ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ
Ο Κουρσάρος της Ιχθυδάτιας
Η Αναζήτηση του Οφιομαχητή, Τόμος 2
Μια Ιστορία από το Θρυμματισμένο Σύμπαν
© Κώστας Βουλαζέρης
http://www.fantastikosorizontas.gr/kostasvoulazeris
Για τα πνευματικά δικαιώματα αυτού του κειμένου ισχύουν οι όροι του Creative Commons – https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el
• Επιτρέπεται να το διανέμετε ελεύθερα, στην παρούσα του μορφή
και μόνο.
• Δεν επιτρέπεται να το τροποποιήσετε ή να το αλλοιώσετε με οιονδήποτε τρόπο.
• Δεν επιτρέπεται να το χρησιμοποιήσετε για διαφημιστικούς ή εμπορικούς λόγους.
Αυτό το βιβλίο είναι λογοτεχνικό. Όλα τα ονόματα, τα πρόσωπα, και οι καταστάσεις είναι φανταστικά ή χρησιμοποιούνται με φανταστικό, λογοτεχνικό τρόπο. Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά ονόματα, πρόσωπα, ή καταστάσεις είναι καθαρά συμπτωματική.
Περισσότερες ιστορίες από το Θρυµµατισµένο Σύµπαν, δωρεάν στο
www.fantastikosorizontas.gr/kostasvoulazeris/
thrymmatismeno_sympan
Φτάσαμε, λοιπόν, στη Σκιάπολη ασφαλείς. Και, κυρίως, για τους φίλους μου ανησυχούσα, για τη Διονυσία και τον Αρσένιο. Για εμένα δεν ήταν τίποτα αυτό το μικρό ταξίδι μέσα από τους πρόποδες της Ράχης του Ιχθύος και το ορεινό πέρασμα που οδηγεί προς τα νότια· έχω περάσει κι από πιο δύσκολες καταστάσεις στη ζωή που θυμάμαι. Πολύ πιο δύσκολες.
Πλησιάζουμε τώρα την Πάνω Πύλη και οι φρουροί μάς κοιτάζουν αδιάφορα. Κανείς δεν μας σταματά για να μας κάνει έλεγχο ή ερωτήσεις, φυσικά. Στη Σκιάπολη είμαστε. Εδώ, ακόμα και οπλισμένος από την κορφή ώς τα νύχια αν μπεις, πάλι κανείς δεν πρόκειται να σε σταματήσει για έλεγχο. Οι μισθοφόροι, οι πειρατές, και οι τυχοδιώκτες είναι οι συνηθισμένοι περαστικοί, και οι συνηθισμένοι πολίτες. Τα πράγματα δεν είναι όπως στη Μεγάπολη. Τα πράγματα εδώ είναι πιο άγρια ακόμα κι απ’ό,τι στην Κιρβιάδα. Εκεί, τουλάχιστον, κάνει κουμάντο μόνο ένας – αυτός ο καριόλης του Λοκράθου, ο Αθανάσιος Ζερδέκης. Στη Σκιάπολη δεν κάνει κουμάντο μόνο ένας. Κάνουν κουμάντο οι Τρεις, χάος επικρατεί, και κανείς δεν είναι απόλυτα σίγουρος τι ακριβώς λέει ο Νόμος. Δεν είναι καν σίγουρο αν υπάρχει συγκεκριμένος Νόμος. Τουλάχιστον, εγώ δεν είμαι σίγουρος, κι ούτε ξέρω κανέναν που να είναι. Παρ’όλ’ αυτά, η Σκιάπολη λειτουργεί αρκετά αρμονικά ως πόλη. Κάπως, τα καταφέρνει. Τα αμοιβαία συμφέροντα και τα λοιπά.
Τη γνωρίζω αρκετά καλά τη Σκιάπολη. Κάποτε ήμουν πειρατικό μάτι εδώ, και όχι μόνο.
«Αντέχετε λίγο περπάτημα ακόμα, έτσι;» ρωτάω τους φίλους μου καθώς βαδίζουμε πάνω στη λιθόστρωτη Οδό Πύλης με οικήματα διαφόρων ειδών γύρω μας, ψηλότερα και χαμηλότερα: από πολυκατοικίες μέχρι καλύβες. Στη Σκιάπολη μπορείς να συναντήσεις οτιδήποτε από άποψη αρχιτεκτονικής.
«Θα έχει καλό φαγητό εκεί που πηγαίνουμε;» ζητά να μάθει ο Αρσένιος με την ξερή φωνή του, ενώ η Ευθαλία εξακολουθεί να είναι τυλιγμένη στον πήχη του· βλέπω το κεφάλι της να κοιτάζει τον έξω κόσμο βγαίνοντας από την άκρη του μανικιού του.
«Θα έχει,» υπόσχομαι.
«Αν είναι έτσι, Οφιομαχητή... Αν είναι έτσι...»
Κοιτάζω τη Διονυσία ερωτηματικά, γιατί τη βλέπω σιωπηλή. Εκείνη γνέφει καταφατικά – Ας πάμε – συνεχίζοντας να είναι σιωπηλή. Το πρόσωπό της τώρα είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση: τα εξανθήματα από την επίδραση των φαρμακοβατράχων έχουν εξαφανιστεί· μονάχα μια υποψία τους έχει απομείνει: σκιές. Ωστόσο, κάτι μοιάζει να προβληματίζει τη φίλη μου. Κάτι που σίγουρα δεν έχει σχέση με το δηλητήριο των σιχαμερών αμφίβιων. Ίσως να φοβάται ότι δεν θα καταφέρουμε να βρούμε πλοίο για Μεγάπολη.
Αλλά κακώς ανησυχεί. Θα τα καταφέρουμε. Την ξέρω καλά τη Σκιάπολη, και έχω γνωστούς εδώ.
«Ελάτε,» λέω, και προπορεύομαι.
Η Διονυσία και ο Αρσένιος με ακολουθούν, η πρώτη καθοδηγώντας τον δεύτερο.
Προχωράμε για λίγο προς τα νότια, επί της Οδού Πύλης, αλλά σύντομα στρίβω ανατολικά, στη Λεωφόρο Κουτσονούρη (που ούτε η Σιλοάρνη δεν ξέρει γιατί τη λένε έτσι). Βαδίζουμε πάνω της για κάποια ώρα και, προτού φτάσουμε στην Αγορά, η Διονυσία με ρωτά:
«Τι είναι αυτό το οικοδόμημα;» δείχνοντας νότια.
Δε χρειάζεται καν να στρέψω το κεφάλι για να κοιτάξω. «Το Παλάτι των Ελκάνιων,» της λέω. «Ο ένας από τους Τρεις που διοικούν τη Σκιάπολη.» Το Παλάτι τους ορθώνεται ανάμεσα από τα υπόλοιπα οικοδομήματα, καταφανώς πλούσιο, γεμάτο φυτά, γυαλιστερά κρύσταλλα, όμορφες οροφές, εξεζητημένη αρχιτεκτονική.
«Τους Τρεις;»
«Τρεις Οίκοι διοικούν τη Σκιάπολη· δεν το ξέρεις;»
«Όχι.»
Ο Αρσένιος γελά ξερά. «Η αδελφή μου είναι λιγάκι... λιμανόφοβη, Οφιομαχητή.»
Η Διονυσία τον αγριοκοιτάζει αλλά δεν του μιλά.
«Δεν είναι ανάγκη να είσαι λιμανόφοβος για να μην το ξέρεις αυτό,» λέω για να διαλύσω την ένταση ανάμεσά τους. «Τρεις Οίκοι διοικούν τη Σκιάπολη, από παλιά. Αυτοί κάνουν κουμάντο εδώ· δεν υπάρχει άλλος άρχοντας. Ούτε κανένας ψηφίζεται δημοκρατικά όπως στη Μεγάπολη. Οι Τρεις έχουν τη δύναμη, οι Τρεις διοικούν. Οι Ελκάνιοι» – νεύω προς το Παλάτι – «είναι μεγάλοι έμποροι. Πολύ πλούσιοι.»
Φτάνουμε στο τέλος της Λεωφόρου Κουτσονούρη και στην Αγορά της Σκιάπολης – επίσης γνωστή και ως Αγορά των Σκιών – η οποία είναι αξιοσημείωτα μεγάλη, εκτεινόμενη από τις παρυφές του Παλατιού των Ελκάνιων ώς τη Λιμαναγορά, που δεν είναι παρά η προέκταση της Αγοράς των Σκιών προς τη θάλασσα ουσιαστικά.
Βαδίζουμε τώρα ανάμεσα σε μόνιμα καταστήματα αλλά και διάφορες σκηνές, λιγότερο και περισσότερο πρόχειρα στημένες. Στην Αγορά της Σκιάπολης πάντα έχει κίνηση – ακόμα και μες στην άγρια νύχτα έχει κάποια κίνηση – και τώρα δεν είναι καν νύχτα. Πλησιάζει μεσημέρι. Η Αγορά βρίσκεται στην κορύφωση της δραστηριότητάς της. Κόσμος τριγυρίζει στους δρόμους της που ανοίγονται ανάμεσα σε μόνιμα και προσωρινά μαγαζιά – τους δρόμους της που φαίνεται πάντα να αλλάζουν καθώς και οι σκηνές και οι παράγκες αλλάζουν θέσεις κάθε τόσο. Άνθρωποι βαδίζουν· άμαξες κυλάνε καθώς υποζύγια τις έλκουν· οχήματα περνάνε, από μεγάλα φορτηγά μέχρι μικρά δίκυκλα· καβαλάρηδες πάνω σε άλογα διακρίνονται μες στην πολυκοσμία. Φωνές αντηχούν. Μυρωδιές απλώνονται παντού: σκόνη, ιδρώτας, ενεργειακά υγρά, ψητά και μαγειρευτά φαγητά, ούρα, μπογιές, κρέατα, ψάρια, μαλάκια, σάπια φυτά – και διάφορες άλλες οσμές, αδύνατον να τις αναγνωρίσεις όλες εκτός αν έχεις τη μύτη τελώνιου του Αστερίωνα.
«Πώς βγάζουν άκρη εδώ πέρα;» με ρωτά η Διονυσία. «Πώς ξέρουν τι γίνεται, μα την Έχιδνα; Ο ένας θα κλέβει τον άλλο!»
Ο Αρσένιος γελά ξερά δίπλα της.
«Μα είναι γεγονός ότι κλέβουν ο ένας τον άλλο στη Σκιάπολη,» της απαντώ.
Και ο Αρσένιος λέει, κυνικά: «Παντού κλέβουν ο ένας τον άλλο, Οφιομαχητή. Το λένε ‘οικονομία’, το λένε ‘εμπόριο’. Απλά στη Σκιάπολη λείπουν τα προσχήματα.» Έτσι όπως τον ακούω να μιλά, μου φαίνεται πως ούτε αυτός είναι η πρώτη φορά που έρχεται εδώ. Αναρωτιέμαι τι δουλειές νάχε παλιά στην Πόλη των Σκιών, όπως κάποιοι λένε τη Σκιάπολη – αν και αυτή η ονομασία δεν είναι σωστή, γιατί μοιάζει να υπονοεί κάτι άλλο τελείως. Κανονικά, ονομάζεται Σκιάπολη επειδή υποτίθεται ότι βρίσκεται «στη σκιά της Ράχης του Ιχθύος» (όπως και ο Σκιοπόταμος), παρότι βέβαια η σκιά της μεγάλης οροσειράς δεν πέφτει ώς εδώ, ούτε καν όταν οι ήλιοι δύουν.
Οδηγώ τους φίλους μου σ’ένα αρκετά κεντρικό σημείο της Αγοράς. Στο Αγοραίο, ένα μεγάλο πανδοχείο που συγκεντρώνει πολύ κόσμο αλλά είναι, συγχρόνως, αρκετά καλό. Δεν ξεκλειδώνουν πόρτες όταν λείπεις απ’το δωμάτιο για να σε κλέψουν.
«Φαγητά... ποτά...» παρατηρεί ο Αρσένιος μυρίζοντας τον χώρο, καθώς μπαίνουμε στην τραπεζαρία. «Φτάσαμε, Οφιομαχητή;»
«Ναι.» Μέσα στην πολυκοσμία ψάχνω για ένα τραπέζι να καθίσουμε. Εντοπίζω ένα κάτω από την ξύλινη σκάλα και βαδίζω προς τα εκεί, με τη Διονυσία να καθοδηγεί πίσω μου τον τυφλό αδελφό της.
«Πού είμαστε;» ρωτά ο Αρσένιος. Δεν αποκλείεται να το ξέρει το μέρος, σκέφτομαι, αλλά τώρα μη βλέποντας δεν μπορεί να το αναγνωρίσει.
«Στο Αγοραίο,» απαντώ.
«Ααα...» κάνει ο Αρσένιος, «μάλιστα.» Τι πάει να πει αυτό, άραγε;
Καθόμαστε στο τραπέζι κάτω από τη σκάλα, και υψώνω το χέρι μου προς μια σερβιτόρα η οποία σύντομα έρχεται και δεν νομίζω ότι με αναγνωρίζει από τον καιρό που ήμουν στη Σκιάπολη. Περνά πολύς κόσμος από εδώ – ναι, ακόμα και άνθρωποι με κατάμαυρο δέρμα μπορεί να τύχει να περάσουν – και εγώ δεν ήμουν ποτέ θαμώνας ακριβώς του Αγοραίου.
Παραγγέλνουμε φαγητά και ποτά, και η σερβιτόρα φεύγει για να μας εξυπηρετήσει, περνώντας ευέλικτα ανάμεσα από τα τραπέζια και τον κόσμο.
Ο Αρσένιος λέει: «Στη Σκιάπολη δεν πήγαινε ένα από τα πλοία που κουρσεύτηκαν από τους Τρομερούς Καπνούς;»
«Ναι,» αποκρίνομαι.
«Επομένως, θα ερχόμασταν κι εδώ αργά ή γρήγορα, έτσι δεν είναι; Απλά ήρθαμε πιο γρήγορα απ’ό,τι περιμέναμε.»
«Δεν είμαστε εδώ για να ψάξουμε για πειρατές!» του λέει η Διονυσία. «Είμαστε εδώ για να επιστρέψουμε στη Μεγάπολη.»
«Γιατί να επιστρέψουμε στη Μεγάπολη αν είναι να ξανάρθουμε μετά στη Σκιάπολη, αδελφή μου; Δε θα ήταν χαζό;»
Η Διονυσία με κοιτάζει απεγνωσμένα, σαν να μου ζητά να του βάλω μυαλό. Σαν να θέλει να μου πει: Μίλα του. Εσένα θα σ’ακούσει. Εμένα δεν μ’ακούει ποτέ.
Του λέω: «Ο πράκτορας του Εκλεκτού, ο Ευστάθιος, και η κυρά Ιωάννα σίγουρα θα με ψάχνουν τώρα στη Μεγάπολη, και θ’ανησυχούν που δεν θα μπορούν να με βρουν.» (Τηλεπικοινωνιακά, στον πομπό μου, δεν γίνεται να με καλέσουν ενώ είμαι σε άλλη ηπειρόνησο· είναι αδύνατον.)
«Και τι νομίζεις ότι θα κάνουν, Οφιομαχητή;» ρωτά ο Αρσένιος. «Θα καθίσουν και θα σε περιμένουν; Εγώ πάω στοίχημα ότι ίσως ήδη να έχουν ξεκινήσει την αναζήτησή τους για τους Τρομερούς Καπνούς. Όταν επιστρέψουμε στη Μεγάπολη αποκλείεται να τους βρούμε εκεί.»
Δεν έχει άδικο σ’αυτό που λέει, οφείλω να παραδεχτώ σιωπηλά. Υπάρχει μια καλή πιθανότητα τα πράγματα να είναι έτσι. Αντιπροχτές το απόγευμα ήταν που μίλησα με τον Μελέτιο’σαρ. Αυτό σημαίνει ότι ο πράκτορας του Γεράσιμου Ευκάλνιου είχε δύο ημέρες ώς τώρα για να προετοιμαστεί για το ταξίδι. Ίσως σήμερα, λοιπόν, να έχει ξεκινήσει μαζί με τον Ευστάθιο και την Ιωάννα. Είναι πιθανό. Διότι ο Εκλεκτός, απ’ό,τι κατάλαβα, βιαζόταν να αρχίσουν να αναζητούν τους Τρομερούς Καπνούς, να μάθουν τι γίνεται μ’αυτούς. Φυσικά, θα με έψαξαν για λίγο, δεν μπορεί να με προσπέρασαν τελείως αδιάφορα σαν να ήμουν ένας επιβάτης που άργησε να επιβιβαστεί στο πλοίο την ώρα που είναι να φύγει. Όμως, στο τέλος, δεν νομίζω ότι θα ανέβαλαν την αναζήτησή τους για χάρη μου.
Σε τελική ανάλυση, ακόμα κι αν με ψάχνουν μέχρι σήμερα, μην έχοντας εκπλεύσει από Μεγάπολη, σίγουρα θα έχουν εκπλεύσει ώσπου να καταφέρουμε να φτάσουμε εμείς εκεί. Εκτός αν γίνει κανένα θαύμα.
Αλλά ο Οφιομαχητής – ένας άνθρωπος που γεννήθηκε, ίσως, από δηλητηριώδες θαύμα – δεν βασίζεται στα θαύματα στη ζωή του.
«Γιατί δεν μιλάς;» μου λέει ο Αρσένιος. «Το ξέρεις ότι έχω δίκιο, έτσι δεν είναι;»
Η Διονυσία αναστενάζει. «Πάψε πια, γαμώτο! Είναι δυνατόν να προτείνεις να–;» Η σερβιτόρα επιστρέφει, έτσι σταματά να μιλά για λίγο, καθώς εκείνη αφήνει τα φαγητά και τα ποτά στο τραπέζι μας. Μετά η Διονυσία συνεχίζει: «Είναι δυνατόν να προτείνεις να μείνουμε εδώ για να ψάξουμε γι’αυτούς τους Τρομερούς Καπνούς; Δεν έχουμε ούτε λεφτά μαζί μας! Εγώ έχω πενήντα οχτάρια μόνο, κι ο Γεώργιος διακόσια. Το καταλαβαίνεις;»
«Θα κάνω μερικές ερωτήσεις για τους Καπνούς,» λέω νηφάλια, «αλλά παράπλευρα, καθώς θα ψάχνω για πλοίο. Η Διονυσία μιλά σωστά, Αρσένιε: δεν μπορούμε τώρα να μείνουμε εδώ· πρέπει να επιστρέψουμε στη Μεγάπολη. Εξάλλου, δεν σκοπεύαμε να ξεκινήσουμε την αναζήτησή μας από τη Σκιάπολη αλλά από τη Ριλιάδα, όπως σίγουρα θα θυμάσαι. Θα πηγαίναμε να βρούμε τον φίλο σου, τον Άνθιμο Γερσίκιο.»
«Φίλος μου...» ρουθουνίζει ξερά ο Αρσένιος. «Το στόμα του Αβυσσαίου εύχομαι να τον έχει καταπιεί, τον δαίμονα! Εξαιτίας του η Νεκταρία σκοτώθηκε.»
«Όπως και νάχει, είχαμε πει ότι θα ψάξουμε γι’αυτόν και–»
«Ο πράκτορας του Εκλεκτού θα ψάξει τώρα γι’αυτόν πριν από εμάς, Οφιομαχητή, έτσι δεν είναι;»
«Δεν έχει σημασία. Εμείς θα γυρίσουμε στη Μεγάπολη, και μετά θα δούμε τι θα κάνουμε ξεκινώντας από εκεί. Φάτε, για την ώρα· το φαγητό είναι καλό εδώ, και το χρειαζόμαστε.»
Σ’αυτό δεν διαφωνεί ούτε ο Αρσένιος ούτε η Διονυσία. Η δεύτερη βοηθά τον πρώτο να βρει το πιάτο του και το ποτό του, και τρώμε για κάποια ώρα χωρίς να μιλάμε ενώ ακούμε τη βαβούρα της τραπεζαρίας. Ύστερα, οι άνθρωποι του πανδοχείου αποφασίζουν να καλύψουν τη βαβούρα με ένα τραγούδι από το ηχοσύστημα: Ρημάζοντας τα Λιμάνια, του συγκροτήματος Γενναίοι Μεγαλοψαράδες. Κλασικό για τέτοια μέρη.
Όταν τελειώνουμε το φαγητό μας, κλείνουμε ένα τρίκλινο δωμάτιο και ανέβουμε για να ξεκουραστούμε. Να ξεκουραστούν ο Αρσένιος και η Διονυσία, τουλάχιστον. Εγώ σύντομα θα βγω, και τους το λέω. Λίγο μόνο θα μείνω εδώ.
«Θα πας να ψάξεις για πλοίο;» με ρωτά η Διονυσία.
«Ναι· και παράπλευρα, όπως είπα, θα κάνω και μερικές άλλες ερωτήσεις.»
«Τι ερωτήσεις;» Είναι καθισμένη πάνω στο κρεβάτι της, τρίβοντας τα κουρασμένα, πληγιασμένα πέλματά της. Δεν είναι συνηθισμένη στην οδοιπορία μέσα σε ορεινές περιοχές, και φαίνεται.
«Για τους Τρομερούς Καπνούς, και για τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου.»
«Μην πας να μπλέξεις πουθενά, Γεώργιε. Χωρίς εσένα, πώς θα φύγουμε από εδώ;»
«Θα σας αφήσω τα λεφτά μου, για καλό και για κακ–»
«Δε χρειαζόμαστε τα λεφτά σου, μα την Έχιδνα· χρειαζόμαστε εσένα.»
Ο Αρσένιος γελά ξερά. «Η αδελφή μου – τόσο ανασφαλής, Οφιομαχητή...»
Η Διονυσία τον αγριοκοιτάζει αλλά δεν του μιλά. Πνίγοντας τον θυμό της, στρέφει το βλέμμα της ξανά σ’εμένα. «Καταλαβαίνεις τι σου λέω;»
«Μην ανησυχείς,» της απαντώ. «Δεν πρόκειται ούτε ν’αργήσω ούτε να μπλέξω πουθενά. Αλλά μερικά από τα λεφτά μου είναι καλό να τα έχετε μαζί σας ούτως ή άλλως· εμένα δεν θα μου χρειαστούν εκεί όπου θα πάω.» Μετράω εκατό οχτάρια και της τα δίνω, αφήνοντάς τα στο κρεβάτι, δίπλα της. Μου μένουν λιγότερα από εκατό σε μια από τις πολλές εσωτερικές τσέπες της κάπας μου (γιατί πλήρωσα και το πανδοχείο πιο πριν).
«Τέλος πάντων,» λέει η Διονυσία. «Εντάξει.» Κι αναστενάζει ξανά. Μοιάζει πολύ αγχωμένη. Και δικαιολογημένα. Δεν έπρεπε ποτέ να είχε βρεθεί εδώ, σ’αυτή την κατάσταση. Και εγώ φταίω για όλα...
«Θα είμαστε σύντομα στη Μεγάπολη,» της υπόσχομαι καθώς πηγαίνω να καθίσω στο κρεβάτι μου. «Ξεκουραστείτε τώρα. Ξαπλώστε.»
Η Διονυσία και ο Αρσένιος ξαπλώνουν. Η Ευθαλία μένει μαζί με τον δεύτερο, κουλουριασμένη κάτω από το μαξιλάρι του. Ίσως, τελικά, να μείνει για πάντα μαζί του.
Εγώ, φυσικά, δεν κοιμάμαι. Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Κάθομαι οκλαδόν στο κρεβάτι μου, με τα μάτια κλειστά, για κάποια ώρα, αφήνοντας την Πάροδο του Πράου Ανέμου να μουρμουρίζει εντός μου, δίνοντας την ευκαιρία στο σώμα μου να αποτινάξει κάποια από την κούρασή του και να χωνέψει το φαγητό του πανδοχείου.
Ύστερα σηκώνομαι στα ξυπόλυτα πόδια μου, ενώ η Διονυσία και ο αδελφός της κοιμούνται – οι ανάσες τους ακούγονται ρυθμικές. Οι σκιές έχουν αρχίσει να βαθαίνουν, μες στον χειμώνα, καθώς το σούρουπο είναι κοντά. Πλησιάζω το μαξιλάρι του Αρσένιου και τείνω το χέρι μου προς τα εκεί, περιμένοντας να δω αν η Ευθαλία θα επιστρέψει σ’εμένα. Αλλά δεν επιστρέφει· παραμένει κουλουριασμένη κάτω από το μαξιλάρι. Και δεν μπορεί να μην διαισθάνεται την παρουσία μου.
Βάζω τις μπότες μου, ζώνομαι το Φιλί της Έχιδνας, πιάνω την κάπα μου από την κρεμάστρα, φορώντας την, και φεύγω από το δωμάτιο. Δεν σκόπευα να πάρω την Ευθαλία μαζί μου· σκόπευα ούτως ή άλλως να την αφήσω εδώ για να τους φυλάει. Όμως ήθελα να τη δοκιμάσω. Να δω τι σκέφτεται για το μέλλον. Πρέπει να τον θεωρεί ξεχωριστό τον Αρσένιο...
Με την κουκούλα της κάπας μου σηκωμένη, βγαίνω από το Αγοραίο και βαδίζω μέσα στην Αγορά των Σκιών που είναι ολοένα και περισσότερο γεμάτη με σκιές καθώς η ώρα κυλά. Πηγαίνω προς τα νότια, μην έχοντας δυστυχώς μαζί μου αρκετά λεφτά για ν’αγοράσω ούτε άλογο. Έχω το νου μου, όμως, για κανένα επιβατηγό όχημα, γιατί δεν θέλω να χάνω χρόνο.
Μόλις βγαίνω από την Αγορά, μπαίνοντας στην Οδό Καλών που οδηγεί στην Αμυντική Γέφυρα, μπανίζω ένα ανοιχτό τρίκυκλο που έχει την πινακίδα επιβατηγού. Του γνέφω και το πλησιάζω καθώς είναι σταματημένο στο πλάι του δρόμου. Ο οδηγός, καθισμένος μπροστά στο τιμόνι, μασουλά ένα τυλιχτό ψάρι. «Πού πας, μάστορα;» με ρωτά.
«Στο Κατώσκιο.»
«Έλα,» μου γνέφει, κι ανεβαίνω στην πίσω μεριά του τρίκυκλου όπου το κάθισμα είναι αρκετά μεγάλο για τρεις. Μπροστά έχει μόνο μία θέση – για τον οδηγό.
Ο οποίος τώρα βάζει μπροστά τη μηχανή, ξεκινώντας, κατευθυνόμενος προς την Αμυντική Γέφυρα. Φτάνουμε σύντομα εκεί, στις όχθες του Σκιοπόταμου, και τη διασχίζουμε, μπαίνοντας στην Κάτω Σκιά – τη μεριά της Σκιάπολης που βρίσκεται νότια του ποταμού. Η άλλη μεριά, που βρίσκεται βόρεια, ονομάζεται Πάνω Σκιά. Τι αναμνήσεις έχω από αυτά τα μέρη... Όχι όλες και τόσο ευχάριστες, οφείλω να ομολογήσω. Ούτε καν οι μισές, ίσως.
Ο δρομοπιλότος (όπως λένε, στην αργκό της Σκιάπολης και άλλων πόλεων της Ιχθυδάτιας, τους οδηγούς επιβατηγών οχημάτων) με πηγαίνει χωρίς καθυστέρηση στο Κατώσκιο Λιμάνι, το πιο νότιο λιμάνι της Σκιάπολης. Μου ζητά μερικά οχτάρια· του τα δίνω και κατεβαίνω. Καθώς απομακρύνεται από εμένα, δυο γυναίκες τού γνέφουν και τις βάζει στο όχημά του. Δε φεύγει άδειος, ο τυχερός.
Βαδίζω στους δρόμους του Κατώσκιου Λιμανιού καθώς σουρουπώνει, με το πρόσωπό μου κρυμμένο μες στην κουκούλα μου, αναζητώντας έναν λεχρίτη από τα όχι και τόσο παλιά. Τον Ιωάννη το Μάτι.
Και, ναι, δεν τον λένε τυχαία «το Μάτι»· είναι πειρατικό μάτι. Και μου χρωστά. Κανονικά θα έπρεπε να τον είχα σκοτώσει, αλλά είναι ακόμα ζωντανός. Τουλάχιστον, ελπίζω να είναι ακόμα ζωντανός. Θα μπορεί αναμφίβολα να μ’εξυπηρετήσει. Ξέρει πολλά για τα πηγαινέλα στη Σκιάπολη.
Δε βρίσκεται πάντα στο Κατώσκιο Λιμάνι, μα εδώ τριγυρίζει συνήθως – σε κάποια συγκεκριμένα λημέρια, από τα τείχη του Άντρου των Θαρνέσιων ώς τα νότια τείχη της πόλης. Τον αναζητώ σ’ένα υπόγειο μπαρ... Τον αναζητώ σε μια προβλήτα που συγκεντρώνει μια κάποια «κίνηση» για πράγματα ορισμένων ειδών... Καθώς φεύγω από εκεί, βλέπω επάνω σ’έναν τοίχο ζωγραφισμένο έναν μεγάλο μαύρο κύκλο, αλλά δεν είναι ένας οποιοσδήποτε μαύρος κύκλος. Σχηματίζεται από δυο φίδια που το ένα καταπίνει την ουρά του άλλου. Ο Διπλός Καταβροχθιστής· ο Διπλογενής Όφις. Παραδίπλα είναι ένα καμένο σπίτι. Τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου πάλι... Ο Αρσένιος δεν είχε άδικο· το όραμά του – αυτό που είδε όσο ήμασταν ακόμα στη Ράχη του Ιχθύος – μάλλον ήταν σωστό.
Τελικά, βρίσκω τον άνθρωπό μου πλάι σ’ένα παλιό ναυπηγείο, να καπνίζει ένα μισοτελειωμένο τσιγάρο και να μουρμουρίζει μερικά λόγια με μια κουκουλοφόρο φιγούρα που μπορεί να είναι είτε άντρας είτε γυναίκα. Κι ο ίδιος έχει την κουκούλα της κάπας του σηκωμένη, μα τον αναγνωρίζω τον δαίμονα του Λοκράθου· αποκλείεται νάναι άλλος. Ακόμα ζωντανός, λοιπόν...
Περιμένω για λίγο, κρυμμένος στις πυκνές σκιές, καθώς σουρουπώνει. Βλέπω κάποια χρήματα ν’αλλάζουν χέρια και, μετά, ο επισκέπτης του Ιωάννη φεύγει βαδίζοντας γρήγορα.
Ο Ιωάννης πετά το τελειωμένο τσιγάρο του κάτω και το σβήνει με το πόδι. Κάνει κι εκείνος να φύγει, αλλά με συναντά μπροστά του. Το χέρι του πηγαίνει μες στην κάπα του, πιάνοντας κάποιο όπλο αναμφίβολα.
«Εγώ είμαι,» του λέω, παραμερίζοντας την κουκούλα μου.
Τα μάτια του γουρλώνουν προς στιγμή. «Γεώργιε!... Έλεγα πια... Έλεγα ότι δε θα σε ξαναβλέπαμε σε τούτα τα λημέρια.»
«Γιατί όχι;»
«Φέρεται ότι δεν κουρσεύεις πλέον. Κάποιοι υποθέτουν ότι ίσως νάσαι και καθαρισμένος· μα εγώ ποτέ δεν τόχα πιστέψει, ’σφαλώς.»
«Όπως βλέπεις, ζω,» του λέω.
«Μπορώ κάπως να σ’εξυπηρετήσω;»
«Είσαι ακόμα πρόθυμος;»
«Φυσικά και είμαι! Σ’το είπα τότε, και θα ισχύει για πάντα. Είμαι άνθρωπός σου – ό,τι κι αν γίνει.»
«Πάμε να καθίσουμε σε κάνα μέρος,» του λέω.
«Όπου θες εσύ.» Και καθώς βαδίζουμε: «Έχεις αρχίσει πάλι να κουρσεύεις;»
«Όχι.»
«Α... Τι κάμνεις εδώ, τότε;»
«Έχω άλλες δουλειές. Και χρειάζομαι πληροφορίες.»
«Ό,τι ξέρω θα το μάθεις.»
Τον οδηγώ στο Σταθερό Ψάρι, μια ταβέρνα του Κατώσκιου Λιμανιού η οποία ποτέ δεν κλείνει και δεν έχει και τόσο καλή φήμη. Στην πίσω μεριά της είναι ένα πορνείο – από τα χειρότερα που μπορείς να επισκεφτείς στη Σκιάπολη.
Καθόμαστε σ’ένα τραπέζι ενώ εξακολουθώ νάχω την κουκούλα μου σηκωμένη γιατί εδώ αρκετοί μπορεί να με γνωρίσουν. Ο Ιωάννης με μιμείται: κρατά και τη δική του κουκούλα σηκωμένη, έχοντας το γαλανόδερμο πρόσωπό του στη σκιά.
«Τι τρέχει, λοιπόν; Πώς μπορώ να βοηθήσω;» ρωτά.
Ο φωτισμός γύρω μας είναι χαμηλός, ένα τραγούδι ακούγεται από ηχεία που τρίζουν κάθε τόσο – Οι Γυριστές της Νύχτας, των Λιμανόγατων. Ο κόσμος στην ταβέρνα δεν είναι πολύς, μα ούτε και λίγος. Σ’ένα μακρόστενο τραπέζι είναι ξαπλωμένη μια γυμνή λευκόδερμη πόρνη και τέσσερις λεχρίτες τρώνε κομμάτια ψαριού από επάνω της, τσιμπώντας τα με λαβίδες, γελώντας και λέγοντας σαχλαμάρες. Η όψη της κοπέλας δεν φαίνεται· ολόκληρο το κεφάλι της είναι τυλιγμένο με μαύρο πανί.
«Κατ’αρχήν,» λέω στον Ιωάννη, «ψάχνω για πλοίο που πηγαίνει για Μεγάπολη.»
«Όχι για να το κουρσέψεις, έτσι;»
«Για να επιβιβαστώ μαζί με κάποιους φίλους. Αν το σκάφος είναι να κουρσευτεί θέλω να το ξέρω.»
Ο Ιωάννης τρίβει τα μούσια του. «Χμμ... Κοίτα... Πόσο σύντομα θες να φύγεις;»
«Το συντομότερο δυνατό.»
Ο μαυρόδερμος ξένος ήταν ξανά στον Οίκο της Ανεμώνης. Δεν ήταν ιδιαίτερα σωματώδης, ούτε με μια γρήγορη ματιά έμοιαζε άγριος· όμως τα μάτια του ποτέ δεν βλεφάριζαν και, όταν θύμωνε, είχαν μια γυαλάδα μέσα τους που θύμιζε την οργή θυελλοδαιμόνων. Φήμες κυκλοφορούσαν για την υποτιθέμενα «υπεράνθρωπη» δύναμή του. Οι γυναίκες του Οίκου τον έβλεπαν με δέος, το λιγότερο· και οι περισσότερες δεν ήθελαν να τον φιλοξενήσουν στο δωμάτιό τους: φοβόνταν ότι μπορεί να τις σκότωνε. Παράξενα λόγια ακούγονταν για την ιδιοσυγκρασία του μαυρόδερμου ξένου που έμοιαζε για εξωδιαστασιακός μα ισχυριζόταν πως είχε τ’όνομα Γεώργιος· δεν είχε αναφέρει επώνυμο, και καμιά, και κανείς, δεν είχε ποτέ ρωτήσει. Υποπτεύονταν πως το Γεώργιος δεν ήταν το αληθινό του όνομα. Αποκλείεται ο άντρας με το κατάμαυρο δέρμα, τα μακριά πράσινα μαλλιά, και τα άγρια πράσινα γένια να ήταν Υπερυδάτιος.
Καμιά από τις γυναίκες του Οίκου της Ανεμώνης δεν θα πλάγιαζε οικειοθελώς μαζί του. Εκτός από μία. Η Πράσινη Κρίνη, που όλες έλεγαν ότι ήταν περίεργη κι η ίδια. Κι όχι μόνο εξαιτίας του σπάνιου πράσινου δέρματός της. Η τύπισσα ήταν φυσημένη. Θυελλοδαίμονες του Ζέφυρου έμοιαζε νάχουν φυσήσει τα μυαλά της· να τάχουν πάρει σχεδόν. Ήταν αλλόκοτη, η καταραμένη. Αλλά καλή στη δουλειά της· δεν υπήρχε αμφιβολία γι’αυτό. Η Μαντάμ δεν θα την άλλαζε με καμία.
Η Πράσινη Κρίνη φιλοξενούσε πάλι τον μαυρόδερμο ξένο στο δωμάτιό της. Είχαν φάει βραστά καλαμάρια με καυτερή σάλτσα και πιπεριές, και είχαν πιεί Αίμα της Έχιδνας, ενώ εκείνη τον κοίταζε με γυαλιστερά μαύρα μάτια και λοξό, πονηρό χαμόγελο, κι εκείνος τής διηγιόταν κάποιες από τις περιπέτειές του.
«Μου λες ψέματα ξανά, Γεώργιε!»
«Όχι· είναι αλήθεια.» Είχε βάλει το χέρι του πίσω απ’το κεφάλι της, φέρνοντας το πρόσωπό της κοντά στο δικό του.
Οι γλώσσες τους είχαν μπλεχτεί σαν φίδια.
Αλλά τώρα δεν ήταν μπλεγμένες καθώς η Κρίνη τον καβαλούσε πάνω στο κρεβάτι της, με το πρασινόδερμο σώμα της γυμνό από πάνω του. Τα χέρια του κρατούσαν τα στήθη της με τις μικρές ρόδινες ρόγες. Η όψη στο πρόσωπό της ήταν εκστατική, και δεν το έκανε ψέματα. Τα ρούχα τους ήταν ριγμένα σ’έναν σωρό κοντά στο κρεβάτι – το Φιλί της Έχιδνας, το ξίφος του Γεώργιου, μπερδεμένο ανάμεσά τους.
Ερωτοτροπούσαν χωρίς να ξέρουν ότι μια ντουζίνα οπλισμένοι άνθρωποι είχαν μόλις μπει στο χαμαιτυπείο και το διέσχιζαν με αγένεια, κάνοντας ερωτήσεις στη Μαντάμ, δίνοντάς της και μερικά οχτάρια για να μην προκαλέσει φασαρία, για να κρατήσει, γενικά, το στόμα της κλειστό.
Η Πράσινη Κρίνη έβγαλε ένα σύριγμα ικανοποίησης, δαγκώνοντας το χείλος της, σφίγγοντας το στήθος του μαυρόδερμου άντρα με τα μαυροβαμμένα νύχια της. Και τα χέρια του Γεώργιου ήταν τώρα στους μηρούς της, το σώμα του ήταν φορτισμένο από το δηλητήριο της Έχιδνας, το μυαλό του ήταν εν μέρει εστιασμένο στις τεχνικές που του είχε διδάξει ο Γέρος του Ανέμου. Οργή υπό έλεγχο.
Η πόρτα του δωματίου άνοιξε απότομα, με μια κλοτσιά· άντρες και γυναίκες εισέβαλαν, κρατώντας όπλα – ξίφη, βαλλίστρες.
Η Πράσινη Κρίνη ούρλιαξε.
«Εδώ είναι!» είπε κάποιος.
Κι ένας άλλος, προς τον Γεώργιο: «Ακίνητος!» κρατώντας βαλλίστρα.
Ο Γεώργιος πέταξε την Κρίνη από πάνω του με χαρακτηριστική ευκολία, σαν να μην ήταν πιο βαριά από ένα ελαφρύ μαξιλάρι, ενώ, συγχρόνως, τραβούσε τις κουρτίνες του κρεβατιού και κυλούσε προς την άλλη μεριά του, πέφτοντας από εκεί στο πάτωμα.
Ένα βέλος βαλλίστρας καρφώθηκε στο στρώμα.
«Μείνε ΑΚΙΝΗΤΟΣ, πειρατικό μάτι! Ξέρουμε ποιος είσαι – ξέρουμε τι είσαι!» φώναξε ο άντρας που είχε μιλήσει και πριν – ένας ψηλόλιγνος, λευκόδερμος τύπος με καστανά μούσια και μαλλιά, και άγρια όψη.
Ο Γεώργιος, βρισκόμενος στο πάτωμα από τη μια μεριά του κρεβατιού, ατένισε την Πράσινη Κρίνη που βρισκόταν στο πάτωμα από την άλλη μεριά του κρεβατιού – τη μεριά όπου ήταν ριγμένα τα ρούχα τους, τη μεριά απ’όπου είχαν έρθει οι εισβολείς.
Τα μάτια της Κρίνης γούρλωσαν, καταλαβαίνοντας τι πρέπει νάχε περάσει απ’το μυαλό του Γεώργιου· το διέκρινε στα δικά του, οργισμένα μάτια που ποτέ δεν βλεφάριζαν. «Δε – δεν είπα εγώ τίποτα!» του σύριξε αμέσως.
«Θα σε σκοτώσω,» γρύλισε ο Γεώργιος, «όταν έχω τελειώσει μαζί–»
«Δεν το είπα εγώ!» Η Κρίνη έπιασε το Φιλί της Έχιδνας και το έστειλε, θηκαρωμένο, προς το μέρος του, να συρθεί πάνω στο πάτωμα κάτω απ’το κρεβάτι. Την ίδια στιγμή κάποιος την άρπαζε απ’τον αστράγαλο, τραβώντας την πίσω. «Σήκω πάνω εσύ, μαλακισμένη!» έλεγε.
Τρεις άλλοι έκαναν τον γύρο του κρεβατιού, αναζητώντας τον Γεώργιο.
Και τον βρήκαν – να τινάζεται όρθιος, με το Φιλί της Έχιδνας στο χέρι του, γυμνολέπιδο, γυαλίζοντας στο φως της χαμηλής ενεργειακής λάμπας του ταβανιού καθώς διέγραφε ένα θανατηφόρο ημικύκλιο καταπάνω τους. Η βαλλίστρα που κρατούσε η γυναίκα έσπασε από το χτύπημά του και η μακριά λαξευτή λάμα, συνεχίζοντας, έσκισε τον λαιμό της και πήγε προς το πρόσωπο του άντρα δίπλα της, χτυπώντας τον στον κρόταφο, κάνοντάς τον να πέσει, αιμόφυρτος.
Ο Γεώργιος γρυλίζοντας δεν διέκοψε ούτε στιγμή την επίθεσή του, νιώθοντας την οργή της Έχιδνας να παραμερίζει τις διδαχές του Γέρου του Ανέμου. Με μια κλοτσιά έστειλε πάνω στον τοίχο τον άντρα με το σπαθί (τον τρίτο από τους τρεις που είχαν κάνει τον γύρο του κρεβατιού), για να πέσει κάτω με σπασμένη τη ράχη· και χίμησε στους άλλους, σπαθίζοντας. Το Φιλί της Έχιδνας σύριξε σαν εξαγριωμένο φίδι, κόβοντας ένα χέρι, διαλύοντας ακόμα μια βαλλίστρα προτού προλάβει να ρίξει, σκίζοντας μια κοιλιά. Καρφώθηκε σ’ένα στήθος, και ο Γεώργιος άρπαξε τον νεκρό με το ένα χέρι και τον πέταξε πάνω σε δυο ζωντανούς, σωριάζοντάς τους όλους.
Ένα σπαθί ήρθε προς την κοιλιά του. Ο Φιλημένος της Έχιδνας έκανε στο πλάι, και η λεπίδα έξυσε τα γυμνά πλευρά του, τινάζοντας σκούρο-μπλε αίμα. Ένα άλλο σπαθί ήρθε προς το κεφάλι του, χτυπώντας τον στο πλάι: περισσότερο αίμα τινάχτηκε, αλλά ο Γεώργιος απλά παραπάτησε λίγο μονάχα. Και η μπότα ενός άντρα τον κλότσησε στα χαμηλά. Ο πόνος τον διέτρεξε, έντονος – κάνοντας την οργή του πιο άγρια και ανεξέλεγκτη. Το Φιλί της Έχιδνας ανέμισε γύρω του, ενώ μια θηριώδης κραυγή έβγαινε απ’τον λαιμό του. Έσπασε το κεφάλι ενός – κόκκινα αίματα, μυαλά, θραύσματα κοκάλων – έσκισε την κοιλιά μιας άλλης – εντόσθια στο πάτωμα, ζωτικά υγρά – διέλυσε το γόνατο ενός τρίτου – ένα αποκρουστικό ΚΡΑΚ! Ο αγκώνας του έσπασε τα πλευρά μιας γυναίκας η οποία ερχόταν από πίσω για να τον καρφώσει με το ξιφίδιό της.
Οι δύο που ακόμα στέκονταν όρθιοι τράπηκαν σε φυγή, περίτρομοι, πανικόβλητοι, νομίζοντας ότι δεν είχαν ν’αντιμετωπίσουν άνθρωπο αλλά δαίμονα της Έχιδνας. «Γαμώ την πουτάνα μου φύγε – άσ’ τον τον γαμημένο – φύγε!» είπε ο ένας.
«Έλατε ΠΙΣΩ!» κραύγασε ο Γεώργιος, εκτοξεύοντας το Φιλί της Έχιδνας καταπάνω τους. Η λεπίδα τρύπησε την πλάτη αυτού που δεν είχε μιλήσει, διαπερνώντας το σώμα του πέρα για πέρα, καρφώνοντάς τον στον τοίχο πλάι στην πόρτα, σαν έντομο.
Και συγχρόνως ο Γεώργιος καταδίωκε τον άλλο, ο οποίος πηδούσε έξω απ’το κατώφλι, τρέχοντας λες και τον κυνηγούσαν όλα τα φίδια της Έχιδνας.
Αλλά δεν χρειαζόταν να τον κυνηγάνε όλα τα φίδια· μόνο ένας Φιλημένος.
Ο Γεώργιος τον άρπαξε απ’τα μαλλιά, τον πέταξε στο πάτωμα, ενώ τριγύρω γυναίκες του Οίκου της Ανεμώνης φώναζαν και ούρλιαζαν. Ο πεσμένος άντρας έκανε να τραβήξει ξιφίδιο (το σπαθί του του είχε ήδη πέσει), αλλά το γυμνό πόδι του Φιλημένου τον πρόλαβε, κλοτσώντας, σπάζοντας το σαγόνι του. Και, με μια δεύτερη κλοτσιά, έσπασε τον λαιμό του, αφήνοντάς τον νεκρό εκεί, μες στη μέση του διαδρόμου του χαμαιτυπείου, με το αίμα του να μουσκεύει το χαλί.
Ο Γεώργιος επέστρεψε στο δωμάτιο, αντικρίζοντας την Πράσινη Κρίνη ανάμεσα στους πεσμένους, που κάποιοι ήταν νεκροί, κάποιοι όχι. Η όψη της ήταν τρομοκρατημένη· το γυμνό πρασινόδερμο σώμα της πιτσιλισμένο από τα αίματα. «Δεν το είπα εγώ, δεν το είπα εγώ – δεν το είπα εγώ, σου λέω αλήθεια–»
Την άρπαξε απ’τον λαιμό, με το ένα χέρι, σηκώνοντάς την από το πάτωμα. Τα πόδια της κλοτσούσαν τον αέρα. Ήταν έτοιμος να κλείσει περισσότερο τη γροθιά του και να τσακίσει το λαρύγγι της, να τη σκοτώσει... αλλά άκουσε ένα πονεμένο μουγκρητό από δίπλα: είδε με τις άκριες των ματιών του έναν πεσμένο άντρα να κρατά το θρυμματισμένο γόνατό του. Θυμήθηκε τις διδαχές του Γέρου του Ανέμου.
Το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου παραμέρισε τη δηλητηριώδη οργή της Έχιδνας.
Ο Γεώργιος πέταξε την Πράσινη Κρίνη πάνω στο κρεβάτι, όπου εκείνη διπλώθηκε, βήχοντας, κλαίγοντας.
Ο Γεώργιος στράφηκε στον πεσμένο άντρα με το σπασμένο γόνατο. Τον άρπαξε από κάτω και τον σήκωσε, βάζοντάς τον κι αυτόν πάνω στο κρεβάτι ενώ του τραβούσε το ξιφίδιο από τη ζώνη και του πίεζε τη λεπίδα στον λαιμό. Ήταν ο καστανός ψηλόλιγνος τύπος που είχε μιλήσει στην αρχή – ο αρχηγός τους πιθανώς, υπέθετε ο Γεώργιος.
«Για ποιον δουλεύετε;» γρύλισε.
«...Τον...» έκανε αγκομαχώντας, βογκώντας, ο άντρας, «τον Ιγνάτιο Σολκάθιο... τον έμπορο...»
Αυτός λοιπόν, σκέφτηκε ο Γεώργιος. Αλλά πώς; αναρωτήθηκε. «Πώς με βρήκατε; Ποιος με πούλησε; Αυτή η καριόλα;» Έδειξε την Κρίνη με το βλέμμα του.
«–Όχι!» κατάφερε ν’αρθρώσει εκείνη, ξερά – ένα κρώξιμο. «Δε... δε...»
«Ποιος, ρε γαμημένε!» φώναξε ο Γεώργιος τραντάζοντας σαν θύελλα τον άντρα που κρατούσε πάνω στο κρεβάτι. «Ποιος!»
Και ο άντρας ανέφερε ένα όνομα.
«Μα δεν τον ξέρω αυτόν τον πούστη που λες!»
«Αυτός ξέρει πολλούς – θα-θα σου πω τα πάντα γι’αυτόν, εντάξει; Μη με σκοτώσεις, θα σου πω τα πάντα, θα σου πω πώς να τον βρεις, εύκολα θα τον βρεις άμα γουστάρεις – ’ντάξει, φίλε; Έγινε; Είμαστε σύμ–;»
«Μίλα κι άσε τις μαλακίες, γαμώ τη μάνα σου,» γρύλισε ο Γεώργιος.
Και ο άντρας τα είπε όλα.
Δύο ώρες αργότερα, μες στη βαθιά νύχτα, ένας πειρατής καθόταν στο κατάστρωμα του πλοίου του καπνίζοντας τσιγάρο. Το σκάφος, που ονομαζόταν «Το Μαύρο Σαλάχι», και ήταν βαμμένο μαύρο, βρισκόταν αραγμένο σε μια προβλήτα του Ανώσκιου Λιμανιού της Σκιάπολης. Ο πειρατής άκουγε στο όνομα Ευγένιος ο Αγένιος – το δεύτερο σκωπτικό παρωνύμιο, φυσικά, το οποίο ουδεμία σχέση είχε με το αγένειος. Ήταν εύσωμος και γαλανόδερμος, και είχε μαλλιά μακριά, μαύρα, και σγουρά που έπεφταν στην πλάτη του δεμένα χαλαρά πίσω απ’το κεφάλι. Τα φρύδια του ήταν πυκνά, η όψη του πάντοτε είχε κάτι το απροσδιόριστα απειλητικό.
Ο Ευγένιος περίμενε τώρα τον Ιωάννη νάρθει για να τελειώσουν τη δουλειά τους – να του δώσει τα χρήματα που του χρωστούσε. Δεν πιστεύω να κάνει πουστιά, ο δαίμονας του Λοκράθου, σκεφτόταν. Θα τονε γδάρω άμα κάνει πουστιά. Αλλά δεν το νόμιζε· ο Ιωάννης ήταν πάντοτε καλός στις συνεννοήσεις του.
Ορισμένα από τα πιο πιστά μέλη του πληρώματος του Ευγένιου βρίσκονταν τώρα εδώ, μαζί του, μες στη νύχτα, περιμένοντας, παρατηρώντας. Τα όπλα τους κρέμονταν από τις ζώνες τους· γιατί ποτέ κανένα λιμάνι της Σκιάπολης δεν ήταν ασφαλές, και ειδικά τη νύχτα. Ο καθένας έπρεπε νάχει μάτια και στα καπούλια.
«Κάποιος έρχεται,» είπε τώρα ένας από το πλήρωμα του Ευγένιου.
«Ε, αυτός θάναι.» Ο Αγένιος έριξε το τσιγάρο του κάτω και το έσβησε με το μποτοφορεμένο πόδι του καθώς σηκωνόταν όρθιος πάνω στην κουβέρτα.
Η σκοτεινή μορφή με την κουκούλα πλησίασε το Μαύρο Σαλάχι σιωπηλά. Στάθηκε αντίκρυ στον Ευγένιο.
«Μίλα, ρε Ιωάννη· τι έγινε; Κάνα πρόβλημα;»
Ο Γεώργιος κατέβασε την κουκούλα της κάπας του. «Ο Ιωάννης το Μάτι δεν θάρθει απόψε, Αγένιε. Ούτε εσύ θα τον επισκεφτείς ποτέ ξανά.»
Ο Ευγένιος μούδιασε προς στιγμή. Ο άνθρωπος που αντίκριζε θα έπρεπε να ήταν νεκρός! Αλλά δεν έχασε την ψυχραιμία του. «Γεώργιε!» είπε, χαμογελώντας μεσ’ από τα μούσια του. «Ήρθες να μου φέρεις νέα για κανέν’ άλλο πλοίο;»
«Ναι. Ένα σκάφος – ένα βαμμένο μαύρο σκάφος – μόλις έχασε τον καπετάνιο του.» Και τραβώντας το βελονοβόλο από την κάπα του έριξε στον Ευγένιο.
Η βελόνα τον βρήκε στο αριστερό μπράτσο, κι εκείνος κραύγασε, πιο πολύ από ξάφνιασμα και φόβο παρά από πόνο. Ύστερα τράβηξε έξω τη βελόνα. «Τι νομίζεις ότι–;» γρύλισε, ενώ το πλήρωμά του τραβούσαν τα όπλα τους.
«Είσαι νεκρός, Αγένιε–»
«Πάρε δρόμο, αρχίδι του Λοκράθου, προτού σε–!»
«Είσαι νεκρός,» επέμεινε ο Γεώργιος, με τα αβλεφάριστα μάτια του να γυαλίζουν άγρια στο φεγγαρόφωτο. «Ξέρεις τι ήταν αυτό που σε χτύπησε; ‘Τελευταίο Χάδι της Έχιδνας’ το λένε. Πρέπει ήδη να το αισθάνεσαι στη ράχη σου. Εκεί το νιώθεις πρώτα. Σαν μικρά, μικρά τσιμπήματα. Μετά θα αισθανθείς τα χέρια και τα πόδια σου να παγώνουν ενώ η κοιλιά σου θα ζεσταίνεται, θα φλέγεται, και τα μάτια σου θα έχουν–»
«Χιμήστε του, ρε! Χιμήστε του!» πρόσταξε ο Ευγένιος, τρομοκρατημένος απ’αυτά που άκουγε, αν και σκεφτόταν: Μαλακίες! Με παραμυθιάζει! Μου λέει μαλακίες! Ο πούστης ο γαμημένος ο γαμιόλης, ο εγγονός του Λοκράθου, της λάσπης το παιδί!
Τα άτομα του πληρώματος του Αγένιου πήδησαν, απ’το κατάστρωμα, στην προβλήτα όπου στεκόταν ο Γεώργιος, με τις πλατιές λεπίδες στα χέρια τους να στραφταλίζουν στο λευκό φως του φεγγαριού που γλιστρούσε ανάμεσα από τα σύννεφα.
«Μην κάνετε αυτό το λάθος, γαμιόληδες,» μούγκρισε ο Γεώργιος. «Έχω να σας προτείνω καινούργιο καπετάνιο.»
Αλλά του όρμησαν. Οι δύο, τουλάχιστον. Ένα σπαθί ήρθε προς το μέρος του. Εκείνος το απέφυγε κι άρπαξε το χέρι της πειρατίνας, στρίβοντάς το επώδυνα, αναγκάζοντάς την να ρίξει κάτω το όπλο ενώ ούρλιαζε. Την ίδια στιγμή ο Γεώργιος έσκυβε, για να περάσει το λεπίδι του άλλου πειρατή πάνω απ’το κεφάλι του χωρίς να τον χτυπήσει. Έπειτα, το πόδι του Φιλημένου υψώθηκε βρίσκοντας τον άντρα στα αχαμνά. Εκείνος διπλώθηκε, πέφτοντας στα σανίδια της προβλήτας, βογκώντας, στα όρια της λιποθυμίας – και από τότε έγινε γνωστός ως «ο Μονάρχιδος».
Οι άλλοι τρεις κοίταζαν τον Γεώργιο με επιφύλαξη τώρα, καθόλου πρόθυμοι να του χιμήσουν αμέσως.
Και ο Ευγένιος ο Αγένιος διπλώθηκε ξαφνικά, πέφτοντας στο κατάστρωμα, κραυγάζοντας ξέπνοα, λέγοντας πως τον έκαιγε, τον έκαιγε, τον έκαιγε – φέρτε νερό ρε, νερό, ΝΕΡΟ!
Κανείς δεν πλησίασε για να του φέρει νερό. Καταλάβαιναν ότι ήταν τελειωμένος. Σκυλοπνιγμένος. Νεκρός.
«Νομίζω,» είπε ο Φιλημένος, «ότι χρειάζεστε έναν καινούργιο καπετάνιο.»
«Ό,τι... ό,τι πεις εσύ, Γεώργιε,» αποκρίθηκε ο Κοσμάς, που ήταν Δευτεροκαπετάνιος στο Μαύρο Σαλάχι, δεύτερος μόνο μετά τον– εκείνο τον νεκρό που τώρα, κουλουριασμένος πάνω στο κατάστρωμα, ούρλιαζε με ολοένα και πιο αδύναμη φωνή η οποία ακουγόταν σαν κλαψούρισμα λαβωμένου σκύλου. «Έχεις κανένα ψάρι να προτείνεις;»
«Το βλέπετε μπροστά σας.»
«Μα... μα είσαι μάτι, αδελφέ.»
«Βαρέθηκα νάμαι μάτι. Όλοι γυρεύουν να σε καθαρίσουν, και ούτε καλά λεφτά μαζεύεις.»
«Αυτό δεν είναι ψέμα, αλλά... ξέρεις από ναυσιπλοΐα, Γεώργιε;»
«Ξέρεις εσύ, δεν ξέρεις;»
«Ναι.»
«Ούτ’ εγώ είμαι τελείως άσχετος. Άρα, θα τα βρούμε. Διαφωνείς;»
«Καθόλου.» Ανασήκωσε τους ώμους. «Γιατί να διαφωνήσω;» Θηκάρωσε το σπαθί του. Κοίταξε προς την κουβέρτα, τον παλιό του Καπετάνιο που ήταν ξαπλωμένος και δεν σάλευε πλέον, ούτε φώναζε. «Χρειαζόμαστε όντως έναν καπ’τάνιο, να πούμε· είν’ αλήθεια.»
«Φεύγουμε απόψε,» είπε ο Γεώργιος. «Ειδοποιήστε τους υπόλοιπους νάρθουν τώρα, αμέσως.»
«Η μάγισσα θα είναι–»
«Όπου κι αν είναι, φέρτε την εδώ, να κάνει τη δουλειά της,» πρόσταξε ο Γεώργιος. «Εκπλέουμε απόψε.»
Ο Κοσμάς έγνεψε σε δυο από τους άλλους, κι εκείνοι έφυγαν απ’την προβλήτα τρέχοντας.
«Και να σε ρωτήσω κάτι;» είπε ο Γεώργιος.
«Τι είναι, Καπ’τάνιε;»
«Πόσα οχτάρια είχε συμφωνήσει ο νεκρός με τον Ιωάννη το Μάτι;»
Ο Κοσμάς τού είπε, και εξήγησε: «Αυτό είναι το σύνολο, τα λεφτά που θα μάζευε ο Ιωάννης απ’τον Σολκάθιο. Τα δύο στα δέκα θα τα κρατούσε κείνος· και τα οχτώ στα δέκα θα τα κρατούσε ο Αγένιος, αφού αυτός ήταν που είπε για σένα στον Ιωάννη.»
Ο Γεώργιος, ως πειρατικό μάτι στη Σκιάπολη, είχε ενημερώσει πριν από κάποιες ημέρες τον Ευγένιο πότε ακριβώς θα απέπλεε ένα από τα σκάφη του Ιγνάτιου Σολκάθιου, και ο Ευγένιος το είχε κουρσέψει – κάνοντας καλή λεηλασία απ’ό,τι είχε μάθει ο Γεώργιος. Ο Σολκάθιος, φυσικά, θα είχε υποθέσει ότι κάποιο πειρατικό μάτι τον πρόδωσε στους πειρατές: και ήταν γνωστό πως τα κυνηγούσε τα πειρατικά μάτια όπως ο άγριος λιμανόγατος κυνηγά τους ροκανιστές. Είχε ξεσκεπάσει πολλά μάτια και τα είχε σφάξει, κυριολεκτικά, ρίχνοντας τα κουφάρια τους αποδώ κι αποκεί στα λιμάνια της Σκιάπολης. Και πλήρωνε καλά για να βρίσκει μάτια. Για να βγάζει μάτια, όπως φημολογείτο πως έλεγε.
Ο Ευγένιος ήθελε ν’αρπάξει κι άλλα οχτάρια· δεν του έφτανε η λεηλασία του εμπορικού σκάφους. Ήθελε να προδώσει τον Γεώργιο στον Σολκάθιο. Αλλά δεν μπορούσε να το κάνει ο ίδιος· φοβόταν τον έμπορο, φυσικά. Οπότε χρειαζόταν έναν ενδιάμεσο, κι αυτός ο ενδιάμεσος ήταν ο Ιωάννης το Μάτι.
Ο οποίος είχε μαρτυρήσει τα πάντα στον Φιλημένο, όταν εκείνος, πριν από λίγη ώρα, τον είχε βρει.
Ο Ιωάννης είχε ορκιστεί πως θα ήταν άνθρωπός του αποδώ και πέρα. Άνθρωπός του.
«Ωραία· θα χρειάζομαι ένα πειρατικό μάτι,» του είχε πει ο Γεώργιος. «Παραπάνω από ένα, μάλλον.»
Ο Ιωάννης τον κοίταξε συνοφρυωμένος, παραξενεμένος, μη μοιάζοντας να καταλαβαίνει.
«Σύντομα θα έχω το δικό μου σκάφος,» του είχε εξηγήσει ο Γεώργιος. «Να με περιμένεις να σε ξαναβρώ όταν επισκεφτώ πάλι τη Σκιάπολη.»
«Είμαι άνθρωπός σου, το είπαμε.»
Και ο Γεώργιος ανέβαινε τώρα στο κατάστρωμα του Μαύρου Σαλαχιού, πιάνοντας τον νεκρό πρώην Καπετάνιο του και πετώντας τον στα νερά του Ανώσκιου Λιμανιού, που δεν ήταν το πρώτο πτώμα που είχαν καταπιεί μέσα στις τελευταίες ημέρες.
Το πλήρωμα άρχισε να συγκεντρώνεται στο σκάφος, ενώ ο Κοσμάς, ο Δευτεροκαπετάνιος, στεκόταν πλάι στον καινούργιο Καπετάνιο.
Η ζωή του Φιλημένου ως κουρσάρος της Ιχθυδάτιας είχε μόλις ξεκινήσει.
Και σύντομα θα άλλαζε το όνομα του πλοίου του Αγένιου. Θα το έλεγε «Το Δηλητηριασμένο Σαλάχι». Αλλά θα διατηρούσε τη μαύρη μπογιά στο σκάφος γιατί βόλευε στις νυχτερινές κινήσεις.
«Κοίτα,» λέει ο Ιωάννης το Μάτι, «απόψε δεν έχει πλοίο για Μεγάπολη. Έχει όμως αντιμεθαύριο ένα που φεύγει απ’τη Λιμαναγορά.»
Αντιμεθαύριο... Αποδεκτό; Σίγουρα μπορούμε να επιβιώσουμε μερικές μέρες ακόμα στη Σκιάπολη· έχουμε αρκετά οχτάρια γι’αυτό. Όμως δεν πρόκειται να προλάβουμε τον Μελέτιο’σαρ και τον Λιρκάδιο προτού αποπλεύσουν· αποκλείεται να τους προλάβουμε.
Από την άλλη, βέβαια, ίσως ήδη να έχουν αποπλεύσει χωρίς εμάς.
Θα άρχιζα να σκεφτόμουν να πάω στη Μεγάπολη με αεροπλάνο, αλλά η Σκιάπολη δεν έχει αερολιμένα. Τουλάχιστον, όχι δημόσιο αερολιμένα. Έχει μόνο μικρούς, ιδιωτικούς αερολιμένες και ελικοδρόμια. Οι Χορκάνηδες έχουν μες στο Οχυρό τους, οι Ελκάνιοι μες στο Παλάτι τους, και οι Θαρνέσιοι μες στο Άντρο τους. Αλλά δεν έχω γνωστούς ανάμεσα στους Τρεις οι οποίοι μπορούν να μ’εξυπηρετήσουν δανείζοντάς μου αεροσκάφος.
Επομένως...
«Πες μου λεπτομέρειες για το πλοίο,» ζητάω από τον Ιωάννη, κι εκείνος μού λέει ό,τι ξέρει: την ώρα που θα αποπλεύσει, τι λέγεται πως θα μεταφέρει, τι φήμη έχει, και τα λοιπά. Δε νομίζω ότι μου κρύβει τίποτα. Το έχει υπόψη του πως θα τσαντιστώ αν μάθω ότι μου έκρυψε κάτι.
«Σε κυνηγά κανένας;» με ρωτά μετά.
«Και ναι και όχι.»
Συνοφρυώνεται κοιτάζοντάς με ερευνητικά.
«Δε φεύγω απ’τη Σκιάπολη επειδή με κυνηγάνε,» εξηγώ. Αν και τώρα σκέφτομαι πως, άμα μείνουμε μερικές ημέρες ακόμα εδώ, ίσως πάλι να τραβήξουμε την προσοχή των βατραχιών του Λοκράθου. Ίσως, κάπως, να με εντοπίσουν. Όπως με εντόπισαν μες στη Μεγάπολη, προτού με χτυπήσουν με τον σημαδευτή – κι ακόμα δεν ξέρω πώς σκατά το έκαναν αυτό.
«Μάλιστα.» Ο Ιωάννης καπνίζει ένα τσιγάρο πάνω απ’το ποτό του.
«Θα τους κυνηγούσα εγώ, κανονικά,» του λέω. «Αλλά έχω άλλα στο μυαλό μου επί του παρόντος.» Αν δεν ήταν εδώ η Διονυσία και ο αδελφός της... Αν δεν ήταν εδώ – τα βατράχια θα μετάνιωναν την ώρα και τη στιγμή που μ’έβαλαν στο μάτι! «Να σου κάνω μερικές άσχετες ερωτήσεις;»
«Άσχετες σχετικά με τι;»
«Με το πλοίο για Μεγάπολη.»
«Ναι, ’σφαλώς,» μορφάζει ο Ιωάννης, φυσώντας καπνό απ’τα ρουθούνια. «Είμαι άνθρωπός σου· τάχουμε πει.»
«Τι γίνεται με τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου εδώ; Κάτι γίνεται, έτσι δεν είναι;»
«Αα, όντως λείπεις καιρό απ’την Ιχθυδάτια, να πούμε...»
«Γιατί, αυτό που συμβαίνει, συμβαίνει από παλιά;»
«Εντάξει, τελευταίως συμβαίνει· αλλά άμα είχες έστω και για λίγο περάσει από κάποιο απ’τα λιμάνια εδώ υποθέτω πως θα τόχες ακούσει.»
«Τι είναι, Ιωάννη; Τι γίνεται με τα Τέκνα;»
«Είδες τους κύκλους που ζωγραφίζουν, ε; Τον Διπλό Καταβροχθιστή;»
«Και όχι μόνο.»
«Οι φήμες λένε πως έχουνε ξεκινήσει ‘εκστρατεία εκκαθάρισης’. Καθαρίζουν όσους θεωρούν ‘μιάσματα’· και κανείς δεν καταλαβαίνει ποιους ακριβώς θεωρούν μιάσματα. Εγώ, πάντως, σίγουρα δεν καταλαβαίνω. Από μια άποψη» – νευρικό γέλιο – «όλοι είναι ‘μιάσματα’, ρε φίλε, στην τελική, ε; Δεν είναι;»
Φοβάται ότι θα τον καθαρίσουν κι αυτόν; αναρωτιέμαι. «Σκοτώνουν κόσμο τυχαία, δηλαδή; Δεν έχουν συγκεκριμένους στόχους;»
«Τι να σου πω; Άμα έχουν συγκεκριμένους στόχους, εγώ δε μπορώ να ξεδιαλύνω ποιοι είναι. Προχτές έβαλαν εδώ κοντά φόκο σε μια παλιά αποθήκη ποτών. Ήταν μίασμα η αποθήκη αυτή; Ήταν μίασμα ο ιδιοκτήτης της – τον οποίο τυχαίνει να ξέρω; Δεν έχω ιδέα. Ούτε ο ίδιος σκαμπάζει γιατί του έκαψαν το μέρος.»
«Είναι ζωντανός;»
«Είναι.»
Αυτή η αποθήκη πρέπει να ήταν εκείνο το καμένο οίκημα που είδα πιο πριν, δίπλα στο οποίο ήταν ζωγραφισμένος ένας Διπλός Καταβροχθιστής. «Χμμμ.»
«Μπορεί όλα να οφείλονται στην καινούργια αρχηγό τους.»
«Ποια καινούργια αρχηγό τους;»
«Ούτ’ αυτό τόχεις ακούσει;»
«Όχι,» του λέω. «Ποια καινούργια αρχηγό τους; Και ποιος ήταν ο παλιός αρχηγός;»
«Εκεί είναι η πλάκα· κανείς δεν ξέρει ποιος ήταν ο παλιός – ήταν πιο διακριτικός ο μάστορας, αναμφίβολα, όποιος κι αν ήταν. Αλλά η καινούργια είναι μία που θέλει να τη λένε ‘η Φαρμακερή Βασίλισσα’, και φέρεται... ξέρεις τι φέρεται, τώρα που το θυμήθηκα;... φέρεται ότι αναζητά εσένα. Αναζητά τον Οφιομαχητή, ψιθυρίζουν στα λιμάνια.»
Με αναζητά κάποια Φαρμακερή Βασίλισσα τώρα... Καινούργιο αυτό. Σίγουρα δεν μπορεί νάχει σχέση με τα βατράχια του Λοκράθου... Ή μπορεί; «Γιατί μ’αναζητά;»
«Δεν τη γνωρίζεις;»
«Πώς να τη γνωρίζω, Ιωάννη; Σου είπα ότι δεν είχα καν ακούσει γι’αυτήν!»
«Δεν υποπτεύεσαι ποια θα μπορούσε να είναι;»
«Θα έπρεπε;»
«Ε, αφού σ’αναζητά, ίσως να γνωρίζεστε. Ξέρω γω;»
«Εγώ, πάντως, δεν τη γνωρίζω. Ποιο είναι το πραγματικό της όνομα; Και τι ακριβώς θέλει από εμένα;»
«Τι ακριβώς θέλει από εσένα δεν το ξέρω, φυσικά. Ούτε και το πραγματικό της όνομα.» Πίνει ακόμα μια γουλιά απ’το απόκρασό του· τραβά μια γερή τζούρα απ’το τσιγάρο του, φυσά καπνό. «Συναναστρέφομαι πολλούς, όπως έχεις υπόψη, αλλά όχι και τέτοιους. Δε θέλω νάχω σχέσεις με Τέκνα, μα την Έχιδνα.» Αναριγεί, φανερά.
«Κυνηγάνε και τους ακόλουθους του Λοκράθου, έτσι δεν είναι;»
Με κοιτάζει καχύποπτα. «Α, λοιπόν, κάτι έχεις ακούσει...»
«Γιατί δε μου λες εξαρχής όλα όσα ξέρεις, Ιωάννη;» μουγκρίζω.
«Κάλμαρε, ρε μάστορα· θα σ’το έλεγα. Δεν το θεώρησα αξιοσημείωτο, να πούμε. Ναι, ανάμεσα στις επιθέσεις που έχουν κάνει, λένε πως έχουν γίνει και κάμποσες εναντίον βατράχων. Είναι, βασικά, τώρα που το σκέφτομαι, η μόνη περίπτωση που είναι, ξέρεις, συγκεκριμένη. Που βγάζει κάποιο νόημα. Είναι της πάσης γνωστό πως τα φίδια δεν γουστάρουν τα βατράχια. Της πάσης, να πούμε.» Σβήνει το τσιγάρο του στο βρόμικο τασάκι του Σταθερού Ψαριού. «Η Έχιδνα κι ο Λοκράθος δεν κοιμούνται στην ίδια ακτή, όπως λένε. Και τα Τέκνα μάλλον θένε να καθαρίσουν όλες τις ακτές της Ιχθυδάτιας από βατράχια. Εκτός των άλλων μιασμάτων, ’σφαλώς. Οι πούστηδες έχουν καταντήσει πιο τρομαχτικοί απ’ό,τι ήταν.»
Παράξενη υπόθεση... Δεν είχα ακούσει παλιότερα τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου να είναι τόσο... φιλόδοξα. «Υπάρχει τίποτ’ άλλο που δεν μου λες, Ιωάννη;»
«Τι να μη σου λέω, ρε μάστορα; Ό,τι θυμάμαι τώρα σ’το λέω. Εκτός άμα τίποτα μου διαφεύγει, να πούμε...» Τρίβει τα μούσια του, συλλογισμένα. Πίνει μια ακόμα γουλιά απόκρασο.
«Τα βατράχια με ψάχνουν;»
Βλεφαρίζει, σαστισμένος ίσως. «Ορίστε;»
«Τα βατράχια – οι ακόλουθοι του Λοκράθου – έχει πάρει τ’αφτί σου αν με ψάχνουν;»
«Όχι. Γιατί; Είχες κάνα νταλαβέρι μαζί τους;»
«Όχι,» λέω, προβληματισμένος. Μπορεί, άραγε, ο λόγος που με ήθελαν ο Δαμιανός και οι γυρίνοι του να είναι ίδιος με τον λόγο που με θέλει αυτή η Φαρμακερή Βασίλισσα; Οι δικοί της άνθρωποι, πάντως, δεν έχουν έρθει να με κυνηγήσουν. Ούτε καν να μου μιλήσουν.
Ρωτάω τον Ιωάννη: «Η Φαρμακερή Βασίλισσα με ψάχνει; Δηλαδή, με ψάχνει ενεργά; Έχει βάλει δικούς της να μ’αναζητούν;»
«Ε πού θες να το ξέρω αυτό, τώρα; Τι νομίζεις ότι είμαι; Σου είπα, δεν έχω πάρε-δώσε με τέτοιους. Τους φοβάμαι.»
«Πού μπορώ να τη βρω, έχεις υπόψη;»
Παραλίγο να πνιγεί με το τελευταίο απόκρασο στο ποτήρι του. «Με δουλεύεις;» Μετά λέει: «Κοίτα, θα σου πω κάτι, αλλά μην το πάρεις και πολύ σοβαρά. Είναι μονάχα ένα σφύριγμα του Ζέφυρου, ’ντάξει; Άμα κάνω λάθος δεν φταίω εγώ.»
«Συνέχισε,» τον προτρέπω. «Μ’ενδιαφέρει, ό,τι κι αν είναι.»
«Κυκλοφορεί η φήμη πως η Φαρμακερή Βασίλισσα έχει το άντρο της κάπου στα νότια του Ψυχροδάσους, στις όχθες του Σπάραχνου. Αλλά δεν έχω ιδέα άμα αληθεύει. Και μάλλον δεν αληθεύει.» Κουνά το κεφάλι του.
Το Ψυχροδάσος, και η μεγάλη λίμνη που λέγεται Σπάραχνο... Αυτά δεν είναι μακριά από τη Σκιάπολη. Νότια και δυτικά της, κοντά στην Ψυχρόπολη. Κάτω από τη Ράχη του Ιχθύος, φυσικά. Αλλά δεν είμαι τώρα για τέτοιες επισκέψεις. Έχω τη Διονυσία και τον Αρσένιο μαζί μου. Αλλιώς, μα τα φαρμακερά μαλλιά της Έχιδνας, θα πήγαινα να την αναζητήσω αυτή τη Βασίλισσα. Διότι έχω την περιέργεια να μάθω γιατί κι εκείνη μ’αναζητά.
Μήπως τα βατράχια ήθελαν να με αιχμαλωτίσουν προτού η Φαρμακερή Βασίλισσα με βρει; Αλλά γιατί; Τι νομίζουν, ότι θα πολεμήσω για τα Τέκνα; Εναντίον των ακόλουθων του Λοκράθου; Με φοβούνται, και θέλουν να με βγάλουν απ’τη μέση όσο είναι ακόμα νωρίς;
Αν ήταν όμως έτσι, γιατί να προσπαθούν να με πιάσουν αιχμάλωτο; Γιατί να μην προσπαθούν να με σκοτώσουν; Δε θα ήταν αυτό πολύ πιο λογικό; Αναμφίβολα θα ήταν.
Κάτι δεν βγάζει νόημα σ’ετούτη την παλαβή υπόθεση.
«Δε θα σου πρότεινα να πας,» μου λέει ευθέως ο Ιωάννης το Μάτι.
Και γελάω.
«Δεν κάνω πλάκα, Γεώργιε,» τονίζει.
«Θα πήγαινα,» του λέω, «αλλά έχω άλλες δουλειές. Δυστυχώς.
»Να σε ρωτήσω τώρα κάτι άλλο;»
«Έχουμε πει: είμ’ άνθρωπός σου.»
«Τι ξέρεις για τους πειρατές που ακούνε στο όνομα ‘Τρομεροί Καπνοί’;»
Ο Ιωάννης μοιάζει να παραξενεύεται λίγο από την αλλαγή του θέματος. «Αλλόκοτη ιστορία, πολύ αλλόκοτη,» λέει.
«Κούρσεψαν ένα πλοίο που ερχόταν εδώ, στη Σκιάπολη, έχοντας αποπλεύσει από Κυρτόπολη, σωστά;»
«Σωστά.»
«Τι ξέρεις γι’αυτό το πλοίο; Τι έγινε;»
«Γιατί σ’ενδιαφέρει εσένα η υπόθεση, Γεώργιε, αν επιτρέπεται;»
«Πρώτα εσύ πες μου και μετά θα σου πω εγώ.» Πίνω μια γουλιά απ’το Αίμα της Έχιδνας που μέχρι στιγμής δεν είχα αγγίξει. Βγάζω ένα τσιγάρο μάρκας Υποβρύχιο από μια εσωτερική τσέπη της κάπας μου, χτυπάω το πέρας του στην άκρη του τραπεζιού, και τ’ανάβω με τον ενεργειακό μου αναπτήρα.
«Το πλοίο που κούρσεψαν το έλεγαν Μυρωμένα Σίδερα, και ήταν εμπορικό. Ανήκε στους Ελκάνιους.»
«Στους Ελκάνιους...»
Ο Ιωάννης νεύει.
«Θα έχει γίνει της πουτάνας.» Φυσάω καπνό απ’τα ρουθούνια.
«Όλοι οι Τρεις τούς θέλουν νεκρούς, εννοείται. Τρία σκάφη των Θαρνέσιων έχουν αποπλεύσει από μέρες, αναζητώντας τους Τρομερούς Καπνούς. Ψάχνοντας για το λημέρι τους. Αλλά τίποτα δεν έχουν βρει ακόμα· ή, τουλάχιστο, τίποτα δεν έχει διαρρεύσει. Αν είχε διαρρεύσει θα τόχα μάθει.»
Δεν το αμφιβάλλω. «Ποιος ήταν καπετάνιος των Μυρωμένων Σίδερων;»
«Καπετάνισσα ήταν η Αμαλία Ελκάνια.»
«Η τέταρτη κόρη του Παππού;»
Ο Ιωάννης μουγκρίζει καταφατικά.
«Πρέπει ν’άλλαξε σκάφος. Όταν ήμουν εγώ σ’ετούτα τα νερά–»
«Ναι, τότε κουμαντάριζε άλλο σκαρί. Ήταν καινούργιο αυτό, τα Μυρωμένα Σίδερα. Και είναι πολύ τσαντισμένη, λέν’ οι φήμες.»
«Δεν είναι σκυλοπνιγμένη, λοιπόν. Δεν την καθάρισαν οι Καπνοί...»
Ο Ιωάννης κουνά το κεφάλι. «Όχι. Την αφήσανε να τη σκαπουλάρει μαζί μ’όσο πλήρωμά της είχε απομείνει – γιατί άκουσα ότι κάμποσοι σκοτώθηκαν. Ίσως να φοβόνταν να την καθαρίσουν, Γεώργιε. Ίσως ακόμα κι οι Καπνοί να φοβούνται τους Ελκάνιους και τον Παππού. Αλλά φέρεται πως της έδωσαν κάποιο μήνυμα γι’αυτόν.»
«Μήνυμα για τον Παππού;»
«Ναι. Δεν ξέρω τι μπορεί να είναι. Απλώς φέρεται. Μπορεί νάναι και φούμαρα, όπως καταλαβαίνεις.»
Πίνω Αίμα της Έχιδνας, συλλογισμένος. Προσπαθούν οι Καπνοί να εκβιάσουν κάπως τον Παππού; Ο Αβυσσαίος θα βράσει τις θάλασσες. «Τι έγινε με το σκάφος;» ρωτάω. «Το άρπαξαν, ή το βύθισαν;»
«Το άρπαξαν, απ’ό,τι ξέρω. Όμως το είχαν ήδη ψιλοχτυπήσει, κι όχι με συνηθισμένα όπλα. Θάχεις ακούσει, σίγουρα, ότι έχουν μαζί τους έναν γίγαντα από καπνό, ο οποίος κοπανά τα πλοία μ’ένα τσεκούρι, υποτίθεται – επίσης από καπνό, αλλά είναι σαν να μην είναι από καπνό! Μαλακίες, ίσως. Ίσως κάτι άλλο να συμβ–»
«Δεν είναι μαλακίες,» τον διαβεβαιώνω.
Με κοιτάζει επίπεδα και καχύποπτα συγχρόνως. Μόνο ο Ιωάννης το Μάτι θα το κατάφερνε αυτό. Καταλαβαίνει, ο ανιψιός του Λοκράθου, ότι δεν μιλάω τυχαία.
«Τους έχω συναντήσει,» συνεχίζω.
«Τους Καπνούς;»
Νεύω καταφατικά.
«Με δουλεύεις!»
«Έπλεα προς Μεγάπολη έχοντας φύγει από Σιρκόβη Μικρυδάτιας, όταν μας χίμησαν. Και, ναι, είχαν αυτό τον γίγαντα από καπνό μαζί τους. Είναι όλα αλήθεια, Ιωάννη. Ο Καπετάνιος μας προσπάθησε να–»
«Δεν ήσουν εσύ ο Καπετάνιος;»
«Όχι· επιβάτης ήμουν. Ο Καπετάνιος μας προσπάθησε να τους στήσει παγίδα. Τους είπε ότι, εντάξει, μπορούν νάρθουν στο κατάστρωμά μας, παραδίνεται· κι όταν μας είχαν πλευρίσει κι ανεβεί, τους χιμήσαμε.»
«Και πολέμησες κι εσύ εκεί;»
«Ναι.»
«Θες να πεις ότι καθάρισες τους Τρομερούς Καπνούς;»
Γελάω. «Ούτε για μένα δεν είναι τόσο εύκολο αυτό, Ιωάννη. Σκότωσα αρκετούς, σίγουρα. Αλλά τελικά υποχώρησαν, απομακρύνθηκαν λίγο, και μας βύθισαν με τον γίγαντά τους. Το τσεκούρι του έκοψε το πλοίο μας στη μέση. Κυριολεκτικά. Παραλίγο να πνιγώ. Μετά δυσκολίας κατάφερα να φτάσω στη Μεγάπολη.»
«Δεν είχαν κυκλοφορήσει αυτά τα νέα ώς εδώ...» λέει ο Ιωάννης. «Δεν είχα ακούσει τίποτα για πλοίο που κατευθυνόταν προς Μεγάπολη από Μικρυδάτια και–»
«Δεν είναι πολλές μέρες που έγινε το επεισόδιο.»
«Α, μάλιστα... Και τώρα, τι κάνεις εσύ; Ψάχνεις τους Καπνούς για λόγους εκδίκησης;»
«Όχι. Όχι για λόγους εκδίκησης. Έχω κάποιον άλλο λόγο. Γνωρίζεις αν έχουν τίποτα πειρατικά μάτια εδώ, στη Σκιάπολη;»
Ο Ιωάννης κουνά το κεφάλι. «Δεν είναι πολύς καιρός που ακούγεται ότι υπάρχουν· πόσα πειρατικά μάτια νάχουν; Μόνο για μία έχει πάρει τ’αφτί μου ότι ίσως νάναι πειρατικό μάτι τους, μα ακόμα κι αυτό τ’αμφιβάλλω ότι μπορεί όντως ν’αληθεύει. Και τώρα ούτως ή άλλως δε γίνεται πια να τη βρεις: την έχουν αρπάξει οι Θαρνέσιοι και την έχουν κλείσει στ’Άντρο, για να μάθουν πού κρύβονται οι Καπνοί. Όμως δε νομίζω ν’ανακαλύψουν τίποτα. Ακόμα κι αν η τύπισσα είναι μάτι τους – που, όπως είπα, τ’αμφιβάλλω – δεν πρόκειται να ξέρει και τα λημέρια τους. Ποια μάτια ξέρουν τα λημέρια των κουρσάρων; Ούτ’ εγώ δεν τα ξέρω!»
«Ποια είναι αυτή η γυναίκα, Ιωάννη;»
«Ειρήνη, τη λένε, η Ανήμερη–»
«Τη γνωρίζω.» Τη θυμάμαι από παλιά, από τις μέρες μου στη Σκιάπολη. «Ακόμα πειρατικό μάτι είναι;»
«Ήταν, τουλάχιστο.»
«Θες να πεις ότι την έχουν ξεκάνει οι Θαρνέσιοι μες στο Άντρο τους;»
«Τ’αποκλείεις;»
«Οι Θαρνέσιοι είναι κι οι ίδιοι κουρσάροι, Ιωάννη. Δε θα κάνουν τέτοια μαλακία αν είναι τόσο καπάτσοι όσο λέγεται. Θα την αφήσουν να ξαναβγεί στα λιμάνια και θα την παρακολουθούν, εν γνώσει της. Θα τη βάλουν να στήσει παγίδα στους Καπνούς.»
Ο Ιωάννης νεύει. «Δεν αποκλείεται και να το κάνουν. Αλλά, σου λέω, δεν είμαι καν βέβαιος ότι η τύπισσα είναι πραγματικά πειρατικό μάτι για τους Καπνούς.»
«Εδώ και πόσο καιρό την έχουν πάρει στο Άντρο;»
«Το άκουσα πριν από πέντε μέρες. Και δεν έχει τύχει να την ξαναδώ τελευταίως. Στη Λιμαναγορά είναι, κανονικά, τα στέκια της.»
«Το ξέρω.»
Κοιτάζω το ρολόι μου. Έχει βραδιάσει για τα καλά πια. Πρέπει να επιστρέψω στη Διονυσία και τον Αρσένιο. Δε μου φαίνεται ότι έχω τίποτ’ άλλο να μάθω απ’τον Ιωάννη το Μάτι.
«Εσύ τι νομίζεις γενικά για τους Τρομερούς Καπνούς;» τον ρωτάω. «Από πού νομίζεις ότι μπορεί να ήρθαν; Κάνεις καμιά υπόθεση; Είναι από εδώ, από την Ιχθυδάτια;»
«Το θεωρώ ψιλοπιθανό,» λέει ο Ιωάννης ανάβοντας ακόμα ένα τσιγάρο ενώ εγώ σβήνω το δικό μου. «Δυο επιθέσεις τους έχουν γίνει εναντίον πλοίων που σάλπαραν από λιμάνια της Ιχθυδάτιας. Κούρσεψαν κι ένα που έφευγε από Ιλφόνη, ξέρεις, κατευθυνόμενο για Ριλιάδα Κεντρυδάτιας.»
«Το ξέρω,» λέω. «‘Ο Παλιός Χορευτής’ λεγόταν. Η Καπετάνισσά του παραδόθηκε, και οι πειρατές την άφησαν να ζήσει μαζί με το πλήρωμά της.»
«Γνωρίζεις, λοιπόν, περισσότερα γι’αυτό απ’ό,τι εγώ. Εσύ δεν το θεωρείς πιθανό οι Καπνοί νάναι από Ιχθυδάτια;»
Νεύω καταφατικά. «Ναι, έτσι νομίζω,» παραδέχομαι. «Αλλά δεν μπορώ να υποθέσω από πού ακριβώς.»
«Ούτ’ εγώ.»
«Τέλος πάντων,» λέω. «Πρέπει να πηγαίνω. Ίσως να τα ξαναπούμε μέχρι να φύγω.»
«Όποτε θες.»
Σηκώνομαι από την καρέκλα μου, αφήνοντας το Αίμα της Έχιδνας μισοτελειωμένο, και βγαίνω από το Σταθερό Ψάρι που τώρα το ηχοσύστημά του παίζει ένα άθλιο τραγούδι: Χορόψαρα, του συγκροτήματος Χορόψαρα.
Βαδίζω, διασχίζοντας τη Σκιάπολη μες στη νύχτα, έχοντας πάντα το νου μου μήπως κανείς μού ορμήσει, κατευθυνόμενος προς την Πάνω Σκιά και το Αγοραίο. Κάνω καμιά ώρα μέχρι να φτάσω, ενώ διάφορες σκέψεις γυροφέρνουν στο μυαλό μου για όλα όσα έχω μάθει.
Τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου... σε «εκστρατεία εκκαθάρισης»... Η καινούργια αρχηγός τους... κάποια Φαρμακερή Βασίλισσα... που με αναζητά – γιατί;... Ποια η σχέση με τους ακόλουθους του Λοκράθου;... Οι Τρομεροί Καπνοί κούρσεψαν ένα πλοίο των Ελκάνιων· ίσως να έστειλαν κι ένα απειλητικό μήνυμα στον Παππού – τι μπορεί να γράφει;... Η Ειρήνη η Ανήμερη είναι μαγκωμένη στο Άντρο των Θαρνέσιων... είναι δυνατόν όντως να είναι πειρατικό μάτι των Καπνών;... Αν ναι, τότε θα μπορούσε να με φέρει σε επαφή μαζί τους... Αλλά αν τώρα την κουμαντάρουν οι Θαρνέσιοι... αν την έχουν κάνει δική τους....
Η Διονυσία και ο Αρσένιος βρίσκονται στο δωμάτιό τους στο Αγοραίο, εκεί όπου τους άφησα.
«Οφιομαχητή,» λέει ο Αρσένιος, ξερά. «Έφυγες χωρίς να πεις ούτε γεια.»
«Το ξέρατε ότι θα έφευγα, δεν το ξέρατε;»
«Φυσικά,» μου λέει η Διονυσία. «Μην του δίνεις σημασία.» Κάθεται πάνω στο δικό της κρεβάτι, και ο Αρσένιος στο δικό του. «Βρήκες πλοίο;»
Βγάζω την κάπα μου και την κρεμάω. «Ναι. Για αντιμεθαύριο.»
«Δεν υπάρχει για νωρίτερα;»
«Δυστυχώς όχι. Αλλά αυτό πηγαίνει κατευθείαν στη Μεγάπολη, κάνοντας πρώτα μία στάση στη Ριλιάδα και μία στην Ορλάντη.»
«Εντάξει,» λέει η Διονυσία. «Απλά θα πρέπει να περιμένουμε λίγο.»
«Κι αν τα βατράχια μάς βρουν εν τω μεταξύ;» ρωτά, ξερά, δυσοίωνα, ο Αρσένιος.
«Θα γνωρίσουν το Φιλί της Έχιδνας!» αποκρίνομαι απότομα, νιώθοντας την οργή να βράζει μέσα μου.
Ο Αρσένιος γελά. «Θα ήθελα να μπορούσα να το δω αν συμβεί αυτό, Οφιομαχητή!»
«Θα το ακούσεις,» τον διαβεβαιώνω.
«Καλύτερα να μη συμβεί,» τονίζει η Διονυσία. «Πώς να μας βρουν εδώ, άλλωστε; Αν είμαστε ήσυχοι, αν δεν κάνουμε–»
«Πώς βρήκαν τον Γεώργιο στη Μεγάπολη, αδελφή μου; Πώς τον βρήκαν προτού τον μαρκάρουν με τον σημαδευτή, ε;»
«Αυτό είναι άλλο!»
«Είναι;» Το τραχύ γέλιο του αντηχεί μες στο δωμάτιο. Ύστερα με ρωτά: «Τι έμαθες για τους Καπνούς; Έμαθες τίποτα;»
«Τίποτα, ουσιαστικά. Πολύ λίγα πράγματα. Έμαθα περισσότερα, νομίζω, για τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου – τουλάχιστον, πράγματα που δεν τα ήξερα.» Δεν έχω ακόμα καθίσει. «Εσείς έχετε φάει;» τους ρωτάω.
«Όχι,» λέει η Διονυσία. «Σε περιμέναμε.»
«Θα πάω να πάρω φαγητό από κάτω, θα το φέρω επάνω, και θα σας πω τα πάντα που έμαθα.»
Το πλήρωμα άρχισε αμέσως να μουρμουρίζει για ανταρσία. Είχαν μόλις εγκαταλείψει τη Σκιάπολη με τον καινούργιο Καπετάνιο, κι αμέσως άρχισαν να μουρμουρίζουν για ανταρσία.
Καινούργιος Καπετάνιος; Τι ήταν τούτο; Πώς ήταν δυνατόν; Πού ήταν ο Ευγένιος ο Αγένιος; Τι; Τον είχε σκοτώσει αυτός ο μαυρόδερμος ξένος; Αυτό το πειρατικό μάτι; Κι ο Κοσμάς τον είχε δεχτεί για να κάνει κουμάντο; Ήταν με τα καλά του, ο πούστης, ή είχε λωλαθεί;
Ο ξένος φαινόταν δυνατός, έλεγαν κάποιοι· αφύσικα δυνατός, ίσως. Και τον είχε σκοτώσει τον Αγένιο μ’ένα παράξενο δηλητήριο που του είχε κάψει τα σωθικά! Και είχε και δίκιο, ο γιος της Έχιδνας: ο Ευγένιος τον είχε πουλήσει στον Ιγνάτιο Σολκάθιο. Κανονικότατα. Τον είχε δώσει, ο λεχρίτης. Δεν ήταν σωστό αυτό. Ο Γεώργιος ήταν που του είχε σφυρίξει για το πλοίο του Σολκάθιου, και είχαν κάνει καλή λεηλασία εξαιτίας του Γεώργιου. Τι γούσταρε τώρα ο Αγένιος; Κι άλλα οχτάρια; Είναι λοκράθια πουστιά να πουλάς έτσι τα μάτια σου. Λοκράθια πουστιά, μα τα φαρμακερά μαλλιά της Έχιδνας!
Κι αυτό σήμαινε ότι τώρα ένας μαυρόδερμος εξωδιαστασιακός κανένας έπρεπε να κουμαντάρει το σκάφος τους; διαφωνούσαν άλλοι. Ποιος ήταν αυτός που θα τους έκανε κουμάντο; Ένα γαμημένο πειρατικό μάτι; Ήμαρτον, ρε ψάρια!
Μα, αν όχι αυτός, ποιος θα ήταν τώρα Καπετάνιος, ε; Ποιος; Για πείτε! Ποιος θα κάτσει Καπετάνιος και θα τον δεχτούν οι άλλοι;
Ο Κοσμάς, ρε! Ο Κοσμάς. Γιατί όχι;
Όμως δεν συμφωνούσαν όλοι μ’αυτό. Ούτε καν ο ίδιος ο Κοσμάς. Τους είπε ότι ο Καπετάνιος είχε άλλα φορτία στους ώμους του που εκείνος δεν ήθελε να κουβαλά· γούσταρε καλύτερα νάναι Δευτεροκαπετάνιος. Από ανέκαθεν Δευτεροκαπετάνιος ήταν. Από ανέκαθεν. Εκτός από τότε που ήταν πλήρωμα για κάποιο καιρό. Κι όχι άλλες τέτοιες κουβέντες γι’ανταρσία τώρα! τους είπε. Θα τα ξεστομίζατε αυτά αν κουμαντάριζε ο Αγένιος το σκάφος; Θα σας είχε κόψει τις γλώσσες και θα τις είχε καρφώσει στο κεντρικό κατάρτι!
Μα τώρα ο Αγένιος ήταν νεκρός! διαφωνούσαν κάποιοι. Και είχαν για Καπετάνιο τον φονιά του! Έπρεπε να το ανεχτούν αυτό; Νάχουν για Καπετάνιο έναν φονιά;
Κάποιοι άλλοι γέλασαν. Τι λέτε, ρε οδοντόψαρα; Όλοι φονιάδες δεν είμαστε, γαμώτο;
«Ναι, αλλά δεν σκοτωνόμαστε αναμεταξύ μας!» είπε η Λουκία. «Δηλαδή, όποιος τώρα καθαρίσει τον Καπ’τάνιο γίνεται Καπ’τάνιος; Άμα είν’ έτσι, να το ξέραμε από παλιά!»
«Θες να προσπαθήσεις να καθαρίσεις αυτό τον πούστη,» τη ρώτησε ο Ζαχαρίας, «και να γίνεις εσύ Καπετάνισσα, Λουκία; Δοκίμασε άμα σου βαστάει.» Κι έγνεψε προς την πρύμνη, όπου στεκόταν ο Γεώργιος με την κάπα του ν’ανεμίζει γύρω του. «Δε θα το βρεις εύκολη δουλειά, πίστεψέ με. Τον είδα να μάχεται. Σαν δαίμονας της Έχιδνας ήταν!»
Και η Μάγδα είπε: «Δεν έχω ποτέ αισθανθεί άνθρωπο πιο δυνατό. Παραλίγο να μου σπάσει το χέρι.» Ο καρπός της ήταν πρησμένος.
«Κι ο Χρύσανθος τι να πει;» είπε ένας άλλος.
Ο Χρύσανθος ήταν ο πειρατής που σύντομα θα γινόταν γνωστός ως «ο Μονάρχιδος», και τώρα τον περιποιείτο ο θεραπευτής του καραβιού, στο κλειστό κατάστρωμα.
«Ο τύπος έχει κάτι το ασυνήθιστο επάνω του,» τόνισε ο Ζαχαρίας. «Και δε νομίζω πως τον είδα ούτε μια φορά να βλεφαρίζει από τότε π’ανέβηκε στην κουβέρτα. Τα μάτια του... συνεχώς ανοιχτά, μα την Έχιδνα! Νομίζεις ότι κοιτάζουνε μες στην ψυχή σου!»
Μαλακίες... Προκαταλήψεις... ψιθύρισαν κάποιοι.
«Μην κάνετε καμιά κουταμάρα και χύσετ’ αίμα πάνω στο σκάφος,» τους προειδοποίησε ο Κοσμάς. «Θα με βρείτε εναντίον σας! Για τώρα, δεν έχουμε καλύτερο Καπετάνιο απ’αυτόν. Και για το μέλλον... βλέπουμε.»
«Εσύ, δηλαδή, θα τον ακούς σ’αυτά που θα σου λέει;» απαίτησε η Λουκία.
«Αν είναι λογικά, ναι. Γιατί όχι;»
Το Μαύρο Σαλάχι έπλεε τώρα μέσα στο Στόμα του Ιχθύος, με την Ερασμία’μορ καθισμένη στο κέντρο ισχύος, να ρυθμίζει τη ροή της ενέργειας στις μηχανές του με το μυαλό της, έχοντας κάνει Μαγγανεία Κινήσεως. Ο τιμονιέρης, όμως, δεν ήξερε πού κατευθύνονταν, πού πήγαιναν· και δεν ρώτησε τον καινούργιο Καπετάνιο – ο μαυρόδερμος τύπος με τα παράξενα μάτια τον φρίκαρε – ρώτησε τον Κοσμά.
Ο Κοσμάς τού είπε: «Δεν είμ’ εγώ ο Καπετάνιος, Μούρη.» Όλοι τον αποκαλούσαν Μούρη τον τιμονιέρη επειδή τον θεωρούσαν «μούρη»· κι ο ίδιος κόντευε πια να ξεχάσει το πραγματικό του όνομα.
Ο Κοσμάς απομακρύνθηκε απ’αυτόν και ζύγωσε τον Γεώργιο, ο οποίος τώρα βημάτιζε πάνω στην κουβέρτα, από τη μια άκρη ώς την άλλη, κοιτάζοντας το πλήρωμα. Σε κανέναν δεν μιλούσε και κανείς δεν του μιλούσε. Τον αγριοκοίταζαν και τους αγριοκοίταζε. Ήταν έτοιμος ανά πάσα στιγμή να τραβήξει το Φιλί της Έχιδνας, ή το βελονοβόλο του, άμα έβλεπε καμιά ύποπτη κίνηση. Μες στο μυαλό του σφύριζε το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου, αντηχούσαν οι διδαχές του Γέρου του Ανέμου. Οργή υπό έλεγχο.
«Καπ’τάνιε!»
Ο Γεώργιος στράφηκε για ν’αντικρίσει τον Κοσμά να τον ζυγώνει. «Τι;»
«Για πού κατευθυνόμαστε; Έχεις κάνα προορισμό κατά νου;»
Ο Γεώργιος αντιλαμβανόταν ότι τώρα όλο το πλήρωμα – ή, τουλάχιστον, όσο βρισκόταν γύρω τους – τους άκουγε πολύ προσεχτικά. Αλλά δεν αποκρίθηκε όπως αποκρίθηκε επειδή ήθελε να γίνει αρεστός: «Εσύ πες μου, Κοσμά. Πού νομίζεις ότι πρέπει να πάμε;»
Ο Κοσμάς δίστασε να μιλήσει προς στιγμή. «Κανονικά, ο Καπ’τάνιος τ’αποφασίζει αυτό,» είπε.
«Δεν ξέρεις πού θες να πάμε... Καπετάνιε;» ρώτησε η Λουκία, καθισμένη στην κουπαστή, με το ένα πόδι απέξω, και μερικούς πιστούς συντρόφους από κοντά. Κανένας τους δεν ατένιζε με την παραμικρή συμπάθεια τον μαυρόδερμο ξένο.
«Αν έχεις κάποιο μέρος να προτείνεις, μίλα, γυναίκα,» της αποκρίθηκε ο Γεώργιος. «Ή αν έχεις κάποιο άλλο πρόβλημα, πες το κι αυτό!» Η γροθιά του έσφιγγε το μανίκι του Φιλιού της Έχιδνας που κρεμόταν, θηκαρωμένο, από τη ζώνη του.
Το χέρι της Λουκίας πήγε σ’ένα ξιφίδιο στη μπότα της.
Ο Κοσμάς παρενέβη αμέσως: «Μπορούμε να πλεύσουμε προς την Ανώπολη, Καπ’τάνιε. Στις Βόρειες Ακτές, από πάνω απ’το Στόμα του Ιχθύος–»
«Ξέρω πού είναι η Ανώπολη,» τον διέκοψε ο Γεώργιος δίχως να στραφεί να τον κοιτάξει, ατενίζοντας αβλεφάριστα μόνο τη Λουκία (που δεν γνώριζε ακόμα το όνομά της) κι αυτούς γύρω της.
«Έχουμε δύο πειρατικά μάτια εκεί, Καπ’τάνιε,» είπε ο Κοσμάς. «Θα μπορούν ίσως να μας δώσουν χρήσιμες πληροφορίες για λεία. Κι επιπλέον, η Ανώπολη πάντα είναι καλό λιμάνι – όπως κι η Σκιάπολη.»
«Και λιγότερο επικίνδυνη η Ανώπολη,» πρόσθεσε κάποιος άλλος, με τη φωνή του λίγο πιο δυνατή από μουρμουρητό.
«Πάμε στην Ανώπολη, λοιπόν,» αποφάσισε ο Γεώργιος. «Πάμε στην Ανώπολη!» Και στράφηκε στον Κοσμά (αν κι εξακολουθούσε να βλέπει με τις άκριες των ματιών του την πειρατίνα και τους συντρόφους της που τον αγριοκοίταζαν), λέγοντας: «Θέλω τώρα να μου δείξεις τα πάντα μες στο πλοίο.»
«Φυσικά, Καπετάνιε.»
«Και να μου πεις πού καταχώνιαζε ο Αγένιος τα λάφυρά του.»
«Τα βασικά τάχε εδώ, στο σκάφος,» απάντησε ο Κοσμάς. «Τα υπόλοιπα δεν ξέρω πού ακριβώς τα έκρυβε. Ίσως κάπου στο σπίτι του στη Σκιάπολη, ή κάπου αλλού εκεί, στην Πόλη των Σκιών.»
«Είχε σπίτι στη Σκιάπολη;»
«Ναι.»
«Τώρα δεν μπορούμε να επιστρέψουμε εκεί,» μουρμούρισε ο Γεώργιος. Και πιο δυνατά: «Δείξε μου όλα τα μέρη του πλοίου.»
Ο Κοσμάς έγνεψε καταφατικά, και τον οδήγησε παντού μέσα στο Μαύρο Σαλάχι, από τα αμπάρια και το κέντρο ισχύος μέχρι τη γέφυρα και την καμπίνα του Καπετάνιου. Δεν παρέλειψε τίποτα.
Και, συγχρόνως, έπλεαν ανατολικά, προς το Άνοιγμα, για να βγουν από το Στόμα του Ιχθύος. Έφτασαν εκεί σε δυο ώρες περίπου, νύχτα ακόμα φυσικά. Το Άνοιγμα είχε πλάτος είκοσι χιλιομέτρων και ήταν ο μοναδικός τρόπος για να περάσουν τα πλοία από τον μεγάλο κόλπο της Ιχθυδάτιας στην ανοιχτή θάλασσα, κι αντιστρόφως. Συχνά πειρατές έστηναν καρτέρι εδώ, περιμένοντας λεία. Έτσι τώρα το πλήρωμα του Μαύρου Σαλαχιού ήταν σε ετοιμότητα. Παρότι πειρατές κι αυτοί, ήξεραν πως δεν ήταν ασφαλείς από λεηλασία. Κάθε άλλο.
Το πλοίο διέθετε τρεις γιγαντοβαλλίστρες, δύο πυροβόλα κανόνια, και ένα υδατοτρόπο κανόνι, και τα είχαν όλα τώρα οπλισμένα και έτοιμα να χρησιμοποιηθούν. Τα μάτια του Γεώργιου παρατηρούσαν τα σκοτάδια ολόγυρά τους, καθώς στεκόταν στην πρύμνη, με τον ανοιξιάτικο αγέρα να αναδεύει τα πράσινα μαλλιά του και την κάπα του. Οι μηχανές του σκάφους βούιζαν καθώς οι τέσσερις προπέλες του σπάθισαν τα νερά, σηκώνοντας αφρό πίσω του.
Πέρασαν από το Άνοιγμα χωρίς κανείς να τους ενοχλήσει, και κατευθύνθηκαν βόρεια, πλέοντας κοντά στις Άνω Ακτές του Κεφαλιού που είχαν κάμποση βλάστηση αλλά και κάμποσους βράχους. Διάφορα χωριά ήταν απλωμένα εδώ, και η μόνη σημαντική πόλη ήταν η Κοάρλη, όχι και πολύ μεγάλη – μικρότερη από τη Σκιάπολη – και καθόλου φιλικό λιμάνι για πειρατές. Το Μαύρο Σαλάχι την προσπέρασε δίχως να σταματήσει. Ούτε πουθενά αλλού σταμάτησε μέχρι που έφτασε στις Βόρειες Ακτές και στην Ανώπολη, πρωί πλέον, εννιά ώρες αφότου είχε αποπλεύσει από Σκιάπολη.
Η Ερασμία’μορ ήταν εξουθενωμένη. Είχε δουλέψει τέσσερις ώρες συνεχόμενα στο ενεργειακό κέντρο του σκάφους, ενώ διέσχιζαν το Στόμα και έπλεαν, μετά, κοντά στις Άνω Ακτές του Κεφαλιού. Τότε είχε πάψει τη Μαγγανεία Κινήσεως και είχε πάει στην καμπίνα της να ξεκουραστεί. Οι κουρσάροι είχαν ανοίξει τα πανιά και αφήσει το Σαλάχι να πλεύσει μ’αυτά για δύο ώρες, αργά, πολύ πιο αργά απ’ό,τι με τις μηχανές. Ύστερα, η Ερασμία’μορ (που ο Γεώργιος ήξερε, από το μυστηριώδες παρελθόν του, ότι αυτό το ’μορ στο τέλος του ονόματός της σήμαινε ότι ήταν του τάγματος των Τεχνομαθών) είχε επιστρέψει στο κέντρο ισχύος και είχε κάνει ξανά τη Μαγγανεία Κινήσεως. Για τρεις ώρες περίπου εργαζόταν εκεί, ρυθμίζοντας την ενεργειακή ροή των μηχανών με το μυαλό της, προτού φτάσουν στην Ανώπολη και μπουν στο Κουτσολίμανο, στη δυτική μεριά.
Άραξαν, και το πλήρωμα πήγε να ξεκουραστεί σ’ένα πανδοχείο που ήξεραν, Το Λευκό Αγκίστρι. Ο Γεώργιος έμεινε στο σκάφος μαζί με τον Κοσμά και μερικούς άλλους.
Η Ανώπολη ήταν μεγαλύτερη από τη Σκιάπολη, αλλά όλοι συμφωνούσαν ότι ήταν λιγότερο πολύπλοκη ως πόλη και λιγότερο επικίνδυνη. Ήταν όμως φιλική προς τους κουρσάρους. Πιθανώς επειδή οι Καβέριοι διοικούσαν εδώ, οι οποίοι ήταν κι οι ίδιοι κάποτε κουρσάροι – αν και όχι πλέον. Στη βορειοανατολική μεριά της πόλης βρισκόταν το Καβέριο Κάστρο, που ήταν σαν μικρή πόλη από μόνο του, και έπιανε κι όλη την ανατολική πλευρά του λιμανιού, η οποία ονομαζόταν «το Λιμάνι των Καβέριων» και είχε μήκος άνω των τεσσάρων χιλιομέτρων. Αλλά δεν μπορούσε ο καθένας ν’αράξει εκεί. Όπως ούτε ο καθένας μπορούσε να μπει στο Καβέριο Κάστρο. Στην υπόλοιπη Ανώπολη υπήρχε αρκετή ελευθερία για τους πάντες, αλλά τα μέρη των Καβέριων ήταν πολύ στενά ελεγχόμενα από αυτούς.
Ετούτες τις ημέρες, Αρχόντισσα της Ανώπολης ήταν η Ρέα Καβέρια, και λεγόταν ότι διοικούσε καλά. Ελάχιστοι είχαν παράπονο μαζί της, μέσα και έξω από το Κάστρο.
Ο Γεώργιος και οι πειρατές του έμειναν μερικές ημέρες στην Ανώπολη, και ο καινούργιος Καπετάνιος μίλησε με τα δύο πειρατικά μάτια εδώ τα οποία γνώριζε ο Κοσμάς και του τα σύστησε. Ούτε το ένα πειρατικό μάτι ούτε το άλλο φάνηκε να δίνει σημασία στο ότι ο Ευγένιος ο Αγένιος δεν ήταν πια αρχηγός των πειρατών που ονομάζονταν «οι Αγενείς». Και οι δύο, όμως, κοίταξαν τον Γεώργιο ερευνητικά, έτσι όπως ήταν κατάμαυρος στο δέρμα και μ’αυτά τα... παράξενα μάτια. Το ένα απ’τα δύο πειρατικά μάτια – μια γυναίκα – δεν μπόρεσε να καταλάβει τι δεν πήγαινε καλά με τα μάτια αυτού του τύπου· ήταν απλά μπερδεμένη. Αλλά το άλλο πειρατικό μάτι – ένας άντρας – κατάλαβε σύντομα ότι ο καινούργιος αρχηγός των Αγενών δεν βλεφάριζε καθόλου· ούτε στιγμή δεν είχε ανοιγοκλείσει τα βλέφαρα!
Και τα δύο πειρατικά μάτια ρώτησαν αν θα πληρώνονταν όπως και από τον Ευγένιο. Έκαναν ακριβώς την ίδια ερώτηση, σαν να ήταν συνεννοημένοι, παρότι ο Γεώργιος δεν τους μίλησε μαζί· και αμφέβαλλε, μάλιστα, αν γνωρίζονταν αναμεταξύ τους. Τους απάντησε ότι θα πληρώνονταν καλύτερα από πριν· τους αύξησε λιγάκι την αμοιβή παρακολούθησης (την τιμή που πλήρωνε κανείς ώστε το μάτι να παρατηρεί γι’αυτόν) και περισσότερο την αμοιβή ειδοποίησης (την τιμή που πλήρωναν οι κουρσάροι στο μάτι όταν τους ενημέρωνε για κάποια λεία που τους ενδιέφερε).
«Δε φαίνεται νάχουν πρόβλημα μαζί σου, Γεώργιε,» παρατήρησε ο Κοσμάς.
«Ναι, αυτοί δεν φαίνεται νάχουν πρόβλημα μαζί μου,» αποκρίθηκε ο Φιλημένος, καταλαβαίνοντας πως κάποιοι από το πλήρωμά του – ειδικά η Λουκία και οι κοντινοί της – είχαν πρόβλημα μαζί του.
«Τα πάντα θα στρώσουν,» του είπε ο Κοσμάς, έχοντας εννοήσει σε τι αναφερόταν ο καινούργιος Καπετάνιος.
Στην Ανώπολη βρίσκονταν ακόμα οι Αγενείς όταν ο Γεώργιος δήλωσε πως το Μαύρο Σαλάχι θα ονομαζόταν αποδώ και στο εξής «Το Δηλητηριασμένο Σαλάχι». Αρκετοί αντέδρασαν αρνητικά αλλά, τελικά, το όνομα άλλαξε, και έγραψαν το καινούργιο στα πλευρά του σκάφους.
Της Λουκίας δεν της άρεσε καθόλου τίποτα από αυτά, και έλεγε στο πλήρωμα ότι τούτος ο μαυρόδερμος λεχρίτης θα τους οδηγούσε στην καταστροφή. Ο τύπος ήταν ανώμαλος. Τον είχε δει ποτέ κανείς να κοιμάται; Τον είχε δει ποτέ κανείς ν’ανοιγοκλείνει τα μάτια του; Τι διάολος του Λοκράθου ήταν; Πήγαινε κι αγόραζε δηλητήρια από την Κεντρική Αγορά, τώρα. Τι τα ήθελε τόσα δηλητήρια; Την έβρισκε με τα δηλητήρια; «Πρέπει να οργανωθούμε και να τον ξεκάνουμε!» τους έλεγε η Λουκία, αλλά μόνο όταν ο Κοσμάς δεν ήταν εκεί κοντά, γιατί εκείνος ποτέ δεν θα συμφωνούσε να γίνει ανταρσία – λες κι είχε ερωτευτεί τον μαυρόδερμο ξένο· λες κι είχε κάνα συμφέρον απ’αυτόν! σκεφτόταν η πειρατίνα.
Όμως το ότι αγόραζε δηλητήρια δεν ήταν το μόνο παράξενο πράγμα που έκανε ο καινούργιος Καπετάνιος τους. Τους είχε ρωτήσει όλους αν είχαν ακούσει για κάποιο πλοίο, μάλλον εξωδιαστασιακό, που είχε χαθεί σε μια τρομερή καταιγίδα, ίσως κοντά στην Κεντρυδάτια, βόρεια του Πλοκαμιού των Ναυαγίων, πριν από δυο χρόνια. Και την ίδια ερώτηση έκανε και σε διάφορους ανθρώπους στο Κουτσολίμανο και στο Μεγάλο Λιμάνι της Ανώπολης. Το πλήρωμά του δεν είχε απάντηση να του δώσει – δεν είχαν ξανακούσει γι’αυτό το μάλλον εξωδιαστασιακό πλοίο που είχε καταποντιστεί – ούτε κανείς άλλος φαινόταν να το έχει ακούσει. Και όταν ρωτούσαν τον Γεώργιο γιατί το αναζητούσε, εκείνος τούς έλεγε μόνο ότι ήταν για μια προσωπική του υπόθεση, και τους είχε παραξενέψει όλους. Ακόμα και τον Κοσμά.
Το ένα από τα δύο πειρατικά μάτια – ο άντρας – ήρθε και βρήκε ένα απόγευμα τον Γεώργιο και του σφύριξε ότι καλή λεία σύντομα θα έφευγε απ’το Μεγάλο Λιμάνι. Ένα πλοίο με εμπόρευμα φερμένο απ’το Σύμπλεγμα. Παράξενα πράγματα, έλεγαν, και πολύτιμα πιθανώς, αν τα πουλούσες στους σωστούς ανθρώπους.
Η Ανώπολη, όπως όλοι ήξεραν, βρισκόταν κοντά σε μια διαστασιακή δίοδο η οποία οδηγούσε προς και από το Σύμπλεγμα – μια διάσταση που πολλοί ονόμαζαν «ενδιάμεση», όπως και τον Αιθέρα, γιατί δεν ήταν κατοικήσιμη υπό κανονικές συνθήκες. Ήταν γεμάτη γιγάντια, πλημμυρισμένα σπήλαια. Μόνο μεταβαλλόμενα σκάφη μπορούσαν να τη διασχίσουν: σκάφη που μεταμορφώνονταν σε υποβρύχια και οχήματα με ψηλά πόδια ή μεγάλους τροχούς. Το Σύμπλεγμα αποτελούσε, κυρίως, σταυροδρόμι ανάμεσα στις διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος, καθώς είχε πολλές διαστασιακές διόδους – προς γνωστές αλλά και άγνωστες διαστάσεις. Αρκετά πράγματα που έρχονταν από εκεί ήταν πολύ περίεργα.
«Πού πηγαίνει το καράβι;» ρώτησε ο Γεώργιος. «Ποιος είναι ο προορισμός του;»
Το πειρατικό μάτι απάντησε ότι έλεγαν πως κατευθυνόταν προς Μικρυδάτια, μα όχι για να αράξει στα λιμάνια της, αλλά για να πλεύσει βόρειά της και να συναντήσει τη διαστασιακή δίοδο που οδηγούσε στη Σεργήλη.
Αυτή η δίοδος, όπως ήξερε ο Γεώργιος – κάπως, από το μυστηριώδες παρελθόν του – βρισκόταν στη θάλασσα, πάντοτε βόρεια της Μικρυδάτιας, σαν να την ακολουθούσε καθώς η ηπειρόνησος ταξίδευε στους ατέρμονους ωκεανούς της Υπερυδάτιας. Τη δίοδο μπορούσες εύκολα να την εντοπίσεις με τα αυτόματα συστήματα πλοήγησης αν εντόπιζες σωστά και τη Μικρυδάτια και δεν χανόσουν.
«Σας ενδιαφέρει;» ρώτησε το πειρατικό μάτι.
«Τι άλλο ξέρεις για το σκάφος;» ζήτησε να μάθει ο Γεώργιος. «Τι μηχανές έχει; Τι οπλισμούς; Πόσους μισθοφόρους; Θα έχει κι επιβάτες επάνω;»
Το μάτι έδωσε απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα του νέου Καπετάνιου των Αγενών.
Ο Γεώργιος καθόταν και τον άκουγε ενώ έπινε οινοειδείς εκκρίσεις τρίουρης σουπιάς, στη γωνία ενός σκιερού καπηλειού. Τελικά, έκρινε πως θα μπορούσαν οι πειρατές του να το κουρσέψουν το σκάφος... αν είχαν και λίγη βοήθεια. Το πειρατικό μάτι, όμως, δεν είναι δυνατόν να ξέρει τι έχω στο μυαλό μου. «Και νομίζεις αληθινά, ρε, ότι τέτοιο πλοίο, με τέτοιες μηχανές, μπορούμε να το προφτάσουμε; Κι αν το προφτάσουμε, νομίζεις ότι μπορούμε να το πάρουμε, ενώ έχει πάνω του δυο υδατοτρόπα κανόνια και τριάντα έμπειρους, καλά εξοπλισμένους μισθοφόρους;»
«Για να φυλάνε έτσι την πραμάτεια τους θα είναι–»
«Δεν το αμφιβάλλω. Αλλά νομίζεις ότι είναι δυνατόν να το κουρσέψουμε; λέω.»
«Δεν ξέρω, Καπετάνιε. Εσύ τ’αποφασίζεις αυτό. Δικό σου το θέμα.»
Ο Γεώργιος έβγαλε οχτάρια από μια εσωτερική τσέπη της κάπας του – χαρτονομίσματα τυλιγμένα ρολό – και του τα έδωσε. «Σε καλή μεριά.»
Το μάτι χαμογέλασε. «Οι θεοί να σ’έχουν καλά, Καπετάνιε.»
«Δίνε του.»
Αφού έχω φέρει φαγητό στο δωμάτιο, τους λέω όσα μού είπε ο Ιωάννης το Μάτι για τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου και για τους Τρομερούς Καπνούς.
«Και γιατί μπορεί να σε αναζητά αυτή η Φαρμακερή Βασίλισσα;» ρωτά η Διονυσία.
«Την ίδια απορία έχουμε.»
«Την ξέρεις;»
«Όχι. Το είπα ήδη. Πρώτη φορά την ακούω.»
Ο Αρσένιος λέει: «Δε μπορεί νάναι τυχαίο που και η Βασίλισσα και τα βατράχια σε ψάχνουν. Κάποια σχέση υπάρχει, Οφιομαχητή.»
«Αυτό υποπτεύομαι κι εγώ,» παραδέχομαι. «Αλλά δεν μπορώ να υποθέσω κάτι συγκεκριμένο, τούτη τη στιγμή. Παλιότερα, δεν είχα ποτέ καμιά κοντινή συναναστροφή με τους ακόλουθους του Λοκράθου στην Ιχθυδάτια, ούτε με τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου. Θα την αναζητούσα, όμως, τη Φαρμακερή Βασίλισσα αν ήμουν μόνος.»
Ο Αρσένιος γελά ξερά καθώς τρώει ακόμα μια κουταλιά από την πηχτή ψαρόσουπά του. «Μη μας αφήνεις να σ’εμποδίσουμε.»
«Τώρα,» τους λέω (για χάρη της Διονυσίας, κυρίως· για να μην ανησυχήσει), «δουλειά μας είναι να επιστρέψουμε στη Μεγάπολη, και μόνο.»
«Αυτή η Ειρήνη η Ανήμερη, όμως, ίσως να ξέρει για τους Καπνούς,» λέει ο Αρσένιος. «Μπορείς να την αναζητήσεις αφού βρίσκεται εδώ.»
«Αν είναι μες στο Άντρο των Θαρνέσιων, μες στα μπουντρούμια του, είναι αδύνατον να τη φτάσω.»
«Ποιοι ακριβώς είναι οι Θαρνέσιοι;» ρωτά η Διονυσία.
«Ένας Οίκος από τους Τρεις. Οι Τρεις είναι οι Θαρνέσιοι, οι Ελκάνιοι, και οι Χορκάνηδες. Σύμφωνα με ό,τι λέγεται, κάποτε τρεις άνθρωποι διεκδικούσαν τη Σκιάπολη: ένας πειρατής, ένας έμπορος, και μια αρχόντισσα-πολέμαρχος. Για να λύσουν τη διαφορά τους χωρίς να καταστρέψουν την πόλη, αποφάσισαν να κυβερνήσουν μαζί και οι τρεις. Οι Τρεις.»
«Σοβαρά;» λέει ο Αρσένιος. «Δεν την είχα ακούσει εγώ τούτη την ιστορία, Οφιομαχητή; Σίγουρα αληθεύει;»
«Αληθεύει. Ο πειρατής είχε το επώνυμο Θαρνέσιος· ο έμπορος, Ελκάνιος· η πολέμαρχος, Χορκάνη. Και από αυτούς ξεκίνησαν οι Τρεις Οίκοι. Οι Χορκάνηδες τώρα διοικούν από το Οχυρό των Χορκάνηδων, που βρίσκεται βόρεια της Αγοράς· οι Θαρνέσιοι διοικούν από το Άντρο των Θαρνέσιων, που είναι οικοδομημένο στις εκβολές του Σκιοπόταμου, κι από τις δύο όχθες (με το ένα πόδι στην Πάνω Σκιά και τ’άλλο στην Κάτω, όπως λένε σε τούτα τα μέρη)· και οι Ελκάνιοι διοικούν από το Παλάτι των Ελκάνιων, το οποίο είδες πριν, Διονυσία, καθώς μπαίναμε στην Αγορά. Βρίσκεται στις δυτικές παρυφές της. Από εκεί ξεκινά η Αγορά και φτάνει ώς τη θάλασσα, όπου λέγεται πια ‘Λιμαναγορά’.»
«Και το πειρατικό μάτι είναι τώρα φυλακισμένο στο Άντρο...» λέει η Διονυσία.
«Τουλάχιστον, έτσι πιστεύει ο Ιωάννης. Αλλά, αν οι Θαρνέσιοι είναι έξυπνοι κουρσάροι – όπως και νομίζω πως είναι – πρέπει να την αφήσουν να βγει πάλι–»
«Ώστε να την παρακολουθούν,» με διακόπτει ο Αρσένιος. «Για να μαγκώσουν τους Καπνούς μέσω αυτής.»
«Ακριβώς,» συμφωνώ, και δαγκώνω ένα από τα καρφωτά καλαμάρια μου, μασώντας με όρεξη.
«Αυτό σημαίνει ότι πιθανώς θα μπορούσες να τη βρεις και να της μιλήσεις, αφού την ξέρεις από παλιά. Το πλοίο μας για Μεγάπολη φεύγει αντιμεθαύριο, έτσι;»
«Ναι.»
«Επομένως, έχεις δυο ολόκληρες ημέρες να ψάξεις γι’αυτήν.»
«Ναι,» λέω ξανά. «Αλλά δεν θέλω να σας βάλω και σ’άλλους μπελάδες.»
«Να μας βάλεις σε μπελάδες; Πώς, μα την Έχιδνα;»
«Δεν είναι λίγες οι φορές που όταν αρχίζεις εσύ να ψάχνεις κάποιον αρχίζουν να ψάχνουν κάποιοι άλλοι εσένα, Αρσένιε.»
Εκείνος γελά ξερά. «Καταλαβαίνω τι θες να πεις. Αλλά,» προσθέτει – και νομίζω ότι βλέπω μια άγρια γυαλάδα στα τυφλά μάτια του, αν είναι αυτό δυνατόν – «αν υπάρχει έστω και μια μικρή πιθανότητα να βρεις μέσω αυτής τους Καπνούς, αξίζει να πάρουμε το ρίσκο! Μπορούμε να έρθουμε μαζί σου, εγώ κι η Διονυσία, αν φοβάσαι να μας αφήσεις εδώ, στο πανδοχείο.» Έχω την εντύπωση πως θα το προτιμούσε έτσι: θα προτιμούσε να έρθει μαζί μου.
«Αυτό,» του λέω, «θα ήταν ακόμα πιο επικίνδυνο, και το ξέρεις.»
«Ακούγεσαι σαν την αδελφή μου, Οφιομαχητή!» συρίζει άγρια ο Αρσένιος. «Πρέπει να τους βρούμε τους Καπνούς! Πρέπει! Θ’αφήσεις τέτοιο στοιχείο να χαθεί;»
«Δεν έχουμε κανένα στοιχείο. Ίσως η Ειρήνη να μην είναι καν μάτι τους. Ο ίδιος ο Ιωάννης–»
«Ίσως, όμως, και να είναι! Έχεις κανένα άλλο, καλύτερο στοιχείο για ν’ακολουθήσεις; Γιατί να επιστρέψουμε στη Μεγάπολη και μετά να ξανάρθουμε εδώ, αφού, μα την Έχιδνα, είμαστε ήδη εδώ τώρα; Δεν είναι παράλογο;»
«Δεν έχουμε λεφτά μαζί μας!» παρεμβαίνει η Διονυσία. «Ούτε εξοπλισμούς! Και δεν σκοπεύαμε να ψάξουμε για τους Τρομερούς Καπνούς μόνοι μας, Αρσένιε, αλλά με τον πράκτορα του Εκλεκτού και–»
«Αυτοί τώρα θα έχουν αποπλεύσει χωρίς εμάς, ούτως ή άλλως! Όμως δεν μπορούμε ν’αφήσουμε έναν κακό άνεμο να σταματήσει την αναζήτησή μας, Οφιομαχητή! Πάμε να βρούμε την Ειρήνη την Ανήμερη. Αύριο.»
Αισθάνομαι προβληματισμένος. Τα λόγια του Αρσένιου δεν είναι παράλογα. Παρότι λίγο παράτολμα, δεν είναι παράλογα. Αν η Ειρήνη είναι ελεύθερη, ξέρω πού θα μπορούσα να τη βρω... Κι αν είναι όντως πειρατικό μάτι των Τρομερών Καπνών, ίσως μέσω αυτής να μάθω κάτι περισσότερο για τους εν λόγω κουρσάρους...
«Θα δούμε,» αποκρίνομαι τελικά, και τελειώνω το ψητό καλαμάρι πάνω στο ξυλάκι. «Ίσως και να ρίξουμε μια ματιά.»
Δε μου φαίνεται ότι στη Διονυσία αρέσει η απάντησή μου· αλλά δεν μιλά. Κάνει πως είναι πολύ απασχολημένη με το φαγητό της.
«Είναι και κάτι άλλο, Οφιομαχητή,» μου λέει ο Αρσένιος.
Και η αδελφή του του ρίχνει ένα ενοχλημένο βλέμμα, σαν να υποπτεύεται πως όποτε ανοίγει το στόμα του κάτι κακό προμηνύεται. Ίσως και νάχει δίκιο...
Ωστόσο: «Τι;» τον ρωτάω.
Σκουπίζει τα χείλη του με μια πετσέτα. «Είπες ότι το πλοίο μας θα περάσει, πρώτα, από Ριλιάδα και Ορλάντη προτού φτάσει στη Μεγάπολη, έτσι;»
«Προτείνεις να κατεβούμε στη Ριλιάδα, ε;»
Ο Αρσένιος γελά ξερά. «Τα δηλητηριασμένα μυαλά συναντιούνται, Οφιομαχητή... Στη Ριλιάδα δεν θα πάμε, ούτως ή άλλως, μετά τη Μεγάπολη; Για να αναζητήσουμε τον καταραμένο ‘φίλο’ μου, τον Άνθιμο Γερσίκιο;»
Η Διονυσία αναστενάζει. «Υποτίθεται ότι θα πηγαίναμε στη Ριλιάδα επάνω στο καινούργιο πλοίο του Λιρκάδιου, μαζί με τον πράκτορα του Εκλεκτού.»
«Η αδελφή μου πάντα σκαλώνει σε λεπτομέρειες...»
«Δεν είναι ‘λεπτομέρειες’, γαμώτο! Τι έχεις μες στο κεφάλι σου; Τις λάσπες του Λοκράθου;» του λέει θυμωμένα η Διονυσία. «Μπορούμε ν’αρχίσουμε να πλέουμε αποδώ κι αποκεί στις ηπειρονήσους χωρίς λεφτά και χωρίς εξοπλισμούς; Ενώ ίσως ακόμα να μας κυνηγάνε αυτά τα βατράχια;»
«Λιμανόφοβη, όπως σου έλεγα πριν, Οφιομαχητή. Μεγάλη αρρώστια...»
«Αρκετά με τις σαχλαμάρες σου, Αρσένιε!» γρυλίζει η Διονυσία, μοιάζοντας έτοιμη να εκτοξεύσει το πιάτο της στο κεφάλι του.
«Θα δούμε τι θα κάνουμε,» τους λέω. «Δεν είναι ώρα τώρα για ν’αποφασίσουμε πού θα αποβιβαστούμε. Και η Διονυσία έχει δίκιο: δεν έχουμε μαζί μας αρκετά χρήματα, ούτε εσείς έχετε τους σωστούς εξοπλισμούς. Επιπλέον,» προσθέτω δαγκώνοντας ακόμα ένα από τα καρφωτά καλαμάρια μου, «στη Μεγάπολη έχω, νομίζω, δύο δουλειές.»
«Τι δουλειές;» ρωτά ο Αρσένιος, όχι σαν να διαμαρτύρεται αλλά μοιάζοντας αληθινά περίεργος.
«Θέλω να μιλήσω με τον Δημήτριο, αν είναι ακόμα εκεί. Σίγουρα θ’ανησυχεί για εμένα, έτσι όπως εξαφανίστηκα. Αλλά επίσης... ίσως, επίσης, κάτι περίεργο να συμβαίνει μαζί του. Ίσως...»
«Εννοείς σχετικά μ’αυτόν και τα βατράχια; Με την ενέδρα τους έξω απ’τον Στεριανό Γίγαντα;»
Νεύω, αν και ξέρω ότι δεν μπορεί να με δει. «Ναι. Κάτι έγινε εκεί το οποίο δεν έχω καταλάβει καθόλου καλά. Αλλά αυτός δεν είναι ο μόνος λόγος που θα ήθελα να επιστρέψω στη Μεγάπολη.»
«Ποιος είναι ο άλλος;»
«Εκείνη η ιέρεια του Λοκράθου – ή κληρική, όπως θέλουν να λέγονται. Ο Δαμιανός την αποκάλεσε Όλγα. Αν και δεν ανέφερε επώνυμο, ίσως μπορέσω να τη βρω, γιατί σίγουρα είναι υψηλόβαθμη ιέρεια, όχι καμιά τυχαία. Της φιλούσε το χέρι ο βάθρακας. Κι αν τη βρω, είμαι βέβαιος ότι θα μπορεί να μου πει γιατί ο Δαμιανός και οι δικοί του με ήθελαν. Ίσως, μάλιστα, να μπορεί να μου πει και πώς με εντόπισαν από τη Σιρκόβη της Μικρυδάτιας στη Μεγάπολη της Κεντρυδάτιας.»
«Χμμ,» κάνει ο Αρσένιος τελειώνοντας τη σούπα του. «Σωστά τα λες, Οφιομαχητή. Πώς ήταν φατσικώς, παρεμπιπτόντως, αυτή η βαθρακίνα;»
«Γαλανόδερμη. Μαύρα/μπλε μαλλιά, βαμμένα πιθανώς, φτιαγμένα Κόμη Βατράχου. Πρέπει να ήταν τουλάχιστον πενήντα-πέντε χρονών· δε μπορεί να ήταν πιο μικρή. Και είχε έναν χοντρό βάτραχο καθισμένο στον ώμο της, κακάσχημο: πρασινόμαυρο με κόκκινες κηλίδες που έμοιαζαν με σπυριά ή εξανθήματα, αλλά δεν ήταν τέτοια. Τα μάτια του ήταν μεγάλα και κιτρινιάρικα. Νόμιζες ότι θα σου φάνε την ψυχή.»
«Χμμ. Και είπε ότι γνωρίζει την αδελφή μου αυτή η Όλγα, έτσι δεν είπε;»
Συνοφρυώνομαι, λιγάκι ξαφνιασμένος. Το είχα ξεχάσει! «Ναι, σωστά. Το είπε. Είπε ότι την είχε ξαναδεί στο Κεντρικό Νοσοκομείο Ψηλόγερου...» Στρέφω το βλέμμα μου στη Διονυσία.
Εκείνη κουνά το κεφάλι. «Εγώ δεν τη θυμάμαι, πάντως.»
«Σίγουρη;»
«Ναι.»
«Πώς, τότε,» ρωτά ο Αρσένιος, «η ιέρεια θυμάται εσένα, αδελφή μου;»
«Βιοσκόπος είμαι μες στο νοσοκομείο. Πολλοί με βλέπουν χωρίς εγώ να τους έχω προσέξει. Αναπόφευκτο είναι. Μη μου πεις ότι σου φαίνεται παράξενο.»
«Χμμ.» Προσπαθεί να μαζέψει ό,τι έχει απομείνει μες στο πιάτο του – ούτε μια κουταλιά ψαρόσουπα.
«Εσένα, Αρσένιε, σου θυμίζει κάτι η όψη της Όλγας;» τον ρωτάω.
«Ναι.»
«Τι;» κάνει η Διονυσία.
«Αν δεν είχες αναφέρει εκείνο το βατράχι στον ώμο της, Οφιομαχητή,» λέει ο Αρσένιος, «θα νόμιζα ότι ίσως να είχα κάνει λάθος. Μα τώρα δεν το νομίζω.»
«Πού την έχεις ξαναδεί;» ρωτά η Διονυσία. «Τι είδους άτομα συναναστρεφόσουν, γαμώτο, τόσα χρόνια;»
Ο Αρσένιος γελά ξερά. «Η αδελφή μου πάντα ανησυχεί τόσο πολύ για εμένα, Οφιομαχητή...» λέει ειρωνικά. «Θα μ’έδενε στο σπίτι της αν είχε την ευκαιρία.» Και μετά: «Δεν την είδα την ιέρεια όταν ακόμα έβλεπα, Διονυσία! Την είδα τώρα, που δεν βλέπω. Την... ονειρεύτηκα. Μαζί με κάποιους άλλους. Πιστοί του Λοκράθου κι αυτοί, αναμφίβολα. Είχαν σύμβολά του επάνω τους. Συζητούσαν, συναθροισμένοι. Μα δεν είμαι βέβαιος τι ακριβώς έλεγαν. Αυτή η γυναίκα, όμως, βρισκόταν σίγουρα ανάμεσά τους. Ήταν όπως μας την περιέγραψε τώρα ο Οφιομαχητής – έχοντας το κακάσχημο βατράχι στον ώμο της, και έχοντας τα μαύρα/μπλε μαλλιά της φτιαγμένα Κόμη Βατράχου. Πάνω από πενήντα χρονών, δίχως αμφιβολία. Κωλόγρια,» γελά ξερά.
«Τους άλλους που ήταν μαζί της μπορείς να μου τους περιγράψεις;» ρωτάω.
«Μπορώ,» αποκρίνεται. «Ορισμένους τούς θυμάμαι.» Και τους περιγράφει. «Σου λένε κάτι;»
«Όχι... Δε νομίζω ότι τους έχω ξαναδεί.»
«Ο Δαμιανός,» ρωτά η Διονυσία, «δεν ήταν ανάμεσά τους;»
«Δεν ξέρω πώς είναι η εμφάνιση του Δαμιανού, αδελφή μου, όπως καταλαβαίνεις!»
«Κανένας απ’αυτούς που περιέγραψες δεν του μοιάζει. Ο Δαμιανός έχει μεγάλη, γαμψή μύτη.»
«Δε θυμάμαι κάποιος να είχε μεγάλη, γαμψή μύτη,» αποκρίνεται ο Αρσένιος, αφήνοντας το τελειωμένο πιάτο του στο κομοδίνο και πιάνοντας το μπουκάλι με τη μπίρα. Ύστερα λέει: «Θες να πας, λοιπόν, στη Μεγάπολη για να δεις τον φίλο σου τον Δημήτριο και ν’αναζητήσεις αυτή την Όλγα τη βαθρακίνα, Οφιομαχητή... Υπάρχει και κάνας άλλος λόγος;»
«Να μεταφέρω εσένα και την αδελφή σου στο σπίτι σας, με ασφάλεια.»
Ο Αρσένιος γελά ξερά. «Ασφάλεια... Μες στο σκοτάδι...» Κι άλλο ξερό γέλιο. Πίνει μπίρα.
Αφού τελειώνουμε το φαγητό μας, προτείνω στη Διονυσία και τον αδελφό της να κοιμηθούν.
«Και αύριο θα ψάξουμε για την Ειρήνη την Ανήμερη;» ρωτά εκείνος.
«Θα δούμε,» αποκρίνομαι όπως και πριν. «Ξεκουραστείτε τώρα. Το χρειάζεστε.»
«Δεν το χρειαζόμαστε πια. Από το μεσημέρι αυτό κάνουμε – ξεκουραζόμαστε. Αλλά, τέλος πάντων...» Ο Αρσένιος σηκώνεται απ’το κρεβάτι για να πάει στην τουαλέτα, αφήνοντας πίσω του, στο στρώμα, την Ευθαλία σαν αποκαμωμένη ερωμένη. Η οχιά δεν κινείται για να με πλησιάσει. Ο Αρσένιος επιστρέφει και ξαπλώνει, μουγκρίζοντας.
Η Διονυσία τώρα πηγαίνει στην τουαλέτα, η οποία είναι και μπάνιο, και ακούω το ντους να μπαίνει σε λειτουργία. Όταν επιστρέφει είναι πλυμένη και έχει τα ρούχα της χαλαρά δεμένα επάνω της. Με καληνυχτίζει και ξαπλώνει στο κρεβάτι της.
Εγώ είμαι καθισμένος επάνω στο δικό μου κρεβάτι, οκλαδόν, με τα μάτια κλειστά, το Φιλί της Έχιδνας στα γόνατά μου, γυμνολέπιδο, και την Πάροδο του Πράου Ανέμου να σφυρίζει μες στο μυαλό μου κρατώντας σε απόσταση το ιερό δηλητήριο της Έχιδνας που βράζει εντός μου.
Περνάω έτσι όλη τη νύχτα, ακίνητος, με σκέψεις να γυροφέρνουν στο νου μου για όσα έχω μάθει και για όσα με προβληματίζουν· αλλά ούτε στιγμή δεν είμαι αφηρημένος. Βρίσκομαι πάντοτε σε εγρήγορση, γιατί φοβάμαι ότι ακόμα κι εδώ ίσως τα βατράχια να μας εντοπίσουν. Ίσως να μας επιτεθούν. Αφού δεν ξέρω πώς με ανίχνευσαν στη Μεγάπολη, οτιδήποτε μπορεί να ισχύει.
Νόμιζαν ότι ήταν τρελός όταν τους είπε το σχέδιό του.
«Καπετάνιε,» τον προειδοποίησε ο Κοσμάς, «θα σκοτωθείς, μα την Έχιδνα! Δεν πρόκειται να τη σκαπουλάρεις. Ακόμα κι άμα κατορθώσουμε να το πάρουμε το πλοίο, έτσι όπως τα λες δεν πρόκειται να τη σκαπουλάρεις. Θα σ’έχουνε καθαρίσει όταν τελικά πηδήσουμε πάνω στην κουβέρτα.»
«Θα είμαι εκεί και θα σας περιμένω,» επέμεινε ο άντρας με το κατάμαυρο δέρμα και τα μάτια που ποτέ δεν βλεφάριζαν. «Και θα έχω βγάλει απ’τη μέση και κάμποσους απ’τους φρουρούς.»
Οι πειρατές αλληλοκοιτάζονταν, καθώς ήταν συναθροισμένοι μες στο κλειστό κατάστρωμα του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού, στη μακρόστενη τραπεζαρία. Ορισμένοι ήταν σαστισμένοι από το σχέδιο που πρότεινε ο καινούργιος τους Καπετάνιος. Ορισμένοι αναρωτιόνταν αν όντως πίστευε ότι μπορούσε να τα καταφέρει, ή αν ήταν απλά λωλός ο μάστορας. Και ορισμένοι χαίρονταν, κρυφά, που θα σκοτωνόταν και θάφευγε απ’τη μέση· δεν τον ήθελαν, έτσι κι αλλιώς, τον καταραμένο!
Η Λουκία – που ήταν ανάμεσα σ’αυτούς τους τελευταίους – είπε: «Πού ξέρεις, Κοσμά; Ίσως και να πετύχει το σχέδιο. Εγώ το υποστηρίζω!» Και κάποιοι άλλοι, που υποστήριζαν τη Λουκία, κατένευσαν ή έβγαλαν καταφατικά μουγκρητά.
Ο Κοσμάς τούς αγριοκοίταξε, γιατί υποψιαζόταν τι είχαν στο μυαλό τους. «Κι άμα ο Γεώργιος σκοτωθεί, ποιος θάναι Καπετάνιος μετά;»
«Αν αυτό συμβεί, θα το λύσουμε το θέμα,» είπε η Λουκία.
«Ναι,» τόνισε ένας από τους υποστηρικτές της, «θα το λύσουμε.»
Και προς στιγμή έμοιαζε ότι θα έπιαναν τα όπλα, τόσο είχαν αγριέψει οι όψεις όλων τους.
Αλλά ο Γεώργιος γέλασε. «Δε θα σκοτωθώ, ανόητοι! Και το πλοίο θα γίνει δικό μας.» Το καταλάβαινε ότι κάποιοι θα τον προτιμούσαν νεκρό, μα δεν έδινε σημασία. Υποπτευόταν, μάλιστα, πως αν έπαιρναν τούτο το σκάφος πιθανώς αρκετοί απ’αυτούς ν’άλλαζαν γνώμη για εκείνον.
Ο Κοσμάς είπε: «Τουλάχιστο, να μην πας μόνος σου. Νάρθει και κάνας–»
«Όχι,» τον διέκοψε ο Γεώργιος. «Αν μπαρκάρω μαζί μ’άλλους, ίσως να φανούμε ύποπτοι. Αν μπαρκάρω μόνος, δεν θα φανώ ύποπτος. Θα είμαι απλά ακόμα ένας επιβάτης που πηγαίνει προς Σεργήλη. Δε θα τους κάνω εντύπωση, ειδικά έτσι κατάμαυρο όπως είναι το δέρμα μου. Μοιάζω για εξωδιαστασιακός. Θα μπορούσα, άνετα, να είμαι από τη Σεργήλη.» Το ήξερε καλά αυτό. Το ήξερε καλά. Από τις γνώσεις που προέρχονταν απ’το αινιγματικό παρελθόν του. Πολλών ειδών άνθρωποι υπήρχαν στη Σεργήλη, η οποία θεωρείτο σταυροδρόμι ανάμεσα στις διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος.
Οι Αγενείς δεν διαφώνησαν για πολύ ακόμα με το σχέδιό του. Οι επόμενες κουβέντες ανάμεσα σ’αυτούς και τον καινούργιο Καπετάνιο τους σχετίζονταν με το πώς θα γινόταν η επίθεση κατά του πλοίου που σύντομα θα απέπλεε από την Ανώπολη μεταφέροντας πράγματα που είχαν έρθει από το Σύμπλεγμα και λίγους επιβάτες.
Ύστερα, προετοιμάζονταν και περίμεναν.
Το Δηλητηριασμένο Σαλάχι εξακολουθούσε να είναι αραγμένο στο Κουτσολίμανο. Η λεία τους ήταν αραγμένη στο Μεγάλο Λιμάνι. Αλλά οι Αγενείς δεν άλλαξαν θέση στο σκάφος τους. Δεν ανησυχούσαν ότι μπορεί να μην προλάβαιναν τη λεία όταν θα ξεκινούσε, παρότι αντικειμενικά ήταν πιο γρήγορο πλοίο απ’το δικό τους. Είχε πολύ καλές μηχανές, όπως τους είχε πει το πειρατικό μάτι. Υπό κανονικές συνθήκες δεν θα μπορούσαν να το προφτάσουν για να το κουρσέψουν. Όχι χωρίς κάποιο παράτολμο σχέδιο σαν αυτό του καινούργιου Καπετάνιου τους.
Η Λουκία δεν πίστευε ότι θα τον ξανάβλεπαν ζωντανό. Ήλπιζε μόνο να σκοτωνόταν ο ανώμαλος αφού πρώτα είχε κάνει τη λεία τους ευάλωτη, ώστε και να τον ξεφορτώνονταν και να έπαιρναν τα λάφυρα. Και προετοιμαζόταν για να γίνει Καπετάνισσα του Πορφυρού Σαλαχιού. Ναι, φυσικά και θα του άλλαζε πάλι το όνομα. Σιγά μην τ’άφηνε να λέγεται Δηλητηριασμένο Σαλάχι – αυτός ο τύπος ήταν τρελός που το είχε πει έτσι! Πορφυρό Σαλάχι θα λεγόταν στο σύντομο μέλλον. Και δεν ήταν τελείως τυχαίος ο λόγος που η Λουκία θα του έδινε αυτό το όνομα. Τα μαλλιά της ήταν κόκκινα και μακριά, πλαισιώνοντας σαν φλόγες το γαλανόδερμο πρόσωπό της.
Το απόγευμα έφτασε που η λεία τους θα απέπλεε από το Μεγάλο Λιμάνι, και ο Γεώργιος βρισκόταν ήδη μέσα στο πλοίο. Είχε πάει πριν από καμιά ώρα, δήθεν βιαστικός, ρωτώντας αν όντως το σκάφος έφευγε για Σεργήλη κι έπαιρνε επιβάτες. Του είχαν απαντήσει ότι, ναι, για Σεργήλη έπλεαν και δέχονταν επιβάτες, μα όχι πολλούς. Μόνος μου είμαι, τους είχε πει ο Γεώργιος. Εντάξει τότε, του είχαν αποκριθεί, έλα. Θα πληρώσεις σε οκτάποδες ή σε ήλιους Σεργήλης; Τον είχαν περάσει για εξωδιαστασιακό ταξιδιώτη – στα σίγουρα. Ο Γεώργιος είπε ότι θα πλήρωνε με οχτάρια, και τους έδωσε τα χαρτονομίσματα που αναλογούσαν.
Τώρα ήταν καθισμένος στο μικρό σαλόνι των επιβατών, μαζί με μερικούς άλλους, καθώς το πλοίο έβγαινε απ’το λιμάνι. Μέσα σε μια από τις εσωτερικές τσέπες της κάπας του είχε έναν τηλεπικοινωνιακό πομπό, μα δεν τον χρησιμοποιούσε για να ειδοποιήσει τους κουρσάρους του διότι φοβόταν ότι ίσως οι φύλακες του σκάφους να έψαχναν για ύποπτα τηλεπικοινωνιακά σήματα και τηλεπικοινωνίες. Τα είχε, άλλωστε, ήδη συμφωνήσει με τους Αγενείς και δεν αμφέβαλλε ότι τώρα κι εκείνοι θα έφευγαν από την Ανώπολη, αποπλέοντας από το Κουτσολίμανο, δυτικά του Μεγάλου Λιμανιού.
Μόλις είχαν ξανοιχτεί λίγο, ο Γεώργιος κοίταξε έξω από ένα παράθυρο του μικρού σαλονιού και είδε στο βάθος, πίσω από το πλοίο, ένα άλλο σκάφος. Ένα μαύρο σκάφος. Το Δηλητηριασμένο Σαλάχι.
Ήταν ώρα να κινηθεί.
Βγήκε από το σαλόνι και βάδισε στον διάδρομο. Ένας ναύτης τον ρώτησε πού πήγαινε.
«Στις τουαλέτες,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος.
«Αποκεί είναι, κύριε.»
«Ευχαριστώ.»
Έστριψε προς τη μεριά που του είχε δείξει ο ναύτης, όμως σύντομα άλλαξε κατεύθυνση. Πήγε προς τα εκεί όπου ήξερε πως συνήθως βρισκόταν το κέντρο ισχύος των μεγάλων πλοίων: το μέρος όπου καθόταν ο μάγος ο οποίος έκανε τη Μαγγανεία Κινήσεως για να ρυθμίζει την ενεργειακή ροή στις μηχανές του σκάφους.
Κανονικά, φυσικά, σ’αυτά τα σημεία δεν επιτρεπόταν να πλησιάζουν οι επιβάτες. Μόνο το πλήρωμα επιτρεπόταν να πλησιάζει: και όχι πάντα όλο το πλήρωμα. Έτσι, ο Γεώργιος περίμενε να συναντήσει αντίσταση, και είχε προετοιμάσει ανάλογα το βελονοβόλο του. Τώρα έπιασε τη λαβή του, μέσα στην τσέπη της κάπας του όπου ήταν κρυμμένο.
«Πού πάτε, κύριε;» τον ρώτησε ο ένας από τους δύο μισθοφόρους φρουρούς που αντίκρισε. «Τι ψάχνετε εδώ;» Ενώ ο άλλος τον κοίταζε καχύποπτα, με στενεμένα μάτια, και το χέρι του ήταν στο μανίκι του θηκαρωμένου κοντόσπαθού του – καλό όπλο για μάχη μέσα στους κλειστούς χώρους πλοίου. Ούτε πολύ μακρύ ούτε πολύ κοντό.
«Από εδώ είναι το κέντρο ισχύος;» είπε ο Γεώργιος.
«Τι εννοείτε; Τι θέλετε να κάνετε στο κέντρο ισχύος;» ρώτησε ο ένας φρουρός. Και ο άλλος τράβηξε το κοντόσπαθο.
Ο Φιλημένος αισθάνθηκε την οργή της Έχιδνας να τον πλημμυρίζει. Έβγαλε ξαφνικά το βελονοβόλο απ’την κάπα του και πάτησε τη σκανδάλη. Η βελόνα βρήκε τον άντρα με το σπαθί στο πλάι του λαιμού, στέλνοντας το δηλητήριό της – Λευκό Άγαλμα – μέσα του, κοκαλώνοντάς τον στη στιγμή, ακινητοποιώντας τις αρθρώσεις του.
Ο άλλος μισθοφόρος τράβηξε ένα πιστόλι απ’τη ζώνη του – ένα ενεργοβόλο – κι έριξε στον Γεώργιο, την ίδια στιγμή που εκείνος έστρεφε το βελονοβόλο προς τη μεριά του. Η ενεργειακή ριπή χτύπησε τον Φιλημένο στα δεξιά πλευρά, τραντάζοντάς τον, κάνοντάς τον να παραπατήσει αλλά χωρίς να πέσει. Το βλήμα που εκτοξεύτηκε απ’το δικό του όπλο βρήκε τον μισθοφόρο στο στήθος, όπου εκείνος φορούσε χοντρό θώρακα και η βελόνα δεν τον διαπέρασε.
Ο Γεώργιος τράβηξε το Φιλί της Έχιδνας, γρυλίζοντας – ξαφνιάζοντας τον φρουρό ο οποίος δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι ο αντίπαλός του δεν είχε λιποθυμήσει απ’την ενεργειακή ριπή, δεν είχε καν πέσει. Η μακριά λεπίδα χτύπησε την κάννη του ενεργοβόλου, πετώντας το απ’το χέρι του χειριστή του ο οποίος πατούσε τη σκανδάλη ξανά. Η ενεργειακή ριπή συνάντησε το πάτωμα. Και ο Γεώργιος πήδησε καταπάνω στον άντρα, αρπάζοντάς τον με το ελεύθερό του χέρι και κολλώντας τον στο δεξί τοίχωμα, με τη δύναμη μανιασμένης θύελλας, ενώ έβαζε την κόψη του Φιλιού στον λαιμό του.
«Καλά πηγαίνω για το κέντρο ισχύος;» γρύλισε μες στη μούρη του. «Πες μου, αλλιώς είσαι νεκρός!»
«...Καλά πηγαίνεις,» έκανε ξέπνοα ο άντρας.
«Έχει άλλους φρουρούς παρακάτω;»
«Όχι...»
Ο Γεώργιος τον χτύπησε κατάμουτρα με τη λαβή του Φιλιού της Έχιδνας, στέλνοντάς τον για ύπνο με σπασμένη μύτη. Ύστερα αναισθητοποίησε, με μια γροθιά, και τον άλλο φρουρό ο οποίος ακόμα στεκόταν κοκαλωμένος από το Λευκό Άγαλμα.
Χωρίς να θηκαρώσει το σπαθί του, συνέχισε να βαδίζει προς το κέντρο ισχύος του σκάφους· και, φτάνοντας στο τέλος ενός διαδρόμου, νομίζοντας ότι πλησίαζε στον προορισμό του, είδε μια γυναίκα να παρουσιάζεται ξαφνικά μπροστά του. Ακόμα μία φρουρός! Ο καταραμένος είπε ψέματα! σκέφτηκε ο Γεώργιος, νιώθοντας την οργή της Έχιδνας να τον κυριεύει παρά τις διδαχές του Γέρου του Ανέμου.
«Ε!» φώναξε η μισθοφόρος. «Τι είσαι συ;» ενώ, συγχρόνως, τραβούσε ένα κοντόσπαθο που αμέσως η λεπίδα του τυλιγόταν από ενεργειακό ρεύμα το οποίο έτριζε και σπινθηροβολούσε επάνω της σαν πλάσμα ζωντανό.
Ο Γεώργιος τής χίμησε, κραδαίνοντας το Φιλί της Έχιδνας, που δεν είχε και πολύ χώρο να κινηθεί μες στον στενό διάδρομο. Η γυναίκα το απέκρουσε με το ξίφος της, κι ο Γεώργιος ένιωσε την ενέργεια πάνω στο όπλο να προσπαθεί να πετάξει το δικό του όπλο απ’το χέρι του· μα δεν το άφησε. Αντιθέτως, μάλιστα, έσπρωξε και τη γυναίκα όπισθεν, κάνοντάς την να παραπατήσει και, περνώντας το κατώφλι πίσω της, να πέσει ανάσκελα στο πάτωμα του θαλάμου μετά το τέλος του διαδρόμου.
Η μισθοφόρος, σαστισμένη, δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι αυτός ο μαυρόδερμος άντρας είχε τόσο μεγάλη δύναμη ώστε να αντισταθεί με τέτοιο τρόπο στο ενεργειακό της ξίφος. Τι ήταν, ο άνθρωπος; Τι είχε επάνω του; Δεν της έμοιαζε να φορά καμιά οργανική στολή.
Το χέρι της πήγε προς τη δερμάτινη ταινία που περνούσε μπροστά απ’το στήθος της, για να πιάσει τον πομπό της, να ειδοποιήσει ότι–
Ο πειρατής είχε ήδη πηδήσει μες στον θάλαμο, και το σπαθί του της χτύπησε το χέρι. Η γυναίκα κραύγασε, νιώθοντας τα κόκαλα του καρπού της να σπάνε μαζί με το μεταλλικό περικάρπιο που φορούσε.
Στο κέντρο του θαλάμου ήταν καθισμένος ένας άντρας σ’ένα κάθισμα ειδικά φτιαγμένο, με αισθητήρες στους βραχίονες και στη ράχη. Καλώδια ξεκινούσαν απ’αυτό το κάθισμα, πηγαίνοντας στο πάτωμα και στους τοίχους. Μπροστά στα πόδια του καθισμένου μάγου ήταν ένας φωτεινός λάκκος γεμάτος κατοπτρικούς μηχανισμούς και κυκλώματα. Τριγύρω, στην περιφέρεια του δωματίου, βρίσκονταν ψηλές ενεργειακές φιάλες.
Ο μάγος είδε τώρα τι συνέβαινε, και κατάλαβε. Μπορεί να ρύθμιζε με το μυαλό του την ενεργειακή ροή του πλοίου μα δεν ήταν σε τέτοια κατάσταση που να μην έχει καμιά επαφή με το περιβάλλον· απλά έπρεπε να είναι προσηλωμένος στη νοητική δουλειά του.
Πειρατεία! σκέφτηκε, διότι τούτη η επίθεση δεν μπορεί να σήμαινε τίποτε άλλο. Αμέσως, πάτησε το κουμπί στη δεξιά μεριά του καθίσματός του. Το κουμπί για τον συναγερμό.
Ο Γεώργιος δεν πρόσεξε, φυσικά, αυτή την κίνηση του καθισμένου άντρα καθώς, με το Φιλί της Έχιδνας, κάρφωνε στο στήθος την πεσμένη μισθοφόρο. Τώρα τράβηξε πίσω το ματωμένο σπαθί του κι αντίκρισε τον μάγο να είναι ακόμα καθισμένος στο ειδικό κάθισμα έχοντας, όμως, στα χέρια του ένα πιστόλι που η πλατιά του κάννη το αναγνώριζε αμέσως ως ηχητικό.
«Παραδόσου και δεν–» άρχισε ο Γεώργιος, αλλά ο μάγος δεν ήταν πρόθυμος να το κουβεντιάσει: πάτησε τη σκανδάλη, και το ηχητικό κύμα χτύπησε τον κουρσάρο σαν μυριάδες καμπάνες που οι κρότοι τους έμοιαζε ν’αντηχούν μέσα απ’το κρανίο του, μέσα απ’τα ίδια τα κόκαλά του, κάνοντας ολόκληρο το σώμα του να δονηθεί.
Πράγμα που δεν έριξε κάτω τον Γεώργιο· απλώς στιγμιαία τον ζάλισε – και η τρομερή οργή φούντωσε ακόμα περισσότερο εντός του: τίναξε πέρα τον ήχο: τον κατέστησε αμελητέο.
Βρυχούμενος σαν θηρίο, ο Φιλημένος εκτόξευσε το σπαθί του καταπάνω στον μάγο. Η λεπίδα τον κάρφωσε στο στήθος, διαπερνώντας τον, βγαίνοντας απ’την πλάτη του και απ’την πλάτη του καθίσματος.
Τα μάτια του μάγου γούρλωσαν, αίμα τινάχτηκε ξαφνικά από το στόμα και τη μύτη του, και το ηχητικό πιστόλι έπεσε απ’τα χέρια του. Έμεινε ακίνητος πάνω στο κάθισμα, σαν καρφωμένη μαριονέτα.
Και ο Γεώργιος νόμιζε ότι μπορούσε τώρα ν’ακούσει έναν άλλο ήχο πίσω απ’αυτόν που γέμιζε τ’αφτιά του μετά το χτύπημα του ηχητικού όπλου.
Ο γενικός συναγερμός του πλοίου, σκέφτηκε, και στράφηκε προς τη μεριά απ’όπου είχε έρθει, ξέροντας ότι τώρα θα συναντούσε πολλούς μισθοφόρους. Και δεν έχω τελειώσει ακόμα τη δουλειά μου. Έπρεπε να σαμποτάρει τα δύο υδατοτρόπα κανόνια του σκάφους, για να βοηθήσει τους Αγενείς να το πλησιάσουν. Γιατί, και χωρίς τις μηχανές του σε λειτουργία, ένα καράβι με δύο μεγάλα υδατοτρόπα όπλα μπορούσε να αποδειχτεί επικίνδυνο. Μπορούσε να κάνει το Δηλητηριασμένο Σαλάχι να αναποδογυρίσει αν το χτυπούσε με τον σωστό τρόπο.
Ο Γεώργιος ήξερε περίπου πού ήταν το κάθε κανόνι· τα είχε δει από έξω, όσο το πλοίο βρισκόταν ακόμα στο λιμάνι της Ανώπολης. Το ένα ήταν σε κλειστό χώρο· η κάννη του έβγαινε από ένα μικρό άνοιγμα. Το άλλο ήταν πάνω στο ανοιχτό κατάστρωμα.
Ο Γεώργιος τώρα κατευθύνθηκε προς το πρώτο όπλο, έχοντας την κουκούλα της κάπας του κατεβασμένη και το Φιλί της Έχιδνας θηκαρωμένο ξανά, ελπίζοντας ότι έτσι, ακόμα κι αν συναντούσε φρουρούς, δεν θα του ορμούσαν αμέσως, μην ξέροντας ότι εκείνος ήταν που είχε χτυπήσει αυτούς στο κέντρο ισχύος. Το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου σφύριζε μέσα του, για να κρατά υπό έλεγχο τη δηλητηριώδη οργή του.
Και το σχέδιό του έπιασε. Καθώς έστριβε μες στους διαδρόμους του σκάφους, βαδίζοντας βιαστικά, είδε τρεις φρουρούς να τον προσπερνάνε κατευθυνόμενοι προς το ενεργειακό κέντρο, με τα όπλα τους στα χέρια. Ο Γεώργιος σκέφτηκε: Κάποιος απ’αυτούς που χτύπησα πρόλαβε, κάπως, να ειδοποιήσει ότι κάτι γινόταν εκεί κάτω. Δεν υπάρχει όμως και τηλεοπτικός πομπός στον χώρο· δεν με είδαν. Δεν είδαν ακριβώς τι συνέβαινε.
Φωνές ακούγονταν από το εσωτερικό του σκάφους, ενώ ο συναγερμός συνέχιζε να κουδουνίζει. Και σύντομα, προτού καταφέρει ακόμα να βρει το υδατοτρόπο κανόνι, ο Γεώργιος συνειδητοποίησε ότι τώρα η φασαρία δεν πρέπει να γινόταν μόνο εξαιτίας της δικής του επίθεσης αλλά κι επειδή κάποιο άλλο σκάφος – πειρατικό – προσέγγιζε το πλοίο. Το Δηλητηριασμένο Σαλάχι δίχως αμφιβολία· οι κουρσάροι του.
Ο χρόνος του τελείωνε.
Τα υδατοτρόπα θα έμπαιναν τώρα σε λειτουργία.
Ο Γεώργιος έφτασε κοντά στο ένα. Ήταν σ’ένα αμπάρι, όπως το περίμενε. Και μόλις εισέβαλε εκεί είδε αμέσως δύο μισθοφόρους να στρέφονται στο μέρος του, κρατώντας ήδη ενεργοβόλα πιστόλια και σπαθιά. Είχαν μάλλον ακούσει γι’αυτά που έγιναν στο κέντρο ισχύος και καταλάβαιναν ότι κάποιος εχθρός βρισκόταν μες στο πλοίο – κάποιος που ήταν εδώ για να κάνει δολιοφθορές και να υποβοηθήσει τους πειρατές που πλησίαζαν. Στο χειριστήριο του κανονιού καθόταν ένας άλλος άντρας, ο οποίος φαινόταν να κοιτάζει μέσα από το στόχαστρο του όπλου.
«Τι είσαι συ; Πού πας;» φώναξε ο ένας από τους δύο μισθοφόρους στον Γεώργιο, ενώ τον σημάδευαν με τα πιστόλια τους.
Εκείνος είχε ήδη πιάσει το βελονοβόλο μέσα σε μια από τις εσωτερικές τσέπες της κάπας του. «Ο Καπετάνιος μού είπε να σας δώσω αυτό–» άρχισε, για να τους μπερδέψει – τραβώντας το βελονοβόλο και πατώντας τη σκανδάλη.
Το βλήμα χτύπησε έναν μισθοφόρο μα δεν τον επηρέασε· η βελόνα δεν διαπέρασε την πέτσινη πανοπλία στον βραχίονά του. Και ενεργειακές ριπές πάραυτα εξαπολύθηκαν. «Αυτός είναι!» έλεγε ο ένας φρουρός στον άλλο ενώ πατούσε τη σκανδάλη. «Αυτός!»
Ο Γεώργιος τινάχτηκε, προσπαθώντας ν’αποφύγει τις ριπές, αλλά η μία τον βρήκε στο δεξί πόδι, στον μηρό, τραντάζοντάς τον. Πράγμα που απλώς τον έκανε να χάσει τον έλεγχο της οργής του. Τραβώντας το Φιλί της Έχιδνας το πέταξε καταπάνω στον έναν μισθοφόρο, κραυγάζοντας. Η λεπίδα τον τρύπησε πέρα για πέρα, τινάζοντας αίμα. Και ο Γεώργιος έσκυψε. Η ενεργειακή ριπή του άλλου μισθοφόρου πέρασε δίπλα απ’το κεφάλι του, τρίζοντας, κάνοντας τις τρίχες του να ορθωθούν.
Ο Φιλημένος τράβηξε ένα ξιφίδιο από τη μπότα του και το εκτόξευσε, στροβιλιζόμενο, βρίσκοντας τον άντρα στο μάτι και σωριάζοντάς τον.
Ο χειριστής του κανονιού είχε τώρα γυρίσει, κρατώντας ένα πυροβόλο πιστόλι στο ένα χέρι κι ένα σπαθί στο άλλο. Υψώνοντας το πρώτο πίεσε τη σκανδάλη, όμως το όπλο δεν λειτούργησε.
Και ο Γεώργιος χίμησε καταπάνω του. Ο άντρας τον σπάθισε, κι εκείνος έπιασε τη λεπίδα με το δεξί του χέρι, αγνοώντας το δάγκωμά της. Η όψη του χειριστή του κανονιού φανέρωσε μόνο ξάφνιασμα, λίγο προτού η αριστερή γροθιά του Γεώργιου τον χτυπήσει καταπρόσωπο στέλνοντάς τον για ύπνο.
Το υδατοτρόπο κανόνι τώρα βρισκόταν μπροστά του, αφύλαχτο. Τράβηξε το Φιλί της Έχιδνας μέσα από τον νεκρό μισθοφόρο και κοπάνησε, άγρια, το μεγάλο όπλο μερικές φορές, διαλύοντας το χειριστήριό του. Ύστερα, έκοψε τα καλώδια που το συνέδεαν με τις δύο μεγάλες ενεργειακές φιάλες παραδίπλα.
Το πλοίο ολόκληρο ταρακουνήθηκε. Το Δηλητηριασμένο Σαλάχι πρέπει να είχε χρησιμοποιήσει το δικό του υδατοτρόπο κανόνι.
Ώρα να πάμε πάνω, σκέφτηκε ο Γεώργιος, και, παίρνοντας το ξιφίδιό του από τον νεκρό, έφυγε απ’το αμπάρι.
Αλλά αυτή τη φορά δεν είχε τη σύνεση να θηκαρώσει το ματωμένο Φιλί της Έχιδνας – η οργή έβραζε και μαινόταν εντός του – έτσι τον είδαν και αμέσως κατάλαβαν ότι πρέπει να ήταν ο εισβολέας· ή, μάλλον, ένας από τους εισβολείς. Γιατί και οι μισθοφόροι φύλακες του πλοίου και οι ναύτες υπέθεταν ότι πρέπει να ήταν τουλάχιστον τρεις δολιοφθορείς μες στο σκάφος. Η καταστροφή που είχε γίνει στο κέντρο ισχύος δεν υποδήλωνε την παρουσία μόνο ενός ατόμου.
Ο Γεώργιος αντίκρισε τους μισθοφόρους να έρχονται προς το μέρος του, με σπαθιά που πάνω στις λεπίδες τους έτριζαν ενέργειες. Τους χτύπησε με το Φιλί της Έχιδνας, μέσα σ’έναν από τους στενούς διαδρόμους του σκάφους, και η οργή του ήταν σαν θύελλα. Κάθε φορά που το όπλο του συναντούσε τα όπλα τους, οι μισθοφόροι αναγκάζονταν να υποχωρούν· δεν μπορούσαν να μείνουν σταθεροί στις θέσεις τους. Νόμιζαν ότι άγριος άνεμος τούς έσπρωχνε. Και ούτε η ενέργεια που διέτρεχε τις λεπίδες τους έμοιαζε να τους βοηθά καθόλου εναντίον του. Είχαν απορήσει, είχαν τρομάξει. Κανείς τους δεν είχε ποτέ συναντήσει παρόμοιο εχθρό. Και ο εισβολέας δεν φαινόταν καν να φορά κάποια οργανική στολή!
Ένας μισθοφόρος σκοτώθηκε από το Φιλί της Έχιδνας, με το στήθος του σκισμένο στα δύο. Ένας άλλος έπεσε, μ’ένα μεγάλο τραύμα στα πλευρά. Μια τρίτη χτυπήθηκε στον ώμο και σκόνταψε.
Ο δρόμος άνοιξε μπροστά του, και ο Φιλημένος ανέβηκε γρήγορα μια σκάλα.
Κυνηγήστε τον! άκουσε κραυγές πίσω του. Κυνηγήστε τον!
Όμως τώρα ήταν στο ανοιχτό κατάστρωμα, όπου στέκονταν περισσότεροι μισθοφόροι αλλά και ναύτες με όπλα στα χέρια. Το Δηλητηριασμένο Σαλάχι πλησίαζε, ήταν πολύ κοντά, όμως φαινόταν να έχει πέσει σε άγρια θαλασσοταραχή η οποία συνέβαινε μόνο γύρω του και από κάτω του – απρόσμενα κύματα, φουσκωμένα νερά. Οι πειρατές στο κατάστρωμα του κουρσάρικου σκάφους κρατιόνταν γερά για να μην πέσουν. Το υδατοτρόπο κανόνι του πλοίου που κατευθυνόταν προς Σεργήλη ήταν στραμμένο στη θάλασσα, και προφανώς αυτό ευθυνόταν για την τοπική τρικυμία που είχε χτυπήσει το Σαλάχι.
Αλλά δεν ήταν μακριά από τον Γεώργιο, ο οποίος έτρεξε καταπάνω του, με το Φιλί της Έχιδνας αιματοβαμμένο στο χέρι του.
Ένας μισθοφόρος τον πρόλαβε, πετάχτηκε εμπρός του, σπαθίζοντάς τον με το δικό του ξίφος, φωνάζοντας: «Σταματήστε τον!»
Ο Γεώργιος απέκρουσε το χτύπημα με τη λεπίδα του Φιλιού της Έχιδνας, κι έσπρωξε τον άντρα κάνοντάς τον να κατρακυλήσει πάνω στο κατάστρωμα ενώ εκείνος συνέχιζε να φωνάζει: «Ένας από τους δολιοφθορείς!»
Ο Γεώργιος έφτασε κοντά στο κανόνι, καθώς δύο μισθοφόροι στρέφονταν σημαδεύοντάς τον με ενεργειακά πιστόλια και ο ένας κραύγαζε: «Παραδώσου, πειρατή!»
Ο Γεώργιος έσκυψε, και η μία ριπή πέρασε από πάνω του. Η άλλη τον χτύπησε στον δεξή ώμο, κλονίζοντάς τον βίαια. Όμως δεν άφησε αυτό να τον σταματήσει. Η οργή της Έχιδνας ήταν πολύ ισχυρή μέσα του για να ενοχληθεί από κάτι τέτοιο. Το σπαθί του κάρφωσε στον λαιμό τη γυναίκα που χειριζόταν το κανόνι, σκοτώνοντάς την. Ύστερα, στράφηκε κι έριξε στους μισθοφόρους με το βελονοβόλο του, συνεχόμενα – η μια δηλητηριασμένη βελόνα κατόπιν της άλλης.
Ένας άντρας έπεσε, χτυπημένος στο μάτι, σπαρταρώντας πάνω στο κατάστρωμα, ουρλιάζοντας.
«ΣΚΟΤΩΣΤΕ ΤΟΝ!» κραύγασε μια γυναίκα που φαινόταν να είναι του πληρώματος – λοστρόμος, πιθανώς – όχι μισθοφόρος.
Ο Γεώργιος καλύφτηκε στο πλάι του υδατοτρόπου όπλου καθώς οι ενεργειακές ριπές έπεφταν βροχή – αστοχώντας τον. Τράβηξε το πιστόλι που είδε στη ζώνη της νεκρής χειρίστριας του κανονιού – ένα πυροβόλο, δυστυχώς. Αλλά δεν είχε τίποτα καλύτερο· οι βελόνες είχαν τελειώσει στο βελονοβόλο του. Έβγαλε την κάννη του πιστολιού από την άκρη της κάλυψής του και άρχισε να πατά τη σκανδάλη: μία, δύο, τρεις, τέσσερις φορές – τίποτα: το όπλο ήταν σαν νεκρό στο χέρι του.
«Κυκλώστε τον, γαμώτο!» φώναξε πάλι εκείνη η γυναίκα – η λοστρόμος. «Ξεπαστρέψτε τον!»
Και οι μισθοφόροι πλησίαζαν τώρα με αγχέμαχα όπλα στα χέρια, αλλά και με βαλλίστρες.
Το πιστόλι του Γεώργιου πυροβόλησε επιτέλους, κι ένας άντρας σωριάστηκε κραυγάζοντας.
Η οργή της Έχιδνας είχε κυριέψει τον Φιλημένο. Αυτό το γαμημένο όπλο δεν τον εξυπηρετούσε όπως έπρεπε! Ούτε μία στις τρεις ριπές δεν έριχνε! Πέταξε το πιστόλι καταπάνω στον πρώτο μισθοφόρο που έκανε να τον ζυγώσει, χτυπώντας τον στο κρανοφόρο κεφάλι του και ρίχνοντάς τον κάτω, αναίσθητο.
Ύστερα χίμησε ανάμεσα στους υπόλοιπους, κραδαίνοντας το Φιλί της Έχιδνας σαν μανιασμένη θύελλα, τινάζοντας αίματα δεξιά κι αριστερά.
Δεν είδε καν το Δηλητηριασμένο Σαλάχι να έρχεται κοντά στο πλοίο και να το πλευρίζει. Το κατάλαβε ότι ήταν εδώ μόνο όταν άκουσε τους κουρσάρους του να πηδάνε, από τα ξάρτια, στο κατάστρωμα της λείας τους με δυνατές νικητήριες κραυγές.
Η αντίσταση που συνάντησαν δεν ήταν μεγάλη καθώς έκαναν ρεσάλτο, και υπήρχε ένας και μόνο λόγος:
Ο καινούργιος τους Καπετάνιος.
Τον οποίο όλοι έβλεπαν να πολεμά σαν δαίμονας της Έχιδνας εναντίον των μισθοφόρων του σκάφους. Όσοι είχαν ακόμα αμφιβολίες για τη μαχητική του δεινότητα, τώρα έχασαν όλες τους τις αμφιβολίες. Ήταν αλήθεια! παρατηρούσαν. Ήταν αλήθεια ότι ο άνθρωπος έμοιαζε... έμοιαζε υπεράνθρωπος. Ακόμα και η Λουκία όφειλε να παραδεχτεί ότι ο γαμιόλης ήταν να τον βλέπεις και να σου σηκώνετ’ η τρίχα.
«Πάρτε το πλοίο!» φώναξε η πειρατίνα. «Πάρτε το πλοίο! Είναι δικό μας! Δικό μας!» Δείχνοντας με το σπαθί της τους εναπομείναντες μισθοφόρους και οπλισμένους ναύτες επάνω στο ανοιχτό κατάστρωμα.
«Και ποιος λέει ότι εσύ είσαι Καπετάνισσα για να δίνεις τώρα διαταγές;» μούγκρισε ο Ζαχαρίας, ενώ ήδη οι Αγενείς συγκρούονταν με τους φύλακες του πλοίου – ατσάλι συναντούσε ατσάλι, κλαγγή και φωνές γέμιζαν τον αέρα, ποδοβολητά πάνω στην κουβέρτα και κραυγές πόνου.
«Άντε γαμήσου, ρε μαλάκα Ζαχαρία!» γρύλισε η Λουκία. «Πάρτε το σκάφος – πάρτε το σκάφος!»
Ο Κοσμάς ήταν επίσης εκεί, φυσικά, βαστώντας ένα μεγάλο σπαθί και με τα δύο χέρια, διαγράφοντας μεγάλα ημικύκλια με τη λεπίδα του. Αντιμετωπίζοντας τώρα τρεις ναύτες του πλοίου ταυτόχρονα. Κρατώντας τους μακριά. Τραυματίζοντας τον έναν στα πλευρά.
Ο Ζαχαρίας έτρεξε να τον βοηθήσει, σπαθίζοντας έναν από τους άλλους στην πλάτη, σωριάζοντάς τον. Οι δύο εναπομείναντες ναύτες – ο τραυματισμένος και ο ακόμα ατραυμάτιστος – προσπάθησαν να πολεμήσουν και τον Ζαχαρία και τον Κοσμά, αλλά σύντομα έπεσαν, αιμόφυρτοι. Και ο Ζαχαρίας κι ο Κοσμάς βρέθηκαν τώρα αντιμέτωποι με δύο μισθοφόρους, που δεν ήταν σαν τους ναύτες: ήταν καλύτερα εξοπλισμένοι και καλύτερα εκπαιδευμένοι, και η μία αμέσως τραυμάτισε τον Ζαχαρία στον ώμο με μια γρήγορη σπαθιά. Οι δύο μισθοφόροι ήταν σαν τέρατα από κίνηση και ατσάλι.
Αλλά μετά ο Γεώργιος έπεσε πάνω τους, κραδαίνοντας το Φιλί της Έχιδνας – ένα τέρας από οργή και θεϊκό δηλητήριο. Με μια κλοτσιά έστειλε την πολεμίστρια να κατρακυλήσει στην κουβέρτα. Το σπαθί του συνάντησε αυτό του συντρόφου της το οποίο ήταν γεμάτο ενέργεια που τσύριζε και λαμπύριζε, όμως δεν ήταν ικανή να ενοχλήσει τον Φιλημένο. Ο Γεώργιος τράβηξε το ξιφίδιό του με το άλλο χέρι και, καθώς το Φιλί ήταν διασταυρωμένο με το σπαθί του αντιπάλου του, τον κάρφωσε στο μάτι, τρυπώντας τον ώς τον εγκέφαλο, σκοτώνοντάς τον.
Η πολεμίστρια έκανε να σηκωθεί όρθια ξανά, αλλά το μεγάλο σπαθί του Κοσμά τη λιάνισε, τσακίζοντας την πανοπλία της.
«Καπετάνιε!» αναφώνησε ο Κοσμάς, μειδιώντας άγρια, με το πρόσωπό του πιτσιλισμένο με αίμα. «Είσαι ζωντανός!»
Τα αβλεφάριστα μάτια του Φιλημένου στραφτάλισαν. «Υπήρχε κανένα γαμημένο οδοντόψαρο πάνω στο Σαλάχι που να το αμφιβάλλει;»
Ο Κοσμάς γέλασε. «Όχι, Καπ’τάνιε, κανένα.»
«Ωραία.»
«Υποχωρούν,» είπε ο Ζαχαρίας. «Πάνε κάτω.»
Οι υπερασπιστές του σκάφους, πράγματι, κατέβαιναν, φεύγοντας από το ανοιχτό κατάστρωμα.
«Κυνηγήστε τους!» πρόσταξε ο Γεώργιος, δείχνοντάς τους με το ματωμένο σπαθί του. «Κυνηγήστε τους, και χτυπάτε τους μέχρι που συνεχίζουν ν’αντιστέκονται! ΤΟ ΣΚΑΦΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟ ΜΑΣ!»
Ο Αγενείς ζητωκραύγασαν υψώνοντας τα όπλα τους στον αέρα. Ορισμένοι φώναζαν: Γεώργιος! Καπετάν Γεώργιος! Καπετάν Γεώργιος!
«Κυνηγήστε τους!» Ο Φιλημένος έτρεξε πρώτος προς τις σκάλες.
Ένα πυροβόλο πιστόλι κροτάλισε από εκεί, χωρίς να δυσλειτουργήσει, και μια σφαίρα τον χτύπησε στ’αριστερά πλευρά. Αλλά ο Γεώργιος δεν σταμάτησε. Χίμησε μες στην καταπακτή, σπαθίζοντας τον μισθοφόρο που κρατούσε το όπλο, κόβοντάς του το χέρι από τον αγκώνα σαν να μην ήταν παρά ξυλαράκι, κλοτσώντας τον ύστερα και κάνοντάς τον να κατρακυλήσει πάνω στους άλλους με ορμή, στέλνοντάς τους όλους κάτω από τη σκάλα. Και ο Γεώργιος δεν έπαψε ούτε στιγμή να κατεβαίνει, βαστώντας το Φιλί της Έχιδνας, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, σαν τώρα μια σφαίρα να μη βρισκόταν μέσα του.
Οι κουρσάροι του τον ακολούθησαν, κραυγάζοντας, εκστατικοί από όσα έβλεπαν. Αυτός σίγουρα δεν ήταν άνθρωπος! Δεν ήταν άνθρωπος! Ήταν ο Ακατάλυτος Κουρσάρος των μύθων. Δεν μπορεί να ήταν τίποτα λιγότερο.
Μέσα στους διαδρόμους του πλοίου, οι μισθοφόροι και το πλήρωμα δεν άργησαν να ηττηθούν από την έφοδο των Αγενών. Είχαν ήδη χάσει πολλούς επάνω στο ανοιχτό κατάστρωμα και δεν μπορούσαν να συνεχίσουν να μάχονται. Αν συνέχιζαν, καταλάβαιναν ότι σύντομα όλοι τους θα σκοτώνονταν. Και ο Κυβερνήτης του πλοίου προτιμούσε να κρατήσει ζωντανό τον εαυτό του και όσο από το πλήρωμά του είχε απομείνει, παρά να πολεμήσει μέχρι τέλους.
«Παραδινόμαστε!» φώναξε. «Κουρσάροι – μ’ακούτε; Παραδινόμαστε!» Ήταν αμπαρωμένος πίσω από την πόρτα που οδηγούσε στη μεγάλη τραπεζαρία, μαζί με τους απομεινάρηδες ναύτες και μισθοφόρους, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν τραυματισμένοι.
«Σ’ακούμε,» αποκρίθηκε ο Φιλημένος από την άλλη μεριά της πόρτας. Το σπαθί του ήταν βουτηγμένο στο αίμα, από την αιχμή ώς το μανίκι, τα ιερατικά χαράγματα επάνω στη λεπίδα του κρυμμένα. Πίσω από τον Γεώργιο στέκονταν ο Κοσμάς και άλλοι πειρατές. «Ποιος είσαι;»
«Ο Κυβερνήτης του σκάφους είμαι. Παραδινόμαστε – μπορείτε να πάρετε το πλοίο μας – αρκεί να μας αφήσετε να φύγουμε με τις λέμβους.»
«Βγείτε έξω, χωρίς τα όπλα σας, και θα σας αφήσουμε να φύγετε,» υποσχέθηκε ο Γεώργιος.
«Τα όπλα μας δεν τα αφήνουμε αν πρώτα δεν έχουμε ανεβεί στις λέμβους.»
«Θα σ’το πω απλά, Κυβερνήτη: Ή βγαίνετε χωρίς τα όπλα σας, τώρα, ή γκρεμίζω τούτη την πόρτα και μπαίνουμε.»
«Δε θα το βρεις τόσο εύκολο να γκρεμίσεις την πόρτα. Είναι–» Ο Κυβερνήτης τινάχτηκε πίσω καθώς ένα τρομερό χτύπημα ήρθε από την άλλη μεριά.
Ο Γεώργιος είχε κλοτσήσει την πόρτα, κάνοντάς την να τρίξει δυνατά. «Θα τη σπάσω!» φώναξε. «Ανοίξτε την, τώρα, ενώ έχετε ρίξει κάτω τα όπλα σας.»
«Δεν αφήνουμε τα όπλα μας! Και την πόρτα δεν μπορείς να τη σπάσεις!»
Τα μάτια του Κυβερνήτη γούρλωσαν καθώς ξαναείδε την πόρτα να τραντάζεται. Με τι διάολο τη χτυπάνε; απόρησε. Με ενεργειακό κριό; Δε μπορούσε να φανταστεί τίποτ’ άλλο.
«Κάντε πίσω, κύριε Κυβερνήτη!» τον προειδοποίησε ένας μισθοφόρος. «Κάντε πίσω!»
Και ο Κυβερνήτης, αν και διστακτικά, οπισθοχώρησε... ενώ η πόρτα τρανταζόταν ξανά – ξύλα έσπασαν – και ξανά – μεντεσέδες διαλύθηκαν – και ξανά–
Η πόρτα έπεσε, και ο Κυβερνήτης είδε τον μαυρόδερμο κουρσάρο με τα πράσινα μούσια και τα μακριά μαλλιά να πατά πάνω της, έχοντας στο ένα χέρι ένα αιματοβαμμένο σπαθί και στο άλλο ένα ενεργειακό πιστόλι.
«Παραδόσου, Κυβερνήτη,» είπε ο Γεώργιος. «Τώρα! Αλλιώς όλοι θα πεθάνετε.»
«Τι σκατά είσαι;» γρύλισε ένας μισθοφόρος, ενώ ο Κυβερνήτης του πλοίου είχε μείνει άφωνος. «Πώς γκρέμισες έτσι την πόρτα;»
Οι κουρσάροι μπήκαν στην τραπεζαρία, έτοιμοι να λιανίσουν το τελευταίο πλήρωμα. Αλλά ο Γεώργιος ύψωσε το Φιλί της Έχιδνας μπροστά τους, σταματώντας τους. «Περιμένετε!» πρόσταξε. «Περιμένετε!» Και υπάκουσαν, αν και με άγριες όψεις στα πρόσωπά τους.
«Ρίξτε τα όπλα σας,» είπε ο Γεώργιος στον Κυβερνήτη. «Τώρα! Βάλτε τα πάνω στο τραπέζι, όλοι, και θα φύγετε από το πλοίο ζωντανοί, σας το υπόσχομαι.»
«...Κάντε ό,τι σας λέει,» διέταξε ο Κυβερνήτης, που έμοιαζε μετά δυσκολίας νάχει ξαναβρεί τη μιλιά του. «Κάντε ό,τι σας λέει.» Κι άφησε ο ίδιος πρώτος το σπαθί του και το πυροβόλο πιστόλι του πάνω στο τραπέζι.
Οι ναύτες και οι μισθοφόροι τον μιμήθηκαν.
«Φάτε τους!» είπε η Λουκία. «Φάτε τους όλους!»
Ο Γεώργιος, όμως, την άρπαξε απ’τον ώμο και την τράβηξε πίσω προτού προλάβει να κινηθεί. «Όχι!» φώναξε. «Τους είπα ότι θα φύγουν ζωντανοί – και θα φύγουν ζωντανοί! Κρατάμε τον λόγο μας!»
Η Λουκία τον αγριοκοίταξε. «Ο Ευγένιος ποτέ δεν θα ήταν τόσο ανόητος!» σύριξε.
«Ο Ευγένιος είναι νεκρός,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος. Και κανείς δεν αμφισβήτησε ότι εκείνος ήταν που τώρα έκανε κουμάντο στους Αγενείς.
«Μια ερώτηση πριν σας διώξουμε, Κυβερνήτη,» είπε ο Φιλημένος στρέφοντας το βλέμμα του ξανά στον Κυβερνήτη του σκάφους. «Και σκέψου προσεχτικά προτού μου απαντήσεις.»
Εκείνος τον ατένισε συνοφρυωμένος, παραξενεμένος. Τι ερώτηση μπορεί να ήθελε να του κάνει αυτός ο μαυρόδερμος, καταφανώς εξωδιαστασιακός πειρατής;
Ο Γεώργιος είπε: «Πριν από δύο χρόνια – δύο χρόνια – ένα πλοίο καταποντίστηκε μέσα σε μια τρομερή καταιγίδα, μάλλον βόρεια της Κεντρυδάτιας, βόρεια του Πλοκαμιού των Ναυαγίων. Πρέπει να ήταν σκάφος από άλλη διάσταση. Έχεις ακούσει τίποτα γι’αυτό;»
Ο Κυβερνήτης έγλειψε τα χείλη του, νευρικά. Γιατί μου κάνει τέτοια ερώτηση; αναρωτήθηκε. Τι μπορεί να ζητά; Προσπάθησε να θυμηθεί αν όντως είχε ακούσει για τέτοιο σκάφος. Τελικά, είπε: «Γιατί θες να μάθεις;»
«Απάντησέ μου αν το έχεις ακούσει!»
«Και τι θα γίνει μετά; Θα μας αφήσεις να φύγουμε ή–;»
«Τίποτα δεν θ’αλλάξει, Κυβερνήτη. Απάντησέ μου! Πες μου τι ξέρεις γι’αυτό το χαμένο πλοίο. Από ποια διάσταση ερχόταν; Πώς ονομαζόταν; Τα πάντα!»
«Δεν ξέρω τα πάντα,» αποκρίθηκε ο Κυβερνήτης. «Δεν ξέρω τίποτα γι’αυτό.»
«Σκέψου καλά.» Τα μάτια του Γεώργιου τον ατένιζαν χωρίς να βλεφαρίζουν ούτε στιγμή. «Σκέψου καλά.»
«Δεν έχει κάτι να σκεφτώ. Δεν τόχω ακούσει–»
«Ταξιδεύεις κι εσύ σ’άλλες διαστάσεις, μα την Έχιδνα! Σκέψου καλά.»
«Σου ορκίζομαι: δεν έχω ακούσει για το πλοίο που ρωτάς. Πριν από δυο χρόνια, έτσι; Βόρεια της Κεντρυδάτιας; Βόρεια του Πλοκαμιού των Ναυαγίων;»
«Ναι. Μέσα σε μια τρομερή καταιγίδα.»
«Δεν το ξέρω.»
«Ούτε κάτι παρόμοιο;»
Ο Κυβερνήτης κούνησε το κεφάλι αρνητικά.
«Πάρτε τους επάνω!» πρόσταξε ο Γεώργιος τους κουρσάρους, νιώθοντας την οργή της Έχιδνας ν’απειλεί να τον κυριεύσει. Το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου ήταν το μόνο που τον έκανε να μην σκοτώσει τον Κυβερνήτη επιτόπου.
Οι Αγενείς ανέβασαν το πλήρωμα του σκάφους στο ανοιχτό κατάστρωμα και σύντομα έφεραν εκεί και τους λίγους επιβάτες που κρύβονταν στις καμπίνες. Κανέναν δεν πείραξαν, σύμφωνα με τις διαταγές του Γεώργιου.
Ο οποίος είπε στον Κυβερνήτη: «Η Ανώπολη δεν είναι μακριά. Δε θα χρειαστείτε τις βάρκες.»
«Μα είχαμε πει ότι–»
«Εγώ δεν είπα ποτέ ότι θα πάρετε και τις βάρκες.» Και προς τους κουρσάρους του: «Πετάξτε τους όλους στη θάλασσα!»
Το πλήρωμα και οι επιβάτες διαμαρτυρήθηκαν, μα δεν μπορούσαν ν’αντισταθούν, και γρήγορα βρέθηκαν στα κύματα πέφτοντας από διάφορα σημεία της κουπαστής με σπρωξίματα και κλοτσιές.
Η Λουκία ρώτησε τον Γεώργιο: «Είναι ζωντανός ο μάγος του πλοίου;»
«Όχι. Πρέπει να το ρυμουλκήσουμε. Κουνηθείτε! Όλοι πίσω στο Σαλάχι! Εκτός από εσάς τους τέσσερις» – έδειξε κάποιους πειρατές – «που θα μείνετε εδώ για να δέσετε το πλοίο.»
Οι κουρσάροι του τον ακολούθησαν καθώς πηδούσε στο κατάστρωμα του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού. Δεν υπήρχε κανένας δυσαρεστημένος από το κούρσεμα. Ούτε καν η Λουκία. Μπορεί ο καταραμένος μαυρόδερμος ξένος νάχε επιζήσει, σκεφτόταν, μα η λεία ήταν αξιόλογη· και ο τύπος πραγματικά πολεμούσε όπως είχαν πει ο Κοσμάς κι οι άλλοι. Πολεμούσε χειρότερα (με την καλή έννοια πάντα) απ’ό,τι είχαν πει ο Κοσμάς κι οι άλλοι! Η Λουκία ήταν σίγουρη ότι είχε ξαφνιάσει ακόμα κι αυτούς.
«Πάμε!» φώναξε ο Γεώργιος. «Γρήγορα! Μούρη,» πρόσταξε τον τιμονιέρη, «πρόσω ολοταχώς, μόλις σφυρίξω. Και δυτικά – όλο δυτικά. Μ’εννοείς;»
«Μά’στα Καπ’τάνιε!» Ο Μούρης έτρεξε στη γέφυρα, με τα ξυπόλυτα πόδια του να χτυπάνε ρυθμικά την κουβέρτα.
Ο Γεώργιος είπε στους άλλους: «Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο. Ίσως κάποιοι απ’την πόλη να μας κυνηγήσουν.»
Η Λουκία γέλασε. «Απ’την Ανώπολη; Δεν είσαι σοβαρός! Κανείς δεν πρόκειται να–»
«Δεν το ρισκάρω – όχι τώρα, που θα τραβάμε τέτοιο μεγάλο πλοίο πίσω μας.» Και προς τους τέσσερις που είχαν μείνει στο κατάστρωμα του κουρσεμένου σκάφους φώναξε: «Ακόμα, ρε; Τι κάνετε; Δέστε το μη σας δέσω στο κατάρτι! Δέστε το!»
«Τώρα, Καπ’τάνιε! Δέθηκε! Δέθηκε!» αποκρίθηκε ο ένας. Είχαν ήδη τις αλυσίδες στα χέρια τους και τις γάντζωναν σε διάφορα σημεία του πλοίου.
Ο Κοσμάς, έχοντας ένα ζευγάρι κιάλια στα μάτια του, κοίταζε προς τα νότια. «Δε βλέπω κανείς νάρχεται κατά μας, Καπετάνιε. Αλλά ένα σκάφος δεν είναι και τόσο μακριά.»
«Ωραία,» είπε ο Γεώργιος· «θα μαζέψουν αυτούς που ρίξαμε στη θάλασσα.»
«Δεν έπρεπε νάχες σκοτώσει τον μάγο τους,» του είπε ο Λουκία. «Αιχμάλωτο μπορούσαμε να τον χρησιμοποιήσουμε, ως δούλο.»
«Την άλλη φορά θα στείλουμε σένα μες στη λεία για να τα φροντίσεις όλα όπως τα θες,» της αποκρίθηκε ο Γεώργιος μεταξύ αστείου και σοβαρού, με τα αβλεφάριστα μάτια του να γυαλίζουν, λοξοκοιτάζοντάς την.
Κάποιοι απ’τους κουρσάρους γέλασαν.
«Όλα έτοιμα, Καπ’τάνιε!» φώναξε ο ένας από τους τέσσερις πειρατές που βρίσκονταν στο κατάστρωμα του κλεμμένου πλοίου.
«ΜΟΥΡΗ!» βροντοφώναξε ο Γεώργιος. «Ξεκινάμε!»
Ο Μούρης, μες στη γέφυρα, τον άκουσε κι έβαλε σε λειτουργία τις προπέλες του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού.
Τραβώντας το κουρσεμένο σκάφος πίσω τους, έπλευσαν προς τα δυτικά. Η ταχύτητά τους ήταν αξιοσημείωτα μειωμένη, όμως πήγαιναν αρκετά γρήγορα για την περίσταση. Η μηχανή του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού ήταν δυνατή.
Ο Κοσμάς είπε στον Γεώργιο: «Καπετάνιε... εκείνο το πυροβόλο που σε χτύπησε... Σε χτύπησε όντως, έτσι;» Έδειξε τα ρούχα του Φιλημένου που ήταν ποτισμένα με σκούρο-μπλε αίμα.
«Με χτύπησε. Κάποιος πρέπει να βγάλει τη σφαίρα από μέσα μου. Πρώτα, όμως, φροντίστε ν’ανοίξουν τα πανιά του πλοίου που ρυμουλκούμε· αυτό θ’αυξήσει την ταχύτητά μας, έστω και λίγο. Θα μας βοηθήσει.»
Όταν ξημερώνει, τους ξυπνάω και κατεβαίνουμε στην τραπεζαρία του Αγοραίου για να πάρουμε πρωινό. Τίποτα το σπουδαίο· βασικά πράγματα: καφέδες, παξιμάδια, τυρί.
«Θα πάμε λοιπόν να βρούμε τη φίλη σου σήμερα;» ρωτά ο Αρσένιος, που η Ευθαλία είναι ξανά τυλιγμένη στον πήχη του, κάτω από το μανίκι. Έχει γνωρίσει καινούργιο έρωτα στη ζωή της. Αλλά δεν αισθάνομαι παραμελημένος.
Η Διονυσία μού ρίχνει ένα βλέμμα που, ξεκάθαρα, μου ζητά να αγνοήσω τον αδελφό της. Όμως δεν μπορώ να τον αγνοήσω, γιατί κι εμένα μ’ενδιαφέρει πολύ η υπόθεση των Τρομερών Καπνών. Αν δεν πάω να συναντήσω τώρα την Ειρήνη την Ανήμερη – που την ήξερα από παλιά, καθώς και τότε ήταν πειρατικό μάτι στη Λιμαναγορά της Σκιάπολης – ίσως ποτέ ξανά να μην τη συναντήσω. Ίσως να μη μπορώ ποτέ ξανά να τη συναντήσω – ίσως να την έχουν καθαρίσει. Για διάφορους λόγους. Η ζωή των ματιών είναι κάθε άλλο παρά ασφαλής.
«Θα πάμε,» λέω. «Αν είναι σε κάποιο από τα στέκια που θυμάμαι, έχει καλώς· θα της μιλήσω. Αν όμως δεν είναι, τελείωσε το θέμα· δε θα την αναζητήσουμε άλλο, γιατί πιθανώς να μπλέξουμε άδικα.»
Η Διονυσία μού φαίνεται δυσαρεστημένη, μα δεν λέει τίποτα. Πίνει μια γουλιά απ’τον καφέ της. Το πρόσωπό της είναι τελείως καθαρό από εξανθήματα σήμερα, και ούτε ακούω καθόλου την αναπνοή της επιβαρυμένη· τίποτα από την επίδραση του δηλητηρίου των φαρμακοβατράχων δεν έχει μείνει επάνω της. Καλό αυτό. Ακόμα κι αν είναι δυσαρεστημένη μαζί μου.
Δεν μπορεί να καταλάβει ότι είναι αρκετά σημαντικό να μιλήσω στην Ειρήνη; αναρωτιέμαι. Τέλος πάντων...
Αφήνοντας το πρωινό μας μισοτελειωμένο (κανείς μας δεν έχει όρεξη να το τελειώσει), ύστερα από λίγο φεύγουμε από το Αγοραίο έχοντας πάρει όλα μας τα πράγματα μαζί. Σκοπεύουμε να επιστρέψουμε, φυσικά, όμως καλύτερα να μην το ρισκάρεις. Στη Σκιάπολη είμαστε. Οι διαρρήξεις δωματίων ταξιδιωτών δεν είναι σπάνιο φαινόμενο, ακόμα κι αν κανείς δεν σε κυνηγά. Κι εμάς μάς κυνηγάνε τα βατράχια – εμένα, τουλάχιστον. Στο Αγοραίο, βέβαια, τέτοια δεν γίνονται, ομολογουμένως, για να είμαι δίκαιος με το πανδοχείο· ή, μάλλον, τα περιστατικά είναι ελάχιστα. Αλλά καλύτερα να είμαστε προσεχτικοί· δεν βλάπτει, ειδικά στην περίπτωσή μας.
Οδηγώ τη Διονυσία και τον αδελφό της μέσα στη βαβούρα της Αγοράς, ακολουθώντας τους δρόμους της από ένστικτο περισσότερο παρά από μνήμης. Γιατί αλλάζουν. Είναι σαν τους θαυμαστούς δρόμους κάποιας μυθικής πόλης που ποτέ δεν μένουν σταθεροί. Αλλά βέβαια οι δρόμοι της Αγοράς των Σκιών δεν είναι καθόλου «θαυμαστοί»· αλλάζουν επειδή συνεχώς αλλάζουν θέσεις και οι παράγκες και οι σκηνές εδώ, δημιουργώντας κι εξαφανίζοντας διόδους. Ένας διαρκώς μεταβαλλόμενος λαβύρινθος. Σαν τις διαρκώς μεταβαλλόμενες διαστάσεις, ίσως, που η γεωγραφία τους δεν είναι σταθερή – και καλύτερα να μην αναρωτιέμαι πώς ξέρω ότι υπάρχουν τέτοιες διαστάσεις: Από το αινιγματικό παρελθόν μου, προφανώς.
Ορισμένες φορές σκέφτομαι αν και η Υπερυδάτια θα μπορούσε να ενταχθεί σ’αυτή την κατηγορία διαστάσεων. Αλλά μάλλον όχι. Απλώς οι ηπειρόνησοί της πλέουν συνέχεια επάνω στον ατέρμονο ωκεανό της, αλλάζοντας σχετικές θέσεις αναμεταξύ τους. Η γεωγραφία της κάθε ηπειρονήσου μένει αναλλοίωτη. Δεν έχω ακούσει ποτέ νάχει μεταβληθεί τίποτα ούτε επάνω στην Ιχθυδάτια, ούτε επάνω στην Κεντρυδάτια, ούτε επάνω στη Μικρυδάτια.
Καθώς διασχίζουμε την Αγορά των Σκιών, το ένστικτό μου με οδηγεί αλάθευτα προς τα ανατολικά. Φτάνουμε στη Λιμαναγορά, όπου το σκηνικό είναι σχεδόν το ίδιο. Σχεδόν. Αν ξέρεις τα σημάδια που πρέπει να κοιτάξεις, αμέσως το καταλαβαίνεις ότι είσαι σε άλλη συνοικία. Κατά πρώτον, εδώ οι οσμές των ψαριών είναι πολύ πιο έντονες. Εκτός των άλλων.
«Αυτό το μέρος με τρομάζει, Γεώργιε,» μου λέει η Διονυσία. «Όλοι τους μου μοιάζουν με μαχαιροβγάλτες. Ακόμα κι οι έμποροι.»
«Το ‘μοιάζουν’ τι το θέλεις;» αποκρίνομαι.
Και ο Αρσένιος γελά, ξερά. «Είδες που σου έλεγα ότι είναι λιμανόφοβη;»
«Αν εδώ δεν είσαι μαχαιροβγάλτης, έστω και λίγο,» εξηγώ στη Διονυσία, «οι άλλοι – που είναι μαχαιροβγάλτες – θα σε ξεπαστρέψουν πολύ σύντομα.»
«Τι ωραίο μέρος...» μουρμουρίζει η φίλη μου κάτω απ’την κουκούλα της κάπας της.
Φυσικά, έχουμε όλοι τις κουκούλες μας σηκωμένες. Δεν είναι τώρα καιρός να μας μπανίσει κανένας χαφιές των ακόλουθων του Λοκράθου. Και, όπως ξέρω από παλιά, πολλοί ακόλουθοι του Λοκράθου κυκλοφορούν στη Σκιάπολη.
Εκτός αν τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου τούς έχουν πλέον εξολοθρεύσει. Αλλά δεν το νομίζω. Όχι όλους, τουλάχιστον.
«Τώρα είμαστε στη Λιμαναγορά,» πληροφορώ τη Διονυσία και τον αδελφό της.
«Έτσι εξηγείται η... ευωδία,» σχολιάζει ο Αρσένιος. Σίγουρα έχει ξανάρθει στη Σκιάπολη. Σίγουρα.
Αρχίζουμε να πηγαίνουμε στα στέκια της Ειρήνης της Ανήμερης, αναζητώντας την. Κοιτάζω στα σωστά σημεία, περιμένοντας κάπου να τη μπανίσω. Και την παίρνει το μάτι μου σ’ένα μπαρ κοντά στις αποβάθρες, να στέκεται όρθια πλάι στον εξωτερικό πάγκο, με μια κούπα στο χέρι, απ’την οποία αχνοί αναδίδονται.
Είναι ψηλή γυναίκα η Ειρήνη η Ανήμερη, με μαλλιά ξανθά και σγουρά, μακριά ώς τους ώμους. Δέρμα λευκό με απόχρωση του ροζ. Ένας μεγάλος κρίκος στο αριστερό αφτί. Ρούχα φαρδιά, αλλά όχι για να κρύψουν πάχος. Είναι λιγνή και δυνατή. Μια φορά είχε τύχει να τη δω με ελάχιστα ρούχα και η τύπισσα ήταν γεμάτη μύες. Έχει και μια μεγάλη δερματοστιξία στα δεξιά: ένα χταπόδι – ένα πράγμα όλο πλοκάμια, τουλάχιστον – που ξεκινά απ’τον ώμο και τελειώνει στο ένα κωλομέρι περνώντας από τα πλευρά. Στη μέση της δένεται τώρα μια πλατιά ζώνη απ’την οποία κρέμονται ένα ξιφίδιο κι ένα πιστόλι. Αν και γνωρίζω πως δεν προτιμά να χρησιμοποιεί όπλα. Αν μπορεί να τα καταφέρει με τα λόγια, τα καταφέρνει με τα λόγια. Αν δεν μπορεί, ρίχνει κλοτσιές και μπουνιές και μετά την κοπανά, εξαφανίζεται.
Δε φαίνεται νάχει αλλάξει από τότε που την ήξερα.
Τα μάτια της είναι κρυμμένα πίσω από ένα ζευγάρι σκούρα-μπλε γυαλιά, παρότι δεν έχει και τόσο ήλιο σήμερα. Ύποπτο;
«Περιμένετε εδώ,» λέω στη Διονυσία.
«Τη βρήκες;» ρωτά ο Αρσένιος.
«Ναι. Μείνε με τη Διονυσία, και μην της κάνεις προβλήματα.»
«Ποιος, εγώ; Ποτέ,» και γελά ξερά.
Απομακρύνομαι από τους δυο τους και πλησιάζω την Ειρήνη, ξεπροβάλλοντας ανάμεσα από παρέες ναυτικών. Τα γυαλιά της στρέφονται αμέσως επάνω μου. Και τη βλέπω να ετοιμάζεται να με κλοτσήσει και να τρέξει· το σώμα της τσιτώνεται, το διακρίνω. Όχι, δεν έχει αλλάξει...
«Δεν έχει και τόσο ήλιο σήμερα,» της λέω, ζυγώνοντας και παραμερίζοντας την κουκούλα μου.
«Γεώργιε!» συρίζει, χωρίς να μοιάζει να χαίρεται και τόσο που με βλέπει. «Τι...; Τι στα κωλομέρια του Λοκράθου κάνεις εδώ; Είχ’ ακούσει ότι τα παράτησες. Ότι δεν–»
«Ναι, δεν είμαι πειρατής πια. Έχει περάσει καιρός από τότε. Εσύ, όμως, βλέπω πως συνεχίζεις.»
«Δεν έχω ακόμα μαζέψει το πόσο που χρειάζομαι για να ζήσω όπως θέλω· οπότε...» Ανασηκώνει τους ώμους.
Και πραγματικά περιμένεις να το μαζέψεις έτσι; Αλλά δεν το λέω αυτό. Δικό της είναι το πρόβλημα. «Άκουσα ότι σε βούτηξαν οι Θαρνέσιοι...»
«Ποιος σ’το είπε;»
«Κάποιος σε χτύπησε· γι’αυτό δε φόρας τα γυαλιά;»
«Να κοιτάς τη δουλειά σου.» Μοιάζει ξανά έτοιμη να με κλοτσήσει και να φύγει τρέχοντας.
«Δουλειά μου είναι.»
«Κάνεις λάθ–»
«Μ’ενδιαφέρουν οι Καπνοί, κι απ’ό,τι έχω μάθει κάτι ξέρεις γι’αυτούς–»
«Ποιος σου λέει τέτοιες μαλακίες;»
«Δεν έχει σημασία–»
«Ο Ιωάννης, έτσι;»
«Δεν έχει σημασία,» επιμένω, νιώθοντας την οργή της Έχιδνας να φουντώνει εντός μου. «Δεν είμαι εδώ για να σε κυνηγήσω. Θέλω να μάθω κάποια πράγματα γι’αυτούς.»
«Δεν ξέρω τίποτα για τους Τρομερούς Καπνούς,» λέει – αλλά σιγανά, πολύ σιγανά, σαν να φοβάται μην την ακούσουν. Και δεν την αδικώ.
«Οι Θαρνέσιοι δεν θα σε φιλοξενούσαν χωρίς λόγο.»
«Οι Θαρνέσιοι μαλακίζονται, γαμώ τα μαλλιά της Έχιδνας!» συρίζει η Ειρήνη. «Τους το είπα ότι μαλακίζονται, αλλά δεν με πίστευαν. Με τράβηξαν στο Άντρο τους.» Ριγεί, φανερά. Σπάνιο· δεν είναι φοβητσιάρα. «Κάποιος, υποτίθεται, τους σφύριξε ότι κάνω το μάτι για τους Καπνούς. Μα δεν είν’ αλήθεια, γαμώτο! Απλά έχω ακούσει φήμες για τους Καπνούς – τίποτα περισσότερο. Τ’ορκίστηκα στην Έχιδνα την ίδια και στον Ζέφυρο, μα δεν με πίστευαν. Μ’απείλησαν με βασανιστήρια, αλλά και πάλι δεν είχα τίποτα να τους πω. Τι να τους έλεγα; Ψέματα; Θα το καταλάβαιναν – οι Θαρνέσιοι είναι – και τότε σίγουρα θα ήμουν σκυλοπνιγμένη.»
«Δεν ξέρεις, λοιπόν, κάτι για τους Καπνούς...»
«Θες να σ’το ξαναπώ;»
«Γιατί τότε σ’άφησαν οι Θαρνέσιοι να φύγεις;»
«Με παρακολουθούν, προφανώς. Και τώρα σίγουρα μπανίζουν κι εσένα μαζί μου.»
Δε με εκπλήσσει, φυσικά. «Και γιατί σε υποπτεύθηκαν εξαρχής;»
«Σου εξήγησα, γαμώ τ’αφτιά σου τα λοκράθια! Κάποιος καβουρόφιλος πούστης τούς το σφύριξε.»
«Σ’το είπαν;»
«Ναι.»
«Και δεν σου ανέφεραν ποιος ήταν;»
«Φυσικά και όχι.» Αναστενάζει και πίνει μια γουλιά απ’το τσάι της. «Άσε, ρε, είδα την Έχιδνα νύφη εκεί μέσα... Με τράβηξαν στο Άντρο, το καταλαβαίνεις; Στο γαμημένο Άντρο.»
«Έχω ακούσει ότι δεν είναι όμορφο μέρος για νάσαι αιχμάλωτος.» Αν και υποπτεύομαι ότι δεν μπορεί να είναι και πολύ χειρότερο απ’το Οχυρό του Άρχοντα της Κιρβιάδας.
«Ευχήσου να μην καταλήξεις εκεί. Ούτε εσύ δεν θα μπορείς να σπάσεις τις πόρτες.»
Χαμογελάω, διασκεδασμένος. «Ίσως.»
«Πώς και ξαναβρέθηκες στη Σκιάπολη;» με ρωτά. «Γιατί ψάχνεις τους Καπνούς;» Και ξαφνικά, ανήσυχη λίγο: «Μη μου πεις ότι δουλεύεις για κάποιον από τους Τρεις!»
«Όχι. Τώρα δουλεύω μόνο για τον εαυτό μου.»
Η Ειρήνη γελά. «Γιατί, πότε δούλευες για κανέναν άλλο;»
«Έχω κάνει πολλά από τότε που με ήξερες, Ειρήνη.»
«Έχω, όμως, ακούσει για τον Οφιομαχητή...»
«Μύθοι, τα περισσότερα απ’αυτά, είμαι σίγουρος.»
«Ναι· αλλά, όπως λένε, μες στους μύθους κρύβονται κι αλήθειες.»
«Τέλος πάντων. Δε θα σ’απασχολήσω άλλο.»
«Στάσου.» Μου πιάνει τον ώμο. «Γιατί ψάχνεις τους Καπνούς;»
«Θες νάχεις κάτι να σφυρίξεις στους Θαρνέσιους όταν σε ξαναβουτήξουν; Να τους πεις ότι ο Οφιομαχητής αναζητά τους Καπνούς γι’αυτό και γι’αυτό τον λόγο;»
«Ορκίζομαι σιγή ιχθύος.»
Ρουθουνίζω. Τίποτα δεν είναι ιερό για την Ειρήνη την Ανήμερη· τα πάντα είναι πληροφορίες για πούλημα.
«Έλα τώρα! Είμαι περίεργη. Και – πού ξέρεις; – ίσως να μπορώ τελικά να σε βοηθήσω. –Όχι πως γνωρίζω τίποτα για τους Καπνούς. Αλλά ίσως, παραπλεύρως... ίσως νάναι κάτι άλλο που... Καταλαβαίνεις, δεν καταλαβαίνεις;»
Κουνάω το κεφάλι. «Αποκλείεται να μπορείς να με βοηθήσεις,» της λέω. «Ψάχνω ένα συγκεκριμένο άτομο που είδα ανάμεσα στους Καπνούς.»
«Το είδες ανάμεσα στους Καπνούς; Τους έχεις συναντήσει, δηλαδή;»
«Βούλιαξαν ένα σκάφος μέσα στο οποίο βρισκόμουν.»
«Τι άτομο είν’ αυτό που ψάχνεις; Ίσως να τόχω μπανίσει κάπου και να το θυμηθώ αν η εμφάνισή του είναι... αξιοσημείωτη.»
Λες; Υπάρχει μια πιθανότητα. Αν και μικρή. «Μια γυναίκα,» της λέω. «Μαυρόδερμη σαν εμένα. Μενεξεδιά μαλλιά, μακριά. Καλή στο ξίφος, πολύ καλή.»
«Χμμ.» Η Ειρήνη σουφρώνει τα χείλη, συλλογισμένα. «Δε μου λέει κάτι... Είναι... είναι πειρατίνα; Είναι στο πλευρό των Καπνών;»
«Ναι.»
«Και την ψάχνεις επειδή...;» Με κοιτάζει συνοφρυωμένη. «Επειδή...; Λόγω δέρματος;»
«Αυτό είναι δικό μου θέμα.»
«Νομίζεις ότι ίσως ξέρει για κείνο το πλοίο που αναζητούσες από τότε; Ακόμα δεν έχεις μάθει γι’αυτό;»
«Όχι. Έμαθες τίποτα εσύ;»
«Είσαι σοβαρός; Πού να μάθω;»
«Να έχεις το νου σου γι’αυτή τη γυναίκα,» της λέω. «Άμα ξαναπεράσω αποδώ, θάρθω να σε ρωτήσω.»
«Στάσου.»
«Έχω κι άλλες δουλειές,» λέω ψέματα καθώς απομακρύνομαι.
Στρίβω σε μια γωνία, μπαίνοντας σ’ένα σοκάκι, και, μετά από μερικές ακόμα στροφές, συναντώ τη Διονυσία και τον Αρσένιο απ’την άλλη μεριά. Δεν ήθελα να πάω ευθύγραμμα σ’αυτούς, δεν ήθελα η Ειρήνη να με παρακολουθεί με το βλέμμα της – ούτε κανείς που τώρα παρακολουθεί την Ειρήνη, άνθρωπος των Θαρνέσιων πιθανώς.
«Πάμε,» τους λέω.
«Τι έμαθες;» με ρωτά ο Αρσένιος.
«Τίποτα. Χαμένος χρόνος,» απαντώ καθώς βαδίζουμε μες στη Λιμαναγορά.
«Δεν είναι μάτι για τους Καπνούς;»
«Όχι.»
«Μπορεί να σου είπε ψέματα.»
«Δεν αποκλείεται, αλλά δεν το νομίζω. Είναι πολύ φρικαρισμένη απ’την αιχμαλωσία της στο Άντρο· το καταλαβαίνω.»
«Γιατί δεν ήρθες αμέσως προς εμάς;» με ρωτά η Διονυσία. «Γιατί έστριψες και...;»
Της εξηγώ.
«Ακριβώς αυτό θα έκανα κι εγώ,» σχολιάζει ο Αρσένιος ξερά. «Ακριβώς. Αν δεν ήταν όλα τόσο σκοτεινά.»
Επιστρέφουμε στο Αγοραίο, και μένουμε εκεί όλο τον υπόλοιπο καιρό μέχρι να έρθει το πλοίο που θα μας πάει στην Κεντρυδάτια. Δεν κάνουμε εξόδους· δεν υπάρχει λόγος, κι αυτό ίσως, μάλιστα, να μας έβαζε σε κίνδυνο, δεδομένου ότι τα βατράχια πιθανώς ακόμα να με ψάχνουν. Θα μπορούσα να είχα ρωτήσει κι άλλο κόσμο εδώ, στη Σκιάπολη, για τους Τρομερούς Καπνούς· αλλά δεν το κάνω, γιατί τώρα το βασικό είναι να γυρίσω τη Διονυσία και τον Αρσένιο πίσω στη Μεγάπολη. Εξαιτίας μου μπλέχτηκαν σε τούτη την ιστορία, τελείως άδικα.
Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι είμαστε συνεχώς κλεισμένοι στο δωμάτιό μας σαν ποντίκια· κατεβαίνουμε και στην τραπεζαρία, αλλά φροντίζουμε να έχουμε πάντα τις κουκούλες μας σηκωμένες, τα πρόσωπά μας στη σκιά. Εγώ, κυρίως. Η δική μου όψη είναι που αμέσως τραβά την προσοχή. Η Διονυσία και ο Αρσένιος είναι συνηθισμένοι Υπερυδάτιοι. Το μόνο που θα μπορούσε να αποτελέσει αναγνωριστικό σημάδι επάνω τους είναι το ότι ο Αρσένιος είναι τυφλός.
Ακούω τι λέγεται στο πανδοχείο χωρίς να μιλάω ο ίδιος, και πολλά κουβεντιάζονται στην τραπεζαρία του Αγοραίου, πολύς κόσμος έρχεται εδώ, είτε περαστικός είτε για να μείνει περισσότερο. Επίσης, αγοράζω ένα φύλλο της Σκιερής Εφημερίδας, όπως (αναμενόμενα) ονομάζεται η μεγαλύτερη εφημερίδα της Σκιάπολης. Δεν είναι, ωστόσο, καθόλου «σκιερή»· τα πάντα τα λέει και παντού κυκλοφορεί.
Την επόμενη μέρα από τότε που συνάντησα την Ειρήνη την Ανήμερη, η Σκιερή Εφημερίδα γράφει γι’ακόμα μια επίθεση των Τέκνων του Φαρμακερού Κύκλου. Σκότωσαν έναν ενεχυροδανειστή. Τον κάρφωσαν έξω από τον Οίκο της Ανεμώνης (ένα καμπαρέ στις Μέσα Γειτονιές της Κάτω Σκιάς το οποίο δεν μου είναι καθόλου άγνωστο) καθώς έφευγε. Επάνω στο στήθος του χάραξαν τον Διπλό Καταβροχθιστή, και τον άφησαν εκεί, στον δρόμο.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ακούω γι’αυτό τον ενεχυροδανειστή. Τον είχα ακούσει και παλιότερα, όταν ήμουν πειρατικό μάτι σε τούτα τα μέρη, αν και ποτέ δεν είχα πάρε-δώσε μαζί του. Κάθαρμα, το δίχως άλλο. Έκανε πολλούς εκβιασμούς, πολλές κλεψιές. Συνήθως περιφερόταν με μισθοφόρους από κοντά, απ’ό,τι ήξερα. Πού ήταν οι μισθοφόροι του τώρα; Το πιθανότερο είναι ότι θα τους καθάρισαν κι αυτούς τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου, αλλά η εφημερίδα δεν το γράφει. Ούτε ακούω κάτι σχετικό να λέγεται στο Αγοραίο.
Τέλος πάντων. Τώρα δεν μπορώ να το ψάξω περισσότερο το θέμα. Αν και μ’ενδιαφέρει. Αναρωτιέμαι γιατί με αναζητά αυτή η Φαρμακερή Βασίλισσα. Και ποια είναι.
Ο Αρσένιος, όταν του λέω για το περιστατικό, μουρμουρίζει: «Αυτός πρέπει νάναι...»
«Ποιος;» Είμαστε σ’ένα τραπέζι του Αγοραίου, κάτω από τη σκάλα, καλά καλυμμένοι στις σκιές. Και η Διονυσία, φυσικά, είναι μαζί μας. Παίρνουμε βραδινό – κοκκινιστό βγενόψαρο με λευκό κρασί και καυτερές πιπεριές.
«Ο ενεχυροδανειστής,» αποκρίνεται ο Αρσένιος. «Ένας άντρας... νεκρός... με τον Κύκλο χαραγμένο στο στήθος, από κάποια κοφτερή λεπίδα... Γαλανόδερμος, Οφιομαχητή;»
«Ναι,» του λέω, «γαλανόδερμος.» Το βλέμμα μου είναι στη φωτογραφία επάνω στην εφημερίδα. Έχουν βάλει το πτώμα στο πρωτοσέλιδο, φυσικά, για να τραβά κόσμο, να κάνει πωλήσεις, και η επικεφαλίδα γράφει: ΤΑ ΤΕΚΝΑ ΤΟΥ ΚΥΚΛΟΥ ΣΦΑΖΟΥΝ ΞΑΝΑ! Όπως πάντα, τρομερή η διακριτικότητα των δημοσιογράφων...
«Αυτός είναι,» λέει ο Αρσένιος.
«Τον είδες σε κάποιο όραμα.» Δεν είναι ερώτηση.
«Χτες το μεσημέρι.»
«Ο φόνος έγινε χτες βράδυ. Τον προέβλεψες.»
Η Διονυσία λέει: «Κάποια σύμπτωση, ίσως.»
«Δεν το νομίζω,» διαφωνώ, και ζητώ από τον Αρσένιο κι άλλες λεπτομέρειες για τον νεκρό.
Τα πάντα που μου λέει είναι σαν να βλέπει τη φωτογραφία. Σαν να μην είναι τυφλός.
Ακόμα κι η Διονυσία μοιάζει ξαφνιασμένη.
«Δεν είν’ αυτός;» ρωτά τελικά ο Αρσένιος, ατενίζοντας τον τοίχο.
«Αυτός είναι,» τον διαβεβαιώνω.
«Εκτός από θανάτους και τέτοια πράγματα, βλέπεις και τίποτ’ άλλο;» του λέει η Διονυσία.
Και ο αδελφός της γελά με το ξερό του γέλιο. «Τα πάντα... τα πάντα είναι θάνατος,» αποκρίνεται. «Και σκοτάδι.»
Οφείλω να ομολογήσω πως ο τρόπος και η φρασεολογία του κάνουν ακόμα και τις δικές μου τρίχες να ορθωθούν· και παρατηρώ πως έχουν επηρεάσει και τη Διονυσία.
Την άλλη μέρα, κατά το μεσημέρι, βρισκόμαστε στις αποβάθρες της Λιμαναγοράς. Πλησιάζουμε το μεγάλο καράβι που θα ταξιδέψει προς Κεντρυδάτια. Είναι εκεί, όπως μου είχε πει ο Ιωάννης το Μάτι. Ονομάζεται Νηφάλιος Ιχθύς, και το όνομα είναι γραμμένο στο πλάι του. Για ακρόπρωρο έχει ένα πελώριο κεφάλι ψαριού με μάτια στενά, που μοιάζουν θυμωμένα. Το πλοίο μεταφέρει διάφορα εμπορεύματα καθώς και διάφορους επιβάτες. Πηγαίνουμε προς κάτι ναύτες του που στέκονται στην αποβάθρα και κόβουμε εισιτήρια για τους τρεις μας· την Ευθαλία δεν τους τη δείχνουμε καν. Θα έχουμε μια καμπίνα όλη δική μας.
Καθώς ανεβαίνουμε στον Νηφάλιο Ιχθύ, σκέφτομαι ότι είμαστε αρκετά τυχεροί που δεν δεχτήκαμε εδώ καμιά επίθεση από τους ακόλουθους του Λοκράθου. Ίσως να έχουν τα δικά τους προβλήματα – με τα Τέκνα, για παράδειγμα. Ή ίσως απλά να μην κατάφεραν να μας εντοπίσουν. Ή ίσως να μη βρήκαν τη σωστή ευκαιρία για να κινηθούν εναντίον μας· αναμφίβολα, με φοβούνται.
Το πλοίο μας, ύστερα από καμιά ώρα, σαλπάρει απ’το λιμάνι της Σκιάπολης πλέοντας ανατολικά μέσα στο Στόμα του Ιχθύος, προς το Άνοιγμα, για να βγει στους ατέρμονους ωκεανούς της Υπερυδάτιας.
Έπλευσαν δυτικά και, μετά, νότια. Έφτασαν στις Βόρειες Ακτές μες στη νύχτα. Τραβώντας πίσω τους το κλεμμένο πλοίο, ρυμουλκώντας το με δυνατές αλυσίδες. Άραξαν στη Μουλιασμένη Γη, σ’έναν όρμο καλυμμένο από καλαμιώνες με ψηλά καλάμια. Οι Αγενείς είπαν στον καινούργιο Καπετάνιο τους ότι θα ήταν ασφαλείς εδώ: σίγουρα· ο παλιός Καπετάνιος το χρησιμοποιούσε αυτό το μέρος κάπου-κάπου.
Οι πειρατές κοίταζαν τώρα τον Γεώργιο με δέος. Στην αρχή, πολλοί απ’αυτούς – οι περισσότεροι – δεν πίστευαν ότι θα τα κατάφερνε να βγει ζωντανός από τη λεία. Αλλά τα είχε καταφέρει. Και έτσι όπως τον είχαν δει να μάχεται... Μόνο ο Ακατάλυτος Κουρσάρος ο ίδιος θα μπορούσε να πολεμά έτσι! Μόνο ένας μύθος. Δεν ήξεραν αν θα έπρεπε να φοβούνται ή να χαίρονται που είχαν έναν τέτοιο άνθρωπο για αρχηγό τώρα. Δεν αμφέβαλλαν όμως ότι θα ήταν μαζί τους για καιρό, και μάλλον θα τους ωφελούσε.
Ο Γεώργιος, ο Κοσμάς, ο Ζαχαρίας, η Λουκία, και μερικοί άλλοι πήδησαν στο κλεμμένο πλοίο – το Σμαράγδι των Κυμάτων, όπως ονομαζόταν – κι άρχισαν να το ερευνούν για λάφυρα. Στους υπόλοιπους είπαν να περιμένουν· θα τους ειδοποιούσαν σύντομα. Τη μάγισσα, την Ερασμία’μορ, την πήραν μαζί τους, γιατί μπορεί με τη μαγεία της να εντόπιζε κάτι αόρατο ή δυσδιάκριτο για τις δικές τους αισθήσεις. Η γυναίκα ήρθε ημίγυμνη όπως καθόταν στο κέντρο ισχύος του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού, αλλά έχοντας τώρα και μια κάπα ριγμένη πάνω από τα λιγοστά της ρούχα. Τα πόδια της πατούσαν ξυπόλυτα στο κατάστρωμα. Τα μαλλιά της ήταν μαύρα, σγουρά, και μακριά· το δέρμα της λευκό-ροζ.
Στο μεγάλο αμπάρι του Σμαραγδιού των Κυμάτων βρήκαν τέρατα: πλάσματα από το Σύμπλεγμα που έκαναν τις τρίχες των κουρσάρων να ορθώνονται και το στόμα τους να ξεραίνεται καθώς τα φώτιζαν με τα ενεργειακά φώτα που είχαν βάλει σε λειτουργία στο ταβάνι.
Όλα αυτά τα όντα, βέβαια, ήταν κλεισμένα σε κλουβιά, κανένα δεν ήταν ελεύθερο· αλλά, και πάλι, έμοιαζαν τρομερά επικίνδυνα. Έμοιαζαν ότι θα μπορούσαν ίσως να σπάσουν τα κάγκελα και να σε φάνε ζωντανό.
Είχαν πλοκάμια σαν γιγάντια μαλάκια· είχαν σώματα σαν ερπετά· άλλα, πάλι, ήταν σαν αμφίβια. Όμως δεν θύμιζαν καθόλου τα πλάσματα της Υπερυδάτιας. Καθόλου. Ούτε καν όντα όπως τους Ανάποδους Σκαρφαλωτές. Είχαν κάτι το... εξωπραγματικό επάνω τους, για τα δεδομένα ετούτης της διάστασης. Εκτός των άλλων, όλα φαινόταν να είναι τυφλά.
Ένα έμοιαζε με διασταύρωση βατράχου και σκύλου, κι εκεί όπου θα έπρεπε να βρίσκονται τα μάτια του ήταν δυο κέρατα που λικνίζονταν σαν κεραίες, σαν κάποιου είδους αισθητήρια όργανα, αλλά αιχμηρά κι επικίνδυνα: φυσικά όπλα. Τα δύο πίσω πόδια του ήταν μεγαλύτερα από τα μπροστινά. Και δεν ήταν μόνο ένα απ’αυτά τα όντα· ήταν έξι μέσα σ’εκείνο το κλουβί που ήταν γεμάτο από τις ακαθαρσίες τους. (Δαίμονες του Λοκράθου! είπαν κάποιοι από τους κουρσάρους. Του Λοκράθου... Δαιμονικά βατράχια... Αλλά ο Γεώργιος γέλασε και τους είπε: «Δε νομίζω ότι ο Λοκράθος έχει σχέση μ’αυτούς τους Κερατομάτηδες.» Ναι, ήξερε πώς λέγονταν. Το ήξερε από το αινιγματικό παρελθόν του.)
Ένα πλάσμα ήταν φίδι, αλλά χωρίς κεφάλι. Στη θέση του κεφαλιού του βρίσκονταν έξι πλοκάμια που αναδεύονταν σαν να τα χτυπούσε άνεμος, παρότι άνεμος δεν φυσούσε εδώ μέσα. Εν μέρει, έμοιαζε με κάτι ανάμεσα σε ερπετό και φυτό. Και ήταν μεγάλο όσο τρεις άνθρωποι. (Ούτε ο Γεώργιος δεν ήξερε πώς λεγόταν. Ή δεν θυμόταν.)
Δύο άλλα όντα ήταν οριακά ανθρωπόμορφα, και το καθένα βρισκόταν σε δικό του κλουβί που ίσα που το χωρούσε. Ήταν σαφώς πιο εύσωμα από άνθρωποι, και τερατωδώς μυώδη. Σκεπάζονταν από γκρίζες φολίδες, από πάνω ώς κάτω. Μάτια δεν είχαν. Είχαν ένα κοκάλινο λοφίο που ξεκινούσε από την κορφή του κεφαλιού, συνέχιζε στη ράχη, και κατέληγε ώς τα μέσα της κοντής ουράς τους. Τα χέρια τους είχαν στο τέλος δαγκάνες παρόμοιες με του κάβουρα. («Υπόγειοι Γίγαντες,» είπε ο Γεώργιος στους πειρατές του, χωρίς να ξέρει από πού είχε έρθει αυτό το όνομα στα χείλη του. «Υπόγειους Γίγαντες τούς λένε, συνήθως.» Οι κουρσάροι βάδιζαν βουβοί τώρα, παρατηρώντας τα τέρατα.)
Ένα πλάσμα είχε τέσσερα ψηλά πόδια σαν εντόμου στη μπροστινή μεριά, και στην πισινή δύο πτερύγια όπως τα ψάρια. Στο κεφάλι του είχε μεγάλες δαγκάνες. Σ’όλο το σώμα του οι τρίχες κουνιόνταν σαν αισθητήρια όργανα. Ήταν κατάμαυρο, και έστεκε τελείως ακίνητο – εκτός από τις τρίχες του. (Ο Γεώργιος δεν ήξερε πώς λεγόταν. Ή δεν θυμόταν.)
Ένα άλλο κλουβί ήταν γεμάτο με όντα κοντά, όχι ψηλότερα από το γόνατο των περισσότερων κουρσάρων. Είχαν δύο πλατιά πόδια με σκληρές μεμβράνες, και χοντρά σώματα. Το κεφάλι τους ήταν όλο στόμα, αλλά χωρίς δόντια. Πίσω τους φύτρωνε μια μακριά, ευλύγιστη ουρά με κεντρί στο πέρας, σαν κοκάλινο καρφί. Έβγαζαν έναν ενοχλητικό ήχο που θύμιζε κλάμα μωρού. («Μωρά της Αβύσσου,» είπε ο Γεώργιος, και οι πειρατές απόρησαν με τις γνώσεις του. Πώς ήξερε για τέτοια όντα ο τύπος; Ήξεραν τέτοια πράγματα τα πειρατικά μάτια; Αλλά τούτος δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος· ήταν... θα μπορούσε να ήταν ο Ακατάλυτος Κουρσάρος, μα την Έχιδνα!)
Και είδαν και άλλα πλάσματα εκτός από αυτά, όλα παράξενα και αποκρουστικά για τα δικά τους μάτια.
Πέρα από φριχτά όντα, όμως, το πλοίο είχε επίσης κρυμμένα στ’αμπάρια του διάφορα πετρώματα και φυτά από το Σύμπλεγμα. Ήταν μέσα σε κιβώτια, σε γλάστρες, και σε γυάλες, γιατί ορισμένα χρειαζόταν να βρίσκονται στο νερό για να ζήσουν.
«Υπάρχουν άνθρωποι που τα θέλουν αυτά,» είπε ο Κοσμάς, καθώς ανέβαιναν πάλι στο ανοιχτό κατάστρωμα. «Θα μας δώσουν πολλά οχτάρια.»
«Αρκεί να τους βρούμε,» τόνισε η Λουκία. «Έχεις κανέναν υπόψη σου;»
«Τώρα δεν μπορώ να σκεφτώ κάποιον. Αλλά θα βρεθούν αγοραστές· αποκλείεται να μη βρεθούν.»
«Αν δεν βρεθούν, δεν κερδίσαμε τίποτα.»
«Τα πετρώματα σίγουρα θα μπορούμε να τα πουλήσουμε!»
«Αρκετά,» τους διέκοψε ο Γεώργιος. «Θα το συζητήσουμε το πρωί. Τώρα χρειαζόμαστε ξεκούραση.»
«Ξεκούραση;» είπε η Λουκία. «Εσένα ποτέ κανείς δεν σ’έχει δει να κοιμάσαι!»
«Και δεν χαίρεσαι που κάποιος σάς φυλάει;» αποκρίθηκε αγέλαστα ο Γεώργιος, χωρίς να δώσει καμιά άλλη εξήγηση. Πράγμα που έκανε απλώς τις εικασίες για το άτομό του να πληθύνουν. Τι ήταν ο καινούργιος Καπετάνιος τους; αναρωτιόνταν οι κουρσάροι. Ήταν σταλμένος από κάποιον θεό; Ήταν δαίμονας;
Όταν βρίσκονταν στην κουβέρτα του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού, η Μάγδα ρώτησε: «Κι αν αυτά τα τέρατα εκεί κάτω σπάσουν τα κάγκελα και βγουν έξω;»
«Δε νομίζω ότι μπορούν,» είπε ο Γεώργιος. «Αν μπορούσαν θα το είχαν κάνει ήδη. Ταΐστε τα, όμως, για καλό και για κακό.»
«Να τα... ταΐσουμε;» έκανε ο Ζαχαρίας. «Με τι;»
«Πάω στοίχημα ότι τρώνε το ίδιο κρέας που τρώμε κι εμείς – αλλά ώμο.»
Και αποδείχτηκε σωστός. Όταν τους το πέταξαν μες στα κλουβιά, το έφαγαν λαίμαργα. Εκτός από ορισμένα, τα οποία αδιαφόρησαν τελείως, για κάποιο λόγο. Αλλά ούτε έδειχναν πεινασμένα, ή ανήσυχα.
Αργότερα, μες στη βαθιά νύχτα, ο Γεώργιος καθόταν στην πλώρη του σκάφους ατενίζοντας τα σκοτάδια της Μουλιασμένης Γης, τον καλαμιώνα που τα καλάμια του γυάλιζαν σε σημεία από το φως του μεγάλου ανοιξιάτικου φεγγαριού της Υπερυδάτιας. Έκανε αρκετή ψύχρα, αλλά δεν είχε κρύο ακριβώς.
Τα μάτια του Γεώργιου ήταν ορθάνοιχτα. Μέσα του μουρμούριζε η Πάροδος του Πράου Ανέμου. Το μυαλό του ήταν στις διδαχές του Γέρου του Ανέμου. Έτσι «κοιμόταν».
Θα κοιμάσαι, του είχε πει ο Γέρος, εκεί στα ψηλά μέρη των Ρινέων Ορέων. Αλλά, αφού δεν το έχεις ανάγκη όπως οι άλλοι άνθρωποι, ούτε ο ύπνος σου θα είναι όπως ο δικός τους. Θα κοιμάσαι-χωρίς-να-κοιμάσαι. Θα είσαι άγρυπνος-κοιμισμένος.
Και τώρα ο Φιλημένος της Έχιδνας κοιμόταν-χωρίς-να-κοιμάται, καθισμένος πάνω από το ακρόπρωρο του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού: ένα σαλάχι, βαμμένο κατάμαυρο όπως και το υπόλοιπο σκάφος φυσικά.
Ο Κοσμάς, ο Δευτεροκαπετάνιος του Σαλαχιού, τον πλησίασε από τα νώτα, αναρωτούμενος αν ο Καπετάνιος θα τον άκουγε. Αναρωτούμενος αν, μήπως, τελικά ο Καπετάνιος κοιμόταν παρά τις φήμες. Αν κοιμόταν – αλλά όρθιος.
Όταν ήταν στο ενάμισι μέτρο απόσταση από τον Γεώργιο βρήκε ξαφνικά το Φιλί της Έχιδνας στραμμένο προς το μέρος του. Ένα μέτρο ατσάλι χαραγμένο με λαξεύματα στην Ιερατική Γλώσσα της Έχιδνας. Γυάλιζε, σχεδόν φωσφορικά, στο φεγγαρόφωτο.
Ο Κοσμάς ύψωσε τα χέρια του με τις παλάμες ανοιχτές. «Δεν είναι φονιάς, Καπετάνιε.»
Το Φιλί κατέβηκε, γλιστρώντας μες στο θηκάρι ξανά. Ο Γεώργιος δεν είχε σηκωθεί απ’τη θέση του· συνέχιζε να κάθεται οκλαδόν πάνω απ’το ακρόπρωρο. «Πλησίαζες όμως σαν φονιάς.»
«Φοβόμουν μη σ’ενοχλήσω.»
«Δεν έχεις ακούσει που λένε ότι δεν κοιμάμαι;»
Ο Κοσμάς γέλασε κοφτά. Κάθισε δίπλα του. «Ναι, μα δεν ξέρω αν θάπρεπε να τους πιστέψω. Όχι απόλυτα, τουλάχιστον.» Έβγαλε μια πίπα από την τσέπη του πανωφοριού του, τη γέμισε με χόρτο, και την άναψε.
«Να τους πιστέψεις,» του είπε ο Γεώργιος. «Δεν κοιμάμαι.» Ατένιζε τα σκοτάδια των ελών της Μουλιασμένης Γης ξανά. Τα σκοτάδια του καλαμιώνα, που ήταν γεμάτος με μικρά νυκτόβια πλάσματα.
Ο Κοσμάς τον λοξοκοίταξε, φυσώντας καπνό. «Γιατί;»
Ο Γεώργιος δεν μίλησε.
«Λένε και άλλα για σένα, Καπετάνιε, πολύ πιο ευφάνταστα.»
Ο Γεώργιος δεν μίλησε.
«Είσαι άνθρωπος, ή δαίμονας;» Η ερώτηση του Κοσμά δεν ήταν ρητορική. Δεν ήταν για την πλάκα. Ήταν μια κανονική ερώτηση. Κι οι δυο τους το ήξεραν.
«Σου μοιάζω για δαίμονας;» Ο Γεώργιος εξακολουθούσε ν’ατενίζει τα σκοτάδια.
«Τα μάτια σου δεν βλεφαρίζουν ποτέ. Δεν κοιμάσαι. Μάχεσαι σαν δέκα ανθρώπους. Τα τραύματά σου δεν φαίνεται να σ’ενοχλούσαν – ίσως να είσαι κι αθάνατος.»
Ο Γεώργιος γέλασε, διαλύοντας τη δηλητηριώδη οργή της Έχιδνας μέσα του με το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου. «Αθάνατος; Δαίμονας;» Έστρεψε τα ορθάνοιχτα μάτια του στον Κοσμά.
«Με το συμπάθιο κιόλας, Καπ’τάνιε, αλλά τι να υποθέσει το πλήρωμα; Τ’άλλο που λένε είναι ότι ίσως νάσαι ο Ακατάλυτος Κουρσάρος ο ίδιος.»
«Ο μύθος του αιώνιου πειρατή της Υπερυδάτιας που τίποτα δεν μπορεί να τον σταματήσει, να τον σκοτώσει, ή να τον φυλακίσει;»
«Οι μύθοι είναι αθάνατοι, και ποτέ δεν κοιμούνται.»
Ο Γεώργιος γέλασε ξανά.
Και γέλασε κι ο Κοσμάς τώρα. Δάγκωσε την πίπα του, τράβηξε μια γερή ρουφηξιά καπνό, τον φύσηξε απ’τα ρουθούνια. Πρόσφερε, ύστερα, την πίπα και στον Καπετάνιο. Εκείνος κούνησε το κεφάλι αρνητικά, έβγαλε ένα τσιγάρο από μια απ’τις εσωτερικές τσέπες της κάπας του, και το άναψε μ’έναν ενεργειακό αναπτήρα.
«Θα μπορούσε να σ’έχει στείλει κάποιος θεός,» είπε ο Κοσμάς. «Η Έχιδνα, ή ο Ζέφυρος. Κανείς άλλος δεν νομίζω ότι θα μπορούσε να σ’έχει στείλει. Ο Αστερίωνας είναι δύναμη της ξηράς, κι εσύ ήρθες σ’εμάς που είμαστ’ άνθρωποι της θάλασσας. Η Σιλοάρνη... σίγουρα όχι. Ο Ύπνος – αποκλείεται· ποτέ δεν κοιμάσαι, άλλωστε. Ο Άτλας, το γιγάντιο χταπόδι; Δε νομίζω... Ο Αβυσσαίος... ελπίζω πως όχι ο Αβυσσαίος.»
