ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ
Τα Κρυφά Όπλα της Πόλης
Βιβλίο Τρίτο
Οι Εκλεκτοί
και
ο Ξεχασμένος Τόπος
Μια Ιστορία από το
Θρυμματισμένο Σύμπαν
[Θυγατέρες της Πόλης]
© Κώστας Βουλαζέρης
http://www.fantastikosorizontas.gr/kostasvoulazeris
Για τα πνευματικά δικαιώματα αυτού του κειμένου ισχύουν οι όροι του Creative Commons – http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/
• Επιτρέπεται να το διανέμετε ελεύθερα, στην παρούσα του μορφή
και μόνο.
• Δεν επιτρέπεται να το τροποποιήσετε ή να το αλλοιώσετε με οιονδήποτε τρόπο.
• Δεν επιτρέπεται να το χρησιμοποιήσετε για διαφημιστικούς ή εμπορικούς λόγους.
Αυτό το βιβλίο είναι λογοτεχνικό. Όλα τα ονόματα, τα πρόσωπα, και οι καταστάσεις είναι φανταστικά ή χρησιμοποιούνται με φανταστικό, λογοτεχνικό τρόπο. Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά ονόματα, πρόσωπα, ή καταστάσεις είναι καθαρά συμπτωματική.
Περισσότερες ιστορίες από το Θρυµµατισµένο Σύµπαν, δωρεάν στο
www.fantastikosorizontas.gr/kostasvoulazeris/thrymmatismeno_sympan
Το ταξίδι τους τις οδηγεί σε δρόμους όπου τα πολεοσημάδια μοιάζουν να έχουν μετατραπεί σ’έναν ακατανόητο λαβύρινθο ύστερα από την επίθεση αφύσικης θύελλας· και όταν η Νορέλτα-Βορ καταφέρνει να διακρίνει κάτι μέσα σ’όλ’ αυτά – κάτι που νομίζει ότι, ίσως, την αφορά – αρχίζουν να πλησιάζουν το επίκεντρο του χάους της Πόλης...
Φεύγοντας από την Ανοιχτόφραγη και ταξιδεύοντας ανατολικά, δεν ακολούθησαν τη Μακριά Λεωφόρο, γιατί καμια από τις τρεις τους δεν θεωρούσε ότι βιαζόταν. Μπήκαν στο Σύμφυρμα, μέσα στους μπλεγμένους δρόμους του, ανάμεσα στα διαφόρων ειδών οικοδομήματά του που έμοιαζαν να έχουν χτιστεί από ανθρώπους που είχαν τελείως διαφορετικά πράγματα ο καθένας στο μυαλό του για την αρχιτεκτονική. Δεν έμειναν για πολύ εδώ· σύντομα πέρασαν στη Σιγαλή, μια συνοικία που δεν ήταν και τόσο σιγαλή όσο υποδήλωνε το όνομά της. Η Άνμα καθόταν στο τιμόνι του τετράκυκλου οχήματός της, οδηγώντας· η Νορέλτα-Βορ ήταν δίπλα της, στη θέση του συνοδηγού· και η Φοριντέλα-Ράο ήταν μισοξαπλωμένη στο πίσω κάθισμα, καπνίζοντας κάθε τόσο κανένα τσιγάρο, ενώ είχε το Απολλώνιο σπαθί, θηκαρωμένο, στην αγκαλιά της σαν να φοβόταν ότι θα της το κλέψουν ή σαν λατρεμένο αντικείμενο που δίσταζε να αποχωριστεί.
Το πρωί είχε πλέον περάσει και πλησίαζε μεσημέρι, καθώς είχαν διασχίσει τουλάχιστον τη μισή Σιγαλή.
Η Άνμα ακόμα έκανε ερωτήσεις στη Νορέλτα σχετικά με το αρχαίο φυλαχτό για το οποίο εκείνη τής είχε μιλήσει χτες βράδυ στο καζίνο «Το Χρυσωρυχείο» στην Ανοιχτόφραγη. Ακόμα είχε πολλές απορίες. Και η Νορέλτα απαντούσε, αν και διστακτικά. Εξακολουθούσε να αισθάνεται σαν το φυλαχτό να ήταν δικό της παρότι η Κορίνα τής το είχε κλέψει εδώ και πέντε χρόνια. Κι όταν αισθάνεσαι ότι το φυλαχτό είναι δικό σου, σου δίνεται πάντα η εντύπωση πως οι άλλες Θυγατέρες της Πόλης θέλουν να σ’το αρπάξουν, γιατί δεν μπορείς να φανταστείς καμια από τις Αδελφές σου να μη θέλει να το έχει στην κατοχή της. Η Νορέλτα καταλάβαινε ότι αυτή ήταν μια παραίσθηση – μια ισχυρή, επίμονη παραίσθηση – που προξενούσε το φυλαχτό στο μυαλό των Θυγατέρων, αλλά και πάλι δεν μπορούσε να την αποτινάξει.
Αναρωτιόταν αν ακόμα και η Μιράντα θα είχε αυτή τη δύναμη. Η Μιράντα μπορεί να λέει ότι το φυλαχτό δεν πρέπει να το έχει καμια μας, αλλά δεν έχει μέχρι στιγμής έρθει σε επαφή μαζί του. Αν τύχει να πέσει στα χέρια της–
Κανονικά, όμως, εγώ πρέπει να το κρατήσω! Εγώ!
Όχι, θύμισε η Νορέλτα στον εαυτό της. Συμφωνήσαμε με τη Μιράντα να το ξεφορτωθούμε. Κάπως.
Αλλά πού ήταν τώρα η Μιράντα; Πού; Γιατί είχε εξαφανιστεί έτσι, η καταραμένη; Η Νορέλτα ανησυχούσε γι’αυτήν. Φοβόταν ότι η Κορίνα πιθανώς να της είχε κάνει κακό.
«Κι όταν είσαι πάνω στις ενεργειακές ροές της Ρελκάμνια, δεν μπορείς να επιστρέψεις στο σώμα σου όποτε θέλεις; Γιατί, τι γίνεται, ας πούμε, αν τύχει να βρίσκεσαι σε επικίνδυνο μέρος;» ρωτούσε η Άνμα. «Δεν πρέπει να κοιμάσαι όρθια ενώ–»
«Ο χρόνος δεν κυλά το ίδιο για το σώμα σου,» τη διέκοψε η Νορέλτα· «σ’το εξήγησα, δεν στο εξήγησα; Μπορεί να ταξιδεύεις μέσα στα όνειρα άλλων Θυγατέρων και να μιλάς μαζί τους για ώρα· αλλά, για το σώμα σου, πιθανώς να μην έχουν περάσει ούτε δέκα λεπτά.»
«Μέσα σε δέκα λεπτά, πολλά γίνονται, Νορέλτα. Κάποιος φονιάς μπορεί να σε πλησιάσει και να σου σκίσει τον λαιμό για να αρπάξει την τσάντα σου, αν είσαι σε επικίνδυνο μέρος.»
«Υποθέτω ότι αυτό είναι ένα ρίσκο,» αποκρίθηκε η Νορέλτα-Βορ.
«Δεν το καταλαβαίνεις αν κινδυνεύει το σώμα σου; Είσαι τελείως αφύλαχτη;»
«Μάλλον ναι. Δεν ξέρω· δεν είχα και τόσο πολύ χρόνο να πειραματιστώ με το φυλαχτό. Η Κορίνα, αναμφίβολα, είχε πολύ περισσότερο χρόνο. Είμαι σίγουρη πως ακόμα το φυλαχτό είναι στην κατοχή της· δεν το θεωρώ πιθανό να το έχασε.» Η καταραμένη σκρόφα, πρόσθεσε νοερά. Θα τη βρω, και θα το πάρω πίσω!
«Και η Μιράντα νομίζει ότι η Κορίνα είναι επικίνδυνη με το φυλαχτό...»
«Δεν υπάρχει αμφιβολία πως είναι, Άνμα.»
«Αν έχουν όμως περάσει πέντε χρόνια από τότε που σ’το πήρε, τι έχει γίνει αυτά τα πέντε χρόνια; Τίποτα που να με εκπλήξει εμένα τουλάχιστον. Τίποτα που να θεωρήσω...» μόρφασε καθώς οδηγούσε, «αφύσικο, με κάποιο τρόπο.»
«Η Ρελκάμνια είναι μεγάλη διάσταση, Αδελφή μου,» είπε μόνο η Νορέλτα-Βορ. Και η Μιράντα είναι χαμένη κάπου μέσα της. Γιατί η Πόλη δεν με βοηθά να τη συναντήσω; Ήλπιζε αυτός ο πόλεμος στα βόρεια, τουλάχιστον, να είχε κάποια σχέση με τη Μιράντα. Όσο βρισκόταν στην Ανοιχτόφραγη, η Νορέλτα συνεχώς άκουγε γι’αυτόν. Παράξενες συμπτώσεις. Πολεοτύχη. Σαν η Πόλη να ήθελε να την οδηγήσει προς τις συνοικίες του Ριγοπόταμου.
*
Σταμάτησαν σ’ένα πανδοχείο μέσα στη Σιγαλή για να περάσουν το μεσημέρι, και έφαγαν στην τραπεζαρία του ενώ άκουγαν, από τον τηλεοπτικό δέκτη της αίθουσας, για τις αποφάσεις που είχε πάρει η καινούργια Πολιτάρχης του Συγκλητικού Ανακτόρου, η Εσμεράλδα Οδόχειρη. Ο κόσμος δεν φαινόταν να είναι δυσαρεστημένος μαζί της. Ήταν γνωστό, άλλωστε, πως για να αποκτήσει την πολιταρχία του Ανακτόρου την είχε υποστηρίξει ο προηγούμενος Πολιτάρχης, ο Ελπιδοφόρος, ο οποίος ήταν πλέον πολύ μεγάλος και ήθελε να παραιτηθεί. Ήταν Πολιτάρχης του Συγκλητικού Ανακτόρου από τότε που η Συμπαντική Παντοκρατορία διαλύθηκε και η Ρελκάμνια ελευθερώθηκε από τον ζυγό της Παντοκράτειρας. Ο Ελπιδοφόρος ήταν ένας από αυτούς που είχαν πολεμήσει ενεργά εναντίον της.
Μαζί του ήταν μια μάγισσα, η Φενίλδα, η οποία έλεγαν πως επίσης είχε πολεμήσει εναντίον της Παντοκράτειρας και κανείς δεν ήταν βέβαιος σε ποιο μαγικό τάγμα ανήκε. Ορισμένοι πίστευαν ότι κάποτε ήταν του τάγματος των Ερευνητών αλλά, ύστερα, είχε αναπτύξει τις μαγικές της ικανότητες σε τέτοιο βαθμό που είχε ξεφύγει από τα πλαίσια κάθε τάγματος. Ήταν πολύ πιθανό να είχε βρει ακόμα και το μυστικό της αθανασίας, καθότι κανείς δεν την είχε δει ποτέ γερασμένη παρότι πρέπει να ήταν στην ηλικία του Ελπιδοφόρου.
Η Νορέλτα-Βορ υπέθετε πλέον πως η Φενίλδα ίσως να ήταν κάτι σαν τον Κλαρκ, τον Μάγο της Ρελκάμνια, που κι αυτός ήταν πολύ περίεργος για τα δεδομένα των φυσιολογικών μάγων. Η Νορέλτα δεν θα πίστευε σ’αυτόν αν δεν τον είχε δει με τα ίδια της τα μάτια πριν από πέντε χρόνια, μαζί με τη Μιράντα, ενώ έψαχναν πληροφορίες για το αρχέγονο φυλαχτό.
Όπως και νάχε, τώρα έλεγαν πως η Φενίλδα είχε εξαφανιστεί, και το ίδιο κι ο Ελπιδοφόρος. Κανείς δεν ήξερε πού βρίσκονταν. Και εικασίες γίνονταν ότι η μάγισσα είχε κάνει και τον Ελπιδοφόρο αθάνατο και είχαν ταξιδέψει μαζί σε κάποια άγνωστη διάσταση του σύμπαντος.
Η Νορέλτα δεν ήξερε τι να πιστέψει απ’αυτά και τι όχι. Ειδικά τώρα που είχε γνωρίσει τον Κλαρκ...
Η Άνμα τη ρώτησε, καθώς άκουγαν τα νέα του τηλεοπτικού δέκτη σχετικά με την αλλαγή πολιταρχίας του Συγκλητικού Ανακτόρου και τις αποφάσεις της νέας Πολιτάρχη: «Αυτή η Φενίλδα, η μάγισσα που ήταν μαζί με τον παλιό Πολιτάρχη, μήπως είναι Αδελφή μας; Θέλω να πω, αφού δεν γερνάει....»
Η Νορέλτα-Βορ κούνησε το κεφάλι. «Δεν είναι Αδελφή μας. Έχεις ακούσει ποτέ Θυγατέρα να έχει το Χάρισμα των μάγων;»
«Όλες μας, όμως, μπορούμε να μάθουμε μαγικά ξόρκια αν προσπαθήσουμε. Ίσως η Φενίλδα να–»
«Δεν είναι Αδελφή μας, Άνμα. Το ξέρω.»
Η Άνμα συνοφρυώθηκε. «Τη γνωρίζεις;» Έμοιαζε έκπληκτη.
«Όχι προσωπικά. Αλλά, πριν από πέντε χρόνια, λίγο προτού βοηθήσω εσένα και τη Βιργινία με την υπόθεση του Τεχνοχειρούργου, η Πόλη έτυχε να φέρει κοντά μου μια πρόσφατα αναγεννημένη Θυγατέρα στην Ανακτορική Συνοικία. Βερενίκη τη λένε.»
«Δεν την έχω συναντήσει...»
«Η Βερενίκη δούλευε στο Συγκλητικό Ανάκτορο προτού αναγεννηθεί. Κι όταν το σημάδι στο πόδι της ξύπνησε, βρέθηκε σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Η Φενίλδα τη βοήθησε, και η Βερενίκη μού είπε ότι ήξερε για τις Θυγατέρες. Αλλά η ίδια, βέβαια, δεν είναι Θυγατέρα της Πόλης.»
«Και τι είναι; Έχει πράγματι βρει το μυστικό της αθανασίας, όπως λένε ότι κάποτε το είχε βρει η Παντοκράτειρα;»
Η Νορέλτα κούνησε το κεφάλι ξανά. «Δεν ξέρω, Άνμα. Αλλά είναι πιθανό να είναι κι αυτή κάτι σαν τον Κλαρκ.»
«Τον Μάγο, που μου έλεγες...»
Η Νορέλτα κατένευσε ανάβοντας τσιγάρο.
«Έχεις συναντήσει πολλά παράξενα πράγματα, Νορέλτα,» παρατήρησε η Άνμα. «Σε ζηλεύω.»
«Και πού να γνωρίσεις τη Μιράντα...»
Η Φοριντέλα-Ράο τις κοίταζε ώρα τώρα χωρίς να μιλά. Τελικά είπε: «Εγώ, πάντως, τα μισά απ’αυτά που λέτε μόλις και μετά βίας τα καταλαβαίνω.»
«Δε θέλουμε επίτηδες να σε κάνουμε να βαριέσαι,» της αποκρίθηκε η Νορέλτα.
Αφού έφαγαν και ξεκουράστηκαν στο πανδοχείο, αναχώρησαν μέσα στο τετράκυκλο όχημα της Άνμα, συνεχίζοντας να διασχίζουν τη Σιγαλή. Ήταν απόγευμα πλέον.
Πλησίασαν την Ανακτορική Οδό που οδηγούσε βόρεια, προς το Συγκλητικό Ανάκτορο της Ατέρμονης Πολιτείας, όπου κάθε πενταετία συγκεντρώνονταν (ή, τουλάχιστον, έπρεπε να συγκεντρώνονται σύμφωνα με τον Νόμο) όλοι οι Πολιτάρχες της Ρελκάμνια για να συζητήσουν για διάφορα θέματα που τους αφορούσαν συλλογικά. Οι δύο Θυγατέρες της Πόλης και η Φοριντέλα-Ράο δεν σκόπευαν να επισκεφτούν το Συγκλητικό Ανάκτορο, έτσι η Άνμα απλά πέρασε κάθετα την Ανακτορική Οδό και μπήκε στην Ανακτορική Συνοικία.
Μετά από λίγη ώρα ακόμα, περίμενε να φτάσει στην Οδό Ανακτόρων, που πολλοί που δεν ήταν από τούτα τα μέρη τη μπέρδευαν με την Ανακτορική Οδό, αλλά επρόκειτο για δύο τελείως διαφορετικούς δρόμους. Η Οδός Ανακτόρων διέσχιζε την Ανακτορική Συνοικία και έφτανε ώς τη Διαπερατή. Αυτή ήταν και η πορεία που η Άνμα σκόπευε να ακολουθήσει.
Όμως, κάπως, έχασε τον προσανατολισμό της.
Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί. Ήταν σαν τα πάντα να είχαν αλλάξει γύρω της. Σαν μια απροσδιόριστη μετατόπιση να είχε γίνει. Προς στιγμή, της δόθηκε η εντύπωση ότι κάτι την είχε μεταφέρει σε άλλο σημείο στον χρόνο. Όπως όταν περνάς από έναν δρόμο που έχεις χρόνια να περάσεις και τον βρίσκεις αλλαγμένο, σχεδόν σαν να είναι από άλλη διάσταση...
Η Άνμα, όμως, ήταν σίγουρη πως τώρα δεν είχε χάσει τον προσανατολισμό της γι’αυτό τον λόγο. Η Πόλη κάτι έκανε... Ή, μάλλον, κάτι συνέβαινε με την Πόλη. Κάποια αλλόκοτη αλλαγή. Κάτι που δεν θα έπρεπε να ήταν εκεί.
Η Άνμα μπλέχτηκε τελείως μες στους δρόμους της Ανακτορικής Συνοικίας. Και τα πολεοσημάδια δεν τη βοηθούσαν να ξεμπλεχτεί· τη «βοηθούσαν» μόνο να μπλεχτεί περισσότερο. Σαν ένας δυνατός χωροχρονικός άνεμος να είχε φυσήξει και να τα είχε ανακατέψει.
«Νορέλτα...» ψέλλισε η Άνμα, συγχυσμένη. «Μόνο εγώ το βλέπω αυτό;»
«Όχι,» αποκρίθηκε η Νορέλτα-Βορ, «δεν το βλέπεις μόνο εσύ.» Το έβλεπε κι εκείνη, κι αισθανόταν παγωμένη. Της δημιουργούσε έναν απερίγραπτο τρόμο. Κάτι έχει παρέμβει εδώ! σκεφτόταν. Κάτι έχει παρέμβει στη Ρελκάμνια. Στη φυσιολογική ροή της Ατέρμονης Πολιτείας. Έχει παρέμβει με τρόπο που δεν θα έπρεπε να μπορεί.
«Κάποιος απειλείται,» συνέχισε η Νορέλτα. «Κάποιος... κοντινός μου άνθρωπος.»
«Τι;» έκανε η Άνμα, απορημένη. «Τότε δεν βλέπουμε το ίδιο πράγμα! Εγώ έχω χαθεί. Οι δρόμοι... δεν... Τα σημάδια της Πόλης είναι σαν... σαν κάτι να έχει παρέμβει.»
«Ναι,» συμφώνησε η Νορέλτα-Βορ, «κάτι έχει αναμφίβολα παρέμβει στη φυσική ροή της Ρελκάμνια–»
«Ακριβώς. Τότε, γιατί λες ότι απειλείται κάποιος–;»
«Γιατί το διακρίνω, Άνμα. Κάποιος κοντινός μου άνθρωπος απειλείται από αυτή την αλλόκοτη αλλαγή που έχει δημιουργηθεί στην Πόλη.»
«Μα τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος!» αναφώνησε η Φοριντέλα-Ράο από το πίσω κάθισμα. «Τι σκατά λέτε τόση ώρα;» Αισθανόταν σαν να είχε βρεθεί σε άλλη διάσταση, όπου οι κάτοικοι μιλούσαν μια τελείως δική τους γλώσσα, με τελείως δικούς τους κώδικες επικοινωνίας, καταλαβαίνοντας πράγματα που ήταν αδιανόητα για τη Φοριντέλα.
*
Η Άνμα σταμάτησε το όχημά της σε μια τυχαία γωνία της Ανακτορικής Συνοικίας, που έμοιαζε νάχει μετατραπεί σε δυσνόητο λαβύρινθο.
«Εντάξει,» είπε. «Θα μπορούσες, τουλάχιστον, εσύ να μας βγάλεις από εδώ;»
«Ούτε κατά διάνοια,» αποκρίθηκε η Νορέλτα-Βορ. «Επιπλέον, εγώ γενικά δεν πολυσυχνάζω σε τούτα τα νότια μέρη. Πάω στοίχημα ότι τα ξέρεις καλύτερα από εμένα. Ότι είσαι πιο πολυταξιδεμένη από εμένα.»
