να σκοτώσει), δεν νομίζω πως το σώμα μου δεν μπορεί να τα αντέξει. Η υπερφυσική δύναμη της Έχιδνας με φορτίζει.
«Τέλος πάντων,» αποκρίνεται ο Τζακ, αν και μοιάζοντας να διαφωνεί κατά βάθος, «όπως θέλεις.»
«Σου ζητούσαν να μας παραδώσεις, όταν σε κάλεσαν στον δίαυλο;» τον ρωτάω.
«Ναι. Να παραδώσω εσένα, βασικά. Τους άλλους δεν τους ανέφερε καθόλου ο Στέφανος.»
«Ο Στέφανος δουλεύει για τον Κατωμερίτη τώρα;»
«Κι οι δυο τους λατρεύουν τον Λοκράθο, απ’ό,τι καταλαβαίνω. Επομένως, έχουν λόγο να σε κυνηγάνε. Κατά καιρούς, ο Στέφανος έχει κάνει δουλειές για τον Ευσέβιο, φυσικά. Δουλειές για τις οποίες πληρώθηκε καλά.»
«Για την περίπτωσή μου εργάζεται αφιλοκερδώς, υποθέτω...»
«Το ίδιο υποπτεύομαι κι εγώ,» λέει ο Τζακ των Υπογείων.
«Προτού μας διακόψουν σε ρωτούσα για το δίκτυο,» του θυμίζω. «Είσαι, τελικά, μέσα στο δίκτυο, Τζακ;»
Τον βλέπω προβληματισμένο ξανά. Σταυρώνει τα χέρια του στο στήθος, αποφεύγοντας το βλέμμα μου.
Τον περιμένω να μιλήσει. Τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου τον παρατηρούν με μάτια οριακά εχθρικά, παρότι ο άνθρωπος καταφανώς μας βοήθησε. Η Λουκία έχει γονατίσει, στο ένα γόνατο, πλάι στον γάτο της, χαϊδεύοντάς τον.
Ο Τζακ μού λέει: «Κοίτα... είμαι σίγουρος πως, και να σου απαντήσω όχι, εσύ θα υποπτεύεσαι ότι είμαι μες στο δίκτυο, τώρα που ξέρεις γι’αυτό...»
«Δεν έχεις άδικο,» αποκρίνομαι. «Αλλά τίποτα δεν θ’αλλάξει μεταξύ μας, όποια απάντηση κι αν δώσεις. Εξακολουθώ να σου χρωστάω για ό,τι έκανες για τη Διονυσία και τον Αρσένιο, και για εμάς πριν από λίγο.»
«Δεν είναι εκεί το θέμα. Δε θέλω να νομίζεις ότι σου κρύβω κάτι–»
«Δε σε υποπτεύομαι, Τζακ. Αν σκόπευες να με προδώσεις στα βατράχια, τώρα θα ήταν η καταλληλότερη στιγμή ίσως.»
«Έχεις δίκιο, αλλά... ακόμα κι έτσι,» λέει ο Τζακ των Υπογείων. «Ακόμα κι έτσι, δεν θέλω να νομίζεις ότι σου κρύβω κάτι.
»Κανονικά, δεν θάπρεπε να σ’το λέω αυτό – είναι κρυφό, είναι... ‘σκοτεινή πληροφορία’, που λένε – αλλά, ναι, είμαι στο δίκτυο. Το Άφατο Δίκτυο, όπως το αποκαλούν όσοι το ξέρουν καλά. Ή, απλά, ‘το Άφατο’.»
«Και τι διάολο κάνετε μέσα σ’αυτό το δίκτυο; Έχει δίκιο στις υποθέσεις της η Φαρμακερή Βασίλισσα; Μεταφέρετε τις πληροφορίες σε κάποιους κόμβους, και από εκεί οι πελάτες τις αγοράζουν;»
Ο Τζακ νεύει. «Η Βασίλισσα είναι έξυπνη· έτσι ακριβώς γίνεται η κίνηση.»
«Κι εσύ είσαι... κόμβος, Τζακ;»
«Όχι· ένα απλό μέλος, μόνο. Και περισσότερα δεν μπορώ να σου αποκαλύψω. Ένα, όμως, θα σου πω: Το όνομά σου είχε όντως ζητηθεί μέσα στο δίκτυο. Οι πράκτορες περίμεναν να σε δουν και να αναφέρουν την παρουσία σου στον κοντινότερο κόμβο. Εγώ δεν το έκανα αυτό, ασφαλώς, γιατί ούτως ή άλλως δεν μπορούσα. Δε σε είχα δει καθόλου στη Ριλιάδα, την προηγούμενη φορά που ήσουν εδώ.»
Συνοφρυώνομαι – νιώθοντας την οργή της Έχιδνας να φουντώνει εντός μου, κρατώντας την πέρα με το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου. «Δηλαδή... θες να πεις ότι κάποιος μπορεί να με πρόδωσε χωρίς να ήξερε τι ακριβώς έκανε. Χωρίς να... να είχε υπόψη του ότι με κυνηγούσαν τα βατράχια. Σωστά;»
Ο Τζακ νεύει. «Ακριβώς. Οι πράκτορες απλά μεταφέρουν πληροφορίες στον κοντινότερο κόμβο· δεν ασχολούνται με τίποτ’ άλλο. Αν ξέρουν πως η παρουσία του Οφιομαχητή έχει ζητηθεί, καλούν τον κόμβο τηλεπικοινωνιακά, για παράδειγμα, και λένε ‘Ο Οφιομαχητής είναι στον τάδε δρόμο· τον μπάνισα μόλις τώρα’, ή ‘πριν από πέντε λεπτά.’»
«Καταλαβαίνω,» αποκρίνομαι. «Καταλαβαίνω τώρα πώς πηγαίνει το πράγμα.» Θα μπορούσε, λοιπόν, κι ο Δημήτριος να με είχε προδώσει, δεν θα μπορούσε; Χωρίς να ξέρει ότι με κυνηγάνε οι πιστοί του Λοκράθου... Αλλά, και πάλι, δεν σκέφτηκε ότι όποιος με αναζητούσε ίσως να μη με αναζητούσε επειδή με συμπαθεί; Η οργή μου αγριεύει σαν μαινόμενο φίδι. Σαν τους μυθικούς δράκους της Έχιδνας.
«Αλλά πες μου κάτι ακόμα, αν μπορείς, Τζακ: Οι πράκτορες είναι υποχρεωμένοι να μεταφέρουν μια πληροφορία στον κόμβο; Υπάρχουν... ποινές, αν δεν τη μεταφέρουν;»
«Συνήθως όχι. Στην περίπτωση μου, αν σ’ενδιαφέρει, όχι. Κατά κανόνα, απλά έχουν κάτι να κερδίσουν από τις πληροφορίες που μεταβιβάζουν.»
«Οχτάρια;»
«Ναι, σε αρκετές περιπτώσεις πληρώνονται με χρήματα· αλλά όχι σε όλες. Μπορεί η πληρωμή τους να είναι σε πληροφορίες, ή σε προώθηση κάποιου είδους· ή μπορεί να είναι κάποια άλλη... εξυπηρέτηση.»
«Μάλιστα...» λέω, συλλογισμένα. Η Ειρήνη η Ανήμερη πρέπει σίγουρα να είναι μέσα στο Άφατο Δίκτυο, σκέφτομαι. Αυτή πρέπει να ενημέρωσε τον κόμβο για την παρουσία μας στη Σκιάπολη, και από τον κόμβο ο Δαμιανός πληροφορήθηκε για εμάς και μας κυνήγησε ώς τη Ριλιάδα.
Υποθέσεις μόνο, φυσικά. Αλλά τι άλλο από υποθέσεις μπορώ να κάνω; Απλώς προσπαθώ να είναι όσο το δυνατόν πιο εύστοχες.
Νομίζεις ότι εκτοξεύεις μαχαίρια μες στο σκοτάδι, γαμώτο, προσπαθώντας να χτυπήσεις το μοναδικό μάτι ενός δαίμονα του Άτλαντα με πολλά πλοκάμια και κανένα άλλο ευάλωτο σημείο.
Η Λουκία – που, προφανώς, έχει αρχίσει ν’ακούει πλέον – λέει στον Τζακ: «Και τώρα, δηλαδή, μπορεί να πας και να μας καρφώσεις στον κόμβο σου, έτσι;» αγριοκοιτάζοντάς τον.
«Δεν πρόκειται να συμβεί τέτοιο πράγμα,» αποκρίνεται εκείνος. «Τίποτα δεν με εξαναγκάζει, όπως είπα στον Γεώργιο.»
«Γιατί να σε πιστέψουμε;»
«Καλό ερώτημα,» λέει ο Νηρέας.
«Τον ξέρω από παλιά τον Τζακ,» τους διακόπτω. «Κι αν ήθελε να μας προδώσει θα μας είχε ήδη προδώσει. Δεν είναι εχθρός μας.» Πάω στοίχημα, πάντως, πως αν δεν ήμουν ο Οφιομαχητής τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου θα τον είχαν τώρα σκοτώσει τον Τζακ των Υπογείων, για καλό και για κακό. Για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο.
Ο ίδιος δεν λέει τίποτα για να υπερασπιστεί τον εαυτό του, μοιάζοντας να νομίζει πως έχει πει ό,τι έπρεπε να ειπωθεί.
Και έτσι είναι. Τι άλλες διαβεβαιώσεις να δώσει; Προσθέτω: «Εξάλλου, σύντομα θα φύγουμε αποδώ. Δεν είναι ασφαλές να βρισκόμαστε στη Ριλιάδα πλέον. Όχι με τον Κατωμερίτη και τον Στέφανο στα ίχνη μας. Αν και... ακόμα θα ήθελα να κάνω μια επίσκεψη στον Ευσέβιο...»
«Μην είσαι ανόητος,» μου λέει ο Τζακ. «Μπορεί να είσαι ο Οφιομαχητής, αλλά βλέπω αίμα επάνω σου, άρα μπορείς κι εσύ να πεθάνεις. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τώρα σε θέλουν νεκρό.»
«Ναι, κι εγώ σ’αυτό το συμπέρασμα έφτασα,» συμφωνώ. «Ο Στέφανος, τουλάχιστον, σίγουρα με θέλει νεκρό. Δεν έχουν κατά νου να με παραδώσουν ξανά στους ομόθρησκούς τους στην Ιχθυδάτια. Αμφιβάλλω, μάλιστα, αν ο Δαμιανός είναι εδώ απόψε.»
«Αν ήταν, μάλλον θα είχε έρθει μαζί τους,» λέει ο Τζακ.
Γνέφω καταφατικά, συμφωνώντας και πάλι. «Πρέπει να φύγουμε, πάντως. Όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Και χωρίς τη δική σου βοήθεια. Δε θέλω να σε μπλέξω άλλο.»
«Δεν–»
«Δεν το συζητάω,» τον διακόπτω. «Μόνοι μας θα φύγουμε. Εδώ σε αποχαιρετούμε, Τζακ.» Του δίνω το χέρι μου. «Εις το επανιδείν, φίλε μου.»
Ο Τζακ των Υπογείων μού σφίγγει το χέρι. «Δε θες, τουλάχιστον, να σου φέρω φάρμακα;»
«Έχω φάρμακα μαζί μου.»
Γελά. «Και δεν τόλεγες τόση ώρα;»
«Δε με ρώτησες.»
«Χρησιμοποίησέ τα προτού το σώμα σου αρχίσει να καταρρέει.»
«Αν και δεν το θεωρώ απαραίτητο,» αποκρίνομαι, «μάλλον έχεις κάποιο δίκιο.»
Βγάζω την κάπα μου και τα ρούχα που φοράω από τη μέση και πάνω, και η Λουκία με βοηθά να τυλίξω δυο φαρμακοποτισμένους επιδέσμους γύρω από το σώμα μου, σκεπάζοντας τα τραύματα που μου προκάλεσαν τα ξιφίδια του Στέφανου. Ύστερα, ντύνομαι πάλι χωρίς καθυστέρηση.
«Καλύτερα να πηγαίνεις,» λέω στον Τζακ. «Έχω καταλάβει πού είμαστε· μπορώ να μας οδηγήσω άνετα στους ψηλούς δρόμους.» (Στην αργκό των Κατωμήχανων, ψηλοί δρόμοι είναι η επάνω πόλη, η «κανονική» Ριλιάδα.) «Αν σε συναντήσουν οι άνθρωποι του Κατωμερίτη, πες τους ότι μας ξέφυγες. Ότι σε είχαμε αιχμάλωτο αλλά μας ξεγλίστρησες.»
Ο Τζακ νεύει. «Εννοείται. Όμως...» Μορφάζει, προβληματισμένος. «Να προσέχετε καθώς θα βγαίνετε από εδώ. Ίσως να σας εντοπίσουν και να σας επιτεθούν ξανά. Αν σας οδηγούσα εγώ, τουλάχ–»
«Όχι,» επιμένω. «Είμαστε μόνοι τώρα. Έκανες ό,τι μπορούσες. Και σου χρωστώ χάρη. Να το θυμάσαι. Εγώ δεν θα το ξεχάσω.»
Η πόρτα άνοιξε και ένας άντρας μπήκε, ντυμένος σαν ιερέας της Έχιδνας, με πράσινο χιτώνα όλο πτυχώσεις, και έχοντας στο πρόσωπό του τη μάσκα της ιεροσύνης – πράσινη μπογιά πάνω στο λευκό του δέρμα, με μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια. Τα μαλλιά του ήταν ξανθά και σγουρά. Δεν φαινόταν για άνω των πενήντα χρονών. Πίσω του ήταν και κάποιοι άλλοι, αλλά δεν μπήκαν στο δωμάτιο· έμειναν έξω, περιμένοντας.
Ο ιερέας της Έχιδνας ατένισε τον Γεώργιο, μαυρόδερμο και πρασινομάλλη, με μάτια που δεν βλεφάριζαν και με την Ευθαλία απλωμένη στους ώμους του. Η Όλγα στεκόταν ένα βήμα πίσω και στ’αριστερά του Οφιομαχητή, ακίνητη, αμίλητη. Τη φρίκαρε το γεγονός ότι είχαν μπροστά τους έναν ιερωμένο της Έχιδνας.
«Καλησπέρα,» χαιρέτησε ο ξανθομάλλης άντρας με τη μάσκα της ιεροσύνης. «Ελπίζω να μην έρχομαι σε ακατάλληλη ώρα.»
«Δε μπορώ να φανταστώ καμιά καταλληλότερη, Ιερότατε,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος, ουδέτερα, και η Ευθαλία, με το κεφάλι της πλάι στον λαιμό του, παιχνίδισε τη γλώσσα της προς τη μεριά του ιερέα.
Ο οποίος παρατηρούσε τον Γεώργιο πολύ προσεχτικά. «Δε θα σε ενοχλούσαμε, αλλά... η ομοιότητα είναι αξιοσημείωτη,» είπε σχεδόν σαν να μονολογούσε, με φωνή χαμηλωμένη. Και μετά, πιο δυνατά: «Μας θυμίζεις κάποιον για τον οποίο έχουμε ακούσει, και ο Πανιερότατος του Υψηλού Ναού ήθελε να μάθει αν είστε το ίδιο πρόσωπο.»
«Σε ποιο πρόσωπο αναφέρεστε, Ιερότατε;» ρώτησε ο Γεώργιος, αν και δεν είχε αμφιβολία.
«‘Πρωθιερότατε’, αν έχεις την καλοσύνη,» διόρθωσε ο ξανθομάλλης άντρας. «Ονομάζομαι Αργύριος, και είμαι Πρωθιερέας στον Υψηλό Ναό της Έχιδνας στη Μικρυδάτια. Μάλλον δεν γνωρίζεις και πολλά για τα μέρη μας...»
«Η αλήθεια είναι πως ξέρω ελάχιστα, Πρωθιερότατε,» παραδέχτηκε ο Γεώργιος. «Αλλά δεν απαντήσατε στην ερώτησή μου.»
«Θα απαντήσω· γι’αυτό βρίσκομαι εδώ. Ο άνθρωπος τον οποίο μας θυμίζεις ακούει στο παρωνύμιο ‘Οφιομαχητής’, σύμφωνα με τις φήμες που έχουν φτάσει στ’αφτιά μας. Λένε πως είναι κατάμαυρος στο δέρμα, με πράσινα μαλλιά. Υπερφυσικά δυνατός. Και ποτέ δεν βλεφαρίζει.» Ατένιζε τον Γεώργιο πιο έντονα από πριν· η Όλγα αισθανόταν σαν να είχε γίνει αόρατη μες στο δωμάτιο, σαν να μην υπήρχε για τον ιερέα. Και δεν ήξερε αν αυτό την ενοχλούσε ή την έκανε να νιώθει καλύτερα. Δεν ήθελε να έχει επαφές με ιερωμένους...
«Τον αντικρίζεις,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος.
Ο ιερέας τον κοίταξε τώρα με κάποια δυσπιστία ίσως. «Ο άνθρωπος στον οποίο αναφέρομαι είναι Φιλημένος της Έχιδνας, και τα δηλητήρια δεν τον βλάπτουν...»
«Σου είπα: είμαι ο Οφιομαχητής. Θέλεις κάτι από εμένα;» Κρατούσε μακριά την παράλογη, δαιμονική οργή του με το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου.
«Αν όντως είσαι ο Φιλημένος που αποκαλούν ‘Οφιομαχητή’, ο Αρχιερέας θα επιθυμούσε να σε συναντήσει στον Υψηλό Ναό της Έχιδνας. Απορεί, μάλιστα, που δεν ήρθες ήδη να τον επισκεφτείς...»
«Δεν έχω καμιά δουλειά μαζί του,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος. «Τι δουλειά έχει αυτός μαζί μου;»
Ο Αργύριος συνοφρυώθηκε. «Αποκλείεται να είσαι ο Οφιομαχητής...»
Ο Γεώργιος γέλασε. «Σοβαρά; Εντάξει, τότε· μπορείς να πηγαίνεις.»
Τα μάτια του Αργύριου στένεψαν, οργισμένα μάλλον. «Ο Οφιομαχητής,» είπε ξαφνικά, «δεν θα δίσταζε να πιει αυτό!» Κι έβγαλε μέσα από τις πτυχές του πράσινου χιτώνα του ένα φιαλίδιο. «Περιέχει Φιλί της Έχιδνας. Αλλά οι Φιλημένοι δεν βλάπτονται από τα δηλητήρια.»
«Νομίζεις ότι έχω να αποδείξω κάτι σ’εσένα ή στον Αρχιερέα σου;» αποκρίθηκε ο Γεώργιος. «Δεν έχω ν’αποδείξω τίποτα.»
«Είσαι, προφανώς, ξένος,» είπε ο Αργύριος, «αλλιώς δεν θα μιλούσες έτσι σ’έναν πρωθιερέα της Έχιδνας. Θα ήσουν πιο μετρημένος.» Το βλέμμα του ήταν άγριο. Το χέρι του έκρυψε ξανά το φιαλίδιο. «Δεν μπορεί να είσαι ο Οφιομαχητής.»
«Τι θ’άλλαζε αν ήμουν;»
«Αν ήσουν, όπως σου εξήγησα, ο Πανιερότατος θα επιθυμούσε να τον επισκεφτείς. Θα ήθελε να σε γνωρίσει.»
«Πες του ότι ίσως και να τον επισκεφτώ, κάποτε.»
«Δεν αρέσει στον Πανιερότατο να αγνοούν τις προσκλήσεις του. Σου κάνει μεγάλη τιμή που στέλνει εμένα για να σε καλέσει, να είσαι βέβαιος. Αλλά δεν πρόκειται να σε δεχτεί αν δεν αποδείξεις κάπως ότι είσαι ο Φιλημένος που αποκαλούν Οφιομαχητή.»
«Σου είπα, δεν έχω να αποδείξω τίποτα, και ούτε μ’ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή να επισκεφτώ τον Αρχιερέα σου.»
«Όπως νομίζεις,» αποκρίθηκε ο Αργύριος, και, χωρίς να τον χαιρετήσει, του γύρισε την πλάτη κι έφυγε από το δωμάτιο αφήνοντας την πόρτα μισάνοιχτη. Οι άνθρωποι που τον περίμεναν απέξω τον ακολούθησαν· ο Γεώργιος και η Όλγα τούς είδαν.
Η Ευθαλία έβγαλε ένα χαμηλόφωνο σύριγμα, σαν το γέλιο της ίδιας της Έχιδνας.
Η Όλγα είπε: «Ίσως δεν θάπρεπε να του είχες μιλήσει έτσι...»
Ο Οφιομαχητής ήταν συλλογισμένος για μερικές στιγμές. «Μπορεί και νάχεις δίκιο,» παραδέχτηκε, αναρωτούμενος αν η παράλογη οργή του ήταν που τον είχε ωθήσει να φερθεί έτσι στον Πρωθιερέα. Δεν ήταν ακριβώς άσχημος ο τρόπος του – δεν τον είχε διώξει, δεν τον είχε βρίσει – μα, σίγουρα, ούτε φιλικός ήταν. Ήταν αρκετά απότομος για να προσβάλει έναν ιερωμένο.
Γιατί το έκανα αυτό; σκέφτηκε ο Γεώργιος – και μετά, σαν δηλητηριώδη λόγχη, το Γερό Φίδι ήρθε στο μυαλό του. Ο δούλος ερπετοειδής τον οποίο, πριν από λίγο, είχε αναγκαστεί να νικήσει στην αρένα. Η οργή του Οφιομαχητή δεν είχε ακόμα καταλαγιάσει ύστερα απ’αυτό το περιστατικό, και... Πώς ήταν δυνατόν, μα την Έχιδνα, κάποιος σαν τον Πρωθιερέα Αργύριο να αποδέχεται το γεγονός ότι ένας ιερός οφιόμορφος εξαναγκαζόταν να μάχεται μέσα σε αρένες σε τούτη τη γαμημένη μεγαλούπολη;
Δεν το είχε σκεφτεί συνειδητά πιο πριν, αλλά τώρα... τώρα νόμιζε ότι υποσυνείδητα αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο είχε μιλήσει όπως είχε μιλήσει στον Πρωθιερέα. Ο καταραμένος ερχόταν να βρει τον Οφιομαχητή, έναν Φιλημένο της Έχιδνας, αλλά συγχρόνως έμοιαζε ν’αδιαφορεί για έναν υποδουλωμένο ιερό οφιόμορφο...
«Είναι διεφθαρμένοι εδώ, όλοι τους!» μούγκρισε ο Οφιομαχητής, και γρονθοκόπησε τον καθρέφτη του δωματίου, θρυμματίζοντάς τον.
Η Όλγα αναπήδησε, βγάζοντας μια ακούσια φωνή.
Ο Γεώργιος έστρεψε το βλέμμα του επάνω της, κι εκείνη αισθάνθηκε ένα σύγκρυο να τη διατρέχει πατόκορφα. Προς στιγμή, νόμιζε ότι θα τη σκότωνε. «Σ-συγνώμη...» του είπε. «Δεν, δεν ήθελα να...»
Η Ευθαλία έβγαλε ένα δυνατό σύριγμα από τους ώμους του Οφιομαχητή.
«Δε φταις εσύ,» είπε ο Γεώργιος στην Όλγα, καταπολεμώντας την οργή του με τις διδαχές εκείνου του γέρου στα Ρινέα Όρη. «Άλλοι φταίνε γι’αυτό που συμβαίνει. Άλλοι...» Φόρεσε τις μπότες του χωρίς καθυστέρηση, ζώστηκε το Φιλί της Έχιδνας–
Η μισάνοιχτη πόρτα άνοιξε και η πελώρια μορφή του Ευστάθιου Γερμένλη την έκλεισε ξανά με την παρουσία της. «Γεώργιε...» είπε. «Ο Πρωθιερέας και οι ακόλουθοί του δεν... μου φάνηκαν και τόσο... χαρούμενοι.» Έμοιαζε προβληματισμένος, το λιγότερο. Ύστερα, το βλέμμα του πήγε στον σπασμένο καθρέφτη. «Τι σκατά έγινε δω μέσα;»
Ο Οφιομαχητής έπιασε την κάπα του από την κρεμάστρα και την έριξε στους ώμους του. Την έδεσε. «Αυτός ο καριόλης που έχει το Γερό Φίδι, πώς λέγεται;»
«Ο Νικόλαος Καρβίλιος, λες;»
«Είναι ακόμα εδώ; Αυτός και το Γερό Φίδι, είναι ακόμα εδώ;»
«Δε νομίζω ότι έχουν φύγει από τώ– ΕΕεεε!» Ο Οφιομαχητής τον είχε αρπάξει με το ένα χέρι και τον έσπρωχνε προς τα πίσω. Τον σήκωνε, ουσιαστικά· τα πόδια του Ευστάθιου πατούσαν στο έδαφος οριακά μόνο. Κι έμοιαζε εξωφρενικό να σηκώνεις έτσι έναν τόσο χοντρό άντρα.
Βγαίνοντας απ’το δωμάτιο, ο Γεώργιος άφησε τον Ευστάθιο να σταθεί ξανά, κι έφυγε, βαδίζοντας βιαστικά, κατευθυνόμενος προς τα εκεί όπου λογικά πρέπει να ήταν τα δωμάτια προσωρινής φιλοξενίας του Νικόλαου Καρβίλιου και του Γερού Φιδιού.
Η Όλγα τον ακολούθησε, κι ο Ευστάθιος ακολούθησε την Όλγα. «Πού τρέχει;» τη ρώτησε. «Πού νομίζει ότι τρέχει; –Γεώργιε! Γεώργιε! Τι κάνεις, ρε μεγάλε; Τι κάνεις;»
Ο Οφιομαχητής διέσχισε δυο διαδρόμους και έφτασε σ’ένα μεγάλο δωμάτιο όπου ήταν συγκεντρωμένοι μερικοί άνθρωποι, όρθιοι, μιλώντας αναμεταξύ τους. Ανάμεσα τους νόμιζε πως βρισκόταν και ο Νικόλαος Καρβίλιος: Αυτός ο γαλανόδερμος, πορφυρομάλλης, μουσάτος τύπος πρέπει να ήταν.
«Καρβίλιε!» φώναξε ο Γεώργιος.
Και ο γαλανόδερμος, πορφυρομάλλης άντρας στράφηκε. Ναι, αυτός ήταν. «Εσύ...» είπε.
«Πού είναι το Γερό Φίδι, κάθαρμα;» Ο Γεώργιος βάδισε προς τον Καρβίλιο–
–και στη στιγμή δύο σωματώδεις σωματοφύλακες βρέθηκαν στο διάβα του. «Κάνε πίσω, ρε!» του είπε ο ένας, βάζοντας το χέρι του στο στήθος του Γεώργιου, σπρώχνοντάς τον όπισθεν. «Κάνε πίσω!»
Ο Οφιομαχητής, νιώθοντας την οργή άγρια μέσα του, τον γρονθοκόπησε καταπρόσωπο, στέλνοντάς τον πάνω σε δυο γυναίκες οι οποίες σωριάστηκαν ουρλιάζοντας, πλακωμένες από τον πλατύσωμο άντρα.
Ο άλλος σωματοφύλακας τράβηξε ένα ρόπαλο από τη ζώνη του, το οποίο αμέσως τυλίχτηκε από ενέργεια, ενώ ο Νικόλαος Καρβίλιος, οπισθοχωρώντας, τρομαγμένος, φώναζε: «Τι διάολο θέλεις; Δεν καταλαβαίνω – τι θέλεις;» Και συγχρόνως τραβούσε κι εκείνος όπλο, βγάζοντάς το από την πίσω μεριά της ζώνης του, κάτω απ’το μαύρο γυαλιστερό σακάκι του. Ένα ενεργειακό πιστόλι.
Ο σωματοφύλακας επιτέθηκε στον Γεώργιο με το ρόπαλο· τον χτύπησε στο αριστερό μπράτσο. Ενέργεια τον διαπέρασε αλλά ο Οφιομαχητής δεν σωριάστηκε· απλώς, η οργή του δυνάμωσε. Γρονθοκόπησε τον άντρα στην κοιλιά, κάνοντάς τον να διπλωθεί στο πάτωμα, και του άρπαξε το όπλο. «Το Γερό Φίδι θέλω,» είπε στον Καρβίλιο. «Τώρα!» Τον έδειξε με το ρόπαλο που ενέργεια έτριζε και σπινθηροβολούσε επάνω του.
Φωνές, κραυγές, και ουρλιαχτά αντηχούσαν ολόγυρα.
«Πού είναι το Γερό Φίδι, Καρβίλιε;»
Ο Νικόλαος οπισθοχωρούσε προς μια ανοιχτή πόρτα, ενώ σημάδευε τον Οφιομαχητή με το ενεργειακό πιστόλι του. «Μείνε πίσω, ε, σε προειδοποιώ!» φώναξε. «Μείνε πίσω!»
«Το Γερό Φίδι,» είπε ο Γεώργιος πλησιάζοντας. «Πού είναι, Καρβίλιε;»
«Το νίκησες το Φίδι· τι άλλο θες; Δε σ’αφήνω να το σκοτώσεις! Έχω δώσει λεφτά για–»
«Δε θέλω να το σκοτώσω, κάθαρμα. Και δεν είναι δούλος σου! Πού είναι;»
Ο Νικόλαος πάτησε τη σκανδάλη· ο Γεώργιος, προετοιμασμένος γι’αυτό, έκανε στο πλάι μόλις είδε το δάχτυλο του Καρβίλιου να κινείται, αλλά και πάλι η ριπή τον χτύπησε στα πλευρά. Τον τράνταξε, κάνοντάς τον να κραυγάσει. Παραπάτησε, και το ρόπαλο έπεσε απ’το χέρι του. Αρπάχτηκε από έναν τοίχο για να μη σωριαστεί.
«Πάνω του! Τώρα! Πιάστε τον!» φώναξε ένας άντρας που είχε μόλις μπει το δωμάτιο μαζί μ’άλλους δυο – έναν άντρα και μια γυναίκα. Και όρμησαν όλοι τους στον Οφιομαχητή.
Η Όλγα και ο Ευστάθιος στέκονταν στην άλλη μεριά του μεγάλου χώρου, κοιτάζοντας, μην ξέροντας τι να κάνουν.
Η γυναίκα επιχείρησε να χτυπήσει τον Γεώργιο μ’ένα ενεργειακό ρόπαλο, αλλά εκείνος τής γράπωσε τον καρπό, τη σήκωσε πάνω απ’το κεφάλι του και με τα δύο χέρια, και τη στριφογύρισε ενώ εκείνη ούρλιαζε. Τα πόδια της κοπάνησαν κατάμουτρα τον έναν από τους άλλους δύο φύλακες, σωριάζοντάς τον. Και μετά ο Γεώργιος την πέταξε πάνω στον δεύτερο φύλακα, ο οποίος είχε κάνει πίσω. Ο άντρας έσκυψε, αποφεύγοντάς την, αφήνοντάς την να κατρακυλήσει στο πάτωμα, μες στο δωμάτιο που ξαφνικά είχε αδειάσει από τους περισσότερους ανθρώπους που το γέμιζαν πριν από λίγο.
Πάτησε τη σκανδάλη του ενεργειακού πιστολιού που κρατούσε, αλλά η ριπή χτύπησε τον Οφιομαχητή ξώφαλτσα μονάχα, περνώντας πλάι από τον ώμο του· και ύστερα ο Γεώργιος ορμούσε καταπάνω στον φρουρό, αρπάζοντάς του το χέρι με το πιστόλι και γυρίζοντάς το απότομα. «ΑΑΑΑΑαααααα!» κραύγασε εκείνος, σαν θηρίο, καθώς κόκαλα θρυμματίζονταν. Ο Οφιομαχητής τον γρονθοκόπησε στο σαγόνι, διαλύοντάς κι άλλα κόκαλα και ρίχνοντάς τον στο πάτωμα. Ακίνητο. Νεκρό.
Η γυναίκα έκανε να σηκωθεί από κάτω, μοιάζοντας τρομοκρατημένη. Ο Γεώργιος την άρπαξε απ’τον λαιμό, κοπανώντας την πλάτη της στον τοίχο, κι εκείνη δάγκωσε τη γλώσσα της, αίμα πετάχτηκε απ’το στόμα της. «Πού έχουν το Γερό Φίδι;» γρύλισε ο Οφιομαχητής.
«Εκεί,» ψέλλισε η γυναίκα, δείχνοντας μια κλειστή πόρτα, κλαίγοντας, «εκεί!»
Ο Οφιομαχητής την άφησε να καταρρεύσει στο πάτωμα και ζύγωσε την πόρτα.
«Γεώργιε!» του φώναξε ο Ευστάθιος, που κι αυτός ακουγόταν τρομοκρατημένος. Αναρωτιόταν αν ο πυγμάχος του είχε τρελαθεί. Αν είχε χάσει το μυαλό του. Κι αν όντως ήταν έτσι, θα χάνονταν μαζί και τόσα λεφτά που μπορούσαν να βγουν. Αρμάδες ολόκληρες... χαμένες... «Τι κάνεις, ρε μεγάλε; Τέλειωσε ο αγώνας. Τέλος!»
Ο Οφιομαχητής τον αγνόησε. Άρπαξε το πόμολο της πόρτας και την έσπρωξε προς τα μέσα, σπάζοντας την κλειδαριά. Το δωμάτιο που αντίκρισε δεν διέφερε και τόσο από το δικό του, αλλά δεν είχε καθρέφτη και θύμιζε περισσότερο κελί έτσι όπως ήταν διαμορφωμένο.
Το Γερό Φίδι ήταν κουλουριασμένο σε μια γωνία, όμως είχε ορθώσει τον κορμό του, ακούγοντας τη φασαρία απέξω και... νιώθοντας μια παρουσία που είχε νιώσει και πριν, μέσα στην αρένα... Μια έντονη, μια παράξενη οικειότητα· και μια οργή που τον έκανε να αισθάνεται δέος.
Τώρα, καθώς η πόρτα του δωματίου άνοιξε, αντίκρισε ξανά τον μαυρόδερμο άνθρωπο. Αυτόν που του προκαλούσε τέτοια αλλόκοτα συναισθήματα, που τον έκανε να... αμφιβάλλει... Να αμφιβάλλει για τι ακριβώς; Το μυαλό του βρισκόταν σε σύγχυση. Για τι να αμφιβάλλει; Αυτός ο μαυρόδερμος άνθρωπος ήταν ακόμα ένας εχθρός, δεν ήταν; Ήταν κάποιος που το Γερό Φίδι έπρεπε να νικήσει. Αλλά δεν τον είχε νικήσει. Και... αυτή η τρομερή οργή... Κάτι το... ιερό;
Το Γερό Φίδι δεν είχε γνωρίσει ποτέ ξανά τίποτα που θα μπορούσε να θεωρήσει «ιερό». Ήταν η πρώτη φορά· και δεν ήξερε τι ακριβώς ένιωθε τώρα.
Ο Γεώργιος πλησίασε τον ερπετοειδή. Τον ατένισε κατάματα. «Σήκω,» του είπε. «Είσαι ελεύθερος, ανόητε. Σήκω!» Τον άρπαξε απ’το χέρι και τον τράβηξε ώσπου εκείνος να πάψει να έχει τη μακριά ουρά του κουλουριασμένη στη γωνία. «Έλα μαζί μου!»
Το Γερό Φίδι έβγαλε ένα σύριγμα, άγριο αλλά όχι εχθρικό. Φανέρωνε μόνο τη σύγχυση μες στην ψυχή του. Πρωτόγνωρα συναισθήματα...
Ο Οφιομαχητής τράβηξε τον ερπετοειδή έξω από το δωμάτιο, κι εκείνος τον ακολούθησε, πρόθυμα.
«ΕΕΕ!» φώναξε ο Νικόλαος Καρβίλιος. «Τι κάνεις εκεί; Μου κλέβεις τον πυγμάχο μου!;» Στεκόταν στο κατώφλι της πόρτας, με το πιστόλι του ακόμα στο χέρι, και ο Γεώργιος παρατήρησε πως κι άλλοι φύλακες της αρένας είχαν μπει στο δωμάτιο.
Ο Ευστάθιος είπε: «Τελείωσε ο αγώνας, Γεώργιε. Έχεις νικήσει, ρε μεγάλε! Τι άλλο θες τώρα;» Φοβόταν ότι ο υπεράνθρωπος πυγμάχος του είχε τρελαθεί. Φοβόταν ότι θα έχανε τόσες αρμάδες οχτάρια!
«Ο ‘πυγμάχος σου’ δεν σου ανήκει,» είπε ο Γεώργιος στον Καρβίλιο. «Είναι ελεύθερος τώρα!»
«Τι λες, ρε!» φώναξε ο Νικόλαος. «Έχω δώσει τόσα λεφτά γι’αυτόν! Ποιος νομίζεις ότι είσαι, που θα μου κλέψεις τον μαχητή μου, ρε αρχίδι; Τι σκατά παίρνεις που έχει σαλέψει έτσι τα μυαλά σου; Μαλάκα Γερμένλη, θα πας φυλακή γι’αυτές τις μαλακίες, σ’το λέω, καριόλη!» Έδειχνε τώρα τον Ευστάθιο με το πιστόλι του. «Την έχεις γαμήσει, καριόλη! Την έχεις γαμήσει! Υπάρχει νόμος, παλιοαρχίδι! Υπάρχει νόμος!»
«Δεν το κανόνισα εγώ αυτό!» διαμαρτυρήθηκε ο Ευστάθιος, στα όρια του πανικού. «Δεν του είπα εγώ νάρθει και να το κάνει αυτό!
»Γεώργιε, άσε το Γερό Φίδι, σε παρακαλώ, και πάμε πίσω, τώρα! Μ’ακούς, γαμώτο; Μ’ακούς; Θα μπλέξουμε έτσι όπως κάνεις!»
Ο Οφιομαχητής στράφηκε να τον αντικρίσει. «Με πληρώνεις για να συμμετέχω σε πυγμαχίες,» του είπε. «Δεν είμαι δούλος σου.»
«Τι δούλος, ρε μεγάλε; Θα σ’αρπάξουν και θα σε ρίξουν σε κλουβί, μ’αυτά που κάνεις! Το Γερό Φίδι ανήκει στον κύριο Καρβίλιο. Άφησέ το και–»
«Το Γερό Φίδι δεν ανήκει σε κανέναν. Είναι ελεύθερο. Κάντε πέρα κι αφήστε με να περάσω.»
«Δεν έχεις να πας πουθενά, γαμιόλη,» του είπε ένας από τους φρουρούς που τον σημάδευαν με ενεργειακά πιστόλια. «Δεν ξέρω τι σκατά παίρνεις και είσαι τόσο δυνατός–»
«Τίποτα δεν παίρνει, γαμώτο!» τσύριξε ο Ευστάθιος, που φοβόταν μη χαλάσει η φήμη του ως οργανωτής. «Τίποτα δεν παίρνει!»
«–αλλά δεν μπορείς να τα βάλεις με όλους μας και να βγεις αποδώ μέσα, νάσαι σίγουρος,» συνέχισε ο φρουρός, αγνοώντας τις φωνές του Γερμένλη.
Ο Οφιομαχητής τράβηξε το Φιλί της Έχιδνας. «Ας το ανακαλύψουμε,» γρύλισε, και το Γερό Φίδι, στεκόμενο πλάι του τώρα, σαν σύντροφος – νιώθοντας πράγματα να ξυπνάνε μες στην ψυχή του τα οποία δεν ήξερε καν ότι ήταν εκεί – έβγαλε ένα άγριο σύριγμα κι έσφιξε τις γροθιές του, τίναξε δυνατά τη μεγάλη του ουρά. Η Ευθαλία – ακόμα στους ώμους του Γεώργιου – παιχνίδισε τη γλώσσα της, σαν από αγωνία, μοιάζοντας έτοιμη να πεταχτεί καταπάνω σε όποιον έκανε να ζυγώσει τον κύριό της.
«Αρκετά!» αντήχησε μια φωνή. «Αυτός ο άνθρωπος βρίσκεται υπό την προστασία του Υψηλού Ναού της Έχιδνας!»
Ο Γεώργιος και οι άλλοι στράφηκαν για ν’αντικρίσουν τον Πρωθιερέα Αργύριο να έχει μόλις μπει από μια από τις πόρτες του μεγάλου δωματίου.
«Τι;» έκανε ο Νικόλαος Καρβίλιος. «Αυτός ο άνθρωπος είναι ληστής!» φώναξε. «Και κάτι παίρνει – κάποια ουσία – κάτι παράνομο, σίγουρα!»
«Δε θα το επαναλάβω, κύριε,» είπε ο Αργύριος. «Αυτός ο άνθρωπος βρίσκεται υπό την προστασία του Υψηλού Ναού... αν δεν είναι τόσο ανόητος ώστε να την αρνηθεί,» πρόσθεσε, στρέφοντας το βλέμμα του στον Οφιομαχητή και μόνο στον Οφιομαχητή.
Και τώρα ο Πρωθιερέας σκεφτόταν: Αυτός είναι. Δεν μπορεί να είναι άλλος.
Ο Φιλημένος από την Κεντρυδάτια...
Η Μεγάλη Κυρά τον έστειλε σ’εμάς, και, μέσα στη σοφία της, δεν με άφησε να γυρίσω με άδεια χέρια στον Πανιερότατο.
Οδηγώ τους συντρόφους μου ξανά μέσα στους Κατωμήχανους, ενώ όλοι έχουμε τα όπλα μας κρυμμένα αλλά τα χέρια μας κοντά στις λαβές. Βαδίζουμε χωρίς καθυστέρηση μα και χωρίς να δείχνουμε ότι βιαζόμαστε. Έχουμε τις κουκούλες μας σηκωμένες, τα πρόσωπά μας κρυμμένα στη σκιά. Οι κατάσκοποι του Κατωμερίτη δεν θα το βρουν εύκολο να μας διακρίνουν.
Αλλά, κυρίως, φοβάμαι για μάγους. Τους συντρόφους μου δεν τους ξέρουν, όμως εμένα με ξέρουν. Αν έχουν καμιά φωτογραφία μου, κάποιος μάγος μισθωμένος από τον Κατωμερίτη θα μπορεί πιθανώς να μ’εντοπίσει όσο δεν είμαστε ακόμα μακριά. Επομένως, είναι βασικής σημασίας ν’απομακρυνθούμε, γρήγορα.
Δεν πηγαίνω προς την είσοδο από την οποία κατεβήκαμε: δεν υπάρχει κανένας λόγος, δεν αφήσαμε τίποτα οχήματα απέξω: και ίσως οι άνθρωποι του Κατωμερίτη να μας περιμένουν σ’αυτό το μέρος, αν έχουν πληροφορηθεί από πού ήρθαμε.
Οι σκιές των Κατωμήχανων μοιάζουν απειλητικές γύρω μας, κάθε θόρυβος ύποπτος, κάθε κίνηση πιθανή επίθεση, κάθε μυστηριώδης άγνωστος πιθανός πράκτορας του Ευσέβιου του Κατωμερίτη. Διαβάζω τις πινακίδες και έτσι κατευθύνομαι προς τα δυτικά, προς τους λαβυρίνθους που βρίσκονται κάτω από την Κρεμαστή, πέρα από το τείχος της Ριλιάδας. Στα μέρη όπου παλιά πουλούσα τα δηλητήρια που έφερνα από τους Βαλτότοπους των Όφεων. Στα μέρη όπου πρωτογνώρισα τον Τζακ των Υπογείων και την Εριφύλη, τους καλύτερους φίλους μου εδώ. Τι να γίνεται η Εριφύλη τώρα; Πού να βρίσκεται;
Αυτά τα καταραμένα βατράχια – τα μιάσματα! – έχουν μολύνει όλες τις ηπειρονήσους με την παρουσία τους! Τις έχουν βλάψει με τις μιαρές ενέργειές τους!
Πάλι τα ίδια, συνειδητοποιώ ξαφνικά. Πάλι σκέφτομαι σαν να ήμουν του Φαρμακερού Κύκλου. Τι συμβαίνει εδώ;
Απομακρύνω την οργή μου με τις διδαχές του Γέρου του Ανέμου.
Έχουμε βαδίσει παραπάνω από ένα χιλιόμετρο τώρα μέσα στα λαβυρινθώδη περάσματα των Κατωμήχανων, βρισκόμαστε πλέον στις περιοχές κάτω από την Κρεμαστή. Θα τις αναγνώριζα ακόμα κι αν δεν διάβαζα τις παράξενες γραφές στις πινακίδες.
Δεν έχουμε δει κανένα πραγματικό σημάδι καταδίωξης μέχρι στιγμής. Ο Κατωμερίτης και ο Στέφανος δεν πρέπει να μας έχουν εντοπίσει. Ή, αν είναι στα ίχνη μας, βρίσκονται ακόμα πολύ πίσω. Ελπίζω μόνο να μην πειράξουν τον Τζακ.
Γιατί, αν τον πειράξουν, μα την Έχιδνα, θα επιστρέψω εδώ – και όχι με σκοπό να πάρω πληροφορίες!
Βαδίζουμε κι άλλο στον λαβύρινθο κάτω από την Κρεμαστή, προχωρούμε κάμποση ώρα, και φτάνουμε μπροστά σε πέτρινα σκαλοπάτια. Μπροστά στα σκαλοπάτια που ξέρω ότι οδηγούν σε μια έξοδο στους ψηλούς δρόμους.
Τότε, μια ντουζίνα άτομα ξεπροβάλουν από τις σκιές, και μια γυναίκα μάς λέει: «Ε, εσείς! Περιμένετε! Σταθείτε!» Δύο απ’αυτούς πίσω της μας σημαδεύουν – με βαλλίστρα ο ένας, με ηχητικό τουφέκι ο άλλος. Μπράβοι του Κατωμερίτη, σίγουρα. Αλλά αυτοί δεν πρέπει νάναι σίγουροι ότι είμαστε εμείς. Πρέπει να τους έχουν προστάξει να φρουρούν την έξοδο περιμένοντας έξι άτομα – κι ένα από αυτά, ο Οφιομαχητής. «Βγάλτε λίγο τις κουκούλες σας. Θέλω να δω κάτι,» συνεχίζει η γυναίκα.
Αλλά δεν προλαβαίνει να τελειώσει τα λόγια της κι έχω πατήσει τη σκανδάλη του βελονοβόλου, τραβώντας το μέσα από την κάπα μου. Το χέρι μου ούτε στιγμή δεν ήταν μακριά από τη λαβή του. Η βελόνα σκίζει τον αέρα και καρφώνεται στο μάτι του άντρα με το ηχοβόλο, ο οποίος πέφτει κάτω ουρλιάζοντας.
«Επάνω τους!» κραυγάζει η γυναίκα δείχνοντάς μας ενώ βλέπω πως με το άλλο χέρι βγάζει έναν τηλεπικοινωνιακό πομπό μέσα από τα ρούχα της – αναμφίβολα για να καλέσει ενισχύσεις. Δεν πρέπει να περίμεναν να μας συναντήσουν εδώ, αλλά ο καταραμένος ο Κατωμερίτης ήταν προετοιμασμένος για τα πάντα, ο καριόλης!
Θα του μάθω ότι ούτε αυτός δεν είναι να τα βάζει με τον Οφιομαχητή! Καθώς οι μπράβοι του έρχονται καταπάνω μας, τραβάω το Φιλί της Έχιδνας απ’το θηκάρι και αποκεφαλίζω έναν, σπάζοντας και το σπαθί του στα δύο συγχρόνως. Κλοτσάω το ακέφαλο κουφάρι του που σπαρταρά παραπατώντας, ρίχνοντάς το πάνω σ’έναν άλλο ο οποίος πέφτει κραυγάζοντας.
Η Λουκία, δίπλα μου, ντυμένη με την οργανική στολή ενδυνάμωσης, αποκρούει το ξίφος ενός άλλου με το σπαθί της και τον γρονθοκοπεί κατάμουτρα, διαλύοντας το πρόσωπό του. Ακούω τον Ακατάλυτο να συρίζει, αγριεμένος, από κάπου πίσω μας.
Τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου έχουν πέσει πάνω στους μπράβους του Κατωμερίτη, λιανίζοντάς τους. Ο Νικόλαος – κι αυτός ντυμένος με στολή ενδυνάμωσης – αρπάζει τώρα έναν άντρα και τον σηκώνει στον αέρα, εκτοξεύοντάς τον προς τους υπόλοιπους.
Η γυναίκα με τον τηλεπικοινωνιακό πομπό υποχωρεί μαζί μ’άλλους δύο.
Οι μπράβοι του Κατωμερίτη, όσοι είναι ακόμα ζωντανοί, σκορπίζονται γύρω μας, καταλαβαίνοντας ότι έκαναν μαλακία που μας όρμησαν. Μπορεί να ήταν αριθμητικά διπλάσιοι από εμάς αλλά, ουσιαστικά, εμείς ήμασταν τριπλάσιοι σε σχέση μ’αυτούς τους γαμημένους ποντικούς των Κατωμήχανων!
Ωστόσο, δεν είναι συνετό να μείνουμε άλλο εδώ, τώρα. Σύντομα θα πλακώσουν περισσότεροι. Ο Ευσέβιος, αναμφίβολα, όλα τούτα θα τάχει πάρει προσωπικά.
«Ελάτε!» λέω στους συντρόφους μου. «Αποδώ! Από τη σκάλα!»
Και ανεβαίνουμε δίχως καθυστέρηση, φτάνουμε επάνω, στην πρασινομέταλλη καταπακτή. Τη σηκώνω με κάποια επιφύλαξη, κοιτάζοντας έξω, τους ψηλούς δρόμους μες στη νύχτα, μήπως ο Κατωμερίτης μάς έχει στήσει καρτέρι ακόμα κι εκεί. Δε διακρίνω κάτι το ύποπτο, όμως και πάλι πρέπει να είμαστε προσεχτικοί. Ανεβαίνω πρώτος, με το βελονοβόλο μου στο χέρι.
Κανείς δεν μου επιτίθεται. Ο νυχτερινός δρόμος είναι άδειος ανάμεσα στις πολυκατοικίες.
Η Λουκία, ο Ακατάλυτος, και τα Τέκνα μ’ακολουθούν επάνω.
«Κρύψτε τα όπλα σας,» τους λέω, κρύβοντας κι εγώ το βελονοβόλο· «δε θέλουμε να τραβήξουμε την προσοχή των φρουρών της Βασίλισσας. Ο Κατωμερίτης δεν έχει επιρροή στους ψηλούς δρόμους, αλλά ο Βασιλικός Οίκος κυριαρχεί εδώ, και σε θεωρεί ύποπτο άμα τριγυρίζεις φανερά οπλισμένος. Δεν είναι Σκιάπολη η Ριλιάδα.»
Δεν διαφωνούν. Κρύβοντας τα όπλα τους μ’ακολουθούν καθώς βαδίζουμε τώρα σε δρόμους που βρίσκονται κάτω από τον ουρανό, ανάμεσα από τα ψηλά οικοδομήματα της μεγαλούπολης.
«Αυτό σημαίνει ότι είμαστε ασφαλείς;» με ρωτά η Λουκία.
«Όχι. Ο Στέφανος μπορεί να μας κυνηγήσει κι εδώ. Και οι άνθρωποι του Κατωμερίτη επίσης, αλλά όχι όπως στους Κατωμήχανους, όχι με τον ίδιο τρόπο. Πιο διακριτικά. Όμως εξίσου θανάσιμα.»
«Πού θα πάμε τώρα, Οφιομαχητή;» ζητά να μάθει η Ερασμία. «Μπορούμε να μείνουμε στην πόλη;»
«Όχι,» της αποκρίνομαι, «δεν μπορούμε. Πρέπει να φύγουμε. Και το καλύτερο θα ήταν να είχαμε δικό μας όχημα· μα δεν έχουμε, δυστυχώς.»
«Ας αρπάξουμε ένα!» λέει ο Λεωνίδας, ένθερμα. «Για τον Μεγάλο Αγώνα.»
«Εδώ δεν είναι η Ιχθυδάτια,» τους προειδοποιώ. «Δεν είμαστε μέσα στον Μεγάλο Αγώνα σας.»
«Όπου υπάρχουν μιάσματα του Λοκράθου,» εξηγεί ο Νηρέας, φανατικά, «ο Μεγάλος Αγώνας μαίνεται σαν άσβεστη φωτιά, Οφιομαχητή!»
«Μην κάνετε του κεφαλιού σας!» τους λέω. «Θα φύγουμε με άλλο τρόπο από τη Ριλιάδα. Και σας έχω πει να μη με λέτε ‘Οφιομαχητή’. Το όνομά μου είναι Γεώργιος.» Το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου κρατά μακριά την οργή μου, για να μην τους γρονθοκοπήσω μήπως κι έρθουν στα συγκαλά τους.
Δε φέρνουν αντίρρηση. Με θεωρούν πολύ ιερό για να μου φέρουν αντίρρηση.
«Περνά τρένο από τη Ριλιάδα, δεν περνά;» με ρωτά η Λουκία, η οποία προφανώς το θυμάται από την τελευταία μας επίσκεψη σε τούτη την πόλη, όταν ακόμα οι Αγενείς μου ήταν ζωντανοί και οργώναμε τις ακτές και τις θάλασσες.
«Ναι,» αποκρίνομαι, «αλλά δε μας συμφέρει να πάρουμε τον σιδηρόδρομο, γιατί κι αυτό πολύ πιθανόν ο Κατωμερίτης κι ο Στέφανος να το έχουν προβλέψει. Υπάρχουν δύο σταθμοί για το τρένο στη Ριλιάδα: ο Σταθμός Άλφα, στα βόρεια, και ο Σταθμός Βήτα, στα νότια. Δεν είναι δύσκολο να έχουν βάλει ανθρώπους τους εκεί, για να παραμονεύουν. Και μπορεί να μας επιτεθούν είτε προτού έρθει το τρένο είτε ενώ είμαστε μέσα στο τρένο, και παγιδευμένοι, ανεβαίνοντας κι αυτοί μαζί μας αρχικά σαν επιβάτες.»
«Πώς θα φύγουμε, λοιπόν; Βαδίζοντας;»
«Το βρήκες.»
«Σοβαρολογείς;»
«Φυσικά. Αυτό ο Κατωμερίτης κι ο Στέφανος δεν θα το περιμένουν. Δεν πρόκειται να έχουν ανθρώπους τους που παρακολουθούν για οδοιπόρους σε κάθε πιθανό άκρο της Ριλιάδας. Κι εμείς δεν θα βγούμε από την πόλη ακολουθώντας τη δημοσιά. Θα βγούμε από τα δυτικά.» Προς τα εκεί βαδίζω τώρα, διασχίζοντας την Κρεμαστή.
Μετά από πάνω από ενάμισι χιλιόμετρο διαδρομή (αν δεν κάνω λάθος) φτάνουμε στα Καλέσματα, μια συνοικία παραδίπλα. Οι διαφορές είναι εμφανείς, αν έχεις ζήσει παλιότερα στη Ριλιάδα: τα Καλέσματα είναι πιο εργατική περιοχή απ’ό,τι η Κρεμαστή.
Καθώς προχωρούμε στους δρόμους τους κάτω από τις σκιές των πολυκατοικιών, η Λουκία με ρωτά: «Είμαστε μακριά ακόμα;»
«Κουράστηκες από τώρα;»
Αναστενάζει. Δεν της αρέσουν οι οδοιπορίες.
«Ίσως θα ήταν καλύτερα αν έβγαζες την οργανική στολή,» της λέω. «Κι εσύ,» προσθέτω ρίχνοντας ένα βλέμμα στον Νικόλαο. «Σας κουράζουν χωρίς λόγο τώρα.»
«Κι αν τα μιάσματα μάς επιτεθούν ξανά, Γεώργιε;» (Το θυμήθηκε· δεν με είπε Οφιομαχητή.)
«Δε θα σας ωφελήσει να είστε εξουθενωμένοι.»
«Έχεις δίκιο,» συμφωνεί η Λουκία. «Εγώ, τουλάχιστον, θα τη βγάλω.»
Τους οδηγώ σ’ένα δρομάκι πίσω από μια πολυκατοικία, όπου μόνο σκουπίδια υπάρχουν και μια κουλουριασμένη αγέλη σκύλων που κοιμούνται. Ο ένας σηκώνει το κεφάλι του και μας κοιτάζει μες στο σκοτάδι, μα δεν κουνιέται ούτε φωνάζει. Η Λουκία βγάζει τον σάκο, τις μπότες, τη ζώνη, την κάπα, και τα λίγα ρούχα που φορούσε πάνω από τη στολή και μου τα δίνει όλα για να τα κρατάω. Ύστερα γδύνεται από την οργανική στολή, παίρνει μερικά ρούχα ακόμα από τον σάκο της, και ξαναντύνεται, βιαστικά.
Παραδίπλα, ο Νικόλαος τη μιμείται, έχοντας μάλλον αποφασίσει πως θα ήταν όντως πιο συνετό να μην εξουθενωθεί.
Βγαίνουμε από το δρομάκι και συνεχίζουμε την πορεία μας. Ο Ακατάλυτος τρέχει πλάι μας σαν σκιά με γυαλιστερά μάτια και σκουλαρίκι που κάπου-κάπου στραφταλίζει στο φως του φεγγαριού ή των λαμπών της πόλης.
Ενάμιση χιλιόμετρο οδοιπορία ακόμα και έχουμε φτάσει μπροστά στις ράγες του τρένου. Η νύχτα είναι βαθιά πλέον. Ένα πρόχειρο τείχος από σύρμα μάς κλείνει τον δρόμο. Το αρπάζω, και με τα δύο χέρια, και το τραβάω κάνοντας μια τρύπα απ’την οποία άνετα μπαίνουμε. Προσέχοντας για ερχόμενα τρένα περνάμε στην άλλη μεριά των σιδηροτροχιών, όπου ανοίγω ακόμα μια τρύπα στο συρματόπλεχτο τείχος για να βγούμε. Και συνεχίζουμε την πορεία μας μες στη Ριλιάδα, προς τα δυτικά πάντα.
«Αυτή η πόλη ποτέ δεν τελειώνει;» ρωτά η Λουκία.
«Θα μπορούσαμε να είχαμε βγει,» της λέω, «αν πηγαίναμε λιγάκι προς τα βόρεια. Αλλά, και πάλι, μετά θα έπρεπε να περάσουμε τον ποταμό, οπότε καλύτερα από εδώ.» Η περιοχή όπου τώρα βαδίζουμε λέγεται Αναβάτης και βρίσκεται στη βορειοδυτική γωνία της Ριλιάδας. Σ’ετούτη τη συνοικία είναι κι ο Σταθμός Α’· αλλά τώρα τον έχουμε αφήσει πίσω μας. Δε μας ενδιαφέρει.
Όταν φτάνουμε στις όχθες του ποταμού Λάηκου, έχουμε σίγουρα διανύσει περισσότερα από δύο χιλιόμετρα. Ίσως και τρία. Οι αποστάσεις μες στη Ριλιάδα δεν είναι τόσο μεγάλες όσο στη Μεγάπολη, μα ούτε και μικρές είναι.
«Θα μπορούσαμε να πάμε από τη γέφυρα,» λέω στους συντρόφους μου, δείχνοντάς τους τη γέφυρα που φαίνεται προς τα νοτιοανατολικά, να περνά πάνω από τον ποταμό. «Αλλά είναι ένα από τα μέρη όπου άνθρωποι του Κατωμερίτη πιθανώς να παραφυλάνε για να μας εντοπίσουν. Επομένως...» Κοιτάζω τον ποταμό Λάηκο, ο οποίος είναι αναμφίβολα κρύος μέσα στη νύχτα, μέσα στον χειμώνα· όμως τι άλλη λύση υπάρχει;
Υπάρχει λύση, συνειδητοποιώ. «Ή, μάλλον,» τους λέω, «θα πάμε από τη γέφυρα, τελικά.»
«Τι εννοείς;» κάνει η Λουκία. «Τι άλλαξε ξαφνικά;»
«Αρχικά σκεφτόμουν να σας μεταφέρω στην αντίπερα όχθη με τις υδατοτρόπες δυνάμεις μου. Αλλά έτσι θα μουλιάσετε, και θα ξεπαγιάσετε. Όχι και τόσο καλό, αφού σκοπεύουμε να συνεχίσουμε να οδοιπορούμε έξω από τη Ριλιάδα. Καλύτερα, λοιπόν, να πάμε από τη γέφυρα, όμως όχι όλοι μαζί. Αν άνθρωποι του Κατωμερίτη παραφυλάνε εκεί, θα περιμένουν να δουν έξι άτομα – ή έξι άτομα κι έναν γάτο, ίσως. Αλλά εμείς θα περάσουμε τη γέφυρα χωριστά. Εγώ μαζί σου, Λουκία· ο Νικόλαος με την Ερασμία· κι ο Νηρέας με τον Λεωνίδα.
»Εκτός αν έχετε τίποτα πιο έξυπνο να προτείνετε...»
Κανείς δεν έχει κάτι πιο έξυπνο να προτείνει, οπότε ακολουθούμε το σχέδιό μου. Περνάω πρώτος τη γέφυρα μαζί με τη Λουκία, η οποία έχει τον Ακατάλυτο στην αγκαλιά της τώρα, καλυμμένο μες στην κάπα της. Φτάνουμε στην αντικρινή όχθη του ποταμού χωρίς κανένα πρόβλημα. Κρυβόμαστε μέσα σ’έναν δρόμο, πίσω από μια γωνία, και περιμένουμε τους άλλους να έρθουν. Σε λίγο είναι όλοι κοντά μας, και τίποτα περίεργο δεν φαίνεται νάχει συμβεί στη γέφυρα ή κοντά της. Παρατηρούσα μ’ένα ζευγάρι κιάλια που πήραμε από το παλιό άντρο των Αγενών.
«Εντάξει,» λέω. «Τώρα δεν είμαστε μακριά από τα όρια της πόλης.»
«Και μετά;» ρωτά η Λουκία. «Πού θα σταματήσουμε;» Είναι καταφανώς κουρασμένη. Δε μπορεί νάχουμε βαδίσει λιγότερο από οκτώ χιλιόμετρα απόψε, όπως τα υπολογίζω.
«Θα βρούμε κάποιο μέρος. Το βασικό τώρα είναι να βγούμε από τη Ριλιάδα. Δε νομίζω ότι ο Κατωμερίτης θα τολμήσει να μας κυνηγήσει έξω από την πόλη. Δεν είναι τέτοιος ο χαρακτήρας του, απ’ό,τι έχω καταλάβει. Και ο Στέφανος... είναι τραυματισμένος, κατά πρώτον. Τον χτύπησα με το σπαθί μου. Και, κατά δεύτερον, ούτε εκείνος έχω ακούσει να κυνηγά ανθρώπους πέρα από τη Ριλιάδα – αν και ίσως να κάνω λάθος σ’αυτό. Τέλος πάντων· ελάτε· δεν είμαστε μακριά από τα όρια της πόλης, όπως είπα.»
Βαδίζουμε ξανά. Η συνοικία όπου βρισκόμαστε τώρα ονομάζεται Σαλβάκης. Κατευθυνόμαστε δυτικά, περνώντας κάτω από πολυκατοικίες, δίπλα από αυλές, πιλοτές, γκαράζ, κλειστά καταστήματα. Ένα αεροπλάνο πετά από πάνω μας, πηγαίνοντας προς τον Αερολιμένα της Ριλιάδας στα νοτιοανατολικά.
Δύο χιλιόμετρα οδοιπορίας ακόμα και έχουμε φτάσει στα άκρα της πόλης. Δεν υπάρχουν τείχη εδώ. Από τη μεριά της ξηράς η Ριλιάδα είναι απεριτείχιστη. Τα οικοδομήματά της αραιώνουν και η άγρια ύπαιθρος ξεκινά. Ένα φυλάκιο των μαχητών της Βασίλισσας φαίνεται μες στη νύχτα, από τα φώτα του. Παραφυλάνε πάντα για ύποπτες δραστηριότητες οι φύλακες της πόλης. Ελπίζω να μη θεωρήσουν ύποπτους έξι απλούς ταξιδιώτες μαζί μ’έναν γάτο...
Αφήνουμε τη Ριλιάδα πίσω μας, βαδίζοντας πάνω στην ανοιχτή πεδιάδα, νότια τώρα.
Τον πήραν μαζί τους, πηγαίνοντάς τον στον Υψηλό Ναό της Έχιδνας, μέσα σ’ένα μακρύ, εξάτροχο όχημα. Δεν πήραν, όμως, και την Όλγα· δεν τους ενδιέφερε· και, προτού φύγει με τον Πρωθιερέα και τους άλλους ανθρώπους του Ναού, ο Οφιομαχητής τής ζήτησε να πάει να βρει τον Νάθλεδιρ, να του πει τι είχε γίνει, ώστε να ξέρει. Το Γερό Φίδι, ωστόσο, το πήραν μαζί τους· ο Γεώργιος δεν δέχτηκε να το αφήσει πίσω, σ’αυτούς που το είχαν υποδουλώσει. Και τώρα ήταν καθισμένος στο εσωτερικό του οχήματος, πλάι στον ερπετοειδή, διασχίζοντας τους δρόμους της Νερκάλης. Ο Πρωθιερέας Αργύριος καθόταν αντίκρυ του, και τριγύρω ήταν κι άλλοι άνθρωποι του Ναού: μια ιέρεια, δύο ναοφύλακες, ένας δόκιμος (που ξεχώριζε από τους ιερωμένους επειδή δεν είχε τη μάσκα της ιεροσύνης στο πρόσωπό του αλλά ήταν ντυμένος με πράσινο χιτώνα όπως αυτοί). Κανείς δεν μιλούσε στον Οφιομαχητή· ήταν σιωπηλοί, παρατηρώντας τον. Η Ευθαλία ήταν κουλουριασμένη γύρω από τον πήχη του, πάνω απ’το μανίκι της μπλούζας του. Τα μάτια της κοίταζαν με αντιπάθεια τη μεγάλη σαύρα που καθόταν σαν βασίλισσα επάνω στο τραπεζάκι ανάμεσα στα δύο μακριά καθίσματα του οχήματος· και ούτε η μεγάλη σαύρα έμοιαζε να συμπαθεί την Ευθαλία: κουνούσε, κάθε τόσο, πέρα-δώθε την ουρά της σχεδόν όπως κάποιος θα έκανε, χυδαία, το πουλί του Λοκράθου με το δάχτυλό του.
Το όχημα κατευθύνθηκε βόρεια, αφήνοντας την Κόντρα πίσω του, μπαίνοντας στα Δεσποτικά (πλούσιες, φωτισμένες βιτρίνες μες στη νύχτα· οικήματα εξεζητημένης αρχιτεκτονικής· παλιές βίλες), περνώντας πάνω από τον ποταμό Υάλβη, διασχίζοντας τους δρόμους της Βεντάρνης, πιάνοντας την Οδό των Όφεων τελικά, μέσα στον Έναστρο, και φτάνοντας στο τέρμα της Οδού: στον Υψηλό Ναό της Έχιδνας. Ο εξώναος απλωνόταν πέρα από την ακτή, μες στη θάλασσα: πλατφόρμες από θαλασσόλιθο ανάμεσα σε ψηλούς λαξευτούς κίονες που έβγαιναν από το νερό, κι επάνω στις πλατφόρμες βρίσκονταν αναμμένα πύραυνα και αγάλματα-απεικονίσεις της Έχιδνας. Αλλά το εξάτροχο όχημα πήγε προς τον κυρίως Ναό: ένα οικοδόμημα στο ύψος πενταώροφης πολυκατοικίας πίσω από τον εξώναο. Το τροχοφόρο πέρασε μια πύλη και σταμάτησε στον περίβολο μπροστά στα ψηλά σκαλοπάτια.
Ο Πρωθιερέας, ο Οφιομαχητής, το Γερό Φίδι, και οι άλλοι βγήκαν. Άρχισαν ν’ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια, που ήταν από θαλασσόλιθο και λαξεμένα σαν να σχηματίζονταν από μυριάδες πλεγμένα σώματα ερπετών. Ορισμένα από τα μάτια τους στραφτάλιζαν· ήταν από διάφορους λίθους. Επίδειξη πλούτου, σκέφτηκε ο Γεώργιος. Ο Υψηλός Ναός της Μικρυδάτιας έχει τόσα πολλά οχτάρια ώστε να βάζει πολύτιμους και ημιπολύτιμους λίθους πάνω στα σκαλοπάτια της εισόδου του, για να τους πατάνε.
Μπήκαν στον σηκό, ο οποίος ήταν, αν μη τι άλλο, πιο επιβλητικός από το εξωτερικό του Ναού. Ένα πελώριο άγαλμα της Έχιδνας έστεκε στο κέντρο του, με προσφορές αφημένες επάνω και γύρω από τις κάτω σπείρες της ουράς του. Οι τοιχογραφίες ήταν εντυπωσιακές, μαγευτικές: ερπετά και γυμνές γυναίκες με ερπετά τυλιγμένα στα σώματά τους, και γυναίκες που ήταν εν μέρει ερπετά, και άντρες που ερωτοτροπούσαν με γυναίκες-ερπετά ή με ερπετά, ή είχαν κι αυτοί ερπετά τυλιγμένα επάνω τους. Γιγάντιες κολόνες ορθώνονταν από το πάτωμα ώς το ταβάνι, γεμάτες λεπτομερειακά λαξεύματα. Ο φωτισμός, προερχόμενος από καλυμμένες ενεργειακές λάμπες στα άκρα του χώρου, ήταν διάχυτος αλλά όχι δυνατός· δεν ενοχλούσε τα μάτια, και δημιουργούσε μια αίσθηση μυστηρίου. Απόμακρα συρίγματα αντηχούσαν κάθε τόσο, και ο Γεώργιος ήταν σίγουρος πως δεν επρόκειτο για πραγματικά συρίγματα ερπετών αλλά, μάλλον, για συρίγματα που έβγαιναν από κρυφά ηχεία. Στην περιφέρεια της μεγάλης αίθουσας υπήρχε ένα αυλάκι, όχι πολύ βαθύ απ’ό,τι φαινόταν: ένα μέρος όπου περιφέρονταν και κοιμόνταν ερπετά.
Μια τελετή διεξαγόταν επί του παρόντος μέσα στον σηκό. Αλλά ο Πρωθιερέας Αργύριος δεν έμεινε καθόλου εδώ· οδήγησε τον φιλοξενούμενό του αλλού, περνώντας πάνω από το κυκλικό αυλάκι, από ένα σημείο όπου υπήρχε μικρή γέφυρα, μπαίνοντας σ’έναν διάδρομο, στρίβοντας σε μια γωνία, ανοίγοντας μια πόρτα, πατώντας τον διακόπτη στον τοίχο για ν’ανάψει το φως. Ένα δωμάτιο ήταν μπροστά τους τώρα, όμορφα επιπλωμένο. Ένα καθιστικό.
«Κάθισε, Οφιομαχητή. Ο Πανιερότατος σύντομα θα θέλει να μιλήσει μαζί σου, είμαι βέβαιος,» είπε ο Αργύριος, κι έγνεψε σιωπηλά στην ιέρεια, η οποία αμέσως έφυγε.
Ο Γεώργιος κάθισε σε μια καρέκλα. «Δε μ’αρέσει να είμαι αιχμάλωτος,» προειδοποίησε.
Το Γερό Φίδι κουλούριασε την ουρά του στο πάτωμα, πλάι στον Οφιομαχητή.
«Δεν είσαι αιχμάλωτος,» τον διαβεβαίωσε ο Αργύριος, όρθιος ακόμα, με τους δύο ναοφύλακες και τον δόκιμο από κοντά. «Φιλοξενούμενος είσαι.»
«Γιατί ο Ναός δέχεται κάτι τέτοιο;» Ο Γεώργιος έδειξε το Γερό Φίδι.
«Τι εννοείς;»
«Δουλεία ιερών οφιόμορφων;»
«Ο κόσμος είναι, πράγματι, βέβηλος,» είπε ο Αργύριος σαν να μιλούσε για ένα δυστυχές γεγονός που όμως δεν μπορούσε ν’αλλάξει. «Αλλά αναφέρεσαι σ’ένα πολιτικό ζήτημα. Ο Ναός δεν ανακατεύεται με τα πολιτικά ζητήματα. Αυτή είναι η δουλειά των αρχόντων της Νερκάλης.»
«Ανακατεύεται, όμως, αρκετά για να πάρει εμένα από την Κόντρα και να με φέρει εδώ...»
«Σε έθεσα υπό την προστασία του Ναού,» εξήγησε ο Αργύριος, «διότι συμπέρανα ότι τελικά πρέπει να είσαι ο Οφιομαχητής. Δεν μπορούμε να κάνουμε το ίδιο για κάθε ερπετοειδή που τυχαίνει να βρίσκεται στη Νερκάλη, δούλος ή μη. Για να είσαι υπό την προστασία του Ναού,» διευκρίνισε, «οφείλεις και να είσαι εντός του Ναού, έχε υπόψη σου, Οφιομαχητή.»
«Εντός του Ναού;» Και μετά, μου λες ότι δεν είμαι αιχμάλωτος; Αισθάνθηκε την οργή του να φουντώνει, αλλά οι διδαχές του Γέρου του Ανέμου την κράτησαν μακριά σαν μια θύελλα που περιστρεφόταν ορμητικά γύρω του μα εκείνον στο κέντρο δεν μπορούσε να τον αγγίξει.
«Ασφαλώς.»
«Αν βγω, δηλαδή, από τον Ναό, η προστασία σας δεν ισχύει πλέον;»
«Εκτός αν είσαι μαζί με ιερωμένο.»
«Τι θα γίνει αν είμαι μόνος;»
«Δεν ξέρω,» αποκρίθηκε ο Αργύριος. «Οτιδήποτε. Ό,τι προβλέπει ο Νόμος της Νερκάλης, υποθέτω. Τους χτύπησες πολύ άσχημα τους φρουρούς της αρένας. Ίσως ακόμα και να σκότωσες κάποιον... Ο φόνος θεωρείται σοβαρό έγκλημα στη Νερκάλη–» Ένα κουδούνισμα διέκοψε τα λόγια του, και ο Πρωθιερέας τράβηξε έναν τηλεπικοινωνιακό πομπό μέσα απ’τον χιτώνα του, φέρνοντάς τον κοντά στ’αφτί του. «Μάλιστα, Πανιερότατε,» είπε ύστερα από μια στιγμή. «Ερχόμαστε αμέσως.» Έκλεισε τον πομπό και τον έκρυψε ξανά.
Είπε στον Οφιομαχητή: «Ο Αρχιερέας της Μικρυδάτιας θα σε συναντήσει τώρα. Ακολούθησέ μας.»
Ο Γεώργιος σηκώθηκε από την καρέκλα του, και το Γερό Φίδι ορθώθηκε δίπλα του.
Ο Αργύριος κοίταξε τον ερπετοειδή συλλογισμένα προς στιγμή, αλλά δεν ζήτησε να μείνει πίσω. Τους οδήγησε και τους δύο σ’ένα άλλο δωμάτιο, στον δεύτερο όροφο του Ναού, μέσω μιας σκάλας στρωμένης με όμορφα κεντημένο χαλί. Το δωμάτιο αυτό ήταν μεγαλύτερο από το προηγούμενο, και ένας άντρας καθόταν στο βάθος, επάνω σ’ένα θρονοειδές κάθισμα. Πρέπει να ήταν γύρω στα εξήντα. Είχε άσπρα μαλλιά που έπεφταν μακριά και καλοχτενισμένα στους ώμους του. Το πρόσωπό του σκεπαζόταν από τη μάσκα της ιεροσύνης· από τα χέρια και τον λαιμό του, όμως, φαινόταν ότι το δέρμα του ήταν λευκό με απόχρωση του ροζ. Ένας πράσινος χιτώνας τον έντυνε, και στα χέρια του φορούσε βραχιόλια και δαχτυλίδια που έδειχναν το αξίωμά του. Το κεφάλι του έζωνε ένα στέμμα από χρυσάφι, λαξεμένο σαν πλεγμένα ερπετά, και στο μέτωπό του ήταν το ανοιχτό στόμα ενός φιδιού το οποίο κρατούσε ανάμεσα στα σαγόνια του έναν αστραφτερό λίθο. Έναν Οφθαλμό του Όφεως – πολύ σπάνιος και πολύτιμος λίθος που ορισμένοι ισχυρίζονταν ότι είχε μυστηριακές ιδιότητες σχετιζόμενες με την Έχιδνα.
Ο Γεώργιος είχε ξαναδεί ένα παρόμοιο διάδημα πριν από όχι και τόσο πολύ καιρό. Το είχε δει στο καστανόξανθο κεφάλι της Αθανασίας, της Αρχιέρειας της Ιχθυδάτιας.
Ο θρόνος του Αρχιερέα ήταν τοποθετημένος σ’ένα μικρό βάθρο από θαλασσόλιθο με τρία σκαλοπάτια, και μπροστά στο κάθισμα, επάνω στα σκαλοπάτια, κάθονταν τώρα δύο γυναίκες, δύο ιέρειες της Έχιδνας. Η μία είχε πολύ μεγάλα νύχια στο αριστερό της χέρι, και βαμμένα μαύρα. Νόμιζες ότι θα μπορούσε να σκίσει λαιμό μ’αυτά τα νύχια. Τα μαλλιά της ήταν επίσης μαύρα σαν τη βαθιά νύχτα, και το δέρμα της γαλανό. Η άλλη ιέρεια ήταν ξανθιά σαν το πρώτο φως του Πρώτου Ήλιου της Υπερυδάτιας, και λευκόδερμη. Επάνω και στις δύο γυναίκες φίδια ήταν κουλουριασμένα.
Τριγύρω, στην αίθουσα, στέκονταν ναοφύλακες, καθώς και κάποιοι δόκιμοι και δόκιμες, και δύο ιερείς και μία ιέρεια – αυτή που ήταν και στο εξάτροχο όχημα. Ο Γεώργιος τούς κοίταξε όλους με τις άκριες των ματιών του, καθώς η Ευθαλία σκαρφάλωνε, από τον πήχη του, στους ώμους του, σαν να ήθελε να δείξει κάτι γι’αυτόν ή για εκείνη.
«Ο Οφιομαχητής, επιτέλους, έρχεται να μας χαιρετήσει!» είπε ο Αρχιερέας της Μικρυδάτιας, μοιάζοντας λιγάκι δυσαρεστημένος ίσως καθώς παρατηρούσε τον Γεώργιο. «Είσαι όντως ο Οφιομαχητής, δεν είσαι; Ένας Φιλημένος της Μεγάλης Κυράς μας;»
«Τη γνωρίζετε την απάντηση, Πανιερότατε,» αποκρίθηκε εκείνος. «Αλλά υπάρχουν και γραφές.» Τράβηξε, απότομα, το Φιλί της Έχιδνας και το κράτησε κάθετα μπροστά του, με τη λεπίδια να στραφταλίζει στο φως των ενεργειακών λαμπών.
Οι ναοφύλακες είχαν επίσης, στη στιγμή, τραβήξει τα δικά τους όπλα. Οι δύο ιέρειες που κάθονταν στα σκαλοπάτια είχαν γουρλώσει τα μάτια, δείχνοντας εντυπωσιασμένες. Η μελαχρινή χαμογελούσε μ’ένα χαμόγελο που ο Οφιομαχητής θα μπορούσε να χαρακτηρίσει μονάχα χυδαίο.
Ο Αρχιερέας ύψωσε τα χέρια του, δεξιά κι αριστερά, προς τους ναοφύλακες: Δεν υπάρχει κίνδυνος. Είπε, ατενίζοντας τον Γεώργιο: «Γραφές; Επάνω στη λεπίδα;»
«Μπορείτε να τις δείτε.»
«Ζωή,» ρώτησε ο Αρχιερέας, «τολμάς να μου φέρεις το ξίφος του Φιλημένου;»
Η μελαχρινή ιέρεια με τα μακριά νύχια γέλασε. «Είστε μες στο μυαλό μου, Πανιερότατε...» αποκρίθηκε, και σηκώθηκε από τη θέση της πλησιάζοντας τον Οφιομαχητή με βήμα οριακά χορευτικό και μάτια στενεμένα. Τα χέρια της σκέπασαν το δικό του που έσφιγγε τη λαβή του σπαθιού. «Να το κρατήσω;» ρώτησε, υπομειδιώντας, καθώς τον ατένιζε κατάματα, παρατηρώντας τα μάτια του που ποτέ δεν βλεφάριζαν.
«Αν σου πέσει θα με θυμώσεις,» την προειδοποίησε ο Οφιομαχητής, αφήνοντας τη λαβή του Φιλιού της Έχιδνας.
Η Ζωή γέλασε, παίρνοντάς το ξίφος στα χέρια της, κι επέστρεψε κοντά στον Αρχιερέα, κρατώντας το οριζόντια μπροστά της σαν προσφορά. Γονάτισε στο ένα γόνατο πάνω στα σκαλοπάτια για να του το δώσει.
Η κατάσταση εδώ ήταν πολύ διαφορετική απ’ό,τι στον Υψηλό Ναό της Ιχθυδάτιας, παρατηρούσε ο Οφιομαχητής. Η Αθανασία θα εξοργιζόταν· είμαι σίγουρος, σκέφτηκε, διασκεδασμένος αλλά αγέλαστος.
Ο Αρχιερέας της Μικρυδάτιας πήρε το Φιλί της Έχιδνας στα χέρια του και διάβασε τα λαξεύματα επάνω στη λεπίδα – γραφές στην Ιερατική Γλώσσα της Έχιδνας. Ύστερα έστρεψε πάλι το βλέμμα του στον Οφιομαχητή. «Μπορείς, όμως, να μας αποδείξεις ότι είσαι Φιλημένος;» Η Ζωή ήταν ακόμα γονατισμένη μπροστά του, αλλά τώρα κοίταζε κι εκείνη τον Οφιομαχητή, πάνω από τον ώμο της, έχοντας το κεφάλι γυρισμένο.
«Τι έχετε υπόψη σας, Πανιερότατε;» ρώτησε ο Γεώργιος – αν και υποπτευόταν τι.
«Ο Φιλημένος,» είπε ο Αρχιερέας, «δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από άλλο ένα φιλί της Μεγάλης Κυράς. Θα πιείς Φιλί της Έχιδνας;»
«Περιμένω...»
«Ευτυχία;» είπε ο Αρχιερέας.
«Μάλιστα, Πανιερότατε,» αποκρίθηκε η ιέρεια με τα κατάξανθα μαλλιά, χωρίς να στραφεί να τον κοιτάξει, έχοντας το βλέμμα της καρφωμένο στον Οφιομαχητή.
«Θα ποτίσεις τον φιλοξενούμενό μας;»
«Ευχαρίστως, Πανιερότατε.» Σηκώθηκε από τα σκαλοπάτια του θρόνου και βάδισε προς τον Γεώργιο, όχι με τόσο χορευτικό τρόπο όσο η Ζωή αλλά αρκετά αεράτα ομολογουμένως. Μέσα από τον χιτώνα της έβγαλε ένα φιαλίδιο. Άνοιξε το πώμα και του το έδωσε. «Φιλί της Έχιδνας,» του είπε σαν να τον προκαλούσε.
Ο Γεώργιος το πήρε από το χέρι της και το ήπιε. Έσπασε το φιαλίδιο μέσα στη γροθιά του και πέταξε τα θραύσματα παραδίπλα.
«Ήταν το αγαπημένο μου φιαλίδιο,» του είπε η Ευτυχία, σουφρώνοντας τα χείλη, μεταξύ αστείου και σοβαρού, κοιτάζοντάς τον τώρα μ’ένα μειδίαμα που θύμιζε αυτό της Ζωής.
Ο Γεώργιος δεν αποκρίθηκε, και οι πάντες τον παρατηρούσαν σιωπηλά, αναμένοντας. Ένας κανονικός άνθρωπος δεν θ’αργούσε να πεθάνει. Το Φιλί της Έχιδνας σταματούσε τη λειτουργία της καρδιάς μέσα σε δευτερόλεπτα.
Εκείνος έμεινε ανεπηρέαστος.
«Είσαι, λοιπόν, Φιλημένος,» συμπέρανε ο Αρχιερέας. «Δεν υπάρχει αμφιβολία πλέον. Η Αρσενία,» έριξε ένα φευγαλέο βλέμμα στην ιέρεια που βρισκόταν και στο εξάτροχο όχημα πριν, «μου ανέφερε επίσης ότι είσαι υπερφυσικά δυνατός. Τα έβαλες μ’όλους τους φρουρούς της αρένας... για να σώσεις αυτόν!» Έδειξε το Γερό Φίδι που στεκόταν δυο βήματα πίσω απ’τον Γεώργιο, επάνω στην ουρά του, ακίνητο, μοιάζοντας αμήχανο μπροστά σ’όλα όσα αντίκριζε. «Έναν ιερό οφιόμορφο.»
«Δε θα έπρεπε να είναι δούλος, Πανιερότατε. Ο Ναός θα έπρεπε να το απαγορεύει.»
Ο Αρχιερέας γέλασε. «Ήρθε ένας Φιλημένος να μας υποδείξει πώς να ασκήσουμε πολιτική στη Νερκάλη!» είπε προς όλους γενικά. «Δυστυχώς, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά,» αποκρίθηκε στον Γεώργιο. «Οι άρχοντες της πόλης αποφασίζουν τι γίνεται μέσα στην πόλη. Εμείς αποφασίζουμε τι γίνεται μέσα στον Ναό, καθώς και για κάποια άλλα θέματα που είναι αυστηρά ιερής φύσης.
»Γιατί δεν ήρθες νωρίτερα να με επισκεφτείς, Οφιομαχητή;» θέλησε να μάθει, αλλάζοντας θέμα, καθώς τώρα η Ευτυχία επέστρεφε στη θέση της στα σκαλοπάτια (εξακολουθώντας να έχει τα μάτια της καρφωμένα στον Γεώργιο) και η Ζωή καθόταν επίσης εκεί, αφήνοντας το Φιλί της Έχιδνας στα γόνατα του Αρχιερέα.
«Το σπαθί μου,» ζήτησε ο Οφιομαχητής, απλώνοντας το χέρι του.
Ο Αρχιερέας τον ατένισε σαν να μη μπορούσε να πιστέψει το θράσος του. Αντί να απαντήσει στο ερώτημά του, ο Φιλημένος έλεγε άλλο πράγμα! Αλλά ήταν Φιλημένος, και για έναν Φιλημένο πολλά μπορούσαν να... παραβλεφθούν. Ο Αρχιερέας είπε: «Ευτυχία, πήγαινέ του το σπαθί του.»
Η ξανθομάλλα ιέρεια σηκώθηκε ξανά από τα θαλασσολίθινα σκαλοπάτια του θρόνου, πήρε το Φιλί της Έχιδνας από τα γόνατα του Αρχιερέα, και πλησίασε τον Οφιομαχητή, τείνοντας τη λαβή προς τη μεριά του, κρατώντας τη μακριά λεπίδα προσεχτικά και με τα δύο χέρια.
Ο Γεώργιος έπιασε το ξίφος από το μανίκι και το θηκάρωσε στη μέση του.
Η Ευτυχία επέστρεψε στη θέση της.
Ο Αρχιερέας είπε: «Ακόμα δεν μου έχεις απαντήσει, Οφιομαχητή...»
«Δεν είχα κανέναν λόγο να έρθω, Πανιερότατε,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος.
Ο Αρχιερέας ένωσε τις άκριες των δαχτύλων του, κοιτάζοντάς τον παρατηρητικά από πάνω τους. «Αλλά τώρα χρειάζεσαι την προστασία μας...»
«Δε ζήτησα τίποτα. Εσείς μου την προσφέρατε.»
«Δεν μπορείς πλέον να επιστρέψεις στη Νερκάλη. Όχι, τουλάχιστον, χωρίς να υποστείς τις συνέπειες για τις ενέργειές σου,» τον προειδοποίησε ο Αρχιερέας. «Απ’ό,τι καταλαβαίνω, ξυλοκόπησες τους φρουρούς μιας αρένας. Τους ξυλοκόπησες άγρια. Ίσως, μάλιστα, να σκότωσες και κάποιους από αυτούς. Στη Νερκάλη, ο Νόμος των Αρχόντων τιμωρεί τέτοιες πράξεις. Ο Ναός μπορεί να σε προστατεύσει μόνο εντός των δικών του ορίων – δηλαδή, όσο βρίσκεσαι εδώ, μαζί μας. Μόλις βγεις–»
«Το ξέρω,» τον διέκοψε ο Οφιομαχητής. «Ο Πρωθιερέας με ενημέρωσε.»
Ο Αρχιερέας δεν στράφηκε να κοιτάξει τον Αργύριο. Ούτε έδειξε να θυμώνει επειδή ο Γεώργιος τον είχε διακόψει. «Καλοσύνη του,» είπε. «Όπως είναι ευνόητο, λοιπόν, πρέπει να μείνεις στον Ναό, αν επιθυμείς να συνεχίσεις να βρίσκεσαι υπό την προστασία του.»
«Δεν μπορώ να μείνω εδώ, Πανιερότατε,» είπε ο Γεώργιος, που υποπτευόταν ότι ο Αρχιερέας της Μικρυδάτιας είχε υπόψη του να τον χρησιμοποιήσει όπως η Αρχιέρεια της Ιχθυδάτιας – για την επαύξηση της προσωπικής του αίγλης και του Ναού του. «Αλλά θα το εκτιμούσα αν απαντούσατε σε μια ερώτησή μου...»
«Αντιλαμβάνεσαι πως, βγαίνοντας από τους χώρους του Ναού, η Φρουρά μπορεί κατευθείαν να σε συλλάβει; Εκτός του ότι επιτέθηκες στους φύλακες της αρένας, έκλεψες κι έναν δούλο από τον ιδιοκτήτη του – ακόμα μια παρανομία–»
«Με εκπλήσσει που το θεωρείτε ‘παρανομία’, Πανιερότατε. Ο δούλος ήταν ιερός οφιόμορφος–»
«Δεν έχω γράψει εγώ τους νόμους της πολιτείας, Οφιομαχητή!» είπε ο Αρχιερέας, αρκετά απότομα σε σχέση με το προηγούμενο σταθερό ύφος του. «Σ’το εξήγησα ήδη αυτό, δεν σ’το εξήγησα;»
«Ασφαλώς, Πανιερότατε,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος, μη θέλοντας να τον προκαλέσει, καταπολεμώντας την οργή του με το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου, αν και το χέρι του έσφιγγε τη λαβή του θηκαρωμένου Φιλιού της Έχιδνας στη μέση του.
Το Γερό Φίδι έβγαλε ένα αδύναμο σύριγμα πίσω του, σαν να καταλάβαινε ότι η κουβέντα σχετιζόταν μ’εκείνο. Καταλαβαίνει την Κοινή Υπερυδάτια; αναρωτήθηκε φευγαλέα ο Γεώργιος. Οι περισσότεροι άγριοι ερπετοειδείς δεν την καταλάβαιναν· αλλά το Γερό Φίδι, βέβαια, είχε ζήσει πολύ καιρό ανάμεσα σε ανθρώπους...
«Μόνο μέσα στον Ναό μπορούμε να σε προστατεύσουμε,» τόνισε ο Αρχιερέας, σαν να υπήρχε λόγος να το επαναλάβει. «Αν φύγεις από εδώ....»
«Δε θα ήταν συνετό να επιχειρήσετε να με κρατήσετε στον Ναό σας ως αιχμάλωτο,» τον προειδοποίησε ο Γεώργιος.
«Να κρατήσουμε αιχμάλωτο έναν Φιλημένο; Τέτοια ενέργεια δεν τη διανοείται κανείς μέσα σε τούτο το δωμάτιο, Οφιομαχητή· γι’αυτό να είσαι βέβαιος. Ωστόσο, όπως σου είπα, οι νόμοι της Νερκάλης είναι οι νόμοι της Νερκάλης – και διαφορετικοί από τους νόμους του Ναού...»
«Θα πρέπει, τότε, να εγκαταλείψω τη Νερκάλη.»
«Η απόφαση είναι δική σου.»
Ναι, σκέφτηκε ο Γεώργιος, αλλά δεν επηρεάζει μόνο εμένα. Ήθελε να είναι εδώ για να βρουν υποβρύχιο για τον Νάθλεδιρ. Η Νερκάλη ήταν μεγάλη πόλη, άρα οι πιθανότητες να περάσει από τα λιμάνια της σκάφος που κατευθυνόταν προς Μοργκιάνη ήταν μεγαλύτερες απ’ό,τι αλλού. Και ο Γεώργιος δεν νόμιζε ότι ο Νάθλεδιρ θα δεχόταν να μείνει μόνος του εδώ για να συνεχίσει την αναζήτηση. Παρότι έμοιαζε να έχει συνηθίσει τη μεγαλούπολη, εξακολουθούσε να του φαίνεται ξένος και παράξενος τόπος.
«Θα το σκεφτώ,» αποκρίθηκε ο Οφιομαχητής στον Αρχιερέα, «αν δεν έχετε πρόβλημα, Πανιερότατε.»
«Κανένα πρόβλημα. Είσαι ευπρόσδεκτος στον Υψηλό Ναό της Μικρυδάτιας. Ιερός φιλοξενούμενός μας.»
«Σας ευχαριστώ. Θα μπορούσα να κάνω και μια ερώτηση;»
«Ασφαλώς.»
«Πριν από παραπάνω από δύο χρόνια, ένα εξωδιαστασιακό πλοίο καταποντίστηκε βόρεια της Κεντρυδάτιας, βόρεια του Πλοκαμιού των Ναυαγίων....» Η ίδια ερώτηση που είχε κάνει σε τόσους και τόσους στην Υπερυδάτια...
...και ο Αρχιερέας της Μικρυδάτιας έδωσε την ίδια απάντηση που είχαν δώσει οι περισσότεροι: Δεν γνώριζε για το σκάφος.
Ούτε κανείς άλλος μες στην αίθουσα έμοιαζε να γνωρίζει. Δεν είχαν ακούσει τίποτα γι’αυτό.
«Γιατί σ’ενδιαφέρει για το συγκεκριμένο ναυάγιο;» τον ρώτησε ο Αρχιερέας.
Ο Γεώργιος υποπτευόταν ότι ήξερε την απάντηση· ωστόσο, του είπε: «Επειδή ήμουν μέσα του.» Και διηγήθηκε, εν συντομία, την ιστορία του: πώς είδε την Έχιδνα να τον πλησιάζει, και πώς κατέληξε στον Ναό της στις ανατολικές ακτές του Πλοκαμιού των Ναυαγίων. Περισσότερα δεν είπε. Ούτε για τις περιπέτειές του στην Κιρβιάδα, ούτε για το ταξίδι του στα Ρινέα Όρη, ούτε για τη ζωή του στη Ριλιάδα, ούτε για τα γεγονότα στην Ιχθυδάτια.
«Θα ήθελα να ξεκουραστώ τώρα, Πανιερότατε, και να σκεφτώ. Το Γερό Φίδι,» πρόσθεσε, «πρέπει να μείνει μαζί μου.» Έβαλε το χέρι του στον ώμο του ερπετοειδή.
Ο Αρχιερέας δεν διαφώνησε. Πρόσταξε τους ανθρώπους του Ναού να οδηγήσουν τον Φιλημένο σ’ένα δωμάτιο και να τον περιποιηθούν με κάθε δυνατό τρόπο.
Ο ίδιος ο Πρωθιερέας Αργύριος συνόδεψε τον Οφιομαχητή και το Γερό Φίδι, καθώς και η Ευτυχία, που δεν έμοιαζε για Πρωθιέρεια (δεν φορούσε παρόμοια βραχιόλια και δαχτυλίδια με τον Αργύριο) αλλά φαινόταν να έχει ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους υπόλοιπους ιερωμένους, νόμιζε ο Γεώργιος. Όπως επίσης και η Ζωή. Τι ακριβώς θεωρούνταν; Βοηθοί του Αρχιερέα; Γυναίκες του; Δεν μπορεί να ήταν τυχαίο που κάθονταν στα σκαλοπάτια εκείνου του θρόνου. Ούτε το ότι είχαν τόσα φίδια τυλιγμένα επάνω τους.
Η Αθανασία μάλλον θα διαφωνούσε μ’αυτές τις τακτικές, σκέφτηκε ο Γεώργιος.
Το δωμάτιο όπου τον οδήγησαν ήταν στα ψηλά μέρη του Ναού και όμορφα διακοσμημένο. Είχε ένα μεγάλο κρεβάτι, χαλί, δύο ταπετσαρίες, τηλεοπτικό δέκτη, ραδιόφωνο, γραφείο, μικρή κάβα στη γωνία (με ψυγείο), ντουλάπα, κομοδίνο. Τα πατζούρια του μεγάλου παραθύρου ήταν κλειστά, αλλά μια δόκιμη αμέσως τα άνοιξε, καθώς και το τζάμι, για να αεριστεί λίγο ο χώρος, προτού το ξανακλείσει κρατώντας έξω τον ψυχρό άνεμο που ερχόταν από τη θάλασσα.
Ο Αργύριος πρόσταξε να φέρουν ένα στρώμα και για τον ιερό οφιόμορφο: και, σε λίγο, δύο δόκιμοι έφεραν στο δωμάτιο ένα στρώμα και το άπλωσαν στο πάτωμα. Άφησαν δίπλα του έναν μεγάλο στρογγυλό δίσκο με φαγητά, καθώς και δύο καράφες – μία με κρασί, μία με νερό.
Ο Γεώργιος τα έδειξε στο Γερό Φίδι. «Για σένα,» του είπε. «Για σένα.»
Ο ερπετοειδής δίστασε προς στιγμή, αλλά ύστερα κουλούριασε την ουρά του πάνω στο στρώμα. Έπιασε την καράφα με το κρασί, μύρισε το περιεχόμενο, και ήπιε μια γουλιά. Χαμογέλασε.
«Μας καταλαβαίνεις;» τον ρώτησε ο Γεώργιος. «Καταλαβαίνεις τι λέμε;» Έδειξε το στόμα του.
Ο ερπετοειδής τον κοίταζε αμίλητος, σαν να προσπαθούσε να αποκωδικοποιήσει τι ήθελε να του πει ο Οφιομαχητής.
«Μάλλον όχι,» συμπέρανε ο Αργύριος. «Είναι καταφανώς άγριος.»
«Από πού μπορεί να είναι;» τον ρώτησε ο Γεώργιος. «Από πού μπορεί να τον άρπαξαν; Απ’το Μεγάλο Δάσος;»
«Δεν υπάρχουν πολλοί ιεροί οφιόμορφοι στο Μεγάλο Δάσος, και δεν είναι εύκολο κανείς να τους... αρπάξει από εκεί. Οι περισσότεροι ιεροί οφιόμορφοι της Μικρυδάτιας κατοικούν στα Σελκόνια Δάση και στους Στενότοπους.»
Ο Γεώργιος έφερε στο μυαλό του τον χάρτη της ηπειρονήσου. Σελκόνια Δάση: ο δασότοπος στη νότια μεριά της Συμπολιτείας των Ποταμών... Στενότοποι: τα έλη ανάμεσα στους ποταμούς Σόρνη και Λόνθη, ανάμεσα στην Ερνέγη και τη Σιρκόβη. «Και νομίζετε ότι από εκεί κατάγεται το Γερό Φίδι, Πρωθιερότατε;»
«Δεν μπορώ να ξέρω,» αποκρίθηκε ο Αργύριος. «Ίσως να το έφεραν κι από άλλη ηπειρόνησο.»
Ύστερα, εκείνος και οι υπόλοιποι άνθρωποι του Ναού έφυγαν από το δωμάτιο αφήνοντάς τον Γεώργιο να ξεκουραστεί, αφού ο Πρωθιερέας υποσχέθηκε ότι σύντομα θα του έστελνε φαγητό. «Κι αν επιθυμείς οτιδήποτε άλλο, πάτησε αυτό το κουμπί,» πρόσθεσε δείχνοντας τον επικοινωνιακό δίαυλο πάνω στο κομοδίνο.
Ο Γεώργιος ήταν τώρα μόνος μέσα στο δωμάτιο μαζί με το Γερό Φίδι, το οποίο έτρωγε, με όρεξη, από τα φαγητά στον στρογγυλό δίσκο. Έτρωγε με τα χέρια, δάγκωνε και μασούσε σαν θηρίο.
Ο Οφιομαχητής κάθισε στην άκρη του κρεβατιού κι έβγαλε από την κάπα του τον τηλεπικοινωνιακό πομπό που είχε αγοράσει τελευταία με χρήματα που είχε συγκεντρώσει από τις πυγμαχίες. Κάλεσε τον Νάθλεδιρ.
«Γεώργιε;» άκουσε τη φωνή του μέσα από το μεγάφωνο.
Το Γερό Φίδι ύψωσε απότομα το ξυρισμένο κεφάλι του από το φαγητό, με τα μάτια στενεμένα, κοιτάζοντας προς τη μεριά απ’όπου είχε έρθει ο ήχος. Ο Γεώργιος κρατούσε τον πομπό ανοιχτό μπροστά του, δεν τον είχε στ’αφτί.
«Ναι, εγώ είμαι Νάθλεδιρ.»
«Πού βρίσκεσαι; Η Όλγα μού λέει ότι σε πήραν στον Ναό της Έχιδνας, ότι έγιναν φασαρίες στην αρένα, ότι άρπαξες έναν άνθρωπο-φίδι που είχαν για δούλο.» Μιλούσε στην Καθομιλουμένη της Μοργκιάνης ξανά.
Ο Γεώργιος τού εξήγησε – στη Συμπαντική Γλώσσα – τι είχε συμβεί, και του είπε ότι τώρα δεν θα μπορούσε να έρθει στο ξενοδοχείο τους στον Κόρφο (το οποίο, σαν από ειρωνεία της τύχης, ονομαζόταν «Ο Ναός», αν και δεν είχε σχέση με την Έχιδνα τούτη η ονομασία, όπως είχε πρόσφατα μάθει ο Οφιομαχητής: το ξενοδοχείο ονομαζόταν έτσι επειδή κάποτε σ’αυτή τη θέση ήταν ένας ναός του Νηρέα που, αργότερα, μεταφέρθηκε πιο κοντά στον ποταμό Υάλβη, στις βόρειες όχθες του).
«Θα μένουμε μόνοι μας, δηλαδή;» είπε, ανήσυχα, ο Νάθλεδιρ. «Και... και τι θα γίνει; Θα είσαι μόνιμα κλεισμένος στον Ναό τους;»
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Οφιομαχητής. «Θα φύγουμε από– Στάσου λίγο.» Η πόρτα του είχε μόλις χτυπήσει· τα φαγητά πρέπει να είχαν έρθει. «Περάστε!» φώναξε, κι ένας δόκιμος άνοιξε για να μπει μια δόκιμη στο δωμάτιο η οποία κουβαλούσε έναν δίσκο παρόμοιο μ’αυτόν απ’όπου έτρωγε το Γερό Φίδι. Τον άφησε πάνω στο γραφείο. Ρώτησε αν ο Οφιομαχητής θα επιθυμούσε κάτι άλλο. «Όχι,» αποκρίθηκε εκείνος· «μπορείς να πηγαίνεις.» Η δόκιμη και ο δόκιμος αποχώρησαν κλείνοντας πίσω τους.
Ο Γεώργιος είπε στον Νάθλεδιρ: «Μ’ακούς;»
«Ναι.»
«Σ’ακούω κι εγώ, Γεώργιε,» ήχησε η φωνή της Όλγας.
«Ωραία· δε θα χρειαστεί να τα επαναλάβω, λοιπόν. Θα φύγουμε από τη Νερκάλη. Με συγχωρείς, Νάθλεδιρ, αλλά δεν μπορώ να μείνω άλλο εδώ. Αν μείνω θα έχω προβλήματα. Θα μπορούσες, βέβαια, να μείνεις μόνος σου, να συνεχίσεις να περιμένεις εδώ για σκάφος–»
«Δεν γνωρίζω αυτά τα μέρη, Γεώργιε.» Τώρα μιλούσε πάλι στη Συμπαντική Γλώσσα. «Είσαι ο οδηγός μου.»
«Θα φύγουμε, τότε. Κι εσένα, Όλγα, σε είχα προειδοποιήσει ότι μαζί μου θα είναι επικίνδυνα...»
«Μ’ακούς να παραπονιέμαι;» αποκρίθηκε εκείνη.
Ο Γεώργιος χαμογέλασε. Ήταν κι οι δυο τους – και ο Νάθλεδιρ και η Όλγα – εξόριστοι, αλλά με διαφορετικό τρόπο, υπό διαφορετική έννοια.
«Πότε φεύγουμε;» συνέχισε η Όλγα. «Απόψε;»
«Δεν υπάρχει λόγος για τόση βιασύνη. Από αύριο θα σας ειδοποιήσω εγώ.»
«Μπορούμε να σε καλούμε στον πομπό σου;»
«Μπορείτε. Δεν είμαι φυλακισμένος εδώ.»
«Με τον ερπετοειδή τι έκαναν;» ρώτησε η Όλγα. Ο Γεώργιος δεν τους είχε πει ακόμα τίποτα γι’αυτόν.
«Κοντά μου είναι τώρα. Δίπλα μου. Τρώει.»
«Θα τον πάρουμε κι αυτόν μαζί μας, φεύγοντας από τη Νερκάλη;»
«Δε θα ήταν σωστό να τον αφήσουμε πίσω.»
«Μα... είναι δούλος, Γεώργιε! Ο κύριός του θα–»
«Δεν είναι δούλος κανενός πλέον!» τη διέκοψε ο Οφιομαχητής, νιώθοντας την οργή του να φουντώνει, να είναι στα πρόθυρα να τσακίσει τον τηλεπικοινωνιακό πομπό μες στη γροθιά του. «Και ούτε έπρεπε ποτέ να ήταν!»
Η Όλγα δεν αποκρίθηκε.
Ο Νάθλεδιρ είπε: «Μπορεί να καβαλήσει δίκυκλο; Η Όλγα μού λέει ότι δεν έχει πόδια, ότι έχει ουρά αντί για πόδια.»
«Θα βρούμε τρόπο να τον μεταφέρουμε,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος. «Το δικό μου δίκυκλο το έχω αφήσει σ’ένα γκαράζ κοντά στην αρένα, παρεμπιπτόντως. Θέλω αύριο να έρθει η Όλγα εδώ, στον Ναό, για να της δώσω το κλειδί και να πάει να το πάρει.»
«Εντάξει,» είπε εκείνη. «Θα έρθω.»
«Σας αφήνω τώρα. Θα τα ξαναπούμε το πρωί,» υποσχέθηκε ο Οφιομαχητής, κι αφού κι εκείνοι τον χαιρέτησαν έκλεισε τον πομπό και τον έκρυψε πάλι. Έβγαλε την κάπα, τις μπότες, και τη ζώνη του, μαζί με το Φιλί της Έχιδνας, και κάθισε στο γραφείο για να φάει. Την Ευθαλία την άφησε στο κρεβάτι, να κουλουριαστεί κάτω απ’το μαξιλάρι.
Το Γερό Φίδι είχε πια τελειώσει το δικό του φαγητό και ξεκουραζόταν επάνω στο στρώμα που ήταν απλωμένο στο πάτωμα. Κοίταζε τον χώρο, ειδικά τις ταπετσαρίες (που φαινόταν να είναι αριστοτεχνικά φτιαγμένες, από την Ιχθυδάτια), με μεγάλο ενδιαφέρον και μάτια που, σαν του Γεώργιου, δεν βλεφάριζαν.
Αρσένιος:
Ο μαυρόδερμος άντρας που τα μάτια του ποτέ δεν βλεφαρίζουν μπαίνει σ’έναν στεγασμένο χώρο και μαζί του είναι ένας φιδάνθρωπος με μακριά ουρά Εκεί μέσα κάποιοι τούς περιμένουν με όπλα στα χέρια και κρατώντας μια γυναίκα ανάμεσά τους...
Και μετά από λίγο, καθώς πίνω μια γουλιά απ’το κρασί μου:
Ζωγραφίζουν στον τοίχο έναν κύκλο ο οποίος σχηματίζεται από δύο φίδια που το ένα καταβροχθίζει την ουρά του άλλου ενώ φλόγες χορεύουν τριγύρω...
Και όταν ανάβω τσιγάρο:
Ένας γέρος καθισμένος πάνω σε μια βουνοκορφή αφουγκράζεται τους ανέμους που σφυρίζουν απόκρυφα μυστικά στ’αφτιά του...
Είναι ώρα να πάμε για ύπνο, ή έχουμε κι άλλα όνειρα να δούμε; Πού να βρίσκεται ο Οφιομαχητής τώρα; Αν μπορούσα, κάπως, να παραγγείλω τι όνειρο να δω... Αλλά ούτε αυτά που βλέπω-χωρίς-να-βλέπω δεν ξέρω τι είναι.
Η πρασινόδερμη γυναίκα λυγερή και όμορφη με πλησιάζει έχοντας τα μαύρα της μαλλιά πιασμένα παράξενα γύρω απ’το κεφάλι της με χτένες που θυμίζουν λεπίδες Σκύβει για να μου ψιθυρίσει ένα μυστικό...
Φυσάω καπνό. «Ναι... τι είναι;»
Η γυναίκα ψιθυρίζει «κάποιοι έρχονται... κάποιοι έρχονται εκεί!...»
«Τι ωραία,» μουρμουρίζω γελώντας. «Θα έχουμε παρέα!»
Η εξώπορτα ακούγεται να ξεκλειδώνει. Η Διονυσία γύρισε τόσο νωρίς από το νοσοκομείο; Δεν είναι αυτός ο... τύπος της. Η μαμά, μήπως; Αλλά, μετά, ακούω τα βήματα, και σίγουρα δεν είναι τα βήματα της μαμάς.
Αισθάνομαι την Ευθαλία να σέρνεται ανήσυχα επάνω στον πήχη μου, συρίζοντας αγριεμένα, σαν να προειδοποιεί – Κίνδυνος!
Κι εκείνη η πρασινόδερμη γυναίκα που δεν ήταν εδώ επίσης με προειδοποίησε, συνειδητοποιώ ξαφνικά–
Ένας μαυρόδερμος άντρας που δεν βλεφαρίζει αντιμετωπίζει έναν άντρα με όψη φριχτή ο οποίος βαστά ένα ξιφίδιο σε κάθε χέρι και κάνει εξωφρενικά γρήγορες κινήσεις–
(Τον έχω ξαναδεί! Ήταν αυτός που μιλούσε με τον Δαμιανό! Τους είδα να συζητάνε όταν ήμασταν στη Ριλιάδα, προτού χάσουμε τον Οφιομαχητή. Ο Στέφανος...)
Δίπλα στον μαυρόδερμο άντρα μάχεται ένας γαλανόδερμος με φανατική γυαλάδα στα μάτια–
Τα βήματα με πλησιάζουν. Έρχονται προς το σαλόνι του σπιτιού της αδελφής μου. Πιάνω το ενεργειακό πιστόλι μέσα από τα ρούχα μου, το οποίο η Διονυσία επέμενε να έχω κοντά μου για λόγους ασφαλείας – και, για φαντάσου, για μια φορά ίσως να είχε δίκιο.
Κλέφτες; Δε νομίζω ότι είναι κλέφτες.
Αν και σκοτάδι σκεπάζει τα πάντα, το ξέρω καλά το σαλόνι της πλέον: σηκώνομαι από τον σοφά μπροστά στο τζάκι και κρύβομαι δίπλα του, ανάμεσα σ’αυτόν και το άγαλμα του Αστερίωνα στη γωνία. Η Ευθαλία βγάζει ακόμα ένα χαμηλόφωνο σύριγμα.
Τους ακούω να μπαίνουν, να πατάνε τον διακόπτη που ανάβει το φως του σαλονιού.
«Δεν είν’ εδώ,» λέει ένας, ψιθυριστά.
«Επάνω θα βρίσκεται,» λέει μία, επίσης ψιθυριστά. «Τυφλός είναι· στο δωμάτιό του θα κάθεται.»
Να πας να γαμηθείς, καριόλα, σκέφτομαι, έχοντας ήδη κατεβάσει την ασφάλεια του πιστολιού μου. Θα μπορούσα να τους σημαδέψω, νομίζω, από τον ήχο της φωνής τους. Αλλά δεν πρέπει να είναι μονάχα αυτοί μες στο σπίτι: τα βήματα μού μαρτυρούν έξι ανθρώπους, αν δε λαθεύω. Και η μπαταρία του πιστολιού είναι καλή για τρεις ριπές μόνο.
«Γιατί είναι αναμμένο το τζάκι, τότε;» λέει ο άντρας.
«Βλέπεις κανέναν μες στο δωμάτιο, μα τον Μεγάλο Λοκράθο;»
Τους ακούω να βαδίζουν ξανά, προς διάφορες μεριές, ερευνώντας το σπίτι. Δε μ’έχουν προσέξει εδώ, στη γωνία, ανάμεσα στον σοφά, το τζάκι, και το άγαλμα του Αστερίωνα. Τυφλοί είναι; Γελάω, αλλά μόνο με το μυαλό μου.
Περιμένω, αφουγκραζόμενος. Τι άλλο να κάνω; Ίσως να ψάξουν τα πάντα και να φύγουν, καταλήγοντας ότι δεν είμαι στο σπίτι. Αν όχι... τότε...
Αλλά γιατί να ψάχνουν για εμένα, γαμώτο; Τα λόγια τους έμοιαζαν να εννοούν ότι αναζητούν εμένα συγκεκριμένα:
Δεν είν’ εδώ... Τυφλός είναι· στο δωμάτιό του θα κάθεται...
Και μετά, τι είπε εκείνη η καριόλα; Μα τον Μεγάλο Λοκράθο, δεν είπε; Ναι, αυτό είπε... Πιστοί του Λοκράθου, λοιπόν. Κανείς άλλος δεν θάλεγε το χοντρό βατράχι «Μεγάλο Λοκράθο».
Οι καταραμένοι επέστρεψαν – και τούτη τη φορά αναζητούν εμένα! Δεν τους έφτασε ο Οφιομαχητής; Ή, μήπως, τους ξέφυγε και...; Τι προσπαθούν τώρα;
Αφουγκράζομαι τα βήματά τους, στο ισόγειο και στο επάνω πάτωμα...
«Λείπει, Δαμιανέ!» ακούω κάποιον να λέει. «Το σπίτι δεν είναι και τόσο μεγάλο· πού άλλου να βρίσκεται;»
«Στην τουαλέτα κοιτάξατε;» Η φωνή του Δαμιανού, μάλλον. Πρέπει να στέκονται έξω απ’το σαλόνι τώρα, στο χολ. Αλλά και μες στο σαλόνι νομίζω πως είναι κάποιος, και βηματίζει· τα πόδια του τρίβονται στο χαλί. Το ακούω. Η ακοή μου μοιάζει να έχει οξυνθεί σχεδόν υπερφυσικά από τότε που έπεσε αυτό το σκοτάδι.
«Φυσικά και κοιτάξαμε.»
«Δε μπορεί νάχει φύγει,» λέει η γυναίκα. «Είναι τυφλός.»
«Ίσως να μη μένει πια με την αδελφή του,» λέει ένας άλλος.
«Γιατί όχι;»
«Πού θες να ξέρω; Μες στο μυαλό τους είμαι;»
«Δαμιανέ!» Μια ξαφνική φωνή από πιο κοντά μου – από αυτόν που βημάτιζε μες στο σαλόνι. «Εδώ είναι! Κρύβεται!»
Με είδε, ο γαμημένος! Πόσο θέλω να μπορούσα να τους σκοτώσω όλους! Να κάνω δώρο τα κουφάρια τους στον Οφιομαχητή (που σίγουρα τους έχει ξεφύγει)! Στρέφω το πιστόλι μου προς τη μεριά της φωνής και πατάω τη σκανδάλη, ακούω το τρίξιμο της ενέργειας που εκτοξεύεται από την κάννη, ακούω την κραυγή κάποιου.
Τυφλός αλλά ακόμα επικίνδυνος!
Μπαίνουν στο σαλόνι, ενώ εξακολουθώ να μισοκρύβομαι ανάμεσα στον σοφά και στο άγαλμα του Αστερίωνα. «Ακίνητος!» φωνάζει η γυναίκα. «Μην κάνεις άλλη τέτοια μαλακία!»
Της ρίχνω με το πιστόλι, ακούω μια αντρική κραυγή πόνου, φωνές, το τρίξιμο ενέργειας και καμένο ύφασμα – χτύπησαν τον καναπέ, οι ηλίθιοι! Η Ευθαλία συρίζει πάνω στον πήχη μου: συρίζει άγρια.
«Κάντε πίσω, ανόητοι!» τους προειδοποιώ. «Έχω καλέσει βοήθεια όσο μαλακιζόσασταν μες στο σπίτι! Θα πλακώσει η Χωροφυλακή της Μεγάπολης και θα σας μαγκώσει, κωλοβατράχια!» Μαλακίες, φυσικά. Αν και θα έπρεπε, ίσως, να την είχα καλέσει τη Χωροφυλακή με τον πομπό μου. Τον έχω μαζί μου, μες στην τσέπη μου. Η αδελφή μου επιμένει να τον έχω από κοντά όταν φεύγει απ’το σπίτι – «για καλό και για κακό,» λέει. Δεν ξέρω για το καλό, Διονυσία, αλλά, μα τα φαρμακερά δόντια της Έχιδνας, το κακό με βρήκε... Γαμώτο! τι ηλίθιος που είμαι! Έπρεπε να την είχα καλέσει πιο πριν τη Χωροφυλακή, έπρεπε να τόχα ρισκάρει να ψιθυρίσω. Μαλάκα, μαλάκα! «Θα σας χώσουν σ’ένα κελί όλους μαζί, κωλοβατράχια!» συνεχίζω να τους απειλώ.
«Αλλά εσένα δε θα σε βρούνε ζωντανό, σακάτη!» γρυλίζει κάποιος.
«Μην πας στοίχημα, αρχίδι του Λοκράθου. Φύγετε όσο έχετε χρόνο, σας λέω, γαμιόληδες! Κοπανήστε την!»
Αν η μπλόφα μου πιάσει, η Έχιδνα με γουστάρει πιο πολύ απ’ό,τι νόμιζα.
«Ρίξε κάτω το πιστόλι σου κι έλα ήσυχα μαζί μας,» λέει κάποιος – ο Δαμιανός, σίγουρα. «Δε θα σε πειράξουμε εκτός αν μας αναγκάσεις. Με καταλαβαίνεις;»
«Να πας να γαμηθείς, βατραχοϊερέα!» αποκρίνομαι, και πατάω τη σκανδάλη για τρίτη φορά (η τελευταία μου βολή) προς τα εκεί απ’όπου νομίζω πως ήχησε η φωνή του καριόλη.
Δεν ακούω τίποτα που να υποδηλώνει ότι τον πέτυχα – γαμήσου!
«Πιάστε τον!» φωνάζει ο Δαμιανός. «Δε μπορεί νάχει κι άλλες ριπές μες στο όπλο του! Πιάστε τον!»
Τους ακούω να έρχονται. «Μην είστε τόσο σίγουροι!» απειλώ, αν και ο γαμιόλης έχει δίκιο. Πετάω το πιστόλι καταπάνω σε κάποιον (ελπίζω), ακούω μια κραυγή (ναι, κάποιον όντως χτύπησα). Κάτι με κοπανά στο στήθος (κλοτσιά; από κάποιον που έχει ανεβεί στον σοφά;), παραπατάω, η πλάτη μου συναντά το άγαλμα του Αστερίωνα. Κάποιος πηδά μπροστά μου, το καταλαβαίνω· κάνει να μ’αρπάξει, του ρίχνω γονατιά στα χαμηλά: δεν είναι άντρας, συνειδητοποιώ ξαφνικά, δεν νιώθω αρχίδια, πρέπει νάναι αυτή η καριόλα που μιλούσε πιο πριν· την ακούω να μουγκρίζει, όμως, από το χτύπημά μου και τα χέρια της γλιστράνε από πάνω μου.
«Πιάστε τον, τον μαλάκα τον σακάτη, γαμώ την πουτάνα μου!» φωνάζει κάποιος, οργισμένα – όχι ο Δαμιανός. «Κουλοί είστε, γαμώτο; Τυφλός είναι!» Πλησιάζει, είμαι σίγουρος, έρχεται για εμένα. Τον αφουγκράζομαι, τον πούστη.
Τινάζω το χέρι μου προς τη μεριά του, κι αισθάνομαι την Ευθαλία να φεύγει απ’τον πήχη μου σαν βέλος. Τον ακούω τώρα να κραυγάζει, να καταριέται· τα δόντια της οχιάς πρέπει να μπήχτηκαν στο δέρμα του.
Ένας άλλος ήχος – ένας γδούπος! Τι σκατά ήταν αυτό;
Δύο έρχονται τώρα, συγχρόνως, νομίζω. Πρέπει να έβγαλαν τον σοφά από τη μέση. Αρπάζω το άγαλμα του Αστερίωνα που είναι πίσω μου και προσπαθώ να το σπρώξω, να το ρίξω επάνω τους· δεν είμαι ο Οφιομαχητής αλλά ούτε αυτό είναι και τόσο σταθερό (απλώς μοιάζει με κολόνα που στηρίζει το ταβάνι, όπως θυμάμαι από παλιά). Την ίδια στιγμή φωνάζω: «Η Χωροφυλακή έρχεται, κωλοβά– Ογκχ!» Ένα χτύπημα στα πλευρά – γροθιά, μάλλον – μου κόβει τα λόγια, μου κλέβει την ανάσα.
Κάποιος με κοπανά στο κεφάλι. Ζαλίζομαι. Χρώματα μες στο σκοτάδι.
Με κλοτσάνε στα πόδια, χάνω την ισορροπία μου και πέφτω–
Τρεις ληστές συζητάνε κρυμμένοι πίσω από τη σκιά ενός ναού του Αστερίωνα σε κάποια πόλη Κάνουν ένα σχέδιο...
Διονυσία:
Είναι αργά όταν φεύγω από το Κεντρικό Νοσοκομείο Ψηλόγερου, αλλά οι συγκοινωνίες της Μεγάπολης λειτουργούν άψογα ακόμα και τη νύχτα. Μπαίνω σ’ένα δημόσιο επιβατηγό που κατευθύνεται προς τους Λοφότοπους, προς το σπίτι μου. Ανησυχώ λίγο για τον Αρσένιο, αλλά το ξέρω πως είναι ανοησία μου. Δεν κινδυνεύουμε τώρα πλέον, και δεν είναι μικρό παιδί. Παρότι δύστροπος μέχρι αηδίας πια – ακόμα δεν θέλει να μιλήσει στη μαμά, ο άθλιος! – ξέρει τι του γίνεται. Ξέρει πολύ καλά τι του γίνεται· και συνεχώς με εκνευρίζει.
Αλλά, και πάλι, ανησυχώ γι’αυτόν όταν τον αφήνω μόνο. Είμαι υπερβολική, το καταλαβαίνω. Λέω ξανά και ξανά στον εαυτό μου: Διονυσία, δεν υπάρχει κίνδυνος πλέον. Δεν υπάρχει κίνδυνος. Έξι μέρες έχουν περάσει από τότε που επιστρέψαμε στη Μεγάπολη, κι αυτή είναι η έβδομη, και τίποτα κακό δεν έχει συμβεί. Τι να συμβεί; Εκείνοι οι καταραμένοι ακόλουθοι του Λοκράθου τον Γεώργιο κυνηγούσαν, όχι εμάς.
Και ακόμα να μάθω νέα του... Ακόμα... Τους ξέφυγε, ή...;
Αισθάνομαι τόσο άσχημα, ώρες-ώρες, που τον εγκαταλείψαμε! Αισθάνομαι ότι ο Αρσένιος είχε δίκιο που με κατηγορούσε – που εξακολουθεί να με κατηγορεί μερικές φορές, ο παλιάνθρωπος! Αλλά τι να κάναμε; Να φεύγαμε από τη Ριλιάδα για να πάμε στην Ιχθυδάτια; Και εκεί με τι τρόπο να ψάξουμε για τον Γεώργιο; Και, έστω ότι κάπως – με κάποια θεϊκή εύνοια, ίσως! – τον βρίσκαμε. Τι θα γινόταν μετά; Πώς θα τον σώζαμε από τα χέρια των ακόλουθων του Λοκράθου; Και το πιο βασικό ερώτημα: Θα προλαβαίναμε; Δε νομίζω πως σκόπευαν να καθυστερήσουν πολύ τη θυσία του...
Τι ανώμαλοι, μα το ιαματικό άγγιγμα του Αστερίωνα! Τι ανώμαλοι! Ανθρωποθυσία... πιστεύοντας ότι θα πιουν το αίμα του και θα γίνουν υπερφυσικά δυνατοί σαν εκείνον. Ανώμαλοι! Διεστραμμένοι! Ακόμα κι αν κατάφεραν να πιουν το αίμα του Γεώργιου, θα πέθαναν οι ανόητοι. Είναι δηλητηριώδες, όπως έχω ανακαλύψει.
Το μεγάλο επιβατηγό μπαίνει στους Λοφότοπους, σκαρφαλώνοντας απότομους δρόμους. Μου λείπει το τρίκυκλό μου. Το είχα αγαπήσει αυτό το όχημα. Και δεν έχω πάει να το αναζητήσω ακόμα στις Ακτές των Βράχων, όπου το εγκαταλείψαμε, εξαναγκαστικά, όταν μας άρπαξαν οι ακόλουθοι του Λοκράθου. Δεν έχω πάει να το αναζητήσω επειδή πολύ φοβάμαι ότι δεν πρόκειται να το βρω. Αυτές οι περιοχές δεν είναι έρημες· κάποιος είναι πιθανό να το έκλεψε. Αλλά πρέπει να πάω να ψάξω γι’αυτό. Πρέπει. Απλά και μόνο για να μη λέω ότι δεν έψαξα...
Το επιβατηγό σταματά στη στάση μου. Κατεβαίνω μαζί μ’έναν νεαρό. Βαδίζω προς το σπίτι. Και, προτού φτάσω, ο πομπός μου κουδουνίζει μέσα στην τσάντα μου. Τον πιάνω και, στη μικρή οθόνη, βλέπω ποιος με καλεί. Ο Δημήτριος. Πατάω το πλήκτρο της αποδοχής και φέρνω τη συσκευή στ’αφτί μου.
«Ναι;»
«Καλησπέρα, Διονυσία. Ο Δημήτριος είμαι. Ελπίζω να μη σ’ενοχλώ στη δουλειά σου. Θυμάμαι πως μου είχες πει ότι απόψε θα ήσουν στο νοσοκομείο...»
«Εκεί ήμουν, αλλά τώρα γυρίζω σπίτι. Είμαι στο δρόμο. Δεν ενοχλείς καθόλου.»
«Α, εντάξει,» λέει, ενώ πίσω από τα λόγια του ακούγεται ελαφριά μουσική – πού είναι; σε κάποιο μπαρ; «Λίγο πιο μετά αν σε καλούσα, δηλαδή, μπορεί και να κοιμόσουν. Χαζομάρα μου–»
«Όχι βέβαια! Δεν υπάρχει πρόβλημα.»
«Απλά, ξέρεις, σκεφτόμουν πάλι τον Γεώργιο· αυτή την παράξενη υπόθεση με τα βατράχια του Λοκράθου. Και την επίθεση έξω απ’το ξενοδοχείο μου. Τέλος πάντων. Επικοινώνησε μαζί σου, μήπως; Επέστρεψε;»
«Όχι,» μπορώ μόνο να απαντήσω, νιώθοντας κάτι να με πνίγει. «Όχι. Αλλά... αλλά θα έχει ξεφύγει, είμαι σίγουρη.»
«Ναι, κι εγώ...» Όμως δεν ακούγεται και τόσο σίγουρος. «Συγνώμη που σ’ενόχλησα, Διονυσία–»
«Δεν ήταν ενόχληση· μην το ξαναπείς!»
«Καληνύχτα. Ξεκουράσου.»
«Καληνύχτα, Δημήτριε.» Κλείνω τον πομπό και τον βάζω πάλι στην τσάντα μου, αναστενάζοντας καθώς στο μυαλό μου είναι ο Γεώργιος.
Θα τους έχει ξεφύγει. Σίγουρα θα τους έχει ξεφύγει. Είναι ο Οφιομαχητής.
Φτάνω μπροστά στην πρασινομέταλλη πόρτα του κήπου του σπιτιού μου. Την ξεκλειδώνω και ανοίγω, μπαίνοντας, βαδίζοντας πάνω στο θαλασσολίθινο μονοπάτι–
Ο Φωνακλάς είναι ξαπλωμένος παραδίπλα, μ’έναν τελείως παράξενο τρόπο. Τι κάνει εδώ, μα τον Αστερίωνα; Ποτέ δεν κοιμάται έτσι, σαν αδέσποτο του δρόμου! Πάντα κρύβεται στο σπιτάκι του.
«Ε, Φωνακλά!» Σκύβω και χαϊδεύω το πυκνό τρίχωμά του. «Τι κάνεις εκεί, αγόρι μου;»
Δεν σαλεύει. Ανησυχώ. Τι του έχει συμβεί; Τον ταρακουνώ. «Φωνακλά; Τι έχεις, αγόρι μου;» Δεν κουνιέται! Μα τον Αστερίωνα, δεν κουνιέται!
Αμέσως μουρμουρίζω τα λόγια για ένα Ξόρκι Ταχείας Αναλύσεως Ζωτικής Καταστάσεως, και πληροφορίες για τον Φωνακλά έρχονται στο μυαλό μου μέσα από το χέρι μου: Ζωντανός είναι, όμως κοιμάται βαθιά, πολύ βαθιά. Το Ξόρκι Ταχείας Αναλύσεως Ζωτικής Καταστάσεως δεν δίνει πιο συγκεκριμένες πληροφορίες, αλλά: Δεν μπορεί να είναι φυσιολογικός ύπνος αυτός, σκέφτομαι. Τον έχουν ναρκώσει, αλλιώς θα ξυπνούσε που τον ταρακουνάω.
Η καρδιά μου χτυπά δυνατά. Ποιος έριξε ναρκωτικό στον σκύλο μου; Είναι ναρκωτικό, έτσι; Κάνω ένα Ξόρκι Ανιχνεύσεως Ξένων Σωμάτων και Ουσιών, και, ναι, το βρίσκω! Πράγματι, μια ξένη ουσία είναι μες στον οργανισμό του Φωνακλά. Το ναρκωτικό, δίχως αμφιβολία.
Κάποιος παλιάνθρωπος νάρκωσε τον σκύλο μου... για να... να κάνει τι; Να εισβάλει στο σπίτι;
Σηκώνομαι όρθια, απότομα· βάζω το χέρι μες στην τσάντα μου, πιάνω το ενεργειακό πιστόλι, το τραβάω έξω. Ο Αρσένιος! σκέφτομαι νιώθοντας την ανάσα μου κομμένη. Ο αδελφός μου!
Μόνο περιφερειακά περνά απ’το μυαλό μου ότι η πρασινομέταλλη πόρτα ήταν κλειστή, ότι δεν φαινόταν κανείς να την έχει διαρρήξει.
Πλησιάζω την εξώθυρα του σπιτιού με προσεχτικά βήματα. Κοιτάζω την κλειδαριά της. Ούτε αυτή φαίνεται κανείς να την έχει διαρρήξει – εκτός αν το έχει κάνει με δεξιοτεχνία, μην αφήνοντας σημάδια. Ο Δημήτριος, άλλωστε, είχε εισβάλει στο σπίτι μου και δεν είχα καταλάβει τίποτα όταν επέστρεψα, έτσι δεν είναι;
Αλλά τώρα κάτι μού λέει ότι ο εισβολέας δεν είναι τόσο καλόβουλος. Αισθάνομαι τις τρίχες μου ορθωμένες, την ανάσα μου γρήγορη, την καρδιά μου να χοροπηδά κάτω απ’το στήθος μου· και φοβάμαι τόσο για τον Αρσένιο. Αν τον χτύπησαν... αν... αν...
Καθώς στέκομαι μπροστά στην εξώπορτα, τιθασεύω τον εαυτό μου. Οργανώνω τη σκέψη μου. Και μουρμουρίζω τα λόγια για ένα Ξόρκι Εντοπισμού Ζωτικής Ενέργειας, στέλνω μες στο σπίτι τις διευρυμένες αισθήσεις μου, ψάχνοντας για ζωντανούς οργανισμούς. Στο ισόγειο, τουλάχιστον, δεν είναι κανείς. Κανένας άνθρωπος. Στέλνω τις αισθήσεις μου και προς τα πάνω, στον όροφο, και μέχρι εκεί που φτάνω, πάλι, δεν εντοπίζω κανέναν άνθρωπο.
Ή ο Αρσένιος δεν είναι μέσα, ή...
Δε μπορεί ο αδελφός μου νάναι νεκρός!
Χρησιμοποιώντας το κλειδί μου, με τρεμάμενο χέρι, ανοίγω την εξώπορτα και μπαίνω στο σπίτι χωρίς να φοβάμαι τώρα ότι κάποιος κακοποιός κρύβεται μέσα. Κανείς δεν είναι μέσα. Κανείς. Εκτός αν τους σκεπάζει κάποια μαγεία – αλλά δεν το πιστεύω.
Αντίκρυ μου, στο βάθος, πέρα από το χολ, βλέπω το σαλόνι. Το φως είναι αναμμένο, και ο σοφάς – αυτός που κανονικά βρίσκεται μπροστά στο τζάκι – είναι πεσμένος ανάποδα μες στη μέση του δωματίου! Βαδίζω προς τα εκεί, κοιτάζω γύρω-γύρω, περιμένοντας να δω τον Αρσένιο σκοτωμένο – ελπίζοντας πως δεν θα τον δω σκοτωμένο.
Και δεν τον βλέπω. Δεν τον βλέπω πουθενά. Ο χώρος δεν είναι άνω-κάτω εκτός απ’το ότι ο σοφάς είναι αναποδογυρισμένος.
Πού βρίσκεται ο αδελφός μου;
Μια κίνηση από τα δεξιά! Γυρίζω και βλέπω την Ευθαλία να σέρνεται προς το μέρος μου. Την είχα εντοπίσει από πριν με το ξόρκι μου – είχα εντοπίσει μια μικρή μορφή ζωής, με λίγη ζωτική ενέργεια – αλλά δεν ήμουν σίγουρη ότι ήταν αυτή. Απλώς ήμουν σίγουρη ότι δεν ήταν άνθρωπος.
Η Ευθαλία ποτέ δεν απομακρύνεται από τον αδελφό μου. Τι έγινε εδώ, μα την Έχιδνα; «Τι έγινε εδώ, Ευθαλία;» ρωτάω σαν να μπορώ να λάβω απάντηση. «Τι έγινε εδώ;»
Το φίδι συρίζει προς τη μεριά μου.
«Είναι εδώ ο Αρσένιος;» μουρμουρίζω, παραμιλώντας. Μακάρι να μην είναι εδώ! Μακάρι να μην είναι! Γιατί, αν είναι, θα είναι το πτώμα του, αλλιώς το ξόρκι μου θα τον είχε εντοπίσει.
Τριγυρίζω σ’όλο το σπίτι, σ’όλο το ισόγειο και σ’όλο τον όροφο, ψάχνοντας. Ακόμα και στο υπόγειο πηγαίνω. Πουθενά δεν τον βρίσκω. Δεν είναι εδώ.
Τι συνέβη, λοιπόν; Κάποιοι μπήκαν και τον απήγαγαν; Διότι δεν βλέπω να έχουν κλέψει τίποτα, ούτε να έχουν ψάξει για κρυμμένα πολύτιμα αντικείμενα και τέτοια πράγματα. Δεν έχουν πειράξει το σπίτι γενικά. Ήρθαν για τον Αρσένιο. Γιατί; Ποιοι μπορεί να ήταν; Δεν είναι δυνατόν να ήταν οι ακόλουθοι του Λοκράθου, έτσι; Αν ήθελαν να μας κρατήσουν θα μας είχαν κρατήσει στη Ριλιάδα. Δεν τους ενδιαφέρουμε. Τι να μας κάνουν εμάς;
Πού είχε μπλέξει πάλι ο αδελφός μου προτού τυφλωθεί; Πού είχε μπλέξει χωρίς να μου το πει; Όλο μπλεξίματα είναι! Ό,τι κι αν συνέβη εδώ, πρόκειται για δική του υπόθεση, δίχως αμφιβολία. Ήρθαν γι’αυτόν. Και τώρα, πού βρίσκεται; Πού τον έχουν; Τι μπορώ να κάνω για να τον βοηθήσω;
«Αρσένιε!» φωνάζω, λες και θα μ’ακούσει. «Αρσένιε!» πιο πολύ από τα νεύρα μου παρά επειδή πραγματικά νομίζω ότι έχει κανένα νόημα.
«Γαμώτο!» καταριέμαι καθώς επιστρέφω στο σαλόνι. «Γαμώτο· γιατί τέτοια πράγματα πάλι; Γιατί;» Αναστενάζω, και πιάνω τον αναποδογυρισμένο σοφά και με τα δύο χέρια· τον σπρώχνω και καταφέρνω να τον γυρίσω απ’την καλή.
Και τότε, καθώς στέκομαι μες στη μέση του σαλονιού, μουδιασμένη, με την Ευθαλία να περιφέρεται γύρω από τα πόδια μου, παρατηρώ ένα κομμάτι χαρτί στο τραπέζι. Κι ένα μαχαίρι. Το μαχαίρι καρφώνει το χαρτί πάνω στην επιφάνεια του τραπεζιού. Πώς δεν το πρόσεξα πριν, μα τον Αστερίωνα; Σε τι κατάσταση βρισκόμουν; Ηρέμησε, Διονυσία. Ηρέμησε. Σε παρακαλώ, ηρέμησε. Εντάξει; λέω στον εαυτό μου.
Και πλησιάζω το χαρτί, το οποίο γράφει:
ΜΗΝ ΚΑΝΕΙΣ ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΝΑ ΚΑΛΕΣΕΙΣ ΤΗ ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗ ΓΙΑΤΙ ΤΟΤΕ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙ. ΚΑΛΕΣΕ ΕΜΑΣ ΑΜΕΣΩΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΥΝΕΝΝΟΗΘΟΥΜΕ ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΤΟΝ ΞΑΝΑΔΕΙΣ ΖΩΝΤΑΝΟ.
Κι ένας τηλεπικοινωνιακός κώδικας ακολουθεί.
Ορίστε που κατάφερε πάλι κι έμπλεξε ο απαράδεκτος! Τον απαγάγουν και μ’απειλούν! Τι έχει κάνει; Τους χρωστά λεφτά; Τους έχει κλέψει τίποτα; Γιατί οι θεοί μ’έχουν καταραστεί, τη γυναίκα, με τέτοιο αδελφό; Συνέχεια κάνει τη ζωή μου άνω-κάτω!
Και τώρα; Μπορώ να μην τους καλέσω; Δεν μπορώ. Δεν μπορώ να τους αφήσω να τον σκοτώσουν. Βγάζω τον τηλεπικοινωνιακό πομπό από την τσάντα μου–
Σταματώ τον εαυτό μου προτού πατήσει κουμπιά. Καλύτερα να μην τους καλέσω από τον πομπό. Δε χρειάζεται να μάθουν τον κώδικά του. Κρύβω ξανά τη μικρή συσκευή μες στην τσάντα μου και πλησιάζω τον τηλεπικοινωνιακό δίαυλο του σαλονιού, δίπλα στο άγαλμα του Ζέφυρου. Τους καλώ από εκεί.
«Ναι;» ακούγεται μια αντρική φωνή που δεν αναγνωρίζω.
«Η Διονυσία είμαι. Για τον Αρσένιο καλώ.»
«Σε περιμέναμε–»
«Πού έχετε τον αδελφό μου; Τι σας έκανε; Σας χρωστάει; Τι σας έχει κάνει; Θα έπρεπε να καλέσω τη Χωροφυλακή, κανονικά, σας προειδοποιώ!»
«Αν μπλέξεις τη Χωροφυλακή της Μεγάπολης στην υπόθεση, δεν θα τον ξαναδείς ζωντανό.» Η φωνή δεν ακούγεται καθόλου ανήσυχη· μιλά ουδέτερα. Και νομίζω πως είναι αλλοιωμένη με κάποιο τρόπο. Πίσω από μαντήλι; Με κλειστό το ένα ρουθούνι; Με κάποια συσκευή φωνητικής αλλοίωσης προσαρτημένη στην τηλεπικοινωνιακή συσκευή; Δεν είμαι κατάσκοπος, μα τους θεούς! δεν ξέρω από τέτοια πράγματα.
«Τι σας έχει κάνει; Τι θέλετε; Λεφτά;»
«Τίποτα δεν μας έχει κάνει, και δεν θέλουμε λεφτά.»
«Τότε, τι...; Τι...;»
«Δεν σου είμαστε άγνωστοι, Διονυσία. Μας έχεις γνωρίσει – στις Ακτές των Βράχων, στη Ριλιάδα...»
Αισθάνομαι ένα σύγκρυο να με διατρέχει απ’το κεφάλι ώς τις πατούσες. Δεν είναι δυνατόν να είναι τα βατράχια! Δεν είναι δυνατόν! «Δε... δεν καταλαβαίνω...»
Η αλλοιωμένη φωνή γελά. «Νομίζω πως καταλαβαίνεις πολύ καλά. Έχουμε έναν... κοινό φίλο. Τον Γεώργιο. Τον Οφιομαχητή.»
«Καθάρματα! Τι θέλετε από εμάς; Τι σας έκανε ο Αρσένιος; Πού έχετε τον Γεώργιο; Είναι ζωντανός;»
«Αν δεν ήταν, δεν θα υπήρχε λόγος ο αδελφός σου να είναι μαζί μας τώρα.»
Τι στα μαλλιά της Έχιδνας εννοεί; Δεν ξέρω τι να πω.
«Άκουσέ με καλά, Διονυσία. Αν συνεργαστείς δεν υπάρχει λόγος να πάθει κακό ο αδελφός σου. Αν όμως δεν συνεργαστείς... οτιδήποτε μπορεί να του συμβεί. Ίσως να βρεις κομμάτια του έξω από το σπίτι σου...»
Προσπαθώ να κρατήσω την ψυχραιμία μου. «Τι θέλετε από εμένα; Είπες ότι δεν θέλετε λεφτά. Τι θέλετε;»
«Δε μας ενδιαφέρουν τα χρήματα. Ο Οφιομαχητής μάς ενδιαφέρει. Τον έχεις δει, τελευταία;»
«Πού να τον δω;» φωνάζω, οργισμένη. «Τον κλέψατε εκεί, στα υπόγεια της Ριλιάδας! Τον...! Τον...» Μάλλον δεν θα ήταν συνετό να τους πω ότι ξέρω πως σχεδίαζαν να τον θυσιάσουν, σωστά; «Αφήστε τον αδελφό μου· δεν γνωρίζει πού είναι ο Γεώργιος. Ούτε εγώ γνωρίζω.» Για να τον αναζητούν πρέπει να τους έχει ξεφύγει. Καλό αυτό. Αλλά ο Αρσένιος... ο Αρσένιος... Συγκεντρώσου, Διονυσία. Συγκεντρώσου!
«Μην ανησυχείς,» μου λέει η αλλοιωμένη φωνή, «ο Οφιομαχητής αργά ή γρήγορα θα έρθει να σε συναντήσει.»
Ξεροκαταπίνω. Θα έρθει; Ναι, λογικά, αν τους έχει ξεφύγει, θα μας αναζητήσει εμένα και τον Αρσένιο, και... και... Αστερίωνα! Αρχίζω να καταλαβαίνω τι θέλουν τα καταραμένα βατράχια από εμάς...
«Και τότε,» συνεχίζει η φωνή, «θα πρέπει να συνεργαστείς μαζί μας... αν θέλεις να ξαναδείς τον αδελφό σου.»
Αισθάνομαι δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλά μου.
«Μ’ακούς, Διονυσία;»
«Σ’ακούω.» Ένας κόμπος στον λαιμό μου.
«Δε χρειάζεται να φοβάσαι για τον Αρσένιο όσο συνεργάζεσαι σωστά μαζί μας. Τον Οφιομαχητή θέλουμε, όχι αυτόν, ούτε εσένα. Ο Οφιομαχητής θα έρθει να σε βρει, δεν υπάρχει αμφιβολία· και μόλις έρθει θα τον οδηγήσεις σ’ένα μέρος – χωρίς όμως να του πεις τίποτα για εμάς, φυσικά, ή ότι έχουμε τον Αρσένιο. Με καταλαβαίνεις; Αν τον προειδοποιήσεις, δεν θα ξαναδείς τον αδελφό σου, Διονυσία.»
Σκουπίζω δάκρυα με τα δάχτυλά μου. «Να τον οδηγήσω... Πού, πού να τον οδηγήσω; Και... κι αν με ρωτήσει πού τον πηγαίνω; Ή γιατί τον πηγαίνω εκεί που τον πηγαίνω;»
«Θα πρέπει να το δικαιολογήσεις με τρόπο πιστευτό. Τον ξέρεις καλά· είναι φίλος σου, δεν είναι; Ξέρεις τι θα πιστέψει και τι όχι.»
«Δεν, δεν είμαι τόσο σίγουρη. Είναι... καχύποπτος. Είναι πολύ καχύποπτος!»
Ο άγνωστος γελά. (Είναι ο Δαμιανός; Εκείνος ο ιερέας του Λοκράθου;) «Θα βρεις έναν τρόπο. Θα βρεις... Γιατί, αν δεν βρεις....»
«Σταμάτα να μ’απειλείς!» φωνάζω. «Ο Αρσένιος δεν σας έχει πειράξει! Ούτε εγώ!»
«Γι’αυτό ακριβώς θα ήταν κρίμα να πάθει κακό, δεν θα ήταν; Θα συνεργαστείς μαζί μας, Διονυσία;»
«Ναι, εντάξει. Εντάξει.» Τι να τους πω; Όχι;
«Θέλουμε να οδηγήσεις τον Οφιομαχητή σ’ένα μέρος, όπως σου εξήγησα.» Και μου λέει περισσότερα για το μέρος αυτό...
Το επόμενο πρωί, πήγε στον Ναό της Έχιδνας καβάλα στο δίκυκλό της. Ο Νάθλεδιρ δεν ήταν μαζί της: δούλευε ως ταχυμεταφορέας για την εταιρεία ΥπερΤεχνικές Ε.Κ.Ε. Η Όλγα είχε, φυσικά, καλέσει τον Γεώργιο πιο πριν στον πομπό του, για να την περιμένει· δεν σκόπευε να μπει στον Ναό και να τον ζητήσει από τους ιερείς. Οι ιερωμένοι τη φρίκαραν. Δεν της άρεσαν. Δεν ήξερε γιατί.
Σταμάτησε το δίκυκλο έξω από τον περίβολο του Ναού, πέρα από την πύλη. Δεν κατέβηκε από τη σέλα· έβαλε το ένα της πόδι κάτω για να κρατά το όχημα όρθιο.
Ο Οφιομαχητής, στεκόμενος στην κορυφή των σκαλοπατιών της εισόδου του Ναού, την είδε. Κατέβηκε από εκεί, διέσχισε τον περίβολο, πέρασε την πύλη, και τη συνάντησε. «Δεν απαγορεύεται νάρθεις μέσα,» της είπε. «Οι πιστοί μπαίνουν και βγαίνουν. Ο καθένας μπορεί να μπει και να βγει.»
«Το ξέρω,» αποκρίθηκε εκείνη, «αλλά δε μ’αρέσουν οι ιερείς.»
Ο Γεώργιος τής έδωσε το κλειδί για το δίκυκλό του. «Θυμάσαι πού σου είπα ότι είναι το γκαράζ, έτσι; Πήγαινε και πάρ’ το από εκεί.»
«Και πότε θα φύγουμε;»
«Σήμερα ίσως.»
«Σ’αφήνουν να φύγεις;»
«Σας είπα ότι δεν είμαι φυλακισμένος, δεν σας το είπα;»
Η Όλγα ένευσε. «Μας το είπες» – χτες βράδυ που ο Γεώργιος είχε καλέσει τον Νάθλεδιρ τηλεπικοινωνιακά. «Αλλά όλη αυτή η ιστορία... μ’ανησυχεί.»
«Μη φοβάσαι, δεν πρόκειται να συμβεί τίποτα.»
«Εντάξει,» αποκρίθηκε η Όλγα. «Θα τα ξαναπούμε.» Κι ενεργοποίησε τη μηχανή του δίκυκλου. Έβαλε τους τροχούς του σε κίνηση κι έφυγε, κατευθυνόμενη νότια επάνω στην Οδό των Όφεων, πλάι στη θάλασσα.
Ο Γεώργιος επέστρεψε στο εσωτερικό του Ναού. Στην αντικρινή μεριά του δρόμου είχε δει κάτι ανθρώπους της Φρουράς να στέκονται και να τον κοιτάζουν. Είχαν δίκυκλα κοντά τους. Είχαν όπλα στις ζώνες τους. Φορούσαν πανοπλίες και κράνη. Έμοιαζαν έτοιμοι να πολεμήσουν αν χρειαζόταν. Και ο Οφιομαχητής είχε την αίσθηση πως περίμεναν εκείνον. Τον περίμεναν να κάνει μερικά βήματα μακριά από τον Ναό, για να του χιμήσουν.
Δε θα τους έδινε την ευκαιρία, όχι ακόμα. Αν κι αισθανόταν την οργή δυνατή μέσα του, την κρατούσε υπό έλεγχο με τις διδαχές του Γέρου του Ανέμου.
Καθώς είχε, τώρα, περάσει από τον σηκό και κατευθυνόταν προς έναν ανελκυστήρα για να τον πάει στο δωμάτιό του στα ψηλά μέρη του Ναού, όπου τον περίμενε το Γερό Φίδι, η Ζωή – η μελαχρινή, γαλανόδερμη ιέρεια με τα πολύ μακριά νύχια στο αριστερό χέρι – τον πλησίασε λέγοντας: «Ο Πανιερότατος θέλει να σε δει.» Και δεν έμοιαζε έτοιμη να δεχτεί αρνητική απάντηση από τον Οφιομαχητή: στρεφόμενη άρχισε να βαδίζει.
Ο Γεώργιος την ακολούθησε, νιώθοντας την Ευθαλία να σαλεύει νευρικά κάτω απ’το μανίκι του. Διέσχισαν έναν διάδρομο, ανέβηκαν μια σκάλα, και μπήκαν σ’ένα δωμάτιο πολύ μικρότερο απ’αυτό όπου την προηγούμενη φορά είχε συναντήσει τον Αρχιερέα της Μικρυδάτιας. Ο Πανιερότατος είχε, όμως, πάλι το στέμμα του στο κεφάλι, μοιάζοντας να θέλει να θυμίζει στον Οφιομαχητή ποιος ήταν. Στεκόταν μπροστά σ’ένα κρυστάλλινο παράθυρο που κοίταζε προς το εσωτερικό της πόλης.
Η Ζωή έκλεισε την πόρτα πίσω από τον Γεώργιο, μένοντας κι εκείνη στο δωμάτιο. Κανείς άλλος δεν βρισκόταν εδώ, αλλά ο Οφιομαχητής αμφέβαλλε ότι ο Αρχιερέας ήταν αφύλαχτος. Κάποιος πρέπει να παρακολουθούσε, κρυφά. Δε νομίζω να με εμπιστεύεται τόσο ώστε να θέλει να είναι μόνος μαζί μου.
«Γεώργιε,» είπε ο Αρχιερέας, «έχεις... δημιουργήσει έντονες εντυπώσεις στην πόλη.»
«Αναφέρεστε στους φρουρούς που με περιμένουν έξω απ’τον Ναό;»
«Και όχι μόνο. Ο Άρχοντας της Νερκάλης με κάλεσε πιο πριν· μιλήσαμε τηλεπικοινωνιακά. Η παρουσία σου στον Ναό έχει φτάσει στ’αφτιά του.»
«Σας ζητά να με παραδώσετε;»
«Δε θα τολμούσε,» αποκρίθηκε ο Αρχιερέας, ουδέτερα. «Του είπα ότι είσαι Φιλημένος και, άρα, εκλεκτός της Μεγάλης Κυράς. Ζητά, όμως, τον ιερό οφιόμορφο.»
«Το Γερό Φίδι...»
«Ή, μάλλον, όχι εκείνος ακριβώς. Όχι ο ίδιος ο Άρχοντάς μας, ο Ιωάννης Κερβάκλιος. Ο ίδιος αδιαφορεί για τον ιερό οφιόμορφο. Ενδιαφέρεται γι’αυτόν, ωστόσο, ο έννομος ιδιοκτήτης του, ο κύριος Νικόλαος Καρβίλιος. Διαμαρτυρήθηκε χτες στη Φρουρά, και οι διαμαρτυρίες του έφτασαν στ’αφτιά του Άρχοντα λόγω της... ιδιαίτερης φύσης της όλης υπόθεσης. Κανείς δεν έχει ξαναδεί άνθρωπο σαν εσένα στις αρένες της Κόντρας, Οφιομαχητή.»
«Και λοιπόν;» είπε ο Γεώργιος, νιώθοντας την οργή του να φουντώνει. «Είναι ο Άρχοντας της Νερκάλης υπόλογος σ’αυτό το καθίκι – τον Νικόλαο Καρβίλιο;»
Ο Αρχιερέας χαμογέλασε λεπτά, ψυχρά. «Ασφαλώς και όχι. Αλλά ούτε θέλει να έχει τη δυσαρέσκεια του λαού, ειδικά τώρα, με τις ανασκαφές στην αρχαία πόλη και όλ’ αυτά... Δε θέλει ν’αρχίσει να διαδίδεται ότι αφήνει κακοποιούς να κλέβουν δούλους.»
«Το Γερό Φίδι δεν είναι δούλος πια.»
«Έτσι λέει ο Οφιομαχητής, αλλά όχι και ο Νόμος των Αρχόντων. Το Γερό Φίδι είναι πληρωμένο, αγορασμένο. Ανήκει στον Καρβίλιο. Και εσύ θεωρείσαι παράνομος – όχι μόνο επειδή έκλεψες το Φίδι. Χτύπησες άσχημα πολλούς ανθρώπους σ’εκείνη την αρένα. Σκότωσες, μάλιστα, έναν, αν και, υποπτεύομαι, όχι ηθελημένα.»
«Μου είχαν επιτεθεί,» είπε μόνο ο Γεώργιος.
«Εγώ δεν είμαι εδώ για να κρίνω τις ενέργειες ενός Φιλημένου της Μεγάλης Κυράς,» αποκρίθηκε ο Αρχιερέας. «Αλλά ο Νόμος της Νερκάλης σε ζητά, και γι’αυτό οι φρουροί σε περιμένουν έξω απ’τον Ναό.»
«Δε μπορείτε να τους διώξετε κάπως;»
«Πολύ φοβάμαι ότι αυτό είναι αδύνατον. Ωστόσο» – έστρεψε το βλέμμα του στο παράθυρο, αγναντεύοντας έξω, την πόλη – «υποθέτω πως κάποια στιγμή θα βαρεθούν και θα φύγουν. Ώς τότε, όμως,» είπε χωρίς να κοιτάζει τον Οφιομαχητή, «θα ήταν συνετό να βρίσκεσαι εδώ, όπου είσαι ασφαλής, Γεώργιε.»
Και είμαι σίγουρος πως το θέλεις πολύ αυτό, σκέφτηκε ο Οφιομαχητής. Θέλεις έναν Φιλημένο στον Ναό σου – τον ακουστό Οφιομαχητή. Αλλά δεν αισθανόταν καλά να είναι εδώ. Έπρεπε να φύγει, και να πάρει και το Γερό Φίδι μαζί του. Αν όμως τώρα έβγαινε από την πύλη του περιβόλου θα δεχόταν επίθεση: και περισσότερο ανησυχούσε για τον ερπετοειδή παρά για τον εαυτό του.
Ρώτησε τον Αρχιερέα: «Δεν υπάρχει πίσω πόρτα;»
Εκείνος εξακολουθούσε να κοιτάζει έξω από το παράθυρο. «Δυστυχώς όχι.»
Λέει αλήθεια; αναρωτήθηκε ο Οφιομαχητής. Και το αμφισβητούσε, νιώθοντας την οργή δυνατή μέσα του. «Θέλετε κάτι άλλο από εμένα, Πανιερότατε;»
Ο Αρχιερέας τώρα στράφηκε να τον αντικρίσει. «Όχι. Μπορείς να πηγαίνεις. Απλώς ήθελα να σε ενημερώσω για την κατάσταση.»
«Σκέφτεστε να τους παραδώσετε το Γερό Φίδι;»
«Είμαι σίγουρος ότι θα διαφωνούσες πολύ έντονα αν επιχειρούσα κάτι τέτοιο...»
«Έχετε δίκιο.» Δε θα τους άφηνε να δώσουν τον ερπετοειδή ξανά στον Καρβίλιο. Θα πολεμούσε και τους ίδιους τους ιερωμένους του Ναού αν χρειαζόταν! Αισθανόταν σαν κάποιοι να είχαν εκμεταλλευτεί άσχημα έναν συγγενή του.
Ο Αρχιερέας ένευσε μοιάζοντας να περιμένει τέτοια απόκριση.
«Τι θ’απαντήσετε στον Άρχοντα;» ρώτησε ο Γεώργιος.
«Του είπα ήδη ότι και εσύ και ο ιερός οφιόμορφος βρίσκεστε υπό την προστασία του Ναού· και ο Ιωάννης Κερβάκλιος ξέρει ότι δεν έχει τη νομική δύναμη να το αλλάξει αυτό, ούτε να το αγνοήσει.»
«Σας ευχαριστώ, Πανιερότατε.»
«Δε θα μπορούσα να κάνω τίποτα λιγότερο για έναν Φιλημένο.»
Ο Γεώργιος στράφηκε στην πόρτα, την άνοιξε, και βγήκε. Βάδισε ώς τον ανελκυστήρα και ανέβηκε στον όροφο όπου βρισκόταν το δωμάτιό του. Μέσα, το Γερό Φίδι τον περίμενε με την ουρά του κουλουριασμένη επάνω στο στρώμα στο πάτωμα. Ήταν ήσυχο και παρατηρητικό. Αισθανόταν πράγματα που δεν θυμόταν αν είχε αισθανθεί ποτέ ξανά στη ζωή του, και ένιωθε και τούτη την πρωτόγνωρη σύνδεση με τον μαυρόδερμο άνθρωπο: σαν οι δυο τους να ήταν, κατά βάθος, το ίδιο.
Το Γερό Φίδι ήταν μπερδεμένο. Τη μια, ο μαυρόδερμος άνθρωπος ήταν αντίπαλός του, είχαν πολεμήσει και είχε νικήσει· είχε τρομερή δύναμη. Την άλλη, ο μαυρόδερμος άνθρωπος είχε έρθει ξαφνικά και... δεν ήταν αντίπαλος πλέον. Το βλέμμα του είχε κάνει κάτι το άγριο να ξυπνήσει μέσα στο Γερό Φίδι. Είχε κάνει το Γερό Φίδι να αμφισβητήσει ότι ζούσε για να αντιμετωπίζει αντιπάλους για τον Αφέντη. Δεν ήταν πια αφέντης του ο Αφέντης. Πώς θα μπορούσε να είναι; Δεν είχε την ίδια σύνδεση μαζί του. Τη σύνδεση που το Γερό Φίδι αισθανόταν με τον μαυρόδερμο άνθρωπο. Ο μαυρόδερμος άνθρωπος ήταν τώρα ο Αφέντης του· ή ίσως... κάτι άλλο. Οδηγός του; Το Γερό Φίδι αισθανόταν να μαγνητίζεται από αυτόν, ακατάπαυστα.
Ο Γεώργιος ατένισε τον ερπετοειδή αμίλητα για μερικές στιγμές. Ύστερα είπε: «Σίγουρα δεν μπορείς να καταλάβεις την Κοινή Υπερυδάτια; Δεν μπορείς να καταλάβεις τίποτα από αυτά που λέω;»
Το Γερό Φίδι δεν αποκρίθηκε.
Ο Γεώργιος κούνησε το κεφάλι και κάθισε στο γραφείο του δωματίου. Έπιασε το τηλεχειριστήριο και ενεργοποίησε τον τηλεοπτικό δέκτη στον τοίχο. Πατώντας πλήκτρα άλλαζε κανάλια. Τρία υπήρχαν στη Νερκάλη. Παρακολουθούσε λίγο το ένα, λίγο το άλλο, να δει τι λεγόταν. Κυρίως, για την περίπτωσή του τον ενδιέφερε. Τον ανέφεραν στις ειδήσεις;
Όταν ο πομπός του κουδούνισε δεν είχε ακόμα ακούσει τίποτα για το άτομό του. Έκλεισε τον τηλεοπτικό δέκτη και άνοιξε την τηλεπικοινωνιακή συσκευή.
«Εγώ είμαι, Γεώργιε,» είπε η Όλγα.
«Ναι.»
«Το βρήκα το δίκυκλο. Το πήρα χωρίς πρόβλημα. Το έφερα τώρα στο γκαράζ του ξενοδοχείου.»
«Ωραία.»
«Πότε θα φύγουμε;»
«Βιάζεσαι, ε;»
«Δεν έχω να κάνω τίποτα εδώ χωρίς εσένα. Και έλεγες ότι θα φύγουμε, δεν έλεγες; Και ο Νάθλεδιρ θέλει επίσης να φύγουμε· δεν αισθάνεται καλά μόνος του – το καταλαβαίνω.»
«Τους φρουρούς έξω απ’τον Ναό τούς είδες;»
«Ποιους φρουρούς;»
«Ανθρώπους της Φρουράς της Νερκάλης. Στην αντικρινή μεριά του δρόμου.»
«Όχι. Δε... δε νομίζω ότι τους πρόσεξα.»
«Εμένα περίμεναν. Ακόμα με περιμένουν. Μόλις βγω σκοπεύουν να με πιάσουν, και να παραδώσουν το Γερό Φίδι στον Καρβίλιο.»
«Δος τους, τότε, το Γερό Φίδι και πάμε να φύγουμε!»
«Δεν πρόκειται να τον εγκαταλείψω· με χρειάζεται.»
«Είναι άγριος, μα την Έχιδνα, Γεώργιε! Είναι... είναι τέρας!»
«Μη μιλάς έτσι!» γρύλισε ο Οφιομαχητής. «Δεν τον ξέρεις. Δεν ξέρεις τίποτα για τους ερπετοειδείς!»
«Τον βλέπω και με τρομάζει!»
«Αυτός δεν είναι λόγος για να καταδικάζεις κάποιον ως ‘τέρας’. Δεν πρόκειται να τους τον παραδώσω· θα τον πάρουμε μαζί μας. Επιπλέον, ακόμα κι αν τους τον παρέδιδα, πάλι θα με συλλάμβαναν. Ένας απ’αυτούς που χτύπησα στην αρένα είναι νεκρός· μου το είπε ο Αρχιερέας.»
«Μάλιστα...» μουρμούρισε η Όλγα.
«Αν θες να φύγεις, τώρα θα ήταν μια πολύ καλή στιγμή. Πάρε το πρώτο πλοίο για Ηλβάρη και–»
«Όχι. Σ’το είπα και σ’το ξαναείπα, γαμώτο: όχι. Δεν επιστρέφω στην Ηλβάρη. Είμαι μαζί σου.»
«Ώρες-ώρες, είμαι σίγουρος ότι πας γυρεύοντας!» γρύλισε ο Οφιομαχητής, νομίζοντας πως η οργή του θα τον ωθούσε να τη μπατσίσει αν την είχε μπροστά του. «Απορώ που ακόμα είσαι ζωντανή, μα την ουρά της Έχιδνας!»
«Κάποιος περίεργος μαυρόδερμος τύπος που ποτέ δεν βλεφαρίζει ίσως να φταίει γι’αυτό,» του είπε, γελώντας.
«Θα τα πούμε από κοντά όταν ξανασυναντηθούμε,» μούγκρισε ο Γεώργιος.
«Θα έρθω αύριο πάλι στον Ναό, αν ακόμα είσαι εκεί,» δήλωσε ευθαρσώς η Όλγα. «Αυτή τη φορά μπορεί και να μπω μέσα, μάλιστα.»
«Δεν υπάρχει κανένας ιδιαίτερος λόγος να έρθεις.»
«Θέλω, όμως, να έρθω. Και ίσως νάρθει κι ο Νάθλεδιρ.»
«Τέλος πάντων.»
«Αλλά πες μου: πότε σκέφτεσαι να φύγουμε;»
«Σου εξήγησα: δεν έχω αποφασίσει ακόμα. Φρουροί είναι έξω απ’τον Ναό και με περιμένουν.»
«Δε μπορείς να τους...; Ξέρεις...»
«Ίσως και να μπορώ. Αλλά δεν είμαι μόνος μου, ανόητη! Είναι και το Γερό Φίδι μαζί μου.»
«Γιατί δεν το αφήνεις στον Ναό; Είμαι σίγουρη ότι οι ιερείς θα το φροντίσουν–»
«Τέλος συζήτησης, Όλγα! Θα τα ξαναπούμε άλλη στιγμή.»
«Εντάξει. Α–» Ο Οφιομαχητής έκλεισε τον πομπό προτού ολοκληρώσει τα λόγια της· τον είχε τσαντίσει. Κανονικά, η Όλγα θα έπρεπε να είχε φύγει γαμώτο! Τι ήθελε ακόμα και έμενε μαζί του; Τι νόμιζε ότι έκανε εδώ; Τόσο πολύ φοβόταν να επιστρέψει στην πατρίδα της μήπως και τη βρει ο Θρασύβουλος εκεί; Δεν είχε κανέναν να την προστατέψει; Η οικογένειά της δεν ενδιαφερόταν καθόλου για εκείνη; Το μόνο που είχε πει στον Γεώργιο για την οικογένειά της ήταν πως «είχαν τις δικές τους δουλειές», και πως ποτέ δεν είχαν λεφτά, «πάντα στην αποκάτω μεριά του πλοίου».
Τέλος πάντων... Τώρα η κατάσταση ήταν όπως ήταν.
Πώς θα φύγουμε από τον Ναό; Ίσως η τακτική που είχε προτείνει ο Αρχιερέας να ήταν η σωστότερη: Οι φρουροί κάποτε θα βαριόνταν και θα απομακρύνονταν, δεν θα παραφυλούσαν απέξω για πάντα. Αλλά το ερώτημα ήταν: πότε θα συνέβαινε αυτό; Σίγουρα όχι μέσα στις επόμενες ημέρες. Η Φρουρά μπορεί να έστελνε ανθρώπους για ένα, δυο μήνες να στέκονται εκεί, απέναντι απ’τον Υψηλό Ναό, και να περιμένουν μήπως βγει ο Μαύρος Ξένος ή το Γερό Φίδι.