Ο Γεώργιος τον άκουγε και χαμογελούσε μες στο σκοτάδι της κουκούλας του. «Δεν έχω γνωρίσει ποτέ άνθρωπο ‘σταλμένο’ από θεούς,» είπε. «Λες να με είχε στείλει θεός για να τριγυρίζω έτσι, μαζί με κουρσάρους; Ή να κάνω το πειρατικό μάτι πιο πριν;»
«Τι συμβαίνει, τότε; Γιατί... είσαι... όπως είσαι;»
«Γιατί εσύ είσαι όπως είσαι, Κοσμά;»
«Εγώ δεν είμαι τίποτα, Καπετάνιε. Είμαι ένας ακόμα ναυτικός και λεηλάτης.»
Ο Γεώργιος ήταν σιωπηλός για μερικές στιγμές· ύστερα: «Ας πούμε ότι κάποτε είχα ναυαγήσει και, όταν συνήλθα, ήμουν άλλος.»
Ο Κοσμάς τον κοίταζε παραξενεμένος, δαγκώνοντας την άκρη της πίπας του. «Κι εκείνο το πλοίο που αναζητάς... εκείνο το χαμένο σκάφος, που καταποντίστηκε πριν από δυο χρόνια βόρεια της Κεντρυδάτιας, βόρεια του Πλοκαμιού των Ναυαγίων... Ήσουν πάνω σ’εκείνο το πλοίο; Και γι’αυτό τώρα το ψάχνεις;»
«Θα έψαχνα να μάθω για ένα πλοίο επάνω στο οποίο βρισκόμουν; Δε θα ήξερα ήδη γι’αυτό;»
Ο Κοσμάς συνοφρυώθηκε. «Ναι, σωστά... Ναι...» Γέλασε· τράβηξε καπνό από την πίπα. «Λέω νυχτερινές σαχλαμάρες, Καπετάνιε. Φυσικά. Θα ήταν παράλογο. Θα...» Κούνησε το κεφάλι του, μειδιώντας.
«Θα ήταν,» είπε ο Γεώργιος, και τον χτύπησε φιλικά στον ώμο. «Αλλά έχεις δίκιο. Το ένστικτό σου σε οδήγησε σωστά: αυτό είναι το πλοίο που ψάχνω.»
Ο Κοσμάς συνοφρυώθηκε ακόμα πιο έντονα. Ακόμα πιο παραξενεμένος από πριν. «Μα...»
«Δε λύνονται τα πάντα με τη λογική,» του είπε ο Καπετάνιος, κι άφησε το θέμα εκεί.
Το επόμενο πρωί, συγκεντρώθηκαν στην κουβέρτα για ν’αποφασίσουν τι θα έκαναν με το Σμαράγδι των Κυμάτων, τα τέρατα στα σπλάχνα του, και τα άλλα πράγματα που μετέφερε.
«Το σκάφος δεν μπορούμε να το κινήσουμε,» είπε η Λουκία. «Έχουμε μόνο μία μάγισσα – την Ερασμία’μορ. Δεν έχουμε άλλον για να ρυθμίζει τις μηχανές του. Αν είναι να το πάμε κάπου, δεν μπορεί νάναι μακριά.»
«Και με τους δαίμονες μέσα του τι θα γίνει;» έθεσε το ερώτημα ο Ζαχαρίας. «Καλά, εντάξει, τα πετρώματα και τα φυτά μπορούμε να τα φέρουμε και στο δικό μας αμπάρι. Αλλά τα κλουβιά με τους δαίμονες δεν μπορούμε· είναι πολύ ριψοκίνδυνο να τα μετακινήσουμε. Και ίσως και να μη χωράνε μες στο Σαλάχι.»
«Ούτε εγώ νομίζω ότι χωράνε στο Σαλάχι,» συμφώνησε ο Γεώργιος. «Όχι όλα, τουλάχιστον. Επομένως, χρειαζόμαστε το Σμαράγδι.»
«Θα συνεχίσουμε να το ρυμουλκούμε;» είπε η Λουκία. «Θα μας καθυστερεί! Θα μας κάνει εύκολη λεία!»
«Θα προσέχουμε,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος. «Κι αν χρειαστεί να πολεμήσουμε» – ανασήκωσε τους ώμους – «θάχουμε δύο σκάφη υπό τον έλεγχό μας. Και οπλισμένα. Το ένα από τα δυο υδατοτρόπα κανόνια του Σμαραγδιού δεν είναι κατεστραμμένο: απλώς σκότωσα τη γυναίκα που το χειριζόταν· δεν το χτύπησα το ίδιο–»
«Και τ’άλλο μπορώ να το φτιάξω ξανά, Καπ’τάνιε,» είπε ο Χρύσανθος ο Σγουρός, ο μηχανικός του Σαλαχιού. «Το είδα. Δεν είναι τελείως τσακισμένο. Μόνο το χειριστήριο έσπασες κι έκοψες και τα καλώδια των φιαλών. Και τα δυο φτιάχνονται, με μερικά μπαλώματα.»
«Ωραία,» είπε ο Γεώργιος. «Να το επισκευάσεις.»
«Ουδέν πρόβλημα, Καπ’τάνιε.»
Η Λουκία σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος. «Υπέροχα όλ’ αυτά, αλλά ώς πού θα τραβάμε πίσω μας το Σμαράγδι των Κυμάτων; Δεν έχουμε ιδέα πού μπορούμε να πουλήσουμε αυτά τα τέρατα και τ’άλλα πράγματα! Αν πηγαίνουμε τυχαία από λιμάνι σε λιμάνι, θα–»
«Λες να πρόσταζα να κουρσέψουμε πλοίο με πραμάτεια απ’το Σύμπλεγμα αν δεν είχα υπόψη μου πού μπορούμε να την πουλήσουμε;» τη διέκοψε ο Γεώργιος.
«Ξέρεις πού μπορούμε να δώσουμε τέτοια τέρατα, Καπετάνιε;» είπε ο Κοσμάς.
«Είστε οδοντόψαρα της Ιχθυδάτιας και μόνο, ε;» Ο Γεώργιος κοίταξε γύρω του, το πλήρωμά του. «Δεν έχετε πάει σ’άλλες ηπειρονήσους...»
«Γιατί να πάμε να κουρσέψουμε σε μέρη που δεν τα ξέρουμε;» είπε η Λουκία. «Εδώ–»
«–δε νομίζω ότι μπορούμε να πουλήσουμε τα λάφυρα από το Σύμπλεγμα,» τη διέκοψε ο Γεώργιος. «Ούτε εσείς γνωρίζετε κανένα σωστό μέρος ούτε εγώ. Αν κάποιος έχει κάτι υπόψη του ας μιλήσει τώρα. Θέλει κάποιος να μιλήσει;» ρώτησε δυνατά, ξανακοιτάζοντας τριγύρω.
Κανείς δεν αποκρίθηκε. Αλλά η Μάγδα είπε: «Δεν είμαστε σίγουροι, Καπετάνιε. Και στη Σκιάπολη ίσως να βρεθούν αγοραστές – ίσως – μα δεν είναι σίγουρο.»
Η Ερασμία’μορ είπε: «Στην Ιχθυδάτια οι πιθανότητες είναι μικρές. Εδώ δεν τους ενδιαφέρουν και τόσο τα πράγματα από άλλες διαστάσεις. Όμως στη Ριλιάδα της Κεντρυδάτιας...»
«Διαβάζεις το μυαλό μου, μάγισσα;» είπε ο Γεώργιος στρέφοντας τα αβλεφάριστα μάτια του επάνω της.
«Μακάρι να είχα τέτοιες... μυθικές δυνάμεις, Καπετάνιε. Δυστυχώς διαβάζω μόνο τα μυαλά μηχανών. Σκέφτεσαι κι εσύ τη Ριλιάδα;»
«Ναι. Εσύ γιατί τη σκέφτεσαι;»
Η μάγισσα ανασήκωσε τους γυμνούς της ώμους κάτω από την κάπα της. «Εκεί είναι η Δεύτερη Μαγική Ακαδημία Υπερυδάτιας. Εκεί εκπαίδευσα το Χάρισμά μου. Στη Ριλιάδα έχουν πολλές βιομηχανίες και πολλά εργαστήρια. Και υπάρχουν διάφοροι ερευνητές και επιστήμονες. Τα πάντα τούς ενδιαφέρουν στη Ριλιάδα.»
Ο Γεώργιος ένευσε. «Ναι. Γι’αυτό, λοιπόν, θα πλεύσουμε προς Ριλιάδα για να πουλήσουμε τα λάφυρα.»
«Δεν είναι δυνατόν να σοβαρολογείς!» διαμαρτυρήθηκε η Λουκία. «Να πάμε σε μια ηπειρόνησο όπου δεν ξέρουμε τις κρυψώνες; Να διασχίσουμε τον ωκεανό τραβώντας πίσω μας ένα πλοίο που οι μηχανές του δεν λειτουργούν;»
Ο Γεώργιος αισθάνθηκε την οργή της Έχιδνας να φουντώνει εντός του, αλλά οι διδαχές του Γέρου του Ανέμου την κράτησαν μακριά σαν κυκλωτική ασπίδα από θηριώδη αέρα. «Υπάρχουν πλοία που πάνε απ’τη μια ηπειρόνησο στην άλλη με τα πανιά,» είπε στη Λουκία.
«Και χάνονται εν πλω!»
«Δεν χάνονται. Φτάνουν στον προορισμό τους. Σίγουρα το ξέρετε κι εσείς, μα την Έχιδνα!» είπε προς όλους. «Μπορεί εγώ να ήμουν πειρατικό μάτι και ν’άκουγα πολλά, αλλά κι εσείς κυκλοφορείτε σε τόσα λιμάνια!»
«Εντάξει, Καπετάνιε,» αποκρίθηκε η Μάγδα, «το ξέρουμε. Αλλά δεν είναι το πιο λογικό να πλέεις απ’τη μια ηπειρόνησο στην άλλη με τα πανιά και μόνο. Είναι παράτολμο. Συνήθως γίνεται επειδή η μηχανή χάλασε, ή κάποια άλλη κακοτυχία συνέβη – ο μάγος πέθανε, ή κάτι τέτοιο.»
«Εμείς,» είπε ο Γεώργιος, «δεν θα πάμε με τα πανιά. Απλά θα ρυμουλκούμε το Σμαράγδι, και θα φτάσουμε στον προορισμό μας λίγο πιο αργά απ’ό,τι θα φτάναμε κανονικά.»
«Αν τίποτ’ άσχημο δε μας συμβεί στο μεταξύ...» μούγκρισε η Λουκία.
Ο Γεώργιος στράφηκε να την αντικρίσει ξανά. «Τόσα σκάφη πηγαίνουν απ’τη μια ηπειρόνησο στην άλλη! Τι ανοησίες είν’ αυτές; Αν δειλιάζεις να μας ακολουθήσεις, μπορείς να εγκαταλείψεις το πλοίο τώρα!»
Τα μάτια της τον ατένισαν άγρια. «Είμαι πάνω στο Σαλάχι πολύ περισσότερο καιρό απ’ό,τι εσύ!» σύριξε, καθώς το χέρι της πήγαινε στο σπαθί που κρεμόταν από τη ζώνη της. Και αρκετοί κουρσάροι νόμισαν ότι θα γινόταν σύγκρουση εδώ και τώρα, κι έπιασαν κι αυτοί τα όπλα τους. Αλλά δεν τα τράβηξαν. Και κανείς δεν ήταν σίγουρος ποιον θα υποστήριζε σε μια τέτοια σύγκρουση. Ο καινούργιος Καπετάνιος ήταν ο Ακατάλυτος Κουρσάρος, μα τους θεούς!
«Αλλά δεν ξέρεις πού να πάμε για να πουλήσουμε τα λάφυρα από το Σύμπλεγμα,» είπε ο Γεώργιος στη Λουκία, ενώ το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου σφύριζε και σφύριζε και σφύριζε μέσα του, αλλιώς θα είχε ήδη ξεθηκαρώσει το Φιλί της Έχιδνας και θα είχε κόψει το κοκκινομάλλικο κεφάλι αυτής της γαλανόδερμης πειρατίνας που στεκόταν αντίκρυ του. Η τρομερή οργή του προς τα εκεί τον ωθούσε. «Εγώ ξέρω πού να πάμε για να τα πουλήσουμε. Τι θα κάνουμε, λοιπόν, Λουκία, που είσαι πάνω στο Σαλάχι περισσότερο καιρό απ’ό,τι εγώ; Θα εγκαταλείψουμε τα κλοπιμαία; Θα τ’αφήσουμε εδώ, να βουλιάξουν μες στη Μουλιασμένη Γη; Θα ξαμολήσουμε τα τέρατα για να τραφούν με ζώα της Μουλιασμένης Γης; Κάναμε τόσο κόπο να κουρσέψουμε το Σμαράγδι των Κυμάτων για το τίποτα, μα την Έχιδνα; Τόσο γενναίοι είναι οι Αγενείς που φοβούνται να ταξιδέψουν σ’άλλη ηπειρόνησο;
»Μα τους ανέμους του Ζέφυρου, λιμανόφοβους θα σας αποκαλούσα άμα τ’άκουγα αυτό ενώ ήμουν ακόμα μάτι στην Πόλη των Σκιών!» τους φώναξε, νιώθοντας μια στάλα από την οργή της Έχιδνας να διαπερνά την ψυχική του ασπίδα.
Οι πειρατές αμέσως διαμαρτυρήθηκαν, με φωνές αλλά και βγάζοντας όπλα – όχι όμως στρέφοντάς τα εναντίον του, ποτέ δεν θα τολμούσαν· υψώνοντάς τα στον αέρα – λέγοντας για τα κατορθώματά τους, λέγοντας τι είχαν καταφέρει, ποια πλοία είχαν κουρσέψει, ποιοι ήταν οι Αγενείς· ποιοι ήταν.
Ο Γεώργιος γέλασε, αντικρίζοντάς τους άφοβα, ενώ άλλος άνθρωπος θα είχε αναμφίβολα φοβηθεί για τη ζωή του στεκόμενος μπροστά σε τέτοιο εξαγριωμένο τσούρμο από λαφυραγωγούς και μαχαιροβγάλτες.
«Ελάτε μαζί μου, τότε!» τους φώναξε υψώνοντας τη σφιγμένη γροθιά του. «Δείξτε ξανά ποιοι είστε – ποιοι είναι οι Αγενείς! Ελάτε μαζί μου – στη Ριλιάδα! Στην Κεντρυδάτια! Και εκεί, μα τους θεούς, ίσως βρούμε ακόμα κι άλλο μάγο για να μπει στο πλήρωμά μας, για να δουλέψει τις μηχανές του Σμαραγδιού και να το κάνει δικό μας.»
Ύστερα από καμιά ώρα ξεκίνησαν, φεύγοντας από τον όρμο με τους καλαμιώνες, πλέοντας βόρεια. Όμως τώρα δεν ήταν το Δηλητηριασμένο Σαλάχι που ρυμουλκούσε το Σμαράγδι των Κυμάτων αλλά το Σμαράγδι που ρυμουλκούσε το Σαλάχι. Ο λόγος ήταν απλός: Το σκάφος των Αγενών δεν διέθετε εκείνο το σύστημα πλοήγησης που δείχνει στην οθόνη του τις θέσεις των αεικίνητων ηπειρονήσων της Υπερυδάτιας και τη θέση του πλοίου σε σχέση μ’αυτές. Ο Ευγένιος ο Αγένιος δεν είχε εξοπλίσει το σκάφος του με τέτοιο σύστημα (και ο Γεώργιος τον καταράστηκε, αποκαλώντας τον βλάκα και λιμανόφοβο, φανερά, μπροστά στο πλήρωμα). Το Σμαράγδι των Κυμάτων είχε, όμως, σύστημα πλοήγησης. Φυσικά και είχε. Αλλιώς δεν θα μπορούσε να ταξιδέψει από την Ανώπολη της Ιχθυδάτιας προς τη διαστασιακή δίοδο για Σεργήλη η οποία ήταν πάντοτε βόρεια της Μικρυδάτιας.
Επομένως, το Σμαράγδι ήταν τώρα ο αρχηγός, και η Ερασμία’μορ καθόταν στο δικό του κέντρο ισχύος κάνοντας τη Μαγγανεία Κινήσεως, ρυθμίζοντας την ενεργειακή ροή ομαλά μες στις γιγάντιες μηχανές του. Ο Γεώργιος βρισκόταν επίσης εδώ, στη γέφυρα, μαζί με τον Μούρη – που κουμάνταρε το τιμόνι – και τον Κοσμά. Ο Χρύσανθος ο Σγουρός είχε πάει να φτιάξει το χτυπημένο υδατοτρόπο κανόνι. Ο Ζαχαρίας και η Μάγδα είχαν κατεβεί να ρίξουν μια ματιά στα τέρατα στο μεγάλο αμπάρι, κι επιστρέφοντας ανέφεραν πως όλα έμοιαζαν υπό έλεγχο.
«Η Ριλιάδα μάς περιμένει,» είπε ο Γεώργιος, κοιτάζοντας τις θέσεις των ηπειρονήσων μέσα στην οθόνη του συστήματος πλοήγησης.
Και δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε επισκεφτεί τη Ριλιάδα. Από εκεί είχε έρθει στην Ιχθυδάτια.
Το ταξίδι μας ώς τη Ριλιάδα δεν θα είναι μικρό, μας ενημερώνει η Πλοίαρχος του Νηφάλιου Ιχθύος μέσω μεγαφώνων. Θα διαρκέσει περισσότερο από μία ημέρα· ίσως ακόμα και μιάμιση – αναλόγως τον καιρό.
Αλλά αυτό δεν είναι τίποτα που με εκπλήσσει. Η Ιχθυδάτια, τελευταία, δεν βρίσκεται κοντά στην Κεντρυδάτια. Το θυμάμαι από τότε που τα βατράχια μάς μετέφεραν από τη δεύτερη στην πρώτη με το αεροπλάνο τους, μες στη νύχτα. Κάναμε τρεις ώρες ώσπου να προσγειωθούμε στα νότια της Μουλιασμένης Γης, στους πρόποδες της Ράχης του Ιχθύος. Και, για να κάνεις τρεις ώρες ταξίδι με γρήγορο αεροπλάνο, σημαίνει ότι η απόσταση είναι μεγάλη. Θα μπορούσε, βέβαια, ώς τώρα – πέντε μέρες μετά – να είχε μικρύνει. Αλλά, απ’την άλλη, θα μπορούσε ίσως και να είχε μεγαλώσει.
Από το φινιστρίνι της καμπίνας μας στον Νηφάλιο Ιχθύ βλέπουμε μόνο τον ατέρμονο ωκεανό της Υπερυδάτιας, και τίποτ’ άλλο. Η Διονυσία μού μοιάζει σχετικά χαλαρωμένη, τώρα που επιστρέφουμε επιτέλους προς Μεγάπολη. Είναι καθισμένη στη μία από τις κουκέτες, με το ένα πόδι πάνω και το άλλο κάτω. Έχει βγάλει τις μπότες της. Το χέρι της είναι ακουμπισμένο στο υψωμένο γόνατό της.
Ο Αρσένιος έχει ξαπλώσει στην αντικρινή κουκέτα, με την Ευθαλία αγκαλιά. Από πάνω του είναι άλλη μια κουκέτα, καθώς και πάνω από τη Διονυσία· μπορώ να διαλέξω όποια θέλω, αλλά προς το παρόν απλά στέκομαι και κοιτάζω έξω από το φινιστρίνι.
Στρέφω το βλέμμα μου στους φίλους μου και τους προτείνω να κοιμηθούν. Η Διονυσία δεν φέρνει αντίρρηση. Χασμουριέται και λέει: «Καλή ιδέα.» Ξαπλώνει.
Δεν είναι νύχτα· μεσημέρι είναι, και πριν από λίγο φάγαμε κάτι πρόχειρο που αγοράσαμε από το πλοίο. Τα χρήματα που μας έχουν απομείνει είναι λιγοστά πλέον· είμαστε στα όρια να μείνουμε απλόκαμοι.
«Τι θα κάνουμε όταν φτάσουμε στη Ριλιάδα, Οφιομαχητή;» ρωτά ο Αρσένιος. «Θα αποβιβαστούμε, ή–»
«Ησυχία,» τον διακόπτει η Διονυσία. «Θέλ–»
«–θα συνεχίσουμε για Μεγάπολη;»
«Ούτε εσύ ούτε η Διονυσία είστε κατάλληλα εξοπλισμένοι για να αποβιβαστούμε στη Ριλιάδα,» του απαντάω. «Τα είπαμε αυτά. Θα πάμε πρώτα στη Μεγάπολη.»
Ο Αρσένιος δεν διαφωνεί. Ούτε η Διονυσία αποφασίζει να συνεχίσει τα λόγια της. Ησυχάζουν κι οι δυο τους. Και σύντομα ακούω τις ανάσες τους ρυθμικές. Κοιμούνται.
Η Πάροδος του Πράου Ανέμου φυσά μέσα μου καθώς ανεβαίνω στη δική μου κουκέτα (αυτή πάνω από της Διονυσίας αποφασίζω να καταλάβω) και ξαπλώνω εκεί.
Το καράβι τρίζει γύρω μας, πλέοντας στον ατελείωτο ωκεανό.
Το απόγευμα, η Διονυσία κι ο Αρσένιος ξυπνάνε, και συζητάμε πάλι για το τι θα κάνουμε στο άμεσο μέλλον. Καθώς νυχτώνει, ο Νηφάλιος Ιχθύς πέφτει σε άγρια κύματα, και θορυβώδεις άνεμοι σφυρίζουν και γρυλίζουν έξω από το σκάφος. Κουνιόμαστε έντονα. Η Διονυσία ζαλίζεται· ξαπλώνει στην κουκέτα της μουγκρίζοντας, λέγοντας ότι ήταν ανόητη που δεν σκέφτηκε ν’αγοράσει κάποιο σκεύασμα για τη ναυτία προτού φύγουμε απ’τη Σκιάπολη. Ο Αρσένιος είναι καθισμένος στη δική του κουκέτα, σιωπηλός, με την Ευθαλία να σέρνεται πάνω στα χέρια του, γλιστρώντας από το ένα στο άλλο, τυλίγοντας το μακρύ σώμα της γύρω τους. Κανείς μας δεν έχει όρεξη για βραδινό. Έξω από το φινιστρίνι βλέπω τον ουρανό να φωτίζεται από μακρινές αστραπές κάθε τόσο, αλλά το πλοίο μας δεν συναντά βροχή, ευτυχώς. Σε κάποια στιγμή διακρίνω και άλλα φώτα, ενεργειακά αναμφίβολα, από άλλο πλοίο. Δεν μπορεί η τύχη μου να με οδήγησε πάλι σε κουρσάρους... Όχι, αυτά τα φώτα δεν έρχονται προς το μέρος μας. Αν είναι κουρσάροι, δεν σκέφτονται τη λεηλασία με τέτοιο καιρό.
Ο Νηφάλιος Ιχθύς βγαίνει από την τρικυμία καμιά ώρα πριν από τα μεσάνυχτα· και λίγο προτού συμβεί αυτό βλέπω τρία μεγάλα σαλάχια να πηδάνε πάνω από τα ψηλά κύματα, να βουτάνε μέσα τους, και να ξαναπηδάνε, γυαλίζοντας στο φως του φεγγαριού και στο φως των αστραπών που φτάνει απόμακρα ώς εδώ. Τι υπέροχα πλάσματα... σκέφτομαι, και στο νου μου έρχεται το παλιό μου πλοίο, το Δηλητηριασμένο Σαλάχι, από τον καιρό που ήμουν πειρατής στην Ιχθυδάτια, πριν από χρόνια. Χαμογελώ αχνά. Τι μέρες κι εκείνες, μα την Έχιδνα...
Από τότε που ξύπνησα στο Πλοκάμι των Ναυαγίων, η ζωή μου με οδηγεί συνέχεια από τη μια άκρη της Υπερυδάτιας στην άλλη... Από τη μια ηπειρόνησο στην άλλη... Κι ακόμα δεν έχω πάρει καμιά απάντηση σε όσα με προβληματίζουν. Ποιος είμαι; Από πού έρχομαι; Ώρες-ώρες, νομίζω ότι κάποιοι με ξέρουν καλύτερα απ’ό,τι ξέρω εγώ τον εαυτό μου – αλλά εκείνη τη μαυρόδερμη κουρσάρο των Τρομερών Καπνών θα τη βρω! Θα τη βρω, ακόμα κι αν χρειαστεί να γυρίσω ανάποδα την Υπερυδάτια και ν’αδειάσω τους ωκεανούς της όπως αδειάζεις το νερό από ένα δοχείο!
Η Διονυσία καταφέρνει να κοιμηθεί ύστερα από την τρικυμία, αλλά ο Αρσένιος μένει ξάγρυπνος κυρίως, μουρμουρίζοντας διάφορα που μου μοιάζουν ασυναρτησίες. Ονειρεύεται; Οραματίζεται; Δεν τον ρωτάω τι βλέπει. Θα μου πει ο ίδιος αν θέλει.
Το πρωί, που ο καιρός είναι σαφώς καλύτερος, βγαίνουμε για μια βόλτα στο σαλόνι του πλοίου, και παίρνουμε ένα απλό πρωινό. Ο Αρσένιος έχει την Ευθαλία κρυμμένη μες στο μανίκι του. Τριγύρω είναι κι άλλοι επιβάτες· έχει αρκετό κόσμο το σκάφος, και μοιάζουν όλοι άσχημα ταρακουνημένοι από τη χτεσινή τρικυμία παρότι μια ολόκληρη νύχτα έχει περάσει από τότε. Ο τηλεοπτικός δέκτης του σαλονιού δεν λειτουργεί· οι οθόνες δείχνουν παράσιτα μόνο. Δε μπορείς να πιάσεις τηλεοπτικούς σταθμούς μεσοπέλαγα, φυσικά, ανάμεσα από τις ηπειρονήσους. Είναι πολύ μακριά από τα κέντρα εκπομπής των σημάτων.
Αναρωτιέμαι πώς δεν έχει σκεφτεί κάποιος να χρησιμοποιήσει ως μέσο τηλεοπτικής μετάδοσης το ίδιο το νερό της Υπερυδάτιας. Να το κάνει αυτό με τον ίδιο τρόπο που οι μάγοι χρησιμοποιούν Μαγγανεία Απομακρυσμένης Κινήσεως για να κινούν τα πλοία. Γίνεται, άραγε; Μάλλον όχι· γιατί δεν μπορεί μόνο εγώ να το έχω διανοηθεί. Το νερό των θαλασσών ως «μέσο» πρέπει να έχει κάποιες πολύ βασικές διαφορές από τα τηλεπικοινωνιακά κύματα που χρησιμοποιούνται για τα ραδιόφωνα, τους τηλεοπτικούς δέκτες, και τους τηλεπικοινωνιακούς πομπούς. Οι Ωκεανομάντες εκμεταλλεύονται τις θάλασσες για να παίρνουν πληροφορίες, αλλά οι πληροφορίες τους δεν είναι τίποτα το σταθερό όπως μια ραδιοφωνική εκπομπή· είναι οράματα σαν αυτά του Αρσένιου, περίπου. Διαισθάνονται διάφορα πράγματα που συμβαίνουν στους ωκεανούς. Έτσι μας βρήκε και ο Ισίδωρος Ορνάκιος, ο Καπετάνιος του Μικρού Σύμπαντος, όταν ήμασταν μες στη Φυσαλίδα· η Ωκεανομάντισσά του τον ειδοποίησε για κάποιους ναυαγούς εκεί.
Καθώς παίρνουμε το πρωινό μας σιωπηλά (κανείς μας δεν έχει όρεξη για κουβέντα τώρα) σκέφτομαι όσα λέγαμε χτες το απόγευμα προτού πέσουμε στην τρικυμία. Και ένα από αυτά με απασχολεί: αν, μήπως, ο Ευστάθιος, η Ιωάννα, και ο Μελέτιος’σαρ βρίσκονται στη Ριλιάδα όταν φτάσουμε εκεί. Δεν αποκλείεται. Αν έφυγαν από τη Μεγάπολη μια από τούτες τις ημέρες που έλειπα, λογικά στη Ριλιάδα πρέπει να πήγαν πρώτα. Αυτό είχαμε σχεδιάσει. Και είχα πει στον Μελέτιο για τον Άνθιμο Γερσίκιο, τον φίλο του Αρσένιου, που μπορεί ακόμα να είναι ζωντανός εκεί. Κατά πάσα πιθανότητα, ο πράκτορας του Εκλεκτού θα τον αναζητήσει, ακόμα και χωρίς εμένα· δε νομίζω να έχει κανένα καλύτερο στοιχείο για να ξεκινήσει το κυνήγι για τους Τρομερούς Καπνούς.
Το πρόβλημα είναι πως δεν ξέρω το πλοίο τους – το καινούργιο πλοίο του Ευστάθιου – ώστε να το αναγνωρίσω αν το δω στο λιμάνι της Ριλιάδας. Όμως ξέρω τον τηλεπικοινωνιακό κώδικα του Ευστάθιου, και θα τον καλέσω αμέσως μόλις φτάσουμε. Απλά από περιέργεια, αν μη τι άλλο.
Αφού έχουμε τελειώσει το πρωινό, καθόμαστε για λίγο ακόμα στο σαλόνι του πλοίου και μετά επιστρέφουμε στην καμπίνα μας, πριν από το μεσημέρι, οπότε και πάμε πάλι στο σαλόνι για να γευματίσουμε. Ο καιρός εξακολουθεί να είναι αρκετά καλός για να μπορείς να φας και το φαγητό να μείνει μέσα σου. Ούτε η Διονυσία δεν παραπονιέται. Καθώς τρώμε, βλέπουμε από το παράθυρο πλάι μας ένα σκοτεινό σημάδι μες στις αχανείς θάλασσες – κάτι που μοιάζει παράξενο εκεί όπου το ατελείωτο γαλανό κυριαρχεί. Αλλά δεν θα έπρεπε. Δεν είναι και τόσο παράξενο. Ξέρω τι είναι.
«Ναυαγοί;» με ρωτά η Διονυσία.
Ο Αρσένιος λέει: «Τι πράγμα; Όλα είναι πολύ σκοτεινά, αδελφή μου...» με τη συνηθισμένη, ξερή, ειρωνική χροιά στη φωνή του.
«Δεν είναι ναυαγοί,» αποκρίνομαι. «Ή ίσως και να είναι· ποιος ξέρει;»
«Τι εννοείς;» λέει η Διονυσία.
«Γιγαντοχελώνα είναι αυτό που βλέπεις. Αλλά βρίσκεται πολύ μακριά. Αλλιώς θα μας φαινόταν πράσινη από τα φυτά επάνω της.»
«Όχι χελώνες ξανά...» μουρμουρίζει ο Αρσένιος μεταξύ αστείου και σοβαρού. «Όχι χελώνες...» Και πίνει μια γουλιά απ’τον καφέ του.
Το απόγευμα έρχεται ενώ είμαστε ακόμα στο σαλόνι και οι ήλιοι χρωματίζουν χρυσαφιά και ρόδινα τα νερά των ατελείωτων ωκεανών καθώς γέρνουν προς τη δύση. Το πλοίο μας πλέει σταθερά.
Έχω παρατηρήσει ώς τώρα – παραπάνω από μία ημέρα, συνολικά, από τότε που αποπλεύσαμε από Σκιάπολη – ότι το καράβι ταξιδεύει όλο το πρωί και όλο το βράδυ με τη βοήθεια μηχανών ενώ τις υπόλοιπες ώρες πηγαίνει με τα πανιά. Το καταλαβαίνω από τις αλλαγές στην ταχύτητά του. Δεν πληρώνουν μάγους για να δουλεύουν εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Όπως και στα περισσότερα σκάφη.
Στον ορίζοντα δεν διακρίνω τις ακτές της Κεντρυδάτιας. Είμαστε ακόμα μακριά, προφανώς. Σίγουρα θα χρειαστούμε άλλη μισή μέρα. Μπορεί και περισσότερο, παρά τη δήλωση της Καπετάνισσάς μας στην αρχή του ταξιδιού.
Επιστρέφω μαζί με τη Διονυσία και τον Αρσένιο στην καμπίνα μας προτού νυχτώσει, και ο δεύτερος με ρωτά αν πλησιάζουμε τη Ριλιάδα. Του απαντώ αυτά που σκεφτόμουν πριν από λίγο για τη μέχρι στιγμής πορεία μας.
Η νύχτα περνά και το πρωί έρχεται, και εξακολουθούμε να πλέουμε χωρίς να βλέπω στον ορίζοντα καμιά ηπειρόνησο. Η Πλοίαρχος δεν κάνει καμιά δήλωση από τα μεγάφωνα. Σύντομα, όμως, περνάμε κοντά από ένα άλλο πλοίο, και τα δυο τους – το δικό μας κι αυτό – χαιρετιούνται με δυνατά σφυρίγματα. Ίσως η Καπετάνισσά μας να γνωρίζει τον Καπετάνιο του. Ή ίσως απλά να είναι κοινωνικοί, ή τυπικοί, κι οι δύο. Εγώ, η Διονυσία, και ο Αρσένιος (με την Ευθαλία κρυμμένη μες στο μανίκι του) βρισκόμαστε στο σαλόνι όταν αυτό συμβαίνει. Δεν πρέπει να είμαστε μακριά πλέον, σκέφτομαι.
Και ύστερα από κανένα μισάωρο αγναντεύω απ’το παράθυρο μεγάλες ακτές. Έχουμε φτάσει στην Κεντρυδάτια.
«Επιστρέψαμε!» λέει η Διονυσία, χαμογελώντας. «Επιστρέψαμε.»
«Πού είμαστε;» ρωτά ο Αρσένιος. «Στη Ριλιάδα;»
Παρατηρώ τις ακτές που προσεγγίζουμε. «Ναι,» λέω, «αρκετά κοντά. Η Καπετάνισσά μας κατάφερε να μας φέρει αρκετά κοντά.» Υψώνοντάς το χέρι μου, δείχνω στη Διονυσία. «Βλέπεις αυτές τις ακτές εκεί;»
«Με βαλτότοποι μοιάζουν...»
«Οι Βαλτότοποι των Όφεων είναι. Νότιά τους – προς τα εκεί – είναι η Ριλιάδα.»
«Δεν φαίνεται.»
«Όχι ακόμα. Αλλά σύντομα θα τη δούμε στις εκβολές του ποταμού Λάηκου.»
«Οφιομαχητή,» λέει ο Αρσένιος, «από τη Ριλιάδα μπορούμε να πάμε στη Μεγάπολη και με τον σιδηρόδρομο. Πιο γρήγορα θα φτάσουμε έτσι.»
«Δεν έχεις άδικο,» αποκρίνομαι. «Πιθανώς να μας συμφέρει. Γιατί δεν το σκεφτήκαμε πιο πριν;»
«Είμαστε κι οι δυο θαλασσοπόροι, Οφιομαχητή – μάλλον γι’αυτό. Η αδελφή μου θα έπρεπε να το είχε σκεφτεί πρώτη.»
«Ναι αλλά και από ξηράς η Ριλιάδα δεν είναι πολύ μακριά από τη Μεγάπολη;» λέει η Διονυσία. «Θα φτάσει το τρένο ταχύτερα απ’ό,τι το πλοίο;»
«Μα τους θεούς, η αδελφή μου, Οφιομαχητή, θα νόμιζε κανείς ότι δεν έχει ποτέ βγει από το σπίτι της. Όχι πως αυτό δεν είν’ αλήθεια...»
Η Διονυσία τον αγριοκοιτάζει αλλά εκείνος δεν το βλέπει. Ίσως όμως να το διαισθάνεται, υποπτεύομαι. Μα την Έχιδνα, πώς είναι δυνατόν αυτοί οι δυο να είναι αδέλφια; Ακόμα και προτού συμβεί στον Αρσένιο ό,τι του συνέβη ήταν πολύ διαφορετικός από τη Διονυσία, απ’ό,τι έχω καταλάβει· πολύ διαφορετικός.
«Θα κατεβούμε στο λιμάνι της Ριλιάδας,» λέω, «και θα συνεχίσουμε με το τρένο.»
Ο Νηφάλιος Ιχθύς δεν αργεί να φτάσει στον πρώτο προορισμό του. Το μεσημέρι μπαίνουμε στο Ανοιχτό Λιμάνι της Ριλιάδας, έχοντας κάνει, όχι μιάμιση μέρα από τότε που φύγαμε από Σκιάπολη, αλλά δύο ημέρες ακριβώς. Η Πλοίαρχος έπεσε έξω στην πρόβλεψή της, αν και όχι τραγικά. Συμβαίνουν και χειρότερα – πολύ χειρότερα – στην Υπερυδάτια, όταν πλέεις από τη μια ηπειρόνησο στην άλλη.
Κατεβαίνουμε από το πλοίο μαζί με αρκετούς επιβάτες που φαίνεται η Ριλιάδα να ήταν προορισμός τους, αλλά και κάποιους που απλά βγαίνουν για να ξεκουραστούν. Ο Νηφάλιος Ιχθύς δεν θα φύγει αμέσως από το λιμάνι· δεν είναι μόνο επιβατηγό: έχει και ν’αδειάσει εμπορεύματα εδώ και να πάρει άλλα εμπορεύματα.
Βαδίζουμε σ’έναν από τους δρόμους του Ανοιχτού Λιμανιού, εγώ, η Διονυσία, και ο Αρσένιος, και σταματάμε κάτω από ένα από τα ψηλά δέντρα που βγαίνουν μέσα από τα ανοίγματα του πεζόδρομου. Παραδίπλα είναι μια πινακίδα που διαφημίζει το έργο που παίζεται αυτές τις ημέρες στον κινηματογράφο «Ο Θαλάσσιος». Βγάζω τον τηλεπικοινωνιακό πομπό μέσα από μια απ’τις εσωτερικές τσέπες της κάπας μου και καλώ τον τηλεπικοινωνιακό κώδικα του Ευστάθιου Λιρκάδιου. Δεν τον βρίσκω. Το σήμα του δεν φαίνεται να είναι πουθενά στην ευρύτερη περιοχή της Ριλιάδας.
Κλείνω τον πομπό. «Δεν είναι εδώ,» λέω.
«Για ποιον μιλάς; Για τον Λιρκάδιο;» ρωτά ο Αρσένιος.
«Ναι. Μόλις κάλεσα τον πομπό του, αλλά δεν τον πιάνω. Δεν βρίσκω το σήμα. Κι αν ήταν εδώ, γιατί νάχει τον πομπό του απενεργοποιημένο;»
«Δε μπορεί να είναι ακόμα στη Μεγάπολη,» λέει ο Αρσένιος. «Αποκλείεται! Δεν υπάρχει πιθανότητα.»
«Συμφωνούμε.»
«Επομένως, τι συμβαίνει, Οφιομαχητή; Δεν ήρθαν στη Ριλιάδα, νομίζεις; Πήγαν αλλού; Κι αν ναι, πού;»
«Δε μπορώ να φανταστώ κανένα άλλο μέρος. Λογικά, εδώ θα έρχονταν. Εδώ είναι το σπίτι του Γερσίκιου, και εδώ ήταν ο προορισμός του Παλιού Χορευτή προτού τον κουρσέψουν οι Καπνοί.»
«Αποκλείεται, όμως, να είναι ακόμα στη Μεγάπολη,» επιμένει ο Αρσένιος. «Λείπουμε από εκεί – πόσες μέρες; Εφτά;»
«Ναι· όπως σου είπα, συμφωνούμε σ’αυτό.»
«Πρέπει, λοιπόν, να πέρασαν από εδώ και να έφυγαν,» συμπεραίνει ο Αρσένιος. «Να έπλευσαν γι’αλλού.»
«Πού;» Εν μέρει ελπίζω ότι ο αδελφός της Διονυσίας έχει δει κάποιο όραμα για το συγκεκριμένο θέμα – αν και δεν το νομίζω.
«Δεν ξέρω–»
«Δε μπορεί να έφυγαν τόσο σύντομα,» παρεμβαίνει η Διονυσία. «Μάλλον δεν θα έχουν ξεκινήσει ακόμα, Αρσένιε.»
«Ενδιαφέρεται η αδελφή μου ξαφνικά για την υπόθεση;»
Η Διονυσία αναστενάζει. «Είμαι μαζί σας, δεν είμαι; Πάμε πίσω στη Μεγάπολη και θα τους–»
«Αποκλείεται να είναι ακόμα στη Μεγάπολη!» επιμένει, για τρίτη φορά, ο Αρσένιος. «Ή βρίσκονται εδώ ή έχουν φύγει ακολουθώντας κάποιο στοιχείο που τους οδηγεί προς τους Καπνούς.»
«Τι στοιχείο θα μπορούσε να ήταν αυτό, αναρωτιέμαι...» λέω. Και μετά, όταν ο Αρσένιος και η Διονυσία μένουν σιωπηλοί: «Μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να μάθουμε, αλλά σημαίνει πως έτσι θα καθυστερήσουμε λίγο να επιστρέψουμε στη Μεγάπολη.»
«Μα δεν έχουμε χρήματα για να καθυστερήσουμε άλλο, Γεώργιε,» διαφωνεί η Διονυσία. «Θα μείνουμε απλόκαμοι αν διανυκτερεύσουμε άλλη μια νύχτα σε ξενοδοχείο ή πανδοχείο. Κυριολεκτικά. Πόσο οχτάρια μάς έχουν απομείνει;»
«Έχεις δίκιο,» της λέω. «Τα λεφτά μας είναι λίγα. Και το τρένο ίσα-ίσα έχουμε να το πληρώσουμε, νομίζω. Όμως... μπορώ να βρω κάποια χρήματα, αν θέλετε.»
«Να τα βρεις; Από πού;»
«Θα πουλήσω μερικά δηλητήρια για τα οποία ξέρω ότι ορισμένοι άνθρωποι εδώ, στη Ριλιάδα, ακριβοπληρώνουν. Και δεν το λέω τυχαία αυτό, Διονυσία. Κάποτε, όπως σου έχω εξηγήσει, ζούσα στη Ριλιάδα πουλώντας δηλητήρια στον υπόκοσμο – στους Κατωμήχανους. Τα έβρισκα στους Βαλτότοπους των Όφεων· πήγαινα εκεί όπου κανείς άλλος δεν τολμά να πάει, στις φωλιές των πιο επικίνδυνων ερπετών. Τα φαρμάκια τους δεν μπορούν να μ’επηρεάσουν. Έπαιρνα ό,τι χρειαζόμουν, επέστρεφα στη Ριλιάδα, και το πουλούσα.»
«Και έχεις ακόμα διασυνδέσεις από τότε;»
«Γνωρίζω πού να πάω για να δώσω δηλητήρια. Θα μαζέψουμε άλλα πεντακόσια οχτάρια έτσι. Αρκετά για να μείνουμε μια, δυο μέρες εδώ και να ψάξουμε για τον Γερσίκιο. Και μετά παίρνουμε το τρένο και σε τρεις ώρες θα είμαστε στη Μεγάπολη.»
Η Διονυσία το σκέφτεται για λίγο. Ύστερα λέει: «Εντάξει.» Φαίνεται να έχει χαλαρώσει τώρα που πατάμε ξανά σε έδαφος της Κεντρυδάτιας. «Ας πάμε να πάρουμε μερικά χρήματα ακόμα. Θα μας χρειαστούν.»
«Να το κάνουμε τώρα, ή να φάμε τίποτα πρώτα;» Είναι μεσημέρι, και, ναι, ακόμα κι ο Οφιομαχητής αισθάνεται πείνα.
«Ας φάμε,» αποκρίνεται η Διονυσία.
«Συμφωνώ με την αδελφή μου,» λέει ο Αρσένιος με την ξερή φωνή του, «και οι θεοί γελάνε.»
Χαμογελάω μέσα απ’την κουκούλα μου. «Όταν οι θεοί γελάνε πολύ, είναι επικίνδυνο, Αρσένιε,» του λέω, καθώς βαδίζουμε ξανά μες στους δρόμους του Ανοιχτού Λιμανιού.
«Το ξέρω καλά αυτό, Οφιομαχητή. Τους άκουγα να γελάνε και να γελάνε και να γελάνε όταν χτύπησαν το καταραμένο πλοίο του Γερσίκιου οι καταραμένοι Καπνοί και κατέληξα πάνω σε μια καταραμένη γιγαντοχελώνα.»
Σταματάμε σ’ένα πανδοχείο του Ανοιχτού Λιμανιού που ονομάζεται Ασάλευτα Κύματα και πάνω από την πόρτα του έχει μια πινακίδα με το όνομά του και κύματα από κάτω τα οποία μοιάζουν μαρμαρωμένα, σχεδόν σαν βουνά. Όχι κι εύκολο να το πετύχει ο ζωγράφος αυτό. Αν και αρκετοί το πετυχαίνουν κατά λάθος ενώ θέλουν να κάνουν τα κύματα να μη μοιάζουν μαρμαρωμένα. Πάω στοίχημα ότι ετούτη δεν είναι μια απ’αυτές τις περιπτώσεις.
Καθόμαστε στην τραπεζαρία του πανδοχείου και παραγγέλνουμε χταπόδι. Μας το φέρνουν σε μια μεγάλη πιατέλα, περιτριγυρισμένο από λαχανικά και φρούτα. Μαζί φέρνουν και μια καράφα κρασί. Όταν τελειώνουμε το φαγητό αποφασίζουμε να ξεκουραστούμε λίγο στο πανδοχείο προτού βγούμε για να επισκεφτούμε τους Κατωμήχανους.
Στο δωμάτιο που κλείνουμε, ενώ η Διονυσία κάνει ένα γρήγορο ντους, ο Αρσένιος μού εκμυστηρεύεται ότι κι εκείνος είχε κάποτε πάρε-δώσε με τους Κατωμήχανους. Μου αναφέρει κάποια από τα (κυριολεκτικά) υπόγεια μέρη τους και γνέφω καταφατικά, γιατί τα ξέρω κι εγώ. «Τι δουλειές είχες εσύ μ’αυτούς;» τον ρωτάω.
«Εμπορεύματα, κυρίως,» μου λέει αόριστα.
Η Διονυσία βγαίνει από το ντους, και τώρα πηγαίνω κι εγώ να πλυθώ. Μετά από εμένα πηγαίνει ο Αρσένιος, ο οποίος φυσικά αρνείται οποιαδήποτε βοήθεια από την αδελφή του με τρόπο καυστικό.
«Μην του φέρεσαι σαν να είναι παιδί,» της λέω, όταν εκείνος είναι μέσα και ακούμε το νερό να τρέχει. «Τον ενοχλεί.»
«Απλώς τον ρώτησα, γαμώτο. Τον ρώτησα.»
«Το θεωρεί προσβλητικό, νομίζω.»
«Παραέχει γίνει περίεργος,» λέει η Διονυσία, και κοιτάζει το πάτωμα, προβληματισμένη. Είμαι σίγουρος ότι ακόμα κατηγορεί τον εαυτό της για την κατάστασή του. Θα το ξεπεράσει όμως· πρέπει να το ξεπεράσει.
Όταν ο Αρσένιος βγαίνει από το μπάνιο, τυλιγμένος με μια πετσέτα, έχοντας την Ευθαλία στους ώμους του, ρωτά: «Καλά πάω για το κρεβάτι μου;» αρκετά φιλικά για εκείνον.
«Λίγο πιο αριστερά,» του απαντώ, και ακολουθεί τις οδηγίες μου. Όταν τα πόδια του συναντούν το κρεβάτι, κάθεται εκεί.
Και λέει: «Νομίζω πως είδα τον φίλο σου, τον Δαμιανό – το βατράχι.»
«Πού;»
«Φορά μια μάσκα που καλύπτει μόνο την πάνω μεριά του προσώπου του, σωστά;» Η Ευθαλία γλιστρά από τους ώμους του στο κρεβάτι.
«Ναι.»
«Και στο μέτωπο της μάσκας είναι ένα ιερό σύμβολο του Λοκράθου...»
«Ναι.»
«Αυτός πρέπει να ήταν. Και μιλούσε μ’έναν... έναν άντρα σημαδεμένο. Κάτι πρέπει νάχε πάθει το πρόσωπό του. Φωτιά, ίσως... Το δέρμα του ήταν... αλλοιωμένο, σαν χάρτης.»
«Και λοιπόν;» παρεμβαίνει η Διονυσία. «Κάποιος ακόλουθος του Λοκράθου θα είναι κι αυτός, πιθανώς.»
Όμως εγώ έχω αρχίσει να έχω μια υποψία. Πολύ γενική, αλλά... είμαστε στη Ριλιάδα... Λες να είναι αυτός; Ίσως να μη σκοτώθηκε, τότε. Δεν ήμουν βέβαιος ότι τον σκότωσα... Κι αν έζησε... Αλλά πώς να τον ξέρει το βατράχι;
«Δε νομίζω,» αποκρίνεται ο Αρσένιος στη Διονυσία. «Ή ίσως και να είναι. Όμως η όλη τους συναναστροφή... έτσι όπως τους είδα... μου φάνηκε ότι έκαναν κάποια συμφωνία οι δυο τους.»
Η Ευθαλία συρίζει.
Η Διονυσία κοιτάζει πρώτα το φίδι και ύστερα εμένα. «Τι είναι, Γεώργιε;» ρωτά, διακρίνοντας μάλλον κάτι στην έκφρασή μου. «Τον ξέρεις αυτόν τον σημαδεμένο άντρα;»
«Τι χρώμα ήταν το δέρμα του, Αρσένιε;»
«Γαλανό, νομίζω.»
«Τα μαλλιά του;»
«Δεν ξέρω. Ήταν... σκοτεινά.» Γελά. «Σκοτεινά... Ναι, ήταν σκοτεινά εκεί όπου μιλούσαν οι δυο τους. Πάντως, δεν μπορεί να ήταν και ξανθός.»
«Πώς είναι δυνατόν;...» μουρμουρίζω, προβληματισμένος, και σηκώνομαι απ’το κρεβάτι μου, βηματίζοντας μες στο δωμάτιο.
«Τον ξέρεις;» με ξαναρωτά η Διονυσία, κι ακούγεται ανήσυχη.
Όπως και πριν, δεν της απαντώ. «Τι έλεγαν, Αρσένιε; Τι έλεγαν; Για εμένα; Ή μιλούσαν για τίποτ’ άλλο, άσχετο;»
«Δεν είμαι σίγουρος, Οφιομαχητή. Κάποια συμφωνία έκαναν· αυτό το κατάλαβα. Αλλά... τι ακριβώς...» Μορφάζει, ατενίζοντας τον τοίχο. «Ξέρεις πώς είναι τα όνειρα, δεν ξέρεις; Ορισμένες λεπτομέρειες είναι πολύ καθαρές, και κάποια άλλα πράγματα τελείως... ασαφή.»
«Τον γνωρίζεις, Γεώργιε, ή δεν τον γνωρίζεις;» επιμένει η Διονυσία.
Στρέφομαι να την κοιτάξω, δαμάζοντας την οργή της Έχιδνας μέσα μου με το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου, γιατί είμαι ήδη στα πρόθυρα να ρημάξω τούτο το δωμάτιο. «Αν είναι αυτός που νομίζω... τον λένε Στέφανο και ήταν – ίσως ακόμα να είναι – κυνηγός επικηρυγμένων. Αλλά δεν κυνηγά μόνο επικηρυγμένους. Η λέξη δολοφόνος θα τον χαρακτήριζε καλύτερα.»
«Φίλος σου;» λέει ο Αρσένιος, αν και είμαι βέβαιος ότι μιλά ειρωνικά.
«Πού τον είχες γνωρίσει;» ρωτά η Διονυσία.
«Εδώ, στη Ριλιάδα. Προσπάθησε να με σκοτώσει, και νόμιζα ότι ίσως εγώ να τον σκότωσα... αλλά δεν ήμουν και σίγουρος.»
«Και τώρα ο Δαμιανός τον έχει για σύμμαχο;» κάνει η Διονυσία, και ακούγεται πιο ανήσυχη από πριν, μοιάζοντας έτοιμη ίσως να πεταχτεί από το κρεβάτι της και ν’αρχίσει να ντύνεται για να φύγουμε.
«Ηρέμησε,» της λέω. «Δεν ξέρουμε τι ακριβώς συμβαίνει–»
«Μα ο Αρσένιος τούς είδε να μιλάνε οι δυο τους! Τους είδε να κάνουν κάποια συμφωνία!»
Ο αδελφός της γελά. «Εσύ δεν λες ότι είμαι τρελός;»
«Δεν είπα ποτέ ότι είσαι τρελός, μα την Έχιδνα! Σταμάτα να με κατηγορείς για πράγματα που δεν κάνω και δεν είμαι!» Ο θυμός της μαζί του αρχίζει να εκδηλώνεται, από τον φόβο της πιθανώς. Μετά όμως στρέφεται σ’εμένα. «Για να τους είδε ο Αρσένιος να μιλάνε, ίσως να σημαίνει ότι ο Δαμιανός είναι εδώ και έχει ήδη κάνει κάποια συνεννόηση μ’αυτό τον Στέφανο για να σε σκοτώσουν! Πρέπει να φύγουμε, Γεώργιε, τώρα!»
«Μα ο Δαμιανός δεν με θέλει νεκρό,» της θυμίζω.
«Ίσως ν’άλλαξε γνώμη,» λέει κυνικά ο Αρσένιος.
Η Διονυσία σηκώνεται απ’το κρεβάτι, αρχίζει να ντύνεται. «Πάμε να πάρουμε το τρένο. Πάμε να φύγουμε από τη Ριλιάδα.»
«Μα την Έχιδνα!» γρυλίζω καθώς λίγη κι από τη δική μου τρομερή οργή γλιστρά παραέξω. «Πώς είναι δυνατόν να μ’εντόπισαν και εδώ τα βατράχια;»
«Κι άλλοι προδότες;» λέει ο Αρσένιος.
«Ποιοι;»
«Με ποιους μίλησες στη Σκιάπολη, Οφιομαχητή;»
«Ο Ιωάννης το Μάτι... Η Ειρήνη η Ανήμερη...»
«Πειρατικά μάτια δεν είναι κι οι δύο; Γιατί να μη σε προδώσουν–;»
«Δεν τους είπα ότι με κυνηγούσαν τα βατράχια, Αρσένιε! Δεν τους είπα τίποτα συγκεκριμένο. Μονάχα ερωτήσεις έκανα. Επιπλέον, ο μόνος που ήξερε ποιο πλοίο θα παίρναμε ήταν ο Ιωάννης... κι αυτός... Αυτό το σκουλήκι!» Χτυπάω τη γροθιά μου στον τοίχο, και ο τοίχος τρίζει. «Αν ήταν αυτός που το διέδωσε, είναι νεκρός! Θα επιστρέψω στη Σκιάπολη, μα την Έχιδνα! Το ξέρει πως αν με ξαναπούλησε θα τον σκοτώσω – το ξέρει!»
«Σ’έχει ήδη πουλήσει παλιότερα;» λέει ο Αρσένιος. «Και τώρα τον εμπιστεύτηκες;» Γελά με το ξερό, παράξενο γέλιο του.
Κι αισθάνομαι την παρόρμηση να τον αρπάξω απ’τον λαιμό και να τον κοπανήσω στον τοίχο, επανειλημμένα· αλλά το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου τα διώχνει όλα.
Η Διονυσία, όμως, φαίνεται να με κοιτάζει τρομαγμένη. Τα μάτια της είναι γουρλωμένα, κι έχει σταματήσει να ντύνεται.
Ο Αρσένιος είναι, ίσως, τυχερός τώρα που δεν μπορεί να δει.
«Τον εμπιστεύτηκα,» του λέω, νηφάλια, «επειδή τον έχω ξαναεμπιστευτεί – πολλές φορές – ύστερα από εκείνη την πρώτη του προδοσία. Και εκείνη η προδοσία, ουσιαστικά, δεν ήταν ‘προδοσία’ ακριβώς. Δε γνωριζόμασταν τότε. Αυτός με ήξερε αλλά εγώ δεν τον ήξερα. Με κατέδωσε σ’έναν έμπορο που κυνηγούσε πειρατικά μάτια, επειδή ένας πειρατής τού το είχε ζητήσει.»
«Τι ιστορία...» γελά πάλι ο Αρσένιος. «Ένα πειρατικό μάτι καταδίδει ένα άλλο πειρατικό μάτι; Επειδή του το ζητά ένας πειρατής;»
«Ήταν παράξενη υπόθεση,» του λέω· «δε συμβαίνει κάθε μέρα – ούτε καν κάθε νύχτα – στους δρόμους της Σκιάπολης.»
«Ναι, μάλλον...»
«Από τότε, όμως, ο Ιωάννης ήταν εντάξει μαζί μου. Είχε φοβηθεί για τη ζωή του, στην αρχή. Αλλά μετά, ενώ ήμουν πειρατής στην Ιχθυδάτια, ήταν εντάξει όχι μόνο επειδή με φοβόταν αλλά κι επειδή καταλάβαινε ότι είχε να κερδίσει από εμένα.»
«Χμμμ,» κάνει ο Αρσένιος, ενώ η Ευθαλία τυλίγεται ξανά στον πήχη του. «Δεν το θεωρείς, δηλαδή, πιθανό ότι σε πρόδωσε τώρα...»
«Όχι... Μοιάζει... Επιπλέον, δεν του είπα για τα βατράχια.»
«Το ίδιο λες και για τον άλλο φίλο σου, τον Δημήτριο. Ούτ’ αυτός νομίζεις ότι σε πρόδωσε.»
Τα λόγια του με προβληματίζουν. Ναι, ούτε ο Δημήτριος νομίζω ότι με πρόδωσε ούτε ο Ιωάννης. Όμως... όμως...
«Εντάξει,» λέει η Διονυσία. «Τι νόημα έχουν όλες τούτες οι υποθέσεις, μα τους θεούς; Πάμε να πάρουμε το τρένο και να φύγουμε αποδώ.»
«Δε μπορούμε,» της αποκρίνομαι.
«Αν υπάρχει έστω και μια μικρή πιθανότητα ο Δαμιανός να είναι εδώ και να–»
«Δεν έχουμε αρκετά χρήματα πλέον.»
«Τι;»
«Τα δώσαμε στο πανδοχείο. Για να φάμε και για να κλείσουμε τούτο το δωμάτιο.»
Ο Αρσένιος γελά, ξερά. «Σκοτάδι,» μουρμουρίζει, «παντού σκοτάδι...»
Η Διονυσία τον αγριοκοιτάζει.
«Θα πρέπει να πάμε στους Κατωμήχανους,» λέω, «για να πάρουμε λεφτά, και μετά...»
«Μετά πρέπει να φύγουμε, Γεώργιε. Δε μπορούμε να μείνουμε άλλο εδώ – ούτε μια μέρα!»
Σφίγγω τη γροθιά μου, οργισμένα, αλλά κατεβασμένη. «Πώς είναι δυνατόν να μ’έχουν εντοπίσει πάλι;» μουρμουρίζω, μονολογώντας περισσότερο. Βαδίζω ώς το παράθυρο. Παραμερίζω το παντζούρι και κοιτάζω έξω από το πανδοχείο. Είναι σταματημένο εκεί κανένα ύποπτο φορτηγάκι που θα μπορούσε να κρύβει βατράχια; Δε βλέπω τίποτα...
Στρέφω το βλέμμα μου στο εσωτερικό του δωματίου. «Αυτό που είδε ο Αρσένιος ίσως να μην είναι αυτό που νομίζουμε,» λέω. «Ίσως να μην είναι καν ο Στέφανος εκείνος με τον οποίο μιλούσε ο Δαμιανός.»
«Γιατί να είναι ο Στέφανος, αλήθεια, Οφιομαχητή;» ρωτά ο Αρσένιος. «Ήταν και τότε η μούρη του έτσι χάλια;»
«Όχι,» αποκρίνομαι, «αλλά ίσως εγώ να του την έκανα έτσι. Αν τελικά επιβίωσε, ο γαμημένος.»
Ύστερα από κάποιες ώρες ταξίδι στις ανοιχτές, ατέρμονες θάλασσες της Υπερυδάτιας, έφτασαν στη Ριλιάδα. Ώς εκεί δεν συνάντησαν τίποτα το ιδιαίτερα αξιοσημείωτο, και ο καιρός ήταν γενικά καλός. Μόνο ένα άλλο πλοίο είδαν να έρχεται προς τη μεριά τους, κι αυτό σύντομα συνειδητοποίησαν ότι ήταν ακυβέρνητο και μισοδιαλυμένο. Η Ευαγγελία η Μπανίστρια, που ήταν πιασμένη στα ψηλά ξάρτια του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού κοιτάζοντας με το κιάλι της, ανέφερε, μόλις κατέβηκε αποκεί και ήρθε στο Σμαράγδι των Κυμάτων μ’ένα σβέλτο σάλτο, ότι πάνω στην κουβέρτα του καραβιού ήταν μόνο νεκροί.
«Ανταρσία;» ρώτησε ο Κοσμάς. «Ή κούρσεμα;»
«Δεν είμαι σίγουρη,» απάντησε η Ευαγγελία η Μπανίστρια.
«Γαμήστε το,» είπε η Λουκία· «δε μας ενδιαφέρει. Έτσι κι αλλιώς, δε μπορούμε να το τραβάμε κι αυτό από πίσω.»
Ο καινούργιος Καπετάνιος τους – που κάποιοι μουρμούριζαν ότι ίσως να ήταν ο ίδιος ο Ακατάλυτος Κουρσάρος – ο άνθρωπος με το κατάμαυρο δέρμα και τα μάτια που δεν βλεφάριζαν ποτέ – έγνεψε καταφατικά. «Ναι, αφήστε το να πάει όπου τ’οδηγήσουν οι θυελλοδαίμονες του Ζέφυρου.»
Τώρα, ώρες μετά από τότε που είχαν δει εκείνο το ακυβέρνητο σκάφος, ζύγωναν τη Ριλιάδα, και ο Γεώργιος είπε στον Μούρη, που κουμάνταρε το τιμόνι του Σμαραγδιού: «Προς τα κει,» δείχνοντας νότια. «Στις αποβάθρες κάτω απ’τις εκβολές του ποταμού Λάηκου.»
«Μάλιστα, Καπ’τάνιε,» αποκρίθηκε εκείνος.
Ήταν απόγευμα, και το ανοιξιάτικο φως των δίδυμων ήλιων δυνατό ακόμα. Το Σμαράγδι των Κυμάτων έστριψε λίγο και το Δηλητηριασμένο Σαλάχι το ακολούθησε καθώς δυνατές αλυσίδες το τραβούσαν πίσω του.
«Αυτή η περιοχή της Ριλιάδας,» είπε ο Γεώργιος στον Κοσμά, τη Λουκία, και μερικούς άλλους που στέκονταν γύρω του, μέσα στη γέφυρα του Σμαραγδιού, «ονομάζεται Νότιο Λιμάνι. Δε θάχουμε πρόβλημα ν’αράξουμε. Κανένα πρόβλημα. Ακόμα κι άμα καταλάβουν ότι είμαστε πειρατές. Δεν απαγορεύεται στα κουρσάρικα ν’αράζουν, αρκεί να μην έρχονται για λεηλασία. Αν έρχεσαι απλά για να πουλήσεις ή για να κάνεις επισκευές, ή για οποιονδήποτε άλλο ειρηνικό λόγο, όλα καλά· η Βασίλισσα της Ριλιάδας δεν ενοχλείται. Εκτός αν το πλοίο σου είναι επικηρυγμένο, οπότε σου ρίχνουν με τα κανόνια μόλις σε βιγλίσουν. Αυτά εκεί.» Υψώνοντας το χέρι του, έδειξε τους πύργους που ορθώνονταν στις άκριες του λιμανιού. Επάνω τους υπήρχαν μεγάλα κανόνια.
«Υδατοτρόπα;» ρώτησε η Λουκία.
«Και υδατοτρόπα και ηχοβόλα και πυροβόλα, απ’ό,τι ξέρω. Αν και, προσωπικά, δεν τάχω δει ποτέ σε δράση.»
Το Σμαράγδι και το Σαλάχι άραξαν στο Νότιο Λιμάνι της Ριλιάδας χωρίς το παραμικρό πρόβλημα. Πλήρωσαν μόνο τους ανθρώπους της Λιμενοφυλακής κατά το αναμενόμενο – και ο Γεώργιος είχε προειδοποιήσει από πριν τους κουρσάρους του να μην κάνουν καμιά φασαρία εδώ, με τους λιμενοφύλακες, γιατί θα το μετάνιωναν· δεν ήταν κανένα λιμάνι του κώλου η Ριλιάδα.
Έχοντας τελειώσει με τις βασικές τους δουλειές στις αποβάθρες, βγήκαν στους δρόμους του Νότιου Λιμανιού για ν’αναζητήσουν καταλύματα, ενώ κάποιοι, φυσικά, έμειναν μέσα στα πλοία για να τα φρουρούν – και είχαν μαζί τους και τηλεπικοινωνιακούς πομπούς για να καλέσουν τους άλλους σε περίπτωση ανάγκης.
Ο Γεώργιος πρότεινε δύο μέρη διαμονής: ένα πανδοχείο και ένα ξενοδοχείο. «Δεν έχω μείνει σε κανένα, αλλά έχω ακούσει ότι και τα δύο είναι αρκετά καλά.» Το πρώτο ήταν στο Νότιο Λιμάνι και λεγόταν «Το Σύρμα»· το δεύτερο ήταν στην Οργανική, αμέσως δυτικά του Νότιου Λιμανιού, και λεγόταν «Καλόσχημος».
«Δε θα πάμε να κανονίσουμε τι θα γίνει με το εμπόρευμα;» ρώτησε η Λουκία, εννοώντας φυσικά τη ζωντανή και μη πραμάτεια από το Σύμπλεγμα. (Οι λιμενοφύλακες, όταν είχαν κάνει έναν σύντομο έλεγχο στα αμπάρια, είχαν ξαφνιαστεί λιγάκι από τα τέρατα μέσα στα κλουβιά, αλλά ο Γεώργιος – που έμοιαζε για εξωδιαστασιακός – τους είχε πει ότι του τα είχαν δώσει κάτι άτομα που κυνηγούσαν στο Σύμπλεγμα ώστε να τα μεταπουλήσει, και δεν είχε προκληθεί πρόβλημα.)
«Θα πάμε,» αποκρίθηκε ο Καπετάνιος, «μόλις νυχτώσει. Είναι νωρίς ακόμα. Καταλυθείτε, και αποφύγετε τις φασαρίες κατά προτίμηση.»
Έτσι, οι πειρατές έκλεισαν δωμάτια και στο Σύρμα και στον Καλόσχημο, γιατί σε κάποιους άρεσε περισσότερο το ένα μέρος ενώ σε άλλους το άλλο μέρος. Το Σύρμα, καθότι πανδοχείο, ήταν πιο φασαριόζικο και οικείο για τους κουρσάρους. Ο Καλόσχημος, καθότι ξενοδοχείο, ήταν πιο κυριλέ, καθαρός, και ήσυχος.
Ο Γεώργιος πήγε στο Σύρμα, γιατί είχε τραπεζαρία και μπορούσαν να καθίσουν εκεί και να μιλήσουν με τον Κοσμά, τη Λουκία, τον Ζαχαρία, και μερικούς ακόμα. Αφού οι μπίρες, τα Αίματα της Έχιδνας, τα ψητά καλαμάρια, και τα τηγανητά βγενόψαρα είχαν έρθει στο τραπέζι τους (μυρίζοντας υπέροχα), ο Καπετάνιος άρχισε να λέει στους πειρατές του για τους Κατωμήχανους.
«Τους έχω ακουστά εγώ,» είπε η Ερασμία’μορ, που είχε μαθητεύσει ως μάγισσα στη Δεύτερη Μαγική Ακαδημία Υπερυδάτιας, η οποία βρισκόταν εδώ, στη Ριλιάδα. «Αλλά δεν είχα ποτέ πάρε-δώσε μαζί τους.»
Ο Γεώργιος εξήγησε ότι ο υπόκοσμος της Ριλιάδας ονομαζόταν, συλλογικά, Κατωμήχανοι, υπό την έννοια ότι ήταν «αυτοί που βρίσκονταν κάτω από τις βιομηχανίες». Η Ριλιάδα είχε πολλές βιομηχανίες και εργοστάσια, και οι Κατωμήχανοι δρούσαν πάντα στα υπόγεια της πόλης. Δεν ήταν όλοι παράνομοι ακριβώς, μα όλοι μπλέκονταν σε δραστηριότητες που κανείς θα τις αποκαλούσε, το λιγότερο, σκιερές. Στους Κατωμήχανους μπορούσες να βρεις από μεταχειρισμένα βιβλία και ακριβά ρούχα σε χαμηλές τιμές μέχρι επικίνδυνες ψυχοτρόπες ουσίες, δηλητήρια, και δολοφόνους έτοιμους να πάνε να σκοτώσουν αν οι οκτάποδές σου τους γυάλιζαν.
Τα υπόγεια των Κατωμήχανων δεν ήταν, επίσης, κανένα μικρό μέρος. Δεν ήταν στέκι. Ήταν απλωμένα σ’ολάκερη τη βορειοανατολική μεριά της Ριλιάδας, από την Κρεμαστή ώς τα βόρεια του Ανοιχτού Λιμανιού. Ήταν ολόκληρο σύμπλεγμα από σήραγγες και κακοσκαμμένα δωμάτια, μέσα στη γη. Ορισμένα σημεία του φωτίζονταν απρόσμενα καλά από ενεργειακά φώτα. Ορισμένα άλλα σημεία ήταν κατασκότεινα και δεν πλησίαζαν εκεί ούτε δαίμονες του Λοκράθου για να μη συναντήσουν χειρότερους δαίμονες.
«Καπετάνιε,» παρατήρησε ο Ζαχαρίας μειδιώντας καθώς ρευόταν από την ήδη μία κούπα μπίρα που είχε καταναλώσει, «λες τρομερές ιστορίες. Τρομερές.»
Ο Γεώργιος αισθάνθηκε ξαφνικά την οργή της Έχιδνας να φουντώνει παράλογα εντός του, αλλά το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου την καταλάγιασε. «Δεν είναι ιστορίες,» προειδοποίησε τον Ζαχαρία.
«Μοιάζουν, όμως.»
«Να έχεις υπόψη σου ότι δεν είναι,» επέμεινε ο Γεώργιος.
«Και πώς μπλέχτηκες εσύ μ’αυτούς τους Κατωμήχανους;» ρώτησε η Λουκία.
«Πήγαινα εκεί για να πουλάω δηλητήρια που μάζευα στους Βαλτότοπους των Όφεων.»
«Στους Βαλτότοπους των Όφεων; Μα λένε ότι αυτά είναι, ίσως, τα πιο επικίνδυνα έλη στην Υπερυδάτια! Είσαι τρελός;»
«Τα δηλητήρια των ερπετών τους δεν μπορούν να με πειράξουν,» είπε μονάχα ο καινούργιος τους Καπετάνιος, αινιγματικά, και ήπιε μια γουλιά Αίμα της Έχιδνας. «Μάζευα, οπότε, ό,τι μπορούσα να μαζέψω κι ερχόμουν στους Κατωμήχανους και τα πουλούσα. Συγκέντρωσα έτσι πολλά οχτάρια, και από εδώ ήταν που, τελικά, αποφάσισα να πλεύσω για Ιχθυδάτια και κατέληξα στην Πόλη των Σκιών.»
«Γιατί;» ρώτησε η Μάγδα.
«Τι ‘γιατί’;»
«Ακούγεται σαν νάσουν καλά φτιαγμένος στη Ριλιάδα. Γιατί έφυγες;»
«Μην πιστεύεις ό,τι ακούς,» της είπε ο Γεώργιος. «Δε νόμιζα ότι εδώ... έβρισκα εκείνο που μ’ενδιέφερε.» Ακόμα μια αινιγματική απόκριση που δημιούργησε πιο πολλά ερωτήματα στους πειρατές απ’ό,τι τους απάντησε. «Τέλος πάντων. Απόψε θα επισκεφτούμε τους Κατωμήχανους και θα βρούμε ανθρώπους που θα τα πάρουν τα τέρατα από το Σύμπλεγμα, καθώς και τ’άλλα πράγματα· δεν υπάρχει αμφιβολία. Κυκλοφορούν τρελοί εκεί κάτω.
»Τώρα, θέλω ένας από εσάς να πάει να νοικιάσει ένα ημιφορτηγό από το Νότιο Λιμάνι. Θα το χρειαστούμε για να κατευθυνθούμε με άνεση στα βόρεια της Ριλιάδας. Για εγγύηση, δώστε τα ονόματα των πλοίων μας και δείξτε τα χαρτιά που μας έγραψε η Λιμενοφυλακή.» Δεν είχαν ταυτότητες Ριλιάδας, φυσικά· αλλά, αν έκλεβαν το νοικιασμένο όχημα, τα ονόματα των σκαφών τους θα αναφέρονταν στη Λιμενοφυλακή και θα είχαν κακά ξεμπερδέματα αν ποτέ επέστρεφαν στη Ριλιάδα.
Ο Κοσμάς το ανέλαβε μαζί μ’άλλους δύο, και, καθώς είχε νυχτώσει, είχαν ένα μικρό φορτηγό σταματημένο έξω από το Σύρμα, χρώματος σκούρο-καφέ. Στη μπροστινή μεριά είχε δύο μεταλλικούς τροχούς· στην πίσω μεριά είχε ερπύστριες, αλλά όχι βαριές, αρκετά ελαφριές και ευέλικτες. Το έκαναν πιο σταθερό και ανθεκτικό.
«Θα πάμε τώρα;» ρώτησε ο Κοσμάς.
Ο Γεώργιος κοίταξε το ρολόι του. «Περιμένετε λίγο, να πλησιάσουν τα μεσάνυχτα. Τότε είναι που έχει την περισσότερη κίνηση στους Κατωμήχανους. Όχι πως ποτέ ησυχάζουν εκεί κάτω, δηλαδή.»
«Καπετάνιε,» ρώτησε η Μάγδα, «υπάρχουν σ’αυτές τις σήραγγες και ανοίγματα που βγάζουν στην ανάποδη μεριά της Κεντρυδάτιας;»
«Γιατί ρωτάς;»
«Από περιέργεια. Έχω ακούσει για σήραγγες που, ακολουθώντας τες, μπορείς να βγεις από κάτω απ’τις ηπειρονήσους, κι ορισμένοι λένε πως επιβιβάζονται ακόμα και σε υποβρύχια από εκεί.»
«Ναι,» της είπε ο Γεώργιος, «υπάρχουν τέτοια ανοίγματα στους Κατωμήχανους. Τα υπόγεια περάσματα φτάνουν βαθιά. Τα χρησιμοποιεί αυτά τα ανοίγματα ο υπόκοσμος για να απομακρύνει υποβρυχίως πράγματα που δεν θέλει να πιάσουν οι λιμενοφύλακες.»
Περίμεναν, έτσι, να περάσει λίγη ώρα ακόμα, ενώ παρακολουθούσαν όσα έδειχνε η μεγάλη οθόνη στον τοίχο της τραπεζαρίας του Σύρματος. Ο τηλεοπτικός πομπός ήταν συντονισμένος στο Μεγάλο Κανάλι, τον μεγαλύτερο τηλεοπτικό σταθμό στη Ριλιάδα, η οποία είχε τρεις συνολικά. Το Μεγάλο Κανάλι πρόβαλλε τώρα μια ταινία που λεγόταν Το Κυνήγι της Χελώνας του Πλούτου και ήταν βασισμένη στον μύθο της Χελώνας του Θησαυρού.
«Αυτά είναι!» είπε ένας από τους Αγενής. «Να τη βρεις αυτή τη χελώνα και μετά να πα να χτίσεις έν’ ανάκτορο και να κάθεσαι και ν’αράζεις εκεί.» Ήταν απλωμένος πάνω στην καρέκλα του, με τα πόδια τεντωμένα μπροστά του, σταυρωμένα στον αστράγαλο. Στο δεξί χέρι κρατούσε μια κούπα κρασί. Ο Γεώργιος δεν σκόπευε να τον πάρει μαζί του στους Κατωμήχανους· του φαινόταν περισσότερο πιωμένος απ’ό,τι είναι συνετό να είσαι όταν πηγαίνεις εκεί κάτω. Ο πειρατής ονομαζόταν Νικόλαος και όλοι τον έλεγαν «το Ψηλό Ποτήρι» – όχι χωρίς καλό λόγο.
«Μη μου πεις ότι πιστεύεις αυτές τις μαλακίες για χελώνες με θησαυρούς στη ράχη,» του είπε η Λουκία, λοξοκοιτάζοντάς τον, μοιάζοντας να βαριέται, μοιάζοντας να αδημονεί να πάνε στους Κατωμήχανους. Οι ιστορίες του Καπετάνιου τής είχαν εξάψει τη φαντασία.
«Κοίτα να δεις – τέτοιο χάρτη σαν αυτό που δείχνει τώρα» – ο Νικόλαος έδειξε στην οθόνη, όπου φαινόταν ένας χάρτης πάνω σ’ένα τραπέζι καθώς η πρωταγωνίστρια και οι δύο βοηθοί της στέκονταν γύρω του συζητώντας – «έχω δει κι εγώ, να πούμε. Τον πουλούσανε στη Μελκάρνια, και–»
«Απατεώνες,» τον διέκοψε ο Κοσμάς. «Τέτοιοι χάρτες δεν είναι πραγματικοί. Είναι δυνατόν νάναι φτιαγμένοι όπως τους δείχνει εδώ; Αυτοί λένε ότι θ’ακολουθήσουν κάποιους συγκεκριμένους ανέμους του Ζέφυρου οι οποίοι πάντα οδηγούν στη γιγαντοχελώνα που ψάχνουν. Δεν υπάρχουν τέτοιοι χάρτες, Νικόλαε. Είναι παραμύθι, μα τα μαλλιά της Έχιδνας!»
Ο Ζαχαρίας γέλασε. «Άμα οι άνεμοι ακολουθούσαν τις γιγαντοχελώνες, ή οι γιγαντοχελώνες τους ανέμους... ε, τότε, εγώ θα ήμουνα αρχιερέας του Λοκράθου, ρ’αδέλφια!»
Έφυγαν από το πανδοχείο προτού τελειώσει η ταινία, αφήνοντας εκεί μόνο τον Νικόλαο το Ψηλό Ποτήρι και τρεις άλλους που δεν θα έρχονταν μαζί τους στους Κατωμήχανους. Ανέβηκαν στο ημιφορτηγό έξω από το Σύρμα και ο Γεώργιος κάθισε στο τιμόνι, γιατί ήταν ο μόνος που γνώριζε τους δρόμους της Ριλιάδας. Ακόμα και η Ερασμία’μορ (που ήταν επίσης μες στο όχημα) είχε παραδεχτεί ότι δεν τους θυμόταν και τόσο καλά πλέον.
Ο Γεώργιος έβαλε μπροστά τη μηχανή και ξεκίνησε τους τροχούς και τις ερπύστριες. Κατευθύνθηκε δυτικά και σύντομα έφτασε στην Οργανική Πύλη, μία από τις τρεις πύλες του τείχους της Ριλιάδας. Αυτό το τείχος δεν περιτριγύριζε ολόκληρη την πόλη· περιτριγύριζε μόνο τις περιοχές κοντά στα λιμάνια της. Από εκεί και πέρα, η Ριλιάδα ήταν απεριτείχιστη. Δεν φοβόταν τις επιθέσεις από την ξηρά· δεν χρειαζόταν προστατευτικό τείχος από εκείνη τη μεριά. Φοβόταν μόνο τις επιθέσεις από τη θάλασσα. Φοβόταν τους κουρσάρους που μπορεί να ορμούσαν στα λιμάνια και από εκεί να έρχονταν και πιο μέσα στην πόλη. Αυτό το τείχος, όμως, το οποίο ήταν ψηλό, πλατύ, και με φρουρούς και όπλα στις επάλξεις του, εμπόδιζε τους οποιουσδήποτε εισβολείς απ’το να προχωρήσουν περισσότερο. Τους παγίδευε ανάμεσα στον εαυτό του και στις ακτές.
Ο Γεώργιος σταμάτησε το ημιφορτηγό στην Οργανική Πύλη γιατί οι φύλακες εκεί τού είχαν γνέψει. Ήθελαν να δουν αν κουβαλούσε εμπορεύματα. Όταν είδαν πως δεν κουβαλούσε, του έκαναν νόημα να προχωρήσει. Άφησε το τείχος πίσω του, οδηγώντας βόρεια και δυτικά, περνώντας μέσα από τη Νότια Αγορά της Ριλιάδας, όπου μπορούσες να βρεις πιο ύποπτα πράγματα απ’ό,τι στη Βόρεια Αγορά, όμως όχι και τόσο ύποπτα όσο αυτά στους Κατωμήχανους ασφαλώς. Τέτοια ώρα, κοντά στα μεσάνυχτα, τα περισσότερα καταστήματα ήταν κλειστά, και πολλές αναμμένες πινακίδες ήταν για πορνεία και ερωτικούς κινηματογράφους – πινακίδες που τα πρωινά έμεναν αυστηρά σβηστές, σχεδόν αόρατες.
Βγαίνοντας από τη Νότια Αγορά ο Γεώργιος μπήκε στον Σκοπευτή, μια συνοικία μέσα από την οποία περνούσαν και οι ράγες του Μεγάλου Σιδηρόδρομου Κεντρυδάτιας. Έστριψε βόρεια. Πέρασε τη Σκαλωτή Γέφυρα και βρέθηκε στα Σκαλώματα, στις επάνω όχθες του Λάηκου.
«Έχουμε δρόμο ακόμα;» ρώτησε ο Κοσμάς.
«Όχι πολύ,» είπε ο Καπετάνιος.
Γύρω τους, από την αρχή της διαδρομής τους, πολυκατοικίες ορθώνονταν, και κάπου-κάπου έβλεπαν και τις σκοτεινές μορφές εργοστασίων μέσα στη νύχτα.
«Με φρικάρουν οι τόσο μεγάλες πόλεις,» σχολίασε η Μάγδα.
«Ποιος σε ρώτησε;» είπε η Ερασμία’μορ.
Ο Γεώργιος πέρασε το όχημα μέσα από τη Βόρεια Αγορά και μπήκε στην Κρεμαστή. Και τώρα, σκέφτηκε, στους Κατωμήχανους, ακολουθώντας τους δρόμους που θα τον οδηγούσαν σε μια από τις εισόδους του υπόγειου συμπλέγματος του υπόκοσμου της Ριλιάδας.
Σταμάτησε σε μια γωνία. Βγήκε από το όχημα και οι κουρσάροι του τον μιμήθηκαν. Βάδισαν πίσω του και γύρω του, κοιτάζοντας τα ψηλά οικοδομήματα που τους περιέβαλλαν πανταχόθεν. Ο Γεώργιος πήγε μπροστά σε μια καταπακτή από παλιό πρασινομέταλλο που είχε αρχίσει να κάνει κοκκινίλες αποδώ κι αποκεί. Τη σήκωσε, και είπε: «Ελάτε,» αρχίζοντας να κατεβαίνει τα πέτρινα σκαλοπάτια.
Οι πειρατές τον ακολούθησαν.
«Εδώ είναι οι Κατωμήχανοι, Καπετάνιε;» ρώτησε ο Κοσμάς.
«Ναι.»
«Ε, το μέρος δεν είναι κρυφό, τότε... Ο καθένας μπορεί να κατεβεί.»
«Είπα ποτέ ότι είναι κρυφό; Εννοείται πως ο καθένας μπορεί να κατεβεί. Το ερώτημα είναι αν θα το ρίσκαρε.»
Η απάντησή του έκανε όσους την άκουσαν να έχουν το μυαλό τους στα όπλα τους.
Τα πέτρινα σκαλοπάτια τούς οδήγησαν σ’έναν υπόγειο διάδρομο, φωτισμένο από μια ενεργειακή λάμπα που τρεμόπαιζε. Κι αυτός ο διάδρομος τούς οδήγησε σ’άλλους διαδρόμους και θαλάμους, και άλλους διαδρόμους και θαλάμους. Το σύμπλεγμα των Κατωμήχανων. Όπως τους είχε πει ο Γεώργιος, ορισμένα μέρη ήταν αξιοσημείωτα καλοφωτισμένα, ενώ κάποια ήταν πνιγμένα σε πυκνό σκοτάδι· αλλά τα περισσότερα ήταν μέτρια φωτισμένα, ή κακοφωτισμένα, με παλιές λάμπες που, κατά περίσταση, τρεμόπαιζαν (όπως αυτή μετά τη σκάλα) ή ήταν πολύ ασθενικές. Γύρω τους υπήρχαν ανοίγματα που έβγαζαν σε οικήματα σκαμμένα μες στη γη. Κάποια απ’αυτά ήταν εγκαταλειμμένα (κανείς δεν φαινόταν μέσα τους όταν φώτιζες: μονάχα συντρίμμια)· κάποια ήταν κατοικημένα ως σπίτια, πιθανώς, με πόρτες κλειστές και αμπαρωμένες· κάποια ήταν αποθήκες, ή καταστήματα, ή σπίτια-καταστήματα – μέρη όπου κάποιος κατοικούσε αλλά συγχρόνως πουλούσε από εκεί διάφορες υπηρεσίες ή πράγματα, ή έκανε συγκεκριμένες δουλειές. Στα τοιχώματα των σηράγγων και των θαλάμων πινακίδες ήταν καρφωμένες σε ακανόνιστα σημεία, και είχαν επάνω τους σημάδια και γραφές που οι πειρατές νόμιζαν ότι περισσότερο σε μπέρδευαν παρά σε βοηθούσαν να βρεις τον δρόμο σου. Ο καινούργιος τους Καπετάνιος, όμως, έμοιαζε να τις καταλαβαίνει και πραγματικά να βοηθιέται απ’αυτές. Όχι πως, γενικά, φαινόταν χαμένος. Προχωρούσε μέσα σε τούτο τον λαβύρινθο σαν να ήταν παλιά του πατρίδα. Ο Κοσμάς και οι άλλοι είχαν τα χέρια τους στα θηκαρωμένα όπλα τους, γιατί ορισμένες από τις μούρες που έβλεπαν να τους κοιτάζουν εδώ μέσα δεν τους άρεσαν καθόλου, και θα μπορούσαν, άνετα, να ήταν κλέφτες ή ληστές, έτοιμοι να τους χιμήσουν αν τους θεωρούσαν εύκολη λεία, νόμιζαν.
Ο Γεώργιος δεν ανησυχούσε για κλέφτες και ληστές καθώς βάδιζε. Ήξερε ότι ήταν σπάνια η περίπτωση να σου επιτεθούν στους Κατωμήχανους – εκτός αν καταφανώς κουβαλούσες τίποτα πολύτιμο. Εδώ ο κίνδυνος δεν ήταν να σου ορμήσουν· ήταν να σε εκμεταλλευτούν με ποικίλους τρόπους.
Οδήγησε τους κουρσάρους του προς τα μέρη που ήξερε καλύτερα, γιατί ούτε κατά διάνοια δεν τα ήξερε όλα. Τους οδήγησε προς τα μέρη των ανθρώπων που αγόραζαν και πουλούσαν δηλητήρια, χυμικές ουσίες, και ψυχοτρόπες ουσίες. Οι μυρωδιές ήταν οξείες και διαπεραστικές σ’ετούτες τις σήραγγες. Μια μεγάλη, γκρίζα σαύρα, γαντζωμένη σ’έναν τοίχο, ατένιζε τον Γεώργιο με γουρλωμένα μάτια σαν να έβλεπε κάτι το μαγευτικό. Από κάπου νερό, ή άλλο υγρό, ακουγόταν να κυλά.
Οι κουρσάροι σκέφτονταν πως, αν ο Καπετάνιος τώρα σκοτωνόταν ή εξαφανιζόταν, θα χάνονταν για πάντα εδώ κάτω. Δε θα μπορούσαν να ξαναγυρίσουν εκεί απ’όπου είχαν έρθει. Είχαν τελείως μπερδευτεί. Και κανείς δεν τους έμοιαζε αξιόπιστος για να του ζητήσουν κατευθύνσεις. Μάλλον στις λεπίδες κακούργων θα τους έστελναν παρά σε καταπακτή για την επιφάνεια της πόλης, νόμιζαν.
Λίγο παρακάτω, κάποιου είδους μηχανισμός αντηχούσε, αόρατος: κάποια πελώρια τροχαλία, ίσως, που αλυσίδες την κινούσαν. Σκιές τρεμόπαιζαν στο φως των λαμπών των περασμάτων. Τα άσχημα γράμματα και τα παράξενα σύμβολα στις πινακίδες έμοιαζαν με δαιμονική γλώσσα άλλης διάστασης στους πειρατές. Φωνές ακούγονταν – άνθρωποι που συζητούσαν. Ένα απρόσμενο τρίξιμο ξύλου. Ένα έντονο ΞΞΞΣΣΣΣΣΣΤΤΤ... σαν κάτι να διαλύθηκε από ξαφνικό κάψιμο. Καπνός πίσω από μια γωνία – αλλά δεν έστριψαν εκεί.
Ο Γεώργιος μπήκε σ’ένα άνοιγμα και μίλησε στους ανθρώπους που βρίσκονταν στο οίκημα πέρα απ’το κατώφλι – ένα μικρό μπαρ, σαν τρύπα. Η γυναίκα πίσω από τον πάγκο φαινόταν να τον γνωρίζει – μια πρασινόδερμη τύπισσα που θύμιζε φίδι– Όχι! Δεν θύμιζε φίδι. Μα την Έχιδνα, ήταν ερπετοειδής, συνειδητοποίησαν οι πειρατές ακούγοντας τη συριστική προφορά της και παρατηρώντας την καλύτερα. Ήταν μια δίποδη ερπετοειδής, γιατί φαινόταν να έχει πόδια κάτω από τον πάγκο, όχι μακριά ουρά. Τα μάτια της έστεκαν ορθάνοιχτα όπως του Καπετάνιου τους· οι κουρσάροι αισθάνθηκαν τις τρίχες τους να σηκώνονται.
Οφιομαχητήςςς, τον αποκάλεσε η φιδογυναίκα. Οφιομαχητήςςς... Γιατί;
Κι ένας άντρας – άνθρωπος αυτός, όχι φίδι, με δέρμα λευκό-ροζ και μαύρα, άγρια γένια – ύψωσε το μικρό ποτήρι του (μισογεμάτο με κάποιο μάλλον δυνατό ποτό) και χαιρέτησε τον Γεώργιο λέγοντας Καλώς τον. Και ρώτησε: «Φέρνεις πράματα απ’τα βαλτοτόπια πάλι, Οφιομαχητή;»
Οφιομαχητή! Τον έλεγε κι ετούτος Οφιομαχητή. Τι διάολο σήμαινε αυτό; αναρωτιόνταν οι κουρσάροι.
«Από ακόμα πιο μακριά, Τζακ,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος. «Από το Σύμπλεγμα.»
«Πήγες στο Σύμπλεγμα;»
«Όχι, αλλά έτυχε κάποια πράγματα να βρεθούν στα χέρια μου, και θέλω να μάθω ποιος μπορεί να ενδιαφέρεται να τ’αποκτήσει.»
«Κι αυτοί;» ρώτησε ο Τζακ, δείχνοντας τους κουρσάρους, οι οποίοι σκέφτονταν ότι πρέπει να ήταν εξωδιαστασιακός. Το Τζακ δεν ήταν Υπερυδάτιο όνομα. Ο τύπος ίσως να ήταν από τη Σεργήλη.
«Φίλοι,» απάντησε ο Γεώργιος.
Ο Τζακ ήπιε μια μικρή γουλιά απ’το μικρό του ποτήρι, ατενίζοντάς τους με στενεμένα μάτια. «Κουρσάροι...» Η φωνή του σαν χαμηλόφωνο μουγκρητό ήχησε.
«Έχει σημασία τι είμαστε;» είπε ο Κοσμάς, ενώ η Λουκία ξεθηκάρωνε εν μέρει το μακρύ ξιφίδιο στη ζώνη της σαν πόρνη που δείχνει εν μέρει το γυμνό της πόδι μέσα απ’το σκίσιμο του φουστανιού της για να προκαλέσει.
Ο Γεώργιος τής έπιασε τη γροθιά και την ανάγκασε να ξαναβάλει ολόκληρο το λεπίδι μες στο θηκάρι, ενώ ο Τζακ έλεγε στον Κοσμά: «Κανείς δεν έχει σημασία τι είναι εδώ, στους Κατωμήχανους, μάστορα. Αλλά και, συγχρόνως, τα πάντα έχουν σημασία, άμα με εννοείς.» Και έβαλε στο στόμα του έναν ξηρό καρπό απ’το μπολάκι μπροστά του, μασώντας ήρεμα – κρατς χρατς.
Ο Γεώργιος τον ρώτησε αν ήξερε ανθρώπους που ενδιαφέρονται για πράγματα – και πλάσματα – απ’το Σύμπλεγμα, ή όχι. Και την ίδια στιγμή κοίταζε και την ερπετοειδή πίσω από τον πάγκο· η ερώτηση απευθυνόταν και σ’εκείνη.
Η γυναίκα και ο Τζακ τού είπαν κάποια ονόματα, του έδωσαν κάποιες κατευθύνσεις. Ο Γεώργιος τούς ευχαρίστησε και βγήκε από το μπαρ μαζί με τους πειρατές του.
«Αυτή ήταν φίδι,» είπε ο Κοσμάς, «κι ο άλλος πρέπει να ήταν εξωδιαστασιακός.»
«Και στα δύο είσαι σωστός. Η Εριφύλη είναι ερπετοειδής, και από τους πρώτους μου φίλους στη Ριλιάδα – οπότε να προσέχετε τι λέτε γι’αυτήν ή σ’αυτήν – και ο Τζακ κατάγεται από τη Σεργήλη αλλά βρίσκεται πολλά χρόνια εδώ. Ξέρει τα μέρη καλύτερα απ’τους ντόπιους. ‘Ο Τζακ των Υπογείων’ τον λένε, φιλικά, όσοι τον γνωρίζουν.»
«Και γιατί σε αποκαλούσαν Οφιομαχητή κι οι δυο τους;» ρώτησε η Λουκία. «Τι εννοούσαν μ’αυτό;»
Ο Γεώργιος γέλασε σιγανά μέσα απ’την κουκούλα του. «Ίσως σύντομα να μάθεις, άμα μείνουμε αρκετά στην Κεντρυδάτια...»
Βάδιζε τώρα προς τα εκεί όπου του είχαν πει η Εριφύλη, η ιδιοκτήτρια του μπαρ, και ο Τζακ των Υπογείων, προσπαθώντας να προσανατολιστεί σωστά· γιατί ετούτα ήταν μέρη τα οποία δεν είχε επισκεφτεί παλιότερα και δεν τα γνώριζε. Ήταν μέρη όπου έρχονταν όσοι είχαν κατά νου να πουλήσουν ή ν’αγοράσουν πράγματα από άλλες διαστάσεις. Παράξενα πράγματα. Επικίνδυνα πράγματα. Ή πλάσματα. Πολλά απ’αυτά κανείς δεν θα τα αγόραζε ούτε στη Βόρεια ούτε στη Νότια Αγορά της Ριλιάδας· ή ο Βασιλικός Οίκος θα τα φορολογούσε πολύ βαριά· ή μπορεί ακόμα και να τα απαγόρευε να διακινηθούν. Οι λιμενοφύλακες που είχαν ελέγξει το αμπάρι του Σμαραγδιού των Κυμάτων είχαν ήδη προειδοποιήσει τον Γεώργιο πως αν σκόπευε να φέρει αυτά τα όντα στις αγορές έπρεπε πρώτα να ζητήσει την κατάλληλη άδεια, αλλιώς θα θεωρούνταν παράνομα. Και ακόμα κι η άδεια δεν ήταν βέβαιο ότι θα δινόταν· οι αρμόδιοι θα έκριναν. Ο Γεώργιος τούς είχε πει να μην ανησυχούν· όλα θα γίνονταν σύμφωνα με τον Νόμο της Βασίλισσας. (Μαλακίες, φυσικά. Ποτέ δεν πουλούσε πράγματα στη Ριλιάδα σύμφωνα με τον Νόμο της Βασίλισσας.)
Τώρα ο Γεώργιος είχε κατά νου τις κατευθύνσεις της Εριφύλης και του Τζακ, και προχωρούσε μέσα στα λαβυρινθώδη υπόγεια των Κατωμήχανων από πινακίδα σε πινακίδα. Μετά είδε μια συγκεκριμένη πόρτα μισάνοιχτη. Πλησίασε και μέσα παρατήρησε ότι ήταν ένα βυρσοδεψείο, όπως περίμενε – όπως υποδήλωναν, άλλωστε, οι μυρωδιές. Μια τρύπα που εκτεινόταν σε αξιοσημείωτο βάθος.
«Είσαι ο Ισίδωρος ο ταμπάκης;» ρώτησε ο Γεώργιος τον άντρα που καθόταν εκεί.
«Γιατί ρωτάς, φίλε;»
Ο Γεώργιος τού είπε ότι ζητούσε κατευθύνσεις προς ένα συγκεκριμένο μέρος· ο Τζακ των Υπογείων τον είχε στείλει εδώ.
«Ο Τζακ, ε;» έκανε ο Ισίδωρος, μασώντας μαστίχα, και έδωσε τις κατευθύνσεις που του είχε ζητήσει ο Οφιομαχητής.
«Ευχαριστώ.»
«Στο καλό, και προσοχή στα θηρία εκεί πέρα»· γέλασε κοφτά κι έστρεψε πάλι την προσοχή του στη δουλειά του.
Ο Γεώργιος συνέχισε να οδηγεί τους κουρσάρους μέσα στο δαιδαλώδες σύμπλεγμα, μέχρι που έφτασαν σ’έναν μεγάλο θάλαμο που τριγύρω είχε ανοίγματα φραγμένα με κιγκλιδώματα, και πίσω από τα κιγκλιδώματα πλάσματα διαφόρων ειδών φαίνονταν. Πλάσματα που κανείς – ούτε οι κουρσάροι ούτε ο Γεώργιος – δεν αμφέβαλλε ότι ήταν εξωδιαστασιακά. Όχι όλα, όμως. Ένα ο Φιλημένος το αναγνώρισε ως σίγουρα Υπερυδάτιο. Ήταν ένας Ανάποδος Σκαρφαλωτής. Σαν αυτόν που είχε σφάξει στην Αρένα της Κιρβιάδας.
Μέσα στον θάλαμο βρίσκονταν μερικοί άνθρωποι που έμοιαζε να διαπραγματεύονται, καθώς και μερικοί που έμοιαζαν για φρουροί, οπλισμένοι καθώς ήταν. Μια γυναίκα πλησίαζε ένα από τα κλουβιά και μουρμούριζε παράξενα λόγια, σχηματίζοντας συγχρόνως μυστηριώδη σύμβολα με τα δάχτυλά της – μάγισσα που έκανε κάποιο ξόρκι, για καλύτερη κατανόηση της φύσης του θηρίου πίσω από το κιγκλίδωμα, υπέθεσε ο Γεώργιος. Και δεν έδωσε άλλη σημασία σ’αυτήν.
Πλησίασε εκείνους που διαπραγματεύονταν. Δύο άντρες στράφηκαν να τον κοιτάξουν – αυτόν και τους κουρσάρους που τον ακολουθούσαν. «Τι θέλετε;» ρώτησε ο ένας.
Ο Γεώργιος ζήτησε ένα όνομα. Γυναικείο.
«Δεν είν’ εδώ η κυρία Φορκαλίνη,» είπε ο άλλος άντρας. «Αλλά θάρθει σε λίγο. Αν την περιμένετε...»
«Θα περιμένουμε,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος. Και έμειναν εκεί, στον θάλαμο των παράξενων θηρίων, περιμένοντας την Ιωάννα Φορκαλίνη που είχαν αναφέρει ο Τζακ των Υπογείων και η Εριφύλη.
Εν τω μεταξύ, δύο φρουροί άνοιξαν ένα κλουβί κι έβγαλαν έξω ένα άγριο πλάσμα χτυπώντας το με ενεργειακά μαστίγια. Όταν ήταν καταπονημένο, ένας άλλος τού έκανε μια ένεση και του πέρασαν αλυσίδα στον λαιμό. Ήταν τώρα μισοκοιμισμένο. Έδωσαν την άκρη της αλυσίδας στη γυναίκα που το ήθελε – τη μάγισσα που πριν είχε κάνει το ξόρκι – κι εκείνη έφυγε παίρνοντας το θηρίο μαζί της, ήσυχο τώρα, ενώ και τρεις άντρες την ακολουθούσαν, μοιάζοντας για σωματοφύλακές της.
Ύστερα από κανένα μισάωρο – κατά το οποίο κι άλλες διαπραγματεύσεις είχαν γίνει στον θάλαμο των παράξενων θηρίων – ήρθε μια γυναίκα ντυμένη με μαύρο ταγέρ – σακάκι και παντελόνι – και λευκά μποτάκια. Ήταν γαλανόδερμη και κοντοκουρεμένη, με πράσινα μαλλιά. Μίλησε σ’έναν άντρα και, μετά, της μίλησαν οι δύο που είχαν μιλήσει με τον Γεώργιο. Οπότε, η γυναίκα έστρεψε το βλέμμα της σ’αυτόν.
Τον πλησίασε εκεί όπου στεκόταν, ανάμεσα στους κουρσάρους του και λίγο πιο μπροστά, καταφανώς αρχηγός τους.
Τα μάτια της στένεψαν ατενίζοντάς τον. «Είσαι ο Οφιομαχητής;» ρώτησε.
Το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου σφύριζε μέσα στον Γεώργιο, καταπολεμώντας την ξαφνική, παράλογη οργή του. «Δεν είπα σε κανέναν ότι είμαι ο Οφιομαχητής,» αποκρίθηκε ουδέτερα.
«Δε χρειαζόταν να το πεις. Δε νομίζω ότι τα μάτια σου βλεφαρίζουν καθόλου, και το δέρμα σου είναι κατάμαυρο σαν τα πιο σκοτεινά περάσματα εδώ μέσα – εξωδιαστασιακό. Τα μαλλιά σου είναι πράσινα.»
Ο Γεώργιος είχε τώρα κατεβάσει την κουκούλα της κάπας του, και δεν ήξερε αν θα έπρεπε να το μετανιώσει ή όχι. «Κι αν είμαι αυτός που λες;»
«Έχω ακούσει ότι τριγύριζες εδώ, στους Κατωμήχανους· μα τώρα πια έλεγαν ότι είχες φύγει, ότι δεν έφερνες πλέον φαρμάκια απ’τους Βαλτότοπους των Όφεων.»
«Καλά λένε· δεν έρχομαι να πουλήσω δηλητήρια. Έρχομαι να πουλήσω πλάσματα από το Σύμπλεγμα.»
«Πλάσματα από το Σύμπλεγμα;»
Ο Γεώργιος τής είπε τι είχαν στο αμπάρι τους: ανέφερε τα ονόματα των θηρίων που ήξερε, και τ’άλλα απλά τα περιέγραψε.
Η Ιωάννα Φορκαλίνη φαινόταν να γνωρίζει τα ονόματα ακόμα κι αυτών. «Ολόκληρος θησαυρός...» παρατήρησε. «Δε ρωτάω πώς τα βρήκες, Οφιομαχητή.»
«Γεώργιο με λένε.»
«Όπως σ’αρέσει.» Έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα της και το άναψε μ’ένα ξαφνικό χτύπημα των δαχτύλων. Ο αντίχειρας και ο δείκτης του αριστερού της χεριού φορούσαν δαχτυλήθρες από κάποιου είδους μέταλλο που μπορούσε να πετάξει σπίθα μ’ένα τόσο απλό χτύπημα. Εξωδιαστασιακό μέταλλο, μάλλον, υπέθεσε ο Γεώργιος· δεν είχε ξανακούσει για τέτοιο πράγμα στην Υπερυδάτια.
«Σ’ενδιαφέρουν τα θηρία μου;» τη ρώτησε.
«Μ’ενδιαφέρουν.» Και ύστερα κανόνισαν πού και πότε να τα φέρει για να γίνει η συναλλαγή.
Ο Γεώργιος τη ρώτησε πού μπορούσε να βρει κι έναν άλλο τον οποίο είχε αναφέρει ο Τζακ των Υπογείων και ο οποίος πιθανώς να ενδιαφερόταν για μεταλλεύματα και φυτά από το Σύμπλεγμα.
«Έχεις και τέτοια;»
«Έχω και τέτοια.»
Η Ιωάννα είπε, πίσω απ’τον καπνό του τσιγάρου της: «Κάποιον πρέπει να λήστεψες. Όχι πως είναι δική μου δουλειά...» Και του εξήγησε πού μπορούσε να βρει τον άντρα που ζητούσε, ο οποίος ονομαζόταν Ζορδάμης – χωρίς επώνυμο – ένας γέρος από τη Σεργήλη, είχε πει ο Τζακ των Υπογείων, πιο πονηρός από εμένα. Αλλά δε θα πάει να σε κλέψει άμα δεν υπάρχει λόγος.
Ο Γεώργιος ευχαρίστησε τη Φορκαλίνη και υποσχέθηκε ότι θα ξανασυναντιόνταν σύντομα.
Ύστερα οδήγησε τους Αγενείς πίσω στην πρασινομέταλλη καταπακτή από την οποία είχαν μπει, χωρίς να χαθεί ούτε στιγμή στους διαδρόμους και στις υπόγειες αίθουσες των Κατωμήχανων.
«Πώς είναι δυνατόν να μην έχεις χάσει το δρόμο σου εκεί κάτω, Καπετάνιε;» τον ρώτησε ο Κοσμάς.
«Υπάρχουν πινακίδες· πού βλέπεις το παράξενο; Απλά πρέπει να μάθεις να τις διαβάζεις σωστά.»
«Επίτηδες τις έχουν γράψει τόσο περίεργα;» είπε η Ερασμία’μορ.
«Το βρήκες.»
Άνοιξαν τις πόρτες του σταματημένου οχήματός τους και μπήκαν.
«Πώς θα μεταφέρουμε τα τέρατα εκεί όπου συμφωνήσατε, Καπετάνιε;» ρώτησε ο Κοσμάς.
«Θα βρούμε τρόπο,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος, ενεργοποιώντας τη μηχανή του ημιφορτηγού.
Μόλις έχουμε ξεκουραστεί λίγο και είναι απόγευμα πλέον, και οι χειμερινές σκιές πληθαίνουν με γοργό ρυθμό στη Ριλιάδα, βγαίνουμε από τα Ασάλευτα Κύματα. Φεύγουμε από τα Ασάλευτα Κύματα: δίνω το κλειδί του δωματίου μας στον τύπο που φροντίζει γι’αυτά. Δεν σκοπεύω να επιστρέψουμε εδώ. Γιατί, αν τα βατράχια μάς παρακολουθούν ξανά – αν κάπως, με κάποιον γαμημένα εξωφρενικό τρόπο, μας παρακολουθούν ξανά – τότε καλύτερα ν’αλλάξουμε κατάλυμα αν χρειαστεί να μείνουμε κάπου απόψε. Αλλά το σκέφτομαι πολύ σοβαρά να μην μείνουμε πουθενά απόψε: να πάρουμε τον σιδηρόδρομο αμέσως μόλις μπορούμε και να εγκαταλείψουμε τη Ριλιάδα.
Το πρόβλημα είναι πως, έτσι όπως μας παρακολουθούν – αν όντως μας παρακολουθούν μ’αυτό τον μυστηριώδη τρόπο – δεν ξέρω αν ακόμα και στη Μεγάπολη θα είμαστε ασφαλείς. Και, κυρίως, φοβάμαι για τη Διονυσία και τον Αρσένιο. Έχουν γίνει στόχοι εξαιτίας μου.
Ναι, όσο το σκέφτομαι, καθώς βαδίζουμε, τόσο περισσότερο μ’ενοχλεί αυτό και με προβληματίζει. Τι να κάνω; Να τους αφήσω στη Μεγάπολη και να φύγω; Κατά πρώτον, ο Αρσένιος θέλει οπωσδήποτε να έρθει μαζί μου για να κυνηγήσει τους Καπνούς (και, άρα, θα έρθει και η Διονυσία). Όμως, ακόμα κι αν κατάφερνα να τον πείσω να μείνει εκεί, στη Μεγάλη Πόλη, πάλι θα βρίσκεται σε κίνδυνο, και αυτός και η αδελφή του.
Για να πάψουν να βρίσκονται σε κίνδυνο, μόνο ένας βέβαιος τρόπος υπάρχει: να σβήσουμε την απειλή. Να σβήσουμε την ύπαρξή της. Να αντιμετωπίσω τα καταραμένα βατράχια και να τα εξολοθρεύσω.
Αρχίζω να καταλαβαίνω τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου. Αυτοί οι γαμημένοι ακόλουθοι του Λοκράθου είναι, δίχως αμφιβολία, μιάσματα. Νιώθω το δηλητήριο της Έχιδνας πολύ έντονα μέσα μου, να με φορτίζει με τρομερή δύναμη, και τρομερή οργή. Θέλω κάποιους νεκρούς. Τώρα. Και κατά προτίμηση τα γαμημένα βατράχια. Τον Δαμιανό και τους άθλιους γυρίνους του! Αυτά τα μιάσματα της Υπερυδάτιας!
Φέρνω στον νου μου τις τεχνικές του Γέρου του Ανέμου. Τις φέρνω όσο πιο επίμονα μπορώ. Δεν πρέπει ν’αφήσω την οργή μου να με παρασύρει. Είναι πολύ επικίνδυνο. Ειδικά για τους φίλους μου.
Έχουμε περάσει τα δυτικά σύνορα του Ανοιχτού Λιμανιού και περπατάμε μέσα στο Σήμαντρο, μια συνοικία της Ριλιάδας πριν από τη Μεγάλη Πύλη. Η Διονυσία βοηθά τον αδελφό της στο βάδισμα· τον καθοδηγεί για να μην αργούμε. Και έτσι, φυσικά, γινόμαστε στόχος. Ο οποιοσδήποτε κατάσκοπος της προκοπής μπορεί να καταλάβει ότι ο Αρσένιος είναι τυφλός. Επομένως, αν ψάχνουν για δύο άντρες – έναν τυφλό και έναν όχι – και μια γυναίκα... πόσο δύσκολο μπορεί νάναι να μας εντοπίσουν; Ακόμα και με τις κουκούλες που έχουμε σηκωμένες στα κεφάλια μας;
Όλες οι αισθήσεις μου βρίσκονται σε πλήρη εγρήγορση. Το χέρι μου είναι στο βελονοβόλο, μέσα σε μια από τις πολλές εσωτερικές τσέπες της κάπας μου.
Βλέπω ένα όχημα να περνά παραδίπλα – ένα όχημα που μ’ενδιαφέρει. Ένα ιδιωτικό επιβατηγό. Τετράκυκλο, με δύο μακρόστενα καθίσματα πίσω από τον οδηγό. Στο ένα απ’αυτά – το πρώτο – κάθονται δυο γυναίκες.
Γνέφω με το ύψωμα του χεριού, και ο οδηγός φέρνει τους τροχούς του δίπλα μου. «Πού πάτε;» ρωτά.
«Στη Βόρεια Αγορά. Στα βόρεια της Βόρειας Αγοράς.» Και αναφέρω έναν δρόμο.
«Δυστυχώς πάω στον Ιχνολόγο, φίλε μου.» Η συνοικία αμέσως βόρεια του Σήμαντρου, ανατολικά του τείχους κι αυτή, κοντά στα λιμάνια. Μου κάνει.
«Εντάξει,» του λέω. «Πήγαινέ μας στον Ιχνολόγο.»
Με κοιτάζει παραξενεμένος. «Βολεύει;»
«Βολεύει.» Ανοίγω την πόρτα πλάι του και μπαίνω, ενώ η Διονυσία καθοδηγεί τον Αρσένιο στο δεύτερο μακρόστενο κάθισμα, πίσω από τις δύο πελάτισσες του οδηγού.
«Με το συμπάθιο, αλλά τι έχει αυτός ο τύπος, αδελφέ μου;» με ρωτά ο οδηγός, κοιτάζοντας τον Αρσένιο απ’τον εσωτερικό καθρέφτη του οχήματος. «Είναι... άρρωστος; Τυφλός;»
«Τυφλός είναι, και να βλέπεις τη δουλειά σου,» του λέω, και δεν κάνει άλλη κουβέντα, ακούγοντας μάλλον κάτι στη φωνή μου που δεν του αρέσει και τόσο.
Συνεχίζοντας την πορεία του στρίβει βόρεια, και συνειδητοποιώ ότι εξαρχής αυτό ήθελε να κάνει· λανθασμένα μού είχε δώσει την εντύπωση πως κατευθυνόταν δυτικά, προς τη Μεγάλη Πύλη. Αλλά δεν υπάρχει πρόβλημα. Οι Κατωμήχανοι εκτείνονται κάτω από ολόκληρη τη βορειοανατολική μεριά της Ριλιάδας, οπότε και ο Ιχνολόγος με βολεύει. Γνωρίζω πώς να κατεβώ και από εκεί.
Αυτή η απογευματινή ώρα, βέβαια, δεν είναι η καλύτερη για να επισκέπτεσαι τους Κατωμήχανους. Η καλύτερη ώρα είναι γύρω στα μεσάνυχτα· τότε έχει την περισσότερη κίνηση το μέρος. Όμως τώρα δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο. Και θα βρω να πουλήσω τα δηλητήρια που έχω υπόψη μου· είμαι σίγουρος.
«Οι κύριες πού κατεβαίνουν;» ρωτάω.
Ο οδηγός μού απαντά.
«Εντάξει είμαστε,» του λέω. «Δυο δρόμους παρακάτω θ’αφήσεις εμάς.» Του εξηγώ πού ακριβώς.
«Κανένα πρόβλημα, κύριε,» αποκρίνεται, και με λοξοκοιτάζει σαν να προσπαθεί να διακρίνει το πρόσωπό μου μέσα απ’την κουκούλα μου. Αλλά σίγουρα έχει ήδη δει ότι το δέρμα μου είναι κατάμαυρο, και σίγουρα έχει ήδη υποθέσει ότι μάλλον είμαι εξωδιαστασιακός. Λες τώρα να αναρωτιέται μήπως είμαι ο Οφιομαχητής; Δεν αποκλείεται. Κακό η φήμη σου να είναι τόσο εξαπλωμένη στην Υπερυδάτια, ειδικά όταν έχεις και τόσο... ιδιαίτερη εμφάνιση συγχρόνως. Ποιος πρόκειται ποτέ να με μπερδέψει με άλλον, αν με αντικρίσει ευθέως; Δε χρειάζεται καν να μ’έχει ξαναδεί παλιότερα· χρειάζεται μόνο να έχει ακούσει για τον μύθο μου, γαμώτο.
Η οργή φουντώνει μέσα μου. Σφίγγω τη γροθιά μου.
Χάνω τον χρόνο μου! Χάνω τον χρόνο μου τόσα χρόνια! Δεν έχω ανακαλύψει τίποτα! Και τώρα που βρήκα κάποια η οποία ίσως να ξέρει ποιος είμαι, δεν μπορώ να την ξαναβρώ!
Το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου φυσά και σφυρίζει εντός μου, και ο Γέρος του Ανέμου έρχεται ξανά στο μυαλό μου, εκεί, πάνω στις βουνοκορφές των Ρινέων Ορέων, όπου πάντοτε παγεροί αγέρηδες ταξιδεύουν ουρλιάζοντας με τις φωνές του Ζέφυρου.
Δε θα ωφελήσει να σκοτώσω τον οδηγό, που στην Ιχθυδάτια θα τον έλεγαν δρομοπιλότο, αλλά εδώ, στην Κεντρυδάτια, δεν τη χρησιμοποιούν αυτή την ορολογία – για κάποιο λόγο.
Μπαίνουμε στον Ιχνολόγο, αφήνουμε τις δύο κυρίες εκεί που θέλουν, και σταματάμε λίγο παρακάτω. Δίνω στον οδηγό δύο οχτάρια και τέσσερα πλοκάμια (από τα λιγοστά που μας έχουν απομείνει) και κατεβαίνουμε απ’το όχημά του.
«Μας παρακολουθούσαν, Οφιομαχητή;» ρωτά ο Αρσένιος. «Γι’αυτό καβαλήσαμε τροχούς;»
«Αν μας παρακολουθούσαν δεν τους είδα,» αποκρίνομαι· «αλλά παίρνω κάθε δυνατό μέτρο προφύλαξης.»
«Και καλά κάνεις,» λέει ο Αρσένιος καθώς βαδίζουμε ξανά. «Το ίδιο θα έκανα κι εγώ... αν όλα δεν ήταν τόσο σκοτεινά» – και γελά ξερά σαν να θέλει να ειρωνευτεί τον ίδιο του τον εαυτό αλλά και ολάκερη την Υπερυδάτια συγχρόνως· σαν να θέλει να καταραστεί, και να καταστρέψει, τους πάντες και τα πάντα. Τον καταλαβαίνω. Ναι, εν μέρει – ή, ίσως, περισσότερο από εν μέρει – τον καταλαβαίνω. Θυμάμαι πώς ήταν η οργή μου όταν η θάλασσα με ξέβρασε στο Πλοκάμι των Ναυαγίων... Το θυμάμαι καλά – και τίποτα πριν από αυτό. Εκτός από τη συνάντηση με την Έχιδνα...
Η κατάσταση του Αρσένιου μπορεί να μην είναι ακριβώς ίδια με τη δική μου, όμως μοιάζει. Και ο Άνθιμος – για τον οποίο έχω μεγάλη εκτίμηση – στον Ναό στις Ακτές των Βράχων, αυτό είπε, έτσι δεν είναι;
Τέλος πάντων. Πλησιάζω τώρα την είσοδο για τους Κατωμήχανους: μια στενή πόρτα, αλλά αρκετά ψηλή, πίσω από ένα χασάπικο, εκεί όπου αυτό ακουμπά σε μια πολυκατοικία, και δεν μπορείς να καταλάβεις σε ποιο οίκημα ακριβώς ανήκει η πόρτα. Το χασάπικο μοιάζει κολλημένο επάνω στην πολυκατοικία, σαν οι πέτρες των δυο τους να έχουν λιώσει από λιθομορφωτή και να έχουν δέσει ξανά. Μπορεί και νάχει γίνει· πού ξέρεις;
Η πόρτα είναι από πρασινομέταλλο και στις αντικριστές άκρες της – πάνω-αριστερά, κάτω-δεξιά – έχει τα σωστά σημάδια. Κάποιος που δεν γνωρίζει τι είναι δεν θα τα είχε περάσει για τίποτα περισσότερο από τυχαία χαράγματα – αν καν τα είχε προσέξει: που, μάλλον, δεν θα τα είχε προσέξει.
Όλες οι είσοδοι που οδηγούν στους Κατωμήχανους είναι από πρασινομέταλλο κι έχουν αυτά τα σημάδια.
Την ανοίγω και μπαίνουμε. Κατεβαίνουμε τα πέτρινα, γλιστερά σκαλοπάτια. Λέω στη Διονυσία και τον Αρσένιο να προσέχουν την υγρασία, καθώς ανάβω τον φακό μου, να προσέχουν μην παραπατήσουν.
«Το ξέρω τούτο το μέρος, Γεώργιε,» λέει χαμηλόφωνα ο Αρσένιος. «Μόλις περάσαμε μια ψηλή, στενή, πρασινομέταλλη πόρτα, έτσι δεν είναι;»
«Ναι.»
«Αποδώ κατέβαινα κι εγώ.»
Φτάνουμε κάτω, στους λαβυρινθώδεις διαδρόμους και θαλάμους των Κατωμήχανων. Δε χρειάζομαι τον φακό μου τώρα, έτσι τον σβήνω· υπάρχει αρκετός φωτισμός για να περπατήσεις. Τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει, παρατηρώ, από την τελευταία φορά που ήμουν εδώ. Τα πάντα μοιάζουν ίδια. Έχουμε, όμως, κάμποσο βάδισμα να κάνουμε μέχρι να φτάσουμε στα γνωστά μου στέκια, εκεί όπου πουλούσα τα δηλητήρια όταν τα έφερνα από τους Βαλτότοπους των Όφεων. Θα ήμασταν πιο κοντά αν μπαίναμε από την είσοδο στα βόρεια της Βόρειας Αγοράς, όμως δεν ήθελα τώρα να το ρισκάρω. Καλύτερα να μας χάσουν, αν όντως μας παρακολουθούσαν.
Διασχίζω τα υπόγεια μέρη, ακολουθώντας τις παράξενες γραφές στις πινακίδες, με τη Διονυσία και τον Αρσένιο στο κατόπι μου. Δεν μιλάω σε κανέναν, δεν χαιρετάω κανέναν. Κανείς δεν χρειάζεται να ξέρει, για την ώρα, ότι είμαι εδώ. Οι πάντες είναι δυνητικά επικίνδυνοι, έτσι όπως έχει εξελιχτεί το πράγμα με τα βατράχια.
Η Διονυσία με ρωτά: «Αυτές οι πινακίδες γράφουν κάτι; Κατευθύνσεις; Ή είναι ασυναρτησίες;»
«Δεν είναι ασυναρτησίες,» της λέω. «Αλλά τώρα δεν έχουμε χρόνο να σου εξηγήσω πώς να τις διαβάζεις.»
Και ακούω το ξερό γέλιο του Αρσένιου καθώς μουρμουρίζει: «Ναι, οι πινακίδες των Κατωμήχανων...»
Πρέπει να έχουμε διανύσει δύο χιλιόμετρα υπόγειων περασμάτων – ίσως και περισσότερα – όταν φτάνουμε στα μέρη που ξέρω καλύτερα. Περνάμε μπροστά απ’το μπαρ της Εριφύλης, το Εριφύλιο– Για στάσου! Τι γράφει η πινακίδα του; Γράφει ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΑΘΙΣΜΑ. Τι στους δαίμονες του Λοκράθου; Άλλαξε η Εριφύλη το όνομα;
Κοιτάζω μέσα από την ανοιχτή πόρτα. Δεν βλέπω κάποιον που να γνωρίζω. Ούτε την Εριφύλη, ούτε τον Τζακ των Υπογείων (που συχνά την έβγαζε εδώ), ούτε κανέναν. Δεν έχει αλλάξει μόνο το όνομα· κάτι έχει αλλάξει ριζικά σε τούτο το μέρος.
Δε μπορώ ν’αντισταθώ στον πειρασμό. Μπαίνω.
Ο άντρας πίσω από το πάγκο του μπαρ στρέφει τα μάτια του επάνω μου. Ένας γαλανόδερμος τύπος με μονάχα μια τούφα μαύρων μαλλιών στο κέντρο του κεφαλιού, και μούσι γύρω από το στόμα. Αρκετά γεροδεμένος, και ντυμένος, από τη μέση κι επάνω, μ’ένα πέτσινο γιλέκο.
«’Σπέρα,» χαιρετάω.
«’Σπέρα... Τι θα πάρεις;» με ρωτά.
«Πού είναι η Εριφύλη;»
«Πήγε να βρει το είδος της.»
Η οργή μου φουντώνει, αλλά τη συγκρατώ. «Τι σημαίνει αυτό; Πού μπορώ να τη συναντήσω;»
«Πού να ξέρω γω;» μορφάζει ο άντρας. «Στους Βαλτότοπους των Όφεων, ίσως, μαζί με τίποτα άποδες–»
Τον αρπάζω απ’τον λαιμό, με το ένα χέρι, κολλώντας το κεφάλι του πάνω στον πάγκο του μπαρ. Τριγύρω ακούω αμέσως έντονα μουρμουρητά, κινήσεις.
«Γεώργιε!» λέει η Διονυσία πίσω μου, ανήσυχη.
«Συμβαίνει κάτι;» ρωτά ο Αρσένιος, σιγανά – η φωνή του μόλις που φτάνει στ’αφτιά μου.
«Δεν κάνω αστεία,» λέω στον γαλανόδερμο άντρα. «Πού είναι η Εριφύλη; Θέλω να μάθω.» Τον ελευθερώνω από τη λαβή μου, τινάζοντάς τον όπισθεν, να κοπανήσει με την πλάτη στην κάβα με τα ποτά, που κουδουνίζουν. Δεν τον έσπρωξα, φυσικά, με όλη μου τη δύναμη, γιατί ούτε ένα μπουκάλι δεν θα είχε μείνει άθικτο, κι αυτός ίσως νάχε σπάσει τη ράχη του.
Τα μάτια του με κοιτάζουν γουρλωμένα, καθώς τρίβει τον πονεμένο λαιμό του. «...Είσαι...» κρώζει, «είσαι αυτός...» Ναι, σίγουρα έχει καταλάβει ποιος είμαι.
«Πού είναι η Εριφύλη;»
«...Δε φταίω εγώ... για τίποτα... Εγώ–»
«Πού είναι η Εριφύλη;»
(«Τι σκατά συμβαίνει;» ρωτά, χαμηλόφωνα, ο Αρσένιος. «Τι έγινε;»
«Σσσς,» ακούω τη Διονυσία να του κάνει.)
«Δε... δεν ξέρω. Δεν ξέρω πού είναι, αλλά...» Πιάνει ένα ποτό από δίπλα και πίνει μια μεγάλη γουλιά· βήχει. Λέει: «Την είχανε κυνηγήσει κάτι ακόλουθοι του Λοκράθου. Εδώ κι ένα χρόνο τώρα· δεν είν’ καινούργιο. Πρέπει νάχεις καιρό νάρθεις, αν είσαι αυτός που... Αυτός είσαι, έτσι; Είσαι ο Οφιομαχητής. Η Εριφύλη έλεγε πως τον ήξερε, έλεγε πως–»
«Και έφυγε;» τον διακόπτω. «Επειδή την κυνήγησαν τα καταραμένα βατράχια;»
«Ναι.»
«Γιατί την κυνήγησαν;» Φοβάμαι μην έφταιγα εγώ πάλι.
«Δεν ξέρω. Δεν ήταν δική μου δουλειά. Έλεγαν πως απλά δεν τη γούσταραν, πως δεν ήθελαν μια φιδογυναίκα νάναι εδώ πέρα.»
«Έλεγαν τίποτα για εμένα, συγκεκριμένα;»
«Δε... δεν ξέρω. Είσαι ο Οφιομαχητής, δηλαδή, έτσι; Όχι, δεν άκουσα να λένε κάτι για σένα. Αλλά, ξέρεις, φίλε, η Έχιδνα κι ο Λοκράθος δεν κοιμούνται στην ίδια ακτή.»
«Από ποιον το πήρες εσύ το μαγαζί;»
«Δεν είναι δικό μου· τ’αφεντικού είναι.»
«Κι αυτός από ποιον το πήρε;»
«Εγκαταλειμμένο το βρήκε. Το έπιασε και κανείς δεν έφερε αντίρρηση· οπότε...»
«Ποιος είναι το αφεντικό σου;»
«Ο Ευσέβιος ο Κατωμερίτης.»
Τον ξέρω τον καριόλη. Μεγάλος αρχισυμμορίτης στους Κατωμήχανους, και λάτρης του Λοκράθου, σύμφωνα με τις φήμες. Λένε πως έχει ένα ολόκληρο υπόγειο δωμάτιο όλο βατράχια και σαλαμάνδρες.
Δε μ’αρέσει αυτό. Καθόλου. Αν ο Δαμιανός είναι εδώ, δεν είναι απίθανο νάχει επαφές με τον Ευσέβιο τον Κατωμερίτη.
«Πού έχει πάει τώρα η Εριφύλη; Έχεις ακούσει;»
Ο γαλανόδερμος άντρας με την τούφα πίνει ακόμα μια γουλιά απ’το ποτό του. Κουνά το κεφάλι. «Όχι. Λένε πως έφυγε απ’την πόλη· μόνο αυτό ξέρω. Λένε πως άλλοι τρεις φιδάνθρωποι ήτανε μαζί της. Λένε πως ίσως και να ήταν συνωμότες.»
«Συνωμότες;» Γελάω κοφτά. «Τι είδους συνωμοσία;»
«Πού να ξέρω γω; Ένας μαλάκας οινοχόος είμαι· δεν ξέρω τίποτα.»
Τον αγριοκοιτάζω. Όταν ήμουν παλιότερα εδώ δεν είχα ακούσει η Εριφύλη να έχει τρεις «συνωμότες» του είδους της, αν και γνώριζα πως είχε πάρε-δώσε με ερπετοειδείς, περαστικούς και μη.
Λέω στον γαλανόδερμο άντρα: «Ερπετοειδείς ονομάζονται. Όχι φιδάνθρωποι.»
«Κανένα πρόβλημα,» κάνει ο τύπος, υψώνοντας τα χέρια και τους ώμους συγχρόνως.
Του στρέφω την πλάτη, ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά μέσα στο μικρό μπαρ· διάφοροι με κοιτάζουν, και ψιθυρίζουν αναμεταξύ τους, αλλά δεν βλέπω τραβηγμένα όπλα. Καλό αυτό.
«Πάμε,» λέω στη Διονυσία και τον Αρσένιο, και βγαίνουμε.
«Γιατί ήρθαμε εδώ;» με ρωτά η πρώτη.
«Ήθελα να δω την Εριφύλη. Είναι καλή μου φίλη, από παλιά.»
«Αν κάποιοι σε αναζητούν,» μου λέει ο Αρσένιος, «τώρα σίγουρα τράβηξες την προσοχή τους. Ή, αν όχι ακόμα–»
«Το ξέρω,» τον διακόπτω, αρκετά απότομα, μη μπορώντας να συγκρατήσω την οργή μου. «Πάμε να πουλήσουμε τα φαρμάκια και να φύγουμε γρήγορα από τούτο το μέρος.»
Και συνεχίζω να τους οδηγώ μες στους Κατωμήχανους.
Ετοιμάστηκαν κατάλληλα για να μεταφέρουν τα εξωδιαστασιακά όντα στους Κατωμήχανους. Ετοιμάστηκαν σύμφωνα με τις οδηγίες του καινούργιου τους Καπετάνιου. Επέστρεψαν το ημιφορτηγό εκεί απ’όπου το είχαν νοικιάσει, και νοίκιασαν ένα άλλο όχημα: ένα πολύ μεγαλύτερο φορτηγό, βάζοντας ξανά ως εγγύηση τα πλοία τους, δείχνοντας τα χαρτιά της Λιμενοφυλακής για τις θέσεις τους στο λιμάνι και τα ονόματά τους. Οι άνθρωποι που νοίκιαζαν τα οχήματα ήταν τώρα λιγότερο διστακτικοί με τους πειρατές, αφού τους είχαν επιστρέψει, χωρίς ζημιές και προβλήματα, το ημιφορτηγό.
«Δε μας φτάνει ένα φορτηγό για να μεταφέρουμε όλ’ αυτά τα τέρατα, Καπετάνιε,» είπε ο Κοσμάς. «Αποκλείεται ποτέ να χωρέσουν.»
«Το ξέρω,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος, ενώ ήταν καθισμένοι στην κουβέρτα του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού μαζί με μερικούς άλλους. «Για να χωρέσουν όλα τα πλάσματα, χρειάζονται τουλάχιστον άλλα δύο τέτοια φορτηγά. Τουλάχιστον. Όμως τρία μεγάλα φορτηγά, κυλώντας ταυτόχρονα προς την ίδια κατεύθυνση, μπορεί να τραβήξουν ανεπιθύμητη προσοχή. Τους ανθρώπους της Βασίλισσας, δηλαδή. Και δεν τους θέλουμε αυτούς να μπλέκονται στα πόδια μας. Μπορεί να ζητήσουν φόρους που βάζουμε τα τέρατα μες στην πόλη· μπορεί ακόμα και να τα θεωρήσουν ‘απαγορευμένα’. Αν τα πάμε, όμως, λίγα-λίγα στους Κατωμήχανους, οι πιθανότητες να αποφύγουμε μια τέτοια συνάντηση είναι καλές.»
Οι πειρατές δεν διαφώνησαν με το σκεπτικό του. Δεν τους ήταν άγνωστη αυτή η λογική, άλλωστε. Αν θες να μεταφέρεις πολλά πράγματα χωρίς να σε προσέξουν, μετάφερέ τα λίγα-λίγα, εκτός αν έχεις πρόβλημα χρόνου. Και τώρα δεν φαινόταν να υπήρχε πρόβλημα χρόνου.
Οι Αγενείς έβαλαν μερικά από τα πλάσματα του Συμπλέγματος στο φορτηγό που είχαν νοικιάσει, και ο Γεώργιος το οδήγησε προς τα βόρεια. Μαζί του ήταν αυτοί που είχαν έρθει και την προηγούμενη φορά στους Κατωμήχανους, καθώς και κάποιοι ακόμα, για να σπρώχνουν και να τραβάνε τα κλουβιά μέσα στα οποία ήταν κλεισμένα τα εξωδιαστασιακά όντα και τα οποία, ευτυχώς, είχαν ρόδες.
Ο Γεώργιος δεν σκόπευε να πάει το φορτηγό σε καμιά από τις πύλες του τείχους, γιατί καταλάβαινε ότι εκεί σίγουρα θα γινόταν έλεγχος από τους φρουρούς και θα έμπλεκαν. Θα το πήγαινε στο Επάνω Λιμάνι, όπου ήξερε πως υπήρχε μια είσοδος για τους Κατωμήχανους από την οποία μπορούσαν να κατεβάσουν τα κλουβιά. Το μοναδικό πρόβλημα ήταν πως, για να φτάσουν εκεί, έπρεπε να περάσουν από τη Γέφυρα των Λιμανιών, επειδή τα πλοία τους ήταν αραγμένα στο Νότιο Λιμάνι και θα φαινόταν ύποπτο τώρα αν έφευγαν για ν’αράξουν στο Επάνω Λιμάνι. Στη Γέφυρα των Λιμανιών δεν ήταν βέβαιο ότι θα σταματούσε κανείς το φορτηγό τους για έλεγχο, όμως ο Γεώργιος θα προτιμούσε να μην το ρισκάρει. Και η Ερασμία’μορ τού έδωσε τη λύση. Του είπε για το Ξόρκι Μηχανικής Πλεύσεως, και του εξήγησε πώς μπορούσε να χρησιμοποιηθεί. Μπορούσε να κάνει το όχημά τους πλωτό για λίγο – αρκετά ώστε να περάσουν τον ποταμό Λάηκο και να βγουν στην αντικρινή όχθη.
Θα είχαν νοικιάσει πλωτό φορτηγό εξαρχής, αλλά από το κατάστημα δεν είχαν κανένα να τους δώσουν, είπαν. Ίσως και να μην τους εμπιστεύονταν τόσο, παρότι είχαν επιστρέψει κανονικά το προηγούμενο όχημα. Τα υδατοχήματα είναι ακριβότερα από τα απλά οχήματα.
Ο Γεώργιος τώρα πήγε το φορτηγό, που ήταν εξάτροχο και βαρύ, στις όχθες του Λάηκου, ακόμα μέσα στο Νότιο Λιμάνι. Η Ερασμία, καθισμένη δίπλα του, κράτησε μέσα στα γυμνά χέρια της κάτι καλώδια που είχε τραβήξει μέσα από την κονσόλα του οχήματος. (Δυστυχώς είναι απαραίτητο να κάνω αυτή τη μικρή ζημιά, του είχε πει. Αν δεν την κάνω, δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω το ξόρκι. Μετά όμως θα τα κρύψω πάλι τα καλώδια και δεν νομίζω κανείς να καταλάβει τίποτα. Ο Γεώργιος είχε συμφωνήσει με το σχέδιό της· η μάγισσα ήταν έξυπνη, και ήξερε από μηχανές.) Μουρμούρισε λόγια στη γλώσσα της μαγείας ενώ έκλεινε τα βλέφαρά της, μοιάζοντας πλήρως εστιασμένη στη δουλειά της.
Και είπε, σαν να παραμιλούσε στον ύπνο της: «Τώρα, Καπετάνιε.»
Ο Γεώργιος πάτησε το πετάλι ξανά, οδηγώντας το όχημα καταπάνω στον ποταμό, ελπίζοντας η μάγισσα να μην έκανε κάνα λάθος, γιατί τότε θα πήγαιναν όλοι κατευθείαν στον πάτο του Λάηκου.
Το φορτηγό δεν βούλιαξε. Τα μέταλλά του επέπλευσαν σαν να μην ήταν μέταλλα αλλά φουσκωτά πλαστικά. Οι τροχοί πατούσαν πάνω στο νερό και κυλούσαν. Ο Γεώργιος το οδήγησε, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, στη βόρεια όχθη του Λάηκου και το ανέβασε σε ένα κεκλιμένο επίπεδο φτιαγμένο για υδατοχήματα κυρίως. Ήταν νύχτα και, μάλλον, κανείς δεν θα είχε δει ότι το φορτηγό τους δεν ήταν κανονικό υδατόχημα ακριβώς, υπέθεσε ο Γεώργιος. Δεν είχε πλωτήρες.
«Εντάξει, μάγισσα,» είπε. «Είμαστε πάλι στην ξηρά.»
Η Ερασμία’μορ άνοιξε τα μάτια, αφήνοντας τα καλώδια από τα δάχτυλά της.
«Για λίγο,» είπε ο Ζαχαρίας, από πίσω, «νόμιζα ότι θα πηγαίναμε κάτω.»
«Ανοησίες,» είπε ο Γεώργιος, οδηγώντας τώρα μες στους δρόμους του Ανοιχτού Λιμανιού· «ούτε στιγμή δεν υπήρξε κίνδυνος.»
«Ναι,» συμφώνησε η Ερασμία, «ήταν απλή υπόθεση. Το όχημα αυτό είναι μεγάλο, αλλά το μέγεθος δεν παίζει τον πιο βασικό ρόλο.»
«Τι παίζει τον πιο βασικό ρόλο;» ρώτησε ο Γεώργιος, από περιέργεια.
«Το πόσο καλοφτιαγμένο είναι το ενεργειακό κύκλωμα. Και το συγκεκριμένο είναι πολύ καλό. Η ενέργεια κυλά πολύ ομαλά, διαχέεται σωστά σε όλα τα σημεία του οχήματος.»
«Δεν κάνεις, δηλαδή, τα μέταλλα πιο ελαφρά;»
«Φυσικά και όχι. Η ενέργεια που κυλά μες στο όχημα είναι που μας κρατά στην επιφάνεια. Και δες πόσο έχει πέσει.»
Ο Γεώργιος κοίταξε την ένδειξη της ενέργειας στην κονσόλα. Ήταν στο 72%. Και όταν έφυγαν από το πλοίο τους, πριν από λίγο, ήταν στο 96%!
«Όπως καταλαβαίνεις,» είπε η Ερασμία, «η ενεργειακή κατανάλωση είναι μεγάλη όταν χρησιμοποιείς Ξόρκι Μηχανικής Πλεύσεως.»
Ο Γεώργιος διέσχισε το Ανοιχτό Λιμάνι προς τα βόρεια και έφτασε στο Επάνω Λιμάνι, ενώ κάπου-κάπου ακούγονταν γρυλίσματα, μουγκρίσματα, και συρίγματα από τα τέρατα του Συμπλέγματος – αν και τα είχαν ταϊσμένα καλά. Σταμάτησε το φορτηγό δίπλα σε μια πρασινομέταλλη πόρτα που ήταν αρκετά φαρδιά για να χωρέσει τα κλουβιά, αλλά όχι τόσο φαρδιά ώστε να χωρέσει και το ίδιο το φορτηγό.
«Εδώ είμαστε,» είπε ο Γεώργιος στους κουρσάρους του. «Βγάλτε τα έξω. Γρήγορα – αλλά με προσοχή.» Άνοιξε την πόρτα πλάι του και πήδησε από το ψηλό όχημα. Πλησίασε την πρασινομέταλλη είσοδο και την έσπρωξε, κάνοντάς την να κινηθεί μ’ένα ελαφρύ τρίξιμο μεντεσέδων. Ανάβοντας τον φακό του φώτισε μια ράμπα που κατέβαινε και έστριβε αριστερά.
Οι Αγενείς έφεραν τα κλουβιά με τα τέρατα κι άρχισαν να τα κατεβάζουν, τσουλώντας τα, ενώ ο Γεώργιος προπορευόταν με τον φακό του. Όταν έφτασαν κάτω, στις σήραγγες, στον υπόγειο κόσμο των Κατωμήχανων, δεν υπήρχε πλέον λόγος για αναμμένο φακό, αλλά όφειλαν να είναι επιφυλακτικοί τώρα, προειδοποίησε ο Φιλημένος τους πειρατές του. «Την άλλη φορά δεν κινδυνεύαμε κανείς να μας επιτεθεί, γιατί απλά ήμασταν μερικά άτομα. Τώρα, όμως, τσουλάμε μαζί μας μεγάλα πράγματα καλυμμένα με καμβάδες» (δεν τα είχαν ασκέπαστα, φυσικά, τα κλουβιά), «κι αυτό σημαίνει ότι κάποιοι ίσως – ίσως – να μας βάλουν στο μάτι. Νάχετε το νου σας για ενέδρες.»
«Έγινε, Καπετάνιε,» αποκρίθηκε ο Κοσμάς· και ακόμα κι η Λουκία έμοιαζε τώρα να θεωρεί τον Γεώργιο Καπετάνιο τους χωρίς την παραμικρή αμφιβολία. Ήταν σίγουρα ο οδηγός τους εδώ κάτω· κανείς άλλος δεν μπορούσε να τους καθοδηγήσει μες στους Κατωμήχανους.
Διέσχισαν αρκετές σήραγγες και θαλάμους, και είδαν πολλούς να τους κοιτάζουν με περιέργεια, καθώς τα κλουβιά που έσπρωχναν ανάμεσά τους έτριζαν και κουδούνιζαν, και τρομαχτικά μουγκρητά, γρυλίσματα, και συρίγματα αντηχούσαν πίσω από τους καμβάδες.
Ο Γεώργιος είχε την κουκούλα της κάπας του σηκωμένη. Δεν ήθελε οι πάντες να μάθουν ότι ο Οφιομαχητής έφερνε τούτα τα παράξενα πράγματα εδώ.
Κανείς δεν τους πείραξε καθοδόν και, τελικά, έφτασαν σ’έναν μεγάλο θάλαμο που δεν ήταν μακριά από τον θάλαμο των θηρίων όπου, τις προάλλες, είχαν συναντήσει την Ιωάννα Φορκαλίνη. Αυτός εδώ ο θάλαμος, όμως, δεν είχε κελιά με εξωδιαστασιακά πλάσματα γύρω-γύρω· είχε απλώς διάφορα ανοίγματα και ήταν αρκετά καλοφωτισμένος. Έδινε την εντύπωση υπόγειου σταυροδρομιού, ή υπόγειας πλατείας.
Η Ιωάννα Φορκαλίνη ήταν ήδη εδώ και τους περίμενε, ντυμένη αυτή τη φορά με πανωφόρι από στιλπνό μαύρο δέρμα, παντελόνι από θαμπό μαύρο δέρμα, και μπότες που έφταναν ώς το γόνατο. Μαζί της ήταν και μερικοί άλλοι – άνθρωποί της, προφανώς. Οπλισμένοι με ενεργειακά όπλα.
Ο Γεώργιος την πλησίασε. «Τα φέραμε.»
Η Ιωάννα ένευσε. «Βγάλτε τους καμβάδες. Θέλω να τα δω.»
Ο Γεώργιος έκανε νόημα στους πειρατές του να υπακούσουν, και οι καμβάδες έπεσαν, τα πλάσματα του Συμπλέγματος αποκαλύφτηκαν. Η Ιωάννα βάδισε γύρω απ’τα κλουβιά τους, παρατηρώντας τα – αγνοώντας τα πλοκάμια που ταλαντεύονταν προς το μέρος της, τις μασέλες που ανοιγόκλειναν, τις κεραίες που κουνιόνταν.
«Φαίνεται να είναι σε άψογη κατάσταση,» είπε. Και έγνεψε σ’έναν άντρα, ο οποίος ζύγωσε και μουρμούρισε τα λόγια για κάποιο ξόρκι, ατενίζοντας τα εξωδιαστασιακά πλάσματα με μάτια που είχαν γίνει ξαφνικά αβλεφάριστα σαν του Φιλημένου.
Ο Γεώργιος κοίταξε ερωτηματικά την Ερασμία’μορ – αν και ήδη υποπτευόταν τι γινόταν εδώ. Η μάγισσα τού ψιθύρισε: «Βιοσκόπος.»
Ο Βιοσκόπος είπε στη Φορκαλίνη: «Όλα καλά.» Και εκείνη στράφηκε στον Γεώργιο. «Μόνο αυτά είναι;» τον ρώτησε.
«Όχι. Αλλά τα υπόλοιπα θα σ’τα φέρω με δύο νύχτες κενό, για να μην τραβήξουμε την προσοχή ανθρώπων της Βασίλισσας.»
«Συνετό,» συμφώνησε η Ιωάννα. «Πόσα φορτία είναι; Παραπάνω από άλλο ένα;»
«Άλλα δύο πρέπει να είναι.»
Η Ιωάννα κοίταξε ξανά τα εξωδιαστασιακά όντα, υπομειδιώντας. «Άψογα.» Ύστερα έστρεψε το βλέμμα της στον Γεώργιο. «Θα σε πληρώσω γι’αυτά τώρα.»
«Εννοείται. Δεν τα παραδίδω αλλιώς.»
«Σε τι θα πληρωθείς;»
«Μετρητά και μόνο, όπως καταλαβαίνεις.»
«Το περίμενα.» Χτύπησε τα δάχτυλά της κι ένας άντρας έφερε ένα κλειστό βαλιτσάκι στον Γεώργιο. «Μέτρησέ τα.»
Ο Φιλημένος έβαλε το βαλιτσάκι πάνω σ’ένα λυόμενο τραπεζάκι που είχε στήσει εκεί η Φορκαλίνη. Το άνοιξε. Ήταν γεμάτο δεσμίδες με οκτάποδες. Ο Γεώργιος μέτρησε τα χαρτονομίσματα στη μία δεσμίδα και τις δεσμίδες στη μία στήλη.
«Εντάξει,» είπε. «Μετά από δύο νύχτες θα συναντηθούμε στο ίδιο μέρος για να σου φέρω και το δεύτερο φορτίο.»
Η Ιωάννα Φορκαλίνη συμφώνησε, και έφυγε από την υπόγεια αίθουσα μαζί με τους ανθρώπους της οι οποίοι κυλούσαν τα κλουβιά ανάμεσά τους, σκεπασμένα με καμβάδες ξανά. Τα εξωδιαστασιακά πλάσματα μούγκριζαν, γρύλιζαν, και σύριζαν. Τα μέταλλα κουδούνιζαν και έτριζαν.
«Καλύτερα να την κάνουμε στα γρήγορα τώρα, Καπετάνιε,» είπε ο Κοσμάς. «Μπορεί να μας χιμήσουν αν καταλάβουν πόσο λεφτά κουβαλάμε.»
«Θα πάμε πρώτα να βρούμε τον Ζορδάμη,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος. «Δεν είναι μακριά αποδώ, και πρέπει να συνεννοηθούμε και μ’αυτόν.»
Δεν διαφώνησαν, αν κι αισθάνονταν νευρικοί σαν κλέφτες αναγκασμένοι να περάσουν ολόκληρο φορτίο με κλοπιμαία κάτω από τις μύτες φρουρών. Ακολούθησαν τον Φιλημένο γι’ακόμα μια φορά μες στους Κατωμήχανους, περνώντας από μέρη που τους έμοιαζε ότι είχαν βγει από μεθυσμένο όνειρο, έτσι όπως ήταν τα ανοίγματα γύρω τους, ο φωτισμός, και οι πινακίδες με τις αλλόκοτες γραφές που μόνο ο Καπετάνιος μπορούσε να διαβάσει.
Συνάντησαν τον Ζορδάμη σ’ένα σύμπλεγμα μικρών θαλάμων που ήταν γεμάτοι με διαφόρων ειδών ασυνήθιστα πράγματα – υγρής φύσης, κυρίως, και ακατέργαστες ύλες, όχι αντικείμενα ή εργαλεία. Όλοι τούτοι οι θάλαμοι ήταν συγχρόνως εργαστήριο, αποθήκη, και κατάστημα γι’αυτόν· ίσως και κατοικία. Είχε ανθρώπους που δούλευαν για πάρτη του, φυσικά· δεν ήταν μόνος. Κάποιοι φρουρούσαν, κάποιοι τακτοποιούσαν, κάποιοι καταμετρούσαν.
Ο Ζορδάμης ήταν ένας γέρος με χρυσαφί δέρμα και ξυρισμένο κεφάλι. Η γενειάδα του ήταν κόκκινη και μακριά – βαμμένη δίχως αμφιβολία. (Και η Λουκία σκέφτηκε, αυθόρμητα: Τι ανώμαλος κωλόγερος είν’ αυτός; Να βάφει τα μούσια του, μα την Έχιδνα;) Ήταν έτοιμος να τους διώξει, λέγοντας ότι ήταν απασχολημένος (μιλούσε με κάποιον στον τηλεπικοινωνιακό πομπό που κρατούσε), αλλά μετά ο Γεώργιος τού είπε:
«Ο Τζακ των Υπογείων με έστειλε.»
«Μισό λεπτό, γίγαντα,» αποκρίθηκε τότε ο Ζορδάμης, που ήταν αξιοσημείωτα μικρόσωμος, αν και όχι στούμπος: ήταν λεπτός και μικροκαμωμένος. Είχε το σουλούπι πονηρού γάτου. (Πόσο χρονών να ήταν; αναρωτήθηκε φευγαλέα ο Γεώργιος. Πιο μεγάλος απ’τον Γέρο του Ανέμου; Αποκλείεται!) «Μισό λεπτό να τελειώσω εδώ.»
«Κάνε τη δουλειά σου.» Ο Φιλημένος σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος, περιμένοντας. (Το βαλιτσάκι με τα λεφτά το κρατούσε ο Κοσμάς, και με το άλλο χέρι, κρυμμένο μες στην τσέπη του πανωφοριού του, βαστούσε ένα ενεργειακό πιστόλι, έτοιμο να ρίξει.)
Ο Ζορδάμης σύντομα έκλεισε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του και πλησίασε τον Γεώργιο. Τον κοίταξε καλά-καλά, καθώς τώρα εκείνος είχε κατεβάσει την κουκούλα του θέλοντας να φανεί φιλικός, να μη δώσει άσχημη εντύπωση στην πρώτη τους συνάντηση. «Ο Οφιομαχητής,» είπε ο Ζορδάμης. «Είσαι ο Οφιομαχητής.»
Ο Γεώργιος δεν το αρνήθηκε. «Αυτό σημαίνει ότι θα μου κάνεις καλύτερη τιμή;»
Ο Ζορδάμης γέλασε αποκαλύπτοντας δόντια που γυάλιζαν παράξενα. (Ήταν δικά του, αναρωτήθηκε ο Γεώργιος, ή από κανένα εξωδιαστασιακό υλικό;) Τον έδειξε με το δάχτυλό του. «Καλό αστείο.» Ύστερα, πιο σοβαρά: «Τόχα ακούσει ότι ο Τζακ γνωρίζει τον Οφιομαχητή. Μα δεν είχε τύχει να σε συναντήσω ώς τώρα. Δεν ερχόσουν απ’τα λημέρια μου, και είμαι γενικά... άνθρωπος του λημεριού μου, άμα καταλαβαίνεις.»
«Μου είπε ο Τζακ ότι σ’ενδιαφέρουν τα πράγματα από άλλες διαστάσεις...»
«Εκτός αν είναι ζωντανά. Τότε θα πρέπει ν’αναζητήσεις την κυρία Φορκαλίνη.»
«Δεν είναι ζωντανά.»
Η όψη του Ζορδάμη έγινε πιο επαγγελματική από πριν. «Τι φέρνεις;»
«Κάποια φυτά και ορυκτά από το Σύμπλεγμα. Ή, μήπως, τα φυτά μετράνε για ‘ζωντανά’;»
«Ουσιαστικά, ναι, είναι ζωντανά, φυσικά. Αλλά δεν είναι ζωντανά όπως τα ζώα· οπότε, μ’ενδιαφέρουν κι αυτά. Η Φορκαλίνη δεν παίρνει φυτά. Τα έχεις εδώ, να τα δω;»
«Είναι πολλά – ολόκληρο φορτίο – δεν τα κουβαλάω τώρα μαζί μου.»
«Μάλιστα...» είπε ο Ζορδάμης τρίβοντας ασυναίσθητα την κόκκινη γενειάδα του. «Θα πρέπει να μου τα φέρεις, όμως, προτού συμφωνήσω ότι θα τ’αγοράσω. Ξέρεις τι ακριβώς είναι, τουλάχιστον;»
«Για νάμαι ειλικρινής μαζί σου – και ελπίζω κι εσύ νάσαι ειλικρινής μαζί μου – όχι, δεν ξέρω από τέτοια πράγματα.»
Ο Ζορδάμης γέλασε, αν και όχι τόσο δυνατά όσο πριν. «Τι; Φοβάσαι ότι θα σε κλέψω; Δεν κλέβω, Οφιομαχητή. Η καλή μου φήμη βασίζεται στις καλές μου συναναστροφές. Σου έχουν πει τ’αντίθετο;»
«Όχι.»
«Καλώς, τότε. Θα μου τα φέρεις αύριο, να τα δω;»
Ο Γεώργιος ένευσε. «Μπορεί να γίνει· και θα γίνει.»
«Θα σε περιμένω. Την ίδια ώρα περίπου, έτσι;»
«Σύμφωνοι.»
Ο Φιλημένος και οι κουρσάροι του έφυγαν από την περιοχή του Ζορδάμη και, βγαίνοντας από τους Κατωμήχανους, βρήκαν το φορτηγό τους εκεί όπου το είχαν αφήσει. Ανέβηκαν, και ο Γεώργιος το ενεργοποίησε.
«Αυτά τα οχτάρια, ακόμα κι άμα δε μαζέψουμ’ άλλα, φαίνεται νάναι αρκετά,» παρατήρησε ο Ζαχαρίας, αναφερόμενος στο βαλιτσάκι που εξακολουθούσε να κουβαλά ο Κοσμάς. «Η λεηλασία του σκάφους άξιζε, Καπετάνιε.»
«Μπορούμε να πάρουμε και περισσότερα,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος, και οδήγησε το εξάτροχο φορτηγό προς τα νότια, αλλά όχι από τη μεριά που είχαν έρθει. Μπήκε στο Σήμαντρο και, μετά, στους Αλέστους, φτάνοντας σε μια γέφυρα του ποταμού Λάηκου για την οποία ο Κοσμάς ρώτησε αμέσως: «Αυτή δεν είναι η Γέφυρα των Λιμανιών;»
«Δεν υπάρχει και καμιά άλλη ανατολικά του τείχους,» είπε ο Γεώργιος, και τη διέσχισε. Κανείς δεν τους σταμάτησε για να τους κάνει έλεγχο, πράγμα το οποίο οι πειρατές παρατήρησαν.
Η Μάγδα είπε: «Ίσως θα έπρεπε νάρθουμε αποδώ την επόμενη φορά.»
«Όχι,» διαφώνησε ο Γεώργιος. «Καλύτερα νάμαστε προσεχτικοί.» Οδηγούσε τώρα μες στην Οργανική, κατευθυνόμενος προς το Νότιο Λιμάνι.
Την επόμενη ημέρα οι κουρσάροι την πέρασαν στο Σύρμα και στον Καλόσχημο, όπου είχαν κλείσει δωμάτια. Στο Σύρμα, κυρίως, γιατί το εν λόγω πανδοχείο του Νότιου Λιμανιού είχε τραπεζαρία σε αντίθεση με το ξενοδοχείο στην Οργανική, το οποίο δεν είχε. Δεν έμειναν, όμως, όλοι οι πειρατές εκεί· κάποιοι τριγύρισαν μες στη Ριλιάδα. Ο καινούργιος Καπετάνιος τους τους είχε πει: Μην περάσετε τις πύλες του τείχους· και: Μην πάτε πέρα από το Σήμαντρο και το Ανοιχτό Λιμάνι. Ορισμένοι άκουσαν τις συμβουλές του· έμειναν κοντά στο Νότιο Λιμάνι. Αλλά κάποιοι άλλοι δεν τις άκουσαν, και πέρασαν την Οργανική Πύλη, βγαίνοντας από την περιοχή των λιμανιών που περικλειόταν μέσα στο τείχος, πηγαίνοντας στην απεριτείχιστη μεριά της Ριλιάδας που ήταν και η μεγαλύτερη. Επισκέφτηκαν τη Νότια Αγορά, και τον Σκοπευτή, και τα Σκαλώματα, και έφτασαν μέχρι τη Βόρεια Αγορά. Αγόραζαν και μερικά πράγματα. Άκουσαν τι λεγόταν στους δρόμους.
Ανάμεσα σ’αυτούς που είχαν πάει εκεί ήταν και η Λουκία, και ρώτησε για τον Οφιομαχητή. Ποιος ήταν ο άντρας που τον αποκαλούσαν έτσι; Κάπου είχε ακούσει το όνομά του, είπε, αλλά δεν ήξερε ποιος ήταν. Και σύντομα έλαβε απαντήσεις: ότι ο Οφιομαχητής ήταν ένας παράξενος άνθρωπος με κατάμαυρο δέρμα, που τα μάτια του ποτέ δεν βλεφάριζαν, και ήταν τρομερά δυνατός· ότι ήξερε όλα τα δηλητήρια, φημολογείτο, επειδή ήταν συμπαθής στην Έχιδνα παρότι έμοιαζε για εξωδιαστασιακός· ότι ανακατευόταν με άτομα του υπόκοσμου, ότι κατέβαινε στους Κατωμήχανους, σε μέρη που άλλοι δεν τολμούσαν να βαδίσουν· ότι, σύμφωνα με τα λεγόμενα, επισκεπτόταν τους Βαλτότοπους των Όφεων σαν να έκανε απλό περίπατο, ότι τα τρομερά δηλητήρια των ερπετών εκεί δεν μπορούσαν να τον βλάψουν· ότι ήταν αθάνατος· ότι είχε έρθει μέσα από τα οργισμένα κύματα, από τα βορειοδυτικά της Κεντρυδάτιας, από τους άγριους τόπους του Πλοκαμιού των Ναυαγίων· ότι, στη μακρινή Κιρβιάδα, στις δυτικές ακτές της ηπειρονήσου, είχε σκοτώσει έναν Ανάποδο Σκαρφαλωτή με τα ίδια του τα χέρια, και ότι τα είχε βάλει με τον Άρχοντα της Κιρβιάδας, τον φοβερό κουρσάρο Αθανάσιο Ζερδέκη, και τον είχε νικήσει· ότι είχε ταξιδέψει ακόμα και στα Ρινέα Όρη, μες στην καρδιά του χειμώνα, που άλλοι άνθρωποι παγώνουν ζωντανοί, αλλά εκείνον το κρύο δεν τον έπιανε, το αίμα του ήταν καυτό σαν το δηλητήριο της Έχιδνας· ότι οι ερπετοειδείς τον αγαπούσαν, και ότι είχε φίλους ανάμεσά τους· ότι ήταν, κατά βάθος, ερπετοειδής κι αυτός, όχι κανονικός άνθρωπος· ότι ήταν ημίθεος, γιος της Έχιδνας ίσως, της Έχιδνας και του Ζέφυρου – όχι! της Έχιδνας και του Αστερίωνα, σίγουρα: τίποτ’ άλλο δεν δικαιολογούσε τέτοια αφύσικη δύναμη – μπορούσε να γκρεμίσει τείχη με τις γροθιές του!
Η Λουκία και οι άλλοι κουρσάροι απόρησαν μ’αυτές τις διαδόσεις για τον Καπετάνιο τους. Όχι, βέβαια, πως τις θεωρούσαν και τόσο υπερβολικές. Άλλωστε, κι οι ίδιοι είχαν δει την τρομερή του δύναμη. Αλλά εδώ λέγονταν και πράγματα τελείως τρελά για τον... Οφιομαχητή. Τελείως τρελά. Και η φήμη του ήταν πολύ εξαπλωμένη στην Κεντρυδάτια· η Λουκία και οι άλλοι δεν είχαν δυσκολευτεί ν’ακούσουν για τα κατορθώματά του. Στις Αγορές, ειδικώς, Βόρεια και Νότια, όλοι οι ταξιδευτές – αυτοί που διέσχιζαν την Κεντρυδάτια για εμπορικούς λόγους και μη – φαινόταν να ξέρουν για τον Οφιομαχητή. Κανείς όμως δεν τον είχε δει. Ή, τουλάχιστον, έτσι έλεγαν.
Το απόγευμα, στο Σύρμα, η Λουκία ρώτησε τον Γεώργιο: «Είναι αλήθεια ότι σκότωσες Ανάποδο Σκαρφαλωτή με τα χέρια σου;» ενώ ήταν καθισμένοι σ’ένα τραπέζι και έπιναν ελαφρά ποτά (δεν ήθελαν να είναι πιωμένοι όταν, το βράδυ, θα επισκέπτονταν πάλι τον κύριο Ζορδάμη στους Κατωμήχανους).
Ορισμένοι πειρατές, ακούγοντας τα λόγια της Λουκίας, χασκογέλασαν και της σφύριξαν όπως θα σφύριζαν σε μια παλαβή, σε μια φυσημένη.
Η Λουκία τούς έκανε το πουλί του Λοκράθου με το δάχτυλό της, χωρίς να στραφεί να τους κοιτάξει.
Ο Γεώργιος κατέβασε το ποτήρι με το Αίμα της Έχιδνας από τα χείλη του. «Δεν είν’ αλήθεια,» της αποκρίθηκε. «Δεν τον σκότωσα με τα χέρια μου. Είχα κι αυτό.» Έπιασε το σπαθί του και το μισοτράβηξε απ’το θηκάρι. «Το Φιλί της Έχιδνας.» Το λεπίδι στραφτάλισε, γεμάτο χαράγματα στην Ιερατική Γλώσσα της φαρμακερής θεάς. Μέχρι στιγμής δεν τους είχε ξαναπεί το όνομα του όπλου. Νόμιζαν ότι δεν είχε όνομα.
«...Φίλι της Έχιδνας;» έκανε ο Ζαχαρίας.
«Σαν το δηλητήριο;» είπε η Μάγδα.
«Καλύτερο απ’το δηλητήριο.» Ο Γεώργιος το θηκάρωσε ξανά.
«Και σκότωσες Ανάποδο Σκαρφαλωτή μ’αυτό το λεπίδι;» απόρησε η Λουκία, δυσπιστώντας.
«Ναι.»
«Δε σε πιστεύω,» του είπε, επίπεδα.
Τα μάτια του Γεώργιου γυάλισαν όπως το ξίφος του είχε γυαλίσει πριν από λίγο. Η οργή της Έχιδνας έβραζε μέσα του· η Λουκία δεν ήξερε πόσο τυχερή ήταν που τον είχε δασκαλέψει ο Γέρος του Ανέμου πάνω στα ψηλά Ρινέα Όρη.
«Πήγαινε να ρωτήσεις στην Κιρβιάδα, τότε,» της είπε ο Φιλημένος. «Πήγαινε να ρωτήσεις για τον ‘μαχητή της οργής’ ο οποίος πολέμησε στην Αρένα του Άρχοντα.» Και δεν έδωσε άλλες εξηγήσεις. Ύστερα, ρώτησε σπάζοντας τη σιωπή που είχε ακολουθήσει: «Αλλά πού άκουσες εσύ για τον Ανάποδο Σκαρφαλωτή;»
«Το λένε παντού εδώ πέρα. Ο Οφιομαχητής σκότωσε έναν Ανάποδο Σκαρφαλωτή με τα χέρια του... και τέτοια.»
«Και... τέτοια;»
«Κυκλοφορούν πολλά για σένα, Καπ’τάνιε,» είπε βιαστικά ο Νικόλαος το Ψηλό Ποτήρι. «Μέχρι και ότι είσ’ ημίθεος – γιος της Έχιδνας, μα τα μαλλιά της Έχιδνας, γαμώτο! Ναι, το λένε, σ’τ’ορκίζομαι.»
«Το ξέρω,» είπε ο Γεώργιος. «Αλλά μου φαίνεται ότι τριγυρίζατε στις Αγορές πέρα από το τείχος...» Η όψη του αγρίεψε.
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Νικόλαος αμέσως· «κάπου δω γύρω το πήρε τ’αφτί μας, Καπ’τάνιε,» ενώ η Λουκία μόρφαζε αδιάφορα λέγοντας «Ναι, εδώ γύρω,» και κάποιοι άλλοι κουνούσαν τα κεφάλια τους.
«Γαμιόληδες,» μούγκρισε ο Φιλημένος, κρατώντας με το ζόρι την οργή του υπό έλεγχο – με το ζόρι και, κυρίως, με το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου. Σκεφτόταν πως, αν τώρα ήταν στη Βιλάρνη μ’εκείνες τις κωλοσυμμορίες, θα τους είχε χιμήσει. Ή μήπως όχι; Τέλος πάντων. «Σας είχα πει να μην περάσετε το γαμημένο τείχος! Σας είχα πει να μην απομακρυνθείτε τόσο απ’το Νότιο Λιμάνι–»
«Δεν πήγαμε, Καπ’τάνιε· ορκιζόμαστε στ–»
«Πού θα ορκιστείς, Νικόλαε; Στο βρακί της Σιλοάρνης;» γρύλισε ο Γεώργιος, κι αρκετοί κουρσάροι γέλασαν ή μειδίασαν.
«Όπου θες εσύ, Καπ’τάνιε· δεν–»
«Δεν είμαι ηλίθιος, Νικόλαε. Βαδίσατε πέρα απ’το τείχος. Πήγατε τουλάχιστον στη Νότια Αγορά, αν όχι και στη Βόρεια.»
«Εντάξει, γαμώτο!» σύριξε η Λουκία. «Δεν είναι και τόσο σπουδαίο το θέμα! Λες να χανόμασταν;»
«Έχουμε έρθει εδώ για να κάνουμε μια συγκεκριμένη δουλειά και να αποπλεύσουμε,» της είπε ο Γεώργιος. «Δε θέλω άλλα μπλεξίματα.»
«Τι μπλεξίματα μπορεί να είχαμε; Δεν κάναμε φασαρίες. Απλά μερικά πράγματα αγοράσαμε.»
«Καλύτερα να είστε κοντά στο Νότιο Λιμάνι. Οτιδήποτε μπορεί να συμβεί, Λουκία. Ίσως να θέλουμε να φύγουμε στα γρήγορα. Τι θα γίνει τότε, ε; Γουστάρεις να σας αφήσουμε εδώ, στη Ριλιάδα, ενώ εμείς θα την κοπανάμε για Ιχθυδάτια;»
«Εννοείς ότι μπορεί να μας κυνηγήσουν; Μα δεν έχουμε κάνει τίπ–»
«Για να σας λέω να είστε προσεχτικοί θα έχω τους λόγους μου, έτσι δεν είναι, Λουκία;»
«Και τι λόγοι είν’ αυτοί;»
«Δικοί μου λόγοι. Και ξέρω τι κάνω. Ξέρω αρκετά καλά τη Ριλιάδα. Καλύτερα από σένα, σίγουρα, κι εκείνους που πήγαν μαζί σου πέρα από το τείχος.»
«Ποια, όμως, είναι αλήθεια απ’αυτά που λένε για σένα, Καπετάνιε,» ρώτησε ο Νικόλαος το Ψηλό Ποτήρι, «και ποια είναι ψέματα; Δε μπορεί όλα νάναι αλήθειες...»
«Τίποτα να μην πιστεύετε,» τους είπε ο Γεώργιος.
«Δεν είσαι, δηλαδή, γιος της Έχιδνας;» είπε, ειρωνικά, η Λουκία ακουμπώντας την πλάτη της στην καρέκλα όπου καθόταν και πιάνοντας την κούπα με τη μπίρα της.
Ο Γεώργιος δεν απάντησε.
«Πρέπει, όμως, νάχεις αντιμετωπίσει τον Άρχοντα της Κιρβιάδας,» υπέθεσε ο Νικόλαος. «Κι εσύ ο ίδιος το είπες. Είπες ότι ήσουν στην Αρένα της Κιρβιάδας, δεν είπες;»
«Δεν έχουμε καλές σχέσεις με τον Αθανάσιο Ζερδέκη,» παραδέχτηκε ο Γεώργιος. «Τι ακριβώς ακούσατε να λένε για μένα κι αυτόν;»
«Ότι τάβαλες μαζί του και τον νίκησες.»
Ο Γεώργιος ρουθούνισε. «Σαχλαμάρες.» Ήπιε μια γουλιά Αίμα της Έχιδνας. «Δεν τον νίκησα... Δεν έχω τελειώσει ακόμα μαζί του.»
Η Λουκία ήταν συνοφρυωμένη. «Είπες ότι πολέμησες τον Ανάποδο Σκαρφαλωτή στην Αρένα του Άρχοντα της Κιρβιάδας. Πώς είχες βρεθεί εκεί; Τι ήσουν; Μονομάχος του Αθανάσιου Ζερδέκη;»
«Δεν έχουμε καιρό για ιστορίες τώρα,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος. «Πρέπει να ετοιμαστούμε για να πάμε στον κύριο Ζορδάμη. Πρέπει ν’αρχίσουμε να βάζουμε τα πράγματα στο φορτηγό.»
Όταν είχε νυχτώσει για τα καλά, το εξάτροχο φορτηγό (που ακόμα κρατούσαν νοικιασμένο) ήταν γεμάτο με τα φυτά και τα ορυκτά από το Σύμπλεγμα. Τα χωρούσε σχεδόν όλα, σε αντίθεση με τα πλάσματα. Ήταν ευρύχωρο, και οι κουρσάροι ήταν, αν μη τι άλλο, ειδήμονες στο να κάνουν χώρο για να τοποθετούν όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα.
Ακολούθησαν την ίδια τακτική που είχαν ακολουθήσει και την προηγούμενη φορά: Ο Γεώργιος οδήγησε το όχημα ώς τον ποταμό Λάηκο και η Ερασμία’μορ έκανε Ξόρκι Μηχανικής Πλεύσεως ώστε να περάσουν στην αντικρινή όχθη σαν να ήταν μέσα σε υδατόχημα. Είχαν βάλει καινούργια ενεργειακή φιάλη, φυσικά, για να είναι βέβαιοι πως δεν θα έχουν πρόβλημα με τα καύσιμα. Άφησαν τις όχθες του Λάηκου πίσω τους και, κατευθυνόμενοι βόρεια, έφτασαν στο Επάνω Λιμάνι και στην πρασινομέταλλη πόρτα που ήταν μία από τις εισόδους των Κατωμήχανων.
Οι Αγενείς έβγαλαν τα κιβώτια από το φορτηγό τσουλώντας τα πάνω σε χαμηλά καρότσια από ανθεκτικά μέταλλα. Τα κατέβασαν έτσι στις σήραγγες, ακολουθώντας τον Γεώργιο, ο οποίος πάλι τους είπε να είναι προσεχτικοί, μην τυχόν και πέσουν σε κάναν κακό άνεμο. Να έχουν το νου τους για πιθανές ενέδρες. Ήταν φανερό ότι μετέφεραν κάτι που πρέπει να είχε αξία.
Ο ίδιος είχε την κουκούλα της κάπας του σηκωμένη, όπως και χτες, για να μην τον αναγνωρίσουν. Το ένα του χέρι ήταν στη λαβή του θηκαρωμένου Φιλιού της Έχιδνας.
Φτάνοντας μπροστά στην είσοδο των θαλάμων που αποτελούσαν λημέρι του Ζορδάμη – εργαστήριο, μαγαζί, και αποθήκη συγχρόνως – είδαν δύο από τους ανθρώπους του να τους περιμένουν πέρα από το κατώφλι.
Όμως δεν πρόλαβαν να πλησιάσουν εκεί.
«Οφιομαχητή!»
Ο Γεώργιος στράφηκε.
Από ένα παράπλευρο άνοιγμα του περάσματος, μια ομάδα είχε μόλις ξεπροβάλει, και όλοι τους είχαν όπλα στα χέρια. Γι’αρχηγός τους φαινόταν ένας άντρας ψηλός και γαλανόδερμος ο οποίος βάδιζε σαν Ρινέος λύκος, νόμιζε ο Γεώργιος. Είχε μαύρα, κοντά μαλλιά και πρόσωπο μακρύ και αρκετά όμορφο, όψη ασάλευτη, μάτια γυαλιστερά κι επίσης ασάλευτα. Ήταν ντυμένος με ελαφριά γκρίζα κάπα, κι από μέσα φορούσε μια κατάμαυρη στολή που έμοιαζε να γίνεται ένα με το σώμα του. Οργανική στολή, την αναγνώρισε αμέσως ο Γεώργιος.
«Εσύ είσαι, λοιπόν...» είπε ο άντρας ατενίζοντας τον Φιλημένο. «Βγάλε την κουκούλα σου! Δείξε μου το πρόσωπό σου προτού πεθάνεις!» Τράβηξε, στη στιγμή, δύο ξιφίδια από τη ζώνη του. Τα τράβηξε τόσο γρήγορα που έκανε τον Γεώργιο και τους πειρατές να αναρωτηθούν μήπως τα κρατούσε ήδη. Η κίνησή του ήταν αλλόκοτα γρήγορη.
Αλλά ο Γεώργιος κατάλαβε: Οργανική στολή επιτάχυνσης...
«Ποιος διάολος του Λοκράθου είσαι;» ρώτησε, δαμάζοντας προς το παρόν την οργή της Έχιδνας καθώς ξεθηκάρωνε το Φιλί και οι Αγενείς έπιαναν επίσης τα όπλα τους. «Σε ξέρω;»
Ο άντρας μειδίασε λεπτά. «Όχι,» αποκρίθηκε. «Με λένε Στέφανο – κι αυτό είναι το τελευταίο όνομα που θ’ακούσεις. –Εσείς οι άλλοι!» φώναξε στους Αγενείς. «Κάντε πέρα αν θέλετε τις ζωές σας!»
«Δε χρειάζομαι αυτούς για να σε κόψω κομμάτια, όποιος κι αν είσαι!» γρύλισε ο Γεώργιος, νιώθοντας την τρομερή οργή του να τον γεμίζει. «Αλλά ποιο είναι το πρόβλημά σου μαζί μου;»
«Δεν εγκαταλείπουμε τον Καπετάνιο μας!» δήλωσε ο Κοσμάς, κρατώντας το μεγάλο σπαθί του με τα δύο χέρια. «Αν τον θες θα πρέπει να περάσεις από εμάς πρώτα!»
«Ηλίθιοι,» είπε ο Στέφανος, «δεν πρόκειται να προλάβετε να κάνετε τίποτα.» Και ύστερα μετακινήθηκε.
Και φάνηκε σαν τη μια στιγμή να ήταν εκεί, στα τέσσερα, πέντε μέτρα απόσταση από τον Γεώργιο, ενώ την άλλη στιγμή βρισκόταν ξαφνικά μπροστά του. Μια θολούρα είχε διασχίσει την απόσταση που τους χώριζε.
Και τα χέρια του κινήθηκαν το ίδιο γρήγορα. Οι λεπίδες στραφτάλισαν.
Ο Γεώργιος, φυσικά, το περίμενε αυτό. Ήξερε τι έκανε η οργανική στολή επιτάχυνσης. Το ήξερε από το μυστηριώδες παρελθόν του. Και ήξερε, επίσης, ότι μόνο οι παράφρονες και οι παράτολμοι χρησιμοποιούσαν συχνά τέτοιου είδους στολή. Όλες βέβαια οι οργανικές στολές κούραζαν το σώμα και το νευρικό σύστημα, αλλά όχι τόσο όσο η στολή που σε καθιστούσε τρεις φορές πιο γρήγορο απ’το κανονικό. Και δεν ήταν μόνο ότι αυτή η στολή σε κούραζε· έπρεπε και να έχεις εκπαιδευτεί κατάλληλα για να τη χρησιμοποιήσεις. Το ανθρώπινο μυαλό έπρεπε να μάθει να συγχρονίζεται σωστά σε τέτοιες ταχύτητες, αλλιώς το πιθανότερο ήταν να κάνεις κινήσεις τόσο απότομες που τα κόκαλά σου θα έσπαγαν ή θα έβγαιναν από τις θέσεις τους.
Ο Γεώργιος τινάχτηκε όπισθεν (κάνοντας δυο κουρσάρους πίσω του να πέσουν κάτω), γρήγορα, αλλά και πάλι τα ξιφίδια του Στέφανου τον δάγκωσαν. Το ένα έσκισε το στήθος του, το άλλο τον αριστερό του ώμο, λίγο πιο δίπλα απ’τον λαιμό. Αν τον είχε βρει μερικά εκατοστά προς τα δεξιά, ίσως το χτύπημα να ήταν μοιραίο – ναι, ακόμα και για τον μυθικό Οφιομαχητή.
«Γιατί;» βρυχήθηκε ο Γεώργιος, σπαθίζοντας καταπάνω στον φονιά, διαγράφοντας ένα επικίνδυνο ημικύκλιο μπροστά του με το Φιλί της Έχιδνας. «Ποιος σ’έστειλε;»
Συγχρόνως, οι Αγενείς κραύγαζαν και γύριζαν για ν’αντιμετωπίσουν τους ανθρώπους του Στέφανου που τους ορμούσαν με υψωμένα όπλα για να τους απομακρύνουν απ’τον αρχηγό τους – να τον αφήσουν να ξεπαστρέψει απερίσπαστος τον στόχο του.
Από το εσωτερικό του λημεριού του Ζορδάμη, κάποιος φώναζε: «Τι κάνετε εκεί; Πηγαίνετε αλλού! Αλλού! Όχι εδώ αυτά! Φύγετε!» (Κανείς, φυσικά, δεν του έδωσε σημασία.)
Ο Στέφανος απέφυγε την κόψη του Φιλιού της Έχιδνας με μια κίνηση τόσο ευέλικτη και γρήγορη που έμοιαζε να χλευάζει όλες τις γάτες της Υπερυδάτιας. «Κανείς δεν μ’έστειλε,» αποκρίθηκε στον Οφιομαχητή, με τα γόνατα λυγισμένα και τα ξιφίδιά του υψωμένα και ματωμένα. «Αλλά ξέρω ότι το κεφάλι σου θα πιάσει καλή τιμή – κι αυτή είν’ η δουλειά μου. Πωλητής κεφαλών, μπορείς να πεις,» μειδίασε άγρια, με μάτια που γυάλιζαν σαν τα μάτια παράφρονα.
«Ελπίζω και το δικό σου κεφάλι να πιάσει το ίδιο καλή τιμή όσο το δικό μου, αρχίδι του Λοκράθου,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος – «μην κάνω άδικα τον κόπο.» Και τραβώντας ξαφνικά το βελονοβόλο από την κάπα του έριξε στον δολοφόνο.
Αλλά ο Στέφανος είχε ήδη τιναχτεί παραδίπλα – σκίζοντας συγχρόνως τον λαιμό ενός πειρατή σαν να μην ήταν τίποτα. Και τώρα ορμούσε ξανά στον Οφιομαχητή – μια γκριζόμαυρη θολούρα με λεπίδες.
Το Φιλί της Έχιδνας συνάντησε τη μία από αυτές σαν από θαύμα· αλλά η άλλη τρύπησε τον Γεώργιο στα δεξιά πλευρά, κι εκείνος παραπάτησε και κοπάνησε στο πλάι της ανοιχτής εισόδου των θαλάμων του Ζορδάμη.
«Ε!» φώναξε ένας άντρας από εκεί μέσα. «Μακριά! Φύγετε αποδώ!» Και στο χέρι του βαστούσε ένα ρόπαλο τυλιγμένο με ενέργεια, ζυγώνοντας τον Φιλημένο για να τον χτυπήσει.
Ο Γεώργιος τον γρονθοκόπησε κατάμουτρα, εκτοξεύοντάς τον πίσω, πάνω σε εξωδιαστασιακά πράγματα διαφόρων ειδών· δοχεία και κουτιά έπεσαν – κάποια σπάζοντας.
Ο Φιλημένος μπήκε στον θάλαμο, τραυματισμένος αλλά όχι καταπονημένος. Και ο δολοφόνος τον ακολούθησε, φωνάζοντας, γελώντας: «Δε μπορείς να τρέξεις να φύγεις μακριά από μένα, Οφιομαχητή!»
Ο Γεώργιος σπάθισε, άγρια, κραυγάζοντας: «Ποιος φεύγει;»
Ο Στέφανος απέφυγε εύκολα το ξίφος και τον χτύπησε ξανά με τις λεπίδες του παρότι ο Γεώργιος προσπάθησε να τιναχτεί πέρα. Αίματα πήδησαν στον αέρα. Η κλοτσιά του Στέφανου τον βρήκε στην κοιλιά, πετώντας τον πίσω, πάνω σε πράγματα που όλα έπεσαν στο πάτωμα μαζί με τον Γεώργιο.
Ένας από τους φρουρούς του Ζορδάμη ύψωσε ενεργειακό πιστόλι, σημαδεύοντας τον Στέφανο, αλλά δεν πρόλαβε να πατήσει τη σκανδάλη· το ξιφίδιο του φονιά, στροβιλιζόμενο στον αέρα προς στιγμή, βρέθηκε ξαφνικά καρφωμένο στο μάτι του. Και ύστερα ο Στέφανος ήταν δίπλα του, τραβώντας πάλι πίσω το όπλο.
Ο Γεώργιος σηκώθηκε όρθιος, σηκώνοντας μαζί του – με το ένα χέρι, καθώς στο άλλο ακόμα βαστούσε το Φιλί της Έχιδνας – ένα πελώριο κιβώτιο, βαρύ, πολύ βαρύ. Και το πέταξε καταπάνω στον Στέφανο λες κι ήταν πουπουλένιο μαξιλάρι. Εκείνος πήδησε στην άλλη άκρη του θαλάμου, περνώντας πάνω από συντρίμμια και πεσμένα πράγματα, ενώ πίσω του το κιβώτιο διαλυόταν σκορπίζοντας κάτι μεταλλικά μαραφέτια.
«Τι στους δαίμονες της Έχιδνας κάνεις μες στο μαγαζί μου, Στέφανε;» φώναξε ο Ζορδάμης, που στεκόταν τώρα σε ένα από τα ανοίγματα του θαλάμου.
«Θα σε πληρώσω μετά για τις ζημιές,» αποκρίθηκε ο δολοφόνος.
«Δε θα ζήσεις για να τον πληρώσεις!» γρύλισε ο Οφιομαχητής, ορμώντας καταπάνω του, μη νιώθοντας τίποτα από τις πληγές του, νιώθοντας μόνο την οργή, την οργή και την τρομερή δύναμη που ανάβλυζε ανεξέλεγκτη από μέσα του.
Ο Στέφανος τίναξε ένα ξιφίδιο καταπάνω του, στοχεύοντάς τον στο κεφάλι. Η λεπίδα ήρθε στροβιλιζόμενη προς τον Γεώργιο, όμως δεν ήταν πιο γρήγορη από μια κανονική λεπίδα. Η οργανική στολή καθιστούσε τον Στέφανο ταχύτερο, όχι και οτιδήποτε μπορεί αυτός να εκτόξευε.
Ο Γεώργιος έκανε στο πλάι, και το ξιφίδιο πέρασε ξυστά από το αριστερό του αφτί.
Το Φιλί της Έχιδνας κατευθύνθηκε προς τον Στέφανο–
–ο οποίος ήταν παραδίπλα, και η λεπίδα χτύπησε μόνο ράφια, ρημάζοντάς τα. Ένας άσπρος καπνός σηκώθηκε από κάτι σακιά που σκίστηκαν.
«ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ!» ούρλιαξε ο Ζορδάμης. «Καταστρέφετε το μαγαζί μου! Θα το μετανιώσετε, κι οι δυο σας!
»Ρίξτε τους με τα ηχητικά – τώρα! Τώρα!»
Αλλά ο Οφιομαχητής και ο Στέφανος βρίσκονταν ήδη σε άλλο θάλαμο του μικρού συμπλέγματος του Ζορδάμη, καθώς ο δολοφόνος είχε περάσει ένα στρογγυλό άνοιγμα και ο Γεώργιος τον είχε κυνηγήσει σαν εξαγριωμένος δαίμονας. «Θα κρεμάσω το γαμημένο τομάρι σου απ’το κατάρτι του Σαλαχιού, κάθαρμα!» γρύλισε, σπαθίζοντας ξέφρενα αποδώ κι αποκεί, διαλύοντας τα πάντα τριγύρω – μια θύελλα από οργή κι ατσάλι. Αλλά ούτε μια φορά δεν είχε χτυπήσει τον Στέφανο, ο οποίος έμοιαζε ανεπηρέαστος απ’αυτή τη θανάσιμη θύελλα, πιο γρήγορος από αίλουρος.
Και είχε τραβήξει ακόμα ένα ξιφίδιο από κάπου επάνω του (ο Γεώργιος δεν είχε καταφέρει να προσέξει από πού) για να αναπληρώσει το προηγούμενο που είχε χάσει. Έτσι κρατούσε πάλι ένα σε κάθε χέρι· και, περνώντας κάτω απ’το μακρύ λεπίδι του Φιλημένου, τον κάρφωσε με τα όπλα του.
Ο Γεώργιος τα αισθάνθηκε να μπήγονται βαθιά μέσα του, όμως αν ήταν θα πεθάνει θα έπαιρνε κι αυτό το αρχίδι του Λοκράθου μαζί του! Ο Στέφανος είχε κάνει λάθος που είχε έρθει τόσο κοντά σ’έναν Φιλημένο της Έχιδνας! Ο Οφιομαχητής τον κοπάνησε κατάμουτρα με το κεφάλι του. Ο φονιάς προσπάθησε να κάνει πίσω, για ν’αποφύγει το χτύπημα, μα δεν τα κατάφερε· όχι τελείως. Μόνο εν μέρει.
Αν ο Γεώργιος τον είχε χτυπήσει κανονικά, πιθανώς να τον είχε σκοτώσει. Όμως τώρα ο Στέφανος απλά ζαλίστηκε, και παράτησε, με την όρασή του θολωμένη, με τη μύτη του σπασμένη, με αίματα επάνω στη γαλανόδερμη όψη του. Το ένα ξιφίδιο τού είχε πέσει. Το άλλο είχε μείνει καρφωμένο στην κοιλιά του Οφιομαχητή.
Ο Γεώργιος το έπιασε με το ελεύθερό του χέρι (πού είχε χάσει το βελονοβόλο του; αναρωτήθηκε φευγαλέα· ή μήπως είχε προλάβει να το βάλει πάλι μες στην κάπα του; – δεν θυμόταν) και, τρίζοντας τα δόντια – γιατί παρά την οργή του ο πόνος δεν ήταν μικρός – τράβηξε το όπλο έξω από το σώμα του. Μ’έναν βρυχηθμό που δεν ταίριαζε σε άνθρωπο, κοπάνησε τη λεπίδα στον τοίχο παραδίπλα – εκεί όπου πριν ήταν πράγματα τα οποία είχαν τώρα σκορπιστεί – θρυμματίζοντάς την σε μικρά κομμάτια λες και δεν ήταν ατσάλι αλλά γυαλί.
«Αρχίδι... του Λοκράθου...» γρύλισε, με τα αβλεφάριστα μάτια του καρφωμένα στον δολοφόνο που ακόμα παραπατούσε προσπαθώντας να συνέλθει απ’το τρομερό χτύπημα. «Θα σε ταΐσω όλα τα φαρμάκια των Βαλτότοπων των Όφεων.» Και χίμησε καταπάνω στον Στέφανο.
Πίσω του, ο Ζορδάμης κραύγαζε, ούρλιαζε–
Ένας διαπεραστικός ήχος τύλιξε και τον Οφιομαχητή και τον δολοφόνο με την οργανική στολή, κάνοντάς τους να τρεκλίσουν, ζαλισμένοι, να σκοντάψουν πάνω στα ρημαγμένα πράγματα, να πέσουν κάτω.
Και ο Ζορδάμης συνέχιζε να τους δείχνει, προστάζοντας τους δύο ανθρώπους του – έναν άντρα και μια γυναίκα που κρατούσαν υψωμένα ηχητικά τουφέκια – να τους ξαναρίξουν.
Αλλά, προτού κάνουν τίποτα, κάποιοι τούς χίμησαν από πίσω. Ο Κοσμάς και ο Ζαχαρίας και η Μάγδα. Κλοτσώντας τους και γρονθοκοπώντας τους, φωνάζοντάς τους, ρίχνοντάς τους κάτω – και αυτούς και τον Ζορδάμη.
Ο Στέφανος σηκώθηκε όρθιος, με αίματα να κυλάνε στο πρόσωπό του, και μ’ένα καινούργιο λεπίδι στο χέρι του. Αλλά και ο Γεώργιος είχε σηκωθεί. Και τον σπάθισε με το Φιλί της Έχιδνας–
«Όχι εκεί!» ούρλιαξε ο Ζορδάμης, πεσμένος στο πάτωμα που ήταν γεμάτο πράγματα και θραύσματα. «Θα μας–!»
Ο Στέφανος τινάχτηκε πίσω, αποφεύγοντας τη μακριά λεπίδα–
–η οποία έσπασε δύο μεγάλες φιάλες που στέκονταν παραδίπλα, πιο κοντά στον δολοφόνο απ’ό,τι στον Οφιομαχητή–
–υγρά πετάχτηκαν–
Ο Στέφανος ούρλιαξε, νιώθοντάς τα να τον καίνε.
Και ο Γεώργιος αισθάνθηκε να τον καίνε, και πήδησε όπισθεν – παρατηρώντας ότι ευτυχώς αυτά που είχαν έρθει προς το μέρος του δεν ήταν παρά πιτσιλιές.
Καπνός σηκώθηκε, αρχίζοντας να σκεπάζει τον χώρο.
«Θα μας σκοτώσετε όλους, ανόητοι!» κραύγασε ο Ζορδάμης καθώς ορθωνόταν σπρώχνοντας τον Κοσμά και μοιάζοντας αρκετά δυνατός παρά την ηλικία του και το μικρό του ανάστημα. «Φύγετε – φύγετε αποδώ – φύγετε, τρέξτε!»
Ο Στέφανος ούρλιαζε από κάπου μέσα στους καπνούς. Ο Γεώργιος, αποφασισμένος να τον αποτελειώσει, σπάθισε ξανά.
Το Φιλί της Έχιδνας φίλησε μόνο καπνούς – που ακόμα κι αυτοί έμοιαζε να είναι καυστικοί, συνειδητοποίησε ξαφνικά ο Οφιομαχητής. Τα μάτια σίγουρα τα έκαιγαν.
«Καπετάνιε!» φώναξε ο Κοσμάς. «Έλα, Καπ’τάνιε! Πάμε, πάμε! –Έλα μαζί μας, Καπ’τάνιε!»
Η οργή της Έχιδνας παρακινούσε τον Γεώργιο να βρει τον Στέφανο – μπορούσε ακόμα ν’ακούσει τα ουρλιαχτά του, αν και πιο μακριά τώρα, νόμιζε – όμως οι διδαχές του Γέρου του Ανέμου τον κράτησαν πίσω. Αν σκοτωνόταν εδώ, δεν πρόκειται ποτέ να ανακάλυπτε το χαμένο παρελθόν του. Και δεν άξιζε να σκοτωθεί για ένα αρχίδι του Λοκράθου σαν αυτό.
Εξάλλου, ο γαμημένος δολοφόνος ίσως σύντομα να ήταν νεκρός, σκέφτηκε. Τα επικίνδυνα υγρά τον είχαν λούσει.
Ο Γεώργιος έτρεξε προς τους κουρσάρους του· και, καθώς έφτανε κοντά τους, αφήνοντας πίσω του τους καπνούς που πύκνωναν και εξαπλώνονταν ολοένα και περισσότερο, σκόνταψε κι έπεσε. Ο Κοσμάς και ο Ζαχαρίας τον έπιασαν ανάμεσά τους, κι ο δεύτερος είπε: «Γαμώ το μουνί της Έχιδνας γαμώ, αιμορραγεί, ρε πούστη, θα πεθάνει!»
«Δε θα πεθάνει – αντέχει, αντέχει. Σκάσε και βοήθα να τον πάμε έξω.» Ο Κοσμάς έβαλε το δεξί χέρι του Γεώργιου – αυτό που ακόμα κρατούσε γερά το Φιλί της Έχιδνας – στους ώμους του, ενώ το άλλο του χέρι το έβαλε ο Ζαχαρίας στους δικούς του ώμους.
Και έτσι τράβηξαν γρήγορα τον Καπετάνιο τους έξω από το λημέρι του Ζορδάμη, ενώ ο Φιλημένος έβλεπε το σκοτάδι να πυκνώνει γύρω του...
Αλλά τα υπόγεια ενεργειακά φωτά δεν είχαν εξασθενήσει.
Αρχίζω να επισκέπτομαι τα μέρη που ήξερα από παλιά, και τα βρίσκω εκεί όπου τα θυμάμαι. Τα μέρη όπου πήγαινα, κάποτε, και πουλούσα δηλητήρια από τους Βαλτότοπους των Όφεων. Υπάρχουν όλα ακόμα, όπως το περίμενα. Ένα μόνο μοιάζει νάχει εξαφανιστεί, αλλά αυτό δεν είναι πρόβλημα.
Η Διονυσία και ο Αρσένιος με ακολουθούν καθώς μιλάω με τον έναν Κατωμήχανο και με τον άλλο, προσπαθώντας να δώσω μερικά σπάνια φαρμάκια που υπολογίζω πως, συνολικά, πρέπει να πιάσουν γύρω στα πεντακόσια οχτάρια. Παραπάνω από αρκετά χρήματα για να...
...κάνουμε τι; Αρχικά, λέγαμε να μείνουμε εδώ καμιά, δυο μέρες για να ψάξουμε τα ίχνη του Ευστάθιου, της Ιωάννας, και του Μελέτιου’σαρ (του οποίου το όνομα η Διονυσία κι ο αδελφός της, φυσικά, δεν γνωρίζουν). Τώρα όμως, ύστερα από το όραμα του Αρσένιου, αυτό μοιάζει επικίνδυνο. Το λογικότερο, άρα, θα ήταν να φύγουμε αμέσως με τον σιδηρόδρομο.
Αλλά, από την άλλη, αν τα βατράχια μπορούν όντως να μας εντοπίσουν εδώ – αν όντως ξέρουν ότι τώρα είμαστε στη Ριλιάδα – γιατί να μη μπορούν να μας βρουν και στη Μεγάπολη ξανά; Γιατί να μη μπορούν, για παράδειγμα, να απαγάγουν τη Διονύσια και τον Αρσένιο όπου κι αν είναι;
Κακό να έχεις μαζί σου ανθρώπους που θέλεις οπωσδήποτε να προστατέψεις, και που είναι μπλεγμένοι εξαιτίας σου χωρίς οι ίδιοι να φταίνε σε τίποτα.
Τέλος πάντων. Πρέπει τώρα να πουλήσω τα δηλητήρια. Και δεν είναι όλοι πρόθυμοι αμέσως να αγοράσουν· κάποια πράγματα είναι πολύ ακριβά για ορισμένους.
Επισκέπτομαι διάφορους, και οι περισσότεροι ξαφνιάζονται που με βλέπουν, αν και ευχάριστα. Τους έφερνα καλά πράγματα. Θα μείνεις ξανά εδώ, Οφιομαχητή; Η απάντησή μου είναι αρνητική. Αυτό το κεφάλαιο της ζωής μου έχει κλείσει, νομίζω. Για τα καλά.
Όταν έχω καταφέρει να συγκεντρώσω περί τα διακόσια οχτάρια – όχι και πολύ μικρό ποσό – παρατηρώ, με τις άκριες των ματιών μου, μια ύποπτη κίνηση από δίπλα μας. Κάποιος βγαίνει από ένα πλευρικό άνοιγμα του υπόγειου περάσματος όπου βαδίζουμε. Κάποιος που οι κινήσεις του αμέσως μου φέρνουν στο νου τις κινήσεις Ρινέου λύκου...
«Οφιομαχητή!»
Φωνάζει το παρωνύμιό μου καθώς ήδη στρέφομαι να τον κοιτάξω, με το χέρι μου να πηγαίνει στη λαβή του Φιλιού της Έχιδνας στη ζώνη μου. Και τον βλέπω να στέκεται εκεί, σχεδόν όπως τον θυμάμαι, τον τρισκατάρατο, αλλά και πολύ διαφορετικό συγχρόνως.
Είναι πάλι ντυμένος με οργανική στολή – επιτάχυνσης, αναμφίβολα – και φορά γκρίζα κάπα. Αλλά το γαλανόδερμο πρόσωπό του είναι φριχτό. Όπως είχε πει ο Αρσένιος, μοιάζει με αλλοιωμένο χάρτη. Η όψη του είναι εφιαλτική.
«Ξανάρχεσαι στους Κατωμήχανους, Οφιομαχητή;» λέει ο Στέφανος, ενώ τα μάτια του (τα οποία, κάπως – ίσως επειδή τα έκλεισε εγκαίρως – σώθηκαν από εκείνα τα καυστικά υγρά) είναι γυαλιστερά και ασάλευτα επάνω μου, όπως και τότε.
Τραβάω το Φιλί της Έχιδνας. «Νόμιζα ότι ήσουν νεκρός.»
Η Ευθαλία συρίζει μέσα από το μανίκι του Αρσένιου, κι εκείνος ρωτά: «Τι συμβαίνει; Ποιος μιλά στον Γεώργιο;»
Η Διονυσία, όμως, δεν αποκρίνεται· και δεν στρέφομαι να κοιτάξω την έκφρασή της (δεν είναι να παίρνεις το βλέμμα σου από τον Στέφανο), αλλά υποθέτω πως έχει καταλάβει ποιος είναι αυτός – από την περιγραφή του αδελφού της, από το όραμά του.
«Θα ήθελες να ήμουν νεκρός,» λέει ο Στέφανος ενώ τραβά δύο ξιφίδια (όπως και τότε), τα οποία μοιάζουν να βρίσκονταν εξαρχής στα χέρια του – τόσο γρήγορη είναι η κίνησή του. Ναι, ακόμα χρησιμοποιεί στολή επιτάχυνσης παρά τους τρομερούς τραυματισμούς του από εκείνα τα υγρά, που σίγουρα δεν χτύπησαν μόνο το πρόσωπό του. «Αν ήμουν νεκρός, ίσως κανείς στην Υπερυδάτια να μη μπορούσε να σε σκοτώσει. Ίσως να γινόσουν αθάνατος, όπως λένε οι μύθοι για σένα.»
«Μην κολακεύεσαι, Στέφανε· δεν είσαι και τόσο σημαντικός για εμένα.»
«Αρκετά σημαντικός, όμως, για να φέρω το τέλος σου. Αν και, δυστυχώς, δεν θα είμαι εγώ που θα σε σκοτώσω.» Και ορμά καταπάνω μου, με την τρομερή ταχύτητα που προσδίδει στο σώμα του η οργανική στολή.
«Τρέξτε, Διονυσία!» φωνάζω. «Φύγετ’ αποδώ!» ενώ διαγράφω μια μεγάλη τροχιά μπροστά μου, με το Φιλί της Έχιδνας, για να κόψω αυτό το παραμορφωμένο κάθαρμα στα δύο. «ΤΩΡΑ!»
Ο Στέφανος σκύβει και αποφεύγει τη λεπίδα μου· την παγιδεύει ανάμεσα στα ξιφίδιά του και με κλοτσά στην κοιλιά, δυνατά, κάνοντάς με να παραπατήσω λίγο. Τραβάω πίσω το Φιλί. Γιατί δεν με κάρφωσε, ο γαμημένος; Και τι εννοούσε λέγοντας Δεν θα είμαι εγώ που θα σε σκοτώσω;
«Τι θέλεις τώρα, Στέφανε; Ποιος σ’έστειλε;» Γιατί αυτή τη φορά, σίγουρα, κάποιος τον έχει στείλει. «Ο Δαμιανός;»
Βλέπω σκιερές μορφές να έρχονται από δεξιά κι αριστερά, από ανοίγματα του υπόγειου περάσματος. Μορφές με όπλα στα χέρια. Και δεν μοιάζουν να είναι τυχαία εδώ.
«Γεώργιε!» αναφωνεί η Διονυσία. «Κάποιοι...!»
«Τι συμβαίνει;» συρίζει ο Αρσένιος, ενώ συγχρόνως συρίζει και η Ευθαλία, αν και άναρθρα φυσικά, στη δική της, ερπετική γλώσσα.
«Δουλεύεις για βατράχια τώρα;» γρυλίζω στον Στέφανο, σπαθίζοντας ξανά εναντίον του. Γι’ακόμα μια φορά αποφεύγει το ξίφος μου – και τώρα τα ξιφίδιά του με δαγκώνουν. Τα αισθάνομαι να σκίζουν το σώμα μου.
Όχι ξανά! σκέφτομαι. Τώρα θα τον αποτελειώσω – για τα καλά! Η οργή της Έχιδνας, που ήδη έχει φουντώσει εντός μου, με πλημμυρίζει.
«Δουλειά;» λέει ο Στέφανος, καθόλου λαχανιασμένος ασφαλώς (όπως κι εγώ). «Δεν είναι δουλειά αυτό. Μια απλή... εξυπηρέτηση μόνο, μεταξύ φίλων. Και ευχαρίστηση.» Μου ορμά ξανά, με τρομερή ταχύτητα.
Κραυγάζω καθώς σπαθίζω εναντίον του–
–και η λεπίδα μου συναντά μονάχα τον αέρα. Η κλοτσιά του με βρίσκει στα πλευρά όπου το ένα από τα όπλα του μ’έχει ήδη τραυματίσει. Ένα ξιφίδιο έρχεται προς το πρόσωπό μου – κάνω στο πλάι το κεφάλι μου – η λάμα αστοχεί για κανένα εκατοστό το μάτι μου, δαγκώνει το μάγουλό μου.
Γρονθοκοπώ τον καριόλη στην τύχη, τον πετυχαίνω στην κοιλιά – αν και ήδη έχει τραβηχτεί όπισθεν – και τον στέλνω πάνω στον αντικρινό τοίχο του περάσματος.
Προλαβαίνω να δω τη Διονυσία να υψώνει τη βαλλίστρα της και να σημαδεύει αυτούς που ζυγώνουν από γύρω, φωνάζοντάς τους: «Μακριά! Μείνετε μακριά αλλιώς θα σας ρίξω!»
Ο Αρσένιος τραβά το σπαθί του. «Τι γίνεται, Διονυσία; Ποιοι είναι...; Τι γίνεται;»
«Σας έχουν κυκλώσει, Αρσένιε!» του φωνάζω. «Πρόσεχε! Πρέπει νάναι τα βατράχια ξανά!»
«Τα βατράχια είναι, Οφιομαχητή,» ακούω μια γνώριμη φωνή – ο Δαμιανός. «Κι αυτή τη φορά είσαι δικός μας!»
Ο Στέφανος έρχεται καταπάνω μου, γρήγορος σαν άνεμος. Οι λεπίδες του με δαγκώνουν. Το Φιλί της Έχιδνας κατεβαίνει για να τον λιανίσει – ο μπάσταρδος το αποφεύγει! Ο αγκώνας μου πάει προς το κεφάλι του. Τον αποφεύγει κι αυτόν· χάνω την ισορροπία μου· με κλοτσά στα πλευρά και πέφτω. Κυλάω στο πάτωμα, σηκώνομαι όρθιος. Με το Φιλί υψωμένο.
«Έκανες ΛΑΘΟΣ που ήρθες ξανά κοντά μου, Δαμιανέ!» φωνάζω, εξαγριωμένος.
Κάποιος κραυγάζει, καθώς το βέλος της Διονυσίας τον έχει καρφώσει στο πόδι. Οι άλλοι γυρίνοι ορμάνε σ’εκείνη και τον αδελφό της. Ο Αρσένιος σπαθίζει έναν, τυχαία, και τον απομακρύνει.
«Κρίμα που οι φίλοι σου του Φαρμακερού Κύκλου δεν είναι εξαπλωμένοι και στην Κεντρυδάτια και δεν μπορούν να σε βοηθήσουν ξανά, τα άθλια φίδια!» ακούω τη φωνή του Δαμιανού.
«Δεν είναι φίλοι μου!» γρυλίζω, σπαθίζοντας τον Στέφανο που τινάζεται καταπάνω μου. Οι λεπίδες μας μπλέκονται· το γόνατό του με χτυπά στο υπογάστριο, ο αγκώνας του στο κεφάλι. Παραπατάω. Αλλά σπαθίζω ξανά. Και το Φιλί της Έχιδνας τον βρίσκει στα πλευρά, όμως οριακά μόνο: σκίζει λίγο τη στολή του και τινάζει αίμα, μα αυτό δεν είναι αρκετό για να τον καταπονήσει.
Τα βατράχια έρχονται επίσης καταπάνω μου, κραδαίνοντας ρόπαλα όπου ενέργεια τρίζει και σπινθηρίζει, κρατώντας ενεργειακά πιστόλια. Τώρα δεν φαίνονται πρόθυμοι να καθίσουν καθόλου να το συζητήσουν· με θέλουν αναίσθητο, οπωσδήποτε. Δεν τους αρκεί να παραδοθώ.
Πρέπει να βοηθήσω τη Διονυσία και τον Αρσένιο· δεν μπορώ να τους αφήσω στα χέρια τους. Καθώς ένας από τους γαμημένους γυρίνους μού ορμά από δίπλα, αποφεύγω το ρόπαλό του και τον σπαθίζω, τινάζοντας τα εντόσθιά του στο έδαφος και το σώμα του στον αντικρινό τοίχο, κραυγάζοντας σαν θηρίο – η οργή μου με έχει καταλάβεις πλήρως – θα τους αφανίσω μέχρι τον τελευταίο! Όλα τα μιάσματα του Λοκράθου θα πεθάνουν – και ο Στέφανος μαζί!
Το Φιλί της Έχιδνας κόβει το κεφάλι μιας γυναίκας· αρπάζω το σώμα της και το πετάω πάνω σ’έναν απ’τους συντρόφους της ο οποίος πέφτει στο πάτωμα ουρλιάζοντας, τυλίγοντας στο αίμα που αναβλύζει απ’τον λαιμό της.
Μια κλοτσιά με βρίσκει στην πλάτη. Στρέφομαι και σπαθίζω. Ο Στέφανος αποφεύγει το Φιλί της Έχιδνας σκύβοντας· τα ξιφίδιά του με δαγκώνουν σαν δόντια λύκου, με γδέρνουν σαν νύχια γάτας. Τα χτυπήματα δεν είναι βαθιά· σκοπός του είναι να με κουράσει, το καταλαβαίνω. Δε με θέλει νεκρό τώρα· ακολουθεί τις οδηγίες των βατράχων, το κάθαρμα.
Ένα ενεργειακό ρόπαλο με βρίσκει στον ώμο, τραντάζοντάς με. Γυρίζω και σπαθίζω τον χειριστή του στο κεφάλι, χωρίζοντας το κρανίο του στα δύο. Κλοτσάω προς τη μεριά του Στέφανου· αρπάζει το πόδι μου μες στην κλείδωση του αγκώνα του, το τραβά, και με ρίχνει κάτω. Πατά, με δύναμη, πάνω στην κοιλιά μου. Τέτοιο χτύπημα θα είχε κάνει άλλον να διπλωθεί για ώρα· αλλά εγώ απλά διπλώνομαι για να κυλήσω στο πλάι και να ξανασηκωθώ, στο ένα γόνατο.
Τα βατράχια έρχονται από γύρω μου, χτυπώντας με με διάφορα όπλα. Ακούω – από κάπου – τη Διονυσία να κραυγάζει, μαζί με πολλές άλλες κραυγές. Τα καθάρματα! Τι τους φταίνε οι φίλοι μου; Επιτίθεμαι στα τυφλά, διαγράφοντας ένα θανατηφόρο ημικύκλιο με τη λεπίδα του Φιλιού της Έχιδνας – κόβοντας ένα πόδι, σπάζοντας ένα γόνατο, σκίζοντας το υπογάστριο μιας γυναίκας... Ο Στέφανος είναι, ξαφνικά, μπροστά μου ξανά· πηδά πάνω απ’την τροχιά του σπαθιού μου και με κλοτσά στο κεφάλι, ενώ ακόμα είμαι στο ένα γόνατο. Πέφτω προς τα πίσω αλλά αμέσως κάνω να σηκωθώ – και τα ξιφίδιά του με δαγκώνουν, δυο φορές το καθένα νομίζω, σκίζοντας τα ρούχα μου, το δέρμα μου, χύνοντας το αίμα μου.
Ζαλίζομαι.
«Τι στα φίδια της Έχιδνας χρειάζεται για να μείνεις κάτω, καταραμένε δαίμονα;» ακούω τη φωνή του Στέφανου. «ΜΕΙΝΕ ΚΑΤΩ!» γρυλίζει.
«Έλα κάτω μαζί μου, γαμιόλη!» αποκρίνομαι – γρυλίζοντας παρόμοια, υποθέτω – γνωρίζοντας μόνο οργή τώρα, μόνο οργή, και νιώθοντας την τρομερή, απάνθρωπη δύναμη της Έχιδνας να με πλημμυρίζει. Πηδάω όρθιος και τον σπαθίζω. Κάνει στο πλάι για ν’αποφύγει τη λεπίδα μου, με την εξωφρενική ταχύτητα της στολής του, αλλά τον βρίσκω στον δεξή ώμο. Όχι ακριβώς όπως θα ήθελα, όμως· δεν τον διαπερνάω. Το Φιλί τον σκίζει από την εξωτερική μεριά και μόνο, καταστρέφοντας οργανική στολή και δέρμα. Ο Στέφανος τρεκλίζει, κι ένα βατράχι τον πιάνει για να μην πέσει.
Συνεχίζω την επίθεσή μου εναντίον του – τώρα είναι νεκρός! ΝΕΚΡΟΣ!
Τα άλλα βατράχια προσπαθούν να με σταματήσουν, χτυπώντας με από δεξιά κι από αριστερά. Τα χτυπήματά τους δεν με ρίχνουν, και η ελεύθερη γροθιά μου τσακίζει το πρόσωπο ενός – σκοτώνοντάς τον, νομίζω.
Το Φιλί της Έχιδνας πάει καρφωτά προς το στήθος του Στέφανου.
Αλλά εκείνος κινείται.
Η λεπίδα μου διαπερνά το βατράχι πίσω του, πέρα για πέρα. Βγαίνει από την πλάτη του. Χάνω την ισορροπία μου για λίγο· το σώμα μου είναι αρκετά καταπονημένο ύστερα από τόσα χτυπήματα και τραύματα. Προσπαθώ να τραβήξω έξω το Φιλί–
Μια κλοτσιά στα πλευρά μου, μια στην πλάτη, και κάτι πάλι σκίζει το δέρμα μου – τα ξιφίδια του Στέφανου, μάλλον. Ένα ενεργειακό ρεύμα με διαπερνά.
Σπαθίζω, σκοτώνοντας ένα βατράχι. «Πού είσαι;» ουρλιάζω, αναζητώντας τον Στέφανο, κάνοντας γύρω-γύρω. Σπαθίζοντας γύρω-γύρω. Οι γαμημένοι γυρίνοι πετάγονται πίσω, τρομαγμένοι, για να μη λιανιστούν. Ο Στέφανος σκύβει, αποφεύγοντας το σπαθί μου – και το ξιφίδιο του με χτυπά καταπρόσωπο.
Η όρασή μου θολώνει (αλλά δεν νομίζω ότι μου έβγαλε κανένα μάτι), χτυπήματά πέφτουν πάλι επάνω μου σαν βροχή. Παραπατάω–
Όχι! Δεν μπορώ να πέσω τώρα! Η Διονυσία, ο Αρσένιος–
Σκοντάφτω κάπου – σε κάποια αλυσίδα; σε κάποιο πόδι; – και βρίσκομαι στο πάτωμα. Κραυγάζω, τραβώντας την κνήμη ενός, σωριάζοντάς τον. Καρφώνω με το Φιλί προς τα πάνω–
Ένα ακόμα χτύπημα έρχεται–
(σκοτάδι)
Διονυσία:
Όταν ήρθαν καταπάνω μου, κατάλαβα ότι δεν προλάβαινα να ξαναχρησιμοποιήσω τη βαλλίστρα που μου είχε δώσει ο Γεώργιος όσο ήμασταν ακόμα στους πρόποδες της Ράχης του Ιχθύος· έτσι, την πέταξα στο κεφάλι ενός και τράβηξα το σπαθί μου, που κι αυτό εκεί, στους πρόποδες των βουνών, μου το είχε δώσει ο Γεώργιος.
Δεν είμαι ξιφομάχος, δεν είμαι πολεμίστρια· δεν ξέρω πώς να χειρίζομαι σωστά τέτοια πράγματα. Αλλά πόσο δύσκολο μπορεί να είναι, μα την Έχιδνα; Απλά το κρατάς και κοπανάς τους άλλους στο κεφάλι.
Αισθάνομαι την καρδιά μου να χτυπά δυνατά· ποτέ άλλοτε δεν έχω νιώσει τόσο παγιδευμένη, τόσο κυνηγημένη. Και ο Αρσένιος – ο καημένος ο αδελφός μου που είναι τυφλός – εξαιτίας μου, ίσως – τώρα ορμάνε και σ’εκείνον, παρότι φαίνεται ανήμπορος!
«Μείνε κοντά μου!» του λέω. «Μείνε κοντά μου – σε παρακαλώ, Αρσένιε, μείνε πλάι μου!» ενώ σπαθίζω μπροστά, προς τους ακόλουθους του Λοκράθου, ελπίζοντας να τους κρατήσω μακριά μέχρι ο Γεώργιος νάρθει να μας βοηθήσει· γιατί θα έρθει να μας βοηθήσει. Θα έρθει. Είμαι σίγουρη. Είναι ο Οφιομαχητής· δεν μπορούν να τον νικήσουν.
«Γιατί;» μου αποκρίνεται ξερά ο Αρσένιος, αν και κολλά την πλάτη του πάνω στη δική μου λες και ακόμα βλέπει – τα ένστικτά του είναι ισχυρά, μπορώ μόνο να υποθέσω. «Θα με σώσεις πάλι, Διονυσία; Θα με σώσεις;» Μοιάζει στα όρια να γελάσει, ο καταραμένος! Πώς είναι δυνατόν να αισθάνεται έτσι; Έχει χάσει το μυαλό του ύστερα απ’ό,τι του συνέβη;
«Μακριά μου!» φωνάζω στους ακόλουθους του Λοκράθου, σπαθίζοντας. «Μακριά!»
Δε φαίνεται να τους τρομάζω. Μια λεπίδα χτυπά τη δική μου σαν ο χειριστής της να το κάνει για πλάκα.
Γελάνε.
«Μείνετε μακριά μας!» Ανεμίζω το σπαθί–
–και μια αλυσίδα τυλίγεται γύρω του. Το τραβά.
«Φέρ’ το αυτό εδώ, καριόλα!» λέει μια βαθρακίνα – αυτή που κρατά την αλυσίδα – και το όπλο φεύγει απ’τα δάχτυλά μου.
Γαμώτο! Δεν είμαι πολεμίστρια, δεν ξέρω πώς να–
Ένας άντρας με πλησιάζει.
«Γεώργιε!» φωνάζω. «Γεώργιε!» Τι κάνει; Πού είναι; Δε μπορώ να τον δω μες στον χαλασμό που συμβαίνει.
«Ο Οφιομαχητής είν’ απασχολημένος τώρα,» γελά το βατράχι, και μ’αρπάζει απ’το χέρι, μου γυρίζει τον καρπό, με τραβά. Κραυγάζω.
«Διονυσία!» Ο Αρσένιος ανεμίζει το σπαθί του. «Διονυσία!»
«Κάτσε κάτω, σακάτη!» του λέει κάποιος, σταματώντας το ξίφος του μ’ένα ρόπαλο, και τον σπρώχνει με το ελεύθερό του χέρι κάνοντάς τον να παραπατήσει, ενώ, συγχρόνως, μια άλλη τού βάζει τρικλοποδιά σωριάζοντάς τον.
«Μην τον χτυπάτε!» φωνάζω. «Δε μπορεί να δει, καθάρματα! Δε μπορεί να δει!»
Γελάνε. «Το ξέρουμε,» λέει κάποιος, ενώ αυτός που με κρατά με τραβά προς τη μεριά του, απομακρύνοντάς με κι άλλο από τον αδελφό μου.
Γυρίζω και τον χτυπάω με το δεξί γόνατο, όσο πιο δυνατά μπορώ, κάτω από τη ζώνη. Ο τύπος διπλώνεται, βογκώντας. Ξεφεύγω απ’τη λαβή του. «Γεώργιε!» φωνάζω ενώ αρπάζω ένα σπαθί από το έδαφος – το δικό μου, ή άλλο; «Γεώργιε!» Πού είναι;
Κάτι με χτυπά στο κεφάλι από δίπλα (μια γροθιά;)· πέφτω κάτω, ζαλισμένη, έχοντας χάσει ξανά το σπαθί μου. Βλέπω χρώματα μπροστά μου. Κάποιος μ’αρπάζει απ’τα μαλλιά, τραβώντας το κεφάλι μου πίσω – ο πόνος, τόσο έντονος! Ουρλιάζω. Αλλά καταφέρνω – κάπως – να μην τα χάσω τελείως. Σε κάτι τέτοιες στιγμές, σαν από θαύμα ίσως, ο άνθρωπος κατορθώνει να κάνει πράγματα που αλλιώς θα του φαίνονταν εξωφρενικά· το έχω δει να συμβαίνει στη Μεγάπολη, στο νοσοκομείο.
Αρθρώνω τα λόγια για ένα Ξόρκι Μυϊκής Παραλύσεως – παραμερίζοντας τον πόνο, εστιάζοντας το μυαλό μου στη μαγεία, στο Χάρισμά μου – και γραπώνω την κνήμη του άντρα. Οι μύες του ποδιού του παραλύουν, και σωριάζεται. Αυτό δεν είναι ένα ξόρκι που γνωρίζουν πολλοί Βιοσκόποι, κι εγώ το είχα μάθει για λόγους αυτοάμυνας. Κυρίως σε τέτοιες περιπτώσεις μπορεί να σου χρειαστεί. Κάνει τους μύες να πάλλονται τόσο γρήγορα και έντονα που... μπλοκάρουν για κάποια ώρα.
Προσπαθώ να σηκωθώ όρθια, να βρω τον Αρσένιο, να τον πιάσω από το χέρι – τον καημένο τον αδελφό μου που δεν βλέπει – και να τον οδηγήσω μακριά από εδώ. Αν ο Γεώργιος δεν μπορεί να μας–
Μια κλοτσιά με χτυπά στην κοιλιά: διπλώνομαι. Κάποιος μ’αρπάζει και με τινάζει πάνω σ’έναν τοίχο. Ζαλίζομαι. Βήχω, ξερνάω... Σκοτάδια περιστρέφονται μπροστά στα μάτια μου...
Αρσένιε! Το φωνάζω, ή το ψιθυρίζω; Ή απλά το σκέφτομαι; Δε νομίζω ότι μπορώ καθόλου να μιλήσω...
Αλλά ύστερα βλέπω τους ακόλουθους του Λοκράθου να αραιώνουν από γύρω μου. Βλέπω, καθώς η όραση μου ξεθολώνει λιγάκι, τον αδελφό μου πεσμένο στο έδαφος, με αίματα στο πρόσωπό του. Βλέπω τα βατράχια να σηκώνουν κάποιον από κάτω, ενώ τον τυλίγουν με αλυσίδες.
Ο Γεώργιος! Είναι ο Γεώργιος! Τον έχουν ρίξει αναίσθητο! Μα την Έχιδνα, πώς το κατάφεραν; Αυτός δεν πέφτει σε ύπνο με καμία δύναμη!
«Αυτή η καριόλα κι ο αδελφός της;» ρωτά κάποιος τον άντρα με τη μικρή μάσκα – τον Δαμιανό.
«Αφήστε τους. Τι μας νοιάζουν;»
Ο άντρας με τη γκρίζα κάπα και τη μαύρη στολή – αυτός που κινιόταν με εξωφρενική ταχύτητα επειδή, μάλλον, η στολή του είναι οργανική στολή επιτάχυνσης – λέει στον Δαμιανό: «Φροντίστε να μη σας ξεφύγει.»
«Δεν πρόκειται να πάει πουθενά,» αποκρίνεται ο ιερέας του Λοκράθου. Και ρωτά: «Θάρθεις μαζί μας;»
«Δεν έχω δουλειές στην Ιχθυδάτια. Πετάξτε γρήγορα και τελειώνετε με τον Οφιομαχητή επίσης γρήγορα. Αλλιώς αφήστε με να του δώσω τέλος τώρα.» Το τελευταίο ακούγεται σαν γρύλισμα θηρίου, ενώ η φριχτή όψη του μοιάζει νάχει αγριέψει ακόμα περισσότερο και τα μάτια του καίνε λες και φωτιές να κρύβονται μες στο κρανίο του.
«Σου είπα τι θα γίνει μ’αυτόν,» λέει ο Δαμιανός. «Είναι πιο σημαντικό απ’τον άσκοπο θάνατό του.»
«Ο θάνατος του Οφιομαχητή ‘άσκοπος’;» Ο Στέφανος – γιατί δεν μπορεί να είναι άλλος από τον δολοφόνο που είχε αναφέρει ο Γεώργιος – γελά. «Είσαι τρελός! Αλλά πήγαινε, κι ελπίζω η καταραμένη τελετή σου να πιάσει.»
«Οι ευλογίες του Μεγάλου Λοκράθου είναι μαζί σου.» Ο Δαμιανός τού σφίγγει φιλικά τον αριστερό ώμο, που δεν είναι τραυματισμένος όπως ο δεξής. «Ύστερα απ’αυτό, έγινες ιερός υπέρμαχός του.»
«Όχι πως δεν εκτιμώ τα λόγια σου και την εύνοια του Μεγάλου Λοκράθου, κληρικέ, αλλά να προσέχεις στο ταξίδι. Αυτός είναι ο Οφιομαχητής, και πάω στοίχημα πως μπορεί να σπάσει ό,τι δεσμά κι αν χρησιμοποιήσεις για να τον δέσεις. Αν μάθω ότι σας ξέφυγε θα το πάρω προσωπικά. Γιατί τούτη η υπόθεση είναι προσωπική για εμένα, όπως έχεις καταλάβει.»
Ο Δαμιανός νεύει. «Ο αγώνας σου δεν θα αποδειχτεί μάταιος· να είσαι βέβαιος. Σύντομα θ’ακούσεις για τη μεγάλη νίκη μας στην Ιχθυδάτια.»
Και ύστερα τα βατράχια φεύγουν, παίρνοντας μαζί τους τον Γεώργιο, ενώ ο Στέφανος εξαφανίζεται σαν σκιά.
Μένω μόνη, με τον Αρσένιο πεσμένο παραδίπλα. Τον έχουν σκοτώσει; Η καρδιά μου χτυπά δυνατά, και νομίζω πως ακόμα δεν μπορώ ν’αναπνεύσω από εκείνη την κλοτσιά.
Ο Αρσένιος... και ο Γεώργιος – κι οι δυο τους! Ω Αστερίωνα! Αστερίωνα... Νιώθω δάκρυα να κυλάνε στο πρόσωπό μου.
Οι Αγενείς ήταν ανάστατοι. Ο καινούργιος Καπετάνιος τους ήταν τραυματισμένος! Ετοιμοθάνατος, ίσως!
«Γαμώτο!» γρύλισε η Λουκία. «Τώρα βρήκε την ώρα να πεθάνει; Πώς θα φύγουμε απ’αυτά τα κωλομπουντρούμια χωρίς τη βοήθειά του;» Ήταν χτυπημένη στον αριστερό ώμο, αλλά ελαφρά: μια λεπίδα την είχε δαγκώσει. Ένα απ’τα ξίφη των λακέδων του Στέφανου, οι οποίοι δεν είχαν καθίσει για να πολεμήσουν πολύ· το μόνο που φαινόταν να τους ενδιαφέρει ήταν ν’απομακρύνουν τους κουρσάρους ώστε το αφεντικό τους να επιτεθεί άνετα, χωρίς περισπασμούς, στον Οφιομαχητή. Δεν είχαν σκοτώσει κανέναν από τους Αγενείς, ούτε οι Αγενείς είχαν καταφέρει να σκοτώσουν κανέναν από αυτούς – αν και πολλοί είχαν λαβωθεί (όχι και τόσο σοβαρά) κι από τις δυο μεριές. Μονάχα ένας κουρσάρος είχε πεθάνει, κι αυτόν τον είχε ξεπαστρέψει ο Στέφανος, σκίζοντας φευγαλέα τον λαιμό του μ’ένα ξιφίδιο.
Ο Κοσμάς και ο Ζαχαρίας τώρα κρατούσαν τον Γεώργιο ανάμεσά τους καθώς είχαν μόλις βγει απ’το λημέρι του Ζορδάμη, και ο Καπετάνιος ήταν τυλιγμένος σε σκούρο-μπλε αίμα. Δεν έμοιαζε να έχει χάσει τελείως τις αισθήσεις του, μα ούτε έμοιαζε και να καταλαβαίνει πλήρως τι γινόταν γύρω του.
«Δεν είναι νεκρός!» φώναξε ο Κοσμάς, οργισμένος με τα λόγια της Λουκίας. «Είναι ζωντανός, ρε οδοντόψαρα! Ζωντανός! Και τον καθάρισε κείνο τον παράφρονα που έτρεχε σαν τρελαμένος λιμανόγατος! Τον έλουσε με καυστικά φαρμάκια!»
Ο Γεώργιος μετά βίας άκουγε τα λόγια του Κοσμά, μετά βίας αντιλαμβανόταν τι συνέβαινε. Εκτός των άλλων, τ’αφτιά του ακόμα κουδούνιζαν από εκείνη την ηχητική ριπή· το κεφάλι του κουδούνιζε. Κι αισθανόταν τόσο αδύναμος... Σκοτάδι τον πλησίαζε από παντού...
Ο Κοσμάς και ο Ζαχαρίας έβαλαν τον Καπετάνιο να καθίσει στο πάτωμα, σε μια μεριά του υπόγειου διαδρόμου αντίκρυ της εισόδου του μικρού συμπλέγματος του Ζορδάμη.
«Καπετάνιε!» είπε η Λουκία. «Μπορείς να σηκωθείς; Μπορείς να μας οδηγήσεις έξω αποδώ;»
«Σκασμός!» της γρύλισε ο Κοσμάς. «Δε βλέπεις ότι είναι χτυπημένος;»
«Έλεγες ότι είναι ζωντανός–»
«Και είναι. Αλλά χρειάζεται ξεκούραση.»
Είν’ ο Ακατάλυτος Κουρσάρος... ακούστηκε κάποιος να ψιθυρίζει. Δε μπορεί να πεθάνει... ακούστηκε κάποιος άλλος.
Η Ερασμία’μορ είπε: «Πρέπει να τον πάρουμε από εδώ. Πρέπει να τον πάμε στο πλοίο.» Είχε ακόμα στο χέρι της το ηχητικό πιστόλι που είχε χρησιμοποιήσει στη σύντομη συμπλοκή με τους λακέδες του Στέφανου, κάνοντας το κεφάλι ενός να κουδουνίσει προτού τον κλοτσήσει στα παπάρια και οι σύντροφοί του τον απομακρύνουν.
«Και πώς θα το καταφέρουμε αυτό, μάγισσα;» σύριξε η Λουκία. «Δεν ξέρουμε πώς να βγούμε αποδώ κάτω, γαμώ τις λάσπες του Λοκράθου!»
Ο Γεώργιος, μην καταλαβαίνοντας τι έλεγαν, ακούγοντας μονάχα μια ενοχλητική βαβούρα, έβηξε και λίγο αίμα βγήκε απ’την άκρη του στόματός του. Δυσκολευόταν στην αναπνοή. Αλλά αισθανόταν το σώμα του να αρνείται να πεθάνει. Να αρνείται. Η απάνθρωπη δύναμη της Έχιδνας ακόμα τον φόρτιζε σαν ανεξάντλητη πηγή ενέργειας. Πρέπει να σηκωθώ! σκέφτηκε. Να σηκωθώ! Και, παλεύοντας να διώξει το σκοτάδι που απειλούσε να τυλίξει τα μάτια του, χρησιμοποίησε το Φιλί της Έχιδνας σαν μπαστούνι, πιάστηκε από κάτι στέρεο πίσω του – έναν τοίχο, μάλλον – και έκανε να σταθεί στα πόδια του. Αλλά έπεσε ξανά. Κι έτριξε τα δόντια από πόνο.
Οι Αγενείς είδαν την προσπάθειά του, και είδαν και την κατάληξή της. Απογοητεύτηκαν. Απελπίστηκαν. Δε μπορεί να σηκωθεί, ρε... μουρμούριζαν. Θα πεθάνει... Τον σκότωσε κείνος ο τρελός που τιναζόταν σα δαίμονας της Έχιδνας...
«Ποιος θα πληρώσει για όλες αυτές τις ζημιές;» αντήχησε μια φωνή πίσω τους.
Γύρισαν κι αντίκρισαν τον Ζορδάμη να στέκεται στο κατώφλι του λημεριού του μαζί με τρεις ανθρώπους του – άπαντες οπλισμένοι.
«Ποιος θα πληρώσει; Μου καταστρέψατε τη μισή μου πραμάτεια – και ήταν όλα πολύτιμα και σπάνια πράγματα. Πράγματα που δεν βρίσκεις ούτε στην Υπερυδάτια ούτε σ’ολάκερο το Γνωστό Σύμπαν εύκολα! Ποιος θα πληρώσει;»
«Τράβα να βρεις τον πούστη που έτρεχε σαν ουραίος λαγός άμα θες αποζημίωση!» αντιγύρισε η Λουκία, αναφερόμενη στους λαγούς των Ουραίων Δασότοπων της Ιχθυδάτιας οι οποίοι ήταν αξιοσημείωτα γρήγοροι και είχαν πράσινες ραβδώσεις.
«Ο Καπετάνιος μας είναι άσχημα τραυματισμένος, φίλε,» είπε ο Κοσμάς στον Ζορδάμη, «και μας λες για την καταραμένη πραμάτεια σου, η Έχιδνα να σε δαγκώσει; Ε; Ο Καπετάνιος μας μπορεί και να πεθάνει!» Τώρα, κι εκείνος το φοβόταν αυτό. Το φοβόταν πολύ. Γιατί δεν έβλεπε τον Γεώργιο να μπορεί να συνέλθει. Κι άμα πέθαινε ο Γεώργιος, τι θα γινόταν; Ποιος θα τους έβγαζε από τους Κατωμήχανους; Και μετά, ποιος θα ήταν Καπετάνιος; Θα σκοτώνονταν αναμεταξύ τους; Θα διαλύονταν οι Αγενείς; Έτσι, άδοξα; Χαμένοι κάπου στην Κεντρυδάτια, μακριά απ’τα συνηθισμένα τους λημέρια; Ή κάπου μεσοπέλαγα; Απόγνωση...
Ο Ζορδάμης έστρεψε τα μάτια του στον Κοσμά, και ύστερα κοίταξε τον πεσμένο Οφιομαχητή ανάμεσα από τους κουρσάρους. «Ο Στέφανος μοιάζει να έφτασε κοντά...» μουρμούρισε, και πλησίασε τον Γεώργιο, ενώ οι τρεις σωματοφύλακές του τον ακολουθούσαν αγριοκοιτάζοντας τους πειρατές – μια προειδοποίηση να μη ζυγώσουν τον κύριό τους.
«Τον ήξερες αυτόν τον πούστη;» ρώτησε η Λουκία. «Ποιος ήταν; Τι ήθελε;»
«Κυνηγός επικηρυγμένων είναι,» είπε ο Ζορδάμης δίχως να στραφεί να την κοιτάξει. «Κυνηγά κόσμο. Σκοτώνει κόσμο. Πληρώνεται καλά. Είναι καλός στη δουλειά του.»
«Δεν ‘είναι’ πια, φίλε,» του είπε ο Κοσμάς. «Ψόφησε, ο γιος του Λοκράθου.»
«Δεν είδα πουθενά το πτώμα του,» αποκρίθηκε ο Ζορδάμης, πάλι χωρίς να κοιτάζει τον συνομιλητή του, κοιτάζοντας μόνο τον Οφιομαχητή. «Αλλά, ναι, ίσως και να πεθάνει σύντομα. Τα υγρά που τον χτύπησαν είναι πολύ επικίνδυνα. Κανονικά δεν μένεις ζωντανός άμα σε λούσουν.» Γονάτισε στο ένα γόνατο δίπλα στον Γεώργιο.
«...Ζορδάμη,» έκρωξε εκείνος, καταλαβαίνοντας την παρουσία του χρυσόδερμου εξωδιαστασιακού γέρου με την κόκκινη γενειάδα.
«Μου έκανες ζημιές, Οφιομαχητή.»
«Είχα... ένα μικρό πρόβλημα... μ’ένα αρχίδι του Λοκράθου...»
Ο Κοσμάς είπε: «Ο Καπετάνιος μας δεν σου έκανε τις ζημιές μόνος του. Κι ο άλλος ήταν εκεί.»
«Αυτό είν’ αλήθεια.» Ο Ζορδάμης σηκώθηκε όρθιος.
«Μπορείς να τον βοηθήσεις;» ρώτησε ο Κοσμάς.
«Θα μπορούσα ν’αφήσω τον Οφιομαχητή να πεθάνει έξω απ’την πόρτα μου; Καλό ερώτημα... Θα ήταν ανόητο, νομίζω. Ανόητο.» Σαν να μιλούσε στον εαυτό του. Αλλά μετά απευθύνθηκε, ξεκάθαρα, στους κουρσάρους: «Περιμένετε εδώ,» είπε, και βάδισε προς το λημέρι του, με τους τρεις σωματοφύλακες να τον ακολουθούν.
«Γιατί,» μούγκρισε ο Ζαχαρίας, «πού θα πηγαίναμε δηλαδή; Γαμώ την ουρά της Έχιδνας γαμώ...»
Ο Ζορδάμης επέστρεψε σύντομα έχοντας στο χέρι του ένα μπουκάλι. Κι επάνω στο μπουκάλι υπήρχε ένα μαραφέτι που έμοιαζε για ψεκαστήρας. «Οφιομαχητή,» είπε, δυνατά και καθαρά. «Με καταλαβαίνεις;»
«...Ναι,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος.
«Θα σε ψεκάσω μ’ένα υγρό που μπορεί να σε βοηθήσει. Έχει πολύ ισχυρές θεραπευτικές ιδιότητες. Και είναι πολύ σπάνιο. Αν ζήσεις, να θυμάσαι ότι πρέπει να με πληρώσεις γι’αυτό· δεν βρίσκεται εύκολα.»
«Θα το θυμάμαι...» αποκρίθηκε κουρασμένα ο Γεώργιος, τυλιγμένος σε σκούρο-μπλε αίμα. Αίμα που ακόμα ανάβλυζε από τα πάμπολλα τραύματα πάνω στο κατάμαυρο σώμα του.
Ο Ζορδάμης είπε στους Αγενείς: «Κάντε πέρα. Πέρα!»
Εκείνοι υπάκουσαν, ενώ ο Κοσμάς ρωτούσε: «Δε θα τον βλάψει αυτό το πράμα, έτσι;»
Ο Ζορδάμης γέλασε ξερά. «Φοβάσαι μην τον βλάψει; Στην κατάστασή του; Τι χειρότερο μπορεί να πάθει; Δε νομίζω ότι θα επιβιώσει άμα τον αφήσουμε έτσι – και δεν θέλω ένας ζωντανός μύθος να πεθάνει έξω απ’την πόρτα μου. Δε θα μου δώσει καθόλου καλή φήμη αυτό – ήδη μας παρακολουθούν από γύρω διάφοροι. Κάντε πέρα, τώρα! Όλοι!»
Και υψώνοντας το μπουκάλι με τον ψεκαστήρα σημάδεψε τον πεσμένο Οφιομαχητή, που καθόταν στο πάτωμα, με την πλάτη στον τοίχο και το σπαθί του πεσμένο στο πλάι, αν και το χέρι του ακόμα έσφιγγε τη λαβή. Μια θύελλα από σταγονίδια τινάχτηκε από τον ψεκαστήρα – ένας κώνος λευκής θολούρας. Τύλιξε τον Γεώργιο από το κεφάλι ώς τα πόδια, καθώς ο Ζορδάμης κινούσε το μπουκάλι πάνω-κάτω σαν να ράντιζε φυτό.
Ο Γεώργιος άρχισε να βήχει, και ο γέρος έπαψε να τον ψεκάζει. Ο Οφιομαχητής ήταν τώρα μουλιασμένος από κάποιο άλλο υγρό εκτός από το αίμα του, αλλά κατά τα άλλα δεν φαινόταν καμιά αλλαγή επάνω του.
«Δεν του έκανε τίποτα αυτή η μαλακία,» παρατήρησε η Λουκία.
«Τι περιμένατε;» αποκρίθηκε ο Ζορδάμης. «Ότι οι πληγές του θα έκλειναν στη στιγμή και θα πεταγόταν ξανά όρθιος; Τι νομίζετε ότι είναι – στιγμιότυπο από απογευματινό επεισόδιο των Θαυμαστών Μονομάχων;» αναφερόμενος σε μια γνωστή τηλεοπτική σειρά του Μεγάλου Καναλιού της Ριλιάδας. «Το υγρό θα βοηθήσει τον οργανισμό του να θεραπευτεί – αυτό είναι το μόνο που μπορεί να κάνει. Και, να, δείτε, ανόητοι: ήδη η αιμορραγία έχει σταματήσει! Παρατηρήστε τον. Το αίμα δεν αναβλύζει όπως πριν. Βλέπετε;»
Ο Γεώργιος είχε τώρα πάψει να βήχει, κι έπαιρνε βαθιές ανάσες. Βλεφάριζε έντονα. Σπάνιο για εκείνον, πολύ σπάνιο. Κανονικά, τα μάτια του ή ήταν ορθάνοιχτα (όπως συνήθως) ή τελείως κλειστά (όταν ήθελε να τα ξεκουράσει).
«Καπετάνιε;» είπε ο Κοσμάς. «Πώς αισθάνεσαι, Καπετάνιε;»
«Σα να μ’έχει κατουρήσει ο Λοκράθος,» μούγκρισε ο Γεώργιος – ο οποίος αισθανόταν καλύτερα. Αισθανόταν το υγρό του Ζορδάμη, πράγματι, να τον έχει βοηθήσει. Να του έχει προσφέρει τη μικρή αρωγή που χρειαζόταν η δύναμη της Έχιδνας μέσα του για να κάνει το σώμα του να λειτουργήσει σωστά και πάλι, για να τον πάρει μακριά από τα πλοκάμια του Αβυσσαίου που το στόμα του περίμενε πεινασμένα την ψυχή του.
Ορισμένοι από τους Αγενείς γέλασαν ακούγοντας την απάντηση του Γεώργιου. Ο Καπετάνιος τους ήταν καλά! σκέφτηκαν. Ήταν καλά! Και θα σηκωνόταν. Ναι, ήταν ο Ακατάλυτος Κουρσάρος – σίγουρα! Τον είχε νικήσει εκείνο τον σβέλτο δολοφόνο.
Ο Γεώργιος θηκάρωσε το Φιλί της Έχιδνας, έπιασε τον τοίχο ξανά, και, τρίζοντας τα δόντια, έκανε να σηκωθεί. Ο Κοσμάς έσπευσε να τον βοηθήσει, αλλά εκείνος ύψωσε το χέρι του προς τον πειρατή για να τον απομακρύνει. «Όχι, στάσου!» γρύλισε, νιώθοντας έντονη την οργή μέσα του, και διώχνοντάς την με τις τεχνικές του Γέρου του Ανέμου προτού χτυπήσει κανέναν απ’αυτούς γύρω του. «Περίμενε.» Στάθηκε μόνος του στα πόδια του. Στάθηκε, γερά. Πονούσε παντού, φυσικά, και ζαλιζόταν· και εννοείται πως δεν θα μπορούσε τώρα να πολεμήσει. Δεν θα μπορούσε, ίσως, να πολεμήσει για μερικές ημέρες, υπέθετε. Όμως μπορούσε να σταθεί. Έκανε ένα βήμα. Κι άλλο ένα.
Οι κουρσάροι μουρμούριζαν αναμεταξύ τους, εμψυχωμένοι.
Ο Γεώργιος άπλωσε ξανά το χέρι του, αλλά τώρα όχι για ν’απομακρύνει τον Κοσμά παρά για να πιαστεί από τον ώμο του. «Σ’ευχαριστώ, φίλε μου,» είπε.
«Καπετάνιε... μακάρι να είχαμ’ έρθει πιο γρήγορα και να... να μην είχε συμβεί....»
«Άμα είχατε έρθει πιο γρήγορα θα σας είχε σκοτώσει εκείνο το κάθαρμα,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος. «Καλύτερα που ήρθατε τη στιγμή που ήρθατε. Τότε πραγματικά σάς χρειαζόμουν.» Κι έβηξε ξανά. Το σπρέι του Ζορδάμη είχε ενοχλήσει τη μύτη του, τα πνευμόνια του. Αλλά αυτό ήταν το λιγότερο, σκεφτόταν.
Στράφηκε στον εξωδιαστασιακό γέρο. «Σου είμαι υπόχρεος για ό,τι έκανες.» Έδειξε το μπουκαλάκι με το βλέμμα του.
«Το έχω μόνο για έκτακτη ανάγκη, Οφιομαχητή. Εκχύλισμα Ρίσικλον’βεθ. Πολύ σπάνιο.» Ο Γεώργιος δεν είχε ιδέα τι ήταν αυτό που ανέφερε ο Ζορδάμης· ούτε και κανένας από τους Αγενείς το είχε ποτέ ξανακούσει. «Θα σου κοστίσει. Μου έφερες την πραμάτεια που έλεγες;»
Ο Γεώργιος ρώτησε τον Κοσμά: «Εδώ είναι;»
Ο Κοσμάς στράφηκε στους άλλους κουρσάρους: «Εδώ είναι το πράμα, έτσι;»
«Ναι,» αποκρίθηκε η Μάγδα· «δεν το βούτηξαν.»
«Δεν έμοιαζε να τους ενδιαφέρει,» πρόσθεσε ο Νικόλαος το Ψηλό Ποτήρι – που αυτή τη φορά είχε έρθει μαζί τους γιατί δεν ήταν πιωμένος – όχι σε σημείο που να παραπατά, τουλάχιστον.
Ο Γεώργιος είπε στον Ζορδάμη: «Θα τα βρούμε λοιπόν.»
«Σίγουρα,» συμφώνησε εκείνος. «Αλλά είναι και οι ζημιές στο μαγαζί μου...»
«Δεν έφταιγα εγώ για τις ζημιές, και το ξέρεις. Ο Στέφανος ήταν που μου επιτέθηκε. Δεν είχα άλλη επιλογή απ’το να υπερασπιστώ τον εαυτό μου.»
Ο Ζορδάμης έστριψε μια τούφα από την κόκκινη γενειάδα του ανάμεσα στα δάχτυλα του ελεύθερού του χεριού, αναλογιζόμενος αν άξιζε να κάνει παζάρια με τον Οφιομαχητή ή όχι. Θα ήταν καλό για τη φήμη του; Τούτο το επεισόδιο σύντομα θα ακουγόταν παντού μέσα στους Κατωμήχανους. Οι ίδιες οι σκιές θα το ψιθύριζαν. Οι ίδιες οι πέτρες, μα τον Αστερίωνα!
