ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ

Το Παιχνίδι των
Δύο Συνοικιών

Μια Ιστορία από το Θρυμματισμένο Σύμπαν

[Θυγατέρες της Πόλης]

 

 

 

 

© Κώστας Βουλαζέρης

http://www.fantastikosorizontas.gr/kostasvoulazeris

 

Για τα πνευματικά δικαιώματα αυτού του κειμένου ισχύουν οι όροι του Creative Commons – http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/

 

• Επιτρέπεται να το διανέμετε ελεύθερα, στην παρούσα του μορφή και μόνο.
• Δεν επιτρέπεται να το τροποποιήσετε ή να το αλλοιώσετε με οιονδήποτε τρόπο.
• Δεν επιτρέπεται να το χρησιμοποιήσετε για διαφημιστικούς ή εμπορικούς λόγους.

 


 

Αυτό το βιβλίο είναι λογοτεχνικό. Όλα τα ονόματα, τα πρόσωπα, και οι καταστάσεις είναι φανταστικά ή χρησιμοποιούνται με φανταστικό, λογοτεχνικό τρόπο. Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά ονόματα, πρόσωπα, ή καταστάσεις είναι καθαρά συμπτωματική.

 

 

 

Περισσότερες ιστορίες από το Θρυµµατισµένο Σύµπαν, δωρεάν στο
www.fantastikosorizontas.gr/kostasvoulazeris/thrymmatismeno_sympan

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Σχέσεις Αλληλεξάρτησης

-1-

Η Βαθμιδωτή απλωνόταν ανατολικά της Μεγάλης Θάλασσας της Ρελκάμνια, χωρίς να συνορεύει με τις ακτές της. Περίπου εκατόν-είκοσι-πέντε χιλιόμετρα από τη δύση ώς την ανατολή, και εβδομήντα-πέντε από τον βορρά ώς τον νότο, δεν ήταν ούτε πολύ μεγαλύτερη ούτε πολύ μικρότερη από τις περισσότερες συνοικίες της Ατέρμονης Πολιτείας. Ήταν μια περιοχή πλούσια σε εργαστήρια, μηχανουργεία, τεχνουργεία, βιομηχανίες, και εργοστάσια. Στη Βαθμιδωτή παράγονταν οχήματα, ανταλλακτικά για οχήματα, οθόνες, κεραίες, καλώδια, τηλεπικοινωνιακές συσκευές, κονσόλες, ψυγεία, κουζίνες, ρυθμιστές θέρμανσης, συστήματα αποθήκευσης πληροφοριών, εξαρτήματα για αεροσκάφη, ειδικοί εξοπλισμοί, πυροβόλα όπλα… Πολλοί μάγοι του τάγματος των Τεχνομαθών, αφού τελείωναν τη μαθητεία τους στη Σ.Α.Μ.Τ., τη Συγκεντρωτική Ακαδημία Μαγικών Τεχνών, στα νότια, έρχονταν εδώ, στη Βαθμιδωτή, για να εξασκήσουν τις ικανότητές τους.

Οι δρόμοι και οι γέφυρες της Βαθμιδωτής έτριζαν κάτω από το βάρος μεγάλων φορτηγών οχημάτων, που μετέφεραν κάθε λογής πράγματα – από πρώτες ύλες, μέχρι καύσιμα, τελικά προϊόντα, ή χαλασμένους εξοπλισμούς. Το βουητό των μεταλλικών τροχών τους και το μούγκρισμα των μηχανών τους αντηχούσαν γύρω από τις οδούς της Βαθμιδωτής.

Στον ουρανό πάνω από τη συνοικία, πυκνά σύννεφα απλώνονταν διαρκώς, προερχόμενα από καμίνια όπου μέταλλα έλιωναν ή ξύλα καίγονταν, προερχόμενα από εργαστήρια όπου γινόταν η επεξεργασία χυμικών ουσιών, προερχόμενα από λόφους σκουπιδιών που έπρεπε να καούν, προερχόμενα από κουζίνες που ετοίμαζαν φαγητά σε μεγαλύτερες ή μικρότερες ποσότητες… και από διάφορες άλλες αιτίες προέρχονταν αυτοί οι πυκνοί καπνοί, μαύροι ή γκρίζοι ή κατάλευκοι σαν βαμβάκι, ή κιτρινιάρικοι σαν κάτι το άρρωστο και ετοιμοθάνατο, ή κόκκινοι και μπλε σαν να κουβαλούσαν θανατηφόρα δηλητήρια (που μπορεί και να αλήθευε σε κάποιες περιπτώσεις).

Η βροχή που έπεφτε στη Βαθμιδωτή δεν ήταν ποτέ καθαρό νερό από τους ουρανούς της διάστασης της Ρελκάμνια· φιλτραριζόταν πάντα μέσα από την αποκρουστική ρύπανση των καπνών και των χυμικών σύννεφων.

Οι κάτοικοι της συνοικίας είχαν πολύ συγκεκριμένες ρουτίνες, και τα εργαστήρια και οι βιομηχανίες δεν έπαυαν να λειτουργούν ποτέ. Τα μηχανήματα συνεχώς δούλευαν, βουίζοντας και τρίζοντας, καταναλώνοντας μεγάλες ποσότητες ενέργειας, πίνοντας από ενεργειακές φιάλες όπως ο μπεκρής ρουφά το κρασί από το μπουκάλι για να παραμείνει ζωντανός.

Δεν ήταν όλοι οι κάτοικοι της Βαθμιδωτής, όμως, εργοστασιακοί εργάτες, επιστάτες, ή διευθυντές. Υπήρχαν και πολλοί ελεύθεροι επαγγελματίες, δημοσιογράφοι, διαφημιστές, οδηγοί, και άλλοι, όπως παντού στη Ρελκάμνια. Καθώς επίσης και κάμποσοι απατεώνες και κλέφτες που προσπαθούσαν να επωφεληθούν από τον κόπο των υπολοίπων. Οι εργάτες, που ήταν και οι πολυπληθέστεροι, ήταν η πλατφόρμα πάνω στις πλάτες της οποίας στέκονταν, χοροπηδούσαν, κάθονταν, ή έτρεχαν όλοι οι άλλοι. Οι εργοστασιακοί εργάτες της Βαθμιδωτής δεν ήταν οι πιο τυχεροί κάτοικοί της. Αλλά ούτε και οι πιο άτυχοι.

Σε διάφορες γωνιές των δρόμων, καθώς και μέσα σε υπονόμους, λαγούμια, υπόγεια, και εγκαταλειμμένα οικήματα πάνω ή κάτω από τη γη, σέρνονταν οι «ποδοπατημένοι», οι «νυχτοβάτες», οι «αποκάτω». Φυσικά, ήταν όλοι τους άστεγοι και οι περισσότεροι είχαν λιγότερα δεκάδια απ’ό,τι χωρούσαν στις τσέπες τους. Δεν τους επιτρεπόταν να παρουσιάζονται στους δρόμους της Βαθμιδωτής την ημέρα· αν οι Τιμωροί τούς έβλεπαν να ξεμυτίζουν, τους τιμωρούσαν παραδειγματικά. Που σήμαινε, συνήθως, ότι τους κρεμούσαν από κάποια πολυκατοικία ή γέφυρα για να τους φάνε οι γύπες του Κρόνου που φτεροκοπούσαν πάνω κι ανάμεσα από τα οικοδομήματα της Βαθμιδωτής κι έκαναν τις φωλιές τους στις ψηλότερες ταράτσες και δώματα. Όποιος ζούσε, μετά από το κρέμασμα, αφηνόταν ελεύθερος. Τις περισσότερες φορές δεν ζούσαν· κι όταν ζούσαν, τους έλειπε τουλάχιστον ένα μάτι. Κατά συνέπεια, κανένας ποδοπατημένος, κανένας αποκάτω, δεν ξεμύτιζε τα πρωινά στους δρόμους της Βαθμιδωτής. Κι έτσι τους είχε δοθεί το όνομα νυχτοβάτες. Ακόμα και τις νύχτες κινδύνευαν από τους Τιμωρούς, αλλά όχι τόσο πολύ. Τις νύχτες, τα εργοστάσια ησύχαζαν, τα μουγκρητά τους έπαυαν, και η κίνηση στους δρόμους ήταν άλλου είδους· τελείως διαφορετικού είδους…

Οι Τιμωροί ήταν οι μυστικοί αστυνομικοί της Βαθμιδωτής. Δεν φορούσαν διακριτικά επάνω τους, αλλά οι βιαιοπραγίες τους ήταν χειρότερες από αυτές των φανερών αστυνομικών. Και μπορούσαν, σύμφωνα με τους νόμους της περιοχής, να δράσουν σχεδόν ανεξέλεγκτα.

Στη Βαθμιδωτή, ο μεγαλύτερος ναός δεν ήταν του Κρόνου, αλλά ενός γιου του, του Ηρώταλου, του Επαΐοντα της Τεχνουργίας, προστάτη των μηχανικών, των τεχνητών, και των εφευρετών. Οι περισσότεροι εδώ σ’αυτόν προσεύχονταν για βοήθεια και καθοδήγηση. Οι ιερείς του έκαναν καλές δουλειές· το ταμείο τους γέμιζε με δεκάδια καθημερινά. Εκτός των άλλων, κάθε καινούργιο εργαστήριο ή εργοστάσιο που χτιζόταν έπρεπε να ευλογηθεί από το ιερατείο του Ηρώταλου ώστε να έχει την εύνοια του θεού· και, φυσικά, οι ιερείς και οι ιέρειές του πληρώνονταν για τις υπηρεσίες τους. (Ακουγόταν πως τρομερές συμφορές είχαν βρει εργοστάσια που δεν είχαν τις ευλογίες του Ηρώταλου.)

Τη Βαθμιδωτή διοικούσε, επί του παρόντος, ο Πολιτάρχης Κίμωνας Χρονομάχος, ένας αριστοκράτης των Καινών Οίκων της Ρελκάμνια. Ήταν εκλεγμένος από το Συμβούλιο των Τεχνοκρατών της Βαθμιδωτής, το οποίο πάντα εξέλεγε έναν πολιτάρχη από κάποιους συγκεκριμένους αριστοκρατικούς Οίκους, Καινούς και Παλαιούς.

Η Βαθμιδωτή ήταν εξαιρετική στην παραγωγή μηχανών, εξαρτημάτων, και συσκευών, αλλά δεν παρήγε καθόλου τρόφιμα. Όλα της τα φαγητά τα εισήγε από την Επίστρωτη, τη συνοικία πέρα από τα ανατολικά της σύνορα…

-2-

Συχνά αναρωτιέμαι για το σκεπτικό τη μονομέρεια που πλήττει ορισμένες περιοχές της διάστασής μας. Μεγάλες ομάδες πληθυσμιακές μάζες μοιάζουν να μπορούν να κάνουν ένα και μόνο πράγμα, σαν να έχουν διαγράψει από το νου τους πώς μπορεί να γίνει οτιδήποτε άλλο. Τους αρέσει Προτιμούν να αντλούν από άλλες πληθυσμιακές μάζες πράγματα που είναι για την άμεση επιβίωσή τους, ή που τους είναι, τουλάχιστον, πολύ χρήσιμα.

Είναι σαν να διακατέχοντ έχουν ένα μυαλό όλοι μαζί. Σαν να μοιράζονται μια νοημοσύνη. Ενώ μπορούν να διαιρέσουν τις δραστηριότητές τους και να ζουν καλύτερα, δεν το κάνουν! Επιμένουν να βαδίζουν μονόπλευρα. Έχουν ποτέ σκεφτεί τις εναλλακτικές λύσεις;

Ή μήπως κανένας δεν τους τις έχει δείξει παρουσιάσει;

-3-

Η Επίστρωτη εκτεινόταν γύρω στα εκατόν-πενήντα χιλιόμετρα από τη δύση ώς την ανατολή. Από τον βορρά ώς τον νότο δεν είχε παντού την ίδια έκταση· σ’ένα τμήμα απλωνόταν εβδομήντα-πέντε χιλιόμετρα, ενώ σ’ένα άλλο εκατόν-είκοσι-πέντε. Ήταν σαφώς μεγαλύτερη από τη Βαθμιδωτή, που βρισκόταν στα δυτικά της. Ωστόσο, δεν είχε την ίδια τεχνουργική δραστηριότητα όπως η Βαθμιδωτή. Δεν είχε παρά ελάχιστη τέτοια δραστηριότητα: κάποιες εταιρίες που έφτιαχναν ρούχα και υποδήματα, μόνο, και άλλα είδη πρώτης ανάγκης. Στην Επίστρωτη δεν κατασκεύαζαν μηχανήματα, ούτε περίπλοκες συσκευές. Ούτε καν ραδιόφωνα και τηλεπικοινωνιακούς διαύλους δεν κατασκεύαζαν. Τα αγόραζαν από αλλού. Κυρίως από τη Βαθμιδωτή.

Η Επίστρωτη παρήγε τρόφιμα σε πολύ μεγάλες ποσότητες. Είχε ολόκληρους θόλους μέσα στους οποίους υπήρχαν καλλιεργήσιμες εκτάσεις όπου έβγαιναν λαχανικά, χορταρικά, φρούτα διαφόρων ειδών – πολλών οι σπόροι ήταν, μάλιστα, από άλλες διαστάσεις. Σε διαφορετικούς θόλους, ή μέσα σε γιγάντια εκτροφεία, οι άνθρωποι της Επίστρωτης εξέτρεφαν και αναπαρήγαν ζώα που είτε τα εκμεταλλεύονταν για το γάλα τους και τα αβγά τους είτε τα ήθελαν για σφαγή. Τα σφαγεία της Επίστρωτης ήταν τεράστια, και στα αυλάκια τους πάντα έρρεαν ποτάμια αίματος, ενώ στα υπόγειά τους υπήρχαν λάκκοι για κάθε λογής απόβλητα – εντόσθια, κομμένα μέλη, κομμένα κεφάλια, μάτια, κέρατα, κόκαλα. Τα πλάσματα που τριγύριζαν και τρέφονταν εκεί κάτω κανείς δεν ήθελε να τα γνωρίσει από κοντά. Κατά περιόδους γίνονταν απολυμάνσεις, αλλά ποτέ δεν μπορούσαν να τα εξολοθρεύσουν. Συχνά, βέβαια, πετάγονταν ισχυρά οξέα μέσα στους «λάκκους του θανάτου» για να διαλύσουν τα απορρίμματα, και τότε δηλητηριώδεις καπνοί υψώνονταν και, περνώντας μέσα από σωλήνες, έβγαιναν από καμινάδες, πηγαίνοντας προς τον ουρανό.

Οι καλλιέργειες των λαχανικών, των χορταρικών, και των καρπών δεν προκαλούσαν τόσο μεγάλη μόλυνση, αλλά ούτε και τελείως καθαρές ήταν, καθώς οι κάτοικοι της Επίστρωτης χρησιμοποιούσαν διάφορες ουσίες για να μεγαλώνουν τα προϊόντα τους. Και, όταν πολλά απ’αυτά σάπιζαν ή χαλούσαν για διάφορους λόγους, τα πετούσαν σε υπόγειους λάκκους παρόμοιους μ’αυτούς στα σφαγεία.

Τα σύννεφα, ωστόσο, που συγκεντρώνονταν στον ουρανό πάνω από την Επίστρωτη δεν ήταν ούτε τόσο πυκνά ούτε τόσο δηλητηριώδη όσο αυτά που συγκεντρώνονταν στον ουρανό πάνω από τη Βαθμιδωτή. Όπου, όμως, κι αν πήγαινε κανείς μέσα στην Επίστρωτη υπήρχαν οσμές, έστω και απόμακρες, από ζώα ή από φυτά. Οι δρόμοι της γέμιζαν, τα πρωινά, από φορτηγά που μετέφεραν κρέατα και λαχανικά, έτοιμα φαγητά, τροφές για τα ζώα, σκουπίδια, λιπάσματα, χώμα, και άλλα.

Οι πάντες στην Επίστρωτη, φυσικά, δεν ασχολούνταν με τις βιομηχανίες τροφίμων. Αλλά αυτοί που είχαν καλλιεργήσιμη γη ή ζώα ήταν που πλούτιζαν. Οι υπόλοιποι ή τους βοηθούσαν ή προσπαθούσαν να ζήσουν με διάφορα ελεύθερα επαγγέλματα. Τους βοηθούσαν σήμαινε ότι εργάζονταν στις βιομηχανίες τροφίμων, είτε ως εκτροφείς, είτε ως καλλιεργητές, είτε ως χασάπηδες, είτε ως οδηγοί οχημάτων, είτε ως καθαριστές – οτιδήποτε χρειαζόταν.

Στην Επίστρωτη δεν υπήρχαν τόσοι πολλοί άστεγοι όσοι στη Βαθμιδωτή, ούτε κανένας τούς κυνηγούσε με μένος. Ήταν παραπεταμένοι όπως τα απορρίμματα από τα εκτροφεία των ζώων. Κανείς δεν τους έδινε σημασία. Περνούσαν απαρατήρητοι.

Κυρίαρχος της νύχτας στην Επίστρωτη ήταν μια συμμορία απλωμένη σ’ολόκληρη τη συνοικία, η οποία άκουγε στο όνομα «οι Εχθροί του Πρωινού». Ήταν άνθρωποι που δεν ήθελαν να δουλεύουν στις βιομηχανίες τροφίμων – που δήλωναν ευθαρσώς ότι οι συνθήκες εργασίας εκεί ήταν απάνθρωπες και ο μισθός εξευτελιστικός – και προτιμούσαν να ζουν κλέβοντας, ληστεύοντας, και εκβιάζοντας. Ήταν, στην Επίστρωτη, ο νυχτερινός φόβος και ο μεταμεσονύκτιος τρόμος. Η αστυνομία της περιοχής εννοείται πως τους έτρεμε. Ορισμένοι ορκίζονταν ότι οι Εχθροί του Πρωινού προσεύχονταν στον Σκοτοδαίμονα και τον υπηρετούσαν κάνοντας βλάσφημες τελετουργίες σε ανήλιαγα υπόγεια, θυσιάζοντας ακόμα και ανθρώπους ή κόβοντας μέλη τους. Υπήρχαν αναφορές από κάποιους (γραμμένες στις εφημερίδες) ότι τους είχαν αρπάξει μες στη νύχτα, τους είχαν κλέψει μερικά δάχτυλα των χεριών ή των ποδιών, ή ένα μάτι, ή ένα αφτί, ή τα γεννητικά όργανα, ή τη γλώσσα, ή μερικά δόντια, και τα είχαν κάνει προσφορά στον Σκοτοδαίμονα.

Οι Εχθροί του Πρωινού τύπωναν τη δική τους εφημερίδα (που δεν είχε αναφορές για ανθρωποθυσίες, ούτε για κλοπές οργάνων) και την κυκλοφορούσαν μόνο τις νύχτες. Ονομαζόταν Επινυκτίδα.

Στην Επίστρωτη, όπως και στη Βαθμιδωτή, ο μεγαλύτερος ναός δεν ήταν αφιερωμένος στον Κρόνο. Ήταν αφιερωμένος σε μια νύμφη του, την Υστρίδα: μια θεά της καλλιέργειας, της γονιμότητας, και της άγριας ζωής, με την οποία ο Κρόνος, σύμφωνα με την επίσημη θρησκεία, είχε κάνει τη μια από τις δύο κόρες του, την Καθμύρα, την Κυρά του Χρυσού, προστάτιδα των εμπόρων και του εμπορίου.

Η Επίστρωτη διοικείτο, επί του παρόντος, από την Πολιτάρχη Μαρθάλα-Αλντ, μια αριστοκράτισσα του Παλαιού Οίκου των Αλντ’κάρθοκ, οι οποίοι ανέκαθεν κυβερνούσαν τη συνοικία και ψήφιζαν αναμεταξύ τους ποιος θα ήταν ο επόμενος Πολιτάρχης. Ήταν πολυμελής Οίκος, και όλοι τούς ήξεραν για πολιτικούς και διπλωμάτες.

Η Επίστρωτη αγόραζε μηχανήματα, συσκευές, και εξοπλισμούς από τη Βαθμιδωτή κυρίως, και πουλούσε στη Βαθμιδωτή πολλά από τα τρόφιμα που παρήγε. Η σχέση τους ήταν συμβιωτική. Η μία χρειαζόταν άμεσα την άλλη.

-4-

Όταν δύο ομάδες δύο ή περισσότερες πληθυσμιακές μάζες εξαρτώνται άμεσα η μία από την άλλη, είναι σαν να προσπαθούν να γίνουν μία πληθυσμιακή μάζα χωρίς ποτέ να μπορούν να το κατορθώσουν. Καταδικασμένες για πάντα να είναι χώρια αλλά και μαζί.

Η καθεμία περιορι κλεισμένη στη φυλακή του εαυτού της· μια φυλακή που συνδέεται με τις φυλακές των άλλων μαζών, ώστε να παίρνουν και να δίνουν στοιχεία, που χρειάζονται. Ένα δίκτυο φυλακών που έχουν μόνοι τους δημιουργή κατασκευάσει! Νομίζουν ότι αλληλοσυμπληρώνονται, αλλά τι θα γινόταν αν καταλάβαιναν, πως έχουν τη δυνατότητα η καθεμία να είναι μόνη αυτάρκης;

Ή εναλλακτικά: τι θα γινόταν αν μία από αυτές καταλάβαινε ότι έχει τη δυνατότητα να είναι αυτάρκης; Οι άλλες πώς θα αντιδρούσαν; Θα στρέφονταν εναντίον της; Ειδικά αν είχε πράγματα που ήθελαν; Ή μόνο η ζήλια ζηλοφθονία θα έφτανε για να γίνουν εχθρικές ενέργειες;

Εκτός αν όλες συνειδητοποιούσαν ότι μπορούν να έχουν έναν άλλο τρόπο ζωής...

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Μια Παράξενη Γυναίκα στο Υπόγειο Θέατρο

-1-

Κατέβαινε την πέτρινη σκάλα που οδηγούσε στο υπόγειο θέατρο. Τα τακούνια στα μποτάκια της ηχούσαν έντονα μες στη νυχτερινή σιγαλιά – τακ, τακ, τακ, τακ – χωρίς βιάση. Το δέρμα της ήταν πορφυρό, τα μαλλιά της ξανθά και μακριά: απλώνονταν στους ώμους της και στην αρχή της πλάτης της. Στο κεφάλι της φορούσε ένα μικρό, κομψό μαύρο καπέλο. Το πρόσωπό της, στρογγυλωπό, θύμιζε πρόσωπο κούκλας· τα μάτια της ήταν σαν γυαλιστεροί πράσινοι λίθοι, κάτι το μη πραγματικό· η μύτη της ήταν μικρή· τα χείλη της επίσης μικρά, και βαμμένα μαύρα, διακριτικά.

Δεν ήταν πολύ όμορφη, αλλά όλοι όσοι την έβλεπαν συμφωνούσαν ότι δημιουργούσε έντονη, ζωηρή εντύπωση στο μυαλό. Για κάποιο λόγο, ξεχώριζε αξιοσημείωτα μέσα από το περιβάλλον της, όπως ξεχωρίζει κάτι λαξεμένο, τρισδιάστατο, επάνω σ’έναν τοίχο γεμάτο δισδιάστατα γκράφιτι.

Φορούσε ένα μαύρο παλτό που έπεφτε ώς τις κνήμες της, κλειστό μπροστά, κρύβοντας την υπόλοιπη ενδυμασία της. Τα χέρια της έντυναν καφετιά δερμάτινα γάντια με κρόσσια.

Προτού φτάσει στο τέλος της σκάλας, δύο άντρες ξεπρόβαλαν εμπρός της, βγαίνοντας από εσοχές στους τοίχους, βαστώντας ξιφίδια που γυάλιζαν στο ασθενικό φως το οποίο ερχόταν από την κορυφή της σκάλας αλλά και από το βάθος της.

«Τι θες εδώ;» ρώτησε ο ένας, που ήταν γαλανόδερμος και φορούσε σκούφο στο κεφάλι.

Η γυναίκα, χωρίς να δείχνει θορυβημένη, έβγαλε απ’το παλτό της ένα φύλλο της Επινυκτίδας· γύρισε τις σελίδες· σταμάτησε σε μία συγκεκριμένη. «Διάβασα ένα άρθρο εδώ. Αυτό.» Το έδειξε με το δάχτυλό της. «Θα ήθελα να μιλήσω με τον αρθρογράφο, τον κύριο Κλεόπα τον Αρχινύκτιο.»

«Σε λάθος μέρος έχεις έρθει, κούκλα,» της είπε ο άλλος φρουρός, που είχε δέρμα λευκό με απόχρωση του ροζ, και το πρόσωπό του ήταν μισοκρυμμένο μες στο σκοτάδι της κουκούλας της μπλούζας του.

Η γυναίκα χαμογέλασε με χείλη ευλύγιστα όπως μιας ηθοποιού. «Εδώ δεν είναι συγκεντρωμένοι οι Εχθροί του Πρωινού; Εδώ δεν κάνουν συχνά διάφορες… τελετές;» Ο τόνος της φωνής της φανέρωνε ότι γνώριζε.

«Για έλα πιο κοντά!» είπε ο γαλανόδερμος φρουρός, και την άρπαξε απ’τον αγκώνα, τραβώντας την–

Η κλοτσιά της τον βρήκε στο στήθος, στέλνοντάς τον να κατρακυλήσει προς το τέλος της σκάλας, κραυγάζοντας – μια φωνή που αντήχησε έντονα σ’όλο το υπόγειο θέατρο.

Ο άλλος φρουρός τράβηξε ένα πιστόλι, αμέσως, μέσα από τη μεγάλη μπροστινή τσέπη της μαύρης μπλούζας του–

Η δεύτερη κλοτσιά της γυναίκας το τίναξε από το χέρι του, ρίχνοντάς το στο σκαλί δίπλα από τα πόδια της.

Ο άντρας, σαστισμένος, οπισθοχώρησε προς το βάθος της σκάλας, βαστώντας το ξιφίδιό του έτοιμο.

Η γυναίκα, ήρεμα, έσκυψε και σήκωσε το πιστόλι–

Ο φρουρός εξαφανίστηκε, τρέχοντας πάνω στη σκάλα σαν παλαβός, φωνάζοντας: «Συναγερμός! Εισβολείς! Εισβολείς!»

Η γυναίκα χαμογελούσε χαριτωμένα, καθώς κατέβαινε χωρίς βιασύνη τα σκαλοπάτια, με τα μποτάκια της ν’αντηχούν, τακ, τακ, τακ, τακ. Στο δεξί, γαντοφορεμένο χέρι της ήταν το πιστόλι, αλλά κατεβασμένο.

Λίγο προτού φτάσει στο πέρας της σκάλας, αντίκρισε κάμποσους να συγκεντρώνονται εκεί, όλοι τους οπλισμένοι και με εχθρικές εκφράσεις στα ποικιλόχρωμα πρόσωπά τους. Κάννες σημάδευαν την ξανθιά, πορφυρόδερμη γυναίκα που η εμφάνισή της έκανε πολύ ζωηρή εντύπωση στα μυαλά τους.

Εκείνη, έχοντας στραμμένη την κάννη του δικού της πιστολιού προς το μέρος της, το ασφάλισε και, βγάζοντας τον γεμιστήρα του, το αφόπλισε. Το άφησε να πέσει μπροστά της.

Και είπε σαν να έψελνε, με φωνή αρκετά μελωδική:

 

Στα βάθη της νυχτιάς της μαύρης
καταδυόμαστε·
του πρωινού το φως το επώδυνο
έχοντας απολέσει.

 

Στα βάθη της νυχτιάς της μαύρης
καταδυόμαστε·
την καρδιά του Σκοτεινού Άρχοντα, του Κρυμμένου
να γνωρίσουμε,
δώρα δικά του να λάβουμε…

 

Σταμάτησε να ψάλλει, αλλά κανείς δεν είχε την αμφιβολία ότι γνώριζε και τη συνέχεια της ιερατικής επίκλησης του Σκοτοδαίμονος.

«Ποια είσαι;» ρώτησε ένας άντρας – μετρίου αναστήματος, χρυσόδερμος, με μαύρα σγουρά μαλλιά και μουστάκι. Φορούσε άμφια της υπόγειας θρησκείας του Σκοτοδαίμονος. Είχε κατεβάσει το πιστόλι του.

Η γυναίκα έβγαλε από το παλτό της το φύλλο της Επινυκτίδας που είχε βγάλει και πριν. Τώρα ήταν γυρισμένο στη σωστή σελίδα. «Ψάχνω τον κύριο Κλεόπα τον Αρχινύκτιο,» είπε, «που έχει γράψει αυτό το άρθρο.» Το έδειξε με το δάχτυλό της.

«Τον βρήκες,» αποκρίθηκε ο σγουρομάλλης, χρυσόδερμος άντρας.

Η γυναίκα χαμογέλασε. Ένα χαμόγελο που έλεγε: Ναι, το ξέρω.

-2-

Αν πλησιάσεις κάποιον και του ζητήσεις να σου δείξει αποκαλύψ φανερώσει τα μυστικά του, θα είναι διστακτικός, πολύ διστακτικός. Πιθανώς, μάλιστα, ποτέ να μη σου φανερώσει τίποτα. Και όσο πιο επίμονος γίνεσαι, τόσο λιγότερες ίσως να είναι οι πιθανότητές σου να πετύχεις κάτι. Γιατί απλά θα είσαι ενοχλητικός.

Φανέρωσε όμως εσύ πρώτος κάτι και τότε τα πράγματα αλλάζουν. Δώσε του κάτι από τα ίδια του τα μυστικά. Κάνε τον, χωρίς να του το πεις άμεσα, να πιστέψει ότι έχεις κι εσύ τα ίδια μυστικά, ότι μοιράζεστε κάτι κοινό.

Τότε θα είναι πολύ πιο πρόθυμος να σου μιλήσει. Θα σε βλέπει σαν ήδη να ήξερες τα πάντα...

-3-

Μέσα στο υπόγειο θέατρο, οι Εχθροί του Πρωινού έκαναν απόψε – όπως και άλλες νύχτες – τελετή προς τιμή του Σκοτοδαίμονος, ο οποίος ήταν αντίπαλος του Κρόνου, δεν είχε επίσημη θρησκεία, και τον λάτρευαν – όσοι τον λάτρευαν – με διαφορετικούς τρόπους σε διάφορα μέρη της Ρελκάμνια.

Οι Εχθροί του Πρωινού ήταν συγκεντρωμένοι μέσα στο αμφιθέατρο και έψελναν ομαδικά τους ύμνους του σκοτεινού θεού τους. Μπροστά σ’έναν βωμό καμωμένο από ανθρώπινα κόκαλα – κόκαλα θυμάτων τους – στεκόταν ο Κλεόπας ο Αρχινύκτιος, ο αρχηγός της συμμορίας, ο Αρχιερέας του Σκοτοδαίμονος.

Επάνω στον βωμό ήταν δεμένη ανάσκελα, με δερμάτινα λουριά, και φιμωμένη με δερμάτινο φίμωτρο, μια γυναίκα με λευκό-ροζ δέρμα και μαύρα μαλλιά. Ήταν ολόγυμνη, και το σώμα της χαραγμένο με σύμβολα του Σκοτοδαίμονος. Αιμορραγούσε από πολλά μικρά κοψίματα. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της.

«Εμείς!» φώναξε ο Κλεόπας, υψώνοντας τα χέρια του πάνω απ’το κεφάλι, ανοιχτά.

ΕΜΕΙΣ! φώναξε το πλήθος αντίκρυ του.

«Εμείς,» συνέχισε την επίκληση ο Κλεόπας, «οι απόκληροι – οι εκλεκτοί – οι επαναστατημένοι – οι εχθροί της ημέρας – οι λάτρεις της νύχτας. Εμείς σού προσφέρουμε τούτη τη νύχτα ένα ιδιαίτερο δώρο, Κύριε του Λυτρωτικού Σκότους, Άρχοντα της Απάτης, Αντίπαλε του Δεσμοφύλακα Χρόνου!»

Ο Κλεόπας τράβηξε ένα ξιφίδιο από τη ζώνη του. Ένα ιερατικό σκεύος που χρησιμοποιούσαν μόνο σε θυσίες, εξαγνισμένο στα πιο βαθιά σκοτάδια, στα πιο ανήλιαγα μέρη της Επίστρωτης. Επωδούς, επικλήσεις, και καλέσματα είχαν ψάλλει ξανά και ξανά πάνω από τη χαραγμένη με σύμβολα λεπίδα του.

«Η επισκέπτριά μας,» είπε δυνατά ο Αρχιερέας, «θα προσφέρει τούτο το ιερό δώρο στον Κύριο του Λυτρωτικού Σκότους. Θα έχει την τιμή… αποδεικνύοντας ότι είναι μία από εμάς.»

Τα μάτια του είχαν στραφεί στην πορφυρόδερμη, ξανθομάλλα γυναίκα, που τώρα στεκόταν σε μια από τις βαθμίδες του αμφιθεάτρου, έχοντας βγάλει το μικρό, μαύρο καπέλο της.

Χαμογέλασε, καθώς πολλά βλέμματα την ατένιζαν με περιέργεια.

Δίχως να διστάσει, κατέβηκε τα σκαλοπάτια του αμφιθεάτρου και στάθηκε μπροστά στον βωμό, αντίκρυ στον Κλεόπα. Έβγαλε τα δερμάτινα γάντια της, τα έκρυψε σε μια τσέπη του παλτού της, και άπλωσε τα χέρια της προς το μέρος του Αρχιερέα, πάνω από τη γυμνή γυναίκα. Τα νύχια της ήταν βαμμένα πράσινα, καλοφτιαγμένα αλλά όχι πολύ μακριά.

Ο Κλεόπας τής έδωσε το ιερό ξιφίδιο με ευλάβεια.

Η πορφυρόδερμη γυναίκα το ύψωσε πάνω από το κεφάλι της, βαστώντας τη λαβή με τα δύο χέρια, ενώ η λεπίδα έδειχνε προς τα κάτω, προς τη δεμένη στον βωμό.

Η οποία σπαρταρούσε τώρα, παλεύοντας μάταια με τα δεσμά της, μουγκρίζοντας πίσω από το φίμωτρό της.

Στα πράσινα μάτια της πορφυρόδερμης γυναίκας που θύμιζε κούκλα δεν φάνηκε οίκτος, ούτε αμφιβολία.

Κατέβασε το ξιφίδιο πάνω στη λευκή σάρκα, καρφώνοντάς το ώς τη λαβή. Το μέταλλο διαπέρασε το στήθος και την καρδιά. Αίμα κύλησε. Η γυμνή γυναίκα σπαρτάρισε για λίγο ακόμα και, μετά, πέθανε.

Η δολοφόνος της τράβηξε έξω το ξιφίδιο, και το αίμα πετάχτηκε τώρα σαν πίδακας.

Στράφηκε στους πιστούς που στέκονταν στις βαθμίδες του αμφιθεάτρου και ύψωσε, με το ένα χέρι, το αιματοβαμμένο όπλο.

Οι Εχθροί του Πρωινού ύψωσαν επίσης τα χέρια τους, χαιρετίζοντάς την σιωπηλά. Ήταν, δίχως αμφιβολία, μία από αυτούς. Μία λάτρης του Σκοτοδαίμονος. Ήταν, πιθανώς, δυνατότερη από τους περισσότερους από αυτούς. Πολλοί δεν θα μπορούσαν να καρφώσουν έτσι την αβοήθητη γυναίκα στον βωμό. Έπρεπε να έχεις μεγάλη πίστη στον Άρχοντα του Σκότους για να το κάνεις χωρίς δεύτερη σκέψη.

-4-

Ο Κλεόπας αισθανόταν μαγεμένος από αυτήν. Ήταν σαν ο ίδιος ο Σκοτοδαίμων να την είχε στείλει εδώ. Αλλά το ήξερε πως έπρεπε με όλους να είναι καχύποπτος. Δεν μπορούσε να την εμπιστευτεί τόσο εύκολα – ακόμα κι ύστερα από τη θυσία που εκείνη είχε κάνει.

«Πώς σε λένε;» τη ρώτησε, όταν η ιεροτελεστία είχε λήξει και οι Εχθροί του Πρωινού ήταν συγκεντρωμένοι σε μια υπόγεια αίθουσα δίπλα από το αμφιθέατρο, δειπνώντας με ό,τι τους είχε δώσει η δύναμη του Σκοτοδαίμονος – κλοπιμαία όλα, ασφαλώς· παρμένα από τους απεχθείς φίλους της ημέρας που δούλευαν σαν σκλάβοι μέσα στις βρομερές βιομηχανίες των αφεντικών της Επίστρωτης οι οποίες υποστηρίζονταν από τον Οίκο των Αλντ’κάρθοκ. «Ποια είσαι; Πώς μας βρήκες εδώ;»

«Το όνομά μου είναι Κορίνα, Ιερόσκοτε,» αποκρίθηκε η πορφυρόδερμη γυναίκα, κι έφαγε μια μικρή κουταλιά από τα φασόλια στο πιάτο της, μασώντας με προσοχή, σαν να είχαν κόκαλα. Φορούσε πάλι τα καφετιά δερμάτινα γάντια της με τα κρόσσια, έχοντας πλύνει τα χέρια της από το αίμα σε μια βρύση του υπόγειου θεάτρου.

Ο Κλεόπας παρατήρησε ότι γνώριζε την προσφώνηση Ιερόσκοτος για έναν αρχιερέα του Σκοτοδαίμονος. Σίγουρα δεν ήταν τυχαία. «Πώς μας βρήκες εδώ;» τη ρώτησε ξανά, καχύποπτα, καθώς ήταν καθισμένη δίπλα του στο μεγάλο τραπέζι. Αρκετοί από τους άλλους της συμμορίας παρακολουθούσαν τον αρχηγό τους και την άγνωστη με ενδιαφέρον, ακούγοντας. Οι γυναίκες έδειχναν πιο επιφυλακτικές μαζί της απ’ό,τι οι άντρες.

Η Κορίνα σκούπισε ήρεμα τα μικρά χείλη της με μια πετσέτα. «Διάβασα το άρθρο σου στην Επινυκτίδα,» αποκρίθηκε. «Αυτό όπου γράφεις για το πόσο ευάλωτη είναι η Επίστρωτη λόγω των ελλείψεών της σε τεχνικές βιομηχανίες. ‘Δεν μπορούμε να φτιάξουμε ούτε τροχούς για τα οχήματά μας,’ λες. Και έχεις δίκιο. Η Επίστρωτη είναι εξαρτώμενη, ειδικά από τη Βαθμιδωτή. Δυστυχώς, δεν το βλέπουν πολλοί άνθρωποι αυτό.» Η Κορίνα ήπιε μια γουλιά από το λευκό κρασί που ήταν δίπλα στο πιάτο της.

«Τι είσαι;» ρώτησε ο Κλεόπας, ενώ οι άλλοι, που παρακολουθούσαν, ήταν τελείως σιωπηλοί. «Δημοσιογράφος; Κάποιου… κάποιου είδους ερευνήτρια;»

Η Κορίνα χαμογέλασε. «Δημοσιογράφος; Όχι, δεν είμαι δημοσιογράφος. Ερευνήτρια, ναι, θα μπορούσες να πεις ότι είμαι. Και πολύ πιστή στον Σκοτοδαίμονα. Γνώριζα ότι οι φήμες για εσάς δεν ήταν μόνο φήμες. Και ήθελα να σε συναντήσω. Δεν ήξερα πού να σε βρω, αλλά ο Σκοτοδαίμων με καθοδήγησε εδώ – σ’εσένα.»

«Ο… Σκοτοδαίμων σε καθοδήγησε;» είπε ο Κλεόπας. Ήταν όντως ιερή αυτή η γυναίκα; Ήταν όντως σταλμένη από τον θεό τους; «Πώς σε καθοδήγησε;»

«Ονειρεύτηκα έναν δρόμο. Πολλούς δρόμους, μάλλον, που οδηγούσαν σε έναν δρόμο, ο οποίος τελείωνε σε μια διπλή, ξύλινη πόρτα. Και πίσω από τη διπλή, ξύλινη πόρτα ήταν πέτρινα σκαλοπάτια. Τα κατέβηκα, μέσα στο όνειρό μου, κι έφτασα σ’ένα υπόγειο θέατρο, όπου οι πιστοί του Σκοτοδαίμονος ήταν συγκεντρωμένοι και μου ζητούσαν να αποδείξω την πίστη μου προσφέροντάς του θυσία.»

Αν είδε τέτοιο όραμα, σκέφτηκε ο Κλεόπας, είναι σίγουρα ιερή!

«Πώς ξέρουμε ότι λες αλήθεια;» τη ρώτησε η Μαργκώ, μια γυναίκα της συμμορίας των Εχθρών του Πρωινού, με δέρμα λευκό-ροζ και μαλλιά μαύρα, μακριά ώς το σαγόνι.

«Αν δεν πίστευα στον Σκοτοδαίμονα, πώς θα μπορούσα να γνωρίζω τους ψαλμούς του;» είπε η Κορίνα, ατενίζοντάς την ευθέως σαν να την προκαλούσε.

«Δεν ξέρω. Αλλά πώς ξέρουμε ότι μας λες αλήθεια για το όνειρό σου;»

«Το όνειρό μου έχει και συνέχεια.»

Όλοι περίμεναν ν’ακούσουν τι θα έλεγε μετά. Κανείς δεν μιλούσε.

Η Κορίνα έφαγε ακόμα μια κουταλιά από τα φασόλια της. Μάσησε προσεχτικά, και είπε:

«Είδα, στο όνειρό μου, ότι την επόμενη νύχτα – νομίζω ότι ήταν την επόμενη, δεν είμαι απόλυτα σίγουρη – σας συνόδευα καθώς προσπαθούσατε να διαρρήξετε το θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας των Τεσσάρων, και σας πρόσφερα πολύτιμη καθοδήγηση, όπως μου είχε ζητήσει ο Κύριός μας.»

Οι συμμορίτες αλληλοκοιτάχτηκαν.

Η Κορίνα ήπιε μια γουλιά από το κρασί της, παρατηρώντας τους ψύχραιμα. «Δεν ξέρω αν θα γίνει,» είπε. «Αν θα με δεχτείτε μαζί σας. Αλλά το ελπίζω. Νομίζω ότι μπορώ να σας προσφέρω αξιοσημείωτη βοήθεια.»

Οι συμμορίτες ήταν σιωπηλοί· κανένας δεν επιβεβαίωσε ότι θα προσπαθούσαν να διαρρήξουν το θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας των Τεσσάρων. Αν και η αλήθεια ήταν πως σχεδίαζαν να το κάνουν. Τη μεθαυριανή νύχτα. Και ήξεραν πως θα ήταν επικίνδυνο. Η Τράπεζα των Τεσσάρων ήταν η ισχυρότερη στην Επίστρωτη, φτιαγμένη από τις τέσσερις μεγαλύτερες επιχειρήσεις τροφίμων.

«Αν είσαι κατάσκοπος της Αστυνομίας,» της είπε ο Φαιός – ένας πλατύσωμος, πρασινόδερμος άντρας με μακριά μαύρα μαλλιά όλο ουρές – «θα το μετανιώσεις. Κανείς δεν παίζει με τους Εχθρούς του Πρωινού!»

Η Κορίνα γέλασε. «Η Αστυνομία της Επίστρωτης δεν θα τολμούσε να ανακατευτεί στις δουλειές σας.» Δεν έδειχνε φοβισμένη.

«Ποιος θα τολμούσε;» ρώτησε ο Κάρλεμπ, που ήταν μαζί με τον Κλεόπα από παλιά, προσωπικός του φίλος, από προτού εκείνος γίνει αρχηγός της συμμορίας. «Ο Οίκος των Αλντ’κάρθοκ;»

Η Κορίνα κούνησε το κεφάλι. «Δεν είμαι κατάσκοπος κανενός. Μόνο του Κυρίου μας, του Σκοτοδαίμονος. Σ’αυτόν προσεύχομαι, και αυτός με οδηγεί.»

«Γιατί;» τη ρώτησε ο Κλεόπας. «Ελάχιστοι άνθρωποι πιστεύουν στον Σκοτοδαίμονα. Οι περισσότεροι τον καταριούνται. Άλλοι πάλι θεωρούν ότι δεν είναι καθόλου καλό ούτε το όνομά του ν’αναφέρεις.»

«Μου έσωσε τη ζωή κάποτε, κι από τότε είμαι δική του. Μια γέφυρα έσπασε και το όχημά μου έπεσε στον ποταμό από κάτω. Θα είχα πνιγεί, αλλά το σκοτάδι με λύτρωσε. Ο Σκοτοδαίμων μού μίλησε,» είπε με πεποίθηση στη φωνή της. «Και μου έδειξε εκείνους που είχαν επιχειρήσει να με δολοφονήσουν – γιατί η διάλυση της γέφυρας δεν ήταν τυχαία. Ήθελαν να με σκοτώσουν. Τους ξεπλήρωσα με το ίδιο νόμισμα. Χάρη στον Κύριό μας.»

«Γιατί ήθελαν να σε σκοτώσουν;» ρώτησε ο Κλεόπας.

«Η δουλειά μου προκαλούσε πρόβλημα στις δικές τους δουλειές. Είχα συγκεντρώσει κάποια στοιχεία για απάτες της εταιρείας Οικοτροφές. Ιδιαίτερα για απάτες εναντίον υπαλλήλων της. Είχα μαζί μου μια συσκευή με τα δεδομένα αποθηκευμένα μέσα της όταν περνούσα εκείνη τη γέφυρα. Όλα τους χάθηκαν, και μετά δεν ήταν εύκολο να τα συγκεντρώσω ξανά.» Ήπιε μια γουλιά από το κρασί.

«Μ’ενδιαφέρουν ιδιαίτερα οι άνθρωποι που σκέφτονται σαν εσένα,» είπε στον Κλεόπα. «Τα άρθρα σου, και άλλα άρθρα που γράφετε στην Επινυκτίδα, είναι όλα πολύ σημαντικά.»

-5-

Θέλουν να τους κάνεις να νιώθουν σημαντικοί. Όσο πιο σημαντικούς τούς κάνεις να νιώθουν, τόσο πιο σημαντικός γίνεσαι εσύ γι’αυτούς. Δεν έχει καν σημασία αν πιστεύεις τους επαίνους που δίνεις. Αλλά είναι καλύτερα αν τους πιστεύεις, ή αν έχεις πείσει τον εαυτό σου ότι είναι αληθινοί.

Θα σε λατρέψουν έτσι. Το επόμενο βήμα είναι απλά να τους προσφέρεις κάποια βοήθεια σε κάτι που τους ενδιαφέρει πολύ...

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ο Κρυμμένος Θησαυρός

-1-

Το κεντρικό θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας των Τεσσάρων βρισκόταν σ’ένα υπόγειο κάτω από ένα οχυρό με τρεις ορόφους. Δεν το φρουρούσε η Αστυνομία της Επίστρωτης· το φρουρούσαν μισθοφόροι. Οι εξωτερικοί τοίχοι του οχυρού είχαν πάχος τριών μέτρων και ήταν καμωμένοι από ισχυρά πετρώματα ενισχυμένα με ατσάλι. Υπήρχαν μόνο δύο είσοδοι, η μία πλάι στην άλλη: η πρώτη μικρότερη, για άτομα· η δεύτερη μεγαλύτερη, για οχήματα. Και οι δύο είχαν πάχος τριών μέτρων και ήταν από μεταλλικά αμαλγάματα, ώστε να αντέχουν ακόμα και δυνατές εκρήξεις.

Οι μισθοφόροι είχαν διαταγές να είναι ανελέητοι με τυχόν επίδοξους ληστές. Είχαν διαταγές να σκοτώνουν κατευθείαν όποιον θεωρούσαν απειλή για το κεντρικό θησαυροφυλάκιο.

Συγχρόνως, φυσικά, το όλο οικοδόμημα προστατευόταν από διάφορους τεχνολογικούς εξοπλισμούς και από μάγους του τάγματος των Τεχνομαθών.

Δεν είχε ακουστεί ποτέ κανένας να έχει κάνει ληστεία εκεί και να έχει επιβιώσει. Δεν είχε ακουστεί ποτέ κανένας να το έχει καν προσπαθήσει. Μόνο ένας μισθοφορικός στρατός θα μπορούσε να διαπεράσει τέτοια άμυνα.

«Πώς σκοπεύετε να μπείτε;» ρώτησε η Κορίνα τους Εχθρούς του Πρωινού. Ήταν ξημερώματα, και βρίσκονταν τώρα σ’ένα διαμέρισμα στον πέμπτο όροφο μιας πολυκατοικίας, εκείνη και έξι από τα μέλη της συμμορίας: ο Κλεόπας, ο Κάρλεμπ, η Μαργκώ, ο Φαιός, η Χρυσαλλίδα, και ο Βίκτωρας. «Έχετε κάποιο σχέδιο; Γιατί, όσο κι αν είστε ο φόβος κι ο τρόμος τις νύχτες στην Επίστρωτη, δε νομίζω ότι είστε ακριβώς μισθοφορικός στρατός. Εκτός αν έχετε όπλα μεγάλης ισχύος για τα οποία δεν γνωρίζω.»

«Τι νομίζεις ότι ξέρεις για εμάς;» της είπε η Μαργκώ. «Ακόμα δεν μας συνάντησες!» Και προς τον Κλεόπα: «Δε θάπρεπε να την εμπιστευόμαστε τόσο.» Ήταν καθισμένη σε μια πράσινη πολυθρόνα, δίπλα σε μια μεγάλη λάμπα σαν μανιτάρι.

«Αν ήθελα να σας κάνω κακό,» είπε η Κορίνα, χαμογελώντας ειρωνικά με τα μικρά χείλη της, «γιατί να περιμένω;» Βημάτιζε μες στο σαλόνι του διαμερίσματος, όχι ανήσυχα, αλλά σαν κάπως να ερευνούσε έτσι τον χώρο, σαν να άπλωνε τις αισθήσεις της ολόγυρα για να πάρει τα μέτρα του. Τακ… τακ… τακ… ηχούσαν, αργά, τα τακούνια στα μποτάκια της. Δεν φορούσε το καπέλο της τώρα, ούτε το παλτό της· τα είχε κρεμάσει στην κρεμάστρα, κοντά στην είσοδο. Ήταν ντυμένη μ’ένα μακρύ πράσινο φόρεμα με γαλανά νερά και τιράντες. Τα δερμάτινα κροσσωτά γάντια της ήταν περασμένα στη μαύρη ζώνη της. Στα χέρια της ήταν ένα ποτήρι Σεργήλιος οίνος, τον οποίο δεν βιαζόταν να τελειώσει.

«Ο Σκοτοδαίμων μ’έστειλε σ’εσάς. Για να σας βοηθήσω,» τους είπε, σχεδόν αδιάφορα, δίχως να στραφεί να τους κοιτάξει. Κοίταζε έναν πίνακα στον τοίχο: έναν ήλιο να δύει πίσω από δεκάδες οροφές πολυκατοικιών και κεραίες.

«Αλλά απορώ μαζί σας,» συνέχισε. «Πώς μπορείτε να σκέφτεστε να ληστέψετε ένα τέτοιο απόρθητο μέρος;» Τώρα γύρισε για να τους αντικρίσει. «Αποκλείεται να μην έχετε σχέδιο.»

Ο Κλεόπας ατένισε τον Κάρλεμπ, και ο Κάρλεμπ τον Κλεόπα. Η παλιά φιλία τους τους επέτρεπε να επικοινωνούν δίχως λόγια. Και τώρα συμφωνούσαν.

Ο Κλεόπας είπε στην Κορίνα: «Φυσικά και έχουμε σχέδιο.» Ήταν καθισμένος σε μια από τις καρέκλες του τραπεζιού, μ’ένα τσιγάρο στο χέρι. Σε άλλες καρέκλες του τραπεζιού κάθονταν ο Κάρλεμπ, η Χρυσαλλίδα, και ο Βίκτωρας.

Ο Φαιός ήταν μισοξαπλωμένος στον καναπέ, και αρκετά μαστουρωμένος από μια γερή δόση οπίου του Μαύρου Δάσους – ένα ναρκωτικό που δεν ήταν γηγενές της Ρελκάμνια· έφερναν τον σπόρο από τη Μοργκιάνη και τον καλλιεργούσαν.

«Τι σχέδιο;» είπε η Κορίνα. «Έχετε τα σχέδια του εσωτερικού του οχυρού;»

«Δεν είναι εύκολο να τα βρεις αυτά,» αποκρίθηκε ο Κλεόπας. «Και δε νομίζω ότι θα μας χρειάζονταν σε τίποτα. Εκείνο που έχουμε υπόψη να κάνουμε είναι να πάμε υπογείως.»

«Υπογείως;»

«Από τους υπονόμους.»

«Οι τοίχοι είναι το ίδιο παχείς και το ίδιο ενισχυμένοι από κάτω όπως και από πάνω,» τον πληροφόρησε η Κορίνα.

«Μιλάς σαν να το έχεις μελετήσει…» παρατήρησε ο Βίκτωρας.

Η Κορίνα δεν απάντησε· τα πράσινα μάτια της ατένιζαν τον Κλεόπα, κι εκείνος έβρισκε το βλέμμα της διαπεραστικό. Και διεγερτικό, επίσης. Την ήθελε. Αναρωτήθηκε αν η πίστη της στον Σκοτοδαίμονα θα την ωθούσε να πλαγιάσει μ’έναν ιερωμένο του… Ίσως ο Κλεόπας να μπορούσε να την πείσει ότι ήταν… ιερή πράξη.

Τα μικρά χείλη της χαμογέλασαν ξανά, σχεδόν αδιόρατα. Πιθανώς μόνο για εκείνον. Δίνοντάς του την εντύπωση ότι είχε καταλάβει τις σκέψεις του.

Ο Κλεόπας αισθάνθηκε ένα παγερό δάχτυλο να διατρέχει τη ράχη του. Αλλά ήταν ο αρχηγός των Εχθρών του Πρωινού· δεν είχε τίποτα να φοβηθεί από τούτη τη γυναίκα, όποια κι αν ήταν – εκλεκτή του Σκοτοδαίμονος ή μη.

Φυσώντας καπνό απ’τα ρουθούνια, παρατηρώντας την, γδύνοντάς την με το βλέμμα του, προσπαθώντας να διακρίνει αν τα βυζιά της ήταν γυμνά κάτω από το φόρεμά της, είπε: «Έχουμε ενεργειακό κανόνι στη διάθεσή μας.»

«Ενεργειακό κανόνι…» επανέλαβε η Κορίνα, σαν ηχώ. «Πού το βρήκατε; Ειδικά στην Επίστρωτη.»

«Δεν το βρήκαμε στην Επίστρωτη,» είπε η Χρυσαλλίδα. «Το βουτήξαμε απ’τη Βαθμιδωτή. Σε κομμάτια. Και τα συναρμολόγησα.»

«Είσαι του τάγματος των Τεχνομαθών…»

«Ναι,» παραδέχτηκε η Χρυσαλλίδα, «είμαι.»

Η Κορίνα ατένισε για μερικές στιγμές τη μάγισσα με το λευκό-ροζ δέρμα και τα κοντά ξανθά μαλλιά. Από τα δεξιά φορούσε ένα μεγάλο αργυρό σκουλαρίκι που πιανόταν πίσω από το αφτί και κάλυπτε το μισό, σαν φτερούγα. Στο άλλο της αφτί ο λοβός ήταν κομμένος: δαγκωμένος, ίσως.

Ο Κλεόπας είπε: «Θα πάμε από τους υπονόμους και θ’ανατινάξουμε τους τοίχους. Όσο ισχυροί κι αν είναι, δεν μπορεί ν’αντέξουν τις ριπές ενός ενεργειακού κανονιού. Με τα ενεργειακά κανόνια η Παντοκράτειρα είχε κάποτε κατακτήσει όλο το Γνωστό Σύμπαν!»

«Η Παντοκράτειρα ηττήθηκε,» του θύμισε η Κορίνα, «παρά τα κανόνια της και τους πράκτορές της.»

«Εμείς δεν θα ηττηθούμε. Θα τρυπήσουμε τους υπόγειους τοίχους, θα μπουκάρουμε θερίζοντας όποιον βλέπουμε μπροστά μας, θα διαλύσουμε κάθε πόρτα που μας εμποδίζει, και θα πάρουμε όλα τα λεφτά που μπορούμε να κουβαλήσουμε. Οι Εχθροί του Πρωινού θα γίνουν ο χειρότερός τους εφιάλτης!»

«Χειρότερος απ’ό,τι είναι ήδη!» είπε ο Φαιός, μαστουρωμένα, γελώντας. Ύψωσε το χέρι του προς το ταβάνι, σχηματίζοντας πιστόλι. «Μπαμ! ΜΠΑΜ! και κάτω. Χα-χα-χα-χα-χαχαχαχαχα…! Ω ρε πούστη μου… Χαχαχαχαχαχα…»

Η Κορίνα τον λοξοκοίταξε διασκεδασμένη.

«Ο φίλος μας ο Φαιός,» είπε ο Κάρλεμπ, μειδιώντας, «δεν είναι πάντα στην πιο νηφάλια κατάσταση.»

Η Κορίνα γέλασε. Και τους είπε: «Ακόμα δεν κατάλαβα πώς θα ανοίξετε το θησαυροφυλάκιο.»

«Σου εξήγησα, δεν σου εξήγησα;» αποκρίθηκε ο Κλεόπας.

«Το ενεργειακό κανόνι σας δεν φτάνει για να κάνετε τη ληστεία,» τους πληροφόρησε εκείνη.

«Αποκλείεται οι τοίχοι τους ν’αντέξουν,» είπε η Χρυσαλλίδα. «Το πολύ να μπορούν να δεχτούν τρεις ριπές εστιασμένες σ’ένα σημείο προτού καταρρεύσουν. Αν και μάλλον τα παραλέω. Δύο ριπές, κατά πάσα πιθανότητα.»

«Δεν το αμφιβάλλω,» αποκρίθηκε η Κορίνα. «Οι τοίχοι δεν θ’αντέξουν. Αλλά αυτό είναι το λιγότερο από τα προβλήματά σας.»

Συνοφρυώθηκαν ομαδικά. Εκτός από τον Φαιό που κοίταζε το ταβάνι, μουρμουρίζοντας στον εαυτό του.

«Τι;» είπε ο Βίκτωρας. «Υπάρχει κάνα εσωτερικό σύστημα ασφαλείας;»

«Υπάρχουν αισθητήρες, όμως μάλλον δεν σας ενδιαφέρουν. Δε σκοπεύετε να μπείτε κρυφά, εξάλλου. Δεν είναι αυτό το βασικό σας πρόβλημα. Το βασικό σας πρόβλημα είναι πως το θησαυροφυλάκιο βρίσκεται μέσα σε μια μικρή ενδοδιάσταση. Και το κανόνι σας δεν μπορεί να… ‘σπάσει’ την είσοδό της. Η διαστασιακή δίοδος είναι στρεβλωμένη με Ξόρκι Μετασχηματισμού Διαστασιακής Αλλοιώσεως. Κι ακόμα κι αν έχετε κάποιον δικό σας μάγο που ξέρει αυτό το ξόρκι, θα δυσκολευτεί να στρώσει τη δίοδο προκειμένου να μπείτε. Η στρέβλωση έχει γίνει βάσει συγκεκριμένης κωδικοποίησης. Πρέπει να ξέρεις τον κώδικα για να την επαναφέρεις στην αρχική της κατάσταση. Ή πρέπει να έχεις χρόνο για να τον σπάσεις. Αλλά δεν νομίζω ότι εσείς θα έχετε χρόνο…»

Για μερικές στιγμές σιγή πλάκωσε στο σαλόνι. Τελικά ο Κλεόπας μίλησε: «Αν αληθεύει αυτό που περιγράφεις…»

«…είναι καταδικασμένη σε αποτυχία η ληστεία σας,» τελείωσε για εκείνον η Κορίνα. «Πράγματι, είναι. Ή, τουλάχιστον, θα ήταν αν δεν είχε τύχει να έχω μαζί μου, πρώτον, τα σχέδια του οικοδομήματος του θησαυροφυλακίου και, δεύτερον, τον κώδικα της διαστασιακής στρέβλωσης.»

Την κοίταζαν σαν χαζοί (εκτός από τον Φαιό, που κοίταζε το ταβάνι), νομίζοντας ότι τους έκανε πλάκα.

Η Κορίνα, αφήνοντας το κρασοπότηρο που κρατούσε, βάδισε ώς το παλτό της – το γρήγορο τακ-τακ-τακ-τακ των τακουνιών της ήταν ο μόνος ήχος που ακουγόταν τώρα – πήρε από εκεί δύο πράγματα, κι επέστρεψε, για να τ’αφήσει στο τραπέζι. Το ένα πράγμα ήταν διπλωμένα χαρτιά· το άλλο ήταν μια συσκευή αποθήκευσης δεδομένων.

«Τα σχέδια του θησαυροφυλακίου;» είπε ο Κλεόπας. «Πώς…;»

«Ξεδίπλωσέ τα,» τον προέτρεψε η Κορίνα, ενώ ακόμα στεκόταν σαν όλα τα καθίσματα μες στο σαλόνι να είχαν καρφιά.

Ο Κλεόπας ξεδίπλωσε τα χαρτιά, αποκαλύπτοντας λεπτομερή διαγράμματα ενός χώρου που θα μπορούσε, αναμφίβολα, να ήταν το τρομερό οχυρό της Τράπεζας των Τεσσάρων. Ξεροκατάπιε.

«Είσαι κατάσκοπος,» είπε η Μαργκώ. «Είσαι δική τους – της Τράπεζας.» Είχε σηκωθεί από την πολυθρόνα και σημάδευε την Κορίνα μ’ένα πιστόλι. «Αλλιώς δεν θα είχες τέτοια πράγματα στην κατοχή σου.»

Η Κορίνα στράφηκε να την αντικρίσει, χωρίς να φανερώνει ανησυχία. «Αν είμαι δική τους, τότε όπου νάναι θα πρέπει να περιμένετε μισθοφόρους να έρθουν εδώ για να σας καθαρίσουν. Ακούς μισθοφόρους να έρχονται, Μαργκώ;»

Τα μάτια της Μαργκώς στένεψαν, κρατώντας ακόμα υψωμένο το πιστόλι της.

«Αν τα σχέδια είναι αληθινά,» είπε ο Βίκτωρας, «πώς τα βρήκες, Κορίνα;»

«Ήμουν τυχερή.» Δεν στράφηκε να τον κοιτάξει· ατένιζε τη Μαργκώ, σχεδόν προκλητικά.

«Δε βρίσκεις τέτοια πράγματα από απλή τύχη,» είπε ο Βίκτωρας.

«Θα με πιστεύατε αν σας έλεγα ότι πριν από μερικές μέρες δούλευα στην Τράπεζα των Τεσσάρων;»

«Φυσικά και όχι,» είπε η Μαργκώ. «Όσοι δουλεύουν εκεί δεν έρχονται να προσευχηθούν στον Σκοτοδαίμονα.»

«Μπορεί, λοιπόν, να πείτε απλά πως ήμουν τυχερή. Τα σχέδια είναι αληθινά.» Η Κορίνα στράφηκε στον Κλεόπα και τους άλλους. «Και μέσα στη συσκευή αποθήκευσης είναι ο κώδικας αλλαγής της διαστασιακής στρέβλωσης. Το μόνο που χρειάζεστε είναι έναν μάγο του τάγματος των Ερευνητών ο οποίος γνωρίζει το Ξόρκι Μετασχηματισμού Διαστασιακής Αλλοιώσεως. Έχετε κάποιον στη διάθεσή σας;»

Ο Κλεόπας ένευσε, μην ξέροντας αν έπρεπε να αισθανθεί μαγεμένος ή τρομαγμένος από αυτή τη γυναίκα. Αν όλα όσα έλεγε αλήθευαν – και φαινόταν να αληθεύουν – δεν μπορεί παρά να ήταν ιερή. Τη θέλω! Τα βυζιά της πρέπει να ήταν γυμνά κάτω από το φόρεμά της· νόμιζε ότι μπορούσε να διακρίνει τις θηλές. Και νόμιζε ότι ήταν ορθωμένες. Η σκρόφα ήταν καυλωμένη!

Ξεροκατάπιε ξανά. «Έχουμε,» είπε. «Έχουμε έναν μάγο Ερευνητή.»

Η Κορίνα δεν έδειξε να εκπλήσσεται. «Είστε τυχεροί, τότε. Και σύντομα θα γίνετε πολύ, πολύ πλούσιοι.»

-2-

Οι περισσότεροι άνθρωποι, κατά κανόνα, κοιτάζουν κάτι – ένα πρόβλημα, ένα οχυρό, ένα άτομο, μια οργάνωση, μια εταιρεία – από έξω και νομίζουν ότι μπορούν έτσι να το μάθουν αρκετά καλά ώστε, ύστερα, να το κατακτήσουν. Τίποτα, όμως, δεν είναι όπως φαίνεται.

Για να κατακτήσεις κάτι, πρέπει να βρεθείς πρώτα (με κάποια μέθοδο) μέσα του, να το κοιτάξεις εσωτερικά, εκεί όπου κρύβει τα μυστικά του, να το μάθεις προσωπικά. Και μετά είναι ο καιρός να το χτυπήσεις από έξω, ως κατακτητής.

Διαφορετικά, μπορεί μπαίνοντας να αντιμετωπίσεις δυσάρεστες εκπλήξεις...

Για να καταστρέψεις έναν άνθρωπο, πρέπει να βρεθείς κοντά του, να μάθεις τις συνήθειές του, τα πιστεύω του, τις νοοτροπίες του, πώς φέρεται, πώς αντιδρά.

Για να κυριεύσεις ένα οχυρό, πρέπει πρώτα να μπεις στο εσωτερικό του με άλλο τρόπο, όχι ως κατακτητής. Μόνο έτσι θα ανακαλύψεις τις αδυναμίες του.

Για να διαλύσεις μια κοινωνία ομάδα, ακόμα και μια κοινωνία ολόκληρη, πρέπει να γίνεις μέλος της προτού επιχειρήσεις να στρέψεις τις ίδιες της τις τάσεις εναντίον της, προτού μπορέσεις να δημιουργήσεις ρήξεις ή να κάνεις «φωτιές» να φουντώσουν.

-3-

Ο μάγος που ονομαζόταν Όλιβερ’σαρ κοίταζε, μια ώρα πριν από το μεσημέρι, την οθόνη του συστήματός του. Η πληροφοριακή συσκευή της Κορίνας ήταν συνδεδεμένη με την ειδική θυρίδα, παραδίπλα. «Χμμμ…» έκανε ο Ερευνητής, τρίβοντας τα αξύριστα μούσια του γαλανόδερμου προσώπου του. «Ναι…»

Δεν βρίσκονταν πια σ’εκείνο το διαμέρισμα του πέμπτου ορόφου. Είχαν ξανασυναντήσει την Κορίνα σε μια από τις Πίσω Γειτονιές, όπου η οσμή των κρεάτων ήταν πολύ έντονη, και είχαν πάει σ’ένα άλλο διαμέρισμα, στον τρίτο όροφο μιας πολυκατοικίας, για να βρουν τον Όλιβερ. Ο Κλεόπας, φυσικά, τον είχε ήδη ειδοποιήσει ότι ήθελαν να του μιλήσουν. Η Μαργκώ ήταν επίσης μαζί τους, καθώς και ο Κάρλεμπ και ο Βίκτωρας.

«Τι συμπέρασμα βγάζεις;» ρώτησε η Μαργκώ τον μάγο τώρα.

«Δεν είναι ψεύτικο,» είπε εκείνος, παίρνοντας τα μάτια του από την οθόνη. Φορούσε ένα ζευγάρι γυαλιά όρασης με παχύ μαύρο σκελετό. «Είναι όντως κώδικας μετασχηματισμού διαστασιακής αλλοίωσης, και μάλιστα αρκετά πολύπλοκος.» Πάτησε μερικά πλήκτρα στην κονσόλα του, και παράξενα σχήματα φάνηκαν να αλλάζουν θέσεις και μορφές μέσα στην οθόνη. «Έτσι,» είπε, «ξεκλειδώνει. Πρώτο στάδιο.» Τα σχήματα άλλαξαν κι άλλες θέσεις και μορφές. «Δεύτερο στάδιο. Και τώρα η δίοδος είναι ανοιχτή. Μπορείς να περάσεις.» Πάτησε πάλι μερικά πλήκτρα και τα σχήματα μετασχηματίστηκαν. «Και την κλειδώνουμε ξανά. Πρώτο στάδιο… Δεύτερο στάδιο… Ναι.» Έμοιαζε να παραμιλά.

«Θα μπορούσες να την ανοίξεις, δηλαδή;» ρώτησε ο Κλεόπας.

«Ναι. Πρέπει να απομνημονεύσω τους κώδικες, βέβαια – πρέπει να τους απομνημονεύσω επακριβώς – αλλά, ναι, μπορώ να την ανοίξω.» Έστρεψε το βλέμμα του στην Κορίνα. «Πώς το βρήκες αυτό; Δεν είσαι της συμμορίας· είσαι της συμμορίας;»

«Η συνεργασία μου μαζί σας είναι χαρά για εμένα, όμως,» αποκρίθηκε εκείνη.

Ο Όλιβερ’σαρ ατένισε ερωτηματικά τον Κλεόπα.

«Θα σου εξηγήσουμε μετά,» είπε εκείνος.

Η Μαργκώ ακόμα κοίταζε καχύποπτα την Κορίνα. Ο τρόπος αυτής της γυναίκας την τρόμαζε. Εκτός του ότι γνώριζε πράγματα που κανονικά – εκλεκτή του Σκοτοδαίμονος ή μη – δεν θα έπρεπε να γνωρίζει, έμοιαζε επιπλέον να μη φοβάται καθόλου για τον εαυτό της. Ή να μην τη νοιάζει αν θα τη σκότωναν ή όχι. Ή να ξέρει ποια ακριβώς θα ήταν κάθε φορά η αντίδρασή τους…

Και όλοι οι άντρες ήταν σαν ερωτοχτυπημένοι μαζί της. Οι ανόητοι! Δεν ήταν καν τόσο όμορφη. Τι στο Μάτι του Σκοτοδαίμονος είχε επάνω της; Γιατί, σίγουρα, είχε κάτι. Απλώς η Μαργκώ δεν μπορούσε ακόμα να καταλάβει τι ακριβώς…

Όταν, εκείνη τη νύχτα, ο Βίκτωρας άδειασε το σπέρμα του επάνω στα στήθη της Μαργκώς, γρυλίζοντας σαν θηρίο και μπήγοντας δυνατά τα δάχτυλά του στους ώμους της, εκείνη απομακρύνθηκε για λίγο από αυτόν ώστε να πλυθεί. Ύστερα επέστρεψε στο κρεβάτι, βρίσκοντάς τον ξαπλωμένο ανάσκελα, να καπνίζει ένα τσιγάρο: το κατάμαυρο, γυμνασμένο σώμα του απλωμένο και σαγηνευτικό για τα μάτια της. Τέντωσε το χέρι της και του έσφιξε τα μπαλάκια.

«Δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο πια εκεί,» της είπε ο Βίκτωρας.

Η Μαργκώ μειδίασε και, σκύβοντας, γονατισμένη πάνω στο στρώμα, τον φίλησε. «Πες μου,» ζήτησε, «τι έχει αυτή η Κορίνα;»

Τα γαλανά φρύδια του έσμιξαν. «Τι νάχει;»

«Σ’αρέσει;»

Ο Βίκτωρας μόρφασε αδιάφορα. «Θα την πηδούσε αν ήθελε.»

«Θα σε σκότωνα.»

«Γι’αυτό με ρώτησες, γαμώ την ανωμαλία σου;» γέλασε ο Βίκτωρας, και ρούφηξε καπνό. Χτύπησε δυνατά το ένα της κωλομέρι. «Γαμιόλα!»

«Δε βλέπεις;» είπε η Μαργκώ. «Έχει κάτι το… περίεργο επάνω της.»

«Σώπα, μωρό μου. Μόνη σου το κατάλαβες;»

Τον χαστούκισε ελαφρά, για να τον σοβαρέψει. «Τη φοβάμαι, ανόητε! Νομίζω ότι μπορεί να μας παίξει κάποιο παιχνίδι!»

«Παιχνίδι στους Εχθρούς του Πρωινού; Θα την κόψουμε κομμάτια και θα την ταΐσουμε στον θεό μας.»

«Ο Κλεόπας νομίζει ότι είναι ιερή για τον Σκοτοδαίμονα.»

Ο Βίκτωρας ήταν για λίγο σκεπτικός, φυσώντας καπνό. «Μπορεί και νάναι…» είπε τελικά.

«Το πιστεύεις;»

«Δεν ξέρω. Δεν είμαι ιερέας εγώ, μωρό μου. Οι ιερείς δεν την έχουν τόσο μακριά όσο εγώ.»

Η Μαργκώ δεν γελούσε. «Δε μπορούμε να μιλήσουμε σοβαρά στο κρεβάτι, ε;»

«Τι θες να σου πω;»

«Είναι επικίνδυνη.»

«Δεν υπάρχει αμφιβολία γι’αυτό. Αλλά αν μας είναι χρήσιμη;…»

Η Μαργκώ έμεινε σιωπηλή. Αναστέναξε. Ακόμα γονατισμένη πάνω στο στρώμα.

«Μωρό μου,» είπε ο Βίκτωρας, «έχει τα σχέδια του θησαυροφυλακίου, και έχει κι αυτό τον περίεργο κώδικα. Αν δεν την είχαμε μαζί μας, θα μπουκάραμε με το κανόνι, αλλά μετά τι θα γινόταν; Δεν πρόκειται να παίρναμε δεκάδιο τσακιστό. Μόνο σε κίνδυνο θα μπαίναμε. Θα γίνει της τρελής εκεί μέσα με τους μισθοφόρους.»

«Κι αν θέλει να μας οδηγήσει σε παγίδα;»

«Τι παγίδα; Αν ήταν όντως πράκτορας της Τράπεζας ή του Οίκου των Αλντ’κάρθοκ, θα είχαν ήδη πλακώσει μισθοφόροι εδώ, και η Αστυνομία μαζί ίσως. Μας φοβούνται, αλλά όχι και τόσο πολύ.

»Μην ανησυχείς, μωρό μου,» είπε σφίγγοντας τον μηρό της. «Μπορεί ο Κλεόπας νάχει δίκιο. Μπορεί, πραγματικά, να μας την έστειλε ο Σκοτοδαίμων. Και γιατί όχι; Δεν τον έχουμε υπηρετήσει καλά; Τόσους ανθρώπους δεν έχουμε ταΐσει τον βωμό του;»

-4-

Προσεύχονται στους θεούς για να λάβουν βοήθεια. Αλλά όταν τελικά οι θεοί τούς βοηθάνε, αυτοί είναι καχύποπτοι δύσπιστοι. Αρχίζουν να αναρωτιούνται για συνωμοσίες, για πλεκτάνες, για απάτες.

Δώσε σε κάποιον κατευθείαν αυτό που θέλει και θα σε νομίσει για απατεώνα. Εκτός αν είναι αφελής, ή πολύ πιστός, ή αν έχει ακλόνητες αποδείξεις.

Υπάρχει όμως, ένα όριο. Όταν περάσεις αυτό το όριο, τότε ακόμα και οι πιο δύσπιστοι μεταμορφώνονται σε πιστοί. Όσοι εξακολουθούν να παραμένουν καχύποπτοι, είναι επικίνδυνοι (και πιθανώς παρανοϊκοί) και καλύτερα να βγαίνουν γρήγορα από τη μέση να παραμερίζονται, με σύντομες και αφανείς μεθόδους.

-5-

Τρεις νύχτες αφότου πρωτοσυνάντησαν την Κορίνα, κατέβηκαν στους υπονόμους της Επίστρωτης μαζί της. Δαιδαλώδεις σήραγγες γεμάτες με κάθε λογής οργανικά και ανόργανα απόβλητα. Υπήρχαν μέρη εντός τους που ήταν θανατηφόρο να τα πλησιάσεις· ούτε συζήτηση να αναπνεύσεις εκεί. Φορούσαν όλοι τους στολές από προστατευτικά πλαστικά, καθώς και μάσκες με αναπνευστήρες, από τους οποίους ρουφούσαν αέρα όποτε έπρεπε να διασχίσουν περιοχές όπου δεν ήταν καθόλου ωφέλιμο για την υγεία να εισπνεύσεις.

Τα τρωκτικά και τα έντομα που συναντούσε κανείς εδώ ήταν μεγάλα, υπερτροφικά, έχοντας τραφεί από αμέτρητες οργανικές ύλες και χυμικά στοιχεία που είχαν μεταλλάξει τα σώματά τους. Τα πόδια τους κινούνταν απειλητικά μες στα σκοτάδια· τα μάτια τους γυάλιζαν· τα δόντια τους κροτάλιζαν. Παραπάνω από μια φορά, οι Εχθροί του Πρωινού αναγκάστηκαν να απωθήσουν τα αποκρουστικά όντα που έκαναν να τους ζυγώσουν: και πάντα τα χτυπούσαν με αγχέμαχα όπλα – σπαθιά, μακρυμάνικα τσεκούρια, και ραβδιά – γιατί τα πυροβόλα ήταν επικίνδυνα εδώ μέσα, όχι μόνο εξαιτίας του θορύβου που έκαναν (ο οποίος πιθανώς να τραβούσε ανεπιθύμητη προσοχή) αλλά και επειδή μπορούσαν να προκαλέσουν εκρήξεις λόγω των χυμικών και μη αερίων που απλώνονταν μολυσματικά στον χώρο.

Οι Εχθροί του Πρωινού απεχθάνονταν τους υπονόμους της Επίστρωτης, και κατά κανόνα τούς απέφευγαν. Υπήρχαν, όμως, και φορές – όπως ετούτη – που αδυνατούσαν να τους αποφύγουν. Και διέσχιζαν τώρα σήραγγες σωληνοειδείς και μεταλλικές, σήραγγες από σχεδόν ακατέργαστες πέτρες, σήραγγες με πλίνθινα τοιχώματα· ανέβαιναν και κατέβαιναν σκάλες· πλατσούριζαν μέσα σε μολυσματικά, αποκρουστικά υγρά.

Η Κορίνα ήταν μαζί τους, φυσικά, φορώντας κι εκείνη πλαστική στολή και μάσκα. Δεν είχε δειλιάσει ούτε στιγμή να έρθει. Η ίδια, μάλιστα, το είχε προτείνει προτού της το πουν. Σαν να ήξερε τι σκέφτονταν. Γιατί, πιο πριν, η Μαργκώ είχε επιμείνει να απαιτήσουν να έρθει και η Κορίνα μαζί τους, αλλιώς δεν έπρεπε να εμπιστευτούν τις πληροφορίες της· μπορεί όλα να ήταν ψέματα: μπορεί, μετά, η καριόλα να εξαφανιζόταν.

Η «καριόλα» δεν είχε εξαφανιστεί. Ήταν ανάμεσά τους τώρα σαν να ήταν μία απ’αυτούς. Και ο Κλεόπας αισθανόταν να την ερωτεύεται ολοένα και περισσότερο. Με κάθε ώρα που περνούσε, από τότε που την είχε γνωρίσει, την ερωτευόταν ολοένα και περισσότερο. Την ήθελε. Ήθελε να την πηδήξει όπως δεν είχε πηδήξει ποτέ καμια άλλη γυναίκα. Κατά προτίμηση, βέβαια, όχι εδώ μέσα, στους υπονόμους…

Δεν άργησαν να φτάσουν στον προορισμό τους γιατί δεν είχαν ξεκινήσει και τόσο μακριά από αυτόν. Τρία χιλιόμετρα είχαν διασχίσει μέσα σε τούτο το σιχαμερό περιβάλλον, αλλά τους φαινόταν με μια αιωνιότητα που μονάχα ο Κρόνος θα μπορούσε να κατανοήσει.

«Εδώ πρέπει να είμαστε, Κλεόπα,» είπε ο Κάρλεμπ δείχνοντας ένα σημείο επάνω στον χάρτη που κρατούσε. «Εδώ. Το μόνο που χρειάζεται τώρα είναι να χτυπήσουμε αυτόν τον τοίχο.» Έδειξε ξανά, αλλά όχι επάνω στον χάρτη.

Ο τοίχος ήταν από πέτρα, φανερά βαριά και μάλλον ενισχυμένη εσωτερικά με ανθεκτικά μέταλλα.

Ο Κλεόπας στράφηκε στην Κορίνα, η οποία δεν φορούσε τώρα τη μάσκα της. Κανείς δεν φορούσε μάσκα εδώ· ο αέρας ήταν καθαρός – για τα δεδομένα των υπονόμων: δηλαδή, όχι θανατηφόρος.

Το πορφυρόδερμο, στρογγυλωπό πρόσωπό της φάνταζε στον Κλεόπα πιο ήρεμο από οποιουδήποτε άλλου γύρω του. Το γυάλισμα των πράσινων ματιών της!

Η Κορίνα ένευσε. «Ναι,» είπε, «εδώ είναι,» χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στον χάρτη, λες και μπορούσε να διαισθανθεί τι βρισκόταν πίσω από τον τοίχο.

Δεν αποκλείεται, σκέφτηκε ο Κλεόπας. Ο Σκοτοδαίμων μάς την έστειλε. Και είπε στη Χρυσαλλίδα’μορ: «Γκρεμίστε τον.»

Οι Εχθροί του Πρωινού έστησαν το ενεργειακό κανόνι που με το ζόρι είχαν τραβήξει μέσα από τους υπονόμους. Η Χρυσαλλίδα στάθηκε ανάμεσα στους δέκτες του – δύο όρθιες μεταλλικές πλάκες γεμάτες καλώδια – κι έπιασε με το ένα χέρι τον έναν, με το άλλο χέρι τον άλλο, ενώ υποτονθόρυζε τα λόγια για τη Μαγγανεία Οπλικής Φορτίσεως. Τα ενεργειακά κανόνια δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν χωρίς τη συμβολή Τεχνομαθή μάγου· έκαναν μπαμ, συνήθως, και σκότωναν όσους βρίσκονταν γύρω τους.

Ο Βίκτωρας κάθισε στη θέση του πυροβολητή. Κοίταξε την κονσόλα του όπλου.

«Όλα εντάξει;» ρώτησε ο Κλεόπας.

«Ναι. Απομακρυνθείτε από τον τοίχο.»

Πήγαν όλοι τους πίσω απ’το ενεργειακό κανόνι, έχοντας τα όπλα τους έτοιμα: πιστόλια, τουφέκια, και καραμπίνες τώρα, όχι αγχέμαχα. Θα συναντούσαν μισθοφόρους πέρα από το άνοιγμα που θα δημιουργούσαν.

Ο Βίκτωρας πάτησε τη σκανδάλη, και η ενεργειακή ριπή φώτισε τον υπόνομο. Ο τοίχος τραντάχτηκε, καθώς κι ολόκληρη η σήραγγα. Σκόνη σηκώθηκε. Οι Εχθροί του Πρωινού φώτιζαν με φακούς, προσπαθώντας να δουν αν είχε γίνει άνοιγμα.

Αλλά η Κορίνα φώναξε: «Ρίξε ξανά!»

Και ο Βίκτωρας πάτησε πάλι τη σκανδάλη. Ακόμα ένα τράνταγμα. Κι άλλη σκόνη.

«Έχει ανοίξει!» φώναξε κάποιος. «Έχει ανοίξει!»

«Ρίξε ξανά!» πρόσταξε ο Κλεόπας. Ήθελε νάναι σίγουροι.

Ο Βίκτωρας πυροβόλησε για τρίτη φορά, και η έκρηξη έγινε πιο μακριά. Είχε, όντως, δημιουργηθεί άνοιγμα.

«Μπαίνουμε!» φώναξε ο Κλεόπας· και, περνώντας μέσα απ’τους καπνούς, οι Εχθροί του Πρωινού εισέβαλαν στα υπόγεια του κεντρικού θησαυροφυλακίου της Τράπεζας των Τεσσάρων. Κάτω από τις πλαστικές τους στολές φορούσαν αλεξίσφαιρους θώρακες.

Η Κορίνα τούς ακολούθησε χωρίς βιάση, μ’ένα πιστόλι στο χέρι.

Ο Κλεόπας διέκρινε σκιερές μορφές να έρχονται μέσα από τη θολούρα. «ΠΥΡ!» κραύγασε, ενώ συγχρόνως οι αντίπαλοί τους τους πυροβολούσαν. Οι Εχθροί του Πρωινού γέμισαν τον χώρο με σφαίρες. Άνθρωποι κραύγαζαν, άνθρωποι έπεφταν. Το αίμα που κυλούσε μες στους διαδρόμους θύμιζε το αίμα που κυλούσε στα σφαγεία της Επίστρωτης.

Η σύγκρουση, πολύ σύντομα, φούντωσε σαν μανιασμένη λαίλαπα. Πυροβολισμοί και φωνές αντηχούσαν μαζί με πόδια που έτρεχαν. Κι όταν τύχαινε οι αντίμαχοι να βρεθούν ο ένας κοντά στον άλλο, χτυπιόνταν με μικρές λεπίδες που τραβούσαν από θηκάρια.

Ο μόνος λόγος που οι Εχθροί του Πρωινοί φαινόταν να νικάνε ήταν επειδή είχαν αιφνιδιάσει τους μισθοφόρους. Οι φύλακες του θησαυροφυλακίου δεν περίμεναν τέτοια επίθεση.

«Από εκεί!» είπε η Κορίνα, δείχνοντας. «Από εκεί είναι η δίοδος της ενδοδιάστασης.» Κι αρκετοί από τους Εχθρούς του Πρωινού έστριψαν σ’έναν διάδρομο που ήταν ανοιχτός.

Από έναν άλλο διάδρομο, μισθοφόροι έρχονταν πυροβολώντας.

«Εσείς – σταματήστε τους!» πρόσταξε η Κορίνα, δείχνοντας ξανά· και την υπάκουσαν πάραυτα, σαν να ήταν η στρατηγός τους, σαν να μην είχαν την παραμικρή αμφιβολία για την απόλυτη εξουσία της. Γύρισαν και πυροβόλησαν τους μισθοφόρους. Αρκετοί χτυπήθηκαν κι από τις δυο μεριές. Ουρλιαχτά και κατάρες αντηχούσαν.

Ο Κλεόπας δεν ήταν ανάμεσα σ’αυτούς που είχαν εμπλακεί εδώ· ήταν παραδίπλα, σ’έναν άλλο διάδρομο, μαχόμενος εναντίον άλλων αντιπάλων. Η Μαργκώ, όμως, ήταν ανάμεσα σ’αυτούς που είχαν εμπλακεί υπακούγοντας την Κορίνα: και την είχε υπακούσει κι εκείνη αμέσως, όπως οι υπόλοιποι, μην αμφιβάλλοντας καθόλου για την εξουσία της προς στιγμή, παρότι πριν την υποπτευόταν.

Ο χαλασμός ήταν τέτοιος που κανένας δεν μπορούσε να δει τι ακριβώς συνέβαινε, ποιος χτυπούσε ποιον. Το μόνο που ξεχώριζαν ήταν ποιοι ήταν οι εχθροί τους και ποιοι οι φίλοι τους – από τις ενδυμασίες τους και μόνο. Δίπλα στη Μαργκώ ένας από τους συντρόφους της σωριάστηκε, με αίμα να κυλά από τον λαιμό και το κεφάλι του.

Η Κορίνα στεκόταν τρία βήματα πίσω από τη Μαργκώ, καλυμμένη καλά από τους Εχθρούς του Πρωινού· ούτε μια στιγμή δεν είχε κινδυνέψει από τις σφαίρες. Και τώρα πλησίασε κι άλλο τη Μαργκώ, κόλλησε το πιστόλι της στον αυχένα της συμμορίτισσας, ψιθύρισε έντονα στ’αφτί της «Τα συναισθήματα είναι αμοιβαία», και πάτησε τη σκανδάλη. Η σπονδυλική στήλη της Μαργκώς έσπασε, κι εκείνη κατέρρευσε, νεκρή προτού καλά-καλά καταλάβει τι είχε γίνει.

Κανένας δεν είδε την Κορίνα να τη σκοτώνει. Κανένας, ούτε για λίγο, δεν την υποπτεύθηκε.

-6-

Η Κορίνα πλησίασε τους Εχθρούς του Πρωινού που στέκονταν μπροστά στη χωρική στρέβλωση. Ένα μέρος του τοίχου του διαδρόμου έκανε ζάρες λες κι επρόκειτο για ύφασμα, κι όλες αυτές οι ζάρες μαζεύονταν σ’ένα κέντρο. Ήταν σαν ακτίνες τροχού που στροβιλίζεται – μόνο που το στροβίλισμά του βρίσκεται σε αέναη στάση.

Ο Όλιβερ’σαρ είχε ήδη αρχίσει το Ξόρκι Μετασχηματισμού Διαστασιακής Αλλοιώσεως, με τα χέρια του υψωμένα προς τη μεριά της στρέβλωσης, αρθρώνοντας λόγια στη γλώσσα της μαγείας. Και η στρέβλωση φαινόταν ν’αλλάζει μορφή… σταδιακά.

Η Κορίνα ατένιζε ανέκφραστα. Το πρόσωπό της θύμιζε, πολύ έντονα, πρόσωπο κούκλας σε όσους στρέφονταν να την κοιτάξουν.

Ο Κλεόπας ήρθε κοντά της τη στιγμή που η χωρική στρέβλωση έστρωνε κι ένα αλλόκοτο βαθούλωμα παρουσιαζόταν στον τοίχο: ένα βαθούλωμα που έμοιαζε να αψηφά κάθε κατανοητή γεωμετρία της Ρελκάμνια.

«Αυτό ήταν,» είπε ο Όλιβερ, κι ακουγόταν κουρασμένος. «Άνοιξε.»

Ο Κλεόπας μπήκε πρώτος, ακολουθούμενος από τον Κάρλεμπ και μερικούς άλλους, μη μπορώντας να περιμένει, θέλοντας να δει τα λεφτά. Μόλις πέρασε το παράξενο κατώφλι, αισθάνθηκε σαν να έπεσε μέσα σε μια κολλώδη μάζα, όχι σε βαθούλωμα· αισθάνθηκε σαν κάτι να τον αγκάλιασε από παντού. Σφιχτά. Πολύ σφιχτά. Αποπνιχτικά. Δεν μπορούσε να μιλήσει – δεν μπορούσε ν’αναπνεύσει!

Και μετά, η κολλώδη μάζα έλιωσε ολόγυρά του· έγινε όπως η λάσπη· έγινε όπως το νερό: και ο Κλεόπας βρέθηκε (καθόλου βρεγμένος) σ’ένα πελώριο δωμάτιο από κατάμαυρους τοίχους. Στο κέντρο του ήταν μια σφαίρα από παλλόμενη πορτοκαλοκόκκινη ενέργεια, κι αυτή έμοιαζε να είναι το μοναδικό φως εδώ μέσα. Τα πλοκάμια της έφταναν τρίζοντας ώς το ταβάνι, ώς το πάτωμα, καθώς αιωρείτο.

Η υπόλοιπη αίθουσα ήταν γεμάτη με χαρτονομίσματα. Ολόκληρες πολυκατοικίες από δεκάδια! Ο Κλεόπας δεν είχε δει ποτέ τόσα λεφτά συγκεντρωμένα στη ζωή του.

Οι συμμορίτες που τον είχαν ακολουθήσει ζητωκραύγασαν. «Πλούτος! Πλούτος!» «Είμαστε πλούσιοι!» «Είναι όλα δικά μας! Όλα δικά μας!»

Κι άλλοι έρχονταν τώρα από τη διαστασιακή δίοδο, και η αντίδρασή τους ήταν παρόμοια.

«Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο!» φώναξε ο Κλεόπας. «Βιαστείτε!» Είχε ήδη ανοίξει έναν σάκο και τον γέμιζε με χαρτονομίσματα.

Οι υπόλοιποι τον μιμήθηκαν, καθώς ακόμα περισσότεροι έμπαιναν στην ενδοδιάσταση-θησαυροφυλάκιο.

Τώρα ήρθε και η Κορίνα μαζί τους, και κοίταξε τριγύρω χωρίς να φαίνεται εντυπωσιασμένη, σαν όλα τούτα τα λεφτά να μην ήταν τίποτα περισσότερο για εκείνη από τυπωμένα χαρτάκια, όπως αυτά που πετάνε στις διαδηλώσεις και στις γιορτές.

«Η ενεργειακή συσσώρευση…» είπε, σαν να μονολογούσε, καθώς βάδιζε προς τη σφαίρα από ενέργεια. Δεν την πλησίασε πολύ, όμως· σταμάτησε σε απόσταση ασφαλείας.

«Τι;» ρώτησε ο Κλεόπας, περίεργος με την αντίδρασή της αλλά χωρίς να σταματήσει να χώνει χαρτονομίσματα μες στον σάκο του, αρπάζοντάς τα από όπου κι αν τα έβρισκε.

«Η ενδοδιάσταση δημιουργήθηκε με συσσωρευμένη ενέργεια,» είπε η Κορίνα, κι άπλωσε το γαντοφορεμένο χέρι της προς τα ενεργειακά πλοκάμια της σφαίρας, που έτριζαν και τινάζονταν. «Γαργαλάει,» παρατήρησε, και γέλασε.

«Τι εννοείς ‘δημιουργήθηκε’;»

«Την έφτιαξαν, Κλεόπα. Οι μάγοι της Τράπεζας. Αλλά δεν ήμουν σίγουρη πώς.»

«Μπορείς να φτιάξεις ενδοδιάσταση;» απόρησε ο αρχηγός των Εχθρών του Πρωινού. Νόμιζε ότι ήταν φυσικές, ότι μόνο το σύμπαν τις έφτιαχνε.

«Ασφαλώς και μπορείς. Όχι ο καθένας, βέβαια.» Η Κορίνα απομάκρυνε το χέρι της από την παλλόμενη ενέργεια. «Βιαστείτε!» είπε δυνατά, ώστε να την ακούσουν όλοι. «Δεν έχετε και πολύ χρόνο! Αποκλείεται να προλάβετε να μαζέψετε τα πάντα από εδώ.»

Και βάδισε προς τη διαστασιακή δίοδο· πέρασε μέσα της κι εξαφανίστηκε σαν να μετατράπηκε ξαφνικά σε μια κουκίδα που μια δίνη την αρπάζει και την περιστρέφει με μεγάλη ταχύτητα.

Ο Κλεόπας φούσκωνε τον δεύτερο άδειο σάκο του με χαρτονομίσματα, γελώντας σαν να είχε χάσει τα λογικά του.

Τόσα δεκάδια! σκέφτηκε. ΤΟΣΑ ΔΕΚΑΔΙΑ! ΤΟΣΑ ΔΕΚΑΔΙΑ!

Και συνειδητοποίησε ότι δεν το σκεφτόταν μόνο. Το φώναζε.

«Τόσα δεκάδια! Χα-χα-χα-χα-χα-χα-χα-χα!… ΤΟΣΑ… ΓΑΜΗΜΕΝΑ… ΔΕΚΑΔΙΑ!»

-7-

Οι Εχθροί του Πρωινού βγήκαν από την ενδοδιάσταση-θησαυροφυλάκιο καθώς κι άλλοι μισθοφόροι κατέβαιναν στα υπόγεια, κι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν βιαστικά, κακήν-κακώς, ενώ πυρά τούς καταδίωκαν. Πέταξαν πίσω τους καπνογόνα για να καλύψουν τη φυγή τους, και δεν μπόρεσαν παρά να εγκαταλείψουν το ενεργειακό κανόνι στους υπονόμους. Δεν ήταν δυνατόν να το πάρουν μαζί αν ήθελαν να φύγουν γρήγορα.

Αλλά αυτό τώρα δεν είχε σημασία.

Ήταν πλούσιοι!

Μπορούσαν ν’αγοράσουν άλλο ενεργειακό κανόνι. Παραπάνω από ένα.

Ήταν πλούσιοι!

Είχαν μαζέψει περισσότερα δεκάδια απ’ό,τι είχαν ποτέ στις ζωές τους.

Και όλα τα χρωστούσαν στην Κορίνα.

«Είσαι, αληθινά, εκλεκτή του Σκοτοδαίμονος!» της είπε ο Κλεόπας, καθώς απομακρύνονταν μες στους υπονόμους. «Ο Σκοτοδαίμων, βλέποντας πόσο καλά τον υπηρετούμε, σε έστειλε σ’εμάς.»

Η Κορίνα γέλασε. «Απλώς λίγη καθοδήγηση μού έδωσε. Δεν είμαι καν ιέρειά του, Κλεόπα.»

Ο Κλεόπας τύλιξε το χέρι του γύρω από τη μέση της. «Για εμένα, είσαι θεά

Η Κορίνα χαμογέλασε. «Με κολακεύεις – και με κάνεις να αισθάνομαι άσχημα!» Τον έσπρωξε παιχνιδιάρικα, κι εκείνος παραπάτησε λίγο μέσα στα μολυσμένα νερά των υπονόμων.

Ύστερα, φόρεσαν κι οι δύο τις μάσκες τους γιατί έπρεπε τώρα να διασχίσουν ένα μέρος όπου οι αναθυμιάσεις ήταν δηλητηριώδεις.

Βαδίζοντας μερικά βήματα πίσω τους, ο Βίκτωρας δεν ήξερε αν όφειλε να είναι χαρούμενος ή θλιμμένος. Μια αποπροσανατολιστική αίσθηση χαρμολύπης τον είχε καταλάβει, από τη στιγμή που έμαθε ότι η Μαργκώ είχε σκοτωθεί από τους καταραμένους μισθοφόρους της Τράπεζας…

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Η Εκλεκτή του Σκοταδιού

-1-

Ο κόσμος αποζητά ήρωες, προφήτες, προμάχους. Ανθρώπους που θα σταθούν θα ξεχωρίσουν μέσα από το πλήθος. Που θα σταθούν πρώτοι, για να αντιμετωπίσουν απειλές ή να καθοδηγήσουν τους υπόλοιπους.

Ο κόσμος δημιουργεί τέτοιους ανθρώπους ακόμα κι όταν δεν υπάρχουν. Τους βάζει, ακόμα και με το ζόρι να γίνουν κάτι, που οι ίδιοι δεν θα ήθελαν ποτέ να είναι. Τους ζητά πολλά, προσφέροντάς τους δόξα, ως αντάλλαγμα – δηλαδή τίποτα. Είναι εξιλαστήρια θύματα. Θύματα των καταστάσεων.

Αλλά όχι πάντα. Το γεγονός ότι ο κόσμος αποζητά τέτοια άτομα, τον κάνει ευάλωτο, σε εκείνους που είναι πρόθυμοι να τον χειραγωγήσουν. Κι αυτοί μπορούν να στρέψουν τον κόσμο προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, μπορούν να αλλάξουν πολλά στη διάστασή μας της Ρελκάμνια. Φτάνει να συνεχίσουν να δίνουν στον κόσμο το ναρκωτικό του – την εικόνα του ήρωα, του ηγέτη, του προφήτη, του προμάχου.

Όλα είναι εικόνα...

-2-

Ήθελαν η Κορίνα να μείνει μαζί τους, να γίνει μία από αυτούς. Την έβλεπαν ως ηρωίδα. Ως εκλεκτή του Σκοτοδαίμονος. Της έκαναν τιμές. Της πρόσφεραν ένα μεγάλο μέρος των χρημάτων που είχαν ληστέψει από την Τράπεζα των Τεσσάρων. Αλλά εκείνη δεν ήθελε τίποτα.

«Είναι όλα δικά σας,» είπε στα συγκεντρωμένα ηγετικά μέλη της συμμορίας. «Ο Σκοτοδαίμων δεν μ’έστειλε για να πάρω τα χρήματά σας. Ωστόσο,» πρόσθεσε, «επειδή δεν είμαι τελείως ηλίθια, θα κρατήσω μερικά για κάποιες… άμεσες ανάγκες.» Και μάζεψε χίλια-πεντακόσια δεκάδια μόνο από τους σωρούς των χαρτονομισμάτων που ήταν απλωμένοι επάνω στο τραπέζι.

Η χειρονομία της και τα λόγια της έκαναν τους Εχθρούς του Πρωινού να γελάσουν, και να τη συμπαθήσουν ακόμα περισσότερο.

«Αλλά θα μείνεις μαζί μας,» τη ρώτησε ο Κλεόπας, «έτσι δεν είναι;» Την ήθελε κοντά του. Το χέρι του άγγιξε το δικό της επάνω στο τραπέζι.

«Θα μείνω,» είπε η Κορίνα, «για την ώρα.»

Και έμεινε κάμποσες ημέρες με τους Εχθρούς του Πρωινού, ενώ εκείνοι χρησιμοποιούσαν τα κλεμμένα λεφτά τους για να αγοράσουν όπλα, οχήματα, και συσκευές από άλλες συνοικίες της Ρελκάμνια. Από τη Βαθμιδωτή, κυρίως, που ήταν πέρα από τα δυτικά σύνορα της Επίστρωτης, όμως όχι μόνο από εκεί. Ταξίδεψαν βόρεια, νότια, ανατολικά· κι όταν επέστρεφαν, έφερναν μαζί τους εξοπλισμούς και χρήσιμα αντικείμενα, αλλά επίσης και διάφορα πράγματα που ήταν για τη διασκέδασή τους. Μέσα στην Επίστρωτη αγόρασαν, επιπλέον, κάποια οικήματα και διαμερίσματα πολυκατοικιών, τα οποία πίστευαν ότι θα τους χρειάζονταν.

Και τις νύχτες συνέχιζαν να ληστεύουν και να απάγουν ανθρώπους, κόβοντάς τους κάτι από το σώμα τους, τις περισσότερες φορές, για να το προσφέρουν στον Σκοτοδαίμονα: δυο μικρά δάχτυλα χεριών, ένα μεγάλο δάχτυλο ποδιού, ένα μάτι, ένα αφτί, ένα πέος, μια κλειτορίδα. Και πουλούσαν την Επινυκτίδα σε διάφορα μέρη της Επίστρωτης: σε πλατείες που είχαν νυχτερινή κίνηση, σε νυχτερινά μπαρ και κέντρα διασκέδασης, σε εστιατόρια που διανυκτέρευαν, σε νοσοκομεία, σε φαρμακεία, σε περίπτερα, και σε γειτονιές που οι κάτοικοι έπαιζαν τυχερά παιχνίδια τις νύχτες. Ακόμα και σε δημόσια επιβατηγά οχήματα έμπαιναν για να πουλήσουν την Επινυκτίδα.

Οι συνηθισμένοι αρθρογράφοι έγραφαν για τα κακώς κείμενα των «ανθρώπων του πρωινού». Κατηγορούσαν τις μεγάλες εταιρείες τροφίμων για εκμετάλλευση των εργατών· κατηγορούσαν τον Οίκο των Αλντ’κάρθοκ ότι κάλυπτε τους εκμεταλλευτές και ότι επωφελείτο από αυτούς· κατηγορούσαν την Αστυνομία της Επίστρωτης ότι υποστήριζε όλους αυτούς τους κακούργους. Επίσης, στην Επινυκτίδα έγραφαν για τους αστέγους και για την αδιαφορία που έδειχνε η πολιτεία της Επίστρωτης γι’αυτούς. Και περιλάμβαναν και κάποιες αγγελίες στο έντυπο, σταλμένες από ανθρώπους που ήθελαν να πουλήσουν διάφορα πράγματα (νύχτες πάντα) ή αναζητούσαν παρέα σε συγκεκριμένα μέρη (νύχτες πάντα).

Εκτός από τους συνηθισμένους αρθρογράφους, τελευταία, έγραφε και μια καινούργια, με το ψευδώνυμο «Εκλεκτή του Σκοταδιού». Ήταν η Κορίνα, φυσικά. Και τα άρθρα της μιλούσαν, κυρίως, για τον μονόπλευρο προσανατολισμό της Επίστρωτης, που είχε αγνοήσει τόσο πολύ τα τεχνικά προϊόντα ώστε να παράγει τρόφιμα. Μέσα από τη λογική που ακολουθούσε στα γραφόμενά της έφτανε στο συμπέρασμα ότι τα περισσότερα από τα κακά στην Επίστρωτη οφείλονταν σ’αυτήν ακριβώς τη μονομέρεια της παραγωγής. Η συνοικία κινδύνευε από δηλητηριώδεις μολύνσεις εξαιτίας των οργανικών και των χυμικών απόβλητων. Οι εταιρείες είχαν γιγαντωθεί τόσο που έβλεπαν τους εργάτες σαν ασήμαντα μυρμήγκια. Δεν υπήρχε τίποτα να μετριάσει τη δύναμη των πλουσίων. Τίποτα εκτός από τους Εχθρούς του Πρωινού.

Κατά τα άλλα, η Κορίνα δεν μπλέχτηκε σε καμια δραστηριότητα της συμμορίας. Μόνο μερικά άρθρα έγραψε. Δεν συμμετείχε ούτε σε ληστείες, ούτε σε απαγωγές, ούτε σε τίποτε άλλο. Προσπαθούσε, ωστόσο, να γνωρίσει όσο το δυνατόν περισσότερα μέλη των Εχθρών του Πρωινού. Για τον εαυτό της δεν έλεγε πολλά· όμως, απ’ό,τι είχαν αρχίσει να καταλαβαίνουν οι συμμορίτες, η Κορίνα πρέπει να είχε κάνει πολλές δουλειές στη ζωή της και να είχε βαδίσει σε πολλούς δρόμους της Ατέρμονης Πολιτείας. Δεν ήταν γεννημένη στην Επίστρωτη, απλώς είχε καταλήξει εδώ λόγω συγκυριών. Πράγμα που δεν πείραζε καθόλου τους Εχθρούς του Πρωινού, αφού, εξαιτίας της παρουσίας της, είχαν αυξήσει την περιουσία της συμμορίας τους.

Οι αρχές της Επίστρωτης έδειχναν να υποπτεύονται τους Εχθρούς του Πρωινού για την επίθεση στην Τράπεζα των Τεσσάρων, αλλά η Αστυνομία δεν είχε κινηθεί εναντίον τους. Όπως πάντα, τους φοβόταν πολύ, και είχε ελλιπείς πληροφορίες για τις κρυψώνες τους.

Ωστόσο, τις τελευταίες νύχτες, οι Εχθροί του Πρωινού παρατήρησαν ότι κάποιοι ύποπτοι περιφέρονταν στις περιοχές που περιφέρονταν κι εκείνοι: και δεν είχαν αμφιβολία ότι επρόκειτο για κατασκόπους: ερευνητές πληρωμένους από την Τράπεζα των Τεσσάρων, πιθανώς. Όλα τα ηγετικά μέλη της συμμορίας συμφωνούσαν ότι θα έπρεπε να προσέχουν πολύ μ’αυτούς.

-3-

Η Κορίνα εμφανιζόταν και εξαφανιζόταν σε διάφορες στιγμές, απροειδοποίητα. Κανείς δεν ήξερε πού πήγαινε όταν έφευγε. Ή, τουλάχιστον, δεν ήξεραν αρκετές φορές. Γιατί κάποιες φορές ήξεραν. Η Κορίνα πήγαινε σ’ένα διαμέρισμα που είχε στον δέκατο-τρίτο όροφο μιας πολυκατοικίας του Επίκεντρου. Το διαμέρισμα δεν ήταν μεγάλο, και είχε άψογη θέα προς τους κινηματογράφους, τα θέατρα, και την αρένα της συγκεκριμένης κοσμοπολίτικης γειτονιάς της Επίστρωτης. Η Κορίνα φαινόταν να μένει μόνη, απ’ό,τι είχαν καταλάβει όσα μέλη της συμμορίας είχαν φιλοξενηθεί εκεί. Μοναδική της παρέα ήταν κανένας γύπας του Κρόνου που ερχόταν στο μπαλκόνι της για να φάει κομμάτια κρέας που εκείνη του πετούσε. Τα πρωινά η Κορίνα δεν δούλευε, αλλά πρέπει να είχε κάμποσα λεφτά στην Τράπεζα Επίκεντρου ώστε να μπορεί να ζει προς το παρόν.

Ωστόσο, όταν έφευγε μακριά από τη συμμορία, δεν πήγαινε πάντα στο διαμέρισμά της. Και τότε κανένας δεν ήξερε πού βρισκόταν. Έχαναν τα ίχνη της τελείως, σαν να ήταν στοιχειό της Ατέρμονης Πολιτείας, όχι άνθρωπος.

Ο Κλεόπας είχε βάλει, κρυφά, κατασκόπους του να την παρακολουθήσουν, αλλά οι κατάσκοποι την είχαν χάσει· κι έμοιαζαν πολύ σαστισμένοι. Ο Κλεόπας είχε, επίσης, καλέσει τη δύναμη του Σκοτοδαίμονος, μια νύχτα, για να του αποκαλύψει πού πήγαινε η Κορίνα, αλλά καμια απάντηση δεν είχε λάβει· νόμιζε μόνο πως είχε ακούσει ένα βαθύ, χλευαστικό γέλιο μες στο κεφάλι του, που θα μπορούσε να βγαίνει από τον λαιμό τρομερού θηρίου.

Ο Κλεόπας εξακολουθούσε να επιθυμεί την Κορίνα απεγνωσμένα, μα δεν ήξερε πώς να την πλησιάσει. Δεν ήταν σαν τις άλλες γυναίκες. Είχε κάτι το… απόμακρο – και, συγχρόνως, μαγευτικό – επάνω της και γύρω της. Και πάντα – πάντα – όταν ο Κλεόπας νόμιζε πως τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή για να την τραβήξει στο κρεβάτι του, κάτι συνέβαινε και τα πράγματα άλλαζαν. Σαν ο καταραμένος ο Κρόνος να τον είχε καταραστεί!

Όσο όμως η Κορίνα έμενε μακριά από την αγκαλιά του, τόσο περισσότερο εκείνος την ήθελε. Η σκέψη της τον τρέλαινε. Και εξασκούσε τις ορμές του επάνω σε άλλες γυναίκες της συμμορίας, οι οποίες ήταν παραπάνω από πρόθυμες να πλαγιάσουν με τον αρχηγό των Εχθρών του Πρωινού, τον Αρχιερέα του Σκοτοδαίμονος.

Αλλά καμια τους δεν ήταν η Κορίνα! Ήταν σαν σκιές για εκείνον.

«Δεν είναι πραγματική γυναίκα,» του είπε ο Κάρλεμπ, κάποτε, έχοντας καταλάβει πού ήταν το μυαλό του. «Είναι στοιχειακό της Ρελκάμνια.»

Οι δυο τους κάθονταν σ’ένα από τα μπαρ που ανήκαν στη συμμορία, πίνοντας. Απόψε κανείς δεν ήξερε πού βρισκόταν η Κορίνα· ήταν από τις φορές που είχε εξαφανιστεί τελείως.

Ο Κλεόπας γέλασε. «Δεν είναι ‘πραγματική γυναίκα’;» Ρουθούνισε. «Είναι η πιο πραγματική γυναίκα που έχω γνωρίσει, Κάρλεμπ!»

«Όχι,» είπε εκείνος, καπνίζοντας ένα βαρύ πούρο, με το λευκόδερμο πρόσωπό του μισοκρυμμένο πίσω απ’τον καπνό, «δεν είναι η πιο πραγματική γυναίκα που έχεις γνωρίσει.»

Ο Κλεόπας ρουθούνισε ξανά, αποδοκιμαστικά, και ήπιε μια μεγάλη γουλιά απ’το Σεργήλιο κρασί στο ποτήρι του.

«Δεν την έχεις γνωρίσει, ρε μαλάκα,» του είπε ο Κάρλεμπ. «Δεν ξέρεις τίποτα γι’αυτήν!» Τον άρπαξε απ’τον ώμο, με το ένα χέρι· τα δάχτυλά του σαν νύχια γύπα του Κρόνου πάνω στη σάρκα και το κόκαλο του Κλεόπα. «Τι ξέρεις; Πες μου!»

«Ξέρω… όσα χρειάζεται να ξέρω. Ο Σκοτοδαίμων την έστειλε–»

«Και λοιπόν; Ίσως όντως να είδε εκείνα τα οράματα–»

«‘Ίσως’; Το αμφισβητείς; Εισβάλαμε στην Τράπεζα των Τεσσάρων, ακριβώς όπως η Κορίνα μάς εί–»

«Ακόμα κι έτσι. Δεν ξέρεις τίποτα, ουσιαστικά, γι’αυτήν.» Ο Κάρλεμπ άφησε πάλι τον ώμο του.

«Οι θεοί την έπλασαν για εμένα,» είπε ο Κλεόπας. «Τη θέλω.»

«Δε νομίζω ότι οι θεοί την έπλασαν για κανέναν.» Ο Κάρλεμπ έτριψε την άκρη του πούρου του μέσα στο τασάκι.

Τη μεθεπόμενη νύχτα, η στιγμή που περίμενε ο Κλεόπας επιτέλους ήρθε. Δεν ήξερε πώς. Δεν ήξερε τι ακριβώς είχε αλλάξει τώρα, τι είχε, ίσως, εκείνος κάνει διαφορετικά. Ήταν μυστηριώδες, όπως και πολλά πράγματα με την Κορίνα.

Τον αντίκρισε μέσα στη μεγάλη νυχτερινή γκαλερί των Εχθρών του Πρωινού, όπου συγκέντρωναν πολλά έργα τέχνης – κλεμμένα αρκετά από αυτά. Ο Κλεόπας είχε έρθει μαζί με δύο συλλέκτες για να τους δείξει κάποια κομμάτια που ήθελαν να αγοράσουν. Αλλά όταν είδε την Κορίνα εκεί, να στέκεται ανάμεσα σε δύο πίνακες που απεικόνιζαν τοπία από άλλες διαστάσεις, εκείνη έγινε αμέσως το μοναδικό έργο τέχνης που τον ενδιέφερε.

Ο Κλεόπας ζήτησε από τη Τζακλίν, που φυλούσε τη γκαλερί, να δείξει στους κυρίους ό,τι ήθελαν, και ο ίδιος βάδισε προς την Κορίνα χωρίς εκείνη να του έχει κάνει ούτε καν νόημα να έρθει.

«Πού ήσουν;» τη ρώτησε.

«Είχα κάποιες δουλειές.»

«Πού; Τι δουλειές;»

«Δεν είμαι μέλος της συμμορίας σας, Κλεόπα,» του θύμισε. Αλλά είπε: «Στην Καλόπραγη ήμουν.» Μια συνοικία νοτιοανατολικά της Επίστρωτης. «Ήθελα ν’αγοράσω κάτι βιβλία από έναν φίλο.» Και, αλλάζοντας θέμα ξαφνικά: «Το διαισθανόμουν ότι θα σε συναντούσα εδώ απόψε.»

«Ποιος σ’το είπε;»

«Οι δρόμοι και ο άνεμος,» αστειεύτηκε η Κορίνα, αλλά δεν χαμογελούσε παρά ελάχιστα.

Ο Κλεόπας ακόμα αισθανόταν ότι δεν ήξερε πώς να την πλησιάσει. Να της πρότεινε να έρθει σ’ένα από τα σπίτια του; – αυτό που βρισκόταν εδώ, κοντά στη γκαλερί;

«Τέλος πάντων,» είπε η Κορίνα. «Δεν πάμε να καθίσουμε κάπου; Διψάω, και είμαι κουρασμένη. Ένας αναπαυτικός καναπές θα ήταν ό,τι χρειάζομαι τώρα.» Και το χαμόγελό της ήταν τέλειο επάνω στα μικρά της χείλη…

Ο Κλεόπας είχε πρόσφατα αγοράσει καινούργιο καναπέ για το σπίτι του που βρισκόταν εδώ κοντά. «Νομίζω πως έχω εκείνο που θέλεις.»

Ύψωσε ένα της φρύδι. «Σοβαρά;»

Και μετά, το ένα έφερε το άλλο. Το διαμέρισμα στον έκτο όροφο… ο μαλακός καναπές… τα ποτά… Βρέθηκαν στο υπνοδωμάτιο, όρθιοι ακόμα, και δεν χόρταινε να φιλά τα χείλη της, το πρόσωπό της, τον λαιμό της, ενώ τα χέρια της έλυναν τα ρούχα του, βγάζοντάς τα επιδέξια, αφήνοντάς τα να πέσουν στο πάτωμα. Και τα δικά της ρούχα τα ακολούθησαν: η πτυχωτή φούστα, η πλεχτή μπλούζα, το μεσοφόρι, ο στηθόδεσμος. Ο Κλεόπας ξάπλωσε ανάσκελα στο κρεβάτι, με το χρυσόδερμο σώμα του γυμνό, με το όργανό του ορθωμένο. Η Κορίνα έβγαλε την περισκελίδα της με μια γοητευτική κίνηση των γοφών της, κι ανέβηκε κι εκείνη στο κρεβάτι, φορώντας μόνο τις μακριές μαύρες κάλτσες της. Τον καβάλησε, κι ο Κλεόπας αναστέναξε όπως αυτός που διψά για μέρες και, επιτέλους, πίνει νερό. Τα χέρια του έσφιξαν τα στήθη της· μετά γλίστρησαν προς τα κάτω, τραβώντας τις κάλτσες της για να τις κατεβάσουν.

Αλλά η Κορίνα τον σταμάτησε, πιάνοντας τους καρπούς του, όταν οι κάλτσες είχαν φτάσει στους αστραγάλους. «Όχι,» είπε ξέπνοα, «τις θέλω.»

Ο Κλεόπας γέλασε. «Γιατί;»

«Τις θέλω,» επέμεινε εκείνη, κι έσκυψε από πάνω του για να ρουφήξει τα χείλη του. «Τις θέλω· τα ποδαράκια μου κρυώνουν. Πάντα φοράω τις κάλτσες μου.»

Ο Κλεόπας δεν έφερε αντίρρηση. Όλο το υπόλοιπο υπέροχο, πορφυρόδερμο σώμα της ήταν δικό του: για τα χέρια του, για τα χείλη του, για τη γλώσσα του. Τη γύρισε ανάσκελα και την καβάλησε, αγριεμένος. Η Κορίνα αναφώνησε και γάντζωσε τα νύχια της επάνω του, ύψωσε τα γόνατά της. «Πόσο γρήγορα μπορείς να με πηδήξεις;» του είπε. «Πόσο γρήγορα;»

«Θες να δεις;»

«Ναι – θέλω. Θέλω!»

Μετά από λίγο, ο Κλεόπας στηριζόταν λαχανιασμένος από πάνω της. Γύρισε στο πλάι και ξάπλωσε.

Η Κορίνα ανασηκώθηκε, ρίχνοντάς το βάρος της στον αγκώνα. «Είσαι γρήγορος,» παρατήρησε, διατρέχοντας το δάχτυλό της πάνω στο στήθος του.

«Σ’αγαπώ,» της είπε, αγγίζοντας το πλάι του στρογγυλωπού προσώπου της.

Η Κορίνα χαμογέλασε με τρόπο που έμοιαζε εξωπραγματικός. «Μη λες ανοησίες, Κλεόπα. Αυτό που νιώθεις–»

«Όχι,» επέμεινε εκείνος. «Αυτό που νιώθω, δεν το έχω νιώσει για άλλη γυναίκα.»

«Αυτό που νιώθεις είναι η επίδραση του Σκοτοδαίμονος επάνω μου. Αυτό είναι που σε τραβάει.»

Ο Κλεόπας συνοφρυώθηκε. Του έλεγε αλήθεια;

«Το καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι;» είπε η Κορίνα. «Τόσα χρόνια λατρεύεις τον Σκοτοδαίμονα, και τώρα ο Σκοτοδαίμων έκανε ένα δώρο στη συμμορία σου – μέσα από εμένα. Γι’αυτό με βλέπεις όπως με βλέπεις.» Η αριστερή της κάλτσα τρίφτηκε πάνω στην κνήμη του, επίμονα, προκλητικά. Ο ανδρισμός του ορθώθηκε ξανά. «Δε μ’αγαπάς, Κλεόπα. Σε ελκύω.»

Εκείνος ξεροκατάπιε, απορώντας πώς η Κορίνα μπορούσε να μιλά έτσι μια τέτοια στιγμή. Αλλά, βέβαια, ήταν εκλεκτή του Σκοτοδαίμονος… Ήταν ιερή. «Παρ’όλ’ αυτά,» της είπε, «σε θέλω εδώ. Κοντά μου. Για πάντα.» Αγκάλιασε τη μέση της. «Θα κάνω ό,τι μου ζητήσεις, Κορίνα.»

«Είσαι ψεύτης!» του είπε προκλητικά.

«Δε σου λέω ψέματα!»

«Ξέρεις τι θέλω να κάνεις;»

«Τι;»

Του είπε, σοβαρά: «Να πας στο υπόγειο θέατρο, στον βωμό, να βγάλεις το δεξί σου μάτι, και να το προσφέρεις στον Σκοτοδαίμονα.»