Ο Γεώργιος υποπτευόταν ότι η υπομονή δεν θα τον ωφελούσε τώρα. Ορισμένες φορές ο Γέρος του Ανέμου είχε δίκιο: η ευκαιρία έρχεται από μόνη της, τη φέρνει ο άνεμος σ’εσένα, χωρίς να χρειάζεται να κάνεις τίποτα. Άλλες φορές, όμως, αυτό δεν ισχύει. Και ετούτη ήταν μια απ’αυτές τις φορές.
Το Γερό Φίδι κοίταζε σιωπηλά τον Οφιομαχητή ο οποίος ακόμα καθόταν πίσω από το γραφείο. Δεν είχε καταλάβει τίποτα από τη συζήτησή του με την Όλγα, αλλά διαισθανόταν ότι ο συγγενής-κι-Αφέντης του ήταν βαθιά προβληματισμένος για κάτι. Μπορούσε, άραγε, να τον βοηθήσει κάπως;
Ο Γεώργιος σηκώθηκε από το γραφείο ύστερα από λίγο. Βάδισε ώς το παράθυρο του δωματίου, κοίταξε έξω, προς τη θάλασσα. Ένιωθε σαν φυλακισμένος, παρά τα όσα έλεγαν οι ιερωμένοι, και δεν του άρεσε καθόλου. Θυμόταν πάλι τον Αθανάσιο Ζερδέκη. Η οργή του σύριζε μέσα του σαν μυθικός δηλητηριώδης δράκος της Έχιδνας.
Η Ευθαλία σάλεψε πάνω στον πήχη του, σκαρφαλώνοντας λίγο πιο ψηλά κάτω απ’το μανίκι του, στον αγκώνα, στο μπράτσο.
Το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου κράτησε μακριά την οργή σαν ασπίδα από αέρα. Εκείνος ο γέροντας στις βουνοκορφές των Ρινέων Ορέων ήρθε στο μυαλό του Οφιομαχητή.
Και ο Οφιομαχητής είπε: «Πάμε μια βόλτα,» στρέφοντας το βλέμμα του στο Γερό Φίδι. Βάδισε προς την πόρτα γνέφοντάς του. «Έλα. Πάμε μια βόλτα στον Ναό. Δεν είμαστε σε κελί, μα την Έχιδνα· έλα!»
Ο ερπετοειδής προς στιγμή τον ατένιζε χωρίς να καταλαβαίνει τι ήθελε από εκείνον· μετά, όμως, κατάλαβε. Ο συγγενής-κι-Αφέντης του ήθελε, φυσικά, να τον ακολουθήσει. Σηκώθηκε από το στρώμα στο πάτωμα και τον ακολούθησε.
Ο Γεώργιος ένευσε. Ωραία, σκέφτηκε. Μπορεί να μην καταλαβαίνει την Κοινή αλλά καταλαβαίνει τη νοηματική, τουλάχιστον. Βγήκε απ’το δωμάτιο με το Γερό Φίδι, πρώτα, στο κατόπι του και, ύστερα, πλάι του.
Βάδισαν μέσα στον Υψηλό Ναό της Έχιδνας κοιτάζοντας τους διάφορους χώρους. Ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας σκάλες, διασχίζοντας διαδρόμους, μπαίνοντας σε δωμάτια που φαινόταν ότι δεν θα ήταν αγενές να μπουν. Δεν άνοιγαν κλειστές πόρτες. Δεν παραβίαζαν κανένα μέρος. Οι ιερωμένοι και οι δόκιμοι τούς έβλεπαν μα δεν επιχειρούσαν να τους εμποδίσουν· ούτε τους μιλούσαν. Οι περισσότεροι αισθάνονταν αμηχανία μπροστά τους. Ήταν κι οι δύο ιδιαίτερα άτομα γι’αυτούς. Ο ιερός οφιόμορφος, φυσικά, ήταν ιερός οφιόμορφος. Αλλά κυρίως ο Φιλημένος ήταν που τους προκαλούσε δέος. Ο Οφιομαχητής. Είχαν ακούσει πολλά γι’αυτόν. Και, ακόμα κι όσοι δεν ήξεραν παρά ελάχιστα για τους Φιλημένους, γνώριζαν πως δεν ήταν καθόλου καλό να προκαλείς την οργή τους. Σύμφωνα με τις Γραφές – έτσι όπως τους περιέγραφαν, τουλάχιστον – δεν πρέπει να ήταν και πολύ καλά στα μυαλά τους. Το ιερό δηλητήριο της Έχιδνας έκαιγε δυνατό μέσα τους. Οι Φιλημένοι βρίσκονταν πάνω και πέρα από τους συνηθισμένους ανθρώπους· ακόμα κι από τους ιερωμένους της Μεγάλης Κυράς.
Ωστόσο, οι κάτοικοι του Υψηλού Ναού (οι ναΐτες, όπως αποκαλούνταν εδώ, στη Μικρυδάτια) δεν ήταν ποτέ μακριά από τον Οφιομαχητή και τον ιερό οφιόμορφο που φαινόταν να τον ακολουθεί σαν υπηρέτης ή πιστός σύντροφος. Τους παρακολουθούσαν, γιατί έτσι είχε ζητήσει ο Αρχιερέας. Είχε πει πως, αν ο Φιλημένος ή ο ιερός οφιόμορφος έβγαιναν από το δωμάτιο, δεν έπρεπε ούτε στιγμή να τους αφήσουν από τα μάτια τους. Να μην τους ενοχλήσουν σε τίποτα, φυσικά, αλλά να ξέρουν πάντα πού βρίσκονταν και τι έκαναν.
Ο Πρωθιερέας Αργύριος πλησίασε πρώτος τον Οφιομαχητή. «Ψάχνεις κάτι, Γεώργιε; Θα μπορούσα να βοηθήσω;» ρώτησε φιλικά.
«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνος, ουδέτερα. «Απλώς κάνουμε μια βόλτα, κοιτάζουμε το μέρος. Είπατε, εσείς κι ο Αρχιερέας, ότι δεν είμαστε φυλακισμένοι εδώ.»
«Φυσικά και δεν είστε. Μπορείτε να κάνετε όσες βόλτες επιθυμείτε. Επίσης, θα μπορούσα να σε ξεναγήσω στον Ναό, να σ’τον γνωρίσω...»
«Δε θα ήθελα να σας απομακρύνω από τα καθήκοντά σας.»
«Κανένα καθήκον μου δεν είναι σοβαρότερο απ’το να ξεναγήσω έναν Φιλημένο στον Υψηλό Ναό.»
«Εντάξει, τότε,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος. «Ξεναγήστε μας, Πρωθιερότατε.»
Ο Αργύριος προπορεύτηκε, και ο Οφιομαχητής τον ακολούθησε, και το Γερό Φίδι ακολούθησε τον συγγενή-κι-Αφέντη του. Ο Πρωθιερέας άρχισε να δείχνει διάφορους χώρους και να μιλά γι’αυτούς, οδηγώντας τον Γεώργιο και τον άποδο ερπετοειδή ακόμα και σε μέρη όπου η πρόσβαση επιτρεπόταν μόνο σε ιερωμένους, μέσα στον ενδόναο. Τα πάντα ήταν πολύ όμορφα διακοσμημένα, και πολύ πλούσια. Κάθε σπιθαμή του Ναού επιδείκνυε τον πλούτο του ιερατείου. Οι τοιχογραφίες, παρότι φανερά παλιές, έμοιαζαν φρέσκες· ήταν καλοσυντηρημένες, με εξελιγμένες μεθόδους. Τα ξύλα γυάλιζαν. Τα χαλιά και οι ταπετσαρίες ήταν από τα καλύτερα που μπορούσε κανείς να βρει στην Υπερυδάτια, και όλα καθαρά, φυσικά. Πολύτιμοι και ημιπολύτιμοι λίθοι υπήρχαν σε διάφορα σημεία των χώρων, στραφταλίζοντας όταν τους χτυπούσε το φως. Οι οθόνες που είδε ο Γεώργιος – οθόνες παρακολούθησης αλλά και τηλεοπτικών δεκτών – ήταν όλες τελευταίας τεχνολογίας· το ίδιο και οι κονσόλες των υπολογιστικών συστημάτων· το ίδιο και οι τηλεοπτικοί πομποί που παρατηρούσαν συγκεκριμένα στρατηγικά σημεία του Υψηλού Ναού και του περιβόλου του. Τα όπλα των ναοφυλάκων ήταν παρόμοιας κατηγορίας: καλοφτιαγμένα, τελευταίας τεχνολογίας, καλογυαλισμένα. Οι στολές τους καθαρές και φρεσκοσιδερωμένες.
Ο Αργύριος ρώτησε τον Γεώργιο αν ήξερε πως οι άνθρωποι του Ναού, στη Μικρυδάτια, ονομάζονταν ναΐτες. Εκείνος αποκρίθηκε ότι, όχι, δεν το ήξερε. «Τώρα το έμαθες, Οφιομαχητή.»
«Και οι δόκιμοι ‘ναΐτες’ ονομάζονται; Και οι ναοφύλακες;»
«Ναι. Είναι γενικός όρος για όλους όσους κατοικούν ή εργάζονται στον Ναό. Δεν δείχνει ιερότητα. Ούτε πρόκειται για κανέναν τίτλο με κάποιου είδους νομική ισχύ.»
Όταν είχαν βγει στον περίβολο και ο Αργύριος τού έδειχνε τον χώρο προσωρινής στάθμευσης οχημάτων, ο Γεώργιος τον ρώτησε: «Υπάρχει καμιά πίσω πόρτα στον Ναό;»
Ο Πρωθιερέας ύψωσε ένα ξανθό φρύδι. «Πίσω πόρτα;»
«Ναι. Ή κάποιο υπόγειο πέρασμα, ίσως. Κάποιος τρόπος για να βγει κανείς από εδώ χωρίς να περάσει από την κεντρική πύλη του περιβόλου.»
Ο Αργύριος κούνησε το κεφάλι. «Όχι,» αποκρίθηκε (και ο Γεώργιος δεν ήξερε αν θα έπρεπε να τον πιστέψει, όπως και τον Αρχιερέα). «Σκέφτεσαι να φύγεις χωρίς να σε δουν οι άνθρωποι της Φρουράς που περιμένουν απέξω, σωστά;»
«Δεν προσπαθούσα να το κρύψω.»
«Δε θα είναι εύκολο να τους ξεφύγεις,» τον προειδοποίησε ο Πρωθιερέας. «Θα μπορούσες, βέβαια, να σκαρφαλώσεις το τείχος, για να βγεις από κάποια άλλη μεριά του, όχι από τη μεριά της πύλης· αλλά πραγματικά νομίζεις ότι δεν θα το έχουν προβλέψει αυτό;»
«Εννοείς ότι έχουν ανθρώπους τους γύρω από ολόκληρο τον Ναό;»
«Δεν είμαι σίγουρος, όμως το υποθέτω. Απ’ό,τι καταλαβαίνω, έχεις κάνει μια κάποια εντύπωση στον Άρχοντα, και όχι μόνο σ’αυτόν.»
Μετά από λίγο, καθώς συνέχιζαν να βαδίζουν στον περίβολο, ο Γεώργιος, κοιτάζοντας ψηλά, πρόσεξε ότι σε μια από τις οροφές του κεντρικού οικοδομήματος του Ναού ένας έλικας φαινόταν. Ελικόπτερο... Και ο Οφιομαχητής ήξερε – το ήξερε από το αινιγματικό παρελθόν του, κάπως – ότι μπορούσε να πιλοτάρει ελικόπτερο. Δεν ήταν κανένας τρομερός πιλότος, αλλά μπορούσε να το οδηγήσει αν χρειαζόταν. Αυτή τη στιγμή δεν θυμόταν πώς ακριβώς, δεν είχε τη δυνατότητα να περιγράψει τη διαδικασία· όμως, συγχρόνως, δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι αν καθόταν μπροστά στον πίνακα ελέγχου θα έκανε το μηχάνημα να πετάξει ομαλά. Ίσως να βρήκα τρόπο να φύγω αποδώ...
Αλλά ούτε ο Αρχιερέας ούτε ο Πρωθιερέας είχαν πει τίποτα για το ελικόπτερο... Μάλλον επειδή δεν θέλουν να τους φύγω.
Κι αν είναι έτσι, δεν θα το φυλάνε καλά το αεροσκάφος; Δε μπορεί να νόμιζαν ότι θα ήταν τόσο ανόητος ώστε, τελικά, να μην το προσέξει εκεί πάνω όπου ήταν καθισμένο σαν μεγάλο μεταλλικό πτηνό.
«Αυτό το πουλί τι κάνει;» ρώτησε δείχνοντας με το βλέμμα του το ελικόπτερο.
«Είναι για ειδικές περιπτώσεις,» αποκρίθηκε ο Αργύριος, καθώς τώρα κατευθύνονταν σε μια από τις πλευρικές εισόδους του κεντρικού οικοδομήματος του Ναού.
«Δεν είμαι αρκετά ειδική περίπτωση;»
«Ζητάς να το χρησιμοποιήσουμε για να σε βγάλουμε από την πόλη;»
«Δε θα το κάνετε αν το ζητήσω;»
«Από τον Αρχιερέα εξαρτάται. Και δεν νομίζω να δεχτεί.»
Η οργή του Γεώργιου θέριεψε. «Γιατί;»
(Το Γερό Φίδι, που τον ακολουθούσε, μπορούσε να τη νιώσει την οργή του συγγενή-κι-Αφέντη του. Να τη νιώσει, σαν κύματα καυτής δύναμης. Έβγαλε ένα χαμηλόφωνο σύριγμα. Το τρόμαζε αυτή η οργή. Του προκαλούσε δέος.)
«Σου εξήγησα, Οφιομαχητή,» είπε ο Αργύριος ενώ έμπαιναν ξανά στους στεγασμένους χώρους του Ναού: «για να σε έχουμε υπό την προστασία μας πρέπει να βρίσκεσαι μέσα στον Ναό. Κι αν αυτό το ελικόπτερο πετάξει από εκεί, μ’εσένα στο εσωτερικό του, δεν θα βρίσκεσαι πλέον μέσα στον Ναό.»
«Και μπορεί να το κυνηγήσουν;»
«Θα το κυνηγήσουν. Και θα προκληθεί επεισόδιο πολιτικής φύσης που θα είναι... άσχημο.»
«Μου είπες, επίσης, ότι μπορώ να βγαίνω από τον Ναό αρκεί κάποιος ιερωμένος να με συνοδεύει. Δεν ισχύει αυτό και στο εσωτερικό ελικοπτέρου;»
Ο Αργύριος κούνησε το κεφάλι. «Θα προκληθεί επεισόδιο πολιτικής φύσης, αν γίνει κάτι τέτοιο, σου εξηγώ,» επανέλαβε. «Με την ίδια λογική, θα μπορούσες να μας ζητήσεις να σε συνοδέψουμε ώς τα όρια της πόλης ώστε μέχρι εκεί κανείς να μη σε σταματήσει και μετά να φύγεις. Το ίδιο δεν θα ήταν;»
«Όχι ακριβώς· γιατί θα μπορούσαν εύκολα να με ακολουθήσουν και, έπειτα, να με καταδιώξουν όταν δεν θα βρισκόταν πλέον κανένας ιερέας μαζί μου.»
«Όπως και νάχει, και στις δύο περιπτώσεις θα προκαλείτο επεισόδιο με τον Άρχοντα και με άλλους. Θα λεγόταν πως φυγαδεύουμε κακούργους, πως τους θέτουμε υπό την προστασία του Ναού μόνο και μόνο για να τους πάρουμε μακριά από τα χέρια της Φρουράς. Και δεν θέλουμε να κυκλοφορούν τέτοιες φήμες, Γεώργιε.»
Ο Γεώργιος αποφάσισε να μην τον πιέσει περισσότερο. Ήταν προφανές ότι είχε εντολές από τον Αρχιερέα, με τις οποίες πιθανώς να συμφωνούσε κι ο ίδιος ούτως ή άλλως. Το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου μουρμούριζε και μουρμούριζε και μουρμούριζε.
Ο Πρωθιερέας είπε στον Φιλημένο ότι τώρα είχε κάποιες άλλες δουλειές και έπρεπε να τον αφήσει.
«Δεν υπάρχει πρόβλημα,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος.
«Θα τα ξαναπούμε σύντομα. Ο Πανιερότατος σκοπεύει να γευματίσουμε όλοι μαζί σήμερα, αν δεν διαφωνείς. Θέλει να μάθει περισσότερα για εσένα, Γεώργιε.»
«Ποιο είναι το όνομά του, αλήθεια; Από περιέργεια και μόνο.»
«Γεννάδιος,» αποκρίθηκε ο Αργύριος, και άφησε τον Οφιομαχητή και το Γερό Φίδι μόνους ξανά μέσα στους χώρους του Υψηλού Ναού.
Το μεσημέρι δεν ήταν μακριά. Ο Γεώργιος και ο ερπετοειδής έκαναν ακόμα μια βόλτα και επέστρεψαν στο δωμάτιό τους. Ο πρώτος είχε στο μυαλό του το ελικόπτερο. Αν δεν του το έδιναν οικειοθελώς, ίσως θα έπρεπε να το κλέψει. Τι άλλος τρόπος υπήρχε για να φύγει από εδώ μαζί με το Γερό Φίδι χωρίς να αναγκαστεί να εμπλακεί σε μάχη με τους φρουρούς;
Η πόρτα χτύπησε.
«Περάστε,» είπε ο Γεώργιος, και η Ευτυχία μπήκε, με μια σαύρα στον δεξή της ώμο, ένα φίδι τυλιγμένο γύρω απ’το αριστερό της χέρι, κι ένα ακόμα γύρω από τη μέση της σαν ζωντανή ζώνη.
«Ελπίζω να μην ενοχλώ, Οφιομαχητή,» είπε. «Ο Πανιερότατος θα ήθελε να σε προσκαλέσει σε γεύμα μαζί του και με μερικά άλλα πρόσωπα του Ναού. Αν επιθυμείς να έρθεις θα σε οδηγήσω.»
«Θα έρθω,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος. «Και το Γερό Φίδι επίσης, αν δεν υπάρχει πρόβλημα.»
«Δε νομίζω να υπάρχει. Ο Πανιερότατος είπε πως μπορεί να έρθει κι ο ιερός οφιόμορφος, αν επιθυμείς την παρουσία του.»
Ο Γεώργιος την ακολούθησε μέσα στον Υψηλό Ναό και έφτασε σε μια αίθουσα από την οποία δεν είχε περάσει πριν· ήταν ένας από τους χώρους με τις κλειστές πόρτες που δεν είχε ανοίξει. Στο εσωτερικό της ήταν στρωμένο ένα τραπέζι, και γύρω του κάθονταν ο Αρχιερέας Γεννάδιος, ο Πρωθιερέας Αργύριος, και η ιέρεια Ζωή. Στην περιφέρεια του δωματίου ήταν δύο δόκιμες και ένας δόκιμος, όλοι τους γονατιστοί, περιμένοντας.
Εδώ, σίγουρα, δεν ήταν η Εστία του ενδόναου· ο Γεώργιος την είχε δει την Εστία – μια αρκετά μεγαλύτερη αίθουσα. Εδώ ήταν κάποιος πιο ιδιαίτερος χώρος: μάλλον, τμήμα των προσωπικών διαμερισμάτων του Γεννάδιου.
«Καλωσορίσατε. Καθίστε,» είπε ο Αρχιερέας καθώς εκείνος, ο Πρωθιερέας, και η Ζωή σηκώνονταν από τις θέσεις τους – πράγμα που, αναμφίβολα, δεν ήταν αμελητέο και έδειχνε πόσο εκτιμούσαν έναν Φιλημένο.
«Ευχαριστούμε για την πρόσκληση, Πανιερότατε. Μας κάνετε τιμή,» είπε ο Γεώργιος ενώ καθόταν σε μια καρέκλα και όλοι οι άλλοι, συμπεριλαμβανομένης της Ευτυχίας, κάθονταν επίσης. Εκτός από το Γερό Φίδι, που δεν έμοιαζε να ξέρει πώς να χρησιμοποιεί καρέκλες. Έμεινε όρθιο πίσω από τον Γεώργιο, κι όταν εκείνος τράβηξε μια καρέκλα και του έκανε νόημα, ο ερπετοειδής κατάλαβε πως έπρεπε να πλησιάσει κι αυτός το τραπέζι. Παραμέρισε κι άλλο την καρέκλα, βγάζοντάς την τελείως από τη μέση, και κουλούριασε την ουρά του εκεί, χαμηλώνοντας το σώμα του.
Ο Αρχιερέας χτύπησε τα δάχτυλά του, και οι δόκιμοι πάραυτα ορθώθηκαν κι άρχισαν να σερβίρουν φαγητά και ποτά, μοιάζοντας αμήχανοι στην περίπτωση του Γερού Φιδιού, μην ξέροντας μάλλον τι θα ήταν πρέπον να κεράσουν έναν ιερό οφιόμορφο που δεν φαινόταν να μιλά καμιά ανθρώπινη γλώσσα, που ήταν έκδηλα άγριος.
Το γεύμα περιλάμβανε ψητά, καρυκευμένα ψάρια· χταπόδι βρασμένο με κρασί, γαρνιρισμένο με γλυκά κρεμμύδια, χόρτα, και ραπανάκια· κοκκινιστές γαρίδες με μαϊντανό και πολύ πιπέρι· ψαρόσουπα με ψιλοκομμένα κολοκύθια, καρότα, λιωμένες πατάτες, και σέλινο· πράσινη σαλάτα με πράσινες, μαύρες, και κόκκινες ελιές, και καυτερές πιπεριές· μια καράφα με νερό, μία με Σεργήλιο οίνο, μία με Αίμα της Έχιδνας.
«Το φαγητό σας είναι για άνθρωπο πέντε φορές όσο εγώ, Πανιερότατε,» παρατήρησε, φιλικά, ο Γεώργιος. «Και τρεις φορές όσο το Γερό Φίδι, μάλλον,» πρόσθεσε, λοξοκοιτάζοντας τον ερπετοειδή που επί του παρόντος έτρωγε τις κοκκινιστές γαρίδες με τα χέρια, αγνοώντας το πιρούνι και το μαχαίρι που είχαν βάλει δίπλα του οι δόκιμοι. Τα μακριά νύχια του ήταν βουτηγμένα στη σάλτσα, το ίδιο και η μουσούδα του. Τα ορθάνοιχτα μάτια του έριξαν ένα βλέμμα στον Οφιομαχητή (ερωτηματικό;) αλλά μετά, δίχως καθυστέρηση, συνέχισε να τρώει.
Ο Αρχιερέας χαμογέλασε. «Χαίρομαι που είναι της αρεσκείας σας, Οφιομαχητή.» Και προς την Ευτυχία: «Ο ιερός οφιόμορφος έχει ερωτευθεί τις γαρίδες σου, Ευτυχία...»
«Με κολακεύετε, ως συνήθως, Πανιερότατε,» αποκρίθηκε εκείνη, κόβοντας ένα κομμάτι από το πλοκάμι στο πιάτο της και βάζοντάς το στο στόμα, μασώντας επίμονα.
«Είσαι η μαγείρισσα του Ναού;» τη ρώτησε ο Γεώργιος.
Η Ευτυχία γέλασε. «Όχι–»
«Θα είχαμε δηλητηριαστεί,» είπε η Ζωή, πειραχτικά, καθαρίζοντας το ένα από τα δύο ψητά ψάρια μέσα στο πιάτο της, με πιρούνι και με τα μακριά, μαυροβαμμένα νύχια του αριστερού της χεριού.
Η Ευτυχία τη λοξοκοίταξε, ενοχλημένα, χωρίς να πάψει να μιλά: «–απλώς η συνταγή είναι δική μου.»
Ο Γεώργιος κάρφωσε μια από τις γαρίδες του Γερού Φιδιού με το πιρούνι του και την έφαγε. (Ο ερπετοειδής δεν φάνηκε να δίνει σημασία στην ξαφνική αρπαγή.) «Ο φίλος μου δεν έχει άδικο,» παρατήρησε ο Οφιομαχητής, ενώ ακόμα αναρωτιόταν ποια ακριβώς να ήταν η θέση της Ευτυχίας και της Ζωής μες στον Ναό. Ήταν όντως γυναίκες του Αρχιερέα; Ή κάτι άλλο συνέβαινε;
Ο Γεννάδιος είπε: «Θα θέλαμε όλοι να μάθουμε περισσότερα για εσένα, Γεώργιε. Για όσα έχεις συναντήσει από τότε που η Μεγάλη Κυρά σε ευλόγησε με το φιλί της.»
Δεν αισθάνομαι και τόσο... ευλογημένος, σκέφτηκε ο Οφιομαχητής, αλλά δεν αρνήθηκε στον Αρχιερέα και τους υπόλοιπους μερικές από τις περιπέτειές του. Τους αφηγήθηκε κάποια περιστατικά, αν και με δικές του περικοπές και μικρές προσθήκες. Δεν ήταν ανάγκη να ξέρουν τα πάντα ακριβώς όπως είχαν γίνει.
«Αυτός ο Αθανάσιος Ζερδέκης είναι βέβηλο πρόσωπο,» παρατήρησε η Ζωή. «Θα έπρεπε να τιμωρηθεί για τέτοια συμπεριφορά προς έναν Φιλημένο.»
«Τον έχω στη λίστα μου,» τη διαβεβαίωσε ο Οφιομαχητής, αγέλαστα. Το Γερό Φίδι έπινε Αίμα της Έχιδνας από μια κούπα, διψασμένα, έχοντας τελειώσει δύο πιάτα γεμάτα γαρίδες και μοιάζοντας φουσκωμένο.
«Οι ιερωμένοι της περιοχής δεν διαμαρτυρήθηκαν;» είπε η Ευτυχία. «Είναι δυνατόν;»
«Δεν υπάρχει ναός της Έχιδνας μέσα στην Κιρβιάδα, ούτε πολύ κοντά της,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος. «Απ’ό,τι άκουσα, υπάρχει μόνο ένας στα βόρεια, στο Ακρωτήριο του Φιδιού. Ξέρετε πού είν’ αυτό;»
«Δυστυχώς όχι.»
«Φυσικά και ξέρουμε,» είπε ο Αρχιερέας. «Και τον έχουμε υπόψη τον Ναό στον οποίο αναφέρεσαι. Αν είχαν μάθει για την παρουσία σου στην Κιρβιάδα, είμαι βέβαιος ότι κάπως θα είχαν παρέμβει.»
«Ίσως,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος.
Όταν τελείωσαν το φαγητό τους, και τις ιστορίες από το πρόσφατο παρελθόν του Οφιομαχητή, ο Φιλημένος και ο ιερός οφιόμορφος επέστρεψαν στο δωμάτιό τους για να ξεκουραστούν, και οι υπόλοιποι πήγαν στα δικά τους δωμάτια. Μόνο οι δόκιμοι έμειναν στην αίθουσα για να μαζέψουν το τραπέζι.
Ο Αρχιερέας, μέσα στο υπνοδωμάτιό του, σύντομα έκανε την τελετή της ιερής ένωσης με την Ευτυχία – το λυγερό, λευκόδερμο σώμα της λικνιζόταν γυμνό από πάνω του – ενώ η Ζωή καθόταν σε μια πολυθρόνα παραδίπλα βάφοντας τα νύχια της: και τα πολύ μακριά του αριστερού της χεριού, και τα μικρότερα του δεξιού, και αυτά των ποδιών.
Όταν η Ευτυχία ξάπλωσε ξέπνοη πλάι στον Γεννάδιο, εκείνος γύρισε και της είπε, τυλίγοντας μια τούφα από τα κατάξανθα μαλλιά της γύρω από δύο δάχτυλά του: «Έχω μια δουλειά για σένα, χρυσοφόρα οχιά μου...»
Η Ευτυχία σούφρωσε τα χείλη. «Πάλι θα με κουράσεις; Γιατί δεν στέλνεις τη Ζωή;»
«Δε νομίζω πως θα βρεις τη δουλειά και τόσο ανεπιθύμητη,» της είπε ο Γεννάδιος.
Οι δίδυμοι ήλιοι της Υπερυδάτιας είχαν ήδη αρχίσει να γέρνουν προς τη δύση, και χρωμάτιζαν τη θάλασσα με κοκκινωπές ανταύγειες μέσα στο φθινόπωρο.
Ο Οφιομαχητής καθόταν στο δωμάτιό του, οκλαδόν επάνω στο κρεβάτι, αφήνοντας την Πάροδο του Πράου Ανέμου να γεμίζει την ψυχή του, να τον γαληνεύει, να καταπολεμά τη δηλητηριώδη οργή της Έχιδνας. Αλλά το μυαλό του πήγαινε συχνά προς εκείνο το μεταλλικό, ελικοφόρο πτηνό που περίμενε κουρνιασμένο σε μια από τις ψηλές οροφές του Ναού... Να το έκλεβε απόψε; Ή να περίμενε;
Δεν ήθελε να φερθεί άσχημα στους... ναΐτες εδώ, και η κλοπή ήταν, ακόμα και για έναν Φιλημένο, άσχημη συμπεριφορά. Τον είχαν βοηθήσει, ό,τι άλλους σκοπούς κι αν είχαν κατά νου. Αν δεν τον είχαν βοηθήσει, ίσως να βρισκόταν ξανά σε κανένα κελί παρόμοιο μ’αυτών του Αθανάσιου Ζερδέκη...
Αλλά έπρεπε και να φύγει. Δε μπορούσε να μείνει εδώ. Έπρεπε να φύγει. Το αισθανόταν.
Για την ώρα, όμως, περίμενε... έχοντας υπόψη του, το βράδυ, να βγει για ακόμα μια βόλτα μέσα στον Υψηλό Ναό. Αυτή τη φορά χωρίς το Γερό Φίδι μαζί του. Με σκοπό να δει πώς ακριβώς μπορούσε να φτάσει στην οροφή με το ελικόπτερο, και αν ήταν κανένας φρουρός εκεί, κοντά στο αεροσκάφος. Ήθελε να ξέρει, για καλό και για κακό, είτε τελικά αποφάσιζε να το κλέψει είτε όχι.
Αλλά, καθώς είχε νυχτώσει και η Πάροδος του Πράου Ανέμου ακόμα σφύριζε μέσα του, και ήταν καθισμένος οκλαδόν επάνω στο κρεβάτι, η πόρτα του δωματίου χτύπησε.
Τα μάτια του Γεώργιου, που έτυχε να είναι κλειστά εκείνη τη στιγμή, άνοιξαν. Ποιος μπορεί να ήταν τώρα; «Περάστε,» φώναξε.
Η πόρτα άνοιξε, και η Ευτυχία μπήκε, ντυμένη μ’έναν πράσινο ιερατικό χιτώνα που είχε σκισίματα στα πόδια και στα χέρια, αποκαλύπτοντας περισσότερο λευκόδερμο σώμα απ’ό,τι συνήθως. Το πρόσωπό της σκεπαζόταν από τη μάσκα της ιεροσύνης, φυσικά, αλλά τα μακριά, κατάξανθα μαλλιά της ήταν λυτά, πέφτοντας αστραφτερά στους ώμους της.
Έκλεισε πίσω της την πόρτα, έβγαλε τα υποδήματά της χωρίς να σκύψει – με τα πόδια της, γρήγορα και χαριτωμένα – και βάδισε θελκτικά προς το κρεβάτι. «Είμαι εδώ για να σου κάνω παρέα,» είπε στον Γεώργιο, «αν επιθυμείς.» Το Γερό Φίδι, που κοιμόταν παραδίπλα, στο στρώμα στο πάτωμα, η ιέρεια φαινόταν να το αγνοεί τελείως, να μην του δίνει καμιά σημασία, σαν να ήταν ακόμα ένα από τα άνοα ερπετά του Ναού.
Ο Γεώργιος αισθάνθηκε την Ευθαλία, που ήταν κουλουριασμένη πάνω στο κρεβάτι, να σαλεύει πλάι στον αριστερό του μηρό. «Τι είδους παρέα;» ρώτησε την Ευτυχία, κοιτάζοντάς την από πάνω ώς κάτω κι οφείλοντας να παρατηρήσει, γι’ακόμα μια φορά, ότι η μορφή της δεν ήταν καθόλου δυσάρεστη στο βλέμμα.
«Ό,τι παρέα προτιμάς,» αποκρίθηκε εκείνη και, ξεκουμπώνοντας δύο κουμπιά του χιτώνα της, έκανε τη μορφή της ακόμα πιο διαφανή από πριν: το πράσινο ένδυμα χώρισε μπροστά, δημιουργώντας ένα μεγάλο, τριγωνικό άνοιγμα από τον λαιμό μέχρι κάτω από τον αφαλό. Και στηθόδεσμο η Ευτυχία δεν φαινόταν να φορά από μέσα. Τα όμορφα, στητά στήθη της ίσα που κρύβονταν από τον χιτώνα. Η κοιλιά της ήταν επίπεδη, ο αφαλός της μια σκιερή κουκίδα.
Πλησίασε κι άλλο τον Οφιομαχητή, ανεβαίνοντας στο κρεβάτι, στα γόνατα. «Δεν είναι πρέπον ένας Φιλημένος να μην έχει όλες τις ανέσεις στον Ναό μας...» Έπιασε τις άκριες του χιτώνα, αυτές στους ώμους της, και έκανε να τον τραβήξει προς τα κάτω.
Ο Οφιομαχητής τη σταμάτησε, αγγίζοντας τους καρπούς της. «Είσαι εδώ με τη θέλησή σου;»
«Δε θα ερχόμουν αλλιώς,» αποκρίθηκε η Ευτυχία, ατενίζοντάς τον ευθέως, μοιάζοντας περίεργη γι’αυτόν, περίεργη να τον γνωρίσει καλύτερα – από κοντά.
«Δε σ’έστειλε ο Γεννάδιος;» επέμεινε ο Γεώργιος.
«Έχει καμιά σημασία, αφού είμαι εδώ με τη θέλησή μου;»
«Υποθέτω πως αυτό σημαίνει ναι.» Άφησε τους καρπούς της.
Η Ευτυχία έκανε τον χιτώνα να γλιστρήσει από τους ώμους της, να πέσει ώς τους γοφούς της, συγκρατημένος μόλις και μετά βίας εκεί. «Θα προτιμούσες, μήπως, να παίξουμε Δάγκωμα της Έχιδνας, ή να φύγω;» Το βλέμμα της μαρτυρούσε πως τίποτα από τα δύο δεν θα την άφηνε ευχαριστημένη, και το δεύτερο λιγότερο από το πρώτο.
Ο Γεώργιος κοίταζε το σώμα της, και νόμιζε πως ούτε περισκελίδα δεν φορούσε μέσα από τον χιτώνα. «Θα σε μάθω πώς δαγκώνει η Έχιδνα,» είπε στην ιέρεια, κι έπιασε τις άκριες του πράσινου ενδύματος, κάνοντάς το να γλιστρήσει ακόμα πιο κάτω. Είχε δίκιο, διαπίστωσε: δεν φορούσε περισκελίδα από μέσα, και οι λιγοστές τρίχες που έκρυβε ο χιτώνας ήταν τόσο ξανθές όσο αυτές στο κεφάλι της Ευτυχίας. Ο Οφιομαχητής τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση της και την παρέσυρε κοντά του, φιλώντας το πλάι του λαιμού της, φιλώντας την κάτω απ’το σαγόνι, εξερευνώντας συγχρόνως τις καμπύλες της ράχης της. Την άκουσε να βαριανασαίνει ξαφνικά μες στην αγκαλιά του. Την ξάπλωσε στο κρεβάτι, σέρνοντας τη γλώσσα του πάνω στο αριστερό της στήθος, δαγκώνοντας φευγαλέα την ερεθισμένη θηλή. Η Ευτυχία έβγαλε μια κραυγή.
«Να πω στο Γερό Φίδι να φύγει;» ρώτησε ο Οφιομαχητής.
«Δε μ’ενοχλεί,» αποκρίθηκε εκείνη, ξέπνοη.
Και ο Οφιομαχητής συνέχισε να εξερευνά τη γεωγραφία της, από τη μια άκρη της λευκόδερμης ηπειρονήσου ώς την άλλη...
Η Ευθαλία κουλουριάστηκε πάνω σ’έναν στύλο του κρεβατιού, παιχνιδίζοντας τη γλώσσα της, συρίζοντας κάπου-κάπου, σαν να είχε πειραχτεί από την απρόσμενη παρουσία της ιέρειας.
Το Γερό Φίδι ξύπνησε σε κάποια στιγμή και κοίταξε τι γινόταν στο κρεβάτι, αλλά, δίνοντας λίγη σημασία, ξανάκλεισε τα βλέφαρα και συνέχισε τον ύπνο του στο πάτωμα. Ο ανθρώπινος ερωτισμός δεν το ενδιέφερε. Οι άποδες ερπετοειδείς δεν ερωτοτροπούσαν σαν τους ανθρώπους. Και οι γυναίκες τους δεν κυοφορούσαν· έκαναν αβγά.
Όταν ο Οφιομαχητής αισθανόταν έτοιμος, αρκετή ώρα αφότου αισθανόταν έτοιμος – δεν του άρεσε να βιάζεται, ποτέ – και η Ευτυχία ήταν ενθουσιασμένη από τη συνάντησή της μαζί του, την παρέσυρε από πάνω του με την ίδια ευκολία που θα παρέσερνε μια ελαφριά γάτα, και την άφησε να τον καβαλήσει. Το πάθος της ήταν έκδηλο· ακόμα κι αν ήθελε δεν θα μπορούσε να το κρύψει, μάλλον. Τα χέρια της γαντζώνονταν επίμονα στο κατάμαυρο σώμα του Φιλημένου, τα χείλη της ρουφούσαν τα δικά του, ρουφούσαν τη σάρκα τους, οι γοφοί της τρίβονταν πάνω στους δικούς του, τραβώντας τον μέσα της όσο περισσότερο μπορούσε, ταλαντευόμενη. Μετά από λίγο, κραύγασε, κάνοντας πίσω, ρίχνοντας τα μαλλιά της στην πλάτη, τα οποία ο Γεώργιος άρπαξε με το δεξί χέρι, κρατώντας τα γερά, καθώς ένιωθε και τη δική του ορμή να φτάνει στην κορύφωσή της.
Ύστερα, ήταν ξαπλωμένοι οι δυο τους στο κρεβάτι για κάποια ώρα, ξεκουράζονταν, αν και ο Γεώργιος δεν αισθανόταν πραγματικά κουρασμένος, έχοντας εντός του την απάνθρωπη δύναμη της Έχιδνας. Το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου μουρμούριζε μες στο μυαλό του, για καλό και για κακό· γιατί πολλές φορές ο έρωτας τού έφερνε ισχυρή οργή που μπορούσε να αποδειχτεί επικίνδυνη· το είχε διαπιστώσει από παλιά. Και όταν θυμόταν τι είχε κάνει σε κάποιες γυναίκες αισθανόταν μεγάλη ντροπή. Αλλά ό,τι είχε γίνει, είχε γίνει. Ο άνεμος φυσά πάντοτε προς τα εμπρός, Γεώργιε, του είχε πει κάποτε ο Γέρος του Ανέμου. Τον έχεις δει να φυσά ποτέ προς τα πίσω;
Κι εκείνος είχε αποκρίθηκε: Μα, τη μια μπορεί να φυσά προς τα βόρεια και την άλλη προς τα νότια; Άρα, φυσά και προς τα πίσω.
Ο Γέρος είχε γελάσει. Όταν φυσά προς τα βόρεια, είχε εξηγήσει, πάει μπροστά. Όταν φυσά προς τα νότια, πάλι μπροστά πάει. Καταλαβαίνεις; Δεν έχει στο νου του την έννοια του «πίσω». Ο άνεμος που φυσά προς τα βόρεια δεν είναι ο ίδιος που φυσά προς τα νότια.
«Έχεις ένα τσιγάρο;» ρώτησε η Ευτυχία, τεντώνοντας το όμορφο σώμα της επάνω στο κρεβάτι σαν για να ξεμουδιάσει.
Ο Γεώργιος έπιασε το πακέτο που είχε στο κομοδίνο και το έστρεψε, ανοιχτό, προς τη μεριά της, μ’ένα τσιγάρο να προεξέχει. Η Ευτυχία το άρπαξε με τα δόντια της και το τράβηξε. Ο Γεώργιος τής το άναψε μ’έναν ενεργειακό αναπτήρα. Ξαπλωμένη ανάσκελα, ρούφηξε καπνό και τον φύσηξε από τα χείλη, προς το ταβάνι. Ο Οφιομαχητής επέστρεψε το πακέτο και τον αναπτήρα στο κομοδίνο.
Αναρωτήθηκε γιατί ο Γεννάδιος την είχε στείλει εδώ. Για να τον κρατά απασχολημένο, μήπως; Είχε μαντέψει ο Αρχιερέας ότι μπορεί, μες στη νύχτα, να πήγαινε στο ελικόπτερο; Αποκλείεται, σκέφτηκε ο Οφιομαχητής. Είναι δυνατόν να είναι τόσο... οξυδερκής; Αυτό θα ήταν στα όρια τού να έχει μαντικές δυνάμεις, μα την Έχιδνα!
Αλλά, από την άλλη, ο Γεώργιος δεν το είχε κρύψει ότι ήθελε να φύγει από εδώ, ότι δεν σκόπευε να μείνει...
Η Ευτυχία ρώτησε: «Το κάνεις έτσι με όλες τις γυναίκες;» κοιτάζοντάς τον με τις άκριες των ματιών της.
«Ναι,» απάντησε ο Οφιομαχητής, ξαπλωμένος στο πλάι, στηρίζοντας το κεφάλι του στο δεξί χέρι, κοιτάζοντας το σώμα της. Η Ευθαλία κατέβηκε από τον στύλο όπου ήταν κουλουριασμένη και ήρθε να συρθεί ανάμεσά τους – πράγμα που δεν φάνηκε να ενοχλεί την Ευτυχία. Όπως ήταν αναμενόμενο, άλλωστε. Ο Γεώργιος την είχε δει τόσες φορές με ερπετά επάνω της.
Η ιέρεια μειδίασε και τράβηξε ακόμα μια τζούρα απ’το τσιγάρο. «Κι εγώ που νόμιζα ότι με θεωρούσες... ξεχωριστή.»
«Σε θεωρώ.»
«Με κολακεύεις;»
«Ναι.»
Η Ευτυχία γέλασε. «Μ’αρέσει να με κολακεύουν,» είπε, καπνίζοντας.
«Το υποψιαζόμουν.» Της πήρε το τσιγάρο απ’το χέρι και τράβηξε μια τζούρα προτού της το επιστρέψει. «Να σου κάνω κι εγώ μια ερώτηση;»
«Την έχεις κερδίσει, σίγουρα,» του είπε, υπομειδιώντας. «Ρώτα.»
«Ποια είναι η σχέση σου και της Ζωής με τον Αρχιερέα; Απλές ιέρειες δεν είστε; Έχετε κάποιον άλλο τίτλο μες στον Ναό;»
Η Ευτυχία γέλασε ξανά. «Ποια νομίζεις εσύ ότι είναι η σχέση μας με τον Γεννάδιο;» είπε καθώς το τσιγάρο της έφτανε στο τέλος του.
«Νομίζω ότι μοιάζετε με γυναίκες του. Αλλά δεν μπορώ να είμαι σίγουρος.»
«Είμαστε νύμφες του.»
«Νύμφες; Είναι αυτός κάποιος... ιερατικός όρος;»
«Όχι ακριβώς. Αλλά ο Αρχιερέας» – κοίταξε προς τη μεριά του κομοδίνου, αναζητώντας τασάκι· ο Γεώργιος τής πήρε πάλι το τσιγάρο και το έσβησε ο ίδιος – «έχει δικαίωμα να έχει όσες νύμφες επιθυμεί. Σπάνια, βέβαια, έχει παραπάνω από τρεις. Δεν είναι ιερατικός τίτλος το να είσαι νύμφη του· είναι απλώς... Σε ξεχωρίζει μέσα στον Ναό. Είσαι μέρος της βούλησης του Αρχιερέα.»
«Κι αν είναι Αρχιέρεια; Ισχύει το ίδιο;» Ο Γεώργιος πήγαινε στοίχημα ότι αυτό το έθιμο με τον Αρχιερέα και τις νύμφες σίγουρα δεν υπήρχε στην Ιχθυδάτια – ειδικά με την Αθανασία εκεί.
«Όχι,» είπε η Ευτυχία. «Και η Αρχιέρεια, φυσικά, μπορεί να έχει εραστές ανάμεσα από το ιερατείο, ή και ερωμένες, όπως και κάθε άλλος ιερωμένος. Όμως δεν θεωρούνται... σύζυγοί της, ή τίποτα τέτοιο. Δεν είναι κάτι που τους ξεχωρίζει απ’τους υπόλοιπους.»
Ο Γεώργιος ήταν πλέον απόλυτα σίγουρος ότι αυτό το έθιμο δεν υπήρχε και στην Ιχθυδάτια. «Γιατί;»
«Τι ‘γιατί’;»
«Γιατί υφίσταται αυτή η διαφορά ανάμεσα στον Αρχιερέα και στην Αρχιέρεια;»
«Σ’ενδιαφέρει το τυπικό, ε;»
«Είμαι περίεργος,» είπε ο Γεώργιος, καθώς άφηνε την Ευθαλία να τυλιχτεί γύρω από τον αριστερό πήχη του και η Ευτυχία την κοίταζε με βλέμμα οριακά ζηλόφθονο, σαν να ευχόταν να μπορούσε κι εκείνη να τυλιχτεί ακριβώς έτσι γύρω από κάθε σημείο του σώματος του Φιλημένου.
Του είπε: «Ο Αρχιερέας είναι άντρας που υποτίθεται ότι η Μεγάλη Κυρά έχει ξεχωρίσει ανάμεσα από τους υπόλοιπους, γι’αυτό βρίσκεται και στη θέση που βρίσκεται. Επομένως, οι ιέρειες της Έχιδνας μπορούν να έχουν... ιδιαίτερη σχέση μαζί του. Είναι ιερή πράξη το να είσαι η προέκταση της βούλησης ενός άντρα που η Μεγάλη Κυρά έχει ξεχωρίσει.»
«Και αυτό δεν ισχύει για την Αρχιέρεια; Η Έχιδνα δεν την έχει ‘ξεχωρίσει’;»
Η Ευτυχία τον κοίταξε σαν να ήταν μικρός ακόμα και να μην αντιλαμβανόταν το αυτονόητο. «Η Αρχιέρεια είναι γυναίκα, Γεώργιε!» είπε, σχεδόν διασκεδασμένη. «Δε χρειάζεται η Μεγάλη Κυρά να την έχει ξεχωρίσει. Δεν είναι το ίδιο όπως με έναν άντρα. Ο Αρχιερέας θεωρείται παιδί και, συγχρόνως, σύζυγος της Έχιδνας. Στέκεται δίπλα της. Η Αρχιέρεια είναι απλά παιδί της· στέκεται από κάτω της.»
«Αρχίζω να καταλαβαίνω.» Αλλά αποκλείεται το ιερατείο της Ιχθυδάτιας να έχει τις ίδιες απόψεις με το δικό σας, πρόσθεσε νοερά, προτιμώντας να μην κάνει κανένα σχόλιο γι’αυτό.
«Το ήξερα ότι είσαι πανέξυπνος,» τον πείραξε η Ευτυχία, και φίλησε τα χείλη του, πεινασμένα, γαντζώνοντας το χέρι της πίσω απ’τον λαιμό του.
Δεν έφυγε απ’το δωμάτιό του όλη τη νύχτα, και ο Γεώργιος δεν ήθελε να της ζητήσει να φύγει· ήταν σίγουρος πως δεν θα το έβλεπε με καλό μάτι. Ούτε ο ίδιος βγήκε απ’το δωμάτιο όταν τελικά την πήρε ο ύπνος δίπλα του. Δεν το έκρινε φρόνιμο να το ρισκάρει να ξυπνήσει και να μην τον βρει εκεί. Έμεινε, έτσι, στο δωμάτιο μέχρι το πρωί, αφήνοντας την Πάροδο του Πράου Ανέμου να μουρμουρίζει εντός του. Η ανίχνευση για το ελικόπτερο θα έπρεπε να περιμένει λίγο.
Όταν ξημέρωσε, η Ευτυχία σηκώθηκε απ’το κρεβάτι, πήγε στην τουαλέτα, και μετά επέστρεψε, έπιασε τον χιτώνα της από κάτω, και τον φόρεσε, κουμπώνοντας τα κουμπιά που έκαναν το τριγωνικό άνοιγμα στη μπροστινή μεριά να κρύβεται. Πλησίασε τον Γεώργιο, που τώρα στεκόταν πλάι στο παράθυρο κοιτάζοντας έξω, και τον αγκάλιασε και τον φίλησε. «Πρέπει να πηγαίνω,» του είπε. «Αλλά αυτή δεν θα είναι η τελευταία φορά που με βρίσκεις κοντά σου.»
«Να πεις στον Γεννάδιο ότι μπορεί να σε κλέψω φεύγοντας απ’τον Ναό του. Πριν από όχι και τόσο πολύ καιρό, ήμουν κουρσάρος.»
Η Ευτυχία γέλασε. «Καλύτερα όχι. Ίσως να δυσαρεστηθεί μαζί σου.» Αλλά δεν είπε αν η ίδια θα δυσαρεστείτο αν όντως την έκλεβε.
Απομακρύνθηκε απ’τον Οφιομαχητή, φόρεσε τα παπούτσια που είχε αφήσει κοντά στο κατώφλι της πόρτας, πάλι χωρίς να χρησιμοποιήσει τα χέρια της, και έφυγε από το δωμάτιο.
Το Γερό Φίδι κοιμόταν ακόμα. Η Ευθαλία έμοιαζε ευχαριστημένη που της είχαν αφήσει όλο το κρεβάτι για τον εαυτό της.
Μετά από λίγο, η πόρτα χτύπησε.
«Περάστε,» είπε ο Γεώργιος, και μια δόκιμη μπήκε φέρνοντας πρωινό το οποίο άφησε πάνω στο γραφείο.
«Αν θέλετε κάτι άλλο...;» είπε, περιμένοντας.
«Όχι. Όλα είναι εντάξει.»
Η δόκιμη έκανε μια βιαστική υπόκλιση και αποχώρησε.
Ο Οφιομαχητής ήπιε μια γουλιά από τον ζεστό καφέ στην κούπα. Ελικόπτερο, σκέφτηκε. Σήμερα πρέπει να δούμε πού ακριβώς είναι αυτό το γαμημένο ελικόπτερο, και αν το φυλάνε.
Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός του κουδούνισε. Τον έπιασε και δέχτηκε την κλήση με το πάτημα ενός κουμπιού.
«Ναι;»
«Καλημέρα, Γεώργιε.» Η Όλγα. «Τι θα γίνει; Τι θα κάνουμε, τελικά;»
«Δεν έχω αποφασίσει ακόμα. Αλλά σύντομα θ’αποφασίσω.»
«Θα έρθω στον Ναό σήμερα, κατά το μεσημέρι, μαζί με τον Νάθλεδιρ. Θέλει κι αυτός να σε δει.»
«Τι φοβάστε, ότι μ’έχουν κακοποιήσει;»
«Είμαι σίγουρη πως δεν θα τολμούσαν.»
«Έχεις δίκιο,» της είπε. «Θα σας περιμένω. Ο σηκός του Ναού είναι ανοιχτός για όλους, έτσι κι αλλιώς.»
Η τηλεπικοινωνία τερματίστηκε.
Το Γερό Φίδι, ακούγοντας τις ομιλίες (παρότι δεν καταλάβαινε λέξη, φυσικά), είχε σηκωθεί. Σύρθηκε προς το γραφείο, έπιασε ένα κουλουράκι από τον δίσκο – ένα κουλουράκι φτιαγμένο σαν φίδι – και το έβαλε στο στόμα του. Το μάσησε με όρεξη. Έγλειψε τα χείλη του.
Ο Οφιομαχητής τού έδωσε την άλλη κούπα καφέ. «Ή προτιμάς το τσάι;» Του το έδειξε.
Το Γερό Φίδι τα μύρισε και τα δύο, και διάλεξε το τσάι τελικά.
«Ελπίζω να μη σ’ενοχλήσαμε και πολύ στον ύπνο σου,» του είπε ο Οφιομαχητής πίνοντας μια γουλιά απ’τον καφέ του.
Ο ερπετοειδής δεν αποκρίθηκε, μοιάζοντας να μην καταλαβαίνει. Έφαγε ακόμα ένα οφιόσχημο κουλουράκι.
Ο Οφιομαχητής, μετά από λίγο, του είπε: «Περίμενε εδώ»· και, κάνοντάς του νόημα με το χέρι: «Μείνε εδώ. Εντάξει; Θα επιστρέψω.» Πλησίασε την πόρτα, την άνοιξε, και τον παρατήρησε για να δει την αντίδρασή του. Το Γερό Φίδι δεν επιχείρησε να τον ακολουθήσει. Ο Γεώργιος ένευσε προς τη μεριά του, κι έφυγε απ’το δωμάτιο.
Βάδισε ξανά μέσα στον Υψηλό Ναό της Μικρυδάτιας ενώ ήταν βέβαιος πως μάτια τον κοίταζαν με κάθε ευκαιρία: ναοφύλακες που στέκονταν σε γωνίες, φρουρώντας· δόκιμοι και ιερωμένοι που περνούσαν. Κανείς όμως δεν τον παρακολουθούσε ενεργά, νόμιζε, κανείς δεν ήταν πίσω του. Καλό αυτό. Αλλά όφειλε να είναι προσεχτικός.
Όχι πως πήγαινε να κάνει κανένα έγκλημα, βέβαια. Κι ο Αρχιερέας μπορεί ήδη να έχει μαντέψει τι έχω στο μυαλό μου. Ίσως να μην έπρεπε να είχα πει τίποτα στον Αργύριο· να μην του είχα πει ότι πρόσεξα καν το ελικόπτερο.
Κατευθυνόταν προς τη μεριά όπου πίστευε πως είχε δει το αεροσκάφος, έχοντας πάντα το νου του για σκάλες. Ανεβαίνοντας. Και δεν δυσκολεύτηκε και τόσο να καταλήξει στον προορισμό του. Δεν ήταν σε κανένα κρυφό μέρος. Φτάνοντας στην κορυφή μιας σκάλας βρέθηκε στην οροφή όπου ήταν το μικρό ελικόπτερο, γυαλίζοντας στο φως των δίδυμων ήλιων της Υπερυδάτιας.
Κανείς δεν φαινόταν να το φυλάει.
Παράξενο...
Ο Γεώργιος κοίταξε εκεί γύρω για τηλεοπτικούς πομπούς, μα δεν είδε κανέναν. Ίσως να υπήρχαν αισθητήρες, σκέφτηκε, οι οποίοι κρύβονταν πιο εύκολα. Όχι πως και οι τηλεοπτικοί πομποί δεν μπορούσαν να κρυφτούν αν ήταν αρκετά λεπτοκαμωμένοι. (Γνώσεις από το αινιγματικό παρελθόν του.)
Όπως και νάχε, αφού είχε έρθει τώρα εδώ, δεν θα δίσταζε να προχωρήσει, είτε τον έβλεπαν είτε όχι. Πλησίασε το ελικόπτερο, άνοιξε την πόρτα του (ήταν ξεκλείδωτη), και μπήκε. Τα πάντα έμοιαζαν έτοιμα για πτήση. Ο Γεώργιος κάθισε στη θέση του πιλότου και, από περιέργεια, ενεργοποίησε την κονσόλα–
Δεν μπορούσε να ενεργοποιηθεί.
Δεν είχε ενέργεια.
Ο Γεώργιος κοίταξε τη θέση όπου έμπαινε η μεγάλη ενεργειακή φιάλη του σκάφους. Δεν υπήρχε φιάλη. Μάλιστα... Το αεροσκάφος ήταν σαν ένα κομμάτι βαρύ μέταλλο εδώ, επάνω στην οροφή· δεν πετούσε χωρίς ενέργεια. Πολύ έξυπνο, Πανιερότατε... Ο Οφιομαχητής αισθάνθηκε την οργή του να φουντώνει, να τον ωθεί να τσακίσει το ελικόπτερο, να το πετάξει από την ταράτσα, κάτω, στον περίβολο του Ναού! Αλλά το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου τον προστάτεψε από μια τέτοια, ασύνετη κίνηση.
Θα έβρισκε ενεργειακή φιάλη. Κάπως θα έβρισκε.
Ή αυτό ή – βγήκε απ’το αεροσκάφος κλείνοντας την πόρτα πίσω του – θα σκαρφιζόταν κάποιον άλλο τρόπο για να φύγει απ’τον Ναό μαζί με το Γερό Φίδι χωρίς να μπορούν να τους σταματήσουν οι άνθρωποι της Φρουράς που περίμεναν απέξω.
Κατέβηκε πάλι στο δωμάτιό του, όπου ο ερπετοειδής τον περίμενε έχοντας τελειώσει το πρωινό. Έβγαλε ένα σύριγμα απ’τα χείλη βλέποντας τον Γεώργιο.
Εκείνος τον πλησίασε και άγγιξε την αλυσίδα που τυλιγόταν σταυρωτά στο στήθος του, η οποία ήταν προσαρτημένη εκεί, οι περισσότεροι κρίκοι της περασμένοι μες στο δέρμα όπως περνάς ένα σκουλαρίκι στο αφτί. «Θες να το βγάλουμε αυτό;»
Το Γερό Φίδι τον ατένισε χωρίς να βλεφαρίζει και, προφανώς, χωρίς να καταλαβαίνει.
«Την αλυσίδα.» Ο Γεώργιος την τράβηξε, αλλά ελαφρά, για να μην τον πονέσει. «Να τη βγάλουμε;»
Το Γερό Φίδι τον κοίταξε προβληματισμένα. Τι προσπαθούσε να του πει ο συγγενής-κι-Αφέντης του; αναρωτήθηκε. Κάτι για την πανοπλία; Το Γερό Φίδι φορούσε την πανοπλία πάνω στο σώμα του από πολύ παλιά. Από τότε που είχε αρχίσει να πολεμά, με νίκες, για τον παλιό Αφέντη που δεν ήταν πια Αφέντης του.
«Ας τη βγάλουμε,» είπε ο Οφιομαχητής. «Δεν είσαι δούλος πια.» Και, πιάνοντας με τα δυο χέρια έναν κρίκο που ήταν γαντζωμένος στο πράσινο δέρμα του ερπετοειδή, τον έσπασε.
Το Γερό Φίδι έβγαλε ένα ανήσυχο σύριγμα, έκανε πίσω.
«Μην τρομάζεις,» του είπε ο Γεώργιος. «Δεν το χρειάζεσαι πια αυτό το πράγμα επάνω σου. Δεν είναι σωστό να είσαι... δεμένος έτσι.» Έπιασε ακόμα έναν κρίκο που γαντζωνόταν σε σάρκα και τον έσπασε. Κι ακόμα έναν.
Το Γερό Φίδι είχε μείνει ακίνητο τώρα, κοιτάζοντας τον συγγενή-κι-Αφέντη του με δέος. Γιατί του το έκανε αυτό; αναρωτιόταν. Γιατί του έβγαζε την πανοπλία; Πρέπει να υπήρχε κάποιος λόγος· δεν μπορεί να ήθελε το κακό του. Κι αισθανόταν πάλι λησμονημένα πράγματα να ξυπνάνε μες στην ψυχή του...
Ο Οφιομαχητής έσπασε έναν-έναν, με προσοχή, όλους τους κρίκους που πιάνονταν στο πράσινο δέρμα του ερπετοειδή· τμήματα της αλυσίδας έπεφταν στο πάτωμα. «Είσαι ελεύθερος,» του είπε, τελικά. «Τώρα» – έσκυψε κι έπιασε τα κομμάτια της αλυσίδας, την έτεινε προς το Γερό Φίδι – «εσύ αποφασίζεις αν και πώς θα το τυλίξεις αυτό γύρω σου. Πάρ’ το. Είναι δικό σου.»
Ο ερπετοειδής δίστασε προς στιγμή, σαν να μην ήξερε τι να κάνει. Ύστερα όμως πήρε την αλυσίδα στο χέρι του κι έβγαλε ένα μακρόσυρτο σύριγμα. Ο συγγενής-κι-Αφέντης του είχε κάνει κάτι το σημαντικό. Το καταλάβαινε. Η ψυχή του του το μαρτυρούσε.
Ο Οφιομαχητής ένευσε. «Ναι,» του είπε. «Είναι δικό σου.» Και πλησίασε το γραφείο, για να πιάσει τη μισοτελειωμένη κούπα του και να πιει μια γουλιά καφέ.
Οι ώρες κύλησαν αρκετά βαρετά, και το μεσημέρι ήρθε. Δύο επισκέπτες πέρασαν από τον περίβολο του Υψηλού Ναού χωρίς κανείς να τους σταματήσει (αν και οι ναοφύλακες κοίταζαν με κάποια καχυποψία τον άντρα με το κατάμαυρο δέρμα και τα κατάλευκα μαλλιά) και μπήκαν στον σηκό με το πελώριο άγαλμα της Έχιδνας στο κέντρο και το αυλάκι με τα ερπετά στην περιφέρεια. Η Όλγα αισθανόταν άβολα εδώ μέσα, νευρική, έτοιμη να τιναχτεί και ν’αρχίσει να τρέχει. Τη φρίκαραν οι ιερείς, οι ναοί, και οι θρησκείες. Ανέκαθεν τη φρίκαραν.
Ο Οφιομαχητής, όμως, δεν ήταν μακριά. Τους περίμενε, μαζί με το Γερό Φίδι, στεκόμενος σε μια σκιερή άκρη του σηκού, έχοντας υπόψη του ότι θα έρχονταν τούτη την ώρα.
Τώρα, τους πλησίασε, κι εκείνοι στράφηκαν να τον κοιτάξουν.
Ο Νάθλεδιρ χαμογέλασε. «Γεώργιε,» είπε σφίγγοντάς του τον ώμο με το ένα χέρι. «Τι μπορούμε να κάνουμε για να βοηθήσουμε;» Μιλούσε στη Συμπαντική.
«Τίποτα,» αποκρίθηκε εκείνος. «Τίποτα δε χρειάζεται να κάνετε. Δεν πρέπει να μπλεχτείτε σε τούτη την υπόθεση. Τους είδατε τους ανθρώπους της Φρουράς έξω απ’τον Ναό;»
Η Όλγα ένευσε. «Ναι, τώρα τους είδαμε. Πραγματικά, στέκονται εκεί, όλη μέρα κι όλη νύχτα, και σε περιμένουν να βγεις;»
«Έτσι φαίνεται.»
«Δε μπορούν οι ιερείς να τους διώξουν;»
«Όχι. Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να μου προσφέρουν άσυλο· τίποτα περισσότερο. Και, μάλλον, θα ήθελαν να μείνω εδώ.»
«Τι εννοείς;» ρώτησε η Όλγα.
«Είμαι ιερό πρόσωπο γι’αυτούς. Προσδίδω... αίγλη στον Ναό τους, σύμφωνα με τη λογική τους.»
«Δε θα μείνεις όμως...» είπε ο Νάθλεδιρ κοιτάζοντάς τον σχεδόν φοβισμένος.
Το Γερό Φίδι έβγαλε ένα σύριγμα, διαισθανόμενο την ξαφνική οργή του συγγενή-κι-Αφέντη του. Ο Οφιομαχητής είπε: «Θα είχα ήδη φύγει, αν δεν ήταν ο φίλος μου.» Έδειξε με το βλέμμα τον ερπετοειδή που στεκόταν πλάι του.
Η Όλγα κοίταξε το Γερό Φίδι με κάποιο φόβο. «Είναι άγριος.»
Ο Γεώργιος την αγριοκοίταξε. «Κι εγώ. Αλλά όχι δούλος. Και θα τον πάρω μαζί μου φεύγοντας απ’τη Νερκάλη· δε θα τους αφήσω να τον υποδουλώσουν ξανά.»
Η Όλγα ψιθύρισε: «Έχεις κάποιο σχέδιο, λοιπόν;»
«Ίσως.»
«Τι ‘ίσως’; Πες μας! Πρέπει να ξέ–»
«Υπομονή,» τη διέκοψε ο Γεώργιος. «Θα σας ειδοποιήσω μόλις είναι η ώρα. Να είστε έτοιμοι.»
«Να παρατήσω τη δουλειά μου;» τον ρώτησε ο Νάθλεδιρ.
Ο Γεώργιος το σκέφτηκε προς στιγμή. Ύστερα είπε: «Όχι· δεν υπάρχει λόγος.»
Και συνέχισαν να μιλάνε για λίγο ακόμα, στεκόμενοι σε μια άκρη του μεγάλου σηκού, κοντά στο αυλάκι με τα ερπετά, κάτω από τις εντυπωσιακές τοιχογραφίες που απεικόνιζαν ερπετά, και γυναίκες να ερωτοτροπούν με ερπετά, και γυναίκες-ερπετά, και άντρες να ερωτοτροπούν μαζί τους, και ερπετά τυλιγμένα πάνω στα σώματα ανθρώπων.
Ο Αργύριος, ο Πρωθιερέας του Υψηλού Ναού, τους κοίταζε από κάποια απόσταση. Δεν ήταν βέβαιος αν τον είχε δει ο Οφιομαχητής, αλλά δεν προσπαθούσε και πολύ να κρυφτεί· δεν τον ενδιέφερε τόσο. Ο ξένος με το κατάμαυρο δέρμα και τα κατάλευκα μαλλιά – αυτός ο Νάθλεδιρ, όπως τον είχε ονομάσει ο Γεώργιος – δεν του πολυάρεσε. Δεν τους εμπιστευόταν τους εξωδιαστασιακούς ο Αργύριος· είχαν παράξενες νοοτροπίες, και ορισμένοι ήταν καταφανώς ύποπτοι.
Τέλος πάντων. Το πρόβλημα τώρα δεν ήταν ο λευκομάλλης, μαυρόδερμος άντρας.
Ο Πρωθιερέας σύντομα συνάντησε τον Αρχιερέα σ’ένα από τα δωμάτια του ενδόναου, και τον ρώτησε: «Τι νέα από τον Άρχοντα, Πανιερότατε; Το... εγκατέλειψε το ζήτημα;»
«Αντιθέτως. Είναι επίμονος. Ειδικά στο θέμα του ιερού οφιόμορφου. Ζητά να τον παραδώσουμε στον κύριό του, κι ας κρατήσουμε τον Οφιομαχητή. Ο τελευταίος είναι ιερό πρόσωπο, λέει· ο πρώτος δεν είναι.
»Του είπα, βέβαια, πως δεν έχει δίκιο ακριβώς: όλοι οι ιεροί οφιόμορφοι είναι ιερά πρόσωπα για τον Ναό.» Ο Γεννάδιος βημάτιζε μες στο δωμάτιο, προβληματισμένος. «Αλλά τότε μου αποκρίθηκε: ‘Και τι σκοπεύετε να κάνετε τώρα, Πανιερότατε; Να παρεμβαίνετε κατά το δοκούν στα δρώμενα της πόλης; Να αρπάζετε τους δούλους από τους ανθρώπους που τους έχουν αγοράσει; Ο ερπετοειδής είναι άγριος, άλλωστε,’ είπε. ‘Δεν μιλά καν, απ’ό,τι ξέρω.’»
«Αρκετά... θρασύς ο Ιωάννης Κερβάκλιος,» παρατήρησε ο Αργύριος, που δεν βημάτιζε αλλά είχε τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος και ήταν το ίδιο προβληματισμένος με τον Αρχιερέα.
«Ανέκαθεν έτσι δεν ήταν;» αποκρίθηκε ο Γεννάδιος.
Η Ζωή, που τύχαινε να είναι εκεί, καθισμένη σε μια πολυθρόνα, είπε: «Φοβάται τη δυσαρέσκεια του κόσμου. Είναι πολιτικός.» Και πρόσθεσε: «Ίσως θα έπρεπε να βρούμε έναν τρόπο να δώσουμε τον ιερό οφιόμορφο στον αφέντη του, για να τελειώνει αυτή η ιστορία.»
«Και περιμένεις ότι ο Οφιομαχητής θα συμφωνήσει;» της είπε ο Γεννάδιος.
«Προφανώς και όχι. Θα χρειαστεί κάπως να... τον ξεγελάσουμε.»
Η όψη του Αργύριου σκοτείνιασε. «Δε νομίζω αυτό να έχει καλή κατάληξη. Επιπλέον, ο ιερός οφιόμορφος είναι ιερός οφιόμορφος, δεν είναι;»
«Και η Νερκάλη, όμως, είναι η Νερκάλη, Αργύριε,» του θύμισε ο Γεννάδιος.
Κι άλλες ώρες πέρασαν.
Αυτή τη φορά, ο Αρχιερέας δεν είχε καλέσει τον Φιλημένο σε γεύμα· τον είχε αφήσει να γευματίσει όπου εκείνος ήθελε, και ο Γεώργιος αποφάσισε να φάει στην Εστία του ενδόναου, μαζί με το Γερό Φίδι, απλά και μόνο για να δει τις αντιδράσεις των ιερωμένων και των δόκιμων εκεί. Δεν ήταν διαφορετικές απ’ό,τι περίμενε. Σ’όλους τους ναούς κάπως έτσι τον έβλεπαν. Αλλά εδώ, στον Υψηλό Ναό της Μικρυδάτιας, παρατηρούσε επιπλέον έναν κάποιο προβληματισμό. Οι ναΐτες είχαν στο μυαλό τους περισσότερα απ’ό,τι αλλού, στην Ιχθυδάτια ή στην Κεντρυδάτια, όπου δεν τους έλεγαν ναΐτες. Μάλλον, επειδή ο Ναός τους βρισκόταν μέσα στη μεγαλούπολη, αν και στα άκρα της. Ή, τουλάχιστον, έτσι πίστευε ο Γεώργιος.
Το Γερό Φίδι έφαγε με όρεξη. Νόμιζε πως αισθανόταν – για κάποιο λόγο – καλύτερα τώρα που ο συγγενής-κι-Αφέντης του του είχε βγάλει την πανοπλία. Κι άλλα κοιμισμένα πράγματα ξυπνούσαν μες στην ψυχή του...
Η Όλγα και ο Νάθλεδιρ είχαν προ πολλού φύγει από τον Υψηλό Ναό της Μικρυδάτιας και επιστρέψει στον άλλο Ναό – το ξενοδοχείο τους. Αφού άφησαν στο γκαράζ εκεί τα δίκυκλά τους πήγαν σ’ένα τοπικό εστιατόριο για να φάνε, και κάθισαν τελικά για κάμποση ώρα, κουβεντιάζοντας. Η Όλγα αισθανόταν παραξενεμένη που έβρισκε τόσα να πει μ’έναν εξωδιαστασιακό. Παλιότερα, δεν τους συμπαθούσε τους εξωδιαστασιακούς, αλλά τώρα αυτό είχε αλλάξει, νόμιζε. Ή, τουλάχιστον, είχε αλλάξει για την περίπτωση του Νάθλεδιρ και του Γεώργιου – αν ο Οφιομαχητής ήταν όντως από άλλη διάσταση, δηλαδή. Η αλλαγή δεν τη δυσαρεστούσε. Είχε αρχίσει να γίνεται πιο θαλασσογυρισμένη, από διάφορες απόψεις. Κι αυτό τής άρεσε.
Καθώς οι σκιές πλήθαιναν στη Νερκάλη, η Όλγα κι ο Νάθλεδιρ έφυγαν από το εστιατόριο και βάδισαν νωχελικά προς τον Ναό. Ένας ψυχρός άνεμος σφύριζε μες στους δρόμους του Κόρφου.
Οκτώ δικυκλιστές παρουσιάστηκαν ξαφνικά από δυο διαφορετικές κατευθύνσεις – τέσσερις αποδώ, τέσσερις αποκεί – οδηγώντας καταπάνω τους. Ο Νάθλεδιρ αντιλήφτηκε πρώτος τον κίνδυνο. «Εχθροί!» είπε, και τράβηξε το ξιφίδιο που έκρυβε κάτω από την κάπα του. Τη σότραθ δεν την είχε μαζί του, γιατί μέχρι στιγμής τα πράγματα τού φαίνονταν ειρηνικά εδώ, στην παράξενη μεγαλούπολη. Δεν υπήρχαν πιθανοί κίνδυνοι πίσω από κάθε σκιά, φυλλωσιά, και κορμό, όπως στο Δάσος των Ψυχών, στη Μοργκιάνη.
«Τι;» έκανε η Όλγα, σαστισμένη· και, για κάποιο λόγο, στο μυαλό της ήρθαν αμέσως ο Θρασύβουλος και το τσούρμο του.
Αλλά δεν ήταν αυτοί επάνω στα δίκυκλα· ήταν κάποιοι άγνωστοι, οι οποίοι αμέσως τους περιτριγύρισαν, κάνοντας βόλτες γύρω τους σαν για να τους ζαλίσουν· κι ένας έριξε στον Νάθλεδιρ με ενεργειακό πιστόλι. Ο Μοργκιανός χτυπήθηκε στη ράχη και, με μια κραυγή, σωριάστηκε στο πλακόστρωτο, βλέποντας χρώματα και σκοτοδίνες να χορεύουν μπροστά του.
Η Όλγα ούρλιαξε: «Βοήθεια!» αλλά κανείς δεν προλάβαινε να τη βοηθήσει. Ένας από τους καβαλάρηδες των δίκυκλων την άρπαξε απ’τη μέση και τη σήκωσε πάνω στο όχημά του. Της έκλεισε το στόμα με το χέρι του. Η Όλγα τού δάγκωσε την παλάμη, δυνατά. Ο άντρας τη χαστούκισε. Της είπε: «Μην κάνεις φασαρία και δε θα πάθεις τίποτα. Με καταλαβαίνεις;»
Οι δικυκλιστές ήδη έφευγαν, εγκαταλείποντας εκείνο το σημείο του Κόρφου, αφήνοντας τον Νάθλεδιρ μισολιπόθυμο πίσω τους. Όταν ο Μοργκιανός κατάφερε να σηκωθεί πάλι, πιάνοντας έναν τοίχο, παλεύοντας με τον εαυτό του για να μη χάσει τις αισθήσεις του, οι κακοποιοί είχαν εξαφανιστεί. Και η Όλγα μαζί τους.
Στον Υψηλό Ναό της Έχιδνας, ο Οφιομαχητής στεκόταν μπροστά στο παράθυρό του ακούγοντας το τζάμι να τρίζει καθώς το χτυπούσε ο άνεμος από τις ατέρμονες θάλασσες της Υπερυδάτιας. Η Ευθαλία ήταν απλωμένη στους ώμους του. Στο μυαλό του ήταν το ελικόπτερο, και πώς μπορούσε να βρει μια ενεργειακή φιάλη κατάλληλη γι’αυτό. Δεν έκανε μια οποιαδήποτε. Χρειαζόταν μία από τις μεγάλες φιάλες Υ-3. Πού να είχαν τέτοιες στον Ναό; Στην αποθήκη, ίσως. Θα πρέπει, λοιπόν, ν’ανοίξω κάποιες κλειστές πόρτες... πράγμα που μέχρι στιγμής είχε προσπαθήσει – και είχε καταφέρει – να αποφύγει.
Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός του κουδούνισε από το γραφείο.
Το Γερό Φίδι σύριξε, κουλουριασμένο στο στρώμα του στο πάτωμα.
Ο Γεώργιος παραξενεύτηκε. Ποιος μπορεί να τον καλούσε τώρα; Μόνο η Όλγα ή ο Νάθλεδιρ. Αλλά δεν είχε περάσει και πολλή ώρα από τότε που βρίσκονταν εδώ. Αν αυτή η Όλγα ήθελε πάλι να γκρινιάξει για το πότε θα έφευγαν.... Ο Οφιομαχητής καταπολέμησε την οργή του με το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου καθώς πλησίαζε τον πομπό και τον έπιανε από το γραφείο.
Στη μικρή οθόνη της συσκευής είδε έναν άγνωστο τηλεπικοινωνιακό κώδικα. Πάτησε το πλήκτρο της αποδοχής. «Μάλιστα;»
«Είσαι ο Γεώργιος; Ο άνθρωπος που λένε ‘Μαύρο Ξένο’ στις αρένες; Αυτός που επίσης λένε ‘Οφιομαχητή’;»
«Ποιος ρωτά;» Και πώς σκατά βρήκες τον τηλεπικοινωνιακό μου κώδικα, όποιος κι αν είσαι; Αλλά τούτη η ερώτηση ήταν για μετά. Η οργή του έβραζε.
«Μου έκλεψες τον δούλο μου–»
(Αυτή η φωνή! Φυσικά. Το κάθαρμα, ο Νικόλαος Καρβίλιος!)
«–Τώρα, σου έκλεψα κι εγώ κάτι... Οφιομαχητή. Κοντά μου έχω μια φίλη σου. Μου λέει πως τη λένε Όλγα.»
Διονυσία:
Αυτό που μου ζητάνε είναι εξωφρενικό. Να προδώσω έτσι τον Γεώργιο...
Είναι προφανές ότι θα του έχουν στήσει παγίδα εκεί όπου θέλουν να τον οδηγήσω, σε μια από τις αποβάθρες της Νήσου Κάλδνης, μέσα σ’ένα μεγάλο μεταλλικό κιβώτιο μεταφοράς. Δεν ξέρω τι ακριβώς έχουν στο μυαλό τους, βέβαια – ο Δαμιανός δεν μου είπε τίποτα – αλλά τι άλλο να είναι εκτός από παγίδα για τον Οφιομαχητή; Εξαρχής ήθελαν να τον αιχμαλωτίσουν.
Δε μπορώ να τους βοηθήσω! Δε μπορώ!
Αλλά τι να κάνω; Πώς αλλιώς να πάρω τον Αρσένιο από τα χέρια τους;
Στριφογυρίζω μες στο σαλόνι, δαγκώνοντας τη γροθιά μου.
Να ειδοποιούσα τη Χωροφυλακή; Αλλά αν ο Δαμιανός το μάθει; Και θα το μάθει. Σίγουρα θα το μάθει· κάποιο τρόπο θα έχει. Το είπε· με προειδοποίησε. Και τότε, θα κάνει κακό στον Αρσένιο. Ίσως ακόμα και να τον σκοτώσει.
Δε μπορώ να το ρισκάρω. Δεν γίνεται.
Αλλά ούτε και μόνη μου μπορώ να τον γλιτώσω από τα χέρια τους. Από κάπου πρέπει να ζητήσω βοήθεια.
Από πού;
Από πού;
Αν ήξερα τίποτα ύποπτους, τίποτα ανθρώπους του υπόκοσμου, τίποτα τυχοδιωκτικούς τύπους... αλλά δεν ξέρω τέτοιους. Δεν ξέρω κανέναν τέτοιο. Είμαι καταδικασμένη! Μ’εξαναγκάζουν να προδώσω τον Γεώργιο. Ή τον Γεώργιο ή τον Αρσένιο – δεν μπορώ να διαλέξω ανάμεσά τους! Δεν μπορώ!
Αρπάζω ένα από τα μαξιλάρια του σοφά και, βγάζοντας μια οργισμένη κραυγή, το εκτοξεύω καταπάνω στον πίνακα στον τοίχο, νιώθοντας δάκρυα να κυλάνε στο πρόσωπό μου.
Και ξαφνικά, το μυαλό μου καθαρίζει:
Δεν ξέρω κανέναν τυχοδιωκτικό τύπο; Φυσικά και ξέρω! Τον Δημήτριο Ζερδέκη.
Στέκομαι ακίνητη μες στο σαλόνι, βαριανασαίνοντας. Θα μπορούσε αυτός, άραγε, να με βοηθήσει, ή σκέφτομαι ανοησίες; Ή θα βάλω τη ζωή του Αρσένιου σε κίνδυνο;
Τι να μπορεί να κάνει ο Δημήτριος; Δεν είναι καν από τη Μεγάπολη... Αλλά μοιάζει αρκετά θαλασσογυρισμένος – αν και δεν έχει ταξιδέψει σ’άλλη ηπειρόνησο, απ’ό,τι καταλαβαίνω – και ξέρει διάφορα... ύποπτα πράγματα. Διέρρηξε το σπίτι μου, άλλωστε, χωρίς να πάρω είδηση το παραμικρό – όχι πως αυτό είναι και τόσο δύσκολο, υποθέτω· το σπίτι μου δεν είναι κανένα οχυρό· αλλά τέλος πάντων, το έκανε. Ίσως να μπορεί να βοηθήσει. Ίσως να μπορεί.
Ένα φιδίσιο σύριγμα τρυπά τις σκέψεις μου. Στρέφομαι και βλέπω την Ευθαλία στο πάτωμα, με το κεφάλι της ορθωμένο, να με ατενίζει σαν να απαιτεί από εμένα να κάνω κάτι. Τώρα. Να σώσω και τον Αρσένιο και τον Γεώργιο, που και τους δύο τους αγαπά.
Αισθάνομαι ένα ρίγος να με διατρέχει· οι τρίχες μου σηκώνονται.
Έχω και αυταπάτες, γαμώτο!
Η Ευθαλία συρίζει ξανά.
«Εντάξει,» μουρμουρίζω, «εντάξει. Ας κάνουμε κάτι. Ας...» γλείφω τα ξεραμένα χείλη μου, «ας δούμε.» Ωραίο άτομο βρήκαν ο Γεώργιος κι ο Αρσένιος για να τους σώσει, σκέφτομαι. Είναι σκυλοπνιγμένοι κι οι δύο!
Ψυχραιμία, Διονυσία. Ίσως να τα καταφέρεις να πάρεις τον Αρσένιο από τα χέρια τους. Ίσως ο Δημήτριος να τα καταφέρει... αν θέλει, δηλαδή, να βοηθήσει ο άνθρωπος.
Θα τον μπλέξω...
Τέλος πάντων.
Βγάζω τον τηλεπικοινωνιακό πομπό από την τσάντα μου και– Για στάσου. Όχι. Μπορεί τα καταραμένα βατράχια να παρακολουθούν το σπίτι μου κάπως. Ναι, δεν αποκλείεται. Είναι πολύ πιθανό, μάλιστα.
Αισθάνομαι ιδρώτα να κυλά μέσα από τα ρούχα μου.
Θα πάω αλλού, σκέφτομαι. Θα πάω αλλού. Μια.. μια βόλτα... για να πάρω αέρα.
Ρίχνω τον πομπό μες στην τσάντα μου πάλι. Πιάνω την Ευθαλία από κάτω και τη βάζω κι αυτή στην τσάντα. Ανεβαίνω στο δωμάτιό μου, παίρνω από εκεί δύο μπαταρίες για να τις έχω εφεδρικές για το ενεργειακό πιστόλι μου, και τις κρύβω σε μια τσέπη του φορέματός μου. Παίρνω ένα ξιφίδιο από τη ντουλάπα (έχω κάποια λίγα όπλα για περιπτώσεις ανάγκης, φυσικά) και το δένω στη δεξιά μου κνήμη (το θηκάρι έχει λουριά επάνω). Αισθάνομαι περίεργα τώρα. Αισθάνομαι σαν ηρωίδα από μυθιστόρημα ή ταινία. Δεν είμαι εγώ αυτή. Εγώ είμαι μια μάγισσα του τάγματος των Βιοσκόπων που εργάζεται σε νοσοκομείο, γαμώτο! Τέλος πάντων. Κάτι πρέπει να κάνω. Διαισθάνομαι ότι, αλλιώς, η Ευθαλία θα τσαντιστεί πολύ μαζί μου. Άσε τις σαχλαμάρες, Διονυσία. Έχεις παραισθήσεις;
Βγαίνω από το σπίτι μου μες στη νύχτα. Βαδίζω στους απότομους δρόμους των Λοφότοπων. Βρίσκομαι σε τρομερή εγρήγορση. Νιώθω τα νεύρα μου τσιτωμένα. Είχα ποτέ άλλοτε στη ζωή μου βρεθεί σε τόσο μεγάλη εγρήγορση; Σίγουρα δεν κάνει καλό στον άνθρωπο τέτοιο πράγμα. Οι αισθήσεις μου είναι τσιτωμένες – η όραση, η ακοή – καθώς έχω διαρκώς το νου μου μήπως με παρακολουθούν.
Δε νομίζω, όμως, ότι είναι κανείς πίσω μου. Αλλά τι ξέρω εγώ από αυτά, γαμώτο; Τι είμαι, καμιά κατάσκοπος;
Πρέπει να γίνω. Γρήγορα.
Μουρμουρίζω τα λόγια για ένα Ξόρκι Εντοπισμού Ζωτικής Ενέργειας, ενώ συνεχίζω να βαδίζω. Οι αισθήσεις μου διευρύνονται καθώς οι δυνάμεις του σύμπαντος δρουν από μέσα μου. Αποκτώ μια αίσθηση πέρα των συνηθισμένων. Και δεν βρίσκω κανέναν άνθρωπο στο κατόπι μου. Ο νυχτερινός δρόμος είναι άδειος. Πραγματικά άδειος.
Αλλά η εμβέλεια του Ξορκιού Εντοπισμού Ζωτικής Ενέργειας δεν είναι και πολύ μεγάλη, όπως ξέρω... Όμως από πόσο μακριά να με παρακολουθούν πια;
Συνεχίζω να βαδίζω, πιο γρήγορα τώρα, αφήνοντας το ξόρκι να διαλυθεί, τις αισθήσεις μου να πάψουν να είναι μαγικά διευρυμένες.
Στρίβω σ’έναν μικρό δρόμο. Σταματάω, ακουμπώντας την πλάτη μου στον τοίχο. Το χέρι μου είναι μες στην τσάντα μου, στο ενεργειακό πιστόλι.
Αφουγκράζομαι. Δεν ακούω κανέναν να ζυγώνει.
Μουρμουρίζω πάλι τα λόγια για το Ξόρκι Εντοπισμού Ζωτικής Ενέργειας. Κανείς δεν με πλησιάζει. Κανείς. Δεν πρέπει να με παρακολουθούν, συμπεραίνω. Δεν πρέπει. Ίσως να παρακολουθούν το σπίτι μου, ναι, αλλά όχι κι εμένα την ίδια.
Πώς, τότε, μπορούν να είναι βέβαιοι ότι δεν θα πάω στη Χωροφυλακή; Ανόητη! Αν πας στη Χωροφυλακή, κάτι θα γίνει. Διάφορες... διάφορες ενέργειες θα γίνουν, από τους χωροφύλακες. Κι αυτό δεν μπορεί να κρυφτεί εύκολα.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Αφήνω τη λαβή του πιστολιού, πιάνω τον τηλεπικοινωνιακό πομπό μου, και τον τραβάω έξω από την τσάντα.
Πατάω κουμπιά.
Δημήτριος:
«Κάνεις καμιά άλλη δουλειά εκτός απ’το να παίζεις τζόγο;» με ρωτά η Κρυσταλλία, καθώς είμαστε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι της και βρισκόμαστε στα προκαταρκτικά, ζαλισμένοι λιγάκι απ’το κρασί αλλά όχι και μεθυσμένοι ακριβώς.
Γελάω. «Σου μπαίνουν πολύ περίεργες ιδέες σε κάτι πολύ άγριες ώρες!» της λέω ενώ διατρέχω το χέρι μου επάνω στον γαλανόδερμο μηρό της.
«Χα-χα-χα! Σοβαρά μιλάω: Κάνεις καμιά άλλη δουλειά εκτός απ’το να παίζεις τζόγο;»
«Ο τζόγος δεν είναι δουλειά, καρδιά μου,» της λέω, και φιλάω ξανά τα χείλη της.
«Ναι αλλά καταλαβαίνεις τι εννοώ. Έχεις κανέναν άλλο τρόπο για να βγάζεις λεφτά;» Χαϊδεύει τα μαλλιά μου.
«Μη μου πεις ότι συγκεντρώνεις αυτές τις πληροφορίες επειδή σκέφτεσαι να μου κάνεις πρόταση γάμου και θες να δεις αν είμαι άτομο με... κάποια σταθερότητα.»
Η Κρυσταλλία γελά. «Δεν είσαι και τόσο γλυκούλης,» μου λέει. «Απλώς είμαι περίεργη. Έκανες ποτέ καμιά άλλη δουλειά;»
«Όχι, απ’ό,τι θυμάμαι.»
«Μπορεί και να μη θυμάσαι καλά;»
«Τίποτα δεν αποκλείεται· αλλά μάλλον καλά θυμάμαι.»
«Και ζούσες πάντα με τον τζόγο; Δεν είχες ποτέ... προβλήματα; Κακοτυχίες;»
«Αν είχα λέει... Δε θυμάσαι τι σου είπα για το πώς γνώρισα τον Οφιομαχητή; Δε θυμάσαι που με κυνηγούσαν οι Πολυπλόκαμοι στην Οστρακόπολη;»
«Χμ, ναι, τώρα που το λες...» Φιλά τα χείλη μου καθώς μιλά. «Ναι... Άρα» – κάνει πίσω προς στιγμή – «καταλαβαίνεις ότι ο τζόγος δεν είναι και τόσο σίγουρος τρόπος για να ζεις – ακόμα και για έναν τζογαδόρο σαν εσένα.»
Γελάω. «Τι νομίζεις ότι είμαι, ο γιος της Σιλοάρνης; Και τι προσπαθείς να κάνεις, καρδιά μου;» Της γαργαλάω τα πλευρά. «Να μ’ανεβάσεις στο σταθερό κατάστρωμα;»
«Χι-χι-χι-χι-χι...» Νομίζω ότι γαργαλιέται, δεν το κάνει ψέματα. «Όχι, όχι· απλώς περίεργη είμαι, σου είπα. Θα ήθελες να βγάζεις λεφτά και με κάποιον άλλο τρόπο, ίσως;»
«Τι έχ–;»
Ένα κουδούνισμα διακόπτει τα λόγια μου. Στην αρχή δεν καταλαβαίνω τι είναι. Μετά, όμως: ο τηλεπικοινωνιακός πομπός μου, φυσικά!
Μες στην άγρια νύχτα;
«Τι συμβαίνει;» κάνει η Κρυσταλλία, μορφάζοντας χαριτωμένα.
Της ρουφάω τα χείλη γι’ακόμα μια φορά. «Περίμενε· μη μου φύγεις,» της λέω καθώς σηκώνομαι από το κρεβάτι.
«Αν αργήσεις δεν ξέρω τι μπορεί να γίνει...» με πειράζει καθώς τεντώνεται πάνω στο στρώμα, ημίγυμνη και άνετη μες στη ζεστασιά του συστήματος θέρμανσης του σπιτιού της.
Βγαίνω απ’το υπνοδωμάτιο και πηγαίνω στο σαλόνι, όπου έχω αφήσει το πανωφόρι μου με τον τηλεπικοινωνιακό πομπό μέσα. Αισθάνομαι σαν βλαμμένος που δεν έριξα τίποτα επάνω μου, βαδίζοντας έτσι, με μια περισκελίδα μόνο, κι αυτή, δεδομένης της κατάστασης, να κρύβει με δυσκολία ό,τι θα έπρεπε να κρύβει. Ευτυχώς, η Κρυσταλλία μένει μόνη· μόνο δυο γάτες τριγυρίζουν εδώ μέσα. Πιο πριν μας είχε επισκεφτεί η φίλη της η Χρυσάνθη με τον γκόμενό της, κι ένας άλλος φίλος της Κρυσταλλίας, ο Μάρκος, που ασχολείται με ηχοσυστήματα και τέτοια πράγματα και πρέπει να έχει σχέση με τη δουλειά της. Αλλά κανείς απ’αυτούς δεν είναι πια στο σπίτι· μονάχα ποτήρια, αποτσίγαρα, και ξηρούς καρπούς έχουν αφήσει στο τραπέζι του σαλονιού. Καθώς και μια τράπουλα. Παίξαμε Κυματιστή, έτσι για την πλάκα. Τους νίκησα όλους, φυσικά. Τι κάναμε τόσα χρόνια στην Κιρβιάδα και γύρω απ’αυτήν; Δίχτυα μπαλώναμε;
Πού σκατά είναι το πανωφόρι μου τώρα; Α ναι, εκεί. Το πλησιάζω στην πολυθρόνα όπου ξεκουράζεται και παίρνω από μέσα του τον πομπό που ακόμα κουδουνίζει. Πατάω το πλήκτρο της αποδοχής προτού καν δω στη μικρή οθόνη ποιος με καλεί.
Η φωνή της Διονυσίας ακούγεται: «Δημήτριε;» Είναι ταραγμένη;
«Ναι,» λέω. «Είσαι καλά;»
«Ναι. Όχι. Αναλόγως τι εννοείς. Όχι, δεν είμαι καλά. Καθόλου καλά. Τέλος πάντων· ελπίζω να μη σ’ενοχλώ. Συγνώμη που σε ξύπνησα–»
«Δεν κοιμόμουν. Τι συμβαίνει, Διονυσία; Συμβαίνει κάτι; Μου ακούγεσαι...» Κομπιάζω. Δεν την ξέρω και πολύ τη γυναίκα, δε θέλω να–
«Ο Γεώργιος,» μου λέει. «Είναι... είναι ζωντανός, Δημήτριε. Αλλά... αλλά έχει μπλέξει. Έχει... Μπορώ να σου μιλήσω από κοντά; Μπορούμε να συναντηθούμε κάπου;»
Ο Γεώργιος; Είναι εδώ ο Οφιομαχητής, μα την Έχιδνα; «Τι συμβαίνει, Διονυσία; Τι ακριβώς συμβαίνει;»
«Δε μπορώ να σου πω από απόσταση. Είναι... είναι μια παλιοϊστορία. Χρειάζομαι τη βοήθειά σου! Με συγχωρείς. Χρειάζομαι τη βοήθειά σου.»
Τι εννοεί; «Ναι, εντάξει. Θα σε βοηθήσω, αν μπορώ. Δεν ξέρω τι... Πού είσαι τώρα; Πού θες να συναντηθούμε;»
«Εσύ πού είσαι; Στο ξενοδοχείο σου;»
«Όχι. Είμαι– Είσαι στο σπίτι σου, Διονυσία; Στους Λοφότοπους;»
«Στους Λοφότοπους, ναι. Όχι στο σπίτι μου.»
Παράξενη απάντηση. Τέλος πάντων. «Δεν είμαι μακριά σου, τότε. Είμαι στη Λογόφρονη– Περίμενε λίγο· στάσου. Μπορείς να περιμένεις, έτσι; Δεν, δεν βρίσκεσαι σε κανέναν άμεσο κίνδυνο ή τίποτα τέτοιο;»
«Μπορώ να περιμένω. Πόση ώρα, όμως;»
«Τίποτα. Μια στιγμή. Στάσου. Μια στιγμή.»
«Εντάξει.»
Κλείνω το μικρόφωνο του πομπού κι επιστρέφω στο υπνοδωμάτιο της Κρυσταλλίας.
Καθώς περνάω την πόρτα, ο στηθόδεσμός της εκτοξεύεται προς το πρόσωπό μου. «Άργησες!» μου λέει, από το κρεβάτι.
«Κάτι προέκυψε,» της εξηγώ, σοβαρά. «Και ίσως – ή, μάλλον, σίγουρα – είναι σημαντικό. Είναι– Η Διονυσία, η φίλη του Οφιομαχητή, βρίσκεται σε κίνδυνο, νομίζω.»
Η Κρυσταλλία συνοφρυώνεται καθώς ανασηκώνεται πάνω στο κρεβάτι. «Αυτή σε κάλεσε;»
«Ναι, και περιμένει τώρα να της απαντήσω.» Υψώνω τον πομπό στο χέρι μου. «Δε μας ακούει. Είπε ότι θέλει να μου μιλήσει από κοντά, είπε ότι ο Γεώργιος είναι καλά, αλλά μου μοιάζει πολύ ταραγμένη. Τρομαγμένη ίσως. Και πιο πριν, λίγο αφότου έφυγαν οι φίλοι σου, της είχα ξαναμιλήσει, όμως τότε δεν μου ακουγόταν έτσι. Δεν ξέρω τι μπορεί να έπαθε. Να της πω νάρθει εδώ; Δεν βρίσκεται μακριά. Είναι, λέει, στους Λοφότοπους αλλά όχι στο σπίτι της. Ίσως κάτι κακό νάχει συμβεί εκεί – δεν ξέρω. Να της πω να έρθει;»
Η Κρυσταλλία είναι διστακτική για μερικές στιγμές. Ύστερα όμως αποκρίνεται: «Ναι, φυσικά. Ας έρθει. Φυσικά και να έρθει.»
Ενεργοποιώ το μικρόφωνο ξανά. «Διονυσία, μ’ακούς;»
«Ναι.» Η φωνή της αντηχεί μες στο δωμάτιο.
«Είμαι σ’ένα σπίτι στη Λογόφρονη. Θα σου εξηγήσω πώς να έρθεις. Μπορείς να έρθεις;»
«Ναι. Πού είναι το σπίτι;»
Της λέω. «Ή μήπως θα ήθελες νάρθω εγώ να σε πάρω με το όχημά μου; Η απόσταση πρέπει να είναι δυο, τρία χιλιόμετρα από το δικό σου σπίτι. Πού ακριβώς μες στους Λοφότοπους είσαι;»
«Θα έρθω,» μου αποκρίνεται. «Θα έρθω, δεν υπάρχει πρόβλημα, μη σηκώνεσαι. Έρχομαι.»
«Καλώς· περιμένω. Κι αν με χρειαστείς μη διστάσεις να με ξανακαλέσεις, εντάξει;»
«Εντάξει.» Και τερματίζει την τηλεπικοινωνία.
Η Κρυσταλλία, που τώρα έχει σηκωθεί από το κρεβάτι και ντύνεται, μου λέει: «Σίγουρα ακουγόταν φοβισμένη. Έχεις δίκιο: κάτι κακό πρέπει να της συμβαίνει.» Βγάζει δύο πιστόλια από ένα συρτάρι της ντουλάπας της – ένα πυροβόλο κι ένα ενεργοβόλο. Τα οπλίζει.
Δε με εκπλήσσει που τα βλέπω· τα είχα βρει εκεί, τις προάλλες, όταν ψαχούλευα το σπίτι της. Δε μπορούσα ν’αντισταθώ στον πειρασμό. Είναι τρομερό σπίτι, γενικά. Φοβερή αρχιτεκτονική, φοβερή διακόσμηση. Παθαίνεις την πλάκα σου.
Ντύνομαι κι εγώ, και πηγαίνουμε στο σαλόνι, που οι τοίχοι του είναι γεμάτοι σουρεαλιστικούς πίνακες, ορισμένοι απ’αυτούς από καλλιτέχνες άλλων διαστάσεων – πολύ ασυνήθιστες τεχνοτροπίες.
«Δεν πιστεύω να την κυνηγάνε...» λέει η Κρυσταλλία, έχοντας περάσει το πυροβόλο πιστόλι στην πίσω μεριά της ζώνης της και έχοντας κρύψει το ενεργοβόλο μέσα σε μια μεγάλη τσέπη στον μηρό του φορέματός της. Χτενίζει τα κόκκινα μαλλιά της καθώς μιλά. Προτού βγούμε απ’το υπνοδωμάτιο, πρόλαβε να περάσει ένα αστραφτερό περιδέραιο στον λαιμό της και να φορέσει τα γυαλιστερά σκουλαρίκια της. Σε καμιά περίπτωση δεν παρουσιάζεται χωρίς τα κοσμήματά της η Κρυσταλλία, η μία και μοναδική στην Υπερυδάτια.
«Ούτε εγώ το νομίζω,» της αποκρίνομαι. «Αν την κυνηγούσαν, μάλλον δεν θα μου έλεγε ‘εντάξει’ όταν της ζήτησα να περιμένει λίγο μέχρι να πάω να σου μιλήσω.»
Η Κρυσταλλία νεύει. «Καλό αυτό. Δε θέλω να μου φέρει τίποτα περίεργους μαλάκες εδώ.»
Περιμένουμε μες στο σαλόνι, ενώ κι οι δύο καπνίζουμε από έναν Δωδεκαπλόκαμο. Της Κρυσταλλίας, όχι δικά μου. Εγώ δεν καπνίζω, συνήθως, τόσο ακριβά τσιγάρα. Πρέπει, όμως, να παραδεχτείς ότι έχουν καλύτερη γεύση από τα Δελφίνια, για παράδειγμα. Ιδανικά για στιγμές σαν ετούτη.
Το κουδούνι της εξώπορτας αντηχεί.
«Αυτή είναι,» λέω, και βαδίζω προς την είσοδο, κάνοντας νόημα στην Κρυσταλλία να μείνει πίσω, για καλό και για κακό. Τραβάω το ενεργειακό πιστόλι μου και, απασφαλίζοντάς το, το κρύβω πίσω από την πλάτη μου.
Κοιτάζω απ’το ματάκι της πόρτας. Μια κουκουλοφόρο φιγούρα βλέπω μόνο. Πατάω το κουμπί που ανάβει το φως έξω από την πόρτα, και η κουκουλοφόρος φιγούρα αναπηδά λιγάκι, ξαφνιασμένη. Τώρα, μέσα απ’τη σκιά της κουκούλας της μπορώ να διακρίνω ένα λευκόδερμο πρόσωπο. Ναι, αυτή είναι.
Της ανοίγω. «Έλα,» της λέω. «Πέρασε.»
«Ευχαριστώ,» μου λέει, μπαίνοντας. «Τι σπίτι είν’ αυτό; Όχι δικό σου, έτσι;»
«Όχι, δεν είναι δικό μου,» αποκρίνομαι.
Και μετά, η Διονυσία αντικρίζει την Κρυσταλλία μες στο σαλόνι και στέκεται σαστισμένη προς στιγμή.
Η Κρυσταλλία τής λέει: «Καλησπέρα...» μοιάζοντας κι αυτή αμήχανη λιγάκι, ίσως.
Η Διονυσία κομπιάζει. «Εσύ είσαι η...»
«Ναι, εγώ είμαι.» Ελάχιστοι δεν ξέρουν την Κρυσταλλία στην Υπερυδάτια.
Αλλά δεν είχα πει στη Διονυσία ότι, όταν διέρρηξα το σπίτι της, ήταν και η Κρυσταλλία μαζί μου. Προτίμησα καλύτερα να μην τη μπλέξω στην υπόθεση.
Η Διονυσία τώρα στρέφεται να με κοιτάξει.
«Ο Γεώργιος δεν σου είχε πει ότι η Κρυσταλλία είναι φίλη μου;» τη ρωτάω.
Συνοφρυώνεται μέσα από την κουκούλα της. «...Νομίζω,» λέει. «Ίσως. Ναι, νομίζω πως το είχε αναφέρει. Ναι, το είχε πει κάποια στιγμή, αν δεν κάνω λάθος. Αλλά το είχα ξεχάσει.»
«Δικαιολογημένα, μ’όλ’ αυτά που σου συνέβησαν τελευταία. Αλλά όταν μιλήσαμε πιο πριν μου ανέφερες ότι ο Γεώργιος είναι εδώ...»
«Όχι,» κουνά το κεφάλι, «δεν είν’ εδώ. Όμως είμαι σίγουρη πως είναι καλά, επειδή...» Ρίχνει μια ματιά στην Κρυσταλλία.
«Η Κρυσταλλία γνωρίζει για την υπόθεση,» της λέω, «και την εμπιστεύομαι αρκετά. Εκτός αν έχεις να μου πεις κάτι το πολύ εμπιστευτικό, μπορείς να το πεις και μπροστά της.»
Η Διονυσία τη ρωτά: «Σπίτι σου είναι αυτό;»
«Ναι. Κάθισε,» αποκρίνεται η Κρυσταλλία, φιλόξενα. «Μη στέκεσαι. Να σου φέρω κάτι να πιείς;»
Η Διονυσία κομπιάζει. «Δε θέλω να... Απλά ήρθα για...»
«Δεν είναι κόπος,» τη διαβεβαιώνει η Κρυσταλλία βαδίζοντας προς την κάβα. «Τι να σου φέρω; Αίμα της Έχιδνας; Ζέφυρου Πνοή;»
«Ζέφυρου Πνοή,» λέει η Διονυσία, και κάθεται σε μια από τις καρέκλες του τραπεζιού όπου, πριν από κάποια ώρα, καθόμασταν με τους φίλους της Κρυσταλλίας και παίζαμε Κυματιστή.
Τραβάω κι εγώ μια καρέκλα και καθίζω κοντά της. «Τι έγινε;» τη ρωτάω. «Μου φαίνεσαι ταραγμένη. Πώς έμαθες για τον Γεώργιο;»
Η Διονυσία παίρνει μια βαθιά ανάσα και κατεβάζει την κουκούλα της κάπας της. Από την άκρη της τσάντας της βλέπω ένα φίδι να βγάζει το κεφάλι του – το ίδιο φίδι που είχε μαζί του ο αδελφός της, ο Αρσένιος, την προηγούμενη φορά, νομίζω. Το φίδι του Οφιομαχητή, η Ευθαλία.
«Απήγαγαν τον Αρσένιο,» μου λέει, ξαφνιάζοντάς με. «Μπήκαν στο σπίτι μου και τον έκλεψαν. Τα βατράχια. Οι ακόλουθοι του Λοκράθου. Ο Δαμιανός.»
Η Κρυσταλλία αφήνει ένα ποτήρι με Ζέφυρου Πνοή μπροστά της· η Διονυσία το πιάνει και πίνει μια μεγάλη γουλιά.
«Πότε έγινε αυτό;» ρωτάω.
«Μες στη νύχτα, υποθέτω, όσο ήμουν στο νοσοκομείο.» Και μου λέει τι είδε επιστρέφοντας στο σπίτι της, και τι της ζήτησε, τηλεπικοινωνιακά, ο Δαμιανός. «Έτσι, αποφάσισα να φύγω από εκεί, μήπως το παρακολουθούσαν το μέρος, και να σε καλέσω από τον δρόμο. Χρησιμοποιώντας τη μαγεία μου βεβαιώθηκα, παραπάνω από μια φορά, ότι κανείς δεν ήταν στο κατόπι μου. Και τώρα πάλι, καθώς ερχόμουν προς τα εδώ, έψαξα για κατασκόπους και δεν βρήκα κανέναν.»
Η Κρυσταλλία – που τώρα κάθεται κι αυτή στο τραπέζι, καπνίζοντας ακόμα έναν Δωδεκαπλόκαμο – λέει: «Η μαγεία των Βιοσκόπων εντοπίζει κατασκόπους;»
«Μπορώ να εντοπίσω μορφές ζωής,» εξηγεί η Διονυσία. «Και οι κατάσκοποι άνθρωποι είναι. Αλλά κανείς δεν ήταν πίσω μου. Κανείς δεν με παρακολουθούσε.» Πίνει ακόμα μια γουλιά Ζέφυρου Πνοή.
Η Κρυσταλλία τής προσφέρει έναν Δωδεκαπλόκαμο.
Εκείνη κουνά το κεφάλι αρνητικά. «Δεν καπνίζω.»
Η Κρυσταλλία ανασηκώνει τους ώμους και κρύβει πάλι το τσιγάρο μες στο πακέτο.
«Τον Φωνακλά τον άφησες στον κήπο, ναρκωμένο;» ρωτάω τη Διονυσία.
«Ω θεοί...» κάνει εκείνη, μορφάζοντας. «Έχεις δίκιο. Τον ξέχασα. Φεύγοντας πέρασα τόσο βιαστικά απ’τον κήπο που δεν γύρισα καν να τον κοιτάξω.» Τρίβει το πρόσωπό της με το χέρι της.
«Δεν πειράζει,» της λέω. «Είμαι σίγουρος ότι κανείς δεν πρόκειται να τον ενοχλήσει πια, και σύντομα θα ξυπνήσει. Δε μπορεί να του έριξαν κανένα πολύ βαρύ ναρκωτικό.»
Η Διονυσία αναστενάζει, νεύει, πίνει μια γουλιά Ζέφυρου Πνοή. «Ήσουν το μόνο άτομο που σκέφτηκα ότι ίσως μπορούσε να με βοηθήσει. Στη Χωροφυλακή δεν τολμώ να πάω–»
«Και καλά κάνεις. Δε νομίζω ότι ο Δαμιανός θα διστάσει να σκοτώσει τον Αρσένιο. Για να κάνει όλα όσα κάνει, είναι σίγουρα αρκετά αδίστακτος.»
«Μπορείς να με βοηθήσεις; Υπάρχει... υπάρχει κάποιος τρόπος να πάρουμε τον αδελφό μου από τα χέρια τους;»
Ακουμπώ την πλάτη μου στην καρέκλα. Ανάβω έναν από τους Δωδεκαπλόκαμους της Κρυσταλλίας. Τραβάω καπνό, τον φυσάω. Η υπόθεση είναι, δίχως αμφιβολία, σκατά. Και η Διονυσία είναι πολύ άσχημα μπλεγμένη. Ποιον να πουλήσει; Τον αδελφό της, ή τον Οφιομαχητή;
«Δεν έχεις κάποια ιδέα πού ίσως να τον κρατάνε...» λέω· και δεν είναι ερώτηση: πώς θα μπορούσε να ήταν;
Η Διονυσία κουνά το κεφάλι αρνητικά. «Όχι, καμιά ιδέα απολύτως. Δε μπορώ να φανταστώ καν.»
«Τον κώδικα που σου έγραψαν για να τους καλέσεις, τον θυμάσαι; Ή, καλύτερα, έχεις το χαρτί μαζί σου;»
«Ναι.» Το βγάζει από μια τσέπη της και μου το δίνει.
Το ξεδιπλώνω και το διαβάζω.
ΜΗΝ ΚΑΝΕΙΣ ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΝΑ ΚΑΛΕΣΕΙΣ ΤΗ ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗ ΓΙΑΤΙ ΤΟΤΕ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙ. ΚΑΛΕΣΕ ΕΜΑΣ ΑΜΕΣΩΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΥΝΕΝΝΟΗΘΟΥΜΕ ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΤΟΝ ΞΑΝΑΔΕΙΣ ΖΩΝΤΑΝΟ.
Κι ένας τηλεπικοινωνιακός κώδικας ακολουθεί, ο οποίος δεν μου λέει κάτι. Πρέπει να είναι κώδικας πομπού, πάντως, όχι σταθερού διαύλου. Ναι, σίγουρα πομπού είναι. «Δε μπορούμε να τον εντοπίσουμε μέσω αυτού του κώδικα,» λέω. «Είναι κώδικας φορητής συσκευής, η οποία μπορεί να βρίσκεται οπουδήποτε. Το μόνο που θα μπορούσαμε, ίσως, να κάνουμε είναι να ανιχνεύσουμε το σήμα της συσκευής μέσω του κώδικα. Αλλά δεν ξέρω πώς να το καταφέρω αυτό. Κάποιος με περισσότερες τεχνικές γνώσεις ίσως να ήξερε· και, βέβαια, ένας Τεχνομαθής μάγος σίγουρα θα μπορούσε να μας βοηθήσει. Έχουν τρόπους αυτοί για να πιάνουν με το μυαλό τους τις τηλεπικοινωνιακές συχνότητες.»
«Ναι,» λέει η Διονυσία, «χρησιμοποιούν το Ξόρκι Εντοπισμού Τηλεπικοινωνιακού Σήματος.»
«Το γνωρίζεις κι εσύ;»
«Θεωρητικά· δεν ξέρω πώς να το κάνω. Αλλά το ξόρκι αυτό δεν μπορεί να βρει ένα σήμα από τον κώδικα και μόνο. Αν όμως καλέσεις τον κώδικα και κάποιος σού απαντήσει, τότε, ναι, νομίζω πως με το Ξόρκι Εντοπισμού Τηλεπικοινωνιακού Σήματος μπορείς να πιάσεις το σήμα. Εκτός αν κάπως είναι κρυμμένο, με μαγεία ή με κάποιο άλλο τρόπο ίσως. Δεν είμαι ειδικευμένη σ’αυτά τα πράγματα.»
«Ξέρεις κανέναν μάγο του τάγματος των Τεχνομαθών που θα είχε τη δυνατότητα να μας βοηθήσει;» τη ρωτάω.
Η Διονυσία είναι σκεπτική προς στιγμή. «Κανέναν που θα ήθελε να μπλέξει σε τέτοια υπόθεση, είμαι σίγουρη. Ναι, κανέναν δεν ξέρω τόσο καλά ώστε να του ζητήσω τέτοιο πράγμα...» Είναι φανερά προβληματισμένη, δαγκώνει το χείλος της.
Η Κρυσταλλία λέει: «Αυτός ο Δαμιανός μπορεί να μην απαντήσει αν τον καλέσετε για δεύτερη φορά.»
«Νομίζεις ότι θα φοβάται πως θα τον ανιχνεύσουν, ε;» της λέω.
«Λογικό δεν είναι;» αποκρίνεται η Κρυσταλλία φυσώντας καπνό.
«Ναι, είναι όντως λογικό. Αλλά, απ’την άλλη, ίσως και να το ρίσκαρε επειδή η Διονυσία είναι ο μόνος τρόπος που έχει, επί του παρόντος, για να μαγκώσει τον Οφιομαχητή.»
«Μπορούμε να τον καλέσουμε, να δούμε,» προτείνει η Κρυσταλλία. «Αλλά όχι από τον σταθερό μου δίαυλο,» προσθέτει αμέσως. «Έχω έναν πομπό που είναι της πλάκας, άμα σας ενδιαφέρει· σπάνια τον πιάνω. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτόν αν θέλετε.»
«Καλύτερα όχι,» λέει η Διονυσία. «Γιατί ο Δαμιανός ίσως ν’αρχίσει να υποψιάζεται παράξενα πράγματα· και ίσως να βλάψει τον Αρσένιο αν πιστέψει ότι προσπαθώ να του στήσω παγίδα.»
«Δεν έχει άδικο,» λέω στην Κρυσταλλία. «Ο βατραχοϊερέας αναμφίβολα θα είναι πολύ παρανοϊκός τώρα, δεδομένης της κατάστασης.»
Η Κρυσταλλία ανασηκώνει τους ώμους. «Απλώς μια πρόταση έκανα...»
Λέω στη Διονυσία: «Αν δεν μπορούμε, πάντως, να ανιχνεύσουμε τους ακόλουθους του Λοκράθου μέσω αυτού του κώδικα, τότε δεν ξέρω πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να τους ανιχνεύσουμε για να σώσουμε τον αδελφό σου... Με συγχωρείς.»
«Δε φταις εσύ. Και, βασικά, δεν είναι σωστό που σε μπλέκω, αλλά δεν–»
«Μη λες σαχλαμάρες,» τη διακόπτω. «Έκανες πολύ καλά που ήρθες και με βρήκες. Ήθελα οπωσδήποτε να τα μάθω αυτά. Πρέπει να σκεφτούμε έναν τρόπο να βοηθήσουμε τον Γεώργιο. Γιατί, για να νομίζει ο Δαμιανός ότι θα έρθει σύντομα εδώ, τότε μάλλον όντως αυτό θα συμβεί. Και είναι λογικό, άλλωστε: θα ψάχνει εσένα και τον αδελφό σου.»
«Κι εγώ πρέπει να τον οδηγήσω σε παγίδα, τώρα...» λέει απεγνωσμένα η Διονυσία. «Και... και δεν ξέρω... δεν ξέρω αν θα μπορέσω να τον κοροϊδέψω. Ίσως να με καταλάβει. Γιατί, ούτως ή άλλως, δεν θέλω να τον κοροϊδέψω. Αλλά πώς αλλιώς να σώσω τον Αρσένιο;»
«Μην πανικοβάλλεσαι,» της λέω. «Υπάρχει τρόπος να λυθεί τούτη η υπόθεση. Είναι συνηθισμένη περίπτωση απαγωγής και εκβιασμού.» Προσπαθώ να ακουστώ έμπειρος με τέτοια θέματα, αλλά μαλακίες στην πραγματικότητα· δεν έχω εμπειρία από παρόμοιες υποθέσεις. Η μαμά μου ίσως να ήξερε ακριβώς τι να κάνει, όμως τώρα δεν είναι εδώ για να τη ρωτήσω. Η Κιρβιάδα απέχει καμιά διακοσαριά χιλιόμετρα από τη Μεγάπολη, όπως πετά ο ακτογέρακας – και δεν είμαι ακτογέρακας.
Η Διονυσία με περιμένει να συνεχίσω, και διακρίνω ελπίδα στα μάτια της.
Αρχίζω να το μετανιώνω που μίλησα με τέτοια βεβαιότητα. Καθαρίζω τον λαιμό μου, σβήνω το τσιγάρο μου στο τασάκι, ανάμεσα στα υπόλοιπα αποτσίγαρα που είχαμε αφήσει πριν, όταν οι φίλοι της Κρυσταλλίας ήταν στο σπίτι.
«Κοίτα,» λέω. «Ο Δαμιανός θέλει τον Οφιομαχητή. Θα τον κάνουμε, λοιπόν, να νομίσει ότι του φέρνεις τον Οφιομαχητή, κι έτσι θα ελευθερώσει τον Αρσένιο· και μετά... μετά, ο Οφιομαχητής ο ίδιος θα φροντίσει για τον Δαμιανό.»
Η Διονυσία με κοιτάζει με δυσπιστία τώρα. «Πώς θα τα καταφέρουμε αυτά;»
«Θα οδηγήσεις τον Γεώργιο στη Νήσο Κάλδνη, όπως σου ζήτησε ο Δαμιανός. Θα τον ξεγελάσεις. Πρέπει να τον κάνεις να σ’ακολουθήσει–»
«Δε μπορώ, Δημήτριε. Δε θα τα καταφέρω. Φοβάμαι ότι θα με καταλάβει! Κι επιπλέον, όπως σου είπα, δεν θέλω να τον οδηγήσω σε παγίδα–»
«Ναι, ούτε εγώ θέλω να τον οδηγήσεις σε παγίδα, αλλά–»
«Μα, αυτό που λες... Αν... αν πάω τον Γεώργιο εκεί που μου ζητάνε–»
«Θα είμαι ήδη εγώ εκεί, και θα περιμένω. Το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να με ειδοποιήσεις αμέσως μόλις έρθει ο Γεώργιος. Δε χρειάζεται να μου μιλήσεις· κάλεσέ με απλώς στον πομπό μου, ν’ακούσω τον χτύπο: αυτό είν’ αρκετό. Θα πάω κατευθείαν στη Νήσο Κάλδνη, στο συγκεκριμένο μέρος, να δω τι γίνεται. Και θα περιμένω.»
«Κι αν δεν έχουν τον Αρσένιο εκεί; Αν δεν τον έχουν μαζί τους;»
«Αν δεν τον έχουν μαζί τους» – πράγμα πολύ πιθανό, φοβάμαι – «τότε, τουλάχιστον, θα τους χαλάσουμε την παγίδα, και δεν θα φαίνεται ότι εσύ φταις, οπότε δεν θα έχουν λόγο να πειράξουν τον Αρσένιο. Θα φαίνεται ότι έκανες ό,τι σου ζήτησαν. Εγώ θα παρέμβω την τελευταία στιγμή, προτού παγιδέψουν τον Γεώργιο.»
«Καταλαβαίνεις ότι αυτό είναι παρακινδυνευμένο, έτσι;» μου λέει η Κρυσταλλία, κοιτάζοντας με ανήσυχα.
«Του το χρωστάω,» της αποκρίνομαι. «Με είχε βοηθήσει στην Οστρακόπολη, και δεν θέλω να συνεχίσει να νομίζει ότι ίσως εγώ να τον πρόδωσα στα βατράχια επειδή του επιτέθηκαν έξω απ’το ξενοδοχείο μου. Θα τον βοηθήσω με ό,τι τρόπο μπορώ.»
«Και τι θα κάνεις; Θα τους επιτεθείς μόνος σου; Αυτοί είναι φονιάδες, Δημήτριε· μπορεί ακόμα και να σε καθαρίσουν, μα τα δόντια της Έχιδνας!»
«Λες να μην το ξέρω; Θα προσπαθήσω να έχω και κάποια υποστήριξη μαζί μου.»
«Υποστήριξη;» κάνει η Διονυσία.
«Τι υποστήριξη;» ρωτά η Κρυσταλλία, συνοφρυωμένη.
Αν το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου δεν σφύριζε συνεχόμενα στο μυαλό του, σχηματίζοντας αόρατες ασπίδες ενάντια στη δηλητηριώδη οργή της Έχιδνας, θα είχε σπάσει τον τηλεπικοινωνιακό πομπό μες στη γροθιά του. Αντί γι’αυτό, ρώτησε:
«Τι ζητάς;» ήρεμα σαν τους θυελλοδαίμονες του Ζέφυρου προτού ξεσπάσουν.
«Εκείνο που σίγουρα μπορείς να μαντέψεις, Οφιομαχητή,» αποκρίθηκε η φωνή του Νικόλαου Καρβίλιου: «τον δούλο που μου έκλεψες. Το Γερό Φίδι. Βγες από τον Ναό όπου κρύβεσαι και παράδωσέ τον στους ανθρώπους της Φρουράς που περιμένουν απέξω, και η φίλη σου θα νομίζει πως απλά έτυχε να δει ένα κακό όνειρο και τίποτα περισσότερο.»
«Αυτό που ζητάς είναι αδύνατον.»
Ο Καρβίλιος γέλασε. «Σοβαρά; Δε μου μοιάζει και τόσο δύσκολο.»
«Αν βγω από τον Ναό, η Φρουρά δεν θα πιάσει μόνο το Γερό Φίδι αλλά κι εμένα. Θέλουν να με συλλάβουν.»
«Κρίμα, Οφιομαχητή, πολύ κρίμα. Αλλά η πρότασή μου εξακολουθεί να ισχύει.»
Η Ευθαλία, απλωμένη στους ώμους του Γεώργιου, έβγαλε ένα μακρόσυρτο, απειλητικό σύριγμα. «Όπως καταλαβαίνεις,» επανέλαβε εκείνος στον πομπό που κρατούσε μπροστά του, «αυτό που ζητάς δεν μπορεί να γίνει. Δε σκοπεύω να παραδοθώ στη Φρουρά–»
«Διώξε, τότε, το Γερό Φίδι από τον Ναό χωρίς να βγεις εσύ. Σίγουρα, αυτό δεν είναι τίποτα το σπουδαίο.»
Ο Γεώργιος λοξοκοίταξε τον ερπετοειδή που ήταν κουλουριασμένος στο στρώμα στο πάτωμα μην καταλαβαίνοντας τίποτα απ’ό,τι λεγόταν. «Κι όμως, είναι.»
«Επικίνδυνα παζάρια κάνεις, φίλε μου...» γέλασε ο Νικόλαος Καρβίλιος, «και μια αθώα ύπαρξη ίσως να υποστεί τις συνέπειες γι’αυτό.»
Το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου σφύριζε και σφύριζε και σφύριζε. Ο Γεώργιος είπε: «Ο ερπετοειδής δεν πηγαίνει πουθενά χωρίς εμένα. Αν δεν βγω εγώ από τον Ναό, ούτε το Γερό Φίδι θα βγει.» Και υποπτευόταν ότι ίσως όντως να ήταν αλήθεια.
Ο Καρβίλιος γέλασε. «Έλα τώρα, Οφιομαχητή! Τόσο ανόητος νομίζεις ότι είμαι;»
«Σου εξηγώ πώς έχει το πράγμα, Καρβίλιε: Δεν μπορώ να διώξω το Γερό Φίδι χωρίς να φύγω κι ο ίδιος από εδώ.»
«Τότε, θα πρέπει να παραδοθείς στη Φρουρά· αλλιώς, δεν ξέρω τι μπορεί να πάθει η Όλγα...»
«Η Φρουρά γνωρίζει ότι κάνεις απαγωγές;»
Ο Νικόλαος γέλασε πάλι. «Αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που θα έπρεπε να σ’απασχολεί τώρα.»
«Ίσως.»
«Προσπαθείς να με απειλήσεις; Δεν τρομάζω, Οφιομαχητή. Φέρε μου πίσω τον κλεμμένο πυγμάχο μου, και η φίλη σου θα φύγει χωρίς ούτε γρατσουνιά επάνω της. Αυτή είναι η πρότασή μου. Έχεις καμιά καλύτερη να κάνεις;»
«Εντάξει,» είπε ο Γεώργιος, «θα σου παραδώσω το Γερό Φίδι. Αλλά σ’εσένα προσωπικά, όχι στη Φρουρά. Πού θες να συναντηθούμε μες στην πόλη; Και έχε υπόψη σου ότι εκεί πρέπει να είναι και η Όλγα – να τη βλέπω – διαφορετικά, δεν πρόκειται να πάρεις πίσω τον πυγμάχο σου.»
«Μπορώ να έρθω στον Ναό μαζί της...»
«Όχι.»
«Γιατί όχι;»
«Οι ιερείς δεν θέλουν φασαρίες εδώ.»
«Σκοπεύεις να γίνουν φασαρίες; Εγώ είχα στο μυαλό μου μια... ειρηνική ανταλλαγή.»
«Το Γερό Φίδι έχει αλλάξει, Καρβίλιε· δεν είναι δούλος σου πια, δεν θα δεχτεί να έρθει μαζί σου ήρεμα–»
«Ψέματα!»
«Αυτή είναι η αλήθεια. Για να τον πάρεις μαζί σου θα πρέπει να τον χτυπήσω, πολύ φοβάμαι, και... θα είναι προδοσία απ’τη μεριά μου, γιατί το Γερό Φίδι με εμπιστεύεται. Αλλά δε μου αφήνεις άλλη επιλογή, κάθαρμα.»
«Δεν ξέρω αν θα έπρεπε να σε πιστέψω, όμως θα φροντίσω να είμαι έτοιμος να... θέσω υπό έλεγχο τον πυγμάχο μου.»
«Ναι,» είπε ο Οφιομαχητής, «φρόντισε να είσαι έτοιμος»· και η οργή του ήταν σαν ιοβόλος πυρκαγιά μέσα του, συγκρατημένη μόνο από τις διδαχές του Γέρου του Ανέμου. «Πού, όμως, θες να συναντηθούμε;»
«Πώς θα βγεις απ’τον Ναό χωρίς να σε συλλάβει η Φρουρά; Σε περιμένουν απέξω.»
«Αυτό είναι δικό μου πρόβλημα, όχι δικό σου.»
«Θα σε βοηθήσουν οι ιερείς πάλι, ε; Τι ακριβώς νομίζουν για εσένα... Οφιομαχητή; Είναι αλήθεια τα όσα λέγεται πως νομίζουν;»
«Κι αυτό δική μου υπόθεση είναι, Καρβίλιε, όχι δική σου. Πες μου τώρα το μέρος που θες να σε συναντήσω, και φρόντισε να έχεις και την Όλγα εκεί, αλλιώς θα το πάρω προσωπικά.»
Ο Νικόλαος γέλασε. «Μ’αρέσουν οι άνθρωποι που είναι... επικεντρωμένοι στις δουλειές τους. Είσαι πιο έξυπνος απ’ό,τι σε περίμενα, Μαύρε Ξένε. Τέλος πάντων. Θα συναντηθούμε...» Ακούστηκε σκεπτικός μέσα από το μεγάφωνο του πομπού. «Θα συναντηθούμε... Χμμμ... Δε μου λες: πόσο καλά ξέρεις την πόλη;»
«Ξέρω τα βασικά, και τα υπόλοιπα μπορώ να τα ανακαλύψω.»
«Μάλιστα... Λοιπόν. Ο Καλοπόταμος γνωρίζεις πού είναι, έτσι;»
«Φυσικά.»
«Και η Λεωφόρος Θαλάσσης;»
«Εννοείται.»
«Στον Καλοπόταμο, πίσω από τη Λεωφόρο Θαλάσσης, υπάρχει μια αποθήκη που είναι ψιλοεγκαταλειμμένη. Εκεί θα συναντηθούμε.» Και του είπε την ακριβή διεύθυνση. «Τι ώρα προτιμάς;» τον ρώτησε.
«Κατά πάσα πιθανότητα, αύριο βράδυ. Θα σε ειδοποιήσω εγώ, όμως· θα σε καλέσω στον τηλεπικοινωνιακό κώδικα από τον οποίο με κάλεσες.»
«Όχι κόλπα, Οφιομαχητή! Δε μ’αρέσουν τα κόλπα.»
«Δε σου μίλησα για κόλπα. Σου είπα ότι θα έρθω, δεν σου είπα;»
«Αποφεύγεις όμως να αναφέρεις την ώρα που θα είσαι εκεί.»
«Επειδή δεν είμαι ακόμα σίγουρος πότε ακριβώς θα καταφέρω να βγω από τον Ναό. Αλλά, όπως σου είπα, κατά πάσα πιθανότητα αυτό θα γίνει αύριο βράδυ. Και θα σε καλέσω. Να με περιμένεις.»
«Όταν λες ‘αύριο βράδυ’, εννοείς το απόγευμα ή τη νύχτα;»
«Ή το ένα ή το άλλο. Αλλά ίσως να σε καλέσω και νωρίτερα.»
«Εντάξει,» αποκρίθηκε ο Νικόλαος Καρβίλιος. «Εν τω μεταξύ, η Όλγα θα είναι ασφαλής... για την ώρα. Καλή σου νύχτα, Οφιομαχητή.» Και τερμάτισε την τηλεπικοινωνία.
Ο Γεώργιος άφησε τον πομπό του επάνω στο γραφείο και κάθισε στην καρέκλα, παλεύοντας να καταπολεμήσει την οργή του. Μετά από λίγο, η Πάροδος του Πράου Ανέμου μουρμούριζε εντός του.
Το Γερό Φίδι τον παρατηρούσε από το στρώμα του. Καταλάβαινε ότι κάτι τρομερό απασχολούσε τον συγγενή-κι-Αφέντη του: το διαισθανόταν. Και διαισθανόταν και τη φοβερή οργή του. Επίσης, νόμιζε ότι είχε ακούσει τη φωνή του παλιού του Αφέντη (που δεν ήταν πια Αφέντης του) από το μηχάνημα στο χέρι του συγγενή-κι-Αφέντη του. Ναι, δική του πρέπει να ήταν εκείνη η φωνή. Πρέπει. Εκτός αν το Γερό Φίδι έκανε λάθος...
Τι μπορούσε, όμως, να έχει να πει ο παλιός Αφέντης με τον συγγενή-κι-Αφέντη του; Το Γερό Φίδι έβγαλε ένα σύριγμα που υποδήλωνε τη σύγχυση που αισθανόταν.
Ο Γεώργιος ύψωσε το βλέμμα του για να κοιτάξει τον ερπετοειδή. «Δεν ξέρω αν έχεις καταλάβει τίποτα,» του είπε, «αλλά, μη φοβάσαι, δεν πρόκειται να σε προδώσω.» Και τώρα, που το μυαλό του είχε καθαρίσει, σκέφτηκε και τον Νάθλεδιρ. Αν ο Καρβίλιος είχε απαγάγει την Όλγα, πού ήταν ο Νάθλεδιρ κατά την απαγωγή; Το είχε αντιληφτεί ότι η Όλγα έλειπε; Ή, μήπως...;
Ο Οφιομαχητής έπιασε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό και κάλεσε τον Μοργκιανό στον δικό του πομπό.
Εκείνος απάντησε αμέσως: «Γεώργιε;»
«Ναι, εγώ είμαι. Ξέρεις πού είναι η Όλγα;»
«Μόλις τώρα σκεφτόμουν να σε καλέσω.» Μιλούσε στην Καθομιλουμένη, έκδηλα πολύ ταραγμένος. «Προσπαθούσα να τη βρω μόνος μου, να... Και δεν ήθελα να σ’ανησυχήσω, γιατί το ξέρω ότι–»
«Γνωρίζεις ότι την έχουν απαγάγει, μα την Έχιδνα;» Ο Γεώργιος τού μιλούσε στη Συμπαντική.
«Εσύ πώς το γνωρίζεις, μα την ουρά του Ιουράσκε;»
Ο Γεώργιος τού είπε ποιος τον είχε καλέσει πριν από λίγο, τι του είχε ζητήσει, και τι είχαν συμφωνήσει.
«Και πώς θα βγεις από τον Ναό;»
«Θα βρω έναν τρόπο.»
«Σκοπεύεις όντως να τους παραδώσεις τον άνθρωπο-φίδι;» Εξακολουθούσε να μιλά στην Καθομιλουμένη της Μοργκιάνης, όπου δεν υπήρχε η λέξη που απέδιδε ακριβώς την έννοια του Υπερυδάτιου ερπετοειδή.
«Όχι. Όταν έχω τελειώσει μαζί τους, θα φύγω και με την Όλγα και με το Γερό Φίδι.»
«Επικίνδυνο, Γεώργιε. Θα χρειαστείς τη βοήθειά μου.»
«Μάλλον δεν έχεις άδικο,» παραδέχτηκε ο Οφιομαχητής. «Θα χρειαστώ όντως βοήθεια. Αλλά πες μου τι έγινε ακριβώς. Την απήγαγαν μπροστά σου; Σου επιτέθηκαν;»
«Ναι,» και του εξήγησε τι είχε συμβεί.
«Είσαι καλά τώρα;» Ο Γεώργιος ήξερε ότι οι φυσιολογικοί άνθρωποι δεν μπορούσαν ν’αντέξουν τις ενεργειακές ριπές όπως εκείνος.
«Έχω συνέλθει. Και ώς αύριο σίγουρα θα είμαι έτοιμος να σε βοηθήσω. Αλλά πώς θα βγεις απ’τον Ναό; Μέχρι στιγμής μάς έλεγες–»
«Σου είπα: θα βρω έναν τρόπο.»
«Δεν έχεις, δηλαδή, κάτι στο μυαλό σου; –Μην κάνεις καμιά ανοησία και προσπαθήσεις να επιτεθείς στους ανθρώπους της Φρουράς που σε περιμένουν απέξω!»
«Δεν είναι αυτό που έχω στο μυαλό μου, Νάθλεδιρ. Και για χάρη του Γερού Φιδιού, κυρίως.»
«Τι έχεις στο μυαλό σου, λοιπόν; Πες μου, μα τη φλογερή οργή της Θορμάνκου!»
Ο Γεώργιος αναρωτήθηκε αν μήπως οι ιερείς παρακολουθούσαν τις τηλεπικοινωνίες του με κάποιον τρόπο. Δεν το θεωρούσε απίθανο· είχαν αρκετά καλά συστήματα ασφαλείας εδώ. Αλλά, από την άλλη, δεν χρησιμοποιούσε τον δίαυλο του δωματίου του τώρα· χρησιμοποιούσε τον πομπό του. Για να παρακολουθήσουν τον πομπό θα έπρεπε να έχουν πιάσει το σήμα του και να το εκμεταλλεύονται μέσω άλλης συσκευής.
Φυσικά, ίσως απλά να κρυφάκουγαν τι λεγόταν μες στο δωμάτιο με τη βοήθεια κάποιου κοριού που ο Γεώργιος δεν ήξερε πού ακριβώς ήταν τοποθετημένος...
Όπως και νάχε, καλύτερα να μην έλεγε στον Νάθλεδιρ τι σκεφτόταν. Του αποκρίθηκε: «Δεν υπάρχει λόγος να ξέρεις. Θα βρω έναν τρόπο και θα φύγω.»
«Μα, Γεώργιε, καλύτερα να–»
«Σου λέω: θα βρω έναν τρόπο και θα φύγω. Δε μ’εμπιστεύεσαι;»
«Σου χρωστάω τη ζωή μου. Γι’αυτό μ’ενδιαφέρει για τη δική σου.»
«Η σιωπή είναι σύνεση,» του θύμισε ο Γεώργιος.
«Φυσικά,» δεν μπόρεσε παρά να συμφωνήσει ο Μοργκιανός.
«Θα τα ξαναπούμε σύντομα,» υποσχέθηκε ο Οφιομαχητής. Ο Νάθλεδιρ τον χαιρέτησε, του ευχήθηκε η τύχη και οι θεοί να είναι μαζί του, και η τηλεπικοινωνία τους τερματίστηκε.
Ο Γεώργιος έκανε ένα γρήγορο ντους και μετά κάθισε οκλαδόν στο κρεβάτι του, κλείνοντας τα βλέφαρα και περιμένοντας η νύχτα να περάσει, ακούγοντας την Πάροδο του Πράου Ανέμου να μουρμουρίζει μέσα του, ενώ το μυαλό του έκανε σχέδια για την αυριανή ημέρα.
Η Ευθαλία ήταν κουλουριασμένη κοντά του, κάτω από ένα μαξιλάρι του κρεβατιού.
Το Γερό Φίδι ήταν ανήσυχο για κάποια ώρα, διαισθανόμενο την ανησυχία του συγγενή-κι-Αφέντη του, αλλά τελικά ξάπλωσε στο στρώμα του στο πάτωμα και κοιμήθηκε, ακούγοντας το τζάμι του παραθύρου να τρίζει από τον άνεμο που το χτυπούσε φυσώντας από τη θάλασσα. Ο χειμώνας πλησίαζε, κι αυτή η εποχή έφερνε τον ύπνο πιο εύκολα στο Γερό Φίδι.
Όταν ξημέρωσε, ο Οφιομαχητής σηκώθηκε από τη θέση του και βγήκε στον Ναό, κάνοντας στον ερπετοειδή νόημα να μην τον ακολουθήσει. Εκείνος υπάκουσε. Ο Γεώργιος βάδισε μέσα στους διαδρόμους κι επάνω στις σκάλες. Ο μοναδικός τρόπος για να φύγει από εδώ χωρίς να έρθει σε άμεση σύγκρουση με τους φρουρούς της Νερκάλης ήταν το ελικόπτερο. Όλη τη νύχτα που, άυπνος ως συνήθως, συλλογιζόταν δεν είχε σκεφτεί κανέναν άλλο, καλύτερο τρόπο. Χρειαζόταν, λοιπόν, μια ενεργειακή φιάλη τύπου Υ-3. Πού θα την έβρισκε; Ήταν από τις μέτριες προς μεγάλες φιάλες, αυτές που δεν έβρισκες παντού. Τα τετράκυκλα οχήματα, για παράδειγμα, κινούνταν συνήθως με μία ή δύο φιάλες Υ-2 – μέγεθος που θεωρείτο μέτριο – ενώ τα δίκυκλα έπαιρναν μία φιάλη Υ-1, ακόμα πιο μικρή.
Στα υπόγεια του Ναού υπήρχαν αποθήκες, αλλά, για να κλέψει ο Γεώργιος φιάλη από εκεί, θα έπρεπε να κάνει διάρρηξη... και θα προτιμούσε να μην προβεί σε τέτοιες ενέργειες εκτός αν αποδεικνυόταν τελείως απαραίτητο.
Αναζήτησε μια συγκεκριμένη ιέρεια μες στο πρωινό, πηγαίνοντας στην πύλη του περιβόλου για να κοιτάξει προς τη μεριά της θάλασσας, προς τον εξώναο. Θα μπορούσα και να κολυμπήσω υποβρυχίως, σκέφτηκε αντικρίζοντας τα ταραγμένα κύματα. Φοβόταν, όμως, ότι κι από εδώ, από τη θάλασσα, η Φρουρά της Νερκάλης τον περίμενε. Φοβόταν ότι θα τον έβλεπαν να ανεβαίνει στις θαλασσολίθινες πλατφόρμες και να βουτά μαζί με το Γερό Φίδι, και θα τους καταδίωκαν με βάρκες και ανθρώπους με στολές κατάδυσης ή οργανικές στολές υποβρύχιας αναπνοής. Αν ήμουν μόνος θα τους ξέφευγα... Αλλά δεν ήθελε να ρισκάρει τη ζωή του ερπετοειδή. Αρκετούς συντρόφους είχε χάσει – και στο μυαλό του ήταν, τώρα, οι Αγενείς...
Ο Γεώργιος έψαξε με το βλέμμα του τις θαλασσολίθινες πλατφόρμες του εξώναου, ανάμεσα στους ψηλούς χοντρούς κίονες που ορθώνονταν μέσα από τη θάλασσα. Είδε αναμμένα πύραυνα και ιερά αγάλματα, και κάποιους που έκαναν μια πρωινή τελετουργία. Ο Γεώργιος, στεκόμενος στο κατώφλι της πύλης του περιβόλου, παρατήρησε τις μορφές τους. Ήταν η Ευτυχία ανάμεσά τους; Τα κατάξανθα μαλλιά της αμέσως θα την πρόδιδαν. Αλλά, όχι, δεν φαινόταν να είναι εκεί.
Ο Γεώργιος, όμως, ήθελε να βεβαιωθεί. Αφήνοντας την πύλη πίσω του βάδισε προς τον εξώναο, ακολουθώντας το μονοπάτι από θαλασσόλιθο. Όσο βρισκόταν πάνω σ’αυτό το μονοπάτι θεωρείτο πως ήταν ακόμα μέσα στον Ναό, και οι άνθρωποι της Φρουράς δεν μπορούσαν να τον πειράξουν. Το μονοπάτι αποτελούσε μέρος του εξώναου, και δεν είχε σημασία που ο χώρος ήταν αστέγαστος.
Φτάνοντας στις πλατφόρμες, νιώθοντας τον άνεμο της θάλασσας να τινάζει τα πράσινα μαλλιά του, έψαξε πάλι με το βλέμμα του για την Ευτυχία· αλλά, όντως, δεν ήταν εδώ. Κάποιοι που τον είδαν έκλιναν τα κεφάλια τους προς τη μεριά του – ήταν ιερό πρόσωπο γι’αυτούς – ένας Φιλημένος της Μεγάλης Κυράς. Ο Οφιομαχητής τούς αγνόησε: δεν μπορούσαν να τον βοηθήσουν, ήταν σίγουρος. Δεν θα τολμούσαν.
Μετά από λίγο, στράφηκε κι επέστρεψε στον περίβολο του κεντρικού οικοδομήματος του Ναού· και, καθώς πήγαινε προς τα εκεί, έριξε μια ματιά στους ανθρώπους της Φρουράς στην αντικρινή μεριά της Οδού των Όφεων. Ο αριθμός τους έμοιαζε ίδιος. Στέκονταν κοντά στα δίκυκλά τους. Περιμένοντας. Οπλισμένοι. Και, σίγουρα, τον κοίταζαν κι αυτοί.
Μπαίνοντας στο δωμάτιό του ξανά, στο εσωτερικό του Ναού, βρήκε πρωινό επάνω στο γραφείο. Το Γερό Φίδι ήδη έτρωγε κουλουράκια και έπινε τσάι. Του έγνεψε να πλησιάσει. Ο Οφιομαχητής δεν είχε όρεξη για φαγητό αλλά έφαγε λίγο, και ήπιε καφέ. Ύστερα, βγήκε πάλι να κάνει βόλτα στον Ναό, κι αυτή τη φορά πήρε και το Γερό Φίδι μαζί του. Συνάντησε τον Αργύριο (όχι τυχαία ίσως, υποπτευόταν) κι αντάλλαξαν μερικές κουβέντες προτού ο Πρωθιερέας απομακρυνθεί, έχοντας τις δικές του δουλειές – αλλά είπε στον Φιλημένο πως, φυσικά, μπορούσε να τον απασχολήσει για οτιδήποτε ήθελε. Ο Γεώργιος τον ευχαρίστησε, όμως ούτε που το διανοήθηκε να του ζητήσει ενεργειακή φιάλη τύπου Υ-3, γιατί ήταν βέβαιος πως θα του την αρνιόταν. Οι ιερείς δεν ήθελαν να τον βοηθήσουν να δραπετεύσει· ήθελαν να τον κρατήσουν στον Ναό τους. Πράγμα που ναι μεν αποτελούσε άσυλο για εκείνον αλλά και φυλακή επίσης. Και τώρα ο Γεώργιος δεν μπορούσε να περιμένει την «κατάλληλη ευκαιρία» για να φύγει από εδώ. Βιαζόταν.
Λίγο πριν από το μεσημέρι είδε την Ευτυχία στον σηκό και, μετά, την ακολούθησε μέσα στους διαδρόμους του Ναού. Την πλησίασε γρήγορα. Δεν ήταν μόνη – ένας δόκιμος και δύο δόκιμες βάδιζαν στο κατόπι της – αλλά ο Γεώργιος αμφέβαλλε ότι θα έβρισκε καλύτερη ώρα για να τη συναντήσει. «Πρέπει να σου μιλήσω,» της είπε. «Χωρίς αυτούς,» έδειξε, με το βλέμμα του, τους δόκιμους.
Το Γερό Φίδι έβγαλε ένα αργόσυρτο σύριγμα.
Η Ευτυχία ήταν διστακτική προς στιγμή, αν και τα μάτια της είχαν γυαλίσει αντικρίζοντας τον Οφιομαχητή να τη ζυγώνει – στο μυαλό της ήταν ακόμα πολύ έντονη η ερωτική τους συνεύρεση. Του είπε: «Εντάξει.» Και στρεφόμενη στους δόκιμους: «Επιστρέψτε στις δουλειές σας, και όλα όπως είπαμε, έτσι;»
«Μάλιστα, Ιερότατη,» αποκρίθηκε η μία από τις δύο δόκιμες, και αποχώρησαν.
Η Ευτυχία έκανε νόημα στον Γεώργιο να την ακολουθήσει, κι εκείνος την ακολούθησε (και το Γερό Φίδι ακολούθησε τον συγγενή-κι-Αφέντη του). Μπήκαν στο καθιστικό όπου ο Πρωθιερέας είχε οδηγήσει τον Οφιομαχητή όταν τον πρωτοείχε φέρει στον Υψηλό Ναό της Μικρυδάτιας. Η Ευτυχία στράφηκε απότομα και τον αντίκρισε, τα χέρια της γαντζώθηκαν στα ρούχα του, τα χείλη της κόλλησαν πάνω στα δικά του. Ο Γεώργιος άφησε το φιλί να τελειώσει φυσικά, αγκαλιάζοντας με το ένα χέρι τη μέση της.
«Νομίζεις ότι έχω παραμελήσει τον φιλοξενούμενό μας;» ρώτησε η Ευτυχία μειδιώντας.
«Χρειάζομαι τη βοήθειά σου,» της είπε ο Γεώργιος, σοβαρά.
«Αν είναι κάτι που δεν το έχεις, θα φροντίσω αμέσως γι’αυτό. Το ίδιο θα σου έλεγε κι ο Πανιερότατος, είμαι σίγουρη.»
«Μην είσαι και τόσο σίγουρη.»
Η Ευτυχία συνοφρυώθηκε. «Τι εννοείς;»
«Θέλω μια ενεργειακή φιάλη ύψιλον-τρία.»
Τον κοίταξε καχύποπτα, κάνοντας ένα μικρό βήμα πίσω· τα σώματά τους δεν αγγίζονταν πλέον. «Για ποιο λόγο;»
«Νομίζω πως μάλλον μπορείς να φανταστείς...»
«Το ελικόπτερο. Σκέφτεσαι να το χρησιμοποιήσεις για να φύγεις... Θα σε κυνηγήσουν, Γεώργιε. Η Φρουρά–»
«Δεν το κάνω για εμένα. Το κάνω για τον ιερό οφιόμορφο» – έδειξε το Γερό Φίδι με μια κοφτή κίνηση του κεφαλιού του – «και για μια φίλη – αυτή που με είχε επισκεφτεί τις προάλλες. Τη λένε Όλγα, και την έχουν απαγάγει εξαιτίας μου.» Της εξήγησε πώς είχε η κατάσταση. «Πρέπει να βγω από τον Ναό – μαζί με το Γερό Φίδι – χωρίς να έρθω σε σύγκρουση με τη Φρουρά. Απόψε. Οπωσδήποτε. Και νομίζω πως ο καλύτερος τρόπος είναι με το ελικόπτερο. Αλλά ο Αρχιερέας σας έχει προστάξει να το αδειάσουν από ενεργειακές φιάλες. Χρειάζομαι, επομένως, μία για να το ενεργοποιήσω. Αν δε με βοηθήσεις, Ευτυχία, δεν ξέρω τι μπορεί να κάνω.» Και καταπολεμούσε την οργή του καθώς μιλούσε.
Η ιέρεια ήταν προβληματισμένη. Καταλάβαινε ότι η κατάσταση που της περιέγραφε ήταν δύσκολη για εκείνον· όμως και η θέση στην οποία την έφερνε ο Φιλημένος ήταν δύσκολη για εκείνη. Αν ο Γεννάδιος αντιλαμβανόταν ότι η Ευτυχία είχε βοηθήσει τον Γεώργιο να φύγει... και θα το αντιλαμβανόταν (είχε τρόπους να μαθαίνει τα πάντα αυτός!)... τότε, οι συνέπειες για την Ευτυχία δεν θα ήταν καλές. Θα θύμωνε μαζί της δίχως αμφιβολία. Ίσως, μάλιστα, και να την απομάκρυνε από νύμφη του. Ίσως ακόμα και να την έδιωχνε από τον Υψηλό Ναό. Μπορούσε να το κάνει· είχε το δικαίωμα. Ήταν ο ισχυρότερος ιερωμένος στη Μικρυδάτια.
Αλλά και ο Φιλημένος ήταν ιερό πρόσωπο. Ήταν, ίσως, πιο ιερός από τον Αρχιερέα. Και είχε έρθει να ζητήσει τη δική της βοήθεια συγκεκριμένα. Δεν είχε πάει σε κανέναν άλλο, ούτε είχε επιχειρήσει κάτι από μόνος του, παρά την τρομερή οργή που έλεγαν οι Γραφές πως καταλάμβανε τους Φιλημένους, παρά την τρομερή δύναμη που διέθετε. Είχε έρθει στην Ευτυχία προτού κάνει οτιδήποτε, κι εκείνη αισθανόταν πως η Μεγάλη Κυρά την είχε έτσι ξεχωρίσει κάπως. Ήταν σαν να της έλεγε: Παραδίδω τον Φιλημένο μου στα χέρια σου. Φρόντισε να μην κάνεις λάθος μαζί του, ιέρεια! Φρόντισε να μην κάνεις λάθος.
Από τη μια, η Ευτυχία είχε να σκεφτεί τον θυμό του Αρχιερέα αν τον δυσαρεστούμε· από την άλλη, είχε να σκεφτεί τον θυμό της ίδιας της Φαρμακερής Κυράς. Τι μπορούσε να επιλέξει;
Ρώτησε τον Οφιομαχητή: «Τι ακριβώς θα κάνεις με το ελικόπτερο; Θα πετάξεις πάνω απ’την πόλη; Θα σε κυνηγήσουν, Γεώργιε. Σίγουρα το παρακολουθούν ήδη με κιάλια.»
«Ας με κυνηγήσουν. Δε θα είναι το ίδιο εύκολο να με πιάσουν όπως αν βγω από την πύλη. Θα το προσγειώσω, όσο πιο γρήγορα μπορώ, σε κάποιον δρόμο και θα εξαφανιστώ μες στη Νερκάλη μαζί με το Γερό Φίδι.»
«Επικίνδυνο και πάλι...»
«Δε μπορώ αλλιώς να βγω από τον Ναό. Θα με βοηθήσεις ή όχι; –Και σε προειδοποιώ: μην προσπαθήσεις να με σταματήσεις!» πρόσθεσε απότομα, με ξαφνική οργή να χρωματίζει τρομαχτικά τα στενεμένα μάτια του.
Η Ευτυχία έκανε ακόμα ένα βήμα πίσω, νιώθοντας σαν η Μεγάλη Κυρά να την αντίκριζε μέσα από τα μάτια του Φιλημένου. «Δε σκεφτόμουν τέτοιο πράγμα,» τον διαβεβαίωσε.
«Αν πεις στον Γεννάδιο ότι σου ζήτησα–»
Κούνησε το κεφάλι της. «Δεν πρόκειται να του πω τίποτα. Αλλά υπάρχει καλύτερος τρόπος να βγεις από τον Ναό,» τόνισε.
«Τι εννοείς; Τι τρόπος;»
«Στα υπόγεια είναι μια σήραγγα που οδηγεί βαθιά· φτάνει μέχρι κάτω από την ηπειρόνησο. Μπορείς να φύγεις από εκεί, αν είσαι πρόθυμος να κολυμπήσεις. Το χρησιμοποιούμε αυτό το άνοιγμα για... ειδικές περιπτώσεις, αλλά όχι και τόσο συχνά. Έχουμε στολές κατάδυσης, και οργανικές στολές υποβρύχιας αναπνοής. Θα σε οδηγήσω εκεί αν θέλεις. Είναι προτιμότερο απ’το να πάρεις το ελικόπτερο. Η Φρουρά δεν πρόκειται να σε δει να απομακρύνεσαι.»
«Οι άλλοι, λοιπόν, μου έλεγαν ψέματα...» είπε ο Γεώργιος, νιώθοντας την οργή του σαν μια φλογερή θύελλα μέσα του, σαν δέκα φαρμακερούς δράκους της Έχιδνας οι οποίοι σύριζαν αγριεμένα συγχρόνως.
«Ποιοι άλλοι;»
«Ο Γεννάδιος κι ο Αργύριος. Μου έλεγαν ότι δεν υπάρχει καμιά κρυφή έξοδος. Ήθελαν να με κρατήσουν εδώ!»
Η Ευτυχία μόρφασε, αμίλητα, ανασηκώνοντας τους ώμους.
«Κι εσύ το ήξερες...» συνέχισε ο Γεώργιος, και δεν ήταν ερώτηση.
«Θα σε βοηθήσω,» του είπε εκείνη, αλλάζοντας θέμα. «Θέλεις να σε οδηγήσω τώρα στην Υποβρύχια Πύλη;»
«Μπορείς τώρα; Αυτή τη στιγμή;»
Η Ευτυχία κατένευσε. «Μπορώ.» Και σκεφτόταν: Δε θ’αφήσω τους φρουρούς του Άρχοντα να κυνηγήσουν έναν Φιλημένο της Μεγάλης Κυράς μέσα σε ελικόπτερο. Μπορεί να τον σκοτώσουν, οι βέβηλοι! Η Έχιδνα τής τον είχε εμπιστευτεί, ήταν προφανές, και η Ευτυχία θα τον προστάτευε όσο καλύτερα μπορούσε.
«Πάμε, τότε,» είπε ο Γεώργιος. Δε νόμιζε ότι υπήρχε λόγος για καθυστέρηση. Τα πράγματά του τα είχε όλα επάνω του· δεν είχε αφήσει τίποτα στο δωμάτιο. Η Ευθαλία ήταν τυλιγμένη στον πήχη του, κάτω απ’το μανίκι του. Το Γερό Φίδι ορθωνόταν πίσω του. «Θέλω, όμως, κι ο ιερός οφιόμορφος νάρθει μαζί μου–»
«Φυσικά.»
«Θα πρέπει να βρούμε μάσκα και φιάλη αέρα γι’αυτόν. Εγώ μπορώ να κρατήσω την αναπνοή μου για αρκετή ώρα, αλλά–»
«Σου είπα: έχουμε στολές κατάδυσης κοντά στην Υποβρύχια Πύλη, για ειδικές περιπτώσεις,» τον διέκοψε η Ευτυχία. «Δεν υπάρχει πρόβλημα.» Και πλησίασε την πόρτα του καθιστικού· την άνοιξε και κοίταξε έξω, τον διάδρομο. Δεν είδε κανέναν που πίστευε ότι μπορούσε να σταθεί στον δρόμο της.
«Έλα,» είπε στον Φιλημένο, και βγήκε.
Εκείνος και το Γερό Φίδι την ακολούθησαν μέσα στον Υψηλό Ναό της Μικρυδάτιας, περνώντας δίπλα από δόκιμους κι έναν ιερέα, διασχίζοντας δύο διαδρόμους, προτού η Ευτυχία πλησιάσει μια πόρτα και σταματήσει μπροστά της. Τράβηξε μια αρμαθιά κλειδιά από τον πράσινο χιτώνα της και χρησιμοποιώντας ένα από αυτά ξεκλείδωσε την πόρτα. Την άνοιξε. Μια κατηφορική σκάλα ήταν από πίσω. Η Ευτυχία έγνεψε στον Οφιομαχητή να περάσει, κι εκείνος μπήκε μαζί με το Γερό Φίδι, αρχίζοντας να κατεβαίνει. Η ιέρεια τούς ακολούθησε, κλείνοντας την πόρτα πίσω της, πατώντας έναν διακόπτη στον τοίχο για ν’ανάψει ενεργειακές λάμπες. Πέρασε μπροστά από τον ερπετοειδή για να βρίσκεται κοντά στον Γεώργιο· η σκάλα οριακά τούς χωρούσε πλάι-πλάι.
Έφτασαν κάτω, σ’ένα υπόγειο, όπου η Ευτυχία πάτησε ακόμα έναν διακόπτη στον τοίχο και δύο λάμπες άναψαν στο ταβάνι. Ο χώρος ήταν αχαρακτήριστα αστόλιστος για εσωτερικό του Υψηλού Ναού της Μικρυδάτιας: ούτε ταπετσαρίες, ούτε χαλιά, ούτε αγάλματα, ούτε τίποτα. Ένα άδειο πέτρινο δωμάτιο. Στα δεξιά ήταν μια μεταλλική πόρτα, αμπαρωμένη από ετούτη τη μεριά. Στ’αριστερά ήταν ένα άνοιγμα κάτω από μια καμάρα λαξεμένη σαν πλεγμένα θαλάσσια ερπετά – η μοναδική διακόσμηση εδώ.
Η Ευτυχία ζύγωσε μια θυρίδα στον τοίχο, άνοιξε ένα ξύλινο ντουλαπάκι εκεί μέσα, και πήρε έναν φακό. Τον άναψε κι έσβησε το φως στο ταβάνι. «Αποδώ,» είπε, κατευθυνόμενη προς την καμάρα. «Τα φώτα στη σκάλα σβήνουν αυτόματα,» πρόσθεσε, σαν για να καθησυχάσει τον Γεώργιο ότι κανείς δεν θα τα έβλεπε και θα καταλάβαινε ότι κάποιος είχε πρόσφατα κατεβεί.
Ο Οφιομαχητής δεν είχε τέτοια ανησυχία· το μόνο που τον απασχολούσε ήταν η έξοδος κάτω από την ηπειρόνησο.
Μετά την καμάρα ανοιγόταν μια σήραγγα η οποία ήταν καταφανώς καθοδική. Οι τοίχοι της ήταν επίσης αστόλιστοι, και από ένα σημείο κι έπειτα ούτε καν καλυμμένοι με πλίνθους: βράχοι φαίνονταν, γη. Η Ευτυχία δεν έδειχνε κανέναν δισταγμό, βάδιζε με άνεση· τη γνώριζε τη διαδρομή καλά.
Όταν προσπέρασαν ένα άνοιγμα στα δεξιά, ο Γεώργιος ρώτησε: «Πού βγαίνεις αν πας αποκεί;» από περιέργεια, καθαρά.
«Δεν ξέρω,» αποκρίθηκε η ιέρεια χωρίς να στραφεί να τον κοιτάξει. «Κανείς ποτέ δεν πάει από εκεί. Ή, τουλάχιστον, εγώ δεν έχω πάει, και ούτε κανένας μού έχει πει ότι έχει πάει.» Ανασήκωσε τους ώμους σαν το θέμα να της ήταν αδιάφορο.
Αδιάφορο! σκέφτηκε ο Οφιομαχητής. Απ’αυτή τη μεριά ίσως θα μπορούσε ακόμα και να γίνει εισβολή στον Ναό! – αν κάποιος, βέβαια, τολμούσε να κάνει τέτοιο πράγμα. Οι πάντες στην Υπερυδάτια σέβονταν τους ιερούς χώρους της Έχιδνας, και ήταν γνωστό, μάλιστα, πως είχαν συμβεί ανεξήγητα άσχημα πράγματα σε όσους τους βεβήλωναν. Δεισιδαιμονίες, ίσως. Ή ίσως όχι.
Η Ευτυχία βάδιζε ευθεία, όλο ευθεία – δεν μπορούσε να πάει και προς άλλη κατεύθυνση, εξάλλου· ύστερα από εκείνο το άνοιγμα στα δεξιά, δεν φάνηκε κανένα άλλο – και κατέληξαν σ’ένα μέρος γεμάτο νερό. Παραδίπλα ήταν τοποθετημένη μια μεταλλική ντουλάπα η οποία έμοιαζε ιδρωμένη από την υγρασία.
«Φτάσαμε,» είπε η ιέρεια. «Στην Υποβρύχια Πύλη.» Και στρεφόμενη στον Γεώργιο, γέρνοντάς επάνω του, με το σώμα της ν’αγγίζει το δικό του: «Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να φύγεις; Αν κάνεις αυτό που μου είπες, ο Καρβίλιος μπορεί να είναι προετοιμασμένος για προδοσία, μπορεί ακόμα και να σε σκοτώσει!»
«Δεν αμφιβάλλω ότι θα το προσπαθήσει,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος. «Αλλά δεν θα εγκαταλείψω την Όλγα–»
«Την ξέρεις από παλιά αυτή την Όλγα;»
«Πρόσφατα τη γνώρισα.»
Η Ευτυχία συνοφρυώθηκε. «Και τι σου είναι;»
«Φίλη μου, όπως σου είπα. Και έχει μπλέξει εξαιτίας μου χωρίς να φταίει σε τίποτα.»
Η ιέρεια αναστέναξε. «Υποθέτω πως ξέρεις τι κάνεις. Η Μεγάλη Κυρά σε καθοδηγεί.» Τα χείλη της αναζήτησαν τα δικά του.
Ο Γεώργιος τη φίλησε δυνατά, κρατώντας τους ώμους της. «Σ’ευχαριστώ,» της είπε. «Δε θα το ξεχάσω.»
Η Ευτυχία μειδίασε λοξά. «Πώς θα μπορούσα να μη βοηθήσω έναν Φιλημένο της Μεγάλης Κυράς;»
«Ο Αρχιερέας σας δεν θα με είχε βοηθήσει. Ούτε ο Πρωθιερέας, νομίζω.»
«Μάλλον. Αλλά δεν πήγες σ’αυτούς· ήρθες σ’εμένα.»
Ο Γεώργιος τη φίλησε ξανά, αρπάζοντάς την από τη μέση. Η Ευτυχία κόλλησε επίμονα επάνω του, τυλίγοντας το χέρι της πίσω απ’τον λαιμό του, το πόδι της πίσω από το γόνατό του.
Το Γερό Φίδι τούς αγνοούσε, κάνοντας την ουρά του πέρα-δώθε, νευρικά. Ο υγρός, υπόγειος χώρος τού έφερνε ανησυχία. Τι έκαναν εδώ; Πού οδηγούσε τώρα ο συγγενής-κι-Αφέντης του;
Η Ευτυχία ρώτησε τον Οφιομαχητή, ξέπνοη: «Θα ξανάρθεις;»
«Αν τύχει η Φρουρά της Νερκάλης να μ’έχει ξεχάσει.»
Σούφρωσε τα χείλη της δυσαρεστημένα. «Δεν ξεχνάνε εύκολα αυτοί... Αλλά δεν είναι και τίποτα το σπουδαίο να μπεις στην πόλη αθέατος. Απεριτείχιστη είναι. Αν ξανάρθεις στη Νερκάλη, μην παραλείψεις να επισκεφτείς τον Υψηλό Ναό.»
«Λες ο Αρχιερέας σας να μ’έχει συγχωρέσει;»
Η Ευτυχία γέλασε. «Να συγχωρέσει έναν Φιλημένο; Τι άλλο μπορεί να κάνει; Εξάλλου, ο ίδιος σού είπε πως όποτε θέλεις μπορείς να φύγεις. Δεν ήσουν αιχμάλωτος εδώ, Γεώργιε. Ούτε στιγμή. Αυτή είναι η αλήθεια.»
Ο Οφιομαχητής ένευσε. Δεν το αμφέβαλλε, φυσικά.
«Το θέμα είναι αν θα καταλάβει ο Γεννάδιος ότι εγώ σε βοήθησα να φύγεις...» είπε η Ευτυχία, και η όψη της ήταν προβληματισμένη.
«Με συγχωρείς αν–»
Το χέρι της πήγε στα χείλη του, σταματώντας τον. «Δε μπορούσα να μη σε βοηθήσω!» του είπε ξανά. Και στράφηκε ξαφνικά στη μεταλλική ντουλάπα. Την άνοιξε και φανέρωσε τις στολές που ήταν κρεμασμένες και διπλωμένες μέσα.
«Αυτές οι δύο είναι οργανικές στολές υποβρύχιας αναπνοής,» εξήγησε, δείχνοντας. «Οι άλλες είναι απλές στολές κατάδυσης. Υπάρχουν μάσκες και φιάλες αέρα, όπως βλέπεις. Και καμάκια.»
«Δε χρειάζομαι οργανική στολή,» είπε ο Γεώργιος, που δεν ήθελε να πάρει από τον Ναό τίποτα περισσότερο απ’ό,τι είχε άμεσα ανάγκη. «Για το Γερό Φίδι...» Κοίταξε τον ερπετοειδή. «Το Γερό Φίδι θα τη χρειαζόταν, ίσως, αλλά δεν μπορεί να τη φορέσει. Δεν έχει πόδια, κι αν την κόψουμε από τη μέση και κάτω δεν νομίζω πια να λειτουργεί.»
«Ούτ’ εγώ το νομίζω,» συμφώνησε η Ευτυχία.
Ο Γεώργιος πήρε από τη ντουλάπα μια μάσκα με αναπνευστήρα και μια φιάλη αέρα. Πλησίασε το Γερό Φίδι. «Πρέπει να φορέσεις αυτά,» του είπε.
Ο ερπετοειδής δεν φάνηκε να καταλαβαίνει. Ο Γεώργιος τού έδειξε πώς να φοράς τη μάσκα και τη φιάλη, βάζοντάς τες επάνω στον εαυτό του. Ύστερα, τις έβγαλε και έδωσε την πρώτη στο Γερό Φίδι, ενώ την άλλη άρχισε να τη δένει στην πλάτη του ερπετοειδή. Εκείνος τώρα είχε καταλάβει, και δεν έφερε αντίρρηση. Σε λίγο είχε τη μάσκα στο πρόσωπό του και τον αναπνευστήρα στο στόμα του.