«Ίσως και νάχεις κάποιο δίκιο,» απάντησε στον Γεώργιο. «Θα μιλήσω με τον Στέφανο, αν ξανάρθει ν’αγοράσει κάτι από εμένα. Δεδομένου, βέβαια, ότι θα είναι ζωντανός...»
«Τι ήταν εκείνο το υγρό που τον χτύπησε;»
«Κάτι που δεν θέλεις να σε χτυπήσει, Οφιομαχητή.»
«Κι εμένα με πιτσίλησε, αν και όχι πολύ.»
«Τυχερός ήσουν. Απλά θα έχεις μερικά εγκαύματα επάνω σου – τίποτα το σπουδαίο ύστερα απ’τον ψεκασμό με το εκχύλισμα Ρίσικλον’βεθ. Αλλά ο Στέφανος...»
«Είναι νεκρός;»
«Πολύ πιθανόν να πεθάνει. Τέλος πάντων. Ας δούμε τι μου έχεις φέρει από το Σύμπλεγμα.»
Οι κουρσάροι τσούλησαν τα κιβώτια με τα εξωδιαστασιακά πράγματα μέσα στο λημέρι του Ζορδάμη, όπου οι άνθρωποι του είχαν ήδη αρχίσει να μαζεύουν βιαστικά τα συντρίμμια – σκούπες, ενεργειακές και μη, βρίσκονταν σε δουλειά, καθώς και φαράσια και σακούλες και σάκοι.
«Εδώ,» είπε ο Ζορδάμης μόλις είχαν μπει στον πρώτο από τους θαλάμους. «Εδώ. Θα τα κοιτάξω εδώ.» Έκανε νόημα σ’έναν από τους σωματοφύλακές του, κι εκείνος έκλεισε την εξώπορτα και τράβηξε μια μεγάλη αμπάρα.
Οι πειρατές άνοιξαν τα κιβώτια, και ο Ζορδάμης είδε, προσεχτικά, τα φυτά και τα ορυκτά από το Σύμπλεγμα, τρίβοντας την κόκκινη γενειάδα του και μουρμουρίζοντας κάθε τόσο σαν να παραμιλούσε, ενώ είχε ήδη φορέσει ένα ζευγάρι λεπτά γυαλιά με πρασινωπά κρύσταλλα επάνω στα οποία φαινόταν να τρέχουν μικροσκοπικές μορφές σαν έντομα – αλλά δεν ήταν έντομα, ούτε τίποτ’ άλλο το βιολογικό, μάλλον, υπέθεταν οι Αγενείς και ο Γεώργιος. Ό,τι κι αν ήταν, βρισκόταν μέσα στη δομή των κρυστάλλων· μέρος της φύσης τους, πιθανώς. Σε κάποια στιγμή, ο Ζορδάμης έβγαλε κι ένα άλλο μαραφέτι από την τσέπη του: κάτι σαν κοντό, πολύ κοντό κιάλι, το οποίο κράτησε μπροστά από το δεξί του μάτι, κλείνοντας το αριστερό, ενώ γύριζε ένα δαχτυλίδι που περιτύλιγε το κοντό κιάλι. Τα γυαλιά του δεν τα είχε βγάλει. Ο Γεώργιος θα ορκιζόταν ότι αυτό το κοντό κιάλι ήταν κάποιου είδους υπερεξελιγμένη φωτογραφική μηχανή. Οι πειρατές δεν είχαν ιδέα τι θα μπορούσε να είναι. Μόνο η Ερασμία’μορ νόμιζε ότι είχε καταλάβει, αλλά δεν είπε τίποτα στους άλλους.
«Το λοιπόν, Οφιομαχητή,» είπε τελικά ο Ζορδάμης. «Το λοιπόν...» Έβγαλε τα πρασινωπά γυαλιά του. «Όλα μ’ενδιαφέρουν. Τα πάντα.»
«Πόσο πληρώνεις;»
Ο Ζορδάμης τού είπε.
Ο Γεώργιος ζήτησε περισσότερα.
«Μετά από τις ζημιές εδώ μέσα; Έλα τώρα!»
«Είπες ότι θα τα κανονίσεις με τον Στέφανο για τις ζημιές, όχι μαζί μου.» Ο Φιλημένος καταπολέμησε την οργή του· το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου σφύριζε μες στην ψυχή του.
«Μην ξεχνάς και το εκχύλισμα Ρίσικλον’βεθ,» πρόσθεσε ο Ζορδάμης.
«Εντάξει, αλλά και πάλι...» Ο Γεώργιος έκανε μια άλλη προσφορά.
Ο Ζορδάμης συμφώνησε. Έσφιξαν χέρια.
«Τα πράγματα είναι δικά σου,» του είπε ο Γεώργιος, αφού πήρε τα λεφτά· και οι Αγενείς άφησαν τα κιβώτια εκεί, καθώς ο σωματοφύλακας του Ζορδάμη άνοιγε ξανά την εξώπορτα επιτρέποντάς τους να βγουν.
«Νομίζω ότι τώρα είσαι ακόμα καλύτερα από πριν, Καπετάνιε,» παρατήρησε ο Ζαχαρίας ενώ βάδιζαν μες στις σήραγγες των Κατωμήχανων πάλι.
«Νομίζεις,» μούγκρισε ο Γεώργιος, που πονούσε παντού και η αλήθεια ήταν ότι μόνο η οργή του έκανε το σώμα του να κινείται. Παρά εκείνο το παράξενο σπρέι του Ζορδάμη, αν δεν είχε τις αντοχές της Έχιδνας θα είχε ήδη πέσει, το καταλάβαινε.
Οδήγησε τους Αγενείς έξω από τους Κατωμήχανους, στο φορτηγό τους, το οποίο περίμενε εκεί όπου το είχαν αφήσει. Κανείς δεν το είχε πειράξει.
Όταν επέστρεψαν στο Δηλητηριασμένο Σαλάχι στο Νότιο Λιμάνι, ο Γεώργιος τούς είπε ότι καλύτερα τώρα να έφευγαν από τη Ριλιάδα.
«Φοβάσαι ότι ο Στέφανος μπορεί να μας κυνηγήσει;» ρώτησε ο Κοσμάς.
«Ο Στέφανος πάω στοίχημα ότι, αν έζησε, δεν θα μπορεί να κυνηγήσει κανέναν για κάποιο καιρό,» του είπε ο Γεώργιος, καθώς ήταν καθισμένος στην πλώρη, πάνω από το λαξευτό σαλάχι που το πλοίο είχε για ακρόπρωρο. «Αλλά δε νομίζω νάχει ζήσει... Όμως δεν είν’ αυτός ο καριόλης που με απασχολεί. Με απασχολεί το ότι έχουμε τραβήξει πολλή προσοχή τώρα. Όλα όσα έγιναν απόψε θα κυκλοφορήσουν, και όχι μόνο στους Κατωμήχανους ίσως. Καλύτερα να μην είμαστε εδώ· δε θέλω μπλεξίματα.»
«Και τι θα κάνουμε με τα υπόλοιπα τέρατα στ’αμπάρι του Σμαραγδιού, Καπετάνιε;» ρώτησε η Μάγδα.
«Θα δούμε πού θα τα πουλήσουμε. Θα ψάξουμε στα λιμάνια της Ιχθυδάτιας.»
«Επιστρέφουμε τώρα στην Ιχθυδάτια, δηλαδή;» είπε η Λουκία.
«Έχεις καμιά καλύτερη ιδέα;»
Ανασήκωσε τους ώμους, μορφάζοντας. «Απλώς λέω...»
«Ναι,» είπε ο Γεώργιος, «επιστρέφουμε στην Ιχθυδάτια. Αφού βάλουμε σωστά συστήματα πλοήγησης σ’αυτό το σκάφος ώστε να μη χρειαζόμαστε τα συστήματα του Σμαραγδιού των Κυμάτων για να πλεύσουμε απ’τη μια ηπειρόνησο στην άλλη.»
Ο Κοσμάς χαμογέλασε. «Σίγουρα έχουμε αρκετά λεφτά τώρα, Καπ’τάνιε, για να κάνουμε ό,τι αλλαγές στα πλοία γουστάρουμε. Να τα γεμίσουμε υδατοτρόπα κανόνια άμα θέλουμε μπορούμε!»
Κι ακούγοντας τα λόγια του, ορισμένοι άλλοι κουρσάροι που στέκονταν τριγύρω μουρμούρισαν ενθουσιασμένοι.
Ο Γεώργιος έκανε νόημα στην Ερασμία’μορ νάρθει κοντά.
Η μάγισσα, περνώντας ανάμεσα απ’τους άλλους, τον πλησίασε. «Τι με θέλεις, Καπετάνιε;» Ήταν τυλιγμένη στην κάπα της, μες στη νύχτα, αλλά κάτω από την κάπα, ως συνήθως, φορούσε ελάχιστα ρούχα. Ακόμα και στους Κατωμήχανους έτσι είχε έρθει ντυμένη. Αν και εκεί είχε κι ένα ζευγάρι μποτάκια στα πόδια της· τώρα, επάνω στο κατάστρωμα, ήταν ξυπόλυτη.
«Ξέρεις πού μπορούμε να προσλάβουμε έναν μάγο;» τη ρώτησε ο Γεώργιος. «Κάποιον πρόθυμο να ταξιδεύει μαζί μας αποδώ και στο εξής;»
«Τον θες για να ρυθμίζει την ενέργεια στο Σμαράγδι, ε;»
«Προφανώς.»
«Κοίτα... Στη Δεύτερη Μαγική Ακαδημία Υπερυδάτιας μπορείς να ζητήσεις μάγους που πουλάνε τις υπηρεσίες τους από εκεί. Αλλά δε νομίζω κανένας νάναι πρόθυμος να συνταξιδέψει για καιρό μαζί με κουρσάρους – εκτός άμα τύχεις στην περίπτωση. Τέτοιον άνθρωπο που ζητάς μόνο στα λιμάνια ίσως καταφέρεις να τον βρεις, ή στον υπόκοσμο.»
«Στους Κατωμήχανους. Ναι, το ξέρω αυτό. Απλά αναρωτιόμουν αν έχεις κανένα συγκεκριμένο μέρος να προτείνεις, αφού έμαθες εδώ τη μαγεία σου.»
«Δεν έχω τίποτα να προτείνω.»
«Πώς κατέληξες εσύ μ’αυτούς τους λεχρίτες, Ερασμία;» Ο Γεώργιος έδειξε με το βλέμμα του τους Αγενείς ολόγυρά του, πολλοί απ’τους οποίους χαμογέλασαν ή έκαναν χαριτολόγα σχόλια.
«Δεν έφυγα από τη Ριλιάδα μαζί με πειρατές, Καπετάνιε. Δούλευα σε εμπορικά και ερευνητικά πλοία που χρειάζονταν έναν μάγο για τις μηχανές τους. Κανείς δεν πλήρωνε και τόσο καλά, όμως δεν ήταν αυτό που μ’έκανε να πάω με κουρσάρους. Το πλοίο μου το κατέλαβαν οι Θαλασσοφονιάδες, το τσούρμο του Ευγένιου του Μεγαλοφονιά, τον οποίο σίγουρα θάχεις ακούσει.»
Ο Γεώργιος κατένευσε. Ναι, τον είχε ακούσει. Ήταν ξακουστός πειρατής στην Ιχθυδάτια. Αλλά δεν είχε τύχει ποτέ να τον αντικρίσει.
«Με άρπαξαν κι εμένα μαζί με τα υπόλοιπα λάφυρα. Μ’έβαλαν να δουλέψω σ’ένα από τα σκάφη της αρμάδας τους. Ο Μεγαλοφονιάς μού είπε πως αν επιχειρούσα πουστιά θα μ’έπνιγε με τα ίδια του τα χέρια· και ορκίζομαι, Καπετάνιε, πως πλησιάζει να είναι τόσο δυνατός όσο εσύ.»
Αποκλείεται, σκέφτηκε ο Γεώργιος. Εκτός αν κι αυτόν τον έχει φιλήσει η Φαρμακερή Κυρά κάτω από τα ανταριασμένα κύματα.
«Μου είπε, επίσης,» συνέχισε η Ερασμία, «πως άμα φερόμουν σωστά θα πληρωνόμουν και σωστά, και όλα θα ήταν καλά. Αλλά, για την ώρα, δεν θα έπαιρνα τίποτα. Μετά από δύο επιτυχημένα κουρσέματα μόνο θα άρχιζα να λαμβάνω μερίδιο από τα λάφυρα.
»Δε μπορούσα να κάνω κι αλλιώς, έτσι συμφώνησα.» Η Ερασμία’μορ κάθισε στην κουπαστή, σταυρώνοντας τα γυμνά πόδια της στο γόνατο, τραβώντας ένα τσιγάρο από το μπούστο της και ανάβοντάς το μ’έναν ενεργειακό αναπτήρα που έβγαλε απ’το μεγάλο περικάρπιό της. Τράβηξε καπνό, τον φύσηξε απ’τα ρουθούνια. «Δεν πρόλαβα, όμως, να δω δύο κουρσέματα. Είδα μόνο ένα. Και μετά, ενώ ήμασταν αραγμένοι στις Ωραίες Ακτές, κάτω απ’τα Ουραία Όρη, το σκάφος μου πάρθηκε από πειρατές γι’ακόμα μια φορά. Και ήταν τούτοι εδώ.» Έδειξε τους Αγενείς τριγύρω με το τσιγάρο της. «Ήταν το τσούρμο του Ευγένιου του Αγένιου, ο οποίος δεν είχε μάγο για το πλοίο του και ήθελε έναν. Και σκέφτηκε να τον αρπάξει απ’τον Ευγένιο τον Μεγαλοφονιά – να δείξει, έλεγε, ποιος απ’τους δύο Ευγένιους είναι τελικά ο μεγαλύτερος Ευγένιος. Είχε ακούσει για εμένα, μου είπε όταν μ’έκλεψε και μ’έφερε στο Σαλάχι, και είχε μάθει επίσης ότι ο Μεγαλοφονιάς μού φερόταν άσχημα, δεν με πλήρωνε, με είχε για δούλα. Του απάντησα πως δεν ήταν κι ακριβώς έτσι, αλλά, ναι, για την ώρα, δεν πληρωνόμουν. Ο Αγένιος μού υποσχέθηκε ότι εκείνος θα με πλήρωνε κανονικά από την αρχή, τώρα που ήμουν δική του· αλλά αν προσπαθούσα να τον πουλήσω θα με σκότωνε επιτόπου, εξηγημένα πράγματα. Το ποσό που ανέφερε δεν ήταν άσχημο. Ήταν, βασικά, καλύτερο απ’ό,τι μου έδιναν στα εμπορικά και στα ερευνητικά σκάφη. Και είπε κιόλας πως πάντα θα έπαιρνα μεγάλο μερίδιο απ’τα λάφυρα· το δεύτερο μεγαλύτερο μετά από εκείνον. Δε μπορούσα να διαφωνήσω, Καπετάνιε. Αν και το ξέρω πως, γενικά, ήταν πούστης ο Ευγένιος ο Αγένιος, σ’εμένα δεν φέρθηκε άσχημα· αυτό έχω να το λέω.»
«Εγώ νομίζεις ότι σου έχω φερθεί άσχημα;»
«Φυσικά και όχι. Δεν έχεις αλλάξει τίποτα στις πληρωμές μου.»
Ο Γεώργιος ένευσε. «Εντάξει,» είπε. «Θα αγοράσουμε, λοιπόν, αύριο ένα καλό σύστημα πλοήγησης για το Σαλάχι και θα σαλπάρουμε για Ιχθυδάτια.»
«Μάγο δεν θα βρούμε για το Σμαράγδι;» ρώτησε η Λουκία.
«Στην Ιχθυδάτια,» είπε ο Γεώργιος.
Διονυσία:
Ο Αρσένιος... Είναι νεκρός; Σχεδόν φοβάμαι να τον πλησιάσω για να μάθω. Το πρόσωπό του είναι γεμάτο αίματα... Αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητα ανησυχητικό. Μάλλον από τη μύτη του προέρχονται, και από σκασμένα χείλη, και από γδαρσίματα στα μάγουλα και στο μέτωπο ύστερα από τα χτυπήματα.
Ξεροκαταπίνω.
Αστερίωνα, βοήθησέ με. Τα πόδια μου τρέμουν καθώς σηκώνομαι όρθια. Κοιτάζω τριγύρω, μα δεν βλέπω κανέναν: ο διάδρομος είναι άδειος, καμιά κίνηση. Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω Ξόρκι Εντοπισμού Ζωτικής Ενέργειας για να διαπιστώσω αν κάποιος κρύβεται εδώ κοντά, όμως τώρα η κατάσταση του αδελφού μου μ’απασχολεί πολύ περισσότερο απ’αυτό.
Τον πλησιάζω, περνώντας πάνω από τους άλλους πεσμένους. Γονατίζω δίπλα του. «Αρσένιε!» Παρατηρώ πως αναπνέει καθώς το αίμα φουσκώνει στα ρουθούνια του. Αναπνέει. Δεν είναι νεκρός.
Υποτονθορύζω τα λόγια για ένα Ξόρκι Ταχείας Αναλύσεως Ζωτικής Καταστάσεως, ενώ τα χέρια μου αγγίζουν το στήθος του. Πληροφορίες για τον οργανισμό του γεμίζουν τη νόησή μου: κοιμάται... στα όρια να ξυπνήσει... δεν κινδυνεύει να πεθάνει... καταπονημένος... δεν πάσχει από ασθένειες... Πιο αναλυτικές πληροφορίες αυτό το ξόρκι δεν μπορεί να δώσει. Το διαλύω απ’το μυαλό μου και παίρνω μια βαθιά ανάσα, ανακουφισμένη. Καλά είναι· απλώς, λιγάκι στραπατσαρισμένος.
«Αρσένιε!» λέω ξανά, έντονα, χαστουκίζοντάς τον ελαφρά, τραντάζοντας τους ώμους του. «Εγώ είμαι, Αρσένιε.»
Μουγκρίζει, κουνιέται. «Διονυσία... Ήρθες να με σώσεις πάλι;»
Θα τον δείρω! Δεν μ’αρέσει καθόλου ο τόνος της φωνής του. «Έφυγαν,» του λέω. «Πήραν τον Γεώργιο και έφυγαν.»
Ο Αρσένιος αγγίζει το πρόσωπό του. «Νομίζω ότι αιμορραγώ...»
«Δεν είναι, όμως, τίποτα το σοβαρό. Στηρίξου επάνω μου και θα–»
«Τι είπες για τον Γεώργιο; Τον πήραν; Τι...;»
«Ναι. Τον έριξαν κάτω, αναίσθητο, και τον πήραν μαζί τους.»
«Ψέματα!»
«Όχι» – νιώθω δάκρυα στα μάτια μου ξανά – «είναι αλήθεια. Το είδα. Τον πήραν, Αρσένιε...»
Η Ευθαλία – το φίδι του Γεώργιου – έρχεται από δίπλα και κουλουριάζεται γύρω από τον πήχη του αδελφού μου. Πού ήταν πριν; Πρέπει να είχε τιναχτεί για να δαγκώσει κανέναν απ’τους ακόλουθους του Λοκράθου.
Τα χέρια του Αρσένιου αρπάζουν ξαφνικά τα ρούχα μου, με τραβάνε, άγρια. «Γιατί τους άφησες;» συρίζει σαν νάχει εξαγριωθεί. «Γιατί τους άφησες;»
Τον συγκρατώ. «Τι τραβάς, γαμώτο; Και τι περίμενες να κάνω; Τι μπορούσα να κάνω;»
«Κάτι κακό έχουν στο μυαλό τους... Κάτι... Δεν, δεν έχω καταλάβει τίποτα ακόμα... αλλά έχω δει... έχω δει... Δεν ξέρω τι ακριβώς σχεδιάζουν. Όμως πρέπει να τον βοηθήσουμε!»
«Πρώτα,» του λέω αυστηρά, «πρέπει να σηκωθείς όρθιος. Έλα, στηρίξουμε επάνω μου.»
«Γαμώ τα μαλλιά της Έχιδνας,» μουγκρίζει ο Αρσένιος καθώς πιάνεται στους ώμους μου και τον υποβαστάζω για να ορθωθεί. «Πού είναι το σπαθί μου;» ρωτά.
Τι να το κάνει το σπαθί του; Κοιτάζω κάτω. Αυτό πρέπει να είναι. Το πιάνω και του το δίνω, από τη λαβή. Το περνά στη ζώνη του.
«Πρέπει να φύγουμε από εδώ,» του λέω. «Πρέπει ν’ανεβούμε επάνω, στην πόλη, και να–»
«Πρέπει να σώσουμε τον Οφιομαχητή!» γρυλίζει ο Αρσένιος.
«Είσαι τρελός; Πώς;»
«Τι θα κάνουμε στη Ριλιάδα χωρίς αυτόν; Έχεις άλλα λεφτά;»
«Όλα μας τα λεφτά τα είχε ο Γεώργιος...»
«Και, υποθέτω, τα καταραμένα βατράχια δεν μας τ’άφησαν στο πάτωμα...»
Αναστενάζω. Έχει κάποιο δίκιο. Είμαστε απλόκαμοι, γαμώτο! Απλόκαμοι. Πώς θα φύγουμε από τη Ριλιάδα; Πώς θα επιστρέψουμε έτσι στη Μεγάπολη; Και κυρίως για τον αδελφό μου ανησυχώ... Όχι πως δεν φοβάμαι και για τον Γεώργιο· αλλά, μα τον Αστερίωνα, τι μπορώ να–;
«Χρειάζεστε καμιά βοήθεια;»
Γυρίζω, ξαφνιασμένη, κι αντικρίζω έναν άντρα που έχει ξεπροβάλλει μέσα από τις σκιές, πλησιάζοντάς μας.
«Ποιος μίλησε;» ρωτά ο Αρσένιος. «Ποιος;»
Ξεροκαταπίνω. «Ποιος είσαι εσύ;» λέω στον άγνωστο, που έχει δέρμα λευκό-ροζ όπως εγώ κι ο Αρσένιος, και μαύρα μαλλιά και μούσια. Είναι ντυμένος με μαύρο δερμάτινο πανωφόρι.
«Γνωρίζω τον Οφιομαχητή. Είστε φίλοι του, δεν είστε;»
Θα ήταν συνετό να δώσω θετική απάντηση; Τι άλλη επιλογή έχω; Γνέφω καταφατικά.
Ο άντρας χαμογελά. Πλησιάζει κι άλλο.
«Εσύ ποιος είσαι;» ρωτά ο Αρσένιος, κοιτάζοντας προς λάθος κατεύθυνση.
«Ονομάζομαι Τζακ,» αποκρίνεται ο άντρας. «Και πολλοί με ξέρουν ως ‘Τζακ των Υπογείων’. Ίσως ο Οφιομαχητής να σας έχει πει για εμένα...»
Προσπαθώ να θυμηθώ, αλλά το όνομά του δεν μου λέει τίποτα. Επιπλέον, σίγουρα είναι εξωδιαστασιακό. Τζακ... Κουνάω το κεφάλι αρνητικά. «Όχι... δεν...»
«Σ’έχω ακούσει,» λέει ο Αρσένιος. «Αλλά όχι απ’τον Οφιομαχητή.»
Ο Τζακ τον κοιτάζει συνοφρυωμένος. «Από ποιον;»
«Παλιότερα, όταν... δεν ήταν όλα τόσο σκοτεινά, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ... και ερχόμουν – αν και όχι τακτικά – στους Κατωμήχανους... είχα ακούσει για κάποιον που τον λένε Τζακ των Υπογείων. Κάποιον εξωδιαστασιακό που βρίσκεται πολλά χρόνια στον υπόκοσμο της Ριλιάδας και τον ξέρει, σύμφωνα με τις φήμες, καλύτερα απ’τους ντόπιους.»
«Ελπίζω να τον ξέρω καλύτερα από τους ντόπιους,» αποκρίνεται ο Τζακ με μετριοπάθεια στα λόγια του αλλά καμία μετριοπάθεια στην έκφρασή του. Και ρώτα πάλι: «Χρειάζεστε βοήθεια;»
«Δεν έχουμε λεφτά μαζί μας,» του λέω. «Αν θα μπορούσες να μας–»
«Πού πήγαν τον Οφιομαχητή;» με διακόπτει ο Αρσένιος. «Ξέρεις πού μπορεί να τον πήγαν;»
«Όχι,» αποκρίνεται ο Τζακ, «αλλά–» Κοιτάζει τριγύρω, τους νεκρούς στο έδαφος. «Ας απομακρυνθούμε αποδώ. Ελάτε μαζί μου. Ελάτε.»
«Γιατί όχι;» λέει ο Αρσένιος, ξερά. «Δε φαίνεται νάχουμε τίποτα καλύτερο να κάνουμε.»
«Μισό λεπτό,» παρεμβαίνω. «Μισό λεπτό.» Και ψάχνω κάτω, με το βλέμμα μου, για το σπαθί μου. Μπορεί να μου χρειαστεί· δε θέλω να είμαι άοπλη, στην κατάσταση που έχουμε βρεθεί. Εντοπίζω το ξίφος και το περνάω στη ζώνη μου. Βρίσκω και τη βαλλίστρα· την κρεμάω στον ώμο. Ευτυχώς δεν έχει σπάσει. «Πάμε,» λέω στον Τζακ των Υπογείων, κι εκείνος νεύει και μπαίνει σ’ένα άνοιγμα.
Πιάνω τον Αρσένιο απ’το χέρι και βαδίζουμε πίσω του. Περπατάμε γρήγορα.
«Φοβάσαι ότι μπορεί να μας κυνηγήσουν;» ρωτάω.
«Δεν... το θεωρώ και πολύ πιθανό,» αποκρίνεται ο Τζακ. «Αλλά καλύτερα να μην είμαστε εκεί όπου έγινε μια τέτοια συμπλοκή. Θα συγκεντρωθούν νεκροκλέφτες σύντομα, εκτός των άλλων.»
«Νεκροκλέφτες;» Δεν έχω ξανακούσει τέτοια ορολογία.
«Δεν ξέρεις τι είναι, ε; Εδώ κάτω, στους Κατωμήχανους, κάποιοι έρχονται μετά από τέτοιες καταστάσεις και κλέβουν ό,τι βρίσκουν πάνω στα πτώματα. Κλέβουν ακόμα και τα ίδια τα πτώματα, πολλές φορές, για να πουλήσουν τα κομμάτια τους.»
«Τα κομμάτια τους;» κάνω, αηδιασμένη.
«Υπάρχουν άτομα που τα θέλουν: άνθρωποι εθισμένοι στον κανιβαλισμό· αλχημιστές· μάγοι του τάγματος των Βιοσκόπων.»
Αυτοί οι μάγοι δεν έχουν καμία σχέση με εμένα! Αισθάνομαι αποστροφή.
«Ορισμένοι,» συνεχίζει ο Τζακ καθώς μας καθοδηγεί μέσα στα υπόγεια, περνώντας μας από μέρη που μου μοιάζουν εξωφρενικά πολύπλοκα, «τα θέλουν τα πτώματα ακόμα και για να ταΐζουν τα ζώα τους.» Ανασηκώνει τους ώμους. «Φτηνή τροφή: δίνουν μερικά οχτάρια στους νεκροκλέφτες και την παίρνουν.»
«Σίγουρα δεν ξέρεις πού μπορεί να πήγαν τον Οφιομαχητή;» ρωτά ο Αρσένιος.
«Δεν είμαι σίγουρος, αλλά αυτοί νομίζω πως ήταν ακόλουθοι του Λοκράθου–»
«Μην το νομίζεις άλλο: ήταν ακόλουθοι του Λοκράθου.»
«Ναι, το περίμενα,» λέει ο Τζακ λοξοκοιτάζοντάς τον. «Και ο Στέφανος βρισκόταν ανάμεσά τους.»
«Ήταν, λοιπόν, όντως αυτός...» λέω.
«Τον γνωρίζετε; Σας έχει πει ο Οφιομαχητής για την παλιά τους σύγκρουση;»
«Όχι λεπτομέρειες. Ο Γεώργιος υπέθετε ότι ίσως να ήταν νεκρός.»
«Έχει καιρό νάρθει στους Κατωμήχανους, γι’αυτό το υπέθετε. Εδώ κάτω όλοι ξέρουν πλέον ότι ο Στέφανος είναι ζωντανός, και ότι ο Οφιομαχητής τού... άλλαξε την όψη. Ο Στέφανος χρόνια τον περίμενε να επιστρέψει· ήταν γνωστό. Τον περίμενε για να αναμετρηθούν. Τον ήθελε νεκρό. Δεν ξέρω τι τον έπιασε τώρα και τον παρέδωσε στα βατράχια. Είναι... περίεργο. Το λιγότερο που μπορείς να πεις. Ή ίσως... ίσως όχι και τόσο, αν το καλοσκεφτείς,» αλλάζει γνώμη, καθώς κατεβαίνει κάτι πέτρινα σκαλοπάτια και εκεί όπου στρίβουν, εκεί όπου υπάρχει ένα πλατύσκαλο προτού συνεχίσουν σε μεγαλύτερο βάθος, σπρώχνει μια ξύλινη πόρτα στο πλάι, παλιά και αρκετά σαπισμένη. Την ανοίγει και περνά το κατώφλι.
Οδηγώ μέσα τον αδελφό μου, ακολουθώντας τον.
«Πού πάμε, Διονυσία;» με ρωτά ο Αρσένιος. «Μπαίνουμε κάπου;»
«Ναι,» του λέω· και ρωτάω τον Τζακ: «Τι εννοείς για τον Στέφανο και τα βατράχια;»
Ο Τζακ των Υπογείων ανάβει μια ενεργειακή λάμπα που κρέμεται από ένα τσιγκέλι του χαμηλού ταβανιού. Το σκοτάδι διαλύεται και ένα δωμάτιο γεμάτο σαβούρες αποκαλύπτεται: παλιά ξύλα· παλιά εργαλεία· βρόμικοι, τρύπιοι, φθαρμένοι σάκοι· σαπισμένα κιβώτια· ένα ανθρώπινο σκέλεθρο σε μια γωνία, μ’ένα πλατύγυρο καπέλο πάνω στο κρανίο του· σε μια άλλη γωνία, ένας πελώριος ιστός είναι υφασμένος και αράχνες περιφέρονται επάνω του, θορυβημένες από το φως μας. Αντίκρυ είναι μια κλειστή πόρτα, ξύλινη σαν αυτή απ’την οποία μπήκαμε.
Ο Τζακ στρέφεται να με κοιτάξει. «Οι ακόλουθοι του Λοκράθου κινούνται αρκετά, τελευταία· εξαπλώνονται. Επειδή τους υποστηρίζει ο Ευσέβιος ο Κατωμερίτης, φημολογείται. Αλλ’ αυτός ανέκαθεν τους υποστήριζε· δε νομίζω ότι είν’ εκεί το θέμα. Νομίζω ότι κάτι τούς έχει ανησυχήσει–»
«Ευσέβιος ο Κατωμερίτης;» λέω. «Κάπου τόχω ξανακούσει το όνομα...»
«Είναι πολύ γνωστός αρχισυμμορίτης στους Κατωμήχανους–»
«Όχι, όχι· κάπου τόχω ξανακούσει το όνομα πρόσφατα. Ο Γεώργιος, ίσως...»
«Η αδελφή μου ξεχνά γρήγορα,» σχολιάζει ο Αρσένιος – και θέλω τον μπατσίσω! Είναι απαράδεκτος. Απαράδεκτος. «Είχαμε μπει σ’ένα μπαρ πιο πριν, Διονυσία, σ’εκείνο το μέρος της Εριφύλης, και ο Γεώργιος μίλησε με κάποιον εκεί, ο οποίος του είπε ότι δουλεύει για τον Ευσέβιο τον Κατωμερίτη.»
«Α ναι,» λέω, «σωστά. Τότε το άκουσα το όνομα. Αλλά τι σχέση έχουν όλα τούτα με τον Στέφανο;» ρωτάω τον Τζακ.
«Ο Στέφανος λατρεύει κι αυτός το Μεγάλο Βατράχι.»
«Τον Λοκράθο;»
«Ναι. Από παλιά.»
«Ο Γεώργιος δεν μας το είπε αυτό...»
«Δεν το ήξερε μάλλον. Δεν είχε συναντήσει τον Στέφανο όταν ερχόταν εδώ και πουλούσε δηλητήρια από τους Βαλτότοπους των Όφεων. Τον συνάντησε πιο μετά, όταν ξανάχε κατεβεί για να πουλήσει κάτι εξωδιαστασιακά πράγματα απ’το Σύμπλεγμα. Ο Στέφανος τού επιτέθηκε επειδή είχε ακούσει για τον μύθο του Οφιομαχητή και ήθελε το κεφάλι του· νόμιζε ότι μπορούσε να βγάλει καλά λεφτά από αυτό. Επιπλέον, πρέπει να σκεφτόταν ότι, αν σκότωνε τον Οφιομαχητή, η φήμη του θα γινόταν σχεδόν σαν του Οφιομαχητή. Ήταν φιλόδοξος μπάσταρδος. Ακόμα είναι. Του όρμησε, λοιπόν, μες στο ίδιο το λημέρι του Ζορδάμη, και τάκαναν οι δυο τους όλα συντρίμμια, απ’ό,τι άκουσα. Ο Γεώργιος τραυματίστηκε άσχημα, παραλίγο να σκοτωθεί, λένε· μα ο Ζορδάμης τον έσωσε με κάποια εξωδιαστασιακή ουσία. Ο Στέφανος είχε ήδη εξαφανιστεί, χτυπημένος από καυστικά υγρά – τα οποία πετάχτηκαν από φιάλες που έσπασαν καθώς εκείνος κι ο Οφιομαχητής μάχονταν μες στο λημέρι του Ζορδάμη.»
«Ζορδάμης;» λέω. «Εξωδιαστασιακός;»
«Ναι. Σαν εμένα.»
«Γνωστός,» σχολιάζει ο Αρσένιος.
Ο Τζακ των Υπογείων τον κοιτάζει συνοφρυωμένος. Πρέπει να τον παραξενεύει η όψη του, και ίσως και το γεγονός ότι είναι τυφλός.
Ο Αρσένιος ρωτά: «Και γιατί τώρα ο Στέφανος δεν τον σκότωσε τον Οφιομαχητή αλλά συμφώνησε να τον πιάσουν;»
«Δεν ξέρω. Κι εμένα με παραξενεύει. Πρέπει νάχε κάνει κάποια συνεννόηση με τα βατράχια· είναι η μόνη εξήγηση. Και δε νομίζω ότι θα συμφωνούσε με κανέναν άλλο για κάτι τέτοιο. Είναι λάτρης του Λοκράθου κι αυτός, όπως είπα.»
«Και πού μπορεί να τον πηγαίνουν τώρα;» ρωτά γι’ακόμα μια φορά ο Αρσένιος. «Κάτι υποπτεύεσαι, έτσι δεν είναι; Κάτι υποπτεύεσαι.» Η Ευθαλία συρίζει, τυλιγμένη γύρω απ’τον πήχη του.
Ο Τζακ τη λοξοκοιτάζει. Ύστερα λέει: «Ίσως, ίσως–»
Αλλά τον διακόπτω, γιατί έχω απρόσμενα θυμηθεί κάτι. «Είπε για μια τελετή! Μια τελετή. Δεν ξέρω τι μπορεί να σημαίνει, όμως.»
«Τι τελετή;» κάνει ο αδελφός μου. «Ποιος το είπε; Τι ασυναρτησίες λες, Διονυσία;»
Αισθάνομαι το πρόσωπό μου να κοκκινίζει από θυμό. Πώς τολμά να μου μιλά έτσι; Ανέκαθεν ο χαρακτήρας του ήταν τέτοιος, αλλά τώρα έχει γίνει δυο φορές χειρότερος! «Δε λέω ασυναρτησίες, Αρσένιε!» αποκρίνομαι, τσαντισμένη μαζί του. «Τους άκουσα να μιλάνε, ενώ εσύ ήσουν χτυπημένος, αναίσθητος. Ενώ τα βατράχια σήκωναν τον Γεώργιο από κάτω, τυλίγοντάς τον με αλυσίδες. Ο Στέφανος κι ο Δαμιανός μιλούσαν, και–»
«Ποιος είν’ ο Δαμιανός;» ρωτά ο Τζακ των Υπογείων.
«Ένας ιερέας του Λοκράθου–»
«‘Κληρικός’, θες να πεις.»
«Όπως και νάχει. Μας κυνηγούσε από τη Μεγάπολη. Μας είχε αιχμαλωτίσει και–»
«Θα του διηγηθείς τώρα όλη μας την ιστορία;» συρίζει ο Αρσένιος. «Για τι τελετή έλεγες πιο πριν;»
Σκασμός πια! θέλω να του φωνάξω. Σκασμός! Αλλά λέω: «Ο Στέφανος και ο Δαμιανός μιλούσαν, και ο Στέφανος τού είπε κάτι για μια τελετή. Του είπε... του είπε νομίζω ότι θα προτιμούσε να σκότωναν τον Οφιομαχητή, αλλά ότι... Του είπε ότι, αφού δεν τον σκότωσαν, έλπιζε τουλάχιστον η τελετή τους να έπιανε.»
«Η τελετή ποιων;»
«Των ακόλουθων του Λοκράθου, προφανώς, ανόητε!» του απαντώ, θυμωμένη μαζί του. «Πρέπει... πρέπει να θέλουν τον Γεώργιο για κάποιου είδους τελετουργία. Δεν ξέρω... Έτσι κατάλαβα.» Και κοιτάζω τον Τζακ, ερωτηματικά.
Εκείνος κουνά το κεφάλι. «Ούτε εγώ ξέρω. Πρώτη φορά ακούω τέτοιο πράγμα.»
«Μας έλεγες, όμως, ότι γνωρίζεις πού μπορεί να τον πήγαν,» του θυμίζει, έντονα, ο αδελφός μου, αν και κοιτάζοντας αλλού, κοιτάζοντας το σκέλεθρο με το καπέλο στη γωνία σαν να το βλέπει.
«Δεν ξέρω πού μπορεί να τον πήγαν,» αποκρίνεται ο Τζακ των Υπογείων. «Μπορώ μονάχα να κάνω μια υπόθεση.»
«Και τι υποθέτεις;»
«Ότι ίσως να τον πήγαν στα λημέρια του Ευσέβιου του Κατωμερίτη.»
«Αποκλείεται!»
«Γιατί όχι; Αυτό το κάθαρμα λατρεύει τον Λοκράθο. Έχει ένα δωμάτιο όλο βατράχια και σαλαμάνδρες – το έχω δει.»
«Μας είχαν μεταφέρει στην Ιχθυδάτια, την προηγούμενη φορά,» λέει ο Αρσένιος. «Κάποιος λόγος θα υπήρχε, σίγουρα.»
«Στην Ιχθυδάτια; Τι...;»
Αναστενάζω, νιώθοντας εξαντλημένη από όλα – από όλα – και του διηγούμαι, γρήγορα, τι έγινε πριν: ότι μας επιτέθηκαν στις Ακτές των Βράχων και, εκβιάζοντας τον Γεώργιο μέσω εμένα και του αδελφού μου, τον ανέβασαν (μαζί μας) σ’ένα αεροσκάφος και πετάξαμε προς Ιχθυδάτια· αλλά εκεί δραπετεύσαμε χάρη στα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου και οδοιπορήσαμε ώς τη Σκιάπολη.
Ο Τζακ ακούει με έκδηλο ενδιαφέρον στην όψη του. «Μα την Έχιδνα,» μουρμουρίζει, «ίσως γι’αυτό τα βατράχια νάναι τόσο ανάστατα εδώ, στους Κατωμήχανους. Εξαιτίας του πολέμου με τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου στην Ιχθυδάτια. Το είχα ακούσει ότι κάτι συμβαίνει εκεί μ’αυτούς, ότι είχαν μεγαλύτερη δράση απ’ό,τι παλιά, μα δεν ήξερα αν ήταν τίποτα περισσότερο από παραφουσκωμένες φήμες.»
«Δεν είναι παραφουσκωμένες φήμες,» τον διαβεβαιώνει ο Αρσένιος. «Κύκλοι παντού... κύκλοι...»
Ο Τζακ τον κοιτάζει συνοφρυωμένος ξανά.
Ο Αρσένιος λέει: «Πρέπει να είχαν κάποιο λόγο που ήθελαν να πάνε τον Οφιομαχητή στην Ιχθυδάτια, έτσι δεν είναι;»
«Δεν ξέρω. Αν πρόκειται για τελετή της θρησκείας τους...» Κουνά το κεφάλι. «Εγώ δεν είμαι λάτρης του Λοκράθου. Αλλά ο Ευσέβιος...» Μοιάζει συλλογισμένος.
«Ο Κατωμερίτης θα ξέρει, ε;»
«Είναι πιθανό. Λογικά, πρέπει να είχαν κάποια βοήθεια απ’αυτόν.»
«Πάμε να τον βρούμε, τότε. Τον γνωρίζεις, έτσι δεν είναι;»
«Είχα, κατά καιρούς, συναναστροφές μαζί του.»
«Μπορούμε, επομένως, να μάθουμε μέσω αυτού πού ακριβώς έχουν πάει τον Οφιομαχητή–»
«Μα τι λες;» τον διακόπτω. «Πρέπει να επιστρέψουμε στη Μεγάπολη! Είμαστε απλόκαμοι, Αρσένιε–»
«Τόσο πολύ εκτιμάς τον φίλο μας που θα τον αφήσεις να–;»
«Μη μου μιλάς έτσι εμένα!» του λέω απότομα. «Εγώ είμαι φίλη του Γεώργιου, όχι εσύ. Εσένα τώρα σε γνώρισε!» Και πιο ήρεμα: «Αλλά τι νομίζεις ότι μπορούμε να κάνουμε; Να τα βάλουμε με τους ακόλουθους του Λοκράθου; Μόνοι μας κι απλόκαμοι; Εξάλλου, ο Γεώργιος όταν ξυπνήσει θα δραπετεύσει μάλλον· δε νομίζω ότι τίποτα θα μπορέσει να τον συγκρατήσει–»
«Έλα τώρα, αδελφή μου! Ούτε ο Οφιομαχητής δεν είναι αήττητος, όπως φάνηκε. Χρειάζεται τη βοήθειά μας.»
«Και τι προτείνεις να κάνουμε;» γρυλίζω, νιώθοντας εξαγριωμένη από τις σαχλαμάρες του. Θέλει να μας σκοτώσει και τους δύο;
Ο Τζακ μάς διακόπτει προτού ο καβγάς μας χειροτερέψει. «Θα μπορούσα εγώ να προσεγγίσω τον Ευσέβιο για να μάθω. Χωρίς εσάς. Μόνος μου.»
«Έτσι απλά;» κάνει ο Αρσένιος. «Τον ξέρεις τόσο καλά;»
Και εγώ ρωτάω, παραξενεμένη: «Αλήθεια, γιατί σ’ενδιαφέρει εσένα για τον Γεώργιο; Γιατί θέλησες να μας βοηθήσεις;»
«Φίλος του είμαι, φυσικά. Νόμιζα ότι θα το είχατε καταλάβει ήδη. Τον γνώρισα παλιά, όταν ερχόταν εδώ και πουλούσε φαρμάκια από τους Βαλτότοπους των Όφεων. Εγώ και η Εριφύλη πρέπει να ήμασταν οι καλύτεροι φίλοι του στους Κατωμήχανους.»
«Η Εριφύλη...» λέω. «Η ερπετοειδής που είχε εκείνο το μπαρ... Που εξαφανίστηκε τώρα...»
«Ναι, αυτή. Τα βατράχια την κυνήγησαν. Κυνηγάνε όλους τους ερπετοειδείς, τελευταία, σαν μανιασμένοι. Και τώρα καταλαβαίνω γιατί. Φοβούνται πως ό,τι συμβαίνει στην Ιχθυδάτια με τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου ίσως να συμβεί κι εδώ.»
«Η Εριφύλη έκανε κάτι εναντίον τους;» ρωτά ο Αρσένιος. «Τους κακολογούσε, έστω;»
«Τίποτα από τα δύο. Αλλά νόμιζαν ότι συνωμοτούσε μ’άλλους τρεις ερπετοειδείς που είχαν κατεβεί πρόσφατα στους Κατωμήχανους. Ανοησίες, φυσικά. Καμιά συνωμοσία δεν συνέβαινε· είμαι σίγουρος.»
«Θα πας τώρα να ρωτήσεις τον Κατωμερίτη; Μπορείς να το κάνεις γρήγορα;»
Τι σκέφτεται, γαμώτο; Ότι ίσως να προλάβουμε να σώσουμε τον Γεώργιο προτού... προτού γίνει τι, αλήθεια; Προτού κάνουν αυτή την τελετή; Τι είδους τελετή είναι; Σκοπεύουν να... τον θυσιάσουν, μήπως; Είναι δυνατόν; Να τον προσφέρουν θυσία στον Λοκράθο;
«Σχετικά γρήγορα,» αποκρίνεται ο Τζακ των Υπογείων. «Το ξέρει πως γνώριζα τον Οφιομαχητή παλιά. Δε θα του φανεί παράξενο αν θέλω να ρωτήσω γι’αυτόν. Και τον έχω εξυπηρετήσει αρκετές φορές τον Ευσέβιο· μάλλον θα μου δώσει μια απλή απάντηση δωρεάν. Εκτός αν πρόκειται για κάποιο μυστικό... Αλλά ακόμα και τα μυστικά μαθεύονται στους Κατωμήχανους.
»Θέλετε να περιμένετε εδώ μέχρι να επιστρέψω; Ή να σας πάω κάπου αλλού;»
Κοιτάζω το σκέλεθρο στη γωνία. «Δε μοιάζει και τόσο φιλικό μέρος,» λέω. «Τι είναι, αλήθεια;»
«Μεσοσκάλιο.»
«Τι;»
«Δωμάτιο ανάμεσα σε σκάλες. Αποκεί» – δείχνει την αντικρινή πόρτα – «υπάρχουν κι άλλες σκάλες. Τα μεσοσκάλια είναι κοινόχρηστοι χώροι.»
«Δε νιώθω και τόσο ασφαλής εδώ...»
«Ελάτε μαζί μου και θα σας αφήσω σ’ένα άλλο μέρος καθοδόν. Κρατήστε κι αυτά.» Βγάζει ένα ρολό χαρτονομίσματα απ’την τσέπη του πανωφοριού του, μετρά μερικά, και μου τα δίνει.
Τα παίρνω. «Πώς θα σε ξεπληρώσουμε;»
«Δε χρειάζεται. Είστε φίλοι του Οφιομαχητή, κι αυτά δεν είναι και καμιά αρμάδα χταπόδια.» Μου κλείνει το μάτι. «Επιπλέον, πάντα βοηθάω χαμένες όμορφες κυρίες που βρίσκονται σε κίνδυνο. Ελάτε τώρα. Πάμε.» Βαδίζει προς την αντικρινή πόρτα, την ανοίγει.
«Έκανες αμέσως και θαυμαστές, Διονυσία,» σχολιάζει ο Αρσένιος, γελώντας ξερά, καθώς ακολουθούμε τον Τζακ των Υπογείων.
Αισθάνομαι να κοκκινίζω από θυμό ενώ προσπαθώ να μην χαστουκίσω τον αδελφό μου. Όλο ανοησίες είναι!
Οφιομαχητής:
Οι αισθήσεις μου επιστρέφουν μέσα απ’το σκοτάδι. Νιώθω την οργή μου σαν μαινόμενη φωτιά.
Τα μάτια μου ανοίγουν.
Τινάζομαι, παίρνοντας καθιστή θέση–
Βλέπω όπλα να στρέφονται προς το μέρος μου. Ενεργοβόλα, ηχοβόλα, βαλλίστρες.
Συνειδητοποιώ ότι είμαι δεμένος με αλυσίδες. Χειροπόδαρα.
Γύρω μου ακούω ένα βουητό, σαν από μηχανές.
«Ξύπνησε! Δαμιανέ, ξύπνησε!» φωνάζει μια γυναίκα.
Τα γαμημένα βατράχια...
Αισθάνομαι το σώμα μου να πονά ύστερα από τόσα χτυπήματα που έχει δεχτεί, αλλά δεν μπορώ να συγκρατήσω την οργή μου. Γρυλίζοντας αρχίζω να τραβάω τις αλυσίδες. Τις νιώθω να λυγίζουν... Δεν είναι πιο δυνατές από τη μάνητα της Έχιδνας!
«Δε μπορείς να μας νικήσεις, Οφιομαχητή!» με απειλεί ο Δαμιανός, ξεπροβάλλοντας ανάμεσα από τους υπόλοιπους. «Θα σου ρίξουμε με ό,τι έχουμε, σε προειδοποιώ!»
Οι αλυσίδες σπάνε.
«Είσαι άοπλος!» μου τονίζει ο Δαμιανός, και υψώνει μπροστά του το σπαθί μου, το Φιλί της Έχιδνας. «Άοπλος. Και τραυματισμένος.»
Σηκώνομαι στο ένα γόνατο, ενώ παρατηρώ πως όλοι τους είναι έτοιμοι να τραβήξουν τις σκανδάλες – και πάλι με φοβούνται. Αλλά το ξέρω πως αν τώρα με χτυπήσουν με κάθε τους όπλο θα ξαναλιποθυμήσω. Το σώμα μου δεν έχει αναπληρώσει πλήρως τις δυνάμεις του. Και ούτως ή άλλως, ακόμα κι αν δεν ήμουν καθόλου καταπονημένος, ίσως να έπεφτα μετά από τόσες ριπές. Τέσσερα ενεργοβόλα με σημαδεύουν, και δύο ηχοβόλα, και δύο βαλλίστρες. Και δεν έχω χώρο να κινηθώ. Το μέρος είναι στενό. Μηχανές βουίζουν. Σε αεροπλάνο πρέπει να είμαστε πάλι. Γαμώ τις βατραχομάνες τους – μας πάνε ξανά στην Ιχθυδάτια, τα σκατά του Λοκράθου!
«Πού είναι οι φίλοι μου, βατράχι;» γρυλίζω. «Πού είναι η Διονυσία και ο Αρσένιος;»
«Κανείς δεν θα τους πειράξει αν καθίσεις ήρεμος,» υπόσχεται ο Δαμιανός, που τώρα δεν φορά τη μάσκα του και η μεγάλη, γαμψή μύτη του κάνει πολύ έντονη εντύπωση μες στον χαμηλό φωτισμό του αεροσκάφους.
«Θέλω να τους δω. Τώρα!»
«Αυτό... δεν είναι εφικτό. Αλλά–»
«Λες ψέματα, βατράχι. Δεν τους έχεις εδώ. Δεν είναι αιχμάλωτοί σου, αλλιώς θα τους επιδείκνυες»
Τα μάτια του γυαλίζουν – διασκεδασμένα; «Όπως και νάχει, Οφιομαχητή, δεν μπορείς να μας ξεφύγεις. Μείνε στη θέση σου. Ακίνητος. Διαφορετικά, θα σου ρίξουμε με ό,τι έχουμε. Νομίζεις ότι θα το αντέξεις;»
Νομίζω πως όχι, αλλά δεν του το λέω. Η Διονυσία και ο Αρσένιος πρέπει να βρίσκονται πίσω, στους Κατωμήχανους. Πρέπει να τους άφησαν εκεί. Εκτός αν... «Αν έχετε σκοτώσει τους φίλους μου, βατράχι, θα σας στείλω όλους στην κοιλιά του Αβυσσαίου!»
«Δεν είναι νεκροί,» με διαβεβαιώνει ο Δαμιανός. Ψέματα, ή όχι;
«Μη μου λες ψέματα, αρχίδι του Λοκράθου–»
«Δεν είναι νεκροί, Οφιομαχητή. Τι να τους κάνουμε νεκρούς; Δε μας ενδιαφέρουν αυτοί. Εσύ μάς ενδιαφέρεις. Μόνο εσύ. Στους Κατωμήχανους τούς έχουμε αφήσει.»
«Κι ο Στέφανος;»
«Ούτε αυτόν τον ενδιαφέρουν οι φίλοι σου. Δεν ασχολείται με μικρά ψάρια.» Γελά κοφτά. «Με το ζόρι τον συγκρατήσαμε απ’το να σε σκοτώσει. Θα πρέπει να μας είσαι ευγνώμων.»
«Ναι, είμαι σίγουρος...»
«Νομίζεις ότι δεν σε ήθελε νεκρό;»
«Δεν έχω καμιά αμφιβολία γι’αυτό. Κι αν δεν ήσασταν μπλεγμένοι στα πόδια μου θα τον είχα σκοτώσει τούτη τη φορά!»
«Ίσως,» λέει ο Δαμιανός.
«Πού σκατά τον βρήκατε, όμως, εσείς; Πώς τον ξέρατε; Πώς ξέρατε για εμένα και γι’αυτόν; Ό,τι έγινε, έγινε πριν από χρόνια!»
«Όχι και τόσο παλιά, όμως, Οφιομαχητή. Αλλά δεν είναι εκεί το θέμα τώρα... Ο Στέφανος είναι κι αυτός καλός πιστός του Μεγάλου Λοκράθου. Τον βρήκαμε μέσω άλλων πιστών.»
«Όλα τα σιχαμερά βατράχια κάνουν παρέα μαζί στον ίδιο βούρκο...» μουγκρίζω, κι ακούω κάποιον να ξεστομίζει: Βλάσφημος! «Δώστε μου το σπαθί μου και θα σου δείξω πόσο ‘βλάσφημος’ μπορώ να γίνω!» του λέω. Αλλά, φυσικά, δεν μου το δίνουν.
«Καλύτερα να τον αναισθητοποιήσουμε ξανά, Σεβασμιότατε,» προτείνει κάποιος στον Δαμιανό.
«Όχι,» λέει εκείνος. «Αφήστε τον. Και φυλάτε τον συνεχώς. Άμα δείτε να κάνει να επιτεθεί, όμως – χτυπήστε τον!»
«Πώς με βρήκατε ξανά, βατράχι;» τον ρωτάω. «Πώς με βρήκατε στη Ριλιάδα; Ποιος σας είπε πού κατευθυνόταν το πλοίο μου; Κάποιος στη Σκιάπολη, σωστά; Ποιος;»
«Υπομονή, Οφιομαχητή. Ίσως και να μάθεις.» Και, παίρνοντας το Φιλί της Έχιδνας μαζί του, κρύβεται ξανά πίσω απ’τους γαμημένους γυρίνους του, απομακρύνεται μες στο αεροσκάφος.
Νομίζει πραγματικά ότι η περιέργεια να μάθω ποιος με πρόδωσε θα με συγκρατήσει απ’το να τους σκοτώσω όλους αν τύχει να βρω την ευκαιρία;
Αφού αγόρασαν και εγκατέστησαν σύστημα πλοήγησης για το Δηλητηριασμένο Σαλάχι, σάλπαραν από το λιμάνι της Ριλιάδας την ίδια ημέρα κιόλας. Ο Καπετάνιος τους επέμενε ότι δεν είχαν χρόνο για χάσιμο· δεν ήθελε να μείνει εδώ ούτε μια ώρα παραπάνω απ’ό,τι χρειαζόταν.
Η Ερασμία’μορ καθόταν τώρα στο κέντρο ισχύος του Σαλαχιού, ως συνήθως, κάνοντας τη Μαγγανεία Κινήσεως, και το Σαλάχι ήταν που αυτή τη φορά ρυμουλκούσε το Σμαράγδι των Κυμάτων με ισχυρές μηχανές και ανθεκτικές αλυσίδες. Έπλεαν στον ανοιχτό ωκεανό, αφήνοντας την Κεντρυδάτια πίσω τους. Κατευθύνονταν προς Ιχθυδάτια, ακολουθώντας τις πληροφορίες που τους έδινε το νέο σύστημα πλοήγησης, το οποίο ο Γεώργιος είχε φροντίσει να είναι από τα καλύτερα που μπορούσε να βρει. Γιατί όχι, άλλωστε; Λεφτά είχαν αρκετά, ύστερα από την πώληση των πλασμάτων του Συμπλέγματος και των φυτών και των ορυκτών.
Μεσοπέλαγα, αγνάντεψαν μια γιγαντοχελώνα να κολυμπά ήρεμα στις θάλασσες (τόσο ήρεμα που θα νόμιζες ότι δεν ήταν κάτι το ζωντανό, ότι ήταν ένα αποκολλημένο τμήμα των ηπειρονήσων), δύο άλλα σκάφη (τα οποία δεν πλησίασαν καθόλου· η Λουκία πρότεινε να κουρσέψουν το ένα, αλλά ο Γεώργιος είπε ότι τώρα δεν ήταν ώρα για λεηλασία – και δεν άλλαζε γνώμη), και ένα κοπάδι από μεγάλα σαλάχια που πηδούσαν σαν άριστοι χορευτές μέσα κι έξω από τα κύματα.
Όταν έφτασαν στην Ιχθυδάτια βρέθηκαν κοντά στο λιμάνι της Νοσρίντης το οποίο οι Αγενείς είπαν στον Γεώργιο ότι είχαν παλιότερα ξαναεπισκεφτεί αρκετές φορές. Οπότε άραξαν εκεί. Η Νοσρίντη δεν ήταν εχθρική αν δεν ερχόσουν εχθρικά και, μάλιστα, ο Ευγένιος ο Αγένιος είχε δύο πειρατικά μάτια εδώ, τα οποία ο Κοσμάς φρόντισε να γνωρίσει στον καινούργιο Καπετάνιο.
Ύστερα, άρχισαν να ψάχνουν αγοραστές για τα πλάσματα από το Σύμπλεγμα, γιατί δεν μπορούσαν να τα κρατάνε στο αμπάρι του Σμαραγδιού των Κυμάτων για πολύ. Έπρεπε να τα ξεφορτωθούν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Αν δεν κατάφερναν να βρουν κανέναν αγοραστή θα υποχρεώνονταν να τα πετάξουν στη θάλασσα– Όχι, τους είπε ο Γεώργιος. Όχι στη θάλασσα. Όλα αυτά τα όντα μπορούσαν να κολυμπήσουν, τους εξήγησε. Αν τα έριχναν στο νερό, ίσως ακόμα και να τους επιτίθονταν, να χτυπούσαν τις αποκάτω μεριές των σκαφών, ή να σκαρφάλωναν επάνω τους. Αν είναι να τα ξεφορτωθούμε, είπε, θα πρέπει να τα σκοτώσουμε όσο ακόμα είναι μες στα κλουβιά. Κανείς όμως δεν το ήθελε αυτό· προτιμούσαν να τα πουλήσουν.
«Δε μου κάνει καρδιά να τα σφάξω έτσι άδοξα, Καπ’τάνιε,» είπε ο Νικόλαος το Ψηλό Ποτήρι. «Έχω αρχίσει να τα ψιλογουστάρω κιόλας, να πούμε.» Ήπιε μια γουλιά από τη μπίρα του. «Τι;... Τι με κοιτάτε έτσι, ρε σεις; Δεν είναι συμπαθητικά στο μάτι; Είναι, να πούμε... Έχουν... μια γοητεία.» Μειδίασε πλατιά.
Στη Νοσρίντη, πάντως, δεν βρήκαν κανέναν που να θέλει ν’αγοράσει τέρατα από το Σύμπλεγμα. Ούτε καν τα λιγοστά φυτά και ορυκτά από το Σύμπλεγμα που τους είχαν απομείνει ύστερα από όσα είχαν πουλήσει στον Ζορδάμη στους Κατωμήχανους της Ριλιάδας.
«Ίσως οι άρχοντες της Νοσρίντης να ενδιαφέρονται,» είπε η Λουκία, και εξήγησε στον νέο τους Καπετάνιο ότι ο Ευγένιος τούς είχε, παλιότερα, δώσει κάποια κλοπιμαία.
«Τι κλοπιμαία;» ρώτησε ο Γεώργιος.
«Πυρομαχικά. Οβίδες για κανόνια. Τις είχαμε βρει σ’ένα αμπάρι, και δε μας χρειάζονταν τόσες πολλές.»
Οι άρχοντες της Νοσρίντης ήταν μια οικογένεια που ονομαζόταν Οίκος των Ηρμάντιων και, κατά τα λεγόμενα, είχαν έρθει από τους Ουραίους Δασότοπους πριν από πολλά χρόνια. Ήταν από φυλή, τότε. Ήταν άγριοι. Θρυλείτο, μάλιστα, ότι είχαν σχέσεις με ερπετοειδείς – απ’αυτούς που κρύβονται στις βαθιές σκιές των Ουραίων Δασότοπων.
«Νομίζεις ότι θα δεχτούν να κάνουν δουλειές και μαζί μου;» ρώτησε ο Γεώργιος.
«Δε βλέπω γιατί όχι,» είπε η Λουκία ανασηκώνοντας τους ώμους, μορφάζοντας. «Δεν είχαν καμιά ιδιαίτερη συμφωνία με τον Αγένιο. Απλά τους συνέφερε αυτό που τους είχε φέρει· το θέλανε και το αγοράσανε.»
«Και πώς ήρθε σε επαφή μαζί τους; Μπορεί ο καθένας να πάει να τους βρει στο Ερείπιο;»
Το Ερείπιο δεν ήταν πραγματικά ερείπιο· ήταν ένα πολύ παλιό οικοδόμημα μέσα στη Νοσρίντη στο οποίο έμενε ο Οίκος των Ηρμάντιων. Είχαν επάνω στις αρχαίες πέτρες του λαξεμένα τα οικόσημά τους. Ένα από αυτά – ένα από τα παλιότερα – είχε κάνει εντύπωση στον Γεώργιο από την πρώτη στιγμή που το είχε αντικρίσει. Ήταν ένα φίδι που σχημάτιζε ημικύκλιο από την αριστερή μεριά, και από τα σαγόνια του έβγαινε ένας άνθρωπος, ολοκληρώνοντας τον κύκλο καθώς έπιανε με τα χέρια του την ουρά του φιδιού.
Το σύμβολο θύμιζε στον Γεώργιο ένα άλλο που είχε δει εδώ, στην Ιχθυδάτια, ως πειρατικό μάτι: τον Διπλό Καταβροχθιστή. Αλλά δεν μπορεί ο Οίκος των Ηρμάντιων νάχε καμιά σχέση με τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου... σωστά;
Είχε ρωτήσει τους κουρσάρους του, τους Αγενείς, μόλις αντίκρισε το παλιό οικόσημο.
«Μπα, δε νομίζω, Καπετάνιε,» είχε αποκριθεί ο Κοσμάς. «Κανένας άρχοντας δεν έχει σχέση με τα Τέκνα. Είναι αίρεση. Είναι επικίνδυνοι. Τρελοί.»
«Τι σημαίνει τότε αυτό το παλιό οικόσημο;»
«Δεν ξέρω.»
Η Λουκία, που ήταν κοντά τους και τους άκουγε, είχε πει: «Υπάρχει ένας μύθος που λέει ότι οι Ηρμάντιοι ήταν παλιά ερπετοειδείς, ότι τα φίδια τούς γέννησαν στους Ουραίους Δασότοπους. Το ξέρω επειδή η γιαγιά μου ήταν από εδώ, απ’τη Νοσρίντη, και μας τόλεγε σε κάτι παραμύθια της.»
«Από πού είσαι εσύ, Λουκία;» την είχε ρωτήσει ο Γεώργιος, από περιέργεια.
Εκείνη τον είχε κοιτάξει καχύποπτα, σαν να αναρωτιόταν γιατί της έκανε μια τέτοια ερώτηση. «Απ’την Ιλφόνη είμαι,» αποκρίθηκε τελικά.
Τώρα, είπε στον Καπετάνιο: «Όχι, δεν μπορείς να πας έτσι στο άσχετο να τους βρεις στο Ερείπιο, φυσικά. Θα σε διώξουν οι φρουροί. Μπορείς, όμως, να ζητήσεις επαφή μαζί τους μέσω ενός ανθρώπου που έχουν στο λιμάνι.»
Ο Γεώργιος το έκανε. Την ίδια ημέρα κιόλας, καθοδηγημένος από τους κουρσάρους του, πήγε και μίλησε μ’αυτόν τον άνθρωπο των Ηρμάντιων – μια γυναίκα που έμοιαζε έτοιμη να σκάσει από το πάχος και είχε μια μεγάλη πίπα στο στόμα. Σύντομα, την επόμενη ημέρα, ο Καπετάνιος των Αγενών έλαβε την απάντησή τους πάλι μέσω αυτής της γυναίκας: Οι άρχοντες δεν ενδιαφέρονταν για εξωδιαστασιακά πλάσματα, σε ό,τι τιμές κι αν πωλούνταν.
Ο Γεώργιος είπε στο πλήρωμά του: «Δε χρειάζεται να χάνουμε άλλο τον χρόνο μας εδώ,» και απέπλευσαν από το λιμάνι της Νοσρίντης, κατευθυνόμενοι ανατολικά, προς Σαλντέρια, όπου πάλι προσπάθησαν να πουλήσουν τα τέρατα από το Σύμπλεγμα και πάλι απέτυχαν. Κανείς δεν τα ήθελα. Δεν ήθελαν ούτε καν τα φυτά και τα ορυκτά του Συμπλέγματος. Εκτός όμως από αγοραστές για αυτά ο Γεώργιος αναζήτησε και μάγο στη Σαλντέρια πρόθυμο να εργαστεί για εκείνον μακροχρόνια. Υπήρχε μια συνοικία στην πόλη που ονομαζόταν Γλυκώνυμη και όπου σύχναζαν κουρσάροι και διάφοροι άλλοι που έκαναν δουλειές επικίνδυνες ή παράνομες· ο Κοσμάς την πρότεινε στον Γεώργιο, και εκεί πήγαν για να ψάξουν για μάγο. Βρήκαν έναν τύπο που λεγόταν Σωτήριος’σαρ, και ήταν οριακά μεθυσμένος. Κούτσαινε από τη δεξιά μεριά, αλλά όχι εξαιτίας του μεθυσιού του, ούτε λόγω ηλικίας. Δεν μπορεί να ήταν πάνω από τριάντα χρονών.
«Είμαι στην κάτω μεριά του πλοίου, Καπ’τάνιε,» είπε στον Γεώργιο – που σήμαινε, στην Υπερυδάτια, ότι δεν είχε λεφτά. «Πίνω θάλασσα. Την πίνω και την κατουρώ σαν καβουρόφιλος μαλάκας. Θάρθω αλλά μόνο για οχτάρια – ξεκάθαρα οχτάρια με τη μέρα. Όχι μαλακίες όπως λένε κάτι άλλοι κουρσάροι ότι θα σου δίνουν χρήμα μόνο άμα λεηλατήσουν. Τα θέλω τακτικά. Κι άμα λεηλατήσετε, ε, θέλω κάτι κι απ’αυτά.»
«Μην ανησυχείς,» του αποκρίθηκε ο Γεώργιος. «Κι η άλλη μάγισσα που έχουμε παρόμοια πληρώνεται. Και τούτες τις μέρες εμείς, ευτυχώς, δεν είμαστε στην κάτω μεριά του πλοίου.»
«Έχετε κι άλλη μάγισσα; Ε τότε τι στον πούτσο του Λοκράθου με θέλετ’ εμένα τον μαλάκα γαμήσου; Τι έχετε; Κανένα ψωλοστόλο να κουμαντάρετε;»
Το στόμα του τύπου έμοιαζε με λοκράθιο τέλμα, παρατήρησε ο Γεώργιος. Αλλά τώρα δεν τον απασχολούσε η φρασεολογία του· τον απασχολούσαν μόνο οι μαγικές του ικανότητες. «Δύο πλοία,» του είπε, «και το ένα θα προτιμούσαμε να μην το ρυμουλκούμε.»
«Αχά...» Ήπιε μια γουλιά απ’το απόκρασό του.
«Σίγουρα ξέρεις τη Μαγγανεία Κινήσεως, έτσι;»
«Ε τώρα μαλακίες λέμε, Καπ’τάνιε; Τι κάναμε στην εκπαίδευσή μας, τον πούτσο του Λοκράθου παίζαμε;»
«Μες στο καράβι θα μιλάς πιο ευγενικά,» τον προειδοποίησε ο Γεώργιος.
«Μπα, οδοντόψαρα με καλούς τρόπους;»
«‘Οι Αγενείς’ μάς λένε. Έχε το υπόψη σου,» είπε απειλητικά ο Φιλημένος.
Ο Σωτήριος’σαρ ξέσπασε σε γέλιο, και μετά τελείωσε το λιγοστό απόκρασο που του απέμενε.
Τον πήραν μαζί τους, βάζοντάς τον να ρυθμίζει την ενεργειακή ροή στις μηχανές του Σμαραγδιού των Κυμάτων, και σάλπαραν απ’τη Σαλντέρια, ενώ ο καιρός δεν ήταν και τόσο καλός. Μια ανοιξιάτικη βροχή είχε πιάσει, και σκούρα σύννεφα έκρυβαν τους δίδυμους ήλιους. Ο άνεμος σφύριζε και μούγκριζε· τα πανιά τους τα είχαν μαζεμένα για να μην τα σκίσει.
«Νομίζω, Καπετάνιε,» είπε ο Κοσμάς στον Γεώργιο καθώς στέκονταν στη γέφυρα, «πως το πλήρωμα σε γουστάρει περισσότερο απ’τον Αγένιο. Πολύ περισσότερο.»
Ο Φιλημένος έμεινε σιωπηλός, κοιτάζοντας την κουβέρτα να βρέχεται από θάλασσα και υετό.
«Ακόμα κι ο Χρύσανθος ο Μονάρχιδος δεν σε κοιτάζει πια σα να θέλει να σε καρφώσει στη ράχη,» πρόσθεσε ο Κοσμάς.
Τα σκάφη τους έπλεαν τώρα δίπλα στις Χαμηλές Ακτές της Ιχθυδάτιας, ανάμεσα στη Σαλντέρια και στην Ιλφόνη. Αρκετές μικρές πόλεις και χωριά βρίσκονταν εδώ, και κάποια απ’αυτά τα μέρη δεν τα είχαν ούτε οι χάρτες· αλλά οι Αγενείς είπαν στον Καπετάνιο τους ότι δεν υπήρχε λόγος να κάνουν στάση σε τούτες τις περιοχές: αποκλείεται κανείς να ήθελε ν’αγοράσει οτιδήποτε το εξωδιαστασιακό, πόσω μάλλον τέτοια τέρατα και ασυνήθιστα φυτά και ορυκτά.
«Ο μόνος που μπορεί να τα θέλει αυτά τα πράγματα είναι ένας έμπορος που περνά από εδώ,» είπε ο Κοσμάς, «ο Γεώργιος Σιράξιος–»
«Ακόμα κι αυτός δεν είναι σίγουρο ότι θα τα θέλει,» παρενέβη ο Ζαχαρίας. «Καθόλου σίγουρο.»
«Ούτως ή άλλως,» πρόσθεσε ο Κοσμάς, «δεν ξέρουμε τώρα αν είναι κάπου κοντά. Ο Αγένιος τα ήξερε αυτά.»
Πέρασαν έτσι από τις Χαμηλές Ακτές και έφτασαν στην Ιλφόνη. Και εδώ, σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες πόλεις – τη Σαλντέρια και τη Νοσρίντη – δεν ήταν η πρώτη φορά που ερχόταν ο Γεώργιος. Όταν είχε εκπλεύσει από την Κεντρυδάτια, από τη Ριλιάδα, στην Ιλφόνη είχε αποβιβαστεί, και από την Ιλφόνη είχε αρχίσει να αναζητά για το χαμένο πλοίο του (χωρίς καμιά επιτυχία) και είχε καταλήξει πειρατικό μάτι στη Σκιάπολη και, τώρα, κουρσάρος.
Ο Κοσμάς άρχισε να του λέει μερικά πράγματα για την πόλη, καθώς έμπαιναν στο Λιμάνι των Φυλάκων, αλλά ο Γεώργιος τον διέκοψε εξηγώντας του πως τα ήξερε, είχε ξανάρθει εδώ.
Η Ιλφόνη ήταν αρκετά μεγάλη πόλη, όμως ο Γεώργιος δεν πίστευε ότι θα έβρισκαν εύκολα αγοραστές για εξωδιαστασιακά πράγματα. Όταν ήταν σε τούτα τα μέρη δεν είχε παρατηρήσει καμιά κίνηση τέτοιου είδους. Ωστόσο, αν δεν έψαχναν δεν πρόκειται να μάθαιναν, και στο τέλος θ’αναγκάζονταν να ξεπαστρέψουν τα όντα από το Σύμπλεγμα και να πετάξουν τα κουφάρια τους στη θάλασσα.
Αφού λοιπόν είχαν αράξει στο Λιμάνι των Φυλάκων, ξεκίνησαν να αναζητούν άτομα πρόθυμα να αγοράσουν πλάσματα από άλλες διαστάσεις. Δυστυχώς, ούτε εδώ βρήκαν κανένα. Και, την επόμενη ημέρα, μπήκε στην τραπεζαρία του πανδοχείου τους ένας άνθρωπος που κανείς από τους Αγενείς δεν συμπαθούσε. Ήταν μεγαλόσωμος και μυώδης, με μαύρα μούσια και μαύρα μαλλιά. Πρασινόδερμος. Και από την πλάτη του κρεμόταν ένας μεγάλος διπλός πέλεκυς.
Ο Ευγένιος ο Μεγαλοφονιάς.
Και μαζί του ήταν μερικοί από το πλήρωμά του – Θαλασσοφονιάδες.
Ο Γεώργιος δεν τον είχε ξαναδεί, μα ο Κοσμάς αμέσως του ψιθύρισε ποιος ήταν, και του είπε ότι έπρεπε να προσέχουν.
Η Ερασμία’μορ έκρυψε την όψη της μες στη σκιά της κουκούλας της, μη θέλοντας το βλέμμα του Μεγαλοφονιά να πέσει επάνω της. Και όλοι οι Αγενείς είχαν τα χέρια τους κοντά στις λαβές των όπλων τους.
Ο Ευγένιος φώναξε στον άντρα πίσω από το μπαρ να φέρει κρασί σ’εκείνον και τους δικούς του. Αλλά δεν είχαν ακόμα καθίσει σε κανένα τραπέζι.
«Καθίστε,» τους είπε ο άντρας του μπαρ: ένας ψηλόλιγνος τύπος σαν μπαστούνι, με δέρμα καφέ, ξυρισμένο κεφάλι, και μεγάλο κρίκο στο αριστερό αφτί.
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Μεγαλοφονιάς. «Άσε τις κούπες πάνω στον πάγκο, Δημήτριε. Έχουμε μια δουλειά πρώτα.» Κι έστρεψε το βλέμμα του στο πλήρωμα του Γεώργιου, που όλοι ήταν καθισμένοι γύρω απ’τον Καπετάνιο τους, στην αντικρινή μεριά της τραπεζαρίας του πανδοχείου το οποίο άκουγε στο όνομα «Το Μεσαίο Βήμα».
«Ε, Αγενείς!» φώναξε ο Ευγένιος ο Μεγαλοφονιάς. «Εσείς είστε ή με γελούν οι οφθαλμοί μου, κοπέλια;» Ο τρόπος του ήταν οριακά ειρωνικός.
«Τι ζητάς;» τον ρώτησε ο Κοσμάς, προτού κανείς άλλος μιλήσει.
«Εκείνο τον ξιπασμένο πούστη τον Καπετάνιο σας που μου έκλεψε τη μάγισσα–»
«Σου έχουμε εξηγήσει ότι κάνεις λάθος. Δεν ήμασταν εμείς που την κλέψαμε–»
«Δεν κάνω κανένα λάθος, Κοσμά! Εσείς σκαρφαλώσατε στο πλοίο μου, κείνη τη νύχτα στις Ακτές των Ωραίων, και μου κλέψατε τη μάγισσα. Δεν ήμουν ο ίδιος πάνω στο σκάφος – γιατί άμα ήμουν θα ήσασταν όλοι σας νεκροί! – μα το πλήρωμα σάς αναγνώρισε. Εσείς ήσασταν! Κι επιπλέον, είναι γνωστό πως έχετε τη μάγισσά μου μαζί σας. Είναι γνωστό!»
«Τη βρήκαμε σ’έν’ άλλο σκάφος και–» άρχισε ο Κοσμάς.
«Μην ακούω άλλες λοκράθιες ψευτιές! Μου τάπε κι ο Αγένιος αυτά. Η Ερασμία’μορ είναι δική μου, μάγισσα.»
«Μπορεί κάποτε να ήταν,» του είπε ο Γεώργιος, «αλλά όχι πια.»
Ο Ευγένιος έστρεψε τα μάτια του επάνω του. «Εσύ πρέπει νάσαι ο καινούργιος τους Καπετάνιος... Άκουσα να λένε πως εκείνος ο πούστης που κατά λάθος ήταν συνονόματός μου είναι νεκρός. Εσύ τον σκότωσες και τώρα εσύ κουμαντάρεις το πλοίο του και το πλήρωμά του.»
«Γεώργιο με λένε.»
«Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;»
«Ξέρω.»
«Αν είσαι ξύπνιος θα θες, λοιπόν, να τάχεις καλά μαζί μου...»
«Δεν έχω καμιά διαμάχη μ’εσένα μέχρι στιγμής,» είπε ο Γεώργιος, πίνοντας μια γουλιά από τη μπίρα του και νιώθοντας την οργή μέσα του να τον ωθεί να ορμήσει σ’αυτό τον κουρσάρο. Το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου, ωστόσο, κρατούσε υπό έλεγχο κάθε ασύνετη παρόρμηση.
«Ο προκάτοχός σου, όμως, μου χρωστούσε μια μάγισσα.»
Ο Γεώργιος ανασήκωσε τους ώμους. «Θες να πας να τον βρεις να τα πείτε;» Και τα μάτια του ατένιζαν τον Μεγαλοφονιά χωρίς να βλεφαρίζουν καθόλου.
Ο Ευγένιος συνοφρυώθηκε άγρια, μη μπορώντας να πιστέψει ότι αυτός ο κατάμαυρος, φανερά εξωδιαστασιακός άντρας τού μιλούσε έτσι. Δεν είχε ακούσει για τους Θαλασσοφονιάδες, ο ανόητος, τους τρομερότερους κουρσάρους στην Ιχθυδάτια; Δεν είχε ακούσει ότι ο Ευγένιος ο Μεγαλοφονιάς κυβερνούσε στόλο έξι πλοίων – μηχανοκίνητα όλα – με μάγο μέσα στο καθένα;
«Το ερώτημα,» είπε ο Ευγένιος, «είναι αν εσύ θες να πας να τον βρεις εκεί που είναι.»
Και σιγή απλώθηκε μέσα στην τραπεζαρία. Κανείς δεν μιλούσε καθώς οι δύο καπεταναίοι αντικρίζονταν. Οι πάντες – πελάτες και προσωπικό – γνώριζαν για τον Μεγαλοφονιά, και ήξεραν πως δεν θα δίσταζε να κάνει κομμάτια και θρύψαλα το πανδοχείο αν εξοργιζόταν. Ούτε οι μαχητές της Φύλακα της Ιλφόνης δεν θα τον σταματούσαν, ούτε κανένας.
Ο Γεώργιος σηκώθηκε όρθιος, και οι Αγενείς σηκώθηκαν μαζί του ύστερα από μια στιγμή – όσοι από αυτούς δεν είχαν ήδη σηκωθεί.
«Αν ζητάς να σου δώσω την Ερασμία’μορ,» είπε ο Φιλημένος στον Μεγαλοφονιά, «ξέχασέ το. Είναι δική μου μάγισσα, μέρος του πληρώματός μου· και δε με νοιάζει τι είχε κάνει και τι όχι ο Αγένιος.»
«Για να μη σας γδάρουμε όλους ζωντανούς για τις λοκράθιες βρόμες που βγαίνουν απ’το στόμα σας,» αποκρίθηκε ο Ευγένιος, «προτείνω μια συμφωνία. Ένα αντάλλαγμα. Άκουσα πως αναζητάτε κάποιους στην Ιλφόνη για να πουλήσετε εξωδιαστασιακά όντα που έχετε στ’αμπάρι σας. Δεν ξέρω πού τα βρήκατε, αν και πήρε τ’αφτί μου πως έγινε ένα κούρσεμα ανοιχτά της Ανώπολης – ένα κούρσεμα σκάφους που πήγαινε για Σεργήλη... Όπως και νάχει, προτείνω το εξής: Θα μου δώσετε τα εξωδιαστασιακά πλάσματα και μπορείτε να κρατήσετε τη μάγισσα.»
«Πόσο πληρώνεις γι’αυτά;» ρώτησε ο Γεώργιος.
Ο Ευγένιος τον ατένισε με περιέργεια. Δε βλεφαρίζει καθόλου αυτός ο τρελός, αναρωτήθηκε, ή προσπαθεί να το παίξει άγριο οδοντόψαρο; Χα! Ο Μεγαλοφονιάς δεν τρομάζει εύκολα. Δεν τρομάζει καθόλου, ποτέ. «Δεν πληρώνω, μαυρόδερμε. Θα μου τα δώσεις για να μην πάρω τη μάγισσά μου πίσω.»
«Ούτε τη μάγισσά μας θα μας πάρεις ούτε τα εξωδιαστασιακά θηρία χωρίς να πληρώσεις γι’αυτά,» απάντησε ο Γεώργιος.
Ο Ευγένιος ο Μεγαλοφονιάς έβγαλε το τσεκούρι από την πλάτη του με μια ξαφνική κίνηση. Οι δίδυμες λεπίδες του μεγάλου όπλου γυάλισαν στο ανοιξιάτικο απογευματινό φως των ήλιων που έλουζε την τραπεζαρία του Μεσαίου Βήματος μπαίνοντας από το μακρύ μπροστινό παράθυρο.
Ο Γεώργιος τράβηξε το Φιλί της Έχιδνας, και την ίδια στιγμή οι Αγενείς και οι Θαλασσοφονιάδες μιμούνταν τους καπετάνιους τους βγάζοντας κι αυτοί όπλα.
«Όχι εδώ!» φώναξε ο άντρας του μπαρ, ο Δημήτριος. «Όχι εδώ, κύριοι! Εδώ είναι–!»
Το τσεκούρι του Ευγένιου δάγκωσε τον πάγκο του μπαρ, τινάζοντας ξύλα, και ο Δημήτριος πετάχτηκε πίσω τρομαγμένος. «Ησυχία!» γρύλισε ο Μεγαλοφονιάς. «Διαπραγματευόμαστε, δεν το βλέπεις;»
«Με συγχωρείς, Ευγένιε... απλώς... απλώς...»
Ο Μεγαλοφονιάς, τραβώντας πίσω το πελέκι του, στράφηκε στον Γεώργιο. «Είσαι εξωδιαστασιακός και δεν ξέρεις καλά ποιος είμαι–»
«Ξέρω αρκετά καλά ποιος είσαι. Εσύ, μάλλον, δεν ξέρεις ποιος είμαι εγώ.» Η οργή του Φιλημένου ήταν στα πρόθυρα να τον καταλάβει. Με το ζόρι συγκρατούσε τον εαυτό του απ’το να χιμήσει και να λιανίσει αυτό τον πρασινόδερμο κουρσάρο και τους δικούς του.
«Ή θα μου δώσεις τη μάγισσά μου πίσω, τώρα, ή θα μου δώσεις τα εξωδιαστασιακά πλάσματα,» είπε ο Ευγένιος. «Αλλιώς θα τα πάρουμε όλα! Έχω τρία από τα έξι πλοία μου αραγμένα στο Ανατολικό Λιμάνι, και ξέρω πού είστε αραγμένοι εσείς.»
«Δε θα προλάβεις να πας στα πλοία σου,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος.
«Ο Καπετάνιος μας σκοτώνει Ανάποδους Σκαρφαλωτές, Μεγαλοφονιά!» είπε ξαφνικά ο Νικόλαος το Ψηλό Ποτήρι, και μερικοί άλλοι Αγενείς το επιβεβαίωσαν.
Ο Ευγένιος κλότσησε ένα τραπέζι, ανατρέποντάς το. «Ανάποδους Σκαρφαλωτές; Ούτε για να σκοτώνει ροκανιστές δεν τον βλέπω!»
Ο Γεώργιος έκανε νόημα στους κουρσάρους του να μείνουν πίσω και βάδισε προς τον Μεγαλοφονιά, με το Φιλί της Έχιδνας κατεβασμένο αλλά έτοιμος να το κινήσει θανατηφόρα. «Δε χρειάζεται τα πληρώματά μας να χτυπηθούν,» είπε. «Ο τσακωμός είναι μεταξύ μας. Εκείνος που θα χάσει πρώτος το όπλο του κάνει στη μπάντα κι εκεί τελειώνει το ζήτημα. Δέχεσαι, Μεγαλοφονιά, ή κιοτεύεις;»
Ο Ευγένιος γέλασε. «Το λέει, πάντως, η μαύρη καρδιά σου, ξένε!»
Ο Γεώργιος ακόμα αισθανόταν το σώμα του σχετικά καταπονημένο από τα τραύματα που του είχε προκαλέσει ο Στέφανος, όμως δεν αμφέβαλλε ότι η δύναμη της Έχιδνας θα του έδινε τη νίκη. Επιπλέον, η οργή του τον ωθούσε να επιτεθεί – τώρα!
«Συμφωνείς;» γρύλισε.
«Ας δούμε από τι είσαι φτιαγμένος!» φώναξε ο Ευγένιος ο Μεγαλοφονιάς, και του όρμησε κραδαίνοντας τον βαρύ, διλέπιδο πέλεκύ του σαν να ήταν από ελαφρύ ξύλο.
Ο Γεώργιος τον απέκρουσε με το Φιλί της Έχιδνας και τον κράτησε στον αέρα. Με ευκολία.
Ο Ευγένιος απόρησε με τη δύναμη που διέκρινε στον ξένο, προτού δεχτεί την αριστερή του γροθιά καταπρόσωπο και παραπατήσει, σκοντάφτοντας πάνω σε μια καρέκλα αλλά χωρίς να πέσει. Άγγιξε το αίμα που έτρεχε από τη μύτη του. Γέλασε ξανά. «Δεν είσαι μόνο λόγια, λοιπόν...»
«Τα πολλά λόγια είναι δικά σου, Μεγαλοφονιά.»
«Ο Μεγαλοφονιάς μιλά με πράξεις, ξένε!» φώναξε ο Ευγένιος, και του όρμησε πάλι, κραδαίνοντας πέρα-δώθε τον πέλεκύ του, διαγράφοντας φονικές τροχιές.
Ο Γεώργιος τινάχτηκε πίσω αποφεύγοντας το τσεκούρι και ύστερα το χτύπησε με το Φιλί της Έχιδνας· έμπλεξε τη λεπίδα του με τη μία από τις κυρτές λεπίδες του πέλεκυ, και τον πίεσε προς τα κάτω.
Ο Ευγένιος γρύλισε, τρίζοντας τα δόντια. Τέτοια δύναμη δεν είχε συναντήσει ποτέ ξανά! όφειλε να παρατηρήσει. Και ο ξένος ακόμα δεν είχε βλεφαρίσει ούτε μια φορά – στα σίγουρα! Τι ήταν; Δαίμονας;
Ο Γεώργιος παρατηρούσε επίσης ότι ο Μεγαλοφονιάς ήταν, ομολογουμένως, δυνατός όπως υποδήλωνε η όλη του εμφάνιση. Παρότι ο Φιλημένος πίεζε το τσεκούρι του προς τα κάτω, δεν είχε ακόμα καταφέρει να το πετάξει από τα χέρια του. Ο καταραμένος έχει τη δύναμη Ανάποδου Καταβροχθιστή! σκέφτηκε, αν και καταλάβαινε πως αυτό ήταν μάλλον υπερβολή. Η δύναμη του Ευγένιου, όμως, δεν πρέπει να ήταν και πολύ μικρότερη από αυτήν ενός άντρα ντυμένου με οργανική στολή ενδυνάμωσης. Αξιοσημείωτο από μόνο του.
Για μερικές στιγμές, οι δυο τους έσπρωχναν ο ένας τον άλλο, με τα όπλα τους μπλεγμένα, με τις όψεις τους παραμορφωμένες από τη δύναμη που ασκούσαν, με τα δόντια τους να τρίζουν. Και τα μάτια του Φιλημένου δεν είχαν βλεφαρίσει καθόλου· ήταν συνεχώς ορθάνοιχτα.
Σαν ερπετοειδούς! σκέφτηκαν ορισμένοι από τους πελάτες του πανδοχείου, που κοίταζαν έκπληκτοι την αναμέτρηση. Κανείς τους δεν περίμενε ότι αυτός ο μαυρόδερμος ξένος θα μπορούσε ν’αντισταθεί έτσι στον ξακουστό Μεγαλοφονιά της Ιχθυδάτιας.
Και ύστερα έγινε το αδιανόητο:
Ο Καπετάνιος των Αγενών, πιέζοντας με το σπαθί του, πέταξε τον διπλό πέλεκυ από τα χέρια του Ευγένιου. Τον έστειλε πάνω σ’ένα τραπέζι, διαλύοντας πιάτα και ποτήρια και κάνοντας τους τρεις που κάθονταν εκεί να πεταχτούν όρθιοι, αναφωνώντας, φοβισμένοι μην κοπούν από τις μεγάλες λεπίδες.
Η οργισμένη κραυγή του Μεγαλοφονιά αντήχησε μες στο πανδοχείο και στους δρόμους γύρω του, μαζί με τις ενθουσιώδεις κραυγές των Αγενών και τις απορημένες φωνές των Θαλασσοφονιάδων.
Ο Γεώργιος, κάνοντας ένα βήμα όπισθεν, ύψωσε το Φιλί της Έχιδνας προς τον Ευγένιο, δείχνοντάς τον με την αιχμή – ενώ, συγχρόνως, καταπολεμούσε μέσα του την οργή που τον ωθούσε να χύσει το αίμα του κουρσάρου εδώ και τώρα. «Τελείωσε!» είπε. «Πάρε τους δικούς σου και φύγε! Η μάγισσα και τα εξωδιαστασιακά όντα είναι δικά μου!»
Η ανάσα του Μεγαλοφονιά ακουγόταν δυνατή. «Δεν είσαι άνθρωπος!» γρύλισε. «Τι είσαι;»
«Ό,τι κι αν είμαι, να εύχεσαι να μη με ξαναβρείς μπροστά σου, Μεγαλοφονιά.»
«Όχι.» Ο Ευγένιος πήγε στο τραπέζι όπου είχε πεταχτεί το τσεκούρι του· το άρπαξε από τη λαβή και το σήκωσε. «Εσύ να εύχεσαι να μη με ξαναβρείς μπροστά σου. Δεν είσαι άνθρωπος!» φώναξε δείχνοντας τον Γεώργιο με τον μεγάλο πέλεκυ. «Είσαι δαίμονας! Τα μάτια σου το λένε – είσαι δαίμονας!»
Έντονα μουρμουρητά ακούγονταν τώρα από κάθε γωνιά της τραπεζαρίας του Μεσαίου Βήματος.
«Κάποια απάτη έκανες!» συνέχισε ο Ευγένιος.
«Δεν ήταν απάτη,» είπε ο Γεώργιος. «Δέχτηκες να αναμετρηθούμε και έχασες. Κρατά ο Μεγαλοφονιάς τον λόγο του;»
«Μόνο στους ανθρώπους,» αποκρίθηκε ο Ευγένιος, και στρέφοντάς του την πλάτη βάδισε προς την έξοδο του πανδοχείου.
Οι Θαλασσοφονιάδες τον ακολούθησαν.
Αρσένιος:
Η ανόητη αδελφή μου με κρατά απ’το χέρι λες και φοβάται ότι θα με χάσει. Λες και είμαι παιδάκι! Τι νομίζει, ότι μπορεί να της φύγω;
Σκοτάδι... σκοτάδι – σκοτάδι παντού, όπως συνήθως, καθώς ακολουθούμε τον Τζακ των Υπογείων. Καθώς εκείνη τον ακολουθεί, δηλαδή. Ανέκαθεν αυτό δεν ήθελε; Να με πηγαίνει όπου εκείνη νομίζει; Δε θα ήταν να το αποκλείεις να το έκανε επίτηδες κιόλας – επίτηδες νάριξε τούτο το καταραμένο σκοτάδι, όταν της δόθηκε η ευκαιρία. Και μετά: Α, συγνώωωμη, εγώ... εγώ ήθελα απλά να βοηθήσω...
Ναι, θα μπορούσε να είναι έτσι.
Αλλά μην κάνεις κακές σκέψεις για την αδελφή σου, και τα λοιπά και τα λοιπά. Ναι...
Ανεβαίνουμε σκάλες τώρα. Πού έχει, άραγε, υπόψη του να μας οδηγήσει αυτός ο Τζακ; Είναι όντως φίλος του Οφιομαχητή, ή μας κατευθύνει σε καμιά παγίδα; Γιατί, όμως; Τι μπορεί νάχει να κερδίσει από εμάς; Απλόκαμοι είμαστε.
Εκτός αν μας θέλει για δούλους. Να μας μαγκώσει και να μας πουλήσει σ’ανθρώπους που πουλάνε άλλους ανθρώπους αλλού. Ο μπάσταρδος...
Αισθάνομαι την Ευθαλία πολύ έντονα πάνω στον πήχη μου. Θα την τινάξω καταπάνω του – καταπάνω του! – άμα επιχειρήσει τέτοιο πράγμα. Και θα τον πετύχω, ακόμα και μέσα απ’το σκοτάδι...
Βαδίζουμε σε κάποιο πέρασμα τώρα. Ακούω ήχους – μεταλλικούς ήχους, βήματα, ομιλίες, ένα τρίξιμο. Μυρίζω κάτι που καίγεται, μυρίζω βρομιές – περάσαμε κοντά από χέστρες; – μυρίζω παλιά ξύλα, μυρίζω υγρασία...
Ένας άντρας ξεκλειδώνει μια πόρτα και μπαίνει σ’ένα σπίτι νυχοπατώντας προσπαθώντας να μην τον ακούσουν Ένα γέλιο αντηχεί από ένα διπλανό δωμάτιο και ο άντρας κολλά την πλάτη του στον τοίχο Κοιτάζει από την άκρη της πόρτας και βλέπει μέσα τη γυναίκα που γελά–
Συνεχίζουμε να βαδίζουμε σε περάσματα.
«Πού μας πηγαίνει, Διονυσία;» ψιθυρίζω στην ανόητη αδελφή μου. «Τι βλέπεις; Τίποτα ύποπτο;»
«Δεν ξέρω. Τα πάντα ύποπτα μού μοιάζουν εδώ μέσα.»
«Βλέπεις σκιερές φιγούρες να μαζεύονται γύρω μας; Θα μπορούσε νάναι ενέδρα.»
«Όχι... όχι, δε νομίζω.» Η φωνή της ακούγεται ασταθής. Αδύνατου χαρακτήρα, ανέκαθεν!
«Βλέπεις κάτι, ή όχι;»
«Όχι. Σώπα τώρα!» Πρέπει να φοβάται ότι ο Τζακ μπορεί να μας ακούσει. Ο Τζακ των Υπογείων... αν λέει αλήθεια και είναι όντως αυτός – ο άνθρωπος για τον οποίο γνωρίζω μόνο φημολογίες.
Ο καθένας θα μπορούσε να δηλώσει πως τον λένε Τζακ των Υπογείων. Ακόμα κι αν το σκοτάδι δεν ήταν τόσο πυκνό, δεν θα ήξερα τη φάτσα του.
Ο άντρας με τα μάτια που δεν βλεφαρίζουν σηκώνεται όρθιος ενώ κουρσάροι στέκονται πίσω του και αντικρίζει έναν άλλο άντρα έναν μεγαλόσωμο τύπο με πράσινο δέρμα και μεγάλο τσεκούρι στα χέρια Γύρω τους είναι μια τραπεζαρία–
Αυτός που έχω δει και παλιότερα. Αυτός που ο Οφιομαχητής μού είπε ότι είναι ο Ευγένιος ο Μεγαλοφονιάς – τον οποίο, φυσικά, είχα ξανακούσει. Αλλά μόνο ακούσει. Είναι γνωστός κουρσάρος της Ιχθυδάτιας–
Ο ήχος μιας πόρτας που ανοίγει και, μετά, ομιλίες γύρω μας, και μυρωδιές από φαγητά και ποτά και καπνό. Τραπεζαρία, σίγουρα. Είμαστε σε εστιατόριο, ή πανδοχείο, κάπου στους Κατωμήχανους.
Ο μαυρόδερμος καπετάνιος έχει μόλις σαλπάρει απ’το λιμάνι μαζί με τους κουρσάρους του που κουμαντάρουν δύο πλοία Τρία άλλα πλοία τούς κυνηγάνε και επάνω στο ένα στέκεται ο μεγαλόσωμος πειρατής με το πράσινο δέρμα και το τσεκούρι–
Ο Ευγένιος ο Μεγαλοφονιάς... Αυτά που βλέπω πρέπει νάναι από το παρελθόν. Ο Οφιομαχητής είπε ότι–
«Καθίστε εδώ,» ακούω τη φωνή του τύπου που ισχυρίζεται πως είναι ο Τζακ των Υπογείων, «και περιμένετε. Θα επιστρέψω σύντομα. Αν θέλετε μπορείτε να κλείσετε και δωμάτιο. Θα πω στον οικοδεσπότη να σας προσέξει.»
«Σ’ευχαριστούμε για όλα,» του λέει η ανόητη αδελφή μου σαν νάναι τσιμπημένη μαζί του. Τον γουστάρει, άραγε; Είναι... κομψός;
«Δεν έκανα τίποτα το σπουδαίο,» αποκρίνεται ο Τζακ. «Αφού είστε φίλοι του Γεώργιου, δεν θα σας εγκαταλείψω έτσι· σας το υπόσχομαι. Θα τα ξαναπούμε σύντομα.»
Η Διονυσία με ωθεί να καθίσω· προσπαθεί να με βοηθήσει, μάλιστα.
«Δεν είμαι τελείως ανίκανος!» της λέω, απομακρύνοντας τα χέρια της. Έχω ήδη βρει την καρέκλα πλάι στο τραπέζι και κάθομαι. Ακούω τη Διονυσία ν’αναστενάζει και να κάθεται πλάι μου.
«Πώς είναι αυτός;» τη ρωτάω.
«Τι;»
«Ο Τζακ των Υπογείων. Πώς είναι, φατσικά;»
«Τον έχεις ξαναδεί;»
Τι ανόητη! «Αν τον είχα ξαναδεί θα με είχε ξαναδεί κι εκείνος, δεν νομίζεις; Πες μου πώς είναι η όψη του!»
«Λευκό είναι το δέρμα του, με απόχρωση του ροζ, όπως το δικό μας. Μελαχρινός, με γένια.»
«Τίποτ’ άλλο το ιδιαίτερο;»
«Όχι.»
Μια φωνή μάς ρωτά τι θα πάρουμε. Σερβιτόρα, μάλλον. Η Διονυσία παραγγέλνει ψαρόσουπα. Εγώ δεν έχω όρεξη για φαγητό αλλά ζητώ ψητό οδοντόψαρο αν υπάρχει.
«Υπάρχει,» μου λέει η σερβιτόρα.
«Κι ένα ποτήρι Αίμα της Έχιδνας.»
«Μάλιστα, κύριε.»
Η πρασινόδερμη γυναίκα σκύβει δίπλα μου και μου ψιθυρίζει κάτι
(δεν καταλαβαίνω λέξη απ’αυτά που λέει, σαν να γλιστράνε απ’το μυαλό μου όπως το νερό γλιστρά ανάμεσα απ’τα δάχτυλά σου προτού προλάβεις να το συγκρατήσεις)
Απομακρύνεται από εμένα βηματίζοντας θελκτικά έχοντας ωραίο σώμα και μακριά μαύρα μαλλιά μαζεμένα παράξενα γύρω απ’το κεφάλι της πιασμένα με χτένες που προεξέχουν σαν λεπίδες
(μου θυμίζει πόρνη αλλά είναι σαν να ξέρω, συγχρόνως, πως δεν είναι πόρνη)
Τραβά μια χτένα απ’τα μαλλιά της και η χτένα έχει αιχμηρή λεπίδα στην άκρη Μου δείχνει με τη λεπίδα κάτι στον τοίχο Έναν κύκλο που σχηματίζεται από δύο φίδια που το ένα τρώει την ουρά του άλλου Και η γυναίκα γελά και τα μάτια της γυαλίζουν σαν φωτιές Αίματα είναι απλωμένα γύρω από τον κύκλο–
Θόρυβοι από την τραπεζαρία, αλλά όχι πολύ δυνατοί. Οι πελάτες είναι ήσυχοι. Η αδελφή μου είναι αμίλητη.
Όμως μετά μιλά. «Δεν κάνουμε καλά που μένουμε εδώ,» μου λέει, κι ακούγεται αγχωμένη. «Μπορεί ν’αλλάξουν γνώμη και νάρθουν και για εμάς.»
«Τα βατράχια;»
«Ή αυτός ο Στέφανος.»
Γελάω. Τι ανόητη που είναι! «Νομίζεις ότι τους ενδιαφέρουμε; Ο Οφιομαχητής τούς ενδιέφερε, Διονυσία – και τον έκλεψαν! Και πρέπει να τον βοηθήσουμε αν μπορούμε.»
«Είναι δυνατόν να λες τέτοια πράγματα;» συρίζει. «Τι να κάνουμε εμείς, Αρσένιε;»
«Δεν ξέρω. Κάτι πρέπει να–»
«Σσσς!»
Ακούω βήματα να έρχονται κοντά μας και, μετά, πιάτα και ποτήρια να τοποθετούνται. «Καλή σας όρεξη.» Η σερβιτόρα. «Σύμφωνα με τους κανονισμούς του μαγαζιού, οφείλετε να με πληρώσετε τώρα.» Μάλλον, τους έχουν κλέψει πολλές φορές εδώ.
«Ναι, κανένα πρόβλημα,» λέει η αδελφή μου.
«Μισό λεπτό, να σας φέρω ρέστα.»
Και σε λίγο ακούω τη συναλλαγή να ολοκληρώνεται. «Καλή σας όρεξη,» μας λέει ξανά η σερβιτόρα, και φεύγει.
Βρίσκω το πιρούνι μου μέσα απ’το σκοτάδι, καθώς και το ψωμί, κι αρχίζω να σκαλίζω το ψητό οδοντόψαρο. Προσπαθώ να πιάσω το ποτήρι με το Αίμα της Έχιδνας, αλλά δεν το εντοπίζω.
«Αριστερά σου,» μου λέει η Διονυσία.
«Δε χρειάζομαι... καθοδήγηση στο φαγητό, αδελφή μου.» Βρίσκω επιτέλους το ποτήρι. «Μήπως θες να κάνεις κανένα μαγικό και γι’αυτό;» Πίνω μια γουλιά. «Πρέπει να βρούμε τον Γεώργιο,» της λέω. «Προφανώς δεν τον θέλουν νεκρό, αλλά... αλλά κάτι ετοιμάζουν. Είμαι σίγουρος. Έχω δει... κομμάτια σαν από ταινία. Λάτρεις του Λοκράθου συγκεντρωμένους... Και τώρα είπες ότι τους άκουσες να μιλάνε για κάποια τελετή.»
«Και λοιπόν; Ακόμα κι έτσι να είναι, τι μπορούμε εμείς να κάνουμε, Αρσένιε; Δεν έχουμε καμιά δύναμη να τους σταματήσουμε, ό,τι κι αν σχεδ–»
«Και θα τον εγκαταλείψεις; Μα την Έχιδνα, αδελφή μου! και μετά λες τόσα κακά πράγματα για εμένα...»
«Δεν έχω πει ποτέ κακά πράγματα για εσένα, Αρσένιε–»
Ρουθουνίζω. Ναι, εντάξει...
«Κι αν κυνηγήσουμε τους ακολούθους του Λοκράθου, το πολύ-πολύ να μας σκοτώσουν. Αν ήμουν μόνη μου, τουλάχιστον, ίσως... ίσως να...»
«Α, εγώ φταίω τώρα, ε;»
«Δεν είπα αυτό!»
«Τι είπες;»
«Είπα ότι δεν γίνεται να βοηθήσουμε τον Γεώργιο. Και, ουσιαστικά, κακώς χάνουμε τον χρόνο μας εδώ τώρα. Αλλά... αλλά θέλω και να μάθω...» Την ακούω να τρώει μια κουταλιά απ’τη σούπα της.
«Να μάθεις, όμως να μην κάνεις τίποτα...»
«Σταμάτα να με κατηγορείς με τέτοιο τρόπο! Νομίζεις ότι, ότι αν μπορούσα να κάνω κάτι θα τον εγκατέλειπα;»
«Δυσκολεύομαι να μαντέψω τι συμβαίνει μες στο μυαλό σου, Διονυσία.» Δοκιμάζω το οδοντόψαρο.
Η αδελφή μου δεν μου αποκρίνεται.
Και ούτε εγώ ούτε εκείνη μιλάμε μετά, πέρα από μερικές στοιχειώδεις κουβέντες...
Ένα αεροπλάνο χάνει ύψος ενώ καπνός βγαίνει από την πίσω μεριά του Ένας ταξιδιώτης διανυκτερεύει έξω από τη μεγάλη πόλη σε μια μικρή σκηνή ετοιμάζοντας τα όπλα του–
Ύστερα από κάποια ώρα – δύο ώρες τουλάχιστον· πρέπει νάναι βαθιά νύχτα πλέον – ο Τζακ των Υπογείων επιστρέφει. Δεν έχω ακόμα τελειώσει το ψάρι μου, και ούτε η Διονυσία νομίζω πως έφαγε όλη της τη σούπα. Το Αίμα της Έχιδνας, όμως, εξαντλήθηκε στο ποτήρι μου και, πριν από λίγο, ζήτησα από τη σερβιτόρα να μου το ξαναγεμίσει.
Ο Τζακ κάθεται κοντά μας – η καρέκλα τρίβεται κάτω, τρίζει – και λέει: «Έμαθα...»
«Ξέρεις πού τον έχουν;» ρωτά η Διονυσία.
«Όχι ακριβώς, αλλά... ξέρω τι γίνεται. Αν ο Κατωμερίτης δεν με παραμύθιασε.»
«Αγαπάμε τα παραμύθια,» τον διαβεβαιώνω, «και σ’ακούμε με προσοχή.»
«Μου είπε ότι ο Δαμιανός – ένας κληρικός του Λοκράθου – και κάποιοι ακόλουθοι ήρθαν από την Ιχθυδάτια άρον-άρον, λέγοντάς του πως γνώριζαν ότι ο Οφιομαχητής θα έμπαινε σύντομα στο λιμάνι της Ριλιάδας, και πως ήθελαν να τον παγιδέψουν. Ήταν πολύ σημαντικό, τόνισαν, για τον αγώνα τους στην Ιχθυδάτια–»
«Ποιον αγώνα;» ρωτάω. Αν και έχω μια υποψία, φυσικά.
«Τον πόλεμό τους εναντίον των Τέκνων του Φαρμακερού Κύκλου, που σκοτώνουν και καταστρέφουν αδιακρίτως.»
«Τι σχέση έχει ο Γεώργιος μ’αυτό τον πόλεμο;» ρωτά η Διονυσία. «Ο ίδιος μάς είπε ότι δεν γνωρίζεται με τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου.»
«Δεν ξέρω αν γνωρίζεται με τα Τέκνα ή όχι,» λέει ο Τζακ των Υπογείων, «αλλά τα βατράχια δεν τον αναζητούσαν γι’αυτό. Σύμφωνα με ό,τι μου είπε ο Κατωμερίτης, τον ήθελαν για να τον πάρουν μαζί τους στην Ιχθυδάτια, και εκεί να κάνουν μια τελετή.»
«Τι τελετή;» λέω.
«Αυτό είναι και το πιο παράξενο. Και δεν ξέρω αν ο Ευσέβιος μού είπε αλήθεια... Τέλος πάντων. Οι ακόλουθοι του Λοκράθου σκοπεύουν να θυσιάσουν τον Οφιομαχητή στον Κύριό τους· και πιστεύουν ότι πίνοντας το αίμα του, κατά τη διάρκεια αυτής της τελετής, θα γίνουν τόσο δυνατοί όσο εκείνος – πράγμα που θα τους βοηθήσει να εξολοθρεύσουν τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου.»
«Τρελοί είναι!» λέει η Διονυσία. «Το αίμα του Γεώργιου είναι δηλητήριο.»
«Τι;» κάνει ο Τζακ.
«Είναι δηλητήριο,» επαναλαμβάνει η αδελφή μου.
«Πού το ξέρεις;»
«Έτσι τον γνώρισα. Στη Μεγάπολη. Είμαι του τάγματος των Βιοσκόπων. Ήθελε να διαπιστώσω τι ακριβώς συμβαίνει μαζί του – βιολογικά. Τι διαφορές έχει το σώμα του από των άλλων ανθρώπων.»
«Και τι διαφορές βρήκες; Γιατί είναι τόσο δυνατός;»
«Δεν ξέρω γιατί είναι τόσο δυνατός. Κανονικά, δεν θα έπρεπε να είναι. Δεν έχει τίποτα επάνω του που να τον κάνει να φαίνεται πραγματικά διαφορετικός από οποιονδήποτε άλλο – και εννοώ από βιολογικής άποψης. Όλα τα ξόρκια μου αυτό μού έδειχναν, καθώς και όλα τα πειράματά μου. Μόνο ένα πράγμα παρατήρησα: το αίμα του είναι δηλητηριώδες.»
Ο Τζακ γελά. «Τα βατράχια, δηλαδή, θα πεθάνουν;»
«Αλλά κι εκείνος θα είναι νεκρός,» λέει η Διονυσία, χωρίς να γελά.
«Θα τους ξεφύγει. Δε μπορεί να μην τους ξεφύγει. Είναι ο Οφιομαχητής.»
«Τον μάγκωσαν, όμως,» του θυμίζω, «πριν από μερικές ώρες, εδώ, στους Κατωμήχανους.
»Πού στην Ιχθυδάτια σού είπε ο Κατωμερίτης ότι θα γίνει αυτή η τελετή;»
«Δε μου είπε.»
«Γιατί δεν τον ρώτησες;»
«Νομίζεις ότι ήταν πρόθυμος να μου αποκαλύψει περισσότερες λεπτομέρειες – αν καν τις γνωρίζει;»
«Διονυσία;»
«Τι;»
«Δεν πιστεύω να τον ξαναπάνε σ’εκείνο το άντρο τους στη Ράχη του Ιχθύος.»
«Ούτε εγώ το πιστεύω. Αλλά τι σημασία έχει, τώρα;»
Σωστά. Τι σημασία έχει; Δε μπορούμε ν’ακολουθήσουμε τα βατράχια, αν δεν ξέρουμε πού ακριβώς κατευθύνονται.
«Τι θέλετε να κάνω για εσάς;» μας ρωτά ο Τζακ των Υπογείων. «Θέλετε να σας οδηγήσω κάπου; Πού μένετε;»
«Σκοπεύαμε να φύγουμε από τη Ριλιάδα,» του λέει η Διονυσία. «Γι’αυτό ο Γεώργιος ήρθε εδώ – για να πουλήσει κάποια δηλητήρια και να μαζέψουμε οχτάρια και να φύγουμε από τη Ριλιάδα. Να πάρουμε τρένο για Μεγάπολη.»
«Κατάλαβα. Ήσασταν στην κάτω μεριά του πλοίου.»
«Ακριβώς. Και πίναμε θάλασσα κιόλας.»
«Μην ανησυχείτε· θα φροντίσω να φύγετε με το πρώτο τρένο για Μεγάπολη.»
«Σ’ευχ–»
«Όχι,» τη διακόπτω. «Στάσου.»
Την ακούω ν’αναστενάζει.
«Τζακ;» λέω.
«Ναι.»
«Μπορείς να μας κάνεις ακόμα μια χάρη;»
«Αν είναι κάτι μέσα στις–»
«Δε χρειάζεται,» παρεμβαίνει η Διονυσία. «Έχεις ήδη κάνει πολ–»
«Μπορείς να μάθεις πού μένει ένας άνθρωπος, κι αν είναι εδώ, στην πόλη; Είναι φίλος μου – ήταν, τουλάχιστον – και τον ψάχνω. Κι ο Οφιομαχητής τον ψάχνει, ουσιαστικά. Είχαμε σκοπό να τον βρούμε προτού φύγουμε απ’τη Ριλ–»
«Τι νόημα έχουν τώρα όλ’ αυτά, Αρσένιε, γαμώτο;» συρίζει η αδελφή μου.
Μια ζωή δειλή και ανόητη – και συνέχεια θέλει να με ελέγχει! «Μ’ενδιαφέρει να μάθω αν είναι ζωντανός. Έχεις κανένα πρόβλημα;»
«Ναι, έχω! Θέλω να φ–»
«Δε θα φύγουμε ακόμα! Όχι προτού μάθουμε αν ο Άνθιμος είναι εδώ.»
«Ποιος είναι αυτός ο Άνθιμος;» ρωτά ο Τζακ των Υπογείων. «Φίλος του Οφιομαχητή;»
«Όχι ακριβώς,» απαντώ. «Αλλά... Τον λένε Άνθιμο Γερσίκιο. Ήταν καπετάνιος του πλοίου Γοργοπόρος, προτού το βυθίσουν οι Τρομεροί Καπνοί–»
«Οι Τρομεροί Καπνοί; Οι πειρατές που λένε ότι–;»
«Ναι, αυτοί.»
«Είσαι σίγουρος;»
Γελάω και, προς στιγμή, δεν αναγνωρίζω το γέλιο μου, σαν να βγαίνει από άλλο στόμα. «Σιγουρότατος. Ήμουν μέσα στο πλοίο όταν ο γίγαντας του καπνού το κατέστρεψε.»
Ένας άντρας πέφτει ουρλιάζοντας από ένα παράθυρο που θρυμματίζεται Καταλήγει στον πλακόστρωτο δρόμο από κάτω σπάζοντας τη ράχη του–
«Καλύτερα να μη μείνουμε άλλο εδώ, Καπετάνιε,» πρότεινε ο Κοσμάς πλησιάζοντας τον Γεώργιο για να ψιθυρίσει στ’αφτί του. «Δε μου φαίνεται ότι θα κρατήσει τον λόγο του. Δε νομίζει ότι τον νίκησες δίκαια.»
Ο Γεώργιος θηκάρωσε το Φιλί της Έχιδνας. «Μάλλον έχεις δίκιο,» συμφώνησε, και στράφηκε στους κουρσάρους του. «Φεύγουμε,» τους είπε. «Μαζέψτε ό,τι έχετε στα δωμάτιά σας και πάμε στα πλοία – τρέχοντας.»
Κανείς δεν αμφισβήτησε τη διαταγή του, γιατί όλοι καταλάβαιναν τι σκεφτόταν. Και όλοι τους φοβόνταν τον Ευγένιο τον Μεγαλοφονιά. Εγκατέλειψαν τα τραπέζια του Μεσαίου Βήματος και κατευθύνθηκαν, βιαστικά, προς τα δωμάτιά τους για να πάρουν ό,τι είχαν εκεί.
Οι πελάτες της τραπεζαρίας ακόμα ψιθύριζαν αναμεταξύ τους, εντυπωσιασμένοι απ’αυτό που είχαν δει να συμβαίνει. Κανένας τους δεν περίμενε ότι ο Μεγαλοφονιάς θα έχανε το τσεκούρι του, ότι τούτος ο μαυρόδερμος, φανερά εξωδιαστασιακός καπετάνιος θα τον νικούσε. Άλλωστε, δεν έμοιαζε για δυνατότερος· ο Ευγένιος ήταν πιο μεγαλόσωμος. Ο μαυρόδερμος, όμως, είχε κάτι το περίεργο επάνω του... Κατά πρώτον, κανείς δεν νόμιζε πως είχε δει τα μάτια του να βλεφαρίζουν ούτε στιγμή. Και τι του είχε φωνάξει ο Μεγαλοφονιάς προτού φύγει απ’το πανδοχείο; Δεν είσαι άνθρωπος! του είχε φωνάξει. Είσαι δαίμονας! Τα μάτια σου το λένε – είσαι δαίμονας! Τι εννοούσε; Μιλούσε μεταφορικά; Ή ήταν δυνατόν, όντως, αυτός ο ξένος να είναι δαίμονας;
«Συγνώμη για τη φασαρία,» είπε ο Φιλημένος στον Δημήτριο, τον άντρα πίσω από τον πάγκο του μπαρ. «Δε φταίγαμε εμείς.»
«Ναι, ’ντάξει· κανένα πρόβλημα,» αποκρίθηκε εκείνος. «Ευτυχώς δεν έγινε τίποτα χειρότερο απ’αυτό.» Έδειξε το χτύπημα στον πάγκο του μπαρ από τον πέλεκυ του Μεγαλοφονιά. «Κανένα πρόβλημα, Καπετάν Γεώργιε. Ειδικά μαζί σου και με τους δικούς σου.» Και ούτε κάποιος άλλος από το προσωπικό του Μεσαίου Βήματος διαφώνησε με τα λόγια του.
Ο Γεώργιος ένευσε προς τη μεριά του Δημήτριου και βάδισε ώς την έξοδο του πανδοχείου. Δεν είχε αφήσει στο δωμάτιό του πράγματα που ήθελε· όλα τα είχε επάνω του, κρεμασμένα ή στις πολλές εσωτερικές τσέπες της κάπας του (την οποία είχε μπαλώσει σε αρκετά σημεία ύστερα από τη σύγκρουση με τον Στέφανο).
Κατευθύνθηκε προς τα εκεί όπου είχαν αραγμένα τα πλοία τους. Δεν ήταν μακριά· το Μεσαίο Βήμα βρισκόταν στα άκρα του Λιμανιού των Φυλάκων, στα σύνορα σχεδόν με την Πατητή. Καθοδόν, οι κουρσάροι τον πρόλαβαν, τρέχοντας, έχοντας μαζέψει τα πράγματά τους από το πανδοχείο.
Σύντομα έφτασαν στο Δηλητηριασμένο Σαλάχι και στο Σμαράγδι των Κυμάτων, όπου βρισκόταν το υπόλοιπο πλήρωμα και οι περισσότεροι απ’αυτούς έβαφαν το δεύτερο σκάφος και του άλλαζαν όνομα. Ο Γεώργιος είχε αποφασίσει να το μετονομάσει σε Νικητή των Κυμάτων. Και όλα αυτά κυρίως για να μη μπορεί κανείς εύκολα να το αναγνωρίσει ως το πλοίο που είχε πρόσφατα κουρσευτεί ανοιχτά της Ανώπολης.
Τώρα, έκανε νόημα στο πλήρωμα ν’αφήσει το βάψιμο και φώναξε στον Σωτήριο’σαρ να πάει στο κέντρο ισχύος του Νικητή. «Τι έγινε, ρε;» ρώτησε εκείνος απ’την κουπαστή. «Τι πάθατε; Αρχίδι του Λοκράθου σάς μπήκε στον κώλο;»
«Κουνήσου, μάγε!» βρυχήθηκε ο Γεώργιος, κι ανέβηκε στην κουβέρτα του Σαλαχιού από τη ράμπα.
Ο Σωτήριος δεν έκανε άλλες ερωτήσεις· κατέβηκε στο κέντρο ισχύος του Νικητή, ενώ η Ερασμία’μορ (που ήταν μ’αυτούς που είχαν επιστρέψει μαζί με τον Καπετάνιο) πήγαινε στο κέντρο ισχύος του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού.
Τα δύο καράβια γρήγορα σήκωσαν τις άγκυρές τους. (Και, ναι, παρότι στην Υπερυδάτια οι ηπειρόνησοι είναι πλωτές, στις άκριές τους, εκεί ειδικά όπου συνήθως φτιάχνονται λιμάνια, μπορείς να ρίξεις άγκυρα. Δεν τελειώνουν κοφτά οι ηπειρόνησοι – όχι σ’όλα τα σημεία, τουλάχιστον. Κι ακόμα κι εκεί όπου τελειώνουν κοφτά, η πλευρά κάτω απ’το νερό δεν είναι λεία· έχει προεξοχές όπου είναι εφικτό να αγκυροβολήσεις.) Οι μηχανές ήδη βρίσκονταν σε λειτουργία, μουγκρίζοντας και βουίζοντας. Στο τιμόνι του Σαλαχιού ήταν ο συνηθισμένος του τιμονιέρης, ο Μούρης. Στο τιμόνι του Νικητή των Κυμάτων ήταν η Ευτυχία το Κόκαλο, που την έλεγαν έτσι επειδή ήταν «πετσί και κόκαλο», και η οποία είχε απαντήσει στον καινούργιο Καπετάνιο ότι μπορούσε να πιλοτάρει όταν εκείνος είχε ρωτήσει ποιος θα κουμάνταρε το τιμόνι του Νικητή. Όπως είχε αποδειχτεί, δεν ήταν κακή πλοηγός, αν και όχι τόσο καλή όσο ο Μούρης.
Τα δύο πλοία των Αγενών βγήκαν από το Λιμάνι των Φυλάκων της Ιλφόνης, και, καθώς έβγαιναν, προτού περάσουν την Κοντή Ουρά πλάι στις εκβολές του ποταμού Αλκόνου, η Ευαγγελία η Μπανίστρια, σκαρφαλωμένη στα ξάρτια του Σαλαχιού, φώναξε: «Τα σκαριά του Μεγαλοφονιά έρχοντ’ απ’τ’Ανατολικό Λιμάνι!»
Μουρμουρητά άρχισαν αμέσως ανάμεσα στο πλήρωμα – και στην κουβέρτα του Σαλαχιού και στην κουβέρτα του Νικητή.
«Πρόσω ολοταχώς,» πρόσταξε ο Γεώργιος τον Μούρη, στεκόμενος δίπλα του στη γέφυρα. Και, καλώντας τηλεπικοινωνιακά την Ευτυχία το Κόκαλο, της είπε: «Ακολουθήστε μας. Κάντε ό,τι κάνουμε.»
«Μάλιστα, Καπ’τάνιε!»
«Νότια,» είπε ο Γεώργιος στον Μούρη. «Όλο νότια.»
Ο τιμονιέρης έγλειψε τα χείλη του, νευρικά.
Ο Γεώργιος πάτησε ένα πλήκτρο πάνω στην κονσόλα και μίλησε σ’ένα μικρόφωνο, για ν’ακουστεί η φωνή του από τα μεγάφωνα του πλοίου. «Ανοίξτε τα πανιά!»
Τα πανιά του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού άνοιξαν, και αμέσως μετά άνοιξαν και τα πανιά του Νικητή των Κυμάτων ο οποίος ακολουθούσε. Πίσω τους τα δύο πλοία σήκωναν αφρούς και κύματα, καθώς οι προπέλες τους σπάθιζαν τα νερά.
Και τώρα, καθώς είχαν περάσει την Κοντή Ουρά, όλοι έβλεπαν πλέον τα τρία σκάφη των Θαλασσοφονιάδων να έρχονται από το Ανατολικό Λιμάνι. Οι καταραμένοι είχαν φτάσει στα καράβια τους το ίδιο γρήγορα με τους Αγενείς! καταλάβαιναν. Πρέπει να είχαν κάποιο όχημα εκεί κοντά στο Μεσαίο Βήμα· δεν μπορεί να είχαν φύγει με τα πόδια και να είχαν προλάβει. Ούτε καν τρέχοντας.
Και είχαν ένα σημαντικό πλεονέκτημα καθώς πλησίαζαν από τα ανατολικά. Το Λιμάνι των Φυλάκων ήταν πιο βαθιά μες στην ηπειρόνησο απ’ό,τι το Ανατολικό Λιμάνι· δεν βρίσκονταν στο ίδιο επίπεδο της ακτής. Επομένως, τα τρία σκάφη των Θαλασσοφονιάδων ήταν σαν να προηγούνταν.
Ο ίδιος ο Ευγένιος ο Μεγαλοφονιάς φαινόταν να στέκεται στην πλώρη ενός πλοίου, με το μεγάλο του τσεκούρι να γυαλίζει στο χέρι του. Κανόνια ήταν έτοιμα, φανερά, επάνω στα σκάφη του. Και ο Γεώργιος πρόσταξε και τα δικά τους κανόνια να ετοιμαστούν. Επίσης, ζήτησε από το πλήρωμα του Νικητή των Κυμάτων να έχει έτοιμα δύο συγκεκριμένα κλουβιά με πλάσματα από το Σύμπλεγμα: να μπορούν γρήγορα να τα φέρουν επάνω στην κουβέρτα.
«Γιατί;» ρώτησε η Λουκία, που ήταν εκεί, στον Νικητή.
«Αν έρθουν κοντά μας για να μας πλευρίσουν, θ’ανοίξετε τα κλουβιά και θα τα πετάξετε στα καταστρώματά τους. Τα θηρία μέσα θα φροντίσουν για τα υπόλοιπα,» απάντησε ο Γεώργιος, ξέροντας πως θα προκαλούσαν μεγάλο μακελειό.
Αλλά δεν ήθελε πραγματικά να φτάσουν εκεί. Δεν ήθελε να βρεθούν τόσο κοντά με τους Θαλασσοφονιάδες.
«Νότια,» είπε πάλι στον Μούρη. «Όλο νότια.»
«Θες να βγούμε στον ανοιχτό ωκεανό, Καπετάνιε;»
«Ναι.»
Και αυτό δεν άργησε να γίνει. Απομακρύνθηκαν από την Ιχθυδάτια, και γύρω τους ήταν μόνο θάλασσα και τίποτ’ άλλο. Εκτός από τα τρία σκάφη του Μεγαλοφονιά που τους καταδίωκαν.
«Ευτυχώς,» είπε ο Κοσμάς, «δεν πρόλαβαν να μας κλείσουν προτού περάσουμε την Κοντή Ουρά. Θα μας είχαν παγιδέψει.»
Ο Γεώργιος ένευσε. «Αν και αναρωτιέμαι αν ο Μεγαλοφονιάς θα τολμούσε να μας επιτεθεί στις ακτές της Φύλακα της Ιλφόνης.»
«Δε νομίζω ότι θα κιότευε. Οποιοσδήποτε άλλος να ήταν, ναι, δε θα τ’αποτολμούσε· θα φοβόταν ότι δεν θα μπορούσε να ξανάρθει στην Ιλφόνη. Μα ο Μεγαλοφονιάς; Ούτε η Φύλακας δεν θα τ’αρνιόταν να ξανάρθει, ξέροντας πως ο καταραμένος θα χτυπούσε στο μέλλον εκδικητικά τα πλοία της.»
Ο Γεώργιος στράφηκε πάλι για να κοιτάξει τα σκάφη των Θαλασσοφονιάδων. Εξακολουθούσαν να τους κυνηγάνε. «Δε φαίνεται πως θα τα παρατήσουν εύκολα.» Και τώρα είχαν ανοίξει κι αυτοί τα ιστία τους, τα οποία στην αρχή είχαν κλειστά. Ήθελαν την επιπλέον βοήθεια του ανέμου.
«Συνεχίζουμε κι άλλο νότια, Καπ’τάνιε;» ρώτησε ο Μούρης.
«Ναι.» Ο Γεώργιος έριξε μια ματιά στο νέο σύστημα πλοήγησης, που στην οθόνη του φαινόταν πού βρισκόταν το πλοίο τους σε σχέση με τις ηπειρονήσους της Υπερυδάτιας.
«Μέχρι πότες, Καπ’τάνιε;»
«Μέχρι που να μην τους έχουμε άλλο πίσω μας,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος. «Αν τώρα στρίψουμε θα χάσουμε το μικρό προβάδισμα που έχουμε.»
«Ναι,» μούγκρισε ο Κοσμάς, νεύοντας, μουντά, «ναι, έτσι είναι.» Ήταν προβληματισμένος. Μετά από λίγο είπε: «Φοβάμαι ότι θέλει να μας κάνει να εξαντλήσουμε τα καύσιμά μας, Γεώργιε,» ενώ είχε αρχίσει να γεμίζει την πίπα του με καπνό.
«Είναι πιθανό,» παραδέχτηκε ο Φιλημένος.
«Αλλιώς,» πρόσθεσε ο Κοσμάς, «άμα συνεχίσουμε κι οι δυο να πλέουμε όπως πλέουμε, με την ίδια ταχύτητα, χωρίς κανείς να στρίψει, δεν πρόκειται να μας προφτάσει.» Έβαλε την πίπα του στο στόμα και την άναψε μ’ένα σπίρτο.
«Για ν’ακολουθεί αυτή την τακτική πρέπει να νομίζει πως τα καύσιμά του είναι περισσότερα από τα δικά μας...»
Ο Κοσμάς ένευσε ξανά, φουμάροντας. «Έτσι.»
«Και μάλλον έχει δίκιο,» είπε ο Γεώργιος. «Δεν ήμασταν προετοιμασμένοι για τόσο μεγάλο ταξίδι ύστερα απ’την επιστροφή μας στην Ιχθυδάτια. Παράβλεψη...»
Μια ώρα πέρασε, και τα τρία σκάφη των Θαλασσοφονιάδων εξακολουθούσαν να είναι στο κατόπι τους. Οι Αγενείς είχαν αρχίσει να φοβούνται· κανείς τους δεν ήθελε να συγκρουστούν με τους κουρσάρους του Ευγένιου του Μεγαλοφονιά, ακόμα και με τον Οφιομαχητή στο πλευρό τους – αυτόν που στη Ριλιάδα έλεγαν ότι έσφαζε Ανάποδους Σκαρφαλωτές και είχε τη δύναμη δέκα ανθρώπων.
«Κάτι πρέπει να κάνουμε,» είπε ο Κοσμάς, που δεν κάπνιζε πλέον.
Ο Γεώργιος τού έγνεψε να μείνει στη γέφυρα, κι ο ίδιος κατέβηκε στο κέντρο ισχύος του Σαλαχιού.
«Μάγισσα;»
Η Ερασμία’μορ καθόταν στην ειδική θέση του κέντρου, ντυμένη με ελάχιστα ρούχα ως συνήθως. Η όψη της ήταν σαν να βρισκόταν σε μια κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. «Τι είναι, Καπετάνιε;»
«Τα πλοία του Μεγαλοφονιά συνεχίζουν να μας ακολουθούν. Υπάρχει κάποιος τρόπος να σαμποτάρεις τις μηχανές τους;»
«Όπως βλέπεις, είμαι απασχολημένη με το να ρυθμίζω την ενεργειακή ροή στις δικές μας μηχανές–»
«Υπάρχει τρόπος, όμως;» Καταπολέμησε την οργή της Έχιδνας με τις διδαχές του Γέρου του Ανέμου. Η Πάροδος του Πράου Ανέμου σφύριζε σταθερά εδώ και ώρα εντός του.
«Βρίσκονται κοντά μας;»
«Πόσο κοντά είναι το ‘κοντά μας’;»
«Πόσο μακριά βρίσκονται, Καπετάνιε;»
«Γύρω στο ένα μίλι.»
«Αδύνατον να επηρεάσω τις μηχανές τους με μαγεία από τέτοια απόσταση. Νόμιζα ότι θα μου έλεγες πως είναι στα εκατό μέτρα – που και πάλι θα ήταν μακριά για να επηρεάσω με μαγεία τις μηχανές τους.»
«Αν είχαν φτάσει στα εκατό μέτρα, μάγισσα, θα τόχες καταλάβει – από τις κανονιές.»
Ο Γεώργιος ανέβηκε ξανά στη γέφυρα, και είπε στον Μούρη: «Πάμε προς Κεντρυδάτια.»
«Τι έχεις στο μυαλό σου;» ρώτησε ο Κοσμάς.
«Θα προσπαθήσω να τους κάνω να μας χάσουν γύρω απ’τους Βαλτότοπους των Όφεων, ή γύρω απ’το Πλοκάμι των Ναυαγίων–»
«Τις ξέρεις καλά αυτές τις ακτές;»
«Δυστυχώς, όχι τόσο καλά όσο θα ήθελα, Κοσμά. Αλλά τι άλλο να κάνουμε; Έχεις να προτείνεις κάτι;»
Ο Δευτεροκαπετάνιος του Σαλαχιού δάγκωσε τη σβηστή πίπα του, συλλογισμένος, και αμίλητος.
«Θα μας φτάσουν τα καύσιμα για να πλεύσουμε ώς την Κεντρυδάτια, έτσι;» ρώτησε ο Γεώργιος.
«Οριακά, Καπετάνιε.»
«Γαμώτο...»
Ύστερα, ένα τρελό, απεγνωσμένο σχέδιο ήρθε στο μυαλό του. Ναι, αυτό ίσως να πιάσει, σκέφτηκε. Αν και θα χυθεί αίμα. Και μπορεί να έχουμε απώλειες.
Ακόμα μια ώρα πέρασε.
Τα σκάφη των Θαλασσοφονιάδων εξακολουθούσαν να βρίσκονται στο κατόπι τους.
Η Λουκία μίλησε στον Γεώργιο από τον Νικητή των Κυμάτων, μέσω του τηλεπικοινωνιακού συστήματος: «Τι σκατά θα κάνουμε; Ακόμα πίσω μας είναι!»
«Υπομονή,» της απάντησε ο Γεώργιος, που αισθανόταν τη δική του υπομονή να τελειώνει. Η Πάροδος του Πράου Ανέμου φυσούσε μέσα του... φυσούσε... Τα λόγια του Γέρου του Ανέμου αντηχούσαν...
«Τι ‘υπομονή’, ρε Καπετάνιε; Θα μας φτάσουν στο τέλος! Ξέρεις τι πρέπει νάχει στο νου του αυτός; Πρέπει να σκέφτεται ότι τα καύσιμά μας θα τελειώσουν πριν από–»
«Ναι, το ξέρω. Σίγουρα αυτό είναι το σχέδιό του.»
«Και θα τον αφήσουμε να το πραγματοποιήσει; Εμείς ήδη έχουμε αλλάξει ενεργειακές φιάλες εδώ, στον Νικητή.»
«Θα τον αντιμετωπίσουμε σε μέρος που θα έχουμε το πάνω χέρι.»
«Τι μέρος είν’ αυτό;» Η Λουκία δεν μπορούσε να φανταστεί κανένα τέτοιο μέρος. Ειδικά εκεί όπου το σύστημα πλοήγησης έδειχνε πως κατευθύνονταν. Στην οθόνη μπροστά της φαινόταν ότι ο Νικητής έπλεε προς Κεντρυδάτια ξανά. «Υπάρχει τέτοιο μέρος;»
«Υπάρχει.»
«Πού; Στην Κεντρυδάτια; Μας πηγαίνεις πάλι στην Κεντρυδάτια, γαμώ τα παπάρια του Λοκράθου! Τι–;»
«Για να σας πηγαίνω εκεί, ξέρω τι κάνω, Λουκία.»
«Θα μας σκοτώσεις όλους!»
«Θες ν’αντιμετωπίσεις τον Μεγαλοφονιά μόνη σου;»
«Τι στους δαίμονες του Ζέφυρου έχεις στο μυαλό σου;»
«Θα δεις – αν ο Μεγαλοφονιάς συνεχίσει να μας ακολουθεί.»
«Ελπίζω νάναι κάτι καλό.»
Κι εγώ, σκέφτηκε ο Γεώργιος, και η τηλεπικοινωνία τους τερματίστηκε προσωρινά.
Ακόμα μια ώρα κύλησε...
...κατά την οποία ένα αεροπλάνο πέρασε από πάνω τους, πετώντας γρήγορα...
...ένα Χαρωπό Κήτος φάνηκε να τινάζει νερό από το ρύγχος του που ξεπρόβαλλε μέσα από τα κύματα...
...ένα πλοίο φάνηκε να πλέει απόμακρα...
...και τα τρία σκάφη των Θαλασσοφονιάδων εξακολουθούσαν να είναι στο κατόπι των δύο σκαφών των Αγενών.
Είχε νυχτώσει πια, αλλά τα πλοία διακρίνονταν από τα φώτα τους και από τις μορφές τους που φωτίζονταν από το μεγάλο, λευκό φεγγάρι της Υπερυδάτιας. Ο Γεώργιος δεν νόμιζε πως, αν έσβηνε τα φώτα στα σκάφη του, αυτό θα βοηθούσε τους πειρατές του να ξεφύγουν από τον Μεγαλοφονιά.
Το σύστημα πλοήγησης του Σαλαχιού έδειχνε ότι είχαν καλύψει περίπου τα δύο τρίτα της απόστασης ώς την Κεντρυδάτια. Αυτό σήμαινε, σκέφτηκε ο Γεώργιος, ότι σ’άλλες δυο ώρες περίπου πρέπει να έφταναν. Ρώτησε να μάθει αν τα καύσιμα θα επαρκούσαν, και οι απαντήσεις που πήρε δεν του άρεσαν και τόσο. Θα επαρκούσαν, αλλά μόλις και μετά βίας.
Μία ακόμα ώρα πέρασε, χωρίς τίποτα ν’αλλάξει.
Κι άλλη μία.
Τώρα πλησίαζαν τις ακτές της Κεντρυδάτιας. Αλλά τις πλησίαζαν από τα δυτικά – εκεί τους είχαν βγάλει οι ατέρμονοι ωκεανοί – και το μέρος δεν βόλευε τον Γεώργιο. Αυτές οι ακτές τού ήταν άγνωστες. Ήταν οι ακτές των Βρεγμένων Δασών, νότια της Κιρβιάδας. Για να φτάσουν στους Βαλτότοπους των Όφεων έπρεπε να κάνουν τον κύκλο της Κεντρυδάτιας, βόρεια και ανατολικά.
«Ακόμα πίσω μας είναι!» είπε ο Κοσμάς, κοιτάζοντας τα σκάφη των Θαλασσοφονιάδων. «Ο Μεγαλοφονιάς έχει τρελαθεί, ο γαμημένος, για να μας κυνηγά μέχρι την Κεντρυδάτια. Σ’έχει βάλει στο μάτι, Καπετάνιε.»
Ο Γεώργιος, πατώντας μερικά πλήκτρα, έκανε τον χάρτη της Κεντρυδάτιας να εμφανιστεί στην οθόνη της κονσόλας και μέτρησε την απόσταση ώς τους Βαλτότοπους των Όφεων. «Νομίζεις ότι θα μας φτάσουν τα καύσιμα;» ρώτησε τον Κοσμά.
Ο Δευτεροκαπετάνιος αναστέναξε. «Πρέπει...» είπε τρίβοντας κουρασμένα το πρόσωπό του. «Πρέπει. Με το ζόρι. Μάλλον θα τελειώνουν όταν είμαστε εκεί. Αλλά τι σκοπεύεις να κάνεις σ’αυτό το μέρος;»
«Θα τους πολεμήσουμε. Δεν έχουμε άλλη επιλογή.»
«Μα νόμιζα ότι...»
«Έχω σχέδιο, Κοσμά.»
«Μακάρι να πιάσει, Καπετάνιε, αλλιώς πάμε χαμένοι.»
Ο Μούρης, που τους άκουγε κρατώντας το τιμόνι, αισθανόταν φοβισμένος.
Το ταξίδι μέχρι να φτάσουν στην Κεντρυδάτια είχε διαρκέσει πέντε ώρες (που σήμαινε ότι τώρα η Ιχθυδάτια δεν ήταν και τόσο μακριά από την Κεντρυδάτια). Το ταξίδι γύρω από την Κεντρυδάτια, από τις ακτές των Βρεγμένων Δασών ώς τους Βαλτότοπους των Όφεων, κράτησε εννιά ώρες. Και τα σκάφη των Θαλασσοφονιάδων βρίσκονταν σταθερά πίσω τους σαν πελώρια σαρκοβόρα ψάρια που διασχίζουν εκατοντάδες μίλια κυνηγώντας τη λεία τους.
Ο Γεώργιος οδήγησε τους Αγενείς προς τα βόρεια αλλά μακριά από τις ακτές της Κιρβιάδας και το Ακρωτήριο του Φιδιού. Ούτε πλησίασε την Οστρακόπολη ή τις δυτικές ακτές του Πλοκαμιού των Ναυαγίων. Πέρασε γύρω από την άκρη του Πλοκαμιού και συνέχισε ανατολικά (ενώ, φευγαλέα, έρχονταν στο μυαλό του οι ιερείς του Ναού της Έχιδνας στις ανατολικές όχθες, όπου είχε ξεβραστεί ύστερα από εκείνο το μυστηριώδες ναυάγιο). Μες στη βαθιά νύχτα έπλεαν, και ο Φιλημένος παρακολουθούσε την πορεία του Σαλαχιού επάνω στην οθόνη που έδειχνε τον χάρτη της Κεντρυδάτιας. Ο Μούρης στεκόταν δίπλα του κρατώντας σταθερά το τιμόνι. Ο Κοσμάς στεκόταν από την άλλη μεριά, καπνίζοντας την πίπα του.
Μια φωνή ήρθε από το τηλεπικοινωνιακό σύστημα: η φωνή του Σωτήριου’σαρ, που ρύθμιζε την ενεργειακή ροή των μηχανών του Νικητή των Κυμάτων ο οποίος ακολούθησε το Δηλητηριασμένο Σαλάχι. «Τι στα κωλομέρια του Λοκράθου κάνεις, Καπ’τάνιε, γαμώ την ανώμαλη φάρα της Έχιδνας ανάποδα; Ξέρεις πόση ώρα έχει περάσει; Δέκα γαμημένες ώρες έχουν περάσει, γαμιόλη! Άμα συνεχίσω τη μαγγανεία για πολύ ακόμα, το μυαλό μου θα το πάρεις να το φας για ψητό οστρακοειδές, πούστη, σ’το λέω! Ή αυτό ή θα σταματήσω να–»
«Ούτε που να το σκέφτεσαι να σταματήσεις!» του γρύλισε ο Γεώργιος. «Θάρθω εκεί και θα σε σκοτώσω με τα χέρια μου, μάγε! Ή απλά θα σ’αφήσω να σε βρει ο Μεγαλοφονιάς και να σε σφάξει εκείνος.»
«Ο Μεγαλοφ–»
«Συνέχισε τη μαγγανεία!» είπε ο Γεώργιος απειλητικά. «Κι άμα δούμε τα σκάφη των Θαλασσοφονιάδων να χάνουν ταχύτητα, τότε ίσως να σου πω να σταματήσεις, γιατί θα σημαίνει πως κι οι δικοί τους μάγοι κάνουν διάλειμμα. Για την ώρα, όμως, μας κυνηγάνε όπως και πριν.»
«Άμα με βγάλεις κουφάρι αποδώ μέσα–»
«–θάχεις πεθάνει για καλό σκοπό. Τώρα σκάσε και συνέχισε τη δουλειά σου προτού έρθω εκεί και σε γαμήσω!»
Ο Σωτήριος’σαρ μούγκρισε μερικές αισχρές βρισιές ακόμα αλλά μετά τερμάτισε την τηλεπικοινωνία, και η ταχύτητα του Νικητή των Κυμάτων δεν ελαττώθηκε.
Η Ερασμία’μορ δεν παραπονέθηκε καθόλου καθ’όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Ήθελε απεγνωσμένα να μην πέσουν στα χέρια του Ευγένιου του Μεγαλοφονιά. Τον θυμόταν από παλιά. Και εμπιστευόταν τον καινούργιο τους Καπετάνιο. Είχε γίνει, με το μυαλό της, ένα με τις μηχανές του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού και ρύθμιζε τη ροή της ενέργειάς τους. Για μια Τεχνομαθή μάγισσα, όπως εκείνη, αυτό ήταν πιο εύκολο απ’ό,τι για έναν μάγο Ερευνητή όπως τον Σωτήριο.
Τα δύο πλοία των Αγενών δεν ζύγωσαν καθόλου τις ακτές· έπλεαν, μες στη νύχτα, καρφωτά ανατολικά, προς τη χερσόνησο των Βαλτότοπων των Όφεων. Δεν είδαν καν την Ελόπολη στη νοτιοδυτική άκρη των ελών, στις εκβολές του ποταμού Λόρνου. Και όταν πια χάραζε, όταν ο Πρώτος Ήλιος έβγαινε από την ανατολή, χρυσίζοντας τη θάλασσα, έφτασαν στον προορισμό τους.
Έφτασαν στις ακτές των Βαλτότοπων των Όφεων.
Και ο Γεώργιος έβλεπε πως μόνο 13% ενέργεια είχε μείνει στις μηχανές τους. Ρώτησε τον Κοσμά αν είχαν μαζί τους άλλες ενεργειακές φιάλες κι έλαβε αρνητική απάντηση. «Ή το σχέδιό σου θα πιάσει, τώρα, Καπετάνιε, ή είμαστ’ όλοι σκυλοπνιγμένοι.» Η όψη του ήταν ανήσυχη.
Η Λουκία τούς μίλησε μέσω του τηλεπικοινωνιακού συστήματος: «Καπετάνιε! Αυτές είν’ οι ακτές των Βαλτότοπων των Όφεων, έτσι;»
«Ναι.»
«Μας μένει μόνο έξι τοις εκατό ενέργεια στον Νικητή, Καπετάνιε, και δεν έχουμε άλλες φιάλες, και πριν από μισή ώρ– Τι; Τι είν’ αυτά που λες; Ξυπνήστε τον!»
«Τι συμβαίνει, Λουκία;» ρώτησε ο Γεώργιος, καταλαβαίνοντας ότι τα τελευταία λόγια της δεν απευθυνόταν σ'εκείνον.
«Ο μαλάκας ο μάγος λιποθύμησε, Καπετάνιε, και δεν μπορούν να τον συνεφέρουν.»
«Βγάλτε τον από το κέντρο ισχύος. Φτάσαμε εκεί που ήθελα. Ακολουθήστε μας με τα πανιά· κάντε ό,τι κάνουμε. Όσο παράξενο κι αν σας φανεί.»
«Γιατί; Τι–;»
«Όσο παράξενο κι αν σας φανεί, Λουκία. Με καταλαβαίνεις;»
«Εντάξει.»
Ο Γεώργιος πάτησε ένα πλήκτρο πάνω στην κονσόλα, αλλάζοντας συχνότητα. «Ερασμία;»
«Ναι, Καπετάνιε...» Η φωνή της ήταν ξερή, κουρασμένη, καθώς η Ερασμία’μορ μιλούσε από το κέντρο ισχύος του Σαλαχιού, σε μια κατάσταση σχεδόν ονειρική, στα όρια της λιποθυμίας, σαν να είχε πάρει ναρκωτικά.
«Σταμάτα τη μαγγανεία.»
«Τους ξεφύγαμε;»
«Φτάσαμε εκεί που θέλαμε. Σταμάτα τη μαγγανεία.» Και πρόσταξε τον Κοσμά να πάει στο κέντρο ισχύος και να βοηθήσει τη μάγισσα να έρθει στη γέφυρα μαζί του.
Στον Μούρη είπε: «Πρόσω ολοταχώς καταπάνω στις ακτές.»
«Τι εννοείς, Καπ’τάνιε;» Ο Μούρης νόμιζε ότι δεν είχε ακούσει καλά. Νόμιζε ότι η κούραση και η αϋπνία τον είχαν κάνει να παλαβώσει.
«Καταπάνω στις ακτές, Μούρη, λέμε. Καταπάνω τους. Πρόσω ολοταχώς. Προς εκείνο τον ποταμό που βλέπεις.» Τον έδειξε μες στο πρώτο φως του Πρώτου Ήλιου, γεμάτο από τις σκιές των μακρόκλαδων δέντρων των βάλτων.
«Μα... μα η καρίνα, Καπ’τάνιε! Η καρίνα θα βρει κάτω· δεν είναι φτιαγμένα τα πλοία για ποτάμια, δεν–»
«Το ξέρω, γαμώτο!» Ο Γεώργιος μετά δυσκολίας συγκρατούσε την οργή του.
«Θα προσαράξουμε, μα την Έχιδνα...»
«Ακριβώς. Συνέχισε έτσι.»
«Και μετά;»
«Μετά... θα κάνουμε τον Μεγαλοφονιά και το τσούρμο του να μετανιώσουν που ήρθαν στο κατόπι μας.»
Ο Μούρης δεν έφερε άλλη αντίρρηση. Τρομαγμένος, κρατούσε το τιμόνι σταθερό. Κατευθύνονταν προς το ποτάμι που, ερχόμενο μέσα από τους Βαλτότοπους των Όφεων, χυνόταν στη θάλασσα.
Η Λουκία μίλησε ξανά μέσω του τηλεπικοινωνιακού συστήματος, καθώς βρίσκονταν πολύ κοντά στον ποταμό πλέον: «Τι κάνεις, Καπ’τάνιε; Δε μπορούμε να μπούμε στο ποτάμι, γαμώτο· τα πλοία μας έχουν–»
«Ξέρω τι κάνω, Λουκία! Θα προσαράξουμε. Εδώ είναι το κατάλληλο μέρος για να πολεμήσουμε τον Μεγαλοφονιά.»
«Είσαι τρελός;» ούρλιαξε η πειρατίνα.
«Συνεχίστε να μας ακολουθείτε!» φώναξε ο Γεώργιος.
Και τότε, καθώς ο Κοσμάς έμπαινε στη γέφυρα υποβαστάζοντας την Ερασμία’μορ που παραπατούσε πάνω στα γυμνά πόδια της, το Δηλητηριασμένο Σαλάχι μπήκε στον ποταμό – κι αμέσως τραντάχτηκε ολόκληρο.
«Σταθερά, Μούρη!» γρύλισε ο Γεώργιος σφίγγοντας τις γροθιές του. «Σταθερά.»
«Πόσο πιο σταθερά, γαμώ τη θεία της Έχιδνας, Καπ’τάνιε; Δεν γίνεται.»
Το Σαλάχι τρανταζόταν άγρια, καθώς η καρίνα του χτυπούσε στον πυθμένα του ποταμού. Και ο Νικητής των Κυμάτων, που το ακολουθούσε, τρανταζόταν επίσης. Σύντομα και τα δυο πλοία προσάραξαν στην όχθη, γέρνοντας στο πλάι.
Τα πληρώματα πήδησαν από τις κουβέρτες στη μαλακή γη των βαλτότοπων που ήταν γεμάτη σκιές μες στο χάραμα – σκιές σαν μαχαίρια και παράξενα ερπετά. Τον Σωτήριο’σαρ τον κουβαλούσαν ο Χρύσανθος ο Σγουρός κι ένας άλλος πειρατής, ενώ ο μάγος ήταν ακόμα λιπόθυμος και αίμα κυλούσε από τη μύτη του. Ο Κοσμάς είχε πάρει την Ερασμία’μορ στα χέρια, αν και εκείνη δεν ήταν λιπόθυμη, μόνο πολύ κουρασμένη, εξαντλημένη. Δεκατέσσερις ώρες στο κέντρο ισχύος δεν ήταν λίγες· οι περισσότεροι μάγοι δεν κάθονταν εκεί πάνω από οκτώ, και με διάλειμμα συνήθως ανάμεσα. Ο Γεώργιος ήταν βέβαιος ότι κι οι μάγοι του Μεγαλοφονιά στην ίδια κατάσταση θα βρίσκονταν όπως και οι δικοί του – εκτός αν ο καταραμένος είχε δύο σε κάθε σκάφος· αλλά αυτό ήταν λιγάκι απίθανο, νόμιζε.
«Γαμώ την πουτάνα σου γαμώ, ρε μαλάκα!» Η Λουκία χοροπηδούσε απ’την οργή της, κραδαίνοντας το σπαθί της πάνω-κάτω και δείχνοντας τον Γεώργιο. «Μας γάμησες τα καράβια! Θα μας σκοτώσεις όλους! Οι Θαλασσοφονιάδες έρχονται!»
Ο Γεώργιος, μη μπορώντας να συγκρατήσει την οργή του, άρπαξε το σπαθί της και το παραμέρισε, το πέταξε στο μαλακό έδαφος. Η Λουκία, ουρλιάζοντας, βρίζοντας, επιχείρησε να τον κλοτσήσει στα μαλακά αλλά εκείνος τη γρονθοκόπησε πρώτος στο διάφραγμα κάνοντάς τη να διπλωθεί ξέπνοη.
«Σας είπα ότι έχω σχέδιο!» φώναξε ο Γεώργιος. «Σας είπα ότι έχω σχέδιο! Μη χάνετε το μυαλό σας τώρα! Μ’ακούτε; Μη χάνετε τώρα το μυαλό σας,» είπε στους πειρατές τριγύρω, που όλοι έμοιαζαν τρομαγμένοι, πανικόβλητοι. «Εδώ, εδώ, θα τσακίσουμε τον Μεγαλοφονιά και το τσούρμο του. Ετούτους τους τόπους τούς ξέρω. Κανείς δεν μπορεί να με νικήσει εδώ. Έχω ακόμα και συμμάχους.»
Και εννοούσε, φυσικά, τα ερπετά.
Το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου σφυρίζει σταθερά μέσα μου, αλλιώς θα είχα σηκωθεί και θα τους είχα ορμήσει, είτε με σημάδευαν με τα καταραμένα όπλα τους είτε όχι, είτε είχα το Φιλί της Έχιδνας στα χέρια μου είτε ήμουν άοπλος.
Κάθομαι εκεί, στο βάθος του αεροπλάνου, και περιμένω... Περιμένω την κατάλληλη ευκαιρία να παρουσιαστεί. Ενώ ανησυχώ για τη Διονυσία και τον Αρσένιο. Μόνοι τους στους Κατωμήχανους... Δεν είναι να βρίσκεσαι μόνος σου εκεί, άμα δεν ξέρεις τι κάνεις. Ο Αρσένιος, βέβαια, έχει ξαναπάει στους Κατωμήχανους παλιότερα, όπως καταλαβαίνω, αλλά είναι τυφλός· δεν μπορεί να καθοδηγήσει τον εαυτό του και την αδελφή του ώστε να βγουν.
Και δεν θα έχουν ούτε καν λεφτά. Όλα τα λεφτά εγώ τα κρατούσα.
Τα έχω ακόμα;
Ψάχνω μες στην κάπα μου... Όχι· τα καταραμένα βατράχια μού έχουν πάρει τα πάντα.
Περιμένω...
Υπομονή, θα έλεγε ο Γέρος του Ανέμου. Η ευκαιρία θα παρουσιαστεί. Ο άνεμος θα τη φέρει στα πόδια σου. Νομίζεις ότι μπορείς να σταματήσεις να κινείσαι; Πες μου – νομίζεις ότι μπορείς;
Μείνε σ’ένα μέρος ακίνητος, τελείως ακίνητος, και σύντομα θα καταλάβεις ότι κινείσαι.
Το αεροπλάνο μας πετά προς Ιχθυδάτια... Από εδώ όπου κάθομαι, στο τέλος του σκάφους, δεν μπορώ να δω έξω, δεν έχει παράθυρα· αλλά αποκλείεται να κατευθυνόμαστε αλλού. Εξαρχής, στην Ιχθυδάτια ήθελαν να με πάνε. Αλλά γιατί; Γιατί; Τι έχουν στο άθλιο μυαλό τους; Αυτή τη φορά θα μάθω. Δεν θα το αφήσω έτσι.
Σίγουρα δεν με θέλουν νεκρό, αλλιώς θα ήμουν ήδη νεκρός. Ο Στέφανος θα με είχε σκοτώσει– Έχω γίνει απρόσεχτος, γαμώτο! Στη Ριλιάδα έπρεπε να είχα κινηθεί πιο επιφυλακτικά. Δεν έβαλα σε κίνδυνο μόνο τον εαυτό μου αλλά και τη Διονυσία και τον Αρσένιο – για δεύτερη φορά!
Η οργή φουντώνει μέσα μου.
Το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου μουρμουρίζει... μουρμουρίζει... μουρμουρίζει...
Δεν έχω το ρολόι μου μαζί μου (κι αυτό μού το πήραν, οι καταραμένοι! το όμορφο ρολόι της μάρκας Θαλασσόφιλος, από τη Ριλιάδα – η καλύτερη μάρκα αδιάβροχων ρολογιών στην Υπερυδάτια – ένα δώρο του Τζακ των Υπογείων, ύστερα από μια βοήθεια που του είχα προσφέρει) αλλά καταλαβαίνω ότι πρέπει νάχουν περάσει δύο ώρες περίπου όταν τελικά αισθάνομαι το αεροπλάνο ν’αρχίζει να κατεβαίνει.
«Οφιομαχητή!» Ο Δαμιανός παρουσιάζεται ανάμεσα από τα υπόλοιπα βατράχια, φορώντας τη μικρή μάσκα του αυτή τη φορά – κι έχοντας το Φιλί της Έχιδνας κρεμασμένο στην πλάτη του· βλέπω τη λαβή να προεξέχει από τον ώμο του, και την ξέρω καλά – δεν πρόκειται να τη μπέρδευα ποτέ με άλλου ξίφους. Το βλάσφημο αρχίδι του Λοκράθου δεν θάπρεπε ν’αγγίζει το όπλο μου! «Φτάσαμε, Οφιομαχητή. Μη μας προκαλέσεις προβλήματα τώρα, γιατί, σε διαβεβαιώνω, θα το μετανιώσεις.»
Τον κοιτάζω· δεν αποκρίνομαι. Τον κοιτάζω.
Το αεροσκάφος τραντάζεται λίγο καθώς ακουμπά στο έδαφος, πάνω στα μεταλλικά πόδια του. Είμαι σίγουρος πως είναι το ίδιο ακριβώς αεροπλάνο με το οποίο μας έφεραν στην Ιχθυδάτια και την προηγούμενη φορά.
«Όχι τίποτα ‘έξυπνες κινήσεις’ τώρα,» συνεχίζει ο Δαμιανός· «γιατί θα σε χτυπήσουμε όλοι μαζί, και θα πέσεις πάλι όπως πριν!» Με σημαδεύει μ’ένα ενεργοβόλο πιστόλι.
Δεν αισθάνομαι εντυπωσιασμένος. Ούτε από το δικό του όπλο ούτε από των υπόλοιπων. Αλλά, επίσης, δεν μου φαίνεται πως ακόμα είναι η κατάλληλη στιγμή για να δράσω.
Το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου σφυρίζει...
Τα τοιχώματα γύρω μας αρχίζουν να... κινούνται. Να ρέουν σαν μέσα σε όνειρο, λες και τίποτα δεν είναι σταθερό.
Το αεροσκάφος, λοιπόν, είναι μεταβαλλόμενο όπως εξαρχής υποψιαζόμουν, και τώρα εκείνος ο μάγος στο κέντρο ισχύος κάνει Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος. Γι’αυτό ο Δαμιανός μού είπε όχι «έξυπνες κινήσεις»· φοβόταν ότι μπορεί να επιχειρήσω να δραπετεύσω.
Δεν κάνω τίποτα. Μένω ακίνητος.
Και σε λίγο η μεταμόρφωση έχει τελειώσει. Είμαστε μέσα σε κάποιο όχημα τώρα, μεγαλύτερο από μετρίου μεγέθους, και αρχίζουμε να κινούμαστε. Εδώ όπου βρίσκομαι εγώ εξακολουθούν να μην υπάρχουν παράθυρα. Είμαι στο πίσω βάθος του οχήματος, όπως ήμουν στο πίσω βάθος του αεροπλάνου. Οι σχετικές θέσεις παραμένουν ίδιες σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις των μεταβαλλόμενων οχημάτων/σκαφών, όπως γνωρίζω από το μυστηριώδες παρελθόν μου.
«Το αεροπλάνο γίνεται και όχημα ξηράς...» λέω στον Δαμιανό.
«Έχουμε πολλά μέσα στη διάθεσή μας, Οφιομαχητή,» μου αποκρίνεται, εξακολουθώντας να με σημαδεύει. «Η θρησκεία του Μεγάλου Λοκράθου είναι πιο εξαπλωμένη και δυνατή απ’ό,τι οι εχθροί της νομίζουν.»
«Δεν είμαι εχθρός σας, κι όμως μου επιτίθεστε...»
«Η υπόθεση μαζί σου είναι... ιδιαίτερη.»
Με τι τρόπο, βατράχι; Με τι τρόπο; Αλλά δεν τον ρωτάω, γιατί το ξέρω πως ο καταραμένος δεν θα απαντήσει. Κάνω μια άλλη ερώτηση: «Αφού το αεροπλάνο σας μεταμορφώνεται σε όχημα, γιατί δεν ήρθατε μ’αυτό στις Ακτές των Βράχων; Γιατί μας πήρατε από εκεί μ’εκείνο το πλωτό φορτηγό;»
«Μας συνέφερε καλύτερα,» αποκρίνεται ο Δαμιανός, πρόθυμα. Ίσως να νομίζει πως η κουβέντα θα με κάνει να πάψω να ψάχνω ευκαιρίες για να δραπετεύσω, θα στρέψει την προσοχή μου αλλού. Αυταπατάται, φυσικά. «Ο Λεωνίδας’μορ σε ανίχνευε μέσω του σημαδιού επάνω σου, ενώ ήμασταν στη Μεγάπολη μαζί με τους ομόδοξους, και μας είπε ότι κατευθυνόσουν προς τις Ακτές των Βράχων και, μετά, ότι μπήκες στον Ναό της Έχιδνας εκεί. Δυστυχώς, δεν μπορούσε ν’ακούσει και τι έλεγες. Με το Ξόρκι Ανιχνεύσεως Πνευματικού Σήματος, ο μάγος μπορεί να δει μέσα από τα μάτια σου, ξέρεις, Οφιομαχητή, αλλά δεν μπορεί και ν’ακούσει από τ’αφτιά σου. Ούτε γνωρίζει, εγκεφαλικά, τι λες. Δεν είναι ακριβώς μες στο μυαλό σου. Είναι... πώς το είπε ο Λεωνίδας;... μια παρουσία που επικαλύπτει την πνευματική σου υπόσταση. Καταλαβαίνει πού βρίσκεσαι, σε παρακολουθεί· μπορεί, μάλιστα, να κοιτάζει και προς κατευθύνσεις που εσύ δεν κοιτάζεις – γύρω-γύρω από εσένα. Αλλά τίποτα περισσότερο από αυτό.»
Δεν τα γνώριζα όλα τούτα με τόσες λεπτομέρειες. «Επομένως, δεν βλέπει ‘μέσα από τα μάτια σου’, όπως είπες, βατράχι.»
«Σχήμα λόγου ήταν,» ανασηκώνει τους ώμους ο Δαμιανός. Και συνεχίζει: «Ξέραμε, λοιπόν, ότι ήσουν στον Ναό της Έχιδνας στις Ακτές των Βράχων και μιλούσες με τους ιερείς. Φύγαμε με το υδατόχημα για να φτάσουμε εκεί πιο γρήγορα, ενώ ο Λεωνίδας και η Μάρθα πήραν το μεταβαλλόμενο φορτηγό για να το πάνε στα ανατολικά της Μεγάπολης και να το μεταμορφώσουν σε αεροπλάνο, περιμένοντάς μας να έρθουμε μαζί σου. Φτάσαμε στις Ακτές των Βράχων, βγήκαμε από το υδατόχημα, πλησιάσαμε τον Ναό της Έχιδνας διατηρώντας μια κάποια απόσταση ασφαλείας, είδαμε ότι το όχημά σου – εκείνο το τρίκυκλο – ήταν ακόμα εκεί, κι έτσι σε περιμέναμε να βγεις. Τα υπόλοιπα τα ξέρεις.»
Το τροχοφόρο μας κινείται όσο ο κληρικός του Λοκράθου μιλά πιστεύοντας ότι έτσι με απασχολεί, με κρατά ήσυχο, αλλά στην πραγματικότητα είμαι έτοιμος να δράσω ανά πάσα στιγμή. Το πρόβλημα είναι ότι ακόμα δεν μου έχει παρουσιαστεί καμιά καλή ευκαιρία. Όλα αυτά τα όπλα που με σημαδεύουν είμαι βέβαιος ότι θα μου ρίξουν μόλις κάνω την παραμικρή ύποπτη ενέργεια.
Ας δούμε αν μπορώ να ψαρέψω βατράχια...
«Και τώρα, πού πάμε; Δε μπορεί να είμαστε πάλι στη Ράχη του Ιχθύος...» λέω.
«Όχι, δεν είμαστε στη Ράχη· κι εκεί που πηγαίνουμε οι φίλοι σου του Φαρμακερού Κύκλου δεν μπορούν να σε βοηθήσουν.»
«Δεν είναι φίλοι μου τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου.»
Ένας γυρίνος ξεστομίζει, μορφάζοντας: «Όλα τα φίδια κουλουριασμένα αναμεταξύ τους είναι!»
Παράξενο, σκέφτομαι. Αυτό μοιάζει να ισχύει, τούτες τις μέρες, περισσότερο για τα βατράχια... «Δεν έχω επαφές με τον Φαρμακερό Κύκλο,» επιμένω. «Αν με κυνηγάτε γι’αυτό, κάνετε τραγικό λάθος, ηλίθιοι.»
«Δεν σε κυνηγάμε γι’αυτό, Οφιομαχητή, να είσαι σίγουρος,» με διαβεβαιώνει ο Δαμιανός, και δε νομίζω ότι ψεύδεται. Τι λόγο μπορεί να έχει;
«Γιατί, τότε;» γρυλίζω, εξαγριωμένος. Ακόμα ένα παράξενο μυστήριο! Η ζωή μου συνεχώς βρίσκεται μέσα στις σκιές παράξενων μυστηρίων!
«Θα μάθεις, σύντομα.»
«Έχω βαρεθεί τις απαντήσεις που δεν είναι απαντήσεις, βατράχι!»
«Τώρα είμαστε στις Κάτω Ακτές του Κεφαλιού,» με πληροφορεί ο Δαμιανός, μάλλον πιστεύοντας πάλι ότι μπορεί να στρέψει την προσοχή μου αλλού. «Σε λίγο φτάνουμε στην Οδοντόπολη–»
«Έχουμε ήδη φτάσει, Σεβασμιότατε,» λέει κάποιος από πίσω του. «Τη βλέπουμε.» Κοιτάζει, προφανώς, από κάποιο παράθυρο που εγώ δεν μπορώ να δω.
«Εκεί,» συνεχίζει ο Δαμιανός, «θα μάθεις γιατί είσαι μαζί μας.»
Και πάω στοίχημα ότι δεν θα μου αρέσει καθόλου, σκέφτομαι. Δε μπορεί ο σκοπός τους να είναι καλός. Οι άνθρωποι που έχουν καλό σκοπό – ακόμα και οι κακοποιοί που έχουν καλό σκοπό – πάντα επιχειρούν πρώτα να μιλήσουν· αλλά το πρώτο πράγμα που έκαναν τα βατράχια ήταν να επιτεθούν.
«Δεν έχω καταλάβει πώς με βρήκατε στη Μεγάπολη – και εννοώ στην αρχή, έξω απ’τον Στεριανό Γίγαντα,» λέω, ελπίζοντας πως τώρα η γλώσσα του Δαμιανού θα γλιστρήσει και θα πει περισσότερα, αν μη τι άλλο για να συνεχίσει να με... κρατά απασχολημένο. «Ούτε έχω καταλάβει πώς με βρήκατε στη Σιρκόβη, ή τώρα, στη Ριλιάδα.»
«Έχουμε τις... επαφές μας, Οφιομαχητή.»
Επαφές; Τι εννοεί; Πόσες «επαφές» μπορεί να έχουν; Και γιατί μου μοιάζει ότι δεν θέλει να μιλήσει ανοιχτά; Τι φοβάται; Ότι μπορεί εγώ να μάθω γι’αυτές τις επαφές, ή οι γυρίνοι του;
«Ποιος με πρόδωσε;» ρωτάω.
«Κανείς δεν σε ‘πρόδωσε’ ακριβώς...»
«Τι πάει να πει αυτό;»
«Ας πούμε ότι απλά η θέση σου... κυκλοφόρησε σε κάποιους κύκλους, Οφιομαχητή. Νομίζεις ότι είσαι αόρατος;»
Τι προσπαθεί ν’αποφύγει ν’αποκαλύψει ο καταραμένος; «Άσε τις υπεκφυγές, βατράχι! Πώς με βρήκατε; Πώς;»
«Σου εξήγησα. Τίποτα περισσότερο δεν χρειάζεται να γνωρίζεις.»
«Γιατί; Θα είμαι ζωντανός για πολύ ακόμα;» Προσπαθώ ξανά να ψαρέψω βατράχια, φυσικά – να δω τι θα μου απαντήσει – να μάθω γιατί με θέλουν, επιτέλους!
Παρατηρώ τα μάτια του να στενεύουν. Συνοφρυώνεται. Τι περνά απ’το μυαλό του; Ότι μπορεί να έχω υποψιαστεί τον λόγο που μ’έχουν απαγάγει; Είναι δυνατόν όντως να θέλουν να με σκοτώσουν; Γιατί δεν το κάνουν, τότε; Τι περιμένουν; Αποκλείεται! Κάτι άλλο συμβαίνει εδώ–
Το όχημά μας σταματά, και ακούω την οδηγό – εκείνη τη γυναίκα που λέγεται Μάρθα, μάλλον· εκείνη που πιλόταρε, την προηγούμενη φορά, και το αεροπλάνο – να μιλά με κάποιους. Με φρουρούς, συνειδητοποιώ. Και βλέπω ότι όλα τα βατράχια που με σημαδεύουν είναι τώρα πανέτοιμα να μου ρίξουν.
Δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς λέει ο φρουρός στην οδηγό, αλλά εκείνη τον προτρέπει να ειδοποιήσει τη Λοχαγό Ορτίνη και θα λυθεί η παρεξήγηση.
Στην πύλη της Οδοντόπολης πρέπει να είμαστε, και οι φρουροί πρέπει να ζητάνε να κάνουν έλεγχο στο φορτηγό, όμως τα βατράχια, φυσικά, προσπαθούν να το αποφύγουν αυτό. Δεν θέλουν οι φύλακες της πόλης να δουν ότι κρατάνε κάποιον αιχμάλωτο μες στο όχημά τους· πιθανώς να προκληθούν φασαρίες.
Αναρωτιέμαι ποια να είναι αυτή η Λοχαγός Ορτίνη. Ακόμα μια βαθρακίνα; Τη σημειώνω μες στο μυαλό μου, την κρατάω στη μνήμη μου, για αργότερα.
Και τώρα, νομίζοντας ότι η στιγμή είναι αρκετά καλή για αναστάτωση, ορμάω στα κωλοβατράχια. Τινάζομαι προς τα κάτω, σκύβοντας, για να τους ξαφνιάσω και ν’αποφύγω ει δυνατόν και μερικές ριπές, ενώ συγχρόνως φωνάζω «Βοήθεια!» για να τραβήξω την προσοχή των φρουρών. (Μπορεί να είμαι ο Οφιομαχητής, και να λένε μύθους για εμένα, αλλά δεν είμαι τόσο μαλάκας ώστε να το θεωρώ υποτιμητικό να φωνάξω βοήθεια όταν βρίσκομαι σε μια κατάσταση τόσο άσχημη.)
Τα όπλα των ακόλουθων του Λοκράθου με χτυπάνε ταχύτερα απ’ό,τι ήλπιζα. Δεν προλαβαίνω να πέσω πάνω στα πόδια του άντρα που είχα υπόψη προτού ενεργειακές ριπές και μια ηχητική ριπή τραντάξουν το ήδη ταλαιπωρημένο σώμα μου. Ωστόσο, η ορμή μου είναι τέτοια που δεν κόβεται τόσο εύκολα: πέφτω πάνω στα πόδια του βατράχου και τον ρίχνω κάτω, μαζί μ’έναν άλλο πίσω του. Και, καθώς είμαι τώρα στα τέσσερα, αρπάζω το ξιφίδιο από τη ζώνη του, το τραβάω απ’το θηκάρι – ενώ πονάω απ’την κορφή ώς τα νύχια και νιώθω μουδιασμένος, και τ’αφτιά μου βουίζουν – το κεφάλι μου βουίζει.
Δεν προφταίνω να σηκωθώ, ή να χτυπήσω κανέναν με το ξιφίδιο: κι άλλες ριπές έρχονται καταπάνω μου, τραντάζοντάς με ξανά με ενεργειακά ρεύματα. Βλέπω το σκοτάδι να πληθαίνει γύρω από τα μάτια μου–
Όχι! Δεν θα πέσω!
Καρφώνω κάποιον στον μηρό, με το ξιφίδιο–
Με χτυπάνε πάλι–
(σκοτάδι) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . (σκοτάδι) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . (σκοτάδι) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . (ένας ήχος)
Τα μάτια μου ανοίγουν. Το σώμα μου ολόκληρο βρίσκεται σε ξαφνική ετοιμότητα· τινάζομαι στα πόδια μου, με τα γόνατα λυγισμένα.
Σκοτάδι... αλλά όχι απόλυτο. Μια ασθενική ακτινοβολία το διαλύει. Βλέπω κάγκελα αντίκρυ μου, και φρουρούς πίσω από τα κάγκελα. Όχι, όμως, ένστολους. Βατράχια, αναμφίβολα. Άντρες και γυναίκες με ενεργειακά πιστόλια στα χέρια, τα οποία αμέσως στρέφουν προς το μέρος μου, σημαδεύοντάς με, αμίλητοι.
Βρίσκομαι μέσα σ’ένα στενό κελί, διαπιστώνω. Δεν με χωρά όρθιο. Αν δεν είχα σηκωθεί με τα γόνατα λυγισμένα θα είχε χτυπήσει το κεφάλι μου στο ταβάνι που είναι όλο άγρια πέτρα. Το ένστικτό μου με προστάτεψε, μάλλον.
Είμαι γυμνός, συνειδητοποιώ. Τελείως γυμνός. Ούτε ένα βρακί δεν μου έχουν αφήσει, τα καταραμένα βατράχια. Θα τους λιανίσω απ’τον πρώτο ώς τον τελευταίο! Ακόμα και η φιλοξενία του Κύριου της Κιρβιάδας φαντάζει καλύτερη από τη δική τους.
«Πού είναι ο Δαμιανός;» γρυλίζω. «Πού είναι;» Η φωνή μου αντηχεί μες στα υπόγεια (γιατί σίγουρα υπόγεια είναι εδώ πέρα) προτού καταλάβω ότι φωνάζω, φωνάζω δυνατά.
«Θα του πούμε ότι σηκώθηκες,» αποκρίνεται μια γυναίκα, γρήγορα, μοιάζοντας τρομαγμένη σαν να μη βλέπει άνθρωπο αλλά θηρίο, τρομερό θηρίο. Και όλοι τους έχουν παρόμοιες εκφράσεις φόβου στα πρόσωπά τους.
Τα γαμημένα, άθλια βατράχια! Και πού να δουν τι έχει να γίνει όταν ξεφύγω από τα χέρια τους! Τα καταραμένα μιάσματα του Λοκράθου!
Πλησιάζω τα κάγκελα – που πρέπει να κάνω μερικά βήματα για να τα φτάσω· το κελί μου είναι σαφώς πιο βαθύ απ’ό,τι φαρδύ και ψηλό.
«Μην έρχεσαι προς τα δω!» με προειδοποιεί ένας φρουρός. «Θα σου ρίξουμε! Μείνε κει πού είσαι – θα σου ρίξουμε!» ενώ και η γυναίκα φωνάζει: «Μείνε πίσω! Πίσω!»
Είναι τρομοκρατημένοι οι γαμιόληδες. Με φοβούνται σαν να είμαι γιος της ίδιας της Έχιδνας όπως λένε οι μύθοι για εμένα. Γαμώτο! Αν ήμουν γιος της Έχιδνας δεν θα έπρεπε ν’ανησυχώ για τις ριπές τους· θα χτυπούσαν επάνω μου και θα εξοστρακίζονταν. Αλλά τώρα ξέρω πως αν με χτυπήσουν θα πέσω πάλι. Μπορεί να νιώθω την οργή μου να με φορτίζει με απάνθρωπη δύναμη αλλά, συγχρόνως, νιώθω και την τρομερή κούραση που πολιορκεί το σώμα μου.
Μένω στη θέση μου, ακίνητος. Σκυφτός. Δεν μπορώ και να ορθωθώ, ακόμα κι αν ήθελα.
«Γιατί βρίσκομαι εδώ;» γρυλίζω.
«Μην κάνεις φασαρία,» μου λέει η γυναίκα, και βλέπω ιδρώτα να γυαλίζει στο λευκόδερμο πρόσωπό της. «Κάθισε κάτω. Κάτω.» Τι νομίζει, η γαμιόλα, ότι είμαι ο σκύλος της;
Γελάω, και το γέλιο μου φαίνεται να τους τρομάζει.
«Θα σε βγάλουν αποδώ, σύντομα,» μου λέει ο άντρας που είχε μιλήσει και πριν. «Κάνε υπομονή. Θα σου φέρουμε, σε λίγο, κάτι να φας και να πιεις. Κάνε υπομονή.»
«Πού είναι ο Δαμιανός;» ρωτάω ξανά.
«Θα τον ειδοποιήσουμε,» λέει η γυναίκα. «Κάθισε κάτω.»
Αποφασίζω να της κάνω τη χάρη. Κάθομαι στις κρύες πέτρες του στενού κελιού. Και δεν τους μιλάω άλλο. Τους παρατηρώ, όμως· πράγμα που φαίνεται να τους φρικάρει. Ωραία. Καλά κάνουν και με φοβούνται.
Ύστερα από κάποια ώρα έρχεται ένας άντρας φέρνοντάς μου φαγητό. Κρατά έναν δίσκο στα χέρια του και οι άλλοι τού κάνουν χώρο για να περάσει. Εκείνος διστάζει. Τείνει τον δίσκο προς τη γυναίκα που μου μιλούσε πριν, αλλά αυτή κουνά το κεφάλι της αρνητικά. «Πήγαινέ το εσύ,» του λέει. «Εσύ το έφερες. Τελείωνε!» Κανείς τους δεν θέλει να με πλησιάσει. Ο άντρας με τον δίσκο εξαναγκάζεται τελικά να έρθει κοντά μου· ούτε ένας από τους άλλους δεν είναι πρόθυμος ν’αναλάβει τη δουλειά του, και τον ωθούν προς εμένα.
Τον κοιτάζω και τον βλέπω να τρέμει καθώς ζυγώνει τα κάγκελα του κελιού. «Τι είν’ αυτό,» τον ρωτάω δείχνοντας, με το σαγόνι μου, το σκεπαστό πλαστικό ποτήρι πάνω στον δίσκο, «αίμα βατράχων;» Για να τον τρομάξω τού το λέω, φυσικά. Επειδή είμαι αιχμάλωτος αυτών των καριόληδων δεν σημαίνει ότι δεν μπορώ να τους κάνω και λίγη πλάκα.
Ο άντρας περνά γρήγορα τον δίσκο κάτω απ’τα κάγκελα του κελιού (τα οποία έχουν ένα άνοιγμα εκεί) κι απομακρύνεται σαν Ζέφυρου άνεμος.
Κοιτάζω το φαγητό και το ποτό. Ψητές πατάτες, λίγα χόρτα, και νερωμένο κρασί – ή απόκρασο. Το δοκιμάζω (δεν φοβάμαι για δηλητήριο, ασφαλώς) και διαπιστώνω πως είναι το δεύτερο. Η φιλοξενία των βατράχων είναι σαν τις λάσπες του Λοκράθου.
Τρώω, ωστόσο. Είμαι αρκετά πεινασμένος.
Ο Δαμιανός δεν έρχεται καθόλου να με δει. Το σιχαμένο βατράχι.
Τι ετοιμάζουν; Τι έχουν στο μυαλό τους για εμένα; Κάποιου είδους διαπραγματεύσεις με τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου;
Τι κάνουν οι τρελοί; σκέφτηκε ο Ευγένιος ο Μεγαλοφονιάς βλέποντας τα δύο σκάφη των Αγενών να μπαίνουν στον ποταμό που ερχόταν μέσα από τους Βαλτότοπους των Όφεων και να προσαράζουν εκεί. «Αν νομίζουν ότι έτσι θα γλιτώσει ο δαίμονας Καπετάνιος τους απ’τον Μεγαλοφονιά, είναι γελασμένοι! Θα τον κυνηγήσω ώς τα πέρατα των ατέρμονων ωκεανών αν χρειαστεί!»
Και πρόσταξε τα πλοία του ν’αράξουν στην ακτή, εκεί όπου άδειαζε ο ποταμός.
Οι Θαλασσοφονιάδες έκαναν όπως ήθελε ο αρχηγός τους. Άλλωστε, όλοι καταλάβαιναν ότι οι μάγοι δεν θ’άντεχαν για πολύ ακόμα. Ήταν κι οι τρεις εξουθενωμένοι στα ενεργειακά κέντρα των πλοίων· χρειάζονταν ξεκούραση, άμεσα. Δούλευαν, συνεχόμενα, αδιάκοπα, για δεκατέσσερις ολόκληρες ώρες! Η Μαρίνα, η υπαρχηγός των Θαλασσοφονιάδων, η γυναίκα του Μεγαλοφονιά και Καπετάνισσα του Εχθρού της Γαλήνης, φοβόταν ότι μπορεί κάποιος απ’τους μάγους να πέθαινε από την εξουθένωση.
Τα τρία πλοία των Θαλασσοφονιάδων – ο Ανελέητος Οδηγός, τα Νύχια της Υπερυδάτιας, και ο Εχθρός της Γαλήνης – άραξαν στην ακτή, και τα πληρώματά τους πήδησαν στο βαλτώδες έδαφος μαζί με τον αρχηγό τους, τον Ευγένιο τον Μεγαλοφονιά, ο οποίος είχε στα χέρια του το μεγάλο, διπλό τσεκούρι του, που γυάλιζε απειλητικά στο πρώτο φως του Πρώτου Ήλιου της Υπερυδάτιας.
«Κυκλώστε τα σκάφη τους!» γρύλισε.
Και οι κουρσάροι ζύγωσαν τα προσαραγμένα πλοία των Αγενών, που ήταν πεσμένα στο πλάι στην όχθη του ποταμού. Όλοι τους κρατούσαν όπλα, έτοιμοι να τα βάλουν σε ανελέητη χρήση. Αλλά κανείς δεν είδε άνθρωπο να βγαίνει από τα σκάφη για να τους συναντήσει. Ούτε κανένα βλήμα ήρθε από μέσα. Ούτε καμιά φωνή, ή άλλος θόρυβος, ακούστηκε.
Η ησυχία που επικρατούσε τούς φάνηκε τρομαχτική. Ήταν σαν τα πλοία να ήταν εγκαταλειμμένα από καιρό – αν και, καταφανώς, δεν ήταν.
«Μας κρύβονται!» γρύλισε ο Μεγαλοφονιάς. «Ή έχουν λουφάξει μες στ’αμπάρια, ή έχουν τρυπώσει κάπου εδώ γύρω.» Κοίταξε τις σκιές των κατάφυτων βάλτων που ήταν πυκνές και βαθιές μες στο ξημέρωμα.
«Η μάγισσα του Εχθρού,» είπε ένας από τους πειρατές του, ο Νικόλαος ο Ξύπνιος. «Η μάγισσα θα μπορεί να καταλάβει. Τους μυρίζεται τους κρυμμένους.» Αναφερόταν στην Ελένη’νιρ, που δεν ήξερε ότι ήταν του τάγματος των Βιοσκόπων αλλά ήξερε ότι μπορούσε να βρίσκει κρυμμένους με το μυαλό της – την είχε ξαναδεί να το κάνει.
«Η Ελένη,» παρενέβη η Μαρίνα, «είναι εξαντλημένη. Δε μπορεί να χρησιμοποιήσει άλλο τη μαγεία της. Τυχεροί είμαστε που είναι ακόμα ζωντανή, και που δεν έχει λιγοθυμήσει.» Η Ελένη’νιρ καθόταν στο κέντρο ισχύος του πλοίου της Μαρίνας, του Εχθρού της Γαλήνης, και η Καπετάνισσα ήξερε τι έλεγε.
«Δε χρειαζόμαστε μάγους,» είπε ο Ευγένιος ο Μεγαλοφονιάς. «Είμαστε περισσότεροι – και πιο δυνατοί – από τους Αγενείς. Θα τους ξετρυπώσουμε και θα τους φάμε ζωντανούς άμα δε μας παραδώσουν και τη μάγισσά τους και τον δαίμονα Καπετάνιο τους!
»Ψάξτε τα πλοία τους!» πρόσταξε δείχνοντάς τα με το μεγάλο του τσεκούρι.
Οι Θαλασσοφονιάδες εισέβαλαν στα προσαραγμένα σκάφη, το Δηλητηριασμένο Σαλάχι και τον Νικητή των Κυμάτων...
...ενώ τα αβλεφάριστα μάτια του Φιλημένου της Έχιδνας τούς παρακολουθούσαν από κάποια απόσταση. Οι πυκνές σκιές των βαλτότοπων τον έκρυβαν από τα βλέμματά τους.
«Θα μας καταληστέψουν, Καπ’τάνιε!» σύριξε η Μάγδα, που ήταν γονατισμένη απ’τη μια μεριά του ενώ ο Κοσμάς ήταν γονατισμένος απ’την άλλη.
«Ας αρπάξουν ό,τι θέλουν,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος, ήρεμα, τιθασεύοντας την τρομερή οργή του με το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου. «Έχουμε μαζί μας ό,τι χρειαζόμαστε απ’τα σκάφη. Και τα υπόλοιπα θα τα ξαναπάρουμε πίσω – μαζί με λάφυρα απ’τους Θαλασσοφονιάδες.» Επάνω στα χέρια του ήταν κουλουριασμένα τέσσερα δηλητηριώδη φίδια, δύο στο ένα και δύο στο άλλο· επάνω σε κάθε ώμου του ήταν πιασμένη μια σαύρα· γύρω απ’τον λαιμό του τυλιγόταν ακόμα ένα φίδι, μεγαλύτερο από τα υπόλοιπα. Όλα τους πλάσματα των Βαλτότοπων των Όφεων τα οποία γνώριζε καλά.
«Ετοιμάστε τα κλουβιά, Κοσμά,» πρόσταξε. «Κι εσύ,» είπε στη Μάγδα, «πήγαινε μαζί του.»
«Θα μείνεις μόνος σου;» ρώτησε ο Κοσμάς.
«Ναι – και μην κινηθείτε πριν απ’το σινιάλο μου γιατί θα σας δαγκώσω με τα ίδια μου τα δόντια.»
Ο Κοσμάς και η Μάγδα απομακρύνθηκαν, γλιστρώντας πίσω απ’τις σκιές των Βαλτότοπων των Όφεων.
Τα ερπετά των ελών σύριζαν και σέρνονταν μες στη βλάστηση. Όλα τους ένιωθαν την παρουσία του Φιλημένου...
Οι Θαλασσοφονιάδες έψαξαν τα δύο προσαραγμένα σκάφη των Αγενών, αλλά πουθενά δεν βρήκαν κανέναν άνθρωπο. Μόνο λάφυρα έβγαλαν από τα πλοία, και όχι εκείνα που περίμενε ο αρχηγός τους.
«Πού είναι τα πλάσματα από το Σύμπλεγμα;» ρώτησε ο Ευγένιος.
«Δεν είν’ στ’αμπάρια, Μεγαλοφονιά,» απάντησε ένας πειρατής.
«Πρέπει να τάχουν πάρει μαζί τους,» πρόσθεσε ένας άλλος, «και νάχουν κρυφτεί στα σκοτεινά.»
Ο Ευγένιος κοίταξε ξανά στο εσωτερικό των βάλτων. «Δε μπορεί νάναι μακριά,» μούγκρισε. «Ελάτε!» φώναξε σηκώνοντας τον πέλεκύ του ψηλά με το ένα χέρι. Και οι κουρσάροι του τον ακολούθησαν, με τα όπλα τους έτοιμα.
Βάδισαν προσεχτικά μες στη βλάστηση και τις σκιές, πατώντας μαλακό χώμα, περιμένοντας ενέδρα ασφαλώς, περιμένοντας τους Αγενείς να πεταχτούν από οπουδήποτε και να τους ορμήσουν.
«Έχετε το νου σας για φίδια!» προειδοποίησε ο Μάρκος ο Εξώτερος. «Οι Βαλτότοποι των Όφεων έχουν τα πιο τρομερά φίδια, λένε. Και να μην πάμε να βρούμε τους Αγενείς, θα πεθάνουν όλοι τους δω πέρα – απ’τα δηλητήρια!»
«Ησυχία!» είπε ο Μεγαλοφονιάς. «Θα τους βρούμε. Δε μπορεί νάναι μακριά,» επανέλαβε. Και ύψωσε τη φωνή του, για ν’αντηχήσει ολόγυρα: «Αγενείς! Ακούστε με! Δώστε μου τον δαίμονα Καπετάνιο σας, δώστε μου και τη μάγισσά σας, και όλα τελειώνουν εδώ! Μπορείτε να μπείτε και στα πληρώματά μου, ρε οδοντόψαρα – θα τα συμφωνήσουμε! Ο Μεγαλοφονιάς αναγνωρίζει τις καλές πράξεις. Δώστε μου τον δαίμονα και τη μάγισσα, κι όλα έχουνε τελειώσει!»
Και περίμενε, κάνοντας νόημα στους κουρσάρους του να σταματήσουν, να πάψουν να βαδίζουν.
Η σιγαλιά των βαλτότοπων τού απάντησε μονάχα. Απόμακροι υγροί θόρυβοι, θροΐσματα, συρίγματα που μόλις που ακούγονταν, κι άλλοι πιο παράξενοι χαμηλοί ήχοι.
«Μ’ακούτε, Αγενείς;» φώναξε ο Μεγαλοφονιάς. «Μ’ακούτε; Ακούτε τι θέλω;»
«Σσσς!» ήχησε μια φωνή. «Χαλάς την ησυχία.»
Κι όλοι τους στράφηκαν, ξαφνιασμένοι, τώρα μόνο βλέποντας τη σκιερή φιγούρα που στεκόταν κάτω απ’τα μακριά κλαδιά μιας ιτιάς.
«Αυτός είναι!» γρύλισε ο Μεγαλοφονιάς.
«Μη ζητάς άλλο τον Οφιομαχητή,» είπε ο Γεώργιος, και το Φιλί της Έχιδνας γυάλισε μέσα απ’το σκοτάδι, βγαίνοντας απ’το θηκάρι του μ’ένα χσσσσστ! σαν φωνή ερπετού· «ήρθε να σε βρει.» Αλλά το τράβηγμα του ξίφους δεν ήταν παρά αντιπερισπασμός καθώς με το άλλο του χέρι ύψωνε το βελονοβόλο και πατούσε τη σκανδάλη. Δεν χρειαζόταν καν να σημαδέψει μέσα σ’αυτό το τσούρμο· δεν υπήρχε περίπτωση ν’αστοχήσει: όλο και κάποιον θα πετύχαινε.
Οι πειρατές ούρλιαξαν καθώς οι βελόνες καρφώνονταν επάνω τους, στέλνοντας δηλητήρια μες στο σώμα τους.
Εκτόξευσαν βέλη και ενεργειακές ριπές προς τον Γεώργιο αλλά αστόχησαν καθώς αυτός τιναζόταν ξανά μες στα σκοτάδια των βάλτων.
«ΠΙΑΣΤΕ ΤΟΝ ΖΩΝΤΑΝΟ!» γκάριξε ο Μεγαλοφονιάς ενώ οι πειρατές του ξεχύνονταν για να καταδιώξουν τον Καπετάνιο των Αγενών.
Ο Γεώργιος τούς συνάντησε μες στις σκιές και τη βλάστηση, χωρίς ούτε στιγμή να πάψει να κινείται απ’το ένα μέρος στο άλλο. Το Φιλί της Έχιδνας άστραψε, σκίζοντας έναν λαιμό, σκίζοντας μια κοιλιά. Το πόδι του Οφιομαχητή κλότσησε έναν πειρατή, στέλνοντάς τον πάνω σ’άλλους δύο, κι όλοι μαζί έπεσαν σ’έναν λάκκο με φίδια που τους δάγκωσαν με τα δηλητηριώδη δόντια τους. Ο Γεώργιος τίναξε το αριστερό του χέρι (που τώρα δεν κρατούσε το βελονοβόλο), και το ένα απ’τα δύο φίδια που τυλίγονταν εκεί πετάχτηκε σαν βέλος και έκλεισε τα σαγόνια του πάνω στη μύτη μιας πειρατίνας που σωριάστηκε ουρλιάζοντας. Η σαύρα στον δεξή του ώμο πήδησε στο πρόσωπο ενός άλλου πειρατή, μπήγοντας τα νύχια της στη σάρκα του. Το Φιλί της Έχιδνας έκοψε το χέρι ενός που έκανε να υψώσει βαλλίστρα. Ακόμα ένα φίδι πετάχτηκε απ’τη μεριά του Οφιομαχητή για να δαγκώσει έναν κουρσάρο. Ουρλιαχτά, κραυγές, κουφάρια, άνθρωποι που χτυπιόνταν, άνθρωποι που έτρεχαν αποδώ κι αποκεί περιστοίχιζαν τον Γεώργιο τώρα. Πανικός μέσα στο σκοτάδι, ανάμεσα στα καλάμια, τα βούρλα, τις ιτιές.
Και ο Φιλημένος τούς πήγε προς μια μεριά όπου ήξερε πως το έδαφος ήταν πολύ ασταθές – ο βούρκος καταβρόχθιζε. Εκείνος όμως δεν έπεσε στο λαίμαργο στόμα του: πήδησε από βράχο σε στέρεα γη σε βράχο και, προς στιγμή, σε μαλακιά γη την οποία έκανε να τον υποστηρίξει με τις υδατοτρόπες δυνάμεις του. Οι Θαλασσοφονιάδες πάτησαν στον βούρκο κι άρχισαν να βουλιάζουν, κραυγάζοντας, ζητώντας βοήθεια· αλλά όσο πάλευαν, όσο χτυπιόνταν, τόσο πιο βαθιά πήγαιναν. Και τα ερπετά που κολυμπούσαν εκεί μέσα έρχονταν καταπάνω τους, ενώ κάτι βατράχια του Λοκράθου είχαν στήσει ολόκληρη γιορτή με τα χαρούμενα κοάσματά τους.
Ο Γεώργιος πιάστηκε στον κορμό ενός δέντρου και σκαρφάλωσε στα κλαδιά του. Έβγαλε ένα, δύο, τρία διαπεραστικά σφυρίγματα, κι ακόμα ένα, μακρύτερο από τα προηγούμενα.
Το σινιάλο.
Οι Αγενείς βγήκαν από τις τρεις κρυψώνες τους – τα μέρη στα οποία τους είχε οδηγήσει ο Καπετάνιος τους, λέγοντάς τους να μην ανησυχούν, εκεί δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να τους έβρισκαν οι Θαλασσοφονιάδες. Και είχε δίκιο: οι πειρατές του Μεγαλοφονιά ούτε που είχαν πλησιάσει αυτές τις κρυψώνες.
Τώρα, οι Αγενείς ξεπρόβαλαν ζυγώνοντας τους εχθρούς τους από τρεις διαφορετικές μεριές, εξαπολύοντας βέλη καταπάνω τους, ενεργειακές ριπές, και ηχητικές ριπές. Και τραβούσαν και δύο κλουβιά μαζί τους. Το ένα είχε κλεισμένο μέσα έναν Υπόγειο Γίγαντα· το άλλο ήταν γεμάτο Μωρά της Αβύσσου. Τα τελευταία τα είχαν κάνει να είναι ήσυχα πιο πριν τυλίγοντας το κλουβί τους μ’ένα ηχομονωτικό ύφασμα που είχαν βρει στ’αμπάρια του Νικητή των Κυμάτων. Τώρα, όμως, έβγαλαν αυτό το ύφασμα, και το «κλάμα» των Μωρών αντηχούσε μες στους βάλτους σαν φωνές εξωδιαστασιακών δαιμόνων.
Οι Αγενείς άνοιξαν τις πόρτες των κλουβιών και τα έσπρωξαν προς τους Θαλασσοφονιάδες, αφήνοντάς τα να τσουλήσουν πάνω στις ρόδες τους προτού, αναμενόμενα, πάρουν τούμπα μες στους βάλτους και τα τέρατα πεταχτούν έξω – ανάμεσα στους πειρατές του Ευγένιου του Μεγαλοφονιά, που είχαν τρομοκρατηθεί. Ο Υπόγειος Γίγαντας ορθώθηκε, γεμάτος γκρίζες φολίδες, αρπάζοντας όποιον έβρισκε με τις τρομερές δαγκάνες στα πέρατα των χεριών του. Ήταν αόμματος αλλά, κάπως, κατάφερνε να βρίσκει τους στόχους του. Το ίδιο και τα Μωρά της Αβύσσου· δεν είχαν μάτια: το κεφάλι τους ήταν όλο στόμα χωρίς δόντια. Οι ουρές τους τινάζονταν σαν μαστίγια και τρυπούσαν τους πειρατές με το κοκάλινο κεντρί στην άκρη τους. Συγχρόνως, τα Μωρά συνέχιζαν να βγάζουν εκείνο το δαιμονισμένο «κλάμα».
Διαβόλοι!... ακούστηκαν οι Θαλασσοφονιάδες να ουρλιάζουν. Διαβόλοι των βάλτων!... Της Έχιδνας!... Μεγαλοφονιά – διαβόλοι!...
«Δεν είναι ‘των βάλτων’, ούτε ‘της Έχιδνας’!» φώναξε ο Ευγένιος, εξαγριωμένος. «Αυτοί τούς έριξαν καταπάνω μας, δεν είδατε; Αυτοί!» Και, κραυγάζοντας άναρθρα, κραδαίνοντας το μεγάλο πελέκι του, όρμησε στον Υπόγειο Γίγαντα που όλοι σκορπίζονταν γύρω του, τρομοκρατημένοι.
Η μία από τις δύο δαγκάνες του εξωδιαστασιακού όντος ήρθε προς τον Μεγαλοφονιά, ανοιγοκλείνοντας. Εκείνος τη χτύπησε με το τσεκούρι του, σπάζοντας ένα κομμάτι της και κάνοντας το χέρι του Γίγαντα να αποτραβηχτεί ενώ το πλάσμα κραύγαζε από πόνο. «Δεν υπάρχουν τέρατα που μπορούν να νικήσουν εμένα!» φώναξε ο Μεγαλοφονιάς, συνεχίζοντας σαν παράφρονας την επίθεσή του, χτυπώντας τώρα τον Υπόγειο Γίγαντα στα πλευρά, τσακίζοντας γκρίζες φολίδες, τινάζοντας αίμα.
Το άλλο χέρι του πλάσματος ήρθε καταπάνω του, με τη δαγκάνα κλειστή, παρωδία γροθιάς, και τον κοπάνησε κατακέφαλα. Ο Ευγένιος έπεσε και κατρακύλησε στο μαλακό έδαφος των βάλτων.
Ένας από τους πειρατές του σημάδεψε τον Υπόγειο Γίγαντα με μια μεγάλη καραμπίνα και πάτησε τη σκανδάλη. Το όπλο δεν έριξε. Ο πειρατής ξαναπάτησε τη σκανδάλη. Το όπλο πάλι δεν ανταποκρίθηκε.
Ο πειρατής δεν πρόλαβε να πατήσει τη σκανδάλη και τρίτη φορά: Το πλατυλέπιδο σπαθί του Κοσμά, ο οποίος είχε φτάσει κοντά του καθώς οι Αγενείς ορμούσαν στους Θαλασσοφονιάδες, τον χτύπησε στο πλάι του λαιμού, στέλνοντας έναν πίδακα αίματος στον αέρα και σωριάζοντάς τον.
Ο Οφιομαχητής ήρθε να βοηθήσει τους κουρσάρους του, αν και δεν νόμιζε ότι πραγματικά χρειάζονταν βοήθεια. Αυτοί που τώρα φαινόταν να χρειάζονται βοήθεια ήταν οι Θαλασσοφονιάδες. Το Φιλί της Έχιδνας σύριζε στον υγρό αέρα των βάλτων, σκίζοντας σώματα, μισερώνοντας και σκοτώνοντας. Ερπετά έρχονταν στα χέρια του Γεώργιου, στους ώμους του, γύρω από τα πόδια του, κι εκείνος τα τίναζε εναντίον των εχθρών του, για να τους δαγκώσουν, για να τους τυλίξουν, για να τους γρατσουνίσουν ανελέητα. Οι βαλτότοποι έμοιαζαν με ζωντανό σύμμαχό του. Τα μάτια του ούτε στιγμή δεν βλεφάριζαν.
Ο Ευγένιος ο Μεγαλοφονιάς σηκώθηκε όρθιος πάλι, και είδε τι γινόταν γύρω του. Και καταλάβαινε. Πανωλεθρία! Πανωλεθρία! Μακελειό... Τι δαίμονας ήταν αυτός ο καινούργιος Καπετάνιος των Αγενών; Τι ήταν; Κάτι αφύσικο συνέβαινε εδώ· ο Ευγένιος το μυριζόταν, το ήξερε. Κάτι αφύσικο και διαβολικό.
Αλλά αυτό το τέρας δεν θα ζούσε για να θυμάται το σφάξιμο! σκέφτηκε ατενίζοντας το ψηλό ανθρωποειδές πλάσμα με τις γκρίζες φολίδες και τα χέρια που τελείωναν σε δαγκάνες. Πρέπει να ήταν ένα απ’τα όντα από το Σύμπλεγμα· δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Και τώρα η μία από τις δαγκάνες του άρπαζε το κεφάλι ενός Θαλασσοφονιά, συνθλίβοντας το, ενώ η δεύτερη δαγκάνα χτυπούσε έναν άλλο και τον έριχνε κάτω.
Το τέρας όμως αιμορραγούσε από τα πλευρά, εκεί όπου ο Ευγένιος το είχε κόψει πριν. Ήρθε το τέλος σου! σκέφτηκε ο Μεγαλοφονιάς, και έτρεξε καταπάνω του.
Ο Υπόγειος Γίγαντας τον αντιλήφτηκε να έρχεται παρότι δεν είχε μάτια. Στράφηκε στη μεριά του, απλώνοντας μια μεγάλη δαγκάνα. Ο Ευγένιος τη χτύπησε με το τσεκούρι του, σπάζοντας το ένα τμήμα της, μισερώνοντάς την. Και μετά έσκυψε, έπεσε στο ένα γόνατο, γλιστρώντας πάνω στο μαλακό έδαφος και διαγράφοντας μια δυνατή τροχιά με τον πέλεκύ του. Η μία από τις δύο βαριές λεπίδες δάγκωσε το δεξί πόδι του Γίγαντα – διέλυσε φολίδες και χώθηκε μέσα του. Το πλάσμα κραύγασε ηχηρά. Ο Ευγένιος έτριξε τα δόντια και τράβηξε το καρφωμένο όπλο του. Ο Υπόγειος Γίγαντας έπεσε, με το πόδι του μισοκομμένο, να αναβλύζει αίμα, και ο Μεγαλοφονιάς πήδησε πάνω στο σώμα του χτυπώντας τον με το τσεκούρι, ξανά και ξανά, προτού χάσει την ισορροπία του από τους σφαδασμούς του εξωδιαστασιακού όντος και βρεθεί πάλι στο μαλακό έδαφος, κυλώντας για ν’απομακρυνθεί, αφήνοντας το τέρας να πεθάνει.
Αλλά καθώς, αμέσως μετά, σηκωνόταν όρθιος έβλεπε πως είχε χάσει τη μάχη. Ο Γεώργιος και το τσούρμο του είχαν νικήσει. Κατέσφαζαν τους πειρατές του όπως ο ψαράς ανοίγει τις κοιλιές των ψαριών που έχει πιάσει στα δίχτυα του.
Ο Ευγένιος ο Μεγαλοφονιάς έκανε τότε κάτι που είχε να κάνει πολύ καιρό: Υψώνοντας τη φωνή του, φωνάζοντας όσο πιο δυνατά μπορούσε, πρόσταξε υποχώρηση. Υποχώρηση! Στα πλοία! Στα πλοία!
Και οι κουρσάροι του τον ακολούθησαν δίχως δισταγμό.
«Πίσω τους!» κραύγασε ο Κοσμάς, δείχνοντάς τους με το μεγάλο σπαθί του.
«Πίσω τους!» φώναξε κι ο Γεώργιος, και οι Αγενείς ακολούθησαν τον Καπετάνιο και τον Δευτεροκαπετάνιο τους καθώς καταδίωκαν τους Θαλασσοφονιάδες, οι οποίοι τους έμοιαζε εξωπραγματικό που είχαν τραπεί σε φυγή. Αυτό ήταν το τσούρμο του Ευγένιου του Μεγαλοφονιά, μα την Έχιδνα! «Τα λάφυρά τους είναι δικά μας! Δικά μας!» ούρλιαξε ένας από τους Αγενείς.
Έφτασαν στις ακτές των βαλτότοπων, όπου ήταν αραγμένα τα τρία πλοία των Θαλασσοφονιάδων, οι οποίοι τώρα προσπαθούσαν να ανεβούν σ’αυτά και να σαλπάρουν.
«Εκεί!» πρόσταξε ο Γεώργιος δείχνοντας με το Φιλί της Έχιδνας το σκάφος που έγραφε ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΥΔΑΤΙΑΣ στο πλάι του και είχε για ακρόπρωρο λαξευτά νύχια που έμοιαζαν να γραπώνουν τη μπροστινή του μεριά – τα νύχια κάποιου αόρατου, πελώριου θηρίου. «ΕΚΕΙ!»
Οι Αγενείς όρμησαν στους Θαλασσοφονιάδες που ανέβαιναν στο συγκεκριμένο πλοίο και τρομερή μάχη ξέσπασε στην κουβέρτα του, ενώ τα άλλα δύο σκάφη ετοιμάζονταν για αναχώρηση. Οι μηχανές τους ακούγονταν να βουίζουν – οι μάγοι είχαν καθίσει πάλι στα ενεργειακά κέντρα παρά την κούρασή τους.
Ο Ευγένιος ο Μεγαλοφονιάς δεν βρισκόταν επάνω στα Νύχια της Υπερυδάτιας· ήταν στον Ανελέητο Οδηγό· και δεν έμεινε για να βοηθήσει το σκάφος που είχε δεχτεί τη μανιασμένη επίθεση των Αγενών. Ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του, η Καπετάνισσα του Εχθρού της Γαλήνης. Κι οι δύο οδήγησαν τα πλοία τους μακριά από τις ακτές, ενώ οι κουρσάροι του Γεώργιου κατέσφαζαν το πλήρωμα των Νυχιών. Το Φιλί της Έχιδνας γυάλιζε κλέβοντας ζωές και μέλη. Δηλητηριώδη φίδια και σαύρες πετάγονταν από τα χέρια και τους ώμους του Οφιομαχητή. Και οι Αγενείς μάχονταν όπως δεν είχαν πολεμήσει ποτέ τους. Ο τρόπος που ο καινούργιος Καπετάνιος τους είχε στήσει ενέδρα και είχε νικήσει τον ίδιο τον Μεγαλοφονιά – τον ίδιο τον Μεγαλοφονιά, μα την Έχιδνα! – τους είχε ξεσηκώσει. Νόμιζαν ότι ήταν πανίσχυροι πλάι στον Καπετάν Γεώργιο. Αήττητοι. Υπερφυσικοί σαν αυτόν. Οφιομαχητές. Νόμιζαν ότι είχαν την εύνοια της Έχιδνας και των φαρμακερών πλασμάτων της.
Ο Γεώργιος έσπασε την κλειστή πόρτα της γέφυρας με μια κλοτσιά, κι αντίκρισε τον Καπετάνιο των Νυχιών να τον σημαδεύει με δύο πιστόλια. Δύο πυροβόλα. Πάτησε συγχρόνως τις σκανδάλες τους, αλλά κανένα απ’τα όπλα δεν έριξε.
Ο Φιλημένος τού πέταξε μια σαύρα καταπρόσωπο, και ο Καπετάνιος ούρλιαξε καθώς το πλάσμα των βάλτων έγδερνε μανιωδώς τη μούρη του, τυφλώνοντάς τον απ’το ένα μάτι. Δεν πρόλαβε καν να τραβήξει το σπαθί του προτού το Φιλί της Έχιδνας μπηχτεί στο στήθος του διαπερνώντας εύκολα τον αλυσιδωτό θώρακα που φορούσε μέσα από τα άλλα του ρούχα.
Σε μια γωνία της γέφυρας, όμως, στεκόταν μια γυναίκα με ηχητικό πιστόλι στο χέρι – και αμέσως το χρησιμοποίησε τώρα που είδε ότι δεν υπήρχε πια φόβος να χτυπήσει τον Καπετάνιο της. Η ηχητική ριπή τύλιξε τον Γεώργιο, τραντάζοντάς τον, κάνοντάς τον να παραπατήσει. Στράφηκε, ζαλισμένος, κι αντίκρισε τη γυναίκα να ορμά καταπάνω του μ’ένα καμάκι, έτοιμη να τον τρυπήσει σαν ψάρι, αλαλάζοντας σαν δαιμονισμένη.
Αλλά δεν έφτασε ποτέ κοντά του:
Ένας πυροβολισμός αντήχησε, και η πειρατίνα έπεσε κάτω, σφαδάζοντας.
Η Λουκία είχε μόλις μπει από τη σπασμένη πόρτα μ’ένα πιστόλι στο ένα χέρι κι ένα σπαθί στο άλλο. Τώρα τινάχτηκε δίπλα στη γυναίκα με το καμάκι και την αποτελείωσε καρφώνοντάς την στο λαιμό, σωριασμένη κι ανήμπορη καθώς ήταν.
Στράφηκε και χαμογέλασε στον Γεώργιο υψώνοντας το ματωμένο λεπίδι της σε χαιρετισμό.
Εκείνος τής έκλεισε το αριστερό μάτι – σπάνια περίπτωση.
Βγήκαν ξανά από τη γέφυρα και σύντομα είχαν τα Νύχια της Υπερυδάτιας υπό τον έλεγχό τους. Το παλιό πλήρωμα του σκάφους ήταν ή σκοτωμένο ή ριγμένο στη θάλασσα και στους βάλτους, όπου έτρεχαν ή κολυμπούσαν σαν να είχαν τρελαθεί· πολύ γρήγορα, ή τα ψάρια θα τους έτρωγαν ή τα ερπετά, ή τίποτα ακόμα χειρότερο.
Ο μόνος από το παλιό πλήρωμα που είχε μείνει πάνω στο καράβι ήταν ο μάγος. Τον είχαν βρει στο κέντρο ισχύος, λίγο προτού ξεκινήσει τη μαγεία του, και με μια κλοτσιά και μια γροθιά τον είχαν ρίξει αναίσθητο. Τον έφεραν τώρα στην κουβέρτα, τραβώντας τον ανάμεσά τους, και εξήγησαν στον Γεώργιο ποιος ήταν. «Ή θα κάνει το σκάφος να δουλέψει για μας, Καπ’τάνιε,» είπε ο Ζαχαρίας, «ή θα τον καρφώσουμε στο κατάρτι.»
«Θα τον γδάρουμε, καλύτερα,» είπε ο Χρύσανθος ο Μονάρχιδος, «για να κάνουμε το πετσί του πανί!» Είχε γίνει τρεις φορές πιο αιμοβόρος και μοχθηρός από τότε που είχε καταντήσει μονάρχιδος· όλοι το είχαν παρατηρήσει.
Ο Γεώργιος κοίταζε τα δύο πλοία του Μεγαλοφονιά που απομακρύνονταν προς τα βόρεια. Είχαν ανοίξει τα ιστία τους τώρα, δεν χρησιμοποιούσαν πλέον τις μηχανές τους. Μόνο για να φύγουν απ’τις ακτές των βάλτων τις είχαν χρησιμοποιήσει· οι μάγοι τους δεν άντεχαν άλλο. Ούτε και οι δικοί μας αντέχουν, δυστυχώς, σκέφτηκε ο Φιλημένος.
Και στράφηκε στον μάγο των Νυχιών – έναν κοκαλιάρη άντρα με μακριά ξανθά μαλλιά και ουλή στο αριστερό μάγουλο. Ήταν λιπόθυμος πάνω στην κουβέρτα, ξαπλωμένος ανάσκελα· τον είχαν ρίξει εκεί σαν τσουβάλι.
«Ξυπνήστε τον,» πρόσταξε ο Γεώργιος.
Η Μάγδα πάτησε τον μάγο στα αρχίδια κι εκείνος πετάχτηκε με μια κραυγή. Δύο σπαθιά βρέθηκαν πάραυτα στον λαιμό του – το μεγάλο ξίφος του Κοσμά κι αυτό του Ζαχαρία.
«Δούλευες για τον Μεγαλοφονιά,» είπε ο Γεώργιος στον μάγο. «Σε πλήρωνε καλά;»
Εκείνος έγλειψε τα ξεραμένα χείλη του, φοβισμένος. «Καλά...»
«Πόσο;»
Ο μάγος τού είπε.
«Εγώ θα σε πληρώνω πιο λίγα. Αλλά θα σου κάνω και μια χάρη.»
Ο μάγος περίμενε τη συνέχεια.
«Θα σ’αφήσω να ζήσεις. Έχεις πρόβλημα μ’αυτό;»
Ο μάγος κούνησε το κεφάλι αρνητικά.
«Τ’όνομά σου;»
«Ιερεμίας... Ιερεμίας’μορ.»
«Εγώ ξέρεις ποιος είμαι;» Έκανε νόημα στον Κοσμά και τον Ζαχαρία ν’απομακρύνουν τα σπαθιά τους απ’τον λαιμό του μάγου, κι αυτοί υπάκουσαν.
«Ο καινούργιος Καπετάνιος των Αγενών. Ο Μεγαλοφονιάς λέει πως είσαι δαίμονας, αλλά δεν τον πιστεύω.»
«Δεν κάνεις καλά,» του είπε ο Γεώργιος. «Είμαι δαίμονας!» φώναξε, και το τσούρμο του έβγαλε άγριες φωνές και γέλια και κούνησαν τα όπλα τους στον αέρα. «Κι άμα με προδώσεις θα σε ταΐσω στα φίδια της Έχιδνας, Ιερεμία’μορ. Με καταλαβαίνεις;»
«Δε θα σε προδώσω,» ορκίστηκε ο μάγος.
«Μπορείς τώρα να δουλέψεις στις μηχανές του σκάφους;»
«Είμαι πολύ κουρασμένος, Καπετάνιε. Επί δεκατέσσερις ώρες–»
«Κατανοητό, κατανοητό,» τον διέκοψε ο Γεώργιος. «Κι οι άλλοι μάγοι μου είναι κουρασμένοι.» Και μιλώντας προς όλους, μεγαλόφωνα: «Σήμερα, ξεκουραζόμαστε και γλεντάμε!» Ύψωσε το Φιλί της Έχιδνας, αφήνοντάς το ν’αστράψει, αιματοβαμμένο, στο πρωινό φως. «Νικήσαμε τον Ευγένιο τον Μεγαλοφονιά!»
Οι Αγενείς ζητωκραύγαζαν, και ύψωναν και τα δικά τους όπλα. Φώναζαν: Γεώργιος! Καπετάν Γεώργιος! Καπετάν Γεώργιος! Οφιομαχητής! Οφιομαχητής! ΟΦΙΟΜΑΧΗΤΗΣ!
Διονυσία:
Ο αδελφός μου κατάφερε πάλι να μας μπλέξει! Γιατί τον αφήνω, μα την Έχιδνα; Θα μπορούσαμε τώρα να είμαστε μέσα στο τρένο, πηγαίνοντας προς Μεγάπολη και... και έχοντας αφήσει τον Γεώργιο σ’αυτά τα καταραμένα βατράχια... Αλλά τι άλλο να κάνουμε, μα τους θεούς; Πώς να τον βοηθήσουμε; Να πετάξουμε στην Ιχθυδάτια, να πολεμήσουμε τους ακόλουθους του Λοκράθου με τα σπαθιά μας, και να τον σώσουμε; Αυτό μπορεί να το έκανε εκείνος, όχι εμείς.
Δεν ήταν ανάγκη τώρα να είμαστε εδώ, σ’αυτό το ξενοδοχείο, τον Οίκο του Νεσκάλιου, στον Ιχνολόγο (μια συνοικία της Ριλιάδας). Κανονικά, έπρεπε να είχαμε ήδη φύγει! Ο Τζακ μπορούσε να μας βάλει στο τρένο· το είχε πει. Ύστερα όμως απ’όσα του είπε ο αδελφός μου, υποσχέθηκε πως θα έψαχνε για τον Άνθιμο Γερσίκιο, και μάλιστα νομίζω πως μπορούσα να διακρίνω μια γυαλάδα προσωπικού ενδιαφέροντος στα μάτια του. Ο Αρσένιος είχε καταφέρει να του κινήσει την περιέργεια μιλώντας του για τους Τρομερούς Καπνούς. Ο Τζακ των Υπογείων μάς οδήγησε, λοιπόν, έξω απ’τα υπόγεια των Κατωμήχανων και στον Οίκο του Νεσκάλιου. Δεν είναι πολύ μεγάλο ξενοδοχείο αλλά ούτε και κανένα μέρος τρίτης κατηγορίας. Μας είπε ότι θα τα κανονίσει όλα εκείνος με τη διεύθυνση. Δε χρειάστηκε να πληρώσουμε τίποτα. Όχι πως έχουμε λεφτά μαζί μας πέρα από τα λίγα που ο Τζακ μάς έδωσε. Είμαστε απλόκαμοι.
Απλόκαμοι και τρελοί... σκέφτομαι αναστενάζοντας, καθώς κοιτάζω τον αδελφό μου που είναι τώρα ξαπλωμένος στο ένα κρεβάτι του δωματίου μαζί με την Ευθαλία. Έχω μόλις βγει από το μπάνιο, έχοντας κάνει ένα ντους για να διώξω τον ιδρώτα από πάνω μου, να μην κολλάω.
«Τι σ’ενδιαφέρει, τώρα, πού είναι ο Γερσίκιος;» του λέω. «Και να τον βρει ο Τζακ–»
«Θα τον βρει. Ο Άνθιμος κατέβαινε στους Κατωμήχανους· είχε κάποιες επαφές εκεί. Δε θα είναι πρόβλημα για τον Τζακ των Υπογείων να–»
«Για εμάς, όμως, είναι πρόβλημα!»
«Τι εννοείς, αδελφή μου;»
«Καθυστερούμε χωρίς λόγο, γαμώτο! Αισθάνεσαι εσύ ασφαλής εδώ; Εγώ δεν αισθάνομαι ασφαλής, Αρσένιε–»
Γελάει, ο καταραμένος! Γελάει μ’αυτό το γέλιο που μοιάζει να μη βγαίνει απ’τον λαιμό του αδελφού μου αλλά απ’τον λαιμό κάποιου αγνώστου.
«Ασφαλής;» μου λέει κοιτάζοντας το ταβάνι χωρίς να το βλέπει. «Πουθενά δεν είσαι ασφαλής μες στο σκοτάδι, Διονυσία.»
Γαμώ τα φαρμακερά μαλλιά της Έχιδνας! Θέλω να βάλω τα κλάματα. Έχω φτάσει σε απόγνωση μ’αυτό τον άνθρωπο!
Κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού μου, νιώθοντας κουρασμένη. Εξουθενωμένη. Μου χρειάζεται ύπνος. Σβήνω το φως και ξαπλώνω.
«Κι άμα τον βρει τον Άνθιμο,» ρωτάω μετά από λίγο, «τι θα γίνει; Μπορείς να μου πεις; Θα θες τότε να πας να τον συναντήσεις;»
«Εννοείται.»
«Γιατί;» γρυλίζω, οργισμένη. «Τι πρόκειται να κάνεις μαζί του;»
«Είναι δυνατόν να με ρωτάς; Να με ρωτάς;»
«Φυσικά και σε ρωτάω!»
«Εξαιτίας του, παραλίγο να σκοτωθώ, Διονυσία! Εξαιτίας του... εξαιτίας του η Νεκταρία έχασε τη ζωή της...»
Ήταν πολύ ερωτευμένος μαζί της. Αναρωτιέμαι τι της έβρισκε. Μια λεχρίτισσα ήταν. Τον είχε ξεμυαλίσει. «Δεν έφταιγε μόνο εκείνος. Δεν έφταιγε καν εκείνος. Οι Τρομεροί Κα–»
«Εκείνος έφταιγε! Εκείνος και το σαπιοκάραβό του! Με το πρώτο χτύπημα του τσεκουριού του γίγαντα κόπηκε στα δύο! Από τι σκατά ήταν φτιαγμένο; Από τσίγκο; Θα λογοδοτήσει, ο καβουρόφιλος! Θα μου δώσει εξηγήσεις! Θα μιλήσουμε! Αν είναι ζωντανός, αν δεν τον έχουν φάει τα κύματα, θα μιλήσουμε.»
Τέλος πάντων... Τι να του πεις; Έχει κάποιο δίκιο να είναι οργισμένος μ’αυτό τον Άνθιμο Γερσίκιο– Ή μάλλον όχι, δεν έχει κανένα δίκιο να είναι οργισμένος μαζί του. Τι να έκανε για να είχε αποφύγει τους Τρομερούς Καπνούς; Δεν ήξερε ότι θα έρχονταν. Δεν ήξερε τίποτα. Ο Αρσένιος έχει γίνει παράλογος. Ανέκαθεν παραήταν παρορμητικός, παραήταν παράτολμος. Ανέκαθεν, ουσιαστικά, χρειαζόταν κάποιον για να τον προσέχει. Αλλά τώρα... τώρα δεν είναι λογικά αυτά που λέει. Ορισμένα από αυτά, τουλάχιστον. Το δηλητήριο της κερασφόρου οχιάς ίσως να τον έχει τρελάνει εν μέρει.
Και τι είχε πει στον Άνθιμο, τον Πρωθιερέα του Ναού της Έχιδνας στις Ακτές των Βράχων;
Τι αισθάνεσαι; Τι νιώθεις μέσα σου, Αρσένιε; τον είχε ρωτήσει ο ιερωμένος.
Και ο αδελφός μου είχε απαντήσει: Μίσος. Μόνο αυτό είχε απαντήσει. Μίσος...
Μισεί τους πάντες, τα πάντα. Και, ναι, μονάχα έτσι εξηγείται ορισμένες φορές η συμπεριφορά του. Ακόμα κι εμένα με μισεί, είμαι σίγουρη. Αλλά δεν μπορώ να τον εγκαταλείψω· είναι αδελφός μου. Δε φταίει ο ίδιος για ό,τι του συνέβη. Το δηλητήριο της κερασφόρου οχιάς τον έχει τρελάνει.
Προσπαθώ να τα διώξω όλα τούτα απ’το μυαλό μου. Προσπαθώ να διώξω και την ανησυχία μου για τον Γεώργιο, αν και ξέρω τι σχεδιάζουν να του κάνουν τα βατράχια. Προσπαθώ να κοιμηθώ. Μου χρειάζεται ύπνος.
Αν μπορούσα θα είχα χρησιμοποιήσει Ξόρκι Στιγμιαίας Υπνώσεως επάνω στον εαυτό μου· αλλά αυτό το ξόρκι πιάνει μόνο επάνω σε κάποιον που ήδη βρίσκεται στα όρια του ύπνου. Κι αν καταφέρω να βρεθώ στα όρια του ύπνου, είμαι βέβαιη πως δεν θα μείνω εκεί για πολύ.
Αδειάζω το μυαλό μου... Αδειάζω το μυαλό μου... Τεντώνομαι πάνω στο κρεβάτι. Κοιμήσου, Διονυσία... Πρέπει να κοιμηθώ. Κοιμήσου. Το στρώμα είναι μαλακό από κάτω μου...
Γλιστράω και πέφτω, μένοντας εκεί στην αγκαλιά του, γαλήνια, ενώ σκοτάδι μάς τυλίγει... Κάτι γδέρνει τους ξύλινους τοίχους· σηκώνομαι και κοιτάζω, μόνη μου επάνω στο πέτρινο πάτωμα, με αίματα γύρω μου και νεκρούς και πεταμένα όπλα. Κραυγές αντηχούν. Αλυσίδες έχουν τυλίξει τον Γεώργιο, και δεν μπορεί να τις σπάσει – τον τραβάνε πίσω από μια πόρτα και την κλείνουν, τον κρύβουν από τα μάτια μου.
Ο Αρσένιος γελά. Γυρίζω και τον κοιτάζω. Γελά, καθισμένος σε μια ξύλινη καρέκλα, μη μπορώντας να δει τον φονιά που έρχεται καταπάνω του κρατώντας δύο ξιφίδια – τον άντρα με την παραμορφωμένη όψη – τον Στέφανο!
Ουρλιάζω· του φωνάζω ν’απομακρυνθεί, να φύγει!
«Εδώ είμαι, Διονυσία. Εδώ είμαι! Τι συμβαίνει;»
Η φωνή του με ξυπνά, διαλύοντας το όνειρο. Ανασηκώνομαι πάνω στο κρεβάτι, ιδρωμένη. Πρωινό φως μπαίνει απ’τα μισόκλειστα παντζούρια του παραθύρου. Ο αδελφός μου είναι καθισμένος στο δικό του κρεβάτι, παραδίπλα.
Ξεροκαταπίνω. «Τίποτα,» του λέω. «Ονειρευόμουν.»
Γελά, και το γέλιο του είναι ίδιο – ίδιο – μ’αυτό στο όνειρό μου. «Ωραία· δεν βλέπω μόνο εγώ όνειρα τώρα.»
Αφού σηκωνόμαστε και ετοιμαζόμαστε, ο αδελφός μου με ρωτά: «Έχουμε λεφτά για να πάρουμε πρωινό;»
«Υποθέτω πως αυτό είναι κάτι που θα το έχει κανονίσει ο Τζακ, ήδη...»
«Κι αν δεν το έχει κανονίσει; Έχουμε λεφτά για πρωινό;»
«Μόλις και μετά βίας.»
Μετά από λίγο, η πόρτα χτυπά και μια γυναικεία φωνή ανακοινώνει: «Καλημέρα· φέρνω το πρωινό σας!»
Σηκώνομαι από το κρεβάτι και ανοίγω. Μια καμαριέρα μπαίνει φέρνοντας μέσα έναν δίσκο με φλιτζάνια, μια καφετιέρα, μπισκότα, και δύο μικρά κουτάκια γιαούρτι. Τον αφήνει στο κομοδίνο ανάμεσα στα κρεβάτια μας και, χαιρετώντας μας, φεύγει.
«Τι έχουμε εδώ, Διονυσία;» ρωτά ο Αρσένιος.
Του λέω, και μετά τρώμε. Όταν τελειώνουμε, ο Αρσένιος ανάβει τσιγάρο, και πηγαίνω ν’ανοίξω το παράθυρο για να βγαίνει ο καπνός, παρότι φυσά ένας ψυχρός άνεμος και η θέρμανση του ξενοδοχείου δεν είναι και τόσο σπουδαία. Μπορεί εκείνος να θέλει να κάνει κακό στον εαυτό του μ’αυτό το πράγμα, αλλά δεν είναι ανάγκη να κάνει κακό και σ’εμένα.
Περιμένουμε τον Τζακ των Υπογείων, χωρίς να φύγουμε καθόλου από το δωμάτιο, και ο αρωγός μας έρχεται πριν από το μεσημέρι. Κομψότερα ντυμένος απ’ό,τι χτες. Ίσως επειδή εδώ δεν είμαστε στους Κατωμήχανους αλλά σε περισσότερο... πολιτισμένο μέρος.
Μου χαμογελά. «Φαίνεσαι αξιοσημείωτα πιο ξεκούραστη,» παρατηρεί.
Γελάω. «Έκανα μια προσπάθεια.»
«Είχατε κανένα νέο του Οφιομαχητή;» ρωτά.
«Όχι,» λέω. «Περίμενες ότι ίσως να είχαμε;»
«Απλώς ανησυχώ γι’αυτόν, και σκέφτηκα ότι μπορεί να επικοινωνούσε μαζί σας αν είχε ξεφύγει απ’τους ακόλουθους του Λοκράθου και ήταν καλά. Έχετε τηλεπικοινωνιακό πομπό, δεν έχετε;»
«Δυστυχώς όχι,» του λέω.
Η φωνή του Αρσένιου – ο οποίος είναι καθισμένος στο κρεβάτι του, με την Ευθαλία στους ώμους, ενώ εμείς στεκόμαστε – μας διακόπτει: «Τον Άνθιμο τον βρήκες, Τζακ;» Τα μάτια του δεν κοιτάζουν προς τη μεριά μας αλλά προς τον τοίχο με το παράθυρο (που τώρα έχω ξανακλείσει).
«Τον βρήκα,» απαντά ο Τζακ των Υπογείων. «Δεν ήταν και τόσο δύσκολο αφού μου ανέφερες πού σύχναζε στους Κατωμήχανους. Κατάφερα να εντοπίσω έναν άνθρωπο που ξέρει πού είναι το σπίτι του στα Σκαλώματα. Μια γυναίκα» – μου ρίχνει ένα βλέμμα σαν να θέλει να ζητήσει συγνώμη – «όχι και τόσο ηθικού επαγγέλματος, σύμφωνα με κάποιες απόψεις.»
«Πόρνη, εννοείς;» λέει ο Αρσένιος.
«Κατά βάση,» αποκρίνεται ο Τζακ· και συνεχίζει: «Ο Άνθιμος Γερσίκιος μένει στα Σκαλώματα, όπως είπες – στην οδό Αλμάνδης είκοσι-εφτά. Το σημείωσα το μέρος κι επάνω σ’έναν χάρτη.» Μου δίνει ένα διπλωμένο χαρτί. «Μπορείτε να τον κρατήσετε. Αν και... θα σας οδηγήσω εγώ εκεί, αν δεν έχετε πρόβλημα. Θα ήθελα κι εγώ ν’ακούσω τι έχει να πει ο Γερσίκιος.»
«Φυσικά,» του λέω αμέσως. «Εννοείται.» Μετά από τόσα που έχει κάνει για εμάς – είτε τα έχει κάνει λόγω του Γεώργιου είτε όχι – δεν μπορείς να του αρνηθείς κάτι τέτοιο· δεν είναι σωστό.
Ο αδελφός μου δεν φαίνεται να σκέφτεται το ίδιο, όμως. «Γιατί ενδιαφέρεσαι, Τζακ;» ρωτά. «Η υπόθεση ανάμεσα σ’εμένα και τον Άνθιμο είναι αρκετά... προσωπική.»
«Οι Τρομεροί Καπνοί, όμως, δεν είναι προσωπική υπόθεση, Αρσένιε,» αποκρίνεται ο Τζακ των Υπογείων. «Ενδιαφέρουν πολλούς. Έχουν ανησυχήσει πολλούς. Ανάμεσα σ’αυτούς κι εμένα.»
«Για ποιο λόγο;»
«Δε θα εκπλαγείς αν μάθεις ότι έχω πάρε-δώσε με διάφορους ανθρώπους, έτσι δεν είναι; Ανθρώπους που ζητάνε πληροφορίες, ή που τις εμπορεύονται. Οι Τρομεροί Καπνοί είναι ένα... φαινόμενο που κανείς δεν θυμάται νάχει παρουσιαστεί παρόμοιό του στην ιστορία της Υπερυδάτιας. Οι εικασίες γι’αυτούς και τον ‘γίγαντα του καπνού’ τους δίνουν και παίρνουν στους Κατωμήχανους και στα λιμάνια.»
«Και τι νομίζεις ότι θα ξέρει ο Άνθιμος παραπάνω;»
«Ό,τι νόμιζε κι ο Οφιομαχητής.»
«Ότι ίσως να πρόσεξε κάποιους να τον παρακολουθούν; Ότι ίσως να έχει κάποια υποψία γιατί του επιτέθηκαν;»
«Ναι. Οι Τρομεροί Καπνοί σίγουρα θα έχουν πειρατικά μάτια στα λιμάνια, όπως σας έλεγε κι ο Οφιομαχητής. Αν βέβαια δεν θέλετε να έρθω μαζί σας, δεν θα έρθω. Όμως–»
«Φυσικά και μπορείς να έρθεις,» τον διακόπτω. «Αν δεν ήσουν εσύ δεν πρόκειται να βρίσκαμε τον Άνθιμο.» Επιπλέον, είμαι σίγουρη πως θα αισθάνομαι πιο ασφαλής με την καθοδήγηση του Τζακ ώς το σπίτι του Γερσίκιου παρά αν εγώ κι ο Αρσένιος πάμε μόνοι. Δεν την ξέρω τη Ριλιάδα, και ο αδελφός μου, που την ξέρει, δεν τη βλέπει...
Ο Αρσένιος γελά τώρα. «Η Διονυσία πάντα παίρνει όλες τις... βασικές αποφάσεις για τη ζωή μας.»
Ο Τζακ μάς κοιτάζει με... κάποια αμηχανία; Δισταγμό; Προβληματισμό;
Αισθάνομαι άσχημα. «Αρσένιε–»
«Εντάξει,» λέει εκείνος, «εντάξει. Πάμε να βρούμε τον Άνθιμο όλοι μαζί. Ούτως ή άλλως, αδελφή μου» – σηκώνεται όρθιος – «μάλλον θα χαθούμε στην πόλη αν ακολουθήσουμε τα δικά σου μάτια.»
Είναι απαράδεκτος!
Προτού προλάβω να γυρίσω το βλέμμα μου στον Τζακ – που σίγουρα καταλαβαίνει ότι η συμπεριφορά μας είναι πολύ άσχημη προς το μέρος του! – εκείνος στρέφεται στην πόρτα του δωματίου και, ανοίγοντάς την, λέει: «Ελάτε. Θα πάμε με το όχημά μου.» Βγαίνει στον διάδρομο.
Δεν τον ακολουθώ ακόμα. Συρίζω στον Αρσένιο, χαμηλόφωνα αλλά θυμωμένα: «Κάποια στιγμή, πρέπει να μάθεις να μιλάς! Δεν είμαστε πάντα μόνοι!»
Εκείνος γελά μ’αυτό το ξερό γέλιο που μοιάζει να έρχεται από άλλον – κάποιον άγνωστο – λες κι άκουσε κανένα αστείο. «Πες απλά ότι τον γουστάρεις τον Τζακ, αδελφή μου, και φοβάσαι μη σου κάνω χαλά–»
Τον χαστουκίζω – όχι δυνατά, φυσικά, αλλά αρκετά για να τον σωπάσω επιτέλους! «Μη λες σαχλαμάρες!» Όμως ξανά μόνο το γέλιο του μου απαντά καθώς του στρέφω την πλάτη για να καθίσω στο κρεβάτι μου και γρήγορα να φορέσω τις μπότες μου. Καλύτερα, πάντως, που γελά και δεν μιλά. Καλύτερα.
Ψάχνει για τις δικές του μπότες και τις φορά ενώ εγώ έχω ήδη σηκωθεί και βάλει την κάπα μου. Τον βοηθάω να δέσει τα κορδόνια. Του δίνω τη δική του κάπα, και φεύγουμε. Τα όπλα μας – το σπαθί μου και τη βαλλίστρα μου, και το σπαθί του Αρσένιου – αυτά που μας έδωσε ο Γεώργιος – τα έχουμε επίσης μαζί μας. Δεν αφήνουμε τίποτα στο δωμάτιο. Ίσως, άλλωστε, να μην επιστρέψουμε εδώ. Μακάρι να μην επιστρέψουμε εδώ. Μακάρι μετά από την επίσκεψη στον Άνθιμο Γερσίκιο να πάρουμε, επιτέλους, τον σιδηρόδρομο και να πάμε σπίτι, στη Μεγάπολη.
Και ο Γεώργιος; Δε μπορώ να το πιστέψω ότι είναι νεκρός! Δε μπορώ να το πιστέψω ότι αυτά τα βατράχια θα καταφέρουν να τον σκοτώσουν. Έχει περάσει από τόσα. Θα τους ξεφύγει. Σίγουρα, θα τους ξεφύγει!
Ακολουθούμε τον Τζακ των Υπογείων στο γκαράζ δίπλα από τον Οίκο του Νεσκάλιου, και μπαίνουμε στο τετράκυκλο όχημά του, που έχει μεγάλο, κλειστό αποθηκευτικό χώρο στην πίσω μεριά. Οι θέσεις μπροστά είναι, υποχρεωτικά, περιορισμένες, αλλά οι τρεις μας άνετα καθόμαστε – ο Τζακ στο τιμόνι, εγώ κι ο Αρσένιος πίσω. Η Ευθαλία είναι κρυμμένη μες στο μανίκι του αδελφού μου τώρα.
Ο Τζακ οδηγεί προς το ψηλό τείχος που φαίνεται στα δυτικά. Φτάνουμε εκεί και περνάνε από μια μεγάλη πύλη. Μετά δεν βλέπω κανένα τείχος πίσω από τα οικοδομήματα της Ριλιάδας. Μοιάζει απεριτείχιστη σαν τη Μεγάπολη.
«Το τείχος περικλείει μόνο τα λιμάνια;» ρωτάω τον Τζακ.
Ο Αρσένιος γελά. «Είναι γνωστό, Διονυσία.» Θα τον σκοτώσω!
«Ναι,» μου απαντά ο Τζακ, οδηγώντας. «Για τυχόν επιθέσεις κουρσάρων. Αν πηδήσουν στα λιμάνια, δεν μπορούν να προχωρήσουν και προς τα μέσα, να λεηλατήσουν τους ενδότερους δρόμους της πόλης. Από την ξηρά, ο Βασιλικός Οίκος δεν φαίνεται να φοβάται για ληστές. Και καλά κάνει· δε θυμάμαι ποτέ να έχουν γίνει επιδρομές από την ξηρά. Τα όρια της πόλης, βέβαια, φρουρούνται· εννοείται.»
Οδηγεί το όχημά του μέσα σε δρόμους που δεν έχω ξαναδεί, ανάμεσα σε πολυκατοικίες και μικρότερα οικοδομήματα. Η Ριλιάδα δεν είναι τόσο μεγάλη πόλη όσο η Μεγάπολη, αλλά είναι αξιοσημείωτα μεγάλη, παρατηρώ – όπως έχω ακούσει. Άλλωστε, ποια άλλη πόλη στην Υπερυδάτια έχει το μέγεθος και το μεγαλείο της Μεγάλης Πόλης; Καμία. Η Ριλιάδα, πάντως, το πλησιάζει, θα μπορούσες να πεις...
Αν δεν κάνω λάθος (και ίσως να κάνω, γιατί δεν είμαι και τόσο καλή στον προσανατολισμό), κατευθυνόμαστε νότια τώρα. Διασχίζουμε ένα μέρος που έχει πολλά καταστήματα, πάρα πολλά – πρέπει η περιοχή να είναι αγορά. Ύστερα μπαίνουμε σε μια πιο ήσυχη συνοικία από εμπορική άποψη αλλά όχι και τόσο ήσυχη από άποψη περαστικών: οχήματα και διαβάτες και καβαλάρηδες. Μάλλον είναι κεντρικό μέρος· έχω την αίσθηση ότι βρισκόμαστε κάπου κοντά στην καρδιά της Ριλιάδας.
«Εδώ,» λέει ο Τζακ των Υπογείων, «είναι τα Σκαλώματα.»
«Η προηγούμενη περιοχή που περάσαμε είναι αγορά;»
«Ναι· η Βόρεια Αγορά.»
«...Μαθήματα γεωγραφίας,» μουρμουρίζει ο Αρσένιος – για να με ενοχλήσει, ο απαράδεκτος, είμαι σίγουρη! Δε μπορεί ποτέ να κρατήσει το στόμα του κλειστό;
Ο Τζακ σταματά το όχημά του στο πλάι ενός δρόμου, πίσω από ένα άλλο όχημα που είναι σταματημένο εκεί – ένα παλιό, εξάτροχο φορτηγό, ίσως εγκαταλειμμένο. «Εδώ είμαστε,» λέει. «Εδώ είναι η οδός Αλμάνδης»· δείχνει μια πινακίδα. «Κι εκεί είναι το είκοσι-εφτά»· δείχνει μια πολυκατοικία.
Βγαίνουμε από το τετράκυκλο και βαδίζουμε προς αυτήν. Μόλις φτάνουμε, ο Τζακ κοιτάζει τα κουδούνια της εισόδου. «Υπάρχει ένα που γράφει ‘Άνθιμος Γερσίκιος’. Το πατάω, έτσι;»
«Το κουδούνι, εννοείς;» ρωτά ο Αρσένιος. «Βλέπεις τα κουδούνια;»
«Ναι.»
«Είναι μεσημέρι· ελπίζω ότι θα είναι εδώ... αν είναι ζωντανός.»
«Ζωντανός είναι,» διαβεβαιώνει ο Τζακ. «Τον έχουν ξαναδεί στους Κατωμήχανους από τότε που επέστρεψε. Είναι στην κάτω μεριά του πλοίου, λένε. Δεν έχει πια καράβι, και χρωστά σε πολλούς. Κάποιοι τον κυνηγάνε κιόλας, απ’ό,τι κατάλαβα· αλλά δεν είχα χρόνο να το ψάξω περισσότερο αυτό.»
«Ναι,» λέει ο Αρσένιος, «εγώ τον κυνηγάω» – και γελά ξερά.
«Το πατάω το κουδούνι, έτσι;»
«Και δεν το πατάς; Για να το πατάνε είναι εκεί.»
Ο Τζακ ανασηκώνει τους ώμους και πιέζει το κουδούνι.
Δε μπορώ να το πιστέψω ότι ο αδελφός μου του φέρεται έτσι. Ο άνθρωπος μάς έχει βοηθήσει τόσο πολύ, και δεν ήταν υποχρεωμένος! Επειδή είμαστε γνωστοί του Οφιομαχητή δεν πάει να πει τίποτα, γαμώτο. Ο Τζακ των Υπογείων είναι πολύ εντάξει άτομο, όπως φαίνεται. Ένα άτομο που, σίγουρα, θα ήθελες να έχεις για φίλο. Και καθόλου αντιπαθητικός. Σωστός κύριος, παρότι... «των υπογείων», ομολογουμένως.
Κανείς δεν μας απαντά από το κουδούνι.
«Κρύβεται, το κάθαρμα,» σχολιάζει ο Αρσένιος. «Κρύβεται.»
Ο Τζακ ξαναπατά το κουδούνι, πιο επίμονα τώρα.
«Ναι;» ακούγεται, τελικά, μια φωνή απ’το μεγάφωνο. Μια γυναικεία φωνή.
Ο Τζακ δεν μιλά· κοιτάζει εμένα, κοιτάζει τον Αρσένιο.
Ο αδελφός μου λέει, δυνατά: «Ποια είσαι συ;»
«Τι θέλετε, παρακαλώ;» ρωτά η γυναίκα – με κάποιο δισταγμό, νομίζω.
«Τον Άνθιμο θέλω. Θέλω να του μιλήσω.»
«Ο Άνθιμος δεν είναι εδώ. Ποιος είστε;»
«Να του πεις ν’αφήσει τις μαλακίες· το ξέρω πως είναι εκεί.»
«Έχω καιρό να τον δω, κύριε. Μου έχει αφήσει τα κλειδιά. Ποιος είστε; Αν σας γνωρίζει....»
«Το ξέρω πως είναι επάνω,» επιμένει ο Αρσένιος (κι αναρωτιέμαι αν έχει δει κανένα όραμα που του το επιβεβαιώνει). «Άνοιξέ μου! Το όνομά μου είναι Αρσένιος, πες του. Αρσένιος Υρφάνιος. Πες του το. Περιμένω.»
Το ενδοεπικοινωνιακό κύκλωμα ακούγεται να κλείνει.
«Ο τρόπος σου είναι φοβερός...» λέω στον αδελφό μου. «Τώρα, μάλλον θα πρέπει να φύγουμε.»
«Όχι. Τώρα θα μας ανοίξει, θα δεις.»
Ναι, εντάξει... σκέφτομαι. Ίσως αυτή η γυναίκα να είναι όντως μόνη της επάνω. Ίσως να–
Ένας ήχος από τα κουδούνια, και μετά μια φωνή – η ίδια φωνή: «Ανεβείτε.»
Η είσοδος της πολυκατοικίας ξεκλειδώνει αυτόματα, και μπαίνουμε καθώς ο Τζακ τη σπρώχνει.
«Ορίστε,» λέει ο Αρσένιος. «Εδώ είναι.»
«Εκτός αν έχει γυναικεία φωνή, εγώ δεν θα ήμουν και τόσο σίγουρη...»