Ο Κλεόπας την ατένισε σαστισμένος, βέβαιος ότι του έκανε πλάκα.

Η Κορίνα γέλασε, κι έφυγε από την αγκαλιά του, κυλώντας πάνω στο κρεβάτι. «Βλέπεις; Είσαι ψεύτης!»

«Δεν ήταν λογικό αυτό που μου ζήτησες!» διαμαρτυρήθηκε ο Κλεόπας, καθώς ανασηκωνόταν, θυμωμένος μαζί της. Ήταν τρελή;

Η Κορίνα ακόμα γελούσε. «Δεν ήταν λογικό αυτό που μου είπες – ‘θα κάνω τα πάντα για σένα’. Σκέψου προτού μιλήσεις. Μπορεί να είμαι τρελή.»

Λες κι ήξερε τις σκέψεις του… «Σου λέω, όμως, αλήθεια ότι θέλω να μείνεις μαζί μου. Γίνε μέλος της συμμορίας μας, Κορίνα. Θα είσαι, ανάμεσά μας, σαν βασίλισσα από άλλη διάσταση!»

Η Κορίνα χαμογέλασε αχνά καθώς σηκωνόταν από το κρεβάτι, γυμνή, φορώντας μόνο τις μαύρες κάλτσες της, ακόμα κατεβασμένες ώς τους αστραγάλους. «Όχι, Κλεόπα, δεν μπορώ να είμαι από άλλη διάσταση.» Και προτού εκείνος μιλήσει: «Κάνε κάτι για μένα τώρα. Θα κάνεις κάτι για μένα τώρα;»

Την ατένισε με επιφύλαξη.

Η Κορίνα γέλασε. «Δε θα σου ζητήσω να ακρωτηριαστείς. Το υπόσχομαι.»

«Πες μου.»

«Ξάπλωσε και κλείσε τα μάτια. Και μην τα ανοίξεις μέχρι που να σου πω. Μέχρι που να σου πω.»

«Εντάξει,» είπε ο Κλεόπας, υποθέτοντας πως θα του έκανε κάποια έκπληξη, ερωτικής φύσης ίσως. Ξάπλωσε και έκλεισε τα βλέφαρά του, νιώθοντας το όργανό του να ορθώνεται ξανά. Περιμένοντας ότι, μάλλον, η Κορίνα θα πλησίαζε και θα το άγγιζε… με τα δάχτυλά της; με τη γλώσσα της; με το καλτσοντυμένο πόδι της;

Αλλά ο χρόνος κυλούσε και ο Κλεόπας δεν ένιωθε τίποτα. Τίποτα δεν γινόταν.

Συνέχισε, όμως, να περιμένει.

Και να περιμένει… και να περιμένει…

Το όργανό του δεν ήταν στητό πια.

Τι έκανε η Κορίνα; Έπαιζε μαζί του; Έπαιζε με την υπομονή του; Τα μάτια του άνοιξαν. Και είδε το υπνοδωμάτιο άδειο. Άδειο – τελείως άδειο – χωρίς εκείνη. Ούτε τα ρούχα της δεν ήταν εδώ.

Ο Κλεόπας τινάχτηκε από το κρεβάτι. «Κορίνα!» φώναξε.

Πήγε στα άλλα δωμάτια του διαμερίσματός του. «Κορίνα! Κορίνα!»

Πουθενά δεν τη βρήκε. Ούτε μέσα στο σπίτι του ούτε έξω από αυτό.

Ούτε ετούτη τη νύχτα, ούτε την επόμενη, ούτε τη μεθεπόμενη.

Τι της είχε κάνει; Την είχε προσβάλει κάπως; Γιατί τον είχε εγκαταλείψει έτσι;

Θα ξαναρχόταν ποτέ; Ή είχε φύγει για πάντα μακριά από τους Εχθρούς του Πρωινού;

Εξαιτίας μου;

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Χαλασμένα Οχήματα

-1-

Τις νύχτες η Βαθμιδωτή ήταν μια τελείως διαφορετική συνοικία. Τα μολυσματικά σύννεφα, βέβαια, εξακολουθούσαν να σκεπάζουν τον ουρανό, κρύβοντας τα φεγγάρια της Ρελκάμνια και την Ουλή, αλλά τα εργοστάσια σταματούσαν να δουλεύουν, και διαφορετικός κόσμος τριγύριζε στους δρόμους. Οι νυχτοβάτες, οι ποδοπατημένοι, οι αποκάτω, έβγαιναν για να περπατήσουν χωρίς να φοβούνται τους Τιμωρούς. Έβλεπες τις ρακένδυτες μορφές τους να κινούνται μες στα σκοτάδια και στα φώτα των ενεργειακών λαμπών ή των αυτόφωτων πινακίδων.

Η Ερμιόνη άνοιγε το μηχανουργείο οχημάτων όταν ο ήλιος έδυε, γιατί τότε είχε ένα πλεονέκτημα σε σχέση με τα άλλα, μεγαλύτερα μηχανουργεία. Το πλεονέκτημα ήταν ότι αυτά, τέτοιες ώρες, δεν λειτουργούσαν. Ένα, μάλλον, πολύ σημαντικό πλεονέκτημα. Η Ερμιόνη μάζευε την κίνηση της νύχτας· μια διαφορετικού είδους κίνηση. Επικίνδυνη, μερικές φορές. Γι’αυτό κιόλας είχε πάντα την καραμπίνα της κρυμμένη κοντά της, κάτω από υφάσματα. Και είχε, κατά περίσταση, αναγκαστεί να τη χρησιμοποιήσει.

Ήταν γονατισμένη, τώρα, δίπλα σ’ένα τετράκυκλο όχημα, βγάζοντας έναν παλιό, ραγισμένο τροχό που θα αντικαθιστούσε μ’έναν καινούργιο. Αλλά η αφαίρεση του τροχού δεν ήταν εύκολη· ο μεταλλικός δίσκος είχε στραβώσει. Ο οδηγός κάπου πρέπει να είχε κουτουλήσει το όχημα· ή κάποιο άλλο όχημα πρέπει να είχε κοπανήσει επάνω του. Η Ερμιόνη δεν τον είχε ρωτήσει, γιατί δεν της φαινόταν απ’τους ανθρώπους που του άρεσαν οι ερωτήσεις. Σε καμια ώρα, της είχε πει, θα επέστρεφε· θα ήταν ώς τότε έτοιμος ο τροχός; Θα ήταν, είχε υποσχεθεί η Ερμιόνη· και τώρα πάλευε να τραβήξει τον μεταλλικό δίσκο από τον άξονα. Ιδρώτας κυλούσε επάνω στο γαλανόδερμο πρόσωπό της. Τα μαλλιά της ήταν μαύρα, κοντά, και νοτισμένα. Ένα γκρίζο πουκάμισο με γυρισμένα μανίκια κι ένα εφαρμοστό μπλε παντελόνι την έντυναν. Στα χέρια της φορούσε πέτσινα γάντια.

Τ’αφτιά της άκουσαν κάποιον να πλησιάζει την είσοδο του μηχανουργείου. Τα μάτια της κοίταξαν προς τα εκεί, ενώ το ένα της χέρι πήγαινε προς τα υφάσματα που έκρυβαν την καραμπίνα στο πάτωμα.

Μια γυναίκα στάθηκε στην είσοδο του μηχανουργείου. Οι δύο ενεργειακές λάμπες στο ταβάνι φώτιζαν τη μορφή της. Πορφυρόδερμη, με μακριά ξανθά μαλλιά, και μικρό μαύρο καπέλο στο κεφάλι. Φορούσε παλτό και γάντια. Η αναπνοή της έβγαινε σαν καπνός ανάμεσα από τα μικρά χείλη της – ο κρύος αέρας του χειμώνα.

«Συγνώμη,» είπε· «κάνετε επισκευές σε οχήματα εδώ;»

Και η Ερμιόνη, για κάποιο λόγο, νόμιζε ότι είχε ξαφνικά βρεθεί μέσα σε κινηματογραφική ταινία. Σε σκηνικό. Νόμιζε ότι τα πάντα ήταν στημένα γύρω τους. Ότι μόνο εκείνη και η άγνωστη γυναίκα ήταν αληθινές. Τι παράξενο…

«Ναι,» αποκρίθηκε καθώς σηκωνόταν όρθια. «Τι θέλετε;»

«Δόξα στον Κρόνο!» είπε η άγνωστη. «Το όχημά μου χάλασε λίγο πιο πέρα, και… δεν ήξερα πού να πάω. Είναι κι όλοι αυτοί οι περίεργοι τύποι στους δρόμους, κάτι τέτοιες ώρες… Φοβήθηκα. Είδα, μετά, το φως εδώ, και την πινακίδα… Μπορείτε να με βοηθήσετε;»

Η Ερμιόνη πήρε την καραμπίνα της από κάτω, τυλιγμένη μέσα στα υφάσματα. «Ναι,» αποκρίθηκε, «εντάξει. Πού ακριβώς είναι το όχημα;»

Τα πράσινα μάτια της άγνωστης κοίταξαν τα υφάσματα σαν να ήξερε τι ήταν τυλιγμένο μέσα τους, αλλά σαν, συγχρόνως, αυτό να μην την ενοχλούσε. «Λίγο πιο κάτω,» είπε. «Έλα μαζί μου.»

Η Ερμιόνη την ακολούθησε, βγαίνοντας από το μηχανουργείο. Έριξε μια ματιά τριγύρω, μην της την είχαν στημένη τίποτα ληστές, μα δεν είδε κανέναν κίνδυνο. Ωστόσο, μπορεί να μην ήταν οπλισμένοι ή πρόθυμοι να ριψοκινδυνέψουν τις ζωές τους· ίσως να ήταν κλεφτρόνια που περίμεναν η Ερμιόνη να φύγει για να εισβάλουν στο μαγαζί της και να σηκώσουν ό,τι προλάβουν.

Δε θα τους κάνω τη χάρη. Έκλεισε τη μεγάλη πόρτα, πέρασε το λουκέτο, και το κλείδωσε. «Πρέπει πάντα να προσέχουμε,» είπε στην άγνωστη.

«Σίγουρα,» αποκρίθηκε εκείνη, χωρίς να δείχνει παραξενεμένη. «Δε φοβάσαι που δουλεύεις νύχτες;»

«Καλύτερα τις νύχτες. Έχεις άλλη πελατεία. Τα πρωινά σ’τους παίρνουν όλους τα μεγάλα μηχανουργεία.»

«Ναι» – η άγνωστη άρχισε να βαδίζει – «καταλαβαίνω. Μόνη σου είσαι πάντα;»

«Συνήθως.»

«Συγνώμη που σε βάζω σε μπελά.»

«Αυτή είν’ η δουλειά μου· δεν υπάρχει πρόβλημα.»

Το όχημα ήταν σταματημένο στην επόμενη γωνία: ένα χαμηλό τετράκυκλο, βαμμένο γκρι, μ’έναν λαβύρινθο από παραλληλόγραμμα ζωγραφισμένο στη μπροστινή του μεριά.

Η Ερμιόνη σφύριξε. «Κούκλος!… Τι έχει πάθει;»

«Δεν ξέρω,» είπε η άγνωστη. «Σταμάτησε να λειτουργεί.»

«Τα φώτα αναμμένα είναι, απ’ό,τι βλέπω.»

«Οι τροχοί δεν γυρίζουν.» Η άγνωστη τής άνοιξε την πόρτα του οδηγού. «Δες και μόνη σου. Πώς σε λένε;»

Η Ερμιόνη κάθισε μπροστά στο τιμόνι. «Ερμιόνη,» είπε, πατώντας το πετάλι ήπια. Το όχημα δεν κινήθηκε ρούπι. Η Ερμιόνη πίεσε πιο βαθιά το πετάλι. Τίποτα. Μονάχα ένα υπόκωφο μούγκρισμα ακούστηκε.

Τα άλλα συστήματα του οχήματος έμοιαζαν να λειτουργούν κανονικά – οι διάφοροι δείκτες, το ηχοσύστημα, μια οθόνη με χάρτες αποθηκευμένους.

Η Ερμιόνη έλυσε το κράτημα των τροχών και βγήκε από το όχημα. «Θα πρέπει να το πάμε στο μηχανουργείο σπρώχνοντας. Η μηχανή του έχει χαλάσει. Ακούστηκε κάτι να σπάσει; Σου μύρισε κάτι σαν να καίγεται;»

Η άγνωστη κούνησε το κεφάλι αρνητικά.

Η Ερμιόνη πήγε στην πίσω μεριά του οχήματος, αρχίζοντας να σπρώχνει. «Θα με βοηθήσεις;»

«Ναι, φυσικά.»

Αναστενάζοντας και μουγκρίζοντας, κατάφεραν να τσουλήσουν το όχημα ώς την πόρτα του μηχανουργείου – την οποία κανένας δεν είχε πειράξει. Καθοδόν, ένας αποκάτω τούς φώναξε: «Ε, κοπελιές! Θέτε καμια βοήθεια; Μόνο μ’ένα τέταρτο σάς βοηθώ, όπου κι αν το πηγαίνετε.» Η Ερμιόνη τού έκανε νόημα ότι δεν τον χρειάζονταν.

Και τώρα έβγαλε τα κλειδιά της, ξεκλείδωσε το λουκέτο, άνοιξε την πόρτα, και έσπρωξαν το όχημα στο εσωτερικό του μηχανουργείου, πλάι στο άλλο με τον χαλασμένο τροχό.

«Λοιπόν,» είπε η Ερμιόνη, αναστενάζοντας και σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το μέτωπό της με τον πήχη της. «Άκου… Ποιο είναι τ’όνομά σου, παρεμπιπτόντως;»

«Κορίνα.»

«Κορίνα. Άκου. Με συγχωρείς αλλά δεν μπορώ να το κοιτάξω αμέσως. Έχω μια άλλη δουλειά. Αυτό εδώ.» Έδειξε το διπλανό όχημα. «Πρέπει να του αλλάξω τον τροχό. Σε κανένα μισάωρο ο οδηγός του θάρθει να το πάρει και–»

«Δεν πειράζει,» τη διέκοψε η Κορίνα. «Θα περιμένω. Κάνε τη δουλειά σου.»

«Ευχαριστώ.»

«Εγώ σ’ευχαριστώ, Ερμιόνη. Είμαι τυχερή που σε βρήκα.»

Η Ερμιόνη, αφήνοντας την τυλιγμένη καραμπίνα κοντά της, γονάτισε δίπλα στο όχημα με τον χαλασμένο τροχό.

Η Κορίνα κάθισε πάνω στη μπροστινή μεριά του δικού της οχήματος και άναψε τσιγάρο.

-2-

Καθώς η Ερμιόνη δούλευε, έπιασαν κουβέντα.

«Είχα τρομοκρατηθεί ότι θάπρεπε να πάω βαδίζοντας στο σπίτι μου,» είπε η Κορίνα.

«Μένεις μακριά;»

«Αρκετά μακριά. Αλλά, όσο κοντά κι αν ήμουν, δεν είναι να βαδίζεις τέτοιες ώρες. Με τόσους… νυχτοβάτες–»

«Δεν ενοχλούν οι περισσότεροι· κακώς τούς φοβούνται. Ταλαιπωρημένοι είναι.»

«Κάποιος που πεινάει μπορεί να σου επιτεθεί.»

«Ναι, αλλά, εντάξει, μπορεί και…» Έβγαλε επιτέλους τον κολλημένο τροχό! «Μπορεί και απλά να το ζητήσει, Κορίνα. Δεν είναι όλοι τους κλέφτες.» Σηκώθηκε όρθια, κυλώντας τον τροχό προς μια γωνία.

«Τα τρόφιμα έχουν ακριβύνει όμως…» άκουσε πίσω της την Κορίνα να λέει.

«Οι έμποροι της Επίστρωτης φταίνε γι’αυτό.» Η Ερμιόνη άφησε τον τροχό, έβγαλε έναν άλλο από τη θέση του, κι άρχισε να τον κυλά προς το όχημα – το μέταλλό του τριβόταν ηχηρά πάνω στο πέτρινο πάτωμα. «Άκουσα πως κάτι έγινε, λέει, με μια τράπεζα στην Επίστρωτη. Κάποιες χιλιάδες δεκάδια χάθηκαν, και δημιουργήθηκε οικονομικό πρόβλημα.»

«Εκατοντάδες χιλιάδες δεκάδια,» διόρθωσε η Κορίνα.

Η Ερμιόνη άρχισε να βάζει τον καινούργιο τροχό στο όχημα. «Ξέρεις τι ακριβώς έγινε;»

«Κάποια ληστεία.»

«Τόσο μεγάλη ληστεία;»

«Ναι. Θα έχουν οικονομικά προβλήματα για καιρό, μάλλον. Πράγμα που σημαίνει πως κι εμείς εδώ, στη Βαθμιδωτή, θα έχουμε προβλήματα, αφού όλα μας τα τρόφιμα τα παίρνουμε από την Επίστρωτη…»

Η Ερμιόνη γέλασε ενώ δούλευε γονατισμένη πλάι στο όχημα. «Σαν την ξαδέλφη μου ακούγεσαι κι εσύ…»

«Τι λέει η ξαδέλφη σου;»

«Ότι θα έπρεπε να» – μόρφασε καθώς γύριζε μια βίδα – «βγάζουμε τα δικά μας τρόφιμα.» Γέλασε ξανά. «Είχε φτιάξει κι έναν κήπο για να φυτεύει κάτι λαχανικά και τέτοια πράματα. Μπορεί ακόμα να τον έχει. Αλλά τίποτα δεν φύτρωνε σωστά.»

«Θα μπορούσαν και να φυτρώνουν σωστά αν εργαζόταν με καλύτερη μέθοδο.»

«Δε γίνεται εδώ πέρα, Κορίνα. Δες μόνο πώς είναι ο ουρανός μας – γεμάτος απ’αυτούς τους καταραμένους καπνούς… Δε μπορείς εδώ να κάνεις τέτοια παραγωγή. Και δεν ξέρουμε πώς, ούτως ή άλλως. Ανέκαθεν τεχνικούς εξοπλισμούς βγάζαμε.»

«Μπορούμε ν’αλλάξουμε. Η αρχή πρέπει μόνο να γίνει.»

«Και ποιος θα την κάνει;»

«Κάποια σαν την ξαδέλφη σου, ίσως;»

Η Ερμιόνη γέλασε γι’ακόμα μια φορά. «Χρειάζεται οργάνωση· δεν γίνεται έτσι.»

«Θα ενδιαφερόταν η ξαδέλφη σου να… οργανωθεί;»

Η Ερμιόνη, καταλαβαίνοντας πως η Κορίνα μιλούσε σοβαρά – και παραξενεμένη από αυτό – στράφηκε να την κοιτάξει αφήνοντας τον τροχό μισοτελειωμένο. «Τι εννοείς;»

«Θα ενδιαφερόταν να ξεκινήσει μια εταιρεία παραγωγής τροφίμων μέσα στη Βαθμιδωτή;»

«Αυτό… θα ήταν πολύ πρωτότυπο, Κορίνα. Αλλά δε νομίζω πως το λες τυχαία…»

«Αν η ξαδέλφη σου ενδιαφέρεται, θα μπορούσα να μιλήσω μαζί της.»

Τι παράξενη πρόταση… σκέφτηκε η Ερμιόνη. Αλλά στράφηκε ξανά στη δουλειά της. Έπρεπε να τελειώνει με τον τροχό. «Τι είσαι, Κορίνα; Επιχειρηματίας;»

«Σύμβουλος επιχειρήσεων. Οικονομολόγος. Μέχρι στιγμής δεν δούλευα εδώ, στη Βαθμιδωτή· τελευταία ήρθα. Και θα ήθελα να κάνω κάτι καινούργιο. Έχω διασυνδέσεις που θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω για να ξεκινήσει κάποιος μια βιομηχανία τροφίμων.»

Η Ερμιόνη έμεινε σιωπηλή καθώς ολοκλήρωνε τη δουλειά της με τον τροχό. Αναρωτιόταν αν θα ήταν καλή ιδέα να το αναφέρει αυτό στην ξαδέλφη της, την οποία δεν θεωρούσε και τόσο προσγειωμένη.

«Πώς ονομάζεται η ξαδέλφη σου;» ρώτησε η Κορίνα.

«Πρωτονίκη Υστερώνυμη.»

«Τι δουλειά κάνει;»

Η Ερμιόνη σηκώθηκε όρθια. «Φτιάχνει αγαλματίδια από άχρηστα τεχνικά κομμάτια και χάντρες. Τα πουλάει. Μη νομίζεις ότι πλουτίζει.»

«Φαντάζομαι.»

Η Ερμιόνη μπήκε στο όχημα και το ενεργοποίησε. «Ο Οίκος μας είναι αριστοκρατικός,» είπε στην Κορίνα, λοξοκοιτάζοντάς την, μ’ένα ειρωνικό μειδίαμα στα χείλη. «Δεν ακούγεται πολύ… εντυπωσιακό; Όπως βλέπεις, εγώ έχω μηχανουργείο, η ξαδέλφη μου φτιάχνει αγαλματίδια… Αναρωτιέμαι ώρες-ώρες τι μας ωφέλησε που ο προ-προπάππους μας χρίστηκε ευγενής της Ρελκάμνια.» Πάτησε το πετάλι, με προσοχή, και οι τροχοί του οχήματος μπήκαν σε κίνηση. Το έβγαλε από το μηχανουργείο και, μετά, το επέστρεψε μέσα με την όπισθεν.

«Όλα εντάξει,» είπε, ανοίγοντας την πόρτα και βγαίνοντας. «Θα κοιτάξω το δικό σου τώρα.»

-3-

Κάθε κοινωνικό και οικονομικό σύστημα βασίζεται σε κάποιες παγιωμένες αντιλήψεις, νοοτροπίες και μεθόδους. Αυτοί που βρίσκονται μέσα του, κλεισμένοι σαν φυλακισμένοι του ίδιου τους του μυαλού, δεν μπορούν να σκεφτούν άλλο τρόπο για να δράσουν και για να ζήσουν. Οτιδήποτε άλλο, πέρα από τα γνωστά τους φαίνεται εξωφρενικό.

Δεν είναι μόνο ο φόβος – δεν είναι πάντα ο φόβος – που τους κρατά συγκρατεί· είναι απλά ότι δεν κάτι πολύ πιο απλό: Η συνήθεια. Δεν αλλάζουν οι άνθρωποι εύκολα τις συνήθειές τους.

Αλλά για να φύγει ένα παγιωμένο σύστημα από μια δεδομένη κατάσταση, πρέπει να αλλάξουν τις συνήθειές τους. Κι από κάπου πρέπει να γίνει η αρχή. Από έναν καταλύτη. Αν κάποιος δεν δείξει τον δρόμο, κανένας δεν θα τον ακολουθήσει. Όλοι διστάζουν να είναι «οι πρώτοι». Διστάζουν να ξεκινήσουν προς μια νέα κατεύθυνση.

-4-

Η Ερμιόνη είχε ανοίξει τη μπροστινή μεριά του οχήματος της Κορίνας και κοίταζε μέσα. «Δε μπορώ να καταλάβω…» μουρμούρισε. «Τίποτα δεν…» Όλα τής φαίνονταν καλά, εκ πρώτης όψης. Ποιο ήταν το πρόβλημα; Τα καλώδια της ενεργειακής τροφοδότησης δεν ήταν κομμένα, ούτε καμένα, ούτε–

Κάποιος μπήκε στο μηχανουργείο.

Η Ερμιόνη ύψωσε το βλέμμα της. Ήταν ο άντρας που είχε αφήσει το άλλο όχημα, πιο πριν. Ένας ψηλός τύπος με λευκό-ροζ δέρμα, μαύρα μαλλιά που έμοιαζαν λαδωμένα, μακρύ πρόσωπο, και πεταχτά αφτιά. Φορούσε μια μακριά καπαρντίνα.

«Το έχω έτοιμο το όχημά σας,» του είπε η Ερμιόνη.

«Το δοκίμασες;»

«Ναι. Σαν καινούργιο είναι.» (Πού είχε πάει η Κορίνα, αλήθεια; Η Ερμιόνη δεν την έβλεπε ούτε με τις άκριες των ματιών της…)

Ο άντρας βάδισε προς το όχημά του, μοιάζοντας έτοιμος ν’ανοίξει την πόρτα και να μπει.

Η Ερμιόνη θορυβήθηκε. Στάθηκε μπροστά στην πόρτα. «Η τιμή για την επισκευή είναι–»

«Δωρεάν, αφού είσαι τόσο καλή κοπέλα.» Ένα πιστόλι ήταν ξαφνικά στο χέρι του, σημαδεύοντάς την.

Τα μάτια της στένεψαν. Ωραία τα κατάφερες! μάλωσε τον εαυτό της. Έπρεπε να είχε πιάσει κατευθείαν την καραμπίνα της· τώρα ήταν πολύ αργά! Ο άντρας της, ο Κλεόβουλος, της το έλεγε ότι όφειλε να πάρει κάποιον βοηθό, έστω και μόνο για προστασία. «Θα μπλέξεις άσχημα καμια φορά, Ερμιόνη, έτσι μόνη όπως είσαι μες στη νύχτα.» Ο ίδιος ερχόταν κάπου-κάπου στο μηχανουργείο, για να διανυκτερεύσει μαζί της, αλλά όχι συχνά. Δούλευε σ’ένα εργοστάσιο παραγωγής μηχανών οχημάτων και δεν μπορούσε να ξαγρυπνά· σηκωνόταν πολύ πρωί.

Ο Ερμιόνη ξεροκατάπιε. «Κοίτα, φίλε, τη δουλειά μου κάνω κι εγώ. Δε θα πληρώσεις και τόσο–»

«Κάνε πέρα, κοπελιά, κι άσε τις μαλακίες.» Της έγνεψε με το πιστόλι του. «Πέρα. Αλλιώς θα σου ρίξω. Εξηγημένα.»

Τι θα της έλεγε ο Κλεόβουλος τώρα; Μάλλον: Μην του φέρεις κόντρα· μια αλλαγή τροχού ήταν μόνο. «Εντάξει,» αποκρίθηκε η Ερμιόνη στον κακοποιό, αγριοκοιτάζοντάς τον. «Αφού θες να είσαι κλέφτης – να κλέβεις από κάποια που δεν έχει λεφτά.» Οπισθοχώρησε.

«Μη νομίζεις ότι εγώ είμαι πλούσιος.»

Η Ερμιόνη απομακρύνθηκε κι άλλο. (Πού είχε εξαφανιστεί η Κορίνα;)

Ο άντρας άπλωσε το χέρι του προς την πόρτα, και: «Ααααρρχχχ…!» κραύγασε καθώς ενεργειακό ρεύμα τύλιξε τη ράχη του, λαμπυρίζοντας και σπινθηρίζοντας. Σωριάστηκε στο πάτωμα, ενώ το πιστόλι έφευγε από τη γροθιά του.

Η Ερμιόνη στράφηκε και είδε την Κορίνα να στέκεται δίπλα από μια ντουλάπα του μηχανουργείου, μ’ένα δικό της πιστόλι υψωμένο – το όπλο που είχε χτυπήσει τον κλέφτη με ενεργειακή ριπή.

«Πάρ’ του ό,τι λεφτά έχει.»

Η Ερμιόνη κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Δεν είμαι κλέφτρα.»

Η Κορίνα γέλασε. «Αυτός δεν είχε τους ίδιους ενδοιασμούς!»

«Δεν είμαι σαν αυτόν!»

Η Κορίνα έκρυψε το πιστόλι της μέσα στο παλτό της. «Εγώ είμαι.» Πλησίασε τον πεσμένο, λιπόθυμο άντρα, έσκυψε, τον έψαξε, και πήρε το πορτοφόλι του. Το πέταξε προς την Ερμιόνη, η οποία το έπιασε ενστικτωδώς.

«Δε, δε μπορώ…» τραύλισε.

«Μην είσαι χαζή,» είπε η Κορίνα. «Κακοποιός ήταν.» Και ρώτησε: «Τον θέλεις ζωντανό;»

«Όχι! – δηλαδή, ναι – δηλαδή, εννοώ μην τον σκοτώσεις!»

«Τι προτείνεις να κάνουμε μαζί του;» Η Κορίνα πήρε το πιστόλι του άντρα από κάτω και το έκρυψε κι αυτό μες στο παλτό της.

Η Ερμιόνη κόμπιασε, αναποφάσιστη. Απορούσε με το θάρρος της Κορίνας. Αυτή δεν ήταν που, πριν από λίγο, έλεγε ότι φοβόταν τους νυχτοβάτες; Δεν έμοιαζε καθόλου φοβισμένη τώρα. Μήπως ήταν Τιμωρός; αναρωτήθηκε με τρόμο η Ερμιόνη. Μήπως η Κορίνα ήταν Τιμωρός κι έπαιζε κάποιο παιχνίδι εδώ;

«Τι με κοιτάς έτσι;» είπε η Κορίνα. «Δεν είμαι Τιμωρός, Ερμιόνη.»

Η Ερμιόνη χαμογέλασε αμήχανα. «Απλώς…»

«Σου φάνηκε περίεργο που έχω όπλο μαζί μου; Δεν είναι να βαδίζει μια γυναίκα άοπλη τις νύχτες μέσα στη Βαθμιδωτή. Και να γιατί.» Έδειξε τον λιπόθυμο άντρα.

«Θα ειδοποιήσω την Αστυνομία,» είπε η Ερμιόνη.

«Πολύ φασαρία. Ξέρεις τι προτείνω εγώ; Να τον ξυπνήσουμε και να του πούμε να πάρει τ’όχημά του και να φύγει, αν θέλει το καλό του. Συμφωνείς;»

Η Ερμιόνη ένευσε. «Ναι, όντως, καλύτερα έτσι.» Κι έσκυψε για να πιάσει την καραμπίνα της μέσα από το υφάσματα.

Η Κορίνα μειδίασε. «Ούτε εσύ είσαι άοπλη, ε;»

Η Ερμιόνη ανασήκωσε τους ώμους.

Η Κορίνα κλότσησε τον άντρα μερικές φορές στα πλευρά. Εκείνος σάλεψε, μουγκρίζοντας.

«Ξύπνα!» του είπε η Κορίνα. «Κι όχι μαλακίες. Γύρνα αργά.»

Ο άντρας γύρισε ανάσκελα, μουγκρίζοντας ξανά· η πλάτη του πρέπει να πονούσε από τη ριπή που είχε δεχτεί. Έβηξε έντονα.

Η Κορίνα τον σημάδευε με το πιστόλι του. «Θα έπρεπε κανονικά να σε σκοτώσουμε, παλιοτόμαρο, αλλά είσαι τυχερός απόψε. Η φίλη μου» – έδειξε, με μια κοφτή κίνηση του σαγονιού, την Ερμιόνη – «είναι πιο καλοσυνάτη απ’ό,τι χρειάζεται. Πάρε το σαράβαλό σου και δίνε του. Γρήγορα. Όσο ακόμα σ’ευνοεί ο Κρόνος.»

Ο άντρας, σαστισμένος, καταφανώς φοβισμένος, πιάστηκε από το όχημά του και κατάφερε να ορθωθεί. Στην όψη του ο πόνος ήταν έκδηλος.

«Γρήγορα!» Η Κορίνα τον κλότσησε στην πίσω μεριά του μηρού, λίγο πιο πάνω απ’το γόνατο.

«Εντάξει,» γρύλισε εκείνος τρίζοντας τα δόντια, «φεύγω! Σκρόφα!»

Η Κορίνα τον κλότσησε ξανά, μες στο γόνατο τώρα.

«ΑΑΑΑ!… Γαμήσου…» Ο άντρας ίσα που πρόλαβε να πιαστεί από το όχημα και να μην πέσει.

«Δίνε του,» πρόσταξε ήρεμα η Κορίνα.

Εκείνος δεν είπε τίποτ’ άλλο. Άνοιξε την πόρτα, μπήκε στο όχημα, κι έφυγε από το μηχανουργείο.

Η Ερμιόνη σκούπισε ξανά τον ιδρώτα από το μέτωπό της. «Σ’ευχαριστώ, Κορίνα.» Και κοίταξε τι λεφτά είχε μέσα στο πορτοφόλι του ο άντρας. Δεν ήταν και λίγα! διαπίστωσε. Καθόλου λίγα. Και προσπαθούσε να με κλέψει κιόλας, ο καριόλης!

«Θα κοιτάξεις τώρα τη μηχανή μου;»

«Ναι, βέβαια.» Η Ερμιόνη γέλασε. Της έμοιαζε με αστείο, ύστερα απ’όσα είχαν μόλις συμβεί.

-5-

Η Κορίνα την παρακολουθούσε να σκαλίζει τη μηχανή του οχήματός της, και τα πράσινα μάτια της γυάλιζαν ικανοποιημένα. Κατά τα άλλα, το στρογγυλωπό πρόσωπό της θύμιζε πρόσωπο κούκλας.

Η Ερμιόνη είπε, μετά από κανένα δεκάλεπτο, γυρίζοντας ν’ατενίσει την Κορίνα: «Λοιπόν. Το βρήκα. Περίεργη περίπτωση ήταν, γαμώτο.» Σκούπισε τον ιδρώτα της με τον πήχη. «Στο εσωτερικό της μηχανής έχει χαλάσει ένα γρανάζι που κάνει την αρχή για την κίνηση των τροχών. Έχει μπλοκάρει. Δεν είναι τίποτα να το αλλάξω· απλώς ήταν λιγάκι δύσκολο να το εντοπίσω. Είχες καμια σύγκρουση τελευταία, Κορίνα;»

«Όχι.»

«Κάτι άλλο; Χτύπησε κάποιος το όχημά σου; Συνέβη κάτι;»

Η Κορίνα μόρφασε ανεπαίσθητα. «Δε νομίζω.»

«Είναι από κείνα τα αξιοπερίεργα, λοιπόν. Κάποιοι λένε ότι τα κάνουν τα στοιχειακά πνεύματα της πόλης. Τόχεις ακούσει;»

Η Κορίνα χαμογέλασε, νεύοντας. «Ναι, ξέρω.»

«Θα σου αλλάξω το γρανάζι και είσαι έτοιμη, λογικά,» είπε η Ερμιόνη, πηγαίνοντας προς μια ντουλάπα κι ανοίγοντας ένα συρτάρι γεμάτο γρανάζια. «Και δε χρειάζεται να με πληρώσεις, εννοείται.»

«Μη λες ανοησίες. Φυσικά και θα πληρωθείς.» Η Κορίνα άναψε ένα τσιγάρο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Μεγαλεπήβολα Όνειρα

-1-

Η Πρωτονίκη καταχάρηκε όταν η Ερμιόνη τής είπε, τηλεπικοινωνιακά, γι’αυτή τη γυναίκα που είχε συστηθεί ως Κορίνα και ήθελε να της μιλήσει για μια εταιρεία παραγωγής τροφίμων.

«Σοβαρολογείς;» ρώτησε γελώντας, καθισμένη στο γραφείο της με τον τηλεπικοινωνιακό δίαυλο ανοιχτό μπροστά της. «Σ’το είπε έτσι ξεκάθαρα; Θέλει να κάνει εταιρεία παραγωγής τροφίμων; Εδώ; Στη Βαθμιδωτή;»

«Ναι,» αποκρίθηκε η φωνή της ξαδέλφης της, «αλλά μην ενθουσιάζεσαι αμέσως, Πρωτονίκη. Δεν ξέρω τίποτ’ άλλο γι’αυτήν. Το μόνο που ξέρω είναι ότι με βοήθησε στο μηχανουργείο να διώξω έναν κλέφτη.»

«Τι κλέφτη;»

«Είχε βγάλει πιστόλι για να με απειλήσει. Τέλος πάντων· δεν έχει σημασία αυτό. Να έχεις το νου σου. Μην κάνεις καμια χαζομάρα–»

«Τι είν’ αυτά τα λόγια, Ερμιόνη; Τέτοια γνώμη έχεις για μένα;»

«Απλώς λέω.»

Και μετά, δεν είχε παρά να περιμένει για να συναντήσει την Κορίνα, η οποία είχε πει στην Ερμιόνη ότι θα ερχόταν να επισκεφτεί την Πρωτονίκη στο κρεμαστό διαμέρισμά της. Η Πρωτονίκη αποφάσισε να δουλεύει εν τω μεταξύ, για να περάσει πιο γρήγορα η ώρα· γιατί, αν καθόταν άπραγη, ή αν απλά καθόταν παρακολουθώντας κάποιο τηλεοπτικό κανάλι, τα νεύρα της δεν θα μπορούσαν να ηρεμήσουν. Ήταν ενθουσιασμένη. Ανέκαθεν ήθελε να έχει τον δικό της κήπο όπου θα έβγαζε τα δικά της φαγητά. Η τελευταία της προσπάθεια, όμως, είχε αποτύχει. Ό,τι κι αν έκανε, κάτι πήγαινε στραβά.

Το σπίτι της ήταν το ένα από τα τέσσερα διαμερίσματα που «κρέμονταν» ανάμεσα σε τρεις πολυκατοικίες. Ήταν, ουσιαστικά, φτιαγμένα έτσι ώστε να τα υποστηρίζουν οι πεζογέφυρες που συνέδεαν τις πολυκατοικίες σε διάφορα επίπεδα. Και περνούσε από κοντά τους και μια γέφυρα που δεν ήταν μόνο για πεζούς αλλά και για οχήματα. Ο αποτυχημένος λαχανόκηπος της Πρωτονίκης βρισκόταν στην πίσω αυλή του κρεμαστού διαμερίσματός της. Είχε παραγγείλει χώμα και τον είχε γεμίσει, και είχε ακολουθήσει τις οδηγίες που είχε διαβάσει σε κάτι βιβλία. Αλλά αυτά που έβγαιναν δεν τρώγονταν. Ήταν χάλια. Και τα περισσότερα δεν φύτρωναν καν.

Αναρωτιόταν τι θα πρότεινε η Κορίνα.

Αναρωτιόταν ενώ δούλευε, τελειοποιώντας ένα αγαλματίδιο από γρανάζια, αλυσίδες, και πολλές, πολλές χάντρες διαφόρων χρωμάτων. Και τελικά έσβησε από το μυαλό της κάθε σκέψη, και υπήρχε μόνο το αγαλματίδιο που έπαιρνε σχήμα από τις κινήσεις των χεριών της – ένα όνειρο που έπλαθε η ίδια με τα δάχτυλα και τη θέλησή της…

-2-

Η θέληση είναι η μόνη δύναμη που έχω παρατηρήσει ότι, χωρίς καμία αμφιβολία, μπορεί να μεταμορφώσει τη Ρελκάμνια, να την αλλάξει με διάφορους τρόπους. Όταν υπάρχει θέληση, δρόμος παρουσιάζεται. Πολλοί δρόμοι – ασχέτως πόσο μπλεγμένοι.

Στη Ρελκάμνια, όλα δρόμος είναι.

-3-

«Τι κάνεις, αγάπη;»

«Δουλεύω. Βασικά, τελείωνα. Θες νάρθεις για μεσημεριανό;»

«Ήθελα να σου πω να πάμε κάπου το απόγευμα–»

«Το απόγευμα δεν μπορώ.»

«Γιατί;»

«Θα έρθει να με επισκεφτεί κάποια που έχει να μου κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση.»

«Γκαλερίστα;»

Η Πρωτονίκη γέλασε. «Όχι. Κάτι άλλο.»

«Μου κρατάς μυστικά, αγάπη;» ρώτησε ο Ζακ μέσα από τον δίαυλο. «Και τι είν’ αυτή η φασαρία που ακούγεται;»

«Από το άλλο κρεμαστό διαμέρισμα. Κάνουν κάτι αλλαγές. Μου έχουν φάει το κεφάλι, εδώ και δυο ώρες!»

«Ποια είν’ αυτή που θα έρθει;»

«Θα σου πω μετά.»

«Γιατί, αγάπη;»

«Θα σου πω μετά! Θέλω πρώτα να τη δω.»

«Μου ακούγεσαι ενθουσιασμένη, αγάπη. Τι συμβαίνει; Τι μου κρύβεις;»

Η Πρωτονίκη γελούσε πάλι. «Δεν ξέρω ακόμα. Θέλω κι εγώ να μάθω.»

«Πολύ μυστηριώδη όλ’ αυτά, αγάπη. Θα προσλάβω ιδιωτικό ερευνητή.»

«Μην τολμήσεις!» του είπε, αν και το καταλάβαινε ότι την πείραζε.

«Το βράδυ θα περιμένω να σε ακούσω. Και να σε δω.»

«Προειδοποίηση ήταν αυτή;»

«Ναι.»

«Αλλιώς;»

«Θα σου δείξω τι κάνω στα κακά κορίτσια.»

Η Πρωτονίκη γέλασε, νιώθοντας ένα γαργαλητό ερωτικού ενθουσιασμού να τη διατρέχει. «Και μέχρι τότε τι θα κάνεις;»

«Μέχρι το βράδυ;»

«Ναι.»

«Θα βλέπω Ταξιδευτές των Δρόμων. Δεν έχω δει τίποτα απ’τον τέταρτο κύκλο.»

«Τους έχω βαρεθεί πια. Αφού σκοτώθηκε ο Ρίμναλ, γιατί να συνεχίζεις να τους παρακολουθείς;»

-4-

Το απόγευμα, το κουδούνι της εξώπορτας χτύπησε. Και η Πρωτονίκη ήξερε ήδη ποια ήταν η επισκέπτριά της. Την είχε δει από ένα παράθυρο του δεύτερου πατώματος του κρεμαστού διαμερίσματος. Μια αρκετά ψηλή γυναίκα με μακριά, ξανθά μαλλιά και πορφυρό δέρμα. Φορούσε λαδιά καπαρντίνα και μαύρα γυαλιά, και μια πέτσινη τσάντα με κρόσσια ήταν περασμένη στον ώμο της. Το βάδισμά της ήταν ανάλαφρο και γρήγορο, χωρίς να φαίνεται βιαστικό. Έκανε πολύ έντονη εντύπωση στην Πρωτονίκη, για κάποιο λόγο. Έμοιαζε να ξεχωρίζει έντονα – έντονα – ανάμεσα από όλα τα άλλα πράγματα. Η γέφυρα επάνω στην οποία η Κορίνα βάδιζε, οι πολυκατοικίες που φαίνονταν πίσω της, οι άλλες γέφυρες, οι δρόμοι κάτω στη γη, τα οχήματα που περνούσαν, οι άνθρωποι – τα πάντα θύμιζαν χάρτινο σκηνικό προς στιγμή, σαν μονάχα εκείνη, εκείνη, να ήταν αληθινή.

Η Πρωτονίκη δεν μπόρεσε παρά να αναρωτηθεί, ακούσια: Είμαι κι εγώ μέρος του χάρτινου σκηνικού; Μη πραγματική;

Μετά, η Κορίνα έφτασε μπροστά στην εξώπορτα του κρεμαστού διαμερίσματος και το κουδούνι αντήχησε δυνατά. Μία φορά και μόνο.

Η Πρωτονίκη χαμογέλασε. Μα τον Ηρώταλο, δεν ξέρω τι σκέφτομαι από τον ενθουσιασμό μου! Έφυγε από το παράθυρο και κατέβηκε στο πρώτο πάτωμα του διαμερίσματος, τρέχοντας ώς την εξώπορτα.

Για τυπικούς λόγους ρώτησε: «Ποιος είναι, παρακαλώ;»

«Ονομάζομαι Κορίνα. Η κυρία Πρωτονίκη Υστερώνυμη με περιμένει.»

Η Πρωτονίκη άνοιξε. «Η ίδια είμαι. Δεν έχω υπηρέτρια, εδώ και… Ανέκαθεν, βασικά,» γέλασε. Και έτεινε το χέρι της προς την Κορίνα.

Η Κορίνα το έσφιξε χαμογελώντας. «Χαίρω πολύ, Πρωτονίκη. Η Ερμιόνη μού είπε τα καλύτερα λόγια για σένα.»

«Δεν το πιστεύω αυτό!» αστειεύτηκε η Πρωτονίκη (χωρίς να λέει ψέματα, όμως). «Η Ερμιόνη ποτέ δεν λέει τα καλύτερα λόγια για μένα. Πέρασε, Κορίνα. Έλα.»

Η Κορίνα μπήκε στο σπίτι της, και η Πρωτονίκη την οδήγησε στο σαλόνι. Το πάτωμα ήταν ξύλινο και τα τακούνια της Κορίνας ηχούσαν έντονα, τακ τακ τακ τακ τακ, εκτός από εκεί όπου υπήρχε μαλακό χαλί γεμάτο περίτεχνα σχέδια. Σε μια γωνία του σαλονιού στεκόταν ένας άνθρωπος από παλιά μηχανικά κομμάτια και χάντρες, φτάνοντας ώς το ταβάνι. Η Κορίνα έβγαλε τα γυαλιά της, λοξοκοιτάζοντάς τον· κι ύστερα το βλέμμα της στράφηκε στα δύο άλλα, μικρότερα αγάλματα που ήταν παρόμοια φτιαγμένα.

«Φίλοι σου;» είπε.

«Παιδιά μου,» γέλασε η Πρωτονίκη. «Σ’αρέσουν;»

«Τα πιο όμορφα παιδιά που έχω αντικρίσει. Νομίζεις ότι θα ζωντανέψουν και θ’αρχίσουν να περπατάνε!»

«Δεν έχω τέτοιες δυνάμεις ακόμα, δυστυχώς! Κάθισε όπου θέλεις.»

Η Κορίνα κάθισε στον καναπέ, μπροστά στον οποίο ήταν ένα ξύλινο τραπεζάκι με γυάλινη επιφάνεια κι ένα επίχρυσο τασάκι επάνω.

«Τι θα πιεις;» ρώτησε η Πρωτονίκη.

«Ό,τι πιεις κι εσύ.»

Η Πρωτονίκη γέμισε δύο ποτήρια με Κρύο Ουρανό από το μικρό ψυγείο της κάβας και τα άφησε στο τραπεζάκι. Ύστερα κάθισε πλάι στην Κορίνα, στον καναπέ.

«Η Ερμιόνη μού είπε ότι σκέφτεσαι να φτιάξεις εταιρεία παραγωγής τροφίμων στη Βαθμιδωτή. Πες μου ότι είναι αλήθεια.»

«Δεν είναι αλήθεια,» αποκρίθηκε η Κορίνα.

Η Πρωτονίκη απογοητεύτηκε. Βλακείες τής έλεγε η ξαδέλφη της;

«Δε θα τη φτιάξω εγώ, Πρωτονίκη· εσύ θα τη φτιάξεις.»

Η Πρωτονίκη χαμογέλασε. «Γιατί τέτοιο ενδιαφέρον για μένα;»

Η Κορίνα έβγαλε την τσάντα της από τον ώμο, αφήνοντας την στο πάτωμα, έκρυψε τα γυαλιά της στο εσωτερικό της καπαρντίνας της, και σηκώθηκε προς στιγμή από τον καναπέ για να βγάλει την καπαρντίνα και να την αφήσει πλάι της. Φορούσε ένα κομψό πράσινο ταγέρ από μέσα – φούστα και σακάκι. Στο πέτο της ήταν μια καρφίτσα λαξεμένη σαν λουλούδι.

«Η Ερμιόνη είπε ότι ίσως να ενδιαφερόσουν. Και αναζητώ άτομα με ενθουσιασμό και καινούργιες ιδέες. Μου αρέσουν. Οι παλιές ιδέες δεν μας οδηγούν πουθενά πλέον, Πρωτονίκη. Η Βαθμιδωτή είναι ένα απέραντο εργοτάξιο: και μάλιστα, εξαρτημένο εργοτάξιο. Τι δύναμη μπορεί να έχει μια συνοικία η οποία δεν μπορεί καν να θρέψει τον εαυτό της;»

«Ναι,» ένευσε η Πρωτονίκη, «έχεις δίκιο. Πάντα το έλεγα, κι όλοι μού απαντούσαν ότι δεν πάω καλά.»

Η Κορίνα χαμογέλασε ξανά. «Εγώ νομίζω ότι πηγαίνεις πολύ καλά. Καλύτερα από πολλούς άλλους–»

«Μόλις τώρα με γνώρισες!» γέλασε η Πρωτονίκη.

«Τους καταλαβαίνω γρήγορα τους ανθρώπους· δε σου λέω ψέματα. Ύστερα από έναν αριθμό γνωριμιών και έπειτα, αρχίζεις να τους διαβάζεις σαν τις σελίδες βιβλίου. Θα σου ανέφερε η Ερμιόνη, φυσικά, ότι είμαι οικονομολόγος και σύμβουλος επιχειρήσεων…»

«Ναι, μου το είπε. Πρέπει να σε προειδοποιήσω, πάντως, ότι η τελευταία μου προσπάθεια να φτιάξω κήπο δεν ήταν και πολύ επιτυχημένη.»

«Πού τον έφτιαξες; Εδώ;»

«Ναι. Θέλεις να τον δεις;»

«Θέλω.»

Σηκώθηκαν από τον καναπέ, και η Πρωτονίκη οδήγησε την Κορίνα προς τον κήπο της.

Καθοδόν, η Κορίνα είπε: «Εμείς, βέβαια – αν ενδιαφέρεσαι τελικά – δεν θα φτιάξουμε ‘κήπο’. Θα φτιάξουμε ολόκληρη βιομηχανία τροφίμων.»

«Ελπίζω να ξέρεις τι κάνεις.» Ανοίγοντας μια πόρτα, την έβγαλε στην αυλή πίσω από το κρεμαστό διαμέρισμα, η οποία έκλεινε από πάνω με γυάλινη οροφή.

Η Κορίνα κοίταξε τα λουλούδια. «Πού είχες φυτέψει λαχανικά και φρούτα;»

«Εκεί. Είχα αγοράσει και χώμα.»

Η Κορίνα πλησίασε το μέρος. Γονάτισε στο ένα γόνατο. Άγγιξε το χώμα με το ένα της χέρι. Πήρε λίγο στη χούφτα της, το έτριψε ανάμεσα στα δάχτυλά της. Το άφησε να πέσει ξανά.

Σηκώθηκε όρθια. «Δεν ήταν καλό το χώμα σου, κατ’αρχήν.»

«Μα… μου το πούλησαν για…»

Η Κορίνα κούνησε το κεφάλι. «Το χώμα που πουλάνε στη Βαθμιδωτή είναι για να φυτέψεις μερικά λουλούδια σαν αυτά.» Έδειξε τα λουλούδια του κήπου. «Δεν είναι για λαχανικά και φρούτα. Κι αυτή η οροφή.» Έδειξε το γυάλινο σκέπαστρο από πάνω τους. «Την άνοιγες; Μπορεί ν’ανοίξει;»

«Μπορεί. Αλλά δεν την άνοιγα και πολύ, γιατί η βροχή που πέφτει από τα σύννεφα δεν είναι καλή για τα φυτά.»

Η Κορίνα ένευσε. «Ούτε ο ήλιος που περνά εδώ είναι αρκετός. Οι συνθήκες είναι δυσμενείς στη Βαθμιδωτή.»

«Αλλά, παρ’όλ’ αυτά, θέλεις να φτιάξεις βιομηχανία τροφίμων…» Η Πρωτονίκη την κοίταζε απορημένα.

«Όχι εγώ. Εσύ,» επέμεινε η Κορίνα, και μπήκε ξανά στο σπίτι.

Η Πρωτονίκη την ακολούθησε, εντυπωσιασμένη απ’αυτή τη γυναίκα χωρίς να καταλαβαίνει γιατί ακριβώς. Ίσως επειδή είχε κάτι το τόσο βέβαιο στις κινήσεις της, στα λόγια της…

«Πώς μπορεί να γίνει, Κορίνα;»

Η Κορίνα κάθισε ξανά στον καναπέ, και η Πρωτονίκη κάθισε δίπλα της.

«Χρειάζεσαι καλύτερο χώμα, κατά πρώτον.» Η Κορίνα ήπιε μια γουλιά Κρύο Ουρανό.

«Πού μπορώ να το βρω;»

«Μη σε νοιάζει· θα σε φέρω εγώ σε επαφή με προμηθευτές, αν όντως ενδιαφέρεσαι. Δεν είναι δύσκολο.»

«Τι άλλο χρειάζεται;»

«Ένας μεγάλος χώρος – όχι η αυλή σου – σκεπασμένος με ειδικό θόλο. Θα πρέπει ν’αγοράσουμε μερικά οικοδομήματα, να τα γκρεμίσουμε, και να χτίσουμε ένα άλλο οικοδόμημα στη θέση τους.»

«Και πόσο θα κοστίσει αυτό, Κορίνα; Δεν έχω πολλά λεφτά. Παρέλειψε να σ’το αναφέρει αυτό η Ερμιόνη;»

«Θα πάρεις δάνειο από κάποια τράπεζα. Ή, ίσως, καλύτερα, από δύο τράπεζες. Και θα σε χρηματοδοτήσει κι η πολιτεία.»

«Το Συμβούλιο των Τεχνοκρατών;»

«Ο Πολιτάρχης χρειάζεται μόνο να το αποφασίσει.»

«Αυτά που λες δεν γίνονται εύκολα. Γιατί να με εμπιστευτεί; Το μοναδικό πράγμα που κάνω, εδώ και χρόνια, είναι να φτιάχνω τέτοια…» Έδειξε τα αγάλματα από χάντρες και μηχανικά κομμάτια.

«Μη σε νοιάζει αυτό,» αποκρίθηκε η Κορίνα, με σιγουριά· «θα μιλήσω εγώ στον Πολιτάρχη.»

«Τον ξέρεις προσωπικά;»

«Θα τον γνωρίσω.»

Το έλεγε σα να μην ήταν τίποτα! Η Πρωτονίκη νόμιζε προς στιγμή πως της έκανε πλάκα. Συνοφρυώθηκε. «Κορίνα… Αν πιστεύεις ότι είμαι ανόητη – εύκολο θύμα για… για κάποια απάτη–»

Η Κορίνα γέλασε, σταματώντας την.

Η Πρωτονίκη δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Περίμενε.

Η Κορίνα ήπιε μια γουλιά Κρύο Ουρανό. «Δεν πρόκειται για απάτη, σε διαβεβαιώνω. Μέσα στον χρόνο, θα διευθύνεις τη δική σου εταιρεία παραγωγής τροφίμων, αν το επιθυμείς. Τη μοναδική τέτοια εταιρεία στη Βαθμιδωτή. Τα προϊόντα σου θα γίνονται ανάρπαστα. Διότι θα είναι καλής ποιότητας και φτηνά. Ειδικά ύστερα απ’ό,τι συνέβη τελευταία στην Επίστρωτη, οι δικές σου τιμές θα συμφέρουν πολύ περισσότερο τους πάντες στη Βαθμιδωτή.»

«Μιλάς για την αύξηση των τιμών των τροφίμων…»

Η Κορίνα ένευσε. «Η Επίστρωτη συνάντησε οικονομικές δυσκολίες. Θα τις ξεπεράσει, βέβαια, είμαι σίγουρη· αλλά, ώς τότε, η Βαθμιδωτή θα έχει τη δική της παραγωγή. Θα είναι ανεξάρτητη. Κι εσύ θα είσαι… Βασικά, θα είσαι ηρωίδα της Βαθμιδωτής, Πρωτονίκη.»

Η Πρωτονίκη χαμογέλασε αμήχανα. «Τα μεγαλοποιείς…»

«Καθόλου. Θα δεις ότι θα σε βλέπουν σαν ηρωίδα αν καταφέρουμε αυτό που σου λέω.»

«Κι εσύ τι έχεις να κερδίσεις, Κορίνα;»

«Θα είμαι σύμβουλός σου. Θα παίρνω κάποια χρήματα. Έχω δουλέψει και γι’άλλες εταιρείες – όχι εδώ, στη Βαθμιδωτή· σ’άλλα μέρη της Ρελκάμνια – αλλά ποτέ δεν έχω δουλέψει για μια εταιρεία που ξεκινά από το μηδέν. Και πάντα ήθελα. Όταν μπαίνεις σε μια εταιρεία που είναι ήδη σε λειτουργία, υπάρχουν ένα σωρό προβλήματα και μπερδεμένες καταστάσεις – από οικονομικού τύπου μέχρι διαπροσωπικού τύπου. Κάθε εταιρεία είναι σαν μικρογραφία μιας ολόκληρης συνοικίας. Και τα πράγματα, αναμενόμενα, δεν ήταν ποτέ όπως θα τα ήθελα. Μαζί σου, όμως, θα έχω την ευκαιρία να φτιάξω μια εταιρεία άψογη.

»Το μόνο που χρειάζομαι είναι η συγκατάθεσή σου, Πρωτονίκη.» Ήπιε ακόμα μια γουλιά από τον Κρύο Ουρανό της.

Η Πρωτονίκη δεν απάντησε αμέσως. Ήπιε κι εκείνη μια γουλιά από τον Κρύο Ουρανό της. Παραμέρισε μια τούφα από τα μαύρα μαλλιά της, πιάνοντάς την πίσω από το αφτί του λευκόδερμου προσώπου της. Τελικά είπε: «Μπορώ να το σκεφτώ λίγο, προτού σου απαντήσω, Κορίνα;»

«Φυσικά. Πότε θέλεις να ξαναμιλήσουμε;»

«Κοίτα… αν είναι να το κάνω, θα το αποφασίσω νωρίς. Μέχρι αύριο το μεσημέρι θα το έχω αποφασίσει. Άφησέ μου έναν τηλεπικοινωνιακό κώδικα και–»

«Γιατί να μη μιλήσουμε από κοντά αύριο το μεσημέρι; Ό,τι απόφαση κι αν έχεις πάρει, θα ήθελα να σε ξαναδώ.»

«Εντάξει,» αποκρίθηκε η Πρωτονίκη. «Αύριο το μεσημέρι.»

Η Κορίνα τής ζήτησε να τη συναντήσει σ’ένα τοπικό εστιατόριο, όχι πολύ μακριά από το κρεμαστό διαμέρισμά της. «Εγώ θα κεράσω, έχε υπόψη σου.»

-5-

«Ποπό, ρε αγάπη, αυτή η τύπισσα είναι τρελή,» είπε ο Ζακ, αφού η Πρωτονίκη τού είχε μιλήσει για την Κορίνα, ύστερα από το σεξ, ενώ οι δυο τους ήταν καθισμένοι πάνω στο μεγάλο κρεβάτι της, στο δεύτερο πάτωμα του κρεμαστού διαμερίσματός της.

«Είναι κάπως περίεργη, όντως…» Η Πρωτονίκη είχε την πλάτη της ακουμπισμένη στον τοίχο και τα πόδια της απλωμένα μπροστά της κάτω από την κουβέρτα, μπλεγμένα με τα πόδια του εραστή της.

«Αυτό που λέει δεν γίνεται, αγάπη,» τόνισε ο Ζακ. «Αλλιώς κάποιος, κάποτε, θα το είχε κάνει.»

«Έλα τώρα, αφού ξέρεις πόσο σκαλωμένοι είναι όλοι στη Βαθμιδωτή. Μόνο τα κωλοεργοστάσιά τους τους ενδιαφέρουν! Όποιος κάνει να πει τίποτα καινούργιο και θεωρείται ‘απειλή’ τον κυνηγάνε οι Τιμωροί… Και μετά λέμε γιατί δεν πουλάνε καλά τα έργα τέχνης εδώ πέρα!… Αυτή η σκατοσυνοικία!…»

Ο Ζακ ήταν ένας άντρας λιγνός, γαλανόδερμος, με καστανά μαλλιά μακριά ώς τους ώμους, και μυτερό γένι στο σαγόνι, που η αντρική μόδα το έλεγε «ανάποδο ξίφος». Τα μάτια του ήταν μεγάλα και γκρίζα, και τώρα φανέρωναν προβληματισμό, και κάποια ανησυχία ίσως. Τα χείλη του είχαν σουφρώσει.

«Δε θες να κάνω κάτι σημαντικό;» του είπε η Πρωτονίκη. «Κάτι εξαιρετικό; Κάτι πρωτοποριακό;»

«Φοβάμαι μην είναι καμια περίεργη απάτη, ρε αγάπη.»

«Τι απάτη να είναι; Λες να θέλει να με κλέψει; Τι έχω για να μου πάρει; Τα αγάλματά μου που δεν πουλάνε καλά;»

Ο Ζακ αναστέναξε. «Δεν ξέρω, αγάπη. Αλλά…»

«Μπορείς νάσαι κι εσύ κοντά μας, όταν θα μιλάω με την Κορίνα. Μπορείς να τη γνωρίσεις.»

«Τι ξέρω εγώ; Συγγραφέας ιστοριών μυστηρίου είμαι, για όνομα του Ζερκάλδη!» Ελάχιστοι στη Βαθμιδωτή μνημόνευαν τον Ζερκάλδη, τον Επαΐοντα της Γραφής, προστάτη των γραμματιζούμενων και της γνώσης, έναν από τους τέσσερις γιους του Κρόνου.

«Τι προτείνεις, τότε; Να πάρω δικηγόρο;»

«Μπορεί αυτό να ήταν συνετό, αγάπη.»

«Δεν έχω λεφτά για να πληρώνω δικηγόρους.»

Ο Ζακ ήταν σιωπηλός καθώς έστριβε ένα τσιγάρο. Όταν το άναψε, είπε: «Εγώ δεν θα την εμπιστευόμουν αυτή την τύπισσα, αγάπη. Είναι μια άγνωστη με περίεργες ιδέες. Τουλάχιστον, οφείλεις να λάβεις ακόμα μια γνώμη.»

«Από ποιον; Όποιον κι αν ρωτήσω εδώ, στη Βαθμιδωτή, θα μου πει ότι είναι ανοησία να προσπαθήσω να κάνω εταιρεία τροφίμων. Αλλά μπορεί να γίνει, Ζακ! Ανέκαθεν πίστευα ότι μπορούσε να γίνει.»

-6-

Η Κορίνα έτρωγε σ’ένα ακριβό εστιατόριο της Βαθμιδωτής, μόνη, στον έκτο όροφο μιας πολυκατοικίας, δίπλα σ’ένα παράθυρο με αρκετά καλή θέα των δρόμων. Η μοναδική κίνηση στη συνοικία ήταν τώρα η κίνηση της νύχτας: άνθρωποι που είχαν αρκετά λεφτά ώστε να μη χρειάζεται να δουλεύουν σε εργοστάσια την ημέρα· άνθρωποι που δεν είχαν και τόσα πολλά λεφτά αλλά έκαναν, γενικά, ελαφριές εργασίες· άνθρωποι που ασχολούνταν με ύποπτες βραδινές δουλειές· και, φυσικά, οι ποδοπατημένοι, οι άστεγοι της Βαθμιδωτής που μονάχα τώρα τους επιτρεπόταν να βγαίνουν από εκεί όπου τα πρωινά λούφαζαν.

Τα πυκνά, μολυσματικά σύννεφα έκρυβαν τα φεγγάρια. Η συνοικία φωτιζόταν αποκλειστικά από τεχνητά φώτα απόψε, ενώ κάποια μέρη της ήταν τελείως σκοτεινά.

Η Κορίνα έκοψε ένα κομμάτι από το καλοψημένο φιλέτο της (κρέας από την Επίστρωτη, φυσικά), το πιρούνιασε, το πέρασε ανάμεσα από τα ανοιχτά μικρά χείλη της. Το μάσησε προσεχτικά, χωρίς βιασύνη. Ήπιε μια γουλιά από το κρασί στο μακρύποδο ποτήρι της.

Ένας άντρας πλησίασε το τραπέζι της – ψηλός, ευρύστερνος, κατάμαυρος στο δέρμα, με κοντά μπλε μαλλιά – ερωτικός συνοδός, προφανώς, από την καρφίτσα πάνω στο πουκάμισό του: μια χρυσή καρδιά.

«Θα ήθελε παρέα η κυρία;» Το χαμόγελό του δεν ήταν τελείως ψεύτικο. Πρέπει να του άρεσε η Κορίνα.

Η οποία ρώτησε: «Μασάζ μόνο;»

«Ασφαλώς. Ό,τι επιθυμεί η κυρία.»

«Κάθισε να μου κάνεις παρέα εν τω μεταξύ.»

Ο άντρας κάθισε αντίκρυ της.

Η Κορίνα, σύντομα, τον έβαλε να της μιλά για τη ζωή του και για τις απόψεις του σχετικά με τη Βαθμιδωτή. Τον άκουγε με ενδιαφέρον. Η ίδια δεν είπε τίποτα για τον εαυτό της.

Αργότερα, στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, έβγαλε τα ρούχα της ενώ στεκόταν μπροστά του. Όλα της τα ρούχα. Εκτός από τις μαύρες κάλτσες, τις οποίες κατέβασε ώς τον αστράγαλο. Ξάπλωσε μπρούμυτα στο κρεβάτι, με το κεφάλι της στο μαξιλάρι και τα χέρια της διπλωμένα από κάτω του.

«Μη βγάλεις τις κάλτσες μου,» είπε στον άντρα χωρίς να τον κοιτάζει, «και δε θέλω να μου αγγίξεις καθόλου τις πατούσες.»

«Ό,τι επιθυμεί η κυρία.» Ο άντρας άρχισε να κάνει μαλάξεις στους ώμους και στην πλάτη της, με πεπειραμένα δάχτυλα.

Η Κορίνα, δίχως να κοιμηθεί, ονειρευόταν μεγαλεπήβολα και περίπλοκα όνειρα…

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Πολιτικές Αποφάσεις

-1-

Συναντήθηκαν το μεσημέρι, στο εστιατόριο που είχαν συμφωνήσει. Αλλά η Πρωτονίκη δεν ήρθε μόνη· μαζί της ήταν ο Ζακ. Γύρω τους, η αίθουσα ήταν γεμάτη με κόσμο, βαβούρα, μυρωδιές, και το κλικ-κλακ που κάνουν τα πιάτα και τα κουταλοπίρουνα. Οι περισσότεροι πελάτες ήταν εργοστασιακοί εργάτες και υπάλληλοι, που έκαναν μεσημεριανό διάλειμμα για να επιστρέψουν στις δουλειές τους το απόγευμα. Οι κουβέντες που ακούγονταν δεν ήταν ζωηρές· ήταν κουρασμένες, βαριές, κυνικές.

«Ποιος είναι ο κύριος, Πρωτονίκη;» ρώτησε η Κορίνα, ντυμένη σήμερα μ’ένα μακρύ, μαύρο φόρεμα με ψηλό γιακά και εφαρμοστά μανίκια, πάνω από το οποίο έπεφτε ανάλαφρα ένα καφετί γιλέκο με κρόσσια.

«Ο Ζακ,» αποκρίθηκε η αριστοκράτισσα. «Συγγραφέας. Γράφει ιστορίες μυστηρίου–»

«Λατρεύω τις ιστορίες μυστηρίου,» παρενέβη η Κορίνα, υπομειδιώντας.

«Και είμαστε,» συνέχισε η Πρωτονίκη, «πολύ καλοί φίλοι.»

«Εραστές, βασικά,» διευκρίνισε ο Ζακ, αγκαλιάζοντας με το ένα χέρι τους ώμους της. Η Πρωτονίκη χαμογέλασε και τα λευκόδερμα μάγουλά της κοκκίνισαν λίγο.

«Το είχα καταλάβει με το που σας είδα να μπαίνετε,» είπε η Κορίνα. «Είστε πολύ ταιριαστό ζευγάρι.» Ήπιε μια γουλιά από τον καφέ της, παρατηρώντας τους με τα πράσινα, γυαλιστερά μάτια της.

Ο Ζακ την παρατηρούσε επίσης, και όφειλε να παραδεχτεί ότι, αντικειμενικά, ήταν όμορφη γυναίκα. Αλλά δεν είχε την ομορφιά που εκείνος προτιμούσε. Του θύμιζε κούκλα – ήταν σαν αυτές τις πολύ αληθοφανείς κούκλες που είχαν σε κάτι καταστήματα ρούχων – αυτές που μπορεί να τις μπερδέψεις και για πραγματικές γυναίκες από απόσταση. Τον τρόμαζε τον Ζακ πολύ περισσότερο απ’ό,τι τον προσέλκυε. Μα τους θεούς, σκέφτηκε, μόνος σε μια κρεβατοκάμαρα μαζί μ’αυτή τη γυναίκα αμφιβάλλω αν θα μπορούσε να μου σηκωθεί! Είχε την όψη ψυχρής φόνισσας από ιστορία μυστηρίου, συνειδητοποίησε ξαφνικά. Ναι, ήταν ακριβώς σαν να είχε βγει από κάποιο βιβλίο με μυστήριο φόνου…

Η Κορίνα χαμογέλασε λες και μπορούσε να μαντέψει τις σκέψεις του, και προς στιγμή τα βλέμματά τους συναντήθηκαν: κι ο Ζακ αισθάνθηκε ένα ρίγος να διατρέχει τη ράχη του, ελπίζοντας μόνο ότι τίποτα δεν φάνηκε στο πρόσωπό του.

«Είσαι οικονομολόγος, έτσι;» είπε, για να διαλύσει την αμηχανία που νόμιζε πως είχε δημιουργηθεί.

«Σύμβουλος επιχειρήσεων,» διευκρίνισε η Κορίνα, φιλικά.

«Έχεις ξανασχοληθεί με εταιρείες παραγωγής τροφίμων;»

«Όχι.»

«Και έρχεσαι τώρα να προτείνεις να–;»

«Γνωρίζω τι κάνω, Ζακ. Δε θα ερχόμουν τυχαία να ξεκινήσω κάτι τέτοιο.»

«Το σχεδίαζες, δηλαδή, από προτού γνωρίσεις την Πρωτονίκη;»

«Το είχα κατά νου, ναι… αν έβρισκα κάποιον πρόθυμο στη Βαθμιδωτή. Και τελικά, η τύχη με ευνόησε.» Έστρεψε το βλέμμα της στην Πρωτονίκη. «Να υποθέσω ότι θα συνεργαστούμε;»

Η αριστοκράτισσα ένευσε, αν και με χείλη σφιγμένα. «Ναι. Θέλω να το προσπαθήσω, Κορίνα.»

«Πολύ χαίρομαι.»

Ο Ζακ είπε: «Πρέπει, όμως, να μας πεις πρώτα συγκεκριμένα τι σκοπεύ–»

Μια σερβιτόρα πλησίασε το τραπέζι τους. «Θα παραγγείλετε κάτι;» Η κοπέλα έμοιαζε κουρασμένη παρότι χαμογελούσε.

Αφού παράγγειλαν, έφυγε.

«Μη βλέπετε που πίνω καφέ,» είπε η Κορίνα· «ούτε εγώ έχω φάει ακόμα.»

«Θα μας πεις λεπτομέρειες;» ρώτησε ο Ζακ.

«Ασφαλώς. Τι θέλεις να μάθεις και με κοιτάζεις έτσι καχύποπτα;»

«Συγνώμη που είμαι καχύποπτος, αλλά εσύ, στη θέση μου, δεν θα ήσουν;»

«Θα ήμουν,» παραδέχτηκε η Κορίνα, «και περισσότερο από εσένα, αναμφίβολα.»

«Από πού θα ξεκινήσουμε το όλο εγχείρημα;»

«Θα συμμετέχεις κι εσύ, δηλαδή;» Η Κορίνα κοίταξε μια αυτόν μια την Πρωτονίκη.

Η Πρωτονίκη αποκρίθηκε: «Ο Ζακ είναι πολύ καλός μου φίλος. Θα είναι μαζί μου. Όμως δεν έχουμε σκεφτεί ακόμα αν θέλει να δουλέψει στην εταιρεία ή αν θα βάλει λεφτά.» Ανασήκωσε τους ώμους.

Η Κορίνα είπε: «Το πρώτο πράγμα που οφείλουμε να κάνουμε είναι να εξασφαλίσουμε χρηματοδότηση από τον Πολιτάρχη. Αυτό θα μας κάνει αξιόπιστους στις τράπεζες, ώστε να καταφέρουμε να πάρουμε δάνειο.»

«Και μπορείς εσύ να εξασφαλίσεις χρηματοδότηση από τον Πολιτάρχη;» απόρησε ο Ζακ. «Γιατί εμείς σίγουρα δεν μπορούμε, Κορίνα.» Αυτή η τύπισσα τού έμοιαζε ολοένα και περισσότερο με μυθιστορηματικό χαρακτήρα, όχι με αληθινό πρόσωπο…

«Μπορώ.»

«Με τι τρόπο; Τον ξέρεις προσωπικά;»

«Θα τον συναντήσω· μη σας ανησυχεί αυτό. Αν τα καταφέρω, θα ξεκινήσουμε. Αν δεν τα καταφέρω, δεν θα ξεκινήσουμε. Κι εσείς, βέβαια, σ’αυτή την περίπτωση, δεν θα χάσετε τίποτα.»

Ο Ζακ έστριψε ένα τσιγάρο. «Καλώς. Ας πούμε ότι ο Χρονομάχος μάς χρηματοδοτεί. Μετά, τι κάνουμε;»

«Αγοράζουμε κάποια οικοδομήματα που βρίσκονται το ένα κοντά στο άλλο και τα οποία καλύτερα να έχουν πέσει σε πλήρη ή μερική αχρηστία. Έχω κάποια υπόψη μου.»

«Τα έχεις σκεφτεί όλα;» Ο Ζακ άναψε το τσιγάρο του.

«Η δουλειά μου είναι να ξέρω τέτοια πράγματα,» είπε αδιάφορα η Κορίνα· και συνέχισε: «Θα ισοπεδώσουμε τα οικοδομήματα και θα φτιάξουμε έναν θόλο παραγωγής στη θέση τους.»

«Χρειάζονται κάποια μηχανήματα, υποθέτω. Κάποιοι εξοπλισμοί…»

«Ναι.»

«Πού θα τους βρούμε; Εδώ, στη Βαθμιδωτή, δεν–»

Η σερβιτόρα επέστρεψε φέρνοντας τα φαγητά τους κι αφήνοντάς τα στο τραπέζι. Ύστερα, λέγοντας «Καλή σας όρεξη», έφυγε.

«Ναι,» είπε η Κορίνα, «στη Βαθμιδωτή δεν υπάρχει η τεχνογνωσία που μας χρειάζεται. Και η Επίστρωτη αμφιβάλλω ότι θα μας την προσφέρει· σκοπεύουμε να την ανταγωνιστούμε, άλλωστε. Θα φέρω ανθρώπους από τον Επιλογέα.»

«Από τον Επιλογέα;» έκανε η Πρωτονίκη, έκπληκτη. «Αυτή η συνοικία είναι πέρα από τον Πλευροπόταμο! Στις δυτικές του όχθες.»

«Δεν είναι και τόσο μακριά,» είπε η Κορίνα, ανακατεύοντας τα ζυμαρικά της με το πιρούνι.

«Έχεις γνωστούς εκεί;»

«Ναι. Επαγγελματίες, φυσικά. Ασχολούνται με την παραγωγή τροφίμων. Ο Επιλογέας παράγει μόνος του τα τρόφιμά του, Πρωτονίκη. Η Ακαδημία Επιστημονικών Τεχνών είναι στα νοτιοανατολικά του, έτσι συγκεντρώνει πολλούς επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων από εκεί. Το εννοώ ότι αυτοί που θα φέρω θα είναι επαγγελματίες.»

«Και θα θέλουν να πληρωθούν σαν επαγγελματίες…» είπε ο Ζακ.

«Θα έχουμε χρήματα,» τον διαβεβαίωσε η Κορίνα, τρώγοντας μια μπουκιά από τα ζυμαρικά της και γλείφοντας τη σάλτσα από τα μικρά χείλη της. Αφού μάσησε χωρίς βιασύνη και κατάπιε, είπε: «Τα υπόλοιπα, μετά, είναι θέματα παραγωγής, διαφήμισης, και διοχέτευσης των προϊόντων μας στην αγορά. Δε θα είναι τίποτα το δύσκολο, έτσι όπως έχουν ανεβεί οι τιμές των προϊόντων της Επίστρωτης.»

Ο Ζακ και η Πρωτονίκη αλληλοκοιτάχτηκαν. Η δεύτερη χαμογελούσε, και τα μαύρα μάτια της γυάλιζαν. Ο Ζακ σκέφτηκε: Η Κορίνα το κάνει ν’ακούγεται απλό. Σίγουρα, πιο απλό απ’ό,τι θα είναι στην πραγματικότητα…

-2-

Ο τηλεπικοινωνιακός δίαυλος του γραφείου του κουδούνισε αμέσως μόλις είχε μπει στο δωμάτιο, προτού καν αφήσει την τσάντα του. Πλησιάζοντας τη συσκευή, πάτησε το πλήκτρο της αποδοχής.

«Μάλιστα;»

«Καλημέρα σας, κύριε Χρονομάχε. Το όνομά μου είναι Κορίνα Ριλτάκω. Σας είχα–»

«Εσείς πάλι; Σας εξήγησα, κυρία μου: η πρότασή σας δεν με ενδιαφέρει.»

«Η Βαθμιδωτή έχει πολλά να κερδίσει, κύριε Χρονομάχε, από το ξεκίνημα μιας σειράς επιχειρήσεων παραγωγής τροφίμων. Θα ανεξαρτητοποιηθεί–»

«Στη Βαθμιδωτή δεν παίζουμε τυχερά παιχνίδια–»

«Δεν πρόκειται για τυχερό παιχνίδι. Να έρθω από το γραφείο σας για να μιλήσουμε;»

«Σας είπα και την προηγούμενη φορά ότι δεν ενδιαφέρομαι,» αποκρίθηκε σταθερά ο Κίμωνας Χρονομάχος. «Και απορώ πώς βρήκατε τον εσωτερικό τηλεπικοινωνιακό κώδικα του γραφείου μου–»

«Γνωρίζω για μια υπόθεση σας, κύριε Χρονομάχε, που θα ήταν πολύ δυσάρεστο να μαθευτεί από το Συμβούλιο των Τεχνοκρατών–»

«Τι; Δεν δέχομαι αόριστες απειλές!» φώναξε ο Πολιτάρχης της Βαθμιδωτής, οργισμένος. Ποια ήταν, τέλος πάντων, αυτή η γυναίκα; Γιατί ήταν τόσο επίμονη; Και ποιος καριόλης τής είχε δώσει τον εσωτερικό τηλεπικοινωνιακό κώδικα του γραφείου του;

Η Κορίνα γέλασε ψυχρά. «Δεν κάνω αόριστες απειλές, κύριε Χρονομάχε. Και δεν θα ήθελα να σας πω λεπτομέρειες από μια γραμμή που μπορεί και να παρακολουθείτε από αντιπάλους σας–»

«Δεν καταλαβαίνω τι–!»

«Μιλάω για Τιμωρούς, χρήματα, και αίμα…»

Ο Κίμωνας πάγωσε. Πώς είναι δυνατόν να ξέρει; αναρωτήθηκε. Ποια είναι; Ήταν Τιμωρός, μήπως; Είχε διαρρεύσει το μυστικό σε άλλους Τιμωρούς; Δεν είχαν κρατήσει το στόμα τους κλειστό, γαμώτο;

«Είστε ακόμα εκεί, κύριε Χρονομάχε;»

«Μπορείτε να περάσετε από το γραφείο μου σε μισή ώρα, αν θέλετε, για να συζητήσουμε,» είπε ο Κίμωνας.

«Ευχαριστώ. Χαίρομαι πολύ που θα συναντηθούμε από κοντά, κύριε Χρονομάχε. Δε θα το μετανιώσετε, είμαι σίγουρη.» Και η τηλεπικοινωνία τερματίστηκε.

-3-

Κανένας πολιτικός δεν φτάνει ψηλά χωρίς να έχει βαδίσει σε σκοτεινούς δρόμους. Αυτοί οι ίδιοι οι σκοτεινοί δρόμοι του παρελθόντος, που τον ανέβασαν, μπορούν στο μέλλον να τον κατακρημνίσουν. Οι σκάλες μετατρέπονται σε κυλίστρες. Ο φιλόδοξος πολιτικός κατρακυλά εκεί, όταν είναι απρόσεχτος· τα ίδια τα όπλα του αποδεικνύονται η καταστροφή του. Και κατρακυλώντας, ποιος ξέρει ώς πού μπορεί να φτάσει;

Αλλά οι σκοτεινοί δρόμοι του παρελθόντος μπορούν, επίσης, να αποτελέσουν και ανοίγματα στα τείχη του οχυρού του, τώρα, στο παρόν. Αν κάποιος γνωρίζει «περισσότερα από όσα θα έπρεπε», μπορεί να ελέγχει τον πολιτικό σαν μαριονέτα. Ελάχιστοι πολιτικοί θα αποτινάξουν τον έλεγχο δεχόμενοι συγχρόνως το πολιτικό κόστος της επιλογής τους.

Όταν οι Παντοκράτειρα κυβερνούσε στη διάστασή μας, οι πράκτορές της το γνώριζαν αυτό πολύ καλά. Κι έτσι είχαν υπό τον έλεγχό τους πολλούς σημαντικούς αρχηγούς των εταιρειών και των δρόμων της Ρελκάμνια – αν και εκείνα τα χρόνια, βέβαια, η Σύγκλητος των Πολιταρχών και οι Πολιτάρχες είχαν καταργηθεί.

-4-

Η γυναίκα που καθόταν αντίκρυ του του έκανε πολύ ζωηρή εντύπωση. Είχε επάνω της κάτι που ο Κίμωνας αδυνατούσε να προσδιορίσει. Αλλά όφειλε να παραδεχτεί ότι τον έλκυε. Δεν ήξερε γιατί ακριβώς. Είχε… είχε μια αύρα δύναμης, ίσως. Και το σώμα που διαγραφόταν μέσα από το πράσινο φόρεμά της δεν ήταν καθόλου άσχημο. Του θύμιζε κάποια ηθοποιό – όχι πορφυρόδερμη, όμως – αλλά δεν ήταν βέβαιος ποια…

Το γεγονός ότι η Κορίνα τον είχε εκβιάσει για να έρθει στο γραφείο του δεν τον ενοχλούσε τώρα, για κάποιο λόγο. Αλλά θα έπρεπε να με ενοχλεί! μάλωσε τον εαυτό του. Ποια ήταν και γνώριζε τέτοια μυστικά;

Τη ρώτησε ευθέως, αφότου χαιρετήθηκαν: «Είσαι Τιμωρός;»

Η Κορίνα χαμογέλασε χαριτωμένα. «Τιμωρώ μόνο όσους είναι πολύ κακοί μαζί μου.»

Ο Κίμωνας συνοφρυώθηκε. «Είσαι Τιμωρός ή δεν είσαι;»

«Δεν έχω ταυτότητα Τιμωρού,» είπε η Κορίνα, σταυρώνοντας τα πόδια της στο γόνατο, άνετα.

«Πώς γνωρίζεις, τότε, ότι…;»

«Τι γνωρίζω, κύριε Χρονομάχε;»

«Για τους Τιμωρούς.»

«Για τους Τιμωρούς γνωρίζουν όλοι μέσα στη Βαθμιδωτή.»

«Μην κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις! Μιλάω για–»

«Είσαι σίγουρος,» είπε η Κορίνα, παύοντας τον πληθυντικό, «ότι κανείς δεν παρακολουθεί το γραφείο σου;»

Ο Κίμωνας έμεινε σιωπηλός για μερικές στιγμές. Άναψε ένα τσιγάρο. «Τι είσαι, μα τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος; Κατάσκοπος; Καμια πρώην πράκτορας της Παντοκράτειρας;»

Η Κορίνα γέλασε. «Θα ήμουν τόσο νέα, αν ήμουν κάποτε πράκτορας της Παντοκράτειρας;»

Ο Κίμωνας την ατένισε ερευνητικά. Πράγματι, δεν μπορεί να ήταν πάνω από τριάντα-πέντε χρονών. Ίσως λίγο μεγαλύτερη, αλλά… αποκλείεται να ήταν πρώην πράκτορας της Παντοκράτειρας. Δεν είχε ποτέ ακούσει ότι η Παντοκράτειρα είχε παιδάκια για πράκτορές της. Εδώ εγώ ήμουν μικρός εκείνη την εποχή… αν και όχι «παιδάκι», βέβαια.

«Οικονομολόγος είμαι, αν θέλεις να ξέρεις,» είπε η Κορίνα. «Σύμβουλος επιχειρήσεων.»

«Τους συμβουλεύεις πώς να βρίσκουν εσωτερικούς τηλεπικοινωνιακούς κώδικες;»

Η Κορίνα γέλασε ξανά, ευχάριστα. «Θέλεις να μάθεις πώς βρήκα τον κώδικά σου;»

«Η αλήθεια είναι πως, ναι, θα ήθελα να το μάθω αυτό.» Θα το μετάνιωνε πικρά όποιος τον είχε διαδώσει!

«Δυστυχώς,» είπε η Κορίνα, «όλοι πρέπει να κρατάμε κάποια μυστικά.»

Ο Κίμωνας την αγριοκοίταξε. «Αν ήρθες εδώ νομίζοντας ότι με τα… μυστικά σου θα με εκβιάσεις ώστε να–»

«Δεν έχω σκοπό να σε εκβιάσω.»

«Δε θα ήσουν τώρα στο γραφείο μου αν δεν με είχες εκβιάσει. Έχω ένα σωρό άλλες δουλειές να κάνω–»

«Καμια τους δεν είναι σημαντικότερη από αυτήν, σε διαβεβαιώνω.»

«Σοβαρά, ε; Ξέρεις καλύτερα, υποθέτω. Ας σε ακούσουμε.» Η ειρωνεία ήταν έκδηλη, φυσικά.

Η Κορίνα δεν έδειξε να ενοχλείται. «Οι τιμές των τροφίμων που σας στέλνει η Επίστρωτη έχουν αυξηθεί–»

«Εγώ και όλη η υπόλοιπη Βαθμιδωτή το γνωρίζουμε αυτό.» Φύσηξε καπνό απ’τα ρουθούνια.

«–και το κόστος είναι βαρύ για εσάς,» συνέχισε η Κορίνα σαν να μην την είχε διακόψει. «Δεν παράγετε καθόλου τρόφιμα οι ίδιοι, και όλες οι εμπορικές συμφωνίες που έχετε κάνει για την εισαγωγή τροφίμων είναι με την Επίστρωτη. Δε σας συμφέρει να τις διακόψετε τώρα και να στραφείτε αλλού – αν υποθέσουμε ότι θα μπορούσατε να βρείτε επαρκείς ποσότητες για εισαγωγή.»

«Τι νόημα έχει όλη αυτή η ανάλυση;»

«Η κατάσταση στην οποία έχετε βρεθεί δείχνει περίτρανα ένα από τα βασικότερα προβλήματα της Βαθμιδωτής: Είναι μια συνοικία εξαρτώμενη.»

«Κι εσύ μπορείς να μας λύσεις το… πρόβλημά μας;»

«Ναι.»

Ο Κίμωνας κούνησε το κεφάλι, μην ξέροντας αν έπρεπε να αισθανθεί διασκεδασμένος. «Κοίτα,» της είπε. «Αν σ’έχουν στείλει εδώ οι εχθροί μου–»

«Κανένας δεν με έστειλε–»

«Θες να πιστέψω ότι ήρθες μόνη σου, δηλαδή; Ξύπνησες ένα πρωί και–»

«Παρατηρώ πού παρουσιάζονται οικονομικές ευκαιρίες και δρω ανάλογα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνεργάζομαι με μια κυρία η οποία είναι πρόθυμη να ξεκινήσει εταιρεία παραγωγής τροφίμων μέσα στη Βαθμιδωτή. Αλλά, όπως σου είπα ήδη, χρειάζεται χρηματοδότηση.»

«Ας πάρει δάνειο από κάποια τράπεζα.»

«Η κυρία δεν είναι πλούσια. Καμια τράπεζα δεν θα την εμπιστευτεί για να της δώσει τόσα χρήματα–»

«Και θα έπρεπε να την εμπιστευτώ εγώ; Με τα χρήματα του θησαυροφυλακίου της πολιτείας;»

«Ναι.»

«Γιατί;»

«Γιατί σε διαβεβαιώνω ότι αυτό θα ξεκινήσει μια σειρά από επενδύσεις που θα κάνουν τη Βαθμιδωτή ανεξάρτητη συνοικία. Δεν θα έχει πλέον ανάγκη τα τρόφιμα της Επίστρωτης. Η επιχείρηση της κυρίας μου θα αποδειχτεί επιτυχημένη. Θα παράγει προϊόντα υψηλής ποιότητας τα οποία οι κάτοικοι της Βαθμιδωτής θα μπορούν να αγοράζουν σε χαμηλές τιμές – πολύ πιο χαμηλές απ’ό,τι είναι αυτές των προϊόντων της Επίστρωτης επί του παρόντος. Διάφοροι άλλοι, βλέποντας την επιτυχία της κυρίας μου, θα αντιγράψουν τις μεθόδους της, και θα δημιουργηθούν στη Βαθμιδωτή αρκετές εταιρείες παραγωγής τροφίμων ώστε να μπορούν να θρέψουν όλους τους κατοίκους της. Δεν θα έχετε ανάγκη να κάνετε εισαγωγές.»

«Αποκλείεται,» είπε ο Κίμωνας. «Η Βαθμιδωτή ανέκαθεν παρήγε τεχνικούς εξοπλισμούς – και είμαστε πολύ καλοί σ’αυτό! Για να κάνουμε ό,τι προτείνεις, θα πρέπει να διαιρέσουμε το εργατικό μας δυναμικό. Θα μειωθεί η άλλη παραγωγή μας. Θα έχουμε ζημιά.»

«Δεν θα έχετε ζημιά–»

«Νομίζεις ότι ξέρεις τη συνοικία μου καλύτερα από εμένα; Δεν φαίνεται να είσαι καν από τη Βαθμιδωτή! Από πού έρχεσαι;»

«Δεν θα έχετε ζημιά,» επέμεινε η Κορίνα. «Σκέψου πόσα περισσότερα χρήματα θα χάσετε με τις εισαγωγές που κάνετε τώρα από την Επίστρωτη σ’αυτές τις τιμές. Και η Επίστρωτη θα συνεχίσει να πουλά σ’αυτές τις τιμές, γιατί το οικονομικό πρόβλημα που δημιουργήθηκε είναι αρκετά σημαντικό.»

«Λήστεψαν την Τράπεζα των Τεσσάρων…»

«Το γνωρίζεις, επομένως.»

Ο Κίμωνας έσβησε το τσιγάρο του. «Κι αν σας χρηματοδοτήσω, πόσα λεφτά θα χάσει η Βαθμιδωτή;»

Η Κορίνα τού είπε το ποσό που ζητούσε.

Ο Κίμωνας συνοφρυώθηκε. «Και είναι αυτά αρκετά για να φτιάξει η κυρία σου την επιχείρησή της;»

«Όχι, δεν είναι. Αλλά είναι αρκετά ώστε οι τράπεζες να μπορούν να τη θεωρήσουν φερέγγυο πρόσωπο και να της δώσουν δάνειο.»

Το συνοφρύωμα του Πολιτάρχη βάθυνε. «Γιατί δεν το έλεγες τόση ώρα;»

Η Κορίνα χαμογέλασε. «Ίσως να ήθελα να δω την αντίδρασή σου.» Έβγαλε μια ταμπακιέρα από την τσάντα της κι έναν ενεργειακό αναπτήρα.

Ο Κίμωνας δεν μπόρεσε παρά να γελάσει.

Η Κορίνα άναψε ένα τσιγάρο. «Θα μας χρηματοδοτήσετε, κύριε Πολιτάρχη;» ρώτησε, μιλώντας του στον πληθυντικό ξανά.

«Το ποσό, βέβαια, δεν είναι και πολύ μικρό…»

«Για ολόκληρο το θησαυροφυλάκιο της Βαθμιδωτής; Δεν είμαι τόσο ανίδεη…»

«Ναι, αυτό είναι φανερό.» Και τη ρώτησε ξανά: «Τι ακριβώς είσαι, Κορίνα;»

«Δεν σου είπα; Οικονομολόγος.»

«Ούτε εγώ είμαι τόσο ανίδεος, καρδιά μου. Δε θα ήμουν Πολιτάρχης της Βαθμιδωτής, αν ήμουν. Γνωρίζω πολλούς οικονομολόγους, αλλά κανένας τους δεν έχει τέτοιες… ικανότητες να ανακαλύπτει μυστικά.»

«Δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Μη μας κατηγοριοποιείς. Είναι άσχημο.» Μιλώντας μεταξύ αστείου και σοβαρού.

Ο Κίμωνας ακούμπησε την πλάτη του στη μαλακή πολυθρόνα του, συνειδητοποιώντας ξαφνικά πόσο τσιτωμένος ήταν μέχρι στιγμής. Πρέπει να έχει σχέση με κάποιο γραφείο ιδιωτικών ερευνών, σκέφτηκε. Το λιγότερο. Γιατί, τι άλλο μπορεί να ήταν η Κορίνα; Μπορεί να την είχαν στείλει οι αντίπαλοί του; Με τι σκοπό, όμως; Να τον παραπλανήσει; Ώστε να αποδείξουν ότι ήταν ανίκανος ως πολιτικός;

Τα μάτια της… Μα τον Κρόνο, τα μάτια της. Θα ορκιζόταν ότι τον ατένιζαν και έμπαιναν μες στο μυαλό του.

«Λογικό είναι να φοβάσαι κάποια άγνωστη,» του είπε.

Και η ευθύτητά της τον ξάφνιασε. «Δεν φοβάμαι κανέναν,» αποκρίθηκε, αμυντικά.

«Δεν ξέρεις τίποτα για μένα,» συνέχισε η Κορίνα. «Αλλά έχω δουλέψει σε διάφορες επιχειρήσεις, σε διάφορες συνοικίες της Ατέρμονης Πολιτείας μας. Έχω δει πολλά. Κι όταν έχεις δει πολλά» – φύσηξε καπνό απ’την άκρη του στόματός της καθώς κοίταζε κάτω – «έχεις μάθει και πολλά…» Τα μάτια της στράφηκαν πάλι επάνω του. «Θέλω να κάνω κάτι που θα είναι σημαντικό. Δεν έχω ποτέ βοηθήσει μια επιχείρηση στο ξεκίνημά της. Και εδώ δεν μιλάμε για μόνο μία επιχείρηση, Κίμωνα. Μιλάμε για μια ολόκληρη σειρά από επιχειρήσεις που θα αλλάξουν τη Βαθμιδωτή. Και θα είμαι πάντα εδώ να σου προσφέρω τη γνώμη μου για ό,τι θέμα μπορεί να προκύψει.»

«Θα πάψεις να εργάζεσαι για την κυρία σου; Θ’αρχίσεις να δουλεύεις για την πολιτεία;»

«Πολλά πράγματα μπορούν να γίνουν συγχρόνως. Τώρα δεν με εμπιστεύεσαι, αλλά θα δεις σύντομα ότι σε συμφέρει να με εμπιστευτείς.»

«Μόνο λόγια, όμως, ακούω ώς τώρα. Στοιχεία υπάρχουν; Έχεις αριθμούς να μου δείξεις; Αν είναι να προστάξω να χρηματοδοτηθεί κάτι, πρέπει να ξέρω τι είναι αυτό. Και, κατά πρώτον, ποια είναι η κυρία σου;»

«Ονομάζεται Πρωτονίκη Υστερώνυμη.»

Ο Κίμωνας μόρφασε συλλογισμένα. Υστερώνυμη; Πού τόχω ξανακούσει αυτό το όνομα; «Από Καινό Οίκο;»

Η Κορίνα ένευσε. «Από Καινό Οίκο, όπως τον δικό σου των Χρονομάχων. Κι απ’ό,τι έχω ακούσει, συμπαθείτε τους Καινούς Οίκους.»

«Απλώς αντιπαθούμε τους Παλαιούς Οίκους, που νομίζουν ότι η Ρελκάμνια τούς ανήκει και πρέπει όλοι να πέσουμε και να τους προσκυνάμε.

»Όπως και νάχει, οι Υστερώνυμοι δεν έχουν πλούτο. Ή κάνω λάθος;»

«Δεν κάνεις λάθος. Δεν έχουν πλούτο, αλλά έχουν διάθεση και ενθουσιασμό να εργαστούν. Ή, τουλάχιστον, η Πρωτονίκη, την οποία γνωρίζω καλά.»

«Κι αν το σχέδιό σου αποτύχει, τι θα γίνουν τα λεφτά της πολιτείας; Θα δοθούν στις τράπεζες για να ξεπληρωθούν τα δάνεια που πήρε η Υστερώνυμη;»

«Προφανώς.»

«Η πολιτεία θα χάσει τα λεφτά της, δηλαδή.»

«Το σχέδιό μου δεν θα αποτύχει.»

«Και σε ξαναρωτάω: Έχεις στοιχεία να μου δείξεις;»

Η Κορίνα έβγαλε από την τσάντα της έναν φάκελο και μια συσκευή αποθήκευσης πληροφοριών. «Δες μόνος σου.»

Ο Κίμωνας άνοιξε τον φάκελο, ξεφύλλισε τα χαρτιά με τα στοιχεία. Συνέδεσε τη συσκευή με το πληροφοριακό σύστημα του γραφείου του· κοίταξε άλλα στοιχεία και διαγράμματα στην οθόνη. «Πρέπει να τα μελετήσω αυτά,» είπε στην Κορίνα. Και να ζητήσω και τη γνώμη κάποιων άλλων, επίσης.

«Πότε θέλεις να ξανασυναντηθούμε;»

«Μεθαύριο το πρωί;»

«Εντάξει,» συμφώνησε η Κορίνα και σηκώθηκε από την καρέκλα της.

«Μια ερώτηση.» Ο Κίμωνας εξακολουθούσε νάναι καθισμένος στην πολυθρόνα του.

Η Κορίνα ύψωσε ένα της φρύδι.

«Αν αρνηθώ να χρηματοδοτήσω την Υστερώνυμη, τι θα γίνει;» Θα χρησιμοποιήσεις αυτά που ξέρεις για να με καταστρέψεις;

«Είμαι βέβαιη, κύριε Πολιτάρχη, πως θα δείτε ότι το σχέδιό μου συμφέρει και τη Βαθμιδωτή και εσάς,» αποκρίθηκε η Κορίνα, κι έφυγε από το γραφείο του.

Ο Κίμωνας ακούμπησε το σαγόνι του στη γροθιά του. Αναρωτήθηκε αν θα έπρεπε να ζητήσει ακόμα μια χάρη από τους… προσωπικούς του Τιμωρούς. Ακόμα μια χάρη σχετική με το χύσιμο αίματος στο σκοτάδι…

Όπως και νάχε, όμως, καλό θα ήταν να μάθαινε πού έμενε αυτή η Κορίνα Ριλτάκω.

Έβγαλε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό από την τσέπη του (ο οποίος διέθετε σύστημα ασφαλείας στις κλήσεις) και κάλεσε έναν έμπιστο άνθρωπό του…

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
Ιστορίες Μυστηρίου

-1-

Δεν ήταν δύσκολο για τον Πολιτάρχη της Βαθμιδωτής να μάθει ότι η Κορίνα Ριλτάκω έμενε σ’ένα διαμέρισμα στον δέκατο-όγδοο όροφο μιας πολυκατοικίας του Ωρολογόμετρου – μιας από τις κεντρικές περιφέρειες της Βαθμιδωτής. Κανένας άλλος δεν έμενε μαζί της· ήταν μόνη της. Και το διαμέρισμα ήταν αγορασμένο· δεν το νοίκιαζε. Δεν ήταν, όμως, καταγεγραμμένη ως πολίτις της Βαθμιδωτής. Και ούτε, σύμφωνα με τα στοιχεία του Κίμωνα, φαινόταν να είχε δουλέψει ποτέ σε καμια από τις επιχειρήσεις εδώ. Αυτή η γυναίκα έμοιαζε με ξένη. Τελείως. Γιατί την ενδιάφερε για τη Βαθμιδωτή;

Μήπως όλα ήταν παγίδα των πολιτικών αντιπάλων του;

Δεν είχε πολύ χρόνο στη διάθεσή του. Αν δεν έδινε απάντηση στην Κορίνα αύριο το πρωί, όπως της είχε υποσχεθεί, οτιδήποτε μπορούσε να συμβεί. Η απειλή της δεν ήταν τυχαία· σίγουρα γνώριζε πολύ καλά την υπόθεση με τους Τιμωρούς – ποιους είχε ζητήσει ο Κίμωνας να σκοτώσουν προτού γίνει Πολιτάρχης.

Πώς είχε πάρει αυτή την πληροφορία; Ο ξάδελφος του Κίμωνα, ο Καλλίδρομος, που ήταν Τιμωρός – και είχε βοηθήσει τον Κίμωνα στις δολοφονίες – δεν μπορούσε να δώσει καμια απάντηση. «Το θεωρώ απίθανο,» είπε στον Πολιτάρχη, «να το έμαθε από εμάς. Τρεις άνθρωποι είμαστε που σε εξυπηρετήσαμε, Κίμωνα.»

«Θα μιλήσεις στους άλλους δύο;» Κουβέντιαζαν στο σπίτι του Καλλίδρομου, ενώ οι σκιές του απογεύματος είχαν πληθύνει.

«Θα τους μιλήσω. Αλλά δεν νομίζω ότι θα μάθω τίποτα. Όποια κι αν είναι, πάντως, η Κορίνα, είναι επικίνδυνη. Εγώ πάω στοίχημα ότι πρόκειται για κόλπο, στημένο από κάποιους ώστε, κάπως, να σε δυσφημίσουν.»

«Τι προτείνεις να κάνω;»

«Δεν ξέρω, Κίμωνα. Εσύ είσαι πολιτικός· εγώ απλά ένας Τιμωρός είμαι.»

Δεν υπήρχε ούτε καν χρόνος τώρα για να διαρρήξουν το διαμέρισμα της Κορίνας και να το ερευνήσουν – εκτός αν ήθελαν να το κάνουν τη νύχτα ενώ εκείνη βρισκόταν μέσα. Και ο μόνος λόγος που ο Κίμωνας σκεφτόταν να ψάξει το διαμέρισμα ήταν επειδή δεν έβρισκε τίποτ’ άλλο για την Κορίνα που να αποτελεί χρήσιμη πληροφορία. Αυτή η γυναίκα ήταν σαν φάντασμα. Μέσα στο σπίτι της, μονάχα, ίσως να έβρισκε κάτι που μπορούσε να του δώσει στοιχεία γι’αυτήν. Από εκεί ίσως να μάθαινε αν, τελικά, εργαζόταν για κάποιον εχθρό του ή όχι.

Να πρόσταζε τους ανθρώπους του να κάνουν διάρρηξη ενώ η Κορίνα ήταν μέσα; Πολύ ριψοκίνδυνο. Δεν θα είχαν την ευχέρεια να ερευνήσουν τον χώρο με άνεση. Θα είχαν;

«Μπορούμε να το κάνουμε, κύριε Χρονομάχε,» του είπε η Ιωάννα, η οποία διεύθυνε την ομάδα των κατασκόπων που δούλευε για τον Πολιτάρχη. «Θα εισβάλουμε και θα της ρίξουμε υπνωτικό αέριο. Δεν πρόκειται να ξυπνήσει από τους μικρούς θορύβους που θα προκαλέσουμε. Εν ανάγκη, έχουμε και μάγο του τάγματος των Βιοσκόπων ο οποίος μπορεί να τη ρίξει σε ακόμα πιο βαθύ ύπνο.»

Ο Κίμωνας ήταν τώρα στο γραφείο του ξανά, έχοντας καλέσει εκεί την Ιωάννα. «Είσαι σίγουρη ότι θα τα καταφέρετε;»

«Δε μου φαίνεται να είναι τίποτα το δύσκολο. Για ένα απλό διαμέρισμα πρόκειται, που έχει μόνο έναν κάτοικο. Έχουμε εισβάλει και σε πιο καλά φυλαγμένα μέρη.»

«Ίσως να είναι μάγισσα. Ίσως να έχει μαγγανείες προφύλαξης στις πόρτες.»

Η Ιωάννα κούνησε το κεφάλι. «Δεν έχει τίποτα τέτοιο· το ελέγξαμε. Ούτε μαγγανείες υπάρχουν, ούτε αισθητήρες, ούτε κάτι άλλο που μπορούμε να εντοπίσουμε.»

«Τι δεν θα μπορούσατε να εντοπίσετε;»

Η Ιωάννα χαμογέλασε. «Τίποτα, βασικά.»

Πολύ σίγουρη για τον εαυτό της, παρατήρησε ο Κίμωνας. Παραπάνω απ’ό,τι θα έπρεπε.

-2-

Η Ιωάννα και άλλοι δύο πλησίασαν την εξώπορτα του διαμερίσματος στον δέκατο-όγδοο όροφο, μέσα στη βαθιά νύχτα.

Ο ένας από τους συντρόφους της Ιωάννας ήταν εκπαιδευμένος κατάσκοπος, με αρκετή εμπειρία· τον έλεγαν Νάρνταλ. Ο δεύτερος ήταν επίσης κατάσκοπος, φυσικά, αλλά και μάγος του τάγματος των Βιοσκόπων. Οι μαγικές γνώσεις του, ωστόσο, ήταν ευρύτερες από των περισσότερων Βιοσκόπων. Το όνομά του ήταν Θεοκλής’νιρ.

Ο Θεοκλής τώρα υποτονθόρυζε κάποιο ξόρκι, έχοντας τα μάτια του στραμμένα στην εξώπορτα αλλά σαν να κοίταζε κάπου πίσω και πέρα απ’αυτήν. Μετά από λίγο, είπε: «Όπως και πριν, δεν υπάρχουν μαγγανείες.»

Η Ιωάννα ένευσε. «Ανοίγουμε, λοιπόν.» Φορούσαν κι οι τρεις τους μαύρες κουκούλες με ανοίγματα μόνο για τα μάτια, μαύρες δερμάτινες στολές, μαύρα γάντια, και μαύρες μαλακές μπότες.

Ο Θεοκλής’νιρ άγγιξε την κλειδαριά ενώ μουρμούριζε ένα άλλο ξόρκι. Συγχρόνως, ο Νάρνταλ έβγαλε ένα εργαλείο που θύμιζε πιστόλι αλλά με πολύ πλατειά πίσω άκρη. Δεν ήταν πυροβόλο· ήταν εκτοξευτής αερίων. Και το αέριο που τώρα περιείχε ήταν υπνωτικής φύσης.

Η κλειδαριά ακούστηκε να γυρίζει, σπρωγμένη από τη μαγεία του Θεοκλή, και η Ιωάννα έκανε στον μάγο νόημα να μείνει πίσω· έπιασε το πόμολο και παραμέρισε την πόρτα, αργά, κοιτάζοντας με προσοχή μέσα, κι έχοντας το πιστόλι της σε ετοιμότητα. Το όπλο ήταν τριπλής λειτουργίας: πυροβόλο (θανατηφόρα χρήση), ενεργειακό (μη θανατηφόρα, αρκετά αθόρυβη χρήση), και ηχητικό (επίσης μη θανατηφόρα χρήση, αλλά όχι και τόσο αθόρυβη, αφού θρυμμάτιζε αντικείμενα, ειδικά τζάμια και κρύσταλλα). Ήταν τώρα ρυθμισμένο στην ενεργειακή λειτουργία.

Μέσα στο φως που έμπαινε από τη γυάλινη μπαλκονόπορτα, η Ιωάννα δεν είδε κανέναν στο σαλόνι του διαμερίσματος, και πέρασε πρώτη το κατώφλι. Οι άλλοι δύο την ακολούθησαν. Νυχοπατώντας σαν αίλουροι της πόλης, διέσχιζαν το σπίτι πηγαίνοντας προς το υπνοδωμάτιο, όπου λογικά θα βρισκόταν η μοναδική ένοικος.

Η πόρτα ήταν ορθάνοιχτη και, μέσα στο σκοτάδι, η Ιωάννα μπορούσε να διακρίνει μια φιγούρα να είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Έκανε νόημα στον Νάρνταλ, κι εκείνος πλησίασε αθόρυβα την κοιμώμενη, στέλνοντας αέριο με τον εκτοξευτή του για να τη ρίξει σε βαθύ λήθαργο. Η ξαπλωμένη φιγούρα δεν κουνήθηκε από τη θέση της.

Η Ιωάννα άναψε το φως του υπνοδωματίου, πατώντας τον διακόπτη στον τοίχο. Στο κρεβάτι ήταν, όντως, η μυστηριώδης γυναίκα που ονομαζόταν Κορίνα Ριλτάκω: πορφυρόδερμη, με τα ξανθά της μαλλιά απλωμένα γύρω της, καθώς ήταν πεσμένη μπρούμυτα. Το ένα της χέρι αγκάλιαζε το μαξιλάρι κάτω απ’το κεφάλι της. Η κουβέρτα τη σκέπαζε ακατάστατα, αφήνοντας τα πόδια της εκτεθειμένα: το αριστερό από τον αστράγαλο και κάτω, το δεξί από το γόνατο και κάτω. Και στην πατούσα του δεξιού ποδιού η Ιωάννα πρόσεξε κάτι που της έκανε εντύπωση. Η Κορίνα είχε μια δερματοστιξία εκεί: ένα σχήμα το οποίο αποτελείτο από δύο αλληλοσυνδεόμενες σπείρες που ενώνονταν με μια διάκεντρο. Ένα σχήμα το οποίο έμοιαζε σχεδόν λαξεμένο επάνω στο δέρμα της, και λαμπύριζε παράξενα. Η Ιωάννα δεν είχε ποτέ ξανά δει τέτοια δερματοστιξία στη ζωή της.

-3-

Η Κορίνα δεν είχε αντιληφτεί τους κατασκόπους να μπαίνουν στο σπίτι της, αλλά μέσα στο μυαλό της είχε αρχίσει να παίρνει μορφή ένα εφιαλτικό όνειρο…

Ύστερα, αισθάνθηκε μια επίδραση επάνω της. Τα ρουθούνια της γέμισαν από μια μυρωδιά που αμέσως αναγνώρισε ως υπνωτικό αέριο.

Αλλά δεν κοιμήθηκε πιο βαθιά απ’ό,τι ήδη κοιμόταν.

Αντιθέτως, ξύπνησε. Και έμεινε ακίνητη. Παριστάνοντας την κοιμισμένη, διατηρώντας την αναπνοή της σταθερή, τα μάτια της κλειστά.

Τους άκουγε, όμως.

-4-

«Τι είν’ αυτό;» είπε ο Νάρνταλ. Και στράφηκε στον μάγο.

Ο Θεοκλής’νιρ κούνησε το κεφάλι. «Δεν ξέρω.»

«Δεν το ελέγχεις με τη μαγεία σου;»

«Αφήστε αυτό τώρα!» είπε η Ιωάννα. «Μια δερματοστιξία είναι, μάλλον. Ψάξτε το σπίτι.» Έβγαλε μια μικρή φωτογραφική μηχανή και φωτογράφησε το σημάδι στο πέλμα της Κορίνας. Ύστερα άρχισε κι εκείνη να ψάχνει το σπίτι μαζί με τους δύο κατασκόπους της.

Η Κορίνα δεν κινήθηκε από τη θέση της.

Οι κατάσκοποι του Πολιτάρχη της Βαθμιδωτής ερεύνησαν ολόκληρο το διαμέρισμα, κάθε γωνιά του, χωρίς να το αναποδογυρίσουν, χωρίς να το κάνουν άνω-κάτω· όταν η ένοικός ξυπνούσε, μάλλον δεν θα καταλάβαινε το παραμικρό, υπέθεταν. Ωστόσο, δεν βρήκαν τίποτα που να σχετίζεται με αντιπάλους του Κίμωνα Χρονομάχου. Τίποτα το ενδιαφέρον, γενικά. Αυτή η γυναίκα εξακολουθούσε να είναι σαν φάντασμα. Αναμφίβολα ξένη. Πρέπει να είχε έρθει από κάπου μακριά. Δεν πρέπει να είχε διασυνδέσεις ή δεσμούς στη Βαθμιδωτή. Ή, τουλάχιστον, έτσι φαινόταν. Αλλά δεν μπορεί να αλήθευε, σκεφτόταν η Ιωάννα. Ο κύριος Χρονομάχος τής είχε πει ότι η Κορίνα είχε ανακαλύψει μυστικά που δεν θα έπρεπε να γνωρίζει – αν και δεν είχε αναφέρει τα μυστικά αυτά. Μάλλον δεν ήταν ούτε για τα αφτιά της Ιωάννας.

Όταν τελείωσαν με την έρευνα, βγήκαν από την εξώπορτα και την κλείδωσαν ξανά με μαγεία, όπως την είχαν ανοίξει.

«Κάτι δεν πάει καλά,» είπε ο Νάρνταλ, καθώς κατέβαιναν τις σκάλες της πολυκατοικίας, έχοντας βγάλει τις κουκούλες και τα γάντια τους κι έχοντας φορέσει καπαρντίνες πάνω από τις μαύρες στολές τους. «Κάτι δεν… δεν είναι σωστό μ’αυτή την τύπισσα, Ιωάννα.»

Η Ιωάννα ένευσε. «Ναι. Το σπίτι της μοιάζει με δωμάτιο ξενοδοχείου. Ή, ίσως, με σκηνικό για κινηματογραφικό έργο.» Έβγαλε τη φωτογραφική μηχανή της από την τσέπη και κοίταξε, στη μικρή οθόνη της συσκευής, τη φωτογραφία του πέλματος της Κορίνας.

Το παράξενο σημάδι δεν υπήρχε.

«Τι!» έκανε η Ιωάννα, μορφάζοντας, βλεφαρίζοντας.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Νάρνταλ.

Η Ιωάννα τούς έδειξε την εικόνα στην οθόνη της φωτογραφικής μηχανής. «Είχα φωτογραφήσει το σημάδι στο πόδι της, αλλά δεν φαίνεται στη φωτογραφία!»

«Λάθος πόδι θα φωτογράφησες–» άρχισε ο Νάρνταλ.

«Τι λες, ρε; Χαζή νομίζεις πως είμαι; Το δεξί πόδι είναι! Δες το.»

Ο Θεοκλής’νιρ είπε, σκεπτικά: «Υπάρχουν πράγματα που έχουν… παράξενη σχέση με τη φωτογράφιση.»

«Τι εννοείς;»

«Εσύ τα βλέπεις αλλά στις φωτογραφίες δεν βγαίνουν. Ή βγαίνουν στις φωτογραφίες αλλά τα μάτια σου δεν τα βλέπουν. Οι μάγοι του τάγματος των Ερευνητών ασχολούνται περισσότερο με τέτοια φαινόμενα.»

«Τι μπορεί να είναι, δηλαδή, αυτό το σημάδι, Θεοκλή;»

«Δεν έχω ιδέα. Αλλά αποκλείεται να είναι μια συνηθισμένη δερματοστιξία.»

-5-

Σηκώθηκε από το κρεβάτι της όταν τους άκουσε να φεύγουν.

Έριξε μια ματιά σ’όλο το διαμέρισμα, και σκέφτηκε: Αν δεν ήμουν αυτή που είμαι, δεν θα καταλάβαινα ποτέ ότι είχαν μπει κάποιοι και είχαν ψάξει.

Το καταραμένο αέριο ακόμα την ενοχλούσε, αλλά όχι πολύ.

Περισσότερο την ενοχλούσε το γεγονός ότι είχαν δει το σημάδι της. Δεν το θεωρούσε, όμως, και πολύ πιθανό να γνώριζαν γι’αυτό.

Αν ο Κίμωνας μάθει, θα το καταλάβω αύριο προτού πάω να τον δω…

Επιπλέον, το πόδι της δεν την πονούσε. Δεν ήταν ώρα να φύγει.

-6-

Καθισμένη αντίκρυ του, έμοιαζε πάλι να ξεχωρίζει πολύ έντονα σε σχέση με οτιδήποτε άλλο βρισκόταν μέσα στο δωμάτιο, σαν εκείνη να ήταν λίγο πιο φωτεινή ενώ όλα τα υπόλοιπα πράγματα λίγο πιο σκοτεινά.

«Η κυρία Υστερώνυμη περιμένει την απάντησή σας με αγωνία, κύριε Πολιτάρχη,» είπε η Κορίνα, αφού χαιρετήθηκαν κι ο Κίμωνας τής πρόσφερε, και της άναψε, ένα από τα τσιγάρα του.

«Όπως θα αντιλαμβάνεσαι, η περιέργειά μου είναι μεγάλη…» Την παρατηρούσε ερευνητικά. Η μορφή της του άρεσε – θα κυλιόταν άνετα στο κρεβάτι μαζί της – αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος που τώρα την κοίταζε τόσο επισταμένα. Ήθελε, απεγνωσμένα, να την καταλάβει. Ήθελε να μπει μέσα σ’αυτό το πορφυρόδερμο ξανθομάλλικο κεφάλι, να μάθει ό,τι ήξερε, να διαλύσει το μυστήριό της που τριβέλιζε το μυαλό του.

«Σου έδωσα όλα τα στοιχεία για την επιχείρηση που σχεδιάζουμε,» αποκρίθηκε η Κορίνα· «δεν τα μελέτησες; Δεν θεωρείς εφικτή την πραγματοποίηση των σχεδίων μας;»

Ο Κίμωνας είχε ρωτήσει δύο οικονομολόγους, και του είχαν πει ότι τα στοιχεία της Κορίνας δεν ήταν λανθασμένα. Αν όντως μπορούσε να συνδυάσει όλα αυτά τα πράγματα, θα μπορούσε να φτιάξει την επιχείρηση. Ωστόσο… επιχείρηση παραγωγής τροφίμων δεν είχε ποτέ ξανά γίνει στη Βαθμιδωτή. Ήταν ρίσκο.

«Δε μιλάω γι’αυτό,» της είπε ο Κίμωνας. «Μιλάω για εσένα. Για εσένα είμαι περίεργος.»

Η Κορίνα ύψωσε ένα φρύδι, προκλητικά. «Θα έπρεπε το ενδιαφέρον σου να με κολακεύει;»

«Όχι απαραίτητα. Γνωρίζεις πράγματα που δεν θέλω κανένας να γνωρίζει.»

«Μην ανησυχείς, Κίμωνα, το μυστικό σου είναι ασφαλές μέσα στο μυαλό μου.»

«Θα μου πεις ποιος σ’τα αποκάλυψε όλα αυτά;»

Η Κορίνα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, σιωπηλή.

Τα νεύρα του Κίμωνα τσιτώθηκαν, αλλά προσπάθησε να μην το δείξει. «Θα σε πληρώσω.»

«Δε θέλω λεφτά.»

«Μιλάω για μεγάλο πόσο.»

Ύψωσε πάλι το φρύδι της, ερωτηματικά.

«Δέκα χιλιάδες δεκάδια.»

«Δεν ενδιαφέρομαι.»

«Είκοσι χιλιάδες δεκάδια.»

Η Κορίνα κούνησε ξανά το κεφάλι, φυσώντας καπνό, ήρεμα.

«Πενήντα χιλιάδες δεκάδια.»

Η Κορίνα γέλασε. «Θα χρεοκοπήσεις τη συνοικία σου, Κίμωνα!»

Ο Πολιτάρχης χτύπησε τη γροθιά του πάνω στο γραφείο του. «Πόσα λεφτά θέλεις;»

«Δεν θέλω λεφτά.»

«Νομίζεις ότι δεν μπορώ να βάλω να σε συλλάβουν και να σε αναγκάσουν να μιλήσεις;»

«Απορώ που δεν το έχεις επιχειρήσει ήδη…» Τον ατένισε ευθέως.

Ο Κίμωνας αισθάνθηκε, για κάποιο λόγο, ένα ρίγος να τον διατρέχει. Κατάλαβε τους κατασκόπους μου; Αλλά γιατί να τη φοβάται; Τι ήταν αυτή που εκείνος, ο Πολιτάρχης της Βαθμιδωτής, έπρεπε να τη φοβάται, μα τον Κρόνο και τον Ηρώταλο και όλους τους γαμημένους θεούς του σύμπαντος;

«Πες μου τι θέλεις για να μου φανερώσεις πώς έμαθες γι’αυτό το μυστικό. Μη με προκαλείς άλλο!»

«Δεν αποκαλύπτω τις πηγές μου,» αποκρίθηκε η Κορίνα. «Κι ακόμα περιμένω την απάντησή σου. Θα μας χρηματοδοτήσεις, ή θα πρέπει να αναζητήσω χρηματοδότηση από αλλού;»

Από αλλού; Από τους αντιπάλους του, ίσως; Σχεδίαζε να πουλήσει το μυστικό του; Θα μάθω τι παιχνίδι παίζεις, Κορίνα! Θα μάθω! Για την ώρα, όφειλε να πάει με τα νερά της. Αυτή η γυναίκα, εξάλλου, είχε πολύ ενδιαφέρον. Ας την έκανε να νομίζει πως μπορούσε να τον ελέγχει, ή πως ήταν σύμμαχοι οι δυο τους.

«Θα σας χρηματοδοτήσω,» δήλωσε. «Νομίζω πως το ρίσκο αξίζει.»