«Εντάξει,» του είπε ο Γεώργιος. «Αλλά βγάλ’ το για την ώρα αυτό.» Του τράβηξε τον αναπνευστήρα έξω από το στόμα κι έκλεισε την παροχή αέρα από τη φιάλη.
Γδύθηκε και τύλιξε τα ρούχα του, κάνοντάς τα δέμα, ενώ η Ευτυχία τον κοίταζε ξεδιάντροπα. Ντυμένος τώρα μόνο με την περισκελίδα του, και την Ευθαλία κουλουριασμένη στον πήχη του, ο Γεώργιος έπιασε μια από τις στολές κατάδυσης και τη φόρεσε με γρήγορες κινήσεις. Έδεσε το Φιλί της Έχιδνας γύρω από τη μέση του. Έβαλε τα τυλιγμένα ρούχα του μέσα σ’έναν αδιάβροχο σάκο που βρήκε στη ντουλάπα. Πέρασε μια φιάλη αέρα στην πλάτη του κι έριξε τον σάκο στον ώμο του. Φόρεσε μια μάσκα στο πρόσωπό του.
«Πήγαινε πάνω, Ιερότατη,» είπε στην Ευτυχία, «προτού σ’αναζητήσουν. Βιάσου.»
«Πάρε κι έναν φακό.» Η ιέρεια έδειξε έναν που ήταν στη ντουλάπα.
Ο Γεώργιος ένευσε και τον πήρε.
Η Ευτυχία στράφηκε κι έφυγε, βαδίζοντας γρήγορα μες στη σήραγγα, ανεβαίνοντας προς τα υπόγεια του Ναού: εξαφανίστηκε μαζί με το φως του φακού της.
Ο Οφιομαχητής είχε ήδη ανάψει τον δικό του φακό, και τον έδεσε τώρα στο μέτωπό του. (Ήταν αδιάβροχος, φυσικά.) Έκανε νόημα στο Γερό Φίδι να βάλει τον αναπνευστήρα του στο στόμα, κι εκείνος υπάκουσε. Ο Γεώργιος τού άνοιξε την παροχή του αέρα από τη φιάλη. Ύστερα άνοιξε και τη δική του, έβαλε τον αναπνευστήρα του στο στόμα, και, γνέφοντας στον ερπετοειδή να τον ακολουθήσει, βούτηξε στο αλμυρό νερό. Αμέσως το Γερό Φίδι τον μιμήθηκε. Ο Γεώργιος το παρέσυρε μαζί του, με τις υδατοτρόπες δυνάμεις του, χειριζόμενος το νερό σαν να ήταν προέκταση του νευρικού του συστήματος.
Οδήγησε τον εαυτό του και τον ερπετοειδή κάτω από την πελώρια γήινη μάζα της ηπειρονήσου, στην ανάποδη γεωγραφία της, που ήταν γεμάτη βράχια, υποθαλάσσια φυτά, και πλάσματα, πολλά από τα οποία δεν έβγαιναν ποτέ σε πιο φωτεινά μέρη της θάλασσας: κρυπτόψαρα, διάφορα μαλάκια... Ο Γεώργιος ήλπιζε να μη συναντούσε κανέναν Ανάποδο Σκαρφαλωτή εδώ πέρα...
Συνέχισε να παρασέρνει τον ερπετοειδή μαζί του, πηγαίνοντας προς τα εκεί όπου ήξερε ότι ήταν οι ακτές – προς τα δυτικά. Έβλεπε την κατεύθυνση από την πυξίδα στον καρπό του – μέρος της υποβρύχιας στολής. Και δεν άργησε να φτάσει στον προορισμό του. Μες στο μεσημέρι, ήταν καταφανές μόλις δεν βρισκόταν πια η γήινη μάζα της ηπειρονήσου από πάνω του. Τα νερά έμοιαζαν ξαφνικά να γυαλίζουν από τις αντανακλάσεις του φωτός των δίδυμων ήλιων της Υπερυδάτιας.
Ο Γεώργιος κατευθύνθηκε τώρα προς τα πάνω, βγάζοντας το κεφάλι του και το κεφάλι του Γερού Φιδιού στον αφρό, καθώς και το αριστερό του χέρι επίσης, για ν’αναπνεύσει η Ευθαλία, η οποία παιχνίδισε τη γλώσσα της στον αέρα, συρίζοντας.
Ο Οφιομαχητής κοίταξε με επιφύλαξη τριγύρω, μην τυχόν κι έβλεπε καμιά βάρκα της Φρουράς της Νερκάλης. Αλλά τίποτα ύποπτο δεν είδε να έρχεται προς τη μεριά του. Θα ήταν εξωφρενικό, άλλωστε, να τον είχαν εντοπίσει.
Βρισκόταν τώρα λίγο πιο νότια από τον Υψηλό Ναό της Έχιδνας. Από εδώ ατένιζε τον εξώναο και, μετά απ’αυτόν, πολλές αποβάθρες και προβλήτες με αραγμένα πλοία, πλοιάρια, και βάρκες, κοντά στην Οδό των Όφεων, η οποία διέσχιζε τον Έναστρο απ’τη μια άκρη ώς την άλλη, φτάνοντας μέχρι τα μέσα του Κόρφου.
«Πάμε να βρούμε έναν φίλο,» είπε ο Οφιομαχητής στο Γερό Φίδι, κι έβαλε ξανά τον αναπνευστήρα στο στόμα του. Ο ερπετοειδής δεν είχε βγάλει καθόλου τον δικό του.
Ο Γεώργιος, χρησιμοποιώντας τις υδατοτρόπες ιδιότητές του, τράβηξε ξανά τον εαυτό του και το Γερό Φίδι κάτω από τα κύματα και κατευθύνθηκε νότια. Όταν νόμιζε ότι βρισκόταν αρκετά μακριά από τον Υψηλό Ναό, βγήκε στην επιφάνεια και πήγε προς ένα μέρος της ακτής που του έμοιαζε ήσυχο. Ήταν στον Κόρφο τώρα· την αναγνώριζε την περιοχή. Πιάστηκε από μια πέτρα και ανέβηκε στην ξηρά, πίσω από ένα μεγάλο οικοδόμημα. Έδωσε το χέρι του στο Γερό Φίδι και το βοήθησε να σκαρφαλώσει. Του έβγαλε τον αναπνευστήρα από το στόμα. «Δεν το χρειάζεσαι αυτό πια,» του είπε. «Ούτε αυτό.» Του έβγαλε και τη μάσκα, ενώ έβγαζε και τη δική του.
Ο ερπετοειδής σύριξε μακρόσυρτα.
Ο Γεώργιος γδύθηκε από τη στολή κατάδυσης, τράβηξε τα ρούχα του έξω από τον αδιάβροχο σάκο, και τα φόρεσε, αφήνοντάς τα να νοτιστούν από το βρεγμένο σώμα του. Σήκωσε την κουκούλα της κάπας του στο κεφάλι. «Τώρα,» είπε, «ξέρεις ποιο είναι το μεγαλύτερό μας πρόβλημα;»
Το Γερό Φίδι τον ατένιζε χωρίς να καταλαβαίνει τα λόγια του.
«Ότι δεν είναι συνηθισμένο άποδες ερπετοειδείς να κυκλοφορούν στους δρόμους της Νερκάλης. Πρέπει κάπως να σε κρύψουμε· απ’τη μέση και κάτω, τουλάχιστον.» Και στο μυαλό του ήρθε μια παρόμοια περίπτωση στην Κιρβιάδα, με μια άλλη άγρια ερπετοειδή, μια γυναίκα των Θηριόφεων... Οι καιροί κάνουν κύκλους, έλεγε ο Γέρος του Ανέμου. Ο αέρας φυσά κι όλα τα φέρνει γύρω-γύρω, αλλά ποτέ τα ίδια ακριβώς.
Ο Γεώργιος τράβηξε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό μέσα από μια από τις πολλές εσωτερικές τσέπες της κάπας του και κάλεσε τον Νάθλεδιρ.
Διονυσία:
Επιστρέφω στο σπίτι μου με τα πόδια όπως πήγα στο σπίτι της Κρυσταλλίας (εξωφρενικό μού φαίνεται που επισκέφτηκα το σπίτι της Κρυσταλλίας, μα την Έχιδνα! όμως αυτό απλά περνά φευγαλέα απ’το μυαλό μου μπροστά στα άλλα μου προβλήματα) γιατί δεν ήθελα να με γυρίσει ο Δημήτριος μέσα στο όχημά του. Αρνήθηκα όταν μου το πρότεινε· «Μην είσαι ανόητος,» του είπα. «Μπορεί να το παρακολουθούν το σπίτι μου. Μπορεί να σε δουν και να σ’ακολουθήσουν – να σε υποπτευθούν. Και μετά, πώς θα τους στήσεις την παγίδα που έχεις στο μυαλό σου;»
Παγίδα! Μα την Έχιδνα, πώς θα στήσουμε εμείς παγίδα σ’αυτούς τους κακούργους; σκέφτομαι καθώς βαδίζω μες στους νυχτερινούς δρόμους, τυλιγμένη στην κάπα μου, νιώθοντας σαν κάθε σκιά να με παρακολουθεί (αλλά έχοντας ήδη κάνει Ξόρκι Εντοπισμού Ζωτικής Ενέργειας και ξέροντας ότι κανείς δεν είναι πραγματικά πίσω μου). Ο Δημήτριος, βέβαια, δεν είναι τόσο άσχετος απ’αυτά όσο εγώ· το απέδειξε απόψε, και με το παραπάνω. Με τα λόγια, τουλάχιστον. Ελπίζω να μην είναι μόνο λόγια– Όχι, αποκλείεται να είναι μόνο λόγια. Αν ήταν μόνο λόγια δεν θα είχε μπει, τις προάλλες, στο σπίτι μου όπως μπήκε, χωρίς ν’αφήσει κανένα σημάδι. Ξέρει τι κάνει. Ξέρει από τέτοια. Ξέρει...
Αλλά εξακολουθώ να φοβάμαι για τον αδελφό μου. Αν κάτι πάει στραβά... κάτι... τότε εκείνος θα το πληρώσει. Και μπορεί ήδη να φταίω εγώ που είναι τυφλός· δε θέλω να φταίω και για τον θάνατό του– Όχι, Διονυσία, μη σκέφτεσαι έτσι, λέω στον εαυτό μου. Μη σκέφτεσαι έτσι! Δε φταις εσύ που τυφλώθηκε – και μπορεί να ανακτήσει το φως του στο μέλλον. Τώρα κάνεις ό,τι φαίνεται πως είναι καλύτερο. Τι άλλο να έκανες; Δε μπορώ να προδώσω τον Γεώργιο στους ακόλουθους του Λοκράθου, αλλά ούτε και τον αδελφό μου μπορώ να τον αφήσω στα χέρια τους...
Φτάνω στο σπίτι μου και βρίσκω τον Φωνακλά ακόμα ξαπλωμένο στον κήπο, ναρκωμένο. Αναστενάζω. «Έλα εδώ,» λέω, και σκύβω για να τον πάρω στην αγκαλιά μου. Είναι αρκετά βαρύς. Είναι μεγάλος σκύλος. Αλλά καταφέρνω να τον σύρω ώς την εξώπορτα, να την ξεκλειδώσω, και να τον τραβήξω στο εσωτερικό του σπιτιού. Προτού μπω, κάνω άλλο ένα Ξόρκι Εντοπισμού Ζωτικής Ενέργειας, μα δεν ανιχνεύω κανέναν να κρύβεται μέσα. Και αν ήταν εδώ θα τον έβρισκα. Είμαι καλή στο Ξόρκι Εντοπισμού Ζωτικής Ενέργειας· μπορώ να απλώνω τις μαγικά διευρυμένες αισθήσεις μου αρκετά μακριά: πιο μακριά απ’ό,τι άλλοι μάγοι.
Αφήνω τον Φωνακλά στο χαλί του σαλονιού, ανάβω φωτιά στο τζάκι. Γεμίζω ένα ποτήρι με κρασί και κάθομαι στον σοφά. Βγάζω την κάπα μου, τις μπότες μου, ανεβάζω τα πόδια μου επάνω. Πίνω μια μεγάλη γουλιά. Μου κάνει καλό, το αισθάνομαι.
Περιμένω τον Φωνακλά να συνέλθει.
Η νύχτα περνά χωρίς να μπορέσω να κοιμηθώ καθόλου.
Ευτυχώς που το πρωί δεν πρέπει να πάω στο νοσοκομείο. Όταν έχεις νυχτερινή βάρδια δεν πηγαίνεις και το πρωί.
Δημήτριος:
Η Κρυσταλλία διαφωνεί με την απόφασή μου. Εξακολουθεί να πιστεύει ότι αυτό που σχεδιάζω είναι παρακινδυνευμένο. «Είσαι χαζός,» μου λέει όταν έχει φύγει η Διονυσία, «που βάζεις τον εαυτό σου σε τέτοιο κίνδυνο. Κι επίσης χαζομάρα ήταν,» προσθέτει, «που της πρότεινες να την πας σπίτι της με το όχημά σου. Αυτή είχε πιο πολύ μυαλό από σένα, ευτυχώς!»
«Δε μπορώ να κάνω τίποτα λιγότερο για τον Οφιομαχητή,» της αποκρίνομαι, βαδίζοντας νευρικά μες στο σαλόνι του σπιτιού της. «Κάποτε με είχε βοηθήσει.»
«Πριν από χρόνια, εντάξει! Τώρα αυτά έχουν περάσει, Δημήτριε.»
«Δεν είναι έτσι. Δε διαγράφεις έτσι τέτοια πράγματα. Επιπλέον, τι να έλεγα στη Διονυσία; ‘Συγνώμη αλλά δεν έχω τρόπο να βοηθήσω’; ‘Μπορείς τώρα να φύγεις, σε παρακαλώ’;»
«Ναι,» αποκρίνεται η Κρυσταλλία, καθισμένη στην καρέκλα της ακόμα, μορφάζοντας, «αν και λίγο πιο ευγενικά, βέβαια.»
Κουνάω το κεφάλι. «Δε θα ήταν σωστό.»
«Ούτε είναι σωστό να πας να σκοτωθείς!» μου λέει, και τινάζεται όρθια, πλησιάζοντάς με, αγκαλιάζοντάς με. «Έχεις τόσα πράγματα να κάνεις στη Μεγάπολη. Στην Κεντρυδάτια.» Και με φιλά δυνατά.
Δεν ανταποκρίνομαι στο φιλί. Το μυαλό μου είναι πολύ απασχολημένο με την κατάσταση με τον Οφιομαχητή για να ανταποκριθώ. Τα λόγια της μου μοιάζουν λιγάκι περίεργα, όμως. «Ποιος νομίζεις ότι είμαι;» κάνω, ρουθουνίζοντας. «Δεν είμαι ο Οφιομαχητής.»
«Δεν έχει σημασία,» μου λέει. «Για εμένα είσαι πιο σημαντικός απ’τον Οφιομαχητή!» Και με φιλά ξανά.
«Μην προσπαθήσεις να μπλέξεις στην υπόθεση,» την προειδοποιώ.
Η Κρυσταλλία γελά ξαφνικά. «Εντάξει, δεν είμαι και τόσο τρελή! Εγώ δεν έχω σχέση με τέτοια πράγματα, αγάπη μου.» Στρέφεται και βηματίζει μες στο σαλόνι. «Και έχω ακόμα πολλά τραγούδια να πω· δε σκοπεύω να σκοτωθώ άδοξα σε καμιά αποβάθρα.»
Η απάντησή της μ’ευχαριστεί, γιατί σημαίνει ότι δεν θα χρειαστεί ν’ανησυχώ και γι’αυτήν. Κάθομαι στον καναπέ κι ανάβω τσιγάρο. Σκέφτομαι πάλι τα πάντα από την αρχή.
Η Κρυσταλλία έρχεται, ύστερα από λίγο, και κάθεται πλάι μου, γέρνει επάνω μου. «Θα μείνεις εδώ, ή θάρθεις στο κρεβάτι;»
«Είμαι πολύ τσιτωμένος τώρα,» της λέω.
«Έλα,» επιμένει. Και πηγαίνουμε. Και, παρότι νόμιζα ότι αποκλείεται να μου σηκωθεί, αποδεικνύεται πως τίποτα δεν είναι αδύνατον τούτες τις μέρες. Όμως ο ύπνος δεν με παίρνει μετά. Μένω ξάγρυπνος ώς το πρωί, και με την αυγή σηκώνομαι, αφήνοντας την Κρυσταλλία να κοιμάται.
Με ακούει, καθώς ετοιμάζομαι, και ξυπνά. «Φεύγεις;» ρωτά, τυλιγμένη στην κουβέρτα ακόμα, γυμνή· ένα προκλητικό, γαλανόδερμο πόδι βγαίνει από την άκρη, μάλλον όχι εσκεμμένα. Έχει ζέστη μες στο σπίτι· το σύστημα θέρμανσης είναι καλό.
«Δεν έχω χρόνο για χάσιμο,» της λέω, και πλησιάζω για να φιλήσω τη γάμπα της. «Θα τα ξαναπούμε σύντομα.»
Φεύγω απ’το υπνοδωμάτιο και καθοδόν προς το γκαράζ δεν συναντώ τις δύο γάτες – κάπου θα έχουν κουρνιάσει, κρυμμένες. Το όχημά μου με περιμένει πλάι στο μικρότερο τετράκυκλο της Κρυσταλλίας. Μπαίνω και ενεργοποιώ όλα του τα συστήματα, ζεσταίνω τη μηχανή. Το έχω λατρέψει αυτό το όχημα. Ακόμα δεν έχω ξεπεράσει τον έρωτά μου μαζί του.
Εντάξει, τώρα. Πάμε στη δουλειά μας.
Βγαίνω από το σπίτι οδηγώντας το τετράκυκλό μου μες στους δρόμους της Λογόφρονης. Φευγαλέα, αναρωτιέμαι πόσο θα κρατήσει η σχέση μου με την Κρυσταλλία. Δε μπορεί να την ενδιαφέρει τίποτα το πολύ σταθερό μαζί μου, είμαι σίγουρος. Μέχρι να βαρεθούμε, μάλλον. Και υποθέτω ότι εκείνη θα βαρεθεί εμένα πιο γρήγορα απ’ό,τι εγώ θα βαρεθώ αυτήν. Δεν πρέπει να χρονοτριβεί με τους εραστές της. Αλλιώς, γιατί ήταν μόνη όταν τη συνάντησα; Όχι, βέβαια, πως αυτός μπορεί να είναι ο μοναδικός λόγος, αλλά λέμε τώρα...
Η τύπισσα μοιάζει περίεργη κάπου-κάπου. Ίσως όφειλα να το περιμένω από την Κρυσταλλία τη γνωστή, όμως και πάλι... και πάλι... Μου λέει ορισμένα πράγματα που μου ακούγονται αλλόκοτα. Τι μου έλεγε προτού έρθει η Διονυσία στο σπίτι της; Προτού μας διακόψει; Κάτι περίεργο ήταν κι αυτό... Τι, όμως;... Α ναι· με ρωτούσε αν έκανα ποτέ καμιά άλλη δουλειά εκτός απ’το να ασχολούμαι με τον τζόγο. Αν είχα ποτέ κανέναν άλλο τρόπο για να βγάζω χρήματα. Κι αν θα ήθελα ν’αποκτήσω άλλο τρόπο για να βγάζω χρήματα, νομίζω. Αλλά γιατί να μου τα πει τώρα αυτά; Ήταν ξεκάρφωτο σαν παγερός άνεμος Ζέφυρου μες στο καυτό καλοκαίρι, μα την Έχιδνα! Δεν είχε... δεν είχε πάει η κουβέντα προς τα εκεί.
Είναι περίεργη η τύπισσα. Είναι, σίγουρα, περίεργη.
Δεν πιστεύω να έχει γάμο στο μυαλό της και γι’αυτό να κάνει τέτοιες ερωτήσεις... Αλλά, ακόμα και τον γάμο αν σκέφτεται, δε μοιάζει από κείνες τις ωκεανίδες που περιμένουν να τις ‘αποκαταστήσεις’. Έχει βγάλει τόσα λεφτά από τα τραγούδια της· και συνεχίζει να βγάζει. Είναι η Κρυσταλλία με τ’όνομα, μα την Έχιδνα! – τι σκέφτομαι; Αν έχει γάμο στο μυαλό της – πράγμα που αποκλείω – δεν την ενδιαφέρουν τα οχτάρια μου αλλά ο καταπληκτικός μου χαρακτήρας και οι τρομερές μου επιδώσεις ως εραστής, φυσικά. Φυσικά. Ποιον κοροϊδεύω; Μόνος μου είμαι. Εντάξει, όχι άλλες μαλακίες. Η τύπισσα δεν υπάρχει περίπτωση να σκέφτεται γάμους, έτσι κι αλλιώς. Είναι απλά παράξενη. Η Κρυσταλλία είναι, τι περιμένεις; Σίγουρα όχι να κοιμηθείς μαζί της, πάντως. Μοιάζει με ρομάντζο από κακογραμμένο βιβλίο η όλη ιστορία. Ξέρεις, τυχαία συνάντηση στο καζίνο, εκείνη χρειάζεται βοήθεια, ο πρωταγωνιστής τη βοηθά, μετά κάνει παρέα μαζί της, μετά κοιμάται μαζί της, μετά... Το μέλλον θα δείξει αυτό το ‘μετά’.
Ο Γεώργιος δεν μου είχε πει ότι η υπόθεση της Κρυσταλλίας είναι μυστήρια; Χμμ. Είχε δίκιο, μάλλον.
Ο Γεώργιος. Χρειάζεται τη βοήθειά μου τώρα πολύ περισσότερο απ’ό,τι η Κρυσταλλία τη χρειαζόταν όταν την πρωτοσυνάντησα στο Μακρινό Σημάδι να χάνει κάποια από τα πολλά λεφτά της – όχι και κάνας σπουδαίος κίνδυνος για εκείνη...
Έχω βγει πια απ’τη Λογόφρονη· είμαι μέσα στον Ψηλόγερο, διασχίζοντάς τον. Προς τα νότια και δυτικά. Φτάνω στο Άνω Ανατολικό Λιμάνι. Ανεβαίνω στην Κάλδνια Γέφυρα – πελώρια: πλάτος τριάντα μέτρα, μήκος τρία χιλιόμετρα. Στην Κιρβιάδα ούτε που τα διανοείται κανείς τέτοια πράγματα. Το ίδιο και στην Οστρακόπολη. Και στη Νιρλόβη.
Η γέφυρα είναι γεμάτη οχήματα, καβαλάρηδες, διαβάτες, αλλά δεν έχει τόση κίνηση που να εμποδίζει τη διέλευση. Κατεβαίνω σύντομα από το άλλο άκρο της, στη Νήσο Κάλδνη.
Εδώ είμαστε, λοιπόν...
Δεν ξέρω πολλά για τη Νήσο Κάλδνη, αλλά, απ’ό,τι έχω ακούσει, είναι γενικά... εργατικό μέρος. Αποθήκες, εργαστήρια – τέτοια πράγματα. Ελάχιστος κόσμο κατοικεί εδώ. Σταματάω το όχημά μου σ’ένα σημείο όπου δεν μοιάζει και τόσο πιθανό να το κακοποιήσουν. Κατεβαίνω και, έχοντας στο κεφάλι μου την κουκούλα της μπλούζας μου σηκωμένη (βγαίνει μέσα από τον γιακά του πανωφοριού μου), βαδίζω προς τα εκεί όπου ο Δαμιανός ζήτησε από τη Διονυσία να οδηγήσει τον Γεώργιο. Περπατάω σαν να είμαι ένας απλός διαβάτης, ή σαν να έχω κάποια δουλειά στη Νήσο Κάλδνη. Δε μοιάζω ύποπτος, είμαι σίγουρος. Δεν είμαι ο μόνος στους δρόμους· κόσμος πηγαίνει κι έρχεται. Βουητά ακούγονται, φωνές, γδούποι.
Φτάνω αντίκρυ στην αποβάθρα που μου ανέφερε η Διονυσία. Αυτή πρέπει να είναι, δεν μπορεί νάναι άλλη. Κοντά της υπάρχει μια σειρά από μεγάλα μεταλλικά κιβώτια. Στο τελευταίο από δεξιά, της είπε ο Δαμιανός. Κι αυτό το κιβώτιο φαίνεται παρατημένο. Είναι ανοιχτό, και μέσα του διακρίνω σκουπίδια. Όχι πολλά – δεν το έχουν μετατρέψει σε κάδο απορριμμάτων – απλώς διάφορα πράγματα έχουν καταλήξει τυχαία εκεί, από τον άνθρωπο ή από τους ανέμους. Κάτι γάτες παίρνουν το πρωινό τους ανάμεσά τους.
Δε βλέπω καμιά ύποπτη κίνηση στο μέρος, αλλά δεν περίμενα να δω κιόλας. Αποκλείεται τα βατράχια να είναι σε φανερό σημείο· θα είναι κάπου κρυμμένα, παρατηρώντας, περιμένοντας. Εγώ, όμως, ήθελα να ρίξω μια ματιά στην περιοχή, να την κόψω με το βλέμμα, να ξέρω περίπου πώς είναι.
Τώρα, σκέφτομαι καθώς στρέφομαι και βαδίζω πάλι προς το όχημά μου, πάμε να βρούμε τους ανθρώπους μας... Ευτυχώς, έχω συγκεντρώσει αρκετά οχτάρια απ’τον τζόγο στη Μεγάπολη και δεν θάχω πρόβλημα να τους πληρώσω. Διότι, φυσικά, δεν πρόκειται νάρθουν αφιλοκερδώς για τέτοια δουλειά. Μπορεί να με ξέρουν από την Κιρβιάδα μα είναι επαγγελματίες, όχι πλακατζήδες· και η αρχηγός τους δεν μου χρωστά καμιά χάρη. Το αντίθετο, μάλιστα. Την είχα βάλει σε μπελάδες μια φορά παλιότερα. Αλλά πολύ παλιότερα.
Μπαίνω στο όχημά μου (ευτυχώς κανείς δεν το έχει πειράξει, γιατί θα τον είχα βρει και θα τον είχα εκτελέσει) και φεύγω από τη Νήσο Κάλδνη. Ακολουθώ τη γέφυρα που την ενώνει με τη Νήσο Όλντη (όπου έχει τρομερά καμπαρέ· τα είχα επισκεφτεί, προτού συναντήσω την Κρυσταλλία· μετά δεν είχα χρόνο για καμπαρέ), κι από τη Νήσο Όλντη ανεβαίνω στη γέφυρα που οδηγεί στη Νήσο Φόρκη (όπου κυκλοφορούν καλλιτέχνες, δύτες, και μάγοι· εδώ είναι η Πρώτη Μαγική Ακαδημία Υπερυδάτιας: οι πύργοι της ορθώνονται ανάμεσα απ’τα υπόλοιπα οικοδομήματα, όλο κεραίες, μπαλκόνια, σκάλες, και γυαλιστερά παράθυρα), κι από τη Νήσο Φόρκη ακολουθώ την πολύ μικρότερη γέφυρα που βγάζει στο Άνω Δυτικό Λιμάνι, στην αντικρινή μεριά του Κόλπου της Μεγάπολης απ’ό,τι βρισκόμουν πριν. Στρίβω νότια και μπαίνω αμέσως στο Κάτω Δυτικό Λιμάνι. Οδηγώ μέχρι το Ξένο Όπλο, ένα ξενοδοχείο όπου σταματούν μισθοφόροι που ψάχνουν για δουλειά, ή έχουν ήδη δουλειά και θέλουν ένα σχετικά φτηνό μέρος για να μένουν.
Εδώ νοικιάζει δωμάτιο και η παλιά μου φίλη η Αικατερίνη. Σταματώ έξω απ’το ξενοδοχείο και την καλώ με τον τηλεπικοινωνιακό πομπό μου. Περιμένω σχεδόν ένα λεπτό προτού απαντήσει· είμαι έτοιμος να κλείσω όταν ηχεί η φωνή της:
«Ναι;»
«Καλημέρα, Αικατερίνη. Ο Δημήτριος είμαι.»
«Εσύ πάλι;» Δεν ακούγεται χαρούμενη.
«Χρειάζομαι τη βοήθειά σου για κάτι. Και θα πληρωθείς, φυσικά.»
«Τα έχεις τα λεφτά ή περιμένεις να τα κερδίσεις;»
«Τα έχω.»
«Τι δουλειά είναι;»
«Είναι... αρκετά ειδικής φύσης. Πρέπει να τα πούμε από κοντά. Είσαι στο Ξένο Όπλο;»
«Αυτή τη στιγμή; Όχι.»
«Μπορείς νάρθεις; Σε περιμένω απέξω, μες στο όχημά μου.»
«Είναι σοβαρή η δουλειά που θες να μου πεις, έτσι;» Καχύποπτη. Εντάξει πια· είπαμε!
«Δε θα σε καλούσα αν δεν ήταν σοβαρή. Ξέρω πόσο με υποπτεύεσαι.»
Την ακούω να γελά. «Καλά, έρχομαι,» μου λέει. «Δε θάθελα ν’αφήσω τον ανιψιό του Ζερδέκη να περιμένει»· και τερματίζει την τηλεπικοινωνία.
Ανιψιός του Ζερδέκη... εννοώντας τον κακό θείο μου, πάντα. Λες και μόνο αυτός, ο καταραμένος, είναι Ζερδέκης! Λες κι εγώ δεν είμαι, είμαι από άλλη φάρα!... Ο κόσμος είναι να μη μάθει κάτι, τελικά. Άμα το μάθει, το κοπανάει σαν χταπόδι στα βράχια, συνεχόμενα, ακόμα κι αν είναι λάθος. Ναι, μόνο ο κακός θείος είναι «ο Ζερδέκης»· οι υπόλοιποι είμαστε λακέδες του...
Ανάβω τσιγάρο, περιμένοντας μες στο όχημά μου. Παρακολουθώντας τον δρόμο απέξω. Κόσμος μπαίνει κόσμος βγαίνει από το Ξένο Όπλο. Μισθοφόροι μοιάζουν όλοι τους. Το τσιγάρο μου τελειώνει· το σβήνω στο τασάκι του οχήματος. Βγάζω την τράπουλά μου να παίξω μια Προφητεία, να περάσ’ η ώρα–
Η Αικατερίνη καταφτάνει προτού προλάβω να τραβήξει το πρώτο φύλλο. Καβάλα σ’ένα δίκυκλο. Ντυμένη με μαύρο και καφετί δέρμα. Έχοντας κλειστό κράνος στο κεφάλι. Αλλά αμέσως το καταλαβαίνω πως είν’ αυτή.
Βγάζει το κράνος και κοιτάζει τριγύρω. Της γνέφω απ’το παράθυρο. Βαδίζει προς τη μεριά του οχήματός μου, λευκόδερμη, με κοντά, μαύρα, σγουρά μαλλιά κι ένα σημάδι κάτω απ’το δεξί μάτι που δεν θυμάμαι να ήταν εκεί παλιότερα. Αναμφίβολα το απέκτησε αφότου ξεκίνησε αυτές τις μισθοφορικές δουλειές. Όταν την ήξερα ως τζογαδόρο, δεν το είχε.
Της ανοίγω την πόρτα.
Μπαίνει και κάθεται πλάι μου, κλείνοντας. «Τι κάνεις, ρε μαλάκα, εδώ; Ελπίζω να μη μ’έφερες για καμιά μαλακία, σ’το λέω.»
«Κι εγώ χαίρομαι που σε ξαναβλέπω, Αικατερίνη.»
«Άσε τις μαλακίες, δεν πρόκειται να με γλυκάνεις έτσι.»
«Καλά, είναι δυνατόν ακόμα να μου κρατάς μούτρα για εκείνη την παλιοϊστορία πριν από τόσα χρόνια;»
«Ναι: γι’αυτή την παλιοϊστορία και για μετά, που μου κουβάλησες τον φίλο σου, τον Οφιομαχητή, και παραλίγο να με πνίξει.» Με κοιτάζει εχθρικά.
«Σιγά!» της λέω. «Απλά τσαντίστηκε λιγάκι. Τότε δεν – δεν ήταν ακόμα ο εαυτός του ακριβώς. Ήταν αρκετά... μπερδεμένος.» Και η Αικατερίνη δεν ήξερε ότι ήταν ο Οφιομαχητής. Ούτε εγώ δεν το ήξερα. Ούτε εκείνος, μα την Έχιδνα! Το όνομα αυτό πρώτη φορά άρχισε να κυκλοφορεί αφού ο Γεώργιος ξέφυγε από τον κακό θείο και τον κυνηγούσαν μες στους Τόπους των Παλιών Ερπετών μη μπορώντας να τον βρουν. Οι Θηριόφεις ήταν στο πλευρό του, μα την Έχιδνα. Οι Θηριόφεις. Κι έτσι, κέρδισα τότε το στοίχημα που είχα βάλει με τον κακό θείο. Τι μέρες, μα το τυχερό νύχι της Σιλοάρνης...
«Ναι, ’ντάξει,» μου λέει η Αικατερίνη, «τον παρεξήγησα τον άνθρωπο... Η πλάτη μου, όμως, με πονούσε πέντε μέρες μετά! Με είχε κοπανήσει στον τοίχο, ο γαμημένος, σηκώνοντάς με με το ένα χέρι.»
«Δε σε ‘κοπανούσε’, μα την Έχιδνα. Απλά σε σήκωσε και σε κόλλησε λίγο στον τοίχο–»
«Τι λες, ρε μαλάκα! Δεν ξέρω τώρα εγώ τι έγινε και ξέρεις εσύ;»
«Ίσως να μη θυμάσαι καλά.»
«Τ’αρχίδια του Αστερίωνα που δεν θυμάμαι καλά!»
«Εντάξει, τέλος πάντων. Αλλά, κανονικά, θα έπρεπε να χαίρεσαι που γνώρισες τον Οφιομαχητή· το άτομο είναι μύθος.»
«Ο μύθος του παραλίγο να μου σπάσει τη ράχη... Μου είπες, όμως, ότι έχεις κάποια δουλειά να μου προτείνεις. Αλήθεια ή φούμαρα;»
«Αλήθεια. Και, μάλιστα, έχει σχέση με τον φίλο σου τον Οφιομαχητή»· και δεν μπορώ παρά να χαμογελάσω.
Τα μάτια της στενεύουν καθώς μ’αντικρίζει από το διπλανό κάθισμα. Νομίζει ότι της κάνω πλάκα, αναμφίβολα.
Αρχίζω να της λέω πώς έχει η κατάσταση. Τι θέλω, βασικά, από εκείνη και τους μισθοφόρους της. Και της δείχνω και τα χαρτονομίσματα στο χέρι μου, για να μη νομίσει ότι δεν σκοπεύω να την πληρώσω.
Ο Νάθλεδιρ οδήγησε το δίκυκλό του εκεί όπου του είχε ζητήσει ο Γεώργιος, ελπίζοντας να μην έκανε λάθος. Το σοκάκι ήταν δίπλα στη θάλασσα, μεταξύ δύο οικοδομημάτων: πολύ στενό και έμοιαζε άδειο. Ο Νάθλεδιρ ήταν έτοιμος να κυλήσει το όχημά του προς τα πίσω, για να φύγει (πιστεύοντας ότι είχε κάνει κάποιο λάθος στις πινακίδες, μην ξέροντας ακόμα να διαβάζει και τόσο καλά παρά τα μαθήματα του Γεώργιου), όταν μια φιγούρα ξεπρόβαλε από το βάθος, από εκεί όπου η θάλασσα φαινόταν ανάμεσα από τα οικοδομήματα.
Ο Γεώργιος βάδισε προς τον Μοργκιανό ενώ το Γερό Φίδι τον ακολουθούσε.
«Τα έφερες αυτά που σου είπα;» ρώτησε.
«Ναι.» Ο Νάθλεδιρ τού έδωσε μια τυλιγμένη κάπα, ένα ζευγάρι γάντια, κι ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά.
Ο Γεώργιος έδωσε τα γυαλιά και τα γάντια στο Γερό Φίδι και, με νοήματα, το έκανε να καταλάβει ότι έπρεπε να τα φορέσει. Ο ερπετοειδής υπάκουσε. Ύστερα, ο Γεώργιος τού έριξε την κάπα στους ώμους και του σήκωσε την κουκούλα στο κεφάλι. Τον ώθησε να μαζέψει την ουρά του κάτω από την άκρη της μακριάς κάπας, κι εκείνος το έκανε κι αυτό. «Έτσι θα είσαι, τώρα,» του είπε ο Γεώργιος. «Για ασφάλεια. Δεν πρέπει να σε δουν.»
«Θα τον δουν αν τον παρατηρήσουν λίγο,» διαφώνησε ο Νάθλεδιρ. «Αυτή η μεταμφίεση είναι καλή μόνο για σκιερά μέρη, ή για τη νύχτα.» Μιλούσε στη Συμπαντική.
«Δεν έχουμε, όμως, καμιά καλύτερη ιδέα για να τον κρύψουμε,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος. «Θα πρέπει να πηγαίνουμε από σκιερά μέρη.»
«Ναι...» Ο Νάθλεδιρ ήταν προβληματισμένος.
«Αν δεν θέλεις να έρθεις μαζί μου στην αποθήκη όπου θα συναντήσω τον Καρβίλιο–»
«Αυτό μην το ξαναπείς. Η ζωή μου είναι δική σου.»
«Η ζωή σου είναι δική σου, Νάθλεδιρ. Απλά έτυχε να βρεθείς στον δρόμο μου.»
«Όπως και νάχει, σου χρωστάω. Δε θα σ’εγκαταλείψω τώρα. Ούτε την Όλγα. Την έχω γνωρίσει· είναι φίλη.»
Ο Γεώργιος ένευσε. «Εντάξει,» είπε. Κι έβγαλε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του, πατώντας κουμπιά.
Ο Νικόλαος Καρβίλιος δεν άργησε καθόλου ν’απαντήσει. «Οφιομαχητή...» είπε, έχοντας προφανώς αναγνωρίσει τον κώδικα που τον καλούσε.
«Μπορούμε να συναντηθούμε απόψε. Μόλις έχει βραδιάσει.»
Μια μικρή παύση, σαν ο Καρβίλιος να σκεφτόταν. «Καλώς,» αποκρίθηκε μετά. «Το θυμάσαι το μέρος;»
Ο Γεώργιος τού επανέλαβε τη διεύθυνση.
«Θα σε περιμένω. Και όχι κόλπα. Μη νομίζεις ότι μπορείς κάπως να με κοροϊδέψεις.»
«Ούτε που πέρασε απ’το μυαλό μου.»
Η τηλεπικοινωνία τους τερματίστηκε, και ο Γεώργιος έκρυψε τον πομπό του ξανά μέσα στην κάπα του.
«Τι σου είπε;» ρώτησε ο Νάθλεδιρ. Ακόμα δεν καταλάβαινε την Κοινή Υπερυδάτια που είχε χρησιμοποιήσει ο Καρβίλιος.
Ο Γεώργιος τού απάντησε.
«Θα είναι προετοιμασμένος, λοιπόν.»
«Θα είναι. Αλλά δεν αλλάζει τίποτα. Ούτε το Γερό Φίδι ούτε την Όλγα μπορούμε να τον αφήσουμε να κρατήσει.»
Και έφυγαν από εκείνο το σοκάκι. Πήγαν ν’αγοράσουν κάποια πράγματα από τα καταστήματα της Νερκάλης και να προετοιμαστούν κι αυτοί για τη συνάντησή τους με τον Νικόλαο Καρβίλιο. Το Γερό Φίδι, μεταμφιεσμένο, το άφηναν πάντα σε σκιερά μέρη, δεν το οδηγούσαν εκεί όπου θα μπορούσε κανείς εύκολα να προσέξει την ουρά κάτω από τη μακριά κάπα του. Γιατί, αν κάποιος την πρόσεχε, δεν θα ήταν και τόσο παράξενο να ειδοποιήσει τη Φρουρά. Οι περισσότεροι άνθρωποι φοβόνταν τους άποδες ερπετοειδείς. Τους θεωρούσαν άγριους. Και δεν είχαν άδικο. Ήταν άγριοι. Και πολλοί από τους δίποδους, επίσης. Αλλά οι άποδες ήταν οι πιο άγριοι, κατά κανόνα, όπως είχε διαπιστώσει ο Γεώργιος στις περιπλανήσεις του στην Υπερυδάτια.
Σε κάποια στιγμή, άφησαν το Γερό Φίδι σ’ένα σκοτεινό σημείο κάτω από μια σκάλα, και εκείνος κι ο Νάθλεδιρ πήγαν με τα δίκυκλά τους (ο Γεώργιος είχε πάρει το δικό του από το γκαράζ του ξενοδοχείου «Ο Ναός» όπου το είχε μεταφέρει η Όλγα) στην περιοχή γύρω από την αποθήκη όπου θα γινόταν η συνάντηση με τον Καρβίλιο. Φορούσαν τις κουκούλες τους στα κεφάλια, μήπως ήταν κανένας άνθρωπος του Καρβίλιου εκεί κοντά για να μπανίζει. Έριξαν μια ματιά στο μέρος και αποφάσισαν κάποια πράγματα. Ύστερα έφυγαν· και ο Γεώργιος επέστρεψε πάλι όταν είχε σουρουπώσει και οι σκιές ήταν πυκνές και παγερές.
Αυτή τη φορά το Γερό Φίδι ήταν μαζί του. Το είχε μεταφέρει ώς ένα σημείο επάνω στο δίκυκλό του και μετά είχαν κατεβεί. Αποδείχτηκε, τελικά, πως ο ερπετοειδής με κάποια προσπάθεια μπορούσε να καθίσει στη σέλα του οχήματος, ακόμα και χωρίς πόδια· κύρτωνε την ουρά του έτσι που να συγκρατείται επάνω στο κάθισμα, όπως κάποιος που θα καθόταν πλαγιαστά, με τα πόδια του ενωμένα. Δεν ήταν και τόσο σπουδαίο. Δε γλιστρούσε αν κρατιόταν από τους ώμους του Γεώργιου.
Τώρα, όμως, οι δυο τους πλησίαζαν πεζοί την αποθήκη που έμοιαζε εγκαταλειμμένη. Από το εσωτερικό της δεν φαινόταν κανένα φως, μα ο Γεώργιος δεν νόμιζε ότι είχε κάνει λάθος: Αυτό ήταν το μέρος που του είχε πει ο Καρβίλιος, δίχως αμφιβολία.
Ο Νάθλεδιρ ήταν κρυμμένος εκεί κοντά, σε μια οροφή με καλή θέα, ξαπλωτός, ντυμένος με κάπα και έχοντας την κουκούλα του στο κεφάλι. Οπλισμένος. Παρακολουθώντας για ύποπτες κινήσεις. Για τίποτα ύπουλο που μπορεί να έκανε ο Καρβίλιος. Επί του παρόντος, όμως, δεν έβλεπε κάτι που να θεωρεί ανησυχητικό. Και, για πρώτη φορά, η μεγαλούπολη τού θύμιζε το Δάσος των Ψυχών. Μα τον Σερτίνγκε, το τρομερό Θηρίο της Πλάσης! τα οικοδομήματα και οι σκιές τους, και τα ανοίγματά τους και οι κρυψώνες τους, μπορούσαν να είναι το ίδιο επικίνδυνα με τους πυκνούς δασότοπους, συνειδητοποιούσε ο Νάθλεδιρ. Αν γινόταν πόλεμος εδώ μέσα, σκέφτηκε, η Θορμάνκου θα χαιρόταν πολύ, και ο Νούρκας θα θρηνούσε.
Ο Γεώργιος πλησίασε την είσοδο της αποθήκης, παραμέρισε ήπια την ξύλινη, μισάνοιχτη πόρτα, και κοίταξε μέσα. Σκοτάδι. Ησυχία.
Το Γερό Φίδι σύριξε πλάι του. Δεν καταλάβαινε τι ακριβώς συνέβαινε εδώ, δεν καταλάβαινε γιατί είχαν έρθει. Αλλά εμπιστευόταν τον συγγενή-κι-Αφέντη του· και διαισθανόταν τη συγκρατημένη οργή του σαν θύελλα έτοιμη να ξεσπάσει και να καταστρέψει. Δέος...
Ο Γεώργιος έκανε ένα βήμα μες στο σκοτάδι της αποθήκης. «Καρβίλιε!» φώναξε, και τράβηξε το Φιλί της Έχιδνας από το θηκάρι. Η λεπίδα βγήκε μ’ένα σύριγμα που θύμιζε ερπετό στο Γερό Φίδι. Η Ευθαλία σάλεψε ανήσυχα πάνω στον αριστερό πήχη του Οφιομαχητή.
Ένα φως άναψε μες στην αποθήκη. Μια ενεργειακή λάμπα. Δίπλα της στεκόταν ο Νικόλαος Καρβίλιος, γαλανόδερμος, πορφυρομάλλης και πορφυρογένης, με μια έκφραση στο πρόσωπό του που έμοιαζε πέτρινη. Ντυμένος με μαύρο, μακρύ, πέτσινο πανωφόρι. Έχοντας στο χέρι του ένα ενεργειακό πιστόλι. Η λάμπα ήταν ακουμπισμένη παραδίπλα, πάνω σ’ένα παλιό ξύλινο κιβώτιο.
Γύρω από τον Καρβίλιο στέκονταν πέντε άντρες και μια γυναίκα, οπλισμένοι με ενεργοβόλα πιστόλια και αγχέμαχα όπλα. Μισθοφόροι. Η Όλγα ήταν ανάμεσά τους, πεσμένη στα γόνατα, φιμωμένη, με τα χέρια δεμένα πίσω απ’την πλάτη. Το λευκόδερμο πρόσωπό της ήταν κατακόκκινο, τα μάτια της γυάλιζαν δακρυσμένα. Η μισθοφόρος είχε τη λεπίδα ενός κοντόσπαθου στον λαιμό της.
«Μου έφερες τον δούλο μου, βλέπω...» παρατήρησε ο Νικόλαος Καρβίλιος.
Ο Οφιομαχητής δεν αμφέβαλλε ότι κι άλλοι μισθοφόροι κρύβονταν κάπου εδώ...
...και δεν είχε άδικο. Κάποιοι ήταν έξω από την αποθήκη, και μόλις είδαν το φως ν’ανάβει από μέσα – το συμφωνημένο σινιάλο που περίμεναν – βγήκαν απ’την κρυψώνα τους κι άρχισαν να πλησιάζουν την είσοδο. Αριθμούσαν κι αυτοί έξι στο σύνολο – τέσσερις άντρες, δύο γυναίκες. Οι διαταγές τους ήταν να κλείσουν τον δρόμο της διαφυγής για τον Μαύρο Ξένο: επειδή ο Καρβίλιος φοβόταν ότι ο καταραμένος ίσως να είχε πουστιά κατά νου.
Ο Νάθλεδιρ, ξαπλωμένος πάνω στην οροφή του χαμηλού οικοδομήματος, τους είδε να ζυγώνουν την αποθήκη. Ο Γεώργιος είχε δίκιο που υποπτευόταν ύπουλη κίνηση, σκέφτηκε, κι έβγαλε απ’τον σάκο πλάι του τη βαλλίστρα που είχαν αγοράσει, η οποία ήταν διπλή, έπαιρνε συγχρόνως δύο βέλη. Ο Μοργκιανός, γρήγορα, την όπλισε. Και σημάδεψε τους μισθοφόρους...
Μέσα στην αποθήκη, ο Γεώργιος είπε στον Νικόλαο Καρβίλιο: «Ελευθέρωσέ την,» δείχνοντας την Όλγα με το Φιλί της Έχιδνας, «αλλιώς δεν πρόκειται να ξαναδείς ποτέ τον δούλο σου, Καρβίλιε!»
«Σου είπα, Μαύρε Ξένε,» αποκρίθηκε εκείνος, «δεν έχω καμιά πρόθεση να την κρατήσω.» Κι έκανε νόημα να τη σηκώσουν όρθια και να τη λύσουν, πράγμα που αμέσως έγινε. Η Όλγα έγλειψε τα χείλη της, νευρικά, καθώς το στόμα της ελευθερώθηκε από το φίμωτρο.
«Στείλε το Φίδι προς τα εδώ,» πρόσταξε ο Νικόλαος.
«Εσύ στείλε πρώτα την Όλγα προς τα εδώ,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος.
Το Γερό Φίδι ήταν ακίνητο πίσω του. Αναγνώριζε τον παλιό του Αφέντη, φυσικά, αλλά εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει τι ακριβώς γινόταν. Ποια ήταν αυτή η δεμένη γυναίκα; Ήταν εκείνη που είχε έρθει και στον Ναό, δεν ήταν; Όμως γιατί το Γερό Φίδι και ο συγγενής-κι-Αφέντης του βρίσκονταν εδώ; Για να πολεμήσουν τον παλιό του Αφέντη; Κι αν ναι, γιατί ο συγγενής-κι-Αφέντης του στεκόταν και μιλούσε μαζί του; Το Γερό Φίδι ήταν έτοιμο να χιμήσει αν χρειαζόταν, να επιτεθεί. Το σώμα του ήταν τσιτωμένο, οι αισθήσεις του σε πλήρη εγρήγορση· αισθανόταν σαν να βρισκόταν σε αρένα.
Και άκουσε κάτι να ζυγώνει από πίσω. Κοίταξε πάνω απ’τον ώμο του και είδε τους έξι μισθοφόρους που έρχονταν έξω από την αποθήκη. Έβγαλε ένα άγριο, προειδοποιητικό σύριγμα.
Κι ο Γεώργιος τούς κοίταξε πάνω απ’τον ώμο του, με τις άκριες των ματιών του, καθώς σταματούσαν πέρα από το κατώφλι της εισόδου, σε μια κάποια απόσταση. «Παγίδα, Καρβίλιε;» γρύλισε, νιώθοντας την οργή σαν πυρκαγιά εντός του – όχι πως δεν περίμενε τέτοια κίνηση από τον Νικόλαο Καρβίλιο. «Νόμιζα ότι τα είχαμε συμφωνήσει!»
«Δεν πρόκειται να σε πειράξουν, Οφιομαχητή,» υποσχέθηκε εκείνος. «Φτάνει να έχω πίσω τον δούλο μου. Επιπλέον, με είχες προειδοποιήσει ότι δεν θα ερχόταν ειρηνικά, ότι... έχει αλλάξει. Επομένως, έπρεπε να πάρω τα μέτρα μου, δεν έπρεπε;
»Στείλε τώρα το Φίδι προς εμένα. Χτύπα το αν χρειαστεί! Είναι δικό μου!»
«Την Όλγα, πρώτα. Άφησέ τη να βαδίσει προς τα εδώ.»
Ο Νικόλαος ήταν για μια στιγμή διστακτικός· αλλά μετά έγνεψε στη μισθοφόρο, κι εκείνη έσπρωξε την Όλγα από την πλάτη, λέγοντάς της: «Προχώρα!» Η Όλγα παραπάτησε μα δεν έπεσε. «Προχώρα! Πήγαινε στον μαυρόδερμο πυγμάχο!»
Η Όλγα έτρεξε προς τον Οφιομαχητή.
Ο οποίος σκέφτηκε: Ωραία – είναι έξυπνη – ακριβώς αυτό που ήθελα – ενώ, συγχρόνως, τραβούσε με το άλλο χέρι το βελονοβόλο από την κάπα του (το Φιλί της Έχιδνας το κρατούσε μόνο για αντιπερισπασμό) και εξαπέλυε μια βελόνα καταπάνω στον έναν από τους μισθοφόρους, χτυπώντας τον στο πλάι του λαιμού, στέλνοντας Λευκό Άγαλμα μέσα του.
«Επάνω του!» φώναξε ο Καρβίλιος.
Ο Γεώργιος τύλιξε το χέρι του γύρω από τη μέση της Όλγας και την τράβηξε έξω από την πόρτα της αποθήκης, ενώ έσπρωχνε, με το σώμα του, και το Γερό Φίδι προς την ίδια κατεύθυνση. Πίσω τους ενεργειακές ριπές εκτοξεύτηκαν, και οι δύο χτύπησαν τον Γεώργιο – στη ράχη και στο δεξί πόδι. Άλλος άνθρωπος θα είχε αναμφίβολα σωριαστεί λιπόθυμος· εκείνος απλά τραντάχτηκε κραυγάζοντας, νιώθοντας την οργή του να δυναμώνει.
Έξω από την αποθήκη, οι άλλοι έξι μισθοφόροι τον περίμεναν, σημαδεύοντάς τον με τα δικά τους ενεργειακά πιστόλια. «Ακίνητος!» του είπε ένας. «Μόνο τον ερπετοειδή θέλουμε, και μπορείς να φύγεις μαζί με τη γυναίκ– Αααγκχχχ!...» Το βέλος του Νάθλεδιρ είχε μόλις καρφωθεί στην πλάτη του· ο άντρας παραπάτησε, έπεσε.
Το δεύτερο βέλος του Νάθλεδιρ μπήχτηκε στα πλευρά της μιας μισθοφόρου, η οποία ακολούθησε την πορεία του συναδέλφου της, κραυγάζοντας. Οι άλλοι τέσσερις κοίταξαν τριγύρω, σαστισμένοι, νομίζοντας ότι τους είχαν περικυκλώσει. Ο Οφιομαχητής δεν έχασε την ευκαιρία: έριξε σ’έναν με το βελονοβόλο του, καρφώνοντάς τον στο μάτι με μια βελόνα γεμάτη Χίλια-Δύο Δόντια, ενώ ορμούσε καταπάνω σ’έναν άλλο, σπαθίζοντάς τον με το Φιλί της Έχιδνας, σκίζοντάς του την κοιλιά. Το Γερό Φίδι, ήδη έτοιμο για μάχη, χίμησε στη μισθοφόρο που ήταν ακόμα όρθια, γρονθοκοπώντας τη στο σαγόνι με όλη του τη δύναμη, στέλνοντάς την κάτω.
Ο Νάθλεδιρ πήδησε από τη χαμηλή ταράτσα με τη σότραθ του στο ένα χέρι κι ένα ξιφίδιο στο άλλο. Το δεύτερο το εκτόξευσε, στροβιλιζόμενο, καρφώνοντας έναν μισθοφόρο στο στήθος, διαπερνώντας τον προστατευτικό του θώρακα.
Κανένας από αυτούς που βρίσκονταν έξω από την αποθήκη δεν ήταν όρθιος πλέον, αλλά αυτοί που ήταν μέσα στην αποθήκη – οι πέντε που είχαν απομείνει – έρχονταν, βγαίνοντας και εξαπολύοντας ενεργειακές ριπές. Μία χτύπησε το Γερό Φίδι, τραντάζοντάς το άγρια, ρίχνοντάς το στο πλακόστρωτο. Μια άλλη χτύπησε τον Οφιομαχητή καθώς εκείνος τιναζόταν για να τις αποφύγει και κυλούσε κάτω. Μια ριπή πέρασε πάνω απ’τον ώμο του Νάθλεδιρ ο οποίος έσκυβε και τραβούσε ένα δικό του ενεργειακό πιστόλι. (Τέτοιο πράγμα πρώτη φορά χρησιμοποιούσε. Στο Δάσος των Ψυχών δεν είχε ξαναπιάσει τίποτα παρόμοιο.)
«Τρέξε!» φώναξε στην Όλγα ο Γεώργιος καθώς σηκωνόταν στο ένα γόνατο. «Φύγε!» Κι έριξε στους μισθοφόρους με το βελονοβόλο του· χτύπησε έναν, αλλά η βελόνα δεν πρέπει να διαπέρασε την πανοπλία που κρυβόταν μέσα απ’τα ρούχα του.
Και ο μισθοφόρος ήρθε καταπάνω του, σπαθίζοντάς τον ενώ εκείνος ήταν ακόμα γονατισμένος. Ο Οφιομαχητής απέκρουσε το χτύπημα με το Φιλί της Έχιδνας κι έσπρωξε τον άντρα πίσω, κάνοντάς τον να σκοντάψει και να πέσει.
«Αφήστε τον να φύγει, τον καταραμένο! Πιάστε το Φίδι!» φώναζε ο Νικόλαος Καρβίλιος από το κατώφλι της αποθήκης. «Το Φίδι!»
«Η σειρά σου έρχεται, Καρβίλιε!» κραύγασε ο Οφιομαχητής δείχνοντάς τον με το Φιλί της Έχιδνας.
Ο Νικόλαος τον σημάδεψε με το πιστόλι του και πάτησε τη σκανδάλη, αλλά η ενεργειακή ριπή αστόχησε καθώς ο Γεώργιος τιναζόταν στο πλάι.
Ο Νάθλεδιρ έριξε με το δικό του πιστόλι στη μισθοφόρο και τον μισθοφόρο που ζύγωναν το Γερό Φίδι. Χτύπησε την πρώτη, σωριάζοντάς την. Ο άλλος τράβηξε ένα ξιφίδιο και το εκτόξευσε καταπάνω στον Μοργκιανό (είχαν τελειώσει οι ριπές στο πιστόλι του). Ο Νάθλεδιρ έκανε ν’αποφύγει τη στροβιλιζόμενη λεπίδα, και τον πήρε ξυστά μόνο στο αριστερό μπράτσο.
Ο μισθοφόρος τού όρμησε κρατώντας σπαθί. Ο Νάθλεδιρ πέταξε το πιστόλι του και χρησιμοποίησε τη σότραθ – το κοντό δόρυ με τις δύο λεπίδες. Χτυπούσε μια με τη μια, μια με την άλλη. Ο μισθοφόρος δεν ήταν συνηθισμένος ν’αντιμετωπίζει εχθρούς με τέτοιο εξωτικό όπλο, και σύντομα η μία λεπίδα καρφώθηκε στην κοιλιά του.
Ο Οφιομαχητής, εν τω μεταξύ, αντιμετώπιζε τους άλλους τρεις μισθοφόρους, σπαθίζοντάς τους με το Φιλί της Έχιδνας, μην αφήνοντάς τους να ζυγώσουν το πεσμένο Γερό Φίδι και να το αιχμαλωτίσουν. Ο ένας αντίπαλος κύλησε αιμόφυρτος καθώς η λεπίδα του έσπασε από το σπαθί του Οφιομαχητή. Ο άλλος έχασε το χέρι του και διπλώθηκε ουρλιάζοντας. Ο τρίτος οπισθοχώρησε, τρομοκρατημένος.
Ένα τετράκυκλο όχημα, ένα φορτηγάκι, σταμάτησε ξαφνικά παραδίπλα. Η πόρτα του αμέσως άνοιξε και μισθοφόροι πετάχτηκαν έξω, τρέχοντας καταπάνω στον Γεώργιο, βαστώντας αγχέμαχα όπλα, και δύο από αυτά τουλάχιστον με ενέργειες να τρίζουν επάνω στις λεπίδες τους. «Τσακίστε τον! Και φέρτε μου τον δούλο μου!» κραύγαζε ο Νικόλαος Καρβίλιος, έξαλλος απ’αυτά που έβλεπε. Ο καταραμένος Μαύρος Ξένος ήταν στα όρια να νικήσει όλους του τους ανθρώπους! Θα τους είχε νικήσει, μα την Έχιδνα, αν ο Νικόλαος δεν είχε προνοήσει να έχει εκεί κοντά και μερικούς άλλους ως εφεδρικούς για την απίθανη περίπτωση που μπορεί να χρειάζονταν. Και τελικά αυτή η περίπτωση είχε αποδειχτεί πως δεν ήταν και τόσο «απίθανη», γαμώτο! Τι σκατά ήταν αυτός ο γαμιόλης που στις αρένες ονόμαζαν Μαύρο Ξένο και τελευταία είχε διαδοθεί πως ονομαζόταν και «Οφιομαχητής»; Άνθρωπος ήταν, ή δαίμονας;
Και ποιος ήταν αυτός ο κουκουλοφόρος πούστης που τον βοηθούσε;
Ο Νάθλεδιρ έκρυβε την όψη του μες στην κουκούλα της κάπας του και ο Καρβίλιος δεν είχε δει τίποτα γι’αυτόν: ούτε το κατάμαυρο δέρμα του, ούτε τα κατάλευκα μαλλιά του. Μόνο το παράξενο όπλο του, τη σότραθ, είχε δει, και υπέθετε ότι ήταν εξωδιαστασιακός ίσως.
Οι μισθοφόροι από το φορτηγάκι όρμησαν προς τον Γεώργιο και το πεσμένο Γερό Φίδι. Ο Νάθλεδιρ ήρθε αμέσως στο πλευρό του Οφιομαχητή, και φρενήρης συμπλοκή ξέσπασε. Λεπίδες συγκρούονταν, ενέργειες σπινθήριζαν, σάρκες σκίζονταν, αίματα τινάζονταν. Ο Γεώργιος τραυματίστηκε, και ο Νάθλεδιρ επίσης, αλλά όχι σοβαρά. Όχι ακόμα.
Και των δύο το αίμα ήταν σκούρο-μπλε, όμως αυτό δεν φαινόταν και τόσο καθαρά μες στη νύχτα.
Η Όλγα είχε ήδη απομακρυνθεί, όπως της είχε ζητήσει ο Οφιομαχητής, μα δεν είχε φύγει τελείως. Είχε μείνει στην άκρη ενός μικρού δρόμου, παρατηρώντας, φοβούμενη ότι αυτοί οι παλιάνθρωποι, οι γαμιόληδες, μπορεί να σκότωναν τον Γεώργιο. Γιατί δεν έφευγε, ο ανόητος; Γιατί; Τόσο πολύ τον ένοιαζε γι’αυτό τον φιδάνθρωπο;
Η Όλγα ήταν η πρώτη που είδε τα οχήματα της Φρουράς της Νερκάλης να έρχονται ενώ ο Οφιομαχητής και ο Μοργκιανός ακόμα μάχονταν με τους μισθοφόρους του Καρβίλιου γύρω από το Γερό Φίδι.
Ο ερπετοειδής είχε αρχίσει να σαλεύει τώρα και να προσπαθεί να σηκωθεί, να βοηθήσει τον συγγενή-κι-Αφέντη του. Μύριζε αίμα παντού και ανθρώπινο σώμα, και οι αισθήσεις του ξυπνούσαν για μάχη. Για μάχη! Αλλά τα νεύρα και οι μύες του ήταν ακόμα πολύ κλονισμένα από την ενεργειακή ριπή που είχε δεχτεί – δεν ήταν σαν τον συγγενή του που του προκαλούσε δέος και μόνο με την τρομερή παρουσία του.
Τα οχήματα της Φρουράς σταμάτησαν γύρω από τη συμπλοκή, και φρουροί βγήκαν, σημαδεύοντάς τους μαχόμενους με όπλα. «Σταματηστε!» φώναξε ένας μέσω μεγαφώνου. «Στο ονομα της πολιτειας της Νερκαλης και του Αρχοντα της – σταματηστε! Κατεβαστε τα οπλα σας! Δε θα το επαναλαβω· μετα θα σας ριξουμε!»
Διονυσία:
Για να μου ζητά ο Δαμιανός αυτό που μου ζητά, σκεφτόμουν, ο Γεώργιος δεν μπορεί να είναι μακριά. Κάπου εδώ κοντά θα είναι. Σύντομα θα βρίσκεται στο σπίτι μου.
Έτσι, σήμερα τον περιμένω. Τον περιμένω μαζί με τον Φωνακλά, τον οποίο έχω στο εσωτερικό του σπιτιού τώρα, όχι στην αυλή, τόσα που υπέφερε ο καημενούλης. Κάθεται κουλουριασμένος πλάι στη φωτιά του τζακιού. Το απολαμβάνει.
Εγώ αισθάνομαι αγχωμένη. Ο Γεώργιος πρέπει, λογικά, να είναι εδώ προτού έρθει η ώρα να πάω στο νοσοκομείο. Κοιτάζω το ρολόι μου κάθε τόσο, σαν να ξέρω πότε ακριβώς θα μου χτυπήσει την πόρτα. Βαδίζω πέρα-δώθε, και πάνω-κάτω, μες στο σπίτι μου, ξυπόλυτη. Λέω ξανά και ξανά, από μέσα μου, αυτά που σκέφτομαι ότι θα του πω όταν τον έχω μπροστά μου. Τα ψέματα που θα του αραδιάσω. Τα οποία πρέπει να είναι καλά ψέματα. Δεν πρέπει να υποψιαστεί ότι τον παραμυθιάζω, γιατί τότε... τότε θα έχουν φασαρίες. Ίσως να θυμώσει μαζί μου, ίσως ν’αρνηθεί να μ’ακολουθήσει στο εγκαταλειμμένο μεταλλικό κιβώτιο μεταφοράς στη Νήσο Κάλδνη... και ο Αρσένιος θα κινδυνέψει. Ήδη κινδυνεύει, δηλαδή· τότε θα του κάνουν κακό στα σίγουρα. Αισθάνομαι το στόμα μου να ξεραίνεται και μόνο στη σκέψη. Τον αγαπώ τον αδελφό μου, παρότι είναι απαράδεκτος – απαράδεκτος – πολλές φορές. Ναι, δεν είμαι σαν κάποιους που μισούν τ’αδέλφια τους και θα ήθελαν να τα ξεφορτωθούν. Αν κι έχω ακούσει για τέτοιες περιπτώσεις (Ο μαλάκας ο αδελφός μου που είναι έτσι κι έτσι κι έτσι· Η παλαβή η αδελφή μου που μου έχει κάνει αυτό κι αυτό), δεν μπορώ να συμφωνήσω μαζί τους. Ούτε καν να τους καταλάβω. Είναι αδέλφια, μα το ιαματικό άγγιγμα του Αστερίωνα!
Τι θα γίνει, όμως, αν ο Γεώργιος καταλάβει ότι του λέω ψέματα παρά τις καλύτερές μου προσπάθειες; –Όχι! Δεν μπορεί να το καταλάβει. Δεν πρέπει. Θα φροντίσω να μην το καταλάβει. Να μην το καταλάβει με τίποτα. Προετοιμάζω καλά τα λόγια μου και, μετά, τα προετοιμάζω πάλι, και πάλι, και πάλι... Μην κάνεις καμιά ανοησία, Διονυσία... Μην κάνεις καμιά ανοησία... Δε θυμάμαι ποτέ να είμαι τόσο αγχωμένη στη ζωή μου. Ακόμα και τότε που μου έφεραν τον Αρσένιο δηλητηριασμένο. Ακόμα και τότε που–
Για στάσου λίγο. Δε θα μπορούσα να συνεννοηθώ κάπως με τον Γεώργιο; Αν του έλεγα πώς ακριβώς έχει η κατάσταση, αντί να του πω ψέματα, δεν θα με βοηθούσε; Θα με βοηθούσε–
Αν, όμως, τα βατράχια παρακολουθούν το σπίτι μου; Αν, κάπως, με κάποια μέθοδο που εγώ δεν ξέρω γιατί δεν είμαι κατάσκοπος, μ’ακούσουν να μιλάω έτσι στον Γεώργιο; Τι θα γίνει τότε; Ο Αρσένιος θα δαγκωθεί.
Δε μπορώ να το ρισκάρω! Δε μπορώ!
Ο Γεώργιος θα καταλάβει γιατί έκανα ό,τι έκανα. Μετά, θα με καταλάβει· είμαι σίγουρη.
Όλα θα πάνε καλά. Όλα είναι σχεδιασμένα.
Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός μου κουδουνίζει πριν από το μεσημέρι, και κοιτάζω τον κώδικα στη μικρή οθόνη του. Ο Δημήτριος. Δέχομαι την κλήση.
«Έλα, τι γίνεται;» Έχουμε πει να μιλάμε φυσικά, μην τυχόν και μπορούν να παρακολουθούν τα τηλεπικοινωνιακά σήματα ή ν’ακούνε μες στο σπίτι.
«Τι κάνεις, Διονυσία;»
«Καλά. Εσύ;»
«Ούριος άνεμος μού φυσά. Ο Γεώργιος ήρθε, μήπως, ή ακόμα είναι εξαφανισμένος;» Έχουμε συμφωνήσει πως αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ύποπτο από τα βατράχια, γιατί, ούτως ή άλλως, και προτού απαγάγουν τον Αρσένιο ο Δημήτριος με καλούσε και με ρωτούσε για τον Οφιομαχητή.
Αναστενάζω. «Εξαφανισμένος, δυστυχώς...»
«Τέλος πάντων. Ίσως να τα πούμε τ’απόγευμα, Διονυσία, άμα έχεις χρόνο.»
«Έχω βάρδια στο νοσοκομείο.»
«Α, μάλιστα... Άλλη φορά, τότε.»
«Ναι.»
«Καλή σου μέρα.»
Μίλησε, λοιπόν, με τη μισθοφόρο φίλη του και όλα είναι εντάξει. Το «ούριος άνεμος μού φυσά» αυτό σήμαινε. Το είχαμε συμφωνήσει. Και δε νομίζω ότι είναι δυνατόν να το κατάλαβαν τα βατράχια για κωδική φράση. Ακόμα κι οι καλύτεροι κατάσκοποι να είναι, δεν μπορεί να το κατάλαβαν! Μοιάζει τελείως φυσικό. Είναι μια καθημερινή έκφραση: Τι κάνεις; – Ούριος άνεμος μού φυσά. Τίποτα το περίεργο.
Εντάξει. Όλα είναι έτοιμα τώρα. Κανονισμένα. Θα πω ψέματα στον Γεώργιο – θα του πω καλά ψέματα – θα πω μετά ότι πρέπει να πάω μια στιγμή στο μπάνιο και θα κάνω από εκεί μια κλήση στον Δημήτριο για να είναι έτοιμος· και ύστερα θα κατευθυνθούμε, ο Γεώργιος κι εγώ, στη Νήσο Κάλδνη, όπου οι ακόλουθοι του Λοκράθου αναμφίβολα θα παρουσιαστούν για να τον παγιδέψουν ξανά... και οι άνθρωποι του Δημήτριου θα τους ορμήσουν. Χωρίς να φανεί ότι έχουν καμιά σχέση μ’εμένα. Επομένως, ή θα σώσουμε τον Αρσένιο επιτόπου αν είναι εκεί, αν τον έχουν μαζί τους (πράγμα που δεν αποκλείεται καθόλου), ή τουλάχιστον ο Αρσένιος δεν θα πάθει κακό. Δε θάχουν λόγο να τον πειράξουν. Εγώ δεν θα μοιάζει ότι τους πρόδωσα.
Εντάξει. Εντάξει. Εντάξει. Όλα έτοιμα.
Μόνο ο Γεώργιος λείπει, τώρα. Ο φίλος μας, ο Οφιομαχητής.
Περιμένω, βηματίζοντας μες στο σπίτι μου, προετοιμάζοντας ξανά και ξανά μες στο μυαλό μου τα λόγια που θα του πω.
Το μεσημέρι τσιμπάω κάτι φευγαλέα. Πίνω ένα ποτήρι κρασί. Όχι περισσότερα, γιατί θέλω νάμαι νηφάλια, να μην κάνω σαχλαμάρες.
Ο δίαυλος κουδουνίζει. Τα βατράχια πάλι; Πηγαίνω και τον ανοίγω. Η μαμά είναι. Με ρωτά τι κάνω. Καλά, της λέω, καλά. Με ρωτά αν μπορεί να έρθει, αν ο Αρσένιος αισθάνεται τώρα πως θα ήθελε να της μιλήσει. Της απαντώ: «Άσ’ το, βρε μαμά. Είναι σήμερα... Έχει... Νομίζεις ότι έχει φάει το δάγκωμα της Έχιδνας. Έχουμε τσακωθεί. Άσ’ το καλύτερα.» Η μητέρα μας δεν φέρνει αντίρρηση· κι εγώ αισθάνομαι χάλια που πρέπει να της λέω τέτοια ψέματα. Αλλά είναι για το καλό του αδελφού μου.
Γαμώτο! Αυτός ο Αρσένιος όλο σε παλιοϊστορίες με μπλέκει!
Μην κατηγορείς εκείνον, Διονυσία. Δε φταίει εκείνος ετούτη τη φορά. Ήταν θύμα, και μόνο.
Η ώρα έρχεται για να πάω στο νοσοκομείο αλλά ο Γεώργιος δεν είναι ακόμα εδώ. Λες να μη μ’επισκεφτεί σήμερα; Ή, μήπως, θα έρθει μες στο βράδυ; Δε μπορώ να μην πάω στο νοσοκομείο. Αν έρθει θα με αναζητήσει, λέω στον εαυτό μου. Θα με βρει.
Ετοιμάζομαι και φεύγω από το σπίτι, βγάζοντας τον Φωνακλά στην αυλή, έχοντας ήδη αφήσει ένα μπολάκι με νερό πλάι στο τζάκι για την Ευθαλία. Πηγαίνω στο Κεντρικό Νοσοκομείο Ψηλόγερου με τη συγκοινωνία, νιώθοντας ότι, απόψε, το τρίκυκλό μου μου λείπει περισσότερο από ποτέ.
Στη δουλειά, όλα κυλάνε ήρεμα. Μόνο εγώ δεν είμαι ήρεμη. Και κάποιοι στο νοσοκομείο το προσέχουν· με ρωτάνε αν έχω τίποτα, αν είμαι καλά. «Ναι, καλά είμαι,» τους λέω. «Γιατί να μην είμαι καλά;» Και λαμβάνω απαντήσεις όπως: «Απλά φαίνεσαι λίγο... νευρική σήμερα.» «Έλεγα μήπως είσ’ ερωτευμένη, Διονυσία, χα-χα!» «Δεν έχεις καθίσει καθόλου· συνέχεια πέρα-δώθε κάνεις.» (Όταν το ακούω αυτό κάθομαι, για ν’αποδείξω ότι οι υποψίες τους είναι αβάσιμες. Αλλά νιώθω σαν το κάθισμα νάχει δόντια ερπετών από κάτω μου.)
Επιστρέφω στο σπίτι μες στη νύχτα, βέβαιη ότι θα συναντήσω τον Γεώργιο εκεί, να με περιμένει. Αλλά δεν τον βρίσκω. Δεν έχει έρθει. Θα έπρεπε ν’ανησυχήσω; αναρωτιέμαι. Ή όχι;
Βιάστηκα, μάλλον. Δε μπορεί να είναι και τόσο κοντά. Απλά τα βατράχια απήγαγαν τον αδελφό μου από τώρα για να προετοιμάσουν το έδαφος. Ναι, φυσικά· δεν θα το έκαναν μια μέρα προτού έρθει ο Γεώργιος. Η αναμονή μου θα συνεχιστεί λοιπόν, σκέφτομαι καθώς κάθομαι στον σοφά του σαλονιού, έχοντας ξαναβάλει τον Φωνακλά μέσα κι ανάψει το τζάκι. Θέλω κάποιον να μου κάνει παρέα. Αισθάνομαι τόσο μόνη τώρα... (Την Ευθαλία δεν τη θεωρώ «κανονική» παρέα· δεν είναι σαν τον Φωνακλά μου.)
Πίνω Αίμα της Έχιδνας προτού, τελικά, με πάρει ο ύπνος επάνω στον σοφά.
Όταν ξυπνάω είναι αυγή.
Η μέρα περνά πάλι χωρίς ο Γεώργιος να έρθει. Η μαμά, ευτυχώς, δεν με καλεί. Αλλά ούτε και ο Δημήτριος. Περιμένει. Είναι πιο υπομονετικός από εμένα. Ασφαλώς· ξέρει από τέτοιες καταστάσεις. Εγώ είμαι τελείως αμάθητη. (Ο Αρσένιος θα έκανε ένα σωρό κακεντρεχή σχόλια γι’αυτό, είμαι σίγουρη· αλλά προσπαθώ να μην το σκέφτομαι. Είναι αδελφός μου: πρέπει να τον βοηθήσω!)
Άλλες δύο μέρες περνάνε χωρίς να γίνει τίποτα. Απλώς προετοιμάζω τα λόγια μου – τα ψέματά μου – τα κάνω ολοένα και καλύτερα, ολοένα και πιο πιστευτά. Η μαμά με καλεί γι’ακόμα μια φορά, και την παραμυθιάζω πάλι (νιώθοντας χειρότερα από πριν) ώστε να μην έρθει στο σπίτι – δήθεν ότι ο Αρσένιος είναι πολύ τσαντισμένος, τον έχει πιάσει μια παράλογη οργή, δε μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του. «Μην τον κακίζεις, Διονυσία,» μου λέει η μαμά από τον δίαυλο. «Έχει περάσει πολλά, πάρα πολλά.» «Ναι, σίγουρα,» αποκρίνομαι αναστενάζοντας. «Σίγουρα.»
Ο Δημήτριος με καλεί στο τέλος της δεύτερης ημέρας, ρωτώντας αν ο Οφιομαχητής ήρθε και προτείνοντας, μετά, να με πάρει για να πάμε να πιούμε κάνα ποτό. Του λέω ξανά – και όχι ψέματα – πως έχω νυχτερινή βάρδια στο νοσοκομείο. «Αύριο ίσως, που η βάρδια μου είναι πρωινή.» Συμφωνεί.
Την επομένη πηγαίνω στο Κεντρικό Νοσοκομείο Ψηλόγερου και νομίζω πως μου κάνει καλό, παρότι έχω κοιμηθεί λίγο. Μου κάνει καλό γιατί απομακρύνει το μυαλό μου από το πρόβλημα με τους ακόλουθους του Λοκράθου. Οι πρωινές ώρες στο νοσοκομείο σε απορροφούν, συνήθως, πολύ περισσότερο απ’ό,τι οι βραδινές. Χρησιμοποιώ τη μαγεία μου αρκετές φορές, για αρκετά περιστατικά· αισθάνομαι κουρασμένη όταν τελικά επιστρέφω στο σπίτι μέσα στο όχημα ενός συναδέλφου, του Ιωάννη. Οφθαλμίατρος.
«Δεν έπρεπε να με φέρεις,» του λέω· «σε βάζω σε κόπο και δεν έχω και τίποτα να σε κεράσω.»
«Ούτε που να το σκέφτεσαι. Η μάνα μου, άλλωστε, θα το έπαιρνε προσωπικά αν έτρωγα αλλού χωρίς πρώτα να την ειδοποιήσω.» Με χαιρετά και φεύγει.
Δεν του είπα ψέματα ότι δεν έχω τίποτα να τον κεράσω. Τώρα πηγαίνω και φτιάχνω φαγητό. Μέχρι σήμερα είχα ελάχιστη όρεξη, αλλά αισθάνομαι πλέον την όρεξή μου να έχει επιστρέψει. Έχω αρχίσει να συνηθίζω αυτή την παλιοκατάσταση. Και δε μ’αρέσει τέτοιο συνήθειο.
Τρώω ζυμαρικά με γαρίδες, πνιγμένα στη σάλτσα. Παρατρώω, βασικά. Πεινούσα. Έχω σκάσει τώρα καθώς κάθομαι στον σοφά, πίνοντας Αίμα της Έχιδνας από ένα μεγάλο ποτήρι. Ο ύπνος με παίρνει και ονειρεύομαι τον Αρσένιο, δεμένο στο πάτωμα, με βατράχια γύρω του (κανονικά βατράχια, όχι ακόλουθους του Λοκράθου) σαν φρουρούς. Είναι στραμμένος σ’εμένα, παρότι καταφανώς τυφλός, και με κατηγορεί που δεν κάνω τίποτα για να τον σώσω.
Ξυπνάω νιώθοντας λες και μ’έχουν κατουρήσει. Θυμωμένη μαζί του. Πώς τολμά, ο παλιοχαρακτήρας, να μου μιλά έτσι! Κάνω ό,τι μπορώ για να τον βοηθήσω! Ό,τι μπορώ. Τι άλλο να έκανα; Δάκρυα κυλάνε από τα μάτια μου.
Ένα όνειρο ήταν, Διονυσία. Ένα κωλοόνειρο. Σηκώνομαι απ’τον καναπέ και πηγαίνω να πλυθώ, να συνέλθω.
Το βράδυ, ο Δημήτριος με καλεί ξανά, μου προτείνει να πάω σ’ένα μπαρ μαζί του και με την Κρυσταλλία. Γιατί όχι; σκέφτομαι, και συμφωνώ. Του λέω νάρθει να με πάρει, και σύντομα έρχεται μέσα στο τετράκυκλο όχημά του. Βγαίνω από το σπίτι μου και μπαίνω στο όχημα, καθίζοντας στο πίσω κάθισμα, ντυμένη και βαμμένη σαν να μην τρέχει τίποτα το άσχημο. Πρέπει να είμαι παλαβή...
Η Κρυσταλλία είναι καθισμένη στη θέση του συνοδηγού, πλάι στον Δημήτριο, μοιάζοντας να γυαλίζει ολόκληρη. Γεμάτη κοσμήματα, μα την Έχιδνα! Ληστεία ορυχείου.
«Πού είν’ ο Φωνακλάς;» με ρωτά ο Δημήτριος.
«Τι; Ήθελες να τον φέρω κι αυτόν;»
«Δεν ξέρω. Ίσως. Μου έχει λείψει.»
Η Κρυσταλλία γελά. «Δε νομίζω να μας άφηναν να μπούμε στο μαγαζί μαζί με σκύλο!»
«Έλα τώρα,» λέει ο Δημήτριος. «Άμα πέσουν τα ανάλογα οχτάρια, τα πάντα γίνονται.» Κι αρχίζει να οδηγεί μες στους δρόμους των Λοφότοπων.
«Πού είναι το μπαρ;» ρωτάω.
«Στην Παλαιόκτιστη,» απαντά ο Δημήτριος. Όχι μακριά, λοιπόν. «Είδες τίποτα περίεργο αυτές τις μέρες;» με ρωτά μετά από λίγο, καθώς οδηγεί.
«Τίποτα.»
«Μη φοβάσαι, θα έρθει. Και μη χαλαρώσεις· οι καριόληδες του Λοκράθου παρακολουθούν, δίχως αμφιβολία.»
«Δε μπορώ να χαλαρώσω,» τον διαβεβαιώνω.
Το μπαρ στο οποίο πηγαίνουμε λέγεται «Ο Γηραιός Ίσκιος», αν και οι περισσότεροι, απ’ό,τι καταλαβαίνω καθώς η νύχτα προχωρά, το λένε ή ο Ίσκιος ή ο Γηραιός. Είναι αρκετά ακριβό μαγαζί – αλμυρές τιμές. Όμορφα φτιαγμένο, ωστόσο: μαλακά καθίσματα, γυαλιστερά ξύλα, εντυπωσιακά φωτορρυθμικά, καλό ηχοσύστημα που μοιάζει να ποτίζει τον χώρο με μουσική... Συναντάμε και κάποιους φίλους της Κρυσταλλίας εκεί. Αισθάνομαι τελείως έξω απ’τα νερά μου· δεν συχνάζω εγώ με τέτοιους, ούτε πηγαίνω σε τέτοια μέρη. Με συστήνουν ως «φίλη του Δημήτριου» αρχικά, αλλά ύστερα, κατόπιν ερωτήσεων, αναγκάζομαι να πω ότι είμαι μάγισσα του τάγματος των Βιοσκόπων και εργάζομαι σε νοσοκομείο. «Σε ποιο νοσοκομείο;» Το Κεντρικό Ψηλόγερου. «Α, γι’αυτό δεν σ’έχω προσέξει,» μου λέει ο φίλος της Κρυσταλλίας που είμαι σίγουρη ότι μου την πέφτει. «Δεν έχω ποτέ πάει εκεί. Τώρα, όμως, άμα τύχει ν’αρρωστήσω, εκεί θα ζητήσω να με μεταφέρουν οπωσδήποτε. Ούτε κουβέντα!» Γελάω και του λέω: «Να μην αρρωστήσεις! Δεν είναι καλό νάσαι άρρωστος.» Κάνει πως δεν μ’ακούει μες στη δυνατή μουσική: «Τι είπες;» Του το επαναλαμβάνω, δυνατότερα· αλλά εξακολουθεί να κάνει πως δεν μ’ακούει. Χαμογελάω, κι αρνούμαι – για τρίτη φορά – το πουράκι που μου προτείνει. «Δεν καπνίζω,» του λέω ξανά. «Δεν καπνίζω. Κι εσύ θάπρεπε να το κόψεις!» Κάνει πάλι πως δεν μ’ακούει. «Θα ελέγξω τ’αφτιά σου με ξόρκια!» τον προειδοποιώ. Και μου απαντά: «Ολόκληρος αφτιά είμαι· από πάνω ώς κάτω!» Γελάω, νιώθοντας να κοκκινίζω λιγάκι. Πίνω μια ακόμα γουλιά Αίμα της Έχιδνας αναμιγμένο με Κίτρινο Σημάδι.
Τον ονομάζουν Μάρκο αυτό τον φίλο της Κρυσταλλίας που μου την πέφτει έτσι έκδηλα. Ισχυρίζεται πως ασχολείται με ηχοσυστήματα· λέει, μάλιστα, πως εκείνος έστησε ετούτο εδώ, στον Ίσκιο. Βοηθά την Κρυσταλλία στη δουλειά της. Αναρωτιέμαι αν κοιμάται και μαζί της, αλλά δεν τον ρωτάω φυσικά. Μου δίνει, στο τέλος, τη διεύθυνση του σπιτιού του προτού φύγουμε απ’το μπαρ, και έναν τηλεπικοινωνιακό κώδικα. Είναι προφανές ότι θα ήθελε να με ξαναδεί. «Ίσως,» του λέω. «Ίσως.» Αλλά δεν έχω σκοπό να τον συναντήσω στο μέλλον. Τέτοιοι τύποι μπορεί νάχουν πλάκα, όμως δεν είναι να σχετίζεσαι και πολύ μαζί τους. Σε οδηγούν σε μαλακίες.
Ο Δημήτριος με επιστρέφει στο σπίτι μου, μέσα στο όχημά του. Μαζί μας είναι και η Κρυσταλλία, ασφαλώς. Μεθυσμένη. Ξαπλωμένη στο πίσω κάθισμα, λέγοντας σαχλαμάρες και χαζογελώντας. Κι ο Δημήτριος είναι λιγάκι ζαλισμένος αλλά μπορεί να οδηγήσει – τον έλεγξα με Ξόρκι Ταχείας Αναλύσεως Ζωτικής Καταστάσεως. Διαφορετικά, θα είχα επιμείνει να πάρω εγώ το τιμόνι.
Όταν βγαίνω από το όχημα, μπροστά στην πρασινομέταλλη πόρτα του σπιτιού μου, του λέω: «Προσοχή τώρα, ε; Νάχεις το μυαλό σου στο δρόμο και μόνο.»
«Τι λόγια είν’ αυτά; Αμφιβάλλεις για την οδήγησή μου;» Και φεύγει, ενώ η Κρυσταλλία τραγουδά, ξαπλωμένη στο πίσω κάθισμα.
Τι άτομα, μα τον Αστερίωνα...
Χαμογελώντας, ανοίγω την πρασινομέταλλη πόρτα και μπαίνω στην αυλή. Ο Φωνακλάς έρχεται αμέσως καταπάνω μου· μάλλον είχε ανησυχήσει για μένα. Για κάποιο λόγο. Ίσως να διαισθανόταν ότι κάτι διαφορετικό συνέβαινε απόψε.
Η νύχτα περνά χωρίς τίποτα το σημαντικό. Χωρίς, δηλαδή, να έρθει ο Γεώργιος. Αλλά εγώ, φυσικά, είμαι έτοιμη για τον ερχομό του ανά πάσα στιγμή. Τα λόγια που έχω προετοιμάσει για να του πω είναι εντυπωμένα στο μυαλό μου όπως τα λόγια των ξορκιών στα οποία έχω κάνει ειδική εκπαίδευση. Μα τον Αστερίωνα, αν τα ψέματα που έχω έτοιμα για τον Γεώργιο ήταν ξόρκι θα έκανε το σύμπαν να στραβώσει – μόνιμα!
Την επόμενη μέρα, ο Γεώργιος δεν έρχεται πάλι, και ανησυχώ ολοένα και περισσότερο για τον Αρσένιο. Να καλούσα τον Δαμιανό; Γιατί, άραγε, δεν μ’έχει καλέσει εκείνος; Δεν υποπτεύεται απάτη από τη μεριά μου; Μάλλον το ξέρει πως ο Οφιομαχητής δεν έχει έρθει στο σπίτι μου· μάλλον με παρακολουθούν συνεχώς.
Πού είσαι, Γεώργιε; Πού είσαι;
Το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου σφύριζε μέσα του, και ο Οφιομαχητής καταλάβαινε ότι δεν θα είχε νόημα τώρα να πολεμήσει. Οι φρουροί θα τους έριχναν με τα ενεργοβόλα και θα τους αναισθητοποιούσαν όλους. Οι αντίπαλοί του, οι μισθοφόροι του Καρβίλιου, είχαν ήδη αρχίσει να κατεβάζουν τα όπλα τους ο ένας μετά τον άλλο, οπισθοχωρώντας, παίρνοντας απόσταση από τον Οφιομαχητή και τον Νάθλεδιρ.
«Ξέρετε τι έκανε αυτός ο άνθρωπος;» φώναξε ο Γεώργιος στους φρουρούς, κι έστρεψε την αιματοβαμμένη λεπίδα του Φιλιού της Έχιδνας προς την είσοδο της αποθήκης περιμένοντας να δει εκεί τον Νικόλαο Καρβίλιο – αλλά ο καταραμένος είχε εξαφανιστεί! Ο Γεώργιος, ωστόσο, συνέχισε να μιλά τους φρουρούς: «Απήγαγε μια φίλη μου για να με εκβιάσει. Και είχε εδώ μισθοφόρους για να μας σκοτώσουν!»
«Ρίξε κάτω το όπλο σου!» του φώναξε ο φρουρός που πριν από λίγο μιλούσε μέσω του μεγαφώνου. «Σου είπα να ρίξεις κάτω το όπλο!»
Ο Γεώργιος θηκάρωσε το Φιλί της Έχιδνας. «Αν είστε εδώ να συλλάβετε κάποιον, τρέξτε να πιάσετε τουλάχιστον τον Νικόλαο Καρβίλιο!»
«Δε θα μας πεις εσύ πώς να κάνουμε τη δουλειά μας,» αποκρίθηκε ο φρουρός. Και ύστερα τους πλησίασαν κι άρχισαν να τους συλλαμβάνουν όλους, να δένουν τα χέρια τους με χειροπέδες. Ο Γεώργιος ήταν στα όρια να τους αντισταθεί, αλλά συγκράτησε τον εαυτό του, για χάρη του Νάθλεδιρ και του Γερού Φιδιού. Καταπολέμησε – μόλις και μετά βίας – την τρομερή οργή του με τις διδαχές του Γέρου του Ανέμου. Άλλωστε, μπορούσε να σπάσει αυτές τις καταραμένες χειροπέδες όποια στιγμή ήθελε· δεν ήταν ανάγκη να το κάνει τώρα.
Το Γερό Φίδι είχε εν μέρει συνέλθει από την ενεργειακή ριπή, δεν ήταν αναίσθητο πλέον, αλλά δεν μπορούσε και να σταθεί όρθιο· δύο φρουροί το σήκωναν ανάμεσά τους, το έσερναν.
«Μην τον πειράξετε!» τους προειδοποίησε ο Γεώργιος, ατενίζοντάς τους άγρια με τα αβλεφάριστα μάτια του. «Και μην τον παραδώσετε σ’αυτό το κάθαρμα, τον Καρβίλιο, γιατί είστε όλοι νεκροί!»
Μια φρουρός τού πήρε το Φιλί της Έχιδνας από το θηκάρι. Ο Γεώργιος έκανε να στραφεί προς τη μεριά της, αλλά βρήκε αμέσως τρεις κάννες ενεργοβόλων μπροστά του.
Ο αρχηγός των φρουρών – αυτός που είχε μιλήσει από το μεγάφωνο, ένας ψηλός, ξανθομάλλης, λευκόδερμος άντρας – του είπε: «Ο Άρχοντας θέλει να σου μιλήσει. Αν ήμουν στη θέση σου δε θα έκανα φασαρία. Ίσως να είσαι πιο τυχερός απ’ό,τι νομίζεις.»
Ο Γεώργιος δεν το θεωρούσε και τόσο μεγάλη τύχη αυτό. Δεν εμπιστευόταν τους πολιτικούς. Θυμόταν ακόμα πολύ έντονα τον Αθανάσιο Ζερδέκη, και όχι μόνο...
Οι φρουροί της Νερκάλης έβαλαν τον Οφιομαχητή, τον Νάθλεδιρ, το Γερό Φίδι, και τους μισθοφόρους του Καρβίλιου (όσους ακόμα στέκονταν) μέσα σε δύο θωρακισμένα οχήματα. Γι’αυτούς που δεν μπορούσαν να σταθούν, τους άσχημα τραυματισμένους, είχαν έρθει τώρα μόλις τρία ασθενοφόρα. Για τους νεκρούς δεν ενδιαφερόταν κανείς ακόμα. Η Όλγα στεκόταν στην άκρη του δρόμου, κρυμμένη στις σκιές, και κοίταζε με γουρλωμένα μάτια. Αναρωτιόταν τι να κάνει. Τι να κάνει; Να βγει και να τρέξει κοντά στον Γεώργιο; Θα την έπιαναν κι αυτήν οι φρουροί, ίσως! Μα, αν δεν έτρεχε κοντά του, πού θα πήγαινε μετά; Πίσω στο ξενοδοχείο; Θα ερχόταν ο Γεώργιος εκεί; Κι αν όχι, θα μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί του; Τον πομπό της της τον είχε πάρει ο Καρβίλιος, αλλά δεν ήταν αυτό που κυρίως την απασχολούσε· μπορούσε να βρει άλλο μέσο για να κάνει τηλεπικοινωνιακή κλήση, αν χρειαζόταν. Εκείνο που την απασχολούσε ήταν αν οι φρουροί θα επέτρεπαν στον Γεώργιο να έχει τηλεπικοινωνιακή επαφή. Γιατί δεν τους ξεφεύγει, γαμώτο; Γιατί δεν κάνει κάτι για να τους ξεφύγει και να την κοπανήσουμε από τούτη την πόλη; Τι ήθελε να κάθεται και ν’αντιμετωπίζει τους καριόληδες του Καρβίλιου για χάρη αυτού του φιδανθρώπου;
Η Όλγα έτρεξε προς το όχημα όπου είχαν μόλις βάλει τον Γεώργιο, τον Νάθλεδιρ, και το Γερό Φίδι. Δύο φρουροί αμέσως την άρπαξαν από τον βραχίονα και τον καρπό. «Ε! Τι κάνεις εσύ; Ποια είσαι;»
«Είναι φίλος μου!» τους είπε. «Πού τον πάτε; Πού τον πάτε; Με είχαν απαγάγει αυτά τα καθάρματα και ήρθε να με σώσει – δεν είναι εγκληματίας! Αυτοί είναι εγκληματίες! Ο Καρβίλιος κι όσοι δουλεύουν για τον Καρβίλιο!»
Ο αρχηγός των φρουρών την κοίταξε σιωπηλός για μια στιγμή. Ύστερα έκανε νόημα στους άλλους. «Πάρτε την κι αυτήν μαζί,» πρόσταξε.
Τράβηξαν την Όλγα ώς το θωρακισμένο όχημα και την έριξαν μέσα. Το εσωτερικό του ήταν γεμάτο φρουρούς με ενεργοβόλα όπλα. Ο Γεώργιος κι ο Νάθλεδιρ κάθονταν με τα χέρια δεμένα, φανερά τραυματισμένοι από τη συμπλοκή, αλλά όχι σοβαρά: γρατσουνιές, μελανιές, επιπόλαια κοψίματα. Το Γερό Φίδι ήταν πεσμένο στο πάτωμα, κι αυτό με τα χέρια του δεμένα, συρίζοντας, μουγκρίζοντας, αλλά μη μοιάζοντας να μπορεί να ορθωθεί.
«Τι κάνεις εσύ εδώ;» είπε ο Γεώργιος στην Όλγα, που κανείς δεν είχε δέσει τα δικά της χέρια.
«Τι να έκανα; Να τους άφηνα να σας πάρουν;»
«Τώρα παίρνουν κι εσένα, χαζή.»
Οι πόρτες του οχήματος έκλεισαν, οι τροχοί του μπήκαν σε κίνηση. Οι μηχανές του μούγκριζαν σταθερά, σαν γουργουρητό που βγαίνει από τα σπλάχνα πεινασμένου μεταλλικού θηρίου.
Η Όλγα κοίταξε τριγύρω, τους φρουρούς. «Αυτός ο άνθρωπος» – έδειχνε τον Γεώργιο – «με βοήθησε. Ο Καρβίλιος με είχε απαγάγει. Θα με σκότωνε, θα μου έκανε κακό. Κι αυτός ο άνθρωπος ήρθε να με βοηθήσει. Δεν είναι κακοποιός· ο Καρβίλιος είναι κακοποιός!»
«Ησυχία!» της είπε μια φρουρός. «Δεν είμαστε δικαστήριο εμείς. Τη δουλειά μας κάνουμε, εντάξει; Κλείσε το στόμα σου και περίμενε μέχρι νάρθει η ώρα να μιλήσεις.»
«Σε ποιον;»
«Ο Άρχοντας θέλει να δει τον άνθρωπο που λένε Μαύρο Ξένο και Οφιομαχητή,» την πληροφόρησε η φρουρός.
«Ο ερπετοειδής,» τους είπε ο Γεώργιος, «θα μείνει μαζί μου. Δε θα τον πάρετε.»
Κανείς δεν του μίλησε.
Ο Οφιομαχητής αισθάνθηκε την οργή του σαν πενήντα ιοβόλους δράκους μέσα του. «Είπα: τον ερπετοειδή δεν θα τον πάρετε.» Κι έσπασε τις χειροπέδες σαν να ήταν από φρυγανιά· σηκώθηκε όρθιος.
«Μείνε ακίνητος!» «Ακίνητος!» Κάννες τον σημάδευαν. «Ακίνητος!»
«Να πείτε στον Άρχοντά σας ότι δεν πρόκειται να μιλήσουμε αν πάρει τον ερπετοειδή μακριά μου,» τους παράγγειλε ο Γεώργιος, ενώ το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου σφύριζε εντός του. «Αν πάρει τον ερπετοειδή, θα το μετανιώσει. Να του το πείτε!»
«Θα του το πούμε,» υποσχέθηκε ένας φρουρός. «Τώρα κάτσε κάτω, αν θες το καλό σου και των φίλων σου.»
Ο Γεώργιος κάθισε, χωρίς ούτε στιγμή να βλεφαρίσει. Αισθανόταν την Ευθαλία τυλιγμένη δυνατά κάτω απ’το μανίκι του. Οι φρουροί δεν είχαν αντιληφτεί την παρουσία της όταν του είχαν δέσει τα χέρια· ήταν πολύ βιαστικοί για να τον ψάξουν.
Ο Καλοπόταμος, όπου είχε γίνει η συμπλοκή με τους μισθοφόρους του Νικόλαου Καρβίλιου, δεν βρισκόταν μακριά από τα Δεσποτικά – δίπλα τους ήταν – και εκεί τώρα οι άνθρωποι της Φρουράς μετέφεραν τον Οφιομαχητή και τους φίλους του. Το θωρακισμένο όχημα μέσα στο οποίο ήταν κλεισμένοι, περιτριγυρισμένο από άλλα οχήματα, πλησίασε το Μεγάλο Αρχοντικό, βόρεια της Πλατείας Δεσποτών. Η ψηλή, καγκελωτή πύλη του Αρχοντικού άνοιξε, και τα οχήματα μπήκαν, συνοδία, στον περίβολο. Σταμάτησαν στον στεγασμένο χώρο στάθμευσης. Οι φρουροί βγήκαν από τα τροχοφόρα ανοίγοντας πόρτες, ή κατέβηκαν από τις σέλες δίκυκλων. Μαζί τους έβγαλαν και τον Γεώργιο, τον Νάθλεδιρ, το Γερό Φίδι, και την Όλγα. Ο Οφιομαχητής παρατήρησε ότι οι μισθοφόροι του Καρβίλιου δεν ήταν εδώ. Αυτούς πρέπει να τους είχαν πάει αλλού.
«Ο Άρχοντας θα σου μιλήσει τώρα,» είπε ο αρχηγός των φρουρών στον Γεώργιο. «Πρόσεχε τη συμπεριφορά σου, πυγμάχε. Το παραμικρό λάθος θα είναι εις βάρος σου.» Χωρίς να διευκρινίσει τι εννοούσε λέγοντας «λάθος».
«Ο ερπετοειδής θα μείνει μαζί μου!»
«Ο φιδάνθρωπος θα μείνει εδώ· ο Άρχοντας δεν θέλει να του μιλήσει. Κανείς δεν πρόκειται να τον πειράξει, να είσαι σίγουρος.» Κι έκανε νόημα σ’έναν φρουρό να ψάξει τον Γεώργιο.
Εκείνος ζύγωσε με φανερό δισταγμό κι άρχισε να ψαχουλεύει τα ρούχα του Οφιομαχητή από πάνω ώς κάτω, αφού του έβγαλε την κάπα γι’αρχή. Βρήκε την Ευθαλία κρυμμένη μες στο μανίκι του και σάστισε, τινάχτηκε πίσω. «Φίδι, Λοχαγέ!» αναφώνησε.
Ο αρχηγός των φρουρών ρώτησε τον Γεώργιο: «Τι ειν’ αυτό;»
«Το φίδι θα μείνει μαζί μου· δεν πρόκειται να βλάψει τον Άρχοντά σας,» αποκρίθηκε ο Οφιομαχητής.
«Αποκλείεται να–»
«Δεν ακούω άλλη κουβέντα! Πείτε του πως αν θέλει να μου μιλήσει θα έχω κι αυτό το φίδι μαζί μου!»
Ο λοχαγός έμοιαζε εξοργισμένος. «Συνέχισε να τον ψάχνεις,» πρόσταξε τον φρουρό, «κι αγνόησε το φίδι.»
«Μα, Λοχαγέ... αν δαγκώνει;»
«Συνέχισε να τον ψάχνεις, είπα!»
Ο φρουρός συνέχισε (χωρίς η Ευθαλία να τον δαγκώσει) και τελικά πήρε τα ξιφίδια από τις μπότες του Οφιομαχητή. Κανένα άλλο όπλο δεν βρήκε επάνω του. Τα υπόλοιπα πράγματά του ο Γεώργιος τα είχε στις εσωτερικές τσέπες της κάπας του.
Οι φρουροί τον περικύκλωσαν – μαζί κι ο λοχαγός τους – κι άρχισαν να τον οδηγούν προς το κεντρικό οικοδόμημα του Μεγάλου Αρχοντικού βγαίνοντας από το υπόστεγο του χώρου στάθμευσης. Ανέβηκαν ψηλά σκαλοπάτια, πέρασαν από μια φρουρούμενη πύλη, βάδισαν σε ευρύχωρους διαδρόμους με πορτρέτα ανθρώπων στους τοίχους (παλιότεροι Άρχοντες της Νερκάλης, υπέθετε ο Γεώργιος), κι έφτασαν σε μια αίθουσα με τραπέζι στο κέντρο. Εκεί, πίσω απ’το τραπέζι, στεκόταν ένας άντρας που ο Οφιομαχητής είχε ξαναδεί στις οθόνες τηλεοπτικών δεκτών και στις σελίδες εφημερίδων. Ήταν, φυσικά, ο Ιωάννης Κερβάκλιος: μετρίου αναστήματος, με δέρμα λευκό-ροζ, κεφάλι με αραιωμένα ψαρά μαλλιά, φρεσκοξυρισμένο πρόσωπο, μαύρα γυαλιά. Ναι, φορούσε μαύρα γυαλιά ακόμα κι εδώ. Ήταν ντυμένος με μελανόχρωμο κοστούμι με αργυρά διακοσμητικά, και γκρίζο πουκάμισο μέσα απ’το σακάκι.
Δεξιά του στέκονταν δυο άλλοι άντρες. Αριστερά του, μια γυναίκα. Κανέναν ο Γεώργιος δεν αναγνώριζε.
«Άρχοντά μου...» χαιρέτησε ο λοχαγός των φρουρών, κάνοντας μια σύντομη, τυπική υπόκλιση.
Ο Κερβάκλιος τον αγνόησε, έχοντας μάτια μόνο για τον Μαύρο Ξένο. «Ο... Οφιομαχητής,» είπε, «σωστά;»
«Έτσι θέλουν να με λένε ορισμένοι,» αποκρίθηκε εκείνος. «Το όνομά μου είναι Γεώργιος.»
«Υπερυδάτιο όνομα, για κάποιον που μοιάζει να μην είναι Υπερυδάτιος... Και οι ιερείς του Υψηλού Ναού, μάλιστα, σε θεωρούν ιδιαίτερο πρόσωπο. Ακόμα και σ’εμένα αρνούνταν να σου μιλήσω!»
«Οι ιερείς έχουν τη δική τους νοοτροπία.»
«Αυτό είναι αλήθεια,» συμφώνησε ο Άρχοντας της Νερκάλης· και δείχνοντας τις άδειες καρέκλες του τραπεζιού: «Κάθισε. Θέλω να συζητήσουμε.»
Ο Γεώργιος έκανε μερικά βήματα και κάθισε σε μια από τις καρέκλες. Μαζί του κάθισαν και ο Κερβάκλιος κι οι άλλοι τρεις – οι δύο άντρες και η γυναίκα, που έμοιαζαν για σύμβουλοί του ή κάτι τέτοιο, νόμιζε ο Οφιομαχητής. Οι φρουροί δεν εγκατέλειψαν την αίθουσα· έμειναν εκεί, όρθιοι, έτοιμοι να δράσουν αν χρειαζόταν.
Ο Άρχοντας έγνεψε σ’έναν υπηρέτη, κι εκείνος πλησίασε. «Φέρε στον Οφιομαχητή ό,τι ζητήσει.»
«Μάλιστα, Άρχοντά μου.» Και στράφηκε στον Γεώργιο.
«Νερό,» είπε εκείνος.
«Μάλιστα, κύριε.»
Σε λίγο είχε ένα ψηλό κρυστάλλινο ποτήρι νερό μπροστά του, και ήπιε το μισό μονοκοπανιά. «Ο Νικόλαος Καρβίλιος,» είπε στον Άρχοντα, «απήγαγε μια φίλη μου – την Όλγα – αυτήν που οι φρουροί σας έχουν μαζί τους τώρα έξω, στον περίβολο – και με εκβίαζε να του παραδώσω τον ερπετοειδή.»
«Η ενέργειά του ήταν παράνομη, φυσικά, αν αυτό θες να εννοήσεις,» είπε ο Ιωάννης Κερβάκλιος, εξακολουθώντας να φορά τα μαύρα γυαλιά του. «Αλλά και οι δικές σου ενέργειες είναι επίσης παράνομες, Οφιομαχητή.» Έπιασε ένα τσιγάρο από μια εσωτερική τσέπη του σακακιού του και το άναψε μ’έναν ενεργειακό αναπτήρα επάνω στο δαχτυλίδι του.
«Δεν είχα άλλη επιλογή απ’το να του επιτεθώ. Το Γερό Φίδι δεν είναι δούλος κανενός!»
«Δεν είναι;» είπε ο Άρχοντας της Νερκάλης φυσώντας καπνό. «Ο Νικόλαος Καρβίλιος το έχει αγοράσει, νόμιμα. Υπάρχουν τα χαρτιά· τα έδειξε στη Φρουρά.»
«Δε συμφωνώ με τους νόμους σας.»
Σιγή για μερικά δευτερόλεπτα. Ύστερα ο Ιωάννης Κερβάκλιος είπε, ήρεμα: «Αυτό είναι δικό σου πρόβλημα. Οι νόμοι δεν πρόκειται ν’αλλάξουν για σένα. Ο ερπετοειδής είναι ιδιοκτησία του κύριου Καρβίλιου, πληρωμένος, αγορασμένος–»
«Αν προσπαθήσετε να του τον παραδώσετε, θα το μετανιώσετε όλοι!» Ο Γεώργιος χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι καθώς ορθωνόταν απότομα: και το τραπέζι έτριξε δυνατά, η ξύλινη επιφάνειά του ράγισε – μια ρωγμή που ξεκινούσε απ’τον Οφιομαχητή και πήγαινε προς τον Άρχοντα της Νερκάλης χωρίς να φτάνει εκεί.
Οι φρουροί πάραυτα σημάδεψαν τον Γεώργιο με τα όπλα τους. «Κάτσε κάτω!» του φώναξε ο λοχαγός. «Κάτω!»
Ο Οφιομαχητής τον αγνόησε σαν να μην υπήρχε.
«Μας απειλείς;» σύριξε, οργισμένα, ο ένας από τους δύο συμβούλους (;) του Άρχοντα – ένας άντρας που είχε κι αυτός δέρμα λευκό-ροζ αλλά ήταν φανερά νεότερος από τον Κερβάκλιο, με μαλλιά μαύρα και σπαστά, και μουστάκι. «Αντιλαμβάνεσαι σε ποιους–;»
Ο Ιωάννης ύψωσε το χέρι του. «Αρκετά, Στέφανε. Ο κύριος Οφιομαχητής είναι, προφανώς, πολύ ταραγμένος–»
«Θ’ανακαλύψεις πόσο ταραγμένος είμαι, Κερβάκλιε, αν επιχειρήσεις να παραδώσεις το Γερό Φίδι σ’αυτό το κάθαρμα!» γρύλισε ο Γεώργιος.
Ο Άρχοντας της Νερκάλης τον ατένιζε πίσω από τα μαύρα γυαλιά του, καπνίζοντας, μοιάζοντας οριακά διασκεδασμένος μαζί του. «Υπάρχει η δυνατότητα να κάνουμε μια συμφωνία, Οφιομαχητή,» είπε. «Νομίζεις ότι σ’έφερα εδώ απλώς για να δω την όψη σου; Μπορούσα να δω την όψη σου και πίσω από τα κάγκελα ενός κελιού. Αν είσαι έξυπνος θα έχεις καταλάβει ότι κάτι θέλω από εσένα...»
«Και τι είν’ αυτό;» ρώτησε ο Οφιομαχητής, καχύποπτος πάντα με τους πολιτικούς.
«Κάθισε, σε παρακαλώ,» ζήτησε ο Ιωάννης Κερβάκλιος, «και θα σου εξηγήσω.»
Ο Γεώργιος κάθισε.
Ο Ιωάννης είπε: «Χρειάζομαι έναν άνθρωπο για να μου κάνει μια δουλειά: και νομίζω πως θα ήσουν το κατάλληλο άτομο. Αυτή η δουλειά δεν πρέπει να γίνει εδώ, μέσα στη Νερκάλη. Ούτε καν στα περίχωρά της. Πρέπει να γίνει στη Συμπολιτεία των Ποταμών. Αν κάνεις αυτή τη δουλειά, όλα τα... παραπτώματά σου στην πόλη θα συγχωρεθούν και, επιπλέον, θα ανταμειφθείς πλούσια.
»Τώρα,» πρόσθεσε, «ξέρω τι περνά απ’το μυαλό σου, φυσικά. ‘Όταν έχω φύγει απ’τη Νερκάλη,’ σκέφτεσαι, ‘γιατί απλά να μην απομακρυνθώ και ποτέ να μην επιστρέψω; Δε θα βρίσκομαι πλέον υπό την επίδραση του Νόμου της.’ Και έχεις δίκιο που σκέφτεσαι έτσι. Όταν έχεις φύγει από την πόλη, πράγματι, δεν θα μπορώ να σε εξαναγκάσω να κάνεις τη δουλειά μου. Ωστόσο, σκέψου και το εξής: Αν με προδώσεις θα είσαι για πάντα εξόριστος από τη Νερκάλη, που είναι η σημαντικότερη μεγαλούπολη της Μικρυδάτιας. Δε θα μπορείς να ξανάρθεις εδώ· θα είσαι επικηρυγμένος, θα σε κυνηγάνε. Θα προσφέρω μια αξιοσημείωτη αμοιβή είτε για να σε πιάσουν είτε, ίσως, για το κεφάλι σου. Δε θα έχεις κερδίσει και πολλά. Αντιθέτως, αν κάνεις τη δουλειά που θα σου ζητήσω, όλα σου τα παραπτώματα στη Νερκάλη πάραυτα θα συγχωρεθούν και θα μπορείς να έρχεσαι εδώ χωρίς κανένα πρόβλημα με τον Νόμο. Επίσης, θα λάβεις μια πλούσια ανταμοιβή. Πολύ πλούσια.» Και, τινάζοντας σταχτή στο κρυστάλλινο τασάκι πλάι του, ανέφερε ένα εξωφρενικό χρηματικό ποσό. Αρμάδες και αρμάδες και αρμάδες.
Έμοιαζε ύποπτο στον Γεώργιο. Τι είδους δουλειά μπορεί να ήταν τόσο σημαντική για τον Ιωάννη Κερβάκλιο; «Και το Γερό Φίδι;» ρώτησε ο Οφιομαχητής.
«Δε θα είναι δούλος πλέον, και όλα του τα παραπτώματα θα έχουν συγχωρεθεί. Το ίδιο ισχύει και για τον φίλο σου που μου είπαν» (τηλεπικοινωνιακά μάλλον, σκέφτηκε ο Γεώργιος) «ότι έπιασαν να συγκρούεται στο πλευρό σου εναντίον των μισθοφόρων του Καρβίλιου.»
«Υποθέτω ότι έχεις κατά νου να κρατήσεις εδώ το Γερό Φίδι μέχρι να ολοκληρώσω τη δουλειά σου και να επιστρέψω...»
«Κάνεις λάθος,» αποκρίθηκε ο Ιωάννης Κερβάκλιος, ήρεμα. «Ο ερπετοειδής μπορεί να πάει μαζί σου. Και ο άλλος φίλος σου, ο μαυρόδερμος, επίσης. Και η γυναίκα, αν θέλεις.»
«Γιατί να μην κρατήσεις το Γερό Φίδι εδώ;»
«Πολιτικός είμαι, όχι εκβιαστής. Δε θέλω να σχηματίσεις κακή άποψη για εμένα.» Ο Ιωάννης τράβηξε μια τζούρα από το τσιγάρο του, φύσηξε καπνό απ’τα ρουθούνια, μπροστά από τα μαύρα κρύσταλλα των γυαλιών του.
Ο Γεώργιος αναρωτήθηκε αν μήπως ο Άρχοντας της Νερκάλης φοβόταν πως δεν θα του έκανε τη δουλειά χωρίς να είναι βέβαιος ότι το Γερό Φίδι ήταν ασφαλές. Όπως και νάχε, η πρόταση του Κερβάκλιου έμοιαζε καλή. Εξωφρενικά καλή. Πράγμα ύποπτο για τον Οφιομαχητή. Κάτι κρυβόταν εδώ. Σίγουρα. Όπως είχε πει κι ο ίδιος ο Κερβάκλιος, ήταν πολιτικός...
«Τι δουλειά είναι αυτή που σ’ενδιαφέρει τόσο;» ρώτησε ο Γεώργιος.
Ο Άρχοντας της Νερκάλης φύσηξε κι άλλο καπνό. «Υποθέτω πως θα έχεις ακούσει για τις ανασκαφές στην παλιά πόλη της Νερκάλης...»
Ο Γεώργιος ένευσε. «Τα μέσα μαζικής πληροφόρησης μιλάνε συνέχεια για το θέμα.»
«Θα έχεις ακούσει, επίσης, ότι κάτι κλάπηκε από εκεί...»
«Ναι, το άκουσα κι αυτό. Αλλά δεν είπες δημοσίως τι ήταν. Κάποιες... εικασίες γίνονται μόνο.»
«Ότι πρόκειται για ένα αντικείμενο ενεργειακής φύσης;»
Ο Γεώργιος δεν αποκρίθηκε. Ήταν γνωστό. Το έλεγαν στις οθόνες, στα ραδιόφωνα, στις εφημερίδες...
«Αληθεύει,» συνέχισε ο Κερβάκλιος. «Είναι, όντως, ενεργειακής φύσης το αντικείμενο.» Έσβησε το τσιγάρο του στο τασάκι. «Είναι πολύ σημαντικό, και έχει κλαπεί. Σύμφωνα με τις πληροφορίες μου, ο Πολιτοβασιλέας το άρπαξε, ο άρχοντας της Συμπολιτείας των Ποταμών. Θέλω να πας εκεί και να το φέρεις πίσω.»
«Θα πρέπει να το θεωρείς πολύ σημαντικό για να δίνεις τόσο μεγάλη αμοιβή...» Του Γεώργιου όλα αυτά εξακολουθούσαν να του φαίνονται ύποπτα.
«Σ’το είπα ήδη, δεν σ’το είπα; Είναι πολύ σημαντικό αντικείμενο.»
«Τι αντικείμενο είναι, ακριβώς; Έτσι όπως μου το περιγράφεις, δεν θα ξέρω για τι να ψάξω. Η περιγραφή ‘ενεργειακής φύσης’ δεν μου λέει πολλά.»
«Στο μέγεθος είναι, περίπου, ένα μέτρο από πάνω ώς κάτω, και μισό μέτρο από τη μια μεριά ώς την άλλη. Είναι ρομβοειδές, και αιωρείται από μόνο του. Το χρώμα του είναι... κάτι σαν γαλανό, μοβ, και κόκκινο. Δε νομίζω ότι έχω ξαναδεί τέτοιο χρώμα. Το φωτογραφίσαμε αλλά δεν βγαίνει καλά στις φωτογραφίες· και κανείς δεν είναι βέβαιος γιατί. Ορίστε μία από αυτές που έχουμε μετατρέψει σε ολόγραμμα.» Ο Κερβάκλιος πάτησε ένα κουμπί σε μια μικρή κονσόλα δίπλα του, και ένα ολόγραμμα παρουσιάστηκε στο κέντρο του τραπεζιού, πάνω από έναν μεταλλικό εκπομπέα. Ήταν, στο μέγεθος και στο σχήμα, όπως το είχε περιγράψει ο Άρχοντας της Νερκάλης· δεν παρουσιαζόταν σε κλίμακα. Αλλά το χρώμα του ήταν μαύρο. Έμοιαζε με τη σκιά του αντικειμένου, όχι με το πραγματικό αντικείμενο.
«Καταλαβαίνεις τι εννοώ;» είπε ο Κερβάκλιος.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Οφιομαχητής, και ήπιε μια γουλιά από το νερό του, παρατηρώντας το ολόγραμμα. «Εξακολουθώ, όμως, να μην αντιλαμβάνομαι γιατί το θεωρείς τόσο σημαντικό. Τι είναι αυτό το πράγμα;»
«Πρόκειται για ένα πολύ αρχαίο πληροφοριακό σύστημα. Ένα μηχάνημα από κάποια μορφή ενέργειας που σήμερα είναι άγνωστη. Τουλάχιστον, οι μάγοι μου του τάγματος των Ερευνητών δεν μπορούσαν να την αναγνωρίσουν. Κι αν δεν μπορούσαν αυτοί, τότε ποιος να μπορεί;»
«Αρχαίο πληροφοριακό σύστημα...» Ο Οφιομαχητής προσπάθησε να θυμηθεί αν είχε τίποτα γνώσεις, από το αινιγματικό παρελθόν του, για αρχαία πληροφοριακά συστήματα από ενέργεια. Αλλά τίποτα δεν του ερχόταν στο μυαλό επί του παρόντος. Ή όντως δεν ήξερε κάτι ή η μνήμη του πάλι του έπαιζε παιχνίδια. Οι διδαχές του Γέρου του Ανέμου καταπολέμησαν την οργή του, την κράτησαν υπό έλεγχο.
«Ναι,» είπε ο Ιωάννης Κερβάκλιος. «Ονομάζεται ενεργειακό νοοσύστημα.»
Ενεργειακό νοοσύστημα... Ούτε αυτό έλεγε κάτι στον Γεώργιο. «Η ονομασία του μοιάζει να υπονοεί ότι είναι ευφυές.»
«Υποτίθεται πως έχει κάποιου είδους νοημοσύνη. Αλλά δεν είχαμε πολύ χρόνο να το μελετήσουμε· οι πράκτορες του Πολιτοβασιλέα μάς το έκλεψαν.» Ο Κερβάκλιος, με το πάτημα ενός κουμπιού, εξαφάνισε το ολόγραμμα από το κέντρο του τραπεζιού.
«Και γιατί νομίζεις ότι εγώ μπορώ να σου φέρω πίσω αυτό το ενεργειακό νοοσύστημα; Επειδή οι ιερείς του Υψηλού Ναού με θεωρούν ιερό πρόσωπο δεν σημαίνει ότι έχω τη δύναμη να κάνω θαύματα.»
«Η δύναμή σου, όμως, είναι αξιοσημείωτη, Οφιομαχητή. Σε έχω παρακολουθήσει να μάχεσαι στην αρένα: και δε νομίζω πως έχω ξαναδεί άνθρωπο τόσο δυνατό. Επιπλέον, δεν φαίνεσαι για τόσο δυνατός, ούτε κατά διάνοια. Σύμφωνα με τις επιδώσεις σου, θα σε περίμενε κανείς πολύ πιο σωματώδη. Τώρα, η δύναμή σου δίνει μια καθαρά υπερφυσική εντύπωση.»
«Και πιστεύεις ότι θα δείρω όλο τον στρατό του Πολιτοβασιλέα, θα αρπάξω αυτό το ενεργειακό νοοσύστημα, και θα το φέρω πίσω στη Νερκάλη; Τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα, Άρχοντά μου, ακόμα κι αν έχεις ‘υπερφυσική’ δύναμη.»
Ο Ιωάννης Κερβάκλιος γέλασε και άναψε ακόμα ένα τσιγάρο. «Δεν θεωρείς, φυσικά, ότι είμαι ανόητος. Έτσι;» Έτεινε ένα άλλο τσιγάρο προς τον Οφιομαχητή. «Καπνίζεις;»
«Καπνίζω.»
Ο Ιωάννης έκανε νόημα στον υπηρέτη να πλησιάσει, του έδωσε το τσιγάρο, κι εκείνος το μετέφερε στον Γεώργιο και του το άναψε μ’έναν ενεργειακό αναπτήρα. Οι σύμβουλοι (;) του Άρχοντα της Νερκάλης – οι δύο άντρες και η γυναίκα – παρατηρούσαν χωρίς να μιλάνε. Κανείς τους δεν έμοιαζε να εμπιστεύεται τον Οφιομαχητή· τα μάτια τους του το μαρτυρούσαν. Τα μάτια του Ιωάννη Κερβάκλιου, κρυμμένα πίσω απ’τα μαύρα γυαλιά του, δεν πρόδιδαν κανένα μυστικό.
Ο Οφιομαχητής τράβηξε καπνό. Τον φύσηξε προς τα πάνω χωρίς να σηκώσει το πρόσωπό του. «Τι έχεις στο μυαλό σου, λοιπόν;» ρώτησε τον Άρχοντα της Νερκάλης.
«Αυτό σημαίνει ότι ενδιαφέρεσαι ν’αναλάβεις τη δουλειά;»
«Θα ήμουν εγώ ανόητος αν δεν ενδιαφερόμουν. Σε τελική ανάλυση, όπως είπες, όταν έχω φύγει απ’τη Νερκάλη μπορώ ν’αγνοήσω τη δουλειά σου και να σαλπάρω γι’αλλού.»
«Πράγματι, μπορείς – αν είσαι ανόητος,» τόνισε ο Κερβάκλιος χωρίς να χάνει την ψυχραιμία του, καπνίζοντας.
«Τι έχεις στο μυαλό σου, λοιπόν;» ξαναρώτησε ο Οφιομαχητής. «Εκτός απ’το να δείρω τον στρατό του Πολιτοβασιλέα για να πάρω πίσω το νοοσύστημα.»
«Θα έχεις βοήθεια μαζί σου, φυσικά. Έναν άνθρωπο τον οποίο εμπιστεύομαι απόλυτα. Είναι πράκτοράς μου, και ξέρει πολύ καλά τη δουλειά του. Μπορεί να διεισδύσει παντού· μπορεί να αντλήσει ό,τι πληροφορία διανοείσαι.»
«Γιατί, τότε, να μη μπορεί και να κλέψει μόνος του το ενεργειακό νοοσύστημα από τον Πολιτοβασιλέα;»
«Ίσως και να τα κατάφερνε, για να είμαι ειλικρινής,» αποκρίθηκε ο Ιωάννης Κερβάκλιος. «Αλλά καλό θα ήταν, νομίζω, αν είχε κάποια βοήθεια. Δυστυχώς, δεν συμφέρει να στείλω μαζί του εκατό καλά εκπαιδευμένους μαχητές· θα τραβήξουν αμέσως την προσοχή των ανθρώπων του Πολιτοβασιλέα. Επομένως, είναι προτιμότερο να στείλω έναν Οφιομαχητή ο οποίος κάνει για εκατό καλά εκπαιδευμένους μαχητές αν δεν γελιέμαι.»
«Ίσως και να γελιέσαι,» γνωμοδότησε ο Γεώργιος.
«Ίσως,» παραδέχτηκε ο Άρχοντας της Νερκάλης.
«Ας πούμε ότι ο Οφιομαχητής είναι σαν πενήντα καλά εκπαιδευμένους μαχητές.»
Ο Άρχοντας της Νερκάλης μειδίασε. «Και πάλι, μου κάνει.» Πιο νηφάλια, πρόσθεσε: «Επιπλέον, δεν είναι μόνο οι ομολογουμένως αξιοσημείωτες μαχητικές σου ικανότητες που πιστεύω πως πιθανώς να φανούν χρήσιμες στον πράκτορά μου, αλλά και η ίδια η υπερφυσική δύναμή σου. Μπορείς να γκρεμίσεις ολόκληρες πόρτες, δεν μπορείς;» Κοίταξε τη ρωγμή επάνω στο τραπέζι η οποία είχε προκληθεί από τη γροθιά του Οφιομαχητή.
«Μπορώ.»
«Τοίχους;»
«Αν δεν είναι και τόσο καλοφτιαγμένοι. Τους τοίχους αυτού εδώ του μέρους, για παράδειγμα» – έδειξε γύρω του, με το αναμμένο τσιγάρο – «αποκλείεται να μπορούσα ποτέ να τους γκρεμίσω.»
«Ο πράκτοράς μου θα σε βρει πολύ χρήσιμο· δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία.»
«Ποιος είναι ο πράκτοράς σου;»
«Μη βιάζεσαι· θα τον γνωρίσεις όταν έρθει η ώρα. Σ’ενδιαφέρει, τελικά, η δουλειά που σου προτείνω;»
«Δεν το είπα ήδη;» Ο Γεώργιος τίναξε στάχτη στο πιο κοντινό του τασάκι.
«Μη με προδώσεις, Οφιομαχητή,» προειδοποίησε ο Ιωάννης Κερβάκλιος, «γιατί θ’ανακαλύψεις ότι δεν μ’αρέσει καθόλου η προδοσία. Αν μου φέρεις το νοοσύστημα, θα ανταμειφθείς με πιο πολλά οχτάρια απ’ό,τι είχες ποτέ ονειρευτεί.»
Τα οχτάρια πράγματι δεν ήταν καθόλου λίγα – ήταν πολύ περισσότερα απ’όσα μπορούσε να βγάλει ένας μικρός Υπερυδάτιος έμπορος σ’όλη του τη ζωή – αλλά ο Γεώργιος σκέφτηκε: Τόσο περιορισμένα όνειρα νομίζεις ότι κάνω; Δεν βρισκόταν στην Υπερυδάτια για να πλουτίσει. Τα χρήματα, όμως, ίσως να τον βοηθούσαν ν’ανακαλύψει τελικά το χαμένο παρελθόν του. Ίσως.
«Θα το έχω υπόψη,» αποκρίθηκε στον Άρχοντα της Νερκάλης.
«Θα ήθελα τώρα να μάθω περισσότερα για εσένα,» είπε ο Ιωάννης. «Ο Αρχιερέας ισχυρίζεται ότι είσαι κάποιου είδους ‘ιερό πρόσωπο’ για τη θρησκεία της Έχιδνας. Κάποιος... Φιλημένος – θρησκευτική ορολογία, υποθέτω. Μου είπε ότι άτομα σαν εσένα είναι εξαιρετικά σπάνια.»
«Δεν ξέρω γιατί τους δίνω τέτοια εντύπωση.»
Ο Κερβάκλιος γέλασε κοφτά. «Πάω στοίχημα πως έχεις κάποιες υποψίες...»
«Μπορεί να φταίει το γεγονός ότι όταν με τσιμπάνε φίδια δεν δηλητηριάζομαι.»
«Πραγματικά;»
«Θέλεις κι εσύ να δοκιμάσουμε;»
«Δεν είναι απαραίτητο. Όμως... είσαι καταφανώς εξωδιαστασιακός. Κατάμαυρος στο δέρμα. Δε μπορεί να είσαι Υπερυδάτιος – εκτός αν οι γονείς σου ήταν από άλλη διάσταση κι εσύ γεννήθηκες εδώ...»
«Δεν ξέρω· δε θυμάμαι.»
«Δεν είσαι υποχρεωμένος να μου πεις, αν δεν θέλεις. Όμως είμαι πολύ περίεργος σχετικά μ’εσένα.»
«Δεν θυμάμαι,» επανέλαβε ο Οφιομαχητής.
Ο Άρχοντας της Νερκάλης τίναξε στάχτη στο τασάκι του. «Είσαι εξωδιαστασιακός ή δεν είσαι;»
Ο Γεώργιος κρατούσε μακριά την οργή του με τις διδαχές του Γέρου του Ανέμου. «Δεν θυμάμαι,» είπε για τρίτη φορά.
«Όπως νομίζεις. Δε μ’ενδιαφέρει το παρελθόν σου· μ’ενδιαφέρει η δουλειά που μπορείς να αναλάβεις για εμένα.»
«Να κάνω μια ερώτηση, σ’εσένα και στους άλλους εδώ;»
«Ασφαλώς.»
Ο Γεώργιος τούς ρώτησε για το καταποντισμένο πλοίο που έψαχνε από τότε που είχε βρεθεί σε τούτη τη διάσταση. Το είχαν ακούσει, μήπως; Το γνώριζαν; Ένα σκάφος που βυθίστηκε μέσα σε τρομερή καταιγίδα, προ διετίας, βόρεια της Κεντρυδάτιας μάλλον. Βόρεια του Πλοκαμιού των Ναυαγίων.
Κανείς δεν έδωσε θετική απάντηση.
«Γιατί ζητάς να μάθεις γι’αυτό το πλοίο;» είπε ο Ιωάννης Κερβάκλιος.
«Νομίζω πως ήταν ένας γνωστός μου μέσα. Ρωτάω παντού, σ’όλα τα λιμάνια, αλλά κανείς δεν τόχει ακούσει.»
Βαδίζουμε νότια της Ριλιάδας μες στη βαθιά νύχτα. Οι τόποι είναι πεδινοί εδώ αλλά όχι τελείως ανοιχτοί· υπάρχουν κάμποσα σημεία για να κρυφτείς αν θέλεις.
«Πού θα σταματήσουμε;» με ρωτά η Λουκία, που δεν της αρέσει καθόλου η οδοιπορία και έχουμε ήδη περπατήσει αρκετά απόψε – αρκετά για εκείνη, τουλάχιστον. Ο Ακατάλυτος – μια αιλουροειδής σκιά πλάι της – δεν μοιάζει το ίδιο προβληματισμένος. Τα γκρίζα μάτια του γυαλίζουν μες στο σκοτάδι.
«Κάπου εδώ,» αποκρίνομαι, και σύντομα τούς βρίσκω ένα καλό μέρος για να ξεκουραστούμε, πίσω από μια συστάδα δέντρων, στα πλευρά ενός λοφίσκου, ένα κοίλωμα. Ανάβουμε μια μεγάλη φωτιά και καθόμαστε γύρω της. Δε νομίζω εδώ να μας εντοπίσουν οι άνθρωποι του Ευσέβιου του Κατωμερίτη. Δεν βγαίνουν αυτοί από τη Ριλιάδα. Συνήθως δεν βγαίνουν καν από τους Κατωμήχανους. Αλλά, ακόμα κι αν κάνουν μια εξαίρεση για χάρη μας, πάλι δεν θα ήταν καθόλου εύκολο να μας βρουν.
Επιπλέον, εγώ ούτως ή άλλως δεν κοιμάμαι. Αν ζυγώσουν θα τους δω – και κακό δικό τους!
Το Φιλί της Έχιδνας είναι καρφωμένο στο χώμα δίπλα μου, καθώς βγάζουμε απ’τους σάκους μας κάτι για να φάνε και να πιούμε.
«Το πρωί προς τα πού θα πάμε, Γεώργιε;» με ρωτά ο Νηρέας. Παρά την αναστάτωση, δεν έχει ξεχάσει ότι τους ζήτησα να με αποκαλούν με τ’όνομά μου, και όχι Οφιομαχητή.
«Νότια, φυσικά,» του απαντώ. «Η Μεγάπολη είναι νότια από εδώ.»
«Το θυμάμαι αυτό, από τους χάρτες,» λέει ο Νηρέας. «Εκείνο που εννοώ είναι πώς θα φτάσουμε εκεί. Βαδίζοντας;»
«Το πιο απλό είναι να πάρουμε το τρένο από κάποιο σταθμό καθοδόν.»
Κανείς δεν φαίνεται να διαφωνεί, αν και πάω στοίχημα ότι δεν έχουν ανεβεί ποτέ σε τρένο, παιδιά της Ιχθυδάτιας όλοι τους. Στην Ιχθυδάτια δεν υπάρχει σιδηρόδρομος όπως στην Κεντρυδάτια.
Η νύχτα περνά ήσυχα. Οι σύντροφοί μου, αφού τρώνε, κουκουλώνονται στις κάπες και στις κουβέρτες τους και κοιμούνται. Εγώ φυλάω σκοπιά ώς το ξημέρωμα. Μέχρι να δω το πρώτο φως του Πρώτου Ήλιου της Υπερυδάτιας. Τότε σηκώνομαι, ξεκαρφώνω το Φιλί της Έχιδνας από το χώμα, και το θηκαρώνω στη μέση μου. Αισθάνομαι τα τραύματα που μου προκάλεσαν τα ξιφίδια του Στέφανου να με τραβάνε· αλλά, ευτυχώς, κανένα δεν είναι σοβαρό. Για εμένα, τουλάχιστον. Η απάνθρωπη δύναμη της Έχιδνας με φορτίζει· οι πληγές θα θεραπευτούν.
Ξυπνάω έναν-έναν τους πέντε συντρόφους μου – τον Νικόλαο, τον Νηρέα, τον Λεωνίδα, την Ερασμία, τη Λουκία. Ο Ακατάλυτος είναι ήδη ξύπνιος, καθισμένος πλάι στην τελευταία, με τα μουστάκια του να τρέμουν μες στην ψύχρα του πρωινού.
«Είδες τίποτα ύποπτο;» με ρωτά ο Νηρέας.
Γνέφω αρνητικά.
Η φωτιά μας καίει ακόμα· δεν την άφησα να σβήσει. Ψήνουμε τσάι από πάνω της και πίνουμε μερικές γουλιές, τρώγοντας μαζί παξιμάδια με αβγοτάραχο. Ύστερα, σηκωνόμαστε και ταξιδεύουμε νότια. Αριστερά μας, ανατολικά, φαίνεται η μεγάλη δημοσιά που ξεκινά από τη Ριλιάδα. Οχήματα τη διασχίζουν.
«Δε βλέπω το τρένο πουθενά,» λέει η Λουκία.
«Επειδή δεν περνά από εδώ,» της εξηγώ. «Περνά από πιο ανατολικά, κοντά στις ακτές.»
«Γιατί δεν πάμε προς τα εκεί, τότε;»
«Προς τα εκεί θα πάμε. Απλώς ήθελα ν’απομακρυνθούμε λίγο ακόμα από τη Ριλιάδα.» Κοιτάζοντας πίσω μας δεν τη διακρίνω πλέον· τα σκαμπανεβάσματα του εδάφους κρύβουν τα ψηλά οικοδομήματά της. Στρίβω ανατολικά, και οι σύντροφοί μου μ’ακολουθούν.
Σύντομα, φτάνουμε στη δημοσιά και, περιμένοντας να μην έρχεται κανένα όχημα και μας πατήσει, περνάμε στην απέναντι μεριά της. Συνεχίζουμε να βαδίζουμε, και δεν αργούμε να δούμε τις ακτές της Κεντρυδάτιας και τις ράγες του τρένου που απλώνονται κοντά τους σαν ατελείωτο μεταλλικό φίδι. Η θάλασσα στραφταλίζει κάτω από το φως των δίδυμων ήλιων, που και οι δύο τώρα βρίσκονται στον ουρανό, αν και κανένας ακόμα δεν είναι πολύ ψηλά. Ο Δεύτερος μόλις που έχει βγει από την ανατολή. Η ακτινοβολία τους είναι μπροστά μας· έχουμε όλοι φορέσει σκούρα γυαλιά για να προστατεύουμε τα μάτια μας. Εκτός από τον Νικόλαο που δεν μοιάζει να ενοχλείται.
«Πού είναι ο κοντινότερος σταθμός;» με ρωτά η Λουκία.
«Δεν είμαι σίγουρος,» αποκρίνομαι. «Αλλά κάπου πριν από την Αμμόπολη, σίγουρα. Κάπου στις παρυφές των Τρισάλμυρων Δασών. Θα χρειαστεί να βαδίσουμε ώς εκεί.»
Η Λουκία αναστενάζει.
«Δεν υπάρχει άλλος τρόπος.»
«Μπορούσαμε να είχαμε κλέψει κάποιο όχημα στη Ριλιάδα!» μου λέει.
«Προτιμώ να μην κλέβω εκτός αν είναι τελείως απαραίτητο.»
Η Λουκία αναποδογυρίζει τα μάτια. «Ο Ακατάλυτος Κουρσάρος που θυμάμαι δεν θα είχε τέτοιους ενδοιασμούς...»
Η Ερασμία ρωτά: «Δε μπορούμε να κάνουμε νόημα στο τρένο να σταματήσει να μας πάρει καθώς θα περνά από κοντά μας;»
Ο Νηρέας γελά. «Καλά, τι νομίζεις ότι είναι τα τρένα;» της λέει. «Σαν τους δρομοπιλότους στη Σκιάπολη όπου μεγάλωσες;»
Η Ερασμία τον αγριοκοιτάζει λοξά.
«Τα τρένα δεν σταματάνε όταν τους γνέφεις,» της εξηγώ. «Σταματάνε μόνο στους συγκεκριμένους σταθμούς.»
Οδοιπορούμε ολόκληρη εκείνη την ημέρα κοντά στις ακτές, και βλέπουμε τον σιδηρόδρομο να περνά από δίπλα μας, βροντώντας και στραφταλίζοντας στο φως των ήλιων – και προς Ριλιάδα και από Ριλιάδα. Δεν του γνέφουμε, φυσικά. Και τα χωριά που συναντάμε καθοδόν δεν έχουν σταθμό· είναι μικρά μέρη και όχι τόσο μακριά από τη Ριλιάδα. Αν κάποιος θέλει να έρθει εδώ με το τρένο, πηγαίνει στη μεγαλούπολη πρώτα.
Όταν νυχτώνει καταυλιζόμαστε στις παρυφές των Τρισάλμυρων Δασών, και λέω στους συντρόφους μου να προσέχουν τους Βουτηχτές, που το χειμώνα (όπως τώρα, δηλαδή) ψάχνουν για τροφή παντού, επειδή δεν τη βρίσκουν και τόσο εύκολα.
«Τι είναι οι Βουτηχτές;» με ρωτά ο Λεωνίδας, και δεν είναι ο μόνος που έχει την απορία· βλέπω, ξεκάθαρα, ότι κανείς τους δεν ξέρει. Και δεν εκπλήσσομαι: Οι Βουτηχτές δεν απαντώνται στην Ιχθυδάτια· μόνο στην Κεντρυδάτια μπορείς να τους βρεις, και όχι παντού, αλλά εκεί όπου τα δάση φτάνουν κοντά στις ακτές της θάλασσας ή στις όχθες των ποταμών.
«Αρκούδες είναι,» λέω στους συντρόφους μου, καθώς καθόμαστε γύρω απ’τη φωτιά μας ακούγοντας τον άνεμο να σφυρίζει ερχόμενος ανάμεσα από τα δέντρα των Τρισάλμυρων Δασών. «Αλλά όχι σαν αυτές που συναντάς στο Ψυχροδάσος. Οι Βουτηχτές βουτάνε μες στο νερό για να κυνηγήσουν, και αναπνέουν κανονικά εκεί. Έχουν βράγχια. Ορισμένες φορές πάνε και κάτω απ’την ηπειρόνησο για ν’αναζητήσουν λεία. Αλλά τώρα, τον χειμώνα, προτιμούν να μη βουτάνε, γιατί κάνει κρύο· και στην ξηρά τα θηράματα που βρίσκουν είναι λίγα, οπότε επιτίθενται πιο εύκολα σε ταξιδιώτες σαν εμάς.»
«Και είναι πιο δυνατές απ’τις κανονικές αρκούδες;» ρωτά η Ερασμία.
«Όχι πάντα.»
«Δεν υπάρχει τίποτα πιο δυνατό απ’τον Οφιομαχητή επάνω στις ηπειρονήσους της Υπερυδάτιας!» λέει ο Νικόλαος, φανατικά. Και τα άλλα τρία Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου συμφωνούν, νεύοντας, μειδιώντας, μουρμουρίζοντας Ναι, Σίγουρα, Εννοείται.
Η Λουκία μοιάζει ενοχλημένη από τον τρόπο τους, καθώς κάθεται σιωπηλή πλάι στη φωτιά, έχοντας βγάλει τις μπότες της για να ξεκουράσει τα ταλαιπωρημένα πόδια της κοντά στις φλόγες.
«Μην είστε και τόσο σίγουροι γι’αυτό,» λέω στα Τέκνα.
«Γιατί,» ρωτά ο Λεωνίδας, «τι είναι πιο δυνατό απ’τον Οφιομαχητή;»
«Δεν ξέρω, για να είμαι ειλικρινής, αλλά κάτι θα υπάρχει.»
Γελάνε και κάνουν πλάκα.
Χαμογελάω.
«Ίσως κάποιος άλλος Φιλημένος,» προσθέτω τελικά.
«Δεν υπάρχουν άλλοι Φιλημένοι στην Υπερυδάτια,» λέει ο Νηρέας. «Έτσι δεν είναι;»
«Προσωπικά δεν έχω συναντήσει κανέναν, ούτε έχω γνωρίσει κάποιον ιερέα που να έχει συναντήσει κανέναν. Αλλά δεν μπορείς να είσαι κι απόλυτα βέβαιος.» Πίνω μια γουλιά απ’το κρασί μου, κοιτάζοντας τη θάλασσα, πέρα από τις σιδηροδρομικές γραμμές που στραφταλίζουν κάτω από το λευκό φως του φεγγαριού.
Την επομένη, μην έχοντας αντικρίσει Βουτηχτές μες στη νύχτα, οδοιπορούμε ξανά. Ταξιδεύουμε κοντά στα Τρισάλμυρα Δάση που εδώ, σε τούτα τα μέρη, φτάνουν ώς τις ακτές σε πολλά σημεία, σκεπάζοντάς τες με τη βλάστησή τους. Αλλού πάλι, τα ακρογιάλια είναι πιο ανοιχτά, όλο άμμο και βράχο, βότσαλο και πέτρα. Υπάρχουν διάφοροι οικισμοί και χωριά, μα δεν έχουν σιδηροδρομικούς σταθμούς. Οι ράγες του τρένου απλώνονται σταθερά προς τα ανατολικά.
Καθοδόν, κυνηγάω για να έχουμε επιπλέον τροφή. Όταν οι άλλοι ξεκουράζονται για μεσημέρι, εγώ φεύγω από τον καταυλισμό μας για να αναζητήσω θηράματα, κι επιστρέφω με τρεις μεγάλους Ανήσυχους – πουλιά που απαντώνται σε όλα τα δάση της Υπερυδάτιας. Τα καθαρίζω και τα αλατίζω. Τα τυλίγω και τα κρύβω στον σάκο μου. Όταν νυχτώνει καταυλιζόμαστε ξανά στο μέρος που θεωρώ καλύτερο, και ψήνουμε και τρώμε τους Ανήσυχους προτού οι σύντροφοί μου κοιμηθούν.
Με το ξημέρωμα βαδίζουμε, και βλέπω τη Λουκία ταλαιπωρημένη. Αναστενάζει, παραπατά κάθε τόσο. Αναρωτιέμαι αν μήπως θα έπρεπε να την πάρω στα χέρια. Αλλά μάλλον κάτι τέτοιο θα την τσάντιζε. Δεν είναι ανάπηρη, απλώς δεν της αρέσουν οι οδοιπορίες.
Ευτυχώς γι’αυτήν, ύστερα από καμιά ώρα, φτάνουμε σε μια πόλη. Δεν είναι τόσο μικρή όσο τα άλλα μέρη που συναντήσαμε ώς εδώ, αν και ούτε κατά διάνοια τόσο μεγάλη όσο η Ριλιάδα. Έχει λιμάνι, όμως, και οικοδομήματα που ορισμένα έχουν πάνω από έναν όροφο. Και έχει και σιδηροδρομικό σταθμό. Τη λένε Οντέλβη.
«Επιτέλους,» σχολιάζει η Λουκία, «ένα πολιτισμένο μέρος.»
«Πολιτισμένο;» της λέω, καθώς έχουμε μπει στην Οντέλβη και βαδίζουμε στους δρόμους της κατευθυνόμενοι προς τον σταθμό. «Τριγυρίζουν πειρατές και ληστές εδώ. Είναι από τα κακόφημα λιμάνια της Κεντρυδάτιας.»
«Ναι,» λέει ο Νηρέας. «Νομίζω πως την έχω ξανακούσει κάπου, Γεώργιε. Κάποιος την είχε αναφέρει, στην Ιλφόνη.»
Ο σταθμός είναι μικρός και βρόμικος. Κανείς δεν τον φυλάει. Σκουπίδια είναι πεταμένα αποδώ κι αποκεί. Κάποιος (ή κάποια, ίσως) είναι κουλουριασμένος σε μια γωνιά, τυλιγμένος από πάνω ώς κάτω. Άστεγος; Δυο άλλοι φαίνεται να περιμένουν το τρένο. Έχουν μεγάλους σάκους και μια βαλίτσα. Κρίνοντας από τις όψεις τους, δεν μπορεί νάναι τίποτα καλύτερο από τυχοδιώκτες. Ο ένας είναι μονόφθαλμος.
Η Λουκία κάθεται σε μια από τις μεταλλικές θέσεις αναμονής, η οποία τρίζει επικίνδυνα από κάτω της. Ο Ακατάλυτος νιαουρίζει σαν να θέλει να την προειδοποιήσει πως το κάθισμα δεν είναι ασφαλές. Εκείνη τον αγνοεί, τεντώνοντας τα πόδια της και σταυρώνοντάς τα στον αστράγαλο.
«Εισιτήρια πού κόβουμε;» ρωτά ο Νηρέας, που φαίνεται νάχει ακούσει για τρένα παρότι Ιχθυδάτιος.
«Αποκεί, κανονικά» – του δείχνω ένα μηχάνημα που μοιάζει κατεστραμμένο – «αλλά δε νομίζω να δουλεύει.»
Ο Νηρέας το πλησιάζει και, μετά, επιστρέφει κοντά μας. «Δίκιο έχεις: δε δουλεύει. Κάποιος μαλάκας τόχει σπάσει για να βουτήξει εισιτήριο. Μιάσματα...» μουρμουρίζει, λες και τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου δεν κάνουν πολύ χειρότερα πράγματα. Αλλά, βέβαια, τα δικαιολογούν όλα ως απαραίτητα για τον Μεγάλο Αγώνα τους...
Περιμένουμε το τρένο να έρθει.
Ο ένας από τους δύο τύπους που περιμένουν μαζί μας – όχι ο μονόφθαλμος, ο άλλος – σφυρίζει στην Ερασμία όταν εκείνη βαδίζει λιγάκι προς τη μεριά τους. «Έχεις τσιγάρο;» τη ρωτά. Τον είχα δει να την κόβει από πριν· πάνω-κάτω τη μπάνιζε.
«Όχι,» αποκρίνεται εκείνη, λοξοκοιτάζοντάς τον.
«Καλά, ’ντάξει,» λέει ο άγνωστος. «Απλά είπα,» κλείνοντάς της το μάτι.
Η Ερασμία απομακρύνεται από εκεί.
Μετά από κάνα λεπτό, τον βλέπω τον τύπο να βγάζει τσιγάρο απ’το πανωφόρι του και να το ανάβει, μουρμουρίζοντας κάτι με τον μονόφθαλμο φίλο του ο οποίος γνέφει καταφατικά υπομειδιώντας. Κι οι δυο τους φοράνε μαύρα σκουφιά· θυμίζουν κάτι αστείες ζωγραφιές κακών, χειμερινών δαιμόνιων του Αστερίωνα.
Το τρένο έρχεται καμιά ώρα ύστερα από την άφιξή μας στον σταθμό. Λίγο περισσότερο από μια ώρα, νομίζω. Δεν κοίταξα και το ρολόι μου· δεν είχε σημασία. Επιβιβαζόμαστε μαζί με τους δύο τύπους με τα σκουφιά, και οι φύλακες αμέσως στέκονται στον δρόμο μας ρωτώντας αν έχουμε να δείξουμε εισιτήρια ή αν θέλουμε να κόψουμε. Κανείς μας δεν έχει τίποτα να δείξει (ούτε εμείς ούτε τα δαιμόνια του Αστερίωνα), έτσι κόβουμε πληρώνοντας τους φύλακες. Εμείς για Μεγάπολη, οι συνταξιδιώτες μας για Αμμόπολη.
«Καλό σας ταξίδι,» μας εύχεται ο φύλακας που μας δίνει τα χαρτάκια. «Και το γατί να τόχετε πάντα κοντά σας, αλλιώς θα το πετάξουμε έξω αν το δούμε να τριγυρίζει σε τυχαία μέρη ή να ενοχλεί άλλους επιβάτες.»
«Μην ανησυχείς,» του λέω. «Είναι υπό φρούρηση.»
«Καλώς.»
Βρίσκουμε θέσεις και καθόμαστε. Εγώ, η Λουκία (με τον Ακατάλυτο στην αγκαλιά της), κι η Ερασμία από τη μια μεριά· ο Νικόλαος, ο Νηρέας, κι ο Λεωνίδας από την άλλη· ένα τραπεζάκι ανάμεσά μας, και δυο κατάλογοι επάνω του οι οποίοι γράφουν τι προσφέρει το Τροχοφαγείο – εταιρεία θυγατρική αυτής που ελέγχει τον Μεγάλο Σιδηρόδρομο Κεντρυδάτιας. Οι τιμές είναι αλμυρές, φυσικά, αλλά παραγγέλνουμε κάτι για να έχουμε να μασουλάμε και να πίνουμε καθώς θα περνά η ώρα. Μας τα φέρνει μια σερβιτόρα, καφετόδερμη, γαλανομάλλα, και αρκετά συμπαθητική.
Σε καμιά ώρα είμαστε στην Αμμόπολη, όπου υποθέτω πως οι μάστορες με τα σκουφιά αποβιβάζονται, αν και δεν τους βλέπω: δεν έχουμε οπτική επαφή από τη θέση μας. Το τρένο δεν σταματά για πολύ εδώ, στον σταθμό της Αμμόπολης· σύντομα συνεχίζει την πορεία του, έχοντας τώρα κάνει τον γύρο τον Τρισάλμυρων Δασών και πηγαίνοντας πλέον δυτικά, πάντα κοντά στις ακτές.
Φτάνουμε στην Ορλάντη – κάνοντας ακόμα μια στάση. Την αφήνουμε πίσω μας κι απομακρυνόμαστε τώρα από τη θάλασσα καθώς ανατολικά μας είναι οι Ακτές των Βράχων, όπου τα καταραμένα βατράχια επιτέθηκαν σ’εμένα, τη Διονυσία, και τον Αρσένιο πριν από όχι και τόσες πολλές ημέρες.
Το τρένο μπαίνει στη Μεγάπολη όταν είναι μεσημέρι πια, και κατεβαίνουμε στον Σταθμό Παλαιόκτιστης. Το σπίτι της Διονυσίας δεν είναι και πολύ μακριά, κι ελπίζω να τη βρω εκεί. Γιατί, αν όχι, σημαίνει πως κάτι άσχημο τής συνέβη καθοδόν. Αλλά δεν το νομίζω. Ο Τζακ των Υπογείων τούς οδήγησε ώς τον σιδηρόδρομο, και ο σιδηρόδρομος φτάνει γρήγορα στη Μεγάπολη από τη Ριλιάδα. Εδώ θα είναι, και εκείνη και ο Αρσένιος.
«Ελάτε,» λέω στους συντρόφους μου, και τους οδηγώ σε μια από τις στάσεις δημόσιων επιβατηγών οχημάτων που είναι κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό.
Το μακρύ εξάτροχο όχημα δεν αργεί να έρθει – η Μεγάπολη έχει τις καλύτερες συγκοινωνίες στην Υπερυδάτια – και κατευθυνόμαστε προς τους Λοφότοπους, νότια της Παλαιόκτιστης. Κατεβαίνουμε σε μια από τις στάσεις εκεί και, μετά, βαδίζουμε τον υπόλοιπο δρόμο ώς το σπίτι της Διονυσίας. Οι Ιχθυδάτιοι κοιτάζουν τη Μεγάπολη με κάποιο θαυμασμό, εν τω μεταξύ· στην ηπειρόνησό τους δεν υπάρχει τέτοια μεγαλούπολη. Πουθενά αλλού στην Υπερυδάτια δεν υπάρχει τέτοια μεγαλούπολη. Η Μεγάπολη δεν έχει πάρει τυχαία, ή από έπαρση των αρχόντων της, το όνομά της. Είναι πραγματικά μεγάλη για τα δεδομένα της Υπερυδάτιας, αλλά και πολλών άλλων διαστάσεων, όπως ξέρω από το αινιγματικό παρελθόν μου.
Οι απότομοι δρόμοι των Λοφότοπων μάς οδηγούν μπροστά στην πρασινομέταλλη πόρτα του κήπου της Διονυσίας. Καθότι μεσημέρι δεν μπορώ να κρίνω αν είναι κανείς μες στο σπίτι. Αν ήταν βράδυ θα κοίταζα για αναμμένα φώτα.
Πατάω το κουμπί του κουδουνιού, επίμονα, και περιμένω.
«Ποιος είναι;» ακούω τη φωνή της Διονυσίας, και χαμογελάω.
«Ο Γεώργιος,» λέω.
Αμέσως με καταλαβαίνει. «Γεώργιε! Επέστρεψες!»
«Και χαίρομαι που σε βρίσκω εδώ. Να περάσω;»
«Ναι, φυσικά!» Η πρασινομέταλλη πόρτα ανοίγει αυτόματα μπροστά μου.
Την παραμερίζω και μπαίνω στον κήπο. Τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου, η Λουκία, και ο Ακατάλυτος με ακολουθούν. Στο πέρας του θαλασσολίθινου μονοπατιού, βλέπω την εξώπορτα του σπιτιού ν’ανοίγει και τη Διονυσία να στέκεται στο κατώφλι χαμογελώντας. «Γεώργιε!»
Ο Φωνακλάς την πλησιάζει, βγαίνοντας απ’το σπιτάκι του παραδίπλα. Μας κοιτάξει με επιφύλαξη.
Βαδίζω προς τη Διονυσία και την αγκαλιάζω. Φιλά το μάγουλό μου.
«Ανησύχησα για σένα και τον αδελφό σου,» της λέω. «Αλλά ευτυχώς ο φίλος μου ο Τζακ βρέθηκε κοντά σας και σας βοήθησε.»
«Ο Τζακ; Ο Τζακ των Υπογείων; Τον συνάντησες;»
«Ναι. Πήγα στη Ριλιάδα για να σας αναζητήσω. Μου είπε ότι σας οδήγησε στο τρένο για να επιστρέψετε στη Μεγάπολη, αλλά και πάλι ανησυχούσα.»
«Έλα μέσα. Έλα, να καθίσουμε.» Και τότε στρέφει το βλέμμα της στους άλλους. «Οι φίλοι σου;...» κάνει, παραξενεμένη.
«Θα σου εξηγήσω. Αν δε θέλεις να έρθουν κι αυτοί μέσα, μπορ–»
«Όχι! δεν υπάρχει πρόβλημα. Φυσικά και να περάσουν. Ελάτε, ελάτε.» Μπαίνει στο σπίτι, κάνοντάς μας νόημα.
Την ακολουθούμε, περνώντας από το χολ και φτάνοντας στο τριγωνικό σαλόνι με τα τρία αγάλματα – ένα για την Έχιδνα, ένα για τον Αστερίωνα, ένα για τον Ζέφυρο.
«Πού είν’ ο Αρσένιος;» ρωτάω. «Επάνω;»
«Είναι...» Η Διονυσία μοιάζει ξαφνικά νευρική καθώς στρέφεται να μ’αντικρίσει. «Έχει πάει να συναντήσει τη μαμά μας. Τόσο καιρό δεν ήθελε να τη δει – τον ξέρεις πώς είναι!»
«Ναι...»
«Αλλά επιτέλους έβαλε λίγο μυαλό. Είπε να πάει εκεί, και μένει τώρα μαζί της. Όχι μόνιμα, αλλά για κάποιες μέρες.»
«Χαίρομαι που το αποφάσισε,» λέω. «Χαίρομαι που κι οι δύο είστε καλά, Διονυσία. Αισθανόμουν πολύ άσχημα που σας έμπλεξα–»
«Μην το ξαναπείς αυτό· δεν έφταιγες εσύ!»
«Το ξέρεις πως έφταιγα.»
«Όχι, Γεώργιε. Δε μπορούσες να γνωρίζεις... να γνωρίζεις όλ’ αυτά...»
«Στους Κατωμήχανους, ήμουν απρόσεχτος,» της λέω, και τότε παρατηρώ μια κίνηση από τ’αριστερά μου. Μια κίνηση στο πάτωμα. Η Ευθαλία! Την κοιτάζω. «Δεν την έχει πια ο Αρσένιος μαζί του;»
«Εεε, δεν ήθελε να τρομάξει τη μαμά. Τη φοβίζουν τα φίδια.»
«Ναι, σωστά. Λογικό είναι.» Πλησιάζω την Ευθαλία, απλώνω το χέρι μου προς τη μεριά της, κι εκείνη αμέσως σκαρφαλώνει στον πήχη μου όπως παλιά. Τυλίγεται δυνατά γύρω του, κι αισθάνομαι... αισθάνομαι από την Ευθαλία μια... ανησυχία;... έναν φόβο;
Τι είν’ αυτό; αναρωτιέμαι. Συμβαίνει κάτι; Συνοφρυώνομαι, παραξενεμένος.
Η Ευθαλία συρίζει, παιχνιδίζοντας τη γλώσσα της. Κρίμα που δεν μπορεί να μιλήσει σαν εκείνα τα παραμυθένια ερπετά...
«Ποιοι είναι οι φίλοι σου;» με ρωτά η Διονυσία. «Τι έγινε όταν σε απήγαγαν τα βατράχια, Γεώργιε; Φοβόμουν ότι μπορεί να σε σκότωναν. Ο Τζακ μάς είπε ότι σχεδίαζαν να σε θυσιάσουν, ότι είχαν κατά νου να σε σκοτώσουν και να πιουν το αίμα σου, πιστεύοντας πως αυτό θα τους έκανε δυνατούς σαν εσένα–»
«Τα μιάσματα έχουν αλλόκοτες και βέβηλες ιδέες στα κεφάλιά τους!» τη διακόπτει ο Λεωνίδας.
Και ο Νικόλαος λέει: «Τίποτα δεν μπορεί να σκοτώσει τον Οφιομαχητή! Μετάνιωσαν για το άγος τους!»
Η Διονυσία τούς κοιτάζει μ’ένα βλέμμα παραξενεμένο, τρομαγμένο ίσως. Αναμφίβολα διακρίνει τον φανατισμό στα λόγια και στις εκφράσεις τους.
Χαμογελάω. «Συγχώρεσε τους φίλους μου, Διονυσία. Παραείναι... ενθουσιώδεις κάπου-κάπου.» Και προς τα Τέκνα και τη Λουκία: «Καθίστε. Και μην τρομάζετε την οικοδέσποινά μας· δεν ξέρει τι γίνεται στην Ιχθυδάτια.»
«Αυτό που γίνεται στην Ιχθυδάτια, Γεώργιε,» λέει ο Νηρέας, «φαίνεται πως έχει αρχίσει να εξαπλώνεται και στην Κεντρυδάτια, όπως ανακαλύψαμε στη Ριλιάδα.» Και, συγχρόνως, όλοι τους κάθονται στους δύο σοφάδες και στις καρέκλες του τραπεζιού.
«Ίσως,» αποκρίνομαι στον Νηρέα, καθώς καθίζω κι εγώ σε μια καρέκλα.
Η Διονυσία είναι η μόνη ακόμα όρθια. Αυτή κι ο Ακατάλυτος. «Να σας προσφέρω κάτι;» ρωτά.
«Δε χρειάζεται,» της λέω. «Φάγαμε και ήπιαμε μες στο τρένο. Κάθισε κι εσύ.»
Αλλά η Διονυσία επιμένει να μας κεράσει, έτσι όλοι καταλήγουμε με κάποιο ποτό στο χέρι, και η ίδια γεμίζει το ποτήρι της με Αίμα της Έχιδνας κι έρχεται να πάρει θέση κοντά μου, περιμένοντας ν’ακούσει την ιστορία μου.
Της λέω τι έγινε από τότε που χωρίσαμε στη Ριλιάδα. Της λέω για τα μπουντρούμια κάτω απ’το Οδοντωτό Οχυρό, για τον Νικόλαο, για την Κόρη του Λοκράθου, για τις συμπλοκές στο Δεσμωτήριο της Οδοντόπολης και για τη φυγή μας προς το παλιό άντρο των Αγενών, για τη συνάντησή μας με τη Λουκία, για την επίσκεψή μας στη βάση των Τέκνων του Φαρμακερού Κύκλου (η οποία δεν αναφέρω, φυσικά, πού ακριβώς βρίσκεται· ούτε καν ότι είναι κοντά στην Ψυχρόπολη – δεν χρειάζεται η Διονυσία να έχει πληροφορίες που μπορεί να τη βάλουν σε μπελάδες), για τις κουβέντες μου με τη Φαρμακερή Βασίλισσα (που απλώς αναφέρω ότι είναι κάποια που είχε τύχει να συναντήσω και παλιά, όταν ήμουν κουρσάρος στην Ιχθυδάτια· και όλα όσα μού είπε τα διηγούμαι πολύ περιληπτικά στη Διονυσία, για να μη φάμε ώρες ολόκληρες), και για την επιστροφή μου στη Ριλιάδα και τη σύγκρουσή μου με τον Στέφανο και τους λακέδες του Κατωμερίτη–
«Αυτό το κάθαρμα ξανά!» λέει η Διονυσία.
«Ναι, αυτός.» Και μετά, της λέω ότι βγήκαμε από τη Ριλιάδα, πήραμε τρένο, και φτάσαμε εδώ.
Η Διονυσία τελειώνει το Αίμα της Έχιδνας και μοιάζει νευρική. Αφήνει το άδειο ποτήρι στο τραπέζι. Πλέκει τα δάχτυλα των χεριών της. «Μάλιστα...» λέει.
«Συμβαίνει κάτι;» τη ρωτάω.
«Ό– Δηλαδή– Όχι, όχι κάτι το κακό, δηλαδή. Αλλά κάτι το – περίεργο.»
«Περίεργο;» Αισθάνομαι την Ευθαλία να σαλεύει κουλουριαστά πάνω στον πήχη μου σαν να θέλει να με προειδοποιήσει...
«Ήρθε και με βρήκε ένας τύπος μόλις επέστρεψα στη Μεγάπολη μαζί με τον Αρσένιο... Δηλαδή, όχι αμέσως. Όχι αμέσως μόλις επιστρέψαμε: μετά από μερικές μέρες. Και ζητούσε εσένα. Δεν ξέρω ποιος ήταν, ούτε ξέρω γιατί ήρθε σ’εμένα· δεν τον έχω ξαναδεί. Μου μίλησε στο δρόμο, βέβαια, και φορούσε κουκούλα. Το πρόσωπό του ήταν μισοκρυμμένο. Ίσως και να τον έχω ξαναδεί μα να μην τον αναγνώρισα – όλα είναι πιθανά.»
«Και τι ήθελε από εσένα;»
«Από εμένα; Τίποτα. Εσένα ήθελε, όπως σου είπα. Αλλά του απάντησα ότι δεν ήσουν εδώ. Και μου ζήτησε να σε οδηγήσω σ’αυτόν αμέσως μόλις έρθεις, γιατί έχει κάτι σημαντικό να σου αποκαλύψει. Μου ζήτησε να σε πάω σ’ένα μέρος...»
«Τι μέρος; Και τι έχει να μου πει;»
«Δεν ξέρω, αλλά ανέφερε κάτι για τους Τρομερούς Καπνούς. Είπε πως αν σ’ενδιαφέρουν οι Τρομεροί Καπνοί θα πας να τον συναντήσεις.»
Οι Τρομεροί Καπνοί; Ποιος είν’ αυτός που ξέρει ότι αναζητώ τους Τρομερούς Καπνούς; Ο Μελέτιος, ίσως; Ο Μελέτιος’σαρ; Ο αδελφός του Γεράσιμου Ευκάλνιου, ενός από τους Εκλεκτούς της Μεγάπολης; Αυτές οι... σκιερές κινήσεις που μου περιγράφει η Διονυσία μού τον φέρνουν στο μυαλό. Μα, κανονικά, δεν μπορεί να βρίσκεται εδώ. Κανονικά, πρέπει να έχει φύγει μαζί με τον Ευστάθιο και την κυρά Ιωάννα, αναζητώντας τους Τρομερούς Καπνούς...
«Πού σου ζήτησε να με οδηγήσεις;»
Τη βλέπω να ξεροκαταπίνει. Γλείφει τα χείλη της. «Σε... σε μια αποβάθρα στη Νήσο Κάλδνη. Μέσα σ’ένα μεγάλο μεταλλικό κιβώτιο μεταφοράς. Μόνο εκεί λέει πως θα σου μιλήσει, και πουθενά αλλού. Μου φάνηκε παράξενο κι εμένα, εννοείται. Αλλά αυτό μού ζήτησε. Και μου είπε να σε οδηγήσω σ’εκείνον αμέσως μόλις έρθεις να με συναντήσεις. Δε θα περιμένει για πολύ, μου είπε. Αν σ’ενδιαφέρει, είπε, για τους Τρομερούς Καπνούς, θα πας να του μιλήσεις.»