Η Άνμα αναστέναξε. «Συνεχώς χάνομαι... Κοίτα, αυτός εδώ ο δρόμος μπορώ να σου πω ποιος είναι. Έχω ξαναπεράσει, τον ξέρω. Αλλά, μόλις βγούμε, θα...»
«Θ’αρχίσει πάλι το μπλέξιμο,» είπε η Νορέλτα. «Είναι τα πολεοσημάδια, Άνμα. Η Πόλη θέλει να μας οδηγήσει κάπου. Να μας υποδείξει μια πορεία, ίσως.»
«Έχει σχέση μ’αυτό το κοντινό σου πρόσωπο;»
«Έτσι νομίζω.»
«Τι σου είναι; Συγγενής; Εραστής; Φίλος;»
«Δεν έχω ιδέα. Αλλά το διαβάζω στα σημάδια της Πόλης: Κάποιο κοντινό μου πρόσωπο απειλείται.» Η Νορέλτα ακόμα και τώρα μπορούσε να το διακρίνει, στις σκιές που σχηματίζονταν από τα φώτα των σκοτεινιασμένων δρόμων: Όπλα που απειλούν μια μορφή η οποία, κάπως, μέσα στο μυαλό της, της θυμίζει τον εαυτό της. Ένα πρόσωπο σαν εκείνη. Ένα κοντινό της πρόσωπο.
Αλλά δεν έχω κοντινά πρόσωπα στην Ανακτορική Συνοικία, γαμώτο! Τι θέλει να μου δείξει η Πόλη; Κάποια άλλη Θυγατέρα; Ή κάποιο μέλος του Οίκου των Βόρ’νοθροκ;
«Οδήγησέ μας εσύ,» της είπε η Άνμα. «Δείξε μου προς τα πού να πάω.»
«Ας το δοκιμάσουμε,» αποκρίθηκε η Νορέλτα, και καθοδήγησε την Άνμα μέσα στην Ανακτορική Συνοικία, από το ένα πολεοσημάδι στο άλλο, από τον έναν δρόμο στον άλλο, ακολουθώντας πάντα την κατεύθυνση που έμοιαζε να υπονοεί ότι βρισκόταν αυτό το κοντινό της πρόσωπο...
Η Νορέλτα-Βορ, από ένα σημείο και μετά, νόμιζε πως το λαβυρινθώδες τοπίο άρχισε να καθαρίζει, όπως μια ομίχλη καθαρίζει και διακρίνεις τα σχήματα πιο σωστά τώρα, με λιγότερες παραισθήσεις και ψευδείς εντυπώσεις.
Η Άνμα, οδηγώντας το όχημα υπό την καθοδήγηση της Αδελφή της, είχε ακριβώς την ίδια αίσθηση. «Μου φαίνεται πως κάτι καταφέρνεις, Νορέλτα,» είπε.
«Ναι. Αλλά δεν έχω ιδέα πού μπορεί να πηγαίνουμε...» ενώ, έχοντας υψωμένο ξανά το χέρι της, έδειχνε στην Άνμα πού να στρίψει.
Ύστερα από λίγη ώρα, βρέθηκαν επάνω σε μια γέφυρα που περνούσε ανάμεσα από τις πολυκατοικίες και διέκριναν κι οι δυο τους ότι έφταναν στο τέλος της διαδρομής. Εδώ, καταλάβαιναν, ήταν το κέντρο του λαβυρίνθου. Ήταν το μάτι της πολεοθύελλας. Από εδώ προερχόταν η αναταραχή που διαστρέβλωνε τα πολεοσημάδια.
Το μέρος ήταν ένα πανδοχείο στο πλάι της γέφυρας. Το ολόγραμμα που αποτελούσε πινακίδα του έγραφε: Το Ανάμικτο Κάλεσμα. Η Άνμα και η Νορέλτα-Βορ νόμιζαν ότι αυτό το όνομα ήταν πολύ ταιριαστό για την περίπτωσή τους.
«Η Πόλη κάτι θέλει να μας πει. Ξανά,» παρατήρησε η αριστοκράτισσα.
Η Άνμα ένευσε. «Κι ας ελπίσουμε ν’αρχίσει να μιλά πιο καθαρά από δω και στο εξής. Πάμε μέσα;»
«Προφανώς.»
«Ο κοντινός σου άνθρωπος είναι εδώ;»
Η Νορέλτα συνοφρυώθηκε παρατηρώντας τα πολεοσημάδια πολύ προσεχτικά. «Όχι, δε νομίζω.»
«Τότε...» κόμπιασε η Άνμα, «μήπως είμαστε σε λάθος μέρος;»
«Εδώ είναι το κέντρο απ’το οποίο ξεκινούν όλα, Άνμα. Δεν το καταλαβαίνεις;»
«Το καταλαβαίνω.»
«Πάμε μέσα, λοιπόν,» την προέτρεψε η Νορέλτα.
Η Άνμα πάτησε ξανά το πετάλι, στρίβοντας το τιμόνι προς το γκαράζ του Ανάμικτου Καλέσματος.
«Συγνώμη,» είπε η Φοριντέλα-Ράο, «αλλά, επειδή μ’έχετε ομολογουμένως τρομάξει, θα μπορούσα να φύγω;»
«Πολύ αργά τώρα, Φοριντέλα,» αποκρίθηκε η Άνμα, καταλαβαίνοντας ότι η φίλη της εν μέρει αστειευόταν. Εν μέρει.
*
Μα τον Κρόνο, σκεφτόταν η Φοριντέλα-Ράο, καθώς η Άνμα έβαζε το όχημα στο γκαράζ, δεν είχα ποτέ συνειδητοποιήσει πόσο τρελές είναι... Δεν είχε ποτέ ξανά συναντήσει δύο Θυγατέρες της Πόλης μαζί. Πραγματικά, δεν μπορούσες να κατανοήσεις τι έλεγαν. Ήταν σαν ν’άκους παράφρονες να μιλάνε! Συζητάνε για πράγματα που δεν υπάρχουν για εμένα!
Γιατί η Άνμα δεν πρότεινε σ’εμένα να οδηγήσω; Εγώ θα μας είχα βγάλει σ’αυτή την Οδό Ανακτόρων. Πόσο δύσκολο μπορεί πια να ήταν; Είχαν χάρτη μαζί τους!
Αλλά ακόμα και με τον χάρτη η Άνμα φαινόταν να χάνει συστηματικά τον δρόμο της! Σαν κάτι νάχε πάθει το μυαλό της, μα τον Κρόνο!
Κι αυτή η Νορέλτα-Βορ – πέντε φορές πιο παράξενη από την Άνμα! – της έδειχνε προς τα πού να πάει σαν να ήταν υπνωτισμένη. Σαν να ήταν υπνοβάτισσα. Ούτε χάρτη κοίταζε ούτε τίποτα – κι έλεγε ότι δεν ξέρει αυτούς τους δρόμους!
Καθώς έμπαιναν στο γκαράζ του Ανάμικτου Καλέσματος, η Φοριντέλα-Ράο αισθανόταν φοβισμένη. Αισθανόταν σαν να είχαν φτάσει στο κέντρο κάποιου εφιάλτη. Κρόνε, σε παρακαλώ, μη με κάνεις κι εμένα ν’αρχίσω να βλέπω πράγματα που δεν υπάρχουν!
Η Άνμα σταμάτησε το όχημά της μπροστά στον φύλακα του γκαράζ. «Θα μείνουμε για τη νύχτα,» του είπε από το παράθυρο.
Εκείνος πάτησε μερικά πλήκτρα πάνω σ’ένα μηχανικό σύστημα, τράβηξε μια κάρτα από αυτό, και της την έδωσε, λέγοντας: «Δύο δεκάδια, κυρία.»
Η Άνμα τον πλήρωσε και οδήγησε το όχημά της, με μειωμένη ταχύτητα, ανάμεσα στα υπόλοιπα οχήματα του γκαράζ, ψάχνοντας για θέση.
Η Νορέλτα-Βορ, κοιτάζοντας γύρω τους, σκεφτόταν: Ναι, εδώ είναι αναμφίβολα το επίκεντρο της παραδοξότητας που έχει συμβεί. Αλλά γιατί; Δεν διέκρινε τίποτα το άμεσα παράξενο. Όχι στο γκαράζ, τουλάχιστον... Υπομονή, είπε στον εαυτό της. Υπομονή και θα το ανακαλύψουμε.
Αυτό δεν θα έλεγε και η Μιράντα;
Η Άνμα δεν δυσκολεύτηκε να βρει θέση για να σταθμεύσει το τετράκυκλό της. Το γκαράζ είχε κάμποσα οχήματα αλλά δεν ήταν και γεμάτο· υπήρχε άπλετος χώρος.
Η Νορέλτα άνοιξε την πόρτα δίπλα της και βγήκε πρώτη, παρατηρώντας τα ελάχιστα πολεοσημάδια που υπήρχαν εδώ. Τίποτα που να της δίνει καμια πληροφορία την οποία να θεωρεί χρήσιμη... Τίποτα...
Η Φοριντέλα βγήκε μετά, και τελευταία η Άνμα.
«Νορέλτα;» είπε.
Η Αδελφή της μόρφασε θέλοντας να πει ότι δεν διέκρινε κάτι ιδιαίτερο.
Οι δύο Θυγατέρες βάδισαν προς τη θύρα του γκαράζ που από πάνω της υπήρχε μια πινακίδα η οποία, αναβοσβήνοντας, έγραφε ΠΡΟΣ ΤΡΑΠΕΖΑΡΙΑ. Η Φοριντέλα-Ράο τις ακολούθησε.
«Εξηγήστε μου, παρακαλώ, γιατί είμαστε εδώ,» ζήτησε.
Οι Θυγατέρες αλληλοκοιτάχτηκαν. Τελικά, καθώς έφταναν μπροστά στην κλειστή πόρτα, η Άνμα κοίταξε τη Φοριντέλα πάνω απ’τον ώμο της, λέγοντας: «Κοίτα... είναι περίπλοκη υπόθεση.» Έσπρωξε την πόρτα και εκείνη κι η Αδελφή της πέρασαν το κατώφλι.
Η Φοριντέλα τις ακολούθησε ξανά. «Αυτό,» είπε, «είναι το μόνο που έχω καταλάβει, γαμώτο! Αλλά γιατί είναι περίπλοκη υπόθεση;»
«Μην αρχίσουμε τα φιλοσοφικά θέματα τώρα,» αποκρίθηκε η Νορέλτα, καθώς βάδιζαν ανάμεσα στα τραπεζάκια της αίθουσας.
«Με δουλεύετε, ε;» μούγκρισε ενοχλημένα η Φοριντέλα-Ράο.
Η τραπεζαρία ήταν αρκετά μεγάλη, και δεν είχε και τόσους πολλούς πελάτες. Σε μια γωνία της ήταν δύο μπιλιάρδα, το ένα εκ των οποίων κατειλημμένο από δύο άντρες που έμοιαζαν να ξέρουν να παίζουν με στέκες και μπίλιες. Παραδίπλα ήταν ένα μηχάνημα που έβαζες νομίσματα, χτυπούσες κάτι σχήματα στην οθόνη του, και ή έχανες τα λεφτά σου ή τα αύξανες. Στην άλλη μεριά της αίθουσας ήταν μια πελώρια οθόνη με τηλεοπτικό δέκτη, κλειστή επί του παρόντος. Στο βάθος υπήρχε ένα μπαρ, όπου τρεις πελάτες κάθονταν, και ο άντρας του μπαρ μιλούσε με τη μία απ’αυτούς, καπνίζοντας τσιγάρο, χαμογελώντας λοξά. Από το ηχοσύστημα ακουγόταν το Περιμένοντας τον Στόχο, του συγκροτήματος Εννιά Εννιάρια.
Τον στόχο περιμένοντας
κει στα σκοτεινά.
Καρτέρι – του την έχω στημένη
με μια ιδέα στο μυαλό κολλημένη.
Μια ιδέα κι ένα όπλο
περιμένοντάς τον στόοοχοοο!
Η Νορέλτα-Βορ αισθάνθηκε τις τρίχες της να ορθώνονται ακούγοντας τους στίχους του τραγουδιού, γιατί είχε την εντύπωση πως δεν ήταν παρά μια ηχώ τού ό,τι συνέβαινε εδώ, μια προειδοποίηση για τα αφτιά της.
Το βλέμμα της όργωσε την αίθουσα, διαβάζοντας τα σημάδια της Πόλης.
Δεν ήταν όλοι οι πελάτες απλοί πελάτες.
Και δεν το είχε προσέξει μόνο εκείνη–
«Νορέλτα,» ψιθύρισε έντονα η Άνμα – «αυτοί εκεί! Αυτοί οι τέσσερις στο τραπέζι κοντά στο παιχνιδομηχάνημα.»
«Ναι, τους βλέπω κι εγώ.» Τρεις άντρες, μία γυναίκα. Έμοιαζαν με ταξιδιώτες αλλά δεν ήταν. Τα πολεοσημάδια γύρω τους έλεγαν στη Νορέλτα-Βορ ότι κάτι περίμεναν εδώ, για μια πολύ συγκεκριμένη δουλειά.
Ή, μάλλον, κάποιον περίμεναν.
Περιμένοντας τον Στόχο...
Επίσης, δεν ήταν καθόλου τυχαία η παρουσία τους στο πανδοχείο, ήταν βέβαιη η Νορέλτα. Αυτοί οι τέσσερις ήταν μέρος της όλης παραδοξότητας που είχε αλλοιώσει τα πολεοσημάδια τόσα χιλιόμετρα τριγύρω – ίσως σ’ολάκερη την Ανακτορική Συνοικία.
Μπορεί, μάλιστα, αυτοί οι τέσσερις να ήταν το ίδιο το επίκεντρο του προβλήματος.
Η Νορέλτα-Βορ ποτέ ξανά δεν είχε συναντήσει κάτι τέτοιο. Πιθανώς να ήταν δολοφόνοι οι τέσσερις στο τραπέζι, μα δεν της έμοιαζαν αφύσικοι. Δεν της έμοιαζαν με κάτι-που-δεν-θα-έπρεπε-να-είναι-εκεί.
Αλλά τα πολεοσημάδια αυτό υπονοούσαν παντού γύρω, στους δρόμους. Κάτι είχε κάνει τα πάντα άνω-κάτω. Σαν... σαν το μέλλον νάχε μπλέξει, κάπως, με το παρόν.
«Δεν καθόμαστε;» πρότεινε η Φοριντέλα-Ράο.
«Ναι,» συμφώνησε η Νορέλτα-Βορ, «ας καθίσουμε.»
Και κάθισαν σ’ένα τραπέζι όχι και πολύ μακριά απ’το τραπέζι των τεσσάρων.
«Φονιάδες είναι, ε;» είπε η Άνμα, χαμηλόφωνα.
Η Νορέλτα ένευσε. «Το ίδιο νομίζω κι εγώ.»
«Είναι, λοιπόν, συνετό να καθόμαστε τόσο κοντά τους;» ρώτησε η Φοριντέλα.
Ένας σερβιτόρος πλησίασε, με επαγγελματικό ύφος και αεράτο βήμα. «Τι θα πάρουν οι κυρίες;»
Φονιάδες και περίεργες συμπτώσεις, σκέφτηκε η Νορέλτα-Βορ, αλλά είπε: «Ένα ποτήρι Σεργήλιο οίνο.»
«Μια Αφρισμένη,» ζήτησε η Άνμα.
«Ένα Αργυρό Νεφέλωμα,» παράγγειλε η Φοριντέλα-Ράο.
«Δε θα φάτε κάτι;»
Αλληλοκοιτάχτηκαν. Ύστερα η Άνμα είπε: «Ίσως αργότερα.»
«Θα διανυκτερεύσετε στο πανδοχείο;»
Αλληλοκοιτάχτηκαν ξανά, και η Νορέλτα αποκρίθηκε: «Θα δείξει.»
Η Άνμα κατένευσε. «Θα δείξει.»
«Όπως επιθυμείτε.» Ο σερβιτόρος έφυγε.
«Μήπως – λέω μήπως,» είπε η Φοριντέλα – «θα ήταν πιο συνετό να απομακρυνθούμε απ’αυτούς τους τέσσερις, αν όντως είναι φονιάδες, γαμώ τα φρύδια του Κρόνου γαμώ;»
«Μα γι’αυτούς είμαστε εδώ, Φοριντέλα,» εξήγησε η Νορέλτα.
Η Φοριντέλα αναστέναξε κουρασμένα. Αδύνατον να τις καταλάβεις! σκέφτηκε. Η προσπάθεια είναι άσκοπη.
Η Άνμα ρώτησε την Αδελφή της: «Βλέπεις εδώ κανέναν κοντινό σου άνθρωπο;»
Η Νορέλτα δίστασε προς στιγμή ν’αποκριθεί, συλλογισμένη. «Νομίζω,» είπε τελικά, «ότι αυτοί οι τέσσερις περιμένουν τον κοντινό μου άνθρωπο.»
«Και είναι τόσο σημαντικός, όποιος κι αν είναι, για νάχει προκαλέσει τέτοια θύελλα στην Πόλη παντού γύρω;»
«Την ίδια απορία έχουμε, Αδελφή μου. Αλλά, για νάμαι ειλικρινής, δεν πιστεύω ότι η παράξενη αλλοίωση οφείλεται σ’αυτόν.»
«Σε ποιον, τότε;»
Στην Κορίνα; αναρωτήθηκε η Νορέλτα. Θα μπορούσε αυτή η καταραμένη να ήταν μπλεγμένη εδώ; Θα μπορούσε νάχε κάνει κάτι με το φυλαχτό; Προκαλώντας τέτοια χαοτική αναστάτωση μέσα στον χωροχρόνο της Πόλης;
«Θα το ανακαλύψουμε, Άνμα.»
«...Θα τρελαθώ,» μουρμούρισε η Φοριντέλα-Ράο.
Το τραγούδι άλλαξε στην αίθουσα: τώρα το ηχοσύστημα έπαιζε Ο Ερχομός των Νυχτερινών Αρχόντων – Μεταμεσονύκτιες Διαδρομές.
Οι Νομάδες των Δρόμων βαδίζουν στους δρόμους της Β’ Κατωρίγιας Συνοικίας, βρισκόμενοι υπό εχθρική παρακολούθηση, κάνοντας υποθέσεις, λέγοντας ιστορίες, ακούγοντας τα νέα για τον πόλεμο στις βόρειες όχθες του Ριγοπόταμου...
Η Μιράντα κοιμήθηκε στη σκηνή της Αδελφής της όταν οι Νομάδες καταυλίστηκαν για να διανυκτερεύσουν, και τώρα, που είχε ξημερώσει, αισθανόταν το σπασμένο της γόνατο καλύτερα. Δεν νόμιζε ότι ήταν σπασμένο πλέον. Η Πόλη το είχε θεραπεύσει. Η Μιράντα προσπάθησε να σηκωθεί από το λυόμενο κρεβάτι της, αργά, δοκιμαστικά· και τα κατάφερε.
Το γόνατό της ήταν, όντως, καλά. Μπορούσε να σταθεί, αν και εξακολουθούσε να την ενοχλεί λιγάκι. Καλύτερα να μην το ζόριζε σήμερα. Έπιασε από δίπλα το ραβδί που είχε βρει στα σκουπίδια και το χρησιμοποίησε για να στηριχτεί.
Η Εύνοια δεν ήταν μέσα στη σκηνή. Είχε ξυπνήσει πριν από τη Μιράντα, όπως φαινόταν.
Η Μιράντα έπιασε μια μπλούζα από τον σάκο της και τη φόρεσε. Έπεφτε ώς τα γόνατά της· ήταν αρκετά μακριά.
Χωρίς να στηρίζεται και πολύ στο μπαστούνι της – δεν το είχε πραγματικά ανάγκη – βάδισε ώς την είσοδο της σκηνής. Παραμέρισε την κουρτίνα και κοίταξε έξω, τον καταυλισμό των Νομάδων στο Έλασμα της Β’ Κατωρίγιας Συνοικίας.
Τα πολεοσημάδια τής μαρτύρησαν ότι κάποιοι την είχαν παρατηρήσει με το πού ξεμύτισε από τη σκηνή. Ύστερα από την εξαφάνισή της δίπλα από την Εύνοια πρέπει να είχε γίνει το νούμερο ένα θέμα συζήτησης των Νομάδων. Πρέπει να τους φαινόταν εξωπραγματική, μην ξέροντας τίποτα για το τι είχε πραγματικά συμβεί.
Ακόμα και η Εύνοια δυσκολευόταν να πιστέψει την ιστορία της σχετικά με τον Δρόμο της Διαίρεσης, όταν η Μιράντα τής την είχε διηγηθεί χτες βράδυ. Αλλά ούτε μπορούσε και να την αμφισβητήσει. Τι άλλη εξήγηση να έδινε στην εξαφάνισή της;
Η Μιράντα είδε τον Θόρινταλ να ξεχωρίζει ανάμεσα από τον καταυλισμό των Νομάδων, πλησιάζοντάς την.