«Δεν έχεις καθόλου άδικο, Κίμωνα. Το ρίσκο, όντως, αξίζει.»

-7-

Λένε πως ο φόβος είναι ο καλύτερος τρόπος για να ελέγχεις κάποιον. Κάνουν λάθος. Δεν είναι ο καλύτερος τρόπος· είναι απλά ένας τρόπος, όχι και τόσο αποτελεσματικός πολλές φορές. Οι φοβισμένοι δεν μένουν για πάντα φοβισμένοι. Κι επιπλέον, ο φόβος συχνά οδηγεί και στην αντίδραση: θέλουμε να εξολοθρεύσουμε εκείνο που μας τρομάζει.

Τι γίνεται αν εσύ είσαι εκείνο που τους τρομάζει; Εξολοθρεύεσαι στο τέλος...

Πιο αποτελεσματικός τρόπος ελέγχου είναι η πρόκληση το κέντρισμα του ενδιαφέροντος. Κάνε τον άλλο να νομίζει ότι πρέπει να λύσει έναν γρίφο, ένα μυστήριο, κάτι που έχει ολοένα και πιο περίεργες πτυχές. Το μυαλό του θα παραμείνει κολλημένο σ’εσένα. Θα τον καθοδηγείς.

-8-

Εκείνη την ημέρα, γιόρτασαν οι τρεις τους – η Κορίνα, η Πρωτονίκη, και ο Ζακ – στο κρεμαστό διαμέρισμα της Πρωτονίκης, καλώντας και μερικούς φίλους του ζευγαριού. Άνοιξαν ποτά, άκουσαν μουσική, έπαιξαν τυχερά παιχνίδια.

«Ένα καινούργιο κεφάλαιο ξεκινά στη ζωή μου!» είπε η Πρωτονίκη στον Ζακ, κατενθουσιασμένη. «Είναι μια περιπέτεια που πάντα ονειρευόμουν!»

«Μην του δίνεις ιδέες,» την προειδοποίησε μια φίλη της, «γιατί μπορεί να το κάνει πραγματικό κεφάλαιο στο επόμενο βιβλίο του!»

Και γελούσαν, πιωμένοι και σε εύθυμη κατάσταση.

«Τα βιβλία μου είναι μυστηρίου,» διευκρίνισε ο Ζακ, «όπως θα έπρεπε να ξέρεις.»

«Γιατί, αυτή η ιστορία δεν είναι μυστηρίου; Εγώ δεν έχω καταλάβει ακόμα πώς κατάφερε η Κορίνα να πάρει χρηματοδότηση από τον Πολιτάρχη μας!»

Η Κορίνα χαμογέλασε. «Δεν ήταν και τόσο σπουδαίο,» είπε με μετριοφροσύνη. «Του εξήγησα απλώς ότι το σχέδιό μας συμφέρει τη Βαθμιδωτή. Του έδειξα στοιχεία. Στους πολιτικούς πάντα αρέσουν τα στοιχεία.» Ήπιε μια γουλιά από τη μπίρα της. «Αριθμοί, διαγράμματα. Συγκεκριμένα πράγματα. Τα είδε, το σκέφτηκε, και, όπως το περίμενα, συμφώνησε. Είναι πολύ έξυπνος άνθρωπος ο Πολιτάρχης σας.

»Και το βιβλίο σου,» άλλαξε απότομα θέμα, «μου αρέσει πολύ, Ζακ.»

«Ποιο βιβλίο μου;»

Η Κορίνα έβγαλε από την τσάντα της ένα αντίτυπο του μυθιστορήματος «Ο Κήπος των Σκιών». «Το βρήκα σ’ένα βιβλιοπωλείο προχτές. Έχω ήδη διαβάσει το μισό. Μ’αρέσει όπως δουλεύει το μυαλό σου.»

«Σου ρίχνεται ξεδιάντροπα!» είπε, γελώντας, η φίλη της Πρωτονίκης που είχε μιλήσει και πριν.

Ο Ζακ χαμογελούσε αμήχανα· η Κορίνα είπε στη φίλη της Πρωτονίκης: «Είναι, πράγματι, ο τύπος μου – ως συγγραφέας, και μόνο ως συγγραφέας.»

Ο Ζακ φίλησε το μάγουλο της Πρωτονίκης, η οποία δεν έμοιαζε να έχει δώσει σημασία στο σχόλιο της φίλης της: τόσο ενθουσιασμένη ήταν από τα νέα για τη χρηματοδότηση του Πολιτάρχη.

«Και ποιος είναι ο τύπος σου ως άντρας, Κορίνα;» ρώτησε η φίλη της Πρωτονίκης.

«Κάποιος σαν τον Άβαντα Χρυσοχόο.»

Συνοφρυώθηκε. «Ποιος είν’ αυτός;»

Ο Ζακ είπε: «Ο ‘κακός’ στον Κήπο των Σκιών.»

Η Κορίνα γέλασε, και ήπιε κι άλλη από τη μπίρα της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ
Το Πρόβλημα του Τεχνομαθή

-1-

Ο Φέλιξ’μορ άρθρωσε γι’ακόμα μια φορά τα λόγια για το Ξόρκι Μηχανικής Ανταποκρίσεως: τα λόγια που, προστάζοντας πρωταρχικές δυνάμεις του σύμπαντος, έκαναν το μυαλό του να επεκτείνεται και να ταιριάζει με διάφορους μηχανισμούς σαν να ήταν ελεγκτικό τμήμα τους. Η νοημοσύνη του μάγου καταδύθηκε μέσα στις μηχανές του πλοίου, προσπαθώντας να καταλάβει πού ήταν το πρόβλημα. Κάτι δεν επικοινωνούσε σωστά με τα υπόλοιπα κομμάτια. Αλλά τι; Ο Φέλιξ’μορ περιπλανιόταν, πνευματικά, στο εσωτερικό της γιγάντιας μηχανής σαν στοιχειακό της Ατέρμονης Πολιτείας, απ’αυτά που λένε πως παίζουν με τα μηχανήματα.

Το πρόβλημα εξακολουθούσε να του διαφεύγει – και αδυνατούσε να κατανοήσει γιατί! Δεν ήταν πρωτόπειρος μάγος του τάγματος των Τεχνομαθών. Είχε κάνει το Ξόρκι Μηχανικής Ανταποκρίσεως εκατοντάδες φορές στη ζωή του· κι όταν δεν μπορούσε να διακρίνει πού βρισκόταν η δυσλειτουργία, το θεωρούσε σημάδι ότι κάτι πολύ παράξενο συνέβαινε.

Οι μηχανικοί του πλοιοκτήτη που είχε προσλάβει τον Φέλιξ δεν είχαν καμια πληροφορία να του δώσουν. Οι μηχανές του πλοίου απλά είχαν πάψει να λειτουργούν, είχαν πει· δεν ήξεραν γιατί. Δεν έβγαζαν κανένα συμπέρασμα. Και ούτε ο μάγος που ρύθμιζε την ενεργειακή ροή του σκάφους όταν αυτό έπλεε μπορούσε να προσφέρει καμια βοήθεια στον Φέλιξ. Δεν ήταν Τεχνομαθής, εξάλλου· ήταν του τάγματος των Ερευνητών, κι αυτή ήταν η καλύτερη δουλειά που είχε καταφέρει να βρει για την ώρα: να κάνει Μαγγανεία Κινήσεως μέσα στο εμπορικό πλοίο.

Ο Φέλιξ’μορ εστίασε κάθε πνευματική του δύναμη στην έρευνα της μηχανής, καθοδηγώντας το μυαλό του σαν ανιχνευτική μικροαράχνη εντός της…

«Θα μπορούσα να βοηθήσω;»

Γυναικεία φωνή. Που κάτι τού θύμιζε.

Ζαλισμένος από την έρευνά του, ο Φέλιξ διέκοψε το ξόρκι και στράφηκε, για ν’αντικρίσει μια πορφυρόδερμη γυναίκα με πράσινα αστραφτερά μάτια και μακριά ξανθά μαλλιά δεμένα αλογοουρά. Μια… καθόλου συνηθισμένη γυναίκα.

«…Κορίνα. Εσύ εδώ; Τι κάνεις εδώ; Πώς με βρήκες;»

Στέκονταν μέσα στο μηχανοστάσιο του μεγάλου πλοίου, χωρίς κανένας άλλος να είναι γύρω τους. Είχαν όλοι αφήσει τον Φέλιξ’μορ να κάνει μόνος του τη δουλειά του· δεν μπορούσαν, άλλωστε, να τον βοηθήσουν, όπως είχε αποδειχτεί.

Η Κορίνα χαμογέλασε αχνά. «‘Πώς με βρήκες’; Θα έπρεπε να το ρωτάς αυτό;»

«Μάλλον όχι,» είπε κουρασμένα ο Φέλιξ. «Υποθέτω, ‘η Πόλη σε καθοδήγησε’…»

«Μαθαίνεις γρήγορα.» Η Κορίνα τον πλησίασε βαδίζοντας αργά, νωχελικά, αλλά ξεχωρίζοντας μέσα στο μουντό μηχανοστάσιο σαν να ήταν πλασμένη από φωσφορική ύλη. Αν και, στην πραγματικότητα, τίποτα επάνω της δεν φωσφόριζε. Ήταν όλα στο μυαλό του, όπως πολύ καλά καταλάβαινε ο Φέλιξ.

«Δύο από εσάς έχω γνωρίσει,» είπε. «Αν δεν είχα μάθει… θα ήμουν χαζός, μάλλον. Η Αδελφή σου, πάντως, δεν είναι εδώ, σε περίπτωση που την ψάχνεις.»

«Αν έψαχνα τη Μιράντα δεν θα ερχόμουν σ’εσένα για να τη βρω,» αποκρίθηκε, κάπως απότομα, η Κορίνα. «Μη μου πεις ότι την έχεις ξαναδεί.»

«Όχι, δεν την έχω ξαναδεί.» Η Μιράντα ήταν από τα λίγα πράγματα που μπορούσε να αναφέρει κανείς για να κάνει την Κορίνα να τσαντιστεί, όπως είχε ανακαλύψει ο Φέλιξ. «Αλλά θα ήθελα. Είναι πολύ συμπαθητική κυρία,» πρόσθεσε εσκεμμένα.

Τα μάτια της στένεψαν. «Μη με προκαλείς, Φέλιξ, μ’αυτή την παλιόγρια.»

«Ούτε εσύ είσαι ‘νέα’ ακριβώς…»

«Παίζεις με την πολεοτύχη που μ’έστειλε σ’εσένα, μάγε!»

Το λευκόδερμο αξύριστο πρόσωπο του Φέλιξ χαμογέλασε. «Πόσο χρονών είσαι, αλήθεια, Κορίνα;»

«Όσο φαίνομαι,» αποκρίθηκε κοφτά.

«Τα ψέματά σου είναι, συνήθως, καλύτερα.»

«Συνέχισε να με προσβάλλεις με σαχλαμάρες και θα φύγω.»

«Αυτό,» είπε ο Φέλιξ, «θα μπορούσε να ήταν, ίσως… ‘πολεοτύχη’ για εμένα.» Γνώριζε αρκετά καλά τις μηχανορραφίες της Κορίνας για να μην τη θέλει κοντά του. Την προηγούμενη φορά, πριν από καμια δεκαετία, η αναμέτρησή της με τη Μιράντα στον Επιλογέα παραλίγο να τον στείλει στον Ανόφθαλμο. Δεν είχε σκοτωθεί όμως, η ψυχή του δεν είχε ταξιδέψει στο Έρεβος· αντιθέτως, είχε τότε γνωρίσει τη γυναίκα με την οποία ήταν σήμερα παντρεμένος και αγαπούσε πολύ. Ευτυχώς δεν ήταν σαν την Κορίνα, τη Μιράντα, και τις… Αδελφές τους.

«Κι εγώ που νόμιζα ότι χρειαζόσουν τη βοήθειά μου…» Η Κορίνα κοίταξε τη γιγάντια μηχανή πίσω από τον μάγο.

«Η Μιράντα ξέρει κάποια μαγικά ξόρκια· εσύ όχι. Ή κάνω λάθος;»

«Αυτή η καταραμένη ασχολείται μ’ό,τι σαχλαμάρα τής καρφωθεί· εγώ ασχολούμαι με σημαντικότερα και πιο ενδιαφέροντα πράγματα!

»Παρ’όλ’ αυτά,» συνέχισε, «δεν είμαι τυχαία εδώ. Και, παρότι είσαι ακόμα ένας αναιδής αγύρτης, είμαι πρόθυμη να σε εξυπηρετήσω. Για να ξέρεις ότι το μέγεθος της καλοσύνης μου είναι τέτοιο, και να μην ακούς ανοησίες. Ειδικά τις ανοησίες που εξαπλώνει η παλιόγρια για εμένα!»

Ο Φέλιξ’μορ σταύρωσε τα χέρια του μπροστά του. «Εντάξει, Κορίνα. Αφού νομίζεις ότι ξέρεις τι πρόβλημα έχει τούτη η μηχανή, περιμένω να μου πεις. Γιατί εγώ, τόσες ώρες, δεν μπορώ να το ανακαλύψω.»

Η Κορίνα γέλασε. «Σ’έχουν ταλαιπωρήσει… Ψάχνεις για το λάθος πράγμα, είμαι σίγουρη.»

«Τι πάει να πει αυτό;»

Η Κορίνα στράφηκε στην πελώρια μηχανή του πλοίου ξανά, κι έβγαλε ένα σύριγμα από τα μικρά χείλη της.

Τίποτα δεν έγινε.

«Μην παίζετε μαζί μου!» είπε η Κορίνα, συνεχίζοντας να κοιτάζει τη μηχανή.

Ο Φέλιξ συνοφρυώθηκε. Σε ποιους – ή σε τι – απευθύνεται; αναρωτήθηκε. Σε στοιχειακά πνεύματα της πόλης; Αυτά ήταν που τελικά προκαλούσαν το πρόβλημα; Το θεωρούσε λιγάκι απίθανο. Τα πνεύματα της Ρελκάμνια – εκτός του ότι σπάνια ήταν τόσο δαιμονικά με τις μηχανές όσο φημολογείτο – συνήθως δεν μπλόκαραν έναν μηχανισμό για τόσες ώρες. Μπορεί απλά να έκαναν κάποιες περίεργες παρενέργειες· τίποτα το πολύ σπουδαίο. Πολλές φορές δεν το πρόσεχες καν.

Η Κορίνα έβγαλε ξανά ένα σύριγμα από τα χείλη της. Και πάλι τίποτα δεν έγινε.

Στράφηκε στον Φέλιξ. «Μου δίνεις έναν λοστό; Ή κάποιο παρόμοιο σίδερο;»

Ο μάγος, μην κάνοντας ερωτήσεις – δεν είχαν νόημα οι ερωτήσεις μ’αυτές – βρήκε έναν λοστό που ήταν ακουμπισμένος εκεί κοντά και της τον έδωσε.

Η Κορίνα τον πήρε και χτύπησε μερικές φορές την πελώρια μηχανή σε διάφορα σημεία. Τα χτυπήματά της είχαν συγκεκριμένο ρυθμό, νόμιζε ο Φέλιξ· ήταν όπως ένας τυμπανιστής θα χτυπούσε ένα τύμπανο, όχι τυχαία. Ή μήπως το φαντάζομαι; Πολλοί έλεγαν ότι οι μάγοι του τάγματος των Τεχνομαθών δεν είχαν μεγάλη φαντασία, αλλά εκείνος το θεωρούσε αυτό προκατάληψη.

Το τελευταίο χτύπημα της Κορίνας αντήχησε κάπως παράξενα (ο Φέλιξ δεν μπορούσε να το χαρακτηρίσει αλλιώς), και τότε ένα πλάσμα πετάχτηκε έξω από τη μηχανή. Είχε τέσσερα πόδια, δύο χέρια, και ουρά· και το σώμα του έμοιαζε με ανάμιξη ανθρώπου και εντόμου. Δεν ήταν μεγαλύτερο από το κεφάλι του Φέλιξ, και φαινόταν καμωμένο από κάποιου είδους μεταλλική ύλη που μέσα της διακρίνονταν γραμμές, σαν καλώδια, ή σαν φλέβες. Τα μάτια του λαμπύριζαν.

Η Κορίνα μίλησε στο πλάσμα σε μια γλώσσα γρήγορη και συριστική, που ο Φέλιξ δεν μπορούσε ούτε καν να πιάσει με τ’αφτιά του τους ήχους της. Δεν την είχε ξανακούσει ποτέ στη ζωή του.

Το πλάσμα χοροπήδησε πάνω στις εγκοπές της μηχανής· τα πόδια του γαντζώνονταν με τρομερή ευκολία. Έκανε την ουρά του πέρα-δώθε. Θύμιζε ουρά σκορπιού, μα η άκρη της ήταν περισσότερο σαν κατσαβίδι, ή σαν το πέρας καλωδίου, ή σαν κάτι, τέλος πάντων, που είχε άμεση σχέση με μηχανές. Από το μικρό στόμα του πλάσματος βγήκαν ήχοι παρόμοιοι μ’αυτούς που έβγαζε η Κορίνα, αλλά το πλάσμα έμοιαζε να μιλά καλύτερα τούτη την αλλόκοτη γλώσσα. Πρέπει να ήταν η μητρική του.

Η Κορίνα μίλησε ξανά, πιο έντονα από πριν, και χτύπησε το πόδι της στο πάτωμα, θυμωμένα. Το πλάσμα τής κούνησε τη μικροσκοπική γροθιά του ως απάντηση· ύστερα πήδησε μακριά από τη μηχανή και χάθηκε μέσα στις σκιές.

«Τι – στα μυαλά – του Σκοτοδαίμονος – ήταν αυτό;» απόρησε ο Φέλιξ’μορ.

«Το πρόβλημά σου,» απάντησε η Κορίνα, με τα πράσινα μάτια της να γυαλίζουν διασκεδασμένα.

«Θες να πεις ότι τώρα η μηχανή δουλεύει;»

«Έλεγξέ το· εγώ όλο ψέματα λέω.»

Ο Φέλιξ στράφηκε στην πελώρια μηχανή του πλοίου κι έκανε πάλι το Ξόρκι Μηχανικής Ανταποκρίσεως. Το μυαλό του τώρα δεν συνάντησε κανένα κενό επαφής πουθενά: όλα τα τμήματα της μηχανής επικοινωνούσαν κανονικά μεταξύ τους. Λογικά, πρέπει να μπορούσε να λειτουργήσει.

«Έχεις δίκιο,» είπε στην Κορίνα, παύοντας να χρησιμοποιεί μαγεία. «Τι ήταν, όμως, αυτό το πράγμα; Δεν το έχω ξαναδεί.»

«Δε με εκπλήσσει. Είχες μπλέξει μ’έναν πολεοπλάστη, Φέλιξ. Ο Ηρώταλος δεν πρέπει να σε συμπαθεί καθόλου.»

«Πολεοπλάστης;» Υπήρχε ένας μύθος… Ένας από τους πολλούς αστικούς μύθους της Ατέρμονης Πολιτείας. «Είναι πραγματικοί οι πολεοπλάστες, Κορίνα;»

«Τον είδες, δεν τον είδες;»

«Αν και δεν θυμάμαι καλά, δεν νομίζω πως είχα ακούσει ότι είναι… ακριβώς έτσι.»

«Όσο λιγότεροι βλέπουν κάτι, τόσο πιο ψευδείς μορφές αυτό παίρνει. Οι πολεοπλάστες είναι πραγματικοί, και κινούνται πάντα εκεί όπου δεν μπορείς να τους δεις. Οι ικανότητές τους να κρύβονται μέσα στη Ρελκάμνια είναι ασύλληπτες. Και με τη μαγεία σας δεν γίνεται να τους εντοπίσεις.»

«Εσύ πώς…;»

«Η Πόλη μού το είπε, φυσικά. Οι πολεοπλάστες είναι βασικά της στοιχεία, Φέλιξ.»

«Είναι αλήθεια, δηλαδή, ο μύθος ότι αυτοί έφτιαξαν τη Ρελκάμνια;»

«Δεν ξέρω. Τι νομίζεις, ότι είμαι πιο γριά από τη Μιράντα; Για όνομα των θεών!»

Ο Φέλιξ χαμογέλασε. «Όπως και νάχει. Σ’ευχαριστώ, Κορίνα.» Αν και αναρωτιέμαι τι σ’έφερε εδώ. Δεν μπορεί να ήταν το πρόβλημά μου μ’αυτό το στοιχειό. «Αλλά… γιατί ο πολεοπλάστης να κάθεται εδώ και να μπλοκάρει τη μηχανή του πλοίου; Έχει τίποτα ενάντια στον πλοιοκτήτη;»

«Για πλάκα το έκανε.»

«Για πλάκα;»

«Εσύ δεν κάνεις πράγματα για να διασκεδάσεις; Ο γιος σου δεν παίζει;»

«Έμαθες για τον γιο μου…»

«Μπορεί εσύ να μη μ’έχεις ξαναδεί όλ’ αυτά τα χρόνια, αλλά εγώ έχει τύχει να δω εσένα, Φέλιξ.»

«Αυτό, Κορίνα, με τρομάζει.»

«Τσκ, τσκ· τι προκατειλημμένος που είσαι προς εμένα…»

«Θα μπορούσες να παραδεχτείς, τουλάχιστον, ότι έχω καλό λόγο.»

«Τέλος πάντων,» είπε η Κορίνα. «Αν έχεις τελειώσει εδώ, θα μπορούσαμε να πάμε κάπου να φάμε. Κερνάω.»

«Πρώτα με βοηθάς να λύσω ένα πολύ περίεργο πρόβλημα και μετά προτείνεις εσύ να με κεράσεις. Κάτι ύποπτο συμβαίνει, Κορίνα.»

Η Κορίνα αναποδογύρισε τα μάτια. «Αν δεν πεινάς, θα φάω μόνη μου, εντάξει;»

-2-

«Μου ζητάς ν’αφήσω τη Φιόνα και να ταξιδέψω πιο μακριά από την αντίπερα όχθη του Πλευροπόταμου…» είπε ο Φέλιξ, σκουπίζοντας τα χείλη του με την πετσέτα κι αφήνοντάς την πλάι στο πιάτο του ξανά, το οποίο δεν ήταν άδειο ακόμα.

«Τι εννοείς ‘θα την αφήσεις’; Απλά για μια δουλειά θα πας,» αποκρίθηκε η Κορίνα. «Η Φιόνα είναι δημοσιογράφος· σίγουρα μπορεί να το καταλάβει αυτό! Εδώ υπάρχουν άνθρωποι στη Ρελκάμνια που, καθημερινά, ταξιδεύουν πάνω από εκατό χιλιόμετρα για να πάνε στη δουλειά τους.»

Οι δυο τους κάθονταν σ’ένα εστιατόριο που από τα τζάμια του φαινόταν ο φαρδύς Πλευροπόταμος που συνέδεε τη Μεγάλη Θάλασσα της Ρελκάμνια με τη Μικρή Θάλασσα. Ήταν γεμάτος πλεούμενα μέσα στο φως του χειμερινού απογεύματος. Τα νερά του είχαν πάρει κοκκινωπό χρώμα. Αλλά δεν αντανακλούσαν μόνο το φως του δύοντος ήλιου· αντανακλούσαν επίσης πολλά άλλα τεχνητά φώτα – από καράβια, από προβλήτες, από πολυκατοικίες, από πινακίδες…

«Θα πληρωθείτε καλά,» υποσχέθηκε η Κορίνα, «και εσύ και αυτοί που θα φέρεις μαζί σου για ν’αναλάβουν τη δουλειά. Έχουμε πάρει χρηματοδότηση από τον ίδιο τον Πολιτάρχη της Βαθμιδωτής, και σύντομα θα πάρουμε και δάνεια από δύο τράπεζες.»

Ο Φέλιξ έφαγε λίγη από τη σαλάτα του. «Κι εσύ τι ακριβώς κερδίζεις απ’όλα αυτά;»

«Δική μου δουλειά.»

«Κατάλαβα…»

«Όχι, δεν κατάλαβες.»

«Ούτε και θέλω να καταλάβω,» είπε ο Φέλιξ.

«Τα λεφτά σου θα τα πάρεις, πάντως· σ’το εγγυώμαι. Σου ξαναλέω ότι και εσύ και αυτοί που θα φέρεις θα πληρωθείτε καλά

Ο Φέλιξ ήπιε μια γουλιά από το νερό στο ποτήρι του. «Μάλιστα…»

«Προτιμάς να κάνεις δουλειές σαν αυτή στο πλοίο; – που σε ταλαιπωρούν χωρίς να πληρώνεσαι καλά; Οι ικανότητές σου είναι για κάτι πολύ περισσότερο, Φέλιξ, και το ξέρεις.»

Προσπαθούσε να τον κολακέψει για να τον κάνει να συμφωνήσει· ο μάγος δεν είχε καμια αμφιβολία γι’αυτό. «Γιατί να σ’εμπιστευτώ, Κορίνα; Η Μιράντα με προειδοποίησε να μη–»

«Σταμάτα πια με τη Μιράντα! Η καταραμένη νομίζει ότι τα ξέρει όλα. Δεν τα ξέρει όλα!»

«Την προηγούμενη φορά που μπλέχτηκες στη ζωή μου–»

«–γνώρισες τη Φιόνα. Κι απ’ό,τι καταλαβαίνω, τα πηγαίνετε άριστα οι δυο σας.»

Όπως πάντα, ήταν σαν να διάβαζε το μυαλό του. «Η Φιόνα κι εγώ ήταν συμπτωματικό που συναντηθήκαμε–»

«Μη λες ανοησίες. Ήταν πολεοτύχη, φυσικά. Τη συνάντησες επειδή βρέθηκες κοντά μου.»

«Ή κοντά στη Μιράντα.»

«Ή κοντά και στις δυο μας. Κι άμα την αναφέρεις ξανά αυτήν, θα σηκωθώ και θα φύγω!»

«Μπλοφάρεις.»

«Νομίζεις ότι δεν μπορώ να βρω άλλο Τεχνομαθή για να με βοηθήσει; Εγώ, σε αντίθεση μ’εσένα, σε εμπιστεύομαι, Φέλιξ. Το ξέρω ότι είσαι ικανότατος μάγος, και ότι θα φέρεις καλούς μηχανικούς μαζί σου για να δουλέψουν στη Βαθμιδωτή.»

«Η Βαθμιδωτή, αν δεν κάνω λάθος, έχει πάμπολλους τεχνουργούς και Τεχνομαθής μάγους. Γιατί δεν αναζητάς από εκεί–;»

«Δε σου είπα μόλις τώρα ότι δεν έχουν καμία σχέση με την παραγωγή τροφίμων; Όσοι εργάζονται χρόνια εκεί, ασχολούνται μόνο με τεχνικούς εξοπλισμούς. Αν προσλάβω κάποιους από τη Βαθμιδωτή, θα πρέπει ούτως ή άλλως να έχουν έρθει από αλλού. Γιατί, λοιπόν, να μην προσλάβω εσένα και τους δικούς σου ανθρώπους, που το ξέρω ότι είστε καλοί και μπορείτε να αναλάβετε τη δουλειά που θέλω;»

Ο Φέλιξ’μορ εργαζόταν παλιότερα σε μια επιχείρηση παραγωγής τροφίμων του Επιλογέα· είχε εμπειρία· γνώριζε τα συστήματα, τα υλικά, και τα εργαλεία που χρειάζονταν. Η αλήθεια ήταν ότι το είχε μετανιώσει που εγκατέλειψε εκείνη τη δουλειά. Αλλά οι συνθήκες ήταν έτσι που δεν μπορούσε πλέον να μείνει. Και, εν μέρει, η Κορίνα ευθυνόταν γι’αυτό…

«Αν έρθουμε στη Βαθμιδωτή και δεν πληρωθούμε…»

«Δεν πρόκειται να συμβεί τέτοιο πράγμα, Φέλιξ. Τα έχω όλα κανονισμένα.»

«Φοβάμαι, όμως, ποιος μπορεί να είναι ο πραγματικός λόγος που θέλεις να φτιάξεις αυτή την επιχείρηση.»

«Δεν έχει καμία σημασία για σένα. Εσύ το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να κατασκευάσεις τον θόλο παραγωγής. Τα υπόλοιπα δεν σε αφορούν, και ούτε θα έχεις σχέση μαζί τους.»

«Το εύχομαι.»

Η Κορίνα χαμογέλασε λεπτά. «Είμαστε συνεργάτες ξανά, λοιπόν;»

Το βλέμμα του Φέλιξ’μορ ήταν σκοτεινό. «Θα μιλήσω με τη Φιόνα, πρώτα, και θα σου απαντήσω αύριο.»

«Δεν της έχεις πει ότι εγώ και η παλιόγρια είμαστε….»

«Φυσικά και όχι. Και να το μάθαινε, σε τι θα την ωφελούσε;»

«Ακριβώς,» ένευσε η Κορίνα. Και ύψωσε το κρασοπότηρό της προς το μέρος του. «Στη νέα μας συνεργασία!»

-3-

Η προκατάληψη δεν βασίζεται στη λογική· βασίζεται στις αρνητικές εμπειρίες. Συνήθως, δύο με τρεις αρνητικές εμπειρίες με κάποιο στοιχείο είναι επαρκούν για να κάνουν έναν άνθρωπο προκατειλημμένο προς αυτό. Και ύστερα αποφεύγει το συγκεκριμένο στοιχείο, ή το βλέπει εχθρικά, ακόμα κι αν δεν υπάρχει κανένας καλός λόγος. Έχει δημιουργηθεί μέσα του ένα καινούργιο ένστικτο.

Αν το συγκεκριμένο στοιχείο παρουσιαστεί με τρόπο φιλικό ή θετικό, ο άνθρωπος που είναι προκατειλημμένος προς αυτό θα συνεχίσει να προσπαθεί να το αποφύγει εκτός αν η λογική του υπερνικήσει το λανθασμένο ένστικτο.

Αν δημιουργήσεις, μάλιστα, τέσσερις, πέντε, ή παραπάνω αρνητικές εμπειρίες με ένα συγκεκριμένο στοιχείο, τότε οι πιθανότητες είναι μεγάλες αυτός ο άνθρωπος να μη μπορέσει ποτέ να ξεπεράσει την προκατάληψή του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
Εξειδικευμένη Εργασία

-1-

Η Φιόνα έδειξε να στεναχωριέται που θα τον έχανε από κοντά της για κάποιο καιρό, αλλά τον προέτρεψε να πάει στη Βαθμιδωτή – φυσικά και να πάει – αφού η δουλειά που του προσφερόταν ήταν καλή και θα έδινε λεφτά τα οποία τώρα χρειάζονταν, ειδικά ύστερα από τη γέννηση του μικρού. «Θα μου λείψεις, όμως,» του είπε, κι εκείνο το βράδυ έκαναν έρωτα όπως τις πρώτες φορές που είχαν γνωριστεί.

Το επόμενο πρωί, ο Φέλιξ πήγε στο ξενοδοχείο της Κορίνας και την πληροφόρησε ότι δεχόταν να έρθει μαζί της στη Βαθμιδωτή. «Αλλά, μα τον Κρόνο,» της είπε, «αν αυτή είναι ακόμα μια από τις απάτες σου και δεν πληρωθούμε, ή μπλέξουμε πουθενά, θα–»

«Μη μ’απειλείς εμένα, Φέλιξ. Μη μ’απειλείς ποτέ,» τον διέκοψε η Κορίνα, καθισμένη σε μια καρέκλα πλάι στο παράθυρο του δωματίου της με μια κούπα τσάι στα χέρια, ντυμένη με μια ρόμπα με γούνα στις άκριες και γύρω από τα μανίκια. «Όταν δίνω μια υπόσχεση, η υπόσχεσή μου είναι αληθινή.»

«Καλώς,» αποκρίθηκε εκείνος, μη θέλοντας να την προκαλέσει χωρίς λόγο – ήταν, αναμφίβολα, επικίνδυνη και αρκετά εκδικητική. «Πηγαίνω τώρα να συγκεντρώσω τους ανθρώπους που θα πάρουμε μαζί μας. Αν είμαστε πολύ τυχεροί, αύριο μπορεί να ξεκινήσουμε. Αν δεν είμαστε και τόσο τυχεροί, τότε σε δυο, τρεις μέρες, υποθέτω.»

Η Κορίνα ένευσε. «Θα περιμένω. Έχουν φτιάξει έναν καινούργιο κινηματογράφο στον Επιλογέα που θέλω να δω από κοντά.»

-2-

Ο Φέλιξ’μορ συγκρότησε μια ομάδα από έξι ανθρώπους ειδικευμένους σε τεχνικά ζητήματα σχετικά με μονάδες παραγωγής τροφίμων. Οι τρεις ήταν άντρες, οι τρεις γυναίκες. Οι δύο πρώτοι ήταν μηχανικοί· ο άλλος, ειδικός στις υαλοκατασκευές και στα κρύσταλλα. Η μία γυναίκα ήταν γεωπόνος, η δεύτερη φυτολόγος, και η τρίτη φυσιοδίφης. Κανένας τους, ασφαλώς, δεν ήξερε τίποτα για την πραγματική φύση της Κορίνας Ριλτάκω.

Ριλτάκω… Καινούργιο επώνυμο πάλι. Ο Φέλιξ αναρωτιόταν αν η Κορίνα είχε αληθινό επώνυμο, ή αν το είχε πια ξεχάσει. Αναρωτιόταν αν οποιαδήποτε απ’αυτές είχε πραγματικό επώνυμο.

Μα τους θεούς, μέχρι που συνάντησε την Κορίνα και τη Μιράντα τις είχε ακούσει μονάχα ως αστικό μύθο. Αλλά ήταν αληθινές. Όπως και οι πολεοπλάστες. Οι πολεοπλάστες, γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος! Υπήρχαν.

Έπρεπε, τουλάχιστον, να το είχα φωτογραφίσει εκείνο το τερατάκι. Κάτι περιοδικά ακριβοπλήρωναν για περίεργες φωτογραφίες, και οι περισσότερες που λάμβαναν ήταν, ούτως ή άλλως, σαχλαμάρες. Αυτή θα ήταν αληθινή!

Προς το τέλος της ημέρας, ο Φέλιξ’μορ συνάντησε ξανά την Κορίνα και της είπε ότι είχε ετοιμάσει την ομάδα που θα τον ακολουθούσε.

«Ξεκινάμε αύριο, λοιπόν;» ρώτησε εκείνη, καθώς οι δυο τους κάθονταν σ’ένα μπαρ του Βρόχου, της κεντρικότερης περιφέρειας του Επιλογέα.

«Μεθαύριο,» αποκρίθηκε ο Φέλιξ. «Είναι κάτι δουλειές που θέλουν να τακτοποιήσουν προτού φύγουμε.» Ήπιε μια τσουχτερή γουλιά Αφρισμένης από το ψηλό ποτήρι του. «Δε μου λες, θα χρειαστούμε όπλα;»

Η Κορίνα συνοφρυώθηκε. «Όπλα; Για όνομα του Κρόνου, Φέλιξ! Τι νομίζεις ότι πάμε να κάνουμε – ληστεία;» Και, υπομειδιώντας, άναψε τσιγάρο.

«Δε μ’αρέσει καθόλου η όψη σου…»

«Αυτό, αν ήμουν άλλου είδους γυναίκα, θα με προσέβαλλε.» Φύσηξε καπνό προς τα πάνω, γελώντας.

Ο Φέλιξ, για καλό και για κακό, θα έπαιρνε και μερικά όπλα μαζί του. Όταν ήσουν με την Κορίνα, τα πάντα μπορούσαν να συμβούν. Ήταν σαν να είσαι παρέα με κάποιο χαοτικό στοιχειακό πνεύμα της Ατέρμονης Πολιτείας.

«Να κάνω μια άλλη ερώτηση;» της είπε.

«Όλο ερωτήσεις είσαι απόψε, αγάπη μου.»

«Έχεις συχνά επαφές με τους πολεοπλάστες;»

Η Κορίνα γέλασε ξανά. «Σου φαίνονται για ανιψάκια μου οι πολεοπλάστες;»

«Θα μπορούσες να καλέσεις πάλι έναν;»

«Γιατί;»

«Για να τον φωτογραφίσω. Υπάρχει κόσμος που πληρώνει για τέτοιες φωτογραφίες.»

Η Κορίνα χαμογέλασε με τα μικρά, βαμμένα μαύρα χείλη της. «Οι πολεοπλάστες δεν φωτογραφίζονται, Φέλιξ.»

«Γαμώτο…» μούγκρισε ο μάγος.

«Βγαίνει κάτι άλλο απ’αυτό που φωτογραφίζεις.»

Συνοφρυώθηκε. «Τι άλλο;»

«Ένα μεγάλο ποντίκι, μια γάτα, κάτι τελείως αλλόκοτο. Οτιδήποτε.»

«Και πώς τους ανακάλυψες εσύ, Κορίνα;»

«Μη με ρωτάς ποτέ τα μυστικά μου. Ξέρεις πόσο μυστικοπαθής γυναίκα είμαι, δεν ξέρεις;»

«Η Μιράντα γνωρίζει για τους πολεοπλάστες; Έχει επαφές μαζί τους;»

«Μη μου μιλάς για τη Μιράντα!»

Ο Φέλιξ γέλασε, και ήπιε κι άλλη Αφρισμένη. Η Κορίνα ποτέ δεν θα τη συγχωρούσε ύστερα απ’ό,τι η Μιράντα τής είχε κάνει την προηγούμενη φορά στον Επιλογέα. Αν και, μάλλον, είχε κι άλλους λόγους για να τη μισεί…

-3-

Μεθαύριο ξεκίνησαν.

Επιβιβάστηκαν σ’ένα ποταμόπλοιο και έπλευσαν επάνω στα νερά του Πλευροπόταμου, για να αποβιβαστούν, ύστερα από κανένα μισάωρο, στις ανατολικές του όχθες, στο Πλευρό. Από εκεί συνέχισαν το ταξίδι τους με τα οχήματά τους. Ο Φέλιξ είχε ένα τετράκυκλο όχημα, μέσα στο οποίο κάθονταν τώρα, πέρα από εκείνον, άλλοι τρεις: ο υαλουργός, η φυτολόγος, και ένας από τους μηχανικούς. Οι υπόλοιποι άνθρωποι της ομάδας του ήταν μοιρασμένοι σ’ένα τρίκυκλο κι ένα δίκυκλο. Μέσα στο τρίκυκλο βρίσκονταν η γεωπόνος και η φυσιοδίφης, κλεισμένες κάτω από το γυάλινο, ημισφαιρικό σκέπαστρό του. Επάνω στο δίκυκλο καθόταν ο δεύτερος μηχανικός της ομάδας.

Η Κορίνα οδηγούσε το δικό της τετράκυκλο όχημα, που ήταν βαμμένο γκρι και είχε έναν λαβύρινθο από παραλληλόγραμμα ζωγραφισμένο σ’όλη τη μπροστινή μεριά. Εκείνη πήγαινε πρώτη και οι άλλοι ακολουθούσαν, γιατί κανένας τους δεν είχε ξαναπάει στη Βαθμιδωτή· οι δουλειές τους απλά δεν τους οδηγούσαν προς τα εκεί.

Στο Πλευρό έπιασαν τη μεγάλη λεωφόρο που ονομαζόταν Κεντρική Οδός και το διέσχιζε από τα δυτικά προς τα ανατολικά, περνούσε από τη Στενή, περνούσε από τη Βαθμιδωτή, περνούσε από την Επίστρωτη, και συνέχιζε. Ήταν πολύ μακρύς δρόμος: εκατοντάδες χιλιόμετρα σε μήκος. Τίποτα το ιδιαίτερα αξιοσημείωτο για μια διάσταση σαν τη Ρελκάμνια, που ήταν οικοδομημένη απ’άκρη σ’άκρη. Ο Φέλιξ’μορ γνώριζε, όμως, ότι σε άλλες διαστάσεις του σύμπαντος τέτοιο πράγμα ήταν ανήκουστο. Ένας τόσο μακρύς δρόμος εκεί, μάλλον, θα ονομαζόταν δημοσιά και θα ένωνε πολλές πόλεις. Αν και, πάλι, οι περισσότερες δημοσιές δεν ήταν τόσο μακριές.

Βγαίνοντας από το Πλευρό, μπήκαν στη Στενή, η οποία ήταν γνωστό από πού είχε πάρει την ονομασία της – ή, τουλάχιστον, έτσι πολλοί υπέθεταν. Κατά πρώτον, ήταν όντως μια στενή συνοικία της Ρελκάμνια, πιεσμένη ανάμεσα στη Βαθμιδωτή και στο Πλευρό. Κατά δεύτερον, ήταν γεμάτη φυλακές. Οι φυλακές ήταν ολόκληρη επιχείρηση στη Στενή. Υπήρχαν φυλακές βαθιά κάτω από το έδαφός της, και φυλακές ψηλά, κοντά στους ουρανούς. Ανάμεσά τους οι πολίτες της ζούσαν κανονικά, αν και ήταν, κυρίως, μια καταναλωτική συνοικία· δεν παρήγε παρά ελάχιστα πράγματα. Τα λεφτά της τα έβγαζε από το σύστημα των φυλακών. Στέλνονταν κατάδικοι εδώ από άλλες συνοικίες. Και γίνονταν και πολλές απάτες και κομπίνες, είχε ακούσει ο Φέλιξ – αν και δεν είχε ασχοληθεί καθόλου με τέτοια θέματα.

Δεν άργησαν να διασχίσουν τη Στενή και, αφήνοντάς την πίσω τους, να μπουν στη Βαθμιδωτή, που ήταν μια πολύ μεγαλύτερη συνοικία. Αλλά ο ουρανός της ήταν ένα θέαμα τρομαχτικό. Γεμάτος πυκνά σύννεφα καπνού, γκρίζα, μαύρα, κιτρινιάρικα, γαλαζωπά. Η όψη τους προκαλούσε αποστροφή.

«Θεοί…» μουρμούρισε η φυτολόγος. «Πώς θα κάνουμε τη δουλειά μας εδώ; Είναι δυνατόν ποτέ τίποτα να φυτρώσει σε τούτο το μέρος;»

«Μ’έναν καλό θόλο,» είπε ο υαλουργός, «θαύματα γίνονται. Απλά χρειάζεται να απομονώσουμε το περιβάλλον της μονάδας μας από την υπόλοιπη συνοικία.»

Καθώς έβγαιναν από την Κεντρική κι έμπαιναν σ’άλλους δρόμους, ακολουθώντας την Κορίνα, είδαν έναν άντρα κρεμασμένο από μια γέφυρα, γαλανόδερμο και ολόγυμνο. Γύπες του Κρόνου ήταν γαντζωμένοι επάνω του, τρώγοντας τις σάρκες του. Τα μάτια του τα είχαν ήδη φάει, καθώς και το περισσότερο πρόσωπό του.

«Τι ήταν αυτό!» είπε η φυτολόγος. «Τι… τι έκανε αυτός εκεί πάνω; Ποιος τον κρέμασε;»

«Θα ρωτήσουμε την Κορίνα,» είπε ο Φέλιξ, οδηγώντας. «Πιθανώς να ξέρει.»

Όταν στάθμευσαν τα οχήματά τους σ’ένα γκαράζ και βγήκαν στον πεζόδρομο, ρώτησαν την Κορίνα για τον κρεμασμένο κι εκείνη τούς απάντησε ότι σίγουρα ήταν κάποιος από τους ποδοπατημένους – τους αποκάτω – τους νυχτοβάτες – τον οποίο είχαν κρεμάσει οι Τιμωροί της Βαθμιδωτής.

«Γιατί;» ρώτησε η φυτολόγος. «Αυτό κάνουν με τους εγκληματίες εδώ;»

«Ποιοι είναι οι Τιμωροί;» είπε, συγχρόνως, ο μηχανικός που είχε το δίκυκλο (το οποίο ήταν τώρα αφημένο στο γκαράζ, φυσικά, μαζί με τα άλλα δύο οχήματα). «Καμια συμμορία;»

«Οι Τιμωροί είναι η μυστική αστυνομία της περιοχής,» εξήγησε η Κορίνα καθώς βάδιζαν προς μια σκάλα που οδηγούσε σε πεζογέφυρα. Γύρω τους είχε αρκετή κίνηση, καθότι μεσημέρι: κόρνες τσύριζαν, τροχοί γρύλιζαν, μηχανές μούγκριζαν, πόδια αντηχούσαν, φωνές ακούγονταν. «Και ο ποδοπατημένος, μάλλον, δεν είχε κάνει τίποτα περισσότερο απ’το να παρουσιαστεί πρωί στη Βαθμιδωτή. Γι’αυτό τούς λένε νυχτοβάτες: μόνο τις νύχτες τούς επιτρέπεται να βαδίζουν στη συνοικία.»

«Μα τον Κρόνο!» έκανε η φυτολόγος. «Αυτό είναι φριχτό!»

Η φυσιοδίφης ρώτησε: «Και πώς τους ξεχωρίζουν από τους άλλους; Θέλω να πω: γιατί κι εμάς να μη μας περάσουν για… ποδοπατημένους;»

«Μη φοβάσαι,» της είπε η Κορίνα, «δεν γίνεται να σε μπερδέψουν με ποδοπατημένο. Οι ποδοπατημένοι βρίσκονται σε τόσο άθλια κατάσταση ώστε να μην έχουν ούτε ένα καθαρό ρούχο να φορέσουν. Είναι όλοι τους άστεγοι και πένητες. Και δεν έχουν δουλειά. Στη Βαθμιδωτή θεωρείται έγκλημα σχεδόν να μην έχεις δουλειά. Προσπαθούν να βάλουν όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους να εργάζονται στα εργοστάσια. Αυτούς που δεν δουλεύουν τούς θεωρούν κατάπτυστα παράσιτα. Ο μόνος λόγος που δεν τους εξολοθρεύουν αμέσως είναι επειδή είναι εν δυνάμει εργάτες.»

«Αυτή η συνοικία μού φαίνεται, εν γένει, σκατά,» παρατήρησε ο μηχανικός που δεν ήταν κάτοχος δίκυκλου.

«Έχω δει και χειρότερα,» τον διαβεβαίωσε η Κορίνα.

«Δεν το αμφιβάλλουμε, Κορίνα…» μουρμούρισε ο Φέλιξ’μορ.

«Το είχα ακούσει ότι ήταν χάλια στη Βαθμιδωτή,» είπε η φυσιοδίφης, «αλλά δεν περίμενα και τέτοια πράγματα.»

«Δεν είναι όλα χάλια εδώ,» τους διαβεβαίωσε η Κορίνα. «Θα δείτε τώρα που θα συναντήσουμε την εργοδότριά σας. Είναι πολύ συμπαθητική κυρία.»

-4-

Αυτούς που δουλεύουν για σένα, ή που με κάποιο τρόπο σε εξυπηρετούν, πρέπει πάντα να τους κρατάς πρόθυμους να σε υπηρετήσουν ακόμα καλύτερα. Να δουλέψουν πιο πολύ. Να έχουν συνεχώς όρεξη.

Ορισμένοι ανόητοι πιστεύουν ότι μπορούν να το επιτύχουν τούτο φοβερίζοντάς τους ή περικόπτοντας τους μισθούς τους ή υποσχόμενοι «ανταμοιβές» σε περίπτωση σε όσους δουλεύουν πιο σκληρά. Αυτά δεν πιάνουν πάντα, και σίγουρα δεν είναι καλά για μακροχρόνιες σχέσεις. Οδηγούν σε εντάσεις και σε δυσαρέσκεια σε δυσαρέσκεια και άρα, εντάσεις.

Ο καλύτερος τρόπος για να τους κάνεις να δουλεύουν περισσότερο, με περισσότερη όρεξη, είναι να τους κρατάς πάντα ευδιάθετους με διάφορες μεθόδους. Δεν είναι καν ανάγκη να πρόκειται για κάτι το χειροπιαστό, όπως αύξηση μισθών ή καλύτερες συνθήκες εργασίες. Φτάνει να δημιουργήσεις την ψευδαίσθηση μέσα στο μυαλό τους ότι όλα είναι καλά, ότι περνάνε πολύ ωραία δουλεύοντας για εσένα ή εξυπηρετώντας σε, ότι εκπληρώνουν κάποια «αποστολή», ότι αυτό είναι το «πεπρωμένο» τους, ότι εργάζονται για κάποιον που «αξίζει».

Φυσικά, βοηθά και αν δεν τους εκμεταλλεύεσαι τελείως...

-5-

Η Πρωτονίκη Υστερώνυμη, χαμογελώντας, χαιρέτησε έναν-έναν τους ανθρώπους που είχαν έρθει μαζί με την Κορίνα και τώρα στέκονταν μέσα στο σαλόνι του κρεμαστού διαμερίσματός της. Χαίρω πολύ… Γεια σας… Καλωσήρθατε… Χαίρω πολύ… Καλωσήρθατε… και τα λοιπά.

Ύστερα, τους μίλησε όπως η Κορίνα την είχε προτρέψει να τους μιλήσει. Προτού φύγει για τον Επιλογέα, της είχε εξηγήσει ότι, όταν έφερνε εδώ τους ανθρώπους που θα έφτιαχναν τη μονάδα παραγωγής τροφίμων, η Πρωτονίκη έπρεπε να πει κάποια συγκεκριμένα πράγματα, έπρεπε να τους εντυπωσιάσει. «Έχω παρατηρήσει ότι πάντα είναι καλό να τους φέρνεις έτσι με το μέρος σου.» Και η Πρωτονίκη τώρα τους μίλησε για το όνειρό της σχετικά με την επιχείρηση παραγωγής τροφίμων που είχε κατά νου. Τους είπε ότι θα ήταν η πρώτη τέτοια επιχείρηση στη Βαθμιδωτή, και ότι θα έκαναν κάτι που, αναμφίβολα, θα έμενε στην Ιστορία της Ρελκάμνια. Δεν έφτιαχναν απλά ακόμα μία εταιρεία· άλλαζαν μια ολόκληρη συνοικία! Προς το καλύτερο, φυσικά. Θα δημιουργούνταν περισσότερες θέσεις εργασίες. Ακόμα και το περιβάλλον θα βελτιωνόταν· αυτά τα μουντά – και επικίνδυνα – σύννεφα ίσως να μειώνονταν.

Ο Φέλιξ’μορ είπε, τελικά: «Σίγουρα έχετε όραμα, κυρία Υστερώνυμη.»

Ναι! σκέφτηκε η Πρωτονίκη χαμογελώντας. Αυτό ακριβώς είχε πει και η Κορίνα. Όραμα. Πες τους για το όραμά σου… «Ελπίζω να είστε οι κατάλληλοι άνθρωποι για να το κάνετε πραγματικότητα.»

«Θα προσπαθήσουμε,» αποκρίθηκε ο Φέλιξ, «και δεν έχω αμφιβολία ότι θα τα καταφέρουμε. Ειδικά» – έριξε μια ματιά προς τη μεριά της Κορίνας – «αφού έχουμε και μια τόσο ικανή συντονίστρια στο πλευρό μας.»

«Τα παραλές, Φέλιξ…» είπε η Κορίνα.

«Γνωρίζεστε από παλιά;» τον ρώτησε η Πρωτονίκη.

Αλλά η Κορίνα ήταν που απάντησε: «Φυσικά και γνωριζόμαστε. Δεν σου είπα ότι θα πήγαινα να μιλήσω σε κάποιους γνωστούς μου στον Επιλογέα; Εκτιμώ πολύ τις ικανότητες του Φέλιξ’μορ. Και των υπόλοιπων, φυσικά, που φέραμε μαζί μας. Παρότι δεν τους ξέρω από παλιά, μοιάζουν όλοι καλοί γνώστες του αντικειμένου τους.»

«Πού βρίσκεται ο χώρος όπου θα ξεκινήσουμε να εργαζόμαστε;» ρώτησε ο υαλουργός.

«Δεν τον έχουμε αγοράσει ακόμα,» αποκρίθηκε η Κορίνα. «Θα τον αγοράσουμε μέσα στις επόμενες ημέρες, όταν θα έχω εξασφαλίσει δύο δάνεια. Εν τω μεταξύ, θα κλείσουμε δωμάτια για εσάς σ’ένα ξενοδοχείο. Με δικά μας έξοδα, ασφαλώς.»

-6-

Οι κατάσκοποί του του ανέφεραν ότι η Κορίνα είχε επιστρέψει στη συνοικία. Τις τελευταίες ημέρες την είχαν χάσει τελείως· δεν είχαν ιδέα πού μπορεί να είχε πάει· ήταν λες και είχε εξαφανιστεί. Τώρα, όμως, ήταν εδώ ξανά. Την είχαν δει να πηγαίνει στο διαμέρισμα της Υστερώνυμης μαζί με άλλους εφτά ανθρώπους.

Ο Κίμωνας Χρονομάχος υπέθετε ότι πρέπει να ήταν άτομα που η Κορίνα είχε φέρει για να φτιάξουν τη μονάδα παραγωγής τροφίμων. Δεν του είχε πει πού θα τους έβρισκε, αλλά του είχε πει ότι θα έφερνε κάποιους έξω από τη Βαθμιδωτή. Αναμενόμενο, ασφαλώς. Μέσα στη Βαθμιδωτή, δεν υπήρχαν άνθρωποι που να ξέρουν από τέτοια.

«Ακόμα δεν καταλαβαίνω πώς τη χάσατε, την τελευταία φορά,» είπε ο Πολιτάρχης στην Ιωάννα, μιλώντας της μέσω του τηλεπικοινωνιακού πομπού του.

Εκείνη κόμπιασε προς στιγμή. «Ούτε εμείς καταλάβαμε,» είπε τελικά. «Ένας άνθρωπός μου είχε πάρει από πίσω το όχημά της, αλλά μετά… το έχασε.»

«Ναι. Πώς όμως;»

«Δεν κατάλαβε–»

«Ο κατάσκοπός σου είναι άχρηστος, επομένως.»

«Τον ξέρω από παλιά, κύριε Πολιτάρχη· είναι καλός στη δουλειά του. Η Κορίνα πρέπει να… να έστριψε κάπως μέσα στους δρόμους ώστε να τη χάσει.»

«Γνωρίζει, δηλαδή, τη συνοικία μας καλύτερα από εσάς;»

«…Τα πάντα μπορεί να συμβούν. Τίποτα δεν είναι να αποκλείει κανείς.»

Δικαιολογίες. Όλο δικαιολογίες.

«Τέλος πάντων,» είπε ο Κίμωνας. «Τώρα που είναι εδώ, θέλω να ξέρω όλες της τις κινήσεις.»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ
Φανερές και Κρυφές Δραστηριότητες

-1-

Προκειμένου να ξεκινήσει η εταιρεία έπρεπε να γίνουν αρκετές δουλειές, τις οποίες ανέλαβε η Κορίνα αφού η Πρωτονίκη ήταν, ουσιαστικά, άσχετη από όλα αυτά τα πράγματα. Είχε την προθυμία, είχε τον ενθουσιασμό, αλλά δεν είχε παρά ελάχιστες γνώσεις. Ωστόσο, ήθελε να ξέρει τι έκανε η Κορίνα σε κάθε της βήμα (ώστε να μάθει), και η Κορίνα, φυσικά, δεν της αρνήθηκε τίποτα.

Πρώτα, πήραν δάνειο από το Ταμιευτήριο Βαθμιδωτής. Η διευθύντρια ήταν, αρχικά, διστακτική να τους το παραχωρήσει, αλλά τελικά το παραχώρησε ακούγοντας από την Κορίνα ότι ο κύριος Πολιτάρχης είχε ήδη χρηματοδοτήσει την κυρία Υστερώνυμη και έδειχνε μεγάλη πίστη στην εταιρεία που θα φτιαχνόταν – πίστευε ότι θα άλλαζε τη Βαθμιδωτή προς το καλύτερο.

Το επόμενο δάνειο το πήραν από το Γεφυρωτό Θησαυροφυλάκιο, μια τράπεζα με υποκαταστήματα σε πολλές συνοικίες της Ρελκάμνια. Αυτό το δάνειο τούς δόθηκε πιο εύκολα απ’ό,τι το προηγούμενο, και με λιγότερες ερωτήσεις. Οι αντιπρόσωποι του Γεφυρωτού Θησαυροφυλακίου ήταν συνηθισμένοι και σε πιο περίεργες αιτήσεις από τη μια άκρη της Ατέρμονης Πολιτείας ώς την άλλη.

Και τα δύο δάνεια πάρθηκαν, ασφαλώς, στο όνομα της Πρωτονίκης Υστερώνυμης· εκείνη και μόνο ευθυνόταν για την εξόφλησή τους. Αλλά αυτό δεν την πείραζε· όσο συναναστρεφόταν την Κορίνα τόσο περισσότερο την εμπιστευόταν. Δεν το θεωρούσε πιθανό η Κορίνα να έκλεβε τα λεφτά και να έφευγε. Εξάλλου, οι καταθέσεις βρίσκονταν σε τραπεζικούς λογαριασμούς στους οποίους είχε πρόσβαση μόνο η Πρωτονίκη.

Όταν τα είπε όλ’ αυτά στην Ερμιόνη, την ξαδέλφη της, εκείνη αποκρίθηκε: «Το καταλαβαίνεις, βέβαια, ότι αν γίνει καμια στραβή θα μείνεις μ’ένα σωρό λεφτά που δεν θα ξέρεις πώς να τα επενδύσεις για να ξεπληρώσεις τα δάνεια…»

«Τα πάντα φαίνεται να πηγαίνουν καλά, Ερμιόνη.»

«Μα, ακόμα δεν έχετε ξεκινήσει! Τίποτα δεν έχει γίνει.»

Οι δυο τους βρίσκονταν στο σπίτι της Πρωτονίκης. Ήταν απόγευμα, προτού η Ερμιόνη πάει στη δουλειά της στο μηχανουργείο οχημάτων. Κανένας άλλος δεν ήταν εδώ. Η Πρωτονίκη κοίταζε κάποια σχέδια για την εταιρεία, όταν η ξαδέλφη της είχε χτυπήσει το κουδούνι ερχόμενη να την επισκεφτεί.

«Τα πάντα, όμως, πηγαίνουν καλά,» επέμεινε τώρα.

«Κι αν, κατά τη διαδικασία, κάτι στραβώσει και χαθούν τα λεφτά; Μετά πώς θα ξεπληρώσεις τα δάνεια;»

«Αν σκεφτόμουν έτσι, Ερμιόνη, δεν έπρεπε ποτέ να κάνω τίποτα! Αυτό που κάνουμε εδώ τώρα είναι μεγάλο· είναι τεράστιο. Θ’αλλάξει τη Βαθμιδωτή για πάντα. Δε θα ήθελες να συμμετείχες σ’ένα τέτοιο εγχείρημα;»

Η Ερμιόνη δεν ήξερε τι να πει. «Εγώ, πάντως, στη θέση σου, θα ήμουν πιο προσεχτική.»

«Δε θες νάρθεις να δουλέψεις για μένα;» της πρότεινε η Πρωτονίκη.

«Να κάνω τι; Μηχανικός οχημάτων είμαι.»

«Θα έχουμε και οχήματα, για να μεταφέρουμε τα προϊόντα.»

«Στο μέλλον,» της θύμισε η Ερμιόνη. «Τώρα δεν έχετε ούτε οχήματα ούτε προϊόντα.»

«Γιατί είσαι τόσο μίζερη, γαμώτο;» διαμαρτυρήθηκε η Πρωτονίκη. Αλλά γελούσε. Κι έστρεψε ξανά τα μάτια της στα σχέδια της εταιρείας που ήταν απλωμένα στο τραπέζι μπροστά της.

-2-

Το επόμενο βήμα ήταν να αγοράσουν μερικά οικοδομήματα που το ένα βρισκόταν κοντά στο άλλο. Η Κορίνα είχε ήδη κάποια κατά νου, τα οποία ή ήταν σε πλήρη αχρηστία ή υπολειτουργούσαν. Μίλησε στους ιδιοκτήτες τους, κάνοντάς τους γενναιόδωρες προσφορές, και δεν άργησε να τα αγοράσει όλα. Στο όνομα της Πρωτονίκης Υστερώνυμης, εννοείται. Δρούσε, στα πάντα, ως αντιπρόσωπός της, αν και η Πρωτονίκη έβαζε τις υπογραφές.

Ο Φέλιξ’μορ και η ομάδα του, εν τω μεταξύ, περίμεναν κατοικώντας στα νοικιασμένα δωμάτια του ξενοδοχείου τους, και σχεδίαζαν πώς ακριβώς θα λειτουργούσε η εταιρεία που είχε στο μυαλό της η Κορίνα. Έκαναν λίστες με υλικά, μηχανήματα, και ανθρώπους που θα χρειάζονταν.

Αφού οι διαδικασίες της μεταβίβασης των οικοδομημάτων τελείωσαν, η Κορίνα πήρε άδεια από την πολιτεία της Βαθμιδωτής να τα ισοπεδώσει. Ύστερα πλήρωσε τους κατάλληλους εργάτες για να κάνουν τη δουλειά. Έφεραν οχήματα και μεγάλα εργαλεία, κι άρχισαν να κοπανάνε τα οικοδομήματα, κατακρημνίζοντάς τα, σηκώνοντας μεγάλα σύννεφα σκόνης που συνέβαλλαν στην κακή ατμόσφαιρα της Βαθμιδωτής και τάιζαν τα σκοτεινά, μολυσματικά νέφη που σκέπαζαν τον ουρανό της. Η Πρωτονίκη προτιμούσε να μη βλέπει τη διαδικασία· «Να με ειδοποιήσεις όταν τελειώσουν,» είπε στην Κορίνα, η οποία δεν έφερε καμια αντίρρηση.

Όσο τα οικοδομήματα ισοπεδώνονταν, πήγαν οι δυο τους να βρουν τους εξοπλισμούς, τα υλικά, και τους ανθρώπους που ο Φέλιξ’μορ και η ομάδα του θα χρειάζονταν. Ακόμα περισσότερες συμφωνίες έγιναν, και κάμποσα χρήματα άλλαξαν χέρια, ως εγγύηση πριν από την αρχή των εργασιών.

Για την Πρωτονίκη όλα τούτα ήταν σαν παραμύθι, σαν κάτι βγαλμένο από μυθιστόρημα.

«Όχι, πάντως, από δικό μου μυθιστόρημα, αγάπη,» της είπε ο Ζακ όταν εκείνη τού εξέφρασε πώς αισθανόταν.

Η Πρωτονίκη χαμογέλασε. «Εσύ θα έγραφες κάτι γεμάτο μυστήρια και συνωμοσίες. Εδώ τα πάντα είναι ξεκάθαρα! Είμαστε πολύ τυχεροί που συναντήσαμε την Κορίνα, δεν είμαστε;» Ήταν μισοξαπλωμένη στον καναπέ του σαλονιού του κρεμαστού διαμερίσματός της, και ο Ζακ ήταν καθισμένος δίπλα της.

«Ναι…» είπε, συλλογισμένος.

«Δεν το πιστεύεις;»

«Δεν ξέρω. Ορισμένες φορές, έτσι όπως τη βλέπω… με τρομάζει, αγάπη.»

Η Πρωτονίκη γέλασε. «Είσαι σοβαρός; Η Κορίνα;»

«Ναι.» Ο Ζακ έστριβε ένα τσιγάρο.

«Γιατί; Εγώ δεν τη βρίσκω καθόλου τρομαχτική.»

Ο Ζακ άναψε το τσιγάρο. Φύσηξε καπνό. «Είναι… Έχει… Δεν ξέρω πώς να το πω, αλλά, αν έγραφα μυθιστόρημα μυστηρίου, η Κορίνα θα ήταν η ‘κακιά’ της υπόθεσης.»

Η Πρωτονίκη γελούσε πάλι, και τον χτύπησε ελαφρά στα πλευρά με το γυμνό της πόδι. «Πρέπει να της το πεις αυτό! Θα το βρει αστείο, είμαι σίγουρη.»

«Καλύτερα όχι,» μουρμούρισε ο Ζακ, κοιτάζοντας το ταβάνι καθώς κάπνιζε.

«Φοβάσαι ότι θα προσβληθεί; Δε νομίζω ότι είναι από εκείνες που προσβάλλονται εύκολα. Και της αρέσουν τα βιβλία σου· το έχει πει.»

«Κι αυτό με τρομάζει.»

«Παραείσαι περίεργος!»

-3-

Οι κατάσκοποι του Πολιτάρχη την παρακολουθούσαν, αλλά δεν την έβλεπαν να κάνει ούτε τίποτα το ύποπτο ούτε τίποτα το μη αναμενόμενο για τις δουλειές που είχε αναλάβει. Ανέφεραν, φυσικά, τα πάντα στον Κίμωνα Χρονομάχο, για να είναι ενήμερος της κατάστασης· κι εκείνος παραπάνω από μια φορά ρώτησε την Ιωάννα: Δεν την ξαναχάσατε, έτσι; Και η Ιωάννα πάντα τού απαντούσε Όχι δεν την ξαναχάσαμε, και έλεγε αλήθεια. Κανένας κατάσκοπός της δεν της είχε αναφέρει κάποιο τέτοιο περίεργο περιστατικό όπως την άλλη φορά. Σύμπτωση ήταν, μάλλον.

Η Ιωάννα δεν είχε πει ακόμα στον Πολιτάρχη για το σημάδι στο πόδι της Κορίνας – το σημάδι που δεν φωτογραφιζόταν, που έμοιαζε με δερματοστιξία αλλά σίγουρα δεν ήταν μια συνηθισμένη δερματοστιξία. Ήθελε να ανακαλύψει, πρώτα, αν είχε όντως κάποια σημαντικότητα προτού ανησυχήσει τον Κίμωνα Χρονομάχο. Έβαλε έναν μάγο του τάγματος των Ερευνητών να κάνει ανιχνευτικά ξόρκια ενώ βρισκόταν, κρυφά, κοντά στην Κορίνα σε δημόσιο χώρο, για να μάθει αν η Κορίνα είχε επάνω της κάποιου είδους ασυνήθιστη ενέργεια ή επίδραση. Ο μάγος, όμως, είπε στην Ιωάννα ότι δεν ανίχνευε τίποτα ασυνήθιστο επάνω στην Κορίνα.

Η Ιωάννα ζήτησε, τότε, από τον Θεοκλή’νιρ να ερευνήσει την Κορίνα με τη μαγεία του. Εκείνος είπε: «Αν υπήρχε κάτι για να βρεθεί, θα το είχε βρει ο Ερευνητής. Αυτοί ασχολούνται με παράξενες ενέργειες και τέτοια πράγματα.» Αλλά η Ιωάννα επέμενε· έτσι, έκανε κι ο Θεοκλής ανιχνευτικά ξόρκια ενώ ήταν κοντά στην Κορίνα σε δημόσιο χώρο. Και ούτε εκείνος εντόπισε κάτι το ασυνήθιστο.

«Τι μπορεί να είναι, δηλαδή, αυτό το σημάδι;» τον ρώτησε η Ιωάννα, ενώ συζητούσαν καθισμένοι στο μπαλκόνι μιας καφετέριας, μέσα στο απόγευμα, με οχήματα να περνάνε μουγκρίζοντας στον μεγάλο δρόμο από κάτω τους και σκούρα σύννεφα να στροβιλίζονται αργά στον ουρανό από πάνω τους.

«Δεν το έχω ξαναδεί,» είπε ο Θεοκλής’νιρ, «και δεν μπορώ να μαντέψω. Για την ακρίβεια, τώρα πλέον δεν το θυμάμαι και τόσο καθαρά. Δυο κύκλοι ήταν, έτσι;»

«Δύο αλληλοσυνδεόμενες σπείρες που τις ενώνει μια διάκεντρος.»

«Διάκεντρος;»

«Ναι, είμαι σίγουρη ότι μια γραμμή ένωνε τα κέντρα τους. Σου λέει κάτι;»

«Όχι. Αλλά μάλλον δεν είναι τίποτα σημαντικό, Ιωάννα.»

«Μα δεν μπορούσε να φωτογραφηθεί!»

«Πολλά πράγματα δεν μπορούν να φωτογραφηθούν αλλά δεν είναι σημαντικά. Για παράδειγμα, υπάρχουν πνεύματα που–»

«Τα πνεύματα ούτως ή άλλως δεν τα βλέπεις, Θεοκλή!»

«Τι λες που δεν τα βλέπεις. Εξαρτάται από την περίπτωση. Υπάρχουν πνεύματα που είναι ορατά για τους ανθρώπους, όμως αν πας να τα φωτογραφίσεις δεν βγαίνει φωτογραφία.»

«Το σημάδι της, άρα, μπορεί νάναι κάτι το… πνευματικό;»

«Ή αυτό, ή τίποτα σχετιζόμενο με ασυνήθιστες ενέργειες.»

«Αν ήταν ενεργειακό, ο Ερευνητής δεν θα το είχε εντοπίσει; Ακόμα και πνευματικό αν ήταν.»

Ο Θεοκλής είχε πάρει σκεπτική έκφραση. «Δεν ξέρω, Ιωάννα. Ίσως να είναι δύσκολο να εντοπιστεί με μαγεία. Ή ίσως να μην το έχει πια επάνω της.»

«Μπορεί να ήταν πρόσκαιρο; Μετά να εξαφανίστηκε;»

«Τίποτα δεν αποκλείεται.»

Η Ιωάννα, όμως, δεν μπορούσε να το ξεχάσει. Το μυστηριώδες σημάδι την είχε προβληματίσει, και δεν έλεγε να φύγει απ’το μυαλό της. Ειδικά όσο εκείνη και οι κατάσκοποί της παρακολουθούσαν την Κορίνα. Αυτή η γυναίκα έδινε την εντύπωση ότι ήταν κάτι το ιδιαίτερο… σαν… σαν ηθοποιός, μα τους θεούς! Ήταν σαν ηθοποιός. Σαν την πρωταγωνίστρια ενός κινηματογραφικού έργου. Έτσι όπως βάδιζε, όπως στεκόταν… Υπήρχε κάποια διαφορά επάνω στην Κορίνα. Αλλά οι δραστηριότητές της δεν έδειχναν κάτι τέτοιο. Εκτός από εκείνη τη φορά που είχε παραδόξως εξαφανιστεί μες στους δρόμους της Βαθμιδωτής, δεν έκανε τίποτα το μη αναμενόμενο.

Ήταν σαν να είχαν δημιουργηθεί στην Ιωάννα παραισθήσεις σχετικά με τούτη τη γυναίκα. Λανθασμένες νοητικές εντυπώσεις. Πράγματα που υφίστανται μόνο στο μυαλό. Όταν όμως είχε μιλήσει γι’αυτά σε κάποιους από τους πιο έμπιστους κατασκόπους της – όπως τον Νάρνταλ και τον Θεοκλή’νιρ – είχαν κι εκείνοι αποκριθεί ότι η Κορίνα τούς έκανε να αισθάνονται παρόμοια.

Τι κρύβει; αναρωτιόταν η Ιωάννα. Και: Τι θέλει εδώ, στη Βαθμιδωτή; Είναι ο σκοπός της μόνο το χρηματικό όφελος;

-4-

Οι εργασίες οικοδόμησης του θόλου παραγωγής άρχισαν μόλις τα οικοδομήματα είχαν ισοπεδωθεί. Τα υλικά και τα μηχανήματα ήταν αγορασμένα, και οι εργάτες μισθωμένοι. Ο Φέλιξ’μορ και η ομάδα του επέβλεπαν την κατασκευή και έδιναν κατευθύνσεις. Η Πρωτονίκη τούς παρακολουθούσε με ενδιαφέρον και θαυμασμό, έκδηλα ενθουσιασμένη, έκδηλα ανυπομονώντας να τελειώσουν και να ξεκινήσει να δουλεύει η εταιρεία κανονικά.

Ο Φέλιξ, καθισμένος σε μια λυόμενη καρέκλα του εργοταξίου και πίνοντας μια γουλιά από το νερό στο μπουκάλι του, παρατηρούσε την Υστερώνυμη να παρατηρεί τον χώρο μ’ένα μισοονειρικό χαμόγελο στα χείλη της. Στεκόταν κάμποσα μέτρα απόσταση από τον Φέλιξ. Ύστερα ο μάγος την είδε να γυρίζει, να τον προσέχει, και να τον πλησιάζει. Τα δάχτυλα των χεριών της ήταν πλεγμένα μπροστά της· το πράσινο φόρεμά της αναδευόταν γύρω της, κάτω από την κοντή μαύρη καπαρντίνα της.

«Κύριε Φέλιξ,» είπε. «Να σας ρωτήσω…»

«Όχι στον πληθυντικό, σε παρακαλώ, και όχι ‘κύριε’. Γνωριζόμαστε αρκετό καιρό πλέον. Αν μη τι άλλο, εγώ θα έπρεπε να σου μιλάω στον πληθυντικό· είσαι η εργοδότριά μου.»

Η Πρωτονίκη γέλασε.

«Δεν είναι αστείο,» την πείραξε ο μάγος· «δεν θέλω να απολυθώ.»

«Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση!» τον διαβεβαίωσε η Πρωτονίκη. «Είστε όλοι πολύ καλοί στη δουλειά σας.»

Αναρωτιέμαι πώς το έχεις καταλάβει, σκέφτηκε ο Φέλιξ. Επειδή η Κορίνα σ’το είπε; Δε θάπρεπε να την εμπιστεύεσαι τόσο. Δεν ξέρεις τίποτα γι’αυτήν. Πραγματικά τίποτα.

«Προσπαθούμε να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε,» αποκρίθηκε. «Και πιστεύω ότι θα επιτύχουμε τον σκοπό μας. Το περιβάλλον εδώ, σίγουρα, δεν είναι κατάλληλο για παραγωγή τροφίμων· αλλά, σε τελική ανάλυση, πού στη Ρελκάμνια είναι τόσο πολύ κατάλληλο; Ο θόλος θα είναι απομονωμένος από την υπόλοιπη Βαθμιδωτή· θα είναι ένα αυτόνομο οικοσύστημα.»

«Δεν είναι υπέροχο αυτό;»

«Υποθέτω πως είναι… αρκετά πρωτότυπο, για τη Βαθμιδωτή.» Ανασήκωσε τους ώμους του, και ήπιε ακόμα μια γουλιά νερό.

Η Πρωτονίκη τον ρώτησε: «Πόσο καιρό νομίζεις ότι θα χρειαστεί μέχρι να ξεκινήσουμε να βγάζουμε προϊόντα και να τα πουλάμε;»

«Α, μη βιάζεσαι τώρα! Ακόμα δεν αρχίσαμε. Ξέρεις τι δουλειές έχουν να γίνουν;»

«Ναι αλλά – στο περίπου – πόσο καιρό θα χρειαστεί;»

«Μέχρι τα μέσα της άνοιξης, υπολογίζω.»

«Τόσο πολύ;»

«Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται μέσα σε μερικές ημέρες, Πρωτονίκη. Και μη νομίζεις ότι θα αρχίσεις αμέσως να πουλάς. Πρέπει πρώτα να μεγαλώσουν τα φυτά και τα λοιπά. Η Ευρύκλεια θα σ’τα πει καλύτερα αυτά, αν θέλεις.» (Η Ευρύκλεια ήταν η γεωπόνος της ομάδας του.) «Και οι άλλες δύο, δηλαδή, τα ξέρουν.»

Η Πρωτονίκη έστρεψε το βλέμμα της προς τον θόλο που ήταν ακόμα μισοτελειωμένος. Τα κρύσταλλά του γυάλιζαν στο ηλιακό φως που κατάφερνε να περάσει μέσα και ανάμεσα από τα μολυσματικά σύννεφα και τους καπνούς της Βαθμιδωτής.

-5-

Οι μέρες περνούσαν χωρίς να συμβαίνει κάτι το αξιοσημείωτο. Πράγμα που παραξένευε τον Φέλιξ’μορ, γιατί σε όλη τούτη την υπόθεση ήταν μπλεγμένη η Κορίνα· και όπου ήταν μπλεγμένη η Κορίνα τίποτα δεν ήταν όπως φαινόταν. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ωστόσο, ηρεμία επικρατούσε. Ύποπτο από μόνο του, ίσως.

Ο Φέλιξ επέβλεπε τις εργασίες ανέγερσης του θόλου παραγωγής, και κάπου-κάπου χρησιμοποιούσε τη μαγεία του για να κάνει διάφορους ελέγχους στα μηχανήματα. Η Πρωτονίκη Υστερώνυμη πλήρωνε αυτόν και την ομάδα του από τα λεφτά που είχε συγκεντρώσει από τη χρηματοδότηση του Πολιτάρχη και τα δάνεια των τραπεζών. Κατά περιόδους, ο Φέλιξ έφευγε για λίγο από τη Βαθμιδωτή κι επέστρεφε στον Επιλογέα για να επισκεφτεί τη Φιόνα και τον γιο του. Του έλειπαν όσο βρισκόταν μακριά τους. Αλλά, τουλάχιστον, η δουλειά πήγαινε καλά και συγκέντρωνε αρκετά χρήματα. Δεν είχε παράπονο. Αν όλα τελείωναν εύρυθμα και ήσυχα, ίσως στο τέλος μάλιστα η γνώμη του για την Κορίνα να άλλαζε.

Ωστόσο, υποπτευόταν ότι εκείνος δεν ήταν παρά ένα μικρό μέρος του σχεδίου της. Ένα πιόνι το οποίο είχε κινήσει στη θέση που ήθελε. Δεν του άρεσε και τόσο τούτη η σκέψη, μα δεν τον ενοχλούσε και πολύ κιόλας. Εξάλλου, όπου κι αν δούλευες, πιόνι ήσουν. Τι για τον έναν εργοδότη, τι για τον άλλο; Τι για έναν εργοδότη φυσιολογικό (ό,τι κι αν σήμαινε αυτό), τι για μια εργοδότρια υπερφυσική; (Γιατί, τι άλλο ήταν η Κορίνα και οι όμοιές της αν όχι υπερφυσικές;)

Όσο εργαζόταν στη Βαθμιδωτή, γνωρίστηκε καλύτερα με την Πρωτονίκη καθώς και με τον Ζακ, τον εραστή της, ο οποίος ήταν συγγραφέας μυθιστορημάτων μυστηρίου. Τους βρήκε και τους δύο αρκετά συμπαθητικούς, όπως επίσης και κάποιους από τους φίλους τους. Ο Ζακ τον ρώτησε πού είχε γνωρίσει την Κορίνα παλιότερα. Τι ήξερε γι’αυτήν; Ο Φέλιξ’μορ, φυσικά, δεν του είπε την αλήθεια, γιατί ήταν βέβαιος πως η Κορίνα θα τον σκότωνε με κάποιον πολύ αντιαισθητικό και επώδυνο τρόπο. Του απάντησε μονάχα ότι είχαν συνεργαστεί σε μια εταιρεία του Επιλογέα η οποία παρήγε τρόφιμα.

«Γι’αυτό, λοιπόν, ζήτησε αμέσως από εσένα να μας βοηθήσεις,» είπε ο Ζακ.

«Ακριβώς.»

«Και τι έγινε αυτή η εταιρεία; Δε δουλεύεις πια εκεί;»

«Αναγκάστηκα να φύγω λόγω κάποιων παρεξηγήσεων.»

Σε μια άλλη συνάντηση, τους ανέφερε επίσης τη Φιόνα και τον γιο του. Δεν μπορούσε να τους κρατά κρυφούς – ούτε και ήθελε – αφού έπρεπε να δικαιολογεί τις ημέρες που έφευγε από τη Βαθμιδωτή. Η Πρωτονίκη, άλλωστε, ήταν η εργοδότριά του. Η πραγματική, νόμιμη εργοδότριά του – παρότι, ουσιαστικά, η Κορίνα ήταν που τον είχε προσλάβει: από την Κορίνα ξεκινούσαν όλα. Ο Φέλιξ δεν νόμιζε ότι θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει υπόθεση στην οποία ήταν μπλεγμένη η Κορίνα χωρίς εκείνη να είναι η αρχή των πάντων. Εκτός αν ήταν ανακατεμένη και καμια από τις Αδελφές της…

-6-

Στον κόσμο των ποδοπατημένων, όλες τούτες τις ημέρες, παρουσιαζόταν κατά περιόδους μια μυστηριώδης φιγούρα που δεν ήταν ούτε μία απ’αυτούς ούτε κάποιος άλλος από τους ανθρώπους της νύχτας της Βαθμιδωτής. Και ούτε Τιμωρός ήταν.

Η Κορίνα εξερευνούσε. Ανίχνευε το έδαφος, για να δει τι γινόταν τον τελευταίο καιρό ανάμεσα στους νυχτοβάτες: τι συμμορίες είχαν διαμορφωθεί, ποια άτομα εμφανίζονταν πού, ποιοι ήταν ακόμα ζωντανοί και ποιοι είχαν βρει άσχημο τέλος.

Τους κατασκόπους του Πολιτάρχη (που ήξερε, φυσικά, ότι την παρακολουθούσαν) τους απέφευγε χωρίς δυσκολία. Δεν καταλάβαιναν καν ότι είχε πάει να νυχτοπερπατήσει. Νόμιζαν ότι κοιμόταν μέσα στο διαμέρισμά της.

Μια νύχτα, η Κορίνα ανέβηκε την εσωτερική σκάλα μιας ψηλής πολυκατοικίας. Σκαλοπάτια και σκαλοπάτια και σκαλοπάτια. Τα πόδια της είχαν πιαστεί, αλλά ούτε για μια στιγμή δεν σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει τον ανελκυστήρα, σαν ν’ακολουθούσε κάποια ίχνη επάνω στη σκάλα. Ίχνη που μόνο εκείνη μπορούσε να δει. Σαν να διάβαζε σημάδια στις ρωγμές των τοίχων, στις αποχρώσεις της μπογιάς τους, στις σκιές και στο φως… Ό,τι κι αν ήταν αυτό που ακολουθούσε την οδήγησε στην ταράτσα της μεγάλης πολυκατοικίας, κι εκεί, ανάμεσα σε καλώδια και διάφορες πεταμένες σαβούρες, είδε έναν άντρα καθισμένο οκλαδόν. Ήταν αρχές της άνοιξης και δεν έκανε και τόσο κρύο, αλλά εδώ πάνω ο αέρας ήταν αρκετά ψυχρός, κι επίσης βρομούσε. Μύριζε άσχημα από τους καπνούς και τα μολυσματικά σύννεφα της Βαθμιδωτής.

Ο άντρας που καθόταν οκλαδόν ήταν γέρος. Είχε δέρμα λευκό με απόχρωση του ροζ, και πυκνά γκρίζα μαλλιά και μούσια. Και τα δύο έφταναν ώς τη μέση του. Τα ρούχα του θα μπορούσαν να θυμίζουν αυτά των αποκάτω, αν δεν ήταν ιερατικά άμφια του Κρόνου.

Ένας ιερέας των δρόμων.

Γύρω του γύπες του Κρόνου ήταν συγκεντρωμένοι, τρώγοντας σκοτωμένα ποντίκια και γάτες. Ένας απ’αυτούς ήταν καθισμένος στην αγκαλιά του σαν ήμερο πτηνό· ο ιεράς τον χάιδευε μαλακά, οικεία.

Τα μάτια του πουλιού στράφηκαν αμέσως στην Κορίνα, γυαλίζοντας μες στο απόβραδο, κι ένα έντονο κρώξιμο βγήκε απ’το ράμφος του. Και οι υπόλοιποι γύπες στράφηκαν στο μέρος της: κι έμοιαζαν ξαφνικά με φτερωτό στρατό, έτοιμο να υπερασπιστεί τον ιερέα.

Η Κορίνα έβγαλε ένα δικό της κρώξιμο, ανοίγοντας τα μικρά χείλη της, χρησιμοποιώντας τον λαιμό της με τρόπο που θα εξέπληττε πολλούς. Τα πουλιά έπρεπε κανονικά να τρομάξουν απ’αυτό· μα ούτε που κουνήθηκαν από τις θέσεις τους.

Τα πράσινα μάτια της Κορίνας στένεψαν.

«Τι ζητάς;» ρώτησε τον ιερέα, με μια υποψία θυμού, ίσως, να διακρίνεται στη φωνή της.

«Βοήθεια,» αποκρίθηκε ο γέρος.

«Προσευχόσουν…» Δεν ήταν ερώτηση.

Ο ιερέας ένευσε. «Ζητούσα βοήθεια από τον Υπερχρόνιο Άρχοντα. Να μας λυτρώσει από τα δεινά μας. Να μας σώσει από τα σκληρά χέρια των Τιμωρών. Από τη σκληρή μηχανή της Βαθμιδωτής. Και ήρθες εσύ…»

Η Κορίνα τον πλησίασε. Οι γύπες εξακολουθούσαν να την παρατηρούν σαν φρουροί του, μα δεν κινήθηκαν εναντίον της. «Τι γνωρίζεις για μένα, ιερέα;» Ο βρόμικος αέρας έκανε τα μακριά ξανθά μαλλιά της, χαλαρά πιασμένα πίσω απ’το κεφάλι της, να κυματίζουν γύρω από το πορφυρόδερμο πρόσωπό της.

«Τίποτα. Αλλά έχω πίστη.» Ο γέρος χάιδευε τον γύπα που ήταν καθισμένος στην αγκαλιά του.

«Ένας ιερέας του Κρόνου δεν θάπρεπε να ήταν ανάμεσα στους ποδοπατημένους.»

«Αυτή είναι η επιλογή μου.»

«Γιατί;»

«Γιατί μ’έχουν ανάγκη.»

Η Κορίνα χαμογέλασε αχνά. «Έχω ακούσει για σένα, από τους νυχτοβάτες. Ο Αερουργός. Είναι επίθετο ή παρωνύμιο;»

«Έχω πια ξεχάσει. Έχει σημασία;»

«Υποθέτω πως όχι.»

«Τι μπορείς να κάνεις για εμάς; Και ποια είσαι;»

«Το όνομά μου είναι Κορίνα.»

«Είσαι ιέρεια του Υπερχρόνιου Άρχοντα;»

«Δεν είμαι ιέρεια κανενός θεού. Αφουγκράζομαι μονάχα μία θεά: την ίδια την Πόλη: τη Ρελκάμνια.

»Θα ξανασυναντηθούμε, ιερέα.» Στράφηκε, βαδίζοντας προς την καταπακτή της σκάλας.

Ο Αερουργός την παρατηρούσε, περιτριγυρισμένος από τους γύπες του Κρόνου, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν επιστρέψει στο δείπνο τους, τσιμπώντας και τραβώντας σάρκες με τα ράμφη τους.

-7-

Η Ιωάννα κατάφερε να βρει τα στοιχεία της ταυτότητας της Κορίνας Ριλτάκω από κάποια από τα έγγραφα που εκείνη είχε συμπληρώσει μαζί με την Πρωτονίκη Υστερώνυμη. Στα περισσότερα δεν υπήρχε καμία αναφορά του ονόματός της, παρατήρησε η Ιωάννα, αλλά σε ορισμένα ήταν υποχρεωτικό να αναφερθεί.

Σκέφτηκε πως ήταν παράξενο το γεγονός ότι, όταν είχαν κάνει διάρρηξη στο διαμέρισμα της Κορίνας, δεν είχαν βρει εκεί καμια ταυτότητα, τίποτα που να έδινε συγκεκριμένα στοιχεία για το άτομό της. Πού είχε κρυμμένη την ταυτότητά της; Κάτω από το μαξιλάρι της; Κάτω από το στρώμα του κρεβατιού; Μέσα στα εσώρουχά της; Ήταν τόσο παρανοϊκή;

Τέλος πάντων. Τα στοιχεία που είχε τώρα η Ιωάννα τής έλεγαν πως η Κορίνα ήταν γεννημένη στα Σταυροδρόμια: μια συνοικία που απείχε τριακόσια χιλιόμετρα από τα ανατολικά σύνορα της Βαθμιδωτής, πέρα από την Επίστρωτη και άλλες συνοικίες. Η Ιωάννα αναρωτιόταν αν εκεί θα μπορούσε, ίσως, να μάθει περισσότερα πράγματα για την Κορίνα Ριλτάκω…

Το πρόβλημα ήταν πως δεν είχε ποτέ ξανά πάει στα Σταυροδρόμια· ήταν μακριά από τη Βαθμιδωτή. Προς τα εκεί πήγαιναν, συνήθως, μόνο όσοι είχαν συγκεκριμένες δουλειές, ή όσοι ήθελαν να φτάσουν στη διαστασιακή δίοδο που οδηγούσε από τη Ρελκάμνια στη Βίηλ.

Αξίζει, όμως, τον κόπο να κάνω μια σύντομη έρευνα, δεν αξίζει; Μπορεί να ανακαλύψω κάτι χρήσιμο. Κάτι που εξηγεί το σημάδι στο πόδι της και την… την ύποπτη συμπεριφορά της – που, ουσιαστικά, δεν είναι ύποπτη αλλά, κατά περίεργο τρόπο, μοιάζει και να είναι. Η Ιωάννα καταλάβαινε ότι τούτη η σκέψη ήταν παράλογη, ήταν αντιφατική, όμως είχε την αίσθηση πως ήταν σωστή.

Πρώτη φορά στη ζωή της έκανε τέτοιους συλλογισμούς· και ήταν βέβαιη πως δεν τρελαινόταν.

Είπε στον Νάρνταλ και τον Θεοκλή’νιρ τι σχεδίαζε, και αμέσως κι οι δύο διαφώνησαν μαζί της. Δεν είχε καμία δουλειά, της είπαν, να τρέχει στα Σταυροδρόμια.

«Ο Πολιτάρχης δεν σε πληρώνει γι’αυτό, Ιωάννα,» τόνισε ο Νάρνταλ· «μην είσαι ανόητη.»

«Το ξέρω πως δεν με πληρώνει γι’αυτό, αλλά…» μόρφασε, «έχω την περιέργεια.»

«Η άσκοπη περιέργεια κάνει κακό στους επαγγελματίες κατασκόπους. Πάντα αυτό δεν μας έλεγες;»

Η Ιωάννα ένευσε. «Ναι. Όμως… θα πάω στα Σταυροδρόμια, Νάρνταλ. Θέλω να–»

«Θα έρθω μαζί σου, τότε.»

«Τώρα εσύ γίνεσαι ανόητος. Μόνη μου θα πάω. Οι υπόλοιποι θα μείνετε εδώ, για να παρακολουθείτε την Κορίνα και τους άλλους ανθρώπους που μας έχει ζητήσει ο Πολιτάρχης.»

«Ο Νάρνταλ έχει δίκιο, Ιωάννα,» της είπε ο Θεοκλής. «Δεν μπορείς να πας μόνη σου τελείως. Πρέπει νάρθει τουλάχιστον άλλος ένας άνθρωπος μαζί σου. Ίσως κάτι να συμβεί καθοδόν. Οτιδήποτε.»

Ο Νάρνταλ ένευσε. «Αν δεν θέλεις εμένα μαζί σου, διάλεξε κάποιον άλλο. Οι περισσότεροι θα ήταν πρόθυμοι να σ’ακολουθήσουν χωρίς να ζητήσουν επιπλέον πληρωμή.»

Η Ιωάννα το σκέφτηκε για λίγο, καθώς μασούσε αργά τη μαστίχα της, καθισμένη με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά της. Οι δύο κατάσκοποί της μιλούσαν συνετά, όφειλε να παραδεχτεί. Οτιδήποτε μπορούσε να συμβεί καθοδόν· και το ταξίδι δεν ήταν κοντινό.

-8-

Οι κοινωνικές εκρήξεις μπορούν να είναι ξαφνικές, απότομες. Να συμβούν όταν κανείς δεν τις περιμένει. Οι παράγοντες που πυροδοτούν τις προϋπάρχουσες αιτίες δεν είναι πάντοτε άμεσα φανεροί. Το παιχνίδι είναι ήδη στημένο, αλλά κανένας δεν έχει ακόμα πατήσει το κουμπί που το ενεργοποιεί. Το πιστόλι είναι ήδη οπλισμένο, αλλά κανένας δεν έχει ακόμα τραβήξει τη σκανδάλη.

Τους βλέπεις να συναναστρέφονται ήρεμα και φιλικά ο ένας τον άλλο... και μετά προσπαθούν να αλληλοσκοτωθούν.

Τους βλέπεις να εμπορεύονται χωρίς κανένα πρόβλημα... και μετά, απρόσμενα, έχει ξεσπάσει ολόκληρος πόλεμος ανάμεσα σε συμμορίες!

Τους βλέπεις συμβιβασμένους, υποδουλωμένους, υποτονικούς, να μη μιλάνε, να μην παραπονιούνται, να μην αντιδρούν... και μετά έχεις να αντιμετωπίσεις ολόκληρη επανάσταση εξέγερση.

Νομίζεις ότι φίλοι και σύντροφοι σε περιτριγυρίζουν... και μετά, χωρίς καμια προειδοποίηση έχουν όλοι τους όπλα στα χέρια, και δεν σημαδεύουν μόνο εσένα, αλλά και ο ένας τον άλλο. Έχουν τρελαθεί!

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ
Γυναίκα-Φάντασμα

-1-

Στο όνειρό της, περιπλανιόταν σε μια ομιχλώδη γειτονιά όπου βήματα αντηχούσαν πίσω από πόρτες και ανοίγματα, πίσω από σοκάκια και μέσα από σήραγγες. Και επάνω σε μια γέφυρα. Υψώνοντας το βλέμμα της είδε μια γυναίκα να την παρακολουθεί: γαλανόδερμη, με κοντά ξανθά μαλλιά, μπλε γυαλιά, γκρίζα καπαρντίνα – σαν φάντασμα.

Έτρεξε ν’απομακρυνθεί απ’αυτήν, να πάει σε κάποιο μέρος όπου δεν μπορούσε να την εντοπίσει. Μπήκε σε κάτι στενορύμια πίσω από δύο γιγάντιες πολυκατοικίες, αλλά κι εκεί τη συνάντησε. Την είδε να τριγυρίζει μέσα στις ομίχλες, προσπαθώντας να τη βρει.

Όμως δεν με έχει εντοπίσει. Είναι μπερδεμένη όπως κι εγώ.

Μ’αυτή τη σκέψη – αυτό το συμπέρασμα – ν’αντηχεί στο μυαλό της, η Κορίνα ξύπνησε, νιώθοντας μια ελαφριά ενόχληση στο δεξί πέλμα. Ανασηκώθηκε πάνω στο κρεβάτι και έτριψε το σημάδι της.

Πιάνοντας το πιστόλι που κρυβόταν κάτω από το μαξιλάρι, ορθώθηκε και βάδισε προσεχτικά προς το σαλόνι, κοιτάζοντας μέσα με στενεμένα μάτια. Ο χώρος φωτιζόταν μόνο από το φως της νύχτας που έμπαινε από τη μπαλκονόπορτα. Κανένας δεν ήταν εδώ. Η Κορίνα άναψε το φως στο ταβάνι. Ναι, κανένας.

Έφερε στο μυαλό της τη γαλανόδερμη γυναίκα με τα κοντά ξανθά μαλλιά. Δεν της ήταν άγνωστη. Την είχε ξαναδεί. Είχε τη φωτογραφία της, στο άλλο διαμέρισμα που νοίκιαζε μέσα στη Βαθμιδωτή: στο κρυφό, υπόγειο διαμέρισμά της.

Η γαλανόδερμη γυναίκα ήταν η Ιωάννα Άνελρηχ. Αρχηγός μιας ομάδας κατασκόπων οι οποίοι επί του παρόντος, και από αρκετό καιρό, δούλευαν για τον Κίμωνα Χρονομάχο. Ήταν οι άνθρωποι που συνεχώς παρακολουθούσαν την Κορίνα.

Η Κορίνα τούς είχε ανακαλύψει παλιότερα, όταν έκανε τις έρευνές της σχετικά με τον Πολιτάρχη της Βαθμιδωτής, συγκεντρώνοντας στοιχεία.

Γιατί, όμως, τώρα αυτό το όνειρο;

-2-

Η Ιωάννα έφυγε από τη Βαθμιδωτή μέσα σ’ένα τετράκυκλο όχημα. Μαζί της ήταν μια κατάσκοπός της που ονομαζόταν Τζιλ: μια μικροσκοπική γυναίκα με δέρμα λευκό-ροζ και μακριά μαύρα μαλλιά που πάντα έδενε σφιχτό κότσο. Ήταν πολύ καλή με κάθε είδους όπλο, και χωρίς κανένα όπλο επίσης. Σε μια επικίνδυνη περίπτωση θα φαινόταν πολύτιμη, αν και η Ιωάννα δεν πίστευε ότι θα χρειαζόταν να πολεμήσουν.

Οδήγησε το όχημά της μέσα στους δρόμους της Βαθμιδωτής ώσπου έπιασε την Κεντρική, την οποία και ακολούθησε προς τα ανατολικά, αλλού συναντώντας περισσότερη κίνηση, αλλού λιγότερη. Μετά από καμια ώρα μπήκε στην Επίστρωτη και συνέχισε να κινείται επάνω στην Κεντρική. Τούτη η συνοικία ήταν τελείως διαφορετική από τη Βαθμιδωτή: και η μεγαλύτερη διαφορά ήταν στον ουρανό. Δεν σκεπαζόταν από τόσο πυκνά και τόσο σκοτεινά σύννεφα. Η Ιωάννα, έχοντας μισάνοιχτο το παράθυρο πλάι της, δεν μύριζε καπνούς από εργοστάσια, αλλά στα ρουθούνια της έρχονταν οσμές που ήταν αναμφίβολα οργανικές, από τις βιομηχανίες παραγωγής τροφίμων. Από εδώ έρχονταν όλα τα φαγητά της Βαθμιδωτής.

«Αυτό το μέρος είναι παράξενο,» παρατήρησε η Τζιλ.

«Από εδώ τρεφόμαστε,» της είπε η Ιωάννα, σαν να ήταν τίποτα το άγνωστο.

«Κι από εδώ μας κλέβουν, επίσης.»

«Θα τις μειώσουν τις τιμές τους· δε μπορεί να τις κρατήσουν ανεβασμένες για πάντα. Κάτι έγινε με την πιο βασική τους τράπεζα, την Τράπεζα των Τεσσάρων. Κάποια ληστεία, λένε.»

«Τόσος καιρός, όμως, έχει περάσει από τότε. Εγώ νομίζω ότι δεν πρόκειται ποτέ να μειώσουν τις τιμές τους, τώρα που βρήκαν ευκαιρία να τις ανεβάσουν.»

«Δεν είμαι ούτε οικονομολόγος ούτε έμπορος, αλλά δεν πιστεύω ότι αυτό θα τους συμφέρει.»

«Γιατί όχι; Αφού, ούτως ή άλλως, πάλι από εδώ θα παίρνουμε τα τρόφιμά μας! Η Κορίνα μπορεί να σου μοιάζει ύποπτη, Ιωάννα, αλλά αυτό που κάνει είναι σωστό. Γιατί να μην έχουμε κι εμείς τη δική μας παραγωγή τροφίμων; Γιατί να χρειαζόμαστε την Επίστρωτη;»

«Δεν ξέρω, Τζιλ. Σου είπα, δεν είμαι ούτε οικονομολόγος ούτε έμπορος. Στη Βαθμιδωτή ποτέ δεν παρήγαμε τρόφιμα. Ίσως οι τεχνικές βιομηχανίες, πολύ απλά, να μη μπορούν να συνυπάρξουν με τις βιομηχανίες παραγωγής τροφίμων.»

«Ανοησίες!» είπε η Τζιλ. «Θέμα τεχνογνωσίες είναι.»

«Και θέμα περιβάλλοντος, πιθανώς. Δε βλέπεις πώς είναι το περιβάλλον εδώ; Πολύ διαφορετικό απ’ό,τι στη Βαθμιδωτή.»

«Δε νομίζω ότι είναι εκεί το θέμα, Ιωάννα. Μας εκμεταλλεύονται από την Επίστρωτη. Δε θέλουν να μάθουμε πώς να παράγουμε τα δικά μας προϊόντα για να μας κρατάνε από τον λαιμό. Ποιος μπορεί να τους σταματήσει απ’το να αυξήσουν κι άλλο τις τιμές τους αν θέλουν;»

«Μπορούμε κι εμείς ν’αυξήσουμε τις τιμές των προϊόντων μας.»

«Και λοιπόν; Επιβιώνεις και χωρίς μερικούς παραπάνω τεχνικούς εξοπλισμούς. Χωρίς φαγητό, όμως, δεν ζεις.»

Η Ιωάννα σκέφτηκε ότι η Τζιλ ήταν πάντα πολύ ισχυρογνώμων στις απόψεις της. Δεν είχε νόημα να προσπαθεί κανείς να της αλλάξει γνώμη.

Οδήγησε για τρεις ώρες ακόμα, και έφτασαν στη Σκορπιστή: τη συνοικία πέρα από τα ανατολικά σύνορα της Επίστρωτης. Ύστερα από την κατάρρευση του καθεστώτος της Παντοκράτειρας (που είχε καταργήσει τους Πολιτάρχες), ένας Πολιτάρχης είχε διοριστεί εδώ για να κυβερνά, όπως και στις περισσότερες συνοικίες της Ατέρμονης Πολιτείας. Η εξουσία του, όμως, δεν είχε κρατήσει για πολύ. Η Σκορπιστή ανέκαθεν ήταν γεμάτη μεγαλύτερες και μικρότερες συμμορίες· και, τώρα που δεν υπήρχαν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας για να αποτελούν φόβητρο, οι συμμορίες κατέρριψαν τον Πολιτάρχη και διαίρεσαν τη συνοικία αναμεταξύ τους. Οι υποδιαιρέσεις ακόμα δεν ήταν και τόσο συγκεκριμένες, είχε ακούσει η Ιωάννα· ακόμα οδομαχίες διεξάγονταν κάπου-κάπου.

Ωστόσο, θεωρείτο αρκετά ασφαλές να διασχίσει κάποιος ταξιδιώτης τη Σκορπιστή χωρίς να τον ληστέψουν ή να τον σκοτώσουν, ειδικά αν ακολουθούσε την Κεντρική, που ξεκινούσε από τα δυτικά της συνοικίας και τελείωνε στα ανατολικά.

Ήταν μεσημέρι τώρα, και η Ιωάννα και η Τζιλ έπρεπε να σταματήσουν κάπου για να ξεκουραστούν. Επίσης, η ενεργειακή φιάλη του οχήματος χρειαζόταν αλλαγή, και η Ιωάννα ήθελε να κατουρήσει εδώ και τουλάχιστον μισή ώρα. Πλησίασε ένα από τα πολλά πανδοχεία που βρίσκονταν κοντά στην Κεντρική και έβαλε το τετράκυκλό της στο γκαράζ, πληρώνοντας τον φύλακα. Το πανδοχείο ήταν και ενεργειακό κέντρο, έτσι δεν είχε πρόβλημα ν’αγοράσει καινούργια φιάλη. Έβγαλε την παλιά, που ήταν σχεδόν τελειωμένη, και την έδωσε στους ανθρώπους του καταστήματος, οι οποίοι της έκαναν μια μικρή έκπτωση στην τιμή της καινούργιας.

Το πανδοχείο, φυσικά, ελεγχόταν από μια από τις συμμορίες της περιοχής – τη συμμορία που ονομαζόταν Τροχοβάτες – όπως σύντομα η Ιωάννα και η Τζιλ διαπίστωσαν. Έκλεισαν ένα δίκλινο δωμάτιο και κάθισαν στην τραπεζαρία για να φάνε. Δεν ήταν μόνες τους εδώ· ήταν κι αρκετοί άλλοι πελάτες: το μέρος ήταν περαστικό. Η μεγάλη οθόνη ενός τηλεοπτικού δέκτη ήταν ανοιχτή σ’έναν από τους τοίχους, συντονισμένη σ’ένα κανάλι που η Ιωάννα δεν γνώριζε. Τοπικό μάλλον. Έδειχνε παλαιστές να χτυπιούνται μέσα σε μια αρένα. Ο ένας ήταν έκδηλα δυνατότερος από τον άλλο. Ο αγώνας δεν φαινόταν δίκαιος στην Ιωάννα.

«Αυτόν τον τύπο κι εγώ θα τον πλάκωνα στο ξύλο,» παρατήρησε η Τζιλ, «άνετα.

»Ο άλλος, όμως… Άλλα πράγματα θα έκανα στον άλλο.» Τα μάτια της τον παρακολουθούσαν πονηρά.

Η Ιωάννα μειδίασε. Ο παλαιστής έμοιαζε όντως συμπαθητικός, αλλά δεν της άρεσαν αυτοί οι φουσκωτοί άντρες με τους μεγάλους μύες. Σαν ζώα ήταν.

Προτού πάνε στο δωμάτιό τους, ένας καβγάς είχε ξεσπάσει στην τραπεζαρία του πανδοχείου σχετικά με τους αγώνες πάλης που έδειχνε το τηλεοπτικό κανάλι. Δυο άντρες είχαν σηκωθεί όρθιοι, βρίζοντας αισχρά ο ένας τον άλλο, και, καθώς η Ιωάννα και η Τζιλ ανέβαιναν τη σκάλα, άρχισαν να δέρνονται ενώ κάποιοι προσπαθούσαν να τους μαζέψουν για να μην κάνουν ζημιές στο μαγαζί.

Μετά από μερικές ώρες, οι δυο κατάσκοποι έφυγαν από το πανδοχείο και συνέχισαν τον δρόμο τους, ακολουθώντας την Κεντρική. Η Ιωάννα πάλι οδηγούσε. Σε κανένα δίωρο έφτασαν στην άλλη άκρη της συνοικίας, αλλά καθοδόν είχαν αναγκαστεί να σταματήσουν τρεις φορές για να πληρώσουν διόδια σε συμμορίες που έλεγχαν τις διάφορες περιοχές και έβαζαν οδοφράγματα μες στη μέση της φαρδιάς λεωφόρου ή την έκλειναν με μεγάλα φορτηγά οχήματα. Όλοι τους ήταν οπλισμένοι, και δεν φαινόταν στην Ιωάννα ότι θα δίσταζαν να χρησιμοποιήσουν τα όπλα τους.

«Εδώ πέρα δεν είναι να ταξιδεύεις,» σχολίασε η Τζιλ. «Σου φεύγουν τα δεκάδια σαν νυχτοπούλια.»

Η Κεντρική Οδός εξαφανιζόταν όταν έμπαινες στη Συρροή, τη συνοικία ανατολικά της Σκορπιστής· διαιρείτο σε πολλούς μικρότερους δρόμους. Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει πίσω από τις ψηλές πολυκατοικίες, αλλά η Ιωάννα έβλεπε κάμποση κίνηση στις αμαξιτές οδούς και στους πεζόδρομους. Πολλά κατάστημα, επίσης, έμοιαζαν τώρα ν’ανοίγουν. Μεγάλες πινακίδες αναβόσβηναν, προσκαλώντας σε κέντρα διασκέδασης, καζίνα, κινηματογράφους, μουσικούς οίκους… Η Συρροή έμοιαζε μακράν πιο πολιτισμένη και ευχάριστη από τη Σκορπιστή.

Αλλά η Ιωάννα είχε ήδη χάσει τον προσανατολισμό της. Εδώ δεν υπήρχε μια μεγάλη λεωφόρος για ν’ακολουθεί χωρίς να σκέφτεται. Σταμάτησε στο πλάι ενός μικρού δρόμου και άνοιξε τον χάρτη που ήταν αποθηκευμένος στο σύστημα του οχήματός της. Δρόμοι παρουσιάστηκαν στην οθόνη της κονσόλας, κι επάνω τους μια κόκκινη κουκίδα: το σημείο όπου βρίσκονταν η Ιωάννα και η Τζιλ.

«Χάθηκες, ε;» είπε η Τζιλ.

«Ναι.» Η Ιωάννα, πατώντας πλήκτρα πλάι στην οθόνη, έψαξε τους δρόμους γύρω τους και προς τα Σταυροδρόμια, που βρίσκονταν στα νοτιοανατολικά. «Μάλιστα,» μουρμούρισε ύστερα από λίγο, έχοντας καταλήξει σε μια πορεία. «Θα πάμε έτσι, εντάξει;» είπε στη Τζιλ, δείχνοντάς της τη γραμμή που είχε σχηματίσει μέσα στους δρόμους του χάρτη.

Η Τζιλ ανασήκωσε τους ώμους, μορφάζοντας. «Δεν ξέρω τη συνοικία, Ιωάννα.»

Η Ιωάννα ακολούθησε την πορεία που είχε διαγράψει και, μετά από καμια ώρα, βρίσκονταν στα Σταυροδρόμια. Είχε νυχτώσει πλέον, αλλά δεν δυσκολεύτηκαν καθόλου να βρουν ένα πανδοχείο για να σταθμεύσουν το όχημά τους και να κλείσουν δωμάτιο.

Από αύριο θα ξεκινούσαν την έρευνά τους για την Κορίνα.

-3-

Η Ιωάννα και η Τζιλ πήγαν σ’ένα τηλεπικοινωνιακό κέντρο των Σταυροδρομιών, πλήρωσαν τον φύλακα, και κάθισαν μπροστά σ’έναν από τους διαύλους. Η Ιωάννα, πληκτρολογώντας, κάλεσε στην οθόνη τον κατάλογο με τους καταχωρημένους τηλεπικοινωνιακές κώδικες των Σταυροδρομιών. Ύστερα αναζήτησε το όνομα ΚΟΡΙΝΑ ΡΙΛΤΑΚΩ. Ο κατάλογος δεν είχε καμία καταχώρηση με αυτό το όνομα.

Η Τζιλ είπε: «Αν δεν μένει πια εδώ, λογικό είναι να μην έχει σταθερό επικοινωνιακό δίαυλο στο όνομά της.»

«Ναι,» συμφώνησε η Ιωάννα. «Αλλά μπορούμε να βρούμε τους συγγενείς της.» Πληκτρολόγησε μόνο το επίθετο: ΡΙΛΤΑΚΩ. Και στην οθόνη παρουσιάστηκαν αρκετοί τηλεπικοινωνιακοί κώδικες. Το Ριλτάκω δεν ήταν και τόσο σπάνιο εδώ. Δεν ήταν καθόλου σπάνιο, όπως φαινόταν.

«Λες όλοι αυτοί νάναι συγγενείς της;» είπε η Τζιλ.

«Λιγάκι απίθανο, νομίζω. Αλλά από κάπου πρέπει ν’αρχίσουμε να ψάχνουμε, Τζιλ.»

Χρησιμοποιώντας τον δίαυλο, άρχισε να καλεί τους κώδικες έναν-έναν, λέγοντας πως ήθελε να μιλήσει στην Κορίνα. Όταν κάποιος τη ρωτούσε ποια ήταν, απαντούσε πως ήταν φίλη της. Οι περισσότεροι δεν ήξεραν καμία Κορίνα που να είναι συγγενής τους. Μια γυναίκα, όμως, είπε μέσα από το μεγάφωνο του διαύλου: «Θέλετε την κόρη μου;» Και η Ιωάννα αποκρίθηκε: «Ναι· είναι εκεί;» περιμένοντας φυσικά να λάβει αρνητική απάντηση. Αλλά η γυναίκα είπε: «Ναι· μισό λεπτό να τη φωνάξω.» Η Ιωάννα έκλεισε τον δίαυλο. Προφανώς, αυτή δεν ήταν η Κορίνα που αναζητούσε. Σε μια άλλη κλήση, μίλησε μ’έναν άντρα ο οποίος είπε: «Κορίνα; Την αδελφή μου θέλετε, έτσι;» Η Ιωάννα έδωσε θετική απάντηση. «Δεν είναι εδώ,» εξήγησε ο άντρας· «καλέστε τη στο σπίτι της.» Η Ιωάννα ρώτησε πού έμενε, κι εκείνος τής έδωσε έναν τηλεπικοινωνιακό κώδικα που πρέπει να ήταν για πομπό, όχι για δίαυλο. «Δεν έχει δίαυλο στο σπίτι της;» Ο άντρας τής απάντησε ότι έμενε με τον σύζυγό της, κι αν την ήθελε για κάτι προσωπικό, καλύτερα να την καλούσε στον πομπό. «Μάλιστα. Σας ευχαριστώ πολύ.» Ο άντρας είπε: «Τίποτα. Να είσαι καλά.»

Η Ιωάννα, τερματίζοντας την κλήση, είπε στη Τζιλ: «Αποκλείεται αυτή νάναι η Κορίνα μας. Αλλά ας δούμε.» Και κάλεσε τον πομπό.

«Μάλιστα;» απάντησε μια γυναίκα με έντονα ένρινη φωνή.

Η Ιωάννα δεν μίλησε.

«Ποιος είναι, παρακαλώ;»

Η Ιωάννα έκλεισε τον δίαυλο.

Όταν τελείωσε μ’όλους τους τηλεπικοινωνιακούς κώδικες, είπε στη Τζιλ: «Φτάσαμε σε αδιέξοδο, λοιπόν,» κι ακούμπησε την πλάτη της κουρασμένα στην πολυθρόνα.

«Στο αρχείο πολιτών της συνοικίας ίσως να υπάρχουν στοιχεία γι’αυτήν,» υπέθεσε η Τζιλ, αν και δεν ακουγόταν και τόσο βέβαιη. «Χρονολογία γέννησης, σίγουρα…»

«Ακόμα κι αν υπάρχει χρονολογία γέννησης, τι να την κάνω; Εκείνο που θέλω να μάθω είναι πράγματα για το παρελθόν της. Και… ξέρεις τι υποπτεύομαι; Ότι το επώνυμό της δεν είναι Ριλτάκω.»

«Ψεύτικη ταυτότητα;»

«Πιθανώς.»

«Αν καμια Κορίνα Ριλτάκω δεν είναι καταχωρημένη στο τοπικό αρχείο, τότε θα έχουμε βεβαιωθεί γι’αυτό.»

«Και πώς θα μάθουμε τι γράφει το αρχείο πολιτών των Σταυροδρομιών, Τζιλ; Δεν έχουμε πρόσβαση, και καμια από τις δυο μας δεν είναι Τεχνομαθής μάγισσα για να εισβάλει κάπως στο σύστημά τους. Όχι πως αυτό θα ήταν εύκολο. Αναμφίβολα θα το φυλάνε καλά.»

«Ας αποκτήσουμε πρόσβαση στο αρχείο, Ιωάννα. Ως αστυνομικοί.»

-4-

Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο κανόνας είναι απλός:

(α) Μάθε τις συνήθειες και τις νοοτροπίες τους

(β) Κατανόησε όσο καλύτερα μπορείς, πώς σκέφτονται

(γ) Αντίγραψε τουλάχιστον δύο από τα χαρακτηριστικά τους, γίνε, φαινομενικά, σαν αυτούς.

Κανένας δεν πρόκειται να καταλάβει τη διαφορά. Οι άνθρωποι, κατά κανόνα, βλέπουν εκείνο που περιμένουν να δουν· δεν ψάχνουν για περίεργες λεπτομέρειες. Όταν ψάχνεις για πολλές περίεργες λεπτομέρειες, το μυαλό αρχίζει να χάνει τα λογικά του.

-5-

Οι κατάσκοποι από τη Βαθμιδωτή παρακολούθησαν για δυο μέρες τους αστυνομικούς που περιφέρονταν στα Σταυροδρόμια, ώστε να μάθουν τις συνήθειές τους και να δουν πώς δούλευαν σε τούτη τη συνοικία που ήταν άγνωστη γι’αυτές. Μετά, έχοντας εντοπίσει δύο γυναίκες που θα μπορούσαν να τους φανούν χρήσιμες, έδρασαν…

Η αστυνομικός βάδιζε προς το σπίτι της, περνώντας κάτω από τα σκοτάδια μιας γέφυρας, όταν η Τζιλ πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά της κλοτσώντας την στο υπογάστριο και, αμέσως, γρονθοκοπώντας την στο κεφάλι. Η γυναίκα ξάπλωσε ανάσκελα στο πλακόστρωτο, με το πρόσωπό της ματωμένο. Αναίσθητη.

Η Τζιλ και η Ιωάννα την τράβηξαν στα βαθιά σκοτάδια της νύχτας. Εκεί, έβγαλαν τη στολή της και τις πήραν όλους της τους εξοπλισμούς. Την άφησαν γυμνή, μόνο με τα εσώρουχά της. Η γυναίκα ήταν γαλανόδερμη και είχε κοντά ξανθά μαλλιά, μοιάζοντας αρκετά με την Ιωάννα – ειδικά αν η Ιωάννα φορούσε σκούρα γυαλιά και καπέλο.

Οι δυο κατάσκοποι έδεσαν την αστυνομικό και την έκρυψαν κάτω από τη γέφυρα, σε μια παλιά αποθήκη την οποία κανείς δεν φαινόταν να χρησιμοποιεί πια.

Η άλλη γυναίκα που τους ενδιέφερε ξεκινούσε τη βάρδια της τα ξημερώματα, και όχι μόνη. Δυο άντρες ήταν μαζί της. Γι’αυτό κιόλας αποτελούσε δυσκολότερο στόχο. Η Ιωάννα και η Τζιλ τούς έστησαν καρτέρι στο σημείο όπου άρχιζαν την περιπολία τους. Και οι τρεις εμφανίστηκαν εκεί στην ώρα τους, επάνω σε δίκυκλα. Σταμάτησαν, όπως συνήθιζαν. Μετά από καμια ώρα θα έφευγαν από εδώ και θα πήγαιναν να σταματήσουν σ’άλλο μέρος. Ύστερα θα πήγαιναν σε τρίτο μέρος, κι έπειτα σε τέταρτο, και ούτω καθεξής, ώσπου να τελειώσουν τη βάρδια τους.

Η Ιωάννα τούς πλησίασε ντυμένη σαν αστυνομικός. «Προς τα κει έχουν διαρρήξει ένα μαγαζί,» είπε δείχνοντας πίσω της. «Το παλιό βιβλιοπωλείο.»

«Τι;» έκανε ο ένας από τους δύο άντρες.

«Ελάτε!» είπε η Ιωάννα: και, καθώς έτρεχε, την ακολούθησαν επάνω στα δίκυκλά τους.

Σταμάτησαν μπροστά από το παλιό βιβλιοπωλείο, το οποίο, λόγω της πρωινής ώρας, ήταν ακόμα κλειστό.

«Δε βλέπω νάχει γίνει καμια–» άρχισε η αστυνομικός που αποτελούσε στόχο των δύο κατασκόπων, αλλά δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια της. Η ηχητική ριπή από το πιστόλι που τράβηξε ξαφνικά η Ιωάννα χτύπησε αυτήν και τους δύο συναδέλφους της. Η αστυνομικός και ο ένας από τους άντρες έπεσαν από τα δίκυκλά τους, διπλωμένοι. Ο άλλος, όμως, παρέμεινε πάνω στο όχημά του, αν και φανερά ζαλισμένος, με αίμα να κυλά απ’το ένα του ρουθούνι.

Η Τζιλ πετάχτηκε δίπλα από το βιβλιοπωλείο και, πηδώντας, τον κλότσησε και με τα δύο πόδια στο στήθος. Ο άντρας σωριάστηκε, χτυπώντας το κεφάλι του στο πλακόστρωτο και μένοντας ακίνητος. Οι άλλοι δύο ακόμα σάλευαν· δεν είχαν χάσει τις αισθήσεις τους. Η Ιωάννα, πλησιάζοντας την αστυνομικό, την κλότσησε κατακέφαλα. Η Τζιλ έπεσε πάνω στον αστυνομικό και τον γρονθοκόπησε επανειλημμένα στο πρόσωπο, αναισθητοποιώντας τον.

Τους τράβηξαν και τους τρεις σ’ένα σοκάκι, κι έφεραν και τα δίκυκλά τους εκεί. Τους έγδυσαν όλους, τους έδεσαν, και ανοίγοντας μια σχάρα υπονόμου τούς πέταξαν μέσα.

Η αστυνομικός έμοιαζε αρκετά στη Τζιλ. Ήταν μικρόσωμη και είχε δέρμα λευκό με απόχρωση του ροζ. Αλλά τα μαλλιά της δεν ήταν μαύρα· ήταν ξανθά. Αυτό μπορούσε εύκολα να το διορθώσει η Ιωάννα, βάφοντας τα μαλλιά της Τζιλ. Επιπλέον θα χρησιμοποιούσαν κι άλλα σύνεργα μεταμφίεσης για να κάνουν τα πρόσωπά τους να μοιάζουν με τα πρόσωπα στις ταυτότητες των αστυνομικών.

Δεν είχαν, όμως, πολύ χρόνο στη διάθεσή τους· έπρεπε να βιαστούν. Σύντομα η Αστυνομία των Σταυροδρομιών θα καταλάβαινε ότι κάποια από τα μέλη της είχαν εξαφανιστεί.