«Παγίδα είναι, Γεώργιε,» προειδοποιεί ο Νηρέας. «Κάποιο μίασμα των βατράχων!»
Η Διονυσία τινάζεται σαν να την έχουν κεντήσει. «Δεν ξέρω!» κάνει απότομα. «Δεν είδα ποιος ήταν. Αλλά – αλλά δε νομίζω...»
«Τα βατράχια έχουν ανθρώπους τους εδώ,» λέει ο Νηρέας. «Αποδείχτηκε από αυτά που έκαναν τις προάλλες στη Μεγάπολη για να κλέψουν τον Οφιομαχητή.»
Η Διονυσία ξεροκαταπίνει. «Δε νομίζω ότι είναι ακόλουθος του Λοκράθου αυτός... Κάποιος άλλος... άλλος...» Είναι πολύ νευρική. Αναμφίβολα, ο μυστηριώδης άγνωστος την έχει τρομάξει. Στρέφεται σ’εμένα συγκεκριμένα. «Νομίζω πως θα έπρεπε να πας να του μιλήσεις. Ίσως να σε βοηθήσει. Πρέπει να έχει να σου δώσει κάποια πληροφορία που φοβάται ν’αποκαλύψει αλλού.»
«Δεν είναι αξιόπιστος, όποιος κι αν είναι, Οφιομαχητή!» επιμένει ο Νηρέας.
Και μπορεί να έχει δίκιο. Μπορεί, όντως, να είναι ακόλουθος του Λοκράθου αυτός ο άγνωστος... αν και μοιάζει απίθανο– Απίθανο; Το ξέρουν ότι τους ξέφυγα. Με αναζητούσαν στη Ριλιάδα· γιατί όχι και στη Μεγάπολη;
Από την άλλη, όμως, αν όντως αυτός ο τύπος έχει να μου πει κάτι χρήσιμο για τους Τρομερούς Καπνούς; Αν έχει να μου δώσει κάποια πληροφορία για το πώς να τους βρω επιτέλους; Δε μπορώ να το αγνοήσω. Δε μπορώ να προσποιηθώ πως δεν υπάρχει καμιά πιθανότητα να ισχύει αυτό.
«Σίγουρα,» λέω στον Νηρέα, «δεν είναι αξιόπιστος· αλλά δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι είναι βατράχι.»
«Ποιοι άλλοι θα προσπαθούσαν να στήσουν τέτοια παγίδα;» θέτει το ερώτημα η Ερασμία. «Βατράχι είναι, Γεώργιε! Μίασμα.»
«Δεν ξέρουμε ακόμα ότι είναι όντως παγίδα,» τονίζω, νιώθοντας την οργή να φουντώνει άγρια μέσα μου και καταπολεμώντας την με τις διδαχές του Γέρου του Ανέμου.
«Τι άλλο να είναι, μα τα δόντια της Φαρμακερής Κυράς;» λέει ο Νηρέας. «Αυτό το μίασμα επιχειρεί να σε τραβήξει σε κάποιο απομονωμένο μέρος!»
«Ο Νηρέας μιλά σωστά, Οφιομαχητή,» συμφωνεί ο Νικόλαος. «Είναι παγίδα. Κάνουν τα ίδια κι εδώ όπως και στη Ριλιάδα.»
«Κάποιος που ήθελε να μου μιλήσει ιδιαιτέρως, και κρυφά, δεν θα διάλεγε ένα απομονωμένο μέρος;» τους λέω.
«Ποιος είναι, τότε;» ρωτά ο Νηρέας. «Έχεις κανέναν στα υπόψη;»
«Δυστυχώς όχι. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι βατράχι κιόλας. Θα πάω τον συναντήσω–»
«Είναι παγίδα, Οφιομαχητή!» επιμένει ο Νηρέας, αγριοκοιτάζοντάς με.
Τον αγριοκοιτάζω κι εγώ, δαμάζοντας την οργή της Έχιδνας μέσα μου. «Κανείς δεν σε υποχρεώνει να μ’ακολουθήσεις, Νηρέα.»
«Η ίδια η Φαρμακερή Κυρά με υποχρεώνει να σ’ακολουθήσω.»
«Τότε κάνε όπως νομίζεις. Αλλά εγώ θα πάω να τον συναντήσω. Αν υπάρχει έστω και μια μικρή πιθανότητα να μπορεί να μου δώσει πληροφορίες για τους Τρομερούς Καπνούς, τις θέλω. Απεγνωσμένα.»
«Ακριβώς γι’αυτό χρησιμοποίησε το συγκεκριμένο ψέμα,» με προειδοποιεί ο Νηρέας.
Και πάλι, ίσως νάχει δίκιο. Μα δεν μπορώ να το ρισκάρω.
Στρέφομαι στη Διονυσία. «Θα με περιμένει ακόμα, νομίζεις; Ή άργησα πολύ;»
«Δε μου είπε κάποιο... κάποιο χρονικό περιθώριο. Με συνάντησε και μου ζήτησε απλώς να σε οδηγήσω σ’αυτόν αμέσως μόλις έρθεις να με δεις.»
«Επομένως,» της λέει ο Νηρέας, «γνωρίζει ότι είσαι φίλη του Οφιομαχητή. Σ’έχει παρακολουθήσει. Και ξέρει και ότι ο Οφιομαχητής έχει ξεφύγει από το Οδοντωτό Οχυρό και, μάλλον, έρχεται εδώ για να μάθει αν εσύ κι ο αδελφός σου είστε καλά. Είναι μίασμα του Λοκράθου, ο καταραμένος! Είναι προφανές!»
Η Διονυσία κουνά το κεφάλι, νευρικά. «Δεν ξέρω, αλλά... αλλά μου φάνηκε ότι ήθελε πολύ να μιλήσει στον Γεώργιο. Και φοβόταν να τον συναντήσει αλλού.»
«Είναι καλός ηθοποιός, ίσως,» συμπεραίνει ο Νηρέας, με φονική γυαλάδα στα μάτια του.
«Ακόμα και βατράχι αν είναι,» λέω, «θα πάω να τον βρω.» Σηκώνομαι από την καρέκλα μου. «Κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να μ’ακολουθήσει–»
Τα Τέκνα αμέσως πετάγονται όρθια. «Δε μιλάς σοβαρά, Οφιομαχητή!» λέει ο Νικόλαος. «Θα σ’ακολουθούσαμε και στη φωλιά του ίδιου του Λοκράθου!»
«Η Μεγάλη Οφιοκυρά δεν θα απαιτούσε τίποτα λιγότερο από εμάς,» προσθέτει η Ερασμία.
Η Λουκία είναι ακόμα καθισμένη, με τον γάτο της αγκαλιά, παρατηρώντας μας σιωπηλά. Αλλά πάω στοίχημα – το υποθέτω από το βλέμμα της – πως κι αυτή σκοπεύει να μ’ακολουθήσει.
Τι έκανα και κατέληξα με τόσο ανόητους φίλους;
Η Διονυσία σηκώνεται όρθια πλάι μου. «Κι εγώ,» λέει κομπιάζοντας. «Θα έρθω.»
Επάνω που ήμουν έτοιμος να της ζητήσω να μην έρθει, γαμώτο! Η οργή μου μουγκρίζει μέσα μου σαν δεκάδες φρενιασμένες οχιές. «Δεν είναι ανάγκη,» λέω στη Διονυσία. «Και μάλιστα, θα ήταν επικίνδυνο–»
«Δε μ’ενδιαφέρει. Εγώ σού είπα γι’αυτό τον άγνωστο. Εγώ πρέπει να–»
«Δεν υπάρχει κανένας λόγος, Διονυσία, να έρθεις μαζί μου. Απλά πες μου ακριβώς πού είναι το μεταλλικό κιβώτιο μεταφοράς στη Νήσο Κάλδνη, και θα πάω και θα το βρω.»
Η Διονυσία ξεροκαταπίνει, μοιάζει συλλογισμένη, προβληματισμένη. «Όχι,» επιμένει τελικά. «Θα έρθω.»
Την πιάνω από τους ώμους, μαλακά. «Άκουσέ με,» της λέω ήπια. «Μην έρθεις. Πολύ πιθανόν να είναι παγίδα των ακόλουθων του Λοκράθου. Είδες τι έκαναν στη Ριλιάδα τώρα που επέστρεψα εκεί· μπορεί κάτι παρόμοιο νάχουν σχεδιάσει κι εδώ. Αν είσαι κοντά μου θα πρέπει ν’ανησυχώ για εσένα· θα πρέπει να σε προστατεύω. Δε θα με βοηθήσεις· θα κάνεις τα πράγματα πιο δύσκολα.»
Η Διονυσία αναστενάζει, αποφεύγει το βλέμμα μου. «Με συγχωρείς, Γεώργιε... Με συγχωρείς...» Δάκρυα κυλάνε από τα μάτια της.
«Δε φταις εσύ για τίποτα, μα τους θεούς!» της λέω. «Εξαρχής, κατά λάθος μπλέχτηκες σε τούτη την υπόθεση. Δε θάπρεπε ποτέ να είχες μπλεχτεί. Εγώ οφείλω να σου ζητήσω συγνώμη. Και τώρα, πες μου πού ακριβώς είναι αυτή η αποβάθρα και θα πάω μόνος μου. Δε θα μ’ακολουθήσεις. Σε καμία περίπτωση.»
Οι φρουροί δεν τους άφησαν να περιμένουν στον περίβολο του Μεγάλου Αρχοντικού. Όταν είχαν απομακρύνει τον Οφιομαχητή, τους οδήγησαν έξω από το υπόστεγο του χώρου στάθμευσης οχημάτων («Ελάτε, προχωράτε, πηγαίνουμε αλλού») και προς το κεντρικό οικοδόμημα του Αρχοντικού· αλλά όχι στη μπροστινή πύλη του πάνω στα ψηλά σκαλοπάτια, όπου είχαν κατευθύνει τον Οφιομαχητή· αυτούς τούς πήγαν σε μια πόρτα κρυμμένη στα πλάγια του, διπλή και καμωμένη από ξύλο. Δεν ήταν πολύ μεγάλη, μα ούτε και πολύ μικρή. Τους συνόδεψαν μέσα στον διάδρομο που απλωνόταν μετά από την πόρτα.
Η Όλγα αισθανόταν νευρική, αν και σκεφτόταν: Γιατί να με πειράξουν εμένα; Εγώ δεν έχω κάνει τίποτα, δεν έχω σκοτώσει κανέναν. Θύμα ήμουν!
Ο Νάθλεδιρ ήταν έτοιμος να δράσει, αν χρειαζόταν, να προσπαθήσει να ξεφύγει. Κοίταζε το περιβάλλον σαν να ήταν δασότοπος. Ούτως ή άλλως, όπως είχε διαπιστώσει, η μεγαλούπολη δεν διέφερε και τόσο από τα δάση τελικά. Το γεγονός, βέβαια, ότι τα χέρια του ήταν δεμένα με χειροπέδες θα τον δυσκόλευε στις κινήσεις. Επομένως, δεν θα επιχειρούσε να αποδράσει παρά μόνο αν αποδεικνυόταν απαραίτητο, αν αποδεικνυόταν ότι κάτι ύπουλο πήγαινε να συμβεί εδώ.
Το Γερό Φίδι οι φρουροί το κρατούσαν ανάμεσά τους γιατί, παρότι είχε συνέλθει αρκετά πλέον από την ενεργειακή βολή, δεν είχε συνέλθει πλήρως. Και τα δικά του χέρια ήταν δεμένα με χειροπέδες, όπως του Νάθλεδιρ, και αισθανόταν παγιδευμένο κι εξοργισμένο. Αισθανόταν αρχέγονα πράγματα να ξυπνάνε εντός του. Κι αναρωτιόταν πού να βρισκόταν ο συγγενής-κι-Αφέντης του. Δεν μπορεί να το είχε εγκαταλείψει. Αποκλείεται.
Οι φρουροί τούς οδήγησαν σ’ένα δωμάτιο που έμοιαζε με καθιστικό και τους είπαν να καθίσουν εδώ και να περιμένουν.
Κανείς δεν κάθισε, και η Όλγα ρώτησε: «Μπορούμε να φύγουμε αν θέλουμε;»
«Όχι,» της απάντησε ένας.
«Γιατί όχι; Εγώ δεν έχω κάνει τίποτα!»
«Δεν είπε κανείς ότι έχεις κάνει κάτι παράνομο. Τώρα, όμως, πρέπει να περιμένεις.»
«Μέχρι πότε;»
«Μέχρι ο φίλος σου να επιστρέψει από τη συνάντησή του με τον Άρχοντα.» Και τους προέτρεψαν όλους να καθίσουν. Τις χειροπέδες δεν τις έβγαλαν από τα χέρια του Νάθλεδιρ και του Γερού Φιδιού. Τους πρόσφεραν Ζέφυρου Πνοή, αλλά εξακολούθησαν να βρίσκονται γύρω τους σαν φύλακες, έτοιμοι να τους ξυλοκοπήσουν αν χρειαζόταν.
Το Γερό Φίδι έβγαζε άγρια συρίγματα. Δεν του άρεσαν καθόλου όλ’ αυτά. Καθόλου. Τελικά, όμως, ήπιε Ζέφυρου Πνοή απ’το ποτήρι του, ενώ σκεφτόταν ότι ο συγγενής-κι-Αφέντης του δεν μπορεί ν’αργούσε...
Η Όλγα συλλογιζόταν: Πού πήγα πάλι κι έμπλεξα, η γυναίκα! Ο Γεώργιος ίσως να είχε δίκιο που της είχε πει ότι ήταν χαζή που τον ακολούθησε εδώ. Αλλά – γαμώτο! – πού να πήγαινε χωρίς αυτόν; Ποιος της εγγυάτο ότι οι κακούργοι του Καρβίλιου δεν θα της ορμούσαν ξανά – από εκδίκηση, ίσως; Δεν ήθελε να περάσει κι άλλο καιρό κλειδωμένη μέσα σ’ένα δωμάτιο...
Ο Οφιομαχητής ήρθε όταν κι οι τρεις τους είχαν αρχίσει ν’αναρωτιούνται μήπως τελικά όλα τούτα ήταν κάποιο κόλπο, μήπως τους κρατούσαν εδώ έχοντας κάτι κακό στο μυαλό τους.
Η Όλγα τινάχτηκε όρθια. «Γεώργιε!»
Ο Νάθλεδιρ ύψωσε το χαμηλωμένο, κουρασμένο βλέμμα του. Αισθανόταν καταπονημένος από τα τραύματά του, παρότι κανένα δεν ήταν σοβαρό.
Το Γερό Φίδι έβγαλε ένα άγριο σύριγμα, και ξετύλιξε την κουλουριασμένη ουρά του για να ορθωθεί. Τώρα δεν ένιωθε πλέον παρά ελάχιστα ζαλισμένο από εκείνο το φωτεινό χτύπημα.
«Όλα εντάξει,» τους είπε ο Οφιομαχητής. «Μπορούμε να πηγαίνουμε.»
Ο λοχαγός των φρουρών – αυτός που τους είχε συλλάβει αρχικά και που τώρα είχε έρθει μαζί με τον Οφιομαχητή στο δωμάτιο – έκανε νόημα στους φρουρούς να αφαιρέσουν τις χειροπέδες από τα χέρια του Νάθλεδιρ και του Γερού Φιδιού, κι εκείνοι πάραυτα υπάκουσαν, ενώ η Όλγα ρωτούσε:
«Μίλησες με τον Άρχοντα; Του εξήγησες ότι δεν φταίγαμε εμείς;»
«Δεν τον απασχολεί ποιος ‘έφταιγε’ και ποιος όχι,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος.
«Τι εννοείς; Είμαστε ελεύθεροι να φύγουμε, έτσι;»
«Ναι. Όλοι μας.» Το βλέμμα του στράφηκε στο Γερό Φίδι, γνέφοντας προς τη μεριά του: Μην ανησυχείς για τίποτα.
Και ο ερπετοειδής κατάλαβε τι ήθελε να εννοήσει ο συγγενής-κι-Αφέντης του. Ότι δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, ήθελε να εννοήσει.
«Πάμε πίσω στο ξενοδοχείο μας,» συνέχισε ο Γεώργιος, και η Όλγα δεν μπορούσε να το πιστέψει. Έτσι εύκολα είχε τελειώσει; Της φαινόταν... περίεργο.
«Και ο Καρβίλιος;» ρώτησε.
«Δε μπορεί να μας πειράξει ο Καρβίλιος πια.»
«Θα τιμωρηθεί;»
«Δεν ξέρω. Αυτό ο Άρχοντας θα το αποφασίσει.»
Οι φρουροί τούς οδήγησαν στον περίβολο του Μεγάλου Αρχοντικού ξανά, βγάζοντάς τους από την πλευρική πόρτα. Τους έδωσαν τα όπλα που τους είχαν πάρει και τους ξεπροβόδισαν ως την καγκελωτή πύλη. Αποκεί και πέρα ήταν μόνοι τους μες στους δρόμους των Δεσποτικών.
«Σε πείραξε αυτό το κάθαρμα;» ρώτησε ο Γεώργιος την Όλγα, αν και δεν την έβλεπε χτυπημένη. Το πρόσωπό της δεν ήταν μελανιασμένο, ούτε έμοιαζε τραυματισμένη.
«Ο Καρβίλιος; Όχι. Απλά με κρατούσαν σ’ένα δωμάτιο, κλειδωμένη, και μου είχαν πάρει τα πράγματά μου. Ακόμα τα έχουν – αλλ’ αυτό είναι το λιγότερο τώρα. Μου ζήτησε ο Καρβίλιος να του δώσω τον τηλεπικοινωνιακό κώδικά σου – για να ‘συνεννοηθεί’ μαζί σου, είπε. Σε κάλεσε, έτσι;»
«Προφανώς. Ήθελε πίσω το Γερό Φίδι. Ήθελε να το ανταλλάξει μ’εσένα. Μου πρότεινε αρχικά να βγω από τον Ναό, να παραδοθώ στους φρουρούς απέξω. Πράγμα που, φυσικά, δεν μπορούσα να κάνω.»
«Και πώς έφυγες από εκεί;»
Καθώς διέσχιζαν τα Δεσποτικά – δρόμοι γεμάτοι όμορφα οικήματα και φωτισμένες φανταχτερές βιτρίνες μες στη νύχτα – της διηγήθηκε τι είχε συμβεί, μη λέγοντας τίποτα περισσότερο για την Ευτυχία πέρα από το ότι «μια ιέρεια» τον βοήθησε.
Έφτασαν στον Καλοπόταμο και ο Γεώργιος κι ο Νάθλεδιρ βρήκαν τα δίκυκλά τους εκεί όπου τα είχαν σταθμεύσει προτού πλησιάσουν την αποθήκη όπου έγινε η συνάντηση με τον Καρβίλιο και τους μισθοφόρους του. Τα καβάλησαν και τα ενεργοποίησαν. Η Όλγα κάθισε πίσω από τον Νάθλεδιρ· το Γερό Φίδι πίσω από τον Γεώργιο.
«Μπορεί ο φιδάνθρωπος να καβαλήσει δίκυκλο χωρίς να πέσει;» είπε η πρώτη, καθώς οι τροχοί τους κυλούσαν πάνω στο πλακόστρωτο.
«Τα καταφέρνει όπως βλέπεις,» αποκρίθηκε ο Οφιομαχητής, που οδηγούσε πλάι στον Νάθλεδιρ.
«Τι είπατε με τον Άρχοντα; Θα φύγουμε απ’τη Νερκάλη τώρα, έτσι;»
«Θα φύγουμε, αλλά όχι μόνοι. Και θα σου πρότεινα να μην έρθεις μαζί μας–»
«Μη μου λες τα ίδια πάλι, Γεώργιε! Σου έχω πει ήδη ότι– Τι, τι εννοείς ‘όχι μόνοι’;» ρώτησε ξαφνικά, καθώς τότε συνειδητοποίησε τι ακριβώς είχε πει ο Οφιομαχητής.
«Θα σου εξηγήσω στο ξενοδοχείο.»
Πέρασαν την Πράσινη Γέφυρα που δρασκέλιζε τον ποταμό Υάλβη και βρέθηκαν στον Κόρφο και, σύντομα, στο γκαράζ του Ναού, όπου στάθμευσαν τα οχήματά τους κι ανέβηκαν στο δωμάτιο του Γεώργιου και του Νάθλεδιρ.
Ο Οφιομαχητής έβγαλε την κάπα του κι άφησε την Ευθαλία να ξετυλιχτεί από τον πήχη του, να πέσει στο κρεβάτι του, όπου και κουλουριάστηκε κάτω από το μαξιλάρι.
Η Όλγα κάθισε στην άλλη άκρη του κρεβατιού διπλώνοντας το ένα πόδι από κάτω της. «Τι συζητήσατε, λοιπόν, με τον Άρχοντα;» Την έτρωγε η περιέργεια.
Ο Γεώργιος είπε: «Ο Νάθλεδιρ είναι τραυματισμένος,» καθώς στρεφόταν στον Μοργκιανό ο οποίος, καθισμένος στο δικό του κρεβάτι, έβγαζε τα ρούχα του απ’τη μέση κι απάνω και κοίταζε τα επιπόλαια τραύματά του. «Στάσου να σε βοηθήσω,» προθυμοποιήθηκε ο Οφιομαχητής πλησιάζοντάς τον.
«Είσαι κι εσύ χτυπημένος, Γεώργιε,» του είπε ο Νάθλεδιρ.
«Για μένα δεν είναι τίποτα.» Και βοήθησε τον Μοργκιανό να περιποιηθεί τις πληγές του με αντισηπτικό.
Το Γερό Φίδι ήταν κουλουριασμένο σε μια γωνία του δωματίου, σιωπηλό. Δεν αισθανόταν καμιά ανησυχία τώρα. Βρισκόταν πάλι μαζί με τον συγγενή-κι-Αφέντη του.
Όταν ο Γεώργιος τελείωσε με την περιποίηση των χτυπημάτων του Νάθλεδιρ, έβγαλε τις μπότες του, κάθισε οκλαδόν πάνω στο κρεβάτι του, και είπε στους φίλους του όλα όσα είχε συζητήσει με τον Άρχοντα της Νερκάλης. «Αύριο το πρωί,» εξήγησε, «θα έρθει εδώ ο πράκτορας του Κερβάκλιου για να μιλήσουμε. Να κανονίσουμε πότε θα φύγουμε για τη Συμπολιτεία των Ποταμών. Γι’αυτό σού λέω» – κοίταξε την Όλγα συγκεκριμένα – «καλύτερα να επιστρέψεις στην Ηλβάρη. Η υπόθεση θα είναι επικίνδυνη.»
Η Όλγα κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Θα έρθω μαζί σου, Γεώργιε.»
«Φοβάσαι μη συναντήσεις τον Θρασύβουλο στην Ηλβάρη και δεν φοβάσαι τον Πολιτοβασιλέα της Συμπολιτείας; Μπορεί να μας σκοτώσει όλους αν διαρρεύσει γιατί είμαστε εκεί!»
«Εκτός αν ο ίδιος ο Άρχοντας της Νερκάλης μάς προδώσει, δεν καταλαβαίνω πώς μπορεί να διαρρεύσει.»
«Χίλιοι-δύο τρόποι υπάρχουν. Ακόμα και κάποιος από τους φρουρούς του Άρχοντα μπορεί, θεωρητικά, να είναι κατάσκοπος του Πολιτοβασιλέα.»
«Δε μ’ενδιαφέρει,» είπε η Όλγα. «Θα έρθω.» Τώρα που είχε φύγει από την Ηλβάρη, τώρα που είχε ταξιδέψει τόσο μακριά (της φαινόταν πολύ μακριά εδώ, στην άλλη μεριά της Μικρυδάτιας), δεν ήθελε να ξαναγυρίσει. Δεν ήταν μόνο ότι φοβόταν πως ο Θρασύβουλος μπορεί να την έβρισκε στην Ηλβάρη – αν και, ναι, ήταν κι αυτός στο μυαλό της· ήταν.
Ο Γεώργιος, ακούγοντας την πεισματάρικη απάντησή της, χρειάστηκε να απομακρύνει την οργή του με το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου για να μην κάνει τίποτα που θα το μετάνιωνε. «Όπως θέλεις,» της αποκρίθηκε. Και προς τον Νάθλεδιρ: «Μη νομίζεις ότι έχω ξεχάσει πως υποσχέθηκα να σε βοηθήσω να επιστρέψεις στη διάστασή σου.»
«Έχεις κάνει ήδη πολλά για εμένα, Γεώργιε. Δε θα ήμουν ζωντανός χωρίς εσένα. Και, μα τον Νούρκας τον Περιπλανώμενο–»
«Μη μου λες τέτοια. Δε σ’έχω ξεχάσει. Θα προτιμούσα να μέναμε στη Νερκάλη προσπαθώντας να βρούμε υποβρύχιο που πηγαίνει για Μοργκιάνη. Όμως τώρα, έτσι όπως έχουν εξελιχτεί τα πράγματα, δεν μπορώ να μείνω άλλο εδώ. Αν δεν κάνω αυτή τη δουλειά για τον Άρχοντα, η Φρουρά θα έρθει να με συλλάβει ξανά. Κι εσένα μαζί μου. Και το Γερό Φίδι επίσης. Επομένως, πρέπει να φύγουμε.»
«Το καταλαβαίνω, Γεώργιε. Δεν σε κατηγορώ. Ούτε και θα είχα κανένα δικαίωμα, μα τον Νούρκας!»
«Όταν έχουμε απομακρυνθεί από τη Νερκάλη,» συνέχισε ο Γεώργιος, «τότε... τότε θα δούμε τι θα γίνει... Αλλά, αν κάνουμε τη δουλειά του Άρχοντα, θα μαζέψουμε πολλά οχτάρια – πράγμα που θα μας διευκολύνει να βρούμε υποβρύχιο για Μοργκιάνη. Θα έχουμε τη δυνατότητα να πληρώσουμε ακόμα και τον πιο στριφνό καπετάνιο.»
«Είσαι σίγουρα δαίμονας, Γεώργιε,» είπε ο Νάθλεδιρ. «Δαίμονας ετούτης της διάστασης που έχει βρεθεί στον δρόμο μου για να με οδηγήσει πίσω στο Δάσος των Ψυχών.»
«Μακάρι να είμαι,» αποκρίθηκε ο Οφιομαχητής.
Η Όλγα ρώτησε: «Κι ο φιδάνθρωπος;...» δείχνοντας προς τη μεριά του Γερού Φιδιού με μια κοφτή κίνηση του σαγονιού της.
«Δεν είναι ‘φιδάνθρωπος’!» είπε οργισμένα ο Οφιομαχητής. «Ερπετοειδής είναι. Και θα έρθει κι αυτός μαζί μας, φυσικά.»
«Σε μια τέτοια αποστολή; Δε θα τραβά αμέσως την προσοχή;»
«Όταν φτάσουμε σε κάποιο πολιτισμένο μέρος της Συμπολιτείας των Ποταμών θα δούμε τι θα κάνουμε. Δε σκέφτομαι να τον κρατήσω για πάντα κοντά μου. Θέλω να βρω έναν ασφαλή τόπο για να τον αφήσω. Έναν τόπο με άλλους του είδους του. Ο Πρωθιερέας του Υψηλού Ναού μού είπε ότι οι περισσότεροι ερπετοειδείς της Μικρυδάτιας απαντώνται στα Σελκόνια Δάση και στους Στενότοπους. Και τα Σελκόνια Δάση είναι στη Συμπολιτεία των Ποταμών, επομένως ίσως εκεί να βρούμε ένα σπίτι για το Γερό Φίδι· γιατί σίγουρα η φύση του δεν είναι να κατοικεί μαζί μ’ανθρώπους σε μεγαλουπόλεις. Ούτε καν σε μικρές πόλεις.»
«Ο Καρβίλιος από πού τον είχε πάρει;» ρώτησε η Όλγα.
«Δεν ξέρω, και δε νομίζω ότι μπορώ τώρα να τον ρωτήσω. Επιπλέον, ίσως ούτε ο ίδιος να μη γνωρίζει από πού είναι το Γερό Φίδι. Ίσως να το αγόρασε από κάποιον δουλέμπορο χωρίς να μάθει μια τέτοια ‘λεπτομέρεια’.»
«Το Γερό Φίδι δεν μπορεί να μας απαντήσει;»
«Δε μιλά καμιά ανθρώπινη γλώσσα, Όλγα. Ούτε νομίζω πως μπορεί να μας δείξει την πατρίδα του επάνω σε κάποιον χάρτη. Άσε που πιθανώς να μη θυμάται και πολλά από την πατρίδα του.»
«Τι εννοείς; Γιατί;»
«Είναι αρκετά νέος, δεν τον βλέπεις; Μάλλον τον άρπαξαν από τα μέρη του όταν ήταν παιδί.»
«Μικρό φιδάκι;» μειδίασε η Όλγα, φέρνοντας στο μυαλό της την εικόνα ενός μικροσκοπικού φιδανθρώπου, λίγο μεγαλύτερου από την Ευθαλία.
«Οι άποδες ερπετοειδείς δεν γεννιούνται σαν ‘μικρά φιδάκια’,» της είπε ο Οφιομαχητής. «Όταν σκάνε τα αβγά τους, είναι μεγαλύτεροι από ένα ανθρώπινο βρέφος. Λόγω της ουράς τους, κυρίως.»
«Τους έχεις... δει;»
Εκείνος ένευσε. «Ναι, έχω δει μικρούς άποδες.» Θυμόταν την Πόλη των Παλιών Ερπετών, καθώς και τους Βαλτότοπους των Όφεων...
«Θα τον πάρουμε μαζί μας, λοιπόν...» είπε η Όλγα, κοιτάζοντας τον ερπετοειδή ερευνητικά σαν να προσπαθούσε να τον συνηθίσει με το βλέμμα της. Να συνηθίσει την παρουσία του.
«Το είπαμε.»
«Δεν πιστεύω να είναι... επιθετικός;» Η ματιά της έγινε επιφυλακτική.
«Φυσικά και είναι.»
Η Όλγα στράφηκε να κοιτάξει τον Γεώργιο.
«Αλλά όχι με τους φίλους μου,» πρόσθεσε εκείνος, μειδιώντας.
«Ελπίζω νάχεις δίκιο!»
«Δεν έχω άδικο, πάντως. Είμαι σίγουρος.»
Και ύστερα αποφάσισαν να κοιμηθούν, για να είναι ξεκούραστοι όταν ο πράκτορας του Άρχοντα θα ερχόταν αύριο να επισκεφτεί τον Γεώργιο. Να κοιμηθούν ο Νάθλεδιρ, η Όλγα, και το Γερό Φίδι δηλαδή. Ο Οφιομαχητής, φυσικά, δεν είχε ανάγκη από ύπνο. Δεν μπορούσε να τον πάρει ο ύπνος, ακόμα κι αν ήθελε. Όμως κι εκείνου τού χρειαζόταν κάποια ξεκούραση μετά απ’όλα όσα είχαν συμβεί σήμερα.
Η Πάροδος του Πράου Ανέμου μουρμούριζε μέσα του ώς το πρωί, καθώς καθόταν οκλαδόν στο κρεβάτι του, με το Φιλί της Έχιδνας γυμνολέπιδο πάνω στα γόνατά του και την Ευθαλία να κοιμάται πίσω του, κάτω από το μαξιλάρι.
Ο πράκτορας του Άρχοντα της Νερκάλης ήρθε να επισκεφτεί τον Οφιομαχητή όπως ο Ιωάννης Κερβάκλιος είχε υποσχεθεί. Χτύπησε την πόρτα του δωματίου του στον Ναό τρεις φορές και μισή, συνθηματικά.
Τα μάτια του Γεώργιου άνοιξαν, και έμειναν ανοιχτά. Σηκώθηκε από τη θέση του πάνω στο κρεβάτι και ξύπνησε τον Νάθλεδιρ και το Γερό Φίδι. Στον πρώτο είπε: «Ο επισκέπτης μας είναι εδώ,» ενώ η πόρτα ξαναχτυπούσε. Τρεισήμισι φορές πάλι. Συνθηματικά.
«Αισθάνομαι μουδιασμένος,» αποκρίθηκε ο Νάθλεδιρ, μη λέγοντας ψέματα: Τα τραύματά του δεν ήταν σοβαρά αλλά είχε κουραστεί χτες.
«Δε θα χρειαστεί να κάνεις τίποτα, ούτως ή άλλως,» του είπε ο Οφιομαχητής, και πήγε στην πόρτα, ανοίγοντάς την με προσοχή, κοιτάζοντας από τη χαραμάδα ανάμεσα σ’αυτήν και τον τοίχο. Ο Ιωάννης Κερβάκλιος δεν του είχε περιγράψει την όψη του πράκτορά του, και τώρα ο Γεώργιος αντίκρισε έναν άντρα που δεν μπορούσε να είναι βέβαιος ότι ήταν ο άνθρωπος που περίμενε – αλλά ποιος άλλος να ήταν;
Ο επισκέπτης ήταν μετρίου αναστήματος, λεπτοκαμωμένος, λευκόδερμος, μακροπρόσωπος, ξυρισμένος, με μαύρα σπαστά μαλλιά, κοντοκουρεμένα. Φορούσε μια σκούρα-μπλε κάπα, και η κουκούλα ήταν ριγμένη στους ώμους του. Μέσα από την κάπα τα ρούχα του φαίνονταν απλά, ταξιδιωτικά. Ο Γεώργιος δεν διέκρινε κανένα όπλο, πράγμα που σήμαινε ότι ο άνθρωπος ήξερε πώς να κρύβει τα όπλα του.
«Σε περιμένω;» ρώτησε ο Οφιομαχητής.
«‘Τρεισήμισι φορές θα χτυπήσει την πόρτα σου όταν έρθει’· έτσι δεν σου είπε ο κύριος Κερβάκλιος;»
«Εσύ είσαι, λοιπόν.» Του άνοιξε και τον άφησε να μπει στο δωμάτιο. Ο Γεώργιος δεν ήταν ιδιαίτερα καλοντυμένος για τη συνάντηση, δεν τον ενδιέφερε η εμφάνιση. Φορούσε μόνο το παντελόνι του. Έκλεισε την πόρτα πίσω απ’τον πράκτορα του Άρχοντα.
«Καλημέρα σας,» χαιρέτησε εκείνος τον Νάθλεδιρ και το Γερό Φίδι. «Ελπίζω να μην ενοχλώ.»
Το Γερό Φίδι δεν τον κατάλαβε. Ο Νάθλεδιρ απλώς έγνεψε με το κεφάλι, σιωπηλά.
Ο Γεώργιος είπε στον πράκτορα: «Κάθισε όπου νομίζεις,» κι ο ίδιος κάθισε πάλι στο κρεβάτι του, οκλαδόν. Το Φιλί της Έχιδνας το είχε τώρα παραδίπλα, ακουμπισμένο στον τοίχο, γυμνολέπιδο. Δεν ήταν δύσκολο να το αρπάξει από εκεί όπου βρισκόταν, αν παρουσιαζόταν ανάγκη.
Ο πράκτορας του Άρχοντα έμεινε όρθιος. «Το όνομά μου είναι Γρηγόριος. Εσύ λέγεσαι Γεώργιος, εκτός από Οφιομαχητής και Μαύρος Ξένος, σωστά;»
«Το Γεώργιος είναι το όνομά μου στην Υπερυδάτια. Το Οφιομαχητής είναι το παρωνύμιο με το οποίο οι άλλοι έχουν αποφασίσει να με φωνάζουν. Το Μαύρος Ξένος αν το ξαναπείς θα σε δείρω.»
Ο Γρηγόριος χαμογέλασε. «Δε θέλουμε να έχουμε συγκρούσεις αναμεταξύ μας.» Και ρίχνοντας ένα βλέμμα στον Νάθλεδιρ, κλείνοντας το μάτι προς τη μεριά του: «Ο κύριος λέγεται Νάθλεδιρ, έτσι;»
«Έτσι,» είπε ο Γεώργιος.
«Ο Άρχοντας μού είπε ότι θα έρθει κι αυτός μαζί μας. Τι γνώσεις διαθέτει;»
«Από τη Μοργκιάνη κατάγεται. Κατά λάθος βρέθηκε εδώ. Είναι αρκετά καλός μαχητής, όπως έχω διαπιστώσει, και όπως διαπίστωσαν και οι λακέδες του Καρβίλιου.»
Ο Γρηγόριος κοίταξε τον Νάθλεδιρ συλλογισμένα σαν να μπορούσε ν’αντλήσει πληροφορίες γι’αυτόν με το βλέμμα και μόνο. «Τι άλλο ξέρεις να κάνεις, φίλε μου;»
«Να κυνηγάω, αν σ’ενδιαφέρει,» απάντησε ο Μοργκιανός.
«Εννοείς να πιάνεις θηράματα; Στη φύση;»
Ο Νάθλεδιρ κατένευσε.
«Δεν αποκλείεται ν’αποδειχτεί χρήσιμο,» είπε ο Γρηγόριος. Και προς τον Γεώργιο ξανά: «Πόσο δυνατός είσαι εσύ, ακριβώς;»
«Έχοντας τι ως μέτρο;»
Ο Γρηγόριος τράβηξε ένα πιστόλι μέσα από την κάπα του – ένα πυροβόλο όπλο. «Αυτό μπορείς να το λυγίσεις;»
«Αν δε θα σε πείραζε να σ’το χαλάσω.»
«Δεν πιστεύω ότι μπορείς.» Ο Γρηγόριος έριξε το πιστόλι πάνω στο κρεβάτι, μπροστά στον καθισμένο οκλαδόν Οφιομαχητή.
Εκείνος το σήκωσε από το στρώμα, έβγαλε τον γεμιστήρα του, έβγαλε τη σφαίρα που το όπλο είχε τραβήξει μέσα, και μετά το κράτησε ανάμεσα στα χέρια του... και το έστριψε.
Τα μάτια του Γρηγόριου γούρλωσαν βλέποντας τον μαυρόδερμο άντρα αντίκρυ του να στραβώνει το πιστόλι σαν να ήταν από χαρτί. «Μα τα δόντια της Έχιδνας...» σύριξε.
«Σ’το είπα ότι θα σ’το χαλούσα.» Ο Οφιομαχητής έριξε το κατεστραμμένο όπλο επάνω στο κρεβάτι ξανά.
Ο Νάθλεδιρ γελούσε.
«Γιατί είσαι τόσο δυνατός;» ζήτησε να μάθει ο Γρηγόριος.
«Δεν έχεις ακούσει;» είπε ο Οφιομαχητής. «Η Έχιδνα με γουστάρει· οι ιερείς της με θεωρούν ‘ιερό πρόσωπο’.»
«Αυτή δεν είναι εξήγηση.»
«Είναι η μόνη που ξέρω.»
«Δε νομίζω ότι μου λες αλήθεια.»
«Δικό σου πρόβλημα.»
«Δεν παίρνεις καμιά ουσία, έτσι;»
«Αν η δύναμή μου οφείλεται σε ουσία, τότε την πήρα μία φορά και έκτοτε είμαι όπως είμαι. Δεν τη χρησιμοποιώ σε τακτική βάση, να είσαι σίγουρος γι’αυτό.»
Ο Γρηγόριος έμεινε σιωπηλός για μερικές στιγμές, συλλογισμένος ίσως. Ύστερα είπε: «Και θα έρθει κι αυτός μαζί μας...» ρίχνοντας τώρα μια ματιά στο Γερό Φίδι που ήταν κουλουριασμένο στη γωνία παρατηρώντας τον με στενεμένα μάτια που, όπως του Οφιομαχητή, δεν βλεφάριζαν.
«Οπωσδήποτε,» είπε ο Γεώργιος.
«Με προειδοποίησε ο Άρχοντας ότι δεν θα δεχόσουν να τον αφήσεις πίσω.»
«Δεν το συζητάω καν. Αν θες νάρθω μαζί σου, θα έρθει και το Γερό Φίδι. Σκοπεύω να του βρω ένα σπίτι στα Σελκόνια Δάση, ίσως, όπου έχω ακούσει ότι κατοικούν κι άλλοι ερπετοειδείς. Δε θα τον αφήσω να ξανακαταλήξει δούλος.»
«Το πρόβλημα,» είπε ο Γρηγόριος, «είναι ότι δεν μπορείς εύκολα να χαθείς μέσα σ’ένα πολιτισμένο μέρος όταν έχεις πλάι σου κάποιον με τόσο μακριά ουρά, Οφιομαχητή.»
«Θα πρέπει να κρύβει την ουρά του, τότε.»
«Επίσης,» τόνισε ο Γρηγόριος, «δεν έχει πόδια. Αξιοσημείωτο.»
«Να του φυτρώσουμε πόδια δεν γίνεται. Αλλά μπορεί να φορά μια μακριά κάπα, κλειστή γύρω του.»
«Η πιο απλή μεταμφίεση που είναι δυνατόν να γίνει...»
«Έχεις κατά νου καμιά καλύτερη;»
«Το καλύτερο θα ήταν να μην εμφανίζεται καν μέσα σε πόλεις και χωριά. Να μένει στο όχημά μας.»
«Θα έχουμε όχημα;»
«Ασφαλώς. Τετράκυκλο. Φτιαγμένο για την ύπαιθρο.» Και ρώτησε: «Ποιος άλλος θα είναι μαζί μας; Εκείνη η γυναίκα που ο Άρχοντας μού είπε ότι ονομάζεται Όλγα;»
Ο Γεώργιος κατένευσε.
«Πού βρίσκεται τώρα;»
«Στο δωμάτιό της; Θες να την καλέσω;»
«Ναι.»
Ο Γεώργιος έπιασε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του και την κάλεσε. Την άκουσε αγουροξυπνημένη. Της ζήτησε να έρθει, εξηγώντας γιατί. Η Όλγα δεν αρνήθηκε, και σύντομα ήταν στο δωμάτιό του, ντυμένη με ρούχα απλά κι ένα ζευγάρι μπότες.
«Ο κύριος Γρηγόριος,» της είπε ο Γεώργιος, «θέλει να σε γνωρίσει.»
«Ο Οφιομαχητής μού λέει ότι θα έρθεις μαζί μας...» Ο πράκτορας του Άρχοντα την κοίταζε από πάνω ώς κάτω, αλλά με τρόπο που η Όλγα πολύ αμφέβαλλε ότι ήταν ερωτικός. Τι ψάχνει να δει; αναρωτήθηκε.
«Θα έρθω,» δήλωσε.
«Τι ικανότητες έχεις;» τη ρώτησε ο Γρηγόριος.
«Ικανότητες;»
«Τι ξέρεις να κάνεις;»
«Να πουλάω λουλούδια;» είπε ερωτηματικά η Όλγα, αβέβαιη για το τι ακριβώς ήθελε να του απαντήσει.
«Είσαι σοβαρή;»
Η Όλγα μόρφασε. «Αυτό έκανα όσο ήμουν στην Ηλβάρη.»
«Γιατί έφυγες από εκεί;»
«Δικό της θέμα,» παρενέβη ο Γεώργιος. «Είχε τους λόγους της.»
Ο Γρηγόριος τον λοξοκοίταξε ενοχλημένα. «Γυναίκα σου είναι;»
«Όχι. Φίλη.»
«Κοιμάσαι μαζί της;»
«Όχι. Σου είπα: είναι φίλη μου.» Αισθανόταν την οργή του να φουντώνει μ’αυτό τον καταραμένο πράκτορα. Παντού ήθελε να χώνει τη μύτη του, ο δαίμονας του Λοκράθου! Ο Γεώργιος επικαλέστηκε το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου για να μην κάνει καμιά μαλακία και μπλέξουν ξανά.
«Μάλιστα,» είπε ο Γρηγόριος στρέφοντας ξανά το βλέμμα του στην Όλγα. «Ξέρεις να πουλάς λουλούδια, λοιπόν...»
Εκείνη ένευσε. «Ναι, και;»
«Ίσως να μας φανεί χρήσιμο.»
Η Όλγα συνοφρυώθηκε, παραξενεμένη. «Τι θες να πεις;»
«Τι άλλο πέρα απ’αυτό που λέω, Όλγα; Αν το μόνο που ξέρεις να κάνεις είναι να πουλάς λουλούδια, τότε ίσως να μας φανεί χρήσιμο – τίποτα δεν αποκλείεται.»
«Να σας φανεί χρήσιμο σε τι, δηλαδή;»
«Θα δείξει. Γνωρίζεις ποια είναι η αποστολή μας στη Συμπολιτεία των Ποταμών, δεν γνωρίζεις;»
«Να κλέψουμε ένα... ενεργειακό νοοσύστημα.» Προς στιγμή, παραλίγο να ξεχάσει πώς λεγόταν αυτό το πράγμα.
«Όχι να το ‘κλέψουμε’,» διόρθωσε ο Γρηγόριος. «Να το ανακτήσουμε. Δικό μας είναι. Ο Πολιτοβασιλέας είναι ο κλέφτης.»
«Τέλος πάντων. Αυτό.» Η Όλγα έριχνε το βάρος της μια στο ένα πόδι μια στο άλλο· δεν αισθανόταν καλά μπροστά σ’ετούτο τον περίεργο τύπο. Είχε κάτι που τη φρίκαρε, αλλά δεν μπορούσε ν’αποφασίσει τι ακριβώς.
Ο Γρηγόριος είπε στον Γεώργιο: «Φαίνεται πως ο Άρχοντας στέλνει μαζί μου ανθρώπους... αμφίβολης χρησιμότητας – εκτός από εσένα, Οφιομαχητή.»
«Δεν πρόκειται να έρθω χωρίς αυτούς.»
«Λοιπόν,» είπε ο Γρηγόριος. «Ακουστέ πώς θα ταξιδέψουμε. Ο σκοπός μας είναι να τραβήξουμε όσο το δυνατόν λιγότερο προσοχή. Αυτό θα αποδειχτεί σχετικά δύσκολο με τον ερπετοειδή μαζί μας, οπότε προτείνω το εξής: Η Όλγα θα προσποιείται ότι είναι σύζυγός μου. Ο ερπετοειδής θα λέμε πως είναι δούλος μου. Εσείς οι δυο, Γεώργιε και Νάθλεδιρ, θα είστε μισθοφόροι μου, εξωδιαστασιακοί, από τη Σεργήλη, με ρίζες από τη Μοργκιάνη. Εγώ θα είμαι εκτιμητής έργων τέχνης και έμπορος. Θα έχουμε μαζί μας μερικά ξυλόγλυπτα.»
Την Όλγα δεν την ενθουσίαζε καθόλου η ιδέα να προσποιείται τη σύζυγο αυτού του τύπου. Ήλπιζε να μην ήθελε ο Γρηγόριος το θέατρό τους να επεκτείνεται και στα δωμάτια πανδοχείων ή ξενοδοχείων γιατί, μα την Έχιδνα, τα αχαμνά του θα γνώριζαν το γόνατό της! Δε φανταζόταν τον εαυτό της, σε καμία περίπτωση, ούτε καν να κοιμάται – να κοιμάται απλώς – πλάι σ’αυτό το... άτομο.
«Έχετε καμιά απορία;» ρώτησε ο Γρηγόριος.
«Μέχρι στιγμής, όλα είναι κατανοητά,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος.
«Φρόντισε και ο ερπετοειδής να καταλάβει· δεν θέλω να δημιουργηθούν προβλήματα. Όταν φτάσουμε στη Συμπολιτεία των Ποταμών θα συναντήσουμε τους συνοριοφύλακές της, και ίσως να θέλουν να μας ελέγξουν. Αν μας θεωρήσουν ύποπτους θα έχουμε κατασκόπους του Πολιτοβασιλέα πίσω μας συνεχώς – πράγμα που θα δυσκολέψει τη δουλειά μας. Επομένως, δεν πρέπει να μας θεωρήσουν ύποπτους. Πρέπει να παίξουμε τους ρόλους μας σωστά. Και δε νομίζω ότι θα είναι δύσκολο, εκτός αν ο ερπετοειδής σου, Οφιομαχητή, δαγκώσει κανέναν.»
«Το Γερό Φίδι δεν δαγκώνει χωρίς λόγο, και δεν είναι ‘ερπετοειδής μου’. Δεν είναι δούλος μου. Είναι φίλος μου.»
«Έχεις περίεργες εμμονές, μου φαίνεται, αλλά αυτό είναι δικό σου πρόβλημα, αγαπητέ. Εγώ θέλω απλώς να ολοκληρώσουμε την αποστολή μας με επιτυχία. Και, για να το κατορθώσουμε, πρέπει να μ’αφήσετε να χειριστώ την κατάσταση όπως εγώ νομίζω.»
Ο Γεώργιος κρατούσε υπό έλεγχο την οργή του. «Ώς τώρα δεν έχει διαφωνήσει κανείς μαζί σου σε τίποτα.» Και προς τον Νάθλεδιρ και την Όλγα: «Διαφωνείτε σε κάτι με το αφεντικό αποδώ;»
Κανείς τους δεν μίλησε.
«Βλέπεις;» είπε ο Γεώργιος στον πράκτορα του Άρχοντα της Νερκάλης. Και πρόσθεσε: «Θα ρωτούσα και το Γερό Φίδι, αλλά, δυστυχώς, δεν καταλαβαίνει καμιά ανθρώπινη γλώσσα.»
Διονυσία:
Μόλις φεύγουν από το σπίτι μου – πράγμα που δεν αργούν να κάνουν όταν λέω στον Γεώργιο πού ακριβώς στη Νήσο Κάλδνη βρίσκεται εκείνη η αποβάθρα με το μεταλλικό κιβώτιο μεταφοράς – βγάζω τον τηλεπικοινωνιακό πομπό μου και κάνω μια κλήση στον Δημήτριο. Αφήνω τον πομπό του να κουδουνίσει για δυο στιγμές και κλείνω αμέσως τον δικό μου.
Εντάξει, αυτό ήταν. Το σύνθημα ότι ο Γεώργιος πηγαίνει στη Νήσο Κάλδνη.
Δεν τολμώ να μιλήσω στον Δημήτριο, από φόβο μήπως τα βατράχια με παρακολουθούν μες στο σπίτι. Ο Δημήτριος, όμως, θα περιμένει να δει κι εμένα μαζί με τον Γεώργιο στην αποβάθρα. Υποτίθεται ότι θα τον οδηγούσα εκεί. Αυτό μού είχε ζητήσει ο Δαμιανός: να τον οδηγήσω – που μοιάζει να σημαίνει ότι πρέπει να είμαι μαζί του. Αν και τώρα που το σκέφτομαι, για να οδηγήσεις κάποιον κάπου δεν είναι απαραίτητο να είσαι μαζί του: αρκεί να του δώσεις τις σωστές κατευθύνσεις. Κι αυτό καθοδήγηση δεν είναι;
Τέλος πάντων. Το θέμα δεν είναι τώρα αν ο Δημήτριος θα με δει με τον Γεώργιο. Είτε έτσι είτε αλλιώς, ξέρει τι να κάνει. Το θέμα είναι τι θα γίνει με τον Αρσένιο. Ο Δαμιανός ίσως να τον έχει εκεί, στη Νήσο Κάλδνη, και δεν θέλω να εγκαταλείψω τον αδελφό μου σε μια τέτοια στιγμή!
Τι νομίζεις, όμως, ότι μπορείς να κάνεις εσύ, Διονυσία; Τι μπορείς να κάνεις εσύ που δεν μπορούν να κάνουν τρεις φορές καλύτερα από εσένα ο Οφιομαχητής και ο Δημήτριος; με χλευάζει μια εσωτερική φωνή μες στο μυαλό μου.
Αλλά ο Αρσένιος είναι αδελφός μου. Δεν μπορώ να κάθομαι εδώ ενώ γνωρίζω πού πιθανώς να βρίσκεται, ενώ έχω τη δυνατότητα ίσως να τον βοηθήσω.
Βάζοντας τις μπότες μου, παίρνοντας μερικά πράγματα (και όπλα) μαζί μου, φεύγω απ’το σπίτι, αφήνοντας τον Φωνακλά να το φρουρεί.
Οφιομαχητής:
Αισθάνομαι καλά που η Ευθαλία είναι πάλι τυλιγμένη στον πήχη μου. Μου είχε λείψει η παρουσία της, μα την Έχιδνα! Είναι σαν φιλικός δαίμονας της Φαρμακερής Κυράς αυτό το φίδι. Σε δελεάζει να πιστέψεις τους μύθους που λένε για ερπετά που είναι ενσάρκωσή της.
Παρ’όλ’ αυτά έχω, επίσης, μια περίεργη αίσθηση καθώς φεύγουμε από το σπίτι της Διονυσίας βαδίζοντας στους δρόμους της Μεγάπολης. Και δεν φταίνε μόνο τα λόγια του Νηρέα – τα επίμονα λόγια του ότι πρόκειται για παγίδα που καλύτερα να απέφευγα. Όχι, είναι σίγουρα και κάτι άλλο. Κάτι που με χλευάζει από τα όρια των σκέψεών μου, παίζοντας με την οργή μου. Κάτι στον τρόπο της Διονυσίας, ίσως; Κάτι στα συρίγματα και τις κινήσεις της Ευθαλίας; Δεν καταλαβαίνω! Κι αναρωτιέμαι τι θ’ανακαλύψω στη Νήσο Κάλδνη. Μπορεί, όντως, να είναι κάποιος που θέλει να μου μιλήσει για τους Τρομερούς Καπνούς. Μπορεί, δεν αποκλείεται. Το θέλω τόσο πολύ που ξέρω ότι ίσως να παραμυθιάζω τον εαυτό μου. Αλλά, και πάλι, δεν αποκλείεται γαμώτο!
Από την άλλη, πιθανώς να είναι και παγίδα των ακόλουθων του Λοκράθου. Είμαστε όλοι πανέτοιμοι, ασφαλώς. Ο Νικόλαος και η Λουκία φόρεσαν τις οργανικές στολές ενδυνάμωσης προτού φύγουμε απ’το σπίτι της Διονυσίας. Εκεί, μες στο σαλόνι της. Γδύθηκαν από τα κανονικά τους ρούχα, τις φόρεσαν, και ξαναντύθηκαν.
Βαδίζουμε τώρα, αλλά δε σκοπεύουμε να πάμε στη Νήσο Κάλδνη με τα πόδια. Η απόσταση πρέπει νάναι γύρω στα δέκα χιλιόμετρα όπως πετά ο ακτογέρακας. Θα πάρουμε τις συγκοινωνίες. Φτάνουμε σε μια στάση επιβατηγών οχημάτων και σε λίγο επιβιβαζόμαστε σ’ένα μακρύ εξάτροχο το οποίο μας μεταφέρει από τους Λοφότοπους στον Ψηλόγερο και στο Άνω Ανατολικό Λιμάνι. Εκεί κατεβαίνουμε.
«Είναι μακριά ακόμα;» ρωτά η Ερασμία. «Ολόκληρο ταξίδι έχουμε κάνει, μα τη Φαρμακερή Κυρά!»
Οι Μικρυδάτιοι έχουν εντυπωσιαστεί από τη Μεγάπολη.
«Όχι,» της λέω, «δεν είναι μακριά. Αλλά θα πάρουμε άλλη μια συγκοινωνία, γιατί η γέφυρα που οδηγεί στη Νήσο Κάλδνη είναι τρία χιλιόμετρα στο μήκος, κι εδώ που είμαστε πρέπει ν’απέχουμε ένα, δυο χιλιόμετρα από την αρχή της.»
«Μα τους θεούς,» μουγκρίζει ο Λεωνίδας, «τι πόλη είν’ αυτή, μα τους θεούς...»
Ο Νηρέας γελά ξερά. «Μην τους δίνεις σημασία, Γεώργιε. Λιμανόφοβοι, όλοι τους!»
Βαδίζουμε ώς μια άλλη στάση, κι ανεβαίνουμε στο επιβατηγό που έχει μόλις φτάσει σταματώντας τους έξι μεταλλικούς τροχούς του πάνω στο πλακόστρωτο. Κατευθυνόμαστε τώρα προς Νήσο Κάλδνη μαζί με μερικούς άλλους επιβάτες. Διασχίζουμε το Άνω Ανατολικό Λιμάνι. Φτάνουμε στην Κάλδνια Γέφυρα και κυλάμε επάνω της, δίπλα σ’άλλα οχήματα, διαβάτες, και καβαλάρηδες. Και, όταν κατεβαίνουμε από τη γέφυρα, το επιβατηγό σταματά σε μια στάση εκεί κοντά και αποβιβαζόμαστε.
Η Νήσος Κάλδνη είναι εργατικό μέρος – όλο εργαστήρια, αποθήκες, και μηχανουργεία – άρα, μια τέτοια μεσημεριανή ώρα, ήσυχη. Οι εργάτες έχουν πάει να ξεκουραστούν. Ελάχιστος κόσμος είναι στους δρόμους. Ιδανική στιγμή, ίσως, για μια κρυφή συνομιλία. Ιδανική στιγμή και για μια ενέδρα; Αν τα βατράχια είναι που μας κάλεσαν εδώ, θα τολμήσουν να μας επιτεθούν ενώ οι δίδυμοι ήλιοι βρίσκονται τόσο ψηλά στον ουρανό, μέσα στην ίδια τη Μεγάπολη; Ακόμα και στη Νήσο Κάλδνη;
Τους έχω ικανούς, τους καταραμένους – τα μιάσματα! Εξάλλου, δεν μου επιτέθηκαν έξω απ’τον Στεριανό Γίγαντα; (Αναρωτιέμαι φευγαλέα αν ο Δημήτριος εξακολουθεί να μένει εκεί.)
Περπατάμε προς το μέρος όπου η Διονυσία μού είπε ότι θέλει να με συναντήσει εκείνος ο μυστηριώδης άγνωστος. Οι σύντροφοί μου είναι τσιτωμένοι γύρω μου· περιμένουν επίθεση από παντού. Ακόμα κι ο Ακατάλυτος είναι τσιτωμένος, νομίζω. Γατοπατά παραδίπλα σαν σκιά μας.
Ναι, εδώ πρέπει να είμαστε... Αυτή πρέπει νάναι η αποβάθρα που μου είπε η Διονυσία. Πλάι της είναι μια σειρά από μεγάλα μεταλλικά κιβώτια μεταφοράς, και το τελευταίο από δεξιά – αυτό που μας ενδιαφέρει – είναι ανοιχτό και μοιάζει εγκαταλειμμένο. Σκουπίδια βλέπω μέσα του, ριγμένα σαν έρμαια από τη θάλασσα. Κάτι γάτες είναι εκεί, αλλά κανένας άνθρωπος.
«Αυτό είναι το μέρος,» λέω στους συντρόφους μου.
«Ναι...» μουρμουρίζει ο Νηρέας, με στενεμένα μάτια, κοιτάζοντας τριγύρω.
Η Λουκία λέει: «Πρέπει να το παρακολουθούν συνέχεια, αλλιώς πώς μπορεί να ξέρουν πότε θα έρθεις;»
«Ακριβώς,» συμφωνεί ο Νηρέας. «Πρέπει να το παρακολουθούν. Κάπου εδώ κοντά κρύβονται, τα μιάσματα.»
«Αν όντως είναι τα βατράχια,» τους θυμίζω.
«Αν δεν είναι αυτοί–» αρχίζει ο Νηρέας.
«Ας το ανακαλύψουμε,» τον διακόπτω, τραβώντας το Φιλί της Έχιδνας και βαδίζοντας προς το ψηλό, εγκαταλειμμένο κιβώτιο μεταφοράς.
Με ακολουθούν, βγάζοντας κι αυτοί τα όπλα τους. Ελπίζω να μην είναι κανένας χωροφύλακας της Μεγάπολης εδώ γύρω, γιατί μπορεί να μπλέξουμε έτσι· δεν επιτρέπεται να περιφέρεσαι στην πόλη με όπλα στα χέρια.
Σταματώ μπροστά στο κιβώτιο. Οι γάτες που κάθονται μέσα του στρέφουν τα μάτια τους επάνω μου· δύο απ’αυτές συρίζουν. Πλάι μου, ο Ακατάλυτος συρίζει επίσης. Μάλλον οι κάτοικοι του κιβωτίου δεν γουστάρουν ξένους γάτους στα λημέρια τους...
Ίσως να μην έχουν πρόβλημα με τα ερπετά. Μπαίνω στο κιβώτιο και τους βλέπω να τρέχουν στις σκιερές γωνίες, πίσω απ’τα σκουπίδια. Η Λουκία έρχεται μαζί μου: κι ο Ακατάλυτος: και ο Νικόλαος. Τ’άλλα τρία Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου μένουν στην είσοδο του κιβωτίου, κοιτάζοντας προς τα έξω, περιμένοντας ενέδρα προφανώς.
«Είναι κανείς εδώ;» φωνάζω, κι αισθάνομαι σαν ηλίθιος, γιατί δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το μέρος είναι άδειο από ανθρώπους. Δε μπορεί να κρυφτεί άνθρωπος, μόνο γάτα. «Είναι κανείς εδώ;»
«Γεώργιε!» Η φωνή του Νηρέα, προειδοποιητική. Κίνδυνος!
Αισθάνομαι την Ευθαλία να κινείται νευρικά κάτω απ’το μανίκι μου καθώς στρέφομαι στην είσοδο του κιβωτίου, βαδίζοντας προς τα εκεί, βλέποντας ότι αντίκρυ των τριών Τέκνων έχουν μόλις συγκεντρωθεί καμιά τριανταριά άνθρωποι, με όπλα στα χέρια. Ενεργοβόλα και βαλλίστρες και αγχέμαχα. Ολόκληρη συμμορία.
Κάποιος πηδά ξαφνικά μπροστά τους, ερχόμενος από ένα κοντινό δώμα, πραγματοποιώντας εξωφρενικό άλμα. Ντυμένος με οργανική στολή, προφανώς. Στο πρόσωπό του είναι μια μικρή μάσκα που κρύβει μόνο την επάνω μεριά.
«Οφιομαχητή!» λέει ο Δαμιανός. «Δεν υπάρχει μέρος στην Υπερυδάτια που να είναι πολύ μακρινό για εμένα.»
(«Το έλεγα, δεν το έλεγα;» μουγκρίζει ο Νηρέας.)
«Ούτε τα βάθη του Αβυσσαίου είναι πολύ μακριά από εσένα τώρα, βατράχι!» του αποκρίνομαι, υψώνοντας το βελονοβόλο μου, σημαδεύοντάς τον, ενώ στο άλλο χέρι μου είναι το Φιλί της Έχιδνας, γυαλίζοντας κάτω απ’το φως των μεσημεριανών ήλιων.
Ο Δαμιανός γελά. «Παραδόσου επιτέλους, Οφιομαχητή! Είσαι αποκλεισμένος εδώ–»
«Το ίδιο θα μπορούσες να πεις κι όταν βρισκόμουν κάτω απ’το Οδοντωτό Οχυρό. Αν ήμουν στη θέση σας θα έφευγα όσο είμαι ακόμα ζωντανός!»
«Η φίλη σου θα το μετανιώσει που σε προειδοποίησε για εμάς. Αλλά η δουλειά μας θα γίνει ούτως ή άλλως. Παραδόσου,» φωνάζει, «αλλιώς θα σας ρίξουμε!» δείχνοντας με με το χέρι του.
Τι εννοεί ότι η φίλη μου θα το μετανιώσει που με προειδοποίησε γι’αυτούς; Ποια φίλη μου; Δε μπορεί να εννοεί τη Διονυσία! Έτσι; Έτσι;
Ο Νηρέας μάς λέει: «Καλυφθείτε μες στο κιβώτιο, τώρα!» ενώ έχει υψωμένο το ενεργοβόλο του.
Αλλά δεν προλαβαίνει να τελειώσει τα λόγια του, ούτε κανείς προλαβαίνει να κάνει τίποτα, και κάποιοι άλλοι παρουσιάζονται ξαφνικά βγαίνοντας ανάμεσα από τις αποθήκες της Νήσου Κάλδνης. Κρατάνε όπλα κι αυτοί και ρίχνουν στα βατράχια! Ενεργειακές ριπές εξαπολύονται εναντίον τους, και ηχητικές ριπές, και βέλη. Ο κρότος ενός πυροβόλου αντηχεί.
Τι στους δαίμονες της Έχιδνας συμβαίνει εδώ;
Οι ακόλουθοι του Λοκράθου σαστίζουν καθώς στρέφονται ν’αντιμετωπίσουν τους απρόσμενους εχθρούς τους. Ο Δαμιανός κάνει ακόμα ένα εξωφρενικό άλμα, φεύγοντας από τη μέση, καταλήγοντας πάνω σ’ένα δώμα. Του ρίχνω με το βελονοβόλο μου, αλλά αστοχώ γαμώτο!
Τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου εφορμούν στα βατράχια, με κραυγές, φτάνοντας γρήγορα κοντά τους, αρχίζοντας να μακελεύουν με λεπίδες. Η Λουκία μένει πλάι μου.
Χαλασμός επικρατεί καθώς τώρα παντού άνθρωποι συγκρούονται μ’ανθρώπους. Η Χωροφυλακή δεν μπορεί ν’αργήσει να παρουσιαστεί. Είναι πολύ αποτελεσματικό σώμα ασφαλείας, οι χωροφύλακες της Μεγάπολης, και φημολογείται πως έχουν μάτια σε κάθε δρόμο και κάθε γωνιά (υπερβολή, σίγουρα).
«Ποια φίλη μου;» φωνάζω στον Δαμιανό, βαδίζοντας προς το μέρος του. Έχοντας τραβήξει ενεργειακό πιστόλι, εξαπολύει μια ριπή καταπάνω μου, αλλά σκύβω και την αποφεύγω. «Για ποια φίλη μου μιλούσες; Για τη Διονυσία; Για τη Διονυσία;» Στέκομαι κάτω από το δώμα όπου έχει ανεβεί ο καταραμένος, και τον σημαδεύω ξανά με το βελονοβόλο μου. Τινάζεται και φεύγει: προσγειώνεται σ’ένα άλλο δώμα.
Κάποιος ανόητος μού ορμά από δίπλα, κραυγάζοντας, ανεμίζοντας το σπαθί του για να με χτυπήσει. Το Φιλί της Έχιδνας σπάει το λεπίδι και το κρανίο του μαζί· περνάω πάνω απ’το πεσμένο κουφάρι του και τρέχω πάλι προς τον βατραχοϊερέα – το καταραμένο μίασμα! Τι σχέση μπορεί νάχει με τη Διονυσία; Δεν είναι δυνατόν η Διονυσία να με πρόδωσε!
«Σε ξέρει η Διονυσία;» του φωνάζω. «Σε ξέρει;»
Μου ρίχνει με το ενεργοβόλο του, κι αστοχεί ξανά καθώς τινάζομαι στο πλάι. Του ρίχνω με το βελονοβόλο και αστοχώ κι εγώ. Γαμώτο! κι αυτό ήταν Λευκό Άγαλμα τώρα – ιδανικό για να τον αιχμαλωτίσω, τον γαμημένο, και να τον κάνω να μιλήσει.
«Παραδόσου, Οφιομαχητή, αλλιώς ο αδελφός της θα πεθάνει! Θα πεθάνει!» απειλεί ο Δαμιανός.
Ο αδελφός της; Ο Αρσένιος; Μπορεί ν’αναφέρεται στον Αρσένιο; «Για ποιον αδελφό της λες, βατράχι;»
«Μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις, Οφιομαχητή! Ο Αρσένιος! Ο τυφλός. Τον έχουμε. Και δεν είναι εδώ. Είναι σε ασφαλές μέρος. Παραδόσου, αλλιώς θα πεθάνει! Ρίξε κάτω τα όπλα σου και παραδόσου!»
«Τα ίδια πάλι, γαμημένε;» γρυλίζω. «Δε βάζετε μυαλό ποτέ, μα την Έχιδνα;» Και του ρίχνω ξανά με το βελονοβόλο – το επόμενο δηλητήριο (Ενδότερες Φλόγες) δεν είναι και τόσο καλό για να αιχμαλωτίσεις κάποιον, αλλά τώρα δεν έχω άλλο τρόπο να χτυπήσω το καταραμένο βατράχι εκεί πάνω.
Ο Δαμιανός κάνει να τιναχτεί με τη στολή του, να πηδήσει μακριά, αλλά αυτή τη φορά καταφέρνω να τον πετύχω. Το πραγματοποιεί το υπερφυσικό άλμα του, καταλήγει πάνω σ’έναν εξώστη ενός εργαστηρίου – κι αρχίζει να ουρλιάζει σαν να καίγεται. Οι Ενδότερες Φλόγες είναι μέσα του.
Αλλά βρίσκεται μακριά μου, ο δαίμονας του Λοκράθου – κι εγώ τον θέλω εδώ! Τρέχω προς το εργαστήριο, που είναι κλειστό λόγω μεσημβρίας–
Κάτι με χτυπά στα πόδια – μια ενεργειακή ριπή – γλιστρώ και πέφτω, κουτρουβαλώ στο βρεγμένο πλακόστρωτο. Το βελονοβόλο φεύγει απ’το χέρι μου – γαμήσου! – αλλά το Φιλί της Έχιδνας μένει στη γροθιά μου σαν προέκταση της οργής μου.
Γυρίζω ανάσκελα, ζαλισμένος από το ενεργειακό χτύπημα και την τούμπα, και βλέπω τρία βατράχια νάρχονται προς το μέρος μου – δυο άντρες, μια γυναίκα. Εκείνη κι ο ένας από τους άντρες κρατάνε πιστόλι και σπαθί· ο άλλος άντρας κρατά ρόπαλο που επάνω του ενέργειες τρίζουν και σπινθηροβολούν. Και μερικοί ακόμα τους ακολουθούν – τρεις, τέσσερις.
«Κάντε πίσω, καριόληδες!» αντηχεί μια φωνή. «Έχουμε ολόκληρο στρατό εδώ!» Και κάποιος έρχεται δίπλα μου εξαπολύοντας αμέσως μια ενεργειακή ριπή, χτυπώντας τη γυναίκα, η οποία πέφτει κραυγάζοντας.
Κι ακόμα μια ενεργειακή ριπή εξαπολύεται, χτυπώντας τον άντρα με το πιστόλι, σωριάζοντάς τον κι αυτόν. Ο ροπαλοφόρος έχει μείνει ξαφνικά μόνος, αλλά πίσω του έρχονται οι άλλοι τρεις – ναι, τρεις είναι, τελικά, όχι τέσσερις.
«Κι αναρωτιόμουν πού ήσουν εσύ.» Η ίδια φωνή με πριν, και δεν είναι άγνωστη. Προτού γυρίσω το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω το ξέρω ήδη πως είναι ο Δημήτριος Ζερδέκης. Αλλά δεν μιλά σε μένα τώρα· μιλά στη Διονυσία (!) η οποία στέκεται παραδίπλα μ’ένα ενεργειακό πιστόλι στα χέρια.
«Δεν ήθελε νάρθω μαζί του,» αποκρίνεται στον Δημήτριο.
«Θα μου πείτε μετά τι στις λάσπες του Λοκράθου συμβαίνει εδώ!» γρυλίζω στους δυο φίλους μου, και τινάζομαι όρθιος, ορμώντας στον άντρα με το ενεργειακό ρόπαλο.
Κάνει να με χτυπήσει ο ανόητος. Αποκρούω το όπλο του με το Φιλί της Έχιδνας και τον γρονθοκοπώ καταπρόσωπο με το άλλο χέρι, διαλύοντας το σαγόνι και τον αυχένα του, σκοτώνοντάς τον.
Οι άλλοι τρεις μελλοθάνατοι πλησιάζουν, με σπαθιά στα χέρια. Ένας κρατά πιστόλι επίσης, το οποίο μοιάζει για ηχοβόλο. Το υψώνει αλλά δεν προλαβαίνει να το χρησιμοποιήσει: από δίπλα πετάγεται η Λουκία, τρέχοντας, αρπάζοντάς τον μονοχεριάρι και τινάζοντάς τον πάνω στους συντρόφους του. Ο ένας σκοντάφτει και πέφτει κάτω μαζί του. Με την οργανική στολή, η παλιοπειρατίνα έχει αρχίσει να μιμείται τις τακτικές μου, νομίζω.
Το τελευταίο βατράχι που στέκεται όρθιο μπροστά μας γυρίζει και τρέχει να φύγει. Η Λουκία εκτοξεύει ένα στροβιλιζόμενο ξιφίδιο καταπάνω του, βρίσκοντάς τον στη ράχη. Οι άλλοι δυο προσπαθούν να ορθωθούν· αλλά, καθώς τα κεφάλια τους σηκώνονται, αμέσως φεύγουν απ’τους ώμους τους. Το Φιλί της Έχιδνας τα κόβει το ένα μετά το άλλο, τινάζοντας πίδακες αίματος στον αέρα.
Στρέφομαι στο κλειστό εργαστήριο, όμως δεν έρχονται πια κραυγές από τον εξώστη του. Ούτε από το εσωτερικό του. Πού είναι ο Δαμιανός; Αφουγκράζομαι, αφουγκράζομαι επίμονα. Αν έχει τον Αρσένιο αιχμάλωτο, τότε θα πιάσω εγώ αυτόν αιχμάλωτο, μα την Έχιδνα! Πού είναι, ο καταραμένος;
–Αυτά τα ουρλιαχτά:
Προς τα εκεί!
Στρέφω τη ματιά μου στην ταράτσα μιας αποθήκης, και τον βλέπω να χτυπιέται, κουλουριασμένος, καθώς οι Ενδότερες Φλόγες καίνε το αίμα του. Πρέπει να πήδησε από τον εξώστη, πρέπει να τα κατάφερε παρότι είχε το δηλητήριο μέσα του.
Τρέχω να τον προλάβω.
Δε βλέπω καμιά σκάλα στο πλάι της αποθήκης, γαμώτο. Πώς θ’ανεβώ στην οροφή της; Υπάρχουν σκάλες στο εσωτερικό; Πρέπει να υπάρχουν! Θηκαρώνοντας το Φιλί της Έχιδνας (έχω αφήσει το βελονοβόλο μου εκεί όπου έπεσε, δεν το έχω πιάσει ακόμα), σπρώχνω την κλειστή, διπλή πόρτα της αποθήκης και με τα δύο χέρια, ασκώντας όλη μου τη δύναμη.
«Τι κάνεις, Γεώργιε;» μου φωνάζει ο Δημήτριος. «Πρέπει να την κοπανήσουμε – θα πλακώσει η Χωροφυλακή!»
Η πόρτα ανοίγει μπροστά μου καθώς η κλειδαριά της σπάει και οι μεντεσέδες της φεύγουν από τη θέση τους. Το εσωτερικό της αποθήκης είναι σκοτεινό, τα παράθυρά της κλειστά από μέσα, με παντζούρια. Τα ουρλιαχτά του Δαμιανού αντηχούν από πάνω. Πρέπει να βιαστώ, προτού μου φύγει ξανά!
Τραβάω τον φακό από την κάπα μου, τον ανάβω, και περνάω το κατώφλι, φωτίζοντας τα σκοτάδια: κιβώτια σκεπασμένα με καμβάδες και πλαστικά, αλυσίδες, άγκυρες– Πού στις λάσπες του Λοκράθου είναι η σκάλα;
«Γεώργιε!» μου φωνάζει ξανά ο Δημήτριος.
Τον αγνοώ και συνεχίζω να βαδίζω μες στην αποθήκη, φωτίζοντας–
Νάτη! Εκεί είναι. Μια στριφτή, ξύλινη σκάλα που ανεβαίνει προς το ταβάνι. Την πλησιάζω και, δίχως καθυστέρηση, πατάω στα σκαλοπάτια της, το ένα μετά το άλλο.
«Γεώργιε! Δε μ’ακούς, γαμώ τ’αφτιά του Λοκράθου γαμώ;» Ο Δημήτριος μ’ακολουθεί από κάτω, και μαζί με τα δικά του βήματα έρχονται κι άλλα. Της Διονυσίας, μάλλον, και της Λουκίας.
Φτάνω στην κορυφή της σκάλας και συναντώ μια κλειστή καταπακτή, κλειδωμένη με λουκέτο από μέσα. Πιάνω τον φακό μου με τα δόντια και τη σπρώχνω προς τα πάνω, με το ένα χέρι. Το λουκέτο σπάει και η καταπακτή πετάγεται.
Ανεβαίνω στην οροφή της αποθήκης, αφήνοντας τον φακό μου να πέσει, νιώθοντας τον θαλασσινό αγέρα να με χτυπά, αλμυρός. Αντίκρυ μου βλέπω τον Δαμιανό, αλλά δεν είναι μόνος τώρα. Μια γυναίκα είναι εδώ μαζί του – ντυμένη κι αυτή με οργανική στολή κάτω απ’την κάπα της, νομίζω – και τον βοηθά να ορθωθεί, καθώς εκείνος ακόμα χτυπιέται και ουρλιάζει.
«Έρχεται!» λέει η γυναίκα αντικρίζοντάς με με μάτια γουρλωμένα. «Ο Οφιομαχητής!» Τους έχω τρομοκρατήσει, τους γαμημένους, πάλι. Κι έχω την εντύπωση ότι αυτή η τύπισσα δεν μου είναι άγνωστη. Πού την έχω ξαναδεί; Κάπου ανάμεσα στους ακόλουθους του Λοκράθου, αναμφίβολα. «Έλα, Δαμιανέ, πήδα μαζί μου – πήδα!»
Εκτοξεύω το Φιλί της Έχιδνας καταπάνω της, κραυγάζοντας. Η λεπίδα στροβιλίζεται στον αέρα, στραφταλίζοντας στο φως των ήλιων. Η γυναίκα ουρλιάζει καθώς χτυπιέται και πέφτει με το σπαθί καρφωμένο στο στήθος της. Αίματα τινάζονται παντού.
Ο Δαμιανός μοιάζει σαστισμένος.
Πηδάω και τον αρπάζω με το ένα χέρι προτού προλάβει να μου ξεφύγει ξανά· τον τραβάω από τα ρούχα του, κολλώντας τον στο έδαφος. «Τώρα εσύ είσαι αιχμάλωτός μου, βατράχι!» γρυλίζω, και τον γρονθοκοπώ καταπρόσωπο, ελαφρά – δε θέλω να τον σκοτώσω – ρίχνοντάς τον αναίσθητο.
Ξεκαρφώνω το Φιλί της Έχιδνας από το κουφάρι της γυναίκας.
«Γεώργιε!» Ο Δημήτριος έχει ανεβεί στην ταράτσα. «Τι σκατά κάνεις, ρε, εκεί; Πάμε να φύγουμε, σου λέω! Θα πλακώσει η Χωροφυλακή και θα δούμε την Έχιδνα νύφη! Τι σκατά κάνεις;»
Σηκώνω τον λιπόθυμο Δαμιανό στον ώμο. «Ναι,» αποκρίνομαι. «Πάμε.»
«Σκοπεύεις να τον πάρεις μαζί σου;»
«Ναι.» Βαδίζω προς την καταπακτή, καθώς και η Διονυσία τώρα ανεβαίνει από εκεί. «Κάτω,» της λέω. «Κάτω.» Διακρίνω και τη Λουκία από πίσω της. «Τελειώσαμε εδώ.»
Δε φέρνουν αντίρρηση· κατεβαίνουν στην αποθήκη ξανά, όλοι, ο ένας μετά τον άλλο, στη σειρά, καθώς η σκάλα είναι πολύ στενή για να χωρέσουν δυο άνθρωποι πλάι-πλάι. Τους ακολουθώ αφού παίρνω τον φακό μου από κάτω (δεν έχει σπάσει). Παρατηρώ πως κι ο Ακατάλυτος είναι εδώ, κοντά στα πόδια της αφέντρας του.
«Τι έκανες εκεί πάνω;» με ρωτά η Λουκία.
«Ήθελα αυτόν τον καταραμένο,» αποκρίνομαι, χτυπώντας το πόδι του Δαμιανού καθώς εξακολουθώ, φυσικά, να τον έχω ριγμένο στον ώμο. «Θα μας χρειαστεί. Έλεγε πως έχει αιχμάλωτο τον Αρσένιο.» Κοιτάζω τη Διονυσία, ερωτηματικά.
«Με συγχωρείς, Γεώργιε,» μου λέει εκείνη, και βλέπω δάκρυα να γυαλίζουν στις άκριες των ματιών της. «Δεν είχα άλλη επιλογή· έπρεπε να σε οδηγήσω εδώ, αλλιώς θα τον σκότωναν! Θα τον σκότωναν!»
Τα πάντα αρχίζουν να βγάζουν κάποιο νόημα τώρα. Η Διονυσία μάλλον μου είπε ψέματα για εκείνο τον μυστηριώδη άγνωστο. Τα βατράχια την εκβίαζαν, έχοντας αρπάξει τον αδελφό της.
«Πολύ φοβάμαι ότι μπορεί ακόμα να τον σκοτώσουν,» της λέω. «Αλλά δεν θα τους αφήσουμε. Έχουμε αυτόν τον καριόλη, και θα τον κάνουμε να μιλήσει,» καθώς βαδίζω προς τη σπασμένη είσοδο της αποθήκης και με ακολουθούν, προχωρώντας ολόγυρά μου. «Ξέρεις ποιος είναι αυτός;»
«Ποιος;»
«Ο Δαμιανός, ο βατραχοϊερέας.» Το μίασμα! συρίζει μια δαιμονική φωνή μέσα μου, η οποία αναρωτιέμαι από πού να ήρθε. Πάλι τα ίδια, γαμώτο!
Βγαίνω από την αποθήκη και απέξω αντικρίζω τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου, πιτσιλισμένα με αίμα που πάω στοίχημα ότι το περισσότερο δεν είναι δικό τους. Στα χέρια τους κρατάνε όπλα ακόμα, παρότι η συμπλοκή φαίνεται νάχει τελειώσει. Μαζί τους είναι και κάποιοι άλλοι: Για μισθοφόροι φαίνονται, και μπροστά τους στέκεται μια γυναίκα ντυμένη με κράνος και αλεξίσφαιρη πανοπλία με αλυσιδωτή επένδυση. Στο ένα γαντοφορεμένο χέρι βαστά ξίφος με λάμα ματωμένη.
«Πού είσαι, ρε μαλάκα;» λέει, και προς στιγμή έχω την εντύπωση ότι αναφέρεται σ’εμένα· αλλά δεν κοιτάζει εμένα: κοιτάζει τον Δημήτριο δίπλα μου. «Θα πλακώσει η Χωροφυλακή και θα γίνει της πουτάνας. Πού νομίζεις ότι βρίσκεσαι; Στη γαμημένη την Κιρβιάδα; Κακώς σε περιμένω! Δε θα σε περίμενα άμα δεν ήθελα και το υπόλοιπο της πληρωμής και δεν ήσουν Ζερδέκης.»
«Τώρα εδώ είμαι,» της αποκρίνεται ο Δημήτριος. «Πάμε! Ελάτε μαζί μας, Γεώργιε. Ελάτε. Έχουμε υδατόχημα. Ελάτε.»
Τους ακολουθώ, και τα Τέκνα, η Λουκία, κι η Διονυσία ακολουθούν εμένα.
«Τα μιάσματα τράπηκαν σε φυγή, Οφιομαχητή, μόλις είδαν τα σκούρα!» μου λέει ο Νικόλαος, με τα μάτια του να γυαλίζουν φανατικά. «Αλλά σκοτώσαμε όσους περισσότερους βατράχους μπορούσαμε! Σβήσαμε ένα μέρος της πανούκλας τους από τούτη την ηπειρόνησο!»
Ελπίζω τώρα να μην τους μπαίνουν τίποτα περίεργες ιδέες – όπως να «καθαρίσουν» και την Κεντρυδάτια. Καταπολεμώ την οργή μου με τις διδαχές του Γέρου του Ανέμου.
Αν και, πραγματικά, σκέφτομαι, τα μιάσματα δεν θα έπρεπε να εξαλειφθούν και από τούτη την ηπειρόνησο και από τις άλλες δύο; Δες τι κάνουν, οι καταραμένοι! Αρπάζουν κόσμο, εκβιάζουν κόσμο. Πρέπει να εξολοθρευτούν – όλοι!
Παίρνω τον έλεγχο των σκέψεών μου ξανά. Αυτές δεν είναι δικές μου σκέψεις, μα την Έχιδνα. Είναι... είναι – δεν ξέρω! Της ίδιας της Έχιδνας, ίσως. Της Φαρμακερής Κυράς. Είναι σχεδόν σαν κάποιος, ή κάτι, να τις στέλνει στο μυαλό μου.
Ή έχω αρχίσει να τρελαίνομαι.
Ή είναι μέρος της οργής μου.
Το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου κρατά μακριά όλες τις δηλητηριώδεις επιδράσεις του νου.
Περνάμε ανάμεσα από αποθήκες και εργαστήρια και φτάνουμε μπροστά σ’ένα υδατόχημα που μας περιμένει πλάι σε μια προβλήτα: ένα αρκετά μεγάλο τετράκυκλο που οι πλωτήρες του το κρατάνε πάνω από την επιφάνεια του νερού. Οι μισθοφόροι μπαίνουν πρώτοι μαζί με τον Δημήτριο, και μετά μπαίνουμε κι εμείς. Το εσωτερικό είναι συνωστισμένο. Ένας απ’αυτούς κάθεται ήδη στο τιμόνι – ένας που δεν ακολούθησε τους άλλους στη μάχη, προφανώς – και ξεκινά αμέσως τις μηχανές του οχήματος. Φεύγουμε από τη νήσο Κάλδνη σαν ήδη να έχουμε τη Χωροφυλακή στο κατόπι μας, αν και από τα παράθυρα δεν βλέπω κανέναν να μας κυνηγά. Η συμπλοκή δεν κράτησε περισσότερο από μερικά λεπτά. Μερικά λεπτά φρενιασμένου μακελειού. Είμαι σίγουρος ότι έχουμε αφήσει πίσω μας έναν ολόκληρο δρόμο γεμάτο πτώματα, αίματα, και σπασμένα όπλα.
Η αρχηγός των μισθοφόρων βγάζει το κράνος της, αποκαλύπτοντας σγουρά μαύρα μαλλιά, κοντοκουρεμένα πάνω στο λευκόδερμο κεφάλι της. Τα μάτια της με κοιτάζουν. «Κανονικά, δεν έπρεπε νάχα έρθει ύστερα από κείνη την προηγούμενή μας συνάντηση,» μου λέει, «όσο κι αν με πλήρωνε ένας Ζερδέκης... Οφιομαχητή.»
«Συγνώμη; Γνωριζόμαστε από κάπου;» Πραγματικά, δεν μου θυμίζει τίποτα η τύπισσα.
«Ξεχνάς εύκολα, ε;»
Η οργή μου με ωθεί να την αρπάξω απ’τον λαιμό και να την κοπανήσω, αλλά η σύνεση των ανέμων με γλιτώνει από τέτοια ανοησία. «Ποια είσαι, και πού σ’έχω ξανασυναντήσει;»
Ο Δημήτριος μού λέει: «Ονομάζεται Αικατερίνη. Ήταν τζογαδόρος παλιά–»
Εκείνη αναποδογυρίζει τα μάτια. «Διαφημίσεις...» μουρμουρίζει.
«–Την είχες συναντήσει στην Κιρβιάδα, τότε που είχες πρωτοέρθει εκεί μαζί μου, τότε που έψαχνες για το χαμένο πλοίο σου και σε πήγαινα σε γνωστούς μου στα λιμάνια της πόλης.»
«Δεν τη θυμάμαι,» λέω. «Ειλικρινά.»
«Την είχες αρπάξει απ’τον λαιμό όταν σου είπε ότι δεν ήξερε τίποτα για το καταποντισμένο πλοίο.»
«Αα...» κάνω, καταλαβαίνοντας τώρα. «Με συγχωρείς,» της λέω. «Ήμουν λιγάκι... εκτός ελέγχου εκείνο τον καιρό. Και η αλήθεια είναι ότι δεν θυμάμαι καθόλου το περιστατικό.»
«Παραλίγο να με σκοτώσεις!»
«Τόσο άσχημα;»
Ο Δημήτριος χαμογελά. «Η Αικατερίνη υπερβάλλει–»
«Τι υπερβάλλω, ρε μαλάκα; Με κοπανούσε πάνω στον γαμημένο τοίχο!»
«Και ποιος σε βοήθησε;»
«Τι θες τώρα, ευχαριστίες; Εσύ μού τον είχες κουβαλήσει!»
«Τέλος πάντων! Περασμένα-ξεχασμένα, έτσι;»
Η Αικατερίνη τον αγριοκοιτάζει.
«Έτσι;» επιμένει εκείνος.
«Ας πούμε,» του λέει. «Επειδή θέλω να πληρωθώ.»
«Το ξέρω πως είσαι λογική γυναίκα,» μειδιά ο Δημήτριος, κι ανάβει τσιγάρο.
Μέσα στο απόγευμα, έφυγαν από τη Νερκάλη με το τετράκυκλο όχημα του Γρηγόριου, το οποίο ήταν αρκετά μεγάλο για να τους χωρά όλους με άνεση. Στο τιμόνι καθόταν ο ίδιος ο Γρηγόριος· πλάι του καθόταν η Όλγα, παριστάνοντας τη σύζυγό του· πίσω τους ήταν κουλουριασμένο το Γερό Φίδι, που είχαν αποφασίσει να παριστάνει τον δούλο του Γρηγόριου (να κουβαλά πράγματα και τα λοιπά – ο Οφιομαχητής υποσχέθηκε ότι θα φρόντιζε να συνεννοείται μαζί του)· και ακόμα πιο πίσω, στην κλειστή καρότσα του οχήματος, κάθονταν ο Γεώργιος και ο Νάθλεδιρ, αντικριστά, οπλισμένοι, παριστάνοντας τους μισθοφόρους του Γρηγόριου που η δουλειά τους ήταν να τον προστατεύουν. Ανάμεσά τους, τυλιγμένα σε δέρματα και υφάσματα, ήταν διάφορα ξυλόγλυπτα. Έργα τέχνης που ο Γρηγόριος υποτίθεται ότι είχε προς πώληση, καθότι «έμπορος και εκτιμητής».
«Θ’ακολουθήσουμε τη διαδρομή που ακολουθούν συνήθως οι ταξιδιώτες από Νερκάλη προς Συμπολιτεία των Ποταμών,» τους είχε εξηγήσει, και τους είχε δείξει την πορεία επάνω σ’έναν χάρτη. Περνούσε, φυσικά, μέσα από τους Ανεμότοπους, και η Όλγα αισθανόταν έναν κάποιο ενθουσιασμό γιατί μάλλον θα έβλεπαν ιστιότροχα πηγαίνοντας από εκεί. Είχε ακούσει γι’αυτά, είχε δει και φωτογραφίες τους, αλλά ποτέ δεν τα είχε αντικρίσει στην πραγματικότητα. Και ίσως να συναντούσαν ακόμα και την Ανεμόπολη εκεί πέρα! Μια πόλη-ιστιότροχο που μετακινιόταν με πανιά επάνω στις μεγάλες, ανεμοδαρμένες πεδιάδες.
Το τετράκυκλο όχημα άφησε πίσω του τη Νερκάλη σηκώνοντας σκόνη γύρω από τους ατρακτοειδείς τροχούς του, ενώ τα χρώματα του περιβάλλοντος σκούραιναν με ταχύ ρυθμό. Το φθινόπωρο πλησίαζε στο τέλος του, ο χειμώνας ήταν κοντά, και οι νύχτες μεγάλωναν.
«Η απόσταση δεν είναι και τόσο μακρινή, αντικειμενικά,» τους είχε πει ο Γρηγόριος. «Περίπου εκατόν-είκοσι χιλιόμετρα μέχρι τα σύνορα της Συμπολιτείας των Ποταμών. Θα έχουμε φτάσει ώς το βράδυ.»
Της Όλγας, όμως, μια τέτοια απόσταση δεν της φαινόταν μικρή.
Ο Γεώργιος, αντιθέτως, δεν είχε παραξενευτεί από τα λόγια του πράκτορα. Στις ηπειρονήσους της Υπερυδάτιας οι αποστάσεις, γενικά, δεν ήταν μεγάλες όπως σε άλλες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος, και η Μικρυδάτια ήταν η μικρότερη από τις ηπειρονήσους. Ή, τουλάχιστον, έτσι έλεγαν. Ο Γεώργιος δεν ήταν σίγουρος ότι η Μικρυδάτια ήταν όντως πιο μικρή από την Ιχθυδάτια – αν και, ομολογουμένως, δεν είχε ποτέ ενδιαφερθεί τόσο γι’αυτό ώστε να τις μετρήσει επάνω στους χάρτες. Πάντως, η Μικρυδάτια έμοιαζε πιο μικρή, από το σχήμα της και μόνο. Πιο... μαζεμένη από την Ιχθυδάτια, αναμφίβολα.
«Αποδώ και πέρα,» τους είπε τώρα ο Γρηγόριος, «απλώνονται οι Ανεμότοποι.»
Μπροστά τους, ενώ στοίχημα ήταν αν είχαν διανύσει πέντε χιλιόμετρα νότια της Νερκάλης, ανοίγονταν πεδιάδες χωρίς κανένα εμπόδιο. Φαινόταν να εκτείνονται ώς εκεί όπου το μάτι μπορούσε ν’αγναντέψει. Μονάχα χαμηλή βλάστηση υπήρχε εδώ· τίποτα πιο ψηλό. Και τα σκαμπανεβάσματα του εδάφους ήταν ελάχιστα. Στα δυτικά, ολοένα και πιο μακριά έτσι όπως οδηγούσε ο Γρηγόριος, διακρίνονταν οι ακτές της Μικρυδάτιας και η θάλασσα. Πουλιά φτεροκοπούσαν στον ουρανό, κρώζοντας.
Το τετράκυκλο όχημα, που ήταν φτιαγμένο για ταξίδια στην ύπαιθρο, κυλούσε με άνεση πάνω στους ανοιχτούς τόπους, κατευθυνόμενο νότια και ανατολικά. Σύντομα, έχασαν από τα μάτια τους τις ακτές. Γύρω τους ήταν μια θάλασσα από γη. Πραγματικά, οι πεδιάδες, έτσι όπως απλώνονταν μες στο αυξανόμενο σκοτάδι του δειλινού, θύμιζαν ωκεανό. Απόμακρα, προς τα ανατολικά, ψηλά βουνά φαίνονταν. Τα Υσκάρια Όρη, καταλάβαιναν η Όλγα και ο Γεώργιος. Δε μπορεί να ήταν τίποτ’ άλλο.
Έξω από το όχημα, δυνατοί άνεμοι σφύριζαν και βούιζαν, κάνοντας τα κρύσταλλα των παραθύρων του να τρίζουν. «Έχει πολύ αέρα απόψε, ε;» είπε η Όλγα.
«Μπα, όχι,» αποκρίθηκε ο Γρηγόριος. «Πρέπει να δεις τι αέρηδες σηκώνονται καμιά φορά σε τούτα τα μέρη. Μπορούν ν’αναποδογυρίσουν τα ελαφριά οχήματα.»
Και αντίκρισαν και ιστιότροχα.
Στην αρχή, διέκριναν μόνο τα πανιά τους· και, πραγματικά, θα νόμιζες ότι ήταν καράβια που έπλεαν στην ξηρά! σκέφτηκε ο Γεώργιος. Μετά, όμως, όταν βρέθηκαν πιο κοντά στα ιστιότροχα, είδαν και τους τροχούς τους. Τα μεγάλα ιστία έσπρωχναν τα οχήματα στις ανοιχτές, ανεμοδαρμένες εκτάσεις, κάνοντάς τα να κινούνται με αξιοσημείωτη ταχύτητα. Επάνω στα ιστιότροχα άνθρωποι ήταν καθισμένοι. Ντόπιοι. Κουκουλωμένοι με κάπες. Οπλισμένοι. Με ληστές έμοιαζαν, μα δεν έκαναν να επιτεθούν στο όχημα του πράκτορα της Νερκάλης.
Οι Ανεμότοποι δεν ήταν ερημιές. Υπήρχαν φυλές που κατοικούσαν εδώ. Είχαν και χωριά. Τα οικοδομήματά τους ήταν χαμηλά, φτιαγμένα από πέτρα και χώμα, τρύπες σχεδόν. Δεν τα έβλεπες εύκολα από μακριά, σαν να προσπαθούσαν να σκύψουν για να κρυφτούν μέσα στο ανοιχτό τοπίο. Ή σαν να προσπαθούσαν να προφυλαχτούν από τους ισχυρούς ανέμους που φυσούσαν. Γιατί αυτός ήταν, φυσικά, ο λόγος για τέτοιου είδους αρχιτεκτονική, όπως είπε ο Γρηγόριος στους συντρόφους του. Ψηλότερα οικοδομήματα που δεν ήταν πολύ καλά φτιαγμένα θα γκρεμίζονταν όταν φυσούσαν οι αληθινά δυνατοί άνεμοι.
«Πολυκατοικίες, όμως, σαν της Νερκάλης σίγουρα δεν θα έπεφταν,» είπε η Όλγα. «Δεν μπορεί.»
«Ναι,» συμφώνησε ο Γρηγόριος, «πολυκατοικίες σαν της Νερκάλης δεν θα έπεφταν. Αλλά οι κάτοικοι ετούτων των περιοχών δεν είναι τόσο πλούσιοι για να χτίσουν τέτοια οικοδομήματα. Και ακόμα και η Νερκάλη θα είχε πολλά προβλήματα αν τη χτυπούσαν οι άνεμοι που χτυπάνε τους Ανεμότοπους. Δε θα μπορούσες εύκολα να κυκλοφορείς στους δρόμους, όπως τώρα εκεί όπου βρίσκεται.»
«Ολόκληρες οι νότιες ακτές της Μικρυδάτιας πλήττονται από σφοδρούς αέρηδες και καταιγίδες, έτσι δεν είναι;» είπε ο Γεώργιος, που το ήξερε απ’αυτά που είχε ακούσει στα ταξίδια του και από τις προειδοποιήσεις και σημειώσεις που είχε διαβάσει επάνω σε ναυτικούς χάρτες.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Γρηγόριος, «αλλά όχι όπως οι Ανεμότοποι. Οι χειρότεροι άνεμοι έρχονται στη Μικρυδάτια από τα νοτιοδυτικά, όχι από τα νότια όπως λένε κάποιοι θαλασσοπόροι. Όμως τους ναυτικούς δεν τους ενδιαφέρουν οι Ανεμότοποι – τους ενδιαφέρουν, πολύ περισσότερο, τα λιμάνια στις νότιες ακτές – τα λιμάνια της Συμπολιτείας των Ποταμών, η Σιρκόβη, η Ερνέγη – γι’αυτό κιόλας διαδίδουν τέτοιες φήμες. Όχι πως, βέβαια, και οι νότιες ακτές δεν πλήττονται συχνά από ισχυρούς ανέμους και θύελλες. Πλήττονται, και οι ντόπιοι πρέπει να παίρνουν τα μέτρα τους. Όμως τα πράγματα είναι πέντε φορές χειρότερα εδώ, στους Ανεμότοπους, πιστέψτε με· και προσευχηθείτε όλοι να μην πέσουμε σε καταιγίδα σε τούτα τα μέρη όσο τα διασχίζουμε, γιατί ακόμα και τούτο το όχημα έχω αμφιβολίες ότι θ’αντέξει.»
«Τι κάνουν οι οδηγοί των ιστιότροχων όταν έρχονται καταιγίδες;» ρώτησε ο Γεώργιος, από περιέργεια.
«Κατεβάζουν τα πανιά και ασφαλίζουν τους τροχούς ώστε να μην κινούνται, και κρύβονται πίσω ή κάτω απ’τα οχήματα. Τα ιστιότροχα είναι συνήθως χαμηλά, αν εξαιρέσεις τα ιστία τους, και ο λόγος είναι οι άνεμοι και οι καταιγίδες· όσο πιο χαμηλά είσαι, τόσο πιο προστατευμένος είσαι. Οι ντόπιοι, επίσης, βάζουν πολλές φορές πέτρες μες στα ιστιότροχα για ν’αυξήσουν το βάρος τους, και να μην τα αναποδογυρίσει ο αέρας.»
«Και η Ανεμόπολη;» ρώτησε η Όλγα, που ετούτοι οι τόποι της έμοιαζε να έχουν βγει από παραμύθι – αλλά, πραγματικά, δεν θα ήθελε να πέσει σε καταιγίδα εδώ, έτσι όπως τις περιέγραφε ο πράκτορας του Άρχοντα της Νερκάλης.
«Η Ανεμόπολη είναι ένα πελώριο όχημα,» αποκρίθηκε ο Γρηγόριος, «με εκατοντάδες ανθρώπους επάνω. Δεν κινδυνεύει να ανατραπεί. Αλλά ακόμα κι αυτή κλείνει τα πανιά της όταν έρχεται θύελλα.»
Ύστερα από δύο ώρες ταξίδι βρίσκονταν πλέον πολύ βαθιά μέσα στους Ανεμότοπους. Οι ακτές ήδη δεν φαίνονταν καθόλου, και τώρα ούτε και τα Υσκάρια Όρη. Όπου κι αν κοίταζες εκτείνονταν ανοιχτές πεδιάδες με χαμηλή βλάστηση σε μερικά σημεία. Και δεδομένου ότι ήταν νύχτα, και μόνο το φεγγάρι φώτιζε τους τόπους εκτός από τους προβολείς του τετράκυκλου του Γρηγόριου, τα πάντα έδιναν ακόμα περισσότερο την εντύπωση ωκεανού. Δε θα μπορούσαν να προσανατολιστούν αν δεν υπήρχε πυξίδα επάνω στην κονσόλα του οχήματος.
Η Όλγα είδε προς τα νότια κάτι που της τράβηξε την προσοχή. «Ιστία είναι αυτά;» ρώτησε, δείχνοντας. «Τόσα πολλά ιστία;»
«Η Ανεμόπολη,» είπε ο Γρηγόριος.
«Σοβαρά;» Η Όλγα χαμογέλασε. «Πάμε προς τα κει να τη δούμε!»
«Δεν έχουμε λόγο να κατευθυνθούμε νότια.» Ο πράκτορας του Άρχοντα οδηγούσε με ανατολική κατεύθυνση τώρα.
«Ούτε για λίγο; Απλά για να ρίξουμε μια ματιά!»
«Δεν είναι και τόσο κοντά όσο νομίζεις. Τα πανιά της φαίνονται από μεγάλες αποστάσεις· είναι πελώρια. Απέχει από εμάς τουλάχιστον καμιά δεκαριά χιλιόμετρα, υπολογίζω.»
«Έλα τώρα! Πάμε να τη δούμε!»
Ο Γρηγόριος τη λοξοκοίταξε. «Δεν κάνουμε τουρισμό, ξέρεις.»
«Είμαι γυναίκα σου, δεν είμαι; Δε θα μου κάνεις τη χάρη;» είπε επίμονα η Όλγα.
«Συγνώμη, αγάπη μου, αλλά βιαζόμαστε.»
Το όχημα συνέχισε να κυλά προς τα ανατολικά, διασχίζοντας ανοιχτούς τόπους. Η νύχτα βάθαινε. Τίποτα δεν έμοιαζε ν’αλλάζει τριγύρω· ή, μάλλον, ελάχιστα πράγματα άλλαζαν, μόνο αν παρατηρούσες. Αν δεν παρατηρούσες μπορούσες να νομίσεις ακόμα κι ότι δεν κινιόσουν καν.
Ο Γρηγόριος, πατώντας δυο κουμπιά στην κονσόλα του οχήματος, έβαλε μουσική να παίζει: Αφυδατωμένοι Ναύτες, Θάλασσες και Θάλασσες Ατέρμονες. «Για να μη με πάρει ο ύπνος,» είπε. «Είναι εύκολο να σε πάρει ο ύπνος εδώ πέρα ενώ οδηγείς.»
Το Γερό Φίδι είχε ήδη αποκοιμηθεί πίσω από τον πράκτορα του Άρχοντα της Νερκάλης και την Όλγα. Το ελαφρύ ροχαλητό του θύμιζε σύριγμα ερπετού.
Η Ευθαλία ήταν κουλουριασμένη μες στο μανίκι του Γεώργιου, ήσυχη, κοιμισμένη κι αυτή, αλλά όχι εξαιτίας του τοπίου φυσικά. Τα μάτια του Οφιομαχητή ήταν, ως συνήθως, ορθάνοιχτα. Και ούτε ο Νάθλεδιρ κοιμόταν· ετούτα τα μέρη τον έκαναν να αισθάνεται νευρικός. Ήταν τελείως διαφορετικά από το Δάσος των Ψυχών όπου είχε μεγαλώσει. Ακόμα κι η Νερκάλη έμοιαζε περισσότερο με το Δάσος των Ψυχών. Ναι, ήταν μια πελώρια πόλη, αλλά υπήρχαν κρυψώνες όχι και τόσο διαφορετικές από των δασότοπων. Εδώ, όμως, σ’αυτούς τους Ανεμότοπους, ήσουν εκτεθειμένος. Και δεν του άρεσε τούτη η αίσθηση. Ο Νούρκας ο Περιπλανώμενος με διδάσκει, σκέφτηκε ο Νάθλεδιρ. Θα είμαι σοφός όταν επιστρέψω στο Δάσος των Ψυχών.
Ακόμα μια ώρα πέρασε και έφτασαν στις όχθες ενός μεγάλου ποταμού.
«Ο ποταμός Σελκόνης;» ρώτησε ο Γεώργιος.
«Ναι,» είπε ο Γρηγόριος, κι έκλεισε το ηχοσύστημα (που τώρα έπαιζε Ατέρμονες Νυκτοπορίες – Ελάσσονες Ανεμοβούβαλοι, ένα κλασικό συγκρότημα από τη διάσταση της Σεργήλης). «Τα δυτικά σύνορα της Συμπολιτείας των Ποταμών. Εδώ οι Ανεμότοποι τελειώνουν.» Και, πράγματι, έξω απ’το όχημά τους οι αέρηδες δεν ακουγόταν να σφυρίζουν και να ουρλιάζουν όπως πριν, ούτε τα τζάμια του οχήματος έτριζαν πλέον.
Ο Γρηγόριος οδηγούσε προς μια γέφυρα, τώρα, η οποία δρασκέλιζε τον πλατύ ποταμό και ήταν φωτισμένη με ενεργειακά φώτα μες στη νύχτα. Και φανερά φρουρούμενη, επίσης. Στην αρχή της κυμάτιζε μια σημαία με το έμβλημα της Συμπολιτείας των Ποταμών: ένα στέμμα ανάμεσα σε τέσσερις ποταμούς.
«Το όχημά μας,» είπε ο Γρηγόριος, «είναι πλωτό. Θα μπορούσαμε να κολυμπήσουμε πάνω στον ποταμό και να τον διασχίσουμε έτσι. Αλλά οι φύλακες της Συμπολιτείας θα μας εντόπιζαν και θα μας σταματούσαν για έλεγχο, θεωρώντας μάλιστα την κίνησή μας ύποπτη. Επομένως, καλύτερα να πάμε από εκεί που πηγαίνουν οι περισσότεροι απλοί ταξιδιώτες.»
Σταμάτησε τους τροχούς του μπροστά από τη γέφυρα, καθώς οι φρουροί της του έκαναν νόημα να μη συνεχίσει. Ήταν οπλισμένοι με τουφέκια και βαλλίστρες, φορούσαν κράνη και πανοπλίες. Κοντά τους ήταν ένα πέτρινο φυλάκιο κι ένα βαρύ εξάτροχο όχημα με κανόνι επάνω. Μπορεί στην Υπερυδάτια τα πυροβόλα να υπολειτουργούσαν εδώ και πολλά χρόνια, αλλά δεν ήταν άχρηστα ακόμα, και λίγοι ρίσκαραν να χτυπηθούν από αυτά όταν μπορούσαν να το αποφύγουν.
Ο Γρηγόριος άνοιξε το παράθυρό του και είπε στους δύο φρουρούς που πλησίαζαν: «Έμπορος είμαι, κι εκτιμητής έργων τέχνης. Από τη Νερκάλη έρχομαι.»
«Έχεις εμπόρευμα μαζί σου;» ρώτησε ο πιο χοντρός από τους δύο άντρες.
«Ελάχιστο. Κάτι ξυλόγλυπτα.»
«Πρέπει να τα δούμε.»
«Ασφαλώς. Ελάτε από την πίσω πόρτα.» Και σηκώθηκε από τη θέση του, πηγαίνοντας πίσω, στην καρότσα, όπου κάθονταν ο Γεώργιος και ο Νάθλεδιρ. Το Γερό Φίδι είχε τώρα ξυπνήσει, και κοίταζε με περιέργεια, σιωπηλό. Ο συγγενής-κι-Αφέντης του έμοιαζε ήρεμος, επομένως δεν υπήρχε λόγος για ανησυχία, σκεφτόταν.
Οι φρουροί του Πολιτοβασιλέα ήρθαν στην πίσω μεριά του οχήματος καθώς ο Γρηγόριος τούς άνοιγε την πόρτα. Κοίταξαν στο εσωτερικό.
«Τι είν’ αυτοί;» ρώτησε ο χοντρός. «Κι ο ερπετοειδής; Μα την Έχιδνα, είναι άποδος – έχει ουρά!»
«Μη θορυβήστε,» είπε ο Γρηγόριος βγαίνοντας από το όχημα. «Οι μαυρόδερμοι είναι μισθοφόροι μου, σωματοφύλακες. Εξωδιαστασιακοί. Κατάγονται από Σεργήλη, και λένε πως έχουν ρίζες από τη Μοργκιάνη. Δε μιλάνε και τόσο καλά την Κοινή Υπερυδάτια. Ο ερπετοειδής είναι δούλος μου· έχω και το χαρτί μαζί μου, άμα θέλετε να το δείτε.»
«Από τη Νερκάλη, ε;»
«Προφανώς.»
«Τα νομικά έγγραφα της Νερκάλης δεν έχουν ισχύ εδώ, κύριε, αλλά γενικά έχουμε οδηγίες να τα... σεβόμαστε.»
«Σεβαστείτε το, λοιπόν. Να σας το δείξω;»
«Δε χρειάζεται. Ποιο είναι τ’όνομά σας; Έχετε ταυτότητα;»
«Ασφαλώς. Ταυτότητα Νερκάλης, εννοείται.» Έβγαλε μια πλαστή ταυτότητα από το σακάκι του και την έδωσε στον χοντρό, ο οποίος την κοίταξε χωρίς να ψυλλιαστεί τίποτα.
«Μάλιστα...» είπε. «Και πού κατευθύνεστε;»
«Προς Οσκάλνη.»
«Μάλιστα.» Ο χοντρός φρουρός έβγαλε ένα μπλοκάκι και κράτησε μερικές σημειώσεις.
«Αυτός που κάθεται στη θέση του συνοδηγού;» ρώτησε ο λεπτός τον Γρηγόριο.
«Η γυναίκα μου είναι, η Ευθαλία. Θέλετε και τη δική της ταυτότητα;»
Ο λεπτός κοίταξε ερωτηματικά τον χοντρό. Εκείνος μόρφασε, κουνώντας το κεφάλι. «Άσ’ το, δεν υπάρχει λόγος.» Επέστρεψε την ταυτότητα στον Γρηγόριο. «Να δούμε το εμπόρευμα τώρα;»
«Ναι, βεβαίως. Αυτό είναι.» Ο πράκτορας του Άρχοντα της Νερκάλης έδειξε τα τυλιγμένα ξυλόγλυπτα. Κι έκανε νόημα στον Γεώργιο και τον Νάθλεδιρ να κατεβούν απ’το όχημα. Εκείνοι υπάκουσαν, και οι δύο μαχητές του Πολιτοβασιλέα μπήκαν, μοιάζοντας επιφυλακτικοί με τον άποδο ερπετοειδή που τους αντίκριζε με στενεμένα μάτια και είχε την ουρά του συσπειρωμένη λες κι ήταν έτοιμος να τους χιμήσει. Είχε διάπλαση παλαιστή, ο καταραμένος! παρατήρησαν. Τους τρόμαζε λιγάκι, αν και δεν πίστευαν ότι κινδύνευαν πραγματικά. Αν τους ορμούσε, αυτός και ο κύριός του θα υφίσταντο τις συνέπειες...
Η Όλγα κοίταζε τους δύο μαχητές του Πολιτοβασιλέα από το μπροστινό κάθισμά της, και την κοίταξαν κι εκείνοι προς στιγμή. «Μην τα κάνετε όλα άνω-κάτω, εντάξει;» τους είπε, δήθεν ενοχλημένη. Αυτό δεν θα έλεγε η γυναίκα ενός εκτιμητή έργων τέχνης; σκέφτηκε. Λογικά, θα ήταν «παράξενη».
«Μην ανησυχείτε, μαντάμ,» αποκρίθηκε ο χοντρός. «Μια ματιά ρίχνουμε μόνο.»
Μαντάμ... Της θύμισε τον Θρασύβουλο αυτό. Τσαντίστηκε. Αλλά δεν είπε τίποτα.
Οι δύο φρουροί έψαξαν τα πάντα στην καρότσα του οχήματος και μετά βγήκαν. Δεν τα έκαναν πολύ άνω-κάτω, σεβόμενοι ίσως το αίτημα της Όλγας, ή από επαγγελματισμό απλά.
«Λοιπόν,» είπε ο χοντρός στον Γρηγόριο. «Δεν μεταφέρετε κανένα σπουδαίο εμπόρευμα, κύριε, απ’ό,τι βλέπω. Πενήντα οχτάρια θα μου δώσετε, συνολικά – για το όχημα, για το εμπόρευμα, για τα πάντα.»
Ο Γρηγόριος έβγαλε τρία χαρτονομίσματα απ’το πορτοφόλι του και τα έτεινε προς τον φρουρό.
«Ευχαριστούμε. Μπορείτε να περάσετε.»
Οι φρουροί απομακρύνθηκαν από το όχημα του πράκτορα, κάνοντας νόημα στους συναδέλφους τους ότι όλα ήταν εντάξει.
Ο Γρηγόριος, ο Γεώργιος, και ο Νάθλεδιρ μπήκαν στο τετράκυκλο ξανά, κλείνοντας την πίσω πόρτα, και ο πρώτος κάθισε στο τιμόνι, πλάι στην Όλγα. Πάτησε το πετάλι βάζοντας τους τροχούς σε κίνηση κι ανεβαίνοντας στη μεγάλη, φωτισμένη γέφυρα. Τη διέσχισε κι έφτασε στην αντίπερα όχθη του ποταμού Σελκόνη, όπου ξεκινούσε ένας λιθόστρωτος δρόμος.
«Καλωσήρθατε στη Συμπολιτεία των Ποταμών,» είπε ο Γρηγόριος στους συντρόφους του. «Στο τέλος αυτής της δημοσιάς, γύρω στα σαράντα χιλιόμετρα απόσταση, είναι η Οσκάλνη, η πρωτεύουσα της Συμπολιτείας, όπου πιστεύουμε πως μάλλον θα έχει μεταφέρει το νοοσύστημα ο Πολιτοβασιλέας.»
«Θα πάμε απόψε;» ρώτησε η Όλγα. «Ταξιδεύουμε ήδη πάνω από τρεις ώρες.»
«Δεν έχω κουραστεί ακόμα, και δεν υπάρχει λόγος να σταματήσουμε πουθενά πριν από την Οσκάλνη.»
Καθώς οδηγούσε επάνω στη δημοσιά, φωτίζοντας την με τους προβολείς του οχήματός του, είδαν στα νότιά τους άλλον έναν μεγάλο ποταμό.
«Πώς λέγεται αυτό το ποτάμι;» ρώτησε ο Γεώργιος. «Είναι το ένα από τα δύο μεγάλα ποτάμια που ξεκινούν από τον Σελκόνη, έτσι;»
«Ναι,» είπε ο Γρηγόριος. «‘Ο Πρώτος Γόνος’ το λένε. Πιο νότια είναι ο Δεύτερος Γόνος. Αλλά αυτά δεν είναι τα μοναδικά ποταμιά που ξεκινούν απ’τον Σελκόνη.»
«Κι ανάμεσα από τον Πρώτο και τον Δεύτερο Γόνο εκτείνονται τα Σελκόνια Δάση...» Το θυμόταν από τους χάρτες.
«Όχι μόνο. Τα Σελκόνια Δάση φτάνουν και πιο νότια απ’τον Δεύτερο Γόνο, σχεδόν ως την Αταρδία.»
«Θέλω να πάω εκεί,» είπε ο Γεώργιος, που είχε στο μυαλό του να βρει ένα σπίτι για το Γερό Φίδι.
«Προς το παρόν, η αποστολή μας προέχει, Οφιομαχητή. Μην το ξεχνάς,» τόνισε ο Γρηγόριος, συνεχίζοντας να οδηγεί μες στη νύχτα.
Το υδατόχημα των μισθοφόρων μάς πηγαίνει προς το ανατολικότερο άκρο του Χαμηλού Λιμανιού, και μάλλον σκοπεύουν να σταματήσουν κάπου εκεί· αλλά προτείνω στην Αικατερίνη:
«Καλύτερα να βγούμε από τη Μεγάπολη.»
«Δε μας κυνηγά κανένας,» αποκρίνεται εκείνη. «Ή βλέπεις εσύ κάποιον που δεν τον βλέπουμε εμείς;»
«Δεν είν’ αυτό,» της λέω. «Κουβαλάω ένα άτομο, όπως θα έχεις παρατηρήσει» – ο Δαμιανός ακόμα είναι στον ώμο μου, λιπόθυμος – «και δεν είναι πεσμένος φίλος· είναι αιχμάλωτος εχθρός. Θα χρειαστεί να τον ανακρίνω, και δεν θέλω να είμαι μέσα στην πόλη όταν θα το κάνω αυτό.»
«Μάλιστα,» μορφάζει η Αικατερίνη σμίγοντας τα χείλη· «καταλαβαίνω το θέμα. Πού θες να σε πετάξουμε;»
«Στις Ακτές των Βράχων, άμα δεν έχεις πρόβλημα. Αλλά τη Διονυσία μπορείς να την αφήσεις–»
«Θα έρθω μαζί σου, φυσικά, Γεώργιε!» με διακόπτει η ίδια η Διονυσία. «Ο Δαμιανός ξέρει πού έχουν τον Αρσένιο. Θα έρθω μαζί σου – δεν το συζητάω.»
«Εντάξει,» λέω. «Πάμε στις Ακτές των Βράχων, λοιπόν.»
Η Αικατερίνη γνέφει καταφατικά, και πλησιάζει τον οδηγό του οχήματος για να του πει τον νέο μας προορισμό. Το υδατόχημα σύντομα κάνει κύκλο επάνω στο νερό, παίρνοντας ανατολική κατεύθυνση, έξω από τον Κόλπο της Μεγάπολης πλέον. Ευτυχώς, έχει σχετικά καλό καιρό (για χειμώνα) και δεν κουνιόμαστε.
Η Ερασμία με ρωτά: «Ο Αρσένιος, ο αδελφός της Διονυσίας, ο δαγκωμένος από την κερασφόρο οχιά, είναι αιχμάλωτος των μιασμάτων, Οφιομαχητή;»
Νεύω. «Ναι.»
Η Ερασμία στρέφεται απότομα στη Διονυσία, με μάτια εχθρικά. «Μας είπες ψέματα! Μας έστειλες σε παγίδα!»
Αγγίζω τον ώμο του Τέκνου. «Δεν είχε άλλη επιλογή,» της λέω. «Την εκβίαζαν, απειλώντας ότι θα σκοτώσουν τον αδελφό της.»
«Ναι,» αποκρίνεται η Διονυσία με βαριά φωνή. «Με συγχωρείτε. Ζητώ συγνώμη από όλους σας. Αλλά δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς! Είχαν εισβάλει στο σπίτι μου και είχαν κλέψει τον Αρσένιο, και μου είχαν αφήσει ένα μήνυμα μ’έναν τηλεπικοινωνιακό κώδικα, και τους κάλεσα και μου ζήτησαν να οδηγήσω τον Οφιομαχητή στη Νήσο Κάλδνη, σ’εκείνο το μεταλλικό κιβώτιο μεταφοράς. Δεν το άφησα, όμως, έτσι το πράγμα!» τονίζει. «Μίλησα με τον Δημήτριο» – του ρίχνει ένα βλέμμα – «και στήσαμε τη δική μας παγίδα στα βατράχια. Νομίζαμε ότι ίσως να είχαν τον Αρσένιο μαζί τους στη Νήσο Κάλδνη. Αλλά, ακόμα κι αν δεν τον είχαν, δε θα μπορούσαν να κατηγορήσουν εμένα για την επίθεση εναντίον τους. Δε θα φαινόταν από πουθενά ότι είχα κάνει συνεννόηση με τον Δημήτριο–»
«Ο Δαμιανός,» τη διακόπτω, «πίστευε ότι τον πρόδωσες–»
«Τι; Πώς το κατάλαβε;»
«Όχι από την παρουσία των μισθοφόρων της Αικατερίνης, πάντως· γιατί εξαρχής μού είπε ‘Η φίλη σου θα μετανιώσει που μας πρόδωσε’, ή κάτι τέτοιο. Πρέπει να νόμιζε ότι, επειδή δεν ήρθες μαζί μας και επειδή πλησιάσαμε οπλισμένοι το κιβώτιο, μας είχες προειδοποιήσει για την παγίδα τους.»
Τα μάτια της έχουν γουρλώσει καθώς μ’ακούει· μοιάζει τρομοκρατημένη.
«Μην ανησυχείς,» της λέω. «Δε θα τον σκοτώσουν, ούτε θα τον πειράξουν. Όχι αμέσως, τουλάχιστον. Όχι ύστερα από τέτοια πανωλεθρία. Και ο Δαμιανός είναι τώρα δικός μας αιχμάλωτος. Το μόνο που χρειάζεται είναι να τον κάνουμε να μας πει πού έχουν τον Αρσένιο, και θα πάω να τον βρω.»
«Δε θα πας μόνος σου, Οφιομαχητή,» τονίζει ο Νηρέας.
«Ναι,» λέει η Ερασμία· «οπωσδήποτε θα έρθουμε μαζί σου. Η Μεγάλη Οφιοκυρά τον θέλει ζωντανό τον Αρσένιο.»
«Πού το ξέρετε;» ρωτάω, παραξενεμένος από τούτα τα λόγια. «Σας είπε κάτι που δεν είπε σ’εμένα;»
Τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου αλληλοκοιτάζονται για μια στιγμή. Ύστερα ο Νικόλαος μού λέει: «Έχουμε διαταγές να τον πάμε στην Ιχθυδάτια–»
«Τι πράγμα!» Μόνο οι διδαχές του Γέρου του Ανέμου με κάνουν να κρατήσω υπό έλεγχο την ξαφνική οργή που με καταλαμβάνει. Η Ευθαλία κινείται νευρικά κάτω απ’το μανίκι μου. Το χέρι μου σφίγγει τη λαβή του θηκαρωμένου Φιλιού της Έχιδνας στη μέση μου.
«Όχι με τη βία, ασφαλώς,» προσθέτει η Ερασμία. «Η Βασίλισσα μάς ζήτησε να του μιλήσουμε. Να του προτείνουμε να έρθει μαζί μας, για να συναντήσει εκείνη, τον Αλέξανδρο τον Γηραιό, και τον Αγησίλαο. Θεωρούν ότι ο Αρσένιος είναι ιερό πρόσωπο, σχεδόν όπως εσύ, Γεώργιε, και θα μπορούσε να μας βοηθήσει στον Μεγάλο Αγώνα.»
«Τι λένε αυτοί;» με ρωτά η Διονυσία, απορημένη.
Δεν της μιλάω· μιλάω στα Τέκνα. «Και γιατί δεν ανέφερε τίποτα σ’εμένα;»
«Μάλλον επειδή πίστευε ότι θα διαφωνούσες,» αποκρίνεται ο Νηρέας.
«Και έχει δίκιο: διαφωνώ.»
«Δε θα τον πάρουμε με το ζόρι στην Ιχθυδάτια, Γεώργιε,» επαναλαμβάνει η Ερασμία. «Απλώς θα του μιλήσουμε για εμάς και για τον Μεγάλο Αγώνα. Κι αν θέλει ο ίδιος, με δική του θέληση, να έρθει, θα του το αρνηθείς;»
Τους αγριοκοιτάζω και τους τέσσερις. «Δεν είναι δουλειά μου να αρνούμαι σε κανέναν τίποτα,» τους λέω. «Αλλά αμφιβάλλω ότι ήταν σωστό η Βασίλισσά σας να σας δώσει τέτοια εντολή.»
Δεν αποκρίνονται. Τώρα που η εντολή δόθηκε θα την εκτελέσουν· το ξέρω πολύ καλά αυτό. Το θεωρούν ιερό καθήκον τους πλέον, και είναι φανατικοί. Θα μπορούσα, βέβαια, να έρθω σε σύγκρουση μαζί τους, αλλά δεν θέλω. Όχι για ένα τέτοιο ζήτημα, μα την ουρά της Έχιδνας!
Το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου σφυρίζει μέσα μου.
«Ο Αρσένιος δε μπορεί να έρθει μαζί σας!» τους λέει η Διονυσία, έντονα. «Είναι τυφλός, μα τον Αστερίωνα! Δε μπορεί να ταξιδεύει στην Ιχθυδάτια!»
«Θα τον οδηγήσουμε,» τη διαβεβαιώνει ο Νηρέας, «και θα τον προστατέψουμε με τη ζωή μας αν χρειαστεί.»
«Εννοείται,» λέει η Ερασμία.
«Δε μ’ενδιαφέρει αυτό!» φωνάζει η Διονυσία. «Δε θα πάρετε τον αδελφό μου στην Ιχθυδάτια! Δεν έχει καμιά σχέση μαζί σας!»
«Ας αφήσουμε τον ίδιο να το αποφασίσει,» διαφωνεί η Ερασμία.
«Δε θα σας επιτρέψω να τον – να τον διαφθείρετε έτσι!»
«Ούτ’ εμείς θα σου επιτρέψουμε να μας σταθείς εμπόδιο!» Η Ερασμία κάνει να τραβήξει ένα ξιφίδιο από τη ζώνη της, αλλά της πιάνω τον καρπό, και τον σφίγγω αναγκάζοντάς την να ελευθερώσει τη λαβή και το λεπίδι να γλιστρήσει ξανά μες στο θηκάρι.
«Θα τα συζητήσουμε όλ’ αυτά αφότου έχουμε πάρει τον Αρσένιο από τα χέρια των ακόλουθων του Λοκράθου!» τους λέω. «Εκείνο που προέχει τώρα είναι να τον σώσουμε.»
Η Διονυσία παίρνει μια βαθιά ανάσα, φανερά πολύ ταραγμένη. «Ναι,» συμφωνεί. «Ναι, έχεις δίκιο, Γεώργιε. Αυτό προέχει. Πρέπει να βιαστούμε!»
«Δε θα καθυστερήσουμε ούτε δευτερόλεπτο,» της υπόσχομαι.
Το υδατόχημα έχει πια απομακρυνθεί από τη Μεγάπολη· πλέουμε τώρα ανατολικά της, κοντά στις ακτές. Τις Ακτές των Βράχων.
Η Αικατερίνη με ρωτά: «Πού θες να σας αφήσουμε;» Μοιάζει να βιάζεται να μας ξεφορτωθεί. Μας κοιτάζει περίεργα. Ο διαπληκτισμός μας σχετικά με τον Αρσένιο την έχει παραξενέψει, μάλλον· δεν πρέπει να πολυκαταλαβαίνει τι ακριβώς συμβαίνει – αλλά δε φαίνεται και να θέλει να καταλάβει, δε φαίνεται να την ενδιαφέρει.
Πού να μας αφήσει το υδατόχημα των μισθοφόρων της; Θα μπορούσα να της ζητήσω να μας αφήσει στον Ναό της Έχιδνας, εκεί όπου Πρωθιερέας είναι ο Άνθιμος, εκεί όπου είχαμε πάει με τη Διονυσία και τον Αρσένιο προτού μας επιτεθούν τα βατράχια. Δεν είμαι σίγουρος, όμως, ότι θα ήθελα να μεταφέρω έναν αιχμάλωτο ιερέα του Λοκράθου μέσα σ’έναν ναό της Έχιδνας. Ίσως να δημιουργηθεί... αναστάτωση. Επιπλέον, η υπόθεση είναι αρκετά προσωπική· γιατί να μπλέξω τον Άνθιμο και τους άλλους ιερωμένους των Ακτών των Βράχων;
Επομένως, απαντώ στην Αικατερίνη: «Όπου σας βολεύει. Όπου είναι ευκολότερο να βγείτε στην ξηρά.»
Εκείνη πλησιάζει πάλι τον οδηγό του οχήματος για να σκύψει πάνω απ’τον ώμο του και να του μιλήσει κοντά στ’αφτί.
Το υδατόχημα ζυγώνει ένα ακρογιάλι που μοιάζει λιγότερο επικίνδυνο από άλλα στις Ακτές των Βράχων. Είναι γεμάτο πέτρες και βότσαλα, φυσικά, και θεόρατοι ογκόλιθοι ορθώνονται από πάνω του σαν γίγαντες, λαξεμένοι παράξενα από τους ανέμους και τα κύματα, έχοντας σχήματα που θα μπορούσαν να είχαν γίνει από δαίμονες-καλλιτέχνες της Έχιδνας και του Ζέφυρου. Αλλά κάτω από το νερό δεν διακρίνω τίποτα το επικίνδυνο στο φως των ήλιων· δεν υπάρχουν αιχμηρά βράχια εδώ έτοιμα να δαγκώσουν.
Το υδατόχημα βγαίνει στην ξηρά, μαζεύοντας τους πλωτήρες του, κινούμενο για λίγο πάνω στους τέσσερις μεταλλικούς τροχούς του προτού σταματήσει.
Οι μισθοφόροι μάς ανοίγουν μια πόρτα, και η Αικατερίνη μού λέει: «Καλά είν’ εδώ, ελπίζω.»
«Ναι,» αποκρίνομαι. «Σ’ευχαριστούμε.»
Ανασηκώνει τους ώμους. «Ο Ζερδέκης πληρώνει.» Λοξοκοιτάζει τον Δημήτριο. Και μετά, όταν αυτός κάνει να κατεβεί μαζί μας, του λέει: «Πού πας εσύ; Περιμένω τα λεφτά μου.»
«Δε θα τους εγκαταλείψω τώρα,» της απαντά ο τζογαδόρος. «Μ’ενδιαφέρει τι θα γίνει με τον αδελφό της Διονυσίας.»
«Δε φεύγουμε, τότε,» δηλώνει η Αικατερίνη. «Θα σας περιμένουμε εδώ.»
«Νομίζεις ότι θα την κοπανήσω χωρίς να σου δώσω τα υπόλοιπα;»
«Οτιδήποτε μπορεί να συμβεί μ’εσένα!»
«Όπως νομίζεις,» λέει ο Δημήτριος, που έχει ήδη βγει από το όχημα και στέκεται απέξω, ενώ η Αικατερίνη είναι στην ανοιχτή του πόρτα, με τα χέρια της στις άκριες, αγριοκοιτάζοντάς τον.
Αφήνω τον Δαμιανό να ξαπλώσει στα βότσαλα της ακροθαλασσιάς. Ακόμα λιπόθυμος είναι. «Ρίξτε του νερό,» ζητώ από τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου, και ο Λεωνίδας αδειάζει ένα φλασκί πάνω στο πρόσωπο του ιερέα του Λοκράθου.
Ο Δαμιανός ξυπνά, μουγκρίζοντας. Αντικρίζει εμένα να στέκομαι από πάνω του και τα μάτια του γουρλώνουν μέσα από τη μικρή μάσκα του. Την αρπάζω αυτή τη μάσκα και την τραβάω από το πρόσωπό του, σπάζοντας το κορδόνι που τη συγκρατεί· την πετάω μακριά.
«Ήρθε η ώρα να μιλήσουμε, βατράχι,» του λέω, ξέροντας πως τώρα οι Ενδότερες Φλόγες πρέπει να έχουν καταλαγιάσει μέσα του. Δεν είναι κανένα πολύ ισχυρό δηλητήριο. Για μερικά λεπτά, όμως, σε κάνει να νομίζεις ότι καίγεσαι· και σε μια συμπλοκή μερικά λεπτά είναι πολύς χρόνος: είναι ζήτημα ζωής και θανάτου αρκετές φορές.
«Δεν έχω τίποτα να πω μαζί σου!» γρυλίζει ο Δαμιανός.
Τον αρπάζω απ’τον λαιμό, με το ένα χέρι, και τον σηκώνω από τα βότσαλα, στον αέρα. «Εγώ, αντιθέτως, έχω να πω πολλά μαζί σου! Αλλά ένα από αυτά είναι που προέχει: Πού βρίσκεται ο Αρσένιος; Πού τον έχετε;» Και τον ρίχνω ξανά στα βότσαλα.
Ο Δαμιανός βήχει, σέρνεται προς τα πίσω.
«Δεν έχεις πουθενά να πας,» τον διαβεβαιώνω. «Κανείς δεν ξέρει πού είσαι, και οι περισσότεροι γυρίνοι σου είναι νεκροί ούτως ή άλλως. Κι εσύ θα ήσουν νεκρός αν δεν σε χρειαζόμουν· φρόντισε, λοιπόν, να συνεχίσεις να μου είσαι χρήσιμος!» Τραβάω το Φιλί της Έχιδνας και το στρέφω προς το μέρος του. «Πού έχετε τον Αρσένιο; Μίλα γρήγορα κι αληθινά, αλλιώς θα υποφέρεις, βατράχι, σ’το υπόσχομαι. Σ’το χρωστάω!» Και, πραγματικά, πρέπει να καταπολεμήσω την οργή μου για να μην τον σκοτώσω επιτόπου τον καταραμένο. Αισθάνομαι να θέλω να τον καρφώσω στη γη, να λιώσω το κεφάλι του πάνω στις πέτρες! Να του σπάσω τη ράχη! Να τον διαμελίσω!
Ο Δαμιανός μάλλον διακρίνει τη διάθεσή μου από την έκφραση στο πρόσωπό μου. Αν και, ούτως ή άλλως, δεν μπορεί να είναι δύσκολο να φανταστεί ότι του κρατάω κακία ύστερα από τις τελευταίες μας συναντήσεις. Ποιος άνθρωπος δεν θα του κρατούσε κακία, μα την Έχιδνα;
Έτσι, μου αποκρίνεται: «Αν σου πω πού βρίσκεται ο Αρσένιος, γιατί να μη με σκοτώσεις;»
«Δε σου εγγυώμαι ότι θα ζήσεις. Αλλά υπάρχει διαφορά από θάνατο σε θάνατο. Μπορώ να δηλητηριάσω το σώμα σου και το μυαλό σου με δηλητήρια που θα σε κάνουν να βασανίζεσαι για μέρες προτού επισκεφτείς τον Αβυσσαίο... ή μπορώ να σε στείλω στην κοιλιά του με μια σπαθιά. Ίσως, όμως, ν’αποφασίσω ακόμα και να σ’αφήσω να φύγεις – ποιος ξέρει; Το μόνο που σίγουρα ξέρεις είναι ότι θα πεθάνεις με τρόπο φριχτό αν δεν μου πεις, τώρα αμέσως, αληθινά, πού έχετε τον Αρσένιο.»
Ο Δαμιανός ξεροκαταπίνει νευρικά, μοιάζοντας συλλογισμένος· αλλά όχι για πολύ. Αναμφίβολα καταλαβαίνει ότι δεν πρόκειται να γλιτώσει αν αρνηθεί να μου δώσει την πληροφορία που ζητάω. Και δεν νομίζω πως είναι ούτε κατά διάνοια τόσο φανατικός όσο τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου.
Τα επόμενα λόγια του το αποδεικνύουν (αν όντως λέει αλήθεια): «Τον έχουμε στον Ναό μας στη Νήσο Όλντη.»
«Δεν ξέρω για κανέναν ναό του Λοκράθου στη Νήσο Όλντη.» Και λοξοκοιτάζω τη Διονυσία, που στέκεται παραδίπλα. «Υπάρχει τέτοιος ναός;»
Εκείνη κουνά το κεφάλι. «Πρώτη φορά τ’ακούω...»
«Δεν τον γνωρίζει ο καθένας!» μας λέει ο Δαμιανός. «Είναι μέρος του καμπαρέ Χαριτόβρυτες Υπάρξεις. Είναι στην πίσω μεριά του, και εκτείνεται κι από κάτω του.» Μιλά με βαριά φωνή, σαν να ντρέπεται γι’αυτό που μαρτυρά σ’εμάς που μας βλέπει ως εχθρούς της θρησκείας του.
Αλλά εγώ δεν ήμουν ποτέ εχθρός της θρησκείας του Λοκράθου. Δεν είχα τίποτα εναντίον τους. Αυτοί με θεωρούσαν εχθρό και ήθελαν να με σκοτώσουν, να με θυσιάσουν στον καταραμένο θεό τους. Επομένως, τώρα τι άλλη επιλογή έχω παρά να είμαι πραγματικά εχθρός τους; Θα τα αφανίσω τα μιάσματα από το πρόσωπο της Κεντρυδάτιας και των υπόλοιπων ηπειρονήσων! Θα τα αφανίσω! Αυτούς και τον κωλοθεό τους!–
Σταματάω τις σκέψεις μου. Τις αρπάζω όπως ο ψαράς αρπάζει ένα επικίνδυνο ψάρι μες στα δίχτυα του. Ο Γέρος του Ανέμου μ’έχει διδάξει καλά. Κάτι δεν πάει καλά εδώ, παρατηρώ. Είναι όλες αυτές οι σκέψεις δικές μου; Ή είναι σκέψεις ανάμικτες – δικές μου και... κάποιου άλλου μαζί; Ποιου, όμως; Της ίδιας της Έχιδνας; Των Τέκνων του Φαρμακερού Κύκλου;... Του Αλέξανδρου του Γηραιού;
Δεν έχει σημασία τώρα. «Θα μάθουμε σύντομα άμα λες αλήθεια, βατράχι,» αποκρίνομαι στον Δαμιανό, εξακολουθώντας να έχω το λεπίδι μου στραμμένο στο πρόσωπό του. «Πού ακριβώς είν’ αυτό το καμπαρέ – οι Χαριτόβρυτες Υπάρξεις;»
«Ξέρω εγώ πού είναι,» λέει μια φωνή από δίπλα μου – από τα δεξιά, όχι από τ’αριστερά όπου στέκεται η Διονυσία.
Γυρίζω να κοιτάξω τον Δημήτριο.
«Το έχω επισκεφτεί το μέρος,» μου εξηγεί. «Αξιοσημείωτα καλό καμπαρέ. Αλλά δεν είχα ιδέα ότι κρύβει βατράχια από πίσω.»
«Οι ακόλουθοι του Λοκράθου το χρηματοδοτούν, ανόητε,» τον πληροφορεί ο Δαμιανός. «Νομίζεις ότι θα προσφέρονταν τέτοιες απολαύσεις χωρίς τη δική μας βοήθεια;»
«Είστε άθλιοι και πρόστυχοι!» του λέει η Διονυσία, και τον κλοτσά στα πλευρά με το μποτοφορεμένο πόδι της. Μετά κάνει πίσω, απότομα, σα να μην αναγνωρίζει τον εαυτό της, σαν κι εκείνη, όπως εγώ, ν’αναρωτιέται μήπως κάποιου άλλου οι σκέψεις έχουν εισβάλει στο κεφάλι της. Λες η νοητική κατάσταση των Τέκνων να είναι κολλητική για όλους όσους βρίσκονται κοντά τους; Για κάποιο λόγο δεν το νομίζω...
«Είστε κακοποιοί!» συνεχίζει η Διονυσία, ατενίζοντας τον Δαμιανό με μίσος.
Εγώ τού λέω: «Αν μας έχεις πει ψέματα, ούτε μπορείς να φανταστείς πόσο θα υποφέρεις, βατράχι.»
«Δεν είναι ψέματα,» μου απαντά. «Εκεί τον έχουμε τον Αρσένιο. Εκτός αν τον μεταφέρουν τώρα. Αλλά δεν... Ξέρουν ότι με αιχμαλώτισες; Το ξέρουν;»
«Μάλλον όχι.»
«Τότε, δεν είναι πιθανό να τον μεταφέρουν αλλού.»
«Δε σε θεωρούν και πολύ αξιόπιστο, ε;»
Τα μάτια του με κοιτάζουν σαν να του είπα το χειρότερο πράγμα που του έχω πει ώς τώρα. Μετά μου λέει: «Είσαι ένας δαίμονας που δεν θάπρεπε να βρίσκεται στην Υπερυδάτια, Οφιομαχητή – αλλά δεν θα μείνεις για πάντα εδώ, νάσαι σίγουρος!»
«Ούτε εσύ,» του αποκρίνομαι. «Μη σκαλίζεις, λοιπόν, την εύνοια της Σιλοάρνης, βατράχι.»
Ο Δαμιανός δεν μιλά, και παρατηρώ πως το λευκό-ροζ δέρμα του έχει αρχίσει να παρουσιάζει κοκκινίλες: αποτελέσματα των Ενδότερων Φλογών. Το έντονο κάψιμό τους μπορεί να μη διαρκεί περισσότερο από μερικά λεπτά μέσα σου αλλά, ύστερα, έχεις εξανθήματα και φλογώσεις για μέρες. Ένα πρόβλημα που οι αντίπαλοί μου συνήθως δεν χρειάζεται να αντιμετωπίσουν.
Στρέφομαι στον Δημήτριο ξανά. «Πού είναι, λοιπόν, το καμπαρέ;»
Μου απαντά, και καταλαβαίνω. Η Νήσος Όλντη, εξάλλου, δεν είναι μεγάλη, και έχω ξαναπεράσει από εκεί. «Μάλιστα...» λέω, συλλογισμένος προς στιγμή. Και μετά: «Δε θα τον πάρουμε μαζί μας τον βατραχοϊερέα, αλλά ούτε θέλω να τον σκοτώσω ακόμα. Μπορείς να τον φυλάς για λίγο;»
«Δεμένο, ναι. Σίγουρα δε θες νάρθω μαζί σου;»
«Δεν έχεις καμιά δουλειά να τρέχεις μέσα σε άντρο των ακόλουθων του Λοκράθου. Ήδη έκανες πολλά, και σ’ευχαριστώ. Αν δεν ήσουν εσύ δεν θα–»
«Τη Διονυσία να ευχαριστείς· εκείνη ήρθε και με βρήκε ζητώντας τη βοήθειά μου.»
«Μπορούσες να μην τη βοηθήσεις, όμως.»
«Εννοείς να εγκαταλείψω τον Οφιομαχητή, που κάποτε μ’έσωσε από τους Πολυπλόκαμους της Οστρακόπολης; Που κάποτε με γλίτωσε από τους Θηριόφεις των Τόπων των Παλιών Ερπετών; Είσαι σοβαρός;»
«Νόμιζες ότι δεν με είχες ξεπληρώσει για όλ’ αυτά ακόμα;»
«Τι είχα κάνει για σένα;» αποκρίνεται ο Δημήτριος. «Επιπλέον, δεν ήθελα να πιστεύεις ότι σε πούλησα στα βατράχια, ότι ήμουν συνεννοημένος μαζί τους και γι’αυτό σού επιτέθηκαν μπροστά από τον Στεριανό Γίγαντα.»
Τα λόγια του μου φέρνουν στο μυαλό άλλα πράγματα – πράγματα που θέλω να συζητήσω μαζί του μα τώρα δεν υπάρχει χρόνος – η ζωή του Αρσένιου προέχει. Ωστόσο, επί τροχάδην, τον ρωτάω: «Είσαι μέλος του Άφατου Δικτύου; Πες μου αλήθεια, Δημήτριε! Είσαι μέλος του Άφατου;»
Συνοφρυώνεται, μοιάζοντας πραγματικά παραξενεμένος. «Τι;...» κάνει. «Τι είν’ αυτό το Άφατο;»
Δε μου φαίνεται να παίζει θέατρο. Δε μου φαίνεται. «Τέλος πάντων,» λέω. «Θα τα πούμε μετά. Όταν έχουμε και τον Αρσένιο μαζί μας.
»Θα μείνεις τώρα εδώ και θα φυλάς τον Δαμιανό, έτσι;»
«Το συμφωνήσαμε.»
«Και οι μισθοφόροι σου;»
Ο Δημήτριος ρίχνει ένα βλέμμα στην Αικατερίνη, εκεί όπου αυτή στέκεται, όχι και τόσο κοντά μας, πλάι στο υδατόχημα, περιτριγυρισμένη από τους ανθρώπους της. «Δεν την κοπανά μέχρι να την πληρώσω, μην ανησυχείς.»
«Ωραία,» λέω. «Έχεις σχοινί;»
«Όχι, αλλά είμαι σίγουρος ότι η φίλη μου θα έχει.» Και βαδίζει προς την Αικατερίνη, για να της ζητήσει.
Στρέφομαι στα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου. «Είστε έτοιμοι να πάμε στον Ναό του Λοκράθου;»
«Δε θάπρεπε καν να το ρωτάς, Οφιομαχητή!» λέει ο Νικόλαος, με φανατική γυαλάδα στα μάτια και φανατική έκφραση στο πρόσωπο – μια γυαλάδα και μια έκφραση που έχουν κι οι τρεις σύντροφοί του. «Θα εισβάλουμε στη φωλιά των μιασμάτων μαζί σου, και κανείς τους δεν θα μείνει μακριά απ’τα σαγόνια του Αβυσσαίου!»
«Ναι,» λέει η Ερασμία, «κανείς.»
Τι άλλες απαντήσεις περίμενα από αυτούς; Εννοείται πως θα έρχονταν. «Δεν πάμε για να σκοτώσουμε τους πάντες εκεί πέρα,» τους τονίζω. «Μόνο για να σώσουμε έναν άνθρωπο.»
Και στρέφομαι τώρα στη Λουκία (και τον γάτο της).
«Μη με ρωτήσεις καν,» με προλαβαίνει. «Θα έρθω.»
«Δεν είναι δική σου αυτή η μάχη, ξέρεις...»
«Δεν έχω τίποτα καλύτερο να κάνω, και έχει αρχίσει να μ’αρέσει να χρησιμοποιώ αυτή τη στολή.» Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αναφέρεται στην οργανική στολή ενδυνάμωσης· και δεν νομίζω ότι λέει ψέματα.
«Να προσέχεις,» την προειδοποιώ. «Αλλ’ αφού θες νάρθεις, έλα. Κάθε βοήθεια είναι πολύτιμη.»
Και το βλέμμα μου πηγαίνει στη Διονυσία...
...η οποία μου λέει: «Έλα τώρα, Γεώργιε· δε σκέφτεσαι να μου προτείνεις να μην έρθω, έτσι;»
Νεύω. «Ναι, μάλλον δε θάπρεπε να το διανοούμαι καν.»
Ο Δημήτριος επιστρέφει κρατώντας σχοινί. Μου το δίνει. Θηκαρώνω το Φιλί της Έχιδνας και το χρησιμοποιώ για να δέσω χειροπόδαρα τον Δαμιανό και να τον φιμώσω. Για την τελευταία δουλειά χρησιμοποιώ μαζί κι ένα κομμάτι που σκίζω από τα ρούχα του. Μετά, τον ψάχνω πατόκορφα και του παίρνω ό,τι όπλα έχει. Τα αφήνω στον Δημήτριο.
Η Διονυσία ρωτά τον τζογαδόρο: «Θα μας πάνε οι μισθοφόροι σου στη Νήσο Όλντη; Δεν έχουμε άλλο μέσο, και βιαζόμαστε.»
«Μισό λεπτό,» της λέει ο Δημήτριος, και πλησιάζει πάλι την Αικατερίνη και της μιλά. Εκείνη μοιάζει τσαντισμένη μαζί του: χειρονομεί, τον βρίζει. Αλλά τελικά δεν του αρνείται το υδατόχημα. Ο Δημήτριος έρχεται κοντά μας και μας λέει ότι ο οδηγός του οχήματος κι άλλοι δύο μισθοφόροι της θα μας πάνε στη Νήσο Όλντη, όμως θα μας αφήσουν και θα φύγουν, δε θα μας περιμένουν να επιστρέψουμε.
«Το πρόβλημά μας,» λέω, «δεν είναι η επιστροφή. Είναι να φτάσουμε εκεί γρήγορα.» Και προς την Αικατερίνη, η οποία μας έχει πλησιάσει: «Σ’ευχαριστώ.»
«Τι λες τώρα;» αποκρίνεται, μορφάζοντας. «Αυτά τα κάνω πάντα γι’ανθρώπους που μ’αρπάζουν απ’τον λαιμό και με κοπανάνε πάνω σε τοίχους.»
Δεν μπορώ παρά να χαμογελάσω, αν και εκείνη δεν χαμογελά.
Η Οσκάλνη ήταν στο τέλος της λιθόστρωτης δημοσιάς που απλωνόταν δίπλα στον Πρώτο Γόνο. Τα φώτα της διακρίνονταν αμέσως μες στη νύχτα, και επίσης αμέσως καταλάβαινες ότι η πρωτεύουσα της Συμπολιτείας των Ποταμών δεν είχε τείχος. Αλλά αυτό ήταν παραπλανητικό, γιατί, στην πραγματικότητα, ήταν εν μέρει περιτειχισμένη, όπως εξηγούσε τώρα ο Γρηγόριος στον Οφιομαχητή και τους συντρόφους του. «Τα φώτα που βλέπετε είναι η μισή πόλη μόνο. Η... περιφερειακή πόλη, θα μπορούσες να πεις. Η καρδιά της Οσκάλνης, η Γηραιά Πόλη, είναι κλεισμένη μέσα σε ψηλά, παχιά τείχη τα οποία περιτριγυρίζουν ολόκληρο τον Κόλπο της Γηραιάς Πόλης. Αλλά αυτά ισχύουν βόρεια του Πρώτου Γόνου. Νότιά του, στις κάτω όχθες του ποταμού, απλώνεται η Κάτω Πόλη, η–»
«Ναι,» είπε η Όλγα, «φαίνεται.» Έβλεπε τα φώτα της μες στη νύχτα, καθώς τώρα ζύγωναν τα όρια της Οσκάλνης, κι έβλεπε και τις αντανακλάσεις τους πάνω στα νερά του Πρώτου Γόνου.
«Φαίνεται,» συνέχισε ο Γρηγόριος, μοιάζοντας ενοχλημένος που τον είχε διακόψει, «επειδή την κοιτάζουμε από τα βόρεια. Η Κάτω Πόλη είναι περιτειχισμένη όπως η Γηραιά Πόλη, αν και με τείχη πολύ πιο καινούργια.»
«Χτίστηκε μετά τη Γηραιά Πόλη;» ρώτησε ο Γεώργιος.
«Ναι.»
«Αλλά πιστεύουν ότι έχει ανάγκη από τείχη; Ενώ τα καινούργια οικοδομήματα βόρεια του ποταμού δεν έχουν ανάγκη;»
«Ακριβώς, Οφιομαχητή,» αποκρίθηκε ο Γρηγόριος. «Η Κάτω Πόλη είναι οικοδομημένη στις παρυφές των Σελκόνιων Δασών, και από τα Σελκόνια Δάση κίνδυνοι μπορεί να έρθουν, μπορεί να εισβάλουν σε μια απεριτείχιστη πόλη. Ακόμα και άγριοι ερπετοειδείς. Δεν είναι ανάγκη να πρόκειται για επιδρομή. Ίσως απλά, μες στη νύχτα, να μπει κάποιο επικίνδυνο θηρίο. Καταλαβαίνεις.»
«Ναι.»
«Ο Πολιτοβασιλέας το θεωρεί, έτσι, πιο εύκολο να προστατεύει την Κάτω Πόλη με ψηλά τείχη παρά να βάζει ανθρώπους του να κάνουν συνεχόμενες περιπολίες σ’όλη την περιφέρειά της, διακινδυνεύοντας μάλιστα τη ζωή τους σε ορισμένες περιπτώσεις.»
Βρίσκονταν πλέον μέσα στην Οσκάλνη, ανάμεσα στις πολυκατοικίες της και τα χαμηλότερα οικήματά της, καθώς η δημοσιά έδινε τη θέση της σε μια μεγάλη λεωφόρο που μια πινακίδα ονόμαζε ΜΑΚΡΙΑ ΛΕΩΦΟΡΟΣ.
«Πού θα σταματήσουμε;» ρώτησε η Όλγα. «Έχεις υπόψη σου κάποιο ξενοδοχείο;»
Ο Γρηγόριος κατένευσε.
«Έχεις ξανάρθει και παλιότερα εδώ, ε;»
Ο Γρηγόριος ούτε μίλησε ούτε έγνεψε.
«Κρατάς μυστικά από τη γυναίκα σου;» τον πείραξε η Όλγα.
«Κυρίως από τη γυναίκα μου.»
Η Μακριά Λεωφόρος ήταν όντως μακριά: συνέχιζε και συνέχιζε και συνέχιζε καθώς ο Γρηγόριος οδηγούσε προς τα ανατολικά. Δεν έβλεπαν πλέον τον ποταμό στα νότιά τους· τα οικοδομήματα τον έκρυβαν. Είχαν, όμως, αρχίσει να βλέπουν, στο βάθος, ανάμεσα από τις πολυκατοικίες, τα τείχη της Γηραιάς Πόλης, σκοτεινά μες στο βράδυ.
Η Όλγα ρώτησε: «Είσαι παντρεμένος, αλήθεια; Εννοώ, πραγματικά παντρεμένος.»
«Δική μου δουλειά,» αποκρίθηκε ουδέτερα ο Γρηγόριος.
Καλά, ρε φίλε, σκέφτηκε η Όλγα, ελαφρώς παρεξηγημένη, μη δαγκώνεις κιόλας... Μάλλον δεν θα είχαν... ομαλή συμβίωση στον «γάμο» τους, εκείνη κι αυτός, αποφάσισε.
Η Μακριά Λεωφόρος πρέπει να εκτεινόταν καμιά δεκαριά χιλιόμετρα ώσπου να φτάσει στην πύλη των τειχών της Γηραιάς Πόλης, υπολόγιζε ο Οφιομαχητής όταν τελικά έφτασαν εκεί. Δέκα χιλιόμετρα, ή περίπου τόσα. Μέχρι στιγμής κανείς δεν τους είχε σταματήσει για έλεγχο, και ούτε και τώρα, καθώς περνούσαν κάτω από τη μεγάλη αψίδα της πύλης, τους σταμάτησαν.
Η Γηραιά Πόλη ήταν παλιότερη από την πόλη που είχαν διασχίσει ώς εδώ, κι αυτό φαινόταν καθαρά παρότι νύχτα – από την αρχιτεκτονική της αλλά και από τις φυσικές φθορές που προκαλεί ο χρόνος στα οικοδομήματα, στους δρόμους, στις υποδομές. Η Μακριά Λεωφόρος αμέσως χωριζόταν σε πολλές μικρότερες οδούς. Ο Γρηγόριος έστριψε βόρεια και οδήγησε προς τα εκεί για λίγο. Αριστερά τους τώρα έβλεπαν, ανάμεσα και πάνω από τα υπόλοιπα χτίσματα, ένα οικοδόμημα μεγάλο και φωτισμένο.
«Το παλάτι του Πολιτοβασιλέα;» ρώτησε ο Γεώργιος.
«Ναι,» απάντησε ο Γρηγόριος. «Το Βασιλικό Παλάτι της Οσκάλνης.»
«Εκεί νομίζεις ότι βρίσκεται το ενεργειακό νοοσύστημα;»
«Είναι πολύ πιθανό, δεν είναι; Ή εκεί ή στη Μαγική Ακαδημία της Συμπολιτείας.»
«Η οποία είναι εδώ, στην Οσκάλνη, κι αυτή;»
«Φυσικά. Μέσα στη Γηραιά Πόλη.»
Ο Γρηγόριος πλησίασε τελικά ένα ξενοδοχείο που η πινακίδα του έγραφε «Το Όμορφο Παράθυρο». «Λίγο πιο κάτω από εδώ» – κι έδειξε με το χέρι του – «είναι η Παλιά Αγορά της Οσκάλνης. Στο Όμορφο Παράθυρο μένουν διάφοροι ταξιδιώτες. Απίθανο να τραβήξουμε την προσοχή κανενός εδώ, ακόμα και μ’έναν ερπετοειδή δούλο μαζί μας, νομίζω.» Οδήγησε το τετράκυκλο προς το γκαράζ του ξενοδοχείου, το οποίο ήταν ένας στεγασμένος χώρος δίπλα του.
Αφού τα κανόνισε με τον φύλακα, μιλώντας του από το παράθυρο, βγήκαν από το όχημα–
–και ο φύλακας, σαστισμένος, είπε: «Φιδάνθρωπος; Τι...;» Το χέρι του πήγε στο πιστόλι στη ζώνη του, αλλά δεν το τράβηξε.
«Δε νομίζω ότι ο κανονισμός του ξενοδοχείου απαγορεύει τους ερπετοειδείς,» είπε ο Γρηγόριος, νηφάλια, ψύχραιμα (ενώ ο Γεώργιος κρατούσε μακριά την ξαφνική οργή του με το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου). «Είναι δούλος μου, δεν θα πειράξει κανέναν.»
«Φαίνεται άγριος...»
«Δεν θα πειράξει κανέναν,» επανέλαβε ο Γρηγόριος, «αν δεν τον πειράξουν. Τον έχω για να μου κουβαλά τα πράγματα, και γι’άλλες δουλειές.» Έκανε νόημα στον Οφιομαχητή, ο οποίος (εξακολουθώντας να καταπολεμά την οργή του) έβγαλε από την πίσω μεριά του οχήματος τα τυλιγμένα ξυλόγλυπτα και έδωσε τα μισά στο Γερό Φίδι, γνέφοντάς του ότι όλα ήταν εντάξει. Τα υπόλοιπα τα κράτησε ο ίδιος, κουβαλώντας τα χωρίς καμιά δυσκολία.
Το Γερό Φίδι δεν καταλάβαινε τι ακριβώς συνέβαινε εδώ – αν και αυτός ο τύπος αντίκρυ τους του έμοιαζε εχθρικός – αλλά εμπιστευόταν τον συγγενή-κι-Αφέντη του, οπότε έκανε όπως εκείνος τού υπέδειξε. Δε μπορεί να ήθελε το κακό του, φυσικά.
Ο φύλακας αποκρίθηκε: «Εντάξει. Πηγαίνετε στη ρεσεψιόν και θα σας πουν τι θα γίνει. Εγώ δεν εγγυώμαι τίποτα, πάντως· μπορεί και να μη σας δεχτούν, να τόχετε υπόψη. Τέτοια... όντα» – κοίταξε τον ερπετοειδή ξανά – «είναι άγρια. Άποδος είναι, μα την Έχιδνα!»
«Μην ανησυχείς,» του είπε ο Γρηγόριος. «Καλοκάγαθος, κατά βάθος.»
«Δεν ξέρω, κύριε· θα σας πουν στη ρεσεψιόν.»
Ο Γρηγόριος και η συνοδία του βγήκαν από το γκαράζ και πέρασαν την κεντρική είσοδο του Όμορφου Παραθύρου μπαίνοντας στη ρεσεψιόν. Εκεί, η κοπέλα είχε την ίδια αντίδραση με τον φύλακα του γκαράζ σχετικά με τον «φιδάνθρωπο». Αρχικά, ξαφνιάστηκε· μετά, είπε ότι ήταν άγριος, δεν μπορούσαν να τον εμπιστευτούν. Ο Γρηγόριος επέμεινε ότι δεν θα έκανε ζημιές, ότι ήταν απλά δούλος του, για να κουβαλά πράγματα, για να κάνει δουλειές. «Τον χρειάζομαι. Και είμαι πρόθυμος να πληρώσω τα διπλά γι’αυτόν, εν ανάγκη.»
Η κοπέλα κάλεσε, τελικά, κάποιον ανώτερό της, μιλώντας του τηλεπικοινωνιακά, με το ακουστικό του διαύλου στ’αφτί. Οι άλλοι δεν άκουγαν τι της έλεγε, όποιος κι αν ήταν· άκουγαν μόνο τι του έλεγε εκείνη για τους καινούργιους επισκέπτες και τον άποδο ερπετοειδή τους.
Ο Γρηγόριος, εν τω μεταξύ, έριξε ένα βλέμμα στον Γεώργιο το οποίο έμοιαζε να λέει: Σας είχα προειδοποιήσει, δεν σας είχα προειδοποιήσει, για τον φιδάνθρωπο;
Ο Οφιομαχητής τον αγνόησε, παριστάνοντας τον επαγγελματία μισθοφόρο.
Η κοπέλα της ρεσεψιόν είπε, μετά από λίγο: «Λοιπόν. Μπορείτε να μείνετε, κύριε· και δεν χρειάζεται να πληρώσετε τα διπλά για τον ερπετοειδή. Όμως αν δημιουργήσει επεισόδιο μέσα στους χώρους του ξενοδοχείου θα σας ζητηθεί να φύγετε αμέσως.»
«Σύμφωνοι,» αποκρίθηκε ο Γρηγόριος, και βγάζοντας χαρτονομίσματα την πλήρωσε για τα δωμάτιά τους και της έδωσε και κάτι παραπάνω. «Αυτό είναι για σένα,» της είπε. «Για να μην αρχίσει να κυκλοφορεί καμιά περίεργη φήμη για ‘επικίνδυνους φιδανθρώπους’. Είμαι έμπορος, όπως σου εξήγησα, και δε μ’αρέσουν τέτοιες διαδόσεις.»
«Μην ανησυχείτε, κύριε. Υπάρχει εχεμύθεια από το προσωπικό του Όμορφου Παραθύρου.»
«Χαίρομαι.»
Ανέβηκαν στα δωμάτιά τους. Είχαν κλείσει ένα μονόκλινο για το Γερό Φίδι αλλά, τελικά, εκεί πήγε ο Νάθλεδιρ, και ο ερπετοειδής έμεινε στο δωμάτιο που προοριζόταν για τους «δύο εξωδιαστασιακούς μισθοφόρους», μαζί με τον Γεώργιο. Δεν ήθελαν να το ρισκάρουν ν’αφήσουν το Γερό Φίδι μόνο του, και το μοναδικό άτομο που μπορούσε να συνεννοηθεί με τον ερπετοειδή ήταν ο Οφιομαχητής.
Ο Γρηγόριος και η Όλγα πήγαν στο ίδιο δίκλινο δωμάτιο, ασφαλώς, κι αμέσως μόλις έκλεισαν την πόρτα πίσω τους εκείνη τον προειδοποίησε πως αν έκανε να την αγγίξει θα το μετάνιωνε.
«Δεν έχω πρόθεση να σε αγγίξω,» τη διαβεβαίωσε ουδέτερα ο Γρηγόριος βγάζοντας το πανωφόρι του και κρεμώντας το στην κρεμάστρα.
Ναι, καλά, συλλογίστηκε η Όλγα, μην πιστεύοντάς τον. Σιγά που δεν το είχες σκεφτεί. Και κάθισε στην άκρη του ενός κρεβατιού για να λύσει τις μπότες της.
Στο δωμάτιό του, ο Οφιομαχητής, ύστερα από λίγο, καθόταν οκλαδόν επάνω στο δικό του κρεβάτι, με την Ευθαλία κουλουριασμένη δίπλα του και το Γερό Φίδι κουλουριασμένο στο πάτωμα, να κοιμάται με ρυθμικά συρίγματα. Μέσα στο μυαλό του Γεώργιου μουρμούριζε η Πάροδος του Πράου Ανέμου, και τα μάτια του ήταν ανοιχτά καθώς το σώμα του ξεκουραζόταν.
Αναρωτιόταν πότε θα ήταν η κατάλληλη στιγμή για να ταξιδέψει στα Σελκόνια Δάση, ώστε ν’αναζητήσει εκεί ένα καινούργιο σπίτι για το Γερό Φίδι.
Θα πρέπει να δούμε τι έχει κατά νου ο φίλος μας ο Γρηγόριος για την αποστολή μας... Μέχρι στιγμής, δεν τους είχε πει τι ακριβώς θα έκαναν εδώ, στην Οσκάλνη. Δεν τους είχε πει αν είχε κανένα συγκεκριμένο σχέδιο. Ο Γεώργιος, όμως, δεν νόμιζε ότι ήταν άνθρωπος χωρίς συγκεκριμένα σχέδια στο μυαλό του...
Όταν ξημέρωσε, ο Γρηγόριος τούς οδήγησε στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου για να πάρουν πρωινό. Το Γερό Φίδι ήταν μαζί τους, και κάθισε δίπλα τους με την ουρά του κουλουριασμένη. Οι άλλοι που βρίσκονταν στην τραπεζαρία τού έριχναν λοξές ματιές, μα κανείς δεν είπε τίποτα, γιατί όλοι όσοι έρχονταν στο Όμορφο Παράθυρο ήταν ταξιδευτές και δεν εντυπωσιάζονταν τόσο εύκολα από την παρουσία ενός άποδου ερπετοειδή. Το καταλάβαιναν ότι, προφανώς, ήταν δούλος, και μάλλον αυτός ο λευκόδερμος τύπος ήταν που έκανε κουμάντο μαζί με τη γυναίκα του· οι άλλοι δυο, οι μαυρόδερμοι, ήταν φανερά εξωδιαστασιακοί, κι έμοιαζαν για μισθοφόροι.
Ο Γεώργιος ρώτησε τον πράκτορα του Άρχοντα της Νερκάλης, καθώς έπινε μια γουλιά από τον καφέ του (και η Πάροδος του Πράου Ανέμου ακόμα μουρμούριζε εντός του): «Τι θα κάνουμε σήμερα;»
«Θα πάμε στην Παλιά Αγορά,» αποκρίθηκε εκείνος αλείφοντας αβγοτάραχο πάνω στο μαύρο ψωμί του, «για να ρίξω μια ματιά στα έργα τέχνης που κυκλοφορούν εδώ.»
Ο Γεώργιος υπέθεσε ότι ο Γρηγόριος δεν ήθελε να μιλήσει για το σχέδιό του σε τόσο ανοιχτό χώρο. Όχι πως φαινόταν κανείς να τους κρυφακούει, αλλά μάλλον προτιμούσε να είναι πολύ προσεχτικός.