Χαμογέλασε. Τον περίμενε αργά ή γρήγορα. Ο σαμάνος, αναμφίβολα, θα ήθελε να μάθει τι ακριβώς είχε γίνει.
«Πώς είσαι, Μιράντα;» ρώτησε.
«Καλά,» αποκρίθηκε εκείνη, υψώνοντας το μπαστούνι της για να του δείξει ότι μπορούσε να στέκεται και χωρίς αυτό. «Κάποιες λεπτομέρειες απομένουν.» Ακούμπησε ξανά την άκρη του μπαστουνιού κάτω.
«Χαίρομαι,» είπε ο Θόρινταλ. «Είχαμε όλοι ανησυχήσει. Κι ακόμα κανένας δεν καταλαβαίνει τι συνέβη.»
«Δε σας είπε η Εύνοια;»
«Τη ρώτησα, αλλά μου απάντησε πως θα μου μιλήσεις εσύ αν θέλεις, όταν θέλεις. Μου φάνηκε προβληματισμένη, Μιράντα...»
«Δε με εκπλήσσει.» Ούτε με εκπλήσσει η απάντηση που σου έδωσε. Το περίμενε ότι η Εύνοια ακριβώς αυτή την απάντηση θα έδινε. «Ήταν πολύ παράξενο αυτό που συνέβη.»
«Εξαφανίστηκες, Μιράντα. Μπροστά στα μάτια όλων. Σε είδαν να γίνεσαι καπνός, λένε. Να γίνεσαι σαν οπτασία.»
«Εγώ το μόνο που κατάλαβα ήταν ότι... μετατοπίστηκα.»
Το βλέμμα του Θόρινταλ ήταν ερωτηματικό.
Η Μιράντα κάθισε σ’ένα σκαμνί έξω απ’τη σκηνή της Εύνοιας, και ο σαμάνος κάθισε κοντά της. Εκείνη τού μίλησε για τον Δρόμο της Διαίρεσης· του είπε ότι, όταν έφτασε στο πέρας του, παρουσιάστηκε άλλη μια Μιράντα – «η Μιράντα Δύο, ας την πούμε» – πέρα από το πλήθος των Νομάδων· κι αυτή η Μιράντα άρχισε να περιπλανιέται στη Φυτευτή, αναζητώντας κρυφούς δρόμους. Τελικά, κατάφερε να ανακαλύψει τον Δρόμο της Εξαφάνισης – «που, όταν τον ακολουθήσεις, γίνεσαι αόρατη για κάποια ώρα» – αλλά η διαιρεμένη κατάσταση της Μιράντας δεν μπορούσε να κρατήσει για πάντα. «Ήμουν βέβαιη ότι σύντομα θα ενωνόμουν ξανά. Αλλά δεν ήξερα πόσο σύντομα.» Η Μιράντα Δύο άρχισε να αισθάνεται πόνο προερχόμενο απ’το σημάδι στο δεξί της πόδι. Και άρχισε να τρέχει, προσπαθώντας να τον σταματήσει. Αλλά αυτό δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Κάνοντας δωματοβασία – πηδώντας σε ταράτσες σε μπαλκόνια, σε δώματα, σε τοίχους – στο τέλος γλίστρησε κι έπεσε, σπάζοντας το γόνατό της. Και τότε η Μιράντα Ένα, που ήταν μαζί με τους Νομάδες, εξαφανίστηκε.
«Και ενώθηκα πάλι, Θόρινταλ. Βρέθηκα εκεί όπου ήταν η Μιράντα Δύο, με το γόνατό μου σπασμένο, κι έχοντας αποκτήσει τις αναμνήσεις της Μιράντας Δύο.»
«Γιατί να μην έρθει η Μιράντα Δύο σ’εσένα;»
«Δεν ξέρω,» είπε προβληματισμένα η Μιράντα. «Ίσως επειδή δεν ήταν παρά ένα αντίγραφο... αν και... δεν αισθανόταν σαν ένα αντίγραφο. Σε τελική ανάλυση, τώρα εγώ είμαι η Μιράντα Δύο. Η Μιράντα Ένα εξαφανίστηκε.»
«Η όλη υπόθεση μού φαίνεται πολύ παράδοξη για νάναι αληθινή,» είπε ο Θόρινταλ.
«Κι εμένα. Ακούγεται σαν τους αστικούς μύθους για τις Θυγατέρες της Πόλης.»
«Μπορείς να το ξανακάνεις;»
«Ναι, αν συναντήσω πάλι τον Δρόμο της Διαίρεσης.»
«Και θα το κάνεις, αν έχεις την ευκαιρία;»
«Θα δείξει,» είπε η Μιράντα. «Μπορεί να μου φανεί χρήσιμο. Αλλά μπορεί να αποδειχτεί κι επικίνδυνο, επίσης...»
«Τι να πω στους άλλους Νομάδες αν με ρωτήσουν τι ξέρω για την εξαφάνισή σου;»
Η Μιράντα ήταν για λίγο σιωπηλή. Μετά αποκρίθηκε: «Είσαι σίγουρος ότι θα σε πιστέψουν; Ότι θα μπορούν να καταλάβουν;»
«Χμμ... Έχεις δίκιο.»
«Πες τους ό,τι νομίζεις, λοιπόν.»
*
Αρκετοί από τους άλλους Νομάδες, πράγματι, τον ρώτησαν για τη Μιράντα, γιατί τον είχαν δει να κάθεται έξω απ’τη σκηνή της Εύνοιας και να της μιλά. Ο Εύθυμος ήρθε να τον συναντήσει, η Μαρίνα, ο Σκέλεθρος, η Βιολέτα, η Τζουλιάνα η ιέρεια του Κρόνου, ο Βόσριλαμ ο Σάρντλιος· ακόμα και ο Ρίμναλ ήρθε, παρότι ήξερε πως ο σαμάνος εξακολουθούσε να τον κοιτάζει με αντιπάθεια. Μόνο η Λάρνια παρίστανε πως δεν την ενδιέφερε για τη Μιράντα, αλλά κι εκείνη ήταν εκεί.
Ο Θόρινταλ ακολούθησε τη συμβουλή της Μιράντας. Τους είπε ότι αυτό που συνέβη ήταν ένα από εκείνα τα περίεργα πράγματα που μόνο οι Θυγατέρες της Πόλης κάνουν και μόνο εκείνες καταλαβαίνουν. Η Μιράντα εξαφανίστηκε μέσα από τους Νομάδες για να πάει σ’ένα άλλο μέρος και να κάνει μια δουλειά, προτού επιστρέψει πάλι κοντά τους.
«Μα ούτε η Εύνοια δεν ήξερε τι της είχε συμβεί!» είπε ο Βόσριλαμ ο Σάρντλιος.
«Πολλές φορές, η μία Θυγατέρα δεν καταλαβαίνει την άλλη,» αποκρίθηκε ο Θόρινταλ.
«Και σ’αυτή τη δουλειά της ήταν που τραυματίστηκε στο πόδι;» ρώτησε η Μαρίνα.
«Ναι, αλλά είναι σχεδόν καλά πλέον. Θεραπεύεται γρήγορα.»
«Θόρινταλ,» παρατήρησε ο Ράνελακ, ο Σκέλεθρος, καπνίζοντας το στριφτό τσιμπούκι του, «νομίζω πως κάτι μάς κρύβεις, μπάσταρδε.» Αλλά χαμογελούσε καθώς μιλούσε.
«Σας λέω ό,τι ξέρω,» ανασήκωσε τους ώμους ο Θόρινταλ, μορφάζοντας. «Περιμένετε να γνωρίζω περισσότερα από τις ίδιες τις Θυγατέρες της Πόλης;»
Όταν οι άλλοι έφυγαν τελικά από το κατώφλι της σκηνής του, κι εκείνος έμεινε εκεί μαζί με τη Λάρνια, η Λάρνια τού είπε:
«Έχεις τώρα μυστικά με τη Μιράντα; Πράγματα που ξέρετε μόνο οι δυο σας;»
«Γιατί το λες αυτό;»
«Έλα τώρα, Θόρινταλ! Όλοι το κατάλαβαν ότι γνωρίζεις περισσότερα απ’ό,τι μας είπες!»
«Η ιδέα σας είναι.»
«Σαχλαμάρες. Η Μιράντα σού είπε κι άλλα.»
Ναι, σκέφτηκε ο Θόρινταλ, πράγματα που δεν έχει νόημα να μάθετε. «Δε μου είπε τίποτ’ άλλο, Λάρνια.»
«Σου ζήτησε κάτι να μας κρύψεις, έτσι δεν είναι;»
Ο Θόρινταλ σηκώθηκε όρθιος. «Δε θα τσακωθώ μαζί σου για ένα τέτοιο ανόητο θέμα.»
«Κάνε ό,τι νομίζεις.» Και η Λάρνια σηκώθηκε. «Αλλά όλ’ αυτά εμένα ξέρεις τι μου λένε;»
«Τι;» τη ρώτησε, απότομα, εκνευρισμένος μαζί της. Τι είχε, τέλος πάντων, εναντίον της Μιράντας; Ακόμα την κατηγορούσε για τον θάνατο της Γιάαμκα;
«Ότι είναι όντως επικίνδυνη να βρίσκεται μέσα στους Νομάδες.»
«Η Εύνοια γνωρίζει καλύτερα από εσένα αν–»
Αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την πρότασή του, καθώς η Λάρνια στράφηκε κι απομακρύνθηκε.
*
Η Εύνοια είχε πει ότι σήμερα θα έμεναν εδώ, στο Έλασμα, δεν θα έφευγαν. Είχε βρει μια πλατεία ανάμεσα στις εργατικές γειτονιές και εκεί οι Νομάδες των Δρόμων είχαν στήσει τις σκηνές τους. Ορισμένοι από τους ντόπιους και τους περαστικούς έρχονταν να τους συναντήσουν, καθώς η ημέρα κυλούσε, και να συναναστραφούν μαζί τους. Αλλά η κίνηση δεν ήταν και πολύ μεγάλη.
Η Εύνοια παρατηρούσε, επίσης, ότι βρίσκονταν υπό εντατική παρακολούθηση από κατασκόπους. Τα σημάδια της Πόλης τής το δήλωναν ξεκάθαρα.
Το ίδιο έβλεπε και η Μιράντα, και είπε στην Αδελφή της: «Δε μ’αρέσει η παρακολούθησή τους...»
«Σα να μου φαίνεται πως εννοείς κάτι περισσότερο. Διακρίνεις τίποτα που μου διαφεύγει;»
«Υπάρχει ένα εχθρικό στοιχείο, νομίζω, στην παρακολούθησή τους.»
Οι δυο τους ήταν καθισμένες στην οροφή του μεγάλου ερπυστριοφόρου των Νομάδων, καθώς ο ήλιος έγερνε προς τη δύση, μισοκρυμμένος πίσω από τις πολυκατοικίες, τις γέφυρες, και τα άλλα οικοδομήματα της Β’ Κατωρίγιας.
«Εχθρικό στοιχείο;» είπε η Εύνοια.
«Ναι. Αλλά απροσδιόριστο.»
«Δε σου μοιάζει, δηλαδή, ότι θα μας επιτεθούν...»
Η Μιράντα κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Όχι απόψε, τουλάχιστον. Όχι σύντομα. Δεν διατρέχουμε άμεσο κίνδυνο, αν γι’αυτό αναρωτιέσαι. Αλλά η παρακολούθησή τους δεν είναι ουδέτερη, Αδελφή μου· είμαι σίγουρη.»
Τα λόγια της ανησύχησαν την Εύνοια, γιατί είχε μάθει να παίρνει τη Μιράντα πολύ σοβαρά σε ό,τι της έλεγε. Αναρωτήθηκε αν μήπως έπρεπε αύριο να ξεκινήσουν πάλι να βαδίζουν. Μας έχουν βάλει στόχο από την Α’ Κατωρίγια, σκέφτηκε. Οι κατάσκοποι εκεί συνεχώς μας παρακολουθούσαν, και μάλλον έχουν κάποιες σχέσεις και με τους κατασκόπους της Β’ Κατωρίγιας. Τι θέλουν από εμάς, τέλος πάντων; Δε βλέπουν ότι δεν ενοχλούμε κανέναν;
Η μόνη λογική εξήγηση φαινόταν στην Εύνοια να είναι η ανησυχία των Πολιταρχών για τον πόλεμο στα βόρεια του Ριγοπόταμου. Τα ραδιόφωνα και οι τηλεοπτικοί δέκτες των Νομάδων έπιαναν κανάλια και σταθμούς που όλα μιλούσαν για την έκρυθμη κατάσταση εκεί. Οι επαναστάτες της Β’ Ανωρίγιας είχαν επιτεθεί στην Α’ Ανωρίγια, και οι συγκρούσεις ήταν άγριες. Σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες – αυτές που κυκλοφορούσαν σήμερα – είχαν κατακτήσει όλα τα δυτικά άκρα της Α’ Ανωρίγιας, και πολλοί φοβόνταν ότι γρήγορα θα κατακτούσαν και ολόκληρη την Α’ Ανωρίγια. Άλλωστε, είχαν ήδη κατακτήσει τη Β’ Ανωρίγια Συνοικία και την Έκθυμη σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Προφανώς, είχαν μεγάλες δυνάμεις στη διάθεσή τους. Προφανώς, κάποιος τούς βοηθούσε κρυφά, χωρίς να δηλώνει την παρουσία του· αλλιώς αυτή η επανάσταση δεν θα είχε ξεκινήσει ποτέ, έλεγαν σχολιαστές και δημοσιογράφοι.
Η Εύνοια είχε, μάλιστα, διαβάσει σε μια εφημερίδα της Β’ Κατωρίγιας – την Ποταμίσια – πως είχε διαρρεύσει μια πληροφορία ότι οι στασιαστές του Αλυσοδεμένου Ποιητή είχαν μια καινούργια τεχνολογία στην κατοχή τους: έναν τρόπο για να κάνουν ενεργοβόρα μηχανήματα και συσκευές να παύουν να λειτουργούν. Έτσι, έλεγαν, είχαν κατορθώσει να κατατροπώσουν τον στρατό του Ζόλτεραλ-Ράο όταν είχε εισβάλει στη Β’ Ανωρίγια, λίγο αφότου η πλουτοκρατία είχε φύγει από εκεί ζητώντας άσυλο από την Πολιτάρχη της Α’ Ανωρίγιας.
Η Εύνοια ρώτησε τώρα τη Μιράντα αν ήξερε γι’αυτή την τεχνολογία που αδρανοποιούσε ενεργοβόρους μηχανισμούς. «Την έχεις ξανακούσει;»
Εκείνη κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Χρησιμοποιούν κάποιο όπλο;»
«Η εφημερίδα δεν γράφει.» Η Εύνοια έβγαλε το τελευταίο φύλλο της Ποταμίσιας από τη δερμάτινη τσάντα της. Κοίταξε το άρθρο που ανέφερε το επίμαχο θέμα. «Όχι, δεν γράφει τίποτα συγκεκριμένο. Πάντως, οι επαναστάτες του Αλυσοδεμένου Ποιητή μπορούν, σύμφωνα με τα λεγόμενα, να αδρανοποιήσουν δεκάδες – εκατοντάδες, ή χιλιάδες, πιθανώς – μηχανισμούς μ’αυτή την τεχνολογία. Αδρανοποίησαν όλα τα οχήματα, τα αεροσκάφη, και τους πομπούς του στρατού του Ζόλτεραλ-Ράο όταν είχε εισβάλει στη Β’ Ανωρίγια. Οι μάγοι του τάγματος των Τεχνομαθών που έχουν ερωτηθεί λένε πως δεν ξέρουν τι μπορεί να είναι.»
Ο Κλαρκ ίσως να ξέρει, σκέφτηκε η Μιράντα. Αλλά αξίζει τον κόπο να τον ενοχλήσω για ένα τέτοιο θέμα; Ο Μάγος δεν ασχολιόταν με τη μικροπολιτική. Και οτιδήποτε δεν αφορούσε ολόκληρη τη Ρελκάμνια, ολόκληρο το Γνωστό Σύμπαν πιθανώς, ήταν μικροπολιτική γι’αυτόν. Τελευταία φορά που είχε ασχοληθεί με τέτοια πράγματα ήταν κατά την περίοδο της Συμπαντικής Παντοκρατορίας, όταν είχε βοηθήσει τους τότε επαναστάτες να τη διαλύσουν. Αλλά εκείνη η υπόθεση δεν είχε να κάνει μόνο με τη Ρελκάμνια. Το μέγεθός της ήταν τερατώδες.
«Τι σκέφτεσαι, Αδελφή μου;» ρώτησε η Εύνοια.
«Ότι έχουμε ακόμα μια ένδειξη πως η Κορίνα είναι μπλεγμένη σε τούτη την ιστορία με τον Αλυσοδεμένο Ποιητή.»
«Η Κορίνα καταπιάνεται με καινούργιες τεχνολογίες;»
«Η Κορίνα καταπιάνεται με ό,τι βάζει ο νους σου, Εύνοια. Και με ό,τι δεν βάζει ο νους σου. Που είναι και το χειρότερο.»
*
Την άλλη μέρα, οι Νομάδες των Δρόμων διέλυσαν τον καταυλισμό τους και άρχισαν πάλι να βαδίζουν. Η Μιράντα δεν είχε πλέον κανένα πρόβλημα με το γόνατό της, και περπατούσε πλάι στην Εύνοια, στην αρχή του πλήθους, χωρίς τη βοήθεια του μπαστουνιού της. Το είχε πετάξει στα σκουπίδια, όπως στα σκουπίδια το είχε βρει – ό,τι έρχεται από την Πόλη επιστρέφεται στην Πόλη, σκέφτηκε καθώς το αποχωριζόταν. Τα πάντα κύκλος.
Η Εύνοια οδηγούσε τους Νομάδες προς τα βορειοανατολικά, διασχίζοντας το Έλασμα, ακολουθώντας, μέσω των πολεοσημαδιών, την πιο ευνοϊκή πορεία, όπως έκανε πάντα. Ρώτησε όμως τη Μιράντα αν ήθελε, αντί γι’αυτή την πορεία, να ακολουθήσουν πάλι τους κρυφούς δρόμους.
Η Μιράντα αποκρίθηκε: «Όχι. Όχι σήμερα.» Και απλώς παρατηρούσε, προσπαθώντας να διακρίνει κάπου την αρχή κάποιου από τους κρυφούς δρόμους που είχε ώς τώρα ανακαλύψει. Δεν ήταν λίγοι· ήταν τέσσερις: ο Δρόμος της Θεραπείας, ο Δρόμος του Μέλλοντος, ο Δρόμος της Διαίρεσης, ο Δρόμος της Εξαφάνισης. Οι πιθανότητες ήταν αρκετές να διακρίνει κάπου την αρχή ενός απ’αυτούς.
Και τα κατάφερε. Ώς το μεσημέρι, ενώ διέσχιζαν τις εργατικές γειτονιές του Ελάσματος, είχε διακρίνει πολεοσημάδια που νόμιζε ότι αποτελούσαν την αρχή του Δρόμου της Θεραπείας, του πρώτου κρυφού δρόμου που είχε ακολουθήσει μαζί με την Εύνοια. Μόλις είδε τα σημάδια, τα έδειξε και στην Αδελφή της, κι εκείνη συμφώνησε. «Ναι,» είπε, «πιθανώς νάχεις δίκιο, Μιράντα.» Αλλά συνέχισαν την πορεία τους αγνοώντας τον Δρόμο της Θεραπείας για την ώρα.
Εν τω μεταξύ, οι Νομάδες είχαν τα ραδιόφωνα και τους τηλεοπτικούς δέκτες τους ανοιχτά, καθώς ταξίδευαν, και άκουγαν αυτά που λέγονταν για τον πόλεμο στην Α’ Ανωρίγια Συνοικία. Ορισμένοι δημοσιογράφοι είκαζαν ότι ο Πολιτάρχης της Β’ Κατωρίγιας, ο Εξοχότατος κύριος Γουίλιαμ Σημαδεμένος, σκεφτόταν να στείλει στράτευμα υποστήριξης στην Α’ Ανωρίγια, κατόπιν συνεννόησης με την Πολιτάρχη της Α’ Ανωρίγιας Ραλτάνα-Ορν. Διότι κυκλοφορούσε η φήμη πως ο Σημαδεμένος φοβόταν ότι ο Αλυσοδεμένος Ποιητής πιθανώς να χτυπούσε και τη δική του συνοικία μετά από την Α’ Ανωρίγια.