Η Ιωάννα και η Τζιλ πήγαν σ’ένα υπόγειο δωμάτιο που είχαν νοικιάσει και ετοιμάστηκαν μπροστά σε δύο καθρέφτες. Ύστερα, ανέβηκαν σε δύο από τα κλεμμένα δίκυκλα της Αστυνομίας και κατευθύνθηκαν προς το Αρχείο των Πολιτών, που ήταν μακριά από ετούτες τις γειτονιές. Είχαν εσκεμμένα επιλέξει να επιτεθούν σε αστυνομικούς μακριά από το Αρχείο για περισσότερη ασφάλεια στις κινήσεις τους.

Οι ταυτότητές τους αποδείχτηκαν επαρκείς για να τις αφήσουν οι φύλακες να μπουν στο μεγάλο γυάλινο χτίριο και να μπορέσουν να ζητήσουν πληροφορίες από τους υπαλλήλους εκεί.

«Ψάχνουμε για μια γυναίκα με το όνομα Κορίνα Ριλτάκω,» είπε η Ιωάννα. «Θέλουμε να μάθουμε χρονολογία γέννησης, τόπο διαμονής, και, αν υπάρχει τέτοια πληροφορία καταγεγραμμένη, μέρη εργασίας.»

Ο υπάλληλος – ένας λιγνός, νευρώδης, κατάμαυρος άντρας με γκρίζα μούσια και μαλλιά – πάτησε πλήκτρα πάνω σε μια κονσόλα, κοιτάζοντας την οθόνη πίσω από τα στρογγυλά γυαλιά του. «Κορίνα Ριλτάκω… Μάλιστα. Υπάρχουν δύο.»

«Έχετε φωτογραφίες τους;»

«Φυσικά.» Ο άντρας ενεργοποίησε μια παράπλευρη οθόνη που ήταν στραμμένη προς τη μεριά της Ιωάννας και της Τζιλ.

Οι φωτογραφίες που είδαν εκεί δεν είχαν καμια σχέση με την πορφυρόδερμη, ξανθομάλλα Κορίνα που βρισκόταν στη Βαθμιδωτή.

«Μάλιστα,» είπε η Ιωάννα. «Εκτύπωσέ μας τις πληροφορίες και για τις δύο.»

Ο άντρας το έκανε. Τους έδωσε τα χαρτιά και οι μεταμφιεσμένες κατάσκοποι έφυγαν.

«Αυτές,» είπε η Ιωάννα καθώς απομακρύνονταν από το Αρχείο καβάλα στα δίκυκλά τους, «είναι, μάλλον, οι δύο που βρήκα καλώντας τους τηλεπικοινωνιακούς κώδικες.»

«Αυτές είναι, σίγουρα,» συμφώνησε η Τζιλ. «Δε μπορεί νάναι άλλες.»

Έστριψαν σ’έναν δρόμο και κατέβηκαν σε μια υπόγεια σήραγγα. Έστριψαν ξανά σε μια από τις διακλαδώσεις της και σταμάτησαν σ’ένα μέρος όπου δεν είχε κίνηση. Άφησαν εκεί τα δίκυκλά τους, έβγαλαν τις στολές των αστυνομικών, και έφυγαν βαδίζοντας γρήγορα. Ανέβηκαν πάλι στους δρόμους των Σταυροδρομιών.

«Το πραγματικό της επίθετο δεν είναι Ριλτάκω,» είπε η Ιωάννα. «Και, μάλλον, ούτε στα Σταυροδρόμια έχει γεννηθεί ούτε ποτέ κατοικούσε εδώ.»

«Γιατί όμως να λέει ψέματα;»

«Δεν ξέρω. Και μου φαίνεται ότι θα είναι πολύ δύσκολο να μάθουμε.»

-6-

Η Ιωάννα και η Τζιλ δεν έμειναν άλλο στα Σταυροδρόμια. Δεν πίστευαν ότι η Αστυνομία θα τις εντόπιζε κάπως, αλλά δεν νόμιζαν επίσης ότι είχαν τίποτα περισσότερο να κάνουν εδώ. Πήραν το τετράκυκλο όχημά τους και έφυγαν. Πήγαν στην Καλόπραγη, προς τα νοτιοδυτικά. Από εκεί μπήκαν στη Σκορπιστή, πέρασαν από την Επίστρωτη, και τελικά επέστρεψαν στη Βαθμιδωτή.

Η Ιωάννα ζήτησε να μάθει από τους κατασκόπους της αν είχαν δει την Κορίνα να κάνει καμια ύποπτη κίνηση όσο εκείνη έλειπε, αλλά, αναμενόμενα, η απάντησή τους ήταν αρνητική.

Ή η Κορίνα, όντως, δεν έκανε τίποτα το ύποπτο στη Βαθμιδωτή, ή κάτι πολύ παράξενο συνέβαινε που η Ιωάννα αδυνατούσε ακόμα να καταλάβει.

Ο Πολιτάρχης, πάντως, την υποπτεύεται. Λέει πως του έκλεψε κάποια μυστικά του. Αναρωτιέμαι τι μυστικά να είναι αυτά. Δεν είχε αποκαλύψει το παραμικρό στην Ιωάννα. Πρέπει να επρόκειτο για πολύ ευαίσθητες πληροφορίες…

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ
Η Νέα Παραγωγή

-1-

Οι προβλέψεις του Φέλιξ’μορ δεν αποδείχτηκαν λανθασμένες. Ώς τα μέσα της άνοιξης, ο θόλος παραγωγής τροφίμων ήταν έτοιμος, και η Νέα Παραγωγή (όπως είχε ονομάσει η Πρωτονίκη την επιχείρησή της) μπορούσε να ξεκινήσει τις εργασίες της. Τα πάντα μπήκαν σε κίνηση. Οι πρώτες ύλες είχαν ήδη αγοραστεί, και οι εργάτες άρχισαν να δουλεύουν. Αρκετοί άνεργοι πολίτες προσλήφθηκαν, καθώς και αρκετοί αποκάτω – ποδοπατημένοι που έπαψαν να είναι ποδοπατημένοι, αφού τώρα μπορούσαν να νοικιάζουν τα δικά τους διαμερίσματα, έστω και μικρά, έστω και υπόγεια. Όχι πως τα υπόγεια ήταν, απαραίτητα, άσχημα μέρη στη Βαθμιδωτή. Πολλές φορές, δε, ήταν καλύτερα από αυτά πάνω από το έδαφος. Στα υπόγεια μπορούσε ο καθένας να φτιάξει ευκολότερα το περιβάλλον όπως το ήθελε, ενώ στα ανώγια ήταν υποχρεωμένος να βρίσκεται κάτω από τα μουντά σύννεφα και τους μολυσματικούς καπνούς που πάντα γέμιζαν τον ουρανό της Βαθμιδωτής.

Ο θόλος της Νέας Παραγωγής σκέπαζε ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο της συνοικίας. Ήταν κατασκευασμένος από ειδικά κρύσταλλα, τοποθετημένα με συγκεκριμένους τρόπους, και περιλάμβανε συστήματα που δημιουργούσαν ένα αυτόνομο περιβάλλον στο εσωτερικό του, ανεξάρτητο από το περιβάλλον της Βαθμιδωτής. Τα μηχανήματα μπορούσαν να κάνουν ζέστη, να κάνουν κρύο, να κάνουν βροχή, να κάνουν αέρα ή νηνεμία. Το έδαφος κάτω από τον γιγάντιο θόλο ήταν γεμάτο γόνιμο χώμα, ποτισμένο με λιπάσματα και διάφορες ουσίες που βοηθούσαν στην ανάπτυξη των φυτών. Το μεγαλύτερο μέρος του θόλου ήταν αφιερωμένο στην καλλιέργεια λαχανικών, δημητριακών, και φρούτων· αλλά υπήρχε κι ένα μικρό τμήμα για την παραγωγή ζωικών προϊόντων. Εκεί βρίσκονταν συγκεντρωμένες κάμποσες αγελάδες (για το γάλα τους, κυρίως) καθώς και πολλά κοτόπουλα (για τα αβγά και για τη σάρκα τους). Αν η εταιρεία πήγαινε καλά – που η Κορίνα επιβεβαίωνε ότι θα πήγαινε καλά – τότε θα δημιουργούσαν κι άλλο θόλο, ανεξάρτητο, μόνο για την παραγωγή ζωικών προϊόντων.

Εκτός από χώρους για καλλιέργειες και για εκμετάλλευση των ζώων, κάτω από τον θόλο της Νέας Παραγωγής υπήρχαν και κάποια οικήματα με γραφεία, με ρυθμιστικές κονσόλες μηχανημάτων, και με χώρους διαμονής και αναψυχής των εργατών.

Η Πρωτονίκη ήταν, φυσικά, ενθουσιασμένη, και έλεγε στους αμφισβητούντες – στον Ζακ και στην Ερμιόνη, κυρίως – ότι, ορίστε, η επιχείρηση είχε μπει σε λειτουργία. Όλα είχαν πάει καλά.

Προϊόντα, βέβαια, δεν είχαν παραχθεί ακόμα· απλώς η διαδικασία είχε ξεκινήσει. Ο Ζακ το είπε αυτό στην Πρωτονίκη, κι εκείνη τού απάντηση ότι ήταν πάντα καχύποπτος επειδή έγραφε μυθιστορήματα μυστηρίου.

-2-

Όταν είχαν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες οικοδόμησης του θόλου και προτού αυτός μπει σε λειτουργία, η Πρωτονίκη είχε ζητήσει από τους ιερωμένους του Ηρώταλου να έρθουν για να ευλογήσουν την επιχείρησή της, όπως συνηθιζόταν – όπως επιβαλλόταν, ουσιαστικά. Τους είδε διστακτικούς, όμως. Προβληματισμένους. Σαν να μην ήξεραν αν αυτή ήταν μια επιχείρηση που όφειλαν, που μπορούσαν, να ευλογήσουν. Επειδή δεν ήταν τεχνική βιομηχανία ή εργοστάσιο. Κανένας τους, της είπαν, δεν θυμόταν ποτέ να είχε ευλογήσει μονάδα παραγωγής τροφίμων στη Βαθμιδωτή· επομένως, θα έπρεπε να αυτοσχεδιάσουν.

«Εντάξει,» αποκρίθηκε η Πρωτονίκη, στεκόμενη μέσα στον Ναό του Ηρώταλου, ανάμεσα στους ιερείς και τις ιέρειες, «δεν έχω πρόβλημα.»

«Δεν είναι ασήμαντη υπόθεση,» της τόνισε ένας ιερέας. «Πρέπει να λάβετε την εύνοια του Επαΐοντα της Τεχνουργίας!»

«Ασφαλώς,» είπε η Πρωτονίκη, που δεν είχε και μεγάλη πίστη στους θεούς.

Η τελετή που έγινε, την επόμενη ημέρα, ήταν μακροσκελής όπως για κάθε επιχείρηση. Μερικοί ιερείς και ιέρειες συγκεντρώθηκαν στον θόλο της Νέας Παραγωγής και, ενώπιον των εργατών, της Πρωτονίκης, της Κορίνας, του Φέλιξ’μορ, της ομάδας του Φέλιξ’μορ, και αρκετών συγγενών και φίλων της Πρωτονίκης, επικαλέστηκαν τον Ηρώταλο και ευλόγησαν το οικοδόμημα και κάθε δραστηριότητα που θα προερχόταν από αυτό, ώστε να ωφελήσει τους ανθρώπους που θα εργάζονταν εκεί αλλά και ολόκληρη τη συνοικία της Βαθμιδωτής. Ύστερα, ένας ιερέας ύψωσε μπροστά του ένα μεγάλο σύμβολο του Ηρώταλου το οποίο έπρεπε να κρατά με τα δύο χέρια. Πήγαινε κοντά σ’έναν-έναν από τους παρευρισκόμενους και τους άφηνε να φιλήσουν το σύμβολο ή να υποκλιθούν ενώπιόν του. Δίπλα από τον ιερέα ερχόταν μια ιέρεια η οποία κρατούσε ένα μεταλλικό ιερό σκεύος, ώστε να ρίχνει ο καθένας όσα χρήματα ήθελε. Οι περισσότεροι έριχναν κανένα δεκάδιο ή μερικά τέταρτα, και όλοι, φυσικά, ή υποκλίνονταν ή φιλούσαν το ιερό σύμβολο του Επαΐοντα της Τεχνουργίας, που αποτελείτο από έναν μεγάλο μεταλλικό τροχό μέσα στον οποίο βρισκόταν όρθιο ένα σφυρί με κεφαλή γεμάτη καλώδια και κυκλώματα. Σταυρωτά ως προς το σφυρί ήταν ένα υπερμέγεθες κατσαβίδι με διπλή κεφαλή. Και δύο χοντρά καλώδια περνούσαν μπροστά από το σφυρί και το κατσαβίδι, πιασμένα στις άκρες του τροχού, έτσι ώστε να σχηματίζουν Χ. Ορισμένα σημεία επάνω στον τροχό γυάλιζαν και στραφτάλιζαν, επενδυμένα με διαφόρων ειδών κρύσταλλα.

Η Πρωτονίκη φίλησε το ιερό σύμβολο εκεί όπου το δικέφαλο κατσαβίδι συναντούσε το σφυρί, κι έριξε δύο δεκάδια στο σκεύος που κρατούσε η ιέρεια.

Ο Φέλιξ’μορ έκανε μια βαθιά υπόκλιση μπροστά στο σύμβολο του Ηρώταλου κι έριξε στο σκεύος ένα δεκάδιο. Η Ερμιόνη φίλησε την αριστερή άκρη του τροχού, προς τα κάτω, κι έριξε ένα τέταρτο στο σκεύος. Ο Ζακ έκανε μια σύντομη υπόκλιση και δεν έριξε τίποτα στο σκεύος· ήταν οπαδός του Ζερκάλδη, άλλωστε, όχι του Ηρώταλου.

Όταν ήρθε η σειρά της Κορίνας, εκείνη απλά κοίταξε το ιερό σύμβολο περιμένοντας τον ιερέα και την ιέρεια να φύγουν. Τα πράσινα μάτια της ήταν σταθερά και η όψη της αλύγιστη. Μουτρωμένοι, αγριοκοιτάζοντάς την, οι δύο ιερωμένοι έφυγαν από μπροστά της σαν αγριεμένοι γάτοι της Βαθμιδωτής. Και ο Φέλιξ’μορ θα ορκιζόταν ότι μπορούσε να δει ένα αχνό μειδίαμα στα χείλη της Κορίνας. Η σκύλα, σκέφτηκε διασκεδασμένος. Ορισμένες φορές την αγαπώ. Ήθελε κι εκείνος να χαμογελάσει, αλλά συγκρατήθηκε. Θα ήταν ασεβές.

Αφού τελείωσε η περιφορά του ιερού συμβόλου ανάμεσα στους παρευρισκόμενους, η Πρωτονίκη πλήρωσε τους ιερωμένους για τις υπηρεσίες τους. Δεν ήταν πρόθυμοι, φυσικά, να πάρουν μόνο τα χρήματα που τους είχαν ρίξει στο ιερό σκεύος. Αυτά ήταν για την προσωπική χάρη όποιου τα έδινε, ώστε να έχει την εύνοια του θεού. Τα χαρτονομίσματα που τώρα έβγαζε η Πρωτονίκη από το πορτοφόλι της και πρόσφερε στον επικεφαλής ιερέα ήταν για τον κόπο των ιερωμένων να έρθουν και να ευλογήσουν την επιχείρηση.

«Ευχαριστούμε, κυρία Υστερώνυμη,» είπε ο ιερέας – ένας ψηλός, γαλανόδερμος άντρας με πυκνά μαύρα μούσια. «Καλές δουλειές, και εύχομαι αληθινά η Νέα Παραγωγή να αποτελέσει μια νέα αρχή για ολόκληρη τη Βαθμιδωτή.»

Η Πρωτονίκη χαμογελούσε. «Ευχαριστώ, Σεβασμιότατε! Ευχαριστώ.»

Ο ιερέας ένευσε, χαμογελώντας, και μετά εκείνος και οι άλλοι ιερωμένοι του Ηρώταλου αποχώρησαν από τον θόλο παραγωγής, και το πάρτι που η Πρωτονίκη είχε ετοιμάσει μπορούσε να αρχίσει. Φαγητά και ποτά βρίσκονταν μέσα σ’ένα από τα οικήματα του θόλου, και μεγάλα ηχεία ήταν στημένα στα κατάλληλα σημεία, από τον ίδιο τον Φέλιξ’μορ, ώστε ο ήχος να φτάνει ομοιόμορφα από τη μια άκρη του θόλου ώς την άλλη.

Προτού όμως ξεκινήσει το πάρτι, η Πρωτονίκη πλησίασε την Κορίνα. «Δεν έπρεπε να το είχες κάνει αυτό!» είπε. «Τους προσέβαλες–»

«Θα το ξεπεράσουν,» αποκρίθηκε εκείνη, ήρεμα.

«–και μπορεί να έστρεψες και τη δυσαρέσκεια του Ηρώταλου επάνω μας!»

«Αμφιβάλλω ότι ο Ηρώταλος είναι τόσο ευέξαπτος.»

Ο Ζακ, που στεκόταν παραδίπλα, γελούσε.

«Τι γελάς εσύ;» είπε η Πρωτονίκη.

«Απλώς μου–»

Σταμάτησε απότομα, καθώς όλων τα κεφάλια στρέφονταν προς την είσοδο του θόλου, απ’όπου φασαρία ακουγόταν. Φωνές. Κάποιοι προσπαθούσαν να μπουν.

Δημοσιογράφοι.

Η Πρωτονίκη φώναξε στους φρουρούς που είχε προσλάβει: «Αφήστε τους! Αφήστε τους να έρθουν!»

Οι μισθοφόροι υπάκουσαν, παραμερίζοντας, και οι δημοσιογράφοι μπήκαν στον θόλο παραγωγής, φωτογραφίζοντας κατά βούληση, προς κάθε κατεύθυνση, ή κρατώντας μηχανικούς οφθαλμούς υψωμένους για να καταγράφουν κινούμενη εικόνα και ήχο μαζί. Πλησίασαν την Πρωτονίκη σαν σμήνος από γύπες του Κρόνου, ρωτώντας την για τη Νέα Παραγωγή.

Μέχρι στιγμής δεν είχε δεχτεί να μιλήσει σε κανέναν δημοσιογράφο· είχε αρνηθεί να δώσει συνεντεύξεις και είχε απομακρύνει κάποιους αγενείς που της είχαν στήσει καρτέρι έξω από το κρεμαστό διαμέρισμά της. Τώρα, όμως, νόμιζε πως ήταν καιρός να μιλήσει. Και μίλησε. Τους είπε για τη Νέα Παραγωγή όπως την είχε δασκαλέψει η Κορίνα να τους πει – μεταφέροντάς τους το όραμά της – εξηγώντας γιατί όλ’ αυτά θα ήταν καλά για τη Βαθμιδωτή. Η Νέα Παραγωγή δεν ήταν ακόμα μια κερδοσκοπική επιχείρηση· υπηρετούσε έναν κοινωνικό σκοπό· θα έκανε τη συνοικία τους καλύτερη, από πάρα πολλές απόψεις. Η Επίστρωτη, κατά πρώτον, δεν φαινόταν να σκοπεύει να μειώσει τις τιμές που είχε αυξήσει πριν από μήνες· τα προϊόντα της Νέα Παραγωγής, όμως, θα πωλούνταν στη Βαθμιδωτή πολύ πιο φθηνά, και θα ήταν υψηλής ποιότητας.

«Πώς μπορείτε να είστε τόσο βέβαιη για την ποιότητα, κυρία Υστερώνυμη; Έχετε ασχοληθεί και παλιότερα με παραγωγή τροφίμων;»

«Έχω στο πλευρό μου τους πιο ικανούς ανθρώπους που θα μπορούσα να φανταστώ.» Κοίταξε γύρω της, ψάχνοντας για την ομάδα του Φέλιξ. Οι περισσότεροι ήταν εκεί κοντά· αν τους ήθελε, δεν είχε παρά να τους φωνάξει. Αλλά, περιέργως, η Κορίνα είχε εξαφανιστεί· δεν την έβλεπε πουθενά. Επίτηδες είχε κρυφτεί; Ήθελε ν’αποφύγει τους δημοσιογράφους;

«Τα τρόφιμα που θα προσφέρουμε στη Βαθμιδωτή,» συνέχισε η Πρωτονίκη, «θα είναι τα καλύτερα που μπορεί να προσφέρει κανείς. Κι επιπλέον, θα–»

«Νομίζετε ότι τα τρόφιμά σας θα είναι αρκετά για να θρέψουν ολόκληρη τη Βαθμιδωτή, κυρία Υστερώνυμη;» ρώτησε ένας άλλος δημοσιογράφος.

«Σίγουρα όχι. Αλλά εύχομαι σύντομα να κατορθώσουμε να επεκτείνουμε τις δραστηριότητές μας. Και πιθανώς κι άλλοι άνθρωποι να θελήσουν να στραφούν προς την παραγωγή τροφίμων.»

«Μα δεν υπάρχουν οι κατάλληλες υποδομές και η τεχνογνωσία γι’αυτό, κυρία Υστερώνυμη,» είπε μια δημοσιογράφος.

«Τα ίδια έλεγαν πολλοί και για τη δική μου επιχείρηση προτού γίνει πραγματικότητα. Μην ακούτε ό,τι σας λένε. Όταν υπάρχει θέληση, τα πάντα κατορθώνονται.»

«Κυρία Υστερώνυμη!» παρενέβη ένας από τους μισθοφόρους φρουρούς, περνώντας ανάμεσα από τους δημοσιογράφους, παραμερίζοντάς τους λίγο άγαρμπα με τον αξιοσημείωτο όγκο του – όλο μύες, καθόλου λίπος. «Ο κύριος Πολιτάρχης είναι εδώ.»

Μια ξαφνική σιωπή είχε πέσει πέρα από τον δακτύλιο των δημοσιογράφων. Ο θόλος παραγωγής είχε έναν ακόμα επισκέπτη. Έναν πολύ σημαντικό, και απρόσμενο, επισκέπτη. Ο Κίμωνας Χρονομάχος βρισκόταν εδώ, μαζί με δύο συμβούλους του και τέσσερις σωματοφύλακες. Ήταν ντυμένος μ’ένα γυαλιστερό γκρίζο κοστούμι με γαλανά σιρίτια, κι ένας κοντός λευκός μανδύας πιανόταν με χρυσές αγκράφες στους ώμους του. Το πουκάμισο που φαινόταν μέσα από το σακάκι του ήταν ανοιχτό γαλάζιο, με ψηλούς γιακάδες. Το πρόσωπο του χρυσόδερμου Πολιτάρχη ήταν φρεσκοξυρισμένο· τα λεία μαύρα μαλλιά του, άψογα χτενισμένα, ήταν αρκετά μακριά ώστε να κρύβουν τ’αφτιά του. Στο πέτο του πιανόταν μια καρφίτσα με το έμβλημα της Βαθμιδωτής. Η κοιλιά του φούσκωνε κάτω από το πουκάμισο και το σακάκι του. Ο Πολιτάρχης της Βαθμιδωτής δεν έμοιαζε για αθλητικός τύπος, και δεν ήταν.

«Κυρία Υστερώνυμη,» είπε πλησιάζοντας την Πρωτονίκη, «ελπίζω η παρουσία μου να μην είναι ανεπιθύμητη.»

«Κάθε άλλο, Εξοχότατε!» αποκρίθηκε η Πρωτονίκη. «Καλωσορίσατε.»

Ο Κίμωνας Χρονομάχος τής έδωσε το χέρι του κι αντάλλαξαν μια χειραψία ενώ φωτογραφικές μηχανές έκαναν κλικ – κλικ – κλικ – κλικ ολόγυρά τους.

Η Πρωτονίκη χαμογελούσε. Νόμιζε ότι είχε απογειωθεί, ότι πετούσε. Όλ’ αυτά έμοιαζαν με όνειρο! Μπορεί να ήταν αριστοκράτισσα αλλά ποτέ δεν είχε κάνει αυτή τη «μεγάλη ζωή» που κάνουν άλλοι αριστοκράτες οι οποίοι βρίσκονται στις κατάλληλες θέσεις. Ο Οίκος της δεν ήταν ούτε πλούσιος ούτε είχε τίποτα σπουδαίες διασυνδέσεις.

«Ποια η γνώμη σας, κύριε Χρονομάχε, για τη Νέα Παραγωγή;» ρώτησε μια δημοσιογράφος. «Πιστεύετε ότι θα φέρει μια καινούργια εποχή στη Βαθμιδωτή;»

«Όπως ξαναέχω πει σε δημοσιογράφους,» αποκρίθηκε ο Κίμωνας, «οι προσδοκίες μου είναι πολύ καλές για την επιχείρηση της κυρίας Υστερώνυμης. Θεωρώ πως είναι από τις πιο δημιουργικές και αξιόλογες προσπάθειες που έχουν γίνει στη συνοικία μας, και εύχομαι – αληθινά εύχομαι – να αποδώσει. Αν μη τι άλλο, οι τιμές των προϊόντων της Επίστρωτης έχουν πιέσει πολύ τους κατοίκους της Βαθμιδωτής. Η Νέα Παραγωγή ευελπιστώ ότι θα ανακουφίσει πολλούς από εκείνους που έχουν υποφέρει οικονομικά εξαιτίας της στρατηγικής που ακολουθούν εδώ και μήνες οι εταιρείες της Επίστρωτης.»

Οι δημοσιογράφοι έκαναν μερικές ερωτήσεις ακόμα, και στον Πολιτάρχη και στην Πρωτονίκη, και ύστερα ορισμένοι απ’αυτούς ζήτησαν να ξεναγηθούν μέσα στον θόλο, να δουν πώς ακριβώς θα γινόταν η παραγωγή. Αλλά ο Κίμωνας Χρονομάχος είπε πως τούτο μπορούσε, ίσως, να πραγματοποιηθεί άλλη φόρα. Ο θόλος δεν είχε καν αρχίσει να λειτουργεί ακόμα. «Και ό,τι είχαμε να σας πούμε το είπαμε. Δε νομίζω ότι υπάρχει κάτι άλλο που πρέπει να ειπωθεί. Και η κυρία Υστερώνυμη είμαι βέβαιος πως έχει ετοιμάσει ολόκληρο πάρτι εδώ· σίγουρα, δε θα θέλατε να το χαλάσετε…»

Οι περισσότεροι δημοσιογράφοι αποχώρησαν ήσυχα, αλλά μερικοί ζήτησαν άδεια να μείνουν στο πάρτι. Η Πρωτονίκη, όμως, δεν επέτρεψε σε κανέναν να μείνει. Τους είπε ότι άλλη φορά θα μιλούσε πιο πολύ μαζί τους, και ίσως και να τους ξεναγούσε στο εσωτερικό του θόλου.

«Αρχίζεις να καταλαβαίνεις πώς αισθανόμαστε εμείς οι πολιτικοί, ε;» είπε ο Κίμωνας στην Πρωτονίκη, χαμογελώντας, όταν όλοι οι δημοσιογράφοι είχαν φύγει.

Η Υστερώνυμη γελούσε. «Ναι, καταλαβαίνω, Εξοχότατε.»

«Και φαίνεται και να σ’αρέσει κιόλας – μα τους θεούς!»

«Χι-χι-χι-χι…» Η Πρωτονίκη έκρυψε το γέλιο της πίσω από το υψωμένο της χέρι που στραφτάλιζε από τα δαχτυλίδια. «Δεν έχω συνηθίσει σε… σε τέτοια, Εξοχότατε.»

«Κίμωνας,» είπε ο Χρονομάχος αγγίζοντας φιλικά τον ώμο της. «Μπορείς να με λες Κίμωνα. Στον ενικό. Με όλους τους σημαντικούς επιχειρηματίες της συνοικίας μας μιλάω στον ενικό, Πρωτονίκη.»

«Εντάξει,» αποκρίθηκε μονάχα εκείνη, νιώθοντας αμήχανα.

(Ο Ζακ, που στεκόταν παραδίπλα, με τα χέρια του σταυρωμένα μπροστά του, αισθανόταν παραμελημένος· αλλά δεν είπε τίποτα. Αυτή η φιλικότητα του Πολιτάρχη προς την Πρωτονίκη τον τρόμαζε. Και όχι επειδή πίστευε ότι ο Χρονομάχος προσέγγιζε ερωτικά την ερωμένη του.)

«Αλλά δεν είμαι ακόμα και τόσο σημαντική,» πρόσθεσε η Πρωτονίκη, πιο νηφάλια τώρα.

«Πολύ πιθανόν να γίνεις, όμως,» αποκρίθηκε σοβαρά ο Κίμωνας.

«Είμαι βέβαιη γι’αυτό,» είπε μια φωνή από δίπλα, και στράφηκαν για να δουν την Κορίνα να πλησιάζει, ντυμένη με το μπλε φόρεμά της με τις φαρδιές τιράντες. Το πορφυρόδερμο σώμα της έμοιαζε με φωτιά τυλιγμένη με νερό. Τα ξανθά μαλλιά της ήταν πιασμένα χαλαρά πίσω απ’το κεφάλι της – η κορυφή της πυρκαγιάς. «Δε θα ξεκινούσα το όλο εγχείρημα αν δεν πίστευα ακράδαντα στην επιτυχία του.»

«Πού ήσουν πριν;» τη ρώτησε η Πρωτονίκη.

Η Κορίνα μόρφασε – μια κίνηση του προσώπου που ήταν κάτι ανάμεσα στο αστείο και στο άγριο – μια σχεδόν θεατρική κίνηση. «Μ’εκνευρίζουν αφάνταστα οι δημοσιογράφοι! Προτιμώ να τους αποφεύγω όποτε μπορώ. Εξάλλου, εγώ δεν είμαι παρά μια σύμβουλος επιχειρήσεων, όχι η επιχειρηματίας. Εσύ είσαι η επιχειρηματίας, Πρωτονίκη. Για εσένα θα μιλάνε όλοι τώρα.»

Η Πρωτονίκη χαμογέλασε.

Ο Κίμωνας Χρονομάχος παρατηρούσε ερευνητικά την Κορίνα.

«Δε συμφωνείς, Κίμωνα;» τον ρώτησε εκείνη.

«Αναμφίβολα,» αποκρίθηκε ο Πολιτάρχης, «θα ειπωθούν πολλά για τη Νέα Παραγωγή και για την Πρωτονίκη. Και θα ήθελα να έχουμε στενή συνεργασία οι τρεις μας,» πρόσθεσε αλλάζοντας θέμα.

«Εσύ, η Πρωτονίκη, και εγώ;»

«Ασφαλώς. Αν η Νέα Παραγωγή αλλάξει τη Βαθμιδωτή, όπως ελπίζετε, τότε θα επιθυμούσα να είμαι μέρος αυτής της μεγάλης αλλαγής. Ο Κίμωνας Χρονομάχος βοήθησε, υποστήριξε· πρέπει όλοι να το ξέρουν, έτσι δεν είναι;»

«Εννοείται,» αποκρίθηκε η Κορίνα. «Η πορεία της Νέας Παραγωγής και της πολιτικής καριέρας του Κίμωνα Χρονομάχου θα μπορούσαν να είναι στενά συνδεδεμένες.»

«Δεδομένου ότι η πορεία της Νέας Παραγωγής θα είναι εκείνο που ελπίζουμε,» τόνισε ο Πολιτάρχης.

«Μα δεν υπάρχει αμφιβολία γι’αυτό. Η Νέα Παραγωγή θα φέρει μια νέα εποχή στη Βαθμιδωτή· θα το δεις, Κίμωνα.»

«Μέχρι στιγμής, βέβαια, όλα είναι θεωρητικά,» είπε ο ένας από τους δύο συμβούλους που είχαν συνοδέψει τον Πολιτάρχη εδώ.

«Θεωρητικά;» αποκρίθηκε η Κορίνα. «Σας φαίνονται αυτά» – ύψωσε το χέρι της ημικυκλικά για να δείξει τον πελώριο κρυστάλλινο θόλο από πάνω τους – «θεωρητικά, κύριε; Εγώ θα τα αποκαλούσα μάλλον πρακτικά.»

«Δεν έχει γίνει ακόμα καμια παραγωγή, όμως,» τόνισε η άλλη σύμβουλος που είχε συνοδέψει εδώ τον Πολιτάρχη.

«Τα μηχανήματα είναι έτοιμα, οι πρώτες ύλες είναι στις αποθήκες μας, οι εργάτες περιμένουν να ξεκινήσουν να δουλεύουν.»

«Κι αν το σχέδιό σας αρνηθεί να… σας δώσει καρπούς;»

«Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση. Έχουμε φέρει ικανότατους ανθρώπους.»

Η Πρωτονίκη ένευσε. «Ναι. Ικανότατους. Έχω απόλυτη πίστη σ’αυτούς.»

-3-

Οι μελωδίες από τα ηχεία πλημμύριζαν τον θόλο παραγωγής τροφίμων που σήμερα μάλλον με θόλο αναψυχής έμοιαζε. Οι άνθρωποι που θα εργάζονταν εδώ έπιναν, έτρωγαν, και χόρευαν μαζί με την Πρωτονίκη, τους φίλους της, και τους γνωστούς της. Μαζί με τον ίδιο τον Πολιτάρχη της Βαθμιδωτής και τη συνοδία του. Μαζί με την Κορίνα, που σε όλους φαινόταν παράξενη, αλλά παράξενη με θετικό τρόπο, όπως μια μυστηριώδης φιγούρα που ξέρεις ότι είναι με το μέρος σου.

Ο θόλος αντηχούσε από τα τραγούδια. Έπαιζαν – ηχογραφημένοι – μέσω του ηχοσυστήματος – οι Κακοπροαίρετες Ιεραρχίες, οι Ακάθιστοι Κράχτες, οι Ποικιλόχρωμες Βαβούρες, η Χρυσοποίκιλτη Ρενάτα, ο Σφοδρός Άνεμος. Και σ’ένα από τα τοιχώματα του θόλου ήταν κρεμασμένη μια γιγάντια οθόνη που έδειχνε σκηνές από συναυλίες, μουσικά στιγμιότυπα, ή τυχαίες εικόνες.

Η Πρωτονίκη είχε πια αρχίσει να μεθά από τα ποτά, και γελούσε και έλεγε ανοησίες καθώς ήταν καθισμένη στα πόδια του Ζακ. Ο Φέλιξ’μορ μιλούσε με μερικά από τα μέλη της ομάδας του – την Ευρύκλεια τη γεωπόνο, τη Ρία τη φυσιοδίφη, τον Μάρκο τον μηχανικό – και μ’έναν από τους ντόπιους που θα εργάζονταν από αύριο στον θόλο. Η Ερμιόνη συζητούσε με κάποιους από τους συγγενείς της του Οίκου των Υστερώνυμων. Οι φίλοι και οι γνωστοί της Πρωτονίκης κουβέντιαζαν αναμεταξύ τους και με όποιον άλλο τύχαινε.

Η Κορίνα καθόταν μόνη σε μια καρέκλα κι έπινε αργά κρασί από μια γυάλινη κούπα. Ο Κίμωνας Χρονομάχος σηκώθηκε από τη θέση του και την πλησίασε, καθίζοντας πλάι της. Τα πράσινα μάτια της τον λοξοκοίταξαν, αλλά δεν μίλησε.

«Κορίνα…» Ο Πολιτάρχης είχε ένα μεγάλο ποτήρι Αργυρό Νεφέλωμα στο ένα χέρι κι ένα μακρύ πούρο στο άλλο.

«Κίμωνα.»

«Το ξέρεις, υποθέτω, ότι μ’έχεις εντυπωσιάσει…»

«Δεν είναι συνετό κανείς να βασίζεται σε εντυπώσεις. Πόσω μάλλον ένα πολιτικό πρόσωπο.»

«Γνωρίζεις σε τι αναφέρομαι, έτσι δεν είναι;» Κανένας άλλος δεν πρέπει να τους άκουγε, νόμιζε ο Κίμωνας· η μουσική ήταν δυνατή, βρίσκονταν σε ακριανή μεριά της συγκέντρωσης, και όλοι κουβέντιαζαν αναμεταξύ τους. Επιπλέον, αρκετοί είχαν ήδη μεθύσει.

«Ομολογώ πως όχι.»

«Πριν από κάποιους μήνες ήρθες στο γραφείο μου εκβιάζοντάς με.»

«Κι ακόμα μου κρατάς κακία;» μόρφασε η Κορίνα – και ο Κίμωνας δεν ήξερε αν αυτό ήταν ακριβώς αστείο ή όχι.

«Εξακολουθώ να έχω την περιέργεια να μάθω πώς πληροφορήθηκες ό,τι πληροφορήθηκες.»

«Σου είπα ότι το μυστικό σου είναι ασφαλές μέσα στο μυαλό μου.» Ήπιε μια γουλιά από το κρασί της. «Δε με πιστεύεις;»

«Μέχρι στιγμής δεν έχω λόγο να μη σε πιστέψω. Έχεις βοηθήσει την Πρωτονίκη… Έχεις… έχεις αρχίσει κάτι που πιθανώς να εξυπηρετήσει τη Βαθμιδωτή ως σύνολο – και εμένα προσωπικά, ως πολιτικό. Όμως…»

Η Κορίνα ύψωσε ένα φρύδι ερωτηματικά, περιμένοντας.

«Η περιέργειά μου, όμως, εξακολουθεί να υφίσταται,» είπε ο Χρονομάχος. «Εξάλλου, από εκεί όπου εσύ έμαθες για το… για ό,τι έμαθες, από εκεί μπορεί και κάποιος άλλος να το μάθει. Κάποιος με όχι και τόσο καλούς σκοπούς στο μυαλό του. Κάποιος από τους αντιπάλους μου.»

«Μην ανησυχείς· δεν υπάρχει τέτοιος φόβος.»

«Πώς είναι δυνατόν να είσαι τόσο σίγουρη;» είπε απότομα ο Κίμωνας. «Πώς το ξέρεις; Τι ξέρεις; Τι, Κορίνα; Πες μου!»

«Σου έχω πει ό,τι ήταν να σου πω. Το μυστικό σου είναι ασφαλές, κατά τα άλλα.» Κούνησε το κρασί μέσα στη γυάλινη κούπα της.

Ο Κίμωνας αναστέναξε. «Αν κάποιος άλλος έπαιζε τέτοιο παιχνίδι μαζί μου,» είπε, «θα το είχε ήδη μετανιώσει πικρά!»

«Τι διαφορά έχω εγώ;» ρώτησε, σχετικά αδιάφορα, η Κορίνα.

Και ο Κίμωνας, προς στιγμή, αδυνατούσε να δώσει απάντηση. Σίγουρα υπήρχε κάποια διαφορά στην Κορίνα – κάποια διαφορά την οποία διέκρινε μα αισθανόταν πως δεν μπορούσε να εκφράσει. Τελικά είπε: «Μας βοηθάς. Βοηθάς τη Βαθμιδωτή. Ελπίζω.»

«Οι κατάσκοποί σου τι σου λένε για εμένα;»

Ο Κίμωνας συνοφρυώθηκε. Το λέει στην τύχη; Ή όντως τους έχει καταλάβει; Η Ιωάννα και η ομάδα της ήταν πολύ καλοί στη δουλειά τους· δεν τους καταλάβαινες έτσι απλά.

Η Κορίνα μειδίασε αχνά με τα βαμμένα μαύρα χείλη της. «Ακόμα και ανιχνευτικά ξόρκια έχουν κάνει επάνω μου, παρακολουθώντας με σε δημόσιο χώρο. Μ’έχουν ερευνήσει εξονυχιστικά. Τι σου λένε; Τίποτα… αξιοσημείωτο;»

Πώς είναι δυνατόν να τους έχει καταλάβει; Ήπιε μια γουλιά από το Αργυρό Νεφέλωμα για να υγράνει το στόμα του. Πήρε μια τζούρα από το μακρύ πούρο. Αποκρίθηκε: «Μου λένε πως δεν φαίνεσαι ύποπτη. Δεν κάνεις τίποτ’ άλλο πέρα από ό,τι μου υποσχέθηκες πως θα κάνεις. –Αλλά πώς τους έχεις αντιληφτεί, Κορίνα, μα τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος; Ή εσύ είσαι η καλύτερη κατάσκοπος που έχω γνωρίσει, ή αυτοί δεν είναι και τόσο καλοί όσο ισχυρίζονται!»

Η Κορίνα γέλασε. «Αρκετά καλοί είναι, σε διαβεβαιώνω.»

«Πώς τους κατάλαβες, τότε;»

«Είμαι παρατηρητική· δεν το έχεις παρατηρήσει;»

Δεν είναι μόνη της εδώ; «Σε υποστηρίζει καμια κρυφή ομάδα;»

«Η μοναδική ομάδα που με… υποστηρίζει είναι η ομάδα του Φέλιξ’μορ, Κίμωνα. Και η δική σου, βέβαια.»

«Μη μου πεις ότι το μυστικό μου το έμαθες επίσης επειδή είσαι ‘παρατηρητική’!»

«Δε θα με πίστευες, ε;»

«Φυσικά και όχι!»

«Δικό σου πρόβλημα,» είπε η Κορίνα, πίνοντας μια γουλιά από το κρασί της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ-ΤΡΙΤΟ
Η Σημαδεμένη Που Δεν Κοιμάται

-1-

Η Πρωτονίκη είχε μιλήσει με την Ευρύκλεια, τη γεωπόνο της ομάδας του Φέλιξ’μορ, και δεν είχε αυταπάτες σχετικά με το πόσο γρήγορα μπορούσαν να μεγαλώσουν τα λαχανικά και τα φρούτα. Γνώριζε ότι θα χρειάζονταν μήνες προκειμένου τα προϊόντα να είναι καλής ποιότητας. Αν και κάποια είδη μεγάλωναν πιο γρήγορα, ενώ κάποια άλλα πιο αργά.

Εν τω μεταξύ, έπρεπε να περιμένει. Και, όπως πάντα, ασχολιόταν με τη βασική καλλιτεχνική της δραστηριότητα: έφτιαχνε αγάλματα και αγαλματίδια από χάντρες και παλιά μηχανικά κομμάτια. Τώρα, όμως, τα αγάλματά της δεν ήταν αγάλματα ανθρώπων ή οικοδομημάτων ή οχημάτων ή παράξενων σχημάτων· ήταν αγάλματα δέντρων και φανταστικών φυτών. Φυτά και δέντρα από χάντρες, γρανάζια, καλώδια, κυκλώματα, μεταλλικά τμήματα. Και την εξέπληξε όταν άρχισαν να πουλάνε πολύ καλύτερα από τα άλλα που έφτιαχνε παλιότερα. Γίνονταν ανάρπαστα από τις γκαλερί. Για τα δεδομένα αγαλμάτων από χάντρες και μηχανικά κομμάτια, βέβαια. Η Πρωτονίκη ήταν σίγουρη ότι δεν θα πλούτιζε, αλλά με τα ψεύτικα φυτά και δέντρα της έβγαλε, μέσα σε μερικούς μήνες, όσα λεφτά θα έβγαζε με τα άλλα αγάλματα μέσα σε τουλάχιστον έναν χρόνο. Τους εντυπωσίαζαν τους κατοίκους της Βαθμιδωτής, και ίσως να συνέβαλλε και το γεγονός ότι όλοι τώρα περίμεναν να δουν τα πρώτα αποτελέσματα του θόλου παραγωγής τροφίμων.

Η ομάδα του Φέλιξ’μορ δούλευε εντατικά, καθώς και οι εργάτες που ήταν κάτοικοι της Βαθμιδωτής. Οι δεύτεροι ήταν άσχετοι από παραγωγή τροφίμων αλλά δεν είχαν κανένα πρόβλημα να ακολουθούν τις οδηγίες που τους έδιναν· δεν ήταν ηλίθιοι. Και όλοι τους παραδέχονταν ότι αυτή η δουλειά τούς φαινόταν πολύ καλύτερη από τις δουλειές στα τεχνικά εργοστάσια. Το διέδιδαν και παραέξω, δεν κρατούσαν τη γνώμη τους μόνο στους δικούς τους κύκλους. Σύντομα οι εφημερίδες και τα περιοδικά το έγραφαν· τα τηλεοπτικά και τα ραδιοφωνικά κανάλια το σχολίαζαν. Μήπως η Βαθμιδωτή είχε κάνει μεγάλο λάθος που εδώ και πολλά – πολλά – χρόνια ήταν αποκλειστικά εστιασμένη στους τεχνικούς εξοπλισμούς;

Τέτοια λόγια, φυσικά, δεν άρεσαν σε αρκετούς μεγαλοβιομήχανους, εργοστασιάρχες, και επιχειρηματίες, και ορισμένοι προσπάθησαν να σωπάσουν τους δημοσιογράφους ύπουλα, είτε δωροδοκώντας τους είτε απειλώντας τους είτε προειδοποιώντας τους. Ο Πολιτάρχης, όμως, παρενέβη προσπαθώντας να γαληνέψει τα ανήσυχα μυαλά των ανθρώπων που είχαν υπό τον έλεγχό τους τη βασική παραγωγή της Βαθμιδωτής. Τους μίλησε για τα οφέλη που θα είχε η συνοικία από την εταιρεία της κυρίας Υστερώνυμης. Οι κάτοικοι της Βαθμιδωτής ήδη διαμαρτύρονταν για την ακρίβεια των τροφίμων της Επίστρωτης. Τόσους μήνες τώρα, η Επίστρωτη δεν είχε μειώσει τις αυξημένες τιμές της. «Πεινασμένοι εργάτες δεν εργάζονται αποτελεσματικά, σας διαβεβαιώνω, κύριοι, κυρίες,» είπε ο Κίμωνας Χρονομάχος σε μια συνάντησή του με κάμποσους σημαντικούς επιχειρηματίες της Βαθμιδωτής (ανάμεσα στους οποίους δεν ήταν η Πρωτονίκη Υστερώνυμη). «Και καλύτερα είναι να μπορούμε να τους θρέψουμε από μόνοι μας, και με λιγότερο κόστος· δεν συμφωνείτε;»

Παρά τα λόγια του Κίμωνα, όμως, αρκετοί από τους μεγαλοβιομήχανους και τους εργοστασιάρχες δεν πείθονταν· είχαν τις αμφιβολίες τους. Ισχυρίζονταν πως ήταν πολύ νωρίς για να κρίνει κανείς οτιδήποτε. Αυτός ο… θόλος παραγωγής τροφίμων (το έλεγαν σχεδόν με περιφρόνηση) δεν είχε ακόμα βγάλει τίποτα που να τρώγεται.

Η Κορίνα μίλησε προσωπικά, μόνη, με τον Πολιτάρχη κάμποσες φορές ώστε να τον ενημερώσει πώς πήγαιναν οι δουλειές στη Νέα Παραγωγή και ποια ήταν τα δικά της συμπεράσματα. Του τα παρουσίαζε όλα πολύ ευνοϊκά – τόσο ευνοϊκά που τον έκανε να την υποπτεύεται λιγάκι.

«Αν υπάρχει το οποιοδήποτε πρόβλημα θέλω να το ξέρω, Κορίνα.»

«Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Αυτό σού λέω. Τα πάντα εξελίσσονται ομαλά.»

Ο Κίμωνας τής μίλησε για τους επιχειρηματίες της Βαθμιδωτής που διαμαρτύρονταν για όσα άκουγαν από τους δημοσιογράφους και εξέφραζαν τις αμφιβολίες τους για τη Νέα Παραγωγή. Δεν τον εξέπληξε που η Κορίνα δεν εξεπλάγη από τούτα· μάλλον, τα ήξερε ήδη. (Από πού έπαιρνε τις πληροφορίες της;) Και την άκουσε να του λέει να μην ανησυχεί· δεν πρόκειται να έκαναν τίποτα πέρα απ’το να γκρινιάζουν λίγο. Τον εκνεύριζε όταν του μιλούσε σαν να γνώριζε τη συνοικία του καλύτερα από εκείνον. Αλλά η αλήθεια ήταν ότι κι ο ίδιος δεν πίστευε πως οι μεγαλοβιομήχανοι της Βαθμιδωτής θα δρούσαν κάπως εναντίον της Νέας Παραγωγής. Άλλωστε, τους συνέφερε αυτό που γινόταν. Δεν τους έκλεβε εργάτες, ούτε προκαλούσε κανένα πρόβλημα στις δουλειές τους.

-2-

Η Ιωάννα και οι κατάσκοποί της συνέχιζαν να παρακολουθούν την Κορίνα όλους τους μήνες που η Νέα Παραγωγή ετοίμαζε τα προϊόντα της. Παρότι ο Πολιτάρχης είχε πει στην Ιωάννα ότι η Κορίνα τούς είχε καταλάβει, δεν είχαν σταματήσει καθόλου να την κατασκοπεύουν.

«Είστε σίγουρος ότι δεν το είπε απλά για να σας ψαρέψει, κύριε Χρονομάχε;»

«Μου ανέφερε ότι κάποτε είχατε βάλει μάγους να κάνουν ανιχνευτικά ξόρκια επάνω της, σε δημόσιο χώρο.»

Η Ιωάννα παραξενεύτηκε πολύ από τούτο. Πώς τους είχε αντιληφτεί η Κορίνα; Όσο την κατασκόπευαν δεν τους είχε δώσει την εντύπωση ότι η ίδια ήταν κατάσκοπος, ή ότι είχε καμια ιδιαίτερη εκπαίδευση. Εκτός από τότε που εξαφανίστηκε μέσα στους δρόμους, βέβαια… αλλά αυτό μπορεί να ήταν και σύμπτωση.

Τι συνέβαινε με την Κορίνα;

Στο μυαλό της Ιωάννας ήταν εκείνο το παράξενο σύμβολο που είχε δει στο δεξί της πέλμα, τότε που είχαν εισβάλει στο διαμέρισμά της. Αναρωτιόταν αν το σημάδι εξακολουθούσε να υφίσταται ή αν – όπως είχε εικάσει ο Θεοκλής’νιρ – είχε πιθανώς εξαφανιστεί.

Θα μπορούσε αυτό το πράγμα να είχε καμια σχέση με το γεγονός ότι η Κορίνα καταλάβαινε τους κατασκόπους; Έμοιαζε απίθανο, φυσικά. Αδύνατον. Ό,τι κι αν ήταν το συγκεκριμένο σύμβολο.

Αλλά η Ιωάννα έψαξε να μάθει γι’αυτό, σε καταλόγους με διάφορα σημάδια και εμβλήματα. Πουθενά, όμως, δεν το βρήκε. Καμια οργάνωση δεν το χρησιμοποιούσε. Καμια θρησκεία ή αίρεση. Καμια εταιρεία. Καμια συνοικία. Καμια συμμορία. Τίποτα. Τουλάχιστον στα αρχεία της Βαθμιδωτής που είχε πρόσβαση η Ιωάννα.

Τι στα μυαλά του γαμημένου Σκοτοδαίμονος ήταν αυτό το σύμβολο στο πόδι της;

Η Ιωάννα ήταν γυναίκα με εμμονές· δεν τα παρατούσε εύκολα. Όταν κάτι αιχμαλώτιζε τις σκέψεις της, ήθελε να το ερευνήσει, να μάθει τα πάντα, να φτάσει στην αλήθεια. Γι’αυτό, ίσως, ήταν καλή ως κατάσκοπος.

Δε θα μπορούσε ποτέ να ηρεμήσει αν δεν ανακάλυπτε τι συνέβαινε με την Κορίνα που το επίθετό της δεν ήταν Ριλτάκω. Δε θα μπορούσε ποτέ να ηρεμήσει αν δεν ανακάλυπτε τι ήταν αυτό το σύμβολο.

…Δύο αλληλοσυνδεόμενες σπείρες ενωμένες με μια διάκεντρο…

Ο άντρας της παρατήρησε ότι ήταν πιο τσιτωμένη τον τελευταίο καιρό – πιο τσιτωμένη απ’ό,τι συνήθως, δηλαδή. Τι της συνέβαινε; τη ρώτησε.

Η Ιωάννα δεν τον ανακάτευε ποτέ στις δουλειές της τον Φρεντ· το είχε κανόνα στη ζωή της. Ούτε σ’εκείνον έλεγε τίποτα για τις κατασκοπευτικές εργασίες της ούτε στα δύο παιδιά τους. Ακολουθούσε τη σοφία που υποδείκνυε ότι ένας κατάσκοπος δεν πρέπει να μπλέκει την οικογένειά του στις επαγγελματικές του δραστηριότητες. Αυτή τη φορά, ωστόσο, η Ιωάννα ρώτησε τον Φρεντ μήπως είχε δει πουθενά το σύμβολο που είχε στο μυαλό της.

«Δε νομίζω…» αποκρίθηκε εκείνος, κοιτάζοντας το επάνω στο χαρτί όπου το είχε σχηματίσει η Ιωάννα. «Γιατί σ’ενδιαφέρει;» Κάθονταν στο σαλόνι του σπιτιού τους, μετά το δείπνο. Ο Λεωνίδας – ο εντεκάχρονος γιος τους – ήταν παραδίπλα, ψάχνοντας κάτι στις πλακέτες με τα κινηματογραφικά έργα, καθισμένος στο πάτωμα.

Η Ιωάννα αναστέναξε. «Αυτό…» είπε στον Φρεντ. «Καλύτερα να μην το ξέρεις αυτό. Το γιατί μ’ενδιαφέρει, δηλαδή. Είναι κάτι σχετικό με τη δουλειά μου.»

«Ναι, το φαντάστηκα. Αλλά αφού ρωτάς…»

«Τέλος πάντων,» είπε η Ιωάννα· «δεν περίμενα να το ξέρεις ούτως ή άλλως. Έχω φάει τη Βαθμιδωτή και δεν το βρίσκω πουθενά. Μόνο… μόνο σ’ένα μέρος – σ’ένα άτομο.»

«Σ’ένα άτομο;» απόρησε ο Φρεντ. «Δερματοστιξία είναι;»

«Μπορεί.»

«Ε, αν είναι επάνω σε άτομο, Ιωάννα….»

«Δεν είναι ακριβώς δερματοστιξία, αλλά, ναι, είναι – ή ήταν – επάνω στο δέρμα της.»

«Γυναίκα; Εσείς οι γυναίκες κάνετε διάφορα περίεργα σχήματα πάνω στο δέρμα σας. Μπορεί να μη σημαίνει τίποτα το συγκεκριμένο.»

«Δεν είναι αυτό που νομίζεις· είναι σίγουρα κάτι παράξενο. Δεν είναι μια βλακεία που έχει βάλει για πλάκα στον ώμο της.»

Τότε η Ιωάννα παρατήρησε ότι ο Λεωνίδας είχε σηκωθεί και πλησιάσει το τραπέζι. Και κοίταζε το σύμβολο επάνω στο χαρτί, μ’ένα συνοφρύωμα στο πρόσωπό του πιο βαθύ από του πατέρα του όταν το είχε πρωτοδεί.

«Τι κοιτάς, αγάπη μου;» τον ρώτησε η Ιωάννα. «Σ’αρέσει;»

«Θυγατέρες της Πόλης,» είπε ο μικρός, δείχνοντας το σύμβολο.

«Τι πράγμα;»

«Το έχουν στο πόδι τους οι Θυγατέρες της Πόλης αυτό, μαμά.»

«Ποιες είναι οι Θυγατέρες της Πόλης;» Τις έχω ξανακούσει κάπου; Γιατί κάτι σαν να της θύμιζε αυτή η ονομασία;

«Είναι κάποιες που τριγυρίζουν στους δρόμους της Ρελκάμνια. Μιλάνε με πνεύματα. Είναι αθάνατες. Περνάνε μέσα από τοίχους!»

«Έλα τώρα, ρε Λεωνίδα,» είπε ο Φρεντ. «Πού διαβάζεις πάλι τέτοιες σαχλαμάρες; Στο Μεγάλο Μυστήριο;»

«Έχει γράψει και το Μεγάλο Μυστήριο γι’αυτές,» αποκρίθηκε ο Λεωνίδας, στρώνοντας τα γυαλιά στο πρόσωπό του. «Αλλά δεν έλεγε πολλά στο άρθρο. Σ’ένα βιβλίο έχω διαβάσει για τις Θυγατέρες της Πόλης.»

«Από πού το πήρες; Από τον Μαρσάλκω;»

Ο Λεωνίδας κατένευσε.

«Συνεχίζει, λοιπόν, να δίνει ανόητα βιβλία σε παιδιά–»

«Εγώ το βρήκα, μπαμπά!» διαμαρτυρήθηκε ο μικρός. «Έψαχνα στα ράφια του και το βρήκα.»

«Πώς το λένε αυτό το βιβλίο;» ρώτησε η Ιωάννα. «Το έχεις εδώ;»

«Το έχω. Μυθογραφίες των Δρόμων, λέγεται.»

«Θα μου το δείξεις;»

Ο Λεωνίδας την ατένισε καχύποπτα. «Δε θα μου το κρύψεις μετά, εντάξει;»

Η Ιωάννα γέλασε. Ο μικρός είχε ταλέντο· κάποτε θα γινόταν, ίσως, καλύτερος κατάσκοπος από εκείνη. Όταν μεγαλώσει – αν ακόμα είμαι ζωντανή και κάνω αυτή τη δουλειά – θα τον προσλάβω. «Δε σ’το κρύβω. Εσύ σίγουρα θα το έχεις κρυμμένο σε καλύτερο μέρος!»

«Έλα!» Ο Λεωνίδας έτρεξε προς το δωμάτιό του, έκδηλα χαρούμενος που τον έπαιρναν τόσο σοβαρά.

Ο Φρεντ ατένισε την Ιωάννα διασκεδασμένος. «Είναι δυνατόν;…»

«Τα πάντα είναι δυνατά,» αποκρίθηκε εκείνη, κι έφυγε από το τραπέζι, πηγαίνοντας στο δωμάτιο του γιου τους.

Ο Λεωνίδας ήταν ήδη εκεί, και τραβούσε ένα βιβλίο κρυμμένο κάτω από ένα συρτάρι του κομοδίνου του. Θα τον προσλάβω μόλις μεγαλώσει. Σίγουρα, σκέφτηκε ξανά η Ιωάννα υπομειδιώντας.

«Εδώ είναι!» είπε ο μικρός, δείχνοντας της έναν τόμο που πρέπει να ήταν γύρω στις τριακόσιες σελίδες, φανερά χρησιμοποιημένος, με τα χρώματά του ξεθωριασμένα. Το εξώφυλλο ήταν μαύρο· στη μέση είχε έναν κύκλο γεμάτο μπερδεμένες εικόνες από δρόμους· πάνω από τον κύκλο έγραφε ΜΥΘΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΩΝ ΔΡΟΜΩΝ· κάτω από τον κύκλο ήταν τα ονόματα τριών συγγραφέων, με πολύ μικρότερα γράμματα.

«Για δείξε μου, αγάπη μου.» Η Ιωάννα κάθισε στην άκρη του κρεβατιού του γιου της. «Πού έχεις δει αυτό το σύμβολο;»

Ο Λεωνίδας, στεκόμενος μπροστά της, ξεφύλλισε γρήγορα το βιβλίο, με τα μάτια του εστιασμένα και στενεμένα πίσω από τα γυαλιά του. «Εδώ!» είπε σύντομα, κι έστρεψε ένα δισέλιδο προς τη μεριά της μητέρας του.

Στην αριστερή σελίδα ήταν ζωγραφισμένο το σύμβολο που η Ιωάννα είχε δει στο πέλμα της Κορίνας. Οι τρίχες της, ακούσια, ορθώθηκαν. «Ναι,» μουρμούρισε, «αυτό είναι.»

«Το έχουν στο πόδι τους,» είπε ο Λεωνίδας. «Κάτω από το πόδι.» Ύψωσε το δικό του πόδι για να δείξει την πατούσα. «Και λαμπυρίζει, ή γεμίζει φωτιές!»

«Χμμ.» Η Ιωάννα, όντως, το είχε δει να λαμπυρίζει, αλλά όχι και να γεμίζει φωτιές. «Φωτογραφίζεται; Μπορείς να το φωτογραφίσεις;»

«Γιατί να μη μπορείς;»

«Χμμμ.» Η Ιωάννα κοίταξε, επί τροχάδην, αυτά που γράφονταν στη δεξιά σελίδα: ότι το σύμβολο ήταν η κατάρα των θεών επάνω στη σάρκα των Θυγατέρων της Πόλης, ώστε να περιπλανιούνται αιώνια στη Ρελκάμνια και να μη μπορούν να σταθούν πουθενά. Σαν παραμύθι έμοιαζε…

«Να το δανειστώ για λίγο, αγάπη μου; Θέλω να το διαβάσω.»

Ο Λεωνίδας την κοίταξε καχύποπτα πάλι. «Θα το επιστρέψεις, όμως!»

Η Ιωάννα γέλασε και ανακάτεψε παιχνιδιάρικα τα μαύρα σγουρά μαλλιά επάνω στο γαλανόδερμο κεφάλι του. «Ναι, βρε χαζέ. Λες να το κρατήσω μόνο για μένα;»

Ο Λεωνίδας ένευσε. «Πάρ’ το.» Ανασήκωσε τους ώμους. «Εγώ διαβάζω τώρα για τους Καταβροχθιστές της Μεγάλης Θάλασσες.»

«Τι είναι οι Καταβροχθιστές της Μεγάλης Θάλασσας;»

«Πελώρια φίδια που καταπίνουν πλοία ολόκληρα!»

«Μάλιστα.» Η Ιωάννα έκλεισε το βιβλίο και σηκώθηκε απ’το κρεβάτι. «Πάω κι εγώ να διαβάσω.»

-3-

Κανένας δεν παίρνει στα σοβαρά τους μύθους της Ατέρμονης Πολιτείας, κι αυτοί που τους παίρνουν στα σοβαρά, πολλές φορές δεν είναι και τόσο καλά στα μυαλά τους· πιστεύουν ακόμα και το παραμικρό. Ούτε οι μεν, ούτε οι δε έχουν κατανοήσει τι είναι πραγματικά οι μύθοι της Ατέρμονης Πολιτείας.

Οι μύθοι είναι ένας Κώδικας. Σου λένε την αλήθεια, αλλά κωδικοποιημένα. Είναι όπως η στεγανογραφία που χρησιμοποιούν πολλές ομάδες κατασκόπων και κρυφές οργανώσεις. Είναι κάτι σε κοινή θέα που, όμως, μόνο συγκεκριμένοι γνώστες μπορούν να «διαβάσουν» σωστά. Πρέπει να μπορείς να «κόψεις» το περίβλημα και να πάρεις τον καρπό. Εκεί βρίσκεται η γνώση.

-4-

Οι Μυθογραφίες των Δρόμων έγραφαν κάτι εξωφρενικά πράγματα. Οι Θυγατέρες της Πόλης, όπως ονόμαζε τις γυναίκες με το σημάδι στο πόδι, ήταν καταραμένες από τους θεούς, από τις απαρχές των χρόνων, να περιπλανιούνται στους δρόμους της Ρελκάμνια και να μη μπορούν ποτέ να σταματήσουν πουθενά. Δεν μπορούσαν να έχουν οικογένεια, δεν μπορούσαν να έχουν γνωστούς και φίλους. Όποτε σταματούσαν κάπου για περισσότερο από μερικές ημέρες, το σημάδι στο πέλμα τους έπιανε φωτιά κι έπρεπε να φύγουν αν δεν ήθελαν να καούν ζωντανές. Οι φλόγες εξαπλώνονταν από το πόδι προς τα πάνω, τυλίγοντάς τες ολόκληρες. Κι αυτός ήταν, σύμφωνα με το βιβλίο, ο μόνος τρόπος που μπορούσαν να πεθάνουν. Κατά τα άλλα, ήταν αθάνατες. Οι σφαίρες δεν τις σκότωναν, οι λεπίδες δεν τις έκοβαν. Απ’όσο ψηλά κι αν έπεφταν επιβίωναν· κάτω από το νερό ανέπνεαν· αν τις έθαβες θα ζούσαν και θα έβρισκαν τρόπο να ξεφύγουν.

Μιλούσαν στους ανθρώπους μέσα από όνειρα. Επικοινωνούσαν με πνεύματα της Ρελκάμνια που ούτε οι μάγοι του τάγματος των Διαλογιστών ή των Δεσμοφυλάκων δεν μπορούσαν να εντοπίσουν. Γνώριζαν αρχέγονα μυστικά της Ατέρμονης Πολιτείας, άγνωστα σε οποιονδήποτε άλλο. Είχαν επαφές ακόμα και με τους πολεοπλάστες. (Ποιοι ήταν οι πολεοπλάστες; αναρωτήθηκε η Ιωάννα. Τίποτ’ άλλες μυθικές οντότητες πάλι;) Είχαν επαφές και με πιο περίεργα όντα από τους πολεοπλάστες. Κουβέντιαζαν με τους θεούς και τις θεές της Ρελκάμνια. Και υπήρχε η φήμη ότι ήταν κόρες των νυμφών του Κρόνου, αλλά όχι από ενώσεις τους με τον Υπερχρόνιο Άρχοντα· από ενώσεις τους με κατώτερα όντα, ή ακόμα και με τον Σκοτοδαίμονα, είκαζαν κάποιοι.

Οι Θυγατέρες της Πόλης μπορούσαν να εξαφανιστούν από τη δύση της Ρελκάμνια και να εμφανιστούν στην ανατολή. Μπορούσαν να διασχίσουν αφάνταστες αποστάσεις μέσα σε μερικά λεπτά. Μπορούσαν να περάσουν μέσα από τοίχους. Μπορούσαν ν’ακούσουν τα πάντα πίσω από τοίχους και πίσω από πανίσχυρες πόρτες. Δεν υπήρχαν μυστικά για τις Θυγατέρες της Πόλης.

Η Ιωάννα αναστέναξε, καθισμένη στο γραφείο της. «Τι μαλακίες είναι αυτές;» μουρμούρισε. Η Κορίνα ήταν, αναμφίβολα, περίεργη αλλά δεν είχε και τέτοιες δυνάμεις. Ούτε ένας κατάσκοπος δεν την είχε δει να περνά μέσα από τοίχους. Αν ήταν δυνατόν!

Η Ιωάννα άναψε τσιγάρο. Το μοναδικό ασυνήθιστο πράγμα που έχω δει σ’αυτήν – το γεγονός ότι το σημάδι στο πόδι της δεν φωτογραφίζεται – τούτο το καταραμένο βιβλίο δεν το αναφέρει καν!

Ο κόσμος είναι τρελός.

Αλλά συνέχισε να διαβάζει τις Μυθογραφίες ώσπου τις τελείωσε. Το ενδιαφέρον της είχε κεντριστεί. Κι επιπλέον, ίσως να υπήρχε κάποια κρυφή αλήθεια μέσα σ’όλες τις ασυναρτησίες.

Όταν άφησε το βιβλίο κλειστό, τελικά, επάνω στο γραφείο της ήταν πρωί της επόμενης ημέρας. Δεν είχε ξαπλώσει καθόλου τη νύχτα, αφήνοντας τον Φρεντ να κοιμηθεί μόνος.

Τι απ’όσα είχε διαβάσει μπορούσε να της φανεί χρήσιμο για να λύσει το μυστήριο της Κορίνας που δεν την έλεγαν Ριλτάκω; Τίποτα μάλλον.

Η Ιωάννα κάπνιζε ακόμα ένα τσιγάρο, με την πλάτη ακουμπισμένη στην πολυθρόνα της και τα πόδια της ανεβασμένα στην άκρη του γραφείου, καθώς σκεφτόταν: Είναι δυνατόν να είναι Θυγατέρα της Πόλης; Τι να πάω να πω στον Πολιτάρχη; «Έχετε μπλέξει με μια δαιμόνισσα, κύριε Χρονομάχε»; Γιατί «δαιμόνισσες» τις αποκαλούσε, κάπου-κάπου, το Μυθογραφίες των Δρόμων. Ο Κίμωνας Χρονομάχος σίγουρα θα γελούσε αν η Ιωάννα τού έλεγε τέτοιες μαλακίες.

Το σημάδι στο καταραμένο πόδι της, όμως… Γιατί να έχει σημαδέψει έτσι το πόδι της; Για πλάκα; Είχε ακούσει τον μύθο των Θυγατέρων και το είχε κάνει για πλάκα; Αλλά αν ίσχυε αυτό, τότε γιατί το σύμβολο έμοιαζε τρομαχτικά με την περιγραφή που έδινε το βιβλίο; Λαμπύριζε και φαινόταν σαν ανάγλυφο.

Και δεν φωτογραφιζόταν – πράγμα που το βιβλίο δεν έγραφε.

Αναρωτιέμαι αν ακόμα έχει αυτό το γαμημένο σύμβολο στο πόδι της.

Υπήρχε έστω και η παραμικρή πιθανότητα η Κορίνα να ήταν Θυγατέρα της Πόλης; Τι σκέφτεσαι, Ιωάννα; Οι Θυγατέρες της Πόλης προφανώς δεν υπάρχουν. Το θέμα είναι αν η Κορίνα για κάποιο λόγο θέλει να παριστάνει τη Θυγατέρα της Πόλης. Τι ήταν, μα τα μούσια του Κρόνου; Καμια ανώμαλη;

-5-

«Τι θέλεις από εμένα, Κορίνα;» Την κοίταζε καχύποπτα, στεκόμενος στο κατώφλι, μην τολμώντας να το περάσει.

«Έλα μέσα, Ζακ,» αποκρίθηκε εκείνη, μειδιώντας αχνά με τα μικρά, βαμμένα μαύρα χείλη της. «Δε δαγκώνω.»

«Είναι αλήθεια αυτό;» Ο συγγραφέας μπήκε στο διαμέρισμά της, κοιτάζοντας γύρω-γύρω, τον χώρο, και μη βρίσκοντας τίποτα το ιδιαίτερα αξιοσημείωτο. Στο σαλόνι υπήρχε ένας τηλεοπτικός δέκτης, ένα τραπέζι με καρέκλες, καναπές, δύο πολυθρόνες. Στη γωνία ήταν ένα άγαλμα που η Κορίνα είχε αγοράσει από την Πρωτονίκη· εκείνη ήθελε να της το χαρίσει αλλά η Κορίνα επέμενε να πληρώσει. Η μπαλκονόπορτα ήταν κλειστή· το σύστημα θέρμανσης ήταν ενεργοποιημένο, ζεσταίνοντας τον χώρο. Ήταν φθινόπωρο πλέον, και όλοι περίμεναν ότι κάποια από τα προϊόντα του θόλου παραγωγής θα έβγαιναν σύντομα στην αγορά. Κάποια από τα λαχανικά και τα φρούτα, γιατί ζωικά προϊόντα είχαν ήδη πουλήσει – αλλά αυτά ήταν λίγα, ελάχιστα.

Η Κορίνα είπε στον Ζακ: «Αν σε δάγκωνα, η Πρωτονίκη είμαι βέβαιη ότι θα με παρεξηγούσε. Και δεν θα το θέλαμε αυτό, θα το θέλαμε; –Κάθισε.» Έδειξε τον καναπέ.

Ο Ζακ κάθισε, και στο τραπεζάκι μπροστά του είδε μια στοίβα από μυθιστορήματα. Δικά του μυθιστορήματα. «Εξακολουθείς να με διαβάζεις, βλέπω,» παρατήρησε χαμογελώντας. Για κάποιο λόγο, τον φρίκαρε αυτό. Τον φρίκαρε η Κορίνα, γενικά.

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνη, καθίζοντας δίπλα του. «Ορισμένα απ’τα πράγματα που γράφεις μού φαίνονται πολύ ενδιαφέροντα. Θα πιεις κάτι;» ρώτησε ξαφνικά.

«…Ναι,» είπε ο Ζακ, αμήχανα.

Η Κορίνα σηκώθηκε ξανά. «Τι θέλεις;»

«Ό,τι πιεις κι εσύ, βασικά. Δεν έχω ιδιαίτερες προτιμήσεις.»

Η Κορίνα έφυγε από το σαλόνι – πηγαίνοντας στην κουζίνα, υπέθεσε ο Ζακ. Την άκουγε τώρα να μετακινεί κάποια αντικείμενα σ’ένα άλλο δωμάτιο. Δεν άργησε να επιστρέψει, έχοντας δύο ποτήρια με Κρύο Ουρανό στα χέρια. Το ένα το έδωσε στον Ζακ· το άλλο το κράτησε για τον εαυτό της καθώς καθόταν πάλι δίπλα του σταυρώνοντας τα πόδια στο γόνατο κάτω από το φόρεμά της.

«Σ’έχει παραξενέψει που σου ζήτησα να μιλήσουμε, ε;» του είπε.

«Οφείλω να παραδεχτώ πως, ναι, μ’έχει παραξενέψει λιγάκι. Με την Πρωτονίκη συνεργάζεσαι, όχι μ’εμένα.»

«Αλλά σε διαβάζω.»

Ο Ζακ ήπιε μια γουλιά από τον Κρύο Ουρανό του, μην ξέροντας τι ν’απαντήσει σ’αυτό. Δεν έπιανε φιλικές σχέσεις με όλους του τους αναγνώστες. Μόνο με έναν, βασικά, είχε φιλικές σχέσεις. Και δεν ήταν η Πρωτονίκη. Η Πρωτονίκη δεν τον διάβαζε παρά ελάχιστα· δεν της άρεσαν τα μυθιστορήματα μυστηρίου: τα βαριόταν. Δεν είχε καλό γούστο στα βιβλία, νόμιζε ο Ζακ.

«Και, όπως σου είπα, ορισμένα από αυτά που γράφεις μου φαίνονται πολύ ενδιαφέροντα,» συνέχισε η Κορίνα. «Εκείνη η κουβέντα στο Οι Προσκυνητές του Αίματος’» – έπιασε το εν λόγω βιβλίο από τη στοίβα – «όπου η ιέρεια του Κρόνου συζητά με τον δολοφόνο για την αφέλεια των ανθρώπων – ότι αφήνονται αφύλαχτοι να καθοδηγηθούν από τον οποιονδήποτε, απλά και μόνο επειδή αποζητούν ασφάλεια…»

«Ναι.»

«Αυτή η κουβέντα τους είναι τρομερή, Ζακ! Και γίνεται ενόσω η ιέρεια γνωρίζει ότι ο δολοφόνος είναι ο δολοφόνος, αλλά ο δολοφόνος δεν γνωρίζει ότι η ιέρεια τον γνωρίζει. Είναι τρομερή συζήτηση. Και πολύ καλογραμμένος διάλογος. Τους άκουγα, μέσα στο κεφάλι μου.»

«Σ’ευχαριστώ, Κορίνα…» Τι άλλο να έλεγε;

«Σου μιλάω σοβαρά. Και εδώ» – έπιασε ένα άλλο μυθιστόρημα – «στο ‘Ο Λύκος από τη Φεηνάρκια’, βάζεις δύο χαρακτήρες να προσπαθούν ο ένας να δολοφονήσει τον άλλο ενώ προσποιούνται πως είναι φίλοι – και τελικά γίνονται φίλοι και αντιμετωπίζουν την αρχηγό της συμμορίας των Μεγάλων Όπλων που σχεδιάζει να τους εξολοθρεύσει και τους δύο. Και στο τέλος τούς βάζεις να συζητάνε και να λένε για το πόσο ανόητοι ήταν που εξαρχής δεν εμπιστεύονταν ο ένας τον άλλο. Αν εμπιστεύονταν ο ένας τον άλλο, θα είχαν νικήσει πολύ πιο εύκολα την αρχηγό της συμμορίας.»

«Ναι…»

«Είναι φανταστικό, Ζακ! Και στα Οχήματα του Λαβυρίνθου» – η Κορίνα έπιασε ένα τρίτο βιβλίο – «που έχεις καμια ντουζίνα χαρακτήρες και δεν ξέρει ο αναγνώστης ποιος είναι βασικός και ποιος όχι… Μπερδεύεις τα πάντα και δίνεις μια πραγματική αίσθηση τού πόσο μπερδεμένες είναι οι καταστάσεις στην Ατέρμονη Πολιτεία. Φαντάζονται όλοι οι χαρακτήρες σου ότι κάποιος προσπαθεί να τους δολοφονήσει, αλλά τελικά δολοφόνος δεν υπάρχει· είναι μόνο στο μυαλό τους. Κι επειδή είναι στο μυαλό τους, στις τελευταίες πενήντα σελίδες, αρχίζει να γίνεται πραγματικότητα. Οι ίδιοι πραγματοποιούν εκείνο που φοβούνται!

»Ζακ, τα βιβλία σου είναι φιλοσοφικά κείμενα, δεν είναι απλά μυθιστορήματα μυστηρίου. Σου μιλάω σοβαρά. Κρίμα που δεν τα είχα ανακαλύψει παλιότερα.» Ήπιε μια μεγάλη γουλιά από τον Κρύο Ουρανό της.

«Με κάνεις να αισθάνομαι άσχημα, Κορίνα.» Και, επιπλέον, το ενδιαφέρον της τον τρόμαζε. Γιατί του τα έλεγε όλα τούτα; Προσπαθούσε να τον προσεγγίσει ερωτικά, ή είχε κάτι άλλο κατά νου; Δεν ήξερε τι απ’τα δύο μπορεί να ήταν πιο ανησυχητικό…

Δεν πρέπει, πάντως, να προσπαθούσε να τον προσεγγίσει ερωτικά. Δεν έκανε καμια σωματική κίνηση προς το μέρος του· απλά του μιλούσε για τα βιβλία.

«Μην είσαι ανόητος,» του είπε, σχεδόν σαν να ήξερε τις σκέψεις του. «Είναι υπέροχο που γράφεις τέτοια πράγματα, που… που σκέφτεσαι έτσι.»

«Και λοιπόν;» Την ατένιζε με περιέργεια.

«Θέλω να μάθω κάτι: Έχεις πουθενά κανένα… κρυφό βιβλίο;»

«Κρυφό βιβλίο; Τι εννοείς, Κορίνα; Αν γράφω κάτι τώρα; Κάτι γράφω, αλλά–»

«Δεν εννοώ αυτό. Εννοώ αν έχεις κανένα βιβλίο όπου γράφεις τις σκέψεις σου. Σκέψεις μόνο. Ή κάποιο ημερολόγιο, ίσως. Γράφεις κάπου για όλα αυτά προτού τα βάλεις στα μυθιστορήματά σου; Σημειώνεις τους συλλογισμούς, τις φιλοσοφίες; Τα έχεις κάπου συγκεντρωμένα; Έχεις γραμμένα και άλλα πράγματα, ίσως, που δεν τα έχεις βάλει ακόμα σε μυθιστόρημα;»

Ο Ζακ κούνησε το κεφάλι. «Όχι, όχι. Απλά τις πλοκές σημειώνω. Κάνω ένα διάγραμμα για κάθε βιβλίο, για να ξέρω τι γίνεται, πού είναι η αρχή, η μέση, το τέλος. Τα υπόλοιπα…» ανασήκωσε τους ώμους, «έρχονται καθώς γράφω. Δεν τα έχω σημειωμένα πουθενά αλλού.»

Η Κορίνα τον κοίταζε παρατηρητικά.

«Αλήθεια σού λέω,» είπε ο Ζακ.

«Κρίμα,» αποκρίθηκε η Κορίνα, δείχνοντας απογοητευμένη. «Θα ήθελα να διαβάσω τις σκέψεις και τις φιλοσοφίες σου συγκεντρωμένες.»

Ο Ζακ γέλασε παρότι αυτή η γυναίκα τον φρίκαρε. «Δεν έχω τίποτα ιδιαίτερες σκέψεις και φιλοσοφίες, Κορίνα! Ένας απλός συγγραφέας ιστοριών μυστηρίου είμαι. Μου φαίνεται ότι δίνεις πολύ σημασία σ’αυτά που γράφω. Αλλά γιατί, αλήθεια; Γιατί σ’ενδιαφέρουν τόσο; Μη μου πεις ότι γράφεις κι εσύ…»

«Μερικές φορές…» Τα μάτια της απέφυγαν το βλέμμα του – παράξενη αντίδραση για την Κορίνα, δεν μπόρεσε παρά να παρατηρήσει ο Ζακ. «Μερικές φορές περνά απ’το μυαλό μου να γράψω κάτι.» Μειδίασε λεπτά, και τα μάτια της συνάντησαν πάλι τα δικά του, πράσινα και γυαλιστερά. «Αλλά δε νομίζω ότι θα μπορούσα ποτέ να γράψω μυθιστόρημα, ούτως ή άλλως. Τι να το κάνω το μυθιστόρημα;»

«Τι θα έγραφες;»

«Δεν ξέρω.» Κούνησε το κεφάλι. «Απλώς έχει περάσει απ’το μυαλό μου. Οι σκέψεις των ανθρώπων, οι συμπεριφορές τους, όλ’ αυτά που συμβαίνουν, μου μοιάζουν ενδιαφέροντα.»

Ο Ζακ ήπιε μια γουλιά Κρύο Ουρανό. Δεν θα το περίμενε ποτέ ότι η Κορίνα σκεφτόταν να γράψει. Γι’αυτό δεν πρέπει να είσαι σίγουρος για τίποτα… θύμισε στον εαυτό του.

-6-

Ο Ζακ είχε έρθει απόγευμα να την επισκεφτεί, και όταν έφυγε ήταν νύχτα πια. Η Κορίνα τον χαιρέτησε από το κατώφλι και έκλεισε την πόρτα της. Έφτιαξε λίγο τον χώρο στο σαλόνι και, ύστερα, έκρυψε ένα πιστόλι κάτω από μια μαξιλάρα του καναπέ.

Περίμενε κι άλλους επισκέπτες απόψε.

Θα έρχονταν, σίγουρα.

Η Κορίνα πήγε στην κουζίνα κι έφαγε ένα γιαούρτι Νέας Παραγωγής μαζί με μέλι και παξιμάδια εισαγμένα από την Επίστρωτη. Έπειτα επέστρεψε στο σαλόνι. Κοίταξε το ρολόι στον καρπό της. Έβγαλε τα γοβάκια της (φορούσε μαύρες κάλτσες από μέσα) και ξάπλωσε στον καναπέ. Παριστάνοντας τέλεια ότι κοιμόταν. Ακόμα και το μυαλό της παρίστανε ότι κοιμόταν. Αλλά, στην πραγματικότητα, ήταν σε πλήρη εγρήγορση.

Μετά τα μεσάνυχτα, η είσοδος του διαμερίσματός της ξεκλείδωσε και σκιερές φιγούρες μπήκαν, ντυμένες στα μαύρα και με κουκούλες στο κεφάλι οι οποίες είχαν ανοίγματα μόνο για τα μάτια. Τρεις ήταν οι εισβολείς, και ο ένας κρατούσε εκτοξευτή αερίων. Η αρχηγός της ομάδας τού έδειξε την ξαπλωμένη Κορίνα, κι αυτός την πλησίασε κι εκτόξευσε υπνωτικό αέριο καταπάνω της. Αμέσως απομακρύνθηκε. Και οι τρεις περίμεναν το αέριο να διαλυθεί γύρω από την Κορίνα.

Ύστερα, η αρχηγός ψιθύρισε στον άλλο σύντροφό της: «Κάν’ της και το ξόρκι τώρα.»

Ο μάγος ζύγωσε την Κορίνα–

–και το πόδι της τον κλότσησε στα μαλακά. Εκείνος διπλώθηκε, βογκώντας, οπισθοχωρώντας, ενώ η Κορίνα ανασηκωνόταν τραβώντας το πιστόλι που είχε κρύψει κάτω από τη μαξιλάρα.

Οι άλλοι δύο εισβολείς σάστισαν· δεν περίμεναν ότι θα ξυπνούσε ύστερα από το αέριο που της είχαν ρίξει!

«Μην τραβήξετε όπλα!» είπε η Κορίνα, σημαδεύοντάς τους. «Ανάψτε το φως. Ήρεμα.»

Η αρχηγός πάτησε τον διακόπτη στον τοίχο.

«Βγάλε την κουκούλα σου, Ιωάννα,» πρόσταξε η Κορίνα, ενώ ο μάγος γονάτιζε στο πάτωμα, μουγκρίζοντας, ακόμα διπλωμένος. «Κι εσύ – είπαμε, όχι όπλα!» Η Κορίνα σημάδεψε τον άλλο άντρα, που το χέρι του πήγαινε πίσω από την πλάτη του. Βλέποντας ότι τον είχε καταλάβει, το χέρι του έπεσε πάλι στο πλάι.

Η Ιωάννα έβγαλε την κουκούλα της.

«Τι κάνετε μέσα στο διαμέρισμά μου;» ρώτησε η Κορίνα.

«Σου ρίξαμε υπνωτικό αέριο,» είπε η Ιωάννα. «Πώς σκατά ξύπνησες;» Και στο μυαλό της, ξαφνικά, ήρθαν όλα όσα είχε διαβάσει για τις Θυγατέρες της Πόλης. Αλλά πουθενά σ’εκείνο το καταραμένο βιβλίο δεν έλεγε τίποτα για ανοσία σε υπνωτικά αέρια! Όχι πως ήταν δυνατόν, βέβαια, η Κορίνα να ήταν Θυγατέρα…

«Σας άκουσα να μπαίνετε, και κρατούσα την αναπνοή μου.»

Η Ιωάννα στράφηκε στον Θεοκλή’νιρ. «Είπες ότι μες στο σαλόνι ήταν ένα άτομο που σίγουρα κοιμόταν!»

«…Κοιμόταν πριν,» μούγκρισε εκείνος, διπλωμένος, προσπαθώντας να σηκωθεί. «Κοιμόταν!»

«Την τελευταία στιγμή σάς άκουσα,» είπε η Κορίνα. «Αλλά δεν είναι εκεί το θέμα! Τι κάνετε μες στο σπίτι μου;»

«Μισό λεπτό,» είπε η Ιωάννα. «Πώς με ξέρεις;»

«Αυτό είναι δική μου δουλειά.»

Πώς απόκτησε τέτοια πληροφορία; σκέφτηκε η Ιωάννα. Με ποιους συνεργάζεται; Δε μπορεί να το ανακάλυψε μόνη της! Είχε επαφές, μήπως, με αντιπάλους του Πολιτάρχη;

«Δεν είναι η πρώτη φορά που έχετε διαρρήξει την πόρτα μου, έτσι δεν είναι;» είπε η Κορίνα.

Κανένας τους δεν μίλησε.

«Ο Πολιτάρχης σάς έχει ζητήσει να με ερευνήσετε.» Σηκώθηκε από τον καναπέ, κατεβάζοντας το πιστόλι της. «Το ξέρω. Μου το είπε ο ίδιος.»

«Ο Χρονομάχος σού είπε για μένα;» απόρησε η Ιωάννα.

Η Κορίνα κούνησε το κεφάλι. «Όχι, δεν μου είπε τίποτα συγκεκριμένο. Αλλά του είπα ότι έχω καταλάβει πως με κατασκοπεύει, και δεν το αρνήθηκε. Τι έχετε ανακαλύψει, λοιπόν, μέχρι στιγμής; Είμαι επικίνδυνη;»

«Τολμώ να πω πως ναι,» μούγκρισε ο Θεοκλής’νιρ, που είχε πλέον σηκωθεί από το πάτωμα.

Η Ιωάννα είπε: «Δεν κάνεις καμια ύποπτη δραστηριότητα, είναι η αλήθεια…»

«Γιατί, λοιπόν, μπαίνετε ξανά στο σπίτι μου; Γιατί συνεχίζετε να με παρακολουθείτε;»

«Διαταγή του Πολιτάρχη. Τη δουλειά μας κάνουμε. Μας πληρώνει. Αν δεν έχεις τίποτα να κρύψεις–»

«Ο Πολιτάρχης σάς ζήτησε απόψε να μπείτε στο σπίτι μου;»

Οι τρεις τους αλληλοκοιτάχτηκαν, διστακτικοί να μιλήσουν.

«Με δική σας πρωτοβουλία ήρθατε…» είπε η Κορίνα· και δεν ήταν ερώτηση. «Γιατί;» Αυτό ήταν ερώτηση.

Η Ιωάννα την ατένισε ερευνητικά. Νιώθοντας δελεασμένη να της μιλήσει με ειλικρίνεια. Αν μη τι άλλο, η Κορίνα απόψε είχε κερδίσει τον θαυμασμό της. Είχε δράσει σαν κατάσκοπος. Είχε δράσει καλύτερα από τους περισσότερους κατασκόπους που ήξερε η Ιωάννα. Βρισκόταν συνεχώς σε εγρήγορση· είχε ξυπνήσει με το παραμικρό: με το γύρισμα της κλειδαριάς. Με το απλό γύρισμα της κλειδαριάς. Δεν είχαν σκαλίσει τον μηχανισμό για να μπουν· ο Θεοκλής’νιρ είχε χρησιμοποιήσει ένα Ξόρκι Ξεκλειδώματος.

Η Ιωάννα είπε στην Κορίνα: «Την προηγούμενη φορά που ήμασταν εδώ, είδα ένα σημάδι στο πόδι σου. Το φωτογράφισα, αλλά δεν παρουσιάστηκε στη φωτογραφία.»

«Και γι’αυτό ήρθατε πάλι;»

«Το έχεις ακόμα επάνω σου;»

«Το σημάδι;»

«Ναι.»

«Το έχω,» είπε η Κορίνα. «Γιατί σ’ενδιαφέρει; Σου έχει πει ο Πολιτάρχης να το ερευνήσεις; Για φιγούρα είναι.»

«Για φιγούρα; Το φωτογράφισα αλλά δεν βγήκε στη φωτογραφία,» τόνισε η Ιωάννα.

Η Κορίνα γέλασε. «Μου το έχει φτιάξει ένας μάγος, πριν από χρόνια. Ένας περίεργος σαμάνος από τη Φεηνάρκια.»

Η Ιωάννα κοίταξε τον Θεοκλή ερωτηματικά

Εκείνος μόρφασε, υποδηλώνοντας άγνοια. Ακόμα έτριβε τα ευπαθή του.

«Δεν είναι κανένα σπουδαίο μυστήριο,» είπε η Κορίνα. «Τον πλήρωσα και μου έκανε μια δερματοστιξία. Σου φαίνεται περίεργη, ε;» Χαμογέλασε.

«Το συγκεκριμένο σύμβολο,» είπε η Ιωάννα, «υποτίθεται πως το έχουν οι Θυγατέρες της Πόλης–»

«Τον ξέρω τον μύθο, φυσικά. Λες τυχαία να του ζήτησα να μου κάνει αυτές τις σπείρες;»

Δηλαδή, δεν είναι τίποτα το ύποπτο; αναρωτήθηκε η Ιωάννα, νιώθοντας… περίεργα – μην ξέροντας τι να πιστέψει ξαφνικά.

«Δε γνωρίζω τι ακριβώς έκανε ο μάγος και λαμπυρίζει έτσι,» είπε η Κορίνα. «Του ζήτησα να μου φτιάξει ένα σύμβολο στο πόδι όπως αυτό στον μύθο των Θυγατέρων της Πόλης, και μου το έφτιαξε.»

«Και γιατί δεν φωτογραφίζεται;»

«Σου είπα: δεν γνωρίζω τι ακριβώς έκανε ο μάγος. Ήταν ένας παράξενος σαμάνος από τη Φεηνάρκια. Δεν είναι πια εδώ, στη Ρελκάμνια. Πρέπει να δώσω κι άλλες εξηγήσεις επειδή γουστάρω να έχω μια ασυνήθιστη δερματοστιξία στο πόδι μου, για όνομα των θεών;» Ακουγόταν τσαντισμένη τώρα.

«Εντάξει,» είπε η Ιωάννα, «δεν υπάρχει πρόβλημα. Απλώς…» Ήταν μπερδεμένη. Πέρασε τους αντίχειρές της κάτω από τη ζώνη της, συλλογισμένα.

«Γιατί μπήκατε για δεύτερη φορά στο σπίτι μου; Μόνο επειδή θέλατε να ξαναδείτε το σημάδι;»

«Ναι,» είπε η Ιωάννα. «Ήθελα να μάθω αν είναι ακόμα εκεί.»

«Και τι θα μου έκανε ο μάγος σου;»

«Τίποτα σπουδαίο. Ξόρκι Ληθαργικής Ναρκώσεως, για να σε ρίξει σε πολύ, πολύ βαθύ ύπνο. Δεν ξυπνάς ούτε με βόμβες από εκεί. Ήθελα να κοιμάσαι για να σου βγάλω την κάλτσα και να δω αν το σημάδι είναι ακόμα στο πόδι σου ή αν έχει εξαφανιστεί.»

Η Κορίνα γέλασε. «Μα τον Κρόνο!» Κάθισε στον καναπέ, έβγαλε την κάλτσα της, και γύρισε το πέλμα της προς την Ιωάννα. «Έχει εξαφανιστεί;»

Δεν είχε εξαφανιστεί, φυσικά.

«Μάλιστα,» είπε η Ιωάννα. «Εντάξει. Μας συγχωρείς κιόλας. Αλλά… περιέργεια.»

«Δεν πειράζει.» Η Κορίνα φόρεσε πάλι την κάλτσα. «Εμένα με συγχωρείς,» είπε στον μάγο.

«Κι εγώ κάτι παρόμοιο μ’εσένα θα έκανα,» αποκρίθηκε ο Θεοκλής’νιρ, «αν καταλάβαινα κάποιον να έρχεται από πάνω μου ενώ είχα μόλις ξυπνήσει. Ευτυχώς δεν με πυροβόλησες.» Έριξε μια ματιά στο πιστόλι που η Κορίνα είχε τώρα πλέον αφήσει στον καναπέ.

Η Κορίνα σηκώθηκε όρθια. «Να σας κεράσω κάτι; Αφού με ξυπνήσατε που με ξυπνήσατε…» Χαμογέλασε.

Οι κατάσκοποι αλληλοκοιτάχτηκαν.

«Γιατί όχι;» είπε τελικά η Ιωάννα.

Ο Θεοκλής’νιρ και ο Νάρνταλ έβγαλαν τις κουκούλες τους· και, κατόπιν προτροπής της Κορίνας, κάθισαν όλοι στο τραπέζι ενώ εκείνη πήγαινε στην κουζίνα για να τους φέρει ποτά.

Μετά από κανένα δίωρο ελαφριάς κουβέντας, έφυγαν από το σπίτι της μοιάζοντας να την έχουν συμπαθήσει.

Αλλά η Ιωάννα, όταν επέστρεψε στο δικό της σπίτι, μπαίνοντας χωρίς να ξυπνήσει τα παιδιά της και τον άντρα της, εξακολουθούσε να έχει την αίσθηση πως κάτι μυστηριώδες συνέβαινε με την Κορίνα. Αυτά που τους είχε πει έμοιαζαν αληθοφανή, όμως… ήταν πραγματικά αληθινά; Υπήρχαν κάποια κενά, δεν υπήρχαν;

Για παράδειγμα, πώς ήταν τόσο σίγουρη ότι θα της έριχναν υπνωτικό αέριο και κράτησε την αναπνοή της; Μες στο μισοσκόταδο του σαλονιού, με το μοναδικό φως να έρχεται από τη μπαλκονόπορτα, ήταν δυνατόν να είχε καταφέρει να διακρίνει ότι αυτό που κρατούσε ο Νάρνταλ ήταν εκτοξευτής αερίων και όχι πιστόλι;

Επιπλέον, δεν είχε η Κορίνα υπερβολική εγρήγορση για κάποια που ισχυριζόταν πως ήταν οικονομολόγος και σύμβουλος επιχειρήσεων; Είχε, μήπως, κι άλλη εκπαίδευση; Εκπαίδευση κατασκόπου;

Και αποκλείεται, βέβαια, να καταγόταν από τα Σταυροδρόμια…

Ωστόσο, ήταν συμπαθητική. Μιλώντας μαζί της, η Ιωάννα την είχε συμπαθήσει. Και είχαν συμφωνήσει να έχουν κι άλλες επαφές οι δυο τους.

Η Ιωάννα σκεφτόταν ότι έτσι ίσως, στο τέλος, να ανακάλυπτε την αλήθεια για την Κορίνα.

Αν όντως κάτι κρυβόταν.

Που πρέπει να κρυβόταν.

Καλύτερα να πέσω για ύπνο. Το μυαλό μου είναι κουρασμένο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ-ΤΕΤΑΡΤΟ
Μια Νέα Εποχή

-1-

Φθινόπωρο στη διάσταση της Ρελκάμνια, και από τη Νέα Παραγωγή έβγαιναν και πωλούνταν, μαζικά, πολλά τρόφιμα. Η επιχείρηση βρισκόταν πλέον στη βέλτιστη δυνατή κατάσταση για το ξεκίνημά της, διαβεβαίωνε ο Φέλιξ’μορ την Πρωτονίκη. Και η Πρωτονίκη έβλεπε με ικανοποίηση τις πωλήσεις της. Οι κάτοικοι της Βαθμιδωτής αποκρίνονταν θετικά στα προϊόντα της Νέα Παραγωγής. Για τις τιμές, κανένας δεν είχε παράπονο· ήταν χαμηλότερες από εκείνες της Επίστρωτης προτού η Επίστρωτη τις αυξήσει. Και ούτε για την ποιότητα των τροφίμων παραπονιόταν κανείς· αντιθέτως, όλα τα μέσα μαζικής πληροφόρησης της Βαθμιδωτής μιλούσαν με καλά λόγια για ό,τι έβγαινε από τον θόλο της Νέας Παραγωγής.

Η Πρωτονίκη δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ή, μάλλον, μπορούσε· απλά της έμοιαζε με όνειρο. Ένα αναμενόμενο όνειρο, βέβαια, ύστερα από τις υποσχέσεις της Κορίνας, αλλά ευχάριστο παρ’όλ’ αυτά. Ευχάριστο σαν να είχε συμβεί ξαφνικά, απροειδοποίητα. Όπως ένα δώρο που έβρισκε πλάι στο κρεβάτι της, τοποθετημένο εκεί από τους γονείς της, όταν είχε τα γενέθλιά της.

Η Πρωτονίκη έκανε ένα τεράστιο πάρτι σ’ένα πανάκριβο ξενοδοχείο για να γιορτάσει την επιτυχία της Νέας Παραγωγής. Κάλεσε όλους όσους εργάζονταν στην εταιρεία της, καθώς και μέλη της οικογένειά της (του Οίκου των Υστερώνυμων), γνωστούς και φίλους, και ακόμα και τον ίδιο τον Πολιτάρχη και αρκετούς δημοσιογράφους. Ο Κίμωνας Χρονομάχος ήρθε μαζί με τη σύζυγό του, μια ξερακιανή γυναίκα με κατάλευκο δέρμα και μακριά ώς τη μέση, μαύρα μαλλιά, ντυμένη με γούνα που δεν έβγαζε ποτέ και φορώντας από μέσα ένα φόρεμα που περισσότερο με μεσοφόρι έμοιαζε. Ονομαζόταν Κλόντια Μέρενβηχ, και ήταν αρχιτέκτονας, όπως σύντομα έμαθε η Πρωτονίκη, που πρώτη φορά τη συναντούσε. Δεν την πολυσυμπάθησε, ήταν η αλήθεια. Και ούτε η Κλόντια Μέρενβηχ πρέπει να πολυσυμπάθησε την Πρωτονίκη· ωστόσο, ήταν ευγενική μαζί της, όπως όφειλε.

Ύστερα από αυτό το πάρτι, που κράτησε πολλές ώρες και όλοι φάνηκε να πέρασαν εξαιρετικά (ήπιαν, χόρεψαν, κάπνισαν, μέθυσαν, έκαναν έρωτα, κουβέντιασαν, γέλασαν, ακόμα κι ένας καβγάς ξέσπασε), η Υστερώνυμη έκανε άλλο ένα σε μερικές ημέρες. Έτσι, επειδή ήθελε να το επαναλάβει. Κάλεσε τους ίδιους που είχε καλέσει και την προηγούμενη φορά, αλλά τώρα περίπου οι μισοί ήρθαν. Και ο Χρονομάχος ήταν ανάμεσα στους απόντες, αν και έστειλε ένα μήνυμα μέσω του οποίου έλεγε ότι λυπόταν που δεν μπορούσε να παρευρεθεί.

«Το παράκανες,» είπε ο Φέλιξ στην Πρωτονίκη, καθώς κάθονταν πλάι-πλάι πίνοντας σαμπάνια. «Σ’το είχα πει, θυμάσαι;»

«Ναι, μάλλον είχες δίκιο.»

Η Υστερώνυμη, ωστόσο, δεν ήταν και τόσο απογοητευμένη από τη μειωμένη προσέλευση. Από μια άποψη, θα μπορούσε να πει κανείς ότι το δεύτερο πάρτι ήταν πιο επιτυχημένο από το πρώτο. Πιο μαζεμένο, αναμφίβολα.

Η Κορίνα ήταν, ασφαλώς, και στα δύο πάρτι, μιλώντας με όλους και χορεύοντας κιόλας με κάποιους.

Ο Φέλιξ ήταν πολύ παραξενεμένος μαζί της. Ακόμα δεν μπορούσε να καταλάβει τι έκανε εδώ, στη Βαθμιδωτή. Το μόνο που ήθελε ήταν να καλυτερεύσει τη ζωή των ανθρώπων της συνοικίας; Πολύ… αλτρουιστικό δεν ήταν αυτό για την Κορίνα; Αχαρακτήριστα αλτρουιστικό…

-2-

Τα τρόφιμα που πουλούσε η Νέα Παραγωγή ήταν φτηνά, και ήταν και καλής ποιότητας, αλλά δεν ήταν ούτε κατά διάνοια αρκετά για να θρέψουν ολόκληρη τη Βαθμιδωτή. Γίνονταν ανάρπαστα μόλις έβγαιναν στην αγορά. Και η συνοικία εξακολουθούσε να εισάγει πολλά τρόφιμα από την Επίστρωτη.

Οι εταιρείες της Επίστρωτης και ο Οίκος των Αλντ’κάρθοκ είχαν, ασφαλώς, μάθει για τις εξελίξεις στη Βαθμιδωτή και είχαν παραξενευτεί από τη δημιουργία της Νέας Παραγωγής. Ήταν κάτι το τελείως… αταίριαστο για τη Βαθμιδωτή. Τους έβαζε σε ανησυχίες. Τι θα γινόταν αν κι άλλοι έφτιαχναν εταιρείες σαν αυτή της Πρωτονίκης Υστερώνυμης; Η Πολιτάρχης Μαρθάλα-Αλντ είχε στείλει κατασκόπους της στη Βαθμιδωτή, και το ίδιο είχαν κάνει και μερικές από τις μεγάλες εταιρείες της Επίστρωτης. Ήθελαν να παρακολουθούν από κοντά, να μάθουν για τη δημιουργία κάποιας καινούργιας μονάδας παραγωγής τροφίμων προτού αυτή ξεκινήσει. Προσπαθούσε, άραγε, η Βαθμιδωτή να ανεξαρτητοποιηθεί από άποψη τροφίμων; αναρωτιόνταν. Αν ναι, τότε η κατάσταση ήταν άσχημη για εκείνους. Ανέκαθεν η Βαθμιδωτή ήταν μια σταθερή, και καλή, πηγή εσόδων από εξαγωγές. Οι επιχειρηματίες της Επίστρωτης και ο Οίκος των Αλντ’κάρθοκ αισθάνονταν απειλημένοι. Αλλά, για την ώρα, περίμεναν, με τα μάτια και τ’αφτιά τους ανοιχτά…

Καθώς οι μήνες περνούσαν, το φθινόπωρο έφυγε δίνοντας τη θέση του στον χειμώνα. Η Νέα Παραγωγή πήγαινε πολύ καλά, και η Κορίνα έλεγε στην Πρωτονίκη ότι τώρα το επόμενο βήμα ήταν να φτιάξουν κι άλλο θόλο παραγωγής τροφίμων. «Μα δεν έχουμε ξεπληρώσει τα δάνεια ακόμα!» είπε η Υστερώνυμη. Αλλά η Κορίνα αποκρίθηκε: «Μην ανησυχείς για τα δάνεια· θα ξεπληρωθούν. Ολόκληρη η Βαθμιδωτή τώρα υποκλίνεται μπροστά σου, Πρωτονίκη. Δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα.» Τα λόγια της έκαναν την Πρωτονίκη να αισθάνεται σαν μια σφαίρα ενέργειας να στροβιλιζόταν εντός της προσπαθώντας να τιναχτεί έξω. Η Κορίνα είχε δίκιο, όπως συνήθως: ολόκληρη η Βαθμιδωτή ήταν στα πόδια της! Η Πρωτονίκη τούς είχε δείξει έναν καινούργιο δρόμο. Τους είχε δείξει πώς να ξεφύγουν από την εκμετάλλευση της Επίστρωτης! Το κεφάλι της γέμιζε με μεγάλα όνειρα. «Θα μπορούσα να βάλω ακόμα και υποψηφιότητα για Πολιτάρχης, ε;» είπε, μια μέρα, στην Κορίνα. Αλλά η Κορίνα γέλασε και αποκρίθηκε: «Πρόσεξε πώς κινείσαι τώρα. Μην παραφερθείς, γιατί μπορεί να σου κοστίσει. Δεν είναι αστείο το έργο που κάνεις εδώ.» Και η Πρωτονίκη κατέβηκε προς το έδαφος, αν και τα πόδια της συνέχιζαν να αιωρούνται…

Ο Φέλιξ’μορ εξακολουθούσε να βρίσκεται στη Βαθμιδωτή παρότι οι δουλειές του στον θόλο είχαν, ουσιαστικά, τελειώσει. Δεν υπήρχε πια κανένας λόγος να περνά τις ημέρες του εδώ· μπορούσαν να τον ειδοποιήσουν τηλεπικοινωνιακά από τον Επιλογέα, σε περίπτωση που τον χρειάζονταν. Ωστόσο δεν είχε φύγει. Διάφοροι άλλοι εργοδότες είχαν ζητήσει τις υπηρεσίες του στη Βαθμιδωτή, και πλήρωναν καλά· τον είχαν δελεάσει να μείνει κι άλλο μακριά από τη Φιόνα και τον γιο του, αν και τους επισκεπτόταν τακτικά. Ο Επιλογέας δεν ήταν και τόσο μακριά από τη Βαθμιδωτή.

Ακόμα δεν καταλάβαινε, όμως, ποιο ήταν το πραγματικό σχέδιο της Κορίνας. Γιατί πραγματικά βρισκόταν εδώ; Μια φορά, όταν ήταν μόνοι οι δυο τους, τη ρώτησε. Εκείνη τον αγριοκοίταξε και του είπε: «Έχεις κανένα παράπονο που είσαι στη Βαθμιδωτή, Φέλιξ; Μπορείς να φύγεις αν θέλεις.»

«Το ξέρεις ότι έχω βρει κάποιες δουλειές που–»

«Τότε,» τον διέκοψε η Κορίνα, «εσύ θέλεις και μένεις. Μην κατηγορείς εμένα.»

«Δε σε κατηγορώ για τίποτα. Απλώς είμαι περίεργος.»

«Η περιέργεια έχω ακούσει πως έχει σκοτώσει πολλούς μάγους.»

«Μόνο του τάγματος των Ερευνητών,» αστειεύτηκε ο Φέλιξ’μορ. «Εμείς, οι Τεχνομαθείς, δεν έχουμε φαντασία.»

Βάδιζαν επάνω σε μια πεζογέφυρα, ανάμεσα από τις ψηλές πολυκατοικίες, τυλιγμένοι στις κάπες τους, καθώς κρύος χειμωνιάτικος αέρας φυσούσε φέρνοντας μικρά κομμάτια από χαλάζι που έμοιαζαν μολυσμένα από τους καπνούς της Βαθμιδωτής που πάντα σκοτείνιαζαν τον ουρανό της.

«Θα χρειαστώ σύντομα τη βοήθειά σου ξανά,» είπε η Κορίνα.

«Γιατί;»

«Θα φτιάξουμε κι άλλο θόλο, μόλις συγκεντρώσουμε μερικά χρήματα ακόμα.»

«Θα επεκτείνετε την επιχείρηση; Τόσο σύντομα;»

«Ναι. Θέλω να τη δω να μεγαλώνει. Θέλω να τη δω να… ρίχνει τις αντανακλάσεις της παντού στη Βαθμιδωτή.»

Ο Φέλιξ’μορ συνοφρυώθηκε. Ήταν βέβαιος πως η Κορίνα δεν θα του έδινε περισσότερες εξηγήσεις.

-3-

Οι άνθρωποι της Ρελκάμνια είναι πλάσματα που μιμούνται. Κάνει ο ένας κάποιος κάτι που φαίνεται καλό; Θα το κάνουν κι άλλοι. Κάνει κάποιος κάτι που είναι καταστροφικό; Κι αυτό θα το κάνουν κι άλλοι (παραδόξως). Είναι σαν να κολλάνε ο ένας από τον άλλο.

Σε κάθε συνοικία συμβαίνει αυτό. Παντού στην Ατέρμονη Πολιτεία. Και σίγουρα είναι κάτι που πρέπει να ισχύει και για τους ανθρώπους άλλων διαστάσεων. Εξάλλου, δεν είναι και τόσο διαφορετικοί από εμάς, παρότι ζουν σε πολύ διαφορετικά περιβάλλοντα.

Το περιβάλλον της Ρελκάμνια ωστόσο, έτσι όπως η διάστασή μας είναι οικοδομημένη απ’άκρη σ’άκρη, νομίζω πως κάνει τους ανθρώπους να έχουν την επιθυμία τάση να μιμούνται περισσότερο ο ένας τον άλλο. Ασυνείδητα, φυσικά. Ή δεν το σκέφτονται καθόλου και απλά το κάνουν, ή πράττουν όπως και οι υπόλοιποι γύρω τους, επειδή νομίζουν ότι αυτό είναι πιο καλό ή πιο επικερδές ή πιο συμφέρον.

-4-

Ο Κίμωνας Χρονομάχος κάλεσε την Κορίνα στο γραφείο του, και εκείνη τον επισκέφτηκε στη συμφωνημένη ώρα, ντυμένη με μαύρο ταγέρ αποτελούμενο από φαρδύ παντελόνι και σακάκι. Κάτω από το σακάκι φορούσε μια πράσινη μάλλινη μπλούζα. Πάνω απ’το σακάκι μια λευκή καπαρντίνα, και στο κεφάλι της ήταν ένα μικρό, κομψό μαύρο καπέλο. Τα χέρια της έντυναν καφετιά δερμάτινα γάντια με κρόσσια.

Έκανε πολύ κρύο σήμερα, αλλά μέσα στο γραφείο του Πολιτάρχη της Βαθμιδωτής είχε ζέστη· το μηχανικό σύστημα ρύθμιζε τη θερμοκρασία: έκανε το περιβάλλον να είναι σαν άνοιξη. Η Κορίνα έβγαλε την καπαρντίνα της και την κρέμασε στην κρεμάστρα μαζί με το καπέλο. Ξεκουμπώνοντας το σακάκι της, κάθισε αντίκρυ στον Κίμωνα, ο οποίος εκείνη την ώρα κοίταζε κάτι στην οθόνη του συστήματός του. Πήρε το βλέμμα του από εκεί και το έστρεψε στην Κορίνα καθώς έβγαζε τα γάντια της και τα έριχνε μέσα στην τσάντα της.

«Διαισθάνομαι ότι ο λόγος είναι σημαντικός,» του είπε.

«Το διαισθάνεσαι ή το ξέρεις;» ρώτησε ο Κίμωνας, που ακόμα αναρωτιόταν πώς η Κορίνα είχε αποκτήσει εκείνες τις πληροφορίες σχετικά με το μυστικό του.

«Δεν ξέρω τα πάντα, Κίμωνα. Αλλά η διαίσθησή μου είναι καλή, συνήθως.»

Ο Χρονομάχος γέμισε ένα ποτήρι με πορτοκαλάδα από μια γυάλινη καράφα. «Θέλεις;»

«Ναι.»

Γέμισε ακόμα ένα ποτήρι και το ακούμπησε στην άκρη του γραφείου του. Η Κορίνα το έπιασε και ήπιε μια γουλιά.

«Η Ιωάννα μού λέει ότι τα πηγαίνετε καλά οι δυο σας,» είπε ο Κίμωνας, παρατηρώντας να δει ποια θα ήταν η αντίδρασή της.

Η Κορίνα απλώς χαμογέλασε. «Ναι, τα πηγαίνουμε όντως καλά. Έπρεπε να είχαμε γνωριστεί από πιο πριν.»

Ο Κίμωνας, φυσικά, δεν της είπε ότι η Ιωάννα τού είχε πει ότι έκανε παρέα μαζί της προκειμένου να την κατασκοπεύει από κοντά. Αλλά γιατί είχε την αίσθηση ότι η Κορίνα – κάπως – το γνώριζε αυτό; ότι ήξερε τον λόγο για τον οποίο τη συναναστρεφόταν η Ιωάννα; Ίσως επειδή η Ιωάννα ακόμα δεν έχει ανακαλύψει τίποτα, σκέφτηκε ο Πολιτάρχης. Τίποτα απολύτως.

Πέρα από εκείνο το περίεργο σημάδι στο πόδι της Κορίνας. Του είχε εξηγήσει την υπόθεση σχετικά με αυτό. Σχετικά με τον μύθο των Θυγατέρων της Πόλης. Του Κίμωνα τού φαινόταν αστείο που, έστω και για μια στιγμή, η Ιωάννα μπορεί να νόμιζε ότι η Κορίνα ήταν κάποιου είδους… μυθική οντότητα! Την είχε για πιο λογική γυναίκα την Ιωάννα. Για πιο έξυπνη.

Το σημάδι, ωστόσο, εξακολουθούσε να είναι παράξενο. Η Κορίνα είχε πει στην κατάσκοπο του Κίμωνα ότι της το είχε κάνει ένας σαμάνος από τη Φεηνάρκια που δεν ήταν πλέον εδώ· είχε φύγει από τη Ρελκάμνια πριν από χρόνια. Ποτέ άλλοτε ο Χρονομάχος δεν είχε ακούσει για τέτοιο πράγμα. Δερματοστιξία που λαμπυρίζει; Που φαίνεται ανάγλυφη; Που δεν φωτογραφίζεται, μα τους θεούς;

Τέλος πάντων.

Δεν είχε τώρα καλέσει γι’αυτό την Κορίνα εδώ.

«Γιατί με κοιτάζεις έτσι, Κίμωνα; Τι περνά απ’το μυαλό σου;» Ύψωσε το ένα της φρύδι, θεατρικά σχεδόν. Κι έμοιαζε, συγχρόνως, να ξεχωρίζει έντονα σε σχέση με όλο το υπόλοιπο περιβάλλον, σαν εκείνη, και μονάχα εκείνη, να ήταν πραγματική εδώ μέσα. Η ηθοποιός. Η πρωταγωνίστρια. Τον Κίμωνα τον εξέπληττε που, ύστερα από τόσο καιρό που την ήξερε και τη συναναστρεφόταν, η Κορίνα εξακολουθούσε να του δίνει μια τέτοια εντύπωση…

«Σκεφτόμουν μερικά πράγματα, απλώς,» της είπε. Κι αλλάζοντας θέμα: «Με πλησίασαν κάποιοι άνθρωποι που σκέφτονται να ξεκινήσουν επιχειρήσεις. Ζητάνε χρηματοδότηση, κυρίως, αλλά και χώρους για να στήσουν τις εταιρείες τους. Μπορείς να φανταστείς τι είδους δουλειές τούς ενδιαφέρουν;» Ήπιε μια γουλιά από την πορτοκαλάδα του (που ήταν Νέας Παραγωγής, φυσικά).

«Τρόφιμα;» Το μικρό χαμόγελό της, όμως, υποδήλωνε πως αυτό δεν ήταν πραγματικά ερώτημα.

«Θέλουν να μιμηθούν την Πρωτονίκη Υστερώνυμη. Είναι το ίνδαλμά τους, νομίζω!»

Το χαμόγελο της Κορίνας πλάτυνε. «Κι αυτό το θεωρείς καλό ή κακό;»

«Αναλόγως. Αν ξέρουν τι κάνουν, είναι καλό. Αν δεν ξέρουν τι κάνουν, είναι κακό.»

«Θα ήθελες να τους βοηθήσω;»

«Μέσα στο μυαλό μου είσαι ξανά, Κορίνα;»

Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους. «Για ποιο άλλο λόγο μπορεί να με ζητούσες;»

«Νομίζεις ότι θα μπορούσες να το αναλάβεις; Θα πληρωθείς, βέβαια. Από τους ίδιους. Τους είπα ότι θα μιλήσω με τη σύμβουλο της κυρίας Υστερώνυμης προτού τους προσφέρω οποιαδήποτε εξυπηρέτηση.»

«Θα τους βοηθήσω,» δήλωσε η Κορίνα.

Ο Κίμωνας συνοφρυώθηκε. Τόσο πρόθυμη; «Προλαβαίνεις;… Θέλω να πω… ασχολείσαι και με τη Νέα Παραγωγή, και δε θα ήταν φρόνιμο να την εγκαταλείψεις.»

«Μην ανησυχείς· δεν πρόκειται να εγκαταλείψω τη Νέα Παραγωγή. Απλώς θα τους καθοδηγήσω ώστε να μπορέσουν να ξεκινήσουν.»

«Ακριβώς αυτό ζητάω.»

«Δεν υπάρχει πρόβλημα,» είπε η Κορίνα. «Θα ήταν χαρά μου.»

«Και θέλω και κάτι ακόμα…»

Το φρύδι της υψώθηκε ξανά – ένα σιωπηλό ερωτηματικό.

«Θέλω,» είπε ο Κίμωνας, «να μου κάνεις μια χάρη.»

Η όψη της δεν φανέρωνε τίποτα· απλά τον παρατηρούσε. Ο Πολιτάρχης δεν μπορούσε να κρίνει αν η Κορίνα είχε εκλάβει θετικά ή αρνητικά τα λόγια του. Ουδέτερα, πιθανώς.

«Τι χάρη;» τον ρώτησε όταν εκείνος δεν εξήγησε αμέσως.

«Να τους παρακολουθείς. Να βλέπεις τι κάνουν, πώς κινούνται… κι αν εντοπίσεις κάτι ύποπτο να μου το αναφέρεις.»

«Νόμιζα ότι είχες την Ιωάννα γι’αυτές τις δουλειές.»

«Η Ιωάννα δεν θα συνεργάζεται με τους επιχειρηματίες· εσύ θα συνεργάζεσαι, θα έχεις άμεση πρόσβαση σε πολλά από τα αρχεία τους, θα μαθαίνεις πράγματα που αλλιώς δεν είναι εύκολο να μαθευτούν.»

«Εν ολίγοις, μου ζητάς να γίνω κατάσκοπός σου. Απλήρωτα;»

«Μια εξυπηρέτηση είναι για μένα, Κορίνα. Όπως κι εγώ σε εξυπηρέτησα χρηματοδοτώντας την Υστερώνυμη.»

«Δεν είναι καθόλου το ίδιο. Τον εαυτό σου, ουσιαστικά, βοήθησες χρηματοδοτώντας την Πρωτονίκη· απλά τότε δεν το ήξερες. Τώρα όλοι σ’έχουν συνδέσει με τη Νέα Παραγωγή – με μια νέα εποχή της Βαθμιδωτής. Η πολιτική σου θέση έχει σταθεροποιηθεί· οι πάντες το λένε.

»Εγώ, όμως, δεν βοηθάω τον εαυτό μου κατασκοπεύοντας για σένα. Αν μη τι άλλο, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι τον βάζω σε κίνδυνο.»

Ο Κίμωνας γέλασε. «Θα παρατηρείς μονάχα, για όνομα του Κρόνου! Κι αν τύχει να δεις–»

«Πρέπει να έχω καλύτερο κίνητρο, Κίμωνα,» επέμεινε η Κορίνα.

Η όψη του αγρίεψε. Τι ήθελε, τέλος πάντων, τώρα; Να την πληρώνει μισθό; «Τι θέλεις, Κορίνα;»

«Λεφτά· τι άλλο;»

Ήθελε μισθό, λοιπόν! Καθόλου πρωτότυπο… Κανέναν δεν μπορούσες να θεωρείς φίλο σου και σύντροφό σου ετούτες τις ημέρες. «Πόσα;»

Η Κορίνα τού είπε. Το ποσό δεν ήταν υπερβολικό. Ήταν, βασικά, αυτό που είχε κι ο ίδιος στο μυαλό του.

«Εντάξει,» της είπε. «Θα σ’τα δίνω χέρι-χέρι. Να μη φαίνεται τίποτα σε καμία τράπεζα.»

«Σύμφωνοι.»

«Και κάτι ακόμα.»

«Τι;»

«Θα ήθελα να δω το σημάδι στο πόδι σου.»

«Σ’το είπε η Ιωάννα;»

«Εσύ νόμιζες ότι δεν θα μου το έλεγε;»

«Και τι πιστεύεις για μένα; Ότι είμαι κάποιου είδους μυστηριώδεις ημίθεα;»

«Δεν είμαι ηλίθιος, Κορίνα. Θα μου δείξεις το σημάδι;»

«Γιατί;»

«Είμαι περίεργος.»

Η Κορίνα σηκώθηκε από την καρέκλα της. «Όχι.»