«Αρχίσαμε να γινόμαστε ειρωνικοί, αδελφή μου;» Και γελά ξερά.
«Σε ποιον όροφο μένει;» ρωτάω, αγνοώντας τον.
«Το κουδούνι δεν έγραφε,» λέει ο Τζακ. «Δεν ξέρω. Αλλά αν αρχίσουμε ν’ανεβαίνουμε....» Κι αρχίζει ν’ανεβαίνει τη σκάλα.
Τον ακολουθώ, καθοδηγώντας τον Αρσένιο, λέγοντάς του να προσέχει τα σκαλοπάτια. Τραβά το σπαθί του και το κρατά μπροστά του σαν ραβδί, κατεβασμένο, για να βοηθιέται.
Φτάνουμε στον πρώτο όροφο αλλά δεν βλέπουμε καμιά πόρτα ανοιχτή, οπότε ανεβαίνουμε στον δεύτερο, όπου μια πόρτα είναι μισάνοιχτη και μια κοπέλα κοιτάζει ανάμεσα από τον τοίχο και το ξύλο. Γαλανόδερμη, με κοντά κόκκινα μαλλιά. Μικροκαμωμένη. Τα μάτια της φανερώνουν αϋπνία, ή τα επακόλουθα της επίδρασης του ναρκωτικού Ακάθιστος.
«Εσείς είστε ο κύριος Αρσένιος;» ρωτά τον Τζακ των Υπογείων καθώς πλησιάζουμε.
«Όχι–» αρχίζει εκείνος.
«Εγώ είμαι ο Αρσένιος,» λέει ο αδελφός μου. «Πού είναι ο Άνθιμος;»
«Τι τον θέλετε;»
«Θέλω να του μιλήσω, όπως σου είπα. Και ξέρει πολύ καλά γιατί θέλω να του μιλήσω!»
Ένα χέρι αγγίζει τον ώμο της κοπέλας και την τραβά πίσω, ήπια. Ένας άντρας φανερώνεται καθώς η πόρτα ανοίγει περισσότερο. Γαλανόδερμος κι αυτός, με μαύρα μαλλιά, πολύ κοντοκουρεμένα – το κρανίο του φαίνεται, σχεδόν, από κάτω τους. Το αριστερό του αφτί είναι κομμένο, και πρόσφατα. Είναι ψηλός – ψηλότερος απ’τον αδελφό μου και τον Τζακ – με φαρδείς ώμους.
«Μα τα φιδίσια πόδια της Έχιδνας!» μουγκρίζει. «Σε είχα για σκυλοπνιγμένο.»
«Κι εγώ,» του λέει ο Αρσένιος, και ξαφνικά τον δείχνει με την αιχμή του ξίφους του, επιδεικνύοντας πολύ καλή αίσθηση της κατεύθυνσης και του χώρου, για τυφλός. «Και ίσως θα ήταν καλύτερα να ήσουν σκυλοπνιγμένος, κάθαρμα!»
«Ε!» κάνει ο Άνθιμος Γερσίκιος (γιατί δεν μπορεί να είναι άλλος, φυσικά) κατεβάζοντας τη λεπίδα με μια γρήγορη κίνηση του χεριού του. «Τι... τι στους δαίμονες του Λοκράθου λες; Και...» συνοφρυώνεται, «τι έχεις πάθει, γαμώτο; Τα μάτια σου... σαν κάτι να μην...»
Ο Αρσένιος γελά ξερά. «Μπορώ ακόμα να σε καρφώσω στ’άντερα, μην τ’αμφιβάλλεις, κάθαρμα! Μπορώ!»
«Τι σκατά...;» μουγκρίζει ο Άνθιμος. «Έχεις...; Είσαι τυφλός; Και ποιοι είν’ αυτοί μαζί σου; Ποιοι είστε; Τι θέτε εδώ;»
«Νομίζω,» λέει ο Τζακ των Υπογείων, ήπια, «ότι θα ήταν καλύτερα να πάμε να συζητήσουμε μέσα, αν δεν έχεις αντίρρηση, φίλε μου...»
Ο Άνθιμος τον ατενίζει καχύποπτα. «Ποιος είσαι, του λόγου σου;»
«Δεν έχω τίποτα μαζί σου, ή εναντίον σου, σε διαβεβαιώνω. Απλώς έφερα εδώ τον Αρσένιο και τη Διονυσία. Εσύ ίσως να μ’έχεις ακουστά, όμως.»
«Απειλή ήταν αυτό;» Ποιος νομίζει ότι τον κυνηγά;
«Φυσικά και όχι.»
Ο Άνθιμος νεύει. «Ελάτε, μπείτε.»
Αφού έκαψαν τους νεκρούς τους στις ακτές των βάλτων, άρχισαν να γλεντάνε τη νίκη τους. Δεν φοβόνταν ότι οι Θαλασσοφονιάδες μπορεί να επέστρεφαν, δεν το θεωρούσαν καθόλου πιθανό. Ο Γεώργιος είχε, όμως, το νου του. Δεν μπορούσε να μεθύσει – όπως κανένα δηλητήριο δεν τον επηρέαζε, έτσι και κανένα μεθυστικό ποτό – και τα αβλεφάριστα μάτια του κοίταζαν κάθε τόσο προς τη θάλασσα· αλλά ούτε εκείνος περίμενε πραγματικά ότι ο Ευγένιος ο Μεγαλοφονιάς και το τσούρμο του θα έρχονταν για να πάρουν εκδίκηση. Όχι αμέσως, τουλάχιστον. Όχι σήμερα.
Προτού ξεκινήσει το γλέντι, ωστόσο, πρόσταξε τους κουρσάρους του να έχουν τα πάντα έτοιμα για βιαστική αναχώρηση αν τυχόν χρειαζόταν, αν η Σιλοάρνη τούς στραβοκοίταζε. Τα κλουβιά με τα φυλακισμένα θηρία από το Σύμπλεγμα τα μετέφεραν πάλι στο αμπάρι του Νικητή των Κυμάτων (εκτός από τα δύο που είχαν χρησιμοποιήσει εναντίον των Θαλασσοφονιάδων: ο Υπόγειος Γίγαντας ήταν νεκρός από τον πέλεκυ του ίδιου του Μεγαλοφονιά, και τα Μωρά της Αβύσσου είχαν ήδη σκορπιστεί μες στους βαλτότοπους – αδύνατον να τα ξαναμαζέψεις, ασύμφορο να προσπαθήσεις καν) και έβγαλαν τα δύο προσαραγμένα πλοία από τα ρηχά, ρυμουλκώντας τα μέχρι που έπεσαν πάλι στη θάλασσα, εκεί όπου η καρίνα τους δεν έβρισκε στον πυθμένα, πλάι στα Νύχια της Υπερυδάτιας – το καινούργιο τους καράβι, αυτό που είχαν κλέψει από τους Θαλασσοφονιάδες.
Οι Αγενείς έβαλαν, ύστερα, δυνατές μουσικές να αντηχούν από ένα ηχοσύστημα στην κουβέρτα του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού και έβγαλαν ποτά για να πιουν, ενώ κάποιοι βούτηξαν στις ακτές ψάχνοντας να καμακώσουν μαλάκια και ψάρια, ώστε να τα ψήσουν πάνω από τις φωτιές που άλλοι είχαν ανάψει. Η Ερασμία’μορ, ο Σωτήριος’σαρ, και ο Ιερεμίας’μορ κοιμόνταν, εξουθενωμένοι μες στις καμπίνες τους, καθώς οι υπόλοιποι γλεντοκοπούσαν, πίνοντας, τρώγοντας, χορεύοντας, τραγουδώντας, λέγοντας ιστορίες, παλεύοντας, ερωτοτροπώντας, τζογάροντας. Ήταν ενθουσιασμένοι. Αισθάνονταν πανίσχυροι. Είχαν νικήσει τους Θαλασσοφονιάδες – το τσούρμο του ίδιου του Ευγένιου του Μεγαλοφονιά, μα την Έχιδνα! Τους είχαν κλέψει ένα από τα πλοία τους! Είχαν τον Οφιομαχητή μαζί τους, για Καπετάνιο τους! Είχαν τον γαμημένο Ακατάλυτο Κουρσάρο για Καπετάνιο τους! Ήταν αήττητοι! Ήταν η μάστιγα των ωκεανών της Υπερυδάτιας! Η μάστιγα όλων των ακτών όλων των ηπειρονήσων, μα τους θεούς! Και όλων των γιγαντοχελώνων, επίσης – χα-χα-χα-χα! γελούσαν και αστειεύονταν.
Ο Γεώργιος, παρότι κι εκείνος ήπιε και έφαγε, δεν ήταν τόσο εύθυμος όσο οι περισσότεροι από τους πειρατές του. Δεν άφησε τον εαυτό του να παρασυρθεί από το γλέντι. Δεν αισθανόταν πως το είχε ανάγκη. Αναζήτησε δηλητήρια στις ακτές των βαλτότοπων, και γέμισε μ’αυτά μερικές βελόνες για το βελονοβόλο του. Κάποια άλλα τα κράτησε για μελλοντική χρήση. Οι Βαλτότοποι των Όφεων ήταν πλούσιοι σε φαρμάκια πολλών ειδών. Ορισμένα τα έβρισκες σε φυτά, μύκητες, και θαλλόφυτα. Ορισμένα τα έβρισκες σε ερπετά, τα οποία πρόθυμα έρχονταν στα χέρια του Γεώργιου, στάζοντας τα επικίνδυνα υγρά τους μέσα σε μικρά φιαλίδια. Τα βατράχια και τα άλλα αμφίβια, όμως, τον απέφευγαν· ήταν πλάσματα του Λοκράθου και δεν τον συμπαθούσαν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο: μάλιστα, έμοιαζε να τον φοβούνται.
Δεν ήταν ακόμα μεσημέρι όταν φωνές ακούστηκαν από μια άκρη του καταυλισμού των Αγενών στις ακτές των ελών. Κάποιοι είχαν δει ύποπτες σκιές από κείνη τη μεριά – από εκεί, από εκεί! έδειχναν με το ένα χέρι, ενώ στ’άλλο βαστούσαν καμάκι ή σπαθί ή τηλέμαχο όπλο – βαλλίστρα ή κάποιου είδους πιστόλι. «Φίδια!» προειδοποίησε η Ευαγγελία η Μπανίστρια. «Μεγάλα – μεγάλα – φίδια!»
«Ποια φίδια, ρε;» είπε η Λουκία. «Τάχεις παραπιεί, μου φαίνεται. Εγώ δε βλέπω τίποτα φί–»
Οι σκιερές μορφές που κάποιοι είχαν διακρίνει μες στη βλάστηση πλησίασαν τώρα περισσότερο, και τις είδαν κι οι άλλοι.
«–δια...» Η φωνή της Λουκίας έχασε τη δύναμή της.
Ήταν όντως φίδια. Μεγάλα φίδια. Αλλά όχι ακριβώς. Ήταν και άνθρωποι συγχρόνως. Ήταν άνθρωποι από τη μέση κι επάνω, και βαστούσαν μακριά δόρατα και τόξα. Ήταν άποδες ερπετοειδείς.
Στα κεφάλια τους φορούσαν κράνη φτιαγμένα από κρανία (ανθρώπων, ίσως, ή μεγάλων θηρίων) ή ξύλο, κι επάνω τους είχαν πολλά φτερά, μαύρα και κίτρινα. Από τη μέση τους κρέμονταν ζώνες από κόκαλα και μικρές πέτρες και κληματίδες. Στα σώματά τους ήταν πιασμένα διάφορα λουριά και σακίδια από δέρματα ζώων (ή ανθρώπων;).
Χχςςςςςςς! έκαναν με τις φωνές τους. Ασσσσστ... Χςςςςς! Αχχςςςςςς!... Σςςςς...
Οι κουρσάροι τρομοκρατήθηκαν, έπιασαν τα όπλα τους. Αλλά–
«Κάντε πίσω!» τους φώναξε ο καινούργιος τους Καπετάνιος καθώς ερχόταν τρέχοντας. «Πίσω! Και μην επιτίθεστε! Μην επιτίθεστε!»
«Τέρατα, Καπ’τάνιε!» του είπε ο Νικόλαος το Ψηλό Ποτήρι, παραπατώντας, μ’ένα πυροβόλο πιστόλι στο ένα χέρι κι ένα μπουκάλι κρασί στο άλλο. «Τέρατα, γαμώτο!»
«Φιδάνθρωποι!» είπε ο Λουκιανός ο Γρηγοροχέρης.
«Στη μπάντα!» γρύλισε ο Οφιομαχητής, οργισμένος μαζί τους, σπρώχνοντας τον Λουκιανό και ρίχνοντάς τον πάνω στον Νικόλαο, μ’αποτέλεσμα να σωριαστούν κι οι δύο στη μαλακή, μουλιασμένη γη των βάλτων.
Περνώντας ανάμεσα από τους κουρσάρους, έφτασε αντίκρυ στους άποδες ερπετοειδείς και ύψωσε τα χέρια του πάνω απ’το κεφάλι, ενώνοντας τα δάχτυλά του έτσι που οι χούφτες του έμοιαζε να σχηματίζουν ρόμβο, ή μάτι.
Χχςςςςςςς! έκαναν οι ερπετοειδείς, έντονα. Αχχςςςςςς! Χχςςςςςςς! Και μία ξεχώρισε από το πλήθος τους. Μια γυναίκα με πράσινο δέρμα (όπως όλοι τους) και μακριά μαύρα μαλλιά που έφταναν σχεδόν ώς το έδαφος. Τα στήθη της ήταν γυμνά ανάμεσα από τα δερμάτινα λουριά που διασταυρώνονταν μπροστά της. Το σώμα της ήταν γεμάτο κοσμήματα φτιαγμένα από πέτρα και κρύσταλλο και φυτά και κόκαλα. Στο κεφάλι της φορούσε ένα ξύλινο λαξευτό διάδημα με ένα και μόνο πλατύ, ψηλό κόκκινο φτερό που φάνταζε μεγαλειώδες. Έτεινε τα χέρια της προς τον Γεώργιο, ανοιχτά, συρίζοντας, χαμογελώντας. Εκείνος βάδισε άφοβα προς το μέρος της και αγκαλιάστηκαν οι δυο τους, γελώντας. Και σύντομα αγκαλιαζόταν και μ’άλλους άποδες ερπετοειδείς ή αντάλλασσε δυνατές χειραψίες μαζί τους.
Οι Αγενείς παρακολουθούσαν σαστισμένοι, με μάτια γουρλωμένα, χάσκοντας.
«Ρε πούστηδες,» μουρμούρισε ο Νικόλαος το Ψηλό Ποτήρι πίνοντας ακόμα μια γουλιά απ’το κρασί στο μπουκάλι του, «πέστε μου ότι έχω παραισθήσεις, ρε· πέστε μου ότι τ’ονειρεύομαι.»
«Σκάσε, ρε,» του είπε ο Ζαχαρίας. «Κλείσ’ το.»
Οι ερπετοειδείς σύριζαν γύρω απ’τον Γεώργιο κι έμοιαζαν να επικοινωνούν μαζί του κυρίως με νοήματα: έκαναν σχήματα με τα δάχτυλά τους και με τις ουρές τους, κι εκείνος απαντούσε με παρόμοια σχήματα. Οι κουρσάροι δεν καταλάβαιναν τίποτα· απλά στέκονταν και κοιτούσαν, νιώθοντας δέος. Τι ήταν ο Καπετάνιος τους, μα την Έχιδνα!; Σίγουρα δεν έλεγε ψέματα όταν είχε, πιο πριν, αποκριθεί στον Ιερεμία’μορ ότι ήταν δαίμονας! Αλλά ευτυχώς ήταν ένας δαίμονας που βρισκόταν στο πλευρό τους. Ο Οφιομαχητής – ο Ακατάλυτος Κουρσάρος!
Οι ερπετοειδείς έκαναν να δώσουν κάποια πράγματα στον Γεώργιο – μπιχλιμπίδια και κρυστάλλους και φαγητά και ποτά και φυτά – αλλά εκείνος κουνούσε το κεφάλι του κι αρνιόταν, χειρονομώντας έντονα. Στο τέλος, όμως, αναγκάστηκε να δεχτεί έναν πελώριο – πελώριο – ξύλινο δίσκο γεμάτο φαγητά· τέσσερις ερπετοειδείς τον κρατούσαν ανάμεσά τους, φέρνοντάς τον στην ακτή για να τον αφήσουν στον καταυλισμό των κουρσάρων προτού αποτραβηχτούν από εκεί κάνοντας νοήματα προς τους Αγενείς, με ουρές και χέρια, και συρίζοντας. Οι πειρατές μπορούσαν μονάχα να υποθέσουν ότι τους χαιρετούσαν· οι φιδάνθρωποι τούς έμοιαζαν αρκετά φιλικοί τώρα. Έτσι, τους αντιχαιρέτησαν κι αυτοί, με το ύψωμα των χεριών, αν και διστακτικά. «Ευχαριστούμε,» είπε ο Κοσμάς, παρότι αμφέβαλλε ότι μπορούσαν να τον καταλάβουν: ούτε ο Γεώργιος δεν μιλούσε μαζί τους στην Κοινή. «Ευχαριστούμε.»
Οι ερπετοειδείς έφυγαν ύστερα απ’αυτή την ευγενική προσφορά, χάθηκαν μες στη βλάστηση των βαλτότοπων, και ο Γεώργιος επέστρεψε κοντά στους κουρσάρους.
«Φίλοι σου, Καπετάνιε;» ρώτησε ο Ζαχαρίας.
«Ναι,» ένευσε εκείνος. «Από τον καιρό που ερχόμουν συχνά εδώ για να μαζεύω δηλητήρια. Τώρα, έμαθαν για την παρουσία μου» (και πολλοί κουρσάροι αναρωτήθηκαν πώς είχαν μάθει για την παρουσία του οι φιδάνθρωποι· τα φίδια και οι σαύρες τούς την είχαν μαρτυρήσει, μα την Έχιδνα;) «και ήρθαν να με χαιρετήσουν. Θα ήταν μεγάλο λάθος να τους επιτεθείτε. Θα το είχαν πάρει προσωπικά και θα σας είχαν σκοτώσει όλους.» Δεν έμοιαζε να αστειεύεται, ή να αμφιβάλλει στο ελάχιστο για κάθε του λέξη.
«Είναι καλά τα φαγητά τους, Καπ’τάνιε;» ρώτησε η Μάγδα, γονατίζοντας μπροστά στον πελώριο δίσκο για να τα μυρίσει.
«Καλύτερα απ’ό,τι δίνουν σε πολλά πανδοχεία και ταβέρνες της Σκιάπολης, νάσαι σίγουρη. Και πιο υγιεινά,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος. «Φάτε· δε θα πάθετε τίποτα.» Έπιασε από τον δίσκο ένα φυτό που φαινόταν να τυλίγει κάτι – κρέας, ίσως – και το έβαλε στο στόμα του, μασώντας.
«Κι άμα πάθετε, να πούμε,» πρόσθεσε ο Νικόλαος το Ψηλό Ποτήρι, «θα πάτε εδώ παραδίπλα, πίσω απ’τους θάμνους, και θα το βγάλετε κι ουδέν το πρόβλημα – χα-χα-χα-χα-χα-χα!» Άρπαξε κι αυτός κάτι από τον δίσκο και το έφαγε. Και μετά, γελώντας και καλαμπουρίζοντας, πήραν κι οι υπόλοιποι Αγενείς φαγητά από εκεί.
«Δεν είναι συνηθισμένο αυτό,» τους είπε, σε λίγο, ο Καπετάνιος τους, καθισμένος σε μια ψηλή καρέκλα πλάι σε μια φωτιά, με το χαραγμένο σπαθί του καρφωμένο στη μαλακή γη δίπλα του, έχοντας βγάλει τις μπότες του, γυμνός απ’τη μέση κι επάνω – κατάμαυρος στο δέρμα, σαν τη βαθιά νύχια. «Οι άποδες των Βαλτότοπων των Όφεων δεν παρουσιάζονται συχνά στους ανθρώπους.»
Η Λουκία παρατήρησε ότι ο Γεώργιος είχε στους ώμους του κάτι παλιές ουλές που έμοιαζαν να έχουν προκληθεί από μεγάλα νύχια. Τι τον είχε αρπάξει; αναρωτήθηκε. Κανένα θηρίο; Ή καμιά υπέρμετρα ενθουσιασμένη ιέρεια της Έχιδνας; πρόσθεσε νοερά, υπομειδιώντας.
«Κρύβονται στα βάθη των ελών,» συνέχισε ο Γεώργιος, «εκεί όπου κανείς δεν μπορεί να τους βρει. Όταν σε κυνηγάνε δεν εμφανίζονται μπροστά σου· πεθαίνεις συνήθως προτού τους δεις. Σε ρίχνουν στις καλοστημένες παγίδες τους, βάζουν φαρμακερά ερπετά στο διάβα σου. Είναι ήδη πολύ αργά όταν σ’έχει καρφώσει βέλος τους ή δόρυ τους. Πολλοί τούς θεωρούν μύθο· νομίζουν ότι δεν υπάρχουν, ότι είναι πιο παραμύθι απ’τον Οφιομαχητή. Αλλά οι άποδες των Βαλτότοπων των Όφεων ήταν εδώ πολύ προτού ο Οφιομαχητής έρθει μέσα από τις θάλασσες της Υπερυδάτιας σαν κατάρα της Έχιδνας.» Μιλούσε για τον εαυτό του στο τρίτο πρόσωπο, παρατήρησαν οι Αγενείς, λες κι ήταν παράφρονας. Αλλά, παράφρονας ή μη, μαχόταν στο πλευρό τους και, άρα, όλα καλά. Ήταν ο Ακατάλυτος Κουρσάρος! Είχαν, μαζί του, τσακίσει τους Θαλασσοφονιάδες και τον αρχηγό τους, τον τρομερό Ευγένιο τον Μεγαλοφονιά!
Το μεσημέρι πια το γλέντι τους σταμάτησε, όχι επειδή έτσι το ήθελαν αλλά επειδή το χρειάζονταν. Ήταν όλοι τους πολύ κουρασμένοι, πολύ φαγωμένοι, και πολύ πιωμένοι. Ξάπλωσαν αποδώ κι αποκεί – στον καταυλισμό τους στις ακτές, και στις κουβέρτες των πλοίων – για να περάσουν πιο ήσυχα μερικές ώρες προτού ξανασηκωθούν, ίσως για να συνεχίσουν το γλέντι. Η μουσική που αντηχούσε τώρα από το σύστημα στο κατάστρωμα του Σαλαχιού ήταν χαμηλή, χαλαρωτική. Οι φωτιές είχαν χάσει τη δύναμή τους. Το ανοιξιάτικο μεσημέρι ήταν νωχελικό.
Ο Γεώργιος στεκόταν μες στην καμπίνα του στο Δηλητηριασμένο Σαλάχι, κοιτάζοντας έξω απ’τα παράθυρα – που έβλεπαν μακριά προς τη θάλασσα – μήπως αγναντέψει κανέναν κίνδυνο να πλησιάζει. Τα πάντα, όμως, του φαίνονταν ήσυχα.
Δύο μεγάλες σαύρες περιφέρονταν μες στο δωμάτιο· τον είχαν ακολουθήσει απ’τους βαλτότοπους, δείχνοντας συνεπαρμένες μαζί του.
Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη, δεν την είχε κλείσει καλά μπαίνοντας· και τώρα την άκουσε να τρίζει, ανοίγοντας περισσότερο, καθώς κάποιος ερχόταν: πόδια πάνω στο ξύλο.
Ο Γεώργιος στράφηκε αργά και είδε τη Λουκία, ξυπόλυτη, ντυμένη με βράκα και πέτσινο γιλέκο, και τίποτ’ άλλο κάτω απ’το γιλέκο. «Καπετάνιε...» είπε και, βαδίζοντας προς το μέρος του, τράβηξε το χαλαρά δεμένο κορδόνι του γιλέκου και άφησε το ένδυμα να γλιστρήσει από τους ώμους της, πέφτοντας στα σανίδια. Τα γαλανόδερμα στήθη της ήταν στητά· οι θηλές τους κόκκινες σχεδόν σαν τα μακριά μαλλιά που έπεφταν στην πλάτη της.
«Είσαι μεθυσμένη;» τη ρώτησε ο Γεώργιος καθώς εκείνη ερχόταν κοντά του φέρνοντας τη μυρωδιά ποτών.
«Όχι τελείως.» Έβαλε τα χέρια της στους γυμνούς ώμους του, αγγίζοντας τις παράξενες μακριές ουλές που έβλεπε εκεί πιο πριν.
Ο Γεώργιος τύλιξε τα δικά του χέρια γύρω από τη μέση της. Τα χείλη τους συναντήθηκαν, οι γλώσσες τους πάλεψαν, βαθιά μέσα στα στόματά τους. Ο Γεώργιος την παρέσυρε στο κρεβάτι παραδίπλα, τραβώντας τη βράκα της και βρίσκοντας μια στενή περισκελίδα από κάτω, περισσότερο κορδόνι παρά ύφασμα. Τα χέρια του διέτρεξαν το σώμα της, η γλώσσα του τα ακολουθούσε. Η Λουκία νόμιζε ότι θα την πηδούσε στα γρήγορα, αλλά εκείνος πήγαινε με το πάσο του, κι αυτό την έκανε να γουστάρει περισσότερο. Τύλιξε τα πόδια της γύρω του, έμπλεξε τα δάχτυλά της μες στα πράσινα μαλλιά του, δάγκωσε τα άγρια πράσινα γένια του, γελώντας, καλαμπουρίζοντας. Ο Γεώργιος έκοψε την άκρη της περισκελίδας της, με τα δόντια του, και παρέσυρε τη Λουκία από πάνω του. Τον καβάλησε ενθουσιωδώς. Τα χέρια του ήταν δυνατά αλλά δεν αισθανόταν να την αρπάζουν με τρόπο που την πονούσε. Πώς ήταν δυνατόν, αναρωτήθηκε η Λουκία, να συγκρατεί τη δύναμή του έτσι ένας άνθρωπος που μπορούσε να γκρεμίζει πόρτες σαν να ήταν από χαρτί; Όλ’ αυτά την έκαναν να γουστάρει ακόμα περισσότερο. Μα την Έχιδνα, σκέφτηκε, αυτή ήταν επική καβαλαρία!
Προτού τελειώσουν είχε δύο οργασμούς, και δεν θυμόταν ποια ήταν η τελευταία φορά που είχε δύο οργασμούς με άντρα. Βρισκόταν τώρα ξαπλωμένη στο κρεβάτι του Καπετάνιου, ακόμα γυμνή μέσα στην αγκαλιά του, ενώ εκείνος ήταν καθισμένος, με την πλάτη του στο ξύλο του τοιχώματος, έχοντας αναμμένο ένα μικρό πούρο στο χέρι του – απ’αυτά που είχαν ληστέψει απ’την καμπίνα του μακαρίτη Καπετάνιου των Νυχιών της Υπερυδάτιας. Είχε προσφέρει και στη Λουκία ένα, αλλά εκείνη δεν είχε δεχτεί. Τι να το κάνει τώρα το πούρο; Δεν της χρειαζόταν. Εξάλλου, ήταν ήδη αρκετά ζαλισμένη απ’τα ποτά κι από τον έρωτά του.
Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε διανοηθεί να τον πηδήξει. Είχε περάσει απ’το μυαλό της και παλιότερα, όταν πρωτοείχε γίνει, με το στανιό, Καπετάνιος τους. Αλλά τότε η Λουκία διαφορετικά το σκεφτόταν. Υπολόγιζε να πλαγιάσει μαζί του και, μετά, όταν εκείνος θα ήταν αφύλαχτος – ή και κατά τη διάρκεια της πράξης· αναλόγως πότε θα της παρουσιαζόταν η ευκαιρία – να τον καρφώσει, στη ράχη ή στον λαιμό ή στην καρδιά ή στ’άντερα: να τον βγάλει απ’τη μέση και να γίνει η ίδια Καπετάνισσα των Αγενών· γιατί όχι;
Τώρα, όμως, δεν είχε τίποτα τέτοιο κατά νου όταν είχε έρθει στην καμπίνα του. Δεν κουβαλούσε καν όπλα μαζί της· ούτε ένα λιγνό στιλέτο. Είχε απλώς την περιέργεια να δει πώς ο Οφιομαχητής πηδιόταν. Γιατί να τον καθάριζε, αφού τους έφερνε τόσο καλά λάφυρα και τους έκανε τόσο δυνατούς στις θάλασσες της Υπερυδάτιας; Δεν ήταν άνθρωπος· ήταν ζωντανός μύθος.
Και η περιέργειά της είχε ικανοποιηθεί... και όχι μόνο η περιέργειά της.
Σύντομα αποκοιμήθηκε εκεί, μέσα στην καμπίνα του Γεώργιου, μέσα στην αγκαλιά του.
Οι δύο μεγάλες σαύρες είχαν σκαρφαλώσει πάνω στο γραφείο, που ήταν γεμάτο μικροαντικείμενα – χαρτιά, χάρτες, λάφυρα, ένα πυροβόλο πιστόλι, μια μπαταρία, ένα ρολόι, μια ταμπακιέρα, μια λάμπα, δύο στυλογράφοι – και τους κοίταζαν, σιωπηλές, με μάτια που σπάνια ανοιγόκλειναν...
Οι ώρες πέρασαν. Οι Αγενείς συνέχισαν το γλέντι τους, το απόγευμα, αλλά πιο συγκρατημένα απ’ό,τι το πρωί, καθώς οι σκιές πλήθαιναν στους βαλτότοπους και το βράδυ ερχόταν. Κανένα άλλο πλοίο δεν φαινόταν να πλησιάζει, ούτε με γυμνό μάτι ούτε με τηλεσκόπιο. Ο Γεώργιος τούς είπε πως μόλις ξημέρωνε θα αναχωρούσαν για Ιχθυδάτια και έπρεπε να είναι έτοιμοι και νηφάλιοι. Κανείς δεν διαφώνησε, γιατί κανείς δεν ήθελε, φυσικά, να μείνει εδώ· όλοι ήθελαν να επιστρέψουν στις ακτές που ήξεραν καλύτερα.
Ο Καπετάνιος τους, ως συνήθως, δεν κοιμήθηκε όταν η νύχτα έπεσε. Φρουρώντας τους. Αλλά όχι μόνος· μαζί του έμειναν και μερικοί άλλοι φύλακες, για παν ενδεχόμενο. Οι Θαλασσοφονιάδες, όμως, δεν επέστρεψαν, ούτε κανένας άλλος κίνδυνος παρουσιάστηκε. Και, με το πρώτο φως του Πρώτου Ήλιου της Υπερυδάτιας, οι Αγενείς απέπλευσαν από τους Βαλτότοπους των Όφεων μέσα στα τρία σκάφη τους, ακολουθώντας τα συστήματα πλοήγησης, κατευθυνόμενοι προς Ιχθυδάτια.
Στα Νύχια της Υπερυδάτιας είχαν βρει αρκετά καύσιμα, αρκετές ενεργειακές φιάλες, για να ταξιδέψουν και τα άλλα δύο πλοία που τα καύσιμά τους είχαν τελειώσει. Τώρα, κανένα σκάφος δεν ήταν πλήρως γεμάτο με ενέργεια, όμως η τροφή στις μηχανές τους θα επαρκούσε για να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, υπολόγιζαν.
Ωστόσο, ίσα-ίσα που μπορούσαν να επανδρώσουν τα πλοία· ήταν λίγοι, πολύ λίγοι, μέσα στο καθένα, κι αυτό όλοι καταλάβαιναν ότι θα μετρούσε εναντίον τους σε περίπτωση σύγκρουσης. «Τα καράβια είναι πολλά για το τσούρμο μας, Κοσμά,» είπε ο Ζαχαρίας στον Δευτεροκαπετάνιο, «και ξέρεις τι σημαίνει αυτό.»
Εκείνος ένευσε. «Ξέρω,» αποκρίθηκε. Οι δυο τους βρίσκονταν μέσα στη γέφυρα των Νυχιών της Υπερυδάτιας, που τη ροή της ενέργειας στις μηχανές τους ρύθμιζε ο Ιερεμίας’μορ. Ο Γεώργιος δεν ήταν εδώ· ήταν στο Δηλητηριασμένο Σαλάχι, που προηγείτο.
Ο Κοσμάς τον κάλεσε τηλεπικοινωνιακά και του μίλησε για το πρόβλημα. «Αν δεν μεγαλώσουμε τα πληρώματα σε κάθε σκάφος, Καπ’τάνιε, θα τα χάσουμε τα πλοία αργά ή γρήγορα.»
Ο Γεώργιος συμφώνησε ότι έπρεπε να πληθύνουν το τσούρμο τους. Θα το φρόντιζαν μόλις έφταναν στην Ιχθυδάτια, υποσχέθηκε.
Και μετά από κάποιες ώρες, αφού είχαν περάσει από μια θαλασσοταραχή που τους δυσκόλεψε αρκετά, αφού είχαν παλέψει κάμποσο με τα κύματα (κι ορισμένοι έλεγαν ότι είχαν δει πονηρές ωκεανίδες να τους κοιτάζουν κάτω απ’το νερό και να τους κάνουν πρόστυχα σχήματα), έφτασαν τελικά στην Ουρά του Ιχθύος, κοντά στις Τρεις Πόλεις της Ουράς – την Αρίλκη, τη Σιλφάνη, και τη Γαρνάθη – όπου ο Γεώργιος δεν είχε ξανάρθει, αλλά είχε ακούσει ότι είχαν εμπορική συμμαχία μεταξύ τους και ότι δεν συμπαθούσαν και τόσο τους πειρατές. Καθώς επίσης και ότι εδώ ήταν πολύ εξαπλωμένη η λατρεία του Άτλαντα, του πελώριου θεού-χταποδιού που κυριαρχούσε στις ανοιχτές θάλασσες αλλά θεωρείτο και προστάτης του εμπορίου, σύμβολο του χρήματος. Εξάλλου, το βασικό νόμισμα της Υπερυδάτιας ήταν ο οκτάπους, και οι υποδιαιρέσεις του τα πλοκάμια.
Ο Γεώργιος, μιλώντας τηλεπικοινωνιακά στον Κοσμά (που βρισκόταν ακόμα στα Νύχια) και στη Λουκία (που ήταν στον Νικητή), τους ρώτησε αν θα ήταν συνετό να πλησιάσουν τις Τρεις Πόλεις της Ουράς. Είχαν τίποτα επαφές εδώ οι Αγενείς, από την εποχή του Αγένιου; Είχαν τίποτα πειρατικά μάτια;
Του έδωσαν αρνητικές απαντήσεις. Ο Αγένιος δεν είχε πειρατικά μάτια στις Τρεις Πόλεις και, γενικά, τις απέφευγε. Αν άραζαν ειρηνικά, όμως, μάλλον δεν θα τους ενοχλούσε κανείς.
Μπήκαν, έτσι, στο λιμάνι της Αρίλκης και αγκυροβόλησαν χωρίς κανένα πρόβλημα, αφού πλήρωσαν τους λιμενοφύλακες. Τους χρειαζόταν λίγη ξεκούραση ύστερα από τη φουρτούνα που είχαν περάσει μεσοπέλαγα. Ο Γεώργιος έκλεισε δωμάτιο σ’ένα πανδοχείο κοντά στο λιμάνι και πρόσταξε τους κουρσάρους του να τελειώσουν με το βάψιμο και τη μετονομασία του Νικητή των Κυμάτων (που πριν ονομαζόταν Σμαράγδι των Κυμάτων) και να βάψουν επίσης και τα Νύχια της Υπερυδάτιας και να τα μετονομάσουν σε Νύχια του Φιδιού. Δεν ήθελε το πλοίο να φαίνεται όπως όταν ήταν μέρος της αρμάδας του Μεγαλοφονιά. Ήταν δικό τους τώρα.
Εκτός απ’αυτά, τους είπε ν’αγοράσουν και αρκετές ενεργειακές φιάλες ώστε να μην έχει κανένα σκάφος πρόβλημα με τα καύσιμα. Και τούς ζήτησε να ψάξουν για τυχόν αγοραστές εξωδιαστασιακών πλασμάτων – ανθρώπους στους οποίους ίσως μπορούσαν να πουλήσουν τα όντα από το Σύμπλεγμα – να τα ξεφορτωθούν πια αλλά με κάποιο κέρδος. Ο ίδιος, εν τω μεταξύ, τριγύρισε στο λιμάνι ρωτώντας για ένα πλοίο – ένα πλοίο από άλλη διάσταση – που είχε χαθεί πριν από δυο χρόνια, μέσα σε μια τρομερή καταιγίδα, βόρεια της Κεντρυδάτιας μάλλον, βόρεια του Πλοκαμιού των Ναυαγίων. Το είχε ακούσει κανείς;
Κανείς δεν το είχε ακούσει. Κανείς. Και ο Φιλημένος αισθάνθηκε την οργή του να φουντώνει, αλλά οι διδαχές του Γέρου του Ανέμου την καταπολέμησαν.
Και συνέχισε να ρωτά για το χαμένο σκάφος.
«Γιατί το ψάχνεις αυτό το καράβι;» ζήτησε να μάθει η Λουκία. «Τι σημασία έχει για σένα;»
«Δική μου δουλειά,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος, κι εκείνη απομακρύνθηκε τσαντισμένη.
Αγοραστές για εξωδιαστασιακά όντα δεν βρήκαν στην Αρίλκη. Παρότι οι Τρεις Πόλεις της Ουράς ήταν ακουστές εμπορικές πόλεις της Ιχθυδάτιας, το εμπόριό τους δεν ήταν και τόσο... εξωτικής φύσης. Οι άνθρωποι εδώ εμπορεύονταν πράγματα που ήξεραν ότι θα έφερναν σταθερό εισόδημα· δεν έπαιρναν και πολλά ρίσκα.
Ο Γεώργιος στεκόταν έξω απ’τον Ναό του Άτλαντα στο λιμάνι, κάτω απ’το πελώριο άγαλμα του θεού-χταποδιού, όταν άκουσε κάποιον να του λέει πως, ναι, νόμιζε ότι είχε πάρει τ’αφτί του αυτό το αλλοδιαστασιακό καράβι που χάθηκε βόρεια του Πλοκαμιού των Ναυαγίων πριν από δυο χρόνια.
Ήταν ένας έμπορος που είχε έρθει στον Ναό για ν’αφήσει μια μικρή δωρεά.
«Πες μου περισσότερα!» τον ώθησε ο Γεώργιος, καθώς οι δυο τους βρίσκονταν ανάμεσα σε κάτι άλλους εμπόρους και ναυτικούς. Πολλοί άνθρωποι της θάλασσας και του εμπορίου συγκεντρώνονταν έξω απ’τον Ναό του Άτλαντα· το είχαν σαν στέκι, σαν κέντρο εδώ πέρα. Υπήρχε κι ένα περίπτερο που πουλούσε αναψυκτικά, πρόχειρα φαγητά, Τύπο, και διάφορα ιερατικά μπιχλιμπίδια. Από τα ηχεία του ηχοσυστήματός του ακούγονταν ψαλμωδίες του Άτλαντα (καταγεγραμμένες από πραγματικές τελετές του Ναού) ή μουσικές από συγκροτήματα όπως Τα Πλοκάμια του Θεού και Οι Κόρες του Οκτάποδος.
Ο έμπορος μόρφασε. «Δεν ξέρω άλλα, φίλε μου,» είπε στον Γεώργιο, κοιτάζοντάς τον συνοφρυωμένος.
«Προσπάθησε να θυμηθείς!» Ο Φιλημένος τον έπιασε από τον ώμο, δυνατά.
«Σου λέω – δεν ξέρω άλλα.» Ο έμπορος – που πρέπει να ήταν γύρω στα τριάντα-πέντε, γαλανόδερμος, με ξανθό μούσι – έκανε δυο βήματα όπισθεν.
«Το όνομα του πλοίου, έστω;»
Ο άντρας φάνηκε, τότε, όντως να προσπαθεί να θυμηθεί. «Το... Το Βέλος της Θάλασσας, νομίζω... Ή... ή, ίσως, Το Ξίφος των Θαλασσών... Κάτι τέτοιο. Νομίζω. Δεν είμαι σίγουρος· μπορεί και να κάνω λάθος.»
«Γιατί ερχόταν εδώ; Ξέρεις; Ήταν εμπορικό;»
«Εμπορικό;... Ε, μάλλον. Ίσως. Μπορεί.» Μόρφασε ξανά.
«Ήταν ή δεν ήταν;»
«Δεν ξέρω, αδελφέ μου. Και τώρα, με συγχωρείς αλλά έχω δουλ–»
«Περίμενε.» Ο Γεώργιος τον έπιασε πάλι απ’τον ώμο, δυνατά, σταθερά – καταπολεμώντας, συγχρόνως, την οργή της Έχιδνας εντός του. «Πες μου κι άλλα για το πλοίο. Ξέρεις σε ποιο λιμάνι κατευθυνόταν; Εσύ πού έμαθες γι’αυτό; Πού το άκουσες;»
«Εδώ το άκουσα, στις Τρεις Πόλεις. Στη Γαρνάθη, βασικά, αν δε λαθεύω. Το έλεγαν στο Χωνευτήρι, ότι χάθηκε αυτό το σκάφος. Ήταν πριν από δυο χρόνια, όπως είπες. Δε θυμάμαι πολλά.»
«Σε ποια πόλη κατευθυνόταν; Ποιος ήταν ο προορισμός του;»
Ο άντρας φάνηκε σκεπτικός. «Δε... δε θυμάμαι. Ίσως να μη μου το ανέφερε κανείς. Ή ίσως να ερχόταν στη Γαρνάθη την ίδια. Τέλος πάντων, δεν μπορώ να μείνω άλλο. Με συγχωρείς.»
Ο Γεώργιος δεν προσπάθησε να τον κρατήσει περισσότερο, μη θέλοντας να προκαλέσει επεισόδιο και μη νομίζοντας, εξάλλου, ότι είχε να μάθει τίποτα παραπάνω απ’αυτόν. Στο Χωνευτήρι, σκέφτηκε, στη Γαρνάθη... Τι ήταν αυτό το Χωνευτήρι, άραγε; Κάποιο πανδοχείο;
Όταν συνάντησε τους κουρσάρους του τους ρώτησε, μα κανείς δεν ήξερε. Δεν είχαν εμπειρία από τις Τρεις Πόλεις της Ουράς.
«Ο επόμενος προορισμός μας είναι εκεί,» τους πληροφόρησε ο Γεώργιος, «στη Γαρνάθη.»
«Μα... γιατί, Καπετάνιε;» ρώτησε ο Ζαχαρίας. «Τι έγινε; Τι άκουσες;»
Και ο Κοσμάς είπε: «Αν θέλουμε να μεγαλώσουμε τα πληρώματα των σκαφών μας, καλύτερα να πλεύσουμε προς Μελκάρνια, Καπετάνιε.»
«Για την ώρα,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος, «θα πάμε στη Γαρνάθη. Για λίγο. Δε χρειάζεται να μείνουμε πολύ.»
«Γιατί, όμως;» επέμεινε ο Ζαχαρίας.
«Θέλω να δω αν ισχύει κάτι που άκουσα. Μια φήμη.» Και δεν τους έδωσε άλλες εξηγήσεις.
Έφυγαν από την Αρίλκη καθώς νύχτωνε και, πλέοντας ανατολικά, έφτασαν, την ίδια νύχτα, στη Γαρνάθη, ύστερα από λιγότερο από δυο ώρες. Μπήκαν στο λιμάνι της και ο Γεώργιος αναζήτησε αυτό το μέρος που ονομαζόταν Χωνευτήρι. Δεν άργησε να το βρει. Ήταν όντως ένα πανδοχείο, όπως υποψιαζόταν, και κοντά στις αποβάθρες μάλιστα. Δεν χρειάστηκε να ρωτήσει κανέναν για να φτάσει εκεί· είδε την πινακίδα του να φωτίζει μες στη νύχτα, ανάμεσα σε άλλα φώτα και πινακίδες.
Ο Κοσμάς, ο Ζαχαρίας, η Λουκία, κι άλλοι τρεις τον ακολούθησαν καθώς έμπαινε στην τραπεζαρία και διάφορα βλέμματα στρέφονταν επάνω του. Το μέρος φαινόταν να συγκεντρώνει πολλών ειδών ναυτικούς και εμπόρους. Ακόμα και τέτοια ώρα ήταν γεμάτο. Μπερδεμένες κουβέντες αντηχούσαν αποδώ κι αποκεί. Κάποιοι κάθονταν συζητώντας καταφανώς για δουλειές· κάποιοι έτρωγαν μόνοι τους· κάποιοι διάβαζαν εφημερίδα· κάποιοι ήταν με παρέα για να ξαποστάσουν. Η τραπεζαρία του Χωνευτηρίου έδινε την εντύπωση μέρους για πολυάσχολους ανθρώπους, όχι μέρους όπου έρχονταν οι ναυτικοί για να μεθύσουν, να γλεντήσουν, ή να αναζητήσουν γρήγορους έρωτες.
Ο Γεώργιος πλησίασε την καλοντυμένη, καλοβαμμένη γυναίκα στο ταμείο. Ο Κοσμάς και η Λουκία ήρθαν μαζί του, ενώ οι υπόλοιποι κάθισαν σ’ένα τραπέζι απ’όπου εκείνη τη στιγμή δυο άλλοι έφευγαν.
«Θέλετε δωμάτια;» ρώτησε η γυναίκα του ταμείου.
«Μ’ενδιαφέρει να μάθω κάτι,» της είπε ο Γεώργιος.
Η γυναίκα τον κοίταξε με περιέργεια, κι εκείνος τη ρώτησε για το χαμένο πλοίο.
«Δεν το έχω ξανακούσει, κύριε.»
«Με πληροφόρησαν ότι εδώ έμαθαν γι’αυτό το πλοίο.»
«Τι εννοείτε ‘εδώ έμαθαν’;»
«Ένας έμπορος στην Αρίλκη μού είπε ότι εδώ άκουσε για το πλοίο. Σίγουρα δεν το ξέρεις;»
«Σίγουρα. Ή δεν το θυμάμαι, τουλάχιστον.»
Ο Γεώργιος χτύπησε τη γροθιά του πάνω στο ξύλο του ταμείου. «Μη μου λες ψέματα! Προσπάθησε να θυμηθείς!»
Τα μάτια της τον κοίταξαν τρομαγμένα προς στιγμή. «Δεν ξέρω, κύριε· σας λέω αλήθεια, μα την Έχιδνα! Πού να θυμάμαι για ένα πλοίο από άλλη διάσταση το οποίο ίσως να χάθηκε πριν από δυο χρόνια και, μάλιστα, κοντά στην Κεντρυδάτια;» Και συγκροτώντας πάλι τον εαυτό της, με επαγγελματικό ύφος, είπε: «Θέλετε δωμάτια ή όχι;»
Ο Γεώργιος δεν της απάντησε. Απομακρύνθηκε απ’το ταμείο (με τον Κοσμά και τη Λουκία στο κατόπι του, οι οποίοι φοβόνταν μη γίνει καμιά φασαρία) και ζύγωσε τον πάγκο του μπαρ. Ρώτησε τον άντρα εκεί τα ίδια – για το χαμένο πλοίο του. Ούτε αυτός το είχε ακούσει. Ο Γεώργιος επέμεινε· του είπε ότι το συγκεκριμένο σκάφος ίσως να ερχόταν εδώ, στη Γαρνάθη, ίσως εδώ να ήταν ο προορισμός του· και έδωσε στον άντρα ένα χαρτονόμισμα των είκοσι οκταπόδων.
Εκείνος τού το επέστρεψε. «Κύριε, σας ορκίζομαι στον Άτλαντα: δεν γνωρίζω για το εν λόγω σκάφος.» Ήταν κι αυτός καλοντυμένος σαν τη γυναίκα στο ταμείο. Κυριλέ. Λευκό δαντελωτό πουκάμισο, μαύρο στιλπνό γιλέκο. «Πολλές φήμες κυκλοφορούν εδώ. Για διάφορα πλοία λέγεται το ένα και το άλλο. Και δύο χρόνια είναι πολύς καιρός στη Γαρνάθη και, ειδικά, στο Χωνευτήρι. Ακόμα κι αν είχα ακούσει γι’αυτό το πλοίο, το έχω ξεχάσει. Θα το θυμόμουν μόνο αν το περιστατικό μού είχε κάνει τρομερά έντονη εντύπωση.» Κούνησε το πλατύ, κοντοκουρεμένο κεφάλι του. «Λυπάμαι, κύριε. Κρατήστε τα χρήματά σας. Θα θέλατε ένα ποτό; Αίμα της Έχιδνας με λεμόνι, ίσως;»
«Ευχαριστώ, όχι,» μούγκρισε ο Γεώργιος παίρνοντας πίσω το χαρτονόμισμα. Και άρχισε να ρωτά τους πελάτες του μπαρ για το χαμένο πλοίο.
Αφού ούτε από αυτούς έλαβε καμιά απάντηση, ξεκίνησε να κάνει ερωτήσεις σ’ολόκληρη την τραπεζαρία, απ’το ένα τραπέζι στο άλλο. Και ο Κοσμάς και η Λουκία παρατήρησαν πως, σύντομα, όλοι τούς κοίταζαν περίεργα, και όχι με την καλή έννοια – καθόλου με την καλή έννοια. Τους κοίταζαν σαν να σκέφτονταν Τι σκατά γουστάρουν τώρα τούτοι οι παρείσακτοι στο μαγαζί; Γιατί δεν τους πετά κανείς έξω;
Δεν χρειάστηκε, όμως, οι υπάλληλοι του Χωνευτηρίου να προβούν σε τέτοια ενέργεια. Ο Γεώργιος, βλέποντας πως δεν μπορούσε να μάθει τίποτα από τους νυχτερινούς πελάτες – και συγκρατώντας με το ζόρι την οργή της Έχιδνας μέσα του – βγήκε τελικά από το πανδοχείο ακολουθούμενος από τους πειρατές του. Αυτοί που είχαν καθίσει στο τραπέζι είχαν προ πολλού σηκωθεί, ύστερα από νεύμα του Κοσμά – ένα βιαστικό, επιτακτικό νόημα με το χέρι: Κουνηθείτε γιατί μπορεί και να μπλέξουμε!
Τώρα, στέκονταν όλοι τους στον δρόμο μπροστά από το Χωνευτήρι, νιώθοντας τον νυχτερινό αγέρα της θάλασσας στα πρόσωπά τους, να τους δροσίζει ύστερα από τη ζέστη μες στο πανδοχείο.
«Γιατί ψάχνεις, επιτέλους, γι’αυτό το καταραμένο σκάφος;» είπε η Λουκία στον Γεώργιο. «Τι σημασία έχει για σένα;»
«Έχει σημασία,» αποκρίθηκε μόνο εκείνος, με τα μάτια του να στραφταλίζουν οργισμένα, κι άρχισε να βαδίζει.
Ο Κοσμάς δεν είχε πει τίποτα στους άλλους για εκείνη τη βραδινή κουβέντα του με τον καινούργιο Καπετάνιο, κατά την οποία ο Γεώργιος τού είχε αποκαλύψει: Κάποτε είχα ναυαγήσει και, όταν συνήλθα, ήμουν άλλος· και μετά είχε υπονοήσει – παραπάνω από υπονοήσει – ότι το πλοίο που έψαχνε ήταν αυτό επάνω στο οποίο βρισκόταν όταν ναυάγησε. Αλλά ο Κοσμάς είχε απορήσει. Πώς ήταν δυνατόν να μην ήξερε ο Γεώργιος τίποτα για το πλοίο όπου επέβαινε; Πώς ήταν δυνατόν να μην ήξερε ούτε το όνομά του; Ο ίδιος τού είχε πει μονάχα: Δε λύνονται τα πάντα με τη λογική... μπερδεύοντάς τον ακόμα περισσότερο. Τι στις μπλεγμένες ουρές της Έχιδνας συνέβαινε εδώ; Ήταν άνθρωπος, ή ήταν δαίμονας σταλμένος από τους θεούς;
Διονυσία:
Καθώς μπαίνουμε στο διαμέρισμά του, ο Άνθιμος ρωτά τον Τζακ: «Ποιος είσαι εσύ, λοιπόν, που θα έπρεπε να σ’έχω ακουστά;»
«Όχι ‘θα έπρεπε’, αλλά ίσως.»
Ο Άνθιμος περιμένει απάντηση.
«Στους Κατωμήχανους, είμαι γνωστός ως ‘ο Τζακ των Υπογείων’.»
Ο Άνθιμος συνοφρυώνεται. «Ο Τζακ των Υπογείων... Εσύ είσαι ο Τζακ των Υπογείων...» λέει δύσπιστα.
«Περίμενες κανέναν άλλο;» Ο Τζακ βηματίζει μες στο καθιστικό του διαμερίσματος, κοιτάζοντας τριγύρω.
Το μέρος δεν έχει καθόλου καλή διακόσμηση, οφείλω να παρατηρήσω. Είναι σαν να το έχουν διακοσμήσει τρία διαφορετικά μυαλά συγχρόνως – τρία, τουλάχιστον – όλα κακόγουστα και απρόσεχτα. Το ένα έπιπλο δεν μοιάζει να ταιριάζει με το άλλο. Πράγματα είναι αποδώ, πράγματα είναι αποκεί, με φαινομενικά τυχαίο τρόπο. Ένα γιγάντιο ρολόι που ακουμπά στο πάτωμα βρίσκεται δίπλα σ’ένα φυτό με μακριά, λιγνά φύλλα. Ένα αγαλματίδιο της Έχιδνας (που μοιάζει κλεμμένο, και παλιό) κρύβεται κάτω απ’το τραπέζι, ανάμεσα σε δυο καρέκλες που είναι διαφορετικές απ’τις άλλες τρεις του τραπεζιού. Μια ταπετσαρία (Ιχθυδάτιας, μάλλον, από τις φημισμένες) κρέμεται σ’έναν τοίχο, παράταιρα, έχοντας ξεφύγει απ’τα καρφιά εδώ κι εκεί. Από το πολύφωτο του ταβανιού αιωρείται μια ψεύτικη, πλαστική αράχνη, πέρα-δώθε, πέρα-δώθε (πρέπει νάναι πολύ ελαφριά, να την κινεί ακόμα και το παραμικρό ρεύμα αέρα). Επάνω στο τραπέζι είναι σκόρπια χαρτιά, φαγητά, στυλογράφοι, ένα πιστόλι (ενεργοβόλο, νομίζω), ένα φορητό υπολογιστικό σύστημα, μια εφημερίδα, μια μικρή στοίβα περιοδικά, ένα σημειωματάριο, ένα μπουκάλι απόκρασο, ένα τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα που ένα αναμμένο τσιγάρο καίγεται στην άκρη του, και διάφορα άλλα μπιχλιμπίδια.
«Και τι σχέση έχεις εσύ με τον Αρσένιο;» ρωτά ο Άνθιμος τον Τζακ.
«Η σχέση του μαζί μου, Άνθιμε,» λέει ο αδελφός μου, που δεν μπορεί να δει τίποτα από την ακαταστασία του δωματίου, «δεν σ’ενδιαφέρει. Ήρθα για να μιλήσουμε, κάθαρμα!» Ακόμα κρατά το σπαθί του ξεθηκαρωμένο, και δεν νομίζω να με ακούσει αν του πω να το θηκαρώσει.
Αλλά του το λέω, πιάνοντας τον καρπό του.
Δε με ακούει, φυσικά. Με αγνοεί τελείως, ενώ ο Άνθιμος στρέφει το βλέμμα του σ’αυτόν και λέει: «Δεν καταλαβαίνω! Με κατηγορείς για κάτι;»
Ο Αρσένιος υψώνει το ξίφος του ξανά, αυτή τη φορά δείχνοντας προς λάθος κατεύθυνση, προς ένα χταπόδι της κακοκρεμασμένης ταπετσαρίας. «Εξαιτίας σου έγινε ό,τι έγινε!» φωνάζει.
«Εξαιτίας μου; Τι εξαιτίας μου, ρε;» Ο Άνθιμος τραβά ένα σπαθί πίσω από τον καναπέ.
«Στάσου!» του λέω. «Ο αδελφός μου είναι... αναστατωμένος, δεν το βλέπεις;»
«Συγνώμη,» αποκρίνεται. «Για άμυνα και μόνο το ήθελα–» Και σαν ξαφνικά να το συνειδητοποίησε: «Αδελφός σου; Αυτός ο καριόλης είν’ αδελφός σου; Χα!» Χαμογελά, με κάτι το πρόστυχο στο χαμόγελό του, νομίζω. «Δε μοιάζετε καθόλου.» Τα μάτια του έχω την αίσθηση ότι προσπαθούν να με γδύσουν, έτσι όπως με κοιτάζουν από πάνω ώς κάτω – κι αυτό δε μ’αρέσει.
«Σ’ευχαριστούμε για τις κολακευτικές μαλακίες σου, Άνθιμε,» λέει ο Αρσένιος, ξερά, μ’ένα κοφτό γέλιο. «Αλλά έχεις πρώτα εξηγήσεις να δώσεις, πούστη, προτού επιχειρήσεις να βάλεις τα ξερά σου πάνω στα οπίσθια της αδελφής μου!»
«Μα τα μαλλιά της Έχιδνας, ούτε που πέρασε απ’το μυαλό μου! Ο αδελφός σου, έχεις δίκιο, είναι πολύ ταραγμένος,» μου λέει ο Άνθιμος.
«Ταραγμένος;» συρίζει ο Αρσένιος. «Δεν έχεις ιδέα πόσο ‘ταραγμένος’ είμαι!»
Ο Άνθιμος χτυπά το σπαθί του αδελφού μου με το δικό του – κλανκ! – «Ε!» φωνάζω. «Τι κάνεις;» – παραμερίζοντάς το, κι αρπάζει το χέρι του Αρσένιου για να τον αφοπλίσει–
Πετάγεται πίσω, με μια τρομαγμένη κραυγή, καθώς η Ευθαλία βγάζει το κεφάλι της απ’το μανίκι του Αρσένιου, συρίζοντας άγρια.
«Μα τα μπούτια της Έχιδνας, γαμώτο!» αναφωνεί ο Άνθιμος. «Τι σκατά; Φίδια κουβαλάς μαζί σου; Επάνω σου;» Στρέφεται σ’εμένα. «Κυρία, ο αδελφός σου δεν–»
«Εξαιτίας σου,» φωνάζει ο Αρσένιος υψώνοντας ξανά το σπαθί του, και τώρα δείχνοντας προς τη σωστή κατεύθυνση, προς το κεφάλι του Γερσίκιου, «η Νεκταρία σκοτώθηκε, κάθαρμα! Σκοτώθηκε!»
«Λυπάμαι γι’αυτό,» λέει ο Άνθιμος. «Αλλά τι να κάνω; Δεν έφταιγα εγώ. Είδες τι συνέβη, μα τους θεούς. Φάγαμε τον πούτσο του Λοκράθου εκεί πέρα– Μετά συγχωρήσεως, κυρία,» προς τη μεριά μου. Και πάλι προς τον Αρσένιο: «Χαίρομαι που είσαι ζωντανός. Δε μπορείς να φανταστείς πόσο χαί–»
«Είμαι τυφλός,» τονίζει ο Αρσένιος με φωνή σαν τον άνεμο που σφυρίζει πάνω από ξερές πέτρες.
«Ναι, το πρόσεξα αυτό,» λέει ο Άνθιμος. «Αλλά δε μπορεί να κατηγορείς εμένα, φίλε! Μας την έπεσαν οι ίδιοι οι Τρομεροί Καπνοί εκεί πέρα, μεσοπέλαγα. Τι σκατά να έκανα–;»
«Το καράβι σου ήταν φτιαγμένο από παλιοσίδερα του Λοκράθου,» γρυλίζει ο αδελφός μου. «Με το πρώτο χτύπημα του τσεκουριού εκείνου του γίγαντα του καπνού, κόπηκε στα δύο!»
«Είσαι σοβαρός, Αρσένιε; Αυτός ο δαίμονας... αυτός ο δαίμονας ήταν... ήταν ένα πράγμα που κανείς δεν ξέρει τι είναι, να πούμε... Τι περίμενες να–;»
«Έχω ακούσει και γι’άλλα σκάφη που τους επιτέθηκε ο ίδιος δαίμονας. Δεν κόπηκαν στα δύο απ’το πρώτο χτύπημα του τσεκουριού του!»
«Ε το δικό μου το πλοίο ίσως να το χτύπησε πιο δυνατά! Τι θες να πεις τώρα, ρε, ότι φταίω που ο καταραμένος γίγαντάς τους τσάκισε το καράβι μου; Λες νάθελα να το τσακίσει; Λες νάθελα να–; Παραλίγο να σκοτωθώ κι εγώ, ξέρεις. Το περισσότερο πλήρωμά μου το έχασα. Έχασα ανθρώπους που τους γνώριζα χρόνια. Μονάχα εγώ κι άλλοι δυο – ο Κλεφτόδουλος κι ο Αργύριος – γλιτώσαμε, κι επειδή ήμασταν τυχεροί. Μας βρήκε ένα πλοίο και μας πήγε στη Μικρυδάτια, κι αποκεί, με τα χίλια ζόρια, ήρθαμε στη Ριλιάδα. Κι εδώ με κυνηγάνε όλ’ οι δαίμονες της Έχιδνας. Κι ένας απ’αυτούς φαίνεται νάσαι κι εσύ. Αλλά δε φταίω εγώ για ό,τι συνέβη. Και είσαι τυχερός που ζεις, ξέρεις. Πολύ τυχερός. Πώς την έβγαλες καθαρή, Αρσένιε; Πώς;»
«Με δάγκωσε ένα φίδι πάνω σε μια γιγαντοχελώνα,» λέει ο αδελφός μου, κατεβάζοντας το σπαθί του· ίσως το χέρι του νάχει κουραστεί πια να το κρατά υψωμένο.
Ο Άνθιμος δεν νομίζω ότι τον πιστεύει.
«Και μετά,» συνεχίζει ο Αρσένιος, «ένα πλοίο με βρήκε και με πήγε στη Μεγάπολη.»
«Και πώς... δεν... δεν μπορείς να δεις τώρα; Γιατί;»
«Σε πήρ’ ο πόνος;»
«Απλά ρωτάω, φίλε. Μόνο ρωτάω.»
«Να κοιτάς τη δουλειά σου!» συρίζει ο Αρσένιος, και η Ευθαλία συρίζει μαζί του.
«Όλα καλά. Εντάξει,» λέει ο Άνθιμος. «Καθίστε, άμα θέλετε.» Δείχνει τριγύρω, με το σπαθί του. «Καθίστε.» Και κοιτάζει ξανά στον Τζακ των Υπογείων. «Εσύ, βέβαια, ακόμα δεν έχω καταλάβει τι ρόλο βαράς εδώ – είτε είσαι αυτός που λες είτε όχι...»
«Δεν ήρθαμε μόνο για να σε χαιρετήσουμε,» τον πληροφορεί ο Αρσένιος.
Ο Άνθιμος παύει να κρατά το ξίφος του τόσο χαλαρά όσο πριν, σαν να σκέφτεται πως ίσως χρειαστεί να το χρησιμοποιήσει. Η γαλανόδερμη κοπέλα που μας άνοιξε – και που είναι επίσης μες στο δωμάτιο, αν και σιωπηλή τώρα – απομακρύνεται, προς μια μισόκλειστη πόρτα.
«Δε θέλουμε το κακό σου,» λέει ο Τζακ στον Γερσίκιο. «Μόνο μερικές ερωτήσεις θέλουμε να κάνουμε.»
«Τι ερωτήσεις; Ποιος σας έστειλε;»
«Κανείς.»
«Τι θέτε να ρωτήσετε, τότε;»
«Να καθίσουμε ή όχι;»
«Ναι, βέβαια. Καθίστε.»
«Ωραία.» Ο Τζακ των Υπογείων κάθεται σε μια πολυθρόνα, σταυρώνοντας τα πόδια του στο γόνατο και βγάζοντας ένα τσιγάρο από μια του τσέπη, ανάβοντάς το μ’έναν ενεργειακό αναπτήρα. Άνετος. Σαν στο σπίτι του. Είναι συμπαθητικός αυτός ο τύπος.
Αγγίζω τον ώμο του αδελφού μου. «Έλα,» του λέω, «έλα αποδώ.»
«Πού;»
«Στον καναπέ.»
Μ’ακολουθεί, και καθόμαστε.
Ο Άνθιμος παίρνει θέση αντίκρυ μας, στο τραπέζι, ακουμπώντας την αιχμή του σπαθιού του κάτω, στο χαλί, κρατώντας το σαν ραβδί μπροστά του, βάζοντας τα χέρια του στο πέρας της λαβής, καθώς μας ατενίζει ερευνητικά. Η γαλανόδερμη κοπέλα επιστρέφει στα κεντρικά του σαλονιού, κάθεται κι εκείνη στο τραπέζι. Επάνω στο τραπέζι, σε μια άκρη του, όχι σε κάποια από τις καρέκλες όπως ο Άνθιμος.
«Έχεις καμιά υποψία για την επίθεση των Τρομερών Καπνών;» ρωτά ο Τζακ των Υπογείων, φυσώντας καπνό απ’τα ρουθούνια.
«Τι υποψία να έχω;» λέει ο Άνθιμος. «Δεν ήθελα πάντως κανείς να τσακίσει το πλοίο μου!» Γελά κοφτά, νευρικά ίσως. Κάτι κρύβει;
«Νόμιζες ότι κάποιος μπορεί να σε παρακολουθούσε στην Αμμόπολη; Κάποιο πειρατικό μάτι, ίσως; – άνθρωπος που παρατηρεί τις κινήσεις στο λιμάνι και αναφέρει σε κουρσάρους;»
«Γιατί με ρωτάς; Τι σε νοιάζει εσένα;»
«Κι εμένα με νοιάζει!» του λέει ο Αρσένιος.
«Γιατί;»
Ο Τζακ απαντά: «Είναι πολλοί αυτοί που ψάχνουν τους Τρομερούς Καπνούς, και ένας τρόπος για να τους εντοπίσουμε ίσως να είναι μέσω των πειρατικών ματιών που χρησιμοποιούν. Αν λοιπόν μπορείς να βοηθήσεις... έστω και με κάποια υποψία, ή ακόμα και κάποια εικασία...»
Ο Άνθιμος είναι συνοφρυωμένος για λίγο σαν να σκέφτεται. «Κοίτα,» λέει τελικά, «δεν έχω κανέναν υπόψη μου. Υπάρχουν κάποιοι, βέβαια, που μ’απειλούσαν, που με... προειδοποιούσαν ότι, αν δεν τους ξεπλήρωνα γρήγορα, μεγάλο κακό θα μ’έβρισκε. Μα... δε νομίζω ότι...»
«Σ’έχει ρωτήσει και κανείς άλλος γι’όλ’ αυτά, τελευταία;» τον ρωτάω, μη μπορώντας να συγκρατήσω την περιέργεια μου.
«Ε;» Με κοιτάζει ξαφνιασμένος. «Ποιος να με ρωτήσει; Για τι πράγμα, ακριβώς;»
«Για τους Τρομερούς Καπνούς. Για το αν πρόσεξες τίποτα παράξενο προτού σου επιτεθούν,» εξηγώ, έχοντας στο νου μου τον Ευστάθιο Λιρκάδιο, φυσικά, και τον πράκτορα του Εκλεκτού.
Ο Άνθιμος κουνά το κεφάλι. «Όχι.» Με κοιτάζει καχύποπτα τώρα, νομίζω. «Θα έπρεπε;»
Επομένως, δεν τον βρήκαν. Αν τον είχαν βρει, σίγουρα θα του είχαν κάνει εντύπωση.
Κι αυτό τι σημαίνει; Πού μπορεί να είναι τώρα ο Λιρκάδιος και ο πράκτορας του Εκλεκτού; Όχι πως μ’ενδιαφέρει ιδιαίτερα, αλλά... έχω μια κάποια περιέργεια κι εγώ.
Ο Τζακ ρωτά τον Άνθιμο: «Ποιοι σε απειλούσαν;»
Ο Γερσίκιος στρέφει το βλέμμα του σ’εκείνο, αλλά εξίσου καχύποπτα. «Αν είσαι ο Τζακ των Υπογείων, μάλλον τους ξέρεις. Όμως άμα σου πω γι’αυτούς, ίσως να το πάρουν προσωπικά αν τύχει και διαρρεύσει. Οπότε, άσ’ το καλύτερα. Δε νομίζω εξάλλου ότι είναι δυνατόν να είχαν σχέση με την επίθεση των Καπνών. Τι μπορεί νάχαν να κερδίσουν; Θέλουν λεφτά από μένα, και περίμεναν ότι θα τάβγαζα απ’τις δουλειές μου. Χωρίς καράβι δεν μπορώ να κάνω δουλειές· και τώρα... τώρα είμαι στην κάτω μεριά του πλοίου, κι ακόμα χειρότερα... Τζακ των Υπογείων.» Το λέει σαν να εξακολουθεί να αμφισβητεί ότι είναι αυτός.
«Υπάρχει κανένα τασάκι εδώ;» Ο Τζακ υψώνει το τσιγάρο του.
Ο Άνθιμος κάνει νόημα στη γαλανόδερμη κοπέλα, κι εκείνη φέρνει το τασάκι από το τραπέζι στον Τζακ, ο οποίος το παίρνει στο χέρι του και τινάζει στάχτη μέσα. «Κατωμήχανοι, λοιπόν, ε;» λέει στον Γερσίκιο.
Εκείνος γνέφει καταφατικά. «Μου είχαν πουλήσει κάτι πράματα που ήθελα για το καράβι.»
«Ήταν, δηλαδή, τυχαίο που οι Καπνοί μάς επιτέθηκαν;» λέει ο Αρσένιος.
«Φυσικά και ήταν,» του απαντά ο Άνθιμος. «Τι άλλο θα μπορούσε να είναι; Εκτός άμα κάποιος με παρακολουθούσε χωρίς να τόχω πάρει χαμπάρι. Το ξέρω πως οι πειρατές έχουν ανθρώπους που κοιτάζουν στα λιμάνια, μα εγώ δεν είχα ποτέ τέτοιες επαφές. Δεν τους γνωρίζω. Και, γενικά, δεν κάνω δουλειές με πειρατές, όπως ξέρεις, Αρσένιε.»
«Οι πειρατές, όμως, έκαναν καλές δουλειές μαζί σου.» Το γέλιο του αδελφού μου ακούγεται... παράξενο. Σου σηκώνει την τρίχα.
«Δεν έχω κάτι άλλο να σας πω,» λέει ο Άνθιμος. «Λυπάμαι για ό,τι έπαθες, Αρσένιε. Λυπάμαι που σκοτώθηκε η Νεκταρία. Λυπάμαι που έχασα ολόκληρο το καράβι μου κι ολόκληρο το πλήρωμά μου, μα την Έχιδνα – αλλά τι μπορούσα να κάνω; Τι; Δε φταίω εγώ, φίλε. Το ξέρεις ότι δε φταίω εγώ.»
Ο Τζακ των Υπογείων σβήνει το τσιγάρο του, αμίλητος – και συλλογισμένος, νομίζω. Τι σκέφτεται, άραγε;
«Το πλοίο σου ήταν της πλάκας,» λέει ο Αρσένιος.
Ο Άνθιμος κάνει πως δεν τον άκουσε. «Και ήρθες από τη Μεγάπολη, στην... κατάστασή σου, μόνο για να μάθεις αν είμαι ζωντανός;»
«Έχω δουλειές εδώ.»
«Δουλειές;» Ο Άνθιμος στρέφει το βλέμμα του και σ’εμένα.
«Όχι,» του λέω, θέλοντας ν’αποφύγω άλλες συναναστροφές μαζί του· «απλά ήρθαμε να δούμε αν ήσουν ζωντανός. Ο Αρσένιος αναρωτιόταν αν είχες επιβιώσει.»
Αλλά ο Άνθιμος λοξοκοιτάζει τον Τζακ, καταλαβαίνοντας μάλλον ότι του λέω ψέματα. «Είπες ότι διάφοροι αναζητούν τους Τρομερούς Καπνούς...»
«Οι πληροφορίες είναι ένα από τα πράγματα που αγοράζω και πουλάω,» αποκρίνεται ο Τζακ των Υπογείων χωρίς έπαρση – ένας έμπορος που μιλά για το εμπόρευμά του.
«Δεν το ήξερα πως ήξερες τον Αρσένιο...»
Ο Αρσένιος λέει: «Έχω διασυνδέσεις παντού.» Σαχλαμάρες! Όλο σαχλαμάρες είναι. Τι αποσκοπεί; Να τον τρομάξει; Σαχλαμάρες!...
Ο Άνθιμος τον κοιτάζει συνοφρυωμένος, ακόμα ακουμπώντας τα χέρια του στη λαβή του ανεστραμμένου σπαθιού του.
«Λοιπόν,» λέω. «Αν δεν έχετε να πείτε κάτι άλλο, καλύτερα να πηγαίνουμε. Έτσι;» Κοιτάζω τον Τζακ.
Εκείνος νεύει, αφήνοντας το τασάκι στον βραχίονα της πολυθρόνας. «Ό,τι νομίζετε.»
Σηκώνομαι από τον καναπέ, αγγίζοντας συγχρόνως τον ώμο του Αρσένιου, όχι για να στηριχτώ φυσικά αλλά για να τον ωθήσω να σηκωθεί κι εκείνος. Ρωτάω τον Άνθιμο: «Σίγουρα δεν ήρθε κανείς άλλος να σε ρωτήσει για τους Τρομερούς Καπνούς; Κάποιος άγνωστος; Ή δύο; Ή τρεις;»
«Άγνωστος; Ποιος άγνωστος; Τρέχει κάτι;»
«Δε χρειάζεται να φοβάσαι· αυτοί δεν έχουν σχέση με όποιους κι αν σε απειλούν. Είναι άσχετοι τελείως. Είναι... από αλλού. Ήρθαν, ή δεν ήρθαν;»
«Σου είπα, κυρία: δεν ήρθε κανείς.» Σηκώνεται κι αυτός, με το σπαθί του στο χέρι αλλά κατεβασμένο.
Ύστερα, μας ξεπροβοδίζει ώς την εξώθυρα του διαμερίσματός του, λέγοντας: «Θα ήθελα να τα ξαναπούμε, Αρσένιε. Να μιλήσουμε περισσότερο καμιά φορά. Είμαστε ακόμα φίλοι, δεν είμαστε;»
«Προτιμώ την παρέα φιδιών από τη δική σου,» αποκρίνεται ο αδελφός μου.
«Δεν είναι δυνατόν ακόμα να με κατηγορείς για–»
«Η Νεκταρία δεν θα ήταν νεκρή αν δεν βρισκόταν στο καταραμένο πλοίο σου!»
«Εσύ την έφερες εκεί–»
Το χέρι του Αρσένιου τον αρπάζει από τη μπροστινή μεριά του πουκαμίσου του καθώς οι δυο τους τώρα στέκονται κοντά. Αλλά παρεμβαίνω προτού γίνει τίποτα άσχημο. Πιάνω τον αδελφό μου, δυνατά, από τους ώμους και τον τραβάω πίσω. «Όχι!» του λέω. «Τι κάνεις; Τι θ’αλλάξει έτσι;»
«Ελάτε,» μας παροτρύνει ο Τζακ, ανοίγοντας την εξώπορτα. «Πάμε.»
Και τον ακολουθούμε, έξω απ’το διαμέρισμα του Άνθιμου Γερσίκιου.
Οι Αγενείς δεν άργησαν να σαλπάρουν από Γαρνάθη, ύστερα από μια μικρή – και αποτυχημένη – έρευνα για αγοραστές εξωδιαστασιακών όντων. Άφησαν τις Τρεις Πόλεις της Ουράς πίσω τους ταξιδεύοντας βόρεια και ανατολικά, κάνοντας τον γύρο του Ακρωτηρίου της Ουράς (που ήταν επίσης γνωστό, ανεπίσημα – και αισχρότερα – ως «Παπάρι του Ιχθύος» ανάμεσα στους ναυτικούς της Ιχθυδάτιας). Από εκεί έπλευσαν νότια, όλο νότια, κοντά σε ακτές που ήταν κατά βάση άγριες, χωρίς μεγάλες πόλεις, χωρίς σημαντικά λιμάνια. Σε τούτα τα μέρη υπήρχαν μονάχα χωριά και μικρές πόλεις, όπου έμεναν ψαράδες ή άρπαγες· και πολλές κρυψώνες κουρσάρων, πειρατών, και παρανόμων βρίσκονταν επίσης εδώ. Ήταν οι ακτές που ξεκινούσαν από τα νότια τέλη του Ακρωτηρίου της Ουράς και εκτείνονταν ώς τον Κόλπο της Ουράς, ώς την Κυρτόπολη. Οι Ακτές των Ωραίων, οι Ωραίες Ακτές (παραφθορά από το Ουραίες Ακτές, όπως όλοι υπέθεταν· αλλά οι πάντες τώρα έτσι τις ήξεραν). Πέρα από αυτές, προς τα δυτικά, απλώνονταν τα Ουραία Όρη και οι Ουραίοι Δασότοποι – επικίνδυνοι τόποι και οι δύο. Ακόμα και άγριοι ερπετοειδείς λεγόταν ότι κυκλοφορούσαν εκεί.
Σ’αυτά τα μέρη, στις Ακτές των Ωραίων, ήταν που οι Αγενείς είχαν παλιότερα κλέψει την Ερασμία’μορ μέσ’ από ένα απ’τα σκάφη του Ευγένιου του Μεγαλοφονιά, και προειδοποίησαν τώρα τον καινούργιο Καπετάνιο τους ότι όφειλαν να προσέχουν, γιατί ο Μεγαλοφονιάς πολλές φορές άραζε εδώ, ή έστηνε καρτέρι. Και όχι μονάχα αυτός – αλλά κυρίως αυτόν φοβόνταν τώρα οι Αγενείς. Ακόμα κι οι ντόπιοι έστηναν καρτέρι σε τούτα τ’ακρογιάλια, είπαν στον Γεώργιο, οι άνθρωποι που έμεναν στα χωριά και στις μικρές πόλεις. Ορισμένοι, μα την Έχιδνα, ήταν τρωγλοδύτες, οι πούστηδες, βάρβαροι, αγριάνθρωποι· τους έβλεπες και σου σηκωνόταν η τρίχα. Σε σπηλιές μένανε, σε γαμημένες σπηλιές. Κι έβρισκαν τα κατάλληλα σημεία, πάνω σε ψηλούς βράχους των ακτών, και πηδούσαν στις κουβέρτες για να κουρσέψουν τα σκάφη, ή ν’αρπάξουν ό,τι προλάβουν και, μετά, να πηδήσουν πάλι στην ξηρά και μην τους είδες τους συγγενείς του Λοκράθου! Μέχρι κι ανθρώπους βουτούσαν έτσι, και ποιος ξέρει τι τους έκαναν; Ίσως να τους πουλούσαν για δούλους, ίσως να τους κρατούσαν για δούλους, ίσως να τους έτρωγαν ζωντανούς ή ψημένους, ή ίσως να τους έδιναν προσφορά στους ερπετοειδείς των Ουραίων Δασότοπων. Ναι, λεγόταν πως το συνήθιζαν αυτό οι κάτοικοι των Ωραίων Ακτών: να κάνουν διάφορες προσφορές στους φιδανθρώπους για να μην ορμάνε οι φιδάνθρωποι στα χωριά τους και να τους τρώνε.
Παρά τις προειδοποιήσεις και τις κακές ιστορίες, όμως, κανείς δεν πείραξε τα τρία πλοία των Αγενών καθώς έπλεαν νότια, κοντά στις Ακτές των Ωραίων. Φτάνοντας στον Κόλπο της Ουράς, κάποιοι πρότειναν να πάνε στην Κυρτόπολη, αλλά ο Κοσμάς επέμεινε πως καλύτερα ήταν να κατευθύνονταν προς Μελκάρνια, που δεν βρισκόταν μακριά και που θα μπορούσαν να μεγαλώσουν τα πληρώματα στα σκάφη τους – πράγμα αναγκαίο, αλλιώς θα ήταν πολύ ευάλωτοι σε οποιαδήποτε θαλάσσια σύγκρουση. Ο Γεώργιος συμφώνησε μαζί του – και όχι μόνο ο Γεώργιος, αλλά και η Λουκία και άλλοι – έτσι συνέχισαν το ταξίδι τους ανατολικά, αφήνοντας τον Κόλπο της Ουράς και πιάνοντας τις Βόρειες Ακτές, πλέοντας κατά μήκος τους και φτάνοντας γρήγορα στη Μελκάρνια, μπαίνοντας στο Μεγαλίμανό της.
Αφού άραξαν, ο Κοσμάς πληροφόρησε τον Γεώργιο ότι ο Ευγένιος ο Αγένιος είχε ένα πειρατικό μάτι εδώ – μια γυναίκα που το πρωί έκανε αυτή τη δουλειά, τριγυρίζοντας στα λιμάνια, και το βράδυ εργαζόταν ως πόρνη. Την έλεγαν Ευθαλία, και την αναζήτησαν τώρα για να τη συστήσει ο Κοσμάς στον καινούργιο Καπετάνιο των Αγενών. Δε μπορούσαν να τη βρουν πουθενά, όμως, και σύντομα πληροφορήθηκαν ότι κάποιοι την είχαν πάρει από την πόλη.
«Τι εννοείς ‘την πήραν απ’την πόλη’, ρε μάστορα; Την έκλεψαν;» ρώτησε ο Κοσμάς τον θαμώνα μιας ταβέρνας στο Μεγαλίμανο.
«Ξέρω γω; Ίσως. Τη βούτηξαν, λένε. Την άρπαξαν.» Κι έκανε μια χειρονομία σαν να ήθελε να δείξει πώς γινόταν αυτή η αρπαγή.
«Και πού την πήγαν;»
Ανασήκωσε τους ώμους του. «Ξέρω γω;» είπε πάλι. «Προς τα νότια, λένε. Προς Ωλμπέρκνη· από κείνα τα μέρη. Δεν τα ξέρω γω αυτά· όλη μου τη ζωή εδώ την έχω βγάλει και δεν έχω παράπονο. Ξέρεις τι λένε, ναυτικέ μου; Κει που μεγαλώνεις, κει ’ν’ η θέση σου ορισμένη απ’τους θεούς. Τόχεις ακούσει αυτό;»
«Όχι,» είπε ο Κοσμάς, «δεν τόχω ακούσει.»
«Τ’άκουσες τώρα κι έγινες λίγο πιο σοφός. Να το θυμάσαι.» Ο άντρας ύψωσε το ποτήρι με τη μισοτελειωμένη μπίρα του και ήπιε μια γουλιά, κλείνοντας το μάτι στον Κοσμά. Έμοιαζε λιγάκι πιωμένος.
Ο Κοσμάς και ο Γεώργιος έφυγαν από την ταβέρνα. «Θα πρέπει να βρούμε άλλο πειρατικό μάτι, μάλλον,» είπε ο δεύτερος.
«Έτσι φαίνεται.»
«Για πλήρωμα, ξέρεις πού μπορούμε ν’αναζητήσουμε;»
«Θα μας έφερνα εδώ, Καπ’τάνιε, αν δεν είχα κάτι υπόψη μου;»
Οδήγησε τον Γεώργιο στην Κοφτή, μια συνοικία της Μελκάρνια δυτικά του Μεγαλίμανου, κοντά στα τείχη της πόλης. Δεν είχε και τόσο καλή φήμη – ούτε οι δρόμοι της ούτε το λιμάνι της. Τριγύριζαν πολλοί και διάφοροι, και συνήθως όσοι βρίσκονταν στην από κάτω μεριά του πλοίου ή ζητούσαν να κάνουν δουλειές που ούτε ο Λοκράθος δεν ήθελαν να ξέρει.
«Όπως στη Γλυκώνυμη της Σαλντέρια;» ρώτησε ο Γεώργιος τον Κοσμά όταν ο Δευτεροκαπετάνιος τού περιέγραψε, εν συντομία, την Κοφτή.
«Καμία σχέση, Καπ’τάνιε. Η Γλυκώνυμη είναι σοβαρό μέρος, όχι μαλακίες. Η Κοφτή είναι μπουρδέλο.»
«Και νομίζεις ότι αυτή θα ήταν καλή περιοχή για να μαζέψουμε πλήρωμα;»
«Θα τους κόψουμε με το βλέμμα. Άμα είναι απλόκαμοι αλλά ντόμπροι, θα φανούν· άμα είναι ψάρια της πλάκας, κι αυτό θα φανεί.»
Μαζί τους ήρθαν ο Ζαχαρίας, η Λουκία, η Μάγδα, και ο Λουκιανός ο Γρηγοροχέρης. Γιατί ήταν προτιμότερο να βαδίζουν, συνολικά, έξι στην Κοφτή παρά δύο μοναχοί τους. Όχι πως ο κίνδυνος ληστείας ήταν και πολύ μεγάλος, εξήγησε ο Κοσμάς, αλλά ήταν υπαρκτός. Επιπλέον, αν τους έβλεπαν πολλούς, τόνισε, σίγουρα θα τους έπαιρναν πιο σοβαρά.
Επισκέφτηκαν διάφορα μέρη στην Κοφτή – ένα σταυροδρόμι, μια ταβέρνα, μια μικρή πλατεία όλο κόπρανα ζώων και ανθρώπων, ένα πανδοχείο που κύρτωνε σαν γριά, μια γειτονιά γεμάτη ψαράδικα δευτέρας κατηγορίας που βρομούσαν χειρότερα απ’τα κωλομέρια του Λοκράθου, ένα χάλασμα όπου έβρισκαν στέγη οι άστεγοι – και, μέσα στις επόμενες ημέρες, κατάφεραν να συγκεντρώσουν ανθρώπους που ήταν πρόθυμοι να μπουν στο τσούρμο τους κατανοώντας πολύ καλά για τι είδους τσούρμο επρόκειτο – όχι ταξιδευτές-ερευνητές, ούτε έμπορους, ούτε μισθοφόρους, αλλά κουρσάρους. Καταλάβαιναν ότι δεν θα έρχονταν στην αρμάδα μόνο για να σκουπίζουν, να κουβαλάνε, και ν’ανοιγοκλείνουν πόρτες και καταπακτές, μα και για να πολεμάνε. Μπορεί να κουτσουρεύονταν ή να τους έτρωγε ο Αβυσσαίος. Αλλά μπορεί και να γίνονταν πλούσιοι. Τα λάφυρα που συγκέντρωναν στ’αμπάρια τους οι Αγενείς ήταν πολλά, και όλοι έπαιρναν καλό μερίδιο, τους είπαν ο Γεώργιος και ο Κοσμάς.
Τα νέα μέλη του τσούρμου ήταν άνθρωποι διάφορων κατηγοριών: εργάτες χωρίς δουλειά κι απεγνωσμένοι· τρεις χρεοκοπημένοι πραματευτάδες· ένας μονόχειρας μισθοφόρος που κανείς δεν τον προσλάμβανε· μια συμμορία με αρχηγό μια κοπέλα που έμοιαζε να είναι μετά βίας δεκαεφτά χρονών (η μικρότερη απ’όλους) και τη φώναζαν η Μασέλα «επειδή δάγκωνε»· και μερικοί παλιοπειρατές που ήταν στην κάτω μεριά του πλοίου κι έλεγαν ιστορίες για το πώς είχαν καταλήξει εκεί.
Όταν είχαν τελειώσει με τη συγκρότηση του καινούργιο πληρώματος, οι Αγενείς άρχισαν πάλι να ψάχνουν για αγοραστές εξωδιαστασιακών όντων, αν και κανείς δεν το θεωρούσε πιθανό να βρουν τέτοιους στη Μελκάρνια. «Η Μελκάρνια είναι όλο απατεώνες,» είπε ο Κοσμάς, «αλλά όχι και τόσο μεγάλους απατεώνες, Καπ’τάνιε, άμα καταλαβαίνεις τι εννοώ. Όχι σαν εκείνους που μας έδειξες στους Κατωμήχανους. Αυτοί εδώ θα κατουριόνταν επάνω τους άμα τους έβλεπαν εκείνους εκεί κάτω.»
Ο Γεώργιος ρώτησε, επίσης, μήπως κανείς είχε ακούσει για ένα πλοίο που, προ διετίας, χάθηκε μέσα σε μια άγρια καταιγίδα βόρεια της Κεντρυδάτιας μάλλον, βόρεια του Πλοκαμιού των Ναυαγίων. Καμιά σοβαρή απάντηση δεν πήρε.
Τα τερατώδη πλάσματα του Συμπλέγματος είχαν αρχίσει να γίνονται ανήσυχα στο αμπάρι του Νικητή των Κυμάτων παρότι τα τάιζαν τακτικά. Ο Γεώργιος φοβόταν πως θ’αναγκάζονταν, τελικά, να τα πετάξουν στη θάλασσα χωρίς να έχουν βγάλει οχτάρι απ’αυτά. Ευτυχώς που είχαν προλάβει να πουλήσουν, τουλάχιστον, εκείνα τα πρώτα στην Ιωάννα Φορκαλίνη στους Κατωμήχανους.
Προτού αποπλεύσουν απ’το λιμάνι της Μελκάρνια, συγκέντρωσε τα πιο βασικά μέλη του τσούρμου του, ένα απόγευμα, στην κουβέρτα του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού και είπε πως όφειλαν να παρθούν κάποιες αποφάσεις για τη διοίκηση των σκαφών. «Δε μπορώ εγώ να είμαι Καπετάνιος όλων τους. Είμαι ο αρχηγός σας αλλά μόνο Καπετάνιος ενός πλοίου μπορώ να είμαι.»
Πρότεινε να δώσει τη διοίκηση του Νικητή των Κυμάτων στον Κοσμά, αλλά εκείνος αρνήθηκε· είπε ότι είχε συνηθίσει νάναι Δευτεροκαπετάνιος και δεν γούσταρε νάχει στους ώμους του τα καθήκοντα του Καπετάνιου.
«Όπως νομίζεις,» είπε ο Γεώργιος. Και πρότεινε τη διοίκηση του Νικητή στη Λουκία.
Εκείνη δεν την αρνήθηκε, και τα μάτια της γυάλισαν ικανοποιημένα. Αναρωτήθηκε προς στιγμή αν ο Γεώργιος την όριζε Καπετάνισσα επειδή είχαν πηδηχτεί εκείνο το μεσημέρι στους Βαλτότοπους των Όφεων και έκτοτε μερικές φορές ξανά· αλλά ο προβληματισμός αυτός δεν την απασχόλησε για πολύ. Δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι μπορούσε να κουμαντάρει το πλοίο.
«Θα πάρεις εσύ τα Νύχια του Φιδιού, Ζαχαρία;» ρώτησε ο Γεώργιος.
Ο Ζαχαρίας φάνηκε σκεπτικός. Τελικά είπε: «Ήταν πλοίο του Μεγαλοφονιά. Όποιος πάρει το τιμόνι του γίνετ’ αμέσως εχθρός του θανάσιμος, Καπ’τάνιε.»
«Όλοι είμαστε εχθροί του πλέον,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος. «Δεν έχει σημασία πάνω σε ποια κουβέρτα στεκόμαστε.»
«Ναι, ’ντάξει, σωστό αυτό...» είπε ο Ζαχαρίας, αλλά ήταν ακόμα σκεπτικός.
«Άμα δε θέλεις, βέβαια, δεν υπάρχει πρόβλημα.»
«Όχι. Το συλλογιέμαι, να πούμε.»
«Συλλογίσου γρήγορα,» του είπε ο Νικόλαος το Ψηλό Ποτήρι, «αλλιώς το θέλω εγώ το κουμάντο των Νυχιών, Καπ’τάνιε.»
Η Μάγδα ρουθούνισε. «Θα το ρίξεις σε κάνα βράχο εσύ!»
«Ε! Μην ακούω μαλακίες τώρα, έτσι;»
«Ζαχαρία;» ρώτησε ξανά ο Γεώργιος.
«Εντάξει,» είπε εκείνος, «το παίρνω το τιμόνι, Καπετάνιε.»
Και, ύστερα από αυτή την απόφαση, έφυγαν απ’τη Μελκάρνια μαζί με το καινούργιο τους πλήρωμα, πλέοντας ανατολικά, δίπλα στις Βόρειες Ακτές της Ιχθυδάτιας.
Αρσένιος:
Κατεβαίνουμε σκάλες–
Ένας γαλανόδερμος άντρας με μούσι μιλά σ’έναν κατάμαυρο άντρα που τα μάτια του ποτέ δεν βλεφαρίζουν Του λέει νέα που τον ενδιαφέρουν Νέα από το λιμάνι–
–και φτάνουμε σ’ένα επίπεδο μέρος – το ισόγειο μάλλον – όπου βαδίζουμε. Ακούω μια πόρτα ν’ανοίγει. Βγαίνουμε από την πολυκατοικία, προφανώς.
Η αδελφή μου με ρωτά: «Ποια ήταν αυτή η κοπέλα μαζί του; Την ξέρεις;»
«Ποια κοπέλα;»
«Αυτή που μας άνοιξε για να μπούμε. Δε μιλούσε όταν ήμασταν στο σαλόνι του Γερσίκιου μα ήταν εκεί. Γαλανόδερμη, με κοντά κόκκινα μαλλιά. Μικροκαμωμένη.»
«Μικροκαμωμένη, ε; Πρέπει να ήταν η ξαδέλφη του η Ελένη. Την είχα δει παλιότερα. Εκτός αν κάνω λάθος. Έχει καμιά σημασία;»
«Απλώς περίεργη ήμουν.»
Βαδίζαμε καθώς μιλούσαμε, και τώρα ακούω πόρτες ν’ανοίγουν· αλλά διαφορετικού είδους πόρτες από πριν. Η Διονυσία μού λέει: «Σκύψε. Είμαστε πάλι στο όχημα του Τζακ. Σκύψε για να μπεις»· και προσπαθεί να με καθοδηγήσει με τα χέρια της.
«Ναι, αδελφή μου, ναι, το έχω καταλάβει.»
Μπαίνουμε στο όχημα και ο Τζακ λέει: «Να κάνω μια ερώτηση;»
«Ναι, φυσικά,» αποκρίνεται αμέσως η ερωτοχτυπημένη αδελφή μου.
«Ρώτησες τον Γερσίκιο αν ήρθαν κάποιοι άλλοι να του μιλήσουν πιο πριν. Σε ποιους αναφερόσουν; Νόμιζα ότι μόνο ο Οφιομαχητής τον έψαχνε.»
Η Διονυσία διστάζει για μια στιγμή, αλλά όχι περισσότερο. «Δεν ήταν μόνο ο Οφιομαχητής. Είναι... Δεν ήταν μόνος του. Δεν ήθελε μόνο εκείνος να βρει τους Τρομερούς Καπνούς, Τζακ. Είχε κανονίσει να έρθουμε εδώ μαζί με κάποιους άλλους, αλλά μετά έγινε ό,τι έγινε με τους ακόλουθους του Λοκράθου.»
«Και τώρα νομίζεις ότι αυτοί οι άλλοι ίσως να ήρθαν χωρίς εσάς;»
«Είμαι σίγουρη ότι ήρθαν.»
«Δεν υπάρχει αμφιβολία,» προσθέτω.
«Αλλά ο Γεώργιος δεν μπορούσε να τους βρει,» συνεχίζει η αδελφή μου. «Τους καλούσε στον τηλεπικοινωνιακό πομπό, όμως δεν απαντούσαν. Δεν έπιανε το σήμα τους. Σαν να μην ήταν στην πόλη.»
«Ποιοι είναι;» ρωτά ο Τζακ. «Ή δεν θέλεις να μου πεις;»
«Η αλήθεια είναι,» αποκρίνεται η Διονυσία, «ότι δεν τους ξέρω. Όχι όλους, δηλαδή. Γνωρίζω μόνο τον Καπετάνιο και τη Δευτεροκαπετάνισσα – Ευστάθιος Λιρκάδιος και κυρά Ιωάννα – μονάχα τα ονόματά τους, τίποτα περισσότερο δεν ξέρω γι’αυτούς· δεν τους έχω δει καν. Ήταν μαζί με τον Γεώργιο όταν το πλοίο του δέχτηκε επίθεση από τους Τρομερούς Καπνούς.» Εξηγεί τι συνέβη, και προσθέτει: «Αλλά τώρα θα είχαν μαζί τους κι έναν άλλο – έναν πράκτορα κάποιου Εκλεκτού της Μεγάπολης. Κι αυτός δεν ξέρουμε ποιος θα ήταν. Ο Γεώργιος δεν μας είχε πει· ο ίδιος ο πράκτορας δεν ήθελε. Θα τον γνωρίζαμε μετά, μες στο πλοίο.»
«Μάλιστα,» λέει ο Τζακ, που δεν έχει ακόμα ξεκινήσει το όχημα. «Και είχατε σχεδιάσει πως θα ερχόσασταν εδώ για να αναζητήσετε τον Γερσίκιο, ελπίζοντας να σας δώσει κάποιο στοιχείο που θα μπορούσατε να ακολουθήσετε προς τους Τρομερούς Καπνούς, σωστά;»
«Ναι.»
«Όχι μόνο τον Γερσίκιο,» θυμίζω.
«Ποιον άλλο;» ρωτά ο Τζακ.
«Την Καπετάνισσα του Παλιού Χορευτή – του πλοίου που χτυπήθηκε από τους Καπνούς ενώ ερχόταν προς Ριλιάδα έχοντας εκπλεύσει από Ιλφόνη Ιχθυδάτιας. Σίγουρα θα τόχεις ακουστά...»
«Ναι, το ξέρω,» λέει ο Τζακ των Υπογείων. «Αλλά η Ευαγγελία Ερελμάνκη δεν μένει εδώ–»
«Η Καπετάνισσα του Χορευτή; Αυτό είναι το όνομά της; Είναι γνωστή σου;»
«Δεν τη γνωρίζω προσωπικά, αλλά έμαθα γι’αυτήν ύστερα από την επίθεση των Καπνών. Ήρθε μαζί με το πλήρωμά της στη Ριλιάδα, πάνω σε βάρκες. Φήμες κυκλοφορούσαν απ’το Επάνω Λιμάνι ώς το Νότιο Λιμάνι, και παντού μέσα στους Κατωμήχανους – φήμες για τους πειρατές που έχουν στο πλευρό τους έναν γιγάντιο δαίμονα από καπνό που τσακίζει σκάφη με το τσεκούρι του.»
«Ο Ευστάθιος Λιρκάδιος και οι άλλοι, λοιπόν, δεν θα ήταν δύσκολο να μάθουν γι’αυτήν!» λέω.
«Μάλλον όχι,» παραδέχεται ο Τζακ. «Αλλά η τύπισσα δεν μένει εδώ. Μένει στην Ιλφόνη. Εκεί είναι το σπίτι της, και εκεί νομίζω πως επέστρεψε αφού ήρθε εδώ, κατατρεγμένη μαζί με το πλήρωμά της. Δεν ξέρω τι κάνει τώρα.»
«Στην Ιλφόνη, ε; Ίσως, οπότε, στο λιμάνι της να έχουν πάει ο Λιρκάδιος και οι άλλοι, Διονυσία. Αν δεν έβρισκαν τον Άνθιμο και, συγχρόνως, έμαθαν ότι αυτή η Ευαγγελία Ερελμάνκη είναι στην Ιλφόνη, πιθανώς να ταξίδεψαν στην Ιχθυδάτια.»
«Δεν αποκλείεται,» αποκρίνεται η αδελφή μου. «Όμως εμάς τώρα αυτό δεν μας βοηθά με κανέναν τρόπο. Εμείς πρέπει να φύγουμε από εδώ, να επιστρέψουμε στη Μεγάπολη. Και μη μου πεις ότι σκέφτεσαι να πας στην Ιλφόνη – γιατί, αν ναι, τότε να πας μόνος σου, Αρσένιε, και δε μ’ενδιαφέρει τίποτα!»
Γελάω. Δεν μπορώ παρά να γελάσω. Η αδελφή μου... τόσο λιμανόφοβη! «Τζακ,» λέω, «μπορείς ακόμα να μας βρεις τρένο;»
«Φυσικά και μπορώ,» αποκρίνεται νηφάλια εκείνος. «Μάλιστα σε» – μάλλον κοιτάζει το ρολόι του, κρίνοντας απ’τη διακοπή στη φωνή του – «καμιά ωρίτσα έρχεται ένας σιδηρόδρομος στην πόλη. Θέλετε να σας πάω στον Σταθμό Βήμα, στα νότια άκρα του Σκοπευτή;»
«Ναι,» λέει η Διονυσία χωρίς δισταγμό. «Ναι.» Αν και στοιχηματίζω πως δεν έχει ιδέα πού είναι τα νότια άκρα του Σκοπευτή. Μάλλον, ούτε καν πού είναι ο ίδιος ο Σκοπευτής.
«Έγινε.» Ο Τζακ των Υπογείων ενεργοποιεί τη μηχανή του οχήματός του, κι αισθάνομαι ότι κινούμαστε.
Ο Σκοπευτής δεν βρίσκεται μακριά από εδώ όπου είμαστε. Τα Σκαλώματα είναι στη βόρεια όχθη του ποταμού Λάηκου· ο Σκοπευτής στη νότια. Περνάς τη Σκαλωτή Γέφυρα και φτάνεις.
Συνεχίζω να αισθάνομαι κίνηση από κάτω μου, ενώ ακούω τυχαίες φωνές από τους δρόμους της Ριλιάδας. Η αδελφή μου και ο Τζακ των Υπογείων δεν μιλάνε τώρα...
Τρεις σκιερές μορφές με λεπίδες στα χέρια παρουσιάζονται μπροστά στη γυναίκα Εκείνη γυρίζει και τρέχει αλλά τρεις ακόμα παρουσιάζονται από την άλλη μεριά Ενώ ουρλιάζει της ορμάνε από παντού Τα όπλα τους αστράφτουν το αίμα της χύνεται το σώμα της πέφτει Ένας από τους φονιάδες φτιάχνει με σπρέι ένα σύμβολο στον τοίχο το οποίο μοιάζει με δύο φίδια που το ένα τρώει την ουρά του άλλου–
Τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου ξανά... Γιατί βλέπω τόσο συχνά τι κάνουν τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου; Επειδή έχω το σύμβολό τους (όπως μου λέει ο Οφιομαχητής) επάνω στο χέρι μου, εκεί όπου με δάγκωσε η κερασφόρος οχιά; Είναι δυνατόν να έχω κάποια σχέση μαζί τους; Τι σχέση, όμως; Όχι... όχι, αποκλείεται...
Αισθάνομαι την Ευθαλία να σέρνεται γύρω από τον πήχη μου. Συγνώμη, της λέω με το μυαλό μου, αλλά τώρα ξέμεινες μαζί μου. Ο αφέντης σου... ελπίζω μόνο νάναι ζωντανός. Ελπίζω να μείνει ζωντανός και να τον ξαναδούμε.
Θα καταφέρουν τα βατράχια να τον θυσιάσουν, όπως σχεδιάζουν; Πάω στοίχημα ότι η αφελής αδελφή μου δεν το νομίζει. Νομίζει ότι ο Οφιομαχητής μπορεί να υπερνικήσει τα πάντα, όπως λένε οι μύθοι γι’αυτόν. Αλλά, αν είναι έτσι, τότε πώς ο Στέφανος τον νίκησε; Πώς τα βατράχια τον απήγαγαν εκεί, στους Κατωμήχανους; Ο Οφιομαχητής δεν είναι όπως στους μύθους.
Το όχημα του Τζακ σταματά. «Έλα,» μου λέει η Διονυσία, κι ανοίγει την πόρτα πλάι μου. «Μπορείς να βγεις;»
«Όχι, δεν μπορώ,» αποκρίνομαι ξερά· «είμαι μικρός,» και βγαίνω, πιάνοντας την άκρη της ανοιχτής πόρτας και πατώντας γερά στο έδαφος.
Η αδελφή μου είναι σύντομα κοντά μου, πιάνοντάς με από τον αγκώνα.
Ο Τζακ λέει: «Το τρένο σε λίγο θα είναι εδώ. Κρατήστε αυτά τα χρήματα για τα εισιτήρια.»
«Μας έχεις υποχρεώσει, Τζακ,» αποκρίνεται η Διονυσία – στα πρόθυρα να πέσει στην αγκαλιά του, είμαι σίγουρος. Τι συγκινητικές περιστάσεις!...
«Δεν έκανα και τίποτα σπουδαίο. Είστε φίλοι του Γεώργιου, χρειαζόσασταν κάποια βοήθεια... και ήθελα κι εγώ να μάθω για τους Τρομερούς Καπνούς· με ενδιαφέρουν.»
«Δώσε μου μια διεύθυνση,» τον παροτρύνει η Διονυσία, «να σου στείλω τα λεφτά με ταχυμεταφορέα από τη Μεγάπολη.»
«Όχι, δεν χρειάζεται–»
«Χρειάζεται! Δε μπορώ να δεχτώ τόσα λεφτά–»
«Δεν είναι και τόσα πολλά, Διονυσία, το ξέρεις.»
«Ναι αλλά είναι αρκετά. Και μας βοήθησες πολύ. Σε παρακαλώ, δος μου μια διεύθυνση και θα τα στείλω με ταχυμεταφορέα.»
«Όχι,» επιμένει ο Τζακ, «δεν θέλω τίποτα με ταχυμεταφορέα. Αν ποτέ, όμως, ξαναβρεθείς στη Ριλιάδα, κάλεσέ με.» Της δίνει έναν τηλεπικοινωνιακό κώδικα. «Θα χαρώ να ξανασυναντηθούμε. Και τότε, αν επιμένεις ακόμα να μου επιστρέψεις οχτάρια... ό,τι νομίζεις.»
«Εντάξει,» λέει η Διονυσία. «Αφού... αφού δεν υπάρχει τρόπος να σε πείσω για...»
«Δεν υπάρχει τρόπος,» λέει τελεσίδικα ο Τζακ των Υπογείων.
«Σ’ευχαριστούμε για όλα.» Και ακούω ένα φιλί να ακολουθεί – στο μάγουλο, υποθέτω.
«Στο καλό,» λέει ο Τζακ των Υπογείων. «Δε θ’αργήσετε να φτάσετε στη Μεγάπολη, τώρα, και στο σπίτι σας.»
Η Διονυσία με κρατά από τον αγκώνα ξανά και με οδηγεί· μπαίνουμε στον Σταθμό Βήτα της Ριλιάδας, υποθέτω. «Περίμενε εδώ,» μου λέει. «Μην απομακρυνθείς.»
«Εντάξει, μαμά.»
Την ακούω ν’αναστενάζει. «Επιστρέφω αμέσως. Πάω να κλείσω εισιτήρια.»
«Ναι, το κατάλαβα.»
Την ακούω ν’απομακρύνεται: τα πόδια της πάνω στο πάτωμα. Ενώ τριγύρω είναι πολλοί άλλοι ήχοι. Βαδίσματα, σκόρπιες ομιλίες, κίνηση οχημάτων. Έχω παρατηρήσει πως από τότε που έχασα την όρασή μου οι υπόλοιπες αισθήσεις μου έχουν δυναμώσει. Νομίζω ότι ακούω πιο έντονα, μυρίζω πιο έντονα, νιώθω πιο έντονα.
Η Διονυσία επιστρέφει. «Έλα,» μου λέει, και την ακολουθώ ξανά καθώς κρατά τον αγκώνα μου.
Καθόμαστε σε κάποια καθίσματα.
«Σε κανένα μισάωρο το τρένο θα έχει έρθει,» μου λέει.
Βγάζω ένα τσιγάρο και το ανάβω. «Πώς είναι ο Τζακ;» τη ρωτάω σε λίγο. «Συμπαθητικός;»
«Τι ερώτηση τώρα είναι αυτή;»
«Η αδελφή μου είναι επιτέλους ερωτευμένη. Είμαι περίεργος.»
«Σταμάτα τις ανοησίες!»
«Το καταλαβαίνω, Διονυσία. Μπορεί να είμαι τυφλός, αλλά δεν είμαι κουφός.»
«Είσαι ανόητος. Ο Τζακ απλά μας βοήθησε, και τον ευχαρίστησα. Τι να έκανα; Να τον βρίσω, όπως θα έκανες εσύ;»
Γελάω. «Έτσι νομίζεις ότι θα έκανα;»
Δε μου απαντά. Τέλος πάντων...
«Δεν αισθάνεσαι άσχημα που εγκαταλείπουμε τον Γεώργιο;» της λέω, ενώ έχω ρίξει κάτω το τελειωμένο τσιγάρο μου και έχω καταφέρει να το σβήσω με το πόδι.
«Τι θες να πεις πάλι; Μπορείς, επιτέλους, να μη μου λες σαχλαμάρες;»
«Σαχλαμάρες; Καταλαβαίνεις τι θα του κάνουν τα βατράχια, έτσι;»
Αναστενάζει. «Γαμώτο! Λες να μη με νοιάζει; Αλλά τι μπορώ να κάνω εγώ, Αρσένιε;»
«Αν πηγαίναμε στην Ιλφόνη, να αναζητήσουμε τον Λιρκάδιο και τους άλλους, αυτοί ίσως να μπορούν να βοηθήσουν τον Γεώργιο με κάποιο τρόπο–»
«Λες ανοησίες πάλι!»
Και τούτη τη φορά πιθανώς νάχει δίκιο. Μέχρι να φτάσουμε στην Ιλφόνη και να τους βρούμε αυτούς, τα βατράχια θα έχουν κάνει τη δουλειά τους με τον Οφιομαχητή... ή εκείνος θα τους έχει ξεφύγει. Ή θα τους έχει σκοτώσει όλους.
Δε συνεχίζω την κουβέντα με την αδελφή μου· δεν έχει νόημα, εξάλλου.
Ακούω τον σιδηρόδρομο να έρχεται. Είναι πολύ χαρακτηριστικός θόρυβος για να τον μπερδέψεις με οτιδήποτε άλλο. Σηκωνόμαστε από τις θέσεις μας και, ενώ η Διονυσία έχει πάλι το χέρι της στον αγκώνα μου, μπαίνουμε στο τρένο. Γύρω μας ακούω κι άλλους να μπαίνουν· αρκετή κίνηση. Τα ρουθούνια μου γεμίζουν με διάφορες οσμές. Η Διονυσία με οδηγεί ανάμεσα σε κόσμο, καθόμαστε κάπου τελικά, αντικριστά, μ’ένα τραπεζάκι ανάμεσά μας. Η βαβούρα καταλαγιάζει σταδιακά και το τρένο ξεκινά πάλι· αισθάνομαι την κίνησή του, ακούω τα μέταλλά του.
Το ταξίδι μας αρχίζει, και δεν είναι ούτε πολύ μεγάλο ούτε επεισοδιακό. Ύστερα από μιάμιση ώρα φτάνουμε στην Αμμόπολη, έχοντας περάσει γύρω από τα Τρισάλμυρα Δάση. Μπορεί να είμαι τυφλός αλλά την ξέρω τη διαδρομή που ακολουθεί ο Μεγάλος Σιδηρόδρομος Κεντρυδάτιας. Στην Αμμόπολη σταματάμε για κανένα μισάωρο ώστε να μπουν και να βγουν επιβάτες και εμπορεύματα, και μετά συνεχίζουμε.
Ακόμα ένα μισάωρο ταξίδι και είμαστε στην Ορλάντη, όπου πάλι σταματάμε μισή ώρα και έπειτα συνεχίζουμε, όλο νότια τώρα – την ξέρω τη διαδρομή – όλο νότια, δυτικά των Ακτών των Βράχων, κοντά στη μεγάλη δημοσιά που ενώνει τη Μεγάπολη με την Ορλάντη. Και φτάνουμε στον προορισμό μας σε καμιά ώρα περίπου.
Κατεβαίνουμε στον Σταθμό Παλαιόκτιστης, στη Μεγάπολη.
«Ήρθαμε, Αρσένιε,» μου λέει η αδελφή μου. «Είμαστε πίσω! Είμαστε στο σπίτι μας!»
«Τι χαρά...» αποκρίνομαι.
Οι Αγενείς έφυγαν από το λιμάνι της Μελκάρνια έχοντας αυξήσει τον αριθμό τους και, με τα τρία πλοία τους, έπλευσαν κοντά στις Βόρειες Ακτές της Ιχθυδάτιας, περνώντας από Ιρνάφη και, μετά, από Ανώπολη. Ταξίδευαν από το ένα μέρος στο άλλο, αλλά δεν έβρισκαν πουθενά κανέναν πρόθυμο ν’αγοράσει εξωδιαστασιακά όντα. Πέρασαν και από τις Άνω Ακτές του Κεφαλιού, αποφεύγοντας την Κοάρλη, που δεν ήταν φιλική προς τους πειρατές, και μπήκαν στο Στόμα του Ιχθύος. Επισκέφτηκαν την Οδοντόπολη και τη Ροσάρβη, χωρίς πάλι να βρουν κανέναν ενδιαφερόμενο αγοραστή, όπως ο Γεώργιος το φοβόταν. Στις βόρειες ακτές του Στόματος, που ήταν άγριες και ορεινές, σταμάτησαν για λίγο κοντά στον Ναό της Έχιδνας, και ο αρχηγός των Αγενών πήγε με βάρκα εκεί, μόνος του, ζητώντας από τα πληρώματα να τον περιμένουν, χωρίς να υποψιάζεται ότι μπορεί να έκαναν ανταρσία. Τώρα, έτσι όπως ήταν η κατάσταση, το θεωρούσε απίθανο αυτό.
Οι ιερωμένοι και οι δόκιμοι του Ναού αγνάντεψαν το μικρό σκάφος του να πλησιάζει σηκώνοντας αφρό από πίσω, και τον υποδέχτηκαν σε μια από τις θαλασσολίθινες πλατφόρμες που του θύμιζαν αυτές που είχε δει στο Πλοκάμι των Ναυαγίων και όχι μόνο. Ένας ιερέας στεκόταν εδώ, ντυμένος με πράσινο χιτώνα και με το πρόσωπό του καλυμμένο από τη μάσκα της ιεροσύνης. Δεξιά του ήταν μια δόκιμη, αριστερά του ένας δόκιμος. Πίσω του, ένας ναοφύλακας.
Όλοι τους κοίταξαν τον κατάμαυρο άντρα με κάποια περιέργεια, γιατί τους φαινόταν πως ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, εξωδιαστασιακός.
«Καλό απόγευμα, ναυτικέ,» χαιρέτησε ο ιερέας. «Τι ζητάς στον Ιερό Ναό;»
«Καλώς σας βρίσκω, Ιερότατε,» αποκρίθηκε ο Φιλημένος, και τράβηξε το Φιλί της Έχιδνας από το θηκάρι, υψώνοντας τη λεπίδα μπροστά του, κάθετα, ανάμεσα σ’εκείνον και τον ιερωμένο.
Ο ναοφύλακας αμέσως τράβηξε το δικό του σπαθί, αλλά ο ιερέας τού έκανε νόημα να το κατεβάσει. Είχε προσέξει τα λαξεύματα επάνω στη λεπίδα του Γεώργιου· το απογευματινό φως των ήλιων δεν ήταν ακόμα τόσο ασθενικό ώστε να μην τα προσέξει. Τα είχε δει και τα είχε αναγνωρίσει.
«Ποιος σου έδωσε αυτό το ξίφος;» ρώτησε. «Ή» – τα μάτια του στένεψαν – «το έκλεψες;»
«Το Φιλί της Έχιδνας δεν κλέβεται,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος.
Ο ιερέας έτεινε τα χέρια του προς το όπλο, και ο Φιλημένος τού το έδωσε. Εκείνος διάβασε τα λαξεύματα, που ήταν στην Ιερατική Γλώσσα της Έχιδνας, και συνοφρυώθηκε βαθιά κάτω από τη μάσκα της ιεροσύνης, την πράσινη βαφή στο πρόσωπό του. Κοίταξε τον Γεώργιο με περισσότερη περιέργεια από πριν.
«Αν είσαι αυτό που αναγράφεται εδώ....»
«Δώσε μου το πιο δυνατό δηλητήριο που έχετε στον Ναό,» τον προκάλεσε ο Γεώργιος.
Ο ιερέας κατάλαβε ότι ο άγνωστος δεν αστειευόταν· ωστόσο, αποφάσισε να τον δοκιμάσει. Ψιθύρισε στ’αφτί της δόκιμης κι εκείνη έφυγε αμέσως, τρέχοντας πάνω στη θαλασσολίθινη πλατφόρμα, ακολουθώντας το μονοπάτι που σχημάτιζε αυτή και οι άλλες πλατφόρμες και οι ψηλοί κίονες, φτάνοντας στον σηκό που ήταν οικοδομημένος στη βραχώδη πλαγιά.
Ο Φιλημένος, ο ιερέας, ο άλλος δόκιμος, και ο ναοφύλακας περίμεναν. Μια ακόμα ιέρεια πλησίασε μαζί με μια δόκιμη, και ο ιερέας ψιθύρισε στ’αφτί της πρώτης όπως είχε ψιθυρίσει πριν στο αφτί της προηγούμενης δόκιμης. Τα μάτια της ιέρειας ατένισαν τον Γεώργιο με έκδηλο ενδιαφέρον.
Η δόκιμη επέστρεψε από τον σηκό τρέχοντας. Στα χέρια της είχε κάτι τυλιγμένο με δέρμα. Το έδωσε στον ιερέα κι εκείνος το ξετύλιξε, αποκαλύπτοντας ένα φιαλίδιο.
Είπε στον Γεώργιο: «Φιλί της Έχιδνας. Το ισχυρότερό μας δηλητήριο. Θανατηφόρο.»
«Ξέρω τι είναι, Ιερότατε.»
«Είσαι πρόθυμος να το πιεις;»
Ο Φιλημένος άπλωσε το χέρι του, και ο ιερέας τού έδωσε το φιαλίδιο.
Η ιέρεια ρώτησε: «Θα μπορούσα να δω κι εγώ το σπαθί σου;»
Ο Γεώργιος το τράβηξε πάλι απ’το θηκάρι (γιατί ο ιερέας τού το είχε επιστρέψει πλέον, κι εκείνος το είχε θηκαρώσει) και το έτεινε προς τη μεριά της. Η ιέρεια διάβασε την Ιερατική Γραφή επάνω στη λεπίδα. Κοίταξε πάλι τον κατάμαυρο άντρα με τα μακριά πράσινα μαλλιά και τα άγρια πράσινα γένια. «Με εξωδιαστασιακός μοιάζεις,» παρατήρησε. «Αλλά έχουμε ακούσει για έναν άντρα σαν εσένα... Έναν άντρα με κατάμαυρο δέρμα που, στην Κεντρυδάτια, αποκαλούν ‘Οφιομαχητή’ και λένε πως είναι Φιλημένος...»
«Φιλημένος;» είπε ο Γεώργιος, κατεβάζοντας το Φιλί της Έχιδνας και θηκαρώνοντας το ξανά. «Αυτό δεν κυκλοφορεί στα λιμάνια και στα σταυροδρόμια, είμαι σίγουρος.»
«Δεν έχουμε μάθει για τον Οφιομαχητή από τα λιμάνια και τα σταυροδρόμια,» τον διαβεβαίωσε η ιέρεια, «αλλά από άλλους πιστούς της Μεγάλης Κυράς.»
Ο ιερέας τον ρώτησε: «Είσαι όντως ο Οφιομαχητής;»
«Θα το ανακαλύψουμε τώρα,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος. Τράβηξε τον φελλό του φιαλιδίου, το έφερε στα χείλη του, και, κάνοντας το κεφάλι πίσω, έριξε όλο το δηλητήριο μέσα του. Έτεινε το άδειο δοχείο προς τον ιερέα. «Στην υγειά σας, Ιερότατε.»
Ο ιερέας και η ιέρεια αλληλοκοιτάχτηκαν, ενώ όλοι οι δόκιμοι – και ο ναοφύλακας επίσης – έμοιαζαν τρομοκρατημένοι. Ύστερα, ο ιερέας πήρε πίσω το φιαλίδιο. Και κανείς δεν μιλούσε· περίμεναν να δουν κάτι να συμβαίνει στον κατάμαυρο ξένο. Κάτι.
Τίποτα, όμως, δεν του συνέβη. Δεν φάνηκε το παραμικρό σημάδι.
Είχε πιει Φιλί της Έχιδνας – ένα από τα ισχυρότερα δηλητήρια της Υπερυδάτιας, ένα δηλητήριο που εξαγόταν και σ’άλλες διαστάσεις και είχε πολλή ζήτηση ανάμεσα σε φονιάδες και παρόμοιους – και δεν είχε πάθει τίποτα.
Το είχε πιει σαν να ήταν μια χούφτα νερό.
«Έλα μαζί μας, αν έχεις την καλοσύνη,» του είπε ο ιερέας.
Και, καθώς ο Γεώργιος τούς ακολουθούσε προς τον σηκό, μαζί με τους δόκιμους και τον ναοφύλακα, οι δύο ιερωμένοι, προπορευόμενοι, ψιθύριζαν αναμεταξύ τους, έντονα, ανήσυχα ίσως.
Οι κουρσάροι που περίμεναν στα τρία καράβια, έχοντας όλοι βγει στις κουβέρτες, κοίταζαν τι γινόταν στις θαλασσολίθινες πλατφόρμες χρησιμοποιώντας κιάλια. Και τώρα είδαν τον αρχηγό τους να κατευθύνεται προς τον Ναό στις βραχώδεις πλαγιές.
«Πού πάει;» μούγκρισε η Λουκία, στεκόμενη στην πρύμνη του Νικητή των Κυμάτων. «Εκεί θα περάσει τη νύχτα; Έπρεπε να μας τόχε πει αυτό.»
«Μαζί του δεν έχει τον πομπό του;» είπε η Μάγδα, που την είχαν ορίσει Δευτεροκαπετάνισσα του Νικητή. «Γιατί δεν τον καλείς να τον ρωτήσεις;»
Η Λουκία κούνησε το κεφάλι. Για κάποιο λόγο, που ούτε η ίδια δεν μπορούσε να κατονομάσει ακριβώς (φόβος;), δίσταζε. «Όχι... Περίμενε. Θα δούμε.»
«Όπως νομίζεις, Καπ’τάνισσα.»
Οι δύο ιερωμένοι οδήγησαν τον Φιλημένο στον σηκό, και πέρασαν την είσοδό του. Ο Γεώργιος αντίκρισε έναν χώρο που φωτιζόταν από αναμμένα πύραυνα και από το απογευματινό φως που γλιστρούσε από τα κάθετα, μακρόστενα παράθυρα. Δεν διέφερε πολύ από τον χώρο άλλων σηκών της Έχιδνας: Υπήρχαν λαξεύματα στους τοίχους τα οποία απεικόνιζαν ερπετά αλλά και θαλάσσια πλάσματα και γυναίκες-φίδια, ή γυναίκες που αγκάλιαζαν ερπετά ή τα είχαν τυλιγμένα γύρω απ’τον λαιμό τους και τα χέρια τους, ενώ στο κέντρο της αίθουσας έστεκε ένα ψηλό άγαλμα της Έχιδνας – μια γυναίκα που από τη μέση και κάτω ήταν φίδι και αντί για μαλλιά είχε πολλά μικρά φίδια, μεγαλειώδης και επιβλητική.
Ιερείς και δόκιμοι είχαν ήδη συγκεντρωθεί εδώ, όλοι τους περίεργοι να μάθουν τι συνέβαινε. Ο ιερέας και η ιέρεια που είχαν συναντήσει τον Γεώργιο στη θαλασσολίθινη πλατφόρμα – και οι οποίοι λέγονταν Ιάκωβος και Ευτέρπη, όπως σύντομα άκουσε – άρχισαν να εξηγούν ποιος ήταν· και οι άλλοι ιερωμένοι, και οι δόκιμοι, φάνηκε ότι ήξεραν ήδη γι’αυτόν.
«Δεν μπορεί να είναι ο Οφιομαχητής!» είπε ένας ιερέας. «Ο Οφιομαχητής είναι στην Κεντρυδάτια. Μάλιστα, μας έχουν πει ότι πρόσφατα επισκέφτηκε τον Ναό της Έχιδνας στη νότια άκρη των Βαλτότοπων των Όφεων, βόρεια της Ριλιάδας–»
«Δεν είναι ψέμα,» είπε ο Γεώργιος· «τον επισκέφτηκα προτού εγκαταλείψω τη Ριλιάδα και πλεύσω για Ιλφόνη Ιχθυδάτιας.»
Οι ιερωμένοι μουρμούρισαν αναμεταξύ τους.
Ο Γεώργιος συνέχισε: «Θα σας έλεγα ότι έχετε τους χαιρετισμούς της Πρωθιέρειας Ευφροσύνης, αλλά δυστυχώς δεν σας ανέφερε καθόλου. Δεν ήξερε ότι θα ερχόμουν εδώ.» Είπε το όνομά της απλώς για να τους κάνει να πιστέψουν ότι όντως είχε επισκεφτεί τον Ναό στα νότια των Βαλτότοπων των Όφεων – τον «Ναό των Όφεων», ή «Βαλτόναο», όπως κάποιοι τον αποκαλούσαν σ’εκείνα τα μέρη. Δεν τους είπε, ασφαλώς, για τις πραγματικές του συναναστροφές με την Πρωθιέρεια. Ήταν αρκετά... προσωπικής φύσης. Η Ευφροσύνη είχε περάσει τρεις νύχτες μαζί του, μέσα στον κοιτώνα της στον ενδόναο, λέγοντας πως ήθελε να της δώσει ένα παιδί ευλογημένο από την Έχιδνα. Πίστευε ότι το παιδί ενός Φιλημένου θα είχε ιδιαίτερες δυνάμεις αν το κυοφορούσε μια ιερή γυναίκα σαν εκείνη. Ο Γεώργιος δεν έμεινε αρκετά στον Ναό για να μάθει αν τελικά η επιθυμία της έγινε πραγματικότητα.
Τώρα, ο ιερέας που λεγόταν Ιάκωβος είπε: «Ήπιε Φιλί της Έχιδνας μπροστά στα μάτια μας και, όπως βλέπετε, δεν έχει πάθει τίποτα. Δεν μπορεί παρά να είναι Φιλημένος!»
«Ή ίσως κάποιο κόλπο να έκανε,» είπε ο ιερέας που είχε αμφισβητήσει και πριν ότι είχαν τον Οφιομαχητή μπροστά τους.
«Ανοίξτε τον λάκκο των φιδιών!» πρότεινε μια ιέρεια.
Ο Ιάκωβος έριξε ένα βλέμμα στον Γεώργιο.
«Μην καθυστερείτε,» τους είπε εκείνος. «Ανοίξτε τον.»
Και όλοι τον κοίταξαν περίεργα.
Μια προσταγή δόθηκε σε έναν δόκιμο, ο οποίος πλησίασε μια ακριανή μεριά της αίθουσας, άνοιξε ένα κρυφό ντουλάπι, και πάτησε εκεί μέσα ένα κουμπί.
Ένας λάκκος φανερώθηκε μπροστά από το άγαλμα της Έχιδνας. Στο βάθος του σέρνονταν φίδια, το ένα πάνω στο άλλο, συρίζοντας, υψώνοντας το βλέμμα τους προς το φως.
«Είσαι πρόθυμος να κατεβείς εκεί;» τον ρώτησε ο ιερέας που είχε αμφισβητήσει τη φύση του.
Ο Οφιομαχητής ανασήκωσε τους ώμους – και πήδησε, ξαφνικά, μες στον λάκκο, κάνοντας πολλούς να αναφωνήσουν.
Τα ερπετά φάνηκε να τον καλοδέχονται. Κανένα δεν επιχείρησε να τον δαγκώσει, κι άρχισαν να τυλίγονται πάνω στα χέρια και στα πόδια του και στη μέση του και στον λαιμό του. Οι μουσούδες τους έμοιαζε να πλησιάζουν τα μάγουλά του για να τα φιλήσουν, οι γλώσσες τους έμοιαζε να βγαίνουν για να γλείψουν τον λαιμό του.
Τα μάτια του Φιλημένου υψώθηκαν στους ιερείς που τον κοίταζαν από πάνω, από τις άκριες του λάκκου. Τους ατένισαν χωρίς να βλεφαρίζουν καθόλου.
«Το όνομά μου είναι Γεώργιος,» τους είπε. «Η Έχιδνα με φίλησε στα βάθη των ωκεανών. Οι θάλασσες με ξέβρασαν στον Ναό του Πλοκαμιού των Ναυαγίων, στην Κεντρυδάτια. Δεν θυμάμαι τίποτα από το παρελθόν μου. Ακόμα,» τόνισε με έκδηλη οργή στη φωνή του, μια οργή που έμοιαζε επικίνδυνη να ξεσπάσει σαν ανελέητη καταιγίδα, «δεν θυμάμαι τίποτα από το παρελθόν μου!... Κάποιοι,» πρόσθεσε, πιο ήπια τώρα, «μ’αποκαλούν Οφιομαχητή.»
Του έριξαν ένα σχοινί, και ανέβηκε από τον λάκκο φέρνοντας μαζί του κάμποσα φίδια, τα οποία άρχισε ένα-ένα να ξετυλίγει από πάνω του και να τα ρίχνει κάτω ξανά.
«Την Αρχιέρεια της Ιχθυδάτιας την έχεις επισκεφτεί;» τον ρώτησε η Ευτέρπη.
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος.
«Θα έπρεπε. Ξέρεις πού είναι ο Υψηλός Ναός της Έχιδνας;»
«Έχω ακούσει.» Ένα από τα φίδια αποδεικνυόταν πολύ επίμονο. Είχε τυλιχτεί γύρω απ’τον λαιμό του και έμοιαζε να θέλει οπωσδήποτε να μείνει εκεί. Ο Γεώργιος μπορούσε, φυσικά, να το ξετυλίξει, μπορούσε να το αναγκάσει να ξετυλιχτεί· αλλά δεν το έκανε. Ξετύλιξε, πρώτα, όλα τα υπόλοιπα, ρίχνοντας τα πάλι στον λάκκο, και έπειτα επέστρεψε σ’αυτό.
Το συγκεκριμένο φίδι εξακολουθούσε ν’αρνείται, πεισματάρικα, να φύγει από πάνω του.
«Μάλλον θέλει να μείνει μαζί σου, Οφιομαχητή,» είπε ο Ιάκωβος. «Μπορείς να το πάρεις. Θεώρησέ το δώρο από εμάς, και από τη Μεγάλη Κυρά.»
Και η Ευτέρπη τον ρώτησε: «Θα διανυκτερεύσεις στον Ναό;»
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος. «Απλώς ήθελα να σας γνωρίσω. Τώρα πρέπει να πηγαίνω. Έχω αφήσει τρία πλοία στ’ανοιχτά.»
«Τα έχουμε δει,» είπε ένας ιερέας. «Μοιάζουν κουρσάρικα...»
«Κουρσάρικα είναι. Το τσούρμο τους λέγεται ‘Αγενείς’, και είμαι, για την ώρα, αρχηγός τους.»
Ένας Φιλημένος... κουρσάρος; ψιθύρισε κάποιος.
Οι Φιλημένοι ό,τι θέλουν κάνουν, είπε μια γυναικεία φωνή.
Ο Γεώργιος τούς χαιρέτησε και έφυγε από τον Ναό, παίρνοντας ξανά τη βάρκα του, κατευθυνόμενος προς τα τρία σκάφη των Αγενών. Με το φίδι ακόμα μαζί του. Κουλουριασμένο τώρα στον πήχη του.
Μέσα στις επόμενες ημέρες, έχοντας διαπιστώσει ότι ήταν θηλυκό, αποφάσισε να το ονομάσει Ευθαλία. Γιατί όχι; σκέφτηκε. Ωραίο όνομα ήταν, και σίγουρα Υπερυδάτιο.
Εκείνη τη νύχτα, οι Αγενείς την πέρασαν σταματημένοι ανοιχτά του Ναού της Έχιδνας. Κανείς δεν ρώτησε τον αρχηγό τους τι είχε πάει να κάνει εκεί, και ούτε αυτός έδωσε την παραμικρή εξήγηση. Φήμες, φυσικά, είχαν ήδη αρχίσει να κυκλοφορούν ανάμεσα στα πληρώματα και των τριών πλοίων. Ο Καπετάνιος τους ήταν ο Οφιομαχητής, πρόσταζε φίδια κι άλλα ερπετά – το είχαν δει στους Βαλτότοπους των Όφεων – ήταν πιο ιερός από τους πιο ιερούς ιερείς της Έχιδνας! Μπορεί νάχε πάει στον Ναό τους ακόμα και για να τους δώσει εντολές, μα τους θεούς.
Τα καινούργια μέλη των Αγενών τ’άκουγαν αυτά και απορούσαν: και τα αμφισβητούσαν. Δεν μπορούσαν εύκολα να τα πιστέψουν. Οι άλλοι γελούσαν και τους έλεγαν να περιμένουν λίγο και θα έβλεπαν. Ο Οφιομαχητής είχε τη δύναμη δέκα ανθρώπων μέσα του, καθώς και όλα τα δηλητήρια της Έχιδνας σαν θεϊκή φωτιά! Ήταν ο Ακατάλυτος Κουρσάρος ο ίδιος! Ο Ακατάλυτος Κουρσάρος. Είστε κωλόφαρδοι που είστε με τους Αγενείς. Είμαστε η μάστιγα των θαλασσών! Νικήσαμε ακόμα και τον Ευγένιο τον Θαλασσοφονιά· του κλέψαμε έν’ από τα σκάφη του.
Το επόμενο πρωί, έφυγαν από εκεί και έπλευσαν στη Σκιάπολη, που δεν ήταν μακριά: ταξίδι λίγο περισσότερο από μία ώρα με τις μηχανές των πλοίων τους. Βρίσκονταν ξανά σε γνώριμα μέρη, τώρα, αλλά υπό αρκετά διαφορετικές συνθήκες. Δεν άραξαν στο Ανώσκιο Λιμάνι όπου παλιότερα άραζε ο Ευγένιος ο Αγένιος· άραξαν στο Κατώσκιο Λιμάνι, επειδή ο νέος τους αρχηγός το προτιμούσε. Ο Κοσμάς τού είπε ότι εδώ ήταν μακριά από τη Λιμαναγορά, αλλά εκείνος δεν άλλαξε γνώμη. «Δεν έχει σημασία,» αποκρίθηκε. «Δεν έχουμε τίποτα συγκεκριμένο να πουλήσουμε εκτός από τα εξωδιαστασιακά όντα – και για να τα δώσουμε αυτά δεν έχει σχέση αν βρισκόμαστε κοντά στη Λιμαναγορά ή όχι.»
Οι Αγενείς βγήκαν από τα πλοία τους και βάδισαν ξανά στους δρόμους και στα στέκια της Σκιάπολης, συναντώντας παλιούς γνωστούς και λέγοντας για τις περιπέτειές τους που τούτη τη φορά τούς είχαν οδηγήσει ώς την Κεντρυδάτια και τους τρομερούς Βαλτότοπους των Όφεων. Δεν μπορούσαν να κρύψουν τον θαυμασμό και το δέος που ένιωθαν για τον καινούργιο τους αρχηγό, τον Γεώργιο, τον Οφιομαχητή, που πρέπει σίγουρα να ήταν ο Ακατάλυτος Κουρσάρος, και γιος της Έχιδνας ίσως, δαίμονας με μορφή ανθρώπου.
Ο ίδιος ο Γεώργιος πήγε να μιλήσει στο άτομο που είχε επισκεφτεί τελευταίο προτού φύγει από τη Σκιάπολη: τον Ιωάννη το Μάτι. Τον έψαξε στο Κατώσκιο Λιμάνι μα δεν τον βρήκε, κι αναρωτήθηκε μήπως ο καταραμένος είχε εξαφανιστεί. Όμως μετά θυμήθηκε πως ο Ιωάννης τού είχε πει ότι δεν βρισκόταν πάντα εδώ, και του είχε αναφέρει, επίσης, πού αλλού να τον αναζητήσει. Ο Γεώργιος έφυγε από το Κατώσκιο Λιμάνι και, μισθώνοντας ένα ιδιωτικό όχημα, έναν δρομοπιλότο, πήγε γρήγορα στο Στενό Λιμάνι, στην Πάνω Σκιά της Σκιάπολης. Αποβιβάστηκε από το τετράκυκλο κι άρχισε ν’αναζητά τον Ιωάννη το Μάτι στους δρόμους του Στενού Λιμανιού, το οποίο δεν είχε πάρει τυχαία το όνομά του. Δεν ήταν μόνο μικρό, στριμωγμένο ανάμεσα στη Λιμαναγορά και στο Άντρο των Θαρνέσιων, αλλά είχε όντως και στενά, στριφτά σοκάκια. Όχημα μεγαλύτερο από δίκυκλο δεν έμπαινε εδώ. Σε μια από τις γωνίες αυτών των σοκακιών, ο Οφιομαχητής συνάντησε πάλι τον Ιωάννη το Μάτι. Τον είδε νάχει τον ώμο του ακουμπισμένο στον τοίχο και να καπνίζει, ενώ παρατηρούσε κάποιες δραστηριότητες στις προβλήτες αντίκρυ του. Έβλεπε ανθρώπους να στήνουν σημαίες, πανό, και καθίσματα. Σκάφη δεν ήταν αραγμένα εδώ – ούτε μια βάρκα – όμως μερικά μεγάλα σαλάχια έκαναν πέρα-δώθε, κι επάνω στις ράχες τους άνθρωποι στέκονταν επιδέξια κρατώντας χαλινάρια δεμένα στα υδρόβια πλάσματα.
Τι θα γινόταν; Αγώνας σαλαχοβασίας; αναρωτήθηκε ο Γεώργιος.
«Ιωάννη!» φώναξε.
Το Μάτι στράφηκε, και τα μάτια του γούρλωσαν. «Εσύ...» έκανε, κι έμοιαζε τρομαγμένος. «Δεν... Είσ’ ακόμα ζώντας, να πούμε;»
«Προσευχόσουν στο Λοκράθο να με καταπιεί ο Αβυσσαίος;»
«Για τους θεούς, ά’θρωπέ μου· φυσικά κι όχι!» χαμογέλασε βεβιασμένα ο Ιωάννης. «Προσευχόμουν για την καλή σου υγεία. Άκουσα ότι άρπαξες το σκάφος του Αγένιου, και το πλήρωμά του μαζί, αφού έσφαξες τον ίδιο, και την κοπάνησες πλέοντας γι’άλλα λιμάνια. Δεν ήξερα άμα θα σε ξανάβλεπα εδώ.»
«Σου είχα πει ότι θα επέστρεφα, δεν σ’το είχα πει;»
«Ναι, ’σφάλως και τόχες πει...»
«Και είχες υποσχεθεί να είσαι μάτι μου στα λιμάνια.»
«Ναι, βέβαια, εννοείται. Τάχουμε όλα συμφωνημένα. Θες κάτι τώρα; Κουβέντες για σκάφη; Για εμπόρους; Τι θες;»
Ο Γεώργιος έριξε ένα βλέμμα προς τις προετοιμασίες στις προβλήτες. «Τι θα γίνει, αγώνας σαλαχοβασίας;»
«Ναι. Σαλαχοδρομίες. Απ’τη Σκιάπολη ώς την Οδοντόπολη. Θα πάρουν μέρος τριάντα σαλαχοβάτες, μάστορα. Χαμός θα γίνει!» Μειδίασε, μοιάζοντας αρκετά ενθουσιασμένος.
«Ξέρεις ποιος θα νικήσει;»
«Πού να ξέρω; Τι είμαι, μάντης;»
«Γιατί τότε στέκεσαι δω και παρακολουθείς;»
«Μπορώ μόνο να κάνω μερικές υποθέσεις.»
«Θα τις μοιραστείς;»
Κοίταξε τον Γεώργιο με σμιγμένα φρύδια. «Θα ποντάρεις;»
«Το σκέφτομαι, αν και δεν ξανάχει τύχει να δω αγώνα σαλαχοβασίας. Πότε θα ξεκινήσουν;»
«Σε τρεις μέρες,» είπε ο Ιωάννης το Μάτι. «Το προετοιμάζουν το πράγμα ακόμα, όπως βλέπεις. Αν θες, σου λέω ποιοι νομίζω ότι έχουν καλύτερες πιθανότητες να βγουν νικητές. Καλύτερες πιθανότητες, έτσι; Όχι σίγουρα πράματα!»
«Εντάξει,» συμφώνησε ο Γεώργιος. «Ποιοι;»
«Θα σου πω μεθαύριο, για νάμαι πιο βέβαιος. Ακούω τι λέγεται δω γύρω, μπανίζω. Ορισμένους απ’τους σαλαχοβάτες, μάλιστα, τους ξέρω – αν κι όχι πολύ καλά. Θάχω σχηματίσει άποψη ώς μεθαύριο και θα σ’ενημερώσω.»
«Θέλω και κάτι άλλο.»
«Τι; Στη διάθεσή σου – τάχουμε πει αυτά. Ό,τι θέλεις – και είναι μες στις περιορισμένες δυνατότητές μου, φυσικά...»
«Ψάχνω να βρω αγοραστές για εξωδιαστασιακά όντα.»
Ο Ιωάννης συνοφρυώθηκε. «Τι εξωδιαστασιακά όντα;»
«Απ’το Σύμπλεγμα. Τάχω σε κλουβιά μες στο αμπάρι ενός απ’τα πλοία μου, και περιμένουν· αλλά δε θα μπορώ να τα κρατάω εκεί για πάντα: στο τέλος θ’αναγκαστώ να τα πετάξω κάπου.»
«Στ’αμπάρι ενός από τα πλοία σου; Πόσα πλοία έχεις τώρα, στα ξαφνικά, ρε μάστορα; Τις προάλλες, ήσουν μονάχα ένα πειρατικό μάτι.»
«Τρία,» του είπε ο Γεώργιος.
«Τρία; Και με μηχανές; Με μάγους μισθωμένους;»
«Ναι.»
«Ολόκληρη αρμάδα... Πώς...; Πώς τα κατάφερες τόσο γρήγορα; Αν και... όχι πως δεν έχεις κάποιες δυνατότητες...»
«Αγοραστές εξωδιαστασιακών όντων,» επανέφερε ο Γεώργιος τη συζήτηση στην αρχική της κατάσταση. «Ξέρεις κανέναν;»
«Εδώ; Στη Σκιάπολη;» Ρουθούνισε. «Δεν τους νοιάζουν τα εξωδιαστασιακά όντα εδώ. Πρέπει νάναι πολύ ειδικές περιπτώσεις – οι αγοραστές, εννοώ. Κοίτα· καλύτερα να πας σε καμιά άλλη ηπειρόνησο άμα θες να πουλήσεις τέτοια πράματα. Από το Σύμπλεγμα είναι, είπες;» Συνοφρυωμένος ξανά. Παρατηρώντας τον Γεώργιο.
«Ναι.»
«Σα νάχει πάρει τ’αφτί μου για ένα πλοίο που κατευθυνόταν για τη διάσταση της Σεργήλης, αλλά το κούρσεψαν ανοιχτά της Ανώπολης. Ένα πλοίο που μετέφερε πράματα από Σύμπλεγμα...»
«Έχει καμιά σημασία;»
«Εσύ το κούρσεψες, ε;»
«Ελπίζω να μη σκέφτεσαι πάλι να με πουλήσεις, Ιωάννη.»
«Ούτε που πέρασε απ’το μυαλό μου, αδερφέ!»
«Ωραία. Άμα βρεις κανέναν αγοραστή εξωδιαστασιακών όντων, έλα να μου το σφυρίξεις.»
«’Σφαλώς.»
«Και για τα σαλάχια θάρθω μεθαύριο.»
«Έγινε.»
Ο Γεώργιος έφυγε απ’το Στενό Λιμάνι και τριγύρισε στους δρόμους της Σκιάπολης, πηγαίνοντας να συναντήσει κάποιους από τους Αγενείς. Τους είπε να ρωτήσουν κι εκείνοι, ως συνήθως, για αγοραστές εξωδιαστασιακών πλασμάτων, και του αποκρίθηκαν ότι το είχαν ήδη στα υπόψη, φυσικά· σε κάθε λιμάνι ώς εδώ αυτό έκαναν.
«Τι θα γίνει με τα τέρατα, Καπετάνιε, άμα δε βρούμε κανέναν ενδιαφερόμενο;» ρώτησε ο Λουκιανός ο Γρηγοροχέρης.
«Θα τα σκοτώσουμε. Δε μπορούμε να τα μεταφέρουμε για πάντα.»
Τους πληροφόρησε, επίσης, για τον αγώνα σαλαχοβασίας που προετοιμαζόταν. Η Μάγδα τού είπε ότι το είχαν μάθει κι αυτοί· είχαν δει μια αφίσα κολλημένη στους δρόμους. Ο Γεώργιος τούς υποσχέθηκε ότι μεθαύριο θα είχε περισσότερες πληροφορίες για τον αγώνα – για τους καβαλάρηδες των σαλαχιών.
«Θα ποντάρεις;» τον ρώτησε ο Κοσμάς, καθώς ήταν όλοι τους καθισμένοι σ’ένα καπηλειό του Κατώσκιου Λιμανιού.
«Μάλλον.»
Εκείνη τη βραδιά ξεκουράστηκε μέσα στο Δηλητηριασμένο Σαλάχι, στην καμπίνα του. Ο ανοιξιάτικος καιρός ήταν καλός και μπορούσες άνετα να κοιμηθείς πάνω σε αραγμένο σκάφος. Ο Γεώργιος – φυσικά – δεν κοιμήθηκε. Και μαζί του ήταν μόνο η Ευθαλία.
Την επόμενη νύχτα, επισκέφτηκε τον Οίκο της Ανεμώνης στις Μέσα Γειτονιές της Κάτω Σκιάς, και η Μαντάμ φάνηκε λιγάκι ξαφνιασμένη που τον είδε, αλλά και θορυβημένη ίσως. «Γεώργιε... Νομίζαμε ότι είχες φύγει από την πόλη.»
«Δεν ήμουν εδώ,» αποκρίθηκε εκείνος, ατενίζοντάς την αβλεφάριστα.
Οι κοπέλες τριγύρω τον κοίταζαν με μάτια γουρλωμένα, με βλέμματα καχύποπτα, με όψεις ανήσυχες, μισοκρυμμένες πίσω από κουρτίνες και γωνίες. Ο φωτισμός ήταν χαμηλός. Γλυκές οσμές απλώνονταν στον χώρο. Μια απαλή μουσική αντηχούσε: Γατοπατήματα των Πίσω Δρόμων, του συγκροτήματος Λιμανόγατοι.
Η Μαντάμ του Οίκου της Ανεμώνης – μια ψηλή, ξερακιανή γυναίκα, λευκόδερμη, πολύ έντονα βαμμένη, με τα μαύρα μαλλιά της μαζεμένα, ντυμένη μ’ένα εφαρμοστό πράσινο φόρεμα ούτε κατά διάνοια τόσο προκλητικό όσο τα ενδύματα των άλλων γυναικών εδώ – είπε στον Γεώργιο: «Ίσως να είναι επικίνδυνα για εσένα στη Σκιάπολη. Και δεν θέλω φασαρίες στον Οίκο μου.»
«Μην ανησυχείς,» της αποκρίθηκε εκείνος, «δε θάχεις φασαρίες. Κανείς δεν με κυνηγά τώρα. Δεν είμαι καν πειρατικό μάτι πλέον. Έχω τρία δικά μου σκάφη.» (Όχι πως παλιότερα τής είχε πει ότι ήταν πειρατικό μάτι, μα υπέθετε πως θα το είχε μάθει – ειδικά ύστερα από τα γεγονότα με τους απεσταλμένους του Ιγνάτιου Σολκάθιου.)
Η Μαντάμ δεν τόλμησε να τον αποκαλέσει ψεύτη. «Την προηγούμενη φορά,» είπε, «οι κοπέλες ξεθεώθηκαν για να μαζέψουν όσα είχες κάνει – αίματα, πτώματα, συντρίμμια...»
«Δε θα επαναληφθεί.»
«Καλώς,» είπε η Μαντάμ. «Μπορείς να περάσεις· αλλά το ποια θα σε δεχτεί, αυτή την απόφαση την αφήνω στις ίδιες, ως συνήθως.»
«Ξέρω ποια θα με δεχτεί.»
Και δεν έκανε λάθος. Όλες οι άλλες, έτσι κι αλλιώς, τον φοβόνταν από παλιά· δίσταζαν να πλαγιάσουν μαζί του. Αλλά όχι και η Πράσινη Κρίνη.
Μαθαίνοντας ότι ο μαυρόδερμος νυχτοβάτης (όπως τον αποκαλούσαν αναμεταξύ τους οι κοπέλες) ήταν εδώ, άφησε τον πελάτη της και πήγε να τον βρει. Ο πελάτης εξοργίστηκε· άρχισε να φωνάζει ότι είχε πληρώσει λεφτά, ήθελε πίσω τα οχτάρια του! Πού πήγαινε η Πράσινη Κρίνη; Αλλά δυο άλλες κοπέλες ήρθαν αμέσως να τον καλμάρουν, φέρνοντας ποτά, γλυκίσματα, και τα ημίγυμνα θελκτικά σώματά τους· και σύντομα εξαφανίστηκαν μαζί του πίσω από κουρτίνες.
Η Πράσινη Κρίνη συνάντησε τον Γεώργιο στο δωμάτιο όπου τον είχε συναντήσει και την τελευταία φορά. Ένα λοξό χαμόγελο ήταν στο πρόσωπό της καθώς έμπαινε ντυμένη μ’ένα αραχνοΰφαντο πέπλο που τυλιγόταν γύρω απ’την επάνω μεριά του σώματός της αφήνοντας τα μακριά πράσινα πόδια της εκτεθειμένα, να βαδίζουν προκλητικά στα ξύλινα σανίδια. Μέσα από το πέπλο έμοιαζε να μην υπάρχει άλλο ρούχο. Τα μακριά μαύρα μαλλιά της έπεφταν στην πλάτη της, δεμένα χαλαρά με μια κόκκινη κορδέλα.
«Γεια σου, ταξιδιώτη,» χαιρέτησε.
Ο Γεώργιος ήταν ξαπλωμένος στο μεγάλο κρεβάτι με τις κουρτίνες, που τώρα ήταν τραβηγμένες και πιασμένες στο πλάι. Ήταν γυμνός από τη μέση κι επάνω και είχε βγάλει τις μπότες του. Η ζώνη με τα όπλα του ήταν ριγμένη στο πάτωμα, μαζί με την Ευθαλία. Η Κρίνη δεν είχε προσέξει ακόμα το φίδι.
Ο Γεώργιος τής έκανε νόημα, με το ένα χέρι, να έρθει κοντά του. Στο άλλο χέρι κρατούσε ένα ποτήρι με Αίμα της Έχιδνας, παγάκια, και μια φέτα λεμόνι.
Η Κρίνη είπε: «Ξέρεις πόση ώρα μ’έβαλε η Μαντάμ να τρίβω τα πατώματα εδώ μέσα, ύστερα από τις αταξίες σου;» ενώ ξετύλιγε το πέπλο από γύρω της, αφήνοντάς το να πέσει. Δεν ήταν, τελικά, τελείως γυμνή από μέσα: ένας λεπτός στηθόδεσμος και μια λεπτή περισκελίδα την έντυναν – και τα δύο ρούχα σχεδόν αόρατα, μοιάζοντας να γίνονται ένα με το λυγερό, πρασινόδερμο σώμα της.
«Συγνώμη,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος πίνοντας μια μικρή γουλιά Αίμα της Έχιδνας· «θα προσπαθήσω να μην το ξανακάνω.»
Η Πράσινη Κρίνη γέλασε, πλησιάζοντας το κρεβάτι. «Είσαι κάθαρμα...» Είδε, τότε, το φίδι στο πάτωμα και τινάχτηκε πίσω με μια ξαφνιασμένη φωνή.
«Η Ευθαλία είναι φίλη,» της είπε ο Γεώργιος. «Δε δαγκώνει.»
«Την κουβαλάς μαζί σου;»
«Επέμενε.»
Η Κρίνη μειδίασε και, με μια σβέλτη κίνηση, ανέβηκε στο κρεβάτι αποφεύγοντας το φίδι στο πάτωμα. «Χρειάζεσαι μια πραγματική γυναίκα!»
«Ξέρεις καμιά εδώ γύρω;» Έπιασε τις άκριες του στηθόδεσμού της, μία με κάθε χέρι – έχοντας αφήσει το ποτήρι του παραδίπλα, στο κομοδίνο – και τράβηξε την Κρίνη ακόμα πιο κοντά του.
«Ο Οίκος είναι γεμάτος,» του ψιθύρισε εκείνη καθώς τα χείλη τους βρέθηκαν κοντά. «Αλλά μόνο εγώ είμαι για σένα. Εγώ.» Και τον φίλησε δυνατά, τον φίλησε σαν αληθινά να τον ήθελε, όχι σαν να ήταν μόνο η δουλειά της.
«Θα μου πεις ιστορίες;» τον ρώτησε, καθώς εκείνος τη γύριζε ανάσκελα έχοντας ήδη σκίσει τον λεπτό στηθόδεσμό της και γλείφοντας τώρα την κοιλιά της, τραβώντας την περισκελίδα της, σκίζοντάς την κι αυτήν.
«Αργότερα,» υποσχέθηκε.
Η Κρίνη γέλασε, κι απλώνοντας το χέρι της άρπαξε το ποτήρι από το κομοδίνο και ήπιε μια γουλιά Αίμα της Έχιδνας.
Ο Γεώργιος τής πήρε το ποτό. «Δεν πίνουμε τώρα.»
«Φοβάσαι μη μεθύσω,» γέλασε πάλι εκείνη.
«Δεν είσαι ήδη μεθυσμένη;»
«Το απαγορεύει η Μαντάμ.»
Για κάποια ώρα κυλιόνταν στο κρεβάτι σαν να πάλευαν και, ύστερα, ο Γεώργιος την καβάλησε γυρίζοντας την μπρούμυτα, ενώ τα πόδια της τυλίγονταν δυνατά πίσω απ’την πλάτη του και τα χέρια της γαντζώνονταν στις άκριες του κρεβατιού. Το ένα έσφιγγε μια μαζεμένη κουρτίνα.
Η κουρτίνα σκίστηκε καθώς μια ξαφνική, πνιχτή κραυγή βγήκε απ’τα ανοιγμένα χείλη της Κρίνης.
Ο Γεώργιος, έπειτα από λίγο, έφυγε από πάνω της, ξάπλωσε στο πλάι, κορεσμένος.
Η Κρίνη γύρισε, υπομειδιώντας, βάζοντας το ένα της πόδι πάνω στα γόνατά του, αγγίζοντας το μαυρόδερμο στήθος του, φιλώντας το φευγαλέα. Αναστέναξε. «Θα μου πεις ιστορίες;»
«Όλο ιστορίες ζητάς. Δεν είμαι παραμυθάς.» Άπλωσε το χέρι του, πήρε το Αίμα της Έχιδνας από δίπλα, και ήπιε μια γουλιά.
«Πού ήσουν τόσες μέρες; Είσαι ο μόνος πελάτης εδώ που έχει ενδιαφέρον. Οι άλλοι όλοι είναι μαλάκες–»
«Όχι διαφημιστικές μαλακίες μαζί μου.»
Η Κρίνη γέλασε. Ύστερα είπε, πιο σοβαρά: «Φοβόμουν ότι μπορεί νάχες σκοτωθεί.»
«Δεν είναι τόσο εύκολο να με σκοτώσουν.»
«Το κατάλαβα αυτό πολύ καλά, από την προηγούμενη φορά. Τι έκανες, τελικά; Πήγες και τον βρήκες αυτόν που σου είπε εκείνος ο τύπος;»
«Ναι.»
«Δεν έπρεπε να με είχες υποψιαστεί εμένα!» του είπε ξαφνικά, επικριτικά. «Πραγματικά νόμιζες ότι εγώ θα σε πουλούσα έτσι;»
«Τίποτα δεν είναι αδύνατο.»
«Δεν θα το έκανα,» είπε έντονα η Κρίνη. «Ποτέ.» Και τον φίλησε στα χείλη. Και μετά ρώτησε: «Τι έγινε ύστερα; Πήγες και τον βρήκες αυτόν τον Ιωάννη το Μάτι;»
«Τον βρήκα, και μου είπε ποιος τον είχε βάλει να με αναφέρει στον Σολκάθιο.»
«Ποιος;»
«Ένας νεκρός που λεγόταν Ευγένιος ο Αγένιος – ένας κουρσάρος.»
«Τον σκότωσες;»
«Και πήρα το πλοίο του–»
Ένα κουδούνισμα ήχησε μες στο δωμάτιο.
Η Κρίνη συνοφρυώθηκε. «Τι...;»
Ο Γεώργιος τεντώθηκε προς το πάτωμα. Έπιασε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό από τη ζώνη του και είδε ότι τον καλούσαν οι φύλακες των σκαφών, από το λιμάνι. Δέχτηκε την κλήση με το πάτημα ενός κουμπιού.
«Τι γίνεται, ρε;» ρώτησε.
«Συμπλοκή, Καπ’τανιε!» είπε η φωνή του Ίσιου Ισίδωρου από τον πομπό. «Μας την ’πέσαν στα ξαφνικά και προσπαθούνε να κατέβουν στ’αμπάρι. Μας φοβερίζουν να τους δώσουμε τα τέρατα, τα τέρατα!»
Τα όντα από το Σύμπλεγμα, εννοούσε φυσικά, όπως καταλάβαινε ο Γεώργιος· και του είπε: «Έρχομαι. Ειδοποίησε και τους άλλους, αμέσως! Τον Κοσμά, τη Λουκία, τους πάντες!»
«Μάλιστα, Καπ’τάνιε.»
«Φεύγεις;» είπε η Πράσινη Κρίνη, καθώς εκείνος είχε ήδη σηκωθεί απ’το κρεβάτι κι άρχιζε να ντύνεται στα γρήγορα. «Θα ξανάρθεις μετά;»
«Ίσως. Άμα είμαι ζωντανός.»
«Τι γίνεται; Κάποιοι επιτίθονται σε κάποιους;»
«Προσπαθούν να κλέψουν κάτι απ’τα καράβια μου.»
«Τα καράβια σου; Εννοείς ότι έχεις...;»
«Ιστορίες αργότερα,» υποσχέθηκε ο Γεώργιος καθώς έπιανε την Ευθαλία από κάτω και την άφηνε να τυλιχτεί γύρω από τον πήχη του.
Περνώντας μέσα από τους αρωματισμένους διαδρόμους του Οίκου της Ανεμώνης, βρήκε τη Μαντάμ και της ζήτησε να του καλέσει έναν δρομοπιλότο. Τώρα.
Εκείνη τον κοίταξε καχύποπτα και επικριτικά. «Μου είπες ότι κανείς δεν σε κυνηγούσε αυτή τη φορά...»
«Κανείς δεν με κυνηγά. Αλλά κάτι προέκυψε. Πρέπει να φύγω – γρήγορα.» Καταπολεμώντας την οργή εντός του με τις διδαχές του Γέρου του Ανέμου, έβγαλε ένα χαρτονόμισμα των δέκα οκταπόδων και το άφησε στο τραπεζάκι μπροστά στη Μαντάμ, η οποία ήταν καθισμένη σ’έναν χαμηλό καναπέ καπνίζοντας από μια μακριά πίπα, με τα πόδια της πάνω σ’ένα φουσκωτό μαξιλάρι.
«Πολύ καλά,» του είπε, και τράβηξε έναν μικρό, κομψό τηλεπικοινωνιακό πομπό από το μπούστο της. Πάτησε δυο κουμπιά και, φέρνοντας τη συσκευή πλάι στ’αφτί της, μίλησε σε κάποιον, λέγοντάς πως ήθελε έναν δρομοπιλότο, αμέσως – ούτε λεπτό καθυστέρηση. Ύστερα, έκλεισε τον πομπό και τον επέστρεψε στη θέση του ανάμεσα στα στήθη της. «Έγινε, Γεώργιε,» είπε, με τα μάτια της να τον ατενίζουν ερευνητικά.
Η Πράσινη Κρίνη πλησίασε από πίσω του, βαδίζοντας με κάποιο δισταγμό πάνω στα γυμνά της πόδια, τυλιγμένη με μια μαύρη, μεταξωτή ρόμπα.
«Τι συμβαίνει, μικρή;» τη ρώτησε η Μαντάμ.
«Δεν ξέρω, Μαντάμ. Κάποιος τον...» Κοίταξε τον Γεώργιο σαν να ζητούσε την άδειά του.
«Κάποιος με κάλεσε τηλεπικοινωνιακά,» εξήγησε εκείνος στη Μαντάμ. «Κάτι προέκυψε, όπως είπα.»
«Πολύ καλά,» αποκρίθηκε πάλι η Μαντάμ, με τον ίδιο, δήθεν αδιάφορο τρόπο. Ρούφηξε καπνό απ’τη μακριά πίπα και τον έβγαλε από τα χείλη της που σχημάτιζαν ένα τέλειο Ο. Κόκκινος καπνός, αρωματικός, σαν από όνειρο.
Ο δρομοπιλότος δεν άργησε να σταματήσει το τετράκυκλο όχημά του μπροστά στην είσοδο του Οίκου της Ανεμώνης. Ο Γεώργιος βρισκόταν ήδη εκεί, κι ανοίγοντας την πόρτα πλάι στον οδηγό κάθισε. «Στο Κατώσκιο Λιμάνι,» του είπε. «Όσο πιο γρήγορα μπορείς. Πληρώνω τα διπλά.»
«Ό,τι πει ο κύριος.» Ο δρομοπιλότος το σανίδωσε. Οι μεταλλικοί τροχοί του οχήματος ούρλιαξαν, οι μηχανές του γρύλιζαν σαν οργισμένα θηρία καθώς διέσχιζε τις Μέσα Γειτονιές κι έβγαινε σε μεγαλύτερους δρόμους.
Κάπου-κάπου, ο Γεώργιος θεώρησε ότι ο τύπος παραήταν παράτολμος έτσι όπως έστριβε τις γωνιές κι απέφευγε μες στη νύχτα διάφορα εμπόδια. Αλλά έφτασαν, ομολογουμένως, γρήγορα στο Κατώσκιο Λιμάνι και μπροστά στα τρία αραγμένα πλοία των Αγενών...
...όπου, όπως είχαν ειδοποιήσει τον Γεώργιο, κάποια συμπλοκή γινόταν. Επάνω στην κουβέρτα του Νικητή των Κυμάτων. Σκιερές φιγούρες χτυπιόνταν, λεπίδες στραφτάλιζαν στο φεγγαρόφωτο. Τη μεγάλη λάμπα του καταστρώματος κάποιος φαινόταν να την έχει σπάσει.
Ο Γεώργιος είχε τα λεφτά ήδη έτοιμα στο χέρι του – δεν ήθελε να κλέψει τον δρομοπιλότο. Του τα έδωσε και πήδησε έξω απ’το όχημα, τρέχοντας προς τον Νικητή. Ξεθηκαρώνοντας καθοδόν το Φιλί της Έχιδνας. Τραβώντας το βελονοβόλο μέσα από μια απ’τις πολλές εσωτερικές τσέπες της κάπας του.
Καθώς πλησίαζε έβλεπε ολοένα και πιο καθαρά τι γινόταν πάνω στην ανταριασμένη κουβέρτα. Διέκρινε μέλη των Αγενών να μάχονται εναντίον κάποιων που δεν ήξερε ποιοι ήταν και οι περισσότεροι φορούσαν κουκούλες.
Ο Οφιομαχητής πήδησε στη ράμπα που ένωνε το πλοίο με την προβλήτα, κι από εκεί βρέθηκε αμέσως στο κατάστρωμα. Το βελονοβόλο υψώθηκε και η σκανδάλη του πατήθηκε: η βελόνα που εκτοξεύτηκε βρήκε έναν άντρα στη ράχη κι αυτός έπεσε κάτω, ουρλιάζοντας από τις Ενδότερες Φλόγες που έκαναν το αίμα του ν’αρπάξει φωτιά.
Το Φιλί της Έχιδνας άστραψε και, καθώς μία από τους κουκουλοφόρους στρεφόταν στον Γεώργιο με δυο ξιφίδια στα χέρια της, η μακριά λεπίδα του της έσκισε τον λαιμό τινάζοντας αίματα στον αέρα.
«Ο Καπ’τάνιος!» φώναξε ένας από τους Αγενείς – ο Ίσιος Ισίδωρος, μοιάζοντας με μπαστούνι μες στο μισοσκόταδο, έχοντας ένα καμάκι στο ένα χέρι κι ένα πυροβόλο πιστόλι στο άλλο. «Ο Καπ’τάνιος είν’ εδώ!»
Και τώρα κι οι άλλοι Αγενείς άρχισαν να προσέχουν τον Οφιομαχητή καθώς τιναζόταν καταπάνω στους εχθρούς τους, σπαθίζοντας με το Φιλί της Έχιδνας και στέλνοντας ανθρώπους αιμόφυρτους στα σανίδια της κουβέρτας, ενώ ύψωνε το βελονοβόλο του και εκτόξευε δηλητήρια κατευθείαν μέσα στα σώματα των εισβολέων, κάνοντάς τους να ουρλιάζουν, να παραλύουν, να κοκαλώνουν, να πεθαίνουν καθώς οι καρδιές τους σταματούσαν, να τυφλώνονται, να χάνουν τα λογικά τους.
Η Λουκία – που είχε επίσης μόλις έρθει στον Νικητή πριν από λίγο, ειδοποιημένη τηλεπικοινωνιακά – απέκρουσε το σπαθί ενός εισβολέα ανάμεσα στα διασταυρωμένα κοντόσπαθά της και τον κλότσησε στην κοιλιά, ωθώντας τον πίσω. Η Ευτυχία το Κόκαλο – η τιμονιέρισσα του Νικητή – ήρθε από δίπλα και τον κάρφωσε στα πλευρά μ’ένα καμάκι, ουρλιάζοντας. Αίμα τινάχτηκε απ’το στόμα και τη μύτη του καθώς ο άντρας έπεφτε.
Ο Οφιομαχητής! φώναξε κάποιος από τους Αγενείς. Και αμέσως κι άλλες παρόμοιες φωνές ακολούθησαν: Ο Οφιομαχητής!... Οφιομαχητής!... Οφιομαχητής!... Έμοιαζαν όλοι τους να έχουν αναθαρρήσει, χτυπώντας τώρα με περισσότερο μένος τους εχθρούς τους, βέβαιοι ότι θα νικούσαν.
Ο Ζαχαρίας πήδησε ξαφνικά πάνω στην κουβέρτα, ερχόμενος κι αυτός από τη ράμπα, κραυγάζοντας, πατώντας τη σκανδάλη μιας μεγάλης βαλλίστρας που κρατούσε στα χέρια του και καρφώνοντας έναν κουκουλοφόρο στη ράχη. Ύστερα, κρέμασε τη βαλλίστρα στην πλάτη, μ’ένα δερμάτινο λουρί, και τραβώντας το σπαθί του χίμησε σ’έναν άλλο.
Ο Γεώργιος, εν τω μεταξύ, τα είχε βάλει με τρεις συγχρόνως. Απέκρουσε τη λεπίδα ενός και τον έσπρωξε πίσω. Σπάθισε τον δεύτερο και συνάντησε τη δική του λεπίδα, αλλά, με την τρομερή του δύναμη, την παραμέρισε και τον κάρφωσε στο στήθος, ωθώντας τον καταπάνω στην τρίτη αντίπαλο, η οποία παραπάτησε αναφωνώντας. Ο Γεώργιος τράβηξε πίσω το σπαθί του, αφήνοντάς την να ξεμπλεχτεί από το κουφάρι του συντρόφου της, ενώ ο ίδιος γύριζε απότομα ανεμίζοντας το Φιλί της Έχιδνας και συναντώντας ξανά το ξίφος του πρώτου εχθρού του – σπάζοντάς το στη μέση αυτή τη φορά. Εκείνος σάστισε. Έκανε δυο βήματα όπισθεν, με τα μάτια του γουρλωμένα, και ο Οφιομαχητής τού έσκισε το πρόσωπο με μια σπαθιά, τινάζοντάς τον πέρα απ’το κατάστρωμα, στη θάλασσα. Ύστερα στράφηκε στη γυναίκα πάλι, αλλά εκείνη δεν ήταν πρόθυμη να τον αντιμετωπίσει· γύρισε και, πετώντας το ξίφος της, έτρεξε. Ανέβηκε στην κουπαστή και πήδησε στο λιμάνι, συνεχίζοντας να τρέχει.
Ο Γεώργιος δεν την καταδίωξε. Γύρω του η μάχη διαλυόταν, οι πειρατές του νικούσαν· οι τελευταίοι κουκουλοφόροι τρέπονταν σε άτακτη φυγή. Ο Οφιομαχητής έριξε σ’έναν ακόμα με το βελονοβόλο του: η βελόνα τον τρύπησε στο μπράτσο και το δηλητήριό της – Φιλί της Έχιδνας – έκανε, ύστερα από μερικές στιγμές, την καρδιά του να σταματήσει, σωριάζοντάς τον νεκρό.
«...Καπετάνιε,» είπε ο Ίσιος Ισίδωρος, ξέπνοος, πλησιάζοντας τον Γεώργιο, όταν δεν ήταν πλέον κανένας εχθρός επάνω στην κουβέρτα. «Σκότωσαν πέντε από μας. Τουλάχιστον. Μας την έπεσαν στα ξαφνικά...» Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ήταν... Βγήκανε μεσ’ από τη θάλασσα οι πρώτοι. Μέσ’ απ’το λιμάνι. Στα μουλωχτά. Και μετά όρμησαν κι οι άλλοι απ’τη στεριά, τρέχοντας και βαστώντας όπλα. Μας είχανε περιτριγυρίσει προτού προλάβουμε να κουνηθούμε. Και ζητούσανε τα τέρατα απ’τ’αμπάρι.»
«Τα όντα απ’το Σύμπλεγμα;» ρώτησε η Λουκία, που είχε επίσης πλησιάσει.
«Ναι, Καπ’τάνισσα. Αυτά.»
Η Λουκία κοίταξε τον Γεώργιο. «Πρέπει ν’άκουσαν ότι γυρεύαμε αγοραστές για εξωδιαστασιακά όντα. Αλλά» – στράφηκε πάλι στον Ίσιο – «πώς γνώριζαν ότι τα έχουμε εδώ, στ’αμπάρι του Νικητή;»
Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους, μορφάζοντας. «Πού να ξέρω, Καπ’τάνισσα;» Ήταν ελαφρά τραυματισμένος στ’αριστερό μπράτσο και στον δεξή μηρό.
«Κάποιος,» είπε ο Γεώργιος, «μίλησε περισσότερο απ’ό,τι έπρεπε. Τόχετε το συνήθειο, γαμώ το κεφάλι σας.»
Ο Ζαχαρίας κλότσησε έναν απ’τους νεκρούς γυρίζοντάς τον ανάσκελα, βγάζοντας την κουκούλα του. «Ποιοι διάολοι μπορεί να ήταν; Σας είπαν ποιος τους έστειλε;»
«Τίποτα δεν είπαν,» αποκρίθηκε ο Ίσιος Ισίδωρος. «Μόνο ότι θέλανε τα τέρατα.»
Ο Κοσμάς είχε επίσης έρθει στο κατάστρωμα τώρα, αν και καθυστερημένα, και ψαχούλευε τα πτώματα. «Τούτα δω ίσως να σας ενδιαφέρουν,» είπε, και πλησίασε τον Γεώργιο και τη Λουκία βαστώντας μέσα στη μεγάλη χούφτα του δυο αντικείμενα που γυάλιζαν.
Κι ο Ζαχαρίας ήρθε κοντά, για να τα κοιτάξει.
Ήταν δύο μικρά, λαξευτά βατράχια, με τα κάτω πόδια μαζεμένα και τα επάνω υψωμένα σαν χέρια, ή κέρατα.
«Μπάσταρδοι του Λοκράθου!» σύριξε η Λουκία.
«Τα τράβηξα αυτά απ’τους λαιμούς δυο νεκρών,» είπε ο Κοσμάς. «Πάω στοίχημα ότι κι άλλοι φοράνε παρόμοια. Αν και, σίγουρα, όχι όλοι.»
«Ψάξτε τους,» πρόσταξε ο Γεώργιος· και τους έψαξαν, και πράγματι βρήκαν επάνω σε αρκετούς αυτά τα μικρά βατράχια. Κρέμονταν από κορδόνια στους λαιμούς τους.
«Ακόλουθοι του Λοκράθου,» μούγκρισε ο Ζαχαρίας. «Βατράχια. Δεν τολμάνε νάναι κανονικοί κουρσάροι, αλλά κλέφτες και λωποδύτες – αυτό το προτιμούν.» Έφτυσε στο πλάι.
«Πρέπει νάχουμε το νου μας τώρα,» είπε η Μάγδα.
«Μπα,» έκανε η Λουκία. «Τώρα δεν πρόκειται να ξαναζυγώσουν. Όχι ύστερα απ’αυτό...» Έδειξε τα πτώματα που ήταν απλωμένα στην κουβέρτα.
Μέχρι στιγμής, ούτε ένας φύλακας της Σκιάπολης δεν είχε έρθει παρά την άγρια συμπλοκή πάνω στον Νικητή των Κυμάτων· ήταν σαν να μην ενδιέφερε κανέναν τι μπορεί να γινόταν στο λιμάνι. Τώρα, όμως, μερικοί άνθρωποι των Θαρνέσιων φάνηκαν να πλησιάζουν καβάλα σε άλογα. Φορούσαν φολιδωτές πανοπλίες και μανδύες, και κουβαλούσαν όπλα – σπαθιά, βαλλίστρες, πιστόλια. Αλλά δεν έρχονταν με σκοπό να πολεμήσουν. Τα κρατούσαν, μα τα είχαν κατεβασμένα.
«Τι έγινε κει πέρα;» φώναξε ο αρχηγός της ομάδας, καθώς σταματούσαν τα άλογά τους αντίκρυ στον Νικητή των Κυμάτων.
«Προσπάθησαν να μας ληστέψουν!» αποκρίθηκε ο Κοσμάς, από την κουπαστή.
«Ποιοι, ρε;»
«Δεν ξέρουμε ποιοι ήταν, αλλά είχαν πάνω τους ένα λαξευτό βατράχι που το βρίσκεις μόνο πάνω σ’ακόλουθους του Λοκράθου, άμα σ’ενδιαφέρει.»
«Τα πάντα μ’ενδιαφέρουν, ναυτικέ. Ο Νόμος είμαι,» αποκρίθηκε ο αρχηγός της οπλισμένης ομάδας των μαχητών των Θαρνέσιων. Αν και στη Σκιάπολη, ασφαλώς, όπως όλοι ήξεραν, δεν υπήρχε «Νόμος» ακριβώς. Οι Τρεις διοικούσαν, και όριζαν τον Νόμο κατά το δοκούν. Τα πάντα ήταν λιγάκι, έως πολύ, αβέβαια από νομικής άποψης.
«Θες κάτι άλλο;» τον ρώτησε ο Κοσμάς. «Έχουμε πτώματα εδώ που δεν ξέρουμε τι να τα κάνουμε.»
«Ήταν πολλοί;»
«Πάνω από μια ντουζίνα. Τι να κάνουμε τους ψόφιους;»
«Ε, ρίξτε τους στο λιμάνι· τι με ρωτάτε εμένα;»
«Είπες ότι είσαι ο Νόμος...»
«Ο Νόμος είναι για τους ζωντανούς, όχι για τους νεκρούς!» αποκρίθηκε ο άντρας. Και ρώτησε: «Τους σκοτώσατε όλους;»
«Κάποιοι την κοπάνησαν.»
«Προς τα πού;»
«Ξέρω γω; Προς τα κει κάπου.» Ο Κοσμάς έδειξε τους σκοτεινούς δρόμους του νυχτερινού Κατώσκιου Λιμανιού.
«Δε βοηθάς και πολύ τον Νόμο, μάστορα,» του είπε ο μαχητής των Θαρνέσιων, και μετά εκείνος κι οι δικοί του αποχώρησαν, τροχάζοντας καβάλα στ’άλογά τους.
«Ρίξτε τους νεκρούς στο λιμάνι,» πρόσταξε ο Γεώργιος τους κουρσάρους του.
Και σε λίγο πτώματα επέπλεαν στο νερό. Όχι και τόσο σπάνιο θέαμα στα λιμάνια της Σκιάπολης. Καθώς η θάλασσα πήγαινε τους σκοτωμένους αποδώ κι αποκεί, κάποιοι φτωχοί βρήκαν την ευκαιρία να τους πλησιάσουν για να τους λεηλατήσουν, να πάρουν ό,τι μπορούσαν – μπότες, βρακιά, πανωφόρια, κάπες, ζώνες, γάντια, όπλα, τίποτα πολύτιμο αν ήταν τυχεροί.
Ο Γεώργιος άναψε τσιγάρο καθώς ακόμα στεκόταν στην κουβέρτα του Νικητή των Κυμάτων. «Γυαλίστε το,» πρόσταξε δείχνοντας τα σανίδια. «Όταν το μπανίσουν οι ήλιοι, θέλω ν’αστράφτει σαν τη λεπίδα του σπαθιού μου.»
«Τους δικούς μας νεκρούς τι θα τους κάνουμε;» τον ρώτησε ο Κοσμάς. «Τους έχουμε συγκεντρώσει στην πλώρη, Γεώργιε. Θα τους δώσουμε στη θάλασσα;»
«Φυσικά.»
Στην Υπερυδάτια, κήδευαν τους νεκρούς τους με δύο τρόπους: Ή τους έκαιγαν, αν βιάζονταν, αν δεν είχαν χρόνο, ή αν βρίσκονταν βαθιά μέσα στην ενδοχώρα κάποιας ηπειρονήσου· ή τους πετούσαν στους ωκεανούς, μακριά από οποιοδήποτε λιμάνι, τυλιγμένους με υφάσματα. Υπήρχαν, βέβαια, και εξαιρέσεις. Άνθρωποι που ακολουθούσαν ασυνήθιστα έθιμα, και μπορεί να έκρυβαν τους νεκρούς σε κρύπτες ή να τους έθαβαν στο χώμα των ηπειρονήσων. Αλλά αυτές οι τακτικές ήταν λίγες, και θεωρούνταν αλλόκοτες.
Οι ιερείς δεν αναλάμβαναν να κάνουν κηδείες, όπως σε άλλες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος. Κανένας θεός της Υπερυδάτιας δεν σχετιζόταν τόσο με τους νεκρούς, εκτός από τον Αβυσσαίο. Αλλά ο Αβυσσαίος δεν είχε ιερωμένους. Ήταν το τελευταίο σκοτάδι στα βάθη των ατέρμονων ωκεανών, εκεί όπου μόνο οι ψυχές των νεκρών πήγαιναν. Κανείς δεν λάτρευε τον Αβυσσαίο παρά μονάχα οι παράφρονες.
Με κρατάνε ώρες ολόκληρες εκεί μέσα, σ’αυτό το χαμηλό, στενό κελί, τα καταραμένα βατράχια – τα μιάσματα της Υπερυδάτιας! Μου έχουν πάρει ακόμα και το ρολόι μου, μ’έχουν αφήσει τελείως γυμνό, αλλά μπορώ να υπολογίσω τον χρόνο με το μυαλό μου. Επίσης, βλέπω τους φρουρούς – αυτούς που στέκονται έξω απ’τα κάγκελα του κελιού μου, κρατώντας ενεργειακά πιστόλια έτοιμα – ν’αλλάζουν βάρδιες. Όσοι φεύγουν μοιάζουν ανακουφισμένοι· όσοι έρχονται μοιάζουν φοβισμένοι – επιφυλακτικοί, το λιγότερο. Όλοι τους με φοβούνται, ακόμα και κλεισμένο εδώ μέσα.
Το ήξερα πως δεν είχαν τίποτα καλό στο μυαλό τους που έρχονταν και με αναζητούσαν. Όταν κάποιοι σε αναζητούν με τέτοιους τρόπους, δεν μπορεί να έχουν καλό στο μυαλό τους. Αλλά, και πάλι, αδυνατώ να καταλάβω τι ακριβώς θέλουν από εμένα... Έχουν κατά νου να με χρησιμοποιήσουν ως νόμισμα εναντίον των Τέκνων του Φαρμακερού Κύκλου; Γιατί, αν δεν είναι αυτό, τι άλλο να είναι, μα την ουρά της Έχιδνας;
Μου φέρνουν φαγητό τακτικά, πάντως. Σίγουρα δεν θέλουν να λιμοκτονήσω, αν και το μενού τους είναι σαν λοκράθια κόπρανα. Μόνο απόκρασο έχουν σ’αυτά τα καταραμένα υπόγεια; Μόνο ψητές πατάτες και χόρτα;
«Για τρίτη φορά μού φέρνεις τα ίδια,» λέω στον άντρα που περνά τον δίσκο κάτω από τα κάγκελα. «Δεν τρώτε τίποτ’ άλλο εδώ πέρα;»
«Δεν έχει άλλο,» μου απαντά νευρικά, και κάνει να φύγει περνώντας ανάμεσα απ’τους φρουρούς.
«Ο Δαμιανός πού είναι;» τον ρωτάω. «Ζήτησα να του μιλήσω!»
«Δεν ξέρω. Δεν ξέρω,» λέει βιαστικά, κι απομακρύνεται.
«Πού είναι ο αρχηγός σας, βατράχια;» ρωτάω τους φρουρούς. «Μια μέρα έχει περάσει από τότε που τον ζήτησα! Δίκιο έχω, έτσι δεν είναι; Μια μέρα έχει περάσει!»
Με σημαδεύουν με τα ενεργειακά πιστόλια τους, φοβούμενοι μη σπάσω τα κάγκελα και τους χιμήσω. «Μείνε στη θέση σου!» μου λέει ένας λιγνός, ξερακιανός τύπος με γαλανό δέρμα και μαλλιά που μοιάζει νάχουν να λουστούν κάνα χρόνο. «Κι όχι άλλα λόγια!»
Σηκώνομαι όρθιος – όσο είναι αυτό δυνατόν εδώ μέσα, βέβαια – σκυφτός, ουσιαστικά – κι όλοι τους κάνουν ένα βήμα πίσω.
Πιστόλια εξακολουθούν να με σημαδεύουν. «Μείνε στη θέση σου!» απειλεί πάλι ο μαλάκας.
Πιάνω το πουλί μου και κατουρώ προς τη μεριά τους, ανάμεσα από τα κάγκελα. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να κατουρώ μέσα στο κελί όταν μπορώ να κατουρήσω απέξω.
Με κοιτάζουν με μάτια γουρλωμένα. Δεν έχουν ξαναδεί μαυρόδερμο άνθρωπο να κάνει τη βασική του ανάγκη; αναρωτιέμαι, και χαμογελάω καταπάνω τους.
«Αν έχετε την καλοσύνη,» τους λέω όταν τελειώνω, «ξαναπείτε στο αρχιβατράχι νάρθει να μιλήσουμε. Έχω αρχίσει να πιάνομαι εδώ μέσα, και δε μ’αρέσει.»
Δεν μου απαντούν.
Κάθομαι πάλι στο πάτωμα του στενού κελιού μου. Πιάνω το πλαστικό ποτήρι με το νερωμένο απόκρασο και πίνω μια γουλιά.
Άθλιο, γαμώ τις βατραχομάνες τους. Άθλιο...
Δημήτριος:
Περίμενα τον Γεώργιο να με καλέσει ολόκληρη εκείνη την ημέρα. Είχα ανησυχήσει από αυτά που μου είπε – ότι του επιτέθηκαν έξω απ’τον Στεριανό Γίγαντα σαν να του είχαν στήσει καρτέρι. Αλλά ο Γεώργιος δεν με κάλεσε στον τηλεπικοινωνιακό πομπό μου. Είναι δυνατόν να υποπτεύεται ότι εγώ ήμουν μπλεγμένος σ’αυτή την επίθεση; αναρωτιόμουν. Δεν μπορεί νάναι τόσο ανόητος!
Το μεσημέρι το πέρασα με την Κρυσταλλία, όπως είχα περάσει και την προηγούμενη νύχτα (επιτέλους!), αλλά τώρα δεν κάναμε ό,τι είχαμε κάνει τότε. Όλοι οι άνθρωποι χρειάζονται κι ένα διάλειμμα – ακόμα κι εγώ. Επιπλέον, ήμουν προβληματισμένος...
Καθώς τρώγαμε, η Κρυσταλλία το κατάλαβε. «Τι έχεις;» με ρώτησε, σκουντώντας με ελαφρά, παιχνιδιάρικα, με το πόδι της κάτω απ’το τραπέζι του εστιατορίου. «Παράπονα;»
Κούνησα το κεφάλι αρνητικά, υπομειδιώντας. «Απλώς σκέφτομαι κάτι.» Ήπια μια γουλιά Σεργήλιο οίνο.
«Σκέφτεσαι κι άλλα πράγματα εκτός από εμένα;» με πείραξε.
Τι ν’απαντήσεις τώρα; Η αλήθεια είναι πως ήταν καταπληκτικά χτες βράδυ. Αλλά, από την άλλη, πρέπει να παρατηρήσεις και το εξής: Τα διάσημα πρόσωπα σαν την Κρυσταλλία είναι πιο συναρπαστικά στο μυαλό σου παρά στο κρεβάτι σου. Όχι πως παραπονιέμαι (όπως μόλις με ρώτησε εκείνη)· κάθε άλλο: δεν παραπονιέμαι καθόλου. Όμως, όταν τα φώτα έχουν χαμηλώσει και είσαι ξαπλωμένος μαζί της, η Κρυσταλλία δεν είναι και τόσο διαφορετική από άλλες γυναίκες που έχω γνωρίσει από κοντά.
Φυσικά, δεν θα ήθελα να μην την είχα γνωρίσει.
«Μόνο κάποια πολύ... στοιχειώδη πράγματα,» της απάντησα τελικά, προσπαθώντας να πω κάτι έξυπνο. «Και κάποια που... είναι περίεργα,» πρόσθεσα.
«Τι περίεργα;»
«Θα σου πω το βράδυ.»
Γέλασε. «Α, κατάλαβα! Ακόμα μια παγίδα, κύριε τζογαδόρε! Ακόμα ένα ύπουλο κόλπο για να με ρίξετε στα δίχτυα σας!»
«Πονηρή ωκεανίδα!» της είπα, μειδιώντας. «Τι ‘ύπουλα’ κόλπα επιχείρησα μαζί σου;»
«Άσ’ τα αυτά· όλα τα έχω καταλάβει.»
«Είσαι, αναμφίβολα, σπιρτόζα,» της αποκρίθηκα, τσουγκρίζοντας ελαφρά το ποτήρι μου πάνω στο δικό της και πίνοντας ακόμα μια γουλιά Σεργήλιο οίνο.
Αφού τελειώσαμε το φαγητό, τριγυρίσαμε για λίγο στους δρόμους του Ενδότοπου και, τελικά, αποφάσισα να πάω στον Στεριανό Γίγαντα. Είχα να τον επισκεφτώ από το προηγούμενο απόγευμα. Είχα κοιμηθεί μαζί με την Κρυσταλλία, στο σπίτι της, και όταν ο Γεώργιος με είχε καλέσει, λίγο πριν από το μεσημέρι, ακόμα εκεί ήμουν, αλλά όχι και η Κρυσταλλία· είχε πάει για μια δουλειά με την ατζέντισσά της και με είχε αφήσει να περιμένω. (Έχει τρομερό σπίτι. Τρομερό. Δεν βαρέθηκα ούτε στιγμή να το σκαλίζω.)
«Θέλω να δω αν ακόμα με φιλοξενούν στο ξενοδοχείο ή αποφάσισαν να με διώξουν,» της είπα τώρα· αλλά, βασικά, ήθελα να μάθω τι είχε γίνει μ’εκείνη την ενέδρα έξω απ’τον Γίγαντα. Μου επιτέθηκαν μέσα από ένα φορτηγάκι, είχε πει ο Οφιομαχητής. Μου έριξαν με ενεργειακά πιστόλια. Δεν μπορεί, επομένως – κάποιος απ’το ξενοδοχείο πιθανώς να άκουσε ή να είδε κάτι.
Οδηγώντας το όμορφο τετράκυκλο όχημά μου (με το οποίο είμαι τρελά ερωτευμένος – πιο τρελά απ’ό,τι με την Κρυσταλλία· το λέω και το εννοώ) έφτασα στον Στεριανό Γίγαντα. Κοιτάζοντας το οικοδόμημα απέξω δεν πρόσεξα τίποτα το ασυνήθιστο, οπότε έβαλα το όχημα στο γκαράζ και βγήκα μαζί με την Κρυσταλλία. Πιασμένοι αγκαζέ, πήγαμε στη ρεσεψιόν. Ούτε εδώ φαινόταν τίποτα το περίεργο. Ανεβήκαμε στο δωμάτιό μου, ενώ είχα συνεχώς τον νου μου στο πιστόλι μες στο πανωφόρι μου, γιατί ποτέ δεν ξέρεις. Ο Γεώργιος με είχε προειδοποιήσει να είμαι προσεχτικός· είχε πει ότι αυτοί που τον κυνηγούσαν ίσως να κυνηγούσαν κι εμένα επειδή είμαι φίλος του.
Μέσα στο δωμάτιο όμως – πάλι – δεν είδα τίποτα το περίεργο. Τα πάντα ήταν όπως θυμόμουν ότι τα είχα αφήσει. Ούτε κανείς με περίμενε για να με δολοφονήσει.
«Γιατί είσαι έτσι νευρικός;» με ρώτησε η Κρυσταλλία. «Συμβαίνει κάτι; Νόμιζες ότι... θα βρεις τίποτα εδώ;»
Είναι πιο έξυπνη απ’ό,τι λένε ότι είναι οι τραγουδίστριες, λοιπόν, σκέφτηκα. «Για στάσου λίγο,» της είπα, και έβγαλα τον τηλεπικοινωνιακό πομπό μου. Τον κοίταξα με κάποιο δισταγμό για μερικές στιγμές. Να τον καλούσα; Ή να περίμενα κι άλλο;
Έριξα μια ματιά έξω απ’το κρύσταλλο της μπαλκονόπορτας του δωματίου. Είχε ήδη σουρουπώσει. Ας τον καλέσω. Τι έχω να χάσω; Πάτησα πλήκτρα πάνω στον πομπό και–
Δεν έπιανα το σήμα του.
Ξαναπροσπάθησα.
Πάλι τα ίδια.
«Τι στου Λοκράθου τα μούσια;» μούγκρισα. Για να μην πιάνω το σήμα του, αυτό μπορούσε να σημαίνει μονάχα δύο πράγματα: Ή ο πομπός του δεν λειτουργούσε, ή είχε απομακρυνθεί από τη Μεγάπολη. Και τα δύο ήταν ύποπτα. Αν ο πομπός του δεν λειτουργούσε – αν ήταν, για παράδειγμα, σπασμένος ή απενεργοποιημένος – ίσως κάτι κακό να είχε συμβεί στον Γεώργιο. Κι αν είχε φύγει από την πόλη, ε, κι αυτό ήταν αναμφίβολα ύποπτο. Δε μου φάνηκε ότι σχεδίαζε να αναχωρήσει τόσο γρήγορα. Έλεγε ότι θα τριγύριζε για λίγο εδώ, προτού ξεκινήσει ν’αναζητά τους Τρομερούς Καπνούς...
«Ποιον καλείς;» με ρώτησε η Κρυσταλλία.
«Τον Οφιομαχητή, αλλά...» Κάθισα στο κρεβάτι. «Κάτι κακό πρέπει να του έχει συμβεί.»
Συνοφρυώθηκε. Κάθισε στα γόνατά μου. «Γιατί το λες αυτό;»
Της εξήγησα τι μου είχε πει ο Γεώργιος καλώντας με τηλεπικοινωνιακά ενώ ήμουν στο σπίτι της.
«Και σε υποπτεύεται, δηλαδή; Νομίζει ότι εσύ έβαλες αυτούς να του επιτεθούν; Γι’αυτό τώρα δεν σου απαντά;»
«Δε με κατάλαβες,» τη διέκοψα. «Δεν είναι εκεί το θέμα. Δεν πιστεύω ότι νομίζει πως εγώ κανόνισα να του στήσουν καρτέρι – δεν μπορεί νάναι τόσο ανόητος! Εκείνο που φοβάμαι είναι ότι ίσως να τον σκότωσαν ή να τον κυνήγησαν. Μου είπε ότι υποπτεύεται πως πιθανώς να ήταν κάποια άτομα που είχε συναντήσει και έξω από τη Σιρκόβη της Μικρυδάτιας... Αλλά αποκλείεται. Η απόσταση είναι πολύ μεγάλη, και...»
Την είδα να δαγκώνει το χείλος της, σκεπτική ίσως.
«Τι;» τη ρώτησα. «Έχεις καμιά ιδέα;» Όχι πως, φυσικά, περίμενα να πει τίποτα σοβαρό. Τι ιδέα μπορεί να είχε;
Κούνησε το κεφάλι της. «Όχι,» αποκρίθηκε. «Πού να ξέρω εγώ τι έγινε;»
Αναστέναξα. «Πρέπει κάπως να τον εντοπίσω. Να μάθω τι συνέβη· αν είναι καλά· πού βρίσκεται.» Αν και έχω δει τον Γεώργιο να σκοτώνει ολόκληρο Ανάποδο Σκαρφαλωτή, κανείς δεν είναι άτρωτος σ’αυτό τον κόσμο. Ούτε καν ο Οφιομαχητής.
Ποιοι μπορεί να τον κυνηγούσαν;
Μα τι σκεφτόμουν, ο βλάκας! Ο Γεώργιος είχε περάσει από τόσες καταστάσεις μέχρι να με ξανασυναντήσει εδώ, στη Μεγάπολη. Σίγουρα είχε κάνει πολλούς εχθρούς. Σίγουρα δεν ήταν μόνο ο κακός θείος που τον ήθελε νεκρό. Πώς να υποθέσω, έστω, ποιοι μπορεί να τον κυνηγούσαν; Αδύνατον!
Εκείνη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα καθόλου καλά. Ούτε καν ο έρωτας με την Κρυσταλλία μέσα στο δωμάτιο του Στεριανού Γίγαντα δεν μ’έκανε να κοιμηθώ καλά. Μια κοιμόμουν, μια ξυπνούσα. Το μυαλό μου δεν μπορούσε να ησυχάσει. Σε κάποια στιγμή, ξανακάλεσα τον Γεώργιο. Ήταν πέντε η ώρα πριν από το ξημέρωμα, και πάλι δεν έπιασα το σήμα του.
Το πρωί, η Κρυσταλλία ξύπνησε βρίσκοντάς με στο μπαλκόνι. Κρατούσα ένα ποτήρι καφέ στο χέρι και έπινα, αγνοώντας το χειμερινό ψύχος, κοιτάζοντας τα ψηλά οικοδομήματα της Μεγάπολης και τους δρόμους ανάμεσά τους, αναρωτούμενος πού μπορεί να βρισκόταν τώρα ο Οφιομαχητής. Είχε, πράγματι, φύγει από εδώ; Πού είχε πάει; Γιατί; Νόμιζε ότι εγώ τον είχα προδώσει; Μα τους θεούς! Μα τον Αστερίωνα και τη Σιλοάρνη και την Έχιδνα, γιατί να κάνω τέτοιο πράγμα; Δε μπορεί να με υποπτευόταν! Δε μπορεί! Τι να πίστευε; ότι με είχε βάλει ο κακός θείος για να τον απαγάγω και να τον ξαναφέρω στην Κιρβιάδα; Ύστερα από τόσα χρόνια; Εξωφρενικό! Επιπλέον, ο κακός θείος δεν τον θέλει αιχμάλωτο πλέον. Τον θέλει νεκρό. Τον μισεί. Κάθε φορά που ακούει μύθους και φήμες για τον Οφιομαχητή, οργίζεται. Σε κάποια φάση, παραλίγο να κρεμάσει έναν πλανόδιο παραμυθά από τις Κρεμάστρες του Ανέμου, όταν αυτός ήρθε στο Οχυρό του και άρχισε να λέει στους ανθρώπους εκεί ιστορίες με πρωταγωνιστή τον Οφιομαχητή.
Η Κρυσταλλία ακούμπησε πάνω στην πλάτη μου, ξαφνιάζοντάς με λιγάκι, χαμένος στις σκέψεις καθώς ήμουν.
«Βρήκες τον καφέ σου;» τη ρώτησα. Της είχα αγοράσει κι εκείνης έναν και τον είχα αφήσει στο κομοδίνο.
«Η μυρωδιά του με ξύπνησε.» Και μετά: «Ξανακάλεσες τον Γεώργιο;»
«Στις πέντε το πρωί. Και πάλι τα ίδια.»
«Τέτοια ώρα μπορεί εσκεμμένα να είχε απενεργοποιημένο τον πομπό.»
Έβγαλα τον δικό μου πομπό και τον κάλεσα γι’ακόμα μια φορά.
Πουθενά το σήμα του. «Βλέπεις;» της είπα.
«Δεν ξέρω...» μουρμούρισε η Κρυσταλλία – σαν να έπρεπε να ξέρει, η ανόητη.
Κατέβηκα στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου, μετά, αφού ετοιμάστηκα, και ρώτησα εκεί αν χτες είχε συμβεί κάποια συμπλοκή απέξω, αν είχε γίνει κανένα θερμό επεισόδιο. Μου απάντησαν ότι κάτι είχε γίνει, αλλά ό,τι κι αν ήταν είχε τελειώσει γρήγορα, και δεν ήξεραν λεπτομέρειες. Παράξενο περιστατικό, πάντως, για τη Μεγάπολη, που δεν συνέβαιναν τέτοια κάθε μέρα – όχι στους μεγάλους δρόμους της, τουλάχιστον.
Η Κρυσταλλία μού είπε ότι έπρεπε να φύγει τώρα. «Να τα ξαναπούμε το μεσημέρι;» με ρώτησε.
«Ναι. Οπωσδήποτε. Θες να σε πετάξω ώς το σπίτι σου;»
«Αν έχεις την καλοσύνη.»
«Με δουλεύεις;»
Πήγαμε στο γκαράζ και μπήκαμε στο όχημά μου. «Στάσου μια στιγμή,» της είπα, και βγήκα πάλι από το όχημα. Το κοίταξα από κάτω, και κοίταξα και μες στη μηχανή του. Μετά κάθισα πάλι στη θέση του οδηγού.
«Τι έψαχνες, μα τους θεούς;» με ρώτησε η Κρυσταλλία, καθισμένη δίπλα μου. «Για βόμβα;»
«Ύστερα απ’ό,τι συνέβη; Ναι.»
«Αν είναι δυνατόν, Δημήτριε...» Αλλά μου έμοιαζε ανήσυχη: το βλέμμα της ήταν ασταθές· το γαλανό δέρμα της λιγάκι πιο ανοιχτό στο πρόσωπό της, πίσω από τα καλλυντικά.
Ενεργοποίησα το όχημά μου και πάτησα το πετάλι. Καμιά έκρηξη δεν έγινε. Φύγαμε από τον Ευθύγραμμο και κατευθυνθήκαμε ανατολικά. Η Κρυσταλλία έχει το πανέμορφο σπίτι της στη Λογόφρονη – μια καλή συνοικία της Μεγάπολης νότια των Λοφότοπων, ανατολικά του Ψηλόγερου, βόρεια του Αερολιμένα, όχι και τόσο μακριά από τα άκρα της πόλης. Η απόσταση από τον Στεριανό Γίγαντα είναι δεκαπέντε χιλιόμετρα – τουλάχιστον – αν δεν κάνω λάθος. Περάσαμε από τον Ενδότοπο με τις πολλές καμάρες ανάμεσα στις ψηλές πολυκατοικίες, περάσαμε από τη Συνδρομή, από την Παλαιόκτιστη, και στρίψαμε μέσα στους Λοφότοπους. Οδηγούσα τώρα σε απότομους δρόμους – πάνω, κάτω, πάνω, κάτω... Τι μέρος, γαμώτο...
Ο Γεώργιος δεν είχε πει ότι αυτή η Διονυσία, η φίλη του, μένει κάπου εδώ; Πού ακριβώς, όμως; Δεν ανέφερε τη συγκεκριμένη διεύθυνση του σπιτιού της. Ίσως η Διονυσία να ήξερε πού είναι ο Γεώργιος!
«Δεν έπρεπε νάχες έρθει αποδώ,» μου είπε η Κρυσταλλία. «Καλύτερα να περνούσαμε από Ψηλόγερο. Οι δρόμοι είναι πιο στρωτοί εκεί, αν και έχει περισσότερη κίνηση.»
Βγαίνοντας από τη νότια άκρη των Λοφότοπων, μπήκαμε στη Λογόφρονη, όπου οι δρόμοι είναι ίσιοι και καλοφτιαγμένοι και τριγύρω βλέπεις όλο όμορφα σπίτια με εξεζητημένες αρχιτεκτονικές. Πήγα την Κρυσταλλία στο δικό της σπίτι κι εκείνη, ύστερα από ένα γρήγορο φιλί, πήδησε έξω από το όχημά μου και ζύγωσε την εξώπορτα, ξεκλειδώνοντάς την. Το σπίτι της δεν έχει κήπο από τη μπροστινή μεριά· έχει μόνο από την πίσω, και είναι σκεπαστός. Ή, μάλλον, μπορεί να σκεπαστεί. Έχει ένα ειδικό κάλυμμα που ανεβοκατεβαίνει μ’έναν μηχανισμό. Τώρα, το χειμώνα, είναι συνήθως ανεβασμένο.
Έβαλα τους τροχούς του οχήματός μου σε κίνηση και έφυγα. Πήγα βόρεια, στους Λοφότοπους ξανά, σαν ανώμαλος που γουστάρει να σκαρφαλώνει ανηφορικούς δρόμους και να προσέχει μη γλιστρήσει σε κατηφορικούς. Πού να είναι το σπίτι αυτής της Διονυσίας; αναρωτήθηκα. Και κάλεσα τον Γεώργιο, έχοντας τον πομπό μου γαντζωμένο στην κονσόλα του οχήματος.
Τα ίδια πάλι. Πουθενά το σήμα του.
Φτάνοντας στον Στεριανό Γίγαντα, βρήκα τρία άτομα να με περιμένουν στη ρεσεψιόν. Τους δύο τούς ήξερα. Για τον τρίτο δεν ήμουν σίγουρος.
«Δημήτριε,» με χαιρέτησε ο Ευστάθιος Λιρκάδιος, με την κυρά Ιωάννα να στέκεται πλάι του, ενώ ο φίλος τους στεκόταν λίγο πιο πίσω. Φορούσε κάπα και είχε την κουκούλα σηκωμένη, σκιάζοντας το πρόσωπό του.
«Καπετάνιε,» αντιχαιρέτησα. «Τι κάνεις εδώ;»
«Ψάχνουμε τον Γεώργιο. Τον έχεις δει καθόλου;»
«Κι εγώ τον Γεώργιο ψάχνω,» αποκρίθηκα. «Πότε είναι η τελευταία φορά που τον είδατε – που του μιλήσατε;»
Ο Ευστάθιος και η Ιωάννα αλληλοκοιτάχτηκαν – μάλλον επειδή με έκριναν ανήσυχο. Και παρατήρησα και στα δικά τους πρόσωπα μια κάποια ανησυχία.
«Τι είναι;» ρώτησα. «Συμβαίνει κάτι;»
«Τελευταία φορά που του μιλήσαμε,» μου είπε η Ιωάννα, «και τον είχαμε μπροστά μας, ήταν προχτές το απόγευμα.»
«Χτες δεν τον είδατε καθόλου;»
«Όχι.»
«Και σήμερα,» πρόσθεσε ο Ευστάθιος, «κανείς δεν μπορεί να τον καλέσει τηλεπικοινωνιακά, σαν ο πομπός του να είναι χαλασμένος.» Δάγκωνε νευρικά ένα ξυλαράκι στην άκρη του στόματός του.
«Εγώ,» τους πληροφόρησα, «του μίλησα χτες. Λίγο πριν από το μεσημέρι.»
«Σου είπε κάτι που...;»
«Ναι, μου είπε κάτι που μ’έβαλε σε σκέψεις. Και από τότε δεν μπορώ να τον βρω. Δεν πιάνω το σήμα του. Δεν έχω ιδέα πού είναι.»
«Τι σου είπε;» ρώτησε η Ιωάννα.
«Καλύτερα να πάμε να μιλήσουμε κάπου πιο ήσυχα,» πρότεινα, ρίχνοντας μια ματιά τριγύρω. Η ρεσεψιόν δεν ήταν άδεια. Και αν και δεν μου φαινόταν ότι κανείς μάς παρακολουθούσε, ήταν να το αποκλείεις; Ειδικά αφού κάποιοι, σίγουρα, παρακολουθούσαν τον Γεώργιο;
«Πάμε,» αποκρίθηκε ο Ευστάθιος· «αλλά πού;»
«Στο δωμάτιό μου.»
Βάδισα προς τον ανελκυστήρα και με ακολούθησαν. Μπήκαμε και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε. Εκείνος ο άγνωστος (;) τύπος εξακολουθούσε να φορά την κουκούλα της κάπας του.
«Ποιος είσαι εσύ, αν επιτρέπεται;» τον ρώτησα.
«Ένας φίλος,» είπε ουδέτερα.
Αλλά όχι και τόσο φιλικός φίλος, σκέφτηκα. Το μόνο που μπορούσα να διακρίνω γι’αυτόν ήταν πως είχε δέρμα λευκό με απόχρωση του ροζ, και ήταν ξυρισμένος, και ψηλός. Μου θύμιζε κάποιον, ή ήταν η ιδέα μου;
Βγήκαμε απ’τον ανελκυστήρα, διασχίσαμε τον διάδρομο, και ξεκλείδωσα την πόρτα του δωματίου μου. Τους έβαλα μέσα. «Δεν είναι και πολύ μεγάλο...» τους είπα.
«Δεν έχουμε πρόβλημα,» αποκρίθηκε η Ιωάννα· «δε θα καθίσουμε. Τι έγινε με τον Γεώργιο; Τι σου είπε;»
«Του επιτέθηκαν.»
«Τι;»
Ο Ευστάθιος έμεινε σιωπηλός, δαγκώνοντας όμως έντονα το ξυλαράκι στο στόμα του και ατενίζοντάς με διαπεραστικά.
Η όψη του κουκουλοφόρου ήταν σκιασμένη.
«Του επιτέθηκαν έξω από εδώ, απ’τον Στεριανό Γίγαντα, ενώ είχε έρθει να με βρει.» Και τους εξήγησα τι είχε συμβεί – ό,τι ήξερα απ’τον Γεώργιο, δηλαδή. Αλλά δεν τους είπα ότι ήμουν στο σπίτι της Κρυσταλλίας· τους είπα μόνο ότι δεν βρισκόμουν εδώ εκείνη την ώρα, ότι φιλοξενούμουν αλλού, προσωρινά, από το βράδυ.
«Μα τους θεούς!» έκανε ο Ευστάθιος. «Γιατί κάποιοι να του επιτεθούν έτσι;»
«Δεν ξέρω. Δεν έχω καμιά ιδέα. Αλλά ο Οφιομαχητής έχει σίγουρα πολλούς εχθρούς. Διάφορους. Και... και μου είπε... Όταν με κάλεσε τηλεπικοινωνιακά, μου είπε φευγαλέα πως έχει μια πολύ γενική υποψία. Ότι ίσως να είναι κάποιοι που συνάντησε έξω από τη Σιρκόβη της Μικρυδάτιας. Σου λέει εσένα κάτι αυτό, Καπετάνιε;»
Ο Ευστάθιος συνοφρυώθηκε, δαγκώνοντας το ξυλαράκι στην άκρη του στόματός του. Ύστερα κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Δε νομίζω ότι είχε αναφέρει πως συνάντησε κάποιους έξω απ’τη Σιρκόβη. Το μόνο που είπε ήταν ότι είχε πάει στους Στενότοπους για να βρει το αντίδοτο για το δηλητήριο που είχε προσβάλει τον αδελφό της φίλης του εδώ, στη Μεγάπολη. Τώρα, αν στους Στενότοπους συνάντησε κάποιους...» Μόρφασε, ανασηκώνοντας τους ώμους. «Δεν το ξέρω αυτό.»
«Τι ακριβώς είναι οι Στενότοποι, Καπετάνιε; Περιοχή της Μικρυδάτιας; Συγνώμη κιόλας για την ασχετοσύνη μου, αλλά δεν έχω ποτέ ταξιδέψει στη Μικρυδάτια.»
«Οι Στενότοποι είναι τα έλη που απλώνονται βόρεια της Σιρκόβης, ανάμεσα στους ποταμούς Λόνθη και Σόρνη.»
«Μάλιστα... Και ποιοι κατοικούν εκεί;»
«Κανένας, βασικά. Μόνο μερικοί άγριοι ερπετοειδείς, έχω ακούσει. Εξερευνητές και φυσιοδίφες, κατά περιόδους, πηγαίνουν στους Στενότοπους για δικούς τους λόγους. Καθώς και άνθρωποι με πιο... σκιερές δουλειές. Πειρατές, για παράδειγμα, λαθρέμποροι, επικηρυγμένοι.»
«Κατάλαβα. Αν λοιπόν συνάντησε κάποιους εκεί, πρέπει να ήταν αυτού του είδους άνθρωποι, υποθέτω. Αλλά δεν μου φαίνεται και πολύ λογικό να τον ακολούθησαν ώς εδώ. Ειδικά έτσι όπως ήρθατε, μέσα στο Μικρό Σύμπαν.»
«Ναι, έχεις δίκιο σ’αυτό,» συμφώνησε ο Ευστάθιος. «Δε θα ήταν εύκολο κανείς να τον εντοπίσει από τη Μικρυδάτια, ακόμα κι αν ήξερε ότι θα έφευγε με το πλοίο μου.» Και στράφηκε στον κουκουλοφόρο τύπο.
Ο οποίος είπε: «Πρέπει να τον βρούμε σήμερα, Καπετάνιε· αλλιώς πρέπει να φύγουμε χωρίς αυτόν.»
«Μη βιάζεσαι. Δε μπορεί να εξαφανίστηκε.»
«Ίσως,» τους είπα, «η φίλη του η Διονυσία να ξέρει πού είναι. Στο σπίτι της πήγαινε και καθόταν, κάπου στους Λοφότοπους. Γνωρίζετε πού είναι το σπίτι της;»
«Δυστυχώς όχι,» αποκρίθηκε ο Ευστάθιος, αλλά κοίταξε πάλι τον κουκουλοφόρο τύπο. «Θα μπορούσε να εντοπιστεί;»
«Θα μπορούσε, εύκολα,» είπε εκείνος, «αν είχαμε κάτι περισσότερο από το μικρό της όνομα.»
Και έτσι όπως μίλησε, δεν μου φαινόταν για τυχαίος. Τι στα μαλλιά της Έχιδνας ήταν; Καμιά ύποπτη φιγούρα; Άτομο του υπόκοσμου; Δεν τον εμπιστευόμουν – ούτε λίγο – όμως αν είχε τη δυνατότητα να βοηθήσει τώρα.... «Ο Γεώργιος ανέφερε ότι η Διονυσία είναι μάγισσα του τάγματος των Βιοσκόπων,» είπα· «και ότι δουλεύει στο Κεντρικό Νοσοκομείο Ψηλόγερου, αν δεν κάνω λάθος.»
Τα μάτια του γυάλισαν μέσα απ’τη σκιά της κουκούλας. «Τότε θα τη βρούμε. Σ’ευχαριστούμε. Πάμε, Καπετάνιε.» Γιατί κάτι μού θύμιζε ο άνθρωπος; Είναι δυνατόν κάπου να τον είχα ξαναδεί;
«Μισό λεπτό!» τους είπα. «Θέλω κι εγώ να μιλήσω στον Γεώργιο. Μ’ενδιαφέρει κι εμένα πού είναι το σπίτι της Διονυσίας.»
«Θα σε καλέσουμε στον πομπό σου όταν το βρούμε,» υποσχέθηκε η κυρά Ιωάννα. «Δώσε μας τον κώδικά σου.»
«Δώστε μου κι εσείς τους δικούς σας,» τους ώθησα, και ο Ευστάθιος κι η Ιωάννα μού τους έδωσαν. Αλλά ο κουκουλοφόρος όχι – αναμενόμενα, θα έλεγα.
«Και ο κώδικάς σου;» με ρώτησε η Ιωάννα.
Τους τον είπα.
«Θα επικοινωνήσουμε σύντομα,» υποσχέθηκε ο Ευστάθιος. Και έφυγαν από το δωμάτιό μου.
Αφήνοντάς με ανήσυχο για κάποιες ώρες... να τριγυρίζω στους δρόμους του Ευθύγραμμου και των Ψηλών Σαγονιών... να ρωτάω έξω απ’τον Στεριανό Γίγαντα μήπως κανείς είδε τη συμπλοκή που είχε γίνει χτες – κάποιοι επιτέθηκαν σε κάποιον, μέσα από ένα φορτηγάκι. Μια περιπτερού μού απάντησε πως το πρόσεξε το περιστατικό, αλλά ήταν πολύ γρήγορο· δεν πρόλαβε να δει λεπτομέρειες. Μερικές ενεργειακές ριπές εκτοξεύτηκαν και, μετά, το φορτηγάκι έφυγε τρέχοντας, κι ένας άντρας το κυνηγούσε, κι εξαφανίστηκαν πίσω από κείνη κει τη γωνία.
Ο Γεώργιος, λοιπόν, είχε προσπαθήσει να τους καταδιώξει για να μάθει ποιοι ήταν... Αυτό όμως δεν μου έδινε καμιά χρήσιμη πληροφορία για να τον εντοπίσω.
Τον ξανακάλεσα, φυσικά. Άλλες δυο φορές. Αλλά πάλι δεν μπορούσα να πιάσω το σήμα του.
Όταν, μες στο μεσημέρι, ο τηλεπικοινωνιακός πομπός μου κουδούνισε νόμιζα ότι θα ήταν ο Ευστάθιος ή η κυρά Ιωάννα. Όμως ήταν η Κρυσταλλία – πράγμα που, δεδομένης της κατάστασης, με απογοήτευσε, αν και διαφορετικά θα με είχε ενθουσιάσει.
«Τι γίνεται, τζογαδόρε μου; Πεινάς;»
«Ειλικρινά; Όχι.»
«Αγχωμένος μού ακούγεσαι...»
«Δεν έχω ακόμα βρει τον Γεώργιο.»
«Καλά θα είναι. Μην–»
«Όχι· κάτι τού έχει συμβεί. Είμαι σίγουρος.»
«Διαίσθηση της Σιλοάρνης;»
«Πες το όπως θες. Είμαι σίγουρος.»
«Έλα στο σπίτι μου, να δω τι μπορώ να κάνω για να σε ηρεμήσω λίγο.»
«Εντάξει, έρχομαι.»
Επέστρεψα στον Στεριανό Γίγαντα, πήρα το όχημά μου από το γκαράζ, και κατευθύνθηκα προς της Κρυσταλλίας.
Βρισκόμουν μέσα στη Συνδρομή όταν ο πομπός μου κουδούνισε πάλι. Έχοντάς τον γαντζωμένο πάνω στην κονσόλα του οχήματος, πάτησα το πλήκτρο της αποδοχής. Αυτή τη φορά ήταν ο Ευστάθιος.
«Δημήτριε;»
«Ναι, Καπετάνιε. Τον βρήκατε;»
«Τον Γεώργιο; Όχι, δυστυχώς–»
«Ούτε το σπίτι της Διονυσίας;»
«Αυτό το βρήκαμε. Και το επισκεφτήκαμε, μάλιστα–»
«Γιατί δε με καλέσατε αμέσως, γαμώτο;»
«Περίμενε· μη βιάζεσαι–»
«Ανησυχώ γι’αυτόν, Καπετάνιε. Και δε θέλω να νομίζει – εκείνος ή κανένας άλλος – ότι εξαιτίας μου του επιτέθηκαν–»
«Στο σπίτι της Διονυσίας,» με διέκοψε ο Ευστάθιος, «δεν βρήκαμε κανέναν.»
«Τι εννοείς ‘κανέναν’;»
«Κανέναν. Χτυπούσαμε και κανείς δεν μας άνοιγε, και...» Είχα την αίσθηση, τότε, ότι ο Ευστάθιος ήθελε να προσθέσει κάτι περισσότερο αλλά δεν το έκανε.
«Τι;»
«Αυτό. Δεν ήταν εκεί.»
Τι μου κρύβεις, Καπετάνιε; Και γιατί; «Δεν βρήκατε ούτε κανένα σημάδι; Ούτε... ούτε τίποτα;»
«Τίποτα, δυστυχώς.»
«Μπορεί να έλειπαν εκείνη την ώρα. Μπορεί να είχαν πάει κάπου.»
«Δεν αποκλείεται–»
«Πες μου τη διεύθυνσή της.»
Μου την είπε, και τη σημείωσα αμέσως σ’ένα μπλοκάκι επίσης γαντζωμένο πάνω στην κονσόλα του οχήματός μου. «Ευχαριστώ, Καπετάνιε. Αν τύχει να τη βρω εκεί – γιατί τώρα θα περάσω απ’τους Λοφότοπους – θα σε καλέσω.»
«Εντάξει.»
Ενόσω μιλούσαμε βγήκα από τη Συνδρομή και πέρασα στην Παλαιόκτιστη. Τώρα διέσχισα και αυτήν και, στρίβοντας νότια, μπήκα στους απότομους δρόμους των Λοφότοπων. Χρησιμοποιώντας τον χάρτη της Μεγάπολης στην οθόνη της κονσόλας του οχήματός μου, εντόπισα το σπίτι της Διονυσίας και κατευθύνθηκα προς τα εκεί. Δεν άργησα να φτάσω έξω από την πόρτα του κήπου του, η οποία είναι από πρασινομέταλλο και δίπλα έχει ένα κουδούνι. Βγήκα από το όχημά μου και πάτησα το κουμπί του. Περιμένοντας.
Καμιά απάντηση.
Ξαναπάτησα το κουμπί του κουδουνιού.
Πάλι τα ίδια.
Αλλά πίσω από την πρασινομέταλλη πόρτα ένας σκύλος άρχισε να γαβγίζει δυνατά. Επομένως, το σπίτι δεν ήταν εγκαταλειμμένο. Ούτε καν προσωρινά. Δε θ’άφηνε τον σκύλο της εδώ αν έφευγε για να πάει μακρινό ταξίδι, σωστά; Λογικά, το απόγευμα πρέπει να επέστρεφε.
Το ίδιο θα κάνω κι εγώ, σκέφτηκα. Και, μπαίνοντας στο όχημά μου ξανά, πήγα στο σπίτι της Κρυσταλλίας, στη Λογόφρονη. Πέρασα εκεί μερικές ώρες μαζί της, και εκείνη με ρώτησε τι έκανα όλο το πρωινό. Μην έχοντας όρεξη να συζητήσω τίποτε άλλο, της διηγήθηκα τι είχε γίνει με τον Ευστάθιο Λιρκάδιο, την κυρά Ιωάννα, και τον παράξενο τύπο με την κουκούλα. «Σαν άτομο του υπόκοσμου μού φάνηκε,» της είπα. «Αυτός εντόπισε το σπίτι της Διονυσίας, τελικά.»
«Και της μίλησαν;»
Της εξήγησα ότι δεν τη βρήκαν εκεί. Ούτε εκείνοι ούτε, αργότερα, εγώ.
Το απόγευμα, πήγα ξανά στο σπίτι της Διονυσίας. Χωρίς την Κρυσταλλία, η οποία είχε πάλι κάποιες δικές της δουλειές. Σταμάτησα το όχημά μου μπροστά στην πρασινομέταλλη πόρτα και χτύπησα το κουδούνι. Ο μόνος που μου απάντησε ήταν εκείνος ο σκύλος, όπως και πριν.
Τι διάολο; Ακόμα να επιστρέψει; Λες ό,τι είχε συμβεί στον Γεώργιο να είχε συμβεί και σ’αυτήν; Το μυαλό μου έκανε άσχημες σκέψεις.
Μπήκα στο όχημά μου και έφυγα από τους Λοφότοπους· πήγα στον Ψηλόγερο, ψάχνοντας – με τον χάρτη στην οθόνη της κονσόλας – για αυτό το Κεντρικό Νοσοκομείο Ψηλόγερου. Το εντόπισα και το πλησίασα. Άφησα το όχημά μου σ’ένα σοκάκι εκεί κοντά – ένα μέρος που δεν μου άρεσε καθόλου – όχι για ν’αφήσω ένα τόσο καλό τετράκυκλο – αλλά τέλος πάντων. Το κλείδωσα, φυσικά, προτού απομακρυνθώ.
Πήγα στο νοσοκομείο και ζήτησα τη Βιοσκόπο που ονομάζεται Διονυσία. Διονυσία’νιρ. (Μπορεί να είμαι άσχετος από μαγεία, γενικά, αλλά ξέρω ότι οι Βιοσκόποι βάζουν στο τέλος του ονόματός τους την πρόσθετη κατάληξη ’νιρ.)
«Υποθέτω πως εννοείται ότι θέλετε την κυρία Διονυσία’νιρ Υρφάνια...» είπε η γυναίκα στο γραφείο πληροφοριών.
«Έχετε κι άλλη Διονυσία’νιρ εδώ;»
«Η κυρία Υρφάνια δεν είναι στο Νοσοκομείο επί του παρόντος.»
«Ποιες ώρες έρχεται;»
«Αυτές τις ημέρες έχει πάρει άδεια. Έρχεται μόνο σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης.»
«Άδεια; Γιατί;»
«Για προσωπικούς λόγους, κύριε.» Και το ύφος της μαρτυρούσε ότι γινόμουν αδιάκριτος και ενοχλητικός.
«Συγνώμη,» της είπα. «Απλώς ανησυχώ γι’αυτήν. Και δεν μπορώ να τη βρω αλλού.»
«Είστε φίλος της;»
«Όχι ακριβώς, αλλά... Έχουμε έναν κοινό γνωστό. Έναν κοινό φίλο.»
«Μάλιστα. Δεν μπορώ να σας βοηθήσω περισσότερο, δυστυχώς.»
«Ευχαριστώ...»
Έφυγα από το Γενικό Νοσοκομείο Ψηλόγερου και κάθισα μες στο όχημά μου, καπνίζοντας ένα τσιγάρο. Τι να έκανα τώρα;
Κάλεσα τον Λιρκάδιο.
«Έλα, Καπετάνιε· εγώ είμαι, ο Δημήτριος.»
«Καλησπέρα, Δημήτριε. Δεν έχουμε βρει τον Γεώργιο ακόμα, αν–»
«Το φανταζόμουν. Ούτε εγώ τον έχω βρει. Και στο σπίτι της Διονυσίας μόνο ένας σκύλος μού απαντά. Κανείς δεν είναι εκεί. Χτυπάω το κουδούνι αλλά τίποτα. Ρώτησα ακόμα και στο Γενικό Νοσοκομείο Ψηλόγερου, και ξέρεις τι μού είπαν;»
«Ότι έχει πάρει άδεια αυτές τις μέρες.»
«Α, ξέρεις...»
«Ναι. Και δεν έχουν καμιά πληροφορία σχετικά με το πού μπορεί να βρίσκεται. Νομίζουν ότι είναι στο σπίτι της.»
«Μα, λογικά, πρέπει να είναι εδώ, Καπετάνιε! Θ’άφηνε τον σκύλο της στον κήπο αν είχε φύγει;»
«Δεν ξέρω. Τέλος πάντων. Θα τα ξαναπούμε ίσως. Για την ώρα, δε νομίζω ότι μπορείς να κάνεις κάτι, Δημήτριε. Αν μάθουμε το οτιδήποτε, θα σε ειδοποιήσουμε.»
«Εντάξει,» του είπα, και η επικοινωνία μας τερματίστηκε.
Δε μπορώ να καταλάβω τι στις λάσπες του Λοκράθου συμβαίνει, γαμώτο!... Και δε μ’αρέσουν καθόλου τέτοιες καταστάσεις.
Κάποιοι που τον περίμεναν έξω απ’το ξενοδοχείο μου; Μέσα σ’ένα φορτηγάκι; Και του επιτέθηκαν με ενεργοβόλα προτού τραπούν σε φυγή όταν δεν κατάφεραν να τον αναισθητοποιήσουν αμέσως; Σαν άνθρωποι του υπόκοσμου μοιάζουν... ή σαν τίποτα μυστικές υπηρεσίες...
Αποκλείεται να ήταν αυτοί που συνάντησε στους Στενότοπους έξω απ’τη Σιρκόβη. Όποιοι κι αν ήταν.
Τέλος πάντων. Επέστρεψα στον Στεριανό Γίγαντα.
Την επομένη, κάλεσα πάλι τον Γεώργιο και, φυσικά, δεν έπιασα το σήμα του. Επισκέφτηκα το σπίτι της Διονυσίας – και το πρωί και το σούρουπο – και δεν βρήκα κανέναν εκεί (εκτός από τον σκύλο, που νομίζω πως γάβγιζε τώρα πιο δυνατά από την προηγούμενη φορά). Κάλεσα τον Ευστάθιο, ρωτώντας τον αν είχαν βρει κανένα ίχνος του Οφιομαχητή, αλλά μου έδωσε αρνητική απάντηση, και μου είπε πως μάλλον αύριο θα έφευγαν. Είχαν μια επείγουσα δουλειά. Τι επείγουσα δουλειά; θέλησα να μάθω· αλλά μου αποκρίθηκε ότι δεν μπορούσε να μου φανερώσει περισσότερα.
Και η ανησυχία μου για τον Γεώργιο ολοένα και μεγάλωνε.
Η Κρυσταλλία είχε οντισιόν, την άλλη μέρα, και δεν την είδα καθόλου. Είχα άπλετο χρόνο να μην κάνω τίποτα και να πηγαίνω στο σπίτι της Διονυσίας. Τρεις φορές το επισκέφτηκα, και μόνο ο σκύλος μού απαντούσε. Την τελευταία φορά μού ακουγόταν εξαγριωμένος. Ίσως να πεινούσε πια, τόσο καιρό που τον είχαν εγκαταλειμμένο εκεί, στον κήπο. Τη νύχτα συνάντησα την Κρυσταλλία στο δωμάτιό μου στον Στεριανό Γίγαντα, και μου είπε πως είχα τα χάλια μου. «Καλά, δεν έφαγες τίποτα; Δεν ήπιες τίποτα, όλη μέρα;» Επίσης, μου έμοιαζε στα πρόθυρα να αναφέρει κάτι... κάτι... Όμως δίσταζε. Τι μπορεί να ήταν; Ήθελε πάλι να μου κάνει καμιά πρόταση; Να πάμε κανένα ταξίδι; Αν ναι, τότε είχε δίκιο που δίσταζε. Δεν είχα όρεξη για ταξίδια. Ούτε καν με την ίδια την Κρυσταλλία, τη μία και μοναδική στην Υπερυδάτια... Ποιος άντρας θα ήταν στη θέση μου τώρα και συγχρόνως τόσο κακόκεφος; Πολλοί θα είχαν ξεχάσει τον Οφιομαχητή, θα τον είχαν γράψει στα τέτοια τους, κανονικά, και θα ασχολούνταν μόνο με την τύχη που τους είχε φέρει η Σιλοάρνη – την Κρυσταλλία. Όμως εγώ, για κάποιο λόγο, μαλάκας γαρ πιθανώς, δεν μπορούσα να μη σκέφτομαι συνέχεια τον Γεώργιο. Ίσως επειδή, εν μέρει, κατηγορούσα τον εαυτό μου που του επιτέθηκαν έξω απ’τον Στεριανό Γίγαντα. Αλλά – μα τους θεούς! – τι σχέση είχα εγώ πραγματικά μ’αυτή την επίθεση; Κι επιπλέον, δεν ήταν αυτή η επίθεση που τον εξαφάνισε τελικά, σωστά;
Γιατί, όμως, να τον περιμένουν εδώ; Πώς ήξεραν ότι θα ερχόταν εδώ για να με αναζητήσει; Πρέπει να μας παρακολουθούσαν... Λες ακόμα να με παρακολουθούν;
Όταν ξημέρωσε, είχα ήδη διαμορφώσει ένα σχέδιο μες στο μυαλό μου, αλλά δεν το είπα στην Κρυσταλλία. Της το είπα τη νύχτα γιατί δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Ή, μάλλον, θα μπορούσα να κάνω αλλιώς, μα δεν ήθελα να της πω ψέματα. Υπήρχε, άλλωστε, κανένας λόγος;
Η Κρυσταλλία με άκουσε και, ύστερα από μερικές στιγμές σκέψης, δήλωσε ευθαρσώς: «Θάρθω κι εγώ.»
«Ίσως νάναι επικίνδυνα,» την προειδοποίησα.
«Εξαιτίας του σκύλου;»
Γέλασα. «Δεν αποκλείεται νάναι επιθετικός. Αλλά...» έβγαλα απ’τον σάκο μου ένα πακέτο με επεξεργασμένη σκυλοτροφή, «πηγαίνω προετοιμασμένος, όπως βλέπεις.» Της έκλεισα το μάτι.
Η Κρυσταλλία χαμογέλασε. «Θα έρθω, λοιπόν. Κάποιος πρέπει να σε προσέχει, άλλωστε,» πρόσθεσε παιχνιδιάρικα.
«Πραγματικά, όμως,» της είπα, βάζοντας ξανά τη σκυλοτροφή στον σάκο μου, «μπορεί να είναι επικίνδυνα. Μπορεί κάποιος να μας μπανίσει και να καλέσει τη Χωροφυλακή. Ή μπορεί... τίποτα πολύ ύποπτο να συμβαίνει μέσα σ’αυτό το σπίτι.»
Τα λόγια μου έκαναν σκέψεις να περάσουν ξανά απ’το μυαλό της – το είδα στα μάτια της – όμως τελικά αποφάσισε να με ακολουθήσει.
«Εντάξει,» της αποκρίθηκα. «Μπορείς να σκαρφαλώσεις;»
«Δεν έλεγες ότι θα κάνεις διάρρηξη;»
«Τον τοίχο του κήπου θα τον σκαρφαλώσω.»
«Είναι ψηλός;»
«Όχι πολύ, και θα σε βοηθήσω. Δε νομίζω νάχεις πρόβλημα, απλά λέω...»
Η Κρυσταλλία αποκρίθηκε ξανά ότι θα ερχόταν. Οπότε, μες στη νύχτα, φύγαμε απ’το σπίτι της και οδήγησα προς το σπίτι της Διονυσίας’νιρ στους Λοφότοπους. Δυστυχώς, δεν έβρεχε όπως ήλπιζα. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος σήμερα, και η βροχή θα μας βοηθούσε: θα μας έκρυβε ακόμα περισσότερο. Αλλά... δεν είμαι ο Θεός της Βροχής· δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’αυτό. Ούτε ο Οφιομαχητής δεν είναι βροχοποιός. Και ο Δημήτριος είναι ένας τζογαδόρος μόνο – αν και Ζερδέκης. Βέβαια, Ζερδέκης. Μην το ξεχνάμε.
Πού να μ’έβλεπε η μαμά μου τώρα. Θα με θεωρούσε πολύ ερασιτέχνη διαρρήκτη, κατά πάσα πιθανότητα. Και ο κακός θείος δεν θα έμπαινε καν στον κόπο με διαρρήξεις και τέτοια· θα έβαζε απλά τους μπράβους του να σπάσουν τις πόρτες. Πάντοτε διακριτικός αυτός ο Κύριος της Κιρβιάδας...
Σταμάτησα το όχημά μου σ’έναν δρόμο με απόσταση ενός τετραγώνου από το σπίτι της Διονυσίας (αν υποθέσεις ότι υπάρχουν τετράγωνα στους απότομους Λοφότοπους, μα τον Αστερίωνα!) και μαζί με την Κρυσταλλία βγήκαμε. Φορούσαμε κάπες, φυσικά, και καθώς απομακρυνόμασταν από το τετράκυκλο σηκώσαμε τις κουκούλες στα κεφάλια μας. Στον σάκο που κρεμόταν λοξά από τον ώμο μου είχα όλα τα σύνεργα που πίστευα ότι θα χρειαζόμουν.
«Δεν το ήξερα, πάντως, πως εκτός από τζογαδόρος ήσουν και διαρρήκτης,» μου είπε η Κρυσταλλία.
«Το έμαθα από τη μαμά μου.»
Γέλασε.
«Νομίζεις ότι κάνω πλάκα, ε;» Ασπασία: από τις μεγαλύτερες απατεώνισσες της Κιρβιάδας. Ακόμα και τώρα, στα γεράματα. Μέχρι κι ο κακός θείος το παραδέχεται – σοβαρή υπόθεση, άρα. Πάω στοίχημα, μάλιστα, ότι τη φοβάται λιγάκι τη μαμά μου, ο καβουρόφιλος. Πάω στοίχημα! (Και όσοι με ξέρουν γνωρίζουν πως δεν βάζω τυχαία τα στοιχήματά μου.) (Γαμώτο, ακόμα θυμάμαι εκείνη την ιστορία στην Αρένα της Κιρβιάδας, με τον Γεώργιο να σφάζει αμείλικτα τον Ανάποδο Σκαρφαλωτή μπροστά στα έκπληκτα μάτια των πάντων, και μετά εγώ να μαζεύω τα λεφτά τους... Τρομερές ημέρες... Τρομερές...)
Φτάσαμε έξω απ’το σπίτι της Διονυσίας. Έξω απ’τον τοίχο του κήπου της. Αλλά από την πίσω μεριά, όχι από τη μπροστινή. Καλύτερα από εδώ. Λιγότερες οι πιθανότητες να μας μπανίσουν.
«Έτοιμη;»
«Έτοιμη,» μου είπε η Κρυσταλλία, χαμογελώντας κάτω απ’την κουκούλα της σαν να ξεκινούσαμε κάποιο παιχνίδι.
«Ησυχία αποδώ και στο εξής,» την προειδοποίησα. «Δεν ξέρουμε τι θα βρούμε μες στο σπίτι.»
«Μα δεν είναι εγκαταλειμμένο, εκτός από τον σκύλο;»
«Δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς είναι ακόμα· δεν έχουμε μπει μέσα. Έλα τώρα, ανέβα.» Της έκανα πάτημα με τις ενωμένες χούφτες μου. «Πάτα κι ανέβα.»
Η Κρυσταλλία πάτησε με το ένα πόδι στα χέρια μου και την ώθησα προς τα πάνω. Τα δικά της χέρια πιάστηκαν στην κορυφή του τοίχου και γρήγορα σκαρφάλωσε εκεί, καθίζοντας. Ευτυχώς, δεν είχε τίποτα αιχμές επάνω στον τοίχο, ή κάτι παρόμοιο· η Διονυσία δεν προστάτευε και τόσο καλά το σπίτι της. Προφανώς, δεν είχε λόγο να το κάνει.
Έγνεψα στην Κρυσταλλία να πέσει απ’την άλλη μεριά, και πήδησα αρπάζοντας κι εγώ την κορυφή του τοίχου. Ανέβηκα και ακολούθησα την Κρυσταλλία στο εσωτερικό του κήπου.
«Τα πάντα ήσυχα,» μου ψιθύρισε, και όντως δεν ακουγόταν κανένας θόρυβος. Ούτε φαινόταν κάποιο φως από το εσωτερικό του μονώροφου σπιτιού – ένα καλό σημάδι ότι, πράγματι, κανείς δεν βρισκόταν μέσα.
«Ας φανούμε ευγενικοί,» είπα. «Πάμε να ταΐσουμε τον σκύλο, πρώτα.» Και βάδισα βγάζοντας από τον σάκο μου το πακέτο με τη σκυλοτροφή που είχα αγοράσει. Άνοιξα το κουτί για να το έχω έτοιμο.
Προχωρήσαμε προς τη μπροστινή μεριά του σπιτιού, αλλά δεν προλάβαμε να φτάσουμε εκεί. Ο σκύλος μάς είχε ήδη καταλάβει, μάλλον· ίσως να μας είχε μυρίσει. Ψηλός και τριχωτός παρουσιάστηκε αντίκρυ μας, γρυλίζοντας αγριεμένα.
Η Κρυσταλλία κρύφτηκε πίσω μου, αμέσως.
«Ήρεμα, μάγκα μου,» είπα στον σκύλο, χαμογελώντας φιλικά. «Φέρνουμε την παραγγελία απ’το εστιατόριο, εντάξει;» Και, γυρίζοντας ανάποδα το κουτί, έριξα τη σκυλοτροφή κάτω, ανάμεσα σ’εμάς και τον φύλακα της μονοκατοικίας.
Για λίγο ο σκύλος έμεινε ακίνητος. Ύστερα, μύρισε την τροφή – και άρχισε να την καταβροχθίζει σαν λιμασμένος.
Στράφηκα στην Κρυσταλλία, γελώντας σιγανά. «Είδες που σ’το έλεγα; Ήταν πεινασμένος. Τον έχουν παρατήσει μόνο του τόσες μέρες.»
Και η Κρυσταλλία γέλασε τώρα, μοιάζοντας να έχει ξεπεράσει την ξαφνική τρομάρα της από την εμφάνιση του ψηλού τριχωτού θηρίου.
«Για έλα αποδώ,» της είπα, και βάδισα προς την πίσω μεριά του σπιτιού ξανά, κοιτάζοντας τους τοίχους.
«Γιατί δεν πάμε από μπροστά;» με ρώτησε η Κρυσταλλία, ακολουθώντας με.
«Θέλω να δω αν υπάρχει κανένα ανοιχτό παράθυρο, για να μπούμε από εκεί – να μη χρειαστεί να ξεκλειδώσω την εξώπορτα.»
Κάναμε τον γύρο του σπιτιού, και παρατήρησα ότι τα παντζούρια δεν ήταν κλειστά: κάποια ήταν κουφωτά, κάποια ανοιχτά. Δε θα τ’άφηνες έτσι άμα σχεδίαζες να πας ταξίδι. Τα τζάμια, όμως, ήταν όλα κλειστά. Πράγμα λογικό, άλλωστε· χειμώνας ήταν. Θα μπορούσα να σπάσω ένα από αυτά και να εισβάλω. Θα μπορούσα να σπάσω ακόμα και το σημείο που το παράθυρο έκλεινε – είχα λοστό μαζί μου, για παν ενδεχόμενο. Όμως δεν ήθελα να κάνω ζημιές. Είχα αποφασίσει να μπω χωρίς ν’αφήσω σημάδια.
Ο σκύλος, εν τω μεταξύ, μας είχε πάρει από πίσω, γαβγίζοντας κάπου-κάπου, αλλά όχι εχθρικά.
«Σσσσς,» του έκανα, βάζοντας το δάχτυλό μου μπροστά στα χείλη μου. «Σσσςς, μάγκα μου. Ήρεμα. Όλα είναι καλά. Φίλοι είμαστε.» Τον χάιδεψα στο κεφάλι, και δεν επιχείρησε να με δαγκώσει. Με είχε συμπαθήσει. Αλλά δεν θα τον ήθελα τον πούστη να φρουρεί το δικό μου σπίτι, όφειλα να ομολογήσω. «Πάω στοίχημα πως αν μιλούσες την Κοινή θα μας έλεγες και πού είναι η κυρά σου, ε; Κρίμα που υπάρχει αγεφύρωτο χάσμα επικοινωνίας...»
Πλησίασα την εξώπορτα, τελικά, και, βγάζοντας το εργαλείο της δουλειάς απ’τον σάκο μου, άρχισα να σκαλίζω την κλειδαριά, λέγοντας στην Κρυσταλλία να φυλά τσίλιες. «Άμα δεις τίποτα ύποπτο, χτύπα με στον ώμο.»
«Τι σημαίνει ‘ύποπτο’;»
«Κάποιον ν’ανοίγει την πόρτα του κήπου, για παράδειγμα. Κανένα ελικόπτερο της Χωροφυλακής να πετά από πάνω μας.»
«Θα έστελνε ελικόπτερο η Χωροφυλακή για μια τέτοια υπόθεση;»
«Μάλλον όχι,» αποκρίθηκα ενώ πάλευα την κλειδαριά με αργές, προσεχτικές κινήσεις, «αλλά λέω.»
Ύστερα από κανένα τέταρτο, ενώ η Κρυσταλλία είχε αρχίσει να γίνεται πολύ νευρική (την έβλεπα σχεδόν να χοροπηδά πλάι μου από την ανησυχία της) και ο σκύλος, αντιθέτως, ολοένα και πιο ήρεμος (είχε καθίσει παραδίπλα καθώς έκανα τη δουλειά μου – καλό σκυλάκι, άθλιο για να φυλάει το σπίτι σου, ομολογουμένως), κατάφερα επιτέλους ν’ανοίξω την κλειδαριά. Παρά τις διάφορες φήμες που κυκλοφορούν, ελάχιστοι είναι εκείνοι που μπορούν ν’ανοίξουν κλειδαριές πολύ γρήγορα. Μόνο τα λουκέτα μπορείς να τ’ανοίξεις τόσο γρήγορα – κι αυτά άμα δεν είναι από τα καλά, φυσικά.
Παραμέρισα την πόρτα και πέρασα το κατώφλι. Ο σκύλος και η Κρυσταλλία μ’ακολούθησαν μέσα.
«Μην ανάψεις κάνα φως,» της είπα. «Δε θέλω να δουν οι γείτονες ότι κάποιος μπήκε.» Ενεργοποίησα τον φακό μου και ξεκινήσαμε να ψάχνουμε το σπίτι της Διονυσίας, το οποίο όφειλα να παρατηρήσω ότι ήταν αρκετά όμορφα διακοσμημένο. Και τελείως άδειο από ανθρώπους. Ούτε φαινόταν κανείς να ήταν εδώ τις τελευταίες ημέρες. Η τουαλέτα δεν έμοιαζε νάχει χρησιμοποιηθεί· τα κρεβάτια επίσης· η κουζίνα επίσης. Το μόνο καλό ήταν πως δεν διέκρινα τίποτα σημάδια από συμπλοκή ή πάλη. Δεν υπήρχαν συντρίμμια, ούτε λεκέδες από αίμα. Κανένας δεν πρέπει να είχε εισβάλει για να τους επιτεθεί ή να τους απαγάγει. Επομένως, η μόνη λογική εξήγηση ήταν ότι, οικειοθελώς, είχαν φύγει. Και είχαν εξαφανιστεί.
Μάλιστα... Υπέροχα.
Το είπα το συμπέρασμά μου και στην Κρυσταλλία, και τη ρώτησα αν είχε καμιά άλλη ιδέα.
Κούνησε το κεφάλι αρνητικά, μορφάζοντας. «Όχι.»
Ο σκύλος γάβγισε μία φορά.
«Να σε πάρουμε μαζί μας;» τον ρώτησα.
Ξαναγάβγισε.
«Εντάξει, αφού θέλεις.»
«Σοβαρολογείς;» είπε η Κρυσταλλία.
«Γιατί όχι; Ποιος ξέρει ώς πότε θα λείπουν. Το ζώο θα λιμοκτονήσει εδώ μέσα.»
«Μα θα το άφηναν αν είχαν σκοπό να μη γυρίσουν σύντομα;»
«Έχουν εξαφανιστεί τέσσερις ημέρες, όπως φαίνεται. Προφανώς, δεν σχεδίαζαν να λείψουν τόσο πολύ. Κάτι τούς έτυχε. Κάτι κακό, ίσως. Και δεν έχουμε ιδέα πότε μπορεί να επιστρέψουν.» Βάδισα προς την εξώπορτα, και η Κρυσταλλία κι ο σκύλος με ακολούθησαν.
«Εγώ, πάντως, δεν μπορώ να τον φιλοξενήσω στο σπίτι μου. Δεν... Ίσως να... να γίνει καμιά ιστορία.»
«Δε σου ζήτησα να τον πάρεις σπίτι σου, Κρυσταλλία. Ούτε που πέρασε απ’το μυαλό μου.» Και δεν έλεγα ψέματα.