Κάποιοι άλλοι σχολιαστές έλεγαν πως το καλύτερο που μπορούσε να κάνει η Ραλτάνα-Ορν ήταν να παραδώσει την εξόριστη πλουτοκρατία της Β’ Ανωρίγιας στον Αλυσοδεμένο Ποιητή. Αναμφίβολα, οι επαναστάτες επιτίθονταν στην Α’ Ανωρίγια επειδή ήθελαν να εξολοθρεύσουν την πλουτοκρατία που τόσα χρόνια τούς είχε καταπιέσει.
Υπήρχαν όμως και σχολιαστές που διαφωνούσαν μαζί τους, και υπενθύμιζαν ότι ο Αλυσοδεμένος Ποιητής ουδέποτε είχε κάνει καμια απαίτηση στη Ραλτάνα-Ορν σχετικά με την πλουτοκρατία· είχε επιτεθεί αιφνιδίως. Τι συμπέρασμα μπορούσε, λοιπόν, κανείς να βγάλει από αυτό; Είχαν, προφανώς, να κάνουν με ψυχοπαθή! Και αυτοί που τον ακολουθούσαν ήταν χειρότεροι από εκείνον – όλοι τους ληστές και κακούργοι!
«Η κατάσταση,» παρατήρησε η Μιράντα, «εκφυλίζεται ολοένα και περισσότερο. Ένα σκηνικό ιδανικό για την Αδελφή μας την Κορίνα...»
Το μεσημέρι, οι Νομάδες καταυλίστηκαν επάνω στην πελώρια ταράτσα μιας πολυκατοικίας. Δύο γέφυρες οδηγούσαν εδώ οι οποίες περνούσαν κι από άλλες πολυκατοικίες – από τα πλάγια ή από τις οροφές τους. Η συγκεκριμένη ταράτσα ήταν άψογη για καταυλισμό. Δεν είχε τόσα πολλά καλώδια και κεραίες ώστε να εμποδίζουν τους Νομάδες, και ένα μεγάλο ψητοπωλείο βρισκόταν στη βορειοδυτική της άκρη. Ο ιδιοκτήτης καταχάρηκε που θα είχε τέτοια πελατεία. Οι Νομάδες τον άκουσαν να παραγγέλνει, μέσω ενός επικοινωνιακού διαύλου, περισσότερα κρέατα. Κι έκανε, μετά, καλές τιμές σε όλους που αγόραζαν από αυτόν. Οι μυρωδιές του ψητού κρέατος πλανιόνταν στον αέρα πάνω στην ταράτσα. Οι Νομάδες έτρωγαν, έπιναν, άκουγαν μουσική από τα μεγάλα ηχεία του ψηλού τετράκυκλου οχήματός τους, και ήταν ευχαριστημένοι. Ακόμα μια φορά η Κυρά των Δρόμων τούς είχε οδηγήσει σ’ένα μέρος που έμοιαζε σε όλους τους μαγικό, βγαλμένο από τους μύθους της Ατέρμονης Πολιτείας. Αισθάνονταν τη Ρελκάμνια να τους αγκαλιάζει σαν να ήταν παιδιά της. Αισθάνονταν ότι καταλάβαιναν και αντιλαμβάνονταν πράγματα που κανείς άλλος δεν μπορούσε να καταλάβει ή να αντιληφτεί, σαν αυτοί να ήταν ξεχωριστοί, προικισμένοι...
«Προσέχετε τι τρώτε,» τους είπε ο Σκέλεθρος· «μπορεί νάναι και κρέας γάτας από τούτο τον καιροσκόπο εδώ πέρα,» ενώ κάπνιζε το μακρύ, στριφτό τσιμπούκι του και η μαυρόδερμη σκελετώδης όψη του φάνταζε βγαλμένη από εφιάλτη μέσα απ’την κουκούλα του.
Αλλά οι Νομάδες που τον άκουσαν γέλασαν, κι ένας τού είπε: «Εμένα καλό μού φαίνεται, είτε γάτας είναι είτε όχι.»
«Ρε,» είπε ο Μαυρογένης (που ήταν ακόμα μαζί με τους Νομάδες, όπως κι ο σύντροφός του, ο Βίκτορας, παρά τις φήμες ότι σύντομα μπορεί να έφευγαν, ότι μπορεί να μην ταίριαζαν), «εδώ υπάρχουν κάτι άτομα που τους τρώνε τους γάτες κανονικά.»
«Τόσο απεγνωσμένοι;» είπε ο Ρίμναλ, μασώντας το ζουμερό ψητό κρέας που κρατούσε τυλιγμένο μέσα σ’ένα κομμάτι ψωμί.
«Δύσκολο και να τις πιάσεις, επιπλέον,» σχολίασε ο Εύθυμος μειδιώντας.
«Ρε, σας το λέω, υπάρχουνε άτομα που τις τρώνε. ‘Γατοφάγους’ τούς λένε. Είναι κάτι σαν μυστική φατριά, να πούμε. Εξαπλωμένη σ’όλη τη Ρελκάμνια.»
Οι Νομάδες που ήταν εκεί κοντά γελούσαν. «Καλά, ε,» είπε μία, «αυτό είναι χειρότερο απ’την απειλή του Σκέλεθρου...»
«Δε σας δουλεύω, ρε αλήτες!» επέμεινε ο Μαυρογένης. «Πώς δεν τους έχετε ακούσει; Θάπρεπε να τους έχετε ακούσει, σεις που τριγυρίζετε δω και κει τόσα χρόνια.
»Ε, Βίκτορα! Δε λέω αλήθεια; Δεν υπάρχουν οι Γατοφάγοι;»
Ο Βίκτορας ένευσε, μασώντας. «Υπάρχουν.»
«Να, βλέπετε; Το είπε κι ο ά’θρωπος. Υπάρχουν.»
«Δεν είναι αλήθεια,» είπε ο Εύθυμος. «Μύθος είναι.»
«Πάλι τα ίδια...» μούγκρισε ο Μαυρογένης.
«Αλήθεια είναι,» είπε ο Θόρινταλ, που τώρα μόλις είχε πλησιάσει την παρέα τους και είχε ακούσει για τους Γατοφάγους. «Υπάρχουν.»
«Ορίστε!» πετάχτηκε ο Μαυρογένης προτού προλάβει να μιλήσει κανείς άλλος. «Σαμάνος ά’θρωπος το λέει!» Έδειχνε τον Θόρινταλ.
Εκείνος μειδίασε. «Όχι πως το ότι είμαι μάγος των δρόμων έχει καμια σχέση, Μαυρογένη, αλλά, ναι, έχω ακούσει κι εγώ για τους Γατοφάγους. Τους έχω δει, μάλιστα.»
«Σοβαρολογείς;» είπε ο Εύθυμος.
«Ναι. Δυο γυναίκες που κυνηγούσαν γάτες για να φτιάξουν μια σπεσιαλιτέ. Είχαν διαγωνισμό, πριν από δυο χρόνια, στην Αμφίνομη. Είχαν μαζευτεί κάμποσοι Γατοφάγοι προσπαθώντας να σκοτώσουν αίλουρους των δρόμων και να μαγειρέψουν το καλύτερο φαγητό.»
«Κυκλοφορούν ανώμαλοι,» σχολίασε ο Ρίμναλ καθώς έτρωγε. Οι άλλοι τον άκουγαν αλλά, εν γένει, δεν του μιλούσαν. Ή, τουλάχιστον, το απέφευγαν. Ακόμα δεν είχαν ξεχάσει τι είχε κάνει εναντίον της Εύνοιας.
Αφού πέρασαν το μεσημέρι επάνω σ’εκείνη τη μεγάλη ταράτσα με το ψητοπωλείο, οι Νομάδες αναχώρησαν συνεχίζοντας τη βορειοανατολική πορεία τους. Η Εύνοια είχε συμφωνήσει με τη Μιράντα να πάνε προς τη Χτυπημένη, μια περιφέρεια της Β’ Κατωρίγιας που βρισκόταν πιο κοντά στον Ριγοπόταμο απ’ό,τι το Έλασμα, αν και δεν είχε λιμάνι. Ίσως να μάθαιναν εκεί περισσότερα για τον πόλεμο. Η Μιράντα ακόμα νόμιζε ότι ίσως κάπως να κατάφερναν σε τούτες τις περιοχές να πάρουν το φυλαχτό από την Κορίνα.
Τώρα, καθώς βάδιζαν στους δρόμους ξανά, η Εύνοια τής είπε: «Τουλάχιστον, όχι άλλα ελικόπτερα.»
Όσο ήταν καταυλισμένοι στην ταράτσα, ένα ελικόπτερο έκανε συχνά-πυκνά κύκλους κοντά τους, και οι δύο Θυγατέρες είχαν αμέσως καταλάβει από τα πολεοσημάδια ότι ήταν εκεί για να κατασκοπεύει τους Νομάδες.
«Δεν έχουν ανάγκη από αεροσκάφη τώρα, Αδελφή μου,» αποκρίθηκε η Μιράντα. Γύρω τους τα σημάδια της Πόλης εξακολουθούσαν να τους μιλάνε για εντατική παρακολούθηση.
«Απορώ τι νομίζουν ότι μπορεί να κάνουμε!» είπε η Εύνοια, ενοχλημένη απ’αυτή τη συμπεριφορά. Πουθενά αλλού δεν είχε συναντήσει τέτοια καχυποψία. Ή, τουλάχιστον, σε πολύ λίγα μέρη.
«Οι περιοχές εδώ είναι σε περίοδο πολέμου,» της θύμισε η Μιράντα. «Τι σε εκπλήσσει; Ίσως να φοβούνται ότι είμαστε ακόμα και δολιοφθορείς. Δε λένε οι δημοσιογράφοι πως οι Πολιτάρχες των Κατωρίγιων Συνοικιών υποψιάζονται ότι ο Αλυσοδεμένος Ποιητής μπορεί να έχει ήδη ανθρώπους του εδώ;»
Ενώ είχε βραδιάσει για τα καλά, πέρασαν τα σύνορα του εργατικού Ελάσματος και μπήκαν στη Χτυπημένη, που ήταν μια περιφέρεια αρκετά εμπορική, σε κεντρική περιοχή της Β’ Κατωρίγιας Συνοικίας. Τα φώτα ήταν πολλά γύρω από τους Νομάδες καθώς βάδιζαν στους δρόμους της, και η Εύνοια τούς οδήγησε κοντά σ’ένα πάρκο αναψυχής για να κατασκηνώσουν. Πλάι του ήταν μια πλατεία με δέντρα και γουστόζικα λιθόστρωτα μονοπάτια. Το μέρος ήταν γεμάτο πουλιά και γάτες, και εραστές κρυμμένους πίσω από τη βλάστηση. Ο περισσότερος κόσμος το αγνοούσε, πηγαίνοντας κατευθείαν στο πάρκο αναψυχής παραδίπλα, που ήταν όλο μεγάλα μηχανήματα με φώτα και ολογράμματα. Μουσικές αντηχούσαν από τα πελώρια ηχεία σε διάφορες μεριές του.
Τώρα, τα πράγματα άλλαξαν λίγο. Καθώς οι Νομάδες κατασκήνωσαν στην ήσυχη πλατεία, αρκετός κόσμος άρχισε να έρχεται προς τα εκεί, αφήνοντας το πάρκο αναψυχής. (Δυσαρεστημένοι εραστές έφυγαν από τη βλάστηση που ώς τώρα τους έκρυβε αλλά όχι πλέον.) Οι Νομάδες έκαναν κάποια κόλπα για να διασκεδάσουν τους επισκέπτες τους, και ύψωσαν ψηλά τη σημαία με το σύμβολό τους που θύμιζε δυο σπαστά σταυρωτά οχτάρια.
Η Λάρνια καθόταν παράμερα, φανερά στεναχωρημένη. Παλιότερα, έκανε κι εκείνη κόλπα σε τέτοιες συγκεντρώσεις ντόπιων, καβαλώντας τη μεγάλη γάτα της, τη Γιάαμκα. Αλλά τώρα η Γιάαμκα ήταν νεκρή. Την είχαν σκοτώσει οι δρεπανοφόροι αόρατοι δαίμονες της Κορίνας.
Ο Θόρινταλ πλησίασε τη Λάρνια για να της προσφέρει ένα παγωτό που είχε αγοράσει από τα άκρα του πάρκου αναψυχής.
Εκείνη είπε: «Παγωτό; Με τέτοιο κρύο;» Ήταν φθινόπωρο, και ομολογουμένως δεν ήταν ζεστή η βραδιά.
«Γιατί όχι; Κάποιοι τρώνε παγωτό ακόμα και μες στον χειμώνα.»
«Όπως η Μιράντα;»
Ο Θόρινταλ τη λοξοκοίταξε. «Τι πάει να πει αυτό τώρα;» Εξακολουθούσε να του κρατά μούρη από χτες που επέμενε πως εκείνος έκρυβε από τους άλλους κάτι που του είχε πει η Θυγατέρα της Πόλης.
«Τίποτα. Απλώς ρώτησα.»
«Θέλεις ή όχι;» Ο Θόρινταλ εξακολουθούσε να τείνει το παγωτό προς τη μεριά της.
Η Λάρνια το πήρε και έγλειψε λίγο από την άκρη. «Δεν είναι άσχημο,» παρατήρησε.
Ο Θόρινταλ μειδίασε. «Θα το φας όλο μόνη σου;»
Μέσα στη νύχτα, σε κάποια στιγμή, ήρθαν μερικά άτομα από το πάρκο αναψυχής, πλησιάζοντας τον καταυλισμό των Νομάδων και ζητώντας να μιλήσουν στη Νομαδάρχισσα. Τα Πνεύματα των Δρόμων τούς σταμάτησαν, ζητώντας να μάθουν ποιοι ήταν και τι συνέβαινε. «Η Κυρά των Δρόμων δεν μιλά σε δημοσιογράφους,» τους είπε ο Βόσριλαμ ο Σάρντλιος. Εκείνοι αποκρίθηκαν πως δεν ήταν δημοσιογράφοι· ήταν σταλμένοι από τη διοίκηση του πάρκου αναψυχής, για να προειδοποιήσουν τη Νομαδάρχισσα πως η παρουσία των Νομάδων διατάρασσε την ομαλή λειτουργία του πάρκου.
«Με τι τρόπο, μα τον Κρόνο;» απόρησε ο Βόσριλαμ. «Ήρθε κανένας από εμάς εκεί για να κάνει προβλήματα;»
«Μου φαίνεται ότι δεν μας καταλαβαίνετε, κύριε–»
Αλλά τότε η Εύνοια παρουσιάστηκε, έχοντας ήδη διακρίνει το πρόβλημα μέσω των πολεοσημαδιών. «Με ζητάτε;» (Η Μιράντα δεν την είχε ακολουθήσει· η Εύνοια τής είχε πει να μείνει πίσω: «δικό μου είναι αυτό το πρόβλημα, Αδελφή.»)
«Είστε η Νομαδάρχισσα;»
«Είμαι η Κυρά των Δρόμων, ναι. Τι θέλετε;»
Οι απεσταλμένοι της διοίκησης του πάρκου αναψυχής τής εξήγησαν ότι η παρουσία των Νομάδων εδώ προκαλούσε πρόβλημα. Αποπροσανατόλιζε τον κόσμο. Τον τραβούσε στην πλατεία δίπλα από το πάρκο αναψυχής.
Δεν το ανέφεραν ποτέ ξεκάθαρα αλλά προφανώς εκείνο που ενοχλούσε ουσιαστικά τη διοίκηση του πάρκου ήταν ότι έχανε λεφτά, αφού ένα μέρος του κόσμου που θα πήγαινε στο πάρκο επισκεπτόταν τώρα τον καταυλισμό των Νομάδων.
«Η παρουσία μας δεν νομίζω πως είναι παράνομη,» είπε η Εύνοια με τον συνηθισμένο άνετο, φιλικό τρόπο της. «Αλλά, ούτως ή άλλως, δεν σκοπεύουμε να μείνουμε. Θα ζητήσω από τους ανθρώπους μου να σταματήσουν σε λίγο τα κόλπα τους, και αύριο το πρωί θα αναχωρήσουμε.»
«Δεν έχετε άδεια ως διασκεδαστές στη Β’ Κατωρίγια Συνοικία...»
«Δεν είμαστε ‘διασκεδαστές’. Είμαστε οι Νομάδες των Δρόμων. Και ποτέ δεν μένουμε μόνιμα κάπου.»
Τελικά, οι απεσταλμένοι της διοίκησης του πάρκου αποχώρησαν, επιστρέφοντας στο πάρκο αναψυχής.
Ο Βόσριλαμ ρώτησε την Κυρά των Δρόμων: «Να είμαστε έτοιμοι για προβλήματα, Εύνοια;»
«Να είστε έτοιμοι γενικά,» αποκρίθηκε εκείνη, γαλήνια. «Αλλά δεν νομίζω αυτοί να μας προκαλέσουν κανένα πρόβλημα απόψε.»
*
Την επομένη, οι Νομάδες έφυγαν από τη μικρή πλατεία πλάι στο πάρκο αναψυχής χωρίς το παραμικρό δυσάρεστο επεισόδιο, και η Εύνοια και η Μιράντα αναρωτιόνταν αν μήπως η επίσκεψη των απεσταλμένων της διοίκησης δεν οφειλόταν μόνο στη διοίκηση αλλά και στους κατασκόπους που τους παρακολουθούσαν εδώ και μέρες. Τέλος πάντων· δεν είχε μεγάλη σημασία, ήλπιζαν.
Μέσα στην ημέρα, έμαθαν ότι μεγάλη καταστροφή είχε γίνει στην Α’ Ανωρίγια Συνοικία. Η Πολιτάρχης Ραλτάνα-Ορν ήταν νεκρή. Οι μαχητές του Αλυσοδεμένου Ποιητή είχαν επιτεθεί, τα μεσάνυχτα, στο κέντρο της Α’ Ανωρίγιας, ξεπροβάλλοντας κάπως από τις σήραγγες χωρίς κανείς να τους έχει προσέξει. Ο Στρατάρχης της Α’ Ανωρίγιας, Τάραλντεκ Νορβάνι, είχε τώρα συγκεντρώσει τα απομεινάρια του στρατού του στο Μεγάλο Λιμάνι και, εκτός των άλλων, ζητούσε βοήθεια από τη Β’ Κατωρίγια Συνοικία. Στρατιωτική υποστήριξη, ώστε να τσακίσει τους κακοποιούς που είχαν ρημάξει τη συνοικία του και σκοτώσει τη νόμιμη Πολιτάρχη.
Όταν ο στόχος έρχεται, τα πάντα σε θολούρα τυλίγονται, όπλα φωνάζουν, και οι δύο Θυγατέρες μπλέκονται σε μια μάχη που δεν είναι βέβαιες γιατί θα έπρεπε να τις αφορά· μετά, αναγκάζονται ν’ακολουθήσουν ένα όχημα που ο οδηγός του τρέχει να σώσει έναν τραυματισμένο φίλο, ενώ έχουν έναν δολοφόνο στο πίσω κάθισμα· και, τελικά, τους αποκαλύπτονται μυστικά της Πόλης.
Οι τέσσερις που κάθονταν στο τραπέζι κοντά στο παιχνιδομηχάνημα περίμεναν τον στόχο να παρουσιαστεί στο πανδοχείο· γιατί τα πολεοσημάδια έλεγαν στη Νορέλτα πως δεν ήταν ακόμα εδώ. Ο κοντινός της άνθρωπος – αν δεν έκανε λάθος στην εκτίμησή της για τον στόχο – δεν ήταν ακόμα εδώ.
Γιατί, όμως, αυτή η παράξενη αλλοίωση στα σημάδια της Πόλης παντού γύρω από το Ανάμικτο Κάλεσμα; Ακόμα κι αν αυτοί οι τέσσερις φονιάδες περίμεναν κάποια Θυγατέρα της Πόλης για να τη σκοτώσουν δεν δικαιολογείτο κάτι τέτοιο, νόμιζε η Νορέλτα.
Κάτι άλλο είχε συμβεί. Κάτι κρυβόταν, ίσως, πίσω από την παρουσία αυτών των τεσσάρων.
Η Κορίνα;
Η Νορέλτα-Βορ παρατήρησε τους τέσσερις: τρεις άντρες και μία γυναίκα. Ο πρώτος ήταν κατάμαυρος στο δέρμα με πράσινα μαλλιά δεμένα κότσο, σφιχτά· φορούσε πέτσινο πανωφόρι, μαύρο, που έμοιαζε να γίνεται ένα με το δέρμα του· δεν ήταν μεγαλόσωμος: μικρόσωμο, μάλλον, θα τον αποκαλούσες. Ο δεύτερος ήταν σαφώς πιο εύσωμος, και είχε δέρμα λευκό-ροζ, μαλλιά καστανά, κοντοκουρεμένα, και μούσια· φορούσε κάπα, με την κουκούλα ριγμένη στους ώμους· το αριστερό του μάτι σκεπαζόταν από μια μαύρη καλύπτρα· έμοιαζε να είναι ο πιο ομιλητικός απ’όλους τους. Ο τρίτος ήταν επίσης λευκόδερμος, λιγνός, και μακροπρόσωπος, με μαύρα μαλλιά όλο ουρές, αξύριστα γένια, και ένα λοξό μειδίαμα διαρκώς στα χείλη· κάθε τόσο έπινε από μια κούπα. Η γυναίκα είχε δέρμα χρυσό, μαλλιά μαύρα και κοντά, και το δεξί της φρύδι ήταν βαμμένο κόκκινο (μια μόδα που είχε εξαπλωθεί αρκετά τελευταία, όπως ήξερε η Νορέλτα)· φορούσε γκρίζα μπλούζα με κατεβασμένη κουκούλα και μπεζ παντελόνι με πολλές τσέπες.