«Τι ‘όχι’;»

«Σοβαρέψου, Κίμωνα,» του είπε βάζοντας τα γάντια της. «Μου ζητάς να γδυθώ για να δεις ένα σημάδι επάνω μου; Ποια γυναίκα θα το δεχόταν;»

«Μα τα μούσια του Κρόνου – είναι απλά στο πόδι σου!»

«Διακόσια-πενήντα δεκάδια,» είπε η Κορίνα στεκόμενη αντίκρυ του, ατενίζοντάς τον ευθέως.

«Μου κάνεις πλάκα!»

«Επομένως, δεν σ’ενδιαφέρει αρκετά να το δεις.» Βάδισε ώς την κρεμάστρα, πήρε την καπαρντίνα της, τη φόρεσε.

«Γιατί φεύγεις;»

«Έχουμε κάτι άλλο να πούμε;»

«Όχι,» παραδέχτηκε ο Κίμωνας, «αλλά…»

Η Κορίνα φόρεσε το μικρό της καπέλο. «Διακόσια-πενήντα δεκάδια;» είπε λοξοκοιτάζοντάς τον.

«Δεν απαντώ σε κλέφτρες.»

Γελώντας έφυγε από το γραφείο του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ-ΠΕΜΠΤΟ
Η Επίστρωτη Αντιδρά

-1-

Καινούργιοι επιχειρηματίες μιμούνταν τη Νέα Παραγωγή. Έφτιαχναν μονάδες παραγωγής τροφίμων μέσα στη Βαθμιδωτή, πληρώνοντας την Κορίνα για να τους συμβουλέψει πάνω σε διάφορα θέματα. Σκέφτονταν ότι, αφού αυτή η γυναίκα συμβούλευε την Πρωτονίκη Υστερώνυμη και είχε κάνει την εταιρεία της επιτυχημένη, τότε το ίδιο επιτυχημένες θα μπορούσε να κάνει και τις δικές τους εταιρείες. Η Κορίνα τούς εξηγούσε πάντα ότι δεν είχε τη δυνατότητα να τους υποσχεθεί την επιτυχία, αλλά θα τους έλεγε τι χρειάζονταν για να φτιάξουν μονάδες παραγωγής τροφίμων: τεχνογνωσία, πρώτες ύλες, εξοπλισμοί, κατάλληλοι άνθρωποι. Ο Φέλιξ’μορ βρήκε ξανά δουλειά, και ήρθαν κι άλλοι μάγοι και εξειδικευμένοι εργάτες από άλλες συνοικίες. Απλούς εργάτες οι επιχειρηματίες προσλάμβαναν από την ίδια τη Βαθμιδωτή: ανθρώπους για να οδηγούν οχήματα, να μεταφέρουν πράγματα, να χειρίζονται μηχανήματα, να ακολουθούν εντολές. Η Κορίνα, έτσι, έδωσε δουλειά σε κάμποσους ποδοπατημένους, κάνοντάς τους πλέον να μην είναι ποδοπατημένοι.

Μίλησε σε κάποιους αρχηγούς συμμοριών των αποκάτω, που τις ημέρες κρύβονταν και μόνο τις νύχτες έβγαιναν. Τους καθοδήγησε ώστε να πάνε και να ζητήσουν εργασία από τους ανθρώπους που προσλάμβαναν κόσμο για τις νέες επιχειρήσεις. Οι ποδοπατημένοι την ευχαριστούσαν κάθε φορά για ό,τι έκανε γι’αυτούς αλλά, συγχρόνως, την κοίταζαν με κάποια περιέργεια.

«Γιατί;» τη ρώτησαν επανειλημμένα διάφοροι αρχηγοί συμμοριών, και όχι μόνο.

«Γιατί όχι;» τους απαντούσε η Κορίνα.

«Την πρώτη φορά που σε συναντήσαμε είχαμε σκοπό να σε ληστέψουμε,» της είπε ένας άντρας που ήταν αρχηγός μιας μικρής συμμορίας κλεφτών της νύχτας. «Τι νομίζεις ότι μας χρωστάς;»

«Τίποτα,» αποκρίθηκε η Κορίνα, που είχε βρει δουλειά σε δύο από τα μέλη της συμμορίας του. Δε θα χρειαζόταν πια να είναι κλέφτες. Ήταν εξ ανάγκης κλέφτης, όχι εκ πεποιθήσεως. Ελάχιστοι νυχτοβάτες ήταν παράνομοι εκ πεποιθήσεως.

«Έχουν δίκιο αυτοί που λένε ότι σ’έχει στείλει ο Κρόνος,» είπε ο αρχισυμμορίτης, ατενίζοντάς την με στενεμένα μάτια. Ήταν ένας κοντός, καφετόδερμος άντρας με μπλε μαλλιά, κομμένο αριστερό αφτί, και μια μεγάλη ουλή στην αριστερή μεριά του προσώπου. Μπορεί να ήταν μικρόσωμος μα φαινόταν πολύ σκληροτράχηλος. Ωστόσο, φοβόταν την Κορίνα· την έβλεπε με δέος. Στην πρώτη τους συνάντηση, όταν είχαν πάει να τη ληστέψουν, κάτι – κάτι – τους είχε αποτρέψει. Οι ψυχές όλων τους είχαν γεμίσει τρόμο, και οι σκιές της νύχτας ολόγυρά τους έμοιαζαν να σαλεύουν εφιαλτικά. Και η Κορίνα ήταν σαν να ήξερε ακριβώς γιατί την πλησίαζαν. Γύρισε και τους κοίταξε, υπομειδιώντας, και το βλέμμα της τους τρομοκράτησε ακόμα περισσότερο για κάποιο λόγο. Στο χέρι της ήταν, ξαφνικά, ένα πιστόλι· στο άλλο της χέρι ένα ρολό από χαρτονομίσματα. Πέταξε το ρολό στα πόδια τους, λέγοντάς τους: «Ίσως να σας ξαναδώ.» Και εξαφανίστηκε σαν να ήταν φάντασμα.

Επί του παρόντος, η Κορίνα γέλασε. «Δε μ’έχει στείλει κανένας θεός, Τζακ.»

Ο Τζακ κόμπιασε προς στιγμή. «Ο Αερουργός, όμως… Μου είπε ότι σ’έχει δει κι εκείνος. Προσευχόταν στον Κρόνο και ήρθες!»

«Τον γνωρίζω τον Αερουργό. Αλλά δεν μ’έστειλε εδώ ο Κρόνος. Εκτός αν θέλετε να μ’έχει στείλει.»

Ο Τζακ την ατένισε παραξενεμένος.

Η Κορίνα δεν έδωσε περαιτέρω εξηγήσεις.

Μια άλλη νύχτα, συνάντησε τον Αερουργό για δεύτερη φορά στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας. Καθόταν στην άκρη, σε επικίνδυνο σημείο, με τα πόδια του πάνω απ’το κενό, κι έπαιζε έναν ξύλινο αυλό· η μουσική του ηχούσε σαν εξωπραγματική στους δρόμους από κάτω. Γύπες του Κρόνου κάθονταν ολόγυρά του, ακούγοντας σαν μαγεμένοι.

Έστρεψε το βλέμμα του στην Κορίνα, παύοντας να παίζει.

«Επέστρεψες,» παρατήρησε. «Μου έχουν πει κι άλλοι ότι σ’έχουν δει. Τους έχεις βοηθήσει.»

«Ναι.» Ήταν χειμώνας και είχε χιονίσει· η ταράτσα ήταν κατάλευκη και παγωμένη – ή, μάλλον, όχι τελείως λευκή· το χρώμα του χιονιού στη Βαθμιδωτή ήταν μόνο κατ’ευφημισμόν κατάλευκο: στην πραγματικότητα, είχε γκριζοκίτρινη ή γαλανόμαυρη χροιά, που προερχόταν από την επαφή των νιφάδων με τα βρόμικα νέφη και τους καπνούς που πάντα στροβιλίζονταν πάνω από τη συνοικία. Οι μπότες της Κορίνας άφηναν έντονες πατημασιές πάνω σ’αυτό το «άσπρο» στρώμα. Ο Αερουργός ήταν τυλιγμένος σε μια βαριά κάπα, με την κουκούλα σηκωμένη στο κεφάλι· η γενειάδα του έβγαινε από μέσα της σαν να ήταν κρυσταλλωμένη από το ψύχος.

«Σ’ευχαριστώ,» αποκρίθηκε ο ιερέας του Κρόνου, «εκ μέρους όλων.»

«Θα κάνω κι άλλα για εσάς,» είπε η Κορίνα. «Αλλά πρέπει να είστε έτοιμοι να ταξιδέψετε λίγο.»

«Να ταξιδέψουμε;»

«Ναι. Πες τους το αυτό. Για να το περιμένουν. Εσένα σ’ακούνε.»

«Πόσο μακριά θα ταξιδέψουμε;»

«Όχι πολύ μακριά.»

«Έξω από τη Βαθμιδωτή;»

«Ναι.»

«Πού;»

«Στην Επίστρωτη.»

Ο Αερουργός την κοίταζε σιωπηλά για λίγο, περιμένοντάς τη να δώσει κι άλλες εξηγήσεις. Αλλά η Κορίνα δεν μίλησε· στράφηκε και έφυγε από την ταράτσα. Σύντομα, ο παγερός αέρας είχε κάνει τα ίχνη της πάνω στο χιόνι να εξαφανιστούν – πιο γρήγορα απ’ό,τι θα ήταν φυσικό, νόμιζε ο Αερουργός. Έφερε πάλι τον ξύλινο αυλό του στα χείλη και συνέχισε να παίζει. Το ήξερε πως πολλοί ποδοπατημένοι τον άκουγαν από εδώ και η μουσική του τους έδινε θάρρος μέσα στην παγερή νύχτα: θάρρος για να επιβιώσουν ακόμα μια μέρα, χωρίς χρήματα, χωρίς σπίτι, έρμαια της Ατέρμονης Πολιτείας.

Οι γύπες του Κρόνου αφουγκράζονταν τον ιερέα σαγηνεμένοι.

Μια άλλη νύχτα, η Κορίνα πλησίασε έναν άντρα που κρεμόταν γυμνός από την άκρη μιας πολυκατοικίας. Τα χέρια του πάνω απ’το κεφάλι του, δεμένα με αλυσίδες· το κατάλευκο σώμα του εκτεθειμένο στα άγρια χειμερινά στοιχεία της φύσης· το πέος του ζαρωμένο σαν κουκίδα. Οι Τιμωροί τον είχαν πιάσει να περιφέρεται στους δρόμους λίγο προτού πέσει ο ήλιος, και τον είχαν τιμωρήσει ανάλογα, όπως έκαναν πάντα με τους αποκάτω. Θαύμα ήταν που ακόμα ζούσε, μέσα στο ψύχος. Ούτε οι γύπες του Κρόνου δεν τολμούσαν να ξεμυτίσουν από τις φωλιές τους για να τον πλησιάσουν. Όχι όλοι όσοι θα έβγαιναν μια πιο ζεστή μέρα, τουλάχιστον. Γιατί ήδη κάποιοι φτεροκοπούσαν γύρω του, και ήδη τον είχαν δαγκώσει στους ώμους και στο στήθος, και του είχαν κόψει ένα αφτί. Το αίμα του είχε πήξει αμέσως, από το κρύο.

Η Κορίνα στεκόταν στο μπαλκόνι από το οποίο κρεμόταν ο άντρας, τυλιγμένη στην κάπα της και κουκουλωμένη. Τα πράσινα μάτια της γυάλιζαν μέσ’ από το σκοτάδι. Άπλωσε το γαντοφορεμένο χέρι της και άγγιξε τα χέρια του. Τα δάχτυλά του κινήθηκαν ελάχιστα. Τα κλειστά μάτια του άνοιξαν, στράφηκαν προς τα κάτω. Ένα άναρθρο κρώξιμο βγήκε από τα χείλη του.

Η Κορίνα τού είπε: «Θα σε βοηθήσω, αλλά πρέπει κι εσύ να βοηθήσεις τον εαυτό σου. Εντάξει;»

Ο άντρας κατάφερε να γνέψει καταφατικά.

Η Κορίνα έδεσε μια δική της αλυσίδα σε μια άκρη του μπαλκονιού που τη βόλευε· την έριξε μπρος τα κάτω και την έφερε στα χέρια του άντρα. «Πιάσου από εδώ. Σφιχτά. Τύλιξέ την γύρω απ’τους καρπούς σου.»

Ο άντρας υπάκουσε, τρέμοντας.

Η Κορίνα έβγαλε ένα πιστόλι μέσα από την κάπα της, έφερε την κάννη κοντά στο σημείο όπου ήταν δεμένη (με λουκέτο) η αλυσίδα των Τιμωρών, χαμηλά στο μπαλκόνι, και πάτησε τη σκανδάλη. Το όπλο ήταν θερμικό. Τα παγωμένα μέταλλα θερμάνθηκαν απότομα, αδυνατίζοντας, και η Κορίνα τα έσπασε με το χτύπημα ενός μικρού τσεκουριού. Ο άντρας κρατήθηκε γερά από τη δική της αλυσίδα, κραυγάζοντας.

Η Κορίνα τον άρπαξε από τους καρπούς και τον τράβηξε προς τα πάνω. «Κάνε μια προσπάθεια,» του είπε. «Δε μπορώ να σ’ανεβάσω μόνη μου. Κάνε μια προσπάθεια.»

Μετά από λίγο ο άντρας βρισκόταν στο μπαλκόνι, κουλουριασμένος, ξέπνοος. «Σ’ευχαριστώ…» άρθρωσε.

«Σήκω, έλα μαζί μου.»

Η Κορίνα τού έδωσε μια κάπα κι ένα ζευγάρι μπότες, κι αφού εκείνος τα φόρεσε, τον βοήθησε να σηκωθεί και να φύγουν από το μπαλκόνι κι από εκείνη την πολυκατοικία.

«…Οι Τιμωροί,» ψέλλισε ο άντρας.

«Μη φοβάσαι. Κανείς δε μας είδε.»

«Πάντα παρακολουθούν!»

«Ναι, ήταν όντως μία που παρακολουθούσε. Αλλά κοιμόταν μέσα σ’ένα σοκάκι όταν σε βοήθησα.»

«…Τι;»

Η Κορίνα γέλασε. «Μη ρωτάς πολλά.»

Όταν τον είχε πάει σε μια συμμορία ποδοπατημένων, σ’ένα υπόγειο της Βαθμιδωτής, κι εκείνος καθόταν κοντά σ’ένα αναμμένο μαγκάλι, ντυμένος και τυλιγμένος με κουβέρτα, της είπε ότι το όνομά του ήταν Ράλενταμπ. Και τη ρώτησε γιατί τον είχε σώσει. Δε φοβόταν τους Τιμωρούς;

«Είδα ότι χρειαζόσουν βοήθεια,» αποκρίθηκε μόνο η Κορίνα.

«Μα – οι Τιμωροί! Αν σ’έπιαναν…! Κανείς δεν θα με βοηθούσε όπως εσύ, Κορίνα – κανείς!»

«Εγώ σε βοήθησα.» Ήταν καθισμένη αντίκρυ του, και του πρόσφερε τη μια από τις δύο μεταλλικές κούπες με ζεστό νερό που της είχε μόλις δώσει μια ποδοπατημένη: μια ξανθιά γυναίκα τυλιγμένη με τρύπια κουβέρτα, η οποία φορούσε μισοσκισμένες παντόφλες μέσα σ’αυτό το κρύο.

«Σου χρωστάω τη ζωή μου,» είπε ο Ράλενταμπ. Ήπιε μια γουλιά ζεστό νερό. «Δεν ξέρω τι μπορώ να κάνω για σένα, αλλά… σου χρωστάω τη ζωή μου.»

«Προσπάθησε απλά να μη σε ξαναπιάσουν,» του είπε η Κορίνα. «Γιατί είχες βγει τόσο νωρίς;»

«Ο γιος μου είναι άρρωστος· χρειαζόμουν φάρμακα.»

«Τι φάρμακα;»

Της είπε.

Η Κορίνα έφυγε και, ύστερα από καμια ώρα, επέστρεψε έχοντας μαζί της ένα φιαλίδιο το οποίο έδωσε στον Ράλενταμπ.

«Πού…;» έκανε εκείνος.

«Από μια αποθήκη φαρμάκων που διανυκτερεύει.»

Ο Ράλενταμπ έβηξε μέσα στην κουβέρτα του. «Κορίνα…» είπε μετά. «Οι θεοί σ’έστειλαν;»

Η Κορίνα χαμογέλασε αχνά. «Μπορεί.»

-2-

Μέσα στον χρόνο που ακολούθησε, οι εταιρείες παραγωγής τροφίμων της Βαθμιδωτής μεγάλωσαν και ισχυροποιήθηκαν. Η Νέα Παραγωγή είχε φτιάξει δύο επιπλέον θόλους. Οι τιμές όλων των προϊόντων ήταν πολύ χαμηλότερες από των αντίστοιχων της Επίστρωτης, και οι κάτοικοι της Βαθμιδωτής τα προτιμούσαν. Οι εισαγωγές μειώθηκαν. Μειώθηκαν δραματικά. Εμπορικές συμφωνίες που η Βαθμιδωτή είχε εδώ και πολλά χρόνια με την Επίστρωτη καταργήθηκαν. Είχε αρχίσει να κόβει τα δεσμά της. Και το γεγονός ότι κάποιες εταιρείες της Επίστρωτης προθυμοποιήθηκαν να χαμηλώσουν τις τιμές τους δεν άλλαξε τίποτα· δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν τις ντόπιες εταιρείες.

Οι επιχειρηματίες της Επίστρωτης και ο Οίκος των Αλντ’κάρθοκ ανησύχησαν, και οργίστηκαν. Αυτό που έκανε η Βαθμιδωτή ήταν προδοσία! έλεγαν αναμεταξύ τους. Προδοσία! Διέλυε τις συμφωνίες χρόνων μέσα σε μερικούς μήνες. Τη μία μετά την άλλη, τις καταργούσε. Προδοσία! Και μεγάλο πρόβλημα για την Επίστρωτη· γιατί τώρα εκείνη ήταν εξαρτημένη από τη Βαθμιδωτή, αλλά το αντίστροφο δεν ίσχυε. Η Επίστρωτη δεν έβγαζε παρά ελάχιστους τεχνικούς εξοπλισμούς· όλους τους τεχνικούς εξοπλισμούς της ανέκαθεν τους εισήγε από τη Βαθμιδωτή, και από εκεί εξακολουθούσε να τους εισάγει. Είχαν γίνει εμπορικές συμφωνίες γι’αυτό. Συμφωνίες που δεν μπορούσε να διαλύσει, όπως είχε κάνει η γειτονική συνοικία.

Το παιχνίδι που είχε παίξει η Βαθμιδωτή ήταν βρόμικο. Η Πολιτάρχης Μαρθάλα-Αλντ μίλησε τηλεπικοινωνιακά στον Πολιτάρχη Κίμωνα Χρονομάχο, λέγοντάς του πως αυτό που συνέβαινε δεν ήταν δίκαιο. Το πρόσωπο που έδειχνε η Βαθμιδωτή ήταν εχθρικό. Ο Κίμωνας διαφώνησε:

—Απλώς φροντίζουμε για τους ανθρώπους μας. Είχαν πολλές δυσκολίες με τις τιμές σας, ειδικά τον τελευταίο καιρό.

—Και γιατί δεν με καλούσατε, κύριε Χρονομάχε, για να το συζητήσουμε;

—Σας είχα καλέσει και μου είχατε απαντήσει ότι υπάρχουν οικονομικά προβλήματα.

—Δεν είπα ψέματα. Αλλά θα μπορούσαμε να είχαμε μιλήσει και περισσότερο…

—Δεν ισχυρίζομαι ότι είπατε ψέματα. Όμως η Βαθμιδωτή βρήκε τώρα έναν τρόπο να παράγει τα δικά της τρόφιμα, με πολύ θετικά αποτελέσματα. Γιατί να μην το κάνει;

—Τουλάχιστον θα μπορούσατε να με είχατε προειδοποιήσει!

—Δεν ήταν θέμα της Επίστρωτης…

—Τόσες εμπορικές συμφωνίες ακυρώθηκαν μέσα σε μερικούς μήνες!

—Λυπάμαι, αλλά…

—Δε σας ενδιαφέρει αυτό;

—Δεν είναι θέμα της Βαθμιδωτής, κυρία Μαρθάλα-Αλντ.

—Η Βαθμιδωτή μόνο για τον εαυτό της ενδιαφέρεται τελευταία, κύριε Χρονομάχε!

—Τι περιμένατε να κάνουμε, δηλαδή; Να πεινάσουμε;

Η τηλεπικοινωνιακή συνομιλία τους τελείωσε με οριακό διαπληκτισμό, με τη Μαρθάλα-Αλντ να κατηγορεί τον Κίμωνα Χρονομάχο για πολιτική αδιαφορία, ενώ έκανε και μερικές αόριστες απειλές· και είπε, επίσης, ότι αυτό αποδείκνυε γι’ακόμα μια φορά ότι μόνο οι Παλαιοί Οίκοι (όπως ο δικός της, δηλαδή) ήταν ικανοί να διοικούν σωστά τη Ρελκάμνια· οι Καινοί Οίκοι (όπως οι Χρονομάχοι) ήταν παρείσακτοι.

Ο Κίμωνας ποτέ παλιότερα δεν θυμόταν το κλίμα ανάμεσα σ’εκείνον και τη Μαρθάλα να ήταν τόσο άσχημο. Ούτε και η Μαρθάλα θυμόταν κάτι τέτοιο, αλλά τώρα είχε τους λόγους της για να είναι οργισμένη. Πολύ οργισμένη. Οι καταραμένοι Χρονομάχοι νόμιζαν ότι ξαφνικά είχαν γίνει κυρίαρχοι της περιοχής! Νόμιζαν ότι μπορούσαν να κάνουν ό,τι ήθελαν, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις! Διαταράσσοντας μια ολόκληρη οικονομία κατά βούληση!

Κάποιος έπρεπε να τους βάλει στη θέση τους, σκεφτόταν η Μαρθάλα-Αλντ. Δε θ’άφηνε τη συνοικία της να κατρακυλήσει οικονομικά. Ένα πολύ μεγάλο μέρος των εσόδων της Επίστρωτης ερχόταν μέσω των εξαγωγών προς τη Βαθμιδωτή. Ο Χρονομάχος διέλυσε το μισό μας εμπόριο, με τις δραστηριότητές του! Δεν έπρεπε ποτέ να είχε επιτρέψει να γίνουν μονάδες παραγωγής τροφίμων μέσα στη Βαθμιδωτή. Η δουλειά της Βαθμιδωτής δεν είναι να παράγει τρόφιμα. Από τότε που η Μαρθάλα θυμόταν, η Επίστρωτη έβγαζε τα τρόφιμα που κατανάλωνε η Βαθμιδωτή. Ήταν μια αμοιβαία σχέση ανταλλαγής. Μια οικονομική ισορροπία.

Την οποία ο Κίμωνας είχε τολμήσει να χαλάσει.

Οι κατάσκοποι της Μαρθάλα-Αλντ και των μεγάλων επιχειρηματιών της Επίστρωτης, που είχαν μπει κρυφά στη Βαθμιδωτή, ανέφεραν ότι, σύμφωνα με τις ανακαλύψεις τους, κάποια γυναίκα με το όνομα Κορίνα Ριλτάκω υποβοηθούσε στη δημιουργία μονάδων παραγωγής τροφίμων. Αυτή ήταν, μάλιστα, που είχε βοηθήσει να γίνει η πρώτη τέτοια εταιρεία, η Νέα Παραγωγή. Ποτέ δεν εμφανιζόταν στα μέσα μαζικής πληροφόρησης, ωστόσο. Δρούσε πάντα αθέατη από το ευρύ κοινό· μιλούσε μόνο με τους επιχειρηματίες και τον Πολιτάρχη.

Η Μαρθάλα-Αλντ σκέφτηκε ότι έπρεπε να είχε σταματήσει αυτή την Κορίνα Ριλτάκω από πιο νωρίς. Τώρα πλέον ήταν αργά. Τώρα οι μονάδες παραγωγής τροφίμων είχαν ξεκινήσει, και πιθανώς να δημιουργούνταν κι άλλες σύντομα.

Ακόμα κι έτσι, όμως, η Μαρθάλα-Αλντ θα φρόντιζε να πάρουν το μάθημά τους οι επιχειρηματίες της Βαθμιδωτής και ο Κίμωνας Χρονομάχος! Νόμιζαν ότι η Επίστρωτη ήταν αδύναμη, επειδή δεν παρήγε τεχνικούς εξοπλισμούς και όπλα όπως η Βαθμιδωτή; Γελιόνταν!

-3-

Δεν υπάρχει τίποτα αποκομμένο στη Ρελκάμνια. Τα πάντα συνδέονται με τρόπους περισσότερο ή λιγότερο ορατούς. Ή ακόμα και, τελείως αόρατους. Τα πράγματα είναι έτσι όπως είναι επειδή υπάρχουν ισορροπίες. Όταν κάτι αλλάξει, έχεις μετακινήσεις μεταβολές.

Είναι ένα τεράστιο οικοδόμημα ολόκληρη η Ρελκάμνια. Αν τραβήξεις έναν σωλήνα από δω, μια πέτρα από κει, αν γκρεμίσεις έναν τοίχο, αν ανοίξεις μια πόρτα, οι αλλαγές που κάνεις δεν σταματούν σ’αυτό το σημείο. Το οικοδόμημα σαλεύει σαν ζωντανός οργανισμός. Κινείται. Γκρεμίζεις έναν τοίχο και ως συνέπεια, πέφτει κι ένα ταβάνι· χτίζεις μια πόρτα, την κάνεις τοίχο και μετά χάνεται η πρόσβαση προς συγκεκριμένα δωμάτια· κόβεις ένα καλώδιο και διαταράσσεται το κύκλωμα. Οι μεταβολές συνεχίζονται και ύστερα από τη δική σου πρώτη κίνηση.

Η μία μεταβολή ακολουθεί την άλλη, ώσπου το οικοδόμημα να έρθει ξανά σε ισορροπία. Αλλά μπορεί αυτή να είναι μια ισορροπία πολύ διαφορετική. Και συνήθως, είναι. έτσι είναι. είναι.

-4-

Αρχές του επόμενου χειμώνα.

Η Κορίνα είχε βγει νύχτα από το διαμέρισμά της, βαδίζοντας στους δρόμους της Βαθμιδωτής ντυμένη με την καπαρντίνα της και το μικρό της καπέλο. Τα χέρια της ήταν θηκαρωμένα μέσα σε δερμάτινα κροσσωτά γάντια. Φαινόταν να κάνει απλά μια βόλτα. Πράγμα παράξενο. Ελάχιστοι έκαναν «απλά μια βόλτα» τις νύχτες στη Βαθμιδωτή. Μονάχα οι νυχτοβάτες τριγύριζαν τώρα, και όσοι, φυσικά, είχαν συγκεκριμένες νυχτερινές δουλειές.

Κλέφτες κοίταζαν την Κορίνα από γωνίες κι από σκοτάδια. Κανείς, για κάποιο λόγο, δεν τολμούσε να την πλησιάσει. Κάτι στο βάδισμά της, ίσως…

Αλλά ένα τετράκυκλο όχημα την ακολουθούσε από απόσταση. Με σβηστά φώτα. Και δεν ανήκε στους κατασκόπους της Ιωάννας. Αυτοί δεν παρακολουθούσαν την Κορίνα πλέον· ο Πολιτάρχης την εμπιστευόταν, αν και η Ιωάννα συνέχιζε να κάνει παρέα μαζί της και να προσπαθεί να την… αποκωδικοποιήσει. Η Κορίνα ήταν ένα αίνιγμα για την Ιωάννα.

Τώρα, η Κορίνα έστριψε σ’έναν δρόμο που ήταν πολύ καλά φωτισμένος, βαδίζοντας προς μια πλατεία της Βαθμιδωτής όπου σύχναζαν έμποροι ναρκωτικών οι οποίοι εκμεταλλεύονταν με τρόπους αισχρούς τους αποκάτω.

Το όχημα δεν έπαψε να την παρακολουθεί. Οι μεταλλικοί του τροχοί κινούνταν αργά πάνω στο οδόστρωμα.

Η Κορίνα έστριψε πάλι, απρόσμενα, αλλάζοντας πορεία. Πήγε προς τη σκάλα που οδηγούσε σε μια σήραγγα. Κατέβηκε τα σκαλοπάτια δίχως καθυστέρηση. Το όχημα περίμενε λίγο και, μετά, την ακολούθησε, όχι από τη σκάλα φυσικά αλλά από το κεκλιμένο επίπεδο δίπλα στη σκάλα.

Η σήραγγα ήταν μετρίου μεγέθους (μεγάλα φορτηγά δεν χωρούσαν) και πολύ άσχημα φωτισμένη. Ελάχιστες ασθενικές λάμπες βρίσκονταν από δω κι από κει, αφήνοντας πολλά κατασκότεινα σημεία ανάμεσά τους.

Τα βήματα της Κορίνας αντηχούσαν μες στη σήραγγα: τακ τακ τακ τακ. Σταθερά. Η μορφή της έμπαινε κι έβγαινε από τα σκοτεινά σημεία.

Το τετράκυκλο όχημα την πλησίασε γρήγορα καθώς εκείνη βρισκόταν σ’ένα φωτισμένο μέρος. Κανένας άλλος δεν ήταν κοντά· ή, τουλάχιστον, κανένας δεν φαινόταν. Μια πόρτα του οχήματος άνοιξε ξαφνικά – χέρια άρπαξαν την Κορίνα και την τράβηξαν στο πίσω κάθισμα. Η πόρτα έκλεισε και το τροχοφόρο έτρεξε τώρα μέσα στη σήραγγα, πηγαίνοντας προς μια από τις εξόδους της.

Ο άντρας που είχε αρπάξει την Κορίνα τής είπε: «Μην κάνεις φασαρία, για το καλό σου,» και προσπάθησε να περάσει ένα ζευγάρι χειροπέδες στους καρπούς της καθώς την είχε στην αγκαλιά του–

Το κεφάλι της κινήθηκε απότομα, χτυπώντας τον στη μύτη, τινάζοντας αίμα. Το ένα της χέρι τον γράπωσε κάτω από τη ζώνη, συνθλίβοντας. Ο άντρας ούρλιαξε.

Ένας άλλος γύρισε από το μπροστινό κάθισμα, βάζοντας την πλατιά λεπίδα ενός ξιφιδίου στο λαιμό της Κορίνας. «Τι θέλεις, καριόλα;» γρύλισε. «Να πεθάνεις;» Το όχημα ήταν γεμάτο από οπλισμένους ανθρώπους· δεν ήταν εδώ μόνο αυτός που την είχε αρπάξει και η οδηγός.

«Να έρθω μαζί σας θέλω,» αποκρίθηκε ψύχραιμα η Κορίνα· και είχαν όλοι τους μια τελείως παράξενη αίσθηση: ότι τα πάντα ήταν σκηνικό και η Κορίνα ήταν η πιο καλοπληρωμένη ηθοποιός εδώ πέρα, η πρωταγωνίστρια. Η αίσθηση αυτή τούς τράνταξε, σαν να ήταν κάτι που προσπαθούσε να υπονομεύσει την ίδια τους την πραγματικότητα.

«Αλλά,» πρόσθεσε η Κορίνα, «χωρίς να είμαι δεμένη. Δεν χρειάζεται.» Η λεπίδα εξακολουθούσε να βρίσκεται στον λαιμό της.

«Το παίζεις ήρεμη…» είπε ο άντρας με το ξιφίδιο, ξεροκαταπίνοντας. «Για να μας ξεγλιστρήσεις.»

Η Κορίνα γέλασε, και το γέλιο της δεν έμοιαζε ψεύτικο. «Αν δεν ήθελα να έρθω μαζί σας, δεν θα ήμουν τώρα εδώ. Είπα ότι θα έρθω, και θα έρθω.»

«Ήξερες για εμάς;» τη ρώτησε ο δεύτερος άντρας που καθόταν στο πίσω κάθισμα, ο οποίος είχε τραβήξει ένα πιστόλι αλλά δεν το είχε στρέψει ακόμα προς το μέρος της. Φαινόταν ενεργειακό, όχι θανατηφόρο.

«Το κατάλαβα ότι με ακολουθούσατε. Ποιος θέλει να μου μιλήσει;»

Για λίγο, όλοι τους ήταν σιωπηλοί. Μετά, ο άντρας που καθόταν μπροστά πήρε τη λεπίδα του από τον λαιμό της, και είπε: «Στην Επίστρωτη πηγαίνουμε,» περιμένοντας να τη δει ξαφνιασμένη.

«Με ζητά η κυρία Μαρθάλα-Αλντ;»

Ο αιφνιδιασμός ήταν έκδηλος στα πρόσωπά τους.

«Ποιος άλλος θα έστελνε μισθοφόρους από την Επίστρωτη για να με απαγάγουν;» είπε η Κορίνα. «Δεν έχω πρόβλημα,» δήλωσε. «Θα έρθω. Θέλω κι εγώ να μιλήσω με την κυρία σας. Θα μπορούσα να καπνίσω μέχρι να φτάσουμε;»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ-ΕΚΤΟ
Η Φιλοξενούμενη

-1-

Την έλεγαν το στοιχειό: όχι με κολακευτικό τρόπο – όχι για να δείξουν την πονηριά, την επιτηδειότητα, ή την καπατσοσύνη της – αλλά επειδή θεωρούσαν ότι η όψη της ήταν παράξενη. Κανείς δεν την είχε ποτέ αποκαλέσει άσχημη – όχι μπροστά της, τουλάχιστον – αλλά όλοι την κοίταζαν περίεργα. Από μικρή, το πρόσωπό της ήταν λίγο πιο μακρύ απ’ό,τι θα έπρεπε, λίγο πιο γωνιώδες απ’ό,τι θα έπρεπε· τ’αφτιά της ήταν λίγο πιο πεταχτά, τα μάτια της λίγο πιο σκιστά, τα δόντια της λίγο πιο μεγάλα. Ούτε η ίδια δεν μπορούσε να το αρνηθεί. Το έβλεπε στον καθρέφτη.

Τους μισούσε όλους όσους την κοίταζαν περίεργα επειδή τη θεωρούσαν περίεργη. Αλλά συμφωνούσε μαζί τους. Το πρόσωπό της ήταν, αναμφίβολα, αλλόκοτο. Γιατί οι θεοί την είχαν κάνει έτσι; Είχε η μάνα της προσβάλει κάπως την Υστρίδα προτού συνευρεθεί με τον πατέρα της εκείνη τη φορά;

Η Μαρθάλα ήταν το στοιχειό του Οίκου των Αλντ’κάρθοκ. Όταν ήταν μικρή, προσπαθούσε να συμβιβαστεί με αυτό. Όταν μεγάλωσε, άρχισε να της αρέσει. Τους ενοχλούσε όλους, τους έμπαινε στο μάτι, ακριβώς όπως όφειλε να κάνει ένα στοιχειό της Ατέρμονης Πολιτείας.

Ο Οίκος της ήταν παλιός και μεγάλος. Ανέκαθεν διοικούσαν την Επίστρωτη. Ακόμα κι όταν η Ρελκάμνια βρισκόταν υπό την κυριαρχία της Παντοκράτειρας, οι Αλντ’κάρθοκ είχαν μεγάλη επιρροή εδώ· οι πράκτορές της συνεργάζονταν μαζί τους. Και η Μαρθάλα, για ένα μικρό χρονικό διάστημα, είχε γίνει κι εκείνη πράκτορας της Παντοκράτειρας – και της άρεσε – αν και μάλλον πληροφοριοδότρια περισσότερο ήταν. Απλά μάθαινε πράγματα και τα μετέφερε· δεν έκανε τίποτα το πιο επικίνδυνο.

Με τα χρόνια είχε αποκτήσει μεγάλη πολιτική δύναμη μέσα στον Οίκο των Αλντ’κάρθοκ, καθώς ανακατευόταν στα πάντα. Δεν εξέπληξε κανέναν που το στοιχειό της οικογένειας εξελέγη τελικά ως Πολιτάρχης· και, παρότι πολλοί την αντιπαθούσαν, ελάχιστοι αμφέβαλλαν ότι θα έκανε καλά τη δουλειά της.

-2-

Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός κουδούνιζε μέσα στη νύχτα, επάνω στο κομοδίνο.

«Για όνομα του Κρόνου!» μούγκρισε ο άντρας της, γυρίζοντας κάτω απ’την κουβέρτα του. «Ποιος είναι, τέτοια ώρα;»

Η Μαρθάλα-Αλντ ξεπρόβαλε μέσα από την άλλη κουβέρτα. «Κοιμήσου· δεν είναι για σένα.»

«Δεν περίμενα να είναι…»

Η Μαρθάλα άπλωσε το χέρι της, έπιασε τον πομπό από το κομοδίνο, και τον έφερε στ’αφτί της, παραμερίζοντας τα μακριά μαλλιά της που είχε βαμμένα ξανθά τούτες τις ημέρες.

«Μάλιστα;»

«Κυρία Μαρθάλα-Αλντ;»

«Ναι…»

«Ο Νικόδωρος είμαι. Συγνώμη που καλώ μες στη νύχτα, αλλά έχουμε μαζί μας αυτή που θέλετε. Τη φέρνουμε. Σε κανένα τρίωρο πρέπει να είμαστε εκεί.»

«Θα σας περιμένω.»

Η Μαρθάλα έκλεισε τον πομπό και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Άρχισε να ετοιμάζεται.

«Ποιος ήταν;» ρώτησε ο Ροντ. «Έχεις δουλειές τέτοια ώρα;»

«Μην απασχολείσαι· κοιμήσου.» Η Μαρθάλα είχε ανάψει το φως μπροστά από τον καθρέφτη της και βαφόταν πρόχειρα.

«Μα, τέτοια ώρα;»

Όλο παράπονα ήταν ο Ροντ! είχε παρατηρήσει επανειλημμένως η Μαρθάλα. Και γιατί γκρίνιαζε; Τι πρόβλημα είχε; Δεν την είχε παντρευτεί από αγάπη· την είχε παντρευτεί για την πολιτική επιρροή της, και επειδή ήθελε να μπει στον Οίκο των Αλντ’κάρθοκ. Κανονικά δεν θα έπρεπε να γκρινιάζει καθόλου. Ό,τι είχε κερδίσει ήταν πολύ περισσότερο απ’ό,τι του άξιζε.

Η Μαρθάλα δεν του απάντησε και, μέσα απ’τον καθρέφτη, τον είδε να γυρίζει πάλι πλευρό, ανασαλεύοντας τις κουβέρτες.

-3-

Αυτό που ονομάζουν συνήθως «αγάπη» είναι ή μια ευχάριστη αυταπάτη ή φυσική έλξη. Η αυταπάτη τούς κάνει να αισθάνονται καλύτερα, να μπορούν να αντέξουν περισσότερο σε συνθήκες που αλλιώς θα τους είχαν τσακίσει, ή να γιορτάζουν χωρίς να υφίσταται αληθινός λόγος για γιορτή. Και η φυσική έλξη, εύκολα συγχέεται με «αγάπη», ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι παρά η εξάσκηση μιας σωματικής ορμής.

Η άλλου είδους αγάπη απαντάται μόνο στα μυθιστορήματα και στα κινηματογραφικά έργα. Είναι μια φαντασίωση. Κι επειδή θα ήθελες να ήταν πραγματικότητα, πέφτεις στην αυταπάτη.

Στη Ρελκάμνια εκείνοι που έχουν αυταπάτες, σύντομα καταστρέφονται. Όταν δεν πατάς σε στέρεο έδαφος, βουλιάζεις. Κι εκείνοι που δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τι είναι φυσική έλξη και τι όχι, καταδικάζουν τον εαυτό τους σε μια ζωή ανοησίας.

-4-

Η πορφυρόδερμη, ξανθομάλλα γυναίκα που καθόταν στο μικρό σαλόνι έκανε, αμέσως, πολύ έντονη εντύπωση στο μυαλό της Μαρθάλα-Αλντ. Είχε τα πόδια της σταυρωμένα στο γόνατο και κάπνιζε ένα τσιγάρο, καθώς ακουμπούσε την πλάτη της αναπαυτικά στον παλιό καναπέ· και ήταν… ήταν σαν μόνο αυτή να ήταν αληθινή. Σαν όλα τ’άλλα γύρω της να αποτελούσαν μέρος κάποιου ζωγραφικού πίνακα. Ή θεατρικού σκηνικού.

Η Μαρθάλα αισθάνθηκε ξαφνικά έναν τρόμο βαθιά στην ψυχή της – ότι κι εκείνη δεν ήταν παρά ένα τμήμα αυτού του σκηνικού, ότι ήταν ψεύτικη… Πάγωσε προς στιγμή.

Και θυμήθηκε τα λόγια των πρακτόρων της, πριν από μερικά λεπτά. «Είναι περίεργη, κυρία,» της είχε πει ο Νικόδωρος. «Να την προσέχετε. Είναι σαν… σαν να ήξερε ότι θα ερχόμασταν για να την απαγάγουμε.»

«Τι εννοείς;» τον ρώτησε η Μαρθάλα-Αλντ.

«Μας είπε ότι ήθελε να έρθει μαζί μας. Έκανε φασαρία για να μην της δέσουμε τα χέρια. Αλλά ήρθε πρόθυμα. Και μάντεψε εξαρχής ότι εσείς μας είχατε στείλει–»

«Τι!»

«Ναι, κυρία Μαρθάλα-Αλντ, το μάντεψε. Είναι πολύ παράξενη. Ή, κάπως, είχε κάποια πληροφόρηση. Πάντως… νομίζω πως λέει αλήθεια ότι ήθελε να έρθει.»

Η Μαρθάλα-Αλντ ατένιζε τώρα την Κορίνα από το κατώφλι του μικρού σαλονιού, και η Κορίνα έστρεψε το βλέμμα της στην αριστοκράτισσα που ο Οίκος της την ονόμαζε το στοιχειό – μια γυναίκα με λευκό-ροζ δέρμα και μακριά ξανθά μαλλιά, καλοχτενισμένα και γυαλιστερά, ντυμένη με πράσινο, σφιχτοδεμένο φόρεμα, κι έχοντας πάρα πολλά δαχτυλίδια στο αριστερό χέρι.

Η Κορίνα χαμογέλασε αχνά. «Καλησπέρα, κυρία Μαρθάλα-Αλντ.» Σηκώθηκε από τον καναπέ.

Η Μαρθάλα μπήκε στο σαλόνι, βηματίζοντας προσεχτικά. «Καλησπέρα…» είπε, προσπαθώντας να καταλάβει τι ακριβώς ήταν που την παραξένευε στην εμφάνιση αυτής της γυναίκας. Δεν ήταν ούτε ιδιαίτερα άσχημη, ούτε ιδιαίτερα όμορφη, ούτε είχε κάποια αξιοσημείωτη ιδιομορφία στην όψη της. Κάτι – κάτι – όμως, συνέβαινε!

«Μπορώ να μαντέψω για τι θέλετε να μου μιλήσετε,» είπε η Κορίνα, «αν και αντιλαμβάνομαι ότι η ώρα είναι περασμένη–»

«Περασμένη;» τη διέκοψε η Μαρθάλα. «Υποτίθεται πως αυτή είναι απαγωγή. Η δική σου απαγωγή.»

Η Κορίνα γέλασε χαριτωμένα, κι έσβησε το τσιγάρο της στο τασάκι πάνω στο τραπέζι. «Απαγωγή είναι,» είπε, «δεν το αμφιβάλλω.»

«Οι πράκτορές μου έχουν διαφορετική εντύπωση.»

«Δηλαδή;»

«Τους είπες ότι τους περίμενες!»

Η Κορίνα ανασήκωσε τους ώμους της. Φορούσε μια μακριά μαύρη τουνίκα με γούνα, και σκούρο γκρίζο παντελόνι. Στα πόδια της ήταν ένα ζευγάρι ψηλές καφετιές μπότες. «Είχα καταλάβει ότι με παρακολουθούσαν, εδώ και μέρες.»

Τι αδέξιοι μαλάκες! σκέφτηκε η Μαρθάλα-Αλντ. Τους είχε για καλύτερους! Δε μπορούσαν να κρυφτούν αποτελεσματικά από μια… μια…; Ή μήπως κάποιο δίκτυο υποστήριζε την Κορίνα; «Οι κατάσκοποι του Χρονομάχου τούς εντόπισαν;»

«Δε νομίζω,» αποκρίθηκε η Κορίνα, αδιάφορα.

Η Μαρθάλα-Αλντ συνοφρυώθηκε. «Μόνη σου τους εντόπισες;» Η φωνή της πλησίαζε να είναι τσυριχτή.

«Ναι.» Η Κορίνα κάθισε πάλι στον καναπέ. «Κάθισε, μη στέκεσαι.»

Η Μαρθάλα φουρκίστηκε. Της έκανε πλάκα αυτή η γυναίκα!; Μέσα στο ίδιο της το σπίτι! Τη χλεύαζε; Τολμούσε;

Περίμενε ότι η Κορίνα θα ήταν τρομοκρατημένη όταν την έφερναν εδώ, όχι… όχι έτσι! Αυτή έμοιαζε να φέρεται σαν η Μαρθάλα να ήταν φιλοξενούμενη κι εκείνη η οικοδέσποινα!

«Δεν πρόκειται να σ’αφήσω να φύγεις από εδώ,» δήλωσε η Μαρθάλα-Αλντ, αγριοκοιτάζοντάς την, θέλοντας απεγνωσμένα να την τρομάξει – να της δείξει ποια ήταν η κυρά σ’ετούτο το σπίτι.

«Το φανταζόμουν,» αποκρίθηκε η Κορίνα, ήρεμα, σαν να συζητούσαν για κάποια τελευταία μόδα. «Αλλά κάθισε. Είμαι βέβαιη ότι έχουμε πολλά να πούμε.»

Η Μαρθάλα-Αλντ είχε μια δυνατή παρόρμηση να την πλησιάσει απότομα και να τη χαστουκίσει. Αλλά, αντί γι’αυτό, την πλησίασε και κάθισε δίπλα της στον καναπέ. «Ακόμα νομίζεις ότι κάποιος σού κάνει πλάκα, ε;» είπε, άγρια.

«Γιατί να το νομίζω αυτό; Δεν είναι αστείο όταν μια ομάδα μπράβοι σ’αρπάζουν μες στη νύχτα και σε μεταφέρουν σ’άλλη συνοικία.»

«Αφού το ήξερες ότι σε παρακολουθούσαν, γιατί δεν… πήρες κάποια μέτρα;» ρώτησε η Μαρθάλα-Αλντ. Ήταν βέβαιη πως η Κορίνα έλεγε ψέματα για να τους φρικάρει όλους. Αλλά νόμιζε ότι με τέτοια ψυχολογικά κόλπα θα κατάφερνε να φύγει; Γελιόταν!

«Υπέθετα ότι εσύ θα τους είχε στείλει, και η αλήθεια ήταν ότι είχα κι εγώ υπόψη μου να σου μιλήσω. Δεν ήξερα, μέχρι στιγμής, πώς να σε προσεγγίσω. Αλλά έλεγα ότι πιθανώς εσύ να με… προσέγγιζες πρώτη.»

«Γιατί;»

«Τι άλλος λόγος μπορεί να υπάρχει, Μαρθάλα; Επειδή έμαθες ότι έχω βοηθήσει τους επιχειρηματίες της Βαθμιδωτής να φτιάξουν μονάδες παραγωγής τροφίμων – πράγμα που αποτελεί πλήγμα για την οικονομία της δικής σου συνοικίας.»

«Γιατί, όμως, εσύ να θέλεις να έρθεις εδώ;» ρώτησε η Μαρθάλα-Αλντ.

«Στη Βαθμιδωτή πρόσφερα όσα μπορούσα να προσφέρω. Ίσως τώρα εσείς, στην Επίστρωτη, να χρειάζεστε τη βοήθειά μου–»

Η Μαρθάλα γέλασε χλευαστικά. «Τι εννοείς; Νομίζεις ότι έχουμε να μάθουμε τίποτα από εσένα; Τόσες βιομηχανίες παραγωγής τροφίμων έχουμε–»

«Δεν είπα ότι με χρειάζεστε για να φτιάξετε τρόφιμα. Με χρειάζεστε για να ξεκινήσετε την παραγωγή άλλων ειδών. Τεχνικών ειδών.»

Η Μαρθάλα-Αλντ συνοφρυώθηκε. Εκείνη είχε απαγάγει την Κορίνα, ή η Κορίνα είχε απαγάγει εκείνη; Τι συνέβαινε εδώ; «Τι τεχνικών ειδών;»

«Σαν αυτά που φτιάχνει η Βαθμιδωτή.»

«Η Επίστρωτη δεν ειδικεύεται σε τέτοια προϊόντα.»

«Η Επίστρωτη είναι φοβερά μονομερής στην παραγωγή της. Πράγμα που θα μπορούσε ν’αλλάξει. Ειδικά τώρα, με την άσχημη συμπεριφορά της Βαθμιδωτής προς εσάς, αυτό ίσως μάλιστα να είναι απαραίτητο. Θέλεις, Μαρθάλα, η συνοικία σου να χρειάζεται τη Βαθμιδωτή χωρίς η Βαθμιδωτή να χρειάζεται τη συνοικία σου; Η Βαθμιδωτή πολύ σύντομα θα σας ελέγχει, αν δεν κάνετε κάτι.»

«Συγνώμη,» είπε η Μαρθάλα-Αλντ οργισμένα, «αλλά εσύ είσαι με τη Βαθμιδωτή, ή κάνω λάθος;»

«Με τη Βαθμιδωτή; Τι σημαίνει αυτό; Μια σύμβουλος επιχειρήσεων είμαι, Μαρθάλα. Οικονομολόγος. Αν πληρωθώ για να σας βοηθήσω, θα σας βοηθήσω–»

«Και τι σε κάνει να νομίζεις ότι χρειαζόμαστε τη βοήθειά σου;»

«Το γεγονός ότι δεν μπορείτε να φτιάξετε ούτε έναν τροχό για τα φορτηγά σας.» Υπήρχε ένα χλευαστικό μειδίαμα στα μικρά, βαμμένα μαύρα χείλη της Κορίνας, ή ήταν απλώς η ιδέα της Μαρθάλα;

Δεν ήταν η ιδέα της! Η καταραμένη είχε το θράσος να ειρωνεύεται! «Και θα μας μάθεις εσύ;»

«Θα φροντίσω να γίνει η αρχή, αν συμφωνείς.»

Η Μαρθάλα-Αλτ ήταν μπερδεμένη. Είχε φέρει εδώ την Κορίνα χωρίς κανέναν συγκεκριμένο σκοπό. Την είχε απαγάγει για να εκδικηθεί τον Κίμωνα Χρονομάχο, για να τρομάξει τους επιχειρηματίες της Βαθμιδωτής. Κι αυτό δεν ήταν παρά το ξεκίνημα του σχεδίου εκδίκησης που είχε κατά νου.

Τι είχε, όμως, συμβεί ξαφνικά; Τι είχε αλλάξει; Τι γινόταν μ’αυτή την Κορίνα;

«Νομίζεις ότι είμαι ηλίθια και θα σε εμπιστευτώ;»

«Αντιθέτως,» αποκρίθηκε η Κορίνα, «πιστεύω πως είσαι πολύ έξυπνη και πολύ ικανή πολιτικός.»

«Γιατί, τότε, να εμπιστευτώ εσένα, που δουλεύεις για τους ανθρώπους που πρόδωσαν τη συνοικία μου;»

«Γιατί δεν είμαι μία απ’αυτούς, Μαρθάλα. Απλώς έκανα κάποιες δουλειές εκεί, για χρηματικό όφελος.» Ανασήκωσε τους ώμους. «Συγκέντρωσα αρκετά λεφτά, ομολογουμένως. Θα μπορούσα να είχα μαζέψει περισσότερα, αλλά δεν πειράζει· αυτά μού φτάνουν.

»Και τώρα, αν θέλεις, μπορώ να δουλέψω για σένα. Μπορώ να βοηθήσω την Επίστρωτη να αποκτήσει τεχνική βιομηχανία. Πολύ σύντομα δεν θα έχετε ανάγκη τη Βαθμιδωτή. Και δεν θα ήταν αυτή η τέλεια απάντηση σε ό,τι έκανε ο Χρονομάχος;»

Σίγουρα θα ήταν! σκέφτηκε η Μαρθάλα-Αλντ. Αλλά δεν πίστευε ότι η Επίστρωτη μπορούσε να παράγει τα προϊόντα που παρήγε η Βαθμιδωτή.

Επιπλέον, ακόμα δεν εμπιστευόταν την Κορίνα.

«Τόσο εύκολα προδίδεις τον προηγούμενο σου αφέντη;»

Το πράσινο βλέμμα της Κορίνας έγινε άγριο για πρώτη φορά από την αρχή της κουβέντας τους, και η Μαρθάλα αληθινά αισθάνθηκε να τρομάζει. Αλλά ήταν βέβαιη πως στο πρόσωπό της δεν φάνηκε τίποτα.

«Δεν έχω ‘αφέντες’,» είπε η Κορίνα. «Συνεργάτες μόνο.»

«Και θέλεις τώρα να συνεργαστείς μαζί μου;»

«Ναι.»

«Γιατί;»

«Θα πληρωθώ, δεν θα πληρωθώ;»

Η Μαρθάλα-Αλντ ένιωθε προβληματισμένη. Αυτή η συνάντηση δεν ήταν καθόλου εκείνο που περίμενε. Εκείνο που περίμενε ήταν ότι θα συναντούσε την Κορίνα τρομοκρατημένη, να κλαίει και να την παρακαλεί να την αφήσει να φύγει. Περίμενε, επίσης, ότι η Κορίνα μπορεί να αποκάλυπτε και κάποια μυστικά του Χρονομάχου που πιθανώς να φαίνονταν χρήσιμα στη Μαρθάλα.

Τίποτα από αυτά δεν είχε συμβεί.

Τα νεύρα της Πολιτάρχη ήταν τσιτωμένα. «Πρέπει να το σκεφτώ,» είπε. «Κι εν τω μεταξύ δεν πρόκειται να φύγεις από εδώ.»

«Εντάξει,» αποκρίθηκε η Κορίνα. Κανένας φόβος στο πρόσωπό της.

Η Μαρθάλα-Αλντ ήταν σαστισμένη. Τι σκατά είναι αυτή η γυναίκα; αναρωτήθηκε. Τόσο… συνηθισμένο τής φαίνεται να την απαγάγουν; Της είχε, μήπως, ξανασυμβεί;

«Από πού είσαι, Κορίνα; Πώς κατέληξες στη Βαθμιδωτή;»

«Από τη Β’ Ανωρίγια Συνοικία είναι η καταγωγή μου.»

«Τόσο μακριά; Πάνω από τον Ριγοπόταμο; Στις βόρειες όχθες του;»

«Ναι.»

«Και τι κάνεις εδώ;»

«Έχω δουλέψει για διάφορες επιχειρήσεις στη ζωή μου, Μαρθάλα. Απλώς ήθελα να κάνω κάτι καινούργιο. Να ξεκινήσω κάτι από το μηδέν. Και σκέφτηκα ότι κάποιοι άνθρωποι στη Βαθμιδωτή ίσως να ενδιαφέρονταν να φτιάξουν μονάδες παραγωγής τροφίμων. Είχα δίκιο, τελικά.»

Η Μαρθάλα-Αλντ συνοφρυώθηκε. «Θα μπορούσες, δηλαδή, να είχες έρθει κι εδώ, σ’εμάς;»

«Μου είχε περάσει απ’το μυαλό. Αλλά η περίπτωσή σας είναι λιγάκι πιο δύσκολη.»

«Πιο δύσκολη;»

«Τεχνικά είδη και τα λοιπά… Καταλαβαίνεις.»

«Είσαι ειδικευμένη στα τρόφιμα;»

«Πουθενά δεν είμαι ‘ειδικευμένη’. Μπορώ να σας βοηθήσω να στήσετε ό,τι επιχείρηση θέλετε. Έχω διασυνδέσεις και γνωστούς που θα φέρω εδώ για να σας δείξουν πράγματα και να συνεργαστούν μαζί σας. Μην έχεις την παραμικρή αμφιβολία ότι θα είναι οι κατάλληλοι άνθρωποι, Μαρθάλα, ακριβώς αυτοί που θα χρειάζεστε.»

Η Μαρθάλα-Αλντ μόρφασε συλλογισμένα. «Όπως σου είπα, πρέπει να το σκεφτώ.»

Η Κορίνα ένευσε. «Θέλω να συμφωνήσουμε σε κάτι, όμως.»

Η Μαρθάλα ύψωσε ένα φρύδι, ερωτηματικά.

«Από τη στιγμή που θα αποφασίσεις να συνεργαστούμε, δεν είμαι αιχμάλωτή σου. Είμαστε σύμμαχοι. Καλώς;»

«Φυσικά,» αποκρίθηκε η Πολιτάρχης της Επίστρωτης. Αλλά μη νομίζεις ότι δεν θα σε παρακολουθώ πολύ στενά. Ήθελε να βεβαιωθεί ότι η Κορίνα δεν θα προσπαθούσε κάπως να σαμποτάρει την Επίστρωτη.

-5-

Η εμπιστοσύνη επιτυγχάνεται αποκτιέται μόνο με έναν τρόπο: Δείξε στον άλλο ότι έχει πολλά πράγματα να κερδίσει από εσένα, ότι από εσένα επωφελείται κάπως. Όσο περισσότερα οφέλη έχει, τόσο περισσότερο θα σε εμπιστεύεται.

Αυτοί που εμπιστεύονται λόγω πρόσκαιρων φευγαλέων εντυπώσεων είναι ανόητοι και σύντομα πέφτουν σε κάποιο πολύ μεγάλο λάθος.

-6-

Φεύγοντας από το μικρό σαλόνι κι αφήνοντας την Κορίνα εκεί, η Μαρθάλα-Αλντ πρόσταξε τους ανθρώπους της να οδηγήσουν τη φιλοξενούμενή της σ’έναν ξενώνα της βίλας στον δεύτερο όροφο και να την παρακολουθούν. Αλλά όχι φανερά. Να μην ξέρει ότι βρισκόταν υπό παρακολούθηση.

«Κανένα πρόβλημα, κυρία Μαρθάλα-Αλντ,» είπε ο Νικόδωρος.

Η Μαρθάλα τον κοίταξε συλλογισμένα. Είχε αρχίσει να αμφιβάλλει για τις ικανότητές του.

«Τι είναι, κυρία;»

«Η Κορίνα μού είπε ότι σας είχε καταλάβει από καιρό. Είχε καταλάβει ότι την παρακολουθούσατε. Ελπίζω να μη γίνει πάλι το ίδιο λάθος.»

«Μην ανησυχείτε για τίποτα, κυρία. Και, για να είμαι ειλικρινής, πιστεύω ότι η Κορίνα πρέπει να είχε λάβει αυτή την πληροφορία από τους κατασκόπους του Πολιτάρχη της Βαθμιδωτής.»

«Μου λέγατε, όμως, ότι δεν σας είχαν εντοπίσει.»

«Έτσι νομίζαμε. Δεν είχαμε κανένα σημάδι ότι–»

«Κάποιο λάθος κάνατε, οπότε, ούτως ή άλλως!» είπε η Μαρθάλα-Αλντ.

«Μας συγχωρείτε, κυρία. Δεν θα ξαναγίνουν λάθη· σας το υπόσχομαι.»

«Φρόντισε να κρατήσεις την υπόσχεσή σου, Νικόδωρε.»

Μετά από λίγο, η Μαρθάλα-Αλντ βρισκόταν στο γραφείο της και παρακολουθούσε το δωμάτιο της Κορίνας από τον κρυφό τηλεοπτικό πομπό που είχαν βάλει εκεί οι άνθρωποί της. Η Κορίνα δεν είχε μπει ακόμα. Τώρα άνοιξε την πόρτα και πέρασε το κατώφλι. Άρχισε να ρίχνει μια ματιά τριγύρω. Άνοιγε συρτάρια και ντουλάπια για να δει τι είχαν μέσα.

Η πόρτα του γραφείου της Μαρθάλα χτύπησε. «Πέρασε,» φώναξε εκείνη, ξέροντας ποιος θα ήταν.

Ο Νικόδωρος – γαλανόδερμος, μαυρομάλλης, μουσάτος, πλατύσωμος – μπήκε στο δωμάτιο με μια σακούλα στα χέρια, την οποία άφησε πάνω στο γραφείο. «Αυτά είχε επάνω της, κυρία.»

«Την ψάξατε εξονυχιστικά;»

«Ασφαλώς.»

Από την οθόνη της η Μαρθάλα-Αλντ είδε την Κορίνα να βγάζει την τσάντα της και να τη ρίχνει πάνω στο κρεβάτι. Μετά έβγαλε το μικρό καπέλο της και την καπαρντίνα της και μπήκε στην τουαλέτα που περιλάμβανε και μικρό μπάνιο για ντους. Δεν υπήρχε τηλεοπτικός πομπός εκεί, αλλά από εκεί δεν μπορούσε να δραπετεύσει· ήταν βέβαιο. Ο χώρος δεν περιλάμβανε παράθυρο. Είχε μόνο έναν αεραγωγό, πολύ μικρό για να χωρέσει άνθρωπος.

Η Μαρθάλα γύρισε ανάποδα την πλαστική σακούλα που της είχε φέρει ο Νικόδωρος, ρίχνοντας στο γραφείο της τα αντικείμενα που περιείχε: ένα κλειστό στιλέτο, ένα πιστόλι, έναν γεμιστήρα για το πιστόλι, έναν μικρό τηλεπικοινωνιακό πομπό.

«Δεν είχε τίποτ’ άλλο επικίνδυνο μαζί της;»

«Τίποτα, κυρία.»

«Τι έχει μες στην τσάντα της τώρα;» Η Μαρθάλα έδειξε την τσάντα που φαινόταν στην οθόνη.

«Κάποια γυναικεία είδη κι ένα μυθιστόρημα.»

«Τι μυθιστόρημα;»

«Ο Σκοτεινός Σύμμαχος, λέγεται. Το έχει γράψει κάποιος Ζακ Μερνάλβω. Μυστηρίου φαίνεται να είναι. Έψαξα προσωπικά την τσάντα μήπως είχε τίποτα κρυμμένο κάτω από τη φόδρα, αλλά δεν βρήκα κάτι.»

«Εντάξει,» είπε η Μαρθάλα-Αλντ. «Σ’ευχαριστώ, Νικόδωρε. Μπορείς να πηγαίνεις.»

Ο κατάσκοπος αποχώρησε, και η αριστοκράτισσα παρακολουθούσε πάλι την οθόνη της.

Η Κορίνα δεν άργησε να βγει από το μπάνιο. Έβγαλε τα περισσότερα ρούχα της και ξάπλωσε στο κρεβάτι, σαν να βρισκόταν σε ξενοδοχείο. Πήρε από την τσάντα της τον Σκοτεινό Σύμμαχο και, με την πλάτη ακουμπισμένη στα μεγάλα μαξιλάρια, άρχισε να διαβάζει, τεντώνοντας τα καλτσοντυμένα πόδια της και σταυρώνοντάς τα στον αστράγαλο.

Παράξενο, σκέφτηκε η Μαρθάλα. Ούτε όταν είναι μόνη δεν επιδεικνύει κανένα φόβο, κανένα άγχος.

Λες να το ξέρει ότι την παρακολουθώ;

Αλλά πώς;

Μπα· ήταν απλώς από εκείνους τους ανθρώπους που έχουν πολύ μεγάλη ψυχραιμία. Τίποτ’ άλλο δεν τα εξηγούσε όλα αυτά.

Ποιος ξέρει, σκέφτηκε η Μαρθάλα-Αλντ· αν την κάνω σύμμαχό μου, πιθανώς να μου φανεί πολύ χρήσιμη…

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ-ΕΒΔΟΜΟ
Η Μπερδεμένη Πολιτάρχης

-1-

Το επόμενο πρωί, η Κορίνα ξύπνησε στον ξενώνα, έκανε ντους, κι όταν μια υπηρέτρια χτύπησε την πόρτα και τη ρώτησε τι θα ήθελε να της φέρει για πρωινό, εκείνη τής απάντησε και η υπηρέτρια έφυγε. Ύστερα η Κορίνα άνοιξε τον τηλεοπτικό δέκτη κι άρχισε ν’αλλάζει τα κανάλια, βλέποντας τι εκπομπές παίζονταν. Τον έκλεισε τελικά και κάθισε στο κρεβάτι. Η πόρτα χτύπησε ξανά, μετά από λίγο· η Κορίνα σηκώθηκε, άνοιξε, πήρε τον δίσκο με το πρωινό από τα χέρια της υπηρέτριας, και κάθισε πάλι στο κρεβάτι, οκλαδόν, τρώγοντας χωρίς να δείχνει αγχωμένη.

Η Μαρθάλα-Αλντ την παρακολουθούσε από τον κρυμμένο τηλεοπτικό πομπό, και όφειλε να παραδεχτεί ότι την εξέπληττε η αυτοκυριαρχία της Κορίνας. Δεν είχε, όμως, άλλο χρόνο για να κάθεται να την παρατηρεί. Είχε ήδη ειδοποιήσει τους συμβούλους της ότι ήθελε να τους μιλήσει για ένα σημαντικό θέμα σήμερα, και τώρα σηκώθηκε από το γραφείο της για να πάει να τους συναντήσει στο Πολιτικό Μέγαρο της Επίστρωτης.

Βρίσκοντας τον σύζυγό της στον διάδρομο, τον χαιρέτησε μ’ένα φιλί στο μάγουλο, κι εκείνος απάντησε με παρόμοιο τρόπο. Η Μαρθάλα-Αλντ τού είπε ότι είχε μια φιλοξενούμενη στο σπίτι: την έλεγαν Κορίνα και την είχαν αναλάβει απόλυτα οι άνθρωποί της· ο Ροντ δεν χρειαζόταν να έχει καμια επαφή μαζί της.

«Γιατί;»

«Είναι αυτή που βοήθησε τους επιχειρηματίες της Βαθμιδωτής να αρχίσουν να παράγουν τρόφιμα. Δε θυμάσαι που σου είχα πει ότι θα–»

«–την απήγαγες;»

«Ακριβώς.»

«Δεν είναι φιλοξενούμενη, δηλαδή. Αιχμάλωτη είναι.»

«Φιλοξενούμενη είναι.»

«Που λέει ο λόγος.»

«Φιλοξενούμενη είναι,» επέμεινε η Μαρθάλα. «Και μου έκανε, μάλιστα, μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση.»

Την ατένισε ερωτηματικά.

«Θα σου πω μετά. Εν τω μεταξύ, αν θέλεις, μπορείς να την παρακολουθείς από τον τηλεοπτικό πομπό. Ο κώδικάς του είναι 35–Τ5.»

«Τηλεοπτικός πομπός;»

«Μέσα στο δωμάτιό της. Εννοείται πως η ίδια δεν το ξέρει. Είναι κρυφός. Θα τη δεις, ίσως, και να γδύνεται,» τον πείραξε η Μαρθάλα αγγίζοντας τον ώμο του και σπρώχνοντάς τον λίγο. Και, γελώντας χαμηλόφωνα, απομακρύνθηκε μέσα στον διάδρομο.

Στο γκαράζ, το όχημά της ήταν έτοιμο, και οι σύνοδοί της επίσης. Η Πολιτάρχης της Επίστρωτης επιβιβάστηκε, και ο οδηγός της τη μετέφερε, μέσα από δρόμους με αρκετή κίνηση, στο Πολιτικό Μέγαρο.

Οι σύμβουλοί της ήταν εκεί πριν από εκείνη. Δώδεκα στο σύνολο: οι μισοί αριστοκράτες του Οίκου των Αλντ’κάρθοκ, οι άλλοι μισοί διάφοροι επιχειρηματίες και ειδικοί σε ποικίλα θέματα. Γνώριζαν ήδη για το σχέδιο της Μαρθάλα-Αλντ εναντίον της Βαθμιδωτής. Γνώριζαν και ενέκριναν. Μαζί τους είχε η Μαρθάλα, το στοιχειό των Αλντ’κάρθοκ, εκπονήσει το σχέδιο. Ήταν όλοι τους οργισμένοι με τους επιχειρηματίες της Βαθμιδωτής και με τον Κίμωνα Χρονομάχο.

«Η Κορίνα Ριλτάκω βρίσκεται στην κατοχή μου,» τους πληροφόρησε τώρα η Μαρθάλα, καθίζοντας στην κορυφή του τραπεζιού της όμορφα στολισμένης αίθουσας που βρισκόταν στην καρδιά του Πολιτικού Μεγάρου, προστατευμένη από φρουρούς και συστήματα ασφαλείας.

«Την απήγαγες;» είπε ένας σύμβουλος που ήταν ξάδελφός της.

«Ναι. Αλλά, τελικά, φαίνεται πως ήθελε να την απαγάγω.»

Άπαντες την ατένισαν παραξενεμένοι.

Η Μαρθάλα-Αλντ δεν μπόρεσε παρά να γελάσει. «Περίπου, τουλάχιστον,» είπε. Και τους εξήγησε πώς οι πράκτορές της είχαν αρπάξει την Κορίνα από τους δρόμους της Βαθμιδωτής και την είχαν φέρει στο σπίτι της χτες βράδυ. «Δεν ήταν τόσο πανικόβλητη όσο περίμενα, και… κάναμε μια πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα.» Η Μαρθάλα δεν ήθελε να δείξει ότι η Κορίνα είχε όλες τις πρωτοβουλίες σ’αυτή την κουβέντα· θα μείωνε το κύρος της μπροστά στους συμβούλους της. Έτσι, το έκανε να φανεί σαν εκείνη τελικά να πρότεινε στην Κορίνα να βοηθήσει τους επιχειρηματίες της Επίστρωτης να φτιάξουν εταιρείες παραγωγής τεχνικών προϊόντων. «Αφού μπορούσε να βοηθήσει τους επιχειρηματίες της Βαθμιδωτής να φτιάξουν εταιρείες παραγωγής τροφίμων, γιατί να μη μπορεί να βοηθήσει και τους δικούς μας να φτιάξουν εταιρείες παραγωγής τεχνικών προϊόντων;»

«Είναι όμως ρεαλιστικό, Μαρθάλα;» είπε ένας σύμβουλος που ήταν θείος της.

«Νομίζω πως είναι. Η Κορίνα ισχυρίζεται, τουλάχιστον, πως μπορεί να το κάνει.»

«Επειδή είναι φοβισμένη, πιθανώς,» υπέθεσε μια σύμβουλος που δεν ήταν συγγενής της Μαρθάλα.

«Δεν είναι καθόλου φοβισμένη – ή, μάλλον, όχι τόσο όσο θα έπρεπε. Και μου είπε πως δεν θα την πείραζε να δούλευε για εμάς αντί για τον Χρονομάχο, αν την πληρώναμε. Την πιστεύω. Πιστεύω ότι αξίζει να τη δοκιμάσουμε, να δούμε τι μπορεί να κάνει για εμάς. Τι λέτε;»

Αρκετές από τις φωνές τους αντήχησαν μαζί, η μία κατόπιν της άλλης: «Χρειαζόμαστε περισσότερες λεπτομέρειες, Μαρθάλα.» «Ναι, σίγουρα πρέπει να μας δώσει περισσότερες λεπτομέρειες.» «Καλό θα ήταν να μιλήσουμε κι εμείς μαζί της.» «Δε θα μπορούσες να τη φέρεις ενώπιόν μας;»

«Θα μπορούσα.» Η Μαρθάλα-Αλντ ήπιε μια γουλιά από το τσάι της.

«Να το κάνεις, τότε,» είπε ο θείος της. «Να μας εξηγήσει τι ακριβώς έχει στο μυαλό της, να δούμε αν είναι ρεαλιστικό. Κι αν είναι…»

«…γιατί να μην τη δοκιμάσουμε;» τελείωσε τη σκέψη ο ξάδελφός της.

-2-

Τον βρήκε στο γραφείο της, να παρακολουθεί την φιλοξενούμενή τους μέσα από την οθόνη. Η Κορίνα καθόταν στο κρεβάτι και διάβαζε πάλι εκείνο το βιβλίο που κουβαλούσε μαζί της. Ήταν ντυμένη μόνο με το μεσοφόρι της κι ένα ζευγάρι ψηλές μαύρες κάλτσες.

«Σου αρέσει;» ρώτησε η Μαρθάλα-Αλντ, για να τον πειράξει, αλλά χωρίς να χαμογελά.

Ο Ροντ μόρφασε. «Συμπαθητική είναι.»

«Την είδες να γδύνεται;»

«Πιο πολύ απ’ό,τι είναι ήδη γυμνή δεν την έχω δει. Ούτε και μ’ενδιαφέρει.»

«Ψεύτη,» είπε η Μαρθάλα, πάλι αγέλαστα. «Πάω να της μιλήσω. Θα με δεις κι εμένα τώρα μέσα στο δωμάτιο.»

«Να έρθω μαζί σου;»

Η Μαρθάλα τον κοίταξε παραξενεμένη. Θες να τη δεις από κοντά, κάθαρμα; «Γιατί;» τον ρώτησε, ενοχλημένα.

«Απλώς…» Μόρφασε ξανά, ανασήκωσε τους ώμους του.

«Θες να τη δεις από κοντά, κάθαρμα!»

«Είμαι λίγο περίεργος, είναι η αλήθεια,» παραδέχτηκε ο Ροντ.

Η Μαρθάλα γέλασε. «Νομίζεις ότι μια γυναίκα της ηλικίας της θα γουστάρει εσένα – ειδικά έτσι όπως έχεις χοντρύνει!»

«Δε θέλω νάρθω για–»

«Όχι, έλα!» είπε η Μαρθάλα-Αλντ. «Έλα μαζί μου. Έλα.» Και βάδισε προς την έξοδο του γραφείου. Σταμάτησε στο κατώφλι. «Τι θα γίνει, δε θα έρθεις;» τον ρώτησε, κοιτάζοντάς τον πάνω απ’τον ώμο της.

Ο Ροντ αναστέναξε και σηκώθηκε από το γραφείο. «Εντάξει,» είπε. Πήρε το σακάκι του από την κρεμάστρα, το φόρεσε, και την ακολούθησε.

Ανέβηκαν τις σκάλες του σπιτιού κι έφτασαν στον δεύτερο όροφο. Πλησίασαν την πόρτα του ξενώνα και η Μαρθάλα χτύπησε.

«Περάστε, κυρία Μαρθάλα-Αλντ,» ακούστηκε η φωνή της Κορίνας από μέσα.

«Τι στα μυαλά του Σκοτοδαίμονος…!» μουρμούρισε η Πολιτάρχης. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε, ακολουθούμενη από τον Ροντ.

Η Κορίνα ήταν ακόμα καθισμένη στο κρεβάτι, κρατώντας το βιβλίο ανοιχτό μπροστά της. Δεν πήρε το βλέμμα της από τις σελίδες του.

«Πώς ήξερες ότι ήμουν εγώ;» ρώτησε η Μαρθάλα-Αλντ.

«Η υπηρέτρια που είχε έρθει το πρωί χτύπησε με διαφορετικό τρόπο. Επιπλέον, έτσι όπως χτύπησες εσύ, αποκλείεται να ήσουν καμια άλλη εκτός από την κυρά του σπιτιού.» Εξακολουθούσε να διαβάζει· δεν είχε στρέψει καθόλου τα μάτια της στην Πολιτάρχη.

Η Μαρθάλα-Αλντ γέλασε. «Κορίνα… συνεχώς με εκπλήσσεις!»

Η Κορίνα έβαλε έναν σελιδοδείκτη μέσα στο βιβλίο και το έκλεισε. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, έπιασε μια ρόμπα, και την τύλιξε γύρω της. «Επειδή είμαι παρατηρητική;» Κοίταξε τον Ροντ από πάνω ώς κάτω. «Ο σύζυγός σου…»

«Αυτό δεν ήταν και τόσο δύσκολο να το μαντέψεις,» είπε η Μαρθάλα.

«Σίγουρα όχι. Τον έχω δει σε φωτογραφίες – σε περιοδικά, σε εφημερίδες.»

«Ναι, σωστά. Φυσικά. Τέλος πάντων. Ήθελα να σου μιλήσω.»

Η Κορίνα κάθισε στην άκρη του κρεβατιού κι άναψε τσιγάρο.

Η Μαρθάλα-Αλντ κάθισε στη μοναδική καρέκλα του δωματίου· ο Ροντ έμεινε όρθιος. Η Κορίνα τον κοίταξε με τις άκριες των ματιών της, φυσώντας καπνό από τη μύτη.

Της Μαρθάλα τής φάνηκε περίεργο αυτό, για κάποιο λόγο. Αλλά αποφάσισε να το αγνοήσει. Δεν ήταν δυνατόν η Κορίνα να γλυκοκοίταζε τον Ροντ· τι μπορεί να του έβρισκε;

«Η πρότασή σου,» της είπε, «μου μοιάζει ενδιαφέρουσα…»

Η Κορίνα την περίμενε να συνεχίσει, τραβώντας καπνό απ’το τσιγάρο της.

«Αλλά αναρωτιέμαι αν έχεις συγκεκριμένο σχέδιο,» είπε η Μαρθάλα-Αλντ. «Και μιλάω για στοιχεία. Για νούμερα. Για ονόματα.»

«Φυσικά και έχω,» αποκρίθηκε μόνο η Κορίνα, τινάζοντας στάχτη στο τασάκι.

«Θα δεχόσουν να μιλήσεις μπροστά στους συμβούλους μου; Να μας πεις τι ακριβώς έχεις να προτείνεις; – πώς θα μπορούσαν να γίνουν πραγματικότητα όλα όσα ισχυρίζεσαι;»

«Φυσικά,» είπε πάλι η Κορίνα.

Τα μάτια της Μαρθάλα-Αλντ στένεψαν. «Ελπίζω να μη με κοροϊδεύεις.»

«Το γεγονός ότι είμαι τόσες ώρες φυλακισμένη εδώ μέσα έχει αρχίσει να θολώνει το μυαλό μου, γι’αυτό είμαι λιγάκι μονολεκτική.»

«Δε θα είσαι φυλακισμένη για πολύ, αν συμφωνήσεις να συνεργαστούμε.»

«Γι’αυτό είμαι εδώ, Μαρθάλα.»

Το λέει σαν να ήρθε με τη θέλησή της! Τι θράσος ήταν αυτό που είχε, μα τον Κρόνο! Η Μαρθάλα-Αλντ προσπάθησε να μη δώσει βαρύτητα σε τούτο. «Μάλιστα,» είπε. «Θα μιλήσεις, λοιπόν, με τους συμβούλους μου αύριο. Εν τω μεταξύ… μπορείς να κάνεις όσες βόλτες θέλεις μέσα στο σπίτι μου. Να μην αισθάνεσαι… φυλακισμένη.» Οι κατάσκοποί της, ασφαλώς, θα παρακολουθούσαν την Κορίνα παντού. Εννοείται.

«Ευχαριστώ,» αποκρίθηκε η Κορίνα· και η Μαρθάλα δεν ήταν βέβαιη αν την ειρωνευόταν ή όχι.

-3-

Ένα γέλιο μέσα στο απόγευμα.

Η Μαρθάλα το αναγνώριζε. Ήταν το γέλιο του Ροντ.

Σταμάτησε μέσα στον διάδρομο που διέσχιζε και αφουγκράστηκε. Το γέλιο αντήχησε ξανά. Από το μεγάλο σαλόνι ερχόταν. Η Μαρθάλα προχώρησε, έφτασε μπροστά στην ξύλινη, λαξευτή δίφυλλη πόρτα, και είδε ότι το ένα φύλλο της ήταν ανοιχτό. Παραδίπλα στεκόταν μια από τους κατασκόπους της, ντυμένη ως υπηρέτρια, η οποία ένευσε σιωπηλά προς τη μεριά της.

Η Μαρθάλα έκανε μια ερωτηματική κίνηση με το χέρι της.

Η κατάσκοπος είπε, σχεδόν άφωνα, σχηματίζοντας ένα όνομα με τα χείλη: Η Κορίνα.

Και τι κάνει με τον Ροντ; σκέφτηκε η Μαρθάλα-Αλντ, και πλησίασε το ανοιχτό φύλλο της μεγάλης πόρτας. Μέσα στο σαλόνι, ανάμεσα σε πανάκριβα έπιπλα, έργα τέχνης, και διάφορα διακοσμητικά στοιχεία, η Κορίνα καθόταν σ’έναν καναπέ μαζί με τον Ροντ. Είχαν ποτήρια με Γλυκό Κρόνο στα χέρια και μιλούσαν. Έμοιαζαν να διασκεδάζουν.

Η Μαρθάλα, για κάποιο λόγο, το βρήκε αυτό πολύ ενοχλητικό. Οργίστηκε. Τα μυτερά νύχια του δεξιού της χεριού μπήχτηκαν στην παλάμη της, επώδυνα.

Η Κορίνα έστρεψε, ξαφνικά, το βλέμμα της προς την Πολιτάρχη της Επίστρωτης. «Μαρθάλα!» είπε. «Έλα, κάθισε μαζί μας. Έλεγα μόλις τώρα κάτι ιστορίες στον Ροντ από τις δουλειές μου με διάφορες επιχειρήσεις.»

Η Μαρθάλα-Αλντ αισθάνθηκε αποπροσανατολισμένη, σαν κάποιος να της είχε ρίξει απρόσμενα έναν κουβά με παγωμένο νερό. Δεν περίμενε ότι η Κορίνα θα την πρόσεχε, εδώ όπου στεκόταν.

Ο Ροντ ξαφνιάστηκε επίσης. Δεν είχε δει τη σύζυγό του στο κατώφλι της εισόδου. Τώρα έστρεψε το κεφάλι του για να την κοιτάξει.

Η Μαρθάλα καθάρισε τον λαιμό της, μπαίνοντας στο δωμάτιο. «Τι ιστορίες;» ρώτησε, μη θέλοντας να δείξει ότι την ενοχλούσε που η Κορίνα μιλούσε με τον άντρα της.

«Ορισμένες είναι απίστευτες,» είπε ο Ροντ.

«Σοβαρά;» Η Μαρθάλα τού έριξε ένα βλέμμα σαν φλεγόμενες σφαίρες.

Η Κορίνα την προσκάλεσε πάλι να καθίσει, και η Πολιτάρχης κάθισε σε μια πολυθρόνα, αντίκρυ τους. «Τι είναι αυτές οι τρομερές ιστορίες; Από τη Βαθμιδωτή;»

«Πολύ προτού πάω στη Βαθμιδωτή,» τη διαβεβαίωσε η Κορίνα.

«Φαίνεται νάχεις μεγάλη εμπειρία,» παρατήρησε η Μαρθάλα-Αλντ. «Πράγμα… περίεργο. Δεν πρέπει νάσαι πάνω από τριάντα-πέντε – το πολύ σαράντα – χρονών, Κορίνα…»

«Τι σημασία έχει η ηλικία μου;» αποκρίθηκε εκείνη, ευχάριστα. «Σημασία έχει τι κάνεις με τα χρόνια σου, όχι πόσα είναι.»

Και μετά, τους έλεγε ιστορίες μέχρι που βράδιασε. Η Μαρθάλα αναρωτιόταν αν όλες αλήθευαν. Ορισμένες ήταν, πράγματι, απίστευτες, όπως είχε πει ο Ροντ.

«Δεν έχασες, όμως, καιρό να τη διπλαρώσεις!» είπε η Μαρθάλα στον άντρα της, αργότερα, όταν είχαν πάει στο δωμάτιό τους.

«Εκείνη με πλησίασε. Εγώ απλά ήμουν στο σαλόνι και έφτιαχνα–»

«Ναι, εντάξει, ήσουν στο σαλόνι και έφτιαχνες δεν-ξέρω-τι!»

«Τον πίνακα με τα χρωματιστά αεροπλάνα έστρωνα, Μαρθάλα! Για όνομα των θεών! πιστεύεις ότι θα προσπαθούσα να πλαγιάσω με τη… φιλοξενούμενή σου;»

«Δε θα το απέκλεια από εσένα…»

«Δε θα κάθομαι ν’ακούω ανοησίες!» μούγκρισε θυμωμένα ο Ροντ, και πήγε στο λουτρό. Μετά από λίγο, νερό ακούστηκε να τρέχει.

Η Μαρθάλα-Αλντ άνοιξε τη μπαλκονόπορτα και βγήκε στο μπαλκόνι. Η χειμωνιάτικη νύχτα ήταν παγερή. Αλλά η οσμή των χειμερινών ανθών που ερχόταν από κάτω, από τον κήπο της, ήταν γλυκιά.

Κάτι δεν της άρεσε καθόλου μ’αυτή την Κορίνα Ριλτάκω, παρότι φαινόταν ομολογουμένως χρήσιμη.

-4-

Την άλλη μέρα, η Μαρθάλα-Αλντ πήγε στο Πολιτικό Μέγαρο μαζί με την Κορίνα. Οι σύμβουλοι, ξανά, βρίσκονταν ήδη εκεί. Η Μαρθάλα τούς σύστησε έναν-έναν στην Κορίνα, και μετά κάθισαν γύρω από το τραπέζι. Υπήρχε μια επιπλέον θέση για την Κορίνα, τούτη τη φορά, και όλων η προσοχή ήταν στραμμένη σ’αυτήν. Η Μαρθάλα την προέτρεψε να τους μιλήσει για το σχέδιό της, και η Κορίνα σηκώθηκε όρθια και τους μίλησε, χρησιμοποιώντας κάπου-κάπου την κονσόλα που βρισκόταν παραδίπλα για να πληκτρολογεί και νούμερα, σχήματα, και ονόματα να παρουσιάζονται στην οθόνη στον τοίχο. Τους ανέλυε πώς ακριβώς θα έφτιαχναν τεχνικές εταιρίες στην Επίστρωτη, αφήνοντας ανείπωτες μόνο κάποιες διαδικαστικές λεπτομέρειες.

Η Μαρθάλα-Αλντ είχε ξανά την αίσθηση ότι η Κορίνα ήταν η πρωταγωνίστρια εδώ, ή ίσως η μοναδική ηθοποιός. Οι άλλοι – ακόμα κι η ίδια η Μαρθάλα – δεν ήταν παρά μέρος του σκηνικού…

Προσπάθησε να διώξει τούτη την ανοησία απ’το μυαλό της. Αλλά διαπίστωσε ότι η εντύπωση ήταν πολύ – πολύ – επίμονη. Ειδικά όσο η Κορίνα στεκόταν εκεί και μιλούσε. Ήταν σαν να αιχμαλώτιζε το ίδιο το φως της αίθουσας – την ίδια την πραγματικότητα του χώρου, ίσως. Η Μαρθάλα αισθάνθηκε ένα ρίγος να τη διατρέχει. Και, προς στιγμή, δεν ήξερε αν έπρεπε να φοβάται την Κορίνα ή να τη λατρεύει σαν θεά–

Αδύνατον! Πώς μπορούσε εκείνη – εκείνη – η Μαρθάλα-Αλντ – το στοιχειό του Οίκου των Αλντ’κάρθοκ – η Πολιτάρχης της Επίστρωτης – μια γυναίκα με τόσες ικανότητες στην πολιτική – να εντυπωσιάζεται απ’αυτή την αγύρτισσα, μα τον Κρόνο; Ήταν σαν μια μικρή, ενοχλητική φωνή εντός της να της ψιθύριζε ότι, κατά βάθος, ήθελε να είναι όπως η Κορίνα. Ή, τουλάχιστον, θα έπρεπε να θέλει να είναι όπως η Κορίνα. Η Κορίνα δεν ανησυχούσε για τίποτα· η Κορίνα είχε τόσες γνώσεις παρότι ήταν, αναμφίβολα, είκοσι χρόνια μικρότερη από τη Μαρθάλα· η Κορίνα είχε τη διπλάσια αυτοπεποίθηση από εκείνη, παρά τα κατορθώματα της Μαρθάλα· η Κορίνα ήταν όμορφη και εντυπωσιακή–

Η Μαρθάλα-Αλντ προσπαθούσε να διώξει αυτές τις ανόητες εντυπώσεις. Δεν είχε τίποτα – τίποτα – να ζηλέψει από την Κορίνα! Ήταν δέκα φορές καλύτερη από εκείνη! Τι ήταν η Κορίνα; Ένα μηδέν. Ούτε αριστοκράτισσα της Ρελκάμνια (ούτε καν των Καινών Οίκων!), ούτε πολιτικός, ούτε πλούσια, ούτε επιχειρηματίας ουσιαστικά. Μια καταραμένη σύμβουλος επιχειρήσεων ήταν! Σιγά τη γυναίκα. Η Μαρθάλα-Αλντ ήταν κορυφή στα πάντα – και το είχε αποδείξει. Δεν υπήρχε καμία σύγκριση ανάμεσα σ’εκείνη και σε κάποια σαν την Κορίνα Ριλτάκω. Καμία.

Οι δώδεκα σύμβουλοι γύρω από το τραπέζι φαινόταν, ωστόσο, να δίνουν τόση προσοχή στην Κορίνα όση δεν είχαν δώσει ποτέ στη Μαρθάλα–

Ανοησίες! Μη σκέφτεσαι ανοησίες!

Την πρόσεχαν, πάντως. Σίγουρα την πρόσεχαν. Τα λόγια της τους είχαν συνεπάρει. Και η Μαρθάλα-Αλντ όφειλε να παραδεχτεί πως κι εκείνη την είχαν συνεπάρει, παρά τις ενοχλητικές παράπλευρες σκέψεις που περνούσαν απ’το μυαλό της.

«Δεν έχω να σας δείξω τίποτ’ άλλο, για την ώρα,» είπε τελικά η Κορίνα. «Αν θέλετε – αν συμφωνείτε με το σχέδιό μου – θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε από αύριο κιόλας. Δεδομένου ότι υπάρχουν επιχειρηματίες πρόθυμοι να στραφούν στα τεχνικά προϊόντα.» Κάθισε στη θέση της και άναψε τσιγάρο.

«Λοιπόν;» ρώτησε η Μαρθάλα-Αλντ τους συμβούλους της. «Θα… δοκιμάσουμε την κυρία Ριλτάκω;»

Ψήφισαν, ανοιχτά, χωρίς να διώξουν την Κορίνα, η οποία τους παρατηρούσε με τρόπο που η Μαρθάλα έβρισκε οριακά ενοχλητικό – σαν να παρατηρούσε τα παιχνίδια της! Αλλά δεν είναι δικά σου παιχνίδια, Κορίνα. Οι σύμβουλοί μου είναι δικά μου παιχνίδια. Δικά μου!

Και οι δώδεκα ψήφισαν ναι, να δοκιμάσουν την Κορίνα, να δουν τι μπορούσε να προσφέρει στην Επίστρωτη.

«Έτσι θα γίνει, επομένως,» είπε η Μαρθάλα-Αλντ. Και στρέφοντας το βλέμμα της στην Κορίνα: «Θα ανακαλύψουμε αν μπορείς να εκπληρώσεις τις υποσχέσεις σου.»

«Πάντα εκπληρώνω τις υποσχέσεις μου,» αποκρίθηκε η Κορίνα.

-5-

«Εσύ θα κρατήσεις την υπόσχεσή σου, Μαρθάλα;»

Η Πολιτάρχης την κοίταξε ερωτηματικά, καθώς επέστρεφαν προς το σπίτι της, μέσα στο τετράκυκλο όχημά της, καθισμένες αντικριστά στην πίσω μεριά που έμοιαζε με κανονικό δωμάτιο. Είχαν κι ένα μικρό τραπέζι ανάμεσά τους.

«Μου υποσχέθηκες ότι δεν θα είμαι πλέον αιχμάλωτή σου…»

«Α, γι’αυτό λες; Φυσικά και δεν θα είσαι πλέον αιχμάλωτή μου. Πώς θα μπορούσες να είσαι αιχμάλωτη και, συγχρόνως, να κάνεις όλες τις δουλειές που συμφωνήσαμε;»

Η Κορίνα δεν αποκρίθηκε· κοίταζε, όμως, τη Μαρθάλα σαν να ήξερε ότι της έλεγε ψέματα – ή, τουλάχιστον, εν μέρει ψέματα. Διότι η Πολιτάρχης σκόπευε να την κατασκοπεύει συνεχώς. Ήθελε να γνωρίζει κάθε της βήμα.

-6-

Επιχειρηματίες πρόθυμοι να φτιάξουν τεχνικές εταιρείες δεν άργησαν να βρεθούν. Υπήρχαν, μάλιστα, κάποιοι που από καιρό το σκέφτονταν, αλλά κανένας στην Επίστρωτη δεν είχε την τεχνογνωσία, και όλοι το θεωρούσαν πολύ δύσκολο να την αποκτήσουν. Αμφέβαλλαν, δε, ότι στην Επίστρωτη μπορούσαν να γίνουν βιομηχανίες και εργοστάσια παραγωγής τεχνικών προϊόντων. Η Επίστρωτη ανέκαθεν τρόφιμα παρήγε. Τα τεχνικά προϊόντα τα εισήγε από τη Βαθμιδωτή· γιατί η ίδια να μπει στον κόπο να τα φτιάξει; Τώρα, όμως, είχε παρουσιαστεί λόγος. Η Βαθμιδωτή είχε χαλάσει πολλές εμπορικές συμφωνίες με την Επίστρωτη· οι πάντες ήταν δυσαρεστημένοι.

Και ο υπόκοσμος των Εχθρών του Πρωινού θέριευε στη νυχτερινή όψη της Επίστρωτης. Η συμμορία – η μεγάλη αυτή συμμορία – κυριαρχούσε στη συνοικία από τη δύση του ήλιου ώς την ανατολή. Και το γεγονός ότι πολλές εμπορικές συμφωνίες με τη Βαθμιδωτή είχαν διαλυθεί έμοιαζε να της έχει δώσει επιπλέον δύναμη. Ή, τουλάχιστον, πολλοί έτσι υπέθεταν. Όταν ο κόσμος της ημέρας αποδυναμώνεται, έλεγαν, ο κόσμος της νύχτας ενδυναμώνεται. Οι εφημερίδες έγραφαν ότι, αν κάποιος δεν έκανε κάτι για να φτιάξει την οικονομία της Επίστρωτης, στο τέλος οι Εχθροί του Πρωινού θα κυριαρχήσουν εδώ και τη νύχτα και τη μέρα.

Η Επινυκτίδα – η εφημερίδα των Εχθρών του Πρωινού – έλεγε ότι όσα συνέβαιναν τώρα δεν ήταν παρά αναμενόμενα, ύστερα από όλη αυτή τη διαφθορά και την εκμετάλλευση στις εταιρείες της συνοικίας. Επίσης: Είναι να μας εκπλήσσει που κατρακυλάμε; Με τόση μονομερή παραγωγή, θέμα χρόνου ήταν. Η Βαθμιδωτή αποδείχτηκε πιο ευέλικτη από εμάς. Μόνοι μας οδηγηθήκαμε στην καταστροφή μας – από τους διεφθαρμένους επιχειρηματίες μας και τον δεσποτικό Οίκο των Αλντ’κάρθοκ. Μην κατηγορούμε τη Βαθμιδωτή, ούτε τον Πολιτάρχη της. Μην τους κατηγορούμε καθόλου αυτούς! Να κοιτάμε προς τον καθρέφτη! Έτσι έγραφε ο Κλεόπας ο Αρχινύκτιος, ο αρχηγός των Εχθρών του Πρωινού, σ’ένα από τα τελευταία φύλλα της Επινυκτίδας.

Η Μαρθάλα-Αλντ τα διάβαζε τούτα ελαφρώς διασκεδασμένη. Τι νόμιζε αυτή η κωλοσυμμορία της νύχτας; ότι θα έκανε τις επιχειρήσεις της Επίστρωτης να καταρρεύσουν; ότι θα έκανε τον Οίκο των Αλντ’κάρθοκ να καταρρεύσει; Γελιόνταν! Γελιόνταν όλοι τους!

Η Μαρθάλα-Αλντ πέταξε την Επινυκτίδα μέσα στο αναμμένο τζάκι του γραφείου της. «Τι ανοησίες!» Κάποιος έπρεπε, επιτέλους, να δώσει σ’αυτούς τους ταραχοποιούς το μάθημα που τους χρειαζόταν. Ωστόσο, όλες οι προσπάθειες να εντοπιστούν και να εξολοθρευτούν είχαν ώς τώρα αποτύχει. Δυστυχώς, είχαν πολύ μεγάλη επιρροή στη νυχτερινή όψη της Επίστρωτης.

Αλλά η ώρα τους θα ερχόταν. Η Μαρθάλα-Αλντ δεν αμφέβαλλε.

Τι γνώμη μπορεί, άραγε, να είχε η Κορίνα γι’αυτούς; Είχε καμια άποψη;

Η Μαρθάλα την κάλεσε στο σπίτι της, και η Κορίνα ήρθε από το διαμέρισμα που είχε νοικιάσει. Δεν έμενε πλέον μαζί με την Πολιτάρχη (για να της δίνει η Μαρθάλα την εντύπωση πως ήταν ελεύθερη και όχι υπό παρακολούθηση) καθώς είχε αρχίσει τις πρώτες συζητήσεις και σχεδιασμούς με τους επιχειρηματίες που θα ασχολούνταν με την παραγωγή τεχνικών ειδών.

«Πώς πηγαίνει η συνεργασία σας, Κορίνα;» ρώτησε η Μαρθάλα-Αλντ, όταν κάθισαν οι δυο τους μπροστά στο ένα από τα δύο τζάκια του μεγάλου σαλονιού, με ποτήρια κρασί στο χέρι. Το παράθυρο έτριζε από την καταιγίδα απέξω. Η βροχή και ο άνεμος χαλούσαν τον κόσμο στην Επίστρωτη απόψε.

«Άψογα,» αποκρίθηκε η Κορίνα. «Αλλά σίγουρα δεν με κάλεσες εδώ, με τέτοιο καιρό, για να με ρωτήσεις αυτό. Είχαμε ήδη μιλήσει το πρωί…» Ήταν απόγευμα τώρα, αν κι έμοιαζε με βαθιά νύχτα έξω απ’το παράθυρο.

«Θα έχεις ακούσει για τους Εχθρούς του Πρωινού, υποθέτω…»

«Ασφαλώς. Ποιος στην Επίστρωτη δεν έχει ακούσει γι’αυτούς; Τους φοβάσαι, Μαρθάλα;»

Η Πολιτάρχης γέλασε. «Τι να φοβηθώ από μια συμμορία, Κορίνα;»

Η Κορίνα μόρφασε. «Απλώς ρώτησα…»

«Είναι επικίνδυνοι, ωστόσο.»

«Είναι, όντως.»

«Εσύ τι θα έκανες γι’αυτούς;»

Η Κορίνα ύψωσε ένα φρύδι. «Δηλαδή;»

«Τι θα πρότεινες να κάνω για να τους εξολοθρεύσω;»

«Δεν έχω ιδέα, Μαρθάλα. Δεν ξέρω τίποτα για τους Εχθρούς του Πρωινού πέρα από ό,τι γράφουν οι εφημερίδες και λένε τα κανάλια. Οικονομολόγος είμαι, όχι κακοποιός.»

«Την Επινυκτίδα τη διαβάζεις;»

«Ναι.»

Η Μαρθάλα ήθελε να τη δοκιμάσει, να δει αν θα της έλεγε αλήθεια. Το ήξερε ότι η Κορίνα διάβαζε την Επινυκτίδα· οι κατάσκοποί της της είχαν πει ότι την αγόραζε, βγαίνοντας τα βράδια από το σπίτι της.

«Ορισμένα απ’αυτά που γράφουν,» συνέχισε η Κορίνα, «έχουν κάποιο ενδιαφέρον. Για παράδειγμα, τα άρθρα που μιλάνε για τη μονόπλευρη παραγωγή της Επίστρωτης νομίζω ότι είναι αρκετά σωστά.»

«Η Επίστρωτη μέχρι στιγμής δεν είχε κανένα πρόβλημα παρά τη… μονόπλευρη παραγωγή της. Όλα ήταν καλά.»

«Τώρα όμως;»

«Δε φταίμε εμείς γι’αυτό που συνέβη, Κορίνα! Ο Χρονομάχος φταίει. Εσύ φταις, ουσιαστικά.»

«Συγνώμη,» είπε η Κορίνα. «Θα προσπαθήσω να επανορθώσω.»

-7-

Σύντομα, η Κορίνα έπρεπε να φύγει από την Επίστρωτη, για να πάει βόρεια, να μιλήσει προσωπικά με κάποιους ανθρώπους που θα της χρειάζονταν προκειμένου να ξεκινήσει η παραγωγή τεχνικών προϊόντων. Η Μαρθάλα-Αλντ δεν διαφώνησε στο ελάχιστο, ούτε πρότεινε να στείλει μαζί της κανέναν για να τη συνοδέψει. Προτιμούσε να βάλει τους κατασκόπους της να την παρακολουθούν. Αν η Κορίνα σχεδίαζε κάτι ύπουλο, θα την έπιανε επάνω στην πράξη. Αν πάλι δεν είχε τίποτα κακό στο μυαλό της, τότε… όλα καλά.

Παρουσιάστηκε πρόβλημα, όμως.

«Τη χάσαμε, κυρία Μαρθάλα-Αλντ,» είπε διστακτικά ο Νικόδωρος.

«Είστε ηλίθιοι!» ούρλιαξε η Πολιτάρχης της Επίστρωτης, χτυπώντας τις γροθιές της στο γραφείο της κι ατενίζοντας τον άντρα αντίκρυ της σαν να ήθελε να τον πυροβολήσει. «Είστε κατάσκοποι ή παλιάτσοι, γαμώ τα πόδια του Κρόνου; Σας πληρώνω για να είστε ανίκανοι;»

«Δεν ξέρω πώς… Αυτό που–»

«Τι δικαιολογία θα μου πεις; Έβγαλε φτερά και πέταξε;»

«Αν είχε βγάλει φτερά και είχε πετάξει, ίσως να μπορούσαμε να την εντοπίσουμε, κυρία–»

«Μη με ειρωνεύεσαι, Νικόδωρε!»

«Δε σας ειρωνεύομαι, κυρία Μαρθάλα-Αλντ. Αλλά δεν ξέρω πώς ακριβώς χάσαμε την Κορίνα. Οδηγούσε το όχημα που της έχετε δώσει – το όχημα που έχει ανιχνευτική συσκευή επάνω. Και ξαφνικά το σήμα της χάθηκε. Οι άνθρωποί μου πλησίασαν αμέσως για να κάνουν οπτική επαφή με το όχημα, και νόμιζαν ότι το είδαν να στρίβει σε μια γωνία. Όταν έστριψαν, όμως, δεν ήταν πουθενά. Είχε εξαφανιστεί.»

«Και τώρα δεν έχετε καμία ιδέα πού μπορεί να είναι η Κορίνα;»

«Δυστυχώς όχι.»

«Ερευνήστε το διαμέρισμά της!» πρόσταξε η Μαρθάλα-Αλντ. «Και ερευνήστε και στη Βαθμιδωτή· θέλω να μάθω αν επέστρεψε εκεί.»

«Θα το κάνουμε, κυρία.»

Ο Νικόδωρος έφυγε, και η Μαρθάλα, καθισμένη στο γραφείο της, αναρωτιόταν γιατί η Κορίνα είχε επιλέξει τώρα να εξαφανιστεί. Είχε, άραγε, πάρει κάποιες πληροφορίες που ήθελε να μεταφέρει στον Χρονομάχο; Αν όχι, τι άλλο μπορεί να ήταν; Μήπως απλά αυτή ήταν η πιο καλή στιγμή που μπορούσε να βρει για να χαθεί; Η Μαρθάλα, για κάποιο λόγο, το αμφέβαλλε. Τα αμφέβαλλε και τα δύο, βασικά. Η εξαφάνιση της Κορίνας τής έμοιαζε… χωρίς λογική εξήγηση.

Ύστερα από κάποιες ώρες, ο Νικόδωρος επέστρεψε για να της πει ότι στο διαμέρισμα της Κορίνας δεν βρήκαν κανένα στοιχείο, και ούτε στη Βαθμιδωτή την εντόπιζαν οι πράκτορές του. Δεν πρέπει να είχε επιστρέψει εκεί. Αν και, βέβαια, θα συνέχιζαν να ψάχνουν.

«Αν τη βρούμε, να την απαγάγουμε ξανά, κυρία;»

«Ναι,» είπε η Μαρθάλα-Αλντ. «Θέλω να μάθει ότι δεν μπορεί να κοροϊδεύει έτσι εμένα!»

Η άθλια αγύρτισσα!

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ-ΟΓΔΟΟ
Χωρίς την Κορίνα!

-1-

Στη Βαθμιδωτή, είχαν όλοι χάσει την Κορίνα.

Οι επιχειρηματίες τους οποίους είχε βοηθήσει να φτιάξουν τις νέες εταιρείες παραγωγής τροφίμων δεν την έβρισκαν πουθενά, και, ανησυχώντας, ειδοποίησαν τον Πολιτάρχη για την απρόσμενη απουσία της. Ο Κίμωνας Χρονομάχος προσπάθησε να έρθει σε επαφή μαζί της – την κάλεσε στον δίαυλο του σπιτιού της, την κάλεσε στον τηλεπικοινωνιακό πομπό της – μα δεν λάμβανε καμία απάντηση. Ο δίαυλος απλά κουδούνιζε χωρίς κανείς να τον ανοίγει. Ο πομπός ή ήταν εκτός εμβέλειας ή είχε καταστραφεί.

Ο Κίμωνας φοβήθηκε ότι ίσως κάτι να είχε συμβεί στην Κορίνα. Ζήτησε από την Ιωάννα να έρθει στο γραφείο του, κι εκείνη έσπευσε.

«Έχεις δει καθόλου την Κορίνα, τελευταία;» τη ρώτησε.

«Προσπάθησα να την καλέσω μια φορά, αλλά δεν απαντούσε…»

«Το ξέρεις ότι έχει εξαφανιστεί;»

«Εξαφανιστεί; Όχι, δεν…»

«Η δουλειά σου δεν είναι να ξέρεις αυτά τα πράγματα;» ρώτησε θυμωμένα ο Χρονομάχος.

«Μας είχατε προστάξει να μην την παρακολουθούμε πλέον, κύριε Πολιτάρχη,» είπε η Ιωάννα, αμυντικά.

«Έκανες όμως παρέα μαζί της!»

«Ναι, αλλά δεν την παρακολουθούσα. Υπάρχει διαφορά.»

Ο Κίμωνας αναστέναξε. «Μπορεί κάτι να της έχει συμβεί· αλλιώς… αλλιώς αδυνατώ να καταλάβω γιατί να έφυγε. Δεν υπήρξε κανένα πρόβλημα μεταξύ μας. Ούτε μεταξύ εκείνης και των επιχειρηματιών με τους οποίους συνεργαζόταν.»

Η Ιωάννα ένευσε, καθώς ήταν καθισμένη αντίκρυ του. «Ούτε σ’εμένα είχε αναφέρει κάτι.»

«Να τη βρεις,» πρόσταξε ο Χρονομάχος. «Θέλω να μάθω πού βρίσκεται, τι κάνει. Γιατί εξαφανίστηκε έτσι. Δεν είναι λογικό!»

Από το μυαλό της Ιωάννας περνούσαν πάλι όσα είχε διαβάσει στις Μυθογραφίες των Δρόμων: ότι οι Θυγατέρες της Πόλης ήταν καταραμένες να περιπλανιούνται στη Ρελκάμνια, ότι δεν μπορούσαν να μείνουν πουθενά… Αλλά αποκλείεται, βέβαια, να αλήθευαν τέτοια πράγματα για την Κορίνα. Είχε, άλλωστε, μείνει αρκετό καιρό εδώ.

Ο Πολιτάρχης είχε δίκιο: ήταν ανησυχητική η απουσία της. «Θα ψάξουμε,» υποσχέθηκε η Ιωάννα. «Θα κάνουμε ό,τι περνά απ’το χέρι μας.»

-2-

Η Πρωτονίκη δεν φαινόταν να καταφέρνει με τίποτα να βρει την Κορίνα. Ήταν σαν να είχε χαθεί μέσα στους δρόμους της Ατέρμονης Πολιτείας, όπως σε κάτι παραμύθια! Στις τηλεπικοινωνιακές κλήσεις της Πρωτονίκης δεν απαντούσε, και ούτε παρουσιαζόταν στα συνέδρια της εταιρείας τις συμφωνημένες μέρες και ώρες. Η Πρωτονίκη φοβήθηκε ότι ίσως κάτι να είχε πάθει.

Το είπε στον Ζακ, ο οποίος συμφώνησε. «Είναι σίγουρα παράξενο.»

«Τι λες να κάνουμε;»

«Πού να ξέρω εγώ, αγάπη;»

«Ιστορίες μυστηρίου γράφεις!»

Ο Ζακ γέλασε. «Άλλο οι ιστορίες μυστηρίου, άλλο η πραγματικότητα. Στο διαμέρισμά της πήγες;»

Η Πρωτονίκη ανασήκωσε τους ώμους. «Την κάλεσα εκεί, μα δεν απαντούσε.» Καθόταν στον καναπέ του σαλονιού του κρεμαστού διαμερίσματός της, και ο Ζακ ήταν καθισμένος αντίκρυ της, σε μια πολυθρόνα.

«Πήγες, όμως;» επέμεινε.

«Τι να πάω να κάνω; Αφού δεν απαντούσε στον δίαυλο–»

«Πάμε, τότε, να ρίξουμε μια ματιά.»

«Λες να βρούμε κάτι; Κάποιο στοιχείο;»

«Ποτέ δεν ξέρεις.»

Η Πρωτονίκη σηκώθηκε από τον καναπέ σαν να είχε ελατήρια από κάτω της. «Πάμε!» Φόρεσε ένα ζευγάρι μπότες, έβαλε μια μάλλινη μπλούζα πάνω από την υφασμάτινη μπλούζα της, έριξε μια κάπα στους ώμους, και ήταν έτοιμη.

Ο Ζακ, που πριν από λίγο είχε μπει στο σπίτι, απλά πήρε το πανωφόρι του από την κρεμάστρα, το οποίο είχε γούνα γύρω απ’τον λαιμό. «Καλύτερα νάχουμε και το πιστόλι σου μαζί μας,» είπε.

Η Πρωτονίκη συνοφρυώθηκε. «Νομίζεις ότι…;»

«Δε νομίζω τίποτα. Απλώς… για καλό και για κακό. Ξέρεις…»

«Ναι,» συμφώνησε η Πρωτονίκη, κι έτρεξε στο γραφείο της. Επιστρέφοντας είχε το πιστόλι μαζί της, καθώς κι έναν επιπλέον γεμιστήρα. Το όπλισε.

Ο Ζακ κατέβασε την ασφάλειά του. «Προσοχή μ’αυτό το πράγμα,» είπε.

«Θα το έκανα κι εγώ,» είπε η Πρωτονίκη. «Για τι με περνάς;» Αν και η αλήθεια ήταν ότι δεν είχε σκεφτεί καθόλου την ασφάλεια.

Βγήκαν από το διαμέρισμα βαδίζοντας πάνω στις πεζογέφυρες, ενώ ο χειμερινός άνεμος τούς χτυπούσε βάναυσα, φέρνοντας στα ρουθούνια τους οσμές από κάψιμο διάφορων υλικών.

«Κρύο,» είπε η Πρωτονίκη, τυλιγμένη στην κάπα της, σηκώνοντας την κουκούλα στο κεφάλι.

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Ζακ.

Κατεβαίνοντας μια σκάλα, έφτασαν σε μια γέφυρα που δεν ήταν μόνο για πεζούς αλλά και για οχήματα. Προχώρησαν στο πλάι της και πλησίασαν μια από τις πολυκατοικίες που συνέδεε. Πέρασαν κάτω από μια μεγάλη πύλη και βρέθηκαν στο εσωτερικό ενός γκαράζ που φιλοξενούσε τα οχήματα πολλών οδηγών. Πήγαν εκεί όπου ήταν σταθμευμένο το τρίκυκλο όχημα της Πρωτονίκης. Η αριστοκράτισσα άνοιξε το ημισφαιρικό σκέπαστρο και κάθισε στη μπροστινή θέση, ενεργοποιώντας τα συστήματα του οχήματος. Ο Ζακ κάθισε στη μία από τις δύο πισινές θέσεις που ήταν λιγάκι πιο ψηλά από τη μπροστινή.

Η Πρωτονίκη οδήγησε το όχημά της έξω από το γκαράζ, όχι από τη γέφυρα που είχαν έρθει αλλά από μια άλλη. Και μετά συνέχισε να οδηγεί επάνω σε γέφυρες και σε δρόμους ώσπου έφτασε στο Ωρολογόμετρο, στην καρδιά της Βαθμιδωτής, και εκεί πλησίασε την πολυκατοικία όπου έμενε η Κορίνα. Σταμάτησε το τρίκυκλο στο πλάι ενός δρόμου. Άνοιξαν το σκέπαστρο και βγήκαν. Ο αέρας δεν ήταν τόσο δυνατός εδώ όσο επάνω στις γέφυρες.

Μπήκαν στην πολυκατοικία, κάλεσαν τον ανελκυστήρα στο ισόγειο, και χρησιμοποιώντας τον ανέβηκαν στον δέκατο-όγδοο όροφο. Διασχίζοντας τον διάδρομο, πλησίασαν την πόρτα του διαμερίσματος της Κορίνας.

«Να χτυπήσω;» ρώτησε η Πρωτονίκη τον Ζακ, διστακτικά.

«Δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο να κάνουμε εδώ. Δεν είμαστε διαρρήκτες.»

Η Πρωτονίκη πάτησε το κουδούνι, και άκουσαν τον ήχο του να έρχεται από το εσωτερικό του διαμερίσματος.

Μετά περίμεναν, αφουγκραζόμενοι. Θα ηχούσαν βήματα να έρχονται από μέσα;

Τίποτα δεν ακούστηκε, αλλά ο Ζακ νόμισε πως είδε μια αλλαγή του φωτός στη χαραμάδα κάτω από την πόρτα. Κάποιος ήταν εκεί! Και ίσως να τους κοίταζε από το ματάκι.

Ο Ζακ, παρορμητικά ίσως (όφειλε να παραδεχτεί ο ίδιος), χτύπησε βιαστικά την πόρτα με τις φάλαγγες τις γροθιάς του – τοκ-τοκ!

Η Πρωτονίκη τον κοίταξε με κάποια περιέργεια.

Καμια απάντηση από το εσωτερικό.

«Ποιος είναι μέσα;» ρώτησε ο Ζακ.

«Τι ζητάτε εδώ;» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή – αλλά σίγουρα όχι της Κορίνας.

Τα μάτια της Πρωτονίκης γούρλωσαν. Πώς είχε καταλάβει ο Ζακ ότι κάποιος ήταν πίσω από την πόρτα; αναρωτήθηκε φευγαλέα. Τελικά δεν ήταν καλός μόνο στο να γράφει φανταστικές ιστορίες μυστηρίου!

«Την κυρία Κορίνα Ριλτάκω θέλουμε,» απάντησε ο Ζακ. «Είμαστε φίλοι της. Δεν είναι εδώ; Εσείς ποια είστε;»

«Μια φίλη της.»

«Αποκλείεται!» ψιθύρισε, έντονα, η Πρωτονίκη στ’αφτί του Ζακ.

Εκείνος τής έκανε νόημα να μείνει στη θέση της, και είπε προς την κλειστή πόρτα. «Ποια φίλη της;»

«Πείτε μου γιατί τη ζητάτε και θα της το πω.»

«Θέλουμε να μιλήσουμε στην ίδια. Προσπαθούμε να τη βρούμε εδώ και μέρες και δεν μπορούμε. Είναι μέσα;»

Η πόρτα άνοιξε, και είδαν πίσω απ’το κατώφλι μια γυναίκα ντυμένη με καπαρντίνα. Γαλανόδερμη, με κοντά ξανθά μαλλιά και καχύποπτα μάτια. Στο χέρι της ήταν ένα πιστόλι.

Μερικά βήματα απόσταση από αυτήν στέκονταν δύο άντρες, κι αυτοί με καπαρντίνες.

Ο Ζακ κόμπιασε, φοβούμενος ότι εκείνος κι η Πρωτονίκη είχαν μόλις μπλέξει πολύ, πολύ άσχημα. Κάποιοι κακοποιοί ήταν, αναμφίβολα, αυτοί. Όχι απλοί διαρρήκτες. Ήταν βέβαιος.

«Μην τρομάζετε,» τους είπε η ξανθιά γυναίκα. «Ελάτε μέσα.» Δεν είχε υψώσει το πιστόλι της.

Ο Ζακ και η Πρωτονίκη αλληλοκοιτάχτηκαν. Μετά η δεύτερη είπε στην ξανθιά γυναίκα: «Όχι, απλά περνούσαμε. Καλύτερα να φεύγουμε. Δεν πειράζει – άλλη φορά.»

Η άγνωστη χαμογέλασε. «Δεν είμαστε κλέφτες. Είμαστε εδώ με εντολή του Πολιτάρχη. Ελάτε μέσα.»

«Μπορείς να το αποδείξεις αυτό;» απαίτησε ο Ζακ.

Η άγνωστη είπε ψύχραιμα: «Αν ήθελα θα σας σημάδευα με το πιστόλι μου για να σας κάνω να μπείτε. Αλλά δεν σας σημαδεύω, όπως βλέπετε.»

Ο Ζακ και η Πρωτονίκη αλληλοκοιτάχτηκαν ξανά. Ο συγγραφέας ανασήκωσε τους ώμους, μορφάζοντας, σαν να έλεγε Εντάξει. Η αριστοκράτισσα ένευσε.

Και πέρασαν το κατώφλι της εισόδου καθώς η Ιωάννα τούς έκανε χώρο.

«Γνωρίζω ποιοι είστε,» τους είπε. «Η κυρία Πρωτονίκη Υστερώνυμη και ο κύριος Ζακ Μερνάλβω. Και δεν σας είπα ψέματα ότι είμαι φίλη της Κορίνας. Είμαστε όντως φίλες. Κάνουμε παρέα.»

Η Πρωτονίκη συνοφρυώθηκε. «Δε μου είχε αναφέρει ποτέ τίποτα.»

«Επειδή είμαι κατάσκοπος του κυρίου Πολιτάρχη.»

«Το όνομά σου;» ρώτησε ο Ζακ.

«Καλύτερα να μη γνωρίζετε το όνομά μου. Δεν έχει σημασία, άλλωστε.»

«Τι κάνεις εδώ; Ψάχνεις το διαμέρισμα;»

«Ναι. Προσπαθούμε να καταλάβουμε πού χάθηκε η Κορίνα.»

«Και;»

Η Ιωάννα κοίταξε τον Θεοκλή’νιρ και τον Νάρνταλ. Ύστερα έστρεψε πάλι το βλέμμα της στον συγγραφέα και στην αριστοκράτισσα. «Τίποτα μέχρι στιγμής. Και πολύ φοβάμαι πως δεν θα βρούμε κάτι, έτσι όπως δείχνει το πράγμα.»

Συνέχισαν, όμως, να ερευνούν το διαμέρισμα για κάποια ώρα ενώ ο Ζακ και η Πρωτονίκη περίμεναν βηματίζοντας από δω κι από κει, μην τολμώντας ν’αγγίξουν τίποτα. Σε μια στιγμή η Πρωτονίκη ρώτησε τον Ζακ τι γνώμη είχε τώρα. Αλλά εκείνος τής αποκρίθηκε πάλι ότι τα πραγματικά μυστήρια δεν ήταν σαν αυτά στα βιβλία του. Δεν είχε ιδέα τι μπορεί να συνέβαινε. «Πάντως,» πρόσθεσε, «σίγουρα δεν υπάρχουν σημάδια μάχης ή πάλης μέσα στο διαμέρισμα. Δεν πρέπει κάποιος να εισέβαλε και να την απήγαγε.»

Η Ιωάννα ακούγοντάς τον συμφώνησε. «Ναι, αποκλείεται να την απήγαγαν από εδώ.»

Όταν η έρευνα τελείωσε, η κατάσκοπος ήταν το ίδιο απογοητευμένη όπως όταν είχε πρωτομιλήσει με την Πρωτονίκη και τον Ζακ. Δεν είχαν βρει κανένα στοιχείο για το πού μπορεί να είχε εξαφανιστεί η Κορίνα.

«Μοιάζει να… μεταφέρθηκε αλλού,» είπε η Ιωάννα, καθώς θυμόταν ξανά τις ανοησίες στις Μυθογραφίες των Δρόμων.

Του κύριου Χρονομάχου δεν θα του άρεσε καθόλου αυτό…

-3-

Οι άνθρωποι που έχουν συνηθίσει να στηρίζονται σε κάποιον για την οποιαδήποτε δραστηριότητα, σαστίζουν όταν τον χάσουν. Δεν ξέρουν από πού να πιαστούν. Νομίζουν ότι ήρθε το τέλος του σύμπαντος. Έχουν την αίσθηση ότι δεν μπορούν να τα καταφέρουν μόνοι τους.