Βγήκαμε απ’την εξώπορτα και την έκλεισα πίσω μας. Δεν στράφηκα για να την κλειδώσω γιατί δεν ήταν τόσο καλά κλειδωμένη όταν την άνοιξα. Κανείς δεν είχε γυρίσει την κλειδαριά· απλώς είχαν τραβήξει την πόρτα. Όπως είπα στην Κρυσταλλία, μάλλον δεν σκόπευε η Διονυσία ν’αφήσει το σπίτι της για καιρό όταν έφυγε.
Πλησιάσαμε την είσοδο του κήπου και εύκολα την ανοίξαμε με το κατέβασμα μιας πετούγιας από τη μέσα μεριά. Βγήκαμε και πήραμε και τον σκύλο μαζί μας. Προς στιγμή, δίστασε να μας ακολουθήσει αλλά τελικά τον έπεισα, χαϊδεύοντας το κεφάλι του και σφυρίζοντάς του, και δίνοντάς του κι ένα από εκείνα τα ραβδάκια σκυλοτροφής που φτιάχνουν στις βιομηχανίες. Η δωροδοκία πάντα πιάνει.
Επιστρέψαμε στο όχημά μου και το έβαλα μπροστά. Φύγαμε από αυτή τη γειτονιά και βγήκαμε σύντομα από τους Λοφότοπους, μπαίνοντας στον Ψηλόγερο.
«Δεν υπήρχε κανένας λόγος να κάνουμε διάρρηξη,» είπε η Κρυσταλλία, καθισμένη δίπλα μου (ενώ ο σκύλος ήταν στο πίσω κάθισμα). «Δε βρήκαμε τίποτα. Αλλά ήταν ωραία,» πρόσθεσε μειδιώντας.
«Κάτι βρήκαμε.»
«Τι;»
«Τώρα είμαστε σίγουροι πως η Διονυσία έφυγε χωρίς να έχει υπόψη της ότι θα έλειπε για πολύ. Και ο Γεώργιος, μάλλον, είναι μαζί της.»
«Αυτό, όμως, δεν μας βοηθά να τους βρούμε.»
«Δυστυχώς όχι...» παραδέχτηκα. «Εκτός αν ο σκύλος μπορεί να δώσει καμιά πληροφορία.»
Τις επόμενες ήμερες, δεν ήξερα τι άλλο να κάνω για να εντοπίσω τον Γεώργιο. Ο σκύλος δεν έδωσε πληροφορίες όσο κι αν τον πίεσα. Τον κράτησα μαζί μου, στο δωμάτιό μου στον Στεριανό Γίγαντα, χωρίς να του κάνω βασανιστήρια· τον είχα συμπαθήσει. Αποφάσισα να τον ονομάσω Φύλακα, επειδή ήταν φριχτός ως φύλακας.
Την Κρυσταλλία, φυσικά, συνέχισα να τη βλέπω τακτικά, αλλά εξακολουθούσα να είμαι προβληματισμένος. Δεν είχα καν όρεξη για τζόγο, ούτε για διάφορα άλλα πράγματα που συνήθως γουστάρω. Προσπάθησα να μάθω περισσότερα για εκείνο το φορτηγάκι που είχε επιτεθεί στον Οφιομαχητή έξω απ’το ξενοδοχείο μου, αλλά απέτυχα παταγωδώς. Δεν είχαν αφήσει ίχνη που μπορούσα ν’ακολουθήσω.
Η Κρυσταλλία με ρώτησε, σε κάποια στιγμή: «Πραγματικά, η μητέρα σου σ’έμαθε ν’ανοίγεις κλειδαριές;»
«Ναι,» της είπα.
«Έλα τώρα!»
«Καλά, δε σου έχω πει για την οικογένειά μου στην Κιρβιάδα; Δε σου έχω πει για τον τρομερό Οίκο των Ζερδέκηδων; Με ποιον νομίζεις ότι έχεις μπλέξει, τέλος πάντων;»
Εκτός αυτού, συνεχώς νόμιζα ότι ήταν στα πρόθυρα να μου πει κάτι αλλά δίσταζε. Η ιδέα μου; Ίσως... ή ίσως όχι.
Τη δεύτερη μέρα, τη ρώτησα: «Τι είν’ αυτό που θες να μου πεις, Κρυσταλλία; Γιατί δεν μου το λες;»
Με κοίταξε έκπληκτη (και καλά...). «Τι εννοείς;»
«Κάτι σκέφτεσαι να μου πεις, έτσι δεν είναι;»
«Αν ήθελα να σ’το πω θα σ’το έλεγα,» μου αποκρίθηκε· και μειδιώντας: «Λες να σε ντρεπόμουν, τώρα;» Έβαλε το χέρι της κάτω απ’τα σκεπάσματα (γιατί έτυχε να είμαστε στο κρεβάτι) και με γαργάρισε στα πλευρά. Είναι άτακτη. Και δεν πιστεύω ότι δεν κρύβει κάτι. Ακόμα και τώρα δεν το πιστεύω.
Το σπίτι της Διονυσίας το ξαναεπισκέφτηκα. Το βράδυ της δεύτερης ημέρας ύστερα από την εισβολή μας εκεί. Χτύπησα το κουδούνι, αλλά πάλι κανείς δεν άνοιξε. Ούτε σκύλος δεν γάβγισε αυτή τη φορά. Ο σκύλος – ο Φύλακας – ήταν μες στο όχημά μου και με περίμενε.
Γαμώτο! Τι είχε συμβεί; Τι είχε συμβεί;
Την τρίτη μέρα δεν πήγα στο σπίτι της. Δεν ήθελα να με προσέξει κανείς και να με θεωρήσει ύποπτο. Ίσως, μάλιστα, ήδη κάποιος – κανένας περίεργος γείτονας – να με είχε προσέξει.
Σήμερα, όμως, το σκέφτομαι να ξαναπάω στη μονοκατοικία της Βιοσκόπου. Αν και το ξέρω πως μάλλον τον χρόνο μου θα χάσω πάλι. Αποκλείεται να τη βρω εκεί. Κάποια άλλη οδό πρέπει ν’ακολουθήσω για να την εντοπίσω – αυτήν και τον Γεώργιο.
Αλλά, δεν βαριέσαι, ακόμα μια φορά... Πάμε ακόμα μια φορά. Για χάρη του Φύλακα, αν μη τι άλλο. Αν η κυρά του είναι εκεί, θέλω να της τον επιστρέψω. Μ’αρέσουν τα ζώα, μα δεν είμαι και τόσο ζωόφιλος.
Μια ακόμα φορά· και μετά, τέλος.
Οδηγώ το όχημά μου μέσα στους απογευματινούς δρόμους της Μεγάπολης. Η Κρυσταλλία δεν είναι μαζί μου· έχει πάει να δει τη φίλη της τη Χρυσάνθη (την οποία έχω συναντήσει κι εγώ αυτές τις ημέρες). Φτάνω στους Λοφότοπους και κινούμαι στις ανηφοριές και στις κατηφοριές τους – πάνω, κάτω, πάνω, κάτω – τις οποίες πλέον έχω μάθει καλά.
Καθώς πλησιάζω στο σπίτι της Διονυσίας, παρατηρώ κάτι που με ξαφνιάζει:
Φως στον όροφο, που φαίνεται πάνω απ’τον τοίχο του κήπου.
Μα την ουρά της Έχιδνας! Επέστρεψε επιτέλους; Είναι κι ο Γεώργιος μαζί της; Ή, μήπως, κανένας άλλος έχει μπει στο σπίτι της; Κανένας που ψάχνει γι’αυτήν; Δε μπορεί να μην έχει φίλους και συγγενείς στη Μεγάπολη· κάποιοι θα την αναζητούν. Αποκλείεται να είμαι ο μόνος.
Πρέπει να φανώ προσεχτικός, λοιπόν.
Σταματώ το όχημά μου μπροστά στην πρασινομέταλλη πόρτα. «Φρόνιμα, Φύλακα,» λέω στον σκύλο, και βγαίνω. Βάζοντας το χέρι μου μες στο πανωφόρι μου, απασφαλίζω το ενεργειακό μου πιστόλι, για να το έχω έτοιμο – για καλό και για κακό.
Χτυπάω το κουδούνι πλάι στην πόρτα. Μία φορά. Δυνατά. Πιέζοντας επίμονα το κουμπί.
Και μια φωνή σύντομα ακούγεται από το μεγάφωνο.
Μια γυναικεία φωνή.
«Ποιος είναι;»
Οι συγκεντρωμένοι σαλαχοβάτες ήταν τριάντα στο σύνολο. Ο καθένας στεκόταν επάνω σ’ένα μεγάλο σαλάχι, ειδικά εκπαιδευμένο. Ήταν ντυμένος ανάλογα με τις προτιμήσεις του, έτσι ώστε να τον αναγνωρίζουν από μακριά· ορισμένων οι ενδυμασίες ήταν φανταχτερές και πολύπλοκες, ενώ άλλοι μπορεί να φορούσαν μόνο μια χρωματιστή περισκελίδα και μια ταινία που περνούσε από τον ώμο. Τα σαλάχια τα κρατούσαν με δερμάτινα ηνία, και μ’αυτά μπορούσαν να τα καθοδηγούν, όχι χτυπώντας τα αλλά με ελαφρά τραβήγματα προς τα δω ή προς τα κει. Αυξάνοντας ή ελαττώνοντας τη δύναμη της έλξης. Κι επίσης υποβοηθούσαν την καθοδήγηση του σαλαχιού με τα πόδια τους – ανάλογα με το πού ακριβώς πατούσαν πάνω στη ράχη του.
Οι σαλαχοβάτες που υπήρχαν στην Υπερυδάτια δεν ήταν πολλοί. Δύσκολα μάθαινες να καβαλάς μεγάλο σαλάχι. Ούτε ήταν εύκολο αυτά τα μεγαλειώδη υδρόβια όντα να εκπαιδευτούν. Συνήθως, ο κάθε σαλαχοβάτης είχε ιδιαίτερο δεσμό με το σαλάχι του. Και τριάντα σαλαχοβάτες συγκεντρωμένοι για έναν αγώνα δεν θεωρείτο καθόλου μικρός αριθμός. Δεν ήταν κάτι που το έβλεπες κάθε μέρα, ούτε καν κάθε δέκατη μέρα, σε καμία ηπειρόνησο της Υπερυδάτιας.
Μ’ένα διαπεραστικό, δυνατό σφύριγμα, ο αγώνας σαλαχοβασίας (η σαλαχοδρομία, όπως επίσης λεγόταν ανεπίσημα) ξεκίνησε. Τα μεγάλα σαλάχια και οι καβαλάρηδές τους έφυγαν από το Στενό Λιμάνι της Σκιάπολης πηδώντας πάνω από τα κύματα. Ο καιρός ήταν καλός, και ευνοούσε την ομαλή διεξαγωγή του αγώνα. Το Στενό Λιμάνι ήταν γεμάτο κόσμο που φώναζε, σφύριζε, τραβούσε φωτογραφίες, και αποθήκευε κινούμενες εικόνες με μηχανικούς οφθαλμούς. Πολλοί δημοσιογράφοι, φυσικά, έκαναν το ίδιο. Και ο Οφθαλμός των Σκιών, ο τηλεοπτικός σταθμός της Σκιάπολης, μετέδιδε ζωντανά τα δρώμενα. Στις Αποβάθρες της Λιμαναγοράς κόσμος ήταν επίσης συγκεντρωμένος, γιατί κι από εκεί φαίνονταν οι σαλαχοβάτες που έφευγαν. Ακόμα και στο Ανώσκιο και στο Κατώσκιο Λιμάνι ήταν κάποιοι και παρακολουθούσαν, αν και από πολύ πιο μακριά. Και με τέτοια πλήθη μαζεμένα, οι κλέφτες είχαν καταχαρεί· περιφέρονταν και γλιστρούσαν τα χέρια τους σε τσέπες και σε τσάντες, βουτώντας ό,τι προλάβαιναν προτού εξαφανιστούν.
Στοιχήματα είχαν ήδη αρχίσει να τοποθετούνται για τον έναν σαλαχοβάτη και για τον άλλο: κάποια για τον Νικόλαο τον Νικητή, κάποια για την Ξανθιά Ιωάννα, κάποια για τον Ισίδωρο τον Μικρυδάτιο...
Ο Γεώργιος, ο Οφιομαχητής, ο αρχηγός των Αγενών, είχε επίσης στοιχηματίσει, καθώς και ο Κοσμάς, η Λουκία, και μερικοί ακόμα από τους άλλους κουρσάρους. Ο Ιωάννης το Μάτι τούς είχε δώσει πληροφορίες, και ο Γεώργιος ήλπιζε να ήταν καλές.
Στις επάλξεις του Άντρου των Θαρνέσιων, που φρουρούσε τις εκβολές του Σκιοπόταμου, στέκονταν αρκετοί και παρακολουθούσαν το ξεκίνημα της σαλαχοδρομίας – φρουροί, και όχι μόνο. Κάποιοι ανάμεσά τους ήταν από τους ίδιους τους Θαρνέσιους.
Οι σαλαχοβάτες απομακρύνθηκαν από τη Σκιάπολη, όρθιοι επάνω στα μεγάλα σαλάχια τους, καθοδηγώντας τα με ηνία και πόδια, σηκώνοντας αφρούς πίσω τους καθώς τα ζώα πηδούσαν μέσα και έξω από τα κύματα κι έφταναν ακόμα κι αρκετά ψηλά στον αέρα, λες κι είχαν ξαφνικά γίνει, από ψάρια, πουλιά!
Από τον ουρανό, ένα ελικόπτερο τούς ακολουθούσε. Ήταν σταλμένο από τη Σκιάπολη – από τους Ελκάνιους – και μέσα του ένας μηχανικός οφθαλμός κατέγραφε τις κινήσεις των σαλαχοβατών, ενώ μια επόπτρια επέβλεπε για την ομαλή διεξαγωγή του αγώνα. Την ονόμαζαν Ελένη Ελκάνια, και ήταν γνωστή στη Σκιάπολη· ασχολείτο πολύ με τα κοινά. Χρειαζόταν κάποια επιτήρηση σε τέτοιους αγώνες γιατί δεν ήταν ανήκουστο να γίνονται ανέντιμα πράγματα – όπως, για παράδειγμα, ένας σαλαχοβάτης να προσπαθεί, με τις κινήσεις του σαλαχιού του, να πετάξει έναν άλλο στη θάλασσα, ή να βγάζει ηχητικό πιστόλι και να του ρίχνει. Ναι, είχαν γίνει αυτά όταν δεν υπήρχε σωστή επιτήρηση· ήταν γνωστό.
Έτσι, το ελικόπτερο παρακολουθούσε τους τριάντα σαλαχοβάτες καθώς κατευθύνονταν ολοταχώς προς τα νότια, προς την Οδοντόπολη – γύρω στα εβδομήντα χιλιόμετρα απόσταση από τη Σκιάπολη. Μια απόσταση που δεν ήταν και τόσο τρομερή για τα μεγάλα σαλάχια. Κινούνταν πολύ γρήγορα μέσα στο νερό.
Η Ελένη Ελκάνια, που είχε κι αυτή ποντάρει πριν από το ξεκίνημα του αγώνα, δεν ήταν ευχαριστημένη με την πορεία του σαλαχοβάτη της. Δεν προπορευόταν· ήταν στη μέση. Έλα, γαμώτο! σκέφτηκε η Ελένη. Κουνήσου λίγο!
Δεν ήταν μόνη της στο ελικόπτερο. Αν και αυτή ήταν επισήμως επόπτρια, μαζί της βρίσκονταν ένας από τους Θαρνέσιους και ένας από τους Χορκάνηδες. Γιατί αντιπρόσωποι και από τους Τρεις της Σκιάπολης έπρεπε να είναι παρόντες, μην τυχόν ο επόπτης αποδειχτεί... όχι και τόσο ακέραιος. Εξάλλου, όλοι τους έβαζαν στοιχήματα. Όλοι είχαν κάποιο λόγο να... ωθήσουν τον αγώνα προς μια κατεύθυνση που τους συνέφερε.
Στην Οδοντόπολη, περίμεναν τους σαλαχοβάτες προετοιμασμένοι στο Νυχτολίμανο. Σημαίες κυμάτιζαν, κόσμος ήταν συγκεντρωμένος, καθώς και δημοσιογράφοι. Ο Άρχοντας της Οδοντόπολης αγνάντευε από τις επάλξεις του Οδοντωτού Οχυρού μαζί με την οικογένειά του. Θα κατέβαινε, όμως, σύντομα στο Νυχτολίμανο, με συνοδία, για να συγχαρεί εκείνον τον σαλαχοβάτη που θα έφτανε πρώτος στην πόλη του.
Και τώρα οι σαλαχοβάτες πλησίαζαν· τους έβλεπαν να πηδάνε πάνω απ’τα κύματα, ενώ το ελικόπτερο από τη Σκιάπολη ακολουθούσε από ψηλά. Φωνές άρχισαν ν’αντηχούν από το Νυχτολίμανο. Είχαν κι εδώ βάλει στοιχήματα ορισμένοι, αν και ανεπίσημα. Τα επίσημα στοιχήματα θα ξεκινούσαν από τώρα, που οι σαλαχοβάτες θα έφταναν στο Νυχτολίμανο και, μετά, θα επέστρεφαν προς Σκιάπολη.
Οι καβαλάρηδες των μεγάλων σαλαχιών πλησίαζαν... πλησίαζαν... και δεν άργησαν να βρεθούν κοντά στις προβλήτες που τους περίμεναν, άδειες από πλεούμενα. Σημαίες κυμάτιζαν τρελά στον αέρα, κόσμος χοροπηδούσε, σφυρίγματα και φωνές αντηχούσαν. Από τα πελώρια ηχεία που ήταν στημένα εδώ ακουγόταν το τραγούδι Χορευτές της Θάλασσας, των Γενναίων Μεγαλοψαράδων.
Πρώτος έφτασε στην Οδοντόπολη ο Ισίδωρος ο Μικρυδάτιος, δεύτερος ο Λογχωτός Λεωνίδας, και τρίτη η Ξανθιά Ιωάννα. Ο Άρχοντας της Οδοντόπολης κατέβηκε από το Οδοντωτό Οχυρό για να δώσει τα συγχαρητήριά του. Οι σαλαχοβάτες άφησαν τα σαλάχια τους στο λιμάνι και, ύστερα από χειραψίες και σύντομες κουβέντες, οδηγήθηκαν σ’ένα ξενοδοχείο για να ξεκουραστούν. Θα επέστρεφαν στη Σκιάπολη μετά το μεσημέρι.
Αλλά το ελικόπτερο με τους Τρεις επέστρεψε τώρα· δεν έμεινε καθόλου στην Οδοντόπολη, δεν προσγειώθηκε καν. Απλά γύρισε και έφυγε. Και, φτάνοντας στον προορισμό του, διέδωσε τα νέα. Η Ελένη Ελκάνια είπε δημοσίως, μέσω του Οφθαλμού των Σκιών, ποιος είχε φτάσει πρώτος, ποιος δεύτερος, και ποιος τρίτος στην Οδοντόπολη. Φωνές άρχισαν ν’ακούγονται από τα πλήθη – κάποιοι δυσαρεστημένοι, κάποιοι ευχαριστημένοι – και χρήματα άλλαζαν χέρια, ενώ περισσότερα στοιχήματα τοποθετούνταν για την επιστροφή των σαλαχοβατών στη Σκιάπολη.
Ο Γεώργιος δεν ήταν δυσαρεστημένος, αλλά ούτε και πολύ ευχαριστημένος. Είχε στοιχηματίσει στην Ξανθιά Ιωάννα. Και η Ξανθιά Ιωάννα είχε φτάσει τρίτη στην Οδοντόπολη.
«Λοιπόν, τι λες;» του είπε ο Ιωάννης το Μάτι, όταν συναντήθηκαν πίσω από τα πλήθη. «Μίλησα σωστά, ή δε μίλησα σωστά;»
«Δε βγήκε πρώτη.»
«Ε όχι, ρε μάγκα μου! Τι περίμενες, ότι είμαι προφήτης, να πούμε; Σου είπα ποιοι μου φαίνονταν οι καλύτεροι, και οι δυο απ’αυτούς έφτασαν νικητές στην Οδοντόπολη! Τώρα που το σκέφτομαι, ακόμα και για προφήτης δεν τα πάω άσχημα.» Του έκλεισε το μάτι. «Ας στοιχημάτιζες στον Ισίδωρο τον Μικρυδάτιο. Σ’το είπα ότι είν’ ακουστός σαλαχοβάτης σ’όλες τις ηπειρονήσους, δε σ’το είπα;»
Ο Γεώργιος στοιχημάτισε πάλι στην Ξανθιά Ιωάννα για την πορεία της επιστροφής. Επειδή ο Ισίδωρος ο Μικρυδάτιος είχε φτάσει πρώτος στην Οδοντόπολη, αυτό δεν σήμαινε ότι θα έφτανε πρώτος και στη Σκιάπολη, σκεφτόταν.
Αρκετοί, όμως, από τους Αγενείς που είχαν βάλει στοιχήματα άλλαξαν σαλαχοβάτη τώρα.
Το πρόβλημα ήταν πως αν άλλαζες σαλαχοβάτη στο δεύτερο μισό του αγώνα δεν έπαιρνες και τόσα πολλά λεφτά ακόμα κι αν μάντευες σωστά. Αλλά αν έμενες με τον ίδιο σαλαχοβάτη κι αυτός έπιανε καλή θέση, τότε έκανες γερή μπάζα.
«Κανέναν αγοραστή για εξωδιαστασιακά πλάσματα μού βρήκες;» ρώτησε ο Γεώργιος τον Ιωάννη, πιο μετά.
«Μπα, τίποτα, μάστορα. Σ’το είπα: άμα θες να κάμνεις τέτοια δουλειά, πλεύσε προς άλλη ηπειρόνησο. Εδώ δεν πρόκειται να βρεις κόσμο που να ’νδιαφέρεται – εκτός από χάδι της Σιλοάρνης, να πούμε.» Μόρφασε καθώς κάπνιζε έναν αποπνιχτικό καπνό από ένα κοντό, πλατύ τσιμπούκι, καθισμένος πλάι σε μια ταβέρνα απ’όπου έρχονταν δυνατές οσμές ψητών ψαριών, μαλακίων, και οστρακοειδών. Σήμερα, στο Στενό Λιμάνι, όλοι έκαναν καλές δουλειές.
Το απόγευμα, όταν οι σαλαχοβάτες ήταν ξεκούραστοι, έφυγαν από το Νυχτολίμανο της Οδοντόπολης ενώ πάλι το ελικόπτερο από Σκιάπολη πετούσε στον ουρανό και μέσα του ήταν τα ίδια άτομα από τους Τρεις: η Ελένη Ελκάνια και οι άλλοι δύο. Ακολουθούσαν τους καβαλάρηδες των μεγάλων σαλαχιών καθώς αυτοί πηδούσαν πάνω από τα κύματα και ξανάπεφταν στο νερό, σηκώνοντας αφρούς και ταράζοντας τη θάλασσα στο Στόμα του Ιχθύος.
Ο καιρός δεν ήταν και τόσο καλός τώρα. Είχε χαλάσει από το μεσημέρι και ύστερα. Δυνατός αέρας φυσούσε, αν και ούτε κατά διάνοια δεν θα ονόμαζες τρικυμία την κατάσταση. Απλώς, όχι και γαλήνη. Οι σαλαχοβάτες είχαν κάποιες στοιχειώδεις δυσκολίες στην πορεία τους· αλλά τα μεγάλα ψάρια τους εξακολουθούσαν να κινούνται αξιοσημείωτα γρήγορα. Δεν ήταν εύκολο ο καιρός να παρακωλύσει τα σαλάχια.
Στη Σκιάπολη τούς περίμεναν με αγωνία, συγκεντρωμένοι στα λιμάνια και στις επάλξεις του Άντρου των Θαρνέσιων.
Καθώς οι σαλαχοβάτες πλησίαζαν, ο Γεώργιος χαμογέλασε μέσα απ’την κουκούλα της κάπας του ενώ στεκόταν σε μια ταράτσα του Στενού Λιμανιού. Χαμογέλασε γιατί είδε να προηγείται κάτι που του άρεσε: μια ατίθαση τούφα ξανθών μαλλιών η οποία άστραφτε στο φως των δίδυμων ήλιων που έγερναν προς τη δύση. Η Ξανθιά Ιωάννα ήταν απ’αυτούς που προπορεύονταν προς το λιμάνι.
Και δεν έκανε λάθος στον υπολογισμό του ο Γεώργιος. Η Ξανθιά Ιωάννα έφτασε δεύτερη στη Σκιάπολη. Πρώτη ήρθε η Γεωργία της Νύχτας – ξαφνιάζοντας πολλούς, πάρα πολλούς. Τρίτος ήρθε ο Ισίδωρος ο Μικρυδάτιος – ξαφνιάζοντας επίσης αρκετούς που τον περίμεναν ξανά πρώτο. Τι του είχε συμβεί; αναρωτιόνταν. Ο καιρός έφταιγε! έλεγαν. Ο καταραμένος καιρός! Είχε κάνει τον αγώνα τυχαίο, είχε χαλάσει τον αγώνα!
Ο Γεώργιος μάζεψε αρκετά οχτάρια από το στοίχημά του, αφού δεν είχε αλλάξει σαλαχοβάτη στα μισά του αγώνα και αφού η Ξανθιά Ιωάννα είχε έρθει δεύτερη, ανεβαίνοντας μία θέση σε σχέση μ’αυτή που είχε πιάσει στην Οδοντόπολη.
Αντιπρόσωποι από τους Τρεις συνάντησαν τους νικητές για να τους συγχαρούν και να τους δώσουν δώρα, αλλά επίσης επαίνεσαν και τους υπόλοιπους σαλαχοβάτες, λέγοντας πως όλοι τους είχαν αγωνιστεί εξαίσια και τολμηρά.
Η Ελένη Ελκάνια ήταν δυσαρεστημένη, γιατί ο σαλαχοβάτης της, ο Λογχωτός Λεωνίδας, δεν τα είχε πάει τόσο καλά όσο εκείνη περίμενε. Στην Οδοντόπολη είχε φτάσει δεύτερος, ναι, αλλά στη Σκιάπολη δεν είχε έρθει ούτε τρίτος! Ο άνθρωπος ήταν άχρηστος! σκεφτόταν η Ελένη Ελκάνια, θυμωμένη μαζί του γιατί είχε φροντίσει για την εκπαίδευσή του με δικά της χρήματα.
Καθώς η νύχτα έπεφτε στη Σκιάπολη, οι σαλαχοβάτες πήγαιναν να ξεκουραστούν και οι άλλοι ή κατευθύνονταν στις δουλειές τους ή συνέχιζαν να μιλάνε για τον αγώνα. Κάποιοι, μάλιστα, τσακώνονταν άγρια. Αρκετοί καβγάδες ξέσπασαν στα διάφορα στέκια της Πόλης των Σκιών· ακόμα και μερικά όπλα βγήκαν από θηκάρια, και, φυσικά, κάποιο ξύλο έπεσε. Τίποτα το παράξενο για τα δεδομένα της Σκιάπολης.
Ο Γεώργιος πέρασε τη νύχτα στον Οίκο της Ανεμώνης, μαζί με την Πράσινη Κρίνη, λέγοντας της κάποιες από τις περιπέτειές του στην Ιχθυδάτια και στην Κεντρυδάτια.
Οι Αγενείς φρουρούσαν καλά τα πλάσματα του Συμπλέγματος στο αμπάρι του Νικητή των Κυμάτων, αλλά κανείς δεν επιχείρησε να τα κλέψει απόψε.
Το άλλο πρωί, ο Κοσμάς ρώτησε τον Γεώργιο αν θα έμεναν κι άλλο στη Σκιάπολη ή θα έφευγαν. Βρίσκονταν στο Κατώσκιο Λιμάνι, κοντά στα αραγμένα πλοία τους, και ο Οφιομαχητής αποκρίθηκε: «Στην Ιχθυδάτια, πάντως, δεν πρόκειται να τα πουλήσουμε τα τέρατα.» (Είχε αρχίσει κι αυτός να τα λέει τέρατα κάπου-κάπου.) «Οπότε... ή πρέπει να πλεύσουμε προς άλλη ηπειρόνησο ξανά – πράγμα που ξέρω ότι δεν γουστάρετε,» πρόσθεσε βλέποντας την προβληματισμένη όψη στο πρόσωπο του Κοσμά – «ή πρέπει να τα σκοτώσουμε και να τα πετάξουμε στη θάλασσα.»
Και τελικά αυτό έκαναν. Κρίνοντας πως δεν είχε νόημα πλέον να αναζητούν αγοραστές γι’αυτά, κρίνοντας πως κάτι τέτοιο μόνο σε μπελάδες θα τους έβαζε (όπως με τη νυχτερινή επίθεση των ακόλουθων του Λοκράθου), αποφάσισαν να ξεφορτωθούν τα τέρατα. Απέπλευσαν από τη Σκιάπολη, βγήκαν από το Στόμα του Ιχθύος, και βρέθηκαν στον ανοιχτό ωκεανό, μακριά από τις ακτές της Ιχθυδάτιας. Εκεί κατέβηκαν στο αμπάρι του Νικητή των Κυμάτων – μαζί με τον Γεώργιο και τον Κοσμά – και χτύπησαν τα εφιαλτικά όντα από το Σύμπλεγμα με ηχητικά όπλα, πρώτα, για να τα ζαλίσουν, όπως τους είχε προστάξει ο καινούργιος τους αρχηγός. Ύστερα, τους έριξαν με τόξα και με βαλλίστρες· γέμισαν τα σώματά τους με βέλη. Αλλά, και πάλι, τα πλάσματα αυτά δεν πέθαναν αμέσως. Ορισμένα ήταν απίστευτα ανθεκτικά· ορισμένα παραλίγο να καταφέρουν να σπάσουν τα ισχυρά κάγκελα των κλουβιών τους καθώς χτυπιόνταν, πανικόβλητα, εξαγριωμένα. Κραυγές, συρίγματα, ουρλιαχτά, κρότοι αντηχούσαν από το αμπάρι του Νικητή ώς επάνω, στην κουβέρτα. Και οι κουρσάροι, για λίγο, είχαν ανησυχήσει ότι ίσως καμιά μαλακία να συνέβαινε. Τίποτα το κακό, όμως, δεν έγινε. Τα τέρατα σύντομα σώπασαν, ενώ το αίμα τους είχε γεμίσει το πάτωμα.
Ο Γεώργιος πρόσταξε να το σκουπίσουν, να καθαρίσουν τα πάντα, και να φέρουν τα κλουβιά επάνω. Οι Αγενείς υπάκουσαν· μετέφεραν τα κλουβιά στο ανοιχτό κατάστρωμα και τα πέταξαν από τις άκριες, αφήνοντάς τα να βουλιάξουν στον ωκεανό της Υπερυδάτιας που δεν είχε πυθμένα – ή, αν είχε, κανείς δεν ήξερε πού ήταν.
«Σίγουρα δε θα ήταν καλύτερα να τα είχαμε πετάξει χωρίς όλη αυτή τη φασαρία;» ρώτησε η Λουκία τον Γεώργιο, εννοώντας, φυσικά, χωρίς να τα σκοτώσουν.
«Θα κινδυνεύαμε,» αποκρίθηκε εκείνος, όπως τους είχε ξαναπεί. «Τα όντα του Συμπλέγματος ξέρουν να κολυμπάνε. Και ίσως ορισμένα να είχαν ξεφύγει απ’τα κλουβιά και να μας είχαν επιτεθεί. Είναι ικανά να κάνουν σοβαρές ζημιές στα πλοία. Τώρα τελειώσαμε μαζί τους με λιγότερο κόστος, πίστεψέ με.» Η Ευθαλία, που ήταν πιασμένη στους ώμους του, ατένιζε τη Λουκία συλλογισμένα, κι εκείνη προσπαθούσε να αγνοήσει το φίδι ενώ συγχρόνως αναρωτιόταν πώς μπορούσε ο Γεώργιος να το έχει συνέχεια επάνω του.
«Προς τα πού θα πλεύσουμε τώρα;» ρώτησε ο Κοσμάς, καπνίζοντας το τσιμπούκι του. «Έχουμε λεφτά για να κάνουμε οτιδήποτε, Καπετάνιε.»
«Πάμε στις Κάτω Ακτές του Κεφαλιού,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος.
Τα τρία πλοία των Αγενών – το Δηλητηριασμένο Σαλάχι, ο Νικητής των Κυμάτων, και τα Νύχια του Φιδιού – στράφηκαν νοτιοδυτικά και δεν άργησαν να φτάσουν στις Κάτω Ακτές του Κεφαλιού και στη Μαρσάνδη, όπου διοικούσε αυτά τα χρόνια η Μάγισσα του Ψηλού Πύργου και όπου, όπως είπε ο Κοσμάς στον Γεώργιο, ο Ευγένιος ο Αγένιος είχε δύο πειρατικά μάτια. Όταν άραξαν στο λιμάνι της Μαρσάνδης, πήγαν να τα βρουν αυτά τα πειρατικά μάτια, και ο Κοσμάς τα σύστησε στον καινούργιο αρχηγό των Αγενών. Δεν είχαν εξαφανιστεί όπως εκείνη η τύπισσα στη Μελκάρνια. Και είπαν στον Γεώργιο για ένα πλοίο που σύντομα θα σάλπαρε για Μικρυδάτια, για τη Συμπολιτεία των Ποταμών. Αλλά εκείνος δεν έκρινε πως όφειλαν να το κουρσέψουν. Δεν του φαινόταν πως είχαν πολλά να κερδίσουν απ’αυτό – όχι ύστερα από όσα είχαν αποκτήσει τελευταία.
«Γιατί, όμως, Αρχηγέ;» ρώτησε ο Ζαχαρίας, όταν ο Γεώργιος κάθισε να το συζητήσει μαζί μ’αυτόν, τη Λουκία, και τον Κοσμά. «Τι έχουμε να χάσουμε; Πειρατές δεν είμαστε; Και, μάλιστα, μ’ολόκληρη αρμάδα τώρα! Ένα πλοίο είναι, μοναχό του· θα το κυκλώσουμε και θα το αναγκάσουμε ν’αδειάσει τ’αμπάρι του για εμάς.»
Η Λουκία συμφώνησε. «Μιλά σωστά. Γιατί να μην αρπάξουμε όσα πιο πολλά μπορούμε; Δεν είμαστε καν χτυπημένοι· όλα είναι σε ετοιμότητα.»
Ο Γεώργιος – με την Πάροδο του Πράου Ανέμου να σφυρίζει σταθερά μέσα του – αποφάσισε να μην τους φέρει αντίρρηση. Έτσι απέπλευσαν από τη Μαρσάνδη και περίμεναν εκεί, στ’ανοιχτά, να παρουσιαστεί το σκάφος που θα κατευθυνόταν προς τη Συμπολιτεία των Ποταμών. Και δεν ήταν κανένα τυχαίο· ήταν πλοίο της ίδιας της Συμπολιτείας, όπως είχε αναφέρει το πειρατικό μάτι: πλοίο του ίδιου του Πολιτοβασιλέα. Γεμάτο αγαθά. Πλούσια λεία.
Η Ευαγγελία η Μπανίστρια, σκαρφαλωμένη στα ξάρτια, δεν άργησε να το βιγλίσει με το κιάλι της, και έβγαλε ένα δυνατό σφύριγμα που αντήχησε στην κουβέρτα του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού και σ’αυτές των άλλων δύο πλοίων των Αγενών. «Ο στόχος, Καπ’τάνιε!» φώναξε δείχνοντας στ’ανατολικά.
«Ξεκινάμε!» πρόσταξε ο Γεώργιος, υψώνοντας το Φιλί της Έχιδνας στον αέρα, κάνοντας τη λεπίδα ν’αστράψει στο απογευματινό φως των δίδυμων ήλιων.
Τα τρία καράβια των Αγενών έπλευσαν καταπάνω στο μοναχικό σκάφος της Συμπολιτείας των Ποταμών, το οποίο άκουγε στο όνομα Ξίφος των Αρχόντων και αμέσως άρχισε να τους ρίχνει με πυροβόλα και υδατοτρόπα κανόνια, καθώς και γιγαντοβαλλίστρες. Η Πλοίαρχός του είχε καταλάβει τι ήταν αυτοί που πλησίαζαν. Και το σκάφος της δεν ήταν καθόλου άσχημα εξοπλισμένο. Παντού όπλα είχε. Τα καράβια των κουρσάρων κλυδωνίζονταν και τραντάζονταν καθώς πάλευαν να το ζυγώσουν και να το αποκλείσουν ανάμεσά τους. Ταυτόχρονα, έριχναν κι αυτά με τα δικά τους όπλα, αλλά προσέχοντας να μη βυθίσουν τον στόχο κιόλας. Αν βυθιζόταν, η λεία τους θα χανόταν για πάντα στους απύθμενους ωκεανούς· μόνο ο Αβυσσαίος θα την έβρισκε.
Το πρώτο πλοίο που κατόρθωσε να φτάσει πιο κοντά στο Ξίφος των Αρχόντων ήταν τα Νύχια του Φιδιού, και ο Ζαχαρίας, ο Καπετάνιος του, χρησιμοποιώντας μεγάφωνο ζήτησε από την Καπετάνισσα του σκάφους της Συμπολιτείας να παραδοθεί. Αλλά εκείνη δεν του απάντησε καν, και οι ναύτες της συνέχισαν να βάλλουν εναντίον των κουρσάρων. Τώρα μπορούσαν να ρίχνουν στα Νύχια και με όπλα μικρότερης εμβέλειας, τα οποία βαστούσαν στα χέρια. Ήταν όλοι τους αξιόμαχοι, όχι απλοί ναύτες αλλά ναυτομαχητές του Πολιτοβασιλέα.
Το Δηλητηριασμένο Σαλάχι ήρθε επίσης κοντά στο πλοίο της Συμπολιτείας και, αμέσως μετά, ο Νικητής των Κυμάτων, που Καπετάνισσά του ήταν η Λουκία. Ο Γεώργιος, μιλώντας κι αυτός μέσω δυνατού μεγαφώνου, ζήτησε από την Πλοίαρχο του Ξίφους των Αρχόντων να μην αντισταθεί άλλο. «Παραδοθείτε, αλλιώς θα σας βυθίσουμε! Αν παραδοθείτε, μόνο το εμπόρευμα θα πάρουμε, έχετε τον λόγο μου – κανείς σας δεν θα πειραχτεί. Ούτε το σκάφος σας.»
Εκείνοι συνέχισαν να τους ρίχνουν με τα όπλα τους. Μα δεν μπορούσαν να τους ξεφύγουν· τα τρία κουρσάρικα τούς είχαν παγιδεύσει ανάμεσά τους. Και, επιπλέον, τώρα δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν υδατοτρόπα κανόνια: ήταν πολύ επικίνδυνα από τόσο κοντινή απόσταση. Οι αναταράξεις που θα προκαλούσαν στο νερό μπορούσαν να βυθίσουν όχι μόνο το εχθρικό σκάφος μα και το δικό σου μαζί.
Η Πλοίαρχος του Ξίφους των Αρχόντων καταλάβαινε ότι είχε μπλέξει άσχημα, αλλά επίσης καταλάβαινε ότι οι πειρατές δεν θα ήθελαν να καταποντίσουν το πλοίο της, γιατί δεν θα είχαν τίποτα να κερδίσουν από αυτό. Επομένως, καθώς στεκόταν μέσα στη γέφυρα του σκάφους, σκεφτόταν να τους ξεγελάσει. Να τους αναγκάσει να πηδήσουν στο κατάστρωμα της και τότε να ξεγλιστρήσει ανάμεσα από τα δικά τους σκάφη, ενώ το πλήρωμά της θα αντιμετώπιζε τους κουρσάρους που είχαν έρθει επάνω στην κουβέρτα του Ξίφους. Δεν είχε αμφιβολία για το πόσο ικανοί ήταν οι ναυτομαχητές της.
Το σχέδιό της, ώς ένα σημείο, προχώρησε όπως το είχε στο μυαλό της. Οι Αγενείς αναγκάστηκαν, όντως, να πλευρίσουν το Ξίφος των Αρχόντων. Ενώ τα Νύχια του Φιδιού βρίσκονταν μπροστά από την πλώρη του, το Δηλητηριασμένο Σαλάχι ήρθε από τα δεξιά και ο Νικητής των Κυμάτων από τ’αριστερά, και τα πληρώματά τους, με εκκωφαντικές κραυγές, πήδησαν από τις κουβέρτες τους στην κουβέρτα του Ξίφους. Συγκρούστηκαν με τους ναυτομαχητές του Πολιτοβασιλέα. Η κλαγγή λεπίδων γέμισε τον αέρα μαζί με φωνές, ουρλιαχτά, και σποραδικούς πυροβολισμούς όποτε τα πιστόλια, τα τουφέκια, και οι καραμπίνες αποφάσιζαν να λειτουργήσουν.
Το Φιλί της Έχιδνας λιάνιζε και κάρφωνε, και το βελονοβόλο εκτόξευε τη μια δηλητηριώδη βελόνα κατόπιν της άλλης. Κανείς δεν μπορούσε να σταθεί ενάντια στον Γεώργιο, τον αρχηγό των Αγενών, τον Καπετάνιο του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού, τον Οφιομαχητή. Οι ναυτομαχητές του Πολιτοβασιλέα δεν είχαν ποτέ ξανά αντιμετωπίσει τέτοιον εχθρό. Άρχισαν ν’αμφισβητούν ότι ο άνθρωπος ήταν πραγματικός. Δεν μπορούσε να είναι! Έμοιαζε νάχε βγει από παραμύθι – από μεθυσμένο θρύλο. Η Πλοίαρχος πρόσταξε να τον αποκλείσουν και να τον σκοτώσουν, ενώ συγχρόνως ο τιμονιέρης της οδηγούσε το Ξίφος των Αρχόντων καταπάνω στο κουρσάρικο αντίκρυ του – καταπάνω στα Νύχια του Φιδιού. Ο Ζαχαρίας στεκόταν εκεί, στο κατάστρωμα του καραβιού, ανάμεσα στο πλήρωμά του, και προς στιγμή απόρησε. «Τι κάνουν οι τρελοί;» μούγκρισε. «Θα βυθιστούμε κι οι δυο! –ΡΙΞΤΕ ΤΟΥΣ!» κραύγασε. «ΡΙΞΤΕ ΣΤΑ ΠΛΑΓΙΑ ΤΟΥΣ, ΣΤΟ ΣΚΑΦΟΣ, ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΚΟΥΒΕΡΤΑ – ΜΗ ΧΤΥΠΗΣΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΔΙΚΟΥΣ ΜΑΣ!»
Αλλά αμέσως μετά είδε δύο μεγάλα έμβολα να ξεπροβάλλουν από τη μπροστινή μεριά του Ξίφους των Αρχόντων. Βγήκαν σαν σπαθιά μέσα από θηκάρια, ή σαν πελώρια δόντια. Και ενέργεια τύλιξε αυτές τις μεγάλες λεπίδες, τρίζοντας και σπινθηροβολώντας.
«Γαμώ την πουτάνα του Λοκράθου...» μούγκρισε ο Ζαχαρίας.
Και ύστερα, παρά τον καταιγισμό των ριπών που έπεφτε στο σκάφος της Συμπολιτείας των Ποταμών, το Ξίφος των Αρχόντων κοπάνησε πάνω στα Νύχια του Φιδιού και τα κάρφωσε. Τα δύο καράβια τραντάχτηκαν άγρια. Άνθρωποι που στέκονταν στις κουβέρτες, που μάχονταν στις κουβέρτες, σωριάστηκαν, κύλησαν. Μερικοί έχασαν τα όπλα τους.
Ο Οφιομαχητής ούτε έπεσε ούτε έχασε τα όπλα του. Συνέχισε να χτυπά τους ναυτομαχητές του Πολιτοβασιλέα με το Φιλί της Έχιδνας. Αλλά τώρα είδε πολλούς απ’αυτούς να έρχονται από γύρω του, με φανερή πρόθεση να τον αποκλείσουν και να τον αποτελειώσουν. Και, έτσι όπως τρανταζόταν το κατάστρωμα από τη σύγκρουση των σκαφών, ο Γεώργιος έχασε την ισορροπία του καθώς απέκρουε λεπίδες· τα μποτοφορεμένα πόδια του γλίστρησαν και βρέθηκε κάτω, στα σανίδια. Ένας ναυτομαχητής ήρθε από πάνω του, για να τον πατήσει, να τον κρατήσει εκεί, ενώ ύψωνε το σπαθί του, έτοιμο να καρφώσει–
Η Ευθαλία τινάχτηκε ξαφνικά μέσα απ’τα ρούχα του Γεώργιου, μπήγοντας τα δόντια της λίγο πιο κάτω απ’το γόνατο του ναυτομαχητή, στέλνοντας τον δηλητήριό της στις φλέβες του. Ήταν του είδους των ταχύγλωττων εχιδνών και το φαρμάκι της ήταν δυνατό και δρούσε άμεσα. Οι αισθήσεις του μαχητή του Πολιτοβασιλέα – η όρασή του, η ακοή του, όλες του οι αισθήσεις – θόλωσαν. Βλεφάρισε, ξαφνιασμένος–
Και το Φιλί της Έχιδνας τού έσκισε την κοιλιά, ερχόμενο από κάτω προς τα πάνω, τινάζοντας εντόσθια και αίματα. Ο ναυτομαχητής κατέρρευσε καθώς ο Οφιομαχητής σηκωνόταν στο ένα γόνατο και οι άλλοι ναυτομαχητές τού επιτίθονταν από γύρω. Τους σπάθισε ημικυκλικά, κόβοντας ένα πόδι από το γόνατο, κάνοντας ένα ξίφος να φύγει απ’το χέρι ενός κι ένα ξίφος απ’το χέρι μιας άλλης, σκίζοντας τα πλευρά ενός άντρα. Και μετά, μες στον φονικό χαλασμό που επικρατούσε στο κατάστρωμα του Ξίφους των Αρχόντων, οι ναυτομαχητές δεν μπορούσαν να τον κρατήσουν άλλο παγιδευμένο ανάμεσά τους. Το σχέδιο της Πλοιάρχου τους για να τον ξεφορτωθεί είχε αποτύχει.
Το ίδιο και το άλλο της σχέδιο – το σχέδιο για να ξεφύγει το πλοίο της από τον κλοιό των κουρσάρων. Ή, τουλάχιστον, δεν είχε δουλέψει όπως εκείνη ήλπιζε. Παρότι τα έμβολα του Ξίφους ήταν καρφωμένα μες στα Νύχια του Φιδιού, το πλοίο της Συμπολιτείας δυσκολευόταν να σπρώξει και να παραμερίσει τον εχθρό του ώστε να φύγει. Τα δύο καράβια παρέμεναν μπλεγμένα.
Και ο Ζαχαρίας έλεγε στον τιμονιέρη, μέσα στη γέφυρα των Νυχιών: «Έτσι μπράβο, ρε· έτσι μπράβο· μην τους αφήνεις να την κοπανήσουν τώρα. Τόσο κόπο έχουμε κάνει.»
Ο τιμονιέρης ήταν ένας από αυτούς που είχαν πάρει στο πλήρωμά τους από τη Μελκάρνια: ένας παλιός πειρατής, μονόφθαλμος, γαλανόδερμος, κοκκινογένης, που άκουγε στο όνομα Κόκκινος Νότος ο Μονομάτης. (Και κανείς δεν ήξερε ακόμα γιατί τον έλεγαν Νότο. Κανέναν άλλο δεν είχαν ξανακούσει να τον λένε Νότο. Και ο ίδιος ο Νότος πάντοτε αποκρινόταν ότι αυτή την ιστορία θα τους την διηγιόταν κάποια άλλη φορά.) Είπε, μειδιώντας μέσα απ’τα μούσια του: «Ε τι νομίζεις, Καπ’τάνιε; Μπρίκια κολλούμε τόσα χρόνια στις θάλασσες;» Την κουμάνταρε τη μηχανή των Νυχιών σαν άγριο θηρίο.
Η φωνή του Ιερεμία’μορ (ο οποίος καθόταν στο ενεργειακό κέντρο του πλοίου) ήρθε από το σύστημα ενδοεπικοινωνίας της γέφυρας: «Τι στις λάσπες του Λοκράθου έχεις κατά νου, ρε Καπ’τάνιε, κει πάνω; Προσπαθείς να το φουντάρεις το σκάφος;»
«Στη δουλειά σου, μάγε,» μούγκρισε ο Ζαχαρίας. «Στη δουλειά σου! Μη γίνει καμιά μαλακία τώρα – είναι ανάγκη. Μ’ακούς;»
«Εγώ τη δουλειά μου την κάνω, μα δεν ξέρω αν το σκάφος θ’αντέξει, γαμώτο,» αποκρίθηκε ο Ιερεμίας· αλλά εξακολούθησε να ρυθμίζει καλά την ενέργεια μες στις μηχανές των Νυχιών του Φιδιού.
Επάνω στην κουβέρτα του Ξίφους των Αρχόντων, η μάχη συνεχιζόταν, και τώρα το πλοίο δεν τρανταζόταν τόσο άγρια όσο πριν· τώρα όλοι όσοι είχαν λίγη εμπειρία από θάλασσα μπορούσαν να σταθούν δίχως πρόβλημα. Και οι Αγενείς είχαν αρχίσει να νικάνε. Ο αρχηγός τους ήταν, φυσικά, το πιο βασικό τους πλεονέκτημα κατά των καλοεκπαιδευμένων ναυτομαχητών του Πολιτοβασιλέα. Ο Οφιομαχητής λιάνιζε τους πάντες στο πέρασμά του· κανένας δεν μπορούσε να σταθεί στο διάβα του, και τα τραύματά του τα αγνοούσε σαν να μην ήταν τίποτα. Τους άρπαζε και τους πετούσε πέρα από την κουπαστή, ή τον έναν πάνω στον άλλο· τους κάρφωνε με το Φιλί της Έχιδνας, και τους σπάθιζε και τους κοπανούσε.
Οι τελευταίοι ναυτομαχητές συγκεντρώθηκαν στη γέφυρα μαζί με την Πλοίαρχό τους, και ο Γεώργιος, δαμάζοντας την οργή της Έχιδνας εντός του, δαμάζοντάς την μόνο επειδή τον είχε διδάξει ο Γέρος του Ανέμου, φώναξε: «Παραδώσου, Καπετάνισσα! Η τελευταία σου ευκαιρία, μα την Έχιδνα! Θα μπούμε μέσα και θα σας σκοτώσουμε όλους!»
Η Πλοίαρχος αποφάσισε ότι το συνετότερο θα ήταν να τον ακούσει. Το πλήρωμά της παραδόθηκε, έριξαν κάτω τα όπλα τους, και οι Αγενείς άρχισαν να λεηλατούν το Ξίφος των Αρχόντων, ενώ τα Νύχια του Φιδιού ξεκαρφώνονταν από τα έμβολά του κι απομακρύνονταν λίγο ώστε το δικό τους πλήρωμα να μπορέσει να μπαλώσει στα γρήγορα το τρυπημένο σκάφος.
Η Πλοίαρχος του Ξίφους φώναξε τον Γεώργιο: «Ποιος είσαι;» Οι κουρσάροι κρατούσαν εκείνη και όσους ναυτομαχητές τής είχαν απομείνει περικυκλωμένους επάνω στην κουβέρτα του πλοίου της, και είχαν φέρει εκεί και τον μάγο από το ενεργειακό κέντρο. «Δεν μπορεί να είσαι Υπερυδάτιος!»
Τα αβλεφάριστα μάτια του Οφιομαχητή στένεψαν. Το μυαλό του στράφηκε στα παλιά. «Να σου κάνω μια ερώτηση, Καπετάνισσα;» είπε, πλησιάζοντάς την.
«Τι ερώτηση;»
«Θέλω να μου απαντήσεις αν έχεις ακούσει για ένα πλοίο. Ένα πλοίο που χάθηκε πριν από δύο χρόνια...» Και τη ρώτησε αυτό που είχε ρωτήσει και τόσους άλλους, τόσες φορές.
Η απόκρισή της δεν διέφερε από την απόκριση που του είχαν δώσει οι περισσότεροι. «Δεν το ξέρω. Δεν το έχω ξανακούσει... Γιατί θες να μάθεις;»
Ο Γεώργιος δεν της απάντησε.
Κι εκείνη τον ρώτησε πάλι, προτού απομακρυνθεί: «Ποιος είσαι; Είσαι Υπερυδάτιος ή όχι; Τι είδους άνθρωπος είσαι, μα τους θεούς;»
«Ο αρχηγός μας είν’ ο Ακατάλυτος Κουρσάρος, γυναίκα!» της είπε ένας από τους Αγενείς που επέβλεπαν αυτήν και τους αφοπλισμένους ναυτομαχητές της.
Και μια άλλη πειρατίνα πρόσθεσε: «Είν’ ο Οφιομαχητής!»
Ο Γεώργιος τούς φώναξε: «Αρκετά! Η δουλειά σας είναι να τους φυλάτε, όχι να τους μιλάτε!»
Αφού είχαν λεηλατήσει το Ξίφος των Αρχόντων από πάνω ώς κάτω, είπε στην Πλοίαρχό του: «Θα κρατήσω την υπόσχεσή μου – δεν θα πεθάνετε. Αλλά θα γυρίσετε στη Συμπολιτεία χωρίς τις μηχανές σας, επειδή μας κουράσατε.» Και υψώνοντας το βελονοβόλο του έριξε στον μάγο τους.
Ο άντρας έπεσε στα σανίδια σπαρταρώντας σαν ψάρι έξω απ’το νερό, κρατώντας το στήθος του. Το Φιλί της Έχιδνας είχε γλιστρήσει μες στο αίμα του, και σύντομα έκανε την καρδιά του να σταματήσει.
«ΠΙΣΩ ΣΤΑ ΠΛΟΙΑ!» κραύγασε ο Γεώργιος· και οι Αγενείς, μαζί με τη λεία τους, πήδησαν στα καταστρώματα του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού και του Νικητή των Κυμάτων. Απομακρύνθηκαν από το Ξίφος των Αρχόντων, αφήνοντάς το ακίνητο μεσοπέλαγα. Ακίνητο και χτυπημένο.
Τα δικά τους πλοία ήταν επίσης χτυπημένα, αλλά οι μηχανές τους δεν είχαν ζημιές και μπορούσαν να κινηθούν γρήγορα όπως πριν.
Ο Γεώργιος και ο Ζαχαρίας μίλησαν τηλεπικοινωνιακά. Ο πρώτος ρώτησε πόσο σοβαρές ήταν οι βλάβες στα Νύχια του Φιδιού, κι ο δεύτερος απάντησε ότι ήταν αρκετά σοβαρές – δυο μεγάλες τρύπες στα χαμηλά, όμως το πλήρωμα τις είχε μπαλώσει όπως-όπως και, προς το παρόν, κίνδυνος να βουλιάξουν δεν υπήρχε. Έμπαζε νερά κάπου-κάπου, αλλά ελάχιστα· τα κοπέλια κι οι κοπελιές τα μάζευαν χωρίς δυσκολία. «Θα πρέπει όμως να κάνουμε επισκευές, σύντομα,» τόνισε ο Ζαχαρίας. Ο Γεώργιος, φυσικά, δεν έφερε αντίρρηση· και τ’άλλα δύο σκάφη χρειάζονταν επισκευές, άλλωστε, αν και όχι τόσο σπουδαίες. Το Ξίφος των Αρχόντων είχε αντισταθεί πολύ καλύτερα απ’ό,τι οι κουρσάροι περίμεναν.
«Και να φανταστείς ότι ήταν μόνο του ενάντια στα τρία πλοία μας, Καπ’τάνιε,» σχολίασε ο Κοσμάς, καθώς στεκόταν μαζί με τον Γεώργιο πάνω στην κουβέρτα του Σαλαχιού. «Άμα είχαμε μονάχα ένα σκάφος, αποκλείεται ποτέ να τόχαμε κουρσέψει. Θα μας είχε βυθίσει. Εύκολα.»
«Ελπίζω, τουλάχιστον, η λεία να άξιζε τον κόπο,» είπε ο Γεώργιος, και πρόσταξε τον Μούρη να βάλει πλώρη για δυτικά. Για Ιλφόνη.
Διονυσία:
Πού είναι ο Φωνακλάς; Δεν μπορώ να καταλάβω πώς είναι δυνατόν να έχει εξαφανιστεί έτσι! Η πόρτα του κήπου ήταν κλειστή όταν ήρθαμε. Και δεν φαινόταν παραβιασμένη. Δεν το θεωρώ πιθανό κάποιος να μπήκε στο σπίτι και να τον άρπαξε. Τίποτ’ άλλο δεν έχει πειραχτεί εδώ.
Ο Αρσένιος γελά μ’εκείνο το ξερό γέλιο που δεν μοιάζει δικό του. «Μάλλον, ένα από κείνα τα πελώρια πουλιά κατέβηκε και τον βούτηξε, Διονυσία!»
Χαζομάρες πάλι! «Σταμάτα πια!» του λέω. «Ανησυχώ για τον καημένο. Πού μπορεί να πήγε; Θα πρέπει να πεινούσε φριχτά όσο λείπαμε! Τι θα είχε να φάει εδώ πέρα;» Βαδίζω μες στο σαλόνι – πέρα-δώθε, πέρα-δώθε.
Ο Αρσένιος ανάβει ένα πουράκι. «Νομίζεις ότι δεν υπάρχουν τέτοια μεγάλα πουλιά που φτεροκοπούν πάνω απ’τους ανοιχτούς ωκεανούς;»
Τον αγνοώ. Και μετά η απάντηση έρχεται στο μυαλό μου. Φυσικά! Πώς δεν το είχα σκεφτεί ώς τώρα; Η μαμά. Φυσικά. Ανοίγω τον επικοινωνιακό δίαυλο του σαλονιού, δίπλα στο άγαλμα του Ζέφυρου, και καλώ τη μητέρα μας.
«Μάλιστα;» αντηχεί η φωνή της μες στο δωμάτιο, ύστερα από λίγο.
«Εγώ είμαι, μαμά, η Διονυσία–»
«Διονυσία! Δόξα στους θεούς, κόρη μου! Πού ήσουν; Τόσες μέρες σε έψαχνα! Ούτε στο νοσοκομείο δεν ήξεραν πού είχες πάει. Δεν είχες ενημερώσει κανέναν!»
«Μόλις επέστρεψα. Μαζί με τον Αρσένιο.» (Ο οποίος τώρα ακούει σιωπηλά τη συνομιλία μας, συνεχίζοντας να καπνίζει αυτό το φριχτό πράγμα που δεν του κάνει καθόλου καλό· και η Ευθαλία είναι ξαπλωμένη νωχελικά στους ώμους του.) «Θα... θα σου πω άλλη φορά πού ήμασταν. Κάτι... απρόοπτο προέκυψε.»
«Τι είναι; Είστε καλά;»
«Ναι, καλά είμαστε. Ευτυχώς. Κινδυνέψαμε, αλλά καλά είμαστε.»
«Πού είχατε πάει; Μακριά;»
«Αρκετά μακριά. Υποχρεωτικά. Εξαναγκαστικά. Θα σου εξηγήσω όταν είμαστε κοντά, μαμά. Αλλά, δε μου λες, ήρθες καθόλου απ’το σπίτι μου όσο έλειπα;»
«Ναι–»
«Είδες τον Φωνακλά;»
«Ναι· ήταν στον κήπο και γάβγιζε περισσότερο από ποτέ. Είχε επιτέλους γίνει πραγματικός φωνακλάς, Διονυσία. Πρέπει να πεινούσε, νομίζω. Και αποφάσισα να ξανάρθω για να του φέρω φαγητό. Όμως όταν επέστρεψα, την άλλη μέρα, δεν τον βρήκα εκεί. Είχε χαθεί. Και δεν μπορούσα να καταλάβω πού είχε πάει. Στεναχωρήθηκα πολύ. Με συγχωρείς, Διονυσία. Δεν ξέρω πού εξαφανίστηκε. Αναρωτιέμαι αν άφησα, μήπως, την πόρτα του κήπου ανοιχτή μες στην ανησυχία μου για σένα και τον Αρσένιο.»
«Η πόρτα δεν ήταν ανοιχτή,» της λέω. «Όλες οι πόρτες ήταν κλειστές όπως τις είχαμε–»
«Εννοώ ότι προς στιγμή ίσως να έμεινε ανοιχτή και έκλεισε από μόνη της όταν ο σκύλος βγήκε.»
Αναστενάζω. «Δεν ξέρω· δεν το θεωρώ πιθανό, μαμά. Δε μπορώ να καταλάβω τι έγινε... Δεν είναι δυνατόν να πήδησε πάνω απ’τον τοίχο του κήπου, όσο κι αν πεινούσε. Είναι ψηλός σκύλος, αλλά όχι και τόσο ψηλός. Ούτε τόσο δυνατός. Δε... δε νομίζω, τουλάχιστον–»
Το κουδούνι του σπιτιού χτυπά. Κάποιος είναι έξω από την πόρτα του κήπου.
«Πρέπει να σ’αφήσω, μαμά· μου χτυπάνε το κουδούνι. Θα τα ξαναπούμε.»
«Εντάξει... Ευτυχώς είστε καλά, Διονυσία μου. Φίλησέ μου τον Αρσένιο· πες του ότι τον αγαπώ.»
Στρέφομαι να τον κοιτάξω, να δω την έκφρασή του. Την προηγούμενη φορά που η μαμά ήταν εδώ, δεν ήθελε να της μιλήσει· τι άνθρωπος!...
Η όψη του τώρα μοιάζει... ουδέτερη. Τραβά ακόμα μια τζούρα απ’το πουράκι του και φυσά αργά τον καπνό απ’τα χείλη, καθώς μας ακούει σιωπηλά.
«Θα του το πω, μαμά. Θα του το πω.»
Και η τηλεπικοινωνία μου με τη μητέρα μας τερματίζεται. Τρέχω προς το κουδούνι, στο χολ. Παραλίγο να γλιστρήσω στο παρκέ με τις παντόφλες μου.
Πατάω το κουμπί. «Ποιος είναι;» ρωτάω.
«Εεε...» ακούω μια διστακτική – σχεδόν ξαφνιασμένη, ίσως – αντρική φωνή. «Η Διονυσία’νιρ Υρφάνια;»
Δεν την αναγνωρίζω τη φωνή. Δε μου λέει κάτι. «Ποιος είστε, κύριε; Σας ξέρω;»
«Όχι. Δε νομίζω. Ή ίσως να έχεις ακούσει για εμένα, αν όντως είσαι η Διονυσία. Ίσως νάχεις ακούσει για εμένα από έναν κοινό μας φίλο. Τον λένε Γεώργιο.»
«Τι!» κάνω, ξαφνιασμένη. «Ποιος είστε; Ποιος;» Πίσω μου, ακούω τον Αρσένιο να πλησιάζει – τα βήματά του πάνω στο παρκέ του χολ. Το ραβδί του ακουμπά κάτω – το καινούργιο ραβδί που του έχω δώσει τώρα, που επιστρέψαμε στο σπίτι.
«Το όνομά μου είναι Δημήτριος Ζερδέκης,» απαντά η φωνή απ’το μεγάφωνο του κουδουνιού.
«Ναι, μου έχει μιλήσει για εσάς.»
«Είστε η Διονυσία, λοιπόν.»
«Ναι.»
«Αναζητώ τον Γεώργιο εδώ και μέρες, αλλά δεν μπορώ να τον βρω πουθενά. Και ούτε εσάς μπορούσα να βρω. Συγνώμη κιόλας που είχα το θάρρος να έρθω στο σπίτι σας...»
«Δεν υπάρχει πρόβλημα.»
«Θα μπορούσα να μπω; Είναι εκεί ο Γεώργιος; Σας φέρνω κάτι που είμαι σίγουρος ότι ψάχνετε.»
«Τι... τι εννοείτε;»
«Τον σκύλο σας.»
«Τι!»
«Είναι μαζί μου. Συγνώμη κιόλας που τον κράτησα, αλλά ήταν εγκαταλειμμένος εδώ. Θα μου ανοίξετε;»
«Ναι, ναι. Φυσικά.» Πατάω το άλλο κουμπί.
Πηγαίνω στην εξώπορτα του σπιτιού και την ανοίγω, ενώ ο Αρσένιος λέει πίσω μου: «Αφήνεις τώρα τον καθένα να μπαίνει, αδελφή μου;» Και δεν καταλαβαίνω αν αστειεύεται ή όχι· αλλά πρέπει να αστειεύεται. Τον ακούω να τραβά το σπαθί του (ακόμα το έχει κοντά του). Τι κάνει, ο ανόητος! Όμως δεν προλαβαίνω να γυρίσω για να του μιλήσω, γιατί βλέπω κάποιον να έρχεται από το θαλασσολίθινο μονοπάτι του κήπου, έχοντας περάσει την πρασινομέταλλη πόρτα.
Ένας λευκόδερμος άντρας, ξανθός, αρκετά καλοντυμένος.
Και ο Φωνακλάς τον ακολουθεί. Γαβγίζει χαρούμενα καθώς μ’αντικρίζει, και τρέχει προς τη μεριά μου. Σηκώνεται στα πίσω πόδια και πέφτει πάνω μου – παραλίγο να με ρίξει κάτω. Με γλείφει με τη μακριά γλώσσα του, στα μάγουλα, στον λαιμό. Γελάω. Δε μπορώ παρά να γελάσω. Και αγκαλιάζω το μεγάλο, τριχωτό σώμα του. «Φωνακλά... Φωνακλά... Πού ήσουν εσύ, αγόρι μου; Πού ήσουν;»
Ο ξανθομάλλης τύπος στέκεται αντίκρυ μου τώρα. «Καλησπέρα,» λέει, χαμογελώντας.
Αφήνω τον Φωνακλά από την αγκαλιά μου κι αυτός πέφτει στα τέσσερα. «Εσείς είστε ο Δημήτριος... που μας έλεγε ο Γεώργιος...»
«Ναι,» αποκρίνεται. «Και... όχι στον πληθυντικό, αν δεν υπάρχει πρόβλημα.»
«Ναι, φυσικά. Έλα μέσα. Έλα. Και σ’ευχαριστώ που έφερες πίσω τον Φωνακλά. Πού τον βρήκες;»
«Εεε... Θα σου εξηγήσω. Θα καταλάβεις.»
Παραμερίζω απ’το κατώφλι, αφήνοντάς τον να μπει στο σπίτι. Έχω ξεχάσει τον Αρσένιο, αλλά αυτός στέκεται ακόμα εκεί, στο χολ, με το σπαθί του στο χέρι και την Ευθαλία στους ώμους. Τώρα, υψώνει το μακρύ λεπίδι – περίπου προς τη μεριά του Δημήτριου. Περίπου.
«Δημήτριος Ζερδέκης;» λέει. «Από πότε συνεργάζεσαι με τα βατράχια του Λοκράθου, κάθαρμα; Ο Οφιομαχητής έκανε το λάθος να σ’εμπιστευτεί, αλλά μη νομίζεις ότι κι εμείς θα κάνουμε το ίδιο!»
«Αρσένιε!» φωνάζω. «Για όνομα όλων των θεών! Κατέβασε το σπαθί! Είναι... είναι–»
«Ξέρω ποιος είναι,» λέει ο Αρσένιος, ενώ ο Φωνακλάς γαβγίζει ανήσυχα, αχαρακτήριστα φασαριόζικος.
«Εσύ,» λέει ο Δημήτριος, αρκετά ψύχραιμα, καθώς το ένα του χέρι έχει πάει μέσα στη μπροστινή μεριά του πανωφοριού του, «πρέπει να είσαι ο Αρσένιος, σωστά; Ο αδελφός της Διονυσίας. Ο τύπος που τον δάγκωσε η κερασφόρος οχιά.»
«Ο Οφιομαχητής κάνει κουβέντα, ώστε...» μουγκρίζει ξερά, αγενώς, τόσο αγενώς, ο αδελφός μου.
«Συγχώρεσέ τον,» αρχίζω, «δεν–»
«Φυσικά και κάνει κουβέντα,» του λέει ο Δημήτριος. «Φίλοι είμαστε.»
«Φίλοι;» γελά ξερά ο Αρσένιος. «Οι φίλοι δεν πουλάνε στα βατράχια ο ένας τον άλλο!»
«Ποια βατράχια, άνθρωπέ μου; Είσαι με τα καλά σου; Σε ποια βατράχια αναφέρεσαι;» Ακόμα έχει το χέρι του μες στη μπροστινή μεριά του πανωφοριού του.
«Συγχώρεσέ τον,» του λέω. «Είναι ταραγμένος.» Πιάνω τον καρπό του αδελφού μου, προσπαθώ να κατεβάσω το σπαθί. «Αρσένιε–» Με σπρώχνει, ο άθλιος! Με σπρώχνει, μα τα φαρμακερά μαλλιά της Έχιδνας! Οι παντόφλες μου γλιστράνε πάνω στο παρκέ του χολ–
–και ο Δημήτριος με αρπάζει προτού πέσω.
«Συγνώμη,» του λέω. «Συγνώμη.»
«Είσαι καλά;»
«Ναι.»
Μου χαμογελά. Και προς τον Αρσένιο: «Φίλε, κατέβασε το σπαθί προτού χτυπήσεις κανέναν. Δεν βλέπεις καλά, είναι βέβαιο.»
Το ξερό γέλιο του αδελφού μου αντηχεί μαζί μ’ένα ξαφνικό σύριγμα της Ευθαλίας. «Σώπα... Ευχαριστώ για την πληροφορία, καβουρόφιλε χαφιέ. Ή, μήπως, θάπρεπε να πω βατραχόφιλε, ε;» Το ξίφος εξακολουθεί να είναι υψωμένο, μα τους θεούς! Τι θέλει, ο τρελός, γαμώτο; Να κάνω Ξόρκι Μυϊκής Παραλύσεως επάνω του, για να δώσω τέλος σε τούτη την ανοησία;
«Δεν καταλαβαίνω για τι πράγμα μιλάς,» αποκρίνεται ο Δημήτριος. «Σε διαβεβαιώνω πως καμιά σχέση δεν έχω με βατράχια. Αναφέρεσαι σε ακόλουθους του Λοκράθου; Σ’αυτούς που κυνηγούσαν τον Γεώργιο προτού εξαφανιστεί, ίσως;»
«Γνωρίζεις, λοιπόν, ότι κάποιοι τον κυνηγούσαν!» κάνει ο Αρσένιος.
«Φυσικά και το γνωρίζω. Με κάλεσε τηλεπικοινωνιακά και μου είπε ότι του επιτέθηκαν έξω απ’το ξενοδοχείο μου, μέσα από ένα φορτηγάκι, προτού χαθούν στους δρόμους της πόλης. Μου υποσχέθηκε ότι θα επικοινωνούσε ξανά μαζί μου, αργότερα, για να μου πει περισσότερα. Αλλά δεν το έκανε. Και από τότε δεν μπορώ να τον βρω πουθενά. Πού είναι; Πού είναι, μα την Έχιδνα; Είναι καλά;»
«Καλά;» κρώζει η παράξενη φωνή του αδελφού μου. «Σίγουρα όχι! Και, ίσως, εξαιτίας σου.»
«Δεν είχα καμιά σχέση με ό,τι κι αν συνέβη. Αλλά τι ακριβώς συνέβη; Πού είναι ο Οφιομαχητής;»
«Τον άρπ–» αρχίζω, αλλά ο Αρσένιος με διακόπτει:
«Γιατί να σου πούμε;»
Ο Δημήτριος αναστενάζει. «Εντάξει, δεν με εμπιστεύεστε, το καταλαβαίνω–»
«Όχι, δεν–» λέω.
«Θα σας πω ό,τι ξέρω για την υπόθεση, και κρίνετε εσείς αν λέω ψέματα ή όχι. Σύμφωνοι;»
«Ναι,» του απαντώ. «Έλα. Έλα, κάθισε, στο σαλόνι.»
Ο Αρσένιος κατεβάζει το σπαθί του. «Μην το παίρνεις προσωπικά,» λέει στον Δημήτριο. «Η αδελφή μου έτσι είναι πάντα – αφελής με όλους.»
Αισθάνομαι το λευκόδερμο πρόσωπό μου να κοκκινίζει. Θα τον σκοτώσω, τον καταραμένο! Με κάνει ρεζίλι, συνέχεια. «Μην του δίνεις σημασία· είναι ταραγμένος. Πολύ ταραγμένος.»
«Ναι, εντάξει· δεν υπάρχει πρόβλημα,» λέει ο Δημήτριος, άνετος, σχεδόν τόσο άνετος όσο ο Τζακ των Υπογείων. Ψύχραιμος, το λιγότερο. Τι μας είχε πει ο Γεώργιος γι’αυτόν; Α ναι, ότι είναι τζογαδόρος. Βασικό να είσαι ψύχραιμος, υποθέτω, άμα είσαι τζογαδόρος.
Πηγαίνουμε στο σαλόνι και καθόμαστε. Οι δυο τους κάθονται, δηλαδή. Εγώ ρωτάω τον επισκέπτη μας: «Θέλεις κάτι να πιεις;»
«Όχι, ευχαριστώ.»
«Ούτε μια Ζέφυρου Πνοή;»
«Εντάξει· γιατί όχι;»
Πηγαίνω στην κουζίνα, γεμίζω ένα μακρύ ποτήρι με το αναψυκτικό, και του το φέρνω.
«Ευχαριστώ.» Πίνει μια μεγάλη γουλιά. Μου χαμογελά. «Μου χρειαζόταν τελικά... Βιοσκόπος είσαι, έτσι; Γι’αυτό το κατάλαβες;»
Γελάω. «Δεν πρόλαβα να χρησιμοποιήσω μαγεία, πίστεψέ με.»
Ύστερα, μας διηγείται τι έγινε στη Μεγάπολη όσο λείπαμε. Μας λέει ότι ο Ευστάθιος, η Ιωάννα, κι ένας παράξενος τύπος με κουκούλα (ο πράκτορας του Εκλεκτού, υποθέτω) αναζητούσαν αρχικά τον Γεώργιο αλλά έπειτα έφυγαν από την πόλη ισχυριζόμενοι πως είχαν κάποια επείγουσα δουλειά. (Προφανώς, σάλπαραν για να ψάξουν για τους Τρομερούς Καπνούς, σκέφτομαι. Σάλπαραν για Ριλιάδα.) Μετά, ο Δημήτριος μάς εξηγεί πώς αποφάσισε να εισβάλει μόνος του στο σπίτι μου, πώς σκαρφάλωσε τον τοίχο του κήπου και μπήκε για να ρίξει μια ματιά μέσα, και πώς τελικά πήρε τον σκύλο μου μαζί του, ονομάζοντάς τον Φύλακα. «Λυπάμαι που σ’το λέω αλλά δεν είναι και πολύ καλός για φύλακας, Διονυσία. Εγώ, πάντως,» γελά, «δε θα τον ήθελα να φυλά το σπίτι μου. Κατά τα άλλα, αξιολάτρευτος σκύλος, ομολογουμένως.
»Και συγνώμη που μπήκα έτσι στο σπίτι σου, αλλά ανησυχούσα για τον Γεώργιο και σκεφτόμουν ότι ίσως εδώ να έβρισκα κανένα... σημάδι. Κάτι που να μου λέει πού είχε εξαφανιστεί. Δεν βρήκα τίποτα, όμως. Το μόνο που κατάλαβα ήταν ότι δεν μπορεί να σχεδιάζατε να λείψετε για καιρό – δεν είχατε κλειδώσει καλά την εξώπορτα, δεν είχατε κλείσει τα πατζούρια. Έτσι, ανησυχούσα πάλι. Και δεν ήξερα αν θα είχε κανένα νόημα να έρθω σήμερα να χτυπήσω το κουδούνι σου ξανά, αλλά... όπως αποδείχτηκε.» Πίνει και την τελευταία γουλιά Ζέφυρου Πνοής. «Εδώ είστε. Όμως πού είναι ο Γεώργιος; Και τι σας συνέβη; Ξέρετε ποιοι ήταν αυτοί που του επιτέθηκαν; Ήταν ακόλουθοι του Λοκράθου; Γιατί;»
Ο Αρσένιος ρωτά: «Πού ξέρουμε ότι μας λες αλήθεια;»
«Τι λόγο μπορεί να έχω να σας πω ψέματα;»
«Αν ήσουν μπλεγμένος–»
«Δεν ξέρω με τι θα έπρεπε να είμαι ‘μπλεγμένος’, αλλά σε διαβεβαιώνω ότι δεν είμαι.»
«Ο Γεώργιος είναι αιχμάλωτος,» του λέω. «Και ίσως να τον σκοτώσουν.»
«Ποιοι;»
Του εξιστορώ όσα συνέβησαν από τότε που φύγαμε από το σπίτι μου για να πάμε να βρούμε τον Άνθιμο, τον Πρωθιερέα της Έχιδνας στις Ακτές των Βράχων.
Ο Δημήτριος με ακούει σιωπηλός, καπνίζοντας ένα Δελφίνι.
«Μάλιστα...» λέει, τελικά, έχοντας σβήσει το τσιγάρο στο τασάκι που του έχω δώσει. «Και είναι δυνατόν να νομίζετε ότι εγώ είμαι σύμμαχος των βατράχων;»
«Γιατί όχι;» αποκρίνεται ο Αρσένιος. «Πού σε ξέρουμε;»
«Δε σας έχει μιλήσει ο Οφιομαχητής για εμένα; Είναι φίλος μου! Του χρωστάω τη ζωή μου, παραπάνω από μία φορά. Δε σας έχει διηγηθεί τις περιπέτειές μας στην Οστρακόπολη και νότια της Οστρακόπολης; Δε σας έχει πει τι έγινε μέσα στους Τόπους των Παλιών Ερπετών;»
«Σίγουρα έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε...»
«Όχι και τόσα πολλά. Και δεν είμαι πιστός του Λοκράθου, εντάξει; Δεν προσεύχομαι στο Μεγάλο Βατράχι. Και ακόμα κι αυτά που λέτε δεν βγάζουν νόημα.»
«Τι εννοείς;» ρωτά ο Αρσένιος.
«Έτσι όπως τα λέτε, τα βατράχια είχαν κάποιο... κάποιον άλλο τρόπο να εντοπίζουν τον Γεώργιο. Τον εντόπισαν από τη Μικρυδάτια. Και μετά σας βρήκαν στη Ριλιάδα ενώ είχατε φύγει απ’την Ιχθυδάτια. Δε μπορεί να θεωρείς ότι εγώ ευθύνομαι γι’αυτά, μα την Έχιδνα! Κάτι άλλο συμβαίνει· δεν ξέρω τι, αλλά είναι πολύ παράξενο.»
«Είναι, ομολογουμένως, παράξενο,» συμφωνώ, συλλογισμένη. «Είναι παράξενο...»
Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός του Δημήτριου κουδουνίζει, κι εκείνος τον βγάζει από το πανωφόρι του και τον φέρνει στ’αφτί του. Μιλά σε κάποιον του οποίου τη φωνή δεν ακούμε. «Όχι, δεν είμαι στο ξενοδοχείο.» (...) «Θα σου πω μετά.» (...) «Περίμενε στο σπίτι σου· θα έρθω εγώ.» Ύστερα κλείνει τον πομπό. Μας κοιτάζει.
«Μακάρι να μπορούσα να κάνω κάτι για να βοηθήσω,» λέει. «Αλλά δεν έχω ταξιδέψει ποτέ στην Ιχθυδάτια, και...» Συλλογισμένος προς στιγμή. «Και δεν έχω κανέναν γνωστό από εκεί με τον οποίο θα μπορούσα να επικοινωνήσω για να προσφέρει κάποια βοήθεια.»
«Τι βοήθεια να προσφέρει;» λέει ο Αρσένιος. «Εκτός άμα είναι βατράχι κι αυτός και μπορεί να μας πει πού έχουν πάει τον Οφιομαχητή.»
«Μα, είστε σίγουροι ότι τον θέλουν για να τον θυσιάσουν; Ακούγεται τρελό. Τρελό.»
«Έτσι μας είπε ο Τζακ των Υπογείων, ο οποίος πήρε αυτή την πληροφορία από τον Ευσέβιο τον Κατωμερίτη, που–»
«Ναι, ναι, μου το είπατε. Αλλά, και πάλι, γαμώτο...» Κουνά το κεφάλι του. «Ακούγεται τρελό. Ίσως αυτός ο Ευσέβιος ο Κατωμερίτης να του αράδιασε ψέματα. Δεν ξέρω...»
«Γιατί να του πει ψέματα;» ρωτά ο Αρσένιος. «Για τι άλλο να θέλουν τον Οφιομαχητή ζωντανό;»
«Δε μπορώ να κάνω καμιά υπόθεση τώρα. Αλλά εκείνο που μπορώ να σας πω είναι γιατί κάποτε ο κακός θείος μου ήθελε τον Οφιομαχητή ζωντανό.»
«Ο κακός θείος σου;» κάνει ο Αρσένιος.
Ο Δημήτριος κοιτάζει έξω απ’το παράθυρο, δίπλα από το ηχοσύστημα του σαλονιού, ανάμεσα από τα αγάλματα της Έχιδνας και του Ζέφυρου. Έχει πια νυχτώσει, παρατηρώ. Ούτε που το είχα καταλάβει μ’όλες αυτές τις κουβέντες.
Ο Δημήτριος μάς λέει: «Ο Αθανάσιος Ζερδέκης, ο Κύριος της Κιρβιάδας. Ήθελε τον Γεώργιο για μαχητή του. Ήθελε να τον βάλει να πολεμά για εκείνον. Θα σας τα διηγηθώ κάποια άλλη στιγμή, όμως. Αν θέλετε, βέβαια, να ξανασυναντηθούμε.»
«Γιατί όχι;» αποκρίνομαι.
«Δε θέλουμε να σε χάσουμε, τώρα που σε βρήκαμε,» λέει ο Αρσένιος.
Ο Δημήτριος σηκώνεται από την καρέκλα του.
Σηκώνομαι κι εγώ από τον σοφά (ενώ ο Αρσένιος παραμένει καθισμένος εκεί). «Σ’ευχαριστώ που φρόντισες τον Φωνακλά όσο λείπαμε.»
Μου χαμογελά. «Πεινούσε, καταφανώς.»
Ο σκύλος είναι τώρα κουλουριασμένος μπροστά στο τζάκι (το οποίο άναψα μόλις επιστρέψαμε, αφού έκανα ένα ντους). Συνήθως δεν τον αφήνω να κάθεται μες στο σπίτι, ακόμα και το χειμώνα, εκτός αν έχει πολύ κρύο στον κήπο. Αλλά απόψε αποφάσισα να κάνω μια εξαίρεση.
Καθώς συνοδεύω τον Δημήτριο ώς την εξώπορτα, ο Φωνακλάς σηκώνεται κι έρχεται μαζί μου. Του γαβγίζει σαν σε αποχαιρετισμό. Εκείνος τού χαϊδεύει το κεφάλι, με χαιρετά, και μετά βγαίνει από το σπίτι, βαδίζοντας προς την πρασινομέταλλη πόρτα του κήπου. Την ανοίγει και φεύγει.
Επιστρέφω στο σαλόνι, όπου ακόμα κάθεται ο Αρσένιος, έχοντας τώρα ανάψει ένα πουράκι.
«Τον πίστεψες;» μου λέει.
«Γιατί να μην τον πιστέψω;»
«Αν δεν τον πρόδωσε αυτός στα βατράχια, ποιος τον πρόδωσε, Διονυσία; Εμείς; Ο Ευστάθιος; Ο πράκτορας του Εκλεκτού; Η Ιωάννα; Ποιος; Κάποιος από το Μικρό Σύμπαν;»
«Τα πάντα είναι πιθανά. Ή ίσως τίποτα από αυτά. Στη Ριλιάδα ποιος μας πρόδωσε, μπορείς να μου πεις;»
«Κάποιος από τη Σκιάπολη, προφανώς. Κάποιος απ’αυτούς με τους οποίους μίλησε ο Οφιομαχητής: ο Ιωάννης το Μάτι, ή η Ειρήνη η Ανήμερη. Είναι η μόνη λογική εξήγηση. Και εδώ, στη Μεγάλη Πόλη, ποιος θεωρείς ότι είναι πιο πιθανό να τον πρόδωσε, αν όχι ο Δημήτριος Ζερδέκης;»
Κουνάω το κεφάλι, προβληματισμένη, καθώς βηματίζω μες στο σαλόνι. «Δεν ξέρω... Είναι... Τι να σου πω;»
«Είσαι ευκολόπιστη, αδελφή μου, και αφελής–»
«Αρκετά με τις ανόητες προσβολές σου!» του φωνάζω απότομα. «Και μην το ξανακάνεις αυτό μπροστά σε άλλους – μ’ακούς; Μην το ξανακάνεις αυτό! Συνέχεια με φέρνεις σε δύσκολη θέση!»
Ο ανόητος γελά. Γελά. Μα τους θεούς, έχει τρελαθεί; Αστερίωνα, ο αδελφός μου έχει τρελαθεί;
«Δεν είναι δυνατόν οι ακόλουθοι του Λοκράθου να έχουν τόσο εκτεταμένο δίχτυο,» του λέω, κυρίως για ν’αλλάξω κουβέντα. «Δεν μπορεί να έχουν ένα δίκτυο που απλώνεται σ’όλες τις ηπειρονήσους και που έχει μέσα του και τον Δημήτριο Ζερδέκη!»
«Γιατί όχι;» ρωτά, νηφάλια, ο αδελφός μου. Και καπνίζει.
Οι Αγενείς έπλευσαν δυτικά, πλάι στις Νότιες Ακτές της Ιχθυδάτιας, και έφτασαν στην Ιλφόνη. Καθώς πλησίαζαν, η Ευαγγελία η Μπανίστρια και άλλοι που ήταν γαντζωμένοι στα ξάρτια των τριών σκαφών κοίταζαν προσεχτικά μες στη νύχτα, με κιάλια, τα πλοία που ήταν αραγμένα στο Ανατολικό Λιμάνι, μήπως κάποια απ’αυτά ήταν του Ευγένιου του Μεγαλοφονιά. Αλλά κανένα τέτοιο δεν διέκριναν, και έμειναν σιωπηλοί.
Ο Γεώργιος φώναξε στην Ευαγγελία τη Μπανίστρια από την κουβέρτα του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού: «Όλα καλά;»
«Έτσι φαίνεται, Καπ’τάνιε!»
Ο Γεώργιος οδήγησε την αρμάδα του προς το Λιμάνι των Φυλάκων, που ήταν δυτικά του Ανατολικού Λιμανιού και των εκβολών του ποταμού Αλκόνου, πίσω από την Κοντή Ουρά της Ιλφόνης. Η Ευαγγελία η Μπανίστρια και οι υπόλοιποι στα άλλα δύο πλοία των Αγενών βίγλιζαν πάλι για σκάφη του Μεγαλοφονιά· μα, όπως και πριν, κανένα δεν είδαν.
Ο Γεώργιος το θεώρησε καλό αυτό. Δεν ήθελε να ξανασυναντήσουν τον Ευγένιο και το τσούρμο του, ειδικά τώρα που πήγαιναν στην Ιλφόνη για να κάνουν επισκευές ύστερα από το κούρσεμα του Ξίφους των Αρχόντων ανοιχτά της Μαρσάνδης.
Πρόσταξε να μπουν στο Ανατολικό Λιμάνι, γιατί εκεί ήταν καλύτεροι ναυπηγοί απ’ό,τι στο Λιμάνι των Φυλάκων, όπως είχε μάθει από τον καιρό που βρισκόταν στην Ιλφόνη, όταν είχε πρωτοέρθει στην Ιχθυδάτια από τη Ριλιάδα της Κεντρυδάτιας.
Οι Αγενείς άραξαν και αναζήτησαν καταλύματα για να περάσουν τη νύχτα, αφού έβαλαν φρουρούς στα πλοία τους. Από αύριο θα φρόντιζαν για τις επισκευές στα σκάφη· για την ώρα είχαν κάνει μόνο τις πιο βασικές: αυτές που μπορούσαν να γίνουν μεσοπέλαγα. Τα Νύχια του Φιδιού βρίσκονταν σε άσχημη κατάσταση· στα σπλάχνα τους ακόμα ήταν κάποιοι οι οποίοι φρόντιζαν να μαζεύουν όσα νερά γλιστρούσαν μέσα από το μπάλωμα των τρυπημένων τοιχωμάτων: και θα περνούσαν τη νύχτα εκεί – με βάρδιες, φυσικά.
Ο Γεώργιος έκλεισε δωμάτιο στο ξενοδοχείο που άκουγε στο όνομα «Ο Πολυταξιδεμένος» και βρισκόταν στις βόρειες παρυφές του Ανατολικού Λιμανιού, εκεί όπου συνόρευε με το Κοφτό Άκρο, αλλά αρκετά μακριά από τις όχθες του ποταμού Αλκόνου. Ο Κοσμάς τον μιμήθηκε, καθώς και η Λουκία και μερικοί ακόμα από τους κουρσάρους. Δεν είχαν ξαναεπισκεφτεί το ξενοδοχείο παλιότερα μα δεν αμφισβητούσαν τα λόγια του νέου τους αρχηγού, που τους είπε ότι ήταν καλό.
Προτού κοιμηθούν, κάθισαν σ’ένα σαλονάκι του τέταρτου ορόφου του Πολυταξιδεμένου, πίνοντας ποτά και τρώγοντας ξηρούς καρπούς. Η θέα από εδώ ήταν καλή· είχε μεγάλα γυάλινα παράθυρα: έβλεπες τη νυχτερινή κίνηση στο Ανατολικό Λιμάνι, έβλεπες ώς τις ανατολικές όχθες του ποταμού Αλκόνου, και έβλεπες λίγο και στις δυτικές, στην Κοντή Ουρά.
Ο Γεώργιος ρώτησε τον Κοσμά και τους άλλους πού είχε ο Αγένιος το άντρο του. «Δε μου είπατε ποτέ για άντρο.»
Η Λουκία μόρφασε. «Δεν είχε άντρο, ο λεχρίτης.»
Ο Κοσμάς κούνησε το κεφάλι καθώς έπινε μια γουλιά απ’τη μπίρα του. «Όχι, δεν είχε άντρο.»
«Και πού τη βγάζατε; Στα λιμάνια μόνο;»
«Η Σκιάπολη ήταν η πιο σταθερή βάση μας,» εξήγησε ο Κοσμάς.
«Δε μπορεί να συνεχίσει να ισχύει το ίδιο,» είπε ο Γεώργιος, σκεπτικά.
«Τι εννοείς, Αρχηγέ;» ρώτησε ο Ζαχαρίας. «Θα κάνουμε σε κάποιο μέρος το άντρο μας;»
Ο Γεώργιος ένευσε. «Πρέπει. Έχουμε ήδη τρία πλοία στην αρμάδα μας, και πιθανώς ν’αποκτήσουμε κι άλλα. Χρειαζόμαστε ένα λημέρι. Καλό στην άμυνα και, κυρίως, καλά κρυμμένο.»
Κανείς δεν αμφέβαλλε ότι, όντως, μπορεί να αποκτούσαν κι άλλα πλοία. Κανείς δεν αμφέβαλλε ότι είχαν γι’αρχηγό τους τώρα έναν άντρα σαν τον Ακατάλυτο Κουρσάρο τον ίδιο, μα την ουρά της Έχιδνας και τα πλοκάμια του Άτλαντα. Έμειναν σιωπηλοί, περιμένοντάς τον να συνεχίσει.
Αλλά ο Γεώργιος έκανε απλά μια ερώτηση: «Έχετε υπόψη σας κανένα τέτοιο μέρος;»
Αλληλοκοιτάχτηκαν. Ο Κοσμάς είπε, τελικά: «Θα πρέπει να το σκεφτούμε, Καπ’τάνιε. Τώρα» – έτριψε τα μάτια του – «είμαστε λιωμένοι.» Τελείωσε τη μπίρα του με μια μεγάλη γουλιά.
«Ναι,» συμφώνησε ο Ζαχαρίας· «το μυαλό δε λειτουργεί καλά τώρα.»
«Ναι,» είπε και η Λουκία, δίχως άλλο σχόλιο.
Όταν οι υπόλοιποι αραίωσαν ένας-ένας από το σαλονάκι, πηγαίνοντας στα δωμάτιά τους, έμειναν στο τέλος εκεί μόνο ο Γεώργιος, η Ευθαλία (απλωμένη στους ώμους του), και η Λουκία. Η τελευταία τον ρώτησε: «Νάρθω να κοιμηθούμε μαζί;»
Ο Οφιομαχητής ήπιε μια γουλιά απ’το λίγο Αίμα της Έχιδνας που απέμενε στο ποτήρι του. «Δεν κοιμάμαι,» της θύμισε.
Η Λουκία μειδίασε. «’Ντάξει· θα κοιμηθώ εγώ κι εσύ μπορείς να με κοιτάζεις. Κι άμα γουστάρεις,» πρόσθεσε ευθαρσώς, «μπορείς ακόμα και να με πηδήξεις. Εκτός άμα νομίζεις ότι... αυτό ήταν... ότι τελείωσε.» Και υπήρχε ένας ερωτηματικός τόνος στη φωνή της. Όσο ήταν στη Σκιάπολη, δεν είχε βρει την ευκαιρία να πλαγιάσει με τον Γεώργιο· εκείνος όλο στις Μέσα Γειτονιές πήγαινε, στον Οίκο της Ανεμώνης. Η Λουκία είχε ακούσει να λένε πως είχε κάποια σταθερή εκεί: κάποια που την ονόμαζαν (όνομα πουτάνας, προφανώς) Πράσινη Κρίνη: μια τύπισσα που οι άλλες πουτάνες θεωρούσαν φυσημένη, ότι δεν ήταν και πολύ με τα καλά της, παλαβή. Της τάχε πει της Λουκίας ο Νικόλαος το Ψηλό Ποτήρι, ο οποίος είχε πάει μια βραδιά στον Οίκο της Ανεμώνης μαζί με τον αρχηγό. Είχε μεθύσει σαν ζώο, τελικά, και οι γυναίκες του Οίκου τον είχαν πετάξει έξω με τις κλοτσιές, κυριολεκτικά· όμως δεν μπορεί όλα όσα είχε ακούσει να τάχε ακούσει μεθυσμένος, νόμιζε η Λουκία.
«Έλα,» της απάντησε μόνο ο Γεώργιος, με τα μάτια του να μην έχουν βλεφαρίσει ούτε στιγμή, όπως συνήθως.
Η Λουκία δεν ήξερε πώς να το εκλάβει αυτό. Σήμαινε ότι είχαν τελειώσει, ή όχι; Θα το ανακαλύψουμε, σκέφτηκε, έχοντας μια περιπετειώδη αίσθηση που ξεκινούσε απ’την κοιλιά της και απλωνόταν στο στήθος της.
Έφυγαν από το σαλονάκι και πήγαν στο δωμάτιο του Γεώργιου, όπου η Λουκία δεν άργησε να κοιμηθεί – ήταν, όπως αποδείχτηκε, εξουθενωμένη ύστερα από τη ναυμαχία – ενώ ο Οφιομαχητής καθόταν οκλαδόν στο χαλί του πατώματος, με τα μάτια κλειστά αλλά χωρίς να κοιμάται, έχοντας το Φιλί της Έχιδνας επάνω στα γόνατά του, γυμνολέπιδο. Ήταν ντυμένος μόνο με μια περισκελίδα – η θέρμανση του δωματίου ήταν αρκετή για να μην κρυώνει – και τα πρόσφατα τραύματα στο μαυρόδερμο σώμα του φαίνονταν σκούρα-μπλε. Στους ώμους του ήταν τα ανεξίτηλα σημάδια που είχαν αφήσει τα νύχια της Έχιδνας, στα βάθη των ωκεανών, όταν έχασε κάθε μνήμη από το παρελθόν του...
Η Ευθαλία σερνόταν, για λίγο, μες στο δωμάτιο και κατέληξε κάτω απ’το κρεβάτι, όπου κουλουριάστηκε, έγινε ένας σχεδόν τέλειος κύκλος, και πέρασε τη νύχτα εκεί.
Το επόμενο πρωί, οι Αγενείς άρχισαν να φροντίζουν για τις επισκευές στα πλοία τους, ειδικά στα Νύχια του Φιδιού. Ο Γεώργιος, όμως, φοβόταν ότι ίσως ο Μεγαλοφονιάς να ήταν εδώ παρότι δεν είχαν δει τα σκάφη του αραγμένα. Άλλωστε, ήταν νύχτα τότε και μπορεί οι παρατηρητές των Αγενών να είχαν κάνει λάθος, να μην τα είχαν προσέξει. Πρόσταξε, λοιπόν, να πάνε να κοιτάξουν ξανά, σ’όλο το Ανατολικό Λιμάνι, απ’άκρη σ’άκρη· και σ’όλο το Λιμάνι των Φυλάκων επίσης, απ’άκρη σ’άκρη κι εκεί. «Αν είν’ εδώ αυτό το αρχίδι ο Μεγαλοφονιάς, θέλω να το ξέρω,» τους είπε· και μερικοί από τους κουρσάρους του έτρεξαν να κάνουν όπως είχε ζητήσει.
Η Ερασμία’μορ τον πλησίασε, αργότερα, καθώς ο Γεώργιος είχε τελειώσει κάποιες γρήγορες συνεννοήσεις μ’έναν ναυπηγό και στεκόταν τώρα στην προβλήτα αντίκρυ στα Νύχια του Φιδιού. «Καπετάνιε...» είπε η μάγισσα, τυλιγμένη στην κάπα της και, από κάτω, περισσότερο ντυμένη απ’ό,τι συνήθως. Στα λιμάνια δεν τριγύριζε ημίγυμνη όπως επάνω στο σκάφος. Επίσης, τώρα φορούσε ένα ζευγάρι μαύρα μποτάκια.
«Τι;» τη ρώτησε ο Γεώργιος, καθώς ο Ζαχαρίας, ο Καπετάνιος των Νυχιών, βάδιζε μαζί με τον ναυπηγό προς το πλοίο για να του δείξει τις ζημιές.
«Δε σ’ευχαρίστησα ώς τώρα, αλλά νομίζω ότι θα έπρεπε,» είπε η Ερασμία.
«Τι εννοείς, μάγισσα; Για ποιο πράγμα;»
«Που δεν μ’έδωσες στον Μεγαλοφονιά όταν με ζήτησε.»
«Γιατί να σε δώσω; Είσαι του πληρώματός μου.»
«Ήταν ο Μεγαλοφονιάς, όμως, που με ζήτησε. Πολλοί καπεταναίοι θα κώλωναν να του πουν όχι. Και σ’έβαλα και σε μπελάδες, σίγουρα, που αρνήθηκες να με δώσεις–»
«Όχι τέτοιες μαλακίες,» της είπε ο Οφιομαχητής, ενώ το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου σφύριζε μέσα του καταπολεμώντας την απάνθρωπη οργή της Έχιδνας. «Δουλειά του καπετάνιου είναι να προστατεύει το πλήρωμά του.»
Η Ερασμία’μορ χαμογέλασε. «Γι’αυτό είσαι καλύτερος Καπετάνιος απ’τον Αγένιο, και γι’αυτό όλο το τσούρμο σε γουστάρει περισσότερο. Αλλά, και πάλι, σου είμαι υποχρεωμένη, σ’το λέω.»
«Ό,τι νομίζεις, μάγισσα. Όμως έχε στο μυαλό σου ότι εγώ ο ίδιος κινδύνεψα λιγότερο από οποιονδήποτε άλλο σ’αυτή την παλιοϊστορία με τον Μεγαλοφονιά. Άνθρωποι σκοτώθηκαν, άνθρωποι τραυματίστηκαν. Εγώ είμαι... διαφορετικός.»
Η Ερασμία δεν μπορούσε να διαφωνήσει. Ο Καπετάνιος σίγουρα ήταν «διαφορετικός». Δεν είχε ποτέ της ξαναδεί άνθρωπο σαν αυτόν. Αναρωτιόταν τι θα έβρισκε κάποιος μάγος αν έκανε επάνω του Ξόρκι Πνευματικής Ανιχνεύσεως. Ήταν, μήπως, δαιμονισμένος από κάποιο παράξενο πνεύμα; Εκείνη, πάντως, δεν ήξερε αυτό το ξόρκι, και δεν μπορούσε να το ερευνήσει το θέμα.
Οι πειρατές που είχαν πάει να κοιτάξουν για τυχόν αραγμένα πλοία του Μεγαλοφονιά επέστρεψαν σύντομα κοντά στον Γεώργιο – ενώ η Ερασμία’μορ εξακολουθούσε να στέκεται πλάι του, στο Ανατολικό Λιμάνι – και του ανέφεραν ότι πουθενά δεν είχαν μπανίσει αυτούς που έψαχναν. Οι Θαλασσοφονιάδες δεν πρέπει να ήταν στην Ιλφόνη.
«Καλώς,» τους είπε ο Γεώργιος. «Αλλά να συνεχίσετε νάχετε το νου σας. Άμα τους δείτε να μπαίνουν στ’Ανατολικό Λιμάνι ή στο Λιμάνι των Φυλάκων, θέλω να το μάθω αμέσως.»
«Έγινε, Καπ’τάνιε,» αποκρίθηκε ο Λουκιανός ο Γρηγοροχέρης.
Οι επισκευές των πλοίων συνεχίστηκαν ολόκληρη εκείνη την ημέρα, και, καθώς ο Οφιομαχητής τις περίμενε να τελειώσουν και περίμενε, επίσης, τους κουρσάρους του να βρουν αγοραστές για κάποια από τη λεία που είχαν αρπάξει απ’το Ξίφος των Αρχόντων, μια ιδέα άρχισε να μπαίνει στο μυαλό του. Σκεφτόταν να επισκεφτεί τον Υψηλό Ναό της Έχιδνας, ο οποίος δεν βρισκόταν μακριά από την Ιλφόνη, όπως είχε ακούσει όταν παλιότερα είχε περάσει από εδώ. Τότε δεν τον είχε επισκεφτεί γιατί άλλα είχαν προκύψει και γιατί δεν το έκρινε σκόπιμο να έχει πάλι επαφές με ιερωμένους της Έχιδνας· δε νόμιζε ότι θα έβρισκε καμιά λύση στο πρόβλημά του μέσω αυτών. Τώρα όμως αναρωτιόταν... Αναρωτιόταν... Και θυμόταν κι εκείνους τους ιερείς στον Ναό της Έχιδνας στις βόρειες ακτές του Στόματος του Ιχθύος οι οποίοι τον είχαν ρωτήσει αν είχε συναντήσει την Αρχιέρεια της Ιχθυδάτιας...
Γιατί όχι; σκέφτηκε. Είχε ακούσει και κάτι αρκετά παράξενες φήμες γι’αυτήν όσο ήταν στην Ιλφόνη, παλιότερα. Είχε ακούσει να λένε ότι ήταν πολύ μικρή για το αξίωμά της. Ούτε καν είκοσι χρονών. Οι ιερωμένοι της Έχιδνας θεωρούσαν ότι είχε κάποια «ιδιαίτερη χάρη» από τη Φαρμακερή Κυρά. Και φημολογείτο πως ήταν από τις ιέρειες που πίστευαν ότι μόνο ιέρειες ταίριαζαν στη θρησκεία της Έχιδνας, ότι δεν έπρεπε να υπάρχουν άντρες ιερωμένοι, όπως δεν υπήρχαν και πριν από περισσότερο από έναν αιώνα. Το τυπικό της θρησκείας τους τώρα είχε αλλάξει σε σχέση με παλιά, απ’ό,τι είχε μάθει ο Γεώργιος. Του το είχε πει η Ευφροσύνη, η Πρωθιέρεια του Ναού στους Βαλτότοπους των Όφεων. Κάποτε, μάλιστα, είχε προσθέσει, ακόμα πιο παλιά, σε ορισμένους... άγριους Ναούς – όπως ετούτον εδώ – άμα έπιαναν άντρα να πλησιάζει, έβαζαν φίδια να φάνε το πουλί και τα αρχίδια του. Δεν ήταν και η καλύτερη ιστορία που μπορούσες να διηγηθείς σε κάποιον με τον οποίο ήθελες να πλαγιάσεις, νόμιζε ο Γεώργιος, αλλά η Ευφροσύνη δεν ήταν και πολύ διακριτική, όπως είχε καταλάβει όσο καιρό την ήξερε σ’εκείνους τους τόπους.
Και τώρα είχε την περιέργεια να γνωρίσει την Αρχιέρεια της Ιχθυδάτιας, η οποία πρέπει να ήταν τελείως διαφορετικού χαρακτήρα από την Ευφροσύνη, αν οι φήμες γι’αυτήν αλήθευαν. Και κάποιες, τουλάχιστον, πρέπει να αλήθευαν.
Επιπλέον, αν είχε «ιδιαίτερη χάρη», όπως ισχυρίζονταν οι ιερωμένοι, τότε ίσως να μπορούσε με τη χάρη της να βοηθήσει τον Οφιομαχητή να ξαναβρεί τις αναμνήσεις του, σωστά; Όταν πρωτοείχε επισκεφτεί την Ιλφόνη, ο Γεώργιος δεν το πίστευε· τώρα, όμως... τώρα... Τι είχε να χάσει;
Βρήκε ένα δίκυκλο όχημα και το νοίκιασε. Το αγόρασε, ουσιαστικά, γιατί δεν του το έδιναν αλλιώς, αλλά θα του επέστρεφαν μεγάλο μέρος των χρημάτων αν τους το γύριζε άθικτο – μια τακτική που ακολουθούσαν σε πολλά μέρη για άτομα που δεν τα γνώριζαν καλά.
«Πού πας, Γεώργιε;» τον ρώτησε ο Κοσμάς. «Θες νάρθει κανείς μαζί σου;»
«Όχι· δε θ’αργήσω.»
«Πού πας, όμως;»
«Στον Υψηλό Ναό της Έχιδνας. Δε θ’αργήσω,» επανέλαβε· και, καθισμένος στη σέλα του δίκυκλου, έβαλε μπροστά τη μηχανή κι έφυγε απ’τις αποβάθρες του Ανατολικού Λιμανιού της Ιλφόνης.
Σύντομα βγήκε από την πόλη περνώντας κάτω από την Πύλη των Όφεων (που είχε πάρει αυτό το όνομα επειδή ήταν προς τη μεριά του Υψηλού Ναού). Οδήγησε ανατολικά επάνω στη δημοσιά, κοντά στη θάλασσα, την οποία και συνεχώς έβλεπε πλάι του, να γυαλίζει στο ανοιξιάτικο φως των δίδυμων ήλιων της Υπερυδάτιας. Ετούτες οι περιοχές ονομάζονταν Νότιες Ακτές και ήταν πιο πλούσιες από τις Χαμηλές Ακτές, στα δυτικά. Οι μικρές πόλεις τους και τα χωριά τους είχαν περισσότερα να προσφέρουν. Αλλά ο Γεώργιος δεν σκόπευε να ταξιδέψει μακριά. Ο Υψηλός Ναός της Έχιδνας απείχε γύρω στα τριάντα χιλιόμετρα από την Ιλφόνη αν μετρούσες ευθύγραμμα όπως πετά ο γλάρος· αλλά, πρακτικά, η απόσταση ήταν μεγαλύτερη, γιατί εσύ, ως ταξιδιώτης, δεν πήγαινες όπως πετά ο γλάρος. Ο Γεώργιος παρατηρούσε τις πινακίδες στο πλάι της δημοσιάς καθώς οδηγούσε, περνώντας δίπλα από διαβάτες, καβαλάρηδες, αμαξάδες, και οδηγούς ενεργειακών οχημάτων. Δεν άργησε να δει την επιγραφή που περίμενε:
ΠΡΟΣ ΥΨΗΛΟ ΝΑΟ ΕΧΙΔΝΑΣ
και
ΚΑΤΩΒΡΑΧΙ
Και το βέλος έδειχνε τον μικρότερο δρόμο που έβγαινε από τη δημοσιά κατευθυνόμενος νότια. Ο Γεώργιος τον ακολούθησε. Από εδώ όπου ήταν τώρα δεν φαινόταν η θάλασσα, αλλά σύντομα φάνηκε πάλι καθώς το δίκυκλό του βρέθηκε κοντά στις ακρογιαλιές. Το μέρος ήταν πεδινό, με κάποια σύδεντρα αποδώ κι αποκεί. Ένα χωριό υπήρχε το οποίο πρέπει να ονομαζόταν Κατωβράχι, αν έκρινε ο Γεώργιος από την επιγραφή της πινακίδας. Οι ντόπιοι έμοιαζαν για βοσκοί και ψαράδες, αν και πρέπει να καλλιεργούσαν και τη γη λίγο, απ’ό,τι φαινόταν. Καθώς ο Γεώργιος περνούσε δίπλα από το χωριό, ακολουθώντας πάντα τον δρόμο, συνάντησε κάτι πάγκους, στημένους εκεί από τους ντόπιους μάλλον, κι επάνω τους είδε διάφορα μπιχλιμπίδια της θρησκείας της Έχιδνας: φυλαχτάρια σαν πλεγμένα φίδια, λαξευτά δαχτυλίδια από ξύλο, ευχές γραμμένες σε μικρά κομμάτια περγαμηνής, μικροσκοπικά φιαλίδια με σταγόνες από «ιερά δηλητήρια» του Υψηλού Ναού. Ο Γεώργιος δεν σταμάτησε ούτε για λίγο, φυσικά. Τα αγνόησε όλα. Δεν του χρειάζονταν τέτοια πράγματα. Είχε ένα πολύ πιο ισχυρό «φυλαχτό» μαζί του – το Φιλί της Έχιδνας· ακόμα και δαιμονικά πνεύματα ήταν ικανό να τρομάξει αυτό το μεγάλο, χαραγμένο λεπίδι. Επίσης, υποπτευόταν ότι κάποιοι θα θεωρούσαν και τον ίδιο – τον ίδιο τον Οφιομαχητή – φυλαχτό.
Ο Γεώργιος συνέχισε ν’ακολουθεί τον δρόμο, ο οποίος κατέληγε στον Υψηλό Ναό της Έχιδνας, δίπλα στη μεγάλη αμμουδιά όπου τρεις βάρκες ήταν προσαραγμένες. Ο Ναός ήταν όπως οι περισσότεροι της Έχιδνας: είχε εξώναο από θαλασσολίθινες πλατφόρμες με ψηλούς κίονες, αγάλματα, και πύραυνα· και είχε κι ένα κεντρικό οικοδόμημα, όχι από θαλασσόλιθο εδώ, αλλά από άλλου είδους πέτρα, και αξιοσημείωτου ύψους. Ο Γεώργιος είχε αγναντέψει τους δύο ψηλούς πύργους του από τότε που είχε στρίψει νότια, στη γωνία με την πινακίδα. Τους είχε δει κι άλλες φορές, φυσικά, όταν περνούσε με τους κουρσάρους του από τις Νότιες Ακτές της Ιχθυδάτιας. Τα βράδια οι ιερωμένοι άναβαν φωτιές εκεί – φωτιές, όχι ενεργειακές λάμπες – που το φως τους, διαθλώμενο μέσα από ειδικά κρύσταλλα, έβγαινε πολύ δυνατό. Σαν φάροι ήταν οι Δίδυμοι Πύργοι της Έχιδνας – ή οι Φαρμακεροί Πύργοι, όπως κάποιοι, ανεπίσημα, τους αποκαλούσαν. Ο ένας ήταν ο Διπλόφις Πύργος, που από κάτω ώς πάνω, ήταν λαξεμένος σαν δύο φίδια μπλεγμένα μεταξύ τους. Ο άλλος ήταν ο Μονόφις Πύργος, που ήταν λαξεμένος, από κάτω ώς πάνω, σαν ένα μοναχικό φίδι, και το φως από τις φωτιές στην κορυφή του φαινόταν μέσα από τα μάτια και το ανοιχτό στόμα της κεφαλής του φιδιού. Στον Διπλόφι Πύργο, το φως από τις φωτιές φαινόταν μέσα από ένα παράθυρο της κορυφής του η οποία σχηματιζόταν ανάμεσα στις πλεγμένες κεφαλές των δύο φιδιών. Οι ίδιες οι κεφαλές ήταν στραμμένες στον ουρανό· κοίταζαν προς τα πάνω, σαν τα ερπετά να προσπαθούσαν να διακρίνουν κάτι στα σύννεφα.
Ο Γεώργιος σταμάτησε το δίκυκλό του έξω από την κεντρική είσοδο του Ναού και κατέβηκε από τη σέλα. Ήταν πρωί, και μια τελετή διεξαγόταν στον εξώναο: μια ιέρεια, κάποιοι δόκιμοι, κι ένας γονατισμένος άντρας, γυμνός απ’τη μέση κι επάνω, βρίσκονταν εκεί. Ο Γεώργιος τούς αγνόησε και βάδισε προς την είσοδο του Ναού. Είδε δύο ναοφύλακες να τον λοξοκοιτάζουν, γιατί τα όπλα ήταν φανερά επάνω του, αλλά κανείς δεν μπήκε στον δρόμο του, ούτε του μίλησε.
Μετά την είσοδο βρισκόταν, ως συνήθως, ο σηκός, ο οποίος εδώ ήταν μεγαλύτερος απ’ό,τι σε άλλους Ναούς. Στο κέντρο του έστεκε ένα ψηλό άγαλμα της Έχιδνας, και πέντε μικρότερα αγάλματα το περιστοίχιζαν τριγωνικά: τρεις γυναίκες και δύο φίδια που το καθένα ήταν, στο μπόι, όσο οι γυναίκες. Στους τοίχους και στις κολόνες της αίθουσας υπήρχαν διάφορα ιερατικά λαξεύματα με ερπετά.
Ο Γεώργιος τράβηξε το Φιλί της Έχιδνας.
Δύο ναοφύλακες, τραβώντας κι εκείνοι τα σπαθιά τους, ήρθαν αμέσως προς το μέρος του. Αλλά προτού βρεθούν κοντά του εκείνος φώναξε: «Ιερότατε! Είμαι εδώ για να μιλήσω με την Αρχιέρεια της Ιχθυδάτιας.»
Ο ιερέας στον οποίο απευθυνόταν στράφηκε και τον ατένισε συνοφρυωμένος πίσω από τη μάσκα της ιεροσύνης που έκανε το πρόσωπό του πράσινο και τα μάτια του πλαισιωμένα από μαύρους κύκλους. «Ποιος είσαι;» ρώτησε, γνέφοντας στους ναοφύλακες να μείνουν στη θέση τους. «Και γιατί κρατάς έτσι μπροστά σου αυτό το σπαθί;»
Αλλά ο Γεώργιος υποψιαζόταν ότι ο ιερέας ήδη καταλάβαινε ποιος ήταν. «Ξέρεις ποιος είμαι,» του είπε. «Κι αν θέλεις, έλα πιο κοντά να το διαβάσεις.» Βαστούσε τη λεπίδα του Φιλιού κάθετα, προσκαλώντας τον να πλησιάσει για να κοιτάξει τα χαράγματα στην Ιερατική Γλώσσα της Έχιδνας.
Ο ιερέας πλησίασε–
«Ιερότατε!» του είπε η μία ναοφύλακας, ενώ και εκείνη και ο συνάδελφός της τώρα κρατούσαν ενεργειακά πιστόλια εκτός από σπαθιά. «Προσέξτε· ίσως να–»
Ο ιερέας τής έγνεψε να σωπάσει. Ζύγωσε το Φιλί της Έχιδνας και διάβασε τι ήταν γραμμένο στη λεπίδα του. Τα μάτια του, ύστερα, ατένισαν τα μάτια του Γεώργιου που ποτέ δεν βλεφάριζαν. «Είσαι αυτός...» ψιθύρισε. «Ο Φιλημένος από την Κεντρυδάτια... που τον λένε ‘Οφιομαχητή’.»
Ο Γεώργιος ένευσε και θηκάρωσε το σπαθί του. «Θέλω να μιλήσω στην Αρχιέρεια.»
Τον οδήγησαν σ’αυτήν, καθώς κι άλλοι ιερείς, ιέρειες, δόκιμοι, και ναοφύλακες μαζεύονταν γύρω του. Τον οδήγησαν μέσα στον Μονόφι Πύργο. Ανέβηκαν στην κορυφή του μέσω του ανελκυστήρα (ο Γεώργιος και μερικοί ακόμα) και των πολλών σκαλοπατιών (οι υπόλοιποι).
Η Αθανασία, η νεαρή Αρχιέρεια της Ιχθυδάτιας, στεκόταν ανάμεσα σε δύο αναμμένα πύραυνα, μπροστά στο άνοιγμα του στόματος της κεφαλής του φιδιού, λίγο πιο μέσα από τον εξώστη που σχημάτιζε η κάτω σιαγόνα του. Το κρύσταλλο το είχαν σηκώσει τώρα, και ο ανοιξιάτικος αέρας έμπαινε αρκετά ψυχρός από το στόμα του φιδιού, σε τέτοιο ύψος κοντά στη θάλασσα.
Η Αρχιέρεια της Έχιδνας δεν ήταν και πολύ διαφορετικά ντυμένη από τους υπόλοιπους ιερωμένους. Φορούσε κι αυτή έναν μακρύ πράσινο χιτώνα και το πρόσωπό της ήταν καλυμμένο με τη βαφή που ονόμαζαν «μάσκα της ιεροσύνης». Αλλά τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια στα χέρια της φανέρωναν το αξίωμά της, καθώς και το διάδημα στο κεφάλι της που ήταν από χρυσάφι και λαξεμένο σαν πλεγμένα φίδια, έχοντας στο μέτωπο έναν λίθο που, όπως αργότερα θα μάθαινε ο Γεώργιος, ονομαζόταν Οφθαλμός του Όφεως και ήταν πολύ σπάνιος και πολύτιμος, ενώ σύμφωνα με ορισμένους είχε μυστηριακές δυνάμεις – σχετιζόμενες με την Έχιδνα, φυσικά.
Η Αθανασία ήταν μικρής ηλικίας, και φαινόταν. Το δέρμα της, εκεί όπου διακρινόταν πέρα από τη μάσκα της ιεροσύνης, ήταν λευκό με απόχρωση του ροζ. Τα μαλλιά της ήταν καστανόξανθα και πλεγμένα περίτεχνα καθώς έπεφταν στην πλάτη και στους ώμους της. Ερπετοπλεξίδες λεγόταν αυτή η μόδα στην Υπερυδάτια, και την ακολουθούσαν, κυρίως, ιέρειες της Έχιδνας, γυναίκες πολύ πιστές στην Έχιδνα, ηθοποιοί, τραγουδίστριες, και καλλιτέχνιδες.
Η κοπέλα που ήταν Αρχιέρεια της Υπερυδάτιας μειδίασε λεπτά αντικρίζοντας τον μαυρόδερμο, πρασινομάλλη, μουσάτο άντρα απέναντί της. «Ο Οφιομαχητής...» είπε. «Επιτέλους! Σε περιμέναμε. Γιατί άργησες τόσο;» Ακούστηκε σαν παράπονο και, συγχρόνως, σαν μομφή.
Δεν ήταν πολλά τα πράγματα που μπορούσαν πια να ξαφνιάσουν τον Γεώργιο· αλλά τα λόγια αυτής της νεαρής Αρχιέρειας τον ξάφνιασαν εκείνη τη στιγμή. «Με περιμένατε;»
«Είχαμε ακούσει για σένα, από ομόθρησκους στην Κεντρυδάτια· και κάποιοι έλεγαν ότι είχες πλεύσει για εδώ. Κάποιοι, μάλιστα, νόμιζαν ότι, πλέοντας στην Ιχθυδάτια, είχες έρθει πρώτα στην Ιλφόνη. Και, πριν από μερικές ημέρες, μάθαμε ότι στο Λιμάνι των Φυλάκων, στο πανδοχείο που ονομάζεται ‘Το Μεσαίο Βήμα’, βρέθηκες σε σύγκρουση με τον Μεγαλοφονιά, τον γνωστό κουρσάρο. Αληθεύει;»
«Αληθεύει. Ήταν τυχερός που τον άφησα να ζήσει, αλλά μετά δεν εκμεταλλεύτηκε καλά την τύχη του.»
Ένας ιερέας είπε: «Πανιερότατη. Πώς ξέρουμε ότι αυτός ο άνθρωπος είναι όντως ο Οφιομαχητής; Επειδή οι φήμες λένε ότι το δέρμα του–»
«Σιωπή!» φώναξε η Αθανασία, ατενίζοντάς τον με τρόπο που έμοιαζε να λέει Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να μιλήσεις; ή Μην ξεχνάς τη θέση σου! Ήταν αλήθεια, λοιπόν, ότι είχε εκείνες τις... ιδιαίτερες πεποιθήσεις για τους άντρες ιερείς; αναρωτήθηκε ο Γεώργιος. Ή αυτός ήταν ο χαρακτήρας της, γενικά;
Ο ιερέας που είχε αρχικά μιλήσει με τον Οφιομαχητή στον σηκό είπε τώρα: «Έχει μαζί του ένα σπαθί που το αποδεικνύει.» Και προς εκείνον: «Αν θέλεις....»
Ο Γεώργιος τράβηξε το Φιλί της Έχιδνας και κράτησε τη λεπίδα μπροστά του, όρθια, κάθετα. Η Ευθαλία, που ήταν τυλιγμένη γύρω από τον αριστερό του πήχη, σύριξε χαμηλόφωνα.
Η Αθανασία πλησίασε – οι ναοφύλακες και οι ιερωμένοι τσιτώθηκαν, φανερά – με τα χέρια της απλωμένα προς το ξίφος. «Δος το σ’εμένα!» είπε... λαίμαργα σχεδόν, νόμιζε ο Γεώργιος. Σαν το σπαθί να ήταν νερό, κι εκείνη αφυδατωμένη.
Της το έδωσε, και η νεαρή Αρχιέρεια το κράτησε και με τα δύο χέρια, οριζόντια μπροστά της, στρέφοντας το βλέμμα της επάνω στη λεπίδα του, διαβάζοντας τις γραφές στην Ιερατική Γλώσσα της Έχιδνας.
Χαμογέλασε και ύψωσε πάλι τα μάτια της στο πρόσωπο του Γεώργιου. Συνεχώς τον ατένιζε καταπρόσωπο όποτε τον κοιτούσε, είχε παρατηρήσει εκείνος. Και τώρα του είπε: «Είναι αλήθεια – δεν βλεφαρίζεις.»
«Ούτε κοιμάμαι. Ούτε τα δηλητήρια με βλάπτουν. Χρειάζεται να τα δοκιμάσουμε όλα πάλι; Το έχω κάνει και σε άλλους ναούς, ξανά και ξανά.»
Η Αθανασία γέλασε ξαφνικά, και το γέλιο της έμοιαζε – απροσδόκητα, ίσως – πολύ κοριτσίστικο. «Όχι,» είπε. «Σε πιστεύω. Δεν θα μπορούσες να είσαι κανένας άλλος εκτός από τον Οφιομαχητή.»
«Δεν βρίσκομαι τυχαία εδώ,» της είπε ο Γεώργιος, σταθερά.
«Φυσικά και δεν βρίσκεσαι τυχαία εδώ. Έπρεπε, μάλιστα, να είχες ήδη έρθει να σε γνωρίσουμε.»
«Δεν εννοώ αυτό, Πανιερότατη.»
Η έκφραση στο πρόσωπο της Αθανασίας έγινε ερωτηματική κάτω από τη μάσκα της ιεροσύνης.
«Δεν θυμάμαι τίποτα από το παρελθόν μου,» εξήγησε ο Οφιομαχητής, «και ελπίζω ότι ίσως να μπορείτε να με βοηθήσετε να θυμηθώ. Έχω ακούσει... φήμες για εσάς, Πανιερότατη.»
Τα χείλη της σούφρωσαν έτσι που έδειχναν πολύ έντονα την ηλικία της· μια πιο ώριμη γυναίκα δεν θα μόρφαζε έτσι, νόμιζε ο Γεώργιος. «Οι φήμες δεν μαρτυρούν πάντα την αλήθεια, Οφιομαχητή. Αλλά πες μου για τον εαυτό σου. Κάθισε μαζί μου και πες μου.» Είχε πάλι αυτή τη λαίμαργη έκφραση.
Έτσι, η Αρχιέρεια της Ιχθυδάτιας και ο Οφιομαχητής κάθισαν εκεί, στην κορυφή του Μονόφεως Πύργου, επάνω σε ξύλινα λαξευτά σκαμνιά, ανάμεσα στα αναμμένα πύραυνα, ενώ ο ανοιξιάτικος θαλασσινός αγέρας σφύριζε και βούιζε. Δεν έμειναν κοντά τους όλοι όσοι είχαν συνοδέψει τον Γεώργιο· η Αθανασία τούς έδιωξε τους περισσότερους: επέτρεψε να μείνουν μόνο τρεις ιέρειες. Ένας ναοφύλακας έκανε να φέρει αντίρρηση, αλλά το βλέμμα της τον σώπασε. Και τώρα ο Οφιομαχητής τής διηγιόταν πώς είχε καταλήξει στον Ναό της Έχιδνας στο Πλοκάμι των Ναυαγίων της Κεντρυδάτιας. Τη ρώτησε και για το χαμένο πλοίο του, το οποίο αναζητούσε. Εκείνη δεν ήξερε τίποτα γι’αυτό, ούτε καμιά από τις άλλες τρεις ιέρειες (που οι δύο είχαν αφημένα τα νύχια του αριστερού τους χεριού πολύ μακριά, και βαμμένα με μαύρη γυαλιστερή μπογιά).
Η Αρχιέρεια της Ιχθυδάτιας ζήτησε από τον φιλοξενούμενό της να της πει περισσότερα από τις περιπέτειές του στην Υπερυδάτια, κι εκείνος, για να μην την προσβάλει, υπάκουσε. Όταν όμως η Αθανασία τού πρότεινε να μείνει στον Ναό σήμερα ολόκληρη την ημέρα, ο Γεώργιος αρνήθηκε χωρίς να δώσει εξηγήσεις. (Δεν ήθελε ν’αφήσει τους κουρσάρους του μόνους στην Ιλφόνη τόσες ώρες· ίσως ο Μεγαλοφονιάς να εμφανιζόταν, ή κάτι άλλο κακό να συνέβαινε.) Τη ρώτησε αν μπορούσε, με τη χάρη της Έχιδνας, να επαναφέρει τη χαμένη μνήμη του. Η Αθανασία αποκρίθηκε ότι θα προσευχόταν στη Μεγάλη Κυρά για εκείνον–
«Εννοώ κάτι πιο άμεσο, Πανιερότατη.» Και οι άλλες τρεις ιέρειες φάνηκαν, έκδηλα, ξαφνιασμένες από το θράσος του.
Αλλά η Αρχιέρειά τους δεν έδειξε να παραξενεύεται καθόλου, ούτε να θίγεται. Του εξήγησε πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα περισσότερο άμεσα. Όμως, πρόσθεσε, θα βοηθούσε αν ο Γεώργιος έμενε στον Υψηλό Ναό για κάποιο καιρό.
Κι εκείνος είχε την αίσθηση πως η νεαρή Αρχιέρεια της Ιχθυδάτιας ήθελε να τον κρατήσει εδώ... σαν παιχνίδι της, σαν σύμβολο, ή ακόμα και σαν μασκότ, μα την Έχιδνα! Κάτι που θα προσαύξανε το κύρος του Ναού της· κάτι που, πιθανώς, θα τραβούσε την προσοχή των άλλων. Κάτι για να το έχει και να το επιδεικνύει, και να λέει: Να, δείτε, ο Οφιομαχητής είναι στον Ναό μου! Ο Οφιομαχητής! Είμαι πανίσχυρη! Είμαι ευλογημένη!
Ο Γεώργιος αρνήθηκε, πράγμα που φάνηκε να τη δυσαρεστεί, κρίνοντας από τον μορφασμό κάτω από τη μάσκα της ιεροσύνης – αυτό το σούφρωμα των χειλιών ξανά. Οι άλλες τρεις ιέρειες έδειχναν να θεωρούν την απάντησή του αγενή και άπρεπη· αλλά εκείνος, φυσικά, τις αγνόησε.
Εκτός από αυτές τις τρεις και την Αθανασία, μέσα στο ψηλότερο δωμάτιο του Μονόφεως Πύργου βρισκόταν τώρα και μία ακόμα, η οποία είχε έρθει όσο η συζήτησή του διεξαγόταν με την Αρχιέρεια. Είχε μπει χωρίς να ζητήσει άδεια και απλά είχε καθίσει: και όλες τους φαινόταν να το θεωρούν φυσιολογικό αυτό. Η καινούργια δεν ήταν άνθρωπος. Ήταν δίποδη ερπετοειδής. Δεν το έβλεπες αμέσως γιατί φορούσε μακριά ρούχα και είχε μια κουκούλα σηκωμένη στο κεφάλι της, αλλά όταν ήταν κοντά σου διακρίνονταν οι διαφορές στο πρόσωπό της. Ο Γεώργιος, βέβαια, δεν χρειαζόταν να δει την όψη της για να καταλάβει τη φύση της· την είχε διαισθανθεί. Είχε νιώσει μια συγγένεια μαζί της μόλις εκείνη είχε μπει.
Η ερπετοειδής ήταν, γενικά, σιωπηλή. Καθόλου δεν είχε ανοίξει το στόμα της για να μιλήσει· απλά καθόταν και άκουγε, και παρατηρούσε. Οι άλλες – ακόμα και η νεαρή Αρχιέρεια – έμοιαζε να τη σέβονται. Ο Γεώργιος δεν διέκρινε στη σκιασμένη όψη της καμιά επίκριση για την άρνησή του να μείνει στον Ναό.
Ωστόσο, πέρασε το μεσημέρι εκεί, γιατί, ούτως ή άλλως, ώσπου να τελειώσουν την κουβέντα τους, οι δίδυμοι ήλιοι βρίσκονταν ψηλά στον ουρανό. Η Αθανασία τον οδήγησε σε μια αίθουσα του ενδόναου όπου ο Γεώργιος έφαγε με εκείνη και τις άλλες ιέρειες του Ναού. Μαζί τους ήταν και η ερπετοειδής, η οποία εξακολουθούσε να είναι σιωπηλή, και όλες εξακολουθούσαν να δείχνουν, με μικρούς αλλά αξιοσημείωτους τρόπους, ότι τη σέβονταν απεριόριστα. (Ήταν πάντα στον Ναό; αναρωτήθηκε ο Γεώργιος. Μια ερπετοειδής που έμενε μόνιμα σ’έναν ναό της Έχιδνας; Σίγουρα, όχι κάτι το συνηθισμένο...) Ούτε ένας άντρας, ιερέας ή μη, δεν βρισκόταν μέσα στο δωμάτιο, και ο Οφιομαχητής σκέφτηκε: Οι φήμες, λοιπόν, δεν μπορεί να είναι μόνο φήμες... Οι ιερείς πρέπει να έτρωγαν αλλού. Δόκιμες περιφέρονταν γύρω απ’το τραπέζι, σερβίροντας και εξυπηρετώντας με κάθε δυνατό τρόπο. Μόνο δόκιμες, όχι δόκιμοι.
Το απόγευμα, ο Γεώργιος έφυγε από τον Υψηλό Ναό της Ιχθυδάτιας, αρνούμενος γι’ακόμα μια φορά την πρόσκληση της Αθανασίας για να διανυκτερεύσει. Ανέβηκε στο δίκυκλό του και απομακρύνθηκε καθώς οι δίδυμοι ήλιοι έγερναν προς τη δύση. Πέρασε δίπλα από το Κατωβράχι και έπιασε, σύντομα, τη δημοσιά στρίβοντας προς Ιλφόνη. Εν τω μεταξύ, αναρωτιόταν για τη σιωπή εκείνης της ερπετοειδούς στον Ναό. Δεν είχε βγάλει κουβέντα τόσες ώρες. Ήταν μουγκή, άραγε; Τι συνέβαινε μαζί της; Και ποια ακριβώς η σχέση της με τις ιέρειες και την Αρχιέρεια; Η ίδια η Αθανασία δεν είχε δώσει καμιά εξήγηση για την ερπετοειδή, ούτε ο Γεώργιος είχε ρωτήσει.
Μπήκε στην Ιλφόνη από την Πύλη των Όφεων, όπως είχε βγει, και πήγε να βρει τους κουρσάρους του. Συναντώντας τους έμαθε πως τίποτα το αξιοσημείωτο δεν είχε γίνει όσο έλειπε· τα πάντα ήταν ήσυχα και βαρετά. Δεν του έκαναν ερωτήσεις για τον Ναό· προτιμούσαν να μην ξέρουν τι μπορεί να είχε διαδραματιστεί εκεί. Ήταν ο αρχηγός τους, ο άνθρωπος που ήταν σαν τον Ακατάλυτο Κουρσάρο, ο Οφιομαχητής, και τούτο τούς αρκούσε. Τα άλλα που σχετίζονταν μ’αυτόν τούς φόβιζαν.
Μέσα στις επόμενες ημέρες, τελείωσαν με τις επισκευές στα χτυπημένα πλοία τους· αλλά, πολύ προτού οι επισκευές περατωθούν, ο Γεώργιος δέχτηκε μια παράξενη πρόσκληση. Η Φύλακας της Ιλφόνης τού ζητούσε να έρθει να την επισκεφτεί στο Οχυρό του Ποταμού, για μια υπόθεση αμοιβαίου οφέλους, όπως έλεγε η επιστολή της...
Δεν ξέρω πόσες ώρες ακριβώς έχουν κυλήσει, αλλά πρέπει να έχει περάσει καμιά μέρα πάλι, κρίνοντας από το φαγητό που μου φέρνουν. Τώρα, όμως, δεν έρχονται για να με ταΐσουν. Τους βλέπω να με σημαδεύουν με ενεργειακά πιστόλια πίσω από τα κάγκελα ενώ ένας ξεκλειδώνει βιαστικά το κελί μου, νευρικός, φανερά πολύ νευρικός. Φοβάται, μάλλον, ότι θα του χιμήσω. Αλλά τι νόημα έχει να χιμήσεις σε έναν μόνο από αυτούς; Περιμένω για την ώρα που θα τους λιανίσω όλους! Αισθάνομαι την οργή της Έχιδνας να συρίζει μέσα μου σαν αγριεμένη οχιά που στάζει φαρμάκια και εκπέμπει απάνθρωπη δύναμη.
Αλλά πρέπει να είμαι συγκροτημένος. Συγκροτημένος.
Το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου μουρμουρίζει...
Πρέπει να είμαι συγκροτημένος, για να τους ξεφύγω. Αυτό είναι το πιο βασικό. Γιατί, ό,τι κι αν έχουν στο μυαλό τους, δεν μπορεί νάναι τίποτα το καλό... και κάτι μού λέει πως πλησιάζουμε εκεί. Τώρα.
Ο άντρας που ξεκλειδώνει το κελί μου το ανοίγει κι αμέσως τινάζεται πίσω, υψώνοντας κι αυτός το ενεργειακό πιστόλι του. Έχουν σχηματίσει έναν διάδρομο ανάμεσά τους καθώς με σημαδεύουν, παρατηρώ, σαν να με προσκαλούν να βγω.
«Έλα!» μου λέει ένας, απότομα. «Προχώρα!»
«Θα πάμε βόλτα;»
«Προχώρα,» επιμένει, γνέφοντάς μου με το πιστόλι.
«Πού είναι ο Δαμιανός; Ζήτησα να τον δω.»
«Προχώρα, αλλιώς θα σου ρίξουμε!»
Το σώμα μου είναι αρκετά θεραπευμένο από τα ξυλοκοπήματα των βατράχων και τα κοψίματα των λεπίδων του Στέφανου, μα, και πάλι, δεν νομίζω ότι θ’αντέξει τόσες συγκεντρωμένες ενεργειακές ριπές – ακόμα και με την οργή της Έχιδνας να το φορτίζει. Θα πέσει ξανά, κι αυτό δεν το θέλω.
Ούτε τα βατράχια το θέλουν, απ’ό,τι φαίνεται. Γιατί;
«Ρούχα;» τους ρωτάω. Εξακολουθούν να μ’έχουν γυμνό εδώ. Τελείως γυμνό. Συνήθως δεν είμαι ντροπαλός, ούτε κρυώνω εύκολα, αλλά αυτό παραπάει. Έχει καταντήσει γελοίο.
«Δε σου χρειάζονται ρούχα. Προχώρα, λέω!» φωνάζει ο κωλοβάτραχος.
Δε βρίσκεις άκρη με τους φανατικούς. Ειδικά με τους φανατικούς που σε φοβούνται. Βγαίνω απ’το στενό, χαμηλό κελί μου που δεν με χωρά όρθιο και, επιτέλους, ορθώνω κανονικά το σώμα μου. Η αίσθηση είναι καλή.
«Προχώρα!» λέει το βατράχι. «Κουνήσου. Αλλά όχι γρήγορα – δε μπορείς να ξεφύγεις. Προχώρα! Σταθερά. Προχώρα!»
Τους λοξοκοιτάζω δεξιά κι αριστερά μου, να στέκονται στα πλάγια του υπόγειου διαδρόμου όπου βρισκόμαστε. Οι όψεις τους είναι τσιτωμένες· ιδρώτας κυλά επάνω τους. Ο φόβος τους απλά θα τους κάνει να μου ρίξουν πιο εύκολα, πιο γρήγορα· τα δάχτυλά τους τρέμουν στις σκανδάλες των ενεργοβόλων τους.
Βαδίζω ανάμεσά τους και με ακολουθούν. Παρατηρώ πως, και παρακάτω, ο διάδρομος είναι γεμάτος βατράχια που στέκονται δεξιά κι αριστερά σημαδεύοντάς με με όπλα. Πού διάολο βρισκόμαστε; Σε ποιο μπουντρούμι της Οδοντόπολης; Γιατί, για να μ’έχουν φέρει ώς την Οδοντόπολη, δεν μπορεί να είμαστε τώρα αλλού. Περάσαμε την πύλη της για να μπούμε... και τα βατράχια ζήτησαν να μιλήσουν... σε ποια; Α, ναι· σε κάποια Λοχαγό Ορτίνη. Γυναίκα της Φρουράς, προφανώς. Πρέπει να την έχω κατά νου· δεν πρέπει να την ξεχάσω. Όταν βγω από εδώ, θα κουβεντιάσουμε οι δυο μας...
Προχωρώ μέσα σε υπόγειους διαδρόμους, περιστοιχισμένος συνέχεια από κωλοβατράχια που με σημαδεύουν με ενεργοβόλα πιστόλια και βαλλίστρες. Και υποπτεύομαι πως ο μόνος λόγος που δεν κρατάνε όλοι ενεργοβόλα είναι επειδή δεν έχουν αρκετά. Ολόκληρο γαμημένο στρατό του Λοκράθου έχει μαζέψει εδώ κάτω ο Δαμιανός. Για εμένα; Αισθάνομαι κολακευμένος. Θα κουβεντιάσουμε και μ’αυτόν, σύντομα...
Με οδηγούν σε μια αίθουσα αρκετά μεγάλη και, αναμφίβολα, υπόγεια κι αυτή. Δεν έχει παράθυρα, και είναι γεμάτη πιστούς του Λοκράθου. Ναός του. Βλέπω ένα ψηλό είδωλό του στο βάθος – ένα χοντρό ανθρωποειδές, καθισμένο σαν βατράχι, που το κεφάλι του φτάνει ώς το ταβάνι, μοιάζοντας να μας κοιτάζει όλους αυστηρά. Στο κέντρο της αίθουσας είναι ένας μεγάλος λάκκος, και πίσω από τον λάκκο, ανάμεσα σ’αυτόν και το άγαλμα του Λοκράθου, βρίσκεται το σπαθί μου – το Φιλί της Έχιδνας – γυαλίζοντας στα ενεργειακά φώτα της αίθουσας. Η λεπίδα είναι τοποθετημένη οριζόντια, επάνω σε δύο μεταλλικά στηρίγματα. Γιατί έχουν το Φιλί της Έχιδνας εκεί; Τι σκοπεύουν να κάνουν;
Ο Δαμιανός στέκεται κοντά στο σπαθί μου, ντυμένος με ιερατικά άμφια. Δεξιά του στέκεται ένας άλλος ιερέας, κι αριστερά του μια ιέρεια.
«Δαμιανέ!» φωνάζω, κοιτάζοντάς τον από την αντικρινή μεριά της αίθουσας. «Σε ζητούσα!»
Εκείνος δεν μου μιλά. «Ρίξτε τον στον λάκκο!» προστάζει, δείχνοντας τον λάκκο στο κέντρο της αίθουσας μ’ένα κοντό ραβδί. Ένα ραβδί που στο πέρας έχει κάτι το αργυρό – ένα λαξευτό βατράχι, νομίζω.
Οι πιστοί που μ’έχουν φέρει ώς εδώ με ωθούν τώρα με δόρατα, κεντρίζοντας τη ράχη μου, ενώ εξακολουθούν να με σημαδεύουν με ενεργειακά όπλα. Και όχι μόνο αυτοί μα και πολλοί άλλοι μες στην αίθουσα.
Προχωρώ, από περιέργεια αν μη τι άλλο. Θα με βάλουν να κάνω παρέα στα κωλοβατράχια τους; αναρωτιέμαι. Γιατί τέτοια είναι συνήθως μες στους λάκκους των ναών του Λοκράθου: βατράχια, σαλαμάνδρες... Τώρα, όμως, καθώς πλησιάζω στην άκρη του συγκεκριμένου λάκκου, βλέπω μέσα μόνο λάσπες. Δεν καταλαβαίνω... Τι θέλουν να κάνουν;
«Τι συμβαίνει εδώ, Δαμιανέ;» γρυλίζω.
«Κουνήσου!» μου φωνάζει ένας φρουρός. «Μες στο λάκκο! Μες στο λάκκο!»
Γυρίζω απότομα κι αρπάζω το δόρυ του· σπάω την αιχμή με το χέρι μου–
Δύο ενεργειακές ριπές με χτυπάνε στα πόδια, μουδιάζοντάς τα προς στιγμή. Ρόπαλα με κοπανάνε– Κατρακυλάω, πάνω στο επικλινές τοίχωμα του λάκκου, γεμίζοντας λάσπες, καταλήγοντας σύντομα στον πυθμένα.
Ακούω φωνές από ψηλά, από γύρω. Τα καταραμένα βατράχια πανηγυρίζουν.
Σηκώνομαι στα γόνατα. Αν νομίζουν ότι ο γαμημένος λάκκος τους θα με κρατήσει κάτω, κάνουν λάθος!
Βλέπω φρουρούς να έρχονται για να σταθούν στην περιφέρειά του, σημαδεύοντάς με πάλι με ενεργειακά όπλα αλλά και με βαλλίστρες. Από εδώ όπου βρίσκομαι μπορώ να δω, οριακά, το Φιλί της Έχιδνας πάνω στα δύο στηρίγματα. Ο λάκκος δεν είναι πολύ βαθύς, και τα τοιχώματά του έχουν αρκετά μεγάλη κλίση. Θα μπορούσα άνετα να τα ανεβώ. Ο καθένας θα μπορούσε άνετα να τα ανεβεί.
Αλλά και αυτά και το έδαφος είναι γεμάτα λάσπες· και, καθώς προσπαθώ να σηκωθώ όρθιος, διαπιστώνω πως αυτές οι λάσπες είναι πολύ γλιστερές. Περισσότερο από τις συνηθισμένες. Κάποια αλχημική ουσία πρέπει να έχουν χρησιμοποιήσει τα βατράχια του Λοκράθου· ή, ίσως, κάποια ουσία που βγαίνει από τα ίδια τα πλάσματα του θεού τους. Χάνω την ισορροπία μου καθώς κάνω να ορθωθώ, και όχι εξαιτίας του μουδιάσματος στα πόδια μου από τις ενεργειακές ριπές· αυτό έχει ήδη αρχίσει να περνά.
Πιστεύουν, λοιπόν, ότι οι λάσπες τους θα με κρατήσουν μες στον λάκκο... Αυτές και οι φρουροί που με σημαδεύουν.
Αλλά γιατί θέλουν να με έχουν εδώ; Τα πάντα μου φέρνουν στο μυαλό ιεροτελεστία... Τι σκοπεύουν να κάνουν, μα την Έχιδνα; Θέλουν να παίξω κάποιο ρόλο σε κάποια τελετή τους; Τι ρόλο;
«Δαμιανέ!» φωνάζω. «Γιατί είμαι εδώ;» Μπορώ να τον δω, τον καταραμένο, πίσω απ’τους φρουρούς, πλάι στο Φιλί της Έχιδνας. «Και τι κάνεις εκεί με το σπαθί μου;»
Εκείνος – ξανά – με αγνοεί. Και δεν μ’αρέσει να μ’αγνοούν.
Φωνάζει: «Ας αρχίσει η Ιερά Τέλεσις της Προσφοράς του Εχθρού στον Μεγάλο Λοκράθο, και από εκείνον σε εμάς – για τη δική του δόξα!»
Δύο δυνατοί ήχοι ακολουθούν τα λόγια του–
ΝΤΟΟΟοοοοοονκ...
ΝΤΟΟΟοοοοοονκ...
–συγχρονισμένα, ο ένας κατόπιν του άλλου, σαν από γιγάντια μεταλλικά τύμπανα. Και ύστερα μουσική γεμίζει την αίθουσα – από ενεργειακούς αυλούς, αν δεν κάνω λάθος – ήχοι διαπεραστικοί και παράξενοι. Τα φώτα αρχίζουν να τρεμοπαίζουν με τρόπο που μοιάζει ιεροτελεστικός. Και ο Δαμιανός κι οι άλλοι δύο ιερωμένοι – οι κωλοκληρικοί του Λοκράθου – υψώνουν τα χέρια τους και φωνάζουν λόγια, ιεροτελεστικά κι αυτά. Τι λένε; Τι ακριβώς λένε; Κάποια προσφορά; Προσφορά εχθρού; Δεν μπορεί παρά να αναφέρονται σ’εμένα, οι καταραμένοι! Τα χέρια του κληρικού δεξιά του Δαμιανού και τα χέρια της κληρικής στ’αριστερά του σχηματίζουν ένα σύμβολο του θεού τους, πλέκοντας τα δάχτυλά τους. Σχηματίζουν το Μεγάλο Βατράχι. Ο ίδιος ο Δαμιανός έχει απλώς το κοντό ραβδί του υψωμένο, που το αργυρό λαξευτό είδωλο στο πέρας του στραφταλίζει αλλόκοσμα στο φως της αίθουσας.
Θέλουν να με θυσιάσουν, οι ανώμαλοι. Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση γι’αυτές τις μαλακίες. Μιλάνε για προσφορά εχθρού στον παραφουσκωμένο θεό τους. Τι άλλο μπορεί να εννοούν, ενώ μ’έχουν μέσα σ’έναν λάκκο και με σημαδεύουν με όπλα; Τα βέλη των βαλλιστρών σύντομα θα πέσουν βροχή καταπάνω μου...
Γαμώ τις βατραχομάνες τους! Έκαναν όλο αυτό τον κόπο, να με κυνηγάνε από τη μια άκρη της Υπερυδάτιας στην άλλη, μόνο και μόνο για να με ρίξουν σ’έναν γαμημένο λάκκο και να με σκοτώσουν ιεροτελεστικά; Δεν τους έφτανε να με σκοτώσουν πιο... κοινότοπα; Τους φαινόταν βαρετό;
Γιατί έχω την αίσθηση ότι και κάτι άλλο κρύβεται πίσω απ’όλα τούτα;
Χορευτές και χορεύτριες αρχίζουν τώρα να χορεύουν γύρω από τον λάκκο – πίσω από τους φρουρούς πάντα, αλλά τους βλέπω, άνετα, τους βλέπω. Είναι ημίγυμνοι όλοι τους, φοράνε μόνο περισκελίδες και στηθόδεσμους (οι γυναίκες) – που σημαίνει ότι είναι περισσότερο ντυμένοι απ’ό,τι εγώ – και χοροπηδάνε και κινούνται έτσι που θυμίζουν πραγματικά βατράχια. Οι γυναίκες έχουν τα μαλλιά τους φτιαγμένα σύμφωνα με τη μόδα που λέγεται Κόμη Βατράχου, μαζεμένα και πιασμένα πάνω απ’το κεφάλι τους μ’εκείνο τον ιδιαίτερο τρόπο. Οι άντρες έχουν τα δικά τους κεφάλια ξυρισμένα τελείως· το δέρμα τους γυαλίζει.
Και οι κληρικοί τους συνεχίζουν τις ψαλμωδίες, οι ενεργειακοί αυλοί συνεχίζουν να παίζουν εκείνη τη διαπεραστική μουσική, οι φρουροί συνεχίζουν να με σημαδεύουν – και τώρα βλέπω περισσότερες βαλλίστρες στα χέρια τους παρά ενεργειακά πιστόλια.
Ετοιμάζονται για το σκότωμα.
Οι ανώμαλοι γαμιόληδες...
Μόνο ένα πλεονέκτημα έχω αυτή τη στιγμή, όπως φαίνεται: Μάλλον δεν ξέρουν για τις υδατοτρόπες δυνάμεις μου (γιατί, ούτως ή άλλως, οι περισσότεροι που έχουν ακούσει για τον μύθο του Οφιομαχητή δεν γνωρίζουν γι’αυτές).
Οι λάσπες είναι χώμα· αλλά και νερό συγχρόνως. Και το νερό μπορώ να το προστάξω με τη θέλησή μου. Το νιώθω ήδη κάτω από τα πόδια μου, σαν προέκταση των νεύρων μου· και το γεγονός ότι τα πέλματά μου είναι γυμνά με βοηθά σ’αυτή την επαφή, ειδικά αφού δεν έχω να κάνω με καθαρό νερό αλλά με νερό ανάμικτο με χώμα και κάποιες άλλες ουσίες, υποθέτω, οι οποίες είναι για να καθιστούν τις λάσπες πιο γλιστερές απ’το συνηθισμένο.
Νομίζουν τα βατράχια ότι οι λάσπες τους μπορούν να με κρατήσουν μες στον λάκκο. Νομίζουν ότι είναι αδύνατον να σκαρφαλώσω επάνω. Αλλά, αντιθέτως, είναι πολύ εύκολο· φτάνει να εξασκήσω λίγο τις υδατοτρόπες δυνάμεις μου, και να τρέξω.
Όμως αυτό δεν λύνει το πρόβλημά μου. Όχι ολόκληρο, τουλάχιστον. Οι φρουροί εξακολουθούν να στέκονται γύρω-γύρω, σημαδεύοντάς με.
Ευτυχώς, δεν κρατάνε όλοι βαλλίστρες ακόμα. Υπάρχουν κι αρκετοί με ενεργειακά πιστόλια στα χέρια. Δεν σκοπεύουν να με σκοτώσουν τώρα αμέσως· θέλουν πρώτα να ολοκληρωθεί σωστά η τελετή τους.
Γιατί, γαμώτο; Τι σημασία έχει αυτή η τελετή; Πιστεύουν ότι θα γίνει κάτι το ιδιαίτερο με τον θάνατό μου; Κάποιο θαύμα, ίσως;
Εντάξει, σκέφτομαι. Ώρα για λίγο θέατρο.
Προσπαθώ ν’ανεβώ ένα από τα γλιστερά, επικλινή τοιχώματα του λάκκου, τρέχοντας – αλλά χωρίς να χρησιμοποιώ τις υδατοτρόπες ιδιότητές μου. Κατευθύνομαι προς μια γυναίκα που με σημαδεύει με ενεργειακό πιστόλι. Βλέπω την τρομαγμένη όψη στο πρόσωπό της. Όμως είναι αδύνατον να φτάσω κοντά της. Πραγματικά αδύνατον· δεν προσποιούμαι όταν γλιστράω και πέφτω στις λάσπες. Είναι, αληθινά, πολύ γλιστερές.
Γρυλίζοντας σηκώνομαι και προσπαθώ πάλι να ανεβώ. Πέφτω ξανά... Και ξανά... Βλέπω τώρα τη γυναίκα να χαλαρώνει. Εξακολουθεί να με σημαδεύει, φυσικά, όμως δεν είναι το ίδιο τσιτωμένη. Της μοιάζω ακίνδυνος: ένας ανήμπορος, ηττημένος εχθρός. Ο τρομερός Οφιομαχητής δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να την πειράξει...
Κάνει λάθος η καριόλα.
Επιχειρώ ακόμα μια φορά ν’ανεβώ το γλιστερό επικλινές τοίχωμα – και τώρα δεν παίζω θέατρο. Τώρα χρησιμοποιώ τις υδατοτρόπες δυνάμεις μου στο μέγιστο. Το νερό μες στις λάσπες με συγκρατεί – όχι για πολύ· για λίγο: αλλά αυτό το λίγο είναι αρκετός χρόνος. Ο λάκκος δεν είναι βαθύς.
Τινάζομαι επάνω, κραυγάζοντας, αφήνοντας την οργή της Έχιδνας να με τυλίξει, να με φορτίσει.
Τα μάτια της γυναίκας γουρλώνουν. Πατά τη σκανδάλη του όπλου της–
Τα χέρια μου αρπάζουν τα πόδια της, από τα γόνατα, καθώς η ενεργειακή ριπή της με παίρνει ξυστά στον ώμο, τραντάζοντάς με πατόκορφα. Αλλά αυτό δεν επαρκεί για να με κάνει να την αφήσω. Την τραβάω κάτω, ενώ ανεβαίνω.
Ουρλιάζει ξέφρενα, πανικόβλητη, τρομοκρατημένη.
Ακόμα μια ενεργειακή ριπή – όχι δική της – τραντάζει το σώμα μου. Κι ακόμα μία. Αλλά δεν σταματάω. Αν σταματήσω τώρα είμαι νεκρός, και το ξέρω. Βλέπω λάμψεις μπροστά στα μάτια μου. Οργή και μόνο κινεί τους κλονισμένους μύες μου. Μια άναρθρη κραυγή βγαίνει απ’τον λαιμό μου καθώς έχω φτάσει επάνω, έξω από τον λάκκο, και τινάζομαι όρθιος, προς έναν φρουρό με βαλλίστρα.
Τη στρέφει καταπάνω μου, αλλά όχι αρκετά γρήγορα. Πέφτω κάτω ξανά, απρόσμενα, και κοπανάω στα πόδια του σωριάζοντάς τον. Αρπάζω τη βαλλίστρα του. Το βέλος της έχει γλιστρήσει, αλλά δε μ’ενδιαφέρει αυτό· την πετάω σ’έναν άλλο, χτυπώντας τον στο κεφάλι, σπάζοντας το κρανίο του. Αρπάζω εκείνον που κρατούσε τη βαλλίστρα και, καθώς ορθώνομαι, τον σηκώνω στον αέρα, ψηλά. Τον εκτοξεύω σαν μεγάλη οβίδα προς τους υπόλοιπους. Δύο χτυπιούνται και πέφτουν, και η ανθρώπινη οβίδα μου συνεχίζει την πορεία της σωριάζοντας δύο ακόμα.
Οι χορευτές έχουν σκορπιστεί, σταματώντας τον χορό τους, ουρλιάζοντας ξέφρενα. Οι μουσικές των ενεργειακών αυλών έχουν πάψει. Ακούω τον Δαμιανό να κραυγάζει: «ΠΙΑΣΤΕ ΤΟΝ, ΗΛΙΘΙΟΙ! ΡΙΞΤΕ ΤΟΝ ΣΤΟ ΛΑΚΚΟ! ΣΤΟ ΛΑΚΚΟ – ΤΩΡΑ!» Με τις άκριες των ματιών μου τον βλέπω να με δείχνει με το κοντό ραβδί του, με το αργυρό πέρας που είναι λαξεμένο σαν βατράχι και γυαλίζει.
«Η ώρα σου έρχεται, γαμιόλη!» γρυλίζω, αν και είμαι βέβαιος πως μες στον σαματά δεν με ακούει. Συγχρόνως γρονθοκοπώ έναν άντρα καταπρόσωπο και τον τινάζω – σαν οβίδα ξανά – καταπάνω σε άλλους, που πέφτουν λες και δεν έχουν κόκαλά μέσα τους, τα γαμημένα, ακόκαλα βατράχια.
«Πιάστε το φίδι! Πιάστε το!» ακούω μια γυναικεία τσυρίδα – η κληρική μάλλον.
Θα σε ταΐσω στα φίδια της Έχιδνας, καριόλα, όταν έχω τελειώσει με τους λακέδες σας! Γρονθοκοπώ ακόμα έναν, διαλύοντας το σαγόνι του, σπάζοντας τη ράχη του και σκοτώνοντάς τον. Αρπάζω το ρόπαλό του που διατρέχεται από ενέργεια. Ορμάω σε άλλους, πηδώντας, κραυγάζοντας. Τους χτυπάω προς τα δω και προς τα κει, και σωριάζονται μπροστά μου. Κάποιοι τρέπονται σε φυγή, τρομοκρατημένοι.
Προσπαθώ να κάνω τον γύρο του μεγάλου λάκκου, για να φτάσω στη μεριά του Δαμιανού και των άλλων δύο κωλοκληρικών· αλλά δεν είναι αυτοί που θέλω κυρίως. Το σπαθί μου θέλω. Το Φιλί της Έχιδνας, που ακόμα το έχουν εκεί, οριζόντια, επάνω στα στηρίγματα. Και τώρα νομίζω πως καταλαβαίνω γιατί το τοποθέτησαν εκεί. Δεν μπορεί να υπάρχει καμιά άλλη εξήγηση, όπως δεν μπορεί να υπάρχει καμιά άλλη εξήγηση και για την παρουσία μου μες στον λάκκο. Εμένα σκόπευαν να με σκοτώσουν· τη χαραγμένη λεπίδα του Φιλιού, που τα χαράγματά της είναι στην Ιερατική Γλώσσα της Έχιδνας, σκόπευαν να τη σπάσουν. Συμβολικά, ίσως. Ή ίσως να πίστευαν ότι κάτι θα επιτευχθεί και με τούτο, κάποιο γαμημένο θαύμα πάλι.
Τα θαύματα τελείωσαν γι’αυτούς, όμως!
Το ενεργειακό ρόπαλό μου σπάει πάνω στο σώμα ενός βατράχου που πέφτει νεκρός. Μια γυναίκα κάνει να με χτυπήσει με κοντόσπαθο και με παίρνει ξυστά στα πλευρά· την αρπάζω απ’τον λαιμό. Αρπάζω και τον καρπό ενός άντρα, σταματώντας το ρόπαλό του. Τον πετάω πάνω σε δύο που πλησιάζουν. Τη γυναίκα την έχω ήδη υψώσει πάνω από το έδαφος και την εκτοξεύω προς μια άλλη που έρχεται από δίπλα.
Πιάνω ένα πεσμένο σπαθί από κάτω.
Ένα δόρυ έρχεται προς το μέρος μου. Κινώ το σπαθί και το σπάω, και ο χειριστής του απομακρύνεται – ή, τουλάχιστον, προσπαθεί. Τον αρπάζω, με το ένα χέρι, και τον πετάω πάνω σ’έναν άλλο.
Ενώ τα βατράχια σκορπίζονται από μπροστά μου, έχω πια κάνει τον γύρο του λάκκου, έχω φτάσει στη μεριά όπου στέκονται ο Δαμιανός και οι άλλοι δύο κληρικοί.
«Δαμιανέ!» φωνάζω, δείχνοντάς τον με το λεπίδι μου. «Αυτό το σπαθί είναι δικό μου!» Και καταλαβαίνει σε ποιο σπαθί αναφέρομαι. Το Φιλί της Έχιδνας είναι δίπλα του, ακόμα επάνω στα δύο μεταλλικά στηρίγματα. «Δεν είναι για τα βατραχίσια χέρια σας!» Πλησιάζω.
«Πάρ’ το πίσω, τότε!» κραυγάζει ο Δαμιανός, κι αρπάζοντας το Φιλί της Έχιδνας το εκτοξεύει καταπάνω μου, ενώ εκείνος, οι άλλοι δύο κληρικοί, και οι λακέδες τους τρέπονται σε φυγή.
Έχει την αυταπάτη ότι το Φιλί της Έχιδνας θα χτυπούσε ποτέ εμένα;
Το ξέρω πως είναι παράλογο να πιστεύεις ότι ένα όπλο – ένα εργαλείο – δεν μπορεί να στραφεί εναντίον σου όταν το χειρίζεται εχθρικό χέρι, όμως έχω κι εγώ τις δικές μου αυταπάτες – αν είναι όντως τέτοιες. Δεν προσπαθώ ν’αποφύγω τη μεγάλη λεπίδα που κατευθύνεται στροβιλιζόμενη προς το μέρος μου. Απλώνω το ελεύθερό μου χέρι κάνοντας να την αρπάξω...
...και το μανίκι της μοιάζει να έρχεται σχεδόν οικειοθελώς μέσα στη χούφτα μου. Γλιστρά ομαλά, αβίαστα, εκεί, και τα δάχτυλά μου κλείνουν γύρω του.
Ο Δαμιανός, που έχει ήδη απομακρυνθεί κάμποσο από εμένα μαζί με τους άλλους, βγάζει ένα ενεργειακό πιστόλι και με σημαδεύει. Εκτοξεύει μια ριπή–
–την οποία αποκρούει η χαραγμένη λεπίδα του Φιλιού της Έχιδνας σαν ασπίδα, εξοστρακίζοντάς την προς το ταβάνι.
«Δε θα φύγεις ποτέ από εδώ, Οφιομαχητή!» κραυγάζει ο Δαμιανός, φανερά εξαγριωμένος. «Δε μπορείς να φύγεις αποδώ, καταραμένε! Είσαι δικός μας!»
Και βγαίνουν από μια πόρτα, κλείνοντάς την πίσω τους. Μια βαριά ξύλινη πόρτα, που ακούω να τη διπλοκλειδώνουν. Δεν τους προλαβαίνω για να τους σταματήσω. Φτάνω εκεί αφότου έχει κλείσει.
Την κλοτσάω με το γυμνό μου πόδι και την ακούω να τρίζει. Θα μπορούσα να τη σπάσω, αλλά – δαμάζω την οργή της Έχιδνας με τις διδαχές του Γέρου του Ανέμου – με συμφέρει αυτό; Τι μπορεί να είναι από πίσω; Κάποιος διάδρομος, μάλλον, και βατράχια στο βάθος του τα οποία σημαδεύουν την πόρτα με ενεργειακά και ηχητικά όπλα. Και βαλλίστρες, επίσης, πιθανώς – ίσως πλέον να μην τους ενδιαφέρει αν θα με σκοτώσουν ή όχι.
Όσο ήταν οι καταραμένοι ακόλουθοι του Λοκράθου μες στην αίθουσα, επικρατούσε χάος, αναβρασμός. Είχα διακόψει την τελετή τους, τους είχα ξαφνιάσει – δεν περίμεναν να μπορώ να βγω απ’τον λάκκο τους. Τώρα, όμως, η κατάσταση δεν είναι ίδια. Τώρα, το ξέρουν πως είμαι ελεύθερος και θα έρθω από ένα στενό πέρασμα. Θα είμαι εύκολος στόχος γι’αυτούς – εξωφρενικά εύκολος στόχος – και δεν θα φοβούνται μήπως χτυπήσουν ομόθρησκούς τους. Ούτε θα μπλέκονται αναμεταξύ τους.
Δε με συμφέρει να σπάσω την πόρτα.
Εξάλλου, υπάρχουν κι άλλα ανοίγματα σε τούτη την αίθουσα – ετούτο τον Ναό του Λοκράθου.
Ο Δαμιανός, όμως, φώναξε: Δε θα φύγεις ποτέ από εδώ, Οφιομαχητή... Δε μπορείς να φύγεις αποδώ, καταραμένε... Είσαι δικός μας... Νομίζω πως η φωνή του ακόμα αντηχεί μες στο μυαλό μου, πως έρχεται σαν απόμακρη ηχώ. Ίσως να ήθελε απλά να με εκφοβίσει, αλλά έχω την αίσθηση ότι τα λόγια του είχαν κάποια βάση.
Πού βρίσκομαι; Τι μέρος είναι αυτό; Κάπου κάτω από την Οδοντόπολη, μάλλον· αλλά πού ακριβώς;
Ο Γεώργιος μπορούσε, φυσικά, να αγνοήσει την πρόσκλησή της. Αλλά η Φύλακας της Ιλφόνης δεν ήταν η οποιαδήποτε, και εκείνος δεν ήθελε μελλοντικά να έχει πρόβλημα ν’αράξει τα πλοία του στο λιμάνι της. Ίσως να έπαιρνε την άρνησή του προσωπικά. Επομένως, μία λύση υπήρχε μόνο: Έπρεπε να τη συναντήσει. Παρότι δεν του άρεσαν οι συναντήσεις με άρχοντες, έπρεπε να τη συναντήσει.
Η Πάροδος του Πράου Ανέμου μουρμούριζε μέσα του από το πρωί εκείνης της ημέρας, και τώρα, καθώς σουρούπωνε, ο Οφιομαχητής έφευγε από το Ανατολικό Λιμάνι και κατευθυνόταν βόρεια μαζί με μια ντουζίνα από τους κουρσάρους του: τον Κοσμά, τον Ζαχαρία, τη Λουκία, τον Ίσιο Ισίδωρο, τον Λουκιανό τον Γρηγοροχέρη, την Ερασμία’μορ, τον Κουλό Γεράσιμο (τον μισθοφόρο που είχαν πάρει στο τσούρμο τους από τη Μελκάρνια, ο οποίος είχε αποδειχτεί αρκετά έμπειρος σε θέματα μάχης παρά την έλλειψη ενός χεριού), και πέντε ακόμα. Καβαλούσαν άλογα όλοι τους. Βγαίνοντας από το Ανατολικό Λιμάνι, διέσχισαν την Επτάδρομη δυτικά της Πύλης των Όφεων και, συνεχίζοντας βόρεια, έφτασαν στην Περίκλειστη και στη Μεσοανατολική Πύλη, που βρισκόταν επάνω στο εσωτερικό τείχος της Ιλφόνης και μετά από την οποία ήταν η Μέσα Αγορά. Η Μεσανατολική Πύλη σπάνια έκλεινε· μόνο σε περιπτώσεις άμεσης ανάγκης. Αλλά εδώ σταματούσαν όλους τους εμπόρους προτού περάσουν, για να μάθουν αν είχαν πληρώσει για τα εμπορεύματα που έφερναν μες στην πόλη. Ο Γεώργιος και οι δώδεκα κουρσάροι του δεν έμοιαζαν για έμποροι, έτσι οι φρουροί δεν τους σταμάτησαν.
Οι Αγενείς μπήκαν στη μεγάλη συνοικία της Μέσα Αγοράς εξακολουθώντας να κατευθύνονται βόρεια. Έφτασαν στη Φυλαχτή και αντίκρισαν τα τείχη του Οχυρού του Ποταμού, το οποίο βρισκόταν πράγματι οικοδομημένο στις όχθες του ποταμού Αλκόνου που χώριζε την Ιλφόνη σε ανατολική και δυτική.
Η πύλη του Οχυρού ήταν κλειστή, και οι κουρσάροι σταμάτησαν τα άλογά τους μπροστά της και αφίππευσαν.
Ο Γεώργιος φώναξε στους φρουρούς που έβλεπε στις επάλξεις: «Η Φύλακας με κάλεσε!»
Η πύλη σηκώθηκε κατά το ήμισυ, με δυνατούς τριγμούς αλυσίδων. Πίσω της, μαχητές της Φύλακα ήταν συγκεντρωμένοι. Τον ρώτησαν ποιος ήταν, κι εκείνος απάντησε. Του ζήτησαν να έρθει μόνος στο εσωτερικό του Οχυρού, και οι κουρσάροι του διαμαρτυρήθηκαν· δήλωσαν πως θα πήγαιναν όπου πήγαινε κι ο αρχηγός τους. Τελικά, έγινε ένας συμβιβασμός: θα έμπαιναν στον περίβολο του Οχυρού μα δεν θα προχωρούσαν παραπέρα. Η πύλη έκλεισε πίσω τους.
Οι φρουροί ζήτησαν από τον Γεώργιο να τους δώσει τα όπλα του και να έρθει μαζί τους. Εκείνος έβγαλε το Φιλί της Έχιδνας, το βελονοβόλο του, και το ξιφίδιο που είχε περασμένο στη μπότα του και τα έδωσε στον Κοσμά. «Θα τα κρατήσει ο Δευτεροκαπετάνιος μου.»
Οι φρουροί δεν έφεραν αντίρρηση. Τον έψαξαν, όμως, από πάνω ώς κάτω· κι αν η Πάροδος του Πράου Ανέμου δεν μουρμούριζε ακόμα μέσα του θα τους είχε σπάσει τα κεφάλια – η οργή της Έχιδνας τον ωθούσε, απειλώντας να ξεχειλίσει την ψυχή του. Τα μάτια του τους κοίταζαν χωρίς να βλεφαρίζουν.
Βρίσκοντας την Ευθαλία επάνω του, ξαφνιάστηκαν, αλλά τους είπε ότι το φίδι ήταν φιλικό και δεν ήταν πρόθυμος να το αφήσει πίσω· αν το άφηνε, μπορεί και να αγρίευε. Τελικά, του επέτρεψαν να το πάρει μαζί του, όμως απαίτησαν να το έχει κρεμασμένο στον λαιμό του, εκεί όπου η Φύλακας θα μπορούσε αμέσως να το δει, όχι κρυμμένο μες στο μανίκι του. Ο Γεώργιος δεν διαφώνησε.
Τους ακολούθησε στο εσωτερικό του Οχυρού του Ποταμού· διέσχισε διαδρόμους μαζί τους, ανέβηκε σκάλες· και, σε ορισμένες στιγμές, είχε την ψευδαίσθηση ότι βρισκόταν ξανά στο Οχυρό του Άρχοντα, στην Κιρβιάδα, αιχμάλωτος του Αθανάσιου Ζερδέκη, και ένιωθε έτοιμος να χιμήσει στους φρουρούς. Αλλά δεν το έκανε· οι διδαχές του Γέρου του Ανέμου ήταν πολύ ισχυρές μέσα του. Είχαν πιάσει ρίζες στο μυαλό του.
Αν όμως επιχειρούσαν να τον φυλακίσουν εδώ, στο Οχυρό του Ποταμού, θα το μετάνιωναν! ορκίστηκε ο Οφιομαχητής.
Οι μαχητές της Φύλακα τον οδήγησαν σε μια αίθουσα στον πρώτο όροφο του Οχυρού, που ήταν όμορφα στολισμένη και γεμάτη ταπετσαρίες για τις οποίες φημιζόταν η Ιχθυδάτια ανάμεσα στις τρεις ηπειρονήσους της Υπερυδάτιας. Ο χώρος ήταν διακοσμημένος σαν γιγάντιο σαλόνι, αλλά υπήρχαν φρουροί τριγύρω, πάνοπλοι. Διάφοροι άλλοι άνθρωποι – άντρες και γυναίκες – βρίσκονταν επίσης εδώ, καθισμένοι σε καναπέδες, καρέκλες, και πολυθρόνες· ορισμένοι έχοντας ποτά στα χέρια, ή τσιγάρα, πούρα, ή τσιμπούκια. Όλοι τους ήταν καλοντυμένοι, αν και όχι αυτό που θα έλεγες φανταχτερά ντυμένοι. Δεν είχαν δεξίωση απόψε.
Ανάμεσά τους ο Γεώργιος είδε τρεις μορφές που αμέσως αναγνώρισε: Η Αθανασία, η Αρχιέρεια της Ιχθυδάτιας, και δύο από τις κοντινές ιέρειές της – οι δύο με τα μεγάλα, μαύρα νύχια στο αριστερό χέρι. Τα μάτια της Αρχιέρειας γυάλιζαν ατενίζοντάς τον. Αυτή το κανόνισε, λοιπόν; σκέφτηκε ο Οφιομαχητής, προσπαθώντας να καταπολεμήσει την οργή της Έχιδνας εντός του.
Στο βάθος της αίθουσας, επάνω σ’έναν υπερυψωμένο θρόνο από θαλασσόλιθο καθόταν μια άλλη γυναίκα, πολύ μεγαλύτερη από την Αθανασία – τουλάχιστον πενήντα χρονών – αλλά εξίσου γνωστή για τον Γεώργιο. Δεν την ήξερε από κοντά, βέβαια, δεν της είχε ποτέ μιλήσει, μα την είχε δει. Δεν ήταν και τόσο δύσκολο να δεις το πρόσωπο της Ευαγγελίας Αρσιλκάδιας, της Φύλακα της Ιλφόνης. Υπήρχε σε εφημερίδες και περιοδικά· παρουσιαζόταν και στα δύο τοπικά τηλεοπτικά κανάλια, αρκετά συχνά. Ήταν μια γυναίκα λευκόδερμη με μακριά, μαύρα, σπαστά μαλλιά που ασήμιζαν πέφτοντας στους ώμους και στην πλάτη της, συγκρατημένα τώρα από μια αργυρή χτένα. Ένα μακρύ, χρυσαφί φόρεμα την έντυνε, γεμάτο πτυχώσεις και μαύρα σιρίτια. Ήταν εύσωμη αλλά ποτέ δεν θα μπορούσες να τη χαρακτηρίσεις χοντρή· απλώς έτσι ήταν το σκαρί της, σαν ο σκελετός της να ήταν μεγαλύτερος από άλλων γυναικών. Στα χέρια της στραφτάλιζαν τα Περικάρπια της Φύλαξης, αργυρά, λαξευτά, και λιθοστόλιστα· και στη μέση της η Ζώνη της Φύλαξης, που ήταν παρόμοια φτιαγμένη. Αυτά ήταν τα αναγνωριστικά που φορούσαν οι Φύλακες της Ιλφόνης.
«Μεγάλη Αρχόντισσα!» είπε ένας από τους φρουρούς που είχαν συνοδέψει τον Γεώργιο ώς εδώ. «Τον φέραμε! Ο Γεώργιος, ο αρχηγός των Αγενών!» Η φωνή του ήταν δυνατή και απότομη, μαθημένη σε στρατιωτικό κλίμα προφανώς. Έκανε μια σύντομη υπόκλιση προς τη μεριά της Φύλακα και παραμέρισε.
Η Ευαγγελία Αρσιλκάδια σηκώθηκε από τον θαλασσολίθινο θρόνο της που η πλάτη του ήταν λαξεμένη σαν κάποιο θηρίο το οποίο ο Γεώργιος δεν μπορούσε να αναγνωρίσει. Κάποιο φανταστικό τέρας, ίσως; Ή, μάλλον, όχι, συνειδητοποίησε· αυτός πρέπει να ήταν ο μυθικός Δαίμονας της Ιλφόνης. Ο υποτιθέμενος «Πρώτος Φύλακας» της πόλης που ακόμα βρισκόταν μαζί της αλλά κρυφά.
Η Ευαγγελία Αρσιλκάδια είπε, αντικρίζοντας τον Γεώργιο: «Ο Οφιομαχητής...»
Σιγή είχε απλωθεί στην αίθουσα.
«Η φήμη μου προηγείται,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος, και τα αβλεφάριστα μάτια του λοξοκοίταξαν την Αθανασία της Ιχθυδάτιας και τις ιέρειές της με τα μακριά νύχια.
Η Ευαγγελία χαμογέλασε και το αυστηρό πρόσωπό της πήρε ξαφνικά μια διαφορετική χροιά – μια χροιά πολύ πιο ζωντανή, φανερώνοντας ίσως μια άλλη γυναίκα που κρυβόταν πίσω από την προηγούμενη μάσκα. Απλώνοντας τα χέρια της, βάδισε προς το μέρος του Γεώργιου. «Μη νομίζεις ότι βρίσκεσαι εδώ ως αιχμάλωτος ή... εξαναγκασμένος φιλοξενούμενος, αλλά μόνο ως καλεσμένος μου. Για να συζητήσουμε οι δυο μας.»
Ο Γεώργιος πήρε τα χέρια της μέσα στα δικά του, ανταλλάσσοντας μια αρκετά θερμή χειραψία που τον έκανε να νιώσει καχυποψία. Τι θέλει από εμένα;
«Γνωρίζεστε με την Αρχιέρεια, Αρχόντισσά μου...»
«Από παλιά,» αποκρίθηκε η Ευαγγελία Αρσιλκάδια, με σοβαρό ύφος. Και, με χαμηλότερη φωνή, μόνο για τον Γεώργιο: «Με βλέπει σαν μητέρα της, η καημένη. Είναι πολύ καλό κορίτσι, όταν τη γνωρίσεις.»
Σαν μητέρα της; Τι εννοούσε; Ότι η Αθανασία δεν είχε πραγματική μητέρα;
«Έλα, Καπετάνιε,» είπε η Φύλακας της Ιλφόνης, «κάθισε μαζί μου»· και βάδισε προς μια μεριά της αίθουσας όπου δεν ήταν συγκεντρωμένοι άλλοι.
Ο Γεώργιος την ακολούθησε, νομίζοντας ότι μπορούσε να νιώσει τα μάτια όλων επάνω του.
Η Ευαγγελία κάθισε σ’ένα μικρό τραπέζι μπροστά στο ένα από τα τέσσερα τζάκια της αίθουσας, και ο Οφιομαχητής πήρε θέση αντίκρυ της. Ένας καλοντυμένος υπηρέτης αμέσως πλησίασε ρωτώντας αν η Αρχόντισσα θα επιθυμούσε να φέρουν κάτι σ’εκείνη και τον καλεσμένο της.
«Ό,τι θέλει ο Καπετάνιος,» αποκρίθηκε η Φύλακας, και έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα στον Γεώργιο.
Εκείνος είπε: «Έχετε Σεργήλιο οίνο;»
«Ασφαλώς, κύριε,» αποκρίθηκε ο υπηρέτης. «Να σας φέρω;»
«Ναι.»
«Εσείς, Αρχόντισσά μου, θα πάρετε κάτι;»
«Το ίδιο.»
Ο υπηρέτης απομακρύνθηκε, κατευθυνόμενος προς την κάβα που βρισκόταν σε μια γωνία της αίθουσας. Γέμισε δύο ψηλά ποτήρια με κρασί από τη διάσταση της Σεργήλης και επέστρεψε, αφήνοντάς τα μπροστά στον Οφιομαχητή και την Φύλακα της Ιλφόνης με τρόπο που δεν ήταν τίποτα λιγότερο από άψογα επαγγελματικός. Έκανε μια σύντομη υπόκλιση στην αρχόντισσα και έφυγε ξανά.
Ο Γεώργιος δοκίμασε το ποτό του. Ήταν πράγματι Σεργήλιος οίνος, παρατήρησε, όχι καμιά απομίμηση. «Για ποιο λόγο βρίσκομαι εδώ, Αρχόντισσά μου;» θέλησε να μάθει. «Ελπίζω όχι επειδή η παρουσία του τσούρμου μου σας έχει προσβάλει κάπως...»
Η Ευαγγελία Αρσιλκάδια χαμογέλασε, αν και πιο λεπτά τώρα, πιο συγκρατημένα, πιο διπλωματικά. «Καθόλου. Το αντίθετο, μάλιστα. Χαίρομαι πολύ που είστε στην Ιλφόνη, Καπετάνιε.» Και ήπιε κι εκείνη μια γουλιά από το κρασί της.
Ο Γεώργιος την περίμενε να συνεχίσει.
«Θέλω να συνεργαστούμε, όπως ίσως να έχεις καταλάβει,» είπε η Ευαγγελία Αρσιλκάδια.
Η αλήθεια ήταν ότι είχε περάσει απ’το μυαλό του. «Σε τι;»
«Θα δουλεύετε για εμένα, εσύ και οι δικοί σου.»
«Ίσως να μην έχετε καταλάβει καλά τι είμαστε, Αρχόντισσά μου. Δεν είμαστε μισθοφόροι, πάντως.»
Η Ευαγγελία χαμογέλασε λεπτά. «Ναι, ξέρω τι είστε, Καπετάνιε. Αλλά σίγουρα αυτή δεν θα είναι η πρώτη φορά που ακούς πειρατές να εργάζονται ως κουρσάροι για κάποιον.»
«Θέλετε, δηλαδή, να λεηλατούμε τα πλοία των εχθρών σας...»
«Και θα πληρώνεστε για κάθε σκάφος που κουρσεύετε, ενώ όλα τα λάφυρα φυσικά θα είναι δικά σας.» Ήπιε μια γουλιά κρασί, παρατηρώντας τον.
«Μοιάζει δελεαστικό. Αλλά ποιοι είναι οι εχθροί σας, Αρχόντισσά μου;» Όσο βρισκόταν στην Ιλφόνη, προτού ταξιδέψει στη Σκιάπολη για να εργαστεί ως πειρατικό μάτι εκεί, δεν είχε ακούσει τίποτα συγκεκριμένο για εχθρούς της Φύλακα.
«Αυτή τη στιγμή, οι Ηρμάντιοι.»
Ο Γεώργιος συνοφρυώθηκε. «Οι άρχοντες της Νοσρίντης...» – αυτοί που, σύμφωνα με τους θρύλους, κατάγονταν από φυλή των Ουραίων Δασότοπων η οποία είχε σχέσεις με άγριους ερπετοειδείς. Αυτοί που είχαν για οικόσημό τους ένα σύμβολο το οποίο έμοιαζε με τον Διπλό Καταβροχθιστή, αλλά δεν ήταν ίδιο.
«Ναι,» αποκρίθηκε η Φύλακας της Ιλφόνης. «Θέλω να χτυπάτε τα πλοία των Ηρμάντιων και όλων των εμπόρων της Νοσρίντης. Δε μ’ενδιαφέρει να κουρσεύετε σκάφη που πηγαίνουν προς Νοσρίντη, ή αποπλέουν από εκεί, αλλά δεν είναι των πολιτών της. Αν θα το κάνετε αυτό ή όχι, είναι δικό σας θέμα. Εγώ θα σας πληρώνω μόνο για σκάφη των Ηρμάντιων και άλλων Νοσρίντιων.»
Ο Γεώργιος ήπιε μια γουλιά Σεργήλιο οίνο. «Και ο λόγος, αν επιτρέπεται, Αρχόντισσά μου;» Δεν είχε ακούσει παλιότερα ότι η Φύλακας της Ιλφόνης είχε καμιά διένεξη με τους Ηρμάντιους της Νοσρίντης – αν και, βέβαια, δεν είχε μείνει πολύ εδώ· μπορεί, άνετα, να του είχε διαφύγει.
«Δε μ’αρέσει η... εξέλιξη που δείχνει να έχει η Νοσρίντη, Καπετάνιε.»
Η εξέλιξη; Τι εννοούσε; Ο Γεώργιος προσπάθησε να θυμηθεί τι είχε πάρει τ’αφτί του στη Σκιάπολη για τη Νοσρίντη... Ότι ήταν μια ανερχόμενη δύναμη, από εμπορικής άποψης. Ναι, αυτό μόνο.
Η Ευαγγελία Αρσιλκάδια συνέχισε: «Δεν είσαι πολύ καιρό στην Ιχθυδάτια, απ’ό,τι καταλαβαίνω. Μέχρι στιγμής, βρισκόσουν στην Κεντρυδάτια...»
«Τα λέτε όλα με την Αρχιέρεια, υποθέτω.»
Η Ευαγγελία χαμογέλασε ξανά· φαινόταν να της αρέσει το θράσος του. «Αν ήσουν από παλιά στην Ιχθυδάτια, θα γνώριζες πως σε όλες τις νότιες ακτές της – και δεν αναφέρομαι μόνο σ’αυτές που έχουν κεφαλαίο νι και άλφα· αναφέρομαι σ’ολόκληρη την έκταση από τις Κάτω Ακτές του Κεφαλιού μέχρι τις Ανοιχτές Ακτές στην Ουρά του Ιχθύος – σε όλες αυτές τις ακτές μία πόλη κυριαρχούσε εμπορικά. Η Ιλφόνη. Τώρα όμως...» κοίταξε συλλογισμένα το πορφυρό περιεχόμενο του ποτηριού της, «τα πράγματα φαίνεται νάχουν αρχίσει ν’αλλάζουν.» Ύψωσε ξανά το βλέμμα της στον Οφιομαχητή. «Η Νοσρίντη – μια πόλη που κάποιοι, μάλιστα, θεωρούσαν λιγάκι παρακμιακή για το μέγεθός της – δείχνει απρόσμενη άνοδο σε όλα τα εμπορικά θέματα. Οι Ηρμάντιοι πλουτίζουν περισσότερο από ποτέ· δεν είναι ψέμα. Και, σε ορισμένους κύκλους, διάφορες φήμες κυκλοφορούν γι’αυτή την καλή τους τύχη...»
«Τι φήμες, Αρχόντισσά μου;»
«Ακόμα και ότι συνεργάζονται με τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου. Ή ότι έχουν κάποιου είδους μυστηριώδη υποστήριξη από τους Ουραίους Δασότοπους: φιδανθρώπους, ίσως.»
Φιδανθρώπους... Δεν άρεσε αυτή η ορολογία στον Οφιομαχητή. Δεν ήταν «φιδάνθρωποι»· ήταν ερπετοειδείς, μα την Έχιδνα! «Κάποια που έχει τόσο στενή σχέση με την Αρχιέρεια της Ιχθυδάτιας νόμιζα πως θα θεωρούσε τους ερπετοειδείς ‘ιερούς οφιόμορφους’.» Χρησιμοποίησε τον όρο που χρησιμοποιούσαν και οι ιερωμένοι της Έχιδνας για να αναφέρονται σ’αυτούς.
«Αναμφίβολα δεν είσαι αμαθής σχετικά με τη θρησκεία της Έχιδνας,» παρατήρησε η Ευαγγελία Αρσιλκάδια. «Το θέμα, όμως, εδώ δεν είναι οι ερπετοειδείς. Είναι οι Ηρμάντιοι. Κι αν αντλούν... κρυφές δυνάμεις από τους Ουραίους Δασότοπους, αυτό δεν μου αρέσει. Ορισμένοι, μάλιστα, πιστεύουν ότι συνεργάζονται με άγριους σαμάνους των φιδανθρώπων για να ρίχνουν κατάρες στους αντιπάλους τους.»
Κατάρες στους αντιπάλους τους... Ο Γεώργιος δεν ήξερε οι σαμάνοι των ερπετοειδών να ρίχνουν «κατάρες», μα την Έχιδνα. «Φήμες και μόνο, ίσως.»
«Ίσως,» συμφώνησε η Φύλακας της Ιλφόνης. «Αλλά αυτό δεν έχει μεγάλη σημασία, ούτως ή άλλως. Εκείνο που έχει περισσότερη σημασία – περισσότερη ακόμα και από την εμπορική άνοδο της Νοσρίντης – είναι το ότι οι Ηρμάντιοι κάνουν ήδη κινήσεις εναντίον της πόλης μου.»
«Τι είδους κινήσεις, Αρχόντισσά μου;»
«Κουρσάροι πληρώνονται για να λεηλατούν τα δικά μου σκάφη και των πολιτών της Ιλφόνης. Ή έχουν ειδικά προνόμια στη Νοσρίντη, αν κάνουν τέτοιες λεηλασίες.»
«Ονόματα;»
Η Ευαγγελία ανέφερε μερικά, και δεν ήταν όλα άγνωστα για τον Γεώργιο. Είχε ακούσει για πολλούς πειρατές στη Σκιάπολη. Δεν υπήρχε πειρατής στην Ιχθυδάτια που να μην έχει δοσοληψίες στην Πόλη των Σκιών, στα βάθη του Στόματος του Ιχθύος.
Ανάμεσα στα ονόματα που βγήκαν από τα χείλη της Φύλακα, όμως, δεν ήταν κι αυτό του Μεγαλοφονιά, παρατήρησε ο Οφιομαχητής, που, φυσικά, τον είχε κατά νου.
«Επιπλέον,» συνέχισε η Ευαγγελία, «τελευταία τόλμησαν να χτυπήσουν και στόχους μέσα στην ίδια την Ιλφόνη.» Και φαινόταν εξοργισμένη, αν έκρινε κανείς από την έκφραση στο πρόσωπό της κι από τη γυαλάδα στα μάτια της. «Πυρπόλησαν τρεις αποθήκες: δύο στο Ανατολικό Λιμάνι, μία στο Λιμάνι των Φυλάκων.»
Ο Γεώργιος νόμιζε πως είχε ακούσει για τη μία από αυτές τις περιπτώσεις στο Ανατολικό Λιμάνι... Μια μεγάλη φωτιά...
«Στο Ανατολικό Λιμάνι, κανένας από τους δολιοφθορείς δεν πιάστηκε· και κοντά στη μία αποθήκη, μάλιστα, επάνω σ’έναν τοίχο, βρέθηκε ζωγραφισμένος ο Διπλός Καταβροχθιστής.» Δεν εξήγησε τι μπορεί να σήμαινε αυτό, γιατί ήταν αυτονόητο:
Τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου, σκέφτηκε ο Γεώργιος, και ήπιε μια γουλιά απ’το κρασί του.
«Στο Λιμάνι των Φυλάκων, όμως,» είπε η Ευαγγελία, «ένας δολιοφθορέας πιάστηκε από τους μαχητές μου. Τον ανακρίναμε και ομολόγησε ότι τον είχαν στείλει οι Ηρμάντιοι.»
«Άνθρωπος του Φαρμακερού Κύκλου;»
«Όχι. Ένας μισθοφόρος.» Και συνέχισε: «Όπως καταλαβαίνεις, Καπετάνιε, δεν μπορώ να δεχτώ τέτοιες κινήσεις εναντίον της πόλης μου. Οι Ηρμάντιοι θα λάβουν ό,τι τους χρωστάμε!
»Είσαι μαζί μου, Καπετάνιε;»
«Τι αμοιβές προσφέρετε για τα κουρσέματα, Αρχόντισσά μου;»
Η Φύλακας της Ιλφόνης τού είπε.
Ο Οφιομαχητής έκρινε πως ήταν αρκετά γενναιόδωρη. Ήπιε Σεργήλιο οίνο, και αποκρίθηκε: «Η συνεργασία μας μόλις ξεκίνησε.»
«Με χαροποιεί αυτό, Καπετάνιε. Για τυπικούς λόγους, όμως, έχε υπόψη σου ότι χρειάζομαι κάποιες αποδείξεις για τα κουρσέματα.»
«Τι είδους αποδείξεις;»
«Φωτογραφίες. Τίποτα περισσότερο από φωτογραφίες. Για να ξέρω ότι όντως εσείς λεηλατήσατε το σκάφος και όχι κάποιος άλλος.»
«Δουλεύουν κι άλλοι για εσάς;»
«Ασφαλώς. Και...» Δίστασε προς στιγμή, συλλογισμένη. Μετά: «Άκουσα πως πρόσφατα είχες... μια διένεξη με τον Ευγένιο τον Μεγαλοφονιά.»
Η λέξη διένεξη δεν περιέγραφε σωστά το μακελειό που είχε συμβεί, νόμιζε ο Οφιομαχητής. «Δουλεύει κι αυτός για εσάς;»
«Ναι,» απάντησε μονολεκτικά η Ευαγγελία Αρσιλκάδια, περιμένοντας να δει την αντίδρασή του.
«Αυτό,» δήλωσε ο Οφιομαχητής, «δεν τον κάνει και φίλο μου. Υποθέτω, το ίδιο ισχύει κι απ’τη μεριά του.»
Η Φύλακας της Ιλφόνης ήταν, ξανά, συλλογισμένη για μερικές στιγμές. Ύστερα αποκρίθηκε: «Το τι κάνετε αναμεταξύ σας είναι, προφανώς, δικό σας θέμα, και δεν μπορώ να επέμβω. Όμως προσπαθήστε να μην αλληλοσκοτωθείτε· σας χρειάζομαι και τους δύο. Ο Μεγαλοφονιάς είναι ο πιο φημισμένος κουρσάρος στην Ιχθυδάτια· κι εσύ, Καπετάνιε, για το ελάχιστο χρονικό διάστημα που βρίσκεσαι στις ακτές μας, έχεις κάνει ήδη τρομερή φήμη.
»Επιπλέον,» είπε, «σε καμία περίπτωση δεν θα ανεχτώ συγκρούσεις αναμεταξύ σας στα λιμάνια ή στους δρόμους της Ιλφόνης. Αν οι φρουροί μου σας πιάσουν να χτυπιέστε μες στην πόλη, δεν θα σας φερθούν διαφορετικά απ’ό,τι στον οποιονδήποτε άλλο. Κατανοητό;»
«Απολύτως, Αρχόντισσά μου.»
«Ωραία.» Η Ευαγγελία Αρσιλκάδια ακούμπησε την πλάτη της αναπαυτικά στην καρέκλα, αφήνοντας το κρασοπότηρο μπροστά της, στο μικρό τραπέζι. «Υπάρχει κάτι άλλο που θα ήθελες να συζητήσουμε, Καπετάνιε;»
«Ακόμα και από περιέργεια;»
«Γιατί όχι;» Το σαγόνι της στηρίχτηκε ελαφρά στο χέρι της.
«Γιατί είπατε ότι είστε ‘σαν μητέρα’ για την Αρχιέρεια; Ποια η σχέση σας μαζί της;»
«Αυτό,» αποκρίθηκε η Φύλακας της Ιλφόνης, «θα το πούμε μια άλλη φορά, ίσως. Για τώρα, το μόνο που σου λέω είναι ότι δεν υπερέβαλλα καθόλου: Είμαστε πολύ κοντά εγώ και η Αθανασία. Η περίπτωσή της, μάλιστα, δεν διαφέρει τόσο από τη δική σου...»
«Τι εννοείτε; Δεν μπορεί να είναι από άλλη διάσταση!»
Η Ευαγγελία γέλασε κόσμια. «Όχι, Καπετάνιε, δεν είναι από άλλη διάσταση, σίγουρα. Όμως βρέθηκε κι αυτή στη θάλασσα.»
Και δεν είπαν τίποτα περισσότερο για τη νεαρή Αρχιέρεια της Ιχθυδάτιας εκείνη τη βραδιά.
Η γυναίκα μουγκρίζει, πεσμένη στο πάτωμα ανάμεσα στους υπόλοιπους. Το πρόσωπό της είναι ματωμένο, αλλά δεν φαίνεται σοβαρά τραυματισμένη. Απλώς ήταν λιπόθυμη και τώρα συνέρχεται.
Την πλησιάζω και την αρπάζω απ’τον λαιμό με το αριστερό χέρι. Με το δεξί κρατάω το Φιλί της Έχιδνας· το άλλο σπαθί το έχω πετάξει. Τη σηκώνω από το πάτωμα και τα μάτια της γουρλώνουν· η όψη της φανερώνει μόνο τρόμο.
«Θα ρωτάω και θα μου απαντάς,» της λέω. «Καλώς;»
Καταφέρνει να βγάλει απ’το στόμα της κάτι που θυμίζει Ναι.
Τη ρίχνω κάτω ξανά, και παίρνει βαθιές ανάσες, βήχοντας, τρίβοντας τον λαιμό της με το ένα χέρι· δάκρυα και αίματα στο πρόσωπό της.
Γονατίζω δίπλα της, στο ένα γόνατο, και τραβάω το ξιφίδιο από τη μπότα της· το πιέζω κάτω απ’το σαγόνι της, κάνοντάς την να τρομάξει, να τιναχτεί. «Όχι απότομες κινήσεις,» της λέω· «μπορεί να κοπείς.» Και συνεχίζω: «Ερώτηση πρώτη: Πού στα κωλομέρια του Λοκράθου είμαστε; Πού είναι αυτά τα υπόγεια;»
«...Στην Οδοντόπολη. Από κάτω...»
«Ναι αλλά πού ακριβώς;»
Διστάζει προς στιγμή–
Αφήνοντας τη λαβή του Φιλιού, την αρπάζω απ’τα μαλλιά, πιέζω το ξιφίδιο στον μελανιασμένο λαιμό της. «Πού ακριβώς;» επιμένω.
«Κάτω απ’το... απ’το Οδοντωτό Οχυρό,» κλαψουρίζει.
Είναι δυνατόν, μα την Έχιδνα; «Εν γνώσει του Άρχοντα;»
«Ναι... Άφησέ με· σε παρακαλώ...»
«Τι είναι εδώ, δηλαδή; Τα μπουντρούμια του Οδοντωτού Οχυρού;»
«Ναι. Ένα μέρος τους, μια περιοχή απομονωμένη απ’τα υπόλοιπα.»
«Και επιτρέπει ο Άρχοντας να βρίσκεται ναός του Λοκράθου κάτω από το Οχυρό του;»
«Ναι.»
Τραβάω πιο δυνατά τα μαλλιά της, τα στρίβω· τσυρίζει.
«Γιατί;» ρωτάω.
«Είναι σύμμαχός μας – σύμμαχός μας!»
Ακούω έναν θόρυβο από τα δεξιά. Γυρίζω και κοιτάζω. Ένας πιστός του Λοκράθου έχει μόλις σηκωθεί και, με τρεμάμενα χέρια, υψώνει ένα πιστόλι προς το μέρος μου.
Τραβάω, αμέσως, τη γυναίκα μπροστά μου σαν ασπίδα. Η ενεργειακή ριπή τη βρίσκει στο στήθος: το σώμα της τραντάζεται, και λιποθυμά ξανά.
Πετάγομαι όρθιος, αρπάζοντας το Φιλί της Έχιδνας από κάτω και, συγχρόνως, εκτοξεύοντας το ξιφίδιο καταπάνω στον άντρα με το πιστόλι. Η στροβιλιζόμενη λεπίδα τον καρφώνει στον δεξή ώμο με τέτοια δύναμη που τον ρίχνει στο έδαφος χωρίς το όπλο του.
Τον φτάνω και πατάω στο στέρνο του με το γυμνό μου πόδι. Η αιχμή του Φιλιού κεντρίζει τον λαιμό του. «Πώς μπορώ να βγω από εδώ;» τον ρωτάω.
«Δεν μπορείς!» γρυλίζει, μοιάζοντας εξαγριωμένος, εκτός εαυτού. «Θα πεθάνεις εδώ! Θα πεθάνεις, Οφιομαχητή! Θα πεθάνεις, θα πεθάνεις – ο Μεγάλος Λοκράθος θα–!»
Τον καρφώνω στον λαιμό. «Ο Μεγάλος Λοκράθος θα πάει να γαμηθεί,» μουρμουρίζω, «με κάποια βαθρακίνα.»
Κοιτάζω τριγύρω. Η αίθουσα είναι γεμάτη πεσμένους ανθρώπους. Ένας απ’αυτούς κάνει να σηκωθεί. Τον πλησιάζω και τον χτυπάω, με το μανίκι του Φιλιού, στο κεφάλι. Πέφτει κάτω πάλι. Βγάζω τα ρούχα του, βιαστικά, και τα φοράω. Μου κάνουν.
Εκτός από εκείνη την πόρτα που έκλεισαν πίσω τους ο Δαμιανός και οι άλλοι, υπάρχουν δύο ακόμα ανοίγματα στην αίθουσα. Το ένα είναι αυτό απ’το οποίο με έφεραν τα βατράχια, και δεν έχει πόρτα· δεν κλείνει· απλά οδηγεί σε διαδρόμους που πρέπει να έχουν κελιά σαν το δικό μου στους τοίχους τους. (Δεν μπορούσα να κοιτάξω καλά καθώς με συνόδευαν προς τα εδώ, γιατί με είχαν συνεχώς περιστοιχισμένο· τα σώματά τους έκρυβαν τους τοίχους.) Το άλλο άνοιγμα της αίθουσας έχει ξύλινη πόρτα, αλλά είναι ανοιχτή επί του παρόντος.
–Θόρυβος!
Από πού;
Από το άνοιγμα που δεν έχει πόρτα. Από εκεί όπου με έφεραν. Κάποιοι πρέπει να είναι ακόμα μέσα σ’εκείνους τους διαδρόμους. Κάποιοι που έχουν, αναμφίβολα, καταλάβει τι συνέβη εδώ, και προετοιμάζονται για εμένα.
Ίσως να είναι πανικόβλητοι, φοβισμένοι. Ο Οφιομαχητής βρίσκεται αμολητός κάπου κοντά, και δεν είναι φίλος τους.
Όμως αποτελεί μεγάλη ανοησία να υποτιμάς τον οποιονδήποτε εχθρό. Δαμάζοντας την οργή της Έχιδνας που βράζει εντός μου, βαδίζω προσεχτικά προς το άνοιγμα, με το Φιλί στο ένα χέρι και στο άλλο ένα ενεργειακό πιστόλι το οποίο, προτού πάρω από κάτω, είδα πως έχει ακόμα αρκετή ενέργεια για δύο ριπές. (Δεν πρόσεξα κανένα με περισσότερη ενέργεια, και δεν είχα χρόνο να ψάξω πιο πολύ.)
Ζυγώνω τον διάδρομο απ’τον οποίο ήρθα σε τούτο τον υπόγειο Ναό του Λοκράθου...
Μέσα δεν βλέπω κανέναν, στο ενεργειακό φως της λάμπας του ταβανιού. Μπαίνω, αφουγκραζόμενος. Ένας ψίθυρος έρχεται στ’αφτιά μου αλλά δεν μπορώ να διακρίνω τις λέξεις. Βαδίζω λίγο ακόμα, προς τη μεριά του ψιθύρου, με επιφύλαξη, όσο πιο αθόρυβα μπορώ, έχοντας την πλάτη μου στους τοίχους και τα όπλα μου σε ετοιμότητα.
Καθώς πηγαίνω πιο βαθιά μέσα στα περάσματα, παρατηρώ πως κελιά βρίσκονται εδώ, όπως υποψιαζόμουν. Κελιά, δεξιά κι αριστερά, τα οποία κλείνουν με κάγκελα. Αλλά είναι όλα άδεια. Ήμουν ο μοναδικός τους κρατούμενος;
Ψιθυριστές φωνές με κάνουν να σταματήσω πλάι σε μια γωνία.
«...φύγει πια,» ακούω κάποιον να λέει χαμηλόφωνα.
«Κι αν είν’ εκεί;» λέει μια άλλη.
«Δεν ακούγεται τίποτα.» Ο ίδιος με πριν;
«Ίσως επειδή τους έχει σκοτώσει όλους!» Αυτή είναι σίγουρα η ίδια.
«Κι άμα τους έχει σκοτώσει όλους, θα περιμένει; Για τι; Πάμε· δε μπορεί νάναι πια εκεί.»
Κρυφοκοιτάζω από την άκρη της γωνίας και βλέπω μέσα σ’έναν διάδρομο τέσσερις ανθρώπους, οπλισμένους. Τέσσερις από τους πολεμιστές του Λοκράθου: τρείς άντρες, μία γυναίκα. Μοιάζουν όλοι φοβισμένοι, και δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ποιον φοβούνται. (Ώρες-ώρες απορώ γιατί τους φαίνομαι τόσο τρομακτικός. Όταν κοιτάζομαι στον καθρέφτη, δεν μου δίνω την εντύπωση τού τόσο άγριου.)
«Ας περιμένουμε λίγο,» επιμένει ακόμα η γυναίκα.
«Για ποιο λόγο;»
«Εμένα περιμένετε;» Βγαίνω από τη γωνία, ρίχνοντας με το ενεργοβόλο πιστόλι μου.
Ο ένας άντρας κραυγάζει καθώς η ριπή μου τον βρίσκει στο στήθος, τον τραντάζει, και τον σωριάζει. Οι άλλοι τρεις το βάζουν, αμέσως, στα πόδια. Τρέχουν. Κυριολεκτικά.
Τους κυνηγάω, εξαπολύοντας και την τελευταία ριπή του πιστολιού. «Δεν κάθεστε να κουβεντιάσουμε;» φωνάζω, καθώς η ενεργειακή βολή χτυπά τη γυναίκα στο πόδι και τη ρίχνει κάτω. Εκείνη κραυγάζει, περίτρομη. Το Φιλί της Έχιδνας αφήνει μια κόκκινη γραμμή στον λαιμό της καθώς την προσπερνάω συνεχίζοντας να καταδιώκω τους άλλους.
Ξαφνικά, γυρίζουν να μ’αντιμετωπίσουν, με σπαθιά στα χέρια, και ο ένας κρατά και πιστόλι που με σημαδεύει.
«Θα κουβεντιάσουμε, βατράχια;» ρωτάω, αντικρίζοντάς τους.
«...Βοήθεια!» αντηχεί μια φωνή από κάπου παραδίπλα. «Βοήθεια!...» Άλλος κρατούμενος; Δεν ήμουν μόνος, τελικά; Για φαντάσου...
Ο άντρας με το πιστόλι μού ρίχνει. Ο διάδρομος δεν αφήνει και μεγάλο περιθώριο για ελιγμούς – με το ζόρι χωράνε δυο άνθρωποι δίπλα-δίπλα· πιο πριν αυτοί που με είχαν περιστοιχισμένο κρατούσαν τις πλάτες τους κολλημένες στους τοίχους – αλλά πετάγομαι στο πλάι, και η ενεργειακή ριπή με βρίσκει ξώφαλτσα στον δεξή ώμο. Με τραντάζει αρκετά. Άλλος άνθρωπος θα είχε τώρα χάσει το σπαθί του, τουλάχιστον· όμως το δικό μου δεξί χέρι δεν αφήνει το μανίκι του Φιλιού της Έχιδνας. Και το αριστερό, έχοντας ήδη ρίξει κάτω το άδειο πιστόλι, τραβά το ξιφίδιο που έχω περάσει στη μπότα μου. Το εκτοξεύω, στροβιλιζόμενο, προς τον άντρα με το ενεργοβόλο και τον καρφώνω στο μάτι. Η πλάτη του κοπανά στον τοίχο πίσω του, σαν κοτρόνα να τον χτύπησε, όχι λεπίδα. Πέφτει στο πάτωμα και δεν ξανακινείται.
Ο άλλος, όμως, έχει μόλις τραβήξει το δικό του ενεργειακό πιστόλι–
Του ρίχνω το Φιλί της Έχιδνας, το οποίο συρίζει σαν αστραφτερό φίδι του αέρα καθώς έρχεται καταπάνω του και τον καρφώνει στο στήθος, βγαίνοντας απ’την πλάτη του, τινάζοντας αίματα παντού, σωριάζοντάς τον σαν άχρηστη κούκλα.
«Βοήθεια! Εδώ είμαι! ΕΔΩ! Βοηθήστε με!» αντηχεί πάλι εκείνη η φωνή. Κάποιος άντρας, σίγουρα· δεν είναι γυναίκα.
Και έχω την περιέργεια να μάθω ποιον άλλο φιλοξενούσαν τα καταραμένα βατράχια. Για να τον έχουν εδώ δεν μπορεί νάναι εχθρός μου...
Πλησιάζω τους νεκρούς. Τραβάω πίσω το Φιλί της Έχιδνας, ξεκαρφώνοντάς το από το κουφάρι. Παίρνω και το ξιφίδιο, περνώντας το ξανά στη μπότα μου. Πιάνω και το ένα πιστόλι – αυτό που δεν είχε ρίξει. Μοιάζει πλήρως φορτισμένο. Το βάζω στην πίσω μεριά του παντελονιού μου.
«Μ’ακούτε; Βοηθήστε με αν μ’ακούτε! Βοηθήστε με!»
Από τα δεξιά έρχεται η φωνή. Δεν υπάρχει κι άλλος δρόμος εδώ, άλλωστε. Τα βατράχια πρέπει να αποφάσισαν να μ’αντιμετωπίσουν γιατί νόμιζαν ότι είχαν φτάσει σε αδιέξοδο, υποθέτω.
Για να δούμε...
Πηγαίνω δεξιά, εξακολουθώντας να είμαι προσεχτικός, και βλέπω, ανάμεσα από τις καγκελωτές πόρτες, μία που δεν είναι καγκελωτή αλλά από συμπαγές μέταλλο.
«Βοήθεια!» Πίσω από εκεί έρχεται η φωνή. Γι’αυτό εξαρχής μού έμοιαζε λιγάκι αλλοιωμένη. Μου έμοιαζε σαν να έβγαινε μέσα από κάτι μεταλλικό.
Ζυγώνω την πόρτα και κάνω να την ανοίξω, αλλά δεν μπορώ. Είναι κλειδωμένη. Ποιος είναι εκεί μέσα που δεν έφτανε στα βατράχια απλά να τον κλείσουν τραβώντας τον σύρτη; Γιατί, ναι, η πόρτα έχει και σύρτη.
«Απομακρύνσου!» φωνάζω στον κρατούμενο. «Μη στέκεσαι πίσω από την πόρτα! Απομακρύνσου από την πόρτα!»
«Δε μπορώ να κουνηθώ!»
Δεμένο τον έχουν; Τέλος πάντων. Δεν έχω άλλο τρόπο να την ανοίξω. Αρχίζω να την κλοτσάω.
Μία κλοτσιά: η πόρτα κάνει λακκούβα.
Δεύτερη κλοτσιά: οι μεντεσέδες βγαίνουν από τις θέσεις τους· αλλά η πόρτα ακόμα στέκεται. Ανθεκτική, παρατηρώ.
Τρίτη κλοτσιά: η πόρτα τινάζεται μες στο δωμάτιο, λυγισμένη, σαν να ήταν από χαρτί.
Αντικρίζω έναν πετρόχτιστο χώρο που δεν είναι και πολύ μεγάλος, αν και αναμφίβολα μεγαλύτερος απ’το κελί μου. Αξιοσημείωτα μεγαλύτερος. Στους τοίχους του κρέμονται εργαλεία που σε κάνουν αμέσως να καταλάβεις ότι δεν πρόκειται για κουζίνα, ούτε για μηχανουργείο. Θάλαμος βασανιστηρίων είναι. Θα το ήξερα ακόμα κι αν δεν έβλεπα τον άντρα στο κέντρο του.
Επάνω σ’ένα ξύλινο κρεβάτι βασανισμού είναι δεμένος ένας γαλανόδερμος τύπος, γυμνός όπως ήμουν εγώ γυμνός μες στο κελί μου. Τα πόδια του είναι τεντωμένα – επώδυνα, σίγουρα. Τα χέρια του είναι πιασμένα πάνω απ’το κεφάλι του: κι οι δυο καρποί κλεισμένοι μέσα σ’έναν μεταλλικό κρίκο – αναμφίβολα, επώδυνο κι αυτό. Το σώμα του είναι γεμάτο κοψίματα, χτυπήματα, και καψίματα. Αλλά όλα αυτά δεν μπορούν να κρύψουν τη μεγάλη δερματοστιξία που ξεκινά απ’το στήθος του και τελειώνει στην κοιλιά του:
Ο Διπλός Καταβροχθιστής. Τα δύο φίδια που το ένα τρώει την ουρά του άλλου, σχηματίζοντας κύκλο.
Αυτός ο άντρας είναι Τέκνο του Φαρμακερού Κύκλου.
Και με κοιτάζει με μάτια γουρλωμένα. Τα μαλλιά του είναι κοντά και σγουρά, τα μούσια του αξύριστα εδώ και κάποιο καιρό. Το ένα του αφτί πρόσφατα κομμένο.
«Εσύ...» κρώζει μέσα από πληγιασμένα, πρησμένα χείλη. «Εσύ... Η πόρτα... Την έσπασες... Είσαι... Η Έχιδνα σ’έστειλε! Σ’έστειλε για να με σώσεις! Είσ’ ο Οφιομαχητής! Είσ’ ο Οφιομαχητής!...» Δάκρυα κυλάνε ξαφνικά στα μάτια του. Μοιάζει στα όρια της παραφροσύνης, αν ήδη δεν τα έχει ξεπεράσει.
«Και ποιος είσαι εσύ;» ρωτάω πλησιάζοντάς τον αργά.
«Είσαι ο Οφιομαχητής, δεν είσαι ο Οφιομαχητής; Η Έχιδνα σ’έστειλε!»
«Οφιομαχητής... Ναι, αρκετοί με λένε έτσι.»
Ο άντρας ξεσπά σε παράφορο γέλιο. «Η Μεγάλη Κυρά δεν με ξέχασε! Άκουσε το κάλεσμά μου! Το άκουσε!»
«Ποιος είσαι;» τον ρωτάω ξανά.
«Είναι και η Φαρμακερή Βασίλισσα εδώ;»
«Μόνος μου είμαι.» Το Φιλί της Έχιδνας χτυπά τα μεταλλικά δεσμά των αστραγάλων του, το ένα μετά το άλλο, σπάζοντάς τα. «Ήμουν φυλακισμένος, όπως εσύ.» Καταστρέφω και τον κρίκο που κρατά τα χέρια του παγιδευμένα. «Ξέρεις πού στα κωλομέρια του Λοκράθου βρισκόμαστε;»
Ο άντρας παίρνει καθιστή θέση πάνω στο κρεβάτι βασανισμού, μορφάζοντας, φανερά πονώντας με κάθε κίνηση. «Είσαι όντως ο Οφιομαχητής, έτσι;» λέει ατενίζοντάς με σαν να βλέπει κάτι που βγήκε κατευθείαν από μύθο. «Αυτός δεν είσαι;»
«Αυτός είμαι· σ’το είπα.»
Ο άντρας γελά με τον ίδιο τρελό τρόπο.
«Πώς σε λένε;» τον ρωτάω.
«Νικόλαος. Και η Έχιδνα μ’ευλόγησε με την παρουσία σου, Οφιομαχητή.»
«Η Έχιδνα δεν σ’έχει ευλογήσει ακόμα,» του λέω, «γιατί δεν ξέρω άμα θα βγούμε ζωντανοί από εδώ.» Και τον ρωτάω ξανά: «Πού είμαστε; Γνωρίζεις;»
«Φυσικά.» Με κοιτάζει απορημένος. «Εσύ δεν ξέρεις;»
«Μου είπαν τα βατράχια ότι τούτο το μέρος είναι κάτω απ’το Οδοντωτό Οχυρό–»
«Εκεί είναι! Είναι τμήμα των μπουντρουμιών του. Κρυφό τμήμα. Αυτός ο βατραχόφιλος μπάσταρδος, ο Λουκιανός, είναι σύμμαχος των ακόλουθων του Λοκράθου, το σιχαμερό μίασμα! Τους βοηθά και τον βοηθάνε. Μισεί τους αληθινούς αγωνιστές της Έχιδνας· τους ονομάζει σκοτεινούς φονιάδες και τρομοκράτες. Το μίασμα!» Η εμπάθεια είναι καταφανής στα λόγια και στην όψη του Νικόλαου. «Σκότωσε τον πατέρα του, Οφιομαχητή, για να κλέψει τον Θρόνο των Δοντιών· τον δηλητηρίασε με φαρμάκι που του έδωσαν τα βατράχια. Είναι μίασμα, και πρέπει να εξαλειφθεί απ’το πρόσωπο της Ιχθυδάτιας!»
Ο γιος του Άρχοντα της Οδοντόπολης τον δολοφόνησε για να πάρει την εξουσία; Δεν το είχα ακούσει αυτό. Έχω καιρό νάρθω από τούτα τα μέρη στο Στόμα του Ιχθύος. Έχω χάσει σοβαρές εξελίξεις, μου φαίνεται.
Ρωτάω τον Νικόλαο: «Ξέρεις πώς μπορούμε να φύγουμε αποδώ;»
«Οι διάδρομοι οδηγούν σ’έναν ναό του σιχαμερού Βατράχου, Οφιομαχητή, και από εκεί μπορείς να βγεις σε κάτι άλλους διαδρόμους, και απ’αυτούς τους διαδρόμους μπορείς να βγεις στα υπόλοιπα μπουντρούμια του Οδοντωτού Οχυρού – σ’αυτά που δεν είναι κρυφά.»
Ο Δαμιανός και οι άλλοι μάλλον προς τα εκεί πήγαν. «Ο Ναός του Λοκράθου,» του λέω, «έχει τρεις εξόδους. Η μία οδηγεί εδώ, και οι άλλες δύο κλείνουν με ξύλινες πόρτες.»
«Η μία από αυτές είναι που βγάζει στα υπόλοιπα μπουντρούμια του Οχυρού. Αλλά... εσένα από πού σ’έφεραν; Δεν είδες;»
«Ήμουν αναίσθητος. Ξύπνησα μέσα σ’ένα κελί, και μετά από δυο μέρες – νομίζω πως πέρασαν δυο μέρες, τουλάχιστον – με πήγαν στον Ναό τους και άρχισαν να κάνουν μια τελετή που έχω την εντύπωση πως ήταν για να με θυσιάσουν στον θεό τους–»
«Τα μιάσματα!» αναφωνεί ο Νικόλαος. «Για να μην έρθεις να μας βοηθήσεις στον Μεγάλο Αγώνα!... Σε περιμέναμε, Οφιομαχητή. Η Φαρμακερή Βασίλισσα μάς το έλεγε ότι θα έρθεις, ότι είναι θέμα χρόνου, ότι η Έχιδνα θα σε στείλει σ’εμάς – η συριστική φωνή της θα φτάσει στην ψυχή σου και θα καταλάβεις το κάλεσμα – και, ναι, ήρθες! Ήρθες!» Δάκρυα κυλάνε πάλι στα μάγουλά του.
Ο τύπος είναι φυσημένος, δίχως αμφιβολία. Ο Ζέφυρος έχει πάρει τα μυαλά του και τάχει στείλει στην άλλη άκρη της Υπερυδάτιας ενώ το κεφάλι του παραμένει ακόμα εδώ. Αλλά, για την ώρα, είναι ο μοναδικός μου σύμμαχος σ’ετούτα τα μπουντρούμια. Κι επιπλέον, δε θα μπορούσα να τον εγκαταλείψω, Τέκνο ή όχι.
Του λέω: «Τους ξέφυγα ενώ έκαναν την τελετή. Τη σταμάτησα–»
«Τους σκότωσες όλους;» Τα μάτια του γυαλίζουν σαν φωτιές να καίνε μες στο κεφάλι του. «Έσπασες το μιαρό είδωλο; Σχημάτισες τον Κύκλ–;»
«Δυστυχώς, όχι όλους. Έφυγαν και έκλεισαν τη μία πόρτα πίσω τους. Αλλά είμαι βέβαιος ότι με περιμένουν εκεί, με όπλα. Σημαδεύοντας. Υπάρχει καμιά άλλη έξοδος από τούτο το μέρος; Γιατί δεν νομίζω ότι μπορούμε να βγούμε από εκείνη την πόρτα. Ειδικά έτσι όπως μου τα περιέγραψες τα πράγματα εσύ.» Ο Δαμιανός είχε δίκιο, το άθλιο βατράχι. Δεν προσπαθούσε να με εκφοβίσει μόνο όταν έλεγε Δε θα φύγεις ποτέ από εδώ, Οφιομαχητή. Δεν πρέπει να υπάρχει άλλη έξοδος· μόνο μέσω των υπόλοιπων μπουντρουμιών του Οδοντωτού Οχυρού πρέπει να μπορείς να βγεις: και εκεί τώρα, εκτός από τα βατράχια, θα συγκεντρωθούν σύντομα και οι μαχητές του Άρχοντα της Οδοντόπολης, αφού είναι σύμμαχος των πιστών του Λοκράθου. Πάω στοίχημα ότι ούτε ο Οφιομαχητής των μύθων δεν μπορεί να τους αντιμετωπίσει όλους.
Ο Νικόλαος μοιάζει σκεπτικός για μερικές στιγμές. Ύστερα, μου λέει, ξαφνιάζοντάς με: «Νομίζω πως, ναι, ίσως να υπάρχει. Ίσως...»
Αν είναι φυσημένος, είναι να τον ακούς; Αλλά ποιον άλλο ν’ακούσω; «Πού; Από τη δεύτερη πόρτα; Τι είναι από εκεί;»
«Από εκεί... Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι από εκεί, Οφιομαχητή. Δεν ξέρω όλους τους χώρους, τουλάχιστον. Ίσως νάναι κοιτώνες των μιασμάτων. Αλλά από τη μια μεριά, πάντως, ο διάδρομος βγάζει σ’έναν βαθύ λάκκο και... και με είχαν πάει εκεί. Με είχαν κρατήσει πάνω απ’τον λάκκο.» Καθώς το λέει μοιάζει σχεδόν να ονειρεύεται με τα μάτια ανοιχτά. «Και μεσ’ από τον λάκκο, που είναι γεμάτος λάσπες και βρόμικα νερά, βγήκε... βγήκε... Ο λάκκος, Οφιομαχητή, έχει ανοίγματα στα πλάγια. Δύο, νομίζω. Ίσως και τρία. Ήταν σκοτεινά· πού να δω καλά; Αλλά από ένα απ’τα ανοίγματα στα βάθη του λάκκου βγήκε, μα την Έχιδνα, η πιο μεγάλη σαλαμάνδρα που έχω δει!» Αναρριγεί φανερά. «Ένα τέρας. Πελώριο. Μεγαλύτερο από άνθρωπο στο μπόι, σου λέω αλήθεια. Πολύ μεγαλύτερο. Ίσως και ίσαμε δυο ανθρώπους μαζί! Τα βατράχια έπαιζαν μια... μια βλάσφημη μουσική με τους αυλούς τους, και – κι αυτή η σαλαμάνδρα την άκουσε και ήρθε. Την έβλεπα κρεμασμένος εκεί, πάνω απ’τον λάκκο, όπως με κρατούσαν, ανάποδα, με – με το κεφάλι προς τα κάτω, Οφιομαχητή! Και ήταν πελώριο το τέρας, πελώριο – κι έφτυσε προς το μέρος μου, το μίασμα! Ένα σιχαμερό υγρό που παραλίγο να με πετύχει. Και τότε τα βατράχια με τράβηξαν πιο πάνω, γελώντας· και μου είπαν πως θα με τάιζαν στην Κόρη του Λοκράθου. Μου είπαν ότι το δέρμα μου θα καιγόταν μόλις με άγγιζε, γιατί είναι ιερή και καίει κακά φίδια σαν εμένα – τα μιάσματα! Μου ζήτησαν να μιλήσω – να τους πω πού κρύβεται η Βασίλισσά μας, πού κρύβονται οι συναγωνιστές μου – αλλιώς θα με τάιζαν σ’αυτό το τέρας. Μου είπαν ότι η Κόρη του Λοκράθου γεννήθηκε μέσα απ’τις φωτιές και δεν είναι πλάσμα θνητό, και περιμένει να καταβροχθίσει ένα κακό φίδι σαν εμένα. Αλλά εγώ, Οφιομαχητή, δεν μίλησα, και η Έχιδνα – η Έχιδνα μ’αντάμειψε! Έστειλε εσένα να με σώσεις! Έστειλε τον Οφιομαχητή σ’εμένα!» Τα μάτια του γυαλίζουν από τα δάκρυα. «Είμαι ο πρώτος που τον αντίκρισα! Ο πρώτος που τον είδα αφού η Μεγάλη Κυρά έστειλε το σύριγμά της στην ψυχή του – το κάλεσμά μας!»
Γαμώ την τρέλα μου... «Είπες ότι ξέρεις κάτι για κάποια πιθανή έξοδο,» του θυμίζω. «Αλλά δεν μου λες για έξοδο!» Η οργή μου απειλεί να με τυλίξει· είμαι στα πρόθυρα να τον γρονθοκοπήσω τον μαλάκα. Θα τον είχα σίγουρα μπατσίσει, για να συνέλθει, αν δεν τον έβλεπα τόσο βασανισμένο.
«Οφιομαχητή, δεν τους είπα κουβέντα! Σου λέω αλήθεια! Τίποτα δεν βγήκε απ’τα χείλη μου εκτός από βρισιές για–!»
Τον αρπάζω από τον ώμο με το ένα χέρι. «Μου έλεγες για την έξοδο! Υπάρχει κάποια άλλη έξοδος, ή δεν υπάρχει, Νικόλαε; Πες μου!»
Το άγγιγμά μου τον συνεφέρνει λιγάκι. Με κοιτάζει πιο νηφάλια τώρα. Ξεροκαταπίνει ενώ σκουπίζει τα δάκρυά του με την ανάστροφή του χεριού. «Μα, σου είπα. Εκείνος ο λάκκος έχει ανοίγματα. Τρία ανοίγματα, ίσως. Αρκετά μεγάλα για να περάσει το τέρας, άρα αρκετά μεγάλα και για να περάσει άνθρωπος, σίγουρα, έστω και σκυμμένος. Και νομίζω πως η βδελυρή σαλαμάνδρα, η Κόρη του Λοκράθου, ερχόταν από κάπου μακριά· δεν ήταν πλάι στον λάκκο. Της έπαιζαν τη μουσική με τους αυλούς κι αυτή ήρθε ύστερα από κάποια ώρα. Εκεί μέσα, μετά τον λάκκο, πρέπει να είναι περάσματα που ίσως να βγάζουν από εδώ, ίσως να οδηγούν στη θάλασσα. Αλλά η σαλαμάνδρα... η σαλαμάνδρα...»
«Ναι,» λέω, «θα είναι κι αυτή εκεί.» Υψώνω ελαφρώς το Φιλί της Έχιδνας. «Πάμε να χαιρετήσουμε την Κόρη του Λοκράθου, Νικόλαε. Οδήγησέ με σ’αυτό τον λάκκο.»
Και το Τέκνο του Φαρμακερού Κύκλου γελά σαν παράφρονας.
Οι Αγενείς άρχισαν να δουλεύουν ως κουρσάροι για τη Φύλακα της Ιλφόνης και, αρχικά, είχαν τους ενδοιασμούς τους. Γίναμε μισθοφόροι τώρα; έλεγαν ορισμένοι. Ενώ κάποιοι άλλοι θύμιζαν ότι παλιά ο Αγένιος δεν είχε πρόβλημα με τους Ηρμάντιους· μάλιστα, κάποτε τους είχε πουλήσει κάτι πυρομαχικά.
«Δεν είμαι ο Αγένιος,» είπε ο καινούργιος τους Καπετάνιος. «Και δεν είμαστε μισθοφόροι κανενός,» τόνισε. «Η δουλειά μας είναι προαιρετική. Απλώς θα παίρνουμε επιπλέον μερτικό, από τη Φύλακα, όποτε κουρσεύουμε σκάφος της Νοσρίντης.»
Αργότερα, είπε στους πιο έμπιστούς του: «Ας εκμεταλλευτούμε τώρα το γεγονός ότι οι Ηρμάντιοι δεν μας έχουν σταμπάρει ακόμα, ότι δεν ξέρουν πως συνεργαζόμαστε με την Ιλφόνη. Θα πάμε στη Νοσρίντη και θα μιλήσουμε με τα δύο μάτια μας εκεί, να δούμε τι μπορούν να μας πουν.»
Ο Κοσμάς, όμως, ήταν προβληματισμένος καθώς κάπνιζε την πίπα του μες στην καμπίνα του Καπετάνιου του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού. «Δεν ξέρω, Γεώργιε... Εμένα όλα τούτα δε μ’αρέσουν και τόσο. Δεν έχουμε ξαναδουλέψει σαν κουρσάροι για άρχοντα. Ανέκαθεν ήμασταν ανεξάρτητοι πειρατές – ‘κουρσάροι’ μόνο τρόπος του λέγειν, όπως το χρησιμοποιούν όλοι, γενικά.»
Ο Ζαχαρίας μούγκρισε καταφατικά. «Ναι. Κάτι τέτοιους τους λέγαμε ‘μισθοκούρσαρους’.»
Ο Γεώργιος την είχε ξανακούσει αυτή την ειρωνική, υποτιμητική λέξη της αργκό της Σκιάπολης: μισθοκούρσαροι· και άρα: μισοκούρσαροι – κάτι το λειψό, το όχι όπως θα έπρεπε να είναι. «Είμαστε κι εμείς μισθοκούρσαροι τώρα,» είπε. «Αν και όχι ακριβώς. Δεν δουλεύουμε μόνο για τη Φύλακα. Απλά παίρνουμε επιπλέον μερτικό άμα κουρσέψουμε σκάφη Ηρμάντιων ή πολιτών της Νοσρίντης· αυτό είναι όλο.»
Όταν η κουβέντα τους μες στην καμπίνα του τελείωσε, ο Γεώργιος είπε στη Λουκία να μείνει ενώ οι υπόλοιποι έφευγαν.
Εκείνη μειδίασε λοξά. «Σου έλειψα;» ρώτησε, καθώς ο τελευταίος από τους άλλους – ο Μούρης, ο τιμονιέρης του Σαλαχιού – έκλεινε την πόρτα πίσω του.
«Μια ερώτηση θέλω να σου κάνω.»
«Όλο απορίες είσαι,» είπε η Λουκία, και κάθισε στα γόνατά του ρίχνοντας το χέρι της στους ώμους του. «Κι εγώ είμαι όλο αφτιά.» Φίλησε τα χείλη του ανάμεσα από τα άγρια πράσινα γένια.
«Είσαι απ’την Ιλφόνη, έτσι δεν είναι;»
Η Λουκία ένευσε. «Αποδώ είμαι.»
«Τι ξέρεις για τη Φύλακα, την Ευαγγελία Αρσιλκάδια;»
Ανασήκωσε τους ώμους, μορφάζοντας. «Τι να ξέρω; Ό,τι ξέρει ο καθένας. Τίποτα, ουσιαστικά.»
«Διοικούσε εδώ από τότε που ήσουν παιδάκι;» Θα τον παραξένευε αν αλήθευε, βέβαια. Η Αρσιλκάδια ήταν, σίγουρα, πάνω από πενήντα χρονών, ενώ η Λουκία πρέπει να ήταν γύρω στα εικοσιπέντε, τριάντα. Από τα εικοσιπέντε της είχε η Φύλακας την εξουσία στην πόλη;
Η Λουκία κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Τότε Φύλακας της Ιλφόνης ήταν ο γέρος της. Όταν αυτός πέθανε, πήρε το κουμάντο εκείνη. Γιατί ρωτάς;»
«Από τι πέθανε;»
«Νομίζω πως τον σκότωσαν κάποιοι φονιάδες, από μια οργάνωση μες στην πόλη. Κάτι είχε τρέξει αναμεταξύ τους, από παλιά. Αλλά λένε πως η κόρη του τους ξεπάστρεψε όλους. Ακόμα είναι ζωντανή, πάντως. –Γιατί με ρωτάς;» επέμεινε.
«Την Αρχιέρεια της Ιχθυδάτιας από πότε την ξέρει; Οι δυο τους είναι... αρκετά κοντά, απ’ό,τι κατάλαβα.»
«Την Αρχιέρεια;» έκανε η Λουκία. «Πρώτη φορά ακούω τέτοιο πράμα.»
«Χμμμ...» Συλλογισμένος.
«Γιατί σ’ενδιαφέρει;» Το χέρι της που ήταν στους ώμους του έπαιζε με τα μαλλιά του.
«Όταν ήσουν μικρή στην Ιλφόνη, ποιος ήταν Αρχιερέας της Έχιδνας;»
«Κάποιος άλλος.»
«Άντρας;»
«Για να μη λέω ‘άλλη’, προφανώς ήταν άντρας.»
«Χμμ...»
«Γιατί σ’ενδιαφέρει;»
«Δεν έχεις ακούσει τι λένε γι’αυτή την Αρχιέρεια;»
«Ότι είναι πολύ μικρή για το αξίωμά της; Ότι τη θεωρούν οι ιερείς ‘ξεχωριστή’, ή κάτι τέτοιο; Ναι, τάχω ακούσει. Και λοιπόν; Δεν την έχω δει ποτέ μου στη φάτσα. Εσύ την είδες, πρόσφατα. Πώς σου φάνηκε;»
«Λιγάκι περίεργη, ίσως,» αποκρίθηκε μόνο ο Οφιομαχητής. «Δεν ξέρεις πώς ακριβώς έγινε Αρχιέρεια, έτσι;»
Μόρφασε ξανά. «Πού να ξέρω; Σου μοιάζω για τόσο θρήσκα γυναίκα;»
«Θεούσα τελείως,» την πείραξε ο Γεώργιος, και η Λουκία μειδίασε και γέλασε.
Όταν οι ζημιές στα πλοία τους – και, κυρίως, στα Νύχια του Φιδιού – είχαν επισκευαστεί, οι Αγενείς απέπλευσαν από το λιμάνι της Ιλφόνης και ταξίδεψαν δυτικά και βόρεια. Από τις Νότιες Ακτές στις Χαμηλές Ακτές. Κατευθυνόμενοι προς Σαλντέρια. Και ο καινούργιος τους αρχηγός σκεφτόταν πού θα μπορούσαν να κάνουν το άντρο τους – ένα καλό, κρυφό μέρος με ικανοποιητικές αμυντικές δυνατότητες. Συγχρόνως, μιλούσε με τον Κοσμά γι’αυτό, τον Δευτεροκαπετάνιο του μέσα στο Δηλητηριασμένο Σαλάχι. Σημείωσαν διάφορους τόπους επάνω στον χάρτη τους, όμως δεν ήταν σίγουροι για κανέναν. Κανένας δεν τους φαινόταν να είναι ακριβώς εκείνο που ήθελαν. Θα έπρεπε να ερευνήσουν τις ακτές της Ιχθυδάτιας πολύ προσεχτικά.
«Ο Μεγαλοφονιάς πού έχει το λημέρι του;» ρώτησε ο Γεώργιος, καθώς, ύστερα από τέσσερις ώρες ταξίδι, πλησίαζαν το λιμάνι της Σαλντέρια.
«Δε γνωρίζω, Καπετάνιε, αλλά κυκλοφορεί μια φήμη ότι αράζει την αρμάδα του κάπου στις Ανοιχτές Ακτές.»
«Εκεί δεν υπάρχουν πολλές κρυψώνες, έτσι δεν είναι;»
«Ναι· αλλά κάποιες υπάρχουν. Κι αυτές είναι πολύ δύσκολο να τις βρεις.»
«Ο Μεγαλοφονιάς κουμαντάρει έξι πλοία, Κοσμά – ή, τουλάχιστον, τόσα κουμάνταρε προτού του κλέψουμε το ένα – και δεν είν’ εύκολο να κρύψεις έξι μεγάλα σκάφη.»
«Τι να σου πω; Αυτό έχει πάρει τ’αφτί μου. Στις Ανοιχτές Ακτές έχει το λημέρι του.»
Εκεί όπου βρίσκεται και η Νοσρίντη, δηλαδή, σκέφτηκε ο Γεώργιος κοιτάζοντας τον χάρτη ανάμεσά τους. «Παράξενο, λοιπόν, που δεν τα πηγαίνει καλά με τους Ηρμάντιους...»
«Ίσως και να τα πηγαίνει καλά μαζί τους.»
Ύψωσε τα αβλεφάριστα μάτια του στο πρόσωπο του Κοσμά. «Θα δούλευε για τη Φύλακα της Ιλφόνης, τότε;»
«Πειρατής είναι, Καπ’τάνιε, σαν κι εμάς. Ό,τι τον συμφέρει κάνει.»
Ύστερα μπήκαν στο Πλατύ Λιμάνι της Σαλντέρια και άραξαν εκεί τα τρία σκάφη τους.
Βγήκαν στις προβλήτες.
«Πώς αισθάνεσαι που ξαναγυρίσαμε στο λάκκο όπου σε πρωτοβρήκαμε, μάγε;» ρώτησε η Λουκία τον Σωτήριο’σαρ, ο οποίος ρύθμιζε την ενεργειακή ροή στο σκάφος της, τον Νικητή των Κυμάτων.
«Αισθάνομαι να με τρώει ο πούτσος μου από τη χαρά, Καπ’τάνισσα· θες να μου τον ξύσεις;» αποκρίθηκε εκείνος, με τον συνηθισμένο αξιολάτρευτο τρόπο του.
«Με το ξυράφι μου άμα γουστάρεις,» του είπε η Λουκία, λοξοκοιτάζοντάς τον.
«Η τρίχα μου είναι σκληρή σαν αυτή στα κωλομέρια της πατούσας του Λοκράθου,» την προειδοποίησε ο μάγος, ενώ κάποιοι από τους άλλους Αγενείς που τους άκουγαν γελούσαν σαν χαζοί.
Η Λουκία σκέφτηκε ότι ήταν άσκοπο να συνεχίζεις κουβέντα μ’αυτό τον ανώμαλο, και δεν του απάντησε. Άμα δεν ήταν μάγος θα τον είχε πλακώσει στο ξύλο· αλλά τώρα τον χρειάζονταν, τον πούστη.
«Ρε Σωτήριε,» του είπε ένας από τους άλλους, «ο Λοκράθος είναι βατράχι, ρε, δεν έχει τρίχα, να πούμε! Χα-χα-χα-χα...»
«Εσύ που του την πιπιλάς κάθ’ απόγευμα, μαλάκα, θα ξέρεις καλύτερ’ από μένα, ε;» απάντησε ο μάγος – πράγμα που προκάλεσε ακόμα περισσότερα γέλια και καλαμπούρια ανάμεσα στους πειρατές, καθώς απομακρύνονταν από τις προβλήτες.
Ο Οφιομαχητής δεν άκουγε τα λόγια του Σωτήριου’σαρ· βάδιζε σ’αρκετή απόσταση απ’αυτόν και το υπόλοιπο τσούρμο της Λουκίας, κατευθυνόμενος προς ένα πανδοχείο που ονομαζόταν «Το Κομμένο Αφτί» μαζί με τον Κοσμά, τον Μούρη, τον Χρύσανθο τον Σγουρό, την Ερασμία’μορ, και μερικούς ακόμα. Αφού μπήκαν στην τραπεζαρία και πήραν μεσημεριανό, ο Καπετάνιος είπε στον Κοσμά ότι ήταν ώρα ν’αναζητήσουν το πειρατικό μάτι τους στη Σαλντέρια – αυτό που είχαν εδώ οι Αγενείς από παλιά. Ήταν ένας άντρας ο οποίος εργαζόταν στις αποβάθρες μεταφέροντας εμπορεύματα. Κουβαλητής. Πολύ οργισμένος με τα αφεντικά. Και οι πάντες ήταν «αφεντικά» γι’αυτόν, απ’ό,τι είχε καταλάβει ο Γεώργιος όταν ο Κοσμάς τού τον είχε συστήσει. Ο Λεωνίδας (όπως ονομαζόταν ο κουβαλητής) χρωστούσε σ’όλα τ’αφεντικά ανεξαιρέτως, γι’αυτό κιόλας έπαιρνε μάτι για κουρσάρους (όχι μόνο για τους Αγενείς, ασφαλώς), εκτός του ότι έτσι μάζευε και κάνα οχτάρι παραπάνω. Μεροκαματιάρης ά’θρωπος είμαι, έλεγε. Τι να κάνω, ρε πούστηδες του Λοκράθου, εδωνά πέρα; Να ψοφήσω της πείνας; Έχω οικογένεια, ε, έχετε το υπόψη σας. Εγώ δε μπορώ να πάρω σπαθί και πιστόλι και ν’αρχίσω να κουρσεύω αποδώ κι αποκεί. Μ’έχει καταδικάσει η κατάρα της Έχιδνας σ’ετούτες τις αποβάθρες· μα κάνω ό,τι μπορώ. Κάνω ό,τι μπορώ.
Ο Γεώργιος τον συνάντησε σήμερα το απόγευμα μαζί με τον Κοσμά, ενώ οι ήλιοι έγερναν προς τη δύση και οι σκιές ήταν πυκνές. Τον παρακολουθούσαν για λίγο να μεταφέρει κάτι πράγματα μέσα σ’ένα σκάφος, με μερικούς άλλους. Ύστερα, καθώς φαινόταν η δουλειά του νάχει τελειώσει, ο Κοσμάς τού σφύριξε με τον συνθηματικό τρόπο και του έγνεψε παρομοίως. Ο Λεωνίδας δεν άργησε να τους ανταμώσει πίσω από μια αποθήκη.
«Τι γίνεται, ρε μάστορες, όλα καλά;» ρώτησε καπνίζοντας ένα στριφτό τσιγάρο που είχε μόλις ανάψει.
«Τι καπνός είν’ αυτός που φουμάρεις, ρε;» του είπε ο Κοσμάς. «Θες να μας δολοφονήσεις;»
«Τι να κάνω, ρε μάστορα; Ό,τι μπορώ μαζεύω. Μεροκαματιάρης ά’θρωπος είμαι. Τόνε βούτηξα αυτό τον καπνό από κάτι κασόνια ενός αφεντικού που πρέφα δεν πήρε.» Μόρφασε. «Πού να το καταλάβει; Τόσους καπνούς έχει. Να μη φουμάρω κι εγώ λιγάκι;
»Το λοιπόν. Σας ενδιαφέρει για κάνα πλεούμενο που ετοιμάζεται να σαλπάρει, ή που ακούγεται πως θάρθει ν’αράξει;»
Ο Γεώργιος ένευσε. «Πες μας.»
Ο Λεωνίδας τούς είπε για ένα πλοίο που έφευγε μεθαύριο, γεμάτο καπνά – «απ’αυτά που λέγαμε τώρα,» τους έκλεισε το μάτι – κατευθυνόμενο προς Μικρυδάτια. Και τους είπε και για ένα πλοίο που θα ερχόταν, σύμφωνα με τα λεγόμενα, σε τρεις ημέρες, φορτωμένο τεχνικούς εξοπλισμούς από Ριλιάδα Κεντρυδάτιας. «Οθόνες, κονσόλες, και διάφορ’ άλλα μηχανήματα. Πολύ πράμα, απ’ό,τι άκουσα. Θα κάνετε καλό πλιάτσικο άμα το πιάσετε μεσοπέλαγα. Αλλά, έχετε το νου σας, λένε πως θάρθει φρουρούμενο.»
«Φρουρούμενο;» είπε ο Γεώργιος.
«Από άλλα σκάφη. Δυο, τρία μαζί του. Μισθοφορικά.»
«Για πλοία πολιτών της Νοσρίντης έχει πάρει τ’αφτί σου τίποτα;»
Ο Λεωνίδας συνοφρυώθηκε, έξυσε το κεφάλι του, φυσώντας καπνό. «Δεν ξέρω κάτι συγκεκριμένο, ρε μάστορα, όχι,» είπε τελικά.
Δεν έμειναν πολύ στη Σαλντέρια. Την επομένη απέπλευσαν και, σε δύο ώρες, βρίσκονταν στη Νοσρίντη, αράζοντας στη Βόρεια Περιφέρεια του μεγάλου λιμανιού της, που ήταν κυκλικό σχεδόν, καθώς η πόλη ήταν οικοδομημένη γύρω από κόλπο και υπήρχε ένα και μοναδικό νησί στο κέντρο αυτού του κόλπου. Μια από τις σπάνιες περιπτώσεις ύπαρξης νησιού στην Υπερυδάτια, επειδή ο κόλπος ήταν ουσιαστικά μια γούβα και μέσα από τη γούβα ορθωνόταν ένας μεγάλος γήινος σχηματισμός, η κορυφή του οποίου ήταν το εν λόγω νησί. Το Φαρμακοτόπι. Γεμάτο βλάστηση και δηλητηριώδη φίδια. Κανείς δεν κατοικούσε εκεί, και μόνο βοτανολόγοι και περίεργοι το επισκέπτονταν. Στα βάθη του κυκλοφορούσε η φήμη – ο μύθος; – ότι έμενε ένας τρομερός σαμάνος φιδάνθρωπος με μυστηριώδεις και εφιαλτικές δυνάμεις. Ο Γεώργιος τα είχε ακούσει αυτά από την προηγούμενη επίσκεψή του στη Νοσρίντη, όταν είχε μάθει και για τους Ηρμάντιους (και για την υποτιθέμενη σχέση τους με τους ερπετοειδείς των Ουραίων Δασότοπων), αλλά δεν το είχε κρίνει σκόπιμο να επισκεφτεί το Φαρμακοτόπι. Είχαν άλλες δουλειές τότε: προσπαθούσαν να πουλήσουν τα πλάσματα από το Σύμπλεγμα· και μετά, όταν απέπλευσαν από εδώ, συνάντησαν τον Μεγαλοφονιά στην Ιλφόνη...
Τώρα, όμως, καθώς έμπαιναν στο λιμάνι της Νοσρίντης πάλι, ο Γεώργιος αναρωτιόταν αν θα άξιζε ίσως να ρίξει μια ματιά σ’αυτό το Φαρμακοτόπι.