Κανένας δεν είχε επάνω του όπλα σε φανερό σημείο.
Η Νορέλτα-Βορ δεν θεωρούσε πως είχαν τίποτα το αξιοσημείωτο αυτοί οι τέσσερις, ούτε αντικειμενικά ούτε βάσει πολεοσημαδιών. Αλλά ήταν, αναμφίβολα, άμεσα συνδεδεμένοι με αυτό που συνέβαινε εδώ.
Ή, μάλλον, που μελλόταν να συμβεί.
Η Φοριντέλα-Ράο ήπιε μια γουλιά από το Αργυρό Νεφέλωμά της. «Τι κάνουμε τώρα;»
«Υπομονή,» της είπε η Νορέλτα-Βορ. Και ξαφνικά ανατρίχιασε.
Σαν τη Μιράντα δεν ακούστηκα;
*
Η πόρτα της τραπεζαρίας άνοιξε – η ίδια πόρτα από την οποία είχαν μπει η Νορέλτα, η Άνμα, και η Φοριντέλα – αυτή που έβγαζε στο γκαράζ – και ένας άντρας μπήκε ακολουθούμενος από άλλον έναν. Ο πρώτος είχε δέρμα γαλανό και μαλλιά μαύρα, με δύο μεγάλες φαβορίτες που θύμιζαν κυρτές λεπίδες (η μόδα που ονομαζόταν «γαμψώνυχα», δημοφιλής ανάμεσα σε πολλούς ευγενείς της Ρελκάμνια τα τελευταία χρόνια). Ήταν ντυμένος με καφετί πέτσινο σακάκι και μαύρο παντελόνι, και βάδιζε με βήμα σταθερό, ενώ τα μάτια του έριχναν ένα βλέμμα που αλώνιζε την αίθουσα. Ο άντρας που τον ακολουθούσε ήταν στο ίδιο ύψος μ’αυτόν – κι οι δυο τους αρκετά ψηλοί – και είχε δέρμα λευκό με απόχρωση του ροζ, καστανά μακριά μαλλιά δεμένα αλογοουρά, και αξιοσημείωτα μεγάλη μύτη. Φορούσε γκρίζα καπαρντίνα, και τα εντυπωσιακά γαλανά μάτια του έμοιαζαν πολύ παρατηρητικά.
Οι ίδιοι οι άντρες δεν φαίνονταν παράξενοι στη Νορέλτα-Βορ· τα πολεοσημάδια γύρω τους δεν της έδιναν καμια σπουδαία πληροφορία γι’αυτούς, πέρα απ’το ότι πρέπει, ίσως, να ήταν μισθοφόροι.
Αλλά τα πολεοσημάδια γύρω από τους τέσσερις που κάθονταν κοντά στο παιχνιδομηχάνημα άλλαξαν αμέσως. Έγιναν επιθετικά.
Δε χρειαζόταν πλέον να περιμένουν για τον στόχο τους. Ο στόχος ήταν εδώ.
Ο στόχος ήταν ο άντρας με τα γαμψώνυχα.
«Άνμα...» είπε η Νορέλτα.
«Ναι, το κατάλαβα. Αυτός είναι, έτσι;»
«Ναι.»
«Τον ξέρεις;»
Ο άντρας με τα γαμψώνυχα και ο άντρας με την καπαρντίνα βάδισαν προς ένα τραπέζι παράπλευρα της κλειστής μεγάλης οθόνης που κρεμόταν στον τοίχο αντίκρυ στα μπιλιάρδα και στο παιχνιδομηχάνημα. Αντίκρυ στους τέσσερις δολοφόνους.
«Δεν τον έχω ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου,» απάντησε η Νορέλτα-Βορ. «Αλλά πρέπει νάναι αριστοκράτης.»
«Σ’το λέει η Πόλη;»
«Μου το λένε τα γαμψώνυχά του, Άνμα. Οι φαβορίτες. Είναι μια μόδα δημοφιλής ανάμεσα σε ευγενείς.»
«Πού να το ξέρω εγώ αυτό;» είπε η Άνμα, υπομειδιώντας παρά την τεταμένη κατάσταση.
Το τραπέζι που πλησίαζαν οι δύο άντρες δεν ήταν άδειο. Εκεί καθόταν ένας άλλος άντρας, φανερά μεγαλύτερος σε ηλικία. Τα μούσια του φαίνονταν γκρίζα μέσα από την κουκούλα της κάπας του. Στο χέρι του – γέρικο χέρι, γεμάτο διογκωμένες φλέβες και ζάρες – βαστούσε ένα αναμμένο τσιγάρο. Βαρύ, μάλλον.
«Δεν πρέπει να τους αφήσουμε να τον σκοτώσουν,» πρόλαβε να πει η Νορέλτα-Βορ προτού το μακελειό ξεκινήσει μέσα στην τραπεζαρία του Ανάμικτου Καλέσματος.
*
Η χρυσόδερμη γυναίκα έβγαλε κάτι μέσα από τη μπλούζα της και το έριξε στο πάτωμα της τραπεζαρίας–
Τα πολεοσημάδια είχαν ήδη πει στην Άνμα ότι ήταν βόμβα καπνού· τραβώντας το Ροσκράντω-4.2, την πυροβόλησε – την έστειλε μακριά από το κέντρο της τραπεζαρίας, αλλά δεν μπορούσε, φυσικά, να σταματήσει τον καπνό απ’το να τιναχτεί αμέσως από μέσα της καθώς οι ουσίες που περιείχε έρχονταν σε επαφή με τον αέρα.
Οι πάντες ταράχτηκαν, πανικοβλήθηκαν. Μόνο οι δύο Θυγατέρες και η Φοριντέλα-Ράο είχαν πλήρη εικόνα τού τι συνέβαινε μες στην αίθουσα. Ή, τουλάχιστον, σχετικά πλήρη εικόνα.
Καθώς ο καπνός εξαπλωνόταν, ο μαυρόδερμος μικροκαμωμένος άντρας πετάχτηκε από το τραπέζι των τεσσάρων τρέχοντας προς τον άντρα με τα γαμψώνυχα – ένα αιχμηρό ξιφίδιο γυάλιζε στο χέρι του. Και ο άντρας με την καλύπτρα στο αριστερό μάτι τον ακολουθούσε, τραβώντας πιστόλι.
Ο λευκόδερμος μακροπρόσωπος φονιάς με το λοξό μειδίαμα, που ακόμα δεν είχε φύγει από τα χείλη του παρά τη γενική αναστάτωση, στράφηκε στις Θυγατέρες και τη Φοριντέλα υψώνοντας ξαφνικά ένα πιστόλι που η Άνμα αμέσως κατάλαβε ότι ήταν ηχητικό – και, μάλιστα, κατάλαβε και τον τύπο του, την εμβέλειά του, και άλλα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά. Η χρυσόδερμη γυναίκα με το βαμμένο κόκκινο φρύδι στράφηκε επίσης στις Θυγατέρες, κάνοντας να τραβήξει κάτι μέσα από τη μπλούζα της.
Η Άνμα αναποδογύρισε το τραπέζι, φωνάζοντας «Σκύψτε!» – ξέροντας πως η ηχητική ριπή του πιστολιού δεν ήταν αρκετά δυνατή ώστε να περάσει το ξύλο και να τις χτυπήσει. Η Νορέλτα και η Φοριντέλα αμέσως ακολούθησαν το παράδειγμά της, πέφτοντας στα γόνατα· το τραπέζι τραντάχτηκε από ήχο αλλά εκείνες δεν επηρεάστηκαν.
Ουρλιαχτά και φωνές αντηχούσαν τώρα μέσα από τους καπνούς.
Η Νορέλτα κοίταξε προς τη μεριά του άντρα με τα γαμψώνυχα και τον είδε να αποφεύγει το ξιφίδιο του μαυρόδερμου φονιά και να τον γρονθοκοπεί καταπρόσωπο, τινάζοντάς τον πίσω και κάτω. Ο άντρας με την καπαρντίνα έκανε να χιμήσει στον φονιά με την καλύπτρα ο οποίος είχε υψώσει το πιστόλι του σημαδεύοντας τον στόχο των τεσσάρων. Τώρα όμως έστρεψε το πιστόλι στον άντρα που του ορμούσε, και πάτησε τη σκανδάλη. Ο πυροβολισμός αντήχησε δυνατός μες στην αίθουσα, και ο άντρας με την καπαρντίνα έπεσε.
Η Νορέλτα δεν ήταν ποτέ καλή σε τεχνικές μάχης, αλλά τώρα αισθανόταν κάτι να την παρακινεί να βοηθήσει. Αισθανόταν πως ήταν πολύ σημαντικό, για κάποιο λόγο, να σώσει τον άντρα με τα γαμψώνυχα. Βγαίνοντας απ’την κάλυψη του τραπεζιού, έτρεξε καταπάνω στον μονόφθαλμο δολοφόνο.
«Νορέλτα!» της φώναξε η Άνμα ενώ πυροβολούσε με το Ροσκράντω-4.2 τη γυναίκα με το βαμμένο φρύδι και τον μακροπρόσωπο φονιά, για να τους αναγκάσει να καλυφτούν πίσω απ’το τραπέζι τους. Οι καπνοί δεν είχαν ακόμα τυλίξει ολόκληρη τη μεγάλη αίθουσα εκεί όπου η ριπή της είχε εκτοξεύσει τη βόμβα καπνού, έτσι άνετα είδε πως οι σφαίρες του γρήγορου πιστολιού της τραυμάτισαν τον μακροπρόσωπο άντρα στον ώμο, σωριάζοντάς τον και ρίχνοντας το ηχητικό όπλο από τα χέρια του.
Η Φοριντέλα-Ράο ακολούθησε τη Νορέλτα-Βορ, τραβώντας το Απολλώνιο σπαθί μέσα από την καπαρντίνα της.
Ο μονόφθαλμος ήταν έτοιμος να στρέψει το πιστόλι του προς τον άντρα με τα γαμψώνυχα καθώς αυτός γύριζε να κοιτάξει, έχοντας ακούσει τον πυροβολισμό. Αλλά ο δολοφόνος δεν πρόλαβε να πατήσει τη σκανδάλη γιατί είδε τη μορφή της Νορέλτα να έρχεται καταπάνω του και να πέφτει με τον ώμο πάνω στα πλευρά του. Κραύγασε, προς στιγμή συγχυσμένος, και η ριπή του αστόχησε τον άντρα με τα γαμψώνυχα, χτυπώντας την κλειστή οθόνη στον τοίχο, σπάζοντάς την.
Η Νορέλτα είχε χιμήσει γρήγορα και δυνατά, αλλά η ορμή της δεν αποδείχτηκε αρκετή για να σωριάσει τον εχθρό. Ο μονόφθαλμος παρέμεινε όρθιος και γρυλίζοντας «Μαλακισμένη!» τη χτύπησε με το γόνατό του στην κοιλιά και με τον αγκώνα του στο κεφάλι.
Η Νορέλτα, ζαλισμένη, έπεσε.
Αλλά είδε ένα απρόσμενο γυάλισμα από πάνω της: ένα ξίφος!
Η Απολλώνια λεπίδα της Φοριντέλα-Ράο σπάθισε τον φονιά στον δεξή βραχίονα, σκίζοντας τα ρούχα του κι αναγκάζοντάς τον να πετάξει το πιστόλι.
Ο άντρας με τα γαμψώνυχα τον άρπαξε απ’τα μαλλιά με το ένα χέρι και, με το άλλο, τον γρονθοκόπησε στο σαγόνι, δύο φορές, αναισθητοποιώντας τον.
Η Άνμα, κοιτάζοντας από την άκρη του αναποδογυρισμένου τραπεζιού, είδε πως η Νορέλτα και η Φοριντέλα δεν κινδύνευαν άμεσα από κανέναν τώρα· ούτε ο άντρας με τα γαμψώνυχα. Αλλά αντίκρυ της ο μακροπρόσωπος φονιάς και η γυναίκα με το βαμμένο φρύδι κινούνταν πίσω απ’το τραπέζι τους. Έτρεχαν, σκυμμένοι, προς την έξοδο της τραπεζαρίας. Η Άνμα ύψωσε το Ροσκράντω-4.2, σημαδεύοντάς τους, και μπορούσε άνετα να είχε αδειάσει όλο τον υπόλοιπο γεμιστήρα επάνω τους προτού φτάσουν στο κατώφλι – το όπλο ήταν πολύ γρήγορο. Αλλά δίστασε, γιατί δεν ήταν μόνο αυτοί προς εκείνη την κατεύθυνση· ήταν κι άλλος κόσμος, τρομαγμένος, πανικόβλητος. Και η Άνμα δεν εμπιστευόταν τον εαυτό της τόσο στο σημάδι ώστε να πατήσει τη σκανδάλη.
Τους άφησε να φύγουν.
*
Ο άντρας με τα γαμψώνυχα γονάτισε πλάι στον χτυπημένο σύντροφό του καθώς οι καπνοί εξαπλώνονταν μες στην αίθουσα. «Ηρακλή!» είπε. «Πιάσου επάνω μου. Πιάσου.»
Ο άντρας με την καπαρντίνα μίλησε φτύνοντας αίμα. «...Όχι... αυτό... Βόρκεραμ... αυτό ήταν... Αντίο, φίλε μου.»
«Μη λες ανοησίες. Πιάσου επάνω μου, γαμώτο!» Ο άντρας με τα γαμψώνυχα προσπάθησε να τον σηκώσει στα χέρια.
Ο Ηρακλής έφτυσε κι άλλο αίμα, βόγκησε δυνατά, κι ύστερα έμεινε ακίνητος.
«Όλοι έξω απ’την αίθουσα!» φώναζε κάποιος. «ΟΛΟΙ ΕΞΩ ΑΠ’ΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ!» καθώς οι καπνοί πύκνωναν ολοένα και περισσότερο.
Η Φοριντέλα πήγε να βοηθήσει τον άντρα με τα γαμψώνυχα να κουβαλήσει τον χτυπημένο σύντροφό του, ενώ η Νορέλτα προσπαθούσε να σηκωθεί από το πάτωμα αναπνέοντας με δυσκολία.
Η Άνμα την πλησίασε, πιάνοντάς την από τη μασχάλη, στηρίζοντάς την ώστε να πατήσει στα πόδια της. «Έλα!» της είπε. «Πάμε να φύγουμε από δω προτού πλακώσουν οι μπάτσοι!»
«...Μα δεν...» έκανε ξέπνοα η Νορέλτα, «δεν κάναμε...»
«Θες να μπλέξεις με την Αστυνομία της Ανακτορικής Συνοικίας, ανόητη; Πάμε!» Η Άνμα άρχισε να την τραβά προς το γκαράζ.
Η Φοριντέλα-Ράο τις ακολούθησε μαζί με τον άντρα με τα γαμψώνυχα – που μάλλον λεγόταν Βόρκεραμ. Κουβαλούσαν τον τραυματία ανάμεσά τους.
«Όχι!» έκανε απότομα η Νορέλτα-Βορ, σταματώντας και σπρώχνοντας την Άνμα. «Πρέπει να μάθουμε τι συμβαίνει! Δεν καταλαβαίνεις; Πρέπει να μιλήσουμε μ’έναν απ’αυτούς τους φονιάδες! Πρέπει να μάθουμε.» Με το ζόρι μιλούσε, απορώντας κι η ίδια πώς το κατόρθωνε ύστερα από εκείνη τη γονατιά που της είχε κλέψει την αναπνοή.
«Ποιες είστε;» ρώτησε ο Βόρκεραμ. «Τι κάνετε εδώ; Ξέρετε ποιοι ήταν αυτοί;»
«Τίποτα δεν ξέρουμε ακόμα,» του είπε η Άνμα· και προς τη Νορέλτα, με προβληματισμένη όψη: «Εντάξει.» Έτρεξε στον πεσμένο μαυρόδερμο άντρα. Ο Βόρκεραμ τον είχε ρίξει αναίσθητο κι αυτόν· δεν φαινόταν τραυματισμένος. Ήταν πιο μικροκαμωμένος από τον μονόφθαλμο κι επομένως πιο εύκολο να τον κουβαλήσουν. Η Άνμα τον άρπαξε από τις μασχάλες, τραβώντας τον.
Η Νορέλτα-Βορ ήρθε να τη βοηθήσει, και σύντομα τον πέρασαν από την πόρτα του γκαράζ, ακολουθώντας τη Φοριντέλα-Ράο και τον άντρα με τα γαμψώνυχα.
Σχεδόν όλο το γκαράζ είχε αδειάσει. Εκτός από το τετράκυκλο της Άνμα, άλλο ένα τετράκυκλο βρισκόταν εδώ, και ένα τρίκυκλο με γυάλινο σκέπαστρο.
Ο φύλακας του γκαράζ κρατούσε πιστόλι, κι έμοιαζε να μη μπορεί ν’αποφασίσει αν έπρεπε να μπει στην τραπεζαρία ή καλύτερα – για δική του ασφάλεια – να μείνει στη θέση του. Το πιστόλι του ήταν του κώλου, έκρινε αμέσως η Άνμα. Τα πολεοσημάδια τής το έλεγαν ξεκάθαρα.
«Ε!» τους φώναξε ο φύλακας, αναστατωμένα. «Τι κάνετ’ εκεί; Τι γίνεται μέσα; Θέλετε βοήθεια με τους τραυματίες; Τι κάνετ’ εκεί;»
«Κοίτα τη δουλειά σου, φίλε,» του είπε η Άνμα, «εντάξει;»
Εκείνη και η Νορέλτα-Βορ έριξαν τον λιπόθυμο δολοφόνο μες στο τετράκυκλό της, ενώ ο Βόρκεραμ και η Φοριντέλα-Ράο έβαζαν τον τραυματισμένο Ηρακλή σ’ένα άλλο τετράκυκλο το οποίο ήταν φανερά θωρακισμένο. Η Φοριντέλα μπήκε εκεί μαζί με τον Βόρκεραμ, και ο άντρας με τα γαμψώνυχα δεν την περίμενε να βγει· ενεργοποίησε αμέσως τη μηχανή και πάτησε το πετάλι, ξεκινώντας.
«Στάσου!» έκανε η Φοριντέλα. «Στάσου!» Κι έκλεισε γρήγορα την ανοιχτή πόρτα πλάι της. «Ήθελα να κατεβώ, γαμώτο!» Πίσω της έβλεπε την Άνμα να ξεκινά το δικό της τετράκυκλο.
«Πρέπει να τον πάω σε νοσοκομείο,» της είπε ο Βόρκεραμ. «Δεν έχω χρόνο για χάσιμο.» Οδηγούσε σταθερά αλλά γρήγορα καθώς έβγαιναν από το Ανάμικτο Κάλεσμα, τρέχοντας πάνω στη γέφυρα πλάι στην οποία ήταν οικοδομημένο το πανδοχείο.
«Αλλά πες μου ποιες είστε,» συνέχισε ο Βόρκεραμ. «Πώς ξέρατε γι’αυτούς; Γιατί ήρθατε να μας βοηθήσετε;»
«Μη ρωτάς εμένα. Τις φίλες μου να ρωτήσεις.»
«Γιατί, τι είσαι εσύ; Υπηρέτριά τους;»
Η Φοριντέλα τον αγριοκοίταξε από το πισινό κάθισμα, όπου καθόταν πλάι στον ξαπλωμένο τραυματία. «Δεν είμαι υπηρέτριά τους! Αλλά δεν ξέρω τι σκατά συμβαίνει εδώ, εντάξει; Κι ακόμα κι άμα σου έλεγα δεν θα με πίστευες μάλλον. Όχι πως ξέρω, δηλαδή.»
«Σα να τα λες ύποπτα, μου φαίνεται.» Συνέχιζε να οδηγεί σταθερά, τρέχοντας σαν παλαβός. Είχαν τώρα κατεβεί από τη γέφυρα και βρίσκονταν στους δρόμους της Ανακτορικής Συνοικίας. Ο Βόρκεραμ, αναμφίβολα, είχε γερά νεύρα, δεν μπόρεσε παρά να παρατηρήσει η Φοριντέλα.
«Θάπρεπε να είσαι πιο ευγνώμων,» του είπε. «Σε σώσαμε. Εσένα είχαν στόχο.»
«Από τη μια, μου λες ότι δεν ξέρεις τίποτα· από την άλλη, μοιάζει να ξέρεις πολλά.»