«Τι γνώμη έχεις για το πρωινό του ξενοδοχείου, καρδιά μου;» ρώτησε την Όλγα ο Γρηγόριος.
«Καλό είναι,» αποκρίθηκε εκείνη, μασώντας· και ήπιε μια γουλιά από το τσάι της. Νόμιζε ότι είχε αρχίσει να της αρέσει αυτό το θέατρο. Είχε πλάκα. Και ο Γρηγόριος ήταν, όντως, εντάξει όλη τη νύχτα. Δεν είχε κάνει... αταξίες. Είχε κοιμηθεί σαν πουλάκι στο διπλανό κρεβάτι. Εκείνη είχε μείνει ξάγρυπνη για κάποια ώρα, αλλά τελικά την είχε πάρει ο ύπνος, και είχε ονειρευτεί ότι ταξίδευαν μέσα στο όχημα του Γρηγόριου ενώ τρελός άνεμος φυσούσε γύρω τους και δυνατή βροχή βροντούσε πάνω στα τζάμια και στα μέταλλα. Αλλά πού ήταν ο Γεώργιος; Ήταν εκεί ο Οφιομαχητής; Η Όλγα δεν ήταν σίγουρη. Όνειρα...
Όταν τελείωσαν το πρωινό τους, ο Γρηγόριος άφησε ένα φιλοδώρημα πάνω στο τραπέζι και βγήκαν από το Όμορφο Παράθυρο βαδίζοντας ώς την Παλιά Αγορά η οποία δεν ήταν μακριά από το ξενοδοχείο. Εκεί, ο πράκτορας του Άρχοντα της Νερκάλης έκανε ακριβώς ό,τι είχε πει στον Οφιομαχητή: Περιπλανήθηκε στα μέρη που πουλούσαν, ή εξέθεταν, έργα τέχνης. Η «σύζυγός» του, ο «δούλος» του, και οι «μισθοφόροι» του τον ακολουθούσαν. Οι δύο τελευταίοι ήταν σιωπηλοί, επαγγελματικοί. Ο ερπετοειδής κουβαλούσε τα πράγματα που αγόραζε ο Γρηγόριος (ενώ ο Οφιομαχητής τού έγνεφε πως όλα ήταν εντάξει), τα οποία ήταν ελάχιστα. Η Όλγα έκανε, εσκεμμένα, περίεργα και πειραχτικά σχόλια για τα έργα τέχνης, και γελούσε· και νόμιζε πως, κάπου-κάπου, είχε αρχίσει να ενοχλεί τον Γρηγόριο παρότι όλα ήταν ένα θέατρο. Σκεφτόταν πως τελικά η υπόθεση είχε περισσότερη πλάκα απ’ό,τι αρχικά θεωρούσε. Επιπλέον, λογικά έτσι δεν θα φερόταν η σύζυγος ενός εκτιμητή τέχνης και εμπόρου; Ήταν παράξενες και κακομαθημένες αυτές.
Ο Γεώργιος, εν τω μεταξύ, αναρωτιόταν τι σκατά είχε στο μυαλό του ο πράκτορας της Νερκάλης για την αποστολή τους. Μέχρι στιγμής δεν του φαινόταν ότι έκανε τίποτα για να εντοπίσουν πού ήταν κρυμμένο το ενεργειακό νοοσύστημα. Η Πάροδος του Πράου Ανέμου κρατούσε την οργή του Οφιομαχητή σε σταθερή απόσταση σαν προστατευτικός δακτύλιος από θαυματουργικό αέρα.
Ο Νάθλεδιρ απορούσε τι στην ουρά του Ιουράσκε έκαναν εδώ, τελικά. Αλλά δεν έλεγε τίποτα. Ήταν σιωπηλός. Η σιωπή είναι σύνεση, σκεφτόταν. Ο Οφιομαχητής θα με βοηθήσει να επιστρέψω στη Μοργκιάνη. Το υποσχέθηκε. Ο Σιλίσβας, ο Σιγηλός Δαίμων, δοκιμάζει την υπομονή μου, και με διδάσκει. Θα επιστρέψω σοφός στο Δάσος των Ψυχών...
Το μεσημέρι κάθισαν σ’ένα εστιατόριο στα άκρα της Παλιάς Αγοράς για να φάνε. Οι άνθρωποι του μαγαζιού κοίταζαν με επιφύλαξη το Γερό Φίδι αλλά, αφού ο ερπετοειδής ήταν ήσυχος, δεν είπαν τίποτα. Έφεραν φαγητό στο τραπέζι του Γρηγόριου και δέχτηκαν τα προβλεπόμενα οχτάρια του και το φιλοδώρημά του. Το γεύμα περιλάμβανε καρφωτά καλαμάρια, κακκαβιά από κρυπτόψαρα, πράσινη σαλάτα με βραστά χόρτα και κολοκύθια, και κομμένα φρούτα Σελκόνιων Δασών μέσα σ’ένα μεγάλο μπολ. Κανείς δεν είχε παράπονο. Ούτε καν ο Νάθλεδιρ, που δεν ήταν μαθημένος στα θαλασσινά φαγητά αλλά είχε πλέον αρχίσει να τα συνηθίζει ύστερα από τις μέρες που είχε περάσει στη Νερκάλη, την πόλη-δάσος, όπως τη σκεφτόταν μερικές φορές. Το Γερό Φίδι έτρωγε την κακκαβιά του βάζοντας το πρόσωπό του μέσα στο πιάτο του.
«Κάποια στιγμή,» είπε ο Γρηγόριος στον Γεώργιο, χαμηλόφωνα, «πρέπει να του δείξεις πώς να τρώει πιο... ανθρώπινα.»
«Ο Καρβίλιος φταίει για όλα,» αποκρίθηκε μόνο ο Οφιομαχητής, και άναψε τσιγάρο.
Την υπόλοιπη ημέρα δεν έκαναν τίποτα που του φάνηκε να έχει σχέση με την αποστολή τους. Ούτε ο πράκτορας του Άρχοντα συζήτησε το θέμα, σαν ξαφνικά να μην τον απασχολούσε καθόλου. Παρίσταναν τους απλούς επισκέπτες στην πόλη της Οσκάλνης. Το πιο ριψοκίνδυνο πράγμα που έκαναν ήταν βόλτα στους δρόμους της Γηραιάς Πόλης, και ο Γρηγόριος τούς είπε κάποια πράγματα για την τοπική γεωγραφία. Δεν αγόρασαν χάρτη της πρωτεύουσας της Συμπολιτείας αλλά ο πράκτορας του Άρχοντα της Νερκάλης αποδείχτηκε ότι είχε ήδη μαζί του τουλάχιστον έναν: Το βράδυ, έχοντας επιστρέψει για δεύτερη φορά στο ξενοδοχείο τους (η πρώτη φορά ήταν το μεσημέρι, μετά το φαγητό), έδωσε έναν χάρτη της Οσκάλνης στον Γεώργιο.
Ο Οφιομαχητής πήγε στο δωμάτιό του, έκανε ένα ντους στο μικρό μπάνιο/τουαλέτα, έβαλε το Γερό Φίδι να πλυθεί επίσης, και μετά κάθισε στο κρεβάτι του μαζί με την Ευθαλία, αφήνοντας την Πάροδο του Πράου Ανέμου να σφυρίζει μέσα του. Ο ερπετοειδής χασμουριόταν ήδη, κουλουριασμένος στο πάτωμα. Αυτή η εποχή του χρόνου τού έφερνε ύπνο. Έξω απ’το παράθυρο ο άνεμος ακουγόταν να ουρλιάζει.
Και μες στη νύχτα καταιγίδα ξέσπασε. Μια από τις καταιγίδες που χτυπούσαν τις νότιες ακτές της Μικρυδάτιας. Η Οσκάλνη, βέβαια, εδώ όπου βρισκόταν, αρκετά βαθιά στο εσωτερικό του Μεγάλου Κόλπου της Μικρυδάτιας, ήταν πιο προστατευμένη από τους ανέμους σε σύγκριση με άλλες πόλεις, όπως η Σιρκόβη ή η Αταρδία. Ωστόσο, τα πάντα ακούγονταν να τρίζουν και να μουγκρίζουν, σαν τα οικοδομήματα της πόλης να ήταν ξαφνικά στα πρόθυρα να διαλυθούν.
Μες στο δωμάτιό τους, ο Γρηγόριος είπε στην Όλγα: «Δεν είναι και τόσο άσχημα,» ενώ κοίταζε έξω απ’το παράθυρο.
«Δεν πιστεύω να θες να πάμε βόλτα ξανά...» είπε εκείνη, έχοντας μόλις βγει από το ντους, τυλιγμένη σε μια βαμβακερή ρόμπα, με τα μαλλιά της βρεγμένα.
«Όχι μαζί,» αποκρίθηκε ο Γρηγόριος, αινιγματικά, και μπήκε στο μπάνιο κλείνοντας την πόρτα.
Η Όλγα μόρφασε, παραξενεμένη. Τι εννοούσε; Θα βάδιζε μόνος του; αναρωτήθηκε, και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού της για να χρησιμοποιήσει τον ενεργειακό στεγνωτήρα πάνω στα μαλλιά της.
Δεν πρόλαβε να τα στεγνώσει, δεν πρόλαβε καν να ξεκινήσει να τα στεγνώνει καλά-καλά, και ο Γρηγόριος βγήκε πάλι από το μπάνιο. Είχε πάει να κατουρήσει, όχι να πλυθεί;
«Μην τρομάξεις τώρα,» της είπε.
«Τι;» έκανε η Όλγα, μην ακούγοντάς τον μέσα από το βουητό του στεγνωτήρα.
Ο Γρηγόριος την πλησίασε και πάτησε το κουμπί που απενεργοποιούσε το μηχάνημα. «Σου λέω: μην τρομάξεις τώρα.»
Εκείνη συνοφρυώθηκε. «Γιατί; Τι...;» Τι είχε κατά νου να κάνει;
«Θα δεις.» Ο Γρηγόριος απομακρύνθηκε από την Όλγα βγάζοντας το πουκάμισό του. Πήρε από τα πράγματά του μια μάλλινη μπλούζα χωρίς μανίκια και τη φόρεσε.
Τι στις λάσπες του Λοκράθου κάνει; Κανένας ανώμαλος είναι; σκέφτηκε η Όλγα.
Ο Γρηγόριος μουρμούρισε λόγια σε μια γλώσσα που της ήταν τελείως ακατανόητη, και σχημάτισε ένα περίεργο σύμβολο με τα δάχτυλα των χεριών του.
Μάγος! Είναι μάγος, ο καταραμένος! Γιατί δεν μας το είχε πει;
Τα χέρια του άρχισαν ξαφνικά ν’αλλάζουν... Ολόκληρο το σώμα του άλλαζε, δηλαδή – το σχήμα του κάπως... κάπως αλλοιωνόταν – αλλά τα χέρια αλλοιώνονταν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Σε λίγο δεν ήταν χέρια πλέον· ήταν δυο μεγάλες δερμάτινες φτερούγες! έβλεπε η Όλγα με γουρλωμένα μάτια.
«Σου είπα να μην τρομάξεις,» της θύμισε ο Γρηγόριος.
«Δεν έχω τρομάξει,» αποκρίθηκε εκείνη με ξεραμένο λαιμό, νιώθοντας αρκετά φρικαρισμένη, μα την Έχιδνα! «Είσαι μάγος; Τι έκανες;»
«Μια μικρή μεταμόρφωση που θα μ’εξυπηρετήσει,» της εξήγησε. «Μπορείς να μου ανοίξεις το παράθυρο; Δεν έχω χέρια, όπως βλέπεις.»
«Το, το παράθυρο;»
«Ναι. Θα μου το ανοίξεις;» Το δωμάτιό τους δεν είχε μπαλκόνι.
Η Όλγα σηκώθηκε και άνοιξε το παράθυρο. «Σκοπεύεις να πετάξεις; Μέσα σ’αυτή την καταιγίδα, γαμώτο;»
«Δεν είναι και τόσο άσχημος ο καιρός, όπως είπα. Και, μάλλον, θα με υποβοηθήσει. Θα με κρύψει από αδιάκριτα βλέμματα μέχρι να προσγειωθώ.
»Μην κλείσεις το παράθυρο· έχε το κουφωτό: θέλω να μπορώ να επιστρέψω χωρίς φασαρία.» Ανέβηκε στο περβάζι και πήδησε, χτυπώντας τις φτερούγες του, πετώντας μες στη βροχή και τον άνεμο.
Η Όλγα τον κοίταζε – απλά στεκόταν και τον κοίταζε, αγνοώντας το νερό που χτυπούσε το πρόσωπό της και τον αέρα που τίναζε τα ακόμα βρεγμένα μαλλιά της. Σύντομα τον έχασε από τα μάτια της· ο ιπτάμενος πράκτορας είχε εξαφανιστεί μες στη νύχτα, ανάμεσα στα ψηλά οικοδομήματα της Οσκάλνης. Η Όλγα νόμιζε ότι αυτό ήταν το πιο παράξενο θέαμα που είχε δει ποτέ της. Ναι, πιο παράξενο ακόμα κι από τον Οφιομαχητή.
Μετά, βέβαια, δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Στέγνωσε τα μαλλιά της, ντύθηκε καλά (γιατί έμπαινε κρύο από το κουφωτό παράθυρο), και περίμενε τον «σύζυγό» της να γυρίσει.
Όταν ο Γρηγόριος επέστρεψε ήταν αργά: περασμένα μεσάνυχτα. Μια πελώρια σκιά παρουσιάστηκε έξω απ’το παράθυρο, τρομάζοντας προς στιγμή την Όλγα. Ύστερα, η σκιά έσπρωξε το παράθυρο και ο πράκτορας του Άρχοντα της Νερκάλης μπήκε στο δωμάτιο βρεγμένος, με τα χέρια του φτερούγες ακόμα. «Κλείσ’ το αν θέλεις,» είπε, και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού του, μοιάζοντας κουρασμένος.
Η Όλγα άφησε παραδίπλα, στο κομοδίνο, το μυθιστόρημα που διάβαζε και τινάχτηκε από το δικό της κρεβάτι για να κλείσει το παράθυρο και να μισοκλείσει και το παντζούρι. «Πού πήγες, μα την Έχιδνα; Τι, τι έκανες εκεί έξω με τέτοιο καιρό; Και πώς έκανες έτσι τα χέρια σου; Και–»
«Σσσς,» τη διέκοψε ο Γρηγόριος. «Ησυχία. Είμαι κουρασμένος.» Έκλεισε τα μάτια του, υποτονθόρυσε παράξενα λόγια, και οι φτερούγες του έγιναν χέρια ξανά ενώ το σώμα του άλλαξε μ’εκείνον τον ανεπαίσθητο τρόπο, σαν να είχε γίνει κάποια μικρή αλλοίωση στη γενική μάζα του.
«Είσαι καλά;» τον ρώτησε η Όλγα, έχοντας καθίσει πάνω στο κρεβάτι της με τα πόδια της μαζεμένα από κάτω της σαν ουρά άποδου ερπετοειδή.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Γρηγόριος, και, παίρνοντας κάτι πράγματα από τον σάκο του, πήγε στο μπάνιο. Όταν βγήκε ήταν στεγνωμένος και ντυμένος αλλιώς. Ξάπλωσε στο κρεβάτι του σαν να μην είχε τρέξει τίποτα.
«Πού πήγες;»
«Δε χρειάζεται να ξέρεις. Κοιμήσου.»
«Γυναίκα σου είμαι. Ανησυχώ για σένα.»
Ο Γρηγόριος γύρισε απ’την άλλη χωρίς να μιλήσει. Άπλωσε το χέρι του και, πατώντας τον διακόπτη στον τοίχο, έσβησε το φως του δωματίου.
Η Όλγα τού έκανε το πουλί του Λοκράθου με το δικό της χέρι, μορφάζοντας μες στο σκοτάδι.
Δυστυχώς, δεν έχω το βελονοβόλο μου μαζί – μου έπεσε στη συμπλοκή με τα βατράχια στη Νήσο Κάλδνη – και τώρα πολύ φοβάμαι ότι θα μου λείψει εκεί που πηγαίνουμε. Αλλά δεν έχω χρόνο ούτε ν’αγοράσω άλλο, φυσικά, ούτε να πάω να αναζητήσω αυτό που έχασα. Επιπλέον, καθώς περνάμε κοντά από τη Νήσο Κάλδνη βλέπω πλοιάρια και υδατοχήματα της Χωροφυλακής εκεί. Έχουν έρθει εξαιτίας της συμπλοκής μας, προφανώς, και θα έχουν βρει το μέρος γεμάτο πτώματα. Ακόμα, λοιπόν, κι αν είχα χρόνο να ψάξω για το βελονοβόλο, τώρα σίγουρα δεν θα ήταν η κατάλληλη στιγμή, αν δεν ήθελα να μπλέξω με τη Χωροφυλακή της Μεγάπολης – και ποτέ δεν είναι καλή ιδέα να μπλέκεις μ’αυτούς.
Το υδατόχημα των μισθοφόρων της Αικατερίνης μάς απομακρύνει από τη Νήσο Κάλδνη ενώ πλησιάζουμε τη Νήσο Όλντη – τον προορισμό μας. Τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου και η Λουκία είναι έτοιμοι να πολεμήσουν πάλι. Το ίδιο και η Διονυσία, νομίζω. Δεν την έχω ξαναδεί έτσι, τόσο αποφασισμένη. Στις σκέψεις της, μάλλον, είναι μόνο ο αδελφός της. Ελπίζω να μην κάνει καμιά ανοησία. Θα πρέπει να την έχω στο μυαλό μου τώρα, να την προφυλάξω αν χρειαστεί.
Το υδατόχημά μας φτάνει στη Νήσο Όλντη, και ανεβαίνει σε μια ράμπα φτιαγμένη για υδατοχήματα. Ανοίγουμε μια πόρτα του και κατεβαίνουμε. Ο οδηγός του το βάζει πάλι σε κίνηση και φεύγει πάνω στο νερό. Δε θα μας περιμένουν να επιστρέψουμε.
Βαδίζουμε μες στους δρόμους της Νήσου Όλντης, μη χάνοντας καθόλου χρόνο. Έχω καταλάβει πού βρίσκονται οι Χαριτόβρυτες Υπάρξεις. Αμφιβάλλω ότι το καμπαρέ είναι ανοιχτό τέτοια μεσημεριανή ώρα, αλλά θα πρέπει να κάνει μια εξαίρεση για εμάς...
Η Νήσος Όλντη δεν έχει καμία σχέση με τη Νήσο Κάλδνη. Δεν είναι εργατικό μέρος. Είναι μέρος για διασκέδαση, πράγμα που σημαίνει πως τώρα είναι αρκετά ήσυχη κι αυτή· από το απόγευμα έχει περισσότερη κίνηση. Μόνο κάποια φαγάδικα είναι ανοιχτά γύρω μας καθώς τη διασχίζουμε για να φτάσουμε στην καρδιά της, λιγότερο από ένα χιλιόμετρο απόσταση από εκεί όπου μας άφησε το υδατόχημα των μισθοφόρων της Αικατερίνης.
Καταλήγουμε μπροστά σ’ένα οίκημα που η πινακίδα του γράφει ΧΑΡΙΤΟΒΡΥΤΕΣ ΥΠΑΡΞΕΙΣ, και είναι διώροφο. Κλειστό, όπως το περίμενα. Κανένα σημάδι του βατραχοναού δεν υπάρχει εξωτερικά – όχι πως νόμιζα ότι θα υπήρχε.
«Πώς θα μπούμε;» ρωτά η Διονυσία.
«Αυτό δεν είναι δύσκολο,» της λέω. «Το δύσκολο θα είναι να σώσουμε τον αδελφό σου.» Και προς τα Τέκνα και τη Λουκία: «Να θυμάστε – αυτή είναι αποστολή διάσωσης. Μπαίνουμε για να πάρουμε τον Αρσένιο από τα χέρια των βατράχων. Αυτό προέχει. Εντάξει;»
«Το έχουμε καταλάβει, Οφιομαχητή,» αποκρίνεται ο Νηρέας.
«Είμαστε έτοιμοι,» με διαβεβαιώνει ο Νικόλαος.
Τους περιγράφω εν συντομία την όψη του Αρσένιου, για να ξέρουν περίπου πώς είναι: καστανόξανθα μαλλιά, λευκό-ροζ δέρμα, γαλανά μάτια· τυφλός. Δε θέλω να γίνει καμιά μαλακία και να τον χτυπήσουν κατά λάθος – αν και το θεωρώ απίθανο. Ρωτάω τη Διονυσία: «Έχεις, μήπως, καμιά φωτογραφία του μαζί σου;»
Κουνά το κεφάλι της αρνητικά, έκδηλα αγχωμένη.
Ο Ακατάλυτος νιαουρίζει πλάι στα μποτοφορεμένα πόδια της Λουκίας σαν να αδημονεί για την επερχόμενη συμπλοκή με τους ακόλουθους του Λοκράθου.
«Αυτά, λοιπόν,» τους λέω. «Πάμε.»
Με ακολουθούν, χωρίς κανείς να έχει βγάλει όπλο, για να μην τραβήξουμε ανεπιθύμητα βλέμματα μες στη μέση του δρόμου. Φτάνω κοντά στη διπλή εξώπορτα του καμπαρέ, πιάνω τη μια χειρολαβή της με το ένα χέρι και την άλλη με το άλλο. Τη σπρώχνω – δεν ασκώ καν όλη μου τη δύναμη – και η κλειδαριά σπάει. Η είσοδος ανοίγει μπροστά μας, μπαίνουμε σ’ένα δωμάτιο μετρίου μεγέθους, εκεί όπου οι φύλακες κόβουν εισιτήρια, κρατάνε πανωφόρια, και τα λοιπά. Τώρα δεν υπάρχουν φύλακες εδώ. Το μέρος είναι άδειο.
Τραβάμε τα όπλα μας καθώς η Ερασμία κλείνει την πόρτα πίσω μας. Στο χέρι μου είναι το Φιλί της Έχιδνας· στο χέρι της Διονυσίας ένα ενεργειακό πιστόλι. «Να είσαι πίσω μου,» της λέω. «Η υπόθεση θα είναι άγρια.»
Δε μιλά, αλλά γνέφει καταφατικά.
Αισθάνομαι την Ευθαλία να σέρνεται κάτω απ’το μανίκι μου, σαν να καταλαβαίνει ότι πρόκειται να εμπλακούμε σε μάχη και να προετοιμάζεται να τιναχτεί καταπάνω στους εχθρούς μου.
Βγαίνοντας απ’το πρώτο δωμάτιο του καμπαρέ μπαίνουμε σ’ένα πολύ μεγαλύτερο. Μια αίθουσα που αναμφίβολα είναι η κεντρική του μαγαζιού. Δεν έχει πελάτες τώρα, φυσικά – τα τραπεζάκια της είναι άδεια, όπως και η πίστα της. Αλλά το ίδιο δεν ισχύει και για το μπαρ: κάποιοι είναι συγκεντρωμένοι εκεί, και έχουν ήδη στραφεί προς το μέρος μας, ακούγοντας το σπάσιμο της κλειδαριάς. Ορισμένοι έχουν τραβήξει όπλα. Τέσσερα άτομα, στο σύνολό τους.
«Ε! τι σκατά κάνετε;» φωνάζει ένας τύπος, λευκόδερμος, με μαύρο καλοψαλιδισμένο μούσι· αλλά δεν προλαβαίνει να τελειώσει τα λόγια του: η ενεργειακή ριπή της Διονυσίας τον τραντάζει, σωριάζοντάς τον κάτω, αναίσθητο.
Τα Τέκνα και η Λουκία εξαπολύουν ενεργειακές ριπές καταπάνω στους υπόλοιπους. Ακόμα ένας πέφτει. Η μοναδική γυναίκα ανάμεσά τους κρύβεται πίσω απ’το μπαρ, ουρλιάζοντας. Ο τελευταίος άντρας τινάζεται παραδίπλα, κυλά στο πάτωμα, και καλύπτεται πίσω από ένα τραπέζι. Τραβά ενεργειακό πιστόλι και μας ρίχνει· αστοχεί την Ερασμία για μερικά εκατοστά. Τρέχω καταπάνω του, πηδώντας, πατάω στο τραπέζι και τινάζομαι από την άλλη. Ο τύπος κάνει να γυρίσει για να με σημαδέψει, αλλά τον κλοτσάω κατακέφαλα, σκοτώνοντάς τον κατά πάσα πιθανότητα.
«Βγες έξω εσύ που κρύβεσαι πίσω απ’το μπαρ!» φωνάζω στη γυναίκα. «Βγες, γιατί θα έρθουμε να σε βγάλουμε!»
Ο Ακατάλυτος πηδά απ’το ένα τραπέζι στο άλλο.
«Βγες!» φωνάζω ξανά, και η γυναίκα ορθώνεται με τα χέρια της υψωμένα.
«Εντάξει,» λέει. «Τι θέλετε; Λεφτά; Έχει κάποια οχτάρια εδώ μέσα, αν και όχι πολλά. Θα σας τα δώσω.»
«Δε μας ενδιαφέρουν τα λεφτά.» Την πλησιάζω, στρέφοντας το μακρύ λεπίδι του Φιλιού προς το μέρος της. Κάνει πίσω αλλά η πλάτη της βρίσκει στα ράφια με τα ποτά, και η αιχμή είναι μπροστά στον λαιμό της. «Ο Ναός μάς ενδιαφέρει. Ο Ναός του Λοκράθου. Προς τα πού πάμε γι’αυτόν;»
«Δε, δεν ξέρω τι...»
«Το όπλο μου διψάει,» την πληροφορώ ατενίζοντάς την ευθέως, καταπρόσωπο.
Η γυναίκα ξεροκαταπίνει. Δείχνει με τον αντίχειρά προς τ’αριστερά όπως μπαίνεις στην αίθουσα. «Αποκεί,» λέει. «Στο βάθος. Μια κουρτίνα μαύρη. Αποκεί πας για το Ναό.»
«Ευχαριστούμε.» Τη χτυπάω, ελαφρά, με το πλατύ μέρος της λεπίδας, στο πλάι του κεφαλιού. Πέφτει κάτω ξερή.
Βαδίζουμε προς τα εκεί όπου μας έδειξε, περνώντας ανάμεσα από τραπεζάκια. Υπάρχει, όντως, μια μαύρη κουρτίνα στο βάθος. Την παραμερίζω και πίσω της βλέπω ένα δωμάτιο γεμάτο πυκνές σκιές. Δεν έχει κανένα ανοιχτό παράθυρο, και τα φώτα από τη μεγάλη αίθουσα δεν φτάνουν για να το φωτίσουν πλήρως. Απλώνω το ελεύθερο χέρι μου αριστερά και βρίσκω έναν διακόπτη στον τοίχο· τον πατάω και μια λάμπα ανάβει στο ταβάνι. Τρεις πόρτες φανερώνονται: μία αντίκρυ μου και μία σε κάθε πλευρά. Η δεξιά έχει επάνω της λαξεμένο ένα βατράχι με κορόνα στο κεφάλι. Η μπροστινή έχει ένα γοβάκι. Η αριστερή, ένα κύμα. Δεν υπάρχει αμφιβολία πού είναι ο Ναός.
Πλησιάζω την πόρτα με το λαξευτό βατράχι. Πιάνω την πετούγια, ενώ με το άλλο χέρι έχω το Φιλί της Έχιδνας υψωμένο, έτοιμο να κατεβεί. Γυρίζω την πετούγια σπρώχνοντας την πόρτα – είτε είναι κλειδωμένη είτε όχι, θ’ανοίξει. Δεν είναι κλειδωμένη τελικά: ανοίγει εύκολα και αντικρίζω ένα δωμάτιο που θα έλεγα πως μοιάζει με φυλάκιο, αλλά κανένας φύλακας δεν είναι εδώ. Υπάρχουν όμως οθόνες οι οποίες δείχνουν διάφορα μέρη του καμπαρέ. Δείχνουν και τη μεγάλη αίθουσα από την οποία περάσαμε – την αναγνωρίζω. Αν κάποιος ήταν εδώ πριν από λίγο θα μας είδε να ερχόμαστε.
Δείχνω τις οθόνες στους συντρόφους μου. «Καταλαβαίνετε τι μπορεί να σημαίνει αυτό, έτσι;»
Στο πέρας του δωματίου είναι μια πόρτα, κλειστή, και τώρα η Διονυσία έχει την προσοχή της στραμμένη εκεί ενώ υποτονθορύζει παράξενα λόγια και διαγράφει ένα μυστηριακό σύμβολο με τα δάχτυλά της. Τα μάτια της είναι μισόκλειστα, η όψη της εστιασμένη. Τι κάνει; Κάποιο ανιχνευτικό ξόρκι;
Γυρίζει και μου λέει: «Είναι άνθρωποι αποκεί πίσω. Πάνω από μια ντουζίνα.»
«Μας περιμένουν, λοιπόν.»
«Δε φοβόμαστε τα βατράχια!» δηλώνει ο Λεωνίδας.
«Θα έπρεπε,» του λέω. Και προς όλους: «Δεξιά κι αριστερά της πόρτας.» Με ακούνε, πηγαίνοντας οι μισοί αποδώ οι μισοί αποκεί.
Κλοτσάω την πόρτα, τινάζοντάς την μες στο δωμάτιο πίσω της, σπάζοντας τελείως τους μεντεσέδες – κι αμέσως πετάγομαι προς τα δεξιά καθώς ενεργειακές και ηχητικές βολές έρχονται.
Καμιά δεν με πετυχαίνει, αν κι αισθάνομαι τα κόκαλά μου να δονούνται λιγάκι από τα ηχητικά κύματα. Η Ευθαλία συρίζει κάτω απ’το μανίκι μου και κινείται νευρικά. Ο Ακατάλυτος βγάζει ένα διαπεραστικό νιαούρισμα.
Τα Τέκνα αρχίζουν να ρίχνουν ενεργειακές ριπές στους εχθρούς μας, από τις άκριες της πόρτας. Και ηχητικές ριπές, επίσης. Αλλά πρέπει και τα βατράχια να είναι καλυμμένα γιατί δεν ακούω κραυγές. Δεν πρόλαβα να δω πολλά από το δωμάτιο πιο πριν, αλλά είμαι σίγουρος ότι είναι ο σηκός του Ναού του Λοκράθου. Το άγαλμα του χοντρού ανθρωποειδούς που θυμίζει βατράχι στέκει στο βάθος.
«Σε λάθος μέρος είσαι, Οφιομαχητή!» αντηχεί μια παράξενη φωνή.
Κοιτάζω από την άκρη της πόρτας, δίπλα από τον Νικόλαο. Στον σηκό δεν βλέπω κανένα ακάλυπτο βατράχι· είναι όλοι τους κρυμμένοι. Τα μάτια του αγάλματος του Λοκράθου φωτίζουν τώρα σαν λάμπες. Και η παράξενη φωνή αντηχεί ξανά – μέσα από το άγαλμα: «Ό,τι κι αν ζητάς δεν θα το βρεις εδώ, Οφιομαχητή! Φύγε!»
Ποιος χαζοχορευτής της Σιλοάρνης κάνει τέτοιες μαλακίες, μα την Έχιδνα; «Δε μας τρομάζουν τα γελοία φωτάκια του παραφουσκωμένου θεού σου!» του φωνάζω. «Βγες έξω άμα θες να μιλήσουμε.»
Το ένα από τα χέρια του αγάλματος υψώνεται, φαινομενικά από μόνο του. «Μακριά, Οφιομαχητή! Μόνο την καταστροφή σου θα βρεις εδώ!»
«Θα συνεχίσεις τα ηλίθια θέατρα για πολλή ώρα ακόμα, χαζοχορευτή της Σιλοάρνης;» φωνάζω. «Η υπομονή μου αρχίζει να τελειώνει!» Και δεν λέω ψέματα· μετά βίας συγκρατώ την οργή μου. «Ξέρεις για ποιον είμαστε εδώ. Και υπάρχουν δύο δρόμοι που τώρα μπορούμε ν’ακολουθήσουμε. Ο ένας είναι να μπούμε μέσα, να σας σκοτώσουμε όλους, και να πάρουμε τον άνθρωπό μας. Ο άλλος είναι να μας τον παραδώσετε και να μείνετε ζωντανοί. Τι διαλέγετε;»
«Τα φίδια δεν μπορούν να απειλήσουν τους πιστούς μου μέσα στον ίδιο μου τον Ναό!» αποκρίνεται το άγαλμα, υψώνοντας τώρα και τα δυο του χέρια.
«Εντάξει, βατράχια,» γρυλίζω, «τέρμα οι μαλακίες!» Και πηδάω ξαφνικά μες στο δωμάτιο, κυλώντας στο πάτωμα, ενώ κρατάω το Φιλί της Έχιδνας και με τα δύο χέρια σαν να ήταν ραβδί· δεν σταματώ καθόλου να κινούμαι καθώς ενεργειακές ριπές πέφτουν ολόγυρά μου, και μία ηχητική ριπή με τραντάζει κι αν ήμουν φυσιολογικός άνθρωπος είμαι σίγουρος ότι θα με είχε ρίξει λιπόθυμο.
Τα Τέκνα, η Λουκία, και η Διονυσία αμέσως ανταποδίδουν τις ριπές από τις άκριες της πόρτας, και ο Νικόλαος – ο ανόητος! – κάνει να μ’ακολουθήσει, κυλώντας στο πάτωμα κι αυτός: και αποδεικνύεται πιο τυχερός απ’ό,τι του αξίζει – καμιά εχθρική βολή δεν τον πετυχαίνει.
Τινάζομαι καταπάνω σ’έναν ακόλουθο του Λοκράθου που βλέπω να κρύβεται πίσω από μια κολόνα, και τον σπαθίζω, κόβοντας το χέρι του που κρατά το πιστόλι, και τον ξανασπαθίζω, χωρίζοντας το κεφάλι από τους ώμους του. Καλύπτομαι πίσω απ’την κολόνα και μια ενεργειακή ριπή χτυπά αυτήν αντί για εμένα. Μετά, βλέπω μια βατραχίνα αντίκρυ μου να κάνει να υψώσει το πιστόλι της. Τινάζω το χέρι μου προς τη μεριά της και η Ευθαλία εκτοξεύεται καταπάνω της: τα δόντια της μπήγονται στο μάγουλο της πιστής του Λοκράθου, η οποία σωριάζεται ουρλιάζοντας.
Ορμάω σε τρεις άντρες που τώρα είναι ορατοί για εμένα από εδώ όπου βρίσκομαι, και τραβάνε αγχέμαχα όπλα για να με αντιμετωπίσουν – σπαθιά κι ένα μικρό τσεκούρι. Το Φιλί της Έχιδνας σπάει στα δύο μια λεπίδα, σκοτώνοντας συγχρόνως τον χειριστή της. Το τσεκούρι έρχεται καταπάνω μου μαζί με το σπαθί. Αποκρούω το πρώτο, τινάζοντάς το από το χέρι του άντρα που το κρατούσε, ενώ το δεύτερο με δαγκώνει στα πλευρά αλλά χωρίς κανένα σοβαρό αποτέλεσμα. Ανεμίζω το Φιλί της Έχιδνας μπροστά μου, κόβοντας και των δύο τα κεφαλιά.
Τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου, η Λουκία, και η Διονυσία έχουν επίσης εισβάλει στον σηκό του Λοκράθου. Βλέπω σκιές να τρέχουν να φύγουν προς το βάθος, πίσω από το είδωλο του θεού, που τα μάτια του δεν φωτίζουν πλέον.
Αρπάζω την Ευθαλία από το πάτωμα και την αφήνω να κουλουριαστεί στον πήχη μου ξανά. Στον λάκκο μπροστά από το άγαλμα του Λοκράθου διάφορα αμφίβια σαλεύουν και κοάζουν ανήσυχα. Πιο πριν κάποιοι ακόλουθοι του βατράχου ήταν κρυμμένοι εκεί κάτω – τους είδα – αλλά τώρα έφυγαν κι αυτοί μαζί με τους άλλους.
Ο Δαμιανός είχε πει ότι ο Ναός εκτείνεται εν μέρει και στα υπόγεια του καμπαρέ. Λες προς τα εκεί να πηγαίνουν; Λες να υπάρχει κάποια έξοδος διαφυγής; Δε θα το απέκλεια.
«Πού είναι ο Αρσένιος;» ρωτά η Διονυσία. «Πού είναι ο αδελφός μου;»
«Πιο μέσα, υποθέτω,» αποκρίνομαι βαδίζοντας προς το άγαλμα.
«Μα, είπαν ότι αυτό που ζητάς δεν βρίσκεται εδώ!»
«Και τους πίστεψες;» Δίνω μια κλοτσιά στο άγαλμα, ανατρέποντάς το – τα Τέκνα πανηγυρίζουν, υψώνοντας τα όπλα τους – κι αποκαλύπτοντας πίσω του μια κλειστή ξύλινη πόρτα.
Δεν κάνω καν τον κόπο να διαπιστώσω αν είναι αμπαρωμένη ή κλειδωμένη· την κλοτσάω κι αυτήν και οι μεντεσέδες και τα ξύλα της διαλύονται, σωριάζονται πίσω. Βλέπουμε έναν διάδρομο και μπαίνουμε με τα όπλα μας σηκωμένα, περιμένοντας αντίσταση. Αλλά δεν συναντάμε καμία αντίσταση. Αφουγκραζόμαστε, όμως, κι ακούμε βήματα.
«Τα μιάσματα τρέχουν αποκεί!» λέει ο Νικόλαος, δείχνοντας.
«Με προσοχή,» τους προειδοποιώ. «Μπορεί να μας έχουν στήσει παγίδα.» Αλλά δεν πηγαίνω αργά· η ζωή του Αρσένιου ίσως να κρέμεται από την ταχύτητά μας.
Ο χώρος στον οποίο έχουμε τώρα εισβάλει φαίνεται να είναι τα ενδότερα του Ναού του Λοκράθου – κοιτώνες και παρόμοια δωμάτια, και στενοί διάδρομοι ανάμεσά τους. Δεν συναντάμε καμιά αντίσταση, ξανά· τα βατράχια πρέπει να έχουν τραπεί σε φυγή. Δεν είχαν εδώ αρκετούς φρουρούς για να μας αντιμετωπίσουν. Δε λογάριαζαν ότι θα ερχόμασταν.
Η Διονυσία φωνάζει: «Αρσένιε; Αρσένιε;» καθώς κοιτάζουμε μέσα σ’αρκετά από τα δωμάτια αυτού του χώρου του Ναού, όχι μόνο αναζητώντας τον αδελφό της αλλά κι επειδή ίσως εχθροί να κρύβονται εκεί περιμένοντας να μας χτυπήσουν.
Ούτε εχθρούς βρίσκουμε ούτε ο Αρσένιος απαντά στη Διονυσία. Και καταλήγουμε σύντομα (η περιοχή αυτή, παρότι γεμάτη μικρά δωμάτια, δεν είναι, αντικειμενικά, και τόσο μεγάλη) μπροστά σε μια σκάλα που κατεβαίνει. Ένα βατράχι – κάποιος με μικρή μάσκα στο πρόσωπο, παρόμοια μ’αυτή του Δαμιανού· ιερέας ίσως – μας ρίχνει από την κορυφή της σκάλας με το ενεργειακό πιστόλι του, αστοχώντας με και χτυπώντας τις ιερές τοιχογραφίες παραδίπλα. Ύστερα γυρίζει και τρέχει, κατεβαίνοντας σκαλοπάτια.
Ναι, ο Ναός τους εκτείνεται και στα υπόγεια, όπως είχε πει ο Δαμιανός.
«Ίσως να έχουν κάποια έξοδο διαφυγής εκεί κάτω,» λέω στους συντρόφους μου.
«Θα πάρουν τον Αρσένιο και θα φύγουν!» λέει η Διονυσία. «Πρέπει να τους προλάβουμε, Γεώργιε!»
«Αυτό θα κάνουμε.»
Πλησιάζω τη σκάλα, και με ακολουθούν, με τα ενεργειακά πιστόλια τους υψωμένα. Πρέπει όλοι να έχουν αλλάξει μπαταρίες προ πολλού – δύο φορές ο καθένας, υποθέτω – γιατί οι αρχικές δεν μπορεί να κρατάνε ακόμα, ύστερα από τόσες ριπές.
Στη σκάλα δεν βλέπουμε κανέναν να μας περιμένει, και κατεβαίνουμε, εγώ πρώτος και η Λουκία πίσω μου, παίρνοντας τη θέση της Διονυσίας – και πράττοντας σωστά: η Διονυσία πρέπει να είναι προστατευμένη· δεν είναι πολεμίστρια. Αν και μέχρι στιγμής τα έχει καταφέρει το ίδιο καλά με την παλιά πειρατίνα, οφείλω να ομολογήσω. Το ότι θέλει απεγνωσμένα να σώσει τον αδελφό της την παρακινεί, τη μεταμορφώνει. Ναι, το έχω ξαναδεί να συμβαίνει αυτό στους ανθρώπους...
Κάτω, γι’ακόμα μια φορά, δεν συναντάμε αντίσταση, και τώρα βρισκόμαστε σε χώρους έκδηλα υπόγειους – αποθήκες. Βαδίζοντας γρήγορα, φτάνουμε σ’ένα δωμάτιο που στο πέρας του είναι ένα στρογγυλό άνοιγμα και πίσω από το άνοιγμα φαίνεται η θάλασσα, αλλά δεν εισβάλει στον χώρο, και αμέσως καταλαβαίνω ότι το άνοιγμα αυτό είναι κλεισμένο με υδροπλαστικό. Εκατέρωθέν του στέκονται δύο άνθρωποι: ο τύπος με τη μικρή μάσκα που μου έριξε μια ενεργειακή ριπή από τη σκάλα· και μια γυναίκα την οποία έχω ξαναδεί, αν και τότε είχε κι ένα κακάσχημο βατράχι στον ώμο. Είναι σίγουρα πενήντα-πέντε χρονών, γαλανόδερμη, με μαλλιά μαύρα/μπλε, φτιαγμένα Κόμη Βατράχου. Η Όλγα. Εκείνη η ιέρεια – η κληρική του Λοκράθου – με την οποία συνεργαζόταν ο Δαμιανός όταν μας αιχμαλώτισε στις Ακτές των Βράχων.
«Δώστε μας τον Αρσένιο, βατράχια!» τους λέω δείχνοντάς τους με το λεπίδι μου. «Το παιχνίδι σας τελείωσε – και, ξανά, χάσατε.»
«Όχι ακόμα, Οφιομαχητή!» αποκρίνεται η Όλγα, και πατά ένα κουμπί στον τοίχο. Το υδροπλαστικό ξαφνικά διαλύεται· οι ενεργειακές δυνάμεις που το συντηρούσαν παύουν να υφίσταται, και η θάλασσα έρχεται ορμητικά καταπάνω μας, μουγκρίζοντας. «Τα όπλα δεν σε σκοτώνουν – το νερό ίσως να τα καταφέρει!» φωνάζει η Όλγα, καθώς εκείνη κι ο άντρας με τη μάσκα φεύγουν βάζοντας αναπνευστήρες και μάσκες κατάδυσης στα πρόσωπά τους.
Μας περίμεναν εδώ, οι καταραμένοι, για να μας πνίξουν!
«Θα πεθάνετε, μιάσματα! Θα πεθάνετε!» κραυγάζει ο Λεωνίδας, εξαπολύοντας ενεργειακές ριπές μαζί με τον Νηρέα. Αλλά οι ριπές τους είναι μάταιες τώρα, με τέτοιο υδάτινο χαλασμό που μας χτυπά· χάνονται μες στο νερό, και τα βατράχια έχουν ήδη φύγει, βουτώντας έξω από το στρογγυλό άνοιγμα.
Δεν ανησυχώ για τον εαυτό μου (οι ανόητοι ακόλουθοι του Λοκράθου δεν ξέρουν ότι είμαι υδατοτρόπος, υποθέτω)· ανησυχώ για τους συντρόφους μου: και για τη Διονυσία περισσότερο απ’όλους. Μπορεί να πνιγούν εδώ κάτω!
«Κρατήστε την αναπνοή σας,» φωνάζω, «κι ακολουθήστε με!» ενώ αρπάζω τον καρπό της Διονυσίας λίγο προτού η θάλασσα σκεπάσει ολόκληρο το δωμάτιο με τρομαχτικά γρήγορο ρυθμό.
Οι δύο λάμπες του χώρου δεν έχουν σβήσει, παρατηρώ· ακτινοβολούν ακόμα και κάτω απ’το νερό· πρέπει νάναι αδιάβροχες. Βλέπω γύρω μου τις μορφές των Τέκνων και της Λουκίας, η οποία έχει πάρει στην αγκαλιά της τον Ακατάλυτο που μοιάζει με μια πανικόβλητη σκιά. Τους γνέφω να με ακολουθήσουν και, χρησιμοποιώντας τις υδατοτρόπες ιδιότητές μου, κατευθύνομαι προς το στρογγυλό άνοιγμα αντίκρυ μας. Νομίζουν τα βατράχια ότι θα μου ξεφύγουν τόσο εύκολα – τα γαμημένα μιάσματα; Από εκεί είναι και η έξοδός μας και ο δρόμος για να τους καταδιώξουμε και να τους σφάξουμε μέχρι τον τελευταίο!
Καθώς φτάνω στο άνοιγμα, όμως – και δεν αργώ καθόλου, καθόλου να φτάσω – το βλέπω να φράζεται μπροστά μου. Κάποιοι, από την έξω μεριά, κλείνουν μια μεταλλική θύρα, κόβοντάς μας την έξοδο.
Βάζω τα χέρια της Διονυσίας να πιαστούν στα ρούχα μου, κι ευτυχώς εκείνη καταλαβαίνει – καταλαβαίνει ότι πρέπει να μείνει γαντζωμένη στο σώμα μου αν θέλει να σωθεί – και συνεχίζει να με κρατά όταν την αφήνω.
Βλέπω κάποιον – ο Νικόλαος δεν είναι; – να πλησιάζει τη στρογγυλή πόρτα και να την κλοτσά με τα δύο πόδια. Αλλά δεν καταφέρνει να τη διαλύσει. Ο ανόητος πρέπει να νόμιζε ότι θα τη γκρέμιζε επειδή φορά την οργανική στολή. Αυτό, όμως, δεν είναι τόσο εύκολο να γίνει. Το νερό, κατά πρώτον, ανακόπτει μεγάλο μέρος της δύναμης που ασκείς· και, κατά δεύτερον, τέτοιες υποβρύχιες θύρες είναι, συνήθως, πολύ βαριές και πολύ ανθεκτικές, αλλιώς η θάλασσα θα τις διέλυε και θα εισέβαλλε.
Ας δούμε αν είναι η συγκεκριμένη θύρα πιο δυνατή και από έναν Φιλημένο της Έχιδνας.
Ενώ η Διονυσία εξακολουθεί, πολύ συνετά, να είναι γαντζωμένη στην πλάτη μου, και ενώ έχω ήδη θηκαρώσει το Φιλί της Έχιδνας στη μέση μου, αρπάζω την οριζόντια χειρολαβή της στρογγυλής πόρτας και σπρώχνω.
Σπρώχνω με όλη την υπεράνθρωπη δύναμή μου. Κι αισθάνομαι την αντίσταση μεγάλη. Της ίδιας της πόρτας και του νερού πίσω από την πόρτα. Αισθάνομαι σαν να αντιμετωπίζω ολόκληρη τη θάλασσα. Σαν να χειροπαλεύω με τον ίδιο τον ωκεανό. Και είναι δυνατόν να λυγίσεις τέτοιο πανίσχυρο χέρι; Ακόμα κι αν είσαι ο Οφιομαχητής;
Τρίζω τα δόντια, γρυλίζοντας. Φυσαλίδες δημιουργούνται γύρω μου.
Πρέπει να τα καταφέρω! γιατί δεν είμαι σίγουρος ότι έχω χρόνο να μεταφέρω, με τις υδατοτρόπες ιδιότητές μου, όλους τους συντρόφους μου έξω απ’το πλημμυρισμένο υπόγειο προτού πνιγούν.
Κάτι κινείται, νομίζω...
Ναι – κάτι κινείται. Κάποια μέταλλα λυγίζουν, είμαι σίγουρος: τα μέταλλα που κρατάνε την πόρτα πάνω στον τοίχο. Παραμερίζει μπροστά μου... παραμερίζει, και η θάλασσα φανερώνεται πίσω της. Δε βλέπω πουθενά τις μορφές της Όλγας και του μασκοφόρου κληρικού, ούτε τη μορφή κανενός άλλου ακόλουθου του Λοκράθου· αλλά τώρα δεν είναι αυτοί που κυρίως με ενδιαφέρουν.
Χρησιμοποιώντας το νερό γύρω μου σαν προέκταση του νευρικού μου συστήματος, με ωθώ προς τα πάνω. Εμένα και τη Διονυσία. Και, ρίχνοντας μια ματιά πίσω μου, βλέπω τα Τέκνα και τη Λουκία να με ακολουθούν, κολυμπώντας, χτυπώντας τα χέρια και τα πόδια τους.
Βγαίνω στον αφρό, παίρνοντας βαθιές ανάσες, κι ακούω και τη Διονυσία, πιασμένη στην πλάτη μου, ν’αγκομαχεί. Οι άλλοι ξεπροβάλλουν ολόγυρά μου· ο Ακατάλυτος, στην αγκαλιά της Λουκίας, βήχει έντονα και συρίζει, αγριεμένος, τρελαμένος.
«Πού είναι τα γαμημένα μιάσματα;» γρυλίζει ο Νηρέας. «Πού είναι;»
Και, σαν να τους επικαλέστηκε ο καταραμένος, τους βλέπω να έρχονται. Τρεις μηχανοκίνητες βάρκες κατευθύνονται προς τη μεριά μας, με ανθρώπους επάνω τους οι οποίοι δεν μοιάζουν ούτε για ψαράδες ούτε για χωροφύλακες της Μεγάπολης ούτε για τουρίστες ή ταξιδιώτες. Είναι τα βατράχια που υποχώρησαν από τον Ναό. Στα χέρια τους έχουν καμάκια και βαλλίστρες, και μας σημαδεύουν.
Εκτοξεύουν καμάκια και βέλη καταπάνω μας, ενώ ακούω την Όλγα να κραυγάζει: «Ποτέ δεν μπορείς να πεθάνεις, Οφιομαχητή; Ποτέ;»
«Βουτήξτε!» φωνάζω στους συντρόφους μου. Αλλά δεν προλαβαίνουν· είναι πολύ κουρασμένοι από τις μάχες και από την υποβρύχια κολύμβηση. Οι κραυγές τους αντηχούν· αίματα απλώνονται στο νερό.
Ένα βέλος καρφώνεται στον ώμο μου. Η Διονυσία ουρλιάζει.
«Είτε στον αφρό είτε κάτω από τη θάλασσα, θα πεθάνετε, φίδια!» απειλεί ο μασκοφόρος ιερέας, και εκτοξεύει ένα καμάκι εναντίον μου. Το αποφεύγω βουτώντας στο νερό, και κατευθύνομαι προς τη βάρκα του σαν τορπίλη, χρησιμοποιώντας στο μέγιστο τις υδατοτρόπες δυνάμεις μου. Αυτό το μίασμα είναι ΝΕΚΡΟ!
Φτάνω στο σκάφος, πιάνομαι στο πλάι του, και το σπρώχνω με όλη μου τη δύναμη (έχοντας σχεδόν ξεχάσει τη Διονυσία που κρατιέται απεγνωσμένα επάνω μου). Το ανατρέπω, ρίχνοντας τους επιβάτες του στη θάλασσα. Αρπάζω τον λαιμό μιας βατραχίνας και, κυριολεκτικά, τον συνθλίβω μες στη γροθιά μου: αίματα τινάζονται απ’το στόμα και τη μύτη της καθώς πεθαίνει. Τραβάω ένα ξιφίδιο και το καρφώνω στο μάτι ενός άλλου, φτάνοντας ώς το γαμημένο μυαλό του. Πεθαίνει το μίασμα!
Βλέπω τον μασκοφόρο πούστη να κολυμπά απελπισμένα, για ν’απομακρυνθεί.
«Φεύγεις, γαμιόλη,» του φωνάζω, «τώρα που αρχίζει νάχει πλάκα!» και σκαρφαλώνω στην αναποδογυρισμένη βάρκα, με τη Διονυσία ακόμα πιασμένη στην πλάτη μου και έχοντας τραβήξει το ξιφίδιο έξω απ’το κρανίο του νεκρού μιάσματος. Το υψώνω τώρα και το εκτοξεύω καταπάνω στον ιερέα που κολυμπά (και δεν θα το έκανα αυτό κανονικά· θα τον κυνηγούσα σαν να ήταν ψάρι κι εγώ ο ψαράς· αλλά σκέφτομαι τη Διονυσία) χτυπώντας τον στην πλάτη. Κραυγάζει και αίμα απλώνεται στο νερό γύρω του.
Μια από τις άλλες βάρκες έρχεται για να τον μαζέψει – αυτόν και τρεις ακόμα που κολυμπάνε περίτρομοι προς τα εκεί. Επάνω στο σκάφος είναι η Όλγα μαζί με μερικά βατράχια, καθώς κι ένας καστανόξανθος άντρας που παλεύει – στα τυφλά. Ο Αρσένιος. Με τα χέρια του δεμένα, μουγκρίζοντας πίσω από το φίμωτρό του. Έχοντας καταλάβει προφανώς ότι κάτι συμβαίνει, ότι κάποιοι έχουν έρθει να τον σώσουν.
Η Διονυσία τον βλέπει επίσης. «Αρσένιε!» ουρλιάζει. «Αρσένιε! Αφήστε τον, παλιάνθρωποι! Αφήστε τον να φύγει – δε σας έκανε τίποτα! Αφήστε τον!» Κι αισθάνομαι το ένα της χέρι να μη σφίγγει πλέον τα ρούχα μου.
Τα βατράχια της βάρκας της ιέρειας μαζεύουν τον τραυματισμένο μασκοφόρο κληρικό τους από το νερό.
«Δώστε μας τον Αρσένιο,» τους φωνάζω, «αλλιώς θα ευχηθείτε όλα τα δηλητήρια της Έχιδνας να είχαν πέσει επάνω σας!»
«Έλα να τον πάρεις, Οφιομαχητή!» αποκρίνεται η Όλγα, και τώρα βλέπω ξανά εκείνο το καταραμένο, κακάσχημο βατράχι στον ώμο της. Το ένα μίασμα καβάλα στο άλλο. Σαν την ενσάρκωση του ίδιου του βρομερού Λοκράθου!
Η ιέρεια υψώνει μια βαλλίστρα κι εξαπολύει ένα βέλος προς τη μεριά μου – αστοχώντας με καθώς σκύβω.
Το προηγούμενο βέλος, συνειδητοποιώ τώρα, είναι ακόμα καρφωμένο στον ώμο μου· αλλά το αγνοώ: η δύναμη της Έχιδνας με ωθεί, και η τρομερή οργή μου επίσης.
Εκτοξεύω την Ευθαλία, κραυγάζοντας άναρθρα. Η ταχύγλωττη οχιά διασχίζει τον αέρα σαν λόγχη με στόχο το κεφάλι της Όλγας. Αλλά ούτε το δικό μου ζωντανό βλήμα βρίσκει τον στόχο του. Η κληρική του Μιάσματος το αποφεύγει για μερικά εκατοστά, και η Ευθαλία καταλήγει στο νερό, ενώ η βάρκα της ιέρειας αρχίζει να φεύγει, ν’απομακρύνεται, μαζί με την άλλη βάρκα των βατράχων.
«Έλα να τον βρεις, Οφιομαχητή!» ουρλιάζει η Όλγα. «Έλα να τον βρεις! Έλα να τον βρεις!»
Τραβάω το βέλος από τον ώμο μου, το πετάω στη θάλασσα. «Μείνε εδώ,» λέω στη Διονυσία και ξεγαντζώνω το χέρι της από πάνω μου. Αφήνοντάς την στην αναποδογυρισμένη βάρκα, βουτάω στη θάλασσα και χρησιμοποιώ τις υδατοτρόπες δυνάμεις μου. Καταδιώκω τα βατράχια πάνω στα πλεούμενα. Καθοδόν η Ευθαλία (που μπορεί να κολυμπήσει αν θέλει) έρχεται κοντά μου και την αρπάζω, βάζοντάς την να τυλιχτεί γύρω από τον πήχη μου ξανά.
Προσπαθώ να κινηθώ όσο το δυνατόν πιο γρήγορα μέσα στο νερό, να προφτάσω τη βάρκα με τον Αρσένιο επάνω, να τον πάρω από τα χέρια τους. Αλλά αποδεικνύεται μάταιο, όπως το φοβόμουν. Οι μηχανές τους είναι πιο γρήγορες από εμένα, ακόμα και με τις υδατοτρόπες δυνάμεις μου. Οι προπέλες σπαθίζουν ξέφρενα το νερό, σηκώνοντάς αφρούς, αφήνοντάς με ολοένα και πιο πίσω.
Κατευθύνονται βόρεια και δυτικά, τα καταραμένα βατράχια. Να τους ακολουθήσω κι άλλο; Να δω πού θα βγουν από τη θάλασσα; Ή να επιστρέψω στους συντρόφους μου; Είναι τραυματισμένοι από τα βέλη και τα καμάκια που τους χτύπησαν. Ίσως κάποιος, μάλιστα, να είναι τραυματισμένος θανάσιμα. Και η Διονυσία είναι πιασμένη πάνω σε μια αναποδογυρισμένη βάρκα, μόνη της.
Τι θα της πω, όμως, αν γυρίσω με άδεια χέρια; Ή χωρίς, τουλάχιστον, κάποια γνώση για το πού μπορεί τώρα να έχουν τον αδελφό της;
Συνεχίζω να καταδιώκω τα μιάσματα του Λοκράθου.
«Χτες βράδυ, αυτός ο τύπος έκανε τα χέρια του φτερά και πέταξε έξω απ’το παράθυρο!» ψιθύρισε η Όλγα στον Γεώργιο, καθώς έπαιρναν πρωινό στην τραπεζαρία του Όμορφου Παράθυρου. «Και δεν θέλει να μου πει πού πήγε.»
«Νομίζεις ότι μιλάς σιγανά, καρδιά μου,» είπε ο Γρηγόριος, «αλλά σ’ακούω. Κι επιπλέον, κάποιοι εδώ μέσα ίσως ν’αναρωτηθούν τι ψιθυρίζει η γυναίκα μου στ’αφτί του εξωδιαστασιακού μισθοφόρου.»
Η Όλγα τον αγριοκοίταξε, όμως δεν μίλησε. Ήπιε μια γουλιά απ’τον καφέ της.
«‘Έκανε τα χέρια του φτερά και πέταξε έξω απ’το παράθυρο’;» είπε ο Οφιομαχητής, χαμηλόφωνα, κοιτάζοντας ερωτηματικά τον πράκτορα του Άρχοντα της Νερκάλης.
«Δεν είμαστε εδώ για τουρισμό,» αποκρίθηκε εκείνος. «Ήθελα να ρίξω μια ματιά σε κάποια μέρη.»
«Τι μέρη;»
«Τίποτα που χρειάζεται να ξέρεις ακόμα.»
«Τι θα κάνουμε σήμερα;» Δεν τον εξέπληττε τον Γεώργιο που ο Γρηγόριος είχε κάνει τα χέρια του φτερά· ήξερε πως υπήρχε κάποιο ξόρκι που ορισμένοι μάγοι χρησιμοποιούσαν για να μεταβάλλουν το δικό τους σώμα ή των άλλων. Εκείνο που μέχρι στιγμής δεν ήξερε ήταν ότι ο πράκτορας του Άρχοντα της Νερκάλης ήταν μάγος.
Ο Γρηγόριος αποκρίθηκε: «Μια βόλτα.»
Όταν, λίγο αργότερα, βγήκαν από το Όμορφο Παράθυρο και βάδιζαν στους δρόμους της Γηραιάς Πόλης της Οσκάλνης, είπε σιγανά στον Γεώργιο, την Όλγα, και τον Νάθλεδιρ: «Να έχετε τ’αφτιά σας ανοιχτά για οτιδήποτε μπορεί να λέγεται για κάποιο ‘παράξενο αντικείμενο’,» ενώ το Γερό Φίδι τούς ακολουθούσε χωρίς να καταλαβαίνει τίποτα.
«Το νοοσύστημα, εννοείς...» συμπέρανε ο Οφιομαχητής.
«Προφανώς.»
Και ολόκληρο εκείνο το πρωινό περιφέρονταν στην Παλιά Αγορά, στο Λιμάνι της Φούντας, και στο Λιμάνι της Ρίζας, σε μέρη όπου κόσμος κυκλοφορούσε και πολλά ακούγονταν. Οι δρόμοι ήταν ακόμα γεμάτοι νερά από τη νυχτερινή καταιγίδα, όμως αυτό δεν εμπόδιζε τους κατοίκους και τους ταξιδευτές απ’το να κινούνται και να μιλάνε. Ο Γρηγόριος, φυσικά, εξακολουθούσε να παριστάνει τον έμπορο και εκτιμητή τέχνης, πράγμα που δεν το έκανε πιο δύσκολο να φτάσουν διάφορες φήμες στ’αφτιά του και των συντρόφων του· το αντίθετο, μάλιστα: τους διευκόλυνε. Δυστυχώς, όμως, δεν έμαθαν τίποτα για κανένα «παράξενο αντικείμενο» που ο Πολιτοβασιλέας, ή κάποιος άλλος, είχε φέρει στην πόλη τελευταία.
Το απόγευμα, συνέχισαν αυτού του είδους την αναζήτηση, πάλι με τα ίδια αποτελέσματα. Όταν νύχτωσε, καθώς επέστρεφαν στο Όμορφο Παράθυρο, ο Γεώργιος ρώτησε τον Γρηγόριο τι είχε στο μυαλό του.
«Τίποτα σημαντικό ακόμα,» απάντησε εκείνος, και ο Οφιομαχητής καταπολέμησε την οργή του με το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου.
«Θέλω να πάω στα Σελκόνια Δάση,» είπε.
«Όχι τώρα, ελπίζω.»
«Δε φαίνεται να κάνουμε κάτι συγκεκριμένο εδώ.»
«Είσαι μισθοφόρος μου,» του θύμιζε ο Γρηγόριος. «Αν ξαφνικά εξαφανιστείς, διάφοροι ίσως αρχίσουν ν’αναρωτιούνται και να υποψιάζονται πράγματα.»
«Σου έχω πει ήδη ότι θέλω να βρω ένα σπίτι για το Γερό Φίδι!»
«Τώρα δεν είναι η ώρα, όπως καταλαβαίνεις. Θέλεις να με βοηθήσεις να φέρουμε σε πέρας την αποστολή μας, ή όχι;»
Ο Γεώργιος δεν απάντησε, επομένως ο πράκτορας του Άρχοντα της Νερκάλης εξέλαβε την απάντησή του ως θετική καθώς έφταναν στο ξενοδοχείο τους. «Δε σε υποχρεώνει κανείς να μείνεις μαζί μου,» του είπε. «Αλλά ξέρεις τι έχεις να χάσεις αν φύγεις.» Και δεν το συζήτησαν άλλο εκείνη τη βραδιά.
Ανέβηκαν στα δωμάτιά τους, και η Όλγα ρώτησε τον Γρηγόριο: «Θα πετάξεις πάλι;»
«Ναι.»
«Δεν έχει καταιγίδα απόψε.»
«Θα πρέπει απλά να είμαι πιο προσεχτικός.»
Αλλά δεν έφυγε αμέσως. Περίμενε μέχρι η νύχτα να βαθύνει. Εν τω μεταξύ πρότεινε στην Όλγα να παίξουν Κυματιστή.
«Παίζεις και παιχνίδια;» είπε εκείνη, ευφυολογώντας.
«Κάπως πρέπει να περάσει η ώρα.» Ανακάτευε μια τράπουλα ανάμεσα στα χέρια του. «Είσαι μέσα, ή όχι;»
«Μέσα.» Η Όλγα ήταν μισοξαπλωμένη στο κρεβάτι της.
Ο Γρηγόριος ήρθε και κάθισε πλάι της, μοιράζοντας τα φύλλα.
«Τι στοιχήματα να βάλουμε;» είπε η Όλγα. «Αν νικήσω θα μου απαντήσεις σε μια ερώτηση;»
«Όχι.»
Του έκανε το πουλί του Λοκράθου με το χέρι της.
«Δε θα είχα παντρευτεί μια τόσο αγενή γυναίκα,» είπε ο Γρηγόριος, κοιτάζοντας τα φύλλα του.
«Σκασίλα μου.» Η Όλγα πήρε τα δικά της φύλλα από μπροστά της και τα κοίταξε.
Άρχισαν να παίζουν, τοποθετώντας επάνω στο κρεβάτι, ανάμεσά τους, κάρτες που παρίσταναν πλοία, και προσπαθώντας ο ένας να βουλιάξει τα πλοία του άλλου με κάρτες που δρούσαν ως κύματα.
Η Όλγα έκανε, ξαφνικά, μια πρόταση: «Όταν χάνω θα βγάζω ένα ρούχο. Όταν χάνεις εσύ θα μου απαντάς σε μια ερώτηση. Είσαι μέσα;» Τον κοίταξε προκλητικά.
«Όχι σαχλαμάρες,» αποκρίθηκε ο Γρηγόριος.
Η Όλγα τού έκανε ξανά το πουλί του Λοκράθου.
Εκείνος την αγνόησε και συνέχισαν να παίζουν.
Τρεις παρτίδες έπαιξαν, και στις δύο τη νίκησε. Η Όλγα τού είπε: «Θα είχα χάσει τώρα δύο ρούχα,» και κερδίσει μία απάντηση, πρόσθεσε νοερά.
Ο Γρηγόριος την αγνόησε πάλι καθώς σηκωνόταν από το κρεβάτι και άνοιγε το παράθυρο. «Μην το κλείσεις,» της είπε. «Να το αφήσεις κουφωτό, όπως χτες.»
«Εντάξει...»
Πήγε στο μπάνιο για λίγο (για να κατουρήσει προτού φύγει; αναρωτήθηκε η Όλγα) και μετά βγήκε ξανά. Φόρεσε μια μάλλινη μπλούζα χωρίς μανίκια, όπως και την προηγούμενη νύχτα, μουρμούρισε παράξενα λόγια, σχημάτισε ένα παράξενο σύμβολο με τα δάχτυλά του, και η μορφή του άρχισε να αλλοιώνεται. Τα χέρια του σύντομα είχαν γίνει φτερά.
Αυτή τη φορά η Όλγα δεν φρίκαρε και τόσο. Είχε αρχίσει να συνηθίζει. Τον είδε να πηδά έξω απ’το παράθυρο και να φτεροκοπά μες στη νύχτα. Σηκώθηκε απ’το κρεβάτι της κι έκλεισε, κουφωτά, το παράθυρο για να μη μπαίνει κρύο. Ύστερα, έπιασε ένα μυθιστόρημα – Τα Αλμυρά Δάκρυα της Κυράς των Πέντε Πλοίων – έβγαλε τον σελιδοδείκτη από τη θέση όπου τον είχε βάλει την προηγούμενη φορά, κι άρχισε να διαβάζει ενώ κάθε τόσο χασμουριόταν.
Ο «σύζυγός» της άργησε να επιστρέψει απόψε. Η Όλγα είχε αποκοιμηθεί με το βιβλίο στην αγκαλιά όταν ακούγοντας θορύβους ξαφνιάστηκε. Τινάχτηκε, με μια πνιχτή κραυγή.
«Εγώ είμαι,» είπε ο Γρηγόριος, με τα χέρια του φτερά ακόμα. «Κλείσε το παράθυρο αν θέλεις.»
Η Όλγα, αναστενάζοντας, σηκώθηκε και το έκλεισε, ενώ εκείνος έκανε ξανά τα μαγικά του μετατρέποντας τα φτερά σε χέρια. Έμοιαζε εξαντλημένος, όπως και χτες, καθώς καθόταν στο κρεβάτι του.
«Σε κουράζει αυτή η... η δραστηριότητα;» είπε η Όλγα, καθίζοντας στο δικό της κρεβάτι, διπλώνοντας τα πόδια της από κάτω της.
«Πετούσα,» αποκρίθηκε εκείνος. «Και δεν είναι εύκολο να πετάς, ακόμα και με φτερά.»
«Δε θα μου πεις πού πήγες;»
«Δε χρειάζεται.» Έβγαλε τα ρούχα του και ξάπλωσε.
Τις επόμενες τρεις ημέρες έκαναν τα ίδια πράγματα περίπου: Επισκέπτονταν την Παλιά Αγορά και τα λιμάνια, ενώ ο Γρηγόριος παρίστανε τον εκτιμητή τέχνης, και επισκέφτηκαν και την Κάτω Αγορά μια φορά – την κεντρική αγορά της Κάτω Πόλης, στις νότιες όχθες του Πρώτου Γόνου. Σκοπός τους ήταν ν’ακούσουν οτιδήποτε μπορεί να φαινόταν ενδιαφέρον, οτιδήποτε για κάποιο «παράξενο αντικείμενο». (Αλλά τίποτα τέτοιο δεν άκουσαν, και οι περιπλανήσεις τους έμοιαζαν ανούσιες στον Γεώργιο, σχεδόν σαν ο πράκτορας του Άρχοντα της Νερκάλης να τους κορόιδευε.) Τις νύχτες, ο Γρηγόριος έφευγε από το Όμορφο Παράθυρο πετώντας κι επέστρεφε αργά. Η Όλγα είχε αρχίσει να εκνευρίζεται μ’αυτή την ιστορία. Δεν την άφηνε να ησυχάσει. Αναρωτιόταν πού να πήγαινε ο τύπος τέτοιες ώρες, και τι να έκανε. Σίγουρα ήταν κάτι το ύποπτο: κάτι που, ίσως, μπορούσε να τους βάλει σε μπελάδες. Οπότε, δεν θα έπρεπε κανονικά να το ξέρουν; Δεν είναι σωστό που μας κρατά στο σκοτάδι!
Τη νύχτα, όμως, της τρίτης ημέρας ο Γρηγόριος αποφάσισε να γίνει πιο ομιλητικός, και τους κάλεσε όλους στο δωμάτιό του και της Όλγας – όλους: συμπεριλαμβανομένου του Γερού Φιδιού. Δεν είχε πετάξει ακόμα, και ίσως να μην πετούσε καθόλου απόψε, σκεφτόταν η Όλγα, ίσως να είχε βρει εκείνο που αναζητούσε, ό,τι κι αν ήταν.
«Κάτι άλλαξε;» ρώτησε ο Οφιομαχητής, ενώ η Ευθαλία έριχνε μια ματιά έξω από την άκρια του μανικιού του και παιχνίδιζε τη γλώσσα της.
«Βρήκα μια κάτοψη,» είπε ο Γρηγόριος.
«Τι κάτοψη;»
Ο Γρηγόριος ξεδίπλωσε ένα χαρτί και το άπλωσε πάνω στο κρεβάτι του. Ήταν αρκετά μεγάλο. «Του Βασιλικού Παλατιού της Οσκάλνης. Της κατοικίας του Πολιτοβασιλέα.»
Επάνω στο χαρτί ήταν ζωγραφισμένες γραμμές που σχημάτιζαν διαδρόμους και δωμάτια.
«Δεν είμαι σίγουρος ότι είναι απόλυτα αξιόπιστος αυτός ο χάρτης,» είπε ο Γρηγόριος, «αλλά ήταν ο καλύτερος που μπορούσα να προμηθευτώ.»
«Από πού;» ρώτησε ο Γεώργιος.
«Από τη Σκιερή Βιβλιοθήκη.»
«Τι είναι η Σκιερή Βιβλιοθήκη;» Ο τρόπος που ο πράκτορας είχε αρθρώσει αυτό το όνομα μαρτυρούσε στον Οφιομαχητή ότι δεν επρόκειτο για κάποια κανονική βιβλιοθήκη.
«Ένα από τα κρυφά μέρη της Οσκάλνης. Τα... υποψιασμένα μέρη. Μπορείς να βρεις διάφορα πράγματα εκεί, αν είσαι πρόθυμος να πληρώσεις, ή αν έχεις τις κατάλληλες διασυνδέσεις.»
Κάτι σαν τους Κατωμήχανους της Ριλιάδας; σκέφτηκε ο Γεώργιος. «Εδώ; Στη Γηραιά Πόλη;»
«Όχι. Στην Κάτω Πόλη.»
«Την είχες επισκεφτεί και παλιότερα τη Σκιερή Βιβλιοθήκη;»
«Αυτό δεν έχει σημασία,» αποκρίθηκε ο Γρηγόριος, αινιγματικός όπως πάντα. «Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι έχουμε στα χέρια μας την κάτοψη του Βασιλικού Παλατιού τώρα.»
«Και τι σκέφτεσαι να κάνουμε μ’αυτήν; Εισβολή;»
«Προφανώς.» Ο Γρηγόριος κοίταζε συλλογισμένα τον περίπλοκο χάρτη με τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος.
«Να πάμε πού εκεί μέσα; Ξέρεις πού μπορεί να κρύβουν το νοοσύστημα;»
«Αυτό... είναι το βασικό μου πρόβλημα,» παραδέχτηκε ο πράκτορας του Άρχοντα της Νερκάλης εξακολουθώντας να παρατηρεί τον χάρτη. «Μπορώ, ωστόσο, να κάνω κάποιες υποθέσεις, από τις σημειώσεις εδώ πάνω... και από τις δικές μου, προσωπικές παρατηρήσεις.»
«Τις δικές σου, προσωπικές παρατηρήσεις;» Τραβούσε επεξήγηση αυτό, σκεφτόταν ο Γεώργιος.
«Τι νομίζεις ότι κάνω όταν τις νύχτες πετάω, Οφιομαχητή; Εκτός των άλλων, πηγαίνω και ρίχνω ματιές στο σπίτι του Πολιτοβασιλέα.»
«Και δε σ’έχουν καταρρίψει ακόμα; Όσο κι αν μοιάζεις με πελώριο νυχτοπούλι....»
«Εννοείται πως δεν ίπταμαι πάνω απ’το παλάτι· απλά πετάω ώς εκεί περίπου. Το έχω κοιτάξει από μακριά, με κιάλια· το έχω κοιτάξει κι από πιο κοντά, πλησιάζοντας με προσοχή· και...»
«Το συμπέρασμα;»
«Δεν έχω βγάλει κανένα συμπέρασμα ακόμα. Μόνο μερικές υποθέσεις μπορώ να κάνω, όπως είπα.
»Εδώ» – έδειξε επάνω στην κάτοψη – «είναι κάποιες αποθήκες που πρέπει να εκτείνονται και κάτω από το έδαφος, νομίζω.»
«Δε φαίνεται αυτό στον χάρτη μας...»
«Όχι,» παραδέχτηκε ο Γρηγόριος, «δεν φαίνεται. Αλλά δεν έχει σημασία. Όπως εξήγησα, άλλωστε, δεν πρέπει να είναι απόλυτα αξιόπιστος χάρτης.»
«Και πιστεύεις ότι στις αποθήκες θα βρούμε το νοοσύστημα;»
«Υπάρχει μια πιθανότητα. Αλλά δεν είναι αυτό το μόνο μέρος που έχω σταμπάρει.
»Εδώ» – έδειξε πάλι επάνω στην κάτοψη – «είναι, αν δεν λαθεύω, μια πτέρυγα με εργαστήρια και τέτοια πράγματα. Ίσως να κάνουν και πειράματα.»
«Μάλιστα,» είπε ο Οφιομαχητής. «Πού αλλού μπορεί να το έχουν;»
«Στα προσωπικά διαμερίσματα του Πολιτοβασιλέα, φυσικά. Τα οποία είναι... κάπου εδώ» – έδειξε για τρίτη φορά επάνω στην κάτοψη – «απ’ό,τι έχω καταλάβει.»
«Και πόσο εύκολο νομίζεις ότι θα είναι να εισβάλουμε για να ψάξουμε;»
«Καθόλου εύκολο,» είπε ο Γρηγόριος. «Το μέρος είναι γεμάτο συστήματα ασφαλείας και φρουρούς, όπως θα περίμενε κανείς. Ορισμένα ίσως να μπορούσα να τα αποφύγω με τη μαγεία μου. Αλλά δεν είμαι σίγουρος για όλα.»
«Σε ποιο τάγμα ανήκεις;» τον ρώτησε ο Γεώργιος. «Των Τεχνομαθών;»
«Των Δεσμοφυλάκων.»
«Εννοείς ότι έχεις δαίμονα μαζί σου;»
«Τι δαίμονα;» πετάχτηκε η Όλγα.
Ο Γρηγόριος τράβηξε ένα περιδέραιο μέσα απ’το πουκάμισό του. Από την άκρη του κρεμόταν ένας μαυροπράσινος λίθος που ούτε ο Οφιομαχητής δεν ήξερε πώς λεγόταν αλλά υπέθετε ότι πρέπει να ήταν σπάνιος. Επίσης, παρότι μικρός, έμοιαζε, για κάποιο λόγο, αρκετά βαρύς – αυτή την εντύπωση έδινε, τουλάχιστον. «Εδώ μέσα είναι,» απάντησε ο πράκτορας του Άρχοντα της Νερκάλης. Αχαρακτήριστα ανοιχτός μαζί μας απόψε... παρατήρησε ο Οφιομαχητής.
«Τι δαίμονας;» ρώτησε ξανά η Όλγα. «Τι εννοείτε;»
Ο Γρηγόριος έκρυψε το περιδέραιο μες στο πουκάμισό του. Η Όλγα το είχε ξαναδεί, φυσικά, αλλά δεν είχε υποψιαστεί ότι μπορεί κάποιος... δαίμονας να ήταν κλεισμένος εκεί. «Μια πνευματική οντότητα,» εξήγησε ο πράκτορας του Άρχοντα. Και έπιασε πάλι το θέμα του Βασιλικού Παλατιού, στρεφόμενος στον Οφιομαχητή: «Ο πιο ασφαλής τρόπος για να εισβάλουμε ίσως να είναι μέσω των υπονόμων.»
«Δεν τους βλέπω στον χάρτη.»
«Επειδή δεν είναι σημειωμένοι. Αλλά θα μπορούσα να βρω έναν άλλο χάρτη με τους υπονόμους. Βέβαια, οι υπόνομοι της Γηραιάς Πόλης της Οσκάλνης είναι από τους πιο δυσώνυμους στη Μικρυδάτια. Μόνο οι τρελοί κατεβαίνουν εκεί. Το μέρος είναι πολύ μολυσμένο και γεμάτο θανατηφόρες σαλαμάνδρες. Σαλαμάνδρες που γεννιούνται μέσα στο μολυσμένο νερό και απορροφούν στοιχεία από αυτό–»
«Να το ξεχάσεις,» τον διέκοψε η Όλγα. «Εγώ δεν έρχομαι εκεί κάτω – σ’το λέω.»
«Επιπλέον,» συνέχισε ο Γρηγόριος, «πάω στοίχημα ότι θα υπάρχουν ισχυρά κιγκλιδώματα στα σημεία που ο υπόνομος συναντά το παλάτι. Αλλά υποθέτω πως αυτά εσύ θα μπορούσες να τα σπάσεις.» Κοίταζε τον Γεώργιο...
...και ο Οφιομαχητής θυμήθηκε τους υπονόμους κάτω απ’την Οστρακόπολη της Κεντρυδάτιας, τότε που είχε πρωτοσυναντήσει τον Δημήτριο Ζερδέκη. «Κατά πάσα πιθανότητα,» αποκρίθηκε.
«Συζητάτε να πάτε εκεί κάτω;» είπε θυμωμένα η Όλγα, που φοβόταν ότι θα σκοτώνονταν στους υπονόμους και θα την άφηναν μόνη σε τούτη την πόλη που, για κάποιο λόγο, την τρόμαζε.
«Ναι: συζητάμε, απλώς,» τόνισε ο Γρηγόριος. «Και μην κάνεις φασαρία, καρδιά μου, μες στη νύχτα. Θα μας ακούσουν.»
Η Όλγα αναστέναξε. «Βρείτε έναν άλλο τρόπο,» πρότεινε, μιλώντας σιγανότερα τώρα.
«Τι άλλος τρόπος υπάρχει;» ρώτησε ο Οφιομαχητής τον πράκτορα.
«Οι υπόνομοι,» είπε εκείνος, «δεν είναι κακή ιδέα. Θα φοράμε στολές που θα μας προφυλάσσουν από τη μόλυνση στον αέρα και στο νερό. Οι σαλαμάνδρες είναι που μ’ανησυχούν περισσότερο. Οι φήμες λένε ότι το άγγιγμά τους είναι τόσο δηλητηριώδες που καίει ακόμα και τα μέταλλα. Κάποιοι ακόλουθοι του Λοκράθου τις λατρεύουν ως ιερά όντα του θεού τους εδώ, στην Οσκάλνη. Ίσως θα έπρεπε να ζητήσω συμβουλές από αυτούς... αλλά με προσοχή. Μεγάλη προσοχή.» Έμοιαζε να μιλά περισσότερο στον εαυτό του τώρα παρά στον Οφιομαχητή.
«Εκτός από τους υπονόμους, τι άλλος τρόπος υπάρχει για να εισβάλουμε στο παλάτι;» επέμεινε ο Γεώργιος.
«Αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να φανταστώ κανέναν πιο ασφαλή τρόπο.»
«Κι αν μπούμε στο παλάτι και το νοοσύστημα δεν είναι τελικά εκεί; Αν το έχουν αλλού;»
«Ναι, υπάρχει κι αυτό το ενδεχόμενο,» παραδέχτηκε ο Γρηγόριος. «Αλλά πώς θα το ανακαλύψουμε αν δεν ψάξουμε; Η μόνη άλλη λύση είναι να μείνουμε ακόμα περισσότερες ημέρες στην Οσκάλνη, ακούγοντας φήμες, ρωτώντας. Όμως, όσο πιο πολύ μένουμε εδώ, και όσο πιο πολλές ερωτήσεις κάνουμε, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να τραβήξουμε την προσοχή των κατασκόπων του Πολιτοβασιλέα. Κι αυτούς δεν τους θέλουμε στα νώτα μας, με τίποτα. Αν μας εντοπίσουν, η αποστολή μας έληξε, αποτυχημένα.»
Χρησιμοποιώντας τις υδατοτρόπες δυνάμεις μου, τους ακολουθώ. Κρατάω το κεφάλι μου πάνω απ’το νερό καθώς και το αριστερό μου χέρι, που στον πήχη του είναι κουλουριασμένη η Ευθαλία. Καλύτερα να μπορεί να αναπνέει· δεν υπάρχει λόγος να ταλαιπωρώ μια τόσο πιστή σύμμαχο.
Αντίκρυ μου, κινούμενες πιο γρήγορα από εμένα, οι δύο βάρκες των ακόλουθων του Λοκράθου πλησιάζουν το Λιμάνι των Σιαγόνων, που απλώνεται ανάμεσα στην Άνω και στην Κάτω Σιαγόνα, τα ποτάμια στα οποία διαιρείται ο μεγάλος ποταμός Έλνος καθώς μπαίνει στη Μεγάπολη. Τα σκάφη σταματούν σε μια προβλήτα και οι επιβάτες τους κατεβαίνουν.
Προσπαθώ να επιταχύνω, να κάνω τις υδατοτρόπες ιδιότητές μου να με μετακινήσουν ταχύτερα μέσα στο νερό. Αλλά το ξέρω πως είναι ανώφελο. Δεν τους προλαβαίνω.
Τον Αρσένιο νομίζω πως τον διακρίνω ανάμεσά τους. Δεν πρέπει να τον έχουν δεμένο τώρα, μάλλον για να μην τραβήξουν την προσοχή της Χωροφυλακής. Αλλά με τόσα βατράχια γύρω του, κι εκείνος τυφλός, σαν να είναι δεμένος είναι.
Κατεβαίνουν από την προβλήτα.
Δε θα μου ξεφύγουν! Θα τους κυνηγήσω. Δε μπορεί να πάνε μακριά από εδώ – θα τους βρω!
Πλησιάζω το Λιμάνι των Σιαγόνων...
Ένα τετράκυκλο όχημα σταματά μπροστά στα βατράχια – το φορτηγάκι που μου είχε επιτεθεί έξω απ’τον Στεριανό Γίγαντα, νομίζω – και τα μιάσματα μπαίνουν μέσα, μαζί με τον Αρσένιο, και φεύγουν ολοταχώς!
Τώρα αποκλείεται να τους προλάβω, και αποκλείεται να μπορέσω να τους εντοπίσω κάπως. Αισθάνομαι την οργή μου άγρια μέσα μου, σαν θύελλα από ιοβόλους δράκους· αλλά οι διδαχές του Γέρου του Ανέμου την κρατάνε υπό έλεγχο.
Φτάνω στην προβλήτα, είμαι τώρα πλάι στις δύο βάρκες των βατράχων. Σκαρφαλώνω επάνω στη μία και κοιτάζω μέσα της, μήπως υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να με βοηθήσει να βρω τον Αρσένιο. Τίποτα, όμως. Πηδάω στην άλλη βάρκα και κοιτάζω κι εκεί. Τίποτα ξανά. Όπως το περίμενα, δυστυχώς.
Στη Διονυσία δεν θ’αρέσει καθόλου αυτό.
Γαμώτο! Είναι η δεύτερη φορά που εκείνη κι ο αδελφός της μπλέκουν εξαιτίας μου– Όχι· η τρίτη, μάλλον. Καλύτερα να μη με είχαν γνωρίσει ποτέ. Δεν τους έχω φέρει τίποτα το θετικό στη ζωή τους· μόνο αρνητικά.
Αλλά θα τον βρω τον Αρσένιο. Αν είναι ζωντανός, θα τον βρω. Κάπως.
Και το γεγονός ότι τα μιάσματα δεν τον σκότωσαν μού λέει ότι δεν–
Σταματώ τις σκέψεις μου απότομα. Τα μιάσματα, ξανά; Πόσες φορές αυτός ο χαρακτηρισμός έχει παρεισφρήσει μες στο κεφάλι μου; Ναι, όντως, δεν τους συμπαθώ καθόλου πλέον τους ακόλουθους του Λοκράθου, αλλά ο φανατισμός των Τέκνων του Φαρμακερού Κύκλου δεν μου ταιριάζει. Αισθάνομαι σαν κάποια άλλη προσωπικότητα να προσπαθεί να καταλάβει τη δική μου.
Πρέπει να είμαι προσεχτικός. Κάθε στιγμή. Προσεχτικός με τις σκέψεις μου, όπως είμαι και με την οργή μου.
Τι να είχε, άραγε, να πει ο Γέρος του Ανέμου για όλα τούτα; Θα τον επισκεπτόμουν, μα την Έχιδνα, αν νόμιζα πως είχα χρόνο τώρα.
Αυτές οι εμβόλιμες σκέψεις από πού μπορεί να προέρχονται; Είμαι, κάπως, επηρεασμένος από τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου; Ή από την τελετή που έκανε ο Αλέξανδρος ο Γηραιός, θέλοντας να με καλέσει για να τους βοηθήσω στον Μεγάλο Αγώνα; Ή πρόκειται για κάτι άλλο; Κάτι στο όλο... κλίμα της Υπερυδάτιας τελευταία;
Ή, μήπως, είναι κάποιος άγνωστος παράγοντας; Κάποιος παράγοντας που δεν έχω υπόψη μου και δεν μπορώ να υπολογίσω; Θυμάμαι εκείνο τον καταραμένο σαμάνο στο Φαρμακοτόπι – τον Κλέαρχο, όπως μου είπαν ο Αλέξανδρος ο Γηραιός και ο Αγησίλαος ότι ονομάζεται. Κι αυτός είχε τη δύναμη να επηρεάζει το μυαλό μου. Δεν το θεωρώ, βέβαια, πιθανό τώρα ο Κλέαρχος να είναι που παίζει το συγκεκριμένο παιχνίδι. Αλλά δεν θα μπορούσε να ήταν κάποιος σαν αυτόν; Κάποιος ακόμα πιο ισχυρός, ίσως;
Τρομαχτική σκέψη...
Τέλος πάντων· δεν έχω χρόνο τώρα για τέτοιους συλλογισμούς και εικασίες. Πρέπει να επιστρέψω στους άλλους.
Βουτάω στη θάλασσα ξανά και χρησιμοποιώ τις υδατοτρόπες ιδιότητές μου για να κατευθυνθώ προς τη Νήσο Όλντη, νοτιοανατολικά. Η απόσταση δεν είναι μικρή – τρεισήμισι χιλιόμετρα, την υπολογίζω από το Λιμάνι των Σιαγόνων – αλλά είμαι γρήγορος μέσα στο νερό, αν και, δυστυχώς, όχι τόσο γρήγορος όσο μηχανοκίνητη βάρκα...
Πλησιάζοντας εκεί όπου είχε γίνει η συμπλοκή με τα βατράχια, βλέπω μια βάρκα κι ένα υδατόχημα της Χωροφυλακής, αλλά όχι τη Διονυσία και τους άλλους. Κανείς τώρα δεν είναι πάνω στην αναποδογυρισμένη βάρκα των ακόλουθων του Λοκράθου. Πού βρίσκονται; Ή η Χωροφυλακή τούς πήρε για ανάκριση, ή... λογικά, πρέπει να επέστρεψαν στη Νήσο Όλντη. Πού άλλου να πήγαν;
Υποθέτω ότι έγινε το δεύτερο, γιατί η βάρκα και το υδατόχημα της Χωροφυλακής μού φαίνεται ότι μόλις έχουν έρθει.
Τους αποφεύγω κάνοντας μεγάλο κύκλο γύρω τους, κρατώντας το σώμα μου και το κεφάλι μου κάτω απ’το νερό. Δε θέλω μπλεξίματα μαζί τους. Αρκετά μπλεξίματα έχω με άλλους.
Φτάνω στη Νήσο Όλντη και βγάζω έξω το κεφάλι μου ξανά. Κοιτάζω κάτι μικρές αποβάθρες. Αυτό είναι το μέρος όπου, λογικά, πρέπει να πήγαν τα Τέκνα, η Διονυσία, και η Λουκία κολυμπώντας από το σημείο της συμπλοκής.
Σκαρφαλώνω σε μια από τις αποβάθρες και κοιτάζω κάτω, στα σανίδια της, για σημάδια. Κάποιοι τουλάχιστον απ’τους φίλους μου ήταν τραυματισμένοι όταν τους άφησα (και αισθάνομαι άσχημα, τώρα, που απομακρύνθηκα· ίσως να με χρειάζονταν). (Είμαι κι εγώ τραυματισμένος, στα αριστερά πλευρά – ελαφρά, από εκείνο το ξίφος μες στον Ναό του Λοκράθου – και στον δεξή ώμο, από ένα από τα βέλη που μας έριξαν από τις βάρκες. Αλλά δεν δίνω σημασία στα τραύματά μου· δεν νιώθω να με παρακωλύουν, και το αλμυρό νερό τα έχει ήδη καυτηριάσει.) Στα σανίδια της προβλήτας βλέπω εκείνο που περίμενα: στίγματα από αίμα. Φρέσκα.
Τα ακολουθώ.
Με οδηγούν προς ένα οικοδόμημα μετά από τις προβλήτες. «Διονυσία;» φωνάζω. «Διονυσία;»
Τη βλέπω να ξεπροβάλλει από το πλάι του οικοδομήματος, και την πλησιάζω γρήγορα. «Είσαι καλά;» τη ρωτάω.
Γνέφει καταφατικά. «Ο Αρσένιος;»
«Δεν τους πρόλαβα. Δε μπορούσα να τους προλάβω. Ήταν πιο γρήγοροι από εμένα πάνω στις βάρκες τους. Αλλά είδα πού πήγαν. Στο Λιμάνι των Σιαγόνων. Και θα τους είχα κυνηγήσει κι εκεί, όμως ένα φορτηγάκι τούς περίμενε και τους πήρε. Τους έχασα.»
Η Διονύσια αναστενάζει, κατεβάζοντας το βλέμμα της απογοητευμένα.
«Δε θα τα παρατήσω!» της λέω, πιάνοντας τους ώμους της. «Θα τον βρω τον Αρσένιο! Θα τον βρω. Ο Δαμιανός είναι ακόμα αιχμάλωτός μας, και ίσως να ξέρει πού τον πήγαν.»
Υψώνει ξανά το βλέμμα της. «Αλλά μπορεί και να μας το κρύψει.»
«Αν μας το κρύψει θα υποφέρει,» της υπόσχομαι. «Θα υποφέρει μέχρι που να μας πει όλα όσα γνωρίζει.» Και τη ρωτάω: «Οι άλλοι πού είναι;»
«Εδώ,» μου λέει δείχνοντας το πλάι του οικοδομήματος με μια κοφτή κίνηση του κεφαλιού. «Ο Νηρέας έχει χτυπηθεί άσχημα. Πρέπει να πάει στο νοσοκομείο για να ζήσει. Εγώ δε μπορώ να τον σώσω· τους το είπα: δεν είμαι γιατρός· Βιοσκόπος είμαι.»
Βαδίζω προς το πλάι του οικοδομήματος, και η Διονυσία έρχεται μαζί μου. Αντικρίζω τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου και τη Λουκία. Είναι όλοι τους τραυματισμένοι εκτός από τον Νικόλαο. Ο Νηρέας είναι ξαπλωμένος στο βρόμικο πλακόστρωτο μ’ένα βέλος καρφωμένο στα αριστερά πλευρά. Ο Λεωνίδας έχει έναν επίδεσμο τυλιγμένο στον ώμο, έχοντας μάλλον βγάλει κάποιο βέλος από εκεί. Αίματα είναι πάνω στα ξανθά μαλλιά της Ερασμίας: ένα από τα βλήματα πρέπει να τη χτύπησε ξώφαλτσα στο κεφάλι. Η Λουκία έχει το αριστερό της χέρι δεμένο μπροστά της, κρεμασμένο απ’τον λαιμό μ’έναν πάνινο βρόχο. Η Διονυσία πρέπει να τους περιποιήθηκε.
Τώρα γονατίζει δίπλα στον Νηρέα. «Δε μπορώ να βγάλω αυτό το βέλος από μέσα του. Το φοβάμαι. Ίσως να τον σκοτώσω, εκεί όπου είναι καρφωμένο. Έχω κάνει μόνο ένα Ξόρκι Προσωρινής Αναλγησίας επάνω του, για να μην πονά.»
«Θα σηκωνόμουν, άνετα, Οφιομαχητή,» μουγκρίζει ο Νηρέας, «για να ξεπαστρέψω άλλα δέκα βατράχια. Τουλάχιστον.»
«Ή έτσι νομίζεις,» του λέω, «εξαιτίας του ξορκιού της Διονυσίας.»
«Εγώ τον προειδοποίησα,» τονίζει εκείνη.
«Τι έγινε με τους ακόλουθους του Λοκράθου;» με ρωτά η Λουκία. «Γιατί τους κυνήγησες, μα την Έχιδνα; Ήταν επικίνδυνο. Ανόητο. Ακόμα και για σένα, Γεώργιε.»
«Είχαν τον Αρσένιο μαζί τους. Νόμιζα ότι ίσως μπορούσα να τους προλάβω και να τον σώσω. Αλλά δυστυχώς... Τέλος πάντων. Τώρα πρέπει να βοηθήσουμε τον Νηρέα.»
«Πρέπει να τον πάμε σε νοσοκομείο,» επιμένει η Διονυσία. «Εγώ δεν το τραβάω αυτό το βέλος από μέσα του–»
«Θα το τραβήξω εγώ, γαμώτο!» Ο Νηρέας το πιάνει με το ένα χέρι, αλλά η Διονυσία τού αρπάζει αμέσως τον καρπό και με τα δύο χέρια.
«Όχι!» του λέει. «Μην είσαι βλάκας. Θα σκοτωθείς!»
«Αν συνεχίσεις να με κρατάς–»
«Αν συνεχίσεις εσύ τις σαχλαμάρες θα κάνω πάνω στα χέρια σου Ξόρκια Μυϊκής Παραλύσεως, και δε θα μπορείς να τα κουνήσεις!»
«Το εννοεί,» τον προειδοποιώ. «Και έχει δίκιο: μην τραβήξεις αυτό το βέλος.»
«Έχω ξαναβγάλει βέλη από τραυματίες,» με διαβεβαιώνει ο Νηρέας.
«Όχι, όμως, μέσα από τα δικά σου πλευρά.» Είμαι σίγουρος.
Δεν το αρνείται, άρα υπέθεσα σωστά.
«Δεν πηγαίνω στα νοσοκομεία τους,» μου λέει. «Θα κάνουν ερωτήσεις. Η Χωροφυλακή τους...»
Αυτό μάλλον είναι αλήθεια. Εκτός αν η Διονυσία μπορεί να μας βρει κανέναν... διακριτικό γιατρό. Την κοιτάζω ερωτηματικά.
«Ναι,» μου λέει, «θα κάνουν κάποιες ερωτήσεις. Θα ειδοποιήσουν τη Χωροφυλακή. Αυτός είναι ο κανονισμός των νοσοκομείων στη Μεγάπολη για τέτοιες περιπτώσεις. Αλλά να τον αφήσουμε να πεθάνει;»
«Δεν είμαι νεκρός ακόμα!» μουγκρίζει ο Νηρέας, και κάνει να σηκωθεί.
Η Διονυσία τον κρατά κάτω.
«Αρκετά μ’εσένα!» Ο Νηρέας την αρπάζει απ’τον γιακά και τη σπρώχνει παραδίπλα, ρίχνοντάς την στο πλακόστρωτο καθώς ανασηκώνεται.
«Ήρεμα!» του λέω. «Απλά θέλει να σε βοηθήσει. Και μάλλον δεν θα μπορούσες να κουνηθείς αν δεν είχε κάνει το ξόρκι της επάνω σου.»
«Πάμε πίσω σ’εκείνους τους μισθοφόρους, Οφιομαχητή,» προτείνει ο Νηρέας. «Αυτοί θα ξέρουν πώς να μου βγάλουν το βέλος.»
«Οι μισθοφόροι δεν είναι γιατροί!» λέει η Διονυσία, έχοντας σηκωθεί όρθια και μοιάζοντας θυμωμένη.
Ο Νικόλαος λέει: «Κι εγώ θα μπορούσα να προσπαθήσω να βγάλω το βέλος... αν και...»
«Δεν είσαι και τόσο σίγουρος, ε;» του λέω.
Ανασηκώνει τους ώμους.
Αναστενάζω. Κι εγώ ξέρω πώς να βγάλω βέλος μέσα από άνθρωπο – γνώσεις από το αινιγματικό παρελθόν μου – αλλά θα το ρίσκαρα τώρα να τραβήξω το βέλος που είναι καρφωμένο πάνω στον Νηρέα; Στρέφομαι στη Διονυσία. «Αν σπρώξουμε το βέλος προς το βάθος, θα σκοτωθεί; Είναι το βλήμα σε τέτοιο σημείο που θα σκοτωθεί;»
«Δεν είμαι σίγουρη. Γιατί ρωτάς;»
«Δε μπορείς να το κοιτάξεις με τη μαγεία σου;»
«Αυτό δεν είναι κάτι που ‘κοιτάζεται’ με μαγεία, Γεώργιε. Είναι θέμα ανατομίας, και δεν ξέρω τόσα πολλά από ανατομία. Το βέλος είναι καρφωμένο λίγο πιο κάτω απ’τον πνεύμονα, όπως βλέπεις. Ίσως να τον τραυματίσει αν κινηθεί.»
«Κάποιος πρέπει να το σπρώξει προς τα μέσα, ώστε η αιχμή να βγει από την πλάτη του Νηρέα, να τη σπάσουμε, και μετά να τραβήξουμε έξω το στέλεχος. Δε γίνεται αλλιώς.»
«Μπορείς να το κάνεις, Οφιομαχητή;» με ρωτά το τραυματισμένο Τέκνο.
«Αν είσαι πρόθυμος να το ρισκάρεις.»
«Είμαι! Αν η Φαρμακερή Κυρά θέλει να ζήσω, θα ζήσω από τα δικά σου χέρια, είμαι σίγουρος.»
«Ο Γεώργιος δεν είναι γιατρός,» τονίζει η Διονυσία. Και με ρωτά: «Το έχεις ξανακάνει αυτό;»
Το σκέφτομαι. Προσπαθώ να θυμηθώ. «Ίσως,» αποκρίνομαι. «Ξέρω, πάντως, πώς να το κάνω. Έτσι νομίζω.»
«Κάν’ το, Οφιομαχητή!» με παροτρύνει ο Νηρέας. «Κάν’ το! Πρέπει να φύγουμε αποδώ. Το ξέρεις ότι πρέπει να φύγουμε!»
Ρωτάω τους άλλους: «Είναι κανείς που νομίζει ότι θα μπορούσε να βγάλει αυτό το βέλος;»
Η Λουκία κουνά το κεφάλι. «Δεν ξέρω... Είναι επικίνδυνο.»
Ο Νικόλαος λέει: «Εγώ είπα...»
Η Ερασμία κι ο Λεωνίδας μένουν σιωπηλοί. Είναι φονιάδες τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου, ιεροί φονιάδες, όχι ιεροί θεραπευτές. Αλλά θα έπρεπε, γαμώτο, να ξέρουν κάποια βασικά πράγματα, για να μην πεθαίνουν οι ίδιοι! Απομακρύνω την οργή μου με το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα. «Εντάξει,» λέω στον Νηρέα. «Θα το βγάλω. Είσαι σίγουρος;»
«Ναι.»
«Ξάπλωσε πάλι.»
Ξαπλώνει.
Στο μυαλό μου έρχονται τα λόγια του Γέρου του Ανέμου: Γίνε ένα με τον άνεμο... Εκεί όπου εσύ τελειώνεις αρχίζει αυτός· κι εκεί όπου αυτός τελειώνει αρχίζεις εσύ. Το νιώθεις;... Φόρεσέ τον, τώρα. Σαν γάντι. Φόρεσε τον άνεμο... Είσαι ο άνεμος. Δεν είσαι ο Γεώργιος πια· είσαι ο άνεμος!
Βάζω το αριστερό μου χέρι κάτω από τον ώμο του Νηρέα, τον ανασηκώνω εύκολα. Με το δεξί χέρι πιάνω το βέλος–
–και το σπρώχνω. Η αιχμή βγαίνει, αιματοβαμμένη, από την πλάτη του Τέκνου. Και καμιά κραυγή δεν ακούγεται από τα χείλη του – το ξόρκι της Διονυσίας. Αλλά αυτό δεν σημαίνει κιόλας ότι δεν πεθαίνει τώρα. Κοιτάζω το πρόσωπό του.
Μου χαμογελά. «Τελείωσε;»
«Όχι ακόμα.» Σπάω την αιχμή του βέλους, τραβάω το στέλεχος έξω. Οι κινήσεις μου είναι σταθερές, ούτε αργές ούτε γρήγορες. Το πολύ αργό ή το πολύ γρήγορο μπορούν να επιδεινώσουν την κατάσταση. «Τώρα τελείωσε.»
«Είμαι ζωντανός, δεν είμαι;»
Βλέπω αίμα να αναβλύζει από την πληγή του. «Ας το ελπίσουμε. –Φέρτε επιδέσμους, και φάρμακα!» λέω στους άλλους, κι αμέσως ανοίγουν τους σάκους τους, που είναι αδιάβροχοι και το νερό της θάλασσας δεν έχει περάσει μέσα τους. «Διονυσία, έλεγξε να δεις σε τι κατάσταση βρίσκεται.»
Την ακούω να υποτονθορύζει ακαταλαβίστικα λόγια πάνω από τον ώμο μου. Η Ερασμία μού δίνει φάρμακα και επιδέσμους. Τα χρησιμοποιώ για να αποστειρώσω και να τυλίξω το τραύμα του Νηρέα. Δεν έχω καμιά δυσκολία, φυσικά, να τον ανασηκώνω πάνω στο πλακόστρωτο όποτε χρειάζεται· είναι πολύ ελαφρύς για εμένα. Αισθάνομαι, εν τω μεταξύ, την Ευθαλία να κινείται νευρικά κάτω απ’το μανίκι μου σαν να ανησυχεί για τη ζωή του Τέκνου. Είναι, τελικά, ενσάρκωση της Έχιδνας αυτή η ταχύγλωττη οχιά;
Η Διονυσία λέει: «Θα ζήσει. Το τραύμα είναι διαμπερές αλλά δεν έχουν τρυπηθεί ζωτικά όργανα. Αν η αιμορραγία σταματήσει – και, λογικά, πρέπει να σταματήσει – θα ζήσει.»
«Σας το είπα,» χαμογελά ο Νηρέας, «η Φαρμακερή Κυρά δεν θα μ’άφηνε να πεθάνω στα χέρια του Οφιομαχητή!»
Εγώ δεν είμαι και τόσο σίγουρος γι’αυτό. Έχει, άλλωστε, αφήσει τόσους και τόσους να πεθάνουν στα χέρια μου· και όχι μόνο εχθρούς μου...
Αφού περιποιούμαι το τραύμα του όσο καλύτερα μπορώ, σηκώνομαι όρθιος σηκώνοντας κι αυτόν μαζί, στην αγκαλιά μου.
Ο Νηρέας γελά, μη νιώθοντας πόνο προφανώς (το ξόρκι της Διονυσίας ακόμα έχει ισχύ επάνω του). «Αισθάνομαι σαν μαλάκας, Οφιομαχητή, έτσι όπως με κουβαλάς.»
«Μην το παίρνεις προσωπικά,» του λέω. «Αν δεν ήσουν χτυπημένος θα περπατούσες.» Και προς όλους: «Πάμε τώρα να φύγουμε αποδώ. Όσο πιο μακριά είμαστε τόσο το καλύτερο.»
Η Λουκία με ρωτά: «Πώς θα επιστρέψουμε στην ακτή όπου αφήσαμε τον Δημήτριο και τους μισθοφόρους του;» Ο Ακατάλυτος είναι ξανά κοντά της, ανάμεσα στα πόδια της, έχοντας παρουσιαστεί από... κάπου.
«Θα πάω εγώ και θα τους ζητήσω να έρθουν να σας πάρουν. Αλλά όχι από εδώ.»
«Από πού;»
«Από τα νότια της Νήσου Όλντης. Δεν είναι μακριά.»
Βαδίζουμε ώσπου φτάνουμε στις νότιες ακτές του νησιού, και εκεί αφήνω τους συντρόφους μου ξανά και βουτάω στη θάλασσα. Χρησιμοποιώ τις υδατοτρόπες δυνάμεις μου για να μετακινηθώ μες στο νερό, βγαίνοντας από τον Κόλπο της Μεγάπολης, κατευθυνόμενος ανατολικά. Μπορεί να μην πηγαίνω τόσο γρήγορα όσο μια μηχανοκίνητη βάρκα αλλά πηγαίνω μακράν πιο γρήγορα απ’ό,τι μπορεί να κολυμπήσει ένας φυσιολογικός άνθρωπος.
Δεν αργώ να φτάσω στη βραχώδη ακτή όπου είναι σταματημένο το υδατόχημα των μισθοφόρων. Βγαίνω από τη θάλασσα και βλέπω πρόσωπα να στρέφονται προς τη μεριά του – ανάμεσά τους, του Δημήτριου και της Αικατερίνης.
«Γεώργιε...» λέει ο πρώτος.
«Όλα ήσυχα;» τους ρωτάω, αν και παρατηρώ πως ο Δαμιανός είναι δεμένος όπως τον άφησα, πλάι σ’έναν βράχο.
«Ναι. Πού είναι η Διονυσία; Πού είν’ οι άλλοι; Είσαι τραυματισμένος, Γεώργιε...»
«Τους έχω αφήσει στη Νήσο Όλντη, και είναι κι αυτοί τραυματισμένοι, χειρότερα από εμένα. Χρειάζονται βοήθεια.» Στρέφομαι στην Αικατερίνη. «Έχουν ανάγκη το όχημά σου ξανά. Δε θέλω να μπλέξουμε με τη Χωροφυλακή.»
Η μισθοφόρος από την Κιρβιάδα με κοιτάζει συνοφρυωμένη. «Τι αντίσταση θα συναντήσουμε εκεί;»
«Καμιά αντίσταση. Δεν βρίσκονται σε συμπλοκή τώρα· τα πάντα έχουν τελειώσει. Απλά θα πάμε και θα τους πάρουμε με το υδατόχημα· τίποτ’ άλλο. Σ’το υπόσχομαι.»
Προς στιγμή σμίγει τα χείλη, αναποφάσιστη. Μετά όμως λέει: «Εντάξει. Πάμε.» Και ζυγώνει το πλωτό όχημα, κάνοντας νόημα σε μερικούς από τους μισθοφόρους της να την ακολουθήσουν. «Οι άλλοι μείνετ’ εδώ,» τους προστάζει, «με τον Ζερδέκη. Δε θ’αργήσω.»
Την ακολουθώ μες στο όχημα. «Δεν περίμενα νάρθεις μαζί,» της λέω.
«Είμαι όλο εκπλήξεις,» αποκρίνεται αγέλαστα, «και περιέργεια.»
Ο οδηγός του υδατοχήματος το οδηγεί επάνω στο νερό της θάλασσας ξανά. Φεύγουμε από τις Ακτές των Βράχων, φτάνουμε στον Κόλπο της Μεγάπολης, και μπαίνουμε μέσα του, με βόρεια κατεύθυνση.
«Στις νότιες ακτές της Όλντης τούς έχω αφήσει,» λέω, κοιτάζοντας έξω απ’το μπροστινό παράθυρο καθώς στέκομαι πίσω από τον οδηγό μαζί με την Αικατερίνη.
«Έχεις χτυπηθεί στα πλευρά και στον ώμο,» παρατηρεί εκείνη, αλλάζοντας θέμα, «αλλά δε φαίνεται νάχεις πρόβλημα...» Μοιάζει παραξενεμένη, και απορώ γιατί.
«Δεν έχεις ακούσει τις φήμες για μένα;»
«Τις έχω ακούσει,» με διαβεβαιώνει.
Το υδατόχημά μας προσεγγίζει τις νότιες ακτές της Νήσου Όλντης, τώρα, και ατενίζω μια φιγούρα να στέκεται εκεί, με κουκούλα στο κεφάλι. Η Διονυσία. «Αυτή είναι,» λέω. «Πλησίασε, οδηγέ.» Δείχνω, και το υδατόχημα σταματά πλάι στη φίλη μου. Εκείνη γνέφει στους άλλους – στα Τέκνα και στη Λουκία – οι οποίοι ξεπροβάλουν δίπλα από ένα οικοδόμημα (παρόμοια κρυψώνα μ’αυτήν που είχαν χρησιμοποιήσει και πριν· συνετή τακτική, γιατί όσο λιγότεροι τούς δουν έτσι, τραυματισμένους, τόσο το καλύτερο) και έρχονται. Ο Νικόλαος βοηθά τον Νηρέα να βαδίζει, και δεν φαίνεται νάχει πρόβλημα, ντυμένος ακόμα με την οργανική στολή ενδυνάμωσης.
Οι μισθοφόροι της Αικατερίνης έχουν ήδη ανοίξει μια από τις πόρτες του υδατοχήματος, και, ο ένας μετά τον άλλο, οι σύντροφοί μου κατεβαίνουν στο εσωτερικό του. Τον Νηρέα βοηθάω κι εγώ να τον φέρουμε μέσα. Εδώ όπου είμαστε, δυστυχώς, δεν υπάρχει ράμπα ώστε το πλωτό όχημα ν’ανεβεί στην ξηρά και να κάνουμε ευκολότερα τη δουλειά μας.
«Πώς αισθάνεσαι;» ρωτάω τον Νηρέα, γιατί τώρα το λευκό-ροζ δέρμα του μου φαίνεται πιο λευκό απ’ό,τι ροζ.
«Τα μαγικά της φίλης σου τελείωσαν,» μου λέει. «Πονάω. Και δε θέλει να ξανακάνει το ξόρκι της. Επίτηδες, νομίζω!» τρίζει τα δόντια.
Χαμογελάω. «Κάτι πρέπει να σου θυμίζει ότι είσαι θνητός.»
«Δεν είναι καλή στιγμή τώρα, Οφιομαχητή!»
Το υδατόχημα απομακρύνεται πάλι απ’τη Νήσο Όλντη, προς τα νότια, και βγαίνει από τον Κόλπο της Μεγάπολης. Δε συναντάμε καθόλου τη Χωροφυλακή, δε μας δίνουν σημασία· ευτυχώς, δεν τους φαινόμαστε ύποπτοι. Δεν είμαστε, άλλωστε, οι μόνοι που κάνουμε πέρα-δώθε μες στον κόλπο. Κυκλοφορούν κι άλλα υδατοχήματα και σκάφη. Η κίνηση εδώ ποτέ δεν παύει.
Επιστρέφουμε στις Ακτές των Βράχων, όπου μας περιμένουν ο Δημήτριος και οι υπόλοιποι μισθοφόροι της Αικατερίνης, και κατεβαίνουμε από το όχημα. Τον Νηρέα τον κουβαλάω εγώ ξανά, στα χέρια, και τον βάζω να ξαπλώσει στα βότσαλα.
«Τι έγινε;» μας ρωτά ο Δημήτριος. «Δεν τον βρήκατε τον Αρσένιο; Ήταν τόσο μεγάλη η αντίσταση εκεί πέρα;»
«Μας είδαν,» λέει η Διονυσία, «και προετοιμάστηκαν.»
«Σας είδαν;»
«Το φρουρούσαν το μέρος,» του εξηγώ. «Παρακολουθούσαν με τηλεοπτικούς πομπούς.» Και του διηγούμαι τι συνέβη στις Χαριτόβρυτες Υπάρξεις και στη θάλασσα βορειοδυτικά της Νήσου Όλντης. «Αλλά θα τον βρούμε,» συνεχίζω. «Θα ψάξουμε και θα τον βρούμε.»
«Πώς;»
Στρέφω το βλέμμα μου στον Δαμιανό, ο οποίος είναι ακόμα δεμένος και φιμωμένος, εκεί όπου τον είχα αφήσει.
«Λες να ξέρει πού τον πήγαν;» ρωτά ο Δημήτριος.
«Δεν αποκλείεται,» αποκρίνομαι. Πλησιάζω τον δεμένο κληρικό του Λοκράθου, γονατίζω στο ένα γόνατο πλάι του, και βγάζω το φίμωτρό του. «Οι φίλοι σου πήραν τον αδελφό της Διονυσίας μακριά μας,» του λέω. «Πού μπορεί να τον πήγαν;»
Ο Δαμιανός βήχει. «Δυσκολίες, Οφιομαχητή;»
«Μη με βάζεις σε πειρασμό να σε σκοτώσω, βατράχι...»
«Τι θες να μάθεις πάλι;» Τα εξανθήματα και οι φλογώσεις που του έχουν προκαλέσει οι Ενδότερες Φλόγες είναι τώρα εντονότερα στο πρόσωπό του, παρατηρώ.
«Σου είπα: πού μπορεί να πήγαν οι ομόθρησκοί σου τον Αρσένιο. Τον πήραν από τη Νήσο Όλντη· κατευθύνθηκαν στο Λιμάνι των Σιαγόνων και μπήκαν σ’ένα φορτηγάκι, εξαφανίστηκαν μες στους δρόμους. Πού μπορεί να τον πήγαν;» ρωτάω ξανά.
«Οπουδήποτε.»
Τον αρπάζω απ’τον λαιμό. «Την αλήθεια!»
«Δε μπορώ να σου πω κάτι που δεν ξέρω!» κρώζει.
«Υπάρχει κι άλλος ναός σας μες στη Μεγάπολη,» λέω (χωρίς να είμαι σίγουρος γι’αυτό, μπλοφάροντας). «Πού είναι;»
«Θα ξεκινήσεις επιδρομές σ’όλους μας τους ναούς, φίδι;»
«Πού είναι;» Σφίγγω τον λαιμό του. Λίγο περισσότερο και θα τον τσακίσω, και θα πεθάνει.
«...Υπάρχει... υπάρχει ένας... ένας...» Χαλαρώνω τη λαβή μου επάνω του ώστε να μπορεί να μιλήσει ευκολότερα. «Υπάρχει ένας στο Βαθύ Λιμάνι...»
«Πού ακριβώς;» Ελευθερώνω τον λαιμό του.
«Δεν είμαι σίγουρος ότι θα πήγαν τον Αρσένιο εκεί,» λέει βήχοντας.
«Πού είναι ο Ναός, Δαμιανέ;»
Μου απαντά, και ελπίζω να λέει αλήθεια.
«Και πού είναι οι άλλοι ναοί σας μέσα στη Μεγάπολη;» τον ρωτάω.
«Δεν έχουμε άλλους ναούς στη Μεγάπολη–»
Τον αρπάζω απ’τον λαιμό ξανά.
«Δεν έχεις τίποτα να κερδίσεις σκοτώνοντάς με!» κρώζει.
«Ούτε κρατώντας σε ζωντανό, αν μου λες ψέματα. Πού είναι οι άλλοι ναοί σας μες στη Μεγάπολη;»
«Υπάρχει ακόμα ένας στο Χαμηλό Λιμάνι»· και μου εξηγεί πού ακριβώς βρίσκεται κι αυτός. Μοιάζει πολύ δυσαρεστημένος με τον εαυτό του. Μπορεί να έχει καταφέρει να επιβιώσει αλλά πρέπει να αισθάνεσαι σαν καταδότης, και τα μάτια του κατηγορούν εμένα. «Δεν έχω τίποτ’ άλλο να σου πω,» μου λέει. «Αποφάσισε: Ή μ’αφήνεις να φύγω ή με σκοτώνεις. Σου απάντησα σε όλα όσα μού ζήτησες. Έγινα προδότης εξαιτίας σου, Οφιομαχητή! Πρόδωσα τους άλλους πιστούς στον εχθρό μας. Δεν είμαι πια άξιος για κληρικός του Μεγάλου Λοκράθου.»
«Δε θα ήμουν εχθρός σας αν δεν με είχατε κάνει εχθρό, βατράχι,» του λέω. «Και μην περιμένεις συμπόνια από εμένα. Όχι ύστερα από τις πράξεις σου εναντίον μου κι εναντίον των φίλων μου.»
«Δε ζητώ έλεος. Τελείωνε, λοιπόν, τις δουλειές σου μαζί μου!»
«Οι δουλειές μου μαζί σου δεν ξέρω αν έχουν ολοκληρωθεί ακόμα,» τον πληροφορώ και σηκώνομαι όρθιος. Τον αφήνω εκεί, δεμένο χειροπόδαρα, και πλησιάζω πάλι τον Δημήτριο και τη Διονυσία, κάνοντάς τους νόημα να μ’ακολουθήσουν, ν’απομακρυνθούμε απ’αυτόν τον βατραχοϊερέα, να πάμε εκεί όπου τα λόγια μας δεν θα φτάνουν στ’αφτιά του.
«Τον ακούσατε, έτσι;» τους λέω.
«Θα επισκεφτούμε αυτούς τους δύο ναούς;» ρωτά η Διονυσία.
«Δεν ξέρω...» αποκρίνομαι προβληματισμένα. «Δεν είναι σίγουρο ότι θα έχουν μεταφέρει εκεί τον αδελφό σου. Αφού βρήκαμε τον Ναό τους στις Χαριτόβρυτες Υπάρξεις, ίσως να σκέφτονται ότι θα βρούμε και τους υπόλοιπους. Και όποιον απ’αυτούς κι αν επισκεφτούμε τώρα, ένα είναι το βέβαιο: θα μας περιμένουν.»
«Δε θα τον αφήσω στα χέρια τους!» λέει η Διονυσία. «Θα πάω στη Χωροφυλακή εν ανάγκη!»
«Η Χωροφυλακή δεν μπορεί να σε βοηθήσει. Τα βατράχια απλά θα εξαφανίσουν τον αδελφό σου και θα κάνουν πως δεν ξέρουν τίποτα. Επιπλέον, το γεγονός ότι επιτεθήκαμε στις Χαριτόβρυτες Υπάρξεις και στον Ναό τους εκεί είναι παράνομη δραστηριότητα στη Μεγάπολη, αν δεν κάνω λάθος...»
Η Διονυσία μορφάζει, προβληματισμένη κι εκείνη. «Δεν κάνεις λάθος. Αλλά... αλλά...» Κομπιάζει.
«Θα τον βρούμε,» της λέω, αγγίζοντας τον ώμο της. «Τώρα όμως χρειαζόμαστε όλοι ξεκούραση. Ακόμα κι εγώ. Δε νομίζω να τον σκοτώσουν. Αν ήθελαν να τον σκοτώσουν θα τον είχαν ήδη σκοτώσει. Γιατί να τον κουβαλάνε μαζί τους και να τους καθυστερεί κιόλας; Πρέπει να έχουν κατά νου να τον χρησιμοποιήσουν κάπως. Για να με παγιδέψουν, ίσως. Εκείνη η ιέρειά τους – η Όλγα – θυμάσαι τι μου φώναζε; ‘Έλα να τον βρεις,’ μου φώναζε. ‘Έλα να τον βρεις.’ Και δεν πιστεύω ότι ήταν τυχαίο.»
Την επόμενη μέρα τριγύριζαν στην Κάτω Αγορά, νότια του Πρώτου Γόνου, ενώ ο Γρηγόριος παρίστανε, ως συνήθως, τον έμπορο και εκτιμητή τέχνης, και όλοι είχαν τ’αφτιά τους ανοιχτά για οτιδήποτε ενδιαφέρον (εκτός από το Γερό Φίδι, που δεν καταλάβαινε τις γλώσσες των ανθρώπων). Τίποτα, όμως, δεν άκουσαν που θα μπορούσαν να χαρακτηρίσουν ενδιαφέρον για την αποστολή τους. Κανείς δεν μιλούσε για ένα «παράξενο ενεργειακό αντικείμενο», ούτε, φυσικά, για το πώς να εισβάλεις στο Βασιλικό Παλάτι, είτε από τους υπονόμους είτε από αλλού. Το θέμα των ημερών, όπως είχαν ήδη παρατηρήσει, ήταν η κόντρα του Πολιτοβασιλέα με έναν Άρχοντα Ευθύμιο Αλτόσσιο, ο οποίος κυριαρχούσε στη Σιρνάδια, τη σημαντικότερη πόλη στα βόρεια της Συμπολιτείας των Ποταμών. Αυτός ο Άρχοντας έλεγαν πως προκαλούσε τον Πολιτοβασιλέα με την πολιτική του, και πως είχε κατά νου να χωρίσει τη Συμπολιτεία στα δύο, πως σκόπευε να κάνει τον εαυτό του Πολιτοβασιλέα όλων των περιοχών γύρω από την πόλη του, από το Υσκάριο Πέρασμα και μετά, βόρεια και νότια του ποταμού Οθμόλλη. Πολλοί υπέθεταν ότι σύντομα θ’ακολουθούσαν στρατιωτικές συγκρούσεις ανάμεσα στον Άρχοντα Αλτόσσιο και στον Πολιτοβασιλέα Γεώργιο Μοριλκόνη. Και δεν ήταν μόνο φήμες των δρόμων και της αγοράς· κυκλοφορούσαν αυτά τα λόγια και στις εφημερίδες, στα περιοδικά, στους ραδιοφωνικούς σταθμούς, και στα τρία τηλεοπτικά κανάλια της Οσκάλνης.
Το θέμα, βέβαια, ήταν αδιάφορο για την αποστολή που ο Οφιομαχητής και οι σύντροφοί του είχαν αναλάβει για τον Άρχοντα της Νερκάλης. Ή, τουλάχιστον, έτσι φαινόταν στον Γεώργιο. Δεν μπορούσε να φανταστεί αν υπήρχε κάποιος τρόπος να το χρησιμοποιήσουν προς όφελός τους. Και ο Γρηγόριος δεν μιλούσε.
Το βράδυ, η Όλγα είδε πάλι τον πράκτορα να κάνει τα χέρια του φτερά και να πετά έξω απ’το παράθυρο του δωματίου τους στο Όμορφο Παράθυρο· και το επόμενο μεσημέρι, αφού είχαν βολτάρει αυτή τη φορά στην Ανοιχτή Αγορά, δυτικά των τειχών της Γηραιάς Πόλης, ο Γρηγόριος τούς συγκέντρωσε όλους ξανά και τους είπε ότι είχε βρει έναν χάρτη των υπονόμων. Τον ξεδίπλωσε επάνω στο κρεβάτι του και τον κοίταξαν. Ήταν αρκετά εκτεταμένος, αρκετά λεπτομερειακός. «Πάω στοίχημα πως υπάρχουν μέρη σημειωμένα εδώ όπου άνθρωποι έχουν να πατήσουν για δεκαετίες.»
Οι υπόνομοι της Γηραιάς Πόλης έμοιαζαν δαιδαλώδεις στον Γεώργιο, ο οποίος ρώτησε: «Ξέρεις πού συναντούν το Βασιλικό Παλάτι;»
«Εδώ,» ο Γρηγόριος έδειξε, «εδώ, κι εδώ.»
«Τρία σημεία...»
«Ναι, αλλά δεν έχουμε ιδέα τι μπορεί να συναντήσουμε σ’αυτά. Θα είναι, πάντως, φυλαγμένα με κάποιο τρόπο, δεν υπάρχει αμφιβολία. Κιγκλιδώματα. Ίσως και αισθητήρες. Ή, αν οι φύλακες είναι τελείως παρανοϊκοί, ακόμα και τηλεοπτικοί πομποί.»
«Νόμιζα,» είπε η Όλγα, «ότι είχαμε συμφωνήσει να μην πάτε από τους υπονόμους.» Δεν της άρεσε καθόλου αυτή η ιδέα· και, εννοείται, δεν είχε καμία πρόθεση ν’ακολουθήσει τους άλλους εκεί κάτω, που ο Ζέφυρος να χαλούσε τον κόσμο.
«Δε θυμάμαι να είχαμε συμφωνήσει τίποτα τέτοιο,» αποκρίθηκε ο Γρηγόριος. «Αλλά οι σαλαμάνδρες εξακολουθούν να μ’ανησυχούν...»
«Πού βρήκες τον χάρτη των υπονόμων;» τον ρώτησε ο Γεώργιος. «Στη Σκιερή Βιβλιοθήκη, όπως και τον χάρτη του παλατιού;»
Ο Γρηγόριος κατένευσε απλώς.
«Δε μπορείς εκεί να μάθεις και για τις σαλαμάνδρες;»
«Τίποτα δεν αποκλείεται. Αλλά μάλλον θα πρέπει ν’αναζητήσω τους πιστούς του Λοκράθου.»
«Και θα το κάνεις απόψε αυτό;»
«Θα προσπαθήσω.»
«Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να εισβάλουμε στο παλάτι;» ρώτησε η Όλγα, επίμονα.
«Δε νομίζω. Αλλά αν έχεις καμιά καλύτερη ιδέα, καρδιά μου, μπορείς να μας την προτείνεις.»
Είχε αρχίσει να την τσαντίζει, ο καταραμένος!
Όταν νύχτωσε, τον είδε να πετά ξανά, και τον περίμενε να επιστρέψει έχοντας το παράθυρο κουφωτό παρά την καταιγίδα που χτυπούσε την Οσκάλνη. Γυρίζοντας στο ξενοδοχείο, ο Γρηγόριος ήταν μουλιασμένος, κουρασμένος, και μάλλον όχι και σε τόσο καλή διάθεση. Η Όλγα τον ρώτησε τι είχε γίνει – είχε μιλήσει στους πιστούς του Λοκράθου; – κι εκείνος αποκρίθηκε μόνο Θα τα πούμε το πρωί. Αφού άλλαξε ρούχα, ξάπλωσε στο κρεβάτι του και κοιμήθηκε.
Όπως τους πληροφόρησε την επομένη, δεν είχε ακόμα μάθει πώς μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις σαλαμάνδρες, και το θέμα έμοιαζε να τον έχει προβληματίσει· αλλά δεν το συζήτησε άλλο. Κυκλοφόρησαν πάλι στην Ανοιχτή Αγορά, και το μεσημέρι επέστρεψαν στο Όμορφο Παράθυρο, όπου η Όλγα τού είπε:
«Γιατί δεν βρίσκεις έναν άλλο τρόπο να μπούμε στο παλάτι;»
«Δεν υπάρχει άλλος τρόπος.»
«Δεν είναι δυνατόν!»
«Το έμαθες αυτό πουλώντας λουλούδια στο λιμάνι της Ηλβάρης;»
Η Όλγα τον αγριοκοίταξε. «Είναι ηλίθιο το σχέδιό σου,» του είπε. «Έστω ότι καταφέρνετε να μπείτε στο παλάτι από τους υπονόμους – καταφέρνετε, γιατί εγώ δεν πρόκειται νάρθω μαζί σας, σ’το λέω! – μετά τι θα κάνετε; Θα τριγυρίζετε στα τρία μέρη που μας έδειξες επάνω στον χάρτη ελπίζοντας να βρείτε το νοοσύστημα; Θα σας πιάσουν!»
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Γρηγόριος, «δεν θα μας πιάσουν.»
«Σιγά! Το παλάτι είναι γεμάτο φρουρούς και συστήματα ασφαλείας: κι εσύ ο ίδιος το είπες.»
«Τους φρουρούς ή θα τους αποφύγουμε ή θα τους σκοτώσουμε αθόρυβα. Τα συστήματα ασφαλείας θα τα κοροϊδέψουμε με οργανικές στολές.»
«Με οργανικές στολές;»
«Στολές αισθητηριακής απόκρυψης. Όταν τις φοράς, οι αισθητήρες δεν σε βλέπουν.»
«Και οι τηλεοπτικοί πομποί;»
«Οι τηλεοπτικοί πομποί, φυσικά, σε βλέπουν. Πιάνουν εικόνα. Είναι άλλο πράγμα τελείως.»
«Πώς θα τους αποφύγετε αυτούς;»
«Υπάρχουν ξόρκια για τέτοιες δουλειές,» της είπε ο Γρηγόριος, μοιάζοντας κουρασμένος μαζί της. «Μη μ’απασχολείς άλλο με σαχλαμάρες. Και δεν είναι καθόλου συνετό να συζητάμε για τέτοια πράγματα μέρα-μεσημέρι.»
«Ποιος θα μας ακούσει εδώ μέσα;»
«Ποτέ δεν ξέρεις. Ξάπλωσε και κοιμήσου.»
«Δε νυστάζω.» Ήταν κι οι δυο τους όρθιοι μες στο δωμάτιο, έκαναν γύρω-γύρω, νευρικά, έχοντας βγάλει μόνο τα υποδήματά τους και τα πιο βαριά τους ρούχα.
«Παίζεις Κυματιστή;» Ο Γρηγόριος τράβηξε την τράπουλά του, ανακατεύοντάς την επιδέξια.
Η Όλγα, μουτρωμένη, κατένευσε. «Παίζω.»
Το βράδυ, ο Γρηγόριος πέταξε πάλι από το παράθυρο. Και το επόμενο βράδυ επίσης. Συγκέντρωνε πληροφορίες, από τη Σκιερή Βιβλιοθήκη κι από αλλού ίσως· προσπαθούσε να μάθει πράγματα κρυφά που θα τους εξυπηρετούσαν. Η Όλγα αναρωτήθηκε τι θα γινόταν αν, κάποια στιγμή, δεν επέστρεφε από τις νυχτερινές του πτήσεις. Αλλά μετά σκέφτηκε ότι ίσως θα ήταν καλύτερα να μην επιστρέψει. Ο Γεώργιος, ήταν σίγουρη, θα τους έβρισκε πιο σοβαρά πράγματα να κάνουν. Θα τους πήγαινε στα Σελκόνια Δάση, μάλλον. Η Όλγα τον έβλεπε να είναι έτοιμος να φύγει για εκεί. Με το ζόρι κρατιόταν, της έμοιαζε. Ήθελε να ταξιδέψει στα Σελκόνια Δάση για να βρει ένα σπίτι για το Γερό Φίδι. Τον έβλεπε σαν συγγενή του τον άγριο ερπετοειδή, μα την Έχιδνα! Τι άνθρωπος ήταν; Δεν είναι άνθρωπος, σκέφτηκε η Όλγα. Όχι συνηθισμένος άνθρωπος, τουλάχιστον. Είναι ο Οφιομαχητής. Κάνω παρέα μ’έναν μύθο. Χαμογέλασε. Στην Ηλβάρη, όταν τελικά επέστρεφε εκεί, κανείς δεν θα πίστευε τις περιπέτειές της! Θα την έλεγαν ψεύτρα.
Την επόμενη βραδιά, προτού πετάξει από το παράθυρο, ο Γρηγόριος τούς συγκέντρωσε στο δωμάτιό του και της Όλγας και τους είπε: «Κατάφερα να μάθω πώς μπορούμε ν’αποφύγουμε τις σαλαμάνδρες.»
«Πώς;» ρώτησε ο Οφιομαχητής, που καταπολεμούσε την οργή του με το συνεχόμενο σφύριγμα της Παρόδου του Πράου Ανέμου. Είχε βαρεθεί να κάθεται σ’αυτή την καταραμένη πόλη, και νόμιζε πως πολλοί είχαν αρχίσει πια να τους ρίχνουν παραξενεμένα βλέμματα εδώ. Πρέπει ν’αναρωτιόνταν τι έκαναν τόσες μέρες. Δεν είχε τελειώσει τις δουλειές του ο έμπορος και εκτιμητής έργων τέχνης; Ο Γεώργιος φοβόταν ότι ίσως να έμπλεκαν σε καμιά παλιοϊστορία στην Οσκάλνη. Ο ίδιος ο Γρηγόριος, άλλωστε, είχε πει ότι οι πράκτορες του Πολιτοβασιλέα ήταν επικίνδυνοι... και το κλίμα εδώ γινόταν ολοένα και πιο παρανοϊκό καθώς τόσοι και τόσοι μιλούσαν για επικείμενο πόλεμο ανάμεσα στην Οσκάλνη και στη Σιρνάδια, ανάμεσα στον Πολιτοβασιλέα Γεώργιο Μοριλκόνη και τον Άρχοντα Ευθύμιο Αλτόσσιο.
Ο Γρηγόριος έβγαλε από το πανωφόρι του έναν ενεργειακό αυλό. «Μ’αυτό,» απάντησε.
«Θα τους παίξουμε μουσική;» γέλασε κοφτά η Όλγα, καθισμένη στο κρεβάτι με τα πόδια της μαζεμένα από κάτω της σαν την ουρά του Γερού Φιδιού, το οποίο ήταν κουλουριασμένο στη γωνία του δωματίου και τους παρατηρούσε χωρίς να καταλαβαίνει τίποτα.
«Ναι,» είπε ο Γρηγόριος. «Υπάρχει μια συγκεκριμένη μελωδία που χρησιμοποιούν οι πιστοί του Λοκράθου για να σαγηνεύουν τις σαλαμάνδρες των υπονόμων, τις οποίες και θεωρούν ‘ιερά όντα’ του θεού τους.»
«Αυτοί οι έκφυλοι ακόμα και τις λάσπες θεωρούν ιερές...» σχολίασε ο Οφιομαχητής, χαμηλόφωνα, σαν να μονολογούσε.
«Τι μελωδία;» ρώτησε ο Νάθλεδιρ τον πράκτορα του Άρχοντα της Νερκάλης. «Την ξέρεις;»
«Την έμαθα. Μου την έδειξε ένας από τους πιστούς του Λοκράθου, επιτέλους.» Ο Γρηγόριος έβαλε την άκρη του αυλού στα χείλη του, πάτησε τον διακόπτη που ενεργοποιούσε την ενεργειακή του λειτουργία, κι άρχισε να παίζει.
Το Γερό Φίδι τον κοίταζε με έκδηλη περιέργεια.
Ο ήχος ήταν διαπεραστικός και παράξενος. Έμοιαζε να σέρνεται πάνω στον αέρα, να γλιστρά μες στο δέρμα σου, μες στα κόκαλά σου.
«Σταμάτα!» είπε η Όλγα. «Με φρικάρεις, γαμώτο!»
Ο Γρηγόριος κατέβασε τον αυλό από τα χείλη του, απενεργοποιώντας τον. «Αυτό είναι.»
«Το έχεις δοκιμάσει;» τον ρώτησε ο Οφιομαχητής.
«Επάνω σε σαλαμάνδρες; Όχι.»
«Επομένως, ίσως να μην πιάνει.»
«Δεν το θεωρώ πιθανό, αλλά, ναι, ίσως. Σκέφτομαι να το δοκιμάσω απόψε. Θα έρθεις μαζί μου;»
Ο Γεώργιος κατένευσε. «Είμαι περίεργος να το δω να συμβαίνει.»
«Ωραία. Μπορούμε να πάμε αμέσως. Οι άλλοι δε χρειάζεται να έρθετε.»
«Δε θέλαμε, ούτως ή άλλως,» είπε η Όλγα, κάνοντάς του το πουλί του Λοκράθου.
Ο Νάθλεδιρ, που είχε πια μάθει τι σήμαινε τούτη η χειρονομία, μειδίασε. Αυτοί οι Υπερυδάτιοι είχαν πλάκα. Δεν σέβονταν πραγματικά τους θεούς τους. Τους είχαν για παλιάτσους, μα τον Νούρκας τον Περιπλανώμενο! Στη Μοργκιάνη τα ήθη ήταν πολύ διαφορετικά...
«Δε με χρειάζεσαι, Γεώργιε;» ρώτησε.
Ο Οφιομαχητής κούνησε το κεφάλι. «Όχι· μείνε εδώ. Κάνε παρέα στην Όλγα και στο Γερό Φίδι.»
Μαζί με τον πράκτορα του Άρχοντα της Νερκάλης βγήκε από το Όμορφο Παράθυρο και βάδισαν στους νυχτερινούς δρόμους της Γηραιάς Πόλης για λίγο, προτού ο Γρηγόριος τούς οδηγήσει σε μια σχάρα των υπονόμων πίσω από μια κουρασμένη πολυκατοικία όλο φθορές και ξεφλουδισμένους τοίχους. Ο άνεμος σφύριζε δυνατός, αλλά μάλλον δεν θα ερχόταν καταιγίδα απόψε· το καταλάβαιναν.
«Μπορείς να το ανοίξεις αυτό;» ρώτησε ο Γρηγόριος δείχνοντας το λουκέτο της σχάρας.
Ο Γεώργιος είχε την αίσθηση ότι προσπαθούσε να τον δοκιμάσει, και δεν του άρεσε. Έστρεψε ωστόσο την οργή του στο λουκέτο, αρπάζοντάς το με το ένα χέρι, τραβώντας το, και σπάζοντάς το. Ή, μάλλον, το κομμάτι της σχάρας από το οποίο κρατιόταν. Τα μέταλλα του λουκέτου ήταν ισχυρότερα.
«Εντυπωσιακό,» παρατήρησε ο Γρηγόριος, και μπήκε πρώτος στον υπόνομο ανάβοντας έναν φακό.
Ο Οφιομαχητής τον ακολούθησε. Οι οσμές ήταν αποπνιχτικές, όπως είναι συνήθως σε τέτοια μέρη. Η Ευθαλία κινήθηκε νευρικά επάνω στον πήχη του· σκαρφάλωσε, κάτω από τα ρούχα του, ώς τον ώμο, κι έβγαλε το κεφάλι της από τη λαιμόκοψη της μπλούζας του. Σύριξε υπόκωφα· ύστερα, κρύφτηκε ξανά.
«Δε μας έλεγες κάτι για ειδικές στολές;» ρώτησε ο Γεώργιος.
«Θα τις χρειαστούμε όταν κάνουμε μεγάλη διαδρομή μες στους υπονόμους. Τώρα δεν πηγαίνουμε μακριά· δεν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος μόλυνσης.»
Ο Γεώργιος δεν ανησυχούσε για τον εαυτό του. Δε νόμιζε ότι μπορούσε να μολυνθεί· είχε ανοσία σε όλα τα δηλητήρια, και τι ήταν οι μολύνσεις των υπονόμων αν όχι δηλητήρια;
«Εδώ κοντά έχει σαλαμάνδρες,» συνέχισε ο Γρηγόριος. «Οι πιστοί του Λοκράθου έρχονται, ξεκλειδώνουν το λουκέτο που έσπασες, και επισκέπτονται αυτό το μέρος για να κάνουν τελετές.
»Ναι... εδώ είμαστε.» Η γλοιώδης σήραγγα που ακολουθούσαν τούς είχε μόλις οδηγήσει σ’έναν θάλαμο όπου νερά κυλούσαν από τους τοίχους και στις γωνίες υπήρχαν νησίδες από λάσπες. Ο χώρος βρομούσε λίγο διαφορετικά από τα προηγούμενα μέρη που είχαν διασχίσει – αλλά βρομούσε.
Και μέσα στα νερά ο Γεώργιος παρατήρησε πλάσματα να κινούνται. Σαλαμάνδρες. Καμιά μεγαλύτερη από τον πήχη του σε μήκος. Τα μάτια τους έμοιαζαν να φωσφορίζουν. Ορισμένες στάθηκαν για να ατενίσουν τους δύο ανθρώπους που είχαν εισβάλει στην περιοχή τους.
«Πρόσεχε,» είπε ο Γρηγόριος. «Δε θέλεις να έρθουν σε επαφή μαζί σου.» Έδωσε τον φακό του στον Οφιομαχητή κι έβγαλε τον ενεργειακό αυλό από το πανωφόρι του αρχίζοντας να παίζει τη μελωδία που είχε παίξει και στο δωμάτιο του ξενοδοχείου.
Οι σαλαμάνδρες τον κοίταζαν τώρα σαν μαγεμένες, και έκαναν κινήσεις με τα κεφάλια και τις ουρές τους. Δεξιά-αριστερά, μπροστά-πίσω. Λες και προσπαθούσαν ν’ακολουθήσουν τον ρυθμό της μουσικής. Αλλά δεν κινούνταν έντονα ή απότομα· αντιθέτως, ανεπαίσθητα. Τις υπνώτιζε αυτό το τραγούδι; αναρωτήθηκε ο Γεώργιος. Μάλλον κάτι τέτοιο...
Ο Γρηγόριος, κάνοντας νόημα στον Οφιομαχητή να μείνει πίσω, βάδισε προς τις σαλαμάνδρες. Κι εκείνες δεν τον ζύγωσαν· εξακολούθησαν να είναι στις θέσεις τους, σαγηνεμένες από τη μελωδία, κουνώντας ανεπαίσθητα τα σώματά τους.
Ο Γρηγόριος επέστρεψε κοντά στον Γεώργιο, στην είσοδο του θαλάμου, αφότου είχε κάνει, δοκιμαστικά, τον γύρο του. Σταμάτησε να παίζει τη μελωδία, λέγοντας: «Όλα εντάξει, νομίζω.»
«Ναι, μάλλον,» συμφώνησε ο Οφιομαχητής, κι άρχισαν να φεύγουν, να επιστρέφουν προς τη σχάρα απ’όπου είχαν μπει. «Αλλά μη μου πεις ότι αυτό τον θάλαμο τον έχουν φτιάξει μόνο και μόνο για να κατοικούν οι σαλαμάνδρες...»
Ο Γρηγόριος γέλασε κοφτά. «Όχι, φυσικά. Είναι ένα από τα μέρη που συγκεντρώνουν τα νερά των καταιγίδων. Οι υπόνομοι της Οσκάλνης, όπως και πολλών πόλεων των νότιων ακτών της Μικρυδάτιας, είναι φτιαγμένοι ειδικά για την αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων. Τα νερά που φέρνουν η βροχή και η θάλασσα πρέπει κάπου να μπορούν να πάνε για να μην πνίξουν τους δρόμους και τα οικήματα.»
Επέστρεψαν στο Όμορφο Παράθυρο και εκεί ο Γρηγόριος είπε σε όλους ότι αύριο βράδυ θα κατεβούν στους υπονόμους για να πάνε στο παλάτι–
«Επιμένεις;» πετάχτηκε η Όλγα. «Θες να σκοτωθείτε όλοι;»
«Μη φωνάζεις,» αποκρίθηκε εκείνος. «Δεν είναι κανείς υποχρεωμένος να μ’ακολουθήσει αν δεν θέλει. Αλλά τότε μην περιμένετε και χρήματα από τον Άρχοντα. Όχι αν τουλάχιστον ο Γεώργιος δεν έρθει μαζί μου.»
«Θα έρθω μαζί σου,» τον διαβεβαίωσε ο Οφιομαχητής· «τα έχουμε συμφωνήσει.» Και προς την Όλγα, προτού εκείνη μιλήσει ξανά: «Μην ανησυχείς για εμένα· οι μολύνσεις των υπονόμων δεν με επηρεάζουν.»
«Δεν ανησυχώ μόνο για τις μολύνσεις των υπονόμων. Μπορεί ν’αποκλειστείτε εκεί πέρα, Γεώργιε, στο παλάτι του Πολιτοβασιλέα! Μπορεί να σας πιάσουν.»
Ο Γρηγόριος τον ρώτησε: «Τι εννοείς ότι οι μολύνσεις των υπονόμων δεν σε επηρεάζουν;»
«Έχω ανοσία στα δηλητήρια. Κάθε είδους.»
«Έπρεπε ήδη να μου το είχες πει.»
«Τώρα το έμαθες. Αλλάζει κάτι στα σχέδιά σου;»
«Όχι,» παραδέχτηκε ο Γρηγόριος, και άναψε τσιγάρο καθώς βημάτιζε μες στο δωμάτιο. «Δε θες προστατευτική στολή όταν θα κατεβούμε στους υπονόμους;» ρώτησε.
«Δε νομίζω ότι πραγματικά μού χρειάζεται, αλλά, ναι, τη θέλω. Γιατί όχι; Ποτέ δεν ξέρεις.»
Ο Γρηγόριος ένευσε δείχνοντας ότι ενέκρινε τη σύνεση αυτής της απάντησης.
Η Όλγα ρώτησε: «Και η άλλη στολή; Η οργανική στολή που σταματά τους αισθητήρες;»
Ο Γεώργιος την κοίταξε συνοφρυωμένος. «Τι;»
Ο Γρηγόριος τού εξήγησε τι εννοούσε η «σύζυγός» του· ύστερα είπε: «Θα φοράμε τις οργανικές στολές αισθητηριακής απόκρυψης από κάτω – γιατί πρέπει να έρχονται σε επαφή με το δέρμα μας για να λειτουργήσουν – και από πάνω θα φοράμε τις προστατευτικές στολές για τη μόλυνση.»
«Οι αισθητήρες δεν εντοπίζουν μόνο το ανθρώπινο σώμα,» τον προειδοποίησε ο Γεώργιος. «Αναλόγως την κατασκευή τους μπορεί να εντοπίζουν κι άλλα πράγματα – όπως μεταλλικά αντικείμενα, όπλα...» Γνώσεις από το αινιγματικό παρελθόν του.
«Οι στολές αυτές, όταν βρίσκονται σε επαφή με το δέρμα σου, κρύβουν κι οτιδήποτε άλλο βρίσκεται σε επαφή μαζί σου αλλά όχι απαραίτητα σε άμεση επαφή με το δέρμα σου. Όμως δεν πρέπει να είναι και πολύ μεγάλο. Ένα πιστόλι που κρέμεται από τη ζώνη σου είναι ασφαλές. Αν τραβάς πίσω σου ένα καρότσι, αυτό δεν είναι ασφαλές. Όπως κι αν κουβαλάς έναν τραυματία.»
«Κατάλαβα... Φαίνεται πως τάχεις σκεφτεί όλα.»
«Ας το ελπίσουμε. Γιατί, αν δεν τα έχω σκεφτεί όλα, τα πράγματα θα είναι άσχημα για εμάς.»
Φεύγουμε από τις Ακτές των Βράχων καθώς είναι απόγευμα πλέον. Ταξιδεύουμε μες στο υδατόχημα των μισθοφόρων της Αικατερίνης ξανά, αλλά τώρα όχι επάνω στο νερό. Πηγαίνουμε από ξηράς, και μπαίνουμε στη Μεγάπολη από τ’ανατολικά. Βλέπουμε το Ανατολικό Οχυρό να δεσπόζει, όμως κανείς δεν μας σταματά για έλεγχο. Το δικό μας τροχοφόρο δεν είναι το μόνο που έρχεται ή φεύγει από τη Μεγάλη Πόλη τέτοια ώρα· δεν τραβάμε την προσοχή με κανέναν τρόπο.
Ο Δαμιανός είναι μαζί μας, με τα χέρια του δεμένα, αλλά όχι φιμωμένος. Δεν έχω αποφασίσει ακόμα τι θα κάνω μαζί του. Να τον ελευθερώσω, ή να τον σκοτώσω; Ή, μήπως, έχει κι άλλα να μου πει;
Οι μισθοφόροι μάς πηγαίνουν στον Ψηλόγερο, μπροστά σ’ένα ξενοδοχείο το οποίο ονομάζεται «Το Ονομαστό». Είναι παλιό και γνωστό ξενοδοχείο, και έχουμε ήδη συμφωνήσει με τα Τέκνα και τη Λουκία ότι θα μείνουν εκεί. Δε θέλω να τους φέρω όλους στο σπίτι της Διονυσίας, γιατί οι γείτονες έχουν την τάση να παρατηρούν και να μιλάνε. Και οι σύντροφοί μου δεν είναι ούτε ένας ούτε δύο· είναι πέντε και ένας γάτος. Ναι, ο Ακατάλυτος είναι, φυσικά, ακόμα μαζί με τη Λουκία· δεν πνίγηκε στη θάλασσα. Παρότι εκείνη τραυματίστηκε στο χέρι, τον έσωσε. Μάλλον είχε γαντζωθεί επάνω της, επίμονα, κρίνοντας από τα σκισίματα στον ώμο της οργανικής στολής της. Την οποία τώρα έχει βγάλει και διπλώσει, όπως κι ο Νικόλαος. Τους χρειάζεται ξεκούραση, και οι οργανικές στολές δεν σ’αφήνουν να ξεκουραστείς σωστά.
Βγαίνουν από το όχημα των μισθοφόρων και πηγαίνουν στο Ονομαστό. Σύντομα ο τηλεπικοινωνιακός πομπός μου κουδουνίζει και η φωνή της Λουκίας μού λέει πως τα κανόνισαν και όλα είναι εντάξει. «Καλώς,» της αποκρίνομαι. «Θα είμαστε σε επαφή.»
Και φεύγουμε από εκεί. Ο οδηγός του τροχοφόρου μάς οδηγεί τώρα προς τη μεριά απ’την οποία ήρθαμε, αλλά δεν μπαίνει στη Λογόφρονη, απ’όπου περάσαμε για να φτάσουμε στον Ψηλόγερο· στρίβει βόρεια, μπαίνοντας στους Λοφότοπους, και τελικά μας αφήνει δυο δρόμους απόσταση από το σπίτι της Διονυσίας.
«Σ’ευχαριστώ,» λέω στον Δημήτριο, «για όλα. Σου είμαι υπόχρεος.»
«Το δικό μου χρέος ξεπλήρωνα, Γεώργιε.»
«Θα τα ξαναπούμε, σύντομα,» τον διαβεβαιώνω. «Θέλω να μιλήσουμε για κάποια πράγματα.»
«Κι εγώ. Ακόμα δεν έχω καταλάβει τι ακριβώς γίνεται.»
«Ούτε εγώ έχω καταλάβει τι ακριβώς γίνεται,» του αποκρίνομαι. Και ύστερα, μαζί με τη Διονυσία και τον Δαμιανό, κατεβαίνω από το όχημα των μισθοφόρων της Αικατερίνης.
Ναι, ο βατραχοϊερέας θάρθει μαζί μας, γιατί δεν μπορώ να τον αφήσω πουθενά αλλού. Δεν ήθελα να τον δώσω στα Τέκνα διότι, κατά πρώτον, είναι τραυματισμένα και, κατά δεύτερον, δεν είμαι βέβαιος ότι θα τον κρατούσαν ζωντανό. Ο φανατισμός τους μπορεί να τους παρακινούσε να το σκοτώσουν το «μίασμα», ακόμα κι αν τους ζητούσε ο Οφιομαχητής να μην το κάνουν.
Υποσχέθηκα, όμως, στη Διονυσία πως δεν θα μετατρέψω το σπίτι της σε φυλακή. Θα τον φιλοξενήσουμε μόνο γι’απόψε, της είπα, και αύριο θ’αποφασίσω τι θα κάνω μαζί του. Ή θα τον σκοτώσω – κάπου μακριά από το σπίτι σου – ή θα τον αφήσω ελεύθερο, ή... κάτι άλλο. Θα δω.
Επί του παρόντος, έχω σπάσει τα σχοινιά από τα χέρια του Δαμιανού, και ο κληρικός βαδίζει ανάμεσά μας σαν φίλος μας καθώς το όχημα των μισθοφόρων φεύγει. Δε θέλω κανείς να ψυλλιαστεί ότι κάτι περίεργο συμβαίνει εδώ. Τον έχω προειδοποιήσει, όμως, πως αν κάνει να μου ξεφύγει θα τον σκοτώσω – ή τίποτα χειρότερο.
Δε μοιάζει να έχει το σθένος να επιχειρήσει κάποια παράτολμη ενέργεια ετούτη τη στιγμή. Περπατάμε ώς το σπίτι της Διονυσίας και φτάνουμε χωρίς επεισόδιο. Εκείνη ξεκλειδώνει την πρασινομέταλλη πόρτα του κήπου και μπαίνουμε. Ο Φωνακλάς μάς πλησιάζει, και γαβγίζει προς τη μεριά του Δαμιανού – αχαρακτήριστο γι’αυτόν να είναι τόσο φασαριόζικος. Τον αναγνωρίζει τον ιερέα, άραγε;
Η Διονυσία χαϊδεύει τον μεγάλο σκύλο της ανάμεσα στ’αφτιά, ηρεμώντας τον. Ύστερα ξεκλειδώνει την εξώπορτα του σπιτιού και περνάμε το κατώφλι, αφήνοντας τον Φωνακλά στον κήπο.
Ρωτάω τον Δαμιανό: «Θες να πας στην τουαλέτα, μήπως;»
«Γιατί; Τι έχεις υπόψη σου για μετά, Οφιομαχητή;»
«Θες ή δεν θες;»
«Θέλω.»
Τον οδηγό στην τουαλέτα και τον περιμένω απέξω, ενώ η Διονυσία πηγαίνει στο δωμάτιό της, στο επάνω πάτωμα.
Ο Δαμιανός δεν αργεί να βγει. «Και τώρα;»
«Έλα αποδώ.»
Το σπίτι της Διονυσίας έχει ένα μικρό υπόγειο, και εκεί οδηγώ τον Δαμιανό, δένοντας ξανά τα χέρια και τα πόδια του. Καρφώνω στον τοίχο έναν μεταλλικό κρίκο και δένω ένα σχοινί επάνω του, ενώνοντάς το μ’αυτό στους καρπούς του βατραχοϊερέα.
«Είν’ απαραίτητα όλα τούτα;» με ρωτά, κουρασμένα, καθώς είναι καθισμένος στο πάτωμα, με την πλάτη στον τοίχο – μη μπορώντας ούτως ή άλλως να στέκεται.
«Δεν υπάρχει λόγος να σου μπαίνουν ιδέες.»
«Τι θα κάνεις μαζί μου, Οφιομαχητή;»
«Θ’ανακαλύψεις αύριο. Κι έχε υπόψη σου ότι τις νύχτες δεν κοιμάμαι.»
«Το ξέρω.»
Τον αφήνω εκεί κι ανεβαίνω στο ισόγειο του σπιτιού.
Στο σαλόνι συναντώ τη Διονυσία καθισμένη στον σοφό μπροστά στο τζάκι, ντυμένη πιο άνετα τώρα, έχοντας τα πόδια της τεντωμένα και σταυρωμένα στον αστράγαλο, ενώ το κεφάλι της είναι ακουμπισμένο στα δάχτυλα του χεριού της που ο αγκώνας του στηρίζεται στον βραχίονα του σοφά. Το τζάκι, αντίκρυ της, είναι αναμμένο. Φαίνεται προβληματισμένη, βαθιά στεναχωρημένη.
Βγάζω την Ευθαλία απ’το μανίκι μου και την αφήνω πάνω στον άλλο σοφά. Καθίζω σε μια από τις καρέκλες του τραπεζιού.
«Τα τραύματά σου,» μου λέει η Διονυσία. «Να τα περιποιηθώ;»
«Δεν είναι σοβαρά,» αποκρίνομαι, «και δεν αιμορραγούν.»
Αναστενάζει. «Με συγχωρείς για όλα, Γεώργιε...»
«Μη λες ανοησίες. Εγώ θα έπρεπε να σου ζητήσω συγνώμη, όπως νομίζω πως σου ξαναείπα. Εξαιτίας μου εσύ κι ο αδελφός σου μπλέξατε σ’αυτή την παλιοϊστορία.»
«Ίσως· αλλά δεν είχες ποτέ τέτοια πρόθεση.»
«Θα έπρεπε να ήμουν πιο προσεχτικός.»
«Τι άλλο να έκανες;»
Στη Ριλιάδα, κατά πρώτον, όφειλα να είχα κινηθεί πιο επιφυλακτικά, σκέφτομαι. Αλλά, τέλος πάντων, ό,τι έγινε έγινε. Πρέπει να κοιτάξουμε το παρόν, τώρα, και το μέλλον. Ο άνεμος φυσά πάντοτε προς τα εμπρός, θα έλεγε ένας γέρος πάνω σε κάτι βουνά. Πάντοτε προς τα εμπρός...
«Δεν ξέρω,» της αποκρίνομαι.
«Τι θα κάνουμε τώρα;» με ρωτά. «Υπάρχει τρόπος να σώσουμε τον Αρσένιο, ή θα τον σκοτώσουν και θα πετάξουν το πτώμα του στον Κόλπο της Μεγάπολης;»
«Δε νομίζω ότι θα τον σκοτώσουν τόσο βιαστικά, Διονυσία. Μάλλον σκέφτονται ότι μπορούν να τον χρησιμοποιήσουν για να με παγιδέψουν. Ακόμα δεν πρέπει να τα έχουν παρατήσει. Θέλουν να κάνουν την τελετή τους για να πιουν το αίμα μου, για να κλέψουν τη δύναμη μου, όπως πιστεύουν. Ή, αν όχι αυτό, σίγουρα θέλουν να με εξολοθρεύσουν, να με βγάλουν από τη μέση. Με βλέπουν ως απειλή στον ιερό πόλεμο που έχουν ξεκινήσει.»
«Ιερός πόλεμος;»
«Δεν το κατάλαβες απ’όλα όσα σού είπα; Στην Ιχθυδάτια έχει ουσιαστικά ξεκινήσει ιερός πόλεμος ανάμεσα στα βατράχια και στα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου. Και νομίζω πως αυτή η κατάσταση έχει αρχίσει να εξαπλώνεται κι εδώ, στην Κεντρυδάτια, αν και ίσως σε λίγο διαφορετική μορφή. Η φίλη μου, η Εριφύλη, η ερπετοειδής που είχε το μπαρ στους Κατωμήχανους, εξαφανίστηκε· και τα βατράχια στη Ριλιάδα φαίνεται να κυνηγάνε κόσμο – ειδικά ερπετοειδείς, αλλά όχι μόνο, είμαι σίγουρος. Αισθάνονται κάποια απειλή.»
«Μπορούμε κάπως να σώσουμε τον Αρσένιο;» Αυτό είναι που κυρίως την απασχολεί, φυσικά, όχι οι θρησκείες και η πολιτική.
«Πρέπει να το σκεφτώ...» λέω. «Πρέπει, ίσως, να χρησιμοποιήσουμε εκείνο που τα βατράχια θέλουν.»
«Μα... εσένα θέλουν.»
«Ναι,» αποκρίνομαι. «Ναι.» Και σηκώνομαι για να βγάλω την κάπα μου και να την αφήσω στην πλάτη της καρέκλας πλάι σ’αυτήν όπου μετά ξανακάθομαι. Ανάβω ένα από τα μουλιασμένα τσιγάρα μου. «Αναρωτιέμαι τι θα μπορούσε να τους κάνει να φέρουν τον Αρσένιο μπροστά μας...»
Η Διονυσία είναι σιωπηλή.
«Μάλλον θα ήθελαν να παραδοθώ για να τον ελευθερώσουν,» συνεχίζω – και τότε με διακόπτει:
«Μην το σκέφτεσαι αυτό, Γεώργιε! Τον αγαπώ τον Αρσένιο, αλλά... αλλά... Την προηγούμενη φορά τούς ξέφυγες. Δεν ξέρεις αν θα είσαι το ίδιο τυχερός ξανά.»
«Δεν έχεις άδικο,» παραδέχομαι. «Τι άλλες διαπραγματεύσεις, όμως, θα μπορούσαμε να κάνουμε μαζί τους;»
«Δεν ξέρουμε καν πώς να επικοινωνήσουμε μαζί τους, Γεώργιε. Δε νομίζω ότι ο τηλεπικοινωνιακός κώδικας που μου έδωσαν–»
«Έχουμε τον Δαμιανό,» της θυμίζω. «Επομένως, μπορούμε να επικοινωνήσουμε μαζί τους. Δεν είναι εκεί το θέμα. Το θέμα είναι πώς να τους παρακινούσαμε να ελευθερώσουν τον αδελφό σου...» Και ξαφνικά μια σκέψη περνά απ’το μυαλό μου. «Ίσως... ίσως η λύση νάναι απλή,» λέω. Γιατί δεν το σκέφτηκα πιο πριν; Μάλλον επειδή είμαι πολύ ζαλισμένος απ’όλα όσα έχουν συμβεί σήμερα. Ένας άλλος, πιο... συνηθισμένος άνθρωπος ίσως να ήταν νεκρός. «Έχουμε τον Δαμιανό, Διονυσία – έχουμε έναν από τους κληρικούς τους.»
Με κοιτάζει σαν να μην καταλαβαίνει τι εννοώ.
«Θα τον ανταλλάξουμε με τον Αρσένιο,» εξηγώ. «Το ερώτημα που θα τεθεί μπροστά τους δεν θα είναι ελαφρύ: Ποιον εκτιμούν περισσότερο – έναν κληρικό της θρησκείας τους, ή τον τυφλό αδελφό μιας φίλης του Οφιομαχητή;»
Η Διονυσία συνοφρυώνεται, και τα μάτια της γυαλίζουν, μοιάζοντας να ζωντανεύουν, να φανερώνουν ελπίδα. «Ναι,» λέει, «έχεις δίκιο. Αυτό... αυτό μπορεί και να πιάσει.»
«Δε νομίζω πως, έτσι όπως είναι η κατάσταση, έχουμε τίποτα καλύτερο να κάνουμε. Εκτός αν πηγαίναμε να ψάξουμε στους δύο ναούς που ανέφερε ο Δαμιανός – αυτόν στο Βαθύ Λιμάνι κι αυτόν στο Χαμηλό Λιμάνι. Αλλά, και πάλι, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι ο Αρσένιος θα είναι εκεί. Μόνο κάποιος μάγος που γνωρίζει ανιχνευτικά ξόρκια ίσως να μας το έλεγε αυτό.»
«Εγώ δεν ξέρω τέτοια ξόρκια,» μου λέει η Διονυσία.
Νεύω σιωπηλά. Το ξέρω πως δεν ξέρει.
«Και ούτε έχω υπόψη μου αυτή τη στιγμή κάποιον μάγο που να γνωρίζει τέτοια ξόρκια...» Μοιάζει σκεπτική. «Αλλά, ακόμα κι αν εντοπίζαμε τον αδελφό μου μέσα σ’έναν από τους ναούς του Λοκράθου, πάλι θα έπρεπε να κάνουμε εισβολή εκεί, και... θα ήταν επικίνδυνο.»
«Σίγουρα θα ήταν,» συμφωνώ. Εκτός των άλλων, δεν θέλω να παρασύρω τα Τέκνα σε περισσότερες συγκρούσεις τόσο σύντομα. Οι πιο πολλοί είναι τραυματισμένοι, αλλά όσοι μπορούν (όλοι εκτός από τον Νηρέα, μάλλον) θα με ακολουθήσουν, είμαι βέβαιος· τόσο ανόητοι και φανατικοί είναι.
«Το καλύτερο είναι αυτό που είπες, Γεώργιε: ν’ανταλλάξουμε τον Δαμιανό με τον αδελφό μου... Ή, μήπως, τον θέλεις για λόγους εκδίκησης;»
«Τον Δαμιανό, εννοείς;» Γελάω. «Όχι. Μου είναι αδιάφορος.» Αν κι ένα μέρος του εαυτού μου – το μέρος απ’το οποίο προέρχεται η τρομερή μου οργή – διαφωνεί. Θα τον ήθελε νεκρό. Αλλά η σύνεσή μου είναι ισχυρότερη· και οι διδαχές του Γέρου του Ανέμου κρατάνε υπό έλεγχο τη δηλητηριώδη μάνητα της Έχιδνας που βράζει εντός μου. «Θα τον ανταλλάξουμε. Αύριο όμως. Θέλω, πρώτα, να σκεφτώ λίγο την όλη υπόθεση. Κι έχω ολόκληρο το βράδυ μπροστά μου.»
Η Διονυσία νεύει. «Όπως νομίζεις, Γεώργιε.»
«Μην ανησυχείς για τον Αρσένιο,» της λέω. «Δε θα τον σκοτώσουν, ούτε θα τον βλάψουν. Όχι τόσο γρήγορα, τουλάχιστον. Τον θέλουν ακόμα ζωντανό και αρτιμελή, πιστεύοντας ότι ίσως μπορούν να με παγιδέψουν έτσι.»
Η Διονυσία σηκώνεται από τον σοφά, αναστενάζοντας. «Πεινάς;» με ρωτά. «Θα φτιάξω φαγητό.»
«Πεθαίνω της πείνας,» αποκρίνομαι, και δεν είναι ψέμα. Σβήνω το τσιγάρο μου στο τασάκι πάνω στο τραπέζι.
Η Διονυσία πηγαίνει στην κουζίνα, κι εγώ ανεβαίνω στο δωμάτιό μου, στον όροφο του σπιτιού, για να βγάλω τα ρούχα μου και να κάνω ένα γρήγορο ντους. Τα τραύματά μου – αυτό στον ώμο κι αυτό στα πλευρά – τα περιποιούμαι πρόχειρα. Δε μ’ενοχλούν παρά ελάχιστα. Ύστερα, ντύνομαι ελαφρά και, ξυπόλυτος, κατεβαίνω στο ισόγειο. Πηγαίνω στην κουζίνα, απ’όπου ήδη έρχονται γαργαλιστικές μυρωδιές.