Τις περισσότερες φορές, αυτή δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση. Επειδή το νομίζουν, το κάνουν πραγματικότητα. Όταν κάτι είναι «η ιδέα σου» δεν είναι πολύ μακριά από το να είναι «η πραγματικότητά σου».

Όταν χάσουν αυτόν στον οποίο στηρίζονται θα κάνουν το παν για να τον ξαναβρούν, για να τον ξαναφέρουν κοντά τους. Κι αν δεν τα καταφέρουν, τότε πρέπει να πάρουν κάποιες αποφάσεις. Ή θα αποπροσανατολιστούν τελείως ή θα ανακαλύψουν ότι τελικά μπορούσαν και μόνοι τους...

-4-

Η Πρωτονίκη πανικοβλήθηκε.

«Χρειάζομαι την Κορίνα, Ζακ!» είπε στον εραστή της, μια από τις επόμενες ημέρες. «Πώς θα συνεχίσει η εταιρεία χωρίς αυτήν; Η Κορίνα ήταν… ήταν το βασικό μέλος της επιχείρησης! Εκείνη μάς έδειξε πώς να εργαζόμαστε, πώς να οργανωθούμε, πώς να… Η Κορίνα ήταν η ψυχή της εταιρείας!»

«Νομίζω ότι τα παραλές, αγάπη. Η εταιρεία λειτουργεί πια από μόνη της. Τα πάντα είναι στη θέση τους. Απλά κάθεσαι και παρακολουθείς. Είναι σαν μια μηχανή.»

«Αν όμως κάτι συμβεί;»

«Τι να συμβεί;»

«Οτιδήποτε!» είπε η Πρωτονίκη, που έκανε πέρα-δώθε μες στο σαλόνι του κρεμαστού διαμερίσματός της. «Μια καταστροφή. Κάποιο πρόβλημα. Κάτι! Πώς θα το λύσω εγώ; Δεν μπορώ να το λύσω εγώ, μόνη μου, Ζακ!»

«Δεν είσαι μόνη σου, αγάπη· έχεις τόσους συνεργάτες πλέον. Θα σε βοηθήσουν. Δε μπορεί αυτό που θα συμβεί να είναι τόσο τραγικό. Κι αν είναι όντως τόσο τραγικό, τότε ίσως ούτε η Κορίνα να μη μπορούσε να το αντιμετωπίσει.»

«Η Κορίνα θα μπορούσε. Η Κορίνα είναι…» Έπαψε, επιτέλους, να βαδίζει.

«Τι είναι η Κορίνα;» είπε ο Ζακ, καθισμένος σε μια πολυθρόνα, στρίβοντας ένα τσιγάρο. «Μια οικονομολόγος–»

«Μα, ξέρει τόσα πολλά!»

«Σ’έχει εντυπωσιάσει. Είναι, πράγματι, εντυπωσιακή. Αλλά δεν… δεν είναι ημίθεα. Δεν είναι καμια κόρη του Κρόνου! Δεν είναι η Καθμύρα, η Κυρά του Χρυσού.

»Κι επιπλέον, γιατί ανησυχείς από τώρα; Δεν έχει ακόμα συμβεί τίποτα στην επιχείρησή σου. Και ούτε είναι βέβαιο πως θα συμβεί.»

«Δε σ’ενδιαφέρει καθόλου για τη Νέα Παραγωγή;» παραπονέθηκε η Πρωτονίκη. «Για εμένα έχει γίνει η ζωή μου, Ζακ! Ήταν το όνειρό μου, που πραγματοποιήθηκε–»

«Ναι, το καταλαβαίνω αυτό, αγάπη, και χαίρομαι για σένα. Αλλά εκείνο που θέλω να πω είναι ότι» – άναψε το στριμμένο τσιγάρο του – «επειδή η Κορίνα εξαφανίστηκε, δεν γκρεμίστηκε και η Ατέρμονη Πολιτεία. Η Κορίνα δεν είναι καμια ημίθεα,» είπε ξανά. «Θα βρεις άλλο οικονομολόγο. Οι εταιρείες παραγωγής τροφίμων έχουν πια αναπτυχθεί πολύ στη Βαθμιδωτή· δεν υπάρχει πρόβλημα, δεν το βλέπεις;»

Η Πρωτονίκη, αναστενάζοντας, μισοξάπλωσε στον καναπέ. Θα ήθελε η Κορίνα να ήταν εδώ. Η Κορίνα θα… η Κορίνα θα ήξερε πώς να βρει την Κορίνα! Με τον παραλογισμό της ίδιας της της σκέψης δεν μπόρεσε παρά να γελάσει.

«Σου έφτιαξα τη διάθεση, αγάπη;»

Η Πρωτονίκη έστρεψε το βλέμμα της επάνω του. «Πάντα μου φτιάχνεις τη διάθεση, Ζακ.»

Εκείνος σηκώθηκε από την πολυθρόνα και ήρθε να καθίσει στον καναπέ, πλάι της, χτυπώντας παιχνιδιάρικα τον γλουτό της.

-5-

«Εσύ την ήξερες από παλιά. Πού μπορεί να έχει πάει;» ρώτησε η Πρωτονίκη τον Φέλιξ’μορ.

Τον είχε συναντήσει στον χώρο μιας καινούργιας εταιρείας όπου δούλευε για την ώρα, μην έχοντας ακόμα φύγει από τη Βαθμιδωτή.

Ο μάγος έτριψε τα αξύριστα γένια του. «Το άκουσα κι εγώ, Πρωτονίκη, ότι εξαφανίστηκε…»

«Ναι, αλλά πού μπορεί να έχει πάει; Έχεις καμια ιδέα;»

«Τι να σου πω; Η Κορίνα, γενικά… ταξιδεύει πολύ.»

«Μα δεν έφυγε για ταξίδι τώρα!» είπε η Πρωτονίκη. «Εξαφανίστηκε, Φέλιξ! Πιθανώς να την απήγαγαν!»

«Δεν το νομίζω.»

«Γιατί το λες αυτό; Σου είχε πει κάτι; Σου είχε πει ότι θα ταξίδευε;»

«Όχι, δεν μου είχε πει τίποτα τέτοιο. Τίποτα γενικώς, βασικά. –Να σε κεράσω έναν καφέ, Πρωτονίκη;» Βάδιζαν, καθώς μιλούσαν, και τώρα πλησίαζαν την καφετέρια των υπαλλήλων της επιχείρησης.

«Ναι, θα ήθελα έναν καφέ,» παραδέχτηκε η αριστοκράτισσα. «Αλλά η Κορίνα… Τι… Πού μπορεί να έχει πάει, αν δεν ήταν απαγωγή, Φέλιξ; Εγώ νομίζω ότι απαγωγή ήταν!»

Μπαίνοντας στην καφετέρια, πλησίασαν τον πάγκο με τους καφέδες και τα άλλα ποτά. Αυτοσερβιρίστηκαν και κάθισαν σ’ένα τραπεζάκι.

«Κοίτα,» είπε ο Φέλιξ. «Η Κορίνα είναι… παράξενο πρόσωπο. Από τότε που την ήξερα ήταν παράξενο πρόσωπο. Δε βγάζεις άκρη μαζί της. Μπορεί να εξαφανιστεί χωρίς καμια προειδοποίηση και μετά να εμφανιστεί πάλι.»

«Μα, λείπει αρκετές μέρες! Και έχουμε δουλειές εδώ, Φέλιξ.»

«Δεν έχει σημασία· μπορεί να εμφανιστεί σύντομα.»

«Το έχει ξανακάνει, δηλαδή; Έχει ξαναχαθεί έτσι, όσο ήσασταν μαζί;»

Ο μάγος ήπιε μια γουλιά καφέ. «Δεν είναι πρωτότυπο γι’αυτήν, Πρωτονίκη. Άδικα ανησυχείς.»

«Κι αν ήταν όντως απαγωγή;»

«Ποιος να την απαγάγει; Και γιατί;» Μια Θυγατέρα της Πόλης δεν μπορείς να την απαγάγεις, πρόσθεσε νοερά. Είναι… Ίσως να μην είναι αδύνατον, αλλά είναι, αναμφίβολα, αφάνταστα δύσκολο. Θα έπρεπε, μάλλον, κι άλλη Θυγατέρα της Πόλης να ήταν μπλεγμένη στην όλη ιστορία για να την απαγάγεις, υπέθετε ο Φέλιξ. Δε μπορούσε να φανταστεί κανέναν εκτός από τη Μιράντα ικανό να απαγάγει την Κορίνα. Και ίσως την ίδια τη Μιράντα να μη μπορούσε να την απαγάγει κανένας – γενικά – σ’ολάκερη την Ατέρμονη Πολιτεία.

Δεν ήταν κανονικά άτομα αυτές. Ήταν… Ούτε ήξερες τι ήταν.

Ήπιε ακόμα μια γουλιά από τον καφέ του, καθώς έβλεπε την Πρωτονίκη να κομπιάζει προσπαθώντας να βρει απάντηση.

«Δε… δε γνωρίζω,» είπε η αριστοκράτισσα τελικά. «Ίσως να το έκανε κάποιος που θέλει να την εξαναγκάσει να του φτιάξει μια επιχείρηση–»

Ο Φέλιξ γέλασε.

«Σου φαίνεται αστείο;» έκανε απότομα η Πρωτονίκη.

«Αποκλείεται, Πρωτονίκη,» είπε ο μάγος. «Αποκλείεται. Αν όντως την απήγαγε κάποιος, τότε… κάτι πολύ παράξενο συμβαίνει. Και ούτε εσύ ούτε εγώ θα μπορέσουμε να τη βρούμε. –Ο Πολιτάρχης, αλήθεια, δεν ψάχνει γι’αυτήν;»

Η Πρωτονίκη κατένευσε. «Ψάχνει.»

Ο Φέλιξ’μορ την κοίταξε ερωτηματικά.

Η Πρωτονίκη άναψε τσιγάρο και του είπε για τη συνάντηση εκείνης και του Ζακ με τους κατασκόπους του Χρονομάχου μέσα στο διαμέρισμα της Κορίνας.

Ο Φέλιξ σκέφτηκε: Τι παιχνίδι παίζεις πάλι, Κορίνα; Αποφάσισες, για κάποιο μυστηριώδη λόγο, να φύγεις από εδώ χωρίς ούτε καν να χαιρετήσεις αυτούς τους ανθρώπους; Ακόμα δεν είχε καταλάβει ποιο μπορεί να ήταν το σχέδιό της. Αλλά για το ότι υπήρχε σχέδιο δεν αμφέβαλλε στο ελάχιστο. Η Κορίνα δεν θα τα έκανε όλα αυτά αν δεν είχε κάτι στο μυαλό της.

Και φοβάμαι ότι αυτό το κάτι δεν το έχουμε δει ώς τώρα.

Εν μέρει ευχόταν η Μιράντα να ήταν εδώ. Αν η Μιράντα ήταν εδώ, τότε πιθανώς να μπορούσε να σταματήσει το διαβολικό σχέδιο της Κορίνας.

Γιατί, όμως, το σχέδιο να ήταν διαβολικό; Είμαι προκατειλημμένος, το παραδέχομαι. Αλλά για την Κορίνα μιλάμε, μα τα μούσια του Κρόνου!

«Τι σκέφτεσαι, Φέλιξ;»

«Τίποτα. Κάτι σχετικό με τις δουλειές μου εδώ.» Έδειξε, με μια κίνηση των ματιών, το οικοδόμημα της επιχείρησης γύρω τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ-ΕΝΑΤΟ
Αναζήτηση Κατάλληλων Ανθρώπων

-1-

Βόρεια της Επίστρωτης βρισκόταν η Επιγεγραμμένη. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι τα ονόματά τους έμοιαζαν λίγο, αλλά οι δύο συνοικίες δεν είχαν καμία σχέση η μία με την άλλη. Η Επιγεγραμμένη μαστιζόταν από τρομερή φτώχια. Η ελάχιστη βιομηχανία που είχε δεν ήταν αρκετή για να συντηρήσει τους κατοίκους της σε καλή οικονομική κατάσταση. Η Επίστρωτη την θεωρούσε, μάλιστα, παράδειγμα για το τι μπορεί να πάθεις όταν προσπαθείς να παράγεις λίγο απ’όλα αντί να κρατάς την παραγωγή σου εστιασμένη σε συγκεκριμένα προϊόντα μέσα στα χρόνια.

Οι συνθήκες διαβίωσης στην Επιγεγραμμένη ήταν άθλιες. Σκουπίδια, θραύσματα, και ακαθαρσίες γέμιζαν τους δρόμους· γέφυρες που είχαν υποστεί ζημιές μετά δυσκολίας επιδιορθώνονταν, όταν επιδιορθώνονταν καν· οι υπόνομοι έφραζαν και ξεχείλιζαν κάθε τόσο· ενεργειακά φώτα υπήρχαν σε ελάχιστους δρόμους και σήραγγες. Πολλά οικήματα φωτίζονταν με λάμπες λαδιού – σκηνές που νόμιζες ότι έχουν προέλθει από άλλη διάσταση, όχι από τη Ρελκάμνια. Τα νοσοκομεία είχαν τρομερές ελλείψεις φαρμάκων· τα σχολεία τελούσαν υπό διάλυση· τα δικαστήρια λειτουργούσαν υποτυπωδώς. Δεν υπήρχαν, όμως, και πολλοί κλέφτες. Τι να κλέψουν, άλλωστε; Οι περισσότεροι κάτοικοι της Επιγεγραμμένης δεν είχαν ούτε μεγάλες ποσότητες χρημάτων ούτε τίποτα πολύτιμα πράγματα – κι όσοι είχαν κάτι πολύτιμο το έκρυβαν τόσο καλά που ήταν σαν να μην το είχαν. Οχήματα διέθεταν μερικοί μονάχα από αυτούς, γιατί μήτε να τα αγοράσουν μπορούσαν μήτε να τα συντηρήσουν. Οι περισσότεροι χρησιμοποιούσαν τα τρένα της περιοχής, ή τα επιβατηγά οχήματα μαζικής μεταφοράς, τα οποία, φυσικά, υπολειτουργούσαν και, κατά περιόδους, είχαν αποδειχτεί επικίνδυνα. Αρκετοί, επίσης, βάδιζαν όταν ήθελαν να διασχίσουν αποστάσεις· η Επιγεγραμμένη δεν ήταν τόσο μεγάλη συνοικία όσο άλλες στην Ατέρμονη Πολιτεία. Και υπήρχαν και κάμποσοι που χρησιμοποιούσαν ζώα από άλλες διαστάσεις ως υποζύγια: άλογα από την Απολλώνια και τη Σεργήλη, γιγαντόλυκους από τη Μοργκιάνη, ελέφαντες και εκπαιδευμένους λυκόχοιρους και τριχόσαυρες από τη Φεηνάρκια. Ή τα καβαλούσαν αυτά τα πλάσματα ή τα έβαζαν να τραβάνε κάρα – κάτι που δεν συνηθιζόταν καθόλου στη Ρελκάμνια. Στην Ατέρμονη Πολιτεία ελάχιστοι ίππευαν ζώα, και όχι για να διασχίζουν μεγάλες αποστάσεις αλλά για ψυχαγωγία.

Η Επιγεγραμμένη, όμως, ήταν ευλογημένη συνοικία για κάποιους – όσο παράξενο κι αν έμοιαζε αυτό. Στην καρδιά της ορθωνόταν ο Επιγεγραμμένος Τοίχος, ένα μνημείο ύψους είκοσι-τριών μέτρων και πλάτους έξι-και-κάτι μέτρων. Κανείς δεν ήταν βέβαιος από πότε βρισκόταν εδώ· αρκετοί είκαζαν ότι ήταν εδώ από τις απαρχές της Ρελκάμνια, από τη γέννηση της διάστασης, από προτού καν οικοδομηθεί η Ατέρμονη Πολιτεία. Ολόκληρη η επιφάνεια του Επιγεγραμμένου Τοίχου – πάνω από 138 τετραγωνικά μέτρα – ήταν γεμάτη με μυστηριώδεις γραφές και σύμβολα. Κι αυτά δεν έμεναν σταθερά· άλλαζαν. Όχι τόσο γρήγορο ώστε να μπορεί κάποιος να παρακολουθήσει τις αλλαγές· αλλά, καθώς τα χρόνια περνούσαν, σύμβολα και ολόκληρες γραμμές εξαφανίζονταν από τον Τοίχο, ενώ άλλα, καινούργια παρουσιάζονταν επάνω του. Υπήρχε η φήμη ότι εδώ ήταν το Στόμα της Ατέρμονης Πολιτείας, από εδώ η Ρελκάμνια μιλούσε.

Επομένως, η Επιγεγραμμένη (που είχε, ασφαλώς, πάρει το όνομά της από τον Επιγεγραμμένο Τοίχο) ήταν ιερή, αν και πάμφτωχη. Ορισμένοι ισχυρίζονταν πως η φτώχια της οφειλόταν στο ότι οι θεοί – και ο Κρόνος, συγκεκριμένα – ήθελαν να δοκιμάσουν τους κατοίκους της διάστασης σ’ετούτη την περιοχή γύρω από το Στόμα.

Οι ιερωμένοι του Κρόνου είχαν έναν αρκετά μεγάλο ναό στην Επιγεγραμμένη: μια ψηλή πυραμίδα με μια πελώρια, πορφυρή σφαίρα στην κορυφή της, η οποία φώτιζε δυνατά, τροφοδοτούμενη με ενέργεια από το εσωτερικό. Ο Ναός του Κρόνου φαινόταν να είναι το πιο πλούσιο και καλοδιατηρημένο οικοδόμημα στη συνοικία. Αλλά οι ιερείς δεν μοιράζονταν τα λεφτά τους με τους φτωχούς. Βοηθούσαν σε κάποιες περιπτώσεις, ωστόσο όχι πολύ συχνά. Η Επιγεγραμμένη ήταν «τόπος δοκιμασίας», έλεγαν.

Και κάποιοι το έπαιρναν αυτό πολύ σοβαρά. Υπήρχαν άνθρωποι που έρχονταν από κάθε γωνιά της Ατέρμονης Πολιτείας για να δοκιμαστούν στην Επιγεγραμμένη: να ζήσουν ως φτωχοί ανάμεσα στους φτωχούς, να δουν αν μπορούν με την πίστη τους στον Κρόνο να επιβιώσουν, αν μπορούν να αντέξουν και να αποδειχτούν άξιοι. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που είχαν έτσι χάσει τις ζωές τους, από διάφορες αιτίες. Πολύ λιγότεροι ήταν αυτοί που είχαν δει οράματα, ή είχαν λάβει καθοδήγηση που τους είχε βοηθήσει στη ζωή τους. Κάποιοι, μετά από μια τέτοια εμπειρία, προσχωρούσαν στο ιερατείο του Κρόνου· κάποιοι γίνονταν πιο ενάρετοι και ανεκτικοί άνθρωποι· κάποιοι γίνονταν πιο σκληροί και αδίστακτοι· κάποιοι απλά έχαναν τα λογικά τους…

Η Κορίνα, φεύγοντας από την Επίστρωτη μέσα στο τετράκυκλο όχημα που της είχε δώσει η Μαρθάλα-Αλντ, πέρασε από την Επιγεγραμμένη χωρίς να σταματήσει πουθενά. Δεν υπήρχε τίποτα που να θέλει από εδώ.

Σε λιγότερο από δύο ώρες την είχε διασχίσει, φτάνοντας στο βορειοανατολικό άκρο της και μπαίνοντας στη Β’ Κατωρίγια Συνοικία, στις όχθες του Ριγοπόταμου.

-2-

Στη Β’ Κατωρίγια Συνοικία, ο Ριχάρδος ο Μαυρόψυχος έκανε χρυσές δουλειές πριν από μερικά χρόνια. Αγόραζε και πουλούσε μηχανήματα και μηχανικούς εξοπλισμούς από τη μια άκρη του Ριγοπόταμου ώς την άλλη. Το εμπόριό του έφτανε μέχρι τις υπερδιαστασιακές αρχές του Ριγοπόταμου: μέχρι τον Κάθετο Ωκεανό, ένα πέρας της Ρελκάμνια, όπου η διάσταση τελείωνε μέσα σε μια όρθια υδάτινη μάζα που προκαλούσε δέος καταπίνοντας ουρανό και γη. Ο Ριγοπόταμος έπεφτε από εκεί σαν καταρράκτης.

Οι χρυσές δουλειές του Μαυρόψυχου είχαν, όμως, τελειώσει πλέον. Είχαν συγκεντρωθεί πολλοί ανταγωνιστές, οι συνθήκες είχαν αλλάξει, η διάσταση ολόκληρη είχε συνέλθει πια ύστερα από τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο κατά της Συμπαντικής Παντοκρατορίας. Ο Ριχάρδος έβγαζε κάποια λεφτά από το παράνομο εμπόριό του, μα όχι και τόσα πολλά.

Δεν είχε μεγάλο παράπονο, πάντως. Είχε αρκετά δεκάδια πλέον για να ζει άνετα, και ήταν μαζί με τον έρωτα της ζωής του, την Κλαρίσα – που ειδικευόταν στα πληροφοριακά συστήματα, και πώς να τα διαρρηγνύει. Η μοίρα τούς είχε φέρει κοντά, και ποτέ δεν θα απομακρύνονταν.

Ο Ριχάρδος, ωστόσο, ευχόταν τα πράγματα να ήταν όπως παλιά με το εμπόριο…

«Μια κυρία είναι εδώ, αφεντικό,» του είπε ένας από τους βοηθούς του, όταν μπήκε στην υπόγεια αποθήκη τούτο το απόγευμα.

«Τι κυρία;» Το μέρος γύρω του ήταν γεμάτο με μηχανικούς εξοπλισμούς, άλλους εκτεθειμένους, άλλους μέσα σε κιβώτια, άλλους σκεπασμένους με υφάσματα.

«Δεν είπε όνομα. Είπε όμως ότι σε ξέρει καλά, αφεντικό. Πορφυρόδερμη, ξανθιά. Είναι στο γραφείο τώρα, μαζί με την αφεντικίνα.»

Ο Ριχάρδος δεν περίμενε καμια πορφυρόδερμη, ξανθιά επισκέπτρια, αλλά ένευσε σιωπηλά και βάδισε προς το γραφείο. Ανέβηκε τη μεταλλική σκάλα ενώ έβαζε το ένα του χέρι μέσα στο δερμάτινο πανωφόρι του, πιάνοντας το πιστόλι που κρυβόταν εκεί. Δεν πίστευε να του χρειαζόταν, αλλά τον είχε βλάψει ποτέ να είναι έτοιμος; Όχι, ποτέ. Μάλιστα, τον είχε γλιτώσει από κακοτοπιές.

Η πόρτα του γραφείου ήταν ανοιχτή, και μέσα είδε την Κλαρίσα να κάθεται μπροστά σε μια φορητή κονσόλα, μ’ένα ποτήρι καφέ από δίπλα κι ένα τασάκι γεμάτο γόπες. Κοντά της καθόταν μια γυναίκα που ο Μαυρόψυχος είχε χρόνια να δει – από τις καλές του μέρες – και δεν πίστευε ότι θα την ξανάβλεπε.

«Κορίνα…»

«Γεια σου, Ριχάρδε. Πολύ χαίρομαι που σας βρίσκω ακόμα μαζί, εσάς τους δύο.»

Η Κορίνα παλιότερα έκανε εμπόριο, αλλά διαφορετικού είδους από το εμπόριο του Ριχάρδου. Εμπορευόταν πληροφορίες. Λαθραία – αν μπορούσε ποτέ να ειπωθεί αυτό για τη διακίνηση πληροφοριών. Μάθαινε – ξετρύπωνε – το οτιδήποτε, η καταραμένη!

«Επέστρεψες στις όχθες του Ριγοπόταμου;» είπε ο Μαυρόψυχος.

«Όχι ακριβώς. Δε θα μείνω, δηλαδή.»

Ο Ριχάρδος έκλεισε την πόρτα του γραφείου και κάθισε, ρίχνοντας ένα ερωτηματικό βλέμμα στην Κλαρίσα. Εκείνη απλά ύψωσε τους ώμους: Δεν ξέρω τίποτα.

«Πώς πηγαίνουν οι δουλειές σου, Ριχάρδε;» ρώτησε η Κορίνα.

«Αρκετά καλά. Αλλά όχι όπως παλιά.»

«Το έχω μάθει.»

«Δε μ’εκπλήσσει.»

«Θα σ’ενδιέφερε να κάνεις μια δουλειά λιγάκι διαφορετικού τύπου; Όχι πολύ. Λιγάκι.»

«Γίνε πιο συγκεκριμένη και βλέπουμε.»

«Η Επίστρωτη χρειάζεται τεχνικούς εξοπλισμούς. Πολλούς τεχνικούς εξοπλισμούς. Και σε καλές τιμές. Αρκετοί επιχειρηματίες εκεί σκοπεύουν να στήσουν εταιρίες παραγωγής τεχνικών προϊόντων. Θα σε πληρώσουν όπως αρμόζει αν τους βοηθήσεις να ξεκινήσουν τις δουλειές τους.»

«Κι εσύ τι έχεις να κερδίσεις, Κορίνα;»

«Δουλεύω γι’αυτούς. Ως οικονομικός σύμβουλος.»

Ο Ριχάρδος γέλασε. «Σοβαρολογείς; Εσύ; Οικονομικός σύμβουλος;»

Και η Κλαρίσα χαμογελούσε.

«Ελπίζω να μην πείτε σε κανέναν για τις… παλιές μου δουλειές, έτσι;» είπε η Κορίνα.

«Ναι, εντάξει, εννοείται. Αλλά θα μας κουφάνεις τελείως, Κορίνα. Ξέρεις από οικονομικά; Δηλαδή, κι εγώ ξέρω από οικονομικά, όμως δε νομίζω ότι μ’αυτά που ξέρω θα μπορούσα να είμαι σύμβουλος επιχειρήσεων.»

«Εγώ, αντιθέτως, θα μπορούσα. Και είμαι.»

Η Κλαρίσα είπε: «Αν είναι νόμιμες οι δουλειές τους, θάχουν πρόβλημα να συνεργαστούν μαζί μας. Ξέρεις πώς δουλεύουμε εμείς, Κορίνα. Ούτε αποδείξεις κόβουμε ούτε τίποτα. Αυτά εννοούνται.»

«Μην ανησυχείς· τα έχω υπόψη μου. Θα κανονιστούν τα πάντα.»

«Οι δουλειές είναι νόμιμες, επομένως…» είπε ο Ριχάρδος.

«Φυσικά και είναι νόμιμες. Η Επίστρωτη θέλει να κάνει παραγωγή τεχνικών προϊόντων για να ανταγωνιστεί τη Βαθμιδωτή, η οποία έχει αρχίσει να παράγει τρόφιμα–»

«Η Βαθμιδωτή;» είπε ο Ριχάρδος. «Παράγει τρόφιμα; Μας δουλεύεις, Κορίνα;»

«Καθόλου. Απορώ που δεν το έχετε ακούσει.»

«Δεν είμαστε και δίπλα στη Βαθμιδωτή ακριβώς. Τέλος πάντων. Για πες πιο πολλές λεπτομέρειες γι’αυτούς τους τύπους στην Επίστρωτη.»

«Σ’ενδιαφέρει, λοιπόν;»

«Θα μπορούσε να μ’ενδιαφέρει, αν είναι να βγουν καλά λεφτά.»

«Θα βγουν καλά λεφτά,» τον διαβεβαίωσε η Κορίνα. «Θα είναι όπως τις παλιές ημέρες, Ριχάρδε.»

Τα μάτια του Μαυρόψυχου γυάλισαν.

-3-

Από τη Β’ Κατωρίγια Συνοικία, η Κορίνα επιβιβάστηκε σ’ένα οχηματαγωγό σκάφος και πέρασε, μαζί με το τετράκυκλο όχημά της, στις βόρειες όχθες του Ριγοπόταμου, φτάνοντας στη Β’ Ανωρίγια Συνοικία. Εκεί αναζήτησε μια παλιά γνωστή της που ήταν μάγισσα του τάγματος των Τεχνομαθών και ασχολιόταν, κυρίως, με συστήματα παροχής και διανομής ενέργειας. Δεν τη βρήκε στο μέρος όπου νόμιζε και, ακολουθώντας τα σημάδια της Πόλης, έφτασε τελικά, μέσα από τους νυχτερινούς δρόμους της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας, σε μια αρένα που ήταν στην καρδιά ενός συμπλέγματος υπόγειων οικημάτων. Τα υπόγεια ήταν πολύ καλά φωτισμένα· νόμιζες ότι ήταν μέρα. Η Κορίνα οδηγούσε το τετράκυκλο όχημά της χωρίς κανένα πρόβλημα· οι σήραγγες ήταν ευρύχωρες, και δεξιά κι αριστερά υπήρχαν ανοιχτά καταστήματα της νύχτας – μπαρ, καζίνα, πορνεία – καθώς και κάποια που απλά διανυκτέρευαν, όπως περίπτερα.

Στην αρένα γινόταν χαμός. Δυνατή μουσική απειλούσε να σπάσει τύμπανα αφτιών, φώτα αναβόσβηναν και πάλλονταν, ολογράμματα τρεμόπαιζαν, έτρεχαν, πηδούσαν, κινούνταν. Ο κόσμος που ήταν συγκεντρωμένος έκανε μεγάλη φασαρία. Κάποιος αγώνας είχε μόλις τελειώσει· ο επόμενος δεν είχε ακόμα αρχίσει, αλλά θα άρχιζε σύντομα.

Η Κορίνα δεν άργησε να δει στις αφίσες ποια θα αγωνιζόταν στην επόμενη σύγκρουση, και τα μικρά, βαμμένα μαύρα χείλη της χαμογέλασαν αχνά. Η ΑΝΙΚΗΤΗ ΑΛΒΕΡΤΑ, έγραφε η αφίσα· και ανάμεσα στο ΑΝΙΚΗΤΗ και στο ΑΛΒΕΡΤΑ ήταν η φωτογραφία μιας χρυσόδερμης γυναίκας με κοντά, κόκκινα μαλλιά και μαύρα γάντια πυγμαχίας, ντυμένη με σφιχτοδεμένο στηθόδεσμο, μακριά περισκελίδα, και ψηλές μπότες, όλα μαύρου χρώματος.

Ο αποψινός αντίπαλός της ήταν κάποιος ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΟΡΡΙΣ. Πάλι, ανάμεσα από τις λέξεις, στην αφίσα ήταν η φωτογραφία του παλαιστή: ένας γιγαντόσωμος άντρας με κατάμαυρο δέρμα και μακριά μπλε μαλλιά, δεμένα πολλές κοτσίδες. Φορούσε κόκκινα γάντια πυγμαχίας και κόκκινη περισκελίδα, και ήταν ξυπόλυτος. Επάνω στο γυμνό, πλατύ, μυώδες στήθος του ήταν η δερματοστιξία ενός πελώριου, κατάλευκου κρανίου.

Η Κορίνα πήγε εκεί όπου έβαζαν στοιχήματα και στοιχημάτισε κάμποσα λεφτά στην Ανίκητη Αλβέρτα. Ύστερα βρήκε μια θέση με καλή θέα και κάθισε να παρακολουθήσει τον αγώνα.

Ο οποίος δεν άργησε ν’αρχίσει.

Η μουσική ελαττώθηκε σταδιακά, μέχρι που έπαψε τελείως. Καμπανάκια χτύπησαν δυνατά. Η βαβούρα του κόσμου σταμάτησε γρήγορα. Τα φώτα χαμήλωσαν παντού και τελικά έσβησαν· μόνο στην αρένα έμειναν εστιασμένα: ένας στρογγυλός χώρος περιτριγυρισμένος από πλαστικό τοίχωμα.

Ένας λιγνός τύπος με τσυριχτή φωνή βγήκε και ανακοίνωσε, μιλώντας σ’ένα μικρόφωνο, ότι ο αγώνας ξεκινούσε. Κραυγές αμέσως αντήχησαν από το πλήθος.

«Καλωσορίζουμε,» φώναξε ο λιγνός τύπος, «τον ΜΕΓΑΛΟ ΜΟΡΡΙΣ!»

Ο εν λόγω πυγμάχος πετάχτηκε μέσα στην αρένα από ένα άνοιγμα του πλαστικού τοιχώματος. Ύψωσε τις γαντοφορεμένες γροθιές του στον αέρα κραυγάζοντας σαν θηρίο. Και το πλήθος απάντησε με ενθουσιασμό· η υπόγεια αίθουσα έμοιαζε να σείεται.

«Καλωσορίζουμε,» είπε ο λιγνός τύπος όταν η φασαρία καταλάγιασε, «την ΑΝΙΚΗΤΗ ΑΛΒΕΡΤΑ!»

Η χρυσόδερμη, κοκκινομάλλα γυναίκα μπήκε στην αρένα από ένα άλλο άνοιγμα του πλαστικού τοιχώματος, και κραυγές ακολούθησαν την παρουσία της, αν και η ίδια ήταν σιωπηλή· απλώς τη γροθιά της ύψωσε στον αέρα.

«Ο αποψινός αγώνας θα είναι κάτι που θα τραντάξει την–!» άρχισε να λέει ο λιγνός τύπος μέσα απ’το μικρόφωνο, αλλά ο Μόρρις τον γρονθοκόπησε ελαφρά στο πλάι του κεφαλιού, κάνοντάς τον να παραπατήσει. «ΔΡΟΜΟ!» φώναξε, και το πλήθος γελούσε και ούρλιαζε από ενθουσιασμό.

Η Αλβέρτα κλότσησε τον λιγνό τύπο στα οπίσθια, κι εκείνος παραλίγο να σωριαστεί· έφυγε γρήγορα από την αρένα, σαν κυνηγημένος. Το πλήθος χαλούσε τον κόσμο. Η Αλβέρτα τούς χαιρέτησε, χαμογελώντας.

Ύστερα, εκείνη και ο αντίπαλός της πήραν θέσεις σε δύο αντικριστές μεριές της αρένας, και περίμεναν. Οι φωνές κόπασαν. Ησυχία απλώθηκε.

Ένα καμπανάκι χτύπησε δυνατά, από κάπου.

Η Αλβέρτα και ο Μόρρις χίμησαν ο ένας στον άλλος. Γροθιές και κλοτσιές έπεφταν βροχή. Οι παλαιστές σωριάζονταν και ξανασηκώνονταν, τινάζονταν επάνω. Έκαναν ύπουλες κινήσεις για να ξεγελάσουν ο ένας τον άλλο· έκαναν τούμπες στο έδαφος, πηδούσαν στον αέρα. Κάπου-κάπου κατάφερναν να επιτύχουν λαβές που όμως δεν κρατούσαν για πολύ, καθότι κι οι δυο τους ήταν έμπειροι.

Ο κόσμος είχε ξετρελαθεί. Φωνές απόγνωσης και ενθουσιασμού αντηχούσαν, ανάμικτες. Αυτοί που είχαν στοιχηματίσει έβριζαν και χτυπιόνταν όταν ο μονομάχος τους φαινόταν να χάνει, ενώ αν φαινόταν να κερδίζει αλάλαζαν σαν παράφρονες και γελούσαν και έκαναν χυδαίες χειρονομίες σ’εκείνους που είχαν στοιχηματίσει στον αντίπαλο.

Η Κορίνα έτρωγε αργά το σκαστό καλαμπόκι που είχε αγοράσει, μην επιδεικνύοντας κανέναν ενθουσιασμό. Ο άντρας στα δεξιά της, αντιθέτως, χοροπηδούσε πάνω στο κάθισμά του, απειλώντας να το καταστρέψει· δεν μπορούσε να καθίσει ήσυχος ούτε στιγμή. Ο άντρας στ’αριστερά της ήταν πιο φρόνιμος· μονάχα έβριζε μάνες, θεούς, και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Η Κορίνα τούς αγνοούσε επιδεικτικά.

Ο αγώνας κράτησε κάμποση ώρα, για αγώνας τέτοιου είδους, και στο τέλος η Αλβέρτα βγήκε νικήτρια. Ο Μεγάλος Μόρρις ήταν ξαπλωμένος στα πόδια της, μισολιπόθυμος· η μια της μπότα πατούσε το κρανίο στο στήθος του. Τα γαντοφορεμένα χέρια της ήταν υψωμένα στον αέρα. Αίμα κυλούσε από τη μύτη της κι από την άκρη του στόματός της. Το αριστερό της μάτι ήταν μαυρισμένο.

Χαμογελούσε σαν να της είχαν μόλις πει ότι είχε κληρονομήσει δέκα εκατομμύρια δεκάδια.

Το πλήθος γύρω από την αρένα χαλούσε τον κόσμο: άλλοι ζητωκραύγαζαν, άλλοι ούρλιαζαν από οργή. Πολύ σύντομα ξύλο άρχισε να πέφτει, και οι φρουροί ασφαλείας έπρεπε να επέμβουν.

Η Κορίνα είχε εξαφανιστεί, αφήνοντας στο κάθισμά της το μισό σκαστό καλαμπόκι που δεν είχε προλάβει να φάει.

Αργότερα, βρισκόταν στο καμαρίνι της Αλβέρτας έχοντας δωροδοκήσει τους φύλακες για να την αφήσουν να περάσει.

Η Αλβέρτα καθόταν σε μια πολυθρόνα, αναπαυτικά, τυλιγμένη με μια μαύρη ρόμπα, ξυπόλυτη και, φυσικά, χωρίς τα γάντια της. Δεν αιμορραγούσε πλέον, και κάποιος είχε φανερά περιποιηθεί το πρόσωπό της, αλλά αυτός δεν ήταν ο μόνος λόγος που δεν φαινόταν τόσο πρησμένο όσο θα έπρεπε. Επίσης, μάλλον είχε πλυθεί· το σαπούνι μύριζε όμορφα.

«Καλησπέρα, Αδελφή μου,» χαιρέτησε η Κορίνα.

Η Αλβέρτα την ατένισε για μερικές στιγμές συνοφρυωμένη. Ήπιε μια γουλιά από την Αφρισμένη Κυρά στο χέρι της. «Καλησπέρα, Κορίνα. Πώς πέρασες από τους φρουρούς; Κανένας δεν με ειδοποίησε ότι ερχόσουν.» Η μόνη ειδοποίηση που είχε λάβει ήταν ο χτύπος της Κορίνας στην πόρτα της.

«Τους έδωσα λεφτά.» Η Κορίνα κάθισε σε μια καρέκλα, σταυρώνοντας τα πόδια στο γόνατο.

«Τι θέλεις;»

«Να πω μια καλησπέρα σε μια από τις Αδελφές μου, ίσως;»

«Σοβαρολογώ.» Η Αλβέρτα ήπιε ακόμα μια γουλιά από την Αφρισμένη Κυρά κι άφησε το ποτήρι στο τραπεζάκι πλάι της.

«Ψάχνω κάποια,» είπε η Κορίνα, «και οδηγήθηκα σ’εσένα. Οπότε υποθέτω πως ίσως να γνωρίζεις πού είναι. Γιατί δεν είναι εκεί όπου νόμιζα πως θα ήταν.»

Το βλέμμα της πυγμάχου έγινε ερωτηματικό.

«Τη Μορτένκα’μορ ψάχνω. Ξέρεις πού μπορώ να τη βρω;»

«Αν ξέρω, γιατί να σου πω;»

«Και ορισμένες λέτε ότι εγώ δεν επιδεικνύω αρκετή… αδελφοσύνη ανάμεσά μας.»

«Αυτό εδώ» – η Αλβέρτα λύγισε το γόνατό της και γύρισε το δεξί της πέλμα προς τη μεριά της Κορίνας, ώστε να φανεί το σημάδι της – «δεν σημαίνει ότι η μία είναι υποχρεωμένη να βοηθά την άλλη σε ό,τι τρελό σχέδιο έχει βάλει στο νου της.»

«Εντάξει,» είπε η Κορίνα. «Τι θες να κάνω; Να σου πω αναλυτικά το σχέδιό μου; Να δεις αν το εγκρίνεις;»

«Δε μ’ενδιαφέρει,» μόρφασε η Αλβέρτα. «Ούτως ή άλλως, ψέματα θα μου πεις.»

«Θες λεφτά; Έχω λεφτά.»

Η Αλβέρτα σηκώθηκε από την πολυθρόνα της, με χαρακτηριστική ευκολία αν σκεφτεί κανείς το ξύλο που είχε φάει στην αρένα. «Θέλω να μου πεις» – πλησίασε την Κορίνα – «ποιος σκότωσε τον Σίλα.»

Η Κορίνα σηκώθηκε επίσης από την καρέκλα της. «Αν ήξερα…»

«Το ξέρουμε κι οι δύο πως ξέρεις, Κορίνα. Πες μου. Ούτως ή άλλως, δεκαπέντε χρόνια έχουν περάσει πια.»

Η Κορίνα το σκέφτηκε προς στιγμή. Ύστερα της είπε ποιος είχε σκοτώσει τον Σίλα.

Η Αλβέρτα τη γρονθοκόπησε στο στομάχι, και η Κορίνα έπεσε στα γόνατα, διπλωμένη. «Και γιατί τόσο καιρό δεν μου το έλεγες;» ρώτησε η Αλβέρτα. «Γιατί!» φώναξε. «Γιατί να μην το ξέρω;»

Όταν μπορούσε να μιλήσει, η Κορίνα αποκρίθηκε ξέπνοα: «Καταλαβαίνεις τι… τι θα γινόταν τότε αν το ήξερες;»

«Ναι – καταλαβαίνω τι θα γινόταν!» γρύλισε η Αλβέρτα, που είχε απομακρυνθεί πλέον από την Κορίνα αλλά δεν είχε ξανακαθίσει. «Καταλαβαίνω πολύ καλά!»

«Τα πάντα θα γίνονταν άνω-κάτω,» είπε η Κορίνα καθώς σηκωνόταν όρθια. «Και μη με ξαναχτυπήσεις!» Τα μάτια της γυάλισαν οργισμένα. «Προσπαθούσα απλώς να διατηρήσω μια… μια ισορροπημένη κατάσταση!»

Η Αλβέρτα ρουθούνισε οργισμένα. «Φύγε προτού σε σαπίσω τόσο που ούτε η Πόλη δεν θα μπορεί να φτιάξει τη μούρη σου.»

«Μην κάνεις λες κι εγώ έφταιγα για τον θάνατό του! Εγώ, μάλιστα, σκότωσα τον δολοφόνο του, όπως θα–»

«Αρκετά!» τη διέκοψε η Αλβέρτα. «Δε θέλω ν’ακούσω τίποτ’ άλλο γι’αυτό.»

«Μου υποσχέθηκες, όμως, ότι θα μου πεις πού μπορώ να βρω τη Μορτένκα’μορ…»

«Στο Εμπορικό Κέντρο. Φύγε τώρα.»

«Στο Εμπορικό Κέντρο εδώ δίπλα; Στις ακτές του Ριγοπόταμου;»

«Ναι.»

«Πού ακριβώς;»

«Δεν ξέρω πού ακριβώς. Μπορείς να πηγαίνεις τώρα.»

-4-

Το Εμπορικό Κέντρο ήταν δυτικά της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας. Η Κορίνα δεν χρειάστηκε να ταξιδέψει μακριά μέσα στο τετράκυκλο όχημά της για να φτάσει εκεί. Αλλά μετά ξεκίνησε η πραγματική αναζήτηση.

Το Εμπορικό Κέντρο ήταν τεράστιο· ήταν μια ολόκληρη συνοικία από μόνο του. Ήταν μεγαλύτερο από τη Β’ Ανωρίγια Συνοικία, και πολυεπίπεδο. Δεν περιλάμβανε μόνο καταστήματα· περιλάμβανε και κάποιες κατοικίες, καθώς και κάμποσες αποθήκες. Αλλά ήταν περιοχή εμπορίου, κυρίως, όχι για να μένει κανείς. Πολλοί άνθρωποι έρχονταν εδώ για να δουλέψουν και μετά επέστρεφαν στις συνοικίες τους – ταξίδι κάποιων ωρών.

Η Κορίνα έψαξε για τη Μορτένκα’μορ ακολουθώντας σημάδια της Πόλης και προσπαθώντας να ξετρυπώσει πληροφορίες από διάφορες μεριές. Η εμπειρία της σ’αυτού του είδους την αναζήτηση δεν ήταν μικρή, και δεν άργησε να βρει τα ίχνη της μάγισσας όπως ένας σκύλος που μυρίζεται τα ίχνη του θηράματός του – μόνο που η Κορίνα δεν χρησιμοποιούσε την οσμή της – ή, τουλάχιστον, όχι αποκλειστικά αυτήν.

Και έφτασε κοντά στη Μορτένκα’μορ μια μάλλον κρίσιμη στιγμή. Η μάγισσα στεκόταν στην άκρη μιας ταράτσας, έτοιμη να πηδήσει. Το μαύρο φόρεμά της αναδευόταν άγρια γύρω από το κατάλευκο σώμα της, στον χειμωνιάτικο άνεμο της Ρελκάμνια. Τα μαύρα μαλλιά της τινάζονταν και στροβιλίζονταν πάνω από τους ώμους της.

«Η θέα δεν είναι και τόσο καλή από εκεί, Μορτένκα.»

Η μάγισσα έστρεψε το βλέμμα της, ξαφνιασμένη. «Κ-Κορίνα;…» Τα μάτια της ήταν διασταλμένα· έμοιαζε να νομίζει ότι έβλεπε φάντασμα.

Η Κορίνα την πλησίασε με γρήγορα βήματα.

«Μην έρχεσαι κοντά μου!» φώναξε η Μορτένκα’μορ.

«Γιατί; Τι βλέπεις που–;»

Η μάγισσα πήδησε–

Η Κορίνα την άρπαξε από τη ζώνη, τραβώντας την πίσω και κάτω, να καθίσει άγαρμπα στα πισινά της. «Τι ανοησίες είναι αυτές, Μορτένκα; Πας να σκοτωθείς πάνω που σε χρειάζομαι;»

Η Μορτένκα’μορ ούρλιαξε κι άρχισε να χτυπιέται στο πάτωμα της ταράτσας, τραβώντας τα μαλλιά της, σκίζοντας το φόρεμά της.

Η Κορίνα την κοίταζε για λίγο με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά της. Αναστέναξε, τελικά, λέγοντας: «Τι πρόβλημα έχεις; Είναι τόσο τραγικό; Είσαι άρρωστη; Σου είπε κανένας γιατρός ότι θα πεθάνεις με φριχτούς πόνους ύστερα από δυο, τρεις μήνες και θες να το αποφύγεις;»

«Τίποτα δεν πάει καλά στη ζωή μου, Κορίνα!» αναφώνησε η Μορτένκα’μορ, κλαίγοντας. «Τίποτα.»

Η Κορίνα λύγισε τα γόνατα για να κοιτάξει τη μάγισσα από πιο χαμηλά. «Αυτός,» είπε, «δεν είναι καλός λόγος για ν’αυτοκτονήσεις. Το ξέρεις;»

«Και ποιος είναι καλός λόγος για ν’αυτοκτονήσεις;»

«Ξέρεις πόσες φορές στη δική μου ζωή τίποτα δεν πάει καλά; Και εννοώ τίποτα, γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος! Τίποτα.»

Η Μορτένκα σκούπισε δάκρυα από τα μάτια της με τα δάχτυλά της· σκούπισε τη μύτη της πάνω στο μανίκι του φορέματός της. «Δεν είμαστε το ίδιο. Εσύ είσαι Θυγατ–»

«Το μόνο που σημαίνει αυτό,» τη διέκοψε η Κορίνα, «είναι ότι μάλλον θα ζήσω πολύ περισσότερα χρόνια απ’ό,τι εσύ. Κι αν τίποτα δεν πηγαίνει καλά στη ζωή μου, δεν θα έπρεπε να αυτοκτονήσω; Αλλά δεν το κάνω. Γιατί;»

«Κοίτα… ανέκαθεν πίστευα ότι είσαι λίγο τρελή, Κορίνα.»

«Να πας να γαμηθείς, μαλακισμένη,» της είπε ήρεμα η Κορίνα.

Η Μορτένκα’μορ χαμογέλασε σαν να είχε ακούσει κάποιο αστείο, όχι βρισιές.

«Σου έφτιαξα τη διάθεση τώρα, ε;» είπε η Κορίνα. «Δε θες πια να σκοτωθείς;»

«Έχω αρχίσει να το ξανασκέφτομαι,» παραδέχτηκε η Μορτένκα.

«Πώς κι έτσι;»

«Επειδή είσαι εσύ εδώ. Όποτε είσαι εσύ κάπου κοντά μου, πάντα ενδιαφέροντα πράγματα συμβαίνουν.»

«Γιατί ήθελες να πηδήσεις πιο πριν;»

«Γιατί θες να ξέρεις;»

«Είμαι περίεργη.»

«Σου είπα, τίποτα δεν πάει καλά στη ζωή μου.»

«Δηλαδή;»

«Πριν από τρεις μήνες χωρίσαμε με τον Κλεόβουλο–»

«Ποιος είναι ο Κλεόβουλος;»

«Ένας μαλάκας!»

«Τότε γιατί το θέμα σε προβληματίζει;»

«Αυτό δεν είναι το μόνο που με προβληματίζει!»

Η Κορίνα την περίμενε να συνεχίσει, ατενίζοντάς την ερωτηματικά.

«Μέσα στον τελευταίο χρόνο, μ’έχουν κλέψει τρεις φορές, κι έχω χάσει δύο δουλειές από μαλακίες, και προχτές έμαθα ότι έχει αμαυρωθεί και η φήμη μου σ’όλο το Εμπορικό Κέντρο!»

«Και λοιπόν; Όλ’ αυτά δεν είναι και τόσο σπουδαία.»

Η Μορτένκα’μορ αναστέναξε. «Ό,τι κι αν κάνω, Κορίνα, πάντα πάει στραβά και πρέπει ν’αρχίζω από την αρχή. Οι θεοί μ’έχουν καταραστεί. Δε μπορώ άλλο!»

Η Κορίνα αγκάλιασε τους ώμους της με το ένα χέρι. «Αυτή τη φορά, κοπέλα μου, οι θεοί είναι μαζί σου.»

«Με τρομάζεις, Κορίνα…»

Η Κορίνα χαμογέλασε αχνά. «Δεν υπάρχει λόγος για φόβο. Σου έχω βρει ένα μέρος που είναι τέλειο για να δουλέψεις, και όπου χρειάζονται πολύ τις υπηρεσίες σου. Θα πληρωθείς καλά.»

«Πού;»

«Στην Επίστρωτη.»

«Αυτή δεν είναι νότια του Ριγοπόταμου; Νότια της Α’ Κατωρίγιας Συνοικίας;»

«Σε πειράζει η απόσταση τώρα;»

Η Μορτένκα’μορ κούνησε το κεφάλι αρνητικά.

«Ωραία,» είπε η Κορίνα. «Πάμε κάπου πιο ζεστά και πιο όμορφα για να συζητήσουμε.»

-5-

Με τη Μορτένκα’μορ η Κορίνα δεν είχε ολοκληρώσει τις δουλειές της. Έπρεπε να αναζητήσει κι άλλους ανθρώπους προκειμένου να τους συγκεντρώσει στην Επίστρωτη για να ξεκινήσει η παραγωγή τεχνικών προϊόντων. Το πρόβλημα που παρουσιαζόταν εδώ, σε αντίθεση με την περίπτωση της Βαθμιδωτής, ήταν πως τα τεχνικά προϊόντα ήταν διαφόρων κατηγοριών, και η κάθε κατηγορία απαιτούσε διαφορετικούς ανθρώπους ειδικευμένους σ’αυτήν. Δεν ήταν όπως με τα τρόφιμα, που, για παράδειγμα, ένας γεωπόνος μπορούσε να ξέρει για πολλά είδη φυτών.

Η Κορίνα ταξίδεψε με πλοίο στη Χαρμόσυνη, μια συνοικία στις νοτιοδυτικές ακτές της Μεγάλης Θάλασσας, και από εκεί επιστράτευσε μια ομάδα ανθρώπων που ειδικεύονταν στην κατασκευή ποικίλων βιομηχανιών και εργοστασίων. Δύο από αυτούς τής χρωστούσαν χάρη, αλλά δεν ήρθαν μόνο γι’αυτό· η κατάσταση που τους παρουσίαζε τούς φαινόταν συμφέρουσα.

Από τη Χαρμόσυνη, η Κορίνα πήγε με το όχημά της στον Επιλογέα και προσέλαβε από εκεί ανθρώπους ειδικούς στην κατασκευή όπλων και οπλικών συστημάτων. Φεύγοντας από τον Επιλογέα, πέρασε τον Πλευροπόταμο, ταξίδεψε ώς την Καλόπραγη, και πήρε στις υπηρεσίες της – ή, μάλλον, στις υπηρεσίες των επιχειρηματιών της Επίστρωτης – ανθρώπους ειδικευμένους στην κατασκευή διάφορων μικροσυσκευών. Από τα Σταυροδρόμια, βορειοανατολικά της Καλόπραγης, επιστράτευσε ανθρώπους ειδικούς σε τηλεπικοινωνιακούς μηχανισμούς. Φεύγοντας από εκεί, ταξίδεψε ώς τη Ρόδα, μια συνοικία πέρα από τα βόρεια σύνορα της Βαθμιδωτής, η οποία ήταν γνωστή για τους αγώνες δρόμου που γίνονταν στις περιοχές της. Οι κάτοικοί της ήταν τρελοί με τα οχήματα κάθε είδους – ειδικά με τα γρήγορα οχήματα – και η Κορίνα προσέλαβε από εδώ ανθρώπους ειδικευμένους στο να φτιάχνουν και να επισκευάζουν μηχανές οχημάτων, τροχούς, περιβλήματα, και διάφορα εξαρτήματα. Η Ρόδα αγόραζε πολλά οχήματα και κομμάτια οχημάτων από τη Βαθμιδωτή αλλά είχε και δική της παραγωγή· δεν ήταν εξαρτημένη από τις εισαγωγές. Οι κάτοικοί της δεν θα ανέχονταν να εξαρτιόνται από άλλη συνοικία για να προμηθεύονται τα οχήματα που αγαπούσαν τόσο.

Η Κορίνα νόμιζε ότι τώρα τα είχε κανονίσει όλα. Ήταν ώρα να επιστρέψει στην Επίστρωτη. Και είχε ήδη ακούσει ότι προβλήματα είχαν αρχίσει να παρουσιάζονται.

Αναμενόμενα προβλήματα, όμως.

Ενδιαφέροντα προβλήματα.

Η Κορίνα ήταν ευχαριστημένη.

-6-

Η σύγκρουση Οι συγκρούσεις και οι πόλεμοι, γενικά θεωρούνται κάτι το αρνητικό, κάτι που δεν πρέπει να συμβαίνει. Θεωρούνται «παρεκτροπές» μιας, κατά τα άλλα, φυσιολογικής ομαλής κατάστασης. «Αν όλα πήγαιναν σωστά, δεν θα γινόταν πόλεμος».

Αλλά οι συγκρούσεις δεν είναι παρά ευκαιρίες. Είναι οι δυνάμεις της αλλαγής που έρχονται για να μεταμορφώσουν τις στάσιμες καταστάσεις. Μέσα από τις συγκρούσεις μπορεί, βέβαια, να χειροτερέψουν τα πράγματα. Αλλά μπορεί και να καλυτερέψουν. Ή μπορεί να μεταλλαχτούν με πολλούς και ενδιαφέροντες τρόπους.

Κατά την περίοδο των συγκρούσεων, φυσικά, άσχημα γεγονότα θα συμβούν – θάνατοι, καταστροφές... Όμως τι είναι αυτά αν όχι κάποιες αλλαγές ακόμα; Τίποτα δεν μένει σταθερό στη Ρελκάμνια ή στο σύμπαν ολόκληρο. Και πρέπει να σκεφτεί κανείς ότι ίσως όλα αυτά να αξίζουν τον κόπο αν είναι η τελική μεταμόρφωση, η τελική αλλαγή που θα επέλθει, αξιόλογη.

Αν δεν ταρακουνήσεις ένα κλειστό κουτί, τα αντικείμενα μέσα του θα μείνουν αιωνίως ακίνητα!

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ
Οι Δολιοφθορείς της Επίστρωτης

-1-

Η Μαρθάλα-Αλντ είχε κατά νου ολόκληρο σχέδιο εκδίκησης εναντίον της Βαθμιδωτής και του Κίμωνα Χρονομάχου, αλλά το είχε διακόψει προσωρινά όταν η Κορίνα ξεκίνησε να οργανώνει τους επιχειρηματίες που ήθελαν να κάνουν εταιρείες παραγωγής τεχνικών ειδών. Τώρα που η Κορίνα μυστηριωδώς εξαφανίστηκε, η Μαρθάλα αποφάσισε ότι ήταν καιρός να συνεχίσει το σχέδιο όπως το είχε εξαρχής στο μυαλό της. Και κακώς είχε καθυστερήσει! Μπορεί όλα αυτά – η πρόταση της Κορίνας, τα πάντα που είχαν σχέση με την Κορίνα – να μην ήταν παρά ένα κόλπο αποπροσανατολισμού!

Κακώς είχα καθυστερήσει!

Η Μαρθάλα-Αλντ συγκέντρωσε μια ομάδα μισθοφόρων που είχε προσλάβει από τη Σκορπιστή, ανατολικά της Επίστρωτης, και τους εξήγησε τι ακριβώς έπρεπε να κάνουν. Δε θα δρούσαν τελείως μόνοι τους, βέβαια· μαζί τους θα πήγαιναν και μερικοί έμπιστοι άνθρωποι του Οίκου των Αλντ’κάρθοκ, ανάμεσα στους οποίους και ένας ξάδελφος της Μαρθάλα.

Οι προετοιμασίες που έπρεπε να γίνουν δεν ήταν πολλές. Το επόμενο βράδυ οι μισθοφόροι κινήθηκαν. Έφυγαν από την Επίστρωτη και, κρυφά, μεταμφιεσμένοι σαν έμποροι, μπήκαν στη Βαθμιδωτή. Κάτω από τα μουντά σύννεφα που πάντα σκέπαζαν τον ουρανό της, έδρασαν μέσα στην ίδια νύχτα κιόλας. Χτύπησαν δύο μονάδες παραγωγής τροφίμων. Οι φρουροί που βρίσκονταν εκεί δεν μπόρεσαν να τους εμποδίσουν· δεν περίμεναν τέτοια επίθεση. Οι μισθοφόροι έσπασαν, έκαψαν, κατέστρεψαν, και έφυγαν προτού έρθουν οι φύλακες της περιοχής για να τους χτυπήσουν. Εξαφανίστηκαν μέσα στους δρόμους της Βαθμιδωτής. Κρύφτηκαν, περιμένοντας να προκαλέσουν σύντομα περισσότερες ζημιές.

-2-

Η Πρωτονίκη ειδοποιήθηκε μες στη νύχτα. Ο τηλεπικοινωνιακός δίαυλός της κουδούνιζε για κάποια ώρα προτού ξυπνήσει, σηκώθηκε από το κρεβάτι της, και τον άνοιξε. «Μάλιστα;» άρθρωσε, νυσταγμένα· και κοκάλωσε όταν άκουσε τι είχαν να της πουν.

Κάποιοι άγνωστοι είχαν επιτεθεί σ’έναν από τους θόλους της.

«Είναι σοβαρές οι ζημιές;» ρώτησε, μουδιασμένα.

«Δυστυχώς είναι, κυρία Υστερώνυμη. Ακόμα προσπαθούμε να σβήσουμε τις φωτιές.»

Η Πρωτονίκη είπε πως θα ερχόταν, και έκλεισε τον δίαυλο προτού προλάβει να της απαντήσει ο άντρας που της μιλούσε – κάποιος που έλεγε ότι ήταν από την Αστυνομία της Βαθμιδωτής.

Ο Ζακ δεν βρισκόταν εδώ απόψε· κοιμόταν στο σπίτι του. Και ήταν αργά, μετά τα μεσάνυχτα· η Πρωτονίκη δεν ήθελε να τον ανησυχήσει. Ντύθηκε γρήγορα, έκρυψε το πιστόλι της μέσα στα ρούχα της (προσέχοντας η ασφάλεια να είναι κατεβασμένη), και βγήκε από το κρεμαστό διαμέρισμά της. Πήγε στο γκαράζ όπου άφηνε το τρίκυκλό της, βαδίζοντας βιαστικά. Παίρνοντας από εκεί το όχημα, κατευθύνθηκε προς τον θόλο που είχε δεχτεί επίθεση…

…και από μακριά είδε τους καπνούς που ανέβαιναν στροβιλιζόμενοι προς τα μολυσματικά νέφη του ουρανού της Βαθμιδωτής. Μέσα από τους καπνούς, πύρινες γλώσσες διακρίνονταν.

Πλησιάζοντας, η Πρωτονίκη συνάντησε πολλούς ανθρώπους στους δρόμους. Είχαν ανησυχήσει μην πιάσουν φωτιά τα σπίτια τους και παγιδευτούν μέσα. Εκτός από τους κατοίκους, αστυνομία ήταν συγκεντρωμένη – οχήματα και ένστολοι – καθώς και πυροσβέστες, που χτυπούσαν τις φλόγες με μάνικες. Τα κρύσταλλα του θόλου παραγωγής τροφίμων ήταν διαλυμένα από τη μια μεριά, και σίγουρα δεν είχαν σπάσει με πέτρες. Δεν μπορούσαν, βασικά, να σπάσουν με πέτρες· ήταν πολύ ανθεκτικά. Μόνο πυροβόλα όπλα θα προξενούσαν τέτοια καταστροφή, και βόμβες. Η πυρκαγιά ήταν στο εσωτερικό του θόλου, και ο καπνός έβγαινε από το μεγάλο άνοιγμα που είχε δημιουργηθεί. Τα φυτά και οι καλλιέργειες της μονάδας παραγωγής τροφίμων καταστρέφονταν.

Μα τον Κρόνο! Πόσα δεκάδια ζημιά ήταν αυτή; αναρωτήθηκε η Πρωτονίκη.

Και τώρα έλειπε και η Κορίνα! Η Πρωτονίκη αισθάνθηκε πανικό να την καταλαμβάνει προς στιγμή. Ύστερα, όμως, ενθυμούμενη τα λόγια του Ζακ – (Επειδή η Κορίνα εξαφανίστηκε, δεν γκρεμίστηκε και η Ατέρμονη Πολιτεία) (Η Κορίνα δεν είναι καμια ημίθεα) – κατάφερε να θέσει υπό έλεγχο τον εαυτό της.

Αλλά πώς θα επισκευάζονταν όλες αυτές οι ζημιές; Θα ήταν σαν να ξεκινά να φτιάχνει τον θόλο από την αρχή;

Ποιοι εγκληματίες είχαν κάνει τέτοιο πράγμα; Γιατί;

Η Πρωτονίκη άνοιξε το ημισφαιρικό σκέπαστρο του τρίκυκλού της και βγήκε, νιώθοντας δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλά της. Πλησίασε δύο αστυνομικούς και τους ρώτησε τι είχε συμβεί. Ποιοι το είχαν κάνει αυτό;

«Δεν ξέρουμε, κυρία Υστερώνυμη. Σκότωσαν όλους τους φρουρούς που είχατε εδώ, και εξαφανίστηκαν· κανένας δεν τους είδε από κοντά.» «Κάποιοι κάτοικοι της περιοχής που έτυχε να κοιτάζουν από παράθυρα μάς είπαν ότι ήταν καλά οπλισμένοι, και είχαν κι ένα τετράκυκλο φορτηγό μαζί τους.» «Τίποτα περισσότερο δεν πρόσεξαν, όμως.»

«Ποιος μπορεί να τους έστειλε;» ρώτησε η Πρωτονίκη.

«Δεν έχουμε τη δυνατότητα αυτή τη στιγμή να κάνουμε καμια υπόθεση, κυρία Υστερώνυμη.» «Μπορεί να ήταν οποιοιδήποτε· ίσως ακόμα και νυχτοβάτες.» «Σοβαρέψου, Στίβεν· οι ποδοπατημένοι δεν έχουν τέτοια όπλα στη διάθεσή τους.» «Ίσως να τα έκλεψαν.» «Δεν το πιστεύω. Αν ήταν άνθρωποι της νύχτας, κάποιοι κακοποιοί πρέπει να ήταν, όχι κάποιοι από τους αποκάτω.» «Χμμ…»

Η εταιρεία της καιγόταν κι αυτοί οι δύο ηλίθιοι είχαν πιάσει κουβέντα! Η Πρωτονίκη ήθελε να τους χτυπήσει στο κεφάλι. Προτού όμως προλάβει να πει ή να κάνει τίποτα, είδε δημοσιογράφους να έρχονται προς τη μεριά της. Την είχαν εντοπίσει.

«Κυρία Υστερώνυμη,» είπε μια γυναίκα που πρέπει να ήταν στην ηλικία της. «Τι συνέβη εδώ; Ποιοι επιτέθηκαν στον θόλο παραγωγής τροφίμων; Έχετε κάποια υποψία;»

«Σας παρακαλώ,» είπε μόνο η Πρωτονίκη, «αφήστε με ήσυχη!» Και, περνώντας ανάμεσά τους, πήγε με γρήγορα βήματα στο τρίκυκλο όχημά της. Πήδησε μέσα και έκλεισε το σκέπαστρο. Έβαλε τους τροχούς σε κίνηση και απομακρύνθηκε.

Αλλά δεν έφυγε. Έκανε κύκλο και ξαναγύρισε από άλλο δρόμο: από μια γέφυρα. Δεν την κατέβηκε. Σταμάτησε το όχημα σε μια άκρη της και κοίταζε από απόσταση τους πυροσβέστες να προσπαθούν να διασώσουν ό,τι είχε απομείνει από τον θόλο της.

«Οι παλιάνθρωποι!» μουρμούρισε η Πρωτονίκη και χτύπησε, οργισμένα, το τιμόνι με το χέρι της.

Ποιοι μπορεί να ήθελαν να της κάνουν τέτοια ζημιά; Κάποιος ανταγωνιστής της; Κάποιος από τους άλλους επιχειρηματίες που είχαν πρόσφατα ξεκινήσει εταιρείες παραγωγής τροφίμων;

Όταν οι πυροσβέστες είχαν νικήσει τις φλόγες και ο περισσότερος κόσμος είχαν διαλυθεί, η Πρωτονίκη κατέβηκε τη γέφυρα πλησιάζοντας τον ρημαγμένο θόλο. Οι αστυνομικοί ήταν ακόμα εδώ· κοίταζαν τριγύρω: έψαχναν, μάλλον, για στοιχεία σχετικά με τους δράστες. Η Πρωτονίκη άνοιξε το σκέπαστρο του τρίκυκλού της και βγήκε. Παραδίπλα ένας μάγος της αστυνομίας μουρμούριζε τα λόγια για κάποιο ξόρκι και ατένιζε μπροστά του σαν να έβλεπε κάτι πίσω από τον αέρα, κάτι που μόνο εκείνος μπορούσε να κοιτάξει.

Η Πρωτονίκη, πλησιάζοντας, είδε τα πτώματα των φρουρών της. Ήταν καμένοι· μετά δυσκολίας τούς αναγνώρισε. Οι καπνοί δεν είχαν ακόμα διαλυθεί, αλλά το εσωτερικό του θόλου φαινόταν να είναι σε άθλια κατάσταση. Μονάχα μαυρίλα έβλεπε η Πρωτονίκη παντού.

Θα χρειαστώ μάλλον τη βοήθεια του Φέλιξ ξανά.

Γαμώτο! Και δεν είχε ακόμα ξεπληρώσει τα δάνεια…

Πού ήταν η Κορίνα; Γιατί είχε εξαφανιστεί; Η Κορίνα θα ήξερε τώρα τι να κάνει!

Η Πρωτονίκη περίμενε τους αστυνομικούς να τελειώσουν τις έρευνές τους και ύστερα τους ρώτησε αν είχαν βρει κάτι. «Ποιοι το έκαναν αυτό;»

«Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο, κυρία Υστερώνυμη, πέρα από μερικές σφαίρες και κάλυκες. Θα κοιτάξουμε να δούμε αν μπορούμε να καταλάβουμε πού φτιάχτηκαν. Μόνο αυτό μπορούμε να σας πούμε για την ώρα.

»Η δική σας εταιρεία, πάντως, δεν ήταν η μόνη που δέχτηκε επίθεση,» την πληροφόρησε ο αστυνομικός.

«Τι εννοείτε;»

«Χτυπήθηκε και ο Τροφοδότης.»

«Η επιχείρηση του κυρίου Βανράσκω;»

«Ναι. Την ίδια ώρα με τη δική σας. Οι επιθέσεις έγιναν συγχρόνως, και μάλλον από τους ίδιους ανθρώπους.»

«Δηλαδή… κάποιος… κάποιος έχει κάτι ενάντια σε μένα και τον κύριο Βανράσκω;»

«Δε γνωρίζω, κυρία Υστερώνυμη. Θα πρέπει να το ερευνήσουμε. Μόλις ξημερώσει θα ειδοποιήσουμε και τον κύριο Πολιτάρχη, ασφαλώς.»

-3-

Η Πρωτονίκη δεν κοιμήθηκε καθόλου όλη την υπόλοιπη νύχτα. Καθόταν στον καναπέ του σαλονιού της και βρισκόταν σε απόγνωση, κοιτάζοντας τα αγάλματά της από χάντρες και παλιά μηχανικά κομμάτια. Το πρωί, ο Ζακ την κάλεσε προτού εκείνη τον καλέσει.

«Είν’ αλήθεια αυτά που λένε τα κανάλια, αγάπη;» ρώτησε, αναστατωμένος.

«Ναι,» αποκρίθηκε η Πρωτονίκη, κι έβαλε τα κλάματα.

Σε δεκαπέντε λεπτά ο Ζακ ήταν στο κρεμαστό διαμέρισμά της και την είχε στην αγκαλιά του. «Μην ανησυχείς. Μια ζημιά είναι, μόνο. Θα επιδιορθωθεί. Πρωτονίκη! για όνομα των θεών, δεν καταστράφηκε η Ρελκάμνια!»

«Μα γιατί να κάνουν τέτοιο πράγμα σε μένα; Ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι; Τι τους είχα κάνει;»

«Δεν επιτέθηκαν μόνο σε σένα–»

«Το ξέρω.» Η Πρωτονίκη απομακρύνθηκε από την αγκαλιά του. «Το ξέρω. Χτύπησαν και τον Τροφοδότη.»

«Μπορεί να ήταν κλέφτες…»

«Μα δεν έκλεψαν τίποτα. Απλά κατέστρεψαν και έκαψαν… Ήθελαν να μας κάνουν κακό. Ήθελαν μόνο να μας κάνουν κακό, Ζακ. Γιατί;»

Ο Ζακ μόρφασε, αναστενάζοντας. «Δεν ξέρω, αγάπη.»

Τον ατένισε σιωπηλά, χαϊδεύοντας τα μαλλιά του. «Να κάνουμε έρωτα;» τον ρώτησε.

«Αν θέλεις.»

«Θέλω.» Τον φίλησε δυνατά στα χείλη.

Αργότερα, συναντήθηκε με τους συμβούλους και τους εταίρους της Νέας Παραγωγής για να συζητήσουν και να δουν τι θα κάνουν. Κάλεσαν και τον Φέλιξ’μορ, κι εκείνος ήρθε στη συγκέντρωσή τους. Τους είπε ότι κανονικά είχε άλλες δουλειές τώρα αλλά, λόγω της κατάστασης, αποφάσισε να τις αναβάλει.

«Γιατί σου επιτέθηκαν, Πρωτονίκη; Ξέρεις;» ρώτησε.

«Αυτό είναι που αναρωτιέμαι κι εγώ: γιατί επιτέθηκαν σ’εμένα και στον Τροφοδότη.»

Ένας από τους εταίρους της είπε: «Ίσως να ήταν από την Επίστρωτη. Έχω ακούσει πως δεν τους άρεσε καθόλου που η συνοικία μας δεν κάνει πλέον τόσες εισαγωγές από τη δική τους.»

Οι υπόλοιποι, όμως, το απέρριψαν ως υπερβολικό. Αν η Επίστρωτη έκανε τέτοιο πράγμα, αυτό θα σήμαινε πόλεμο με τη Βαθμιδωτή. Και αποκλείεται να ήθελε πόλεμο με τη Βαθμιδωτή. «Θα τους ισοπεδώσουμε,» είπε μια σύμβουλος, «και το ξέρουν. Έχουμε πολύ περισσότερα και πολύ ανώτερα όπλα από αυτούς.»

Το απόγευμα, αφού είχαν αποφασίσει πώς θα επιδιόρθωναν τις ζημιές και πόσο αυτό θα κόστιζε, συνάντησαν τον Πολιτάρχη και τον κύριο Βανράσκω του Τροφοδότη. Η συγκέντρωση έγινε στο γραφείο του Κίμωνα Χρονομάχου, κατόπιν δικής του προτροπής· ήθελε να μιλήσει και στην Υστερώνυμη και στον Βανράσκω και στους συμβούλους τους. Ήθελε να μάθει αν είχαν τίποτα υποψίες για το ποιοι μπορεί να τους επιτέθηκαν.

Η Πρωτονίκη παραδέχτηκε ότι ήταν μπερδεμένη. «Δεν έχω εχθρούς, κύριε Πολιτάρχη. Ή, τουλάχιστον, όχι εχθρούς που να ξέρω. Αν…» κόμπιασε προς στιγμή, «αν ήμουν καχύποπτη και κακοπροαίρετη, θα έλεγα ότι ίσως να το έκανε κάποιος ανταγωνιστής μας – επιχειρηματίας που κι αυτός παράγει τρόφιμα μες στη Βαθμιδωτή. Αλλά δεν το νομίζω. Δε θέλω να το πιστέψω αυτό.»

«Και δεν είναι λογικό, άλλωστε, κυρία Υστερώνυμη,» είπε ο κύριος Βανράσκω, καθισμένος αντίκρυ της – ένας άντρας με λευκό-ροζ δέρμα και μεγάλο, φουντωτό καστανό μουστάκι. Το υπόλοιπο πρόσωπό του ήταν φρεσκοξυρισμένο, και τα μαλλιά του κομμένα κοντά, αλλά πλούσια. Πρέπει να ήταν καμια πενηνταριά χρονών· παραπάνω, μάλλον. Μεγαλόσωμος, χωρίς να είναι παχύς. Κομψοντυμένος μ’ένα γκρίζο κοστούμι και γυαλιστερά παπούτσια. «Οι επιχειρηματίες της Βαθμιδωτής δεν έχουν λόγο να μας επιτεθούν. Δεν τους παίρνουμε μέρος της αγοράς στη συνοικία μας. Υπάρχει, μάλιστα, χώρος και γι’άλλες εταιρείες παραγωγής τροφίμων, ή για την ανάπτυξη των όσων ήδη υπάρχουν.»

«Ασφαλώς,» συμφώνησε ο Κίμωνας Χρονομάχος. «Όλες οι οικονομικές μελέτες αυτό μαρτυρούν.»

Ο Βανράσκω ένευσε προς το μέρος του. «Ναι, κύριε Χρονομάχε. Επομένως, μπορώ μονάχα να κάνω μία υπόθεση που έχει κάποια λογική βάση: Άνθρωποι σταλμένοι από την Επίστρωτη ήταν αυτοί που μας επιτέθηκαν.»

«Το ίδιο υποψιάζομαι κι εγώ, κύριε Βανράσκω,» είπε ο εταίρος της Νέας Παραγωγής που είχε εκφράσει παρόμοια άποψη όταν μιλούσε με την Πρωτονίκη και τους υπόλοιπους το πρωί, «αλλά κανένας δεν με πιστεύει.»

«Και οι δικοί μου σύμβουλοι αμφιβάλλουν για την υπόθεσή μου, κύριε,» αποκρίθηκε ο Βανράσκω.

«Πολύ πιθανόν, όμως, να έχετε δίκιο,» τους πληροφόρησε ο Κίμωνας Χρονομάχος, ξαφνιάζοντας την Πρωτονίκη, που δεν περίμενε ν’ακούσει κάτι τέτοιο από αυτόν.

Τον ρώτησε: «Νομίζετε, κύριε Πολιτάρχη, ότι μπορεί η Επίστρωτη να μας επιτέθηκε;»

«Η τελευταία μου συζήτηση με τη Μαρθάλα-Αλντ, την Πολιτάρχη της Επίστρωτης, δεν ήταν καθόλου… ευχάριστη,» είπε ο Χρονομάχος. «Εκτός του ότι εξέφρασε πολύ έντονα τη δυσαρέσκειά της για τις εμπορικές συμφωνίες που διαλύσαμε με την Επίστρωτη, τόλμησε να με βρίσει, ουσιαστικά – να πει ότι, καθότι από Καινό Οίκο, δεν είμαι ικανός να διοικώ σωστά! Με απείλησε κιόλας, αν και όχι με τίποτα συγκεκριμένο· αλλά αναμφίβολα ο τόνος της και ο τρόπος της φανέρωναν εχθρική διάθεση.»

«Το θεωρείτε πιθανό, δηλαδή, να μας επιτέθηκε η Επίστρωτη;» απόρησε η Πρωτονίκη.

«Είναι η μόνη λογική υπόθεση που μπορούμε να κάνουμε, όπως είπε κι ο κύριος Βανράσκω. Δεν έχουμε, ωστόσο, καμια απόδειξη. Πρέπει το θέμα να ερευνηθεί.»

«Κι αν βρεθούν αποδείξεις, κύριε Χρονομάχε;» ρώτησε ο Βανράσκω.

Η όψη του Πολιτάρχη σκοτείνιασε. «Θα χρειαστεί να μιλήσω με τη Μαρθάλα-Αλντ, κύριε Βανράσκω… για να μην καταλήξουμε σε πόλεμο.»

-4-

Όταν η Υστερώνυμη, ο Βανράσκω, και οι άλλοι είχαν φύγει από το γραφείο του Πολιτάρχη, η Ιωάννα, καλεσμένη από τον Χρονομάχο, άνοιξε την πόρτα και μπήκε.

«Κάθισε,» της είπε εκείνος, καπνίζοντας ένα πούρο, καθισμένος αναπαυτικά στην πολυθρόνα του αλλά έκδηλα συλλογισμένος.

Η Ιωάννα κάθισε. «Γνώριζαν κάτι που δεν γνωρίζαμε ήδη;»

Ο Κίμωνας κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Την ίδια υπόθεση μ’εμάς κάνουν: ότι ίσως η Επίστρωτη να τους έστειλε. Η αστυνομία μόνο μού έδωσε ένα στοιχείο.»

Η Ιωάννα ύψωσε ένα ξανθό φρύδι, ερωτηματικά, επάνω στο γαλανόδερμο πρόσωπό της.

«Οι σφαίρες που χρησιμοποιήθηκαν στις επιθέσεις εναντίον των δύο εταιρειών είναι της ίδιας κατασκευής – επομένως, όντως οι ίδιοι κακοποιοί επιτέθηκαν και στην Υστερώνυμη και στον Βανράσκω. Επίσης, οι σφαίρες δεν πρέπει να είναι κατασκευασμένες από δικό μας εργοστάσιο, εδώ στη Βαθμιδωτή.»

«Από πού είναι;»

«Η αστυνομία δεν είναι βέβαιη ακόμα.»

«Θα μπορούσα να έχω κι εγώ κάποιες από αυτές τις σφαίρες;»

Ο Κίμωνας άνοιξε ένα συρτάρι, τράβηξε από μέσα ένα πλαστικό σακουλάκι, και το άφησε στην άκρη του γραφείου. «Πάρε τις δικές μου.»

Η Ιωάννα πήρε το σακουλάκι. «Εκ πρώτης όψης, δεν διακρίνω κάτι. Θα δούμε…»

«Κανονικά, πάντως, θα έπρεπε να τους είχατε εντοπίσει αυτούς προτού επιτεθούν, Ιωάννα…» είπε δυσαρεστημένα ο Κίμωνας.

«Εμείς, κύριε Χρονομάχε; Εμείς αναλαμβάνουμε μόνο συγκεκριμένες δουλειές· δεν περιπολούμε ολόκληρη τη συνοικία.»

«Ακόμα κι έτσι, όμως… Αυτοί οι τύποι ήταν οπλισμένοι. Ήταν πολλοί. Είχαν τουλάχιστον δύο κλειστά, τετράκυκλα φορτηγά.»

«Η Βαθμιδωτή είναι μεγάλη συνοικία, κύριε Χρονομάχε. Αν θέλετε να την περιπολούμε– Βασικά, γι’αυτό ακριβώς τον λόγο υπάρχουν οι Τιμωροί. Τι σας είπαν οι Τιμωροί;»

«Δεν εντόπισαν τίποτα.»

«Και περιμένατε εμείς να εντοπίσουμε;»

«Θέλω να είστε έτοιμοι από δω και στο εξής, γιατί πολύ φοβάμαι ότι θα γίνουν κι άλλες επιθέσεις.»

«Εννοείτε πως αυτή θα είναι μια ακόμα από τις δουλειές μας; Πως θα πληρωθούμε γι’αυτήν;»

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Κίμωνας, «φυσικά και θα πληρωθείτε,» ενώ σκεφτόταν: Μισθοφόροι… Όταν μπλέξεις με μισθοφόρους…

«Θα κάνουμε, τότε, τα αδύνατα δυνατά για να μάθουμε ποιοι είναι οι κακοποιοί, κύριε Χρονομάχε,» υποσχέθηκε η Ιωάννα.

«Με όσο περισσότερες χειροπιαστές αποδείξεις μπορείτε.»

«Ασφαλώς.»

-5-

Μετά από τρεις νύχτες, έγιναν άλλες δύο επιθέσεις σε μονάδες παραγωγής τροφίμων της Βαθμιδωτής. Ίσως οι επιτιθέμενοι να περίμεναν ότι οι φύλακες της συνοικίας θα είχαν χαλαρώσει λιγάκι πλέον, αλλά, αντιθέτως, αυτοί ήταν πανέτοιμοι. Και οι Τιμωροί και οι κατάσκοποι της Ιωάννας παραφυλούσαν κοντά σε όλες τις μονάδες παραγωγής τροφίμων, κι αμέσως είδαν τους κακοποιούς να έρχονται με φορτηγά, να βγαίνουν, και να επιτίθενται. Οι φρουροί των επιχειρηματιών προσπάθησαν να τους απωθήσουν, και τούτη τη φορά ήταν καλύτερα προετοιμασμένοι γι’αυτούς. Η συμπλοκή ήταν άγρια. Οι Τιμωροί κάλεσαν ενισχύσεις από την Αστυνομία της Βαθμιδωτής, ενώ οι κατάσκοποι της Ιωάννας ειδοποίησαν την Ιωάννα, και η Ιωάννα ειδοποίησε τον Κίμωνα Χρονομάχο.

Οι κακοποιοί τράπηκαν σε φυγή έχοντας κάνει ελάχιστες ζημιές στις εταιρείες – σίγουρα, πολύ λιγότερες από την προηγούμενη φορά. Οι αστυνομικοί τούς έχασαν μέσα στις υπόγειες σήραγγες, τους δρόμους, τις γέφυρες, και τα σκοτάδια της Βαθμιδωτής. Αλλά οι κατάσκοποι της Ιωάννας δεν τους έχασαν. Είχαν χτυπήσει το ένα από τα δύο φορτηγά τους μ’ένα όπλο τελευταίας τεχνολογίας που ήταν, ουσιαστικά, πειραματικό ακόμα. Ονομαζόταν σημαδευτής. Ήταν ένα τουφέκι που δεν εκτόξευε σφαίρες, ούτε τίποτ’ άλλο επιβλαβές. Καταναλώνοντας την ενέργεια από τις μπαταρίες στο εσωτερικό του, εξαπέλυε μια λεπτή δέσμη φωτός η οποία αποτύπωνε πάνω στον στόχο ένα σημάδι αόρατο στον υλικό κόσμο αλλά όχι και στον πνευματικό. Δεν μπορούσε να εντοπιστεί με τις περισσότερες γνωστές τεχνολογικές μεθόδους· μόνο με ανιχνευτικά ξόρκια μπορούσε κάποιος να το βρει. Και μόνο με ένα συγκεκριμένο ξόρκι μπορούσε να το ανιχνεύσει σε πολύ μεγάλες αποστάσεις: το Ξόρκι Ανιχνεύσεως Πνευματικού Σήματος. Ο μάγος που το χρησιμοποιούσε έπρεπε, όμως, να ξέρει το ακριβές σημάδι που ήθελε να βρει. Δεν έκαναν όλοι οι σημαδευτές το ίδιο σημάδι επάνω στους στόχους τους.

Ένας από τους κατασκόπους της Ιωάννας είχε ένα τουφέκι-σημαδευτή, και το χρησιμοποίησε στοχεύοντας ένα από τα φορτηγά των κακοποιών. Στη συνέχεια δεν ήταν παρά διαδικαστικό θέμα για να κάνει ένας μάγος Ξόρκι Ανιχνεύσεως Πνευματικού Σήματος και να βρει πού ήταν σταματημένο τώρα το φορτηγό.

Οι κατάσκοποι της Ιωάννας συγκεντρώθηκαν εκεί μαζί με την ίδια και με κάποιους Τιμωρούς, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Καλλίδρομος, που η Ιωάννα ήξερε ότι ήταν ξάδελφος του Πολιτάρχη.

Το φορτηγό βρισκόταν σε μια υπόγεια αποθήκη, δύο «πατώματα» κάτω από την επιφάνεια της Βαθμιδωτής. Οι άνθρωποι που είχαν επιτεθεί στις μονάδες παραγωγής τροφίμων – μισθοφόροι από την όψη τους – ήταν συγκεντρωμένοι έξω από τα δύο οχήματα και περιποιούνταν κάποιους τραυματίες τους. Δύο απ’αυτούς φρουρούσαν το μέρος, κοιτάζοντας προς την είσοδο. Και δεν άργησαν να προσέξουν ότι είχαν παρέα–

Ο Καλλίδρομος πρόσεξε ότι τον πρόσεξαν, κι έκανε πάραυτα νόημα στους Τιμωρούς: Επίθεση!

Οι Τιμωροί όρμησαν μέσα στην αποθήκη, κρατώντας πιστόλια – ένα σε κάθε χέρι, οι περισσότεροι απ’αυτούς – και πυροβολώντας κατά βούληση. Οι μισθοφόροι, που προφανώς δεν περίμεναν ότι θα τους έβρισκαν εδώ, ξαφνιάστηκαν. Οι δύο φρουροί ίσα που πρόφτασαν να ρίξουν δυο-τρεις ριπές προτού πέσουν από τα πυρά των Τιμωρών. Από τους υπόλοιπους, αρκετοί χτυπήθηκαν πριν προλάβουν να υψώσουν τα όπλα τους· οι άλλοι πυροβόλησαν τους εχθρούς προσπαθώντας, συγχρόνως, να καλυφτούν μέσα και πίσω από τα φορτηγά.

Αλλά οι Τιμωροί, τρέχοντας, βρίσκονταν ήδη κοντά τους· η συμπλοκή ήταν πλέον πρόσωπο με πρόσωπο. Τα πιστόλια υποβοηθιόνταν από λεπίδες, και από χτυπήματα με τα χέρια και με τα πόδια.

Η Ιωάννα και οι κατάσκοποί της πλησίασαν με κάποια επιφύλαξη. Δεν ήταν η δουλειά τους να κάνουν τέτοιες επιθέσεις. Και ούτε είχαν την εκπαίδευση των Τιμωρών. Ένας από τους Τιμωρούς αναμφίβολα μπορούσε εύκολα να βάλει κάτω τρεις από τους κατασκόπους της Ιωάννας. Οι Τιμωροί δεν ήταν μόνο μυστική αστυνομία της Βαθμιδωτής· ήταν κάτι σαν μυστικός στρατός, κάτι σαν πολεμιστές-κατάσκοποι.

Οι άνθρωποι της Ιωάννας σημάδευαν με προσοχή και πυροβολούσαν, και δέχτηκαν ελάχιστες ριπές· ένας τραυματίστηκε στο πόδι, μία στον ώμο – τίποτα πιο δραματικό. Μια σφαίρα πέρασε ξυστά πάνω από τον ώμο της Ιωάννας αλλά δεν την πέτυχε.

Οι Τιμωροί σκότωσαν αρκετούς από τους μισθοφόρους, και τους υπόλοιπους τούς έριξαν στο έδαφος, ακινητοποιώντας τους, πατώντας τους κάτω και βάζοντας κάννες στην πίσω μεριά του κεφαλιού τους ή στους κροτάφους τους, ή πιέζοντας λεπίδες απειλητικά στο πλάι του λαιμού τους.

«Παραδινόμαστε!» φώναξε ένας άντρας, ρίχνοντας το πιστόλι και το ξιφίδιό του στο πάτωμα και υψώνοντας τα χέρια του. «Παραδινόμαστ– Οοκχχχ!» Ένας Τιμωρός τον γρονθοκόπησε στο στόμα, μια Τιμωρός τον κλότσησε πίσω από το γόνατο. Ο άντρας σωριάστηκε. Έφτυσε αίμα και δόντια, βογκώντας.

«Ποιοι είστε;» φώναξε ο Καλλίδρομος, σημαδεύοντας τον με το πιστόλι του. «Ποιος σας έστειλε εδώ; Λέγε, γιατί μα τον Κρόνο θα φυτέψω το κεφάλι σου στο χώμα! Λέγε, γαμιόλη!»

«Είμαι…» ψέλλισε ο άντρας, «είμαι του Οίκου των Αλντ’κάρθοκ… Θα πάρετε λύτρα–»

«Ποιος σας έστειλε;» γκάριξε ο Καλλίδρομος, και τον κλότσησε στα πλευρά. Ο άντρας φορούσε προστατευτικό θώρακα και δεν αισθάνθηκε όλη τη δύναμη του χτυπήματος του Τιμωρού, αλλά φάνηκε να πόνεσε αρκετά.

«…Από την Επίστρωτη,» βόγκησε. «Η Μαρθάλα-Αλντ. Είμαι ξάδελφός της. Είμαι του Οίκου των Αλντ’κάρθοκ – θα πάρετε λύτρα. Θα είναι μεγάλο λάθος να με σκοτώσετε!»

-6-

Δεν υπήρχε αμφιβολία πλέον για το ποιος ευθυνόταν για τις επιθέσεις. Άρα, ο Κίμωνας Χρονομάχος μπορούσε ν’ακολουθήσει μόνο έναν δρόμο αν ήθελε ν’αποφύγει τον πόλεμο.

Όταν ξημέρωσε, κάλεσε με τον τηλεπικοινωνιακό δίαυλό του τη Μαρθάλα-Αλντ. Δεν απάντησε η ίδια· απάντησε ο γραμματέας της. Ο Κίμωνας τη ζήτησε, λέγοντας ποιος ήταν. Λέγοντας πως ήταν επείγον να της μιλήσει. Τώρα.

Ο γραμματέας την ειδοποίησε και σύντομα η φωνή της Μαρθάλα ακούστηκε από το μεγάφωνο του διαύλου, χαμηλή αλλά έντονη, ως συνήθως.

«Μάλιστα;»

«Ο Κίμωνας Χρονομάχος είμαι, κυρία Μαρθάλα-Αλντ.»

«Τι θα μπορούσα να κάνω για εσάς, κύριε Χρονομάχε;»

«Να μη στέλνετε μισθοφόρους σας, κατά πρώτον, μέσα στη συνοικία μου για να προκαλούν καταστροφές.»

«Φοβάμαι ότι δεν σας καταλαβαίνω!» Η φωνή της έγινε λίγο πιο δυνατή.

«Ο ξάδελφός σας, ο Ρίκελικ-Αλντ, είναι αιχμάλωτός μου. Ήταν μαζί με τους μισθοφόρους που μας επιτέθηκαν. Ομολόγησε τα πάντα.»

«Εξακολουθώ να μη σας καταλαβαίνω

«Τολμάτε να επιμένετε;»

«Εξηγήστε μου, παρακαλώ, τι ακριβώς νομίζετε πως ξέρετε.»

«Δε ‘νομίζω’ τίποτα! Γνωρίζω πως στείλατε τους μισθοφόρους σας να χτυπήσουν τις μονάδες παραγωγής τροφίμων στη Βαθμιδωτή! Ο Ρίκελικ-Αλντ ομολόγησε. Μας είπε ότι εσείς το κανονίσατε–»

«Ο Ρίκελικ-Αλντ κάποιο λάθος κάνει–»

«Λάθος! Έχετε το θράσος να μου μιλάτε για λάθος, ύστερα από–;»

«Πείτε μου πόσα λύτρα θέλετε για την επιστροφή του Ρίκελικ στην Επίστρωτη, και θα φροντίσω να… πειθαρχηθεί όπως πρέπει. Δεν ξέρω ποιος μπορεί να είναι ο πραγματικός λόγος που αποφάσισε να σας επιτεθεί, αλλά θα μάθω–»

«Γιατί να μας πει ψέματα, κυρία Μαρθάλα-Αλντ;»

«Υπονοείτε ότι εγώ σάς λέω ψέματα, κύριε Χρονομάχε; Ύστερα από όσα κάνατε εναντίον της Επίστρωτης, θέλετε κιόλας να–;»

«Δεν έκανα τίποτα εναντίον της Επίστρωτης!»

Η Μαρθάλα γέλασε χλευαστικά. «Διαλύσατε τόσες εμπορικές συμφωνίες. Διαταράξατε το εμπόριο–»

«Η συνοικία μου βρήκε τρόπο να παράγει μόνη της τα προϊόντα που έπαιρνε από εσάς–»

«Και δεν δώσατε καμια σημασία στις επιπτώσεις!»

«Αποφασίσατε, λοιπόν, να μας επιτεθείτε με τους μισθοφόρους σας για να καταστρέψετε τις εταιρείες μας!»

«Δεν ξέρετε τι λέτε, κύριε Χρονομάχε!»

«Ξέρω πολύ καλά τι λέω–»

«Το αμφιβάλλω. Αν κρίνω από την πολιτική σας, τίποτα δεν είναι και τόσο αξιόπιστο μ’εσάς–»

«Θέλετε να έχουμε πόλεμο;» φώναξε ο Κίμωνας, οργισμένος, χτυπώντας τη γροθιά του πάνω στο γραφείο του.

«Εσείς θέλετε πόλεμο, κύριε Χρονομάχε! Μας φερθήκατε εχθρικά. Εγώ ποτέ δεν είμαι υπέρ του πολέμου–»

«Διαφορετική εντύπωση δίνετε.»

«Θα ελευθερώσετε τον ξάδελφό μου, ή σκοπεύετε να τον δολοφονήσετε;»

«Θα σας δοθεί πίσω με λύτρα.»

«Δεν περίμενα τίποτα καλύτερο από εσάς. Πόσα ζητάτε;»

Ο Κίμωνας τής είπε ένα ποσό που ήταν τσουχτερό.

«Πρώτα διαλύετε εμπορικές συμφωνίες χρόνων, και τώρα προσπαθείτε να μας ληστέψετε–»

«Ο ξάδελφός σας ήρθε εδώ για να κάνει καταστροφές! Θέλετε καλύτερα να τον παραδώσω στους Τιμωρούς; Να του φερθούν όπως στους ποδοπατημένους, μήπως; Θέλετε να τον δείτε κρεμασμένο γυμνό από κάποια ψηλή πολυκατοικία;»

«Ναι, βέβαια, είχα ξεχάσει προς στιγμή τις βαρβαρικές μεθόδους σας… Θα πληρωθείτε, κύριε Χρονομάχε. Πείτε στους ανθρώπους σας να φέρουν τον Ρίκελικ-Αλντ στα σύνορα και θα τους δώσουμε τα χρήματα που ζητάτε.»

«Με τους μισθοφόρους που έχω αιχμαλώτους τι να κάνω; Τους θέλετε κι αυτούς πίσω;»

«Δε με απασχολεί η μοίρα τους. Δεν είχα ποτέ καμία σχέση μαζί τους,» είπε η Μαρθάλα-Αλντ, και τερμάτισε την τηλεπικοινωνία.

«Σκρόφα,» μούγκρισε ο Κίμωνας. Κι αναρωτήθηκε αν θα έπρεπε, τελικά, να ξεκινήσει πόλεμο εναντίον της Επίστρωτης… Αλλά όχι. Όχι. Πόλεμο δεν είναι να ξεκινάς έτσι εύκολα. Η Μαρθάλα-Αλντ έλεγε ψέματα, αναμφίβολα, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι σκόπευε κιόλας να συνεχίσει τις εχθροπραξίες. Ίσως να είχε φοβηθεί ύστερα από τούτη την αποτυχία της.

Αν όμως δεν άλλαζε τις τακτικές της… τότε… Του Κίμωνα δεν του άρεσε καθόλου αυτό, αλλά δεν θα είχε άλλη επιλογή απ’το να επιτεθεί κι εκείνος στην Επίστρωτη.

-7-

Η Μαρθάλα-Αλντ ήταν έξω φρενών. «Ηλίθιε! Βλάκα! Τους είπες ότι εγώ – εγώ – σας έστειλα! Είσαι χαζός;»

«Και τι να τους έλεγα; Ότι ήμουν εκεί τυχαία; Θα με σκότωναν κι εμένα σαν τους άλλους!» Είχαν φέρει πριν από λίγο τον Ρίκελικ-Αλντ στη βίλα της, και ήταν ακόμα ταραγμένος. Καθόταν στον καναπέ ενός μικρού σαλονιού, και οι μόνοι άνθρωποι μαζί του ήταν η Μαρθάλα και ο Ροντ. «Έπρεπε να τους πω ποιος ήμουν – ότι ήμουν του Οίκου των Αλντ’κάρθοκ.» Ήπιε μια μεγάλη γουλιά απ’το κρασοπότηρο στο χέρι του. «Κι έπειτα, αν τους έλεγα ψέματα – αν τους έλεγα– που τι να τους έλεγα, δηλαδή; ότι ήθελα να ληστέψω; Δε νομίζω ότι θα το πίστευαν. Αλλά τι άλλο να τους έλεγα; Οι μισθοφόροι θα έλεγαν την αλήθεια, ότι τους έστειλες εσύ. Γιατί να το κρύψουν;

»Δε μπορώ να καταλάβω, όμως, πώς μας βρήκαν, Μαρθάλα. Νομίζαμε ότι τους είχαμε ξεγλιστρήσει. Τα είχαμε όλα σχεδιάσει – την πορεία μας, πώς θα πάμε και πώς θα φύγουμε αν η αστυνομία παρουσιαστεί – που σίγουρα θα παρουσιαζόταν· τώρα θα μας περίμεναν, δεν μπορεί να μη μας περίμεναν.» Ήπιε κι άλλο κρασί· το χέρι του που κρατούσε το ποτήρι έτρεμε. «Μας βρήκαν, όμως – μέσα στην υπόγεια αποθήκη – δεν ξέρω πώς. Είμαι βέβαιος ότι κανείς δεν μας ακολούθησε ώς εκεί. Ήταν πολύ περίεργο. Ήταν… ήταν λες και το έκαναν κάπως με μαγεία. Αλλά… είναι αδύνατον. Για να σε εντοπίσουν με μαγεία πρέπει να δουν το πρόσωπό σου, και πρέπει και ο μάγος να μη βρίσκεται και σε πολύ μεγάλη απόσταση από εσένα. Εμείς φύγαμε αμέσως· βάλαμε δεκάδες χιλιόμετρα ανάμεσα σ’εμάς και στους αστυνομικούς τους. Δεν καταλαβαίνω πώς μας βρήκαν…» Κούνησε το κεφάλι του, ήπιε κρασί.

«Μην επαναλαμβάνεσαι,» του είπε η Μαρθάλα-Αλντ. «Το θέμα είναι ότι τα σκάτωσες. Τελείως.»

«Μη με κοιτάς έτσι!» μούγκρισε ο Ρίκελικ-Αλντ. «Και μη με κατηγορείς! Δεν έφταιγα εγώ! Η ζωή μου κινδύνεψε – παραλίγο να με σκοτώσουν! Με βασάνισαν.»

«Δε μου φαίνεσαι και τόσο βασανισμένος.»

«Δε βλέπεις το πρόσωπό μου;» Ήταν γεμάτος μελανιές, τα χείλη του ήταν σπασμένα, το αριστερό του μάτι μισόκλειστο. «Πώς νομίζεις ότι έγινα έτσι; Σκόνταψα και έπεσα;»

«Δε θα το απέκλεια, ηλίθιος όπως είσαι–»

«Αρκετά άκουσα από σένα, Μαρθάλα!» φώναξε ο Ρίκελικ καθώς σηκωνόταν απότομα από τον καναπέ, τινάζοντας το ποτήρι του παραδίπλα, στο πάτωμα. «Το ότι είσαι Πολιτάρχης μας δεν – δεν σου δίνει το δικαίωμα να θεωρείς ότι είσαι καλύτερη από όλους μας! Δε θα είσαι για πάντα Πολιτάρχης – γι’αυτό νάσαι σίγουρη!» Και έφυγε από το μικρό σαλόνι, κοπανώντας την πόρτα επιδεικτικά πίσω του – σκοπεύοντας, αναμφίβολα, να φύγει κι από τη βίλα της ξαδέλφης του.

Η Μαρθάλα-Αλντ αναστέναξε και είπε στον σύζυγό της: «Μόλις τον έσωσα, κι αυτή είναι η συμπεριφορά του προς εμένα… Απαράδεκτος, ε, αγάπη μου;»

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Ροντ, «σίγουρα.» Αλλά δεν έμοιαζε να το πιστεύει.

Η Μαρθάλα το κατάλαβε, μα δεν είπε τίποτα. Το σχέδιό της είχε μπουρδουκλωθεί εξαιτίας της ανικανότητας του Ρίκελικ, όμως δεν θα το άφηνε και να καταστραφεί τελείως. Έπρεπε απλά να το βελτιώσει…

-8-

Όταν συναντήθηκε με τους δώδεκα συμβούλους της μέσα στο Πολιτικό Μέγαρο της Επίστρωτης, ήταν μαζί και ο Νικόδωρος, ο αρχηγός των κατασκόπων της. Είχε μιλήσει μ’αυτόν την προηγούμενη μέρα, ύστερα από τον τσακωμό με τον Ρίκελικ-Αλντ, ζητώντας τη γνώμη του για το πώς να συνεχίσουν τις επιθέσεις μέσα στη Βαθμιδωτή· και ο Νικόδωρος είχε προτείνει κάτι που η Μαρθάλα-Αλντ έβρισκε ενδιαφέρον. Γι’αυτό κιόλας του είχε πει να έρθει να εκθέσει τις απόψεις του και μπροστά στους συμβούλους της.

Ορισμένοι από αυτούς ήταν φανερά ταραγμένοι· η Μαρθάλα το διέκρινε αμέσως. Είχαν φοβηθεί από ό,τι είχε συμβεί στη Βαθμιδωτή. Και ένας τους, που ήταν στενός συγγενής του Ρίκελικ-Αλντ, ατένιζε την Πολιτάρχη με οργή – λες κι εκείνη έφταιγε για την ανικανότητα του Ρίκελικ! Ας ήταν πιο προσεχτικός για να μην κινδύνευε η ζωή του! Δεν τον είχε βάλει να πάει στη Βαθμιδωτή με το ζόρι· ο ίδιος είχε προθυμοποιηθεί. Ανέκαθεν μπλεκόταν με μισθοφόρους και θεωρούσε τον εαυτό του «πολεμιστή». Πολεμιστής του κώλου! σκεφτόταν χτες η Μαρθάλα-Αλντ. Πιο καλά πολεμάει ο γάτος μου ο ΝουρΝουρ, μου φαίνεται. Ο αγαπημένος γάτος της που ήταν γέρικος και κουτσός, και όλο χασμουριόταν ξαπλωμένος στον σκεπαστό κήπο της βίλας της.

Οι σύμβουλοί της άρχισαν αμέσως τις ερωτήσεις: «Σου μίλησε προσωπικά ο Πολιτάρχης της Βαθμιδωτής;» «Σε απείλησε;» «Τι απέγιναν οι άλλοι μισθοφόροι;» «Τι σκέφτεσαι να κάνουμε τώρα, Μαρθάλα; Η κατάσταση είναι πολύ επικίνδυνη για εμάς.» «Η Βαθμιδωτή μπορεί να μας επιτεθεί!»

Η Μαρθάλα-Αλντ τούς ζήτησε να ησυχάσουν. «Δε χρειάζεται να φοβόμαστε τη Βαθμιδωτή–»

«Η Βαθμιδωτή έχει όπλα που δεν έχουμε εμείς!»

«Μπορούμε να τα βρούμε–»

«Δε νομίζω να μας τα πουλήσει.»

«Η Βαθμιδωτή δεν είναι η μόνη αγορά όπλων στη διάθεσή μας! Και στ’ανατολικά μας είναι η Σκορπιστή, γεμάτη συμμορίες κι ανθρώπους έτοιμους να δουλέψουν ως μισθοφόροι για εμάς! Επιπλέον, αυτή τη φορά έχω ένα καλύτερο σχέδιο. Καλύτερο, σίγουρα, απ’αυτό που σκαρφίστηκε ο άχρηστος ξάδελφός μου–»

«Ο Ρίκελικ έκανε ό,τι μπορούσε. Μην τον–»

«Αυτά που ‘μπορούσε’ μας έβαλαν σε κίνδυνο όλους! Δυο επιθέσεις έκανε μόνο, και μετά βρήκαν την κρυψώνα του. Χρειαζόμαστε κάποιον που μπορεί να μας βοηθήσει να καταστρώνουμε ένα πραγματικό σχέδιο δράσης.» Κι έστρεψε το βλέμμα της στον Νικόδωρο.

Οι δώδεκα σύμβουλοι τον ατένισαν επίσης. Μερικοί τον ήξεραν· άλλοι – οι περισσότεροι – πρώτη φορά τον έβλεπαν.

«Ποιος είναι ο κύριος;»

«Ένας κύριος που μπορεί να μας φανεί χρήσιμος,» είπε η Μαρθάλα-Αλντ, και ζήτησε από τον Νικόδωρο να τους εξηγήσει το σχέδιό του.

Εκείνος το έκανε, κι όταν τελείωσε οι περισσότεροι σύμβουλοι όφειλαν να παραδεχτούν ότι, όντως, το σχέδιό του ακουγόταν καλό.

«Αν θέλετε τη γνώμη μου,» είπε ο Νικόδωρος, «αυτό θα έπρεπε να είχατε κάνει εξαρχής. Η μέθοδος που ακολουθήσατε ήταν καταδικασμένη. Δεν ήταν για πολλαπλές επιθέσεις· ήταν για ένα, άντε το πολύ δύο, χτυπήματα. Ακόμα κι αν οι άνθρωποι του Χρονομάχου δεν έβρισκαν τους μισθοφόρους σας τώρα, θα τους έβρισκαν την επόμενη φορά ή τη μεθεπόμενη.»

Οι σύμβουλοι πάλι όφειλαν να παραδεχτούν ότι ο Νικόδωρος είχε δίκιο. «Μπορείς, όμως, να το οργανώσεις εσύ;» τον ρώτησε μία απ’αυτούς. «Γνωρίζεις αρκετά καλά τους δρόμους της Βαθμιδωτής;»

«Φυσικά και μπορώ να το οργανώσω,» αποκρίθηκε εκείνος. «Μην ξεχνάτε πως δεν είναι η πρώτη φορά που πηγαίνω στη Βαθμιδωτή. Είχα πράκτορές μου εκεί προκειμένου να απαγάγουμε την Κορίνα Ριλτάκω.»

«Η οποία εξαφανίστηκε,» είπε ένας συγγενής της Μαρθάλα-Αλντ.

«Αυτό δεν έχει καμία σχέση με το παρόν ζήτημα.»

Αλλά πολύ θα ήθελα να μάθω πού βρίσκεται τώρα! σκέφτηκε η Μαρθάλα. Στη Βαθμιδωτή δεν ήταν, πάντως. Οι πράκτορες του Νικόδωρου είχαν ψάξει γι’αυτήν και δεν την είχαν εντοπίσει. Ήταν δυνατόν η Κορίνα να σκόπευε να επιστρέψει στην Επίστρωτη; Να είχε πάει απλώς για να συγκεντρώσει τους ανθρώπους που χρειάζονταν οι επιχειρηματίες της Επίστρωτης για να φτιάξουν εταιρείες τεχνικών προϊόντων; Αν ήταν όμως έτσι, τότε γιατί είχε χαλάσει τη συσκευή παρακολούθησης στο όχημά της; Γιατί είχε αποφύγει τους κατασκόπους της Μαρθάλα; Οι κινήσεις της ήταν ύποπτες· μπορεί να είχε καλό σκοπό στο μυαλό της; Δεν ήταν λογικό.

Η Μαρθάλα-Αλντ ήταν πολύ προβληματισμένη μ’αυτή την παράξενη γυναίκα.

-9-

Το σχέδιο του Νικόδωρου ήταν το εξής: Οι μισθοφόροι δεν θα έμπαιναν όλοι μαζί στη Βαθμιδωτή· ούτε καν χωρισμένοι σε δυο, τρεις ομάδες. Αλλά σε πολύ περισσότερες. Λίγοι άνθρωποι σε κάθε ομάδα, και οι ομάδες σκορπισμένες σε διάφορες γειτονιές της μεγάλης συνοικίας. Ορισμένοι απ’αυτούς, μάλιστα, μπορούσαν να αναμιχθούν και με τους ποδοπατημένους, που έβγαιναν στους δρόμους μόνο τις νύχτες· κανείς δεν θα τους αναζητούσε εκεί. Και, φυσικά, οι μισθοφόροι θα άλλαζαν τακτικά θέσεις ώστε να είναι δύσκολο να εντοπιστούν. Σε περίπτωση που εντοπίζονταν, θα είχαν εντολές να φύγουν αμέσως, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, να εξαφανιστούν μέσα στη Βαθμιδωτή. Κι αν τους αιχμαλώτιζαν, θα έλεγαν ότι ήταν σταλμένοι από την Επίστρωτη αλλά όχι από τη Μαρθάλα-Αλντ: από τους Εχθρούς του Πρωινού. Αυτό θα έκανε τον Κίμωνα Χρονομάχο να νομίζει πως η τρομερή νυχτερινή συμμορία της Επίστρωτης προσπαθούσε να εισβάλει στη συνοικία του. Έτσι, η επίσημη εξουσία της Επίστρωτης δεν θα είχε τίποτα να χάσει…

Το σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή μόλις έγιναν οι απαραίτητες συμφωνίες με μισθοφόρους και οι απαραίτητες προετοιμασίες. Οι κατάσκοποι του Νικόδωρου οδήγησαν αυτούς τους κρυφούς δολιοφθορείς λίγους-λίγους μέσα στη Βαθμιδωτή και τους τοποθέτησαν σε διάφορες γειτονιές, από τη μια άκρη της συνοικίας ώς την άλλη. Ο Χρονομάχος δεν θα μπορούσε, έτσι, να τους εντοπίσει όλους μαζεμένους σ’ένα συγκεκριμένο μέρος.

Οι επιθέσεις ξεκίνησαν. Τις νύχτες, φυσικά. Οι μισθοφόροι έρχονταν από πολλές κατευθύνσεις, χτυπούσαν έναν στόχο, κι εξαφανίζονταν μέσα στους δρόμους της Βαθμιδωτής. Δεν χρησιμοποιούσαν οχήματα μεγαλύτερα από δίκυκλα, και πάντοτε κινούνταν γρήγορα και όσο πιο απρόβλεπτα μπορούσαν. Επιτίθονταν και έφευγαν, δεν κάθονταν να προκαλέσουν τη μέγιστη δυνατή ζημιά. Δεν είχε νόημα κάτι τέτοιο· αν χάνονταν μέσα στη συνοικία, μπορούσαν να επιστρέψουν αργότερα. Δεν ήταν ανάγκη να διαλύσουν τα πάντα με τη μία φορά.

-10-

Ο Κίμωνας Χρονομάχος δεν εξεπλάγη όταν έμαθε πως κι άλλες επιθέσεις έγιναν ύστερα από μερικές ημέρες. Ήθελε πόλεμο, λοιπόν, η Μαρθάλα-Αλντ! Και τώρα οι τακτικές των ανθρώπων της ήταν διαφορετικές, απ’ό,τι του έλεγαν η Ιωάννα και οι Τιμωροί. Οι κακοποιοί δεν χτυπούσαν μόνο εταιρείες παραγωγής τροφίμων, αλλά κι άλλες βιομηχανίες και εργοστάσια, και μετά εξαφανίζονταν μες στη νύχτα. Δεν ήταν καθόλου εύκολο να τους ακολουθήσουν. Σκορπίζονταν από δω κι από κει. Ούτε καν με τον σημαδευτή δεν είχαν καταφέρει οι κατάσκοποι της Ιωάννας να μαρκάρουν κάποιον ώστε να τον βρουν μετά.

Ο Καλλίδρομος και η Ιωάννα συμφωνούσαν για το ποιο ήταν το καινούργιο σχέδιο δράσης των εχθρών τους. Οι μισθοφόροι κρύβονταν σε πολλά μέρη της Βαθμιδωτής, έρχονταν προς έναν στόχο από διάφορες κατευθύνσεις συγχρόνως, και μετά έφευγαν πάλι προς διάφορες κατευθύνσεις, επιστρέφοντας στις κρυψώνες τους. Ήταν καλύτερα οργανωμένοι από την προηγούμενη φορά. Πολύ καλύτερα οργανωμένοι.

«Βρείτε τους έναν-έναν και εξολοθρεύστε τους!» πρόσταξε ο Χρονομάχος.

Και κάλεσε ξανά την Μαρθάλα-Αλντ μέσω τηλεπικοινωνιακού διαύλου, απειλώντας την ανοιχτά πως, αν δεν σταματούσε αυτές τις δολιοφθορές εναντίον των επιχειρηματιών της Βαθμιδωτής, θα είχαν πόλεμο! Η Πολιτάρχης της Επίστρωτης είχε πάλι το θράσος ν’απαντήσει πως δεν ήξερε τίποτα–

«Ας είμαστε ειλικρινείς, τουλάχιστον, Μαρθάλα! Θέλεις πόλεμο;»

«Αντιθέτως, εμπόριο θέλω. Αλλά ούτε αυτό φαίνεται πως μπορούμε να έχουμε. Διέλυσες όλες τις–»

«Μην αλλάζεις το θέμα, Μαρθάλα! Αν οι επιθέσεις μέσα στη συνοικία μου δεν πάψουν αμέσως, θα γνωρίσεις την οργή της Βαθμιδωτής, σε προειδοποιώ!»

«Δε δεχόμαστε απειλές από… ξενόφερτους ευγενείς,» αποκρίθηκε η Μαρθάλα-Αλντ, αναφερόμενη φυσικά στο γεγονός ότι εκείνη ανήκε σε Παλαιό Οίκο της Ρελκάμνια ενώ εκείνος σε Καινό Οίκο.

Ο Κίμωνας τους απεχθανόταν όλους αυτούς τους καριόληδες των Παλαιών Οίκων που νόμιζαν ότι ήταν κάτι περισσότερο από τους αριστοκράτες των Καινών Οίκων – δήθεν ότι είχαν «άμεση σύνδεση» με τη διάσταση της Ρελκάμνια και κάτι τέτοιες μαλακίες!

«Τελείωσε η διπλωματία μεταξύ μας, Μαρθάλα,» της είπε. «Και να θυμάσαι ποια το άρχισε αυτό!» Πατώντας ένα πλήκτρο πάνω στον δίαυλο, τερμάτισε την τηλεπικοινωνία μη δίνοντάς της χρόνο ν’απαντήσει. Ο χρόνος της είχε τελειώσει εδώ και μέρες. Κανονικά έπρεπε να ήμουν ήδη έτοιμος για πόλεμο.

-11-

Πάνω που είχαν ξεκινήσει οι επισκευές στον χτυπημένο θόλο της Νέας Παραγωγής, ένας άλλος θόλος της χτυπήθηκε, αν και όχι το ίδιο σοβαρά. Η Πρωτονίκη πανικοβλήθηκε ξανά. Τι στα μυαλά του Σκοτοδαίμονος έκανε ο Χρονομάχος; Δεν είχε σταματήσει αυτούς τους εγκληματίες απ’το να επιτίθενται στις επιχειρήσεις της Βαθμιδωτής; Τι ήθελαν εδώ πάλι; Πώς είχαν ξαναεμφανιστεί; Δεν υπήρχε καμια αστυνόμευση; Οι Τιμωροί ήταν, τελικά, μόνο φόβητρα για τους αποκάτω, οι οποίοι δεν παρουσίαζαν και καμια αληθινή απειλή;

Και πώς θα ξεπληρώσω τα δάνεια; Με τις επισκευές, η εταιρεία της Πρωτονίκης είχε χάσει λεφτά, και η παραγωγή είχε, συγχρόνως, πάει πίσω. Το πρόβλημα δεν ήταν μικρό. Κι αν αυτές οι επιθέσεις συνεχίζονταν, θα μεγάλωνε. Γιατί ο Χρονομάχος δεν τους σταματούσε, τέλος πάντων!;

Ήταν το όνειρο της Πρωτονίκης να φτιάξει μονάδες παραγωγής τροφίμων μέσα στη Βαθμιδωτή. Κι αυτό το όνειρο είχε πραγματοποιηθεί. Αλλά σταδιακά μετατρεπόταν σε εφιάλτη. Δεν αισθανόταν ενθουσιασμένη πλέον· αισθανόταν απεγνωσμένη. Απειλημένη. Η ίδια δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να σταματήσει τις επιθέσεις. Μπορούσε μόνο να προσλάβει περισσότερους φρουρούς – αλλά αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να χάσει κι άλλα λεφτά. Λεφτά που χρειαζόταν για να ξεπληρώσει τα δάνεια. Αν όλα πήγαιναν καλά – αν όλα πήγαιναν όπως τα είχε σχεδιάσει με την Κορίνα – τα δάνεια δεν θα ήταν πρόβλημα.

Αλλά τώρα ήταν.

Εκτός αν οι επιθέσεις έπαυαν. Πράγμα που δεν φαινόταν να συμβαίνει σύντομα. Η Πρωτονίκη άκουσε, μέσα στις επόμενες ημέρες, κι άλλες επιθέσεις να γίνονται εναντίον μονάδων παραγωγής τροφίμων. Και όχι μόνο· οι κακοποιοί, έλεγαν οι ειδήσεις και έγραφαν οι εφημερίδες, χτυπούσαν κι άλλων ειδών βιομηχανίες και εργοστάσια. Η Επίστρωτη ευθυνόταν για όλα; Ήθελε να τους εκδικηθεί επειδή είχαν φτιάξει δικές τους εταιρείες για τρόφιμα; Αυτή η Μαρθάλα-Αλντ πρέπει να ήταν τελείως διεστραμμένη! Τρελή!

Τι θα πρότεινε, άραγε, η Κορίνα, αν ήταν εδώ;

Μακάρι η Κορίνα να ήταν τώρα εδώ!

Αλλά, αφού έλειπε, δεν μπορούσε τουλάχιστον ο Πολιτάρχης να κάνει κάτι;

Θα καταστραφώ αν δεν κάνει κάτι!

-12-

Τα «όνειρα» έχουν πολύ καλή φήμη, πολύ κακώς. Εκείνοι που σου πουλάνε «όνειρα» είναι εκείνοι που προσπαθούν να σε εκμεταλλευτούν. Μπορείς εύκολα να χειραγωγήσεις κάποιον μέσα από τα όνειρά του, τις επιθυμίες του για το μέλλον.

Κανένας δεν αναρωτιέται για τα όνειρά του. Έχει απλώς ένα... όνειρο όραμα στο μυαλό του για το πώς θα ήθελε να είναι η κατάσταση. Νομίζει ότι αυτή θα είναι και η πραγματικότητα. Σχεδόν ποτέ δεν είναι, όμως. Πολλές φορές, μάλιστα, δεν έχει καμία – καμία – σχέση!

Όταν κάποιος πραγματοποιήσει το όνειρό του μπορεί να διαπιστώσει ότι τελικά ήταν εφιάλτης, ότι δεν ήταν καθόλου εκείνο που νόμιζε.