Αλλά, πρώτα, έπρεπε να μιλήσει με τα δύο πειρατικά μάτια που είχαν εδώ οι Αγενείς.
Τον ένα δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να τον βρει. Ήταν σε κοινή θέα, στη Μέσα Περιφέρεια (ή «Μεσοφέρεια», κατά την τοπική αργκό) του λιμανιού της Νοσρίντης. Κρεμόταν πάνω από το νερό της θάλασσας. Κλεισμένος σ’ένα στενό κλουβί. Και δεν ήταν ζωντανός. Ο σκελετός του φαινόταν μέσα από σκισμένα ρούχα. Οι ακτογέρακες είχαν καταφάει τις σάρκες του. Δεν ήταν δυνατόν να τον αναγνωρίσεις παρά μόνο αν ρωτούσες ποιος ήταν αυτός ο τύπος και τι είχε κάνει. Ο Κοσμάς ρώτησε και του απάντησαν: του είπαν το όνομά του, και ότι τον είχαν πιάσει οι Ηρμάντιοι να δίνει σε πειρατές – κουρσάρους της Ιλφόνης – πληροφορίες για Νοσρίντια σκάφη. Τον είχαν βάλει μέσα σ’αυτό το κλουβί και τον είχαν βουτήξει κάτω απ’το λιμάνι· τον είχαν βγάλει ξανά επάνω μερικές φορές αλλά μετά πάντα τον ξαναβουτούσαν: δεν τον είχαν αφήσει να πεθάνει γρήγορα· όμως στο τέλος τον σκότωσαν. Τον έπνιξαν. Και τον παράτησαν εκεί, κλεισμένο ανάμεσα στα κάγκελα, για να κατασπαράξουν οι ακτογέρακες το σώμα του, ενώ κρέμασαν αυτή την πινακίδα κάτω απ’το κλουβί του η οποία έγραφε (όπως όλοι έβλεπαν, άλλωστε):
ΠΡΟΔΟΤΗΣ ΤΗΣ ΝΟΣΡΙΝΤΗΣ
ΤΟΥ ΑΒΥΣΣΑΙΟΥ ΦΙΛΟΞΕΝΟΥΜΕΝΟΣ
«Τα λεν’ ωραία, πάντως,» σχολίασε ο Λουκιανός ο Γρηγοροχέρης, όταν ο Γεώργιος, ο Κοσμάς, και μερικοί άλλοι ήταν μεταξύ τους, χωρίς παρείσακτους ή πιθανούς κατασκόπους των Ηρμάντιων. «Πρέπει νάχουνε κάνα ποιητή στην οικογένεια οι κουμανταδόροι της Νοσρίντης.»
«Εμένα,» είπε, αγριοκοιτάζοντάς τον, ο Κοσμάς, «δε μου φαίνεται το θέμα νάχει πλάκα...»
«Με το παρντόν, Δευτεροκαπετάνιε, αλλά είναι... πώς το λένε; Αξιοσημείωτο.» Βρίσκονταν καθισμένοι στη γωνία της τραπεζαρίας ενός πανδοχείου της Βόρειας Περιφέρειας, το οποίο ονομαζόταν «Αλόγου Κεφαλή» και είχε ένα βαλσαμωμένο κεφάλι αλόγου πάνω από το μπαρ, ενώ πάνω από την είσοδο, από την έξω μεριά, είχε ένα ξύλινο, λαξευτό κεφάλι αλόγου.
Ο Κοσμάς είπε στον Γεώργιο: «Τελικά, δεν θα τους αιφνιδιάσουμε τους Ηρμάντιους, όπως νομίζαμε.»
«Για εμάς αποκλείεται να ξέρουν,» αποκρίθηκε εκείνος, ενώ μέσα του μουρμούριζε η Πάροδος του Πράου Ανέμου.
«Τόλεγα γω ότι δε μ’άρεσε νάμαστε μισθοκούρσαροι...» σχολίασε ο Ζαχαρίας σαν να μονολογούσε.
«Θα γίνουμε στόχος,» είπε η Μάγδα, ανήσυχα.
«Αποκλείεται να ξέρουν για εμάς,» τόνισε ξανά ο Γεώργιος.
«Ναι, Αρχηγέ, αλλά... αλλά άμα κυνηγάνε κόσμο μες στην πόλη...»
Και η Λουκία πρόσθεσε: «Τώρα δεν είναι ασφαλές να πάμε να βρούμε τ’άλλο μάτι μας εδώ.»
«Πρέπει όμως,» είπε ο Γεώργιος. «Και δε χρειάζεται να έρθετε μαζί μου. Θα πάω μόνος να τη συναντήσω.» Ήταν απόγευμα και οι σκιές πύκνωναν.
«Κι άμα σκοτωθείς, τι σκατά θα κάνουμε εμείς;»
«Παλιότερα, θα χαιρόσουν άμα σκοτωνόμουν, Λουκία.»
«Οι καιροί αλλάζουν.»
«Μην πας, Αρχηγέ,» είπε ο Ζαχαρίας. «Είναι παρακινδυνευμένο.»
«Αυτό το μάτι δεν θα το έχουν πιάσει,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος. «Ακόμα κι αν ξέρουν ότι είναι μάτι, δεν θα έχουν πληροφορίες ότι προδίδει σκάφη πολιτών της Νοσρίντης.»
«Και ίσως όντως να μην το κάνει,» τόνισε ο Ζαχαρίας, «ύστερα από το κρέμασμα του άλλου.»
«Αυτό είναι, πράγματι, ένα ενδεχόμενο,» παραδέχτηκε ο Γεώργιος. «Ωστόσο... και πάλι, θέλω να της μιλήσω. Να δούμε τι μπορεί να μας σφυρίξει.»
«Αρχηγέ, σκέψου ότι η τύπισσα ίσως ακόμα και να πάει να μας πουλήσει στους Ηρμάντιους. Το θεωρείς απίθανο; Τη ρωτάς ‘Ξέρεις για κανένα σκάφος των Ηρμάντιων ή πολιτών της Νοσρίντης;’ κι εκείνη σκέφτεται ‘Ε, για να με ρωτά, κουρσάρος γαρ, θα τα παίρνει κι αυτός απ’την Ιλφόνη. Πάμε να τον καρφώσουμε στους Ηρμάντιους, να μαζέψουμε κάνα χταπόδι και να μη ρισκάρουμε και το δικό μας το κεφάλι.’ Το θεωρείς απίθανο;» είπε ξανά. «Μμμ;» Ήπιε μια μεγάλη γουλιά απ’τη μπίρα του.
«Ο Ζαχαρίας μιλά συνετά, Γεώργιε,» συμφώνησε ο Κοσμάς. «Αν πας να τη βρεις, μπορεί να μας βάλεις όλους σε κίνδυνο, έτσι όπως είναι η κατάσταση εδώ. Αν ήταν αλλιώς – αν αυτό το κουφάρι δεν κρεμόταν πάνω απ’το λιμάνι, φαγωμένο απ’τους ακτογέρακες – τότε εντάξει. Τώρα, όμως; Μην κάνεις τίποτα βιαστικό. Ακόμα κι ο Ακατάλυτος Κουρσάρος προσέχει. Ακόμα κι ο Οφιομαχητής δεν είν’ αθάνατος· το είδαμε στη Ριλιάδα.»
Η οργή της Έχιδνας έβραζε μέσα στον Γεώργιο· θα είχε τιναχτεί και θα τον είχε γρονθοκοπήσει κατακέφαλα τον Κοσμά, αν οι διδαχές του Γέρου του Ανέμου δεν είχαν πιάσει τόσο δυνατές ρίζες στο μυαλό του. Και, καθώς το σκεφτόταν νηφάλια το πράγμα, όφειλε να παραδεχτεί ότι ο Δευτεροκαπετάνιος του είχε δίκιο. Και του το είπε.
Οι πάντες που ήταν καθισμένοι γύρω του χαλάρωσαν. Κανείς τους δεν ήθελε να τον χάσουν. Και όλοι φοβόνταν ότι μπορεί οι Ηρμάντιοι εύκολα να τους απέκλειαν μες στον κόλπο της Νοσρίντης αν τους θεωρούσαν εχθρούς της πόλης τους.
«Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε,» είπε ο Κοσμάς, «είναι να μείνουμε μερικές μέρες εδώ και ν’ακούμε τι λέγεται. Γενικά. Έτσι μπορεί να πάρει τ’αφτί μας και για πλοία πολιτών της Νοσρίντης, ή ακόμα και για των ίδιων των Ηρμάντιων.»
«Σίγουρο είναι,» συμφώνησε η Λουκία.
Έμειναν λοιπόν στη Νοσρίντη για μερικές ημέρες, και σύντομα διαπίστωσαν ότι δεν ήταν οι μόνοι κουρσάροι που είχαν αράξει εδώ: κι άλλοι βρίσκονταν στην πόλη των Ηρμάντιων, και το ένα τσούρμο, μάλιστα, ήταν άνθρωποι της Ιλφόνης. Η Ευαγγελία Αρσιλκάδια τούς είχε αναφέρει στον Γεώργιο όταν του είχε μιλήσει. Αλλά τώρα εκείνος δεν τους πλησίασε, φυσικά, και συμβούλεψε τους πειρατές του να μην έχουν και πολλές επαφές μαζί τους, μα ούτε και να φαίνεται πως ενεργά τούς απέφευγαν.
Ο ίδιος το έβαλε στο μυαλό του να επισκεφτεί το Φαρμακοτόπι, και το είπε σε κάποιους – στον Κοσμά, στη Λουκία, στον Ζαχαρία, στην Ερασμία’μορ – για να το έχουν υπόψη τους.
«Ελπίζω να ξέρεις τι κάνεις, Καπετάνιε,» μουρμούρισε ο Κοσμάς, που δεν του άρεσε καθόλου αυτό. Η όψη του ήταν σκοτεινή, μες στο απόγευμα, και το τσιμπούκι του μισοσβησμένο.
«Δε θες νάρθει και κάνας άλλος μαζί σου;» ρώτησε η Λουκία, μοιάζοντας στα πρόθυρα να προθυμοποιηθεί να έρθει η ίδια.
«Σε τι μπορείτε να με βοηθήσετε;» αποκρίθηκε ο Γεώργιος. «Μόνο αυτή ίσως να μπορεί να με βοηθήσει.» Κοίταξε την Ευθαλία η οποία ήταν τυλιγμένη γύρω από τον αριστερό του πήχη σαν περικάρπιο, και η οποία έβγαλε ένα μακρόσυρτο σύριγμα, παιχνιδίζοντας τη γλώσσα της. «Οι Βαλτότοποι των Όφεων σίγουρα είναι δέκα φορές πιο επικίνδυνοι από τούτο το Φαρμακοτόπι της Νοσρίντης· δε χρειάζεται ν’ανησυχείτε για εμένα.»
Και, όταν έπεσε η νύχτα, πήρε μια μηχανοκίνητη βάρκα κι έφυγε απ’το Δηλητηριασμένο Σαλάχι, πλέοντας προς τα κεντρικά του κόλπου της Νοσρίντης, προς το νησί που φαινόταν σκοτεινό εκεί, κάτω από το φως του φεγγαριού. Το ήξερε πως οι κουρσάροι του θεωρούσαν τρελή τούτη την απόφασή του, όμως αυτοί δεν σκέφτονταν όπως εκείνος. Ο Γεώργιος δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε πειρατής που ζητούσε ν’αποκτήσει πλούτη. Το μόνο που ήθελε να αποκτήσει ήταν το χαμένο παρελθόν του. Και τα πάντα σ’ετούτη τη διάσταση – που δεν μπορεί να ήταν πατρίδα του – τον ενδιέφεραν. Το παραμικρό ίσως να τον βοηθούσε στην αναζήτησή του. Και οι φήμες για τον ερπετοειδή σαμάνο στα βάθη του Φαρμακοτοπιού τού είχαν κινήσει την περιέργεια. Ορισμένες, μάλιστα, έλεγαν ότι ήταν πρόγονος των Ηρμάντιων: ένας πανάρχαιος «φιδάνθρωπος». Αλλά ο Γεώργιος δεν νόμιζε ότι οι ερπετοειδείς ζούσαν τόσο πολύ. Όχι περισσότερο από τους ανθρώπους, απ’ό,τι ήξερε.
Η βάρκα του πλησίασε το Φαρμακοτόπι, που ήταν κατασκότεινο μες στη νύχτα, πνιγμένο στη βλάστηση. Προσάραξε σε μια από τις ακτές του: ένα μέρος όλο άμμο και πέτρα, ανάμικτα, και με φυτά να φυτρώνουν ανάμεσά τους. Ο Γεώργιος έσβησε τη μηχανή και βγήκε απ’το μικρό σκάφος. Γύρω του ένιωθε την παρουσία των ερπετών. Δεν τα έβλεπε μες στο πυκνό σκοτάδι αλλά τα αισθανόταν. Και το ήξερε πως κι εκείνα τον αισθάνονταν.
Τράβηξε το Φιλί της Έχιδνας – όχι επειδή τα ερπετά τον φόβιζαν, φυσικά, αλλά επειδή δεν ήξερε τι άλλο μπορεί να συναντούσε εδώ. Ακόμα κι αυτός ο ερπετοειδής σαμάνος μπορεί να ήταν εχθρικός. Αν και ένιωθε και με τους ερπετοειδείς κάποια συγγένεια, δεν ήταν βέβαιο ότι όλοι τον συμπαθούσαν. Όφειλε να είναι προσεχτικός μαζί τους. Ήξερε ότι ορισμένοι μπορεί, μάλιστα, να τον έβλεπαν και ως απειλή.
Ο Γεώργιος βάδισε μες στη βλάστηση, χτυπώντας τη με το μακρύ λεπίδι του που στραφτάλιζε στο φεγγαρόφωτο, κόβοντας κλωνάρια και φυλλωσιές και ψηλά χόρτα. Επάνω στον αριστερό του πήχη αισθάνθηκε την Ευθαλία να σαλεύει ανήσυχα. Έβαλε το χέρι μες στην κάπα του, προς στιγμή, και τράβηξε τον φακό του από μια από τις πολλές εσωτερικές τσέπες της· αλλά δεν τον άναψε ακόμα. Ήθελε απλώς να τον έχει εύκαιρο. Για την ώρα, μπορούσε να βλέπει, οριακά, με τη βοήθεια του άχρωμου φωτός του μεγάλου φεγγαριού της Υπερυδάτιας. Και, όπως κι άλλες φορές που είχε βρεθεί στην άγρια ύπαιθρο, δεν αισθανόταν άβολα εδώ· δεν αισθανόταν σαν να του ήταν ανοίκειο το περιβάλλον. Στο χαμένο παρελθόν του πρέπει να είχε κάποια σχέση με φυσικά περιβάλλοντα, όπως είχε υποθέσει και παλιότερα. Ίσως να ήταν κυνηγός.
Εκτός από τα ερπετά, υπήρχαν κι άλλα πλάσματα στο Φαρμακοτόπι. Πλάσματα που δεν τα ένιωθε συγγενικά: νυχτοπούλια που φτεροκοπούσαν, έκρωζαν, τιτίβιζαν, και τα μάτια τους στραφτάλιζαν· βατράχια που κόαζαν και πηδούσαν μέσα στα πιο ελώδη σημεία του νησιού· σκιερές τετράποδες φιγούρες που κινούνταν αθόρυβα, μοιάζοντας με φαντάσματα (γάτες;).
Το Φαρμακοτόπι δεν ήταν μεγάλο σε έκταση: Από τη μια άκρη ώς την άλλη (από ανατολή ώς δύση αλλά και από βορρά ώς νότο), γύρω στα εξακόσια μέτρα, όπως είχε υπολογίζει από τους χάρτες που είχε μες στο Δηλητηριασμένο Σαλάχι. Σε μια τέτοια περιοχή δεν θ’αργούσε να βρει τον ερπετοειδή σαμάνο, αν όντως υπήρχε. Θα τον διαισθανόταν, μόλις ήταν κοντά του. Αλλά, ακόμα και χωρίς τη διαίσθησή του, νόμιζε πως θα κατάφερνε να τον εντοπίσει· απλά και μόνο με τις ικανότητές του ως κυνηγός – τις ικανότητες από το λησμονημένο παρελθόν του.
Ο Οφιομαχητής περιπλανιόταν μέσα στο γεμάτο βλάστηση Φαρμακοτόπι, αφουγκραζόμενος, παρατηρώντας, ανάβοντας τον φακό του ορισμένες φορές για να κοιτάξει στη γη για πιθανά ίχνη. Μια ώρα πέρασε, ενώ διαισθανόταν τα ερπετά γύρω του και τα έβλεπε κιόλας: είχαν συγκεντρωθεί σαν συνοδία – φίδια, σαύρες, πολλών ειδών· μερικά, μάλιστα, πολύ δηλητηριώδη και πολύ επικίνδυνα. Ο Γεώργιος είδε ταχύγλωττες οχιές (σαν την Ευθαλία), είδε πυρόγλωσσες οχιές, είδε κροταλίες, είδε ατέρμονους σπειρόμορφους, είδε μελανόνυχες σαύρες, είδε κρυπτόσαυρους, είδε αγκυλόσαυρες και πτερόσαυρες. Είδε ένα δέντρο που ο κορμός του φάνταζε παράξενος, σαν να ήταν λαξεμένος σχεδόν. Αλλά ο Γεώργιος κατάλαβε αμέσως ότι αυτό δεν ήταν λάξευμα, ούτε της φύσης, ούτε ανθρώπων, ούτε ερπετοειδών. Ήταν ερπετό. Με το βλέμμα δεν μπορούσες να το ξεχωρίσεις. Ούτε καν με το άγγιγμα· στην αφή το ένιωθες σαν ξύλο. Μα ήταν φίδι. Ένα πελώριο φίδι τυλιγμένο γύρω από το δέντρο, αόρατο, σαν μέρος του δέντρου. Και αργότερα ο Γεώργιος θα μάθαινε ότι η ονομασία αυτού του φιδιού ήταν δενδρόφις, και υπήρχαν πολλοί τέτοιοι στους Ουραίους Δασότοπους.
Επί του παρόντος, το άγγιξε στο κεφάλι. Ξέρω τι είσαι. Από εμένα δεν μπορείς να κρυφτείς. Φιλικά, όμως.
Ο δενδρόφις άνοιξε ξαφνικά τα κίτρινα μάτια του – κι έμοιαζε λες και το δέντρο να είχε ανοίξει τα μάτια του – ατενίζοντας τον επισκέπτη. Σύριξε αργόσυρτα προς το μέρος του καθώς σάλευε πάνω στον κορμό – και θα νόμιζες ότι ο ίδιος ο κορμός σάλευε, σαν να είχες πάρει παραισθησιογόνες ουσίες.
Ο Γεώργιος άφησε το φίδι στην ησυχία του, συνεχίζοντας την αναζήτησή του.
Ύστερα από μισή ώρα ακόμα, διέκρινε ίχνη στο έδαφος, στο φως του φακού του, τα οποία δεν νόμιζε ότι ήταν από κανονικό ερπετό. Ερπετοειδής... Άποδος ερπετοειδής... Ο σαμάνος; Ίσως.
Δίπλα από τα ίχνη της φιδίσιας ουράς ήταν και κάτι άλλα ίχνη – μικρές τρυπίτσες. Ο σαμάνος – αν όντως ήταν αυτός – κρατούσε μακρύ ραβδί, μάλλον.
Ο Γεώργιος ακολούθησε τ’αχνάρια. Ίσως έτσι να έφτανε στη φωλιά του ερπετοειδή.
Λίγο παρακάτω, τα ίχνη σταμάτησαν απότομα. Ο Γεώργιος γονάτισε στο ένα γόνατο, καρφώνοντας το Φιλί στο έδαφος, στηριζόμενος εκεί, ενώ φώτιζε με τον φακό του. Πού είχε πάει ο ερπετοειδής; Είχε, μήπως, σκαρφαλώσει σε κάνα κοντινό δέντρο;
Ο Γεώργιος ύψωσε το βλέμμα του στους κορμούς–
Αισθάνθηκε μια ανείπωτη αλλαγή στα ερπετά γύρω του που τον ακολουθούσαν σαν συνοδία. Αισθάνθηκε μια ξαφνική ταραχή, αισθάνθηκε τη διάθεσή τους να αλλοιώνεται απρόσμενα, να γίνεται επιθετική...
...και αισθάνθηκε, επίσης, μια καινούργια παρουσία.
«Καλωσσσσόρισσσεςςςς, Οφιομαχητήςςςς.»
Ο Γεώργιος στράφηκε απότομα, αντικρίζοντας μέσα από τη βλάστηση έναν ερπετοειδή να ξεπροβάλλει. Ήταν άποδος και ντυμένος με το τομάρι κάποιου ζώου, το οποίο τυλιγόταν γύρω από τον κορμό του και συγχρόνως σχημάτιζε μανδύα και κουκούλα. Η κουκούλα ήταν μεγάλη και φαρδιά· κρεμόταν σχεδόν κωμικά δεξιά κι αριστερά του κεφαλιού του. Στο χέρι του ήταν ένα μακρύ ξύλινο ραβδί μ’ένα κρανίο στην κορυφή. Ένα ανθρώπινο κρανίο, στολισμένο με φτερά.
Εκατέρωθεν του ερπετοειδή ορθώνονταν δύο δενδρόφεις. Στο μήκος ήταν μεγαλύτεροι απ’ό,τι ήταν αυτός στο ύψος, μα τώρα δεν ήταν πλήρως τεντωμένοι. Στέκονταν εκεί σαν σωματοφύλακές του, με τα κίτρινα μάτια τους να γυαλίζουν. Και το δέρμα τους εξακολουθούσε να θυμίζει κορμό δέντρου, αν και τώρα, που δεν ήταν τυλιγμένοι γύρω από δέντρο, είχε διαφορετικό χρωματισμό.
«Εσύ,» είπε ο Γεώργιος, «πρέπει να είσαι ο σαμάνος... Το ήξερες ότι θα ερχόμουν;» Δε θα τον εξέπληττε αυτό· οι ερπετοειδείς, όπως είχε μάθει, μπορούσαν να πληροφορούνται πράγματα για το μέλλον (και όχι μόνο) κοιτάζοντας μέσα σε κρυστάλλους.
«Τιςςς ζητάςςςς εδώςςς, Οφιομαχητήςςς;» Η προφορά του ερπετοειδή ήταν πολύ βαριά: ακόμα κι ο Γεώργιος με το ζόρι ξεχώριζε τι έλεγε· με το ζόρι καταλάβαινε ότι ο σαμάνος μιλούσε στην Κοινή Υπερυδάτια και δεν έβγαζε απλώς άναρθρα συρίγματα.
«Εσένα. Άκουσα φήμες για έναν σαμάνο που κατοικεί στο Φαρμακοτόπι.» Αισθανόταν τα ερπετά γύρω του να έχουν αγριέψει, να έχουν γίνει ξαφνικά εχθρικά προς αυτόν. Παράξενο, πολύ παράξενο. Και πρωτόγνωρο.
Η Ευθαλία – το μόνο ερπετό που ένιωθε φιλικό πλέον – σάλευε νευρικά πάνω στον πήχη του.
«Γιατίςςς’σαι ’χθρόςςςς μαςςςς, Οφιομαχητήςςςς;»
«Δεν είμαι εχθρός σου, σαμάνε. Απλώς ήθελα να σε γνωρίσω. Ίσως εσύ να μπορείς να με βοηθήσεις εκεί όπου άλλοι δεν μπόρεσαν. Ψάχνω το παρ–»
«Είσσσσσαι ’χθρόςςςςς!» σύριξε άγρια ο σαμάνος, δείχνοντάς τον με το φτερωτό κρανίο στην άκρη του ραβδιού του· και ο Γεώργιος αισθάνθηκε μια εφιαλτική επίδραση ν’απλώνεται ολόγυρα, μια επίδραση που έκανε τα ερπετά ξέφρενα, φέρνοντάς τα προς το μέρος του – απειλητικά. Σύριζαν και κροτάλιζαν.
Η Ευθαλία σφίχτηκε πάνω στον πήχη του· φοβόταν τους συγγενείς της. Αλλά ο σαμάνος δεν έμοιαζε αυτήν να έχει τη δύναμη να την επηρεάσει.
«Τα φίδια σου δεν μπορούν να με πειράξουν!» του είπε ο Γεώργιος, νιώθοντας την οργή της Έχιδνας πολύ άγρια εντός του, να τον ωθεί να τσακίσει τον ερπετοειδή. «Τα δηλητήριά τους δεν με βλάπτουν. Στείλ’ τα κοντά μου και τα στέλνεις στην καταστροφή τους!... Και θα λυπηθώ γι’αυτό, γιατί – δεν είμαι εχθρός σου, ανόητε!» τόνισε.
«Εχθρόςςςςς τουςςς Οίκουςςςςς είν’ ο Οφιομαχητήςςςς.»
Ο Γεώργιος προς στιγμή μπερδεύτηκε. Τι του έλεγε ο καταραμένος; Μετά, νόμιζε ότι κατάλαβε – περίπου. «Ποιου Οίκου;» ρώτησε. «Για ποιο Οίκο μιλάς;»
«Τον Οίκοςςςς των Αρχόντων-ςςςς – ειςςς’ εχθρόςςςς!»
«Μιλάς για τους Ηρμάντιους; Για τους Ηρμάντιους; Τους άρχοντες της Νοσρίντης;»
«Ειςςς’ εχθρόςςς τουςςς, Οφιομαχητήςςςς – καιςςςςςε είδαςςς! Τουςςςς πολεμάςςςς! Γιατίςςςς;»
«Το τι κάνω είναι δική μου δουλειά, σαμάνε. Ήρθα εδώ μονάχα για να σε γνωρίσω. Αλλά βλέπω πως... δεν είμαι καλοδεχούμενος.» Μετά βίας καταπολεμούσε την οργή του. Το ήξερε πως αυτός ο σαμάνος δεν μπορούσε να τον σταματήσει, δεν μπορούσε να τον νικήσει, ακόμα κι αν έστελνε όλα τα ερπετά του νησιού εναντίον του. Το λεπίδι του Φιλιού θα τα λιάνιζε και, στο τέλος, θα έκοβε και το κεφάλι από τους ώμους του αφέντη τους! «Η συζήτησή μας τελείωσε. Προσευχήσου στην Έχιδνα να μην ξαναπεράσω από εδώ.» Ήθελε να μάθει περισσότερα για τον σαμάνο – ποιος ακριβώς ήταν; ποια η σχέση του με τους Ηρμάντιους; γιατί ήταν σύμμαχός τους; γιατί κατοικούσε απομονωμένος εδώ; – αλλά καταλάβαινε πως δεν είχε χρόνο. Η οργή θα τον κυρίευε παρά τις διδαχές του Γέρου του Ανέμου· ή ίσως, προτού τον κυριεύσει η οργή, ο σαμάνος να του επιτιθόταν με όλα του τα ερπετά, και το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο.
«Όχιςςςςς!» σύριξε ο ερπετοειδής. «Σσσσ’έφεραςςς εδώςςς και θα μείνειςςςς εδώςςςς!» Τον έδειξε ξανά με το ραβδί του.
Μ’έφερε εδώ; Τι στις λάσπες του Λοκράθου εννοεί; «Κανείς δεν με ‘έφερε’ εδώ, σαμάνε. Μην υπερεκτιμάς τις δυνάμεις σου.»
«Χχχχςςςςςς-ςςςςςςςς-χχχχ-ςςςςς!» αντήχησε το γέλιο του ερπετοειδή· κι αμέσως μετά, ενώ εκείνο το κρανίο στην κορυφή του ραβδιού εξακολουθούσε να τον δείχνει, ο Οφιομαχητής αισθάνθηκε κάτι ν’αρπάζεται επάνω του.
Αλλά δεν ήταν τίποτα το υλικό. Ήταν κάτι στην ψυχή του. Κάτι γεμάτο νύχια και ατέρμονες σπείρες από δυνατές ουρές. Κάτι που, βρίσκοντας μια σύνδεση, προσπαθούσε να τον γονατίσει. Κυριολεκτικά.
Ο Γεώργιος έβγαλε μια θηριώδη κραυγή από τα χείλη του, παλεύοντας ν’αντισταθεί την επίδραση του σαμάνου. Ο καταραμένος πρέπει να επιχειρούσε να ασκήσει επάνω του τον ίδιο έλεγχο που ασκούσε και στα ερπετά!
Τα οποία τώρα έρχονταν πανταχόθεν, έρχονταν για να κατακλύσουν τον Οφιομαχητή.
Μ’ακόμα μια κραυγή, εκείνος ανέμισε το Φιλί της Έχιδνας ολόγυρά του, ενώ προσπαθούσε ν’ασκήσει τη δική του επιρροή επάνω τους. Αίματα τινάχτηκαν, κι αισθάνθηκε τον τρόμο τους, τον πανικό τους. Αισθάνθηκε ότι αισθάνονταν την επιρροή του μες στις φιδίσιες ψυχές τους. Αισθάνθηκε ότι φοβήθηκαν πως πήγαιναν να κάνουν κάτι το κακό, κάτι το βέβηλο, το μιαρό, εναντίον ενός ξαδέλφου τους. Ενός πανίσχυρου ξαδέλφου τους. Και απομακρύνθηκαν.
Αλλά η επίδραση του αφέντη τους ήταν ακόμα γαντζωμένη πάνω στον Οφιομαχητή, και ένιωσε τα πόδια του βαριά καθώς προσπαθούσε να ζυγώσει τον σαμάνο παραμερίζοντας τη βλάστηση.
Οι δύο δενδρόφεις ορθώθηκαν δεξιά κι αριστερά του ερπετοειδούς κυρίου τους, ψηλότεροι απ’αυτόν τώρα, δείχνοντας τα δόντια τους, συρίζοντας σαν για να φοβερίσουν τον Γεώργιο.
Αλλά ο Οφιομαχητής δεν αισθάνθηκε τρομαγμένος. «Θα το μετανιώσεις αυτό, σαμάνε!» γρύλισε. «Δεν ήρθα ως εχθρός σου!» Τον έδειξε με το Φιλί της Έχιδνας καθώς πάλευε ενάντια στην επιρροή του όπως θα πάλευε ενάντια στον άνεμο.
Και τώρα, από τη μια ήταν προτεταμένο το λεπίδι του Οφιομαχητή, στραφταλίζοντας στο φεγγαρόφωτο που γλιστρούσε μέσα από τη βλάστηση· κι από την άλλη ήταν προτεταμένο το ραβδί του σαμάνου με το φτερωτό ανθρώπινο κρανίο στην κορυφή, που γύρω του ο αέρας έμοιαζε νάχει θολώσει, όπως πάνω από φωτιά.
Ο Γεώργιος αισθανόταν έναν πανίσχυρο, παγερό νου να προσπαθήσει να συνθλίψει το μυαλό του, τη σκέψη του.
Αλλά πλησίαζε τον σαμάνο... Τον πλησίαζε... Βήμα-βήμα.
Οι δενδρόφεις, συρίζοντας, όρμησαν καταπάνω του. Το Φιλί της Έχιδνας έκοψε το κεφάλι του ενός καθώς ερχόταν να δαγκώσει τον Γεώργιο. Αυτά τα μεγάλα ερπετά ήταν ανιοβόλα (όπως αργότερα θα μάθαινε) αλλά και πάλι επικίνδυνα: μπορούσαν να σε τυλίξουν και να σου τσακίσουν τα κόκαλα· μπορούσαν να σε δαγκώσουν και να σου κόψουν ολόκληρο χέρι, να σου ξεριζώσουν τον λαιμό.
Ο Οφιομαχητής ένιωσε ένα τρομερό χτύπημα από το πλάι. Όμως καταλάβαινε ότι δεν ήταν φυσικό χτύπημα· ήταν νοητικό χτύπημα, ψυχικό. Ήταν η δύναμη του σαμάνου, η επίδραση που ασκούσε ο καταραμένος εξαιτίας του δεσμού τους. Ο Γεώργιος έπεσε στο ένα γόνατο.
Ο δενδρόφις που απέμενε ορθώθηκε από πάνω του, συρίζοντας άγρια. Το Φιλί της Έχιδνας τον κάρφωσε, αλλά στο σώμα μονάχα, και τα φίδια δεν πεθαίνουν από ένα απλό τρύπημα στο σώμα, οσοδήποτε βαθύ. Τα σαγόνια του κατήλθαν ορθάνοιχτα προς τον Οφιομαχητή – κι εκείνος άφησε τη λαβή του σπαθιού του (ο φακός τού είχε ήδη πέσει) και τ’άρπαξε με τα χέρια. Ένα σαγόνι με κάθε χέρι, νιώθοντας τα δόντια του ερπετού να τρυπάνε το δέρμα του.
Και η τρομερή, αδυσώπητη θέληση του σαμάνου τον πολιορκούσε. Τον πίεζε σαν ζωντανός εφιάλτης. Αν δεν ήταν αυτή, ο Οφιομαχητής θα είχε αμέσως σπάσει τα σαγόνια του φιδιού, θα το είχε τσακίσει. Ο καταραμένος σαμάνος, όμως, ήταν σαν να ρουφούσε, ή σαν να μπλόκαρε κάπως, την υπεράνθρωπη δύναμή του· σαν να της έβαζε εμπόδια.
Ο Γεώργιος πάλευε με το γιγάντιο φίδι, πεσμένος κάτω, μες στην πυκνή βλάστηση. Η πανίσχυρη ουρά του δενδρόφεως τυλίχτηκε γύρω από τα πόδια του.
Και ο Οφιομαχητής νόμιζε πως... άκουσε μες στο μυαλό του μια φωνή. Ή, μάλλον, δεν ήταν ακριβώς φωνή. Ήταν κάτι που ο νους του μπορούσε να αποκωδικοποιήσει ως φωνή, ως κατανοητή γλώσσα, και μάλιστα όχι πλήρως.
Το όνομά μου είναι [αδύνατον να αποκωδικοποιηθεί σε ανθρώπινη λαλιά], και οι εχθροί του Παλιού Οίκου είναι και δικοί μου εχθροί – και φέρνω το τέλος τους!
Ο Γεώργιος αναρωτήθηκε αν αυτή η σύνδεση που είχε με τον σαμάνο ήταν αμφίδρομη. Και γιατί όχι; Ό,τι έρχεται προς τα εδώ πρέπει να μπορεί να πάει και προς τα εκεί, από τον ίδιο δρόμο.
Ο Οφιομαχητής, ενώ πάλευε επίμονα με τον δενδρόφι, εξακολουθώντας να κρατά τα σαγόνια του ανοιχτά, έστειλε όλη του την οργή καταπάνω στον σαμάνο. Την έστειλε από το πέρασμα που ο σαμάνος χρησιμοποιούσε για να φτάσει στην ψυχή του.
Και ο ερπετοειδής σύριξε σαν τραυματισμένο φίδι.
Ο Γεώργιος αισθάνθηκε το βάρος να φεύγει από πάνω του. Γρυλίζοντας, έσπασε τα σαγόνια του γιγάντιου φιδιού, διέλυσε το κρανίο του, τσακίζοντας κόκαλα, τινάζοντας αίματα. Και ορθώθηκε, ξεγλιστρώντας εύκολα έξω από τις σπείρες του ερπετού. Άρπαξε το ακέφαλο σώμα και το ύψωσε πάνω απ’το κεφάλι του, κραυγάζοντας εξαγριωμένος.
Αισθάνθηκε το δέος των ερπετών που παρακολουθούσαν. Αισθάνθηκε ότι τον έβλεπαν σαν κάτι το ιερό.
Ο σαμάνος είχε σωριαστεί στη γη και τώρα σηκωνόταν ξανά, πάνω στην ουρά του, με τη βοήθεια του ραβδιού του.
Ο Γεώργιος εκτόξευσε προς το μέρος του το νεκρό σώμα του δενδρόφεως, αλλά ο ερπετοειδής γλίστρησε μες στη βλάστηση γρήγορα, φεύγοντας. Ο Γεώργιος τινάχτηκε, κι άρπαξε το Φιλί της Έχιδνας που ήταν ακόμα καρφωμένο στο σκοτωμένο φίδι· το τράβηξε έξω.
Έψαξε εκεί γύρω για τον σαμάνο – χωρίς κανένα ερπετό να τολμήσει να του εναντιωθεί τώρα – μα δεν τον βρήκε. Και αισθανόταν την Ευθαλία τυλιγμένη γερά στον πήχη του· ούτε στιγμή δεν τον είχε προδώσει, η πιστή Ευθαλία. Δεν είχε νιώσει την επίδραση του σαμάνου; ή ο σαμάνος δεν μπορούσε να την επηρεάσει;
Ο καταραμένος, πάντως, έμοιαζε τώρα νάχει εξαφανιστεί, η βλάστηση να τον έχει καταπιεί.
«Ώρα να πηγαίνουμε,» μουρμούρισε ο Γεώργιος. Δεν είναι καλή η φιλοξενία στο Φαρμακοτόπι, πρόσθεσε νοερά. Και, καθώς βάδιζε (με προσοχή, πάντοτε σε επιφυλακή) προς τις ακτές, αναρωτιόταν αν μπορεί να αλήθευε εκείνο που είχε πει ο σαμάνος. Αν όντως αυτός τον είχε, κάπως, με την επίδρασή του, φέρει εδώ για να τον παγιδέψει...
Στο ακρογιάλι βρήκε τη βάρκα του να τον περιμένει εκεί όπου την είχε προσαράξει. Μέσα της είχαν μπει μερικά ερπετά καθώς και μια σαλαμάνδρα. Η τελευταία αμέσως έφυγε μόλις ο Οφιομαχητής ζύγωσε· τα ερπετά έμειναν, δείχνοντας φιλικά.
Ο Γεώργιος έσπρωξε το πλεούμενο στο νερό και πήδησε μέσα. Αισθανόταν κουρασμένος, ψυχικά, ύστερα από τη σύγκρουση με τον σαμάνο. Τι δαίμονας της Έχιδνας ήταν αυτός; Δεν είχε ποτέ συναντήσει τέτοιο πράγμα ώς τώρα στην Υπερυδάτια. Και γιατί τον ενδιέφερε αν ο Οφιομαχητής ήταν εχθρός των Ηρμάντιων ή όχι; Τι ήταν, φύλακάς τους; Κι αν ναι, τότε τι έκανε απομονωμένος σε τούτο το νησί; Γιατί δεν κατοικούσε μαζί τους, στο Ερείπιο μέσα στην πόλη;
Η υπόθεση ήταν παράξενη. Πολύ παράξενη. Ίσως ο σαμάνος να είχε έρθει εδώ απλά και μόνο για να μου στήσει παγίδα... σκέφτηκε ο Γεώργιος καθώς ενεργοποιούσε τη μηχανή κι έπιανε το τιμόνι. Αλλά ήταν δυνατόν να τον είχε κάπως... επικαλεστεί από μακριά; Πώς; Μέσω εκείνων των κρυστάλλων; Ο Γεώργιος ακόμα είχε μαζί του τον κρύσταλλο που του είχαν δωρίσει στους Τόπους των Παλιών Ερπετών, κοντά στην Κιρβιάδα. Μπορούσε, μήπως, να λάβει απαντήσεις από εκεί; Αλλά όχι· η χρήση του κρυστάλλου ήταν επικίνδυνη για εκείνον, όπως είχε διαπιστώσει τότε που είχε ατενίσει μέσα στα ανείπωτα βάθη του.
Καθώς απομακρυνόταν από το Φαρμακοτόπι, πλέοντας προς τη Βόρεια Περιφέρεια της Νοσρίντης, εκείνη η φωνή που δεν ήταν φωνή ήρθε πάλι στο μυαλό του:
...στο μέλλον, Οφιομαχητή... στο μέλλον...
Οργή φούντωσε εντός του. Ο γαμημένος σαμάνος μπορούσε να τον φτάσει ακόμα κι εδώ!
Ο Οφιομαχητής έστρεψε την οργή εναντίον του, μέσα από τον ίδιο δρόμο που ερχόταν η «φωνή», και έστειλε και τη δική του φωνή μαζί – ή, τουλάχιστον, προσπάθησε:
Αν ξανάρθω στο νησί σου θα είναι η τελευταία σου ώρα!
Τρεις ακόλουθοι του Λοκράθου χτυπάνε την κλειστή ξύλινη πόρτα του Ναού τους, και ο ένας φωνάζει: «Ανοίξτε μας! Το ξέρω πως μ’ακούτε! Ανοίξτε, γαμώτο!»
Ο δεύτερος προσθέτει: «Σας λέμε – το φίδι δεν είναι πια εδώ! Έχει φύγει!»
«Δε λέμε ψέματα!» τονίζει ο τρίτος. «Έχει φύγει! Ανοίξτε μας να βγούμε! Το φίδι δεν είναι εδώ!»
«Όχι,» τους φωνάζω· «το φίδι είναι ακόμα εδώ!» Και εκτοξεύω το Φιλί της Έχιδνας καταπάνω σ’αυτόν που μίλησε τελευταίος. Η λεπίδα τον διαπερνά πέρα για πέρα, καρφώνοντας τον πάνω στο ξύλο της πόρτας σαν έντομο, τινάζοντας αίματα τριγύρω. Οι άλλοι δύο πετάγονται παραδίπλα, κραυγάζοντας, περίτρομοι.
Πλησιάζω το κέντρο της αίθουσας του Ναού του Λοκράθου που είναι γεμάτη πεσμένους πιστούς του. Τραβάω το ξιφίδιο από τη μπότα μου ενώ υψώνω το ενεργειακό πιστόλι που κρατάω στο αριστερό μου χέρι. Δεν τον βλέπω αλλά το ξέρω πως ο Νικόλαος με ακολουθεί, ντυμένος τώρα και οπλισμένος· πήραμε τον εξοπλισμό ενός από τους φρουρούς που είχα σκοτώσει για να φτάσω στον θάλαμο βασανιστηρίων.
Πατάω τη σκανδάλη του πιστολιού και η ενεργειακή ριπή που εκτοξεύεται βρίσκει το ένα από τα βατράχια στην κοιλιά, τραντάζοντάς το και σωριάζοντάς το κάτω, ακίνητο.
Το άλλο βατράχι – το τελευταίο όρθιο μες στην αίθουσα – υψώνει μια βαλλίστρα, κραυγάζοντας ξέφρενα: «Για τον Μεγάλο Λοκράθο, θα σε σκοτώσω, φίδι – θα πεθάνεις – θα πεθάνεις!» Και εκτοξεύει το βέλος.
Αλλά δεν ωφελεί να σημαδεύεις πανικόβλητος. Το βλήμα περνά, άκακα, ανάμεσά μας–
–ενώ το ξιφίδιό μου, στροβιλιζόμενο στον αέρα, βρίσκει τον στόχο του: και το βατράχι πέφτει με το λεπίδι καρφωμένο στο αριστερό του μάτι.
Τους πλησιάζω για να πάρω πίσω το Φιλί της Έχιδνας και το ξιφίδιο, περνώντας το πιστόλι μου στην πίσω μεριά του παντελονιού μου.
Ο Νικόλαος κοιτάζει τριγύρω, τους υπόλοιπους που είναι ξαπλωμένοι μες στην αίθουσα. «Αν δεν είν’ όλοι νεκροί, Οφιομαχητή, καλύτερα να τους σκοτώσουμε – τώρα – για τη δόξα της Έχιδνας! – να σβήσουμε αυτά τα μιάσματα απ’το πρόσωπο της Ιχθυδάτιας – και για να μη σηκωθούν επάνω και μας κάνουν καμιά πουστιά, όπως αυτοί ετοιμάζονταν να κάνουν!»
Ακόμα μιλά σαν φυσημένος... Σκουπίζω το ξιφίδιο και το Φιλί της Έχιδνας πάνω στα ρούχα ενός λιπόθυμου βατραχιού και ορθώνομαι. Περνάω το μικρό λεπίδι στη μπότα μου. Το Φιλί το κρατάω στο χέρι· δεν έχω το θηκάρι του πια. «Σε λίγο δεν θα είμαστε εδώ, Νικόλαε,» του λέω. «Οδήγησέ με, τώρα.»
«Ναι, βέβαια,» αποκρίνεται. «Προς τα κει πρέπει να είναι»· δείχνει την ανοιχτή ξύλινη πόρτα στην άλλη μεριά του Ναού. «Δεν υπάρχει άλλη έξοδος αποδώ. Αποκεί, λοιπόν. Σίγουρα.»
Νεύω, και βαδίζουμε. Περνάμε το άνοιγμα και μπαίνουμε σ’έναν διάδρομο φωτισμένο από ενεργειακή λάμπα στο ταβάνι, ο οποίος λίγο παρακάτω διχαλώνει.
«Από εδώ,» λέει ο Νικόλαος, δείχνοντας τη μια μεριά της διχάλας. «Ναι, δεξιά πρέπει να ήταν. Δεξιά. Απ’την άλλη πρέπει νάναι οι κοιτώνες τους.»
«Ας ρίξουμε μια ματιά εκεί, πρώτα, λοιπόν,» του λέω, και στρίβω αριστερά.
«Όσο αργούμε ίσως νάρθουν οι άλλοι! Ίσως ν’ανοίξουν την πόρτα. Ή ίσως να σηκωθούν αυτοί που είναι πεσμένοι στον Ναό και όχι νεκροί.»
«Κακό δικό τους άμα σηκωθούν,» αποκρίνομαι, και ο Νικόλαος γελά σαν παράφρονας ξανά.
Φτάνουμε σ’ένα μέρος που – ο καινούργιος μου φίλος είχε δίκιο – είναι σίγουρα κοιτώνες, δωμάτια διαμονής για τους πιστούς του Λοκράθου. Βλέπουμε κρεβάτια, ντουλάπια, μπαούλα, έναν θάλαμο με τραπέζι και καρέκλες για φαγητό, ένα μηχανικό σύστημα με κονσόλα και οθόνη. Σταματώ μπροστά στο τελευταίο και πατάω κουμπιά, μήπως βρω καμιά χρήσιμη πληροφορία· αλλά τίποτα. Τίποτα που να μ’ενδιαφέρει.
«Δεν υπάρχει έξοδος από εδώ,» μουρμουρίζει ο Νικόλαος, νευρικά. «Αν υπήρχε, θα τη φρουρούσαν κι αυτήν. Θα τη φρουρούσαν...»
«Ναι, μάλλον,» συμφωνώ.
Στους τοίχους κρέμονται ταπετσαρίες, καλοφτιαγμένες όπως μόνο στην Ιχθυδάτια, αλλά όλες έχουν επάνω τους σύμβολα του Λοκράθου και «ιερά αμφίβια». Τις καταστρέφουμε καθώς εξερευνούμε τους κοιτώνες. Ο Νικόλαος είναι που ξεκινά να τις τραβά και να τις σπαθίζει, αλλά μετά τον μιμούμαι κι εγώ· βοηθά στην εκτόνωση της οργής μου, και τα βατράχια, ούτως ή άλλως, πήγαν γυρεύοντας· γιατί να σεβαστώ τη διακόσμησή τους;
Αυτή η περιοχή, πάντως, δεν πρέπει να είναι για μακροχρόνια διαμονή. Δεν βρίσκουμε παρά ελάχιστα φαγητά στο ψυγείο και στην αποθήκη. Το ίδιο και ποτά. Και ούτε χώρος για μπάνιο υπάρχει· μονάχα δύο μικροί απόπατοι. Οι πιστοί του Λοκράθου μάλλον το έχουν αυτό το μέρος μόνο για όταν είναι να κάνουν τελετές στο Ναό τους.
«Να πάμε πίσω να σπάσουμε και το μιαρό είδωλο, Οφιομαχητή!» μου προτείνει ο Νικόλαος, αναφερόμενος στο είδωλο του Λοκράθου στον Ναό, φυσικά.
«Γάμα το είδωλο,» του λέω. «Πάμε να δούμε αν όντως υπάρχει έξοδος εκεί που νομίζεις.»
Και ακολουθούμε τώρα το δεξί πέρασμα της διχάλας.
Στο τέλος του είναι ένας μικρός στρογγυλός χώρος χωρίς πάτωμα. Ένας βαθύς λάκκος.
«Εδώ,» αρθρώνει ο Νικόλαος. «Ναι, εδώ, Οφιομαχητή.»
«Σταμάτα να με λες έτσι,» μουγκρίζω λοξοκοιτάζοντάς τον.
Το βλέμμα του είναι σαστισμένο προς στιγμή.
«Γεώργιος είναι το όνομά μου,» του λέω. Τουλάχιστον, το όνομα που μου έδωσαν στον Ναό της Έχιδνας στο Πλοκάμι των Ναυαγίων· αλλά το χρησιμοποιώ τόσο καιρό πλέον που έχω αρχίσει να πιστεύω ότι είναι το πραγματικό μου.
Ο λάκκος μπροστά μας είναι βαθύς. Γύρω στα πέντε μέτρα τον υπολογίζω, στο φως της ενεργειακής λάμπας που κρέμεται από ένα γάντζο στο ταβάνι. Ο πυθμένας του είναι γεμάτος λάσπες. Τα τοιχώματά του μοιάζουν πολύ γλοιώδη και απότομα· δε νομίζω ότι είναι εύκολο κανείς να πιαστεί εκεί για να ανεβεί ή να κατεβεί: καθόλου εύκολο. Υπάρχουν τρία ανοίγματα στο βάθος του λάκκου τα οποία – ο Νικόλαος είχε δίκιο ξανά – φαίνονται αρκετά μεγάλα για να χωρέσει άνθρωπος, αν και σκυφτός μάλλον.
Η γιγάντια σαλαμάνδρα δεν είναι πουθενά.
«Λοιπόν,» του λέω. «Θα κατεβώ πρώτος. Μετά, θα πηδήσεις και θα σε πιάσω.»
Ο Νικόλαος γνέφει καταφατικά.
Πηδάω και προσγειώνομαι ομαλά στον πάτο του λάκκου, αν και τα πόδια μου γλιστράνε προς στιγμή στις λάσπες καθώς, συγχρόνως, βουλιάζουν μέσα τους. Οι λάσπες φτάνουν ώς τους αστραγάλους μου, αλλά είμαι σίγουρος ότι το βάθος τους θ’ανακαλύψεις πως είναι ακόμα μεγαλύτερο αν σκάψεις.
Καρφώνω κάτω το Φιλί της Έχιδνας και υψώνω το βλέμμα μου στον Νικόλαο. «Έλα!» του φωνάζω. «Θα σε πιάσω.»
Κι εκείνος, με κλειστά τα μάτια (κυριολεκτικά), πηδά χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό. Τον πιάνω, εύκολα – και κραυγάζει από πόνο.
«Είσαι καλά;»
«Ναι,» αποκρίνεται ξέπνοα. «Απλώς... τα τραύματά μου...»
«Ναι,» του λέω, αφήνοντάς τον να σταθεί. «Καταλαβαίνω.» Τα βατράχια γέμισαν το σώμα του με καψίματα και κοψίματα, όσο τον βασάνιζαν. Ακόμα και εγκαύματα στο εσωτερικό των μηρών του είδα, όταν τον βρήκα δεμένο στο κρεβάτι βασανιστηρίων· απειλούσαν, μάλλον, να του κάψουν τα αρχίδια με πυρωμένα σίδερα, αν δεν μιλούσε.
Τραβάω το Φιλί της Έχιδνας από τις λάσπες και το κρατάω ξανά στο χέρι μου. Από τους κοιτώνες έχω πάρει μαζί μου κάποια πράγματα που σκέφτηκα ότι ίσως να μου φαίνονταν χρήσιμα: λίγο φαγητό, τέσσερα μπουκάλια νερό, δύο ενεργειακούς αναπτήρες, έναν φακό (δυστυχώς δεν βρήκα δεύτερο), ένα ξιφίδιο (πάντα ωφελεί να έχεις δύο επάνω σου), και έναν σάκο για να βάλω μέσα όλα τα υπόλοιπα (εκτός από το ξιφίδιο, το οποίο πέρασα στην άλλη μπότα μου). Τώρα βγάζω τον φακό και φωτίζω τα τρία περάσματα στον πυθμένα του γλοιώδους λάκκου, το ένα κατόπιν του άλλου. Τα ίδια μού φαίνονται μεταξύ τους: γλοιώδη κι αυτά, και όχι και πολύ ψηλά, αλλά αρκετά μεγάλα για να χωρέσουν άνθρωπο.
«Από πού προτείνεις;»
«Δε θυμάμαι από ποιο ακριβώς είχε έρθει το τέρας, Οφιομαχητή.»
«‘Γεώργιε’.»
«Γεώργιε... Αλλά είσαι ο Οφιομαχητής, έτσι;»
«Εσύ τι λες;» Πλησιάζω το κεντρικό άνοιγμα, και ο Νικόλαος με ακολουθεί.
Μπαίνουμε. Σκυφτοί, φυσικά. Και, όσο συνεχίζουμε μες στη σήραγγα, ο χώρος δεν γίνεται πιο ψηλός, ούτε πιο φαρδύς. Αν μη τι άλλο, μερικά σημεία είναι πολύ χαμηλά και στενά. Από τα περισσότερα, όμως, μπορούμε να περάσουμε. Τα άλλα είναι σχισμάδες, μα την Έχιδνα.
Η σήραγγα δεν είναι ευθύγραμμη, όπως σύντομα διαπιστώνουμε· διακλαδώνεται αποδώ κι αποκεί. Το μέρος είναι λαβύρινθος, γεμάτος λάσπες και νερά. Αμφίβια κυκλοφορούν: σαλαμάνδρες κυρίως, διαφόρων ειδών, με μακριά σώματα και ό,τι όψη μπορείς να διανοηθείς. Καμιά, όμως, δεν είναι μεγαλύτερη από τον πήχη μου σε μήκος – μέχρι στιγμής. Ο Νικόλαος προσπαθεί να καρφώσει κάποιες με το ξιφίδιό του (το σπαθί το έχει θηκαρωμένο, γιατί δεν βολεύει εδώ μέσα – αν και εγώ συνεχίζω να κρατάω το Φιλί της Έχιδνας, από συνήθεια), όμως τον σταματάω. «Μην κάνεις φασαρία!» του μουγκρίζω.
«Μιαρά γεννήματα της μεγάλης σαλαμάνδρας, ίσως, Οφιομαχητή!» μου λέει. «Σιχαμερά παιδιά του Λοκράθου!»
«Μην κάνεις φασαρία,» επαναλαμβάνω, και από τότε σταματά να χτυπά τα αμφίβια.
Δε θα είναι εύκολο να βρούμε την έξοδο σε τούτο τον λαβύρινθο, υποπτεύομαι – αν όντως υπάρχει έξοδος. Που, λογικά, πρέπει να υπάρχει. Γιατί, αλλιώς, από πού έρχεται όλο αυτό το νερό; Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι το νερό μπορεί να μπει ακόμα κι από χαραμάδες, αλλά εμείς δεν χωράμε να περάσουμε από χαραμάδα. Εκτός αν καταφέρω, κάπως, να την ανοίξω· αν εκεί οι πέτρες είναι χαλαρές και μπορώ, με επαναλαμβανόμενα χτυπήματα, να τις διαλύσω. Λίγο δύσκολο, όμως, νομίζω. Ας ελπίσουμε ότι θα βρούμε μεγαλύτερο άνοιγμα.
Οι οσμές είναι αποπνιχτικές και ο αέρας λίγος· ακόμα κι εγώ αισθάνομαι να ζαλίζομαι. Και, σύντομα, ακούω τον Νικόλαο να ασθμαίνει ανησυχητικά πίσω μου.
«Είσαι καλά;»
«...Ναι, Οφιομαχητή. Σ’ακολουθώ! Η Έχιδνα με οδηγεί!»
Ακόμα φυσημένος... σκέφτομαι, και συνεχίζω να εξερευνώ τον γλοιώδη λαβύρινθο των πλασμάτων του Λοκράθου.
Σε κάποια στιγμή ακούω έναν θόρυβο από μια σήραγγα στα δεξιά. Δεν είναι πολύ δυνατός αλλά ούτε και σαν τους άλλους που άκουγα ώς τώρα. Μου δίνει την εντύπωση ότι κάτι μεγάλο έρχεται μέσα από το νερό.
Αμέσως στρέφομαι, κοιτάζοντας, φωτίζοντας με τον φακό μου.
Και τη βλέπω. Τη γιγάντια σαλαμάνδρα, που με την παρουσία της καταλαμβάνει όλο το φάρδος του περάσματος. Δέρμα φαιοπράσινο, μάτια κίτρινα και φωσφορικά. Το στόμα της συσπάται νευρικά αντικρίζοντάς με.
Ο Νικόλαος, κοιτάζοντάς την πάνω απ’τον ώμο μου, αναφωνεί: «Αυτή!...»
Η Κόρη του Λοκράθου.
Τείνω το Φιλί της Έχιδνας προς το μέρος της, απειλητικά. Αν και δεν έχω χώρο εδώ μέσα για να το κινήσω ημικυκλικά, έχω χώρο για να καρφώσω ευθύγραμμα μ’αυτό, σαν να ήταν δόρυ. Και η κίνησή μου λέει ξεκάθαρα, ελπίζω, στη σαλαμάνδρα Μείνε μακριά αν θες το καλό σου.
Αλλά μάλλον δεν δέχεται συμβουλές από μαυρόδερμους αγνώστους. Βγάζει έναν ήχο που μετά βίας θα μπορούσα να αποκαλέσω σύριγμα – κάτι ανάμεσα σε σύριγμα και κόασμα, ίσως. Και φτύνει καταπάνω μου ένα γαλακτώδες υγρό.
Ενστικτωδώς, τινάζομαι πίσω· πέφτω πάνω στον Νικόλαο, τον ακούω να κραυγάζει καθώς παραπατά και σωριάζεται στις λάσπες. Το φτύσιμο της σαλαμάνδρας με φτάνει: τυλίγει το Φιλί της Έχιδνας και το χέρι μου ώς τον αγκώνα. Αισθάνομαι το γαλακτώδες υγρό να με καίει ενώ μια άλλη, ενδότερη φωτιά – μια φωτιά προερχόμενη από εμένα, συνδεδεμένη άμεσα με την οργή μου – προσπαθεί να το καταπολεμήσει.
Είναι δηλητηριώδες!
«Οφιομαχητή!» κραυγάζει ο Νικόλαος, ενώ η Κόρη του Λοκράθου ορμά καταπάνω μου μ’ακόμα ένα σύριγμα/κόασμα, και με τα κιτρινιάρικα μάτια της να γεμίζουν το πέρασμα σαν μάτια υπόγειας θεάς–
Προσπαθεί ν’ασκήσει κάποιου είδους υπνωτική επίδραση επάνω μου! συνειδητοποιώ. Και, καθώς φτάνει κοντά μου, δεν την αφήνω να πλησιάσει περισσότερο: την καρφώνω με το Φιλί, το οποίο εξακολουθώ να κρατώ γερά στο χέρι μου παρότι το ξέρασμα της σαλαμάνδρας με καίει ανυπόφορα.
Η λεπίδα καρφώνεται μέσα της, και η Κόρη του Λοκράθου τσυρίζει (σύριγμα; κόασμα; – ότι κι αν είναι!). Το σώμα της δεν με αγγίζει, αλλά τα νύχια των μπροστινών της ποδιών έρχονται προς το μέρος μου απειλητικά.
Την κλοτσάω κατάμουτρα, τινάζοντάς την πίσω, τραβώντας έξω το Φιλί της Έχιδνας. Το αίμα της απλώνεται στις λάσπες της σήραγγας· αλλά δεν είναι ακόμα νεκρή, ούτε ετοιμοθάνατη – ούτε κατά διάνοια.
«Οφιομαχητή!» Τον ακούω να πλατσουρίζει.
«Μείνε πίσω, ανόητε! Μείνε μακριά!» του γρυλίζω και, γυρίζοντας προς στιγμή να τον κοιτάξω, του πετάω τον φακό. Ο Νικόλαος τον πιάνει στον αέρα (αλλά και να του έπεφτε δεν θα πείραζε· είναι αδιάβροχος). Καλύτερα τώρα να τον κρατά αυτός παρά εγώ· χρειάζομαι και τα δύο χέρια ελεύθερα.
Η Κόρη του Λοκράθου με ατενίζει με περισσότερη επιφύλαξη από πριν, σαν να προσπαθεί να λογαριάσει τις δυνάμεις μου. Δεν ορμά αμέσως.
Κρατάω το Φιλί της Έχιδνας έτοιμο, ενώ αισθάνομαι το σώμα μου ακόμα να παλεύει να καταπολεμήσει το γαλακτώδες υγρό πάνω στον δεξή μου πήχη. Αν δεν ήμουν αυτός που είμαι, πάω στοίχημα ότι θα με είχε κάψει τελείως, θα μου είχε αχρηστέψει το χέρι. Είναι πολύ ισχυρό δηλητήριο.
Και τώρα νομίζω πως η σαλαμάνδρα ετοιμάζεται να εξαπολύσει κι άλλο· βλέπω ξανά το στόμα της να κινείται σπασμωδικά.
Όχι πάλι! Ορμάω εγώ πρώτος, προσπαθώντας να την καρφώσω καταπρόσωπο· αλλά κινεί το κεφάλι της, το παραμερίζει γρήγορα, και το λεπίδι μου μπήγεται στο σώμα της.
Τα νύχια της με γδέρνουν εκδικητικά, κουρελιάζοντας τα ρούχα μου, και νιώθω ξανά το δέρμα μου να φλέγεται. Είναι ολόκληρη δηλητηριώδης, η καταραμένη! συνειδητοποιώ. Ολόκληρη. Από τη μια άκρη ώς την άλλη. Η οποιαδήποτε επαφή μαζί της φτάνει για να σε μολύνει. Και τώρα προσπαθεί να με τραβήξει μες στις λάσπες, ενώ το Φιλί εξακολουθεί να είναι καρφωμένο – παγιδευμένο – μέσα της.
Αφήνοντας τη λαβή του, παλεύω με την Κόρη του Λοκράθου, πασχίζοντας να την αποτινάξω, κοπανώντας την με τις γροθιές μου όσο πιο δυνατά μπορώ, κλοτσώντας την, ρίχνοντάς της γονατιές. Και το δηλητήριο του σώματός της είναι τόσο ισχυρό που διαβρώνει ακόμα και τα ρούχα μου, δεν καίει μόνο το δέρμα μου.
«Οφιομαχητή!» Βλέπω τον Νικόλαο να έρχεται από δίπλα, καρφώνοντας κι εκείνος τη σαλαμάνδρα με το σπαθί του όπως την κάρφωσα εγώ με το Φιλί της Έχιδνας, μπήγοντας το μακρύ λεπίδι μες στα πλευρά της. Το μεγάλο αμφίβιο σφαδάζει, πονεμένα.
Και το γρονθοκοπώ, ξανά και ξανά και ξανά, κραυγάζοντας, εκτός εαυτού, νιώθοντας την οργή της Έχιδνας να μ’έχει καταλάβει πλήρως (και με μια άκρη των ξέφρενων σκέψεών μου φοβάμαι μη χτυπήσω κατά λάθος και τον Νικόλαο). Η Κόρη του Λοκράθου υποχωρεί μπροστά στον καταιγισμό των χτυπημάτων μου, μαζεύεται, φωνάζοντας. Προσπαθεί να φτύσει αλλά δεν την αφήνω, συνθλίβοντας το σαγόνι της μ’ακόμα μια γροθιά.
Έχοντας ελευθερωθεί από τη δηλητηριώδη αγκαλιά της, τραβάω και τα δύο ξιφίδια από τις μισοκατεστραμμένες μπότες μου και της χιμάω ξανά, καρφώνοντας, καρφώνοντας, καρφώνοντας. Το αίμα της τινάζεται παντού. Είμαι μια θύελλα από οργή και λεπίδες.
Τη χτυπάω και τη χτυπάω και τη χτυπάω... μέχρι που παύει να κινείται – και οι διδαχές του Γέρου του Ανέμου αρχίζουν πάλι να παίρνουν τον έλεγχο του μυαλού μου, απομακρύνοντας τη φαρμακερή οργή της Έχιδνας, περνώντας της λουρί.
Βαριανασαίνω καθώς στέκομαι μες στις λάσπες της σήραγγας, νιώθοντας το σώμα μου να καίγεται – να καίγεται.
Κοιτάζω τον εαυτό μου, μα δεν βλέπω φωτιές. Βλέπω μονάχα κουρελιασμένα ρούχα και σκισμένη μαύρη σάρκα που μπλε αίμα κυλά επάνω της και σε σημεία, αποδώ κι αποκεί, έχουν σηκωθεί φουσκάλες, έχουν δημιουργηθεί εξανθήματα. Το δηλητήριο της Κόρης του Λοκράθου.
Η όρασή μου έχει θολώσει, διαπιστώνω. Τ’αφτιά μου βουίζουν. Νομίζω ότι κάτι με πνίγει, κάτι προσπαθεί να σταματήσει την αναπνοή μου – κάτι είναι μες στη μύτη μου!
Η οργή της Έχιδνας θρυμματίζει τα δεσμά του Γέρου του Ανέμου: κραυγάζω, ξέφρενα, κοπανώντας τους τοίχους δεξιά κι αριστερά, καρφώνοντάς τους με τα ξιφίδια – οι λεπίδες τους σπάνε – ακούω μια τρομαγμένη φωνή, κι άλλη μία – γρονθοκοπώντας τους τοίχους, διαλύοντας πέτρες, κλοτσώντας, τινάζοντας λάσπες – κι άλλες τρομαγμένες φωνές, και: «Οφιομαχητή! Οφιομαχητή!» – χτυπάω ό,τι βρίσκω μπροστά μου – μια σκιά απομακρύνεται γρήγορα – τα πάντα είναι θολά – με καίνε αόρατες φωτιές!
Σκοντάφτω κάπου, ή γλιστρώ· πέφτω και παλεύω με... κάτι... προτού σκοτάδι με τυλίξει.
Κι ακόμα αγωνίζομαι ενάντια σ’αυτές τις αόρατες φωτιές...
Ο Καπετάνιος τους επέστρεψε στο Δηλητηριασμένο Σαλάχι μέσα στη νύχτα, και τρόμαξαν αντικρίζοντάς τον. Η εμφάνισή του φανέρωνε ότι σίγουρα είχε μπλέξει σε φασαρία. Υπήρχαν αίματα επάνω του· τα ρούχα του ήταν τραβηγμένα, τα μαλλιά του ανακατεμένα. Και η γυαλάδα στα μάτια του που ποτέ δεν βλεφάριζαν ήταν ικανή να παγώσει το αίμα ακόμα και των πιο άγριων κουρσάρων.
«Σηκώστε τους όλους, τώρα!» πρόσταξε. «Τώρα! Κουνηθείτε! Σαλπάρουμε!»
«Τι έγινε, Γεώργιε;» ρώτησε ο Κοσμάς, πλησιάζοντάς τον ενώ κανείς άλλος δεν τολμούσε να πάει κοντά του. Και ήταν κάμποσοι εδώ· τον περίμεναν στην κουβέρτα του Σαλαχιού, γιατί ήξεραν πού είχε πάει. «Τι βρήκες στο Φαρμακοτόπι;»
«Τίποτα που χρειάζεται να ξέρεις, Κοσμά. Τώρα – σηκώστε τους όλους! Σαλπάρουμε! Ούτε στιγμή καθυστέρηση!» Και τα τελευταία λόγια του δεν απευθύνονταν μονάχα στον Δευτεροκαπετάνιο, αλλά στους πάντες τριγύρω.
Έφυγαν αμέσως, τρέχοντας να ειδοποιήσουν τους υπόλοιπους Αγενείς, ή έβγαλαν τηλεπικοινωνιακούς πομπούς για να τους καλέσουν.
Μες στη νύχτα, όλοι συγκεντρώθηκαν στα τρία πλοία – το Δηλητηριασμένο Σαλάχι, τον Νικητή των Κυμάτων, και τα Νύχια του Φιδιού – χωρίς διαμαρτυρίες, χωρίς πολλές ερωτήσεις. Γιατί αυτοί που τους είχαν ειδοποιήσει ήταν φανερά αναστατωμένοι, και η αναστάτωσή τους ήταν κολλητική. Επιπλέον, έλεγαν Ο Πρωτοκαπετάνιος (όπως είχαν αρχίσει ν’αποκαλούν τον Γεώργιο αντί για αρχηγό, πολλές φορές) ζητά να φύγουμε αμέσως, δίχως αργοπορία· κι ετούτο έκανε τους άλλους να καταλαβαίνουν ότι σίγουρα επρόκειτο για κάτι σημαντικό. Ο Πρωτοκαπετάνιος δεν ήταν κάνας χαζοχορευτής της Σιλοάρνης.
Τα πληρώματα συγκεντρώθηκαν, και τα πλοία απέπλευσαν από το λιμάνι της Νοσρίντης, φεύγοντας από τον κόλπο, βγαίνοντας στη θάλασσα πέρα από τις Ανοιχτές Ακτές της Ιχθυδάτιας. Και ο Οφιομαχητής στεκόταν στην πρύμνη του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού κι αγνάντευε προς τα πίσω, με την κάπα του ν’ανεμίζει γύρω του και την κουκούλα του σηκωμένη στο κεφάλι.
Τι είχε απαντήσει στο Φαρμακοτόπι; αναρωτιόνταν οι Αγενείς, και ψιθύριζαν αναμεταξύ τους. Ό,τι κι αν ήταν, πρέπει σίγουρα να ήταν κάτι το τρομερό. Δε θα τους ζητούσε για κανέναν άλλο λόγο να σαλπάρουν έτσι, νυχτιάτικα. Τι μπορεί, όμως, να ήταν, μα την Έχιδνα; Αλήθευαν οι φήμες για την εφιαλτική φύση αυτού του νησιού; Είχε συναντήσει ο Οφιομαχητής τον δαιμονικό φιδάνθρωπο σαμάνο που κρυβόταν εκεί μέσα κι έριχνε κατάρες;
Η Λουκία, βρισκόμενη στη γέφυρα του Νικητή των Κυμάτων, κάλεσε τον Γεώργιο τηλεπικοινωνιακά στον πομπό του, βλέποντάς τον να στέκεται στην πρύμνη του Σαλαχιού. Τον ρώτησε αν ήταν καλά και τι είχε βρει στο Φαρμακοτόπι. Γι’αυτό είχαν αποπλεύσει βιαστικά; Εξαιτίας αυτού που είχε βρει;
Αλλά εκείνος τής έδωσε μόνο μία απάντηση: «Δεν ήμασταν ασφαλείς στη Νοσρίντη. Οι Ηρμάντιοι μπορεί να μας χτυπούσαν από στιγμή σε στιγμή.»
«Πώς το έμαθες;»
«Το έμαθα.»
Και ούτε τις επόμενες ημέρες τούς εξήγησε τίποτα περισσότερο. Σε κανέναν δεν έλεγε τι ακριβώς είχε συναντήσει στο Φαρμακοτόπι, αλλά δεν υπήρχε αμφιβολία πως ήταν κάτι το φοβερό. Και κάτι που πιθανώς να είχε σχέση με τους άρχοντες της Νοσρίντης.
Οι Αγενείς έπλευσαν για την Ουρά του Ιχθύος και άραξαν στη δυτικότερη από τις Τρεις Πόλεις, την Αρίλκη, όπου είχαν αράξει και όταν ήρθαν από Κεντρυδάτια.
«Εδώ δεν θ’ακούσουμε και πολλά νέα για σκάφη της Νοσρίντης και των Ηρμάντιων,» είπε ο Κοσμάς στον Γεώργιο. «Δεν έχουμε πειρατικά μάτια στις Τρεις Πόλεις της Ουράς, Καπετάνιε.»
Αλλά δεν έμοιαζε αυτό να απασχολεί τώρα τον Οφιομαχητή· κάτι άλλο φαινόταν να είναι στο μυαλό του. Η έκφρασή του ήταν προβληματισμένη. Όμως τους είπε ότι σύντομα θα έπλεαν προς τα νότια ξανά· απλώς, για την ώρα, ήθελε ν’απομακρυνθεί από τη Νοσρίντη.
«Θα εγκαταλείψουμε το κυνήγι των πλοίων της;» τον ρώτησε ο Ζαχαρίας, ευχόμενος η απάντηση να ήταν θετική. «Θα πάψουμε να δουλεύουμε για την Ιλφόνη;»
«Όχι. Τίποτα δεν έχει αλλάξει.»
Και ύστερα από πέντε μέρες απέπλευσαν από το λιμάνι της Αρίλκης και κατευθύνθηκαν νότια πάλι. Καθοδόν, καθώς έπλεαν εν όψει των Ανοιχτών Ακτών, αγνάντεψαν τρία σκάφη του Ευγένιου του Μεγαλοφονιά και όλοι ανησύχησαν. Ο Γεώργιος τούς πρόσταξε κανείς να μην κάνει εχθρικές ενέργειες αλλά νάχουν τα μάτια τους ανοιχτά και τα όπλα τους έτοιμα. Δεν είχε αμφιβολία ότι και οι Θαλασσοφονιάδες τούς είχαν βιγλίσει, μα ήλπιζε πως δεν θα τους ορμούσαν – όχι ύστερα απ’ό,τι είχαν πάθει στους Βαλτότοπους των Όφεων.
Και αποδείχτηκε σωστός: τα τρία σκάφη του Μεγαλοφονιά πέρασαν χωρίς να τους πειράξουν.
Ένα απ’αυτά τα πλοία ήταν ο Εχθρός της Γαλήνης, και μέσα στη γέφυρά του στεκόταν, εκτός από τον τιμονιέρη, η Καπετάνισσά του, η Μαρίνα, η γυναίκα του Ευγένιου του Μεγαλοφονιά. Κρατώντας κιάλι μπροστά στο ένα της μάτι, ατένιζε τα τρία πλοία για τα οποία την είχε ειδοποιήσει το πλήρωμά της. Ναι, είναι σίγουρα οι Αγενείς, σκέφτηκε. Αυτός ο... Οφιομαχητής. Είχε ακούσει φήμες γι’αυτόν τον καταραμένο από τότε που είχαν επιστρέψει στην Ιχθυδάτια από τους Βαλτότοπους των Όφεων της Κεντρυδάτιας, ηττημένοι και οργισμένοι. Ορισμένοι έλεγαν ότι ο Οφιομαχητής δεν ήταν άνθρωπος, μα δαίμονας της Έχιδνας, ή παιδί της. Και η Μαρίνα βρισκόταν στα πρόθυρα να τους πιστέψει· τον είχε δει πώς μαχόταν μες στα έλη, και είχε δει πώς τα ερπετά των ελών μάχονταν στο πλευρό του, σαν σύμμαχοί του. Ήταν εξωφρενικό, και τρομαχτικό.
Αργότερα, η Μαρίνα συνάντησε τον Ευγένιο στο λημέρι τους και του είπε ότι είχε τύχει να βιγλίσει τους Αγενείς. «Αλλά δεν τους ζύγωσα. Δε νομίζω ότι θα είχαμε νικήσει.»
«Καλά έκανες,» αποκρίθηκε ο Μεγαλοφονιάς, που η όψη του είχε σκοτεινιάσει και αγριέψει μόλις άκουσε για το τσούρμο του Οφιομαχητή. «Θα τους ξεπαστρέψουμε – μαζί με το τέρας που τους κουμαντάρει – όταν έρθει η ώρα. Κι αυτή η ώρα, Μαρίνα, θα είναι καλοϋπολογισμένη και δεν θα υπάρχει σωτηρία για κανέναν τους!»
Ο Ευγένιος είχε ακούσει ότι τώρα ο Οφιομαχητής δούλευε για τη Φύλακα της Ιλφόνης, όπως κι εκείνος, και σκεφτόταν πώς θα μπορούσε να το εκμεταλλευτεί τούτο για να τον εξολοθρεύσει. Αυτός ο δαίμονας δεν έπρεπε να κυκλοφορεί στις ακτές της Ιχθυδάτιας – ούτε πουθενά στην Υπερυδάτια! Ήταν χειρότερος από τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου, μα την Έχιδνα. Δεν ήταν άνθρωπος· ήταν τέρας.
Οι Αγενείς, εν τω μεταξύ, είχαν περάσει από τις Ανοιχτές Ακτές, χωρίς να προσεγγίσουν τη Νοσρίντη, και είχαν φτάσει στις ακτές νότιά τους και βόρεια των Χαμηλών Ακτών, οι οποίες δεν είχαν όνομα που κανείς τους ήξερε· ήταν απλά «οι ακτές κοντά στη Σαλντέρια». Και εκεί, στη Σαλντέρια, οι Αγενείς άραξαν ξανά τα τρία πλοία τους. Ήταν η πιο κοντινή μεγάλη πόλη σε σχέση με τη Νοσρίντη. Οι άλλες ήταν μικρές, κι αν οι Ηρμάντιοι τύχαινε να κυνηγήσουν εκεί τους Αγενείς, αυτές οι πόλεις δεν θα τους πρόσφεραν καμιά προστασία.
Ο Γεώργιος είπε στο τσούρμο του ν’απλωθεί στους δρόμους και στα λιμάνια της Σαλντέρια και να έχει τ’αφτιά του ανοιχτά για Νοσρίντια σκάφη. Ο ίδιος άρχισε να προσπαθεί να βρει και κανένα άλλο πειρατικό μάτι εκτός από τον Λεωνίδα. Θα του φαινόταν χρήσιμο, νόμιζε. Μαζί του σ’αυτή την αναζήτηση ήταν ο Κοσμάς και η Λουκία, και κατά περίσταση κι άλλοι Αγενείς.
Η άνοιξη βρισκόταν στο τέλος της και το καλοκαίρι στις αρχές του, και η ζέστη είχε δυναμώσει στην Ιχθυδάτια· οι δίδυμοι ήλιοι εξαπέλυαν πύρινες λόγχες τα πρωινά, και αργούσαν να δύσουν. Τα λιμάνια είχαν περισσότερη κίνηση. Ο Γεώργιος κατάφερε να βρει άλλο ένα πειρατικό μάτι: μια γυναίκα που ονομαζόταν Χαρίκλεια και ήταν ανάποδη βουτήχτρια – πράγμα που σήμαινε ότι βουτούσε κοντά στις ακτές της Ιχθυδάτιας και τις ακολουθούσε προς το βάθος, ώστε να φτάσει σε σημεία κάτω από την ηπειρόνησο και να φέρει από εκεί διάφορα φυτά και οστρακόδερμα που δεν απαντιόνταν αλλού αλλά είχαν χρησιμότητα για κάποιους. Ήταν αρκετά ριψοκίνδυνη δουλειά. Μπορεί ακόμα κι Ανάποδους Σκαρφαλωτές να συναντούσες αν ήσουν άτυχος: και τότε, συνήθως, δεν επιβίωνες. Το θέμα ήταν να μην βρεθείς κοντά τους. Αλλά, εκτός απ’αυτούς, υπήρχαν κι άλλα επικίνδυνα πλάσματα εκεί κάτω.
Η Χαρίκλεια παραπονιόταν ότι δεν πληρωνόταν καλά για τη δουλειά της, αλλά δεν ήταν πρόθυμη να την αλλάξει κιόλας. Από μικρή αυτή τη δουλειά κάνω, έλεγε. Και η μάνα μου αυτή τη δουλειά έκαν’ επίσης. Και η μάνα της μάνας μου, λέω αλήθεια. Είμαστ’ όλες ωκεανίδες· ρώτα και θα το μάθεις: το ξέρ’ η μισή Σαλντέρια. Αλλά ο κόσμος ήταν τσιγκούνης και δεν καταλάβαινε την επικινδυνότητα της δουλειάς τους: δεν πλήρωνε καλά – ειδικά τούτες τις μέρες. Οπότε, η Χαρίκλεια δεν ήταν διστακτική να κάνει και παράπλευρες δουλειές. Δεν βουτούσε κάθε μέρα κάτω απ’την ηπειρόνησο, άλλωστε· «δε θάμουνα ζωντανή ακόμα άμα βουτούσα κάθε μέρα, ή κάθε νύχτα.» Αρκετές ώρες τις περνούσε απλά τριγυρίζοντας στα λιμάνια ή φροντίζοντας για την καλή κατάσταση της οργανικής στολής της (στολή υποβρύχιας αναπνοής και ενδυνάμωσης συγχρόνως), και άκουγε κι έβλεπε πολλά. Μπορούσε άνετα να πουλά μερικές πληροφορίες. Και το γεγονός ότι ο Γεώργιος τη βοήθησε σε μια παλιοϊστορία που είχε μπλέξει την έκανε να τον συμπαθήσει αμέσως.
«Ποιοι ήταν αυτοί;» τη ρώτησε, έχοντας μόλις αντιμετωπίσει κάτι κλέφτες που ήθελαν να της αρπάξουν αυτά που είχε φέρει από την κάτω μεριά της ηπειρονήσου. Ήταν νύχτα και η Χαρίκλεια, έχοντας βγει από το λιμάνι, φορούσε την οργανική της στολή. Ο μοναδικός ληστής που ακόμα στεκόταν όρθιος έφευγε τώρα τρέχοντας. Οι άλλοι ήταν πεσμένοι ξεροί στο πλακόστρωτο, αλλά όχι νεκροί. Ο Γεώργιος είχε αποφασίσει ν’αποφύγει τους θανάτους. Ο Κοσμάς και η Λουκία δεν είχαν καν μπει στον κόπο να μπλεχτούν στη σύντομη συμπλοκή· δεν τους είχε φανεί απαραίτητο. Στέκονταν παράμερα και κοίταζαν.
«Λεχρίτες από τη συμμορία των Αρπακτικών,» απάντησε η Χαρίκλεια καθώς έβγαζε τη στολή της. «Λυμαίνονται την πόλη απ’άκρη σ’άκρη. Αλλά εσύ ποιος είσαι, φίλε; Σίγουρα όχι Υπερυδάτιος, ε;»
Ο Γεώργιος την είχε ξανακούσει αυτή τη συμμορία, μα δεν είχε τύχει να τη συναντήσει παλιότερα. Τα Αρπακτικά δεν ήταν τόσο τολμηρά ώστε να ορμάνε σε κουρσάρους, ή σε οποιονδήποτε τους φαινόταν πολύ επικίνδυνος ή καλά φυλαγμένος. Ήταν θρασύδειλη φάρα ληστών. Την έπεφταν σε αφύλαχτους και ανήμπορους, κατά κανόνα, εκτός αν ήταν απεγνωσμένοι.
«Πού ν’ακούσεις εγώ τι τους είχα κάνει, Καπ’τάνιε, όταν ήρθανε να μου βάλουν κωλόχερο νομίζοντας ότι είχα λεφτά, οι πούστηδες,» είπε ο Σωτήριος’σαρ στον Γεώργιο, το επόμενο μεσημέρι, ενώ έτρωγαν στην τραπεζαρία του Κομμένου Αφτιού, στο Πλατύ Λιμάνι. «Τους είχανε σφυρίξει κάτι λοκράθιοι ξεκωλιάρηδες ότι ήμουνα μάγος και το μυαλό τους πήγε ότι θάχα χταπόδια κρυμμένα στο δωμάτιό μου. Τους μπάνισα, όμως, όταν με περιτριγυρίζανε και κατάλαβα τι πρέπει νάχαν στα κωλομυαλά τους. Γέμισα, λοιπόν, ένα σάκο με παλιές εφημερίδες που βρήκα στο δρόμο· τον έκανα να φαίνεται αρκετά φουσκωμένος σαν πρησμένο αρχίδι Χαρωπού Κήτους. Και από κάτω απ’τις εφημερίδες έχωσα καβούρια – τα πήρα από έναν πούστη ψαρά που μου χρωστούσε χάρες. Μικρά καβούρια που δαγκώνουν σαν διάολοι του Λοκράθου. Τον έκλεισα τον σάκο καλά και τον έβαλα κάτω απ’το κρεβάτι μου. Και είχα προετοιμαστεί για Ξόρκι Οργανικής Μεταβλητότητος – ξέρεις τι είν’ αυτό, Καπ’τάνιε;»
«Έχω ακούσει.»
«Μες στη νύχτα, έκανα πως βγήκα απ’το δωμάτιό μου για να πάω σε κάτι πουτάνες δυο δρόμους παραδίπλα. Αλλά δεν πήγα εκεί· τους παραφύλαξα, από μια γωνία. Τους είδα να έρχονται στο πλάι του σπιτιού που νοίκιαζε δωμάτια και ν’ανεβαίνουν στο δικό μου δωμάτιο από την εξωτερική σκάλα. Την πόρτα δεν την είχα καλοκλειδώσει, επίτηδες, και γρήγορα την ξεκλείδωσαν και μπούκαραν. Ούτε τον σάκο μου άργησαν να βρουν κάτω απ’το κρεβάτι και, φυσικά, τον έψαξαν και τον έφαγαν τον πούτσο. Τα καβούρια τούς την έπεσαν καθώς άδειαζαν τα κωλόχαρτα απ’το σακούλι ψάχνοντας για οχτάρια, νομίζοντας ότι τα είχα κρυμμένα εκεί μέσα. Τα ουρλιαχτά τους τ’ακούσανε κι οι κουφοί· ούτε πάνω στα παπάρια τους νάχανε πιαστεί οι κάβουρες. Και τότε μπήκα κι εγώ από την πόρτα, και τα χέρια μου, έχοντας κάνει το Ξόρκι Οργανικής Μεταβλητότητος, ήταν σαν δαγκάνες καβουριού! Τους έπιασε χέσιμο· νομίζανε ότι βλέπανε παραισθήσεις. Άρχισα να τους κυνηγάω και να τους κοπανάω με τις δαγκάνες μου ενώ τα καβούρια ήταν πιασμένα επάνω τους. Έφυγαν τρέχοντας σαν παλαβοί με καβουροδαγκάνες στον κώλο.» Οι κουρσάροι που τον άκουγαν γελούσαν και καλαμπούριζαν. Ακόμα κι ο Γεώργιος χαμογελούσε εύθυμα.
Και, αυτό τον καιρό που κάθονταν στη Σαλντέρια, εκτός από τη Χαρίκλεια κατάφερε να βρει ακόμα δύο πειρατικά μάτια που, στην ουσία, ήταν σαν ένα. Δύο εργάτες που πάντα τους αντάμωνες μαζί. Τους γνώρισε μέσω του Λεωνίδα. Ονομάζονταν Ψηλός Ιάκωβος και Κοντός Ιάκωβος, και ορκίζονταν – που η Έχιδνα να τους δάγκωνε – ότι το Ιάκωβος ήταν πραγματικό όνομα και για τους δύο, οπότε, αφού ήταν φίλοι αχώριστοι, ξεχωρίζονταν με το να λέγονται ο Ψηλός και ο Κοντός. Και όχι χωρίς καλό λόγο. Ο Κοντός Ιάκωβος ήταν νάνος, με δέρμα γαλανό, μαύρα μακριά μαλλιά και άγρια γένια, όψη άχαρη και απειλητική. Ο Ψηλός Ιάκωβος ήταν ένας τύπος μετρίου αναστήματος, παχύς, λευκόδερμος, με κοντά ξανθά μαλλιά, συνήθως αξύριστα γένια, και όψη επίπεδη, άχαρη, αλλά λιγότερο απειλητική. Ο Κοντός νόμιζες ότι θα σε μαχαίρωνε στην κοιλιά άμα τον στραβοκοίταζες· ο Ψηλός νόμιζες ότι μπορεί να σου έριχνε καμιά αγκωνιά στα πλευρά επειδή, από αδιαφορία, δεν σε είχε προσέξει πλάι του. Κατά βάθος, όμως, ήταν κι οι δυο τους καλά παιδιά, πίστευε ο Οφιομαχητής. Όσο μπορούσαν να είναι, δεδομένων των συνθηκών.
Η Σαλντέρια ήταν εργατική πόλη, κατά βάση. Απασχολούσε πολλούς εργάτες, για διάφορες δουλειές, από οικοδομικές μέχρι τεχνικές. Είχε και κάμποσες βιομηχανίες. Αλλά, για κάποιο λόγο, δεν ήταν τόσο εμπορική όσο η Ιλφόνη, ή όσο η Νοσρίντη πλέον· και ούτε συζήτηση για σύγκριση με τις Τρεις Πόλεις της Ουράς. Επίσης, η Σαλντέρια, παρά τις βιομηχανίες της, δεν ήταν και πολύ πλούσια. Δε θα την αποκαλούσες φτωχή, βέβαια – ήταν ολόκληρη πόλη – μα ούτε και πλούσια θα μπορούσες να την αποκαλέσεις – με τίποτα. Ορισμένοι έλεγαν πως για τα πάντα έφταιγε το Συμβούλιο των Εχόντων που έκανε κουμάντο στη Σαλντέρια. Αυτοί – οι Έχοντες – τα άρπαζαν όλα τα οχτάρια και δεν άφηναν την πόλη να ευδαιμονήσει. Πλούτιζαν μόνο τον εαυτό τους. (Ο Γεώργιος δεν ήξερε αν αυτό αλήθευε ή όχι. Ούτε και κανένας άλλος από τους Αγενείς ήταν βέβαιος.)
Ο Κοντός Ιάκωβος και ο Ψηλός Ιάκωβος ήταν από τους ανθρώπους που ήταν πλήρως αναμιγμένοι στην όλη... εργατικότητα της Σαλντέρια. Ήταν εργάτες, και το έβλεπες σαν να είχαν βούλα στο κούτελο. Είχαν δουλέψει στα λιμάνια, είχαν δουλέψει στις βιομηχανίες του Νεοκόφτη (μια συνοικία της Σαλντέρια γεμάτη εργοστάσια), είχαν δουλέψει ως οδοκαθαριστές, ως βοθρατζήδες, ως χτίστες. Μπορεί να είχαν κάνει κι άλλα που δεν τολμούσαν να μαρτυρήσουν. Ήταν κι οι δυο τους πολύ κυνικοί και ζούσαν για το τώρα. Ο Κοντός ήταν το μυαλό, ο Ψηλός ακολουθούσε. Απαγορευόταν – δια νόμου, θα έλεγε ο Κοντός – να προσλάβεις τον έναν χωρίς να προσλάβεις τον άλλο. Πάντα μαζί δούλευαν. Όλοι το ήξεραν. Ακόμα και στις πουτάνες μαζί πήγαιναν. Ήταν συγγενείς; Τι λες, ρε; Δε βλέπεις πώς είν’ οι φάτσες μας; θα έλεγε ο Κοντός. Σου μοιάζουν οι φάτσες μας, μα την ουρά της Έχιδνας της παντρεμένης;
Παρότι ομολογουμένως σκιζόταν στη δουλειά ο Διπλός Ιάκωβος (όπως αναφέρονταν και στους δύο μαζί αρκετοί που τους γνώριζαν) δεν μπορούσε να αποταμιεύσει και πολλά χταπόδια. Ο Άτλας τον είχε καταραστεί. Αλλά ο Διπλός Ιάκωβος δεν θ’ανεχόταν πια την κατάρα του χταποδοθεού.
«Θα πληρώνεις, το λοιπόν, μάστορα, επειδή θα κοιτάμε και μόνο;» ρώτησε ο Κοντός τον Οφιομαχητή, ατενίζοντάς τον καχύποπτα σαν μαχαιροβγάλτης πάνω από το χείλος της ψηλής κούπας του.
«Κι επειδή θα μου λέτε αυτά που βλέπετε κι αυτά που ακούτε. Πληροφορίες για καράβια που εισπλέουν και εκπλέουν, κυρίως. Τα άλλα της πόλης λίγο μ’ενδιαφέρουν.»
Ο Κοντός Ιάκωβος ήπιε μια μεγάλη γουλιά απ’τη μπίρα του. Σκούπισε τα χείλη του με την ανάστροφη του μικρού, χοντροκομμένου χεριού του. «Απλή υπόθεση, Καπετάν Γεώργιε. Ο Διπλός Ιάκωβος είναι άνθρωπός σου τώρα.»
Ο Ψηλός Ιάκωβος ένευσε, χαμογελώντας άχαρα. «Ναι,» είπε, και ύψωσε τη δική του κούπα. Οι μόνες λέξεις που είχε αρθρώσει κατά την κουβέντα τους ήταν ναι, όχι, και εντάξει.
Σιωπηλός και μυστηριώδης τύπος... σκέφτηκε ειρωνικά η Λουκία, που τύχαινε να είναι επίσης εκεί, καθισμένη από τη μια μεριά του Γεώργιου, ενώ απ’την άλλη καθόταν ο Κοσμάς.
Μέσα στις επόμενες ημέρες, έμαθαν για ένα πλοίο της Νοσρίντης (ενός πλοιοκτήτη της, όχι των Ηρμάντιων) που θα περνούσε σύντομα απ’το Πλατύ Λιμάνι της Σαλντέρια, ώστε μετά να κατευθυνθεί προς τις Κάτω Ακτές του Κεφαλιού (αποφεύγοντας την Ιλφόνη, σύμφωνα με τις φήμες) και από εκεί να πλεύσει για Μεγάπολη Κεντρυδάτιας. Ονομαζόταν «Το Περήφανο Ιχθυόπτερο» και έλεγαν πως δεν είχε μάγο για να ρυθμίζει τις μηχανές του· ο μάγος του ήταν πίσω στη Νοσρίντη και από εκεί κουμάνταρε τις ενέργειες του σκάφους. Αυτό σήμαινε ότι μόνο συγκεκριμένες ώρες της ημέρας θα είχε μηχανική κίνηση – εκτός αν πολλοί μάγοι άλλαζαν βάρδιες για να κρατάνε συνεχώς τις μηχανές του σε λειτουργία. Μια αξιοσημείωτη πληροφορία για τους κουρσάρους.
Επίσης, το Περήφανο Ιχθυόπτερο θα συνοδευόταν από δύο πλοιάρια που δεν είχαν ανάγκη από μάγο για να κινούνται και ήταν γεμάτα μισθοφόρους. Μάλλον, όταν απομακρύνονταν από τις ακτές της Ιχθυδάτιας, αυτά τα πλοιάρια θα τα σήκωνε το Ιχθυόπτερο επάνω του, γιατί ήταν σχεδόν αυτοκτονικό να προσπαθείς να διασχίσεις τους ωκεανούς με τέτοια μικρά σκάφη. Μια κακοκαιρία αρκούσε για να τα γυρίσει ανάποδα.
Τις πληροφορίες αυτές τις έφερε ο Διπλός Ιάκωβος, αποδεικνύοντας αμέσως την αξία του ως πειρατικό μάτι (ή ως τέσσερα μάτια, για την ακρίβεια).
«Πάμε να κυνηγήσουμε ιχθυόπτερα,» είπε ο Οφιομαχητής στο τσούρμο του. «Αρκετά καθίσαμε σαν χταπόδια πάνω στις πέτρες της Σαλντέρια.»
Και απέπλευσαν προτού το Περήφανο Ιχθυόπτερο φτάσει εδώ. Πέρασαν από τις Χαμηλές Ακτές και από τις Νότιες Ακτές και έφτασαν στις Κάτω Ακτές του Κεφαλιού. Άραξαν στη Μαρσάνδη, όπου τώρα διοικούσε η Μάγισσα του Ψηλού Πύργου, και ο Γεώργιος δεν είχε ακούσει παρά φήμες γι’αυτήν. Όταν ρώτησε τους κουρσάρους του τι άλλο ήξεραν, αποδείχτηκε πως κι εκείνοι μόνο φήμες είχαν ακούσει· ο Αγένιος δεν είχε ποτέ προσωπικά πάρε-δώσε μαζί της, ούτε κανείς από τους υπόλοιπους. Η Μάγισσα λεγόταν πως ήταν όντως μάγισσα και, μάλλον, του τάγματος των Δεσμοφυλάκων, γιατί υποτίθεται πως είχε δαίμονες υπό τον έλεγχό της, πανίσχυρους και τρομαχτικούς. Κανείς δεν ήταν βέβαιος από πού ακριβώς είχε έρθει, όμως είχε πάρει την εξουσία της Μαρσάνδης σε μια περίοδο αναταραχής, που ο κόσμος είχε εξεγερθεί εναντίον του παλιού Κυρίαρχου (όπως αποκαλούσε τον εαυτό του). Η Μάγισσα τον σκότωσε και έκανε την πόλη δική της. Μαζί της, για βοήθεια, είχε τους δαίμονές της, μερικούς άλλους μάγους – πέντε, όπως φημολογείτο – και μερικούς μισθοφόρους από την Ψυχρόπολη. Τον λιάνισαν τον Κυρίαρχο και τους μαχητές του, και κρέμασαν τα γδαρμένα τομάρια τους από τα τείχη, για να στεγνώσουν. Τράβηξαν και φωτογραφίες. Και λεγόταν πως κανείς δεν λυπήθηκε για τον Κυρίαρχο – αν και αυτό μάλλον ήταν ψέμα, υπέθετε ο Γεώργιος. Δεν μπορεί κανείς να μην είχε τίποτα να κερδίσει απ’αυτόν.
Οι Αγενείς, αραγμένοι τώρα στη Μαρσάνδη, περίμεναν το Περήφανο Ιχθυόπτερο να φανεί. Κι αυτό δεν άργησε να έρθει. Μπήκε στο λιμάνι μαζί με τα δύο πλοιάριά του και σταμάτησε σε μια μεγάλη αποβάθρα. Δεν έφυγε αμέσως, και το τσούρμο του Γεώργιου δεν το πείραξε καθόλου όσο ήταν εδώ. Το παρατηρούσαν απλώς· έβλεπαν τι οπλισμούς είχε, έβλεπαν πώς ήταν οι όψεις των μισθοφόρων του, των ναυτών του, του καπετάνιου του.
«Αν τους την πέσουμε στ’ανοιχτά δεν πρέπει νάναι δύσκολη λεία,» είπε η Λουκία, καθώς συζητούσαν μες στην καμπίνα του Γεώργιου στο Δηλητηριασμένο Σαλάχι, εκείνη, ο Γεώργιος, ο Κοσμάς, και ο Ζαχαρίας. «Τα πλοιάρια θα τάχουν πάρει επάνω και δε θα μπορούν να τους βοηθήσουν σε τίποτα.»
«Οι μισθοφόροι, όμως, θα μπορούν,» είπε ο Ζαχαρίας.
«Ναι, σίγουρα· αλλά περιμένεις εσύ ότι θα το κουρσέψουμε χωρίς μάχη;»
«Δε θα ήταν άσχημα να τους τρομάζαμε αρκετά ώστε να παραδοθούν αμέσως.»
«Καλύτερα να τους επιτεθούμε βραδινή ώρα, πάντως,» πρότεινε ο Κοσμάς, «γιατί φαίνεται πως ο μάγος τους λειτουργεί τις μηχανές τα πρωινά. Πρωί άραξαν στο λιμάνι.»
Ο Γεώργιος συμφωνούσε με όσα άκουγε. Το αποφάσισαν, λοιπόν. Θα ακολουθούσαν το Περήφανο Ιχθυόπτερο μόλις απέπλεε από τη Μαρσάνδη και ξανοιγόταν.
Το επόμενο μεσημέρι, η Ερασμία’μορ πλησίασε τον Γεώργιο και του είπε: «Καπετάνιε...»
«Τι;» Βρίσκονταν σ’ένα καπηλειό του λιμανιού, το Χέλι της Μέθης.
«Το ένα από τα δύο πλοιάρια του Ιχθυόπτερου... Δεν είναι και τα δύο τα ίδια, ξέρεις. Άμα τα προσέξεις φαίνεται. Είναι διαφορετικό το φτιάξιμό τους.»
«Ναι, είναι,» ένευσε ο Γεώργιος. «Και λοιπόν;»
«Νομίζω ότι το ένα ίσως να είναι μεταβαλλόμενο σκάφος, Καπετάνιε.»
«Τι άλλη μορφή παίρνει;»
«Δεν ξέρω. Οτιδήποτε μπορεί να ισχύει, αν έχω δίκιο – όχημα ξηράς, υποβρύχιο, αεροσκάφος.»
«Μπορεί, δηλαδή, να το βρούμε να πετά όταν έχουν ξανοιχτεί, ε;»
«Υπάρχει μια πιθανότητα.»
«Θα πρέπει να το έχουμε υπόψη μας, λοιπόν. Μπορείς να βεβαιωθείς γι’αυτό, μάγισσα;»
«Μόνο αν το πλησίαζα. Κοιτάζοντας το από μακριά, με τα κιάλια μου – ακόμα και με το Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως που έκανε ο Ιερεμίας επάνω τους» (η ίδια δεν γνώριζε αυτό το ξόρκι) – «δεν μπορούσα να είμαι σίγουρη.»
«Δε συμφέρει να το πλησιάσουμε,» είπε ο Κοσμάς, που καθόταν πλάι στον Καπετάνιο του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού. «Και τα δυο πλοιάρια τα φρουρούν μισθοφόροι νυχθημερόν. Δε θέλουμε να τους κάνουμε ν’ανησυχήσουν.»
Ο Γεώργιος συμφώνησε. «Ναι. Θα θεωρήσουμε, λοιπόν, ότι ισχύει το χειρότερο από τα πιθανά σενάρια, και έτσι θα πλεύσουμε. Το ένα από τα δύο πλοιάρια μεταμορφώνεται σε αεροσκάφος.»
«Θα πρέπει, όμως, νάχουν μάγο μαζί τους για να γίνει αυτό, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Κοσμάς.
«Οπωσδήποτε,» απάντησε η Ερασμία’μορ.
«Οι Ιάκωβοι» – όπως τους έλεγε ο Κοσμάς – «μας είπαν ότι δεν έχουν μάγο μαζί τους.»
«Είπαν,» τόνισε ο Γεώργιος, «ότι το Ιχθυόπτερο δεν έχει μάγο για τις μηχανές του. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Αν αυτό το πλοιάριο είναι μεταβαλλόμενο, παρότι μικρό, θα χρειάζεται μάγο και για να ρυθμίζει την ενέργεια στις μηχανές του και για να το μεταμορφώνει.»
Η Ερασμία κατένευσε. «Ακριβώς, Καπετάνιε.»
«Θα πρέπει,» είπε ο Γεώργιος προς όλους – γιατί γύρω του δεν ήταν μόνο ο Κοσμάς και η Ερασμία’μορ, αλλά κι άλλοι από το τσούρμο του – «να είμαστε έτοιμοι να χτυπήσουμε και κάτι στον αέρα, όχι μόνο κάτι στη θάλασσα.»
«Και πώς θα το κάνουμε αυτό, Καπ’τάνιε;» ρώτησε ο Νικόλαος το Ψηλό Ποτήρι.
«Με τα πυροβόλα κανόνια και τις γιγαντοβαλλίστρες,» είπε ο Γεώργιος· «δεν γίνεται αλλιώς.» Τα υδατοτρόπα δεν μπορούσαν, φυσικά, να βλάψουν αεροσκάφη. Θα βόλευε, επίσης, αν είχαν και κάποιο ηχητικό κανόνι, σκεφτόταν ο Γεώργιος, αλλά δυστυχώς δεν είχαν. Να αγόραζαν; Υπήρχε αγορά για κάτι τέτοιο στη Μαρσάνδη;
Ρώτησε τους κουρσάρους του κι αυτοί αποκρίθηκαν ότι δεν ήταν σίγουροι. Πάντως, μάλλον δεν θα ήταν εύκολο να προμηθευτείς ηχητικό κανόνι εδώ. Η Μαρσάνδη δεν ήταν και πολύ μεγάλη πόλη, όπως η Ιλφόνη. Ήταν πιο μικρή από τη Σαλντέρια. Αλλά βρισκόταν σε κομβικό σημείο στις Κάτω Ακτές του Κεφαλιού, στη νοτιοανατολική άκρη της Ιχθυδάτιας.
Ο Γεώργιος ζήτησε από τους Αγενείς ν’αρχίσουν να ψάχνουν, μήπως και τύχαινε να βρουν κανένα ηχητικό όπλο που πουλιόταν σε τούτη την πόλη. Όμως, όπως αποδείχτηκε, δεν είχαν πολύ χρόνο στη διάθεσή τους: το επόμενο πρωί, το Περήφανο Ιχθυόπτερο απέπλευσε.
Και έπρεπε να το ακολουθήσουν ή να εγκαταλείψουν το κυνήγι.
Το ακολούθησαν, καθώς ξανοιγόταν στον ωκεανό ξεμακραίνοντας από τις ακτές της Ιχθυδάτιας...
Σκαρφαλώνω μέσα απ’το σκοτάδι καθώς οι αισθήσεις μου ξυπνάνε. Βγαίνω επάνω, σαν να ήμουν σε κάποιο ακατονόμαστο βάραθρο.
Τα μάτια μου ανοίγουν και αντικρίζω μια μισότρελη, γαλανόδερμη φάτσα, που χαμογελά και λέει:
«Οφιομαχητή! Το ήξερα πως ήσουν ζωντανός! Τα γλοιώδη τέρατα του Λοκράθου δεν μπορούν να σε σκοτώσουν! Δεν μπορούν!»
Ο Νικόλαος, το Τέκνο του Φαρμακερού Κύκλου.
Βλεφαρίζω, νιώθοντας κουρασμένος. Πίσω από το κεφάλι του Νικόλαου δεν βλέπω ταβάνι. Βλέπω ουρανό. Νυχτερινό ουρανό. Δεν είμαστε πλέον σε κλειστό χώρο.
Ανασηκώνομαι κι αισθάνομαι κάποιο πόνο, αλλά όχι έντονο. Σαν να είναι ένας πρόσφατα περασμένος πόνος που το σώμα μου απλώς θυμάται. Που η ανάμνησή του είναι ακόμα ισχυρή.
Κοιτάζομαι και αντικρίζω κουρελιασμένα ρούχα και μαύρο δέρμα με μικρά τραύματα και εξανθήματα σε διάφορα σημεία αποδώ κι αποκεί, ενώ αλλού μοιάζει ξεραμένο, μοιάζει με ραγισμένη γη. Αλλά το δηλητήριο της Κόρης του Λοκράθου δεν με ενοχλεί πλέον· το ιερό δηλητήριο της Έχιδνας, που καίει άσβεστα μέσα μου, το έχει κατατροπώσει, όπως κατατροπώνει όλα τα δηλητήρια. Τα περισσότερα, πολύ πιο εύκολα και πολύ πιο ανώδυνα.
Το δηλητήριο της γιγάντιας σαλαμάνδρας ήταν, προφανώς, πανίσχυρο. Δεν έχω ποτέ ξανά συναντήσει τέτοιο πράγμα.
«Πού είμαστε;» ρωτάω τον Νικόλαο ενώ κοιτάζω γύρω μας μια βραχώδη ακτή. Κύματα χτυπάνε τις πέτρες. Το φεγγάρι μισοκρυμμένο από τα σύννεφα.
«Σε τράβηξα μαζί μου,» μου λέει το Τέκνο του Φαρμακερού Κύκλου, «μες στις σήραγγες, φωτίζοντας με τον φακό, ψάχνοντας για την έξοδο. Το ήξερα ότι δεν μπορεί να ήσουν νεκρός – το ήξερα! Ο Οφιομαχητής είναι αδύνατον να ηττηθεί από οποιοδήποτε τέρας του Λοκράθου!»
«Και πού είμαστε τώρα;» επιμένω. «Κοντά στην έξοδο των υπόγειων περασμάτων;»
«Ναι. Εκεί είναι.» Δείχνει, και μες στο σκοτάδι, ανάμεσα στις πέτρες, διακρίνω μια κατασκότεινη τρύπα. «Και εκεί» – δείχνει ξανά – «είναι η Οδοντόπολη – που τη διοικεί αυτό το μίασμα, ο Λουκιανός!»
Τα φώτα της πόλης φαίνονται πίσω από τα τείχη της και μέσα από το άνοιγμα των τειχών που σχηματίζει το λιμάνι της. Πρέπει να απέχουμε κάνα, δυο χιλιόμετρα από εκεί.
«Μπορείς να σηκωθείς, Οφιομαχητή, δεν μπορείς;» με ρωτά ο Νικόλαος – βέβαιος, προφανώς, ότι μπορώ.
«Γεώργιος,» του θυμίζω.
Συνοφρυώνεται, παραξενεμένος.
«Σου είπα να με λες Γεώργιο.»
«Α, ναι. Εντάξει. Όπως θέλεις. Γεώργιος. Μπορείς να σηκωθείς, έτσι;»
«Μπορώ,» αποκρίνομαι – το λέω και το πιστεύω· η επίδραση του δηλητηρίου της σαλαμάνδρας έχει περάσει πλήρως, και το σώμα μου δεν είναι τόσο ταλαιπωρημένο που η απάνθρωπη δύναμη της Έχιδνας να μη μπορεί να το κινήσει. Οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος, φυσικά, θα ήταν νεκρός ύστερα από τέτοια επαφή με την Κόρη του Λοκράθου· δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία. «Αλλά αναρωτιέμαι, αν σηκωθώ, πού θα έπρεπε να πάω πρώτα.»
«Μακριά από εδώ, Οφι– Γεώργιε! Μαζί μου. Πάμε να βρούμε τη Φαρμακερή Βασίλισσα, η οποία σε αναζητά από καιρό. Θα χαρεί πολύ που θα σ’αντικρίσει!» Χαμογελά. «Και θα είναι όλο επαίνους για εμένα, που σ’έφερα κοντά της, που η Έχιδνα μ’άκουσε και σ’έστειλε για να με σώσεις – και να μας συντρέξεις στον Μεγάλο Αγώνα.»
Δεν είμαι εδώ για να σας συντρέξω στον Μεγάλο Αγώνα σας, σκέφτομαι, αλλά τ’αφήνω τούτο γι’αργότερα καλύτερα. «Αυτός είναι ο μόνος λόγος που μ’αναζητά η Βασίλισσά σας; Νομίζει ότι θα τη βοηθήσω να σκοτώνει... μιάσματα;»
«Ασφαλώς. Κι επίσης, μας λέει ότι σε ξέρει.»
«Με ξέρει; Από πού;»
«Δε γνωρίζω, αλλά έτσι μας λέει.» Συνοφρυώνεται. «Δε μπορεί να λέει ψέματα σ’εμάς η Φαρμακερή Βασίλισσα...» Με κοιτάζει ερωτηματικά, περιμένοντας μάλλον επιβεβαίωση ότι όντως την ξέρω.
«Δε θυμάμαι καμιά από το παρελθόν μου με το όνομα Φαρμακερή Βασίλισσα. Πώς είναι η όψη της;»
«Πρασινόδερμη, μελαχρινή. Τρομερή στη μάχη εναντίον των μιασμάτων. Πολύ επιδέξια με τις λεπίδες της. Έχει τη χάρη της Μεγάλης Κυράς.»
Δε μου θυμίζει κάτι τούτη η περιγραφή. Ούτε σχετικά με την εμφάνισή της, ούτε σχετικά με τις ικανότητές της. Πρασινόδερμη και μελαχρινή – αυτό δεν λέει και τίποτα το σπουδαίο. Μπορεί ο πράσινος δερματικός χρωματισμός να είναι σπάνιος, αλλά, και πάλι, πολλές γυναίκες είναι πρασινόδερμες και μελαχρινές. Όσο για τη μαχητική της δεινότητα... Πολύ επιδέξια με τις λεπίδες... Συνδυάζοντάς το με το πρασινόδερμη-και-μελαχρινή, πραγματικά αυτή τη στιγμή δεν μου έρχεται καμία γυναίκα στο μυαλό.
Αλλά δεν θέλω ν’αποκαλέσω τη Φαρμακερή Βασίλισσα ψεύτρα μπροστά σ’έναν από τους ακόλουθούς της. «Ναι,» λέω μονάχα. «Και πώς αυτή έγινε αρχηγός σας, Νικόλαε; Ή, μάλλον, όχι· ασ’ το για την ώρα.» Σηκώνομαι όρθιος. «Έχω άλλη δουλειά. Ίσως να το συζητήσουμε αργότερα, ή ίσως όχι.»
«Τι εννοείς;» Σηκώνεται κι εκείνος όρθιος, γιατί πριν ήταν γονατισμένος πλάι μου.
«Πού είναι το Φιλί της Έχιδνας – το σπαθί μου; Μη μου πεις ότι τ’άφησες μες στις σήραγγες!» Νιώθω μια ξαφνική σπίθα οργής.
«Φυσικά και όχι, Οφιομαχητή! Είχα δει τα ιερά λαξεύματα επάνω στη λεπίδα του. Εδώ είναι.» Το πιάνει πίσω από έναν βράχο και μου το δίνει.
«Σ’ευχαριστώ που το κράτησες,» του λέω, ενώ έχω μια παράλογη αίσθηση ότι το Φιλί της Έχιδνας ποτέ δεν θα με εγκατέλειπε· θα έκανε την Υπερυδάτια να γυρίσει ανάποδα προκειμένου να βρεθεί ξανά στο χέρι μου, σαν ζωντανός οργανισμός – ένας οπλοδαίμονας της Έχιδνας που παίζει με τον χρόνο και τις συγκυρίες. Ίσως απλά να έχω αυταπάτες...
«Δε μπορούσα να το αφήσω εκεί μέσα, Γεώργιε.» Και με ρωτά: «Τι έχεις στο μυαλό σου τώρα; Πρέπει να φύγουμε αποδώ – να πάμε στη Βασίλισσά μας!»
«Όχι,» του λέω. «Πρέπει να επιστρέψω εκεί»: δείχνω την Οδοντόπολη.
Τα μάτια του γουρλώνουν. «Γιατί;»
«Εσύ δεν χρειάζεται να έρθεις. Καλύτερα να μην έρθεις, βασικά. Μπορεί να υπάρξει κίνδυνος–»
«Είμαι μαζί σου ώς το τέλος, Οφιομαχητή! Δε θα δειλιάσω! Η Μεγάλη Κυρά με καθοδηγεί· είναι στο πλευρό μου!»
Φανατικοί... Αν και μου μοιάζει συμπαθητικός πλέον – και πραγματικά μ’έχει βοηθήσει – είναι φανατικός, πέρα για πέρα. Είναι Τέκνο του Φαρμακερού Κύκλου.
«Γιατί, όμως;» με ρωτά. «Γιατί θες να επιστρέψουμε εκεί; Για να δώσεις τέλος στα μιάσματα του Λοκράθου και στον Λουκιανό;»
«Δε μ’απασχολεί η εκδίκηση τώρα,» αποκρίνομαι – αν και θα τους σκότωνα όλους αυτούς αν τους είχα μπροστά μου, είν’ η αλήθεια. Ειδικά εκείνο το αρχίδι του Λοκράθου, τον Δαμιανό! «Χρειάζομαι κάποιες απαντήσεις.»
«Απαντήσεις;»
«Να μάθω γιατί ήθελαν να με θυσιάσουν.»
«Μα για να σε σκοτώσουν, φυσικά! Για να σε κλέψουν από εμάς!»
«Δεν είναι λογικό αυτό που λες, Νικόλαε–»
«Γιατί δεν είναι; Τα μιαρά βατράχια–»
«Αν ήθελαν να με σκοτώσουν, απλά θα με σκότωναν. Είχαν την ευκαιρία. Βρισκόμουν στο έλεός τους. Δεν υπήρχε ανάγκη για καμιά ιεροτελεστία.»
«Ήθελαν να σε προσφέρουν στον σιχαμερό θεό τους, Οφιομαχητή. Είναι προφανές.»
«Θα μπορούσαν να προσφέρουν το πτώμα μου. Αν ο θάνατός μου ήταν που τους απασχολούσε κυρίως, τότε δεν θα με άφηναν ζωντανό τόσες ώρες· δεν θα ρίσκαραν να τους ξεφύγω. Κάτι άλλο επιδίωκαν... και δεν μπορώ να καταλάβω τι.»
Ο Νικόλαος με κοιτάζει προβληματισμένος για μερικές στιγμές. Μετά λέει: «Η Βασίλισσά μας ίσως να ξέρει.»
«Το αμφιβάλλω. Έχω, όμως, μια άλλη στο μυαλό μου.»
Το βλέμμα του γίνεται ερωτηματικό.
«Τη λένε Λοχαγό Ορτίνη. Την έχεις υπόψη;»
Κουνά το κεφάλι. «Όχι.»
«Είναι μια γυναίκα της Φρουράς της Οδοντόπολης. Σύμμαχος των βατράχων, απ’ό,τι κατάλαβα. Ίσως κι η ίδια πιστή του Λοκράθου. Θα τη βρω και θα τη ρωτήσω. Είναι αρκετά πιθανό να ξέρει. Αν δεν ξέρει, τότε... τότε θα πρέπει να ρωτήσω κάποιον άλλο.»
Και η Διονυσία; Ο Αρσένιος; Δεν οφείλω να επιστρέψω στη Ριλιάδα γι’αυτούς όσο πιο γρήγορα μπορώ; Εξαιτίας μου έμπλεξαν.
Αλλά τώρα...
Όπως το υπολογίζω, ήμουν σ’εκείνο το κελί, κάτω από το Οδοντωτό Οχυρό, δύο ημέρες. Μέσα σε δύο ημέρες, πολλά μπορεί να έχουν συμβεί. Και ανησυχώ για τη Διονυσία και τον αδελφό της. Είχαν μείνει στους Κατωμήχανους. Ο Αρσένιος ίσως να μπορούσε να βγει σχετικά εύκολα από εκεί – είχε ξαναπάει παλιότερα – αλλά, καθότι τώρα τυφλός, αυτό είναι αμφίβολο. Και η Διονυσία δεν έχει ιδέα από τις περιοχές των Κατωμήχανων. Μπορεί να έχουν προβλήματα· το μέρος δεν είναι ακίνδυνο.
Ακόμα, όμως, κι αν επέστρεφα στο σημείο όπου τους άφησα, αποκλείεται να τους έβρισκα να με περιμένουν. Σίγουρα θα είναι κάπου αλλού πλέον. Και ο μόνος που ίσως μπορούσε να με βοηθήσει να τους εντοπίσω είναι ο παλιός μου φίλος ο Τζακ των Υπογείων. Αλλά θα πρέπει να τον βρω, πρώτα...
Όλα αυτά χρειάζονται χρόνο. Χρόνο για να μαζέψω χρήματα (καθότι απλόκαμος)· χρόνο για να μπαρκάρω σε πλοίο και να φτάσω στη Ριλιάδα· χρόνο για να εντοπίσω τον Τζακ· χρόνο για να βρω τα ίχνη της Διονυσίας και του Αρσένιου... Ώς τότε, αυτοί πού θα βρίσκονται;
Στη Μεγάπολη – ελπίζω.
Αλλά δεν είναι βέβαιο ότι θα τα έχουν καταφέρει. Όλα τα λεφτά τα κρατούσα εγώ επάνω μου όταν μας επιτέθηκαν τα βατράχια· η Διονυσία και ο Αρσένιος δεν είχαν τίποτα μαζί τους. Τι ανόητος που ήμουν!
«Τι συμβαίνει, Γεώργιε;» ρωτά ο Νικόλαος.
«Τίποτα,» αποκρίνομαι.
«Θα έρθω μαζί σου, όπου κι αν αποφασίσεις να πας.»
Κοιτάζω την Οδοντόπολη. Η πύλη της θα είναι κλειστή τέτοια ώρα· είναι αργά. Πώς θα μπω; Μία λύση υπάρχει μόνο: Από το λιμάνι, γλιστρώντας κάτω απ’το νερό με τις υδατοτρόπες ιδιότητές μου.
Εξηγώ στον Νικόλαο τι σκοπεύω να κάνω. «Είσαι σίγουρος ότι θες να έρθεις; Μη θεωρείς ότι μου χρωστάς τίποτα. Αν η Έχιδνα μ’έστειλε για να σε σώσω, τότε επίσης η Έχιδνα σ’έριξε σ’αυτά τα μπουντρούμια για να μου πεις πώς να βγω από εκεί όταν το χρειαζόμουν. Είμαστε πάτσι.»
Τα μάτια του γυαλίζουν ακούγοντας τη θρησκευτική λογική μου. Χαμογελά. «Ίσως!» λέει. Και μετά: «Θα έρθω μαζί σου. Δεν θα σ’εγκαταλείψω.»
«Δεν έχεις τρόπο να φύγεις από εδώ χωρίς εμένα;» τον ρωτάω. «Πού είναι οι πιο κοντινοί σύντροφοί σου; Πού είναι τα πιο κοντινά Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου;»
«Δεν είναι μακριά, Οφιομαχητή. Και θα σε οδηγήσω εκεί, αν επιθυμείς. Θα χαρούν πολύ να σε δουν· θα αναγνωρίσουν αμέσως το θαύμα.»
«Πού είναι; Μες στην πόλη; Έξω απ’την πόλη;»
«Μέσα στην Οδοντόπολη δεν τολμάμε να κρυβόμαστε πλέον,» εξηγεί ο Νικόλαος, «γιατί ο Μιαρός Λουκιανός μάς κυνηγά με μένος, το απόβρασμα του Λοκράθου, ο πατροκτόνος. Προσπαθεί να μας αφανίσει όλους–»
«Επομένως, πού κρύβεστε;» Είναι λιγάκι ενοχλητική η μακρηγορία του φίλου μου. «Πού;»
«Στις περιοχές στα νότια, ανάμεσα στην Οδοντόπολη και στη Μαρσάνδη, πέρα από τη δημοσιά. Λίγο περισσότερο από δέκα χιλιόμετρα απόσταση από εδώ· μπορούμε να φτάσουμε γρήγ–»
«Μετά,» του λέω. «Τώρα θέλω να πω δυο κουβέντες μ’αυτή τη Λοχαγό Ορτίνη.»
Ο Νικόλαος νεύει, με αποφασισμένη έκφραση στο γαλανόδερμο, ταλαιπωρημένο από τα βασανιστήρια πρόσωπό του. «Πάμε,» λέει, με φανατική γυαλάδα στα μάτια του.
Πλησιάζουμε το νερό, και μπαίνουμε μέσα ώς τη μέση. Κάνει κρύο – είναι χειμώνας. Δεν έχουμε βγάλει τα ρούχα μας· δεν χρειάζεται: θα μας μετακινούν οι υδατοτρόπες δυνάμεις μου, δεν θα κολυμπάμε.
Πιάνω τον Νικόλαο από τον αγκώνα, με το ελεύθερό μου χέρι, καθώς πηγαίνουμε πιο βαθιά. Βουτάμε κάτω απ’το νερό, και το χρησιμοποιώ σαν προέκταση του νευρικού μου συστήματος, για να μας ωθήσω γρήγορα προς την Οδοντόπολη, ενώ κρατάμε την αναπνοή μας. Όταν είμαστε στα μισά περίπου της απόστασης, σταματάω και οδηγώ τον Νικόλαο προς τα πάνω, για να βγάλουμε τα κεφάλια μας στον αφρό και να πάρουμε μερικές ανάσες. Εγώ θα μπορούσα να κρατάω την αναπνοή μου ώς την πόλη, άνετα, αλλά για εκείνον δεν είμαι σίγουρος· καλύτερα να αναπνεύσει προτού συνεχίσουμε. Εδώ που είμαστε τώρα, κανείς δεν πρόκειται να δει τα κεφάλια μας να ξεπροβάλλουν από τα κύματα μες στη σκοτεινή νύχτα.
«Εντάξει;» τον ρωτάω.
«Ναι.»
«Πάρε βαθιά ανάσα.»
Παίρνει.
Τον τραβάω κάτω ξανά και χρησιμοποιώ τις υδατοτρόπες ιδιότητές μου, κάνοντας το νερό να μας σπρώχνει γρήγορα προς τον προορισμό μας. Στο μυαλό μου έρχεται, για κάποιο λόγο, εκείνη η παλιά περίπτωση με τον Δημήτριο Ζερδέκη, στην Οστρακόπολη, όταν είχα πρωτοανακαλύψει ότι είμαι υδατοτρόπος. Αλλά, βέβαια, τότε θέλαμε να φύγουμε από μια πόλη, όχι να μπούμε. Η μόνη ομοιότητα είναι ότι και τώρα μας κυνηγάνε. Διότι δεν αμφιβάλλω καθόλου ότι ο Λουκιανός θα εξαπολύσει ολόκληρο ανθρωποκυνηγητό μόλις τα βατράχια καταλάβουν πως δεν είμαστε πια στα μπουντρούμια τους. Θα απορούν, στην αρχή, πώς βγήκαμε. Θα έχουν τρομοκρατηθεί. Μετά, ίσως και να συνειδητοποιήσουν ότι κατεβήκαμε στον λάκκο της Κόρης του Λοκράθου...
Φτάνουμε στο λιμάνι της Οδοντόπολης χωρίς πρόβλημα. Βλέπω τα αραγμένα σκάφη σαν κατασκότεινες σκιές από πάνω μας. Οδηγώ τον Νικόλαο προς τον αφρό. Βγάζουμε ξανά τα κεφάλια για ν’αναπνεύσουμε. Είμαστε τώρα κάτω από μια προβλήτα.
«Περίμενε,» του λέω, και ξεμυτίζω από την άκρη για να ρίξω μια ματιά. Δεν διακρίνω πολυκοσμία στην επάνω μεριά της προβλήτας, ή της γειτονικής της. Δεν διακρίνω κανέναν. Πράγμα που δεν με παραξενεύει. Είμαστε στο Τελευταίο, το δυτικότερο και πιο ήσυχο λιμάνι της Οδοντόπολης.
«Έλα,» λέω στον Νικόλαο, και σύντομα σκαρφαλώνουμε στην προβλήτα και μπαίνουμε στην πόλη, αποφεύγοντας μια ομάδα λιμενοφυλάκων που περιπολεί.
Δεν την ξέρω και τόσο καλά την Οδοντόπολη, δεν είχα ποτέ καθίσει εδώ πολύ καιρό όσο ήμουν πειρατής στην Ιχθυδάτια· όμως ξέρω τα βασικά γι’αυτήν. Βαδίζω τώρα νότια μέσα στο Τελευταίο Λιμάνι (που οι ντόπιοι αποκαλούν συνήθως απλά «το Τελευταίο»), ενώ βλέπω μπροστά κι αριστερά μου να ορθώνεται το Οδοντωτό Οχυρό, το οποίο κοιτάζει και το Τελευταίο και το Νυχτολίμανο, αν και δεν είναι μέσα σε καμιά από αυτές τις συνοικίες.
Βγαίνοντας από το Τελευταίο Λιμάνι μπαίνουμε στη Δυσπρόσιτη (τη συνοικία όπου βρίσκεται το Οδοντωτό Οχυρό) και τώρα μας οδηγώ προς τα νοτιοανατολικά. Ο Νικόλαος με ακολουθεί σιωπηλά. Δεν παρατηρώ αναστάτωση στους δρόμους, αν και είμαι προσεχτικός καθώς περνάμε ανάμεσα από ψηλές πολυκατοικίες και μικρότερα οικοδομήματα. Η Δυσπρόσιτη έχει πολλές πλούσιες οικίες. Θεωρείται από τις πιο ασφαλείς συνοικίες της πόλης, απ’ό,τι έχω ακούσει. Και δεν έχει φασαρία, γενικά.
Φεύγοντας από εκεί περνάμε, νομίζω, από κάποια άλλη συνοικία που δεν γνωρίζω το όνομά της και, μετά, φτάνουμε στις Διακλαδώσεις, την κεντρικότερη περιοχή της Οδοντόπολης, η οποία είναι γεμάτη μπλεγμένους δρόμους, αλλά μεγάλους, όχι μόνο σοκάκια. Από εδώ μπορείς να πας οπουδήποτε.
Στη νότια μεριά των Διακλαδώσεων είναι η Μεγάλη Πύλη: η μοναδική σημαντική πύλη της Οδοντόπολης. Η άλλη πύλη ονομάζεται Κρυφή Πύλη, αν και, φυσικά, δεν είναι πραγματικά κρυφή. Είναι όμως μικρή, βρίσκεται στα ανατολικά τείχη, και ελάχιστα χρησιμοποιείται. Δεν με ενδιαφέρει επί του παρόντος. Τα βατράχια από τη Μεγάλη Πύλη με έφεραν πριν από δύο νύχτες – αποκλείεται να με έφεραν από την Κρυφή Πύλη. Και εδώ ήταν που κάλεσαν τη Λοχαγό Ορτίνη. Επομένως, κάποιοι στη Μεγάλη Πύλη γνωρίζουν γι’αυτήν και μπορούν να την ειδοποιήσουν.
Αλλά δεν ξέρω αν με συμφέρει να κάνω εισβολή στο φυλάκιο της Μεγάλης Πύλης...
Ακόμα δεν έχω δει φασαρία στους δρόμους. Ο Άρχοντας Λουκιανός δεν έχει ξεκινήσει – μέχρι στιγμής – το ανθρωποκυνηγητό που περίμενα. Είναι δυνατόν τα βατράχια να νομίζουν ότι εξακολουθώ να είμαι κλεισμένος εκεί, στα μπουντρούμια, μην τολμώντας να κλοτσήσω την πόρτα για να βγω;
Το πιο συνετό να υποθέσω είναι ότι με ψάχνουν.
Σταματώ σ’έναν δρόμο των Διακλαδώσεων που δεν βρίσκεται μακριά από τη Μεγάλη Πύλη. Ο Νικόλαος σταματά πλάι μου. Είμαστε κρυμμένοι στη σκιά μιας πολυκατοικίας ενώ αντίκρυ μας πλησιάζει μια περιπολία ανθρώπων της Φρουράς. Τέσσερις, επάνω σε δίκυκλα.
Τους περιμένω και, μόλις ζυγώνουν, τους ορμάω. Ο πρώτος πέφτει από το όχημά του λιπόθυμος από το χτύπημά μου, και χιμάω κατευθείαν στη γυναίκα δίπλα του. Αρπάζω το χέρι της που κάνει να τραβήξει το σπαθί από τη ζώνη της και την τινάζω πάνω σ’έναν άλλο, σωριάζοντάς τους και τους δύο. Ο τελευταίος όρθιος φρουρός γυρίζει και με σημαδεύει με ενεργειακό πιστόλι. Πιάνω το δίκυκλο της γυναίκας και το χρησιμοποιώ σαν ασπίδα, αποκρούοντας τη ριπή, ενώ τον ακούω να αναφωνεί ξαφνιασμένος – προφανώς, μην έχοντας ξαναδεί άνθρωπο να σηκώνει δίκυκλο με τέτοια άνεση.
Το όχημα, ύστερα, του έρχεται κατακέφαλα, πλακώνοντάς τον. Σκοτώνοντάς τον ίσως.
Αλλά δεν έχει σημασία αν είναι νεκρός ή όχι. Τους τραβάω όλους – και τα δίκυκλά τους – στη σκιά της πολυκατοικίας, ενώ ο Νικόλαος με κοιτάζει αμίλητος, μοιάζοντας ίσως λίγο δυσαρεστημένος που δεν πρόλαβε να κάνει τίποτα για να με βοηθήσει. Το σπαθί του είναι στο χέρι του.
Ξυπνάω τον πρώτο φρουρό που έριξα κάτω. Τον κρατάω απ’τον λαιμό, αναγκάζοντάς τον να στέκεται. «Μια πληροφορία θέλω,» του λέω. «Πού είναι τώρα η Λοχαγός Ορτίνη;» Χαλαρώνω τη λαβή μου στον λαιμό του, ώστε να μπορεί ν’απαντήσει. «Η Λοχαγός Ορτίνη,» επαναλαμβάνω. «Πού είναι;»
«...δεν ξέρω,» κάνει πνιχτά.
«Πού είναι το σπίτι της;»
«...δεν ξέρω!»
Τον στέλνω πάλι για ύπνο με μια γρήγορη γροθιά.
Ξυπνάω τη γυναίκα. Της κάνω την ίδια ερώτηση, με τον ίδιο λεπτό τρόπο. Λαμβάνω την ίδια συγχυσμένη απάντηση. Τη στέλνω κι αυτή για ύπνο.
Ξυπνάω τον τρίτο φρουρό και επαναλαμβάνω τη διαδικασία, αν και έχω πλέον ένα κακό προαίσθημα. Αναμενόμενα, ούτε αυτός ξέρει πού βρίσκεται η Λοχαγός Ορτίνη.
Ο τέταρτος φρουρός είναι νεκρός, όπως διαπιστώνω· το δίκυκλο που του έριξα κατακέφαλα φαίνεται να του έσπασε τη ράχη.
Σηκώνω δύο από τα οχήματα όρθια και καβαλάω το ένα. «Ανέβα,» λέω στον Νικόλαο δείχνοντάς του το δεύτερο.
«Πού θα πάμε τώρα;» με ρωτά καθίζοντας στη σέλα.
«Θα βρούμε άλλους φρουρούς. Θα την εντοπίσω αυτή την καταραμένη, απόψε.»
Φεύγουμε, κατευθυνόμενοι προς τα ανατολικά μες στους νυχτερινούς δρόμους, προς την Αγορά αν δεν κάνω λάθος. Ψάχνοντας για φρουρούς ξανά.
Βρίσκω ακόμα μια περιπολία και, ξεπροβάλλοντας απότομα από μια γωνία, οδηγώ το δίκυκλό μου καταπάνω τους. Συγκρούομαι με έναν, ρίχνοντάς τον από το δικό του δίκυκλο. Πέφτω κι εγώ αλλά, καθότι προετοιμασμένος, δεν μένω εκεί· αμέσως τινάζομαι όρθιος εξαπολύοντας μια ριπή απ’το ενεργειακό πιστόλι μου, χτυπώντας έναν φρουρό στο στήθος και αναισθητοποιώντας τον. Ο τρίτος κάνει να τραβήξει το σπαθί του, αλλά η γροθιά μου τον στέλνει για ύπνο. Ο τέταρτος έχει ήδη βγάλει το λεπίδι του και επιχειρεί να με χτυπήσει. Το Φιλί της Έχιδνας το έχω αφήσει δεμένο στο δίκυκλό μου· αποφεύγω, οπότε, το χτύπημα και τον γρονθοκοπώ κι αυτόν.
Τους τραβάω όλους σ’ένα δρομάκι που θεωρώ σχετικά ήσυχο. Τούτη τη φορά παίρνω και το θηκάρι ενός για να θηκαρώσω το Φιλί στη μέση μου. Δεν είναι ακριβώς στα μέτρα της λεπίδας του αλλά τη χωρά· για την ώρα, μας κάνει. Παίρνω επίσης ενεργειακά πιστόλια – ένα για τον εαυτό μου, ένα για τον Νικόλαο.
Ξυπνάω τον έναν φρουρό και τον ρωτάω πού είναι η Λοχαγός Ορτίνη.
«...Τώρα;» κρώζει, καθώς το χέρι μου σφίγγει ελαφρά τον λαιμό του. «Στο Δεσμωτήριο πρέπει νάναι τώρα...»
«Τι εννοείς; Τι κάνει εκεί;»
«Έχουνε... έχουνε πιάσει τον Σωτήριο Χαρνιάκη... για δολοπλοκία... κατά του Άρχοντα– Ποιος είσαι, γαμώτο; Ποιος...;» Τα μάτια του με κοιτάζουν με έκδηλο τρόμο, και είμαι σίγουρος πως διάφορα έρχονται στο μυαλό του καθώς μ’αντικρίζει. Δεν υπάρχουν πολλοί με κατάμαυρο δέρμα στην Υπερυδάτια, και ο Οφιομαχητής είναι ο πιο ακουστός απ’αυτούς. (Πρέπει να βρω, σύντομα, μια κουκούλα για να κρύβω την όψη μου.)
Με μια γροθιά στέλνω τον φρουρό να συνεχίσει τον ύπνο του, και στρέφομαι στον Νικόλαο.
«Ποιος είν’ αυτός ο Σωτήριος Χαρνιάκης; Τον έχεις ξανακούσει;»
«Φυσικά. Είναι θείος του Μιαρού Λουκιανού, αδελφός του πατέρα του. Και λένε ότι υποψιάζεται πως έχει γίνει φόνος, και ότι δεν συμπαθεί καθόλου τον ανιψιό του.»
«Αληθεύει, δηλαδή, ότι δολοπλοκούσε εναντίον του...»
«Αυτό δεν το ξέρω. Αλλά, αν όντως σχεδίαζε εξέγερση, θα έπρεπε κάπως να είχε επικοινωνήσει μαζί μας. Θα τον βοηθούσαμε – για τον Μεγάλο Αγώνα!» Δεν χωρά αμφιβολία ότι αναφέρεται στα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου.
«Τέλος πάντων,» λέω. «Ξέρεις πού είναι το Δεσμωτήριο;»
«Ναι.» Και ξαφνικά χαμογελά σαν μανιακός. «Θα πάμε εκεί; Θα ελευθερώσουμε τον Χαρνιάκη;»
Ο τύπος έχει κολυμπήσει μίλια! που λένε εδώ, στην Υπερυδάτια, εννοώντας ότι κάποιος βγάζει αυθαίρετα συμπεράσματα. «Ξέχασες ποια είναι η δουλειά μας;» του λέω. «Θέλω να μιλήσω στη Λοχαγό Ορτίνη.»
«Εννοείται πως εσύ με οδηγείς, Οφιομαχητή!» αποκρίνεται με πάθος. «Είμαι υπηρέτης σου–»
«Δε χρειάζομαι υπηρέτες.»
Με αγνοεί, ο τρελός. «Αλλά, με το συμπάθιο, σκέψου!» συνεχίζει, το ίδιο φανατικά με πριν. «Νομίζεις ότι όλ’ αυτά είναι τυχαία; Συμπτώσεις;»
«Τι στα κωλομέρια του Λοκράθου θες να πεις;» μουγκρίζω, νιώθοντας την οργή να φουντώνει άγρια μέσα μου.
«Σκέψου, Οφιομαχητή! Την ίδια νύχτα που ξεφεύγεις από τα μιαρά βατράχια και καταστρέφεις τον αποτρόπαιο και βδελυρό ναό τους – την ίδια νύχτα που ελευθερώνεις εμένα, έναν σθεναρό Αγωνιστή, από τα μαρτύριά του–»
Αν μακρηγορήσει κι άλλο, θα τον δείρω, τον φυσημένο.
«–την ίδια νύχτα ακριβώς συλλαμβάνουν τον Σωτήριο Χαρνιάκη για δολοπλοκία κατά του Μιαρού Άρχοντα της Οδοντόπολης, του πατροκτόνου! Και την ίδια νύχτα εσύ, Οφιομαχητή, εμπνευσμένος από τη Μεγάλη Κυρά, αποφασίζεις να επιστρέψεις στην πόλη από την οποία μόλις δραπέτευσες! Και η αναζήτησή σου σε κατευθύνει προς τον φυλακισμένο αγωνιστή! Η Έχιδνα μάς καθοδηγεί, Οφιομαχητή. Μας καθοδηγεί για να τον σώσουμε!»
Ο τύπος έχει κολυμπήσει μίλια και μίλια και μίλια! «Η αναζήτησή μου δεν με οδηγεί στον Σωτήριο Χαρνιάκη· με οδηγεί στη Λοχαγό Ορτίνη – όπως και πρέπει,» λέω σταθερά, καταπολεμώντας την οργή μου με τις διδαχές του Γέρου του Ανέμου. «Και, ναι, όλα αυτά είναι συμπτώσεις.»
«Αδύνατον!»
«Τίποτα δεν είναι αδύνατον. Ξέρεις, τώρα, πού βρίσκεται το Δεσμωτήριο, ή όχι;»
Ο Νικόλαος νεύει. «Ξέρω–»
«Οδήγησέ με εκεί.» Σηκώνω από κάτω ένα από τα δίκυκλα των φρουρών και το καβαλάω. «Δεν έχουμε χρόνο για μαλακίες.»
«Φυσικά και θα σε οδηγήσω, Οφιομαχητή–»
«Γεώργιε.»
«–αλλά κάνεις λάθος,» τονίζει, φανατικά. «Η Έχιδνα μάς καθοδηγεί για να σώσουμε τον επαναστάτη. Θα το δεις.»
«Ανέβα στο δίκυκλό σου και φρόντισε να μην κάνεις καμιά μαλακία· δεν μπορώ συνέχεια να σε σώζω.»
Ο Νικόλαος δεν μου φαίνεται ότι έχει αλλάξει μυαλά, αλλά ανεβαίνει στο δίκυκλό του και ξεκινά τους τροχούς.
Τον ακολουθώ.
Διασχίζουμε τις Διακλαδώσεις ξανά, όμως τώρα προς τα δυτικά – προς τα εκεί απ’όπου ήρθαμε.
«Πού ακριβώς είναι το Δεσμωτήριο;» τον ρωτάω.
«Στην Καρφωτή.»
«Η οποία πού βρίσκεται;»
«Νότια της Δυσπρόσιτης, μετά τον Ανθόκλωνο, πλάι στα νοτιοδυτικά τείχη.»
«Κατάλαβα.» Ως κουρσάρος στην Ιχθυδάτια δεν είχα ποτέ λόγο να περιπλανηθώ σ’αυτές τις περιοχές της Οδοντόπολης.
Προτού φτάσουμε στο τέλος των Διακλαδώσεων (δεν μπορεί να κάνω λάθος, γιατί οι δρόμοι είναι ακόμα αρκετά μπλεγμένοι), παραπάνω από μια ντουζίνα δικυκλιστές της Φρουράς παρουσιάζονται στρίβοντας μια γωνία. Κι ανάμεσά τους είναι ένα τετράκυκλο της Φρουράς, ανοιχτό από πίσω, σκεπαστό από μπροστά. Ένας απ’αυτούς που στέκονται στην οπίσθια, ανοιχτή μεριά του φωνάζει σε όλους: «Αυτός είναι!» δείχνοντας προς εμάς – προς εμένα, υποθέτω. «Πιάστε τον! Κι αν δεν μπορείτε – σκοτώστε τον!»
Εννοείται πως έχουμε ανεβάσει την ταχύτητά μας στο τέρμα προτού καν τελειώσει τη φράση του: οι μεταλλικοί τροχοί των δίκυκλών μας ουρλιάζουν δαιμονισμένα πάνω στο πλακόστρωτο, τινάζοντας σπίθες.
Και στο κατόπι μας έρχονται τα δίκυκλα των φρουρών, ακολουθούμενα από το τετράκυκλο, ολοταχώς, καταδιώκοντάς μας, εξαπολύοντας ενεργειακές και ηχητικές ριπές και βέλη από βαλλίστρες. Διαλύουν τον δρόμο πίσω μας, οι τρισκατάρατοι, σαν να μην τους ενδιαφέρει αν θα κάνουν την ίδια τους την πόλη κομμάτια! Οι διαταγές του Άρχοντα Λουκιανού για εμάς – για εμένα, μάλλον – πρέπει να είναι πολύ... επείγουσες, το λιγότερο που μπορείς να πεις. Τα βατράχια θα έχουν τρελαθεί, κι αυτός μαζί τους.
«Μας βρήκαν τόσο γρήγορα, οι άθλιοι!» γρυλίζει ο Νικόλαος, με το κεφάλι του σκυμμένο πάνω από το τιμόνι του δίκυκλού του. «Ούτε τους χτυπημένους φρουρούς δεν θάπρεπε νάχαν βρει ακόμα!»
Φυσικά έχει δίκιο. Αλλά δεν νομίζω πως έχουν βρει τους χτυπημένους φρουρούς. Αποκλείεται να μας εντόπισαν έτσι. Μαγεία υποπτεύομαι. Όχι, όμως, ό,τι είχε γίνει τις προάλλες με το σημάδι. Δεν το θεωρώ πιθανό αυτή τη φορά να με σημάδεψαν, ακόμα κι όταν ήμουν αναίσθητος. Επιπλέον, αν το είχαν κάνει τότε, ώς τώρα το σημάδι θα είχε σβήσει. Αλλά με μαγεία με εντόπισαν. Μ’εκείνο το ξόρκι που γνωρίζουν ορισμένοι μάγοι το οποίο μπορεί να βρει κάποιον που δεν είναι και πολύ μακριά. Ο μάγος του Δαμιανού, αυτός ο καριόλης που έλεγχε και το μεταβαλλόμενο αεροπλάνο, πρέπει να με ανίχνευσε. Γνωρίζει καλά την όψη μου· μπορούσε να το κάνει. Στην αρχή, θα προσπάθησε να με εντοπίσει μέσα στον Ναό τους, πίσω από την κλειστή πόρτα, και δεν θα με βρήκε. Ίσως να κατάφερε να με ανιχνεύσει εκεί όπου με έβγαλε ο Νικόλαος, στις ακτές· δεν ήμασταν πολύ μακριά από την πόλη. Αλλά ίσως και να μην τα κατάφερε. Όπως και νάχει, θα συνέχισε να προσπαθεί να με βρει, και τώρα μ’εντόπισε μες στην Οδοντόπολη. Έτσι, σε συνεργασία με τη Φρουρά....
«Με μαγεία μάς βρήκαν, σίγουρα,» λέω στον Νικόλαο, ενώ όλα αυτά έχουν ήδη περάσει αστραπιαία απ’το μυαλό μου – τίποτα περισσότερο από λογικοί συνειρμοί.
«Είμαστε στον Ανθόκλωνο τώρα – πού να πάμε;»
«Στο Δεσμωτήριο!» αποκρίνομαι, αποφασισμένα.
Και ο Νικόλαος γελά. «Σ’το είπα ότι η Έχιδνα μάς καθοδηγεί!»
Εξακολουθεί να κολυμπά μίλια και μίλια...
Το ξέρω πως αυτό που κάνω είναι παρακινδυνευμένο, αλλά θέλω οπωσδήποτε να μάθω γιατί σχεδίαζαν να με θυσιάσουν. Το μόνο που μπορώ να ελπίζω είναι ότι, κατευθυνόμενος στο Δεσμωτήριο, θα ξαφνιάσω τους εχθρούς μου. Σίγουρα δεν θα περίμεναν να πάω εκεί. Κανείς λογικός άνθρωπος δεν θα πήγαινε εκεί, τώρα. Είμαστε παράφρονες, εγώ και το Τέκνο του Φαρμακερού Κύκλου· κι αναρωτιέμαι ποιος είναι πιο τρελός από τους δυο μας.
Περνάμε από δρόμους και δρόμους, ανάμεσα από πολυκατοικίες και άλλα οικοδομήματα. Δεν αργούμε να φτάσουμε στον προορισμό μας: η Οδοντόπολη δεν είναι Μεγάπολη. Ούτε καν Ριλιάδα. Είναι πιο μικρή από την Ιλφόνη. Μάλλον, πιο μικρή κι από την Κιρβιάδα.
Το Δεσμωτήριο είναι ένα τετραώροφο, γκρίζο οικοδόμημα κοντά στα νοτιοδυτικά τείχη της πόλης, που ορθώνονται ψηλά πίσω του. Η πύλη του περιβόλου του είναι κλειστή. Ένα φυλάκιο βρίσκεται δίπλα της. Πηγαίνω καταπάνω του, σταματώντας απότομα το δίκυκλό μου μπροστά στην πόρτα του. Θα πρέπει να ξεπαστρέψουμε τους φύλακες προτού περάσουμε την πύλη· δεν γίνεται αλλιώς.
Ακούω φασαρία απ’το εσωτερικό του φυλακίου· κάποιος μού φωνάζει. Και κάνει το λάθος ν’ανοίξει την πόρτα, οπλισμένος με ενεργειακό πιστόλι, σημαδεύοντάς με. «Τι νομίζεις ότι κάνεις εκεί, ρε;» μου λέει.
Το Φιλί της Έχιδνας βγαίνει απ’το θηκάρι του.
«Γαμώ την πουτάνα σου,» γρυλίζει ο φρουρός καθώς πατά τη σκανδάλη.
Ήδη έχω κάνει στο πλάι, λυγίζοντας, και η ριπή με βρίσκει στον ώμο αντί για το στήθος· αλλά, και πάλι, μια τέτοια ριπή θα ήταν αρκετή για να σωριάσει έναν κανονικό άνθρωπο. Ευτυχώς, δεν είμαι «κανονικός». Ορμάω καταπάνω στον φρουρό και του κόβω το κεφάλι με το λεπίδι μου. Κλοτσάω το ακέφαλο σώμα του, που τινάζει αίματα σαν σιντριβάνι, στέλνοντάς το μέσα στο φυλάκιο, πάνω στον άλλο φρουρό, ο οποίος πέφτει με μια κραυγή. Περνάω το κατώφλι και τον καρφώνω στο στήθος καθώς κάνει να σηκωθεί.
Βγαίνω απ’το φυλάκιο και βλέπω τον Νικόλαο καθισμένο στο δίκυκλό του. Δείχνει πίσω. «Έρχονται!»
Του πετάω ένα ηχητικό τουφέκι που βρήκα μες στο φυλάκιο· το πιάνει. «Καθυστέρησέ τους,» του λέω.
Χαμογελά με τον συνηθισμένο φανατικό τρόπο του. Πρέπει να του φαίνονται σαν όνειρο όλ’ αυτά – ότι είναι μαζί με τον μυθικό Οφιομαχητή και κάνει πράγματα εξωφρενικά. Μάλλον νομίζει και ότι η Έχιδνα τον έχει ευλογήσει. Τι να πεις; Ο καθένας όπως τη βρίσκει σ’αυτό το σύμπαν.
Εγώ δεν χάνω ούτε δευτερόλεπτο. Πέφτω πάνω στην πύλη του περιβόλου, κοπανώντας την με τον ώμο μου και μ’όλη την απάνθρωπη δύναμη και οργή της Έχιδνας. Τραντάζεται, τρίζοντας, μουγκρίζοντας, βαριά και μεταλλική· αλλά δεν πέφτει. Όχι ακόμα.
Πίσω μου ακούω μηχανές οχημάτων, και κραυγές. Ο Νικόλαος τούς ρίχνει με το ηχητικό.
Κοπανάω ξανά την πύλη, και τώρα τη ρίχνω στο έδαφος. «Έλα!» κραυγάζω, περνώντας την, τρέχοντας μες στον περίβολο, αφήνοντας πίσω το δίκυκλό μου – δεν υπάρχει χρόνος να το καβαλήσω.
Ο Νικόλαος με ακολουθεί καθισμένος στο δικό του δίκυκλο. «Οφιομαχητή – ανέβα!» Έρχεται δίπλα μου.
Φρουροί βγαίνουν από διάφορα σημεία του Δεσμωτηρίου.
«Ρίχνε στους πάντες!» λέω στον Νικόλαο. «Στους πάντες!»
Και το κάνει: εξαπολύει ηχητικές ριπές αποδώ κι αποκεί. Πανικός επικρατεί. Αλλά το ξέρω πως αυτό δεν μπορεί να κρατήσει για πολύ. Πρέπει να το εκμεταλλευτούμε τώρα. Τώρα.
Στην κεντρική πύλη του Δεσμωτηρίου, δύο φρουροί πετάγονται μπροστά μου, ντυμένοι με κλειστά κράνη και πανοπλίες από πλαστικό (για νάναι αλεξίσφαιρες) και αλυσιδωτή επένδυση (για να προστατεύουν από λεπίδες). Στα χέρια τους κρατάνε μεγάλα σπαθιά και ασπίδες. Με σπαθίζουν κατευθείαν· δεν κάνουν ερωτήσεις.
Το Φιλί της Έχιδνας λιανίζει τον έναν, σκίζοντας την ασπίδα του, κόβοντας το αριστερό του χέρι, καταστρέφοντας τον θώρακά του, διαλύοντας κόκαλα και σάρκα, τινάζοντας αίματα παντού. Ο φρουρός πέφτει σαν σπασμένη κούκλα.
Ο άλλος κατεβάζει το σπαθί του καταπάνω μου, ημικυκλικά, χτυπώντας με στα πλευρά και κάνοντάς με να παραπατήσω καθώς με τραυματίζει. Ένα τραύμα που δεν είναι αρκετό για να με ρίξει. Ούτε καν να με καθυστερήσει, παρότι αισθάνομαι τις ζημιές στο σώμα μου. Η οργή της Έχιδνας με φορτίζει.
Αλλά προτού προλάβω να την εξαπολύσω εναντίον του ο φρουρός πέφτει κραυγάζοντας, χτυπημένος από ενεργειακή ριπή, και το δίκυκλο του Νικόλαου περνά από δίπλα μου και τον πατά καθώς είναι πεσμένος – οι μεταλλικοί τροχοί, τσακίζουν το σώμα του.
«Το ηχητικό;» ρωτάω.
«Σώθηκε η μπαταρία.»
Ρίχνω μια ματιά πάνω απ’τον ώμο μου: οι δικυκλιστές έχουν μπει στον περίβολο μαζί με το τετράκυκλο όχημα.
Δίπλα μου είναι η κονσόλα τοίχου που ελέγχει την κεντρική πύλη του Δεσμωτηρίου. Κατεβάζω τον διακόπτη που την κλείνει, και η πύλη, βαριά και μεταλλική, αρχίζει να κατεβαίνει μέσα από μια εγκοπή, κάνοντας ένα διαπεραστικό ΧΡΡΡΡΡΡΡΡΚΚ. Οι φρουροί στον περίβολο κραυγάζουν, εξαγριωμένοι, εξαπολύοντας ενεργειακές ριπές καταπάνω μου οι οποίες δεν με πετυχαίνουν.
Και μετά η πύλη έχει κλείσει.
Δεν αμφιβάλλω ότι θα βρουν τρόπο να την ανοίξουν οι καριόληδες· ίσως ο μάγος του Δαμιανού (πώς τον έλεγαν;) να τους βοηθήσει, παίζοντας με τον μηχανισμό· αλλά για την ώρα είμαστε σχετικά ήσυχοι από δαύτους.
Όμως όχι κι απ’όλους τους υπόλοιπους εδώ μέσα.
Καθώς διασχίζουμε τους διαδρόμους του Δεσμωτηρίου συναντάμε – αναμενόμενα – αντίσταση. Και την αντιμετωπίζουμε. Ο Νικόλαος μάχεται πλάι μου, φανατικά, κρατώντας τώρα στο ένα χέρι την ασπίδα που πήρε από τον σκοτωμένο φρουρό κι έχοντας προ πολλού κατεβεί, φυσικά, από το δίκυκλό του. Κατασφάζουμε τους φύλακες του Δεσμωτηρίου, τινάζοντας αίματα στους τοίχους, γεμίζοντας το πάτωμα με κουφάρια και σπασμένα όπλα.
Αρπάζω έναν και τον κολλάω σε μια γωνία. «Η Λοχαγός Ορτίνη,» του λέω, δαμάζοντας την οργή μου. «Πού είναι;»
Χωρίς καθυστέρηση δείχνει προς μια μεριά. «Και μετά στρίβεις δεξιά,» μου λέει, «και μετά αριστερά. Στο Ανακριτήριο είναι. Εκεί ήταν, εκεί.» Πανικόβλητος.
Τον κοπανάω κατάμουτρα και πέφτει κάτω ξερός, αλλά ίσως όχι νεκρός.
Κατευθυνόμαστε προς τα εκεί που μου είπε. Συναντάμε πάλι κάποια αντίσταση την οποία τσακίζουμε χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα. Ακούω φωνές ν’αντηχούν από διάφορες μεριές του Δεσμωτηρίου, και είμαι βέβαιος πως δεν είναι όλες των φυλάκων· οι κρατούμενοι έχουν ξεσηκωθεί, καταλαβαίνοντας ότι κάτι ασυνήθιστο συμβαίνει. Ίσως να νομίζουν πως γίνεται εξέγερση. Ίσως και να γίνεται εξέγερση, μα την Έχιδνα!
Πλησιάζω το Ανακριτήριο – σίγουρα αυτό είναι· γράφει ΑΝΑΚΡΙΤΗΡΙΟ πάνω στην πόρτα – και κάνω νόημα στον Νικόλαο να μείνει πίσω.
«Είμαι μαζί σου, Οφιομαχητή – δεν δειλιάζω!» λέει εκείνος, πομπωδώς, φανατικά, χαμογελώντας, πιτσιλισμένος με αίματα από το κράνος ώς τα πόδια. (Ναι, έχει πάρει ένα κράνος από τους φρουρούς.) Το σπαθί του είναι βουτηγμένο στο αίμα από τη λαβή μέχρι την αιχμή· η ασπίδα του είναι παρόμοια κοκκινισμένη.
«Μείνε πίσω, λέω, ανόητε!» μουγκρίζω· και δεν με παρακούει.
Κλοτσάω την πόρτα του Ανακριτηρίου και πετάγομαι αμέσως στο πλάι. Ακούω το βούισμα της ηχητικής ριπής που περνά από δίπλα μου, χτυπώντας τον τοίχο. Κι ένας πυροβολισμός αντηχεί επίσης – τυχερός όποιος κι αν πάτησε αυτή τη σκανδάλη: τυχερός που το όπλο λειτούργησε με την πρώτη.
Ερχόμενος προς τα εδώ, τραβούσα μαζί μου δύο πτώματα φρουρών με το ένα χέρι. Τώρα, πετάω το ένα απ’αυτά μέσα. Ακούω φωνές, κατάρες· βλέπω μια ενεργειακή ριπή να χτυπά το πτώμα λίγο προτού πέσει.
Αρπάζω και το δεύτερο πτώμα και το πετάω κι αυτό, και έχουν πάλι την ίδια αντίδραση με πριν.
Αλλά τούτη τη φορά ακολουθώ τον νεκρό με το Φιλί της Έχιδνας έτοιμο. Αντικρίζω ένα δωμάτιο που πιο πολύ με θάλαμος βασανιστηρίων μοιάζει παρά με ανακριτήριο. Μέσα του στέκονται τρεις άνθρωποι: ένας άντρας ντυμένος σαν αξιωματικός της Φρουράς· μια γυναίκα ντυμένη επίσης σαν αξιωματικός της Φρουράς· κι άλλη μια γυναίκα που έχει επάνω της το έμβλημα της Φρουράς της Οδοντόπολης αλλά και το έμβλημα του τάγματος των Διαλογιστών. Μάγισσα. Στο αριστερό της χέρι κρατά ένα ραβδί με κρυστάλλους, μικροσκοπικά κάτοπτρα, και κυκλώματα· στο δεξί, ένα ηχητικό πιστόλι. Στα χέρια της άλλης γυναίκας είναι ένα ενεργειακό πιστόλι κι ένα σπαθί. Και ο άντρας βαστά κι αυτός σπαθί και πυροβόλο πιστόλι.
Σε μια καρέκλα κάθεται κάποιος τον οποίο δεν αναγνωρίζω, αλλά δεν είναι ντυμένος σαν φρουρός, ούτε οπλισμένος, και πρέπει να είναι σίγουρα πάνω από πενήντα χρονών· πιθανώς και πάνω από εξήντα. Έχει μεγάλο μουστάκι και δέρμα λευκό με απόχρωση του ροζ.
Το Φιλί της Έχιδνας χτυπά το ενεργειακό πιστόλι της αξιωματικού, τινάζοντάς το από τη λαβή της. Το σπαθί της έρχεται καρφωτά προς την κοιλιά μου. Το αποφεύγω και τη μπατσίζω κατάμουτρα (όχι όσο δυνατά θα μπορούσα, γιατί μάλλον αυτή είναι η Λοχαγός Ορτίνη), τινάζοντάς την πάνω στον τοίχο.
Η μάγισσα προσπαθεί να με σημαδέψει με το ηχητικό πιστόλι της, αλλά δεν την αφήνω να έχει καλό πεδίο βολής καθώς ορμάω στον αξιωματικό. Το σπαθί του αποκρούει το Φιλί της Έχιδνας, αλλά δεν είναι αρκετά δυνατός για να σταματήσει το χέρι μου που το κρατά· απλά πιέζω λίγο, και το δικό του χέρι λυγίζει καθώς τα ξίφη μας είναι διασταυρωμένα: η κόψη του Φιλιού σκίζει τον λαιμό του, αίμα τινάζεται σαν πίδακας. Τον αρπάζω, μονοχεριάρι, και τον πετάω στη μάγισσα, η οποία ουρλιάζει καθώς σωριάζεται μαζί του στο πάτωμα.
Κάνει να σηκωθεί. Την πιάνω απ’τα μαλλιά, στρίβοντάς τα. «Αυτή είναι η Λοχαγός Ορτίνη;» τη ρωτάω, δείχνοντας, με το σπαθί μου, την αξιωματικό η οποία δεν έχει λιποθυμήσει απ’το προηγούμενο χτύπημά μου και τώρα συνέρχεται, βλεφαρίζοντας, στρεφόμενη προς εμένα–
–και προς την πόρτα ξαφνικά.
Ο Νικόλαος στέκεται εκεί.
«Ναι,» αποκρίνεται η μάγισσα.
«Ευχαριστώ.» Τη γρονθοκοπώ, σωριάζοντάς την.
«Μίασμα του Λοκράθου!» συρίζει ο Νικόλαος, πλησιάζοντας την Ορτίνη, με σπαθί κι ασπίδα υψωμένα.
«Μη!» του φωνάζω. «Μείνε πίσω! Σου είπα να μείνεις πίσω!» Πλησιάζοντας κι εγώ την αξιωματικό.
Εκείνη οπισθοχωρεί. «Εσύ...» λέει, ξέπνοα. Με αναγνωρίζει. Με ξέρει. Ίσως και να με είδε όταν μ’έφεραν στην πόλη.
«Θα έρθεις μαζί μου,» της λέω.
«Ποτέ, φίδι!» γρυλίζει, και μου ορμά με το σπαθί της.
Το αποκρούω και τη γρονθοκοπώ, ρίχνοντάς την αναίσθητη. Την πιάνω και τη σηκώνω στον ώμο.
«Συγνώμη, κύριοι, ποιοι είστε;» ρωτά ο άντρας που ήταν καθισμένος αλλά τώρα έχει μόλις σηκωθεί από την καρέκλα του – μια καρέκλα που έχει λουριά για τα χέρια και για τα πόδια, όμως δεν ήταν δεμένα. Μάλλον οι φρουροί δεν είχαν ακόμα αρχίσει την πιο... σοβαρή ανάκριση.
«Είσαι ο Σωτήριος Χαρνιάκης;» λέω.
«Μάλιστα... Κι εσύ...» Με κοιτάζει σαν να έχει μια πολύ έντονη υποψία για το ποιος μπορεί να είμαι.
«Δεν ήρθα για εσένα,» τον πληροφορώ.
«Δε μπορούμε να τον εγκαταλείψουμε, Οφιομαχητή!» πετάγεται ο Νικόλαος. «Η Έχιδνα μάς έστειλε για να τον σώσουμε!»
Τον αγριοκοιτάζω, δαμάζοντας την οργή μου μόνο χάρη στις διδαχές εκείνου του γέρου πάνω στα Ρινέα Όρη. «Ελπίζω να καταλαβαίνεις ότι μέχρι εδώ τα πράγματα ήταν εύκολα,» του λέω. «Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα. Τώρα, που πρέπει να φύγουμε από την πόλη.»
«Διατηρήστε απόσταση,» πρόσταξε ο αρχηγός τους. «Να μην καταλάβουν ότι τους παρακολουθούμε. Δεν υπάρχει λόγος βιασύνης· η Κεντρυδάτια απέχει πολύ από την Ιχθυδάτια σήμερα.» Του το μαρτυρούσε το αυτόματο σύστημα πλοήγησης· του έδειχνε πού ήταν η μία ηπειρόνησος σε σχέση με την άλλη επάνω στον ατέρμονο ωκεανό της Υπερυδάτιας.
Κανείς δεν διαφώνησε με τις διαταγές του Οφιομαχητή, έτσι τα τρία σκάφη των Αγενών – το Δηλητηριασμένο Σαλάχι, ο Νικητής των Κυμάτων, και τα Νύχια του Φιδιού – ακολουθούσαν τώρα το Περήφανο Ιχθυόπτερο από μακριά. Οι πειρατές το βίγλιζαν με τα κιάλια τους, και είδαν, πολύ σύντομα, τα δύο πλοιάρια που το συνόδευαν να παύουν να πλέουν (όπως ήταν λογικό, άλλωστε· γιατί ήταν επικίνδυνο τόσο μικρά σκάφη να διασχίζουν τον ανοιχτό ωκεανό). Το ένα το Ιχθυόπτερο το σήκωσε πλάι του, με αλυσίδες, και οι μισθοφόροι του πλοιαρίου πήδησαν στην κουβέρτα του μεγαλύτερου σκάφους. Το δεύτερο πλοιάριο, όμως, δεν ανέβηκε στο Περήφανο Ιχθυόπτερο· η πρόβλεψη της Ερασμίας’μορ αποδείχτηκε σωστή: ήταν μεταβαλλόμενο. Η μορφή του άλλαξε – μέταλλα φάνηκαν να γίνονται σχεδόν υγρά, να ρέουν και να ανασχηματίζονται: και το σκάφος έχασε το σουλούπι πλεούμενου, έβγαλε έναν μεγάλο έλικα στην οροφή, και σύντομα πετούσε πάνω από τα κύματα, ως ελικόπτερο.
Η Ευαγγελία η Μπανίστρια, που ήταν γαντζωμένη στα ξάρτια του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού και είχε δει τη μεταμόρφωση του μεταβαλλόμενου σκάφους, κατέβηκε σβέλτα στην κουβέρτα κι έτρεξε προς την πρύμνη – προς τη γέφυρα – φωνάζοντας στον Καπετάνιο και στον Δευτεροκαπετάνιο.
Ο Γεώργιος κι ο Κοσμάς βγήκαν.
«Η μάγισσα είχε δίκιο,» τους είπε η Ευαγγελία, εξηγώντας τους τι είχε μόλις αντικρίσει με το κιάλι της.
Ο Γεώργιος κοίταξε προς τον ορίζοντα. «Κι αποδώ φαίνεται. Λίγο, αλλά φαίνεται.» Δυο φιγούρες στο βάθος του ωκεανού, η μία πάνω στα κύματα και πολύ μεγαλύτερη από τη δεύτερη, η οποία δεν ήταν στη θάλασσα αλλά στον αέρα. Το μεταβαλλόμενο ελικόπτερο.
«Έχει κανένα όπλο;» ρώτησε ο Γεώργιος την Ευαγγελία.
«Ένα κανόνι.»
«Πυροβόλο, ηχητικό, ή υδατοτρόπο;» Δεν το θεωρούσε πιθανό να ήταν ενεργειακό. Τα ενεργειακά κανόνια δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν έτσι εύκολα· έπρεπε μάγος να ρυθμίζει την ενεργειακή τους ροή, όπως και των μεγάλων ή περίπλοκων σκαφών. Και ήταν τα πιο καταστροφικά όπλα στο Γνωστό Σύμπαν. Δεν χρησιμοποιούνταν παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις.
Όλες αυτές, γνώσεις από το μυστηριώδες παρελθόν του, φυσικά. Πώς τις είχε αποκτήσει, ούτε ο ίδιος δεν μπορούσε να πει – πράγμα που τον εξόργιζε, κάνοντας τον να επικαλείται τις διδαχές του Γέρου του Ανέμου για να καταλαγιάζει τον δηλητηριώδη θυμό του.
«Δεν ξέρω,» είπε η Ευαγγελία. «Ακόμα και με το κιάλι, είναι πολύ μακριά αποδώ για να διακρίνω λεπτομέρειες.»
«Θα μάθουμε σύντομα.» Ο Γεώργιος στράφηκε, κατευθυνόμενος στη γέφυρα.
Ο Κοσμάς, προτού τον ακολουθήσει, είπε στην Ευαγγελία: «Ανέβα πάλι επάνω εσύ· συνέχισε να τους μπανίζεις.»
«Έγινε.» Σβέλτα όπως είχε κατεβεί, ξανασκαρφάλωσε στα ξάρτια.
Και ο Κοσμάς ακολούθησε τον Καπετάνιο στη γέφυρα.
Ο Γεώργιος είχε ήδη καλέσει τα Νύχια του Φιδιού μέσω του τηλεπικοινωνιακού συστήματος της κονσόλας. Μιλούσε στον Ζαχαρία. «Ο μάγος σου ξέρει το Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως· μου το είπε η Ερασμία. Το χρειαζόμαστε τώρα. Για να δούμε μια λεπτομέρεια πάνω στη λεία. Σύνδεσέ τον.»
«Μια στιγμή,» ήρθε η φωνή του Ζαχαρία από το μεγάφωνο.
Και μετά ακούστηκε μια άλλη φωνή: «Τι συμβαίνει, Καπ’τάνιε;» Ο Ιερεμίας’μορ.
«Ο αρχηγός θέλει να σου ζητήσει να κάνεις μια δουλειά,» είπε ο Ζαχαρίας.
«Μ’ακούς, Ιερεμία;» ρώτησε ο Οφιομαχητής.
«Ναι.»
«Θέλω να χρησιμοποιήσεις το Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως. Αυτό δεν είναι που κάνει τα κιάλια δυνατότερα;»
«Ναι.»
«Χρησιμοποίησέ το, για να δει κάποιος απ’το σκάφος σας τι είδους κανόνι είν’ αυτό πάνω στο ελικόπτερο.» Και τους εξήγησε τι είχε πει η Ευαγγελία η Μπανίστρια.
«Εντάξει. Ας μου φέρουν απλά ένα κιάλι εδώ.»
«Δεν πειράζει που θα διακόψεις τη δουλειά σου στο κέντρο ισχύος, έτσι;»
«Δεν είναι καμιά σοβαρή διακοπή, Αρχηγέ. Μπορείς ν’αφήσεις την ενεργειακή ροή για πέντε, δέκα λεπτά με ασφάλεια, χωρίς τίποτα κακό να συμβεί. Πώς νομίζεις ότι κατουράμε, με το συμπάθιο, όταν κάνουμε Μαγγανεία Κινήσεως για ώρες;»
«Σωστά. Ζαχαρία;»
«Σ’ακούω, Αρχηγέ.»
«Περιμένω να με καλέσεις.»
Και μετά από λίγο τον κάλεσε και του ανέφερε ότι είχε ο ίδιος χρησιμοποιήσει το μαγικά ενισχυμένο κιάλι για να κοιτάξει το μεταβαλλόμενο ελικόπτερο και νόμιζε ότι το εργαλείο του πρέπει να ήταν ηχητικό. Τουλάχιστον, η κωνική κάννη του αυτό υποδήλωνε.
«Καλύτερα απ’το να ήταν υδατοτρόπο,» σχολίασε ο Κοσμάς.
«Ίσως,» είπε ο Γεώργιος, συλλογισμένα, νιώθοντας την Ευθαλία να σέρνεται νευρικά πάνω στους ώμους του.
Ύστερα, κάλεσε και τη Λουκία, στον Νικητή των Κυμάτων, για να της πει για το ηχητικό κανόνι. Για το μεταβαλλόμενο ελικόπτερο γνώριζε ήδη, φυσικά· είχε κι εκείνη τους παρατηρητές της.
«Δε θάναι εύκολη λεία το Ιχθυόπτερο,» προειδοποίησε ο Γεώργιος, μιλώντας τώρα τηλεπικοινωνιακά και στη Λουκία και στον Ζαχαρία. «Παρότι εμείς έχουμε τρία πλοία κι αυτό είναι ένα, δεν θάναι εύκολη λεία. Εκτός αν καταφέρουμε να ξεπαστρέψουμε γρήγορα το ελικόπτερο. Αν δεν τα καταφέρουμε, θα έρχεται συνεχώς από πάνω μας και θα μας ρίχνει. Ετοιμάστε όλα σας τα όπλα· φροντίστε να τα χειρίζονται οι πιο ικανοί χειριστές.»
Θα ήταν χρήσιμο αν είχαμε κι εμείς δυο, τρία ηχητικά κανόνια, σκέφτηκε. Μα δεν είχαν ούτε ένα. Και δεν είχαν βρει κανένα στη Μαρσάνδη για να το αγοράσουν. Επομένως, μόνο με αναξιόπιστα πυροβόλα μπορούσαν να χτυπήσουν το ελικόπτερο, και με γιγαντοβαλλίστρες που τα βέλη τους μπορεί να ήταν αρκετά καταστροφικά μα δεν ήταν και σαν ηχητικές ριπές εναντίον αεροσκάφους. Οι μεγάλες ηχητικές ριπές μπορούσαν να καταρρίψουν κατευθείαν ένα μικρό αεροσκάφος σαν αυτό, όχι από ζημιές στις μηχανές του αλλά, κυρίως, επειδή ζάλιζαν τον πιλότο και τους πάντες μέσα του.
Το μεσημέρι, το Περήφανο Ιχθυόπτερο έπαψε να χρησιμοποιεί τις προπέλες του· άνοιξε τα πανιά. Ο καλοκαιρινός καιρός ήταν καλός. Το ελικόπτερο είχε κατεβεί προ πολλού πάνω στο κατάστρωμά του.
Ο Γεώργιος πρόσταξε και τα δικά τους πλοία να κάνουν το ίδιο: ν’ανοίξουν τα πανιά, να σταματήσουν τις μηχανές. Εξάλλου, οι μάγοι χρειάζονταν ξεκούραση.
«Τα πράγματα φαίνεται να πηγαίνουν καλά, πάντως, από άποψη μηχανικής λειτουργίας του στόχου μας,» παρατήρησε ο Κοσμάς. «Το πρωί ο μάγος τους» – που βρισκόταν στη Νοσρίντη, όπως είχαν μάθει – «δουλεύει· το μεσημέρι κάνει διάλειμμα. Επομένως, το απόγευμα θα δουλεύει πάλι, και το βράδυ θα σταματά. Ιδανική στιγμή για να τους επιτεθούμε, όταν και θα πηγαίνουν αργά και η νύχτα θα μας καλύπτει.»
Ο Γεώργιος απλά ένευσε, αμίλητος.
Και ο Κοσμάς αναρωτήθηκε αν μήπως κάτι τον προβλημάτιζε. Κάτι πέρα από το μεταβαλλόμενο ελικόπτερο. Κάτι που εκείνος δεν είχε προσέξει.
Το απόγευμα, οι μηχανές του Περήφανου Ιχθυόπτερου άρχισαν πάλι να δουλεύουν, και το ίδιο κι οι μηχανές της αρμάδας των Αγενών. Το ελικόπτερο φάνηκε να υψώνεται από το κατάστρωμα του Νοσρίντιου πλοίου και να πετά προς τους κουρσάρους. Ο Γεώργιος πρόσταξε, τηλεπικοινωνιακά, κανείς να μην του επιτεθεί. Δεν έπρεπε να δώσουν εχθρική εντύπωση.
Το ελικόπτερο δεν τους πλησίασε πολύ, αλλά πέταξε αρκετά κοντά τους για να μπορεί, σίγουρα, να δει καθαρά τα σκάφη τους. Δεν είχαν επάνω τους κανένα συγκεκριμένο έμβλημα, φυσικά, όμως και πάλι αρκετοί από τους πειρατές φοβήθηκαν μην τους αναγνωρίσει. Άλλωστε, κάτι περίεργο δεν είχε συμβεί στη Νοσρίντη με τον αρχηγό τους, εκεί στο Φαρμακοτόπι; Οι Ηρμάντιοι ήξεραν γι’αυτούς.
Το ελικόπτερο επέστρεψε στο Περήφανο Ιχθυόπτερο και κατέβηκε στο κατάστρωμά του. Δεν το είδαν να υψώνεται ξανά.
Όταν σουρούπωσε, οι μηχανές του πλοίου έπαψαν πάλι να λειτουργούν, και τα πανιά του φούσκωσαν από τον καλοκαιρινό άνεμο των ανοιχτών ωκεανών.
Οι κουρσάροι ήταν έτοιμοι για έφοδο. Αλλά περίμεναν λίγο ακόμα, ώστε να πέσει η νύχτα για τα καλά. Να τους καλύπτει. Δεν είχαν ανάψει ούτε ένα φως επάνω στα πλοία τους. Και οι μάγοι συνέχιζαν να ελέγχουν την ενεργειακή ροή των μηχανών.
Η Ευαγγελία η Μπανίστρια και οι άλλοι παρατηρητές είδαν ξανά το ελικόπτερο να υψώνεται. Για λόγους ασφαλείας, άραγε; Αλλά δεν ήρθε προς τη μεριά τους· έμεινε κοντά στο Ιχθυόπτερο.
Ο Γεώργιος, κοιτάζοντας τον χάρτη σε μια οθόνη του συστήματος της γέφυρας του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού, έβλεπε ότι απείχαν ακόμα από την Κεντρυδάτια γύρω στα τριακόσια μίλια. Χρόνος υπήρχε για επίθεση. Άπλετος. Αυτό ήταν το μόνο σίγουρο.
Μετά, όμως, κάτι απρόβλεπτο συνέβη:
Καθώς το σκοτάδι της νύχτας έκλεβε τη θέση του λυκόφωτος, το Περήφανο Ιχθυόπτερο άρχισε πάλι να χρησιμοποιεί τις μηχανές του.
«Αδύνατον να είν’ ο ίδιος μάγος!» αναφώνησε ο Κοσμάς, και καταράστηκε. Τώρα η λεία τους δεν θα ήταν πιο αργή από τους ίδιους.
«Πρέπει να έχουν δύο μάγους στη Νοσρίντη,» είπε ο Γεώργιος, κοιτάζοντας το Περήφανο Ιχθυόπτερο μ’ένα κιάλι, καθώς στεκόταν στην πρύμνη μαζί με τον Δευτεροκαπετάνιο του. «Γιατί και το ελικόπτερο συνεχίζει να πετά. Επομένως, δεν μπορεί ο μάγος του ελικοπτέρου να κινεί τις μηχανές του πλοίου τώρα.» Κατέβασε το κιάλι. «Πληρώνουν δύο μάγους στη Νοσρίντη για ν’αλλάζουν βάρδιες κάνοντας Μαγγανεία Απομακρυσμένης Κινήσεως.
»Αλλά δεν έχει σημασία. Θα τους κουρσέψουμε ούτως ή άλλως. Δε νομίζω να μας παρουσιαστεί καλύτερη ευκαιρία, Κοσμά.» Τράβηξε το Φιλί της Έχιδνας από το θηκάρι του, και με το άλλο χέρι έπιασε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του, για να δώσει το σήμα για επίθεση.
Τα πλοία των Αγενών άρχισαν να προσεγγίζουν ολοταχώς το Περήφανο Ιχθυόπτερο. Και, όπως αμέσως φάνηκε, αυτό ήταν προετοιμασμένο. Ο Καπετάνιος του είχε καταλάβει ότι κάποιοι κουρσάροι πιθανώς να βρίσκονταν στο κατόπι του· ή ίσως να είχε καταλάβει και ποιοι ακριβώς ήταν. Καθώς τα σκάφη των Αγενών προσπαθούσαν να ανοιχτούν για να κυκλώσουν το Ιχθυόπτερο, να το κλείσουν ανάμεσά τους, τα όπλα του στράφηκαν προς το μέρος τους. Πυροβόλα κανόνια έβαλαν – ή, τουλάχιστον, προσπάθησαν να βάλουν: ως συνήθως, η μία στις τρεις ριπές εξαπολυόταν. Και ένα μεγάλο υδατοτρόπο κανόνι ήταν έτοιμο, περιμένοντάς τους να έρθουν πιο κοντά.
Το ελικόπτερο δεν περίμενε· τους πλησίασε, εξαπολύοντας ηχητικές ριπές. Οι Αγενείς επιχείρησαν να το χτυπήσουν με πυροβόλα κανόνια (συναντώντας κι εκείνοι το πρόβλημα της αναξιοπιστίας τους) και με γιγαντοβαλλίστρες, που τα μεγάλα μεταλλικά βέλη τους ήταν δύσκολο να το πετύχουν, καθώς το αεροσκάφος κινιόταν ευέλικτα στον αέρα και δεν είχε πάντα το ίδιο πλοίο για στόχο· πήγαινε απ’το ένα στο άλλο, σαν πελώριο έντομο που εξαπέλυε τρομερά ενοχλητικούς ήχους. Οι κουρσάροι σωριάζονταν πάνω στις κουβέρτες όταν χτυπιόνταν από τις ηχητικές ριπές, μουγκρίζοντας και γρυλίζοντας, κουλουριασμένοι, μη μπορώντας ν’ακούσουν τίποτα πέρα από το κουδούνισμα μέσα στο κρανίο τους. Αίματα έτρεχαν από τις μύτες και τ’αφτιά τους, κι από τα στόματα όσων είχαν δαγκώσει τα χείλη ή τις γλώσσες τους. Και οι ηχητικές ριπές έκαναν και υλικές ζημιές, επίσης: κατέστρεφαν τζάμια και γυαλιά – οτιδήποτε ευάλωτο σε δονήσεις.
Ο Γεώργιος, στεκόμενος στην πρύμνη του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού (έχοντας προστάξει τον Κόσμα να μείνει μες στη γέφυρα οπωσδήποτε, να μη χτυπηθεί από τις ηχητικές ριπές), παρατηρούσε πως μόνο ένα μειονέκτημα φαινόταν να έχουν οι επιθέσεις του ελικοπτέρου: Το αεροσκάφος δεν μπορούσε να εξαπολύσει τις ηχητικές ριπές του από πολύ ψηλά· έπρεπε να βουτά προς τα κάτω για να επηρεάζει τους στόχους του. Ο Γεώργιος άρχισε να σκέφτεται ένα παράτολμο σχέδιο για να το νικήσουν, γιατί με τα όπλα των πλοίων τους δεν φαινόταν να μπορούν να το χτυπήσουν ή να του κάνουν αξιοσημείωτες ζημιές. Ο πιλότος του ήταν καλός.
Προτού όμως ο Γεώργιος προλάβει να δράσει, είδε και το πλοιάριο των μισθοφόρων να πέφτει από το πλάι του Περήφανου Ιχθυόπτερου και να έρχεται προς τα σκάφη των Αγενών. Ίσως να μη μπορούσε να διασχίσει τους ωκεανούς της Υπερυδάτιας, καθότι μικρό σκάφος, όμως μπορούσε να πολεμήσει για λίγο επάνω στο νερό. Και ήταν κι αυτό ευέλικτο σαν το μεταβαλλόμενο ελικόπτερο. Και είχε και υδατοτρόπο κανόνι! παρατήρησαν ο Γεώργιος και άλλοι κουρσάροι, βλέποντάς το ξαφνικά να αποκαλύπτεται καθώς οι μισθοφόροι τραβούσαν ένα κάλυμμα από πάνω του.
Το πλοιάριο κατευθύνθηκε προς τον Νικητή των Κυμάτων και χτύπησε με το υδατοτρόπο όπλο τα νερά γύρω του, κάνοντας το καράβι να ταρακουνηθεί. Ταυτόχρονα, έβαλε και το υδατοτρόπο κανόνι του Περήφανου Ιχθυόπτερου, με τον ίδιο στόχο. Τίποτα δεν φάνηκε να εξαπολύεται από την κάννη του μεγάλου όπλου, μα η τρικυμία γύρω από τον Νικητή θέριεψε. Πέρα-δώθε κλυδωνιζόταν το σκάφος.
Και δεν ήταν ακόμα και τόσο κοντά στο Ιχθυόπτερο – πράγμα που σήμαινε ότι το υδατοτρόπο κανόνι του Ιχθυόπτερου είχε αξιοσημείωτα μεγάλο βεληνεκές. Αναμφίβολα μεγαλύτερο από των υδατοτρόπων κανονιών των Αγενών.
Παρότι οι Αγενείς είχαν τρία πλοία και προσπαθούσαν να αποκλείσουν και να κουρσέψουν ένα καράβι, είχαν βρει τα πλοκάμια του Άτλαντα στον δρόμο τους, όπως έλεγαν στην Υπερυδάτια· και, κυρίως, εξαιτίας του μισθοφορικού πλοιαρίου και του μεταβαλλόμενου ελικοπτέρου που κινούνταν ευέλικτα σε αέρα και θάλασσα, χτυπώντας μια το ένα σκάφος, μια το άλλο. Οι πειρατές δεν ήξεραν ποιο να πρωτοσημαδέψουν: το πλεούμενο ή το αεροσκάφος; Κανένα από τα δύο δεν ήταν εύκολος στόχος. Τα πυροβόλα κανόνια έριχναν μία βολή στις τρεις, κι αυτή στοίχημα ήταν αν πετύχαινε τίποτα· οι γιγαντοβαλλίστρες εξαπέλυαν βέλη με αργό ρυθμό, τα οποία εύκολα εξοστρακίζονταν πάνω στα ανθεκτικά περιβλήματα των εχθρικών σκαφών αν δεν τα χτυπούσαν ευθέως· και ούτε τα υδατοτρόπα κανόνια αποδεικνύονταν αποτελεσματικά εναντίον του πλοιαρίου των μισθοφόρων, καθώς αυτό άνετα έφευγε από την περιοχή της επίδρασής τους. Ήταν αξιοσημείωτα ανθεκτικό στην ταραγμένη θάλασσα – για λίγο, τουλάχιστον – και έτρεχε πολύ γρήγορα.
Ορισμένοι κουρσάροι των Νυχιών του Φιδιού πρότειναν ν’ανεβούν σε βάρκα για να κυνηγήσουν το μισθοφορικό πλοιάριο, και ο Καπετάνιος τους, ο Ζαχαρίας, συμφώνησε. Κάλεσε, επίσης, τηλεπικοινωνιακά τα άλλα σκάφη και τους είπε να κάνουν το ίδιο.
«Δε βλέπεις πού έχουμε μπλέξει;» γρύλισε η Λουκία, μέσα από τη γέφυρα του Νικητή των Κυμάτων, καθώς το πλοίο της κλυδωνιζόταν από την άγρια θάλασσα, και το υδατοτρόπο κανόνι του Ιχθυόπτερου έβαλλε ξανά καταπάνω του. Ο Νικητής κινδύνευε ν’ανατραπεί. «Πώς σκατά να ρίξουμε βάρκες στο νερό, ρε;»
Ο Κοσμάς, που βρισκόταν στη γέφυρα του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού, αποκρίθηκε στον Ζαχαρία: «Θα το προσπαθήσουμε.»
Ο Γεώργιος στεκόταν ακόμα στην πρύμνη, και δεν άκουσε τίποτα από αυτά. Αλλά είδε τη βάρκα να πέφτει από τα Νύχια του Φιδιού, μ’αρκετούς κουρσάρους επάνω της, και να ξεκινά για να κυνηγήσει το μισθοφορικό πλοιάριο.
«Τι κάνουν, οι ανόητοι!» γρύλισε, νιώθοντας οργή να τον τυλίγει.
Και οι πειρατές του Σαλαχιού ετοιμάζονταν να κάνουν την ίδια ακριβώς βλακεία, μα την Έχιδνα! παρατήρησε. Ετοιμάζονταν ν’ανεβούν σε βάρκα. «Σταματήστε!» τους φώναξε. «Σταματήστε!» ενώ το ελικόπτερο κατέβαινε και χτυπούσε με το ηχητικό κανόνι του τη βάρκα των Νυχιών. Οι κουρσάροι επάνω της διπλώθηκαν, σπαρταρώντας σαν ψάρια έξω απ’το νερό. Και το πλοιάριο ήρθε προς το μέρος τους, με τους μισθοφόρους του να ρίχνουν με τόξα, το ένα βέλος κατόπιν του άλλου. Ήταν σφαγή· οι κουρσάροι δεν μπορούσαν να αντιδράσουν. Επίσης, τρία από τα βέλη που εκτοξεύτηκαν φλέγονταν, ανάβοντας φωτιές.
Οι πειρατές του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού, βλέποντας τη μοίρα των συντρόφων τους, φοβήθηκαν ν’ανεβούν στη βάρκα. Δεν πρόκειται ν’ανέβαιναν ακόμα κι αν ο Καπετάνιος τους τους είχε προστάξει το αντίθετο.
«Ρίξτε στο ελικόπτερο!» φώναξε ο Γεώργιος κατεβαίνοντας στην κουβέρτα. «Ρίξτε του μ’όλα σας τα όπλα! Τώρα! Μ’όλα τα όπλα! Φέρτε το προς τα δω! Φέρτε το σ’εμένα!» Και πιάστηκε στα ξάρτια, σκαρφαλώνοντας, καθώς τον κοίταζαν με μάτια γουρλωμένα και στόματα μισάνοιχτα. Τι σκόπευε να κάνει τώρα ο Ακατάλυτος Κουρσάρος; αναρωτιόνταν.
Τον είδαν να φτάνει στην κορυφή του καταρτιού και να μένει εκεί, περιμένοντας.
«ΡΙΞΤΕ ΤΟΥ!» κραύγασε, δείχνοντας το ελικόπτερο με το σπαθί του. «ΜΕ ΟΛΑ ΤΑ ΟΠΛΑ!»
Και οι κουρσάροι τού έριξαν με γιγαντοβαλλίστρες και κανόνια, και με τουφέκια και τόξα και βαλλίστρες. Το ελικόπτερο έκανε έναν κύκλο στον αέρα, αποφεύγοντας ευέλικτα τις ριπές τους, και ήρθε καταπάνω τους, εξαπολύοντας ακόμα μια ηχητική ριπή. Οι πειρατές στην κουβέρτα του Σαλαχιού σκορπίστηκαν, κραυγάζοντας.
Το αεροσκάφος, όμως, είχε χάσει ύψος για να τους χτυπήσει. Είχε χάσει τόσο ύψος όσο ήθελε ο Οφιομαχητής. Για μια στιγμή, δεν πετούσε ψηλότερα από την κορυφή του καταρτιού του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού–
–και ο Γεώργιος πήδησε, έχοντας ήδη θηκαρώσει το Φιλί της Έχιδνας. Τα απλωμένα χέρια του πιάστηκαν από την οριζόντια μπάρα που ένωνε τα μεταλλικά πόδια του αεροσκάφους. Αισθάνθηκε την Ευθαλία να είναι τυλιγμένη με δύναμη στον αριστερό του πήχη, μες στο μανίκι του, τρομαγμένη.
Οι μισθοφόροι στο εσωτερικό του ελικοπτέρου κατάλαβαν τι είχε συμβεί, γιατί το σκάφος δεν ήταν και τόσο μεγάλο ώστε να μην κουνηθεί από το απότομο πιάσιμο του Οφιομαχητή επάνω του.
Ένας άντρας άνοιξε μια πλαϊνή πόρτα, με ενεργειακό πιστόλι στο χέρι, σημαδεύοντας τον Γεώργιο–
–ο οποίος, προετοιμασμένος γι’αυτό, του άρπαξε τον καρπό και τον τράβηξε. Δε χρειαζόταν και δεύτερο τράβηγμα για να τον τινάξει πέρα, μακριά από το αεροσκάφος, σαν να ήταν όχι άνθρωπος αλλά χάρτινο ανδρείκελο.
Δύο ενεργειακές ριπές εξαπολύθηκαν πάραυτα από το εσωτερικό του ελικοπτέρου, χωρίς οι χειριστές των όπλων να βλέπουν τον Γεώργιο, και αστόχησαν κι οι δύο φυσικά.
Ο Οφιομαχητής κρατιόταν γερά από τη μπάρα και την καβαλούσε, με το ένα γόνατο λυγισμένο επάνω της και με το ένα χέρι να πιάνεται από το πλάι του αεροσκάφους. Δεν τολμούσε όμως να πηδήσει μες στην ανοιχτή πόρτα, γιατί φοβόταν ότι, ακόμα και με την υπεράνθρωπη αντοχή του, οι ενεργειακές ριπές πιθανώς να τον τίναζαν πίσω, και μακριά από το ελικόπτερο.
Ευτυχώς, είχε έρθει έχοντας κατά νου ότι μπορεί να βρισκόταν σε μια τέτοια κατάσταση. Τράβηξε από μια από τις πολλές εσωτερικές τσέπες της κάπας του μια σκοτοβομβίδα. Την είχε αγοράσει από την Ιλφόνη μαζί με διάφορους άλλους εξειδικευμένους οπλισμούς και εξοπλισμούς. Γυρίζοντας τον διακόπτη της με τον αντίχειρά του, την πέταξε μες στο ελικόπτερο, και το αφύσικο σκοτάδι που απλώθηκε από αυτήν σκέπασε όλο το εσωτερικό του μικρού αεροσκάφους. Κραυγές ακούστηκαν, και κατάρες. Παρότι οι σκοτοβομβίδες ήταν σχετικά σπάνια όπλα στην Υπερυδάτια, οι μισθοφόροι γνώριζαν τι τους είχε χτυπήσει.
Ο Γεώργιος τράβηξε τώρα ένα ηχητικό πιστόλι από μια τσέπη της κάπας του (οφείλοντας να παραδεχτεί ότι, ορισμένες φορές, κάποια άλλα τηλέμαχα όπλα ήταν πιο χρήσιμα από το δηλητηριώδες βελονοβόλο του) και έβαλε μέσα στο ελικόπτερο προτού οι μισθοφόροι κλείσουν την πόρτα. Ξανά και ξανά πάτησε τη σκανδάλη, ακούγοντας περισσότερες κραυγές – τελειώνοντας τη μπαταρία ύστερα από την τρίτη ριπή.
Αλλά δεν χρειαζόταν να εξαπολύσει περισσότερο ήχο: το αεροσκάφος είχε ήδη αρχίσει να πέφτει, καρφωτά, προς τη θάλασσα.
Κρίμα που δεν μπορώ να το ρίξω πάνω στο γαμημένο πλοιάριο, σκέφτηκε ο Οφιομαχητής, και πήδησε από το ελικόπτερο, βουτώντας στα κύματα.
Οι κουρσάροι που τον έβλεπαν από τα πλοία ζητωκραύγασαν, αν και, συγχρόνως, πολλοί απ’αυτούς ανησύχησαν για τον αρχηγό τους. Όχι πως πραγματικά πίστευαν ότι μια τέτοια πτώση στη θάλασσα μπορούσε να ξεπαστρέψει τον Οφιομαχητή, τον ίδιο τον Ακατάλυτο Κουρσάρο, μα την ουρά της Έχιδνας και τα μπράτσα του Αστερίωνα!
Αλλά, για στάσου – τι συνέβαινε; Γιατί δεν έβγαινε επάνω ο Πρωτοκαπετάνιος; Γιατί δεν έβλεπαν το κεφάλι του στον αφρό; Πού ήταν; Πού ήταν;
Ο Κοσμάς έτρεξε στην κουπαστή του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού, σφίγγοντας το ξύλο μες στις γροθιές του, κραυγάζοντας: «Γεώργιε! ΓΕΩΡΓΙΕ! Γεώωωωργιεεεεε!»
Η Λουκία, που κοίταζε από ένα παράθυρο της γέφυρας του Νικητή των Κυμάτων, αισθανόταν την αναπνοή της κομμένη. Δε μπορεί νάναι νεκρός! σκέφτηκε. Δεν είναι δυνατόν! ενώ προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι απλά ανησυχούσε επειδή ο Οφιομαχητής ήταν ο καλύτερος αρχηγός που μπορούσαν να έχουν, όχι, φυσικά, επειδή ήταν ερωτευμένη μαζί του. Αποκλείεται.
Επάνω στην κουβέρτα των Νυχιών του Φιδιού, ο Ζαχαρίας φώναζε: «Τι στον πούτσο του Λοκράθου γίνεται; Πού είν’ ο Οφιομαχητής; Πού στα δόντια της Έχιδνας είναι;»
Ο Γεώργιος ήταν κάτω απ’το νερό, χρησιμοποιώντας τις υδατοτρόπες ιδιότητές του, κρατώντας την αναπνοή του. Αισθανόταν την Ευθαλία ακόμα τυλιγμένη στον πήχη του, αλλά δεν φοβόταν γι’αυτήν· τα φίδια μπορούσαν να μην αναπνέουν για αρκετή ώρα – όπως κι εκείνος. Από πάνω του, στο φως του φεγγαριού, έβλεπε τις σκοτεινές μορφές των σκαφών. Παραδίπλα, έβλεπε το ελικόπτερο να βυθίζεται και να βυθίζεται και να βυθίζεται... και κάποιες φιγούρες να βγαίνουν από μέσα του, χτυπώντας, πανικόβλητα, χέρια και πόδια. Δεν τον ενδιέφεραν αυτοί, όμως.
Εκείνο που τον ενδιέφερε πλησίαζε...
Το μισθοφορικό πλοιάριο – η μικρότερη απ’όλες τις σκιές που φαίνονταν από πάνω του – ερχόταν για να μαζέψει αυτούς που είχαν πέσει με το αεροσκάφος. Αναμενόμενα. Οι μισθοφόροι ήθελαν να βοηθήσουν τους συντρόφους τους.
Μοιραίο λάθος, σκέφτηκε ο Οφιομαχητής, και εκτοξεύτηκε προς τον αφρό σαν τορπίλη, με τη χρήση των υδατοτρόπων δυνάμεών του. Έφτασε γρήγορα πλάι στο πλοιάριο, πιάστηκε επάνω του, και, μ’ένα τίναγμα του πανίσχυρου σώματός του, βρέθηκε μέσα του. Οι μισθοφόροι ξαφνιάστηκαν. Το Φιλί της Έχιδνας βγήκε απ’το θηκάρι του σκίζοντας συγχρόνως την κοιλιά ενός. Η γροθιά του Οφιομαχητή πέταξε έναν άλλο στη θάλασσα. Και η λεπίδα του συνέχισε να λιανίζει.
«Ο ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ!» φώναξε ο Νικόλαος το Ψηλό Ποτήρι, δείχνοντάς τον από το κατάστρωμα του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού. «Ο ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ!» Ούρλιαζε σαν τρελός, γιατί το ηχητικό όπλο τον είχε χτυπήσει και δεν μπορούσε ν’ακούσει τίποτα. Αίμα έτρεχε από τη μύτη του.
Επάνω στο πλοιάριο, κανένας δεν έμεινε ζωντανός. Ή, μάλλον, όσοι έμειναν ζωντανοί δεν βρίσκονταν πλέον επάνω του· ήταν στη θάλασσα, και οι Αγενείς τούς έριχναν με τόξα από τα καταστρώματα των πλοίων τους.
«Αφήστε τους για τα ψάρια, ρε οδοντόψαρα!» φώναξε ο Γεώργιος. «Γιατί σπαταλάτε βέλη; Τάχετε πολλά;»
Γέλασαν όσοι τον άκουσαν.
Εκείνος έκανε νόημα με το σπαθί του. «Ελάτε να με πάρετε αποδώ! Κουνηθείτε!»
Ο στόχος τους τώρα απομακρυνόταν ολοταχώς. Το Περήφανο Ιχθυόπτερο καταλάβαινε ότι δεν είχε ελπίδες νίκης έχοντας χάσει τη μισθοφορική του υποστήριξη.
Αλυσίδες έπεσαν από το Δηλητηριασμένο Σαλάχι, και ο Γεώργιος άρπαξε τους γάντζους στο πέρας τους και τους έπιασε πάνω στο πλοιάριο, το οποίο οι κουρσάροι του σήκωσαν στο πλάι του καραβιού δίχως καθυστέρηση ενώ συνέχιζαν να καταδιώκουν τη λεία τους.
«Πάμε για το Ιχθυόπτερο!» φώναξε ο Γεώργιος, δείχνοντάς το με το αιματοβαμμένο σπαθί του.
Οι κουρσάροι κραύγαζαν ολόγυρά του, σείοντας στον αέρα τα όπλα τους. Ορισμένοι δεν άκουγαν τον αρχηγό τους, προσωρινά κουφοί από την ηχητική επίθεση, αλλά δεν είχε σημασία· καταλάβαιναν τι έλεγε, καταλάβαιναν τι συνέβαινε. Ήταν θρίαμβος! Ακόμα ένα μεγάλο κούρσεμα!
Το Δηλητηριασμένο Σαλάχι, ο Νικητής των Κυμάτων, και τα Νύχια του Φιδιού κυνήγησαν το Περήφανο Ιχθυόπτερο και σύντομα το έφτασαν και το περικύκλωσαν. Το υδατοτρόπο κανόνι και τα άλλα όπλα του δεν ήταν ικανά να τους κρατήσουν μακριά. Βλέποντας πως δεν μπορούσε να ξεφύγει από τους πειρατές, ο Καπετάνιος του παραδόθηκε. Ζήτησε μόνο να μη σκοτώσουν το πλήρωμά του.
Ο Γεώργιος, πηδώντας στο κατάστρωμα του Ιχθυόπτερου μαζί με το τσούρμο του, του υποσχέθηκε ότι κανείς δεν θα πέθαινε αν δεν έφερναν αντίσταση. Και δάμαζε, συγχρόνως, την οργή του που τον ωθούσε να τους λιανίσει όλους. Ήταν ένα θηρίο που πάντα έπρεπε να προσέχει να έχει υπό έλεγχο. Πολύ εξυπηρετικό, σε ορισμένες περιπτώσεις· πολύ μεγάλο εμπόδιο, σε άλλες.
Οι Αγενείς άρχισαν να λεηλατούν το Νοσρίντιο σκάφος ενώ τραβούσαν και φωτογραφίες, για να έχουν να τις δείξουν ως απόδειξη στη Φύλακα της Ιλφόνης, όπως η ίδια είχε ζητήσει.
Ο Γεώργιος είπε στον Καπετάνιο: «Να σου κάνω μια ερώτηση;»
«Δε μπορώ και ν’απαντήσω όχι...» Ο ναυτικός έμοιαζε κουρασμένος, και ήταν μιας κάποιας ηλικίας.
Ο Γεώργιος τον ρώτησε για ένα εξωδιαστασιακό πλοίο που είχε χαθεί, προ διετίας, μέσα σε μια τρομερή καταιγίδα, βόρεια της Κεντρυδάτιας μάλλον, βόρεια του Πλοκαμιού των Ναυαγίων...
Ο Καπετάνιος αποκρίθηκε πως δεν το ήξερε. Πρώτη φορά το άκουγε.
Ο Οφιομαχητής καταπολέμησε την οργή του με το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου. «Είσαι σίγουρος;»
Ο Καπετάνιος, αντικρίζοντας τα μάτια του, αισθάνθηκε ένα σύγκρυο να τον διατρέχει. «Μα την Έχιδνα, αν ήξερα κάτι θα σ’το έλεγα. Γιατί να σ’το κρύψω;»
Αφού οι Αγενείς τελείωσαν με τη λεηλασία, ο Γεώργιος ρώτησε την Ερασμία’μορ τι έπρεπε να καταστρέψουν για να χάσει ο μάγος του Ιχθυόπτερου την επαφή του με το πλοίο. Η μάγισσα τον οδήγησε στο κέντρο ισχύος του σκάφους και του έδειξε μια μεταλλική σφαίρα η οποία ενωνόταν, μέσω καλωδίων, με διάφορους άλλους μηχανισμούς και βρισκόταν επάνω σε μια στήλη όχι ψηλότερη από την Ερασμία.
«Αυτό είναι το θαλάσσιο νεύρο, Καπετάνιε. Έρχεται σε επαφή με το νερό μέσω της στήλης που βλέπεις, η οποία είναι σωλήνας ουσιαστικά. Αν το καταστρέψεις, ο μάγος χάνει την επαφή του με το πλοίο. Αλλά καλύτερα απλώς να κόψεις τα καλώδια γύρω του· η ίδια η σφαίρα είναι από πολύ ανθεκτικά μέταλλα.»
«Τα καλώδια μπορούν να τα ξανασυνδέσουν, όμως.»
«Ναι.» Η Ερασμία ανασήκωσε τους ώμους.
«Δε γίνεται να το απενεργοποιήσεις με κάποιο ξόρκι;»
«Δεν είναι τόσο εύκολο αυτό, Καπετάνιε.»
Ο Γεώργιος πήρε έναν λοστό από το αμπάρι του Ιχθυόπτερου κι άρχισε να κοπανά το θαλάσσιο νεύρο. Ο λοστός έσπασε και το νεύρο δεν είχε καταστραφεί, απλώς στραπατσαριστεί λιγάκι. Ο Γεώργιος χρειάστηκε να σπάσει άλλους δύο λοστούς επάνω του προτού το σπάσει κι αυτό. Και, μάλιστα, εξασκώντας όλη την υπεράνθρωπη δύναμή του.
«Δεν λειτουργεί πια, έτσι;» ρώτησε.
Η Ερασμία’μορ υποτονθόρυσε ένα Ξόρκι Μηχανικής Ανταποκρίσεως, εστιάζοντας το βλέμμα της στο σπασμένο νεύρο, υψώνοντας τα χέρια της από πάνω του.
Τριγύρω στέκονταν κι άλλοι κουρσάροι, μουρμουρίζοντας αναμεταξύ τους, απορώντας που κάτι τόσο μικρό μπορούσε να αντιστέκεται στον Πρωτοκαπετάνιο τους.
Η Ερασμία είπε: «Όχι, δεν λειτουργεί.»
«Φεύγουμε λοιπόν,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος.
Οι Αγενείς επέστρεψαν στα πλοία τους και απομακρύνθηκαν από το Περήφανο Ιχθυόπτερο, αφήνοντάς το στον ωκεανό, κατευθυνόμενοι προς Ιχθυδάτια, αλλά με τα πανιά για την ώρα, όχι με τις μηχανές, γιατί οι μάγοι ήταν κουρασμένοι στα κέντρα ισχύος και δεν υπήρχε ιδιαίτερος λόγος να εξαντληθούν. Ο Γεώργιος πρόσταξε, μόνο, τους κουρσάρους του να κοιτάζουν στον ορίζοντα, να μη χαλαρώσουν τώρα· διότι, όσο βρίσκονταν στ’ανοιχτά, οτιδήποτε μπορεί να τύχαινε. Και όλοι, φυσικά, συμφωνούσαν μ’αυτό.
«Πώς θα βγούμε αποδώ;» ρωτά ο Νικόλαος, με μια σκιά ανησυχίας να παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο πρόσωπό του.
«Αρχίζεις να το μετανιώνεις που μ’ακολούθησες μες στο Δεσμωτήριο;» του λέω.
«Θα σ’ακολουθούσα στη μιαρή φωλιά του Λοκράθου, Οφιομαχητή!»
Ο Σωτήριος Χαρνιάκης με ρωτά: «Είσαι πράγματι ο Οφιομαχητής;»
«Ναι,» αποκρίνομαι.
Ο Χαρνιάκης κοιτάζει τη Λοχαγό Ορτίνη που κουβαλάω λιπόθυμη στον ώμο μου, κοιτάζει το τραύμα στα πλευρά μου από τη σπαθιά του φρουρού στην πύλη, και μοιάζει παραξενεμένος. «Νόμιζα ότι ήσουν μύθους...»
«Δεν είμαι μύθος,» τον διαβεβαιώνω. Και προσθέτω: «Δυστυχώς, όμως, δεν ήρθα εδώ για να σώσω εσένα. Ήρθα για–»
«Δε μπορούμε να τον εγκαταλείψουμε!» πετάγεται πάλι ο Νικόλαος. «Όχι ύστερα από... από...»
«Κύριοι,» τον διακόπτει ο Σωτήριος Χαρνιάκης, «με βάλατε σε μπελάδες με την παρουσία σας. Αν και, ομολογουμένως, άθελά σας, όπως φαίνεται.» Δείχνει προβληματισμένος.
«Νόμιζα,» του λέω, «ότι βρισκόσουν ήδη σε αρκετούς μπελάδες από μόνος σου...»
«Είμαστε με το μέρος σας, κύριε Χαρνιάκη!» λέει, εμφατικά, ο Νικόλαος. «Είμαστε εναντίον του Μιαρού Λουκιανού!»
«Δεν καταλαβαίνετε, γαμώτο!» αναφωνεί ο Σωτήριος. «Μα την Έχιδνα, προσπαθούσα να τους πείσω ότι είναι όλα στο μυαλό τους! Ότι δεν έχω καμιά σχέση με τη δολοπλοκία που φαντάζονται. Η παρεξήγηση ξεκίνησε επειδή κάποιος ανόητος ανέφερε ότι έχω στο σπίτι μου μια ταπετσαρία με τον Διπλό Καταβροχθιστή κεντημένο επάνω – το σύμβολο των Τέκνων του Φαρμακερού Κύκλου. Αλλά αυτός δεν είναι ο Διπλός Καταβροχθιστής – όχι ακριβώς. Είναι η άλλη ερμηνεία του συμβόλου: ο Διπλογενής Όφις – που δείχνει την αέναη αναγέννηση, όχι τη συνεχόμενη καταστροφή. Όμως ο Λουκιανός βλέπει παντού συνωμοσίες και δολοπλοκίες εναντίον του από τότε που – που κάθισε στον Θρόνο των Δοντιών – που ίσως να δηλητηρίασε τον πατέρα του για να–»
«Όχι ‘ίσως’, κύριε Χαρνιάκη,» λέει ο Νικόλαος. «Τον δηλητηρίασε – με δηλητήριο που του έδωσαν οι ακόλουθοι του Λοκράθου, τα μιάσματα της Ιχθυδάτιας!»
«‘Μιάσματα της Ιχθυδάτιας’...» λέει ο Σωτήριος. «Είσαι Τέκνο του Φαρμακερού Κύκλου.»
«Είμαι μαχητής του Μεγάλου Αγώνα, κύριε Χαρνιάκη. Σκοπός μας είναι μόνο να καθαρίσουμε την ηπειρόνησο από τα μιάσματα, να–»
«Κι εσύ είσαι μαζί τους, υποθέτω... Οφιομαχητή.» Στρέφεται σ’εμένα.
«Όχι,» του λέω· «κατά λάθος βρέθηκα εδώ. Έχω άλλη δουλειά. Συγνώμη που σε μπλέξαμε περισσότερο–»
«Τώρα κάνεις δεν πρόκειται να πιστέψει ότι δεν είμαι σύμμαχος των Τέκνων του Φαρμακερού Κύκλου! Όλοι θα νομίζουν ότι εισβάλατε για να με πάρετε από το Δεσμωτήριο.»
«Να έρθετε μαζί μας!» προτείνει ο Νικόλαος. «Να οργανώσουμε επανάσταση εναντίον του Μιαρού Λουκιανού!»
«Έχουμε πιο άμεσα προβλήματα,» του λέω. «Όπως να βγούμε από εδώ μέσα.»
«Δεν είναι κι άλλοι μαζί σας;» με ρωτά ο Χαρνιάκης.
«Όχι.»
«Μόνο εσείς οι δύο είστε;» Απορημένος.
«Ναι.» Βγαίνω απ’το Ανακριτήριο, και ο Νικόλαος κι ο Σωτήριος Χαρνιάκης με ακολουθούν.
«Δεν πρόκειται ποτέ να φύγουμε ζωντανοί!» λέει ο τελευταίος. «Πώς καταφέρατε να εισβάλετε, μα την Έχιδνα;»
«Δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να σταθεί στον δρόμο του Οφιομαχητή, κύριε Χαρνιάκη–»
«Κάνεις λάθος,» διακόπτω τον Νικόλαο· «και σταμάτα να μιλάς προτού με τσαντίσεις κι άλλο. Δε θάναι εύκολο να φύγουμε.» Βαδίζουμε αργά στον διάδρομο έξω από το Ανακριτήριο, ο οποίος είναι γεμάτος πτώματα και λιπόθυμους ανθρώπους. «Καλύτερα να πάρετε όσα όπλα μπορείτε, κύριε Χαρνιάκη,» προτείνω. «Και κράνος.» Στο ένα μου χέρι είναι το Φιλί της Έχιδνας· με το άλλο κρατάω τα πόδια της Λοχαγού Ορτίνης που κρέμεται από τον ώμο μου.
Φασαρία ακούγεται από κάθε μεριά του Δεσμωτηρίου – όχι μόνο από τους φρουρούς, είμαι σίγουρος, αλλά κι από τους κρατούμενους. Ένα σχέδιο διαμορφώνεται στο μυαλό μου: το μοναδικό σχέδιο που μπορεί να μας γλιτώσει από τούτο το μέρος.
«Μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να φύγουμε,» λέω: «να δημιουργήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο χάος. Οι δεσμώτες μού φαίνεται σαν να θέλουν εξέγερση· ας τους τη δώσουμε.»
Κι αυτό ξεκινάμε να κάνουμε.
Διασχίζουμε τους διαδρόμους του Δεσμωτηρίου, ανεβαίνουμε τις σκάλες του, αντιμετωπίζουμε όσους φρουρούς συναντάμε. Το Φιλί της Έχιδνας λιανίζει και λιανίζει και λιανίζει. Την Ορτίνη τη ρίχνω κάτω όταν μάχομαι, την αφήνω πίσω μου. Αρπάζω ό,τι ενεργειακά όπλα μπορώ και τα χρησιμοποιώ εναντίον των φρουρών με την πρώτη ευκαιρία· και ωθώ τον Νικόλαο και τον Σωτήριο να κάνουν το ίδιο, φυσικά.
Γκρεμίζω τις πόρτες που βρίσκονται στο διάβα μου. Γκρεμίζω ακόμα κι αυτές που δεν βρίσκονται στο διάβα μου. Διαλύω ό,τι μπορεί να διαλυθεί. Η οργή της Έχιδνας αμολητή κι επικίνδυνη. Αισθάνομαι σαν την καταστροφική έκφανση της Φαρμακερής Κυράς, σαν τον δαίμονα-εκδικητή της. Μου λείπει το βελονοβόλο μου, γαμώτο. Και η Ευθαλία. (Ελπίζω νάναι ακόμα μαζί με τον Αρσένιο· θα τη χρειαστεί, ίσως.)
Ο Σωτήριος Χαρνιάκης βλέποντας την πανωλεθρία που εξαπολύω μες στο Δεσμωτήριο λέει χάσκοντας: «Μα την Έχιδνα... δεν είναι μύθοι... δεν είναι μύθοι...»
Σπάω πόρτες κελιών κι αφήνω τους κρατούμενους να βγουν. Τραβάω κάγκελα και τα βγάζω από τη θέση τους. Ορισμένοι από τους ξαφνικά απελευθερωμένους δεσμώτες μοιάζουν σαστισμένοι, δεν ξέρουν τι να κάνουν. Ποιοι είστε; ρωτάνε. Τι γίνεται εδώ; Ποιος είσαι; Τα χέρια του Αστερίωνα έχεις, μα τους θεούς!
Όχι, σκέφτομαι όταν τ’ακούω αυτό το τελευταίο, την οργή της Έχιδνας: κι αυτή επαρκεί, όπως φαίνεται.
Ο Σωτήριος μού λέει: «Οφιομαχητή, εδώ μέσα είναι κλεισμένοι κάποιοι πολύ επικίνδυνοι άνθρωποι, ξέρεις...»
«Πιο επικίνδυνοι απ’τον ανιψιό σου κι αυτούς που σε ανέκριναν;» αποκρίνομαι, λοξοκοιτάζοντάς τον, και η όψη του γίνεται προβληματισμένη.
Καθώς διασχίζουμε το Δεσμωτήριο, καταστρέφοντας πόρτες και ελευθερώνοντας κρατούμενους, συναντάμε δύο φρουρούς με οργανικές στολές ενδυνάμωσης: έναν άντρα και μια γυναίκα. Ευτυχώς δεν τους αντικρίζουμε μαζί αλλά τον έναν μετά τον άλλο, και τους σκοτώνω με το Φιλί της Έχιδνας, πρώτα εκείνη, ύστερα εκείνον. Λέω στον Νικόλαο και τον Σωτήριο να τους βγάλουν τις στολές και να τις πάρουν· ίσως να μας χρειαστούν.
«Οι χτυπημένες οργανικές στολές δεν λειτουργούν πάντα το ίδιο καλά με πριν· ορισμένες φορές δεν λειτουργούν καθόλου,» εξηγεί ο Χαρνιάκης, καθώς ο Νικόλαος γδύνει τη φρουρό. «Επιπλέον, η στολή αυτής της γυναίκας είναι στενή για εμάς.»
«Ελαστική, όμως,» τονίζει το Τέκνο του Φαρμακερού Κύκλου. «Μπορεί να φορεθεί.» Αλλά κανείς τους δεν τη φορά αμέσως. Ούτε αυτή ούτε την επόμενη που μαζεύουμε – παρότι εκείνη είναι αρκετά μεγάλη.
«Αν ντυθείς εσύ με οργανική στολή ενδυνάμωσης, Οφιομαχητή, πόσο δυνατός θα γίνεις, μα την Έχιδνα;» με ρωτά ο Σωτήριος, και διακρίνω αληθινή περιέργεια στη φωνή του. «Θα είναι εφικτό να γκρεμίσεις τους τοίχους ώστε να βγούμε από εδώ;»
Δε μπορώ παρά να γελάσω, κοφτά. «Όχι,» του λέω. «Δεν πιάνουν επάνω μου οι οργανικές στολές ενδυνάμωσης. Δε με κάνουν πιο δυνατό.»
«Γιατί;»
«Θα πρέπει να ρωτήσεις την Έχιδνα γι’αυτό,» αποκρίνομαι.
Η φασαρία στους διαδρόμους και τα δωμάτια του Δεσμωτηρίου είναι τώρα ακόμα μεγαλύτερη από πριν, καθώς οι φρουροί που είχα κλείσει έξω, στον περίβολο, έχουν προ πολλού μπει μέσα και συγκρούονται με τους απελευθερωμένους κρατούμενους.
«Αν δεν μπορείς να γκρεμίσεις τοίχους, πώς θα φύγουμε;» με ρωτά ο Χαρνιάκης.
«Αποφάσισες νάρθεις μαζί μας, τελικά;»
«Δε βλέπω τι άλλη επιλογή έχω, έτσι όπως εξελίχτηκαν τα πράγματα, Οφιομαχητή...»
«Δε θα το μετανιώσετε, κύριε Χαρνιάκη,» λέει ο Νικόλαος. «Θα οργανώσουμε επανάσταση! Ο Μιαρός Λουκιανός θα αφανιστεί απ’το πρόσωπο της Ιχθυδάτιας!»
Ο Σωτήριος κοιτάζει ενοχλημένα το Τέκνο του Φαρμακερού Κύκλου, σμίγοντας τα χείλη. Ίσως να θέλει να πει κάτι αλλά να συγκρατείται.
Είμαι στα πρόθυρα να χαμογελάσω.
«Είσαι ο Οφιομαχητής, δεν είσαι ο Οφιομαχητής;» μου φωνάζει μια γυναίκα – μια απελευθερωμένη δεσμώτρια. Ξανθά μαλλιά, κομμένα στο ύψος του ώμου, άλουστα για κάνα χρόνο ίσως· δέρμα λευκό με απόχρωση του ροζ· λιγνή και γυμνασμένη· ντυμένη με τη στολή των κατάδικων· έχοντας στο δεξί χέρι ένα σπαθί που καταφανώς άρπαξε απ’τους πεσμένους φρουρούς.
«Και λοιπόν;» της λέω.
«Σας το είπα!» φωνάζει η γυναίκα, στρεφόμενη σε κάτι άλλους. «Είναι ο Οφιομαχητής! Τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου κάνουν επανάσταση στην πόλη!»
«Όχι ακόμα,» τους πληροφορώ.
«Τι συμβαίνει, τότε, εδώ;» με ρωτά ένας. «Γιατί μας ελευθερώνετε;»
«Θεώρησέ το εύνοια των θεών,» του λέω. «Αποδώ και πέρα, όμως, είστε μόνοι. Δε μπορώ να κάνω τίποτ’ άλλο για εσάς.»
«Δε θα μας βγάλεις απ’την πόλη;» ρωτά η ξανθιά γυναίκα.
«Δεν είμαι καν σίγουρος άμα θα καταφέρω να βγάλω τον εαυτό μου,» της λέω.
«Αυτή που κουβαλά στον ώμο του είν’ η καριόλα η Λοχαγός Ορτίνη!» μουγκρίζει ένας άλλος. «Τι τη θέλει μαζί του;»
Στρέφομαι να τον αντικρίσω – ένας τετράγωνος τύπος, γαλανόδερμος, με ξυρισμένο κεφάλι. «Δική μου δουλειά. Έχεις κανένα πρόβλημα;»
Δεν αποκρίνεται, αλλά με κοιτάζει με περιέργεια.
«Ελάτε,» λέω στον Νικόλαο και τον Σωτήριο, και ξεκινάω να βαδίζω.
Προχωράμε ανάμεσα από απελευθερωμένους κρατούμενους–
–οι οποίοι δεν είναι πρόθυμοι να μας αφήσουν να περάσουμε· προσπαθούν να μας κλείσουν τον δρόμο, απαιτούν να μάθουν τι θα κάνουμε τώρα, πώς θα φύγουμε απ’την πόλη, πώς θα γκρεμίσουμε τον Λουκιανό απ’τον Θρόνο των Δοντιών, πώς θα διαλύσουμε τη Φρουρά. Τους σπρώχνω, δίχως δισταγμό, τινάζοντάς τους αποδώ κι αποκεί, πάνω στους τοίχους, αλλά όχι με σκοπό να τους τραυματίσω, απλώς για να μας ανοίξουν χώρο να περάσουμε. Δεν έχουμε καιρό για τέτοιες ανοησίες.
Κατευθυνόμαστε προς ένα παράθυρο του δεύτερου ορόφου του Δεσμωτηρίου. Η ξανθιά γυναίκα μάς κυνηγά. «Γιατί μας παρατάς;» φωνάζει. «Μας ελευθέρωσες για να μας παρατήσεις; Βοήθησέ μας!»
Αφήνω τη λιπόθυμη Ορτίνη στο πάτωμα. «Δε μπορώ να κάνω τίποτα περισσότερο,» απαντώ στην ξανθιά, και κοιτάζω έξω από τα κάγκελα του παραθύρου. Όπως το περίμενα, βλέπει πίσω από το Δεσμωτήριο. Το περιτείχισμα του περιβόλου γίνεται ένα με τον τοίχο του οικοδομήματος στην πισινή μεριά του. Και στον δρόμο δεν διακρίνω ούτε φρουρούς ούτε οχήματα της Φρουράς. Δεν έχουν σκεφτεί ακόμα να περιτριγυρίσουν το Δεσμωτήριο, ή ίσως απλά να μην έχουν προλάβει· έρχονται μόνο από τη μπροστινή μεριά.
Σίγουρα, όμως, δεν έχουμε πολύ χρόνο στη διάθεσή μας.
Πιάνω τα κάγκελα του παραθύρου και τα τραβάω. Τα σπάω, δύο-δύο, ένα με κάθε χέρι, βγάζοντάς τα όλα από τη θέση τους, πετώντας τα στο πάτωμα.
«Δεν ξέρω αν εσύ μπορείς να κατεβείς από εδώ,» μου λέει ο Σωτήριος Χαρνιάκης, «αλλά εγώ δεν μπορώ.»
«Μπορείς, όμως, να πηδήσεις όταν σου πω. Ή, εναλλακτικά, μείνε εδώ. Δική σου η επιλογή.» Στον Νικόλαο λέω: «Μόλις σου φωνάξω, ρίξε μου την Ορτίνη. Καλώς;»
«Έγινε.»
Ανεβαίνω στο περβάζι του παραθύρου και πηδάω κάτω. Καθώς τα πόδια μου χτυπάνε στο πλακόστρωτο του δρόμου αισθάνομαι το τραύμα στα πλευρά μου να μου ρίχνει μια έντονη σουβλιά, αλλά το αγνοώ.
«Ρίξ’ τη, Νικόλαε!» φωνάζω στρεφόμενος προς τα πάνω.
Και, συγχρόνως, βλέπω φρουρούς να με δείχνουν από τις επάλξεις των τειχών. Γαμώτο! Τραβάω δύο ενεργειακά πιστόλια (που έχω πάρει από τους χτυπημένους συναδέλφους τους στο εσωτερικό του Δεσμωτηρίου) και τους ρίχνω. Πετυχαίνω έναν και τον βλέπω να σωριάζεται, κραυγάζοντας. Δυο ενεργειακές ριπές περνάνε πάνω απ’το κεφάλι μου καθώς σκύβω.
Ο Νικόλαος είναι στο παράθυρο, κρατώντας την Ορτίνη. «Οφιομαχητή!» φωνάζει.
Κρύβω πάλι τα πιστόλια. «Ρίξ’ τη!»
Τη ρίχνει.
Πηδάω και την πιάνω στον αέρα, και τρέχω καθώς οι ριπές των φρουρών στα τείχη με καταδιώκουν.
«Οφιομαχητήηηηη!» ακούω τη φωνή του Νικόλαου πίσω μου. «Μη μ’αφήνεις εδώ!»
Τι περιμένει να κάνω, ο ανώμαλος;
Μπαίνω σ’έναν κάθετο δρόμο – έναν μικρό δρόμο – κι αφήνω τη λιπόθυμη λοχαγό στη γωνία. Γαμώτο! Πώς μπορώ τώρα να επιστρέψω για τον Νικόλαο και τον Σωτήριο Χαρνιάκη;
Πρέπει να κάνω πάλι το πιο τρελό πράγμα: εκείνο που οι εχθροί μου δεν θα περίμεναν ποτέ να κάνει ένας λογικός άνθρωπος.
Αλλά, φυσικά, δεν σκέφτομαι να μπω ξανά στο Δεσμωτήριο από την είσοδο. Αυτό δεν θα ήταν τρελό· θα ήταν αυτοκτονικό. Κοιτάζω τα οικοδομήματα γύρω μου. Είναι αρκετά ψηλά. Ορισμένα ψηλότερα από το τετραώροφο Δεσμωτήριο, και τα περισσότερα ψηλότερα από τα τείχη του περιβόλου του. Μου κάνουν.
Πλησιάζω την είσοδο μιας πολυκατοικίας. Είναι κλειδωμένη, αλλά αυτό δεν μπορεί να μ’εμποδίσει· πιάνω το πόμολο και τη σπρώχνω, σπάζοντας την κλειδαριά. Μπαίνω στο οικοδόμημα, παίρνω τον ανελκυστήρα, και ανεβαίνω στην ταράτσα. Από εδώ φαίνονται άνετα οι επάλξεις και οι φρουροί.
Το τείχος στην πίσω μεριά του Δεσμωτηρίου δεν είναι μεγάλο. Υπάρχει μόνο ένα κομμάτι δεξιά κι ένα κομμάτι αριστερά του κεντρικού οικοδομήματος· αποκεί και πέρα σχηματίζει ορθή γωνία κι από τις δυο πλευρές και πηγαίνει προς τα εμπρός, διαμορφώνοντας τον περίβολο. Τα οπίσθια τμήματα, που με ενδιαφέρουν, δεν είναι μακρύτερα από τρία μέτρα, και πάνω στο καθένα στέκονται δύο φρουροί.
Χρησιμοποιώντας τα ενεργειακά πιστόλια μου – και τα δύο συγχρόνως – ρίχνω σ’αυτούς που βρίσκονται στη δεξιά μεριά, η οποία είναι και πιο μακριά από εμένα. Χτυπάω τον έναν και τον σωριάζω προτού καν καταλάβουν τι συμβαίνει, και μετά χτυπάω και τον δεύτερο. Σκύβω για να καλυφτώ πίσω απ’τα κάγκελα της ταράτσας, μες στη νύχτα, ενώ αλλάζω μπαταρίες στα πιστόλια μου.
Ενεργειακές ριπές χτυπάνε τα κάγκελα, ερχόμενες από το αριστερό τμήμα του τείχους – αυτό που είναι πιο κοντά μου – που είναι από κάτω μου. Καθώς οι βολές των φρουρών παύουν (πρέπει κι αυτοί ν’αλλάζουν μπαταρίες), δεν χάνω χρόνο: κρύβοντας τα πιστόλια στην πίσω μεριά του παντελονιού μου, πηδάω πάνω στα κάγκελα και πέρα από αυτά. Πέφτω στις επάλξεις του τείχους, ξαφνιάζοντας τους φρουρούς, γιατί, φυσικά, όποιος άλλος κι αν το έκανε αυτό θα είχε σπάσει τα πόδια του. Ή, τουλάχιστον, οι περισσότεροι θα είχαν σπάσει τα πόδια τους· υπάρχουν και κάποιοι ακροβάτες που θα έκαναν αυτό το άλμα για την πλάκα τους.
Το Φιλί της Έχιδνας έχει ήδη βγει απ’το θηκάρι, και τώρα λιανίζει τον έναν φρουρό και ύστερα τον άλλο. Παίρνω το πεσμένο πιστόλι του ενός, ενώ ακούω κραυγές απ’τον περίβολο και βλέπω ανθρώπους να με δείχνουν. Το μέρος είναι γεμάτο φρουρούς, γαμώτο!
«Νικόλαε!» φωνάζω, πηγαίνοντας στην άκρη του τείχους, εκεί όπου αυτό συναντά τον πισινό τοίχο του Δεσμωτηρίου και γίνεται ένα μαζί του. «ΝΙΚΟΛΑΕ!»
Το Τέκνο του Φαρμακερού Κύκλου βγάζει το κεφάλι του απ’το σπασμένο παράθυρο. «Το ήξερα ότι δεν θα μ’εγκατέλειπες, Οφιομαχητή!» γελά.
«Μόλις σου φωνάξω, πήδα! Και πες και στον Χαρνιάκη να κάνει το ίδιο–» Καθώς μια ηχητική ριπή περνά από δίπλα μου, πέφτω εσκεμμένα απ’το τείχος, καταλήγοντας πάλι στον δρόμο πίσω από το Δεσμωτήριο – εκεί όπου ήμουν πριν, αλλά τώρα χωρίς νάχω εχθρούς στις επάλξεις από πάνω μου (προσωρινά, τουλάχιστον). «Πήδα!» φωνάζω στον Νικόλαο, θηκαρώνοντας το Φιλί της Έχιδνας, ενώ τον βλέπω, μέσα απ’το παράθυρο, να μιλά σε κάποιον πίσω του – στον Χαρνιάκη, αναμφίβολα.
Ύστερα, στρέφεται σ’εμένα ξανά και πηδά. Τον πιάνω στα χέρια μου χωρίς δυσκολία. Το τραύμα στα πλευρά μου μου ρίχνει μια έντονη σουβλιά, μα δεν είναι αρκετή για να με κάνει να τον ρίξω, ή να παραπατήσω καν.
Ο Σωτήριος φαίνεται στο παράθυρο – ένα λευκόδερμο πρόσωπο με μεγάλο γκρίζο μουστάκι.
«Πήδα!» του φωνάζω. «Ή μείνε πάνω και–!»
Ένα χέρι τον αρπάζει από πίσω – ένας αγκώνας τυλίγεται γύρω απ’τον λαιμό του – κι εκείνη η ξανθιά γυναίκα μού φωνάζει πάνω απ’τον ώμο του: «Θα μας πάρεις κι εμάς μαζί σου, Οφιομαχητή! Θα με πάρεις κι εμένα!» μοιάζοντας εξαγριωμένη.
Ο Σωτήριος παλεύει εναντίον της· τη χτυπά με τους αγκώνες του και με την πίσω μεριά του κρανοφόρου κεφαλιού του, αποτινάζοντάς την. Ανεβαίνει στο περβάζι, και πηδά.
Τον πιάνω.
«Παλεύεις καλά για την ηλικία σου,» του λέω αφήνοντάς τον να σταθεί.
«Τι – τι εννοείς ‘για την ηλικία μου’, μα την Έχιδνα!» κάνει. Προσποιούμενος ότι έχει προσβληθεί, ή όχι;
Η ξανθιά γυναίκα μού φωνάζει απ’το παράθυρο: «Πάρε με μαζί σου!» ενώ αίμα κυλά από τη μύτη της.
Την αγνοώ, αλλά η τύπισσα είναι τρελή· ανεβαίνει κι εκείνη στο περβάζι και–
«ΟΧΙ!» κραυγάζω
–πηδά.
Την πιάνω (δεν μπορώ να την αφήσω να σκοτωθεί έτσι, η μαλακισμένη!) και την αφήνω, εν συνεχεία, να πέσει απότομα, με τα καπούλια.
«Αα!» αναφωνεί. Και καθώς πάραυτα ανασηκώνεται: «Μην πεις ότι σου γλίστρησα–!»
«Εχθροί!» Ο Νικόλαος ρίχνει μ’ένα ενεργειακό πιστόλι στις επάλξεις, όπου φρουροί συγκεντρώνονται.
«Ελάτε!» Τρέχω προς τον δρόμο όπου άφησα τη λιπόθυμη Λοχαγό Ορτίνη.
Με ακολουθούν, όλοι τους – ακόμα και η ξανθιά – καθώς ενεργειακές ριπές πέφτουν πίσω μας.
Βρίσκω τη λοχαγό στη θέση της, αλλά έχει αρχίσει να σαλεύει, να μουγκρίζει. Φοβάμαι να την ξαναχτυπήσω, μην τυχόν και της προκαλέσω διάσειση ή τίποτα χειρότερο, και μετά θα μου είναι άχρηστη για να πάρω την πληροφορία που ζητάω.
Την αρπάζω από κάτω και τη σηκώνω στον ώμο ξανά, συνεχίζοντας να τρέχω.
Ουρλιάζει· χτυπά την πλάτη μου με τις γροθιές της, χτυπά την κοιλιά και το στήθος και τα τραυματισμένα πλευρά μου με τα γόνατά της – η δαιμονισμένη βαθρακίνα!
«Κλείσ’ της το στόμα, Νικόλαε!» γρυλίζω (για να μη μπορούν να μας εντοπίσουν από τις κραυγές της), και το Τέκνο του Φαρμακερού Κύκλου το κάνει ενόσω συνεχίζουμε να τρέχουμε. Έρχεται πίσω μου και βάζει κάτι στο στόμα της Ορτίνης, ενώ εκείνη βρίζει (για όσο μπορεί), γρυλίζει, σκούζει, σφαδάζει.
Ένα τετράκυκλο όχημα της Φρουράς σταματά μπροστά μας, απότομα, κόβοντάς μας τον δρόμο. Παράθυρα ανοίγουν αποκαλύπτοντας κάννες–
Πέφτω στο πλακόστρωτο, αφήνοντας την Ορτίνη, κυλώντας, για να καταλήξω κάτω απ’το όχημα. Οι σύντροφοί μου φωνάζουν, και οι φρουροί επίσης: Οφιομαχητή! Παραδοθείτε! Τι κάνεις; Τι–!
Προσπαθώ να σηκωθώ ενώ εξακολουθώ να βρίσκομαι κάτω απ’το τετράκυκλο – σηκώνοντάς το κι αυτό μαζί μου. Οι φρουροί στο εσωτερικό του ουρλιάζουν καθώς το ανατρέπω, το γυρίζω τελείως ανάποδα.
«Μα την ουρά της Έχιδνας!» αναφωνεί η ξανθιά απελευθερωμένη δεσμώτρια.
«Απίστευτο!» κάνει ο Σωτήριος Χαρνιάκης με μάτια γουρλωμένα.
Ο Νικόλαος γελά σαν παράφρων.
Η Λοχαγός Ορτίνη προσπαθεί να σηκωθεί.
«Μην την αφήσεις να φύγει!» φωνάζω στον Νικόλαο, κι εκείνος την κλοτσά στην κοιλιά, κάνοντάς τη να διπλωθεί. «Δέσε την!»
«Με τι;»
Αρπάζω πάλι το όχημα και το ξαναγυρίζω, αυτή τη φορά απ’την καλή. Τα τραυματισμένα πλευρά μου με πονάνε, ιδρώτας έχει λούσει το σώμα μου. Οι φρουροί μες στο τετράκυκλο κραυγάζουν, ζαλισμένοι. Ανοίγω μια πόρτα (σπάζοντας την κλειδαριά, φυσικά) και γραπώνω τον οδηγώ, πετώντας τον έξω. Ρίχνω στους άλλους – που είναι πολύ ξαφνιασμένοι για ν’αντιδράσουν – μ’ένα ενεργειακό πιστόλι, αδρανοποιώντας τους. Τους τραβάω έξω απ’το όχημα ενώ φωνάζω στους συντρόφους μου να έρθουν.
Καθώς μπαίνουμε στο όχημα, περισσότερα οχήματα της Φρουράς μαζεύονται εδώ. Πατάω το πετάλι και τρέχουμε, περνώντας ανάμεσα από ένα τετράκυκλο κι ένα δίκυκλο, χτυπώντας ένα δεύτερο δίκυκλο και τινάζοντας αυτό και τον αναβάτη του παραδίπλα.
Η Ορτίνη παλεύει με τον Νικόλαο και την ξανθιά, που προσπαθούν να την ακινητοποιήσουν στο πίσω κάθισμα του οχήματος. «Τι τη θες αυτή την καριόλα μαζί σου;» με ρωτά η ξανθιά. «Γαμώτο! Γαμώτο!»
Ο Σωτήριος Χαρνιάκης είναι καθισμένος πλάι μου, μοιάζοντας αγχωμένος. «Δεν έχουμε βγει από την πόλη ακόμα,» λέει, με φωνή αξιοσημείωτα σταθερή.
«Το παρατήρησες κι εσύ;» αποκρίνομαι.
«Τι έχεις κατά νου;»
«Κολύμβηση.»
Στρέφεται να με κοιτάξει ευθέως. «Σε περιμένει κάποιο πλοίο στο λιμ–;»
«Όχι.»
«Τότε;»
«Αν μπούμε σε βάρκα, την έχουμε γαμήσει· θα έρθουν και θα μας λιανίσουν. Θα κολυμπήσουμε–»
«Δεν είναι δυνατόν να μιλάς σοβαρά–!»
«Θα σας οδηγήσω–»
«Ακόμα κι εσύ δεν–»
«Υπάρχουν πράγματα για εμένα που δεν τα λένε οι μύθοι,» τον πληροφορώ. «Δείξε μου εμπιστοσύνη για λίγο ακόμα, ή κατέβα εδώ.»
Κοιτάζει πίσω μας, τα οχήματα της Φρουράς που συνεχίζουν να μας καταδιώκουν. «Θα μείνω. Κι ελπίζω να μη μας σκοτώσεις.»
«Εσύ διαλέγεις...»
«Τη δέσαμε, Οφιομαχητή!» λέει ο Νικόλαος από πίσω. «Τη–»
«Ωραία. Ρίξε σ’αυτούς που μας ακολουθούν, αν έχεις την καλοσύνη. Και οι υπόλοιποι!»
Δίχως καθυστέρηση, πιάνουν ό,τι όπλα έχουμε πάρει απ’τους φρουρούς και βάλλουν πίσω μας, προς τα οχήματα της Φρουράς.
Ακούω ένα ελικόπτερο να έρχεται από ψηλά, και μια φωνή αντηχεί από εκεί: «Οφιομαχητή! Παραδόσου! Δε μπορείς να φύγεις – οι πύλες της πόλης είναι κλειστές, το λιμάνι αποκλεισμένο! Δε μπορείς να φύγεις! Σταμάτα το όχημα!»
Ο Δαμιανός. Το καταραμένο βατράχι. Ο κληρικός του Λοκράθου.
«Έλα να μας πιάσεις, γαμιόλη!» του φωνάζω, βγάζοντας το ενεργειακό πιστόλι μου απ’το παράθυρο και ρίχνοντας προς τα πάνω – χωρίς κανένα ιδιαίτερο αποτέλεσμα, απ’ό,τι καταλαβαίνω.
Μου ρίχνει κι εκείνος με το δικό του πιστόλι, από τη μισάνοιχτη πόρτα του ελικοπτέρου: και η ριπή του είναι ηχητική. Κάνει ολόκληρο το όχημά μας να δονηθεί, τα τζάμια του να σπάσουν, τ’αφτιά μου να κουδουνίσουν, τους συντρόφους μου να ζαλιστούν.
Φτάνουμε, όμως, τώρα στο Τελευταίο Λιμάνι, και κρατάω το πετάλι σανιδωμένο καθώς κατευθύνομαι ολοταχώς προς τις προβλήτες. Ευτυχώς δεν έχει κίνηση μες στη νύχτα· βλέπω μονάχα λιμενοφύλακες να σκορπίζονται από μπροστά μου για να μην πατηθούν. Στη θάλασσα διακρίνω πως ο Δαμιανός δεν έλεγε ψέματα: όντως έχουν αποκλείσει το λιμάνι. Ο Λουκιανός είναι πλήρως υπό τον έλεγχο των πιστών του Λοκράθου, λοιπόν· κάνει ό,τι του λένε· και τρέμει τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου. Αναμφίβολα νομίζει ότι είμαι ένα από αυτά· δεν μπορεί ο Δαμιανός να του έχει πει τίποτα καλύτερο για εμένα.
Αρπάζω τον Σωτήριο Χαρνιάκη με το ένα χέρι, γιατί δεν είμαι βέβαιος αν θα μ’ακούσει ύστερα από την ηχητική ριπή που δεχτήκαμε, και δεν θέλω να πανικοβληθεί τώρα και να τον χάσω. Αφού ήρθε μαζί μας θα κάνω το παν για να τον σώσω.
Η ξανθιά, βέβαια, να πάει να γαμηθεί: ό,τι της κατέβαινε έκανε.
Ρίχνω το όχημά μας – ακόμα ολοταχώς – από την άκρη μιας προβλήτας. Τιναζόμαστε στον αέρα προς στιγμή–
–και βουτάμε.
Κάτω απ’το νερό.
Το τετράκυκλο αμέσως πλημμυρίζει. Τραβάω τον Χαρνιάκη έξω, χρησιμοποιώντας τη δύναμή μου και τις υδατοτρόπες ιδιότητές μου. Ο Νικόλαος ξέρει τι μπορώ να κάνω· τον βλέπω να βγαίνει μόνος του από το όχημα – από το σπασμένο παράθυρο πλάι του – και να προσπαθεί να παρασύρει και την Ορτίνη μαζί του. Τον αρπάζω, τον βάζω να κρατηθεί επάνω μου, και τη λοχαγό την πιάνω εγώ. Τους τραβάω και τους τρεις, χωρίς να κινώ χέρια ή πόδια, νιώθοντας το νερό σαν προέκταση του νευρικού μου συστήματος.
Βλέπω τη σκιά της ξανθιάς να μας ακολουθεί, κολυμπώντας ξέφρενα.
Γαμώτο! Γιατί ήρθε μαζί μας; Δε μπορώ να μεταφέρω παραπάνω από τρία άτομα με τις υδατοτρόπες δυνάμεις μου.
Δικό της πρόβλημα. Είναι αδύνατον να τη βοηθήσω.
Η σκιά της χάνεται πίσω μας μες στα σκοτεινά νερά καθώς απομακρύνομαι πολύ πιο γρήγορα απ’ό,τι μπορεί να κολυμπήσει οποιοσδήποτε άνθρωπος. Περνάω κάτω από τα πλοία που σχηματίζουν τον αποκλεισμό του λιμανιού και κατευθύνομαι δυτικά. Κινούμαι με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ταχύτητα, παρότι αισθάνομαι πως η χρήση των υδατοτρόπων δυνάμεων με εξαντλεί – ειδικά έτσι όπως είμαι τραυματισμένος. Αλλά δεν έχουμε ούτε δευτερόλεπτο για χάσιμο.
Και το μόνο μας πλεονέκτημα είναι ότι οι εχθροί μας δεν ξέρουν πως είμαι υδατοτρόπος. Παρότι εξαιτίας αυτής μου της ιδιότητας ξέφυγα από τον λάκκο των βατράχων, είμαι βέβαιος ότι δεν κατάλαβαν πώς το έκανα. Και τώρα μάλλον νομίζουν όλοι ότι είμαστε ακόμα βυθισμένοι στο λιμάνι, εκεί όπου έπεσε το όχημα. Ή ίσως να πιστεύουν ότι κρυβόμαστε κάτω από καμιά προβλήτα.
Εκτός, βέβαια, αν χρησιμοποιούν πάλι μαγεία, οπότε θα αντιληφτούν ότι δεν είμαι εκεί. Και πιθανώς να μπορούν να εντοπίσουν ακριβώς πού είμαι. Επομένως, είναι θέμα ζωής και θανάτου να απομακρυνθούμε απ’την Οδοντόπολη όσο το δυνατόν περισσότερο.
Βγαίνω στη βραχώδη ακτή όπου είχαμε καταλήξει με τον Νικόλαο όταν με τράβηξε έξω από τις σήραγγες της Κόρης του Λοκράθου, πριν από μερικές ώρες – αλλά, με τόσα που έχουν γίνει απόψε, μοιάζει σαν να ήταν πριν από μέρες.
Ο Νικόλαος και ο Σωτήριος βήχουν σπασμωδικά, παίρνουν βαθιές ανάσες, πεσμένοι στα τέσσερα. Η Ορτίνη δεν κινείται καθόλου. Γαμώτο! Δε θέλω να μου πεθάνει τώρα! Όχι ύστερα από τόσο κόπο!