Κάθομαι στο τραπέζι και περιμένω τη Διονυσία να τελειώσει ενώ κάνουμε ελαφριά κουβέντα – όσο πιο ελαφριά μπορούμε, δεδομένων των καταστάσεων που μας πολιορκούν. Όταν το φαγητό είναι έτοιμο, το φέρνει στο τραπέζι. Κοκκινιστά φασόλια και πράσινη σαλάτα με ζυμαρικά, ελιές, και πιπεριές. Αρχίζουμε να τρώμε σαν λιμασμένοι. Το γεύμα είναι αντικειμενικά καλό, όπως όλα τα γεύματα που φτιάχνει η Διονυσία.
Αφού τελειώνουμε, καθόμαστε πάλι στο σαλόνι και καπνίζω ακόμα ένα τσιγάρο ενώ η Διονυσία έχει από κοντά ένα ποτήρι με Αίμα της Έχιδνας. Ποτέ δεν καπνίζει. Σε κάποια στιγμή, σηκώνεται από τον σοφά (πάλι εκεί καθόταν, μπροστά στο τζάκι, ενώ κι εγώ είμαι καθισμένος στο τραπέζι όπως πριν) και πηγαίνει προς το χολ, βγαίνοντας απ’το σαλόνι. Νομίζω ότι κατευθύνεται στην τουαλέτα, αλλά δεν ακούω την πόρτα της τουαλέτας ν’ανοίγει. Στ’αφτιά μου έρχονται κάτι παράξενα μουρμουρητά... Σηκώνομαι κι εγώ από τη θέση μου και βγαίνω απ’το σαλόνι. Η πόρτα της τουαλέτας δεν είναι μακριά από τη στριφτή ξύλινη σκάλα του σπιτιού. Η Διονυσία στέκεται τώρα μπροστά στη σκάλα και μοιάζει να έχει την πλήρη προσοχή της στραμμένη εκεί, μάλλον κάνοντας κάποια μαγεία.
Δεν αργεί να τελειώσει – μερικά δευτερόλεπτα κρατά η όλη υπόθεση – και στρέφεται σ’εμένα χωρίς να φαίνεται ξαφνιασμένη. Με είχε ακούσει να έρχομαι. «Απλώς ήθελα να ελέγξω αν είναι ακόμα κάτω,» μου λέει, και καταλαβαίνω.
«Δεν είναι τόσο εύκολο να ξεφύγει,» τη διαβεβαιώνω. «Τον έχω δέσει χειροπόδαρα, και στον τοίχο επίσης.»
«Στον τοίχο;»
«Κάρφωσα εκεί έναν μεταλλικό κρίκο που βρήκα μέσα σ’ένα κουτί με εργαλεία. Ελπίζω να μη σε πειράζει.»
«Το λιγότερο που θα μπορούσε να με πειράξει είναι αυτό, Γεώργιε.» Επιστρέφει στο σαλόνι, και την ακολουθώ.
Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός μου κουδουνίζει. Κοιτάζω τη μικρή οθόνη και νομίζω πως είναι ο Δημήτριος. Δέχομαι την κλήση καθώς κάθομαι στην καρέκλα μου. «Ναι;» λέω.
«Γεώργιε» – η φωνή του Δημήτριου – «όλα καλά;»
«Τίποτα το απρόοπτο,» τον διαβεβαιώνω.
«Νάρθω αποκεί να τα πούμε;»
Η Διονυσία τον ακούει (έχω την ένταση του πομπού ανεβασμένη, δεν τον κρατάω κολλητό στ’αφτί μου). Την κοιτάζω ερωτηματικά τώρα, κι εκείνη γνέφει καταφατικά. «Έλα,» απαντώ στον Δημήτριο. «Σε περιμένουμε.»
Με χαιρετά και κλείνει.
Ύστερα από κανένα μισάωρο, ενώ έχει νυχτώσει πλέον, αντηχεί το κουδούνι του σπιτιού, και είναι αυτός φυσικά. Του ανοίγουμε και έρχεται διασχίζοντας τον μικρό κήπο, βαδίζοντας πάνω στο θαλασσολίθινο μονοπάτι. Ο Φωνακλάς γαβγίζει αντικρίζοντάς τον, αλλά όχι θορυβημένος τώρα, νομίζω. Φαίνεται να χαίρεται που τον βλέπει. Ο Δημήτριος γελά και τον χαϊδεύει στο κεφάλι. Εκείνος τού γλείφει το χέρι. Τέτοια οικειότητα έχουν αναπτύξει οι δυο τους;
«Τι αγάπες είν’ αυτές;» τον ρωτάω καθώς διαβαίνει το κατώφλι του σπιτιού και ο σκύλος τον ακολουθεί μέσα.
Η Διονυσία γελά. «Πέρασαν κάποιο καιρό μαζί οι δυο τους,» εξηγεί, και δεν διώχνει τον Φωνακλά απ’το εσωτερικό του σπιτιού όπως συνήθως· τον αφήνει να μείνει μαζί μας καθώς πηγαίνουμε στο σαλόνι.
«Ναι,» λέει ο Δημήτριος. «Τον γλίτωσα από λιμοκτονία.» Και μου διηγείται και τα υπόλοιπα, εν συντομία, ενώ καθόμαστε και η Διονυσία τού φέρνει ένα ποτήρι Αίμα της Έχιδνας. Μου λένε τι πραγματικά συνέβη όταν η φίλη μου και ο αδελφός της επέστρεψαν στη Μεγάπολη χωρίς εμένα. Μου μιλάνε για την απαγωγή του Αρσένιου και για το σχέδιο που έκαναν οι δυο τους προκειμένου να με βοηθήσουν, ενώ και η Κρυσταλλία άκουγε.
«Πού είναι τώρα η Κρυσταλλία;» ρωτάω.
«Σπίτι της,» απαντά ο Δημήτριος.
«Ξέρει τι έγινε στη Νήσο Κάλδνη και μετά;»
«Ξέρει. Της τα είπα. Δε θα μ’άφηνε σε ησυχία αν δεν της τα έλεγα, νάσαι σίγουρος.»
Τα λόγια του και οι πρόσφατες ενέργειές του μ’έχουν βάλει σε σκέψεις. Θα μπορούσε να είναι στο Άφατο Δίκτυο, ή όχι; Αν με είχε προδώσει παλιότερα, δε θα το είχε κάνει εσκεμμένα. Δε θα ήξερε τι ακριβώς συνέβαινε με τα βατράχια. Δε θα ήξερε σε ποιους έδινε πληροφορίες για τον Οφιομαχητή... Αλλά, από την άλλη, έχω σοβαρές αμφιβολίες ότι θα έδινε πληροφορίες για εμένα στον οποιονδήποτε.
«Δημήτριε,» του λέω, «θέλω να μου απαντήσεις ειλικρινά: Τι γνωρίζεις για το Άφατο Δίκτυο;»
«Με ρώτησες και πριν γι’αυτό, έτσι δεν είναι;»
«Ναι.»
«Όπως σου είπα και τότε, δεν ξέρω για τι πράγμα μιλάς. Τι δίκτυο είναι;»
Λέει αλήθεια; Πρέπει να λέει αλήθεια, γαμώτο! Πρέπει. «Πολύ πιθανόν οι άνθρωποι του Άφατου να με πρόδωσαν στα βατράχια, αν και χωρίς να γνωρίζουν τι έκαναν.»
Συνοφρυώνεται. «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς.»
Και η Διονυσία φαίνεται επίσης να με κοιτάζει με έκδηλη περιέργεια.
Τους λέω τι είναι το Άφατο Δίκτυο. Τους λέω αυτά που υποθέτει η Φαρμακερή Βασίλισσα, αυτά για τα οποία ο Τζακ των Υπογείων με διαβεβαίωσε – αλλά δεν αναφέρω τα ονόματα των πληροφοριοδοτών μου. Τους μιλάω για μέλη του Άφατου και για «κόμβους», και για το πώς κυκλοφορούν οι πληροφορίες μες στο δίκτυο.
Ο Δημήτριος καπνίζει καθώς με ακούει. «Εσύ πώς τα έμαθες όλ’ αυτά;»
Να τους πω ότι μου τα είπε ο Τζακ των Υπογείων; Ο ίδιος ο Τζακ μάλλον δεν θα το ήθελε, υποθέτω, κι αποφασίζω να το σεβαστώ αυτό. «Μην το ψάχνεις,» αποκρίνομαι στον Δημήτριο, κι ανάβω κι εγώ τσιγάρο. «Τα έμαθα.»
Ο Φωνακλάς, κουλουριασμένος μπροστά στο τζάκι, μοιάζει λιγάκι θορυβημένος καθώς η Ευθαλία τον πλησιάζει, αλλά δεν κινείται από τη θέση του.
«Τι έγινε, Γεώργιε,» με ρωτά ο Δημήτριος, «αφότου τα βατράχια σε απήγαγαν στη Ριλιάδα;»
Γι’ακόμα μια φορά πρέπει να εξιστορήσω τις περιπέτειές μου, και το κάνω – χωρίς, φυσικά, ν’αποκαλύψω τη θέση του άντρου των Τέκνων του Φαρμακερού Κύκλου ή την ταυτότητα της Φαρμακερής Βασίλισσας· λέω απλώς ότι είναι μια γνωστή μου από παλιά, από τον καιρό που ήμουν κουρσάρος, και τίποτα περισσότερο.
«Η Βασίλισσά τους, δηλαδή, σου είπε για το Άφατο Δίκτυο...» λέει ο Δημήτριος. «Δε σκέφτηκες ότι όλ’ αυτά ίσως να είναι... παρανοϊκές ιδέες;»
Νεύω. «Μου πέρασε απ’το μυαλό, πράγματι. Αλλά μετά ήρθαν κι άλλες πληροφορίες σ’εμένα.»
«Από πού;»
«Δε μπορώ να σ’το πω αυτό. Συγνώμη.»
«Εγώ, πάντως, δεν είμαι μέσα σε κανένα δίκτυο, Γεώργιε· σε διαβεβαιώνω.» Έχει ήδη σβήσει το τσιγάρο του, και το Αίμα της Έχιδνας είναι σχεδόν τελειωμένο στο ποτήρι του.
«Σε πιστεύω,» του λέω. «Το ερώτημα όμως είναι, ποιος βρίσκεται μέσα στο Άφατο Δίκτυο. Ποιος με πρόδωσε, και τα βατράχια ήξεραν ότι θα ερχόμουν στον Στεριανό Γίγαντα και μου είχαν στήσει καρτέρι.»
Ο Δημήτριος μοιάζει προβληματισμένος, σκεπτικός. Έχει καμιά ιδέα;
Τον ρωτάω.
Κουνά το κεφάλι. «Όχι,» αποκρίνεται. «Δεν ξέρω. Δεν ξέρω... Αλλά γιατί σ’ενδιαφέρει τώρα; Ζητάς εκδίκηση;»
«Απλώς θέλω να έχω υπόψη μου ποιος είναι για να τον αποφεύγω στο μέλλον. Μπορεί να μη γνωρίζει τι κάνει – κατά πάσα πιθανότητα δεν γνωρίζει τι κάνει, αν είναι σαν τους περισσότερους μες στο Άφατο.»
«Χμμ...» Ανάβει κι άλλο τσιγάρο.
«Ποιον έχεις στο μυαλό σου, Δημήτριε;»
«Κανέναν. Δεν ξέρω ποιος μπορεί να είναι. Ειλικρινά.»
Δεν τον πιστεύω, αλλά το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου κρατά μακριά τη θηριώδη οργή μου.
Με ρωτά, αλλάζοντας θέμα: «Με τον Αρσένιο τι θα γίνει τώρα; Θα τον εγκαταλείψετε στα χέρια των ακόλουθων του Λοκράθου;»
«Σε καμία περίπτωση!» δηλώνει αμέσως η Διονυσία.
«Εννοείται πως όχι,» λέω στον Δημήτριο, κι αναρωτιέμαι αν θα έπρεπε να του αποκαλύψουμε το σχέδιό μας... Αλλά αυτός δεν μπορεί να είναι μες στο Άφατο. Σίγουρα δεν είναι. «Όμως ό,τι σου πούμε τώρα δεν θέλω να το αναφέρεις πουθενά. Σε κανέναν.»
«Φοβάσαι τον άνθρωπο του δικτύου...»
«Λογικά πρέπει να είναι κάποιος που μας ξέρει, Δημήτριε. Κάποιος που βρίσκεται ακόμα εδώ. Εκτός αν ήταν κανένας από το πλήρωμα του Μικρού Σύμπαντος...» Μια ιδέα έρχεται ξαφνικά στο μυαλό μου· και: Μήπως εγώ κι ο Δημήτριος σκεφτόμαστε το ίδιο; αναρωτιέμαι. Είναι δυνατόν να είναι αυτή;
«Ναι...» λέει, συλλογισμένος ξανά.
Εντάξει, αφού δεν αναφέρει εκείνος την υπόθεσή του, θα αναφέρω εγώ τη δική μου. «Η Κρυσταλλία;»
«Τι ‘η Κρυσταλλία’;»
«Μη μου πεις ότι δεν πέρασε απ’το μυαλό σου, Δημήτριε. Η Κρυσταλλία μπορεί να είναι μέλος του Άφατου, δεν μπορεί;»
«Τι;» κάνει, ξαφνιασμένη, η Διονυσία. «Και πριν... πριν ήταν μαζί μας, όταν σχεδιάζαμε να–»
«Δεν είναι εχθρός μας,» τη διακόπτω. «Δεν είναι σύμμαχος των βατράχων.»
«Ναι αλλά θα μπορούσε να μας είχε μαρτυρήσει, έτσι δεν είναι; Θα μπορούσε να είχε μαρτυρήσει το σχέδιο του Δημήτριου. Ή ίσως και να το έκανε! Ίσως γι’αυτό ο Δαμιανός γνώριζε ότι τον είχα προδώσει!»
«Δε νομίζω. Δεν ξέρω. Δεν είμαι σίγουρος, Διονυσία. Ας μη βγάζουμε βιαστικά συμπεράσματα. Περίμενε.»
«Δεν πρέπει νάχουμε πια επαφές μαζί της!» λέει επιτακτικά η Διονυσία. «Είναι επικίνδυνο.»
«Δεν είμαστε σίγουροι ότι είναι μέλος του Άφατου,» τονίζω. «Απλώς μια υπόθεση κάνω, επειδή ήταν συχνά κοντά μας και ήξερε ότι επισκεπτόμουν τον Δημήτριο στον Στεριανό Γίγαντα. Επομένως, αν μέσα στο δίκτυο είχε αναφερθεί το όνομά μου, θα πλησίασε τον κόμβο της και θα είπε ότι ο Οφιομαχητής πηγαινοέρχεται στο συγκεκριμένο ξενοδοχείο. Τα βατράχια, οπότε, πήραν την πληροφορία και με περίμεναν να παρουσιαστώ.»
«Βγάζει νόημα, έτσι όπως το περιγράφεις,» παραδέχεται ο Δημήτριος, μοιάζοντας μουδιασμένος. «Βγάζει νόημα... Γαμώτο,» μουγκρίζει υπόκωφα. Και πιο δυνατά: «Εν μέρει, δηλαδή, εγώ έφταιγα.»
«Καμία σχέση,» του λέω. «Δε μπορούσες να ξέρεις ότι η Κρυσταλλία ανήκει σε κάποιο δίκτυο. Δεν έχεις ιδέα για το Άφατο.»
«Ναι, αλλά...» Προβληματισμένος ξανά.
«Επιπλέον,» προσθέτω, «ίσως να κάνω λάθος. Ίσως να μην είναι μέλος του δικτύου.»
«Αν όχι αυτή, ποιος άλλος μπορεί να είναι; Ποιος άλλος ήξερε ότι θα ερχόσουν στον Στεριανό Γίγαντα επειδή εγώ ήμουν εκεί;»
«Το είχαμε αναφέρει, νομίζω, ενώ ο Ευστάθιος ήταν κοντά μας, και η κυρά Ιωάννα, και μέλη από το πλήρωμα του Μικρού Σύμπαντος.»
«Αυτοί, όμως... αυτοί...»
«Το αποκλείεις να είναι μες στο Άφατο; Το Μικρό Σύμπαν ταξιδεύει σ’όλες τις ηπειρονήσους· σίγουρα, πολλές πληροφορίες περνάνε από εκεί. Παζάρι ολόκληρο για όσους ενδιαφέρονται για τέτοια πράγματα.»
«Χμμ... Αλλά πώς να μάθουμε την αλήθεια, Γεώργιε; Αν η Κρυσταλλία είναι μέλος του Άφατου, τότε δεν μπορούμε να την εμπιστευόμαστε ούτε στο ελάχιστο. Μα την Έχιδνα! είχες δίκιο που μου είπες ότι η αρχική μου συνάντηση μαζί της ήταν μυστήρια. Είχες δίκιο.» Τα φρύδια του είναι σμιγμένα, η όψη του μοιάζει πιεσμένη. Σβήνει το τσιγάρο του στο τασάκι, σπρώχνοντάς το βίαια.
Του είχα πει τέτοιο πράγμα για την Κρυσταλλία; Ναι, όντως, του το είχα πει. Τον είχα προειδοποιήσει ότι ίσως κάτι παράξενο να συμβαίνει μαζί της, έτσι όπως την πρωτοσυνάντησε στο Μακρινό Σημάδι να χάνει τα λεφτά της ολομόναχη...
«Δεν είναι αυτό που φαίνεται, Γεώργιε,» μου λέει ο Δημήτριος. «Κάτι κρύβει η Κρυσταλλία!»
«Πράγμα που δεν σημαίνει, απαραίτητα, ότι είναι μέλος του Άφατου...»
«Μπορεί, όμως, και να είναι. Και... Ήθελε ουσιαστικά να με προσεγγίσει εκεί, στο Μακρινό Σημάδι. Ήθελε να με κάνει να τη βοηθήσω, ήθελε να με γνωρίσει...»
«Με τι σκοπό; Όπως σου είπα, τα μέλη του Άφατου είναι κανονικοί άνθρωποι· μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε. Δεν κάνουν περίπλοκες κατασκοπευτικές κινήσεις. Απλά ακούνε, παρατηρούν, κι αν κάτι υποπέσει στην αντίληψή τους το μεταφέρουν στον κόμβο τους. Ή, τουλάχιστον, έτσι ξέρω εγώ. Δε γνωρίζω αν υπάρχουν και εξαιρέσεις ανάμεσά τους.»
«Δηλαδή, δεν θεωρείς πλέον ότι η αρχική μου συνάντηση με την Κρυσταλλία είχε κάτι το παράξενο;»
«Το θεωρώ,» τον διαβεβαιώνω. «Αλλά, σου ξαναλέω, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι μέλος του Άφατου.»
Ο Δημήτριος κοιτάζει το ρολόι του.
Κοιτάζω κι εγώ το δικό μου: Έχει πάει αργά μ’όλες αυτές τις ιστορίες και τις υποθέσεις, παρατηρώ.
«Τέλος πάντων,» λέει ο τζογαδόρος. «Θα τόχω υπόψη μου τώρα. Κι ό,τι άλλο είναι να κάνουμε δεν θα το πούμε μπροστά της.»
«Δεν το σκόπευα ούτως ή άλλως,» τον διαβεβαιώνω.
«Ούτε θα της πω τίποτα για όσα μού ανέφερες εδώ. Θα της πουλήσω κάποιο παραμύθι αν χρειαστεί.»
Δεν διαφωνώ.
«Αλλά τι θα κάνετε με τον Αρσένιο;» μας ρωτά ο Δημήτριος. «Πώς σχεδιάζετε να τον πάρετε απ’τα χέρια των βατράχων; Αν μπορώ να βοηθήσω θα βοηθήσω, Γεώργιε.»
Η Διονυσία τον κοιτάζει με κάποια καχυποψία, παρατηρώ. Όλ’ αυτά τα λόγια για το Άφατο Δίκτυο φαίνεται να την έχουν κάνει πιο παρανοϊκή, σε τέτοια κατάσταση που είμαστε μπλεγμένοι.
«Δε νομίζω ότι μπορείς να βοηθήσεις,» αποκρίνομαι στον Δημήτριο, «αλλά εκείνο που έχουμε στο μυαλό μας είναι να ανταλλάξουμε τον Αρσένιο με τον Δαμιανό.»
«Καλή σκέψη,» παραδέχεται ο τζογαδόρος. «Ο Δαμιανός είναι ιερέας τους. Πρέπει, λογικά, να τον θέλουν ζωντανό.»
«Το ίδιο υποθέτω κι εγώ.»
Ύστερα από λίγο, αφού έχουμε πει μερικές ακόμα κουβέντες χωρίς μεγάλη σημασία και μας έχει διαβεβαιώσει ξανά ότι θα μας βοηθήσει αν χρειαστούμε τη βοήθειά του, ο Δημήτριος κοιτάζει πάλι το ρολόι του και λέει ότι πρέπει να πηγαίνει. «Θα τα ξαναπούμε αύριο, Γεώργιε.»
Τον ξεπροβοδίζω ώς την εξώπορτα του σπιτιού ενώ η Διονυσία εξακολουθεί να είναι καθισμένη στον σοφά. Επιστρέφω, ύστερα, στο σαλόνι και η φίλη μου με ρωτά:
«Νομίζεις ότι έκανες καλά που του μίλησες;»
«Για την απόφασή μας να ανταλλάξουμε τον Δαμιανό με τον Αρσένιο;»
Νεύει.
«Δε νομίζω ότι ο Δημήτριος είναι προδότης,» της λέω. «Κατά πρώτον, αν ήταν εναντίον μας, δεν θα σε είχε βοηθήσει.»
«Ναι, εννοείται· σωστό αυτό.» Το μυαλό της μοιάζει να καθαρίζει ξαφνικά· το υποδηλώνει η όψη της. «Σωστό. Φυσικά. Αλλά» – το βλέμμα της σκοτεινιάζει ξανά – «αν...»
«Τι;»
«Αν είναι μέλος του Άφατου αλλά δεν το λέει;»
«Ακόμα κι αν ισχύει αυτό, το αποκλείω τώρα να μεταφέρει στον κόμβο του κάποια πληροφορία σχετικά μ’εμένα ή μ’εσένα ή με τον Δαμιανό.»
Η Διονυσία νεύει ξανά. «Ναι, μάλλον...»
«Και ούτε νομίζω ότι θα πει τίποτα στην Κρυσταλλία – όπως μας υποσχέθηκε. Τον εμπιστεύομαι.» Κι ελπίζω να κάνω καλά που τον εμπιστεύομαι...
Η Διονυσία σηκώνεται από τον σοφά, πηγαίνοντας να ξαναγεμίσει το ποτήρι της με Αίμα της Έχιδνας. Αχαρακτήριστο γι’αυτήν να πίνει τόσο πολύ... «Ο Τζακ των Υπογείων σού είπε για το Άφατο Δίκτυο, έτσι δεν είναι;» με ρωτά.
Είναι πιο έξυπνη απ’ό,τι νομίζεις... Δε μπορώ να της πουλήσω παραμύθι. «Ναι,» αποκρίνομαι, «ο Τζακ. Αλλά μην το πεις πουθενά.»
«Είναι μέλος κι αυτός;»
«Είναι.»
Η Διονυσία μοιάζει τρομοκρατημένη, παγωμένη, καθώς κρατά το ξαναγεμισμένο ποτήρι στα χέρια της.
«Στην Υπερυδάτια,» της λέω, για να την ηρεμήσω, «υπάρχουν πολύ χειρότερα πράγματα από το Άφατο Δίκτυο. Σου έχω πει για τις περιπέτειές μου μ’έναν κατάσκοπο όταν ήμουν στη Μικρυδάτια;»
Αλλά αυτή είναι μια ιστορία για άλλη φορά. Είμαστε κι οι δύο κουρασμένοι τώρα, και η Διονυσία χρειάζεται ύπνο.
Την επόμενη νύχτα κατέβηκαν στους υπονόμους της Οσκάλνης. Φορούσαν κι οι δύο οργανικές στολές αισθητηριακής απόκρυψης, και από πάνω στολές προστασίας από τη μόλυνση. Η Ευθαλία ήταν κρυμμένη μες στο μανίκι του Γεώργιου, κάτω από τη στολή προστασίας: και ο Γρηγόριος είχε διαβεβαιώσει τον Οφιομαχητή ότι η στολή αισθητηριακής απόκρυψης θα κάλυπτε και την οχιά από τους αισθητήρες, αφού βρισκόταν σε άμεση επαφή μαζί του σαν ένα μικρό αντικείμενο, σαν το πιστόλι του.
Η Όλγα, ο Νάθλεδιρ, και το Γερό Φίδι είχαν μείνει πίσω, στο Όμορφο Παράθυρο, και η πρώτη ανησυχούσε. Αναρωτιόταν τι θα γίνονταν, εκείνη κι οι άλλοι δύο, αν ο Οφιομαχητής κι ο πράκτορας του Άρχοντα της Νερκάλης δεν επέστρεφαν από εκεί όπου πήγαιναν. Ήταν αγχωμένη.
Ο Νάθλεδιρ δεν ήταν αγχωμένος. Αισθανόταν σίγουρος ότι ο Γεώργιος θα επιβίωνε από οποιαδήποτε δυσκολία. Ήταν δαίμονας αυτής της διάστασης με μορφή ανθρώπου.
Το Γερό Φίδι δεν καταλάβαινε τι ακριβώς συνέβαινε, αλλά νόμιζε ότι ήταν κάτι το σημαντικό. Πάντως, αφού ο συγγενής-κι-Αφέντης του του είχε γνέψει να περιμένει εδώ, το Φίδι θα περίμενε. Οι παρουσίες του μαυρόδερμου άντρα (που, παρά το χρώμα του, δεν ήταν σαν τον συγγενή-κι-Αφέντη του) και της γυναίκας δεν του ήταν δυσάρεστες. Τους είχε συνηθίσει, και ήταν φιλικοί μαζί του κι οι δυο τους, αν και από τη μεριά της γυναίκας διαισθανόταν μια κάποια... επιφύλαξη. Αλλά το Γερό Φίδι δεν θα της έδινε λόγο να το φοβηθεί. Ήταν σίγουρο πως αυτό δεν θα άρεσε στον συγγενή-κι-Αφέντη του.
Τώρα, ο Οφιομαχητής και ο Γρηγόριος διέσχιζαν τους κακόφημους υπονόμους της Γηραιάς Πόλης, πλατσουρίζοντας άφοβα μες στα νερά που, σε ορισμένα σημεία, έφταναν ακόμα κι ώς τους μηρούς τους. Οι αναθυμιάσεις ήταν, επίσης, θανατηφόρες εδώ κάτω, αλλά εκείνοι δεν χρειαζόταν να ανησυχούν καθώς οι προστατευτικές στολές τους περιλάμβαναν μάσκες φυσικά. Και ο Γεώργιος υποψιαζόταν ότι ο ίδιος ίσως να μην επηρεαζόταν ούτως ή άλλως από όλα τούτα. Άλλωστε, τι ήταν οι μολύνσεις των υπονόμων αν όχι δηλητήρια;... Πάντως, δεν ήθελε και να το ρισκάρει. Το μέρος, αναμφίβολα, δεν σου γεννούσε την εμπιστοσύνη.
Και ήταν τρομερά πολύπλοκο. Ο Γρηγόριος κρατούσε τον χάρτη των υπονόμων μπροστά του (διπλωμένο και ξαναδιπλωμένο και ξαναδιπλωμένο) για να μπορούν να πλοηγούνται, και πάλι ο Γεώργιος δεν ήταν βέβαιος ότι πήγαιναν προς τη σωστή κατεύθυνση. Εκτός των άλλων, το έδαφος των υπονόμων δεν ήταν επίπεδο παντού: Σε ορισμένα σημεία έπρεπε να προσέχεις να μην τσακιστείς καθώς κατέβαινες· σε άλλα σημεία έπρεπε σχεδόν να σκαρφαλώσεις για να ανεβείς.
Τριγύρω κυκλοφορούσαν ολόκληρες ορδές από ποντίκια και άλλα πλάσματα που θα τα αποκαλούσες σιχαμερά απλά και μόνο επειδή κατοικούσαν εδώ μέσα κι έμοιαζαν κάπως αλλοιωμένα από το περιβάλλον. Οι αρουραίοι, ειδικώς, είχαν φλεγμονές επάνω τους, και παράξενα μάτια. Ορισμένοι ο Οφιομαχητής θα έλεγε ότι ήταν μεταλλαγμένοι ουσιαστικά. Το ίδιο ίσχυε και για κάτι αλλόκοτες, παραφουσκωμένες νυχτερίδες.
Τρεις φορές, τα ποντίκια έκαναν να τους επιτεθούν πλησιάζοντας μαζικά, αλλά ο Γρηγόριος κι ο Γεώργιος εύκολα διέλυσαν τις ορδές τους με ριπές από τα ηχητικά πιστόλια τους.
Δύο φορές, νυχτερίδες τούς όρμησαν, όμως κι αυτές τις διασκόρπισαν με τον ίδιο τρόπο. Τέτοιου είδους πλάσματα ήταν πολύ ευάλωτα σε επιθετικούς ήχους.
Αλλά ο Γρηγόριος είχε πει ότι δεν ήξερε αν αυτό ίσχυε για τις σαλαμάνδρες, οι οποίες θεωρούνταν τα επικινδυνότερα όντα των υπονόμων της Γηραιάς Πόλης. Τις συνάντησαν μία φορά μόνο κατά τη διαδρομή τους, και ο πράκτορας του Άρχοντα της Νερκάλης αμέσως έβγαλε τον ενεργειακό αυλό από τον μικρό σάκο του, σήκωσε λίγο τη μάσκα του, κι έπαιξε τη μελωδία που είχε μάθει. Οι σαλαμάνδρες τον κοίταζαν σαν υπνωτισμένες, κουνώντας ρυθμικά, αν και ανεπαίσθητα, τα κεφάλια και τις ουρές τους· και ο Οφιομαχητής κι ο Γρηγόριος πέρασαν από την περιοχή τους χωρίς πρόβλημα.
«Τώρα,» είπε ο Γρηγόριος, μακριά πλέον από εκείνο το μέρος με τις σαλαμάνδρες, «πρέπει να είμαστε κοντά στο Βασιλικό Παλάτι, αν όλα έχουν πάει καλά.»
«Κι αν δεν έχουν πάει καλά;»
«Θα χρειαστεί να ψάξουμε να βρούμε τον χαμένο δρόμο μας.»
Ο Οφιομαχητής καταπολέμησε την οργή του με το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου, γιατί δεν νόμιζε ότι του άρεσε καθόλου αυτή η ιδέα.
Μετά από λίγο έφτασαν αντίκρυ σ’ένα κιγκλίδωμα που έφραζε τη σήραγγα που διέσχιζαν.
«Δεν έχουμε κάνει λάθος, τελικά,» είπε ο Γρηγόριος καθώς το φώτιζαν με τους φακούς τους. «Είμαστε εκεί που πρέπει να είμαστε. Αλλά περίμενε μια στιγμή. Μην πλησιάσεις περισσότερο.» Και μουρμούρισε τα λόγια για δύο ξόρκια, το ένα κατόπιν του άλλου. Ύστερα είπε: «Δεν υπάρχει τηλεοπτικός πομπός εδώ κοντά. Αλλά υπάρχουν κρυμμένοι αισθητήρες. Μπορείς να μας ανοίξεις τον δρόμο;»
Ο Γεώργιος έκρυψε τον φακό του, ζύγωσε το κιγκλίδωμα, έπιασε ένα κάγκελο με κάθε χέρι, και τα τράβηξε προς αντίθετες μεριές. Μια αρκετά μεγάλη τρύπα σχηματίστηκε. «Χωράς;» είπε στον Γρηγόριο ενώ περνούσε από μέσα, βγαίνοντας από την άλλη.
Ο πράκτορας του Άρχοντα της Νερκάλης τον ακολούθησε. «Πρέπει να είμαστε κάτω απ’το παλάτι, τώρα.» Έβγαλε τον άλλο χάρτη του (διπλωμένο κι αυτόν), τον χάρτη του Βασιλικού Παλατιού, κι έδειξε ένα σημείο. «Εδώ – κάπου εδώ είμαστε – αν δεν λαθεύω. Ας ψάξουμε γι’ανοίγματα που οδηγούν επάνω.»
Βάδισαν ξανά, φωτίζοντας με τους φακούς τους. «Οι υπόνομοι, πάντως,» παρατήρησε ο Γεώργιος, «δεν είναι καλύτεροι κάτω απ’το παλάτι.»
«Τα ίδια σκατά κάνουν και οι πλούσιοι και οι φτωχοί, Οφιομαχητή.»
Είδαν ένα μεταλλικό καπάκι από πάνω τους, και σταμάτησαν.
«Αυτό εδώ,» είπε ο Γρηγόριος φωτίζοντάς το, «βγάζει, μάλλον, κάπου στη νότια μεριά του κήπου του παλατιού.»
«Δε θα το ανακαλύψουμε αν δεν ανεβούμε...»
«Περίμενε.» Ο Γρηγόριος χρησιμοποίησε τη μαγεία του ξανά, ψιθυρίζοντας παράξενα λόγια, κάνοντας ανεπαίσθητες χειρονομίες με τα γαντοφορεμένα χέρια του. «Δεν υπάρχει φύλαξη από αισθητήρες ή τηλεοπτικούς πομπούς,» είπε μετά. «Ανεβαίνω να δω αν είναι κλειδωμένο.» Και πιάστηκε στα μεταλλικά σκαλοπάτια που ήταν επάνω στον τραχύ τοίχο, σκαρφαλώνοντας. Έφτασε στο καπάκι και το έσπρωξε. Στράφηκε στον Οφιομαχητή πάλι. «Κλειδωμένο,» είπε, και κατέβηκε.
Ο Γεώργιος ανέβηκε και έσπρωξε το καπάκι με το ένα χέρι, ενώ στο άλλο κρατούσε έτοιμο το βελονοβόλο του (και η πρώτη βελόνα περιείχε Λευκό Άγαλμα). Άκουσε ένα κοφτό γκρρραα-κ! καθώς η κλειδωνιά έσπαγε, αλλά δεν σήκωσε το καπάκι απότομα· το σήκωσε λίγο μόνο, για να κρυφοκοιτάξει επάνω, και διαπίστωσε ότι ο πράκτορας του Άρχοντα είχε υποθέσει σωστά: Ένας κήπος ήταν εκεί. Ο κήπος του Βασιλικού Παλατιού, εκτός αν είχαν κάνει τραγικό λάθος στη διαδρομή τους.
Ο Γεώργιος έβλεπε δέντρα και θάμνους και χορτάρι, και το φεγγαρόφωτο να πέφτει ανάμεσά τους. Δεν πρόσεξε κανέναν άνθρωπο. Σήκωσε το καπάκι και ανέβηκε. Ναι, κανένας άνθρωπος δεν ήταν εδώ, και τώρα που είχε βγει επάνω μπορούσε άνετα να δει τα οικοδομήματα που ορθωνόταν πίσω από τη βλάστηση. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία πλέον ότι βρίσκονταν στον κήπο του Βασιλικού Παλατιού της Οσκάλνης.
Ο Γρηγόριος τον ακολούθησε επάνω, κι έβγαλε τη μάσκα και τα γάντια του.
Ο Γεώργιος, θεωρώντας συνετή αυτή την κίνηση, τον μιμήθηκε. Η Ευθαλία ξεμύτισε απ’την άκρη του μανικιού του, κοιτάζοντας τριγύρω, συρίζοντας χαμηλόφωνα, παιχνιδίζοντας τη γλώσσα της.
«Αυτό το οικοδόμημα,» είπε ο Γρηγόριος δείχνοντας με το βλέμμα του, «είναι το κεντρικό του παλατιού, και το τελευταίο που θα επισκεφτούμε αν αποδειχτεί απαραίτητο. Τώρα ακολούθησέ με, και μην κάνεις τίποτα που δεν κάνω.»
Ο Οφιομαχητής βάδισε πλάι του, και προχώρησαν μες στα σκοτάδια του κήπου, με προσοχή, έχοντας το νου τους για φρουρούς. Από μια πτέρυγα του κεντρικού οικοδομήματος του παλατιού φασαρία ακουγόταν σαν να γινόταν κάποια γιορτή.
«Τι συμβαίνει εκεί;» ρώτησε, χαμηλόφωνα, ο Γεώργιος.
«Δεν ξέρω.»
Πλησίασαν ένα οικοδόμημα στην άλλη μεριά του κεντρικού, έχοντας κάνει τον γύρο του χωρίς να έχουν συναντήσει φρουρούς, αν και είχαν δει αρκετούς να στέκονται σε εξώστες και σε εισόδους. Η νύχτα, ευτυχώς, κάλυπτε τον πράκτορα του Άρχοντα της Νερκάλης και τον Οφιομαχητή, και ήταν κι οι δυο τους έμπειροι σε τέτοιου είδους σκιερές κινήσεις: πήγαιναν από το ένα κατασκότεινο σημείο στο άλλο· το φεγγαρόφωτο δεν τους άγγιζε, ούτε κανένα από τα φώτα που εκπέμπονταν από το κεντρικό οικοδόμημα του Βασιλικού Παλατιού.
«Εδώ υποθέτω πως είναι οι αποθήκες,» είπε ο Γρηγόριος τώρα καθώς πλησίαζαν το οικοδόμημα από την άλλη μεριά του κεντρικού. Είχαν ήδη συμφωνήσει ότι αυτό το μέρος θα ερευνούσαν πρώτα.
Κρυμμένοι στα σκοτάδια του κήπου, κοίταξαν την είσοδό του. Ήταν διπλή και ξύλινη, κι ένας φρουρός στεκόταν πλάι της ντυμένος με αλυσιδωτή πανοπλία και κράνος, έχοντας τουφέκι στον ώμο (πυροβόλο, μάλλον) και ξίφος και πιστόλι (ενεργοβόλο, μάλλον) στη μέση.
Ο Γρηγόριος μουρμούρισε πάλι τα ξόρκια του και, μετά, είπε: «Δεν υπάρχουν αισθητήρες, αλλά υπάρχει ένας τηλεοπτικός πομπός κάπου εκεί.»
«Μπορείς να τον απενεργοποιήσεις;»
«Αυτό θα ήταν επικίνδυνο· ίσως να έβαζε σε λειτουργία κανένα συναγερμό. Αλλά ούτως ή άλλως θα κάνω κάτι καλύτερο. Όπως σου είπα, μπορώ να μας κρύψω από τους τηλεοπτικούς πομπούς. Μπορώ να αλλοιώσω, για λίγο, την εικόνα που λαμβάνουν. Μόλις κάνω το ξόρκι, εσύ κι ο Κακός Τραγουδιστής θ’αναλάβετε τον φρουρό – γρήγορα.»
«Ποιος Κακός Τραγουδιστής;»
Ο Γρηγόριος άγγιξε τον λίθο που κρεμόταν από το περιδέραιό του· το είχε έξω από την προστατευτική στολή. «Ο φίλος μου. Άμα πέσει επάνω σου, ‘τραγούδια’ γεμίζουν το μυαλό σου. Ο φρουρός θα είναι αποπροσανατολισμένος· εύκολα θα τον σκοτώσεις.»
«Τον προτιμάς νεκρό;»
«Οι νεκροί δεν ξυπνάνε κατά τύχη.» Και μετά ο Γρηγόριος υποτονθόρυσε τα λόγια γι’ακόμα ένα ξόρκι, το οποίο δεν άργησε να ολοκληρώσει. «Πήγαινε!» είπε. «Τώρα!»
Ο Γεώργιος όρμησε μέσα απ’τα σκοτάδια. Ο φρουρός έμοιαζε ήδη αποπροσανατολισμένος· έβγαζε το κράνος του χωρίς φανερή αιτία, κουνούσε το κεφάλι του σαν κάτι να τον ενοχλούσε, καταριόταν. Είδε τον Οφιομαχητή την τελευταία στιγμή, αλλά τότε ήταν πολύ αργά. Το ξιφίδιο καρφώθηκε κάτω απ’το σαγόνι του, στέλνοντάς τον στην κοιλιά του Αβυσσαίου. Ο Γεώργιος δεν άφησε το πτώμα να πέσει κάτω, μπροστά στην είσοδο της αποθήκης· το σήκωσε με το ένα χέρι και το πέταξε μες στη βλάστηση.
Ο Γρηγόριος βγήκε απ’τις σκιές, πλησιάζοντας. «Την πόρτα!» είπε. «Γρήγορα!»
Ο Οφιομαχητής την έσπρωξε, σπάζοντας την κλειδαριά της, ανοίγοντας το ένα από τα δύο φύλλα. Το άλλο κρατιόταν κλειστό από μια αμπάρα που χωνόταν στο έδαφος. Ο Γεώργιος, φυσικά, θα μπορούσε να τη διαλύσει κι αυτήν, αλλά είχε χρησιμοποιήσει τη δύναμή του ελεγχόμενα. Δεν ήθελε να κάνει μεγάλες ζημιές στην πόρτα· ήθελε μόνο να την ανοίξει.
Καθώς περνούσαν το κατώφλι, μπαίνοντας σ’έναν κατασκότεινο χώρο, ο Γρηγόριος έκλεισε πίσω τους κι άναψε τον φακό του. Γύρω τους, κιβώτια και κασόνια αποκαλύφτηκαν. Τίποτα που δεν θα περίμενε κανείς να δει σε μια αποθήκη. Αλλά το μέρος ήταν αναμφίβολα μεγάλο. Ολόκληρος λαβύρινθος έμοιαζε να σχηματίζεται από τα πράγματα εδώ μέσα.
«Και νομίζεις ότι υπάρχει ποτέ περίπτωση να βρεις πού έχουν κρυμμένο το νοοσύστημα;» είπε ο Γεώργιος.
«Δε χρειάζεται να το δω με τα μάτια μου για να το εντοπίσω,» αποκρίθηκε ο Γρηγόριος. «Οι ενέργειές του είναι πολύ... ιδιόμορφες.» Ύστερα μουρμούρισε ξόρκια ξανά, το ένα μετά το άλλο, και είπε στον Γεώργιο: «Τηλεοπτικοί πομποί ή αισθητήρες δεν φαίνεται να υπάρχουν παρακάτω.» Ακόμα ένα ξόρκι μουρμούρισε κι άρχισε να βαδίζει, μοιάζοντας, από την έκφραση στο πρόσωπό του, σαν να βρισκόταν εδώ μόνο με το ένα μέρος του μυαλού του. Ανιχνεύει για κάτι, καταλάβαινε ο Οφιομαχητής.
«Τι ψάχνεις;» τον ρώτησε καθώς προχωρούσε πίσω του, με το χέρι στη λαβή του Φιλιού της Έχιδνας αλλά χωρίς να το έχει τραβήξει.
«Το νοοσύστημα, φυσικά,» αποκρίθηκε ο μάγος. «Το αναζητώ ενεργειακά. Αποκλείεται να το μπερδέψω με οτιδήποτε άλλο.»
Και κυκλοφόρησαν για λίγο μέσα στους λαβυρινθώδεις διαδρόμους που σχηματίζονταν από τα πράγματα της αποθήκης. Ο Γεώργιος είχε ανάψει τον φακό του πλέον, όπως ο πράκτορας του Άρχοντα της Νερκάλης.
«Βρίσκεις τίποτα το ενδιαφέρον;» ρώτησε.
«Όχι.» Ο Γρηγόριος ακόμα έμοιαζε να βρίσκεται εδώ μόνο με το ένα μέρος του μυαλού του.
Όταν συνάντησαν μια κλειστή καταπακτή, είπε: «Είδες; Όπως το υποψιαζόμουν, οι αποθήκες εκτείνονται και κάτω από το έδαφος.»
«Και νομίζεις ότι ίσως το νοοσύστημα είναι κάτω;»
«Γιατί όχι; Άνοιξέ την.» Δεν είχε δοκιμάσει καν να την ανοίξει ο ίδιος. Καταλάβαινε κάπως, μέσω της μαγείας του, ότι ήταν κλειδωμένη; αναρωτήθηκε ο Γεώργιος. Ή δεν ήθελε να κάνει κινήσεις που ίσως τον έβγαζαν από τη νοητική κατάσταση στην οποία τον είχε φέρει το ξόρκι που χρησιμοποιούσε;
Ο Οφιομαχητής ρώτησε: «Είσαι σίγουρος ότι δεν έχει κανέναν συναγερμό εδώ ο οποίος θα ενεργοποιηθεί αν την ανοίξω;»
Ο Γρηγόριος βλεφάρισε, και τώρα το μυαλό του ήταν εξολοκλήρου εδώ. «Έχεις δίκιο. Πρέπει να ελεγχθεί.» Μουρμούρισε κάποιο άλλο ξόρκι, εστιάζοντας την προσοχή του στην καταπακτή. «Όχι,» είπε, «δε νομίζω ότι υπάρχει σύστημα ασφαλείας. Και λογικό ήταν, εδώ μέσα, αλλά τέλος πάντων. Άνοιξέ την.»
Ο Γεώργιος την άνοιξε. Δεν ήταν κλειδωμένη.
Κατέβηκαν τα σκαλοπάτια (που ήταν αρκετά πλατιά για να κατεβάσεις ολόκληρα κιβώτια, και δεξιά κι αριστερά τους υπήρχαν πέτρινες ράγες για καρότσι μεταφοράς) ενώ ο Γρηγόριος άρχιζε πάλι να ψάχνει για το νοοσύστημα, να... μυρίζεται τις ιδιόρρυθμες ενέργειές του. Βρέθηκαν σε αποθήκες κάτω από τις προηγούμενες, όπου λαβύρινθοι σχηματίζονταν κι εδώ από τα τοποθετημένα κιβώτια, βαρέλια, και άλλα πράγματα. Κανένας φρουρός δεν φαινόταν πουθενά. Το μέρος ήταν ήσυχο, κι έδινε την αίσθηση μπλεγμένης απεραντοσύνης στον Οφιομαχητή.
«Βρίσκεις τίποτα, ή χάνουμε χρόνο;» ρώτησε τον πράκτορα ύστερα από λίγη περιπλάνηση.
«Δεν πρέπει να είναι εδώ,» είπε εκείνος. «Αλλά είδες μια κλειστή μεταλλική πόρτα που προσπεράσαμε πιο πριν;»
«Δεν είμαι τυφλός.»
«Αυτή ίσως να οδηγεί κάτω από το κεντρικό οικοδόμημα του παλατιού.»
«Και λοιπόν;»
«Μπορεί να το έχουν εκεί το νοοσύστημα.»
Ο Γρηγόριος βάδισε προς την εν λόγω πόρτα, και ο Οφιομαχητής ήρθε μαζί του. Ο πράκτορας έκανε πάλι κάποια μαγεία, και μετά είπε: «Υπάρχει σύστημα ασφαλείας εδώ. Αισθητήρες.»
«Ακόμα φοράμε τις στολές μας...»
«Δεν έχει αισθητήρες μόνο γύρω από την πόρτα, αλλά και έναν μέσα στην κλειδαριά. Πάω στοίχημα πως, αν η κλειδαριά σπάσει, κάποιος συναγερμός θα ενεργοποιηθεί.»
«Αδύνατον να μπούμε, λοιπόν. Δε μπορώ να καταστρέψω την πόρτα χωρίς να πειράξω την κλειδαριά.»
«Το περίμενα. Αλλ’ αυτό δεν σημαίνει και ότι δεν μπορούμε να μπούμε, Οφιομαχητή.» Έβγαλε ένα πιστόλι από τον σάκο του το οποίο δεν έμοιαζε με συνηθισμένο όπλο στον Γεώργιο: ούτε πυροβόλο, ούτε ηχητικό, ούτε ενεργοβόλο. Τι στις λάσπες του Λοκράθου είναι αυτό; Ακόμα κι οι γνώσεις από το αινιγματικό παρελθόν του δεν του φανέρωναν τίποτα.
Ο Γρηγόριος είπε: «Αν το μέταλλο μαλακώσει θα μπορείς να κάνεις μια τρύπα, δεν θα μπορείς;»
«Θα το θερμάνεις;»
«Όχι. Αυτό το όπλο που βλέπεις είναι μεταλλοφάγος. Προκαλεί ζημιά μόνο σε μέταλλα, και πουθενά αλλού. Ή, μάλλον, το συγκεκριμένο πιστόλι έχει κι άλλες ρυθμίσεις, αλλά τώρα ως μεταλλοφάγος λειτουργεί. Αν το μέταλλο μαλακώσει θ’ανοίξεις μια τρύπα;»
«Υποθέτω πως θα μπορώ.»
Ο Γρηγόριος στόχευσε με το πιστόλι το κέντρο της πόρτας και πάτησε τη σκανδάλη. Ο αέρας ανάμεσα στην κάννη και στον στόχο φάνηκε να δονείται, αλλά τίποτα περισσότερο απ’αυτό, και κανένας ήχος δεν ακούστηκε πέρα από ένα υπόκωφο σύριγμα που αν δεν ήξερες ότι προκαλείτο από το πιστόλι δεν θα ήσουν σίγουρος από πού προερχόταν.
Το κέντρο της πόρτας άρχισε αμέσως να... ιδρώνει. Το παχύ μέταλλο έχανε τη στέρεα δομή του.
Ο Γρηγόριος έπαψε να πιέζει τη σκανδάλη. «Δοκίμασε να κάνεις την τρύπα. Δε θέλω να το διαλύσω τελείως, γιατί αυτό ίσως να πειράξει και την κλειδαριά – πράγμα που αν συμβεί θα ενεργοποιηθεί ο συναγερμός.»
Ο Γεώργιος πλησίασε τα χέρια του στο κέντρο της πόρτας, αργά, για να δει μήπως το μέταλλο ήταν ζεστό. Αλλά δεν ήταν. Μόνο υγρασία μπορούσε να νιώσει από εκεί. Τα δάχτυλά του άρπαξαν το μέταλλο και το βρήκαν μαλακό σαν πηλό. Το τράβηξε και σχημάτισε πανεύκολα μια τρύπα αρκετά μεγάλη για να χωρέσει άνθρωπος αν δεν ήταν χοντρός και έσκυβε.
Ο Γρηγόριος φώτισε μέσα από το άνοιγμα και είδαν έναν χώρο σαν αποθήκη ξανά.
Ο πράκτορας του Άρχοντα της Νερκάλης μπήκε πρώτος, σκύβοντας για να περάσει από την τρύπα. Ο Οφιομαχητής τον ακολούθησε. Φώτισαν τριγύρω με τους φακούς τους. Ναι, σίγουρα αποθήκη ήταν, αλλά έμοιαζε μικρότερη από τις προηγούμενες.
«Είμαστε κάτω από το κεντρικό οικοδόμημα του παλατιού,» μουρμούρισε ο Γρηγόριος σαν να μονολογούσε. Μετά έκανε ένα ξόρκι πάλι, και μόνο το μισό μυαλό του φαινόταν να βρίσκεται εδώ. Άρχισε να βαδίζει, αργά, με προσοχή.
Ο Οφιομαχητής, πάντοτε δίπλα του ή πίσω του, είχε στο ένα χέρι τον φακό του και στο άλλο το βελονοβόλο του. Αν παρουσιαζόταν φρουρός θα λάμβανε Λευκό Άγαλμα και θα κοκάλωνε επιτόπου.
Αλλά κανένας φρουρός δεν παρουσιάστηκε και έφτασαν τελικά μπροστά σε μια πλατιά πόρτα ανελκυστήρα, δίπλα από την οποία υπήρχε μια πέτρινη σκάλα που ανέβαινε.
«Δεν είναι εδώ,» είπε ο Γρηγόριος. «Κακώς ήρθαμε. Πάμε πίσω.»
«Δε θ’ανεβούμε;»
«Όχι. Μέσα στο κεντρικό οικοδόμημα θα είναι πολύ επικίνδυνα για εμάς.» Βάδιζαν ήδη προς τα εκεί απ’όπου είχαν έρθει. «Θα το επισκεφτούμε τελευταίο, μόνο αν αποδειχτεί απαραίτητο. Θα πρέπει να εντοπίσουμε μέσα του τα διαμερίσματα του ίδιου του Πολιτοβασιλέα· γιατί, αν το νοοσύστημα είναι εκεί, πού αλλού να βρίσκεται;»
Επέστρεψαν στην εξωτερική αποθήκη κι ανέβηκαν στο ισόγειό της. Πλησίασαν την είσοδο και ο Γρηγόριος έκανε ένα ξόρκι. «Ο τηλεοπτικός πομπός δεν θα μας πιάσει,» διαβεβαίωσε τον σύντροφό του, και μισάνοιξε το ένα φύλλο της πόρτας για να κρυφοκοιτάξει απέξω. «Ούτε άλλος φρουρός έχει έρθει. Πάμε.»
Βγήκαν από τις αποθήκες και χώθηκαν πάλι μες στα σκοτάδια της βλάστησης του κήπου.
«Δε θ’αργήσουν, όμως, να καταλάβουν ότι ο προηγούμενος φρουρός λείπει,» είπε ο Οφιομαχητής. «Κάθε πότε αλλάζουν βάρδιες;»
«Μάγος του τάγματος των Δεσμοφυλάκων είμαι,» αποκρίθηκε ο Γρηγόριος, «όχι μάντης.»
«Για μάγος του τάγματος των Δεσμοφυλάκων ξέρεις πολλά ξόρκια σχετιζόμενα με μηχανισμούς. Για Τεχνομαθή θα σε περνούσα.»
«Φταίει η δουλειά μου, Οφιομαχητή.»
«Πού πάμε τώρα;»
«Στην πτέρυγα που σου είπα ότι νομίζω πως είναι εργαστήρια.»
Η οποία δεν βρισκόταν μακριά από τις αποθήκες. Πηγαίνοντας ξανά από πυκνό σκοτάδι σε πυκνό σκοτάδι, οι δύο εισβολείς κατέληξαν αντίκρυ σε μια είσοδο που αποτελούσε μέρος ενός οικοδομήματος εφαπτόμενο στο κεντρικό οικοδόμημα του Βασιλικού Παλατιού. Κανείς δεν φαινόταν να φυλά την πόρτα, αλλά ο Γρηγόριος έδειξε στον Οφιομαχητή τους δύο φρουρούς που στέκονταν σ’έναν εξώστη, απ’όπου είχαν καλή θέα, εκτός των άλλων, και της συγκεκριμένης πόρτας. «Θα μας δουν άμα την πλησιάσουμε.»
«Ξέρεις κανένα ξόρκι που να μας κάνει αόρατους;»
Ο Γρηγόριος ρουθούνισε. «Από πού το έμαθες αυτό, Οφιομαχητή; Από κινηματογραφική ταινία; Δεν υπάρχουν ξόρκια που σε κάνουν αόρατο.»
«Γράψε λάθος.» Το ήξερε, όμως, ότι δεν υπήρχαν ξόρκια που σε κάνουν αόρατο. Κάπως, από το αινιγματικό παρελθόν του, το ήξερε. Ήταν σίγουρος. «Τι θα κάνουμε;» Ήταν επίσης σίγουρος ότι ο μάγος-πράκτορας θα είχε κάποια ιδέα. Όλο ιδέες ήταν· και για τα πάντα έμοιαζε προετοιμασμένος. Ο Άρχοντας της Νερκάλης μάλλον δεν μιλούσε με υπερβολές όταν είχε πει στον Γεώργιο: Θα έχεις βοήθεια μαζί σου, φυσικά. Έναν άνθρωπο τον οποίο εμπιστεύομαι απόλυτα. Είναι πράκτοράς μου, και ξέρει πολύ καλά τη δουλειά του. Μπορεί να διεισδύσει παντού· μπορεί να αντλήσει ό,τι πληροφορία διανοείσαι.
«Θα τους ζαλίσουμε λίγο,» αποκρίθηκε ο Γρηγόριος. «Το μόνο που δε μ’αρέσει είναι ότι μετά θα καταλάβουν πως ένας εισβολέας βρίσκεται εδώ... ή, τουλάχιστον, στις ταράτσες... Αλλά αυτό, βέβαια, σύντομα κάποιος θα το καταλάβαινε· δεν μπορούμε να το αποφεύγουμε για πάντα.»
«Τι στις λάσπες του Λοκράθου λες;» μούγκρισε ο Οφιομαχητής. «Πώς θα τους ζαλίσουμε; Αυτοί είναι εκεί πάνω, κι εμείς εδώ κάτω.»
«Για τον Κακό Τραγουδιστή το πάνω και το κάτω δεν αποτελούν εμπόδια.» Ο Γρηγόριος κρατούσε μες στο χέρι του τον μαυροπράσινο λίθο του περιδέραιού του.
«Θ’ακούσουν μουσικές; Κι αν, αντί να φύγουν, καλέσουν κι άλλους φρουρούς με τους πομπούς τους;»
«Δε θα κάνει ο Τραγουδιστής όλη τη δουλειά.» Και του είπε αναλυτικά τι είχε στο μυαλό του.
«Αν κάτι πάει στραβά, μπορεί να σκοτωθείς,» τον προειδοποίησε ο Γεώργιος.
«Γνωστοί κίνδυνοι του επαγγέλματός μου, Οφιομαχητή,» αποκρίθηκε ο Γρηγόριος. «Τώρα... εκτός αν έχεις καμιά καλύτερη ιδέα, ας μη χάνουμε άλλο χρόνο.»
«Κάνε ό,τι είναι να κάνεις.»
Ο Γρηγόριος έβγαλε και τις δύο στολές του και φόρεσε γρήγορα ένα παντελόνι και μια αμάνικη μάλλινη μπλούζα τα οποία τράβηξε από τον μικρό σάκο του. Ύστερα, κάρφωσε στο χέρι του μια ένεση κι έστειλε το υγρό της μέσα του. Γιατί; αναρωτήθηκε ο Γεώργιος. Για ενίσχυση του οργανισμού του; Αλλά δεν είχε χρόνο να τον ρωτήσει· ο Γρηγόριος έκανε ένα Ξόρκι Οργανικής Μεταβλητότητος (όπως είχε ήδη πει στον Οφιομαχητή ότι θα κάνει) και τα χέρια του μετατράπηκαν σε δερμάτινες φτερούγες που στο πέρας τους είχαν μικρές, κοκάλινες δαγκάνες.
«Δώσ’ τη μου,» είπε στον Γεώργιο, κι εκείνος τού έδωσε τη σκοτοβομβίδα. Ο Γρηγόριος την κράτησε με τη μία από τις δαγκάνες του, άκομψα αλλά γερά, έχοντας το ένα από τα δύο νύχια της δαγκάνας στον διακόπτη της βόμβας.
«Θα τα καταφέρεις;» τον ρώτησε ο Οφιομαχητής, γιατί αυτό το πράγμα δεν του έμοιαζε το ίδιο εύχρηστο με ανθρώπινο χέρι.
«Θα τα καταφέρω.»
Ο Γεώργιος έστρεψε το βλέμμα του στους φρουρούς στον εξώστη και τους είδε να μιλάνε αναμεταξύ τους, να μοιάζουν σαστισμένοι για κάποιο λόγο. Ο Κακός Τραγουδιστής...
Ένα φτεροκόπημα από δίπλα, μαζί με θροΐσματα φύλλων. Ο Γρηγόριος είχε μόλις υψωθεί στον αέρα. Μια σκιά πέρασε φευγαλέα πλάι από τον εξώστη με τους φρουρούς, κι ο ένας απ’αυτούς την είδε και την έδειξε με το χέρι του. Ο άλλος στράφηκε, αλλά ο Γρηγόριος είχε ήδη περάσει. Ήταν από πάνω τους. Πατούσε σε μια ταράτσα του παλατιού, με τα γόνατα λυγισμένα, μοιάζοντας με πελώριο πουλί μες στη νύχτα, εξωφρενικά γιγάντια νυχτερίδα, σαν από παραμύθι.
Έβγαλε έναν παράξενο ήχο από τα χείλη του. Οι φρουροί ύψωσαν τα κεφάλια τους, ξαφνιασμένοι–
–και η σκοτοβομβίδα έπεσε στον εξώστη, τυλίγοντάς τους σε πυκνό σκοτάδι που κανένα φως δεν μπορούσε να διαπεράσει. Μια ζώνη αντιφωτός. Ένα πράγμα που ρουφούσε το φως.
Ακούστηκαν να κραυγάζουν.
Τα κατάφερε, ο γαμημένος, παρότι αυτά δεν είναι χέρια, σκέφτηκε ο Γεώργιος κι έτρεξε προς την πόρτα. Άρπαξε το πόμολο και την έσπρωξε. Η κλειδαριά έσπασε, η πόρτα άνοιξε, κι ο Οφιομαχητής βρέθηκε σ’ένα προθάλαμο με άλλες πόρτες και σκάλες.
Πίσω του, ο Γρηγόριος προσγειώθηκε στο κατώφλι και μπήκε κι αυτός. Ο Γεώργιος αμέσως έκλεισε την είσοδο, ενώ ο μάγος μουρμούριζε παράξενα λόγια ξανά, μετατρέποντας τα φτερά του σε χέρια, κάνοντας ολόκληρο το σώμα του ουσιαστικά ν’αλλάξει μορφή· φαινόταν σαν η μάζα του να ανασχηματιζόταν κάπως κάτω από τα ρούχα του.
Ο Γεώργιος έριξε μπροστά στα πόδια του Γρηγόριου τον σάκο του και τις δύο στολές του. «Τα πράγματά σου.»
Εκείνος ήταν καταφανώς κουρασμένος. «Ευχαριστώ. Έχε το νου σου εν τω μεταξύ.» Άρχισε να βγάζει τα ρούχα του για να φορέσει τη στολή αισθητηριακής απόκρυψης. Την άλλη στολή μπορούσε να την αγνοήσει για τώρα· αυτήν όχι.
Ο Οφιομαχητής είχε το βελονοβόλο του στο ένα χέρι και το Φιλί της Έχιδνας στο άλλο. Ο προθάλαμος ήταν φωτισμένος από μια ενεργειακή λάμπα στο ταβάνι. Κατά τα άλλα, δεν είχε πολλή διακόσμηση.
Ο Γρηγόριος είπε καθώς ντυνόταν: «Ελπίζω να μην υπήρχαν τίποτα συστήματα ασφαλείας σ'αυτή την πόρτα γιατί σίγουρα θα ενεργοποιήθηκε ο συναγερμός.»
«Είσαι εξαντλημένος· μπορείς να συνεχίσεις να κάνεις μαγείες;» Γι’αυτό καρφώθηκες μ’εκείνη την ένεση πιο πριν;
«Μπορώ.» Και, έχοντας ντυθεί, μουρμούρισε τα λόγια για ένα ξόρκι ξανά.
«Το μέρος εδώ δεν μοιάζει εγκαταλειμμένο. Αν συναντήσουμε κάποιον;» (Μιλούσαν κι οι δύο χαμηλόφωνα, φυσικά.)
«Τον ξεπαστρεύουμε με τον πιο γρήγορο τρόπο. Δε γίνεται αλλιώς. Ήταν αναπόφευκτο ότι θα συνέβαινε κάποια στιγμή. Αλλά το γεγονός ότι το παλάτι είναι ένας τεράστιος και μπλεγμένος χώρος θα μας προφυλάξει· δεν είναι εύκολο να εντοπίσεις μέσα του δυο εισβολείς που ξέρουν να κρύβονται.» Ο Γρηγόριος έμοιαζε ξανά να βρίσκεται εδώ μόνο με το μισό μυαλό του· το άλλο μισό ήταν αλλού.
«Το εντοπίζεις;» τον ρώτησε ο Γεώργιος.
«Όχι.»
«Επομένως, δεν είναι ούτε–»
«Μη βιάζεσαι. Απλώς ξέρω ότι δεν είναι κάπου γύρω μας, σε μικρή απόσταση.» Άρχισε ν’ανεβαίνει τη μία από τις δύο πέτρινες σκάλες που ξεκινούσαν από εδώ, και ο Οφιομαχητής τον ακολούθησε.
Στα μέσα της σκάλας περίπου ήταν μια πόρτα, η οποία απρόσμενα άνοιξε κι ένας άντρας βγήκε. Τους αντίκρισε σαστισμένος.
Ο Γρηγόριος πάραυτα ύψωσε το πιστόλι του, βάζοντάς την κάννη μπροστά στο μέτωπο του άντρα. «Μη φωνάξεις,» τον προειδοποίησε. Το όπλο ήταν ενεργειακό, αλλά ακόμα κι ένα ενεργειακό όπλο μπορεί να αποδειχτεί θανατηφόρο αν σε χτυπήσει από τόσο κοντά και κατακούτελα. Κι αν δεν πεθάνεις, πιθανώς να μείνεις παραπληγικός, το λιγότερο.
Ο άντρας ήταν μεσήλικας, λευκόδερμος, μελαχρινός, ντυμένος με ακριβά ρούχα. «Ποιοι...;» ψέλλισε. «Τι...»
«Μπες μέσα,» τον πρόσταξε ο Γρηγόριος, και μπήκαν στο δωμάτιο πίσω από την πόρτα, το οποίο έμοιαζε με κάποιου είδους μελετητήριο και εργαστήριο συγχρόνως. Υπήρχαν ράφια με βιβλία αλλά και διάφορες συσκευές.
Μια γυναίκα ήταν επίσης εδώ – γαλανόδερμη, ξανθά μακριά μαλλιά – η οποία αμέσως πετάχτηκε όρθια τρέχοντας προς ένα συρτάρι κάτω από κάτι ράφια.
Ο Γεώργιος τής έριξε με το βελονοβόλο, καρφώνοντάς την στον δεξή ώμο. Η γυναίκα πρόλαβε να βγάλει ένα ξαφνιασμένο «Α!» προτού το Λευκό Άγαλμα επιδράσει επάνω της και τη σταματήσει καθώς άνοιγε το συρτάρι, κοκαλώνοντάς την στη θέση της. Τα μάτια της μόνο κινούνταν τώρα, κοιτάζοντας με τρόμο.
«Μην τη σκοτώσετε!» είπε ο άντρας. «Δεν ήθελε να κάνει τίποτα!»
Ο Γεώργιος πλησίασε το συρτάρι και είδε ότι μέσα ήταν δύο πιστόλια. Χτύπησε τη γυναίκα στο κεφάλι, ελαφρά, με τη λαβή του βελονοβόλου του, κι εκείνη σωριάστηκε αναίσθητη, ακόμα ακινητοποιημένη. Έμοιαζε παράξενη τώρα· ήταν, πραγματικά, σαν άγαλμα που έχει πέσει.
«Μην τη χτυπάτε! Σας είπα–»
«Σκασμός,» τον διέκοψε ο Γρηγόριος, «αν δε θες να πάθεις χειρότερα.»
«Ό,τι θέλετε θα το έχετε. Δε θα σας φέρω αντίσταση. Το υπόσχομαι. Απλά μη μας πειράξετε.»
«Πού είναι το ενεργειακό νοοσύστημα;»
Τα μάτια του άντρα γούρλωσαν – πράγμα που δεν μπορεί να ήταν τυχαίο: Ήξερε τι σήμαινε ενεργειακό νοοσύστημα, συμπέρανε ο Γεώργιος. Και δεν γνώριζε ο καθένας για τέτοια πράγματα.
«Πού είναι;» επέμεινε ο Γρηγόριος, σημαδεύοντάς τον. «Μην κάνεις πως δεν ξέρεις!»
Ο άντρας ξεροκατάπιε. «Δεν είναι εδώ... Ποιοι είστε, μα την Έχιδνα; Σας έστειλε ο Αλτόσσιος;» Προφανώς εννοούσε τον Άρχοντα της Σιρνάδιας που, τελευταία, λεγόταν στην Οσκάλνη ότι είχε κόντρες με τον Πολιτοβασιλέα οι οποίες πιθανώς να οδηγούσαν σε πολεμικές συγκρούσεις.
«Πού είναι το νοοσύστημα;» επέμεινε ο Γρηγόριος. «Δεν έχω μεγάλη υπομονή. Ή μιλάς τώρα ή πεθαίνεις.» Και ο Γεώργιος δεν νόμιζε ότι ο πράκτορας έλεγε ψέματα· φαινόταν, όντως, κουρασμένος και με ελάχιστη υπομονή πλέον. Ή ίσως το τελευταίο να το έκανε ψέματα, για να τρομάξει τον αιχμάλωτό τους.
«Σου είπα,» απάντησε ο άντρας, «το ενεργειακό νοοσύστημα δεν είναι εδώ–»
«Άσε τις μαλακίες–»
«Δεν είναι εδώ. Το έκλεψαν.»
«Εσείς το κλέψατε, από τη Νερκάλη. Πού είναι κρυμμένο; Μέσα σ’αυτή την πτέρυγα, έτσι;»
«Δεν είναι εδώ, σου λέω, μα την Έχιδνα! Μας το έκλεψαν! Δεν ξέρουμε ποιος το πήρε. Ναι, το είχαμε σ’αυτή την πτέρυγα, για πειραματισμούς. Ο Μεγαλειότατος είχε ζητήσει να μη διαδώσουμε την παρουσία του–»
«Ε! τι συμβαίνει εδώ;» Ένας άντρας ήταν στο κατώφλι της πόρτας, ξαφνιάζοντάς τους. Δεν τον είχαν ακούσει να έρχεται εξαιτίας της φωνής του αιχμάλωτού τους ο οποίος, έκδηλα φοβισμένος, δεν μιλούσε χαμηλόφωνα.
Ο Οφιομαχητής στράφηκε στην πόρτα αντικρίζοντας έναν από τους φρουρούς του παλατιού· και, έχοντας ήδη υψώσει το βελονοβόλο του, του έριξε. Αλλά η βελόνα καρφώθηκε πάνω στην πανοπλία του: δεν τη διαπέρασε.
«Εισβολείς!» φώναξε ο φρουρός, ορμώντας στον Οφιομαχητή με το σπαθί που κρατούσε. Πίσω του, ένας άλλος φάνηκε, κι αυτός με λεπίδα στο χέρι. Πρέπει να είχαν έρθει για να ερευνήσουν, ίσως λόγω της «παράξενης παρουσίας με τα φτερά».
Ο Γεώργιος απέκρουσε με το Φιλί της Έχιδνας το ξίφος του φρουρού και τον έσπρωξε όπισθεν, στέλνοντάς τον να κατρακυλήσει στο πάτωμα, ανατρέποντας μια καρέκλα κι ένα τραπεζάκι με κάτι συσκευές επάνω. Ο άντρας κραύγασε.
Ο Γρηγόριος είχε στραφεί στην πόρτα προς στιγμή, και ο αιχμάλωτός του επιχείρησε να του ξεφύγει. Άρπαξε το πιστόλι που τον σημάδευε κι έκανε να το παραμερίσει. Για μερικά δευτερόλεπτα πάλεψαν για το όπλο· ύστερα, ο πράκτορας της Νερκάλης πάτησε τη σκανδάλη, και το σώμα του άντρα τραντάχτηκε κι έπεσε κάτω ακίνητο.
Ο φρουρός στην πόρτα είχε μόλις τραβήξει ένα δικό του πιστόλι και, ρίχνοντας μια ενεργειακή ριπή στον Οφιομαχητή, χτυπώντας τον στα πλευρά, έτρεξε κι έφυγε. Ο Γεώργιος έτριξε τα δόντια, παραπατώντας, μα δεν λιποθύμησε. Τινάχτηκε ώς την πόρτα αλλά δεν πρόλαβε τον φρουρό που υποχωρούσε. Τα βήματά του ακούγονταν από πάνω, μετά τη στροφή της σκάλας.
Από πάνω, σκέφτηκε ο Οφιομαχητής. Αποκεί ήρθαν... Πρέπει να έψαχναν για το «παράξενο φτερωτό πλάσμα» ξεκινώντας από τους εξώστες και τα ψηλά μέρη.
Στράφηκε στον Γρηγόριο. «Πάμε να φύγουμε, τώρα. Όλοι οι φρουροί του παλατιού θάναι σύντομα εδώ!»
«Ναι,» είπε μόνο ο πράκτορας της Νερκάλης, μοιάζοντας συγχρόνως προβληματισμένος για κάτι άλλο. «Μπορείς να τον σηκώσεις;» Έδειξε τον λιπόθυμο άντρα μπροστά του. «Ξέρει για το νοοσύστημα.»
«Είσαι σοβαρός;» γρύλισε ο Οφιομαχητής, θέλοντας να τον αρπάξει, τον καταραμένο, και να τον κοπανήσει στον τοίχο – τρεις φορές, τέσσερις, πέντε! – μήπως κι έρθει στα συγκαλά του. «Θα μας καθυστερήσει!» Τιθάσευσε την οργή του μόνο χάρη στις διδαχές του Γέρου του Ανέμου. Ο Γρηγόριος δεν θα ανακάλυπτε ποτέ πόσο κοντά βρισκόταν στο να ξυλοκοπηθεί.
«Σήκωσέ τον, γρήγορα! κι άμα αποτελέσει πρόβλημα τον πετάμε κάτω. Γρήγορα!»
Ο Γεώργιος τού είπε: «Είσαι ηλίθιος!» αλλά, κρύβοντας το βελονοβόλο του, άρπαξε τον λιπόθυμο άντρα από το πάτωμα και τον έριξε στον ώμο σαν να ήταν πάνινη κούκλα.
Ο Γρηγόριος ένευσε και πλησίασε την πόρτα, κοιτάζοντας πάνω και κάτω στη σκάλα, με το πιστόλι του έτοιμο. Μη βλέποντας κανέναν, άρχισε αμέσως να κατεβαίνει, και ο Γεώργιος τον ακολούθησε ξανά με τον αιχμάλωτό τους στον ώμο.
Έφτασαν στον προθάλαμο της πτέρυγας. Ο Γρηγόριος άνοιξε την εξώπορτα (της οποίας την κλειδαριά είχε ήδη σπάσει ο Οφιομαχητής) και βγήκαν.
«Εσείς – σταθείτε!» Μια φωνή από τ’αριστερά. Φρουροί έρχονταν μέσα από ένα μονοπάτι του κήπου. Τουλάχιστον έξι, με όπλα στα χέρια.
Ο Γρηγόριος τούς έριξε με το ενεργοβόλο καθώς εκείνος κι ο Οφιομαχητής έτρεχαν προς τη βλάστηση. Αμέσως, ενεργειακές ριπές τούς κυνήγησαν – και όχι μόνο από τους φρουρούς στ’αριστερά αλλά και από ψηλά – από τους εξώστες. Ο Γεώργιος δέχτηκε μία βολή ξώφαλτσα στον ώμο, την οποία ούτε που αισθάνθηκε. Ο Γρηγόριος δέχτηκε μία στην αριστερή κνήμη, ξώφαλτσα επίσης, αλλά παραπάτησε, σκόνταψε, έχασε την ισορροπία του, και κουτρουβάλησε στο χορτάρι, γρυλίζοντας.
Είχαν τώρα βρεθεί σε μέρος όπου δεν ήταν εύκολο κανείς να τους σημαδέψει λόγω της πυκνής βλάστησης, αλλά οι έξι φρουροί έτρεχαν καταπάνω τους. «Παραδοθείτε!» φώναξε ένας. «Στο όνομα του Πολιτοβασιλέα!»
Ο Γρηγόριος πιάστηκε από έναν κορμό προσπαθώντας να σηκωθεί.
Ο Γεώργιος εκτόξευσε τον αιχμάλωτό του προς τους ερχόμενους φρουρούς, κι εκείνοι ξαφνιάστηκαν: ένας τον δέχτηκε κατακέφαλα κι έπεσε κάτω μαζί του.
«Παραδόσου, ρε!» γκάριξε ο αρχηγός των φρουρών, εξαπολύοντας μια ενεργειακή ριπή που αστόχησε τον Οφιομαχητή καθώς εκείνος έσκυβε και τιναζόταν και τους ορμούσε με το Φιλί της Έχιδνας στο χέρι. Συνάντησε μια λεπίδα και η λεπίδα έσπασε, ο καρπός του χειριστή της κόπηκε, κι ο άντρας κατέρρευσε ουρλιάζοντας. Ο Γεώργιος δέχτηκε ένα χτύπημα από τα δεξιά, στον ώμο, αλλά το ξίφος δεν τον έσκισε βαθιά, και μόλις και μετά βίας το αισθάνθηκε μες στη μάνητά του. Ανεμίζοντας το Φίλι της Έχιδνας, έκοψε το κεφάλι του φρουρού σαν να ήταν ρώγα σταφυλιού. Ένας πίδακας αίματος τινάχτηκε από τον λαιμό του ακέφαλου σώματος που ακόμα στεκόταν σαν φριχτή φιγούρα από κινηματογραφική ταινία.
«Σκοτώστε τον!» γκάριξε ο αρχηγός. «Φορά οργανικ–» Ύψωσε το σπαθί του για ν’αποκρούσει το Φιλί της Έχιδνας, και τα κατάφερε, αλλά αισθάνθηκε το όπλο να τραντάζεται άγρια μες στο χέρι του, και τα κόκαλα του χεριού του να τραντάζονται κάτω από τη σάρκα του. Τι άνθρωπος είν’ αυτός, μα την Έχιδνα; πρόλαβε φευγαλέα ν’αναρωτηθεί προτού δεχτεί στην κοιλιά την κλοτσιά του Οφιομαχητή και κοπανήσει με την πλάτη πάνω σ’ένα δέντρο. Ύστερα τα πάντα σκοτείνιασαν γι’αυτόν...
...ενώ ο Γεώργιος στρεφόταν ν’αντιμετωπίσει τους υπόλοιπους φρουρούς.
Σκότωσε ακόμα μία, σκίζοντάς την απ’τον ώμο ώς τα πλευρά – πανοπλία, κόκαλα, και σάρκα μαζί – ανοίγοντας το σώμα της σαν να ήταν γεμισμένο μαξιλάρι. Οι άλλοι τράπηκαν σε φυγή, κραυγάζοντας, περίτρομοι.
Ο Γεώργιος κράτησε την οργή του υπό έλεγχο για να μην τους καταδιώξει.
Ο Γρηγόριος είχε ορθωθεί τώρα. «Γαμώτο! Γιατί τους πέταξες τον αιχμάλωτο;»
Ο Οφιομαχητής τον άρπαξε, με το ένα χέρι, απ’τον γιακά και τον σήκωσε από τη γη. «Θα μας σκοτώσεις!» γρύλισε. «Πρέπει να φύγουμε – τώρα! – όχι άλλες μαλακίες!»
Ο Γρηγόριος τον κοίταζε μουδιασμένος προς στιγμή, σαστισμένος.
Ο Γεώργιος τον άφησε να πατήσει στο έδαφος, κι εκείνος παραλίγο να πέσει ξανά.
«Έχεις τρελαθεί;» σύριξε. «Τι–;»
Φωνές από την άλλη μεριά. Κι άλλοι φρουροί.
«Έλα!» είπε ο Γρηγόριος, κι έτρεξε μες στα σκοτάδια του κήπου, και ο Οφιομαχητής έτρεξε μαζί του.
Αλλά τώρα ο κήπος δεν έμοιαζε ίδιος με πριν. Έμοιαζε σχεδόν με τελείως διαφορετικό μέρος. Φρουροί τριγύριζαν παντού, λες και ξεπρόβαλλαν από κάθε πόρτα των οικοδομημάτων του Βασιλικού Παλατιού, λες και ξεπηδούσαν μέσα από την ίδια τη γη. Και μαζί τους είχαν και σκυλιά, άγρια και μεγάλα. Προβολείς, επίσης, είχαν ανάψει επάνω σε εξώστες και σε ταράτσες, διαλύοντας τα σκοτάδια ανάμεσα στη βλάστηση.
Οι φύλακες του Πολιτοβασιλέα δεν αργούσαν να δραστηριοποιηθούν.
Ο πράκτορας της Νερκάλης και ο Οφιομαχητής βρέθηκαν κυνηγημένοι από κάθε πιθανή μεριά καθώς προσπαθούσαν να φτάσουν στο άνοιγμα απ’όπου είχαν βγει από τους υπονόμους. Το Φιλί της Έχιδνας άστραφτε λιανίζοντας όποιον μπορούσε να φτάσει. Ο Γεώργιος άρπαζε ανθρώπους και τους πετούσε πάνω σε άλλους ανθρώπους. Άρπαζε πέτρες και τις εκτόξευε, με θανάσιμη δύναμη. Γράπωσε, μονοχεριάρι, ένα μικρό χαμόδεντρο και ξεριζώνοντάς το το πέταξε κι αυτό πάνω σε κάτι φρουρούς με σκυλιά οι οποίοι έρχονταν προς εκείνον και τον σύντροφό του. Οι ριπές που εξαπέλυε κάθε τόσο ο Γρηγόριος, ενεργειακές ή ηχητικές, έμοιαζαν με αστεία πράγματα σε σύγκριση μ’αυτά που έκανε ο Οφιομαχητής· και ο Γεώργιος υποψιαζόταν πως θα τους είχαν ήδη κυκλώσει και πιάσει αν δεν ήταν εκείνος να βοηθά τον καταραμένο κατάσκοπο – που τελικά δεν ήταν τόσο ικανός όσο ο Άρχοντας της Νερκάλης νόμιζε. Ή ίσως αυτή τη φορά να είχε μπλέξει με κάτι που ξεπερνούσε τις ικανότητές του και να μην ήθελε να το παραδεχτεί.
Οι φρουροί, όμως, τους κύκλωσαν σύντομα παρά τις ενέργειες του Οφιομαχητή. Τους περιτριγύρισαν προτού φτάσουν στο καπάκι των υπονόμων. Βρέθηκαν ξαφνικά παντού γύρω τους, με κοντινά και μακρινά όπλα στα χέρια. Και τώρα δεν τους φώναζαν πλέον να παραδοθούν· είχαν τρομάξει από τη δύναμη που έβλεπαν να έχει ο ένας από τους δύο εισβολείς. Ήταν εξωφρενικά δυνατός, παρατηρούσαν, ακόμα και για άνθρωπο με οργανική στολή ενδυνάμωσης. Τι είχε κάνει στον εαυτό του; Δεν ήθελαν να το ρισκάρουν να τον πλησιάσουν.
Τράβηξαν τις σκανδάλες τουφεκιών – πυροβόλων. Ορισμένα έβαλαν, ορισμένα όχι – κρότοι αντήχησαν μες στον νυχτερινό κήπο, κάννες στραφτάλισαν. Συγχρόνως, κάποια βέλη εκτοξεύτηκαν από βαλλίστρες.
Ο Γεώργιος έπεσε στη γη, κύλησε. Και ο Γρηγόριος κύλησε δίπλα του. Αλλά το πρόσωπό του ήταν γεμάτο αίματα. Όταν ο Οφιομαχητής σηκώθηκε στο ένα γόνατο, εκείνος ήταν καταφανές πως δεν μπορούσε να σηκωθεί. Μια σφαίρα είχε διαλύσει το κεφάλι του.
Και οι μαχητές του Πολιτοβασιλέα έρχονταν.
Ο Οφιομαχητής άφησε την οργή του να τον κυριεύσει. Χίμησε στους τρεις πρώτους που αντίκρισε. Οι δύο είχαν υψωμένα τουφέκια και έκαναν να του ρίξουν, αλλά τα όπλα δυσλειτούργησαν, κι αμέσως μετά ο ένας φρουρός έχασε το κεφάλι του, ο δεύτερος χωρίστηκε στη μέση, από το στήθος ώς την κοιλιά, και ο τρίτος έχασε το δεξί του πόδι καθώς προσπαθούσε να γυρίσει και να φύγει.
Όμως το Φιλί της Έχιδνας δεν είχε τελειώσει τη δουλειά του γι’απόψε. Ο Οφιομαχητής ήταν ξανά κυκλωμένος από φρουρούς και μεγάλα, άγρια σκυλιά: και όρμησε ανάμεσά τους, σπαθίζοντας δεξιά κι αριστερά σαν θύελλα της Φαρμακερής Κυράς, μακελεύοντας ανθρώπους και ζώα...
Μες στη νύχτα, κατεβαίνω δυο φορές να ελέγξω τον φιλοξενούμενό μας στο υπόγειο. Και τις δύο τον βρίσκω δεμένο όπως τον άφησα. Την πρώτη, κοιμάται. Τη δεύτερη, είναι ξύπνιος και μου λέει: «Ήρθες τελικά να με σκοτώσεις, Οφιομαχητή;» Τον αγνοώ και ανεβαίνω στο ισόγειο ξανά. Δεν πηγαίνω στο δωμάτιο που συνήθως μου παραχωρεί η Διονυσία· κάθομαι στο σαλόνι, οκλαδόν επάνω στον σοφά μπροστά στο αναμμένο τζάκι, με την Ευθαλία κουλουριασμένη κοντά μου και το Φιλί της Έχιδνας γυμνολέπιδο στα γόνατά μου. Η Διονυσία είναι, φυσικά, στον όροφο του σπιτιού και κοιμάται – ελπίζω, τουλάχιστον, να κοιμάται· της χρειάζεται ο ύπνος.
Όταν έρχεται το πρωί, κατεβαίνω πάλι στο υπόγειο και βρίσκω τον Δαμιανό σε μια κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Τον ξυπνάω για τα καλά και τον λύνω. Είναι μουδιασμένος, ασφαλώς· με το ζόρι μπορεί να σταθεί. Τον βοηθάω (τα χτεσινά μου τραύματα δεν με ενοχλούν παρά ελάχιστα) και ανεβαίνουμε μαζί τη στριφτή σκάλα.
«Τι έχεις στο μυαλό σου, Οφιομαχητή; Βασανιστήρια;»
«Κάνε υπομονή και θα έρθουν,» του λέω, και τον οδηγώ στην πόρτα της τουαλέτας. Την ανοίγω. «Μην αργήσεις· θ’ανησυχήσω.» Καθώς μπαίνει, την κλείνω πίσω του.
Μετά από λίγο βγαίνει. Το πρόσωπό του είναι ακόμα βρεγμένο – δεν πρέπει να το σκούπισε – σταγόνες στάζουν από τη μεγάλη, γαμψή μύτη του. Τα καστανά μαλλιά του πέφτουν αχτένιστα, μπλεγμένα, περίπου ώς τους ώμους του.
«Θες να φας;» τον ρωτάω.
«Κάτι κακό έχεις στο μυαλό σου,» παρατηρεί.
«Αν είχα κακό στο μυαλό μου δε θα σου έκανα ερωτήσεις,» του λέω, και τον σπρώχνω προς το σαλόνι. Παραπατά καθώς ακολουθεί την ευγενική προτροπή μου. «Κάτσε όπου θες – αλλά φρόνιμα.»
Κάθεται σε μια από τις καρέκλες του τραπεζιού, και βάζω μπροστά του μερικά κομμάτια ψωμί και μια κούπα καφέ που έχω ήδη ετοιμάσει. Μια άλλη την έχω φτιάξει για τον εαυτό μου, και πίνω μια γουλιά τώρα, παρατηρώντας τον, ενώ ακόμα στέκομαι.
Σήμερα πρέπει να τον ξεφορτωθώ, τον γαμημένο. Δε μπορώ να τον κρατάω άλλο στο σπίτι της Διονυσίας, δεν μπορώ να την επιβαρύνω έτσι. Αρκετά έχει περάσει εξαιτίας μου.
Η δηλητηριώδης οργή μου με ωθεί να τον σφάξω επιτόπου, όμως οι διδαχές του Γέρου του Ανέμου με κρατάνε μακριά από τέτοια ανοησία. Και θα ήταν ανοησία διότι, αν το έκανα αυτό, τότε θα ήταν ακόμα πιο δύσκολο να πάρουμε τον Αρσένιο από τα χέρια των ακόλουθων του Λοκράθου.
«Έχεις τρόπο να επικοινωνήσεις με την Όλγα;» ρωτάω.
«Γιατί θες να μάθεις;»
«Δεν είσαι σε θέση να κάνεις ερωτήσεις, βατράχι. Μόνο εγώ κάνω ερωτήσεις. Κι άμα αρχίσεις να μην απαντάς, θα πιεις δηλητήρια αντί για καφέ.»
Ο Δαμιανός προσπαθεί, καταφανώς, να διατηρήσει την ψυχραιμία του, αλλά μοιάζει ταραγμένος. Πίνει μια γουλιά καφέ.
Γνωρίζω δηλητήρια που μπορείς να τα ρίξεις σε κάποιον και να τον κάνεις να βρεθεί σε μια κατάσταση ύπνωσης κατά την οποία σου απαντά σε ό,τι τον ρωτάς, και συνήθως λέει αλήθεια, ή, τουλάχιστον, ό,τι νομίζει πως είναι η αλήθεια. Αλλά αυτή τη στιγμή δεν έχω τέτοια δηλητήρια μαζί μου, και πάντα προτιμώ την κανονική ανάκριση. Ο ξυπνητός άνθρωπος μιλά και για πράγματα που δεν θα μιλούσε ο υπνωτισμένος. Ο υπνωτισμένος είναι, από μια άποψη, σαν υπολογιστικό μηχάνημα που του ζητάς δεδομένα και σου στέλνει ό,τι αντιστοιχεί στο αίτημά σου, αλλά χωρίς καμιά κρίση.
Ο Δαμιανός μού λέει: «Γνωρίζω έναν τηλεπικοινωνιακό κώδικα, αν σ’ενδιαφέρει. Τον κώδικα του πομπού της.»
«Γνωρίζεις και πού κατοικεί;»
«Όχι.»
«Λες ψέματα, βατράχι, αλλά για την ώρα ας το δεχτούμε. Γράψε μου τον κώδικα.» Του δίνω χαρτί και στυλογράφο.
Τον γράφει και, παίρνοντας ξανά το χαρτί στο χέρι μου, τον κοιτάζω. Μοιάζει πραγματικός. Και δε νομίζω ότι θα έβαζε σε κίνδυνο τη ζωή του απλά και μόνο για να μου δώσει έναν ψεύτικο τηλεπικοινωνιακό κώδικα.
«Φάε,» του λέω, «γιατί μετά θα πας κάτω ξανά, και δεν ξέρω πότε θα ξαναφάς.»
Δε φέρνει αντίρρηση. Πίνει καφέ, δαγκώνει το ψωμί που του έχω φέρει, αν και όχι και τόσο πεινασμένα.
Τον περιμένω να τελειώσει, βηματίζοντας μες στο σαλόνι, σκεπτικός.
Η Διονυσία παρουσιάζεται στην πόρτα, ντυμένη με ρόμπα και παντόφλες. Κοιτάζει τον Δαμιανό με μάτια στενεμένα.
«Καλημέρα,» της λέω. «Ο φιλοξενούμενός μας μόλις μου έλεγε ότι ήθελε να επιστρέψει στο δωμάτιό του.»
«Δεν έχω τελειώσει ακόμα,» διαφωνεί ο ίδιος.
«Η ιδέα σου είναι.» Τον αρπάζω απ’το μπράτσο και τον σηκώνω όρθιο. Τον παρασέρνω μαζί μου ώς τη σκάλα και τον κατεβάζω στο υπόγειο.
Καθώς τον δένω, με ρωτά: «Τι έχεις στο μυαλό σου; Τι θα κάνεις μαζί μου; Γιατί με κρατάς ζωντανό;»
«Μην παίζεις με την τύχη σου,» του λέω, και τον αφήνω εκεί, δεμένο στον τοίχο, ανεβαίνοντας στο ισόγειο.
Βρίσκω τη Διονυσία στο σαλόνι, να στέκεται. «Τι σου έλεγε;» με ρωτά.
«Τίποτα ιδιαίτερο. Απλά τον έφερα επάνω για να του δώσω κάτι να φάει. Και μου έγραψε, επίσης, αυτό.» Βγάζω απ’την τσέπη μου το χαρτί και της δείχνω τον κώδικα.
Φυσικά, καταλαβαίνει αμέσως τι είναι. «Τηλεπικοινωνιακός κώδικας...»
«Ναι. Της Όλγας, της ιέρειας του Λοκράθου που έχει τον αδελφό σου.»
«Θα την καλέσεις;»
«Σύντομα. Πρώτα, θέλω να μιλήσω με τους φίλους μου στο Ονομαστό. Θα έρθεις μαζί μου, και ο Δαμιανός επίσης. Αλλά τώρα φάε και, μετά, ετοιμάσου. Με την ησυχία σου.»
«Ησυχία; Δεν έχω ησυχία πια, Γεώργιε.»
Δεν πρέπει, τελικά, να κοιμήθηκε και πολύ το βράδυ, παρατηρώ. Διακρίνω μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια της, επάνω στο λευκόδερμο πρόσωπό της.
Ωστόσο, πάει να φτιάξει κάτι για να φάμε, ενώ εγώ καλώ με τον πομπό μου τον Δημήτριο.
«Τι κάνεις;» του λέω.
«Σκατά είμαι,» μου λέει. «Όλη νύχτα σκεφτόμουν αυτά που λέγαμε.» Και πιο ψιθυριστά: «Στην Κρυσταλλία πούλησα παραμύθι. Είμαι σπίτι της τώρα.»
«Μπορείς νάρθεις αποδώ για να μας πετάξεις ώς το Ονομαστό;»
«Θα είμαι εκεί σε λίγο.»
«Σ’ευχαριστώ.»
Ο Δημήτριος έρχεται ενώ η Διονυσία κι εγώ παίρνουμε ακόμα το πρωινό μας καθισμένοι στο τραπέζι του σαλονιού. Σηκώνομαι και του ανοίγω· τον συνοδεύω μέσα κι αφήνω και τον Φωνακλά να μπει μαζί του, ο οποίος μοιάζει ξανά να χαίρεται που τον βλέπει.
«Τι γίνεται, Διονυσία;» λέει ο Δημήτριος.
«Όπως θα περίμενες.» Ακόμα τον κοιτάζει με κάποια επιφύλαξη, νομίζω. «Τι είπε η φίλη σου;»
«Τίποτα το σπουδαίο. Ούτε εγώ τής είπα τίποτα το πολύ αληθινό. Παραμύθια μόνο.»
«Μπορείς να μάθεις αν είναι μέσα σ’αυτό το Άφατο Δίκτυο;»
«Αν τη ρωτήσω, λες να μου πει;»
Η Διονυσία δεν απαντά.
Μετά από λίγο, πηγαίνει επάνω για να ετοιμαστεί, κι εγώ κατεβαίνω στο υπόγειο για να λύσω ξανά τον Δαμιανό και να τον ανεβάσω στο ισόγειο.
Βλέπει τον Δημήτριο συνοφρυωμένος.
Εκείνος τον ρωτά: «Τι ξέρεις για το Άφατο Δίκτυο;»
Ο Δαμιανός δεν του μιλά.
«Μουγκός είσαι;» του λέω.
«Τι θες να μάθεις για το Άφατο;» ρωτά ο κληρικός τον τζογαδόρο.
«Είσαι μέλος του;»
«Μερικές πληροφορίες απλά παίρνω από εκεί. Η χάρη του Μεγάλου Λοκράθου φτάνει σε πολλά μέρη.»
«Το έχουμε καταλάβει αυτό... Είσαι, όμως, μέλος του δικτύου ή δεν είσαι;»
«Δεν είμαι ‘μέλος’· απλά πληροφορίες παίρνω από εκεί. Θες να σ’το ξαναπώ;»
«Τι σημαίνει ‘απλά πληροφορίες παίρνω από εκεί’;»
Ο Δαμιανός μάς κοιτάζει σαν να αναρωτιέται πόσα μπορεί να ξέρουμε πραγματικά για το Άφατο Δίκτυο. «Πηγαίνω σε κόμβους και μου λένε ό,τι θέλω να μάθω.»
«Και είχες ζητήσει να παρακολουθούν τον Οφιομαχητή...»
«Μάντης είσαι;»
«Αφιλοκερδώς σου δίνουν τις πληροφορίες;»
«Όσοι μοιράζονται την πίστη μου.»
«Ποιος σου είπε ότι ο Οφιομαχητής ερχόταν στο ξενοδοχείο μου, τον Στεριανό Γίγαντα;»
«Θες να μάθεις τον κόμβο...»
«Προφανώς· και μην τολμήσεις να μου πεις ψέματα, βατράχι. Ξέρω τα μέσα και τα έξω σ’αυτό το καταραμένο δίκτυο!»
Μα την Έχιδνα, προς στιγμή θα τον πίστευα τον καταραμένο! σκέφτομαι διασκεδασμένος – αλλά αγέλαστος. Ο Δαμιανός δεν πρέπει να ψυλλιαστεί ότι είναι μπλόφα. Και, φυσικά, ένας τζογαδόρος σαν τον Δημήτριο είναι καλός στις μπλόφες.
«Η Ιουλία η Λιγνή,» απαντά ο Δαμιανός.
«Πού μπορώ να τη βρω;»
Ο Δαμιανός συνοφρυώνεται. Μάλλον αρχίζει να καταλαβαίνει την απάτη. Κάποιος που ήξερε «τα μέσα και τα έξω», λογικά, δεν θα ήξερε και πού βρίσκεται αυτή η Ιουλία η Λιγνή;
«Θα περιμένω πολύ ακόμα για απάντηση;» λέει ο Δημήτριος, αγριοκοιτάζοντάς τον. Ο Φωνακλάς, στεκόμενος πλάι του, γρυλίζει προς τον Δαμιανό· δε μοιάζει να το συμπαθεί το βατράχι.
Η Διονυσία κατεβαίνει από τον όροφο, ντυμένη, έτοιμη. Με αποφασισμένη έκφραση στο πρόσωπό της.
«Στη Νήσο Όλντη,» απαντά ο Δαμιανός στον Δημήτριο. «Στις Χαριτόβρυτες Υπάρξεις.»
«Μας δουλεύεις...»
«Δε σας δουλεύω. Εκεί έχει το στέκι της. Τις νύχτες, φυσικά.»
Ο Δημήτριος μού ρίχνει ένα βλέμμα.
Μορφάζω. «Θα δούμε,» του λέω. «Για την ώρα, έχουμε άλλο προορισμό.» Και προς τον Δαμιανό: «Αν καθοδόν προσπαθήσεις καμιά μαλακία, καταλαβαίνεις τι έχεις να υποφέρεις.»
Δε μου μιλάει.
Βγαίνουμε από το σπίτι, αφήνουμε τον Φωνακλά στον κήπο (την Ευθαλία την έχω ήδη τυλιγμένη γύρω από τον πήχη μου, φυσικά, κάτω απ’το μανίκι μου), και μπαίνουμε στο γυαλιστερό, γκρίζο, τετράκυκλο όχημα του Δημήτριου που μας περιμένει απέξω. Ο Δημήτριος κάθεται μπροστά, στη θέση του οδηγού, και η Διονυσία δίπλα του. Εγώ κάθομαι πίσω, στο μεγάλο κάθισμα, μαζί με τον φίλο μας τον κληρικό του Λοκράθου· δε θα ήθελα να τον αφήσω μόνο.
«Πού είναι η Κρυσταλλία τώρα;» ρωτά η Διονυσία.
«Σπίτι της,» απαντά ο Δημήτριος καθώς ενεργοποιεί τη μηχανή και όλα τα συστήματα και ξεκινά να οδηγεί.
Περνάμε από τους δρόμους των Λοφότοπων που ανεβαίνουν και κατεβαίνουν απότομα και φτάνουμε στους πολύ πιο επίπεδους δρόμους του Ψηλόγερου, καταλήγοντας μπροστά στο παλιό ξενοδοχείο «Το Ονομαστό». Τη Λουκία την έχω ήδη καλέσει καθοδόν και μου έχει πει ότι θα μας περιμένουν. Αφήνουμε το όχημα έξω από το ξενοδοχείο και μπαίνουμε στη ρεσεψιόν έχοντας τις κουκούλες μας σηκωμένες.
Ο άντρας εκεί μάς ρωτά τι θέλουμε.
«Να συναντήσουμε κάτι φίλους,» του απαντά ο Δημήτριος, που καταλαβαίνει ότι καλύτερα να μιλήσει αυτός παρά εγώ. Η όψη μου, ακόμα και μέσα από κουκούλα, είναι αξιοσημείωτη. Δεν είναι πολλοί οι άνθρωποι με κατάμαυρο δέρμα στην Υπερυδάτια.
«Να τους ειδοποιήσω, τότε. Ποιοι είναι; Ξέρετε τα δωμάτια;»
«Μας περιμένουν, αλλά ευχαριστούμε.»
Έχουμε ήδη πλησιάσει τον ανελκυστήρα, και ο άντρας της ρεσεψιόν μάς κοιτάζει με κάποια καχυποψία. «Αν θέλετε τίποτα, ειδοποιήστε με, κύριε.»
«Φυσικά,» λέει ο Δημήτριος.
Πατάω το κουμπί που καλεί κάτω τον ανελκυστήρα. Μπαίνουμε στον θάλαμο και ανεβαίνουμε στον τέταρτο όροφο του ξενοδοχείου, πηγαίνοντας πρώτα στο δωμάτιο του Λεωνίδα και του Νικόλαου. Οι δυο τους είναι εκεί και μας περιμένουν.
«Ακόμα ζει το μίασμα, Οφιομαχητή;» λέει ο δεύτερος.
«Προσέχετέ τον για εμένα,» τους ζητάω, σπρώχνοντας τον Δαμιανό προς τη μεριά τους. «Άμα βρω έστω και μια μελανιά επάνω του θα σας θεωρήσω υπεύθυνους. Τον θέλω πίσω όπως σας τον δίνω.»
«Μη φοβάσαι για τίποτα,» λέει ο Λεωνίδας με μια φανατική έκφραση που τρομάζει· «θα τον περιποιηθούμε.» Ελπίζω να μην εννοεί μ’αυτό ότι θα με παρακούσει, γιατί θα τους τσακίσω και τους δύο.
Φεύγουμε απ’το δωμάτιό τους και πάμε σ’αυτό του Νηρέα και της Ερασμίας. Εκεί βρίσκεται και η Λουκία τώρα. Ο Νηρέας είναι ξαπλωμένος, φυσικά· ξεκουράζεται. Το τραύμα στα πλευρά του δεν είναι αστείο. Η Ερασμία έχει πλύνει τα αίματα από τα ξανθά μαλλιά της και δεν διακρίνεις καμιά πληγή επάνω της. Το αριστερό χέρι της Λουκίας εξακολουθεί να κρέμεται από τον λαιμό της, μέσα σ’έναν πάνινο βρόχο. Ο Ακατάλυτος περιφέρεται γύρω από τα πόδια της.
Η Διονυσία πλησιάζει τον Νηρέα μουρμουρίζοντας τα λόγια για κάποιο ξόρκι προτού καν πούμε γεια.
«Το αφήσατε το μίασμα στους άλλους;» ρωτά η Ερασμία.
«Ναι,» της λέω.
«Πρέπει να τον αναγκάσουμε να μας οδηγήσει στον Αρσένιο, Γεώργιε. Η Βασίλισσά μας θα θυμώσει αν τα βατράχια τον εξαφανίσουν.»
Η Διονυσία λέει στον Νηρέα: «Φαίνεται να πηγαίνεις καλά» – πράγμα που, προφανώς, διαπίστωσε με τη μαγεία της. Και μετά στρέφεται αμέσως στην Ερασμία. «Η Βασίλισσά σας δεν έχει καμιά δουλειά με τον αδελφό μου!»
Τα μάτια της Ερασμίας αγριεύουν. «Αλλά τη βοήθειά μας τη θες, ε;»
«Δε σας υποχρέωσα να την προσφέρετε!»
Ακουμπάω το χέρι μου στον ώμο της. «Την προσφέρουν ούτως ή άλλως,» της λέω. «Κι όλ’ αυτά θα τα συζητήσουμε ξανά όταν έχουμε και τον Αρσένιο ανάμεσά μας. Τώρα είναι ανόητο να διαπληκτιζόμαστε έτσι.»
Καμιά τους δεν διαφωνεί, αν και μοιάζουν κι οι δύο εξαγριωμένες.
Τους λέω το σχέδιό μου για να πάρουμε πίσω τον αδελφό της Διονυσίας, το οποίο είναι απλό για την ώρα. Μια τηλεπικοινωνιακή κλήση, για αρχή.
«Έχετε να προτείνετε κάτι άλλο;» ρωτάω.
Ο Νηρέας λέει: «Τι άλλο να προτείνουμε;» κουρασμένα.
Η Ερασμία λέει: «Μόνο αν ο Γηραιός και ο Αγησίλαος ήταν εδώ....»
Την κοιτάζω ερωτηματικά. «Τι εννοείς;»
«Ο Αγησίλαος μαθαίνει πολλά κοιτάζοντας μέσα σε κρυστάλλους, Γεώργιε, και ο Αλέξανδρος ο Γηραιός κάνει πολύ ισχυρές τελετές. Ίσως οι δυο τους να μπορούσαν να βρουν τον Αρσένιο. Είναι προφανές ότι έχει τη χάρη της Μεγάλης Κυράς, παρόμοια μ’εσένα.»
«Δε μπορούμε, όμως, να τους φέρουμε απ’την Ιχθυδάτια,» λέω, αν και το αμφιβάλλω ότι θα τους ήταν τόσο εύκολο να τον εντοπίσουν. Τέλος πάντων... ποτέ δεν ξέρεις. Ακόμα αναρωτιέμαι αν αυτές οι εμβόλιμες σκέψεις για μιάσματα έρχονται στο μυαλό μου εξαιτίας των τελετών που έκανε ο Γηραιός για να με καλέσει στο πλευρό των Τέκνων του Φαρμακερού Κύκλου... Απομακρύνω την οργή μου με το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου. «Επομένως,» συνεχίζω, «πρέπει ν’ακολουθήσουμε άλλη τακτική.»
Η Ερασμία ανασηκώνει τους ώμους. «Δε διαφωνώ. Εσύ τα ξέρεις καλύτερα αυτά τα μέρη, Οφιομαχητή.» Έχουν αρχίσει να ξεχνάνε ότι τους έχω ζητήσει να μη με αποκαλούν Οφιομαχητή αλλά με το όνομά μου: και δε μ’αρέσει...
«Εντάξει,» λέω. «Ας φέρουμε εδώ το βατράχι να δούμε τι μπορεί να γίνει.»
Επιστρέφω στο δωμάτιο του Νικόλαου και του Λεωνίδα. Ο Δαμιανός είναι καθισμένος στο κρεβάτι ενώ αυτοί στέκονται όρθιοι από πάνω του· δε φαίνεται να τον έχουν πειράξει.
«Έλα μαζί μου,» του λέω.
«Νάρθουμε κι εμείς;» ρωτά ο Νικόλαος.
«Αν θέλετε ελάτε, αλλά το δωμάτιο θα γίνει πολύ συνωστισμένο,» τους προειδοποιώ. Με ακολουθούν και πηγαίνουμε στο δωμάτιο της Ερασμίας και του Νηρέα, το οποίο πράγματι γίνεται πολύ συνωστισμένο με τόσους ανθρώπους μέσα του (και έναν γάτο επίσης) (η Ευθαλία δεν μετρά, φυσικά· είναι σαν περικάρπιό μου).
«Κάλεσε την Όλγα,» λέω στον Δαμιανό δίνοντάς του τον πομπό μου.
Με κοιτάζει περίεργα, σιωπηλός.
«Κάλεσέ την,» επιμένω.
Παίρνει τον πομπό και πατά πλήκτρα.
«Μίλησέ της,» του λέω.
Ένας επαναλαμβανόμενος χτύπος ακούγεται από το ανοιχτό μεγάφωνο του πομπού. Και μετά από λίγο, μια γυναικεία φωνή:
«Μάλιστα;»
«Εγώ είμαι, Όλγα, ο Δαμιανός.»
«Είσαι ζωντανός;» Ακούγεται ξαφνιασμένη. «Νόμιζαν ότι σε σκότωσε το καταραμένο φίδι. Πού είσαι;»
«Μαζί με το καταραμένο φίδι,» της λέω, ενώ όλοι οι άλλοι είναι σιωπηλοί γύρω μου: δεν βγάζουν άχνα, δεν κουνιούνται από τις θέσεις τους. Ακόμα κι ο Ακατάλυτος, διαισθανόμενος το κλίμα στο δωμάτιο. Μονάχα την Ευθαλία νιώθω να σέρνεται νευρικά κάτω απ’το μανίκι μου.
Η Όλγα δεν μιλά αμέσως, αλλά μετά: «Τι θέλεις, Οφιομαχητή;»
«Μάντεψε, βατραχίνα. Τι θα μπορούσα να θέλω από εσάς;»
«Τον αδελφό της...»
«Πάνω στον στόχο ακριβώς. Μου δίνετε τον Αρσένιο, σας δίνω τον Δαμιανό. Αλλιώς, θ’αρχίσετε να βρίσκετε κομμάτια του έξω απ’τους ναού σας στο Βαθύ Λιμάνι και στο Χαμηλό Λιμάνι.»
«Προσπαθείς να εκβιάσεις τους πιστούς του Λοκράθου, φίδι;» συρίζει η κληρική, αγριεμένη.
«Τον φίλο μου θέλω,» της λέω. «Αλλιώς ο κληρικός σας θα ήταν ήδη νεκρός. Ή, μάλλον, θα πλησίαζε τον θάνατο, και θα ευχόταν να φτάσει πιο γρήγορα στην αγκαλιά του Αβυσσαίου.»
«Θα ξαναμιλήσουμε,» υπόσχεται η Όλγα, ύστερα από μια σύντομη σιγή ξανά.
«Φρόντισε να μην αργήσεις,» την προειδοποιώ, «γιατί η υπομονή μου δεν είναι μεγάλη, όπως σίγουρα θάχεις ακούσει.»
Οι φρουροί του Πολιτοβασιλέα δεν είχαν ποτέ ξανά αντιμετωπίσει τίποτα παρόμοιο. Τους δινόταν η εντύπωση πως, ετούτη τη νύχτα, δεν μάχονταν εναντίον ενός ανθρώπου αλλά εναντίον μιας φυσικής δύναμης – εναντίον ενός δαίμονα που βρισκόταν εδώ σταλμένος από εξωδιαστασιακούς θεούς. Χτυπούσε τους αντιπάλους του σαν να ήταν πάνινες κούκλες – πετούσε τον έναν πάνω στον άλλο, τους λιάνιζε. Κλοτσούσε κατακέφαλα τα άγρια σκυλιά τους και τους έσπαγε τον λαιμό, εκτοξεύοντάς τα συγχρόνως επάνω σ’αυτούς που κρατούσαν τα λουριά τους, στέλνοντάς τους να κατρακυλήσουν στο αιματοβαμμένο χειμερινό χορτάρι. Τα ενεργειακά όπλα δεν έμοιαζε να έχουν κανένα αποτέλεσμα εναντίον αυτού του μαυρόδερμου, πρασινομάλλη δαίμονα· αγνοούσε τα αγγίγματα της ενέργειας σαν να ήταν από πέτρα, όχι από σάρκα και οστά. Με ηχητικά όπλα δίσταζαν να τον χτυπήσουν, γιατί ήταν δύσκολο να τον σημαδέψεις χωρίς να επηρεάσεις και συμμάχους μαζί· όμως τα χρησιμοποίησαν σε κάποια στιγμή, και, όπως το περίμεναν, ούτε αυτά μπορούσαν να τον σταματήσουν.
Ορισμένοι από τους φρουρούς του Πολιτοβασιλέα είχαν ακούσει για τον μύθο του Οφιομαχητή, μα τώρα σε κανέναν δεν πέρασε από το μυαλό ότι αυτός μπορεί να ήταν ο άνθρωπος – ο δαίμονας – που αντιμετώπιζαν.
Ένα βέλος μπήχτηκε επάνω του, κι ο καταραμένος το τράβηξε και το πέταξε κάτω. Ακόμα ένα τον κάρφωσε και εκείνος το ξεκάρφωσε και το εκτόξευσε πίσω στον βαλλιστροφόρο, τρυπώντας τον στο μάτι τόσο βαθιά που τον σκότωσε.
Το Φιλί της Έχιδνας λιάνιζε και λιάνιζε και λιάνιζε και λιάνιζε, γεμίζοντας αιματοβαμμένα κουφάρια τον κήπο του Βασιλικού Παλατιού της Οσκάλνης – τσακισμένους ανθρώπους ανάμικτους με τσακισμένα σκυλιά. Έμοιαζε με σουρεαλιστικό τοπίο που θα περίμενε κανείς να δει μόνο σε πίνακα ζωγραφικής.
Οι φρουροί του Πολιτοβασιλέα δεν μπορούσαν να ανακόψουν τη φρενήρη πορεία του Οφιομαχητή. Το δηλητήριο της Έχιδνας έκαιγε μέσα του, φορτίζοντας το σώμα του με απάνθρωπη δύναμη και αντοχή, πλημμυρίζοντάς τον με τρομερή οργή την οποία τώρα δεν είχε κανέναν λόγο να θέσει υπό έλεγχο. Αλλά, χρησιμοποιώντας εν μέρει τις διδαχές του Γέρου του Ανέμου, είχε ένα πράγμα στο μυαλό του, ώστε η σκέψη του να μη θολώσει: Πρέπει να επιστρέψω.
Ο Γεώργιος δεν μαχόταν για να κάνει ζημιά στον Πολιτοβασιλέα, και δεν καταλάβαινε πόσο είχε τρομοκρατήσει τους φρουρούς του· μαχόταν για να επιβιώσει και να καταφέρει να φτάσει στο άνοιγμα των υπονόμων απ’το οποίο είχε ανεβεί μαζί με τον μακαρίτη πλέον πράκτορα του Άρχοντα της Νερκάλης. Αυτός ο καταραμένος τούς είχε μπλέξει και τους δύο με τις μαλακίες του! Ο Γεώργιος θα τον λιάνιζε ο ίδιος, τον λεχρίτη, αν εκείνη η σφαίρα των μαχητών του Πολιτοβασιλέα δεν είχε δώσει τέλος στη ζωή του. Στο στόμα του Αβυσσαίου ο γαμημένος Άρχοντας της Νερκάλης, η γαμημένη αποστολή του, τα γαμημένα οχτάρια του, και το γαμημένο ενεργειακό νοοσύστημα! Ο Γεώργιος έπρεπε να φύγει από εδώ για να βοηθήσει το Γερό Φίδι να βρει ένα καινούργιο σπίτι· για να βοηθήσει τον Νάθλεδιρ να επιστρέψει στη διάστασή του· και για να μην αφήσει αυτή την τρελή, την Όλγα, να σκυλοπνιγεί από κανέναν κακό άνεμο.
Οι μαχητές του Πολιτοβασιλέα σκορπίστηκαν γύρω του, και ο Οφιομαχητής έφτασε σ’εκείνο το καπάκι. Το άνοιξε ξανά και πήδησε μες στον υπόνομο, κάτω απ’το παλάτι. Δεν θυμόταν τη διαδρομή της επιστροφής, και ούτε είχε χάρτη μαζί του (τους χάρτες τούς είχε ο Γρηγόριος), αλλά θα τα κατάφερνε να επιστρέψει, δεν το αμφέβαλλε.
Οι φρουροί έτρεξαν κοντά στην καταπακτή, την κύκλωσαν, στρέφοντας προς τα κάτω οπλισμένες βαλλίστρες, φωτίζοντας μ’έναν δυνατό φακό. Μα δεν είδαν κανέναν μέσα. Ο εισβολέας είχε εξαφανιστεί, και κανείς δεν τολμούσε να κατεβεί στους υπονόμους – όχι μόνο επειδή ο εχθρός τους ήταν ένας εξωδιαστασιακός δαίμονας αναμφίβολα, αλλά κι επειδή οι υπόνομοι ήταν θανατηφόροι, όλοι το ήξεραν. Αυτός ο καταραμένος ήταν νεκρός εκεί κάτω που είχε πάει. Ήταν, σίγουρα, νεκρός.
«Νεκρός;» φώναξε ο Πολιτοβασιλέας Γεώργιος Μοριλκόνης. «Μου λέτε ότι αυτός ο άνθρωπος σκότωσε το ένα τέταρτο της Φρουράς του Παλατιού, και νομίζετε ότι θα πεθάνει από τις μολύνσεις των υπονόμων; Είστε τρελοί;» Ήταν εξαγριωμένος. Ο σαματάς είχε διακόψει τη γιορτή που διεξαγόταν απόψε στο παλάτι για τα γενέθλια της δεύτερης κόρης του, κι όλοι οι καλεσμένοι είχαν αναστατωθεί. «Θέλω να τον πιάσετε!» πρόσταξε ο Πολιτοβασιλέας. «Τον θέλω ζωντανό. Θέλω να μάθω τι είναι, ο καταραμένος, και ποιος τον έστειλε. Αν το έκανε αυτός ο ξεδιάντροπος προδότης, ο Αλτόσσιος, θα ευχηθεί ο Αβυσσαίος να είχε καταπιεί τη μάνα του προτού τον γεννήσει!
»Βρείτε και συλλάβετε αυτό το εξωδιαστασιακό μαυρόδερμο σκυλί! Τώρα!»
Οι δύο διοικητές της Φρουράς του Παλατιού ζήτησαν από τον Μεγαλειότατο να τους συγχωρέσει για ό,τι είχε συμβεί απόψε, λέγοντας ξανά πως είχαν βρεθεί αντιμέτωποι με δυνάμεις που δεν είχαν ποτέ υπολογίσει. Ύστερα, συγκέντρωσαν τους μαχητές τους και διάλεξαν τους καλύτερους. Τους έντυσαν με όσες οργανικές στολές ενδυνάμωσης είχαν και με στολές προστασίας από μόλυνση, και κατέβηκαν στους υπονόμους μαζί τους, ντυμένοι κι αυτοί παρόμοια. Το ήξεραν ότι είχαν αργήσει, μα δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα καλύτερο, νόμιζαν. Δεν μπορούσαν να κατεβούν απροετοίμαστοι. Οπλισμένοι σαν αστακοί, άρχισαν να αναζητούν τον μαυρόδερμο δαίμονα μέσα στους υπονόμους. Και δεν άργησαν να συναντήσουν τα λυγισμένα κάγκελα και να καταλάβουν από πού είχε περάσει...
Αλλά ο Οφιομαχητής βρισκόταν ήδη πολύ μακριά.
Δεν ήξερε πού πήγαινε μες στις μπλεγμένες σήραγγες, μα ήξερε ότι έπρεπε να απομακρυνθεί. Και είχε φορέσει και τη μάσκα του πάλι, για καλό και για κακό. Αν μη τι άλλο, φίλτραρε λίγο τις φρικτές οσμές. Το Φιλί της Έχιδνας ήταν ακόμα στο χέρι του, στάζοντας αίμα. Δεν ανησυχούσε ότι μπορεί να τον εντόπιζαν έτσι οι φρουροί του παλατιού, γιατί τα βρόμικα νερά έπνιγαν τις κόκκινες σταγόνες αμέσως μόλις αυτές έπεφταν μέσα τους.
Τα εφιαλτικά ποντίκια σκορπίζονταν στο διάβα του, το ίδιο και οι αλλόκοτες νυχτερίδες, σαν τα ζώα να καταλάβαιναν ότι αυτός ήταν ένας Φιλημένος της Φαρμακερής Κυράς και θα ήταν μεγάλη ανοησία να τον πλησιάσουν. Σαν να διαισθάνονταν την τρομερή οργή που ακόμα έκαιγε μέσα του.
Σε κάποια στιγμή συνάντησε σαλαμάνδρες, κι αυτές δεν είχαν παρόμοια αντίδραση. Στάθηκαν αντίκρυ του, ατενίζοντάς τον με τα φωσφορικά μάτια τους, μοιάζοντας να θέλουν να του πουν ότι δεν μπορούσε να περάσει από εδώ. Εδώ ήταν η περιοχή τους.
Ο Οφιομαχητής βάδισε προς το μέρος τους, αγνοώντας την προειδοποίηση. Δύο σαλαμάνδρες ήρθαν καταπάνω του, με φανερά εχθρικές διαθέσεις. Το Φιλί της Έχιδνας λιάνισε τη μία, κόβοντάς την στη μέση – κι αμέσως καπνοί άρχισαν να βγαίνουν από το μέταλλο. Το δηλητήριο της σαλαμάνδρας το έκαιγε! Ο Γεώργιος αμέσως βύθισε το σπαθί στα βρομερά νερά του υπονόμου, για να διώξει τα καυστικά υγρά της σαλαμάνδρας από πάνω του προτού το καταστρέψουν.
Την ίδια στιγμή, η άλλη σαλαμάνδρα πηδούσε κι αρπαζόταν από τον αριστερό μηρό του, πάνω απ’το γόνατο. Ο Γεώργιος κραύγασε, νιώθοντας το δηλητήριό της να τον καίει, σαν τα ρούχα του να μην υπήρχαν, σαν να τα είχε αμέσως διαλύσει. Τη γράπωσε με το αριστερό του χέρι – αγνοώντας το κάψιμο που ένιωσε κι εκεί ενώ το γάντι του καταστρεφόταν – και την κοπάνησε άγρια στον τοίχο, μία, δύο, τρεις φορές, τσακίζοντάς την κι αφήνοντας το σώμα της να πέσει. Τα υγρά της έκαιγαν το χέρι του· είχαν διαλύσει όλο του το γάντι και το μισό μανίκι και των δύο στολών που φορούσε.
Κραυγάζοντας άναρθρα, ο Οφιομαχητής τράβηξε μια πέτρα από τον τοίχο και στράφηκε στις άλλες σαλαμάνδρες, έτοιμος να τις αντιμετωπίσει μ’αυτήν. Αλλά τις είδε να σκορπίζονται γρήγορα, τρομοκρατημένες. Πέρασε από την περιοχή τους χωρίς να τον ενοχλήσουν περισσότερο, ενώ αισθανόταν το δηλητήριο της Έχιδνας μέσα του να καταπολεμά το δηλητήριο των σαλαμανδρών των υπονόμων της Γηραιάς Πόλης – και η αίσθηση δεν ήταν ευχάριστη. Έπρεπε να χρησιμοποιήσει κάθε τεχνική που του είχε μάθει ο Γέρος του Ανέμου για να μην αρχίσει να καταστρέφει τις σήραγγες γύρω του.
Όταν βρήκε ένα καπάκι από πάνω του, σκαρφάλωσε τα μεταλλικά σκαλιά στον πέτρινο τοίχο και το πλησίασε. Το σήκωσε και διαπίστωσε ότι δεν ήταν κλειδωμένο. Κοιτάζοντας έξω είδε έναν νυχτερινό δρόμο που δεν μπορεί παρά να ήταν της Γηραιάς Πόλης. Βγήκε από τους υπονόμους κρύβοντας το Φιλί της Έχιδνας κάτω από την κάπα του (την οποία φορούσε πάνω από τη στολή για τη μόλυνση).
Βαδίζοντας λίγο, κατάλαβε πού ακριβώς βρισκόταν. Είχαν κάνει αρκετές βόλτες με τον Γρηγόριο, τις προηγούμενες μέρες, για να ξέρει πλέον τα βασικά τουλάχιστον της Γηραιάς Πόλης. Μπορούσε τώρα να επιστρέψει στο Όμορφο Παράθυρο. Αλλά πρώτα μπήκε στη σκοτεινή πιλοτή μιας πολυκατοικίας και έβγαλε τη στολή που ήταν για προστασία από μολύνσεις καθώς και την οργανική στολή αισθητηριακής απόκρυψης. Την πρώτη την πέταξε – ήταν πολύ βρόμικη για να την κρατήσει – τη δεύτερη την τύλιξε και την έκρυψε στον σάκο του, ενώ τράβηξε ένα άλλο ζευγάρι ρούχα και γρήγορα τα φόρεσε. (Η Ευθαλία ήταν συνεχώς κουλουριασμένη σφιχτά στον πήχη του. Και ευτυχώς που ήταν στον δεξή πήχη, σκέφτηκε τώρα ο Γεώργιος, γιατί αλλιώς θα την είχαν χτυπήσει τα καυστικά υγρά της σαλαμάνδρας που είχε τσακίσει στον τοίχο. Το αριστερό του χέρι ήταν γεμάτο εγκαύματα, από τα δάχτυλα ώς τον αγκώνα.) Η κάπα του ήταν πιτσιλισμένη με τα αίματα των φρουρών του Πολιτοβασιλέα, φυσικά, αλλά αυτό μες στη νύχτα δεν πολυφαινόταν. Ακόμα και σε φως αν την έβλεπε κάποιος, το πιο λογικό να υποθέσει ήταν πως οι λεκέδες ήταν κάτι άλλο, όχι αίματα ανθρώπων και σκυλιών.
Ο Οφιομαχητής βγήκε από την πιλοτή και κατευθύνθηκε προς το ξενοδοχείο χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση.
Στο Όμορφο Παράθυρο, η Όλγα, ο Νάθλεδιρ, και το Γερό Φίδι περίμεναν μέσα στο ίδιο δωμάτιο, και οι δύο πρώτοι έπαιζαν Κυματιστή για τρίτη φορά. Τώρα, ο Νάθλεδιρ νικούσε.
«Αρχίζεις και μαθαίνεις,» του είπε η Όλγα, υπομειδιώντας.
«Έχετε περίεργα παιχνίδια στην Υπερυδάτια,» σχολίασε ο Μοργκιανός, στη Συμπαντική.
«Σιγά τα περίεργα,» διαφώνησε η Όλγα. Και μετά, καθώς είχε χάσει ακόμα ένα καράβι της από τα κύματα του Νάθλεδιρ: «Κάποια στιγμή, να μου δείξεις ένα από τα δικά σας παιχνίδια. Ή δεν έχετε παιχνίδια;»
«Φυσικά και έχουμε.»
«Ωραία. Να μου δείξεις κανένα, όταν τελειώσουμε μ’αυτή την παρτίδα.»
Η πόρτα του δωματίου άνοιξε – η κλειδαριά της έσπασε – και ο Οφιομαχητής μπήκε βαδίζοντας βιαστικά. «Πρέπει να φύγουμε,» είπε. «Τώρα.»
Η κάπα του ήταν όλο λεκέδες, παρατήρησε η Όλγα, και δεν φορούσε πια τη στολή προστασίας. Τι είχε συμβεί; «Τι έγινε;» τον ρώτησε. «Πού είν’ ο άλλος;»
Ο Νάθλεδιρ αμέσως κατάλαβε τι ήταν οι λεκέδες. «Σας επιτέθηκαν; Πόσους σκότωσες;»
«Ο άλλος είναι νεκρός. Πάρτε τα πράγματά σας. Πρέπει να φύγουμε. Ούτε λεπτό καθυστέρηση.» Και έγνεψε στο Γερό Φίδι να σηκωθεί. Εκείνο πάραυτα ορθώθηκε από τη γωνία του δωματίου όπου ήταν κουλουριασμένο.
Η Όλγα και ο Νάθλεδιρ δεν έκαναν άλλες ερωτήσεις. Η πρώτη σηκώθηκε κι άρχισε να ντύνεται, γρήγορα, και να μαζεύει τα πράγματά της. Ο Μοργκιανός έτρεξε στο δωμάτιό του, για να πάρει τα δικά του πράγματα.
Ο Γεώργιος πήγε στο δωμάτιό του (ακολουθούμενος από το Γερό Φίδι) και συγκέντρωσε τα λιγοστά αντικείμενα που είχε αφήσει εκεί. Μετά, συνάντησε τους δύο φίλους του στον διάδρομο.
«Τι έγινε;» του ψιθύρισε η Όλγα. «Σε κυνηγάνε;»
«Ίσως. Και καλό θα ήταν να μπορούσαμε να πάρουμε το όχημα του Γρηγόριου· αλλά δεν μπορούμε. Τα είχε τα κλειδιά μαζί του και–»
«Δεν τα είχε μαζί του!» Η Όλγα πετάχτηκε ξανά μες στο δωμάτιο που μοιραζόταν με τον πράκτορα, και άρπαξε τα κλειδιά του οχήματος από το συρτάρι του κομοδίνου. Επέστρεψε πάλι κοντά στον Οφιομαχητή. «Εδώ είναι.»
«Είσαι θησαυρός κουρσάρου,» της είπε εκείνος παίρνοντάς τα.
Η Όλγα μειδίασε. «Μ’αρέσει όταν με εκτιμούν.»
Κατέβηκαν στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου, και η κοπέλα που ήταν εκεί, κάνοντας νυχτερινή βάρδια, τους κοίταξε περίεργα, μοιάζοντας παραξενεμένη. Αλλά δεν τους μίλησε. Βγήκαν από την κεντρική είσοδο του Όμορφου Παράθυρου και πήγαν στο γκαράζ δίπλα του. Ούτε ο φύλακας εκεί τούς έκανε ερωτήσεις βλέποντάς τους να κατευθύνονται προς το σταθμευμένο όχημα του Γρηγόριου. Τους αναγνώρισε, όμως: Ήταν αυτοί με τον άποδο ερπετοειδή. Αλλά όχι όλοι. Ο ένας έλειπε. Κάποιος από τους μισθοφόρους; Ο φύλακας δεν ήταν σίγουρος, γιατί είχαν τις κουκούλες τους σηκωμένες στα κεφάλια. Δεν πιστεύω να γίνεται τίποτα το ύποπτο, σκέφτηκε, και κάλεσε τηλεπικοινωνιακά την κοπέλα στη ρεσεψιόν, να τη ρωτήσει.
Ο Γεώργιος, εν τω μεταξύ, ξεκλείδωσε το όχημα του Γρηγόριου και επιβιβάστηκαν – εκείνος στο τιμόνι, η Όλγα δίπλα του, ο Νάθλεδιρ πίσω μαζί με το Γερό Φίδι. Ο Οφιομαχητής ενεργοποίησε τη μηχανή και έφυγαν από το γκαράζ του Όμορφου Παράθυρου.
«Πού πηγαίνουμε;» ρώτησε η Όλγα· και, ξανά: «Σε κυνηγάνε; Τι έγινε; Σας εντόπισαν μες στο παλάτι, ή–;»
«Μας εντόπισαν. Το σχέδιό του ήταν ηλίθιο! Δε μπορούσε να πετύχει. Ο άνθρωπος υπερεκτιμούσε τις ικανότητές του. Και δεν αμφιβάλλω ότι ήταν ικανός, αλλά δεν είναι εύκολη υπόθεση να γλιστρήσεις μες στο παλάτι του Πολιτοβασιλέα και να το ερευνήσεις αναζητώντας ένα γαμημένο αντικείμενο. Είναι σαν να ψάχνεις βγενόψαρο μέσα σε κουβά χταπόδια! Και δε νομίζω ότι ήταν καν εκεί· τους το είχαν κλέψει.»
«Τι εννοείς, ‘τους το είχαν κλέψει’;»
Ο Γεώργιος οδηγούσε προς τα ανατολικά, προς το Λιμάνι της Φούντας. «Κάποιος το είχε βουτήξει πριν από εμάς. Είχαμε πιάσει έναν τύπο και τον ρωτούσαμε, κι αυτό μάς είπε. Και δεν πιστεύω ότι έλεγε ψέματα. Το νοοσύστημα κλάπηκε μέσα απ’το Βασιλικό Παλάτι, και δεν πρέπει να ξέρουν ποιος το έχει πάρει, αλλά μάλλον υποπτεύονται αυτό τον Ευθύμιο Αλτόσσιο, τον Άρχοντα της Σιρνάδιας.»
«Και τώρα σε κυνηγάνε;»
«Δεν είναι εύκολο να κρυφτώ, Όλγα· είμαι μαυρόδερμος σε μια διάσταση όπου λίγοι είναι μαυρόδερμοι. Και οι φρουροί του παλατιού με είδαν καθώς τους αντιμετώπιζα. Με φώτιζαν καλά, με προβολείς. Ολόκληρος ο κήπος ήταν σαν μια πελώρια παγίδα.» Ακόμα έπρεπε να καταπολεμά την οργή του με το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου καθώς τα θυμόταν.
«Μα την Έχιδνα!» είπε η Όλγα. «Εγώ το έλεγα εξαρχής ότι η όλη υπόθεση ήταν τρελή. Δεν έπρεπε ποτέ νάχαμε έρθει εδώ, Γεώργιε. Να πάει να γαμηθεί ο Άρχοντας της Νερκάλης!» Κοίταξε πίσω τους, από τον καθρέφτη στο πλάι του οχήματος, φοβούμενη ότι θα έβλεπε φρουρούς να τους καταδιώκουν· αλλά δεν είδε κανέναν. Ο νυχτερινός δρόμος ήταν άδειος.
«Σ’αυτό συμφωνούμε,» αποκρίθηκε ο Οφιομαχητής.
Έφτασαν στο Λιμάνι της Φούντας και οδήγησε το όχημά τους σε μια ράμπα. Το κατέβασε στο νερό και θόρυβοι ακούστηκαν ξαφνικά καθώς οι πλωτήρες αμέσως ενεργοποιούνταν και οι προπέλες έμπαιναν σε κίνηση.
«Πού θα πάμε;» ρώτησε η Όλγα, ενώ απομακρύνονταν από το λιμάνι, βγαίνοντας από τον Κόλπο της Γηραιάς Πόλης.
«Νότια.»
«Γιατί νότια;»
«Γιατί εκεί είναι τα Σελκόνια Δάση.» Ο Οφιομαχητής έστριψε, παίρνοντας νότια κατεύθυνση. Πέρασαν από τις εκβολές του Πρώτου Γόνου, πέρασαν από το Κάτω Λιμάνι (το λιμάνι της Κάτω Πόλης της Οσκάλνης), και τότε οδήγησε το όχημα κοντά στις ακτές που ήταν σκοτεινές και κατάφυτες. Από εδώ και πέρα απλώνονταν τα Σελκόνια Δάση, που οι κάτοικοι της Συμπολιτείας των Ποταμών θεωρούσαν επικίνδυνα.
Ο Γεώργιος είπε: «Πρέπει να βρούμε ένα μέρος να βγάλουμε το όχημα στην ξηρά. Αν μας πιάσει κακή θάλασσα μέσα σε υδατόχημα, την έχουμε πολύ άσχημα – ειδικά εδώ, στα νότια της Μικρυδάτιας.»
Η Όλγα και ο Νάθλεδιρ κοίταζαν δίπλα, στα δυτικά, ψάχνοντας, με το βλέμμα τους, τις ακτές για ανοιχτό τόπο. Δεν τους έμοιαζαν φιλόξενες· ήταν όλο βράχια και βλάστηση. Ύστερα, όμως, από καμιά δεκαριά χιλιόμετρα, διέκριναν να ανοίγεται μέσα από τα δέντρα ένας μικρός κόλπος, και σ’αυτόν τον κόλπο άμμος γυάλιζε στο διάφανο, καθαρό φως του φεγγαριού της Υπερυδάτιας.
«Εκεί δεν θα ήταν καλά;» είπε ο Νάθλεδιρ.
«Ναι,» συμφώνησε ο Οφιομαχητής, «θα ήταν»· κι έστριψε το υδατόχημα, βάζοντάς το στον μικρό κόλπο.
«Αυτό, πάντως, δεν είναι ενθαρρυντικό σημάδι,» παρατήρησε η Όλγα δείχνοντάς τους το πλοιάριο που ήταν προσαραγμένο στην αμμουδιά, πεσμένο στο πλάι, θυμίζοντας ναυάγιο.
«Γιατί;»
«Δεν ξέρω. Φαίνεται σαν... προειδοποίηση.»
Ο Οφιομαχητής δεν έδωσε σημασία στην προειδοποίηση. Πλησίασε την ακρογιαλιά και έβγαλε το υδατόχημα στην αμμουδιά χωρίς να συναντήσει πρόβλημα. «Αν υπάρχουν βράχια κάτω απ’το νερό,» είπε, «εμάς δεν μας ενόχλησαν. Δεν έχουμε καρίνα.» Σταμάτησε το όχημα στα όρια της βλάστησης, στη σκιά των μεγάλων δέντρων, και έσβησε τους προβολείς.
Άνοιξαν τις πόρτες και βγήκαν στην αμμουδιά, για να ρίξουν μια ματιά τριγύρω.
«Γεώργιε...» Ο Νάθλεδιρ έδειξε προς μια μεριά.
Ένα μαύρο σημείο υπήρχε στην άμμο, σε κάποια απόσταση από το προσαραγμένο πλοιάριο· κι αν το κοίταζες πιο προσεχτικά, θύμιζε πεσμένο άνθρωπο.
Το πλησίασαν. Ήταν όντως άνθρωπος. Ή, μάλλον, το πτώμα ενός ανθρώπου – ενός άντρα, πιθανώς. Το σώμα του ήταν φαγωμένο από σαρκοβόρα· μονάχα κουρέλια ρούχων απέμεναν επάνω στο σκέλεθρό του. Ένα βέλος προεξείχε από το κρανίο του.
«Σ’το είπα ότι αυτό δεν ήταν ενθαρρυντικό σημάδι,» είπε η Όλγα στον Οφιομαχητή.
Εκείνος έπιασε το βέλος και το τράβηξε. Μαζί πήρε και το κρανίο του μακαρίτη. Το ξεκάρφωσε και το πέταξε παραδίπλα. Κοίταξε προσεχτικά το βλήμα. «Θα μπορούσε να είναι ερπετοειδών...» συμπέρανε· κι αμέσως μετά αισθάνθηκαν παρουσίες από δίπλα.
Τα μάτια του στράφηκαν και είδαν σκιερές μορφές επάνω στην αμμουδιά, να συγκεντρώνονται με τινάγματα και μικρά πηδήματα. Κανένα από τα πλάσματα δεν ήταν μεγαλύτερο από τον πήχη ανθρώπου στο μήκος, και όλα ήταν ερπετά. Ο Οφιομαχητής τα αισθανόταν, κι εκείνα επίσης τον αισθάνονταν. Οι συγκεκριμένες σαύρες ονομάζονταν αμμοβάτες, και ο Γεώργιος είχε τύχει να τις ξαναντικρίσει. Κυκλοφορούσαν σε αμμώδεις ακτές.
«Είναι επικίνδυνα αυτά τα όντα, Γεώργιε;» ρώτησε ο Νάθλεδιρ βγάζοντας τη σότραθ του.
«Όχι. Και με βλέπουν φιλικά· μην τα πειράξεις.»
«Δεν το σκόπευα.»
Το Γερό Φίδι έβγαλε ένα υπόκωφο σύριγμα προς τη μεριά των αμμοβατών, μα δεν κινήθηκε για να τους πλησιάσει.
«Σου λέει κάτι αυτό το βέλος;» ρώτησε η Όλγα τον Οφιομαχητή.
«Θα μπορούσαν να το έχουν φτιάξει άγριοι ερπετοειδείς,» είπε εκείνος ρίχνοντάς το στην άμμο. «Θα μπορούσαν.
»Πάω να ρίξω μια ματιά μες στο πλοιάριο. Εσείς μείνετε εδώ.»
«Ενώ άγριοι ερπετοειδείς ίσως να τριγυρίζουν; Ξέχασέ το!» Η Όλγα τον ακολούθησε, αλλά ο Νάθλεδιρ έμεινε πίσω όπως είχε ζητήσει ο Γεώργιος, καθώς και το Γερό Φίδι, καταλαβαίνοντας όχι τα λόγια του συγγενή-κι-Αφέντη του αλλά το σύντομο νεύμα που του είχε κάνει με το χέρι. Οι αμμοβάτες έμειναν επίσης εκεί κοντά, βολτάροντας, πηδώντας κάπου-κάπου. Ήταν πολύ ευέλικτοι. Χώνονταν κάτω απ’την άμμο και ξαναπετάγονταν επάνω. Έμοιαζε να παίζουν.
Ο Οφιομαχητής ερεύνησε το πλοιάριο μαζί με την Όλγα, και δεν βρήκαν κανέναν μέσα, ούτε νεκρό ούτε ζωντανό. Βρήκαν, όμως, κάποια χρήματα και προμήθειες, καθώς κι ένα κουτάκι με κοσμήματα που πρέπει να ανήκε στην καπετάνισσα του σκάφους η οποία μάλλον δεν θα το χρειαζόταν πλέον. Ήταν κλειδωμένο, και το κλειδί δεν ήταν εκεί κοντά (ή, τουλάχιστον, δεν το βρήκαν και δεν κάθισαν να ψάξουν για πολύ), αλλά ο Οφιομαχητής εύκολα το άνοιξε μ’ένα τράβηγμα, σπάζοντας την κλειδαριά. Η Όλγα το κράτησε αυτό το κουτάκι με τα κοσμήματα – της άρεσαν – και ο Γεώργιος δεν διαφώνησε. «Πειρατίνα είσαι, έτσι κι αλλιώς,» της είπε.
«Δεν είμαι πειρατίνα!» διαμαρτυρήθηκε εκείνη.
«Έλα τώρα,» την πείραξε, υπομειδιώντας, καθώς έβγαιναν από το γυρισμένο στο πλάι πλοιάριο, πατώντας στα ρηχά με τα μποτοφορεμένα πόδια τους, «το βλέπω πως τόχεις μέσα σου. Τι έκανες, άλλωστε, με τον φίλο σου τον Χρύσανθο όταν σας πρωτοσυνάντησα;»
Η αναφορά του ονόματος του Χρύσανθου τη στεναχώρησε, έτσι δεν είπε άλλα. Ναι, μαζί με τον Χρύσανθο θα γινόταν πειρατίνα αν χρειαζόταν. Αλλά δεν θα χρειαζόταν. Αν ήταν ζωντανός, μονάχα εκείνο το ποταμόπλοιο θα ήθελαν οι δυο τους, τον Μαθητή του Νηρέα, και κανένα άλλο. Δε θα είχαν ανάγκη να κλέβουν.
«Είδες τίποτα ύποπτο;» ρώτησε ο Οφιομαχητής τον Νάθλεδιρ καθώς πλησίαζαν αυτόν και το Γερό Φίδι.
Ο Μοργκιανός κούνησε το κεφάλι αρνητικά.
«Ωραία. Θα διανυκτερεύσουμε μες στο όχημα.»
«Τι βρήκατε;» Ο Νάθλεδιρ έδειξε τα πράγματα που κουβαλούσε ο Οφιομαχητής.
«Προμήθειες και κάτι χρήματα.»
Η Όλγα ρώτησε: «Το πρωί σκέφτεσαι να πάμε μέσα στα δάση;»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος.
«Γι’αυτό το φίδι;» Έδειξε το Γερό Φίδι με το βλέμμα της.
«Μη με τσαντίζεις. Σας το είπα ότι θέλω να του βρω ένα σπίτι – ένα μέρος για να τον αφήσω. Δε μπορώ να τον τραβάω μαζί μου, αλλά ούτε και να τον εγκαταλείψω οπουδήποτε. Ή θα τον υποδουλώσουν ξανά ή θα τον σκοτώσουν.
»Πηγαίνετε στο όχημα κι έρχομαι σε λίγο.»
«Γιατί; Τι θα κάνεις;»
«Μπάνιο. Μου χρειάζεται.»
Η Όλγα και ο Νάθλεδιρ δεν έφεραν αντίρρηση· παίρνοντας τα πράγματα που είχαν βρεθεί στο πλοιάριο, επέστρεψαν κοντά στο όχημα. Το Γερό Φίδι έμεινε μαζί με τον Οφιομαχητή, κι εκείνος δεν του έκανε νόημα ν’απομακρυνθεί. Έβγαλε τα ρούχα του – όλα εκτός από την Ευθαλία που ήταν κουλουριασμένη σαν περικάρπιο στο χέρι του – και μπήκε στη θάλασσα, αφήνοντάς την να διώξει από πάνω του το αίμα, τον ιδρώτα, και τη βρομιά των υπονόμων. Αισθάνθηκε τα εγκαύματα στον αριστερό του μηρό και στο αριστερό του χέρι να τον καίνε – τα εγκαύματα που είχε προκαλέσει εκείνη η σαλαμάνδρα. Ήταν πράγματι πολύ επικίνδυνες οι σαλαμάνδρες των υπονόμων της Γηραιάς Πόλης. Ένας συνηθισμένος άνθρωπος δεν θα είχε επιβιώσει από μια παρόμοια συνάντηση μαζί τους, υποπτευόταν ο Οφιομαχητής.
Βγήκε από τη θάλασσα, έπιασε τα ρούχα του από την άμμο, και τα έπλυνε. Δεν ήταν πολύ λερωμένα· τα είχε φορέσει αφού έφυγε από τους υπονόμους (όλα εκτός από την κάπα του), αλλά και πάλι είχαν πάρει λίγη από τη δική του βρομιά. Τα έστυψε μες στα χέρια του, διώχνοντας το νερό με την τρομερή του δύναμη, σχεδόν στεγνώνοντάς τα τελείως. Δεν τα φόρεσε, όμως, εκτός από την περισκελίδα του. Πλησίασε το υδατόχημα κρατώντας τα στο χέρι, ενώ το Γερό Φίδι τον ακολουθούσε. Τα κρέμασε από τα κλαδιά ενός δέντρου για να στεγνώσουν όταν θα έβγαιναν οι δίδυμοι ήλιοι. Το Φιλί της Έχιδνας το είχε κρεμάσει επάνω του, από τη ζώνη του. Και από την ίδια ζώνη είχε κρεμάσει κι άλλα αντικείμενα που είχε βγάλει από τις πολλές εσωτερικές τσέπες της κάπας του προτού την πλύνει – συμπεριλαμβανομένου του βελονοβόλου.
«Δεν κρυώνεις;» τον ρώτησε η Όλγα. Ήταν χειμώνας πλέον.
«Κρυώνω,» είπε ο Οφιομαχητής, «αλλά το κρύο δεν μπορεί να με σκοτώσει.»
«Θα με εξέπληττε αν μπορούσε...» μουρμούρισε η Όλγα, κοιτάζοντας το μαυρόδερμο σώμα του από πάνω ώς κάτω, σκεπτόμενη ότι αν δεν ήξερες πως ήταν τόσο δυνατός δεν θα το φανταζόσουν από τη διάπλασή του. Όχι πως έδειχνε αδύναμος, αλλά δεν ήταν κι αυτό που θα έλεγες ξαδέλφι του Αστερίωνα.
Ο Γεώργιος μπήκε στο όχημα, και οι άλλοι τον ακολούθησαν. «Κοιμηθείτε,» τους είπε ανάβοντας τσιγάρο. «Εγώ δεν κοιμάμαι ούτως ή άλλως. Άμα δω κάτι επικίνδυνο θα σας ξυπνήσω.»
«Έχεις κατά νου να επιστρέψουμε στη Νερκάλη;» τον ρώτησε η Όλγα. «Για να πεις στον Άρχοντα τι έγινε με τον πράκτορά του; Ότι είναι νεκρός;»
«Όχι.»
«Ωραία.» Ούτε εκείνη ήθελε να επιστρέψουν στη Νερκάλη, αν και δεν είχε κανέναν άλλο συγκεκριμένο προορισμό στο μυαλό της. Ήταν όλα μια μεγάλη περιπέτεια για την Όλγα. Η μεγαλύτερη περιπέτεια που είχε γνωρίσει στη ζωή της – επιτέλους, μακριά από τα λιμάνια της Ηλβάρης – κάπου αλλού. Ρώτησε τον Οφιομαχητή: «Θα μας πεις τι ακριβώς συνέβη αφότου φύγατε από το ξενοδοχείο;»
Ο Γεώργιος, καπνίζοντας το τσιγάρο του, άρχισε να διηγείται χωρίς βιασύνη.
«Θα την περιμένουμε τώρα να μας ξανακαλέσει;» ρωτά η Ερασμία.
«Δε φαίνεται να μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο, για την ώρα,» απαντώ. Και κοιτάζω τη Διονυσία. Δε θα ήθελα να ξαναπάω τον Δαμιανό στο σπίτι της. Το σπίτι της δεν είναι δεσμωτήριο. Λέω στον Νικόλαο και τον Λεωνίδα: «Οδηγήστε τον στο δωμάτιό σας, και να τον φυλάτε όπως πριν.»
Δε φέρνουν αντίρρηση· παίρνουν τον Δαμιανό μαζί τους και φεύγουν. Το δωμάτιο της Ερασμίας και του Νηρέα γίνεται λιγότερο συνωστισμένο. Ο Ακατάλυτος νιαουρίζει σαν να εγκρίνει.
«Εκτός απ’το να περιμένουμε,» τους λέω ξανά, «δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο. Το θέμα είναι, πού θα έχουμε εν τω μεταξύ τον φιλοξενούμενό μας, και νομίζω πως καλύτερα εδώ παρά στο σπίτι σου» – κοιτάζω πάλι τη Διονυσία.
«Δεν έχω πρόβλημα, Γεώργιε,» μου αποκρίνεται εκείνη.
«Παρ’όλ’ αυτά, καλύτερα εδώ,» επιμένω.
«Στο ξενοδοχείο; Ώς πότε; Είναι επικίνδυνο να ξεφύγει, δεν είναι;»
«Ναι,» παραδέχομαι, «είναι. Όμως ελπίζω πως η Όλγα δεν θ’αργήσει να μας καλέσει. Μια, δυο ώρες. Τρεις, το πολύ.»
«Συμφωνώ,» λέει ο Δημήτριος. «Ούτε εγώ νομίζω πως θ’αργήσει. Ο Δαμιανός είναι, άλλωστε, ιερέας της θρησκείας τους. Δε θα τον εγκαταλείψουν – ειδικά έτσι όπως φαίνεται να σε φοβούνται.»
Νεύω. «Αλλά εσύ μπορείς να πηγαίνεις,» του λέω. «Έχεις ήδη κάνει αρκετά, Δημήτριε. Το χρέος σου – αν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί πως υπήρχε – έχει πλήρως ξεπληρωθεί.»
«Η περιέργειά μου, όμως, δεν έχει ακόμα ικανοποιηθεί,» μου αποκρίνεται. «Άρα, θα μείνω. Αν δεν διαφωνείς.»
«Το όχημά σου μπορεί να μας χρειαστεί,» παραδέχομαι. «Αλλά μη βάλεις τον εαυτό σου σε άσκοπο κίνδυνο – σε καμία περίπτωση. Αυτή η υπόθεση αφορά εμένα, τα Τέκνα, και τη Διονυσία.»
«Το ξέρεις ότι πάντα είμαι προσεχτικός, Γεώργιε. Νομίζεις ότι, αν δεν ήμουν, θα είχα επιβιώσει στην πόλη που μεγάλωσα, και με τέτοιο κακό θείο;» χαμογελά.
Και όντως, έχει κάποιο δίκιο, δεν έχει; Από την άλλη, βέβαια, τον βρήκα κυνηγημένο στην Οστρακόπολη... Τέλος πάντων.
Καθόμαστε και περιμένουμε μαζί με τον Νηρέα, την Ερασμία, τη Λουκία, και τον Ακατάλυτο. Η Ερασμία κατεβαίνει, σε κάποια στιγμή, για να φέρει καφέδες. Εγώ, σε κάποια άλλη στιγμή, πηγαίνω στο δωμάτιο του Νικόλαου και του Λεωνίδα για να ελέγξω ότι όλα είναι καλά με τον φιλοξενούμενό μας – και, πράγματι, όλα καλά είναι. Ανοίγουμε τον τηλεοπτικό δέκτη – που είναι κρεμασμένος στον τοίχο αντίκρυ στο κρεβάτι του Νηρέα – και παρακολουθούμε τι δείχνουν τα πέντε τηλεοπτικά κανάλια της Μεγάπολης, το ένα μετά το άλλο.
Η Διονυσία δεν μπορεί να καθίσει ήρεμα. Βγαίνει στο στενό μπαλκόνι του δωματίου, ξαναμπαίνει, ξαναβγαίνει....
Φοβάται για τον αδελφό της.
Ο Δημήτριος παίζει Πλοκάμια του Χρήματος (χωρίς χρήματα· μόνο με τράπουλα και ξηρούς καρπούς) με τον Νηρέα και την Ερασμία. Εγώ δεν έχω όρεξη για παιχνίδια, ούτε η Διονυσία. Και η Λουκία δηλώνει πως δεν γουστάρει να παίζει με το ένα χέρι δεμένο. Αργότερα, μου λέει: «Δε βλέπω την ώρα να επιστρέψουμε στη Μικρυδάτια. Με φρικάρουν αυτές οι μεγάλες πόλεις εδώ. Νομίζεις ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά, μα την Έχιδνα.»
Από μια άποψη, την καταλαβαίνω, αν και είμαι σίγουρος ότι έχω γνωρίσει πολύ μεγάλες πόλεις στη ζωή μου, σε διάφορες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος. (Γνώσεις από το αινιγματικό παρελθόν μου.)
Η Όλγα μάς καλεί λίγο πριν από το μεσημέρι. Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός μου κουδουνίζει, και οι πάντες σιωπούν αυτομάτως γύρω μου και με κοιτάζουν. Δέχομαι την κλήση, και η φωνή της κληρικής του Λοκράθου ηχεί μες στο δωμάτιο:
«Οφιομαχητή, μ’ακούς;»
«Σ’ακούω.»
«Θα γίνει αυτό που θέλεις. Ανταλλαγή.»
«Πού;»
«Στην Παλαιόκτιστη, κοντά στις γραμμές του τρένου, πλάι σ’ένα από τα τμήματα του Αρχαίου Τείχους. Στον δρόμο που ονομάζεται Ορσάλκιου. Τον ξέρεις;»
«Θα τον βρω. Πες μου κανέναν άλλο δρόμο που περνά αποκεί γύρω.»
Μου αναφέρει δύο μεγάλους.
«Εντάξει,» λέω. «Κατάλαβα. Τι ώρα;»
«Τώρα.»
«Αν πρόκειται για κόλπο, θα υποστείτε όλοι τις συνέπειες,» την προειδοποιώ, «και ο φιλοξενούμενός μου πρώτος.»
«Δεν παίζουμε με τους ομόθρησκούς μας, φίδι. Φρόντισε να είναι καλά όταν θα μας τον επιστρέψεις, αλλιώς εσύ θα υποστείς τις συνέπειες και όλοι οι όμοιοί σου!» Και τερματίζει την τηλεπικοινωνία.
«Τσαντισμένη ακούστηκε,» παρατηρεί ο Δημήτριος, ανακατεύοντας την τράπουλά του.
«Αποκλείεται να είναι τόσο τσαντισμένη όσο εγώ,» τον διαβεβαιώνω. Μέσα μου σφυρίζει το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου· δεν λέω ψέματα. Η Ευθαλία, απλωμένη στους ώμους μου, παιχνιδίζει τη γλώσσα της πλάι στον λαιμό μου· την αισθάνομαι. Τι θέλει να υπονοήσει, η οχιά;
«Θα πάμε τώρα, έτσι;» λέει η Διονυσία, φανερά αγχωμένη.
«Εννοείται.» Σηκώνομαι από τη θέση μου. «Και μην ανησυχείς· όλα καλά θα πάνε.»
«Πώς το ξέρεις;»
«Τον θέλουν ζωντανό· φαίνεται.»
Η Λουκία λέει: «Πάω να φορέσω τη στολή μου.» Προφανώς εννοεί την οργανική στολή ενδυνάμωσης.
«Θες βοήθεια;» τη ρωτάω (λόγω του χτυπημένου χεριού της).
«Δε θάλεγα όχι.»
«Ετοιμαστείτε,» λέω στους άλλους.
«Έτοιμοι είμαστε,» αποκρίνεται η Ερασμία, έχοντας ήδη ρίξει την κάπα της στους ώμους.
«Θα μπορούσα κι εγώ νάρθω μαζί σας αν–» αρχίζει ο Νηρέας.
«Ούτε που να το σκέφτεσαι,» του λέω. «Εσύ θα μείνεις εδώ. Και ίσως θα ήταν συνετό η Ερασμία να μείνει μαζί σου–» Κι οι δύο διαφωνούν αμέσως, έντονα, οπότε δεν έχω άλλη επιλογή απ’το να υποκύψω στον φανατισμό τους. «Εντάξει, εντάξει. Όπως προτιμάτε.» Και, μαζί με τη Λουκία (και τον Ακατάλυτο), βγαίνω απ’το δωμάτιο, παίρνοντας την Ευθαλία από τους ώμους μου και βάζοντάς τη να τυλιχτεί γύρω από τον πήχη μου, κάτω απ’το μανίκι.
Πηγαίνουμε πρώτα στο δωμάτιο του Νικόλαου και του Λεωνίδα. Τους λέω να ετοιμαστούν, γιατί φεύγουμε, τώρα.
«Μια στιγμή μόνο, να βάλω τη στολή μου,» αποκρίνεται ο Νικόλαος – όπως το περίμενα. Θέλει κι αυτός να φορά τη στολή ενδυνάμωσης, φυσικά.
Εγώ και η Λουκία πηγαίνουμε στο δωμάτιό της, και τη βοηθάω να φορέσει τη δική της στολή. Φαίνεται να της αρέσει η βοήθειά μου. Τρίβεται επάνω μου. «Φρόνιμα,» της λέω, και μου γελά και φιλά την άκρη των χειλιών μου.
«Νομίζεις ότι ακόμα κάνει καλά τη δουλειά της;» τη ρωτάω όταν έχει βάλει τη στολή. Εκτός από εκείνο το αρχικό σκίσιμο, τώρα έχει και μια τρύπα – από το βέλος που χτύπησε τη Λουκία στο χέρι – καθώς και μερικά ακόμα σκισίματα στον ώμο τα οποία μοιάζουν να έχουν γίνει από γρατσουνιές – μάλλον από τον γάτο της που, όταν είχαμε πέσει στη θάλασσα, προσπαθούσε να κρατηθεί επάνω της.
«Ναι, έτσι μου φαίνεται.»
«Σίγουρα θα είναι αδυνατισμένη.»
«Ξέρεις κανέναν που μπορεί να την επιδιορθώσει;»
«Βιοσκόποι τις φτιάχνουν, με τη βοήθεια Ερευνητών. Η Διονυσία ίσως να μπορεί να την επιδιορθώσει.»
«Σοβαρά;»
«Ναι. Αν και δεν είμαι σίγουρος. Θα τη ρωτήσουμε όταν έχουμε μαζί μας τον αδελφό της ξανά· θα είναι σε καλύτερη διάθεση τότε.»
«Τι σου είναι η Διονυσία;» με ρωτά η Λουκία προτού βγούμε απ’το δωμάτιό της, μπροστά στην πόρτα.
«Φίλη μου.»
«Μόνο;»
«Ναι.»
«Ανέκαθεν;»
«Ναι.»
«Δε χρειάζεται να μου λες ψέματα.»
«Το ξέρω,» της λέω κι ανοίγω την πόρτα.
Βαδίζουμε στον διάδρομο πλησιάζοντας την πόρτα του δωματίου της Ερασμίας. Τη χτυπάω και βγαίνουν, η Ερασμία, η Διονυσία, ο Δημήτριος. Κλείνουμε τον Νηρέα μέσα. Μου μοιάζει θυμωμένος, αλλά θα ήταν τεράστια ανοησία να τον πάρουμε μαζί μας, Τέκνο του Φαρμακερού Κύκλου ή όχι. Πρέπει να υπάρχουν όρια στον φανατισμό, ακόμα και γι’αυτούς.
Ζυγώνω την πόρτα του Νικόλαου και του Λεωνίδα· τη χτυπάω κι αυτήν. Βγαίνουν (ο πρώτος ντυμένος με την οργανική στολή του, φυσικά) μαζί με τον Δαμιανό.
«Τα κανόνισες με την Όλγα;» με ρωτά ο κληρικός του Λοκράθου.
«Το στόμα σου κλειστό,» του λέω, «και όχι εξυπνάδες.»
Κατεβαίνουμε και φεύγουμε από το ξενοδοχείο. Το όχημα του Δημήτριου μάς περιμένει εκεί όπου το είχαμε αφήσει. Αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα: Δεν μας χωρά όλους. Και τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου θέλουν οπωσδήποτε να μας συνοδέψουν.
«Θα πρέπει να κάνουμε δύο διαδρομές,» τους λέω. «Εσείς οι τρεις» – μιλάω στον Νικόλαο, τον Λεωνίδα, και τη Λουκία – «θα περιμένετε εδώ για την ώρα, και ο Δημήτριος σύντομα θα επιστρέψει για εσάς.»
Συμφωνούν.
«Μη μας ξεχάσεις, Οφιομαχητή,» λέει ο Νικόλαος. «Θέλουμε να είμαστε μαζί σου!»
Τον αγριοκοιτάζω. «Η μνήμη μου είναι καλή.» Η τωρινή μου μνήμη, τουλάχιστον...
Επιβιβαζόμαστε στο όχημα του τζογαδόρου – εκείνος στο τιμόνι· η Διονυσία καθισμένη δίπλα του· εγώ πίσω, στο μακρύ κάθισμα, μαζί με την Ερασμία, έχοντας το φιλοξενούμενο βατράχι ανάμεσά μας.
«Έχεις καταλάβει πού είναι ο προορισμός μας, έτσι;» με ρωτά ο Δημήτριος καθώς ξεκινά να οδηγεί.
«Ναι.»
«Κι εγώ τον ξέρω τον έναν απ’τους δύο μεγάλους δρόμους που ανέφερε η τύπισσα. Αλλά τον άλλο όχι.»
«Μην ανησυχείς, θα σου πω.» Και του λέω, καθώς κατευθυνόμαστε βόρεια, διασχίζοντας τον Ψηλόγερο, φτάνοντας στην Παλαιόκτιστη όπου υπάρχουν πολλά απομεινάρια του Αρχαίου Τείχους της Μεγάπολης. Ορισμένα τα συντηρούν για τουριστικούς λόγους. Αυτό που ανέφερε η Όλγα, μάλλον όχι. Μάλλον είναι από τα εγκαταλειμμένα.
Αλλά δεν οδηγώ τον Δημήτριο εκεί ακριβώς. Τον οδηγώ σ’έναν άλλο δρόμο, κοντινό· γιατί είμαι σίγουρος πως, αν πάμε στο μέρος συνάντησης χωρίς τον Νικόλαο, τον Λεωνίδα, και τη Λουκία, οι τρεις τους θα τσαντιστούν. Ίσως ακόμα κι ο Ακατάλυτος.
«Εδώ μάς αφήνεις,» λέω στον τζογαδόρο, «κι επιστρέφεις για τους υπόλοιπους. Όπως βλέπεις, σε βάλαμε σε μπελάδες ξανά.»
«Με δουλεύεις, Οφιομαχητή, έτσι; Κάτι τέτοιες καταστάσεις με κάνουν να γουστάρω απίστευτα, το ξέρεις αυτό.» Χαμογελά. «Δεν είναι καν τόσο επικίνδυνες όσο το ν’αντικρίζεις Θηριόφεις μες στους Τόπους των Παλιών Ερπετών.»
Βγαίνουμε από το γκρίζο, γυαλιστερό τετράκυκλο όχημα, κι ο Δημήτριος φεύγει χωρίς καθυστέρηση. Οι μεταλλικοί τροχοί του συρίζουν καθώς κάνει απότομη στροφή πάνω στο λίθινο οδόστρωμα, πετώντας σπίθες.
Περιμένουμε, και η Διονυσία φαίνεται να μη μπορεί να μείνει σε μία θέση. Η Ερασμία κρατά τον Δαμιανό αγκαζέ, μοιάζοντας να βρίσκεται σε πολεμική εγρήγορση. Δε νομίζω, όμως, ότι υπάρχει περίπτωση να συναντήσουμε τίποτα επικίνδυνο τώρα.
Ο Δημήτριος σύντομα επιστρέφει μαζί με τη Λουκία, τον Νικόλαο, τον Λεωνίδα, και τον Ακατάλυτο.
«Πού είναι τα βατράχια;» ρωτά ο Νικόλαος, δείχνοντας έτοιμος για σύγκρουση ξανά.
«Ακολουθήστε με,» λέω, «κι όχι ανοησίες. Δεν πάμε για να σκοτώσουμε κανέναν· μόνο για να κάνουμε μια ανταλλαγή – και τίποτ’ άλλο. Εκτός αν δούμε προδοσία,» προσθέτω, για τον Δαμιανό εν μέρει, για να τον τρομάξω και να τον κρατήσω ήσυχο αν έχει κάτι ύπουλο κατά νου, «οπότε σκοτώνουμε αυτό το μίασμα κι όσα από τα υπόλοιπα μιάσματα μπορούμε να δούμε.»
Τα Τέκνα γνέφουν καταφατικά, νομίζοντας ότι μιλάω σοβαρά για τα «μιάσματα», όχι ότι τα λέω αυτά για εκφοβισμό του φιλοξενούμενού μας.
Ξεκινάμε για το σημείο συνάντησης. Βαδίζουμε μες στους δρόμους της Παλαιόκτιστης, ψάχνοντας για την Οδό Ορσάλκιου. Δεν είναι δύσκολο να τη βρούμε. Βλέπεις εύκολα το τμήμα του Αρχαίου Τείχους εκεί πέρα, και οι σιδηροδρομικές γραμμές είναι παραδίπλα, πίσω από ένα ψηλό συρματόπλεγμα.
Πλησιάζουμε τη σκιά του παλιού τείχους, το οποίο είναι ένα πελώριο, συμπαγές οικοδόμημα όλο ρωγμές και τρύπες, αλλά πολύ παχύ. Αναρριχώμενα φυτά σκαρφαλώνουν επάνω του, πουλιά έχουν κάνει τις φωλιές τους αποδώ κι αποκεί, καθώς και ερπετά – τα διαισθάνομαι, δεν τα βλέπω: και είμαι σίγουρος ότι κι αυτά διαισθάνονται εμένα. Το μέρος είναι καταφανώς εγκαταλειμμένο· δεν το διατηρούν για τους τουρίστες. Το έχουν αφήσει ν’αντέξει όσο μπορεί από μόνο του. Και πάω στοίχημα ότι μπορεί ν’αντέξει άλλα τριακόσια χρόνια. Τουλάχιστον. Είναι γερή κατασκευή.
Περνάμε κάτω από τα φυτά του που κρέμονται σαν πλοκάμια, μπαίνουμε στη σκιά του, ανάμεσα από τις γιγάντιες πέτρες και τα μέταλλα που προεξέχουν από αυτές θυμίζοντας σπασμένες, σκουριασμένες λεπίδες. Το τείχος είναι τόσο παχύ που μπορείς να χωρέσεις μέσα του εκεί όπου έχουν δημιουργηθεί ανοίγματα και εκεί όπου φαίνεται πως από παλιά υπήρχαν εσωτερικοί χώροι (για τους υπερασπιστές της πόλης, μάλλον).