Τα όνειρα, όμως, εξακολουθούν να είναι πολύ καλά εργαλεία για τους «εμπόρους των ονείρων». Είναι ισχυρό το νόμισμα αυτό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ-ΠΡΩΤΟ
Ο Πόλεμος των Δύο Συνοικιών

-1-

Ήταν από τις λίγες φορές που έκαναν έρωτα το πρωί, αφότου ξυπνούσαν, και η Μαρθάλα ήθελε μετά να μείνει στο κρεβάτι για καμια ώρα ακόμα, να χουζουρέψει. Αλλά δεν μπορούσε. Είχε δουλειές, και πάντα πίστευε ότι ήταν καλύτερα όταν ξεκινούσε τις δουλειές της από νωρίς. Αφήνοντας τον Ροντ ξαπλωμένο μπρούμυτα, σηκώθηκε και ετοιμάστηκε. Όταν είχε τελειώσει, είδε πως τον ξαναείχε πάρει ο ύπνος. Όσο γερνούσε, τελικά, τόσο πιο υπναράς γινόταν. Η Μαρθάλα μειδίασε. Έσκυψε από πάνω του και τον φίλησε στον αυχένα. Εκείνος μούγκρισε μονάχα· την κατάλαβε ή όχι;

Η Μαρθάλα-Αλντ έφυγε απ’την κρεβατοκάμαρα· βάδισε προς το γραφείο της. Σ’έναν διάδρομο συνάντησε τον ΝουρΝουρ να έρχεται κουτσαίνοντας προς το μέρος της, κάνοντας πέρα-δώθε τη φουντωτή ουρά του. Πίσω του προχωρούσε ένας υπηρέτης σαν (και μόνο σαν) να τον κυνηγούσε.

«Κύρια,» είπε, «καλημέρα. Ευτυχώς έχετε σηκωθεί· δεν θα ήθελα να σας ανησυχήσω.»

«Τι είναι;» Η Μαρθάλα έσκυψε για να σηκώσει τον ΝουρΝουρ στην αγκαλιά της.

«Μια κυρία βρίσκεται εδώ, και σας ζητά. Η Κορίνα Ριλτάκω.»

Ο ΝουρΝουρ τής έπεσε από τα χέρια, νιαουρίζοντας έντονα ως διαμαρτυρία. «Τι; Είσαι σίγουρος; Είναι πορφυρόδερμη; Ξανθιά;»

«Μάλιστα, κυρία. Την οδηγήσαμε στο βορειοδυτικό σαλονάκι για να περιμένει. Της είπα πως θα σας ειδοποιήσω. Θέλετε να τη δείτε;»

«Θα τη δω,» αποκρίθηκε η Μαρθάλα-Αλντ. «Θα τη δω τώρα.» Τι έκανε η Κορίνα εδώ; Γιατί είχε επιστρέψει; Ήταν κάποιο κόλπο; Αν επιχειρούσε κάποιο κόλπο – αν επιχειρούσε κάπως να κοροϊδέψει πάλι τη Μαρθάλα – θα το μετάνιωνε πικρά!

Η Πολιτάρχης της Επίστρωτης βάδισε ως το βορειοδυτικό σαλονάκι, και εκεί, σε μια πολυθρόνα, είδε καθισμένη την Κορίνα, με τα πόδια σταυρωμένα στο γόνατο, ντυμένη με λευκή μπλούζα, μαύρο παντελόνι, και καφετιές μπότες, ψηλές ώς το γόνατο.

«Μαρθάλα,» είπε χαμογελώντας. «Καλημέρα.» Όπως πάντα, έμοιαζε με το πιο αληθινό πράγμα στο δωμάτιο.

«Τι κάνεις εδώ;» απαίτησε η Μαρθάλα-Αλντ.

«Δε με περίμενες;» Η Κορίνα δεν έκανε καν τον κόπο να σηκωθεί. «Δε σου είχαν πει οι επιχειρηματίες με τους οποίους συνεργάζομαι ότι θα πήγαινα να συγκεντρώσω κάποιο κόσμο;»

«Ναι, αλλά…» κόμπιασε η Μαρθάλα.

«Τι ‘αλλά’; Νόμιζες ότι θα έφευγα έτσι, χωρίς ούτε να σε χαιρετήσω;»

Με κοροϊδεύει; σκέφτηκε οργισμένα η Μαρθάλα-Αλντ. Η Κορίνα είχε, κάπως, χαλάσει τη συσκευή παρακολούθησης στο όχημά της, και είχε ξεφύγει από τους κατασκόπους της Πολιτάρχη. Τι ήταν αυτά που έλεγε τώρα; Η Μαρθάλα, βέβαια, δεν μπορούσε να τη ρωτήσει Γιατί χάλασες τη συσκευή παρακολούθησης στο όχημα που σου είχα δώσει; Ούτε Γιατί απέφυγες τους κατασκόπους μου; Θα ήταν ανόητο. Δεν λέγονταν αυτά. Η Κορίνα υποτίθεται ότι δεν έπρεπε να τα ξέρει. Αλλά τα ήξερε – δεν μπορεί να μην τα ήξερε! – κι όμως δεν έλεγε τίποτα, η τρισκατάρατη! Το έπαιζε ανυποψίαστη!

«Τι είναι, Μαρθάλα; Τι περνά απ’το μυαλό σου;» Η γυαλάδα στα πράσινα μάτια της έμοιαζε να κοροϊδεύει την Πολιτάρχη. «Πραγματικά, νόμιζες ότι θα έφευγα; Είχαμε συμφωνήσει τόσα πολλά οι δυο μας. Και, επίσης, είχα συμφωνήσει τόσα με τους επιχειρηματίες της συνοικίας σου. Τι είδους γυναίκα πιστεύεις πως είμαι;»

«Απλώς… μου φάνηκε παράξενο που εξαφανίστηκες έτσι ξαφνικά.» Η Μαρθάλα κάθισε αντίκρυ της σε μια καρέκλα, παρατηρώντας την προσεχτικά. Αλλά από την όψη της δεν μπορούσε να καταλάβει και πολλά· η Κορίνα ήταν σαν ηθοποιός.

«Μα δεν εξαφανίστηκα. Είχα πει ότι θα πήγαινα να συγκεντρώσω ανθρώπους για τις δουλειές μας. Ήθελες να σου είχα πει και την ακριβή ημέρα που θα έφευγα;»

«Άργησες,» είπε μόνο η Μαρθάλα.

«Όχι και τόσο. Μερικές ημέρες.»

«Πολλά συμβαίνουν μέσα σε μερικές ημέρες.»

«Το διαπίστωσα αυτό. Ξεκίνησες πόλεμο εναντίον της Βαθμιδωτής…»

Ο Κίμωνας σ’έχει στείλει εδώ; Είσαι κατάσκοπός του; «Πού το άκουσες αυτό;»

«Πού να το ακούσω; Τόσες εφημερίδες το γράφουν, Μαρθάλα! Οι επιχειρήσεις της Βαθμιδωτής δέχονται επιθέσεις, και αρκετοί εικάζουν ότι εσύ κρύβεσαι πίσω από τις επιθέσεις αυτές, επειδή η Βαθμιδωτή διέλυσε πολλές από τις εμπορικές συμφωνίες που είχε ώς τώρα με την Επίστρωτη. Είναι αλήθεια;»

«Κι αν είναι;»

«Μη με κοιτάς έτσι,» είπε η Κορίνα. Γέλασε. «Νομίζεις ότι είμαι κατάσκοπος του Χρονομάχου;»

Η Μαρθάλα-Αλντ την ατένιζε επίπεδα, χωρίς σχόλιο.

«Δεν είμαι κατάσκοπος κανενός,» την πληροφόρησε η Κορίνα. «Και τώρα δουλεύω για την Επίστρωτη. Οι άνθρωποι που υποσχέθηκα ότι θα έφερνα βρίσκονται ήδη εδώ, έτοιμοι να συνεργαστούν με τους επιχειρηματίες σας για να φτιάξουν εταιρείες παραγωγής τεχνικών προϊόντων.»

«Και όπλων;»

«Φυσικά. Νομίζεις ότι θα σας χρειαστούν;»

Μάλλον, σκέφτηκε η Μαρθάλα-Αλντ, που φοβόταν ότι ο Χρονομάχος μπορεί να έκανε αντίποινα. «Τα πάντα μάς χρειάζονται.»

Αν η Κορίνα δεν σκόπευε να φύγει από την Επίστρωτη, γιατί είχε αποφύγει τους κατασκόπους της; Γιατί είχε χαλάσει τη συσκευή παρακολούθησης; Απλώς δεν της άρεσε να την παρακολουθούν; Κι επιπλέον, πώς είχε καταφέρει να εντοπίσει τη συσκευή και τους κατασκόπους; Ήταν κι αυτή κατάσκοπος;

«Ακόμα προβληματισμένη σε βλέπω, Μαρθάλα,» είπε η Κορίνα. «Έχεις αρχίσει να έχεις αμφιβολίες για τη συνεργασία μας; Αν δεν θέλεις πια να βοηθήσω τους επιχειρηματίες σας, μπορώ να φύγω. Δεν υπάρχει πρόβλημα.»

«Φυσικά και όχι,» αποκρίθηκε η Πολιτάρχης της Επίστρωτης. «Θέλω να μείνεις, Κορίνα. Ό,τι είχαμε συμφωνήσει εξακολουθεί να ισχύει. Αλλά με είχες ανησυχήσει για λίγο, οφείλω να ομολογήσω.»

«Μην ανησυχείς για τίποτα. Όλα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο.»

Αναρωτιέμαι σε ποιο σχέδιο αναφέρεσαι, Κορίνα. Ελπίζω όχι σε κάποιο σχέδιο δολιοφθοράς του Χρονομάχου, γιατί τότε θα το μετανιώσεις που επέστρεψες εδώ.

Η Κορίνα ρώτησε: «Είναι αλήθεια, τελικά, ότι εσύ στέλνεις μισθοφόρους μέσα στη Βαθμιδωτή για να σαμποτάρουν τις επιχειρήσεις της;»

«Έχει καμια σημασία για σένα;»

«Καμία απολύτως. Τίποτα δεν αλλάζει στη δική μας συνεργασία, Μαρθάλα.»

«Επομένως, δεν χρειάζεται να ξέρεις.»

«Πράγματι, έχεις δίκιο,» αποκρίθηκε η Κορίνα, χωρίς να δείχνει να προσβάλλεται. «Εγώ δεν ασχολούμαι με τέτοιες δουλειές.»

-2-

Οι άνθρωποι που η Κορίνα είχε φέρει στην Επίστρωτη – ο Ριχάρδος ο Μαυρόψυχος και οι δικοί του, η Μορτένκα’μορ, και οι υπόλοιποι – άρχισαν χωρίς καθυστέρηση να συνεργάζονται με τους επιχειρηματίες για να φτιάξουν εταιρείες παραγωγής τεχνικών προϊόντων. Τα κατάλληλα μέρη μέσα στη συνοικία βρέθηκαν, τα ανάλογα ποσά πληρώθηκαν, εξοπλισμοί αγοράστηκαν, εργάτες μισθώθηκαν: οι κατασκευαστικές εργασίες ξεκίνησαν, υπό την επίβλεψη των ειδικών. Η Κορίνα το μόνο που έκανε ήταν να φέρει όλα αυτά τα κομμάτια του ψηφιδωτού σε επαφή μεταξύ τους, και φυσικά πληρώθηκε για τις υπηρεσίες της. Και συνέχισε να πληρώνεται, γιατί οι επιχειρηματίες τη χρειάζονταν ως σύμβουλο.

Ο Ριχάρδος δεν συνάντησε προβλήματα με τους εξοπλισμούς που εμπορευόταν παράνομα· η Κορίνα φρόντισε να κοπούν αποδείξεις που έμοιαζαν γνήσιες, και κανένας δεν υπήρχε περίπτωση να τις ελέγξει, ειδικά τώρα που η Επίστρωτη ήθελε απεγνωσμένα να έχει τεχνικές εταιρείες ισάξιες με της Βαθμιδωτής. Η Μορτένκα’μορ βρήκε παραπάνω από αρκετή δουλειά με τα συστήματα ενέργειας των εταιρειών, καθώς και με άλλα πράγματα, και δεν περνούσαν πλέον αυτοκτονικές σκέψεις απ’το μυαλό της. Πληρωνόταν καλά και ήταν απασχολημένη. Δεν είχε παράπονο.

Τα εργοστάσια σύντομα θα ήταν έτοιμα, και τότε θα χρειάζονταν εργατικά χέρια. Όσο πιο φτηνά τόσο το καλύτερο. Και η Κορίνα είχε υποσχεθεί στους επιχειρηματίες ότι θα τους έβρισκε πολύ φτηνά εργατικά χέρια, τα οποία μάλιστα θα ήταν ευχαριστημένα με τους χαμηλούς μισθούς τους και δεν θα διαμαρτύρονταν. Από πού θα τους έφερνε τέτοιους εργάτες; τη ρωτούσαν. Και η Κορίνα αποκρινόταν: Όχι από πολύ μακριά…

-3-

Οι Τιμωροί και η Αστυνομία της Βαθμιδωτής δεν μπορούσαν να δώσουν τέλος στους δολιοφθορείς που χτυπούσαν τη συνοικία εκ των έσω. Και ούτε οι κατάσκοποι της Ιωάννας είχαν ακόμα καταφέρει να εντοπίσουν τις κρυψώνες τους. Μια φορά μονάχα βρήκαν ένα διαμέρισμα και εισέβαλαν εκεί, αλλά οι δύο μισθοφόροι που έμεναν στο οίκημα κατάφεραν να διαφύγουν.

Ο Χρονομάχος, ωστόσο, είχε τώρα αλλού το μυαλό του. Είχε συγκεντρώσει δικούς του μισθοφόρους, από τη Βαθμιδωτή, από τη Ρόδα (βόρεια της Βαθμιδωτής), από τη Στενή (δυτικά της Βαθμιδωτής), και από την Κουρασμένη (νότια της Βαθμιδωτής). Λίγους από κάθε συνοικία, έτσι ώστε να δημιουργηθεί ένας ολόκληρος στρατός. Συγχρόνως, είχε στείλει κατασκόπους του (από την ομάδα της Ιωάννας, φυσικά) μέσα στην Επίστρωτη για να δουν πώς ήταν η κατάσταση εκεί, και σύντομα πληροφορήθηκε ότι οι επιχειρηματίες της Επίστρωτης έκαναν κάτι το αδιανόητο: έφτιαχναν εργοστάσια παραγωγής τεχνικών προϊόντων. Για διάφορα τεχνικά προϊόντα: όπλα, μηχανές οχημάτων, τροχούς, μικροσυσκευές, οικιακά είδη… Κάτι έμοιαζε να έχει αλλάξει πολύ στην Επίστρωτη, που ποτέ δεν είχε την τεχνογνωσία για κάτι τέτοιο. Ωστόσο, δεν ήταν εμφανές το τι ακριβώς είχε αλλάξει· οι κατάσκοποι θα έπρεπε να ερευνήσουν κι άλλο.

Ο Χρονομάχος δεν περίμενε να τελειώσουν τις έρευνές του. Ο στρατός του ήταν έτοιμος, και τον εξόπλισε με τα καλύτερα όπλα της Βαθμιδωτής. Για Στρατηγό διόρισε τον Ράνελακ Βόρκανρηχ, έναν από τους αρχηγούς των μισθοφόρων που εμπιστευόταν προσωπικά. Ο Κίμωνας πρόσταξε τον στρατό του να επιτεθεί στα σύνορα με την Επίστρωτη, προειδοποιητικά πρώτα, για να δει τι αντίδραση θα είχε σ’αυτό η Μαρθάλα-Αλντ. Θα σταματούσε τις δολιοφθορές;

Οι μισθοφόροι κινήθηκαν. Πεζοί, επάνω σε οχήματα, κι επάνω σε ελικόπτερα, πήγαν στα ανατολικά σύνορα της Βαθμιδωτής, εκεί όπου αυτή χωριζόταν από την Επίστρωτη. Τίποτα περισσότερο από ένα τείχος από συρματόπλεγμα δεν υπήρχε για να διαχωρίζει τις δύο συνοικίες, και είχε πάμπολλα ανοίγματα, νόμιμα και παράνομα. Ήταν εκεί για τυπικούς λόγους, κυρίως.

Ο μισθοφορικός στρατός απλά το τσάκισε και πέρασε, εκτοξεύοντας οβίδες από μεγάλα πυροβόλα και ρουκέτες από ρουκετοβόλα, ενώ πάμπολλα τουφέκια, πολυβόλα, και οπλοπολυβόλα κροτάλιζαν. Τα τζάμια των οικημάτων στα δυτικά άκρα της Επίστρωτης έγιναν κομμάτια και θρύψαλα· τοίχοι γκρεμίστηκαν ή άνοιξαν τρύπες· πόρτες έπεσαν, οροφές διαλύθηκαν· σωλήνες έσπασαν τινάζοντας νερά· καλώδια κόπηκαν, με ενέργεια να τρίζει γύρω τους… Και, φυσικά, άνθρωποι σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν.

Οι φύλακες της Επίστρωτης δεν άργησαν να ανταποδώσουν, χτυπώντας τους μισθοφόρους της Βαθμιδωτής, και μακελειό ακολούθησε το οποίο κράτησε ολόκληρη εκείνη την ημέρα, μέσα και ανάμεσα στα ρημαγμένα οικοδομήματα. Όταν ο ήλιος έδυσε, έκαναν ανακωχή, και ο Χρονομάχος έδωσε διαταγή στον Στρατηγό Βόρκανρηχ να μην επιτεθεί αύριο, αλλά να παραμείνει στη θέση του.

-4-

Η Μαρθάλα-Αλντ συνειδητοποίησε ότι ο Χρονομάχος δεν αστειευόταν καθόλου όταν την είχε απειλήσει με πόλεμο. Εννοούσε κανονικό πόλεμο. Αλλά ήταν γελασμένος αν νόμιζε ότι αυτό θα την τρόμαζε! Πρόσταξε τους επιχειρηματίες της να επισπεύσουμε την κατασκευή των εργοστασίων για να έχουν όπλα στη διάθεσή τους πιο γρήγορα. Και προσέλαβε περισσότερους μισθοφόρους – από τη Σκορπιστή και από τη Φιλήκοη.

Τους δολιοφθορείς της μέσα στη Βαθμιδωτή τούς διέταξε να μη σταματήσουν τις επιθέσεις τους.

Όταν ο Κίμωνας Χρονομάχος είδε πως αυτό συνέβαινε, έδωσε εντολή στον Στρατηγό Βόρκανρηχ να συνεχίσει την εκστρατεία του εναντίον της Επίστρωτης.

Και η Επίστρωτη έφερε αντίσταση με τους δικούς της μισθοφόρους.

Μέσα στον χειμώνα μάχονταν χωρίς σταματημό. Το εμπόριο είχε πάψει τελείως ανάμεσα στις δύο συνοικίες που παλιά είχαν πολύ καλές εμπορικές σχέσεις – είχαν, ουσιαστικά, μια συμβιωτική σχέση, η μία υποστήριζε την άλλη. Τώρα, η μία εχθρευόταν την άλλη. Οι κάτοικοι της Επίστρωτης κατηγορούσαν τους κατοίκους της Βαθμιδωτής ότι πρώτα είχαν πάψει να συνεργάζονται μαζί τους και έπειτα προσπαθούσαν να τους σκοτώσουν κιόλας, να ισοπεδώσουν τα σπίτια τους και τις δουλειές τους. Οι κάτοικοι της Βαθμιδωτής κατηγορούσαν τους κατοίκους της Επίστρωτης ότι ήταν ζηλόφθονες και ήθελαν να τους κρατούν συνεχώς υπό τον έλεγχό τους – τον έλεγχο των τροφίμων – και, μόλις είχαν αρχίσει να ανεξαρτητοποιούνται λιγάκι, είχαν αμέσως βαλθεί να τους σαμποτάρουν· μόνοι τους είχαν ζητήσει πόλεμο!

Ο χειμώνας έφτασε στο τέλος του και, με τον ερχομό της άνοιξης, οι δύο συνοικίες ήταν εξαντλημένες οικονομικά και όχι μόνο. Οι πάντες ήταν κουρασμένοι. Η Μαρθάλα-Αλντ πρόσταξε τους ανθρώπους της να σταματήσουν τις δολιοφθορές στο εσωτερικό της Βαθμιδωτής, και ζήτησε ανακωχή από τον Κίμωνα Χρονομάχο. Εκείνος δέχτηκε, γιατί και η Βαθμιδωτή είχε υποστεί πολλές ζημιές, όχι μόνο από τους δολιοφθορείς αλλά και από τις συγκρούσεις στα σύνορα. Παρότι εκεί είχε το πάνω χέρι, δεν ήταν άτρωτη.

Εν τω μεταξύ, η κατασκευή των καινούργιων εργοστασίων στην Επίστρωτη συνεχιζόταν, και τώρα τα περισσότερα μπορούσαν ν’αρχίσουν να λειτουργούν…

-5-

Ο Αερουργός καθόταν πάνω σε μια πολυκατοικία και τάιζε τους γύπες του Κρόνου, όταν η Κορίνα παρουσιάστηκε αντίκρυ του προς τα τέλη του χειμώνα, προτού ακόμα πάψουν οι συγκρούσεις στα σύνορα.

«Νόμιζα πια ότι δεν θα σε ξανάβλεπα,» της είπε. Ο άνεμος τίναζε τα πυκνά γκρίζα μαλλιά του και τα μούσια του. Οι γύπες έκρωξαν, ατενίζοντάς την, σαν να διαμαρτύρονταν για την παρουσία της.

«Σου είχα υποσχεθεί ότι θα ερχόμουν, δεν σου είχα υποσχεθεί;»

Ο ιερέας δεν είπε τίποτα.

«Τους έχεις προετοιμάσει για το ταξίδι;» τον ρώτησε η Κορίνα. «Θέλουν να έρθουν;»

«Αρκετοί απ’αυτούς, ναι – αν όντως θα έχουν καλύτερη ζωή εκεί. Τώρα, όμως, με τον πόλεμο….» Άφησε τα υπόλοιπα να υπονοηθούν.

«Μην ανησυχείς,» είπε η Κορίνα· «ο πόλεμος δεν θα κρατήσει για πολύ. Κι οι δυο τους έχουν ήδη αρχίσει να εξαντλούνται.»

Ο Αερουργός τη ρώτησε: «Είσαι με την Επίστρωτη;»

«Με κανέναν δεν είμαι. Αλλά θα σας οδηγήσω σε μια καλύτερη ζωή.»

«Όχι εμένα,» είπε ο ιερέας. «Εγώ μένω εδώ που είμαι.»

«Δεν περίμενα ότι θα ερχόσουν,» αποκρίθηκε η Κορίνα. «Να πάμε να τους μιλήσουμε μαζί;» πρότεινε.

Ο Αερουργός τάισε τους γύπες του Κρόνου δυο κομμάτια κρέατος ακόμα (πρέπει να ήταν από σκοτωμένη γάτα) και μετά αποκρίθηκε στην Κορίνα: «Πάμε.»

Μες στη νύχτα, κατέβηκαν στους δρόμους και στις σήραγγες όπου κινούνταν οι νυχτοβάτες, οι ποδοπατημένοι της Βαθμιδωτής, και τους μίλησαν. Η Κορίνα ήξερε ήδη αρκετούς από αυτούς, δεν τους ήταν άγνωστη· μάλιστα, τους είχε προσφέρει και τη βοήθειά της, τους είχε σώσει ακόμα και τη ζωή σ’ορισμένες περιπτώσεις· τα μάτια τους την κοίταζαν με βλέμματα φιλικά. Ήταν σύμμαχός τους. Για μερικούς, ήταν πνεύμα της Ρελκάμνια, ένα καλό πνεύμα της Ρελκάμνια. Για άλλους, ήταν σταλμένη από τον Κρόνο. Όταν την είδαν να εμφανίζεται μαζί με τον Αερουργό, που όλοι τους σέβονταν, κανένας δεν είχε πλέον την παραμικρή αμφιβολία ότι αυτή η παράξενη πορφυρόδερμη γυναίκα ήταν ιερή. Η Κορίνα τούς είπε ότι στην Επίστρωτη μπορούσε να τους οδηγήσει σε μια καλύτερη ζωή, και δεν είχαν κανέναν λόγο να μην την πιστέψουν. Τους είπε ότι εκεί θα πληρώνονταν και δεν θα πεινούσαν. Θα είχαν σπίτια για να μένουν και δεν θα ήταν στον δρόμο. Και οι Τιμωροί δεν θα τους κυνηγούσαν· δεν υπήρχαν Τιμωροί στην Επίστρωτη. Δε θα ήταν αναγκασμένοι να κυκλοφορούν μόνο τις νύχτες.

Οι αποκάτω, ξανά, δεν είχαν κανέναν λόγο να μην την πιστέψουν. Τα λόγια της ήταν γλυκιά μουσική στ’αφτιά τους. Οι ψυχές τους αγκάλιαζαν την ελπίδα που η Κορίνα τούς πρόσφερε. Ναι, της απαντούσαν ο ένας μετά τον άλλο, φυσικά και θα έρχονταν μαζί της στην Επίστρωτη. Φυσικά.

Και η Κορίνα τούς ζητούσε να συγκεντρωθούν σε τρεις νύχτες στη Μικρή Αρένα της Βαθμιδωτής, όπου κανείς δεν πήγαινε τα βράδια εκτός από εκείνους – τους νυχτοβάτες. Την ημέρα η Μικρή Αρένα ήταν ένα τελείως διαφορετικό μέρος απ’ό,τι τη νύχτα.

Οι ποδοπατημένοι την άκουγαν και συνέρρεαν στο συμφωνημένο σημείο συνάντησης, ενώ η Κορίνα συνέχιζε να ταξιδεύει μέσα στη Βαθμιδωτή εκείνες τις νύχτες μαζί με τον Αερουργό, έχοντας γύπες του Κρόνου πάντοτε να φτερουγίζουν κάπου κοντά τους. Ο Αερουργός την παρατηρούσε και αισθανόταν δέος. Αυτή η γυναίκα έμοιαζε να έχει έναν τρόπο κίνησης μέσα στην Ατέρμονη Πολιτεία που φάνταζε υπερφυσικός, αν και, στην πραγματικότητα, δεν έκανε τίποτα περισσότερο απ’ό,τι οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος. Η Ρελκάμνια, όμως, ήταν σαν να άνοιγε καινούργιους δρόμους γι’αυτήν, και κάπου-κάπου ο Αερουργός νόμιζε ότι η Κορίνα είχε κάποιου είδους επαφή με πνεύματα της πόλης. Αν δεν ήταν ιέρεια, τι μπορεί να ήταν; Σίγουρα δεν ήταν μια συνηθισμένη γυναίκα. Ήταν ιερή. Τι αίμα έτρεχε στις φλέβες της; Ποια δύναμη την είχε αγγίξει; Ο Αερουργός προσευχόταν σιωπηλά στον Κρόνο, όσο ήταν μαζί της, κι έβλεπε τα πάντα ως διδασκαλία. Τι ήθελε να του δείξει τώρα ο Υπερχρόνιος Άρχοντας, μέσα από τούτη τη γυναίκα;

«Γιατί δεν υπηρετείς τον Κρόνο, Κορίνα;» τη ρώτησε, τη δεύτερη βραδιά, έχοντας την αίσθηση ότι γάτες την καθοδηγούσαν προς κάποιους ποδοπατημένους που αναζητούσε. «Γιατί δεν είσαι ιέρειά του;»

«Δεν υπηρετώ κανέναν,» αποκρίθηκε μόνο εκείνη.

«Γιατί, τότε, τα κάνεις όλ’ αυτά;»

«Για εμένα.»

Η απάντησή της τον παραξένεψε. Τι είχε να κερδίσει; Είχε κάποια συμφωνία με τις αρχές ή τους επιχειρηματίες της Επίστρωτης; Του έμοιαζε αντιφατικό σε σχέση με το άλλο που του είχε πει – Δεν υπηρετώ κανέναν. Κι επίσης, του έμοιαζε αντιφατικό γενικά. Γενικά – από την όλη συμπεριφορά της.

Οι ποδοπατημένοι που ήταν πρόθυμοι να φύγουν συγκεντρώθηκαν, ύστερα από τρεις νύχτες, στη Μικρή Αρένα της Βαθμιδωτής. Κανένας από τους ανθρώπους της ημέρας δεν ήταν εδώ· οι συναγμένοι νυχτοβάτες, έχοντας μαγκάλια, δαυλούς, και λάμπες λαδιού μαζί τους, ντυμένοι με κουρέλια, θύμιζαν στρατό από στοιχειά της Ατέρμονης Πολιτείας. Έμοιαζαν βγαλμένοι από παραμύθι.

Η Μικρή Αρένα ήταν ένας μεγάλος κλειστός χώρος, προστατευμένος με σκέπαστρο. Ορισμένες πύλες του έκλειναν καλά τις νύχτες, αλλά τις περισσότερες δεν ήταν και πολύ δύσκολο να τις σκαρφαλώσει κανείς για να μπει. Επίσης, υπήρχαν σπασμένα κάγκελα και ανοίγματα από υπόγεια που οδηγούσαν μέσα στη Μικρή Αρένα. Κανένας από τους αποκάτω δεν τολμούσε να έρθει εδώ το πρωί, αλλά τις νύχτες ο χώρος ήταν δικός τους. Έρχονταν για να συζητήσουν, για να ανταλλάξουν αγαθά, για να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο, για να προσευχηθούν ομαδικά (μαζί με τον Αερουργό πολλές φορές), για να λύσουν διαφορές που είχαν μεταξύ τους (ναι, ακόμα και οι αποκάτω της Βαθμιδωτής είχαν διαφορές μεταξύ τους), ή απλά για να καθίσουν και να ξεκουραστούν.

Επί του παρόντος, όλοι περίμεναν την Κορίνα με κομμένη την ανάσα. Ελάχιστοι μιλούσαν. Οι φωτιές τους ακούγονταν να τρίζουν και να τσιτσιρίζουν μέσα στον μεγάλο χώρο της Μικρής Αρένας.

Η Κορίνα βγήκε από τα σκοτάδια μιας εισόδου. Ανέβηκε σ’ένα ψηλό σκαλοπάτι και κατέβασε την κουκούλα της κάπας της. «Ελάτε μαζί μου,» τους είπε. «Και μην απομακρυνθείτε από τους δρόμους όπου θα σας οδηγήσω. Όποιος απομακρυνθεί μπορεί να κινδυνέψει. Μπορεί να σκοτωθεί. Με καταλαβαίνετε;»

Το πλήθος των νυχτοβατών μουρμούρισε – ένα καταφατικό μουρμουρητό – ναι, καταλάβαιναν.

Η Κορίνα κατέβηκε από τα σκαλοπάτια και μπήκε σε μια πόρτα. Οι αποκάτω την ακολούθησαν, σχηματίζοντας ένα μακρύ φίδι πίσω της – ένα φίδι από ανθρώπους, κουρέλια, και φωτιές. Κατέβηκαν σε μια σήραγγα και, μετά, βγήκαν στους δρόμους της Βαθμιδωτής και στις γέφυρές της. Αλλά ο χώρος δεν τους έμοιαζε ίδιος με άλλες φορές. Τους φαινόταν ότι κάτι το διαφορετικό υπήρχε απόψε, κάτι που δεν μπορούσαν ακριβώς να καθορίσουν. Ήταν σαν η Κορίνα να τους είχε οδηγήσει σε μια άλλη Βαθμιδωτή, παράλληλη σ’αυτή που γνώριζαν. Τα πάντα ήταν ίδια εδώ, κι όμως διαφορετικά. Τα πάντα θύμιζαν σκηνικό. Ήταν… μη πραγματικά. Η πόλη τούς έδινε την εντύπωση ότι τους περίμενε, ότι είχε δημιουργήσει τις κατάλληλες στιγμές και τις κατάλληλες συγκυρίες γι’αυτούς – ώστε να περάσουν απαρατήρητοι από τους Τιμωρούς, ώστε να μην τραβήξουν καμια ανεπιθύμητη προσοχή, ώστε κανείς να μη σταθεί στο διάβα τους. Ούτε οι μισθοφόροι του Πολιτάρχη δεν τους πρόσεξαν. Η Κορίνα πέρασε τους ακόλουθούς της από δρόμους τους οποίους οι μισθοφόροι δεν κοίταζαν ακριβώς εκείνη τη στιγμή. Η Κορίνα κατεύθυνε τους ακόλουθούς της πίσω από ψηλά οικοδομήματα και ψηλά οχήματα, κρύβοντάς τους από μάτια και προβολείς. Η Κορίνα οδήγησε τους ακόλουθούς της πέρα από τα απομεινάρια του σμπαραλιασμένου τείχους από συρματόπλεγμα δίχως κανείς να τους προσέξει. Ένα μαύρο ερπετό που σερνόταν ανάμεσα στα νυχτερινά συντρίμμια της πόλης, με την άδειά της, σκεπασμένο από τα πέπλα της…

Οι νυχτοβάτες βρέθηκαν στην Επίστρωτη, και δεν άργησαν να παραξενευτούν από το περιβάλλον εδώ – από το γεγονός, κατά πρώτον, ότι ο ουρανός δεν καλυπτόταν από τόσο πυκνά, σκούρα, μολυσματικά νέφη όπως στη Βαθμιδωτή. Η διάθεσή τους έγινε πολύ εύθυμη· ορισμένοι άρχισαν να τραγουδούν– Η Κορίνα πρόσταξε αμέσως να πάψουν, και η διαταγή της μεταφέρθηκε από την αρχή του σκοτεινού φιδιού ώς το πέρας του. Οι νυχτοβάτες ησύχασαν, καταλαβαίνοντας ότι υπήρχε κίνδυνος.

Η Κορίνα, γι’ακόμα μια φόρα, τους πέρασε πίσω από τα μάτια μισθοφόρων, αλλά τώρα της Επίστρωτης, όχι της Βαθμιδωτής. Τους πήγε μακριά από τα δυτικά σύνορα της συνοικίας, που ήταν γεμάτα σμπαραλιασμένα οικοδομήματα, καταχτυπημένους δρόμους, γκρεμισμένες σήραγγες, πεσμένες γέφυρες. Τους πήγε βαθιά μέσα στην Επίστρωτη, και οι ποδοπατημένοι αισθάνονταν ότι όντως εδώ – εδώ – μπορούσαν σίγουρα να έχουν μια καλύτερη ζωή. Μια πολύ καλύτερη ζωή.

Εμπιστεύονταν την Κορίνα. Τους είχε οδηγήσει στη σωτηρία τους!

-6-

Όταν οι εχθροπραξίες είχαν σταματήσει, στις αρχές της άνοιξης, η Ιωάννα συνάντησε τον Κίμωνα Χρονομάχο στο γραφείο του και του είπε: «Έχω κάποια νέα που είναι… αν όχι ανησυχητικά, περίεργα αναμφίβολα.»

«Μου το είπες αυτό και από τον δίαυλο. Λεπτομέρειες θέλω.» Ο Πολιτάρχης ήταν καθισμένος στην πολυθρόνα του. Τράβηξε ένα πούρο από την τσέπη του πουκαμίσου του και το άναψε. Αισθανόταν, τελευταία, πιο τσιτωμένος από παλιά. Αυτός ο πόλεμος με την Επίστρωτη είχε πειράξει τα νεύρα του. Τον είχε αγχώσει, ίσως. Αν και δεν πίστευε ότι μπορούσε η Μαρθάλα-Αλντ να νικήσει τις δυνάμεις της Βαθμιδωτής. Πού θα έβρισκε τα όπλα;

Τουλάχιστον, ήλπιζε τώρα τα πράγματα να ησύχαζαν για κάποιο καιρό, οι δολιοφθορές να έπαυαν μέσα στη συνοικία του. Γιατί οι Τιμωροί και οι κατάσκοποι της Ιωάννας δεν φαινόταν να μπορούν να τους σταματήσουν μόνιμα αυτούς τους καταραμένους δαίμονες της Επίστρωτης. Είχαν καταφέρει να πιάσουν κάποιους αλλά αυτοί δεν είχαν δώσει καμια σημαντική πληροφορία· δεν υπήρχε κεντρική κρυψώνα τους μέσα στη Βαθμιδωτή. Ήταν όλοι σκόρπιοι, οι καριόληδες! Το μόνο που οι αιχμάλωτοι είχαν αποκαλύψει ήταν ότι όντως ήταν σταλμένοι από την Επίστρωτη, αλλά όχι από τη Μαρθάλα-Αλντ – από τους Εχθρούς του Πρωινού, για όνομα του Κρόνου!

Ο Κίμωνας είχε ακούσει για τους Εχθρούς του Πρωινού. Ήταν η ισχυρότερη συμμορία της Επίστρωτης. Έλεγχε όλο τον νυχτερινό κόσμο εκεί. Η Επίστρωτη, μάλλον, χρειαζόταν κάποιους σαν τους Τιμωρούς για να τη βάλουν σε τάξη. Αλλά αυτό ήταν ένα άλλο θέμα… Το θέμα που απασχολούσε τον Κίμωνα ήταν ότι δεν πίστευε πως αυτή η νυχτερινή συμμορία είχε πραγματικά προσλάβει τους μισθοφόρους. Δεν μπορεί να ήταν αλήθεια! Τι ακριβώς να ήθελε; Τι την ενδιέφεραν οι επιχειρηματίες της Βαθμιδωτής; Απ’ό,τι ήξερε ο Κίμωνας για τους Εχθρούς του Πρωινού, ήταν εναντίον των επιχειρηματιών της Επίστρωτης: εναντίον της εκμετάλλευσης που ασκούσαν αυτές οι εταιρείες επάνω στους εργαζόμενους· εναντίον, γενικά, των συνθηκών ζωής στη γειτονική συνοικία. Δεν ήταν εναντίον της Βαθμιδωτής. Ήταν ανήκουστο!

Μόνο μία υπόθεση μπορούσε να κάνει κανείς: ότι οι Εχθροί του Πρωινού προσπαθούσαν να εξαπλωθούν στη Βαθμιδωτή, να πάρουν τον έλεγχο του νυχτερινού κόσμου εδώ, να κάνουν ίσως κάποια συμμαχία με τους νυχτοβάτες. Κάτι τέτοιο δεν αποκλειόταν, αλλά ο Κίμωνας δεν ήταν και καθόλου βέβαιος ότι συνέβαινε. Επιπλέον, η Ιωάννα δεν του είχε πει ότι οι κατάσκοποί της είχαν προσέξει καμια δραστηριότητα ανάμεσα στους Εχθρούς του Πρωινού και στους νυχτοβάτες. Ούτε οι Τιμωροί τού είχαν αναφέρει τίποτα τέτοιο.

Οι αιχμάλωτοι, επομένως, πρέπει να έλεγαν ψέματα. Ο Κίμωνας θα μπορούσε να προστάξει να τους βασανίσουν, αλλά τι θα κέρδιζε έτσι; Όταν κάποιον τον βασανίζεις, μπορείς να τον κάνεις να παραδεχτεί το οτιδήποτε. Αν τους προκαλούσαν πόνο και τους ζητούσαν να παραδεχτούν ότι τους είχε στείλει η Μαρθάλα-Αλντ, θα παραδέχονταν ότι τους είχε στείλει η Μαρθάλα-Αλντ. Ήταν ανούσιο. Οπότε, ο Πολιτάρχης είχε απλά προστάξει να τους στείλουν στις φυλακές της Στενής, δυτικά της Βαθμιδωτής, μαζί με άλλους κακοποιούς που είχε συλλάβει η Αστυνομία τον τελευταίο καιρό.

Ο Κίμωνας δεν αμφέβαλλε για τις κακές προθέσεις της Μαρθάλα-Αλντ, και αφού είχε ξεκινήσει πόλεμο εναντίον της Επίστρωτης δεν είχε περιθώριο για ν’αλλάξει τώρα γνώμη, ό,τι κι αν μαρτυρούσαν οι αιχμάλωτοι μισθοφόροι.

Κι αναρωτιόταν τι μπορεί να ήθελε να του αναφέρει απόψε η Ιωάννα. Κι άλλα προβλήματα;

Η κατάσκοπος κάθισε αντίκρυ του. «Οι πράκτορές μου που βρίσκονται στην Επίστρωτη μού είπαν ότι κάποια γυναίκα έκανε συμφωνία με τη Μαρθάλα-Αλντ ώστε να βοηθήσει τους επιχειρηματίες της συνοικίας να φτιάξουν εταιρείες παραγωγής τεχνικών ειδών.»

Ο Κίμωνας ρούφηξε καπνό από το πούρο του. «Δεν έχει όνομα αυτή η γυναίκα;» Γιατί η υπόθεση τού θύμιζε κάτι πολύ οικείο;

«Δυστυχώς, δεν έχουν ακόμα καταφέρει να μάθουν το όνομά της. Δεν έχω πολλούς πράκτορες μέσα στην Επίστρωτη· οι περισσότεροι βρίσκονται εδώ, στη Βαθμιδωτή, σε άλλες δουλειές – δικές σας δουλειές, κύριε Πολιτάρχη.»

Το χρυσόδερμο, φρεσκοξυρισμένο πρόσωπο του Κίμωνα ήταν μισοχαμένο πίσω από τον καπνό του πούρου. «Περιγραφή; Πώς είναι η όψη της;» Δεν είναι δυνατόν να είναι αυτή, σκεφτόταν. Δεν είναι δυνατόν! Έφυγε από εμάς και πήγε στη Μαρθάλα-Αλντ; Γιατί;

«Και πάλι, οι πληροφορίες μου δεν είναι πολύ καλές,» αποκρίθηκε η Ιωάννα. «Όμως ένας από τους πράκτορές μου νομίζει πως έχει ακούσει ότι είναι πορφυρόδερμη.»

«Πορφυρόδερμη…»

Για μερικές στιγμές, απόλυτη σιωπή πλάκωσε μέσα στο γραφείο του Κίμωνα Χρονομάχου.

Ο τηλεπικοινωνιακός δίαυλος κουδούνισε. Ο Πολιτάρχης τον άνοιξε. «Μάλιστα;»

Η γραμματέας τού είπε ότι ήθελε να του μιλήσει ένας από τους συμβούλους του.

«Δε μπορώ τώρα. Πες του να με ξανακαλέσει σε μισή ώρα.»

«Μάλιστα, κύριε Χρονομάχε.»

Ο Πολιτάρχης έκλεισε τον δίαυλο. «Ιωάννα,» είπε, «σκέφτεσαι ό,τι σκέφτομαι;»

«Τι σκέφτεστε, κύριε Πολιτάρχη;» ρώτησε εκείνη, αν και υποπτευόταν ότι, ναι, μάλλον σκέφτονταν το ίδιο κι οι δυο τους. Αυτή η μυστηριώδης γυναίκα στην Επίστρωτη έμοιαζε πολύ με την Κορίνα. Μπορεί να ήταν τυχαίο; Η Ιωάννα δεν πίστευε σε τόσο εξωφρενικές συμπτώσεις. Και τα όσα είχε διαβάσει για τις Θυγατέρες της Πόλης – παραμύθια, αναμφίβολα, τα περισσότερα από αυτά! – δεν μπορούσαν παρά να κάνουν τις τρίχες της να ορθώνονται…

«Αυτή η περίπτωση,» είπε ο Κίμωνας, «δεν θυμίζει υπερβολικά τη δική μας; Την περίπτωση με την Κορίνα;»

«Τολμώ να πω πως ναι, κύριε Πολιτάρχη, τη θυμίζει.»

«Η Κορίνα μάς πρόσφερε την τεχνογνωσία για να παράγουμε τρόφιμα. Δε θα μπορούσε να προσφέρει και στην Επίστρωτη την τεχνογνωσία για να παράγει τεχνικά προϊόντα;»

«Όσο ήταν εδώ… δεν είπε ότι ήξερε τίποτα για την παραγωγή τεχνικών προϊόντων–»

«Είπε όμως ότι έχει δουλέψει ως σύμβουλος σε πολλές εταιρείες.»

«Ναι…»

«Και είναι πορφυρόδερμη. Όπως η μυστηριώδης γυναίκα στην Επίστρωτη.»

«Ναι… ή, τουλάχιστον, η γυναίκα στην Επίστρωτη μάλλον είναι πορφυρόδερμη· δεν το έχω διασταυρώσει ακόμα.»

«Η Κορίνα πρέπει να είναι, Ιωάννα,» είπε ο Κίμωνας. «Δρα ακριβώς όπως έδρασε κι εδώ. Βοηθά τους επιχειρηματίες της συνοικίας να φτιάξουν κάτι που πριν δεν μπορούσαν, και συγχρόνως κρύβεται· δεν βγαίνει στη δημοσιότητα, ελάχιστοι γνωρίζουν γι’αυτήν.»

Η Ιωάννα ήταν σιωπηλή για λίγο, και ο Κίμωνας σκέφτηκε για την Κορίνα: Την εμπιστεύτηκα πολύ περισσότερο απ’ό,τι έπρεπε! Ήμουν ανόητος! Την είχε βάλει ακόμα και να κατασκοπεύει γι’αυτόν – και της έδινε λεφτά για τη δουλειά!

Μετά, η Ιωάννα είπε: «Αν υποθέσουμε ότι είναι η Κορίνα… το οικονομικό όφελος νομίζετε πως είναι που την παρακινεί; Νομίζετε ότι εκεί την πληρώνουν καλύτερα απ’ό,τι εδώ;»

«Πραγματικά, δεν ξέρω τι να υποθέσω, Ιωάννα. Θέλω όμως να μάθεις περισσότερα για τη μυστηριώδη αρωγό των επιχειρηματιών της Επίστρωτης.»

«Θα πρέπει, τότε, να στείλω περισσότερους πράκτορές μου εκεί.»

«Να το κάνεις,» είπε ο Κίμωνας. «Εδώ, ούτως ή άλλως, οι δολιοφθορές φαίνεται να έχουν πάψει για την ώρα.»

Η Ιωάννα κατένευσε. «Εντάξει.»

«Να σε ρωτήσω: Όσο έκανες φιλική παρέα μαζί της, σου είπε τίποτα για την Επίστρωτη; Οτιδήποτε;»

Η Ιωάννα κούνησε το κεφάλι, μορφάζοντας. «Δε θυμάμαι κάτι συγκεκριμένο. Θυμάμαι απλώς ότι έλεγε πως είναι καλό που έχουμε αρχίσει να ανεξαρτητοποιούμαστε από την Επίστρωτη.»

«Χμμ… κι αυτό τώρα είναι ένα πρόβλημα.»

Η Ιωάννα τον κοίταξε ερωτηματικά.

«Ο πόλεμος μάς έχει κουράσει, δεν το καταλαβαίνεις;» είπε ο Κίμωνας. «Οι εταιρείες παραγωγής τροφίμων μας έχουν δυσκολίες, και δεν κάνουμε πλέον καθόλου εμπόριο με την Επίστρωτη. Τα τρόφιμά μας εξαντλούνται.»

«Δεν έχουν επισκευαστεί οι μονάδες παραγωγής τροφίμων;»

«Επισκευές γίνονται, αλλά χρειάζονται κάποιο χρόνο. Οι ζημιές που προκάλεσαν οι δολιοφθορείς δεν ήταν λίγες.»

«Τέλος πάντων,» είπε η Ιωάννα. «Αν δεν με θέλετε για κάτι άλλο….»

«Μπορείς να πηγαίνεις,» αποκρίθηκε ο Κίμωνας με μια αποδεσμευτική χειρονομία.

Η Ιωάννα σηκώθηκε από την καρέκλα της κι έφυγε από το γραφείο του.

Ο Κίμωνας κάπνιζε το πούρο του ενώ αναρωτιόταν δύο πράγματα: πώς να αντιμετωπίσει την άσχημη οικονομική κατάσταση που είχε ξαφνικά δημιουργηθεί μέσα στη Βαθμιδωτή, και τι παιχνίδι μπορεί να έπαιζε η Κορίνα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ-ΔΕΥΤΕΡΟ
Ασυνέπειες Λογικής

-1-

Οι επιχειρηματίες της Επίστρωτης είχαν ήδη έτοιμα κάποια καταλύματα κατόπιν αιτήματος της Κορίνας, και οι ποδοπατημένοι έμειναν για κάποιο καιρό εκεί, νιώθοντας ότι βρίσκονταν σε παράδεισο: τους τάιζαν, τους πότιζαν, και τους είχαν χώρους για να κοιμούνται – όλα δωρεάν. Τι άλλο να ζητούσαν;

Η κατασκευή των εργοστασίων τεχνικών ειδών σύντομα τελείωσε, και μπορούσαν να μπουν σε λειτουργία. Ο καιρός φιλοξενίας των ποδοπατημένων έφτασε, επίσης, στο τέλος του. Τώρα έπρεπε να δουλέψουν· γι’αυτό τούς είχαν φέρει εδώ, γι’αυτό τούς είχαν φιλοξενήσει. Οι άνθρωποι των επιχειρηματιών τούς οδήγησαν στα μέρη όπου θα εργάζονταν και τους εξήγησαν πως από τους πρώτους μισθούς τους θα αφαιρούνταν τα έξοδα της προηγούμενης φιλοξενίας τους.

Εκείνη η «φιλοξενία» δεν ήταν, λοιπόν, πραγματικά δωρεάν, όπως διαπίστωσαν οι ποδοπατημένοι. Αλλά εξακολουθούσαν να μην έχουν παράπονο. Θα πληρώνονταν και θα ζούσαν σε σπίτια. Μια σαφώς καλύτερη ζωή απ’αυτή που είχαν στη Βαθμιδωτή.

Μέσα στην άνοιξη, οι εργασίες ξεκίνησαν, και η Επίστρωτη παρήγαγε τα πρώτα τεχνικά προϊόντα…

Ο Κίμωνας Χρονομάχος πληροφορήθηκε γι’αυτή την παραγωγή από τους κατασκόπους της Ιωάννας, αν και δεν χρειαζόταν κατασκόπους για να το μάθει· σύντομα έγινε γνωστό σ’όλες τις συνοικίες γύρω από την Επίστρωτη. Ήταν μια πολύ σημαντική αλλαγή για την Επίστρωτη. Όπως πολύ σημαντική αλλαγή ήταν και η παραγωγή τροφίμων στη Βαθμιδωτή.

Ο Κίμωνας Χρονομάχος σκέφτηκε ότι ίσως τώρα να είχε έρθει η ώρα να πληρώσει τη Μαρθάλα-Αλντ με το ίδιο νόμισμα: να τοποθετήσει δολιοφθορείς μέσα στη συνοικία της για να σαμποτάρουν τις καινούργιες εταιρείες. Δεν το έκανε, όμως, γιατί η Βαθμιδωτή ήταν ακόμα ταλαιπωρημένη από τον πόλεμο. Αλλά θα το είχε υπόψη του για το μέλλον.

Ρώτησε, εν τω μεταξύ, την Ιωάννα αν οι πράκτορές της είχαν ανακαλύψει τίποτα για τη μυστηριώδη γυναίκα που είχε βοηθήσει τους επιχειρηματίες της Επίστρωτης. Όμως η Ιωάννα έδωσε αρνητική απάντηση. Δυστυχώς, δεν ήταν καθόλου εύκολο να μάθουν περισσότερα γι’αυτήν. Πληροφορήθηκαν, ωστόσο – με βεβαιότητα τούτη τη φορά – ότι είχε πορφυρό δέρμα και ξανθά μαλλιά. Δεν μπορεί να ήταν άλλη από την Κορίνα.

Και η Ιωάννα είχε ακόμα μια πληροφορία να δώσει στον Κίμωνα: τα καινούργια εργοστάσια και οι βιομηχανίες της Επίστρωτης δεν είχαν τους συνηθισμένους εργάτες γι’αυτή τη συνοικία. Είχαν ένα… νέο είδος εργατών, θα μπορούσε να πει κανείς. Κάποιους που πληρώνονταν λιγότερο από τους άλλους (των οποίων οι μισθοί, ούτως ή άλλως, δεν ήταν και πολύ υψηλοί) αλλά δεν είχαν κανένα παράπονο· έμοιαζαν, αντιθέτως, μάλλον ευχαριστημένοι. Και οι πράκτορες της Ιωάννας σύντομα ανακάλυψαν πως αυτοί οι άνθρωποι έλεγαν ότι είχαν έρθει από τη Βαθμιδωτή, ότι κάποτε ήταν ανάμεσα στους αποκάτω, στους ποδοπατημένους, στους νυχτοβάτες, κι έπρεπε να κρύβονται τα πρωινά από τους Τιμωρούς· αλλά όχι εδώ, όχι στην Επίστρωτη. Τους άρεσε εδώ, παρότι όλοι οι άλλοι θεωρούσαν ότι οι επιχειρηματίες τούς εκμεταλλεύονταν.

Η Επινυκτίδα, μάλιστα, είχε αφιερώσει ένα ολόκληρο άρθρο γι’αυτούς τους «νεοεργάτες» (όπως τους ονόμαζε), και έλεγε ότι ήταν, εν ολίγοις, ανόητοι που δέχονταν την εκμετάλλευση των επιχειρηματιών, και ότι ήταν, επίσης, επικίνδυνοι επειδή μπορούσαν να αποτελέσουν άσχημο παράδειγμα για άλλους. Μπορούσαν, με τη συμπεριφορά τους, να κάνουν τους εργάτες να δέχονται ευκολότερα κατώτερους μισθούς απ’ό,τι ήδη δέχονταν! Μπορούσαν, με τη συμπεριφορά τους, να παρακινήσουν τους επιχειρηματίες να κατεβάσουν τους μισθούς όλων!

«Και αναρωτιέμαι, κύριε Πολιτάρχη,» είπε η Ιωάννα, καθισμένη αντίκρυ του στο γραφείο του, «ποιος έφερε τους ποδοπατημένους στην Επίστρωτη. Γιατί θα μου φαινόταν απίθανο να πήγαν από μόνοι τους. Δεν είναι ένας και δύο. Είναι πολλοί. Δεκάδες άνθρωποι. Αν όλοι αυτοί οι ποδοπατημένοι είχαν φύγει από τη Βαθμιδωτή μαζικά, κάποιος δεν θα έπρεπε να τους είχε αντιληφτεί; Οι Τιμωροί, ή ακόμα και ο στρατός στα σύνορα.»

«Χμμμ… ναι,» είπε ο Κίμωνας. «Ναι, λογικά θα έπρεπε κάποιος να τους είχε αντιληφτεί. Εκτός αν έφυγαν λίγοι-λίγοι.»

«Και πάλι,» είπε η Ιωάννα, «οι Τιμωροί πρέπει να είχαν προσέξει τις κινητοποιήσεις. Αλλά δε νομίζω ότι κανένας πρόσεξε τίποτα.»

«Ούτε σ’εμένα έχουν αναφέρει κάτι. Θα ρωτήσω ξανά, βέβαια… Όπως και νάχει… θεωρείς ότι είναι σημαντικό;»

«Θεωρώ ότι είναι παράξενο, κύριε Πολιτάρχη. Οι ποδοπατημένοι, εξάλλου, δε δουλεύουν σε οποιεσδήποτε εταιρείες της Επίστρωτης· δουλεύουν στις καινούργιες εταιρίες παραγωγής τεχνικών προϊόντων. Είναι σαν να ήταν κι αυτοί μέρος κάποιου σχεδίου…»

Ο Κίμωνας συνοφρυώθηκε. «Η Κορίνα ξανά;»

«Μπορεί κανείς να το αποκλείσει, κύριε Πολιτάρχη;»

«Όσο ήταν εδώ, την είχες εντοπίσει ποτέ να έχει πάρε-δώσε με νυχτοβάτες;»

«Όχι. Αλλά είμαι βέβαιη ότι η Κορίνα κρύβει πολύ περισσότερα απ’ό,τι δείχνει.»

«Θα μου πεις πάλι εκείνες τις παραφιλολογίες για τις Θυγατέρες της Πόλης;»

«Δεν ξέρω τι συμβαίνει,» αποκρίθηκε η Ιωάννα, «αλλά κάτι συμβαίνει που είναι ασυνήθιστο, δεν συμφωνείτε;»

Ο Κίμωνας κατένευσε, αμίλητα όμως, συλλογισμένος.

«Και το σημάδι υπάρχει στο πόδι της,» τόνισε η Ιωάννα.

«Μη μου ξαναπείς αυτές τις ιστορίες για γυναίκες-φαντάσματα, γαμώτο! Ναι, σίγουρα κάτι περίεργο συμβαίνει με την Κορίνα, αλλά ας μη σκεφτόμαστε ανοησίες.»

«Όπως νομίζετε…»

-2-

Το κουδούνι της εισόδου ήχησε μέσα στο κρεμαστό διαμέρισμα: ντιν ΝΤΟΝ ντιν…

Η Πρωτονίκη έφτιαχνε ένα από τα αγάλματα με τις χάντρες και τα μηχανικά τμήματα. Βρισκόταν στην αρχή του ακόμα, και η διαδικασία την είχε απορροφήσει τελείως – ένας ευχάριστος περισπασμός από τα προβλήματα με τη Νέα Παραγωγή. Αρκετές φορές τελευταία σκεφτόταν ότι ίσως θα ήταν καλύτερα να μην είχε ακούσει ποτέ την Κορίνα, να μην είχε ξεκινήσει εταιρεία παραγωγής τροφίμων. Οι πάντες και τα πάντα την πίεζαν τώρα: επισκευές, πληρωμές, επιτάχυνση της παραγωγής, δάνεια… Προτιμούσε να ήταν μια απλή καλλιτέχνιδα που έφτιαχνε παράξενα αγάλματα, και τίποτα περισσότερο…

ΝΤΟΝ ντιν ντιν. Ο ήχος του κουδουνιού τράβηξε το μυαλό της μακριά από το έργο τέχνης που έφτιαχναν με προσοχή τα χέρια της.

Η Πρωτονίκη αναστέναξε. Έβαλε κόλλα σε μια χάντρα, την τοποθέτησε εκεί όπου ήθελε πάνω στο υπό κατασκευή άγαλμα, και βάδισε προς την εξώπορτα.

«Ποιος είναι;» ρώτησε και, συγχρόνως, κοίταξε από το ματάκι. Είδε μια γυναίκα γαλανόδερμη, με κοντά ξανθά μαλλιά, ντυμένη με πουκάμισο και ελαφρύ πανωφόρι. Από κάπου την ήξερε. Αλλά από πού;

«Κυρία Υστερώνυμη, εσείς είστε;»

«Μάλιστα. Τι θέλετε;» Η Πρωτονίκη δεν άνοιξε την πόρτα.

«Ίσως να με θυμάστε· έχουμε ξανασυναντηθεί.»

«Πού;»

«Στο διαμέρισμα που ανήκε στην Κορίνα Ριλτάκω. Είχατε έρθει μαζί με τον φίλο σας, τον Ζακ, και μας είχατε βρει μέσα.»

Φυσικά! Ήταν η κατάσκοπος του Πολιτάρχη! Η Πρωτονίκη τη θυμήθηκε τώρα. «Και τι θέλετε;» ρώτησε πάλι.

«Να μιλήσουμε, αν δεν σας είναι δύσκολο. Τίποτα περισσότερο.»

Η Πρωτονίκη τής άνοιξε. «Βρίσκεστε εδώ κατόπιν εντολής του Πολιτάρχη;»

Η κατάσκοπος πέρασε το κατώφλι του κρεμαστού διαμερίσματος. «Όχι ακριβώς. Αλλά… είναι σχετικό ζήτημα.»

Η Πρωτονίκη έκλεισε την πόρτα και οδήγησε την κατάσκοπο στο σαλόνι. «Δε νομίζω ότι μου είχατε πει το όνομά σας…»

«Ιωάννα,» είπε η Ιωάννα.

Χωρίς επώνυμο; σκέφτηκε η Πρωτονίκη, αλλά δεν την πίεσε. «Καθίστε,» πρότεινε. «Θα πιείτε κάτι;»

«Όχι, ευχαριστώ.» Η Ιωάννα κάθισε σε μια πολυθρόνα.

Η Πρωτονίκη κάθισε αντίκρυ της, περιμένοντας ν’ακούσει τι είχε να της πει.

«Σας είχε μιλήσει ποτέ η Κορίνα για την Επίστρωτη;»

Η Πρωτονίκη συνοφρυώθηκε. «Για την Επίστρωτη;»

«Ναι. Σας είχε πει, μήπως, ότι σκόπευε κάποια στιγμή να ταξιδέψει εκεί;»

Η Πρωτονίκη σούφρωσε τα χείλη. «Όχι, δε νομίζω…»

«Σας είχε πει κάτι άλλο για την Επίστρωτη; Κάποια γνώμη της γι’αυτήν, ίσως;»

Η Πρωτονίκη κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Δε θυμάμαι κάτι.»

«Για τους ποδοπατημένους σάς είχε μιλήσει;»

«Δε θυμάμαι κάτι,» είπε πάλι η Πρωτονίκη. «Όχι, δε νομίζω.»

«Σας είχε πει αν είχε, μήπως, κάποιες επαφές με τους ποδοπατημένους;»

«Τι να τις κάνει τις επαφές με τους ποδοπατημένους; Δεν καταλαβαίνω.»

Η Ιωάννα άναψε ένα τσιγάρο. «Νομίζουμε ότι έχουμε εντοπίσει την Κορίνα…»

«Πού είναι; Εδώ, στη Βαθμιδωτή;»

«Στην Επίστρωτη.»

Η Πρωτονίκη έμεινε σιωπηλή. Τι κάνει στην Επίστρωτη;

Η Ιωάννα τής μίλησε για τις καινούργιες εταιρείες στη γειτονική συνοικία, και της είπε ότι είχε πληροφορίες πως μια γυναίκα είχε βοηθήσει τους επιχειρηματίες εκεί να τις ξεκινήσουν. Μια πορφυρόδερμη, ξανθιά γυναίκα.

«Η Κορίνα;»

«Πολύ πιθανό, δεν είναι;» αποκρίθηκε η Ιωάννα.

«Μα… τι…; Γιατί;»

«Μπορεί να παίζει κάποιου είδους διπλό παιχνίδι.»

Η Πρωτονίκη αισθανόταν ζαλισμένη. Παιχνίδι; Τι παιχνίδι; Κι αν ήταν έτσι, τότε… τότε εκείνη – η Πρωτονίκη – τι ήταν; Ένα πιόνι στο παιχνίδι της Κορίνας; «Προσπαθεί να πλουτίσει;» είπε, μην ξέροντας τι άλλο να υποθέσει.

«Δε γνωρίζω τι προσπαθεί να κάνει,» αποκρίθηκε η Ιωάννα, «αλλά… μ’έχει προβληματίσει. Σίγουρα δεν σου είχε πει ποτέ τίποτα για την Επίστρωτη;»

«Σίγουρα.»

«Εντάξει,» είπε η Ιωάννα, και σηκώθηκε από την πολυθρόνα. «Συγνώμη που σε ανησύχησα κιόλας. Αλλά ήθελα να σε ρωτήσω. Να δω μήπως ήξερες κάτι που θα μπορούσε να με βοηθήσει να βγάλω κάποιο νόημα σχετικά με το τι συμβαίνει.»

Η Πρωτονίκη σηκώθηκε όρθια επίσης. «Για τους ποδοπατημένους γιατί με ρώτησες;»

«Άσ’ το αυτό, είναι άλλη ιστορία,» είπε η Ιωάννα, και βάδισε προς την έξοδο του κρεμαστού διαμερίσματος.

Η Πρωτονίκη την ακολούθησε. «Αν μάθεις κάτι περισσότερο για την Κορίνα, θα μπορούσες να μου το πεις;»

Η Ιωάννα, πιάνοντας το πόμολο της πόρτας, στράφηκε να την κοιτάξει. Συλλογισμένη για λίγο. Μετά: «Ναι, εντάξει,» αποκρίθηκε. «Παρεμπιπτόντως, έχεις ακούσει για τις Θυγατέρες της Πόλης;»

«Τι είναι οι Θυγατέρες της Πόλης;»

«Δεν έχεις ακούσει, λοιπόν.»

«Έχουν καμια σχέση με την Κορίνα;»

«Μπορεί ναι, μπορεί όχι. Τέλος πάντων, δε θα σε καθυστερήσω άλλο. Πρέπει να πηγαίνω.» Η Ιωάννα άνοιξε την πόρτα και έφυγε από το κρεμαστό διαμέρισμα.

Η Πρωτονίκη βημάτισε για μερικές στιγμές, προβληματισμένη. Ύστερα άνοιξε τον επικοινωνιακό δίαυλο και κάλεσε τον Ζακ.

-3-

«Νομίζεις ότι με εκμεταλλεύτηκε;»

Ο Ζακ μειδίασε. «Τι εννοείς, αγάπη;»

«Ότι με εκμεταλλεύτηκε! Ότι με χρησιμοποίησε για… για κάποιο δικό της σκοπό. Για να πλουτίσει… Για… Δεν ξέρω!»

Ο Ζακ είπε: «Επιχειρήσεις είναι. Οι πάντες εκμεταλλεύονται τους πάντες σ’αυτές τις ιστορίες. Μέχρι στιγμής, απ’ό,τι είδαμε, η Κορίνα σε βοήθησε, και πληρώθηκε φυσικά για τις υπηρεσίες της. Δεν συνέβη τίποτα παράλογο.»

«Μετά, όμως, έφυγε!»

«Δεν είχε ποτέ υποσχεθεί να μείνει εδώ για πάντα.» Κάθονταν πλάι-πλάι οι δυο τους, στον καναπέ του σαλονιού της Πρωτονίκης.

Η Πρωτονίκη ήταν τσιτωμένη. «Εξαφανίστηκε περίεργα,» επέμεινε. «Και η Ιωάννα τώρα λέει πως μάλλον πήγε στην Επίστρωτη.»

«Δεν το αμφιβάλλω. Αλλά, και πάλι, αγάπη… αυτό… αυτό δεν σημαίνει ότι εσένα, προσωπικά, δεν σε συμφέρει να έχεις τη Νέα Παραγωγή. Τι να πω; Δεν ξέρω τι άλλο να πω… Μην αγχώνεσαι χωρίς λόγο. Ό,τι κι αν συμβαίνει δεν έχει άμεση σχέση μ’εσένα. Εσύ δεν έκανες τίποτα κακό. Και μη βλέπεις τον εαυτό σου σαν θύμα. Δεν είσαι θύμα.»

Η Πρωτονίκη μόρφασε συλλογισμένα, κοιτάζοντας τα χέρια της, πιέζοντας τα νύχια του ενός χεριού με τα νύχια του άλλου. «Ναι, μάλλον…» μουρμούρισε.

Ο Ζακ είπε: «Εμένα εξαρχής μου φαινόταν παράξενη η Κορίνα. Με φρίκαρε, για να είμαι ειλικρινής· δεν ξέρω γιατί. Και μια φορά με κάλεσε στο διαμέρισμά της· το θυμάσαι;»

«Ναι.»

«Και με ρωτούσε για τα βιβλία μου. Να της πω αν είχα τίποτα φιλοσοφικές σημειώσεις και τέτοια πράγματα.» Γέλασε. «Παράξενο, απλά παράξενο…»

«Α ναι!» έκανε ξαφνικά η Πρωτονίκη. «Η Ιωάννα ξέρεις τι άλλο μού είπε;»

«Τι;»

«Με ρώτησε αν γνωρίζω για κάποιες Θυγατέρες της Πόλης. Της απάντησα ότι, όχι, δεν γνωρίζω, και τη ρώτησα αν αυτό έχει καμια σχέση με την Κορίνα. Και η Ιωάννα μού είπε ότι μπορεί να έχει σχέση αλλά μπορεί και να μην έχει. Και μετά έφυγε· δεν εξήγησε τίποτ’ άλλο.»

Ο Ζακ συνοφρυώθηκε. «Θυγατέρες της Πόλης;»

«Ναι. Τις έχεις ξανακούσει;»

«Είναι ένας αστικός μύθος, αγάπη. Σ’ένα από τα βιβλία μου, μάλιστα, έχω βάλει μια Θυγατέρα της Πόλης. Φανταστική, εννοείται.»

«Δεν το ήξερα.»

«Δε διαβάζεις ποτέ τα βιβλία μου· είναι το παράπονό μου!» την πείραξε, μειδιώντας.

«Τα διαβάζω! Εντάξει, όχι όλα, αλλά έχω διαβάσει κάποια. Δε μ’αρέσουν οι ιστορίες μυστηρίου. Αφού το ξέρεις ότι δε μ’αρέσουν…» Τον φίλησε στην άκρη του στόματος.

«Τέλος πάντων,» είπε ο Ζακ. «Οι Θυγατέρες της Πόλης υποτίθεται πως είναι κάτι… κάτι μυθικές οντότητες, βασικά. Γυναίκες με υπερφυσικές δυνάμεις. Περνάνε μέσα από τους τοίχους, εξαφανίζονται, ακούνε σε πολύ μεγάλες αποστάσεις – τέτοια πράγματα. Αλλά είναι καταραμένες: δεν μπορούν ποτέ να μείνουν στο ίδιο μέρος για πολύ. Κάτω από το δεξί τους πόδι έχουν ένα σύμβολο – δύο αλληλοσυνδεόμενες σπείρες που ενώνονται από μια διάκεντρο – κι αυτό το σύμβολο αρχίζει να καίει το πόδι τους όταν μείνουν κάπου για πολύ: και τότε πρέπει να φύγουν. Είναι καταδικασμένες να περιπλανιούνται διαρκώς στην Ατέρμονη Πολιτεία.»

«Και γιατί η Ιωάννα το ανέφερε αυτό; Πιστεύει ότι η Κορίνα είναι Θυγατέρα της Πόλης;»

Ο Ζακ γέλασε. «Δε μπορεί να είναι τόσο φαντασμένη μια κατάσκοπος του Πολιτάρχη, αγάπη! Οι Θυγατέρες της Πόλης είναι μύθος.»

«Η Κορίνα, πάντως, φέρεται με τρόπους… μυστηριώδεις, έτσι δεν είναι;»

Ο Ζακ κούνησε το κεφάλι, χαμογελώντας. «Μην αφήνεις το μυαλό σου να γεμίζει με σαχλαμάρες. Ξέρεις τι έχω μάθει από τα βιβλία που γράφω; Ότι, αν θες, μπορείς να κάνεις άπειρες τρελές υποθέσεις για το οτιδήποτε και για τον οποιονδήποτε. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι υποθέσεις σου ισχύουν κιόλας. Η Κορίνα δεν είναι Θυγατέρα της Πόλης, αγάπη. Είναι απλά μια καιροσκόπος που προσπαθεί να βγάλει όσο το δυνατόν περισσότερα λεφτά. Και οι δύο συνοικίες μας – η Βαθμιδωτή και η Επίστρωτη – της φαίνονται γόνιμο έδαφος. Μάζεψε όσα δεκάδια μπορούσε από εδώ, και τώρα έχει πάει στους γείτονές μας για να μαζέψει άλλα τόσα.»

«Μα,» είπε η Πρωτονίκη, «γιατί να μη μείνει εδώ και να συνεχίσει να μαζεύει λεφτά από εμάς;»

«Μπορεί να είχε μεγαλύτερο συμφέρον στην Επίστρωτη. Μεγιστοποίηση του κέρδους και τα λοιπά. Οι οικονομολόγοι, όπως η Κορίνα, όλο για κάτι τέτοια λένε.»

Καθώς μιλούσε στην Πρωτονίκη, όμως, ο Ζακ είχε μια παράξενη αίσθηση. Νόμιζε ότι της έλεγε ψέματα. Γιατί από την αρχή είχε νιώσει πως κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά με την Κορίνα: κάτι που έκανε τις τρίχες του να ορθώνονται. Ωστόσο, ό,τι κι αν ήταν, η Πρωτονίκη δεν χρειαζόταν πια ν’ανησυχεί· η Κορίνα δεν ήταν εδώ. Επομένως, ο Ζακ πίστευε ότι καλά έκανε και την καθησύχαζε.

-4-

Οι περισσότεροι άνθρωποι φοβούνται διστάζουν πολύ να αψηφήσουν την πραγματικότητά τους. Φοβούνται. Έχουν μάθει ότι κάποια πράγματα είναι αληθινά και κάποια δεν είναι αληθινά· και επιμένουν σ’αυτή την αντίληψη. Ακόμα κι όταν υπάρχουν τόσες ενδείξεις μπροστά τους, αυτοί επιμένουν. Αρνούνται να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν τον κόσμο.

Μπορεί κανείς να το χρησιμοποιήσει αυτό προς όφελός του. Μπορεί να γίνει «αόρατος» αν αναμιχθεί μέσα σ’έναν μύθο, σε κάτι το «μη πραγματικό». Οι πάντες απλά τον «παραβλέπουν», γιατί (φυσικά) δεν μπορεί να είναι αληθινός!

-5-

Η Μαρθάλα τον βρήκε να την περιμένει μπροστά στην κλειστή πόρτα του γραφείου της.

«Τι είναι, Νικόδωρε; Κάτι σημαντικό;»

«Δεν είμαι σίγουρος, κυρία Μαρθάλα-Αλντ. Αλλά είναι… περίεργο.»

Η Πολιτάρχης ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκαν στο δωμάτιο. Έκλεισε πίσω τους, άνοιξε το μισόκλειστο παντζούρι του παραθύρου για να μπει το απογευματινό φως, και κάθισε στο γραφείο της.

Ο Νικόδωρος, καθίζοντας σε μια καρέκλα, είπε: «Η Κορίνα Ριλτάκω… υπάρχει μια υποψία ότι ίσως να μην είναι η πρώτη φορά που έρχεται στην Επίστρωτη.»

«Εννοείς ότι έχει ξαναπεράσει από εδώ; Και λοιπόν;»

«Εννοώ ότι έχει, πιθανώς, ξαναδουλέψει εδώ, κύρια Μαρθάλα-Αλντ.»

«Πού;»

«Στην Τράπεζα των Τεσσάρων.»

«Δε μου το ανέφερε…» είπε η Μαρθάλα, παραξενεμένη. «Και λογικά θα έπρεπε να μου το είχε αναφέρει… Είσαι σίγουρος; Μπορεί να διαπιστωθεί αυτό, ξέρεις. Δεν είναι δύσκολο. Πώς απέκτησες την πληροφορία;»

«Ένας πράκτοράς μου μίλησε με κάποιον που είναι βέβαιος ότι είχε δει την Κορίνα όταν δούλευε στην Τράπεζα των Τεσσάρων. Μια πορφυρόδερμη γυναίκα με μακριά ξανθά μαλλιά, στρογγυλωπό πρόσωπο, πράσινα μάτια. Αλλά δεν λεγόταν Κορίνα Ριλτάκω· λεγόταν Κορίνα Σημαδεμένη. Και… δε νομίζω ότι πρόκειται για σύμπτωση, κυρία Μαρθάλα-Αλντ. Αν είναι σύμπτωση, μιλάμε για κάτι το… αδιανόητο.»

«Μπορούμε να κοιτάξουμε στο αρχείο της Τράπεζας των Τεσσάρων,» είπε η αριστοκράτισσα.

«Ακριβώς γι’αυτό ήρθα να σας μιλήσω. Στο αρχείο της η Τράπεζα έχει τις φωτογραφίες όλων των υπαλλήλων που εργάζονται γι’αυτήν αλλά και όσων εργάστηκαν παλιότερα γι’αυτήν – δεν τους σβήνει. Επομένως, εκεί θα βρούμε το πρόσωπο της Κορίνας Σημαδεμένης, και θα δούμε από μόνοι μας αν πρόκειται για την ίδια γυναίκα. Αλλά εγώ δεν έχω πρόσβαση στο αρχείο της Τράπεζας των Τεσσάρων· χρειάζομαι τη δική σας διαταγή για να μπω εκεί.»

«Την έχεις,» του είπε η Μαρθάλα-Αλντ, δίχως καθυστέρηση, και έπιασε χαρτί και στιλογράφο. «Μπες στο αρχείο τους αύριο κιόλας και πάρε τη φωτογραφία της Κορίνας και ό,τι άλλο υπάρχει σχετικά μ’αυτήν.»

«Όπως επιθυμείτε, κυρία.»

Η Μαρθάλα-Αλντ έγραψε τη διαταγή, τη σφράγισε, την υπέγραψε, και του την έδωσε. Ο Νικόδωρος την πήρε και έφυγε από το γραφείο της.

Εκείνο το βράδυ, η Μαρθάλα αναγκάστηκε να καταπιεί ένα ηρεμιστικό χάπι για να καταφέρει να κοιμηθεί. Δεν ήξερε γιατί αλλά αυτή η πληροφορία την είχε ταράξει πολύ. Η Κορίνα είχε κάτι το παράξενο – το πολύ παράξενο – επάνω της εξαρχής. Ήταν δυνατόν να ήταν, όντως, πράκτορας του Χρονομάχου; Μα, γιατί τότε να τους βοηθήσει να φτιάξουν εταιρείες παραγωγής τεχνικών προϊόντων; Οι οποίες, μάλιστα, λειτουργούσαν κανονικά! Η Μαρθάλα δεν είχε ακούσει για κανένα πρόβλημα μέχρι στιγμής. Και όλοι οι επιχειρηματίες ήταν ικανοποιημένοι.

Το επόμενο πρωί, δάγκωνε τα νύχια της συχνά-πυκνά καθώς περίμενε τον Νικόδωρο. Και λίγο πριν από το μεσημέρι εκείνος επικοινώνησε τηλεπικοινωνιακά μαζί της. «Να περάσω απ’το γραφείο σας, κυρία;»

«Ναι,» αποκρίθηκε η Πολιτάρχης, «έλα αμέσως.» Και έκλεισε τον πομπό της.

Στρεφόμενη πάλι στον επιχειρηματία με τον οποίο μιλούσε για ένα θέμα που αφορούσε την εταιρεία του, είπε: «Πρέπει να διακόψουμε για την ώρα, δυστυχώς.»

«Μα, δεν…»

«Κάτι επείγον προέκυψε. Με συγχωρείτε αλλά θα ξαναμιλήσουμε αύριο. Την ίδια ώρα. Θα ήταν καλά;»

Ο άντρας ήταν φανερά δυσαρεστημένος (όμως η Μαρθάλα δεν θεωρούσε τη δυσαρέσκειά του και τόσο σημαντική). «Εντάξει, την ίδια ώρα αύριο.»

Ύστερα από κανένα τέταρτο, ο Νικόδωρος βρισκόταν στο γραφείο της.

«Είναι ίδια η όψη της;» τον ρώτησε η Μαρθάλα-Αλντ.

«Δε μπορώ να γνωρίζω, κυρία, γιατί στο αρχείο η συγκεκριμένη καταχώρηση έχει διαγραφή–»

«Τι;»

«Κάποιος διέγραψε την καταχώρηση της Κορίνας Σημαδεμένης αφότου εκείνη εγκατέλειψε τη δουλειά της στην Τράπεζα των Τεσσάρων–»

«Ποιος το έκανε αυτό;»

«Ρώτησα, αλλά κανένας δεν ήξερε. Εικάζω ότι πιθανώς να το έκανε εκείνη. Ειδικά αν είχε χρησιμοποιήσει ψεύτικο όνομα.»

«Και ποιος μας λέει ότι το τωρινό της όνομα – Κορίνα Ριλτάκω – είναι αληθινό;»

«Αυτό σκεφτόμουν κι εγώ, κυρία,» είπε ο Νικόδωρος. «Μίλησα, πάντως, με κάποιους υπαλλήλους και, συγχρόνως, τους έδειξα τη φωτογραφία της Κορίνας. Μου απάντησαν ότι αυτή ήταν η γυναίκα που δούλευε στην Τράπεζα.»

Η Μαρθάλα-Αλντ ακούμπησε την πλάτη της στην πολυθρόνα, αναστενάζοντας. Και τώρα, τι; σκέφτηκε. «Τι προτείνεις, Νικόδωρε;»

«Σχετικά με τι, κυρία;»

«Σχετικά με την Κορίνα. Με το να μάθουμε ποια είναι. Να… να μάθουμε τι… Να μάθουμε γιατί είπε ψέματα.»

«Γιατί σας έκρυψε ότι κάποτε δούλευε για την Τράπεζα των Τεσσάρων;»

«Ναι. Και όχι μόνο…»

«Την παρακολουθούμε ούτως ή άλλως,» είπε ο Νικόδωρος. «Τι άλλο να κάνουμε; Μέχρι στιγμής, πάντως, οι δραστηριότητές της δεν είναι ύποπτες. Εκτός από εκείνη τη φορά που εξαφανίστηκε, δηλαδή. Από τότε που επέστρεψε, βοηθά τους επιχειρηματίες όπως σας υποσχέθηκε. Και… και, ναι, αυτό είναι όντως περίεργο: έφερε από τη Βαθμιδωτή αρκετούς από τους ποδοπατημένους.»

«Ποιους;»

«Τα φτηνά εργατικά χέρια, κυρία.»

«Από τη Βαθμιδωτή τούς έφερε;»

«Έτσι ξέρω, κυρία. Δεν το έχετε ακούσει;»

«Δεν είχα δώσει πολλή σημασία από πού τους έφερε. Αλλά γιατί αυτό είναι περίεργο, Νικόδωρε;»

«Γιατί ο στρατός δεν τους είδε να περνάνε τα σύνορα. Και δεν ήταν λίγοι. Επιπλέον, οι ποδοπατημένοι της Βαθμιδωτής… ας πούμε ότι αυτό είναι ασυνήθιστο για τους ποδοπατημένους της Βαθμιδωτής. Δε θα το έκαναν έτσι απλά – να φύγουν από τη συνοικία τους και να πάνε αλλού. Έχουν μάθει να κάθονται μέσα στις συμμορίες τους, κρυμμένοι τις ημέρες, και να βγαίνουν μόνο τις νύχτες, ενώ περιμένουν μήπως κάποια εταιρεία της Βαθμιδωτής τούς δώσει δουλειά και πάψουν να είναι ποδοπατημένοι. Δεν είναι, κατά κανόνα, πολύ τολμηροί· δεν φεύγουν από τη συνοικία τους. Και δεν έχουν και τα μέσα για να φύγουν: ούτε λεφτά, ούτε οχήματα, ούτε όπλα για να προστατευτούν στον δρόμο από συμμορίες ή ληστές, ούτε καν ρούχα ή υποδήματα. Οι ποδοπατημένοι δεν είναι απλώς φτωχοί· είναι μια ιδιαίτερη κοινωνική τάξη της Βαθμιδωτής – άστεγοι, ρακένδυτοι, απεγνωσμένοι. Το να σηκωθούν τόσοι ποδοπατημένοι και να φύγουν από τη Βαθμιδωτή για να έρθουν εδώ είναι πολύ παράξενο. Αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν η Κορίνα να άσκησε τέτοια επιρροή επάνω τους.»

Η Μαρθάλα χτυπούσε νευρικά τα χείλη της με το δάχτυλό της. «Τέλος πάντων,» είπε. «Αυτό είναι δευτερεύον. Εμένα με απασχολεί το ότι δούλευε για την Τράπεζα των Τεσσάρων.»

«Θα συνεχίσουμε να την παρακολουθούμε, κυρία,» υποσχέθηκε ο Νικόδωρος.

-6-

Μια ασυνέπεια φτάνει για να καταλάβει κάποιος ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά. Είναι σαν εξίσωση. Βλέπεις ένα αποτέλεσμα, αλλά δεν κάθεσαι να σκεφτείς πώς προήλθε. Είναι αυτό που είναι, γιατί είναι αυτό που είναι. Μετά όμως, κατά τύχη ίσως, ρίχνεις μια ματιά στο άλλο σκέλος της εξίσωσης – και διαπιστώνεις ότι δεν βγάζει νόημα.

Βλέπεις κάτι όπως: 4 + 2 = 5 !

Κανονικά θα έπρεπε να ήταν 6. Αλλά δεν είναι! Κάτι κρύβεται. Κάπου πρέπει να υπάρχει ένα «-1».

-7-

Ολόκληρη την υπόλοιπη ημέρα η Μαρθάλα-Αλντ σκεφτόταν τι να κάνει, πώς να μάθει για την Κορίνα. Και κατέληξε ότι δεν υπήρχε τρόπος να το καταφέρει αυτό κρυφά. Οι υπάλληλοι της Τράπεζας των Τεσσάρων δεν ήξεραν τι είχε γίνει η «Κορίνα Σημαδεμένη» αφότου εγκατέλειψε, οικειοθελώς, τη δουλειά της. Επομένως, μόνο ένας δρόμος απέμενε, συμπέρανε η Μαρθάλα-Αλντ:

Πρέπει να τη ρωτήσω. Ευθέως.

Θα είχε, άραγε, το θράσος να το αρνηθεί; Η Μαρθάλα θα την πήγαινε μπροστά στους υπαλλήλους της Τράπεζας που την ήξεραν! Θα μάθαινε την αλήθεια· ήταν αποφασισμένη.

Αλλά όχι τώρα, όχι απόψε, φυσικά. Αύριο θα τα έλεγε όλα με την Κορίνα – είτε ονομαζόταν Ριλτάκω είτε Σημαδεμένη…

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ-ΤΡΙΤΟ
Ο Πόνος από το Σημάδι

-1-

Η Κορίνα είχε παραγγείλει βραδινό από έξω. Το κουδούνι της πόρτας χτύπησε, κι εκείνη δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι ήταν ο μεταφορέας που έφερνε το φαγητό. Σηκώθηκε από τον καναπέ της, όπου καθόταν και παρακολουθούσε τι έλεγαν σε διάφορα τηλεοπτικά κανάλια, και βάδισε ώς την είσοδο του διαμερίσματος. Δίχως να ρωτήσει ποιος ήταν, άνοιξε.

«Η παραγγελία σας, κυρία.»

«Ευχαριστώ,» αποκρίθηκε η Κορίνα στον μαυρόδερμο νεαρό, και, παίρνοντας το πακεταρισμένο φαγητό της, τον πλήρωσε παραπάνω και του είπε να κρατήσει τα ρέστα. «Καλό υπόλοιπο.»

«Ευχαριστώ πολύ, κυρία,» χαμογέλασε ο νεαρός βλέποντας το γενναιόδωρο φιλοδώρημα. «Kαλό σας βράδυ, κυρία.»

Η Κορίνα επέστρεψε στο σαλόνι του διαμερίσματος, έκανε χώρο στο τραπέζι, ξετύλιξε το φαγητό, γέμισε ένα ποτήρι με Σεργήλιο κρασί, κι άρχισε να τρώει, αγνοώντας όσα έδειχνε η οθόνη του τηλεοπτικού δέκτη. Το δείπνο περιλάμβανε λεμονάτο ψάρι με πατάτες και κολοκύθια, και σαλάτα με μαρούλι, πιπεριές, ελιές, και τομάτες. Ήταν καλοφτιαγμένο και νόστιμο. Τα πάντα φρέσκα, από τις βιομηχανίες της Επίστρωτης. Ακόμα και ιχθυοκαλλιέργειες είχαν εδώ, φυσικά.

Η Κορίνα είχε φάει περίπου το μισό φαγητό της όταν το σημάδι στο δεξί της πέλμα άρχισε να πονά. Και ο πόνος ήταν έντονος. Αισθανόταν λες και το πόδι της είχε πάρει φωτιά.

Αδύνατον! σκέφτηκε. Τι…;

Ο πόνος σκαρφάλωσε στον αστράγαλό της, στην κνήμη της– Η Κορίνα σηκώθηκε όρθια, βαδίζοντας. «Τι στα μυαλά του Σκοτοδαίμονος;…» μουρμούρισε. Ο πόνος σκαρφάλωσε στο γόνατο, στον μηρό της. Ήταν δυνατός, φλόγιζε τα νεύρα της. Μούδιαζε ολόκληρο το πόδι της.

«Δεν είναι δυνατόν!» γρύλισε η Κορίνα. Αυτό συνέβαινε όταν έπρεπε να φύγει από κάπου. Αλλά είχε ακόμα τόσα πολλά να κάνει εδώ! Τόσα πολλά! Δεν είχε τελειώσει – ούτε με την Επίστρωτη ούτε με τη Βαθμιδωτή. Συνέχιζε να πειραματίζεται, και να παρατηρεί, και να καταγράφει. Όλ’ αυτά είχαν μεγάλο ενδιαφέρον για εκείνη. Και δεν είχε ακόμα ολοκληρώσει το βιβλίο της. Δεν μπορούσε να τα εγκαταλείψει!

Ο πόνος τη διαπέρασε σαν πυρακτωμένα καλώδια εμφυτευμένα κάτω από τη σάρκα της, μέσα στα κόκαλά της, διατρέχοντας το πόδι της από το πέλμα ώς τη λεκάνη. Η Κορίνα ούρλιαξε, παραπατώντας, Πιάστηκε στην πλάτη του καναπέ για να μην πέσει.

«Όχι…» γρύλισε. «Όχι!»

Όχι! σκέφτηκε. Δεν φεύγω! Δεν μπορώ να φύγω!

Αλλά ο πόνος ήταν επίμονος. Την τρέλαινε.

ΟΧΙ! Σταμάτα, γαμώτο! Σταμάτα! Η Κορίνα κάθισε στον καναπέ. Τράβηξε τη δεξιά της κάλτσα, άγγιξε το πέλμα της. Το σημάδι ήταν καυτό κάτω από το χέρι της, και ο πόνος συνεχιζόταν. Δάκρυα ήρθαν στα μάτια της. Ήθελε να βρίσει κάποιον, να χτυπήσει κάποιον· αλλά δεν έφταιγε κανένας γι’αυτό.

Πρέπει να φύγω. Γαμώτο! Γαμώτο! Πρέπει να φύγω… Φόρεσε πάλι την κάλτσα της, πήγε στο υπνοδωμάτιο, και ντύθηκε βιαστικά, σκεπτόμενη ότι ίσως το σημάδι να ήθελε, για κάποιο λόγο, να την οδηγήσει έξω από το σπίτι της, όχι και έξω από την Επίστρωτη. Δεν μπορεί να ήθελε τόσο σύντομα να τη διώξει από εδώ! Είχε πολλά ακόμα να κάνει εδώ!

Έχοντας φορέσει μια μαύρη μπλούζα, ένα γαλανό παντελόνι, ένα ζευγάρι γκρίζες κοντές μπότες, και μια σκούρα μπλε καπαρντίνα, βγήκε από το διαμέρισμά της. Μέσα στην καπαρντίνα ήταν κρυμμένο, επίσης, ένα πιστόλι και κάτι άλλα πράγματα για παν ενδεχόμενο. Δε θα φύγω όμως απ’την Επίστρωτη! Δε μπορεί να θέλει να με διώξει απ’την Επίστρωτη! Γιατί; Γιατί!

Μπήκε στον ανελκυστήρα και κατέβηκε στο ισόγειο. Βγήκε από την πολυκατοικία. Βάδισε στον δρόμο. Και ήλπιζε ότι τώρα ο πόνος στο πέλμα της θα έπαυε. Αλλά δεν έπαψε. Αν μη τι άλλο, δυνάμωσε. Απειλούσε να μουδιάσει τελείως ολόκληρο το πόδι της, να την αφήσει κουτσή. Ιδρώτας κυλούσε κάτω από τα ρούχα της.

Δεν μπορώ να φύγω, γαμώτο!

Τα πολεοσημάδια που έβλεπε ολόγυρά της, τα οποία άλλες φορές την καθοδηγούσαν, τώρα τη μπέρδευαν, της προκαλούσαν σύγχυση, σαν να είχε ξαφνικά βρεθεί μέσα σε μια ψυχική θύελλα που προσπαθούσε να παρασύρει το μυαλό της.

Ένα πράγμα, όμως, το διέκρινε καθαρά: Την παρακολουθούσαν.

Οι κατάσκοποι της Μαρθάλα-Αλντ, κατά πάσα πιθανότητα. Αυτοί πάντα την παρακολουθούσαν. Η Πολιτάρχης δεν την είχε εμπιστευτεί πραγματικά ούτε για μια στιγμή. Η Κορίνα, φυσικά, το περίμενε αυτό, και δεν την ενοχλούσε καθόλου. Αλλά τώρα… τώρα… δεν ήθελε κανέναν στο κατόπι της.

Τώρα, αισθανόταν ότι είχε χάσει τον δρόμο της.

Γιατί η Πόλη ήθελε να τη διώξει από εδώ; Γιατί ποτέ δεν καταλαβαίνω την Πόλη; Το σημάδι έκαιγε το δεξί της πόδι, στέλνοντας ρεύματα πόνου σ’ολάκερο το σώμα της: στη ράχη της, στα σωθικά της, στο στήθος της, στην καρδιά της, στον λαιμό της, στον αυχένα της. Ακόμα και τ’αφτιά της νόμιζε ότι είχαν αρχίσει να επηρεάζονται· βούιζαν παράξενα.

Η Κορίνα βάδισε προς το υπόγειο γκαράζ όπου άφηνε το τετράκυκλο όχημα που της είχε δώσει η Μαρθάλα-Αλντ. Κατέβηκε τις σκάλες και βρέθηκε στις σήραγγες. Προχώρησε νιώθοντας σαν το δεξί της πόδι να πατούσε σε καρφιά – πυρωμένα καρφιά. Δε θέλω να φύγω! Δε μπορεί να μου ζητά να φύγω! Γιατί; Γιατί! Τι έχει αλλάξει; Άλλαξε κάτι; Κάτι που δεν έχω ακόμα καταλάβει; Γνώριζε ότι, ορισμένες φορές, το σημάδι της την προειδοποιούσε για πράγματα που η ίδια δεν είχε αντιληφτεί. Αλλά τώρα… γιατί τώρα;

Οι κατάσκοποι ακόμα βρίσκονταν στο κατόπι της, μέσα στις σήραγγες· τους διέκρινε χωρίς να χρειάζεται να γυρίσει να τους κοιτάξει· τους ξεχώριζε μέσα από τα πολεοσημάδια ολόγυρά της.

Έφτασε στο υπόγειο γκαράζ, έδειξε την κάρτα της στον φύλακα, πλησίασε το όχημά της, το ξεκλείδωσε, το ενεργοποίησε, και το οδήγησε έξω από το γκαράζ, μέσα στις σήραγγες. Και μετά, προς τα πάνω, στην επιφάνεια του εδάφους, στους νυχτερινούς δρόμους της Επίστρωτης.

Το καταραμένο πόδι της εξακολουθούσε να πονά – να πονά ολοένα και πιο δυνατά. Η Κορίνα είχε αρχίσει να βλέπει λάμψεις και περίεργα χρώματα μπροστά της.

Τα πολεοσημάδια τής έλεγαν ότι οι κατάσκοποι πάλι βρίσκονταν πίσω της – επάνω σε οχήματα κι αυτοί. Πρέπει να τους ξεφύγω! Δε μπορώ να τους έχω στο κατόπι μου! Δε μπορούσε να ασχολείται μ’αυτούς τώρα που προσπαθούσε να καταλάβει τι της συνέβαινε.

Εστιάζοντας το μυαλό της στα πολεοσημάδια της Επίστρωτης, επιχείρησε να κάνει τους κατασκόπους να τη χάσουν. Αλλά δεν το έβρισκε εύκολο. Τα πάντα ήταν μπερδεμένα· τη ζάλιζαν! Ήταν σαν να είχε χάσει τον προσανατολισμό της μέσα σε ανταριασμένη θάλασσα. Ο πόνος από το πόδι της ήταν πολύ δυνατός.

Τα σημάδια της Πόλης, όμως, κάπου την οδηγούσαν. Αλλά πού; Τι κάνω; Δεν ήξερε τι ακριβώς έκανε. Ουσιαστικά «παραπατούσε» μέσα σε μια θύελλα από μηνύματα που σύγχυζαν το μυαλό της. Οι δρόμοι της Επίστρωτης είχαν γίνει ανέγνωροι ξαφνικά για εκείνη, καθώς οδηγούσε το όχημά της.

Ο λαβύρινθος αυτός τελείωσε μπροστά σ’ένα μπαρ. Η Κορίνα πάτησε το φρένο, και το τετράκυκλο σταμάτησε· οι μεταλλικοί του τροχοί έτριξαν πάνω στο οδόστρωμα.

Το μπαρ ήταν της συμμορίας των Εχθρών του Πρωινού. Η Κορίνα το αναγνώριζε.

Κι επίσης, διέκρινε στα σημάδια της Πόλης ότι οι κατάσκοποι εξακολουθούσαν να είναι πίσω της.

Και το πόδι της εξακολουθούσε να πονά.

Δε μπορεί, όμως, να είχε οδηγηθεί τυχαία εδώ. Ήταν πολεοτύχη· ήταν σίγουρη γι’αυτό. Βγήκε από το όχημα και πλησίασε το μπαρ. Έσπρωξε την κλειστή πόρτα και βρέθηκε μπροστά στους δύο φύλακες. Ο ένας αμέσως την αναγνώρισε.

«Κορίνα…» είπε, σαν να είχε δει οπτασία.

Η Κορίνα χαμογέλασε παρά τον τρομερό πόνο που διέτρεχε το πόδι της φτάνοντας ώς τη ράχη. «Καλησπέρα, Αργύριε. Να περάσω;»

«Φυσικά, Κορίνα. Πέρασε.»

Καθώς η Κορίνα έμπαινε στο μπαρ, άκουσε τον άλλο φύλακα να ρωτά τον Αργύριο: «Γιατί δεν πληρώνει;» Η απάντηση του Αργύριου χάθηκε μέσα στις μουσικές που αντηχούσαν στο εσωτερικό του ημιφωτισμένου μαγαζιού. Ο χώρος ήταν γεμάτος τραπεζάκια που πάνω στο καθένα υπήρχε ένα ενεργειακό φανάρι, χρώματος μπλε ή κίτρινου. Στη σκηνή, δύο χορεύτριες χόρευαν, ανεμίζοντας ποικιλόχρωμες κορδέλες ολόγυρά τους. Ο μακρύς πάγκος στο βάθος ήταν μισογεμάτος με κόσμο που έπινε ποτά, κουβέντιαζε, γκομένιζε, ή απλά καθόταν σιωπηλά.

Το πόδι της συνέχιζε να την πονά. Γιατί δεν σταματούσε, το καταραμένο; Δε μπορεί να θέλει να φύγω από τη συνοικία! Γιατί να φύγω; Θα κρυφτώ ανάμεσα στους Εχθρούς του Πρωινού εν ανάγκη. Δε θα φύγω!

Ήταν ζαλισμένη, αλλά όχι τόσο ώστε να μη δει τον άντρα που την ατένιζε από ένα από τα τραπεζάκια. Ο Κλεόπας ο Αρχινύκτιος! Τα μάτια του ήταν διασταλμένα. Πρέπει κι αυτός να νόμιζε ότι έβλεπε οπτασία. Είπε κάτι στους υπόλοιπους που κάθονταν κοντά του, κι όλοι τους στράφηκαν προς την Κορίνα.

Η Κορίνα κοίταξε πίσω της, πάνω απ’τον ώμο της, και είδε δύο άντρες και μια γυναίκα να μπαίνουν στο μπαρ. Τρεις κατασκόπους – όλα τα πολεοσημάδια τής το μαρτυρούσαν. Τρεις ανθρώπους, μάλλον, της Μαρθάλα-Αλντ.

Η Κορίνα ήθελε απεγνωσμένα να τους ξεφορτωθεί. Πλησίασε τον Κλεόπα και τους άλλους Εχθρούς του Πρωινού. Εκείνος είχε ήδη σηκωθεί όρθιος. Χαμογελούσε κάτω από το μαύρο μουστάκι του.

«Επέστρεψες! Μετά από τόσο καιρό – επέστρεψες!»

Η Κορίνα άγγιξε τον αγκώνα του. «Χρειάζομαι βοήθεια. Τους βλέπεις αυτούς τους τρεις προς τα κει;» Έδειξε με το σαγόνι της. «Με κυνηγάνε από ώρα. Μπορείς να τους διώξεις;»

«Πολύ εύκολα,» αποκρίθηκε ο Κλεόπας, τυλίγοντας το χέρι του γύρω από τη μέση της, κρατώντας την κοντά του. Στρεφόμενος στους υπόλοιπους που πριν από λίγο κάθονταν γύρω απ’το τραπέζι αλλά τώρα ήταν όλοι όρθιοι, είπε: «Φροντίστε να φύγουν αυτοί οι τρεις.» Και προς την Κορίνα: «Κάθισε· μην ανησυχείς για τίποτα.»

Η Κορίνα κάθισε σε μια καρέκλα, ενώ έβλεπε τους Εχθρούς του Πρωινού να κινητοποιούνται μέσα στο μπαρ. Σκιερές μορφές έκαναν νοήματα, έφευγαν από τις θέσεις τους και προχωρούσαν, έβαζαν τα χέρια τους μέσα σε ρούχα και σε τσέπες (πιάνοντας κρυμμένα όπλα, πιθανώς), πλησίαζαν τους τρεις κατασκόπους…

«Πού ήσουν τόσο καιρό;» ρώτησε ο Κλεόπας την Κορίνα. «Γιατί έφυγες; Αν έκανα εγώ κάτι που σε πρόσβαλε, ζητώ συγνώμη. Δεν… δεν ξέρω τι μπορεί να–»

«Δεν έφταιγες εσύ, Κλεόπα,» αποκρίθηκε εκείνη, ενώ συνέχιζε νάχει την προσοχή της στις κινήσεις μέσα στο μπαρ. «Είχα δουλειές. Έπρεπε να φύγω.»

«Ναι, αλλά… τόσο ξαφνικά;»

«Ορισμένα πράγματα είναι ξαφνικά. Πολύ ξαφνικά.» Το πόδι της πονούσε. Με το ζόρι κρατούσε το πρόσωπό της ήρεμο, τη φωνή της νηφάλια. Κανονικά, ήθελε να ουρλιάξει, να τρίξει τα δόντια – να τραβήξει τα μαλλιά της. Αν όχι από τον πόνο, από την οργή. Δεν μπορούσε να φύγει! Όχι τώρα!

Αλλά το σημάδι της δεν έδινε καμια σημασία στις επιθυμίες της. Ως συνήθως.

Οι Εχθροί του Πρωινού διαπληκτίστηκαν για λίγο με τους τρεις κατασκόπους – η Κορίνα δεν άκουγε τι έλεγαν πίσω από τη δυνατή μουσική – μετά, τους έσπρωξαν κι εκείνοι αντιστάθηκαν, αλλά τελικά τους έβγαλαν από το μπαρ με το ζόρι.

«Κλεόπα,» είπε η Κορίνα, «μπορούμε να πάμε κάπου πιο ήσυχα για να μιλήσουμε;» Το δαιμονισμένο πόδι της! Γιατί συνέχιζε να την πόνα; Γιατί!

«Ναι, φυσικά,» αποκρίθηκε εκείνος. «Θες να πάμε σ’ένα από τα σπίτια μου, ή προτιμάς κάπου αλλού;»

«Απλώς κάπου πιο ήσυχα. Θέλω… θέλω λίγο να ησυχάσει το κεφάλι μου. Και… νομίζω πως θα χρειαστώ μια χάρη από εσένα.»

Ο Κλεόπας ένευσε. «Σου χρωστάμε πολλά, Κορίνα, και το ξέρεις. Μια χάρη δεν είναι τίποτα. Έλα μαζί μου.» Σηκώθηκε απ’το τραπέζι.

Και η Κορίνα σηκώθηκε. «Όχι από την είσοδο του μπαρ, όμως,» είπε. «Θα την παρακολουθούν ακόμα, είμαι σίγουρη.» Δεν ήταν μονάχα «σίγουρη»· το έβλεπε στα πολεοσημάδια του καταστήματος, παρά τον πόνο που τη βασάνιζε. «Υπάρχει πίσω πόρτα, έτσι δεν είναι;» Ούτε τούτη η ερώτηση ήταν πραγματική· κι αυτό η Κορίνα το έβλεπε στα πολεοσημάδια του καταστήματος.

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Κλεόπας ο Αρχινύκτιος. «Έλα.» Την πήρε από το χέρι, οδηγώντας την ανάμεσα από τον κόσμο και τα τραπέζια, ενώ έκανε νοήματα στους υπόλοιπους της συμμορίας του ότι όλα ήταν εντάξει.

-2-

Ο Κλεόπας την πήγε σ’ένα διαμέρισμα στον δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας, όχι και πολύ μακριά από το μπαρ, και η Κορίνα κάθισε στον καναπέ του καθιστικού, τρέμοντας, νιώθοντας το δεξί της πόδι μουδιασμένο, νιώθοντας τα νεύρα της να δονούνται σαν τις χορδές μουσικού οργάνου.

Ο Κλεόπας την κοίταζε απορημένος. Είχε συνηθίσει πάντοτε να τη βλέπει συγκροτημένη και… τελείως διαφορετική από τώρα. Καταλάβαινε ότι κάτι τής συνέβαινε. Κανονικά, η Κορίνα δεν πανικοβαλλόταν έτσι. Η Κορίνα τούς είχε οδηγήσει μέσα στο κεντρικό θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας των Τεσσάρων σαν να έκανε βόλτα! Ήταν ψύχραιμη. Άνετη. Σχεδόν… εξωπραγματική. Και τώρα – τώρα το πορφυρόδερμο πρόσωπό της ήταν γεμάτο ρυάκια ιδρώτα, τα αστραφτερά πράσινα μάτια της ήταν διασταλμένα σαν κυνηγημένης γάτας, τα ξανθά μαλλιά της ήταν άνω-κάτω. Και έτρεμε· καταφανώς, έτρεμε.

«Κορίνα…» είπε ο Κλεόπας, κομπιάζοντας, «είσαι άρρωστη;»

Η Κορίνα ξεροκατάπιε. «Όχι.» Έτριψε τη δεξιά της κνήμη πάνω από το παντελόνι της, αλλά ο πόνος δεν ελαττώθηκε καθόλου. «Όχι, καλά είμαι. Αλλά… Φέρε μου κάτι να πιω. Έχεις κάτι να μου φέρεις; Γλυκό Κρόνο; Σεργήλιο κρασί;»

«Έχω κι από τα δύο.»

«Φέρε μου κι από τα δύο.»

Ο Κλεόπας την ατένισε συνοφρυωμένος. Μα τον Σκοτοδαίμονα, τι έχει πάθει; αναρωτήθηκε.

«Φέρε μου κι από τα δύο,» επέμεινε η Κορίνα. «Έχεις ή δεν έχεις;»

«Έχω.» Ο Κλεόπας άνοιξε ένα ντουλάπι του καθιστικού, έβγαλε από μέσα δύο μπουκάλια και δύο ποτήρια, και γέμισε τα ποτήρια από τα μπουκάλια. Ακούμπησε τα ποτά στο τραπεζάκι πλάι στον καναπέ όπου καθόταν η Κορίνα.

Εκείνη έπιασε τον Γλυκό Κρόνο και ήπιε τον μισό μονοκοπανιά, νιώθοντάς τον να τη ζαλίζει ελαφρώς, γλυκαίνοντας το ξεραμένο στόμα της. Ήπιε ύστερα και τον υπόλοιπο. Ο πόνος δεν ελαττώθηκε, αλλά το ζάλισμα τής έκανε καλό, νόμιζε.

Ο Κλεόπας την παρατηρούσε, χωρίς να έχει καθίσει. «Αν δεν είσαι καλά, μπορώ να–»

«Καλά είμαι, γαμώτο!» γρύλισε η Κορίνα. «Γιατί νομίζεις ότι δεν είμαι καλά;»

«…Κορίνα. Είναι… είναι φανερό. Κάτι έχεις. Ή… Δεν μπορώ να πιστέψω ότι τρόμαξες απ’αυτούς που σε κυνηγούσαν. Ποιοι ήταν;»

Η Κορίνα πήρε μια βαθιά ανάσα. Έπιασε το ποτήρι με το Σεργήλιο κρασί και ήπιε λίγο και απ’αυτό. «Κλεόπα, θέλω να μου κάνεις μια χάρη.»

«Ναι, εννοείται, ό,τι θέλεις.» Ο Κλεόπας κάθισε πλάι της, αγκαλιάζοντας τους ώμους της.

Η Κορίνα αισθανόταν το χέρι του τόσο βαρύ επάνω της – τη στεναχωρούσε – αλλά δεν κινήθηκε για ν’απομακρυνθεί, ούτε επιχείρησε να απομακρύνει εκείνον· δεν το ρίσκαρε να τον προσβάλει, όχι τώρα. «Θέλω ένα όχημα. Ένα τετράκυκλο όχημα. Γρήγορο, ει δυνατόν.»

Ο Κλεόπας γέλασε. «Αυτό μόνο; Δεν είναι πρόβλημα.»

«Το ξέρω. Μπορώ να το έχω τώρα;»

«Μπορείς. Αλλά… σκοπεύεις να φύγεις, Κορίνα;»

Ήπιε και το υπόλοιπο κρασί της. «Πρέπει.»

«Δε σ’αφήνω να φύγεις σ’αυτή την κατάσταση.»

«Μη λες ανοησίες. Πρέπει να φύγω· έχω δουλειές. Πολύ σημαντικές. Φέρε μου ένα όχημα. Σε παρακαλώ. Εντάξει;» Γύρισε και, αγγίζοντας το πρόσωπό του με το ένα χέρι, φίλησε τα χείλη του δυνατά. Ο πόνος από το σημάδι της είχε μουδιάσει όλη τη δεξιά της μεριά. «Πρέπει να φύγω· είναι πολύ σημαντικό.»

Ο Κλεόπας είπε, τυλίγοντας τα χέρια του γύρω της: «Θα σε κρύψω. Όποιος κι αν σε ψάχνει δεν πρόκειται να σε βρει–»

«Θα με βρει. Σε παρακαλώ, πρέπει να φύγω–»

«Ακόμα κι αν χρησιμοποιεί μαγεία, Κορίνα, μην ανησυχείς. Οι μάγοι μου θα σε προφυλάξουν. Δε θα μπορέσει να διαπεράσει τις προστατευτ–»

«Πρέπει να φύγω, Κλεόπα!» φώναξε η Κορίνα, και πετάχτηκε όρθια. «Αν δεν μπορείς να μου φέρεις ένα όχημα, θα φύγω τώρα, μόνη μου! Δε μπορώ να μείνω εδώ!»

Τι την έχει πιάσει; Τρελάθηκε; απόρησε ο Κλεόπας, νομίζοντας πως την έβλεπε για πρώτη φορά, νομίζοντας πως αυτή δεν ήταν η Κορίνα που ήξερε – η εκλεκτή του Σκοτοδαίμονος – αλλά κάποια άλλη, τελείως διαφορετική Κορίνα.

«Εντάξει,» της είπε. «Μην πανικοβάλλεσαι.» Σηκώθηκε όρθιος. «Θα σου φέρω ένα τετράκυκλο όχημα. Δεν είναι πρόβλημα.» Τράβηξε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό από την τσέπη του και έκανε μια κλήση σ’ένα από τα μέλη της συμμορίας. Ζήτησε να του φέρουν ένα τετράκυκλο όχημα, το συντομότερο δυνατό. Με δύο ενεργειακές φιάλες ρεζέρβα.

Έκλεισε τον πομπό. «Με άκουσες, έτσι;» είπε στην Κορίνα. «Ηρέμησε. Και εξήγησέ μου τι συμβαίνει.»

Η Κορίνα, όμως, δεν μπορούσε να ηρεμήσει· ο πόνος ήταν πολύ δυνατός. Βημάτιζε μέσα στο καθιστικό σαν παγιδευμένο αγρίμι. «Απλώς πρέπει να φύγω,» είπε. «Πρέπει να φύγω.» Αλλά δεν θέλω! σκέφτηκε. ΔΕΝ ΘΕΛΩ! Ήθελε να συνεχίσει να βρίσκεται στην Επίστρωτη. Δεν είχε ολοκληρώσει τους πειραματισμούς της εδώ. Και η Επίστρωτη και η Βαθμιδωτή ήταν ιδανικές για όσα είχε στο μυαλό της. Θα έβγαζε πολλά συμπεράσματα ακόμα για να συμπεριλάβει στο βιβλίο της. Ήταν όλα πολύ ενδιαφέροντα. Δεν ήθελε να φύγει! Της άρεσε αυτό το παιχνίδι. Την είχε μαγέψει.

Ο Κλεόπας την ατένιζε συνοφρυωμένος.

Η Κορίνα σταμάτησε να βηματίζει προς στιγμή. «Με συγχωρείς,» του είπε, «αν ήμουν απότομη, αλλά…» Έγλειψε τα χείλη της που είχαν ξεραθεί ξανά. «Είναι κάτι που με πιέζει. Πολύ.»

Ο Κλεόπας σκέφτηκε: Σαν άρρωστη είναι. Αποκλείεται να είναι καλά. Τι έχει πάθει; «Ναι, εντάξει…» αποκρίθηκε.

Γαμώ τα μούσια του Κρόνου γαμώ! σκέφτηκε οργισμένα η Κορίνα. Κοίτα πώς με βλέπει! Όλη η εικόνα που του είχε δημιουργήσει παλιότερα στο μυαλό είχε χαλάσει. Νομίζει ότι έχω τρελαθεί! Το διάβαζε στο πρόσωπό του. Και αισθανόταν τη σύνδεσή της με τους Εχθρούς του Πρωινού να αδυνατίζει, όπως ένας ιστός που φθίνει απειλώντας να κομματιαστεί.

Ο πόνος από το σημάδι διέτρεχε τη ράχη της, δάγκωνε τον αυχένα της.

Η Κορίνα πήρε το μπουκάλι με τον Γλυκό Κρόνο από το ντουλάπι, το άνοιξε, και ήπιε μια μεγάλη γουλιά.

Μετά από λίγο, μεταλλικοί τροχοί ακούστηκαν να σταματούν κάτω από την πολυκατοικία. Ο πομπός του Κλεόπα κουδούνισε· εκείνος τον άνοιξε, τον έφερε στ’αφτί του, άκουσε τι είχαν να του πουν, και απάντησε: «Εντάξει. Άφησέ το εκεί, με τα κλειδιά. Κατεβαίνουμε τώρα.» Έκλεισε τον πομπό και είπε στην Κορίνα: «Το όχημα σε περιμένει.»

Η Κορίνα πλησίασε για να τον αγκαλιάσει. «Σ’ευχαριστώ,» είπε.

Ο Κλεόπας έτριψε την πλάτη της. «Δεν είναι τίποτα,» αποκρίθηκε. «Αν μπορώ να κάνω κάτι ακόμα για να βοηθήσω….»

«Δεν μπορείς. Δυστυχώς δεν μπορείς.» Τα μάτια της ήταν δακρυσμένα.

Βγήκαν από το διαμέρισμα και κατέβηκαν στο ισόγειο. Έξω από την πολυκατοικία ήταν σταματημένο ένα τετράκυκλο όχημα με φιμέ τζάμια και πτυσσόμενη οροφή, βαμμένο πράσινο.

«Σ’ευχαριστώ, Κλεόπα,» είπε ξανά η Κορίνα. Τον φίλησε στο μάγουλο και πλησίασε το όχημα. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε, καθίζοντας στη θέση του οδηγού. Τα συστήματα ήταν ενεργοποιημένα. Τα κλειδιά ήταν ακουμπισμένα στο πλαϊνό κάθισμα. Στο ένα από τα δύο πισινά καθίσματα ήταν τοποθετημένες οι επιπλέον ενεργειακές φιάλες.

Ο Κλεόπας ύψωσε το χέρι του σε αποχαιρετισμό. «Θα σε ξαναδώ;» ρώτησε.

Η Κορίνα κατέβασε το φιμέ τζάμι πλάι της. «Όλα δρόμος είναι, στη Ρελκάμνια,» αποκρίθηκε.

Ο Κλεόπας συνοφρυώθηκε, μην καταλαβαίνοντας τι εννοούσε.

Η Κορίνα τού έστειλε ένα φιλί από μακριά, με το χέρι. Ύψωσε το φιμέ τζάμι, ενεργοποίησε τη μηχανή του οχήματος, πάτησε το πετάλι, και έφυγε.

Οι κατάσκοποι της Μαρθάλα-Αλντ αποκλείεται να μπορούσαν να την εντοπίσουν τώρα, σκεφτόταν. Δεν ήξεραν για τούτο το όχημα. Ίσως, βέβαια, να επιχειρούσαν να τη βρουν με μαγεία, αλλά δεν θα τα κατάφερναν· η Κορίνα θα απομακρυνόταν πολύ για να τη φτάσει η εμβέλεια των Ξορκιών Ανιχνεύσεως.

-3-

Οδηγώντας μέσα στους νυχτερινούς δρόμους της Επίστρωτης, η Κορίνα αισθανόταν τον πόνο από το πόδι της να την έχει τυλίξει από πάνω ώς κάτω, να φλογίζει τα νεύρα της. Τα μάτια της είχαν θολώσει, τα πολεοσημάδια μπερδεύονταν μες στο μυαλό της – η Πόλη τής ήταν ανέγνωρη – ζαλιζόταν. Αλλά έτρεχε γρήγορα, πολύ γρήγορα. Έστριβε απότομα στις γωνίες, προσπερνούσε απερίσκεπτα άλλα οχήματα – χτύπησε τουλάχιστον δύο (αν δεν έκανε λάθος) και τα άφησε πίσω της – κατέβαινε σε σήραγγες χωρίς να κόψει ταχύτητα, ανέβαινε σε γέφυρες, πέρασε από τις ράγες ενός τρένου χωρίς να ελέγξει αν το τρένο ερχόταν. Μία και μόνο σκέψη είχε κυριαρχήσει μέσα της – να φύγει. Να φύγει μακριά από εδώ – μακριά – ώστε να πάψει ο καταραμένο πόνος.

Ακολουθούσε βόρεια κατεύθυνση, κι έτσι σύντομα έφτασε στην Επιγεγραμμένη, αφήνοντας την Επίστρωτη πίσω της.

Οι δρόμοι εδώ ήταν βρόμικοι και σκοτεινοί, και η Κορίνα δεν είχε κόψει ακόμα ταχύτητα. Παραλίγο να κουτουλήσει σ’έναν τοίχο – την τελευταία στιγμή κατάφερε να τον αποφύγει. Τα οικήματα γύρω της φάνταζαν κατάμαυρα· λίγα φωτίζονταν, και πολλά απ’αυτά μάλλον από λάμπες λαδιού, όχι από ενεργειακά φώτα.

Ο πόνος από το σημάδι της ελαττώθηκε, και η εμπειρία της Κορίνας τής έλεγε ότι τώρα θα σταματούσε. Καλύτερα, οπότε, να έκοβε ταχύτητα, γιατί–

ΚΤΑΝΓΚ!

Κάποιος τροχός του οχήματός της πρέπει να έπεσε σε λακκούβα του σπασμένου οδοστρώματος. Το όχημα αναπήδησε. Η Κορίνα κραύγασε, προσπάθησε να το κρατήσει υπό τον έλεγχό της– Το όχημα αναποδογύρισε, έκανε τούμπα–

Η Κορίνα χτύπησε το κεφάλι της–

(σκοτάδι)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ-ΤΕΤΑΡΤΟ
Οι Άνθρωποι που Βοηθούν

-1-

Συνήλθε απότομα, μέσα στο αναποδογυρισμένο όχημα, ακούγοντας φωνές απέξω. Όχι πολύ δυνατές. Ανθρώπους που μιλούσαν. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγαν. Από τα σπασμένα παράθυρα έβλεπε πόδια μες στο σκοτάδι του δρόμου.

Το κεφάλι της ακόμα πονούσε, και νόμιζε ότι αιμορραγούσε κιόλας. Αυτό, όμως, δεν ήταν τίποτα· η Πόλη θα φρόντιζε γι’αυτό. Η Κορίνα προσπάθησε να κινηθεί – και κραύγασε από τον πόνο. Το πόδι της! Αλλά ο πόνος δεν ήταν από το σημάδι της· ήταν ένας τελείως διαφορετικός πόνος. Πρέπει νάχε σπάσει κάποιο κόκαλο.

Οι φωνές των ανθρώπων απέξω δυνάμωσαν· την είχα ακούσει. Κάποιος τράβηξε την πόρτα πλάι της, αλλά δεν μπορούσε να την ανοίξει. «Βοήθησέ με λίγο,» είπε σε κάποιον άλλο· και σύντομα κατάφεραν να βγάλουν την πόρτα από τη θέση της.

Χέρια απλώθηκαν μέσα στο αναποδογυρισμένο όχημα· έπιασαν την Κορίνα και προσπάθησαν να την τραβήξουν έξω. Εκείνη κραύγασε ξανά. «Όχι! Αφήστε με!» γρύλισε. Αλλά δεν την άφησαν. Μια φωνή είπε: «Είσαι χτυπημένη· πρέπει να σε βγάλουμε. Κάνε λίγο κουράγιο.» Και πράγματι, δεν άργησαν να τη βγάλουν από τη θέση του οδηγού και να την αφήσουν στο πλακόστρωτο του δρόμου, το οποίο η Κορίνα αισθανόταν ραγισμένο και ανισόπεδο από κάτω της. Το αριστερό της πόδι πονούσε, και ο ώμος. Πρέπει να τα είχε σπάσει και τα δύο.

Γύρω της έβλεπε ανθρώπους. Αρκετούς ανθρώπους. Σκιερές φιγούρες μέσα στον σκοτεινό δρόμο της Επιγεγραμμένης, φωτισμένες μόνο από το φως των δύο φεγγαριών – αργυρό και κόκκινο, ανάμικτα. Πρέπει να ήταν κάτοικοι της περιοχής· είχαν ακούσει το όχημά της να αναποδογυρίζει και είχαν βγει από τα σπίτια τους.