Ο άνθρωπος είναι αχάριστος και ξεπαρμένος, όποιος κι αν είναι! σκέφτηκε η Φοριντέλα χωρίς να του μιλήσει.
Κοιτάζοντας από το πίσω τζάμι του οχήματος έβλεπε την Άνμα να τους ακολουθεί, τρέχοντας κι εκείνη μες στους νυχτερινούς δρόμους. Ευτυχώς η φίλη της, γι’ακόμα μια φορά, δεν την είχε εγκαταλείψει. Δε θα ήθελε, με τίποτα, να μείνει μόνη με τον Βόρκεραμ. Είχε επάνω του κάτι που την τρόμαζε. Της φαινόταν το ίδιο επαγγελματίας φονιάς μ’αυτούς που είχαν επιχειρήσει να τον σκοτώσουν.
*
«Τρέχει σαν παλαβός,» παρατήρησε η Νορέλτα-Βορ, καθώς ακολουθούσαν το όχημα του άντρα με τα γαμψώνυχα.
«Πιστεύει ότι θα σώσει τον φίλο του,» είπε η Άνμα, που οδηγούσε.
«Υπάρχει πιθανότητα;» Η Νορέλτα ήταν ζαλισμένη πριν, στην τραπεζαρία του πανδοχείου, αλλά νόμιζε ότι όλα τα σημάδια της Πόλης γύρω από τον σύντροφο του άντρα με τα γαμψώνυχα έδειχναν ότι βρισκόταν στο κατώφλι του Ερέβους.
«Όχι,» αποκρίθηκε η Άνμα. «Δυστυχώς είναι νεκρός.»
«Η Φοριντέλα πρέπει, πάντως, νάναι ασφαλής μαζί του,» είπε η Νορέλτα ύστερα από λίγο, έχοντας παρατηρήσει προσεχτικά τα πολεοσημάδια που διαμόρφωνε το όχημα του άντρα με τα γαμψώνυχα καθώς έτρεχε μες στους νυχτερινούς δρόμους της Ανακτορικής Συνοικίας.
Προτού η Άνμα προλάβει να μιλήσει, ένα μουγκρητό ακούστηκε από το πίσω κάθισμα, και η Νορέλτα αμέσως στράφηκε, με το πιστόλι που της είχε δώσει η Αδελφή της υψωμένο.
Ο μαυρόδερμος δολοφόνος ξυπνούσε. Τα πράσινά μαλλιά του είχαν ξεφύγει εν μέρει από τον σφιχτό κότσο του και έπεφταν στο πρόσωπό του. Τα παραμέρισε, μουδιασμένα, βλεφαρίζοντας.
Στενεύοντας τα μάτια ατένισε τη Νορέλτα να τον σημαδεύει με το πιστόλι. «Τι...» μουρμούρισε.
«Μην κάνεις καμια μαλακία,» του είπε εκείνη. «Εντάξει;»
Ο άντρας κοίταξε γύρω-γύρω δίχως να κινήσει το κεφάλι του· τα μάτια του πήγαν μια προς τα δεξιά μια προς τ’αριστερά: σάρωσαν όλο τον χώρο σαν μηχανές ειδικές για να παίρνουν πληροφορίες. «Πού είμαι;» ρώτησε, τρίβοντας με το ένα χέρι το σαγόνι του το οποίο είχε πάρει μια κοκκινωπή χροιά ύστερα από τη γροθιά του άντρα με τα γαμψώνυχα. «Τι θέλετε; Τι είστε; Της Αστυνομίας; Ή του Βόρκεραμ-Βορ;»
Η Νορέλτα διαισθάνθηκε κίνδυνο, και τότε μόνο πρόσεξε ότι το άλλο χέρι του άντρα γλιστρούσε μέσα στο μαύρο πέτσινο πανωφόρι που έμοιαζε να γίνεται ένα με το δέρμα του.
«Τι κάνεις εκεί;» του είπε απότομα. «Βγάλε έξω το όπλο. Αργά. Άσε τις μαλακίες!»
«Ποιο όπλο;»
«Άσε τις μαλακίες!»
Ο μαυρόδερμος δολοφόνος έβγαλε, αργά, ένα μικρό πιστόλι.
«Δος το μου.» Η Νορέλτα έτεινε το ελεύθερο χέρι της κι αυτός τής το έδωσε. «Πες μου τώρα ποιος είσαι και γιατί θέλατε να σκοτώσετε εκείνο τον άντρα.»
«Αστυνομικίνες είστε;»
«Δεν είμαστε αστυνομικίνες,» του είπε η Άνμα, δίχως να τον κοιτάζει, συνεχίζοντας να οδηγεί. «Και να χαίρεσαι γι’αυτό. Μπορεί να τη βγάλεις καθαρή αν μας πεις την αλήθεια.» Εξακολουθούσε ν’ακολουθεί το όχημα του άντρα με τα γαμψώνυχα.
Ο δολοφόνος είπε: «Μας πλήρωσαν να τον σκοτώσουμε. Μια δουλειά ήταν. Δεν τον ξέραμε τον τύπο. Ένας ευγενής. Μισθοφόρος. Βόρκεραμ-Βορ, το όνομά του. Μόνο αυτά ξέραμε. Αυτά που μας είπε.» Έτριψε πάλι το χτυπημένο του σαγόνι.
«Ποιος σας τα είπε; Ποιος σας πλήρωσε;» ρώτησε η Νορέλτα, που ακόμα τον σημάδευε με το πιστόλι της ενώ σκεφτόταν: Βόρκεραμ-Βορ. Του Οίκου των Βόρ’νοθροκ. Όπως εγώ. Γι’αυτό τα πολεοσημάδια μού μαρτυρούσαν ότι κάποιο κοντινό μου πρόσωπο ήταν μπλεγμένο εδώ.
«Μια γυναίκα,» απάντησε ο δολοφόνος. «Μας ζήτησε να μην κάνουμε ερωτήσεις. Δε μας είπε ούτε καν το όνομά της – μιλάω ειλικρινά.»
Η Νορέλτα-Βορ αισθάνθηκε τις τρίχες της να ορθώνονται. Η Κορίνα; «Πώς ήταν στην εμφάνιση;»
«Κοκκινόδερμη, ξανθιά, με μακριά μαλλιά. Αρκετά όμορφη. Σου έκανε... σου έκανε μια εντύπωση· δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω. Εντυπωσιακή τύπισσα.»
Η Κορίνα! «Αυτή ήταν,» είπε η Νορέλτα γυρίζοντας να κοιτάξει το προφίλ της Άνμα που οδηγούσε. «Αυτή. Η Κορίνα!»
Ο δολοφόνος εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία που του παρουσιάστηκε: υψώνοντας απότομα το πόδι του–
«Πρόσεχε, Νορέλτα!» αναφώνησε η Άνμα.
–κλότσησε το πιστόλι της Νορέλτα-Βορ, τινάζοντάς το από το χέρι της.
Και τώρα έκανε να το πιάσει από εκεί όπου είχε πέσει, στο πάτωμα της πίσω μεριάς του οχήματος–
Η Άνμα πάτησε ξαφνικά το φρένο.
Μεταλλικοί τροχοί ούρλιαξαν πάνω στο οδόστρωμα. Ο άντρας έχασε την ισορροπία του, το πιστόλι άλλαξε θέση, του ξέφυγε από το χέρι.
Αλλά, καθώς τώρα το όχημα είχε σταματήσει, ο δολοφόνος τινάχτηκε προς τη μια από τις πίσω πόρτες και την άνοιξε.
Η Νορέλτα αμέσως άνοιξε τη δική της πόρτας, βγαίνοντας, έχοντας το μικρό του πιστόλι στο χέρι. Όμως ο μαυρόδερμος άντρας το περίμενε αυτό· της χτύπησε τον καρπό με την παλάμη του ανοιχτή και τα δάχτυλα ενωμένα. Η Νορέλτα κραύγασε καθώς τα νεύρα της κλονίζονταν και το όπλο τής έπεφτε.
Ο δολοφόνος δεν κάθισε να πιάσει το μικρό πιστόλι του από κάτω· γύρισε κι έτρεξε, κάνοντας τον κύκλο του σταματημένου οχήματος, για να φύγει. Αλλά η Άνμα, που είχε επίσης πεταχτεί έξω από το τετράκυκλο, βρέθηκε μπροστά του. Η δυνατή, αλήτικη κλοτσιά της τον χτύπησε κατευθείαν στ’αρχίδια. Ο άντρας, προσπαθώντας να συνεχίσει να τρέχει, παραπάτησε, έμπλεξε τα πόδια του μερικά βήματα παραπέρα, σωριάστηκε, διπλώθηκε βογκώντας.
Τριγύρω ο δρόμος δεν ήταν έρημος. Οι δύο Θυγατέρες έβλεπαν ανθρώπους να τις κοιτάζουν, και τα πολεοσημάδια δεν ήταν καθόλου ευνοϊκά.
«Γαμήσου!» μούγκρισε η Άνμα. Άρπαξε τον πεσμένο άντρα απ’τα πράσινα μαλλιά του και, με τη βοήθεια της Νορέλτα, τον τράβηξε στο όχημα και τον έριξε με μια κλοτσιά στο πισινό κάθισμα.
Κάθισε πάλι στο τιμόνι και πάτησε το πετάλι, ενώ η Νορέλτα-Βορ καθόταν δίπλα της. Το όχημα έφυγε ολοταχώς.
Η Νορέλτα τεντώθηκε προς τα πίσω και πήρε το πεσμένο πιστόλι. Το ύψωσε ξανά προς τη μεριά του δολοφόνου ο οποίος ήταν διπλωμένος στο πισινό κάθισμα. «Την επόμενη φορά είσαι νεκρός!» του γρύλισε, οργισμένη. Είχε σιχαθεί να τη χτυπάνε απόψε! Το σώμα της διαμαρτυρόταν: η κοιλιά της πονούσε, το κεφάλι της πονούσε, το χέρι της πονούσε. Το ότι είχε τις θεραπευτικές ιδιότητες των Θυγατέρων δεν σήμαινε ότι δεν ένιωθε πόνο.
Προς την Άνμα – χωρίς να στραφεί να την κοιτάξει τώρα – είπε: «Τον χάσαμε τον Βόρκεραμ-Βορ;»
«Αυτόν, ναι· τα πολεοσημάδια του, όχι ακόμα. Θα τον βρούμε, Νορέλτα.»
Η αριστοκράτισσα ρώτησε τον δολοφόνο: «Πού συναντήσατε αυτή την κοκκινόδερμη γυναίκα; Εδώ, στην Ανακτορική Συνοικία;»
«...Όχι,» μούγκρισε εκείνος.
«Πού;»
«Βόρεια... Στη Διαπερατή.»
«Πού στη Διαπερατή;»
«...ένα πανδοχείο, ‘Ο Αργογρήγορος’.»
«Ήρθε και σας βρήκε στα ξαφνικά; Δεν την ξέρατε από πριν;»
«Όχι,» αποκρίθηκε ο άντρας, μοιάζοντας νάχει τώρα αρχίσει να συνέρχεται λιγάκι από την κλοτσιά της Άνμα. «Όχι, δεν την ξέραμε...» Έχοντας βάλει το χέρι μες στο παντελόνι του έτριβε τα ευπαθή του. «Ήρθε, μας είπε πού θα βρίσκαμε τον στόχο... την ακριβή ημέρα – νύχτα, μάλλον – την ακριβή ώρα· και όντως ήταν εκεί, στο Ανάμικτο Κάλεσμα, όπως είπε... Για εσάς δεν είπε τίποτα.» Ατένισε τη Νορέλτα εχθρικά και απορημένα συγχρόνως.
«Παράλειψη,» αποκρίθηκε εκείνη, ενώ σκεφτόταν: Η Κορίνα είχε δει το μέλλον. Ήξερε ακριβώς πού θα βρισκόταν ο Βόρκεραμ-Βορ. Αλλά γιατί, μα τον Κρόνο, τον ήθελε νεκρό; «Γιατί τον ήθελε νεκρό;»
«Πού να ξέρω; Σου είπα – δεν μας είπε λεπτομέρειες.»
Η Άνμα ρώτησε: «Και δεχτήκατε έτσι απλά να σκοτώσετε τον οποιονδήποτε;»
«Αυτή είναι η δουλειά μας. Όχι μόνο δηλαδή. Κάνουμε κι άλλες δουλειές. Αλλά, ναι, όταν μας πληρώνουν καλά, το κάνουμε κι αυτό. Και δεν ξέρω πώς εσείς είναι δυνατόν να μας περιμένατε! Είστε σωματοφύλακες του Βόρκεραμ-Βορ; Είχατε κάπως–;»
«Δεν είσαι σε θέση να κάνεις ερωτήσεις!» τον διέκοψε η Νορέλτα, εξακολουθώντας να τον σημαδεύει.
Ο άντρας έμεινε σιωπηλός, συνεχίζοντας να τρίβει τα αρχίδια του.
Η Νορέλτα ρώτησε την Άνμα (πάλι χωρίς να στραφεί να την κοιτάξει): «Τον χρειαζόμαστε για τίποτ’ άλλο, νομίζεις;»
«Υποσχεθήκατε να μ’αφήσετε!» πετάχτηκε ο δολοφόνος.
«Ό,τι πιστεύεις εσύ,» αποκρίθηκε η Άνμα στη Νορέλτα. «Φαίνεται να ξέρεις καλύτερα την κατάσταση.»
«Σταμάτα το όχημα σ’ένα ήσυχο μέρος,» ζήτησε η Αδελφή της.
«Θες να χάσουμε τον Βόρκεραμ;»
«Γαμώτο. Άσ’ το, μη σταματήσεις.»
*
Τα πολεοσημάδια που είχε αφήσει πίσω του το όχημα του Βόρκεραμ-Βορ τις οδήγησαν στο Πρώτο Γενικό Νοσοκομείο της Ανακτορικής Συνοικίας. Σταμάτησαν έξω απ’αυτό, σ’ένα ήσυχο σοκάκι, και η Νορέλτα είπε στον δολοφόνο: «Εξαφανίσου. Αν σε ξαναδούμε, είσαι νεκρός.»
Ο μαυρόδερμος άντρας άνοιξε τη μια πίσω πόρτα κι έφυγε τρέχοντας μες στους νυχτερινούς δρόμους. Χάθηκε σύντομα απ’τα μάτια τους, και τα πολεοσημάδια δεν έλεγαν ότι σκόπευε να επιστρέψει.
«Πάμε στο νοσοκομείο;» είπε η Νορέλτα.
«Δεν αφήνω τη Φοριντέλα μόνη μαζί του. Παρότι δε νομίζω ότι κινδυνεύει απ’αυτόν, μπορεί να κινδυνέψει από άλλους δολοφόνους που θα έρθουν να τον βρουν.»
«Τα πολεοσημάδια δεν είναι πια ανακατεμένα, Αδελφή μου,» της είπε η Νορέλτα καθώς έβγαιναν απ’το όχημα.
«Και τι σημαίνει αυτό;»
«Ότι η Κορίνα δεν έχει κάνει αταξίες τώρα.»
«Δεν καταλαβαίνω γιατί πριν οι αταξίες της Κορίνας έπρεπε να ανακατέψουν τα πολεοσημάδια,» είπε η Άνμα καθώς βάδιζαν προς το νοσοκομείο. «Απλά πλήρωσε κάποιους φονιάδες να σκοτώσουν ένα πρόσωπο. Ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να το κάνει.»
«Δεν πρέπει να είναι ένα οποιοδήποτε πρόσωπο, όμως.»
«Επειδή είναι από τον Οίκο σου;»
«Όχι γι’αυτό.»
«Τότε;»
«Δεν ξέρω ακόμα, Άνμα, αλλά έχω την εντύπωση ότι ο Βόρκεραμ ίσως ν’αποδειχτεί σημαντικός στο μέλλον. Τα πολεοσημάδια ήταν ανακατεμένα με τέτοιο τρόπο που έμοιαζε να υποδηλώνουν ότι το παρόν και το μέλλον είχαν μπερδευτεί.»
«Ναι, κι εγώ νομίζω πως το πρόσεξα αυτό.»
«Η Κορίνα πρέπει να ήθελε να βγάλει τον Βόρκεραμ-Βορ από τη μέση επειδή είδε, μέσω του φυλαχτού, ότι θα της προκαλέσει κάποιο πρόβλημα στο μέλλον.»
«Χμμ... Και γιατί αυτό να ανακατέψει τα πολεοσημάδια;»
«Τι δεν καταλαβαίνεις, Αδελφή μου; Χαλάει την ομαλή ροή του χρόνου μέσα στην Πόλη.» Και νόμιζα πως εγώ είμαι άσχετη μπροστά στη Μιράντα...
Έφτασαν στην πύλη του Πρώτου Γενικού Νοσοκομείου και την πέρασαν. Οι φύλακες που ήταν εκεί δεν προσπάθησαν να τις σταματήσουν· πολύς κόσμος μπαινόβγαινε στο νοσοκομείο. Αλλά, όταν ήταν λίγο πιο μέσα, σ’έναν θάλαμο, μια άλλη φύλακας τις ρώτησε: «Πού πηγαίνετε;»
Την ίδια στιγμή, η Φοριντέλα-Ράο τις πλησίασε ερχόμενη από μια γωνία του θαλάμου – ο οποίος ήταν γεμάτος καθίσματα αναμονής και μικρά τραπεζάκια, μην έχοντας κατά τα άλλα καμια διακόσμηση.
«Το βρήκαμε αυτό που ψάχναμε,» απάντησε η Άνμα στη φύλακα, και στράφηκε στη Φοριντέλα.
«Σας έχασα από ένα σημείο και μετά,» είπε εκείνη, «και φοβήθηκα ότι δεν θα μπορούσαμε να συναντηθούμε.»
«Στη Ρελκάμνια, όλα δρόμος είναι,» της αποκρίθηκε η Νορέλτα-Βορ. «Πού είναι ο Βόρκεραμ;» (Η φύλακας είχε, εν τω μεταξύ, φύγει από κοντά τους· δεν την ενδιέφεραν πλέον.)
«Μόλις πήγαν τον φίλο του στα επείγοντα, και τους ακολούθησε. Μια γιατρός εδώ φαίνεται νάναι γνωστή του.»
«Είναι νεκρός, Φοριντέλα,» είπε η Άνμα.
«Είσαι σίγουρη;»
«Ναι.»
Η Φοριντέλα είπε: «Κρίμα,» αν και η έκφρασή της ήταν αρκετά αδιάφορη. Δεν τον ήξερε κιόλας.
«Τι σου είπε, όσο ερχόσασταν προς τα εδώ;» ρώτησε η Νορέλτα.
«Τίποτα ιδιαίτερο,» μόρφασε η Φοριντέλα. «Ήθελε να μάθει για εσάς. Γιατί τον βοηθήσατε και τα λοιπά. Του είπα ότι δεν ξέρω τίποτα· να ρωτήσει εσάς, καλύτερα. Δε νομίζω ότι με πίστεψε, και ο τρόπος του δεν μου άρεσε, για νάμαι ειλικρινής. Ούτε και γενικά μ’αρέσει αυτός ο τύπος, Νορέλτα. Μου θυμίζει εκείνους που προσπαθούσαν να τον σκοτώσουν.»
«Είναι μισθοφόρος,» την πληροφόρησε η Νορέλτα. «Τον λένε Βόρκεραμ-Βορ.»
«Βορ; Του Οίκου σου; Των Βόρ’νοθροκ;»
«Ναι. Μας το είπε ο δολοφόνος που πήραμε μαζί μας.» Μιλούσαν σιγανά τώρα και οι δύο.
«Πού τον έχετε; Δεμένο στο όχημα;»
Η Άνμα απάντησε: «Τον αφήσαμε να φύγει.»
Η Νορέλτα εξήγησε: «Δε φαινόταν νάχε τίποτ’ άλλο να μας πει. Μας είπε ότι τους πλήρωσε μια κοκκινόδερμη, ξανθιά γυναίκα. Είναι σίγουρα η Κορίνα. Τους συνάντησε στη Διαπερατή, σ’ένα πανδοχείο με όνομα ‘Ο Αργογρήγορος’. Τους έστειλε στο Ανάμικτο Κάλεσμα, ακριβώς αυτή τη μέρα, ακριβώς αυτή την ώρα. Το ήξερε πως θα ήταν ο Βόρκεραμ εκεί–»
Η Νορέλτα σταμάτησε να μιλά καθώς είδε τα μάτια της Φοριντέλα και της Άνμα να στρέφονται προς τα δίπλα. Γύρισε κι εκείνη και αντίκρισε τον Βόρκεραμ-Βορ να τις πλησιάζει. Η έκφρασή του δεν ήταν θλιμμένη όπως κάποιος που έχει μόλις μάθει ότι ένας φίλος του, ένας σύντροφός του, πέθανε.