Τα βατράχια μάς περιμένουν σ’ένα από τα ανοίγματα που διαπερνά το τείχος, σχηματίζοντας κάτι σαν μικρή σήραγγα. Το μέρος είναι σκοτεινό, αλλά μόλις μας αντικρίζουν ανάβουν μια λάμπα, και στο φως της βλέπουμε την Όλγα – μ’εκείνο το κακάσχημο βατράχι στον ώμο της ξανά, κι έχοντας τα μαλλιά της φτιαγμένα Κόμη Βατράχου – και τον Αρσένιο ανάμεσα σε δυο άντρες που τον φυλάνε παρότι έχει τα χέρια του δεμένα και είναι φιμωμένος (και τυφλός, επίσης, μην ξεχνάμε).
«Λύστε του το στόμα, κατ’αρχήν,» τους λέω, «και μετά στείλτε τον προς τα εδώ.» Αν είναι παγίδα, ίσως να μας προειδοποιήσει με το στόμα του λυτό. Αν και δεν νομίζω ότι είναι παγίδα.
Η Όλγα γνέφει στους δύο φρουρούς του Αρσένιου, κι ο ένας κόβει το φίμωτρό του μ’ένα στιλέτο.
«Στείλτε συγχρόνως τον Δαμιανό προς τη δική μας μεριά,» μου λέει η ιέρεια.
«Δεν έχουμε σκοπό να τον κρατήσουμε.» Τον πιάνω από τον ώμο. «Τώρα;»
«Τώρα,» συμφωνεί η Όλγα, και γνέφει ξανά στους δύο φρουρούς. Ο ένας σπρώχνει τον Αρσένιο, λέγοντάς του: «Προχώρα. Άντε στους φίλους σου,» κι ο αδελφός της Διονυσίας βαδίζει.
«Προς τα εδώ,» του λέω. «Ακολούθα τη φωνή μου. Εδώ.» Και, την ίδια στιγμή, ωθώ τον Δαμιανό να περπατήσει, πράγμα το οποίο εκείνος κάνει χωρίς δισταγμό, αν και νομίζω πως παρατηρώ μια κάποια... έλλειψη ενθουσιασμού από μέρους του. Ακόμα αισθάνεται άσχημα που πρόδωσε τις θέσεις των ναών του παραφουσκωμένου θεού του;
Με θεωρούν εχθρό τους, οι ανόητοι, απλά και μόνο επειδή είμαι ο Οφιομαχητής. Αλλά εκείνοι το ξεκίνησαν, όχι εγώ. Εγώ δεν είχα ποτέ πριν τίποτα εναντίον των ακόλουθων του Λοκράθου – τα μιάσματα!
Όχι, αυτή η τελευταία σκέψη δεν είναι δική μου...
Ο Αρσένιος έρχεται προς τη μεριά μου· απλώνω το χέρι μου και πιάνω το δικό του, τον τραβάω γρήγορα κοντά μου, και η Διονυσία αμέσως τον αγκαλιάζει, με δάκρυα στα μάτια.
«Αδελφή μου...» λέει εκείνος, κουρασμένα. «Δε χαιρόσουν που με είχες ξεφορτωθεί;» μιλώντας με τον ίδιο καυστικό τρόπο όπως συνήθως.
«Τα εγκλήματά σου εναντίον της θρησκείας του Μεγάλου Λοκράθου δεν θα μείνουν ατιμώρητα, Οφιομαχητή!» μου υπόσχεται η Όλγα. «Αλλά όλα στην ώρα τους, να είσαι σίγουρος!» Και φεύγουν από το αντικρινό άνοιγμα της σήραγγας, βγαίνοντας από τις πυκνές σκιές του Αρχαίου Τείχους.
Αυτοί οι άνθρωποι έχουν την τάση να δημιουργούν μόνοι τους τους εχθρούς τους...
Ο Νικόλαος και ο Λεωνίδας κάνουν να τους κυνηγήσουν, αλλά αμέσως τους αρπάζω και τους δύο από τον ώμο και τους κρατάω πίσω μ’όλη την υπεράνθρωπη δύναμή μου. «Όχι,» τους λέω. «Ξεχάσατε τι συμφωνήσαμε; Ήρθαμε μόνο για να κάνουμε την ανταλλαγή. Κι αυτό έγινε. Πάμε τώρα να φύγουμε.»
«Τα μιάσματα τολμάνε να σε απειλούν, Οφιομαχητή!» λέει ο Νικόλαος.
«Κακό δικό τους.»
Τους ξύπνησε μόλις είχε ξημερώσει, μόλις ο Πρώτος Ήλιος είχε βγει από την ανατολή. Κι οι τρεις σηκώθηκαν αμέσως· κανείς δεν κοιμόταν βαθιά.
Η ακρογιαλιά ήταν άδεια όπως χτες βράδυ, εκτός από εκείνο το προσαραγμένο πλοιάριο, εκείνο το σκέλεθρο, και μερικούς αμμοβάτες που χόρευαν πάνω στις θίνες. Η άμμος ήταν μαλακή κάτω από τα πόδια τους και την ουρά του Γερού Φιδιού. Στο βάθος, προς τα νότια, κάτι σκούρο φαινόταν στον ορίζοντα. Σκούρο και θυμωμένο.
«Καταιγίδα,» παρατήρησε ο Οφιομαχητής. «Και καλύτερα να μη μας συναντήσει εδώ, στ’ανοιχτά.» Βρίσκονταν αρκετά βαθιά μέσα στον Μεγάλο Κόλπο της Μικρυδάτιας, αλλά, και πάλι, δεν ήταν να το ρισκάρεις. Ο Γεώργιος αισθανόταν την Ευθαλία να σέρνεται νευρικά επάνω του, κουλουριασμένη γύρω από τον δεξή του πήχη.
«Θα μπούμε στο δάσος;» Η Όλγα κοίταξε τη βλάστηση με επιφύλαξη. Της φάνταζε πολύ πυκνή, πολύ σκοτεινή. Πιο απειλητική από αυτή του Μεγάλου Δάσους, για κάποιο λόγο. Πιο απειλητική κι από αυτή των Υγρότοπων, των βάλτων που απλώνονταν κοντά στην Ηλβάρη, την πατρίδα της.
«Εκεί δεν πηγαίναμε ούτως ή άλλως;» είπε ο Γεώργιος. «Πάρτε τα πράγματά σας απ’το όχημα, και ξεκινάμε. Δεν υπάρχει λόγος ν’αργούμε ούτε στιγμή. Η καταιγίδα πρέπει νάχει ήδη χτυπήσει τις νότιες ακτές της Μικρυδάτιας και φαίνεται ν’ανεβαίνει και μέσα στον κόλπο.» Άρχισε να ξεκρεμά τα ρούχα του από τα κλαδιά όπου τα είχε κρεμάσει χτες και να τα φορά. Είχαν εν μέρει στεγνώσει.
Η Όλγα συνοφρυώθηκε, καταλαβαίνοντας ξαφνικά τι εννοούσε ο Οφιομαχητής. «Το όχημα θα τ’αφήσουμε εδώ;»
«Δε νομίζω ότι υπάρχει τρόπος να το πάρουμε στους δασότοπους· είναι πολύ πυκνοί για να περάσει.»
«Είν’ ανάγκη να πάμε στα Σελκόνια Δάση; Δε μπορείς να βρεις αλλού ένα μέρος για τον φίλο σου;» δείχνοντας φευγαλέα το Γερό Φίδι.
«Η μόνη άλλη περιοχή όπου ξέρω πως κατοικούν άγριοι ερπετοειδείς είναι οι Στενότοποι – και βρίσκονται στην αντικρινή μεριά του Μεγάλο Κόλπου.»
Ο Νάθλεδιρ είχε ήδη πάρει τα πράγματά του από το εσωτερικό του οχήματος, και έδωσε και στην Όλγα τα δικά της. Εκείνη τα πήρε αναστενάζοντας. «Μα... να βαδίσουμε εκεί μέσα;» είπε στον Γεώργιο δείχνοντας τώρα τα δάση. «Ποιος ξέρει τι είναι εκεί μέσα! Στην Οσκάλνη ήταν φανερό ότι οι κάτοικοί της φοβούνται τα Σελκόνια Δάση. Και... είναι... είναι το χειρότερο μέρος που μπορούμε να πάμε, Γεώργιε, γαμώτο!» Χτύπησε το πόδι της στην άμμο, οργισμένα.
Ο Οφιομαχητής την αγριοκοίταξε. «Σε είχα προειδοποιήσει, δεν σε είχα προειδοποιήσει; Σου είχα πει να επιστρέψεις στην Ηλβάρη,» γρύλισε, «αλλά δεν ήθελες να με καταλάβεις! Μπορείς να πάρεις το όχημα και να φύγεις, άμα προτιμάς· δεν το χρειαζόμαστε άλλο.» Το χτύπησε με την παλάμη του, και τα μέταλλά του κουδούνισαν σαν να είχαν χτυπηθεί από σφύρα.
«Να πάω πού μόνη μου;»
«Δεν ξέρω. Εσύ αποφάσισες νάρθεις μαζί μας.»
Η Όλγα αναστέναξε ξανά, στρώνοντας τον σάκο της στον ώμο. «Εντάξει,» είπε. «Πάμε στα δάση. Πάμε.» Αλλά εξακολουθούσε να μην της αρέσει καθόλου αυτή η ιδέα.
Καθώς έμπαιναν στα Σελκόνια Δάση, αφήνοντας την αμμουδιά πίσω τους, η καταιγίδα ακουγόταν να μουγκρίζει και να βρυχιέται από τα νότια, και ο ουρανός σκοτείνιαζε. Ο άνεμος σφύριζε ολοένα και πιο δυνατά ανάμεσα από τους χοντρούς κορμούς των ψηλών δέντρων, οι φυλλωσιές τους τραντάζονταν και θρόιζαν έντονα. Τα μικρά ζώα είχαν κρυφτεί, και τα μεγάλα επίσης.
«Πρέπει να βρούμε καταφύγιο,» είπε ο Νάθλεδιρ. «Δε νομίζω ότι η βλάστηση είναι αρκετή για να μας προστατέψει πλήρως.» Μιλούσε καλύτερα τη Συμπαντική Γλώσσα πλέον.
«Ναι,» συμφώνησε μονολεκτικά ο Οφιομαχητής. Κι άρχισαν να κοιτάζουν τριγύρω, κι οι δυο τους έμπειροι σε τέτοιου είδους έρευνα – ο Νάθλεδιρ μεγαλωμένος στο Δάσος των Ψυχών της Μοργκιάνης, και ο Γεώργιος... ο Γεώργιος δεν θυμόταν από πού είχε αποκτήσει αυτές τις γνώσεις, αλλά κάπως τις είχε αποκτήσει.
Ο άνεμος είχε δυναμώσει ακόμα περισσότερο, παρασέρνοντας φύλλα, σπάζοντας κλαδιά, τραντάζοντας άγρια τα δέντρα, και βροχή έπεφτε συγχρόνως, γεμίζοντας τα πάντα με νερό, όταν ο Οφιομαχητής και ο Μοργκιανός εντόπισαν τελικά μια κρυψώνα που θεωρούσαν καλή. Η Όλγα διαμαρτυρόταν, νιώθοντας μουλιασμένη ώς το κόκαλο. Η καταιγίδα τούς είχε χτυπήσει σαν μαστίγιο, ουρλιάζοντας ανάμεσα από τη βλάστηση των δασών καθώς τη διέλυε μες στη μάνητά της.
Ο Γεώργιος κι ο Νάθλεδιρ κατέβαιναν μια πλαγιά που έβλεπε προς τα βόρεια, αντίθετα από τη μεριά όπου ερχόταν η θύελλα. Η Όλγα, κάνοντας να τους ακολουθήσει, γλίστρησε στα χώματα και τις πέτρες και–
Ο Οφιομαχητής την άρπαξε από τον ώμο και τη συγκράτησε ώστε να μην κουτρουβαλήσει.
Σκύβοντας χώθηκαν σε μια σπηλιά επάνω στη μικρή πλαγιά. Εδώ, τουλάχιστον, δεν τους χτυπούσε η βροχή, ούτε ο άνεμος, αν και συνέχιζαν να λυσσομανούν απέξω.
«Η οργή της Έχιδνας, γαμώτο...» μούγκρισε η Όλγα, «και του Ζέφυρου μαζί... γαμώτο.»
Αντίκρυ τους, έξω από τη σπηλιά, το δάσος φαινόταν να έχει μετατραπεί σε κάτι βγαλμένο από ψυχεδελικό όνειρο, καθώς η θύελλα στροβίλιζε και έπλενε τα πάντα. Δυνατά τριξίματα και κρότοι αντηχούσαν.
–Ένα σκοτεινό, μεγάλο πράγμα έπεσε μπροστά απ’το στόμιο της σπηλιάς!
Η Όλγα ούρλιαξε.
«Δέντρο,» της είπε ο Γεώργιος.
«Ναι, το κατάλαβα,» αποκρίθηκε ξέπνοη εκείνη. «Απλώς... προς στιγμή...»
Η θύελλα είχε ρίξει ένα ολόκληρο δέντρο έξω από τη σπηλιά τους, μισοκλείνοντας το στόμιο.
Η Όλγα είπε σε λίγο: «Απορώ που τα Σελκόνια Δάση υπάρχουν ακόμα, με τέτοιες καταιγίδες σ’αυτά τα μέρη...»
«Είναι πολλά τα δέντρα,» είπε ο Οφιομαχητής, «κι έχουν βαθιές ρίζες. Οι θυελλοδαίμονες δεν μπορούν να τα ρίξουν όλα.»
Το Γερό Φίδι έβγαλε ένα μακρόσυρτο, συριστικό γρύλισμα από τα χείλη του. Ο Νάθλεδιρ ήταν σιωπηλός.
Η καταιγίδα τελείωσε ύστερα από καμιά ώρα. Ο Γεώργιος παραμέρισε εύκολα τον πεσμένο κορμό και βγήκαν από τη σπηλιά. Τα πάντα ήταν γεμάτα νερά και λάσπες, και το πυκνό τοπίο έμοιαζε να στάζει από παντού, αλλά συγχρόνως έδινε μια σχεδόν αφύσικη, ονειρικά γαλήνια αίσθηση τώρα.
Ο Οφιομαχητής άρχισε να βαδίζει, και οι άλλοι τον ακολούθησαν, μουλιάζοντας τα μποτοφορεμένα πόδια τους – ή την ουρά του, στην περίπτωση του Γερού Φιδιού. Ο Γεώργιος είχε το νου του για σημάδια άγριων ερπετοειδών. Δεν ήταν ίδιοι παντού στην Υπερυδάτια – ούτε καν παντού επάνω σε μία ηπειρόνησο – αλλά ορισμένα πράγματα μπορούσες να τα παρατηρήσεις αν είχες γνωρίσει κάποιους από αυτούς. Επιπλέον, ο Γεώργιος μπορούσε και να τους διαισθανθεί, αν βρίσκονταν κάπου κοντά του και ήταν επικεντρωμένος στο περιβάλλον του, παρατηρητικός. Κι εκείνοι μπορούσαν επίσης να τον διαισθανθούν. Όπως όλα τα ερπετά. Ήδη ένιωθε την παρουσία αρκετών γύρω του, μες στη βλάστηση, και το καταλάβαινε ότι τους είχε τραβήξει την προσοχή. Αναρωτιόταν αν κυκλοφορούσαν και δενδρόφεις εδώ πέρα. Το μέρος αναμφίβολα έμοιαζε αρκετά πυκνό για να υπάρχουν...
Η πορεία τους ήταν απελπιστικά αργή μέσα στη μουλιασμένη βλάστηση κι επάνω στο μουλιασμένο χώμα των Σελκόνιων Δασών, αλλά ο Οφιομαχητής δεν βιαζόταν. Δεν είχε κάποιο συγκεκριμένο προορισμό. Ερευνούσε.
Η Όλγα μούγκριζε, αναστέναζε, και διαμαρτυρόταν κάθε τόσο. Είχε αρχίσει να τον εκνευρίζει καθώς το μεσημέρι πλησίαζε, όμως το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου κρατούσε τη δηλητηριώδη οργή του σε απόσταση.
Ο Νάθλεδιρ είπε, όταν κάθισαν να ξεκουραστούν και ν’ανάψουν φωτιά: «Δε νομίζω ότι μέχρι στιγμής έχουμε συναντήσει κανέναν άνθρωπο, ούτε...» έδειξε με το σαγόνι το Γερό Φίδι, «ερπετοειδή. Μόνο ζώα μάς έχουν παρακολουθήσει.»
Ο Οφιομαχητής κατένευσε.
«Τι θα φάμε;» ρώτησε η Όλγα. «Τις προμήθειες που βρήκαμε στο πλοιάριο;» Ήταν όλες παστά και αποξηραμένα πράγματα. Δεν την ενθουσίαζαν.
Ο Γεώργιος σηκώθηκε κι άρχισε να βαδίζει, κάνοντας νόημα στο Γερό Φίδι να μείνει πίσω.
«Πού πας;» είπε η Όλγα.
«Να φέρω φαγητό. Μείνετε εδώ.» Δεν γύρισε να την κοιτάξει.
Ο Νάθλεδιρ είχε μόλις καταφέρει ν’ανάψει τη φωτιά (και δεν ήταν εύκολο με τόσο βρεγμένα ξύλα). «Θα φέρει,» είπε. «Είναι καλός κυνηγός.»
Η Όλγα αναστέναξε γι’ακόμα μια φορά και κουλουριάστηκε μες στην κάπα της, νιώθοντας χάλια. Φταρνίστηκε δυνατά.
Το Γερό Φίδι έβγαλε ένα μακρόσυρτο σύριγμα σαν νάχε τρομάξει.
«Τι θες τώρα να πεις εσύ;» ρουθούνισε η Όλγα. «Για σένα τα τραβάμε αυτά!»
Δε φάνηκε να την καταλαβαίνει...
Μετά από καμιά ώρα, ενώ ο Γεώργιος δεν είχε ακόμα επιστρέψει και η Όλγα έπινε γουλιές κρασί από ένα μικρό δοχείο, γρυλίσματα ήχησαν από κοντά τους και σκιερές μορφές ξεπρόβαλαν από τη βλάστηση. Ο Νάθλεδιρ είχε ήδη πιάσει τη σότραθ του και ανασηκωθεί, με τα γόνατα λυγισμένα. Τα μάτια της Όλγας γούρλωσαν καθώς έβλεπε τα τετράποδα θηρία να πλησιάζουν. Θύμιζαν σκυλιά μα ήταν πιο μακριά από τα περισσότερα σκυλιά που είχε αντικρίσει, και είχαν τρίχωμα που έμοιαζε με αγκάθια, ειδικά στη ράχη. Επίσης, ήταν ψηλά: πεσμένα στα τέσσερα, χωρίς να ανασηκωθούν, της έφταναν ώς το στήθος, ήταν σίγουρη. Και, εντάξει, ήταν λιγάκι κοντή, το ήξερε, μα όχι και τόσο κοντή! Τα θηρία είχαν στενά, γυαλιστερά μάτια που έμοιαζαν κατάμαυρα σαν να μην είχαν κόρες· και τα ρύγχη τους ήταν μακριά και γεμάτα δόντια. Κάτω από το σαγόνι τους κρεμόταν ένα γκρίζο γένι, ενώ το υπόλοιπο τρίχωμά τους ήταν μαύρο σαν το δέρμα του Νάθλεδιρ και του Γεώργιου.
Το Γερό Φίδι έβγαλε ένα αγριεμένο σύριγμα καθώς ορθωνόταν, ξεκουλουριάζοντας την ουρά του, σηκώνοντας στο ένα του χέρι την αλυσίδα που παλιά, όταν υπηρετούσε τον προηγούμενο Αφέντη – τον λάθος Αφέντη, είχε αποφασίσει – ήταν πανοπλία του αλλά μετά ο συγγενής-κι-Αφέντης του του την είχε βγάλει και την είχε κάνει όπλο. Το Φίδι τη στροβίλισε τώρα απειλητικά πάνω απ’το κεφάλι του.
Η Όλγα προσπάθησε να ξετυλιχτεί γρήγορα μέσα από την κάπα της και να πιάσει το ενεργειακό πιστόλι από τον σάκο της – αυτό που της είχε δώσει ο Γρηγόριος.
Τα θηρία δεν την περίμεναν, και ήταν πολλά – ολόκληρη αγέλη. Με γρυλίσματα όρμησαν καταπάνω τους. Το πρώτο που ήρθε κοντά δέχτηκε την αλυσίδα του Γερού Φιδιού κατακέφαλα, με μεγάλη δύναμη, και τινάχτηκε πίσω, κουτρουβαλώντας, αιμόφυρτο. Ο ερπετοειδής ήταν παλαιστής στη Νερκάλη, και σωματώδης.
Ο Νάθλεδιρ κάρφωσε τη μια λεπίδα της σότραθ του στο μάτι του πλάσματος που χιμούσε προς τη μεριά του, και το κλότσησε για να ξεκαρφώσει το όπλο και να οδηγήσει συγχρόνως, με την ίδια κίνηση, τη δεύτερη λεπίδα του κοντού δόρατος στον ώμο ενός άλλου θηρίου, τραυματίζοντάς το.
Η Όλγα κόλλησε την πλάτη της στον κορμό ενός δέντρου, με το πιστόλι της στα χέρια τώρα, τρέμοντας. Το ύψωσε, σημαδεύοντας, ρίχνοντας σ’ένα από τα άγρια ζώα που, περνώντας ανάμεσα από το Φίδι και τον Νάθλεδιρ, ερχόταν για εκείνη. Η φωτεινή ριπή το χτύπησε κατακέφαλα, τραντάζοντάς το και ρίχνοντάς το κάτω, ακίνητο.
Ο Νάθλεδιρ λόγχιζε ξανά με τη σότραθ του, αποδώ κι αποκεί, χρησιμοποιώντας επιδέξια τις δύο αντικριστές λεπίδες του όπλου, ενώ το Γερό Φίδι στροβίλιζε την αλυσίδα του, κοπανώντας μια το ένα θηρίο μια το άλλο, και είχε τώρα πιάσει κι ένα χοντρό ξύλο από κάτω με το αριστερό του χέρι. Το ύψωσε και το κατέβασε πάνω στη ράχη ενός από τα ζώα που είχε μόλις μπήξει τα δόντια του στην ουρά του Γερού Φιδιού.
Η Όλγα εξαπέλυσε ακόμα μια ενεργειακή ριπή και χτύπησε ένα θηρίο ξώφαλτσα στον ώμο, τραντάζοντάς το αλλά χωρίς να το σωριάσει. Και ξαφνικά – δίπλα της ήταν ένα άλλο από τα θηρία! Η Όλγα ούρλιαξε και γλίστρησε, μπλέκοντας τα πόδια της. Έπεσε ανάσκελα. Πού είχε πάει το πιστόλι της; Πού είχε πάει; Το ζώο βρέθηκε τώρα από πάνω της. Τα πέλματά του την πατούσαν, τα νύχια του πίεζαν το δέρμα της κάτω από τα ρούχα της. Η Όλγα προσπάθησε να το κλοτσήσει στα μαλακά, αλλά δεν ήταν σίγουρη ότι κατάφερε τίποτα, και φώναζε: βοήθεια! βοήθεια! βοήθεια! με τρώει! βοήθεια! ΜΕ ΤΡΩΕΙ!
Τα δόντια του θηρίου δεν βρίσκονταν μακριά απ’το πρόσωπό της, και η Όλγα είχε κλείσει τα μάτια της, τρομαγμένη, όταν μια αλυσίδα τυλίχτηκε γύρω απ’τον λαιμό του ζώου και το κεφάλι του τραβήχτηκε πίσω, απότομα, βίαια. Η αλυσίδα ήταν του Γερού Φιδιού, το οποίο την κρατούσε και με τα δύο χέρια, και την έστριψε, δυνατά. Το θηρίο σπαρταρούσε, ανήμπορο να αντισταθεί έτσι όπως ήταν γραπωμένο από πίσω.
Η Όλγα αισθάνθηκε ότι κάτι είχε αλλάξει από πάνω της και άνοιξε τα μάτια, βλέποντας τι συνέβαινε.
Το Γερό Φίδι έπνιξε το θηρίο στρίβοντας την αλυσίδα, το σκότωσε. Δεν τη συμπαθούσε τη λευκόδερμη γυναίκα, γιατί νόμιζε πως κι εκείνη δεν το συμπαθούσε, πως το έβλεπε με... πολεμική ετοιμότητα, σίγουρα· αλλά η γυναίκα ήταν μαζί τους, και ο συγγενής-κι-Αφέντης του την ήθελε μαζί τους· οπότε, το Φίδι δεν θα την άφηνε να φαγωθεί από τα ζώα αν μπορούσε να το αποτρέψει. Αρπάζοντας τώρα το πτώμα του πνιγμένου θηρίου το πέταξε πάνω σ’ένα άλλο, ζωντανό θηρίο–
–το οποίο ο Νάθλεδιρ τινάχτηκε ξαφνικά και κάρφωσε στο πλάι του λαιμού με τη σότραθ του, όσο ήταν ακόμα ζαλισμένο, τερματίζοντας και τη δική του ζωή. Μα τη δύναμη της Θορμάνκου! σκέφτηκε ο Μοργκιανός. Αυτός ο ερπετοειδής μοιάζει σχεδόν το ίδιο δυνατός με τον Γεώργιο! Έτσι όπως είχε εκτοξεύσει το πνιγμένο θηρίο, του είχε θυμίσει τον Οφιομαχητή.
Και, σαν να τον είχε επικαλεστεί με τις σκέψεις του, ο Οφιομαχητής παρουσιάστηκε τότε μέσα από τη βλάστηση με το Φιλί της Έχιδνας στο χέρι.
Είχε ακούσει τις φωνές, τα γρυλίσματα, τα μουγκρητά, και τα χτυπήματα καθώς επέστρεφε προς τους συντρόφους του, και είχε θορυβηθεί. Είχε αρχίσει αμέσως να τρέχει...
...και τώρα έφτασε. Αλλά είδε ότι ήταν αργά. Δεν του φαινόταν να πολυχρειάζονται τη βοήθειά του. Στο έδαφος ήταν απλωμένα πτώματα τετράποδων θηρίων, κι αυτά που είχαν απομείνει όρθια έμοιαζαν να έχουν χάσει την όρεξή τους για μάχη. Μάλλον είχαν αποφασίσει ότι ο Νάθλεδιρ, το Γερό Φίδι, και η Όλγα δεν ήταν εύκολη λεία.
Το Φιλί της Έχιδνας λιάνισε ένα από τα άγρια ζώα καθώς τρέπονταν σε φυγή, τρέποντάς τα σε ακόμα πιο γρήγορη φυγή. Η παρουσία του Οφιομαχητή έδειχνε να τα έχει τρομοκρατήσει, σαν να ένιωθαν την τρομερή οργή που κρατούσε οριακά συγκρατημένη, έτοιμη να ξαμοληθεί σαν τη θύελλα που είχε πριν από μερικές ώρες κοπάσει.
«Μάλλον,» είπε ο Γεώργιος, πλησιάζοντας τους συντρόφους του καθώς θηκάρωνε το Φιλί της Έχιδνας, «δεν πήγα μόνο εγώ για κυνήγι...»
«Παραλίγο να μας φάνε ζωντανούς!» φώναξε η Όλγα, που είχε τώρα τιναχτεί όρθια.
Το Γερό Φίδι έβγαλε ένα νικητήριο σύριγμα, στροβιλίζοντας την αλυσίδα του πάνω απ’το κεφάλι. Ήταν σίγουρο πως ο συγγενής-κι-Αφέντης του ήταν περήφανος γι’αυτό.
«Δε μπορεί τα πράγματα να ήταν τόσο άσχημα,» είπε ο Γεώργιος. «Μου φαίνεται ότι τα είχατε τρομάξει τα ζωντανά.» Έπιασε ένα πτώμα από κάτω, με το ένα χέρι, υψώνοντάς το. «Τι ζώο είναι αυτό, Όλγα;» Του θύμιζε λύκο, τσακάλι, αλλά δεν είχε δει κανένα όμοιό του.
«Δεν ξέρω,» αποκρίθηκε η Όλγα. «Πού να ξέρω; Σου λέω – παραλίγο να μας φάνε!»
Αργότερα στη ζωή του, ο Οφιομαχητής θα μάθαινε ότι αυτά τα θηρία ονομάζονταν Γκριζογένηδες, από το γκρίζο γένι κάτω από το σαγόνι τους, και απαντιόνταν στα Σελκόνια Δάση, στα νότια Υσκάρια Όρη, και γενικά στις νότιες περιοχές της Μικρυδάτιας. Αλλά ελάχιστους μπορούσες να βρεις στους Ανεμότοπους, κι αυτούς κυρίως στις όχθες του ποταμού Σελκόνη – σύνορα Ανεμότοπων και Συμπολιτείας των Ποταμών.
«Θα μπορούσαμε να τα φάμε εμείς, ίσως,» αποκρίθηκε ο Οφιομαχητής. «Πιθανώς να είναι βρώσιμα, αν τα ψήσεις καλά.»
«Δεν έπιασες τίποτα;» τον ρώτησε ο Νάθλεδιρ.
«Φυσικά και έπιασα.» Ο Γεώργιος τράβηξε απ’τον σάκο του τρεις σκοτωμένους ροκανιστές και τους έριξε στο έδαφος, πλάι στη φωτιά.
Η Όλγα μόρφασε. «Θα φάμε ποντίκια;»
«Όχι ‘ποντίκια’,» διόρθωσε ο Γεώργιος. «Ροκανιστές. Ο φόβος κι ο τρόμος των ναυτικών άμα εισβάλουν σε πλοίο. Δεν είναι άσχημοι όταν τους ψήσεις.»
Απομάκρυναν τα κουφάρια των Γκριζογένηδων – ο Οφιομαχητής τα εκτόξευσε, το ένα μετά το άλλο, μες στην πυκνή βλάστηση, για να τα καταβροχθίσουν άλλα ζώα – και βάλθηκαν να καθαρίσουν και να ψήσουν τους ροκανιστές. Όταν τους έφαγαν, ακόμα κι η Όλγα παραδέχτηκε ότι, πράγματι, δεν ήταν και τόσο άσχημοι. Κυρίως επειδή λιμοκτονούσε.
Τον έναν από τους Γκριζογένηδες το Γερό Φίδι είχε επιμείνει να τον κρατήσει, και τώρα πήρε ένα μαχαίρι κι άρχισε να του σκίζει το δέρμα από το κεφάλι, αφού πρώτα τον είχε αποκεφαλίσει χτυπώντας τον με μια πέτρα.
Η Όλγα έβλεπε τον ερπετοειδή με μάτια γουρλωμένα. «Τι κάνει, γαμώτο;» είπε στον Γεώργιο. «Είναι άγριος, βλέπεις; Είναι... είναι άγριος, γαμώτο!»
«Άσ’ τον να κάνει ό,τι θέλει,» αποκρίθηκε εκείνος, καθώς ξεκουράζονταν γύρω απ’τη φωτιά τους καπνίζοντας τσιγάρα.
Μετά από κάποια ώρα, το Γερό Φίδι είχε καθαρίσει τελείως το κρανίο του Γκριζογένη, και το κράτησε μαζί του, ενώ πέταξε το υπόλοιπο πτώμα παραδίπλα.
«Τρόπαιο,» παρατήρησε ο Νάθλεδιρ. Και ρώτησε: «Το έκανε αυτό και στις αρένες της Νερκάλης;»
«Δε νομίζω,» είπε ο Οφιομαχητής. «Πρέπει να είναι κάποιο ένστικτο.»
«Τι θα γίνει άμα τα ένστικτά του τον οδηγήσουν να μας φάει καμιά βραδιά;» μόρφασε η Όλγα.
«Δεν πρόκειται να συμβεί αυτό ενώ εγώ είμαι μαζί σας,» τη διαβεβαίωσε ο Γεώργιος.
Κι αν πάθεις κάτι; συλλογίστηκε η Όλγα. Αν... σκοτωθείς; Αλλά καλύτερα να μην σκεφτόταν τι θα γινόταν αν σκοτωνόταν ο Οφιομαχητής... αν έμεναν μόνοι εδώ πέρα, στα Σελκόνια Δάση... Ένα ρίγος τη διέτρεξε. Μήπως είχε τελικά κάνει μαλακία που είχε έρθει μαζί τους; αναρωτήθηκε – για πρώτη φορά, νόμιζε, από τότε που ο Γεώργιος την είχε γλιτώσει από τα χέρια του Θρασύβουλου στην Ακαρκία.
Το απόγευμα συνέχισαν να ταξιδεύουν, ενώ είχε σκοτεινιάσει και ο δασότοπος έμοιαζε ακόμα πιο απειλητικός. Διάφοροι ήχοι αντηχούσαν από τα βάθη του, και το φεγγαρόφωτο μετά βίας περνούσε ανάμεσα από τις φυλλωσιές. Χρησιμοποιούσαν φακούς για να βλέπουν. Η υγρασία είχε χειροτερέψει: διαπερνούσε ώς το κόκαλο. Η Όλγα θα διαμαρτυρόταν ξανά, αλλά αισθανόταν τόσο χάλια που δεν είχε διάθεση ούτε να μιλήσει. Ο Νάθλεδιρ είχε το νου του για κυνηγούς των δασών – ανθρώπους, φιδανθρώπους, ή θηρία. Ο Οφιομαχητής κρατούσε την οργή του μακριά και τις αισθήσεις του τσιτωμένες, προσπαθώντας να καταλάβει αν μήπως κανένας ερπετοειδείς τούς παρακολουθούσε χωρίς να τον βλέπουν. Αλλά μόνο την παρουσία άλλων ερπετών διαισθανόταν – και ήταν σίγουρος πως δεν ήταν ερπετοειδείς. Σε κάποια στιγμή είδε κι έναν δενδρόφι, τυλιγμένο πάνω στον κορμό ενός δέντρου, αόρατο ακόμα και στο φως του φακού, μοιάζοντας ένα με το ξύλο. Αλλά ο Οφιομαχητής ήξερε τι πραγματικά ήταν· και ο δενδρόφις ήξερε πως εκείνος το ήξερε, μα δεν κινήθηκε στο ελάχιστο.
Τη νύχτα την πέρασαν σε μια σπηλιά μεγαλύτερη από αυτήν όπου είχαν κρυφτεί για να προστατευτούν από την πρωινή καταιγίδα. Μέσα της ήταν κουλουριασμένοι τρεις ατέρμονοι σπειρόμορφοι – φίδια μεγάλα όχι επειδή ήταν πλατιά αλλά επειδή ήταν πολύ, πολύ μακριά: έκαναν σπείρες και σπείρες και σπείρες με τα σώματά τους. Υποδέχτηκαν τον Οφιομαχητή σαν οικοδεσπότες στο φυσικό τους ανάκτορο, συρίζοντας και σαλεύοντας τις ουρές τους. Η Ευθαλία τούς χαιρέτησε βγάζοντας το κεφάλι της από το μανίκι του Γεώργιου και συρίζοντας κι εκείνη, παιχνιδίζοντας τη γλώσσα της στον αέρα.
Η Όλγα πρότεινε να φύγουν. «Μπορεί να μας τσιμπήσουν όσο κοιμόμαστε!»
«Εγώ δεν κοιμάμαι,» της θύμισε ο Οφιομαχητής. «Επιπλέον, οι ατέρμονοι σπειρόμορφοι δεν είναι δηλητηριώδεις. Αντιμετωπίζουν τους εχθρούς τους μπλέκοντάς τους μες στις σπείρες τους, πνίγοντάς τους έτσι αν χρειαστεί. Αλλά εμάς δεν θα μας πειράξουν. Καθίστε.»
Η Όλγα, ωστόσο, κοίταζε τα φίδια με επιφύλαξη, εκεί όπου ήταν κουλουριασμένα στο βάθος της σπηλιάς.
Το Γερό Φίδι πλησίασε τους ατέρμονους σπειρόμορφους, κι αυτοί φάνηκε να το συμπαθούν.
Ο Νάθλεδιρ άναψε φωτιά, για να διώξει το κρύο της νύχτας.
Ο Οφιομαχητής φυλούσε σκοπιά ώς τα ξημερώματα, κοιτάζοντας τα σκοτάδια, αφουγκραζόμενος τα δάση, απλώνοντας τις αισθήσεις του μήπως νιώσει την παρουσία ερπετοειδών.
Τις επόμενες δύο ημέρες τις πέρασαν οδοιπορώντας μες στα Σελκόνια Δάση. Καταιγίδες δεν συνάντησαν αλλά η πορεία τους δεν ήταν εύκολη γιατί το έδαφος ήταν ήδη μουλιασμένο σε πολλά σημεία και, φυσικά, γεμάτο χόρτα, ρίζες, και πέτρες. Η Όλγα παραπατούσε κάθε τόσο, και τη βοηθούσαν για να συνεχίζει. Της έφτιαξαν κι ένα ραβδί για να στηρίζεται. Της χρειαζόταν, όφειλε να παραδεχτεί. «Το έχετε βάλει σκοπό να γίνουμε κουτσοί!» μούγκρισε. Τα πόδια της την πονούσαν. Δεν είχε ξανακάνει τέτοιο ταξίδι στη ζωή της, και σκεφτόταν ότι δεν είχε καμιά σχέση με τις ταξιδιωτικές περιπέτειες που διάβαζες σε μυθιστορήματα ή έβλεπες σε οθόνες. Εκεί κανείς δεν είχε πρόβλημα στο να περπατά, γαμώτο! σκεφτόταν η Όλγα.
Κατά το μεσημέρι της πρώτης ημέρας δέχτηκαν επίθεση από αγρίους. Έξι ήταν. Άνθρωποι, όχι ερπετοειδείς. Με τόξα, δόρατα, και τσεκούρια. Ντυμένοι με τομάρια ζώων και ξύλινες πανοπλίες. Ο Νάθλεδιρ τούς αντιλήφτηκε πρώτος, λίγο προτού εξαπολύσουν βέλη. «Ενέδρα!» φώναξε. «Πέστε κάτω!» και παρέσυρε την Όλγα στο έδαφος, καθώς εκείνη ούρλιαζε ξαφνιασμένη. Ο Οφιομαχητής γονατίζοντας τράβηξε το Γερό Φίδι μαζί του. Βέλη πέρασαν από πάνω τους, σφυρίζοντας· καρφώθηκαν στους κορμούς δέντρων, έπεσαν στη γη.
Ο Γεώργιος έκανε να πιάσει το ηχοβόλο μέσα από την κάπα του, μα δεν είχε χρόνο· οι άγριοι δεν περίμεναν: Τώρα που τα θηράματά τους είχαν καλυφτεί πίσω από τη βλάστηση, τους χίμησαν με αγχέμαχα όπλα και ξύλινες ασπίδες, αλαλάζοντας. Τα πρόσωπά τους ήταν κρυμμένα πίσω από ξύλινες μάσκες.
Το Φιλί της Έχιδνας βγήκε απ’το θηκάρι και τους λιάνισε. Ο Οφιομαχητής θα τους σκότωνε όλους ακόμα και χωρίς τη βοήθεια του Νάθλεδιρ και του Γερού Φιδιού. Κανείς απ’τους συντρόφους του δεν τραυματίστηκε· ούτε εκείνος, φυσικά. Η Όλγα έμεινε γονατισμένη πλάι σ’έναν χοντρό κορμό κατά τη διάρκεια της σύντομης συμπλοκής, με το ενεργειακό πιστόλι της στο χέρι, έτοιμο. Τελικά δεν χρειάστηκε να το χρησιμοποιήσει· κανένας δεν την πλησίασε.
«Φιδάνθρωποι!» γρύλισε, μετά, καθώς ορθωνόταν. «Τους βρήκες,» είπε στον Γεώργιο. «Φχαριστήθηκες τώρα, γαμώτο; Φχαριστήθηκες;»
Ο Οφιομαχητής την αγριοκοίταξε, δαμάζοντας την οργή του με δυσκολία. Κάρφωσε το Φιλί της Έχιδνας στο δέντρο πλάι της, με μια κραυγή.
Η Όλγα αναπήδησε, ουρλιάζοντας.
«Αυτοί,» της είπε ο Γεώργιος, «δεν είναι ερπετοειδείς.» Και, σκύβοντας, άρπαξε την ξύλινη μάσκα ενός αγρίου και την πέταξε παραδίπλα. Η μάσκα ήταν λαξεμένη σαν μούρη φιδιού· η μούρη που έκρυβε από πίσω της ήταν ανθρώπινη. Ένας άντρας με λευκό-ροζ δέρμα, καστανά μαλλιά, και μούσια.
Πίσω από τις υπόλοιπες μάσκες κρύβονταν παρόμοια πρόσωπα, όπως σύντομα διαπίστωσαν. Όλοι τους λευκόδερμοι· οι τρεις καστανομάλληδες, οι δύο ξανθοί. Άντρες, εκτός από μία που ήταν γυναίκα, ξανθιά, μοιάζοντας το ίδιο άγρια με τους φίλους της. Το Γερό Φίδι την είχε σκοτώσει, τυλίγοντας τα πόδια της με την ουρά του, για να τη ρίξει κάτω, και μετά πνίγοντάς την με την αλυσίδα του.
«Τι είναι, Γεώργιε;» ρώτησε ο Νάθλεδιρ δείχνοντας τους νεκρούς. «Ξέρεις;»
Ο Οφιομαχητής ανασήκωσε τους ώμους. «Βάρβαροι.»
«Ο Γρηγόριος δε νομίζω πως είχε αναφέρει τίποτα για βαρβάρους στα Σελκόνια Δάση,» είπε η Όλγα. «Ούτε στην Οσκάλνη ακούσαμε κάτι.»
«Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κιόλας.»
«Και γιατί φοράνε μάσκες σαν φίδια;»
«Επειδή θα ήθελαν να εξελιχτούν σε κάτι το πιο ευγενές, ίσως,» απάντησε ο Οφιομαχητής, και η Όλγα μόρφασε αμφισβητώντας το.
Το Γερό Φίδι πήρε μια από τις μάσκες, αυτή της γυναίκας – ακόμα ένα τρόπαιο. Την κρέμασε από τη ζώνη του μαζί με το κρανίο του Γκριζογένη.
«Θα συνεχίσει να μαζεύει τέτοια πράγματα;» ρώτησε η Όλγα.
«Να εύχεσαι να μη χρειαστεί να μαζέψει περισσότερα,» της είπε ο Γεώργιος: και μ’αυτό εκείνη δεν μπορούσε να διαφωνήσει.
Ο Οφιομαχητής ξεκάρφωσε το σπαθί του απ’το δέντρο και το θηκάρωσε. «Πάμε.»
«Κι αν έχει κι άλλους παρακάτω;» έθεσε το ερώτημα η Όλγα δείχνοντας τους σκοτωμένους.
«Δε νομίζω ότι τούτα είναι τα μέρη τους,» είπε ο Γεώργιος. «Πρέπει να ήταν κυνηγοί.»
«Ναι,» συμφώνησε ο Νάθλεδιρ· «κι εγώ αυτό νομίζω, Γεώργιε.»
«Ήθελαν να μας φάνε, δηλαδή;» έκανε η Όλγα, καθώς ακολουθούσε τον Οφιομαχητή και τον Μοργκιανό που είχαν ήδη αρχίσει να βαδίζουν. Το Γερό Φίδι ερχόταν ακόμα πιο πίσω, σέρνοντας ευέλικτα την ουρά του μέσα από τη βλάστηση.
«Δεν αποκλείεται,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος. «Μπορεί να ήταν ανθρωποφάγοι.»
Η Όλγα ρίγησε άθελά της, και μετά αναρωτήθηκε γιατί την τρόμαζε η ιδέα των ανθρωποφάγων, μα την Έχιδνα. Χτες τους είχαν επιτεθεί θηρία που επίσης έτρωγαν ανθρώπους. Έχει διαφορά άμα σε φάει άνθρωπος ή κάτι άλλο; Πάλι το ίδιο δεν θα φαγωθείς;
Ώς το βράδυ είχαν φτάσει στις όχθες κάποιου μεγάλου ποταμού, όπου το έδαφος γινόταν ελώδες.
«Ο ποταμός Σελκόνης;» είπε η Όλγα.
Ο Γεώργιος κούνησε το κεφάλι αρνητικά – «Δε νομίζω» – και άνοιξε έναν χάρτη, φωτίζοντάς τον με τον φακό του. «Αυτός πρέπει νάναι ο Δεύτερος Γόνος.»
Ο Νάθλεδιρ κατένευσε. «Μάλλον.» Μπορεί να μην ήταν στο Δάσος των Ψυχών πλέον, αλλά όλα τα δάση είχαν κάποιες ομοιότητες· και, όπως στη Μοργκιάνη, έτσι κι εδώ, στην Υπερυδάτια, υπήρχε βορράς και νότος, ανατολή και δύση: επομένως, ο Νάθλεδιρ μπορούσε να προσανατολιστεί, ασχέτως αν δύο δυνατοί ήλιοι κρέμονταν στον ουρανό αντί για ένας και ασθενικός.
Είχε νυχτώσει για τα καλά πια, οπότε αναζήτησαν καταφύγιο κοντά στις όχθες του Δεύτερου Γόνου, παρότι το έδαφος ήταν ελώδες, και βρήκαν τελικά ένα καλυμμένο (και αρκετά σταθερό) σημείο ανάμεσα σε αρχέγονα, χοντρά δέντρα. Ο Οφιομαχητής φυλούσε σκοπιά πάλι, και λίγο πριν από τα ξημερώματα παρατήρησε κινήσεις κάτω από το ρηχό νερό του βάλτου αντίκρυ του. Οι αισθήσεις του αμέσως ήρθαν σε εγρήγορση, γιατί πιο πριν ξεκουραζόταν και ήταν χαλαρωμένες. Εστίασε την προσοχή του στις αναταραχές των βαλτόνερων. Κάτι ερχόταν προς τη μεριά του, και, ναι, το διαισθανόταν τώρα, ήταν ερπετό.
Ο Ύστατος Εναγκαλισμός τον ζύγωσε πιο γρήγορα – σαν να είχε καταλάβει ότι τον είχε αντιληφτεί – και τινάχτηκε μπροστά του, ορθώνοντας το οφιοειδές σώμα του, ψηλότερος από άνθρωπο. Η αποκάτω μεριά του ήταν γεμάτη δόντια, από το τέλος του κεφαλιού ώς το άκρο της ουράς.
Ο Γεώργιος είχε επίσης πεταχτεί όρθιος, ξεκαρφώνοντας το Φιλί της Έχιδνας από δίπλα του, φωνάζοντας στους συντρόφους του: «Κίνδυνος!»
Δεν ήταν η πρώτη φορά που αντίκριζε Ύστατο Εναγκαλισμό· είχε ξαναντικρίσει στους Βαλτότοπους των Όφεων της Κεντρυδάτιας, αλλά τότε το μεγάλο ερπετό δεν του είχε επιτεθεί.
Αυτός εδώ ο Ύστατος Εναγκαλισμός τού όρμησε για να τον τυλίξει μες στο σώμα του και να τον τρυπήσει με τα πολλά του δόντια. Ο Γεώργιος τον απομάκρυνε διαγράφοντας μια επικίνδυνη τροχιά με το σπαθί του, σκίζοντας βαθιά το πετσί του μεγάλου ερπετού, κάνοντάς το να τιναχτεί πίσω, ξαφνιασμένο, συρίζοντας άγρια.
Ο Νάθλεδιρ, τότε, έβαλε μ’ένα ηχητικό πιστόλι, και ο Ύστατος Εναγκαλισμός σύριξε ακόμα πιο άγρια, έπεσε μες στα βαλτόνερα στην άκρη του στέρεου κομματιού γης όπου ήταν κατασκηνωμένη η ομάδα του Οφιομαχητή, και υποχώρησε ζαλισμένος, αφήνοντας αίματα να επιπλέουν πίσω του.
«Τι ήταν αυτό πράγμα;» έκανε η Όλγα. «Τι δαίμονας της Έχιδνας ήταν αυτό;»
Ο Οφιομαχητής είπε, σκουπίζοντας τη λεπίδα του πάνω στα πλατιά φύλλα ενός ελοχαρούς φυτού: «Ορισμένοι, πράγματι, τους θεωρούν δαίμονες της Έχιδνας... ‘Ύστατος Εναγκαλισμός’ ονομάζεται, και τον έχω ξανασυναντήσει κι αλλού.»
«Δε φαινόταν να σε συμπαθούσε σαν άλλα ερπετά...»
«Είναι πολύ εγωιστές οι Εναγκαλισμοί.» Θηκάρωσε το Φιλί της Έχιδνας.
Η Όλγα και ο Νάθλεδιρ δεν συνέχισαν τον ύπνο τους ύστερα από αυτό. Αλλά το Γερό Φίδι κοιμήθηκε μέχρι που βγήκε ο Πρώτος Ήλιος της Υπερυδάτιας και ο Οφιομαχητής το ξύπνησε.
Ταξίδεψαν κοντά στις όχθες του Δεύτερου Γόνου, προς τα νοτιοανατολικά, για όσο μπορούσαν, και μετά απομακρύνθηκαν από εκεί γιατί το έδαφος είχε γίνει πολύ βαλτώδες και επικίνδυνο. Ο Γεώργιος συνάντησε έναν βούρκο που θα τους είχε ρουφήξει αν είχαν πατήσει επάνω. Θα είχε ρουφήξει τους συντρόφους του, δηλαδή, όχι εκείνον· εκείνον θα τον έσωζαν οι υδατοτρόπες ιδιότητές του.
«Δεν έχουν, πάντως, άδικο οι ντόπιοι της Οσκάλνης που φοβούνται τα Σελκόνια Δάση,» σχολίασε η Όλγα σε κάποια στιγμή. «Δεν υπάρχει τίποτα το ακίνδυνο εδώ πέρα. Και νομίζω πως κάτι μ’έχει μολύνει, γαμώτο!»
«Μολύνει;» είπε ο Γεώργιος. «Τι εννοείς;»
Του έδειξε ένα τσίμπημα επάνω στην ανάστροφη της αριστερής της παλάμης. «Κάποιο έντομο, μάλλον.»
«Μάλλον,» συμφώνησε ο Οφιομαχητής. Το δέρμα της ήταν πρησμένο. «Δε φαίνεται σοβαρό, αλλά... περιμένετε εδώ,» είπε σ’εκείνη και τον Νάθλεδιρ· «πάω να βρω ένα βοτάνι.» Έκανε νόημα στο Γερό Φίδι να μείνει πίσω και, μετά, εξαφανίστηκε μες στη βλάστηση.
«Δε μ’αρέσει όταν φεύγει...» μουρμούρισε η Όλγα. «Την προηγούμενη φορά που είχε φύγει, εκείνα τα ζώα ήρθαν να μας φάνε.»
«Θα τα είχαμε διώξει και μόνοι μας,» προσπάθησε να την καθησυχάσει ο Νάθλεδιρ.
«Ναι, εμένα μού λες! Παραλίγο να μας κατασπαράξουν όλους!»
Ο Νάθλεδιρ σκέφτηκε πως η σιωπή ήταν σύνεση, και δεν της είπε τίποτ’ άλλο.
Περίμεναν παραπάνω από μια ώρα, και η Όλγα είχε αρχίσει να φοβάται ότι κάτι κακό συνέβη στον Γεώργιο, όταν εκείνος επέστρεψε μαζί με φυτά. Ζήτησε από τον Νάθλεδιρ ν’ανάψει φωτιά κι άρχισε να τα λιώνει μέσα σ’ένα γουδί που είχε φτιάξει μόνος του πριν από λίγο από ένα κομμάτι ξύλο, σκάβοντάς το μ’ένα μαχαίρι. Πρόσθεσε νερό στο γουδί και ανακάτεψε τα λιωμένα φυτά. Ύστερα ζέστανε τον πολτό στις φλόγες που είχε ανάψει ο Νάθλεδιρ. Για μερικά λεπτά κρατούσε το γουδί από πάνω τους, προτού πλησιάσει την Όλγα και της πει: «Δος μου το χέρι σου.»
Εκείνη ήταν νευρική. «Είσαι σίγουρος ότι...;»
«Θες να νεκρωθεί και να χρειαστεί να κοπεί;»
«Με δουλεύεις, έτσι;»
«Ναι, αλλά δώσε μου το χέρι σου.»
Του το έδωσε, και ο Οφιομαχητής σκέπασε το τσίμπημα με τον πολτό που είχε φτιάξει.
«Καίει,» παρατήρησε η Όλγα.
«Έτσι πρέπει, στην αρχή, να καίει. Αλλά δεν θα σου κάνει κακό. Θα δεις. Ώς το απόγευμα θα είναι σαν τίποτα να μη σε είχε τσιμπήσει.»
«Τι φάρμακο είναι;»
«Στην Κεντρυδάτια, άνθρωποι με πλήρωναν για τέτοια πράγματα, ξέρεις.»
Οδοιπόρησαν για λίγο ακόμα και, για μεσημέρι, ξεκουράστηκαν σκαρφαλωμένοι σε κάτι ογκόλιθους γεμάτους βλάστηση, παρέα με μερικές σαύρες που η Ευθαλία δεν έμοιαζε να συμπαθεί. Τους έκανε χχχςςςςςςς! κι αυτές οπισθοχωρούσαν, βγάζοντάς της σιωπηλά τις γλώσσες τους, ορθώνοντας τις ουρές τους, ατενίζοντάς την με μεγάλα μαύρα μάτια.
Η Όλγα ρώτησε: «Γιατί νομίζεις ότι εκείνοι οι άγριοι φορούσαν μάσκες σαν φίδια, Γεώργιε;» Την προηγούμενη απάντηση που της είχε δώσει δεν την είχε θεωρήσει σοβαρή. «Μπορεί να έχουν σχέση με ερπετοειδείς;»
«Ίσως να έχουν δει ερπετοειδείς,» αποκρίθηκε εκείνος συλλογισμένα.
«Δε φαίνονταν, πάντως, διστακτικοί να επιτεθούν στο Γερό Φίδι,» είπε ο Νάθλεδιρ.
«Όχι,» παραδέχτηκε ο Γεώργιος, «δε φαίνονταν καθόλου διστακτικοί.»
«Για να φοράνε τέτοιες μάσκες,» είπε η Όλγα, «πρέπει να υπάρχουν ερπετοειδείς κάπου εδώ γύρω· οπότε, θα τους συναντήσουμε κι εμείς, σίγουρα, και θα τους δώσεις το Γερό Φίδι να το φροντίσουν.» Κι επιτέλους θα φύγουμε απ’αυτά τα άθλια δάση! πρόσθεσε νοερά.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ήταν που βρήκαν τους ερπετοειδείς, αλλά δεν ήταν φιλικοί. Ο Νάθλεδιρ δεν τους αντιλήφτηκε όπως είχε αντιληφτεί τους αγρίους με τις ξύλινες μάσκες. Και ο Γεώργιος τούς κατάλαβε μόνο επειδή είχε διαρκώς τσιτωμένες τις αισθήσεις του, αναζητώντας ερπετά.
Οι ερπετοειδείς των Σελκόνιων Δασών ήξεραν να κρύβονται σχεδόν τόσο καλά όσο οι Θηριόφεις στους Τόπους των Παλιών Ερπετών.
«Προσοχή!» είπε αμέσως ο Γεώργιος στους συντρόφους, και στράφηκε προς τη μεριά των κρυμμένων ερπετοειδών, υψώνοντας τα χέρια του πάνω απ’το κεφάλι και ενώνοντας τα δάχτυλά του έτσι που οι παλάμες έμοιαζε να σχηματίζουν μάτι. Στους Βαλτότοπους των Όφεων οι ερπετοειδείς σέβονταν αυτή τη χειρονομία· γιατί όχι και τούτοι εδώ;
Η απάντηση που έλαβε είχε τη μορφή δόρατος που εκτοξεύεται ξαφνικά μέσ’ από τις φυλλωσιές.
Ο Γεώργιος δεν ήταν τελείως απροετοίμαστος για κάτι τέτοιο· περίμενε ότι οι Σελκόνιοι ερπετοειδείς πιθανώς να μην αναγνώριζαν τα ίδια σημάδια που αναγνώριζαν οι ερπετοειδείς των Βαλτότοπων των Όφεων· αλλά δεν περίμενε και ότι θα δεχόταν, έτσι αμέσως, επίθεση. Οι ερπετοειδείς συνήθως τον έβλεπαν ως φίλο, ή δαίμονα, ή ιερό πρόσωπο.
Σ’αυτή την περίπτωση, όμως...
Ο Γεώργιος έκανε στο πλάι για ν’αποφύγει το εκτοξευόμενο δόρυ, αλλά δεν ήταν αρκετά γρήγορος. Η αιχμή τον χτύπησε στα δεξιά πλευρά – ευτυχώς χωρίς να καρφωθεί εκεί. Το όπλο κατέληξε στο έδαφος καθώς ο Οφιομαχητής παραπατούσε, γρυλίζοντας, νιώθοντας την οργή του να φουντώνει.
Ο Νάθλεδιρ ύψωσε το ηχητικό πιστόλι του. Το Γερό Φίδι σύριξε άγρια, τραβώντας την αλυσίδα του. Η Όλγα αναφώνησε.
Ερπετοειδείς ξεπρόβαλαν μέσα από τη βλάστηση. Άποδες, με μακριές ουρές και ανθρωπόμορφα, πρασινόδερμα σώματα από τη μέση κι επάνω, αλλά γεμάτα φολίδες. Φορούσαν ξύλινες πανοπλίες που θύμιζαν αυτές των αγρίων που είχε αντιμετωπίσει χτες η ομάδα του Οφιομαχητή, και κρατούσαν δόρατα, ρόπαλα, τσεκούρια, και τόξα. Δεν φορούσαν μάσκες.
«Δεν είμαστε εχθροί!» φώναξε ο Γεώργιος. «Έχουμε μαζί μας έναν που είναι σαν εσάς!» Έδειξε το Γερό Φίδι. «Δεν είμαστε εχθροί!» επανέλαβε.
Προς στιγμή, οι ερπετοειδείς έμειναν σχετικά ακίνητοι, αντικρίζοντάς τους εχθρικά όμως, έχοντας τα όπλα τους έτοιμα. Διαισθάνονταν την παρουσία του Γεώργιου ως κάτι το... αξιοπερίεργο, μάλλον, υπέθετε ο ίδιος. Καταλάβαιναν ότι δεν είχαν να κάνουν μ’έναν συνηθισμένο άνθρωπο.
«Δεν είμαστε εχθροί,» τους είπε ξανά, δαμάζοντας μετά βίας την οργή του. Το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου σφύριζε δυνατά μέσα του.
«Πάμε να φύγουμε!» μουρμούρισε έντονα η Όλγα, πίσω του. «Να φύγουμε!»
Ο Γεώργιος άνοιξε τις παλάμες του προς τη μεριά των ερπετοειδών. «Είμαι φίλος, και φέρνω μαζί μου–»
Τα άγρια συρίγματά τους τον διέκοψαν. Ήταν σαν να τον προκαλούσαν. Σύριζαν, σύριζαν, σύριζαν, και έσειαν τα όπλα τους καταπάνω του.
Ο Γεώργιος δεν ήξερε πώς να τους αντιμετωπίσει· δεν είχε ξανασυναντήσει κάτι τέτοιο. Συνήθως μπορούσε να συνεννοηθεί με τους ερπετοειδείς – με κάποιο τρόπο. «Έχω μαζί μου έναν που είναι σαν εσάς,» έδειξε πάλι το Γερό Φίδι, «και εγώ είμαι–»
Ένα βέλος εκτοξεύτηκε – όχι προς αυτόν· προς το Γερό Φίδι.
Ο Γεώργιος έσπρωξε αμέσως τον φίλο του, με την τρομερή δύναμή του, ρίχνοντάς τον κάτω, κάνοντας το βλήμα ν’αστοχήσει, να καρφωθεί σ’ένα δέντρο. Και η οργή του τον πλημμύρισε. Άρπαξε ξαφνικά το δόρυ που του είχαν πετάξει πιο πριν – αυτό που τον είχε τραυματίσει, τινάζοντας σκούρο-μπλε αίμα απ’τα πλευρά του – και τους το πέταξε πίσω, κραυγάζοντας. Κάρφωσε έναν στον ώμο. «ΑΚΟΥΣΤΕ ΜΕ!» βρυχήθηκε, εξαγριωμένος.
Αλλά οι διαπραγματεύσεις είχαν τελειώσει. Οι ερπετοειδείς άρχισαν να εκτοξεύουν όπλα εναντίον τους, και ο Γεώργιος κι οι σύντροφοί του καλύφτηκαν πίσω από τη βλάστηση για να μη σκοτωθούν. Η Όλγα ούρλιαξε καθώς ένα βέλος μπήχτηκε στον δεξή μηρό της. Ο Νάθλεδιρ πάτησε τη σκανδάλη του ηχοβόλου του, τυλίγοντας τους ερπετοειδείς μέσα σ’ένα κύμα επώδυνου ήχου, κάνοντάς τους να σαστίσουν, να αποδιοργανωθούν.
Αλλά κι άλλοι ερπετοειδείς φαίνονταν τώρα να έρχονται μέσα απ’τη βλάστηση. Δεν ήταν ομάδα κυνηγών αυτοί όπως οι άγριοι που είχαν συναντήσει χτες. Ετούτες πρέπει να ήταν οι περιοχές των ερπετοειδών, τα μέρη τους, συνειδητοποίησε ο Γεώργιος. Άρπαξε την Όλγα στα χέρια του και είπε: «Τρέξτε!»
Έτρεξαν μες στο δάσος.
Το Γερό Φίδι, επάνω στην ευέλικτη, δυνατή ουρά του, δεν είχε πρόβλημα ν’ακολουθεί τον Νάθλεδιρ και τον Γεώργιο. Και ο Μοργκιανός, στρεφόμενος προς τα πίσω για μια στιγμή, εξαπέλυσε και την τελευταία ηχητική ριπή του πιστολιού του, τραντάζοντας φυλλωσιές και άγριους ερπετοειδείς.
Επιστρέφουμε στο σπίτι της Διονυσίας. Ο Δημήτριος μάς πηγαίνει, μες στο όχημά του – πρώτα εμένα, τον Αρσένιο, τη Διονυσία, και την Ερασμία· και μετά θα φέρει τη Λουκία, τον Νικόλαο, και τον Λεωνίδα.
Καθώς ο τζογαδόρος οδηγούσε, κάλεσα τηλεπικοινωνιακά τον Νηρέα για να τον ρωτήσω αν είναι καλά, να του πω τι έγινε, και να του εξηγήσω πως μπορεί οι σύντροφοί του ν’αργήσουν λίγο να έρθουν στο ξενοδοχείο γιατί επέμεναν να μας συνοδέψουν στο σπίτι της Διονυσίας. Εκείνος μού αποκρίθηκε ότι δεν τον πειράζει καθόλου. «Έχω βρει την ησυχία μου, Οφιομαχητή,» είπε μ’ένα κοφτό γέλιο, το οποίο υποπτεύομαι πως δεν είχε σχέση με το ότι «βρήκε την ησυχία του» αλλά με το ότι πήραμε τον Αρσένιο από τα χέρια των βατράχων. Τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου θέλουν να του μιλήσουν· έχουν διαταγές από τη Βασίλισσά τους να τον πάνε στην Ιχθυδάτια. Αλλά όχι χωρίς τη θέλησή του. Τουλάχιστον, έτσι λένε. Κι αν προσπαθήσουν να τον πάρουν με το ζόρι θα έχουν να κάνουν μαζί μου!
Είμαστε τώρα στο σπίτι της Διονυσίας, εγώ, εκείνη, ο αδελφός της, και η Ερασμία· και ο Αρσένιος μού λέει: «Εσένα ήθελαν, Οφιομαχητή, έτσι δεν είναι; Προσπαθούσαν να σε παγιδέψουν· γι’αυτό δεν με είχαν απαγάγει;»
«Ναι,» αποκρίνομαι, «και με συγχωρείς που σ’έβαλα σε τέτοιους μπελάδες. Δεν ήταν ποτέ η πρόθεσή μου. Ούτε τώρα ούτε πριν.»
Ο Αρσένιος γελά με το ξερό γέλιο του. «Το κάνεις θέμα, Οφιομαχητή; Όλα είναι μια βόλτα...»
Η Διονυσία, στεκόμενη πλάι του ενώ εκείνος είναι καθισμένος σε μια καρέκλα, μουρμουρίζει τα λόγια για κάποιο ξόρκι έχοντας την προσοχή της πλήρως εστιασμένη επάνω του.
«Τι κάνεις εκεί, αδελφή μου; Άλλες καταστροφικές μαγείες δεν αντέχω,» γελά ξερά ο Αρσένιος, ακούγοντάς την – γιατί, προφανώς, δεν μπορεί να τη δει.
Εκείνη δεν του δίνει σημασία καθώς ολοκληρώνει το ξόρκι της και τα μάτια της μοιάζει να τον διαπερνούν με υπερφυσικό τρόπο, σαν να μπορεί με το βλέμμα της να δει το εσωτερικό του σώματός του. Δεν αμφιβάλλω ότι το ξόρκι έχει να κάνει με την κατάσταση της υγείας του.
«Πώς σε απήγαγαν;» τον ρωτάω. «Εισέβαλαν στο σπίτι;» – αν και το ξέρω πως έγινε έτσι.
«Ναι,» αποκρίνεται ο Αρσένιος· «τίποτα το πολύ συναρπαστικό. Μπήκαν και μου όρμησαν. Προσπάθησα να τους αντιμετωπίσω» – γελά – «νομίζω ότι τους ταλαιπώρησα κάμποσο, αλλά στο τέλος....» Ανασηκώνει τους ώμους. «Ούτε η Ευθαλία δεν μπόρεσε να με σώσει... Πού είναι τώρα, Οφιομαχητή; Μαζί σου;»
«Ναι»: και την αισθάνομαι να σέρνεται ανήσυχα γύρω από τον πήχη μου· βλέπω το κεφάλι της να βγαίνει απ’την άκρη του μανικιού μου για ν’αντικρίσει τον Αρσένιο. Την πηγαίνω προς αυτόν, και η οχιά πρόθυμα, δίχως καθυστέρηση, γλιστρά επάνω στους ώμους του.
Εκείνος γελά ξερά. «Αισθάνομαι ένα γνώριμο χάδι, Οφιομαχητή... Κάποια χαίρεται που με βλέπει;»
«Πολύ,» τον διαβεβαιώνω, και δεν νομίζω πως λέω ψέματα. Η Ευθαλία ακόμα θέλει νάναι μαζί του. Ακόμα τον ξεχωρίζει. Και τον προτιμά από εμένα. Θα έπρεπε να νιώθω παραμελημένος; Προσβεβλημένος; Δε νιώθω έτσι.
«Η Μεγάλη Κυρά σ’έχει ξεχωρίσει, Αρσένιε,» λέει η Ερασμία, σαν να διαβάζει τις σκέψεις μου σχεδόν.
Ο Αρσένιος στρέφει το τυφλό του βλέμμα προς τη μεριά της. «Ποια μιλά; Ποια είσαι συ;»
«Μια φίλη μου,» του λέω. «Ήρθε μαζί μου από την Ιχθυδάτια.»
«Τι έγινε μ’εσένα, Οφιομαχητή; Πώς τους ξέφυγες; Πάω στοίχημα ότι η ιστορία σου θα είναι πιο ενδιαφέρουσα από τη δική μου... και όχι μόνο επειδή» – γελά – «θα είναι πιο φωτεινή και έγχρωμη.»
«Συνέβησαν πολλά, πράγματι,» παραδέχομαι, και κάθομαι σε μια από τις καρέκλες του τραπεζιού, αντίκρυ στον Αρσένιο και την Ευθαλία.
Η Διονυσία τού φέρνει ένα ποτήρι. «Σίγουρα θα διψάς. Πιες κάτι. Θες και τίποτα για φαγητό;»
«Τι είν’ αυτό;» Ο Αρσένιος πιάνει το ποτό, το μυρίζει. «Αίμα της Έχιδνας;»
«Ναι.»
Πίνει λαίμαργα.
«Θες τίποτα να φας;»
«Ξηρούς καρπούς έχεις;»
«Έχω.»
«Θα μου πεις την ιστορία σου, Οφιομαχητή;»
Αρχίζω να του τη λέω ενώ η Διονυσία τού φέρνει έναν δίσκο χωρισμένο σε τμήματα, γεμάτα με διαφόρων ειδών ξηρούς καρπούς.
Καθώς διηγούμαι γι’ακόμα μια φορά τα ίδια γεγονότα (αποκρύπτοντας πάλι, φυσικά, τη θέση του άντρου των Τέκνων και την ταυτότητα της Βασίλισσάς τους), έρχονται και οι υπόλοιποι στο σπίτι της Διονυσίας: ο Δημήτριος, η Λουκία (με τον Ακατάλυτο), ο Νικόλαος, και ο Λεωνίδας.
«Έκανες ενδιαφέροντες φίλους, Οφιομαχητή...» σχολιάζει ο Αρσένιος ακούγοντας για τις συναναστροφές μου με τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου.
Και όταν τελειώνω την αφήγησή μου τα Τέκνα δεν χάνουν καιρό· η Ερασμία λέει: «Πρέπει να σου μιλήσουμε, Αρσένιε. Η Μεγάλη Οφιοκυρά μάς το ζήτησε.»
«Δεν είναι ώρα για τέτοια!» πετάγεται η Διονυσία. «Ο αδελφός μου μόλις επέστρεψε. Μόλις τον πήραμε από τα χέρια αυτών των κακούργ–!»
«Εσύ πρέπει να είσαι η Ερασμία, ε;» τη διακόπτει ο Αρσένιος κοιτάζοντας προς τη λάθος κατεύθυνση αυτή τη φορά, ενώ η Ευθαλία, απλωμένη στους ώμους του, κοιτάζει προς τη σωστή κατεύθυνση.
«Ναι,» αποκρίνεται η Ερασμία, «και γνωρίζω από παλιά τη Βασίλισσά μας, που είναι η ενσάρκωση της Έχιδνας επάνω στην Ιχθυδάτια.»
«Τι ανοησίες είν’ αυτές;...» μουρμουρίζει, οργισμένα, η Διονυσία.
«Ενσάρκωση της Έχιδνας επάνω στην Ιχθυδάτια;» γελά ο Αρσένιος. «Τέτοιοι χαρακτηρισμοί είναι που με εντυπωσιάζουν, ξέρεις»· το γέλιο του συνεχίζεται, ακόμα πιο ξερό. Το χέρι του σαλεύει τους ξηρούς καρπούς μες στον δίσκο, και πιάνει έναν.
«Η Βασίλισσά μας πιστεύει ότι κι εσύ είσαι ξεχωριστό πρόσωπο, Αρσένιε,» λέει η Ερασμία.
«Από πού έμαθε για εμένα;»
«Από τον Οφιομαχητή, φυσικά. Μίλησαν οι δυο τους, όπως κι ο ίδιος σού είπε.»
Η Διονυσία μού ρίχνει ένα βλέμμα που μοιάζει να λέει ότι δεν θα έπρεπε ποτέ να είχα πει στη Φαρμακερή Βασίλισσα για τον αδελφό της. Ίσως και νάχει δίκιο, αλλά τότε δεν το σκέφτηκα έτσι...
«Η Βασίλισσά μας δε νομίζει ότι ήταν τυχαίο που σε δάγκωσε η κερασφόρος οχιά–» συνεχίζει η Ερασμία.
«Ήταν, αναμφίβολα, η μεγαλύτερη γκαντεμιά της ζωής μου,» λέει ο Αρσένιος.
«Ευλογία,» διορθώνει η Ερασμία, «της Έχιδνας. Όπως και τα οράματα που σου στέλνει.»
«Νομίζω πως από κάποιον ιερέα έχω ακούσει παρόμοιες σαχλαμάρες,» λέει ο Αρσένιος. «Αλλά αισθάνομαι καταραμένος, όχι ευλογημένος.» Βάζει στο στόμα του δύο ξηρούς καρπούς, μασώντας.
Τον καταλαβαίνω. Κι εγώ έχω την εντύπωση πως το έχω σκεφτεί, ή εκφράσει, αυτό πολλές φορές: Αισθάνομαι καταραμένος, όχι ευλογημένος... Ο Άνθιμος, ο Πρωθιερέας του Ναού της Έχιδνας στις Ακτές των Βράχων, είχε πει ότι η περίπτωσή μου δεν διαφέρει και τόσο από του Αρσένιου... Υπερβολή, ή όχι;
Η Ερασμία δεν πτοείται από τα λόγια του αδελφού της Διονυσίας. «Η Μεγάλη Κυρά σ’έχει αγγίξει – μην το αμφισβητείς. Η Βασίλισσά μας το λέει, και ο Αλέξανδρος ο Γηραιός το επιβεβαιώνει – κι ο Αγησίλαος επίσης.»
«Ποιες είναι αυτές οι... εξέχουσες προσωπικότητες;» ρωτά ο Αρσένιος πίνοντας μια γουλιά Αίμα της Έχιδνας.
«Ο Αλέξανδρος ο Γηραιός είναι ένας ιερέας, πολύ σοφός–»
«Τι ηλικίας;»
«Όχι τόσο μεγάλος όσο θα νόμιζες,» τον διαβεβαιώνω, ενώ η Ερασμία συνεχίζει:
«–και ο Αγησίλαος είναι ένας ιερός οφιόμορφος. Οι δυο τους ξέρουν πολλά, και οι τελετές τους έχουν μεγάλη δύναμη. Και θα ήθελαν να σε δουν προσωπικά. Η Βασίλισσά μας μας πρόσταξε να σε συνοδέψουμε στην Ιχθυδάτια για να σε γνωρίσουν, και αυτοί και εκείνη–»
«Αρκετά!» Η Διονυσία χάνει την υπομονή της. «Δε θ’ακούσω άλλες τέτοιες ανοησίες μες στο σπίτι μου! Βγείτε έξω!» Δείχνει προς το χολ, προς την εξώπορτα.
«Όχι προτού τελειώσουμε τη δουλειά μας εδώ,» αποκρίνεται η Ερασμία, αγριοκοιτάζοντάς την με φανατικό βλέμμα.
«Δε λέει τίποτα το κακό στον αδελφό σου,» διαβεβαιώνει ο Λεωνίδας.
Η Διονυσία τραβά το ενεργειακό πιστόλι της–
Η Ερασμία ξεθηκαρώνει αμέσως ένα ξιφίδιο– Της αρπάζω τον καρπό, μπαίνοντας ανάμεσά τους. «Όχι σαχλαμάρες,» λέω, συγκρατώντας μετά δυσκολίας την οργή μου. «Είμαστε όλοι φίλοι εδώ.»
«Είμαστε;» κάνει η Διονυσία. «Δεν τους θέλω αυτούς τους τρελούς μες στο σπίτι μου, Γεώργιε!»
«Θα φύγουν τότε,» της υπόσχομαι, σταθερά· και την καταλαβαίνω. Δεν είναι αδικαιολόγητη η αντίδρασή της.
«Δεν είχες πρόβλημα να συνεργαστείς μαζί μας όταν τα βατράχια κρατούσαν τον αδελφό σου!» της λέει η Ερασμία, αντικρίζοντάς την σαν να θέλει να τη δείρει.
«Θα έπρεπε, λοιπόν, να συμφωνήσω να τον απαγάγετε εσείς τώρα;» Δεν έχει ακόμα κρύψει το πιστόλι της.
«Δε θέλουμε να τον απαγάγουμε,» της λέει ο Νικόλαος. «Η Μεγάλη Οφιοκυρά μάς είπε απλώς να του μιλήσουμε. Να του ζητήσουμε να έρθει μαζί μας αν εκείνος το θέλει – όχι παρά τη θέλησή του.»
«Να φύγετε από εδώ,» επιμένει η Διονυσία. «Δεν έχουμε τίποτ’ άλλο να συζητήσουμε!»
«Γιατί, αδελφή μου;» λέει ο Αρσένιος. «Γιατί;» Και το βλέμμα που του ρίχνει τότε η Διονυσία μού μοιάζει με το βλέμμα της Ερασμίας.
Η Ερασμία λέει στον Αρσένιο: «Αν συμφωνείς να έρθεις μαζί μας στην Ιχθυδάτια, θα σε συνοδέψουμε ώς το άντρο μας. Τίποτα κακό δεν θα σου συμβεί στο ταξίδι. Έχουμε ορκιστεί στη Μεγάλη Οφιοκυρά να σε προστατέψουμε με τη ζωή μας αν χρειαστεί.»
Ο Αρσένιος γελά. «Ακούς, αδελφή μου; Έχω κάνει φανατικούς θαυμαστές... Δε χαίρεσαι για εμένα;»
«Μην είσαι χαζός!» του λέει η Διονυσία. «Είναι φονιάδες. Σκοτώνουν κόσμο. Τι δουλειά μπορεί νάχεις μαζί τους;»
«Στις μέρες μας, άμα δε γίνεις φονιάς, δε μπορείς να προκόψεις, αδελφή μου. Ποιος το έλεγε;» Και γελά με το ξερό του γέλιο.
«Δεν είναι αστείο, Αρσένιε!»
«Αν θέλω να πάω μαζί τους, η απόφαση είναι δική μου,» φωνάζει ξαφνικά εκείνος χτυπώντας τη γροθιά του στο τραπέζι, «όχι δική σου!»
«Είσαι πολύ κουρασμένος· δεν ξέρεις τι λες!»
«Δεν είμαι τόσο κουρασμένος, Διονυσία. Ερασμία;»
«Τι;» ρωτά το Τέκνο, που τώρα έχω αφήσει τον καρπό της κι εκείνη έχει, πολύ συνετά, ξαναθηκαρώσει το ξιφίδιο.
«Αυτός ο Αλέξανδρος ο Γηραιός και ο Αγησίλαος μπορεί να ξέρουν πώς να μου δώσουν πίσω τα μάτια μου;»
«Εννοείς πώς να σε κάνουν να ξαναδείς;»
«Ναι.» Πίνει Αίμα της Έχιδνας.
«Ίσως. Πολύ πιθανόν.»
«Σου λέει ψέματα!» πετάγεται η Διονυσία. «Για να σε πάρουν μαζί τους. Σου λέει ψέματα!»
Η Ερασμία στρέφεται πάλι στη Βιοσκόπο. «Δεν είναι ψέματα! Ίσως και να μπορούν. Ο Γηραιός είναι πολύ σοφός, και ο Αγησίλαος επίσης. Ίσως να μπορούν να το κάνουν.»
«Ο Άνθιμος, Οφιομαχητή,» λέει ο Αρσένιος, «εκείνος ο φίλος σου, ο ιερέας στις Ακτές των Βράχων... τι είπε για το... σπάσιμο του κύκλου; Δεν είπε ότι η όρασή μου θα επιστρέψει όταν ο κύκλος σπάσει;»
«Ναι, κάτι τέτοιο νομίζω πως είπε.»
«Τι θα πρότεινες; Να πάω μαζί τους;»
Το ξέρω πως η Διονυσία ίσως να θυμώσει, αλλά δεν θα ήταν σωστό ν’αποκριθώ τίποτ’ άλλο από: «Μόνο εσύ μπορείς να το αποφασίσεις αυτό, Αρσένιε.»
«Είναι, όμως, πολύ κουρασμένος τώρα,» επιμένει η Διονυσία, ξαφνικά. «Και φύγετε από το σπίτι μου, σας είπα!» – μιλώντας στα Τέκνα, κοιτάζοντας μόνο αυτούς, όχι εμένα. «Φύγετε!» Δείχνει ξανά την έξοδο.
«Όχι προτού πάρουμε μια απάντηση από τον αδελφό σου,» αποκρίνεται η Ερασμία.
«Θα καλέσω τη Χωροφυλακή!»
Ο Αρσένιος γελά. «Νομίζεις ότι θα προλάβεις, Διονυσία;»
Η Διονυσία με κοιτάζει σαν να ζητά βοήθεια.
Ο Δημήτριος, σιωπηλός ώς τώρα, λέει απρόσμενα: «Γιατί δεν το ξανασυζητάτε αργότερα το θέμα; Δεν είναι μόνο ο Αρσένιος κουρασμένος· όλοι είμαστε κουρασμένοι. Ούτε σκεφτόμαστε νηφάλια ούτε αντιδράμε νηφάλια, νομίζω.»
Τα Τέκνα τον κοιτάζουν με τρόπο που μοιάζει να λέει Τι θες κι ανακατεύεσαι εσύ; Ποιος σε κάλεσε;
Η Λουκία αναστενάζει. «Ο Δημήτριος τα λέει καλά.»
«Θα πάω μαζί σας,» δηλώνει ο Αρσένιος. «Θα επισκεφτώ τη Βασίλισσά σας, κι αυτόν τον Αλέξανδρο τον Γηραιό, και τον Αγησίλαο τον ερπετοειδή.»
«Όχι!» φωνάζει η Διονυσία.
«Δε θα κουμαντάρεις εσύ τη ζωή μου, Διονυσία! Θα ταξιδέψω στην Ιχθυδάτια. Έχω δουλειές εκεί.»
«Δεν έχεις καμία δουλειά εκεί, γαμώτο! Έχεις τρελαθεί; Δεν καταλαβαίνεις τι είναι αυτοί;»
«Καταλαβαίνω πολύ καλύτερα απ’ό,τι εσύ!»
«Λοιπόν!» παρεμβαίνω. «Λοιπόν! Τα Τέκνα θα επιστρέψουν τώρα στο ξενοδοχείο τους, και θα τα ξαναπούμε το σούρουπο, που θα είμαστε όλοι πιο ξεκούραστοι. Ο Δημήτριος, πράγματι, έχει δίκιο.»
Η Ερασμία μού λέει, με φανατική έκφραση: «Μην τον πάρεις μακριά μας, Οφιομαχητή!»
«Υποπτεύεσαι ότι ίσως να σας παίξω λοκράθια πουστιά; Εγώ;»
«Το ξέρω πως δεν θα έπρεπε καν να σ’το λέω αυτό· με συγχωρείς. Αλλά... η περίσταση... Μου φαίνεται πως ούτε εσύ συμφωνείς με το να συνοδέψουμε τον Αρσένιο στην Ιχθυδάτια.»
«Ούτε συμφωνώ ούτε διαφωνώ. Η απόφαση είναι δική του, όπως του είπα. Αν θέλει να έρθει μαζί σας, δεν θα σταθώ στον δρόμο του. Απλώς θα τον συνοδέψω κι εγώ ώς το άντρο σας, για να βεβαιωθώ ότι θα φτάσει ασφαλής.» Ούτως ή άλλως, θέλω να επιστρέψω στην Ιχθυδάτια. Ο Ευστάθιος και ο Μελέτιος’σαρ εκεί πρέπει να πήγαν, σύμφωνα με τις πληροφορίες μου από τον Τζακ των Υπογείων. Στην Ιλφόνη πρέπει να έπλευσαν, αναζητώντας την Ευαγγελία Ερελμάνκη, την καπετάνισσα που το πλοίο της κουρσεύτηκε μεσοπέλαγα από τους Τρομερούς Καπνούς.
Ο Αρσένιος λέει: «Θα έρθω μαζί σας, αλλά όχι αμέσως.»
«Δε βιαζόμαστε,» τον διαβεβαιώνει η Ερασμία. «Θα επιστρέψουμε όποτε θέλεις.»
«Το σούρουπο, όπως είπε κι ο Οφιομαχητής.»
«Εντάξει,» συμφωνεί η Ερασμία, και κοιτάζει τον Νικόλαο και τον Λεωνίδα, οι οποίοι νεύουν καταφατικά.
Η Λουκία με ρωτά: «Να μείνω εδώ;»
Στρέφω το βλέμμα μου στη Διονυσία.
«Δεν είσαι κι εσύ σαν αυτούς, έτσι;» λέει εκείνη στη Λουκία.
«Δε σκοτώνω για ιδεολογικούς λόγους, αν αυτό ρωτάς. Απλώς, παλιότερα, κούρσευα πλοία για λόγους κέρδους καθαρά... μαζί με τον ίδιο τον Ακατάλυτο Κουρσάρο,» προσθέτει λοξοκοιτάζοντάς με, υπομειδιώντας.
«Δε θα κουρσέψεις και το σπίτι μου, ελπίζω...» Η Διονυσία δεν χαμογελά.
Αλλά η Λουκία γελά. «Δε μου φαίνεται ότι έχεις τόσο πολύτιμα πράγματα εδώ μέσα!»
Η Διονυσία νεύει, χαμογελώντας κι εκείνη τώρα, αν και αχνά. «Μείνε.»
«Θα επιστρέψουμε,» υπόσχεται η Ερασμία, «το σούρουπο.»
«Προσέξτε μη χάσετε το δρόμο,» τους λέει η Διονυσία, καυστικά – λόγια που μοιάζουν με του αδελφού της σχεδόν – καθώς τα Τέκνα κατευθύνονται προς την έξοδο.
Γνέφω στον Δημήτριο να τους ακολουθήσει. «Θα κάνεις ακόμα μια αγγαρεία για χάρη μου;»
«Δεν είναι αγγαρεία,» με διαβεβαιώνει, και βαδίζει γρήγορα πίσω από τα Τέκνα, πιάνοντας την εξώπορτα του σπιτιού της Διονυσίας προτού την κλείσουν. «Σταθείτε, ρε,» τον ακούω να τους λέει. «Πού πάτε χωρίς Ζερδέκη για παρέα; Νομίζετε ότι θα φτάσετε ζωντανοί;»
Μόλις έχουν φύγει, η Διονυσία κι ο Αρσένιος τσακώνονται άγρια. Η Λουκία με κοιτάζει σαν να με ρωτά Τι να κάνω; Να φύγω κι εγώ; έχοντας ήδη παραμερίσει. Της γνέφω να μην κάνει τίποτα, να περιμένει. Ο Ακατάλυτος πηδά από τη μια μεριά του σαλονιού στην άλλη, ανήσυχος. Η Ευθαλία δεν φαίνεται να δίνει σημασία στις φωνές τους, απλωμένη ακόμα στους ώμους του Αρσένιου. Εγώ ανάβω τσιγάρο, σιωπηλός, ενώ μέσα μου μουρμουρίζει η Πάροδος του Πράου Ανέμου και αναρωτιέμαι για διάφορα πράγματα που έχω δει και ακούσει τελευταία. Αναρωτιέμαι πού οδηγούμαι τώρα... Είμαι πιο κοντά στο να τραβήξω τον σκοτεινό μανδύα που καλύπτει το παρελθόν μου; Ξεκίνησα να ψάχνω γι’αυτή τη μαυρόδερμη γυναίκα μαζί με τους Τρομερούς Καπνούς, αλλά... έχασα τον δρόμο μου. Τώρα, είμαι αποφασισμένος να τον ξαναβρώ. Να συνεχίσω από εκεί όπου τον άφησα.
Όταν η Διονυσία και ο Αρσένιος έχουν κουραστεί, παύουν να φωνάζουν, εκείνος ακόμα καθισμένος στην καρέκλα του, εκείνη καταρρέοντας επάνω στον σοφά μπροστά από το (σβηστό) τζάκι, μοιάζοντας εξουθενωμένη. «Κάνε ό,τι νομίζεις,» του λέει. «Κόψε το κεφάλι σου! Με βάζεις στον πειρασμό να το μετανιώσω που ήρθα να σε σώσω.»
«Ο Οφιομαχητής μ’έσωσε, αδελφή μου,» αποκρίνεται καυστικά ο Αρσένιος, «και τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου.»
Και δεν ανταλλάσσουν άλλες κουβέντες οι δυο τους.
«Δε θα είχα καταφέρει να έρθω να σε βοηθήσω,» του λέω, «αν η Διονυσία κι ο Δημήτριος δεν είχαν δράσει σωστά. Αλλά τέλος πάντων, τώρα αυτό τελείωσε. Και είναι μεσημέρι. Περασμένο μεσημέρι. Να παραγγείλω τίποτα να φάμε;»
«Καλή ιδέα,» λέει η Λουκία, που είναι καθισμένη στον άλλο σοφά του σαλονιού, αντίκρυ στον τηλεοπτικό δέκτη.
«Εντάξει,» συμφωνεί η Διονυσία, «αν και δεν έχω όρεξη.»
«Θα κάνεις,» της λέω. «Δεν υπάρχει λόγος να τσακώνεστε με τον Αρσένιο–»
«Μα δεν καταλαβαίνει, γαμώτο!»
«Εγώ δεν–;» αρχίζει εκείνος.
«Μην ξεκινήσετε πάλι τα ίδια,» τους διακόπτω.
Η Διονυσία αναστενάζει. Σηκώνεται απ’τον σοφά και πηγαίνει στη σκάλα, ανεβαίνει στον όροφο του σπιτιού.
«Την κοπάνησε επιτέλους;» λέει ο Αρσένιος.
Δεν του απαντώ. Βγάζω τον τηλεπικοινωνιακό πομπό μου και καλώ ένα τοπικό εστιατόριο για να μας φέρει φαγητό. Η Λουκία χασμουριέται, μισοξαπλωμένη στον σοφά, με τον Ακατάλυτο τώρα κουλουριασμένο πλάι της.
Ο Αρσένιος με ρωτά: «Έχεις τσιγάρο, Οφιομαχητή;»
«Γεώργιο με λένε. Κι εδώ είναι το τσιγάρο σου.» Το κρατάω μπροστά του.
Το βρίσκει μέσα απ’το σκοτάδι που σκεπάζει τα μάτια του και το βάζει στο στόμα. Του το ανάβω με τον ενεργειακό αναπτήρα μου. «Ευχαριστώ,» λέει.
«Μην τσακώνεσαι μαζί της,» του λέω. «Το ξέρεις πως σ’αγαπάει. Άσε τις μαλακίες.»
«Με προκαλεί,» αποκρίνεται ο Αρσένιος. «Ανέκαθεν ήθελε να ελέγχει τη ζωή μου· και τώρα νομίζει ότι μπορεί πιο εύκολα να το κάνει επειδή δεν βλέπω.»
«Δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα...»
«Εσύ δεν είπες ότι η απόφαση είναι δική μου αν θα πάω με τα Τέκνα ή όχι;»
«Η απόφαση είναι, πράγματι, δική σου, κι αυτό δεν αλλάζει. Αλλά αυτό, επίσης, δεν σημαίνει ότι η απόφασή σου πρέπει ν’αρέσει στη Διονυσία.»
Ανασηκώνει τους ώμους του, φυσώντας καπνό. «Ας μην της αρέσει. Εκείνη δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να ξαναδώ· οι φίλοι σου ίσως να μπορούν.»
«Αν ήμουν στη θέση σου δεν θα τους εμπιστευόμουν και τόσο.»
Γελά ξερά. «Αυτοί φαίνεται να σε λατρεύουν. Υπό μια... θρησκευτική έννοια, μα την Έχιδνα.»
«Δε μιλάω για όλα τα Τέκνα. Ούτε καν για τη Φαρμακερή Βασίλισσα.»
«Για ποιον μιλάς, τότε;»
«Για τον Αλέξανδρο τον Γηραιό.»
«Υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος που δεν τον εμπιστεύεσαι;»
Ναι. Εκείνη η τελετή που λέει πως έκανε για να με... καλέσει... Οι παράξενες σκέψεις για «μιάσματα» που έρχονται στο μυαλό μου... Αλλά δεν μιλάω για κανέναν απ’αυτούς τους συλλογισμούς μου στον Αρσένιο. «Είναι, γενικά... περίεργος.»
«Χμμ...» κάνει καπνίζοντας, καταλαβαίνοντας μάλλον ότι κάτι τού κρύβω.
Στην Ιχθυδάτια η κατάσταση είναι έκρυθμη· αυτό είναι το λιγότερο που μπορείς να πεις. Γιατί, άραγε, τα Τέκνα θέλουν ο Αρσένιος να πάει εκεί; Πιστεύουν ότι θα τους εξυπηρετήσει με κάποιον τρόπο; Πιστεύουν ότι, με τα οράματά του, θα τους βοηθήσει στον Μεγάλο Αγώνα τους;
Δε νομίζω πως ο Αρσένιος έχει καθίσει ν’αναρωτηθεί για όλ’ αυτά. Και η Διονυσία δεν έχει άδικο που είναι επιφυλακτική... αν και πολύ απότομη.
Το φαγητό μας έρχεται από το εστιατόριο. Το κουδούνι του σπιτιού χτυπά και ανοίγω για να παραλάβω τα πακέτα και να πληρώσω με οχτάρια (και ένα μικρό φιλοδώρημα) τον μεταφορέα.
Η Διονυσία κατεβαίνει από τον όροφο του σπιτιού τυλιγμένη με μια ρόμπα. Φαίνεται να έχει κάνει μπάνιο. Φαίνεται να είναι πιο κουρασμένη τώρα που έχει χαλαρώσει. Κάθεται σε μια από τις καρέκλες του τραπεζιού και πιάνει ένα από τα πιάτα που έχω φέρει. Κοιτάζει τα φαγητά μες στα πακέτα.
Η Λουκία έρχεται κι αυτή στο τραπέζι, και ο Ακατάλυτος πλησιάζει επίσης. Του δίνω ένα κομμάτι ψητό ψάρι και καταχαίρεται.
Δε λέμε πολλά καθώς τρώμε, αλλά πάω στοίχημα πως όλοι – εκτός από τη Λουκία, ίσως – είναι το ίδιο συλλογισμένοι μ’εμένα. Όταν τελειώνουμε το φαγητό, πηγαίνει κι ο Αρσένιος να μπανιαριστεί στον όροφο του σπιτιού· του χρειάζεται – βρομάει ύστερα από την αιχμαλωσία του. Προθυμοποιούμαι να τον συνοδέψω ώς εκεί, αλλά εκείνος αρνείται λέγοντας πως ξέρει τον δρόμο. Η Διονυσία πηγαίνει επίσης επάνω και, κρίνοντας από τα βήματα που ακούω από το ταβάνι, κατευθύνεται στο δωμάτιό της για να ξεκουραστεί. Μετά από λίγο, τα βήματα που ακούω υποδηλώνουν πως ο Αρσένιος βαδίζει από το μπάνιο στο δικό του δωμάτιο. Η Ευθαλία είναι ακόμα μαζί του· δεν έχει έρθει σ’εμένα.
Καθόμαστε μόνοι, εγώ κι η Λουκία (και ο Ακατάλυτος), στο σαλόνι της Διονυσίας. Ξεκουραζόμαστε καθισμένοι στον σοφά μπροστά στο τζάκι, το οποίο τώρα έχουμε ανάψει.
«Αυτός ο Αρσένιος μοιάζει λιγάκι τρελός,» μου λέει η Λουκία.
«Τον κρίνεις έτσι ύστερα από τόσους άλλους, χειρότερους που έχεις δει;»
Γελά. «Ναι... μάλλον έχεις δίκιο. Αλλά και πάλι...» Μορφάζει.
Καθώς σουρουπώνει, ο τηλεπικοινωνιακός πομπός μου κουδουνίζει. Τον ανοίγω και είναι η Ερασμία.
«Ερχόμαστε,» μου λέει. «Είστε ακόμα στο σπίτι της, έτσι;»
«Εδώ είμαστε,» επιβεβαιώνω. «Αλλά δε νομίζω πως υπάρχει πραγματικός λόγος να έρθετε–»
«Ασχέτως αν διαφωνείς, Γεώργιε–»
«Το θέμα δεν είναι αν συμφωνώ ή διαφωνώ. Ο Αρσένιος έχει αποφασίσει ότι θα έρθει μαζί σας, οπότε θα έρθει.»
«Γιατί, λοιπόν, να μην του μιλήσουμε;»
«Τι άλλο έχετε να του πείτε; Υπάρχει κάτι άλλο;»
Προς στιγμή κομπιάζει. «Η αλήθεια είναι πως όχι,» παραδέχεται τελικά. «Δεν υπάρχει κάτι άλλο συγκεκριμένο. Αν είναι πρόθυμος να έρθει μαζί μας στην Ιχθυδάτια, τότε το μόνο που μένει είναι να συμφωνήσουμε πότε θα αποπλεύσουμε για εκεί.»
«Σύντομα,» της λέω. «Αλλά όχι αύριο, γιατί έχω ακόμα κάποιες δουλειές εδώ. Εκτός των άλλων, θέλω να προμηθευτώ ένα καινούργιο βελονοβόλο.» Το προηγούμενο το έχασα στη Νήσο Κάλδνη, στη συμπλοκή με τα βατράχια. «Και είμαι σίγουρος πως κι ο Αρσένιος θα θέλει να κάνει τις δικές του προετοιμασίες.»
Η Ερασμία συμφωνεί. «Εντάξει,» λέει, «αλλά να μας κρατάς ενήμερους.»
«Θα έρθω να σας δω αύριο, ούτως ή άλλως. Πώς είναι ο Νηρέας;»
«Καλά.»
Τη χαιρετάω και τερματίζω την τηλεπικοινωνία.
Μετά από λίγο, με καλεί κι ο Δημήτριος.
«Τι γίνεται, Γεώργιε;»
«Τίποτα το συνταρακτικό, ευτυχώς. Θες νάρθεις αποδώ;»
«Έχω άλλα σχέδια γι’απόψε. Εκτός αν πρόκειται για κάτι επείγον.»
«Όχι,» του λέω· «όλα είναι ήρεμα.»
«Θα φύγεις για Ιχθυδάτια τώρα;» με ρωτά.
«Ναι, αλλά θα προλάβουμε να τα ξαναπούμε. Σίγουρα.»
Τον ακούω να μουγκρίζει κάτι ακατανόητο από την άλλη μεριά της τηλεπικοινωνίας.
«Τι είναι;» ρωτάω. «Τι σ’απασχολεί;»
Μιλώντας πιο χαμηλόφωνα από πριν, μου απαντά: «Ξέρεις τι με απασχολεί.» Η Κρυσταλλία... και το Άφατο Δίκτυο. Και μάλλον ο Δημήτριος βρίσκεται στο σπίτι της τώρα.
«Μην κάνεις καμιά βιαστική κίνηση,» τον προειδοποιώ. «Μπορεί οι υποθέσεις μου γι’αυτήν να είναι λάθος.»
«Μπορεί... αλλά δεν το νομίζω. Είναι... Τέλος πάντων. Θα τα ξαναπούμε αύριο, Γεώργιε. Αν με θες για οτιδήποτε, κάλεσέ με. Ακόμα και μες στην άγρια νύχτα.»
«Θα τόχω υπόψη.»
Χαιρετιόμαστε και διακόπτουμε την τηλεπικοινωνία.
Η Λουκία, καθισμένη πλάι μου, με τα πόδια της διπλωμένα πάνω στον σοφά και τις μπότες της ριγμένες παραδίπλα (έχοντας προ πολλού βγάλει την οργανική στολή ενδυνάμωσης, φυσικά), μας άκουγε όσο μιλούσαμε· δεν είχα τον πομπό στ’αφτί, ο ήχος του ήταν ανεβασμένος. «Τι λέγατε;» με ρώτα η Λουκία τώρα. «Τι συμβαίνει; Τι είναι αυτό που τον απασχολεί;»
«Το Άφατο Δίκτυο.»
«Είναι, τελικά, κι αυτός μέσα στο Άφατο;»
Κουνάω το κεφάλι. «Όχι. Δε νομίζω, τουλάχιστον. Δε νομίζω ότι μου είπε ψέματα. Αλλά υποψιαζόμαστε ποια μπορεί να είναι μέσα στο δίκτυο.»
Η Λουκία συνοφρυώνεται. «Ποια;»
Της λέω για την Κρυσταλλία. Για τις υποψίες μου σχετικά μ’αυτήν, και για τις υποψίες του Δημήτριου που είναι ίδιες με τις δικές μου ουσιαστικά – εκτός αν έχει στο μυαλό του και τίποτ’ άλλο που δεν μου έχει αναφέρει ακόμα.
«Έτσι όπως τα λες, ίσως όντως να είναι ύποπτη,» συμφωνεί η Λουκία. «Ίσως θα έπρεπε να τη στριμώξουμε και να την κάνουμε να μιλήσει.»
«Σταμάτα να σκέφτεσαι σαν πειρατίνα,» της λέω. «Η Μεγάπολη είναι πολιτισμένο μέρος.»
Ρουθουνίζει. «Πολιτισμένο μέρος; Μ’όσα συμβαίνουν εδώ με τους ακόλουθους του Λοκράθου;»
«Αυτά ήταν εξαίρεση. Δε νομίζω ότι θα ωφελήσει να ‘στριμώξουμε’ την Κρυσταλλία. Αν αρνηθεί ότι έχει σχέση με το Άφατο, τι θα της πούμε; Ότι λέει ψέματα; Τι θα κάνουμε; Δε συμφέρει να δράσουμε έτσι. Άσε καλύτερα τον Δημήτριο να το ψάξει μόνος του όπως νομίζει. Κι εν τω μεταξύ εμείς απλά θα την αποφεύγουμε. Δε χρειάζεται, εξάλλου, νάχουμε συναναστροφές μαζί της.»
«Θα ήθελα να τη δω και ζωντανά, πάντως,» μειδιά η Λουκία. «Έχω την περιέργεια. Είναι όπως στις μουσικοταινίες της;»
Μορφάζω. «Πάνω-κάτω.»
«Σοβαρολογείς;»
«Ναι. Το ίδιο ντύνεται. Αστραφτερά.»
«Διατηρεί την... εικόνα της παντού, ε;»
«Έτσι φαίνεται.»
Μετά από λίγο, η Διονυσία κατεβαίνει από τον όροφο του σπιτιού, ακόμα ντυμένη με τη ρόμπα της, ακόμα μοιάζοντας αρκετά κουρασμένη. Και προβληματισμένη.
«Συγνώμη που σας άφησα τόση ώρα μόνους,» λέει.
«Μας κάνεις πλάκα;» αποκρίνομαι.
Η Διονυσία κάθεται σε μια από τις καρέκλες του τραπεζιού. «Ο αδελφός μου δεν έχει κατεβεί, ε;»
«Κοιμάται επάνω, μάλλον.»
Η Διονυσία κλείνει τα μάτια και μουρμουρίζει παράξενα λόγια, σχηματίζοντας εξίσου παράξενα σημάδια με τα δάχτυλά της. Ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα ανοίγει τα βλέφαρα ξανά. «Ναι, επάνω είναι,» επιβεβαιώνει.
«Αφού μπορούσες να τον εντοπίσεις με τη μαγεία σου,» τη ρωτά η Λουκία, «γιατί δεν το έκανες πριν, που τον ψάχναμε;»
Η Διονυσία κουνά το κεφάλι. «Δεν είναι ‘εντοπισμός’ αυτός. Απλώς ανιχνεύω για ζωτική ενέργεια. Και μόνο η ζωτική ενέργεια ενός άνθρωπου είναι τώρα από πάνω μας. Επομένως...»
«Κατάλαβα,» λέει η Λουκία. Και μετά τη ρωτά: «Ξέρεις πώς να επιδιορθώνεις οργανικές στολές;»
Η Διονυσία συνοφρυώνεται. «Θεωρητικά μόνο. Δεν είναι κάτι που κάνω συχνά.»
«Θα μπορούσες να επιδιορθώσεις μια οργανική στολή ενδυνάμωσης που έχω εδώ; Είναι σκισμένη σε τρία σημεία, και ο Γεώργιος νομίζει ότι πρέπει νάναι εξασθενημένη.»
«Να τη δω;»
Η Λουκία τη βγάζει από τον σάκο της και τη δίνει στη Διονυσία, η οποία κοιτάζει τα σκισίματα – αυτό που έκανα εγώ όταν σκότωσα τον φρουρό που τη φορούσε στο Δεσμωτήριο της Οδοντόπολης· αυτό που έκανε το βέλος που χτύπησε το χέρι της Λουκίας· και αυτά που έκαναν τα νύχια του Ακατάλυτου στον ώμο της στολής όταν ο γάτος προσπαθούσε να κρατηθεί επάνω στην αφέντρα του ενώ βρίσκονταν στη θάλασσα.
Η Διονυσία μουρμουρίζει ακόμα ένα ξόρκι, μοιάζοντας επικεντρωμένη στη στολή τώρα. Μετά λέει: «Λειτουργική είναι ακόμα, και δεν έχει χάσει κομμάτια. Όταν έχουν φύγει ολόκληρα κομμάτια είναι που υπάρχει πραγματικό πρόβλημα. Τότε δεν θα μπορούσα να την επιδιορθώσω, γιατί θα χρειαζόμασταν καινούργιο υλικό, και τέτοιο πράγμα δεν έχω εδώ. Αλλά η στολή σου δεν έχει χάσει ολόκληρα κομμάτια· αυτά είναι ανοίγματα απλώς, τρύπες. Να τις μπαλώσω χρειάζεται, ουσιαστικά, χρησιμοποιώντας οργανική κλωστή.»
«Οργανική κλωστή;» κάνει η Λουκία.
«Σαν αυτή που χρησιμοποιούν σε εγχειρήσεις. Έχω στο σπίτι.»
«Θα μου τη φτιάξεις;»
«Ναι· δεν είναι τίποτα το σπουδαίο. Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για να σε ξεπληρώσω για τη βοήθειά σου. Κινδύνεψες. Τραυματίστηκες.» Δείχνει το χτυπημένο χέρι της Λουκίας με το βλέμμα της.
«Στα Τέκνα άλλα έλεγες...»
«Δε θα τους έλεγα αυτά που τους είπα αν δεν προσπαθούσαν να πάρουν μαζί τους τον Αρσένιο!» αποκρίνεται αμέσως η Διονυσία. Και προς εμένα: «Θα έρθουν τώρα εδώ ξανά;» Δεν είναι απλά σούρουπο· έχει νυχτώσει πλέον.
«Όχι,» της απαντώ. «Με κάλεσε τηλεπικοινωνιακά η Ερασμία, και της είπα να μην έρθουν επειδή δεν υπάρχει κανένας λόγος.»
«Κανένας λόγος;»
«Ο αδελφός σου έχει ήδη αποφασίσει, Διονυσία. Δεν έχουν τίποτ’ άλλο να πουν μαζί του.»
Η Διονυσία αναστενάζει, κατεβάζοντας το βλέμμα της, προβληματισμένη.
«Με συγχωρείς,» της λέω, «αλλά τι άλλο να έκανα; Να του απαγόρευα να πάει μαζί τους; Τι είμαι, ο μπαμπάς του; Να έρθω σε σύγκρουση με τα Τέ–;»
«Όχι, Γεώργιε· έχεις δίκιο, δεν μπορούσες εσύ να κάνεις κάτι. Δεν είναι δικό σου θέμα που ο Αρσένιος είναι τόσο βλάκας.»
«Μην τον κρίνεις έτσι αυστηρά. Νομίζει πως ίσως μπορέσουν να επαναφέρουν την όρασή του–»
«Αποκλείεται να–»
«Ούτε εγώ είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρουν,» τη διακόπτω. «Αλλά, από την άλλη, δεν το θεωρώ κι αδύνατο. Θυμάσαι τι είπε ο Άνθιμος;»
«Δε μπορεί να είχε στο μυαλό του τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου, Γεώργιε!»
«Ναι, μάλλον· όμως, και πάλι... Είπε στον Αρσένιο πως μόνο ο ίδιος μπορεί ‘να σπάσει τον κύκλο’ και να ξαναδεί. Και ο Διπλός Καταβροχθιστής – ο Διπλογενής Όφις – είναι ένας κύκλος, δεν είναι;»
Η Διονυσία μοιάζει προβληματισμένη ξανά. Μετά λέει: «Θα έρθω κι εγώ στην Ιχθυδάτια.»
Το περίμενα ότι θα το έλεγε αυτό στο τέλος, για να είμαι ειλικρινής.
«Δεν τον αφήνω μόνο του,» συνεχίζει.
Αλλά δεν νομίζω πως η απόφασή της είναι πιο συνετή από την απόφαση του αδελφού της. Θα πρέπει πάλι να τους προσέχω και τους δύο. Ώσπου να φτάσουμε στο άντρο των Τέκνων, τουλάχιστον. Μετά, έχω κι εγώ τις δικές μου δουλειές. Στο μυαλό μου είναι οι Τρομεροί Καπνοί... και ο Καπετάν Ευστάθιος, η κυρά Ιωάννα, κι ο Μελέτιος’σαρ... κι εκείνη η μαυρόδερμη γυναίκα που φάνηκε να με αναγνωρίζει, να ξέρει κάτι για εμένα από το αινιγματικό παρελθόν μου...
Κοιτάζοντας πίσω ο Νάθλεδιρ είπε: «Δε νομίζω ότι μας ακολουθούν πια, Γεώργιε.»
Ο Οφιομαχητής σταμάτησε να τρέχει (και μαζί του σταμάτησαν κι ο Μοργκιανός και το Γερό Φίδι). Επικέντρωσε τις αισθήσεις του προς τη μεριά απ’την οποία είχαν έρθει, προσπάθησε να διαισθανθεί την παρουσία ερπετοειδών· όμως δεν ένιωσε τίποτα. «Ναι,» είπε, «δεν είναι πίσω μας· αλλ’ αυτό δεν σημαίνει κιόλας ότι έχουν εγκαταλείψει το κυνήγι. Μπορεί ν’ακολουθούν τα ίχνη μας και να πλησιάζουν με προσοχή.»
Η Όλγα ήταν ακόμα στα χέρια του, με το βέλος καρφωμένο στον μηρό της. «Έλεγες ότι μπορείς να συνεννοηθείς μαζί τους!...» κλαψούρισε, κρατώντας το τραύμα. «Παραλίγο να μας σκοτώσουν!...»
«Πρέπει ν’απομακρυνθούμε κι άλλο,» είπε ο Γεώργιος, κι άρχισε να βαδίζει ξανά.
Το Γερό Φίδι έβγαλε ένα άγριο σύριγμα καθώς γλιστρούσε πλάι του, επάνω στη μακριά ουρά του. Ο Νάθλεδιρ ακολούθησε σιωπηλός, έχοντας αλλάξει μπαταρία στο ηχητικό πιστόλι του· και στο ένα του χέρι, τώρα, κρατούσε αυτό ενώ στο άλλο τη σότραθ.
Η Όλγα συνέχιζε να παραπονιέται: «Έλεγες ότι μπορούσες να συνεννοηθείς μαζί τους...»
«Ησυχία πια!» γρύλισε ο Γεώργιος, καταπολεμώντας την οργή του μόνο χάρη στις διδαχές του Γέρου του Ανέμου. Και εξήγησε, σε ηπιότερο τόνο, προβληματισμένος: «Αυτό δεν μου έχει ξανασυμβεί. Οι ερπετοειδείς ποτέ άλλοτε δεν μου είχαν φερθεί έτσι... Ποτέ άλλοτε δεν ήταν εχθρικοί...» Εκτός από εκείνο τον σαμάνο στο Φαρμακοτόπι, πρόσθεσε νοερά, τον σύμμαχο των Ηρμάντιων... Αλλά μετράει αυτός;
«Είναι άγριοι!» είπε η Όλγα. «Δεν είναι σαν τους προηγούμενους που–»
«Κι εκείνοι ‘άγριοι’ θεωρούνταν,» τη διέκοψε ο Γεώργιος. «Και, από μια μεριά, ίσως να ήταν χειρότεροι από τούτους εδώ.» Είχε στο νου του τους Θηριόφεις: Νόμιζε πως θα έτρωγαν τους Σελκόνιους ερπετοειδείς για δείπνο... αν ποτέ υπήρχε περίπτωση να τους συναντήσουν.
«Το πόδι μου πονάει...» κλαψούρισε η Όλγα.
«Μη φοβάσαι, δεν είναι τίποτα.»
«Δεν είναι τίποτα; Έχω ένα γαμημένο ΒΕΛΟΣ καρφωμένο επάνω μου!»
«Δεν είναι καρφωμένο βαθιά, όμως, ούτε σε επικίνδυνο σημείο. Εύκολα θα βγει, και το τραύμα θα κλείσει.» Και είπε μετά από λίγο: «Ας σταματήσουμε εδώ.» Βρίσκονταν σ’έναν τόπο γεμάτο πελώριους κορμούς αδύνατον να τους αγκαλιάσει άνθρωπος. Επάνω σε αρκετούς από αυτούς, δενδρόφεις ήταν τυλιγμένοι, μοιάζοντας με μέρος του δέντρου, μέρος του ξύλου, αόρατοι για όλους – εκτός από τον Οφιομαχητή. Τους αντιλήφτηκε αμέσως και, ψυχικά, τους χαιρέτησε. Εκείνοι τον αντιχαιρέτησαν, τον καλωσόρισαν: ήταν ευπρόσδεκτος εδώ. Αλλά έμειναν ακίνητοι, εξακολουθώντας να είναι αόρατοι για τους υπόλοιπους – ακόμα και για το Γερό Φίδι.
Ο Γεώργιος άφησε την Όλγα επάνω στο χειμερινό χορτάρι των Σελκόνιων Δασών που ήταν πυκνό λες κι ήταν άνοιξη.
«Είσαι κι εσύ τραυματισμένος,» παρατήρησε ο Νάθλεδιρ, κοιτάζοντας τα πλευρά του Οφιομαχητή, εκεί όπου το εκτοξευμένο δόρυ τον είχε χτυπήσει χωρίς να καρφωθεί επάνω του.
«Μια γρατσουνιά,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος, γονατίζοντας στο ένα γόνατο πλάι στην Όλγα. Πήρε ένα ξύλο από κάτω – ένα πεσμένο κλαδί – και έσπασε την άκρη του. Την έδωσε στην Όλγα «Δάγκωσέ το αυτό,» της είπε.
«Γιατί;»
«Για να μη φωνάξεις όταν τραβήξω το βέλος.»
«Τι θα κάνεις;»
«Θες να τ’αφήσω επάνω μέσα σου; Δεν είναι βαθιά, σου είπα· εύκολα θα βγει.»
Η Όλγα αναστέναξε· πήρε το ξυλαράκι και το δάγκωσε.
«Ωραία,» είπε ο Οφιομαχητής. «Τώρα, γύρνα στα δεξιά και δες εκείνο το κόκκινο πουλί που σε κοιτάζει καλά-καλά...»
Η Όλγα στράφηκε, παραξενεμένη. Ποιο κόκκινο πουλί; αναρωτήθηκε. Δεν έβλεπε κανένα κόκκινο πουλ– Ούρλιαξε, αλλά δαγκώνοντας το ξύλο στο στόμα της, οπότε η φωνή δεν αντήχησε και πολύ δυνατή μες στο δάσος.
Ο Γεώργιος είχε μόλις τραβήξει το βέλος απ’τον μηρό της. Έβγαλε τη γλώσσα του και άγγιξε τη ματωμένη αιχμή του βλήματος (που ήταν μυτερή κι επικίνδυνη, αλλά ξύλινη, όχι από πέτρα ή μέταλλο).
«Τι σκατά κανείς;» είπε η Όλγα, φτύνοντας το ξύλο από το στόμα της, με δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλά της. «Τι είσαι; Ανώμαλος;»
«Δεν είναι δηλητηριασμένο.» Ο Οφιομαχητής πέταξε το βέλος παραδίπλα. «Αν ήταν δηλητηριασμένο, ίσως να είχαμε πρόβλημα. Τώρα δεν τρέχει τίποτα.» Και, χρησιμοποιώντας τα σύνεργα πρώτων βοηθειών που είχαν μαζί τους, απολύμανε και έδεσε το τραύμα της Όλγας. «Πάω στοίχημα ότι μπορείς να σηκωθείς,» της είπε, και ορθώθηκε δίνοντας της το χέρι του.
Εκείνη το έπιασε και σηκώθηκε, πατώντας με κάποιο φόβο στο τραυματισμένο πόδι της. Αλλά ο πόνος δεν ήταν και τόσο μεγάλος, διαπίστωσε. Ξεροκατάπιε. Ο τρόμος της είχε αρχίσει να διαλύεται σαν ομίχλη που υποχωρεί στα άκρα ενός ξέφωτου· αλλά δεν είχε φύγει τελείως: εξακολουθούσε να είναι εκεί – ένα θηρίο που παραμονεύει.
«Τι θα κάνουμε τώρα;» ρώτησε η Όλγα.
Το Γερό Φίδι έβγαλε ένα σύριγμα, λες κι είχε καταλάβει την ερώτησή της και ήθελε κι εκείνο να κάνει ακριβώς την ίδια ερώτηση.
Ο Οφιομαχητής ήταν προβληματισμένος, σκεπτικός. Κοίταζε τα σκοτάδια του δάσους. Ήταν απόγευμα όταν είχαν συναντήσει τους άγριους ερπετοειδείς, και είχε σουρουπώσει πλέον. Ελάχιστο φως γλιστρούσε μέσα από τη βλάστηση.
«Γιατί δεν μιλάς;» ρώτησε η Όλγα. «Γιατί δεν μιλάς;»
Ο Νάθλεδιρ είπε: «Αυτοί οι σχηματισμοί επάνω στους κορμούς των δέντρων, Γεώργιε...» Κοίταζε έναν δενδρόφι, μην καταλαβαίνοντας ότι ήταν κάτι το ζωντανό.
«Μην τους πειράξεις,» τον προειδοποίησε ο Οφιομαχητής. «Δεν είναι ‘σχηματισμοί’.»
«Τι είναι;»
«Φίδια.»
«Δεν είναι δυνατόν...»
«Φίδια είναι. Γίνονται ένα με τον κορμό. Μεγάλα και επικίνδυνα, αν και όχι δηλητηριώδη. Αλλά μην ανησυχείς· δεν πρόκειται να μας πειράξουν. Μου το είπαν.»
«Όπως και οι φιδάνθρωποι;» πετάχτηκε η Όλγα.
Ο Γεώργιος την αγριοκοίταξε, κρατώντας μετά βίας υπό έλεγχο την ξαφνική οργή του. «Οι ερπετοειδείς δεν μου είπαν ότι δεν πρόκειται να μας πειράξουν. Αμέσως ήταν εχθρικοί προς εμάς. Προς εμένα.»
«Γιατί;» τον ρώτησε ο Νάθλεδιρ.
«Δεν ξέρω. Πρέπει να έχει να κάνει με... με την ιδιοσυγκρασία τους σε τούτους τους τόπους, υποθέτω. Δε μπορεί να μην καταλάβαιναν τη συγγένειά τους μαζί μου. Δε μπορεί να μην καταλάβαιναν ότι είμαι διαφορετικός από τους άλλους ανθρώπους που συναντούν. Ωστόσο, δεν με ήθελαν στις περιοχές τους. Δε γνωρίζω γιατί ακριβώς, Νάθλεδιρ... Και τώρα...»
«Τώρα, τι;» ρώτησε η Όλγα. «Τι θα κάνουμε; Θα φύγουμε αποδώ, έτσι; Πες ότι θα φύγουμε, Γεώργιε – σε παρακαλώ.»
Ο Οφιομαχητής κλότσησε μια πέτρα, για να εκτονώσει την οργή του, στέλνοντάς την μες στα σκοτάδια, απ’όπου ακούστηκε ένα δυνατό ΚΡΑΚ! καθώς κάποιο κομμάτι της βλάστησης πρέπει να έσπασε. «Δε φαίνεται να μπορούμε να κάνουμε τίποτ’ άλλο,» είπε. «Δε νομίζω ότι θα καταφέρω να τους πλησιάσω με κανέναν τρόπο. Και δεν είμαι σίγουρος ότι θα έπρεπε να τους εμπιστευτώ το Γερό Φίδι. Του επιτέθηκαν, άλλωστε· πήγαν να το σκοτώσουν. Δεν τους ενδιέφερε που είναι του είδους τους.»
Το Γέρο Φίδι σύριξε, διαισθανόμενο την ταραχή μέσα στον συγγενή-κι-Αφέντη του. Αναρωτιόταν αν μπορούσε κάπως να τον γαληνέψει. Αλλά πώς;... Επίσης, στο μυαλό του ήταν κι αυτοί οι άλλοι συγγενείς που είχε πρόσφατα αντικρίσει. Ναι, συγγενείς σίγουρα – η παρουσία τους και μόνο ξυπνούσε ξεχασμένα πράγματα στην ψυχή του – αλλά δεν ήταν φιλικοί προς εκείνον. Συγγενείς-εχθροί. Κακοί συγγενείς. Αντίπαλοι.
«Ας φύγουμε,» επανέλαβε η Όλγα. «Καλύτερα να φύγουμε.»
«Θα ξεκουραστούμε εδώ απόψε,» είπε ο Γεώργιος, «κι αύριο θα ξεκινήσουμε.»
Δεν έφεραν αντίρρηση η Όλγα κι ο Νάθλεδιρ. Ούτε το Γερό Φίδι, φυσικά, μην καταλαβαίνοντας έτσι κι αλλιώς τα λόγια του Οφιομαχητή.
Ο Γεώργιος γδύθηκε από τη μέση κι επάνω και περιποιήθηκε το τραύμα στα πλευρά του – αυτό που είχε προκληθεί από το δόρυ των ερπετοειδών. Για εκείνον δεν ήταν κάτι το σοβαρό, αλλά έναν φυσιολογικό άνθρωπο θα τον είχε καταπονήσει.
«Δεν ανάβουμε καμιά φωτιά;» πρότεινε η Όλγα, καθισμένη τώρα, με την πλάτη επάνω στον κορμό ενός δέντρου όπου ήταν τυλιγμένος ένας δενδρόφις (χωρίς η ίδια να έχει αντιληφτεί καθόλου το μεγάλο φίδι).
«Επικίνδυνο,» της είπε ο Νάθλεδιρ. «Αν μας ψάχνουν θα τη δουν.»
«Ναι,» συμφώνησε ο Οφιομαχητής.
«Θα ξεπαγιάσουμε!» διαμαρτυρήθηκε η Όλγα. «Κάνει κρύο.»
«Καλύτερα παγωμένοι,» είπε ο Γεώργιος, «παρά καρφωμένοι.»
Και δεν άναψαν φωτιά. Έφαγαν από τις προμήθειες που είχαν βρει στο προσαραγμένο πλοιάριο και, μετά, προσπάθησαν να κοιμηθούν. Ο Νάθλεδιρ, η Όλγα, και το Γερό Φίδι, τουλάχιστον. Ο Οφιομαχητής δεν κοιμόταν, ποτέ· δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Φυλούσε σκοπιά, επομένως, έχοντας τις αισθήσεις του τεντωμένες. Οι δενδρόφεις τού έκαναν παρέα με την αόρατη παρουσία τους, αν και κοιμισμένοι καθώς αγκάλιαζαν τους γιγάντιους κορμούς.
Μες τη βαθιά νύχτα, διαισθάνθηκε και κάτι άλλο εκτός από τα μεγάλα φίδια. Κάτι πλησίαζε... Ή, μάλλον, όχι μόνο ένα κάτι· πολλά κάτι.
Οι Σελκόνιοι ερπετοειδείς. Είχαν εντοπίσει τα ίχνη τους, και έρχονταν.
Ο Γεώργιος, αμέσως, ξύπνησε τους συντρόφους του, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, κουνώντας τους, ψιθυρίζοντάς τους. Το στόμα της Όλγας το έκλεισε με το χέρι του καθώς την ξυπνούσε, μην τυχόν και βάλει τις φωνές πάλι. Όλοι έπιασαν τα όπλα τους μες στο σκοτάδι της νύχτας, ενώ αντίκρυ τους έβλεπαν φωτιές να ζυγώνουν από τα βάθη της βλάστησης. Δαυλούς.
«Πού θα πάμε τώρα;» ρώτησε η Όλγα, ψιθυριστά.
«Μακριά από εδώ,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος, με το Φιλί της Έχιδνας στο χέρι.
Εγκαταλείποντας τον πρόχειρο καταυλισμό τους άρχισαν να βαδίζουν, χωρίς ν’ανάψουν φως, προσπαθώντας να μη μπλέκονται στις ρίζες και στις φυλλωσιές. Το φεγγαρόφωτο πρόσφερε ελάχιστη βοήθεια.
Συρίγματα και γρυλίσματα αντήχησαν πίσω τους, πολλά, και πολύ έντονα. Οι Σελκόνιοι ερπετοειδείς τούς είχαν προσέξει. Ο Οφιομαχητής και οι σύντροφοί του διέκριναν σκιερές μορφές να κινούνται γρήγορα στο κατόπι τους. Σκιερές μορφές ανάμεσα από τις φωτιές των δαυλών.
«Πώς μας είδαν;» έκανε η Όλγα. «Δε βλέπω τη μύτη μου, γαμώτο!»
«Προχωράτε!» γρύλισε ο Γεώργιος. «Προχωράτε!»
Μια ομάδα ερπετοειδών, όμως, βρισκόταν ήδη αρκετά κοντά τους, κι ερχόταν συρίζοντας. Είχαν δύο δαυλοφόρους ανάμεσά τους, κι οι άλλοι κρατούσαν δόρατα και ξύλινες ασπίδες. Φορούσαν ξύλινα κομμάτια πανοπλίας.
Ο Νάθλεδιρ στράφηκε και τους έριξε με το ηχοβόλο. Οι ερπετοειδείς κραύγασαν, ανάστατοι. Δύο απ’αυτούς έπεσαν κάτω. Όλοι τους έμειναν πίσω. Ο Οφιομαχητής κι οι σύντροφοί του απομακρύνθηκαν χωρίς να χρειαστεί να εμπλακούν μαζί τους.
Αλλά οι υπόλοιποι ερπετοειδείς δεν είχαν εγκαταλείψει το κυνήγι. Τους ακολουθούσαν. Οι φωτιές τους συνεχώς φαίνονταν κάπου στο βάθος, πίσω από τη βλάστηση.
«Το πόδι μου...» παραπονέθηκε η Όλγα. «Με πονά το πόδι μου...» Παραπατούσε.
Ο Γεώργιος την άρπαξε με το ένα χέρι και τη σήκωσε στον ώμο σαν σακί.
«Τι κάνεις γαμώτο;» τσύριξε εκείνη όσο πιο δυνατά τολμούσε. Το αίμα τής είχε έρθει ξαφνικά στο κεφάλι! «Θα με σκοτώσεις!»
«Προτιμάς να βαδίζεις;» Ο Γεώργιος δεν σκόπευε να θηκαρώσει το Φιλί της Έχιδνας για να τη σηκώνει και με τα δύο χέρια· ίσως η λεπίδα του να του χρειαζόταν ανά πάσα στιγμή.
Η Όλγα γαντζώθηκε πάνω στα ρούχα του, πάνω στους ώμους του, ώστε το κεφάλι της να μην κρέμεται ανάποδα. Ζαλιζόταν. Αλλά, όχι, δεν προτιμούσε να βαδίζει. Δε νόμιζε ότι άντεχε άλλο, ειδικά τραυματισμένη όπως ήταν. Το πώς ο Γεώργιος τα κατάφερνε, η Όλγα δεν μπορούσε καν να το διανοηθεί· αλλά ο Γεώργιος δεν ήταν άνθρωπος, σκεφτόταν: ήταν δαίμονας της Έχιδνας, όλοι το ήξεραν. Ήταν ο Οφιομαχητής.
Και ο Νάθλεδιρ;... Αυτός ήταν ένας μαυρόδερμος εξωδιαστασιακός, γαμώτο! Και ζούσε σε δάση στη διάστασή του· της το είχε πει. Ήταν άγριος!
Κι ο φιδάνθρωπος επίσης.
Οι δύο από τους τρεις φίλους μου είναι άγριοι, κι ο άλλος είναι δαίμονας, σκέφτηκε η Όλγα. Πού πάω και μπλέκω, η γυναίκα;... Γαμώτο! Τα πράγματα δεν έπρεπε να είχαν φτάσει εδώ. Έπρεπε να είχαμε πάρει τον Μαθητή του Νηρέα, εγώ κι ο Χρύσανθος, και τώρα να πλέαμε στους ποταμούς, ελεύθεροι κι ευτυχισμένοι...
Συνέχισαν να οδοιπορούν μες στη βλάστηση των Σελκόνιων Δασών, μες στα πυκνά σκοτάδια, ακούγοντας γύρω τους ήχους που μπορεί να ήταν από αθώοι μέχρι επικίνδυνοι, βλέποντας πίσω τους πάντα τις φωτιές των δαυλών. Οι ερπετοειδείς δεν φαινόταν να μπορούν να χάσουν τα ίχνη τους. Έμοιαζαν ικανοί να τους κυνηγήσουν παντού, όπου κι αν πήγαιναν. Σαν να τους μυρίζονταν στον αέρα, σχεδόν.
Το πρώτο φως του Πρώτου Ήλιου είχε αρχίσει να γλιστρά μετά δυσκολίας ανάμεσα από τις φυλλωσιές και τα κλωνάρια όταν έφτασαν αντίκρυ στην ερειπωμένη πόλη. Δεν ήξεραν πόσα χιλιόμετρα είχαν διανύσει. Δεν μπορούσαν να υπολογίσουν την απόσταση μες στη βλάστηση και τη νύχτα, ούτε ο Οφιομαχητής ούτε ο Νάθλεδιρ. Ενώ η Όλγα, φυσικά, ήταν τελείως χαμένη. Και το Γερό Φίδι επίσης· μπορεί να είχε άγρια ψυχή, μα δεν είχε ξαναβρεθεί σε τέτοιο περιβάλλον. Μονάχα κάποιες αναμνήσεις είχε από... πολύ παλιά... Από... πριν.
Ο Οφιομαχητής, ο Μοργκιανός, και ο άποδος ερπετοειδής σταμάτησαν μπροστά στα ερείπια που ήταν ντυμένα με τη βλάστηση των Σελκόνιων Δασών. Η Όλγα, που ακόμα κρεμόταν ανάποδα στην πλάτη του Γεώργιου, γύρισε τον λαιμό της για να κοιτάξει, πάνω από τον ώμο του, τι έβλεπαν οι σύντροφοί της.
Ο Νάθλεδιρ είπε: «Θα μπορούσαμε ίσως να τους κρυφτούμε εδώ. Δεν ξέρω για σένα, Γεώργιε, αλλά εγώ έχω αρχίσει να κουράζομαι. Δε νομίζω ότι μπορώ να συνεχίσω για πολύ ακόμα.»
Ο Οφιομαχητής ένευσε. «Πάμε να δούμε.» Και κατέβασε την Όλγα από τον ώμο του, αφήνοντάς τη να σταθεί στα πόδια της – κάνοντάς τη να ζαλιστεί ξανά. «Είσαι ’ντάξει τώρα;» τη ρώτησε.
«Εντάξει; Εδώ πέρα;» ρουθούνισε εκείνη.
Δίχως άλλη καθυστέρηση μπήκαν ανάμεσα στα χαλάσματα: απομεινάρια από χοντρά τείχη, γεμάτα τρύπες και ρίζες· σκάλες που οδηγούσαν σε ανύπαρκτους πλέον ορόφους, τυλιγμένες με βλάστηση, και με φωλιές ζώων και πουλιών επάνω τους· ρημαγμένα οικοδομήματα με περισσότερους γκρεμισμένους τοίχους παρά όρθιους· ετοιμόρροπες αψίδες απ’όπου η βλάστηση κρεμόταν σαν παραπετάσματα. Ο Γεώργιος διαισθανόταν την παρουσία πολλών ερπετών εδώ.
Μαζί με τους συντρόφους του πέρασε κάτω από ένα άνοιγμα – μια παλιά πόρτα ενός οικοδομήματος. Το εσωτερικό ήταν όλο ρίζες και μανιτάρια, όπως είδαν μόλις ο Γεώργιος άναψε τον φακό του, κρίνοντάς το αρκετά ασφαλές τώρα. Μεγάλα μανιτάρια, που έμοιαζαν περίεργα. Σε μια γωνία μια λίμνη υπήρχε, ένας βούρκος, και βατράχια ήταν συγκεντρωμένα. Τους ατένιζαν κοάζοντας, ξαφνιασμένα από το τεχνητό φως.
Ο Οφιομαχητής έσβησε πάλι τον φακό του, για καλό και για κακό. Δεν τους χρειαζόταν πια.
Ο Νάθλεδιρ πλησίασε ένα άνοιγμα στην άλλη μεριά του ερειπίου, κοιτάζοντας προς τα εκεί απ’όπου είχαν έρθει. Προς τα βάθη του δάσους. Οι δαυλοί ακόμα φαίνονταν, μα τώρα... τώρα, ο Μοργκιανός δεν νόμιζε ότι πλησίαζαν. Σαν οι ερπετοειδείς να είχαν σταματήσει. Για κάποιο λόγο.
«Γεώργιε...»
«Τι;» Ο Οφιομαχητής τον ζύγωσε.
«Δες,» είπε ο Νάθλεδιρ. «Δεν έρχονται.»
«Ναι...» μουρμούρισε ο Γεώργιος.
«Ίσως να μας έχασαν,» υπέθεσε η Όλγα, πίσω τους.
«Δεν το νομίζω,» διαφώνησε ο Γεώργιος.
«Ε, γιατί δεν έρχονται τότε; Προφανώς μας έχασαν.»
«Δεν το θεωρώ πιθανό, ύστερα από τόση απόσταση που μας κυνηγάνε μες στα δάση.»
«Δεν καταλαβαίνω,» είπε η Όλγα. «Αφού δεν έρχονται, δεν μας βρίσκουν, σωστά;»
Ο Γεώργιος και ο Νάθλεδιρ αλληλοκοιτάχτηκαν. Κι οι δύο είχαν την ίδια σκέψη στο μυαλό, αλλά κανείς δεν ήταν έτοιμος να την εκφράσει πρώτος. Ο Οφιομαχητής επειδή δεν ήταν σίγουρος. Ο Μοργκιανός επειδή... η σιωπή είναι σύνεση.
«Σωστά;» επέμεινε η Όλγα. Και μετά: «Γιατί δεν μιλάτε, ρε;»
Ο Γεώργιος στράφηκε να την αντικρίσει. «Ίσως κάτι επικίνδυνο να υπάρχει εδώ. Γι’αυτό φοβούνται να πλησιάσουν.»
Η Όλγα συνοφρυώθηκε.
Τα βατράχια κόαζαν ξανά, σαν να είχαν ενοχληθεί για κάποιο λόγο. Ή σαν να γελούσαν.
Ο θόρυβός τους έκανε την οργή του να φουντώσει, αλλά ο Οφιομαχητής την κράτησε μακριά με το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου.
Οι ερπετοειδείς ξεπρόβαλλαν μέσα από τη βλάστηση, χωρίς βιασύνη, και έσβηναν τους δαυλούς τους τον έναν μετά τον άλλο, καθώς τους χρειάζονταν ολοένα και λιγότερο τώρα που το φως του Πρώτου Ήλιου σταδιακά δυνάμωνε. Αλλά δεν πλησίασαν καθόλου τα ερείπια. Έμειναν για κάποια ώρα σε απόσταση από αυτά, και ορισμένοι φάνηκε να συρίζουν αναμεταξύ τους, μιλώντας στη γλώσσα τους. Ύστερα, η απόφαση πάρθηκε: Οι άποδες ερπετοειδείς έφυγαν, γλιστρώντας μέσα στα δάση. Οι φυλλωσιές και οι κορμοί τούς έκρυψαν από τα μάτια του Γεώργιου, του Νάθλεδιρ, και της Όλγας η οποία κοίταζε από ανάμεσά τους.
«Ευκαιρία να φύγουμε κι εμείς,» παρατήρησε. «Από την άλλη μεριά των χαλασμάτων.»
«Μη βιάζεσαι,» της είπε ο Οφιομαχητής. «Επειδή δεν τους βλέπουμε δεν πάει να πει κιόλας ότι έχουν απομακρυνθεί πολύ. Επιπλέον, ο Νάθλεδιρ είναι κουρασμένος· σ’αντίθεση μ’εσένα, βάδιζε όλη νύχτα.»
«Αν όμως βρίσκεται κάτι το επικίνδυνο εδώ, Γεώργιε...» είπε ο ίδιος ο Μοργκιανός.
«Ακόμα κι έτσι, μας χρειάζονται μερικές ώρες ξεκούρασης. Και πού άλλου να ξεκουραστούμε; Αν φύγουμε και βαδίσουμε ακόμα – πόσο; – δύο, τρία χιλιόμετρα μέσα σε τέτοια βλάστηση; – δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι θα σταματήσουμε κάπου όπου δεν θα μας ξαναεπιτεθούν.»
«Σ’αυτό έχεις δίκιο,» παραδέχτηκε ο Νάθλεδιρ.
«Κοιμηθείτε,» τους προέτρεψε ο Γεώργιος. «Θα σας φυλάω.»
«Δε μπορώ να κοιμηθώ,» δήλωσε η Όλγα. «Είναι αδύνατον.» Αισθανόταν τα νεύρα της τσιτωμένα.
«Προσπάθησε,» επέμεινε ο Οφιομαχητής. «Θα σου χρειαστεί.»
Ο Νάθλεδιρ και η Όλγα κάθισαν μέσα στο ερειπωμένο οικοδόμημα· το ίδιο και το Γερό Φίδι ύστερα από νόημα του Γεώργιου. Τυλίχτηκαν στις κάπες τους και έκλεισαν τα μάτια. Αν και η Όλγα άνοιγε τα δικά της κάθε τόσο.
Τα μάτια του Οφιομαχητή δεν έκλεισαν ούτε στιγμή. Δεν βλεφάρισαν καν. Κάθισε, όμως, κι αυτός. Μπορεί να είχε υπεράνθρωπες αντοχές, αλλά του χρειαζόταν κι εκείνου κάποια ξεκούραση. Το Φιλί της Έχιδνας ήταν καρφωμένο δίπλα του, γυαλίζοντας σε όσο πρωινό φως κατάφερνε να γλιστρήσει ανάμεσα από τη βλάστηση και τα ερείπια. Η Ευθαλία είχε βγει από το μανίκι του αφέντη της και σερνόταν τριγύρω, αναζητώντας τροφή.
Ο Γεώργιος, πέρα από εκείνη, διαισθανόταν διάφορα ερπετά εδώ κοντά· όμως κανέναν ερπετοειδή, νόμιζε.
Καθώς το φως ολοένα και δυνάμωνε, ο Οφιομαχητής έβλεπε περισσότερες λεπτομέρειες στα χαλάσματα γύρω του, και σκέφτηκε ότι τούτη η πόλη πρέπει να ήταν πραγματικά αρχέγονη. Η αρχιτεκτονική της δεν του θύμιζε τίποτα. Απομεινάρι του Ενιαίου Κόσμου; αναρωτήθηκε. Μπα, αποκλείεται. Δε μπορεί να ήταν και τόσο παλιά, μα την Έχιδνα!
Αλλά γιατί οι ερπετοειδείς δίσταζαν να έρθουν εδώ; Ο Γεώργιος μέχρι στιγμής δεν είχε παρατηρήσει κάτι το επικίνδυνο. Αυτά τα βατράχια στον βούρκο παραδίπλα, στη γωνία του ρημαγμένου οικοδομήματος, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν τίποτα περισσότερο από ενοχλητικά.
Κι όμως, σίγουρα κάτι ήταν εδώ. Αλλιώς οι Σελκόνιοι ερπετοειδείς δεν θα είχαν εγκαταλείψει έτσι εύκολα το κυνήγι.
Απόμακρα, ο Γεώργιος νόμιζε ότι κάπου-κάπου ακούγονταν ήχοι που θα χαρακτήριζε μόνο... παράξενους, μέσα σε τέτοια χαλάσματα. Ήταν σαν... μέταλλα να τρίβονται πάνω σε μέταλλα;... τροχαλίες που κάθε τόσο περιστρέφονταν;... αλυσίδες που κινούνταν;... Τι άλλο μπορεί να ήταν;
Υπήρχαν μηχανές εδώ πέρα; Δεν του έμοιαζε λογικό. Τα ερείπια φαίνονταν πανάρχαια. Μεταλλικοί μηχανισμοί από την εποχή τους θα είχαν αναμφίβολα καταστραφεί από τον χρόνο. Η υγρασία θα τους είχε φάει. Εκτός αν επρόκειτο για μέταλλα που δεν επηρεάζονταν από την υγρασία, δεν σκούριαζαν...
Αλλά, και πάλι, ήταν... περίεργο. Πρέπει να κάνω λάθος, σκεφτόταν. Γιατί μηχανές να μπαίνουν σε λειτουργία και μετά να σταματάνε από μόνες τους; Τι σκοπό να εξυπηρετούσαν; Ή, μήπως, ο ερειπιώνας δεν ήταν εγκαταλειμμένος τελικά; Μήπως κάποιοι, κάποιος, ή κάτι κατοικούσε εδώ;
Ο Γεώργιος βγήκε στο κατώφλι της κατεστραμμένης πόρτας του οικοδομήματος απ’την οποία είχαν μπει εκείνος κι οι σύντροφοί του. Είχε μόλις ακούσει έναν ακόμα απ’αυτούς τους μυστήριους ήχους... αλλά πιο κοντά απ’ό,τι τις άλλες φορές, νόμιζε. Τα μάτια του ερεύνησαν τις σκιές και τα σκοτάδια των χαλασμάτων, τις τρύπες και τα ανοίγματα, τα σημεία που κρύβονταν πίσω από βλάστηση, αναρριχώμενη και μη. Δεν διέκρινε τίποτα πιο επικίνδυνο από μικρά ζώα και πουλιά. Διαισθανόταν τα ερπετά, κι αυτά τον διαισθάνονταν επίσης, αλλά δεν του μετέφεραν, ψυχικά, καμιά χρήσιμη πληροφορία.
Ίσως αυτές οι αντηχήσεις να ήταν... τυχαίες. Κάτι στο περιβάλλον... Ο άνεμος που φυσούσε ανάμεσα από τις φυλλωσιές, τους κορμούς, τα χαλάσματα.
Κι όμως, ο Οφιομαχητής δεν μπορούσε να το πιστέψει αυτό.
Το Φιλί της Έχιδνας ήταν στο χέρι του.
Είδε την Ευθαλία να επιστρέφει από το κυνήγι της, μοιάζοντας χορτάτη. Άπλωσε το άλλο του χέρι προς το έδαφος και την άφησε να σκαρφαλώσει εκεί, να φτάσει στους ώμους του.
Πόση ώρα είχε περάσει; Κι οι δύο ήλιοι βρίσκονταν τώρα στον ουρανό. Ο Γεώργιος κοίταξε το ρολόι στον καρπό του – Θαλασσόφιλος Ριλιάδας, καλό εργαλείο, δώρο του Τζακ των Υπογείων. Ώρα να τους ξυπνήσουμε, σκέφτηκε, κι επέστρεψε στο εσωτερικό του ερειπωμένου οικοδομήματος. Με ελαφρά τραντάγματα και σύντομες κουβέντες έκανε τους συντρόφους του να ανοίξουν τα βλέφαρά τους. Ακόμα κι η Όλγα είχε αποκοιμηθεί πλέον· ήταν εξαντλημένη.
«Πώς νιώθεις;» τη ρώτησε ο Γεώργιος.
«Πώς να νιώθω, ρε; Σκατά είμαι,» αποκρίθηκε εκείνη, μίζερα, καθώς είχε ορθωθεί.
«Δε ζήτησα τη γνώμη σου για την παρέα μας. Ζήτησα τη γνώμη σου για το τραύμα στο πόδι σου,» διευκρίνισε ο Οφιομαχητής.
«Πονάει, αλλά δεν είμαι κουτσή ακόμα.» Και, όντως, περπατούσε.
Ο Γεώργιος τής έδωσε ένα μακρύ ξύλο που είχε βρει κάτω και είχε καθαρίσει πιο πριν, με το μαχαίρι του, για να μη βαριέται. «Πάρ’ το,» της είπε. «Θα σου χρειαστεί.» Το προηγούμενο ραβδί που της είχαν φτιάξει το είχε χάσει.
Τώρα πήρε το καινούργιο.
«Είδες τίποτα όσο κοιμόμασταν;» ρώτησε ο Νάθλεδιρ τον Οφιομαχητή.
«Άκουσα μόνο.»
«Τι; Θηρία;»
«Δε νομίζω ότι ήταν θηρία.»
Ο Νάθλεδιρ συνέχισε να τον ατενίζει ερωτηματικά.
«Δεν είμαι σίγουρος τι ήταν,» εξήγησε ο Γεώργιος. «Μηχανές, ίσως.»
«Μηχανές;» Ο Νάθλεδιρ δεν ήταν σίγουρος ότι είχε καταλάβει καλά τα λόγια του Οφιομαχητή τα οποία ήταν στη Συμπαντική Γλώσσα. Η λέξη μηχανές σήμαινε και κάτι άλλο, μήπως;
«Ναι. Μηχανές. Δεν ξέρω. Τέλος πάντων. Οι ερπετοειδείς δεν έχουν πλησιάσει, και καλό θα ήταν να φεύγαμε κι εμείς σιγά-σιγά. Αλλά από την άλλη μεριά του ερειπιώνα.»
Αφού έκαναν κάποιες βασικές ανάγκες πίσω από τα χαλάσματα και έφαγαν μερικές μπουκιές από τις αποξηραμένες προμήθειες που είχαν βρει στο προσαραγμένο πλοιάριο, βγήκαν από το γκρεμισμένο οικοδόμημα κι άρχισαν να διασχίζουν τα ερείπια.
Οι παράξενοι μεταλλικοί (;) ήχοι δεν άργησαν ν’ακουστούν πάλι.
«Έχεις δίκιο...» είπε ο Νάθλεδιρ. «Νομίζω πως τους άκουσα και μες στον ύπνο μου, αλλά πίστεψα τότε ότι ήταν κακό όνειρο και δεν ξύπνησα.»
«Εγώ δεν άκουσα τίποτα,» είπε η Όλγα. «Τι σκατά μπορεί να κάνει έτσι;»
«Μηχανές,» αποκρίθηκε ο Οφιομαχητής ξανά.
«Εδώ πέρα; Αποκλείεται.»
«Μη δίνετε σημασία. Δε μας ενδιαφέρει, ό,τι κι αν είναι.»
Περνούσαν κάτω από παλιές αψίδες, παραμερίζοντας κουρτίνες από βλάστηση· περνούσαν ανάμεσα από γκρεμισμένους τοίχους· περπατούσαν δίπλα από ετοιμόρροπα οικοδομήματα που έμοιαζαν επίφοβα να πέσουν επάνω τους από στιγμή σε στιγμή· πατούσαν σε πλακόστρωτα πνιγμένα από το χόρτο και τη ρίζα. Κρωξίματα πουλιών αντηχούσαν, και φτερουγίσματα, καθώς κι οι φωνές διάφορων ζώων.
Ύστερα: μέταλλα πάνω σε μέταλλα, ξανά.
Αλλά από κοντά, τώρα.
Ο Οφιομαχητής και ο Νάθλεδιρ σταμάτησαν, με τα όπλα τους υψωμένα, και το Γερό Φίδι κι η Όλγα σταμάτησαν πίσω τους. «Τι...;» έκανε η τελευταία.
Ένα... πράγμα βγήκε μέσα από τα χαλάσματα, στρίβοντας σε μια γωνία. Και, όντως, ήταν μηχάνημα. Κανείς τους δεν θα μπορούσε να το ονομάσει αλλιώς, αν και κανείς, επίσης, δεν είχε ξαναδεί τέτοιου είδους μηχανή. Ήταν μια μάζα από γρανάζια, τροχαλίες, και αλυσίδες, στο ύψος γύρω στα τρία μέτρα, στο πλάτος γύρω στο ενάμιση μέτρο. Κινιόταν επάνω σε δύο ρόδες (από πίσω) και δύο πόδια (από μπροστά) που το καθένα είχε τρεις κλειδώσεις και στο πέρας του υπήρχε μια μεγάλη δαγκάνα με τέσσερα νυχάτα δάχτυλα. Κανένα φως δεν φαινόταν επάνω στο μηχάνημα, και τα μέταλλά του έμοιαζαν αναμφίβολα παλιά, αλλά όχι σκουριασμένα.
Ήρθε καταπάνω τους βγάζοντας ήχους που έφερναν στο μυαλό ουρλιαχτά, στριγκλιές – αν ποτέ μια μηχανή θα μπορούσε να ουρλιάζει και να στριγκλίζει.
Ο Νάθλεδιρ τού έριξε με το ηχητικό πιστόλι, αλλά το μηχάνημα δεν ανέκοψε την πορεία του, που ήταν σίγουρα επιθετική.
«Γαμώτο!» αναφώνησε η Όλγα, τρέχοντας ν’απομακρυνθεί.
Το Γερό Φίδι στροβίλισε την αλυσίδα του πάνω απ’το κεφάλι, έτοιμο να χτυπήσει τον εχθρό.
«Μακριά του!» φώναξε ο Οφιομαχητής, κι έκανε νόημα στον ερπετοειδή να φύγει από τη μέση καθώς το μηχάνημα ερχόταν με επικίνδυνη ταχύτητα, σαν να ήθελε να τους πατήσει, να τους λιώσει από κάτω του.
Σκορπίστηκαν, αφήνοντάς το να περάσει ανάμεσά τους. Αλλά αυτό δεν συνέχισε την πορεία του όπως μια μηχανή που ακολουθεί ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα. Στράφηκε προς τον Νάθλεδιρ λες και είχε νοημοσύνη. Λες και δεν ήταν μηχάνημα αλλά ζωντανό πλάσμα.
«Νούρκας!» αναφώνησε ο Μοργκιανός, προσπαθώντας να ξεφύγει από το μεταλλικό τέρας και βρίσκοντας χαλάσματα να του κλείνουν τον δρόμο. Ύψωσε τη σότραθ του, αν και του φαινόταν αδύνατον οι λεπίδες της να μπορούν να βλάψουν αυτό το πράγμα.
Ο Γεώργιος άρπαξε μια κοτρόνα, μονοχεριάρι, και, με μια οργισμένη κραυγή, την εκτόξευσε καταπάνω στο μηχανικό τέρας–
ΓΚΝΤΑΑΝ-Κ!
Αυτό τού ανέκοψε την πορεία, κάνοντάς το να τρανταχτεί, αλλά όχι να διαλυθεί. Σταμάτησε προς στιγμή την κίνηση του. Στράφηκε – αν υποτεθεί πως είχε μπροστινή μεριά – στον Γεώργιο. Τα μεταλλικά πόδια του με τις δαγκάνες στις άκρες ήταν τώρα προς εκείνον.
«Ελάτε, γαμώτο!» φώναξε η Όλγα. «Πάμε να φύγουμ’ απ’την άλλη, γαμώτο!»
Το Γερό Φίδι σύριξε άγρια, κι ακόμα πιο άγρια. Πλησιάζοντας. Στροβιλίζοντας την αλυσίδα του.
«Μείνε μακριά!» του φώναξε ο Οφιομαχητής· αλλά δεν είχε χρόνο για περισσότερα λόγια. Το μηχάνημα ερχόταν καταπάνω του με τη φονική ταχύτητα οχήματος, ουρλιάζοντας σαν μεταλλικός δαίμονας – ένα χάος από τροχαλίες, γρανάζια, αλυσίδες.
Ο Γεώργιος δεν προσπάθησε να το αποφύγει· η οργή του τον είχε κυριεύσει. Στάθηκε στο διάβα του, αρπάζοντας με το ένα χέρι το ένα από τα δύο μεταλλικά πόδια του. Και η απάνθρωπη δύναμη του Οφιομαχητή σταμάτησε τη φονική πορεία του μηχανήματος. Τα μέταλλα ούρλιαξαν, αλλά τώρα με διαφορετικό τρόπο – όπως κάτι που μπλοκάρει. Ωστόσο, ο Γεώργιος αισθανόταν τρομερή αντίσταση· τρομερή. Δε νόμιζε ότι θα μπορούσε να το συγκρατεί αυτό το πράγμα για πολύ. Κραυγάζοντας, εξαγριωμένος–
(«Φύγε αποκεί, Γεώργιε! Φύγε!» φώναζε η Όλγα)
(και το Γερό Φίδι ερχόταν από δίπλα, γρυλίζοντας/συρίζοντας, στροβιλίζοντας την αλυσίδα του για να χτυπήσει το μηχανικό τέρας)
–το σπάθισε με το Φιλί της Έχιδνας. Κάτι μέσα του τον οδήγησε να το σπαθίσει παρότι η λογική του του έλεγε ότι ήταν επικίνδυνο, ότι μπορεί η λεπίδα να έσπαγε.
Όμως δεν έσπασε και, καθώς ήρθε σε επαφή με τα μέταλλα, ένας καινούργιος ήχος ακούστηκε. Ένας ήχος που δεν ήταν ούτε μεταλλικός ούτε μηχανικός. Ήταν ένα ξαφνικό, υπόκωφο ΧΧΧΟΟΟΟΟΟΟ... Ένας θόρυβος που ο Γεώργιος δεν ήταν βέβαιος αν είχε ακούσει ή φανταστεί.
Και το μηχάνημα, τώρα, τον έσπρωχνε με περισσότερη δύναμη καθώς εκείνος κρατούσε το ένα από τα δύο πόδια του. Ήταν σαν να είχε τρομάξει. Σίγουρα θα του ξέφευγε στο τέλος.
Το Γερό Φίδι πλησίασε από δίπλα και το κοπάνησε με την αλυσίδα του, άγρια – και ξανά – και ξανά.
Το δεύτερο μεταλλικό πόδι ήρθε καταπάνω στον Γεώργιο, με τα νύχια της δαγκάνας ανοιχτά, για να τον λιανίσουν. Εκείνος τα απέφυγε, μετά δυσκολίας, ενώ συνέχιζε να κρατά το άλλο πόδι του μηχανήματος–
–και το σπάθισε ξανά. Ή, μάλλον, έφερε τη λεπίδα του Φιλιού της Έχιδνας κοντά στο κεντρικό του σώμα: κι εκείνος ο παράξενος ήχος ακούστηκε πάλι, και τριγύρω η βλάστηση τραντάχτηκε σαν από ξαφνικό άνεμο που δεν ήταν άνεμος.
Ο Οφιομαχητής κατάλαβε.
Και σκέφτηκε: Δεν αντιμετωπίζουμε μηχανή. Πνεύμα αντιμετωπίζουμε. Κάτι σαν αυτό που είχε κυριεύσει εκείνη την πελώρια χελώνα στο Μεγάλο Δάσος. Ένα στοιχειακό τούτου του τόπου...
Ο Γεώργιος εξακολούθησε να έχει τη λεπίδα του Φιλιού της Έχιδνας πάνω στο μηχάνημα, γρυλίζοντας, καθώς, με το άλλο του χέρι, το έσπρωχνε όπισθεν, ανασηκώνοντάς το από τη γη. Η δύναμη του μηχανήματος ήταν πολύ μεγάλη, αλλιώς ο Οφιομαχητής ήδη θα το είχε ανατρέψει, θα το είχε εκτοξεύσει πάνω στον τοίχο πίσω του, γκρεμίζοντάς τον.
ΧΧΟΟΟΟΟΟ... ακόμα πιο δυνατά από πριν – και άνεμος που δεν ήταν άνεμος, τραντάζοντας φυλλωσιές και κλωνάρια και αναρριχώμενα φυτά–
–και το μηχάνημα έπαψε να λειτουργεί–
Η δύναμη του Οφιομαχητή το τίναξε πίσω: χτύπησε πάνω στον τοίχο και τον γκρέμισε, πλακώθηκε από πέτρες και βλάστηση. Ένα μικρό ζώο απομακρύνθηκε τρέχοντας σαν Ζέφυρου άνεμος – μια φευγαλέα σκιά.
Ο Οφιομαχητής έβγαλε μια θηριώδη κραυγή, καρφώνοντας το Φιλί της Έχιδνας στη γη, προσπαθώντας να θέσει υπό έλεγχο την τρομερή οργή του.
Το Γερό Φίδι σύριξε αναστατωμένο, έχοντας την αίσθηση ότι κάτι είχε καταλάβει τον συγγενή-κι-Αφέντη του.
Η Όλγα φοβήθηκε μήπως ο Γεώργιος είχε τρελαθεί.
Ο Νάθλεδιρ είπε: «Γεώργιε;» κοιτάζοντάς τον με στενεμένα μάτια.
Ο Οφιομαχητής, βαριανασαίνοντας, πεσμένος στα γόνατα τώρα, γρύλισε: «Δεν ήταν μηχάνημα αυτό. Ήταν ένα πνεύμα μέσα σ’ένα μηχάνημα.»
«Πνεύμα;» Ο Νάθλεδιρ, γι’ακόμα μια φορά, νόμιζε ότι δεν είχε καταλάβει καλά.
«Στοιχειακό. Πνευματική οντότητα. Δαίμονας. Το Φιλί της Έχιδνας τα διώχνει, τα τρομάζει, τα τραυματίζει ίσως. Οι ιερείς το είχαν ευλογήσει, το είχαν χαράξει.» Το τράβηξε από τη γη καθώς ορθωνόταν ξανά, εξακολουθώντας να ανασαίνει έντονα. Δε νόμιζε ότι είχε ποτέ συναντήσει κάτι τόσο δυνατό. Ακόμα κι ο Ανάποδος Σκαρφαλωτής που είχε αντιμετωπίσει στην Αρένα της Κιρβιάδας δεν ήταν έτσι.
«Εννοείς ότι το μηχάνημα ήταν στοιχειωμένο;» έκανε η Όλγα, δυσπιστώντας. «Έλα τώρα, Γεώργιε...»
«Δεν το άκουσες πώς ούρλιαζε όταν το άγγιζε το σπαθί μου;» γρύλισε ο Οφιομαχητής, ενώ το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου σφύριζε μέσα του, και οι διδαχές του Γέρου στροβιλίζονταν στο μυαλό του.
«Δε μπορεί...»
«Ό,τι κι αν ήταν,» είπε ο Νάθλεδιρ, «πάμε να φύγουμε αποδώ.»
«Ναι,» συμφώνησε αμέσως η Όλγα. «Πάμε.»
«Το σκότωσες, Γεώργιε; Είναι νεκρό;»
«Δε νομίζω.»
«Πάμε.»
Ο Οφιομαχητής δεν έφερε αντίρρηση.
Αλλά δεν πρόλαβαν να απομακρυνθούν πολύ προτού ακούσουν κι άλλους μηχανικούς ήχους να έρχονται από γύρω.
«Μα τους θεούς...» έκανε η Όλγα, πανικόβλητα. «Είναι, είναι κι άλλα εδώ!»
«Το υποψιαζόμουν...» μούγκρισε ο Γεώργιος. Οι Σελκόνιοι ερπετοειδείς, σκέφτηκε, δεν μπορεί να φοβόνταν μόνο ένα μηχάνημα, οσοδήποτε δυνατό από μόνο του.
«Γεώργιε!» είπε ο Νάθλεδιρ δείχνοντας δεξιά με τη σότραθ του. Η βλάστηση που κρεμόταν από μια παλιά αψίδα παραμεριζόταν σαν κουρτίνα καθώς περνούσε ένα πράγμα περίπου σαν το προηγούμενο. Αλλά όχι ίδιο με το προηγούμενο. Ήταν κι αυτό γεμάτο τροχαλίες, γρανάζια, αλυσίδες, όμως δεν είχε ούτε ρόδες ούτε μηχανικά πόδια· μετακινιόταν επάνω σε δύο ερπύστριες, και ήταν, αμέσως διαπίστωσαν, πιο μακρύ από το άλλο μηχάνημα – σαν μεταλλικό φίδι...
...το οποίο ερχόταν καταπάνω τους κροταλίζοντας τα μέταλλά του.
«Όχι πάλι, γαμώτο!» τσύριξε η Όλγα.
«Τρέξτε!» είπε ο Γεώργιος. «Αποδώ!» μπαίνοντας μέσα στο άνοιγμα ενός γκρεμισμένου τοίχου.
Οι σύντροφοί του ήρθαν πίσω του.
Το ίδιο και το εφιαλτικό μηχάνημα. Και η ταχύτητα που ανέπτυξε επάνω στις ερπύστριές του ήταν μεγάλη. Ο Γεώργιος, όμως, δεν νόμιζε ότι χωρούσε να περάσει από το άνοιγμα και να τους καταδιώξει.
Είχε εν μέρει δίκιο, όπως αποδείχτηκε.
Εν μέρει.
Όντως, το μηχάνημα δεν χωρούσε να περάσει από το άνοιγμα· ήταν πολύ πλατύ. Αλλά συνέχισε να τους καταδιώκει γκρεμίζοντας ακόμα ένα κομμάτι από τον τοίχο χωρίς δυσκολία. Πέτρες και χώματα και βλάστηση έπεσαν πίσω τους ενώ ο μηχανικός δαίμονας με τις ερπύστριες ερχόταν, ασταμάτητος.
Η Όλγα στράφηκε προς στιγμή ρίχνοντάς του μια ριπή από το ενεργειακό πιστόλι της – την οποία, φυσικά, αγνόησε σα να μην είχε συμβεί τίποτα.
«Μην κάνεις ανοησίες!» γρύλισε ο Γεώργιος. «Πώς να το εμποδίσει μια ενεργειακή βολή; Δε μπορεί να μπλοκάρει τα κυκλώματά του όταν προφανώς δεν κινείται με ενέργεια αλλά με κάποιου είδους πνευματική δύναμη.»
Ακόμα ένα μηχάνημα παρουσιάστηκε. Από μπροστά τους αυτό, τσακίζοντας τη βλάστηση κάτω από τους τέσσερις τροχούς του, που ήταν μεγαλύτεροι από του πρώτου που είχαν αντικρίσει και επικίνδυνα οδοντωτοί. Στην εμπρόσθια μεριά του είχε μια αιχμηρή μουσούδα η οποία στροβιλιζόταν σαν τρυπάνι, συρίζοντας. Κατά τα άλλα, ήταν κι αυτό γεμάτο τροχαλίες, γρανάζια, αλυσίδες, πιστόνια. Και ερχόταν καταπάνω τους, φυσικά.
Η Όλγα ούρλιαξε, ξαφνιασμένη.
«Φύγετε!» είπε ο Οφιομαχητής. «Προς τα δεξιά! Φύγετε!» Αλλά ο ίδιος δεν έφυγε. Έσκυψε, περνώντας κάτω από το τρυπάνι του μηχανήματος, αποφεύγοντάς το. Έβαλε τον ώμο του πάνω στο εφιαλτικό τροχοφόρο και το σταμάτησε. Οι τροχοί του, όμως, δεν έπαψαν να κινούνται: εξακολούθησαν να περιστρέφονται, σκάβοντας – τινάζοντας χώματα, πέτρες, χόρτα. Οι μηχανισμοί ούρλιαζαν, και ο Γεώργιος αισθανόταν σαν να προσπαθούσε να συγκρατήσει ολόκληρη κατολίσθηση. Η Ευθαλία, ακόμα πιασμένη στους ώμους του, σύριξε δυνατά, τρομαγμένη.
Ο Οφιομαχητής έβαλε τη λεπίδα του Φιλιού της Έχιδνας πάνω στα μέταλλα του μηχανήματος, και ένα άλλου είδους ουρλιαχτό ακούστηκε – σίγουρα όχι μηχανικό και μοιάζοντας να μην ανήκει αποκλειστικά στο υλικό επίπεδο. Άνεμος που δεν ήταν άνεμος σηκώθηκε γύρω από τον Γεώργιο καθώς το στοιχειακό που κινούσε το μηχάνημα τρεπόταν σε φυγή και οι ρόδες και το τρυπάνι έμεναν ακίνητα.
Η Όλγα και ο Νάθλεδιρ, εν τω μεταξύ, είχαν τρέξει προς τα δεξιά όπως τους είχε ζητήσει ο Οφιομαχητής (αφήνοντας πίσω τους το Γερό Φίδι που δεν ήταν βέβαιο τι να κάνει), όμως τώρα σταμάτησαν απότομα και τινάχτηκαν πίσω, καθώς ένα τμήμα ενός αρχαίου οικοδομήματος γκρεμιζόταν κι ακόμα ένα εφιαλτικό μηχάνημα ξεπρόβαλε μέσα από πέτρες, σκόνη, και βλάστηση. Είχε δύο μεγάλες ρόδες μπροστά και το υπόλοιπο σώμα του – αρκετά μακρύ αλλά όχι τόσο μακρύ όσο του προηγούμενου με τις ερπύστριες – το τραβούσε επάνω σε πολλές, πολύ μικρότερες ρόδες. Εκατέρωθέν του διέθετε από έναν γιγάντιο βραχίονα που στο πέρας του ήταν μια σφύρα. Κι αυτοί οι βραχίονες ανεβοκατέβαιναν, οι σφύρες κοπανούσαν τις πέτρες και το έδαφος. Τροχαλίες και γρανάζια περιστρέφονταν, αλυσίδες κροτάλιζαν, έμβολα παλινδρομούσαν με ταχύτητα.
Η Όλγα ούρλιαξε ξανά και, μες στον πανικό της, έπεσε πάνω στον Νάθλεδιρ. Κουτρουβάλησαν στη γη.
Το μηχάνημα ερχόταν για να τους λιώσει. Οι σφύρες του ανεβοκατέβαιναν.
Ο Νάθλεδιρ έσπρωξε την Όλγα από πάνω του, στέλνοντάς την να κυλήσει παραδίπλα, λίγο πιο μακριά από τον κίνδυνο. Ο ίδιος προσπάθησε να σηκωθεί γρήγορα, αλλά ήταν στο ένα γόνατο όταν η μία από τις δύο σφύρες κατερχόταν. Ο Νάθλεδιρ την είχε ήδη δει και έκανε να την αποφύγει, τουμπάροντας στο έδαφος. Κατάφερε να γλιτώσει το κεφάλι του από σίγουρη καταστροφή, αλλά όχι και το πόδι του. Η σφύρα συνέθλιψε τη δεξιά του κνήμη–
«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!» κραύγασε ο λευκομάλλης Μοργκιανός από τον ξαφνικό πόνο, κάνοντας σπασμωδικές κινήσεις, πιάνοντας το γόνατό του.
Ο Οφιομαχητής είχε μόλις διώξει τον δαίμονα από το μηχάνημα με το τρυπάνι και είδε τι συνέβαινε. Είχε στείλει τους συντρόφους του σε μεγαλύτερο κίνδυνο, άθελά του! συνειδητοποίησε· κι αισθάνθηκε την οργή του να πολλαπλασιάζεται. «ΝΑΘΛΕΔΙΡ!» κραύγασε. «ΦΥΓ’ ΑΠ’ΤΗ ΜΕΣΗ!» Γιατί το εφιαλτικό μηχάνημα με τις σφύρες τον ζύγωνε.