«Θα σε πάμε στο νοσοκομείο,» της είπε ένας άντρας.

«Όχι,» είπε η Κορίνα, κουρασμένα. «Αφήστε με και θα συνέλθω…»

«Μπορείς να σηκωθείς;» τη ρώτησε μια γυναίκα.

«Αποκλείεται να μπορεί να σηκωθεί,» είπε ένας άλλος. «Πρέπει να την πάμε στο νοσοκομείο.»

Η Κορίνα γύρισε στο πλάι, και γρύλισε.

«Έχει σπάσει κάποιο κόκαλο. Τι κάθεστε; Πρέπει να την πάμε στο νοσοκομείο! Εδώ θα την αφήσουμε; Μες στο δρόμο;»

«Λες και το νοσοκομείο θα μπορεί να κάνει τίποτα…»

«Περισσότερα από σένα θα μπορεί, Ροντ!»

Οι φωνές τους τη ζάλιζαν, όμως δεν είχε την αίσθηση πως κινδύνευε από αυτούς.

Κάποιος – ο ίδιος που της είχε μιλήσει και όταν την τράβηξαν έξω από το όχημα; – γονάτισε πλάι της και είπε: «Πρέπει να σε πάμε στο νοσοκομείο. Είσαι πολύ χτυπημένη. Θα σε σηκώσω, εντάξει; Μην τρομάξεις· δε θέλουμε το κακό σου.»

«Εντάξει,» αποκρίθηκε η Κορίνα, και ο άντρας – που πρέπει να ήταν αρκετά δυνατός – τη σήκωσε στα χέρια του. Η Κορίνα έτριξε τα δόντια καθώς τη διαπερνούσε ο πόνος από τα σπασμένα κόκαλα – αν και ήδη τα αισθανόταν να θεραπεύονται. Η Πόλη δεν εγκατέλειπε τις Θυγατέρες της, παρότι της είχε καταραστεί…

«Φέρε το κάρο σου, Μαρκ,» είπε ο άντρας που κρατούσε την Κορίνα. «Σβέλτα!»

«Έγινε, μάστορα.»

Μια γυναίκα (η ίδια με πριν;) πλησίασε, ρωτώντας την Κορίνα: «Πού αισθάνεσαι να πονάς; Έχεις αίματα στα μαλλιά σου.»

«Δεν ξέρω,» αποκρίθηκε εκείνη. «Πονάω παντού.»

«Θα την πάμε στο νοσοκομείο και θα δούμε,» είπε ο άντρας που την κρατούσε. Η Κορίνα αισθανόταν τους μύες του σκληρούς και δυνατούς επάνω της – και η αίσθηση δεν ήταν δυσάρεστη.

Ένα κάρο ήρθε μέσα από τη νύχτα, με μια ενεργειακή λάμπα επάνω. Ένα άλογο το τραβούσε – άλογο! Σαν ντοκιμαντέρ από άλλη διάσταση ήταν. Στις περισσότερες περιοχές της Ρελκάμνια δεν χρησιμοποιούνταν άλογα (ούτε άλλα πλάσματα) για να τραβάνε κάρα. Στην Επιγεγραμμένη, όμως, η φτώχια ήταν μεγάλη και εξαπλωμένη σ’όλη τη συνοικία· ελάχιστοι μόνο είχαν λεφτά για μηχανοκίνητα οχήματα. Χρησιμοποιούσαν έτσι ζώα που εισάγονταν από άλλες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος.

Ο άντρας που κρατούσε την Κορίνα ανέβηκε στο κάρο, κι αυτός που το οδηγούσε χτύπησε το άλογο με τα χαλινάρια και ξεκίνησαν. Οι οπλές του ζώου ηχούσαν δυνατά εκεί όπου ο δρόμος ήταν πλακόστρωτος, ενώ ο ήχος τους ελαττωνόταν πολύ εκεί όπου ο δρόμος ήταν όλο χώμα ή λάσπες. Η Επιγεγραμμένη είχε, γενικά, τα χάλια της. Ίσως οι πάντες να είχαν πέσει στον βαρβαρισμό εδώ, αν η συνοικία δεν θεωρείτο ιερή, αν δεν υπήρχε ο Επιγεγραμμένος Τοίχος και ο Ναός του Κρόνου.

Το κάρο έφτασε τελικά σ’ένα νοσοκομείο που δεν βρισκόταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση από τους δρόμους. Οι τοίχοι ήταν ξεφλουδισμένοι, τα πλακάκια στο πάτωμα ραγισμένα, σπασμένα, ή είχαν φύγει από τις θέσεις τους. Οι πόρτες ήταν παλιές και ξεχαρβαλωμένες. Η Κορίνα μονάχα έναν φύλακα είδε στην πύλη, κι αυτός κοιμόταν – ροχαλίζοντας – καθώς το κάρο πέρασε από δίπλα του.

Ευτυχώς, στα εξωτερικά ιατρεία υπήρχε ένας γιατρός πρόθυμος να την αναλάβει. Αλλά ο άντρας που την κουβαλούσε ήταν που τη μετέφερε ως ένα από τα κρεβάτια· νοσοκόμος δεν φαινόταν τριγύρω. Το δωμάτιο φωτιζόταν από μια στρογγυλή ενεργειακή λάμπα στο ταβάνι η οποία κάθε τόσο τρεμόπαιζε εκνευριστικά. Άλλος ένας ασθενής ήταν εδώ, αλλά κοιμόταν, τυλιγμένος σε επιδέσμους. Ένας σωλήνας που σκαρφάλωνε στον τοίχο έσταζε νερά· μια μικρή λίμνη είχε δημιουργηθεί από κάτω του, παρατήρησε η Κορίνα, κι ένα μικροσκοπικό ποντίκι είχε έρθει να πιει νερό.

«Τι ήταν;» ρώτησε ο γιατρός. «Ατύχημα; Σύγκρουση;»

«Το όχημά της ανατράπηκε,» είπε ο άντρας που είχε φέρει εδώ την Κορίνα.

«Ήσουν μαζί της;»

«Όχι· μόνη της ήταν. Ακούσαμε το θόρυβο και βγήκαμε απ’τα σπίτια μας.»

Ο γιατρός στράφηκε στην Κορίνα. «Με καταλαβαίνεις;» ρώτησε, αγγίζοντας, συγχρόνως, το κεφάλι της, ψάχνοντας για το χτύπημα κάτω απ’τα ξανθά μαλλιά της.

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Κορίνα.

«Πώς σε λένε;»

«Γιολάντα.»

«Δε φαίνεται σοβαρό το χτύπημα στο κεφάλι σου, Γιολάντα. Μια γρατσουνιά είναι· απλώς πρέπει προς στιγμή να αιμορράγησε αρκετά.»

Δεν ήταν γρατσουνιά πριν, σκέφτηκε η Κορίνα. Η Πόλη την έκανε γρατσουνιά.

Ο γιατρός ύψωσε δυο δάχτυλά του μπροστά της. «Πόσα είναι αυτά;»

«Δεκαοχτώ.»

«Με κοροϊδεύεις;»

Η Κορίνα χαμογέλασε. «Είναι προφανές, ε;»

Ο γιατρός – ένας λιγνός, νευρώδης άντρας με δέρμα λευκό-ροζ και κοντά μαύρα μαλλιά – φάνηκε να τη συμπαθεί στιγμιαία τότε. Χαμογέλασε κι εκείνος. «Πες μου σοβαρά, όμως. Πόσα είναι αυτά;»

«Δύο.»

«Εντάξει. Αισθάνεσαι να πονάς πουθενά αλλού;»

«Το αριστερό μου πόδι και ο ώμος. Ίσως τα κόκαλα νάχουν ραγίσει.» Είχαν σπάσει, ήταν σίγουρη· αλλά, μέχρι να τη φέρουν εδώ, θα είχαν θεραπευτεί αρκετά.

«Ο αριστερός ώμος;»

«Ναι.»

Ο γιατρός τον άγγιξε. «Πονάς;»

«Ναι.» Αλλά ούτε κατά διάνοια τόσο όσο την πονούσε το σημάδι της πριν.

Ο γιατρός ψηλάφησε το πόδι της, από πάνω ώς κάτω, ενώ έλεγε: «Πες μου πού πονάς.»

«Εκεί. Εκεί.» Στην κνήμη.

Ο γιατρός είπε ότι θα της έβαζε νάρθηκα, αλλά πρώτα έπρεπε να αφαιρέσουν τα ρούχα της. Η Κορίνα ζήτησε να μην τα σκίσουν· είπε ότι θα κατάφερνε να τα βγάλει παρά τον πόνο. Ο άντρας που την είχε φέρει εδώ τούς βοήθησε. Η καπαρντίνα έφυγε, η μπλούζα έφυγε, οι κοντές μπότες και το παντελόνι έφυγαν. Ήταν ντυμένη μόνο με το μεσοφόρι της και τις κατεβασμένες κάλτσες της (είχε αρνηθεί να τις βγάλει), καθώς ο γιατρός κοίταζε πάλι τα σημεία όπου είχε χτυπηθεί και τα ψηλαφούσε.

«Ναι,» είπε, «πρέπει όντως νάναι κάποιο ράγισμα.» Και της έβαλε νάρθηκα στον ώμο και στο πόδι. «Μείνε απόψε εδώ, για να ξεκουραστείς, και αύριο… Μπορείς να μείνεις και αύριο, αν θέλεις, αλλά καλύτερα να πας στο σπίτι σου. Εδώ πέρα η υγιεινή δεν είναι και τόσο σπουδαία, δυστυχώς,» πρόσθεσε μορφάζοντας. «Στην Επιγεγραμμένη μένεις, έτσι;»

Η Κορίνα κούνησε το κεφάλι. «Όχι.»

Ο άντρας που την είχε μεταφέρει ώς το νοσοκομείο τής είπε: «Θα φροντίσω το όχημά σου όπως μπορώ, και θα το φέρω εδώ.»

«Σ’ευχαριστώ.»

Ο άντρας έφυγε, ενώ ο γιατρός παραμέριζε ξανά τα ξανθά μαλλιά της για να της βάλει αντισηπτικό στο τραύμα. Αλλά προτού ακουμπήσει το ποτισμένο βαμβάκι επάνω στο κεφάλι της, είπε: «Τι στα…;»

«Τι είναι, γιατρέ;»

«Νόμιζα ότι ήταν μια αμυχή εδώ. Αλλά είναι μονάχα μια μελανιά τελικά.» Ψηλάφησε κι άλλο το κεφάλι της, ψάχνοντας μες στα μαλλιά της. «Καλά, από πού ήρθε το αίμα;»

«Δεν ξέρω, γιατρέ.»

Ο γιατρός την κοίταξε καταπρόσωπο, παραξενεμένος.

Η Κορίνα έμεινε ανέκφραστη.

«Τέλος πάντων,» είπε ο γιατρός, και της έβαλε αντισηπτικό στο κεφάλι. «Για καλό και για κακό…» μουρμούρισε. «Δε βλάπτει.

»Θα σ’αφήσω τώρα να ξεκουραστείς,» της είπε. «Αν θες κάτι – οτιδήποτε – με φωνάζεις. Ρενέ με λένε. Δίπλα θα είμαι. Τα πράγματά σου είναι εδώ.» Τα άγγιξε εκεί όπου ήταν αφημένα επάνω στο τραπεζάκι πλάι στο κρεβάτι.

«Εντάξει,» είπε η Κορίνα. «Σ’ευχαριστώ, Ρενέ.»

Ο γιατρός ένευσε κι έφυγε από το δωμάτιο.

Ησυχία απλώθηκε. Η Κορίνα έκλεισε τα μάτια. Ένιωθε το σώμα της να θεραπεύεται· αισθανόταν τα κόκαλα να δένουν, τα σπασμένα αγγεία να επιδιορθώνονται, τη σάρκα να αναπλάθεται. Θα μπορούσε να σηκωθεί και να φύγει προτού ξημερώσει.

Σε κάποια στιγμή, άκουσε μεταλλικούς τροχούς από τον περίβολο του νοσοκομείου, και άλλα μέταλλα που κουδούνιζαν, καθώς και το βούισμα μηχανής.

Ο άντρας που την είχε μεταφέρει εδώ ήρθε πάλι μέσα στο δωμάτιο. «Είσαι ξύπνια, Γιολάντα;» είπε χαμηλόφωνα.

Η Κορίνα άνοιξε τα μάτια. «Ναι.»

«Συγνώμη που σ’ενοχλώ. Απλά να σου πω ότι σου έφερα το όχημά σου.» Της έδωσε το κλειδί της μηχανής. «Κάποιοι προσπαθούσαν να το κλέψουν, αλλά τους πρόλαβα.»

«Σ’ευχαριστώ. Δεν έπρεπε νάχες βάλει τον εαυτό σου σε κίνδυνο.»

Ο άντρας – μεγαλόσωμος, καφετόδερμος, με μακριά γαλανά μαλλιά και αραιά μούσια – ανασήκωσε τους φαρδείς του ώμους. «Δεν ήταν κίνδυνος. Κάτι λεχρίτες μόνο. Τους έβαλα τις φωνές, τρόμαξαν, κι έφυγαν.» Χαμογέλασε.

Η Κορίνα τού επέστρεψε το χαμόγελο. «Να προσέχεις,» του είπε.

«Θα έρθω πάλι το πρωί,» της υποσχέθηκε. «Να δω πώς είσαι.» Και μετά έφυγε.

Δε θα με βρεις εδώ το πρωί.

-2-

Υπάρχουν άνθρωποι που δεν εμπιστεύονται κανέναν – κανέναν. Πόσω μάλλον έναν τυχαίο περαστικό. Πιο πιθανό είναι να τον κλέψουν παρά να τον βοηθήσουν, αν δουν ότι έχει ανάγκη.

Υπάρχουν, όμως, και κάποιοι άλλοι που βοηθάνε τους πάντες που έχουν ανάγκη. Ακόμα κι έναν τυχαίο περαστικό, που δεν ξέρουν τίποτα γι’αυτόν, ούτε αν είναι εγκληματίας, ούτε αν είναι ιερέας του Κρόνου.

Η πρώτη κατηγορία ανθρώπων, μπορεί κανείς να πει ότι είναι πιο συνετοί, πιο έξυπνοι. Ξέρουν πώς να επωφελούνται από τις ευκαιρίες και πώς να φυλάγονται από τις κακοτοπιές.

Όμως, στη δεύτερη κατηγορία είναι που μπορείς πάντα να βασιστείς. Τους πρώτους ποτέ να μην τους εμπιστεύεσαι.

-3-

Λίγο προτού ξημερώσει, το σώμα της είχε θεραπευτεί. Το καταλάβαινε πέρα από κάθε αμφιβολία. Δεν είχε επάνω της ούτε γρατσουνιά ούτε μελανιά.

Έβγαλε τους νάρθηκες χωρίς δυσκολία· πήρε το παντελόνι της από δίπλα και το φόρεσε· έσκυψε, έπιασε τις κοντές μπότες της, και τις φόρεσε κι αυτές. Σηκώθηκε όρθια. Έβαλε τη μπλούζα της και την καπαρντίνα της. Τράβηξε από το πορτοφόλι της δύο χαρτονομίσματα των δέκα δεκάδιων και τ’άφησε πάνω στο κρεβάτι. Παραδίπλα βρήκε ένα λερωμένο σημειωματάριο κι έναν στιλογράφο της κακιάς ώρας. Έκοψε ένα χαρτί κι επάνω του έγραψε:

10 για τον γιατρό

10 για τον κύριο που με βοήθησε

Σκέπασε τα χαρτονομίσματα με το σημείωμά της και το άφησε εκεί.

Ύστερα, παρατηρώντας τα πολεοσημάδια, ήξερε ποια ήταν η κατάλληλη στιγμή για να βγει από το δωμάτιο. Περνώντας από έναν διάδρομο, είδε τον γιατρό να φεύγει έχοντας της την πλάτη γυρισμένη, κατευθυνόμενος προς τις τουαλέτες.

Η Κορίνα βγήκε στον περίβολο του νοσοκομείου και πλησίασε το όχημά της. Τα τζάμια του ήταν σπασμένα, τα μέταλλά του καταχτυπημένα, αλλά οι τροχοί ήταν στη θέση τους. Ακόμα κι αυτός που είχε πέσει στη λακκούβα. Η Κορίνα κάθισε μπροστά στο τιμόνι και ξεκλείδωσε τη μηχανή. Ενεργοποίησε όλα τα συστήματα και έφυγε από το νοσοκομείο.

Ο φύλακας της πύλης δεν κοιμόταν τώρα, αλλά δεν της έδωσε σημασία. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή είχε βρει για ν’ανάψει το τσιγάρο του, και ήταν γυρισμένος έτσι ώστε ο αέρας που φυσούσε να μη σβήσει τη φλόγα του αναπτήρα του. Δεν είδε καν το τετράκυκλο όχημα να φεύγει.

-4-

Αυτό που είχε συμβεί με την Κορίνα ήταν εξωφρενικό γι’ακόμα μια φορά. Χτες βράδυ η Μαρθάλα-Αλντ είχε αποφασίσει ότι σήμερα το πρωί θα την καλούσε για να συζητήσουν – να μιλήσουν για το γεγονός ότι παλιά δούλευε για την Τράπεζα των Τεσσάρων. Αλλά τώρα δεν μπορούσε να τη βρει πουθενά. Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός της Κορίνας φαινόταν να είναι ή απενεργοποιημένος ή εκτός εμβέλειας· και ούτε στο διαμέρισμά της έμοιαζε να βρίσκεται, ούτε μαζί με κανέναν από τους επιχειρηματίες, ούτε σε κάποιο άλλο μέρος που γνώριζε η Μαρθάλα.

Επικοινώνησε, έτσι, με τον Νικόδωρο και έμαθε κάτι πολύ παράξενο. Ανησυχητικό, ίσως. Χτες, μες στη νύχτα, η Κορίνα είχε φύγει από το διαμέρισμά της. Οι κατάσκοποι του Νικόδωρου, φυσικά, την ακολούθησαν. Την είδαν να πηγαίνει στο υπόγειο γκαράζ και να παίρνει το όχημά της. Ειδοποίησαν άλλους κατάσκοπους, με οχήματα, κι αυτοί συνέχισαν την παρακολούθηση της Κορίνας, η οποία φαινόταν να οδηγεί σαν να μην ήξερε ακριβώς πού κατευθυνόταν, κάνοντας κύκλους και αλλόκοτες στροφές. Τελικά, όμως, σταμάτησε μπροστά σ’ένα μπαρ που ήταν γνωστό ότι ελεγχόταν από τους Εχθρούς του Πρωινού. Βγήκε από το όχημά της και μπήκε στο μπαρ.

Οι τρεις κατάσκοποι την ακολούθησαν ξανά. Αλλά, μόλις ήταν μέσα στο κατάστημα, αρκετά μέλη της συμμορίας των Εχθρών του Πρωινού συγκεντρώθηκαν γύρω τους ζητώντας τους να φύγουν. Γιατί; ρώτησαν οι κατάσκοποι, αλλά δεν τους δόθηκε καμια εξήγησε. Τους ζητούσαν μόνο, επίμονα, να φύγουν. Και, στο τέλος, τους έβγαλαν από το μπαρ με σπρωξιές.

Η Κορίνα πρέπει κάπως να είχε καταλάβει ότι την παρακολουθούσαν. Και πρέπει να είχε διασυνδέσεις με τους Εχθρούς του Πρωινού, είπε ο Νικόδωρος στη Μαρθάλα-Αλντ μέσα από τον επικοινωνιακό δίαυλο. «Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση για το συμβάν, κυρία.»

«Και τι έκαναν μετά οι κατάσκοποί σου; Σηκώθηκαν κι έφυγαν;»

«Παραφυλούσαν έξω από το μπαρ, μέχρι να βγει. Αλλά ποτέ δεν βγήκε. Λίγο πριν τα ξημερώματα, δύο άντρες μπήκαν στο όχημά της κι άρχισαν να το οδηγούν. Οι πράκτορές μου τους ακολούθησαν· όμως, όταν έφτασαν σε μια περιοχή πολύ στενά ελεγχόμενη από τη συμμορία, ένα φορτηγό πετάχτηκε μπροστά τους κλείνοντάς τους τον δρόμο. Και τους έχασαν.»

«Δηλαδή, τώρα δεν έχεις ιδέα πού είναι η Κορίνα;»

«Δυστυχώς όχι, κυρία Μαρθάλα-Αλντ.»

«Βρες την!» πρόσταξε η Πολιτάρχης της Επίστρωτης. «Τη θέλω. Βάλε μάγους να την ανιχνεύσουν–»

«Μπορεί νάναι οπουδήποτε στη συνοικία· οι μάγοι δεν–»

«Δε μ’ενδιαφέρει τι θα κάνεις. Βρες την!»

Αλλά μέχρι το απόγευμα ο Νικόδωρος δεν την είχε βρει, και η Μαρθάλα-Αλντ αποφάσισε να κινηθεί αλλιώς…

-5-

Πέντε θωρακισμένα οχήματα της Αστυνομίας της Επίστρωτης σταμάτησαν μπροστά από το μπαρ μόλις αυτό είχε ανοίξει, μόλις η νύχτα είχε πέσει. Αστυνομικοί βγήκαν, χωρίς να κρατάνε όπλα, και πλησίασαν την πόρτα. Την έσπρωξαν και ζήτησαν πρόσβαση από τους φύλακες. Εκείνοι τούς την αρνήθηκαν· είπαν ότι εδώ δεν περνούσε η αστυνομία: εδώ ήταν λημέρι των Εχθρών του Πρωινού· αλλά δεν είχαν κανένα πρόβλημα με την αστυνομία αν κι η αστυνομία δεν είχε κανένα πρόβλημα μαζί τους. Τι συνέβαινε;

Οι αστυνομικοί (που είχαν μάθει να φοβούνται τους Εχθρούς του Πρωινού) απάντησαν ότι αναζητούσαν κάποιο πρόσωπο.

«Δε γίνονται συλλήψεις και τέτοια εδώ,» τους απάντησε ένας φύλακας. «Φύγετε.»

«Δεν είναι ένα οποιοδήποτε πρόσωπο–»

«Αν δε θέλετε φασαρίες, φύγετε.» Οι φύλακες του μπαρ έβαλαν τα χέρια τους στα θηκαρωμένα όπλα τους.

«Η ίδια η Πολιτάρχης ζητά αυτό το πρόσωπο,» τους είπε ο λοχαγός των αστυνομικών. «Και το ξέρει πως πέρασε από εδώ. Φέρτε, τουλάχιστον, τον ιδιοκτήτη για να μιλήσουμε, αλλιώς θα επιτεθούμε.»

Οι φύλακες αποφάσισαν να μην προκαλέσουν θερμό επεισόδιο αν μπορούσε να αποφευχθεί, έτσι ειδοποίησαν τον ιδιοκτήτη του μπαρ: έναν πορφυρόδερμο άντρα με πράσινα μαλλιά κομμένα πολύ κοντά – ίσα που σκέπαζαν το κεφάλι του. Από τον λαιμό του κρεμόταν ένα περιδέραιο φτιαγμένο από δέρμα εξωδιαστασιακών ερπετών· έμοιαζε αποκρουστικό. Τον έλεγαν Χανς ο Φιδοβοσκός.

«Τι συμβαίνει μ’εσάς;» ρώτησε τους αστυνομικούς, ερχόμενος στην είσοδο. «Μου κόβετε την πελατεία εδώ πέρα που έχετε αράξει!»

«Η Πολιτάρχης θέλει να σου μιλήσει. Φρόντισε τα λόγια σου νάναι μετρημένα,» του είπε ο λοχαγός, αγριοκοιτάζοντάς τον. Κι έκανε νόημα προς τα θωρακισμένα οχήματα.

Οι αστυνομικοί που στέκονταν κοντά τους άνοιξαν μια από τις πόρτες και η Μαρθάλα-Αλντ βγήκε, ντυμένη με πέτσινο πανωφόρι και μαύρη φούστα. Τα μάτια της ατένιζαν τον Χανς στενεμένα καθώς τον πλησίαζε.

«Ποιος είσαι εσύ;» τον ρώτησε.

«Ο ιδιοκτήτης του μπαρ, Εξοχότατη,» αποκρίθηκε εκείνος, που τον φρίκαρε η μούρη της. Δεν την έλεγαν για πλάκα «το στοιχειό» οι συγγενείς της του Οίκου των Αλντ’κάρθοκ. «Χανς ο Φιδοβοσκός.»

«Υποθέτω, αυτό δεν είναι το επώνυμό σου.»

Ο Χανς δεν μίλησε, ατενίζοντας την επίπεδα.

«Χτες βράδυ,» του είπε η Μαρθάλα-Αλντ, «τα μέλη της συμμορίας σου έδιωξαν από εδώ τρεις ανθρώπους χωρίς να τους δώσουν καμια αιτιολογία. Μάλλον, κάποιοι ήξεραν ότι ήταν κατάσκοποί μου.»

Ο Χανς πάλι ήταν σιωπηλός, αν και τώρα η όψη του είχε γίνει πιο επιφυλακτική.

«Οι τρεις κατάσκοποί μου παρακολουθούσαν μια γυναίκα που ονομάζεται Κορίνα. Πορφυρόδερμη, σαν εσένα. Ξανθιά. Πολύ πιο όμορφη από εσένα. Τη γνωρίζεις;»

Ο Χανς κόμπιασε. «Τη… τη… Νομίζω ότι την έχω μπανίσει μερικές φορές…»

«Πού είναι τώρα; Ξέρεις;»

«Δεν ξέρω, Εξοχότατη, και μην το πιέζετε το θέμα.»

«Γιατί;»

«Απλώς, να πούμε, μην το πιέζετε.»

«Είναι μαζί σας; Με τους Εχθρούς του Πρωινού;»

«Δεν ξέρω πού είναι.»

Η Μαρθάλα έβγαλε ένα κατοστάρικο από την τσάντα της – ένα ολόκληρο νόμισμα των εκατό δεκάδιων! – και του το έδωσε σαν να ήταν χαρτάκι.

Τα μάτια του γούρλωσαν. Το έτριψε ανάμεσα στα δάχτυλά του, το έγλειψε, το κοίταξε στο φως – να δει αν ήταν γνήσιο.

«Λες η Πολιτάρχης της Επίστρωτης να σου έδινε πλαστό χρήμα;» είπε ενοχλημένα η Μαρθάλα-Αλντ. «Πού είναι η Κορίνα;» απαίτησε.

«Δεν ξέρω, Εξοχότατη· είπα αλήθεια, να πούμε· δεν ξέρω.»

«Μη μου απαντάς σαχλαμάρες, παράσιτο της νύχτας, γιατί θα το μετανιώσεις!» σύριξε η Μαρθάλα-Αλντ. «Σου έδωσα τόσα λεφτά!»

«Μα δεν ξέρω!»

«Δεν έχει επαφές μαζί σας; Ποιος πρόσταξε να διώξουν τους κατασκόπους μου από το μπαρ; Εσύ;»

Κούνησε το κεφάλι του εμφατικά. «Όχι, όχι εγώ.»

«Ποιος;» Τα μάτια της γυάλιζαν απειλητικά.

«Ο Αρχινύκτιος. Ο αρχηγός.»

«Γνωρίζει την Κορίνα;»

«Ναι.»

Μα τον Κρόνο τον ίδιο! σκέφτηκε η Μαρθάλα-Αλντ. Ήταν εξαρχής μπλεγμένη με τον υπόκοσμο; Πώς ο Νικόδωρος δεν το είχε καταλάβει; Ήταν αδιανόητο!

«Μαζί του είναι τώρα η Κορίνα;»

«Δεν ξέρω, Εξοχότατη.»

«Ο Αρχινύκτιος είναι εδώ;»

«Όχι–»

«Κάλεσέ τον, τότε!» πρόσταξε η Μαρθάλα-Αλντ. «Κάλεσέ τον, γιατί, μα την καρδιά του Σκοτοδαίμονος, θα φέρω μισθοφόρους εδώ να ισοπεδώσουν το μαγαζί σου! Με καταλαβαίνεις;»

Η όψη του αγρίεψε, αλλά εξακολουθούσε νάναι επιφυλακτική. «Θα τον ειδοποιήσω,» είπε. «Όμως δεν ξέρω αν θάρθει, να πούμε· θα δείξει.» Και, προτού εκείνη προλάβει να του απαντήσει, της έστρεψε την πλάτη και μπήκε στο μπαρ. Οι φύλακες στέκονταν στην είσοδο με τα χέρια στα θηκαρωμένα όπλα τους.

Η Μαρθάλα-Αλντ χτυπούσε το πόδι της νευρικά στο πλακόστρωτο, περιμένοντας. Οι αστυνομικοί έδειχναν ανήσυχοι. Φοβόνταν τους Εχθρούς του Πρωινού· φοβόνταν ότι μπορεί ξαφνικά να τους επιτίθονταν από γύρω. Είχαν συμβεί πολλά τέτοια επεισόδια στο παρελθόν· κι αναμφίβολα θα συνέβαιναν πολλά στο μέλλον. Η νύχτα ανήκε στους Εχθρούς του Πρωινού.

Η Μαρθάλα-Αλντ άναψε τσιγάρο.

Τρία οχήματα ήρθαν, μετά από λίγη ώρα, από το βάθος του δρόμου και σταμάτησαν αντίκρυ στα πέντε θωρακισμένα οχήματα της αστυνομίας. Οι πόρτες τους άνοιξαν και μέλη της νυχτερινής, πανίσχυρης συμμορίας της Επίστρωτης βγήκαν. Ήταν όλοι τους οπλισμένοι, φυσικά, αλλά δεν είχαν υψωμένα τα όπλα τους.

Η Μαρθάλα-Αλντ δεν ξανάχε δει τον Αρχινύκτιο αλλά είχε ακούσει γι’αυτόν: μετρίου αναστήματος, χρυσόδερμος, μαύρα σγουρά μαλλιά, μουστάκι. Ναι, ήταν ανάμεσα στους ανθρώπους που είχαν βγει από τα οχήματα. Ντυμένος με μαύρο κοστούμι και μια γυαλιστερή ασημένια καρφίτσα στο πέτο. Ήταν ο μόνος που δεν κρατούσε όπλο.

«Η κυρία Πολιτάρχης…» είπε. «Πώς μπορούμε να σας εξυπηρετήσουμε;»

Η Μαρθάλα-Αλντ έκανε μερικά βήματα προς το μέρος του, ακολουθούμενη από κάμποσους αστυνομικούς· και ο Κλεόπας ο Αρχινύκτιος έκανε μερικά βήματα προς εκείνη, ακολουθούμενος από μερικούς δικούς του ανθρώπους.

«Γνωρίζω,» του είπε η Μαρθάλα, «πως μια γυναίκα που λέγεται Κορίνα ήταν σ’ετούτο το μπαρ χτες βράδυ. Και γνωρίζω ότι εσύ πρόσταξες να διώξουν τους τρεις κατασκόπους μου που την παρακολουθούσαν.»

«Και λοιπόν;» Η όψη του μαρτυρούσε ότι δεν τη φοβόταν. Ήξερε τη δύναμη της συμμορίας του.

«Θέλω να μάθω πού είναι η Κορίνα τώρα.»

«Γιατί;»

«Γιατί είμαι η Πολιτάρχης εδώ – γι’αυτό.»

Ο Κλεόπας γέλασε. «Δε νομίζω ότι έχουμε κάτι άλλο να πούμε– Ή μάλλον…» Συνοφρυώθηκε. «Γιατί αναζητάς την Κορίνα;»

«Δε δίνω εγώ εξηγήσεις σ’εσένα!» είπε η Μαρθάλα-Αλντ.

«Μια ερώτηση ήταν. Μπορούμε να κάνουμε ανταλλαγή αν θέλεις. Πες μου γιατί την αναζητάς και θα σου πω πού είναι.»

Η Μαρθάλα-Αλντ τον ατένισε με έκδηλη καχυποψία. Τελικά είπε: «Θέλω να της μιλήσω.»

Ο Κλεόπας γέλασε ξανά. «Πολύ έξυπνο. Αλλά δεν αποτελεί απάντηση.»

«Η Κορίνα δουλεύει για μένα, παράσιτο της νύχτας!» σύριξε η Μαρθάλα-Αλντ.

Θα τρελαθούμε… σκέφτηκε ο Κλεόπας. Μάλλον ψέματα λέει, η καριόλα. «Τι εννοείς, ‘δουλεύει’ για σένα; Σιγά μη δουλεύει για σένα!» είπε υπομειδιώντας ειρωνικά.

«Τολμάς να με χλευάζεις;» είπε η Μαρθάλα-Αλντ. «Η Κορίνα συνεργάζεται με τους επιχειρηματίες που έχουν φτιάξει τα καινούργια εργοστάσια παραγωγής τεχνικών ειδών. Ουσιαστικά για εμένα δουλεύει.»

Ο Κλεόπας δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που άκουγε. «Αποκλείεται,» είπε. «Άλλη Κορίνα ψάχνεις.»

Τώρα ήταν σειρά της Μαρθάλα να γελάσει. «Μια πορφυρόδερμη γυναίκα με ξανθά μαλλιά, δεν είναι;»

Ο Κλεόπας συνοφρυώθηκε. Αποκλείεται. Δε μπορεί… Η Κορίνα… γιατί να βοηθήσει να γίνουν αυτά τα εργοστάσια; Γιατί να–;

«Ξέρεις πού είναι, σωστά;» είπε η Μαρθάλα-Αλντ. «Σου έδωσα την απάντηση που ζητούσες· δώσε μου τώρα τη δική σου απάντηση!»

«Χτες βράδυ βρισκόταν εδώ,» αποκρίθηκε ο Κλεόπας, ενώ αναρωτιόταν πώς ήταν δυνατόν όλα αυτά να ήταν πραγματικότητα. «Τώρα δεν ξέρω πια πού είναι.»

«Μη μου λες ψέματα!»

«Δε σου λέω ψέματα. Έφυγε. Μακάρι να ήταν εδώ· θα ήθελα να τη ρωτήσω αν αληθεύουν αυτά που ισχυρίζεσαι–»

«Αυτά που σου λέω ισχύουν. Η Κορίνα δουλεύει για μένα. Και απορώ ποια μπορεί νάναι η σχέση της μαζί σου και με τη συμμορία σου!»

Η Κορίνα μάς οδήγησε στο κεντρικό θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας των Τεσσάρων· δεν μπορεί τώρα να συνεργάζεται μ’αυτή τη σκρόφα! Δε… δε βγάζει νόημα! Ο Κλεόπας έμεινε σιωπηλός για μερικές στιγμές, ζαλισμένος από τις σκέψεις του. Ύστερα ρώτησε: «Πώς… πώς έφτασε να συνεργάζεται μαζί σου; Την εξανάγκασες;»

Η Μαρθάλα-Αλντ γέλασε ξανά. «Θα μπορούσε, ίσως, να πει κανείς ότι εκείνη εξανάγκασε εμένα!»

Ο Κλεόπας την ατένισε με στενεμένα μάτια.

Η Μαρθάλα είπε: «Η Κορίνα ήταν που μου πρότεινε να φτιάξουμε τα καινούργια εργοστάσια. Πες μου τώρα πώς έμπλεξε μαζί σας, γιατί, πραγματικά, δεν το καταλαβαίνω. Την παρακολουθούσα συνέχεια όσο βρισκόταν εδώ και ποτέ κανένας κατάσκοπός μου δεν την είδε νάχει επαφές μαζί σας. Μέχρι στιγμής.»

«Η Κορίνα δεν ήταν στην Επίστρωτη εδώ και δύο χρόνια!»

«Φυσικά και ήταν στην Επίστρωτη. Από τον χειμώνα. Για λίγο μόνο έφυγε, γιατί είχε κάποιες δουλειές. Δουλειές για εμένα.»

Ο Κλεόπας εξακολουθούσε να δυσκολεύεται να την πιστέψει. «Δε μπορεί να μιλάμε για την ίδια γυναίκα…» μουρμούρισε, σχεδόν σαν να μονολογούσε.

«Πώς τη συνάντησες; Ποια είναι η σχέση σου μαζί της;» ρώτησε η Μαρθάλα-Αλντ.

Ο Κλεόπας κούνησε το κεφάλι του. «Δεν έχουμε τίποτ’ άλλο να πούμε.»

«Μη μου την κρύβεις! Θα τη βρω.»

«Δεν ξέρω πού είναι, σου είπα. Έχει φύγει. Αλλά γιατί την ψάχνεις με τέτοια επιμονή; Αν δουλεύει για σένα, όπως λες, γιατί την κυνηγάς; Τσακωθήκατε;»

«Αυτό δεν αφορά εσένα. Ήδη σου είπα πολλά και δεν μου είπες τίποτα!»

Ο Κλεόπας σκέφτηκε: Η Κορίνα πρέπει κάπως να προσπαθούσε να εξαπατήσει αυτή τη σκρόφα. Αλλά δεν καταλαβαίνω πώς. Στρέφοντας την πλάτη στην Πολιτάρχη, βάδισε προς τα οχήματα της συμμορίας του συνοδευόμενος από τους φρουρούς του.

«Μη φεύγεις!» φώναξε η Μαρθάλα-Αλντ. «Δεν τελειώσαμε την κουβέντα μας!» Αλλά δεν τόλμησε να τον ακολουθήσει· τα άλλα μέλη της συμμορίας κρατούσαν όπλα που έμοιαζαν να μη διστάζουν να χρησιμοποιήσουν – ακόμα κι ενάντια στην ίδια την Πολιτάρχη της Επίστρωτης.

Ο Κλεόπας δεν της απάντησε· εκείνος και οι υπόλοιποι Εχθροί του Πρωινού μπήκαν στα οχήματα. Μηχανές μούγκρισαν, τροχοί περιστράφηκαν, και σύντομα είχαν όλοι χαθεί μες στους νυχτερινούς δρόμους.

Η Μαρθάλα-Αλντ καταράστηκε. Θα τη βρω! σκέφτηκε. Κανένας δεν με εξαπατά έτσι! Ποια νομίζει ότι είναι η Κορίνα; Το τελευταίο πράγμα που περίμενε από αυτήν ήταν να είναι αναμιγμένη με τους Εχθρούς του Πρωινού. Τι δουλειές μπορεί να είχε με μια τέτοια συμμορία;

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ-ΠΕΜΠΤΟ
Τίποτα Δεν Μένει Ανολοκλήρωτο Όταν Έχει Ορθά Ξεκινήσει

-1-

Για κάποια ώρα, η Κορίνα οδηγούσε μέσα στην Επιγεγραμμένη, ακολουθώντας τα πολεοσημάδια που μόνο τα δικά της μάτια διέκριναν μέσα στην Ατέρμονη Πολιτεία, πηγαίνοντας από το ένα στο άλλο σαν να ήταν βέλη. Αλλά η πορεία της ήταν μπερδεμένη. Αναζητούσε μια απάντηση που δεν της δινόταν. Ήθελε να επιστρέψει στην Επίστρωτη αλλά ήξερε πως δεν μπορούσε. Αν επέστρεφε εκεί, ήταν σίγουρη πως ο πόνος από το σημάδι της θα επέστρεφε επίσης. Και πολύ φοβόταν ότι το ίδιο πιθανώς να συνέβαινε κι αν πήγαινε στη Βαθμιδωτή.

Στη Βαθμιδωτή, όμως, έπρεπε να πάει. Εκεί είχε αφήσει το μισοτελειωμένο βιβλίο της. Έπρεπε να πάει, αν μη τι άλλο, για να το πάρει από εκεί· δεν σκόπευε να το εγκαταλείψει στο υπόγειο διαμέρισμα που είχε νοικιασμένο από πολύ καιρό.

Ωστόσο, θα ήθελε κάποια καθοδήγηση από την Πόλη. Αισθανόταν τόσο μπερδεμένη… Αλλά καμια κατανοητή καθοδήγηση δεν λάμβανε.

Επίσης, πεινούσε. Είχε να φάει από χτες βράδυ, και το σώμα της είχε ταλαιπωρηθεί πολύ. Οι Θυγατέρες της Πόλης μπορεί να θεραπεύονταν υπερφυσικά γρήγορα, μπορεί να μην πέθαιναν από φυσικές αιτίες, μπορεί να είχαν ανοσία στις περισσότερες ασθένειες, αλλά εξακολουθούσαν να χρειάζονται τροφή και νερό για να ζήσουν.

Η Κορίνα σταμάτησε το στραπατσαρισμένο τετράκυκλο όχημά της πλάι σ’ένα εστιατόριο. Το μαγαζί δεν είχε κίνηση γιατί δεν ήταν ακόμα μεσημέρι. Μιλώντας από το παράθυρο σ’έναν σερβιτόρο, ζήτησε να της φέρουν μια μερίδα φαγητό κι ένα μπουκάλι νερό, και μετά από λίγο τα είχε. Απομακρύνθηκε από το εστιατόριο, σταμάτησε το όχημά της κάτω από μια γέφυρα, και έφαγε νωχελικά, ενώ σκεφτόταν τι να κάνει.

Φαινόταν πως είχε έρθει ο καιρός να εγκαταλείψει ετούτα τα μέρη, και δεν μπορούσε να το αλλάξει αυτό. Δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε βρεθεί σε τέτοια κατάσταση. Η Κορίνα γνώριζε πως η Πόλη δρούσε από μέσα της με μυστηριώδεις τρόπους. Πολλές φορές, μάλιστα, είχε αναρωτηθεί αν εκείνη και οι υπόλοιπες Θυγατέρες δεν ήταν τίποτα περισσότερο από πιόνια κάποιας άγνωστης, ακατάληπτης δύναμης που είχε συγκεκριμένους σκοπούς τους οποίους αδυνατούσαν να κατανοήσουν. Αν ήταν όμως έτσι, τότε γιατί εξακολουθούσαν να έχουν ελευθερία βούλησης; Δεν τις υποχρέωνε κάτι να πηγαίνουν εκεί όπου πήγαιναν, ούτε να κάνουν ό,τι έκαναν. Μάλιστα, δεν συμφωνούσαν μεταξύ τους πάντα. Υπήρχαν περιπτώσεις που η μία ήθελε να πετύχει κάτι που ήταν τελείως ενάντιο σ’αυτό που ήθελε να πετύχει η άλλη. Αν μία μυστηριώδης δύναμη τις έλεγχε, τότε λογικά δεν θα έπρεπε να συμβαίνει κάτι τέτοιο.

Το μόνο που περιόριζε την τρομερή ελευθερία των Θυγατέρων της Πόλης ήταν το σημάδι στο πόδι τους. Όταν άρχιζαν να πονάνε, έπρεπε να φύγουν. Δεν μπορούσαν να μείνουν. Ήταν καταδικασμένες για πάντα να περιπλανιούνται μέσα στην Ατέρμονη Πολιτεία.

Συνήθως αυτό δεν πείραζε την Κορίνα. Είχε μάθει πλέον να ζει έτσι. Υπήρχαν, όμως, και περιπτώσεις – περιπτώσεις όπως ετούτη τη συγκεκριμένη – που της χαλούσε όλα της τα σχέδια.

Τελείωσε το φαγητό της νιώθοντας πιο απεγνωσμένη απ’ό,τι όταν είχε ξεκινήσει να τρώει. Σκουπίστηκε με μια πετσέτα, ήπιε νερό από το μπουκάλι, και άνοιξε το ντουλαπάκι της κονσόλας του οχήματος. Δεν το είχε ανοίξει πιο πριν αλλά ήξερε – ήξερε – ότι μέσα θα έβρισκε ένα πακέτο τσιγάρα κι έναν ενεργειακό αναπτήρα, ξεχασμένα εκεί από τους Εχθρούς του Πρωινού. Μαζί τους ήταν, επίσης, ένα κλειστό στιλέτο κι ένας γεμιστήρας για πιστόλι.

Η Κορίνα πήρε ένα τσιγάρο και το άναψε, καπνίζοντας ήρεμα, ενώ κοίταζε έξω από τα σπασμένα τζάμια του οχήματος, τα οικοδομήματα και τους δρόμους της Επιγεγραμμένης. Παλιοί τοίχοι που είχαν χρόνια να βαφτούν· τοίχοι ξεφλουδισμένοι· μερικά μπαλκόνια που έμοιαζαν πραγματικά επικίνδυνα· μια γέφυρα (όχι αυτή κάτω από την οποία βρισκόταν η Κορίνα) που είχε γκρεμιστεί σ’ένα σημείο· μερικοί άνθρωποι που έβγαιναν από μια σήραγγα μεταφέροντας στους ώμους τους πράγματα τυλιγμένα με χαρτιά και πλαστικά· μια ψηλή καμινάδα απ’όπου μαυροκόκκινος καπνός υψωνόταν· ένας γύπας του Κρόνου που φτεροκοπούσε στον ουρανό, κρώζοντας δυνατά, και πήγε τελικά να προσγειωθεί πάνω σε μια ταράτσα γεμάτη φυτά, η οποία έμοιαζε εγκαταλειμμένη· ένα μεγάλο επιβατηγό όχημα που περνούσε σηκώνοντας σκόνη με τους ψηλούς μεταλλικούς τροχούς του: δύο κάρα το ακολουθούσαν, που τα τραβούσαν ένα άλογο και μια τριχόσαυρα και τα οποία σύντομα έμειναν πολύ πίσω του… Η Κορίνα παρατηρούσε την πόλη, αλλά όχι μόνο την πόλη. Παρατηρούσε και τα πολεοσημάδια. Η κάθε κίνηση, η κάθε μη-κίνηση, η κάθε σκιά, το κάθε στραφτάλισμα τζαμιών ή μετάλλων, ο κάθε ήχος, απόμακρος ή πιο κοντινός, μετέφερε κάποιο μήνυμα στο μυαλό της. Η Κορίνα – όπως όλες οι Θυγατέρες της Πόλης – είχε μια διαρκή κουβέντα με την Ατέρμονη Πολιτεία, η οποία ποτέ δεν έπαυε.

Τελειώνοντας το τσιγάρο της, το πέταξε έξω από το σπασμένο παράθυρο, βγήκε από το όχημα, κι άρχισε να βαδίζει. Να περιπλανιέται. Ακολουθώντας τα πολεοσημάδια. Η Κορίνα μετακινιόταν όπως ένα πλοίο που παρασέρνεται από τα ρεύματα του νερού χωρίς να επιβάλλει το ίδιο καμία κατεύθυνση. Έτσι κι εκείνη παρασυρόταν από τα ρεύματα της Επιγεγραμμένης χωρίς να εξασκεί καθόλου τη θέλησή της.

Είδε την ψηλή πυραμίδα του Κρόνου ανάμεσα από τα υπόλοιπα οικοδομήματα, με τη μεγάλη πορφυρή σφαίρα στην κορυφή της, η οποία φώτιζε με μια εσωτερική ακτινοβολία αλλά το τεχνητό φως της χανόταν μέσα στο φως του πρωινού ήλιου της Ρελκάμνια.

Η Κορίνα περνούσε δίπλα από οδοιπόρους, δίπλα από κάρα, δίπλα από καβαλάρηδες, δίπλα από μαγαζιά, δίπλα από ζητιάνους, δίπλα από μικρές συμμορίες, δίπλα από ανθρώπους που είχαν πεθάνει στον δρόμο και κανείς δεν τους είχε μαζέψει ακόμα, δίπλα από κουκουλωμένες μορφές που δεν μπορούσε να διακρίνει αν ζούσαν ή όχι. Και η Κορίνα ήταν αόρατη για όλους. Κανείς δεν της έδινε σημασία, σα να μην την έβλεπαν. Μονάχα μια πλανόδια μικροπωλήτρια έστρεψε τα μάτια της επάνω στην Κορίνα και προσπάθησε να της πουλήσει κάτι βραχιόλια, αλλά γρήγορα έπαψε να μιλά όταν εκείνη την αγνόησε τελείως.

Η Κορίνα έστριψε σε μια γωνία κι αντίκρισε, ανάμεσα από τα οικοδομήματα, τον Επιγεγραμμένο Τοίχο να ορθώνεται είκοσι-τρία μέτρα προς τον ουρανό. Μια πελώρια, μια γιγάντια κολόνα γεμάτη μυστηριώδη χαράγματα. Ούτε η Κορίνα δεν μπορούσε να καταλάβει από πού προέρχονταν αυτές οι γραφές. Η καλύτερη εξήγηση που μπορούσε να δώσει στον Επιγεγραμμένο Τοίχο (γιατί, φυσικά, ετούτη δεν ήταν η πρώτη φορά που τον αντίκριζε) ήταν ότι επρόκειτο για ένα από τα θαύματα της Πόλης. Οι ιερωμένοι του Κρόνου, βέβαια, θεωρούσαν τον Τοίχο κάτι σχετικό με τη θρησκεία τους. Μπορεί και να είχαν δίκιο. Η Κορίνα δεν ήταν θρησκευόμενη.

Τώρα, όμως, τα σημάδια της Πόλης την οδηγούσαν προς τα εκεί. Προς τον Επιγεγραμμένο Τοίχο.

Και η Κορίνα πλησίασε, διασχίζοντας τη μικρή πλατεία στη μέση της οποίας βρισκόταν το επιβλητικό μνημείο.

Κανείς άλλος δεν ήταν κοντά, και η Κορίνα είχε την αίσθηση ότι ξαφνικά σ’ολάκερη τη Ρελκάμνια υπήρχαν μονάχα εκείνη και ο Επιγεγραμμένος Τοίχος. Όλος ο υπόλοιπος κόσμος δεν ήταν παρά μια σκιά, ένα ημιπραγματικό σκηνικό…

Η Κορίνα ατένιζε τις μυστηριώδεις γραφές, και δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα. Δεν ήξερε πώς να τις διαβάσει. Αλλά κάτι, σήμερα, τη μαγνήτιζε εδώ. Συνέχισε έτσι να τις κοιτάζει, και είδε προς τ’αριστερά μια αλλαγή. Την ακολούθησε με το βλέμμα της. Κάποια σχήματα σβήνονταν σαν να βυθίζονταν μέσα στον Τοίχο, σαν ο Τοίχος να ήταν σφουγγάρι που τα ρουφούσε· και στη θέση τους άλλα σχήματα άρχισαν να παρουσιάζονται, σαν ένα αόρατο χέρι να τα χάραζε πάνω στην πέτρα. Αυτό ήταν πολύ… ασυνήθιστο. Οι αλλαγές στον Τοίχο δεν γίνονταν, κανονικά, με τόσο γρήγορο ρυθμό. Ήταν ακόμα ένα από τα θαύματα της Πόλης – ειδικά για την Κορίνα, ίσως. Η οποία, αν και στην πραγματικότητα δεν μπορούσε να διαβάσει τα μυστηριώδη χαράγματα, μπορούσε να τα καταλάβει! Παρότι φάνταζε αντιφατικό, ίσχυε. Κι αυτό δεν την εξέπληττε. Είχε, εδώ και πολλά χρόνια πια, διδαχθεί ότι δύο τελείως αντίθετα πράγματα μπορούν να ισχύουν συγχρόνως.

Η Κορίνα «διάβαζε» τα ακατανόητα σχήματα καθώς – και μόνο καθώς – παρουσιάζονταν. Ο Τοίχος τής έλεγε:

…και καμία ενέργεια δεν μένει ανολοκλήρωτη όταν έχει ορθά ξεκινήσει… μόνο ένας αποχαιρετισμός απομένει, και η συλλογή της δουλειάς…

Η Κορίνα βλεφάρισε καθώς το μυαλό της έπαψε να κατανοεί τα μυστηριώδη χαράγματα. Είχαν γίνει ξανά τελείως ακατάληπτα για εκείνη. Αλλά θυμόταν τι της είχαν πει. Και η σκέψη της βρήκε την έξοδο από τον λαβύρινθο.

Δεν ήταν καν λαβύρινθος, συμπέρανε. Δεν υπήρχε λαβύρινθος.

Οι δουλειές μου έχουν ολοκληρωθεί!

Γελώντας, η Κορίνα απομακρύνθηκε από τον Επιγεγραμμένο Τοίχο.

Μόνο ένας αποχαιρετισμός απομένει. Όντως. Και κάτι τελευταίο να μαζέψω…

-2-

Η γνώση είναι αινιγματικό και στριφνό πράγμα. Μπορεί να είναι εκεί, «κλειδωμένη», μέσα στο μυαλό σου, αλλά να μην εξωτερικεύεται μέχρι να δεις ή ν’ακούσεις το «κλειδί». Τότε η πόρτα ανοίγει και μπαίνεις σ’έναν χώρο όπου ώς τότε δεν είχες πρόσβαση!

Ορισμένοι αυτό το λένε και «διαίσθηση». Αλλά είναι κάτι περισσότερο. Ή κάτι διαφορετικό. Ελάχιστοι άνθρωποι το εμπιστεύονται...

-3-

Η Κορίνα επέστρεψε στο στραπατσαρισμένο όχημά της. Κοιμήθηκε εκεί μερικές ώρες γιατί ήταν κουρασμένη. Όταν ξύπνησε, απόγευμα πλέον, οι σκιές είχαν πυκνώσει στην Επιγεγραμμένη κι από κάπου ερχόταν μια πνιγηρή οσμή από κάτι σάπιο ή πολύ βρόμικο. Η οσμή ήταν που, βασικά, ξύπνησε την Κορίνα. Αλλά δεν είχε σημασία· ήταν ώρα να φύγει, ούτως ή άλλως.

Ενεργοποίησε το όχημά της και διέσχισε την Επιγεγραμμένη. Μπήκε στη Ρόδα, όπου τα μηχανοκίνητα οχήματα ήταν πολύ, πολύ περισσότερα. Οι δρόμοι της ήταν μεγάλοι, το ίδιο και οι γέφυρες και οι σήραγγές της. Οι κάτοικοί της έτρεχαν αρκετά γρήγορα. Ένας απ’αυτούς, μάλιστα, πλησίασε με το τετράκυκλό του το τετράκυκλο της Κορίνας· της φώναξε: «Τι σακαράκα είν’ αυτή, ρε κοπελιά; Δε ντρέπεσαι να τριγυρίζεις έτσι;» και, γελώντας, την προσπέρασε.

Η Κορίνα τού έκανε κωλοδάχτυλο, βγάζοντας το χέρι της από το σπασμένο παράθυρο.

Ο τύπος σταμάτησε το όχημά του, γυρίζοντας το έτσι ώστε να της κόψει τον δρόμο.

Η Κορίνα πάτησε το φρένο, σταματώντας προτού κοπανήσει επάνω του· δεν είχε καμια όρεξη γι’ακόμα μια σύγκρουση – αν και η προηγούμενη δεν ήταν ακριβώς σύγκρουση.

«Τι είναι, ρε φίλε;» τον ρώτησε από το παράθυρο. «Έχεις κανένα πρόβλημα;» Καταλάβαινε από τα πολεοσημάδια γύρω του ότι δεν ήταν πραγματικά επικίνδυνος.

Ο άντρας – γαλανόδερμος, μελαχρινός, σγουρομάλλης, με μυτερό μούσι στο σαγόνι («ανάποδο ξίφος», όπως το έλεγε η μόδα) – της έκλεισε το μάτι. «Να σε πάρω για μια βόλτα μαζί μου, να δεις πώς κινούνται τα κανονικά τροχοφόρα;»

«Ευχαριστώ, δεν θέλω.»

Ο άντρας μόρφασε. «Εσύ χάνεις.» Έβαλε πάλι μπροστά το όχημά του, έστριψε, κι έφυγε.

Η Κορίνα συνέχισε την πορεία της, αποφεύγοντας λίγο παρακάτω κάποιους που έκαναν αγώνες δρόμου με δίκυκλα κοντά σε μια πλατεία γεμάτη μπαρ. Στο κέντρο της πλατείας ήταν στημένη μια ψηλή σκηνή, κι ένα συγκρότημα έπαιζε μουσική.

Η Κορίνα άφησε τελικά τη Ρόδα πίσω της και μπήκε στη Βαθμιδωτή. Η διαφορά στο περιβάλλον ήταν αμέσως αισθητή. Όλοι αυτοί οι καπνοί και τα νέφη που γέμιζαν εδώ τον ουρανό σού προκαλούσαν μια σχετική δυσφορία όταν ερχόσουν από αλλού. Ήταν μέχρι που να τα συνηθίσεις. Αν και η συνήθειά τους δεν ήταν και τίποτα το τόσο καλό, νόμιζε η Κορίνα. Σε δηλητηρίαζαν σιγά-σιγά. Ο μέσος όρος ζωής ήταν μικρότερος στη Βαθμιδωτή απ’ό,τι σ’άλλες συνοικίας, και πάρα πολλοί πέθαιναν από αναπνευστικά προβλήματα. Τα πνευμόνια τους έλιωναν στο τέλος. Ευτυχώς, εκείνη, ως Θυγατέρα της Πόλης, δεν χρειαζόταν ν’ανησυχεί. Οι έξυπνοι κάτοικοι της Βαθμιδωτής, πάντως, έμεναν όσο πιο πολύ μπορούσαν στο εσωτερικό οικοδομημάτων με καλό τεχνητό κλιματισμό. Αυτοί ήταν που ζούσαν περισσότερο. Όσο για τους ποδοπατημένους… άσ’ το καλύτερα. Εκτός αν κατάφερναν να ανελιχθούν δεν είχαν πολλές ελπίδες ούτως ή άλλως.

Η Κορίνα κατέβηκε σε μια σήραγγα ενώ είχε πλέον νυχτώσει. Οδηγούσε πιο προσεχτικά εδώ κάτω, παρότι οι δρόμοι ήταν αρκετά καλά φωτισμένοι. Περνώντας από μια υπόγεια περιοχή όπου ήταν γνωστό πως κυκλοφορούσαν κακόφημες συμμορίες, έφτασε σε μια άλλη περιοχή που ήταν γεμάτη κατοικίες. Εδώ βρισκόταν και το διαμέρισμα που είχε νοικιάσει από καιρό. Κανένας εκτός από εκείνη δεν γνώριζε γι’αυτό.

Στάθμευσε το όχημά της σ’ένα γκαράζ και πήγε προς τον προορισμό της βαδίζοντας. Η πολυκατοικία ήταν μια από τις ονομαζόμενες ανάποδες πολυκατοικίες – αυτές, δηλαδή, που βρίσκονταν σε υπόγειους χώρους και εκτείνονταν προς τα κάτω αντί για προς τα πάνω, όπως οι πολυκατοικίες στην επιφάνεια της γης.

Η Κορίνα πέρασε την είσοδο, μπήκε στον ανελκυστήρα, και κατέβηκε στο δεύτερο πάτωμα. Βγήκε στον διάδρομο, προσπέρασε μια άλλη ένοικο καθοδόν, κι έφτασε μπροστά στην εξώπορτα του νοικιασμένου διαμερίσματός της. Την ξεκλείδωσε και πέρασε το κατώφλι. Άναψε το φως. Τα πάντα ήταν όπως τα είχε αφήσει· τίποτα δεν είχε πειραχτεί. Πράγμα που δεν την εξέπληξε καθόλου. Όχι επειδή κρατούσε τούτο το διαμέρισμα μυστικό αλλά επειδή η διαίσθησή της της το έλεγε καθώς πλησίαζε εδώ.

Έβγαλε την καπαρντίνα της και την έριξε πάνω σε μια πολυθρόνα· έβγαλε τις μπότες της, τις κάλτσες της, όλα της τα ρούχα. Έκανε ένα γρήγορο ντους και φόρεσε καινούργια, άνετα ρούχα από τη ντουλάπα. Πήρε ένα μπουκαλάκι Κρύο Ουρανό από το ψυγείο, το άνοιξε, και ήπιε βαθιά.

Κάθισε στο γραφείο της όπου ήταν τοποθετημένη η γραφομηχανή της. Άνοιξε ένα συρτάρι και τράβηξε έξω τα φύλλα του μισοτελειωμένου βιβλίου της. Είχε ακόμα πολλά να προσθέσει από όσα είχε δει στη Βαθμιδωτή και στην Επίστρωτη. Το πώς αντιδρούσαν οι κοινωνίες την ενδιέφερε πολύ. Κι αυτές οι δύο συνοικίες αποτελούσαν ιδανικό έδαφος για τους πειραματισμούς της. Είχε εξοργιστεί όταν το σημάδι της απαιτούσε να φύγει από την Επίστρωτη. Αλλά τώρα καταλάβαινε. Καταλάβαινε γιατί έπρεπε να φύγει, και από την Επίστρωτη και από τη Βαθμιδωτή:

Δεν υπήρχε πια λόγος να βρίσκεται εδώ.

…και καμία ενέργεια δεν μένει ανολοκλήρωτη όταν έχει ορθά ξεκινήσει…

Ακριβώς.

Η δουλειά της είχε, ουσιαστικά, τελειώσει. Και το σημάδι της μάλλον είχε καλό λόγο που πονούσε. Ίσως να ήθελε να την προειδοποιήσει για κάποιο κίνδυνο. Η Κορίνα μπορεί να έβλεπε πολλά, μα δεν ήταν παντογνώστρια. Ίσως κάπου να το είχε παρακάνει χωρίς να το καταλάβει. Ίσως να είχαν στραφεί επάνω της βλέμματα δυνάμεων που μπορούσαν να της προκαλέσουν μεγάλο κακό… Δεν είχε σημασία πλέον. Τώρα θα έφευγε από εδώ.

Νόμιζε, μάλιστα, ότι πάλι το σημάδι στο δεξί της πέλμα είχε αρχίσει να την ενοχλεί λιγάκι. Το έτριψε, ασυναίσθητα, με το χέρι της ενώ συγχρόνως έριχνε μια ματιά στα δακτυλογραφημένα φύλλα του βιβλίου της…

-4-

Το πρωί, πρόσεξε ότι ένα κομμάτι χαρτί ήταν περασμένο κάτω από την πόρτα του. «Τι είσαι τώρα εσύ;» μουρμούρισε, αγουροξυπνημένος, και βαδίζοντας ξυπόλυτος ώς εκεί το σήκωσε. Το ξεδίπλωσε. Ένα μήνυμα ήταν γραμμένο επάνω του, με γραφικό χαρακτήρα που του έμοιαζε γυναικείος:

 

Θα ήθελα να σου μιλήσω για μια τελευταία φορά. Μετά θα φύγω και μάλλον δεν θα με ξαναδείς. Σήμερα στις 8.30 μ.μ. έλα στη Μικρόχωρου 48, στον Μηχανόπυργο.

—Κορίνα

 

Υ.Γ. 1: Μη φέρεις κανέναν άλλο μαζί σου. (Θα το καταλάβω αν φέρεις!)

Υ.Γ. 2: Μην πεις σε κανέναν τίποτα γι’αυτό το μήνυμα. (Θα το καταλάβω αν πεις!)

 

Η Κορίνα! Ήταν εδώ, στη Βαθμιδωτή.

Τι έκανε εδώ; Οι κατάσκοποι του Πολιτάρχη νόμιζαν ότι ήταν στην Επίστρωτη.

Κρυβόταν; Γιατί;

Ο Ζακ είχε μια ξαφνική παρόρμηση να ενεργοποιήσει τον επικοινωνιακό δίαυλο του σπιτιού του και να καλέσει την Πρωτονίκη για να της το πει. Αλλά η προειδοποίηση της Κορίνας τον σταμάτησε. Διαισθανόταν πως μιλούσε σοβαρά. Πολύ σοβαρά. Δεν ήθελε να πει σε κανέναν για εκείνη.

Γιατί, όμως, αποφάσισε να επικοινωνήσει μαζί μου; Γιατί όχι με την Πρωτονίκη; Εξάλλου, με την Πρωτονίκη είχε ουσιαστικά πάρε-δώσε, όχι μ’εκείνον!

Την προηγούμενη φορά, όμως, που είχαν μιλήσει οι δυο τους… που τον είχε ρωτήσει γι’αυτά που έγραφε… Τι μπορεί να θέλει τώρα να μου πει; Για τα βιβλία μου πάλι;

Γαμώτο! αυτό το μήνυμα ήταν σαν να είχε βγει από τις ιστορίες του!

Μπορούσε να το αγνοήσει, αν ήθελε, φυσικά. Μπορούσε να μην πάει να τη συναντήσει. Αλλά…

Η περιέργειά του ήταν μεγάλη. Ήταν πράγματι η Κορίνα, ή κάποιος τού έκανε πλάκα; Ποιος, όμως; Μόνο η Πρωτονίκη ερχόταν στο μυαλό του. Μόνο εκείνη μπορεί να έκανε πλάκα σχετικά με κάτι τέτοιο. Οι κατάσκοποι του Πολιτάρχη δεν έκαναν πλάκες.

Η Πρωτονίκη… Ο Ζακ βάδισε προς την κουζίνα του, όπου ο καφές ακουγόταν να ψήνεται. Όχι, φίλε μου, δεν είναι η Πρωτονίκη. Η Κορίνα είναι.

Πραγματικά, σαν να βγήκε από βιβλίο μου, γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος…

Αφού έβαλε τον καφέ του σ’ένα φλιτζάνι και ετοίμασε ένα λιτό πρωινό (ψωμί, βούτυρο, μέλι), κάθισε στο σαλόνι και έφαγε. Κανονικά θα είχε ανοίξει το ραδιόφωνο ν’ακούσει τα νέα (το προτιμούσε από τον τηλεοπτικό δέκτη), αλλά τώρα το μυαλό του ήταν απασχολημένο με την Κορίνα. Γιατί κρυβόταν τόσο καιρό; Κι αν δεν κρυβόταν, αν τώρα είχε επιστρέψει στη Βαθμιδωτή, γιατί ήθελε να δει εκείνον; Γιατί δεν είχε ήδη πει τίποτα στην Πρωτονίκη;

Από αυτές τις σκέψεις, ο νους του γλίστρησε σε άλλες. Στην πλοκή του μυθιστορήματος που έγραφε αυτό τον καιρό. Ήταν πολύ εύκολο να κάνεις τη νοητική μετάβαση από την Κορίνα σε μια φανταστική ιστορία μυστηρίου. Και η ίδια η Κορίνα φανταστική έμοιαζε.

Τελειώνοντας το πρωινό του, πήρε τον καφέ μαζί του, πήγε στο γραφείο του, κι άρχισε να πληκτρολογεί το επόμενο κεφάλαιο…

Το μεσημέρι συνάντησε την Πρωτονίκη για να γευματίσουν σ’ένα εστιατόριο του Ωρολογόμετρου. Δεν της είπε τίποτα για το μήνυμα της Κορίνας, κι απ’ό,τι κατάλαβε δεν ήξερε πως η Κορίνα είχε επιστρέψει. Αν το ήξερε δεν θα το κρατούσε κρυφό, σίγουρα. Εκτός βέβαια αν η Κορίνα τής είχε ζητήσει να το κρατήσει κρυφό. Θα μπορούσε, άραγε, η Κορίνα να είχε στείλει μήνυμα και στους δυο τους, ζητώντας κι από τους δύο να το κρατήσουν κρυφό;

Μη σκέφτεσαι σαν να είσαι μέσα σε βιβλίο σου, Ζακ, προειδοποίησε τον εαυτό του. Δεν είσαι μέσα σε βιβλίο σου. Η Κορίνα απλώς μοιάζει φανταστική· δεν είναι.

«Προβληματισμένος μού φαίνεσαι,» παρατήρησε η Πρωτονίκη. «Τι έχεις;» Και, συγχρόνως, τον πείραζε κάτω απ’το τραπέζι με το πόδι της.

«Τίποτα. Απλώς σκεφτόμουν… το βιβλίο μου, βασικά, σκεφτόμουν.»

«Τι θέμα έχει;»

«Ένα συνηθισμένο μυστήριο φόνου. Βρίσκουν έναν εργάτη νεκρό και μετά συνειδητοποιούν ότι αυτός ο εργάτης δεν ήταν ποτέ εργάτης ουσιαστικά στη βιομηχανία…»

«Τι εννοείς; Ήταν εργάτης ή δεν ήταν;»

«Δεν ήταν καταγεγραμμένος.»

«Γιατί;»

«Δε θα σου πω την απάντηση, αγάπη. Διάβασέ το.»

«Μα αφού δεν το έχεις γράψει ακόμα!»

«Περίμενε μέχρι να το γράψω. Μη μου πεις ότι βιάζεσαι.»

Η Πρωτονίκη αναποδογύρισε τα μάτια. «Πολύ περίεργος είσαι.»

«Θα έγραφα βιβλία μυστηρίου αν δεν ήμουν;»

«Σωστά.» Αναστέναξε, και ήπιε μια γουλιά από το κρασί της.

«Κι εσύ, όμως, είσαι προβληματισμένη…»

«Γνωρίζεις γιατί είμαι προβληματισμένη, Ζακ, δεν γνωρίζεις;»

Φυσικά και γνώριζε. Η Νέα Παραγωγή είχε διάφορα προβλήματα και η Πρωτονίκη ήταν αγχωμένη. Ορισμένες φορές, ο Ζακ νόμιζε πως είχε πια αρχίσει να χάνει τον παλιό, πρόσχαρο, ενθουσιώδη εαυτό της. Και του άρεσε ο παλιός, πρόσχαρος, ενθουσιώδης εαυτό της. Αυτή ήταν η αληθινή Πρωτονίκη. Η καινούργια Πρωτονίκη δεν… δεν ήταν ολοκληρωμένη ακόμα, αλλά δεν του άρεσε και τόσο η μορφή που φαινόταν να παίρνει.

Αφού έφαγαν, πήγαν στο κρεμαστό διαμέρισμά της και πέρασαν την ώρα τους εκεί, κάνοντας έρωτα και παίζοντας ύστερα ένα παιχνίδι που χρησιμοποιούσε δύο αλληλοσυνδεδεμένες οθόνες και μια μακρόστενη κονσόλα. Είχε κυκλοφορήσει τελευταία στη Βαθμιδωτή, αλλά ο Ζακ κατέληξε ότι δεν ήταν και πολύ ωραίο, και η Πρωτονίκη συμφώνησε. «Βαρετό είναι, βασικά.»

Κατά τις οκτώ, ο Ζακ είπε ότι είχε μια δουλειά και έπρεπε να φύγει.

«Τι δουλειά;»

«Θα πάω τ’όχημά μου σ’έναν μηχανουργό για να κοιτάξει κάτι.»

«Να έρθω;»

«Όχι, αγάπη, άσ’ το,» είπε ο Ζακ βάζοντας το πανωφόρι του. «Δε νομίζω ν’αργήσω. Όταν επιστρέψω μπορούμε να… να κάνουμε ό,τι θέλεις.»

Η Πρωτονίκη δεν έφερε αντίρρηση. Πήγε να δουλέψει ένα αγαλματίδιο που έφτιαχνε με χάντρες και μηχανικά κομμάτια, καθώς ο Ζακ έφευγε από το κρεμαστό διαμέρισμά της.

-5-

Ο Ζακ οδήγησε το δίκυκλό του προς τον Μηχανόπυργο, που βρισκόταν στα βορειοδυτικά της Βαθμιδωτής, μακριά από το σπίτι της Πρωτονίκης. Γύρω του η νυχτερινή πόλη είχε αρχίσει να ξυπνά· οι νυχτοβάτες βάδιζαν στους δρόμους ανενόχλητοι: ρακένδυτες μορφές που έμοιαζαν με στοιχειά της Ρελκάμνια. Ο Ζακ όμως έπρεπε να θυμίζει στον εαυτό του ότι ήταν άνθρωποι, όχι στοιχειά, και μάλιστα πολύ άτυχοι. Δεν ήταν σωστό να τους βλέπεις σαν τέρατα, όπως τους έβλεπαν κάποιοι· τους έκλεβες έτσι την ανθρωπιά τους. Ή ίσως να μείωνες τη δική σου ανθρωπιά.

Η Κορίνα είχε φέρει αρκετούς απ’αυτούς να δουλέψουν στις καινούργιες μονάδες παραγωγής τροφίμων – πράγμα που ο Ζακ θεωρούσε θετικό.

Η Οδός Μικρόχωρου ήταν, ουσιαστικά, μια γέφυρα που περνούσε ανάμεσα από κάμποσες πολυκατοικίες αγγίζοντάς τες. Ο Ζακ ανέβασε το δίκυκλό του εκεί και έκοψε ταχύτητα, κοιτάζοντας τους αριθμούς πάνω από τις πόρτες.

Προτού δει το 48 στην πινακίδα, είδε την Κορίνα. Δηλαδή, όχι ακριβώς την Κορίνα. Είδε μια σκιερή φιγούρα να στέκεται μπροστά σε μια είσοδο, αλλά κατάλαβε ότι ήταν αυτή. Δεν μπορεί να ήταν καμια άλλη. Είχε, ξαφνικά, την εντύπωση ότι η συγκεκριμένη μορφή ήταν πολύ πιο έντονη – ή, ίσως, πολύ πιο σημαντική – από οτιδήποτε άλλο εκεί γύρω: και ήταν, παράλογα, σίγουρος ότι τώρα πρέπει να βρισκόταν μέσα σε βιβλίο του.

Σταμάτησε το δίκυκλό του δίπλα της, και διέκρινε το πορφυρόδερμο πρόσωπό της κάτω από το μικρό, κομψό καπέλο της.

«Καλησπέρα, Ζακ. Πώς είσαι;»

«Παραξενεμένος, οφείλω να ομολογήσω.»

Η Κορίνα χαμογέλασε αχνά με τα μικρά, βαμμένα μαύρα χείλη της. «Πάμε να καθίσουμε κάπου, καλύτερα;»

«Αν θέλεις.»

Η Κορίνα ανέβηκε πίσω του στο δίκυκλο, και του έδωσε κατευθύνσεις ώστε να φτάσουν σ’ένα μπαρ στην άλλη άκρη της γέφυρας. Άφησαν το όχημα σ’έναν χώρο στάθμευσης πλάι στο μπαρ και μπήκαν. Η μουσική ήταν απαλή και ο φωτισμός χαμηλός. Μερικοί άνθρωποι χόρευαν αργόσυρτα. Ο Ζακ και η Κορίνα κάθισαν σ’ένα γωνιακό τραπέζι και παράγγειλαν εκείνος ένα ποτήρι κρασί κι εκείνη ένα ποτήρι Κρύο Ουρανό.

Όταν τα ποτά ήρθαν, ο Ζακ είπε: «Στην Πρωτονίκη δεν έχεις πει ότι επέστρεψες…»

Η Κορίνα δεν τον ρώτησε καν αν εκείνος είχε πει τίποτα στην Πρωτονίκη· ήταν σαν να γνώριζε πως είχε κρατήσει το μυστικό της όπως του είχε ζητήσει. «Δεν επέστρεψα ακριβώς, Ζακ,» εξήγησε. «Περαστική είμαι.»

«Είναι αλήθεια ότι ήσουν στην Επίστρωτη;»

«Στην Επίστρωτη;» Ύψωσε ένα της φρύδι ερωτηματικά.

«Οι κατάσκοποι του Πολιτάρχη νόμιζαν ότι είσαι στην Επίστρωτη.»

Τα μάτια της στένεψαν σαν να ήταν διασκεδασμένη από αυτό. Αλλά δεν έδωσε καμια εξήγηση. «Απλώς ήθελα να σε αποχαιρετήσω, Ζακ,» είπε, «γιατί μάλλον δεν θα με ξαναδείς. Ούτε εσύ ούτε η Πρωτονίκη.»

«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα; Κάτι συνέβη με τον Πολιτάρχη;»

Η Κορίνα κούνησε το κεφάλι. «Όχι, δεν υπάρχει πρόβλημα,» είπε ήρεμα. «Αλλά ήρθε η ώρα να φύγω. Σ’ευχαριστώ για τα βιβλία σου, Ζακ.»

Ο Ζακ μειδίασε. «Τα αγόρασες,» της θύμισε.

«Δεν έχει σημασία αυτό. Σημασία έχει ότι σε γνώρισα και ενδιαφέρθηκα να διαβάσω τα βιβλία σου. Οι ευκαιρίες είναι πιο σημαντικές από τα λεφτά, παρότι πολλοί άνθρωποι δεν το νομίζουν – παρότι δεν το σκέφτονται καν.»

«Ναι,» συμφώνησε ο Ζακ, «έχεις δίκιο.» Χαμογέλασε. «Ούτε εγώ δεν το είχα σκεφτεί έτσι, βασικά, μέχρι που το εξέφρασες μ’αυτό τον τρόπο. Θα μπορούσα να το βάλω σε κάποιο βιβλίο;»

«Φυσικά,» αποκρίθηκε η Κορίνα και ήπιε μια γουλιά από τον Κρύο Ουρανό της.

«Θα φύγεις, λοιπόν…»

«Ναι. Τελείωσα τις δουλειές μου εδώ. Αλλά, προτού φύγω, εκτός του ότι ήθελα να σε αποχαιρετήσω, θέλω επίσης να σου πω κάτι. Για την Πρωτονίκη.»

Ο Ζακ την περίμενε να συνεχίσει.

«Μην της κρατήσεις κρυφό ότι με συνάντησες. Πες της το. Και πες της, επιπλέον, ότι της προτείνω να πουλήσει το μερίδιο που έχει στη Νέα Παραγωγή και να κάνει κάτι άλλο με τα λεφτά – κάτι που δεν θα την πιέζει ως αποτέλεσμα.»

Ο Ζακ συνοφρυώθηκε. «Μα… έχεις τόσο καιρό να μας δεις… Πώς ξέρεις ότι…;»

«Ότι η Πρωτονίκη έχει αλλάξει;»

Ο Ζακ ένευσε.

«Γνωρίζω ότι έχουν δημιουργηθεί προβλήματα στη Βαθμιδωτή, Ζακ: προβλήματα άμεσα σχετιζόμενα με τις εταιρείες τροφίμων. Φυσικό δεν είναι αυτό να έχει απασχολήσει την Πρωτονίκη;»

«Την έχει όντως απασχολήσει,» είπε εκείνος. «Πολύ. Και… με στεναχωρεί αυτό. Η αλλαγή της… Κι εκείνη τη στεναχωρεί, αλλά δεν νομίζω ότι ξέρει πώς να το σταματήσει. Είναι παγιδευμένη.»

«Πες της ότι της προτείνω να πουλήσει το μερίδιο που έχει στη Νέα Παραγωγή. Θα το κάνει, και το βάρος θα φύγει από πάνω της.»

Ο Ζακ ήπιε μια γουλιά από το κρασί του, συλλογισμένος. «Θα της το πω, Κορίνα,» αποκρίθηκε.

Η Κορίνα ένευσε, ευχαριστημένη.

«Επίσης,» είπε, «θέλω να σου δείξω κάτι. Κι αυτό είναι μόνο για σένα. Μπορείς να το πεις, βέβαια, και στην Πρωτονίκη αν θέλεις, αλλά… δεν ξέρω, είναι δικό σου θέμα.»

«Κι άλλα μυστήρια;»

«Νόμιζα ότι σου άρεσαν τα μυστήρια, Ζακ.»

«Στα βιβλία, ναι.»

«Στην πραγματικότητα είναι ακόμα καλύτερα.

»Σ’ένα από τα μυθιστορήματά σου έχεις μέσα μια Θυγατέρα της Πόλης…»

«Ναι,» είπε ο Ζακ. «Και;»

«Δεν είναι και πολύ… ρεαλιστικά γραμμένη, πρέπει να σου πω.»

Ο Ζακ γέλασε. «Ξέρεις πώς είναι οι Θυγατέρες της Πόλης;»

Η Κορίνα είπε: «Σκύψε λίγο και δες.» Έβγαλε το δεξί της παπούτσι· κατέβασε την κάλτσα της, την τράβηξε.

Τα μάτια του Ζακ γούρλωσαν καθώς είδε το σημάδι. Ήταν ακριβώς όπως το περιέγραφαν ορισμένα βιβλία: λαμπύριζε, κι έμοιαζε ανάγλυφο πάνω στο κόκκινο δέρμα της.

Η Κορίνα το έκρυψε πάλι με τη μαύρη κάλτσα. Φόρεσε το παπούτσι της. «Γνωρίζω πώς είναι οι Αδελφές μου,» του είπε. «Γνωρίζω.»

«Συγνώμη… Με… με δουλεύεις;… Με…; Είναι δερματοστιξία, έτσι;»

Η Κορίνα γέλασε. «Δεν είναι δερματοστιξία, Ζακ. Είναι το αληθινό σημάδι των Θυγατέρων. Δεν γίνεται να το φτιάξεις με δερματοστιξία.»

«Δηλαδή, είσαι Θυγατέρα της Πόλης…»

Ήπιε μια γουλιά κρασί. «Ναι.»

«Σταμάτα, Κορίνα! Νομίζεις ότι είμαι τόσο φαντασμένος επειδή γράφω ιστορίες μυστηρίου; Νομίζεις ότι θα σε πιστέψω;»

«Γιατί να σου πω ψέματα;» Δεν χαμογελούσε.

Ο Ζακ θυμήθηκε ότι η Ιωάννα είχε ρωτήσει την Πρωτονίκη για τις Θυγατέρες της Πόλης. Το ήξερε και η Ιωάννα ότι η Κορίνα ήταν–; Όχι! δεν μπορεί να ήταν… Δεν υπήρχαν οι Θυγατέρες της Πόλης. Ήταν μύθος.

«Μη με κοροϊδεύεις, Κορίνα. Θα το πάρω προσωπικά.»

Η Κορίνα αναστέναξε. «Την αλήθεια σού είπα. Αν θες με πιστεύεις. Και πρέπει επίσης να σου πω πως τα περισσότερα πράγματα που γράφουν για εμάς διάφορα βιβλία ‘ερευνητών’ δεν έχουν καμια σχέση με την πραγματικότητα. Να το έχεις υπόψη σου αυτό αν σκέφτεσαι να μας συμπεριλάβεις σε άλλο μυθιστόρημά σου.»

Ο Ζακ την παρατηρούσε μην ξέροντας αν έπρεπε να αισθανθεί διασκεδασμένος, τρομαγμένος, ή μαγεμένος. Η αλήθεια ήταν πως εξαρχής η Κορίνα τού είχε δημιουργήσει μια πολύ περίεργη εντύπωση. Μια σχεδόν… υπερφυσική εντύπωση.

«Επειδή είμαι ηλίθιος, ας πούμε ότι σε πιστεύω.»

Η Κορίνα μειδίασε.

«Και τι θέλεις να μου ζητήσεις τώρα;» τη ρώτησε ο Ζακ. «Κάτι εξωφρενικό, επειδή είσαι ‘Θυγατέρα της Πόλης’;»

«Τίποτα δεν θέλω να σου ζητήσω, Ζακ. Σου είπα: απλώς για να σε αποχαιρετήσω ήρθα. Μάλλον δεν θα ξανασυναντηθούμε.»

Ο Ζακ ήταν αμίλητος για μερικές στιγμές. Δεν ήξερε τι να πει. Ήπιε κι άλλο κρασί.

Η Κορίνα ρώτησε: «Θα το πεις στην Πρωτονίκη;»

«Ποιο; ότι είσαι Θυγατέρα της Πόλης;»

«Ναι.»

«Φυσικά και όχι.»

Η Κορίνα γέλασε.

«Θα διαβάζω τα βιβλία σου,» είπε αργότερα, όταν βγήκαν από το μπαρ, λίγο προτού χωρίσουν. «Όλα δρόμος είναι, στη Ρελκάμνια, Ζακ.»

Μετά, εξαφανίστηκε μέσα στη νύχτα της Ατέρμονης Πολιτείας.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η Εκδίκηση της Νύχτας

-1-

Μέχρι το καλοκαίρι, μια ανήσυχη ηρεμία επικρατούσε ανάμεσα στις εξαγριωμένες συνοικίες της Βαθμιδωτής και της Επίστρωτης. Δεν είχαν διαλύσει τους στρατούς τους, και είχαν κι οι δύο τους μισθοφόρους τους έτοιμους να χιμήσουν ο ένας στον άλλο. Καμια συνοικία, όμως, δεν τολμούσε να κάνει το πρώτο βήμα.

Η οικονομία της Βαθμιδωτής είχε υποστεί αρκετά πλήγματα τον τελευταίο καιρό και ο Κίμωνας Χρονομάχος δεν ήθελε να υποστεί ακόμα περισσότερα: και ο πόλεμος είναι πάντα πλήγμα στην οικονομία, είτε νικάς είτε χάνεις. Ωστόσο, η ανάπτυξη των τεχνικών εταιρειών της Επίστρωτης τον προβλημάτιζε. Αν η Επίστρωτη συνέχιζε έτσι, σύντομα θα μπορούσε να ανεξαρτητοποιηθεί από τη Βαθμιδωτή, και θα έκανε ό,τι και η Βαθμιδωτή τής είχε κάνει με τα τρόφιμα: θα διέλυε τις εμπορικές συμφωνίες. Αλλά η Βαθμιδωτή τις χρειαζόταν αυτές τις συμφωνίες γιατί πολλά χρήματα έρχονταν από εκεί: χρήματα τα οποία τώρα χρειαζόταν. Δεν πουλούσε, βέβαια, μόνο στην Επίστρωτη, όμως από την Επίστρωτη λάμβανε ανέκαθεν ένα τεράστιο μέρος του εισοδήματός της από εξαγωγές.

Ο Κίμωνας μπορούσε να βάλει μισθωμένους δολιοφθορείς να επιτεθούν στα καινούργια εργοστάσια της Επίστρωτης, μα φοβόταν ότι αυτό πιθανώς να είχε αντίποινα ως αποτέλεσμα – και δεν ήξερε αν θα άντεχαν τα αντίποινα της Επίστρωτης οι επιχειρηματίες του που ασχολούνταν με την παραγωγή τροφίμων. Επιπλέον, το γεγονός ότι η Πρωτονίκη Υστερώνυμη είχε πουλήσει το μερίδιό της από τη Νέα Παραγωγή και είχε παραιτηθεί από την ενασχόλησή της με επιχειρήσεις είχε ρίξει το ηθικό των υπόλοιπων επιχειρηματιών. Η Υστερώνυμη αποτελούσε ίνδαλμα για πολλούς· ήταν η πρώτη που είχε ξεκινήσει παραγωγή τροφίμων στη Βαθμιδωτή. Ο Κίμωνας τής είχε ζητήσει να μην παραιτηθεί, να το ξανασκεφτεί – και θα προσπαθούσε να τη χρηματοδοτήσει κιόλας, της είπε, αν αυτό ήταν που την προβλημάτιζε. Εκείνη, όμως, αρνήθηκε. Χαμογελώντας, τον πληροφόρησε ότι από εδώ και στο εξής θα ασχολιόταν μόνο με την τέχνη της και θα έκανε μια αλυσίδα από γκαλερί στη Βαθμιδωτή. Κι έμοιαζε πολύ ευχαριστημένη καθώς το έλεγε αυτό. Η γυναίκα είχε τρελαθεί!

Όπως και νάχε το πράγμα, ο Πολιτάρχης της Βαθμιδωτής δεν μπορούσε να βασιστεί επάνω της πλέον. Ήταν προφανές. Και επίσης ήταν προφανές ότι κάτι όφειλε να κάνει για τις τεχνικές εταιρείες της Επίστρωτης. Κρυφά όμως. Υπόγεια. Με τρόπο. Ώστε η Μαρθάλα-Αλντ να μην είναι σίγουρη ότι εκείνος ευθυνόταν.

Ο Κίμωνας Χρονομάχος είχε, ώς τώρα, αρκετούς κατασκόπους του μέσα στην Επίστρωτη, σε διάφορα σημεία, και είχαν αρχίσει να αποκτούν κάμποσες διασυνδέσεις. Είχαν, εν ολίγοις, δικτυωθεί αρκετά ώστε να βρίσκονται σε «θέση βολής», όπως του έλεγε η Ιωάννα. «Μπορούν να δράσουν, κύριε Πολιτάρχη, με αποτελεσματικό τρόπο.» Και του πρότεινε ένα σχέδιο που ο Κίμωνας αμέσως ενέκρινε.

Οι πράκτορές της, έχοντας βρει τις απαραίτητες προσβάσεις, ήρθαν σε επαφή με τους Εχθρούς του Πρωινού και έκαναν μια συμφωνία συνεργασίας μαζί τους. Είχαν, άλλωστε, τους ίδιους σκοπούς για την ώρα. Ήθελαν κι οι δύο να σαμποτάρουν τους επιχειρηματίες της Επίστρωτης, αν και για τελείως διαφορετικούς λόγους. Οι πράκτορες της Βαθμιδωτής ενδιαφέρονταν να εξυπηρετήσουν τον Πολιτάρχη τους· οι Εχθροί του Πρωινού είχαν μένος εναντίον των επιχειρηματιών της Επίστρωτης επειδή θεωρούσαν ότι εκμεταλλεύονταν τους εργαζόμενους και επειδή πίστευαν ότι είχε δοθεί κακό παράδειγμα με τους «νεοδούλους», όπως έλεγαν τώρα τους ποδοπατημένους που είχαν έρθει από τη Βαθμιδωτή για να δουλέψουν στα νέα εργοστάσια της Επίστρωτης.

Η συμφωνία δεν άργησε να κλείσει ανάμεσα στους δύο ενδιαφερόμενους, και οι Εχθροί του Πρωινού, ενισχυμένοι με όπλα και εξοπλισμούς από τη Βαθμιδωτή, επιτέθηκαν σε τεχνικά εργοστάσια και τεχνικές βιομηχανίες της Επίστρωτης, προκαλώντας τρομερές ζημιές και καταστροφές. Τα χτυπήματά τους αποτέλεσαν πολύ σοβαρό πλήγμα για την οικονομία της συνοικίας.

Οι επιχειρηματίες τρομοκρατήθηκαν· μιλούσαν για νυχτερινή επανάσταση: για τον «στρατό της νύχτας»: για τους «μαχητές του Σκοτοδαίμονος». Η καταστροφολογία εξαπλώθηκε στα μέσα μαζικής πληροφόρησης, και παντού ανάμεσα στους κατοίκους της Επίστρωτης.

Η Μαρθάλα-Αλντ έγινε έξω φρενών. Αλλά δεν μπορούσε να εξασκήσει την οργή της επάνω στους Εχθρούς του Πρωινού. Ανέκαθεν ήταν πολύ δυνατοί για την Αστυνομία της Επίστρωτης. Και ούτε συνέφερε την Πολιτάρχη να εξαπολύσει μισθοφορικό στρατό εναντίον τους μέσα στην ίδια της τη συνοικία. Κατά πρώτον, η περιοχή τους δεν ήταν μια, δυο συγκεκριμένες γειτονιές, ένα γκέτο· ήταν εξαπλωμένοι παντού. Αν η Μαρθάλα ξεκινούσε τέτοιο πόλεμο, θα διέλυε την Επίστρωτη. Θα ήταν σαν ένα θηρίο που, προκειμένου να ξεφορτωθεί ένα παράσιτο από το σώμα του, μπήγει τα νύχια του μέσα στην ίδια την κοιλιά του. Το παράσιτο θα πέθαινε, ναι, αλλά και το θηρίο επίσης. Αν οι Εχθροί του Πρωινού ήταν να εξολοθρευτούν, έπρεπε να εξολοθρευτούν με «χειρουργική επέμβαση». Αλλά κανείς δεν ήταν βέβαιος πώς ακριβώς να γίνει αυτό.

Για ένα άλλο πράγμα, όμως, πολλοί ήταν βέβαιοι: Οι Εχθροί του Πρωινού, υπό κανονικές συνθήκες, δεν είχαν τέτοιες δυνάμεις. Ναι, έκαναν κάμποσες καταστροφές, αλλά όχι τόσο μεγάλες. Τώρα διέθεταν όπλα πολύ ισχυρά. Κάποιος τούς είχε εξοπλίσει. Ο Νικόδωρος το επιβεβαίωσε αυτό στη Μαρθάλα-Αλντ· οι πράκτορές του το είχαν παρατηρήσει.

«Ο Χρονομάχος…» μουρμούρισε η Πολιτάρχης της Επίστρωτης, συνειδητοποιώντας ξαφνικά τι πρέπει – μάλλον – κατά πάσα πιθανότητα – να είχε συμβεί. Συνωμοσία ανάμεσα σε αναίσχυντους πολιτικούς Καινών Οίκων και σε παράφρονες κακοποιούς! «Ο Χρονομάχος!» γρύλισε. «Θα το μετανιώσει αυτό!»

Δεν μπήκε καν στον κόπο να επικοινωνήσει μαζί του. Ούτως ή άλλως, αν το είχε κάνει αυτό – το ελεεινό φίδι του Σκοτοδαίμονος! – θα το αρνιόταν.

Η Μαρθάλα-Αλντ κάλεσε ακόμα περισσότερους μισθοφόρους από τη Σκορπιστή. Ευτυχώς, οι συμμορίες εκεί δέχονταν να πολεμήσουν χωρίς να ζητάνε και τόσα πολλά λεφτά· ήταν αρκετά πολεμοχαρείς και πολεμοκάπηλοι, και η Μαρθάλα-Αλντ τούς υποσχέθηκε πως ό,τι λάφυρα έπαιρναν από τη Βαθμιδωτή θα ήταν όλα δικά τους.

Η Πολιτάρχης της Επίστρωτης έστειλε τον ανανεωμένο, ενισχυμένο στρατό της κατά της Βαθμιδωτής. Αλλά αυτό δεν ήταν παρά το ένα από τα δύο μέρη του σχεδίου της…

-2-

Η Μαρθάλα-Αλντ συνάντησε τον Κλεόπα τον Αρχινύκτιο για δεύτερη φορά, και τώρα δεν μίλησαν καθόλου για την Κορίνα. Η Μαρθάλα δεν σκεφτόταν πια την Κορίνα· είχε άλλα στο μυαλό της. Είπε στον Κλεόπα ότι γνώριζε για τη συμμαχία του με τον Κίμωνα Χρονομάχο– Εκείνος αμέσως το αρνήθηκε. Αποκρίθηκε ότι οι Εχθροί του Πρωινού ανέκαθεν ήταν, και ανέκαθεν θα είναι, εναντίον της εκμετάλλευσης των επιχειρηματιών.

«Και όλως τυχαίως επιτίθεστε μόνο στα καινούργια εργοστάσια, ε;»

Τα καινούργια εργοστάσια εκμεταλλεύονταν περισσότερο τους εργάτες, τόνισε ο Κλεόπας. Οι δικοί τους ιδιοκτήτες έφταιγαν, επιπλέον, για την παρουσία των νεοδούλων, που είχε ως αποτέλεσμα να προσπαθούν όλοι να μειώσουν τους μισθούς των εργαζομένων και να τους εξαθλιώσουν τελείως.

«Μην παριστάνεις τον ανθρωπιστή! Είναι στους πάντες γνωστό ότι οι Εχθροί του Πρωινού απάγετε κόσμο μες στη νύχτα για να τους θυσιάσετε στον Σκοτοδαίμονα! Είστε διεστραμμένοι, υποκριτές, και κακούργοι που προτιμούν οι άλλοι να δουλεύουν για πάρτι τους ενώ εκείνοι κλέβουν!»

Τότε οι Εχθροί του Πρωινού γύρω από τον Κλεόπα ήταν έτοιμοι να επιτεθούν στη Μαρθάλα-Αλντ και στους μισθοφόρους της, αλλά ο Αρχινύκτιος είπε, σχετικά ήρεμα: «Τι σκατά, λοιπόν, θες κι έρχεσαι να μιλήσεις μαζί μας, στριμμένη κόρη των Αλντ’κάρθοκ;»

Η Μαρθάλα-Αλντ σκέφτηκε: Το καταραμένο παράσιτο της νύχτας θέλει σκότωμα! Αλλά τώρα, δυστυχώς, τον χρειάζομαι… Του είπε: «Θέλω να κάνουμε μια συμφωνία, η οποία θα σε συμφέρει περισσότερο απ’αυτή που έκανες με τον Χρονομάχο.»

Ο Κλεόπας σταύρωσε τα χέρια μπροστά του. «Περιμένω ν’ακούσω. Να μάθω ότι δεν τρως τον πολύτιμο χρόνο μου τζάμπα.»

Και η Μαρθάλα-Αλντ, πράγματι, είχε να του προτείνει κάτι που τον δελέασε πολύ. Του είπε ότι οι Εχθροί του Πρωινού μπορούσαν άνετα να εξαπλώσουν τη νυχτερινή αυτοκρατορία τους και στη Βαθμιδωτή. Αν, μάλιστα, τους ενδιέφεραν όντως οι συνθήκες των εργατών και των συνανθρώπων τους γενικά, τότε θα έβρισκαν πολλούς να βοηθήσουν και πολλούς να χτυπήσουν στη Βαθμιδωτή. Οι ποδοπατημένοι θα μπορούσαν να γίνουν οι Εχθροί του Πρωινού της Βαθμιδωτής, αν ο Κλεόπας και οι δικοί του έκαναν τις σωστές κινήσεις. «Και οι κατάσκοποί μου – που βρίσκονται ήδη μέσα στη Βαθμιδωτή και την ξέρουν καλά – θα σας βοηθήσουν.» Οι νυχτοβάτες ήταν απεγνωσμένοι – πεινασμένοι, χωρίς λεφτά, άστεγοι – δεν θα ήταν και τόσο δύσκολο να τους στρατολογήσουν. Κι όταν το έκαναν αυτό, η Μαρθάλα-Αλντ ήθελε μόνο, ως αντάλλαγμα, οι Εχθροί του Πρωινού να χτυπήσουν τον στρατό του Κίμωνα Χρονομάχου καθώς και διάφορα εργοστάσια όπλων.

Ο Κλεόπας δεν της απάντησε αμέσως· μίλησε και με άλλα μέλη της συμμορίας του· αλλά τελικά συμφώνησε. Η Μαρθάλα-Αλντ πρότεινε, όντως, κάτι που τους ενδιέφερε. Και η προσωρινή συμμαχία τους δεν σήμαινε, φυσικά, ότι είχαν γίνει φίλοι με τον Οίκο των Αλντ’κάρθοκ· ο αγώνας τους μέσα στην Επίστρωτη θα συνεχιζόταν, αν και για την ώρα είχαν υποσχεθεί στη Μαρθάλα ότι δεν θα ξαναχτυπούσαν τους τοπικούς επιχειρηματίες.

-3-

Οι Εχθροί του Πρωινού γλίστρησαν μέσα στον νυχτερινό κόσμο της Βαθμιδωτής σαν δηλητήριο στο αίμα. Μπλέχτηκαν με τις νυχτερινές μικροσυμμορίες εκεί, υποτάσσοντας γρήγορα κάποιες από αυτές, και άπλωσαν τα δίχτυα τους προς τους ποδοπατημένους – τους νυχτοβάτες – τους αποκάτω. Τους είπαν ότι ήταν ανόητοι που κάθονταν και περίμεναν τα αφεντικά τους να τους δώσουν την ευκαιρία να δουλέψουν σαν σκλάβοι στα εργοστάσια. Τους είπαν ότι δεν χρειαζόταν κανένας να τους δώσει καμια ευκαιρία, όταν μπορούσαν να σηκωθούν και να την αρπάξουν! Τους έδειξαν τη δύναμη που θα είχαν αν συστρατεύονταν με τους Εχθρούς του Πρωινού, αν λάτρευαν τον Σκοτοδαίμονα, τον αντίπαλο του Κρόνου – του Κρόνου, που οι τρισκατάρατοι επιχειρηματίες-καταπιεστές προσκυνούσαν.

Οι ποδοπατημένοι, αρχικά, σοκαρίστηκαν από αυτές τις προτάσεις. Τους τρόμαζαν όχι μόνο τα λόγια σχετικά με τον Σκοτοδαίμονα αλλά και τα λόγια σχετικά μ’αυτή την ανεξέλεγκτη ελευθερία της νύχτας που υποτίθεται πως μπορούσαν να έχουν. Ο Αερουργός κατέβηκε εξοργισμένος από τα ψηλά μέρη όπου συνήθως ήταν σκαρφαλωμένος, με δύο γύπες του Κρόνου στους ώμους του σαν δαίμονες-εκδικητές του Υπερχρόνιου Άρχοντα. Προσπάθησε να διαλύσει τον προσηλυτισμό των Εχθρών του Πρωινού, λέγοντας στους ποδοπατημένους πως μόνο στην καταστροφή τους έτσι θα οδηγούνταν και πως όποιος τον Σκοτοδαίμονα υπηρετούσε καταραμένος ήταν για πάντα και σε τέρας μεταμορφωνόταν το μυαλό του.

Ο Κλεόπας συνάντησε τον ιερέα σε μια από τις συγκεντρώσεις του, ξεπροβάλλοντας ξαφνικά μέσα από το πλήθος και καρφώνοντάς τον μ’ένα ξιφίδιο στο στήθος. Τον κλότσησε ρίχνοντάς τον κάτω, αιμόφυρτο, ενώ οι γύπες του Κρόνου σκορπίζονταν κρώζοντας απειλητικά. Έκαναν μερικούς κύκλους πάνω απ’τα κεφάλια όλων κι έμοιαζαν έτοιμοι να χιμήσουν στον Κλεόπα – όταν κάποιοι άλλοι της συμμορίας του ύψωσαν πυροβόλα και τους σκότωσαν. Πούπουλα, αίματα, και νεκρά σώματα έπεσαν στη γη.

«ΑΥΤΗ,» κραύγασε ο Κλεόπας, «είναι η ΔΥΝΑΜΗ του ΣΚΟΤΟΔΑΙΜΟΝΟΣ!» σηκώνοντας τη ματωμένη λεπίδα του στον αέρα. «Κανείς δεν μπορεί να μας σταματήσει! Η νύχτα είναι δική μας!»

Οι ποδοπατημένοι, ο ένας μετά τον άλλο, η μια συμμορία μετά την άλλη, η μια οικογένεια μετά την άλλη, άρχισαν να συστρατεύονται με τους Εχθρούς του Πρωινού.

Οι κατάσκοποι του Κίμωνα Χρονομάχου έμαθαν, ασφαλώς, για όσα συνέβαιναν στον νυχτερινό κόσμο της Βαθμιδωτής· και όχι μόνο αυτοί αλλά και οι Τιμωροί.

Από τότε που οι Εχθροί του Πρωινού ξεκίνησαν να εισβάλλουν στη Βαθμιδωτή, οι Τιμωροί τούς είχαν εντοπίσει και συγκρούσεις είχαν γίνει αναμεταξύ τους. Δεν μπορούσαν, όμως, εύκολα να τους διώξουν γιατί είχαν τη βοήθεια των πρακτόρων της Μαρθάλα-Αλντ και γιατί δεν είχαν σταθερά στέκια. Γλιστρούσαν μέσα στη Βαθμιδωτή από την Επίστρωτη, πράγμα που δεν ήταν και τόσο δύσκολο τώρα με τον πόλεμο. Στα σύνορα χάος επικρατούσε. Εκείνες οι γειτονιές ήταν πεδίο μάχης, τόπος συγκρούσεων, τόπος θανάτου, μέρη που δεν ανήκαν σε κανέναν παρά μονάχα στις δυνάμεις της καταστροφής και της ερήμωσης. Οι Εχθροί του Πρωινού περνούσαν από εκεί με διάφορους τρόπους, χωρίς μεγάλη δυσκολία.

Ωστόσο, οι Τιμωροί σκότωσαν κάμποσους απ’αυτούς – και δύο τούς κρέμασαν από μια πολυκατοικία και μια γέφυρα, ως φόβητρο – το οποίο, όμως, δεν τρόμαξε καθόλου τους άλλους. Και οι Εχθροί του Πρωινού, φυσικά, σκότωσαν επίσης αρκετούς Τιμωρούς. Οι Τιμωροί μπορεί να ήταν ένα ειδικά εκπαιδευμένο τάγμα πολεμιστών-κατασκόπων αλλά δεν ήταν άτρωτοι· και ούτε οι Εχθροί του Πρωινού ήταν οι συμμορίες που είχαν μάθει να αντιμετωπίζουν. Ήταν άγριοι και με τρομερή πίστη στον Σκοτοδαίμονα, πράγμα που τους έκανε να μην τρομάζουν, να είναι, σε μεγάλο βαθμό, φανατικοί μαχητές της νύχτας. Τους Τιμωρούς που σκότωναν τους πρόσφεραν θυσία στον δαιμονικό θεό τους. Τους Τιμωρούς που κατάφερναν να πιάσουν τους κρατούσαν και τους έκοβαν τα μέλη σιγά-σιγά, προσφέροντάς τα κι αυτά στον Σκοτοδαίμονα.

Όλα τούτα, όμως, δεν ήταν παρά αψιμαχίες. Όταν οι Εχθροί του Πρωινού κατόρθωσαν να πάρουν με το μέρος τους τους ποδοπατημένους, τότε ο πραγματικός Πόλεμος της Νύχτας (όπως ονομάστηκε από ιστορικούς της Βαθμιδωτής) ξεκίνησε…

-4-

Ο Κίμωνας Χρονομάχος αντέδρασε βίαια. Πρόσταξε, φυσικά, την πλήρη εξολόθρευση των Εχθρών του Πρωινού, αλλά επίσης έστειλε «Στρατολόγους» εναντίον των ποδοπατημένων. Οι Στρατολόγοι ήταν συμμορίες που επινόησαν εκείνος και ο Τιμωρός ξάδελφός του, ο Καλλίδρομος· δουλειά τους ήταν να αρπάζουν τους ποδοπατημένους από τις κρυψώνες τους και να τους φέρνουν στο μέτωπο στα ανατολικά σύνορα της Βαθμιδωτής. Εκεί οι αποκάτω στρατολογούνταν υποχρεωτικά και χωρίς να πληρώνονται. Τους δινόταν μονάχα κάποιος βασικός εξοπλισμός και μετά τους έστελναν μπροστά ώστε να σκοτωθούν και, με τον θάνατό τους, να αποτελέσουν κάλυψη για τους μισθοφόρους που έρχονταν πίσω τους. Τους ονόμαζαν «σάρκινες ασπίδες», και τους φέρονταν ανάλογα. Και οι περισσότεροι σκέφτονταν ότι αυτά τα σκυλιά που δεν δούλευαν κι απλά περιέφεραν τα σώματά τους μες στη συνοικία είχαν, τουλάχιστον, τώρα κάτι να κάνουν. Καθάριζε έτσι και η Βαθμιδωτή από λίγη βρώμα.

Το αποτέλεσμα αυτής της τακτικής του Χρονομάχου ήταν όλοι οι ποδοπατημένοι να ενταχθούν φανατικά στους Εχθρούς του Πρωινού και ν’αρχίσουν να χτυπάνε με μένος τη Βαθμιδωτή. Η έννοια ήσυχη νύχτα ξεχάστηκε στη Βαθμιδωτή. Φόνοι, καταστροφές, φωτιές – από αυτά αποτελούνταν οι νύχτες της Βαθμιδωτής πλέον, απ’τη μια άκρη της συνοικίας ώς την άλλη.

Οι Τιμωροί – ανέκαθεν ατρόμητοι και βέβαιοι για τον εαυτό τους – είχαν αρχίσει να τρομάζουν. Να τρομοκρατούνται. Ο Σκοτοδαίμων είχε ανοίξει δεκάδες στόματα γεμάτα κοφτερά δόντια και τους περίμενε να κάνουν το παραμικρό στραβοπάτημα για να πέσουν μέσα τους…

Εν τω μεταξύ, ο πόλεμος μαινόταν στα σύνορα Επίστρωτης και Βαθμιδωτής.

Μέχρι που η Βαθμιδωτή άρχισε να λυγίζει. Αρχικά, είχε ανώτερα όπλα και εξοπλισμούς από την Επίστρωτη αλλά, ύστερα από τόσες δολιοφθορές, καταστροφές, και οικονομικά προβλήματα, αυτό δεν ίσχυε πλέον. Τα όπλα της δεν μπορούσαν να αντισταθμίσουν τις συμμορίες που στρατολογούσε η Μαρθάλα-Αλντ από τη Σκορπιστή. Ούτε οι Τιμωροί μπορούσαν να κρατήσουν μακριά την παλίρροια της νύχτας που ερχόταν να τους καταβροχθίσει.

Η Ιωάννα Άνελρηχ, η αρχηγός των κατασκόπων του Κίμωνα Χρονομάχου, συνάντησε τον Κλεόπα προσπαθώντας να κάνει μια καινούργια συμφωνία μαζί του εκ μέρους του Πολιτάρχη. Ο Κλεόπας – οργισμένος με όσα είχε δει από τους Τιμωρούς και θεωρώντας το πλέον ιερή αποστολή του να σώσει τους ποδοπατημένους από τα χέρια των διεστραμμένων αρχόντων της Βαθμιδωτής – αρνήθηκε, και η συμμορία του επιτέθηκε στην Ιωάννα και στους δικούς της, αιχμαλωτίζοντάς τους παρότι αντιστάθηκαν σθεναρά. Η Ιωάννα τραυματίστηκε άσχημα στη συμπλοκή, αλλά δεν την άφησαν να πεθάνει. Την περιποιήθηκαν ώστε μετά να τη θυσιάσουν, κομμάτι-κομμάτι, στον Σκοτοδαίμονα. Παρόμοια μοίρα είχαν και οι υπόλοιποι που αιχμαλωτίστηκαν.

Ο Κίμωνας Χρονομάχος αγόρασε, τότε, κακοποιούς από τις φυλακές της Στενής, πέρα από τα δυτικά σύνορα της Βαθμιδωτής, ώστε να πολεμήσουν γι’αυτόν. Και πολέμησαν. Εναντίον των Εχθρών του Πρωινού. Μαζί με τους Τιμωρούς. Με πολύ καλή πληρωμή – λες και ήταν εξειδικευμένοι επιστήμονες, όχι καταδικασμένοι φονιάδες, βιαστές, εκβιαστές, και παρόμοιοι κακούργοι.

Ο πόλεμός τους, όμως, δεν ήταν αρχικά φανερός. Δεν επιτέθηκαν στους Εχθρούς του Πρωινού πρόσωπο με πρόσωπο. Παρουσιάστηκαν σ’αυτούς ζητώντας να μπουν ανάμεσά τους. Και μετά τους χτύπησαν εκ των έσω. Ο Κλεόπας σκοτώθηκε από αυτή την τρομερή προδοσία, και πολύ αίμα χύθηκε. Οι Τιμωροί αμέσως έσπευσαν να βοηθήσουν τα καθάρματα που κάποτε είχαν φυλακίσει. Η επιρροή, όμως, των Εχθρών του Πρωινού στον νυχτερινό κόσμο της Βαθμιδωτής ήταν πλέον πολύ μεγάλη· και, αν και μειώθηκε αξιοσημείωτα, δεν έσβησε.

Ποδοπατημένοι, αποκάτω, νυχτοβάτες – τέτοιες έννοιες δεν υπήρχαν πια. Τώρα, εδώ ήταν μόνο οι Εχθροί του Πρωινού. Εξαπλωμένοι και στη Βαθμιδωτή και στην Επίστρωτη.

Και η δολοφονία του Κλεόπα τούς είχε εξοργίσει.

Είχε έρθει η ώρα να στείλουν όλους τους καταπιεστές του Κρόνου στο Έρεβος και στον Ανόφθαλμο, τον Χάροντα, τον καταραμένο γιο που ο Κρόνος είχε κάνει μαζί με τον Σκοτοδαίμονα όταν ο δεύτερος τον είχε ξεγελάσει παίρνοντας θηλυκή μορφή, σύμφωνα με τον μύθο.

Τώρα, όμως, ο Σκοτοδαίμων οδηγούσε τους Εχθρούς του Πρωινού στον πόλεμο για τον οποίο ανέκαθεν προετοιμάζονταν. Για να λαξέψουν τον δικό τους μύθο!

-5-

Η παλίρροια της νύχτας φούσκωσε με αίμα, απειλώντας να πνίξει και την Επίστρωτη και τη Βαθμιδωτή. Οι Εχθροί του Πρωινού επιτίθονταν στους πάντες, και στις δύο συνοικίες: κάθε βιομηχανία και εργοστάσιο ήταν στόχος γι’αυτούς, κάθε επιχειρηματίας εχθρός τους, κάθε μισθοφόρος, αστυνομικός, ή φύλακας ακόμα ένα σκυλί που έπρεπε να πεθάνει.

Ο Κίμωνας Χρονομάχος επικοινώνησε με τη Μαρθάλα-Αλντ, ζητώντας της ο πόλεμος ανάμεσα στις συνοικίες τους να πάψει. «Έχουμε έναν κοινό εχθρό τώρα. Κι εσύ τον έμπλεξες σ’αυτό το αιματηρό παιχνίδι!» της είπε μέσα από τον δίαυλο.

«Εγώ;» διαμαρτυρήθηκε εκείνη. «Εσύ αρχικά έκανες συμμαχία μαζί τους! Εσύ το ξεκίνησες! Και τώρα και πριν!»

«Μην προσπαθείς να κάνεις συγκρίσεις που δεν υφίστανται. Το θέμα είναι τώρα ότι, αν δεν συνεργαστούμε, θα μας αφανίσουν όλους! Είναι τρελοί.»

Η Μαρθάλα-Αλντ, ωστόσο, επέμενε ότι ο Κίμωνας ήταν που ουσιαστικά έφταιγε για την κατάσταση. Εκείνος την είχε ξεκινήσει. Εκείνος την είχε ξεκινήσει από τότε που έφτιαξε τις μονάδες παραγωγής τροφίμων στη συνοικία του. Επιπλέον, είπε η Πολιτάρχης της Επίστρωτης, η Επίστρωτη τώρα νικούσε τον πόλεμο. «Γνωρίζω ότι ο στρατός σου είναι πιεσμένος, Κίμωνα. Και γνωρίζω ότι τα οικονομικά σας δεν είναι καθόλου καλά. Βρισκόμαστε μπροστά στη νίκη μας! Μην προσπαθείς να μας την κλέψεις.» Επέβαλε, έτσι, κάποιους όρους. Είπε πως, αν ήθελε να συμμαχήσουν για να πολεμήσουν τους Εχθρούς του Πρωινού, ο Χρονομάχος έπρεπε να συναινέσει η συνοικία του να πάψει την παραγωγή τροφίμων και να κάνει πάλι εμπορικές συμφωνίες με τους επιχειρηματίες της Επίστρωτης, με λιγότερο ευνοϊκούς όρους προς τη Βαθμιδωτή απ’ό,τι παλιότερα – υπήρχαν, άλλωστε, πολλά οικονομικά προβλήματα.

Ο Κίμωνας τα θεωρούσε όλα τούτα εξωφρενικά, αλλά δυστυχώς δεν είχε άλλη επιλογή. Αν δεν γινόταν η συμμαχία, η μοίρα της Βαθμιδωτής θα ήταν, αναμφίβολα, χειρότερη από τη μοίρα της Επίστρωτης – αν και η Επίστρωτη θα πλήρωνε επίσης βαρύ τίμημα, φυσικά.

Ο Κίμωνας Χρονομάχος δέχτηκε τους όρους της Μαρθάλα-Αλντ.

Και η Μαρθάλα-Αλντ ευχαριστήθηκε που ο Καινός Οίκος είχε μπει στη θέση του, όπως άρμοζε.

Οι δύο συνοικίες συμμάχησαν, και αιματηρό πανδαιμόνιο επικράτησε στο εσωτερικό τους – και τις ημέρες και τις νύχτες – καθώς οι δυνάμεις τους εξαπολύθηκαν σύσσωμα εναντίον των Εχθρών του Πρωινού, προσπαθώντας να τους ξετρυπώσουν από παντού και να τους αφανίσουν. Οι υλικές ζημιές ήταν άσχημες. Αλλά το ακόμα πιο τρομερό ήταν οι αθώες ζωές που χάθηκαν. Έγιναν πολλά λάθη στο κυνήγι που ξεκίνησαν ο Χρονομάχος και η Μαρθάλα-Αλντ· σκοτώθηκαν άνθρωποι που δεν είχαν σχέση – ή, τουλάχιστον, άμεση σχέση – με τους Εχθρούς του Πρωινού. Υπήρχαν απλώς κάποιες υποψίες γι’αυτούς, και κανένας δεν καθόταν να το ερευνήσει περισσότερο. Για να γίνουν δίκες, φυσικά, ούτε συζήτηση.

Οι Τιμωροί ήταν αδίστακτοι, το ίδιο και οι άνθρωποι του Οίκου των Αλντ’κάρθοκ.

Μετά από πολλές συμπλοκές, συγκρούσεις, και, ουσιαστικά, σφαγές μέσα στις δύο συνοικίες, ο Πόλεμος κατά της Νύχτας (όπως τον ονόμασαν οι ιστορικοί) τελείωσε. Οι Εχθροί του Πρωινού δεν αφανίστηκαν, αλλά δεν μπορούσαν πια να αποτελέσουν απειλή. Κρύβονταν στα πιο βαθιά, στα πιο σκοτεινά μέρη, και περίμεναν να έρθει η ώρα να πάρουν την εκδίκησή τους. Ούτε την Επινυκτίδα δεν είχαν πλέον τη δυνατότητα να εκδίδουν. Προσεύχονταν στον Σκοτοδαίμονα για να τους δώσει κάποτε τα όπλα να λιανίσουν τους δυνάστες της ημέρας.

Οι «δυνάστες της ημέρας», εν τω μεταξύ, βρίσκονταν σε κατάσταση αποδιοργάνωσης και διάλυσης. Η Βαθμιδωτή και η Επίστρωτη ήταν σαν δύο μισοπεθαμένα θηρία που σέρνουν τις κατακρεουργημένες σάρκες τους, αιμορραγώντας ολόγυρα, ενώ ο σκελετός τους φαίνεται από μέσα. Είχαν εξαντληθεί – οικονομικά, ηθικά, πληθυσμιακά, οπλικά. Ήταν κουρασμένες.

Και δεν πολεμούσαν πλέον η μία την άλλη. Δεν θα μπορούσαν να πολεμήσουν, ακόμα κι αν ήθελαν. Η ειρήνη είχε επέλθει ως επακόλουθο της κόπωσης.

Η Βαθμιδωτή έπαψε να παράγει τρόφιμα, όπως ο Πολιτάρχης της είχε συμφωνήσει – αλλά, έτσι κι αλλιώς, οι εταιρείες παραγωγής τροφίμων της ήταν διαλυμένες. Έγιναν πάλι εμπορικές συμφωνίες με την Επίστρωτη, υπό άσχημους όρους.

Η Επίστρωτη συνέχισε, όμως, να παράγει τεχνικούς εξοπλισμούς και όπλα, και ευελπιστούσε σύντομα να μη χρειαζόταν καθόλου τη Βαθμιδωτή, να την έκανε υποτελή της.

Και στις δύο συνοικίες το πολιτικό σκηνικό ήταν ταραγμένο, καθώς οι εκλογές για νέο Πολιτάρχη πλησίαζαν…

-6-

«Σαν η Κορίνα να τα είχε προδεί όλ’ αυτά, Ζακ,» είπε η Πρωτονίκη, καθισμένη στον καναπέ του κρεμαστού διαμερίσματός της μαζί με τον εραστή της. Στο τραπεζάκι μπροστά τους φαγητά ήταν απλωμένα, αλλά όχι πολλά· δεν ήταν περίοδος τώρα για πολύ φαγητό. Ένα μπουκάλι Κρύος Ουρανός ορθωνόταν σαν γυάλινος πύργος ανάμεσα στα πιάτα. «Ευτυχώς που σταμάτησα ν’ασχολούμαι με τις επιχειρήσεις τότε που σταμάτησα… Αλλά θα ήθελα να την είχα συναντήσει κι εγώ την Κορίνα. Θα ήθελα να της είχα μιλήσει για μια τελευταία φορά.»

«Ίσως αυτή, όμως, να έφταιγε για όλα,» είπε ο Ζακ, συλλογισμένος. «Για τον πόλεμο – τους πολέμους – για όλα…»

«Μην είσαι ανόητος. Απλώς μας βοήθησε να φτιάξουμε μονάδες παραγωγής τροφ–»

«Εσύ η ίδια είπες, αγάπη, ότι ήταν σαν η Κορίνα να είχε προδεί τα πάντα.»

«Ναι… αλλά το εννοώ… Δεν το εννοώ έτσι. Δεν εννοώ ότι είχε σκοπό να προκαλέσει πολέμους, για όνομα του Κρόνου, Ζακ!»

«Η Κορίνα δεν ήταν αυτό που νομίζεις, Πρωτονίκη.» Ο Ζακ άναψε ένα τσιγάρο. Έβαλε Κρύο Ουρανό στο ποτήρι του. Και μετά κάπνιζε χωρίς να μιλά, συλλογισμένος ξανά.

«Τι πάει να πει αυτό; Τι ήταν;»

Ο Ζακ φύσηξε καπνό απ’τα ρουθούνια. Ήπιε μια γουλιά Κρύο Ουρανό. «Σκεφτόμουν να μη σ’το έλεγα αυτό…»

«Μου έκρυβες κάτι τόσο καιρό;»

«Δε θα με πιστέψεις, μάλλον, αγάπη.»

«Τι είναι; Θέλω να μάθω!»

Ο Ζακ τής είπε.