«Τι έγινε;» τον ρώτησε η Φοριντέλα.
«Θα ζήσει,» αποκρίθηκε εκείνος. «Δύσκολη περίπτωση αλλά θα ζήσει. Μου είπε ότι, αν της τον έφερνα πέντε λεπτά αργότερα, θα ήταν νεκρός.»
Η Άνμα και η Νορέλτα αλληλοκοιτάχτηκαν, παραξενεμένες.
«Πρέπει νάναι καλή γιατρός η φίλη σου,» του είπε η Άνμα.
«Ναι, είναι όντως πολύ καλή. Μ’έχει βοηθήσει αρκετές φορές.
»Το θέμα, όμως, είναι ποιες είστε εσείς. Πώς ξέρατε για τους δολοφόνους; Σας χρωστάω τη ζωή μου πιθανώς, αλλά όταν άγνωστοι με βοηθάνε είμαι πάντοτε καχύποπτος.»
Η Νορέλτα και η Άνμα αλληλοκοιτάχτηκαν γι’ακόμα μια φορά. Τι να του έλεγαν; Έχει καμια σχέση με την Κορίνα; αναρωτήθηκε η αριστοκράτισσα.
Και τον ρώτησε ευθέως.
«Ποια Κορίνα; Δεν έχει επώνυμο;»
«Έχει διάφορα επώνυμα,» είπε η Νορέλτα. «Είναι κοκκινόδερμη και ξανθιά, με μακριά μαλλιά. Δημιουργεί... ζωηρές εντυπώσεις, συνήθως.»
«Τι ζωηρές εντυπώσεις;»
«Νομίζεις ότι την ξέρεις;»
«Δεν ξέρω καμια τέτοια γυναίκα, έτσι όπως την περιγράφεις. Θα έπρεπε;»
«Μπορεί,» απάντησε η Νορέλτα. «Γιατί σε θέλει νεκρό.»
Η Καρζένθα-Σολ μιλά με τους διοικητές και τους συμμάχους της, επιχειρώντας να μαντέψει τη στρατηγική του εχθρού της, και οι κάτοικοι της Α’ Ανωρίγιας Συνοικίας ακούνε δύο πολιτικά διαγγέλματα μέσα στο ίδιο πρωινό, ενώ οι εξόριστοι πλουτοκράτες προσπαθούν να συνηθίσουν ακόμα μια απότομη αλλαγή στη ζωή τους, και η Φενίλδα Καρντέρω μιλά για αστικούς μύθους.
Το επόμενο πρωί ύστερα από την κατάκτηση της Αστροβόλου, ο Κάδμος Ανθοτέχνης έβγαλε τηλεοπτικό διάγγελμα προς τους κατοίκους της Α’ Ανωρίγια Συνοικίας, λέγοντας πως ο στρατός του δεν ήταν εκεί για να τους υποτάξει αλλά για να τους απελευθερώσει· για να διώξει τους ανθρώπους που, χρόνια, τους καταδυνάστευαν και να φέρει μια καλύτερη εποχή. Μια Νέα Εποχή.
Ζήτησε από τους κατοίκους της Α’ Ανωρίγιας να συνεργαστούν με τον απελευθερωτικό στρατό του, και προέτρεψε όσους από αυτούς ήθελαν να ενταχθούν σ’αυτόν. Επίσης, είπε ότι θα έδινε πλούσια αμοιβή σε όποιον ήξερε πού βρίσκονταν οι πλουτοκράτες που είχαν διωχτεί από τη Β’ Ανωρίγια – η πρώην Πολιτάρχης Φενίλδα Καρντέρω και οι υπόλοιποι.
Το διάγγελμα αυτό το έβγαλε από το Πολιταρχικό Μέγαρο της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας, και μεταφέρθηκε μέσω τηλεοπτικών πομπών ώς την Α’ Ανωρίγια.
Οι κάτοικοι της Α’ Ανωρίγιας δεν πίστεψαν τα λόγια του ότι ο επαναστατικός στρατός ερχόταν ως απελευθερωτής. Δεν αισθάνονταν φυλακισμένοι, ούτε καταπιεσμένοι από τους άρχοντές τους. Στην Α’ Ανωρίγια Συνοικία δεν υπήρχαν οι κοινωνικές και οι οικονομικές ανισότητες που υπήρχαν στη Β’ Ανωρίγια πριν από την επανάσταση του Αλυσοδεμένου Ποιητή.
Οι μόνοι που ένιωσαν το διάγγελμα να μιλά στις ψυχές τους ήταν κάποιοι δυσαρεστημένοι με το καθεστώς της Ραλτάνα-Ορν, διάφοροι κακοποιοί και καιροσκόποι, και ορισμένες συμμορίες. Πολλοί από αυτούς, όντως, εντάχθηκαν στον στρατό της Β’ Ανωρίγιας.
Αλλά κανείς δεν μπορούσε να δώσει πληροφορίες σχετικά με το πού ίσως να βρίσκονταν οι εξόριστοι πλουτοκράτες.
Ήταν σαν να είχαν εξαφανιστεί.
*
Η Καρζένθα-Σολ συγκέντρωσε τους διοικητές του στρατού της από το πρωί κιόλας, ώστε να εκπονήσουν τη μελλοντική τους στρατηγική. Γιατί ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει ακόμα στην Α’ Ανωρίγια· απλώς οι Β’ Ανωρίγιοι είχαν τώρα το πάνω χέρι. Ο Στρατάρχης Τάραλντεκ Νορβάνι, της Α’ Ανωρίγιας, είχε συναθροίσει τις δυνάμεις του στο Μεγάλο Λιμάνι, και από εκεί μπορούσε να κάνει οτιδήποτε.
Η Καρζένθα είχε στείλει ανιχνευτές της προς όλες τις κατευθύνσεις μες στη νύχτα, για να δουν τι συνέβαινε στις περιφέρειες που συνόρευαν με την Αστροβόλο. Τους είχε στείλει σε επίγειους και υπόγειους δρόμους, πάνω σε γέφυρες και μέσα σε μεγάλα οικοδομήματα· τους είχε στείλει με γρήγορα δίκυκλα και με μικρά ευέλικτα ελικόπτερα. Οι αναφορές που της έφεραν ώς το πρωί δεν ήταν άσχημες, όφειλε να ομολογήσει. Ο στρατός του Νορβάνι είχε αποσυρθεί και από τη Μακρόσκοτη και από τη Χρυσόνομη και από τον Σιγοβάτη. Και ούτε στην Ορθόβουλη ή στη Στροφή υπήρχαν εχθρικά στρατεύματα. Ο Στρατάρχης της Α’ Ανωρίγιας είχε συγκεντρώσει όλες του τις δυνάμεις στο Μεγάλο Λιμάνι, γνωρίζοντας ότι τώρα αυτό τον συνέφερε καλύτερα απ’το να είναι απλωμένες.
Τι σκόπευε να κάνει από εκεί; αναρωτιόταν η Καρζένθα-Σολ.
Είχε ήδη προστάξει τον στρατό της να καταλάβει καίριες θέσεις στη Μακρόσκοτη και στη Χρυσόνομη. Τις άλλες συνοικίες που συνόρευαν με την Αστροβόλο είχε προτιμήσει να τις αγνοήσει προς το παρόν γιατί ούτε εκείνη τη συνέφερε να απλώσει τόσο τις δυνάμεις της.
Επί του παρόντος, βρισκόταν στο καινούργιο, και προσωρινό, αρχηγείο της, μέσα στο Πολιταρχικό Μέγαρο της Α’ Ανωρίγιας Συνοικίας, στην Αστροβόλο – μια ένδειξη ισχύος: Όποιος έχει το Πολιταρχικό Μέγαρο, έχει και την εξουσία. Αλλά αυτό ήταν για τους πολίτες και τους δημοσιογράφους. Δε θα της πρόσφερε τίποτα όταν θα ερχόταν σε σύγκρουση με τον Τάραλντεκ Νορβάνι.
«Ο Στρατάρχης αναμφίβολα έχει κάποιο σχέδιο,» είπε ο Βάρνελ-Αλντ, καθισμένος σε μια από τις θέσεις του μεγάλου τραπεζιού, μοιάζοντας σκεπτικός καθώς είχε τα δάχτυλά του πλεγμένα και το μουσάτο σαγόνι του ακουμπισμένο επάνω στους ενωμένους και τεντωμένους δείκτες.
«Ό,τι σχέδιο κι αν έχει,» είπε ο Ζιλμόρος, «θα αποτύχει. Τι μπορεί να κάνει έχοντας υπό τον έλεγχό του μόνο μία περιφέρεια της Α’ Ανωρίγιας;»
«Μην ξεχνάς,» του είπε ο Βάρνελ-Αλντ, «πως ο κόσμος ακόμα σας βλέπει σαν εχθρούς. Σαν κατακτητές.»
«Θα οπλίσει τους πολίτες εναντίον μας;»
«Δεν ξέρω αν αυτό είναι το σχέδιό του, αλλά το λέω γιατί είναι κάτι που πρέπει να έχουμε υπόψη μας. Η νόμιμη εξουσία της Α’ Ανωρίγιας έχει διαλυθεί. Η Ραλτάνα-Ορν είναι νεκρή· δεν υπάρχει Πολιτάρχης για να διοικήσει. Ο Νορβάνι δεν είναι Πολιτάρχης. Εκείνο που νομίζω πως θα κάνει, εκτός των άλλων, είναι να έρθει σε επαφή με τους Ορν’βενκόθ ώστε κάποιος από αυτούς να πάρει την πολιταρχία. Εδώ και πολλά χρόνια – περισσότερα απ’ό,τι θα έπρεπε – ο Οίκος τους κυβερνά την Α’ Ανωρίγια. Κάποτε γίνονταν εκλογές, αλλά όχι πλέον–»
«Μα, αν δεν κάνω λάθος,» παρενέβη ο Βικέντιος Συρμογνώστης, «και τώρα γίνονται εκλογές στην Α’ Ανωρίγια...»
Ο Βάρνελ ρουθούνισε. «Εκλογές του Σκοτοδαίμονος! Οι μόνοι που έχουν δικαίωμα να εκλέγονται είναι οι Ορν’βενκόθ! Δεν το ξέρεις αυτό;»
«Δεν είχα ασχοληθεί και με τις γαμημένες λεπτομέρειες,» παραδέχτηκε ο Βικέντιος.
«Οι ‘γαμημένες λεπτομέρειες’ δεν είναι και τόσο ‘λεπτομέρειες’!»
«Κι αυτό είναι κάτι που σκοπεύεις ν’αλλάξεις στο σύντομο μέλλον; Εννοώ το ότι εκλέγονται μόνο οι Ορν’βενκόθ ως Πολιτάρχες της Α’ Ανωρίγιας.»
«Φυσικά και θα το αλλάξω.» Ο Βάρνελ στράφηκε στην Καρζένθα. «Αν πάρει ξανά την εξουσία ο Οίκος των Ορν’βενκόθ, να είστε σίγουροι πως θα στραφεί εναντίον σας αργά ή γρήγορα.»
«Δεν το αμφιβάλλω,» αποκρίθηκε εκείνη, νεύοντας, ενώ κάπνιζε ένα τσιγάρο, καθισμένη αναπαυτικά στην πολυθρόνα της, παρακολουθώντας τους άλλους να μιλάνε. «Ας ασχοληθούμε, όμως, με τα άμεσα θέματα πρώτα, Βάρνελ.»
«Μα το θέμα αυτό είναι άμεσο. Οι Ορν’βενκόθ πρέπει να βγουν από τη μέση, και η Α’ Ανωρίγια πρέπει να αποκτήσει μια νόμιμη εξουσία. Σύντομα. Αλλιώς, η συνοικία τούτη δεν θα είναι τίποτα καλύτερο από τις Ήμερες Συνοικίες, όπου λήσταρχοι κάνουν κουμάντο σε κάθε γειτονιά. Ο Τάραλντεκ Νορβάνι σίγουρα αυτή τη στιγμή που μιλάμε προετοιμάζει τον καινούργιο Πολιτάρχη της Α’ Ανωρίγιας. Το ξέρει πως αυτό θα του δώσει δύναμη.»
«Δε θα προλάβει να κάνει τίποτα!» είπε ο Ζιλμόρος. «Θα πάμε στο Μεγάλο Λιμάνι, σήμερα κιόλας, και θα τον τσακίσουμε! Δεν ξέρεις υπόγεια περάσματα που να οδηγούν εκεί;»
Ο Βάρνελ ένευσε. «Ξέρω υπόγεια περάσματα που οδηγούν εκεί, συμμορίτη. Αλλά τώρα ο Νορβάνι θα είναι προετοιμασμένος για μια τέτοια αιφνίδια επίθεση, ύστερα απ’ό,τι συνέβη στην Αστροβόλο.»
Έχει δίκιο, σκέφτηκε η Καρζένθα. Αυτά τα κόλπα είναι πιο αποτελεσματικά, πάντα, την πρώτη φορά.
Ο Ζιλμόρος ρουθούνισε. «Και πού θα ξέρει πού θα εμφανιστούμε; Μόνο εσύ γνωρίζεις τα περάσματα, έτσι δεν είναι, Βάρνελ-Αλντ;»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο ευγενής. «Αλλά δεν είναι το ίδιο όταν ο εχθρός περιμένει μια επίθεση αυτού του είδους. Τι δεν καταλαβαίνεις, συμμορίτη;»
«Μας προτείνεις, λοιπόν, να μην επιτεθούμε; Κωλώνεις τώρα;»
Ο Βάρνελ γέλασε, μοιάζοντας διασκεδασμένος με τη συμπεριφορά του αρχηγού των Σκοταδιστών. Ανάβοντας ένα βαρύ τσιγάρο, είπε: «Δεν προτείνω τίποτα συγκεκριμένο, από στρατιωτικής άποψης. Έχω όμως να προτείνω κάτι από πολιτικής άποψης.»
«Σ’ακούμε,» είπε η Καρζένθα, σβήνοντας το δικό της τσιγάρο στο τασάκι.
«Πρέπει να ανακηρυχτεί καινούργιος Πολιτάρχης της Α’ Ανωρίγιας Συνοικίας, για να αλλάξει κανονικά το καθεστώς εδώ.»
«Και έχεις κάποιον υπόψη σου;» Αυτόν που νομίζω;
«Τον εαυτό μου, φυσικά,» δήλωσε ο Βάρνελ-Αλντ.
Ναι, αυτόν που νόμιζα, σκέφτηκε η Καρζένθα ενώ όλοι τους ήταν αμίλητοι προς στιγμή.
Τελικά, ο Σκυφτός Στίβεν είπε: «Τον εαυτό σου... Θες να γίνεις Πολιτάρχης...»
«Γιατί νόμιζες ότι σας βοηθούσα, συμμορίτη; Και δεν καταλαβαίνω γιατί με κοιτάτε έτσι. Έχετε κατά νου κανέναν καλύτερο για να πάρει την πολιταρχία της Α’ Ανωρίγιας; Κανέναν που μπορεί να σας υποστηρίξει περισσότερο απ’ό,τι θα σας υποστηρίξω εγώ;»
«Όχι,» αποκρίθηκε η Καρζένθα-Σολ. «Είσαι, ομολογουμένως, η τέλεια επιλογή για καινούργιο Πολιτάρχη, Βάρνελ.» Και το εννοούσε. Ο γόνος των Αλντ’κάρθοκ, αναμφίβολα, ήξερε πολλά από πολιτική, από στρατηγική, και από την ίδια την Α’ Ανωρίγια Συνοικία. Το μόνο του ελάττωμα ήταν, ίσως, το πόσο αδίστακτος έμοιαζε να είναι. Αλλά αυτό, επί του παρόντος, συνέφερε την Καρζένθα και τους επαναστάτες του Αλυσοδεμένου Ποιητή.
«Καλώς,» είπε ο Βάρνελ-Αλντ τινάζοντας στάχτη στο τασάκι από το τσιγάρο του. «Επίσης,» πρόσθεσε, «θα πρέπει ν’αλλάξουμε τον Νόμο σχετικά με τις εκλογές και τον Οίκο των Ορν’βενκόθ. Από εδώ και στο εξής οι Πολιτάρχες της Α’ Ανωρίγιας θα εκλέγονται μόνο μέσα από τον τοπικό Οίκο των Αλντ’κάρθοκ.»
«Τα έχεις σκεφτεί όλα, ε, παλιόμουτρο του Σκοτοδαίμονος;» είπε ο Βικέντιος Συρμογνώστης.
Ο Βάρνελ-Αλντ τον λοξοκοίταξε. «Δείχνεις ενδιαφέρον για τον Εκλογικό Νόμο της Α’ Ανωρίγιας;»
Ο Βικέντιος μόρφασε αδιάφορα. «Η αλήθεια είναι πως γραμμένο τον έχω στα χμμμ-γκουχ μου.»
«Ωραία. Χαίρομαι,» είπε ο Βάρνελ-Αλντ τραβώντας μια τζούρα απ’το τσιγάρο του.
Τους καλύτερους ανθρώπους έχω για συμμάχους... σκέφτηκε ειρωνικά η Καρζένθα-Σολ. «Εντάξει,» είπε· «μπορείς ό,τι ώρα θέλεις να βγάλεις διάγγελμα ως καινούργιος Πολιτάρχης της Α’ Ανωρίγιας. Εμείς θα σε υποστηρίξουμε, και ο Κάδμος δεν νομίζω να έχει πρόβλημα. Εξακολουθώ, όμως, να πιστεύω ότι το βασικό μας θέμα είναι πώς να διαλύσουμε το στράτευμα του Τάραλντεκ Νορβάνι.»
Ο Ζιλμόρος είπε: «Δεν είναι δυνατόν να μπορούν να μας αντισταθούν. Είναι, ουσιαστικά, ηττημένοι–»
«Ποτέ δεν ωφελεί να υποτιμάς έτσι τον εχθρό,» τον διέκοψε η Καρζένθα. «Αν έχει οργανώσει καλή άμυνα στο Μεγάλο Λιμάνι–»
«Ο Βάρνελ θα μας οδηγήσει από τις σήραγγές του–»
«Ακόμα κι έτσι. Πρέπει να κινηθούμε με προσοχή. Να μαντέψουμε ει δυνατόν τι έχει κατά νου ο Στρατάρχης.»
«Δε μοιάζει, πάντως, να κάνει τίποτα το επεκτατικό ώς τώρα,» είπε ο Σίρκαλ Μονώνυχος, ο αρχηγός των Αρχαίων Κατωμεριτών.
«Πρέπει να σκέφτεται να ζητήσει βοήθεια,» υπέθεσε ο Βάρνελ-Αλντ, «από τη Β’ Κατωρίγια.»
«Το ίδιο φοβάμαι κι εγώ,» συμφώνησε η Καρζένθα.
«Ενώ, συγχρόνως,» συνέχισε ο Βάρνελ, «θα ανακηρύξει δικό του Πολιτάρχη. Κάποιον του Οίκου των Ορν’βενκόθ. Τον Ντάρνεβαλ-Ορν, πιθανώς. Ανέκαθεν αυτός ήθελε την πολιταρχία, και πάντα η Ραλτάνα τού την έπαιρνε οριακά.»
«Αν όντως έχει ζητήσει βοήθεια από τη Β’ Κατωρίγια, πρέπει να κινητοποιήσουμε τον στόλο μας,» είπε η Καρζένθα, «ώστε να αποτρέψουμε τα πλοία της απ’το να έρθουν και να φέρουν ενισχύσεις στον Νορβάνι.»
Ο Βάρνελ κατένευσε. «Και πρέπει να έχετε φρουρούς σ’όλες τις περιφέρειες που συνορεύουν με το Μεγάλο Λιμάνι. Πάω στοίχημα πως ο Στρατάρχης θα ξεκινήσει την εκστρατεία του από αυτές που είναι πιο αφύλαχτες επί του παρόντος: τη Στροφή ή τη Χαμηλή. Εκεί δεν έχετε καθόλου στρατεύματα.»
«Θα απλωνόμασταν πολύ έτσι...» είπε η Καρζένθα.
«Κι όμως, υπάρχει δυνατότητα.» Αφήνοντας το τσιγάρο του στο τασάκι, ο Βάρνελ ορθώθηκε. Στο κέντρο του μεγάλου τραπεζιού ήταν ανοιχτός ο χάρτης του από ευαίσθητο χαρτί που, όταν άγγιζες συγκεκριμένα σημεία του, εμφανίζονταν και εξαφανίζονταν τα διάφορα επίπεδα των υπόγειων δρόμων της Α’ Ανωρίγιας. Τώρα ο Βάρνελ απλά έδειξε με το δάχτυλό του τη Σύγχρονη και τον Καινοπρεπή, στα δυτικά άκρα της Α’ Ανωρίγιας. «Πάρε δυνάμεις από εδώ, Καρζένθα,» πρότεινε. «Ο Καινοπρεπής και η Σύγχρονη δεν κινδυνεύουν από τον Νορβάνι, εκεί όπου βρίσκονται μακριά από το Μεγάλο Λιμάνι και πλάι στη Β’ Ανωρίγια.»