Αλλά δεν ήταν και το μόνο μηχάνημα που ερχόταν. Εκείνο με τις ερπύστριες, το μακρύ σαν μεταλλικό φίδι, πλησίαζε από την άλλη μεριά. Και το Γερό Φίδι σύριξε αντικρίζοντάς το, στροβιλίζοντας την αλυσίδα του στον αέρα.
Ο Οφιομαχητής τού έγνεψε – επιτακτικά – να απομακρυνθεί από το διάβα του μηχανικού δαίμονα, τώρα! Αλλά δεν είχε χρόνο να δει αν ο ερπετοειδής τον υπάκουσε· έτρεξε προς τον πεσμένο Μοργκιανό που κραύγαζε κρατώντας το πόδι του.
Η Όλγα, κι αυτή πεσμένη αλλά όχι χτυπημένη, βρισκόμενη στα τέσσερα, φώναξε: «Φύγ’ αποκεί Γεώργιε φύγ’ αποκεί μα την Έχιδνα!»
Ο Οφιομαχητής έτρεχε καταπάνω στο μηχάνημα με τις μεγάλες σφύρες.
Η μία απ’αυτές κατέβαινε προς τον Νάθλεδιρ ξανά· ο Γεώργιος τινάχτηκε και τη γράπωσε με το ελεύθερό του χέρι, σταματώντας την – κι αισθάνθηκε σαν να είχε σταματήσει βουνό που έπεφτε. Γρύλισε, τρίζοντας τα δόντια, νιώθοντας τα γόνατά του να λυγίζουν. Οι μηχανισμοί του μεταλλικού τέρατος σύριζαν, έτριζαν.
«Απομακρύνσου Νάθλεδιρ!» είπε μετά δυσκολίας ο Οφιομαχητής. «Μακριά! Μακριά!» Κι έβαλε το Φιλί της Έχιδνας πάνω στη σφύρα.
Ο βραχίονας αμέσως σηκώθηκε σαν κάτι να τον είχε κάψει. Το τρομερό βάρος έφυγε. Αλλά ο Οφιομαχητής δεν έκανε πίσω· με μια απάνθρωπη κραυγή, τινάχτηκε μπροστά, με την οργή της Έχιδνας να μαίνεται εντός του. Θα τα τσάκιζε αυτά τα μηχανικά τέρατα! Θα τα έστελνε στον Αβυσσαίο! Θα έλιωνε τα γαμημένα μέταλλά τους!
Αρπάχτηκε από την εμπρόσθια μεριά του μηχανήματος, σπάζοντας με το χέρι του μια αλυσίδα, βάζοντας τη λεπίδα του ξίφους του επάνω στα μέταλλα. Κι εκείνος ο θόρυβος ακούστηκε πάλι – ο ήχος που έμοιαζε να μην ανήκει απόλυτα στο υλικό επίπεδο – ενώ ολάκερο το εφιαλτικό μηχάνημα τρανταζόταν και άνεμος που δεν ήταν άνεμος σηκωνόταν.
Το Γερό Φίδι, εν τω μεταξύ, είχε υπακούσει τον συγγενή-κι-Αφέντη του φεύγοντας από το διάβα του ερχόμενου μηχανήματος με τις ερπύστριες, σερνόμενο γρήγορα πάνω στην ουρά του. Φτάνοντας πλάι στην Όλγα, βοηθώντας τη να σηκωθεί.
Αλλά τώρα το μηχάνημα με τις ερπύστριες είχε στρίψει και πλησίαζε. Δεν κατευθυνόταν προς το Γερό Φίδι και την Όλγα· κατευθυνόταν προς τον Οφιομαχητή.
Ο Νάθλεδιρ είχε μόλις κυλήσει παραδίπλα και προσπαθούσε να ορθωθεί με το ένα πόδι· το άλλο, το χτυπημένο, νόμιζε πως ήταν τελείως διαλυμένο από την κνήμη και κάτω. Τα κόκαλα είχαν θρυμματιστεί από εκείνο το σφυροκόπημα.
Τα μάτια του λευκομάλλη Μοργκιανού γούρλωσαν καθώς αντίκρισε το ερπυστριοφόρο να ζυγώνει ολοταχώς, τσακίζοντας πέτρες, ρίζες, χόρτα από κάτω του – κι έχοντας, προφανώς, σκοπό να τσακίσει και τον Νάθλεδιρ. Τροχαλίες, αλυσίδες, γρανάζια, πιστόνια έπαιζαν το δαιμονικό τραγούδι τους, ζητώντας αίμα.
«Θορμάααανκουουουου!» κραύγασε ο Νάθλεδιρ, καλώντας τη θεά της δύναμης και του πολέμου, της εκδίκησης και της οργής – για να τον ακούσει από εδώ ώς τη Μοργκιάνη και νάρθει να τον συντρέξει. Το ηχητικό του πιστόλι το είχε χάσει κάπου, αλλά η πιστή του σότραθ ήταν ακόμα στο χέρι του. Ο Νάθλεδιρ τινάχτηκε, με όση δύναμη είχε το ένα, ατραυμάτιστο πόδι του· πετάχτηκε προς το ερπυστριοφόρο, ώστε εκείνος να του ορμήσει προτού αυτό ορμήσει σ’εκείνον. Βρέθηκε πάνω του κι αρπάχτηκε εκεί με το αριστερό του χέρι, ενώ με το δεξί κάρφωνε τυφλά το μεταλλικό τέρας με τη μια από τις δύο λεπίδες της σότραθ, κραυγάζοντας άναρθρα τώρα–
–και ύστερα ούρλιαξε από πόνο καθώς το σκούρο-μπλε Μοργκιανό αίμα του τιναζόταν.
Κάτι – κάποια τροχαλία, ίσως, κάποιο γρανάζι, κάποια αλυσίδα – είχε κόψει τα τρία πρώτα δάχτυλα του αριστερού του χεριού. Ο Νάθλεδιρ έχασε τη λαβή του πάνω στο τέρας, σωριάστηκε στη γη. Μπροστά στις ερπύστριες.
Το Γερό Φίδι ήδη έτρεχε να τον βοηθήσει, στροβιλίζοντας την αλυσίδα του πάνω απ’το κεφάλι – την οποία τώρα εκτόξευσε εναντίον του μηχανήματος, χτυπώντας το, αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Ο Οφιομαχητής ερχόταν επίσης, αν και νιώθοντας κουρασμένος από την αντιμετώπιση του δαίμονα με τις σφύρες. «Νάθλεδιρ!» φώναξε. Αλλά δεν προλάβαινε να τον σώσει. Οι ερπύστριες τον πήραν από κάτω, απλώνοντας σκούρο-μπλε αίμα στη γη και στις πέτρες.
Ο Γεώργιος, εξαγριωμένος, πήδησε καταπάνω στο μηχάνημα. Αρπάχτηκε εκεί, έχωσε το Φιλί της Έχιδνας μέσα στους μηχανισμούς του, άκουσε τον δαίμονα να φεύγει τσυρίζοντας, τρομοκρατημένος.
Και οι μηχανές σταμάτησαν.
Ο πιο δυνατός ήχος που τώρα ακουγόταν ήταν τα έντονα κλάματα της Όλγας.
Ο Οφιομαχητής πήδησε από το ερπυστριοφόρο και, καρφώνοντας στη γη το Φιλί της Έχιδνας, άρπαξε το μακρύ μεταλλικό τέρας με τα δύο χέρια και το έσπρωξε· το έστειλε να κουτρουβαλήσει, να πάρει τούμπες, διαλύοντας αρχέγονα ερείπια, γκρεμίζοντας πέτρες που ήταν χτισμένες εκεί πριν από αιώνες αμέτρητους.
Κάτω από το εφιαλτικό μηχάνημα αποκαλύφτηκε κάτι λιωμένο, τελείως διαλυμένο. Δεν ήταν καν εύκολο να καταλάβεις ότι ήταν άνθρωπος κάποτε.
Η κραυγή του Οφιομαχητή αντήχησε μες στα Σελκόνια Δάση, τρομοκρατώντας ζώα, ερπετά, πουλιά, ερπετοειδείς, αγριάνθρωπους. Πλάσματα έτρεξαν, φτεροκόπησαν, χώθηκαν στις τρύπες τους.
Η δηλητηριώδης οργή της Έχιδνας τον είχε κυριαρχήσει τώρα· τίποτα δεν μπορούσε να την κρατήσει μακριά: οι διδαχές του Γέρου του Ανέμου είχαν σκορπιστεί σ’έναν άνεμο από θανατηφόρα φαρμάκια. Γρονθοκοπώντας, σπρώχνοντας, κλοτσώντας, ο Οφιομαχητής άρχισε να διαλύει τα ερείπια, γκρεμίζοντας τοίχους και αψίδες και κολόνες, σπάζοντας πέτρες με την απάνθρωπη δύναμή του, ολόκληρους ογκόλιθους, ρίχνοντας στη γη σκάλες και οροφές που είχαν, κάπως, καταφέρει να μείνουν στη θέση τους εδώ και αιώνες. Πλησίασε το μηχάνημα με τις σφύρες και το κατέστρεψε, χτυπώντας το με τα χέρια του και με τα πόδια του (αγνοώντας το γεγονός ότι είχαν ματώσει, το μαύρο δέρμα του είχε ξεσκιστεί, τα ρούχα του είχαν κουρελιαστεί) και με πέτρες και ξύλα – ό,τι έβρισκε. Το έκανε κομμάτια, και πέταξε τα κομμάτια του δώθε-κείθε σαν δαιμονική θύελλα της Έχιδνας.
Το Γερό Φίδι τον ατένιζε με δέος, και είχε λυγίσει το σώμα του στη γη, συρίζοντας.
Η Όλγα τον κοίταζε τρομοκρατημένη, ουρλιάζοντας: «Γεώργιε σταμάτα! Γεώργιε! Τι κάνεις; Σταμάτα, σε παρακαλώ! Σταμάτααα... Γεώργιε!»
Εκείνο που τελικά τον συνέφερε, εκείνο που έκανε το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου ν’απομακρύνει την οργή του, ήταν το μηχάνημα με το τρυπάνι που είχε αρχίσει πάλι να κινείται. Είχε μπει σε λειτουργία.
Η Όλγα το έδειξε, φωνάζοντας, τρελαμένη από τον φόβο.
Ο Οφιομαχητής στράφηκε να το αντικρίσει. «Μείνε μακριά του!» της είπε, άγρια.
«Δε-δε-δε σκόπευα να το πλησιάσω.»
Το Γερό Φίδι σύριξε και κοίταξε κι αυτό τον ερχόμενο εχθρό.
Ο Οφιομαχητής ξεκάρφωσε το Φιλί της Έχιδνας από το έδαφος, και η ιερογραμμένη λεπίδα στραφτάλισε στο πρωινό φως που γλιστρούσε ανάμεσα από τις φυλλωσιές των Σελκόνιων Δασών.
Ο μηχανικός δαίμονας πλησίαζε ξανά. Αν ήταν το ίδιο στοιχειακό που τον κινούσε και πριν, ή άλλο, ο Γεώργιος δεν μπορούσε να ξέρει. Και δεν είχε σημασία. Άρπαξε μια κοτρόνα με το ελεύθερό του χέρι και την εκτόξευσε καταπάνω στο τρυπάνι του. Η πέτρα διαλύθηκε σε θραύσματα. Το τρυπάνι δεν έπαθε τίποτα. Και η εφιαλτική μηχανή πλησίαζε...
Ο Οφιομαχητής έγνεψε στο Γερό Φίδι να απομακρυνθεί, ενώ εκείνος περίμενε το μηχάνημα να ζυγώσει· και, όταν ήταν κοντά, τινάχτηκε στο πλάι, σκύβοντας, αποφεύγοντας το τρυπάνι. Βρέθηκε δίπλα στον έναν από τους τέσσερις μεγάλους, επικίνδυνα οδοντωτούς τροχούς. Τον απέφυγε κι αυτόν κι έβαλε το ελεύθερο χέρι του ανάμεσα στους δύο τροχούς τούτης της πλευράς του μηχανήματος. Έβαλε το χέρι του κάτω από το μηχάνημα, σκύβοντας ξανά – και αμέσως μετά ορθώθηκε, τρίζοντας τα δόντια, γρυλίζοντας. Η υπεράνθρωπη δύναμή του αποδείχτηκε αρκετή για να σηκώσει το τροχοφόρο, σαν όλα αυτά τα γρανάζια, οι αλυσίδες, οι τροχαλίες, οι ρόδες, το τρυπάνι – όλα αυτά τα συμπαγή μέταλλα – να μην ήταν πιο βαριά από μια μεγάλη πέτρα.
Ο Οφιομαχητής σπρώχνοντας έριξε το μηχάνημα στο πλάι. Οι τροχοί του περιστρέφονταν ακόμα, μα δεν μπορούσε πλέον να κινηθεί. Ο Γεώργιος, μέσα στην οργή του, θηκάρωσε το Φιλί της Έχιδνας, άρπαξε δύο πέτρες από το έδαφος, και πήδησε πάνω στο πεσμένο μηχάνημα, αρχίζοντας να το κοπανά μ’αυτές και με τα πόδια του, διαλύοντας, καταστρέφοντας, τσακίζοντας, κάνοντας τους μηχανισμούς του κομμάτια και θρύψαλα.
Και το εφιαλτικό κατασκεύασμα έπαψε να κινείται. Το στοιχειακό είχε φύγει από μέσα του χωρίς ο Οφιομαχητής να χρησιμοποιήσει το ιερογραμμένο λεπίδι του τούτη τη φορά.
Αλλά ο Νάθλεδιρ ήταν νεκρός, σκεφτόταν ο Γεώργιος. Του είχα υποσχεθεί ότι θα τον βοηθούσα να επιστρέψει στη Μοργκιάνη, στο Δάσος των Ψυχών, στην πατρίδα του, στη φυλή του... και τον οδήγησα στον θάνατό του. Μετά δυσκολίας συγκρατούσε την οργή του, και μόνο επειδή μόλις τώρα την είχε εκτονώσει επάνω στα δαιμονικά μηχανήματα και τον ερειπιώνα.
Τα σημάδια του περάσματος του Οφιομαχητή από αυτό το μέρος θα έμεναν για πολύ καιρό προτού τα Σελκόνια Δάση καταφέρουν να τα χωνέψουν μέσα στο χώμα και τη βλάστηση.
Η Όλγα τώρα αφουγκραζόταν καθώς ξαφνική σιγαλιά είχε απλωθεί ύστερα από την καταστροφή του μηχανήματος· και τα μάτια της διαστάλθηκαν. «Έρχονται κι άλλα, Γεώργιε!» είπε. «Τ’ακούω! Δεν είναι μακριά! Τ’ακούω.»
Ο Οφιομαχητής πήδησε από τα συντρίμμια του τροχοφόρου με το τρυπάνι. «Έλα,» της είπε. «Πάμε.»
Και βάδισαν γρήγορα μες στον ερειπιώνα ξανά, με το Γερό Φίδι στο κατόπι τους, αφήνοντας πίσω τους τον τόπο που ο Φιλημένος της Έχιδνας είχε ρημάξει.
Οι μεταλλικοί ήχοι εξακολουθούσαν ν’ακούγονται, πλησιάζοντας, αλλά τώρα ο Οφιομαχητής κι οι σύντροφοί του δεν βρίσκονταν πλέον μακριά από το πέρας των ερειπίων, εκεί όπου σταματούσαν να υπάρχουν χαλάσματα μέσα στη βλάστηση–
Ξαφνικά, είδαν ένα μηχάνημα να έρχεται από έναν παλιό δρόμο, ανάμεσα από κρημνίσματα με σκάλες και αρχέγονα μπαλκόνια. Βάδιζε πάνω σε έξι μεταλλικά πόδια, μοιάζοντας με γιγάντιο έντομο, και γύρω του έσερνε καλώδια που θύμιζαν τρίχες. Ήταν γεμάτο τροχαλίες, γρανάζια, αλυσίδες, πιστόνια, όπως και τα προηγούμενα.
Η Όλγα έβγαλε μια άναρθρη, φοβισμένη φωνή· σκόνταψε κι έπεσε πάνω στις αρχαίες πέτρες και το χορτάρι, έγδαρε τα χέρια της – ξανά – και δάκρυα θόλωσαν την όρασή της.
Το Γερό Φίδι γρύλισε, αγριεμένα, και, έχοντας χάσει την αλυσίδα του, κράτησε υψωμένο ένα ρόπαλο που είχε, τις προηγούμενες ημέρες, φτιάξει για τον εαυτό του μέσα από το περιβάλλον των δασών.
Ο Γεώργιος δεν έχασε καιρό: άρπαξε την Όλγα στα χέρια κι έτρεξε προς το τελείωμα του ερειπιώνα που φαινόταν από εδώ, υποπτευόμενος πως το μηχάνημα δεν θα τους ακολουθούσε όταν είχαν απομακρυνθεί. Τα δαιμονικά πνεύματα δεν πρέπει να έβγαιναν από τα ερείπια.
Το Γερό Φίδι, φυσικά, αμέσως μιμήθηκε τον συγγενή-κι-Αφέντη του. Αφού εκείνος έκρινε ότι ήταν ώρα για υποχώρηση, ήταν σίγουρα ώρα για υποχώρηση.
Το μεταλλικό τέρας τούς καταδίωξε, μα δεν ήταν τόσο γρήγορο όσο τα προηγούμενα επάνω στα μεταλλικά του πόδια. Βάδιζε σαν παρωδία ζωντανού πλάσματος. Και, όπως είχε υποθέσει ο Γεώργιος, δεν τους ακολούθησε πέρα από το τέλος του ερειπιώνα.
Όταν το δάσος, και μόνο το δάσος, ήταν γύρω τους, το εφιαλτικό μηχάνημα δεν ήταν πίσω τους πλέον. Αλλά ο Οφιομαχητής συνέχισε ν’απομακρύνεται από εκείνο το θανατηφόρο μέρος, με την Όλγα στα χέρια του και το Γερό Φίδι στο κατόπι του.
Οι Σελκόνιοι ερπετοειδείς είναι, τελικά, πιο σοφοί απ’ό,τι νόμιζα, σκέφτηκε. Εγκατέλειψαν το κυνήγι επειδή ήταν σίγουροι πως ήμασταν νεκροί. Μας είχαν ήδη για σκυλοπνιγμένους.
Η Διονυσία μάς ζητά συγνώμη αλλά λέει πως έχει μόνο έναν ξενώνα, δεν υπάρχει δεύτερος.
«Τι ανοησίες είν’ αυτές;» τη μαλώνω ήπια, μεταξύ αστείου και σοβαρού. «Αφού ξέρεις ότι ο Οφιομαχητής ποτέ δεν κοιμάται.»
«Ξαπλώνει, όμως, δεν ξαπλώνει;»
«Άμα θέλω να ξαπλώσω – ή απλά να καθίσω, όπως κάνω συνήθως τις νύχτες – θα βρω χώρο μέσα σ’ολόκληρο σπίτι. Δεν υπάρχει πρόβλημα.»
Είναι αργά πλέον, πλησιάζουν μεσάνυχτα, και ο Αρσένιος είναι μαζί μας στο σαλόνι, έχοντας κατεβεί από το δωμάτιό του, μοιάζοντας αναζωογονημένος· και είναι καυστικός και κακεντρεχής όπως πάντα, με την τραχιά, αλλοιωμένη από το φαρμάκι της κερασφόρου οχιάς φωνή του και το ξερό γέλιο του. Η Λουκία νομίζω πως τον γουστάρει – για κάποιο λόγο. Παίζουν ζάρια οι δυο τους, εδώ και ώρα, πάνω στο τραπέζι. Θα έπαιζαν και χαρτιά, σίγουρα, αλλά οι τυφλοί δεν μπορούν να παίξουν χαρτιά. Κι ακόμα και για τα ζάρια ο αδελφός της Διονυσίας είχε τους ενδοιασμούς του.
Γελώντας ξερά, ρώτησε τη Λουκία προτού ξεκινήσουν: «Και ποιος θα σε συγκρατεί απ’το να κλέψεις όταν τα πάντα είναι, για μένα, τόσο σκοτεινά;»
«Δεν πρόκειται να σου πω ψέματα,» υποσχέθηκε εκείνη. «Η Έχιδνα να με δαγκώσει. Εξάλλου, δε θα παίξουμε για χταπόδια· για τη χάρη της Σιλοάρνης θα παίξουμε. Γιατί να σε κλέψω;»
«Θα την προσέχω,» είπα στον Αρσένιο.
Η Λουκία με λοξοκοίταξε υπομειδιώντας. «Θα τόχω υπόψη μου...»
Και μετά άρχισαν να παίζουν ζάρια. Πρώτα, Δάγκωμα της Έχιδνας (που αυτό που παίζεται με τα ζάρια είναι, προφανώς, διαφορετικό απ’αυτό που παίζεται με τα χαρτιά, αλλά η φιλοσοφία του είναι, κατά βάση, η ίδια· νικά εκείνος που μένει «αδάγκωτος»)· έπειτα, Θαλασσοπορίες· και τώρα, Μετρήματα. Δε νομίζω ότι η Λουκία έχει κλέψει τον Αρσένιο ούτε μία φορά. Άλλωστε, όπως είπε κι εκείνη, δεν παίζουν για λεφτά.
Όταν τελειώνουν την παρτίδα, ο Αρσένιος πηγαίνει στο δωμάτιό του και η Διονυσία οδηγεί τη Λουκία στον ξενώνα και ετοιμάζει, πρόχειρα, κάποια πράγματα εκεί ενώ η παλιά πειρατίνα τής λέει: «Δε χρειάζεται. Πραγματικά, δε χρειάζεται· όλα είν’ εντάξει.» Η Διονυσία, όμως, επιμένει να φτιάξει ό,τι ήθελε να φτιάξει, και το κάνει, προτού φύγει για να πάει κι εκείνη στο υπνοδωμάτιό της.
Η Λουκία μού προτείνει να κοιμηθούμε μαζί. «Αυτό το δωμάτιο έχει, άνετα, χώρο για δύο που δεν θα τους πείραζε να είναι ο ένας πάνω στον άλλο,» μου λέει, μειδιώντας, τραβώντας με από τη ζώνη με το καλό της χέρι. Ο Ακατάλυτος έχει ήδη κρυφτεί κάτω απ’το κρεβάτι.
Λέω στη Λουκία ότι καλύτερα να μείνω κάτω, στο σαλόνι, να την αφήσω να ξεκουραστεί. Εξάλλου, το αριστερό της χέρι είναι τραυματισμένο και μπορεί να μην του κάνουν καλό αυτά που έχει στο μυαλό της.
«Δεν ξέρεις τι μπορεί να του κάνει καλό και τι όχι,» μου αποκρίνεται. «Κι αυτά που περνάνε απ’το μυαλό μου γίνονται ακόμα και με το ένα χέρι δεμένο.»
Δε φέρνω άλλες αντιρρήσεις. Και αρχικά ο πραγματικός μου ενδοιασμός δεν ήταν κυρίως για το χέρι της αλλά για το γεγονός ότι είμαστε στο σπίτι της Διονυσίας. Η σχέση μου με τη Διονυσία, βέβαια, δεν είναι ερωτική· ποτέ δεν ήταν. Δε νομίζω ότι θα το ήθελε. Ωστόσο, δεν θα αισθανόμουν καλά να κάνω μες στο σπίτι της αυτό που προτείνει η Λουκία. Αλλά τελικά....
«Με ησυχία, όμως,» της λέω. «Δε θέλουμε να ενοχλήσουμε τη Διονυσία και τον αδελφό της.»
«Θα κάνω ό,τι μπορώ,» υπόσχεται καθώς έχει ήδη αρχίσει να ξεκουμπώνει, να λύνει, και να τραβά τα ρούχα μου, με το ένα χέρι.
Ανεβαίνουμε στο κρεβάτι όταν τα ρούχα και των δυο μας έχουν φύγει και το μόνο πράγμα επάνω στη Λουκία είναι ο νάρθηκας του αριστερού χεριού της και ο πάνινος βρόχος που κρατά το χέρι κρεμασμένο από τον λαιμό της. Ασχολούμαι με το γαλανόδερμο σώμα της, φιλάω τις θηλές της που είναι κόκκινες σαν τα μαλλιά της. Τα πόδια της τυλίγονται γύρω μου, το καλό της χέρι διατρέχει τους βραχίονές μου, το στήθος μου, την κοιλιά μου, το όργανό μου. Σηκώνομαι στα γόνατα πάνω στο κρεβάτι, παρασέρνοντάς την μαζί μου, στρέφοντας την πλάτη της προς τη μεριά μου και αγκαλιάζοντάς την από πίσω. Η Λουκία μουγκρίζει γέρνοντας το κεφάλι της στον ώμο μου, ενώ τα δάχτυλά μου την εξερευνούν από την κοιλιά ώς τον λαιμό· μουρμουρίζει το όνομά μου, τα χείλη της στρέφονται προς τα δικά μου. Φιλιόμαστε παθιασμένα ενώ ο καλός της αγκώνας τυλίγεται γύρω απ’τον λαιμό μου, δυνατά. Οι γλώσσες μας παλεύουν σαν φίδια.
Ύστερα από λίγο ξαπλώνω, τραβώντας την μαζί μου, από πάνω μου, κι εκείνη με καβαλά αργά αλλά με καταφανή ενθουσιασμό, κάνοντας τη μέση της πέρα-δώθε, διατρέχοντας ξανά το στέρνο μου με το καλό της χέρι, ενώ το τραυματισμένο κρέμεται μπροστά από το αριστερό της στήθος. Το ένα δικό μου χέρι γλιστρά από κάτω του και πιάνει το στήθος, και το άλλο μου χέρι πιάνει το άλλο στήθος. Η Λουκία κάνει το κεφάλι της πίσω, τινάζοντας μακριά κόκκινα μαλλιά σαν φλόγες.
Όταν η δική μου φωτιά έχει σβήσει μέσα της, η Λουκία ξαπλώνει δίπλα μου, επάνω μου (το στενό κρεβάτι δεν έχει χώρο για να ξαπλώσει πραγματικά «δίπλα μου»), αποκαμωμένη. Μου λέει: «Ξέρεις πόσες φορές δαγκώθηκα για να μην κάνω φασαρία, αλήτη;»
«Τις μέτρησες;»
«Όχι. Αλλά έχω αιμορραγήσει.» Μου δείχνει τα χείλη της.
Τα φιλάω. «Κακόμοιρο κορίτσι.»
Χαμογελά. Και ύστερα κοιμάται.
Εγώ, φυσικά, δεν μπορώ να κοιμηθώ. Το δηλητήριο της Έχιδνας, που καίει άσβεστο μέσα μου, δεν με αφήνει. Αλλά δεν μου χρειάζεται ύπνος· μονάχα λίγη ξεκούραση. Μετά από κάποια ώρα, αφήνοντας τη Λουκία στο κρεβάτι, σηκώνομαι και ντύνομαι χωρίς να φορέσω τις μπότες μου. Βγαίνω από τον ξενώνα και βολτάρω στο σπίτι της Διονυσίας, καπνίζοντας ένα τσιγάρο. Το Φιλί της Έχιδνας κρέμεται από τη ζώνη μου, και το ελεύθερό μου χέρι είναι πάνω στο μανίκι του.
Περιμένω νυχτερινούς εισβολείς; Μάλλον όχι· αλλά με τα καταραμένα βατράχια ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις. Έχουν ξεκινήσει ολόκληρο πόλεμο εναντίον μου – τα μιάσματα!
Πάλι τα ίδια... Σκέψεις από αλλού.
Κανονικά θα έπρεπε να επισκεφτώ ξανά τον Γέρο του Ανέμου, ύστερα από τόσο καιρό, να μάθω τη γνώμη του. Αλλά τώρα δεν υπάρχει χρόνος. Δε νομίζω τα Τέκνα να συμφωνήσουν να περιμένουν μέχρι να κάνω ένα ταξίδι στα Ρινέα Όρη προτού εκπλεύσουν για Ιχθυδάτια μαζί με τον Αρσένιο.
Όταν ξημερώνει βρίσκομαι στο σαλόνι της Διονυσίας, καθισμένος οκλαδόν στον σοφά μπροστά στο τζάκι (το οποίο άναψα πιο πριν), με το Φιλί της Έχιδνας γυμνολέπιδο επάνω στα γόνατά μου και τα μάτια μου κλειστά. Ακούω βήματα από τον όροφο· ύστερα, βήματα από τη σκάλα· ύστερα, βήματα επάνω στο παρκέ του χολ, το οποίο τρίζει. Ξυπόλυτα πόδια, αναμφίβολα. Νομίζω πως αναγνωρίζω τον ήχο τους. «Καλώς την.»
«Τι κάνεις εδώ;» με ρωτά η Λουκία μπαίνοντας στο σαλόνι.
Ανοίγω τα μάτια, σηκώνομαι απ’τον καναπέ, θηκαρώνω το Φιλί της Έχιδνας. «Τι σου μοιάζει ότι κάνω; Ήθελα να είμαι βέβαιος, εκτός των άλλων, ότι κανείς δεν θα ξανάρθει εδώ με κακές σκέψεις στο μυαλό του.»
«Νόμιζες ότι μπορεί οι ακόλουθοι του Λοκράθου να επιτίθονταν στο σπίτι;»
«Το θεωρούσα απίθανο, αλλά δεν μπορούσα και να το αποκλείσω.»
«Τίποτα δεν έγινε τελικά, έτσι;»
«Προφανώς. Πάμε να φτιάξουμε πρωινό για τη Διονυσία και τον αδελφό της;»
«Γιατί όχι; Αν και είμαι φριχτή μαγείρισσα, όπως ξέρεις.»
«Γνωρίζεις πώς να κάνεις καφέ, δεν γνωρίζεις, μα την Έχιδνα;»
Πηγαίνουμε στην κουζίνα και ξεκινάμε τη δουλειά μας. Σε λίγο έρχεται κι ο Ακατάλυτος εκεί, νιαουρίζοντας την καλημέρα του.
Το πρωινό είναι έτοιμο πολύ προτού κατεβούν η Διονυσία κι ο Αρσένιος – πρώτα εκείνος, ύστερα εκείνη. Έχουμε ήδη φάει, εγώ και η Λουκία, όταν αντικρίζουμε τον τυφλό αδελφό της οικοδέσποινάς μας.
«Κάτι μυρίζει ωραία εδώ μέσα,» παρατηρεί. «Δε μπορεί να μαγείρεψε η αδελφή μου,» γελά κοφτά. Η Ευθαλία είναι απλωμένη στους ώμους του, το κεφάλι της πλάι στον λαιμό του. Παιχνιδίζει τη γλώσσα της προς τη μεριά μου, σαν για να με καλημερίσει.
«Έχεις πραγματικά παράπονο απ’τη μαγειρική της Διονυσίας;» τον ρωτάω. Κάνει κάποια από τα πιο νόστιμα φαγητά που έχω γευτεί· και έχω φάει σε πολλά μέρη της Υπερυδάτιας – και σε ακόμα περισσότερα μέρη ολάκερου του Γνωστού Σύμπαντος, μου λένε οι γνώσεις από το αινιγματικό παρελθόν μου.
«Η μαγειρική της είναι το λιγότερο που με απασχολεί σχετικά με την αδελφή μου,» αποκρίνεται ο Αρσένιος. Τι άλλη απάντηση να περιμένεις απ’αυτόν;
Έρχεται στο τραπέζι του σαλονιού και κάθεται κοντά μας. Γεμίζω μια κούπα με καφέ και τη βάζω μπροστά του, και του λέω προς τα πού είναι ποια φαγώσιμα. Απλώνει το χέρι του και τα βρίσκει.
Όταν και η Διονυσία έχει κατεβεί, τους πληροφορώ πως θα πάω τώρα μια βόλτα στην πόλη για ν’αγοράσω κάποια πράγματα – ανάμεσα στα οποία κι ένα καινούργιο βελονοβόλο. (Τα λεφτά που μου έχει δώσει η Φαρμακερή Βασίλισσα επαρκούν· είμαι σίγουρος.)
«Τα Τέκνα δεν θα τα ξαναδούμε;» ρωτά ο Αρσένιος· και γελά κοφτά. «Εσείς, δηλαδή. Για εμένα το θέμα είναι αν θα τα ξανακούσω.»
«Θα τα ξανακούσεις,» του υπόσχομαι.
«Δε θα τους επισκεφτείς τώρα;»
«Θα τους επισκεφτώ, αλλά εσύ καλύτερα να μείνεις εδώ.»
«Νομίζεις ότι είμαι πιο ασφαλής εδώ απ’ό,τι μαζί σου; Τα βατράχια ξέρουν πού είναι το σπίτι της αδελφής μου.»
Η Διονυσία μού ρίχνει ένα βλέμμα που φανερώνει κάποια ανησυχία· προφανώς, δεν θεωρεί πως ο αδελφός της λέει ανοησίες τώρα.
«Η Λουκία θα μείνει μαζί σας,» τους λέω.
«Θα μείνω;»
«Θα μείνεις. Κι άμα τύχει να δεις κάτι ύποπτο – το παραμικρό – αμέσως θα με καλέσεις. Εντάξει;»
«Ό,τι νομίζεις.»
Φεύγω απ’το σαλόνι κι ανεβαίνω στον ξενώνα, για να φορέσω τις μπότες μου και να ξανακατεβώ. Την κάπα μου την έχω στην κρεμάστρα του χολ, οπότε την παίρνω από εκεί και τη ρίχνω στους ώμους μου.
«Παίζεις ζάρια ξανά;» ακούω τον Αρσένιο να ρωτά τη Λουκία, καθώς βαδίζω προς την έξοδο του σπιτιού. Εκείνη γελά και του λέει: «Θα χάσεις – και χωρίς να σε κλέψω.»
Η Διονυσία σηκώνεται απ’τη θέση της και με πλησιάζει βιαστικά.
«Τι είναι;» τη ρωτάω, έχοντας ήδη ανοίξει την εξώπορτα.
«Να καλέσεις τον Δημήτριο,» μου προτείνει. «Θα σε μεταφέρει με το όχημά του.»
Δε θέλω να τον επιβαρύνω, αλλά... «Θα το σκεφτώ,» της αποκρίνομαι.
«Δε θάχει πρόβλημα. Θα έρθει.»
«Ναι, το ξέρω. Τέλος πάντων. Θα τα ξαναπούμε σύντομα.»
Και φεύγω από το σπίτι της Διονυσίας, περνώντας από τον μικρό κήπο και βλέποντας τον Φωνακλά να με κοιτάζει σιωπηλός καθώς πηγαίνω στην πρασινομέταλλη πόρτα, την ανοίγω, και βγαίνω στους απότομους δρόμους των Λοφότοπων.
Κατευθύνομαι προς μια από τις στάσεις των επιβατηγών οχημάτων της Μεγάπολης. Οι συγκοινωνίες εδώ είναι οι καλύτερες στην Υπερυδάτια· θα φτάσω χωρίς δυσκολία στα μέρη που θέλω. Αλλά, καθώς πλησιάζω τη στάση, ο τηλεπικοινωνιακός πομπός μου κουδουνίζει και τον πιάνω μέσα από μια από τις πολλές εσωτερικές τσέπες της κάπας μου.
Είναι ο Δημήτριος. «Καλημέρα,» του λέω, φέρνοντας τη συσκευή κοντά στ’αφτί μου.
«Πώς πέρασε η βραδιά;» με ρωτά.
«Ήσυχα.»
«Πού είσαι τώρα;»
«Στο δρόμο.»
«Για πού;»
«Θέλω να πάρω κάποια πράγματα. Να επισκεφτώ και τους φίλους μου στ’Ονομαστό.»
«Και δε με φωνάζεις νάρθω;»
«Δεν είσαι προσωπικός μου οδηγός, Ζερδέκη.»
«Μη με βρίζεις,» μου λέει μεταξύ αστείου και σοβαρού (επειδή τον αποκάλεσα Ζερδέκη, αναμφίβολα). «Πού είσαι; Θα έρθω να σε πάρω.»
«Στους Λοφότοπους είμαι,» και του λέω τον δρόμο, «κοντά στη στάση των επιβατηγών. Αλλά δεν–»
«Σε πέντε λεπτά θα είμαι εκεί.» Τερματίζει την τηλεπικοινωνία.
Τι να του πεις; Αφού προσφέρεται...
Και δεν είπε ψέματα, ο διάολος της Σιλοάρνης: Μέσα σε πέντε λεπτά το γυαλιστερό, γκρίζο, μοδάτο όχημά του σταματά δίπλα μου, με τους τέσσερις μεταλλικούς τροχούς του να τρίζουν εύηχα.
Ένα τζάμι κατεβαίνει. «Έρχεσαι;» ρωτά ο τζογαδόρος από τη θέση του οδηγού.
Ανοίγω την πόρτα και κάθομαι πλάι του. «Πού είναι η τραγουδίστρια;» Δε μπορώ να μη ρωτήσω· είμαι περίεργος.
«Έχει πάει σε κάτι δουλειές.»
«Δεν έμαθες τίποτα για το φαρμακερό ζήτημα, ε;» του λέω καθώς βάζει σε κίνηση τους τροχούς του ξανά.
«Τίποτα. Αλλά είμαι πολύ προσεχτικός.» Και μετά: «Επιμένει να σε ξαναδεί, ξέρεις· όμως της λέω κάτι μαλακίες, ότι είσαι απασχολημένος και τέτοια.» Προσθέτει ύστερα από μια στιγμή: «Νομίζω ότι έχει αρχίσει να το καταλαβαίνει πως τη δουλεύω, και δεν της πολυαρέσει.» Ρωτά: «Πού θες να πάμε τώρα;» καθώς στρίβει σε μια γωνία προσπερνώντας το εξάτροχο επιβατηγό που κατευθύνεται προς τη στάση.
«Στο Ονομαστό, για αρχή.»
Φεύγουμε από τους απότομους δρόμους των Λοφότοπων και μπαίνουμε στους στρωτούς δρόμους του Ψηλόγερου. Παρότι, μια τέτοια πρωινή ώρα, έχει αρκετή κίνηση εδώ, δεν αργούμε να φτάσουμε στο Ονομαστό και να σταματήσουμε μπροστά του.
«Θες νάρθω μαζί σου επάνω,» με ρωτά ο Δημήτριος, «ή να περιμένω;»
«Με τσαντίζει που παριστάνεις τον οδηγό μου,» του λέω. «Αν θες νάρθεις, έλα. Απλά πάω να δω τι κάνουν· δε θα μείνω για πολύ.»
Βγαίνουμε από το όχημα και μπαίνουμε στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου. Ανεβαίνουμε στον τέταρτο όροφο και βαδίζουμε ώς το δωμάτιο του Νηρέα και της Ερασμίας. Χτυπάω την πόρτα.
«Ποιος είναι;» ακούω μια γυναικεία φωνή από μέσα.
«Εγώ είμαι.»
Η Ερασμία ανοίγει, και περνάμε το κατώφλι. «Καλημέρα,» λέει καθώς κλείνει πίσω μας. «Τι κάνει ο Αρσένιος;» Διακρίνω μια κάποια καχυποψία στη φωνή της, ή είναι η ιδέα μου;
«Καλύτερα από χτες, σίγουρα.»
«Εξακολουθεί να θέλει να ταξιδέψει μαζί μας;»
«Δεν έχει αλλάξει μυαλά,» τη διαβεβαιώνω. Και στρέφομαι στον Νηρέα, που είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. «Εσύ πώς είσαι, σήμερα;»
«Έτοιμος να καθαρίσω τούτη τη διάσταση από τουλάχιστον δέκα μιάσματα, Οφιομαχητή.» Και νομίζω ότι το εννοεί, ο τρελός.
Χαμογελάω. «Περιορίσου στα πέντε γι’αρχή. Και έχουμε πει πως το όνομά μου είναι Γεώργιος.»
«Σωστά,» αποκρίνεται, και κάνει να ανασηκωθεί πάνω στο κρεβάτι, να πάρει καθιστή θέση, μουγκρίζοντας.
«Μην ξεβολεύεσαι για χάρη μας,» του λέω. «Σύντομα φεύγουμε.»
«Τα καταφέρνω,» επιμένει· και όντως τα καταφέρνει. Βάζοντας το μαξιλάρι πίσω από την πλάτη του, κάθεται. «Βλέπεις; Τα μιάσματα δεν είναι τόσο εύκολο να με σκοτώσουν.»
«Δε με εκπλήσσει,» του λέω.
Η Ερασμία με ρωτά: «Πότε θα πλεύσουμε για Ιχθυδάτια;»
«Όπως σου είπα και χτες, σήμερα έχω κάποιες δουλειές εδώ. Θέλω ν’αγοράσω καινούργιο βελονοβόλο, κατά πρώτον, καθώς και μερικά δηλητήρια. Και ο Αρσένιος θέλει επίσης να ετοιμαστεί· το ίδιο και η Διονυσία–»
«Η Διονυσία; Τι εννοείς; Θάρθει κι αυτή;»
«Επιμένει.»
Τα μάτια της Ερασμίας στενεύουν, άγρια· θυμίζει δηλητηριώδη οχιά έτοιμη να τιναχτεί και να δαγκώσει, να σκοτώσει.
«Δεν πρόκειται να εγκαταλείψει τον αδελφό της,» της λέω. «Του είναι πολύ πιστή. Για κάποιο λόγο. Μάλλον, δεν του αξίζει τόσο πιστή αδελφή, έτσι όπως της φέρεται· αλλά η Διονυσία είναι αυτό που είναι: τέτοιος είναι ο χαρακτήρας της.»
«Σκοπεύει, δηλαδή, να έρθει μαζί μας και στο άντρο;»
«Ναι.»
«Αυτό δεν γίνεται, Γεώργιε. Η Βασίλισσά μας δεν θα το επιτρέψει. Είναι πολύ επικίνδυνο.»
«Επέτρεψε στη Λουκία να μπει, και να βγει ζωντανή,» της θυμίζω.
«Επειδή ήταν μαζί σου, και μόνο· επειδή ο ίδιος ο Οφιομαχητής μίλησε υπέρ της. Δε θα είχε συμβεί σε καμιά άλλη περίπτωση, να είσαι σίγουρος.»
«Δεν το αμφιβάλλω. Αλλά και όταν η Διονυσία επισκεφτεί το άντρο σας, πάλι εκεί θα είμαι, Ερασμία. Και την εμπιστεύομαι κι αυτήν όσο τη Λουκία. Δεν πρόκειται να σας προδώσει. Αν ο αδελφός της μείνει στο άντρο, κατά πάσα πιθανότητα θα μείνει κι εκείνη· δε νομίζω ότι θα τον αφήσει και θα φύγει.»
«Η Φαρμακερή Βασίλισσα, όμως, ίσως να μην ξανακάνει εξαίρεση σαν αυτή για τη Λουκία – ακόμα και για εσένα,» με προειδοποιεί η Ερασμία.
«Θα πρέπει, τότε, να μιλήσουμε οι δυο μας,» αποκρίνομαι κρατώντας μακριά την ξαφνική, παράλογη οργή μου με το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου.
«Δε μπορείς να πεις στη Διονυσία να μην έρθει;» Και η Ερασμία μοιάζει θυμωμένη. «Τη θες μαζί σου; Τι να την κάνεις;»
«Αντιθέτως,» τη διαβεβαιώνω, ακόμα καταπολεμώντας την οργή μου, «θα προτιμούσα κι εγώ να μην ερχόταν. Φοβάμαι για τη ζωή της. Αλλά δεν μπορώ να την εξαναγκάσω να μείνει πίσω. Τι προτείνεις; να φύγω με τον Αρσένιο χωρίς να της πούμε τίποτα; Ενώ κοιμάται;»
«Αυτή θα ήταν μια πολύ καλή ιδέα.»
«Δεν πρόκειται να της παίξω τέτοια λοκράθια πουστιά, Ερασμία. Είναι φίλη μου. Θα το έκανα μόνο αν ήμουν σίγουρος πως πήγαινε σε βέβαιο θάνατο. Αλλά τώρα ο θάνατος δεν είναι βέβαιος. Απλά υπάρχουν κίνδυνοι· και οι κίνδυνοι αντιμετωπίζονται, ή αποφεύγονται, με τον έναν τρόπο ή με τον άλλο.»
Η Ερασμία αναστενάζει, μοιάζοντας κουρασμένη. «Δεν πρόκειται ν’αλλάξεις γνώμη...» Βηματίζει μες στο δωμάτιο, κάθεται στην άκρη του κρεβατιού της. «Κάνε ό,τι νομίζεις. Αλλά, σ’το λέω, δεν ξέρω αν η Βασίλισσά μας θα κάνει ξανά την ίδια εξαίρεση.»
«Θα το ανακαλύψουμε...»
«Προειδοποίησέ την τη φίλη σου. Για να μη βρεθεί... προ εκπλήξεως.»
«Της έχω πει ήδη πόσο προσέχετε το άντρο σας. Και η Λουκία τής το έχει πει επίσης.»
«Πες της το ξανά,» επιμένει η Ερασμία.
«Θα της το πω,» υπόσχομαι. Και τη ρωτάω, αλλάζοντας θέμα: «Θέλετε τίποτα πράγματα από τη Μεγάπολη προτού ταξιδέψουμε; Αν ναι, τώρα είναι η ευκαιρία να τα αγοράσετε.»
Η Ερασμία μορφάζει συλλογισμένα. «Μερικά ταξιδιωτικά είδη, ίσως. Όχι κάτι το ιδιαίτερο. Εγώ θα μείνω με τον Νηρέα. Αν ο Νικόλαος κι ο Λεωνίδας θέλουν να έρθουν μαζί σου....»
Νεύω. «Θα τους ρωτήσω.»
Βγαίνουμε, εγώ κι ο Δημήτριος, απ’το δωμάτιο της Ερασμίας και του Νηρέα, και ενώ είμαστε στον διάδρομο ο τζογαδόρος μού λέει: «Θέλει πραγματικά η Διονυσία να ταξιδέψει στην Ιχθυδάτια;»
«Ναι.»
«Μαζί μ’αυτούς τους τύπους; Είναι τρελή; Με το συμπάθιο κιόλας, Γεώργιε. Το βλέπω πως είναι φίλοι σου, αλ–»
«Λόγω των περιστάσεων,» τον διακόπτω. «Λόγω των περιστάσεων είναι φίλοι μου. Αν και οι ίδιοι πιστεύουν ότι... με ‘επικαλέστηκαν’.»
«Ναι, το έχω καταλάβει... Μου φαίνονται περίεργοι. Το λιγότερο.»
«Δε σε παρεξηγώ, πίστεψέ με. Κι εμένα μού φαίνονται περίεργοι.»
«Η Διονυσία καλύτερα να μην έρθει, ακόμα κι αν ο αδελφός της είναι τόσο παράτολμος ώστε να θέλει να πάει.»
«Δε μπορώ να της αλλάξω γνώμη, Δημήτριε. Είναι αποφασισμένη.»
«Θα της μιλήσω κι εγώ,» προθυμοποιείται, επίμονα, ο τζογαδόρος. «Μα την Έχιδνα... αυτό είναι τρελό.»
«Ο Αρσένιος δεν το ξέρει ακόμα,» του λέω.
«Τι δεν ξέρει;»
«Ότι η Διονυσία θέλει νάρθει.»
«Και, μάλλον, δε θα του άρεσε, ε;»
«Σίγουρα δεν θα του άρεσε. Συνέχεια λέει ότι η αδελφή του προσπαθεί να ελέγχει τη ζωή του.»
«Μάλιστα... Εγώ, αν ήμουν στη θέση της, δεν θα πήγαινα.»
«Δεν είσαι η Διονυσία, όμως.» Και βαδίζω προς την πόρτα του Νικόλαου και του Λεωνίδα.
Τη χτυπάω.
Ο Νικόλαος ανοίγει. «Νόμιζα πως άκουσα τη φωνή σου από τον διάδρομο,» λέει, «και είχα δίκιο.»
«Να μπούμε;»
Παραμερίζει και μπαίνουμε. Ο Λεωνίδας, βγαίνοντας εκείνη την ώρα από την τουαλέτα, μας χαιρετά. «Όλα εντάξει, Γεώργιε;» (Αυτός θυμήθηκε να με πει με το όνομά μου.)
«Ναι,» αποκρίνομαι, και τους πληροφορώ ότι σκοπεύω να τριγυρίσω στην πόλη για αγορές, και ότι η Ερασμία μού είπε πως ίσως να ήθελαν να έρθουν μαζί μου για να πάρουν κι αυτοί κάποια πράγματα για το ταξίδι. «Η ίδια θα μείνει με τον Νηρέα.»
«Θα μείνω κι εγώ κοντά τους, αν δεν έχεις πρόβλημα,» μου λέει ο Λεωνίδας. «Εκείνο το μίασμα που είχες αιχμαλωτίσει ξέρει πού είμαστε, και τα βατράχια ίσως να γίνουν εκδικητικά.»
«Θα μου φαινόταν εξωφρενικό να σας επιτεθούν μέσα στο Ονομαστό,» αποκρίνομαι – «δε βρισκόμαστε στη Σκιάπολη – αλλά μείνε αν θέλεις. Δε βλάπτει να είμαστε προσεχτικοί.»
Ο Λεωνίδας γνέφει καταφατικά.
Ο Νικόλαος ντύνεται και έρχεται μαζί μας καθώς φεύγουμε απ’το δωμάτιό τους και από το παλιό ξενοδοχείο. Επιβιβαζόμαστε στο τετράκυκλο όχημα του Δημήτριου και λέω στον τζογαδόρο φίλο μου πού να μας πάει για να αγοράσουμε τα πράγματα που θέλουμε.
«Αν έχεις άλλες δουλειές, απλά άφησέ μας οπουδήποτε και θα βρούμε τον δρόμο μας,» προσθέτω.
«Τα ζάρια μπορούν να περιμένουν,» αποκρίνεται, και γελάμε κοφτά κι οι δύο.
Ο Νικόλαος, καθισμένος πίσω μας, κοιτάζει καλά-καλά έξω απ’τα παράθυρα του οχήματος, τους φαρδείς δρόμους και τα ψηλά οικοδομήματα. Τον μπανίζω από τον καθρέφτη πλάι μου. Είναι ακόμα εντυπωσιασμένος από τη Μεγάλη Πόλη, ο Ιχθυδάτιος...
Σ’ένα ύψωμα μες στην πυκνή βλάστηση, έπαψε να τρέχει και άφησε την Όλγα από τα χέρια του, βάζοντάς την να σταθεί. Το Γερό Φίδι σταμάτησε πίσω του, συρίζοντας, κοιτάζοντας τριγύρω αγριεμένα· αλλά δεν διέκρινε κανέναν κίνδυνο. Επιπλέον, σκεφτόταν ότι ο συγγενής-κι-Αφέντης του δεν θα είχε σταθεί εδώ αν υπήρχε κίνδυνος.
Η Όλγα ρώτησε: «Δε μας κυνηγά πια;»
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Οφιομαχητής. Και πρόσθεσε: «Δε νομίζω ότι βγαίνουν από την ερειπωμένη πόλη.»
«Τι ήταν αυτά τα πράματα, Γεώργιε; Δεν έχω ξαναδεί τέτοια πράματα ποτέ μου. Δεν... δεν ήταν οχήματα, έτσι;»
Ο Οφιομαχητής κούνησε το κεφάλι. «Όχι, δεν ήταν οχήματα. Δε μου φαίνονταν για οχήματα, τουλάχιστον.» Και συγχρόνως τέντωνε τις αισθήσεις του, όχι μήπως ακούσει τις μηχανές του θανάτου να έρχονται αλλά μήπως διαισθανθεί ερπετοειδείς. «Σαν πολεμικές μηχανές ήταν. Αλλά κι αυτό σχετικό είναι...»
«Πολεμικές μηχανές;»
«Τι άλλο θα μπορούσαν να είναι, Όλγα; Είχαν επάνω τους εργαλεία για να σκοτώνουν και να καταστρέφουν. Αδυνατώ να φανταστώ καμιά άλλη χρήση γι’αυτά τα πράγματα.»
«Ναι, μάλλον έχεις δίκιο... Μα την Έχιδνα... ο Νάθλεδιρ...» Την Όλγα τη φρίκαραν παλιά οι παράξενοι εξωδιαστασιακοί – ειδικά κάτι μαυρόδερμοι σαν τον Μοργκιανό – όμως τώρα πλέον τον είχε συνηθίσει τον Νάθλεδιρ. Τον γούσταρε αρκετά, θα έλεγε. Ναι, σίγουρα τον γούσταρε. Τον είχε συμπαθήσει. Και, καθώς επί του παρόντος σκεφτόταν πώς εκείνο το δαιμονικό μηχάνημα τον είχε λιώσει, ένιωθε μια μεγάλη θλίψη να την καταλαμβάνει. Ο λαιμός της έκλεισε, δάκρυα θόλωσαν τα μάτια της. «Δεν... δεν...» ψέλλισε.
Ο Οφιομαχητής χτύπησε τη γροθιά του πάνω στον χοντρό κορμό ενός δέντρου – μία, δύο, τρεις φορές – σπάζοντάς τον σ’εκείνο το σημείο. Και το δέντρο παραλίγο να πέσει.
Η Όλγα τρόμαξε.
Ο Γεώργιος δάμασε την οργή του με τις διδαχές του Γέρου του Ανέμου.
Το Γερό Φίδι σύριξε, νιώθοντας την ταραχή του συγγενή-κι-Αφέντη του και, συγχρόνως, δέος για την οργή του.
Ο Γεώργιος στράφηκε στην Όλγα. «Του είχα υποσχεθεί ότι θα τον βοηθούσα να επιστρέψει στην πατρίδα του... Δεν είμαι και πολύ καλός με τις υποσχέσεις μου...» Η φωνή του ακουγόταν σαν πέτρες που τρίβονται αναμεταξύ τους.
«...Δε... δε φταις εσύ, Γεώργιε... Ήταν...» Σκούπισε τα δάκρυά της με την πίσω μεριά του χεριού της. «Τι να έκανες; Μα την Έχιδνα, αν δεν ήσουν εσύ, ούτε εγώ δεν θα ήμουν ζωντανή. Ούτε – ούτε αυτός.» Έριξε μια ματιά στο Γερό Φίδι (που δεν καταλάβαινε τίποτα από τα λόγια της, φυσικά).
Ο Γεώργιος αναστέναξε. Ήταν λάθος που ήρθαμε εδώ, σκέφτηκε. Ήταν λάθος που τους έφερα όλους τους εδώ. Εξαιτίας μου, ο Νάθλεδιρ είναι νεκρός, και η Όλγα έχει υποφέρει. Παρότι ήταν τόσο ανόητη ώστε να θέλει να μας ακολουθήσει, δεν της αξίζει κάτι τέτοιο. Και ούτε νόμιζε πως θα έβρισκε κανένα σπίτι για το Γερό Φίδι εδώ. Οι Σελκόνιοι ερπετοειδείς δεν έμοιαζαν φιλικοί προς άλλους του είδους τους.
«Θα φύγουμε,» είπε. «Αρκετά μείναμε. Δεν έπρεπε ποτέ να είχαμε έρθει στα Σελκόνια Δάση. Με συγχωρείς, Όλγα.»
Εκείνη δεν ήξερε τι ν’αποκριθεί – μια από τις λίγες φορές που της συνέβαινε αυτό – έτσι έμεινε σιωπηλή.
«Μπορείς να βαδίσεις;» τη ρώτησε.
Η Όλγα κατένευσε.
«Πάμε, τότε.»
Άρχισαν να οδοιπορούν μες στα δάση, με το Γερό Φίδι στο κατόπι τους, ενώ ο Γεώργιος εξακολουθούσε να έχει τις αισθήσεις του τεντωμένες για οποιονδήποτε κίνδυνο, και το Φιλί της Έχιδνας στο χέρι του.
«Γιατί μας επιτέθηκαν αυτά τα μηχανήματα;» τον ρώτησε η Όλγα. «Νόμιζαν ότι... ότι ήμασταν εισβολείς στην ερειπωμένη πόλη;»
«Ίσως. Δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι πως μέσα στα μηχανήματα ήταν πνευματικές οντότητες–»
«Πώς είναι δυνατόν;»
«Μόνο αν ήμουν μάγος ίσως μπορούσα να σ’το απαντήσω αυτό. Αλλά δεν είμαι. Και κατάλαβα ότι πνεύματα κρύβονταν μες στα μηχανήματα επειδή το Φιλί της Έχιδνας τα έδιωχνε. Η λεπίδα του έχει επάνω της λαξεμένες γραφές στην Ιερατική Γλώσσα της Έχιδνας και είναι ευλογημένη από τους ιερείς της. Έχει και παλιότερα τρέψει πνευματικές οντότητες σε φυγή. Πιθανώς να μπορεί και να τις τραυματίσει κάπως.»
«Σκοτώνει πνεύματα, δηλαδή; Αόρατα πράγματα;»
«Τα τρομάζει, τουλάχιστον. Γι’αυτό όταν έφερνα το σπαθί σε επαφή με τα μηχανήματα αυτά σταματούσαν να λειτουργούν. Οι... οδηγοί τους έφευγαν.»
«Γιατί, όμως, να μας επιτεθούν εξαρχής; Τους πειράξαμε κάπως;»
«Η ίδια η παρουσία μας μάλλον τους πείραξε. Τα συγκεκριμένα στοιχειακά πρέπει να είναι πολύ κτητικά με την ερειπωμένη πόλη τους. Γι’αυτό κιόλας οι ερπετοειδείς φοβόνταν να έρθουν να μας κυνηγήσουν εκεί μέσα. Μας είχαν ήδη για νεκρούς.»
«Και τώρα θα φύγουμε απ’τα Σελκόνια Δάση;»
«Ναι.»
«Ξέρεις πού βρισκόμαστε; Εννοώ, έχεις τον προσανατολισμό;»
«Περίπου. Θα βγούμε, μην ανησυχείς. Κάπου, θα βγούμε.»
Βάδισαν ολόκληρη εκείνη την ημέρα διασχίζοντας τα δάση, πάντοτε σε ετοιμότητα μήπως οι ερπετοειδείς τούς ορμήσουν ξανά. Όμως κανέναν ερπετοειδή δεν είδαν· μονάχα διάφορα άλλα ερπετά διαισθάνθηκε ο Γεώργιος, κι αυτά δεν ήταν εχθρικά: οι παρουσίες τους τον χαιρετούσαν.
Η Όλγα περπατούσε χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα παρά το τραύμα στον μηρό της. Και σκεφτόταν ότι ο Οφιομαχητής είχε δίκιο όταν της είχε πει ότι δεν ήταν σοβαρό, ότι το βέλος δεν είχε μπηχτεί βαθιά. Την πονούσε κάπου-κάπου, μα δεν τη δυσχέραινε παρά ελάχιστα στο ταξίδι. Και ούτε στιγμή δεν παραπονέθηκε. Ο Γεώργιος είχε υποσχεθεί ότι θα έφευγαν, και όσο πιο γρήγορα εγκατέλειπαν ετούτους τους τόπους τόσο το καλύτερο. Λίγος παραπάνω πόνος σίγουρα άξιζε αν ήταν να βγουν έστω και δέκα λεπτά πιο νωρίς από τα Σελκόνια Δάση. Η Όλγα δεν είχε γνωρίσει κανένα πιο εφιαλτικό και δυσάρεστο μέρος στη ζωή της. Αυτή δεν ήταν περιπέτεια, μα την Έχιδνα· αυτή ήταν... ήταν ταλαιπωρία. Βασανιστήριο.
Την επόμενη μέρα, μες στο απόγευμα, ο Οφιομαχητής άρπαξε ξαφνικά την Όλγα και την τράβηξε κάτω, στο έδαφος, μαζί με το Γερό Φίδι.
Βέλη σφύριξαν από πάνω τους για να καρφωθούν στους κορμούς των δέντρων, για να μπλεχτούν στη βλάστηση. Κι αμέσως μετά, άγριοι εφόρμησαν μεσ’ από τις φυλλωσιές, ντυμένοι με ξύλινες πανοπλίες, φορώντας μάσκες λαξεμένες σαν πρόσωπα φιδιών, κρατώντας τσεκούρια και δόρατα και ξύλινες ασπίδες. Έξι στο σύνολο.
Ο Οφιομαχητής τινάχτηκε όρθιος, με το Φιλί της Έχιδνας στο ένα χέρι και το βελονοβόλο στο άλλο. Μια βελόνα εκτοξεύτηκε προς έναν άγριο και καρφώθηκε στην ασπίδα του, αλλά μετά η μακριά ιερογραμμένη λεπίδα άρχισε να χτυπά τους Σελκόνιους κυνηγούς, κι από αυτήν οι ασπίδες τους δεν μπορούσαν να τους προστατέψουν. Το Φιλί της Έχιδνας τις έσπαγε σαν καρυδότσουφλα, λιανίζοντας εκείνους που κρύβονταν από πίσω.
Το Γερό Φίδι ορθώθηκε επίσης, για να βοηθήσει τον συγγενή-κι-Αφέντη του. Είχε χάσει την αλυσίδα του στον ερειπιώνα, όμως κράδαινε ένα μεγάλο ρόπαλο, και η μακριά του ουρά ήταν όπλο από μόνη της. Τυλίχτηκε γύρω από τα πόδια ενός αγρίου, κάνοντάς τον να χάσει την ισορροπία του, και το Γερό Φίδι άρπαξε με το ένα χέρι το δόρυ του, παραμερίζοντάς το, ενώ με το ρόπαλό του κοπανούσε τον άντρα στο κεφάλι, σπάζοντας την ξύλινη μάσκα του, τινάζοντας αίματα.
Η Όλγα ανασηκώθηκε πάνω στην υγρή γη των δασών και, τραβώντας το ενεργειακό πιστόλι της, εξαπέλυσε μια ριπή, χτυπώντας μια άγρια γυναίκα ανάμεσα στους μηρούς, κάνοντάς την να τσυρίξει και να πέσει κάτω λιπόθυμη.
Επάνω στη μακριά λεπίδα του Φιλιού της Έχιδνας αίματα κυλούσαν, και κανένας αγριάνθρωπος δεν στεκόταν όρθιος πλέον. Η συμπλοκή ήταν σύντομη.
«Έξι ξανά,» παρατήρησε ο Γεώργιος κοιτάζοντας τους πεσμένους.
Το Γερό Φίδι αυτή τη φορά δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να συλλέξει κάποια από τις ξύλινες μάσκες.
«Και τι σημαίνει αυτό;» ρώτησε η Όλγα τον Οφιομαχητή καθώς ορθωνόταν. «Σημαίνει κάτι;»
«Μόνο ότι οι κυνηγετικές τους ομάδες συνήθως αποτελούνται από έξι μέλη,» αποκρίθηκε εκείνος, ενώ έβγαζε τις μάσκες τους, τη μία μετά την άλλη, έχοντας την περιέργεια να δει πάλι τα πρόσωπά τους. Όπως και την προηγούμενη φορά, αντίκρισε όψεις με λευκό-ροζ δέρμα και μαλλιά καστανά και ξανθά. Τέσσερις άντρες, δύο γυναίκες.
«Γιατί φοράνε τέτοιες μάσκες;» είπε η Όλγα. «Σαν φίδια...»
«Πρέπει να θέλουν να μιμηθούν τους Σελκόνιους ερπετοειδείς – να είναι τόσο τρομεροί όσο εκείνοι,» υπέθεσε ο Γεώργιος, σκουπίζοντας τη λεπίδα του Φιλιού επάνω στη βλάστηση και θηκαρώνοντάς την. «Δε νομίζω ότι υπάρχει άλλη ανθρώπινη φυλή στα Σελκόνια Δάση, Όλγα. Αυτή, μάλλον, είναι η μοναδική.»
«Πώς το ξέρεις;»
«Αν υπήρχαν άλλοι, δεν θα τους είχαμε συναντήσει ώς τώρα; Τα Σελκόνια Δάση δεν είναι πολύ μεγάλα.»
«Δεν είναι μεγάλα;» έκανε η Όλγα, απορημένη.
«Σου φαίνονται μεγάλα επειδή είναι δύσκολο να τα διασχίσεις, και επειδή είναι έτσι σκοτεινά και λαβυρινθώδη. Αλλά δες τον χάρτη, Όλγα. Μέτρησε την έκταση. Δεν είναι και τόσο μεγάλη.» Ανασήκωσε τους ώμους. «Εκτός αν υπάρχει καμιά ακόμα ανθρώπινη φυλή νότια του Δεύτερου Γόνου. Εκεί δεν έχουμε πάει.»
«Δεν πιστεύω να θες να πάμε!» έκανε ανήσυχα η Όλγα.
Ο Γεώργιος δεν μπόρεσε παρά να χαμογελάσει. «Πρέπει να σου μοιάζω για τελείως τρελός.»
Ώρες-ώρες... σκέφτηκε εκείνη, αλλά δεν μίλησε.
Καθώς οδοιπορούσαν ξανά – έχοντας τον νου τους για τυχόν περισσότερους αγρίους που μπορεί να παραμόνευαν εδώ γύρω – ο Γεώργιος είπε: «Αυτή η φυλή μάλλον κατοικεί κάπου στα βορειοδυτικά των δασών. Οι ερπετοειδείς, αντιθέτως, κάπου προς τα νοτιοανατολικά.»
«Βορειοδυτικά πηγαίνουμε τώρα;» ρώτησε η Όλγα.
«Ναι. Και την προηγούμενη φορά πάλι κάπου εδώ πέρα ήμασταν όταν μας επιτέθηκαν. Αλλά τους ερπετοειδείς τούς συναντήσαμε προς τα νότια και τα ανατολικά. Υποθέτω πως οι αγριάνθρωποι δεν πλησιάζουν εκείνα τα μέρη.»
Η Όλγα έμεινε σιωπηλή. Δεν την ενδιέφερε και τόσο το θέμα. Εκείνο που την ενδιέφερε ήταν να φύγουν από εδώ επιτέλους. «Είμαστε μακριά ακόμα από τις παρυφές των δασών;»
«Δε νομίζω. Ίσως απόψε να φτάσουμε στις όχθες του Σελκόνη.»
Αλλά δεν έφτασαν, και διανυκτέρευσαν σε μια σπηλιά. Η Όλγα και το Γερό Φίδι κοιμήθηκαν, ενώ ο Γεώργιος έμεινε ξύπνιος φυλώντας σκοπιά, με την Ευθαλία τυλιγμένη γύρω από τον πήχη του και με παρέα τέσσερις νυκτόσαυρες που είχαν έρθει για να τον παρατηρήσουν. Όταν ξημέρωσε εξαφανίστηκαν μες στη βλάστηση σαν ξωτικά του δάσους.
Μέσα στην ημέρα, αλλά πριν από το μεσημέρι, ο Οφιομαχητής και οι σύντροφοί του έφτασαν στις όχθες του ποταμού Σελκόνη. Ήταν πολύ πλατύς και ομίχλη είχε σηκωθεί, έτσι δεν μπορούσαν να δουν την αντικρινή όχθη, αυτή στους Ανεμότοπους.
«Τι κάνουμε τώρα;» ρώτησε η Όλγα. Δεν έβλεπε κανένα πολιτισμένο μέρος πουθενά, και η περιοχή την τρόμαζε όσο οποιαδήποτε άλλη στα Σελκόνια Δάση.
Η κατάσταση θύμιζε στον Γεώργιο αυτή με τον Νάθλεδιρ, όταν είχαν φτάσει, μέσα στο Μεγάλο Δάσος, στις όχθες του ποταμού Κέλβου, προτού συναντήσουν τον Μαθητή του Νηρέα και την Όλγα. Η οργή του φούντωσε – Δεν έπρεπε να σκοτωθεί έτσι! Του είχα υποσχεθεί ότι θα τον βοηθούσα! – και χρειάστηκε να την κατευνάσει με το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου.
Στρεφόμενος στην Όλγα, είπε: «Θα περιμένουμε μήπως περάσει κανένα πλοίο για να του κάνουμε σινιάλο. Αν και δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι θα δεχτεί να σταματήσει εδώ. Οπότε, καλύτερα να μην ήμαστε άπραγοι εν τω μεταξύ. Θα ξεκινήσουμε να φτιάχνουμε μια σχεδία.»
«Σχεδία; Δεν ξέρω πώς να φτιάχνω σχεδία, μα την Έχιδνα!»
«Ξέρω εγώ.» Δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία. Του το μαρτυρούσε το αινιγματικό παρελθόν του.
Δεν είπαν άλλα λόγια, δεν χρειαζόταν να πουν· ο Οφιομαχητής και το Γερό Φίδι ξεκίνησαν να δουλεύουν, συγκεντρώνοντας ξύλα, ενώ η Όλγα είχε το νου της για ποταμόπλοια, παρατηρώντας. Ο ερπετοειδής δεν καταλάβαινε τι ακριβώς έκαναν, δεν καταλάβαινε γιατί μάζευαν τα ξύλα, αλλά ο συγγενής-κι-Αφέντης του αναμφίβολα θα είχε κάποιον πολύ καλό λόγο, και τον καθοδηγούσε· οπότε, δεν υπήρχε πρόβλημα.
Ο Οφιομαχητής σκότωσε κι έναν αγριόχοιρο και έκοψε και μερικούς καρπούς (που δεν του φαίνονταν για δηλητηριώδεις) για να φάνε.
Το απόγευμα – ενώ ο Γεώργιος και το Γερό Φίδι συνέχιζαν τη δουλειά τους – η Όλγα βίγλισε ένα μηχανοκίνητο σκάφος το οποίο κατέβαινε τον ποταμό, κατευθυνόμενο νότια. Αμέσως, άρχισε να του φωνάζει ενώ κουνούσε ένα λευκό μαντήλι πάνω απ’το κεφάλι της. Ο Οφιομαχητής την άκουσε και πλησίασε κι αυτός, περίεργος. Το Γερό Φίδι εξακολούθησε να πελεκά έναν χοντρό κορμό μ’ένα τσεκούρι που ο Γεώργιος είχε πάρει από τους άγριους σε περίπτωση που ίσως να χρειαζόταν.
Το ποταμόπλοιο δεν έδωσε σημασία στο σινιάλο της Όλγας· πέρασε, σε μεγάλη απόσταση από την όχθη, και συνέχισε τη νότια πορεία του. Η Όλγα τού έκανε το πουλί του Λοκράθου με το χέρι της ενώ φώναζε βρισιές και κατάρες.
Ο Οφιομαχητής επέστρεψε στη δουλειά του.
Τη νύχτα ξεκουράστηκαν κοντά στις όχθες αλλά σε καλυμμένο σημείο, και μόλις ξημέρωσε ο Γεώργιος και το Γερό Φίδι βάλθηκαν πάλι να κόβουν ξύλα. Η Όλγα, όπως και πριν, παρατηρούσε τον μεγάλο ποταμό. Και μες στο πρωινό είδε ένα πλοιάριο να κατευθύνεται βόρεια, αντίθετα στο ρεύμα, μηχανοκίνητο κι αυτό. Επάνω του φαίνονταν δύο άνθρωποι, αλλά ίσως να ήταν κι άλλοι μέσα, γιατί είχε σκεπαστό χώρο στην πρύμνη. Η Όλγα τούς φώναξε και κούνησε το μαντήλι της ξανά, όμως ούτε αυτοί έδωσαν σημασία και, τελικά, έλαβαν βρισιές, κατάρες, και το πουλί του Λοκράθου.
Λίγο πριν από το μεσημέρι ένα ποταμόπλοιο πέρασε, και η Όλγα τού έκανε σινιάλο για να σταματήσει και να τους πάρει. Αλλά το σκάφος δεν πλησίασε την όχθη.
«Τι πούστηδες είν’ αυτοί που κυκλοφορούν σε τούτο τον κωλοπόταμο!» φώναξε η Όλγα, τσαντισμένη. «Δε βλέπουν ότι κάποιοι ζητάνε βοήθεια; Δεν τους νοιάζει αν θα μας φάνε θηρία και φιδάνθρωποι;»
«Μην κάνεις τόση φασαρία,» της είπε ο Γεώργιος, «γιατί σίγουρα θα μαζέψουμε πολλά θηρία εδώ. Και ίσως και άγριους με ξύλινες μάσκες.»
Αυτό την έκανε να γίνει πιο νηφάλια. Αναστέναξε, οργισμένη, και χτύπησε το πόδι της στη γη, κλοτσώντας μαλακό χώμα. Το τραύμα στον μηρό της δεν την πονούσε παρά ελάχιστα πια.
Ο Οφιομαχητής τώρα είχε μαζέψει αρκετά ξύλα για τη σχεδία και τα σουλούπωνε, έκοβε κομμάτια αποδώ και κομμάτια αποκεί, για να τους δώσει την τελική μορφή που ήθελε και, κατόπιν, να τα δέσει με κληματίδες. Το Γερό Φίδι τον παρατηρούσε, κι ακόμα αναρωτιόταν τι ακριβώς είχε κατά νου ο συγγενής-κι-Αφέντης του.
Το μεσημέρι έφαγαν ό,τι είχε μείνει από χτες, καθώς και ξηρή τροφή από τις προμήθειες που είχαν πάρει από το προσαραγμένο πλοιάριο. Η Όλγα έριξε μια ματιά στη μισοτελειωμένη σχεδία, από εκεί όπου καθόταν, πλάι στη φωτιά. «Πόσες ώρες χρειάζεται ακόμα;» ρώτησε.
«Ώς το βράδυ θάναι έτοιμη,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος. «Αλλά καλύτερα να μην πλεύσουμε νύχτα.»
Αφού είχαν φάει, ξεκουράστηκε λίγο και μετά συνέχισε ν’ασχολείται με τη σχεδία, ολοκληρώνοντας το σουλούπωμα των ξύλων και δένοντάς τα, τελικά, με σκληρές κληματίδες που μάζεψε από τα δάση. Το πλεούμενο δεν είχε ιστίο, αλλά ο Γεώργιος είχε φτιάξει δύο μεγάλα, πρόχειρα κουπιά. Το ένα θα το χειριζόταν εκείνος, το άλλο το Γερό Φίδι.
Νύχτωνε τώρα, και το φεγγάρι ήταν κρυμμένο πίσω από σύννεφα, τα πάντα τυλίγονταν σε πυκνό σκοτάδι.
Η Όλγα είχε ήδη γνέψει σ’ακόμα ένα ποταμόπλοιο, αλλά κι αυτό την είχε αγνοήσει. Και τούτη τη φορά εκείνη δεν είχε μπει στον κόπο να κάνει το πουλί του Λοκράθου στον καπετάνιο και στο πλήρωμά του, ούτε να εξαπολύσει βρισιές και κατάρες εναντίον τους. Αισθανόταν αποκαμωμένη.
«Η σχεδία είναι έτοιμη,» της είπε ο Γεώργιος καθώς έπαιρναν το βραδινό τους. «Το πρωί φεύγουμε αποδώ.»
Η Όλγα ήπιε μια από τις τελευταίες γουλιές κρασί που τους είχαν απομείνει. «Για πού; Βόρεια ή νότια;»
«Βόρεια.»
«Γιατί; Αποκεί δεν είναι η Οσκάλνη;» Και στην Οσκάλνη ο Γεώργιος κι ο Γρηγόριος είχαν κυνηγηθεί μέσα στο παλάτι του Πολιτοβασιλέα.
«Ναι, αλλά όχι επάνω στις όχθες του Σελκόνη. Δε θα την πλησιάσουμε. Θα πάμε ώς τους πρόποδες των Υσκάριων Ορέων, θα βγούμε από τη Συμπολιτεία των Ποταμών, και θα ταξιδέψουμε ανατολικά, για να φτάσουμε στους Στενότοπους.»
«Στους Στενότοπους... Για χάρη του πάλι;» Η Όλγα λοξοκοίταξε το Γερό Φίδι.
«Του υποσχέθηκα ότι θα του βρω ένα σπίτι, κι αυτή τη φορά θα κρατήσω την υπόσχεσή μου.»
«Είσαι σίγουρος πως έχει καταλάβει την υπόσχεσή σου;»
«Δεν έχει σημασία τι έχει καταλάβει αυτός. Σημασία έχει τι έχω καταλάβει εγώ.» Και πρόσθεσε: «Κανονικά, δεν θα μας πήγαινα τόσο βόρεια. Αλλά δεν θέλω να το ρισκάρω να πλησιάσουμε τα λιμάνια της Συμπολιτείας. Το δέρμα μου με σημαδεύει. Και, ύστερα απ’ό,τι έγινε στο Βασιλικό Παλάτι της Οσκάλνης, ίσως να ψάχνουν παντού για μαυρόδερμους.»
Η Όλγα κατένευσε, συμφωνώντας. Κι εκείνη το θεωρούσε πολύ συνετό ν’αποφύγουν τις πόλεις της Συμπολιτείας.
«Κοιμηθείτε τώρα,» είπε ο Γεώργιος, «και το πρωί θα σας ξυπνήσω.»
Η Όλγα σκέφτηκε ότι ήταν τυχεροί που ο Οφιομαχητής ποτέ δεν κοιμόταν. Αν χρειαζόταν κι εκείνος ύπνο, θα ήταν χαμένοι. Ποιος θα φυλούσε σκοπιά; Εγώ, ή αυτό το... φίδι; Η Όλγα δεν θεωρούσε τον εαυτό της ικανό να φυλάξει σκοπιά· δεν ήταν σίγουρη ότι θα κατάφερνε να δει έναν κίνδυνο προτού ζυγώσει. Και ούτε τον ερπετοειδή τον εμπιστευόταν. Μπορεί ο Γεώργιος να τον... κρατούσε υπό έλεγχο, μα αν ο φιδάνθρωπος έμενε μόνος του μες στη νύχτα, ενώ οι άλλοι κοιμόνταν, ποιος ξέρει τι θα έκανε;
Η Όλγα δεν θα χρειαζόταν, όμως, να το ανακαλύψει αυτό. Κουκουλωμένη στην κουβέρτα της κοιμήθηκε πλάι στη φωτιά, και το Γερό Φίδι κοιμήθηκε παραδίπλα, με την ουρά του κουλουριασμένη...
...ενώ ο Οφιομαχητής ήταν καθισμένος οκλαδόν, με το Φιλί της Έχιδνας καρφωμένο στο μαλακό έδαφος και τα μάτια του ορθάνοιχτα.
Ένας δυνατός άνεμος σηκώθηκε μες στη βαθιά νύχτα, τραντάζοντας τα δέντρα, κάνοντας τον ποταμό Σελκόνη να μουγκρίζει. Η Όλγα και το Γερό Φίδι ξύπνησαν, αλλά ο Γεώργιος είπε στην πρώτη να ξανακοιμηθεί, και στον ερπετοειδή έγνεψε να κάνει το ίδιο. Ο άνεμος δεν έφερε και βροχή μαζί του, και ώς τα ξημερώματα είχε καλμάρει. Ακόμα σφύριζε, μα όχι τόσο δυνατά.
Ο Οφιομαχητής ξύπνησε τους συντρόφους του και, αφού ετοιμάστηκαν, έσπρωξε τη σχεδία στο νερό κι ανέβηκαν επάνω.
Το Γερό Φίδι είχε αρχίσει τώρα να καταλαβαίνει τι έκανε πριν ο συγγενής-κι-Αφέντης του: Προσπαθούσε να φτιάξει ένα από τα μεταφορικά πράγματα που επέπλεαν στο νερό. Και τώρα έδωσε στο Γερό Φίδι ένα μακρύ κομμάτι ξύλο που η μια του άκρη ήταν πλατιά, ενώ κρατούσε κι εκείνος ένα παρόμοιο κομμάτι ξύλο και, βάζοντάς το στον ποταμό, το μετακίνησε. Έκανε νόημα στο Φίδι να τον μιμηθεί, και το Φίδι τον μιμήθηκε... και το πλεούμενό τους κινήθηκε πάνω στο νερό.
Το Γερό Φίδι σύριξε.
Και μαζί με τον Οφιομαχητή κωπηλατούσε, ενώ η Όλγα στεκόταν ανάμεσά τους, έχοντας βγάλει τις μπότες της (γλιστρούσε λιγότερο πάνω στα ξύλα ξυπόλυτη παρά ποδεμένη) και κρατώντας ένα κιάλι το οποίο χρησιμοποιούσε κάθε τόσο για να κοιτάζει μακριά. Τώρα, αυτό τής έμοιαζε περισσότερο με περιπέτεια και λιγότερο με ταλαιπωρία. Χαμογέλασε καθώς ο άνεμος τίναζε τα μακριά μαύρα μαλλιά της.
Η σχεδία ταξίδευε γρήγορα πάνω στον ποταμό Σελκόνη παρότι πήγαινε κόντρα στο ρεύμα. Ταξίδευε πιο γρήγορα απ’ό,τι θα μπορούσε ποτέ να ταξιδέψει μια τέτοια σχεδία με δύο κωπηλάτες – πράγμα που, φυσικά, οφειλόταν στην υπεράνθρωπη δύναμη του Οφιομαχητή. Η κωπηλασία του ήταν σαν την κωπηλασία δέκα ανθρώπων μαζί. Η Όλγα το έβλεπε και το καταλάβαινε: η ώθηση που έδινε ο Γεώργιος στο μικρό τους σκάφος ήταν τρομερή. Και δεν φαινόταν καν να πιέζεται! Ούτε να κουράζεται. Στην Ηλβάρη, όταν επιστρέψω, σκέφτηκε η Όλγα, κανείς δεν θα με πιστεύει ότι τα έζησα αυτά. Κανείς!
Σε λιγότερο από μια ώρα είχαν φτάσει εκεί όπου ένα άλλο μεγάλο ποτάμι ξεκινούσε μέσα από τον Σελκόνη πηγαίνοντας ανατολικά.
«Ο Πρώτος Γόνος;» ρώτησε η Όλγα.
«Σίγουρα,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος, και δεν ακουγόταν ούτε λίγο ξέπνοος.
Αριστερά τους, πέρα από τις δυτικές όχθες του Σελκόνη, έβλεπαν να απλώνονται οι ανοιχτές πεδιάδες των Ανεμότοπων. Δεξιά τους, μέχρι στιγμής, έβλεπαν τα Σελκόνια Δάση – πυκνή, σκοτεινή βλάστηση. Αλλά από εδώ και πέρα, από το σημείο όπου ξεκινούσε ο Πρώτος Γόνος και μετά, η γεωγραφία άλλαζε. Τα δάση σταματούσαν.
Και σύντομα η σχεδία τους έφτασε στη γέφυρα που περνούσε πάνω από τον ποταμό Σελκόνη – την ίδια γέφυρα που είχαν διασχίσει ερχόμενοι από τους Ανεμότοπους, μέσα στο όχημα του Γρηγόριου. Ο Οφιομαχητής είχε ήδη αρχίσει να κωπηλατεί πιο ήπια, σκεπτόμενος ότι ίσως η υπερβολική ταχύτητα ενός τόσο μικρού σκάφους να έβαζε σε υποψίες τους φρουρούς της γέφυρας.
Τώρα, οι φρουροί τούς έριξαν μια ματιά αλλά δεν τους σταμάτησαν καθώς περνούσαν κάτω από τη γέφυρα και συνέχιζαν τη βόρεια πορεία τους πάνω στον ποταμό.
Η Όλγα, που κρατούσε την αναπνοή της, ανέπνευσε κανονικά πάλι. «Δε ζήτησαν να μας ελέγξουν...» είπε.
«Κατά πάσα πιθανότητα νόμισαν ότι είμαστε ψαράδες από τα χωριά στις όχθες,» αποκρίθηκε ο Οφιομαχητής. Είχε την κουκούλα της κάπας του σηκωμένη στο κεφάλι φυσικά. Και το Γερό Φίδι φορούσε κάπα επίσης, η οποία ήταν αρκετά μακριά ώστε να κρύβει την ουρά του. Μόνο αν οι φρουροί τον κοίταζαν πολύ παρατηρητικά θα τη διέκριναν. Αλλά, ακόμα κι αν την έβλεπαν, μάλλον θα νόμιζαν πως οι επιβάτες της σχεδίας ήταν τίποτα άγριοι από τα Σελκόνια Δάση, σκεφτόταν ο Γεώργιος. Τι λόγο μπορεί να είχαν να τους σταματήσουν; Δε μπορούσε καν να θεωρηθεί ότι ήταν επικίνδυνοι. Δυο άντρες και μια γυναίκα, πάνω σε μια πρόχειρη σχεδία, δεν είχαν, λογικά, τη δυνατότητα ούτε να λεηλατήσουν τις όχθες ούτε να κουρσέψουν άλλα σκάφη.
Και είχαν ήδη συναντήσει άλλα σκάφη επάνω στον Σελκόνη – βάρκες, πλοιάρια, ποταμόπλοια. Η Όλγα είχε ρωτήσει τον Γεώργιο: «Να κάνω σινιάλο πάλι;»
«Όχι,» της είχε απαντήσει εκείνος. «Τώρα έχουμε μεταφορικό μέσο.» Και η Όλγα δεν είχε διαφωνήσει. Της άρεσε αυτό το ταξίδι με τη σχεδία.
Όταν απομακρύνθηκαν κάμποσο από τη γέφυρα, ο Οφιομαχητής άρχισε πάλι να κωπηλατεί με περισσότερη δύναμη, ωθώντας πιο γρήγορα το σκάφος τους επάνω στον ποταμό. Βόρεια, συνεχώς βόρεια. Με τέτοια ταχύτητα, σκέφτηκε η Όλγα, δε μπορεί ν’αργήσουμε να φτάσουμε στα Υσκάρια Όρη. Αν και δεν ήξερε πόσο μακριά βρίσκονταν ακριβώς.
Συνάντησαν ακόμα μια γέφυρα που περνούσε πάνω από τον Σελκόνη. Απείχε περισσότερο από είκοσι χιλιόμετρα από την προηγούμενη και έμοιαζε μικρότερη, λιγότερο σημαντική, αν και ήταν κι αυτή αρκετά μακριά ώστε να συνδέει τις δύο όχθες. Μαχητές της Συμπολιτείας τη φυλούσαν.
Ο Οφιομαχητής την είχε υπόψη του, γιατί είχε κοιτάξει τον χάρτη προσεχτικά προτού ξεκινήσουν, και είχε πάλι κόψει ταχύτητα. Δεν κωπηλατούσε τόσο δυνατά όσο θα μπορούσε, και έκανε νόημα στο Γερό Φίδι να τυλιχτεί καλά στην κάπα του, να μη φαίνεται η ουρά του. Ο ερπετοειδής υπάκουσε, έχοντας καταλάβει.
Η Όλγα κρατούσε πάλι την αναπνοή της, ενώ έσφιγγε το κιάλι μέσα στα χέρια της και πατούσε γερά στα γλιστερά ξύλα της σχεδίας, πιέζοντάς τα με τα δάχτυλά της.
Το πλεούμενό τους δεν ήταν το μόνο μικρό πλεούμενο που περνούσε εκείνη την ώρα κάτω από τη γέφυρα: δύο άλλες βάρκες περνούσαν επίσης, η μία κατευθυνόμενη βόρεια (όπως κι αυτοί), η άλλη νότια. Η πρώτη ήταν μηχανοκίνητη, η δεύτερη κωπήλατη και γεμάτη ψάρια. Ένας άντρας καθόταν στην πλώρη της κι ένας άλλος έκανε κουπί.
Οι φρουροί της γέφυρας δεν σταμάτησαν κανέναν. Δε φάνηκε να τους δίνουν καν ιδιαίτερη σημασία. Ο ποταμός Σελκόνης ήταν μεγάλος και είχε πολλή κίνηση, ειδικά σε τούτα τα μέρη, μακριά από τα Σελκόνια Δάση. Προς τα δυτικά απλώνονταν οι ανοιχτές πεδιάδες των Ανεμότοπων· προς τα ανατολικά απλώνονταν οι τόποι της Συμπολιτείας: πεδιάδες, λόφοι, μικρά δάση. Ψαροχώρια υπήρχαν και στις δύο όχθες.
Έχοντας προσπεράσει τη γέφυρα, έχοντας απομακρυνθεί από εκεί και ενώ μερικές κατάφυτες νησίδες του μεγάλου ποταμού ήταν πίσω τους, κρύβοντάς τους από τους φρουρούς της Συμπολιτείας, ο Γεώργιος αύξησε ξανά την ταχύτητα του πλεούμενού τους κωπηλατώντας με όλη του τη δύναμη (αλλά προσέχοντας μη σπάσει το κουπί).
Τα Υσκάρια Όρη, που, στην αρχή, ήταν σαν σκιές στο βάθος, τώρα φαίνονταν ολοένα και πιο κοντά.
«Θα φτάσουμε πριν από το μεσημέρι!» είπε η Όλγα.
«Δεν αποκλείεται,» συμφώνησε ο Γεώργιος, που ακόμα δεν ακουγόταν κουρασμένος απ’την κωπηλασία.
«Γιατί έχεις βάλει και το Φίδι να κωπηλατεί; Νομίζεις ότι πραγματικά χρειάζεται;»
«Του κάνει καλό η άσκηση. Επιπλέον, είναι πάντα προτιμότερο να ωθείς ένα πλεούμενο και από τις δυο μεριές παρά μόνο από τη μία. Η πορεία είναι πιο σταθερή έτσι.»
Μετά από καμιά δεκαριά χιλιόμετρα βρέθηκαν σ’ένα σημείο όπου ακόμα ένας μεγάλος ποταμός ξεκινούσε από τον Σελκόνη πηγαίνοντας προς τα ανατολικά. «Ο ποταμός Οθμόλλης πρέπει νάναι αυτός,» είπε ο Γεώργιος χωρίς να στραφεί να κοιτάξει την Όλγα. «Στις εκβολές του είναι χτισμένη η Σιρνάδια.»
«Η πόλη του Άρχοντα Αλτόσσιου που προκαλεί τον Πολιτοβασιλέα...» είπε εκείνη.
«Ναι.»
Υπήρχε αρκετή κίνηση σε τούτα τα μέρη των ποταμών. Σκάφη πήγαιναν κι έρχονταν από τον Σελκόνη στον Οθμόλλη κι αντιστρόφως. Ορισμένοι από τους επιβάτες τους κοίταζαν με περιέργεια τους τρεις επάνω στη σχεδία, αλλά οι περισσότεροι τούς αγνοούσαν. Ο Οφιομαχητής συνέχισε να κωπηλατεί προς τα βόρεια.
Τα Υσκάρια Όρη φαίνονταν πιο κοντά με κάθε κίνηση των κουπιών· και, όσο τα πλησίαζαν, το χειμερινό κρύο δυνάμωνε. Η Όλγα δεν αισθανόταν τώρα και τόσο καλά να είναι ξυπόλυτη – τα πόδια της κρύωναν – όμως και πάλι δεν έβαλε τις μπότες της γιατί φοβόταν μη γλιστρήσει στα ξύλα της σχεδίας.
Ο ποταμός Σελκόνης κατερχόταν από τα Υσκάρια Όρη. Τον έβλεπαν να στραφταλίζει στο βάθος καθώς κατηφόριζε τις πλαγιές στους πρόποδες των βουνών. Θύμιζε γυαλιστερό φίδι.
«Είναι ανάγκη να πάμε κι άλλο βόρεια;» ρώτησε η Όλγα.
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος, κι άρχισε να οδηγεί το σκάφος προς τις ανατολικές όχθες, κάνοντας νόημα στο Γερό Φίδι να τον μιμηθεί, να κωπηλατήσει πλαγιαστά. Ο ερπετοειδής δεν δυσκολεύτηκε πολύ να τον καταλάβει. Συρίζοντας, έκανε όπως του είχε ζητήσει.
«Δεν είναι Συμπολιτεία των Ποταμών εδώ πέρα;» θέλησε να μάθει η Όλγα. «Έχουμε περάσει τα σύνορά της;»
«Δεν είμαι σίγουρος. Αλλά, ακόμα κι αν είναι Συμπολιτεία, δε νομίζω να μας κυνηγήσουν αμέσως μόλις πατήσουμε το πόδι μας στην ξηρά. Είμαστε πολύ μακριά από την Οσκάλνη.»
Οδήγησαν τη σχεδία τους σε μια έρημη όχθη όλο βότσαλα, και κατέβηκαν. Το τοπίο ήταν ελαφρώς λοφώδες με σποραδική βλάστηση εδώ κι εκεί.
Δεν ήταν ακόμα μεσημέρι.
«Θα ξεκουραστούμε τώρα,» δήλωσε ο Οφιομαχητής.
«Έχεις κουραστεί;» είπε η Όλγα.
«Εσύ δεν θα είχες κουραστεί αν ήσουν στη θέση μου;»
Στο Βαθύ Λιμάνι υπάρχουν διάφορα υποψιασμένα μέρη, αν ξέρεις πού να ψάξεις. Και, ευτυχώς, ξέρω πού να ψάξω. Είχα μάθει από τις προηγούμενες φορές που ήμουν στη Μεγάπολη. Καθοδηγώ τον Δημήτριο που οδηγεί το όχημά του, ώστε να με πάει εκεί που θέλω, σε ένα συγκεκριμένο οπλουργείο.
«Εδώ είμαστε,» του λέω τελικά, «εδώ»· και σταματάμε σ’έναν μικρό δρόμο πίσω από πολυκατοικίες και αποθήκες. Παραδίπλα είναι μια σκάλα που οδηγεί κάτω από το έδαφος.
«Νάρθω μαζί σου, Οφιομαχητή;» ρωτά ο Νικόλαος.
«‘Γεώργιε’,» του θυμίζω. «Έλα αν θες ν’αγοράσεις όπλα που δεν είναι πυροβόλα, ενεργοβόλα, ή ηχοβόλα. Το κατάστημα μόνο τέτοια όπλα δίνει, αλλά αυτά είναι από τα καλύτερα που μπορείς να συναντήσεις.»
Ο Νικόλαος με ακολουθεί έξω από το όχημα. Ο Δημήτριος μένει καθισμένος στο τιμόνι, λέγοντας πως θα μας περιμένει. Πλησιάζουμε την πέτρινη σκάλα, την κατεβαίνουμε, και φτάνουμε μπροστά σε μια ξύλινη πόρτα. Καθώς την ανοίγω, ένα σύριγμα ακούγεται. Η ηχητική ειδοποίηση. Ο Θρασύβουλος, ο οπλουργός, που εργαζόταν πάνω από τον πάγκο του, στρέφεται και μας κοιτάζει. Ευτραφής, λευκόδερμος, μελαχρινός, γυμνός από τη μέση κι επάνω. Ο χώρος γύρω του είναι γεμάτος όπλα, κομμάτια για όπλα, και μηχανήματα για κατασκευή και επισκευή όπλων. Λεπίδες γυαλίζουν στο φως της ενεργειακής λάμπας του ταβανιού: ξίφη, ξιφίδια, μαχαίρια – μεγάλα, μικρά, λιγνά, πλατιά, κυρτά, ευθύγραμμα – τσεκούρια – με μία κεφαλή, με δύο κεφαλές, διαφόρων μεγεθών και παραλλαγών – δόρατα, λογχοπελέκεις, βέλη για βαλλίστρες, βέλη για τόξα. Αλλά δεν έχουν όλα τα όπλα λεπίδες εδώ: ρόπαλα κοντά και μακριά, ραβδιά χοντρά και λιγνά, κεφαλοθραύστες, σιδερογροθιές, αλυσίδες, τόξα, βαλλίστρες – ποικίλων σχημάτων τα πάντα, ορισμένα μοιάζοντας τελείως εξεζητημένα. Και υπάρχουν και κάποια πράγματα που φαντάζουν... περίεργα, πειραματικά. Όπως αυτό εκεί το οποίο είναι ένας συνδυασμός βαλλίστρας και τσεκουριού.
«Γεώργιε,» χαιρετά ο Θρασύβουλος ο Οπλομάστορας (όπως τον λένε φιλικά) καθώς κλείνει ένα μηχάνημα σταματώντας το επίμονο βούισμά του. «Είχα την αίσθηση ότι θα ερχόταν κάποιο... ιδιαίτερο πρόσωπο σήμερα στο κατάστημα. Είχα δει όνειρο.» Συχνά λέει ότι βλέπει όνειρα.
«Τι κάνεις, Θρασύβουλε;» ρωτάω, βηματίζοντας μες στο υπόγειο.
«Εδώ, ακονίζω, μάστορα.» Και τρίβει ελαφρά τον αντίχειρά του στην άκρη μιας λεπίδας που στηρίζεται σ’ένα εργαλείο στον πάγκο του. «Ο φίλος είναι μαζί σου;» Ρίχνει ένα βλέμμα στον Νικόλαο.
«Ναι.»
«Τι θέλετε;»
Του ζητάω ένα βελονοβόλο, και του λέω πως ο Νικόλαος θα του πει ο ίδιος τι χρειάζεται. Ο Θρασύβουλος ανοίγει ένα ντουλάπι και βγάζει ένα βελονοβόλο που δεν αμφιβάλλω καθόλου για την ποιότητά του. Μου το δίνει, μαζί με βελόνες, για να το ελέγξω. «Ρίξε εκεί άμα θες.» Μου δείχνει ένα ανδρείκελο στη γωνία. Ένα βέλος προεξέχει από το κεφάλι του κι άλλο ένα απ’την κοιλιά του. Όταν το σημαδεύω με το βελονοβόλο, γεμίζει και με μερικές βελόνες που εκτοξεύονται σχεδόν σαν σφαίρες.
«Καλό;» μου λέει ο Θρασύβουλος. «Περίπου δέκα τοις εκατό πιο γρήγορο απ’το προηγούμενο μοντέλο που είχα φτιάξει, μάστορα. Το μυστικό δεν σ’το λέω· συγνώμη κιόλας.»
«Δε θα ζητούσα ποτέ τα μυστικά σου, Θρασύβουλε.»
«Μόνο αυτό θέλεις;»
«Ναι.»
Μου λέει την τιμή, και πρόθυμα τον πληρώνω. Δεν είναι ακριβό γι’αυτό που είναι, είμαι σίγουρος.
Μετά, ο Θρασύβουλος στρέφεται στον Νικόλαο κι εκείνος τού λέει τι χρειάζεται. Δεν είναι πολλά· τα Τέκνα προφανώς θέλουν να ανακτήσουν κάποια όπλα που έχασαν ή έσπασαν στις συγκρούσεις με τα βατράχια. Ο Οπλομάστορας τού φέρνει όλα όσα ζητά και του λέει την τιμή τους.
Ο Νικόλαος με κοιτάζει ερωτηματικά· πρέπει να του φάνηκε λιγάκι ακριβός. Αλλά του γνέφω καταφατικά, ότι τα πάντα είναι όπως θα έπρεπε. Έτσι βγάζει οκτάποδες και τον πληρώνει, αφού πρώτα μετρά διεξοδικά τα χαρτονομίσματα σαν μίζερος που είμαι σίγουρος πως δεν είναι. Ο Οπλομάστορας τού τυλίγει τα όπλα μέσα σε χοντρό ύφασμα και του τα δίνει. «Καλή χρήση, αφεντικό,» του εύχεται. Και μου λέει: «Δε σου έδωσα βελόνες. Στάσου.» Μου φέρνει ένα κουτάκι, γεμάτο. «Δεν πληρώνεις παραπάνω. Δώρο.»
«Ευχαριστώ.» Κρύβω το κουτάκι μέσα σε μια από τις εσωτερικές τσέπες της κάπας μου, πλάι στο καινούργιο βελονοβόλο.
Ανεβαίνω με τον Νικόλαο την πέτρινη σκάλα ξανά και πλησιάζουμε το όχημα του Δημήτριου.
«Γιατί απαγορεύονται τα όπλα εδώ, Γεώργιε;» με ρωτά το Τέκνο, καθώς καθίζει στο πίσω κάθισμα κι εγώ στο μπροστινό, δίπλα στον τζογαδόρο.
«Δεν ‘απαγορεύονται’ ακριβώς· απλά απαγορεύεται να περιφέρεσαι οπλισμένος μες στην πόλη. Πρέπει να τα έχεις θηκαρωμένα· κρυμμένα, κατά προτίμηση. Αν δε σε δουν να τα κουβαλάς, δεν πρόκειται να σε ενοχλήσουν.»
«Ναι αλλά τι πρόβλημα έχουν; Υπάρχει διαφορά άμα το έχεις φανερό ή άμα το κρύβεις; Άμα το κρύβεις είναι πιο ύποπτο, θάλεγα εγώ.»
Ο Δημήτριος γελά καθώς βάζει μπροστά τη μηχανή του οχήματος. «Η Μεγάπολη είναι πολιτισμένο μέρος, φίλε,» εξηγεί, πατώντας το πετάλι, ξεκινώντας τους τροχούς.
«Και λοιπόν;»
«Δεν είναι Σκιάπολη, εν ολίγοις,» του λέω.
«Ούτε Κιρβιάδα,» προσθέτει ο τζογαδόρος.
«Κυκλοφορούν πειρατές εκεί;» ρωτά ο Νικόλαος.
«Ο Άρχοντάς της είναι πειρατής,» λέει ο Δημήτριος.
«Και στη Σκιάπολη οι Θαρνέσιοι. Αλλά δεν είναι οι μόνοι άρχοντες.»
«Ο Αθανάσιος Ζερδέκης είναι ο μόνος Άρχοντας της Κιρβιάδας. Αν του πεις για άλλον θα καταλήξεις μάλλον στις Κρεμάστρες του Ανέμου.»
«Θείος του είναι,» λέω στον Νικόλαο. «Ξέρει τι σου λέει.»
«Σταμάτα να με κακολογείς σ’όποιον βρεις, Οφιομαχητή,» μορφάζει ο Δημήτριος.
«Είσαι κι εσύ πειρατής, φίλε;» κάνει ο Νικόλαος. «Ο Γεώργιος δεν μου το είχε–»
«Τζογαδόρος είμαι. Υπάρχει διαφορά. Τον ληστεύουμε τον άλλο αλλά με τρόπο και βάσει κανόνων. Καταλαβαίνεις;»
«Είπα κι εγώ. Δε φαινόσουν για πειρατής.»
«Γιατί; Πώς είναι οι πειρατές;»
«Κάπως αλλιώς...»
Ο Δημήτριος μορφάζει ξανά.
Γελάω.
«Πού πάμε τώρα;» με ρωτά.
Του απαντώ, και περιφερόμαστε για κάποια ώρα ακόμα στη Μεγάπολη, αγοράζοντας από τα καταστήματά της πράγματα τα οποία ίσως να μας χρειαστούν στο ταξίδι. Επιστρέφουμε, τελικά, στον Ψηλόγερο όταν έχει μεσημεριάσει κι αφήνουμε τον Νικόλαο έξω από το Ονομαστό. Η Ερασμία μού λέει, μιλώντας μου τηλεπικοινωνιακά, πως όλα είναι καλά στα δωμάτιά τους. Πρέπει πραγματικά να υποπτεύονταν ότι ίσως δεχτούν επίθεση από τους ακόλουθους του Λοκράθου. Εγώ, αντιθέτως, δεν το θεωρούσα καθόλου πιθανό. «Θα επικοινωνήσουμε ξανά,» λέω στην Ερασμία, «για να κανονίσουμε πότε θα φύγουμε.»
«Έχεις βρει πλοίο;»
«Όχι ακόμα, αλλά θα βρω. Στη Μεγάπολη είμαστε.»
Ο Δημήτριος μού λέει καθώς φεύγουμε από το Ονομαστό: «Θα σ’αφήσω στο σπίτι της Διονυσίας αλλά δεν θάρθω μέσα. Θα σας επισκεφτώ το απόγευμα.»
«Εξακολουθείς να θες να της μιλήσεις...»
«Ναι,» παραδέχεται.
«Δε νομίζω ότι θα σ’ακούσει...»
«Παρ’όλ’ αυτά θα της μιλήσω. Αν μη τι άλλο, για να την αποχαιρετήσω.»
Με πηγαίνει στο σπίτι της και φεύγει, αφήνοντάς με έξω από την πρασινομέταλλη πόρτα του κήπου. Χτυπάω το κουδούνι και, όταν μου ανοίγουν και μπαίνω στο σαλόνι, τους βρίσκω όλους αρκετά αναστατωμένους. Η Διονυσία είναι κοκκινισμένη, και δεν κάθεται· στέκεται. Ο Αρσένιος κάθεται αλλά η όψη του έχει σκοτεινιάσει, θυμίζοντας κακή θύελλα, θυελλοδαίμονα του Ζέφυρου. Η Λουκία είναι στον καναπέ μπροστά στο τζάκι, μοιάζοντας αμήχανη – μια από τις λίγες φορές που μπορείς να τη δεις έτσι. Ο Ακατάλυτος έχει εξαφανιστεί κάπου, κρυμμένος μάλλον. Η Ευθαλία είναι απλωμένη στους ώμους του Αρσένιου, και νομίζω πως φαίνεται το ίδιο θυμωμένη μ’εκείνον· θα μπορούσες να υποθέσεις ότι η διάθεσή του αντανακλάται κάπως σ’αυτήν.
Κανείς δεν μιλά τώρα καθώς μπαίνω στο δωμάτιο, σαν να προσπαθούν να κρύψουν ότι εδώ μέσα, λογικά, πρέπει να γινόταν χαμός πριν από λίγο. Σαν να πιστεύουν ότι μπορώ να ξεγελαστώ τόσο εύκολα, μα την Έχιδνα!
«Τι συμβαίνει;» ρωτάω.
«Τίποτα,» αποκρίνεται η Διονυσία, και καθαρίζει τον λαιμό της. «Τελείωσες τις δουλειές σου;»
Ο Αρσένιος λέει συγχρόνως, μην περιμένοντάς την να τελειώσει: «Τα ίδια και τα όμοια· τι να συμβαίνει;»
Η Διονυσία τον αγριοκοιτάζει.
Αρχίζω να καταλαβαίνω τι, μάλλον, γινόταν εδώ προτού έρθω. «Του είπες ότι θα μας συνοδέψεις;» τη ρωτάω.
Αναστενάζει. «Δεν έπρεπε;»
«Οφιομαχητή,» μου λέει ο Αρσένιος, «μην την αφήσεις να έρθει. Δέσε την, αν χρειαστεί.»
«Δε θα πας μόνος σου μαζί τους!» πετάγεται αμέσως η Διονυσία.
«Να μη σ’ενδιαφέρει τι κάνω εγώ και τι όχι–»
«Αν δεν ήμουν αδελφή σου–»
«Και κάθε δεύτερη μέρα το μετανιώνω που είσαι–»
«Μην τσακώνεστε,» τους διακόπτω. «Αποκλείεται ποτέ να συμφωνήσετε.»
«Δε μπορείς να την αφήσεις να έρθει, Οφιομαχητή–»
«Ούτε και να τη σταματήσω μπορώ. Η απόφαση είναι δική της. Όπως είναι δική σου η απόφαση να επισκεφτείς τη Φαρμακερή Βασίλισσα.»
«Εγώ την προειδοποίησα, πάντως...» λέει η Λουκία.
«Δεν πρόκειται να με σκοτώσουν,» της λέει η Διονυσία. «Ο Γεώργιος θα είναι εκεί.»
«Η Ερασμία μού είπε το ίδιο πράγμα,» την προειδοποιώ.
«Τι εννοείς;»
«Όταν τις ανέφερα, πιο πριν, ότι θα έρθεις, μου είπε ότι η Φαρμακερή Βασίλισσα ίσως να μην κάνει και δεύτερη εξαίρεση, ούτε για χάρη μου.» Την κοιτάζω ευθέως. Μιλάω πολύ σοβαρά. Η Ερασμία μπορεί να τα έλεγε αυτά απλά και μόνο επειδή δεν θέλει τη Διονυσία μαζί τους, όμως δεν αποκλείεται να αληθεύουν. Τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου με σέβονται, αναμφίβολα, και η Ευτυχία – η Πράσινη Κρίνη – είναι όντως παλιά μου φίλη· αλλά όλα έχουν και τα όριά τους. Δε θα διακινδυνέψουν τη θέση του άντρου τους ακόμα και για εμένα, είμαι σίγουρος.
«Δεύτερη εξαίρεση;» ρωτά η Διονυσία.
«Η πρώτη ήμουν εγώ,» την πληροφορεί η Λουκία.
«Τα Τέκνα δεν θέλουν να διαρρεύσει πού βρίσκεται το άντρο τους,» λέω στη Διονυσία. «Αν πας εκεί μαζί με τον Αρσένιο, πρέπει να είσαι προετοιμασμένη να μείνεις εκεί. Δε νομίζω ότι θα σ’αφήσουν εύκολα να φύγεις. Θα σε σκοτώσουν αν το επιχειρήσεις. Σου είπα ήδη για τη νοοτροπία τους, δεν σου είπα;»
Η Διονυσία νεύει, σταυρώνοντας τα χέρια μπροστά της. «Μου είπες... αλλά... Δε μπορώ να τον αφήσω μόνο του. Και μου είπες, επίσης, ότι τα Τέκνα επέτρεψαν στη Λουκία να ζήσει επειδή τους διαβεβαίωσες ότι είναι αξιόπιστη, ότι δεν την ενδιαφέρει να τους προδώσει...»
«Δε θα μου κάνουν, όμως, την ίδια χάρη πάντα. Ή, τουλάχιστον, δεν είμαι σίγουρος. Αν έρθεις στο άντρο τους, πολύ πιθανόν να μη μπορείς να φύγεις.»
Η Διονυσία στρέφεται στον αδελφό της. «Τ’ακούς αυτό, Αρσένιε; Δεν ισχύει μόνο για εμένα.»
Το ξερό γέλιο του της απαντά πριν από την τραχιά, αλλοιωμένη φωνή του. «Προσπαθείς ξανά να με τρομάξεις, αδελφή μου;»
Η Διονυσία μουγκρίζει και χτυπά το πόδι της κάτω, στο χαλί, μοιάζοντας απεγνωσμένη πια μαζί του. «Δεν καταλαβαίνει τίποτα!» μου λέει.
«Η απόφαση είναι δική του,» της λέω ξανά. «Αλλά εσύ δεν είναι ανάγκη να έρθεις στην Ιχθυδάτια. Θα είμαι εγώ εκεί, Διονυσία· δε θα τον εγκαταλείψω, σ’το υπόσχομαι.»
Προς στιγμή μού φαίνεται σαν να το σκέφτεται, γιατί δεν μπορεί να μη φοβάται να ταξιδέψει σε τόσο επικίνδυνο μέρος. Δεν είναι συνηθισμένη στα ταξίδια η Διονυσία, ούτε σε τέτοιες καταστάσεις. Όμως μετά μου αποκρίνεται: «Θα έρθω.»
«Μην της δίνεις σημασία, Οφιομαχητή,» λέει ο Αρσένιος. «Δεν πρόκειται να την ανεβάσεις στο σταθερό κατάστρωμα.»
«Ούτε εσένα!» του λέει η Διονυσία, απότομα.
«Εγώ είμαι ήδη στην αποκάτω μεριά του πλοίου, αδελφή μου. Πού αλλού να πάω;»
Ο τσακωμός τους δεν συνεχίζεται για πολύ ακόμα, καθώς φαίνονται κουρασμένοι όπως και χτες που είχαν τσακωθεί όχι για το αν η Διονυσία θα έπρεπε να έρθει μαζί μας αλλά αν ο Αρσένιο θα έπρεπε να πάει με τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου. Αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν οι δυο τους να είναι αδέλφια. Δε μοιάζουν καθόλου στον χαρακτήρα.
Η Διονυσία μάς λέει τελικά: «Υπάρχει φαγητό στην κουζίνα. Μπορείτε να φάτε,» και βαδίζει προς τη σκάλα.
«Πού πας εσύ;» τη ρωτάω.
«Δεν έχω όρεξη για φαγητό, Γεώργιε,» αποκρίνεται ανεβαίνοντας.
Κουνάω το κεφάλι μου, δυσανασχετώντας. Ελπίζω να μην έχουμε τέτοιους τσακωμούς σ’όλο το ταξίδι μέχρι το άντρο των Τέκνων.
«Αυτή με τύφλωσε,» λέει ο Αρσένιος, ανάβοντας τσιγάρο. «Επίτηδες το έκανε.»
«Έλα τώρα,» μουγκρίζω, συγκρατώντας με το ζόρι (και τις διδαχές του Γέρου του Ανέμου) την οργή μου, «μη λες μαλακίες. Το ξέρεις ότι αυτό δεν θα μπορούσε ποτέ να είν’ αλήθεια.»
Φυσά καπνό αλλά δεν απαντά.
«Σου έφτιαξε τη στολή;» ρωτάω τη Λουκία, για ν’αλλάξουμε θέμα.
«Εδώ είναι.» Την αγγίζει με το ένα χέρι. Βρίσκεται πλάι της στον καναπέ, διπλωμένη. «Την έραψε και την έπλυνε κιόλας. Τη στέγνωσε με ενεργειακό στεγνωτήρα. Σαν καινούργια είναι.»
«Τη δοκίμασες;»
«Δεν πρόλαβα. Άρχισαν να τσακώνονται αμέσως μόλις είχε τελειώσει το ράψιμο, γιατί του ανέφερε ότι θα έρθει μαζί μας στην Ιχθυδάτια.»
«Τέλος πάντων. Υπάρχει όντως φαγητό στην κουζίνα;»
«Υπάρχει. Παρότι τσακώνονταν, η Διονυσία μαγείρευε συγχρόνως. Θα τους άκουσε όλη η γειτονιά.»
«Δεν έπρεπε να της πεις τίποτα.»
«Σ’εμένα μιλάς;» ρωτά ο Αρσένιος που δεν βλέπει ότι τον κοιτάζω.
«Ναι, σ’εσένα μιλάω. Έχει κάνει τόσα για σένα–»
«Και χρειάζεται τώρα να έρθει σ’ένα μέρος όπου ίσως να τη σκοτώσουν;»
Σ’αυτό μάλλον έχει δίκιο, αλλά είμαι βέβαιος πως δεν τη θέλει μαζί του, κυρίως, για άλλο λόγο, πολύ πιο προσωπικό και εγωιστικό. «Η Διονυσία γνωρίζει τους κινδύνους. Την προειδοποιήσαμε· δε μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο. Παρόμοια περίπτωση με τη δική σου...
»Πάμε τώρα να φάμε, γιατί πεινάω.»
Στην κουζίνα, βραστό χταπόδι μάς περιμένει, μαγειρεμένο με κόκκινη σάλτσα και πιπεριές. Επίσης, πλούσια πράσινη σαλάτα είναι κομμένη, και βγενόψαρα είναι τηγανισμένα και τραγανιστά. Ένα μπουκάλι Υπερυδάτιο γαλανό κρασί βρίσκεται πάνω στο τραπέζι.
«Να τα πάρουμε μέσα;» ρωτάω τη Λουκία.
«Ας φάμε εδώ,» προτείνει εκείνη, και συμφωνώ.
Ο Αρσένιος δεν φέρνει αντίρρηση.
Ο Ακατάλυτος πλησιάζει (έχοντας εμφανιστεί από κάπου) νιαουρίζοντας, ζητώντας βγενόψαρα. Η Λουκία τού ρίχνει δύο, κι ο γάτος τα κατασπαράζει.
Καθόμαστε στο τραπέζι της κουζίνας και τρώμε το φαγητό της Διονυσίας ενώ εκείνη είναι στον όροφο του σπιτιού τσαντισμένη μαζί μας. Τι μπορώ να κάνω για να την ηρεμήσω; Ίσως θα έπρεπε κι αυτή να επισκεφτεί τον Γέρο του Ανέμου. Ίσως θα της έκανε καλό. Εγώ δεν μπορώ να της μεταφέρω τις διδαχές του· είμαι σίγουρος ότι θα ακουγόμουν γελοίος λέγοντας πράγματα που μοιάζουν σοφίες όταν προέρχονται από το δικό του στόμα.
Και το απόγευμα θα έρθει κι ο Δημήτριος να συζητήσει μαζί της, να της προτείνει να μην ταξιδέψει στην Ιχθυδάτια... κι αυτό δεν νομίζω ότι θα την καλμάρει. Ελπίζω μόνο να μην τσακωθεί και με τον τζογαδόρο... Μπα, δεν το νομίζω. Δεν είναι τόσο κοντινό της πρόσωπο όπως ο Αρσένιος. Τσακώνεσαι πιο εύκολα με τα πιο κοντινά σου πρόσωπα, πάντα.
«Αγόρασες καινούργιο βελονοβόλο;» με ρωτά η Λουκία καθώς τρώμε.
«Ναι.»
«Να το δω;»
«Στην κάπα μου το έχω.» Η οποία είναι τώρα στην κρεμάστρα.
«Θα το δω μετά. Επισκέφτηκες και τα Τέκνα, έτσι;»
«Ο Νικόλαος ήρθε μαζί μας.»
«‘Μας’;»
Της λέω ότι συνάντησα τον Δημήτριο, και όλα τα υπόλοιπα, για να περάσει η ώρα πιο ευχάριστα καθώς τρώμε και να απομακρύνουμε απ’το μυαλό μας τον τσακωμό του Αρσένιου με την αδελφή του.
Μετά, αφού έχουμε τελειώσει το φαγητό, καθόμαστε στο σαλόνι για να καπνίσουμε και να πιούμε. Ο Αρσένιος σύντομα ανεβαίνει στο δωμάτιό του χωρίς να ζητήσει βοήθεια. Η Ευθαλία δεν φεύγει από τους ώμους του. Εγώ και η Λουκία μένουμε κάτω. Περιμένω ότι ίσως και η Διονυσία να κατεβεί – για να φάει, αν μη τι άλλο – αλλά δεν κατεβαίνει. Όχι από τώρα, τουλάχιστον. Έρχεται αργότερα, το απόγευμα, ενώ ο αδελφός της εξακολουθεί να είναι επάνω και η Λουκία έχει πάρει το καινούργιο βελονοβόλο από την κάπα μου και το κοιτάζει.
«Έχει μέσα δηλητηριασμένες βελόνες;» με ρωτά η παλιά πειρατίνα.
«Όχι ακόμα. Αλλά έχω δηλητήρια μαζί μου, κι αγόρασα και κάποια καινούργια από τη Μεγάπολη–»
Τότε είναι που βλέπουμε τη Διονυσία στην πόρτα του σαλονιού. «Ήταν καλό το φαγητό;» μας ρωτά.
«Ήταν,» της λέω, «αλλά η μαγείρισσα έλειπε.»
«Η μαγείρισσα επέστρεψε,» μου αποκρίνεται αγέλαστα, και κατευθύνεται στην κουζίνα, όπου σύντομα ακούω πιάτα να μετακινούνται. Μάλλον κάθεται για να φάει.
«Πάω να της κάνω παρέα,» λέω στη Λουκία, κι εκείνη γνέφει καταφατικά.
Σηκώνομαι και πηγαίνω στην κουζίνα, καθίζω μαζί με τη Διονυσία καθώς εκείνη βάζει φαγητό και ξεκινά να τρώει. «Μην τσαντίζεσαι με τον αδελφό σου,» της λέω. «Τον ξέρεις πώς είναι.»
«Ούτε εσύ, όμως, φαίνεται να με θέλεις στο ταξίδι σας, Γεώργιε...» σχολιάζει λοξοκοιτάζοντας με ενώ μασά χταπόδι.
«Επειδή φοβάμαι για σένα, και γνωρίζω πως τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου είναι επικίνδυνα. Επιπλέον, στην Ιχθυδάτια αυτοί δεν είναι ο μόνος κίνδυνος–»
Το κουδούνι της εξώπορτας χτυπά. Αυτός πρέπει να είναι, σκέφτομαι. Ό,τι μας έλειπε τώρα... «Πηγαίνω εγώ,» λέω στη Διονυσία, και φεύγω απ’το τραπέζι, πλησιάζω το κουδούνι στο χολ, και πατάω το κουμπί. «Ποιος είναι;»
«Εσύ είσαι, Γεώργιε;» ακούγεται η φωνή του Δημήτριου.
«Εγώ.»
«Δεν είναι εκεί η Διονυσία;»
«Εδώ είναι.» Τη βλέπω, με τις άκριες των ματιών μου, να έχει βγει απ’την κουζίνα τώρα, να με κοιτάζει, να αφουγκράζεται. «Ο τζογαδόρος είναι,» της λέω.
«Ε, άνοιξέ του.»
Του ανοίγω, και σύντομα είναι μες στο σπίτι. Ο Φωνακλάς κάνει να τον ακολουθήσει απ’τον κήπο, αλλά η Διονυσία δεν τον αφήνει· τον διώχνει από την εξώπορτα και την κλείνει. Γενικά, τον κρατά έξω.
«Τι κάνεις, Διονυσία;» χαιρετά ο Δημήτριος.
«Μόλις κάθισα να φάω,» αποκρίνεται εκείνη. «Πεινάς;»
«Ελάχιστα, αλλά θα τσιμπήσω κάτι αν επιμένεις. Ελπίζω να μην ενοχλώ...»
«Καθόλου.»
Τον οδηγεί στην κουζίνα και του δίνει ένα πιάτο για να βάλει μόνος του ό,τι θέλει από το φαγητό που έχει απομείνει. Η ίδια συνεχίζει το γεύμα της. Είμαι κι εγώ εκεί, φυσικά, καθισμένος ξανά στην ίδια καρέκλα.
Ο Δημήτριος, αφού βάζει λίγο κοκκινιστό χταπόδι και γεμίζει ένα ποτήρι με γαλανό κρασί, κάθεται κοντά μας. Δοκιμάζει το χταπόδι και δοκιμάζει και το ποτό. «Πολύ καλό,» παρατηρεί. Και ύστερα από ακόμα μια μπουκιά λέει: «Έμαθα ότι θα φύγεις...»
Η Διονυσία με λοξοκοιτάζει. «Αναρωτιέμαι από ποιον...»
«Δε νόμιζα ότι ήθελες να το κρύψω,» της λέω.
«Κοίτα,» παίρνει ξανά τον λόγο ο Δημήτριος, «βλέπω ότι δεν είσαι στις καλύτερές σου, αλλά είχα πει στον Γεώργιο ότι θα σου μιλήσω, και θα σου μιλήσω.»
Σκουπίζει τα χείλη της με μια πετσέτα. «Τι έχεις να μου πεις;» Μοιάζει κουρασμένη, με όλους μας. Πίνει μια γουλιά γαλανό κρασί, ακουμπώντας την πλάτη της στην καρέκλα.
«Να μην πας στην Ιχθυδάτια, και σίγουρα όχι μαζί με τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου. Οι άνθρωποι είναι φανατικοί, ιδεολογικοί δολοφόνοι. Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό;»
Η Διονυσία αναποδογυρίζει τα μάτια. «Δε χρειάζεται ν’ακούσω ξανά τα ίδια πράγματα, Δημήτριε. Το έχω αποφασίσει. Θα πάω. Ξέρω τους κινδύνους. Τι νομίζετε, εσύ κι ο Γεώργιος, ότι είμαι παιδάκι;»
«Δε θέλω να σε προσβάλω,» εξηγείται ο Δημήτριος, «αλλά είναι πολύ ριψοκίνδυνο αυτό που πας να κάνεις. Μη βάλεις τον εαυτό σου σε τέτοιο ρίσκο–»
«Αν σκεφτόμουν έτσι θα είχα ήδη εγκαταλείψει τον Αρσένιο στα χέρια των ακόλουθων του Λοκράθου! Δε θα είχα έρθει να σε βρω για να με βοηθήσεις και–»
«Δεν είναι το ίδιο πράγμα, Διονυσία.»
«Δεν είναι; Τι διαφορά υπάρχει, θες να μου πεις;»
«Τότε, τον είχαν απαγάγει τον Αρσένιο. Τώρα, δεν πρόκειται για απαγωγή. Θέλει να πάει μαζί τους από μόνος του. Είναι προσωπική του επιλογή, μα την Έχιδνα! Δε μπορείς συνέχεια να είσαι πίσω από τον αδελφό σου, ακόμα κι όταν εκείνος κάνει ανοησίες!»
«Είναι τυφλός, Δημήτριε, και... και ίσως εγώ να ευθύνομαι γι’αυτό.»
«Μα τι λες τώρα; Πώς είναι δυνατόν να ευθύνεσαι εσύ;»
«Είχα κάνει επάνω του Μαγγανεία Οργανικής Επιβραδύνσεως, όταν είχε δηλητηριαστεί, και ίσως αυτή να προκάλεσε την τύφλωσή του.»
«‘Ίσως’; Δεν είσαι σίγουρη, δηλαδή–»
«Δε μπορώ να είμαι, αλ–»
«Ακόμα κι αν τυφλώθηκε εξαιτίας της μαγείας σου, μάλλον επίσης σώθηκε η ζωή του εξαιτίας της. Δεν του χρωστάς τίποτα πλέον. Έχεις ήδη διακινδυνέψει τον εαυτό σου ξανά και ξανά για τον Αρσένιο. Ο άνθρωπος είναι γέρικο ψάρι· δε χρειάζεται τη μαμά του να τον προσέχει. Ούτε την αδελφή του. Αν ήθελε να πάει να μπλεχτεί σ’έναν πόλεμο, θα πήγαινες κι εσύ μαζί του;»
Η Διονυσία γελά κοφτά, ξερά, και το γέλιο της μου θυμίζει αυτό του αδελφού της – και με τρομάζει λίγο. Ναι, εμένα. Μα την Έχιδνα. «Θα πήγαινε σε πόλεμο; Έτσι, τυφλός;»
«Σαν να πηγαίνει σε πόλεμο δεν είναι τώρα; Αυτά τα Τέκνα κάποιου είδους πόλεμο διεξάγουν στην Ιχθυδάτια, δεν τόχεις καταλάβει;»
«Ο Αρσένιος δεν πηγαίνει εκεί για τον πόλεμό τους – ό,τι πόλεμος κι αν είναι. Πηγαίνει επειδή νομίζει ότι κάπως, με κάποιο μυστηριακό τρόπο, ένας ιερέας τους θα θεραπεύσει την όρασή του – πράγμα που αποκλείεται να συμβεί.»
«Η απόφαση που έχει πάρει ο αδελφός σου,» επιμένει ο Δημήτριος, «είναι δική του απόφαση, μα την Έχιδνα. Αν θέλει να βάλει το χέρι του μες στη φωλιά ιοβόλων φιδιών–»
(και τότε ακούγονται βήματα από τη σκάλα: ο Αρσένιος κατεβαίνει)
«–είναι δικό του θέμα, επίσης. Πρέπει κι εσύ να κάνεις το ίδιο; Να καταστραφείς μαζί του;»
«Δε θα τον εγκαταλείψω,» επιμένει η Διονυσία. «Βρίσκεται σε μια κατάσταση... σε... Είναι πολύ ταραγμένος. Είναι...»
«...κοντά μας,» την προειδοποιώ, γιατί αμφιβάλλω ότι τον έχει δει να έχει κατεβεί τη σκάλα και να έρχεται προς την πόρτα της κουζίνας. Το βλέμμα μου της τον δείχνει και η Διονυσία στρέφεται για να τον κοιτάξει.
«Ακούω τη φωνή ενός επισκέπτη, νομίζω,» λέει ο Αρσένιος πιάνοντας το πλαίσιο της πόρτας. «Ο κύριος Δημήτριος είναι εδώ;»
«Αρκετά έχω ακούσει από εσένα,» του απαντά ο τζογαδόρος, «αλλά όχι και να με βρίζεις τόσο αισχρά.»
Ο Αρσένιος γελά ξερά. «Αφού είσαι εδώ, να παίξουμε ζάρια μαζί με τη Λουκία. Να δούμε άμα μπορείς να μας νικήσεις. Ο Οφιομαχητής φαίνεται να πιστεύει ότι η Σιλοάρνη σ’αγαπά.»
«Η Σιλοάρνη με μισεί, σε πληροφορώ, αλλά κάθε φορά τής κλέβω το τυχερό της νύχι.»
«Η Λουκία είναι μέσα,» λέω στον Αρσένιο, «στο σαλόνι, μόνη της.»
«Κατάλαβα,» αποκρίνεται εκείνος, «θέλετε να με ξεφορτωθείτε. Λέτε μυστικά;»
«Μιλάμε για ένα θησαυρό που είναι θαμμένος κάτω απ’το σπίτι και τον θέλουμε όλο δικό μας.»
Ο Αρσένιος γελά ξερά πάλι. «Θα τα ξαναπούμε, Οφιομαχητή, σύντομα.» Και φεύγει, κατευθυνόμενος προς το σαλόνι. Ακούω τη φωνή της Λουκίας να του μιλά, και τη δική του να της απαντά.
«Γιατί δεν το ξανασκέφτεσαι;» ρωτά ο Δημήτριος τη Διονυσία.
Εκείνη κουνά το κεφάλι αρνητικά, τρώγοντας. Πίνει ακόμα μια γουλιά γαλανό κρασί. «Το έχω ήδη σκεφτεί και ξανασκεφτεί, Δημήτριε.»
«Δε θα ήθελα να εξαφανιστείς στην Ιχθυδάτια...»
«Ούτε εγώ θα ήθελα να εξαφανιστώ στην Ιχθυδάτια· αλλά θα πάω με τον Αρσένιο.»
«Να την προσέχεις.» Ο Δημήτριος τώρα κοιτάζει εμένα.
«Καταλαβαίνεις ότι έχω κι εγώ τις δικές μου δουλειές, έτσι;» του λέω. «Θα ταξιδέψω μαζί τους ώς το άντρο των Τέκνων, αλλά μετά... Για μετά, δεν μπορώ να υποσχεθώ τίποτα. Και της το είπα. Το γνωρίζει. Πρέπει ν’αναζητήσω τους Τρομερούς Καπνούς, και τον Ευστάθιο και την κυρά Ιωάννα που, μάλλον, βρίσκονται ήδη στα ίχνη τους.»
«Αν είναι τόσο τυχεροί,» λέει ο Δημήτριος.
Ο Οφιομαχητής οδήγησε την Όλγα και το Γερό Φίδι ανατολικά μέσα στους ανοιχτούς τόπους που δεν ήταν τελείως πεδινοί μα ούτε και ορεινοί θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Βρίσκονταν νότια από τους πρόποδες των Υσκάριων Ορέων, και, όπως σύντομα διαπίστωσαν οι ταξιδιώτες, θεωρούνταν τμήμα της Συμπολιτείας των Ποταμών. Εδώ ήταν τα βόρεια σύνορά της, και περιφέρονταν αρκετές περιπολίες με μαχητές που είχαν επάνω τους το σύμβολο της Συμπολιτείας – ένα στέμμα ανάμεσα σε τέσσερα ποτάμια. Τα μέρη δεν ήταν έρημα· υπήρχαν κάποια χωριά, αλλά όχι μεγάλες πόλεις. Στις όχθες του ποταμού Οθμόλλη ο Οφιομαχητής και οι σύντροφοί του δεν πλησίασαν· οδοιπορούσαν μακριά από εκεί, και είδαν και μερικούς ακόμα οδοιπόρους (ανθρώπους που πήγαιναν από το ένα χωριό στο άλλο) καθώς και καβαλάρηδες επάνω σε άλογα, και κάποια μηχανοκίνητα οχήματα. Πέρασαν κοντά από αγρούς όπου, λόγω χειμώνα, ελάχιστα πράγματα φύτρωναν· πέρασαν κοντά από βοσκότοπους· πέρασαν κοντά από υποστατικά και οικισμούς. Πέρασαν κοντά από έναν ναΐσκο του Αστερίωνα, όπου ένας ιερέας έκαιγε χειμερινούς καρπούς κι ένα σκοτωμένο κοτόπουλο ενώ άνθρωποι ήταν συγκεντρωμένοι τριγύρω. Γάμος γινόταν. Το νεαρό ζευγάρι ήταν γονατισμένο μπροστά στον βωμό, και ο ιερέας έκανε, με τα δάχτυλά του και με αίμα από το σκοτωμένο ζώο, ένα σημάδι πάνω στο κούτελο της νύφης και του γαμπρού. Δύο τραγουδιστές έπαιζαν μουσική με ενεργειακό αυλό και ενεργειακό λαγούτο.
Ο Οφιομαχητής και οι σύντροφοί του είδαν, επίσης, ένα οικοδόμημα στην κορυφή ενός αρκετά ψηλού λόφου το οποίο πρέπει να ήταν τέμενος του Ζέφυρου. Δεν το πλησίασαν για να το κοιτάξουν από πιο κοντά – δεν είχαν κανέναν λόγο να το πλησιάσουν – αλλά στο μυαλό του Γεώργιου ήρθε ο Γέρος του Ανέμου και οι διδαχές του, καθώς και η Στεφανία, η σαμάνος από τη Βιλάρνη που είχε ταξιδέψει μαζί του ώς το Μοναστήρι του Ανέμου και είχε, τελικά, αποφασίσει να μείνει εκεί. Ήταν ακόμα εκεί, άραγε;
Το Γερό Φίδι είχε την κουκούλα της κάπας του συνεχώς σηκωμένη στο κεφάλι, αλλά περισσότερο σημαντικό ήταν να κρύβει την ουρά του κάτω από την άκρη της κάπας καθώς ταξίδευαν. Ο Γεώργιος τού έκανε νόημα κάθε φορά που έβλεπε ότι η ουρά του γινόταν πιο φανερή. Δεν ήθελε να τη δουν από μακριά οι μαχητές καμιάς συνοριακής περιπολίας, γιατί μπορεί και να θεωρούσαν τον ερπετοειδή επικίνδυνο και να είχαν μπλεξίματα ξανά. Ο Οφιομαχητής δεν αμφέβαλλε ότι, μάλλον, θα τους σκότωνε όλους σε μια τέτοια περίπτωση (δεν ήταν και πολύ μεγάλες οι περιπολίες, απ’ό,τι είχε παρατηρήσει), όμως θα προτιμούσε να περάσουν από εδώ αναίμακτα. Μπορεί η οργή του να τον έσπρωχνε προς καταστροφές, αλλά η λογική του τον κρατούσε μακριά από αυτές – όσο μπορούσε. Και ο Γεώργιος ευχαριστούσε πάντα τον Γέρο του Ανέμου.
Η Πάροδος του Πράου Ανέμου σφύριζε μέσα του καθώς ταξίδευαν σε τούτους τους τόπους.
Σκοπός του ήταν να φτάσουν στη μεγάλη δημοσιά που, περνώντας από το Υσκάριο Πέρασμα, κατέληγε στη Συμπολιτεία των Ποταμών – στη Σιρνάδια, την πόλη του Ευθύμιου Αλτόσσιου. Ήταν η ίδια δημοσιά που, πριν από κάποιο καιρό, όταν έφευγαν από την Ακαρκία μαζί με την Όλγα, ο Γεώργιος είχε προτιμήσει ν’ακολουθήσει προς τα βόρεια, προς Νερκάλη, και όχι προς τα νότια, προς τη Συμπολιτεία. Το πεπρωμένου του, όμως, τον είχε τελικά οδηγήσει κι εδώ... και είχε συναντήσει άλλα πράγματα απ’αυτά που νόμιζε.
Δε μπορούσε, ωστόσο, παρά να αναρωτιέται: οι άνθρωποι του Πολιτοβασιλέα είχαν κάνει τη σύνδεση ανάμεσα στον μαυρόδερμο εισβολέα του Παλατιού και στον μαυρόδερμο κουρσάρο που είχε ληστέψει πριν από όχι και τόσο καιρό το Ξίφος των Αρχόντων; Και οι δύο αυτοί μαυρόδερμοι είχαν υπερφυσική δύναμη...
Δεν αποκλειόταν καθόλου να γινόταν η σύνδεση, ειδικά όταν η καπετάνισσα του Ξίφους μάθαινε τι είχε συμβεί στο Βασιλικό Παλάτι της Οσκάλνης.
Όπως και νάχε, σίγουρα θα τον κυνηγούσαν σ’ολάκερη τη Συμπολιτεία τώρα, οπότε όσο πιο γρήγορα έφευγε από εδώ τόσο το καλύτερο – και για εκείνον και για τους συντρόφους του.
Το ταξίδι τους επάνω στους τόπους ανατολικά του Σελκόνη και βόρεια του Οθμόλλη δεν κράτησε πολύ. Οδοιπόρησαν ένα ολόκληρο απόγευμα καθώς τα χρώματα σκούραιναν γύρω τους, και οδοιπόρησαν και κάποια ώρα από την επόμενη ημέρα, προτού φτάσουν στη δημοσιά.
Δεν ήταν μεσημέρι ακόμα.
«Αυτός πρέπει να είναι,» είπε ο Γεώργιος. «Ο δρόμος που έρχεται από το Υσκάριο Πέρασμα.» Έδειξε στα βόρεια, όπου φαίνονταν τα Υσκάρια Όρη, και η δημοσιά όντως ερχόταν από εκεί. Επιπλέον, ήταν ο μεγαλύτερος δρόμος που είχαν συναντήσει μέχρι στιγμής, και ο μόνος λιθόστρωτος. Οι άλλοι ήταν σαφώς μικρότεροι και χωματόδρομοι.
«Και τώρα;» ρώτησε η Όλγα, που δεν παραπονιόταν για την οδοιπορία. Της ήταν αρκετό που είχαν – επιτέλους – φύγει από εκείνα τα καταραμένα δάση. Μα την Έχιδνα, δεν είχε βρεθεί σε χειρότερο μέρος ποτέ ξανά στη ζωή της, και ευχόταν να μην ξαναβρεθεί.
«Περνάμε απέναντι και συνεχίζουμε ανατολικά,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος, κι αυτό έκαναν: Πέρασαν τη δημοσιά και συνέχισαν, αφήνοντάς την πίσω τους. Εκεί κοντά είδαν κι ένα μικρό φρούριο με σημαίες της Συμπολιτείας επάνω, και υπέθεσαν ότι εδώ πρέπει να ήταν τα βορειοανατολικά σύνορα της Συμπολιτείας των Ποταμών. Εκτός από το φρούριο, τριγύριζε επίσης μια περιπολία επάνω σε δίκυκλα κι ένα ανοιχτό τετράκυκλο, όλοι οι μαχητές οπλισμένοι σαν αστακοί. Αλλά δεν πλησίασαν τους τρεις ταξιδιώτες. Μάλλον δεν τους ενδιέφερε ποιος έφευγε από τη Συμπολιτεία· μόνο – ίσως – ποιος μπορεί να έμπαινε.
Έτσι, ο Οφιομαχητής, το Γερό Φίδι, και η Όλγα βγήκαν από τα σύνορα της Συμπολιτείας των Ποταμών ταξιδεύοντας ανατολικά, προς έναν τόπο που ήταν σημειωμένος στον χάρτη τους ως «το Αρκάδνιο Λεκανοπέδιο».
Το μεσημέρι, καθώς ξεκουράζονταν γύρω από μια φωτιά, τρώγοντας την τελευταία ξηρά τροφή που τους είχε απομείνει από τις προμήθειες που είχαν πάρει από το προσαραγμένο πλοιάριο, ο Γεώργιος ρώτησε την Όλγα τι ήξερε γι’αυτό το Αρκάδνιο Λεκανοπέδιο και για την Αρκάδνη – τη μοναδική πόλη που ήταν σημειωμένη στον χάρτη σ’αυτή την περιοχή.
«Δεν ξέρω πολλά,» είπε η Όλγα. «Μόνο φήμες. Φαίνονται κοντά, η Ηλβάρη και η Αρκάδνη, άμα τις κοιτάζεις έτσι σαν κουκίδες πάνω στο χαρτί, αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ μακριά η μία από την άλλη. Τα Υσκάρια Όρη βρίσκονται ανάμεσά τους. Έχω ακούσει ότι υπάρχουν κάποια μονοπάτια που μπορείς ν’ακολουθήσεις από την ανατολική μεριά των βουνών – ακόμα και με όχημα – για να φτάσεις στο Αρκάδνιο Λεκανοπέδιο, μα δεν έτυχε να γνωρίζω κανέναν που να έχει όντως πάει εκεί. Δεν πάνε πολλοί έτσι. Κι αφού η Αρκάδνη δεν έχει λιμάνι, ούτε και πολλοί ναυτικοί την επισκέπτονται. Το μόνο που ξέρω για το Αρκάδνιο Λεκανοπέδιο είναι ότι κυκλοφορούν επικίνδυνα θηρία κατεβαίνοντας από τα βουνά.»
«Υπάρχουν μονοπάτια που πάνε προς τα νότια, προς την Ερνέγη, έτσι;»
«Υποθέτω,» είπε η Όλγα ανασηκώνοντας τους ώμους.
Το Γερό Φίδι έβγαλε ένα υπόκωφο σύριγμα, διαισθανόμενο τον προβληματισμό του συγγενή-κι-Αφέντη του.
«Αν δεν υπάρχουν μονοπάτια,» είπε τελικά ο Οφιομαχητής, «θα πρέπει να πάμε από τη θάλασσα... αλλά στον χάρτη δεν βλέπω λιμάνια σημειωμένα στα βορειοανατολικά του Μεγάλου Κόλπου.»
Η Όλγα δεν μίλησε. Δεν είχε τίποτα να πει. Παλιότερα, δεν είχε ποτέ της φύγει από την Ηλβάρη.
Το απόγευμα ταξίδευαν πάλι, οδοιπορώντας με ανατολική κατεύθυνση ενώ ένας δυνατός άνεμος είχε σηκωθεί, ερχόμενος από τα νότια, φέρνοντας τη μυρωδιά της θάλασσας, την οποία δεν διέκριναν από εδώ όπου βρίσκονταν. Ο Γεώργιος υπολόγιζε ότι απείχαν δεκαπέντε, είκοσι χιλιόμετρα από τις ακτές του Μεγάλου Κόλπου. Οι τόποι ήταν έρημοι – δεν συναντούσες χωριά, υποστατικά, και οικισμούς. Ούτε έβλεπες κίνηση από ταξιδιώτες. Ένα όχημα πέρασε μονάχα από κάπου κοντά – ένα τετράκυκλο με ατρακτοειδείς τροχούς.
Τα Υσκάρια Όρη φαίνονταν πελώρια, καθώς δεν ήταν μακριά πλέον, και οι περιοχές γίνονταν ολοένα και πιο ορεινές, το κρύο δυνάμωνε. Πουθενά, όμως, δεν θα μπορούσες ν’αποκαλέσεις το μέρος «βουνό» ακόμα. Ήταν λοφότοπος με μικρά δάση, και μέσα του διακρίνονταν μονοπάτια, ορισμένα αρκετά μεγάλα για να περάσουν οχήματα. Αυτά τα μονοπάτια, υπέθετε ο Οφιομαχητής, πρέπει να οδηγούσαν στην Αρκάδνη.
Ενώ σουρούπωνε περπατούσαν πια σ’ένα μέρος που, μάλλον, ήταν το Αρκάδνιο Λεκανοπέδιο, καθώς τριγύρω ορθώνονταν βουνά όπου κι αν κοίταζες, αλλά ο τόπος εξακολουθούσε να είναι σχετικά πεδινός. Η μόνη κατεύθυνση όπου δεν έβλεπες βουνά ήταν προς τα δυτικά: η κατεύθυνση από την οποία ο Οφιομαχητής, η Όλγα, και το Γερό Φίδι είχαν έρθει.
Αν όμως τα μονοπάτια εδώ οδηγούσαν στην Αρκάδνη, δεν τους φαινόταν. Ήταν τόσο έρημα όσο και οι προηγούμενες περιοχές που οι τρεις ταξιδιώτες είχαν διασχίσει. Δεν υπήρχαν κατοικίες, δεν υπήρχαν πανδοχεία. Τα μέρη ήταν άγρια. Και, κάπου-κάπου, κραυγές και αλυχτήματα αντηχούσαν. Απόμακρα, ευτυχώς. Πουλιά φτεροκοπούσαν μες στο δειλινό, κάνοντας βόλτες πάνω απ’το λεκανοπέδιο, κρώζοντας κάθε τόσο, σκίζοντας τον παγερό αέρα με τις φωνές τους.
Ο Γεώργιος θυμόταν τα Ρινέα Όρη της Κεντρυδάτιας, όπου είχε ταξιδέψει μαζί με τη Στεφανία, τη σαμάνο από τη Βιλάρνη, και όφειλε να παρατηρήσει ότι ετούτοι οι τόποι, παρότι ομολογουμένως άγριοι, δεν ήταν ούτε κατά διάνοια τόσο άγριοι όσο εκείνοι οι τόποι.
Η Όλγα, ωστόσο, φαινόταν φοβισμένη... και ήταν. Δεν μιλούσε, έμενε σιωπηλή, αλλά από μέσα της ευχόταν να μην ξαναμπλέξουν όπως είχαν μπλέξει στα Σελκόνια Δάση. Ο Νάθλεδιρ είχε σκοτωθεί εκεί...
Ουρλιαχτά διέλυσαν τις σκέψεις της και τις αναμνήσεις του Οφιομαχητή από τα Ρινέα Όρη. Γυναικεία ουρλιαχτά, και μια κραυγή: «Βοήθεια!» κι ακόμα μία: «Βοήθεια! Μ’ακούει κανείς;» Ερχόταν από κάπου στα δεξιά, και ο Γεώργιος τράβηξε το Φιλί της Έχιδνας και κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Η Όλγα και το Γερό Φίδι τον ακολούθησαν, η πρώτη λέγοντας: «Πρόσεχε, Γεώργιε. Πρόσεχε, μα την Έχιδνα,» ενώ έβγαζε το ενεργειακό πιστόλι της για να το έχει έτοιμο.
Τα γυναικεία ουρλιαχτά σύντομα δεν αντηχούσαν μόνα τους πλέον αλλά συνοδεύονταν από γρυλίσματα που αποκλείεται να προέρχονταν από άνθρωπο. Αυτή που φώναζε πρέπει να ήταν παγιδευμένη από κάποιο θηρίο, μπορούσαν μόνο να υποθέσουν ο Γεώργιος και η Όλγα.
Περνώντας μέσα από βλάστηση – δέντρα και θάμνους – έφτασαν μπροστά στην πλαγιά ενός λόφου κι αντίκρισαν μια γυναίκα – ξανθιά, λευκόδερμη, ντυμένη ταξιδιωτικά – ν’απειλείται από έναν πελώριο, άγριο σκύλο. Κρατούσε ένα ραβδί και προσπαθούσε να τον διώξει, αλλά το θηρίο το είχε ήδη αρπάξει μες στα μεγάλα δόντια του και το τραβούσε· έμοιαζε έτοιμο να το πάρει από τα χέρια της, και όντως, μόλις οι τρεις ταξιδιώτες παρουσιάστηκαν, το πήρε. Η γυναίκα ούρλιαξε ξανά.
Ο Οφιομαχητής φώναξε στο σκυλί: «Μακριά!» ζυγώνοντας, με το Φιλί της Έχιδνας προτεταμένο.
Το θηρίο έκανε πίσω, γρυλίζοντας, πετώντας κάτω το ραβδί που είχε αρπάξει απ’τη γυναίκα.
Η Όλγα τής είπε: «Έλα! Έλα προς τα δω! Θα το κανονίσει μόνος του!»
Η γυναίκα δεν την πλησίασε, όμως· έμεινε στη θέση της, ακίνητη... πράγμα που την παραξένεψε. Αλλά δεν είχε χρόνο να το καλοσκεφτεί, γιατί τότε, από κρυψώνες στην πλαγιά, πετάχτηκαν κι άλλοι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες – καμιά ντουζίνα, με όπλα στα χέρια: λεπίδες και ρόπαλα. Εκτός από έναν που– τι ήταν αυτό που κρατούσε; απόρησε η Όλγα – μηχανικός οφθαλμός; Κατέγραφε κινούμενες εικόνες; Ήταν δυνατόν;
Η γυναίκα που πριν από λίγο ούρλιαζε, απειλημένη απ’τον μεγάλο σκύλο, τώρα τράβηξε ένα μακρύ ξιφίδιο μέσα από τα ρούχα της και, με μια άγρια γυαλάδα στα μάτια, τινάχτηκε προς την πλάτη του Οφιομαχητή.
«Πίσω σου Γεώργιε!» φώναξε αμέσως η Όλγα ενώ ύψωνε το πιστόλι της και τραβούσε τη σκανδάλη. Η ενεργειακή ριπή αστόχησε τη γυναίκα – μια αναλαμπή μες στο σούρουπο.
Το Γερό Φίδι σύριξε οργισμένα και όρμησε κρατώντας το ρόπαλό του.
Ο Οφιομαχητής στράφηκε, βλέποντας τη γυναίκα με το ξιφίδιο νάρχεται καταπάνω του. Κι αμέσως κατάλαβε: Ενέδρα! Αυτή η καριόλα δεν κινδύνευε ποτέ από τον σκύλο. Την κλότσησε στην κοιλιά, τινάζοντάς την πίσω, στο χώμα, διπλωμένη, ανήμπορη να σηκωθεί, έχοντας χάσει το ξιφίδιό της.
Αλλά τότε ο γιγάντιος σκύλος χίμησε στην πλάτη του. Τα νύχια του μπήχτηκαν στην κάπα του Οφιομαχητή, τα δόντια του πήγαν προς τον λαιμό του. Και, συγχρόνως, οι σύντροφοι της γυναίκας έρχονταν από την πλαγιά, τρέχοντας, κρατώντας τα όπλα τους υψωμένα, κραυγάζοντας.
Ο Οφιομαχητής έκανε το κεφάλι του πίσω, απότομα, χτυπώντας τον σκύλο στη μουσούδα. Ένα δυνατό ΚΡΑΚ! αντήχησε καθώς τα δόντια του ζώου έσπαγαν κι έπεφτε κάτω με μια πονεμένη φωνή.
«Χα-χα-χα-χα-χα!» γέλασε ένας απ’αυτούς που έρχονταν από την πλαγιά – ένας ευέλικτος, λιγνός άντρας με σπαθί στο ένα χέρι, μικρή μεταλλική ασπίδα στο άλλο, και κράνος στο κεφάλι. Έτρεχε χοροπηδώντας σαν λαγός. «Ένας δυνατός ταξιδιώτης λοιπόν! Καλύτερο θέαμα απ’άλλες φορές! Για έλα, ρε μεγάλε! Για έλα να σε δούμε!» προκάλεσε τον Οφιομαχητή καθώς τιναζόταν αντίκρυ του κραδαίνοντας προκλητικά το σπαθί του.
Το Γερό Φίδι χίμησε προς τη μεριά του, μα δεν τον έφτασε καθώς μια γυναίκα κι ένας άλλος άντρας βρέθηκαν στο διάβα του. Εκείνη κρατούσε δόρυ, εκείνος τσεκούρι, και ο ερπετοειδής αναγκάστηκε να κάνει πίσω και ν’αποκρούσει τα όπλα τους για να μην τραυματιστεί. «Φιδάνθρωπος, ρε! Φιδάνθρωπος, γαμώ τα μαλλιά της Έχιδνας γαμώ!» φώναξε ο πελεκυφόρος. «Θηρίο!»
Η Όλγα, στεκόμενη λίγο πιο πίσω, παρατηρούσε ότι αυτός με τον μηχανικό οφθαλμό δεν είχε πλησιάσει και πολύ. Ήταν πάνω στην πλαγιά ακόμα, κρατώντας το μηχάνημα στον ώμο του, καταγράφοντας κινούμενες εικόνες στην τεχνητή του μνήμη, απαθανατίζοντας τη συμπλοκή. «Τι κάνει εκεί πέρα, ο ανώμαλος;» μουρμούρισε η Όλγα.
«Φύγετε,» τους είπε ο Γεώργιος, «άμα θέλετε να ζήσετε! Δεν έχουμε λεφτά.»
«Τον ακούτε, ρε;» φώναξε ο λιγνός, ευέλικτος άντρας με το σπαθί, τη μικρή ασπίδα, και το κράνος. «Χα-χα-χα-χα! Σας τόπα ότι είχα μια καλή αίσθηση γι’απόψε!» Και όρμησε στον Οφιομαχητή, σπαθίζοντας ημικυκλικά.
Ο Γεώργιος, νιώθοντας τρομερή οργή να τον πλημμυρίζει, χτύπησε το ξίφος του άντρα με το δικό του, και το έσπασε στα δύο, ξαφνιάζοντας τον αντίπαλό του, κάνοντάς τον να τιναχτεί πίσω με μια κραυγή, σαν να είχε χτυπηθεί ο ίδιος, όχι η λεπίδα του. Ένας άλλος ήρθε από δίπλα, με σπαθί κι αυτός, και ο Οφιομαχητής στράφηκε και του επιτέθηκε. Ακόμα μια λεπίδα έσπασε, αλλά το Φιλί της Έχιδνας τώρα δεν σταμάτησε εκεί· συνέχισε την πορεία του, λιανίζοντας τον χειριστή του ξίφους, σκίζοντάς του το στήθος και σκοτώνοντάς τον.
Μια γυναίκα πήδησε καταπάνω στον Οφιομαχητή, αλαλάζοντας, κρατώντας δύο μικρά τσεκούρια υψωμένα. Το ένα τον χτύπησε στον ώμο, τινάζοντας αίμα· το άλλο ο Γεώργιος το σταμάτησε με το σπαθί του, και τη γρονθοκόπησε καταπρόσωπο, με το ελεύθερό του χέρι, σπάζοντάς της τον λαιμό.
Οι ενεδρευτές βλέποντάς τα αυτά δεν έμοιαζαν τώρα τόσο θαρραλέοι όσο στην αρχή. Δεν φαινόταν πια να νομίζουν ότι ο Γεώργιος ήταν τυχερός που είχε κατατροπώσει τη γυναίκα με τον μεγάλο σκύλο.
«Τι διάολος είσαι συ;» είπε ο άντρας με το κράνος και τη μικρή ασπίδα, που είχε τραβήξει ένα ξιφίδιο πετώντας το σπασμένο σπαθί του. «Ποια διάσταση σε γέννησε, ρε πούστη του Λοκράθου;»
«Τον έχω εγώ, ρε! Τον έχω!» κραύγασε ένας άλλος, ορμώντας προς τον Γεώργιο με το δόρυ του προτεταμένο. Αλλά δεν έφτασε ποτέ κοντά τον Οφιομαχητή καθώς η ενεργειακή ριπή της Όλγας τον βρήκε στα πλευρά σωριάζοντάς τον κάτω ξερό ύστερα από ένα άγριο τράνταγμα.
Το Γερό Φίδι ακόμα αντιμετώπιζε τον άντρα με το τσεκούρι και τη γυναίκα με το δόρυ, που αποδεικνύονταν αρκετά επιδέξιοι στη μάχη. Σαν τους αντιπάλους που πολεμούσε για τον παλιό του Αφέντη, έκανε τη σύγκριση μες στο μυαλό του το Φίδι.
«Τσακίστε την αυτήνα, ρε!» φώναξε ο τύπος με το κράνος και τη μικρή ασπίδα δείχνοντας την Όλγα με το ξιφίδιό του. «Τι την αφήνετε να ρίχνει με το ενεργειακό, ρε ζώα;»
Αλλά δεν είχαν χρόνο να της ορμήσουν. Ο χρόνος τους είχε τελειώσει. Ο Οφιομαχητής, κραυγάζοντας, εξαγριωμένος από την οργή του, τους όρμησε πρώτος, και τίποτα δεν μπορούσε να τον σταματήσει. Άρχισε να τους μακελεύει τον έναν μετά τον άλλο, σπάζοντας όπλα και σώματα, σωριάζοντας αιμόφυρτα, διαλυμένα κουφάρια στη γη.
Πανικοβλήθηκαν. «Γαμώ την πουτάνα μου γαμώ,» φώναξε ο τύπος με το κράνος και τη μικρή ασπίδα η οποία είχε σπάσει από έναν ξώφαλτσο σπαθισμό του Φιλιού της Έχιδνας και το χέρι του αιμορραγούσε άσχημα, «αφήστε τον τον πούστη, ρε, γαμήστε τον, πάμε, πάμε πίσω στο–!» Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια του: ο Οφιομαχητής, έχοντας αποκεφαλίσει έναν άλλο, τον πλησίασε ξανά και, καθώς εκείνος έκανε ν’απομακρυνθεί, τον κάρφωσε στα πλευρά με το Φιλί της Έχιδνας στέλνοντάς τον στον Αβυσσαίο. Ο άντρας πέθανε κραυγάζοντας σαν θηρίο της ερημιάς.
Και οι υπόλοιποι τώρα προσπαθούσαν να φύγουν, όχι να σκοτώσουν τον Γεώργιο. Αλλά εκείνος δεν είχε κατά νου να τους αφήσει ζωντανούς. Κυριευμένος από την οργή του, τους καταδίωκε και τους σπάθιζε.
Ο άντρας με τον μηχανικό οφθαλμό, αρχικά, δεν πίστευε ότι η συμπλοκή θα έφτανε ώς αυτόν, αλλά τώρα είδε μια από τις συντρόφισσές του να έρχεται προς τη μεριά του ενώ ο παντοδύναμος μαυρόδερμος άντρας την κυνηγούσε. Κατέβασε τον μηχανικό οφθαλμό κι έτρεξε να φύγει. Όμως ούτε αυτός γλίτωσε από τη μάνητα του Οφιομαχητή ούτε η γυναίκα. Εκείνη έπεσε πρώτη, με την πλάτη σκισμένη από το Φιλί της Έχιδνας· εκείνος έπεσε δεύτερος, με το ένα του πόδι κομμένο από τον μηρό, και μετά ο Γεώργιος τον κλότσησε στο κεφάλι σκοτώνοντάς τον. Πήρε από κάτω τον μηχανικό οφθαλμό και τον κοίταξε παραξενεμένος. Τι σκατά γινόταν εδώ; αναρωτήθηκε· και, προτού καταφέρει να δαμάσει την οργή του, εκτόξευσε το μηχάνημα προς τα δέντρα.
Η Όλγα έσκυψε, φοβούμενη μην της έρθει κατακέφαλα, και πίσω της άκουσε έναν ήχο θραύσης.
Ο Γεώργιος κυνήγησε έναν ακόμα από τους ενεδρευτές προτού χαθεί μες στα σκοτάδια, και τον αποκεφάλισε. Κάποιοι, όμως, του είχαν ξεφύγει· ήταν σίγουρος. Δύο, νόμιζε. Είχαν προλάβει ν’απομακρυνθούν.
Επικαλούμενος το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου, προσπάθησε να δαμάσει την οργή του.
Το Γερό Φίδι σύριξε προς το μέρος του. Επάνω στο ρόπαλό του ήταν αίματα και μαλλιά. Είχε σπάσει το κεφάλι της γυναίκας με το δόρυ πριν από λίγο. Ήταν πεσμένη μπροστά του, ακίνητη.
Η γυναίκα που στην αρχή παρίστανε ότι κινδύνευε από τον μεγάλο σκύλο είχε τώρα αρχίσει να συνέρχεται κάπως από την κλοτσιά που παραλίγο να της σπάσει τα σωθικά, και σερνόταν για να φύγει. Ο σκύλος της ήταν νεκρός· μια από τις σπαθιές του Φιλιού της Έχιδνας τού είχε χωρίσει το κρανίο στα δύο.
Η Όλγα έτρεξε κοντά στην ξανθομάλλα γυναίκα που σερνόταν και την κλότσησε κατάμουτρα. Εκείνη κραύγασε, νιώθοντας τη μύτη της να σπάει. «Όχι!» φώναξε. «Όχι! Μη! Μη! Με είχαν αναγκάσει! Με είχαν αναγκάσει!» Έκλαιγε.
Ο Οφιομαχητής, έχοντας πλέον υπό έλεγχο την οργή του, πλησίασε. Την άρπαξε απ’τα μαλλιά και τη σήκωσε σε καθιστή θέση. «Τι θέλατε;» γρύλισε. «Λεφτά;»
«Όχι... όχι...» κλαψούριζε η γυναίκα.
«Τι, τότε;»
«Ήταν... ήταν, ήταν για το Άγριο Θέαμα· γι’αυτό ήταν.» Αίματα κυλούσαν από τη μύτη της, γλιστρώντας μες στο στόμα της.
«Ποιο άγριο θέαμα;»
«Δεν έχετε ξανάρθει στην Αρκάδνη;... Σας παρακαλώ, μη με σκοτώσετε. Με ανάγκασαν να το κάνω· λέω αλήθεια. Θα με σκότωναν άμα δεν το έκανα.»
«Ποιο άγριο θέαμα; σε ρώτησα!» γρύλισε ο Γεώργιος, εξακολουθώντας να την κρατά απ’τα μαλλιά.
Η γυναίκα έκλαιγε. «Ορμάνε σε τυχαίους ταξιδιώτες, και το... το καταγράφουν με μηχανικό οφθαλμό, και, και το δείχνουν στο Κανάλι των Ανέμων...»
«Το Κανάλι των Ανέμων;»
«Τον τηλεοπτικό σταθμό.» Η γυναίκα ξεροκατάπιε. «Σε παρακαλώ, μη με σκοτώσεις· σε παρακαλώ!»
Η Όλγα νόμιζε ότι είχε ακούσει μια τέτοια φήμη στα λιμάνια της Ηλβάρης. Ναι, τώρα που το έλεγε αυτή η καριόλα, νόμιζε ότι το είχε ακούσει. Αλλά δεν είχε πιστέψει ότι ήταν αλήθεια, ότι μπορεί να έκαναν τέτοια παλαβά πράγματα στην Αρκάδνη πίσω από τα Υσκάρια Όρη...
«Τι θες να πεις;» ρώτησε ο Οφιομαχητής την ξανθομάλλα αιχμάλωτό τους. «Ότι μας επιτεθήκατε για να κάνετε τηλεοπτικό θέαμα;»
«Σε παρακαλώ, μη με σκοτώσεις! Μ’ανάγκασαν! Μ’ανάγκασαν!»
«Τα λέω καλά;» επέμεινε εκείνος. «Μας επιτεθήκατε – θα μας σκοτώνατε – για να κάνετε τηλεοπτικό θέαμα γι’αυτό το Κανάλι των Ανέμων;»
Η γυναίκα ξεροκατάπιε πάλι. «Ναι... ναι, αυτό κάνουν. Αλλά μ’ανάγκασαν. Εγώ δεν–» Ο Οφιομαχητής την κοπάνησε κατακέφαλα – ελαφρά – με τη λαβή του Φιλιού της Έχιδνας, αναισθητοποιώντας την. Άφησε τα μαλλιά της και η γυναίκα έπεσε στη γη.
«Είναι τελείως ανώμαλοι εδώ πέρα, γαμώ την ουρά της Έχιδνας...» είπε η Όλγα.
Ο Γεώργιος θυμήθηκε την Αρένα της Κιρβιάδας. «Στον κόσμο αρέσει να βλέπει να χύνεται αίμα, αρκεί να μην είναι το δικό του.»
«Το είχα ξανακούσει ότι έκαναν κάτι τέτοιο, μα το είχα ξεχάσει, Γεώργιε. Δεν ήθελα να το πιστέψω. Δε νόμιζα ότι ήταν αλήθεια.»
«Τι είχες ακούσει;»
«Ότι στο Αρκάδνιο Λεκανοπέδιο ορμάνε σε ταξιδιώτες και το δείχνουν στις οθόνες, για να βλέπει ο κόσμος τη συμπλοκή· ή ότι ορμάνε σε ταξιδιώτες και τους αρπάζουν και τους κάνουν βασανιστήρια και το δείχνουν κι αυτό στις οθόνες. Πάμε να φύγουμε αποδώ, Γεώργιε! Πάμε αλλού. Είναι ανώμαλοι, γαμώ την ουρά της Έχιδνας. Ανώμαλοι, οι πούστηδες του Λοκράθου!»
«Όχι,» διαφώνησε ο Οφιομαχητής. «Δε μπορεί να είμαστε μακριά από την πόλη πλέον, και η νύχτα έρχεται. Χρειαζόμαστε ένα μέρος για να φάμε και να ξεκουραστούμε· και καλύτερα εκεί παρά σε κάποια σπηλιά ετούτων των τόπων.»
«Είσαι σίγουρος; Ίσως τα ζώα νάναι πιο φιλικά.»
Ο Γεώργιος μειδίασε λοξά. «Το χιούμορ σου έχει αρχίσει να βελτιώνεται, Όλγα.»
Εκείνη τού επέστρεψε το μειδίαμα μες στο σκοτάδι του σούρουπου. «Έχω γίνει θαλασσογυρισμένη πια.»
«Μεγάλη κουβέντα να μη λες· ο Λοκράθος κρυφακούει.» Ο Οφιομαχητής σκούπισε το σπαθί του πάνω στα φύλλα ενός θάμνου, αλλά δεν το θηκάρωσε. «Πάμε,» είπε. «Όσο τρελοί κι αν είναι οι ντόπιοι της Αρκάδνης, αποκλείεται να μην έχουν ένα πανδοχείο όπου μπορείς να ξαποστάσεις για μια νύχτα.»
Η Όλγα και το Γερό Φίδι τον ακολούθησαν καθώς άρχιζε να βαδίζει προς τα εκεί απ’όπου είχαν έρθει, προς τα μονοπάτια που οδηγούσαν ανατολικά.
«Κι αν είναι όπως στην Ακαρκία;» είπε η Όλγα. «Αν είναι χειρότερα απ’ό,τι στην Ακαρκία;»
«Στην Ακαρκία δεν ήταν και τόσο άσχημα,» αποκρίθηκε ο Οφιομαχητής. «Πολύ φιλικοί άνθρωποι... εξαιρώντας τους δουλεμπόρους πάντα.» Τους απεχθανόταν τους δουλεμπόρους. Και τώρα και παλιά, στο μυστηριώδες παρελθόν του, ήταν σίγουρος.
«Ο ώμος σου;» είπε, ύστερα από μερικές στιγμές, η Όλγα βλέποντας το σκούρο-μπλε αίμα επάνω στην κάπα του – μαύρο μες στο σούρουπο – εκεί όπου τον είχε χτυπήσει το μικρό τσεκούρι εκείνης της γυναίκας.
«Δεν είναι τίποτα,» απάντησε ο Οφιομαχητής. «Θα κλείσει.»
Οδοιπόρησαν για αρκετή ώρα ακόμα, νύχτωσε, νύχτωσε για τα καλά, και τα μέρη εξακολουθούσαν να είναι έρημα και άγρια γύρω τους, ενώ απόμακρα αλυχτήματα και κραυγές αντηχούσαν, και η Όλγα αισθανόταν κουρασμένη, τα πόδια της την πονούσαν (και το τραυματισμένο και το ατραυμάτιστο)· αλλά τώρα αντίκρυ τους έβλεπαν φώτα. Και δεν μπορεί παρά να ήταν τα φώτα κάποιας πόλης.
Η Αρκάδνη, σαν στολισμένη βασίλισσα του σκοτεινού λεκανοπέδιου, βρισκόταν κοντά.