Της βγάζω το φίμωτρο, της σπάω τα δεσμά (τα οποία είχαν φτιάξει από τα ρούχα της, παρατηρώ), και της πιέζω το στήθος, σταθερά – μία, δύο, τρεις φορές. Σπαρταρά, κοφτά, αλλά δεν φτύνει αρκετή θάλασσα. Εξακολουθώντας να έχω τα χέρια μου στο στήθος της, προσπαθώ να έρθω σε επαφή με το νερό που έχει πιει. Δεν είναι μέρος του οργανισμού της – δεν είναι όπως το αίμα της, δεν είναι όπως άλλα ζωτικά υγρά – μπορώ να το αισθανθώ με τις υδατοτρόπες ιδιότητές μου αν επικεντρωθώ με προσοχή. Και το κάνω. Διώχνω όλα τ’άλλα απ’το μυαλό μου. Διώχνω την οργή της Έχιδνας.
Γίνε ένα με τον άνεμο, Γεώργιε, αντηχεί η ανάμνηση της φωνής του Γέρου του Ανέμου. Ένα με τον άνεμο. Εκεί όπου εσύ τελειώνεις αρχίζει αυτός· κι εκεί όπου αυτός τελειώνει αρχίζεις εσύ. Το νιώθεις;...
Φόρεσέ τον, τώρα. Σαν γάντι. Φόρεσε τον άνεμο...
Είσαι ο άνεμος. Δεν είσαι ο Γεώργιος πια· είσαι ο άνεμος...
Τραβάω το νερό έξω από τη Λοχαγό Ορτίνη: Πετάγεται από τη μύτη και το στόμα της σαν ξαφνικό σιντριβάνι. Και η γυναίκα αρχίζει να βήχει, σπασμωδικά, ξέφρενα, να χτυπιέται. Θα ζήσει. Δεν έχει άλλο νερό μέσα της.
«...Μα την Έχιδνα...» κάνει ο Σωτήριος Χαρνιάκης, ξέπνοος, κοιτάζοντάς με με γουρλωμένα μάτια καθώς είναι ακόμα στα τέσσερα. «Είσαι και μάγος;»
«Δεν είμαι μάγος,» του λέω καθώς σηκώνομαι όρθιος, κουρασμένα.
«Μα... αυτό, αυτό που έκανες...;»
«Δεν ήταν μαγεία. Δεν ήταν ξόρκι. Της έβγαλα το νερό με τον ίδιο τρόπο που σας οδήγησα εδώ. Είμαι υδατοτρόπος.»
«Αυτό... πράγματι... οι μύθοι δεν το λένε για σένα.»
Ο Νικόλαος σηκώνεται όρθιος, παραπατώντας. «Πρέπει να φύγουμε, Οφιομαχητή! Μακριά!»
«Ναι,» αποκρίνομαι. «Το ξέρω.» Και κοιτάζω την Ορτίνη, που ακόμα σπαρταρά πάνω στα βότσαλα, βήχοντας, ανασαίνοντας.
Οι Αγενείς επέστρεψαν στην Ιλφόνη, και ο Οφιομαχητής σύντομα επισκέφτηκε τη Φύλακα, Ευαγγελία Αρσιλκάδια, η οποία αυτή τη φορά τον υποδέχτηκε με λιγότερη επισημότητα, και με πολύ περισσότερη μυστικότητα. Συναντήθηκαν σε μια μικρή αίθουσα στο ισόγειο του Οχυρού του Ποταμού, και η Φύλακας δεν ήταν τόσο καλοντυμένη όσο στην προηγούμενή τους συνάντηση· το μόνο που θα την ξεχώριζε από μια άλλη γυναίκα ήταν τα Περικάρπια και η Ζώνη της Φύλαξης.
«Μου φέρνεις ευχάριστα νέα;» τον ρώτησε.
Ο Γεώργιος τής είπε ότι μόλις κούρσεψαν ένα Νοσρίντιο σκάφος – το Περήφανο Ιχθυόπτερο – και της έδωσε τις φωτογραφίες που το αποδείκνυαν.
Η Ευαγγελία Αρσιλκάδια τις κοίταξε μία-μία, φανερά ικανοποιημένη. «Θα αμειφθείτε όπως κανονίσαμε,» δήλωσε.
«Ευχαριστούμε, Αρχόντισσά μου.»
Η Ευαγγελία τού ζήτησε να καθίσει και να περιμένει, οπότε ο Γεώργιος πήρε θέση σ’έναν παλιό λαξευτό καναπέ καθώς εκείνη έφευγε από την αίθουσα, με τα τακούνια της ν’αντηχούν στο πέτρινο πάτωμα του διαδρόμου. Δίπλα στον καναπέ υπήρχε μια καράφα με κρασί και μερικά κρυστάλλινα ποτήρια. Ο Γεώργιος γέμισε ένα και ήπιε μια μικρή γουλιά, παρατηρώντας τους πίνακες στους τοίχους και τη μεγάλη, αριστοτεχνικά κεντημένη ταπετσαρία που κάλυπτε έναν ολόκληρο τοίχο. Το δωμάτιο δεν ήταν τόσο φανταχτερά στολισμένο όσο η αίθουσα όπου είχαν συναντηθεί οι δυο τους την προηγούμενη φορά, όμως ούτε και αστόλιστο θα το χαρακτήριζες.
Η Φύλακας της Ιλφόνης δεν άργησε να επιστρέψει, έχοντας μια τσάντα περασμένη στον ώμο. Κάθισε δίπλα του στον καναπέ, έβγαλε δύο δεσμίδες χαρτονομίσματα από την τσάντα, και του τις έδωσε. «Μέτρα τα,» τον παρότρυνε.
Ο Οφιομαχητής έκρυψε τα χρήματα μέσα σε μια από τις εσωτερικές τσέπες της κάπας του. «Δε χρειάζεται.» Δεν πίστευε ότι η Φύλακας θα τον έκλεβε, αλλά ακόμα κι αν τον έκλεβε λίγο, δεν τον πολυενδιέφερε· δεν ήταν τα λεφτά ο σκοπός του στην Υπερυδάτια. Σκοπός του ήταν να ανακαλύψει ποιος ήταν· όλα τ’άλλα τα έβλεπε ως παράπλευρα.
«Θα μπορούσα να κάνω μια ερώτηση, Αρχόντισσά μου;»
«Ασφαλώς.»
«Η Αρχιέρεια γνωρίζει ότι είμαι κουρσάρος σας τώρα;»
«Το γνωρίζει. Δεν υπάρχει πρόβλημα, υποθέτω...» Η φωνή της είχε μια ερωτηματική χροιά.
«Όχι, δεν υπάρχει.»
«Αλλά γιατί ρωτάς;»
«Είναι... κάτι για το οποίο θα ήθελα, ίσως, να της μιλήσω.»
«Και έχει σχέση με το ότι είσαι κουρσάρος μου;»
«Έχει σχέση με τους Ηρμάντιους και τους ερπετοειδείς.»
Η Ευαγγελία Αρσιλκάδια συνοφρυώθηκε, ατενίζοντάς τον ερευνητικά.
Ο Γεώργιος ήπιε ακόμα μια γουλιά από το ποτήρι του. Να της έλεγε κάτι που δεν είχε πει σε κανέναν από το τσούρμο του; αναρωτήθηκε. Μπορεί η Φύλακας να είχε να του δώσει κάποια πληροφορία; Μάλλον όχι... Αλλά, αν τώρα δεν της μιλούσε, εκείνη ίσως να το θεωρούσε ύποπτο.
«Στη Νοσρίντη με περίμεναν,» της είπε.
«Τι εννοείς; Σου επιτέθηκαν;»
«Όχι... Όχι άμεσα, τουλάχιστον. Αλλά... Έχετε ακούσει για ένα νησί μέσα στον κόλπο της Νοσρίντης το οποίο ονομάζεται Φαρμακοτόπι;»
«Νομίζω πως ναι,» ένευσε η Ευαγγελία.
«Το μέρος είναι γεμάτο βλάστηση και επικίνδυνα ερπετά· και κυκλοφορεί η φήμη ότι στα βάθη του κατοικεί ένας αρχαίος ερπετοειδής σαμάνος, σύμμαχος των Ηρμάντιων–»
«Πολλές τέτοιες φήμες κυκλοφορούν για τους Ηρμάντιους, Καπετάνιε· σ’το είπα.»
«Αυτή η συγκεκριμένη είναι αληθινή, Αρχόντισσά μου. Υπάρχει όντως ένας σαμάνος στα βάθη του μικρού νησιού. Τον συνάντησα. Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι με περίμενε εκεί, και ότι με είχε, κάπως, με κάποιο απόκρυφο τρόπο, καλέσει. Προσπάθησε να με σκοτώσει, στρέφοντας ερπετά εναντίον μου... γλιστρώντας ακόμα και μέσα στο μυαλό μου. Είχε μια... σύνδεση μαζί μου. Την ίδια σύνδεση που έχω με όλα τα ερπετά. Αλλά εκείνος μπορούσε να εξασκήσει κάποια επίδραση μέσω αυτής της σύνδεσης. Στην αρχή, νόμιζα ότι ίσως να μην κατάφερνα να τον αντιμετωπίσω· ύστερα, όμως, συνειδητοποίησα ότι η οργή της Έχιδνας μπορούσε να εξαπολυθεί εναντίον του μέσω της ίδιας μυστηριακής σύνδεσης.»
Η Ευαγγελία τον άκουγε με έκδηλο ενδιαφέρον. «Γι’αυτό θέλεις να μιλήσεις στην Αθανασία;»
«Δε νομίζετε ότι θα ήταν καλή ιδέα;»
«Αντιθέτως. Η μικρή έχει... παράδοξες γνώσεις.»
«Εσείς δεν έχετε ξανακούσει γι’αυτό τον σαμάνο;»
Η Ευαγγελία κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Όχι. Σου είπα τι έχω ακούσει: ότι οι Ηρμάντιοι έχουν υποστήριξη από ερπετοειδείς των Ουραίων Δασότοπων, ότι... ότι ερπετοειδείς σαμάνοι ρίχνουν κατάρες στους εχθρούς τους. Αυτό το τελευταίο δεν το πίστευα, φυσικά· αλλά τώρα...»
«Δε μου έριξε κατάρα ο συγκεκριμένος σαμάνος, Αρχόντισσά μου. Επιτέθηκε στο μυαλό μου κατευθείαν, επειδή είμαι αυτός που είμαι· δε νομίζω ότι θα μπορούσε να το κάνει σε οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο.»
«Τον σκότωσες;»
«Δυστυχώς όχι. Του το υποσχέθηκα, όμως. Και κρατάω τις υποσχέσεις μου, όποτε μπορώ.»
Ο Γεώργιος περίμενε ότι, σ’αυτή τους την κουβέντα, ίσως η Φύλακας να του έλεγε την ιστορία της νεαρής Αρχιέρειας της Ιχθυδάτιας: πώς γνωρίστηκαν οι δυο τους, γιατί η Αθανασία τη θεωρούσε μητέρα της. Όμως η Ευαγγελία δεν είπε τίποτα από αυτά, και ούτε εκείνος τής το ζήτησε, διότι δεν ήταν το μόνο πράγμα στο μυαλό του. Δεν ήταν καν το βασικότερο πράγμα στο μυαλό του.
Το απόγευμα, ο Οφιομαχητής επισκέφτηκε τον Υψηλό Ναό της Έχιδνας, ανατολικά της Ιλφόνης· αλλά αυτή τη φορά δεν πήγε από ξηράς, με δίκυκλο· πήγε από τη θάλασσα, με μηχανοκίνητη βάρκα. Μόνος του, φυσικά, χωρίς κανέναν από τους πειρατές του. Μοναδική του συντροφιά ήταν η Ευθαλία, κρυμμένη μέσα στο μανίκι του.
Προσάραξε τη βάρκα στην αμμουδιά κοντά στον Ναό, βλέποντας τους Φαρμακερούς Πύργους να ορθώνονται ψηλοί και φωτιές να είναι ήδη αναμμένες στην κορυφή τους παρότι δεν είχε σουρουπώσει ακόμα. Τα κρύσταλλα τις έκαναν να φαίνονται πολύ έντονα, παρά το καλοκαιρινό φως των δίδυμων ήλιων της Υπερυδάτιας.
Ένας γλάρος έκρωξε δυνατά, περνώντας από πάνω του, καθώς ο Οφιομαχητής βάδιζε προς τον Υψηλό Ναό. Καμιά εικοσαριά μέτρα απόσταση, κάποιοι – ναυτικοί, μάλλον – κάθονταν στην άμμο κι έτρωγαν, έπιναν, και κάπνιζαν, οι περισσότεροι ημίγυμνοι. Το προσαραγμένο πλοιάριο – το μοναδικό άλλο σκάφος εδώ εκτός από του Γεώργιου – πρέπει να ήταν δικό τους, υπέθετε.
Στον Ναό τον υποδέχτηκαν σαν να τον περίμεναν ως επίσημο καλεσμένο. Αλλά δεν τον περίμεναν, όπως σύντομα συνειδητοποίησε· η Ευαγγελία Αρσιλκάδια δεν τους είχε ειδοποιήσει ότι μπορεί να τους επισκεπτόταν. Ούτε το γνώριζαν με κανέναν μυστηριακό τρόπο, όπως εκείνος ο εφιαλτικός σαμάνος στο Φαρμακοτόπι.
Η Αρχιέρεια τον συνάντησε στην Εστία του ενδόναου, και μαζί τους ήταν μόνο μια κουκουλοφόρος μορφή που καθόταν στη γωνία: η ερπετοειδής που, κατά την προηγούμενη επίσκεψη του Γεώργιου, δεν είχε βγάλει κουβέντα, κάνοντάς τον να νομίζει ότι ίσως να ήταν μουγκή. Και ούτε τώρα μίλησε. Απλώς παρατηρούσε μέσα απ’τη σκιά της κουκούλας της.
Η Αθανασία δεν ήθελε κανέναν άλλο στο δωμάτιο· είχε διώξει τους πάντες. Γιατί, άραγε; αναρωτήθηκε ο Γεώργιος. Υπήρχε κανένας λόγος, ή ήταν μονάχα ένα καπρίτσιο; – να μιλά μόνη στον Οφιομαχητή;
«Φοβήθηκα για εσένα,» του είπε, και τα μάτια της μαρτυρούσαν πως δεν έλεγε ψέματα. Παραξενεύοντάς τον.
«Δεν καταλαβαίνω, Πανιερότατη,» αποκρίθηκε. «Γιατί;»
«Σε είδα να κινδυνεύεις, Οφιομαχητή. Να κινδυνεύεις θανάσιμα.»
Τα λόγια της έκαναν τις τρίχες του να ορθωθούν· κι αυτό δεν ήταν κάτι που του συνέβαινε συχνά. «Από τι; Από ποιον;»
Κόμπιασε. «...Ένας ιερός οφιόμορφος,» είπε, σφίγγοντας τους βραχίονες του καθίσματός της, τεντώνοντας το σώμα της προς το μέρος του. «Προσπαθούσε να σε υποτάξει με τη θέλησή του, και να βάλει φίδια να σε πνίξουν. Βρισκόσασταν σ’ένα μέρος με πολλή βλάστηση – δάσος, μάλλον... Ίσως να μην έχει συμβεί ακόμα, μα νομίζω ότι σύντομα θα–»
«Έχει συμβεί, Πανιερότατη,» είπε ο Γεώργιος, διακόπτοντάς την. «Γι’αυτό είμαι εδώ. Ήθελα να σας μιλήσω για το περιστατικό.»
«Πες μου,» τον παρότρυνε.
Ο Γεώργιος λοξοκοίταξε την κουκουλοφόρο ερπετοειδή. Ήταν ακίνητη και σιωπηλή, κρυμμένη στο σκοτάδι της. Ύστερα, έστρεψε το βλέμμα του πάλι στην Αθανασία η οποία, ως συνήθως, τον αντίκριζε κατάματα. «Θα μπορούσα να σας κάνω μια ερώτηση, πρώτα, Πανιερότατη;»
«Φυσικά.»
«Πώς ακριβώς μάθατε για τη σύγκρουσή μου μ’αυτό τον ερπετοειδή σαμάνο;»
«Ατενίζοντας μέσα στον κρύσταλλό μου, βέβαια.»
«Στον κρύσταλλό σας...»
«Ναι. Μπορώ να το κάνω όπως το κάνουν οι ιεροί οφιόμορφοι. Η Αρωγός μου» – έριξε ένα φευγαλέο βλέμμα στη σκιερή ερπετοειδή – «μου έχει δείξει πώς.»
Η Αρωγός μου... σκέφτηκε ο Γεώργιος. Δεν είναι όνομα για ερπετοειδή αυτό. Δε χρησιμοποιούν τέτοια ονόματα στις γλώσσες των ανθρώπων. «Μπορούν οι άνθρωποι να δουν μέσα σ’αυτούς τους κρυστάλλους;» Ακόμα είχε μαζί του τον κρύσταλλο που του είχε δωρίσει ο σαμάνος στους Τόπους των Παλιών Ερπετών, μα δεν τολμούσε να ξανακοιτάξει βαθιά μέσα του.
«Κανονικά, όχι,» αποκρίθηκε η Αθανασία. «Αλλά η χάρη της Μεγάλης Κυράς είναι μαζί μου, Οφιομαχητή. Όπως και μαζί σου.»
«Η εμπειρία μου μ’αυτούς τους κρυστάλλους δεν είναι καλή.»
Τον κοίταξε ερωτηματικά.
Ο Γεώργιος τής εξήγησε τι είχε συμβεί όταν είχε ατενίσει μέσα στον κρύσταλλο. Ήταν σαν κάτι να είχε προσπαθήσει να παγιδέψει, ή να κλέψει, το μυαλό του.
«Δε χρειάζεται να το φοβάσαι,» του είπε η Αθανασία. «Στην αρχή, έτσι νομίζεις – ότι είναι κάτι κακό· αλλά δεν είναι!» Τον κοίταζε έντονα. «Μπορώ να σε διδάξω, αν μείνεις στον Υψηλό Ναό για κάποιο καιρό.»
Η ίδια πρόταση ξανά... «Δεν μπορώ να μείνω,» της αποκρίθηκε.
Η όψη της φανέρωσε τη δυσαρέσκειά της. «Πες μου, τότε, για τη συνάντησή σου με τον σαμάνο, τουλάχιστον.»
Ο Γεώργιος τής μίλησε για το Φαρμακοτόπι και τι είχε αντικρίσει εκεί, και τι είχε νιώσει. «Είναι αλήθεια ότι μπορεί να με... κάλεσε, κάπως; Μπορεί να γίνει τέτοιο πράγμα; Χωρίς τη θέλησή μου;»
Η Αθανασία ήταν συλλογισμένη. Η πρώτη φορά που δεν κοίταζε το πρόσωπό του αλλά τα χέρια της. Ένα φίδι σερνόταν στην πλάτη της πολυθρόνας της, παιχνιδίζοντας τη γλώσσα του – μια χρυσοφόρος έχιδνα, όπως λεγόταν το συγκεκριμένο είδος επειδή είχε χρυσαφιές φολίδες. Τα πράσινα μάτια του ερπετού ήταν στραμμένα στον Οφιομαχητή. Η Ευθαλία, που είχε βγάλει το κεφάλι της από το μανίκι του, κινήθηκε νευρικά πάνω στον πήχη του, ίσως ενοχλημένη από το βλέμμα της άλλης οχιάς.
Η Αθανασία γύρισε να κοιτάξει τη σιωπηλή ερπετοειδή, ερωτηματικά· κι εκείνη κατένευσε, αργά, με το κουκουλωμένο κεφάλι της.
Η Αρχιέρεια είπε στον Γεώργιο: «Μπορεί να γίνει. Μπορεί να σε κάλεσε. Αλλά δεν ξέρω πώς.»
«Η φίλη σας γιατί δεν μου μιλά, Πανιερότατη;»
«Η Αρωγός μου δεν μιλά,» είπε η Αθανασία σαν αυτό να μη χρειαζόταν καμιά εξήγηση, σαν να ήταν το πιο καταφανές πράγμα στην Υπερυδάτια, όπως ότι υπάρχουν δύο ήλιοι στον ουρανό. «Μόνο εγώ ακούω τη φωνή της,» πρόσθεσε, σαν αυτό να χρειαζόταν κάποια εξήγηση.
Τι εννοεί; σκέφτηκε ο Γεώργιος. Το λέει κυριολεκτικά;
«Όμως είσαι πολύ δυνατός,» συνέχισε η Αθανασία, «που κατάφερες και του αντιστάθηκες. Όχι πως αμφέβαλλα στιγμή για τη δύναμή σου, αλλά... έχοντας δει αυτό το όραμα, φοβόμουν για σένα. Φοβόμουν ότι μπορεί να σε σκότωνε.»
«Γιατί;» τη ρώτησε. «Γιατί να με θέλει νεκρό; Γιατί να υπερασπίζεται έτσι τους Ηρμάντιους; Τι συμβαίνει μ’αυτούς και τους ερπετοειδείς των Ουραίων Δασότοπων, Πανιερότατη;»
Η Αθανασία κοίταξε την Αρωγό της, και ο Γεώργιος θα ορκιζόταν ότι κάποιου είδους σιωπηλή επικοινωνία έγινε αναμεταξύ τους. Αλλά ίσως να είμαι κι επηρεασμένος απ’ό,τι είπε πιο πριν...
Η Αθανασία, ύστερα, απάντησε στον Οφιομαχητή: «Η Αρωγός μου δεν είναι από τους Ουραίους Δασότοπους. Εκεί οι ιεροί οφιόμορφοι είναι... διαφορετικοί. Πιο άγριοι. Πιο... καταστροφικοί. Λατρεύουν τον Διπλό Καταβροχθιστή–»
«Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου;»
«Δεν είμαι σίγουρη αν έχουν σχέση μ’αυτή την αποτρόπαιη αίρεση, μα δεν θα το απέκλεια κιόλας.»
«Γιατί, όμως, υπερασπίζονται τους Ηρμάντιους; Είναι αλήθεια πως οι Ηρμάντιοι κατάγονται από φυλή των Ουραίων Δασότοπων; Είναι αλήθεια πως κάποτε ήταν κι οι ίδιοι ερπετοειδείς;»
«Το τελευταίο το αμφιβάλλω. Οι ιεροί οφιόμορφοι είναι οι ιεροί οφιόμορφοι, Οφιομαχητή· δεν είναι άνθρωποι. Δεν είναι... κάτι που πιθανώς στο μέλλον να ‘εξελιχτεί’ σε άνθρωπο, όπως κάποιοι ανόητοι επιστήμονες θέλουν να πιστεύουν. Είναι ένα διαφορετικό είδος, και ιερό για τη Μεγάλη Κυρά.»
«Το καταλαβαίνω αυτό,» είπε ο Γεώργιος· και πραγματικά το καταλάβαινε. Το ένιωθε, βαθιά εντός του. «Αλλά οι Ηρμάντιοι...;»
«Δεν ξέρω αν κατάγονται από φυλή των Ουραίων Δασότοπων,» αποκρίθηκε η Αθανασία, «αλλά το θεωρώ αρκετά πιθανό. Για το ότι έχουν την υποστήριξη κάποιων οφιόμορφων δεν χωρά αμφιβολία. Αυτοί οι άγριοι ερπετοειδείς φαίνεται να τους θεωρούν...» μόρφασε, «ό,τι οι ιερωμένοι εδώ θεωρούν εμένα, ίσως.» Γέλασε. «Πράγμα που θα ήταν βλασφημία, αν όντως ισχύει, βέβαια. Η Αρχιέρεια της Ιχθυδάτιας είναι μία, και κανείς άλλος – καμιά άλλη – δεν μπορεί να ελπίζει να διεκδικήσει το αξίωμά της όσο εκείνη ζει και έχει τη χάρη της Μεγάλης Κυράς.
»Νομίζω,» συνέχισε, «πως οι Ηρμάντιοι και οι οφιόμορφοι της Ουράς ίσως να ανήκουν σε κάποια επικίνδυνη αίρεση, παρόμοια μ’αυτή των Τέκνων του Φαρμακερού Κύκλου.» Κοίταξε πάλι προς τη μεριά της Αρωγού της, η οποία ένευσε αργά, όπως πριν, με το κουκουλωμένο κεφάλι της. «Να τους προσέχεις πολύ!» τόνισε, μετά, η Αθανασία στον Γεώργιο. «Η ζωή του Οφιομαχητή είναι σημαντικότερη από οποιαδήποτε δουλειά μπορεί να κάνει για τη Φύλακα της Ιλφόνης· να τόχεις υπόψη σου, πάντα!»
«Πιστεύετε, Πανιερότατη, ότι ο σαμάνος στο Φαρμακοτόπι έχει τη δύναμη να με... ξανακαλέσει με κάποιο τρόπο; Αν και, για να είμαι ειλικρινής, δεν αισθανόμουν τίποτα παράξενο όταν αποφάσισα να πάω εκεί. Απλώς ήμουν περίεργος να μάθω αν οι φήμες για εκείνον αλήθευαν. Δεν ξέρω αν αυτό μπορεί να θεωρηθεί ‘κάλεσμα’, μα την Έχιδνα!» Και καταπολεμούσε την οργή του με το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου.
Η Αθανασία κοίταξε ξανά την Αρωγό της.
Εκείνη σηκώθηκε από τη θέση της στη γωνία της Εστίας και βάδισε προς τον Οφιομαχητή, μοιάζοντας με ψηλή σκιά. Αλλά δεν έφτασε κοντά του· γονάτισε στο ένα γόνατο πλάι στην Αρχιέρεια, κι έσφιξε το λευκόδερμο χέρι της μέσα στο ένα από τα πρασινόδερμα δικά της. Η Αθανασία συνοφρυώθηκε έντονα, και φαινόταν σαν να προσπαθούσε ν’αφουγκραστεί, ή να κατανοήσει, κάτι.
Ύστερα, είπε στον Γεώργιο: «Η περιέργειά σου ήταν το κάλεσμά του.»
«Δεν μπορεί,» διαφώνησε εκείνος. «Απλώς είχα ακούσει γι’αυτόν, και... Δεν είναι η πρώτη φορά που οι ερπετοειδείς μού κινούν την περιέργεια.»
Η Αθανασία συνοφρυώθηκε ξανά· έπειτα είπε: «Αυτό ακριβώς εκμεταλλεύτηκε ο σαμάνος.»
«Θες να πεις ότι μπορεί να παίζει με τις σκέψεις μου;» έκανε ο Γεώργιος, ξεχνώντας ότι μιλούσε στην Αρχιέρεια της Ιχθυδάτιας κι αυτός δεν ήταν ο σωστός τρόπος για να της απευθύνεται.
«Αφού αγγίζει το μυαλό σου όπως τα μυαλά των ερπετών, ναι, υποθέτω πως μπορεί να το κάνει,» αποκρίθηκε η Αθανασία, μην έχοντας προσέξει – ή δώσει σημασία – στο πώς της είχε απευθυνθεί. Και πρόσθεσε: «Να μην ξαναπάς στη Νοσρίντη! Δεν υπάρχει λόγος. Το απαγορεύω.» Δεν ακουγόταν να το λέει αστεία, ή φιλικά. Το έλεγε και το εννοούσε, ως Αρχιέρεια της Ιχθυδάτιας.
Ο Οφιομαχητής αισθάνθηκε την οργή της Έχιδνας να τον κεντρίζει, κι αναρωτήθηκε αν έπρεπε μήπως να γελάσει. Αλλά το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου τα παρέσυρε όλα μακριά. «Δε μπορεί ο σαμάνος τους να με επηρεάσει από μεγάλη απόσταση;»
«Δεν το νομίζω.» Κοίταξε την Αρωγό της ξανά, η οποία κούνησε το κεφάλι αρνητικά, ακόμα γονατισμένη πλάι στην Αρχιέρεια.
«Μπορεί, όμως, να μάθει για εμένα μέσω κάποιου κρυστάλλου του, έτσι δεν είναι;»
Η Αρωγός έγνεψε καταφατικά τώρα, στραμμένη σ’εκείνον, μην περιμένοντας την Αθανασία να τη ρωτήσει με το βλέμμα της.
«Υπέροχα...» μουρμούρισε ο Οφιομαχητής.
«Μπορώ να διδάξω και σ’εσένα τη χρήση των κρυστάλλων, αν μείνεις στον Υψηλό Ναό,» είπε η Αθανασία.
Κάνουμε παζάρια πάλι, Πανιερότατη;
«Μπορεί και η Αρωγός μου να σε βοηθήσει,» πρόσθεσε η Αρχιέρεια.
Τα παζάρια χόντρυναν, σκέφτηκε ειρωνικά ο Οφιομαχητής. «Θα το έχω υπόψη,» της είπε. «Τώρα πρέπει να επιστρέψω στο πλήρωμά μου.»
«Θα μείνεις μέρες στην Ιλφόνη;»
«Θα δείξει.»
Σηκώνω την Ορτίνη από κάτω, βάζοντάς την να καθίσει σ’έναν βράχο γλιστερό από το νερό. «Είσαι καλά;» τη ρωτάω, ενώ εκείνη ακόμα βήχει.
Με κοιτάζει με μάτια κοκκινισμένα, άγρια. «Τι θες από μένα;» κρώζει.
«Να μιλήσουμε. Αν μου πεις αυτό που ζητάω, δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς· δε μ’ενδιαφέρει ο θάνατός σου.» Κι ελπίζω τούτα τα λόγια να την κάνουν λιγότερο... αντιδραστική.
Αλλά, τελικά, μάλλον όχι. Καθώς σκίζω κομμάτια από τα ρούχα της κι αρχίζω να δένω τα χέρια της ξανά, διαμαρτύρεται. «Ησυχία!» της γρυλίζω, τραντάζοντάς την. Δεν έχουμε χρόνο γι’ανοησίες· βιαζόμαστε, μα την Έχιδνα! Σφίγγω τα δεσμά γύρω από τους καρπούς της. Της βγάζω τις μπότες (γιατί έχει την τάση να κλοτσά όταν την κουβαλάς) και της δένω και τους αστραγάλους. Τη φιμώνω και την παίρνω στον ώμο, όπως πριν. Δεν καθυστερώ με το να περιποιηθώ το τραύμα στα πλευρά μου· αυτό θα πρέπει να περιμένει. Προς το παρόν, η αλμύρα της θάλασσας το περιποιήθηκε αρκετά. Το νερό της κάνει καλό στις πληγές· τις καυτηριάζει.
«Ελάτε,» λέω στον Νικόλαο και τον Σωτήριο Χαρνιάκη, ξεκινώντας να βαδίζω πάνω στη βραχώδη ακτή, προς τα δυτικά.
«Πού ακριβώς πηγαίνουμε;» ρωτά ο δεύτερος. «Δεν... Πού... Δεν είμαι σίγουρος ότι θέλω να–»
«Σ’ένα ασφαλές μέρος, για να κάνω μερικές ερωτήσεις στην κυρία στον ώμο μου και να εφοδιαστούμε. Ελπίζω, τουλάχιστον. Και μετά θα πρέπει να φύγουμε κι αποκεί, να απομακρυνθούμε κι άλλο από την Οδοντόπολη· γιατί μπορεί ν’αρχίσουν να περιφέρονται γύρω από την πόλη με ελικόπτερο και να μας αναζητούν μέσω μαγείας.»
«Μες στη νύχτα, δε θάχουν καλές πιθανότητες να μας βρουν...» λέει, κουρασμένα, ο Χαρνιάκης.
«Θες να το ρισκάρεις; Εγώ δεν θέλω.»
«Να προτείνω κάτι, Οφιομαχητή;» λέει ο Νικόλαος.
«Τι;»
«Γιατί πηγαίνουμε δυτικά; Τι μέρος είν’ αυτό που έχεις κατά νου;»
«Δεν έκανες πρόταση,» παρατηρώ. «Ερώτηση έκανες.»
«Προτείνω να πάμε νότια, Οφ–»
«Γεώργιε.»
«Γεώργιε. Προτείνω να πάμε νότια, γιατί εκεί είναι η κρυψώνα των συντρόφων μου – των άλλων μαχητών του Μεγάλου Αγώνα – και θα μας βοηθήσουν με ό,τι τρόπο μπορούν· δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία. Θα γίνουν, αμέσως, υπηρέτες σου–»
«Δε ζητάω υπηρέτες. Και δε νομίζω ότι μας συμφέρει να πάμε νότια, στο μέρος που λες. Μου το είχες ξαναναφέρει. Είναι γύρω στα δέκα χιλιόμετρα απόσταση από την Οδοντόπολη, δεν είναι;»
«Ναι.»
«Θα μας βρουν αν πάμε εκεί. Θα με ανιχνεύσει ο μάγος τους, και θα βάλω και τους συντρόφους σου σε κίνδυνο.»
«Μα δεν θα μείνουμε εκεί, Γεώργιε. Θα φύγουμε όλοι μαζί· θα έρθουν κι αυτοί, είμαι σίγουρος.»
Ο Σωτήριος ρωτά: «Μιλάτε για Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου, αυτή τη στιγμή; Σας το λέω, για να το ξέρετε, ότι δεν θέλω να σχετίζομαι με Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου.»
«Κύριε Χαρνιάκη,» αρχίζει ο Νικόλαος, «δεν καταλαβαίνετε! Μας έχετε παρεξηγήσει επειδή–»
«Μη φοβάσαι,» λέω στον Σωτήριο, «δεν πρόκειται νάχεις επαφές μαζί τους. Δεν θα πάμε νότια.»
«Μα θα ήταν–» κάνει ο Νικόλαος.
«Δεν θα πάμε νότια,» γρυλίζω, αρχίζοντας να τσαντίζομαι.
«Όπως επιθυμείς, Οφιομαχητή. Η Έχιδνα καθοδηγεί εσένα, κι εσύ εμένα.»
«Δεν με καθοδηγεί η Έχιδνα τώρα· με καθοδηγεί η λογική. Το μέρος όπου σας πηγαίνω βρίσκεται περίπου είκοσι χιλιόμετρα απόσταση από την Οδοντόπολη, προς τα δυτικά, στις ακτές.»
«Τι μέρος είναι;» ρωτά ο Σωτήριος. «Κάποιο χωριό;»
«Όχι. Ένα εγκαταλειμμένο λημέρι κουρσάρων.» Το δικό μας λημέρι. Το δικό μου και των Αγενών, του παλιού μου τσούρμου.
Η Οδοντόπολη δεν λέγεται τυχαία έτσι, ούτε μόνο επειδή είναι μες στο Στόμα του Ιχθύος. Ετούτες οι ακτές, στα νότια του Στόματος, είναι γεμάτες ψηλούς, κοφτερούς βράχους, επικίνδυνους να τους προσεγγίσεις με οποιοδήποτε σκάφος. Είναι τα «δόντια του ιχθύος», όπως τους λένε πολλοί. Ακόμα και οι πειρατές αποφεύγουν να κάνουν τα λημέρια τους εδώ. Γι’αυτό κιόλας αποφασίσαμε τότε να κάνουμε το δικό μας λημέρι σε τούτο το μέρος. Μόνο εμείς ξέραμε πώς να περάσουμε ανάμεσα από εκείνα τα επικίνδυνα βράχια και να φτάσουμε στις σπηλιές.
Αλλά δεν μπορείς να μπεις εκεί μονάχα μέσω θαλάσσης. Μπορείς να μπεις κι από την ξηρά, και ακόμα θυμάμαι τον δρόμο σαν να τον είχα βαδίσει χτες, αν και έχουν περάσει τρία χρόνια από την τελευταία φορά που ήμουν σ’αυτές τις ακτές.
Οδοιπορούμε μες στη νύχτα, διασχίζοντας τα βραχώδη ακρογιάλια, με μοναδικό μας φως την άχρωμη ακτινοβολία του φεγγαριού της Υπερυδάτιας. Η Ορτίνη σύντομα παύει να παλεύει επάνω στον ώμο μου· την αισθάνομαι να χαλαρώνει, αλλά το αποκλείω να έχει αποκοιμηθεί.
Το ταξίδι μας δεν είναι μικρό. Είκοσι χιλιόμετρα – ειδικά μέσα από βράχια – είναι πολλά για να τα διανύσεις περπατώντας. Αλλά δεν σταματώ ούτε στιγμή, γιατί ξέρω πως ίσως να είναι θέμα ζωής και θανάτου. Βλέπω τον Νικόλαο και τον Σωτήριο ν’αρχίζουν να σκοντάφτουν ύστερα από καμιά ώρα συνεχόμενης οδοιπορίας. Το Τέκνο κόβει κλαδιά από ένα ξερό θαλασσόδεντρο και δίνει το ένα στον Χαρνιάκη, ενώ κρατά το άλλο για τον εαυτό του. Κανείς τους δεν μιλά τώρα· φυλάνε τις δυνάμεις τους, τις αντοχές τους, για την οδοιπορία. Και πολύ καλά κάνουν. Το ίδιο κάνω κι εγώ. Μπορεί να έχω μέσα μου το δηλητήριο της Έχιδνας, μα είμαι τραυματισμένος στα πλευρά από εκείνη τη σπαθιά και κουβαλάω και τη λοχαγό στον ώμο. Ευτυχώς δεν είναι χοντρή. Λιγνή και νευρώδης. Γαλανόδερμη, με κοντά μαύρα μαλλιά.
«...Οφιομαχητή,» αγκομαχεί ο Σωτήριος, στηριζόμενος στο ραβδί του, ύστερα από τουλάχιστον δυο ώρες οδοιπορίας (όπως υπολογίζω τον χρόνο με το μυαλό μου).
«Τι;»
«Πρέπει να σταματήσω... Δεν... Δε μπορώ άλλο... Αν θέλετε εσείς να... συνεχίσετε... Εγώ, πάντως, δεν...»
«Ξεκουράσου,» του λέω, κι αφήνω την Ορτίνη κάτω, ανάμεσα σε δυο βράχους. Όπως το υποψιαζόμουν, δεν κοιμάται· τα μάτια της είναι ορθάνοιχτα και γυαλιστερά μες στη νύχτα.
Ο Σωτήριος κάθεται σε μια πέτρα, αγκομαχώντας.
Ο Νικόλαος μένει όρθιος.
«Κάτσε,» τον συμβουλεύω· «θα σου χρειαστεί,» ενώ εγώ στέκομαι ακόμα.
Το Τέκνο κάθεται. «Έχω μαζί μου τις στολές,» μου λέει, βαριανασαίνοντας.
Προς στιγμή δεν καταλαβαίνω. «Ποιες στολές;»
«Τις οργανικές στολές ενδυνάμωσης.» Τις λύνει γύρω από τη μέση του όπου τις είχε δέσει για να τις κουβαλά.
«Δε μας βοηθάνε τώρα,» του λέω. «Σε κάνουν πιο δυνατό, όχι πιο ανθεκτικό στην πεζοπορία.»
«Είσαι σίγουρος;»
«Απόλυτα.»
Αρχίζω να κοιτάζω τριγύρω, ανάμεσα στα βράχια, χρησιμοποιώντας τον φακό μας με μεγάλη επιφύλαξη, κρύβοντάς τον με το χέρι μου, φωτίζοντας κάτω μονάχα.
«Τι κάνεις εκεί;» μου φωνάζει ο Σωτήριος.
«Ψάχνω για δηλητήρια. Έχετε το νου σας στη λοχαγό!»
Μια σαύρα του είδους των παράκτιων νυκτόβιων λιθοβατών με οδηγεί, τελικά, σ’ένα σημείο που φυτρώνουν κάτι φυτά που μπορούν να μου φανούν χρήσιμα. Τα μαζεύω και, σβήνοντας τον φακό μου, επιστρέφω στους άλλους.
«Βρήκες τίποτα;» ρωτά ο Σωτήριος.
«Βρήκα. Μόλις νιώθεις ξεκούραστος, πες το.»
«Τι ώρα είναι;»
Κοιτάζω τον ουρανό: διαβάζω τον ουρανό. «Μετά τα μεσάνυχτα.»
«Η λοχαγός πρέπει νάχει ρολόι στο χέρι της,» μου λέει ο Σωτήριος.
Ο Νικόλαος πηγαίνει και της το παίρνει. Προσπαθεί ν’ανάψει το λαμπάκι του για να δει τι γράφει, αλλά δεν τα καταφέρνει. «Πρέπει να χάλασε απ’το νερό. Δε θάναι αδιάβροχο. Απαράδεκτο!»
«Μην της λύσεις το στόμα για να της παραπονεθείς,» του λέω, αγέλαστα αστειευόμενος.
Η Ορτίνη είναι σιωπηλή αλλά μας παρατηρεί. Καταλαβαίνω τι έχει κατά νου: να βρει τρόπο να μας ξεγελάσει κάπως, να δραπετεύσει. Δε μ’ενδιαφέρει όπου κι αν πάει, αρκεί πρώτα να μου δώσει τις απαντήσεις που ζητάω.
Ο Σωτήριος μού λέει: «Μετά απ’αυτό το μέρος που μας πηγαίνεις, δεν μπορώ να μείνω άλλο μαζί σου. Πρέπει να επιστρέψω στην Οδοντόπολη. Πρέπει... πρέπει κάπως να λύσω την παρεξήγηση... Πρέπει να...»
«Κύριε Χαρνιάκη,» του λέει ο Νικόλαος, «πρέπει να αντιταχθείτε στον Μιαρό Λουκιανό. Αυτό πρέπει να κάνετε. Και θα σας βοηθήσουμε! Με τη βοήθειά μας θα τον ρίξετε από τον Θρόνο των Δοντιών. Η Έχιδνα σάς έστειλε στο πλευρό μας.»
«Ο Λουκιανός σάς θεωρεί φονιάδες και τρομοκράτες–»
«Ο ίδιος είναι δολοφόνος! Σκότωσε τον πατέρα του – τον αδελφό σας! Και συνεργάζεται με–!»
«Δεν έχει τελείως άδικο, όμως!» δυναμώνει τη φωνή του ο Σωτήριος. «Σκοτώνετε ανθρώπους μες στη νύχτα! Πόσους έχετε σκοτώσει, τον τελευταίο καιρό; Με ποιο δικαίωμα, μπορείς να μου πεις;»
«Η Έχιδνα μάς καθοδηγεί, κύριε Χαρνιάκη! Καθαρίζουμε την Ιχθυδάτια από τα μιάσματα που έχουν–»
«Ποιοι είστε εσείς που θα ‘καθαρίσετε’ μια ηπειρόνησο, μα τους θεούς!» γρυλίζει ο Σωτήριος Χαρνιάκης, κοιτάζοντάς τον με οργή τόσο μεγάλη που νομίζω ότι πρέπει να πλησιάζει σε ένταση τη δική μου.
«Αρκετά!» παρεμβαίνω προτού ο Νικόλαος προλάβει ν’απαντήσει. «Φυλάξτε τις δυνάμεις σας για το βάδισμα. Σε πέντε λεπτά ξεκινάμε. Κάντε ησυχία.»
Κανείς τους δεν φέρνει αντίρρηση. Ευτυχώς, έχουν κάποια λογική στο κεφάλι τους.
Καθισμένος επάνω σ’έναν ψηλό βράχο – για να κοιτάζω πέρα, να βιγλίζω για πιθανούς κινδύνους – ξεκουράζομαι κι εγώ. Και βλέπω ένα ελικόπτερο στο βάθος, να κάνει βόλτες. Αυτός πρέπει να είναι: ο Δαμιανός. Ο γαμημένος βατραχοκληρικός! Και ο μάγος του μαζί, αναμφίβολα.
Πηδάω από τον βράχο. «Πάμε.»
«Πέρασαν πέντε λεπτά;» ρωτά ο Χαρνιάκης.
«Ναι.»
Βαδίζουμε ξανά, ενώ κάθε τόσο ρίχνω ματιές πίσω μας μήπως δω το ελικόπτερο να ζυγώνει. Ευτυχώς, όμως, εξακολουθεί να είναι μακριά. Οι εχθροί μας δεν ξέρουν προς τα πού έχουμε κατευθυνθεί· είναι αποπροσανατολισμένοι. Και δεν είναι καθόλου εύκολο να εντοπίσεις με μαγεία κάποιον σε τόσο μεγάλες και ανοιχτές εκτάσεις, όπως γνωρίζω από το αινιγματικό παρελθόν μου.
Οδοιπορούμε κανένα δίωρο ακόμα, και κάνουμε άλλη μια στάση για ξεκούραση. Δίνω στους συντρόφους μου να πιουν από το νερό που έχω πάρει από τα μπουντρούμια των πιστών του Λοκράθου: τέσσερα μπουκάλια μες στον σάκο μου, τα οποία είναι καλά κλεισμένα και το περιεχόμενό τους δεν φαίνεται νάχει μολυνθεί. Τον σάκο δεν τον έχασα ούτε όταν λιποθύμησα από το δηλητήριο της Κόρης του Λοκράθου ούτε όταν κολυμπούσα για να μπούμε στην Οδοντόπολη και, μετά, να φύγουμε από εκεί· ήταν δεμένος επάνω μου, συνεχώς.
Εγώ δεν πίνω νερό. Θα κάνω υπομονή μέχρι να φτάσουμε στο παλιό λημέρι των Αγενών. Εκεί θα βρούμε διάφορα πράγματα, ελπίζω, τα οποία θα μας φανούν χρήσιμα: όπλα, ρούχα, μπαταρίες, μηχανήματα, ίσως και χρήματα (αν δεν τα έχουν μαζέψει). Και νερό επίσης· γιατί το είχαμε κλεισμένο σε καλά γυάλινα δοχεία και δεν πρέπει νάχει χαλάσει. Από φαγητά, βέβαια, το ψιλοαποκλείω να βρούμε τίποτα της προκοπής. Μόνο κάποια παστά, ίσως. Το ψυγείο θα έχει προ πολλού καταναλώσει όλη του την ενέργεια, και τα πάντα μέσα του θα έχουν σαπίσει.
Έχουμε βαδίσει πάνω από τέσσερις ώρες ώς τώρα (είμαι σίγουρος), και δεν είμαστε ακόμα στο παλιό άντρο. Πράγμα που δεν με παραξενεύει. Μέσα σε τέσσερις ώρες δεν διανύεις είκοσι χιλιόμετρα παρά μόνο υπό τις πιο ευνοϊκές συνθήκες· και οι συνθήκες μας δεν είναι καθόλου ευνοϊκές: βράχια, κούραση, σκοτάδι. Αν ήμουν μόνος, ίσως να είχα φτάσει στο άντρο. Ίσως. Αλλά με τους άλλους δύο μαζί μου; Και κουβαλώντας και τη λοχαγό; Σε καμία περίπτωση.
Ύστερα από τη σύντομη ανάπαυλα, συνεχίζουμε να οδοιπορούμε, ενώ δεν έχει φέξει ακόμα. Όμως η αυγή δεν είναι μακριά· σύντομα ο Πρώτος Ήλιος θα σκάσει μύτη από την ανατολή. Βαδίζουμε πάνω από μια ώρα, και ξημερώνει. Το φως έρχεται από πίσω μας, πράγμα που έχει μόνο ένα καλό για εμάς: οι σκιές των βράχων πέφτουν επάνω μας, μας καλύπτουν. Αλλά, επίσης, η έντονη ακτινοβολία με δυσκολεύει να κοιτάζω προς τη μεριά απ’όπου πιθανώς να πλησιάζουν οι εχθροί μας – αν και ελπίζω πως ώς τώρα μας έχουν χάσει τελείως. Δε μπορεί να μας ξαναβρούν. Πώς να τα καταφέρουν; Δε μ’έχουν σημαδέψει αυτή τη φορά.
Τα μονοπάτια όπου περπατάω μου φέρνουν αναμνήσεις από τις ημέρες που ήμουν κουρσάρος στην Ιχθυδάτια. Τα πλοία μας... τα πληρώματα... ο Κοσμάς... η Λουκία... ο Ζαχαρίας... η Ερασμία’μορ... κι όλοι οι άλλοι... Ορισμένες φορές αισθάνομαι να μου λείπει αυτό το... αγενές τσούρμο. Χαμογελάω αχνά καθώς κατευθύνομαι προς το παλιό μας λημέρι.
Ακολουθώ τον κρυφό δρόμο ανάμεσα στα δόντια του ιχθύος.
«Είσαι σίγουρος ότι πηγαίνουμε καλά, Οφιομαχητή;» με ρωτά ο Σωτήριος: κι ακούγεται εξουθενωμένος.
«Σίγουρος,» απαντώ δίχως να στραφώ να τον κοιτάξω.
Ναι, εδώ, ανάμεσα από τούτες τις δύο λοξές πέτρες. Ποιος θα το φανταζόταν ότι εδώ υπάρχει είσοδος για ένα μικρό σύμπλεγμα σπηλαίων;
Κατεβάζω την Ορτίνη από τον ώμο μου, γιατί δεν χωράω να περάσω μαζί της. Της κόβω τα δεσμά των αστραγάλων με το λεπίδι του Φιλιού της Έχιδνας και τη βάζω να σταθεί. «Πηγαίνεις πρώτη,» της λέω. «Εκεί μέσα»· δείχνω. «Προχώρα.» Τη σπρώχνω. Παραπατά αλλά βαδίζει, γλιστρά ανάμεσα στους δύο λοξούς βράχους.
Την ακολουθώ, θηκαρώνοντας το Φιλί και ανάβοντας τον φακό μας.
«Τι είναι κει μέσα;» ρωτά ο Σωτήριος. «Σπηλιές;»
«Το βρήκες,» αποκρίνομαι.
Κατεβαίνουμε μια μικρή κατηφοριά που ίσα που μας χωρά· παντού γύρω μας είναι πέτρες. Μπαίνουμε στο παλιό λημέρι των Αγενών, και σύντομα συνειδητοποιώ ότι τελικά δεν είναι εγκαταλειμμένο. Το πρώτο σημάδι που βλέπω είναι ότι υπάρχει φως. Όχι ενεργειακό φως αλλά από φωτιά· από λάμπα λαδιού, μάλλον. Έρχεται από το βάθος του περάσματος που διακλαδίζεται αποδώ κι αποκεί, πηγαίνοντας σε διάφορα μέρη των σπηλαίων. Είναι η «κεντρική γωνία» του άντρου, που έλεγαν οι Αγενείς.
Πιάνω την Ορτίνη από το μπράτσο, κρατώντας την κοντά μου· δε θέλω να συνεχίσει να προπορεύεται. Γιατί φαίνεται πως, όταν οι κουρσάροι μου εγκατέλειψαν τούτο το μέρος, κάποιοι άλλοι το βρήκαν, όσο παράξενο κι αν μοιάζει. Πώς σκατά το ανακάλυψαν; Κάποιος απ’τους δικούς μου μίλησε;
Τέλος πάντων.
Τραβάω το Φιλί της Έχιδνας.
«Τι συμβαίνει, Οφιομαχητή;» ψιθυρίζει ο Σωτήριος, έχοντας, προφανώς, κι εκείνος θορυβηθεί. «Δεν είναι εγκαταλειμμένο τελικά;»
«Θα δούμε,» αποκρίνομαι, εξίσου ψιθυριστά. Και προς αυτόν και τον Νικόλαο: «Να είστε έτοιμοι. Και πίσω μου.» Είναι πολύ κουρασμένοι για να τα βάλουν με παρανόμους, αν τέτοιοι τυχαίνει να βρίσκονται εδώ. Και τι άλλοι να είναι;
Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου; Τότε, ο Νικόλαος ίσως να το ήξερε.
Λάτρεις του Λοκράθου; Καλύτερα να μη σκέφτομαι ότι η Σιλοάρνη θέλει να μας κάνει τέτοια φάρσα, η πουτάνα.
Σπρώχνω την Ορτίνη πίσω μου, ωθώντας την προς τον Νικόλαο. «Πρόσεχέ την,» του λέω. Και προπορεύομαι, με το Φιλί της Έχιδνας έτοιμο στο ένα χέρι κι ένα ενεργειακό πιστόλι στο άλλο.
Διασχίζω την κεντρική γωνία, προς το φως της λάμπας. Φτάνω στη «μεγάλη σπηλιά» που λέγαμε τότε – το μέρος όπου συγκεντρωνόταν το τσούρμο για φαγητό, ανάπαυλα, σχέδια, ανακοινώσεις. Βλέπω μια σκιά να πετάγεται πάνω, ξαφνιασμένη μάλλον, και να γονατίζει πίσω από ένα τραπέζι, με πιστόλι υψωμένο, σημαδεύοντάς με. Τα μαλλιά της γυαλίζουν προς στιγμή σαν τη φωτιά, στο φως της λάμπας λαδιού.
Μόνο ένας; σκέφτομαι, παραξενεμένος, γιατί δεν διακρίνω κανέναν άλλο εκεί γύρω. Ούτε βλέπω φως από καμιά άλλη μεριά. «Ποιος είσαι;» ρωτάω. «Δεν είμαι εχθρός σου. Τυχαία είσαι εδώ;»
Η φιγούρα ορθώνεται–
–και την αναγνωρίζω!
Μα την Έχιδνα!... Δεν περίμενα να την ξαναδώ.
Τα μάτια της είναι γουρλωμένα. Η όψη της κατάπληκτη. «Αρχηγ... Γεώργιε; Μα την ουρά της Έχιδνας, Γεώργιε, είσαι εσύ!»
Θηκαρώνω το Φιλί αλλά δεν κρύβω και το πιστόλι. «Λουκία,» λέω χαμογελώντας. «Τι κάνεις εδώ;» Βαδίζω μες στη μεγάλη σπηλιά.
Η Λουκία έρχεται προς το μέρος μου, χαμογελώντας επίσης, σχεδόν όπως τη θυμάμαι, με τα μακριά κόκκινα μαλλιά να πέφτουν ώς την πλάτη της, στραφταλίζοντας στο φως της λάμπας, πλαισιώνοντας σαν φωτιές το γαλανόδερμο πρόσωπό της. Το πιστόλι στο χέρι της – ένα πυροβόλο – μοιάζει να τόχει ξεχάσει καθώς με πλησιάζει. «Δεν περίμενα ότι θα σε ξανάβλεπα,» μου λέει σαν νάχει διαβάσει τις σκέψεις μου για εκείνη, και πέφτει επάνω μου αγκαλιάζοντάς με σφιχτά.
Γελάω, τρίβοντας την πλάτη της.
«Είσαι χτυπημένος,» παρατηρεί αφήνοντάς με, κοιτάζοντας τα τραυματισμένα πλευρά μου. «Αλλά μάλλον τίποτα το σπουδαίο για σένα,» χαμογελά. «Γεώργιε... ύστερα από τόσο καιρό... Δε νόμιζα ότι θα ερχόσουν ξανά εδώ... Όσοι απέμειναν απ’το τσούρμο... ακούγαμε μόνο φήμες για σένα. Για τον Οφιομαχητή. Δεν ξέραμε πού να σε συναντήσουμε, αλλά θέλαμε... Και ήρθες τώρα στο παλιό μας άντρο! Ποιος θα το περίμενε;» Μοιάζει να νομίζει ότι ονειρεύεται.
«Την ξέρεις αυτή τη γυναίκα;» ρωτά ο Σωτήριος.
Η Λουκία στρέφεται, ξαφνιασμένη, υψώνοντας το πιστόλι της ξανά, για ν’αντικρίσει τον Χαρνιάκη, τον Νικόλαο, και την Ορτίνη που είναι ακόμα φιμωμένη και τα χέρια της δεμένα. «Ποιοι είν’ αυτοί; Φίλοι σου; Οι δύο, τουλάχιστον. Γιατί η τρίτη...» Γελά. «Εκτός αν έχει πολύ ιδιαίτερα βίτσια – δεν ξέρω.»
«Η λοχαγός έχει κάποιες πληροφορίες που χρειάζομαι–»
«Λοχαγός; Ποιοι σε κυνηγάνε;»
Μειδιώ άγρια. «Εξακολουθείς όλα να τα πιάνεις, βλέπω.»
«Τι περίμενες; Έχω μάθει πια να με κυνηγάνε, από τότε που εξαφανίστηκες.»
«Τι εννοείς; Τι κάνεις εδώ, στο παλιό άντρο; Είσαι μόνη σου;»
Η Λουκία νεύει καταφατικά. «Σκέφτηκα ότι... Βασικά...» Αναστενάζει. «Ήθελα ένα μέρος για να χωθώ και να εξαφανιστώ κι εγώ...» Βαδίζει ώς το τραπέζι, ρίχνει το όπλο της επάνω μ’έναν έντονο γδούπο, και κάθεται σε μια καρέκλα. Πιάνει ένα μπουκάλι μπίρα και πίνει μια γουλιά. «Καθίστε,» μας προσκαλεί, μορφάζοντας. «Σαν στο σπίτι σας. Λύστε την κι αυτήν, προτού σκάσει.»
«Τι κάνεις εδώ, Λουκία;» την ξαναρωτάω, ενώ όλοι μένουμε όρθιοι.
«Σου είπα, Αρχηγέ: ήθελα κάπου να χωθώ, να εξαφανιστώ–» Ένα νιαούρισμα τη διακόπτει, και μια γάτα πηδά πάνω στο τραπέζι: κατάμαυρη, με γκρίζα μάτια κι έναν κρίκο περασμένο στο αφτί. Η Λουκία απλώνει το χέρι της και τη χαϊδεύει. «Μόνο ο Ακατάλυτος είναι μαζί μου,» λέει.
Γελάω. «Ονόμασες τον γάτο σου Ακατάλυτο Κουρσάρο;»
Μειδιά. «Έχεις κανένα πρόβλημα;»
«Δε θυμάμαι νάχες γάτο, Λουκία...»
«Τώρα έχω.»
Ο Ακατάλυτος μάς κοιτάζει όλους καχύποπτα.
«Ποιοι σε κυνηγάνε;» είναι η σειρά μου να τη ρωτήσω.
Η όψη της σκοτεινιάζει. «Δεν έχω καταλάβει ακόμα. Ίσως νάναι άνθρωποι του Μεγαλοφονιά.» Πίνει άλλη μια γουλιά μπίρα.
«Του Μεγαλοφονιά...»
«Από τότε που διαλυθήκαμε κι εξαφανίστηκες... από τότε που χωριστήκαμε μ’όσους είχαν απομείνει, Γεώργιε... από τότε με κυνηγάνε συνεχώς. Με κυνηγάνε επειδή σε ήξερα,» τονίζει. «Αλλά ούτε στιγμή δεν μετάνιωσα που σε γνώρισα, σ’το λέω και το εννοώ,» προσθέτει. «Καθίστε τώρα, γαμώ τις γιαγιάδες σας! Τι στέκεστε σαν ακρόπρωρα, γαμώτο;»
Κάνω νόημα στους άλλους να καθίσουν, και παίρνουμε θέσεις γύρω απ’το παλιό τραπέζι. Οι καρέκλες τρίζουν από κάτω μας.
«Είσαι η πρώτη που έρχεται εδώ, από τότε που διαλυθήκαμε;» ρωτάω.
Η Λουκία μορφάζει. «Νομίζω. Το μέρος μού φαίνεται σχετικά απείραχτο – εξαιρώντας, φυσικά, όσα βουτήξαμε προτού χωρίσουμε με τους υπόλοιπους απομεινάρηδες. Ίσως να κάνω και λάθος, όμως. Μπορεί και κάποιος άλλος νάχει περάσει αποδώ.»
Ο Ακατάλυτος νιαουρίζει, και κουλουριάζεται πάνω στην άκρη του τραπεζιού, κάτω από το χέρι της Λουκίας που τον χαϊδεύει ασυναίσθητα κάθε τόσο.
«Εσύ τι θέλεις εδώ, Αρχηγέ;»
«Εφόδια, ρούχα, νερό, ό,τι τρόφιμα μπορώ να βρω· κι ένα μέρος για να σταματήσω και να κάνω σ’αυτήν» – δείχνω την Ορτίνη με το σαγόνι μου – «μερικές ερωτήσεις. Μετά, θα την αφήσω να φύγει.»
«Έχοντας δει το λημέρι μας; Κανονικά, αυτό σημαίνει θάνατος, Γεώργιε, δε θυμάσαι; Τόχαμε συμφωνήσει.»
«Νόμιζα πως ήταν εγκαταλειμμένο πλέον, ότι κανείς δεν ερχόταν εδώ. Σχεδιάζεις να μείνεις;»
Η έκφρασή της είναι σκεπτική. «Δεν ξέρω.» Πίνει ακόμα μια γουλιά απ’τη μπίρα της και ακουμπά προσεχτικά το μπουκάλι στο τραπέζι σαν να μη θέλει να κάνει τον παραμικρό θόρυβο.
«Σου βρίσκεται, μήπως, κανένα τσιγάρο;» τη ρωτά ο Σωτήριος.
«Οι φίλοι του Οφιομαχητή είναι και δικοί μου φίλοι.» Η Λουκία τραβά ένα πακέτο απ’το μπούστο της και του το πετά.
Ο Σωτήριος κάνει να το πιάσει στον αέρα αλλά, κουρασμένος γαρ, του πέφτει. Σκύβει και το σηκώνει. «Ευχαριστώ... Υπάρχει και φωτιά;»
Του δίνω τον έναν από τους δύο ενεργειακούς αναπτήρες που βούτηξα από τα μπουντρούμια των πιστών του Λοκράθου. Ο Σωτήριος πατά το κουμπί κι ανάβει ένα τσιγάρο.
«Ποιοι είστε, ρε παλληκάρια;» τους ρωτά η Λουκία, κάνοντάς του νόημα να της πετάξει πίσω το πακέτο.
Ο Σωτήριος τής το ρίχνει κι εκείνη το πιάνει στον αέρα και, μετά, ανάβει τσιγάρο μ’ένα σπίρτο.
«Την εμπιστεύεσαι;» με ρωτά ο Νικόλαος.
Τον λοξοκοιτάζω. Λοξοκοιτάζω και τη Λουκία. «Καθόλου,» λέω, και γελάμε – εγώ και η παλιά πειρατίνα.
«Αυτό,» παρατηρεί ο Σωτήριος, «δεν είναι και πολύ καθησυχαστικό.»
«Μην ανησυχείτε,» τους λέει η Λουκία· «όποιοι κι αν σας κυνηγάνε δεν τους γουστάρω – σίγουρο πράμα.» Φυσά καπνό απ’την άκρη του στόματός της, μειδιώντας λοξά.
Κοιτάζω τον Χαρνιάκη ερωτηματικά. Εκείνος νεύει. Λέω στη Λουκία: «Ο κύριος αποδώ είναι ο Σωτήριος Χαρνιάκης–»
«Χαρνιάκης; Εννοείς ότι...;»
«Ναι, είναι της αρχοντικής οικογένειας της Οδοντόπολης.»
«Ο αδελφός του προηγούμενου Άρχοντα, σωστά;»
«Ναι. Κι ετούτος είναι ο Νικόλαος, ο οποίος είναι...» Τον κοιτάζω κι αυτόν ερωτηματικά.
«Ένας από τους μαχητές του Μεγάλου Αγώνα,» δηλώνει ο ίδιος στη Λουκία.
«Ποιου ‘μεγάλου αγώνα’, ρε μάστορα; Φυσημένος είσαι;» λέει εκείνη.
«Τέκνο του Φαρμακερού Κύκλου,» της εξηγώ.
«Συγνώμη; Αυτός ο τύπος είναι...;»
«Ναι, είναι.»
«Και η Έχιδνα στέκεται στο πλευρό μου!» λέει ο Νικόλαος. «Έστειλε τον Οφιομαχητή για να με σώσει από μια μοίρα χειρότερη από τον θάνατο! Κι εγώ ο ίδιος βοήθησα, μετά, τον Οφιομαχητή όταν εκείνος είχε σκοτώσει το δηλητηριώδες τέρας των μιαρών βατράχων με τα χέρια του!»
Η Λουκία με ρωτά, πολύ σοβαρά: «Είναι τρελός;»
«Στην αρχή, μπορεί να σου φανεί έτσι. Αλλά ξέρει τι του γίνεται, σε διαβεβαιώνω.»
Τον λοξοκοιτάζει. «Δε θα το πίστευα αν δε μου τόλεγες.»
«Και ποια είσαι συ;» τη ρωτά ο Νικόλαος, με την όψη του να έχει αγριέψει. «Και τι σχέση έχεις – είχες – με τον Οφιομαχητή;»
«Πολύ πιο κοντινή απ’ό,τι εσύ, πίστεψέ με,» του λέει, φυσώντας καπνό προς τη μεριά του.
«Ήταν στο τσούρμο μου, παλιά,» τους εξηγώ. «Ήταν καπετάνισσά μου.»
«Τα πράγματα που ζήσαμε κείνο τον καιρό δεν τα ζεις ούτε σε δέκα χρόνια,» προσθέτει η Λουκία. Και με ρωτά: «Θα μου πεις πώς κατέληξες εδώ, και τι ρόλο βαράνε αυτοί οι πούστηδες;»
«Μόλις περιποιηθώ το τραύμα μου και κάνω μερικές ερωτήσεις στη λοχαγό,» της αποκρίνομαι, και σηκώνομαι απ’την καρέκλα.
Σηκώνεται κι εκείνη. «Θα σε βοηθήσω.» Ο Ακατάλυτος νιαουρίζει και πηδά απ’το τραπέζι στο πάτωμα.
«Και μετά,» της λέω, «καλύτερα να φύγουμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Γιατί ίσως να φτάσουν και ώς εδώ. Έχουν έναν μάγο που μπορεί να με εντοπίσει.»
«Ποιοι;» ρωτά, καθώς με ακολουθεί προς το θεραπευτήριο του άντρου.
«Θα σου εξηγήσω. Θα καταλάβεις, ίσως, κι από τις ερωτήσεις που θα κάνω στην Ορτίνη.»
«Τη λοχαγό;»
«Ναι.»
Έχοντας φτάσει στη σπηλιά που χρησιμοποιούσαμε ως θεραπευτήριο, γδύνομαι από τη μέση κι επάνω κι αφήνω τη Λουκία να περιποιηθεί το τραύμα μου. Τα περισσότερα πράγματα είναι εδώ, όπως τα θυμάμαι· δεν τα έχουν πειράξει. Τα ντουλάπια είναι σχεδόν γεμάτα με φάρμακα και βοτάνια. Αναρωτιέμαι αν και τα δηλητήριά μου είναι στη θέση τους, στη μικρή σπηλιά των δηλητηρίων, όπου μόνο εγώ τολμούσα να μπαίνω – οι άλλοι φοβόνταν.
«Από σπαθιά, ε;» λέει η Λουκία.
Μουγκρίζω καταφατικά.
«Γιατί δεν τον σκότωσες προτού σε χτυπήσει;» Σαν να με επιπλήττει, παιχνιδιάρικα.
«Ήταν πολλοί.»
Γελά. «Έπρεπε να το φανταστώ.»
Επιστρέφουμε στη μεγάλη σπηλιά, όπου ο Σωτήριος και ο Νικόλαος έχουν αρχίσει να τρώνε και να πίνουν ό,τι υπάρχει πάνω στο τραπέζι.
«Ε!» τους λέει η Λουκία. «Αυτές είν’ οι προμήθειές μου, ρε λεχρίτες!» αδιαφορώντας, προφανώς, ότι απευθύνεται στον θείο του τωρινού Άρχοντα της Οδοντόπολης.
«Θα σε αποζημιώσουμε το συντομότερο δυνατό,» αποκρίνεται ο Σωτήριος Χαρνιάκης, δαγκώνοντας ξανά το ψητό κοτόπουλο που κρατά στα χέρια του, τρώγοντάς το χωρίς μαχαίρι ή πιρούνι, σαν άγριος. Ακόμα και τα μεγάλα γκρίζα μουστάκια του μοιάζει να τρώνε. Ο Ακατάλυτος τον ατενίζει σχεδόν σοκαρισμένος, με την ουρά του ορθωμένη.
«Δε θάπρεπε, όμως, να σ’ενδιαφέρει κάτι τέτοιο,» προσθέτει ο Νικόλαος, μιλώντας στη Λουκία δίχως να την κοιτάζει. «Είναι όλα για τον Μεγάλο Αγώνα.» Πίνει μια γερή γουλιά από ένα μπουκάλι με κρασί και σκουπίζει τα χείλη του στο μανίκι του.
Η Ορτίνη είναι ακόμα δεμένη και φιμωμένη, καθισμένη σε μια καρέκλα, με όψη άγρια. Τραβάω ένα ξιφίδιο και κόβω το φίμωτρό της. Γλείφει τα χείλη της. «Νερό;» ζητά.
Της κόβω και τα δεσμά των χεριών και της δίνω ένα από τα μπουκάλια που κουβαλάω στον σάκο μου. Πίνει σαν νάχε ξεμείνει στη ράχη γιγαντοχελώνας για μέρες και μέρες.
«Τι θέλεις από μένα;» ρωτά μετά. «Ό,τι κι αν είναι, θα σ’το απαντήσω αν μπορώ· σ’το υπόσχομαι. Αρκεί κι εσύ να υποσχεθείς να μ’αφήσεις να φύγω.»
«Σου είπα, δεν έχω λόγο να σε σκοτώσω, ούτε σε χρειάζομαι μαζί μου.» Πιάνω μια καρέκλα και κάθομαι ανάποδα, με την πλάτη της μπροστά μου, αντικρίζοντας τη λοχαγό. Βγάζω ένα μπουκάλι νερό και πίνω κι εγώ, διψασμένα. Μπορεί να έχω το δηλητήριο της Έχιδνας μέσα μου αλλά το νερό χρειάζεται και σ’εμένα.
«Λοιπόν,» της λέω. «Ξέρω πως συνεργάζεσαι με τα βατράχια, τους ακόλουθους του Λοκράθου. Μην το αρνηθείς.»
«Τους γνωρίζω, δεν το αρνούμαι.»
«Σε κάλεσαν για να περάσουν την πύλη της Οδοντόπολης ενώ με είχαν αιχμάλωτο μες στο όχημά τους.»
Η Ορτίνη νεύει, παρατηρώντας με επιφυλακτικά, και πίνει ακόμα μια γουλιά νερό.
«Γνωρίζεις για τι με ήθελαν;»
«Τι εννοείς;»
«Με πήγαν στα μπουντρούμια κάτω απ’το Οδοντωτό Οχυρό. Με κράτησαν για δυο μέρες, αν δεν κάνω λάθος, σ’ένα στενό κελί, και μετά μ’έβγαλαν και προσπάθησαν να με θυσιάσουν στον θεό τους. Έκαναν ολόκληρη ιεροτελεστία γύρω μου, αλλά τους ξέφυγα και τη διέκοψα.»
Η Ορτίνη δεν μιλά, δεν κινείται· μονάχα με παρατηρεί.
«Γιατί,» τη ρωτάω, «ήθελαν να με θυσιάσουν; Ποιος ο λόγος; Δεν τους έφτανε απλά να με σκοτώσουν;»
«Δεν ξέρω.»
Νιώθω την οργή της Έχιδνας να φουντώνει άγρια μέσα μου, και κάτι στο βλέμμα μου, στο πρόσωπό μου, πρέπει να τρομάζει την Ορτίνη, γιατί προσθέτει αμέσως: «Αλήθεια, δεν ξέρω, δεν έχω ιδέα τι σε ήθελαν, τι–»
Πετάγομαι όρθιος, και το ίδιο κι εκείνη, αφού τώρα την κρατάω απ’τον λαιμό. Τα μάτια της έχουν γουρλώσει, η όψη της είναι πανικόβλητη. Τα γυμνά πόδια της κλοτσάνε τον αέρα.
«Γιατί τα βατράχια ήθελαν να με θυσιάσουν;» Η φωνή μου αντηχεί μες στο εγκαταλειμμένο άντρο. «Γιατί!»
«...δε... δεν ξε... ρω...» κάνει πνιχτά, μιλώντας μετά δυσκολίας.
Το Γαλήνεμα του Άγριου Άνεμου. Οι διδαχές του Γέρου. Παλεύουν με την τρομερή οργή της Έχιδνας. Παλεύουν να τη χαλιναγωγήσουν.
Πετάω την Ορτίνη πάνω στο τραπέζι, σκορπίζοντας αντικείμενα και φαγητά. Ο Σωτήριος κι ο Νικόλαος τινάζονται όρθιοι· ο Ακατάλυτος συρίζει και τρέχει να κρυφτεί στα σκοτάδια της μεγάλης σπηλιάς. Η λοχαγός κουτρουβαλά στην επιφάνεια του τραπεζιού και καταλήγει στο πάτωμα.
«Γεώργιε!» αναφωνεί η Λουκία.
Πιάνω το τραπέζι και το πετάω παραδίπλα, αναποδογυρίζοντάς το, σκορπίζοντας ακόμα περισσότερα πράγματα.
Η Ορτίνη ουρλιάζει καθώς την πλησιάζω, σέρνεται στο πάτωμα για ν’απομακρυνθεί· φωνάζει: «Βοήθεια... Βοήθεια!» κλαίγοντας.
Ο Γέρος του Ανέμου νικά τη μάχη. Στέκομαι και την ατενίζω. «Γιατί τα βατράχια ήθελαν να με θυσιάσουν;» ρωτάω, χαλιναγωγώντας τη φωνή μου. «Ποιος ο λόγος; Με κυνηγάνε σ’ολάκερη την Υπερυδάτια – κυριολεκτικά! Ποιος ο λόγος; Γιατί απλώς να μη με σκοτώσουν; Είχαν την ευκαιρία ξανά και ξανά. Μπορούσαν. Γιατί να με κάνουν θυσία στον Λοκράθο;»
«Σου λέω αλήθεια – δεν ξέρω. Σε παρακαλώ, μη με σκοτώσεις. Δε μπορώ να σου απαντήσω – δεν ξέρω, δεν ξέρω, δεν ξέρωωω...» Το τελευταίο ακούγεται σαν θρήνος καθώς η πλάτη της έχει συναντήσει τοίχο έτσι όπως σερνόταν όπισθεν στο πάτωμα.
Δε νομίζω ότι λέει ψέματα.
Κραυγάζοντας άναρθρα, γυρίζω απ’την άλλη και κλοτσάω το παλιό τραπέζι, σπάζοντάς το σε τέσσερα κομμάτια.
Οι πάντες με κοιτάζουν τρομαγμένοι.
Δεν έπρεπε ποτέ να είχα επιστρέψει στην Οδοντόπολη! σκέφτομαι. Άδικος κόπος, άδικος κίνδυνος.
«Συγνώμη,» λέω στον Νικόλαο, κουνώντας το κεφάλι μου κουρασμένα, αναστενάζοντας.
«Δεν υπάρχει πρόβλημα, Οφιομαχητή. Η Έχιδνα είναι μέσα σου!»
«Δεν εννοώ γι’αυτό,» εξηγώ δείχνοντας το ρημαγμένο τραπέζι. «Εννοώ που σε τράβηξα πίσω στην Οδοντόπολη χωρίς λόγο. Η λοχαγός δεν έχει απαντήσεις να μου δώσει...»
«Δεν ήταν άσκοπο που επιστρέψαμε στην πόλη, Γεώργιε,» τονίζει ο Νικόλαος. «Σ’το έλεγα αλλά δεν ήθελες να με πιστέψεις: Η Μεγάλη Κυρά μάς καθοδηγούσε. Επιστρέψαμε στην πόλη για να σώσουμε τον κύριο Χαρνιάκη, που θα γίνει σύμμαχός μας.» Και τραβά το σπαθί του. «Να τη σκοτώσω αυτή την άθλια γυναίκα;» Κοιτάζει την Ορτίνη.
«Υποσχέθηκες να μ’αφήσεις!» ουρλιάζει εκείνη, απευθυνόμενη σ’εμένα.
Πιάνω τον καρπό του Νικόλαου προτού την πλησιάσει. «Όχι,» του λέω. «Ο Οφιομαχητής κρατά τις υποσχέσεις του.»
«Μα... είναι ένα μιαρό βατράχι.»
«Τι δεν κατάλαβες, γαμώτο;» γρυλίζω.
Ο Νικόλαος θηκαρώνει ξανά το σπαθί του.
Οι Αγενείς δεν έμειναν για πολύ στην Ιλφόνη. Ο Πρωτοκαπετάνιος τους ήθελε να βρουν ένα μέρος για να κάνουν το λημέρι τους, γιατί είχαν τρία πλοία – όλα μηχανοκίνητα, με μάγους – και δεν μπορούσαν να τα περιφέρουν έτσι, από λιμάνι σε λιμάνι. Χρειάζονταν μια σταθερή βάση, και καλά κρυμμένη.
Ο Γεώργιος συζητούσε με τον Κοσμά, τη Λουκία, τον Ζαχαρία, και άλλους, προσπαθώντας να φτάσει σε μια απόφαση. Αλλά αυτή η απόφαση δεν φαινόταν να είναι εύκολη υπόθεση. Και εν τω μεταξύ έπλεαν από τη μια ακτή της Ιχθυδάτιας στην άλλη, μην έχοντας άμεση ανάγκη να κουρσέψουν κανένα πλοίο τώρα· είχαν συγκεντρώσει αρκετά χρήματα. Ήταν όλοι τους ικανοποιημένοι, και τα σκάφη τους επισκευασμένα.
Ο καλοκαιρινός καιρός ήταν καλός και δεν είχαν προβλήματα στην πλεύση. Περιφέρονταν και ξόδευαν τα οχτάρια τους σε καπηλειά, καζίνα, μπαρ, πορνεία, κινηματογράφους, και αγορές. Ο Γεώργιος ήταν προβληματισμένος σχετικά με τους Ηρμάντιους και τον παράξενο σαμάνο στο Φαρμακοτόπι, αλλά όχι και πολύ. Σε τελική ανάλυση, τίποτα δεν τον υποχρέωνε να ξανασχοληθεί μαζί τους, ή να ξανακουρσέψει πλοίο τους. Δεν είχε και τόσο μεγάλη ανάγκη τα επιπλέον χρήματα που έδινε η Φύλακας. Από την άλλη, όμως, τον έτρωγε και μια κάποια περιέργεια για τους Ηρμάντιους.
Ρώτησε τη Λουκία γι’αυτούς, ένα απόγευμα που το περνούσαν μαζί σ’ένα δωμάτιο ενός ξενοδοχείου της Ιρνάφης. Τη ρώτησε αν η γιαγιά της της είχε πει τίποτα περισσότερο για τους άρχοντες της Νοσρίντης εκτός από το ότι κάποτε ήταν ερπετοειδείς στους Ουραίους Δασότοπους.
«Τι να μου έχει πει;» Η Λουκία ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, γυμνή και τυλιγμένη μ’ένα σεντόνι, έχοντας στο ένα χέρι ένα τσιγάρο και στο άλλο ένα κρυστάλλινο ποτήρι με Σεργήλιο οίνο.
Ο Γεώργιος βημάτιζε μες στο μεγάλο δωμάτιο, έχοντας μόλις γεμίσει μια κούπα με Θαλάσσιες Αποχρώσεις από το ψυγείο – ένα ελαφρύ ποτό-αναψυκτικό που πινόταν κυρίως τα καλοκαίρια στην Υπερυδάτια. «Οτιδήποτε,» αποκρίθηκε. «Μύθους, παραμύθια... Οτιδήποτε.» Ήπιε μια γουλιά. «Σου είχε πει αν οι ερπετοειδείς προστατεύουν τους Ηρμάντιους; Ή αν υπάρχει καμιά παράξενη αίρεση της Έχιδνας εκεί; Ή αν έχουν επιρροή τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου;» Ήταν γυμνός κι αυτός εκτός από μια μοβ περισκελίδα, και το κατάμαυρο σώμα του έμοιαζε με ζωντανή σκιά. Τα σημάδια της Έχιδνας στους ώμους του θύμιζαν παράξενες επωμίδες. Τα πράσινα μαλλιά του ήταν μακριά, αλλά τα γένια του τα είχε ξυρίσει πριν από μερικές μέρες. (Η Λουκία δεν μπορούσε ν’αποφασίσει αν τον γούσταρε περισσότερο με γένια ή χωρίς. Η κάθε εμφάνιση είχε τη χάρη της.) Η Ευθαλία περιφερόταν στο πάτωμα του δωματίου, και τώρα είχε κουλουριαστεί στην αριστερή κνήμη του Γεώργιου καθώς εκείνος είχε σταθεί αντικρίζοντας τη γαλανόδερμη, πορφυρομάλλα πειρατίνα στο κρεβάτι.
«Παράξενη αίρεση;» είπε η Λουκία. «Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου;»
«Και κάποιοι ερπετοειδείς που προστατεύουν τους Ηρμάντιους.»
Η Λουκία μόρφασε. «Νομίζω πως, γενικά κι αόριστα, κυκλοφορεί μια φήμη ότι ίσως να σχετίζονται με τα Τέκνα. Όχι πως η γιαγιά μου μου είχε πει τίποτα συγκεκριμένο γι’αυτό... Αλλά γιατί με ρωτάς, Γεώργιε; Τι... τι συνάντησες στο Φαρμακοτόπι; Αυτός είναι ο λόγος που με ρωτάς, έτσι δεν είναι; Κάτι συνάντησες εκεί – κάτι που... σ’έχει προβληματίσει.» Κι αν κάτι ήταν ικανό να προβληματίσει τον Οφιομαχητή, η Λουκία σκεφτόταν ότι μάλλον θα έπρεπε να τρομάζει εκείνη και το υπόλοιπο τσούρμο.
Ο Γεώργιος είπε: «Ναι, κάτι συνάντησα... Κάποιον.»
«Ποιον;»
«Δεν έχει σημασία.»
Η Λουκία τεντώθηκε μπροστά· το σεντόνι γλίστρησε από τα στήθη της, αλλά το αγνόησε. «Ποιον;» επέμεινε.
«Σου είπα,» γρύλισε ο Γεώργιος, νιώθοντας την οργή του να φουντώνει – «δεν έχει σημασία!» Το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου άρχισε να σφυρίζει εντός του σαν φύλακας ειδοποιημένος από ξαφνικό συναγερμό.
«Αφού δε θες να κάνεις κουβέντα, γιατί με ρωτάς, τότε;» αποκρίθηκε η Λουκία, τσαντισμένη μαζί του.
«Γιατί ίσως να μπορείς να με βοηθήσεις – να μας βοηθήσεις όλους,» είπε ο Γεώργιος, πιο ψύχραιμα τώρα.
«Νομίζεις ότι κινδυνεύουμε από τους Ηρμάντιους; Άμεσα;»
«Άμεσα...» μουρμούρισε σαν να μονολογούσε. Ήπιε μια γουλιά Θαλάσσιες Αποχρώσεις. «Όχι, δε νομίζω ότι κινδυνεύουμε άμεσα, αλλά σίγουρα δεν μας συμπαθούν, και ξέρουν για εμάς.»
«Επειδή συνέβη ό,τι συνέβη στο Φαρμακοτόπι;»
Ο Γεώργιος κούνησε το κεφάλι. «Όχι.»
«Όχι;» Γέλασε κοφτά, φύσηξε καπνό απ’τα ρουθούνια της. «Μαλακίες μού λες. Δε σε πιστεύω.»
«Σου απάντησα: όχι. Ήξεραν για εμάς από πριν.»
«Και ποιος τους το είπε; Η Φύλακας της Ιλφόνης;» Εξακολουθούσε να μην τον πιστεύει.
Ο Γεώργιος σκέφτηκε: Ο σαμάνος τους, μάλλον. Εκτός αν έχουν περισσότερους από έναν. «Θυμάσαι κανένα από τα παραμύθια και τους μύθους της γιαγιάς σου, ή όχι;»
Δεν της άρεσε ο τρόπος του ορισμένες φορές. Την ενοχλούσε. Αν δεν ήταν αυτός που ήταν, η Λουκία θα είχε σηκωθεί τώρα και θα είχε φύγει. Το λιγότερο. Αλλά ήταν ο πιο συναρπαστικός και εξωτικός άντρας που είχε γνωρίσει. Τον έβλεπε αντίκρυ της, δυο βήματα πέρα απ’το κρεβάτι, κι αισθανόταν την παρόρμηση ν’απλωθεί ώς εκεί και να τραβήξει κάτω αυτή τη μοβ περισκελίδα που έκρυβε το όργανό του.
«Δε θυμάμαι τίποτ’ άλλο,» του είπε, ταρακουνώντας το Σεργήλιο κρασί μες στο ποτήρι της προτού πιει μια γουλιά. «Μόνο ότι κάποτε ήταν φίδια πριν γίνουν άνθρωποι...» Ανασήκωσε τους ώμους.
Ο Γεώργιος δεν την ξαναρώτησε για τους Ηρμάντιους.
Και στα ταξίδια τους τώρα, μες στο καλοκαίρι, οι Αγενείς απέφευγαν τη Νοσρίντη και τις κοντινές περιοχές της. Προσπαθούσαν, όμως, να μάθουν όσο το δυνατόν περισσότερα για απόμερες ακτές και δυσπρόσιτα μέρη – ώστε να κάνουν το λημέρι τους. Και όλα τα διασταύρωναν με ό,τι είχαν ήδη ακούσει αλλά και ό,τι ήδη ήξεραν από παλιά.
Οι Ωραίες Ακτές ήταν, φυσικά, ένας από τους τόπους που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν. Εκεί σίγουρα θα έβρισκαν μια θέση για το άντρο τους· δεν υπήρχε αμφιβολία. Ήταν γεμάτες σπηλιές και κόλπους και λιμνοθάλασσες, απόκρημνα βράχια και πυκνά δάση. Αλλά ο Γεώργιος δεν ήθελε να κάνουν τη βάση τους δίπλα στους Ουραίους Δασότοπους ύστερα απ’αυτά που είχαν συμβεί με τους Ηρμάντιους. Οι Αγενείς, ωστόσο, πλησίασαν τις Ακτές των Ωραίων, για να κοιτάξουν και να δείξουν στον αρχηγό τους κάποια μέρη που τους είχαν γυαλίσει από παλιότερα. Ο Κοσμάς και η Λουκία, ειδικά, τα παρατηρούσαν πολύ εύκολα αυτά, και τα θυμόνταν.
Καθώς έπλεαν εκεί, κοντά σ’ένα ακρογιάλι, άγριοι πήδησαν επάνω στα πλοία τους από τις ψηλές πέτρες, με σκοπό να τους κουρσέψουν. Ήταν σαν θηρία και χειρίζονταν όπλα που κανείς θ’αποκαλούσε πρωτόγονα. Δεν είχαν ελπίδες να νικήσουν τους Αγενείς, ακόμα κι αν οι Αγενείς δεν είχαν τον Οφιομαχητή μαζί τους. Όμως τους επιτέθηκαν. Ποιος ξέρει τι τους είχε παρακινήσει. Η πείνα, ίσως; Οι πειρατές του Γεώργιου σύντομα τους πέταξαν στη θάλασσα χωρίς να έχουν απώλειες, μονάχα μερικούς τραυματισμούς· γιατί πρόσεχαν καθώς έπλεαν εδώ, γνωρίζοντας για τους κινδύνους: δεν είχαν πιαστεί αφύλαχτοι.
Η Μουλιασμένη Γη ήταν ακόμα ένα πιθανό μέρος για καλές κρυψώνες, όμως κανείς τους δεν το προτιμούσε, επειδή ήταν ελώδες. Επομένως, αποφάσισαν πως θα συζητούσαν για τη Μουλιασμένη Γη μόνο ως τελευταία λύση.
Οι Άνω και οι Κάτω Ακτές του Κεφαλιού μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιηθούν. Είχαν κάποια σημεία όπου γινόταν να κρύψεις πλοία. Αλλά αυτά τα σημεία δεν ήταν και πολύ καλά καλυμμένα. Ο Γεώργιος ήθελε κάτι καλύτερο, και ο Κοσμάς, η Λουκία, κι ο Ζαχαρίας συμφωνούσαν.
Δεν είχαν μπει στο Στόμα του Ιχθύος ακόμα· έκαναν γύρω-γύρω την Ιχθυδάτια, τελευταία, χωρίς να περνάνε το Άνοιγμα. Δεν είχαν επισκεφτεί τη Σκιάπολη, αλλά ο Γεώργιος σκεφτόταν ότι ίσως θα έπρεπε· ο Ιωάννης το Μάτι μπορεί να είχε να τους προτείνει κάτι. Όμως, από την άλλη, αναρωτιόταν αν θα ήταν συνετό να κάνουν το λημέρι τους εκεί όπου θα τους πρότεινε αυτός. Εξάλλου, είχε ήδη προδώσει μία φορά τον Γεώργιο, και το γεγονός ότι είχε υποσχεθεί να μην τον ξαναπροδώσει δεν σήμαινε πως ο Γεώργιος τώρα τον εμπιστευόταν απόλυτα.
Όταν ήταν αραγμένοι στη Μελκάρνια, ο Οφιομαχητής φρόντισε να βρει δύο καινούργια πειρατικά μάτια για τους κουρσάρους του, γιατί η προηγούμενη γυναίκα – αυτή που παλιά ήταν μάτι του Αγένιου, μια πόρνη – είχε εξαφανιστεί κι ακόμα δεν είχε ξαναφανεί. Το ένα από τα καινούργια μάτια είχε, μάλιστα, να προτείνει αμέσως ένα σκάφος για κούρσεμα, το οποίο θα έφερνε εμπορεύματα από την Κυρτόπολη – πράγματα που είχαν έρθει από Σαλντέρια, μέσω ξηράς, τα οποία προέρχονταν από την Κεντρυδάτια. Αλλά οι Αγενείς δεν γύρευαν λεία τώρα, οπότε το αγνόησαν και, ύστερα από μερικές μέρες στη Μελκάρνια, συνέχισαν να πλέουν.
Στα ταξίδια τους, συνάντησαν κι άλλους πειρατές τους οποίους ή γνώριζαν από παλιά, ή ο Γεώργιος ήξερε από τότε που ήταν πειρατικό μάτι στη Σκιάπολη, ή αυτοί οι πειρατές είχαν ακούσει για τους Αγενείς και τον αρχηγό τους, τον Οφιομαχητή, που τα είχαν βάλει με τον Ευγένιο τον Μεγαλοφονιά και τους Θαλασσοφονιάδες του και είχαν νικήσει. Η φήμη του Οφιομαχητή απλωνόταν και στην Ιχθυδάτια, από λιμάνι σε λιμάνι, από πόλη σε πόλη.
Τον ίδιο τον Μεγαλοφονιά δεν τον ξανασυνάντησαν από κοντά, αν και έτυχε να δουν σκάφη του μερικές φορές. Εκείνος, όμως, τους παρακολουθούσε· ήθελε να ξέρει πού πήγαιναν και τι έκαναν. Είχε βάλει τα πειρατικά μάτια του να τους μπανίζουν και να του αναφέρουν: και ο Ευγένιος ο Μεγαλοφονιάς είχε πειρατικά μάτια σε κάθε λιμάνι της Ιχθυδάτιας. Είχε τουλάχιστον τρία πειρατικά μάτια σε κάθε λιμάνι της Ιχθυδάτιας· και σ’ορισμένα μέρη είχε ακόμα και οκτώ. Και όλα τώρα ήταν στραμμένα πάνω στον Οφιομαχητή και το τσούρμο του. Ο Ευγένιος αναρωτιόταν πώς να τον εξολοθρεύσει. Έψαχνε για αδυναμίες του· γιατί δεν μπορούσες να πολεμήσεις ένα τέτοιο τέρας αν δεν έβρισκες τις αδυναμίες του. Ακόμα κι αν τελικά το σκότωνες, η σύγκρουση μαζί του θα σ’άφηνε μισερό. Και δεν ήθελε να το κάνει αυτό στους πειρατές του.
Ένα ενδιαφέρον πράγμα που έμαθε ήταν ότι οι Αγενείς απέφευγαν πλέον να αράξουν στο λιμάνι της Νοσρίντης. Αλλά δεν είχε προηγηθεί κανένα άγριο επεισόδιο εκεί, την τελευταία φορά που είχαν αράξει. Το μόνο που πληροφορήθηκε ο Ευγένιος ήταν πως είχαν αποπλεύσει αρκετά βιαστικά, μες στη νύχτα. Γιατί; Ήταν σαν να είχε συμβεί κάτι, μα κανείς δεν είχε προσέξει τίποτα συγκεκριμένο. Το μόνο που του είπαν ήταν ότι μια βάρκα είχε φύγει από το Δηλητηριασμένο Σαλάχι, όταν βράδιασε, και αργότερα είχε επιστρέψει. Αλλά δεν ήξεραν πού είχε πάει· είχε χαθεί μες στο σκοτάδι.
Για να έχει φύγει, όμως, και να έχει επιστρέψει τόσο γρήγορα, πού μπορεί να είχε πάει; Οι Αγενείς ήταν αραγμένοι στη Βόρεια Περιφέρεια, και η βάρκα κατευθυνόταν νότια... Αποκλείεται να είχε βγει από τον κόλπο της Νοσρίντης. Ή στη Νότια Περιφέρεια είχε πάει, ή στο Φαρμακοτόπι. Ή είχε συναντήσει κάποια άλλη βάρκα ή πλοίο στα μέσα του κόλπου· αλλά κανείς δεν είχε αντιληφτεί κάτι τέτοιο: και ένα πλοίο, ειδικά, θα το έβλεπαν.
Στη Νότια Περιφέρεια ή στο Φαρμακοτόπι... Στο Φαρμακοτόπι, που έλεγαν ότι ήταν γεμάτο δηλητηριώδη φίδια και, σύμφωνα με τις φήμες, ένας διαβολικός ερπετοειδής κατοικούσε στα βάθη του. Ένα μέρος που θα γούσταρε αυτός ο ανώμαλος φιδολάτρης, σκεφτόταν ο Ευγένιος. Ένα μέρος σαν τους Βαλτότοπους των Όφεων, όπου μας έστησε καρτέρι... Αν ο Οφιομαχητής ο ίδιος βρισκόταν μέσα σ’εκείνη τη βάρκα, ο Ευγένιος το θεωρούσε πολύ πιθανό να είχε πάει στο Φαρμακοτόπι, όχι στη Νότια Περιφέρεια.
Όμως τι έγινε εκεί που έκανε τους Αγενείς να φύγουν ολοταχώς από τη Νοσρίντη και να μην ξαναράξουν στο λιμάνι της; Μυστήριο... Και ούτε καμιά φήμη ακουγόταν στ’άλλα λιμάνια. Οι καταραμένοι δεν έλεγαν τίποτα για το περιστατικό αποδώ κι αποκεί. Ή αν είχαν μιλήσει κάπου, αυτό δεν είχε κυκλοφορήσει αρκετά ακόμα.
Ο Μεγαλοφονιάς σκεφτόταν, και αναρωτιόταν αν είχε αρχίσει ν’ανακαλύπτει κάτι χρήσιμο:
Οι Ηρμάντιοι λεγόταν πως είχαν στενές σχέσεις με άγριους φιδανθρώπους, και ο Οφιομαχητής προφανώς τα πήγαινε καλά με κάθε είδους φίδια. Αλλά, μάλλον, όχι με τους Ηρμάντιους, για να μη θέλει να μπει στο λιμάνι τους πλέον. Μήπως είχε δημιουργηθεί κάποια κόντρα αναμεταξύ τους;
Και πώς θα μπορούσα να το εκμεταλλευτώ αυτό; συλλογιζόταν ο Ευγένιος ο Μεγαλοφονιάς, και συζητούσε με τη γυναίκα του, τη Μαρίνα, Καπετάνισσα του Εχθρού της Γαλήνης, και τους άλλους του καπεταναίους. Πώς μπορούσαν να εξολοθρεύσουν τον Οφιομαχητή προτού γίνει κυρίαρχος ανάμεσα στους κουρσάρους της Ιχθυδάτιας;
Ο Γεώργιος, εν τω μεταξύ, δεν ήξερε τίποτα για τα σχέδιά τους. Δεν είχε ακούσει πουθενά ότι ο Μεγαλοφονιάς τον κυνηγούσε έτσι (όσοι το ήξεραν δεν τολμούσαν να το διαδώσουν). Δεν είχε καμιά αμφιβολία, βέβαια, ότι ο αρχηγός των Θαλασσοφονιάδων τον ήθελε νεκρό, όμως δεν νόμιζε κιόλας ότι θα είχε ξεκινήσει τόσο μεγάλη εκστρατεία εναντίον του. Ο Γεώργιος σκεφτόταν ότι ο Ευγένιος τού τη φυλούσε για κάποια μελλοντική τους συνάντηση.
Και τώρα η αρμάδα των Αγενών έπλεε για Σκιάπολη, περνούσε από το Άνοιγμα, και έμπαινε στο Στόμα του Ιχθύος. Ο Οφιομαχητής στεκόταν μαζί με τον Κοσμά στην πρύμνη του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού και συζητούσαν, καπνίζοντας ένα τσιγάρο ο ένας και το τσιμπούκι του ο άλλος. Και ο Δευτεροκαπετάνιος έτυχε να αναφέρει τις δυσπρόσιτες ακτές στα νότια του Στόματος, τις οποίες σκάφος δεν τολμούσε να προσεγγίσει μην το δαγκώσουν τα δόντια του ιχθύος, οι αιχμηρές πέτρες που φύτρωναν εκεί. Η Οδοντόπολη ήταν το μόνο ασφαλές λιμάνι σ’αυτά τα μέρη, αν και οι Αγενείς πάντα προτιμούσαν τη Σκιάπολη, πιο βόρεια.
Ο Γεώργιος συνοφρυώθηκε ξαφνικά. Ναι, είχε κι εκείνος ακούσει για τα δόντια του ιχθύος, φυσικά, τόσο καιρό που ήταν πειρατικό μάτι στη Σκιάπολη· αλλά μέχρι στιγμής δεν είχε περάσει απ’το μυαλό του να... «Κοσμά,» είπε, «νομίζω πως το βρήκες.»
«Ποιο;»
«Το λημέρι μας.»
«Τι;»
«Στα δόντια του ιχθύος θα κρυβόμαστε. Κανείς δεν πρόκειται να μας βρει. Ιδανικό μέρος.»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Κοσμάς, με δυσοίωνη όψη, «ιδανικό μέρος για να ναυαγήσουμε, Καπετάνιε...»
Ο Γεώργιος μειδίασε. «Φοβάσαι;»
«Δεν είναι φόβος· είναι σύνεση, μα την Έχιδνα!»
«Κι άμα βρούμε εκεί καλό τόπο για άντρο;»
«Πώς να τον βρούμε; Δε μπορούμε καν να πλησιάσουμε για να ψάξουμε. Είναι πιο επικίνδυνα απ’ό,τι στις Ωραίες Ακτές – για τελείως διαφορετικούς λόγους.»
«Δε θα πλησιάσουμε από τη θάλασσα, Κοσμά. Θα πάμε απ’την ξηρά.»
«Κουρσάροι είμαστε...» μούγκρισε ο Δευτεροκαπετάνιος.
«Αλλά όχι κουτσοί κουρσάροι,» τόνισε ο Γεώργιος. «Θα πάμε να ρίξουμε μια ματιά. Ίσως ν’αξίζει τον κόπο.»
«Τον χρόνο μας θα χάσουμε.»
«Τι άλλο έχουμε να κάνουμε; Λεφτά υπάρχουν· δεν κυνηγάμε το κούρσεμα τώρα. Και καλοκαίρι είναι· ο καιρός ευνοεί για έρευνες.»
Όταν άραξαν στη Σκιάπολη, το ανέφερε και στη Λουκία και τον Ζαχαρία. Στην πρώτη άρεσε η ιδέα· ο δεύτερος ήταν σκεπτικός. «Ο Κοσμάς έχει δίκιο,» είπε. «Μάλλον χαμένος χρόνος, Αρχηγέ.»
«Τα πάντα ‘χαμένος χρόνος’ είναι, από μια άποψη,» διαφώνησε η Λουκία. «Ο Γεώργιος μιλά σωστά: δε βλάπτει να ρίξουμε μια ματιά.»
«Δε θα ξεκινήσουμε όμως αμέσως,» τόνισε ο Οφιομαχητής. «Θέλω να το οργανώσουμε σωστά, και να μιλήσω και σ’έναν άνθρωπο εδώ, στη Σκιάπολη.»
Ο άνθρωπος που εννοούσε ήταν ο Ιωάννης το Μάτι. Εξακολουθούσε να μην τον εμπιστεύεται, φυσικά· εξακολουθούσε να μη θέλει να του πει ότι έψαχναν τώρα για μέρος να κάνουν το άντρο τους· σκόπευε, όμως, να τον ρωτήσει για τις ακτές στα νότια του Στόματος, για τα δόντια του ιχθύος, να μάθει ό,τι ύποπτο μπορεί να ήξερε ο Ιωάννης. Και η δουλειά του Ιωάννη ήταν ν’ασχολείται με ύποπτα πράγματα.
Ο Γεώργιος τον αναζήτησε και δεν δυσκολεύτηκε πολύ να τον βρει.
«Άκου, μάστορα,» του είπε ο Ιωάννης το Μάτι, καθώς βρίσκονταν στο Σταθερό Ψάρι, μια ταβέρνα στο Κατώσκιο Λιμάνι η οποία ποτέ δεν έκλεινε – νυχθημερόν ανοιχτή – και στην πίσω μεριά είχε ένα από τα χειρότερα πορνεία που μπορούσες να επισκεφτείς στην Πόλη των Σκιών. «Σου έχω υπόψη καλή λεία.»
«Ακούω,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος, μη θέλοντας να δείξει πως τον είχε αναζητήσει για να τον ρωτήσει συγκεκριμένα για τα δόντια του ιχθύος.
Ο Ιωάννης το Μάτι τού μίλησε για ένα πλοίο που αντιμεθαύριο απέπλεε απ’το Ανώσκιο Λιμάνι μεταφέροντας «κορασίδες» – όπως τις αποκάλεσε, εννοώντας νεαρές πόρνες προφανώς – προς Μικρυδάτια, για... ειδικά γούστα. «Και ξέρεις, ε; Αυτές είν’ όλες μεγαλωμένες για τη δουλειά. Τις αγοράζουν και τις πουλάνε από μικρές. Είναι άψογες. Μπορείς να κάνεις γερά πλοκάμια πουλώντας τες στα σωστά πρόσωπα – μιλάμε για χιλιάδες οχτάρια, τώρα, όχι μαλακίες. Και θα σου πω και μερικά άτομα που ’χω υπόψη ότι μπορείς να τις πουλήσεις. Δεν είναι στη Σκιάπολη, αλλά δε σε πειράζει, έτσι;»
«Καθόλου,» αποκρίθηκε ο Οφιομαχητής, καταπολεμώντας την οργή του με τις διδαχές του Γέρου του Ανέμου. Δεν του άρεσαν αυτές οι αγοραπωλησίες ανθρώπων. Τις έβρισκε αποκρουστικές. Στον Οίκο της Ανεμώνης, που σύχναζε όταν ήταν στη Σκιάπολη, οι κοπέλες της Μαντάμ δεν ήταν αυτού του είδους. Δεν τις αγόραζαν και δεν τις πουλούσαν· ήταν επαγγελματίες που ήξεραν τι έκαναν. Ο Γεώργιος δεν θα πήγαινε σε κανένα άλλο στέκι – όπως αυτό στην πίσω μεριά τούτης της ελεεινής ταβέρνας, του Σταθερού Ψαριού, για παράδειγμα.
Ο Ιωάννης το Μάτι τού ανέφερε μερικά άτομα που πιθανώς θ’αγόραζαν τις κορασίδες, και ένα απ’αυτά τα άτομα δεν ήταν καν στην Ιχθυδάτια· ήταν στη Μικρυδάτια. «Αλλά μπορείς να ταξιδέψεις ώς εκεί, έτσι δεν είναι; Εδώ έπλευσες ώς την Κεντρυδάτια για να τα βάλεις με τον ίδιο τον Μεγαλοφονιά, μα την Έχιδνα! Για πάντα θα μου μοιάζει με παραμύθι...»
Ο Γεώργιος ζήτησε να μάθει μήπως είχε ακούσει και τίποτ’ άλλο ο Ιωάννης, κι εκείνος τού ανέφερε δύο πλοία ακόμα, όμως είπε ότι μάλλον δεν ήταν και πολύ καλή λεία – «όχι για σένα που τώρα κουμαντάρεις τρία σκάφη στην αρμάδα σου. Σίγουρα έχεις έξοδα.»
Ο Γεώργιος δεν άφησε την κουβέντα να τελειώσει εκεί· συνέχισε να μιλά με τον Ιωάννη για διάφορα θέματα της Σκιάπολης και για διάφορα άτομα εδώ. Τον ρώτησε και τι γινόταν ο Ιγνάτιος Σολκάθιος (ο έμπορος που κυνηγούσε πειρατικά μάτια – που είχε κυνηγήσει και τον Οφιομαχητή, με κάποια πληροφόρηση από τον Ιωάννη) κι ο Ιωάννης φάνηκε νευρικός. «Περασμένα-ξεχασμένα αυτά, έτσι; Τα μιλήσαμε, δεν τα μιλήσαμε;»
«Μια ερώτηση έκανα απλώς. Είναι ζωντανός ακόμα ο καριόλης;»
«Φυσικά και είν’ ζωντανός. Είναι από τους πιο επικίνδυνους εμπόρους της Σκιάπολης, το κτήνος. Θα τον έλεγα κουρσάρο κι αυτόν άμα δεν ήταν, και καλά, ‘επαγγελματίας’.»
«Θα γίνει καμιά σαλαχοδρομία;» άλλαξε θέμα ο Γεώργιος.
«Τι – πάλι; Ε όχι και τόσο σύντομα, ρ’αφεντικό.»
Ύστερα από λίγο, ενώ έπιναν το δεύτερο ποτό, ο Γεώργιος τον ρώτησε και για τα δόντια του ιχθύος. Συνέβαινε τίποτα ύποπτο από κείνα τα νότια μέρη, τελευταία;
«Γιατί; Έχεις ακούσει κάτι;» έκανε ο Ιωάννης.
«Άσε τι έχω ακούσει εγώ· εσύ πες μου τι ξέρεις.»
«Τίποτα, βασικά,» μόρφασε ο Ιωάννης. «Οι ακτές αυτές είν’ επικίνδυνες· το γνωρίζεις, έτσι;»
«Φυσικά.»
«Κανείς δεν πάει ν’αράξει εκεί.»
«Κι από ξηράς;»
«Τι να πα να κάνεις από ξηράς, όταν κανένα πλοίο δεν μπορεί να ζυγώσει; Ούτε να ψαρέψεις δεν είναι δυνατό, έχ’ ακούσει. Μονάχα κάτι περίεργοι καβουροψαράδες πάνε, αλλά κι αυτοί δεν είν’ πολλοί.»
«Δεν υπάρχει κανένας οικισμός, δηλαδή; Ούτε καν κανένα άντρο;»
«Τι οικισμός να υπάρχει; Να κάνει τι; Μόνο καβούρια να μαζεύουν;»
«Άντρο;»
«Ληστών, εννοείς;»
«Ναι.»
«Μαλακία δεν είναι να κάνεις το άντρο σου σε ακτές όπου δεν μπορείς να ρίξεις βάρκα για να την κοπανήσεις εν ανάγκη;»
«Σίγουρα,» είπε ο Γεώργιος, πίνοντας μια γουλιά από τη μπίρα του, σκεπτικά.
Μια κραυγή αντήχησε από την πίσω μεριά του Σταθερού Ψαριού, από το πορνείο. Ο Οφιομαχητής και το πειρατικό μάτι λοξοκοίταξαν προς τα εκεί και, μη δίνοντας άλλη σημασία, συνέχισαν την κουβέντα τους. Δεν ήταν τίποτα το ασυνήθιστο. Ο άντρας του μπαρ δυνάμωσε τη μουσική που ερχόταν από το ηχοσύστημα: Αφυδατωμένοι Ναύτες – Ξερά Χείλη, Ξερά Πόδια.
Αφού βρισκόταν στη Σκιάπολη ετούτες τις ημέρες, ο Γεώργιος επισκέφτηκε φυσικά και τον Οίκο της Ανεμώνης. Δεν μπορούσε να κρατηθεί μακριά από την Πράσινη Κρίνη· η τύπισσα τον διασκέδαζε όπως ελάχιστες γυναίκες που είχε συναντήσει στην Υπερυδάτια. Δεν τη ρώτησε, όμως, τίποτα για τα δόντια του ιχθύος. Δεν το θεωρούσε πιθανό ότι μπορεί να ήξερε κάτι χρήσιμο – όχι αφού ούτε ο Ιωάννης το Μάτι δεν ήξερε. Εκείνη, ωστόσο, του έκανε πολλές ερωτήσεις για τα ταξίδια του και για τον εαυτό του, και περίμενε ν’ακούσει ιστορίες. «Θα πρέπει ν’αρχίσω να σε χρεώνω, στο τέλος,» την πείραξε ο Γεώργιος. «Δέκα οχτάρια η ιστορία είναι καλά;»
Κατά τα άλλα, έκανε προετοιμασίες με τον Κοσμά, τη Λουκία, τον Ζαχαρία, και μερικούς ακόμα από το τσούρμο του, ανάμεσα στους οποίους ήταν κι οι τρεις μάγοι – η Ερασμία’μορ, ο Ιερεμίας’μορ, και ο Σωτήριος’σαρ – γιατί οι ικανότητές τους μπορεί να φαίνονταν χρήσιμες σε διάφορες περιπτώσεις. Τελικά, εκπόνησαν ένα γενικό σχέδιο και αποφάσισαν να ξεκινήσουν για τις νότιες ακτές του Στόματος του Ιχθύος.
Έφυγαν από τη Σκιάπολη μέσα σε τρία οχήματα. Τα δύο ήταν τετράκυκλα και λίγο μεγαλύτερα από μέτρια στο μέγεθος. Το τρίτο ήταν οκτάτροχο και αρκετά μεγάλο· στο εσωτερικό του, εκτός από άνθρωποι, ήταν και τέσσερα δίκυκλα. Τα τελευταία οι Αγενείς είχαν υπόψη τους να τα χρησιμοποιήσουν σε σημεία όπου μεγαλύτερα οχήματα δεν χωρούσαν να περάσουν. Είχαν αγοράσει όλα τα τροχοφόρα από τη Σκιάπολη, και σκόπευαν να τα ξαναπουλήσουν όταν επέστρεφαν.
Κατευθύνθηκαν νότια, ακολουθώντας τη δημοσιά ανατολικά της λίμνης του Σπάραχνου, και δεν άργησαν να φτάσουν κοντά στις νότιες ακτές του Στόματος. Εκεί βγήκαν από τον κεντρικό, πλακόστρωτο δρόμο και ακολούθησαν μικρότερους χωματόδρομους. Βρέθηκαν πλάι στις ακτές και άρχισαν να τις εξερευνούν, από το σημείο που κύρτωνε ο μεγάλος κόλπος του Στόματος, στα δυτικά, μέχρι το ακρωτήρι στ’ανατολικά, όπου ήταν το Άνοιγμα. Η έρευνα, βέβαια, δεν μπορούσε να γίνει μέσα από τα οχήματα· έβγαιναν από αυτά και βάδιζαν ανάμεσα στους βράχους, ψάχνοντας. Μονάχα τα δίκυκλα έπαιρναν μαζί τους, κατά περίσταση. Τα δύο τετράκυκλα και το οκτάτροχο τ’άφηναν πίσω, πάντα. Και είχαν διαρκώς τον νου τους μήπως κανείς τούς παρακολουθούσε· δεν ήθελαν να τραβήξουν ανεπιθύμητη προσοχή. Ευτυχώς, ετούτες οι περιοχές ήταν σχετικά έρημες, οπότε δεν υπήρχε πρόβλημα. Η Οδοντόπολη ήταν το μοναδικό λιμάνι εδώ, και στο ακρωτήρι υπήρχε ένας παλιός φάρος που θύμιζε οχυρωμένο πύργο. Αλλά ήταν μισογκρεμισμένος πια, μαστιγωμένος για τα καλά από τους ανέμους του Ζέφυρου και τα οργισμένα κύματα της Έχιδνας. Κανείς δεν κατοικούσε εκεί· όχι μόνιμα, τουλάχιστον. Το Σπασμένο Δόντι – όπως οι περισσότεροι αποκαλούσαν αυτόν τον πύργο – φιλοξενούσε τον καθένα. Πολλοί έμεναν στο εσωτερικό του προτού αναχωρήσουν. Ήταν ένα πανδοχείο «ελεύθερης χρήσης», αστειεύονταν οι ναυτικοί. Η λάμπα του φάρου είχε ν’ανάψει αιώνες, έλεγαν· και υπήρχαν διάφορες ιστορίες για το Σπασμένο Δόντι.
Δεν ήταν, φυσικά, ένα μέρος που οι Αγενείς διανοούνταν να κάνουν λημέρι τους· και το απέφυγαν τελείως, γιατί μπάνισαν, από απόσταση, ότι δεν τύχαινε τώρα να είναι εγκαταλειμμένο. Κάποιοι είχαν αναμμένες φωτιές εκεί.
Η έρευνα των ακτών δεν τελείωσε γρήγορα. Έψαχναν, πρώτα, να βρουν κάποιο κατάλληλο μέρος από ξηράς, κι όταν έβρισκαν κάτι που τους φαινόταν ότι ίσως να ήταν καλό, φορούσαν τις τρεις οργανικές στολές υποβρύχιας αναπνοής που είχαν αγοράσει γι’αυτή τη δουλειά και βουτούσαν. Ο Γεώργιος, η Λουκία, και ο Ελευθέριος το Ψάρι (ο πιο καπάτσος κολυμβητής των Αγενών) έπεφταν στη θάλασσα και κοίταζαν πώς ήταν το μέρος κάτω απ’το νερό: αν μπορούσε, δηλαδή, να πλησιάσει σκάφος χωρίς να γίνει κομμάτια. Η Ιχθυδάτια, όπως κι οι άλλες δύο ηπειρόνησοι της Υπερυδάτιας, ήταν πλωτή αλλά οι ακτές της δεν τελείωναν κοφτά συνήθως, και εκεί, στο πλάι, μπορούσες να συναντήσεις πολύ επικίνδυνους βράχους, καθώς και πολύ επικίνδυνα πλάσματα. Οι βράχοι τώρα ήταν που απασχολούσαν τον Οφιομαχητή και τους πειρατές του. Ήθελαν να βρουν ένα μέρος που, ακολουθώντας μια συγκεκριμένη πορεία στο νερό, δεν θα χτυπούσες στις πέτρες αλλά θα έμπαινες ασφαλής σε μια σπηλιά κατάλληλη για καταφύγιο.
Δύο συμπλέγματα σπηλαίων κατάφεραν να εντοπίσουν τα οποία τους έμοιαζαν ικανοποιητικά, αλλά κανένα δεν βόλευε για να το πλησιάσει καράβι από τη θάλασσα· ούτε καν πλοιάριο. Τα βράχια ήταν σε τέτοιες θέσεις που φάνταζε αδύνατον να τα αποφύγει κανείς, ακόμα και με καλοκαιρία. Θα έσκιζαν το πλεούμενο όπως το μαχαίρι σκίζει την κοιλιά του λογχόψαρου.
Στη δεύτερη περίπτωση, μάλιστα, την τρίτη φορά που βουτούσαν, κινδύνεψαν κιόλας. Ένα μεγάλο χταπόδι τούς επιτέθηκε, κυνηγώντας τους ανάμεσα στις πέτρες. Το χτύπησαν με καμάκια, αλλά δεν φαινόταν να καταλαβαίνει τίποτα, και τα μάτια του ασκούσαν μια παράξενη επίδραση στο νερό – το μετακινούσαν. Το χταπόδι ήταν υδατοτρόπο: ένα είδος που ονομαζόταν θαλασσότροπος, και το συναντούσες συνήθως στα πλάγια των ηπειρονήσων αλλά και κάτω από αυτές.
Ο Γεώργιος προσπάθησε, με τις δικές του υδατοτρόπες δυνάμεις, να αντιμετωπίσει το μαλάκιο· μάταια όμως: ήταν πολύ ισχυρό. Έτσι, ο Οφιομαχητής προτίμησε να το αποφύγει, παρασέρνοντας μαζί του τη Λουκία και τον Ελευθέριο, οδηγώντας τους ανάμεσα από τις πέτρες, ενώ οι οργανικές στολές τούς έκαναν να μην ανησυχούν για τον αέρα· φορώντας τες, ανέπνεαν κανονικά, σαν ψάρια. Ο θαλασσότροπος τούς καταδίωξε, και τρεις φορές τα πλοκάμια του τυλίχτηκαν στα σώματά τους, προσπαθώντας να τους κρατήσουν με τις δυνατές τους βεντούζες· αλλά και τις τρεις φορές ο Οφιομαχητής τα αποτίναξε από τους συντρόφους του. Και θα είχε μείνει, ίσως, για να πολεμήσει το μεγάλο χταπόδι, να το παλέψει, αν δεν φοβόταν πως αυτά τα επικίνδυνα πλοκάμια μπορεί εν τω μεταξύ να έπνιγαν τη Λουκία και τον Ελευθέριο. Στο μυαλό του ήταν, σταθερά, οι διδαχές του Γέρου του Ανέμου, και το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου μουρμούριζε διαρκώς.
Με τον θαλασσότροπο στο κατόπι τους, πήγαιναν ολοένα και πιο βαθιά μες στο νερό, γιατί δεν μπορούσαν να αναδυθούν χωρίς να μπλεχτούν στα μακριά πλοκάμια του χταποδιού. Τελικά έφτασαν στην κάτω μεριά της ηπειρονήσου, και τα πάντα έγιναν πολύ πιο σκοτεινά. Χρειάζονταν οπωσδήποτε τους φακούς τους για να βλέπουν. Από πάνω τους υπήρχε ολόκληρη υποθαλάσσια γεωγραφία: πέτρες, φυτά, και πλάσματα ανάμεσά τους – μαλάκια, οστρακοειδή, ψάρια.
Νόμιζαν ότι τώρα είχαν ξεφύγει απ’τον θαλασσότροπο καθώς πήγαιναν από το ένα καλυμμένο σημείο στο άλλο, μένοντας κοντά σ’αυτή την ανάποδη γεωγραφία. Αλλά δεν επιχείρησαν να αναδυθούν ακόμα, από φόβο μην το χταπόδι τούς την είχε στημένη. Εξάλλου, δεν βιάζονταν· μπορούσαν να αναπνέουν για πολλές ώρες με τις οργανικές στολές. Μέχρι που το σώμα τους να κουραζόταν. Ο Γεώργιος νόμιζε ότι ο ίδιος ίσως μπορούσε να φορά την οργανική στολή για μέρες ολόκληρες· αλλά δεν θα ήθελε και να το δοκιμάσει.
Καθώς προχωρούσαν γαντζωμένοι στην ανάποδη γεωγραφία της ηπειρονήσου, η Λουκία άρπαξε ξαφνικά το χέρι του Γεώργιου και του έδειξε εκεί όπου φώτιζε με τον φακό της. Ένα άνοιγμα. Το πλησίασαν και διαπίστωσαν πως σίγουρα οδηγούσε προς τα πάνω· δεν ήταν κανένα κοίλωμα: ήταν μια σήραγγα. Την ακολούθησαν, κολυμπώντας, με τον Οφιομαχητή μπροστά, τη Λουκία μετά, και τελευταίο τον Ελευθέριο το Ψάρι.
Όταν έβγαλαν τα κεφάλια τους στην επιφάνεια, οι φακοί τους φώτισαν ένα μεγάλο σπήλαιο. Τόσο μεγάλο που μπορούσε, άνετα, να χωρέσει πλοία. Πλοία, όχι πλοίο. Και μετά από μια στιγμή διαπίστωσαν κάτι ακόμα: Δεν χρειάζονταν πραγματικά τους φακούς τους για να βλέπουν εδώ.
«Ήλιος!» είπε ο Γεώργιος, κλείνοντας τον δικό του φακό πρώτος. «Μπαίνει φως από κάπου!»
Η Λουκία κι ο Ελευθέριος έσβησαν τα τεχνητά φώτα τους, και, παρατηρώντας, είδαν από πού ερχόταν η ηλιακή ακτινοβολία. Από το βάθος. Κολύμπησαν προς τα εκεί κι έφτασαν σ’ακόμα μια σπηλιά, εξίσου μεγάλη, η οποία είχε άνοιγμα προς τη θάλασσα.
«Μα την Έχιδνα...» έκανε ο Ελευθέριος το Ψάρι. «Πώς δεν τόχαμε δει ώς τώρα αυτό το μέρος, Αρχηγέ;»
«Προφανώς επειδή δεν έχει άνοιγμα από την ξηρά,» είπε η Λουκία. Τα μέρη που τους ενδιέφεραν έπρεπε να έχουν άνοιγμα και στην ξηρά και στη θάλασσα, για λόγους ασφαλείας· όλοι είχαν συμφωνήσει.
Αλλά η Λουκία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, έκανε λάθος. Αυτό το σύμπλεγμα σπηλαίων είχε άνοιγμα στην ξηρά· απλώς οι Αγενείς δεν το είχαν ανακαλύψει ακόμα. Με λίγη έρευνα, τώρα, ο Οφιομαχητής και οι δύο σύντροφοί του το βρήκαν από το εσωτερικό, και βγήκαν σε μια περιοχή που ήταν στο κύρτωμα του Στόματος του Ιχθύος, στη δυτική άκρη των νότιων ακτών. Μια περιοχή που είχαν πολλές φορές ερευνήσει, όμως ποτέ δεν είχαν εντοπίσει αυτό το άνοιγμα, γιατί βρισκόταν σε μέρος τόσο καλυμμένο, τόσο κρυφό, που ήταν σχεδόν αδύνατον να το δεις αν δεν έψαχνες εδώ, συνεχόμενα, για κανένα μήνα, ή αν δεν ήξερες ακριβώς πού να κοιτάξεις.
Όταν ερεύνησαν και την υποθαλάσσια περιοχή μπροστά από το σύμπλεγμα, συμπέραναν ότι υπήρχε δρόμος για να περάσει σκάφος – αν ο πιλότος του, βέβαια, ακολουθούσε προσεχτικά μία και μόνο πορεία. Αν όμως το έκανε όντως αυτό, τότε μπορούσε να φέρει μες στη μεγάλη σπηλιά ακόμα και κανονικό πλοίο.
Ο Γεώργιος νόμιζε ότι είχαν, επιτέλους, βρει το λημέρι τους· και η Λουκία συμφωνούσε μαζί του. Ο Κοσμάς κι ο Ζαχαρίας ήταν σκεπτικοί στην αρχή, αλλά μετά συμφώνησαν κι αυτοί. Το μέρος έμοιαζε, πραγματικά, ιδανικό. Όμως θα έπρεπε να προσέχουν πώς θα το προσέγγιζαν από τη θάλασσα αν δεν ήθελαν να χάσουν κανένα σκάφος.
Το πρώτο πλοίο που μπήκε σ’αυτές τις σπηλιές ήταν το Δηλητηριασμένο Σαλάχι, με τον Μούρη να το οδηγεί σύμφωνα με την πορεία που είχαν αποφασίσει ο Γεώργιος και η Λουκία. Τα δόντια του ιχθύος ούτε που το γρατσούνισαν.
Τώρα, το μόνο που έμενε ήταν να εξοπλίσουν το άντρο τους. Και γι’αυτό χρειάζονταν χρήματα· κι ένα, δυο κουρσέματα δεν θα πήγαιναν χαμένα.
Η Ορτίνη σηκώνεται όρθια, πιάνοντας τον τοίχο. «...Μπορώ να φύγω τώρα;» ρωτά με ασταθή φωνή. «Από... από εκεί που μπήκαμε;» Κοιτάζει τριγύρω, τις εξόδους της μεγάλης σπηλιάς (που, στην πραγματικότητα, δεν είναι ούτε κατά διάνοια η μεγαλύτερη σπηλιά του παλιού άντρου των Αγενών· κάποιες άλλες σπηλιές εδώ χωράνε καράβια ολόκληρα).
«Όχι ακόμα,» της λέω.
Με ατενίζει με μάτια διασταλμένα. «Τι...»
«Δε μπορείς να φύγεις ακόμα.» Δε μπορώ να το διακινδυνέψω· ίσως ο Δαμιανός και οι σύμμαχοί του να είναι κοντά, και ίσως να τους φανεί χρήσιμη κάποια πληροφορία που η λοχαγός θα τους δώσει. «Αλλά σύντομα θα σ’αφήσω να φύγεις.»
Στρέφομαι στους άλλους. «Πρέπει να εγκαταλείψουμε το άντρο.»
«Μόλις ήρθαμε, Γεώργιε,» μου λέει ο Σωτήριος Χαρνιάκης. «Ίσως εσύ να μπορείς να συνεχίσεις να τρέχεις, αλλά εμείς– εγώ, τουλάχιστον, δεν μπορώ.» Ρίχνει ένα βλέμμα στον Νικόλαο, ο οποίος μένει σιωπηλός, και είμαι βέβαιος πως θα με ακολουθούσε ακόμα και εξουθενωμένος.
«Έχεις δίκιο,» παραδέχομαι. «Έχεις δίκιο... Πρέπει να μείνουμε εδώ μερικές ώρες.» Κι ας ελπίσουμε ότι ώς τότε δεν θα μας έχουν βρει, προσθέτω νοερά· και φωναχτά: «Θα έφευγα μόνος μου, αν πίστευα ότι μπορούσαν ν’ανιχνεύσουν με μαγεία μόνο εμένα· αλλά μπορούν ν’ανιχνεύσουν κι εσάς τους δυο. Γνωρίζουν καλά τις όψεις σας.»
«Αυτό είναι αλήθεια,» λέει ο Χαρνιάκης, συλλογισμένα.
«Τέλος πάντων. Για την ώρα, καθίστε. Ξεκουραστείτε. Υπάρχουν και κρεβάτια εδώ, για να ξαπλώσετε. Και συγνώμη γι’αυτό»· δείχνω το κατεστραμμένο τραπέζι και τα σκορπισμένα φαγητά και ποτά. Προς τη Λουκία: «Θα σε αποζημιώσω με καινούργιες προμήθειες.»
Χαμογελά. «Μ’έχεις ήδη αποζημιώσει, Αρχηγέ. Επέστρεψες. Αυτό είναι αρκετό.»
«Μην το λες· η επιστροφή μου μπορεί να σε βάλει σε μπελάδες πολύ σύντομα.»
«Ούτως ή άλλως, με κυνηγάνε· δε σ’το είπα;» Ανάβει τσιγάρο. «Θα μου πεις ποιος κυνηγά εσένα – τι ακριβώς συμβαίνει; Δεν κατάλαβα απ’τις ρωτήσεις που έκανες σ’αυτήν.» Δείχνει, με το τσιγάρο, τη λοχαγό.
Πλησιάζω την Ορτίνη και της δένω τα χέρια ξανά, παρότι διαμαρτύρεται. «Θα σου πω,» αποκρίνομαι στη Λουκία.
Ύστερα βρίσκουμε φαγητό για τον Νικόλαο και τον Σωτήριο από ό,τι έχει απομείνει μες στο άντρο, αν και δεν είναι τίποτα της προκοπής. Παστά πράγματα, μόνο. (Όπως το υποψιαζόμουν, το μεγάλο ψυγείο έχει καταναλώσει όλη του την ενέργεια, και η Λουκία δεν το ξανάβαλε σε λειτουργία όταν ήρθε.) Νερό, όμως, υπάρχει μπόλικο, κλειστό μέσα σε καλά γυάλινα δοχεία· δεν έχει χαλάσει. Δίνω και στην Ορτίνη να φάει και να πιεί λίγο· μπορεί να είναι αιχμάλωτή μου μα δεν υπάρχει λόγος να ψοφήσει της πείνας, ακόμα κι αν συνεργάζεται με μιάσματα του Λοκράθου.
Μιάσματα του Λοκράθου;... Μα την Έχιδνα, έχω αρχίσει να σκέφτομαι σαν αυτό το παλαβό Τέκνο, τον Νικόλαο!
Και νιώθω μέσα μου μια τρομερή οργή για τους ακόλουθους του Λοκράθου, και για όλους όσους σχετίζονται μαζί τους. Δικαιολογημένη οργή, ίσως· όμως, όπως πολύ καλά γνωρίζω, τέτοια οργή μπορεί να σε οδηγήσει στην καταστροφή σου. Επικαλούμαι τις διδαχές εκείνου του γέρου που συνάντησα στα Ρινέα Όρη της Κεντρυδάτιας· επικαλούμαι την Πάροδο του Πράου Ανέμου, για να με γαληνέψει.
Ενώ μιλάω στη Λουκία για την κατάσταση στην Οδοντόπολη – για την αιχμαλωσία μου (χωρίς να εξηγήσω πώς έφτασα να είμαι αιχμάλωτος), για την τελετή των βατράχων, για την απελευθέρωση του Νικόλαου, και για όλα όσα ακολούθησαν – οι άλλοι τρώνε, και τελειώνουν προτού τελειώσω εγώ τη διήγησή μου. Τους οδηγώ στους κοιτώνες του άντρου για να κοιμηθούν, αν μπορέσουν. Για να ξαπλώσουν απλώς, αν δεν μπορέσουν. Την Ορτίνη την κλειδώνω στο «μπαλαούρο» – έναν μικρό χώρο του λημεριού μας ο οποίος καμιά σχέση δεν έχει με μπαλαούρο καραβιού, αλλά τον λέγαμε έτσι γιατί χώναμε εκεί όποιον έκανε μαλακίες, ως τιμωρία. Είναι ένα στενό μέρος όπου πρέπει, υποχρεωτικά, να είσαι σκυφτός για να βρίσκεσαι μέσα, και φως δεν μπαίνει από πουθενά. Είναι, ομολογουμένως, χειρότερο από εκείνο το κελί όπου με είχαν τα κωλοβατράχια προτού επιχειρήσουν να με θυσιάσουν.
Συνεχίζω να μιλάω στη Λουκία για τις τελευταίες περιπέτειές μου, ενώ καθόμαστε στη μεγάλη σπηλιά, σ’ένα τραπέζι που δεν είναι ρημαγμένο, και πίνουμε μπίρα. (Δεν έσπασαν όλα τα μπουκάλια, ευτυχώς.) Ο Ακατάλυτος μια είναι στην αγκαλιά της Λουκίας, μια περιφέρεται γύρω μας. Εμένα με παρατηρεί πάντα με επιφύλαξη, και δεν με πλησιάζει πολύ, σαν να αναρωτιέται τι είδους πλάσμα είμαι.
Η Λουκία με ρωτά: «Και πώς έφτασες να είσαι αιχμάλωτος αυτού του Δαμιανού; Πώς σε μάγκωσε, μα την Έχιδνα; Δε νόμιζα ότι είναι δυνατόν να μαγκώσεις τον Οφιομαχητή.»
«Σοβαρά; Είσαι τόσο φαντασμένη;»
Μειδιά. «Μη με συκοφαντείς, γαμιόλη.»
Πίνω ακόμα μια γουλιά απ’το μπουκάλι με τη μπίρα.
Η Λουκία έρχεται και κάθεται στα γόνατά μου, ακουμπώντας το ένα της χέρι στους ώμους μου. «Πώς σε στρίμωξε, λοιπόν;» επιμένει.
Ο Ακατάλυτος μάς κοιτάζει σαν να βλέπει κάτι το αξιοπερίεργο, με τον κρίκο στ’αφτί του να γυαλίζει στο φως της λάμπας λαδιού.
Αρχίζω να εξιστορώ στη Λουκία τα γεγονότα που με οδήγησαν εδώ. Ξεκινώντας από την επίσκεψή μου στη Σιρκόβη της Μικρυδάτιας και στους Στενότοπους, όπου είχα πάει για να βρω το αντίδοτο για τον Αρσένιο. Η ώρα περνά, κι αισθάνομαι το σώμα μου να ανακτά κάποιες από τις χαμένες δυνάμεις του. Τρώω και λίγο, συγχρόνως. Καπνίζω και δυο τσιγάρα που παίρνω από τη Λουκία.
«Και τώρα;» με ρωτά τελικά. «Τι θα κάνεις τώρα, Γεώργιε;»
«Κατά πρώτον, πρέπει να φύγουμε όλοι από εδώ χωρίς να μας πιάσει πάλι αυτός ο καριόλης, ο Δαμιανός.»
«Ναι, εντάξει. Εννοώ, μετά από αυτό.»
Μορφάζω, συλλογισμένος. «Πρέπει οπωσδήποτε να μάθω τι γίνονται η Διονυσία και ο Αρσένιος. Και ύστερα... πρέπει να ψάξω για τους Τρομερούς Καπνούς– Δε μου λες, εσύ τι ξέρεις γι’αυτούς; Τους έχεις ξανακούσει;»
«Και μόνο. Τίποτα περισσότερο. Λένε πως έχουν κουρσέψει ακόμα και τους Ελκάνιους της Σκιάπολης – και μόλις εμφανίστηκαν ως πειρατές! Κανείς δεν τους ήξερε παλιά.»
«Ναι,» νεύω. «Τόχω μάθει. Ο Ιωάννης το Μάτι μού το σφύριξε, όταν ήμουν πρόσφατα στη Σκιάπολη. Οι Καπνοί κούρσεψαν τα Μυρωμένα Σίδερα της τέταρτης κόρης του Παππού.»
«Είναι πολύ παράξενοι, Γεώργιε, και φημολογείται πως ίσως νάναι εξωδιαστασιακοί. Πρέπει νάφεραν αυτό τον γίγαντα του καπνού από άλλη διάσταση· τέτοια πράγματα δεν υπάρχουν στην Υπερυδάτια.»
«Δεν είναι εξωδιαστασιακοί. Δε νομίζω. Για Υπερυδάτιοι μού φάνηκαν, όταν συγκρούστηκα μαζί τους.»
«Εκείνη η μαυρόδερμη γυναίκα που αναζητάς, όμως;»
«Εκείνη, ναι, πρέπει να ήταν εξωδιαστασιακή· αλλά ήταν εξαίρεση. Οι άλλοι για Υπερυδάτιοι έμοιαζαν,» επιμένω.
Η Λουκία ρωτά: «Είσαι σίγουρος πως δεν σε αναγνώρισε επειδή έχει δει φωτογραφία του Οφιομαχητή κάπου; Ή επειδή έχει ακούσει για τον Οφιομαχητή;»
«Δεν κυκλοφορούν πολλές φωτογραφίες μου, Λουκία–»
«Ναι, αυτό είν’ αλήθεια.»
«Και, όχι, δεν νομίζω ότι με αναγνώρισε ως Οφιομαχητή. Με αναγνώρισε ως... ως κάποιον άλλο. Αλλά – γαμώτο!» – τιθασεύω την οργή μου – «δεν κατάφερα να μιλήσω περισσότερο μαζί της.
»Δεν έχεις ακούσει πού ίσως να κάνουν το λημέρι τους οι Καπνοί;» τη ρωτάω.
Κουνά το κεφάλι της αρνητικά, ακόμα καθισμένη στα γόνατά μου, αφήνοντας το τελειωμένο μπουκάλι της στο τραπέζι.
«Δεν έχεις ακούσει καν σε ποια λιμάνια συχνάζουν;»
«Όχι. Ούτε είμαι σίγουρη ότι είναι κουρσάροι της Ιχθυδάτιας, Γεώργιε.»
«Νομίζεις ότι ίσως νάρχονται από άλλη ηπειρόνησο;» Υπάρχουν πειρατές σ’όλες τις ηπειρονήσους, φυσικά, αλλά στην Ιχθυδάτια είναι οι περισσότεροι.
«Δεν αποκλείεται. Για τον αρχηγό τους, πάντως, δεν ξέρω τίποτα· δεν τον έχω ξανακούσει. Τον λένε Γρηγόριο Καθαρό – και το ‘Καθαρός’ σίγουρα είναι παρατσούκλι.»
«Εγώ ούτε αυτό δεν ήξερα μέχρι στιγμής.»
«Χαρά μου να σε βοηθάω, Αρχηγέ. Όταν τον μπάνισες, πώς ήταν φατσικά ο τύπος;»
«Δεν τον είδα καλά· ήταν νύχτα και γινόταν χάος επάνω στην κουβέρτα. Αλλά, αν δε λαθεύω, είναι λευκόδερμος και μαυρομάλλης. Λευκόδερμος, δηλαδή, σαν τον Χαρνιάκη, όχι σαν κάτι εξωδιαστασιακούς που έχουν κατάλευκο δέρμα.»
«Δε μπορεί νάναι από άλλη διάσταση, οπότε...»
«Μην το λες· δεν είναι και τόσο απίθανο. Υπάρχουν λευκόδερμοι άνθρωποι σε πολλές διαστάσεις. Εκτός από κάποιες σαν τη Μοργκιάνη, όπου είναι σπάνιοι και δεν θεωρούνται γηγενείς.» Στη Μοργκιάνη οι περισσότεροι είναι κατάμαυροι, σαν εμένα. Το ξέρω καλά αυτό. Όπως ξέρω πράγματα και για άλλες διαστάσεις. Γνώσεις από το μυστηριώδες παρελθόν μου. Αλλά για το αν κατάγομαι από τη Μοργκιάνη δεν έχω καμιά ιδέα απολύτως.
«Για άνθρωπος, πάντως, που δεν θυμάται τίποτα από το παρελθόν του ξέρεις πολλά για όλο το Γνωστό Σύμπαν.» Στην αρχή, όταν πλέαμε σαν κουρσάροι στην Ιχθυδάτια μαζί με τους Αγενείς, δεν της είχα πει τίποτα για εμένα, όπως και στους υπόλοιπους του τσούρμου μου, ακόμα και τους πιο κοντινούς – τον Κοσμά, τον Ζαχαρία, την Ερασμία’μορ – αλλά αργότερα είχα μιλήσει στη Λουκία. Γιατί με ρωτούσε. Και επέμενε. Ήθελε να μάθει ποιος είμαι. Δεν πρέπει να είχε πιστέψει ποτέ τα παραμύθια που πίστευαν κάποιοι άλλοι, ότι ήμουν γιος, ή δαίμονας, της Έχιδνας, και τέτοια.
«Ναι,» αποκρίνομαι. «Ξέρω πολλά – εκτός από εκείνα που θα ήθελα.» Και την ωθώ να σηκωθεί από πάνω μου. «Πάω να ρίξω μια ματιά απέξω, να δω αν είναι εδώ αυτοί που μας κυνηγάνε.»
«Δε θα είχαν πλησιάσει αν ήταν κοντά;» με ρωτά καθώς πατά στα πόδια της.
Ορθώνομαι. «Όχι απαραίτητα.»
«Επιφυλακτικοί με τον Οφιομαχητή, ε;»
«Υπάρχει και πιο καλός λόγος. Το ξόρκι που χρησιμοποιούν οι μάγοι για να εντοπίζουν κόσμο δεν τους λέει ακριβώς πού είναι ο άλλος, ούτε πώς να φτάσουν εκεί.»
«Τι εννοείς;»
«Καταλαβαίνουν προς τα πού είσαι, αλλά μόνο στο περίπου. Βλέπουν μια κουκίδα επάνω σε μια κατοπτρική επιφάνεια και έτσι προσανατολίζονται, κάπως – μη ρωτάς πώς· δεν ξέρω. Δηλαδή, μπορεί να βλέπουν ότι είσαι, για παράδειγμα, στα δεξιά τους· αλλά αν αποκεί είναι ένας τοίχος χωρίς ανοίγματα δεν μπορούν να σε πλησιάσουν.»
Η Λουκία αρχίζει να καταλαβαίνει. «Αν λοιπόν είναι έξω από το άντρο δεν θα μπορούν να μπουν μέσα, εκτός αν καταφέρουν να βρουν την είσοδό του – πράγμα όχι κι απλό.»
«Ακριβώς.»
«Κι αν προσπαθήσουν να έρθουν από τη θάλασσα...»
«...θα βυθιστούν από τα δόντια του ιχθύος. Αποκλείεται να ξέρουν την πορεία που ακολουθούσαμε εμείς για να μπαίνουμε στη σπηλιά.
»Πάω να ρίξω, λοιπόν, μια ματιά. Περίμενε εδώ.»
«Όχι· θάρθω μαζί σου.»
Δε φέρνω αντίρρηση. Η Λουκία με ακολουθεί, και ο Ακατάλυτος ακολουθεί τη Λουκία. Πηγαίνω στην κεντρική γωνία και από εκεί στην είσοδο του συμπλέγματος. Ανεβαίνω και φτάνω στο κρυφό άνοιγμα ανάμεσα στους δύο λοξούς βράχους, που αν δεν ξέρεις ότι είναι εκεί οι πιθανότητες να το προσέξεις είναι ελάχιστες.
Κοιτάζω έξω, με προσοχή, το γεμάτο πέτρες τοπίο της ακρογιαλιάς, και αμέσως διακρίνω τους μαχητές του Άρχοντα της Οδοντόπολης κάτω από το φως των δίδυμων ήλιων. Μας αναζητούν, ψάχνουν ανάμεσα στα βράχια, ενώ στον ουρανό πετά ένα ελικόπτερο. Δεν μπορεί νάναι τυχαίο που βρίσκονται εδώ και κάνουν τέτοια έρευνα. Ο καταραμένος μάγος του Δαμιανού πρέπει να μ’έχει εντοπίσει ξανά. Πρέπει να πετούσαν μ’αυτό το ελικόπτερο γύρω-γύρω και να μ’έψαχνε με τη μαγεία του, ώσπου με βρήκε.
Αλλά δεν μπορούν να καταλάβουν πού ακριβώς είμαι, λόγω του τοπίου· και πιθανώς να υποπτεύονται ότι κρύβομαι σε κάποια σπηλιά.
«Εδώ είναι,» λέω στη Λουκία καθώς στρέφομαι πίσω. «Πάμε κάτω πάλι. Κάτω.»
Δίχως καθυστέρηση κατεβαίνουμε στην κεντρική γωνία – τη μεγάλη σήραγγα που διακλαδίζεται αποδώ κι αποκεί, οδηγώντας σε διάφορα μέρη του άντρου.
«Τους είδες;» με ρωτά η Λουκία. «Πόσοι είναι;»
«Πολλοί. Ο τόπος έχει γεμίσει μαχητές της Οδοντόπολης.»
«Εγώ άκουσα ένα ελικόπτερο.»
«Ναι, είναι κι ένα ελικόπτερο στον ουρανό. Εκεί μάλλον βρίσκεται ο μάγος τους, και ο Δαμιανός. Πρέπει να φύγουμε, Λουκία· δεν μπορούμε να καθυστερήσουμε άλλο εδώ. Είναι πολύ επικίνδυνα.»
«Μα... από πού να φύγουμε; Δεν υπάρχουν πλεούμενα πια στο λημέρι· τα τελευταία τα–»
«Δε χρειαζόμαστε πλεούμενα. Θα βγούμε από τη βαθιά τρύπα.» «Βαθιά τρύπα» ονομάζαμε εκείνο το άνοιγμα που οδηγεί κάτω από την ηπειρόνησο. «Θα σας οδηγήσω εγώ. Δύο-δύο. Δεν μπορώ να πάρω μαζί μου περισσότερους από τρεις κάθε φορά.»
«Συμπεριλαμβάνεις και την Ορτίνη;»
«Δεν την αφήνω ακόμα. Πιο πριν, ενώ σου μιλούσα, σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να της κάνω κι άλλες ερωτήσεις που ίσως να με υποβοηθήσουν να πάρω την απάντηση που θέλω. Τέλος πάντων· πήγαινε να τους ξυπνήσεις τώρα. Και βγάλε τη λοχαγό απ’το μπαλαούρο.»
«Εσύ τι θα κάνεις;»
«Θα εξοπλιστώ με μερικά πράγματα απ’τη σπηλιά των δηλητηρίων.»
Η Λουκία νεύει και κατευθύνεται προς τους κοιτώνες, με τον Ακατάλυτο στο κατόπι της, σαν σκιά.
Πηγαίνω στη σπηλιά των δηλητηρίων και βρίσκω τα πάντα όπως τα θυμάμαι. Κανείς δεν τα έχει πειράξει. Οι κουρσάροι μου ανέκαθεν το φοβόνταν τούτο το μέρος. Ανοίγοντας ντουλάπια και μπαούλα συγκεντρώνω όσα περισσότερα δηλητήρια μπορώ. Παίρνω και μια κάπα που έχω καταχωνιασμένη εδώ, μέσα σ’ένα σεντούκι – μια κάπα παρόμοια με την προηγούμενη, γεμάτη τσέπες στο εσωτερικό. Την είχα εφεδρική. Όπως κι αυτό το βελονοβόλο που βγάζω τώρα από ένα συρτάρι. Έχει περάσει καιρός από τότε που κάποιος έχει να το αγγίξει, μα ο χρόνος δεν μοιάζει να του έχει κάνει κακό. Γεμίζω μερικές βελόνες με δηλητήρια και το οπλίζω. Το κρύβω μες στην κάπα μου μαζί με τα φαρμάκια.
Συναντώ τους υπόλοιπους στη μεγάλη σπηλιά.
«Αυτό το μέρος έχει άνοιγμα που βγάζει κάτω από την ηπειρόνησο;» με ρωτά ο Χαρνιάκης.
«Ναι,» του λέω. Και προς τη Λουκία: «Υποθέτω πως δεν υπάρχουν πια οι οργανικές στολές υποβρύχιας αναπνοής, έτσι;»
Κουνά αρνητικά το πορφυρομάλλικο κεφάλι της. «Τις πήραμε, από παλιά.»
«Κι εσύ δεν κράτησες καμία;»
«Μεγάλη ιστορία, Αρχηγέ.»
«Ούτε καμιά συμβατική στολή κατάδυσης έχει απομείνει; Φιάλες αέρα και μάσκες;»
«Λογικά, πρέπει να έχουν μείνει κάποιες.»
«Καλό αυτό–»
«Οι φιάλες αέρα δεν κρατάνε παραπάνω από μια ώρα,» μας λέει ο Σωτήριος Χαρνιάκης. «Και την προηγούμενη φορά που βούτηξα μαζί σου λίγο έλειψε να κάνω επίσκεψη στον Αβυσσαίο, Οφιομαχητή.»
«Ούτε τώρα θα σε δει, όμως,» τον διαβεβαιώνω. «Δε θα πάμε και τόσο μακριά. Απλώς να βγούμε από το άντρο θέλω χωρίς να μας εντοπίσουν–»
«Και το ελικόπτερό τους; Αν είναι μάγος εκεί μέσα και μας ανιχνεύει, δεν θα μπορέσουμε εύκολα να τους ξεφύγουμε. Ο μόνος τρόπος θα ήταν να κινηθούμε, κάπως, κάτω από την ηπειρόνησο, και γρήγορα. Αν είχατε εδώ ένα μικρό υποβρύχιο θα βοηθούσε. Αλλά τέτοιο δεν υπάρχει, σωστά;»
«Σωστά. Όμως σκέψου ότι ο μάγος τους δεν μπορεί να δουλεύει συνέχεια· θα κουραστεί.»
«Μας κυνηγάνε από το βράδυ, και τώρα είναι πρωί της επόμενης ημέρας – πλησιάζει μεσημέρι – και ο μάγος ακόμα μας εντοπίζει...»
«Ακριβώς. Αυτό σημαίνει ότι, σίγουρα, είναι πολύ κουρασμένος πια. Αν εξακολουθήσει τα ξόρκια του, θ’αρχίσει να κάνει λάθη – δεν μπορεί.»
«Εκτός αν έχουν παραπάνω από έναν μάγους,» λέει ο Σωτήριος με σκοτεινή, δυσοίωνη όψη.
«Ο μόνος που μ’έχει δει καλά είναι εκείνος που συνεργάζεται με τον Δαμιανό. Δε νομίζω να ήταν μάγος κανένας από τους υπόλοιπους που με είδαν στα μπουντρούμια των πιστών του Λοκράθου· και ούτε νομίζω ότι με τράβηξαν φωτογραφία όσο ήμουν για λίγο αναίσθητος. Τις υπόλοιπες ώρες είμαι σίγουρος ότι δεν με τράβηξαν φωτογραφία – δεν κοιμάμαι ποτέ. Επομένως, κατά πάσα πιθανότητα, ένας και μόνο μάγος μπορεί να με ανιχνεύσει.»
«Εσένα ναι. Και τον Νικόλαο επίσης, ίσως. Αλλά εμένα όχι. Εμένα με ξέρουν πολλοί στην Οδοντόπολη, και μπορούν εύκολα να βρουν φωτογραφίες μου.»
Γαμώτο. Έχει δίκιο. Αυτό είναι, όντως, ένα βασικό πρόβλημα.
«Ίσως θα έπρεπε να παραδοθώ,» λέει ο Σωτήριος, βλέποντας πως είμαι σιωπηλός, τώρα, και συλλογισμένος.
«Όχι, δεν–»
«Αν συνεχίσω να βρίσκομαι μαζί σας, θα σας βάζω σε κίνδυνο. Χωρίς εμένα, όμως, θα φύγετε πιο εύκολα.»
«Θα σας σκοτώσουν, κύριε Χαρνιάκη!» πετάγεται ο Νικόλαος. «Η Έχιδνα δεν σας έσωσε για να χάσετε τη ζωή σας. Σας έσωσε επειδή υπάρχει λόγος.»
Ο Σωτήριος τον αγνοεί, λέγοντάς μου: «Θα πάρω και την Ορτίνη μαζί μου» – της ρίχνει ένα βλέμμα, εκεί όπου είναι καθισμένη, παραδίπλα – «η οποία σίγουρα θάχει καταλάβει, ώς τώρα, ότι δεν είμαι σύμμαχός σας, ότι κατά λάθος με πήρατε από το Δεσμωτήριο. Έτσι δεν είναι, Λοχαγέ;» τη ρωτά.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία,» απαντά εκείνη. «Άκουσα τι έλεγες, από τότε που φύγαμε απ’την Οδοντόπολη. Δεν τους περίμενες να έρθουν να σε σώσουν.»
«Ούτε είμαι σύμμαχος των Τέκνων του Φαρμακερού Κύκλου!» τονίζει ο Σωτήριος. «Το έχεις καταλάβει αυτό, επιτέλους, έτσι;»
«Ναι,» αποκρίνεται η Ορτίνη, νεύοντας.
«Δε μπορούμε να την αφήσουμε να φύγει,» λέει η Λουκία. «Μόλις συναντήσει τους ανθρώπους του Άρχοντα της Οδοντόπολης, θα τους σφυρίξει ότι βουτήξαμε κάτω απ’την ηπειρόνησο, και θα ξέρουν πώς να μας κυνηγήσουν.»
«Αν όμως συνεχίσουμε να έχουμε τον Σωτήριο μαζί μας, Λουκία, θα μας εντοπίζουν με μαγεία,» της λέω.
«Ας φύγει μόνο εκείνος, τότε.»
«Θα τον φυλακίσουν, αν είναι μόνος – αν κάποιος δεν μπορεί να επιβεβαιώσει ότι δεν είναι σύμμαχός μας, και ότι δεν είναι συνεργάτης των Τέκνων του Φαρμακερού Κύκλου.»
«Θα το επιβεβαιώσω εγώ,» λέει η Ορτίνη, που αναμφίβολα θέλει απεγνωσμένα να απομακρυνθεί από εμάς. «Αφήστε με να βγω μαζί του, και θα το επιβεβαιώσω εγώ. Ήταν λάθος που τον είχαμε φέρει στο Δεσμωτήριο.» Και προς τον Χαρνιάκη: «Παρεξηγήσεις γίνονται, κύριε Χαρνιάκη.»
Ο Σωτήριος μού λέει: «Είναι η πιο καλή λύση, Οφιομαχητή. Σας είμαι βάρος.»
«Μην το ρισκάρετε!» πετάγεται ξανά ο Νικόλαος. «Δεν είναι άξιοι εμπιστοσύνης αυτοί, κύριε Χαρνιάκη! Κανένας τους δεν είναι άξιος εμπιστοσύνης! Και ούτε τούτη η διεφθαρμένη βαθρακίνα»· δείχνει την Ορτίνη. «Θα σας σκοτώσουν, ή θα σας φυλακίσουν πάλι. Ενώ μαζί μας μπορείτε να ξεκινήσετε επανάσταση στην πόλη, μπορείτε να–»
«Δε μ’ενδιαφέρει να ξεκινήσω επανάσταση, γαμώτο!» γρυλίζει ο Σωτήριος. «Πόσες φορές πρέπει να το πω;» Και μου λέει: «Πρέπει να βγω, Γεώργιε– Ή, μάλλον, καλύτερα όχι. Θα μείνω εδώ, μαζί με την Ορτίνη, ενώ εσείς θα βουτήξετε κάτω από την ηπειρόνησο. Θα περιμένω λίγο, για να σας δώσω χρόνο, και μετά θα βγω, αν δεν έχουν ήδη καταφέρει να μπουν σε τούτες τις σπηλιές.»
«Καλή ιδέα,» συμφωνώ. Και προς τη Λουκία και τον Νικόλαο: «Αυτό θα κάνουμε.»
«Είναι λάθος, Οφιομαχητή!» επιμένει εκείνος. «Η Έχιδνα δεν μας οδήγησε τυχαία στον Χαρνιάκη.»
«Ούτε τώρα αυτό που συμβαίνει είναι τυχαίο,» του λέω. «Ο κύριος Χαρνιάκης μάς βοηθά να ξεφύγουμε, όπως κι εμείς τον βοηθήσαμε να καθαρίσει το όνομά του. Ήταν όλα μέρος του σχεδίου της Μεγάλης Κυράς, δεν το βλέπεις;»
Τα λόγια μου φαίνεται να τον βάζουν σε σκέψεις – ακριβώς όπως ήθελα.
«Πάμε,» λέω· «δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο.»
Και, στρεφόμενος στον Σωτήριο Χαρνιάκη, του δίνω το χέρι μου. «Είτε ξανασυναντηθούμε στο μέλλον είτε όχι, σου εύχομαι καλή τύχη και την εύνοια των θεών.»
Ο Χαρνιάκης μού σφίγγει το χέρι. «Κι εγώ σ’εσένα, Οφιομαχητή.» Και προσθέτει, μειδιώντας: «Ίσως να ήταν, όντως, σχέδιο των θεών που ήρθες για να κάνεις αυτή τη φασαρία και να καταλάβει η λοχαγός ότι δεν είμαι σύμμαχος των Τέκνων.»
«Ίσως,» αποκρίνομαι. «Να προσέχεις, όμως. Ο Λουκιανός, έτσι όπως τον ακούω, δεν μου αρέσει.»
«Ούτε εμένα. Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.»
Μαζεύουμε ό,τι εφόδια και προμήθειες μπορούμε να κουβαλήσουμε, και εγώ, η Λουκία, κι ο Νικόλαος πηγαίνουμε στο «δεύτερο λιμάνι», όπως λέμε τη δεύτερη πελώρια, πλημμυρισμένη σπηλιά του άντρου. Βγάζουμε τα ρούχα μας, τα χώνουμε μέσα σε αδιάβροχους σάκους, και φοράμε στολές κατάδυσης και μάσκες. Στην πλάτη βάζουμε ο καθένας από μια φιάλη αέρα. Τον Ακατάλυτο θα τον πάρουμε κι αυτόν μαζί μας· η Λουκία δεν θέλει να τον εγκαταλείψει. Αλλά δεν έχουμε τίποτα να του φορέσουμε για να αναπνέει κάτω από την ηπειρόνησο. Οι μάσκες δεν είναι φτιαγμένες για γατοκεφαλές.
«Μπορεί να πνιγεί,» την προειδοποιώ.
«Δε θα βγούμε γρήγορα στην επιφάνεια; Η βαθιά τρύπα δεν είναι και τόσο μακριά από την ακτή. Και έτσι όπως είσαι υδατοτρόπος, έτσι όπως κινείσαι κάτω απ’το νερό....»
«Και πάλι, Λουκία, γάτα είναι. Δεν είναι η φυσική της κατάσταση να κάνει κατάδυση.»
«Δεν τον αφήνω εδώ,» επιμένει εκείνη, έχοντας ήδη τον Ακατάλυτο στην αγκαλιά της.
«Εντάξει,» λέω. «Κράτα τον καλά, κι εγώ θα κρατάω εσένα. Εσύ,» στρέφομαι στον Νικόλαο, «να έχεις πάντα τα χέρια σου γαντζωμένα επάνω μου.»
Νεύει. «Με οδηγείς, Οφιομαχητή. Είσαι ο κύριός μου.»
Δεν τις σχολιάζω αυτές τις μαλακίες· δεν έχουμε χρόνο. «Έτοιμοι;» λέω.
«Έτοιμη.» Η Λουκία.
«Έτοιμος.» Ο Νικόλαος.
Βουτάω στην πλημμυρισμένη σπηλιά, κι οι δυο τους (μαζί με τον γάτο) βουτάνε μαζί μου. Το ένα μου χέρι αρπάζει τη Λουκία· τα χέρια του Νικόλαου πιάνονται επάνω μου, όπως του ζήτησα. Βυθιζόμαστε ενώ χρησιμοποιώ τις υδατοτρόπες δυνάμεις μου και, συγχρόνως, φωτίζω με τον φακό μου, ψάχνοντας για την τρύπα στον πυθμένα του σπηλαίου. Τη βρίσκω και κατευθύνομαι προς τα εκεί. Όπως και τότε που είχαμε πρωτοανακαλύψει το άντρο, οδηγώ τους συντρόφους μου μέσα της· τους οδηγώ αγκαλιάζοντάς τους με το νερό το οποίο αισθάνομαι σαν προέκταση του εαυτού μου.
Βγαίνουμε στην αποκάτω μεριά της Ιχθυδάτιας και κινούμαστε προς τα βόρεια, όσο πιο γρήγορα μπορώ να μας ωθήσω – για χάρη του Ακατάλυτου, κυρίως. Η ανάποδη γεωγραφία είναι από πάνω μας· γύρω μας κολυμπάνε ψάρια και άλλα πλάσματα: ευτυχώς, όχι τίποτα το μεγάλο και επικίνδυνο, ούτε το μικρό και επικίνδυνο. Τα περισσότερα απ’αυτά τα ψάρια που μένουν μόνο κάτω από τις ηπειρονήσους τα λένε, συλλογικά, κρυπτόψαρα στην Υπερυδάτια, επειδή είναι πάντα κρυμμένα από το φως των ήλιων.
Όταν βγαίνουμε από την κάλυψη της γήινης μάζας της Ιχθυδάτιας, αμέσως το καταλαβαίνουμε από τη διαφορά στον φωτισμό. Και τώρα καθοδηγώ τους συντρόφους μου προς την επιφάνεια. Φτάνουμε στον αφρό και ακούω τον Ακατάλυτο να βήχει και να κλαψουρίζει ενώ η Λουκία τον κρατά σφιχτά στην αγκαλιά της. Ζωντανός, λοιπόν, ο φίλος μας με το σκουλαρίκι. Κι ευτυχώς εκεί κοντά δεν είναι κανείς άλλος για να τον ακούσει εκτός από εμάς. Βλέπω κάποια πλοιάρια και βάρκες να περιφέρονται στη θάλασσα, αναμφίβολα αναζητώντας μας, όμως όλα είναι αρκετά μακριά. Παραπάνω από μισό χιλιόμετρο απόσταση. Αν είμαστε προσεχτικοί δεν θα μας δουν.
Έχοντας βγάλει τη μάσκα μου, λέω: «Μείνετε πλάι μου, όπως και πριν.» Και συνεχίζω να τους παρασέρνω μαζί μου, υδατοτροπικά, αλλά τώρα χωρίς να βυθιστούμε, έχοντας τα κεφάλια μας στον αφρό, ίσα-ίσα. Για χάρη του γάτου, ξανά. Δεν υπάρχει κανένας άλλος λόγος. Κι αν ήταν ανάγκη θα μας βύθιζα, και γάμα τον γάτο· όμως δεν είναι ανάγκη. Δε φαίνεται κανείς να μας καταδιώκει. Ούτε από θάλασσα ούτε από αέρα.
Κατευθυνόμαστε βόρεια, βλέποντας στ’αριστερά μας τις ακτές του Στόματος του Ιχθύος.
Ελπίζω ο Χαρνιάκης να μη συναντήσει προβλήματα. Ελπίζω να πάνε όλα σύμφωνα με το σχέδιό του. Του χρωστάμε. Αν και είμαι σίγουρος πως, κατά βάθος, δεν ήθελε νάρθει μαζί μας· ήθελε να επιστρέψει στην πόλη του, να καθαρίσει το όνομά του. Και τώρα, μάλλον, θα το καταφέρει αυτό, εκτός αν η Σιλοάρνη τού βάλει τρικλοποδιά.
Μέσα σ’εκείνο το καλοκαίρι, οι Αγενείς κούρσεψαν τρία πλοία: το ένα πήγαινε από Μικρυδάτια προς Κεντρυδάτια περνώντας καθοδόν και από την Ιχθυδάτια, μεταφέροντας κυρίως ενέργεια (φιάλες και μπαταρίες)· το άλλο ήταν καράβι ενός εμπόρου από την Κυρτόπολη το οποίο μετέφερε ξυλεία από τους Ουραίους Δασότοπους και υφαντά· το τρίτο ήταν ένα σκάφος από τη Νοσρίντη, ένα πλοίο των ίδιων των Ηρμάντιων, γεμάτο εμπορεύματα. Ο Γεώργιος ήθελε να τους δείξει ότι δεν φοβόταν ούτε αυτούς ούτε τον σαμάνο τους στο Φαρμακοτόπι. Δεν κούρσεψε απλώς το καράβι· το έκλεψε. Τον καπετάνιο του και το πλήρωμά του τους άφησε στις Βόρειες Ακτές, μες στη Μουλιασμένη Γη, να βρουν μόνοι τον δρόμο τους πίσω στη Νοσρίντη, και το πλοίο το πήρε μαζί του – ένα ακόμα για την αρμάδα του, η οποία τώρα θα περιλάμβανε τέσσερα σκάφη. Προς το παρόν, βέβαια, το ρυμουλκούσαν γιατί δεν είχαν και τέταρτο μάγο να ρυθμίζει την ενεργειακή ροή στις μηχανές του. Θα έβρισκαν όμως, τους είπε ο Γεώργιος.
«Νομίζεις ότι ήταν συνετό αυτό, Καπετάνιε;» ρώτησε ο Κοσμάς, συλλογισμένος. «Θέλω να πω, εντάξει, τρία σκάφη τα φέρνουμε βόλτα· αλλά και τέταρτο; Μα την ουρά της Έχιδνας, τα έξοδα θάναι πολλά.»
«Δεν έχουμε πρόβλημα· τα οχτάρια μαζεύονται,» αποκρίθηκε ο Οφιομαχητής.
Και πήγαν το καινούργιο πλοίο στο καινούργιο τους λημέρι, στις νότιες ακτές του Στόματος του Ιχθύος, όπου του άλλαξαν την εμφάνιση και το όνομα. Το είπαν Δόντι της Θάλασσας. Και, ενώ οι άλλοι έμειναν εκεί, στο άντρο, ο Γεώργιος, ο Κοσμάς, και το πλήρωμα του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού έπλευσαν για Ιλφόνη, διασχίζοντας το Άνοιγμα ξανά και στρίβοντας νότια, περνώντας από τις Κάτω Ακτές του Κεφαλιού και τις Νότιες Ακτές προτού φτάσουν στον προορισμό τους. Εκεί ο Οφιομαχητής συνάντησε ξανά τη Φύλακα της Ιλφόνης και της έδειξε φωτογραφίες από το κούρσεμα. Η Ευαγγελία Αρσιλκάδια φάνηκε ευχαριστημένη.
Τον είχε υποδεχτεί ξανά σ’εκείνη τη μικρότερη αίθουσα στο ισόγειο του Οχυρού του Ποταμού και του είχε προσφέρει μια κούπα παγωμένες Θαλάσσιες Αποχρώσεις ενώ είχε γεμίσει και μία για τον εαυτό της.
«Χαίρομαι,» είπε, «που τα... κόλπα των Ηρμάντιων δεν σε αποθάρρυναν.»
«Νομίζατε ότι τρομάζω τόσο εύκολα, Αρχόντισσά μου;»
«Η αλήθεια ήταν πως φοβόμουν ότι θα το ξανασκεφτόσουν αν θα κουρσέψεις κι άλλα πλοία από τη Νοσρίντη – και, μάλιστα, των ίδιων των Ηρμάντιων.»
«Το ξανασκέφτηκα,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος, «και αποφάσισα να κουρσέψω.»
Η Ευαγγελία χαμογέλασε, αναλογιζόμενη ότι είχε κάνει τελικά πολύ καλά που είχε πάρει τον Οφιομαχητή με το μέρος της. Αν συνέχιζε έτσι, θα της έδινε τη νίκη στον πόλεμό της με τους Ηρμάντιους. Θα τους ανάγκαζε να μαζευτούν και να πάψουν να χτυπάνε την πόλη της, οι ξεπαρμένοι βάρβαροι.
Έβγαλε δύο παχιά ρολά οχτάρια από την τσάντα της και τα έδωσε στον Γεώργιο. «Για τον κόπο σου, Καπετάνιε. Κι ελπίζω και σε περισσότερες τέτοιες επιτυχίες.»
Ο Οφιομαχητής έκρυψε τα χρήματα μέσα σε μια από τις εσωτερικές τσέπες της κάπας του. «Μιλήσατε με την Αρχιέρεια, υποθέτω...»
«Φυσικά,» αποκρίθηκε η Φύλακας, πίνοντας μια γουλιά από την κούπα της. «Μου είπε ότι σου ζήτησε να είσαι προσεχτικός – πολύ προσεχτικός – με τους Ηρμάντιους. Γι’αυτό κιόλας φοβόμουν ότι ίσως να σκεφτόσουν να τα παρατήσεις... Εγώ, βέβαια, της είπα ότι γινόταν παράλογη. Ύστερα από τόσα που ακούγονται για τον Οφιομαχητή – φήμες από την Κεντρυδάτια αλλά κι από την ίδια την Ιχθυδάτια πλέον – δεν μπορεί νάναι και πολύ εύκολο να τον ξεπαστρέψει κάποιος – ακόμα κι ένας ερπετοειδής σαμάνος από τους Ουραίους Δασότοπους.»
«Την επόμενη φορά που θα συναντήσω αυτόν τον σαμάνο θα είναι η τελευταία του ώρα,» είπε ο Γεώργιος. «Αλλά, Αρχόντισσά μου, μου είχατε δώσει μια υπόσχεση που ακόμα δεν έχετε εκπληρώσει...»
Η Ευαγγελία ύψωσε ένα της φρύδι. Μιλά σοβαρά, αναρωτήθηκε, ή παζαρεύει για περισσότερα χρήματα ή προνόμια στην Ιλφόνη; «Έκανα τέτοιο πράγμα;»
«Μου είχατε υποσχεθεί ότι θα μου λέγατε για την Αρχιέρεια,» εξήγησε ο Οφιομαχητής. «Για το παρελθόν της.»
«Α, ναι, αυτό...» Η Ευαγγελία έπλεξε τα δάχτυλά της γύρω από την κούπα της.
«Είναι κάποιο μυστικό που δεν θα έπρεπε να γνωρίζω;»
«Σίγουρα δεν είναι κάτι που συζητάω με τον καθένα,» αποκρίθηκε η Ευαγγελία Αρσιλκάδια· «αλλά ο Οφιομαχητής δεν είναι ο καθένας.»
«Μου είχατε πει ότι η περίπτωση της Αθανασίας δεν διαφέρει και πολύ από τη δική μου,» της θύμισε ο Γεώργιος· «ότι βρέθηκε κι αυτή στη θάλασσα...» Γι’αυτό κιόλας τον ενδιέφερε τόσο να μάθει για τη νεαρή Αρχιέρεια. Σκεφτόταν ότι ίσως να τον βοηθούσε – κάπως – να ανακαλύψει το χαμένο παρελθόν του. Τα πάντα τα ερευνούσε σε τούτη τη διάσταση· τι άλλο είχε να κάνει;
«Ναι, είναι αλήθεια,» αποκρίθηκε η Φύλακας της Ιλφόνης. «Στη θάλασσα βρέθηκε... Κι αφού θέλεις ν’ακούσεις την ιστορία της, θα την ακούσεις. Είσαι τυχερός· σήμερα» – ήπιε ακόμα μια μικρή γουλιά Θαλάσσιες Αποχρώσεις – «έχω χρόνο για σκότωμα.» Το ένα από τα δύο Περικάρπια της Φύλαξης στραφτάλισε πάνω στο γυμνό χέρι της καθώς μετακινούσε την κούπα.
«Την Αθανασία τη βρήκε ο Ωκεανομάντης μου, τον καιρό που μια θανάσιμη ασθένεια είχε πλήξει τον προηγούμενο Αρχιερέα της Έχιδνας στην Ιχθυδάτια. Ήταν η αρρώστια που λέγεται ‘Αγκαλιά του Άτλαντα’ – αναμφίβολα, θα τη γνωρίζεις.»
Ο Γεώργιος είχε ακούσει γι’αυτήν. Δεν ήταν τοπική της Υπερυδάτιας· σε άλλες διαστάσεις είχε άλλα ονόματα. Γενικά, στη Συμπαντική Γλώσσα, την ονόμαζαν «καρκίνο». Γνώσεις από το αινιγματικό παρελθόν του, φυσικά.
Έγνεψε καταφατικά προς τη Φύλακα της Ιλφόνης.
Κι εκείνη συνέχισε: «Ο Ωκεανομάντης μου είπε ότι κάποια παρουσία – μια πολύ... έντονη παρουσία – χρειαζόταν βοήθεια νότια της Ιλφόνης. ‘Κάποιος που πνίγεται στη θάλασσα;’ τον ρώτησα, ξέροντας ότι δεν θα με απασχολούσε με ανοησίες. Αλλά μου απάντησε: ‘Όχι, δεν πνίγεται. Είναι κάπου απομονωμένος, ξεκομμένος.’ Επάνω σε κανένα πλοίο, υπέθεσα, κουρσεμένο πιθανώς – ο μοναδικός επιζώντας. Για να έχει τραβήξει, όμως, την προσοχή του Ωκεανομάντη μου – για να λέει εκείνος ότι αισθανόταν την παρουσία του πολύ ‘έντονη’ – σκέφτηκα ότι μάλλον θα άξιζε τον κόπο να τον αναζητήσω και να τον βοηθήσω. Ήταν καλοκαίρι τότε, όπως και τώρα, και πήγα η ίδια, επάνω στον Υπέρμαχο των Ακτών, να βρω αυτόν τον άνθρωπο που είχε ανάγκη από βοήθεια. Δε χρειάστηκε να πλεύσουμε για πολύ. Όταν ήμασταν γύρω στα εκατό μίλια νότια της Ιλφόνης, οι παρατηρητές μου ανέφεραν ότι έβλεπαν μια μικρή γιγαντοχελώνα με δυο φιγούρες επάνω. Η μία ήταν σίγουρα γυναίκα, μια κοπέλα· η άλλη φορούσε κάπα και κουκούλα, και η όψη της δεν φαινόταν. Πρόσταξα τον τιμονιέρη να μας οδηγήσει προς τα εκεί, και σύντομα φτάσαμε, όντως, κοντά σε μια γιγαντοχελώνα που ήταν από τις μικρότερες, νομίζω, που μπορείς να συναντήσεις. Σαν πλοιάριο στο μέγεθος. Κι επάνω της δεν φύτρωναν παρά ελάχιστα χελωνόφυτα. Ανάμεσά τους ήταν γονατισμένη η Αθανασία, φορώντας ρούχα απλά, ταξιδιωτικά. Μαζί της βρισκόταν αυτή η ερπετοειδής που βρίσκεται ακόμα μαζί της, την οποία έχεις δει κι εσύ· η Αθανασία την αποκαλεί ‘Αρωγό’ της.»
«Από τότε ήταν κοντά της;»
«Ναι. Τις ανεβάσαμε και τις δύο στον Υπέρμαχο των Ακτών, φυσικά, και η γιγαντοχελώνα αμέσως έφυγε, κατευθυνόμενη προς τους ανοιχτούς ωκεανούς. Ρώτησα την κοπέλα ποιο ήταν το όνομά της, και μου αποκρίθηκε πως δεν θυμόταν. Μου εξήγησε ότι δεν θυμόταν τίποτα από το παρελθόν της.»
Ο Οφιομαχητής συνοφρυώθηκε. «Τίποτα;»
«Τίποτα,» επανέλαβε η Φύλακας της Ιλφόνης, κοιτάζοντας τον παρατηρητικά. Γνώριζε ότι ούτε εκείνος θυμόταν τίποτα από το παρελθόν του· η Αθανασία τής το είχε πει.
«Και η ερπετοειδής;»
«Προσπάθησα να της μιλήσω αλλά αμέσως κατάλαβα ότι ήταν μουγκή, ή ίσως δεν ήθελε να μιλά, για κάποιο λόγο. Η κοπέλα μού εξήγησε ότι μόνο σ’εκείνη μιλούσε. ‘Ζήτα της, λοιπόν, να σου μιλήσει,’ της είπα· αλλά η κοπέλα αποκρίθηκε ότι δεν της μιλούσε με λέξεις. Της μιλούσε μόνο... εδώ – κι έδειξε το κεφάλι της. Της μιλούσε με σκέψεις.
»Τη ρώτησα, οπότε: ‘Και τι λένε οι σκέψεις της για το παρελθόν σου;’
»‘Τίποτα,’ μου απάντησε η κοπέλα· ‘δεν μου μιλά για το παρελθόν μου.’
»‘Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που θυμάσαι;’ της ζήτησα να μου πει, και αποκρίθηκε ότι το πρώτο πράγμα που θυμόταν ήταν να ξυπνά πάνω σ’αυτή τη γιγαντοχελώνα, με την ερπετοειδή κοντά της. Κανείς άλλος δεν ήταν εκεί.
»‘Δε θυμάσαι τους γονείς σου;’ τη ρώτησα.
»‘Όχι,’ μου είπε, και δεν νόμιζα ότι έλεγε ψέματα γιατί μου φαινόταν τελείως χαμένη. Αποφάσισα, λοιπόν, να την πάρω μαζί μου στην Ιλφόνη. Τι να έκανα, να την άφηνα στη θάλασσα; Γι’αυτήν είχα έρθει εδώ, άλλωστε. Όμως αναρωτιόμουν γιατί ο Ωκεανομάντης μου θεωρούσε την παρουσία της ‘έντονη’. Εγώ δεν θα την έλεγα έντονη αλλά, μάλλον, παράξενη.
»Ήταν στο πλοίο μου ο Ωκεανομάντης, σε περίπτωση που τον χρειαζόμουν στην αναζήτησή μου (αν και τελικά δεν τον χρειάστηκα, όπως άκουσες), έτσι τον ρώτησα γιατί θεωρούσε έντονη την παρουσία αυτής της κοπέλας. Ή, μήπως, αναφερόταν στην παρουσία της ερπετοειδούς; Εκείνος αποκρίθηκε ότι δεν ήταν βέβαιος γιατί του είχε δοθεί τέτοια εντύπωση· του την είχε φέρει η ατέρμονη θάλασσα, όπως κι όλες τις πληροφορίες που έρχονται στο μυαλό του.
»‘Σε ποια από τις δυο αναφερόσουν, όμως;’ επέμεινα. ‘Στην κοπέλα ή στη φιδογυναίκα;’ Αλλά ούτε αυτό μπορούσε να μου το απαντήσει. Δεν ήξερε. Οι Ωκεανομάντες δεν έχουν διευρυμένη αντίληψη παρά μόνο όταν είναι βουτηγμένοι στο νερό της θάλασσας, και τότε, καθώς συζητούσαμε, απλά καθόταν μες στην καμπίνα μου στον Υπέρμαχο των Ακτών. Όμως, ακόμα κι όταν είναι βουτηγμένοι στη θάλασσα, η διευρυμένη, μαντική αντίληψή τους σχετίζεται πάντα με άτομα και γεγονότα που επίσης βρίσκονται σε επαφή με τη θάλασσα.»
«Το γνωρίζω, Αρχόντισσά μου.»
«Όταν έφερα την κοπέλα στην Ιλφόνη,» συνέχισε τη διήγησή της η Φύλακας, «αποφάσισα να την ονομάσω Αθανασία, αφού είχε καταφέρει να μείνει ζωντανή πάνω στο καβούκι μιας τόσο μικρής γιγαντοχελώνας μες στους ωκεανούς. Εκείνη δεν διαφώνησε, ούτε η ερπετοειδής της – που από τότε η Αθανασία αποκαλούσε Αρωγό. Δεν χρειάστηκε, μετά, να προβληματιστώ για πολύ σχετικά με το τι θα έκανα με την Αθανασία. Ο σύζυγός μου δεν την ήθελε στο Οχυρό του Ποταμού – τον φρίκαρε, έλεγε – αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που την έδιωξα από εκεί· το ξέρω πως παραείναι περίεργος ώρες-ώρες,» αναποδογύρισε τα μάτια, μορφάζοντας, και ήπιε μια γουλιά Θαλάσσιες Αποχρώσεις για να υγράνει το ξεραμένο στόμα της ύστερα από τόση αφήγηση. «Σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερα αν έστελνα την κοπέλα, και την Αρωγό της, στον Υψηλό Ναό της Έχιδνας. Εξάλλου, με μια ερπετοειδή μαζί της – μια ‘ιερή οφιόμορφη’» – το είπε σαν να μην πίστευε και τόσο στην ιερότητα των ερπετοειδών – «οι ιερωμένοι εκεί αναμφίβολα θα ενδιαφέρονταν να τη γνωρίσουν. Και, πράγματι, ενδιαφέρθηκαν. Ενδιαφέρθηκαν τόσο που την κράτησαν στον Ναό και, σύντομα, όταν πέθανε ο Αρχιερέας από την Αγκαλιά του Άτλαντα, την έκαναν Αρχιέρεια της Ιχθυδάτιας, ξαφνιάζοντας εμένα και τους πάντες. Επί μισό χρόνο δημοσιογράφοι πήγαιναν στον Υψηλό Ναό για να κάνουν ερωτήσεις – δεν υπερβάλλω. Και οι απαντήσεις, φυσικά, πάντοτε ήταν αινιγματικές, όπως ταιριάζει στους ιερωμένους της Έχιδνας. Όμως κανείς δεν αμφέβαλλε ότι θεωρούσαν τη νεαρή Αρχιέρεια χαρισματική, ευλογημένη από την Έχιδνα, ιδιαίτερη.»
«Και ακόμα δεν θυμάται το παρελθόν της; Δεν θυμάται τίποτα από το παρελθόν της;»
«Έτσι μου λέει,» αποκρίθηκε η Ευαγγελία Αρσιλκάδια.
«Η Αρωγός της, όμως, γνωρίζει. Δεν μπορεί να μη γνωρίζει.»
«Αυτό πιστεύω κι εγώ, αλλά δεν νομίζω ότι έχει αποκαλύψει κάτι στην Αθανασία.» Η Φύλακας τελείωσε τις Θαλάσσιες Αποχρώσεις μέσα στην κούπα της.
«Για ποιο λόγο να θέλει να της κρατά κρυφό το παρελθόν της;»
«Δεν έχω την παραμικρή ιδέα· όμως...»
«Όμως;» την παρότρυνε ο Γεώργιος.
«Μπορώ να μην υποπτεύομαι ότι η ερπετοειδής παίζει κάποιο παράξενο παιχνίδι; Δεν είμαι καν σίγουρη ότι είναι όντως μουγκή. Ίσως απλά να μη θέλει να μιλά.»
«Τι είδους παιχνίδι να παίζει, Αρχόντισσά μου; Μπορεί να είχε σκοπό να θέσει ένα συγκεκριμένο άτομο για Αρχιέρεια της Ιχθυδάτιας;»
«Το ίδιο σκέφτομαι κι εγώ, μα δεν είμαι βέβαιη. Αν αυτό ήταν το σχέδιό της, το πέτυχε και...» μόρφασε, «τίποτα ιδιαίτερο δεν φαίνεται να έγινε. Τίποτα δεν φαίνεται να άλλαξε στην Ιχθυδάτια.»
«Ούτε μέσα στο ιερατείο; Έχω ακούσει ότι η Αθανασία πιστεύει πως μόνο ιέρειες ταιριάζουν στη θρησκεία της Έχιδνας, πως δεν θα έπρεπε να υπάρχουν άντρες ιερωμένοι. Και, απ’αυτά που είδα όταν επισκέφτηκα τον Υψηλό Ναό, νομίζω ότι είναι αλήθεια.»
«Εξακολουθούν, όμως, να υπάρχουν άντρες ιερωμένοι της Έχιδνας, Καπετάνιε. Αυτό δεν έχει αλλάξει. Ούτε και πιστεύω ότι θ’αλλάξει. Οι καιροί είναι διαφορετικοί τώρα· η θρησκεία της Φαρμακερής Κυράς δεν είναι όπως ήταν κάποτε, την εποχή που ούτε εγώ ακόμα δεν ζούσα.»
«Τέλος πάντων,» είπε ο Γεώργιος. «Σας ευχαριστώ που μου μιλήσατε, Αρχόντισσά μου.»
«Δε θα το αφαιρέσω από την επόμενη πληρωμή σου, Καπετάνιε,» αστειεύτηκε η Ευαγγελία, μειδιώντας. Και ρώτησε: «Σε βοήθησα με κάποιο τρόπο; Και εννοώ σχετικά με το δικό σου ξεχασμένο παρελθόν.»
«Δυστυχώς όχι· αλλά δεν έχει σημασία. Μ’ενδιαφέρουν όλες οι παράξενες ιστορίες σε τούτη τη διάσταση.»
Ύστερα απ’αυτή την κουβέντα του με τη Φύλακα, ο Οφιομαχητής δεν έμεινε για πολύ ακόμα στην Ιλφόνη. Μετά από μια μέρα απέπλευσε μέσα στο Δηλητηριασμένο Σαλάχι, μην ξέροντας ότι πειρατικά μάτια του χειρότερού του εχθρού στην Ιχθυδάτια, του Ευγένιου του Μεγαλοφονιά, τον είχαν παρατηρήσει γι’ακόμα μια φορά και θυμόνταν τις κινήσεις του που είχαν καταφέρει να δουν. Ο αρχηγός των Αγενών, θα έλεγαν αργότερα στον Μεγαλοφονιά, είχε εισπλεύσει μονάχα με το ένα από τα σκάφη της αρμάδας του. Τ’άλλα δύο κανείς δεν τα είχε δει. Ήταν αλλού.
Ο Γεώργιος επέστρεψε στο Στόμα του Ιχθύος και στο καινούργιο λημέρι των κουρσάρων του, αλλά ούτε εκεί δεν έμεινε πολύ. Είδε τι πρόοδο είχαν κάνει με τις αλλαγές στο πλοίο που είχαν κλέψει από τους Ηρμάντιους και, ευχαριστημένος, έφυγε για Σκιάπολη με το Δηλητηριασμένο Σαλάχι· αλλά τώρα ήρθαν μαζί του και τα Νύχια του Φιδιού, που κουμάνταρε ο Ζαχαρίας. Φτάνοντας στην Πόλη των Σκιών άρχισαν ν’αναζητούν ανθρώπους για να πάρουν ως πλήρωμα για το Δόντι της Θάλασσας. Έλεγαν ότι είχαν υπό την κυριαρχία τους ένα ακόμα σκάφος, και ήθελαν να το επανδρώσουν. Η αρμάδα τους είχε μεγαλώσει. Και χρειάζονταν, επίσης, έναν μάγο για να ρυθμίζει την ενεργειακή ροή των μηχανών του πλοίου. Θα πληρωνόταν καλά, υποσχέθηκε ο Γεώργιος: σταθερό μισθό και μεγάλη μερίδα από τα λάφυρα σε κουρσέματα όπου είχε συμμετάσχει το πλοίο του.
Τα λιμάνια της Σκιάπολης γνώριζαν ήδη για τον καινούργιο αρχηγό των Αγενών και για τα ανδραγαθήματά του. Γνώριζαν ότι είχε νικήσει τον Ευγένιο τον Μεγαλοφονιά. Γνώριζαν ότι μόλις πριν από μερικούς μήνες είχε γίνει αρχιπειρατής και είχε φτάσει να ορίζει αρμάδα με τρία μηχανοκίνητα καράβια – και τώρα ισχυριζόταν πως είχε κάτω απ’το κουμάντο του και τέταρτο! Σε λίγο – σε πολύ λίγο, κατά πάσα πιθανότητα – η αρμάδα του θα έφτανε τον αριθμό των πλοίων της αρμάδας του Μεγαλοφονιά, και πιθανώς να τον ξεπερνούσε. Η Ιχθυδάτια θα είχε σύντομα έναν καινούργιο Πρίγκιπα των Πειρατών, όπως έλεγαν ορισμένες φορές τον Ευγένιο. Κι αυτός ο Οφιομαχητής φημολογείτο πως δεν ήταν άνθρωπος αλλά γιος της ίδιας της Έχιδνας, με τρομερή δύναμη στο σώμα και μπορώντας να προστάζει τα πιο επικίνδυνα και δηλητηριώδη ερπετά.
«Εγώ δεν τα πιστεύω αυτά που λένε για σένα, φίλε!» φώναξε ένας σωματώδης, γαλανόδερμος άντρας με ξυρισμένο κεφάλι, μέσα σ’ένα καπηλειό του Ανώσκιου Λιμανιού. Έμοιαζε λιγάκι πιωμένος, αλλά όχι στο σημείο που να παραπατά. Σηκώθηκε όρθιος ανάμεσα από την παρέα του, οι οποίοι έμοιαζαν το ίδιο λεχρίτες μ’αυτόν. Άνθρωποι του λιμανιού, από κάποια συμμορία πιθανώς, υπέθεταν οι Αγενείς που κάθονταν γύρω από τον Γεώργιο σ’ένα τραπέζι παραδίπλα.
«Δε σε κόβω για τόσο ντούρο, να πούμε,» συνέχισε ο σωματώδης άντρας, απευθυνόμενος στον Οφιομαχητή, κοιτάζοντάς τον ευθέως. «Σιγά μην έχεις τη ‘δύναμη των θεών’! Πάω στοίχημα ότι ούτ’ εμένα δε μπορείς να βάλεις κάτω!»
«Κανείς,» είπε προκλητικά ένας άλλος, «δε νικά τον Δαμιανό τον Σιδεροχέρη,» σαν να ήθελε να δημιουργήσει επεισόδιο. «Κανείς δεν τον νικά!» φώναξε. «Έτσι δεν είναι, ρε σεις;» Και οι υπόλοιποι της παρέας του σωματώδη άντρα κατένευσαν και το επιβεβαίωσαν με μουγκρητά και λόγια.
«Κανείς!» κραύγασε ο σωματώδης άντρας που, προφανώς, λεγόταν Δαμιανός ο Σιδεροχέρης. Και προς τον Οφιομαχητή: «Έλα! Έλα τώρα ν’αναμετρηθούμε!» Πλησίασε το μπαρ, όπου κάποιοι αμέσως του έκαναν χώρο και ο Δαμιανός έβαλε τον αγκώνα του πάνω στο ξύλο και ανοιγόκλεισε τη γροθιά του. «Έλα άμα κοτάς... Οφιομαχητή.»
«Δεν έχω ν’αποδείξω τίποτα,» αποκρίθηκε ο Γεώργιος, πίνοντας μια γουλιά απ’τη μπίρα του, φαινομενικά γαλήνιος. Αλλά μέσα του έβραζε τρομερή οργή την οποία κρατούσαν σε απόσταση οι διδαχές του Γέρου του Ανέμου.
«Χα!» βροντοφώναξε ο Δαμιανός ο Σιδεροχέρης. «Κωλώνει, ρε!» απευθυνόμενος προς όλο το καπηλειό, που κοίταζαν μόνο αυτόν και τον Οφιομαχητή τώρα. «Κωλώνει! Άλλη φορά να μην ακούτε–!»
«Θα σου πρότεινα, μεγάλε,» τον διέκοψε ο Χρύσανθος ο Σγουρός, ο μηχανικός του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού, «να κλείσεις το βρομερό στόμα σου προτού τον τσαντίσεις κι έρθει εκεί και σε κρεμάσει από τ’άντερα.» Και οι υπόλοιποι Αγενείς γέλασαν, καλαμπουρίζοντας.
Ο Δαμιανός ο Σιδεροχέρης τούς ατένισε με όψη μανιασμένου θυελλοδαίμονα. «Ε, ας έρθει άμα δεν κωλώνει!»
«Αρχηγέ,» είπε η Ευαγγελία η Μπανίστρια στον Γεώργιο, «λιώσε τον για να σκάσει πια και να βρούμε την ησυχία μας.»
«Παραμύθια!» φώναξε ο Δαμιανός. «Ούτε τη δύναμη θεών έχει, ούτε τη δύναμη ψαριών!» Μουρμουρητά ακούγονταν από γύρω.
Ο Γεώργιος – με το Γαλήνεμα του Άγριου Ανέμου να σφύριζε εντός του – σηκώθηκε από το τραπέζι των Αγενών και βάδισε ώς το μπαρ του καπηλειού, όπου οι άλλοι αμέσως έκαναν χώρο και σ’εκείνον, ώστε να σταθεί μπροστά στον Δαμιανό τον Σιδεροχέρη.
«Άλλαξες γνώμη, Οφιομαχητή;» είπε ο Δαμιανός, κοιτάζοντάς τον ξεπαρμένα. «Θα τα βάλεις μαζί μου; Δεν κάνουν πλάκα όταν λένε πως κανείς δεν μπορεί να με πάρει στο χέρι· κι έχω σπάσει και τα χέρια πολλών, έχε υπόψη σου!»
«Προσπαθείς να με τρομάξεις με τα λόγια;» Τα μάτια του Γεώργιου τον ατένιζαν χωρίς να βλεφαρίζουν.
Ο Δαμιανός κάθισε σ’ένα ψηλό σκαμνί, και στερέωσε καλύτερα τον αγκώνα του πάνω στον πάγκο του μπαρ. «Τέλος τα λόγια. Έλα!»
Ο Γεώργιος κάθισε πλάι του, σ’ένα άλλο σκαμνί, κι ακούμπησε κι αυτός τον αγκώνα του στο μπαρ. Τα χέρια τους συναντήθηκαν, καρπό-καρπό.
«Έτοιμος, Οφιομαχητή;» Ο Δαμιανός ο Σιδεροχέρης τον κοίταζε με μένος, αλλά ήδη είχε αρχίσει να έχει μια παράξενη αίσθηση. Τα μάτια αυτού του πούστη ποτέ δεν βλεφαρίζουν; αναρωτήθηκε φευγαλέα.
«Βγάλε το σκασμό, τουλάχιστον, προτού ψοφήσεις,» αποκρίθηκε σταθερά ο Γεώργιος, καταπολεμώντας την οργή που τον ωθούσε να τσακίσει τη μούρη του μαλάκα αντίκρυ του και να τρίψει το κεφάλι του πάνω στον πάγκο του μπαρ.
Ο Δαμιανός, με αποφασισμένη έκφραση στο πρόσωπό του, άρχισε να σπρώχνει το χέρι του Γεώργιου προς τα κάτω...
...αλλά το χέρι δεν μετακινιόταν.
Ο Δαμιανός έβαλε περισσότερη δύναμη... αλλά, πάλι, το χέρι δεν μετακινιόταν. Νόμιζε ότι προσπαθούσε να λυγίσει βράχο, μα τα μπράτσα του Αστερίωνα!
Κι αυτά τα παράξενα μάτια τον ατένιζαν χωρίς νάχουν βλεφαρίσει ούτε στιγμή! Τι στον πούτσο του Λοκράθου συμβαίνει; σκέφτηκε, αρχίζοντας να πανικοβάλλεται. Τι κάνει ο πούστης; Τι κάνει!
Έβαλε ακόμα περισσότερη δύναμη, τρίζοντας τα δόντια, μουγκρίζοντας. Ιδρώτας κυλούσε πάνω στο γαλανό δέρμα του προσώπου του και του ξυρισμένου κεφαλιού του.
Αλλά το χέρι του Οφιομαχητή δεν κουνιόταν ρούπι από τη θέση του.
Οι πάντες μες στο καπηλειό κοίταζαν την αναμέτρηση με γουρλωμένα μάτια, ή απορημένες όψεις, ή κομμένη την ανάσα, ή παραμιλώντας, ή τελείως βουβοί. Εκτός από τους Αγενείς, που χαμογελούσαν και χασκογελούσαν κι έπιναν γουλιές από τα ποτά τους, κάνοντας καλαμπούρια και πλάκα.
«Τελείωσες με τις μαλακίες σου;» ρώτησε ο Οφιομαχητής τον Δαμιανό τον Σιδεροχέρη.
«...Τι...» γρύλισε εκείνος, εξακολουθώντας να σπρώχνει μανιασμένα, τρέμοντας ολόκορμος, «έχεις... κάνει – ρε πούστη!...»
«Δεν έχεις ακούσει;» είπε, ήρεμα, ο Οφιομαχητής. «Είμαι γιος της Έχιδνας.» Και κοπάνησε το χέρι του Δαμιανού, με μεγάλο γδούπο, πάνω στον πάγκο του μπαρ, που το ξύλο του ξαφνικά ράγισε.
Ο Σιδεροχέρης – που σύντομα θα έχανε αυτό το παρωνύμιο, καθώς πολλοί πλέον θα τον χλεύαζαν για καιρό – κραύγασε από πόνο.
Ο Γεώργιος τον άρπαξε απ’τον λαιμό με το αριστερό χέρι και τον σήκωσε στον αέρα καθώς σηκωνόταν κι ο ίδιος από το σκαμνί του. «Ελπίζω τώρα να μας αφήσεις σε σχετική ησυχία,» είπε, και τον πέταξε πάνω στο τραπέζι της παρέας του, σκορπίζοντας φαγητά και ποτά, ενώ άνθρωποι πηδούσαν πέρα για να μη χτυπηθούν.
Οι πάντες μες στο καπηλειό είχαν αναστατωθεί: μιλούσαν αναμεταξύ τους, σχολίαζαν. Οι σύντροφοι του Δαμιανού τον βοήθησαν να σηκωθεί ενώ εκείνος ένιωθε το χέρι του τελείως μουδιασμένο και μετά βίας μπορούσε να το κουνήσει. Φοβόταν ότι αυτός ο καταραμένος ίσως να του το είχε σπάσει – μα δεν ήταν σπασμένο.
Ο Γεώργιος κάθισε πάλι ανάμεσα στους Αγενείς, και ο Ίσιος Ισίδωρος τού είπε: «Θάπρεπε να του κάνεις χειρότερα, Αρχηγέ. Παραήταν προκλητικός.»
«Δεν ήρθαμε δω για καβγάδες,» τους θύμισε ο Γεώργιος. «Ήρθαμε για να βρούμε κόσμο για πλήρωμα.»
Από εκείνο το καπηλειό μάζεψαν τέσσερις πρόθυμους να μπουν στο τσούρμο τους. Και τις επόμενες ημέρες βρήκαν ακόμα περισσότερους, με τη βοήθεια του Ιωάννη του Ματιού αλλά και χωρίς αυτήν. Ενώ η φήμη του Οφιομαχητή, φυσικά, μεγάλωνε στη Σκιάπολη. Τον Δαμιανό τον Σιδεροχέρη τον ήξεραν κάμποσοι στα λιμάνια· ήταν λιμενεργάτης και με πολύ δυνατά χέρια.
Μια τύπισσα ήρθε σύντομα να βρει τον Γεώργιο, μικρόσωμη και μελαχρινή, αλλά μοιάζοντας να έχει σώμα γυμνασμένο. Οι βραχίονες που έβγαιναν μέσα από την αμάνικη τουνίκα της ήταν μυώδεις. Ρώτησε τον αρχηγό των Αγενών αν ήταν πρόθυμος να δουλέψει ως πυγμάχος, σε αγώνες που γίνονταν στο Ρύγχος, κοντά στο Οχυρό των Χορκάνηδων. Του εξήγησε ότι θα έπαιρνε καλά λεφτά, και τόνισε πως ήταν γνωστή των ίδιων των Χορκάνηδων, όχι καμιά οργανώτρια της πλάκας.
Ο Γεώργιος αρνήθηκε. «Δεν είμαι πυγμάχος,» είπε.
«Κρίμα,» αποκρίθηκε η Ευανθία Κισνόβη (όπως είχε συστηθεί), «θα μπορούσες. Είσαι σίγουρος;»
«Ναι.» Στέκονταν οι δυο τους στην αποβάθρα της Λιμαναγοράς όπου ήταν αραγμένα τα Νύχια του Φιδιού. Επάνω στην κουβέρτα του σκάφους, ο Καπετάν Ζαχαρίας μιλούσε σε μερικούς καινούργιους που είχαν μαζέψει για πλήρωμα του Δοντιού της Θάλασσας.
«Όπως νομίζεις. Αν πάντως αλλάξεις γνώμη....» Η Ευανθία έδωσε στον Γεώργιο έναν τηλεπικοινωνιακό κώδικα κι απομακρύνθηκε, ανεβαίνοντας σ’ένα άλογο και τροχάζοντας προς το εσωτερικό της Λιμαναγοράς.
Οι μέρες πέρασαν.
Να συγκεντρώσουν οι Αγενείς ανθρώπους για πλήρωμα δεν αποδείχτηκε και τόσο δύσκολο με τη φήμη που είχαν αποκτήσει μέσα στους τελευταίους μήνες στην Ιχθυδάτια. Πολλοί έρχονταν δηλώνοντας πρόθυμοι να μπουν στο τσούρμο τους· οι Αγενείς μπορούσαν άνετα να κάνουν επιλογή ανάμεσά τους. Και έκαναν: έπαιρναν μόνο όσους ο Ζαχαρίας κι ο Κοσμάς έκριναν καλύτερους. Όμως το να βρουν μάγο δεν αποδείχτηκε το ίδιο απλή υπόθεση. Τους μάγους δεν τους συναντούσες πεταμένους στις γωνίες των λιμανιών, συνήθως. Οι άνθρωποι με το Χάρισμα ήταν λίγοι, και το χρησιμοποιούσαν έτσι ώστε να τους ωφελεί στο μέγιστο. Στη Σκιάπολη, επιπλέον, δεν υπήρχε Μαγική Σχολή ή Ακαδημία, ή κάτι παρόμοιο, όπου μπορούσες να πας και να βρεις μάγους συγκεντρωμένους. Ο Γεώργιος χρησιμοποίησε τις διασυνδέσεις του: τον Ιωάννη το Μάτι, την Πράσινη Κρίνη, την Ειρήνη την Ανήμερη, και άλλους που είχε γνωρίσει παλιά, όταν ήταν πειρατικό μάτι εδώ, αλλά και πιο πρόσφατα, από τότε που είχε γίνει αρχιπειρατής. Στο τέλος οδηγήθηκε σε μια γυναίκα τυφλή, που ονομαζόταν Νικολία’χοκ και η κατάληξη του ονόματός της σήμαινε ότι ήταν του τάγματος των Διαλογιστών, όπως ήξερε ο Γεώργιος από το αινιγματικό παρελθόν του. Οι μηχανισμοί ενός πλοίου είχαν κάποτε δυσλειτουργήσει, εξαπολύοντας ενέργειες που τις είχαν κλέψει τα μάτια. Από τότε δεν έβρισκε δουλειά και τόσο συχνά όσο πριν· όλοι προτιμούσαν τους μάγους που έβλεπαν. Τον Γεώργιο δεν τον απασχολούσε αν έβλεπε ή όχι, αρκεί να μπορούσε να κάνει τη Μαγγανεία Κινήσεως όπως οποιοσδήποτε άλλος μάγος. Η Νικολία’χοκ αποκρίθηκε ότι μπορούσε – όπως οποιοσδήποτε άλλος, και καλύτερα! Ο Οφιομαχητής την πήρε, λοιπόν, στο τσούρμο του δίχως άλλη κουβέντα.
Εκείνη τον ρώτησε αν είχε ονειρόκρασο.
«Θα βρούμε,» της απάντησε, ξέροντας πως αυτό ήταν ένα είδος κρασιού της Υπερυδάτιας που σ’έφερνε σε μια κατάσταση ονειρική. Ναρκωτικό ουσιαστικά. Κυκλοφορούσε σε πολλά λιμάνια. Ήταν δημοφιλές ανάμεσα στους ναυτικούς, γιατί δεν ήταν εθιστικό ούτε είχε μεγάλη διάρκεια ή παράπλευρα αποτελέσματα. Ο Γεώργιος το είχε δοκιμάσει και είχε ανακαλύψει ότι επάνω του δεν είχε καμιά επίδραση. Ίσως επειδή ποτέ δεν κοιμόταν, ή ίσως επειδή κανένα δηλητήριο δεν τον επηρέαζε.
Έχοντας συγκεντρώσει το καινούργιο πλήρωμα, οι Αγενείς δεν το πήγαν στο λημέρι τους στα δόντια του ιχθύος, γιατί οι καινούργιοι δεν θεωρούνταν ακόμα αξιόπιστοι· και, με εξαίρεση τη Νικολία’χοκ, είχαν όλοι τουλάχιστον ένα μάτι και μπορούσαν να προδώσουν τη θέση του άντρου. Έτσι, οι Αγενείς έφεραν το Δόντι της Θάλασσας στη Σκιάπολη, ρυμουλκώντας το πίσω από τον Νικητή των Κυμάτων, και το επάνδρωσαν εκεί. Για καπετάνιο του Δοντιού ο Γεώργιος όρισε τον Ίσιο Ισίδωρο, ο οποίος κατενθουσιάστηκε. «Δοκιμαστικά, όμως, είσαι Καπετάνιος, Καπετάνιε,» του είπε ο Οφιομαχητής· «μην το ξεχνάς αυτό.»
«Δε θ’απογοητευτείς από εμένα, Αρχηγέ,» αποκρίθηκε ο Ισίδωρος, μειδιώντας ώς τ’αφτιά.
«Ας πάμε τα καινούργια ψάρια μια βόλτα στην ηπειρόνησο, τώρα, και ίσως και πέρα απ’αυτήν,» είπε ο Γεώργιος. Και απέπλευσαν από τη Σκιάπολη. Όλα τα πλοία της αρμάδας των Αγενών, και τα τέσσερα, έφυγαν, ταξιδεύοντας προς τα ανατολικά, προς το Άνοιγμα του Στόματος του Ιχθύος.
Τα πειρατικά μάτια του Μεγαλοφονιά τούς είχαν παρακολουθήσει αυτό τον καιρό στην Πόλη των Σκιών, όσο μπορούσαν. Δεν είχαν ρισκάρει το τομάρι τους κιόλας· απλώς έβλεπαν ό,τι έβλεπαν, άκουγαν ό,τι άκουγαν. Και είχαν να σφυρίξουν κάμποσα πράγματα στον Ευγένιο ή στη γυναίκα του, τη Μαρίνα, ή σε κάποιον άλλο έμπιστό του, μόλις τους ξανασυναντούσαν.
Το καλοκαίρι είχε φτάσει στο τέλος του, και το φθινόπωρο έμπαινε, αγριεύοντας τους ωκεανούς κάτω από τους δίδυμους ήλιους της Υπερυδάτιας.
Τους παρασέρνω βόρεια με τις υδατοτρόπες δυνάμεις μου, κινώντας το νερό γύρω μας σαν να ήταν προέκταση του εαυτού μου, κάνοντάς το να μας σπρώχνει όσο πιο γρήγορα μπορώ. Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο· και το γεγονός ότι οι δύο ήλιοι βρίσκονται ψηλά στον ουρανό δεν μας εξυπηρετεί: δεν έχουμε σκοτάδι για να μας καλύπτει· δεν έχουμε καν πυκνές σκιές. Γι’αυτό κιόλας κρατάω μόνο τα κεφάλια μας στον αφρό.
Ο Ακατάλυτος, ο γάτος της Λουκίας, κλαψουρίζει καθώς τον έχει στην αγκαλιά της. Δε φαίνεται να γουστάρει την κατάσταση.
Κοιτάζω στον ουρανό κάπου-κάπου, μα δεν βλέπω κανένα ελικόπτερο νάρχεται από πάνω μας. Καλό σημάδι αυτό. Σημαίνει ότι δεν μας έχουν εντοπίσει. Ούτε με μαγεία ούτε με κανέναν άλλο τρόπο.
Δεν απομακρύνομαι από τις ακτές του Στόματος του Ιχθύος, αλλά δεν πηγαίνω και πολύ κοντά τους, γιατί κι αυτό μπορεί ν’αποδειχτεί επικίνδυνο. Το να τις βλέπουμε φτάνει. Όταν βλέπεις ακτή δε σε καταπίνει ο Αβυσσαίος, λένε στην Υπερυδάτια. Αν και αρκετοί έχουν πνιγεί ενώ έβλεπαν ακτές που δεν μπορούσαν να φτάσουν...
Βόρεια, όλο βόρεια, τώρα, ακολουθώντας την κύρτωση του γιγάντιου κόλπου που σχηματίζει το Στόμα. Δεν πρόκειται να σταματήσω μέχρι να έχω κουραστεί και να μην έχω άλλη δύναμη να μας ωθώ μέσα στο νερό. Όσο πιο μακριά από τον μάγο του Δαμιανού βρεθούμε τόσο πιο ασφαλείς θα είμαστε. Οι μάγοι δεν μπορούν να σε ανιχνεύσουν σε αποστάσεις μεγαλύτερες από ένα, δυο χιλιόμετρα. Ή, τουλάχιστον, έτσι ξέρω.
Ο Νικόλαος και η Λουκία είναι σιωπηλοί καθώς τους παρασέρνω. Ακούω τις ανάσες τους βαριές (μαζί με τα κλαψουρίσματα του Ακατάλυτου). Είναι χειμώνας, και κάνει κρύο μες στο νερό, ακόμα κι εδώ, στο Στόμα, όπου η θάλασσα είναι περιτριγυρισμένη από ακτές. Αλλά καλύτερα ξεπαγιασμένος παρά νεκρός, σωστά; Οι περισσότεροι νομίζω πως θα συμφωνούσαν.
Όταν δεν μπορώ να τρέπω άλλο το νερό, όταν αισθάνομαι τα νεύρα μου και το μυαλό μου να έχουν κουραστεί από την υδατοτροπική διαδικασία, μας κατευθύνω προς την ξηρά, και βγαίνουμε σε μια από τις δυτικές ακτές του Στόματος του Ιχθύος. Τις Βαθιές Ακτές, που λένε. Η Σκιάπολη δεν μπορεί να είναι μακριά μας· κι αυτή στις Βαθιές Ακτές βρίσκεται. Τα μέρη εδώ δεν είναι τόσο βραχώδη και επικίνδυνα για τα πλοία όπως στις νότιες ακτές του Στόματος (οι οποίες δεν ξέρω αν έχουν καμιά ιδιαίτερη ονομασία πέρα από αυτήν)· δεν υπάρχουν «δόντια του ιχθύος».
Βγαίνουμε σε μια αμμουδιά ανάμεσα σε πέτρες. Ξαπλώνουμε εκεί, σ’ένα απάνεμο σημείο, για να ξεκουραστούμε λίγο. Ο Ακατάλυτος μοιάζει ευγνώμων που τον απομακρύναμε απ’το νερό, και τινάζεται σαν παλαβός, εκτοξεύοντας σταγόνες. Φταρνίζεται επίσης.
Βγάζουμε τις στολές κατάδυσης και φοράμε τα ρούχα που έχουμε μέσα στους αδιάβροχους σάκους μας αφού στεγνώνουμε τα σώματά μας με πετσέτες. Ο μόνος τρόπος ν’αποφύγουν η Λουκία και ο Νικόλαος την πνευμονία· εγώ δεν επηρεάζομαι από το κρύο τόσο εύκολα, αν και ακόμα και για εμένα είναι επικίνδυνο. Δε θα το ρίσκαρα χωρίς λόγο, σε καμία περίπτωση.
Η Λουκία ανεβαίνει σ’έναν ψηλό βράχο και βιγλίζει προς τα νότια. Μετά πηδά κάτω ξανά. «Κανένα σημάδι καταδίωξης, Γεώργιε,» λέει. «Δεν είναι πια στο κατόπι μας. Τίποτα δεν φαίνεται.»
Νεύω. «Ωραία. Ας ξαποστάσουμε λίγο, και μετά... βλέπουμε πού θα πάμε.»
«Πρέπει νάρθεις μαζί μου, Οφιομαχητή,» λέει ο Νικόλαος, καθώς καθόμαστε πίσω από τους βράχους που κόβουν τον ψυχρό άνεμο. «Για να συναντήσεις τη Βασίλισσά μας, που σε ψάχνει.»
«Ποια Βασίλισσα;» κάνει η Λουκία.
«Τη Φαρμακερή Βασίλισσα, φυσικά! Από καιρό αναζητά τον Οφιομαχητή· και τώρα η Έχιδνα τον έφερε σ’εμένα, όταν της ζήτησα βοήθεια. Είμαι εκλεκτός ανάμεσα στους μαχητές του Μεγάλου Αγώνα!»
«Μην το παίρνεις και τόσο επάνω σου, μεγάλε...» μορφάζει η Λουκία, ενώ σκουπίζει τον Ακατάλυτο με μια πετσέτα.
Ο Νικόλαος την αγριοκοιτάζει. «Δεν ξέρεις για τι πράγμα μιλάς, γυναίκα. Δεν έχεις αισθανθεί την ιερή μάνητα της Έχιδνας, ούτε το μιαρό άγγιγμα των εχθρών της. Ζητούσα βοήθεια, απεγνωσμένα, και η Μεγάλη Κυρά μού έδωσε απάντηση!»
Του λέω, ήπια: «Δεν έχω χρόνο να συναντήσω τη Φαρμακερή Βασίλισσα, Νικόλαε.»
«Τι άλλο έχεις να κάνεις; Τώρα πλέον τα βατράχια δεν είναι στο κατόπι μας, και... Μη μου πεις ότι σκέφτεσαι πάλι να επιστρέψεις στην Οδοντόπολη για να μάθεις–»
«Όχι,» τον διακόπτω· «έχω άλλες δουλειές. Πρέπει να βρω δύο φίλους που άφησα στη Ριλιάδα της Κεντρυδάτιας, και όχι μόνο.»
«Η Ριλιάδα είναι μακριά, Οφιομαχητή! Η Βασίλισσά μας όμως είναι κοντά, και ψάχνει από καιρό να σε συναντήσει. Σε ικετεύω, άφησέ με να σε οδηγήσω σ’αυτήν. Δε θα το μετανιώσεις.»
«Τι μπορεί να έχω να κάνω μαζί της; Αν περιμένετε να πολεμήσω στον Μεγάλο Αγώνα σας θα απογοητευθείτε, Νικόλαε.»
«Όταν σου μιλήσει η Βασίλισσά μας θα καταλάβεις, Οφιομαχητή! Θα καταλάβεις. Σε γνωρίζει.»
Και αναρωτιέμαι, ξανά, αν αυτό μπορεί να είναι αλήθεια. Διότι εγώ δεν νομίζω ότι τη γνωρίζω. «Τι θα καταλάβω;»
«Τη σημαντικότητα του Αγώνα.»
Ο τύπος πραγματικά νομίζει ότι θα μείνω στην Ιχθυδάτια για να σκοτώνω μαζί τους όσους θεωρούν «μιάσματα». Ομολογουμένως, έχω κάνει κάποια πολύ περίεργα και αποτρόπαια πράγματα στη ζωή μου εδώ, στην Υπερυδάτια, όμως αυτό παραείναι, ακόμα και για εμένα. Δεν είμαι ιδεολογικός δολοφόνος. Ούτε ακραίος φανατικός καμιάς θρησκείας. Η Έχιδνα διάλεξε εμένα, δεν διάλεξα εγώ αυτήν.
Έχω, ωστόσο, την περιέργεια να μάθω ποια μπορεί να είναι η Φαρμακερή Βασίλισσα, κι αν λέει αλήθεια ότι με γνωρίζει.
Επίσης, πώς θα πάω τώρα στη Ριλιάδα; Δεν έχω χρήματα μαζί μου. Είμαι απλόκαμος. Θα πρέπει να πουλήσω κάποια από τα πράγματα που μάζεψα από το παλιό άντρο των Αγενών. Ή, ίσως, τις δύο οργανικές στολές ενδυνάμωσης των φρουρών της Οδοντόπολης, αν ακόμα είναι καλές μετά από τα χτυπήματα που δέχτηκαν. Θα τα καταφέρω κάπως να μπω σε πλοίο προς Κεντρυδάτια – το ξέρω πως θα τα καταφέρω, με τον έναν τρόπο ή με τον άλλο – μα δεν θα είναι γρήγορη υπόθεση. Αναρωτιέμαι μήπως αυτή η Φαρμακερή Βασίλισσα θα ήταν πρόθυμη να με βοηθήσει...
Αν με θεωρεί ιερό πρόσωπο...
Εναλλακτικά, βέβαια, θα μπορούσα και να επισκεφτώ την Αρχιέρεια της Ιχθυδάτιας στον Υψηλό Ναό, στις Νότιες Ακτές. Κι αυτή θα με βοηθούσε, υποθέτω, αν κι έχω πολύ καιρό να τη δω.
Ίσως να με βοηθούσε ακόμα και η Φύλακας της Ιλφόνης, αν την ξαναεπισκεπτόμουν. Αναμφίβολα θα με θυμάται.
Ωστόσο, μπορεί τα πράγματα να έχουν αλλάξει κιόλας από τότε. Μπορεί να έχουν αλλάξει δραματικά. Η Λουκία φαίνεται να πιστεύει ότι άνθρωποι του Μεγαλοφονιά την κυνηγάνε απλά και μόνο επειδή κάποτε ήταν στο τσούρμο μου. Και η Ευαγγελία Αρσιλκάδια είναι πολιτικός, και δεν εμπιστεύομαι τους πολιτικούς...
Επιπλέον, η περιέργεια με τρώει για τη Βασίλισσα των Τέκνων του Φαρμακερού Κύκλου.
«Πού βρίσκεται η Βασίλισσά σας;» ρωτάω τον Νικόλαο. «Άκουσα ότι το άντρο της είναι κάπου στα νότια του Ψυχροδάσους, στις όχθες του Σπάραχνου.»
«Ποιος σ’το είπε αυτό;»
«Ένας παλιός φίλος στη Σκιάπολη.»
Ο Νικόλαος ρίχνει ένα λοξό, καχύποπτο – παρανοϊκό, ίσως – βλέμμα στη Λουκία και μοιάζει διστακτικός να μιλήσει· όμως τελικά λέει: «Είναι αλήθεια. Όχι ακριβώς, αλλά περίπου.»
«Περίπου;»
«Την εμπιστεύεσαι αυτήν;» ρωτά ο Νικόλαος δείχνοντας με το σαγόνι του τη Λουκία.
«Δε με νοιάζει πού έχετε το γαμημένο λημέρι σας,» του λέει η κοκκινομάλλα πειρατίνα καθώς ταΐζει τον κατάμαυρο γάτο της ένα κομμάτι ψωμί με φιλέτο ψαριού στρωμένο επάνω. «Τ’αφτιά μου είναι κλειστά.»
«Δε μπορώ να μιλήσω μπροστά της, Οφιομαχητή,» δηλώνει τελεσίδικα ο Νικόλαος.
Η Λουκία σηκώνεται όρθια. «Πάω παραδίπλα,» λέει, και απομακρύνεται ανάμεσα στις πέτρες, βαδίζοντας ξυπόλυτη πάνω στην άμμο. Ο Ακατάλυτος την ακολουθεί, γιατί το φαγητό του είναι ακόμα στο χέρι της. Και φταρνίζεται ξανά. Τον ψόφησα μες στο παγωμένο νερό, τον άτυχο.
Ο Νικόλαος σηκώνεται επίσης και κρυφοκοιτάζει τη Λουκία από την άκρη ενός βράχου, για να βεβαιωθεί ότι όντως έχει φύγει και δεν μας παρακολουθεί. Ύστερα έρχεται και κάθεται κοντά μου, πολύ κοντά μου, και λέει με φωνή ψιθυριστή και βιαστική: «Το άντρο της Βασίλισσά μας είναι στο Ψυχροδάσος, αλλά όχι στα νότια, όχι στις όχθες του Σπάραχνου – αν και χρησιμοποιούμε το Σπάραχνο για μετακινήσεις, πάνω σε βάρκα, προς τα δω και προς τα κει. Το άντρο βρίσκεται στα βάθη του δάσους, σχετικά κοντά στη Ράχη του Ιχθύος. Δεν είναι εύκολο να σου εξηγήσω πώς να το βρεις – είναι καλά κρυμμένο – αλλά μπορώ να σε οδηγήσω εκεί και με τα μάτια μου κλειστά!» Υπερβολή, αναμφίβολα.
Όμως σίγουρα το άντρο τους πρέπει να είναι καλά κρυμμένο. Το Ψυχροδάσος δεν είναι και τόσο μεγάλο, αντικειμενικά. Ούτε καν για τα δεδομένα της Υπερυδάτιας. Και ξέρω ότι σε άλλες διαστάσεις υπάρχουν δάση πολύ, πολύ μεγαλύτερα. Το Ψυχροδάσος, αν δε λαθεύω, έχει έκταση γύρω στα εξήντα χιλιόμετρα από την ανατολή ώς τη δύση, και γύρω στα τριάντα χιλιόμετρα απ’τον βορρά ώς τον νότο. Για να μη μπορεί να εντοπιστεί κάτι εκεί μέσα πρέπει να είναι, όντως, καλά κρυμμένο.
«Όπως καταλαβαίνεις,» μου λέει ο Νικόλαος, «δεν είμαστε μακριά. Μπορούμε να ταξιδέψουμε ακόμα και οδοιπορώντας. Θα πάμε ώς την Ψυχρόπολη και από εκεί εύκολα θα φτάσουμε στο άντρο. Έχουμε δικούς μας ανθρώπους στην Ψυχρόπολη, Οφιομαχητή. Πολλούς δικούς μας ανθρώπους.»
«Μάλιστα...» λέω, συλλογισμένα.
«Πρέπει να έρθεις – οπωσδήποτε!»
«Θα έρθω.»
Ένα φανατικό χαμόγελο φωτίζει το γαλανόδερμο πρόσωπό του. «Το ήξερα! Το ήξερα ότι δεν θα μας εγκατέλειπες τώρα!»
Αρχίσαμε πάλι τα ίδια... Αναμφίβολα νομίζει κι ότι θα πολεμήσω στο πλευρό τους, για τον Μεγάλο Αγώνα...
Φωνάζω στη Λουκία, κι εκείνη σύντομα έρχεται μαζί με τον γάτο της. «Το είπατε το μυστικό;»
«Εντάξει,» της λέω. «Κάθισε.»
Και κάθεται.
Ο Νικόλαος λέει: «Δε μπορούμε, φυσικά, να την πάρουμε κι αυτήν μαζί μας.»
«Τι λέει αυτός ο τρελός πάλι;» με ρωτά η Λουκία, κουρασμένα.
«Θα πάω στο άντρο τους–»
«Των Τέκνων του Φαρμακερού Κύκλου;»
«Ναι. Έχω την περιέργεια να μάθω ποια είναι αυτή η Φαρμακερή Βασίλισσα που λέει ότι με γνωρίζει–»
«Το είχα ακούσει κι εγώ ότι σε αναζητά,» με πληροφορεί η Λουκία, «αλλά όχι και ότι σε γνωρίζει.»
«Τι άλλο ξέρεις γι’αυτήν;»
«Τίποτα. Μόνο ότι εμφανίστηκε... απότομα. Κανείς δεν είχε ακούσει τα Τέκνα νάχουν ‘Βασίλισσα’ παλιότερα.» Κοιτάζει τον Νικόλαο. «Ο τρελός μάλλον ξέρει τα πάντα γι’αυτήν.»
«Θα μιλήσει η ίδια μαζί σου, Οφιομαχητή,» λέει το Τέκνο. «Δε θα ήθελα να εκφραστώ για εκείνη με τον λάθος τρόπο. Αλλά αυτήν» – δείχνει τη Λουκία ξανά, με το δάχτυλό του – «δεν μπορούμε να την πάρουμε μαζί μας. Δεν είναι αξιόπιστη. Δεν είναι μαχήτρια του Μεγάλου Αγώνα.»
«Να συνταξιδέψει μαζί μας ώς την Ψυχρόπολη, τουλάχιστον;» προτείνω.
Ο Νικόλαος μοιάζει συλλογισμένος προς στιγμή. Ύστερα λέει: «Ναι. Γιατί όχι; Ώς εκεί, ναι.» Και με ξαναρωτά: «Την εμπιστεύεσαι;»
«Όπως σου απάντησα και στο παλιό άντρο: καθόλου.» Και χαμογελάμε πάλι, εγώ και η Λουκία. «Όμως το ξέρω πως ποτέ δεν θα με πρόδιδε.»
«Δε θα μπορούσα,» λέει η Λουκία, πολύ σοβαρά. «Είσαι ο άντρας της ζωής μου.» Και φοβάμαι ότι ίσως να μην κάνει πλάκα.
«Νόμιζα ότι αυτός ήταν ο γάτος σου,» της λέω.
«Δεν τον ξέρεις και τόσο καλά ακόμα!»
«Πού σκόπευες να πας προτού σε βγάλουμε από τον δρόμο σου, Λουκία;»
«Δε σου είπα; Στο άντρο σκόπευα να μείνω. Να καταχωνιαστώ εκεί για κάποιο καιρό... Ίσως και μόνιμα,» προσθέτει με σκοτεινή όψη. «Δεν είναι καλό να σ’έχει κάποιος γνωρίσει, Γεώργιε, παρότι ποτέ δεν θα μετάνιωνα που σε γνώρισα.»
«Είσαι σίγουρη ότι ο Μεγαλοφονιάς σε κυνηγά ακόμα εξαιτίας μου;»
Γνέφει καταφατικά.
Αλλά μου φαίνεται περίεργο. Μήπως τα βατράχια ήταν που την κυνηγούσαν, τελευταία; Μήπως είχε κάνει λάθος σχετικά με τους διώκτες της; Οι πιστοί του Λοκράθου προσπαθούσαν να με πιάσουν με κάθε μέσο. Γιατί να μη σκέφτονταν να χρησιμοποιήσουν και το παλιό μου τσούρμο για να με παγιδέψουν;
Και εξακολουθώ να μην ξέρω πώς με εντόπιζαν από τη μια ηπειρόνησο στην άλλη. Ούτε γιατί ήθελαν να με θυσιάσουν.
Τέλος πάντων. Αυτά για αργότερα...
«Θέλεις, δηλαδή, να έρθεις μαζί μας τώρα;» ρωτάω τη Λουκία.
Ανασηκώνει τους ώμους. «Είμαι στην κάτω μεριά του πλοίου, Αρχηγέ· δεν έχω τίποτα καλύτερο να κάνω. Και» – μειδιά άγρια – «η επιστροφή του Οφιομαχητή δεν είναι μικρό πράγμα. Τώρα που είναι πάλι στην Ιχθυδάτια θέλω νάμαι πλάι του.»
«Αλλά ο Οφιομαχητής δεν είναι κουρσάρος πλέον,» την προειδοποιώ.
«Δεν έχει σημασία.»
«Και μπορεί να μπλέξεις πολύ άσχημα βρισκόμενη κοντά του.»
«Ούτως ή άλλως μπλεγμένη είμαι· δεν αλλάζει τίποτα.»
Στρέφομαι στον Νικόλαο. «Νομίζεις ότι κινδυνεύετε αυτή η γυναίκα να προδώσει τη θέση του άντρου σας;»
«Η Βασίλισσά μας μόνο μπορεί να το κρίνει, Οφιομαχητή.»
«‘Γεώργιε’ δεν έχουμε πει;»
«Γεώργιε.»
Τους ρωτάω: «Είστε αρκετά ξεκούραστοι για να βαδίσουμε;»
«Δεν κολυμπούσαμε κιόλας,» αποκρίνεται η Λουκία· «απλά μας παρέσερνε η θάλασσά σου.»
«Η κούρασή μου εξαφανίζεται από την παρουσία σου, Οφιομαχητή!» λέει ο Νικόλαος. Ποτέ δεν θ’αλλάξει...
Η αρμάδα των Αγενών μεγάλωνε με τρομαχτικά γρήγορο ρυθμό. Είχε ήδη φτάσει τα τέσσερα μηχανοκίνητα πλοία, και αυτός ο καινούργιος αρχηγός τους, ο Γεώργιος, που κάποιοι αποκαλούσαν Οφιομαχητή, δεν ήταν παρά μερικούς μήνες που είχε εμφανιστεί ως κουρσάρος στην Ιχθυδάτια. Τι θα γινόταν αν έμενε περισσότερο εδώ; Θα αφάνιζε όλους τους άλλους κουρσάρους; Ούτε ο Ευγένιος ο Μεγαλοφονιάς δεν ήταν σαν αυτόν!
Τέτοια λόγια κυκλοφορούσαν στα λιμάνια της Ιχθυδάτιας, και τέτοιες σκέψεις περνούσαν απ’τα μυαλά των πειρατών της.
Ο Ευγένιος ο Μεγαλοφονιάς είχε έξι πλοία στην αρμάδα του, προτού ο Οφιομαχητής τού κλέψει ένα και γίνουν πέντε· αλλά τώρα πάλι είχε καταφέρει ν’αρπάξει ένα σκάφος και να βρει έναν μάγο, και είχε φτάσει ξανά τα έξι. Δεν ανεχόταν η αρμάδα του να είναι τόσο κοντά, σε αριθμό, στην αρμάδα του καταραμένου Οφιομαχητή. Όχι πως το να έχουν οι Αγενείς τέσσερα καράβια κι εκείνος έξι ήταν τεράστια διαφορά. Μα ούτε και μικρή ήταν. Δύο μηχανοκίνητα πλοία θεωρούνταν αξιοσημείωτα. Αλλά τι θα γινόταν ύστερα από μερικούς μήνες, αν τα πράγματα συνεχίζονταν έτσι; αναρωτιόταν ο Μεγαλοφονιάς. Μέχρι να βγει το φθινόπωρο, αν οι Αγενείς ακολουθούσαν την ίδια ανοδική πορεία, θα ξεπερνούσαν ίσως τα έξι πλοία – η αρμάδα τους θα αριθμούσε περισσότερα σκάφη απ’ό,τι η αρμάδα του Ευγένιου! Εκτός αν κι εκείνος αύξανε τα καράβια του. Αλλά το να βάζεις καινούργια μηχανοκίνητα πλοία στον στόλο σου δεν ήταν εύκολη υπόθεση: χρειαζόσουν μάγους, χρειαζόσουν καύσιμα, χρειαζόσουν πληρώματα και άτομα για να φροντίζουν τις μηχανές.
Ο καταραμένος Οφιομαχητής, αυτό το απάνθρωπο τέρας της Έχιδνας, έπρεπε να εξαφανιστεί από την Ιχθυδάτια· όμως δεν φαινόταν πρόθυμος να φύγει από μόνος του, σκεφτόταν ο Ευγένιος. Υπήρχε ανάγκη για συλλογική δράση.
Αναζήτησε άλλους αρχιπειρατές της Ιχθυδάτιας – ακόμα κι ανθρώπους με τους οποίους είχε παλιές έχθρες – για να συζητήσουν για το θέμα που τους αφορούσε όλους: για τον Γεώργιο, τον καινούργιο Αρχιπειρατή των Αγενών, τον Οφιομαχητή που είχε έρθει από την Κεντρυδάτια, τον άντρα με την αφύσικη δύναμη και την ικανότητα να προστάζει φίδια. Συγκεντρώθηκαν σε μια μεριά της Μουλιασμένης Γης, πέντε ισχυροί κουρσάροι στο σύνολό τους, που κανένας δεν διαφέντευε μονάχα ένα μηχανοκίνητο καράβι. Πέντε, συμπεριλαμβανομένου του Ευγένιου του Μεγαλοφονιά που τους είχε καλέσει εδώ. Οι άλλοι ήταν ο Αρσένιος ο Μαχητής (που κουμάνταρε τέσσερα μηχανοκίνητα πλοία στην αρμάδα του), η Γελαστή Ισμήνη (που κουμάνταρε τρία μηχανοκίνητα πλοία, και ποτέ δεν γελούσε), ο Νικόλαος ο Ναυπηγός (που όριζε τρία πλοία επίσης), και η Ρέα η Ωκεανίδα (που είχε υπό τις προσταγές της δύο μεγάλα σκάφη). Κανείς τους δεν έβλεπε με καλό μάτι τον Οφιομαχητή, και οι δύο από τους τέσσερις – η Ισμήνη και ο Νικόλαος – τον ήξεραν από τον καιρό που ήταν πειρατικό μάτι στη Σκιάπολη, και έλεγαν πως, τότε, ποτέ δεν φαντάζονταν ότι αυτός ο μαυρόδερμος, πρασινομάλλης ξένος μπορεί να είχε τέτοια... άνοδο, να έκανε τέτοια ανδραγαθήματα – αν και κυκλοφορούσαν κάποιες φήμες ότι ήταν πολύ δυνατός. Όμως άλλο το ένα, άλλο το άλλο, σωστά;
«Ορισμένοι,» είπε η Γελαστή Ισμήνη τώρα, στη συγκέντρωσή τους στη Μουλιασμένη Γη, «τον φωνάζουν ήδη ‘Πρίγκιπα των Πειρατών’, Ευγένιε, κλέβοντάς σου τον τίτλο.»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Μεγαλοφονιάς, «τόχω ακούσει. Αλλά σύντομα θάναι ο Πρίγκιπας των Νεκρών Πειρατών, άμα συνεργαστούμε για να τον αφανίσουμε! Γιατί μόνο έτσι μπορεί να γίνει· αλλιώς δεν γίνεται. Σας το λέω εκ πείρας. Συγκρούστηκα μαζί του, και το είδα. Ακόμα κι άμα καταφέρει κάποιος να νικήσει μόνος του τον Οφιομαχητή – κι αμφιβάλλω ότι κανείς από εσάς μπορεί να το κάνει αυτό – θα έχει τόσες απώλειες και ζημιές από τη σύγκρουση που μετά δεν θάχει τη δύναμη πλέον να συνεχίσει να κουρσεύει, και δε θ’αργήσει να καταντήσει φαγητό για τα ψάρια!»
Κανένας δεν τόλμησε να τον αποκαλέσει ψεύτη, γιατί όλοι τους γνώριζαν πόσο δυνατός ήταν ο Μεγαλοφονιάς και πόσο τρομερό τσούρμο ήταν οι πειρατές του, οι Θαλασσοφονιάδες – ο φόβος κι ο τρόμος της Ιχθυδάτιας αλλά και άλλων ηπειρονήσων, όταν πήγαιναν να κουρσέψουν στ’ανοιχτά, πέρα από τούτες τις ακτές.
«Μιλάς σωστά,» του είπε ο Αρσένιος ο Μαχητής. «Μόνο άμα συνεργαστούμε θα τον ξεπαστρέψουμε αυτό τον Ανάποδο Σκαρφαλωτή. Όλοι μαζί έχουμε στη διάθεσή μας δεκαοκτώ μηχανοκίνητα πλοία, και πολλά ακόμα ιστιοφόρα. Ούτε ο Οφιομαχητής δεν μπορεί να τα βάλει με τόσα σκάφη!»
«Σίγουρα,» συμφώνησε η Ρέα η Ωκεανίδα, μικρόσωμη, λευκόδερμη, και ξανθιά, μοιάζοντας με ψεύτικη κούκλα έτσι όπως ήταν ντυμένη και βαμμένη, «αλλά δεν έχουμε όλοι να χάσουμε το ίδιο από μια σύγκρουση μαζί του. Εγώ διαφεντεύω μονάχα δυο σκάφη· έστω κι ένα άμα βουλιάξει, θάναι μεγάλη απώλεια για μένα. Ενώ εσύ, Αρσένιε, που έχεις τέσσερα, κι ένα άμα βουλιάξει δεν χάνεις πολλά.»
«Ένα μηχανοκίνητο πλοίο είναι πάντα μεγάλη απώλεια,» διαφώνησε εκείνος.
«Η Ωκεανίδα έχει δίκιο, και το ξέρεις,» είπε ο Νικόλαος ο Ναυπηγός, που τη γούσταρε και ήθελε να την ξαπλώσει κάποτε παρά την κακή φήμη που είχε, ότι σκότωνε τους εραστές της (εξ ου και «Ωκεανίδα», σαν τις δόλιες δαιμόνισσες των ωκεανών) – αλλά αυτός δεν ήταν τώρα ο λόγος που συμφωνούσε μαζί της· όχι ο μοναδικός λόγος, τουλάχιστον, έλεγε στον εαυτό του. «Ορισμένοι έχουμε να χάσουμε πιο πολλά απ’τους άλλους. Κι εγώ, που ορίζω τρία πλοία, το ένα άμα βουλιάξει έχω αρχίσει να γαμιέμαι.»
«Αν συνεχίσετε να σκέφτεστε έτσι, ανόητοι, ο καθένας για την πάρτη του, δεν θα βγάλουμε ποτέ από τη μέση αυτό το τέρας της Έχιδνας που έχει ξεφυτρώσει ανάμεσά μας!» φώναξε ο Μεγαλοφονιάς.
Οι πέντε αρχιπειρατές στέκονταν πάνω στο βρεγμένο έδαφος της Μουλιασμένης Γης, σχηματίζοντας κύκλο, ενώ σουρούπωνε και το φως των ήλιων έβαφε τα πάντα με κοκκινωπές αποχρώσεις γύρω τους. Διακόσια μέτρα απόσταση φαίνονταν οι ακτές και τα πλοία τους που ήταν προσωρινά αραγμένα εκεί, καθώς και οι λάμπες κι οι φωτιές των τσούρμων τους. Για μερικές στιγμές, κανείς δεν μιλούσε ύστερα από τα λόγια του Μεγαλοφονιά, και μόνο ο φθινοπωρινός άνεμος αντηχούσε, το θρόισμα των φύλλων των ελοχαρών δέντρων, κοάσματα βατράχων, και πλατσουρίσματα διάφορων μικρών πλασμάτων των ελών.
«Συνεργασία, ναι, Ευγένιε,» αποκρίθηκε τελικά ο Νικόλαος ο Ναυπηγός, «μα όχι έτσι που ορισμένοι να ζημιώνονται περισσότερο απ’τους άλλους.» Υπήρχε μια παλιά κόντρα ανάμεσα στον Ναυπηγό και τον Μεγαλοφονιά, και ο πρώτος φοβόταν ότι ίσως ο δεύτερος να έβρισκε τώρα ευκαιρία να τον ξεπαστρέψει, παράπλευρα, καθώς θα ξεπάστρευαν και τον Οφιομαχητή.
Η Γελαστή Ισμήνη, που είχε επίσης κόντρα με τον Μεγαλοφονιά (από τότε που εκείνος είχε προσπαθήσει, σ’ένα καπηλειό της Σκιάπολης, να την αρπάξει για να την ξαπλώσει κι αυτή τού είχε ρίξει ένα γερό γόνατο στα χαμηλά, με αποτέλεσμα τα τσούρμα τους να μπλεχτούν σε άσχημο καβγά και να ρημάξουν το μέρος), είχε τον ίδιο φόβο με τον Νικόλαο τον Ναυπηγό. Σκεφτόταν ότι μπορεί ο Ευγένιος να ήθελε να τη βγάλει από τη μέση, ή, τουλάχιστον, να βουλιάξει κάνα-δυο από τα μηχανοκίνητα πλοία της, ως αντίποινα.
Έτσι, είπε: «Αυτοί με τα περισσότερα μηχανοκίνητα σκάφη πρέπει να πάρουν και το περισσότερο ρίσκο.»
«Τι λες, ρε;» μούγκρισε ο Αρσένιος ο Μαχητής, που, μετά απ’τον Μεγαλοφονιά, εκείνος είχε τα περισσότερα μηχανοκίνητα σκάφη. «Θες να βάλεις μπροστά τα πλοία μας για να τα βουλιάξεις και ύστερα, άμα έχει λήξει ο σαματάς, να βγεις από πάνω;»
«Ενώ εσύ τι προτιμάς, δηλαδή,» πετάχτηκε η Ρέα η Ωκεανίδα, «να βουλιάξουν τα δικά μας καράβια, που άμα βουλιάξουν αυτά, πάει τελείωσε, την έχουμε γαμήσει;»
«Θα γίνει οργανωμένα το πράμα,» τόνισε ο Αρσένιος, που δεν είχε πάρει τυχαία το παρωνύμιο «ο Μαχητής»· ήταν καλός στις τακτικές μάχης σε θάλασσα και ξηρά. Παλιότερα εργαζόταν ως μισθοφόρος, μέχρι που αποφάσισε ότι αρκετά πια οι εργοδότες τον εκμεταλλεύονταν· αποδώ και πέρα εκείνος θα εκμεταλλευόταν αυτούς! Και ήταν μεγάλης ηλικίας πλέον: μεγαλύτερος από τον Ευγένιο τον Μεγαλοφονιά: είχε περάσει τα πενήντα.
«Ακριβώς αυτό που λέει!» συμφώνησε ο Μεγαλοφονιάς δείχνοντας τον Μαχητή με το δάχτυλό του. «Αυτό που σας λέει, οδοντόψαρα που κάνετε του στραβού κεφαλιού σας! Θα γίνει οργανωμένα το πράγμα. Και δε θάχει κανένας παράπονο. Άμα συμμαχήσουμε θα έχουμε δεκαοκτώ μηχανοκίνητα πλοία στην αρμάδα μας. Σκεφτείτε το, ρε! Δέκα και οκτώ, γαμημένα, μηχανοκίνητα, πλοία,» τόνισε την κάθε λέξη. «Και πολλά ιστιοφόρα και βάρκες, μηχανοκίνητες και μη,» πρόσθεσε. «Ενώ οι Αγενείς τι θα έχουν; Τι θα έχουν μπροστά σε τέτοια πελώρια αρμάδα; Τίποτα δεν θα έχουν! Μονάχα τέσσερα μηχανοκίνητα πλοία. Θα είμαστε πάνω από τέσσερις φορές περισσότεροι απ’αυτούς. Θα τους συνθλίψουμε, και μόνο με τον αριθμό μας!»
«Αποκλείεται, βέβαια, να μπορούμε να τους επιτεθούμε και με τα δεκαοκτώ μηχανοκίνητα πλοία ταυτόχρονα,» είπε νηφάλια ο Αρσένιος. «Υποχρεωτικά κάποια σκάφη θα πρέπει να είναι πιο μπροστά από τα άλλα. Όμως θα υπάρξει τέτοια οργάνωση που κανείς δεν θα οργιστεί. Κι όταν η ναυμαχία θάχει λήξει, θα είμαστε όλοι ευχαριστημένοι.»
«Ακριβώς,» συμφώνησε πάλι ο Ευγένιος. «Ο Μαχητής τα λέει καλά· καταλαβαίνει.»
«Συμφωνείτε μεταξύ σας επειδή είστε οι πιο δυνατοί απ’όλους μας εδώ πέρα,» σχολίασε η Ρέα η Ωκεανίδα.
Ο Μεγαλοφονιάς την ατένισε οργισμένα. «Θες να φύγεις, λοιπόν; Φύγε!» έδειξε προς τη θάλασσα. «Ή θες να μείνεις για να ξεπαστρέψουμε στα σίγουρα αυτό το δαιμονικό φίδι που έχει ανθρώπινη μορφή;»
Η Ρέα έριξε μια ματιά τριγύρω, στους άλλους, νιώθοντας δελεασμένη προς στιγμή να τους δείξει το πουλί του Λοκράθου και να την κοπανήσει αποδώ μαζί με το τσούρμο της. Στα μάτια τους, όμως, είδε πως όλοι θα την κατέκριναν αν το έκανε αυτό. Θα την αποκαλούσαν δειλή – εκείνη που, όταν δεν ήταν παρά μια πόρνη στο Μεγαλίμανο της Μελκάρνια, είχε τολμήσει να γλιστρήσει μες στην καμπίνα του Παλαβού Ζαχαρία για να του κάνει έκπληξη και να πηδηχτεί μαζί του, και, ενώ πηδιόνταν, τον είχε σκοτώσει δαγκώνοντας τον λαιμό του με τη μεταλλική επένδυση που είχε βάλει στα δόντια της, ώστε μετά να πάρει το σκάφος του και το πλήρωμά του και να ξεκινήσει να ζει σαν πειρατίνα της Ιχθυδάτιας. Δεν ήταν δειλή η Ρέα, και δεν θα δεχόταν να την κοιτάζουν ως τέτοια. Δεν έφυγε από τη σύναξή τους· έμεινε στη θέση της, ατενίζοντας σταθερά τον Ευγένιο.
Ο οποίος είπε: «Γουστάρει κανείς άλλος να φύγει;»
Κανένας δεν κουνήθηκε. Όλοι τους ήθελαν να βγει από τη μέση ο Οφιομαχητής. Ήταν απάνθρωπος κι επικίνδυνος.
«Ακούστε, λοιπόν,» συνέχισε ο Μεγαλοφονιάς. «Πρέπει να κάνουμε σχέδιο, καλό και τέτοιο που να μας συμφέρει όλους. Πρέπει να στριμώξουμε τους Αγενείς σε κάποιο μέρος που μας βολεύει και να τους χτυπήσουμε άσχημα – να τους τσακίσουμε. Και – να σκοτώσουμε τον Οφιομαχητή. Πρέπει οπωσδήποτε να πεθάνει αυτός ο καταραμένος δαίμονας!»
«Τα πλοία των Αγενών, άμα δε βουλιάξουν,» ρώτησε ο Νικόλαος ο Ναυπηγός, «ποιος θα τα πάρει;»
«Όποιος προλάβει,» αποκρίθηκε ο Μεγαλοφονιάς.
«Ό,τι σου δίν’ η θάλασσα, δικό σου είναι,» είπε ο Αρσένιος, χρησιμοποιώντας ένα παλιό γνωμικό της Υπερυδάτιας.
«Και δε θα προσπαθήσει κανείς να μας τα κλέψει;» ρώτησε η Γελαστή Ισμήνη. «Με τόσα πλοία που έχει, για παράδειγμα, ο Ευγένιος, ενώ μας έχει κυκλωμένους από γύρω, γιατί να μη–;»
«Γιατί σας δίνω το λόγο μου, γαμώτο!» μούγκρισε ο Μεγαλοφονιάς. «Τι άλλο θέτε; Αμφισβητεί κανείς σας τον λόγο μου;»
Κανείς δεν μίλησε, αν και όλοι τον αμφισβητούσαν. Κανένας πειρατής της Ιχθυδάτιας δεν εμπιστευόταν κανέναν άλλο πειρατή, γιατί τον έκριναν από τον εαυτό τους.
«Ας πούμε, λοιπόν, ότι γίνεται έτσι,» είπε ο Νικόλαος ο Ναυπηγός. «Ας πούμε ότι γίνεται έτσι. Σε ποιο μέρος θα τους χιμήσουμε; Σε κάποιο λιμάνι που θάναι αραγμένοι;»
«Άμα τους χιμήσουμε σε λιμάνι,» είπε η Ρέα, «θα γίνει χαμός. Κανένας αφέντης λιμανιού δε θέλει τέτοια στο λιμάνι του.»
«Και τι θα κάνει; Θα τα βάλει μ’όλους μας; Είμαστε οι χειρότεροι κουρσάροι της Ιχθυδάτιας συναγμένοι δω να πέρα!»
«Ακόμα κι έτσι,» είπε ο Αρσένιος ο Μαχητής, «δε συμφέρει να τσαντίσουμε μια ολόκληρη πόλη εναντίον μας. Πρέπει να βρούμε άλλο μέρος για να τους χιμήσουμε.
»Ελάτε στο πλοίο μου,» πρότεινε, «ελάτε στο Ψηλό Οχυρό, να το συζητήσουμε ενώ θάχουμε χάρτες μπροστά μας.»
Δεν έφεραν αντίρρηση. «Πάμε,» είπε ο Ευγένιος.
«Έχει κανείς ιδέα πού κάνουν το λημέρι τους οι Αγενείς;» ρώτησε η Γελαστή Ισμήνη, καθώς βάδιζαν προς τις ακτές της Μουλιασμένης Γης, όπου ήταν αραγμένα τα πλοία τους.
«Εγώ, πάντως, δεν ξέρω,» είπε ο Μεγαλοφονιάς. «Ίσως να μην έχουν καν λημέρι ακόμα. Συνέχεια τριγυρίζουν, απ’ό,τι μαθαίνω.»
«Καλύτερα, λοιπόν, που θα τους ξεπαστρέψουμε τώρα,» είπε ο Αρσένιος, συλλογισμένα, «προτού αρχίσουν να οργανώνονται περισσότερο.»
Έτσι, οι πέντε ισχυρότεροι κουρσάροι της Ιχθυδάτιας ανέβηκαν στο Ψηλό Οχυρό κι άρχισαν, μέσα στην καμπίνα του Καπετάνιου του, να κάνουν σχέδια για το πώς θα τσάκιζαν τους Αγενείς και, κυρίως, πώς θα σκότωναν τον αρχηγό τους, τον Οφιομαχητή.
Οι ίδιοι οι Αγενείς, αυτό τον καιρό, έπλεαν γύρω από την Ιχθυδάτια, πηγαίνοντας απ’το ένα λιμάνι στο άλλο, δοκιμάζοντας τα καινούργια μέλη του τσούρμου τους, αυτούς που είχαν μαζέψει στη Σκιάπολη και που τώρα επάνδρωναν το Δόντι της Θάλασσας – αν και όχι πλήρως. Υπήρχαν μέλη κι από τ’άλλα πληρώματα εκεί: άτομα που ο Γεώργιος μπορούσε να εμπιστευτεί. Και ο Καπετάνιος του Δοντιού ήταν, φυσικά, εξίσου αξιόπιστος: Για τον Ίσιο Ισίδωρο κανείς δεν είχε αμφιβολίες – ούτε ο Γεώργιος, ούτε ο Κοσμάς, ούτε ο Ζαχαρίας, ούτε η Λουκία, ούτε κανένας άλλος.
Οι Αγενείς έπλεαν γύρω από την Ιχθυδάτια τώρα, χωρίς να κουρσεύουν προς το παρόν αλλά δίνοντας στο νέο τσούρμο την εντύπωση κάθε τόσο ότι μπορεί και να κούρσευαν, για να δουν την αντίδρασή τους. Ούτε ένας δεν φάνηκε να δειλιάζει. «Εντάξει μού μοιάζουν,» είπε στον Γεώργιο ο Κοσμάς, που είχε μάτι για κάτι τέτοια, από παλιά άνθρωπος της θάλασσας και των λιμανιών.
Στο λιμάνι της Γαρνάθης, της ανατολικότερης από τις Τρεις Πόλεις της Ουράς, άφησαν τα νέα μέλη αρκετά λάσκα, ενώ μονάχα το Δόντι ήταν αραγμένο εκεί και τ’άλλα πλοία ήταν στ’ανοιχτά, επίτηδες. Ο Κοσμάς ήθελε να δει τι θα έκαναν τα καινούργια οδοντόψαρα· θα επιχειρούσαν να δαγκώσουν τον Πρωτοκαπετάνιο τους; Θα επιχειρούσαν να κλέψουν το σκάφος; Ή, ίσως, τα πράγματα στ’αμπάρι του; Γιατί, ναι, είχαν φροντίσει να είναι κάμποσα πράγματα στ’αμπάρι – επίτηδες επίσης.
Οι καινούργιοι αποδείχτηκαν εντάξει γι’ακόμα μια φορά. Δεν έκλεψαν ούτε παλαμάρι. Έμοιαζαν ευχαριστημένοι που βρίσκονταν μες στο τσούρμο των Αγενών. Έμοιαζαν ευχαριστημένοι που είχαν γι’αρχηγό αυτόν που αποκαλούσαν Οφιομαχητή και Ακατάλυτο Κουρσάρο και, τελευταία, ακόμα και Πρίγκιπα των Πειρατών ορισμένοι.
Οι Αγενείς απομακρύνθηκαν από την Ιχθυδάτια ύστερα από την επίσκεψή τους στις Τρεις Πόλεις της Ουράς, έπλευσαν στον ωκεανό, ενώ ο Γεώργιος κοίταζε τις σχετικές θέσεις των ηπειρονήσων στην οθόνη της κονσόλας του, στη γέφυρα του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού. Ταξίδευαν πιο κοντά στην Κεντρυδάτια τώρα απ’ό,τι στη Μικρυδάτια – αν και αντικειμενικά πιο κοντά απ’όλες τις ηπειρονήσους ήταν η Ιχθυδάτια, φυσικά. Αλλά από εκεί ο Γεώργιος έτσι κι αλλιώς δεν σκόπευε να ξεμακρύνει πολύ. Απλώς ήθελε να δει (και αυτός και ο Κοσμάς) πώς θ’αντιδρούσαν τα καινούργια οδοντόψαρα σε τέτοιο ανοιχτό ταξίδι.
Η αντίδρασή τους δεν φάνηκε άσχημη, απ’ό,τι ανέφερε ο Ίσιος Ισίδωρος τηλεπικοινωνιακά από το Δόντι της Θάλασσας. Κανείς δεν είχε κάνει ούτε μια ερώτηση μέχρι στιγμής. Και δεν έμοιαζαν ιδιαίτερα ανήσυχοι.
Η Λουκία κάλεσε τον Γεώργιο από τον Νικητή των Κυμάτων και τον ρώτησε αν σχεδίαζε να τους οδηγήσει σε άλλη ηπειρόνησο.
«Μάλλον όχι,» αποκρίθηκε εκείνος. «Εκτός αν αλλάξω γνώμη.»
Ύστερα από κανένα δίωρο, η Ευαγγελία η Μπανίστρια προειδοποίησε ότι ένα Χαρωπό Κήτος φαινόταν στο βάθος, και καλύτερα να το απέφευγαν, γιατί έτσι όπως έπαιζε με τα κύματα και τίναζε νερό απ’τη μουσούδα του μπορεί να τους ταρακουνούσε τα σκάφη. Ο Γεώργιος θεώρησε την προτροπή της συνετή και πρόσταξε, τηλεπικοινωνιακά, όλη την αρμάδα ν’αλλάξει ρότα, ώστε ν’αποφύγουν το μεγάλο υδρόβιο θηλαστικό. Τα Χαρωπά Κήτη δεν ήταν, κατά κανόνα, επιθετικά, όμως μπορούσαν να προκαλέσουν προβλήματα στα πλοία κατά λάθος. Μπορούσαν ακόμα και να τα βυθίσουν κατά λάθος. Ο Γεώργιος είχε ακούσει για τέτοια περιστατικά, ως πειρατικό μάτι στη Σκιάπολη, αλλά και πιο πριν, όταν ήταν στη Ριλιάδα.
Η Ευαγγελία η Μπανίστρια δεν άργησε να ξαναφωνάξει από τα ξάρτια, αλλά αυτή τη φορά όχι για να προειδοποιήσει για πιθανό κίνδυνο. Είπε ότι πλοία φαίνονταν στον ορίζοντα, νότια, με κατεύθυνση βορειοδυτική.
Προς Κεντρυδάτια, δηλαδή, σκέφτηκε ο Γεώργιος. Και, βγάζοντας τις μπότες του, σκαρφάλωσε κι εκείνος στα ξάρτια και πιάστηκε πλάι στην Ευαγγελία. Χρησιμοποιώντας ένα κιάλι κοίταξε προς τα νότια και είδε κι αυτός τα δύο πλοία. Εμπορικά έμοιαζαν. Το καθένα είχε από ένα πυροβόλο και δύο γιγαντοβαλλίστρες· και το ένα είχε, σίγουρα, και υδατοτρόπο κανόνι
«Λεία, Αρχηγέ;» ρώτησε η Ευαγγελία.
«Ναι.» Τους χρειάζονταν τα λεφτά τώρα που είχαν και τέταρτο πλοίο στην αρμάδα τους και ήθελαν να φροντίζουν και για το άντρο.
Ο Γεώργιος κατέβηκε από τα ξάρτια και πήγε στη γέφυρα, όπου έδωσε εντολή, τηλεπικοινωνιακά, να πλησιάσουν τα δύο σκάφη στα νότιά τους.
Η αρμάδα των Αγενών έστριψε, κατευθυνόμενη ολοταχώς προς τη λεία...
Τα εμπορικά σκάφη τούς εντόπισαν με τους μηχανικούς ανιχνευτές τους, και οι καπετάνιοι τους δεν αμφέβαλλαν τι μπορεί να ήταν τα τέσσερα πλοία, έτσι όπως έρχονταν καταπάνω τους. Πρόσταξαν και οι δικές τους μηχανές να αυξήσουν την ταχύτητα – να τους αποφύγουν πάση θυσία. Οι εχθροί είχαν τα διπλάσια σκάφη· μια ναυμαχία θα ήταν άνιση, το λιγότερο.
Οι Αγενείς καταδίωξαν τα εμπορικά πλοία, αλλά αυτά κατάφερναν να διατηρούν μια σταθερή απόσταση.
Ο Ζαχαρίας, θεωρώντας το κυνήγι άσκοπο, είπε στον Γεώργιο τηλεπικοινωνιακά, από τη γέφυρα των Νυχιών του Φιδιού: «Αρχηγέ, δε νομίζω ότι θα τους προλάβουμε αν κάτι δεν αλλάξει.»
«Κάτι θ’αλλάξει, τότε,» αποκρίθηκε ο Οφιομαχητής, που είχε την ίδια άποψη με τον Ζαχαρία και είχε ήδη αρχίσει να σκέφτεται ένα σχέδιο.
«Τι;» ρώτησε ο Καπετάνιος των Νυχιών.
«Θα δείτε σε λίγο. Συνεχίστε να τους καταδιώκετε σταθερά.»
Ο Κοσμάς, που στεκόταν πλάι στον Καπετάνιο του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού, ρώτησε: «Τι έχεις υπόψη, Γεώργιε; Τα όπλα μας δεν φτάνουν για να τους χτυπήσουν. Είναι εκτός εμβέλειας.»
«Περίμενε εδώ,» αποκρίθηκε μόνο ο Οφιομαχητής, και έφυγε από τη γέφυρα του Σαλαχιού, κατεβαίνοντας στο κέντρο ισχύος του σκάφους, όπου ήταν καθισμένη η Ερασμία’μορ στην ειδική θέση, κάνοντας τη Μαγγανεία Κινήσεως, ρυθμίζοντας την ενεργειακή ροή των μηχανών, ντυμένη με ρούχα που δεν ήταν και τίποτα πολύ περισσότερο από εσώρουχα, ως συνήθως.
«Μάγισσα,» είπε ο Γεώργιος. «Να σου κάνω μια ερώτηση;»
Τα μάτια της άνοιξαν. «Τι;»
«Έχω ακούσει» – το ήξερε απ’το αινιγματικό παρελθόν του – «ότι κάποιοι μάγοι μπορούν να αυξήσουν πρόσκαιρα την ταχύτητα ενός σκάφους ή οχήματος.»
«Αληθεύει.»
«Μπορείς να το κάνεις κι εσύ;»
«Δε μπορώ ν’αυξήσω την ταχύτητα τόσο μεγάλου πλοίου, Καπετάνιε. Ειδικά αφού πρέπει συγχρόνως να ρυθμίζω την ενεργειακή ροή των μηχανών του. Αλλά ακόμα κι αν δεν έκανα Μαγγανεία Κινήσεως, πάλι δεν θα μπορούσα.»
«Σε μικρότερο σκάφος; Μια βάρκα, ας πούμε;»
«Γίνεται, με Ξόρκι Τεχνητής Επιταχύνσεως. Αλλά η μηχανή του ίσως και να καταστραφεί. Δεν εγγυώμαι τίποτα· σ’το λέω για να το ξέρεις. Τι έχεις στο μυαλό σου;»
Ο Γεώργιος τής είπε το σχέδιό του, και ρώτησε: «Νομίζεις ότι μπορείς να κάνεις τη βάρκα τόσο γρήγορη ώστε να τους προλάβει;»
«Σίγουρα πράγματα, όμως η μηχανή της θα λιώσει κατά πάσα πιθανότητα. Και θα χρειαστεί ν’αφήσω και τη δουλειά μου εδώ, στο κέντρο, για περισσότερο ίσως απ’ό,τι πρέπει· οπότε, καλύτερα να πάψετε να χρησιμοποιείτε τις μηχανές του Σαλαχιού μέχρι να πάω πάνω, να ενδυναμώσω τη μηχανή της βάρκας, και να επιστρέψω.»
«Δεν υπάρχει πρόβλημα. Έλα μαζί μου.»
Η Ερασμία’μορ, παύοντας να ρυθμίζει την ενεργειακή ροή του πλοίου, σηκώθηκε από το ειδικό κάθισμα και ακολούθησε τον Γεώργιο στην κουβέρτα. Ο Καπετάνιος αμέσως φώναξε στον Μούρη, στη γέφυρα, να σταματήσει τις μηχανές – τώρα! Τώρα! Και οι μηχανές έσβησαν. Ήταν πολύ επικίνδυνο να συνεχίσουν τη λειτουργία τους χωρίς την ταυτόχρονη χρήση Μαγγανείας Κινήσεως από κάποιον μάγο. «Ανοίξτε τα πανιά!» πρόσταξε ο Γεώργιος τους άλλους. «Τα πανιά!»
Το πλήρωμα έσπευσε να υπακούσει.
«Τι συμβαίνει, Καπ’τάνιε;» ρώτησε ο Κοσμάς, πλησιάζοντάς τον. «Τι σκέφτεσαι;»
Ο Γεώργιος τού εξήγησε ενώ πλησίαζαν μια από τις βάρκες και ανέβαινε, ενεργοποιώντας τη μηχανή της.
«Μα την Έχιδνα, μπορεί να σκοτωθείς!» μούγκρισε ο Κοσμάς.
«Δεν πρόκειται να σκοτωθώ. Κάνε το ξόρκι σου, μάγισσα.»
Η Ερασμία’μορ, ανεβαίνοντας επίσης στη βάρκα, μουρμούρισε παράξενα λόγια κάτω απ’την ανάσα της και άγγιξε τη μηχανή του πλεούμενου και με τα δύο χέρια. Ύστερα από μερικές στιγμές, ένα τρελό βούισμα άρχισε ν’ακούγεται από εκεί. «Τρεις φορές πιο γρήγορη τώρα, Καπετάνιε,» είπε η μάγισσα. «Καλύτερα να την εκμεταλλευτείς προτού γίνει κομμάτια.» Και βγήκε από τη βάρκα σαν Ζέφυρου άνεμος, λες και φοβόταν ότι μπορεί το μικρό σκάφος να ανατιναζόταν.
Το πλήρωμα κατέβασε τη βάρκα στη θάλασσα, και ο Γεώργιος την οδήγησε προς τα δύο εμπορικά πλοία, σηκώνοντας αφρούς πίσω του.
«Κοσμά!» φώναξε ο Μούρης από τη γέφυρα. «Η Λουκία κάνει ερωτήσεις!»
Ο Δευτεροκαπετάνιος του Σαλαχιού έτρεξε στη γέφυρα και πλησίασε το τηλεπικοινωνιακό σύστημα, ακούγοντας την Καπετάνισσα του Νικητή των Κυμάτων να ρωτά τι συνέβαινε. Και γιατί αυτή η βάρκα κυνηγούσε μόνη της τα δύο εμπορικά; Και πώς έτρεχε έτσι, μα την Έχιδνα; Και ήταν ο Γεώργιος αυτός επάνω της;
Ο Οφιομαχητής, εν τω μεταξύ, προσέγγιζε τα δύο μεγάλα πλοία ενώ άκουγε τη μηχανή της βάρκας να κάνει θορύβους που ήταν αναμφίβολα ανησυχητικοί. Αλλά το μικρό σκάφος είχε γίνει γρήγορο, μα την Έχιδνα! όφειλε να παραδεχτεί.
Κάποιοι τον είδαν από τα εμπορικά καράβια και προσπάθησαν να τον χτυπήσουν με βαλλίστρες και τουφέκια από τα καταστρώματα, αλλά οι βολές τους έπεσαν στο νερό. Το υδατοτρόπο κανόνι στράφηκε προς τη μεριά του και, χωρίς να φανεί τίποτα να εκτοξεύεται από την κάννη του, η θάλασσα γύρω και κάτω από τη βάρκα του Γεώργιου αντάριασε ξαφνικά. Έγινε τόσο άγρια που το πλεούμενο, έτσι γρήγορα όπως πήγαινε – αφύσικα γρήγορα για το είδος του – αμέσως ανατράπηκε, ρίχνοντας τον Οφιομαχητή στο νερό.
Ευτυχώς, όμως, όχι μακριά από το ένα εμπορικό σκάφος, παρατήρησε εκείνος· και, χωρίς να βγει στην επιφάνεια, μένοντας κάτω από τα κύματα, χρησιμοποίησε τις υδατοτρόπες δυνάμεις του, ωθώντας το σώμα του προς το καράβι. Στον αριστερό του πήχη, η Ευθαλία ήταν τυλιγμένη σφιχτά. Ο Γεώργιος έφτασε το πλοίο και αρπάχτηκε από το πλάι του. Κοίταξε προς τα πάνω και είδε ότι δεν τον είχαν καταλάβει – αναμενόμενα. Μετά από λίγο, κατάφερε να σκαρφαλώσει στην κουβέρτα, και τότε τον πρόσεξαν. Αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Το βελονοβόλο του εξαπέλυσε δηλητηριώδεις βελόνες καταπάνω τους· και μετά το Φιλί της Έχιδνας βγήκε απ’το θηκάρι, λιανίζοντας τρεις μισθοφόρους προτού ο Γεώργιος φτάσει στη γέφυρα, που δεν ήταν μακριά του – είχε σκαρφαλώσει έτσι ώστε να βρεθεί κοντά της ανεβαίνοντας. Η πόρτα ήταν αμπαρωμένη από μέσα· την είχαν κλείσει τώρα, προφανώς, για να τον κρατήσουν έξω. Εκείνος την άνοιξε με μια γρήγορη κλοτσιά και όρμησε πέρα από το κατώφλι, ενώ ο Καπετάνιος, ο τιμονιέρης, και μια γυναίκα – η Ναύκληρος, μάλλον – τον κοίταζαν σαστισμένοι, απορώντας πώς είχε καταφέρει να εισβάλει τόσο εύκολα. Μια βελόνα από το βελονοβόλο του καρφώθηκε στον λαιμό της γυναίκας, και το Λευκό Άγαλμα την κοκάλωσε στη θέση της, κλειδώνοντας τις αρθρώσεις της μέσα σε δευτερόλεπτα, ενώ εκείνη είχε μόλις τραβήξει το ενεργειακό πιστόλι από τη ζώνη της.
Ο Καπετάνιος έστρεψε το δικό του πιστόλι προς τον Γεώργιο, αλλά ήδη ο Οφιομαχητής πατούσε ξανά τη σκανδάλη του βελονοβόλου του καθώς τιναζόταν στο πλάι. Η ενεργειακή βολή τον βρήκε στα πλευρά, ξυστά, τραντάζοντας το σώμα του λιγάκι – κάτι που το αγνόησε χωρίς δεύτερη σκέψη, ενώ ένας φυσιολογικός άνθρωπος μάλλον θα είχε ζαλιστεί αρκετά. Η ριπή του βελονοβόλου έστειλε Αγκαλιά Μουδιάστρας μέσα στον Καπετάνιο του εμπορικού πλοίου, ο οποίος άρχισε να τρεκλίζει καθώς τα μέλη του παρέλυαν.
Ο τιμονιέρης φώναξε: «Παραδίνομαι! Παραδίνομαι!»
Ο Γεώργιος τον γρονθοκόπησε κατακέφαλα με το ίδιο χέρι που βαστούσε το Φιλί της Έχιδνας, σωριάζοντάς τον. Στρεφόμενος πίσω του, είδε έναν μισθοφόρο να μπαίνει από την πόρτα της γέφυρας και του έριξε με το βελονοβόλο· τον πέτυχε, και οι Ενδότερες Φλόγες τον έκαναν να ουρλιάζει ξέφρενα.
Ο Γεώργιος γύρισε τον διακόπτη που απενεργοποιούσε τις μηχανές του πλοίου, και μετά έσπασε την κονσόλα με δυο γερές κλοτσιές, τη διέλυσε τελείως. Περισσότεροι μισθοφόροι φάνηκαν στην πόρτα, και τώρα τινάχτηκε εκεί για να τους αντιμετωπίσει, λιανίζοντας με το Φιλί της Έχιδνας και σπρώχνοντάς τους πίσω.
Η δουλειά του είχε τελειώσει, το καράβι είχε χάσει την ταχύτητά του· τα υπόλοιπα ήταν διαδικαστικά. Τα πλοία των Αγενών γρήγορα το πρόλαβαν και το περικύκλωσαν. Η Λουκία φώναξε, μέσω μεγαφώνου, στο εμπορικό σκάφος να παραδοθεί, αλλιώς θα το βύθιζαν. Ο Καπετάνιος του ήταν πεσμένος από την Αγκαλιά Μουδιάστρας και δεν μπορούσε να δώσει διαταγές· ούτε η Ναύκληρος ήταν σε θέση να μιλήσει, κοκαλωμένη από το Λευκό Άγαλμα. Αλλά αυτοί που βρίσκονταν στην κουβέρτα δεν άργησαν να καταλάβουν ότι θα ήταν ηλίθιο να αντισταθούν· δεν ήθελαν να σκοτωθούν εδώ πέρα.
Παραδόθηκαν.
Το άλλο εμπορικό σκάφος, εν τω μεταξύ, δεν έμεινε να πολεμήσει· συνέχισε ν’απομακρύνεται όσο είχε καιρό, γλιτώνοντας τον εαυτό του από τους πειρατές, ενώ ο Καπετάνιος του ακόμα απορούσε τι στα φαρμακερά μαλλιά της Έχιδνας είχε συμβεί στο άλλο πλοίο και είχαν σταματήσει οι μηχανές του.
Ο Γεώργιος δεν είχε παρά μερικές γρατσουνιές επάνω του από τη συμπλοκή στη γέφυρα, όταν οι κουρσάροι του πήδησαν στην κουβέρτα του εμπορικού από τα δικά τους καράβια. Τους πρόσταξε να το κουρσέψουν αλλά να μην πειράξουν το πλήρωμά του, ούτε τους αξιωματικούς, ούτε τον μάγο στο κέντρο ισχύος. Αν και, τελικά, δεν υπήρχε μάγος εκεί, όπως αποδείχτηκε· ο μάγος ήταν κάπου μακριά, κάνοντας Μαγγανεία Απομακρυσμένης Κινήσεως. Το εμπόρευμα ήταν ρούχα καλής ποιότητας, όπλα, και τηλεπικοινωνιακές συσκευές. Πράγματα που εύκολα μπορούσαν να πουληθούν σε μεγάλες ποσότητες και να φέρουν κέρδος σε κάθε αγορά της Ιχθυδάτιας.
Οι Αγενείς έμειναν ευχαριστημένοι.
Απομακρύνθηκαν από το κουρσεμένο πλοίο, αφήνοντάς το χωρίς να έχει τη δυνατότητα να ενεργοποιήσει άμεσα τις μηχανές του αφού η κονσόλα πλοήγησης στη γέφυρα ήταν κατεστραμμένη. Μόνο αν ο μηχανικός κατάφερνε να την επισκευάσει θα είχαν πάλι γρήγορη κίνηση, αλλιώς θα έπρεπε να φτάσουν στον προορισμό τους κωπηλατώντας. Πανιά δεν διέθεταν, αλλά υπήρχαν ανοίγματα για κουπιά στα πλάγια του σκάφους.
Η αρμάδα του Οφιομαχητή έπλευσε γι’άλλη μια μέρα στ’ανοιχτά, στους ατέρμονους ωκεανούς της Υπερυδάτιας, γιατί ήθελαν να δοκιμάσουν για λίγο ακόμα τα καινούργια οδοντόψαρα. Συνάντησαν και μια πελώρια γιγαντοχελώνα στον δρόμο τους και άραξαν κοντά της, ανάβοντας φωτιές πάνω στο γεμάτο χελωνόφυτα καβούκι της και περνώντας τη νύχτα εκεί, πίνοντας και καλαμπουρίζοντας. Ο Πρωτοκαπετάνιος τους εξαφανίστηκε για κάποιες ώρες, και κανείς δεν ήξερε πού ακριβώς είχε πάει. Είχε χαθεί ανάμεσα στα χελωνόφυτα. Ορισμένοι υπέθεσαν ότι ίσως να τόχε βάλει στο μυαλό του να κυνηγήσει, γιατί, ως γνωστόν, πουλιά έκαναν τις φωλιές τους πάνω στις γιγαντοχελώνες. Αλλά όταν ο Γεώργιος επέστρεψε δεν είχε μαζί του σκοτωμένα πουλιά, ούτε αβγά· και δεν απάντησε σε καμιά ερώτηση του πληρώματος σχετικά με το πού βρισκόταν. Ούτε στον Κοσμά δεν είπε τίποτα. Ούτε στη Λουκία, με την οποία πλάγιασε αργότερα ανάμεσα στα χελωνόφυτα, σε κάποια απόσταση από τους υπόλοιπους, κάνοντας έρωτα μαζί της κάτω από το άχρωμο φως του φεγγαριού της Υπερυδάτιας, τυλιγμένοι κι οι δυο τους σε μία κουβέρτα, ενώ η Ευθαλία είχε απομακρυνθεί για να κυνηγήσει τρωκτικά.
Το άλλο πρωί, έφυγαν από τη ράχη της γιγαντοχελώνας και έπλευσαν για Ιχθυδάτια, έχοντας στ’αμπάρια τους καλή λεία, ήδη διαιρεμένη ανάμεσα στα τέσσερα σκάφη – και ο Πρωτοκαπετάνιος δεν είχε κρατήσει μεγαλύτερο μερίδιο απ’τους υπόλοιπους καπετάνιους της αρμάδας του. Κανείς δεν είχε παράπονο με τον Οφιομαχητή· όλο το τσούρμο μουρμούριζε ότι ο άνθρωπος ήταν εντάξει και σωστός στο κουμάντο του.
Καθώς πλησίαζαν στην Ιχθυδάτια, ο Γεώργιος σκεφτόταν ότι ακόμα δεν εμπιστευόταν αρκετά τους καινούργιους για να τους οδηγήσει στο άντρο των Αγενών στα δόντια του ιχθύος. Και ο Κοσμάς κι η Λουκία συμφωνούσαν μαζί του. Το λημέρι έπρεπε να το προφυλάσσουν αν ήθελαν να το κρατήσουν κρυφό· είχαν, άλλωστε, δυσκολευτεί να το βρουν. Έτσι, επιστρέφοντας τώρα στις συνηθισμένες τους ακτές, έστειλαν το Δόντι της Θάλασσας ν’αράξει στη Σκιάπολη μαζί με τα Νύχια του Φιδιού, ενώ το Δηλητηριασμένο Σαλάχι και ο Νικητής των Κυμάτων πλησίασαν τα νότια ακρογιάλια του Στόματος του Ιχθύος μες στη νύχτα και μπήκαν στο λημέρι τους ακολουθώντας την πορεία που σε γλίτωνε από το δάγκωμα της ηπειρονήσου.
Σηκωνόμαστε και βαδίζουμε, κατευθυνόμενοι δυτικά, αφήνοντας πίσω μας τις Βαθιές Ακτές. Κοιτάζω κάπου-κάπου στον ουρανό, προς τα νότια, μήπως δω κανένα ελικόπτερο να έρχεται. Τίποτα, όμως. Φαίνεται πραγματικά να μας έχουν χάσει.
Ωραία.
Αν και από μια άποψη θα ήθελα να συναντήσω αυτούς τους καταραμένους βατραχολάτρες, ώστε να πιάσω ακόμα έναν και να τον ρωτήσω γιατί ήθελαν να με θυσιάσουν. Δεν μπορεί όλοι να μην ξέρουν τον λόγο. Δεν μπορεί να τον γνωρίζουν μόνο ο Δαμιανός κι οι άλλοι δύο κωλοκληρικοί που ήταν εκεί, στον υπόγειο Ναό του Λοκράθου.
Έκανα ανοησία που δεν στάθηκα για να αναγκάσω κάποιον από τους ακόλουθούς τους να μιλήσει! Τότε που ήμουν ακόμα στα κρυφά μπουντρούμια κάτω απ’το Οδοντωτό Οχυρό, με τόσους πεσμένους βατράχους γύρω μου, έπρεπε ν’αρχίσω να τους ρωτάω γιατί ήθελαν να με θυσιάσουν. Αυτοί θα ήξεραν. Κι αν δεν ήξερε ο ένας, θα ήξερε ο άλλος, ή ο άλλος... ή ο άλλος. Θα μάθαινα. Τώρα, ίσως ποτέ να μη μάθω.
Και θα μπορούσα να την αγνοήσω την όλη υπόθεση, φυσικά, αν δεν μου φαινόταν τόσο γαμημένα παράξενη. Τα πάντα είναι αλλόκοτα: από το πώς με εντόπιζαν τα καταραμένα βατράχια απ’τη μια ηπειρόνησο στην άλλη, μέχρι το γιατί σχεδίαζαν να με προσφέρουν στον ανώμαλο θεό τους με ιεροτελεστικό τρόπο.
Η Φαρμακερή Βασίλισσα ίσως να έχει κάποιες απαντήσεις. Ίσως. Αυτός είναι κι ένας από τους λόγους που θα ήθελα να τη γνωρίσω, εκτός του ότι μου έχει κινήσει την περιέργεια.
Όταν πρωτοξύπνησα στην Υπερυδάτια, έχοντας ξεχάσει το παρελθόν μου, όλα ήταν μια συνεχόμενη έρευνα για εμένα. Τώρα, ύστερα από πέντε χρόνια, διαπιστώνω ότι όλα εξακολουθούν να είναι μια συνεχόμενη έρευνα, αλλά διαφορετικού είδους. Σήμερα, οι πάντες σε τούτη τη διάσταση μοιάζει να με ξέρουν, ή να έχουν ακούσει για εμένα. Κι αυτό... αυτό με κάνει να αισθάνομαι παρανοϊκός όπως ποτέ άλλοτε. Και για καλό λόγο, νομίζω.
Θέλω να πω, κοίταξε να δεις τι γίνεται τελευταία: Πρώτον, με κυνηγάνε, με μυστηριώδεις τρόπους, οι φανατικοί της θρησκείας ενός γλοιώδους θεού. Δεύτερον, με αναζητά η αρχηγός μιας αίρεσης ακόμα πιο φανατικών ιερών δολοφόνων.
Και έχω βάλει και δύο φίλους μου σε αχρείαστους μπελάδες.
Τι άλλο θα συμβεί, μα την Έχιδνα;
Άσ’ το, καλύτερα. Δε θέλω να ξέρω από τώρα.
Και καταπολεμώ την πανίσχυρη οργή στην ψυχή μου με τις διδαχές του Γέρου του Ανέμου. Η Πάροδος του Πράου Ανέμου μουρμουρίζει και μουρμουρίζει και μουρμουρίζει, φέρνοντάς με σε μια ομαλή κατάσταση γαλήνης, κάνοντας το μυαλό μου ένα με τον χειμωνιάτικο αέρα που φυσά καθώς οδοιπορούμε προς τα δυτικά με ελαφρώς βόρεια κατεύθυνση.
Διασχίζουμε τόπους πεδινούς με γενικά χαμηλή βλάστηση και λίγα σκαμπανεβάσματα του εδάφους. Υπάρχουν κάποιοι χωματόδρομοι εδώ, και μερικοί μικροί οικισμοί. Δεν είναι καλά μέρη για να κρυφτείς άμα σε κυνηγάνε· δεν διακρίνω και πολλές κρυψώνες. Ευτυχώς, τώρα κανείς δεν είναι στο κατόπι μας.
Δεν μιλάμε ενόσω ταξιδεύουμε. Υποθέτω πως η Λουκία και ο Νικόλαος είναι κουρασμένοι. Η πρώτη κρατά τον Ακατάλυτο στην αγκαλιά της.
Σουρουπώνει, οι σκιές πληθαίνουν στο τοπίο. Κανένα σημάδι καταδίωξης ακόμα.
Νυχτώνει, και δεν έχουμε φτάσει στη μεγάλη δημοσιά που περνά δίπλα από το Σπάραχνο και συνδέει τη Σκιάπολη με τις Κάτω Ακτές του Κεφαλιού. Βρίσκω το πιο καλυμμένο σημείο που μπορώ – το κοίλωμα στο πλάι ενός δεντροσκέπαστου λόφου – και καθόμαστε εκεί. Ανάβουμε και μια φωτιά για να μην ξεπαγιάσουμε. Την κρύβω μέσα σε λάκκο και την καλύπτω με ξύλα, για να μη φαίνεται από μακριά ο φωτισμός της. Δε βλάπτει να είσαι προσεχτικός.
Η κατάσταση μού θυμίζει λιγάκι μια άλλη πριν από πέντε χρόνια, όταν ήμουν μαζί με τον Δημήτριο Ζερδέκη και είχαμε μόλις φύγει από την Οστρακόπολη, κυνηγημένοι από τη Φρουρά της. Τι μέρες κι εκείνες, μα την Έχιδνα... Δε μπορώ να το πιστέψω ότι ήμουν έτσι τότε. Νομίζω ότι έχουν περάσει αιώνες...
Και ο Δημήτριος θα είναι τώρα στη Μεγάπολη, απορώντας τι μου συνέβη, γιατί εξαφανίστηκα... Ή ίσως και να έχει φύγει πια από εκεί, να έχει ταξιδέψει γι’αλλού. Αν και δεν το νομίζω, αφού είναι μαζί με την Κρυσταλλία...
Ο Δημήτριος... Είναι δυνατόν νάχει καμιά σχέση με τα βατράχια; Ο Αρσένιος τον υποπτευόταν· αλλά, όχι, αποκλείεται ο Δημήτριος να με πρόδωσε. Δε βγάζει νόημα. Τι μπορεί να είχε να κερδίσει;
Πρέπει, ωστόσο, να τον βρω και να του μιλήσω.
Είναι τόσα πολλά τα πράγματα που θέλω να κάνω...
«Αρχηγέ;» Η φωνή της Λουκίας.
Τη λοξοκοιτάζω, υπομειδιώντας, καθώς είμαστε καθισμένοι μπροστά στη φωτιά ρουφώντας τη θερμότητά της όπως οι βδέλλες ρουφάνε το αίμα. «Δεν είμαι ‘αρχηγός’ πια.»
«Για εμάς θα είσαι πάντα ο αρχηγός μας, Γεώργιε. Πάντα ο Πρωτοκαπετάνιος της αρμάδας.»
Κουνάω το κεφάλι μου. «Σε ποιους ‘εμάς’ αναφέρεσαι; Υπάρχουν κι άλλοι εκτός από εσένα;»
«Ο Κοσμάς είναι ζωντανός, ξέρεις.»
«Σοβαρολογείς;»
«Ναι. Χτυπήθηκε πολύ άσχημα, μα είναι ακόμα ζωντανός. Αλλά τέλος πάντων· ήθελα να σε ρωτήσω τι σε προβληματίζει. Μα την Έχιδνα, τόσο προβληματισμένο έχω να σε δω από τότε... τότε που φύγαμε άρον-άρον απ’τη Νοσρίντη· που είχες επισκεφτεί το Φαρμακοτόπι – και ποτέ δεν μου είπες τι συνάντησες εκεί! Ποτέ!» Με αγριοκοιτάζει.
Χαμογελάω. «Θες να μάθεις;»
«Τώρα είναι αργά πια!» κάνει απότομα.
«Καλά, αφού δεν θέλεις.» Τραβάω ακόμα μια τζούρα απ’το τσιγάρο μου. (Πήραμε κάμποσα πακέτα απ’το λημέρι, φυσικά.)
Η Λουκία μένει σιωπηλή για μερικές στιγμές.
Ο Νικόλαος είναι καθισμένος παραδίπλα, οκλαδόν, έχοντας τα μάτια κλειστά. Το μόνο που μπορώ να υποθέσω είναι ότι προσεύχεται στην Έχιδνα.
Η Λουκία λέει: «Φυσικά και θέλω!»
«Άκου λοιπόν.» Της διηγούμαι τι συνέβη στο Φαρμακοτόπι ανάμεσα σ’εμένα κι εκείνο τον ερπετοειδή σαμάνο των Ηρμάντιων, καθώς η νύχτα βαθαίνει γύρω μας.
Αργότερα, η Λουκία, ο Νικόλαος, και ο Ακατάλυτος κοιμούνται δίπλα στη φωτιά, τυλιγμένοι σε κουβέρτες που έχουμε πάρει από το παλιό άντρο, ενώ εγώ φυλάω σκοπιά. Τα μάτια μου είναι συνεχώς ανοιχτά, αλλά το σώμα μου χαλαρό: ξεκουράζομαι. Το Φιλί της Έχιδνας είναι καρφωμένο στο έδαφος, πλάι μου, έτοιμο να τιναχτεί και να δαγκώσει αν χρειαστεί. Το βελονοβόλο είναι κρυμμένο μες στην κάπα μου.
Οι ώρες περνάνε χωρίς κίνδυνος να παρουσιαστεί.
Ξυπνάω τους συντρόφους μου μόλις ξεμυτίζει ο Πρώτος Ήλιος από την ανατολή. «Πάμε,» τους λέω. «Ξεκινάμε.» Δεν υπάρχει λόγος να χάσουμε άλλο χρόνο· δεν ξέρουμε πού μπορεί να βρίσκονται τώρα τα καταραμένα βατράχια. Ίσως να έρχονται προς τα βόρεια· ίσως να έχουν υποπτευθεί τι συνέβη. Δε νομίζω ο Σωτήριος Χαρνιάκης να με πρόδωσε και να τους είπε για τις υδατοτρόπες ιδιότητές μου, αλλά η Ορτίνη σίγουρα θα το έκανε αν έχει καταλάβει γι’αυτές. Όταν την τραβούσα μαζί μου υποβρυχίως από την Οδοντόπολη δεν πιστεύω ότι θα κατάλαβε τίποτα· ήταν πολύ πανικόβλητη και, μετά, έπινε νερό. Αργότερα, όμως, ενώ μιλούσα με τον Χαρνιάκη και με τη Λουκία, ίσως να άκουσε... ίσως να ανέφερα κάτι μπροστά της... Δεν είμαι σίγουρος· δεν θυμάμαι. Είναι λεπτομέρεια. Και δεν έχει και τρομερή σημασία επί του παρόντος.
Η Λουκία μού λέει: «Τι; Δεν έχει πρωινό, Αρχηγέ;»
«Καθοδόν,» αποκρίνομαι· και, μαζεύοντας γρήγορα τον πρόχειρο καταυλισμό μας, φεύγουμε από εκείνο το μέρος.
Ταξιδεύουμε πάλι δυτικά με ελαφρώς βόρεια κατεύθυνση. Δεν πρέπει να είμαστε μακριά από τη δημοσιά πλέον.
Χτες, ενώ οδοιπορούσαμε, θα μπορούσα να είχα εισβάλει σε κάποιον από τους μικρούς οικισμούς για ν’αρπάξω ένα μηχανοκίνητο όχημα. Ορισμένοι εδώ πρέπει να έχουν κανένα τετράκυκλο φορτηγάκι, ή κανένα δίκυκλο για γρήγορες μετακινήσεις. Ωστόσο, δεν το έκανα. Γιατί, κατά πρώτον, τέτοιες λεηλασίες αφήνουν σημάδια που οι διώκτες σου μπορούν να ακολουθήσουν. Και, κατά δεύτερον, δεν το έκρινα απαραίτητο αφού δεν έβλεπα κανέναν να είναι στο κατόπι μας πλέον. Δε μ’αρέσει να κλέβω χωρίς καλό λόγο. Έχω αλλάξει από τον καιρό που ήμουν κουρσάρος στην Ιχθυδάτια. Ίσως να μην ταιριάζω πια σε τούτη την ηπειρόνησο, μα την Έχιδνα!
Η δημοσιά, πράγματι, δεν είναι μακριά μας. Σε καμιά ώρα φτάνουμε εκεί κι αρχίζουμε να βαδίζουμε στο πλάι της, προς τα βόρεια, ενώ συνεχίζουμε να έχουμε το νου μας για πιθανή καταδίωξη, ή για οποιονδήποτε άλλο κίνδυνο. Βλέπουμε οχήματα να περνάνε, κάπου-κάπου, κυλώντας γρήγορα, προσπερνώντας μας.
Ο Νικόλαος προτείνει να επιτεθούμε σε κάποιο για να το αρπάξουμε για τον εαυτό μας. «Θα μας βοηθήσει στον Μεγάλο Αγώνα,» λέει. «Δεν θα είναι ληστεία.»
Η Λουκία γελά. «Σοβαρά;»
«Δεν υπάρχει λόγος,» αποκρίνομαι στον Νικόλαο.
«Με όχημα θα φτάσουμε πολύ πιο γρήγορα στην Ψυχρόπολη,» επιμένει εκείνος, «αφήνοντας μακριά μας κάθε κίνδυνο.»
«Τι διαφορά έχει απ’το να κουρσεύεις πλοία, Αρχηγέ;» λέει η Λουκία, που κι αυτή προφανώς δεν είναι εναντίον της ιδέας ν’αρπάξουμε ένα απ’τα περαστικά οχήματα.
Γιατί εγώ έχω ενδοιασμούς; Τόσο πολύ έχω αλλάξει απ’τον καιρό που ήμουν πειρατής;
Τώρα, όμως, δεν έχω να σκεφτώ μόνο τον εαυτό μου, αλλά κι αυτούς τους δυο μαζί μου – την παλιά κουρσάρο με τον μαύρο γάτο, και το Τέκνο του Φαρμακερού Κύκλου. Δε θέλω να τους ρίξω στην ίδια, ή σε παρόμοια, κατάσταση όπως τη Διονυσία και τον Αρσένιο. Γιατί και τότε εξαιτίας μου έγινε ό,τι έγινε στη Ριλιάδα, στους Κατωμήχανους. Δεν ήμουν όσο προσεχτικός θα έπρεπε. Και το ήξερα – το ήξερα, γαμώτο! – πως οι πιστοί του Λοκράθου έχουν παράξενους τρόπους να με εντοπίζουν. Καθυστερήσαμε πολύ στη Ριλιάδα... Πολύ.
Δε θα επαναλάβω το ίδιο σφάλμα.
Τραβάω το Φιλί της Έχιδνα από το θηκάρι του. «Έχετε δίκιο,» τους λέω, καθώς οι ήλιοι πλησιάζουν το κέντρο του ουρανού και ένα τετράκυκλο όχημα πλησιάζει εμάς, ερχόμενο από τα βόρεια. «Χρειαζόμαστε μερικές ρόδες από κάτω μας.»
Με το άλλο χέρι, αρπάζω μια πέτρα από το έδαφος και την πετάω καταπάνω στο μπροστινό παράθυρο του οχήματος. Οι μεταλλικοί τροχοί του ουρλιάζουν πάνω στο παλιό πλακόστρωτο καθώς ο οδηγός προσπαθεί ν’αποφύγει τη ριπή μου, κόβοντας ταχύτητα, γυρίζοντας το τιμόνι.
ΚΡΑΚ! – η πέτρα χτυπά το τζάμι στο πλάι, θρυμματίζοντας το μισό.
Και τρέχω προς το όχημα, ενώ φωνάζω στη Λουκία και στον Νικόλα: «Μείνετε πίσω!» – αν και υποπτεύομαι ότι κι οι δυο τους είναι τόσο ανόητοι που δεν θα μ’ακούσουν. Στο δεξί μου χέρι εξακολουθώ να κρατάω το Φιλί της Έχιδνας, φυσικά, και με τ’αριστερό γραπώνω τη μπροστινή μεριά του οχήματος· το αναγκάζω να σταματήσει καθώς έχει ήδη κόψει ταχύτητα. Και σπαθίζω τη μεριά του τζαμιού που δεν έχει σπάσει ακόμα – το κάνω κομμάτια και θρύψαλα.
«Βγείτε!» γκαρίζω. «ΕΞΩ!»
Οι δύο άντρες που είναι μες στο όχημα – ένας μεγαλύτερος και αρκετά χοντρός, κι ένας νεότερος, όχι αδύνατος μα ούτε και χοντρό θα τον αποκαλούσες – πετάγονται έξω, τρομοκρατημένοι. Ο χοντρός, όμως, δεν αργεί να συνέλθει και να τραβήξει ένα παλιό πιστόλι που κρέμεται από τη ζώνη του – ένα πυροβόλο που, όπως όλα τους, παίζεις ζάρια ουσιαστικά όταν πατάς τη σκανδάλη.
«Φύγε!» τσυρίζει, σημαδεύοντάς με. «Φύγε γιατί θα σου ρίξω!»
«Και είσαι σίγουρος ότι αυτό το εργαλείο θα λειτουργήσει;» τον ρωτάω. «Σκέψου το καλά. Γιατί αυτό το εργαλείο» – στρέφω το Φιλί της Έχιδνας προς το μέρος του – «σίγουρα θα λειτουργήσει.»
Και, με τις άκριες των ματιών μου, βλέπω τον Νικόλαο και τη Λουκία να πλησιάζουν, ακολουθούμενοι από τον Ακατάλυτο. Το Τέκνο βαστά σπαθί κι ασπίδα, και φορά στο κεφάλι του το κράνος που βούτηξε από τους φρουρούς του Δεσμωτηρίου της Οδοντόπολης. Η παλιά πειρατίνα κρατά δύο πιστόλια – ένα πυροβόλο κι ένα ενεργοβόλο – έχοντας τα υψωμένα. «Παραδώστε τ’όχημα,» φωνάζει, «και θα ζήσετε!»
«Καλύτερα να πηγαίνουμε, πατέρα,» λέει ο νεαρός άντρας στον μεγαλύτερο και παχύτερο. «Καλύτερα να πηγαίνουμε.»
Ο χοντρός με κοιτάζει με στενεμένα μάτια. Κοιτάζει και τους συντρόφους μου. Καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να τα βάλει με όλους μας και κατεβάζει το πιστόλι του, οπισθοχωρεί. «Πάρτε το,» λέει. «Πάρτε το – και η Έχιδνα να σας δαγκάσει, κωλοκλέφτες του Λοκράθου! Η Έχιδνα να σας δαγκάσει!» καθώς γυρίζει και τρέχει προς τ’ανατολικά, και ο γιος του τον ακολουθεί. Βγαίνουν από τη δημοσιά πηδώντας πάνω από θάμνους, περνώντας ανάμεσα από χαμηλή βλάστηση.
Η Έχιδνα; σκέφτομαι ειρωνικά, θηκαρώνοντας το Φιλί. Μας έχει ήδη «δαγκάσει».
Ανεβαίνω στο όχημα, στη θέση του οδηγού.
Η Λουκία έρχεται και κάθεται δίπλα μου, γελώντας. «Αρχηγέ, είναι σαν τον παλιό, καλό καιρό!» παρατηρεί.
Ο Νικόλαος κάθεται στο πίσω κάθισμα, που είναι γεμάτο σάκους και σαβούρες. Τι κουβαλούσαν μαζί τους αυτοί οι δύο; Ο Ακατάλυτος πηδά στα γόνατα του Τέκνου, λίγο προτού εκείνος κλείσει την πόρτα.
«Τι να κουρσεύεις πλοία, τι να κουρσεύεις οχήματα,» συνεχίζει η Λουκία, μειδιώντας.
Πατάω το πετάλι και γυρίζω το τιμόνι, κάνοντας στροφή εκατόν-ογδόντα μοιρών επάνω στη δημοσιά, πατώντας σπασμένα γυαλιά, στρέφοντας το τροχοφόρο προς τα βόρεια. «Υπάρχει κάποια διαφορά.»
«Τι διαφορά;»
«Δεν ξέρω, αλλά το αισθάνομαι,» λέω, αρχίζοντας να οδηγώ ευθύγραμμα τώρα.
Η Λουκία γελά.
Επιταχύνω.
Κατευθυνόμαστε βόρεια, και σε κανένα μισάωρο φτάνουμε εκεί όπου η δημοσιά διχαλώνει και υπάρχει μια πινακίδα με δύο βέλη, γράφοντας ΠΡΟΣ ΣΚΙΑΠΟΛΗ από τη μια και ΠΡΟΣ ΨΥΧΡΟΠΟΛΗ από την άλλη. Παίρνουμε το δυτικό παρακλάδι – προς Ψυχρόπολη. Είμαστε κοντά στη Ράχη του Ιχθύος τώρα· κινούμαστε παράλληλα σ’αυτήν· βλέπουμε τους ψηλούς όγκους των βουνών στα δεξιά μας. Από την αντίθετη μεριά, στα νότια, βρίσκεται το Σπάραχνο, η μεγάλη λίμνη της Ιχθυδάτιας, αλλά αυτή δεν τη βλέπουμε παρά ελάχιστα μόνο, ορισμένες φορές, όταν είμαστε στο σωστό ύψος και το πεδίο τυχαίνει να είναι ανοιχτό. Σε κανένα σημείο το Σπάραχνο δεν απέχει λιγότερο από οκτώ, δέκα χιλιόμετρα από εδώ, αν δεν κάνω λάθος.
Σε τρία τέταρτα της ώρας περίπου, φτάνουμε στην Ψυχρόπολη, στις όχθες του Νερού της Ράχης, του ποταμού που πέφτει από τη Ράχη του Ιχθύος καταλήγοντας στο Σπάραχνο. Δεν είναι πολύ μακρύς – γύρω στα είκοσι χιλιόμετρα – αλλά είναι αρκετά πλατύς, και μπορείς να ψαρέψεις μέσα του, όπως και στη μεγάλη λίμνη.
Η πύλη της Ψυχρόπολης είναι ανοιχτή και περνάμε χωρίς κανείς να μας σταματήσει για έλεγχο. Προφανώς, άλλωστε, δεν είμαστε έμποροι. Το όχημά μας δεν είναι αρκετά μεγάλο για εμπορεύματα. Αν και ακόμα αναρωτιέμαι τι είναι μες στους σάκους στο πίσω κάθισμα· ο Νικόλαος δεν τους έχει ανοίξει.
Καθώς οδηγώ ανάμεσα σε ψηλότερα και χαμηλότερα οικοδομήματα, με ελαττωμένη ταχύτητα τώρα, ρωτάω το Τέκνο: «Πού πάμε;» Γιατί δεν την ξέρω την Ψυχρόπολη. Όταν ήμουν κουρσάρος στην Ιχθυδάτια, δεν την είχα επισκεφτεί ποτέ· είχα ακούσει μόνο λόγια γι’αυτήν.
«Στο Φιλιατρό,» απαντά ο Νικόλαος. «Εκεί θα βρούμε τους συντρόφους μας.»
Το «μας» τι το ήθελες; σκέφτομαι. «Πού είναι το Φιλιατρό;» ρωτάω, ενώ θυμάμαι πως αυτή η σχετικά σπάνια λέξη σημαίνει στόμιο πηγαδιού.
«Δεν έχεις ξανάρθει στην Ψυχρόπολη;»
«Όχι.»
«Μην ανησυχείς· την ξέρω αρκετά καλά, αν και η καταγωγή μου δεν είναι από εδώ. Πήγαινε όλο ευθεία επάνω στην Οδό του Νερού, για την ώρα.»
Οδός του Νερού. Ο δρόμος που ακολουθούμε έχοντας περάσει από την πύλη. Βλέπω το όνομά του γραμμένο στις πινακίδες. Γύρω μας είναι καταστήματα και πολυκατοικίες, εναλλάξ. Ένα γκαράζ, μια αποθήκη ενέργειας, ένα εστιατόριο, ένα μεγάλο περίπτερο...
«Το Φιλιατρό βρίσκεται ανάμεσα στο Κοινό Λιμάνι, στις Κάτω Μεριές, και στους Οδοδείκτες,» εξηγεί ο Νικόλαος. «Μοιάζει με τρίγωνο, άμα δεις τον χάρτη της πόλης.» Τα ονόματα αυτά δεν μου λένε τίποτα απολύτως.
«Θα μου πεις πού να στρίψω.» Δεν κάνω ερώτηση.
«Φυσικά.» Και σύντομα συνεχίζει: «Αποδώ και πέρα δεν είμαστε πια στις Πάνω Μεριές. Εδώ τώρα είναι οι Κάτω Μεριές. Στην αρχή η Οδός του Νερού είναι μες στις Πάνω Μεριές αλλά, μετά, καθώς προχωρά, μπαίνει για λίγο στις Κάτω. Και πολλοί δεν το ξέρουν· νομίζουν ότι αμέσως από τις Πάνω Μεριές περνάς στους Οδοδείκτες· όμως δεν είναι έτσι.»
«Χμμ,» κάνω, αδιαφορώντας για το επίμαχο θέμα.
«Τώρα,» λέει ο Νικόλαος όταν στοίχημα είναι αν έχουμε διασχίσει ένα χιλιόμετρο λεωφόρου, «μπήκαμε στους Οδοδείκτες.»
Η περιοχή γύρω μας είναι πιο πυκνοκατοικημένη, νομίζω, και πιο πολύς κόσμος κυκλοφορεί. Επίσης, υπάρχουν πολλές πινακίδες δεξιά κι αριστερά, η μία πάνω στην άλλη. Σε μπερδεύουν, ίσως, αντί να σε εξυπηρετούν. Δεν είναι ν’απορείς που την ονομάζουν «Οδοδείκτες» τούτη τη συνοικία.
«Στρίψε αριστερά. Εκεί,» λέει ο Νικόλαος, δείχνοντας.
Στρίβω.
«Όλο ευθεία, τώρα.»
Δε φέρνω αντίρρηση.
«Αποδώ και πέρα είναι το Φιλιατρό,» εξηγεί ο Νικόλαος.
Η περιοχή είναι πιο ήσυχη. «Υπάρχουν όντως πηγάδια εδώ;» ρωτάω.
«Ναι. Υπήρχε παλιά ένα πολύ μεγάλο πηγάδι, λένε, αλλά τώρα πλέον το έχουν κάνει υδραγωγείο, από το οποίο παίρνει νερό όλη η πόλη.»
«Γιατί δεν παίρνουν νερό απ’τον ποταμό;»
«Δεν είναι και τόσο καλό το νερό του ποταμού. Το νερό που κυλά στο υπέδαφος είναι καλύτερο.»
«Δεν έρχεται πουθενά σε επαφή με τον ωκεανό κάτω από την ηπειρόνησο;»
«Όχι· δεν περνά από τόσο βαθιά. Δεν είναι αλμυρό, καθόλου. –Δεξιά εδώ!» λέει ξαφνικά, σαν να είχε ξεχαστεί.
Στρίβω, και προς τα νότια (όχι προς τη μεριά όπου κατευθύνομαι, δηλαδή) βλέπω ένα μεγάλο οικοδόμημα που πρέπει να είναι το υδραγωγείο της Ψυχρόπολης – όλο σωλήνες και μέταλλα.
«Αληθεύει ότι στην Ψυχρόπολη κυκλοφορούν αρκετοί μάγοι του τάγματος των Δεσμοφυλάκων;» ρωτάω το Τέκνο.
«Αληθεύει,» μου απαντά. «Γιατί λένε πως υπάρχουν πολλά στοιχειακά στο Ψυχροδάσος, στις όχθες του Νερού της Ράχης, και στις υπώρειες της Ράχης. Κι αυτά οι Δεσμοφύλακες τα κυνηγάνε και τα φυλακίζουν.»
Θυμάμαι εκείνη τη μάγισσα του Αθανάσιου Ζερδέκη και τον δαίμονά της... Το Φιλί της Έχιδνας τον είχε τρομοκρατήσει.
«Αριστερά,» μου λέει ο Νικόλαος.
Στρίβω.
Και μετά: «Δεξιά.»
Στρίβω.
«Τη βλέπεις εκείνη κει την πολυκατοικία;» Μου δείχνει με το χέρι του πάνω από τον ώμο μου, έχοντας τεντωθεί ανάμεσα σ’εμένα και τη Λουκία, που είναι πολύ σιωπηλή. Αχαρακτήριστα σιωπηλή, ίσως. Χαϊδεύει τον Ακατάλυτο μες στην αγκαλιά της, ο οποίος μοιάζει να βαριέται. Τα μάτια του είναι κλειστά, αλλά κάπου-κάπου ανοίγει το ένα ή το άλλο, προτού το ξανακλείσει.
«Τη βλέπω.»
«Από πίσω της πήγαινε.»
Στρίβω έτσι ώστε να βρεθούμε πίσω από την πολυκατοικία, που φαίνεται παλιά· οι τοίχοι της θυμίζουν ξεφλουδισμένους κορμούς δέντρων.
«Τώρα είμαστε στο Γκέτο των Παλαιοδασιτών, κοντά στα σύνορα του Κοινού – του Κοινού Λιμανιού. Πήγαινε προς τα κει.» Δείχνει πάλι.
Ακολουθώ τις οδηγίες του. Τα χτίρια γύρω μας μοιάζουν παρακμιακά αλλά μιας ιδιαίτερης τεχνοτροπίας. Και είναι γεμάτα τοιχογραφίες – όχι της πλάκας, αρκετά καλλιτεχνικές. Κυρίως απεικονίζουν δέντρα και δάση και μεγάλα φυτά, πελώρια μανιτάρια, ζώα, πουλιά.
«Νομίζω πως έχω ξανακούσει γι’αυτούς τους Παλαιοδασίτες,» λέω καθώς οδηγώ αργά εδώ μέσα περιμένοντας καθοδήγηση από το Τέκνο του Φαρμακερού Κύκλου.
«Είναι πολύ παλιοί κάτοικοι ετούτων των περιοχών,» εξηγεί ο Νικόλαος. «Ζούσαν στις υπώρειες της Ράχης και στο Ψυχροδάσος, νομαδικά, από προτού έρθουν εδώ αυτοί που ξεκίνησαν να χτίζουν την Ψυχρόπολη. Το μόνο αστικό κέντρο, τότε, σε τούτα τα μέρη ήταν το Χωριό του Δάσους, λένε. Το οποίο, φυσικά, ακόμα υπάρχει στην άλλη μεριά του ποταμού. Παλιότερα, υποτίθεται ότι εκεί κατοικούσαν μόνο Παλαιοδασίτες· τώρα πλέον κατοικούν διάφοροι. –Στρίψε,» δείχνοντας ξανά.
Στρίβω.
«Σταμάτα μπροστά σ’εκείνο το σπίτι με τα σκαλοπάτια.»
Σταματάω.
«Εδώ,» μου λέει ο Νικόλαος, «μένει η–» Λοξοκοιτάζει τη Λουκία. «Σίγουρα αυτή είναι αξιόπιστη;»
«Μεγάλε,» του απαντά η ίδια, «είπαμε: Δεν κινδυνεύετε από εμένα. Δε μ’ενδιαφέρει τι κάνουν τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου, και δεν θέλω να βρεθώ σκοτωμένη μέσα σε κανένα σκοτεινό σοκάκι, οπότε δεν ανακατεύομαι μαζί σας. Εντάξει;»
«Συνέχισε,» προτρέπω τον Νικόλαο, κι εκείνος λέει: «Εδώ μένει η Ελένη, μια σύντροφός μας. Είναι δασκάλα στο Γκέτο. Τέτοια ώρα, όμως, σίγουρα θα είναι στο σπίτι της, και σίγουρα θα μας φιλοξενήσει εκεί που πάντα φιλοξενεί συντρόφους. Θα αισθανθεί ευλογημένη από την παρουσία σου, Οφιομαχητή· δεν υπάρχει αμφιβολία.»
«Δεν είμαι ιερέας,» του λέω, και βγαίνουμε απ’το όχημα.
Πλησιάζουμε το σπίτι με τα ψηλά σκαλοπάτια μπροστά από την είσοδο.
Οι Αγενείς περνούσαν το φθινόπωρο ταξιδεύοντας γύρω από την Ιχθυδάτια κι αράζοντας στα λιμάνια της. Έπαιρναν πληροφορίες από τα πειρατικά μάτια τους και κούρσευαν μόνο εκείνα τα πλοία που τους φαινόταν ότι είχαν να αποφέρουν κάποιο αξιοσημείωτο κέρδος με τον μικρότερο δυνατό κίνδυνο. Τα χρειάζονταν τα οχτάρια τώρα περισσότερο από πριν: είχαν τέσσερα σκάφη να διατηρούν (και κάμποσες βάρκες), ένα πλήρωμα σε κάθε σκάφος, και ένα κρυφό άντρο ανάμεσα στα δόντια του ιχθύος, στις νότιες ακτές του Στόματος. Το τελευταίο ο Γεώργιος και ο Κοσμάς άργησαν ν’αποφασίσουν να το φανερώσουν στους καινούργιους που είχαν μαζέψει από τη Σκιάπολη – τους ανθρώπους που αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος του πληρώματος του Δοντιού της Θάλασσας. Ήταν τέλη του φθινοπώρου πια όταν τους οδήγησαν στο κρυφό λημέρι, αλλά χωρίς να τους εξηγήσουν, φυσικά, πώς μπορούσες να φτάσεις εκεί, την ακριβή πορεία που έπρεπε ν’ακολουθήσεις για να μην τσακιστείς στα βράχια. Αυτή την πορεία, άλλωστε, μονάχα ορισμένοι ανάμεσα στους Αγενείς την ήξεραν: ο Γεώργιος, ο Κοσμάς, η Λουκία, ο Ζαχαρίας, ο Ίσιος Ισίδωρος, ο Κόκκινος Νότος (ο τιμονιέρης των Νυχιών του Φιδιού), ο Μούρης (ο τιμονιέρης του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού), η Ευτυχία το Κόκαλο (η τιμονιέρισσα του Νικητή των Κυμάτων), ο Άνθιμος το Άνθος (ο τιμονιέρης του Δοντιού της Θάλασσας, ένας από τους παλιούς πειρατές που είχαν μαζέψει από τη Μελκάρνια πριν από κάμποσο καιρό πλέον, ο οποίος πάντα είχε ένα λουλούδι στ’αφτί, πάντα, λες κι ήταν κολλημένο εκεί – αν και όχι συνεχώς το ίδιο λουλούδι), και ο Ελευθέριος το Ψάρι (που είχε βουτήξει μαζί με τον Γεώργιο και τη Λουκία όταν πρωτοβρήκαν το άντρο). Δεν μπορούσαν να κρατούν κρυφό περισσότερο το λημέρι από τα καινούργια οδοντόψαρα, γιατί αυτοί είχαν ήδη αρχίσει να υποπτεύονται ότι κάτι συνέβαινε και έκαναν ερωτήσεις στον Ίσιο και σε άλλους: Πού πάνε οι υπόλοιποι όταν αράζουμε στη Σκιάπολη; Σε κάποια άλλη πόλη; Σε ποια πόλη; Σε ποιο λιμάνι; Μπας, ρε, πάνε σε κάνα κρυφό κόλπο; Σε λίγο η περιέργεια θα τους ωθούσε να ξεκινήσουν να το σκαλίζουν το θέμα, υποπτευόταν ο Κοσμάς, και το είπε στον Γεώργιο, ο οποίος δεν αμφισβήτησε την κρίση του, όπως δεν την αμφισβητούσε και σε πολλά άλλα θέματα. Ήταν παλιός και έμπειρος ναυτικός ο Κοσμάς.
Τώρα, λοιπόν, το φθινόπωρο πλησίαζε στο τέλος του, και το κρύο είχε δυναμώσει στην Υπερυδάτια. Τα κύματα στους ατέρμονους ωκεανούς της είχαν γίνει πιο ψηλά και πιο άγρια. Οι θυελλοδαίμονες του Ζέφυρου λυσσομανούσαν, η Έχιδνα έδειχνε την οργή της, ο Άτλας σάλευε τα πλοκάμια του κάτω από τη θάλασσα, και ο Αβυσσαίος ακουγόταν να πεινά από τα ακατονόμαστα βάθη. Στα λιμάνια, έλεγαν πως μπορούσες ν’αφουγκραστείς το γουργουρητό της κοιλιάς του άμα βουτούσες στα βαθιά, κάτω απ’τις ηπειρονήσους.
Οι Αγενείς είχαν κουρσέψει ακόμα ένα καράβι από τη Νοσρίντη – όχι των Ηρμάντιων, ενός άλλου εμπόρου από εκεί – και είχαν πάρει την αμοιβή από τη Φύλακα της Ιλφόνης, η οποία, παρά τις νίκες τους, έμοιαζε προβληματισμένη. Και ο Γεώργιος δεν τη ρώτησε γιατί. Ήξερε γιατί. Καταλάβαινε. Είχε μάθει για τις δολιοφθορές στα λιμάνια της Ιλφόνης, και για τα κουρσέματα πλοίων που ανήκαν σε πολίτες της. Οι Ηρμάντιοι πλήρωναν την Ευαγγελία Αρσιλκάδια με το ίδιο νόμισμα· δεν έμοιαζαν πτοημένοι από τους δικούς της κουρσάρους. Ούτε καν από τον ίδιο τον Οφιομαχητή και το τσούρμο του. Σ’όλες τις ακτές της Ιχθυδάτιας πλέον κυκλοφορούσαν φήμες για τον πόλεμο της Φύλακα με τους Ηρμάντιους. Και ορισμένοι ψιθύριζαν, μάλιστα, ότι ο πόλεμος ήταν ακόμα πιο βαθύς: ότι η επίσημη θρησκεία της Έχιδνας (την οποία αντιπροσώπευε η Ευαγγελία Αρσιλκάδια που αρκετοί ήξεραν πως είχε στενές σχέσεις με την Αρχιέρεια της Ιχθυδάτιας) βρισκόταν σε θανάσιμη σύγκρουση με κάποια αίρεση που είχαν δημιουργήσει οι Ηρμάντιοι και που ήταν αναμιγμένα και τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου, καθώς και οι άγριοι ερπετοειδείς των Ουραίων Δασότοπων. Ο Γεώργιος δεν ήξερε αν όλα τούτα αλήθευαν, αλλά είχε την περιέργεια να μάθει. Ίσως, στο σύντομο μέλλον, να επισκεπτόταν την Αθανασία στον Υψηλό Ναό της Έχιδνας, για να τη ρωτήσει. Το μόνο που τον έκανε να διστάζει να την επισκεφτεί αμέσως ήταν το ότι η Αρχιέρεια πάντα προσπαθούσε να τον κρατήσει μόνιμα στον Ναό της. Όχι δια της βίας, ασφαλώς· αλλά, και πάλι, ο Γεώργιος αισθανόταν άβολα κάθε φορά που έπρεπε ν’αρνείται. Κι αυτή η ερπετοειδής συνοδός της Αθανασίας, η Αρωγός της, ώρες-ώρες έκανε τις τρίχες του να ορθώνονται με το βλέμμα της. Και το γεγονός ότι ένιωθε μαζί της τη σύνδεση που ένιωθε με όλους τους ερπετοειδείς (με όλα τα ερπετά γενικά) είχε ως αποτέλεσμα να αισθάνεται ακόμα πιο περίεργα εκεί, στον Υψηλό Ναό της Ιχθυδάτιας. Ήταν μουγκή η Αρωγός, άραγε, ή δεν ήθελε να αρθρώνει λέξεις με το στόμα; Και πώς μιλούσε μες στο μυαλό της Αθανασίας; Όπως εκείνος ο άθλιος σαμάνος στο Φαρμακοτόπι μιλούσε μες στο δικό του μυαλό; Ο καταραμένος θα γνώριζε το δάγκωμα του Φιλιού της Έχιδνας! είχε ορκιστεί ο Γεώργιος· κι αυτό δεν θ’αργούσε να συμβεί. Όχι, δεν θ’αργούσε... Μονάχα οι διδαχές του Γέρου του Ανέμου κρατούσαν τον Οφιομαχητή μακριά από μια δεύτερη σύγκρουση με τον σαμάνο των Ηρμάντιων.
(Μερικές ημέρες, και πολλές νύχτες, ο Γεώργιος σκεφτόταν ότι είχε παρασυρθεί εδώ, στην Ιχθυδάτια, με τους πειρατές του. Είχε αρχίσει πλέον να παραμελεί την αναζήτησή του. Την αναζήτηση για το χαμένο παρελθόν του. Στα λιμάνια ρωτούσε ολοένα και λιγότερο μήπως κάποιος γνώριζε για ένα εξωδιαστασιακό πλοίο που είχε βυθιστεί, προ διετίας, βόρεια της Κεντρυδάτιας, ανοιχτά του Πλοκαμιού των Ναυαγίων...
Έπρεπε να βάλει κάποιες προτεραιότητες ξανά. Έπρεπε. Αλλιώς, τι έκανε στην Υπερυδάτια, μα τους θεούς; Και ποιος ήταν; Από πού είχε έρθει; Δεν ήταν εκείνο που πίστευαν οι άνθρωποι εδώ – γιος, ή δαίμονας, της Έχιδνας – αν και, ώρες-ώρες, κόντευε κι ο ίδιος να το πιστέψει. Και καταλάβαινε πόσο επικίνδυνο ήταν αυτό...)
Οι Αγενείς, έχοντας τώρα εγκαταλείψει το λιμάνι της Ιλφόνης, επέστρεφαν προς το άντρο τους. Επέστρεφαν προς το Στόμα του Ιχθύος. Περνούσαν από τις Κάτω Ακτές του Κεφαλιού και κοντά από τη Μαρσάνδη, χωρίς να σταματήσουν εκεί, στρίβοντας βόρεια, κατευθυνόμενοι προς το Άνοιγμα, ενώ ο άνεμος λυσσομανούσε ερχόμενος από τα νότια της Ιχθυδάτιας, και πολλοί ανάμεσα στα πληρώματα μουρμούριζαν ότι σφοδρή καταιγίδα θ’ακολουθούσε – σαν αυτές που έλεγαν ότι χτυπούσαν συχνά τις νότιες ακτές της Μικρυδάτιας – και τυχεροί ήταν που πήγαιναν τώρα στο Στόμα: εκεί ο καιρός έκοβε, η ηπειρόνησος σε προστάτευε απ’τη μάνητα της Έχιδνας.
Είδαν το Σπασμένο Δόντι, τον παλιό, εγκαταλειμμένο φάρο στο νότιο ακρωτήρι του Ανοίγματος, σκοτεινό μες στο απόγευμα, και πέρασαν από κοντά του, στρίβοντας για να μπουν στο Άνοιγμα, για να φτάσουν στο εσωτερικό του Στόματος.
Εκεί ήταν που τους είχαν στήσει καρτέρι ο Ευγένιος ο Μεγαλοφονιάς, ο Αρσένιος ο Μαχητής, η Γελαστή Ισμήνη, ο Νικόλαος ο Ναυπηγός, και η Ρέα η Ωκεανίδα. Τα δεκαοκτώ μηχανοκίνητα πλοία της αρμάδας τους, μαζί με ιστιοφόρα καράβια και πολλά μικρότερα σκάφη (μηχανοκίνητα και μη), ξεπρόβαλαν από κάθε μεριά σαν να τα γεννούσαν η θάλασσα, ο άνεμος, και οι άγριες ακτές. Προσπαθούσαν να περικυκλώσουν τη λεία τους – τον Οφιομαχητή, αυτό τον δαίμονα της Έχιδνας, και το καταραμένο τσούρμο του! – εκεί, στο Άνοιγμα, όπου το φάρδος της θάλασσας ήταν είκοσι χιλιόμετρα και δεν υπήρχε πολύς χώρος για να μανουβράρει κανείς και να ξεφύγει.
Οι Αγενείς ξαφνιάστηκαν. Τρόμαξαν.
Και ορισμένοι διέκριναν αμέσως τον Ανελέητο Οδηγό, το καράβι του Μεγαλοφονιά, που βρισκόταν μπροστά από πολλά από τα υπόλοιπα σκάφη· και μετά διέκριναν και πλοία άλλων πειρατών τα οποία αναγνώριζαν.
«Τα καράβια σας να μείνουν κοντά αναμεταξύ τους!» πρόσταξε ο Γεώργιος, τηλεπικοινωνιακά, τους καπετάνιους του. «Το ένα κοντά στο άλλο! Μην απομακρυνθείτε! Είναι παγίδα – και δεν πρόκειται να ξεφύγουμε αν μας διαιρέσουν.»
Τα πλοία των εχθρών τους, πλησιάζοντας ολοταχώς, ξεκίνησαν δίχως καθυστέρηση, δίχως καμιά προειδοποίηση, να βάλλουν εναντίον τους με γιγαντοβαλλίστρες, με πυροβόλα, με ηχητικά κανόνια, και με υδατοτρόπα κανόνια. Μεγάλα βέλη στον αέρα· κρότοι και λάμψεις· καταστροφικοί ήχοι· νερά που αντάριαζαν απρόσμενα αποδώ κι αποκεί. Τα τέσσερα πλοία των Αγενών κλυδωνίζονταν και χτυπιόνταν, ολέθρια περικυκλωμένα. Οι εχθροί τους ήταν παραπάνω από τέσσερις φορές περισσότεροι – χωρίς να υπολογίζει κανείς τα ιστιοφόρα τους και τα μικρότερα σκάφη, που κι αυτά δεν ήταν αμελητέα σε μια τέτοια κατάσταση.
«Κρατήστε πορεία δυτική!» πρόσταξε ο Γεώργιος, μιλώντας τηλεπικοινωνιακά από τη γέφυρα του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού, ενώ τα πάντα έτριζαν και κουνιόνταν γύρω του, και ο Μούρης, που κρατούσε το τιμόνι σταθερά, είχε χάσει το γαλανό του χρώμα· κόντευε η όψη του να γίνει σαν την όψη εξωδιαστασιακών με δέρμα κατάλευκο όπως το κόκαλο. «Θα περάσουμε ανάμεσά τους σαν λεπίδα που σκίζει το δέρμα!» συνέχισε ο Γεώργιος. «Κρατήστε πορεία δυτική!»
Ένας τρομερός γδούπος από την κουβέρτα του Σαλαχιού!
Ο Γεώργιος έστρεψε το βλέμμα του εκεί, και είδε το κεντρικό κατάρτι, που τα ιστία του επί του παρόντος ήταν μαζεμένα, να πέφτει πάνω στο κατάστρωμα, ενώ το πλήρωμα έτρεχε δώθε-κείθε και έβαλλε με τα όπλα του εναντίον των εχθρών, μάταια.
Η μικρή αρμάδα των Αγενών πλησίαζε τώρα τη δυτική πλευρά του κλοιού που είχαν σχηματίσει τα πλοία των αντιπάλων τους.
«Χτυπάμε μόνο προς τα δυτικά!» πρόσταξε ο Γεώργιος, μιλώντας μέσω του τηλεπικοινωνιακού συστήματος στους άλλους καπετάνιους, ενώ ο Κοσμάς μετέφερε τις διαταγές του στο πλήρωμα του Σαλαχιού μιλώντας στο μικρόφωνο για ν’ακουστεί η φωνή του από τα μεγάφωνα του πλοίου. «Χτυπάτε μόνο προς τα δυτικά,» επανέλαβε ο Οφιομαχητής, «για ν’ανοίξουμε τον κλοιό! Κι ετοιμάστε τα έμβολα! Εμβολίστε όποιο σκάφος βρεθεί στον δρόμο σας. Θα τους τσακίσουμε και θα περάσουμε!»
«Δεν γίνεται, Γεώργιε,» ακούστηκε η φωνή της Λουκίας, απεγνωσμένη, μέσα από παράσιτα. «Είναι πάρα πολλοί!»
«Μπορούμε να τα καταφέρουμε!» επέμεινε εκείνος, ενώ σκεφτόταν: Δεν έχουμε άλλη ελπίδα, γαμώτο! Δεν το βλέπεις; «Κάντε ό,τι σας λέω!»
Δεν είχαν περισσότερο χρόνο για κουβέντα. Βρίσκονταν πλέον πολύ κοντά στη δυτική μεριά του κλοιού· τα πλοία τους ταρακουνιόνταν άγρια από υδατοτροπικά ανταριασμένα νερά, τραντάζονταν από τα χτυπήματα μεγάλων βελών και οβίδων, έτριζαν από ηχητικές ριπές – θραύσματα από τζάμια και κρύσταλλα πετάγονταν βροχή. Άνθρωποι σωριάζονταν πάνω στα καταστρώματα, αιμόφυρτοι, ουρλιάζοντας, κραυγάζοντας. Άνθρωποι προσπαθούσαν να σταθούν και να χρησιμοποιήσουν τα μεγάλα όπλα των πλοίων – σημαδεύοντας τους εχθρούς στα δυτικά – στα δυτικά – όπως πρόσταζαν οι καπετάνιοι τους. Άνθρωποι προσπαθούσαν να υψώσουν μικρότερα όπλα – τουφέκια, πιστόλια, βαλλίστρες – για να επιτεθούν με ό,τι τρόπο μπορούσαν.
Ακόμα και βάρκες τώρα έρχονταν εναντίον τους, και πλοιάρια, και ιστιοφόρα. Τα τέσσερα σκάφη των Αγενών έπεσαν επάνω τους ανελέητα, ενώ οι μηχανές βούιζαν σαν δαίμονες της Έχιδνας και τα έμβολα λιάνιζαν τα εχθρικά πλεούμενα, μικρότερα και μεγαλύτερα, διαλύοντας ξύλα και μέταλλα, στέλνοντας πληρώματα στα κύματα και σκάφη κάτω από το νερό. Κομμάτια και θρύψαλα γέμιζε η θάλασσα ανάμεσα στο Άνοιγμα, και αίματα και κουφάρια και κομμένα μέλη. Άνθρωποι πάλευαν για να μείνουν μακριά από τα σαγόνια του Αβυσσαίου· ακόμα και γάτες που είχαν πέσει από κατεστραμμένα καράβια (βρισκόμενες εκεί για να κυνηγάνε ποντίκια και ροκανιστές, που ήταν ο φόβος κι ο τρόμος των ναυτικών).
«Οφιομαχητή!» αντήχησε μια μεγεθυσμένη φωνή, από δυνατό μεγάφωνο, αλλά και πάλι μετά βίας ακούστηκε μες στον χαλασμό. «Ξέρεις ποιος είμαι! Ο Ευγένιος ο Μεγαλοφονιάς, έκτρωμα της Έχιδνας – και φέρνω το τέλος σου! Αλλά πριν έρθει αυτό το τέλος θα συναντηθούμε, σ’το υπόσχομαι! Θα πεθάνεις απ’τη λεπίδα του τσεκουριού μου! Χώρος μόνο για έναν Πρίγκιπα των Πειρατών υπάρχει στις ακτές της Ιχθυδάτιας – και κανείς δεν τα βάζει με τον Μεγαλοφονιά!»
Ο Γεώργιος, ακούγοντας τα λόγια του μέσα από τη γέφυρα του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού, θα του απαντούσε, του ξεπαρμένου καριόλη – η οργή της Έχιδνας έβραζε και σύριζε εντός του σαν ολόκληρη στρατιά από ιοβόλα φίδια που φτύνουν φωτιές – αλλά δεν είχε χρόνο για τέτοιες μαλακίες. Έπρεπε να μείνει προσηλωμένος στη ναυμαχία αν ήταν να γλιτώσει την αρμάδα του από την ύπουλη ενέδρα αυτών των άθλιων οδοντόψαρων. Και όταν είχαν περάσει από εδώ... αργότερα... αργότερα, θα φρόντιζε για όλους τους! Είχε δει τα σκάφη τους, τους είχε αναγνωρίσει. Θα συναντούσαν όλοι το Φιλί της Έχιδνας – από κοντά.
Τα μικρά σκάφη των εχθρών των Αγενών τσακίζονταν από τα έμβολά τους, ή παραμερίζονταν από τον μεγαλύτερο όγκο των καραβιών τους· αλλά όταν οι Αγενείς συνάντησαν τα μηχανοκίνητα πλοία της δυτικής μεριάς του κλοιού βρέθηκαν μπροστά σ’ένα σοβαρό, θανάσιμο εμπόδιο. Και τα Νύχια του Φιδιού ήταν ήδη άσχημα χτυπημένα, καθώς και το Δόντι της Θάλασσας. Με τα όπλα τους να συνεχίζουν να βάλλουν, ενώ και τα όπλα των εχθρών τους έκαναν το ίδιο, έπεσαν πάνω στα αντίπαλα πλοία. Έμβολα καρφώθηκαν στα σώματα σκαφών, κι από τις δυο μεριές. Τα καράβια μπλέχτηκαν αναμεταξύ τους σαν παλαιστές, ή σαν ξιφομάχοι που είχαν διασταυρώσει τα σπαθιά τους και, έχοντας έρθει τόσο κοντά, μάχονταν πλέον με γροθιές, κλοτσιές, γονατιές, και κεφαλιές.
«Μείνετε στις κουβέρτες σας!» πρόσταξε ο Γεώργιος από το τηλεπικοινωνιακό σύστημα. «Μη φεύγετε απ’τα πλοία! Μείνετε στις κουβέρτες!» Αλλά είδε κάμποσους από το πλήρωμα των Νυχιών του Φιδιού να πηδάνε από το καράβι τους προς το κατάστρωμα ενός άλλου σκάφους, χτυπώντας τους πειρατές του, ξέφρενοι, απεγνωσμένοι. Γαμώτο! γρύλισε ο Οφιομαχητής από μέσα του, και κοπάνησε τη γροθιά του στην κονσόλα, ακούγοντάς την να τρίζει, στα όρια να σπάσει.
Το δικό του πλοίο, το Δηλητηριασμένο Σαλάχι, είχε μπλεχτεί με δύο εχθρικά, το ένα απ’τα οποία ήταν – το αναγνώριζε ο Γεώργιος – ο Θαρρετός Άνεμος, το σκάφος της Γελαστής Ισμήνης. Και τώρα κουρσάροι από το πλήρωμα αυτού του σκάφους πηδούσαν πάνω στην κουβέρτα του Σαλαχιού. Ο Κοσμάς ήταν έξω από τη γέφυρα και ύψωνε ένα πυροβόλο πιστόλι, προσπαθώντας να το κάνει να ρίξει, πατώντας ξανά και ξανά τη σκανδάλη – μάταια – ενώ στο άλλο χέρι βαστούσε έτοιμο το μεγάλο σπαθί του. Καταλήγοντας μάλλον πως το πυροβόλο δεν πρόκειται να λειτουργούσε, το πέταξε στο κεφάλι ενός πειρατή της Ισμήνης και πιάνοντας το σπαθί του με τα δύο χέρια το ύψωσε και το κατέβασε, σκίζοντας το στήθος του εχθρού του. Και συνέχισε να κραδαίνει το μεγάλο λεπίδι, βοηθώντας το πλήρωμα του Σαλαχιού.
Ο Γεώργιος, βλέποντάς τα αυτά, δεν μπορούσε να μένει άλλο πίσω. Η οργή του έβραζε. «Μη φύγεις απ’το τιμόνι,» είπε στον Μούρη. «Συνέχισε να προσπαθείς να μας βγάλεις αποδώ – προς τα δυτικά.» Και, τραβώντας το Φιλί της Έχιδνας και το βελονοβόλο του, πετάχτηκε έξω από τη γέφυρα, τρέχοντας στη συμπλοκή στο κατάστρωμα, όπου οι πειρατές του χτυπιόνταν με τους πειρατές της Ισμήνης – το Γελαστό Τσούρμο, όπως λέγονταν.
Οι πρώτες δύο βελόνες που εκτοξεύτηκαν από το όπλο του έκαναν έναν να ουρλιάζει ξέφρενα ενώ κυλιόταν στα σανίδια κι έναν άλλο να κοκαλώσει στη θέση του σαν άγαλμα, με τις αρθρώσεις του κλειδωμένες. Η τρίτη βελόνα έστειλε Φιλί της Έχιδνας στις φλέβες μιας πειρατίνας, σταματώντας την καρδιά της μέσα σε δευτερόλεπτα, ρίχνοντάς τη νεκρή.
Ύστερα, το άλλο Φιλί της Έχιδνας – αυτό που ήταν όχι από υγρό αλλά από ένα μέτρο ατσάλι, χαραγμένο με λαξεύματα στην Ιερατική Γλώσσα – άρχισε να κινείται καθώς ο Γεώργιος βρέθηκε κοντά στους κουρσάρους της Γελαστής Ισμήνης. Αίματα τινάζονταν γύρω του, όπλα έσπαγαν, κουφάρια έπεφταν, άνθρωποι κραύγαζαν και ούρλιαζαν.
Οι Αγενείς είδαν τον Πρωτοκαπετάνιο τους να μάχεται και αναθάρρησαν. Ο Ακατάλυτος Κουρσάρος ήταν μαζί τους, ήταν στο πλευρό τους! Ο Οφιομαχητής – ο γιος της Έχιδνας! Τίποτα δεν μπορούσε να τους νικήσει! Τίποτα δεν μπορούσε να τους σταματήσει! Όσοι λεχρίτες κι αν συμμαχούσαν εναντίον τους, ο Ακατάλυτος Κουρσάρος θα τους τσάκιζε!
Και τώρα οι Αγενείς χτυπούσαν μανιασμένα το Γελαστό Τσούρμο, σαν να είχαν καταληφθεί κι αυτοί από τη μάνητα της Έχιδνας που καταλάμβανε τον Οφιομαχητή, αδιαφορώντας για τα τραύματα και τα χτυπήματα που δέχονταν, ρίχνοντας εχθρούς αιμόφυρτους στα σανίδια της κουβέρτας ή τινάζοντάς τους πέρα από την κουπαστή, στη θάλασσα. Μάχονταν επάνω στο κεντρικό κατάστρωμα, γύρω από το πεσμένο κατάρτι, στην πλώρη, στην πρύμνη. Παντού, άνθρωποι χτυπιόνταν με ανθρώπους, αγχέμαχα όπλα γυάλιζαν και κλάγγαζαν, πυροβολισμοί αντηχούσαν κάπου-κάπου, ενεργειακές ριπές στραφτάλιζαν, ηχητικές ριπές σύριζαν και βούιζαν.
Η Γελαστή Ισμήνη πήδησε στο κατάστρωμα του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού, ντυμένη με λευκή πουκαμίσα σφιχτά δεμένη γύρω από τη μέση και τους καρπούς, εφαρμοστό μαύρο δερμάτινο παντελόνι, και ψηλές καφετιές μπότες που έφταναν πάνω απ’το γόνατο. Από τη ζώνη της κρέμονταν δύο πιστόλια – ένα πυροβόλο κι ένα ενεργοβόλο – και σε κάθε γαντοφορεμένο χέρι βαστούσε ένα μακρύ, λιγνό ξίφος, τα οποία χειριζόταν με τρομερή ταχύτητα και δεξιοτεχνία. Λευκόδερμη, ψηλή, ξανθιά, με μακριά μαλλιά πιασμένα πίσω απ’το κεφάλι, έπεσε σαν δαιμόνισσα επάνω στους Αγενείς, χτυπώντας τον έναν μετά τον άλλο: κλοτσώντας, καρφώνοντας, λιανίζοντας.
Ο Ελευθέριος το Ψάρι την είδε ξαφνικά δίπλα του κι έστρεψε το σπαθί του για να σταματήσει το δικό της. Και το σταμάτησε – το ένα. Το άλλο τού διαπέρασε την κοιλιά, και η Ισμήνη τον κλότσησε, κραυγάζοντας, ρίχνοντάς τον στα αιματοβαμμένα σανίδια για να ελευθερώσει το όπλο της. Ο Νικόλαος το Ψηλό Ποτήρι ήρθε καταπάνω της, κραδαίνοντας ένα μακρύ καμάκι. Η Αρχιπειρατίνα του Γελαστού Τσούρμου το απόφυγε παρά τρίχα, αφήνοντάς το να περάσει πλάι από τη λυγερή μέση της. Το αριστερό της σπαθί άστραψε διαγράφοντας ημικύκλιο και σκίζοντας τον λαιμό του Νικόλαου. Ο κουρσάρος παραπάτησε, προς στιγμή απορημένος σχετικά με το τι είχε συμβεί, και μετά σωριάστηκε.
Ένας πειρατής του Γελαστού Τσούρμου κατρακύλησε, τότε, στα πόδια της. Χωρίς κεφάλι.
Η Ισμήνη στράφηκε στη μεριά απ’την οποία είχε έρθει το κουφάρι. Και είδε εκεί τον Οφιομαχητή, με το σπαθί του στο ένα χέρι, να στάζει αίμα, και το κεφάλι του πειρατή της στο άλλο. «Είναι αυτό δικό σου, καριόλα;» γρύλισε, και το πέταξε καταπάνω της σαν βλήμα από καταπέλτη.
Η Γελαστή Ισμήνη έσκυψε, αποφεύγοντάς το.
Ο Γεώργιος όρμησε καταπάνω της, νιώθοντας την οργή της Έχιδνας να τον έχει τυλίξει. Νιώθοντας τον εαυτό του να έχει γίνει ένα με την οργή, ύστερα από τόσους συντρόφους που είχε δει να πέφτουν από τους άθλιους κακούργους που είχαν στήσει τούτη την ενέδρα στο Άνοιγμα. Θα τους λιάνιζε όλους – απ’τον πρώτο ώς τον τελευταίο!
Η Ισμήνη τινάχτηκε πίσω, αποφεύγοντας την κόψη του Φιλιού της Έχιδνας, κι έκανε να καρφώσει τον Οφιομαχητή με το ένα της ξίφος. Αλλά κι εκείνος ήταν ευκίνητος και λύγισε, αποφεύγοντας τη δική της λεπίδα και συγχρόνως κατεβάζοντας το σπαθί του πάνω στο μέταλλο, σπάζοντάς το, κόβοντας το ξίφος της Ισμήνης στα δύο.
Εκείνη τινάχτηκε πίσω ξανά, ξέπνοη. Ο Γεώργιος τής επιτέθηκε, σπαθίζοντας. Η Ισμήνη απέκρουσε το Φιλί της Έχιδνας με το καλό της ξίφος και προσπάθησε να τον καρφώσει, με το σπασμένο, στον λαιμό. Αλλά δεν τα κατάφερε γιατί ο Γεώργιος την έσπρωξε καθώς οι λεπίδες τους ήταν διασταυρωμένες, κάνοντάς τη να χάσει την ισορροπία της και να πέσει στο κατάστρωμα, να κυλήσει πάνω στα αίματα, τα πτώματα, και τα συντρίμμια.
Και την πλησίασε πάλι, για να την αποτελειώσει.
Μια πειρατίνα του τσούρμου της του χίμησε από δίπλα, με κοντό τσεκούρι στο ένα χέρι και ξιφίδιο στο άλλο. Ο Γεώργιος στράφηκε για ν’αποκρούσει την τσεκουριά της, και η κλοτσιά του της διέλυσε το διάφραγμα, σκοτώνοντάς την. Ύστερα, στράφηκε ξανά στη Γελαστή Ισμήνη, η οποία είχε ήδη σηκωθεί στο ένα γόνατο.
Της όρμησε, κατεβάζοντας το Φιλί της Έχιδνας καταπάνω της. Εκείνη έπεσε κάτω πάλι, κυλώντας στο κατάστρωμα αλλά τώρα εκούσια και επιδέξια· και, έχοντας αφήσει το σπασμένο ξίφος της να πέσει, πιάστηκε από την κουπαστή με το ελεύθερό της χέρι και σηκώθηκε όρθια, ενώ με το άλλο χέρι ύψωνε το γερό της σπαθί.
«Θα σε ταΐσω στα ψάρια, που τρώνε καλά σήμερα!» είπε ο Οφιομαχητής, ζυγώνοντας.
Οι λεπίδες τους συναντήθηκαν – και ξανά – και ξανά – και ξανά – και το ξίφος της Ισμήνης έσπασε καθώς εκείνη υποχωρούσε πηγαίνοντας συνεχώς πλάι στην κουπαστή, μην έχοντας άλλο δρόμο διαφυγής. Το Φιλί της Έχιδνας την κάρφωσε στα πλευρά, αίμα έβαψε κόκκινη τη λευκή της πουκαμίσα, αίμα ήρθε στο στόμα της. Η Γελαστή Ισμήνη παραπάτησε, αρπάχτηκε από την κουπαστή. Ο Οφιομαχητής την άδραξε, με το ένα χέρι, από τη ζώνη και την πέταξε στη θάλασσα. Μετά, δεν την ξαναείδε.
Αλλά η συμπλοκή εξακολουθούσε να μαίνεται άγρια πάνω στην κουβέρτα του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού· και ο Γεώργιος πρόσεξε ότι κι άλλοι κουρσάροι είχαν έρθει. Το ένα τσούρμο που, αρχικά, είχε ορμήσει ήταν αυτό της Ισμήνης· το δεύτερο τσούρμο – το οποίο αναγνώρισε μετά, καθώς μαχόταν εναντίον τους – ήταν του Αρσένιου του Μαχητή. Τώρα, όμως, ακόμα ένα τσούρμο ήταν εδώ, έχοντας πηδήσει από άλλο ένα πλοίο που είχε πλευρίσει το Σαλάχι.
Θαλασσοφονιάδες, παρατήρησε ο Γεώργιος. Οι πειρατές του Ευγένιου του Μεγαλοφονιά.
Και τι γίνονταν τα άλλα πλοία των Αγενών; Ο Πρωτοκαπετάνιος τους δεν είχε χρόνο για να κοιτάξει και να δει. Όρμησε πάλι στη μάχη.
Αν είχε, όμως, χρόνο να κοιτάξει θα έβλεπε τα Νύχια του Φιδιού να βουλιάζουν, να καταπίνονται από τα κύματα, γυρισμένα στο πλάι από την αντάρα που είχαν δημιουργήσει τα υδατοτρόπα όπλα.
Το Δόντι της Θάλασσας, επίσης, δεν βρισκόταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση καθώς το σφυροκοπούσαν από παντού και κλυδωνιζόταν άγρια. Και τώρα κουρσάροι επάνω σε βάρκες έρχονταν γύρω του, πανταχόθεν, ρίχνοντας γάντζους για να πιαστούν στην κουπαστή και να σκαρφαλώσουν στην κουβέρτα του, να καταλάβουν το σκάφος προτού βυθιστεί.
Ο Νικητής των Κυμάτων ήταν μπλεγμένος με δύο άλλα καράβια – ένα του Μεγαλοφονιά και ένα του Νικόλαου του Ναυπηγού. Επάνω στο πρώτο ήταν καρφωμένο το έμβολό του. Στην κουβέρτα του γινόταν μακελειό. Η Λουκία, η Καπετάνισσά του, ήταν ανάμεσα στο πλήρωμά της, με τα κόκκινα μαλλιά και το γαλανό δέρμα της πιτσιλισμένα με αίμα που δεν ήταν δικό της. Βαστούσε σπαθί στο ένα χέρι και πυροβόλο πιστόλι στο άλλο, και φοβόταν πως η κατάσταση ήταν απέλπιδη, πως δεν υπήρχε περίπτωση κανένας τους να γλιτώσει από τούτη την παγίδα είτε είχαν τον Ακατάλυτο Κουρσάρο μαζί τους είτε όχι.
«Ποιος κουμαντάρει τούτο το σκαρί;» φώναξε ο Νικόλαος ο Ναυπηγός, έχοντας τώρα κι εκείνος πηδήσει στην κουβέρτα του Νικητή των Κυμάτων. «Παραδώσου, Καπ’τάνιε! Παραδώσου και μπορεί να δείξουμ’ έλεος! Το πλοίο είναι δικό μας!»
«Ποτέ!» φώναξε η Λουκία, ξεπροβάλλοντας ανάμεσα από το τσούρμο της. «Το καράβι είναι των Αγενών, και θα είναι ώς το τέλος!»
«Εσύ είσ’ η Καπετάνισσα εδώ πέρα;» ρώτησε ο Νικόλαος, καθώς γύρω τους πειρατές σφάζονταν με πειρατές.
«Και μόνο!»
Ο Νικόλαος ο Ναυπηγός γέλασε. «Και η τελευταία, επίσης!» γρύλισε, και της χίμησε, με σπαθί στο ένα χέρι κι ασπίδα στο άλλο.
Η Λουκία έκανε να του ρίξει με το πιστόλι της προτού τη ζυγώσει, μα το καταραμένο μαραφέτι δεν δούλεψε – άχρηστο! Το ξίφος του Ναυπηγού ήρθε καταπάνω της, και η Λουκία τ’απέκρουσε με το δικό της. Η ασπίδα του την κοπάνησε κατάμουτρα, και η πειρατίνα παραπάτησε και σκόνταψε, έπεσε στο γλιστερό από τα αίματα και τα νερά κατάστρωμα. Έκανε να σηκωθεί, αλλά ο Νικόλαος την κλότσησε στα πλευρά, στέλνοντάς τη να κυλήσει ξανά. Το σπαθί της το κράτησε, και το πιστόλι επίσης. Και το τελευταίο το ύψωσε ξανά – αυτή τη φορά έπρεπε να λειτουργήσει το καταραμένο! – έπρεπε! – πάτησε τη σκανδάλη. Το όπλο δεν έριξε. Γαμώ τη μάνα σου, μαλακισμένο! σύριξε εντός της η Λουκία καθώς ο Νικόλαος πλησίαζε. Το είχε βάλει, προφανώς, στο νου του να την ξεπαστρέψει.
Η Λουκία τράβηξε πάλι τη σκανδάλη, και τώρα το πιστόλι πυροβόλησε. Η σφαίρα, όμως, χτύπησε στην ασπίδα του Ναυπηγού που ήταν από ανθεκτικά μέταλλα· ένα δυνατό κουδούνισμα αντήχησε, τα μέταλλα έκαναν μεγάλο βαθούλωμα (μα δεν τρύπησαν), και ο Νικόλαος, από τη δύναμη του χτυπήματος, έπεσε πίσω, σκόνταψε, και σωριάστηκε. Η Λουκία τινάχτηκε όρθια, έτρεξε καταπάνω του, και πήδησε, κραυγάζοντας, υψώνοντας το σπαθί της για να καρφώσει προς τα κάτω (έχοντας ήδη πετάξει το πιστόλι για να μην την επιβαρύνει). Ο Νικόλαος έκανε στο πλάι την τελευταία στιγμή, και το ξίφος της του διαπέρασε τον δεξή ώμο αντί για το στήθος. Κραύγασε από τον πόνο· ολόκληρο το χέρι του παρέλυσε. Και ούτε το άλλο μπορούσε να χρησιμοποιήσει, καθώς ήταν δεμένο με την ασπίδα και, επί του παρόντος, παγιδευμένο από κάτω της. Η Λουκία τον είχε καβαλήσει και, αφήνοντας το σπαθί της καρφωμένο μέσα του και μέσα στα σανίδια της κουβέρτας, άρχισε να τον γρονθοκοπεί και με τα δύο χέρια – μια με το δεξί, μια με το αριστερό. Αίματα τινάζονταν από τη μύτη και το στόμα του Νικόλαου του Ναυπηγού. Ένα δόντι έφυγε, κι ακόμα ένα–
Μια σκιά από δίπλα της!
Η Λουκία στράφηκε και είδε μια πειρατίνα να έρχεται βαστώντας καμάκι. Μία από τους Καραβοχαλαστές, το τσούρμο του Ναυπηγού. Η αιχμή του καμακιού πλησίαζε με ταχύτητα. Η Λουκία έκανε το κεφάλι της πίσω, και η επικίνδυνη λεπίδα τής έγδαρε τη μύτη μονάχα. Η Καραβοχαλάστρια γύρισε απότομα το καμάκι από την άλλη και κοπάνησε τη Λουκία κατάμουτρα με την πίσω μεριά του, κάνοντας αίματα να τιναχτούν απ’το μάγουλό της.
Η Καπετάνισσα του Νικητή των Κυμάτων κουτρουβάλησε στο κατάστρωμα, αποπροσανατολισμένη. Αλλά γρήγορα σηκώθηκε στο ένα γόνατο – κι επάνω στην ώρα, όπως φάνηκε, γιατί η πειρατίνα με το καμάκι – μια ψηλή, χοντρή γυναίκα με πράσινο δέρμα και μακριά καστανά μαλλιά δεμένα με μαντήλι – τη ζύγωνε ξανά για να την καρφώσει. Η Λουκία τράβηξε το ξιφίδιο από τη μπότα της καθώς το μακρύ όπλο ερχόταν καταπάνω της. Απέφυγε το καμάκι, αφήνοντάς το να μπηχτεί στα σανίδια της κουβέρτας, και συγχρόνως ανέβασε το χέρι της με το λεπίδι, τρυπώντας τα σωθικά της αντιπάλου της. Ύστερα απομακρύνθηκε σβέλτα ενώ εκείνη πέθαινε διπλωμένη πάνω στο κατάστρωμα.
Αλλά γύρω από την Καπετάνισσα το μακελειό ήταν τρομερό, καθώς εχθρικοί κουρσάροι είχαν κατακλύσει το πλοίο της από παντού. Η Λουκία είδε πεσμένους – νεκρούς – τόσους παλιούς συντρόφους. Είδε και τη Μάγδα, τη Δευτεροκαπετάνισσα του Νικητή των Κυμάτων, σωριασμένη, με τον λαιμό σκισμένο κι ένα μεγάλο τραύμα στην κοιλιά. Δάκρυα θόλωσαν τα μάτια της. Για λίγο πολέμησε εναντίον των εχθρών μαζί με όσους απέμεναν όρθιοι από το πλήρωμά της· αλλά οι αντίπαλοί τους σύντομα τούς έσπρωξαν προς τα πίσω, προς την πρύμνη, και δεν έμοιαζε να υπάρχει τίποτ’ άλλο να κάνουν εκτός από ένα πράγμα αν ήθελαν να επιβιώσουν.
«Πηδήξτε!» τους ώθησε η Λουκία, σκοτώνοντας ακόμα έναν εχθρό και κλοτσώντας τον καταπάνω στους υπόλοιπους, για να τους κρατήσει μακριά. «Πηδήξτε, ρε βλάκες! Στη θάλασσα, προτού σας φάει η θάλασσα!» Υψώνοντας ένα πιστόλι που είχε αρπάξει από κάπου (δεν θυμόταν από πού ακριβώς) τράβηξε τη σκανδάλη, και το γαμημένο πυροβόλησε με την πρώτη, διαλύοντας τη μούρη ενός πειρατή και τινάζοντάς τον πίσω κι αυτόν, πάνω στους συντρόφους του που δυσκολεύονταν ν’ανεβούν τη σκάλα της πρύμνης. «ΠΗΔΗΞΤΕ!» κραύγασε η Λουκία και, τρέχοντας προς την κουπαστή, αδιαφορώντας αν την ακολουθούσαν (Άμα είναι τόσο μαλάκες, ας μείνουν πίσω, γαμώ τις μάνες τους!), υπάκουσε πρώτη τη διαταγή της, βουτώντας στη θάλασσα. Και βρέθηκε ανάμεσα σε πτώματα, συντρίμμια, κι ανθρώπους που πάλευαν με τα κύματα. Η μόνη της ελπίδα διαφυγής καταλάβαινε πως ήταν να χαθεί μέσα σ’όλ’ αυτά...
Εν τω μεταξύ, η μάχη μαινόταν πάνω στην κουβέρτα του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού, καθώς ο Οφιομαχητής είχε χιμήσει στους εχθρούς που έπνιγαν το κατάστρωμα, σπαθίζοντας και σπαθίζοντας και σπαθίζοντας με το Φιλί της Έχιδνας, κόβοντας χέρια, πόδια, κεφάλια, σκίζοντας κοιλιές, στήθη, διαπερνώντας και λιανίζοντας σώματα – μια ακατάπαυστη θύελλα θανάτου σταλμένη από την Έχιδνα: δεν διαχώριζε πλέον τον εαυτό του από την οργή που τον ωθούσε να καταστρέφει τα πάντα στο πέρασμά του. Οι δηλητηριώδεις βελόνες είχαν τελειώσει στο βελονοβόλο του και δεν είχε μπει στον κόπο να το οπλίσει ξανά· το είχε κρύψει σε μια από τις πολλές εσωτερικές τσέπες της κάπας του, και μαχόταν μόνο με το χαραγμένο λεπίδι του. Στον αριστερό του πήχη ήταν τυλιγμένη η Ευθαλία, μα δεν προλάβαινε να τιναχτεί και να δαγκώσει κανέναν από τους αντιπάλους του, ούτε και υπήρχε ανάγκη.
Αλλά ο Γεώργιος, παρά τη μάνητα της Έχιδνας που τον είχε καταλάβει, μπορούσε να αντιληφτεί ένα πολύ βασικό πράγμα: Η κατάσταση ήταν τραγική. Το πλήρωμά του ήταν εξωφρενικά περικυκλωμένο από τους εχθρούς: και έρχονταν ολοένα και περισσότεροι. Ο Γεώργιος έβλεπε συνεχώς τους πειρατές του να πέφτουν, ο ένας κατόπιν του άλλου, παρότι μάχονταν σαν κι εκείνοι να είχαν καταληφθεί από την οργή της Έχιδνας.
Ο Οφιομαχητής απέκρουσε το σπαθί ενός κουρσάρου που ήταν από τους Θαλασσοφονιάδες και τον γρονθοκόπησε καταπρόσωπο, τσακίζοντας την όψη του και στέλνοντάς τον πάνω σ’άλλους δύο. Καθώς κι οι τρεις σωριάζονταν στο γλιστερό κατάστρωμα, πίσω τους φάνηκε ο αρχηγός τους.
Ο Ευγένιος ο Μεγαλοφονιάς στεκόταν εκεί, γιγαντόσωμος και πρασινόδερμος, με μια γυαλάδα στα μάτια του που φανέρωνε μόνο μίσος και έχθρα για τον άντρα που αντίκριζε – τον άντρα που θεωρούσε αφύσικο δαίμονα και έκτρωμα της Έχιδνας. Και ο Ευγένιος δεν ήταν ντυμένος όπως οι περισσότεροι πειρατές του· είχε κάνει κάτι που σπάνια έκανε – κάτι που σχεδόν ποτέ δεν έκανε. Φορούσε οργανική στολή ενδυνάμωσης. Συνήθως, θεωρούσε ότι τέτοια στολή δεν του χρειαζόταν σε τίποτα. Θεωρούσε τον εαυτό του πιο δυνατό από κάθε άνθρωπο που είχε συναντήσει. Αλλά, σε τούτη την περίπτωση, ο εχθρός ήταν παραφυσικός. Ήταν ένα τέρας. Και ακόμα κι ο Μεγαλοφονιάς, σε τέτοιες περιπτώσεις, χρησιμοποιούσε ό,τι όπλα είχε στη διάθεσή του.
Ο Γεώργιος, αντικρίζοντάς τον, αμέσως κατάλαβε ότι ο αρχηγός των Θαλασσοφονιάδων φορούσε οργανική στολή, και δεν αμφέβαλλε τι είδους οργανική στολή ήταν. Σίγουρα, πάντως, όχι υποβρύχιας αναπνοής...
«Οφιομαχητή...» γρύλισε ο Ευγένιος, ζυγώνοντας, με το μεγάλο τσεκούρι του στο ένα χέρι και ένα ίδιο, επίσης μεγάλο τσεκούρι στο άλλο χέρι. Ένας συνηθισμένος άνθρωπος θα ήταν δύσκολο να κρατά δύο τόσο βαριά όπλα συγχρόνως, ακόμα και με οργανική στολή ενδυνάμωσης. «Η ώρα σου ήρθε, τέρας της Έχιδνας!»
«Με λάθος στολή ντύθηκες για την περίσταση, Μεγαλοφονιά,» παρατήρησε ο Γεώργιος. «Υποβρύχιας αναπνοής έπρεπε να φορέσεις – γιατί σύντομα θα ΚΟΛΥΜΠΗΣΕΙΣ, κάθαρμα!» κραύγασε καθώς του χιμούσε κραδαίνοντας το Φιλί της Έχιδνας, τινάζοντας αίματα από τη λεπίδα του.
Ο Ευγένιος διασταύρωσε τα μεγάλα τσεκούρια του μπροστά του, σαν ασπίδα, απίστευτα γρήγορα για το μέγεθός τους, σταματώντας το σπαθί του αντιπάλου του προτού τον φτάσει. Και έσπρωξε τον Οφιομαχητή, κάνοντάς τον να παραπατήσει.
Ο Γεώργιος ξαφνιάστηκε καθώς συνειδητοποίησε ότι, με οργανική στολή ενδυνάμωσης, ο Μεγαλοφονιάς ήταν σχεδόν τόσο δυνατός όσο εκείνος. Σχεδόν.
Και τώρα ο Ευγένιος ήρθε καταπάνω του, διαγράφοντας ημικύκλιο με τη μια απ’τις λεπίδες του, κραυγάζοντας σαν θηρίο. Ο Γεώργιος τινάχτηκε όπισθεν, αποφεύγοντας το χτύπημα – μη θέλοντας να βάλει τη λεπίδα του Φιλιού της Έχιδνας στο δρόμο του τσεκουριού, φοβούμενος ότι μπορεί να έσπαγε. Οι ευλογίες των ιερέων του Πλοκαμιού των Ναυαγίων σίγουρα δεν προστάτευαν το όπλο από τέτοιες συγκρούσεις· μόνο στα παραμύθια γίνονταν αυτά.
Ο Ευγένιος επιτέθηκε και με το άλλο τσεκούρι του, διαγράφοντας ακόμα ένα θανατηφόρο ημικύκλιο σαν δρεπάνι, και ο Γεώργιος για δεύτερη φορά τινάχτηκε πίσω, αποφεύγοντας την κόψη.
Ξαφνικά, δύο κουρσάροι του Μεγαλοφονιά τού όρμησαν – ένας από δεξιά, ένας από αριστερά, με σπαθιά – για να τον παγιδέψουν ανάμεσά τους, να τον κάνουν εύκολη λεία για τον αρχηγό τους. Ο Γεώργιος χτύπησε τον έναν με το Φιλί της Έχιδνας, σπάζοντας τη λεπίδα του και χωρίζοντάς του την όψη στα δύο, στέλνοντάς τον να πεθάνει στα σανίδια της κουβέρτας που είχαν γεμίσει νεκρούς – λόφους από νεκρούς, που σ’ανάγκαζαν να πρέπει να προσέχεις πού πατάς.
«Δεν έχεις πουθενά να πας, Οφιομαχητή!» κραύγασε ο Μεγαλοφονιάς, ανεμίζοντας ξανά τα τσεκούρια του. Ο Γεώργιος απέφυγε το ένα και παραμέρισε το άλλο με το σπαθί του – το έσπρωξε στο πλάι, δεν έβαλε το Φιλί στον δρόμο της μεγαλύτερης, βαριάς λεπίδας που ερχόταν με όλη την επαυξημένη τρομερή δύναμη του Ευγένιου.
«Εγώ δεν φεύγω απ’το πλοίο μου, Μεγαλοφονιά,» αποκρίθηκε· «μόνο εσύ θα κολυμπήσεις!»
«Είμαστε παντού! Είσαι τελειωμένος και το ξέρεις, τέρας!» φώναξε ξέφρενα ο Ευγένιος, συνεχίζοντας ν’ανεμίζει τα τσεκούρια του, τα οποία βούιζαν πίσω από τις κραυγές και τις ιαχές καθώς έσκιζαν τον αέρα.
Ο άλλος Θαλασσοφονιάς, τότε – ο δεύτερος από τους δύο που είχαν έρθει για να στριμώξουν τον Οφιομαχητή – έκανε να πλησιάσει πίσω από τον Γεώργιο, για να τον καρφώσει στα νώτα με το ξίφος του. Εκείνος τον κατάλαβε, μα δεν ήταν βέβαιος ότι θα προλάβαινε να γυρίσει· ειδικά έτσι όπως ο Ευγένιος ερχόταν ξανά καταπάνω του–
Ένα μεγάλο σπαθί χτύπησε τον Θαλασσοφονιά στο πλάι του λαιμού, χωρίζοντας το κεφάλι από τους ώμους του. Ο Κοσμάς! Τραυματισμένος σε διάφορα σημεία του σώματός του, αλλά ακόμα όρθιος και μανιασμένος. «Γεώργιε!» γρύλισε. «Ίσως να πεθάνουμε όλοι σήμερα, αλλά θα πάρουμε αυτόν μαζί μας!» δείχνοντας τον Μεγαλοφονιά με το σπαθί του.
Ο Ευγένιος γέλασε, παύοντας προς στιγμή τις ξέφρενες επιθέσεις του. «Θα σας φάν’ όλους τα ψάρια, Κοσμά! Λάθος αφέντη έχεις διαλέξει!»
Ένα βέλος καρφώθηκε ξαφνικά στα πλευρά του Δευτεροκαπετάνιου του Δηλητηριασμένου Σαλαχιού, κι εκείνος έπεσε με μια κραυγή. Το μεγάλο σπαθί έφυγε από τα χέρια του.
Συγχρόνως, ένα άλλο βέλος ήρθε σφυρίζοντας και μπήχτηκε στον μηρό του Γεώργιου.
«Όχι, ρε ΖΩΑ!» κραύγασε ο Μεγαλοφονιάς. «Ο Οφιομαχητής είναι δικός μου!» Και χίμησε ξανά στον Γεώργιο, χειριζόμενος τα βαριά τσεκούρια του σαν θανατηφόρα δρεπάνια.
Ο Οφιομαχητής παραπάτησε, αν και όχι από το βέλος που είχε καρφωθεί επάνω του· τα πόδια του μπλέχτηκαν σ’έναν σωρό από πτώματα. Γλίστρησε κι έπεσε. Κουτρουβάλησε.
«Δείτε με να σκοτώνω τον Οφιομαχητή!» βροντοφώναξε ο Ευγένιος ο Μεγαλοφονιάς, και όρμησε, κατεβάζοντας το ένα από τα τσεκούρια του.
Ο Γεώργιος κύλησε στο πλάι και το απέφυγε, αλλά όχι τελείως· η μεγάλη λεπίδα τον χτύπησε, ξυστά, στο δεξί χέρι. Από το μπράτσο ώς τον ώμο. Και ξυστά στην περίπτωση ενός τέτοιου όπλου σήμαινε ένα αρκετά σοβαρό τραύμα για φυσιολογικό άνθρωπο.
Ο Γεώργιος το αγνόησε καθώς ορθωνόταν, γρήγορα, και σπάθιζε τον Ευγένιο βρίσκοντάς τον στον δεξή μηρό, κάνοντάς τον κι εκείνον να παραπατήσει, μα όχι να πέσει. Τα τσεκούρια κινήθηκαν πάλι, διαγράφοντας τροχιές στον αέρα, συρίζοντας, στραφταλίζοντας. Και ο Γεώργιος προσπαθούσε να τ’αποφεύγει, διστακτικός να τ’αποκρούσει με το Φιλί της Έχιδνας.
Αλλά μετά επιχείρησε κάτι παράτολμο ίσως – και το πέτυχε. Έβαλε τη λεπίδα του Φιλιού δίπλα και κάτω από τη λεπίδα του ενός τσεκουριού, από τη μεριά της μακριάς λαβής του βαρύ όπλου. Και έσπρωξε με όλη του την υπερφυσική δύναμη. Ο πέλεκυς πετάχτηκε από το χέρι του Ευγένιου, στροβιλίστηκε στον αέρα, και χτύπησε έναν πειρατή στο κεφάλι (όχι έναν από τους Αγενείς, ήταν σίγουρος ο Γεώργιος) προτού πέσει μαζί του στη θάλασσα, πέρα από την κουπαστή.
Αλλά το άλλο τσεκούρι του Ευγένιου κινήθηκε, τότε, και χτύπησε τον Γεώργιο στ’αριστερά πλευρά. Αίματα τινάχτηκαν, ο Οφιομαχητής παραπάτησε, σκόνταψε και βρέθηκε στο ένα γόνατο, ξέπνοος προς στιγμή. Ακόμα και για εκείνον αυτό το χτύπημα δεν ήταν αμελητέο. Κι έβλεπε ξανά κουρσάρους να τον πλησιάζουν από δεξιά κι από αριστερά, σαν θανάσιμες σκιές – Θαλασσοφονιάδες ή άλλοι απ’αυτούς που είχαν συμμαχήσει για να τον ξεκάνουν. Είχε απομείνει κανένας από τους Αγενείς πλέον; αναρωτήθηκε φευγαλέα. Ή ήταν μόνος του στο κατάστρωμα, εναντίον αναρίθμητων εχθρών; Καταδικασμένος;
«ΕΙΠΑ!» κραύγασε ο Μεγαλοφονιάς. «ΕΙΠΑ – δείτε με να σκοτώνω τον Οφιομαχητή!» Και ζύγωσε τον Γεώργιο, έχοντας το μεγάλο τσεκούρι του υψωμένο με το ένα χέρι, αγνοώντας το τραύμα στον μηρό του σαν να μην υπήρχε. Βάδιζε σταθερά και γρήγορα.
Ο Γεώργιος αισθάνθηκε την Ευθαλία να σαλεύει κάτω απ’το μανίκι του–
–και την τίναξε προς τον Μεγαλοφονιά.
Η οχιά έπεσε πάνω του σαν ξαφνικό βέλος: κάρφωσε τα δόντια της στον ώμο του, στέλνοντας το δηλητήριό της μέσα του. Το οποίο δηλητήριο (δυστυχώς, σκεφτόταν ο Γεώργιος) δεν ήταν θανατηφόρο, αλλά θόλωνε αμέσως τις αισθήσεις – την όραση, την ακοή – καθιστώντας το θύμα εύκολο στόχο. Ο Μεγαλοφονιάς δεν θα μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
Ο Γεώργιος ορθώθηκε, ενώ ο Ευγένιος κραύγαζε ξαφνιασμένος, σαστισμένος, και έκανε μια απέλπιδη προσπάθεια να χτυπήσει τον Οφιομαχητή με το υψωμένο τσεκούρι του. Εκείνος το παραμέρισε αβίαστα με το Φιλί της Έχιδνας και γρονθοκόπησε άγρια τον Μεγαλοφονιά στο στήθος, τινάζοντάς τον πίσω, ενώ η Ευθαλία έπεφτε από πάνω του.
Τότε, οι κουρσάροι που ζύγωναν από γύρω όρμησαν στον Οφιομαχητή με ό,τι όπλο μπορούσε κανείς να φανταστεί. Του χίμησαν σαν θύελλα. Ο Γεώργιος άρπαξε την Ευθαλία απ’τα σανίδια της κουβέρτας και άρχισε να σπαθίζει με το Φιλί της Έχιδνας, σωριάζοντας τον έναν εχθρό μετά τον άλλο. Όμως ήταν τραυματισμένος αρκετά σοβαρά πλέον, ακόμα και για εκείνον, κι αισθανόταν τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Και δεν ήταν καθόλου σίγουρος ότι είχε αποτελειώσει αυτό το κάθαρμα, τον Μεγαλοφονιά. Καθόλου σίγουρος. Έπρεπε να τον ξαναβρεί, τον καταραμένο μπάσταρδο της πουτάνας του Λοκράθου, και να του σκίσει τον λαιμό – γιατί αυτός αναμφίβολα τάχε ξεκινήσει όλα, αυτός ευθυνόταν για τη δολοφονία του τσούρμου του Γεώργιου!
Όμως τώρα, μες στον χαλασμό, ο Οφιομαχητής δεν μπορούσε να βρει τον εχθρό του. Ήταν αδύνατον. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να μάχεται για να μείνει ζωντανός (και, καθώς μαχόταν, δεχόταν κι άλλα χτυπήματα, κανένα τόσο δυνατό όσο αυτό που του είχε ρίξει στα πλευρά ο Μεγαλοφονιάς, μα ήταν ήδη αποδυναμωμένος). Η οργή της Έχιδνας είχε σβήσει το μυαλό του· ήθελε μόνο να σκοτώνει, να διαλύει τους αντιπάλους του. Τα πάντα ήταν σαν εφιαλτικό όνειρο για εκείνον. Δεν ήξερε ακριβώς τι έκανε. Ήταν λουσμένος στο κόκκινο αίμα των εχθρών του και στο δικό του, εξωδιαστασιακό, σκούρο-μπλε αίμα. Η κάπα του κρεμόταν κουρελιασμένη επάνω του· η Ευθαλία ήταν τυλιγμένη γερά γύρω από τον πήχη του. Το Φιλί της Έχιδνας λιάνιζε και λιάνιζε.
Και μετά, σε κάποια στιγμή, ο Γεώργιος βρέθηκε στη θάλασσα.
Δεν κατάλαβε πώς. Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν ότι βρισκόταν κάπου στην πλώρη του Σαλαχιού περιστοιχισμένος από σωρούς πτωμάτων και αμέτρητους ζωντανούς αντιπάλους, ενώ κραυγές αντηχούσαν παντού και όπλα στραφτάλιζαν και σύριζαν.
Το κρύο νερό τον τύλιξε, απομακρύνοντας αρκετά την οργή από το μυαλό και την ψυχή του ώστε οι διδαχές του Γέρου του Ανέμου να πάρουν τον έλεγχο από το δηλητήριο της Έχιδνας – να κάνουν τον Γεώργιο να συνέλθει από την τρελή μάνητά του.
Γύρω του ήταν σκάφη, μεγαλύτερα και μικρότερα, και πτώματα που επέπλεαν στο νερό, και άνθρωποι που κραύγαζαν, και συντρίμμια, και αίματα... Αισθανόταν κουρασμένος... τόσο κουρασμένος...
Και αποκαρδιωμένος. Δεν είχε καταφέρει να σώσει τους κουρσάρους του. Δεν μπορούσε. Η παγίδα ήταν πολύ καλά στημένη. Οι αντίπαλοι πάρα πολλοί. Η Λουκία είχε δίκιο.
Η Λουκία... πού ήταν τώρα;
Ο Γεώργιος δεν διέκρινε κανέναν φίλο κοντά του. Και δεν μπορούσε να πολεμήσει άλλο. Άφησε τη θάλασσα να τον αγκαλιάσει, άφησε τον εαυτό του να βουλιάξει μέσα της, χρησιμοποιώντας τις υδατοτρόπες δυνάμεις του... για να απομακρυνθεί υποβρυχίως... ενώ ζαλιζόταν – ολάκεροι οι ατέρμονοι ωκεανοί της Υπερυδάτιας στροβιλίζονταν γύρω του...
...και στροβιλίζονταν...
Ήταν όπως τότε που το πλοίο του είχε ναυαγήσει, τότε που η Έχιδνα τον είχε βρει. Θα την ξανασυναντούσε, άραγε; αναρωτήθηκε φευγαλέα το κουρασμένο μυαλό του.
Οι ωκεανοί στροβιλίζονταν... ο Οφιομαχητής διέσχιζε το νερό με υδατοτροπικές κινήσεις, μην ξέροντας πού πήγαινε, πού κατευθυνόταν...
...και σκοτάδι σκέπασε τα πάντα. Σκοτάδι πιο πυκνό από των απύθμενων βυθών της Υπερυδάτιας...
Ο Νικόλαος ανεβαίνει πρώτος τα σκαλοπάτια, πλησιάζοντας την είσοδο του παλιού σπιτιού και πατώντας το κουμπί πλάι της. Ο ήχος ενός κουδουνιού ακούγεται από το εσωτερικό: ένα έντονο ΝΤΡΙΙΙΙΙΝ.
Μετά από λίγο ένα μικρό συρόμενο παραθυράκι ανοίγει επάνω στην πόρτα – το οποίο ήταν αόρατο μέχρι ν’ανοίξει, μοιάζοντας ένα με τη λαξευτή διακόσμησή της. Ένα μάτι μάς κοιτάζει απ’το παραθυράκι. Γκρίζο, νομίζω.
«Ο Μεγάλος Αγώνας σ’έναν πιο καθαρό κόσμο μάς οδηγεί,» λέει ο Νικόλαος – σύνθημα, υποθέτω.
«Σε θυμάμαι,» αποκρίνεται μια γυναικεία φωνή από μέσα, και η πόρτα ανοίγει φανερώνοντας μια γυναίκα με δέρμα λευκό-ροζ και καστανά σπαστά μαλλιά, λυτά, ντυμένη με κίτρινο φόρεμα με μαύρες οριζόντιες ραβδώσεις. Τα μάτια της είναι, όντως, γκρίζα. Και το πρόσωπό της, αν και δεν έχει την έκφραση του Νικόλαου (ο οποίος πέρασε πολλά εκεί, στα μπουντρούμια των βατράχων), έχει αναμφίβολα κάτι το φανατικό αν το παρατηρήσεις. «Φίλοι;» ρωτά, αναφερόμενη σ’εμένα και τη Λουκία, προφανώς.
«Φυσικά,» αποκρίνεται ο Νικόλαος.
«Περάστε, τότε, με τη χάρη της Μεγάλης Κυράς,» λέει η γυναίκα, και παραμερίζει για να μπούμε στο σπίτι της.
Περνάμε το κατώφλι (ενώ η Λουκία κρατά τον Ακατάλυτο στην αγκαλιά της) και βλέπω πως το εσωτερικό του σπιτιού είναι ακόμα πιο παλιό από το εξωτερικό. Τα σανίδια είναι παλιά, τα δοκάρια είναι παλιά, τα έπιπλα είναι παλιά. Όλη η διακόσμηση φέρνει στο μυαλό άλλες εποχές. Τα πάντα μοιάζουν έτοιμα ν’αρχίσουν να τρίζουν: και, πράγματι, το πάτωμα τρίζει από κάτω μας καθώς βαδίζουμε.
Η γυναίκα που μας υποδέχτηκε με κοιτάζει πολύ έντονα, και παρατηρώ ότι τα φρύδια της είναι σμιγμένα, σαν να με αναγνωρίζει, ή να αναγνωρίζει κάτι επάνω μου. Πράγμα που δεν με εκπλήσσει. Πόσοι άλλοι άνθρωποι στην Υπερυδάτια έχουν το κατάμαυρο δέρμα μου;
«Η Ελένη, υποθέτω...» λέω αντικρίζοντάς την.
«...Είσαι ο Οφιομαχητής;» κάνει εκείνη – σχεδόν ένας ψίθυρος.
«Ναι,» αποκρίνεται εμφατικά ο Νικόλαος προτού προλάβω να μιλήσω. «Είναι ο Οφιομαχητής. Ήρθε να επισκεφτεί τη Βασίλισσά μας. Με βοήθησε να δραπετεύσω από τα μιαρά βατράχια του Λοκράθου. Με έσωσε. Η Μεγάλη Κυρά τον έστειλε σ’εμένα, κι εγώ τον φέρνω στη Βασίλισσά μας και στον Αγώνα μας.» Μοιάζει πολύ περήφανος για τον εαυτό του. Και σίγουρα θεωρεί πως είναι ευλογημένος. Ακόμα δεν μπορεί, προφανώς, να δεχτεί ότι όλα αυτά είναι συμπτώσεις. Ώρες-ώρες, κι εγώ αναρωτιέμαι αν είναι συμπτώσεις...
«Ο Οφιομαχητής...» Η Ελένη με κοιτάζει από πάνω ώς κάτω, και στα γκρίζα μάτια της βλέπω μια γυαλάδα παρόμοια μ’αυτήν των ματιών του Νικόλαου.
«Γεώργιος,» συστήνομαι. «Προτιμώ να με λένε με το όνομά μου, όπως έχω ήδη πει στον Νικόλαο. Γεώργιος.» Αν και αυτό, βέβαια, δεν είναι το αληθινό μου όνομα· όμως τόσα χρόνια που το χρησιμοποιώ, χωρίς να ξέρω κανένα άλλο, έχω αρχίσει να το θεωρώ αληθινό.
«Το σπίτι μου είναι δικό σου, Οφιομαχητή,» λέει η Ελένη, και με τα πόδια ενωμένα, με τα χέρια τεντωμένα και πιεσμένα στα πλευρά της, κάνει μια υπόκλιση γέρνοντας τη μέση και το κεφάλι. Είχα ακούσει γι’αυτή την υπόκλιση, μα δεν είχε τύχει να την ξαναδώ. Λίγοι τη χρησιμοποιούν. Είναι η «υπόκλιση του φιδιού». Το σώμα, σαν φίδι, κλίνει προς τη μεριά εκείνου που θεωρεί ιερό.
«Δεν είμαι ιερέας,» της λέω, παραμερίζοντας την οργή μου με τις διδαχές του Γέρου του Ανέμου· «απλά ένας αναζητητής. Σ’ευχαριστώ για τη φιλοξενία σου, αλλά δεν θα μείνουμε για πολύ. Κατευθυνόμαστε στο Ψυχροδάσος.»
«Ασφαλώς,» αποκρίνεται η Ελένη. «Ελάτε να σας κεράσω. Μπορείτε να κοιμηθείτε εδώ αν θέλετε.» Και μας οδηγεί πιο μέσα στο σπίτι της. Δεν ρωτά ποια είναι η Λουκία· φαίνεται να το θεωρεί δεδομένο πως είναι κι αυτή Τέκνο.
Ανεβαίνοντας δύο ξύλινα σκαλοπάτια φτάνουμε σ’ένα σαλόνι που είναι παλιό όπως και τα πάντα σε τούτο το σπίτι. Το αγόρασε η Ελένη, αναρωτιέμαι, ή το κληρονόμησε; Δε βλέπω κανέναν άλλο άνθρωπο εδώ. Ούτε ακούω κανέναν. Πρέπει να μένει μόνη.
«Καθίστε,» μας λέει. «Θα παραγγείλω φαγητό, γιατί δεν περίμενα τόσο μεγάλη παρέα. Ούτε τόσο μεγάλη τιμή.» Κλίνει πάλι το κεφάλι της προς τη μεριά μου.
«Ευχαριστούμε,» της λέω ξανά. «Ελπίζω να μη σε βάζουμε σε κόπο.»
«Δεν είναι κόπος,» αποκρίνεται. «Βολευτείτε,» μας προτρέπει, και φεύγει απ’το σαλόνι βαδίζοντας σβέλτα· τα σανίδια τρίζουν από κάτω της και αντηχούν σαν να κρύβουν κάποιο κενό.
Η Λουκία κάθεται σε μια πολυθρόνα, αφήνοντας τον μαύρο γάτο από την αγκαλιά της. Εγώ κάθομαι σε μια από τις καρέκλες του τραπεζιού, που κι αυτή τρίζει. Ο Νικόλαος, ακόμα όρθιος, μου λέει: «Σ’το είπα ότι θα σε καλοδεχόταν, δε σ’το είπα;»
«Δεν το αμφέβαλλα.»
«Συνήθως δεν φιλοξενεί τους συντρόφους στο σπίτι της, αλλά σ’ένα άλλο σπίτι εδώ κοντά – ένα εγκαταλειμμένο οίκημα. Για τον Οφιομαχητή, όμως, δεν μπορεί να κάνει τίποτα λιγότερο.»
«Ελπίζω να μην τη βάλω σε μπελάδες με την παρουσία μου.»
Ο Νικόλαος κάθεται στο τραπέζι κι αυτός, σε μια καρέκλα αντίκρυ μου. «Στο Γκέτο των Παλαιοδασιτών έχουν καλή γνώμη για την Ελένη, απ’ό,τι έχω καταλάβει,» μου λέει. «Είναι καλή δασκάλα. Τη σέβονται.»
«Τι διδάσκει;» ρωτά η Λουκία. «Μεθόδους δολοφονίας; Πώς να σκίζεις λαιμούς; Πώς να ρίχνεις γονατιές στα χαμηλά;»
Ο Νικόλαος την αγριοκοιτάζει. «Τους μαθαίνει να διαβάζουν και να γράφουν και να μετράνε.»
«Τόσο... βαρετά πράγματα;»
«Πολλοί από τους Παλαιοδασίτες είναι αγράμματοι,» εξηγεί ο Νικόλαος· «αλλά εδώ, στην πόλη, τους χρειάζονται τα γράμματα.»
«Διδάσκει και ενηλίκους, δηλαδή;» ρωτάω.
«Ναι, αλλά όχι μόνο. Τα παιδιά κυρίως.»
«Και γιατί την εμπιστεύονται;» λέει η Λουκία. «Δεν έχουν άλλους δασκάλους;»
«Γιατί να μην την εμπιστευτούν;» αποκρίνεται ο Νικόλαος. «Δεν είναι πολλοί οι δάσκαλοι που δέχονται να έρθουν να διδάξουν εδώ, στο Γκέτο. Κι επιπλέον, η Ελένη είναι Παλαιοδασίτισσα–»
Τα βήματά της ακούγονται να επιστρέφουν, και τη βλέπουμε ν’ανεβαίνει τα δύο σκαλοπάτια ξανά για να μπει στο σαλόνι. Στα χέρια της είναι ένας δίσκος με τέσσερα ψηλά κρυστάλλινα ποτήρια επάνω, γεμάτα Αίμα της Έχιδνας και με μια φέτα λεμόνι να επιπλέει μέσα στο καθένα. Μας τα προσφέρει, εκτός από το τελευταίο που το κρατά για τον εαυτό της. Τον δίσκο τον αφήνει στο τραπέζι. «Το φαγητό σύντομα έρχεται,» λέει, και πίνει μια γουλιά από το ποτό της, παρατηρώντας με.
«Είσαι δασκάλα, απ’ό,τι καταλαβαίνω...» λέω.
«Ναι.» Κάθεται αντίκρυ μου, πλάι στον Νικόλαο. Φαίνεται να μη χορταίνει να με βλέπει. Έχει κι αυτή το βλέμμα του άλλου Τέκνου, γαμώτο. Δε γουστάρω να με κοιτάζουν έτσι. Νομίζουν ότι είμαι κάτι που δεν είμαι...
«Και Παλαιοδασίτισσα, μου είπε μόλις τώρα ο Νικόλαος.»
Η Ελένη νεύει. «Ναι.»
«Είναι δικό σου το σπίτι;»
«Το κληρονόμησα,» αποκρίνεται. Πίνει μια γουλιά Αίμα της Έχιδνας. «Και θέλω να κάνω κάποιες επισκευές. Έχει πολλά προβλήματα.»
Κοιτάζω γύρω-γύρω. Πράγματι, φαίνεται να υπάρχουν κάποια προβλήματα. Χρειάζεται μερεμέτια. Αν και όχι πάρα πολλά, νομίζω.
«Εσύ ποια είσαι;» ρωτά τη Λουκία η Ελένη. «Δε σ’έχω ξαναδεί.»
«Είναι μαζί με τον Οφιομαχητή,» λέει αμέσως ο Νικόλαος. «Παλιά φίλη του.»
Η Ελένη μάς κοιτάζει ερωτηματικά, εμένα και τον Νικόλαο. «Δεν είναι συντρόφισσα;»
«Λουκία τη λένε,» εξηγώ, «και, όχι, δεν είναι συντρόφισσά σας. Όμως δεν έχετε τίποτα να φοβηθείτε από αυτήν. Το εγγυώμαι.» Κι ελπίζω να μη με βγάλει ψεύτη γιατί θα την καθαρίσω. Έχω την τάση να κρατάω τον λόγο μου, ακόμα και σε ιδεολογικούς φονιάδες όπως τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου.
«Δεν έχω κάτι εναντίον σας,» επιβεβαιώνει η Λουκία κοιτάζοντας την Ελένη, καθώς εξακολουθεί να είναι καθισμένη αναπαυτικά στην πολυθρόνα, με τα πόδια τεντωμένα μπροστά της, σταυρωμένα στον αστράγαλο. «Να καπνίσω;» ρωτά.
«Κάπνισε,» της λέει η Ελένη, μορφάζοντας αδιάφορα.
Η Λουκία βγάζει ένα τσιγάρο και το ανάβει.
Η Ελένη στρέφεται στον Νικόλαο. «Είπες ότι σε είχαν αιχμάλωτο οι πιστοί του Λοκράθου;»
«Ναι»· και αρχίζει να της λέει πώς δραπετεύσαμε από τα κρυφά μπουντρούμια κάτω απ’το Οδοντωτό Οχυρό. Όταν έχει φτάσει στο σημείο της ιστορίας όπου επιστρέψαμε στην Οδοντόπολη για να βρούμε τη Λοχαγό Ορτίνη, το κουδούνι της εξώπορτας χτυπά μ’ένα δυνατό ΝΤΡΙΙΙΙΙΝ που τρομάζει.
«Το φαγητό μας,» λέει η Ελένη, και πηγαίνει ν’ανοίξει. Ύστερα επιστρέφει φέρνοντας μαζί της χάρτινα κουτιά τα οποία αφήνει στο τραπέζι. Η Λουκία σηκώνεται από την πολυθρόνα και πλησιάζει. Ο Ακατάλυτος πηδά πάνω στο τραπέζι, καταφανώς λιμασμένος.
Η Ελένη βγάζει πιάτα και μαχαιροκουταλοπίρουνα από ένα συρτάρι ενός παλιού λαξευτού σκρίνιου του σαλονιού. Τα σκεύη είναι κι αυτά παλιά, παρατηρώ, και όμορφα λαξευμένα και ζωγραφισμένα με σχήματα λουλουδιών, φυτών, ζώων του δάσους, και φιδιών.
Ο Νικόλαος και η Λουκία ανοίγουν τα κουτιά κι αρχίζουμε να βάζουμε φαγητό στα πιάτα. Ο Ακατάλυτος νιαουρίζει, απαιτώντας μερίδα. Η Ελένη, χαμογελώντας, γεμίζει ένα βαθύ πιάτο ζυμαρικά με κιμά ποταμόψαρων και του το δίνει, αφήνοντάς το στην άκρη του τραπεζιού. Ο γάτος με το σκουλαρίκι πέφτει με τα μούτρα στο φαγητό.
Κι εμείς το ίδιο. Πεινάμε, ομολογουμένως. Όλοι μας. Ο Οφιομαχητής δεν έχει ανάγκη από ύπνο αλλά όχι και από τροφή. Η Ελένη φεύγει απ’το σαλόνι ξανά, βαδίζοντας γρήγορα, κι επιστρέφει με δύο μπουκάλια – ένα με νερό κι ένα με Αίμα της Έχιδνας. Ύστερα, κάθεται μαζί μας για φαγητό.
«Μας έχεις υποχρεώσει,» της λέω.
«Δεν έχω κάνει τίποτα, Οφιομαχητή, για έναν επισκέπτη σαν εσένα.»
Για να είμαι ειλικρινής, δεν περίμενα ν’ακούσω κάτι διαφορετικό.
Ο Νικόλαος, ενόσω τρώμε, συνεχίζει την αφήγησή του με πάθος, μασώντας συγχρόνως· το πιρούνι του δεν σταματά ούτε στιγμή να κινείται.
Όταν τελειώνει την ιστορία μας, τον ρωτάω: «Πώς κατέληξες στα μπουντρούμια των βατράχων; Δε μου είπες.»
«Ήμουν μαζί με κάτι συντρόφους στην Οδοντόπολη, Οφιομαχητή–»
«‘Γεώργιε.’»
«Γεώργιε. Ήμουν μαζί με κάτι συντρόφους στην Οδοντόπολη, έχοντας ως αποστολή μας να καθαρίσουμε την Ιχθυδάτια από το μίασμα που λεγόταν Ευγενία Σιλαρκόσια – μια πληροφοριοδότρια – καταδότρια, ουσιαστικά – του Μιαρού Λουκιανού, του πατροκτόνου που κάθεται τώρα στον Θρόνο των Δοντιών. Την παρακολουθήσαμε, την άθλια, με την υπομονή του ερπετού· τραβήξαμε και μερικές φωτογραφίες της στα κρυφά, γιατί τις χρειαζόταν η μάγισσά μας για να μπορεί, μετά, να την ανιχνεύσει. Και η στιγμή δεν άργησε να έρθει: βρήκαμε την κατάλληλη ώρα για να χτυπήσουμε τον στόχο μας.» Γλείφει το κόκαλο ενός κοτόπουλου, γυμνώνοντάς το από σάρκα, και το αφήνει παραδίπλα. Μασώντας λέει: «Την κυκλώσαμε μες στο δρόμο, τρεις από μπρος, τρεις από πίσω. Εκείνη είδε πρώτα τους τρεις μπροστά, φυσικά, και γύρισε να τρέξει καθώς οι λεπίδες τους ήταν έτοιμες. Αλλά εμείς ερχόμασταν από την άλλη μεριά και τη σταματήσαμε. Ο Γρηγόριος την κάρφωσε πρώτος, εγώ δεύτερος, και ύστερα τα καρφώματα έπεσαν το ένα μετά το άλλο επάνω της. Καθαρίσαμε την Ιχθυδάτια από τη μιαρή παρουσία της, Οφιομαχητή, και ο Στέφανος έβγαλε σπρέι κι έκανε στον τοίχο ενός οικήματος το Ιερό Σημάδι» (προφανώς εννοεί τον Διπλό Καταβροχθιστή)· «αλλά, επάνω που είχε τελειώσει το σχήμα και ήμασταν έτοιμοι να αποχωρήσουμε ως νικητές, κάποιοι ήρθαν τρέχοντας προς το μέρος μας. Τα ουρλιαχτά της μιαρής γυναίκας πρέπει να τους είχαν ειδοποιήσει – είναι η μόνη εξήγηση. Δεν ήταν φρουροί· ήταν τρία από τα κρυφά καθάρματα του Λουκιανού: καταδότες σαν την Ευγενία Σιλαρκόσια. Κρατούσαν ηχητικά πιστόλια κι άρχισαν αμέσως να μας ρίχνουν. Δύο από εμάς έπεσαν αμέσως, διπλωμένοι από τους τρομερούς ήχους· αλλά τους βοηθήσαμε να σηκωθούν ενώ εκτοξεύαμε μαχαίρια καταπάνω στους παλιανθρώπους και η Αμαλία’χοκ τούς έριχνε ενεργειακές ριπές από το πιστόλι της. Κρύφτηκαν πίσω από μια γωνία, τα μιάσματα, και συνέχισαν να μας βάλλουν με τα ηχητικά. Τρέξαμε να φύγουμε προτού πλακώσουν και τα μιάσματα της Φρουράς – γιατί δεν υπήρχε αμφιβολία ότι οι ρουφιάνοι του Πατροκτόνου θα είχαν ειδοποιήσει και τους λακέδες τους. Τρέξαμε να φύγουμε, Οφιομαχητή, όχι από δειλία αλλά από σύνεση, ώστε να μη χάσουμε άσκοπα τις ζωές μας και να μπορούμε να συνεχίσουμε τον Μεγάλο Αγώνα. Αλλά μία από τις ηχητικές ριπές με χτύπησε και με έριξε ζαλισμένο στο πλακόστρωτο. Ή ίσως και να ήταν δύο ηχητικές ριπές· δεν είμαι σίγουρος. Σωριάστηκα και δεν μπορούσα να σηκωθώ· δεν άκουγα τίποτα και, προς στιγμή, είχα τυφλωθεί. Καταλάβαινα, όμως, ότι μεγάλη αναστάτωση συνέβαινε γύρω μου. Όταν κατάφερα να σηκωθώ στο ένα γόνατο, τρίζοντας τα δόντια, πολεμώντας να διώξω τη ζαλάδα, δεν ήταν κανένας από τους συντρόφους μου κοντά μου, αλλά μόνο οι μιαροί φρουροί της Οδοντόπολης. Ένα ρόπαλο ήρθε καταπάνω μου, και το έπιασα κι έκανα να το τραβήξω απ’τα χέρια του φρουρού· όμως κάποιος με χτύπησε πίσω απ’το κεφάλι κι έχασα τις αισθήσεις μου.» Πίνει μια μεγάλη γουλιά Αίματος της Έχιδνας. «Όταν ξύπνησα ήμουν στα κρυφά μπουντρούμια κάτω απ’το Οδοντωτό Οχυρό, αιχμάλωτος των σιχαμερών βατράχων που βοηθάνε τον Πατροκτόνο. Νόμιζα ότι θα πέθαινα εκεί – αλλά δεν θα μιλούσα! Δεν θα τους έλεγα τίποτα για τις κρυψώνες των συντρόφων μου! Και δεν τους είπα τίποτα, Οφιομαχητή – τίποτα δεν τους είπα. Λέξη. Μην έχεις αμφιβολία για εμένα!»
«Δεν έχω αμφιβολίες για εσένα, Νικόλαε,» τον διαβεβαιώνω καθώς καθαρίζω τα κόκαλα από ακόμα ένα ψητό ψάρι στο πιάτο μου.
«Προσευχόμουν η Μεγάλη Κυρά να με λυτρώσει, με κάποιο τρόπο – με κάποιο τρόπο – έστω και μ’έναν γρήγορο θάνατο. Αλλά, προτιμότερα, με τον θάνατο των μιαρών βατράχων! Κι αυτό έγινε, Οφιομαχητή! Η Μεγάλη Κυρά έστειλε εσένα.» Δάκρυα γυαλίζουν στα μάτια του. Πίνει κι άλλο Αίμα της Έχιδνας.
Η Λουκία τον κοιτάζει με μια έκφραση που μαρτυρά ότι τον θεωρεί τελείως φυσημένο. Ελπίζω, όμως, να μην πει καμιά μαλακία. Και, ευτυχώς, δεν λέει μαλακία. Μένει σιωπηλή.
Η όψη της Ελένης είναι πολύ διαφορετική: μια ανάμιξη συμπόνιας, κατανόησης για τα μαρτύρια του συντρόφου της, και μίσους για τους εχθρούς τους. Το χέρι της αγγίζει το δικό του επάνω στο τραπέζι, το σφίγγει, σαν να είναι παλιοί εραστές – που σίγουρα δεν είναι – ή αδέλφια – που ίσως και να θεωρούν πως είναι, από ιδεολογικής άποψης τουλάχιστον.
«Είσαι πραγματικά ευλογημένος, Νικόλαε,» του λέει. Και ρωτά: «Είχαν φυλακίσει και κανέναν από τους άλλους; Τους συντρόφους σου στην Οδοντόπολη;»
«Δεν είδα κανέναν. Και ούτε ο Οφιομαχητής είδε κανέναν.»
«Κανείς άλλος δεν νομίζω πως ήταν εκεί,» τους διαβεβαιώνω. «Οι μόνοι κρατούμενοι ήμασταν εγώ κι ο Νικόλαος. Και ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί ήθελαν να με θυσιάσουν, τα μιάσματα.» Πώς μου ήρθε τώρα αυτό; Μιάσματα... Σχεδόν αυθόρμητα. Και, ξαφνικά, συνειδητοποιώ ότι δεν είναι η πρώτη φορά που σκέφτομαι τους ακόλουθους του Λοκράθου έτσι. Ακόμα και προτού συναντήσω τον Νικόλαο· ενόσω με είχαν αιχμάλωτο.
Είναι κάτι το κολλητικό εδώ, στην Ιχθυδάτια;
«Για να μη σε βρούμε εμείς, φυσικά,» λέει η Ελένη. «Γι’αυτό ήθελαν να σε θυσιάσουν. Για να μη μας βοηθήσεις στον Μεγάλο Αγώνα. Η Βασίλισσά μας σε αναζητά εδώ και καιρό, Γεώργιε.»
Κουνάω το κεφάλι. «Δεν είναι λογικό... Αν απλά ήθελαν να με βγάλουν από τη μέση, γιατί να μη με σκοτώσουν από πριν; Είχαν πολλές ευκαιρίες. Γιατί να περιμένουν να κάνουν κάποια ιεροτελεστία; Δε νομίζω ότι είναι τόσο... τυπικοί.»
«Όσο πιο πολύ λατρεύει ο άνθρωπος τον βάτραχο τόσο πιο τρελός γίνεται, Οφιομαχητή,» μου λέει η Ελένη σαν να αναφέρει κάποιο γνωστό ρητό.
Εξακολουθώ, όμως, να έχω τις αμφιβολίες μου. Αυτό το μίασμα, ο Δαμιανός– Το μίασμα; Τέλος πάντων. Ο Δαμιανός δεν μου φάνηκε για τρελός. Επίμονος, ναι. Φανατικός; Ίσως. Αλλά όχι τρελός. Ήξερε ακριβώς τι έκανε. Το θέμα είναι τι ήταν αυτό.
Το σκοτάδι κάτω από την επιφάνεια των ατέρμονων ωκεανών απλωνόταν βαθύ κι ατελείωτο.
Ήταν, τελικά, νεκρός; Αισθανόταν μονάχα τις κινήσεις του νερού ολόγυρά του. Είχε πεθάνει από τις πληγές; Είχε επιστρέψει εκεί απ’όπου ήρθε; Στη θάλασσα;
Αλλά, όχι, δεν είχε πραγματικά έρθει από τη θάλασσα. Δεν ήταν πραγματικά από ετούτη τη διάσταση. Ήταν από αλλού.
Οι αισθήσεις του επανήλθαν, η μία κατόπιν της άλλης. Ο Οφιομαχητής ξύπνησε, νιώθοντας την οργή της Έχιδνας να συρίζει εντός του σαν δέκα χιλιάδες ιοβόλα φίδια–
Χρειαζόταν αέρα! Τα πνευμόνια του φλέγονταν. Χρειαζόταν αέρα! ΤΩΡΑ!
Παντού γύρω του ήταν νερό. Αλλά καταλάβαινε (μέσω των υδατοτρόπων δυνάμεών του, υπέθεσε φευγαλέα) προς τα πού βρισκόταν η επιφάνεια. Χρησιμοποίησε το νερό σαν προέκταση του νευρικού του συστήματος, βάζοντάς το να τον ωθήσει επάνω – γρήγορα! Γρήγορα!
Το κεφάλι του βγήκε στον αφρό, απότομα, τινάζοντας σταγόνες· το στόμα του άνοιξε ρουφώντας λαίμαργα τον αέρα. Τα μάτια του αντίκρισαν νύχτα. Μόνο το φως του φεγγαριού της Υπερυδάτιας έσπαγε το σκοτάδι, και μόνο νερό φαινόταν προς κάθε κατεύθυνση. Κύματα. Ούτε ένα πλοίο, ούτε μια βάρκα, ούτε ένας ναυαγός, ούτε ένα συντρίμμι...
Πού είχε βρεθεί; Εδώ, σίγουρα, δεν ήταν το Άνοιγμα. Δεν βρισκόταν κάπου κοντά στο Στόμα του Ιχθύος. Του έμοιαζε πως ήταν χαμένος στους ατέρμονους ωκεανούς ετούτης της υγρής διάστασης. Οι άνεμοι του Ζέφυρου ούρλιαζαν πάνω απ’το κεφάλι του. Τα τραύματά του ακόμα πονούσαν. Ειδικά αυτό στα πλευρά του από την τσεκουριά του Μεγαλοφονιά.
Το κάθαρμα! Ο Ευγένιος ο Μεγαλοφονιάς! Είχε γλιτώσει, το κάθαρμα! Ήταν ζωντανός! Ο Οφιομαχητής το ήξερε, το καταλάβαινε. Η Ευθαλία τον είχε δαγκώσει τον άθλιο, αλλά το δάγκωμά της δεν ήταν θανατηφόρο. Ο Γεώργιος έπρεπε να τον είχε αποτελειώσει όσο είχε ακόμα την ευκαιρία. Όμως η ευκαιρία είχε περάσει, και δεν είχε καταφέρει να του δώσει το τελειωτικό χτύπημα. Ήταν απασχολημένος με το να μάχεται εναντίον αναρίθμητων κουρσάρων–
Η Ευθαλία; Ζούσε;
Ύψωσε τον αριστερό του πήχη, όπου το μανίκι του κρεμόταν κουρελιασμένο, και κάτω απ’το μανίκι είδε το φίδι, ακόμα κουλουριασμένο εκεί. Η Ευθαλία ύψωσε το κεφάλι της και σύριξε προς τη μεριά του, τινάζοντας τη γλώσσα της άγρια. Λες κι ήταν θυμωμένη μαζί του. Λες κι ήθελε να του πει Γιατί άργησες τόσο να μας βγάλεις στον αφρό, γαμιόλη;
Και ο Οφιομαχητής γέλασε σαν μανιακός, εκεί, χαμένος μες στη μέση των ατέρμονων ωκεανών, ναυαγός ξανά, κάπου στην Υπερυδάτια, μακριά από οποιαδήποτε ηπειρόνησο...
Άρχισε να κινεί τον εαυτό του με τη χρήση των υδατοτρόπων ιδιοτήτων του, αν και εξακολουθούσε να αισθάνεται αρκετά κουρασμένος. Δεν είχε άλλη επιλογή. Άφησε την οργή του να τον φορτίσει. Ταξίδεψε, προς τυχαία κατεύθυνση, μες στη νύχτα, σαν μέρος των θαλασσών. Από κάτω του, σε κάποια στιγμή, διαισθάνθηκε μια παρουσία. Μια Φυσαλίδα, αντιλαμβανόταν, όπως αυτή στην οποία είχε βρεθεί όταν είχε πρωτοναυαγήσει στην Υπερυδάτια, λίγο προτού η Έχιδνα τού δώσει το φιλί της. Ήταν το δεύτερο καλύτερο πράγμα εν είδει νησιού που μπορούσε να συναντήσει σε τούτη τη διάσταση. Το πρώτο θα ήταν μια γιγαντοχελώνα. Αλλά επί του παρόντος δεν έβλεπε καμιά χελώνα αντίκρυ του.
Έτσι βούτηξε κάτω απ’το νερό ξανά, κι άφησε τις αισθήσεις του και τις υδατοτρόπες δυνάμεις του να τον οδηγήσουν στη Φυσαλίδα. Πέρασε το τοίχωμά της κι ανέπνευσε αέρα καθώς βρέθηκε πάνω σε βράχια και υποβρύχια φωτοβόλο βλάστηση, βλέποντας ιχθυόπτερα να φτεροκοπούν, θορυβημένα από την παρουσία του, τραγουδώντας το υποθαλάσσιό τους τραγούδι, φεγγοβολώντας ενώ ανεβοκατέβαζαν τα φτερά τους.
Ο Γεώργιος κάθισε ανάμεσα σε δυο πέτρες που έμοιαζε να σχηματίζουν φυσικό κάθισμα γεμάτο φυτά. Ήταν ακόμα κουρασμένος... τόσο κουρασμένος... Αλλά, ασφαλώς, δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Όσο είχε ακόμα δυνάμεις, δεν μπορούσε να κοιμηθεί· η οργή της Έχιδνας απομάκρυνε την επιρροή του αδελφού της, του Ύπνου, από τον Φιλημένο της.
Ο Οφιομαχητής έμεινε καθισμένος εκεί, σ’αυτό τον φυσικό, υποθαλάσσιο θρόνο, αφήνοντας το σώμα του να αναπαυθεί και να θεραπεύσει τα τραύματά του. Το Φιλί της Έχιδνας δεν το είχε χάσει, συνειδητοποίησε όταν το χέρι του πήγε στη μέση του. Ήταν θηκαρωμένο εκεί όπου έπρεπε· όταν είχε πέσει στη θάλασσα από το Δηλητηριασμένο Σαλάχι, είχε καταφέρει, κάπως, να το περάσει στο θηκάρι. Αυτό το σπαθί τον ακολουθούσε παντού, θα ορκιζόταν· δεν ήθελε να τον εγκαταλείψει. Ήταν κάτι που είχαν κάνει οι ιερείς της Έχιδνας; Κάποια... μυστηριακή ιερουργία;... Ποιος ξέρει;
Αλλά ούτε το βελονοβόλο του του έλειπε, παρατήρησε ο Οφιομαχητής ψαχουλεύοντας τις εσωτερικές τσέπες της κουρελιασμένης κάπας του. Κι αυτό ήταν εκεί όπου έπρεπε.
Έκλεισε τα μάτια του, φέρνοντας στο νου του τις διδαχές του Γέρου του Ανέμου, γαληνεύοντας (όσο ήταν δυνατόν για εκείνον) τον εαυτό του.
Η Ευθαλία γλίστρησε, από τον πήχη του, στα γόνατά του και κουλουριάστηκε, γιατί κι αυτή χρειαζόταν ξεκούραση.
Αργότερα, όταν κάποια ώρα είχε περάσει μες στην ησυχία της Φυσαλίδας που έσπαγε μονάχα απ’το τραγούδι των ιχθυόπτερων κάπου-κάπου, η Ευθαλία έφυγε πάνω από τον κύριό της και πήγε ν’αναζητήσει τροφή ανάμεσα στην υποθαλάσσια βλάστηση που ήταν πλούσια σε τούτο το μέρος το οποίο ανέπνεε και διατηρείτο από τις ίδιες ανθυδατικές ενέργειες που διατηρούσαν τις ηπειρονήσους πλωτές.
Ο Οφιομαχητής εξακολουθούσε να διαλογίζεται όπως τον είχε διδάξει ο Γέρος του Ανέμου, ενώ από το μυαλό του μυριάδες σκέψεις περνούσαν σαν σκηνές από κινηματογραφικές ταινίες, χωρίς όμως η βούλησή του να δίνει σημασία σε καμία. Η οργή της Έχιδνας ήταν πάντοτε στην περιφέρεια, στάζοντας δηλητήριο σαν ιερή φωτιά.
Σε κάποια στιγμή, η Ευθαλία επέστρεψε, ανεβαίνοντας πάλι στα γόνατά του, πιο βαριά από πριν. Χορτάτη. Χωνεύοντας. Ο Οφιομαχητής συνέχισε να έχει τα μάτια του κλειστά. Αργότερα, πολύ αργότερα, ήταν που τα άνοιξε και, ύστερα από περισσότερη ώρα ακόμα, σηκώθηκε από το φυσικό κάθισμα, αφήνοντας την Ευθαλία να κοιμάται. Αναζήτησε τροφή κι αυτός, ανάμεσα στα φυτά της Φυσαλίδας. Ήταν καλά για να τα φάει; αναρωτήθηκε. Αν δεν δοκίμαζε δεν θα μάθαινε. Και, όπως ήξερε, κανένα δηλητήριο δεν μπορούσε να τον βλάψει. Οπότε...
Έκοψε μερικά κι άρχισε να τα τρώει. Δεν ήταν άσχημα, διαπίστωσε – για άβραστα χόρτα. Και, ύστερα από λίγο, νόμιζε ότι του έκαναν καλό. Έφαγε κι άλλα. Έμοιαζαν θρεπτικά.
Όταν χόρτασε, πήγε να καθίσει ξανά, παίρνοντας την Ευθαλία στους ώμους του. Και συνέχισε την ξεκούρασή του.
Ο χρόνος είχε ήδη αρχίσει να χάνει το νόημά του, αλλά ευτυχώς ο Γεώργιος είχε ακόμα στο χέρι του το ρολόι που του είχε δωρίσει ο Τζακ των Υπογείων στη Ριλιάδα. Ήταν της καλύτερης μάρκας στην Υπερυδάτια: Θαλασσόφιλος. Δεν έχανε ούτε δευτερόλεπτο, και άντεχε σε πολύ μεγάλο βάθος κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Επίσης, ήταν άθραυστο, αντιστεκόταν σε χτυπήματα – μέσα σε λογικά πλαίσια, φυσικά. Ο Γεώργιος υποπτευόταν ότι ο ίδιος θα μπορούσε να το σπάσει με την υπερφυσική του δύναμη, αν ήθελε.
Κοίταξε τώρα τον χρόνο που περνούσε... και δεν βιαζόταν. Άλλωστε, τι είχε να κάνει; Μόνο να βρει τον Μεγαλοφονιά και τους υπόλοιπους καριόληδες που είχαν στήσει ενέδρα στους κουρσάρους του – για να τους λιανίσει όλους. Και, φυσικά, έπρεπε να ανακαλύψει το χαμένο παρελθόν του: να μάθει ποιος ήταν... Αλλά αυτό το τελευταίο, ειδικά, μπορούσε να περιμένει. Τόσο καιρό περίμενε...
Την επόμενη μέρα, ο Οφιομαχητής κυνήγησε ιχθυόπτερα με το Φιλί της Έχιδνας. Σκότωσε τρία, τα έψησε πάνω από μια φωτιά που άναψε με φυτά της Φυσαλίδας και τον ενεργειακό αναπτήρα του, και τα έφαγε. Μετά από μερικές ώρες, ενώ ξεκουραζόταν ξανά επάνω στο φυσικό κάθισμά του, είδε μια πελώρια σκιά έξω από τη Φυσαλίδα.
Και δεν ήταν εύκολο να διακρίνεις σκιές εδώ, τόσο βαθιά κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, γιατί, πολύ απλά, τα πάντα ήταν κατασκότεινα. Αυτή η σκιά, όμως, ξεχώριζε. Ήταν ένα σκοτάδι πιο βαθύ απ’το σκοτάδι του νερού. Τι στα πλοκάμια του Άτλαντα ήταν; Ο Οφιομαχητής σηκώθηκε από το κάθισμά του και πλησίασε το τοίχωμα της Φυσαλίδας, ενώ η Ευθαλία, απλωμένη στους ώμους του, έβγαλε ένα διαπεραστικό σύριγμα κοντά στ’αφτί του, θορυβημένη ίσως.
Έξω από τη Φυσαλίδα βρισκόταν μια παρουσία που ο Γεώργιος εν μέρει μπορούσε να τη διακρίνει ως ένα σκοτάδι βαθύτερο από των ωκεανών, εν μέρει μπορούσε να την αισθανθεί σαν ένα πελώριο βάρος. Ένα βάρος που απλωνόταν ολόγυρα–
Όχι, δεν ήταν «βάρος» ακριβώς αυτό το πράγμα. Ούτε ήταν η πρώτη φορά που ο Οφιομαχητής το είχε νιώσει. Ήταν ανθυδατικές ενέργειες. Όπως της Φυσαλίδας· όπως εκείνες που κρατούσαν τις ηπειρονήσους πλωτές.
Αυτό που αντικρίζω, σκέφτηκε, δεν είναι ζωντανός οργανισμός. Δεν είναι κανένα γιγάντιο ψάρι ή μαλάκιο. Είναι γη. Αλλά δεν μπορεί να είναι άλλη Φυσαλίδα... Οι Φυσαλίδες ήταν φωτεινές. Η βλάστηση μέσα τους φεγγοβολούσε· το ίδιο και τα ιχθυόπτερα όταν φτερούγιζαν. Ο Γεώργιος δεν έβλεπε τίποτα τέτοιο επάνω στη γιγαντιαία μάζα που περνούσε από κοντά του. Δεν ήταν Φυσαλίδα. Δεν μπορεί να ήταν. Δεν την αισθανόταν καν σαν Φυσαλίδα. Υπήρχε μια διαφορά ανάμεσα στην αίσθηση των ανθυδατικών ενεργειών των ηπειρονήσων και των ανθυδατικών ενεργειών των Φυσαλίδων. Δεν ήταν μεγάλη διαφορά, μα υπήρχε.
Και τώρα ο Γεώργιος καταλάβαινε ότι αυτό που αντίκριζε είχε την ίδια αίσθηση με τις ηπειρονήσους όταν ήταν βουτηγμένος στα νερά κοντά τους. Ήταν μια ηπειρόνησος, μα την Έχιδνα! Μια ηπειρόνησος που, όμως, δεν επέπλεε αλλά παρέμενε βυθισμένη κάτω από το νερό, ταξιδεύοντας όπως οι Φυσαλίδες.
Ο Γεώργιος θυμήθηκε έναν μύθο που είχε ακούσει στα λιμάνια της Ριλιάδας. Τον μύθο της Βυθυδάτιας, της βυθισμένης ηπειρονήσου που αέναα ταξίδευε βαθιά κάτω από τα κύματα, κρυμμένη από τα μάτια των ανθρώπων. Υποτίθεται πως, πριν από πολλούς αιώνες, όταν ο Ενιαίος Κόσμος θρυμματιζόταν, ο ωκεανός είχε αρχίσει να διαβρώνει τη γη, να την καταστρέφει, να την καταπίνει. Τότε, κάποιοι είχαν τοποθετήσει τις ανθυδατικές ενέργειες για να μη βουλιάξουν, κι έτσι είχαν δημιουργηθεί οι ηπειρόνησοι. Αλλά οι ανθυδατικές ενέργειες δεν ήταν το ίδιο ισχυρές παντού, και ένα από τα κομμάτια γης ούτε βούλιαξε ακριβώς ούτε έγινε πλωτό, παρά έμεινε για πάντα καταδικασμένο να ταξιδεύει στους απύθμενους βυθούς της Υπερυδάτιας. Η Βυθυδάτια...
Ήταν, πράγματι, η Βυθυδάτια αυτό το πράγμα που τώρα αντίκριζε ο Γεώργιος; Ή κάτι άλλο; Γιατί πολλοί – οι περισσότεροι – δεν πίστευαν ότι η Βυθυδάτια υπήρχε. Θεωρούσαν πως ήταν παραμύθι. Το μόνο που όντως υπήρχε και έμοιαζε με τη Βυθυδάτια ήταν οι Φυσαλίδες, που κι αυτές είχαν δημιουργηθεί από τις ανθυδατικές ενέργειες, από παράπλευρες εκτινάξεις των ενεργειών, όταν οι ηπειρόνησοι έγιναν πλωτές, πριν από χρόνους αρίφνητους. Ο μύθος της Βυθυδάτιας, έλεγαν, είχε προέλθει από τις Φυσαλίδες. Βυθυδάτια δεν υπήρχε.
Αλλά, τότε, τι ήταν αυτό που έβλεπε τώρα ο Γεώργιος; Γιατί, ήταν σίγουρος, δεν ήταν ούτε Φυσαλίδα ούτε υποβρύχιο. Ούτε μπορεί ποτέ κανένα κομμάτι γης να περιφερόταν έτσι στα βάθη των ωκεανών, μα την Έχιδνα! Θα είχε προ πολλού βουλιάξει· θα είχε φτάσει στα ορθάνοιχτα σαγόνια του Αβυσσαίου.
Ο Οφιομαχητής στεκόταν και ατένιζε αυτό το απερίγραπτο κατασκότεινο πράγμα να περνά και να απομακρύνεται. Και έκανε, πραγματικά, πολλή ώρα μέχρι να φύγει. Δεν ήταν τίποτα το μικρό. Έμοιαζε όντως με ηπειρόνησο. Μια βυθισμένη ηπειρόνησο...
Σε κάποια στιγμή, ο Γεώργιος σκέφτηκε να βγει από τη Φυσαλίδα και να κολυμπήσει ώς εκεί, να δει τι ήταν αυτό το πράγμα τέλος πάντων. Αλλά δεν το έκανε γιατί ακόμα αισθανόταν καταπονημένος από τα τραύματά του, και δεν νόμιζε ότι εκεί θα έβρισκε καλύτερο κατάλυμα απ’ό,τι εδώ, μες στη Φυσαλίδα. Το μέρος ήταν αρκετά φιλικό, και υπήρχε μπόλικο φαγητό. Αν και, δυστυχώς, όχι γλυκό νερό – πράγμα που σήμαινε ότι ο Γεώργιος σύντομα θα έπρεπε να φύγει. Ήδη η δίψα είχε αρχίσει να του γίνεται ανυπόφορη. Και ακόμα κι ο Οφιομαχητής δεν μπορούσε ν’αντέξει πολύ χωρίς νερό.
Επιπλέον, είχε και την Ευθαλία να σκεφτεί. Δε σκόπευε να την αφήσει να πεθάνει από αφυδάτωση.
Μετά από μερικές ώρες, ένα μεγάλο χταπόδι μπήκε στη Φυσαλίδα και κάθισε σ’έναν βράχο. Ο Γεώργιος σκέφτηκε να το χτυπήσει με το Φιλί της Έχιδνας για να το ψήσει και να το φάει, αλλά ύστερα πρόσεξε ότι είχε δώδεκα πλοκάμια. Δώδεκα, όπως ο Άτλας. Δώδεκα, όπως και τα δώδεκα πλοκάμια του οκτάποδος, του βασικού νομίσματος της Υπερυδάτιας. Ήταν σπάνιο, φυσικά, ένα χταπόδι να έχει περισσότερα από οκτώ πλοκάμια· δεν λέγονταν τυχαία οκτάποδες. Και ο αριθμός δώδεκα, στα πλοκάμια, θεωρείτο τυχερός.
Ο Οφιομαχητής κατέβασε το σπαθί του. Ακόμα κι εκείνος μπορούσε να γίνει προληπτικός κάπου-κάπου. Όχι, δεν θα το σκότωνε αυτό το χταπόδι που έμοιαζε να είναι αγαπητό στον Άτλαντα όπως εκείνος ήταν αγαπητός στην Έχιδνα. Ίσως να ήταν σημάδι... Σημάδι ότι ο Γεώργιος έπρεπε να φύγει σύντομα από τη Φυσαλίδα. Τι έκανε εδώ χωρίς νερό;
Κάθισε πάλι στο φυσικό κάθισμα, με την Ευθαλία κουλουριασμένη στα γόνατά του· και όταν τελικά ξανασηκώθηκε, νιώθοντας πιο ξεκούραστος από οποιαδήποτε προηγούμενη ώρα, αλλά και πιο διψασμένος, αποφάσισε ότι είχε έρθει η στιγμή να εγκαταλείψει τη Φυσαλίδα. Δεν υπήρχε περίπτωση κανείς να τον βρει και να τον σώσει. Οι πιθανότητες να συναντήσει υποβρύχιο ήταν ελάχιστες· και οι πιθανότητες το υποβρύχιο να σταματήσει για να τον πάρει ήταν επίσης λίγες, νόμιζε.
Το δωδεκαπλόκαμο χταπόδι ακόμα είχε τα πλοκάμια του απλωμένα πάνω στη μεγάλη πέτρα, νωχελικά. Περίμενε, άραγε, τον άλλο ένοικο της Φυσαλίδας να φύγει για να έχει την ησυχία του; Ο Γεώργιος το χαιρέτησε με το ύψωμα του χεριού επάνω στον πήχη του οποίου ήταν επί του παρόντος τυλιγμένη η Ευθαλία, και πλησίασε τα τοιχώματα της Φυσαλίδας.
Ή θα κατάφερνε να φτάσει σε κάποια ηπειρόνησο ή θα πέθαινε. Δεν γινόταν αλλιώς.
Κάνοντας ένα μεγάλο βήμα, βούτηξε στη θάλασσα, και χρησιμοποιώντας τις υδατοτρόπες δυνάμεις του άρχισε να κινείται. Προς την επιφάνεια...
Ολοένα και περισσότερο φως από επάνω...
Όταν έβγαλε το κεφάλι του στον αφρό, αντίκρισε κύματα μονάχα στο απογευματινό φως των δίδυμων ήλιων, ενώ οι άνεμοι του Ζέφυρου σφύριζαν δυνατά. Πουθενά δεν φαινόταν στεριά. Η Φυσαλίδα, που διαρκώς μετακινιόταν στα βάθη των θαλασσών όπως όλες τους, δεν τον είχε οδηγήσει κοντά σε κάποια ηπειρόνησο. Όχι πως αυτό τον ξάφνιαζε, φυσικά. Δεν ήταν και πολύ πιθανό Φυσαλίδα να σε οδηγήσει κοντά σε ηπειρόνησο, αν σκεφτόσουν το πόσο μεγάλοι ήταν οι ωκεανοί της Υπερυδάτιας. Ήταν τόσο μεγάλοι που κανείς δεν ήξερε πού τελείωναν. Ήταν τόσο μεγάλοι που οι περισσότεροι απλά θεωρούσαν ότι δεν τελείωναν πουθενά. Και ίσως να είχαν δίκιο· ίσως αυτή η διάσταση να εκτεινόταν ώς το άπειρο, σε αντίθεση με τις άλλες διαστάσεις για τις οποίες γνώριζε (από το μυστηριώδες παρελθόν του) ο Γεώργιος και οι οποίες κάπου τελείωναν: σε κάποιο παράδοξο φυσικό φαινόμενο συνήθως, σε κάτι που αψηφούσε και χλεύαζε τη συμβατική, ανθρώπινη λογική. Στην Υπερυδάτια, όμως, ο ίδιος ο ατέρμονος ωκεανός έμοιαζε να αψηφά και να χλευάζει την ανθρώπινη λογική.
Ο Οφιομαχητής αποφάσισε να τον ακολουθήσει. Ν’ακολουθήσει τα ρεύματά του. Αν έκανε οτιδήποτε άλλο, απλά θα κουραζόταν, θα εξαντλούσε τον εαυτό του – είτε από τη χρήση των υδατοτρόπων δυνάμεών του είτε από τις κινήσεις του σώματός του – και στο τέλος θα γινόταν πάλι έρμαιο των θαλασσών. Και τότε η μοίρα του θα ήταν χειρότερη, γιατί δεν θα μπορούσε καθόλου να την ελέγξει. Τώρα, όμως, σκόπευε – και μπορούσε – να διατηρήσει κάποιον έλεγχο. Θα άφηνε, μεν, τα κύματα να τον παρασέρνουν αλλά θα χρησιμοποιούσε και λίγο, ελάχιστα, τις υδατοτρόπες ιδιότητές του για να πλοηγείται προς κάποια κατεύθυνση, αν του φαινόταν σκόπιμο· και, φυσικά, για να μην πνιγεί. Ο ωκεανός δεν ήταν και τόσο γαλήνιος γύρω του.
Η νύχτα ήρθε ενώ ο Οφιομαχητής ταξίδευε έτσι, και δεν αισθανόταν ακόμα κουρασμένος. Αυτού του είδους η κίνηση δεν τον κούραζε. Τα μάτια του ήταν, ως συνήθως, συνεχώς ανοιχτά. Μέσα του μουρμούριζε η Πάροδος του Πράου Ανέμου. Έξω του λυσσομανούσαν δεκάδες άνεμοι και ανεμοδαίμονες του Ζέφυρου. Η Ευθαλία ήταν σφιχτά τυλιγμένη στον πήχη του, βγάζοντας το κεφάλι της στον αφρό.
Το μόνο που τον ανησυχούσε περισσότερο επί του παρόντος ήταν τι θα γινόταν με το νερό. Το πόσιμο νερό. Και εκείνος το χρειαζόταν και η οχιά του. Αν δεν έπιναν σύντομα θα πέθαιναν. Ο Αβυσσαίος περίμενε από κάτω τους, στα ανείπωτα βάθη των ωκεανών, με τα σαγόνια του ορθάνοιχτα, γελώντας και καλώντας: έλα σε μένα, Οφιομαχητή... έλα σε μένα... σε μένα... χα-χα-χα-χα-χα-χα... έχω υπομονή, Οφιομαχητή, μεγαλύτερη απ’αυτή που σου δίδαξε εκείνος ο γέρος πάνω στα βουνά... περιμένω, Οφιομαχητή... έλα σε μένα... σε μένα!... χα-χα-χα-χα-χα-χα...
Ίσως να ήταν απλώς η φαντασία του, αλλά δεν αμφέβαλλε ότι ο θεός του θανάτου τον περίμενε μες στο βαθύτερο σκοτάδι της Υπερυδάτιας...
Καθώς όμως η αυγή ήρθε, ο Γεώργιος άκουσε και κάτι άλλο εκτός από τη φωνή του Αβυσσαίου. Ή, μάλλον, το αισθάνθηκε περισσότερο παρά το άκουσε. Οι θάλασσες έφεραν μια παρουσία στο μυαλό του... Την έφεραν μέσω της υδατοτροπικής επαφής του μαζί τους, και μέσω της σύνδεσής του με όλα τα ερπετά της Υπερυδάτιας... Μια γνώριμη παρουσία... Μια πελώρια, γνώριμη παρουσία...
Είναι δυνατόν να είναι η ίδια; Ή, απλώς, κάποια του είδους της; αναρωτήθηκε ο Γεώργιος, και άρχισε τώρα να χρησιμοποιεί πιο ενεργά τις υδατοτρόπες ιδιότητές του. Κατευθυνόμενος προς τα εκεί όπου ένιωθε τη γιγάντια παρουσία.
Μία ώρα πέρασε – το είδε στο αδιάβροχο ρολόι στον καρπό του – κι άλλη μία ώρα· και μετά, κάτω από το δυνατό πρωινό φως των δίδυμων ήλιων, αντίκρισε στο βάθος ένα νησί.
Αλλά, ασφαλώς, δεν ήταν νησί. Δεν υπήρχαν νησιά στην Υπερυδάτια. Ήταν μια γιγαντοχελώνα.
Η ίδια που είχε συναντήσει με τους κουρσάρους του; Και τότε ο Γεώργιος αισθανόταν την παρουσία της πολύ ισχυρή. Οι χελώνες ήταν ερπετά, και οι γιγαντοχελώνες ήταν γιγάντια θαλάσσια ερπετά. Επομένως, η ύπαρξή τους μέσα στο μυαλό του Οφιομαχητή ήταν εξίσου γιγάντια. Έμοιαζε να το πλημμυρίζει.
Ώθησε τον εαυτό του προς τη γιγαντοχελώνα, βλέποντας το καβούκι της, που ήταν γεμάτο βλάστηση, ολοένα και πιο κοντά. Και συνειδητοποίησε σύντομα ότι δεν πήγαινε μονάχα εκείνος προς τη γιγαντοχελώνα αλλά και η γιγαντοχελώνα ερχόταν προς αυτόν.
Μα την Έχιδνα! ήταν η ίδια. Αισθανόταν πιο σίγουρος τώρα. Ήταν η ίδια χελώνα πλάι στην οποία είχαν αράξει τα σκάφη τους οι Αγενείς. Μια από τις μεγαλύτερες γιγαντοχελώνες που μπορούσες να συναντήσεις στις ατέρμονες θάλασσες της Υπερυδάτιας, ήταν βέβαιος ο Γεώργιος. Μια πολύ, πολύ γριά χελώνα.
Είχε απομακρυνθεί από τους κουρσάρους του, τότε, και, διασχίζοντας τη βλάστησή της, είχε φτάσει κοντά στο κεφάλι της. Είχε καθίσει επάνω του και είχε επικοινωνήσει μαζί της. Είχαν κουβεντιάσει οι δυο τους. Όχι με λόγια, αλλά με... διαφορετικό τρόπο. Με αισθήσεις, ίσως. Αν και ούτε αυτό το όριζε ακριβώς. Ήταν η άμεση επαφή ενός μυαλού μ’ένα άλλο. Η επαφή που ο Οφιομαχητής είχε με όλα τα ερπετά – ο «δρόμος» που είχε ακολουθήσει εκείνος ο σαμάνος των Ηρμάντιων για να του επιτεθεί· ο «δρόμος» τον οποίο είχε χρησιμοποιήσει κι ο Γεώργιος για να χτυπήσει τον καταραμένο σαμάνο.
Η γιγαντοχελώνα πλησίασε, φαντάζοντας σαν μικρή ηπειρόνησος.
Το κεφάλι της βρέθηκε γι’ακόμα μια φορά κοντά στον Οφιομαχητή, και ήταν μεγαλύτερο από εκείνον. Ήταν όσο δύο Οφιομαχητές και κάτι ακόμα. Τα πελώρια μάτια της τον ατένιζαν αβλεφάριστα, καλωσορίζοντάς τον. Το στόμα της άνοιξε, σαν σπήλαιο ολάκερο, κι έκλεισε πάλι, παράγοντας ένα έντονο ΤΑΚ! που δεν ήταν παρά χαιρετισμός, καταλάβαινε ο Γεώργιος. Η χελώνα χαιρόταν που τον ξανάβλεπε.
«Ν’ανεβούμε, Καπετάνισσα;» τη ρώτησε.
Το κεφάλι της κατέβηκε μες στη θάλασσα, και ο Οφιομαχητής εύκολα σκαρφάλωσε επάνω του. Το κεφάλι υψώθηκε ξανά. Η χελώνα χτύπησε τη μασέλα της – ΤΑΚ! – και συνέχισε να κολυμπά στους ατέρμονους ωκεανούς της Υπερυδάτιας.
Ο Γεώργιος δεν έμεινε για πολύ στο κεφάλι της· σηκώθηκε και περιπλανήθηκε μες στη βλάστηση, στα χελωνόφυτα, τα οποία σε τούτη τη συγκεκριμένη χελώνα ήταν πυκνά και διαφόρων ειδών: από πολύ μικρά μέχρι πανύψηλα, ορθώνοντας τα ευλύγιστα στελέχη τους πάνω από τον Γεώργιο. Εκείνος αναζήτησε γούβες ανάμεσά τους όπου μπορεί να είχε συγκεντρωθεί βρόχινο νερό. Και δεν άργησε να βρει ένα πράγμα που θύμιζε ολόκληρο ρυάκι μες στη βλάστηση, αν και σχετικά στάσιμο. Γονάτισε και ήπιε. Άφησε την Ευθαλία παραδίπλα, για να πιει κι εκείνη. Το νερό δεν ήταν αλμυρό· ήταν γλυκό. Πόσιμο. Πράγμα που δεν τον εξέπληττε. Υπήρχαν, άλλωστε, πλάσματα που ζούσαν εδώ, πάνω στο πελώριο καβούκι της γιγαντοχελώνας: ερπετά, τρωκτικά, πτηνά, αμφίβια. Ορισμένα δεν βουτούσαν ποτέ στη θάλασσα, τη φοβόνταν· ολόκληρος ο κόσμος τους ήταν η χελώνα. Εδώ γεννιόνταν, εδώ μεγάλωναν, εδώ έτρωγαν, εδώ έπιναν, εδώ τελικά πέθαιναν. Και τα σώματά τους γίνονταν χώμα που έθρεφε τα χελωνόφυτα. Οι γιγαντοχελώνες της Υπερυδάτιας ήταν μεμονωμένα οικοσυστήματα. Όσο πιο μεγάλη η χελώνα τόσο πιο δυνατό το οικοσύστημα.
Ο Οφιομαχητής έμεινε μέρες επάνω στη συγκεκριμένη γιγαντοχελώνα, βρίσκοντας φαγητό και νερό στη ράχη της, εξερευνώντας τα μυστικά της βλάστησής της και των ζώων της. Η Ευθαλία ήταν ευχαριστημένη· ο Γεώργιος το ένιωθε. Σε άλλες στιγμές, πάλι, όταν δεν περιπλανιόταν στο οικοσύστημα της γιγαντοχελώνας, πήγαινε κοντά στο κεφάλι της και ερχόταν σε άμεση επαφή με τη νόησή της. Προσπαθούσε να της μεταφέρει ότι έπρεπε να τον οδηγήσει σε κάποια ηπειρόνησο, γιατί, παρότι τη συμπαθούσε, δεν μπορούσε να μείνει για πάντα εδώ – αν και καταλάβαινε ότι η χελώνα θα τον ήθελε μαζί της, ως σταθερό κάτοικο. (Θα γίνονταν ακόμα ένας μύθος της Υπερυδάτιας σ’αυτή την περίπτωση, σκέφτηκε διασκεδασμένος ο Γεώργιος, όπως η Χελώνα του Θησαυρού και η Χελώνα του Χαμένου Τεμένους.)
Θα τη ρωτούσε, μα την Έχιδνα, και αν ήξερε για κανένα εξωδιαστασιακό πλοίο που καταποντίστηκε προ διετίας βόρεια της Κεντρυδάτιας, ανοιχτά του Πλοκαμιού των Ναυαγίων. Ναι, θα τη ρωτούσε... αν μπορούσε. Αλλά, φυσικά, αυτό δεν ήταν εφικτό. Η επαφή του με τη γιγαντοχελώνα δεν ήταν τέτοιου είδους. Η χελώνα, παρότι πελώρια, εξακολουθούσε να είναι ζώο· δεν καταλάβαινε τα πράγματα που καταλάβαινε ο Οφιομαχητής με την ανθρώπινη νοημοσύνη του. Τα ερπετά που είχαν νου σαν των ανθρώπων, τα ερπετά που μπορούσαν ακόμα και να μιλήσουν, ήταν παραμύθια της Υπερυδάτιας. Τουλάχιστον, ο Γεώργιος δεν είχε ποτέ συναντήσει κανένα τέτοιο· και, ώς τώρα, είχε γνωρίσει πολλά. Περισσότερα, υπέθετε, απ’ό,τι οποιοσδήποτε άλλος ζωντανός άνθρωπος σε τούτη τη διάσταση. Περισσότερα ακόμα κι από τους ιερωμένους της Έχιδνας. Τα μοναδικά ερπετά που μιλούσαν ήταν οι ερπετοειδείς. Αλλά αυτοί δεν ήταν πραγματικά ερπετά· όχι μόνο. Είχαν στοιχεία ερπετού και ανθρώπου συγχρόνως. Η ύπαρξή τους ήταν ένα μυστήριο. Ένα ιερό μυστήριο για τους ιερείς και τις ιέρειες της Έχιδνας.
Η γιγαντοχελώνα συνέχισε να κολυμπά στις ατέρμονες θάλασσες. Ο Γεώργιος αγνάντεψε πλοία, αλλά δεν επιχείρησε να τους κάνει σινιάλο για να έρθουν να τον πάρουν από εδώ. Γιατί, άλλωστε; Είχε καλύτερο πλεούμενο απ’τα δικά τους! σκεφτόταν. Καθόταν επάνω στο κεφάλι της χελώνας – στο «ακρόπρωρο» του ζωντανού σκάφους του – και ταξίδευε βιγλίζοντας τους ωκεανούς, ενώ κουβέντιαζε με το πλοίο σε μια γλώσσα που δεν ήταν γλώσσα, και περίμενε να φτάσει σε ξηρά. Δεν αισθανόταν να βιάζεται. Η Πάροδος του Πράου Ανέμου μουρμούριζε σταθερά εντός του, κρατώντας σε απόσταση την οργή της Έχιδνας.
Δύο φορές έβρεξε, όσο βρισκόταν επάνω στη γιγαντοχελώνα, και το νερό ήταν καλοδεχούμενο.
Ο Γεώργιος είχε χάσει τη μέτρηση των ημερών όταν τελικά έφτασε σε ηπειρόνησο. Δεν ήξερε πόσες μέρες είχαν περάσει ακριβώς, αλλά αισθανόταν πολλά από τα τραύματά του να έχουν θεραπευτεί. Το μόνο που τον ενοχλούσε ακόμα ήταν εκείνο στα πλευρά του από την τσεκουριά του Μεγαλοφονιά – με τον οποίο θα λογαριαζόταν όταν ερχόταν η ώρα, και τότε ο καταραμένος θα γνώριζε το δάγκωμα του Φιλιού της Έχιδνας! Θα μετάνιωνε που είχε στραφεί εναντίον του Οφιομαχητή και που είχε σκοτώσει έτσι, με τέτοιο θρασύδειλο τρόπο, τους κουρσάρους του!
Η γιγαντοχελώνα πλησίαζε μια ακτή, τώρα, που δεν θύμιζε τίποτα στον Γεώργιο. Δεν νόμιζε ότι ποτέ την είχε ξαναδεί. Αποκλείεται να ήταν ακτή της Ιχθυδάτιας. Τις ακτές της Ιχθυδάτιας, ύστερα από τόσα ταξίδια με τους κουρσάρους του γύρω από την εν λόγω ηπειρόνησο, τις ήξερε καλά. Τις ακτές της Κεντρυδάτιας δεν τις ήξερε το ίδιο καλά, όμως είχε ταξιδέψει αρκετά κι εκεί... και τώρα δεν νόμιζε ότι βρισκόταν στην Κεντρυδάτια. Όχι, πρέπει να ήταν αλλού: στην τρίτη ηπειρόνησο της Υπερυδάτιας. Στη Μικρυδάτια. Την οποία ο Οφιομαχητής δεν ξανάχε επισκεφτεί.
Η γιγαντοχελώνα ζύγωνε ολοένα και περισσότερο την ακροθαλασσιά καθώς ο Γεώργιος ήταν καθισμένος πίσω από το κεφάλι της με την Ευθαλία απλωμένη στους ώμους του. Αντίκριζε ένα δάσος. Ένα μεγάλο δάσος που εκτεινόταν ώς εκεί όπου μπορούσε να αγναντέψει, αλλά σίγουρα – σίγουρα – δεν ήταν οι Ουραίοι Δασότοποι της Ιχθυδάτιας. Δεν είχε καμιά σχέση με τους Ουραίους Δασότοπους. Ούτε πρέπει να ήταν τα Βρεγμένα Δάση της Κεντρυδάτιας. Στους χάρτες της Υπερυδάτιας, ο Γεώργιος είχε δει πως στη Μικρυδάτια υπήρχε ένας δασώδης τόπος που κάλυπτε το μεγαλύτερο βόρειο τμήμα της ηπειρονήσου και ονομαζόταν «το Μεγάλο Δάσος».
Εκεί πρέπει να βρίσκομαι, σκέφτηκε. Στο Μεγάλο Δάσος.
Η γιγαντοχελώνα έφτασε σε μια αμμουδιά, μετά την οποία ξεκινούσε πυκνή βλάστηση.
Η αμμουδιά, όπως σύντομα διαπίστωσε ο Γεώργιος, ήταν γεμάτη σκασμένα αβγά θαλάσσιων χελωνών...
Η Ελένη μάς φιλοξενεί στο σπίτι της εκείνη τη βραδιά, γιατί και η ίδια και ο Νικόλαος συμφωνούν πως δεν θα ήταν συνετό να ξεκινήσουμε αμέσως για το άντρο των Τέκνων του Φαρμακερού Κύκλου. Είναι ήδη απόγευμα όταν έχουμε τελειώσει το φαγητό, και δεν είναι να περιπλανιέσαι νύχτα στο Ψυχροδάσος τέτοια εποχή, αν μπορείς να το αποφύγεις. Επιπλέον, αποκλείεται να φτάσουμε στο άντρο τους απόψε, μου λέει ο Νικόλαος· θα χρειαστεί να οδοιπορήσουμε για σχεδόν τρεις ημέρες μέσα στο δάσος· και καλύτερα να έχουμε ξεκουραστεί καλά προτού αναχωρήσουμε.
Τα δωμάτια στα οποία μας οδηγεί η Ελένη βρίσκονται στον όροφο του παλιού σπιτιού της, όπου τα πάντα μοιάζει να τρίζουν περισσότερο απ’ό,τι στο ισόγειο. Μου προσφέρει την κρεβατοκάμαρά της. Αρνούμαι, φυσικά, αλλά εκείνη επιμένει – με πάθος. Οπότε, τελικά, συμφωνώ να μείνω εκεί, γιατί δεν είναι συνετό να στεναχωρείς την οικοδέσποινά σου. Ο Νικόλαος και η Λουκία φιλοξενούνται σ’ένα καθιστικό του ορόφου κι οι δύο, επάνω σ’έναν καναπέ και σε ενωμένες πολυθρόνες. Η Ελένη μάς λέει ότι η ίδια θα κοιμηθεί στο δεύτερο υπνοδωμάτιο.
Το κρεβάτι μου (το δικό της, δηλαδή) είναι μεγάλο και, φανερά, παλιό κι αυτό· σιδερένιο, με φίδια λαξεμένα στους στύλους του. Πραγματικά, δεν χρειαζόμουν τόσο μεγάλο κρεβάτι. Σου είναι άχρηστο όταν δεν κοιμάσαι. Ακόμα κι αν τυχαίνει να είσαι τραυματισμένος. Το τραύμα στα πλευρά μου είναι καλύτερα τώρα, δύο νύχτες αφότου το δέχτηκα. Του αλλάζω επίδεσμο και βοτάνια.
Κάθομαι οκλαδόν στο κρεβάτι και αφήνω την Πάροδο του Πράου Ανέμου να γεμίσει το μυαλό μου, ν’απομακρύνει την οργή μου και τις ανησυχίες μου.
Αναρωτιέμαι πώς τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου γίνονται Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου. Τι είναι εκείνο που τους οδηγεί σ’αυτή τη δραματική αλλαγή στη ζωή τους; Τι είναι εκείνο που οδήγησε τον Νικόλαο σε μια τέτοια ακραία αίρεση της Έχιδνας; Τι είναι εκείνο που οδήγησε την Ελένη; Κι οι δυο τους μοιάζουν το ίδιο φανατικοί. Κάποια στιγμή, κάτι πρέπει να τους συνέβη που ήταν αρκετά τραγικό, υποθέτω. Κάτι το οποίο τράνταξε συθέμελα την εμπιστοσύνη τους στις κοινωνίες αυτής της διάστασης και στους συνηθισμένους ρυθμούς της ζωής. Τώρα θέλουν μόνο να καθαρίσουν την Ιχθυδάτια από τα... μιάσματα – όσους θεωρούν κακοποιά στοιχεία, ή επιβλαβείς γενικά.
Και κάτι μέσα μου... μα την Έχιδνα, κάτι μέσα μου νομίζω ότι τους καταλαβαίνει. Από ένστικτο, ίσως. Δεν είναι τίποτα το λογικό. Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Σχετίζεται, κάπως, με την οργή μου; Με το ιερό δηλητήριο της Έχιδνας; Δε νομίζω ότι το έχω ξανασυναντήσει αυτό το πράγμα...
Είναι το ίδιο που παραπλανεί τις σκέψεις μου τελευταία, που με έκανε, παραπάνω από μία φορά – και προτού συναντήσω τον Νικόλαο, μάλιστα – να σκεφτώ τους πιστούς του Λοκράθου ως μιάσματα.
Θα μπορούσε να σχετίζεται με την επαφή που έχω με όλα τα ερπετά της Υπερυδάτιας; Γιατί, όμως;... Όχι, δεν βγάζει νόημα. Δεν είναι αυτό. Αλλά είναι κάτι που μοιάζει, υπό μία έννοια. Κάτι που δεν είναι απόλυτα δικό σου μα, κάπως, φτάνει και σ’εσένα. Σαν να βρίσκει κάποια άκρη στο μυαλό σου, στην ψυχή σου.
Η Έχιδνα; Ο ίδιος ο υπερνούς της Έχιδνας; Στέλνει η Φαρμακερή Κυρά τέτοιες σκέψεις και παρορμήσεις σε όσους τη λατρεύουν... και σε όσους έχει φιλήσει;
Είναι παράξενο. Μέχρι στιγμής, δεν είχα ποτέ νιώσει ότι η Έχιδνα προσπαθεί να με καθοδηγήσει ή να με παραπλανήσει. Ναι, εντάξει, συνεχώς αισθάνομαι αυτή την τρομερή οργή· αλλά δεν είναι το ίδιο πράγμα. Η οργή είναι απλά ένα παράπλευρο αποτέλεσμα τού να είσαι Φιλημένος. Είναι σαν την επίδραση ενός δηλητηρίου που ποτέ δεν μπορεί να φύγει τελείως από την ψυχή σου, όσα κι αν σ’έχει διδάξει ο Γέρος του Ανέμου με τη σοφία του.
Αυτή η αλλοίωση των σκέψεων σχετικά με «μιάσματα» είναι κάτι το διαφορετικό· είμαι σίγουρος. Είναι σαν το μυαλό μου να πιάνει το... κλίμα, το νοητικό κλίμα, που επικρατεί ετούτο τον καιρό στην Ιχθυδάτια και που σχετίζεται με κάποιους συγκεκριμένους πιστούς της Έχιδνας – τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου. Λες και στέλνουν τις σκέψεις τους μες στο κεφάλι μου, οι καταραμένοι! Η οργή μου φουντώνει ξαφνικά. Η Πάροδος του Πράου Ανέμου την καταλαγιάζει.
Σύντομα θα συναντήσω τη Βασίλισσά τους, και ίσως από αυτήν να καταλάβω πολλά. Ίσως, επίσης, να μπορεί να με βοηθήσει. Είμαι πολύ περίεργος να την αντικρίσω. Ισχυρίζεται ότι με γνωρίζει, αλλά θα ορκιζόμουν ότι δεν την ξέρω. Τι είπε ο Νικόλαος για την εμφάνισή της; Πρασινόδερμη και μαυρομάλλα, πολύ επιδέξια με τις λεπίδες, πολύ ικανή στη μάχη εναντίον των... μιασμάτων. Όχι, δεν νομίζω πως έχω ξανασυναντήσει τέτοια γυναίκα. Δεν έρχεται κάποια συγκεκριμένη στο μυαλό μου... Οι πρασινόδερμοι άνθρωποι δεν είναι πολλοί στην Υπερυδάτια (ούτε και σε καμιά άλλη διάσταση του Γνωστού Σύμπαντος, απ’ό,τι ξέρω)· αν είχα γνωρίσει μια γυναίκα σαν αυτήν, πολύ επιδέξια με τις λεπίδες, θα τη θυμόμουν.
Ίσως η Φαρμακερή Βασίλισσα να λέει ψέματα στα Τέκνα της για εμένα... και αναρωτιέμαι τι θα πει όταν με δει μπροστά της. Τι περίμενε, ότι θα μ’αναζητούσε αλλά ποτέ δεν θα με έβρισκε; Ήμουν μονάχα ένα σύμβολο για εκείνη; Ένα μυθικό όνομα για να εμψυχώνει τους φανατικούς δολοφόνους της;
Η Φαρμακερή Βασίλισσα θα δει τον μύθο ζωντανό και κατάμαυρο, πολύ σύντομα.
Δε μ’αρέσει να χρησιμοποιούν έτσι το όνομά μου – ο καθένας για το δικό του, προσωπικό όφελος.
Η αυγή έρχεται· το πρώτο φως του Πρώτου Ήλιου γλιστρά από τις χαραμάδες του παλιού, σκασμένου πατζουριού του υπνοδωματίου της Ελένης. Σηκώνομαι από το κρεβάτι και βάζω τις μπότες μου. Ελέγχω όλα τα πράγματα που πήρα από το παλιό άντρο των Αγενών, και ιδιαίτερα τα δηλητήρια. Κρατάω το βελονοβόλο μου οπλισμένο και ασφαλισμένο, κρυμμένο μέσα σε μια από τις εσωτερικές τσέπες της κάπας μου, την οποία ρίχνω στους ώμους μου και δένω. Το Φιλί της Έχιδνας κρέμεται από τη ζώνη μου.
Βγαίνω από το δωμάτιο και πηγαίνω στο καθιστικό του ορόφου, βρίσκοντας τον Νικόλαο και τη Λουκία να κοιμούνται – εκείνος πάνω στις ενωμένες πολυθρόνες, εκείνη στον καναπέ.
«Καλημέρα,» τους λέω. «Έχουμε να ταξιδέψουμε, δεν έχουμε;»
Κι οι δυο πετάγονται πάνω αμέσως· έχουν συνηθίσει να κοιμούνται ελαφρά, πανέτοιμοι για κινδύνους. Ο Νικόλαος, ωστόσο, δεν ξέρω πόσο ξεκούραστα πέρασε τη νύχτα· τον άκουγα, ώρες-ώρες, να φωνάζει μες στον ύπνο του – εφιάλτες από τα βασανιστήρια των βατράχων, αναμφίβολα – και τη Λουκία να του γρυλίζει να σκάσει γιατί την ενοχλούσε.
«Είσαι τυχερός,» μου λέει τώρα η παλιά πειρατίνα τρίβοντας τα μάτια της καθώς ορθώνεται, «που δεν θες ύπνο. Τον άκουγες πώς έκανε όλη νύχτα;»
Ο Νικόλαος προσποιείται ότι δεν καταλαβαίνει· μοιάζει ντροπιασμένος.
«Κι εγώ θα είχα εφιάλτες απ’αυτά τα μπουντρούμια, παρότι δεν κοιμάμαι,» λέω, κυρίως για εκείνον, «αν έμενα περισσότερο εκεί κάτω. Δεν ήταν φιλικό μέρος.
»Ετοιμαστείτε τώρα, για να ξεκινήσουμε. Είσαι σίγουρη ότι θες ακόμα νάρθεις μαζί μας στο Ψυχροδάσος;» Μπορεί να σε βάλω σε χειρότερους μπελάδες απ’ό,τι ήδη βρίσκεσαι...
«Δεν έχω τίποτα καλύτερο να κάνω απ’το να είμαι μαζί με τον παλιό μου αρχηγό,» μου αποκρίνεται, και μου ρίχνει ένα γρήγορο φιλί σαν σφαίρα στο μάγουλο προτού βγει από το καθιστικό κατευθυνόμενη προς την τουαλέτα του ορόφου.
Ο Ακατάλυτος πηδά πάνω στον καναπέ όπου πριν από λίγο ήταν ξαπλωμένη η κυρά του.
Ο Νικόλαος μού λέει: «Με συγχωρείς, Οφιομαχητή, αν σε ενοχλούσα...»
«Δε μπορείς να ενοχλήσεις τον άνθρωπο που ποτέ δεν κοιμάται,» του απαντώ. «Και, πίστεψέ με, είχα κι εγώ τους δικούς μου εφιάλτες.» Σφίγγω τον ώμο του, και βλέπω τα μάτια του να γυαλίζουν. Έχει αναθαρρήσει. Ωραία. Δε θέλω ο οδηγός μας στο Ψυχροδάσος να είναι σε μελαγχολική κατάσταση. Θα είναι κακό για όλους μας.
Η Ελένη μπαίνει στο καθιστικό, ντυμένη με μια μακριά μαύρη ρόμπα και με τα καστανά μαλλιά της πρόχειρα χτενισμένα. «Καλημέρα. Να ετοιμάσω πρωινό;»
«Όχι,» της λέω. «Θα φύγουμε αμέσως. Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο.»
«Θα σας ετοιμάσω, τότε, κάτι για να πάρετε μαζί σας.»
«Δεν είναι ανάγκη,» επιμένω.
«Θα σας συνόδευα κι η ίδια,» λέει η Ελένη, «αλλά εδώ–»
«Ούτε γι’αυτό είναι ανάγκη. Είμαι βέβαιος ότι ο Νικόλαος ξέρει καλά τον δρόμο.»
«Όπως επιθυμείς εσύ, Οφιομαχητή.» Και μου κάνει πάλι εκείνη την παράξενη υπόκλιση, με τα πόδια ενωμένα και τα χέρια τεντωμένα και κολλημένα στα πλευρά – η υπόκλιση του φιδιού. Ύστερα, φεύγει απ’το καθιστικό και την ακούω να βαδίζει γρήγορα και να κατεβαίνει τη σκάλα προς το ισόγειο – αναμφίβολα για να μας ετοιμάσει κάτι να πάρουμε μαζί μας.
Τέκνο του Φαρμακερού Κύκλου, η Ελένη – ιδεολογική δολοφόνος. Φανατική. Αλλά, από μια άλλη άποψη, τόσο ανθρώπινη. Παράξενα τα πράγματα που βλέπει κανείς σε τούτο τον κόσμο...
Η Λουκία επιστρέφει από την τουαλέτα, και τώρα ο Νικόλαος πηγαίνει εκεί.
Η Λουκία κάθεται στην άκρη του καναπέ και βάζει τις μπότες της. «Γιατί θες να δεις αυτή τη Βασίλισσα των Τέκνων;» με ρωτά.
«Είμαι περίεργος,» της λέω. «Ισχυρίζεται ότι με γνωρίζει, αν και το θεωρώ απίθανο.»
«Νομίζεις ότι τους λέει ψέματα;»
«Δε θα το απέκλεια, αλλά... θα δούμε.»
«Κι αυτός είν’ ο μόνος λόγος που θες να τη συναντήσεις;» Η Λουκία σηκώνεται όρθια, ενώ ο Ακατάλυτος την παρατηρεί, ακόμα επάνω στον καναπέ.
«Σας είπα γιατί θέλω να τη συναντήσω, δεν σας είπα; Ίσως να έχει γνώσεις που μπορεί να μου χρειαστούν.»
«Έλεγα μήπως υπήρχε και κάνας άλλος λόγος, που δεν ήθελες ν’αναφέρεις μπροστά σ’αυτούς τους τρελούς.»
Κουνάω το κεφάλι. «Δεν υπάρχει άλλος λόγος, Λουκία.» Και τη ρωτάω: «Ο Κοσμάς πού είναι, τώρα; Ξέρεις; Μου είπες ότι επέζησε...»
«Ναι, αν και άσχημα τραυματισμένος.»
«Πού βρίσκεται τώρα;» ξαναρωτάω.
«Στη Σαλντέρια. Έχει ένα καπηλειό εκεί· είναι παντρεμένος.»
«Ο Μεγαλοφονιάς δεν τον κυνήγησε;»
«Μάλλον δεν τον θεωρούσε απειλή πια. Ακόμα ο Κοσμάς υποφέρει από τα τραύματα που δέχτηκε τότε, στο Άνοιγμα.»
«Εσένα, όμως, λες ότι ο Μεγαλοφονιάς σε καταδιώκει...»
«Ποιος άλλος μπορεί να στέλνει ανθρώπους του εναντίον μου;»
Τα βατράχια, σκέφτομαι, αλλά μένω σιωπηλός. Το μίασμα, ο Δαμιανός! Αν έμαθε ότι–
Το «μίασμα»; Πάλι τα ίδια, γαμώτο... Οι σκέψεις τους γλιστράνε μέσα στο κεφάλι μου. Το κλίμα μεταδίδεται και σ’εμένα.
«Τι;» ρωτά η Λουκία, συνοφρυωμένη, παρατηρώντας με. «Τι σκέφτεσαι; Ξέρεις ποιος θα μπορούσε να με κυνηγά; Εκτός από τον Μεγαλοφονιά;»
«Εσύ δεν μπορείς να φανταστείς, ύστερα απ’όσα σού διηγήθηκα;»
Το συνοφρύωμά της βαθαίνει. «Εννοείς ότι...; Οι πιστοί του Λοκράθου;»
«Είναι μια πιθανότητα, δεν είναι; Αν κάπως έμαθαν ότι με ήξερες, ίσως να σκόπευαν να σε χρησιμοποιήσουν για να με πιάσουν.»
«Μα... μα θα ήταν τελείως ηλίθιο,» μορφάζει η Λουκία. «Μέχρι στιγμής δεν γνώριζα πού βρισκόσουν, ενώ εκείνοι έχουν – όπως εσύ ο ίδιος είπες – κάποιον μυστηριώδη τρόπο για να σε εντοπίζουν.»
«Αυτό όμως δεν σημαίνει κιόλας ότι τους ήταν εύκολο να με παγιδέψουν. Μπορεί να σκέφτονταν να σε χρησιμοποιήσουν ως δόλωμα ή κάτι τέτοιο.»
Ο Νικόλαος επιστρέφει στο καθιστικό. «Είμαι έτοιμος να σε οδηγήσω στη Βασίλισσά μας, Οφιομαχητή.»
«‘Γεώργιε’,» του θυμίζω.
«Γεώργιε.»
«Πάμε, λοιπόν.»
«Να δοκιμάσουμε, πρώτα, αυτές τις δυο οργανικές στολές;» προτείνει η Λουκία, δείχνοντας τις στολές ενδυνάμωσης που είναι ριγμένες πάνω σε μια καρέκλα. «Ίσως να λειτουργούν παρότι χτυπημένες. Και ίσως να μας φανούν χρήσιμες εκεί που πηγαίνουμε.»
«Δοκιμάστε τις,» αποκρίνομαι.
Βγάζουν τα ρούχα τους και τις φοράνε, δίχως καθυστέρηση. Τη μία στολή την πήραμε από άντρα και την άλλη από γυναίκα, οπότε τους κάνουν, δεν έχουν πρόβλημα. Αν και τη γυναικεία θα μπορούσε να τη φορέσει και άντρας παρότι θα του ήταν λίγο στενή. Η αντρική, επίσης, θα έκανε και σε γυναίκα παρότι θα της ήταν ίσως λίγο φαρδιά. Έχοντας πάντα υπόψη τα μέτρια μεγέθη, γιατί, φυσικά, υπάρχουν και γυναίκες τεράστιες, όπως και άντρες πολύ μικροκαμωμένοι.
Οι σύντροφοί μου δεν πλησιάζουν σε τέτοια άκρα· είναι κι οι δύο προς το μέτριο.
Η Λουκία αρπάζει μια πολυθρόνα και τη σηκώνει με το ένα χέρι. «Νομίζω πως ακόμα λειτουργεί!» γελά.
Ο Νικόλαος σηκώνει τον καναπέ πάνω απ’το κεφάλι του, με τα δύο χέρια. «Κι αυτή, επίσης,» λέει μειδιώντας.
«Ίσως, όμως, να μην είναι στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους,» τους προειδοποιώ, κοιτάζοντας τα σκισίματα πάνω στις στολές.
«Μας κάνουν κι έτσι,» λέει η Λουκία αφήνοντας την πολυθρόνα στο πάτωμα ξανά, με προσοχή.
Το ίδιο κάνει κι ο Νικόλαος με τον καναπέ.
«Βγάλτε τις, όμως, τώρα,» τους λέω· «γιατί, αν είναι να οδοιπορήσουμε, δεν θα σας εξυπηρετήσουν σε τίποτα. Απλά θα σας εξαντλήσουν.»
Το ξέρουν πως έχω δίκιο. Δε συμφέρει να φοράς οργανική στολή για πολλές ώρες, ειδικά όταν κουράζεις το σώμα σου με κάποια συνεχόμενη δραστηριότητα. Οπότε βγάζουν τις στολές ενδυνάμωσης και ντύνονται ξανά με τα κανονικά τους ρούχα. Τις διπλώνουν και τις κρύβουν στους σάκους τους· τη μία την κρατά η Λουκία, την άλλη ο Νικόλαος.
Κατεβαίνουμε στο ισόγειο του παλιού σπιτιού και συναντάμε εκεί την Ελένη, ακόμα ντυμένη με τη μαύρη ρόμπα αλλά με τα μαλλιά της πιασμένα τώρα κότσο πίσω απ’το κεφάλι της. Στα χέρια της έχει ένα δέμα. «Για τον δρόμο,» μου λέει καθώς μου το δίνει. «Λίγο φαγητό κι ένα μπουκάλι με καφέ.»
«Σ’ευχαριστούμε.»
«Δεν έκανα τίποτα, Οφιομαχητή. Το σπίτι μου είναι πάντα ανοιχτό για εσένα.»
Κι αυτή η γυναίκα δεν με ξέρει καν, ουσιαστικά. Δεν ξέρει τίποτα για εμένα πέρα από μύθους και φήμες. Θα έπρεπε να είναι πιο προσεχτική...
Ο Νικόλαος τη χαιρετά με μια χειραψία, κι εκείνη τον αγκαλιάζει προς στιγμή και του εύχεται η δύναμη της Έχιδνας να είναι στο πλευρό του.
Στη Λουκία δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία.
Βγαίνουμε από το σπίτι της Ελένης και βρίσκουμε το όχημά μας – αυτό που κλέψαμε χτες στη δημοσιά ανατολικά του Σπάραχνου – να μας περιμένει με το μπροστινό του τζάμι σπασμένο. Κανείς δεν φαίνεται να το έχει πειράξει. Αυτό το Γκέτο των Παλαιοδασιτών δεν είναι, επομένως, και τόσο κακή γειτονιά της Ψυχρόπολης.
Κάθομαι στη θέση του οδηγού, και ο Νικόλαος κάθεται πλάι μου ενώ η Λουκία πίσω μαζί με τον γάτο της, ανάμεσα στα διάφορα πράγματα εκεί – σαβούρες και κάτι σάκους.
Ανοίγει τους τελευταίους καθώς ενεργοποιώ τη μηχανή· τη βλέπω, κοιτάζοντας από τον καθρέφτη, να τραβά έξω μπουκάλια. «Τι είναι αυτά;» ρωτάω.
«Με ποτά μοιάζουν,» αποκρίνεται. «Κουβαλούσαν ένα σωρό ποτά αυτοί οι δυο. Τι έκαναν, λαθρεμπόριο;»
«Δεν είναι αρκετά για λαθρεμπόριο,» παρατηρώ. «Ίσως να προορίζονταν για την προσωπική τους κάβα.»
«Ίσως.»
Πατάω το πετάλι και οι τροχοί του οχήματος ξεκινάνε. Στην κονσόλα βλέπω πως έχουμε χωρίς αμφιβολία αρκετή ενέργεια για να πάμε μέχρι τις παρυφές του Ψυχροδάσους.
«Προς τα πού;» ρωτάω τον Νικόλαο, καθότι άσχετος από τους δρόμους της Ψυχρόπολης.
Μου δείχνει και ακολουθώ τις οδηγίες του χωρίς ερωτήσεις. Κατευθυνόμαστε βόρεια, διασχίζουμε το Φιλιατρό και φτάνουμε στους Οδοδείκτες, πιάνουμε την Οδό του Νερού και – «Αριστερά,» μου λέει ο Νικόλαος – κυλάμε επάνω της, ανάμεσα σ’άλλα μηχανοκίνητα οχήματα, διαβάτες, κάρα που τα τραβάνε ζώα, και καβαλάρηδες, μέσα στο πρωινό. Δεν αργούμε να φτάσουμε σε μια γέφυρα που περνά πάνω από το Νερό της Ράχης, τον ποταμό που κατέρχεται από τη Ράχη του Ιχθύος καταλήγοντας στο Σπάραχνο μετά από την Ψυχρόπολη. Διασχίζω τη γέφυρα και, στην άλλη όχθη, αντικρίζω ένα χωριό. Δεν είμαστε μες στην πόλη πλέον.
«Το Χωριό του Δάσους;» ρωτάω.
«Ναι,» απαντά ο Νικόλαος. «Παλιά, εδώ ήταν όλο Παλαιοδασίτες, αλλά όχι πλέον.»
«Μου το ξαναείπες, χτες.»
Διασχίζουμε το χωριό ακολουθώντας τον πλακόστρωτο δρόμο ανάμεσα από τα χαμηλά οικοδομήματά του. Δεν είναι άσχημο σαν μέρος. Δεν μοιάζει παρακμιακό. Αντιθέτως, γουστόζικο θα το χαρακτήριζα. Και η αρχιτεκτονική των οικημάτων του μου θυμίζει αυτή των οικημάτων στο Γκέτο. Επίσης, κι εδώ οι τοίχοι είναι γεμάτοι με παρόμοιες τοιχογραφίες: δέντρα, φυτά, πελώρια μανιτάρια, ζώα, πουλιά – φύση.
«Αν είχα την επιλογή να μείνω στην πόλη ή σ’αυτό το μέρος, εδώ θα έμενα,» λέω στον Νικόλαο.
Εκείνος δεν εκφράζει τη δική του γνώμη.
Η Λουκία σχολιάζει: «Ήσυχο και μικρό μέρος. Όχι καλό άμα θες να κρυφτείς, ή να βρεις τίποτα ενδιαφέρον, Γεώργιε.»
«Απ’αυτή την άποψη, έχεις κάποιο δίκιο,» παραδέχομαι.
Βγαίνουμε από τη δυτική άκρη του Χωριού του Δάσους και αντίκρυ μας τώρα βλέπουμε τις παρυφές του Ψυχροδάσους. Δεν απέχουν περισσότερο από ένα, δυο χιλιόμετρα. Από κάτω μας σύντομα παύει να υπάρχει δρόμος· έστω και χωματόδρομος· κυλάμε πάνω σε πέτρες, χώμα, σκληρό χειμερινό χορτάρι. Το όχημά μας τραντάζεται αρκετά. Δεν είναι από εκείνα που είναι μόνο για πόλη, μα ούτε και από εκείνα που είναι φτιαγμένα για τα βουνά.
Το σταματάω όταν δεν μπορώ άλλο να συνεχίσω μαζί του και έχουμε φτάσει στις παρυφές των δασότοπων. «Από εδώ πάμε με τα πόδια, υποθέτω.»
«Ναι,» αποκρίνεται ο Νικόλαος. «Δε γίνεται αλλιώς.»
Βγαίνουμε από το όχημα τυλιγμένοι στις κάπες μας και με τις κουκούλες στο κεφάλι, γιατί κάνει ακόμα κρύο παρότι δεν είναι πια ξημερώματα – έχει αρχίσει να ξεπροβάλλει κι ο Δεύτερος Ήλιος της Υπερυδάτιας. Ο άνεμος που φυσά είναι ψυχρός, περονιάζει ώς το κόκαλο. Ετούτοι οι τόποι δεν ονομάζονται τυχαία Ψυχροδάσος και Ψυχρόπολη· κάνει όντως κρύο: έρχονται πολύ παγερά ρεύματα αέρα από τη Ράχη του Ιχθύος.
Μπαίνουμε στο δάσος με τον Νικόλαο να μας οδηγεί προπορευόμενος· αλλά δεν αφήνω τον εαυτό μου να χαλαρώσει, φυσικά. Είμαι διαρκώς σε εγρήγορση. Και, όπως κι άλλες φορές που έχω βρεθεί σε δάση, αισθάνομαι ότι το τοπίο δεν μου είναι ανοίκειο. Έχω γνώσεις για το πώς να επιβιώνω σε τέτοια μέρη, και πώς να κυνηγάω. Γνώσεις από το αινιγματικό παρελθόν μου. Ίσως να είμαι από τη Μοργκιάνη· εκεί, κάτω από έναν ασθενικό ήλιο, απλώνονται πάρα πολλά δάση – το ξέρω καλά, όπως ξέρω πράγματα και για τη γεωγραφία άλλων διαστάσεων του Γνωστού Σύμπαντος. Επίσης, οι περισσότεροι κάτοικοι της Μοργκιάνης είναι μαυρόδερμοι και έχουν σκούρο-μπλε αίμα – σαν εμένα. Όμως, και πάλι, πώς μπορώ να είμαι βέβαιος ότι κατάγομαι από εκεί; Θα μπορούσα να είμαι από τη Σεργήλη, για παράδειγμα, που αποτελεί σταυροδρόμι ανάμεσα στις διαστάσεις και όπου υπάρχουν μαυρόδερμοι άνθρωποι, και μερικοί απ’αυτούς, μάλιστα, με σκούρο-μπλε αίμα.
Εκείνη η γυναίκα – εκείνη που ήταν μαζί με τους Τρομερούς Καπνούς – κάτι ξέρει για εμένα. Μ’έχει ξαναδεί – από παλιά – σίγουρα. Βρήκα, επιτέλους, έναν σύνδεσμο με το λησμονημένο παρελθόν μου... και τον έχασα. Τον έχασα, γαμώτο! Δαμάζω την οργή μου με τις διδαχές του Γέρου του Ανέμου.
Θα την ξαναβρώ αυτή τη γυναίκα. Οπωσδήποτε θα την ξαναβρώ. Η Υπερυδάτια δεν είναι και τόσο μεγάλη διάσταση όταν δεν υπολογίζεις τους αχανείς, ατέρμονους ωκεανούς της αλλά μόνο τις ηπειρονήσους. Θα τη γυρίσω ανάποδα ώσπου να βρω αυτή τη γυναίκα, για να μου πει ποιον της θυμίζω, πού νομίζει ότι μ’έχει ξαναδεί.
Λες η Φαρμακερή Βασίλισσα να μπορεί να με βοηθήσει να εντοπίσω τους Τρομερούς Καπνούς; Δεν το θεωρώ και πολύ πιθανό, μα τίποτα δεν αποκλείεται κιόλας. Ίσως νάχει ακούσει κάτι χρήσιμο...
Οδοιπορούμε ολόκληρη εκείνη την ημέρα στο Ψυχροδάσος, ακολουθώντας μονοπάτια που γνωρίζει ο Νικόλαος. Το μεσημέρι ξεκουραζόμαστε σε μια μικρή σπηλιά που βρίσκω εγώ μέσα στο φυσικό τοπίο. Επικίνδυνα ζώα δεν συναντάμε. Από το απόγευμα, η Λουκία αρχίζει να διαμαρτύρεται πως τα πόδια της πονάνε· και ούτε ο γάτος της μοιάζει ευχαριστημένος με το ταξίδι. Διανυκτερεύουμε σε μια άλλη σπηλιά, την οποία ξανά εγώ βρίσκω. Ο Νικόλαος δεν έχει τόσες γνώσεις επιβίωσης στη φύση όσες εγώ, προφανώς· απλά ξέρει τον δρόμο, και μόνο. Εντάξει, θα μπορούσε να επιβιώσει και χωρίς εμένα, αλλά όχι με την ίδια άνεση. Ενώ οι δύο φίλοι μου κοιμούνται, κάθομαι και φυλάω σκοπιά, ταΐζοντας τη φωτιά μας με ξύλα, κρατώντας το κρύο μακριά. Μια μεγάλη σαύρα έρχεται και μου κάνει παρέα. Δεν έχω ξανασυναντήσει το είδος της· πρέπει να είναι ντόπια, του Ψυχροδάσους. Τα ερπετά, γενικά, δεν προτιμούν τα κρύα μέρη.
Την επόμενη μέρα, ο άνεμος λυσσομανά σαν παλαβός καθώς ταξιδεύουμε· παρασέρνει κλαδιά, φύλλα, χόρτα, χώμα, τα στροβιλίζει γύρω μας, τα στέλνει καταπάνω μας. Φοράμε γυαλιά (τα έχουμε πάρει από τους εξοπλισμούς του παλιού άντρου) για να προστατέψουμε τα μάτια μας. Το ουρλιαχτό του γεμίζει τα δάση σαν τις φωνές αγριεμένων δαιμόνων. Τα ζώα έχουν λουφάξει στις τρύπες τους. Μυρίζοντας το περιβάλλον, νομίζω πως βροχή έρχεται.
«Μπουρδέλο...» μουγκρίζει κάθε τόσο η Λουκία, κάτω απ’την ανάσα της, κουρασμένη. «Γαμημένο κωλομπουρδέλο, γαμώ την πουτάνα μου...» Δεν της αρέσουν τα ταξίδια, λοιπόν. Όχι αυτά στην ξηρά, τουλάχιστον. Προτιμά, αναμφίβολα, νάχει κατάστρωμα κάτω απ’τα πόδια της.
Εγώ δεν αισθάνομαι και τόσο άβολα εδώ. Ο Νικόλαος μοιάζει προβληματισμένος καθώς προσπαθεί να μη χάσει τον δρόμο που οδηγεί προς το άντρο των Τέκνων.
«Με την ησυχία σου,» του λέω. «Να είσαι προσεχτικός. Εγώ θα φροντίζω για όλα τα υπόλοιπα.»
Το μεσημέρι πιάνει βροχή, και δεν βρίσκω σπηλιά αυτή τη φορά· βρίσκω μόνο ένα αρκετά καλυμμένο μέρος κάτω από την πυκνή βλάστηση. Δημιουργεί φυσική οροφή από πάνω μας, μας προστατεύει αρκετά, αλλά όχι και τέλεια. Δεν περνάμε ευχάριστα. Βροντές μουγκρίζουν· αστραπές διαλύουν τα πυκνά σκοτάδια των δασών. Ζώα δεν βλέπεις πουθενά. Το μέρος είναι σαν νάχει βγει από εφιάλτη.
Το απόγευμα, ενώ εξακολουθεί να βρέχει, συνεχίζουμε την πορεία μας. Η Λουκία παραπονιέται ότι οι μπότες της έχουν γεμίσει νερά και χώμα, βρίζει θεούς. Και οι δικές μου μπότες έχουν γεμίσει νερά και χώμα, αλλά δεν διαμαρτύρομαι. Ο Νικόλαος, επίσης, δεν λέει τίποτα· είναι πολύ φανατικός στον σκοπό του – να φέρει τον Οφιομαχητή στη Φαρμακερή Βασίλισσα – για να τον απασχολεί οτιδήποτε άλλο.
Όταν βραδιάζει, ευτυχώς βρίσκω μια σπηλιά και χωνόμαστε εκεί για να περάσουμε τη νύχτα. Η βροχή έχει αρχίσει να ελαττώνεται. Καταφέρνω ν’ανάψω μια φωτιά και να την προστατέψω αρκετά ώστε να μη σβήσει αμέσως. Κάθομαι δίπλα της και φροντίζω να την ταΐζω ώς τα ξημερώματα, ενώ ο Νικόλαος, η Λουκία, και ο Ακατάλυτος κοιμούνται ανήσυχα πίσω μου. Όταν το πρώτο φως της αυγής πέφτει στο Ψυχροδάσος, η νεροποντή έχει προ πολλού σταματήσει. Ξυπνάω τους συντρόφους μου και, σύντομα, οδοιπορούμε ξανά.
«Θα φτάσουμε σήμερα, επιτέλους;» ρωτά η Λουκία. Το έδαφος είναι ακόμα υγρό από κάτω μας· δεν έχει στεγνώσει τόσο γρήγορα φυσικά. Πατάμε σε λάσπες και προσέχουμε να μη γλιστρήσουμε.
«Λογικά, ναι,» αποκρίνεται ο Νικόλαος. «Λογικά, πρέπει να φτάσουμε.»
«Πρωί; Μεσημέρι; Τι ώρα;»
«Δεν είμαι σίγουρος, αλλά ώς το βράδυ θα είμαστε εκεί.»
«Και γαμώ...» μουγκρίζει η Λουκία.
Λίγο προτού οι ήλιοι σκαρφαλώσουν στο κέντρο του ουρανού, μια μικρή αγέλη λύκων έρχεται καταπάνω μας με γρυλίσματα και αλυχτήματα. Πεινασμένοι από τον χειμώνα. Καμιά ντουζίνα στο σύνολό τους.
Τραβάω το Φιλί της Έχιδνας. «Ρίξτε τους με τα ηχητικά!» λέω. (Έχουμε δύο ηχητικά πιστόλια μαζί μας, παρμένα από τους φρουρούς της Οδοντόπολης.)
Η Λουκία και ο Νικόλαος τούς ρίχνουν καθώς οι λύκοι πλησιάζουν τρέχοντας και πηδώντας. Οι ηχητικές ριπές τραντάζουν τη μικρή αγέλη, και την τρέπουν σε άμεση φυγή. Τα ουρλιαχτά τους ακούγονται τρομαγμένα τώρα. Δεν χρειάζεται να βάλω σε χρήση το Φιλί της Έχιδνας. Οι λύκοι μάλλον δεν ήταν και τόσο πεινασμένοι. Αν ήταν, ίσως να μην αποθαρρύνονταν από τις ηχητικές ριπές.
Ή ίσως και να αποθαρρύνονταν... Παρατηρώ πως τρεις απ’αυτούς είναι πεσμένοι στο έδαφος, λιπόθυμοι, με αίματα πάνω στις μουσούδες τους.
«Γαμώτο!» γρυλίζει η Λουκία. «Τι άλλο θα βρούμε εδώ πέρα, γαμώτο;»
«Κυκλοφορούν και αρκούδες,» της λέει ο Νικόλαος χωρίς να χαμογελά. «Πολλές αρκούδες.»
«Αν έρθει αρκούδα, να φροντίσεις εσύ να τη διώξεις!»
«Αφήστε τις κουβέντες,» τους λέω. «Σε λίγο θα φτάσουμε. Έτσι δεν είναι;» ρωτάω τον Νικόλαο.
«Ναι,» απαντά εκείνος. «Δεν είμαστε μακριά.»
Βρίσκω ένα καλό μέρος για να περάσουμε το μεσημέρι – όχι σπηλιά αλλά αρκετά καλυμμένο και βολικό ανάμεσα στα δέντρα του δάσους – και καθόμαστε εκεί. Τρώμε και ξεκουραζόμαστε. Έχω μαζέψει καρπούς καθώς οδοιπορούσαμε.
«Αρχίζω να το μετανιώνω που ήρθα μαζί σας, πούστηδες,» λέει η Λουκία.
«Εσύ επέμενες,» της θυμίζω.
Μου χαμογελά λοξά. «Ψέματα λέω, για να δω την αντίδρασή σου.»
Ο γάτος της νιαουρίζει· μάλλον, κι αυτός μάς βρίζει και, μάλλον, δεν το κάνει ψέματα.
Το κρύο είναι πιο δυνατό όταν, το απόγευμα, διαλύουμε τον μικρό καταυλισμό μας και οδοιπορούμε ξανά. Είμαστε κοντά στους πρόποδες της Ράχης του Ιχθύος πλέον· το καταλαβαίνω. Και από το πρωί σήμερα έβλεπα στην Υπερυδάτια πυξίδα που έχει επάνω το ρολόι μου ότι κατευθυνόμαστε βόρεια. Το τοπίο γίνεται ολοένα και πιο ορεινό γύρω μας καθώς οι σκιές πληθαίνουν. Ακούμε τα αλυχτήματα λύκων...
«Όχι πάλι, γαμώτο...!» μουγκρίζει η Λουκία.
«Μην ανησυχείς,» της λέω. «Είναι μακριά μας.»
«Το πραγματικό ερώτημα είναι: εμείς πόσο μακριά είμαστε, επιτέλους, απ’αυτό το καταραμένο άντρο;»
«Σε λίγο θα φτάσουμε,» μας διαβεβαιώνει ο Νικόλαος, προπορευόμενος, χωρίς να στραφεί να μας κοιτάξει. Έχει ανάψει έναν φακό και φωτίζει μπροστά του, φοβούμενος μάλλον ότι μπορεί να χάσει τα σημάδια που ακολουθεί.
«Τα ίδια έλεγες από το πρωί!»
«Δεν είπα ότι από το πρωί θα φτάναμε. Είπα ότι είμαστε κοντά· αυτό είπα.»
«Ναι, ’ντάξει...» κάνει η Λουκία.
Ο Νικόλαος βαδίζει πιο αργά, ύστερα από κανένα μισάωρο, παρατηρώντας το περιβάλλον προσεχτικότερα. Κάπου εδώ πρέπει να είναι η είσοδος του άντρου. Στρίβουμε ανάμεσα στους χοντρούς κορμούς των δέντρων, περνώντας κάτω από πυκνή αειθαλή βλάστηση, ακούγοντας τα κρωξίματα νυχτοπουλιών και, ξανά, τα απόμακρα αλυχτήματα λύκων. Οι σκιές έχουν πυκνώσει πολύ· χωρίς τον φακό του Νικόλαου θα δυσκολευόμασταν.
Το Τέκνο σταματά απότομα μπροστά μου. «Όχι,» μουρμουρίζει, «όχι...» Και προς εμένα: «Έκανα κάπου λάθος, Οφιομαχητή. Έλα αποδώ.» Στρίβει προς τα πίσω.
«Λάθος;» μουγκρίζει η Λουκία. «Τι λάθος, γαμώ την πουτάνα σου; Εδώ είναι βουνά σχεδόν! Θα μας φαν’ οι γαμημένοι λύκοι άμα δεν–»
«Σσσς,» της κάνω πιάνοντας σταθερά τον αγκώνα της.
«Γιατί; μπορεί κανείς να μας ακούσει;»
«Ναι.» Και δεν αστειεύομαι. Είμαστε κοντά στο άντρο των Τέκνων του Φαρμακερού Κύκλου. Πόσο απίθανο είναι να έχουν φρουρούς εδώ, κρυμμένους μες στη βλάστηση και στα σκοτάδια; Και πόσο απίθανο είναι αυτοί οι φρουροί να μας θεωρήσουν ύποπτους και να μας τοξέψουν προτού κάνουν ερωτήσεις; Πρόκειται για τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου, τους φανατικότερους δολοφόνους στην Υπερυδάτια.
Ο Νικόλαος μάς οδηγεί πάλι ανάμεσα από χοντρούς κορμούς και κάτω από αειθαλή βλάστηση. Ο άνεμος αρχίζει να σφυρίζει πιο δυνατά από πριν, αλλά όχι τόσο δυνατά όσο χτες. «Εδώ,» λέει, εμφατικά, σε κάποια στιγμή ο Νικόλαος, και σταματά. Μένει ακίνητος.
Δε βλέπω καμιά σπηλιά, ούτε κανένα οίκημα. Δε βλέπω τίποτα εκτός από το δάσος, όπως πριν.
«Εδώ είν’ ένα άδειο μέρος!» λέει η Λουκία, χαμηλόφωνα, έχοντας προφανώς πάρει την προειδοποίησή μου σοβαρά.
Ο Νικόλαος βγάζει έναν ήχο σαν φωνή πουλιού· ένα τρρρρρρ! – ΤΡΡΡΡΡΡ! – τρρρρρρρ! Και περιμένει.
«Ποιοι είστε;» ακούγεται μια αντρική φωνή απ’τα σκοτάδια.
«Νικόλαος, ο Εικοστός-Τρίτος Όφις των Κάτω Ακτών. Φέρνω τον Οφιομαχητή στη Βασίλισσα!»
Τρεις σκιές ξεπροβάλουν από τα πυκνά σκοτάδια. Τρεις κουκουλοφόροι με κάπες. Στα χέρια τους οι δύο έχουν τεντωμένα τόξα, και μας σημαδεύουν. Ο τρίτος δεν φαίνεται αν κρατά όπλο ή όχι.
Το ένστικτό μου με ωθεί να πιάσω τη λαβή του Φιλιού· όμως συγκρατούμαι.
«Φέρνεις τον Οφιομαχητή, είπες;» ρωτά ο άντρας που μοιάζει άοπλος αλλά σίγουρα δεν είναι.
«Ναι!» αποκρίνεται ο Νικόλαος.
«Να τον δούμε;»
Κατεβάζω την κουκούλα μου. «Θα χρειαστείτε φως, όμως,» τους λέω.
Ανάβει έναν φακό και τον στρέφει καταπάνω μου. Στενεύω τα μάτια, γιατί η ακτινοβολία μ’ενοχλεί, αλλά δεν βλεφαρίζω. «Μοιάζεις όντως μ’αυτόν που λένε ότι είναι ο Οφιομαχητής,» παρατηρεί ο άντρας που το πρόσωπό του είναι κρυμμένο στο σκοτάδι της κουκούλας της κάπας του, «αλλά εγώ δεν τον έχω δει ποτέ. Η Βασίλισσά μας, όμως, θα ξέρει. Κι αν λες ψέματα....»
«Δε λέω ψέματα. Ας δούμε αν αυτό ισχύει και για τη Βασίλισσά σας.»
«Τι εννοείς;» ρωτά αμέσως ένας από τους άλλους δύο – εκείνους που ακόμα μας σημαδεύουν με τεντωμένα τόξα.
«Θα το ανακαλύψουμε όλοι, σε λίγο,» αποκρίνομαι· και έχω την αίσθηση ότι η απόκρισή μου δεν τους αρέσει παρότι δεν βλέπω ούτε σκιά από τα πρόσωπά τους.
«Τώρα που είσαι εδώ δεν πρόκειται να φύγεις,» λέει εκείνος που μιλούσε εξαρχής.
«Δε σας λέει ψέματα,» τονίζει ο Νικόλαος. «Είναι ο Οφιομαχητής, και μ’έσωσε από τα μπουντρούμια όπου με είχαν κλεισμένο οι μιαροί ακόλουθοι του Λοκράθου! Τον είδα να σκοτώνει μια γιγάντια σαλαμάνδρα με τα χέρια του – το τέρας που τα βατράχια αποκαλούσαν ‘Κόρη του Λοκράθου’!»
Ο φύλακας τού απαντά μόνο: «Ξέρεις πού είναι η είσοδος. Άνοιξέ την, και θα σφυρίξω το σινιάλο.»
Ο Νικόλαος κάνει μερικά βήματα παραδίπλα, παραμερίζει το χώμα και τα χόρτα με τη μπότα του, κι αποκαλύπτει στο έδαφος μια καταπακτή. Πιάνει τον χαλκά της και την τραβά επάνω, ενώ ο φύλακας βγάζει ένα μακρόσυρτο σφύριγμα που θυμίζει φιδιού· αλλά αν σφύριζαν έτσι τα φίδια θ’ακούγονταν στα δέκα μέτρα απόσταση.
Υποθέτω πως αν η καταπακτή ανοίξει χωρίς το σινιάλο να ηχήσει αυτός που θα την έχει ανοίξει θα πέσει νεκρός μέσα σε δευτερόλεπτα...
Ο φύλακας γνέφει στους άλλους δύο – τους τοξοφόρους, που τώρα έχουν κατεβάσει τα τόξα τους, αν και ακόμα κρατάνε το βέλος στη χορδή – να μείνουν πίσω, και κατεβαίνει πρώτος μέσα στην καταπακτή.
«Ελάτε,» μας λέει ο Νικόλαος. «Μην ανησυχείτε· πάντα είναι επιφυλακτικοί.»
«Ναι,» μουρμουρίζει η Λουκία, «αισθάνομαι τη φιλοξενία τόσο έντονη...» Και πιάνει τον Ακατάλυτο από κάτω, τον παίρνει στην αγκαλιά της.
Ο Νικόλαος κατεβαίνει πρώτος τα πέτρινα σκαλοπάτια, και τον ακολουθούμε. Φτάνουμε σ’ένα υπόγειο μέρος με πολλά περάσματα και πολλά δωμάτια που δεν μοιάζουν καθόλου πρόσφατα σκαμμένα. Τα πάντα φωτίζονται από ενεργειακές λάμπες προσεχτικά τοποθετημένες. Συναντάμε κι άλλους φρουρούς – όχι κουκουλοφόρους – και ο άντρας με τον οποίο μιλήσαμε απέξω, και ο οποίος τώρα μας οδηγεί, τους λέει ποιοι είμαστε και γιατί ερχόμαστε. Με κοιτάζουν σαν να μη μπορούν να το πιστέψουν ότι είμαι όντως ο Οφιομαχητής. Δεν αναγνωρίζω καμιά από τις όψεις τους· μου είναι όλοι άγνωστοι. Και πάω στοίχημα πως άγνωστη θα μου είναι και η Βασίλισσά τους όταν την αντικρίσω· δεν μπορεί να την ξέρω από παλιά. Δεν το θεωρώ καθόλου πιθανό.
Διασχίζουμε το άντρο των Τέκνων του Φαρμακερού Κύκλου από το ένα πέρασμα στο άλλο, και μέσα από μερικούς θαλάμους επίσης. Μουρμουρητά απλώνονται γύρω μας, και πολλές φορές ακούω το όνομα Οφιομαχητής. Άντρες και γυναίκες παρουσιάζονται και με κοιτάζουν. Μορφές κινούνται αποδώ κι αποκεί. Σίγουρα έχουν τρέξει ήδη να ειδοποιήσουν τη Βασίλισσά τους ότι εκείνος που αναζητούσε ήρθε να τη βρει...
Σε έναν από τους υπόγειους θαλάμους αντικρίζω έναν άντρα που η παρουσία του με κάνει να σταματήσω αμέσως, και τη Λουκία να βγάλει, ακούσια μάλλον, μια τρομαγμένη φωνή απ’τον λαιμό της.
Το χέρι μου πηγαίνει στη λαβή του Φιλιού της Έχιδνας και η λεπίδα πετάγεται έξω απ’το θηκάρι συρίζοντας και στραφταλίζοντας στο λευκό, ενεργειακό φως του δωματίου που είναι αρκετά μεγάλο και επιπλωμένο με τραπέζια και καθίσματα – αίθουσα συγκέντρωσης, πιθανώς, και τραπεζαρία. Δεν βρίσκεται εδώ μονάχα ο άντρας που αναγνωρίζω· αλλά όλοι οι άλλοι είναι σαν νάχουν εξαφανιστεί και να υπάρχουν τώρα μόνο δύο άνθρωποι σε τούτο το υπόγειο άντρο.
Εγώ.
Και αυτός.
Ο Ευγένιος ο Μεγαλοφονιάς. Ο δολοφόνος των κουρσάρων μου.
Το σπαθί μου τον δείχνει. «Ο Αβυσσαίος ζητά την ψυχή σου, σκυλί!»
Οι πάντες γύρω μας έχουν κοκαλώσει, φανερά. Ποιος τολμά να μιλά έτσι στον χειρότερο κουρσάρο της Ιχθυδάτιας; Στον Πρίγκιπα των Πειρατών; Μόνο ο Οφιομαχητής μπορεί να τολμά...
Ο Ευγένιος δεν πιάνει κανένα όπλο. «Οφιομαχητή,» λέει, «οι καιροί άλλαξαν. Ακούω πως ήρθες ως σύμμαχος, όχι ως εχθρός.»
«Δεν είμαι δικός σου σύμμαχος.»
«Δεν ήξερες ότι θα μ’έβρισκες εδώ;»
Λοξοκοιτάζω τον Νικόλαο, αλλά μόνο φευγαλέα. «Δεν ήμουν καλά ενημερωμένος, προφανώς... Όμως αυτό δεν αλλάζει τίποτα. Είσαι νεκρός!»
«Μην είσαι ανόητος, Οφιομαχητή! Αφού βρίσκεσαι εδώ, είμαστε σύμμαχοι. Σε περιμέναμε, άλλωστε.»
«Δεν είμαι σύμμαχός σου!» γρυλίζω ξανά, νιώθοντας την οργή της Έχιδνας ν’απειλεί να με κυριεύσει. Μόνο χάρη στις διδαχές του Γέρου του Ανέμου δεν έχω ακόμα ορμήσει καταπάνω σ’αυτό το άθλιο υποκείμενο. «Πιάσε όπλο προτού πεθάνεις άοπλος!»
«Δε θα πολεμήσω μαζί σου,» μου αποκρίνεται ο Ευγένιος, αν και τα μάτια του γυαλίζουν άγρια. «Οι καιροί έχουν αλλάξει,» επαναλαμβάνει σαν αυτό να σημαίνει πολλά. «Και σε περιμέναμε. Η Βασίλισσα θέλει να σε δει. Λέει πως θα μας βοηθήσεις.»
«Κάνει λάθος. Δεν συνεργάζομαι με καθάρματα που συνεργάζονται μαζί σου. Σκότωσες τους κουρσάρους μου! Τους έσφαξες σαν χασάπης! Περικυκλώνοντάς τους με τη βοήθεια των άλλων καθαρμάτων που είναι ακόμα τυχεροί γιατί δεν τους έχω συναντήσει!»
«Προφανώς, όμως, δεν ολοκλήρωσα τη δουλειά μου,» μουγκρίζει ο Μεγαλοφονιάς, και νομίζω πως είναι στα πρόθυρα να με πολεμήσει.
«Πιάσε όπλο, τότε, κι έλα να την ολοκληρώσεις!» φωνάζω. «Γιατί, μα τους θεούς, θα σε σκοτώσω άοπλο εκεί που στέκεσαι!»
«Ο Ευγένιος δεν είναι εχθρός μας, Γεώργιε.»
Αυτή η φωνή... Γυναικεία... Από δίπλα... Τι μου θυμίζει αυτή η φωνή;
Δε μπορεί ν’ανήκει σ’εκείνη που μου φέρνει στο μυαλό!
Γυρίζω και την κοιτάζω, παίρνοντας τα μάτια μου από τον Μεγαλοφονιά. Και, ναι, είναι πράγματι αυτή, μα την Έχιδνα! Στέκεται ανάμεσα στα Τεκνά του Φαρμακερού Κύκλου, που πολλά κρατάνε όπλα στα χέρια τους – λεπίδες, πιστόλια, ρόπαλα. Η ίδια είναι άοπλη, ντυμένη με μια μακριά, αεράτη ρόμπα, μαύρη με χρυσαφιά και αργυρά κεντήματα, περίτεχνες γραμμές που μοιάζουν να μπλέκονται και να ξαναμπλέκονται αναμεταξύ τους σαν ατέρμονες ουρές ερπετών.
Μα την Έχιδνα! είναι σχεδόν όπως τη θυμάμαι. Και γιατί νάχει αλλάξει; Δεν πάει και τόσος καιρός από τότε που ήμουν κουρσάρος στην Ιχθυδάτια· και από τότε που, ως κουρσάρος, είχα επισκεφτεί για τελευταία φορά τη Σκιάπολη.
«Προσπαθούσαμε να σε βρούμε,» μου λέει η Φαρμακερή Βασίλισσα, γιατί δεν μπορεί να είναι καμιά άλλη εκτός από τη Βασίλισσά τους· φαίνεται από τον τρόπο με τον οποίο στέκονται ολόγυρά της. «Αλλά, τελικά, μας βρήκες εσύ πρώτος.» Χαμογελά. «Όχι πως αυτό με εκπλήσσει και τόσο, Γεώργιε.»
«Μα την Έχιδνα,» λέω, έχοντας ήδη κατεβάσει το σπαθί μου, «τι κάνει ένα κακό κορίτσι σαν εσένα σ’ένα καταγώγιο σαν αυτό;»
Η Πράσινη Κρίνη γελά μελωδικά, αλλά δεν μοιάζει πλέον και τόσο μ’αυτήν που ήξερα. Αντικειμενικά, ασφαλώς, η όψη της είναι ίδια – πρασινόδερμη, μαυρομάλλα, λυγερή και όμορφη. Όμως η... αύρα της είναι διαφορετική. Εκπέμπει μια τρομερή δύναμη.
«Έλα,» με προσκαλεί. «Έχουμε πολλά να πούμε ύστερα από τόσο καιρό.»
Και παντού γύρω μας τα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου μουρμουρίζουν. Αν κάποιοι ανάμεσά τους αμφέβαλλαν ότι η καινούργια τους Βασίλισσα γνωρίζει τον Οφιομαχητή, οι αμφιβολίες τους σίγουρα έχουν διαλυθεί.