Η Καρζένθα το βρήκε λογικό. «Θα γίνει,» είπε.
«Η Χαμηλή και η Στροφή πρέπει να έχουν φύλαξη από μαχητές μας, αλλιώς ο Νορβάνι θα τις κατακτήσει αμέσως,» συνέχισε ο Βάρνελ. «Επίσης, υποπτεύομαι ότι ίσως οι ενισχύσεις από τη Β’ Κατωρίγια να μην έρθουν στο Μεγάλο Λιμάνι· ή, τουλάχιστον, όχι όλες. Είναι πιθανό πολλές να πάνε κατευθείαν στη Χαμηλή» – την έδειξε – «ή και στο Τελολίμανο» – το έδειξε κι αυτό, στην ανατολική άκρη της Α’ Ανωρίγιας.
«Γιατί οι Κατωρίγιοι να τον βοηθήσουν;» ρώτησε ο Ζιλμόρος. «Και μάλιστα τόσο γρήγορα!»
«Γιατί,» απάντησε ο Βάρνελ, «θα φοβούνται εσάς, βέβαια! Και όσο για το πόσο γρήγορα θα τον βοηθήσουν... ας ελπίσουμε ότι μπορούμε να τον διαλύσουμε προτού ολοκληρωθούν οι συμφωνίες του με τους Κατωρίγιους. Ή, τουλάχιστον, προτού έρθουν στρατεύματα από εκεί.»
*
Το μεσημέρι, οι κάτοικοι της Α’ Ανωρίγιας Συνοικίας άκουσαν ακόμα ένα διάγγελμα μέσω των τηλεοπτικών δεκτών τους. Ο Βάρνελ-Αλντ είχε ανακηρυχτεί Πολιτάρχης, μιλώντας κι αυτός για μια Νέα Εποχή, μια καλύτερη εποχή για όλους. Εξηγώντας πως ο Οίκος του, οι Αλντ’κάρθοκ, βρίσκονταν στην Α’ Ανωρίγια Συνοικία πριν από τους Ορν’βενκόθ. Οι Ορν’βενκόθ ήταν, ουσιαστικά, παρείσακτοι. Είχαν κλέψει την εξουσία από τους Αλντ’κάρθοκ και είχαν καταδικάσει την Α’ Ανωρίγια σε μια υποδεέστερη κατάσταση από κάθε άποψη. Ο Οίκος των Αλντ’κάρθοκ γνώριζε τη συνοικία όπως κανείς άλλος. Θα έφερνε ένα καλύτερο αύριο.
Ο απελευθερωτικός στρατός της Β’ Ανωρίγιας, είπε ο Βάρνελ-Αλντ, δεν έδωσε παρά την ευκαιρία για μια αλλαγή που όφειλε να είχε γίνει εδώ και χρόνια. Μπορεί κάποιες ζημιές να είχαν προκληθεί, μπορεί κάποιες ζωές να είχαν χαθεί – και όλα αυτά ήταν τρομερά δυστυχήματα – αλλά η αλλαγή που τώρα επιτελείτο στην Α’ Ανωρίγια ήταν, συνολικά, θετική. «Θρηνώ για κάθε ζωή που χάθηκε, και σας καταλαβαίνω όλους όσους χάσατε δικούς σας ανθρώπους. Λυπάμαι μαζί σας, και είμαι στο πλευρό σας. Είναι τραγικό που, ορισμένες φορές, για να φτάσουμε σε μια επιθυμητή, καλή κατάσταση πρέπει να περάσουμε από δυσκολίες και καταστροφές. Αυτή είναι η πραγματικότητα στη διάστασή μας της Ρελκάμνια. Αλλά με την προσωπική μας δύναμη, με την ισχυρή μας θέληση, και με τη χάρη του Μεγάλου Κρόνου, μπορούμε να ξεπεράσουμε κάθε εμπόδιο! Για να έχουμε όλοι ένα καλύτερο αύριο.»
Εξήγησε, επίσης, ότι από εδώ και στο εξής μόνο μέλη του Οίκου των Αλντ’κάρθοκ θα είχαν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι στην Α’ Ανωρίγια Συνοικία, ενώ οι Ορν’βενκόθ δεν θα είχαν κανένα τέτοιο δικαίωμα. Ο Εκλογικός Νόμος θα άλλαζε. «Οι Ορν’βενκόθ έφτιαξαν έτσι τον Νόμο πριν από χρόνια ώστε να μη χάσουν ποτέ την εξουσία, εξουσιομανής καθώς είναι. Τώρα διορθώνουμε τα πράγματα, και τιμωρούμε τους υπαίτιους. Οι Αλντ’κάρθοκ ήταν εδώ προτού οι Ορν’βενκόθ πατήσουν στους δρόμους της Α’ Ανωρίγιας!»
Και ζήτησε από τους πολίτες της συνοικίας να υποστηρίξουν με κάθε δυνατό τρόπο τον απελευθερωτικό στρατό του Αλυσοδεμένου Ποιητή. «Είναι φίλοι μας, παρότι αρχικά ίσως να φάνηκαν για εχθροί. Ήταν αναγκαίο, προκειμένου να ηττηθούν οι Ορν’βενκόθ και οι υποστηριχτές τους.
»Αλλά ο αγώνας μας δεν έχει ακόμα τελειώσει. Ακούω πως ο Στρατάρχης Τάραλντεκ Νορβάνι – από παλιά ευνοημένος υπέρμετρα από τη Ραλτάνα-Ορν – έχει τα στρατεύματά του συγκεντρωμένα στο Μεγάλο Λιμάνι. Πρέπει να διωχτεί από εκεί. Και σας ζητώ να μην του δείξετε καμία συμπάθεια – να μην του προσφέρετε καμία υποστήριξη. Ούτε σε κανέναν Ορν’βενκόθ σφετεριστή που πιθανώς τώρα να επιχειρήσει ν’αρπάξει την εξουσία!»
Οι κάτοικοι της Α’ Ανωρίγιας Συνοικίας άκουσαν το διάγγελμα του Βάρνελ-Αλντ με περισσότερο ενδιαφέρον και περισσότερη ομοφροσύνη απ’ό,τι το διάγγελμα του Κάδμου Ανθοτέχνη που ήταν άγνωστος γι’αυτούς και τον ήξεραν ως στασιαστή και επικίνδυνο. Τους Αλντ’κάρθοκ αρκετοί τούς συμπαθούσαν μέσα στην Α’ Ανωρίγια, και αρκετοί ήξεραν, μάλιστα, ότι ήταν όντως ένας πολύ αρχαίος Οίκος σε τούτα τα μέρη.
Για να έλεγε ο Βάρνελ-Αλντ ότι οι Β’ Ανωρίγιοι ήταν φίλοι τους, ίσως και να ήταν...
Για να έλεγε ο Βάρνελ-Αλντ ότι θα ερχόταν μια καλύτερη εποχή, ίσως και να ερχόταν...
Ωστόσο, οι Α’ Ανωρίγιοι πολίτες είχαν επίσης τις επιφυλάξεις τους. Πολλά άσχημα είχαν γίνει μες στη συνοικία τους. Και πιθανώς πολλά ν’ακολουθούσαν. Ο ίδιος ο Βάρνελ-Αλντ είχε δηλώσει πως ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει ακόμα.
*
Αφού η Κορίνα τούς είχε οδηγήσει στη Β’ Κατωρίγια Συνοικία μες στη νύχτα, τους έβγαλε στους επίγειους δρόμους της και τους είπε να πάνε στην Πλατεία Γρόνθου και να περιμένουν εκεί ώσπου να έρθει ένας άνθρωπος που θα τους κατεύθυνε σε ασφαλές μέρος. Το όνομά του ήταν Αλέξανδρος Πανιστόριος, και δούλευε για τον Πολιτάρχη.
Η Κορίνα είχε δώσει, επίσης, έναν χάρτη στη Φενίλδα Καρντέρω με την Πλατεία Γρόνθου κυκλωμένη με κόκκινο μελάνι. Βρισκόταν στην περιφέρεια της Β’ Κατωρίγιας που ονομαζόταν Μονότροπη. «Εσείς είστε τώρα εδώ,» είπε η Κορίνα στην πρώην Πολιτάρχη της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας, δείχνοντας επάνω στον χάρτη έναν δρόμο της Απλωτής – μιας περιφέρειας βόρεια της Μονότροπης, στις όχθες του Ριγοπόταμου.
«Δε θα έρθεις μαζί μας;» ρώτησε η Φενίλδα.
«Δυστυχώς, έχω άλλες δουλειές που επείγουν,» αποκρίθηκε η Κορίνα, και μπαίνοντας στο μικρό τετράκυκλο όχημά της έφυγε.
Η Φενίλδα έπρεπε, λοιπόν, γι’ακόμα μια φορά, να πάρει τον ρόλο της καθοδηγήτριας των εξόριστων πλουτοκρατών – έναν ρόλο που δεν της άρεσε καθόλου. Τους ζήτησε να την ακολουθήσουν, και άφησε τον χάρτη ανοιχτό επάνω στην κονσόλα του οχήματός της ώστε ο σύζυγός της, ο Φρανκ, να μπορεί να οδηγήσει ώς την Πλατεία Γρόνθου.
«Δεν τους ξέρω καθόλου αυτούς τους δρόμους,» την προειδοποίησε όμως καθώς οδηγούσε. Αλλά, τελικά, αποδείχτηκε πως δεν είχε ιδιαίτερο πρόβλημα να φτάσει στον προορισμό τους. Μες στη νύχτα η κίνηση δεν ήταν πολλή, και ο χάρτης τους ήταν καλός.
Καθοδόν, ο Φρανκ ρώτησε ξανά τη σύζυγό του ποια ήταν η Κορίνα. «Δεν τη γνώρισες στη δικηγορική σχολή, Φενίλδα. Σίγουρα εκεί δεν σε διδάσκουν πώς να μιλάς με υπόγεια τέρατα που λέγονται πολεοπλάστες! Ούτε σε μαθαίνουν για κρυφές σήραγγες που διασχίζουν μια αρχαία, εγκαταλειμμένη πόλη.»
«Θα σου πω για την Κορίνα όταν είμαστε σε ασφαλές μέρος, εντάξει;» Η Φενίλδα αισθανόταν κουρασμένη. Τόσο κουρασμένη.
Ο Φρανκ το καταλάβαινε, έτσι δεν την πίεσε.
Τα παιδιά τους στο πίσω κάθισμα – η δεκαεξάχρονη Χριστίνα και ο δεκάχρονος Ελεσνόρος – είχαν σχεδόν αποκοιμηθεί μέχρι να φτάσουν στην Πλατεία Γρόνθου. Ήταν βαθιά νύχτα πλέον, λίγο πριν από τα ξημερώματα.
Ο Φρανκ σταμάτησε το όχημά τους σε μια ήσυχη μεριά της πλατείας, και τα οχήματα των υπόλοιπων πλουτοκρατών σταμάτησαν κοντά του.
Η Πλατεία Γρόνθου είχε μια κάποια κίνηση παρά την ώρα. Γύρω της υπήρχαν καταστήματα με φώτα και ολογράμματα: καταστήματα που μπορεί να ήταν μόνο μπαρ, καμπαρέ, και πορνεία. Στο κέντρο της πλατείας στεκόταν το βαμμένο άγαλμα μιας γυμνής λευκόδερμης, ξανθιάς γυναίκας σε προκλητική στάση, ντυμένο με ρούχα από ολογράμματα, μέσα από τα οποία διακρινόταν το θελκτικό σώμα της. Αντίκρυ του αγάλματος ήταν ένας ναός της Μεριδόρης, μιας από τις νύμφες του Κρόνου· και ίσως το άγαλμα να απεικόνιζε αυτήν.
«Πώς θα τον αναγνωρίσουμε;» ρώτησε ο Φρανκ.
«Δεν την άκουσες τι είπε; Θα μας αναγνωρίσει αυτός.»
«Και την εμπιστεύεσαι...»
«Μέχρι στιγμής δεν μας έχει προδώσει.»
Ο Φρανκ ήθελε να κάνει κι άλλες ερωτήσεις, αλλά συγκρατήθηκε. Όταν είμαστε σε ασφαλές μέρος, σκέφτηκε και άναψε τσιγάρο.
Ο Αλέξανδρος Πανιστόριος, όποιος κι αν ήταν, άργησε να έρθει· οι άλλοι πλουτοκράτες άρχισαν να καλούν τη Φενίλδα στον πομπό της από τα οχήματά τους, να ζητάνε εξηγήσεις. Εκείνη τούς έλεγε να περιμένουν, ελπίζοντας η Κορίνα να μην είχε τώρα κάνει λάθος.
Όταν είχε χαράξει, και οι πρώτες αχτίνες του ήλιου έπεφταν στα κλειστά πλέον καταστήματα της Πλατείας Γρόνθου, ένα λιγνό τρίκυκλο, καμωμένο ολόκληρο από φιμέ κρύσταλλα, σταμάτησε κοντά στα οχήματα των πλουτοκρατών. Μια πόρτα του άνοιξε κι ένας άντρας βγήκε. Λευκόδερμος, μαλλιά μαύρα και κοντά – όπως τον είχε περιγράψει η Κορίνα στη Φενίλδα. Φορούσε γκρίζο κοστούμι και σκούρο-μπλε μανδύα.
Η Φενίλδα βγήκε από το δικό της όχημα. «Ο κύριος Αλέξανδρος Πανιστόριος;»
Ο άντρας πλησίασε. «Η Φενίλδα Καρντέρω...» είπε παρατηρώντας την. Μάλλον την ήξερε· είχε δει τη φωτογραφία της κάπου. Καθόλου παράξενο. Ήταν Πολιτάρχης πριν από λίγο καιρό.
«Είστε ο κύριος Αλέξανδρος Πανιστόριος ή όχι;»
«Είμαι,» αποκρίθηκε λακωνικά ο άντρας.
«Το όνομα ‘Κορίνα’ σάς λέει κάτι;»
«Μου λέει ότι την ξέρετε όπως κι εγώ. Θα σας οδηγήσω σε ασφαλές μέρος.»
«Ο Πολιτάρχης γνωρίζει για την άφιξή μας;» ρώτησε η Φενίλδα.
«Ο Πολιτάρχης δεν υπάρχει τίποτα που να μη γνωρίζει μέσα στη Β’ Κατωρίγια. Ελάτε μαζί μου.» Στρέφοντάς της την πλάτη, βάδισε πάλι ώς το τρίκυκλό του, κάθισε στο τιμόνι, έκλεισε την πόρτα, έβαλε τους τροχούς σε κίνηση.
Οι πλουτοκράτες τον ακολούθησαν.
Και ο Πανιστόριος τούς οδήγησε στον εικοστό όροφο μιας ψηλής πολυκατοικίας, ο οποίος ήταν, φανερά, κάποτε φτιαγμένος για αθλητικά παιχνίδια αλλά πλέον είχε εγκαταλειφθεί. Δε βρισκόταν σε χρήση, όμως ούτε και τελείως ερειπωμένος ήταν. Απλώς άδειος, με όργανα άθλησης και γυμναστικής αφημένα από δω κι από κει.
Τα οχήματά τους οι πλουτοκράτες τα στάθμευσαν στον ίδιο όροφο της πολυκατοικίας. Είχε και γκαράζ, εκτός των άλλων. Και τα δικά τους τροχοφόρα ήταν τα μοναδικά εδώ επί του παρόντος.
Ο Αλέξανδρος Πανιστόριος είπε στη Φενίλδα Καρντέρω ότι θα ερχόταν πάλι το πρωί, και της ζήτησε να μη φύγουν από εδώ για κανέναν λόγο. Η παρουσία τους στη Β’ Κατωρίγια δεν έπρεπε να μαθευτεί. «Δε θα ήθελα να μετανιώσω για την απόφασή μου να σας προστατέψω.»
«Μην ανησυχείτε,» είχε αποκριθεί η Φενίλδα, «δεν θα το μετανιώσετε.»
Και ο Αλέξανδρος Πανιστόριος είχε αποχωρήσει, αφήνοντας τους πλουτοκράτες σε κατάσταση αναστάτωσης. Όλοι τους διαμαρτύρονταν στη Φενίλδα για το μέρος όπου τους είχε φέρει. Μπορούμε, χρησιμοποιώντας τους τραπεζικούς μας λογαριασμούς, να κλείσουμε ανθρώπινα δωμάτια σε κάποιο ξενοδοχείο! έλεγαν. Τι αχούρι είναι αυτό; Τι κάνουμε εδώ; Η Φενίλδα τούς ζήτησε να περιμένουν. Για απόψε, τουλάχιστον. Και αύριο έβλεπαν. «Ας μην προσβάλουμε τους ανθρώπους που θέλησαν να μας βοηθήσουν.»
Το μέρος δεν είχε ούτε κρεβάτια της προκοπής· μόνο μερικά ράντσα, κι αυτά όχι αρκετά για όλους τους. Ήταν κάμποσοι μαζί με τα παιδιά τους. Κοίταζαν τη Φενίλδα σαν να την κατηγορούσαν προσωπικά για όλα τούτα. Θα έπρεπε να δείχνουν περισσότερη ευγνωμοσύνη σ’εμένα! σκέφτηκε εκείνη, αλλά δεν είπε τίποτα βιαστικό. Έπρεπε, εξάλλου, κι αυτή να φροντίσει να βρει ένα βολικό μέρος μαζί με τον Φρανκ και τα παιδιά της.
Τελικά, κάθισαν σε μια γωνία μιας μεγάλης αίθουσας που ήταν προορισμένη για αγωνίσματα πάλης. Το έδαφος ήταν μαλακό και ελαστικό. Στην αρχή, ο Ελεσνόρος χοροπηδούσε επάνω του· μετά κουράστηκε και ξάπλωσε. Η Χριστίνα έδειχνε μελαγχολική.
Όταν και τα δύο παιδιά κοιμόνταν, ο Φρανκ είχε ξαναρωτήσει τη Φενίλδα για την Κορίνα. Αλλά εκείνη τού είχε πει: «Αύριο.»
Η νύχτα πέρασε χωρίς κανένα δυσάρεστο επεισόδιο. Οι περισσότεροι πλουτοκράτες δεν κοιμήθηκαν, καθότι πολύ τσιτωμένοι από τα γεγονότα, αλλά τουλάχιστον ξεκουράστηκαν.
Το πρωί, ο Λεονάρδος Ευστάθιος είπε στη Φενίλδα ότι άκουγε τους σταθμούς που μπορούσε να πιάσει το ραδιόφωνό του αλλά κανένας δεν έλεγε τίποτα για εισβολή στην Αστροβόλο. Ούτε τίποτα έλεγαν τα κανάλια που έπιανε ο φορητός τηλεοπτικός δέκτης στο όχημά του.
«Τα νέα δεν θα έχουν κυκλοφορήσει ακόμα στη Β’ Κατωρίγια, Λεονάρδε. Είναι πολύ νωρίς.»
Εκείνος δεν έφερε αντίρρηση, αλλά εξακολουθούσε να είναι σκεπτικός.
«Αν δεν έγινε εισβολή, πάντως,» είπε ο Κάσπαρ Οχυρός καπνίζοντας, «κάποιος μάς έπιασε κορόιδο, Φενίλδα καρδιά μου. Και καλύτερα ν’αρχίσεις τώρα αμέσως να μας λες ποια είν’ αυτή η Κορίνα και γιατί της δείχνεις τέτοια εμπιστοσύνη. Έχω την εντύπωση ότι έχει κάτι το τελείως παράξενο επάνω της.»
«Δεν είσαι ο μοναδικός μ’αυτή την εντύπωση,» του είπε ο Λεονάρδος, κι ύστερα έστρεψε κι εκείνος το βλέμμα του στη Φενίλδα.
Δεν ήταν μόνο οι τρεις τους εδώ, σε μια από τις αίθουσες του εγκαταλειμμένου αθλητικού ορόφου· ήταν και μερικοί άλλοι πλουτοκράτες· και η Φενίλδα δεν αισθανόταν βέβαιη ότι ήταν όλοι αυτοί έτοιμοι να μάθουν την αλήθεια για την Κορίνα. Δε νόμιζε, μάλιστα, ότι θα την πίστευαν ούτως ή άλλως.
«Κατάσκοπός μου είναι,» απάντησε.
«Κατάσκοπός σου;» έκανε ο Κάσπαρ, δύσπιστα. «Και τι ήταν εκείνα τα τέρατα που μίλησαν μαζί της στα υπόγεια;»
«Δεν ξέρω. Ευτυχώς, όμως, η Κορίνα ήξερε και μπορέσαμε να περάσουμε.»
«Πρώτη φορά τη βλέπουμε, πάντως, αυτή την Κορίνα...» σχολίασε ο Λεονάρδος.
«Σας είπα, είναι κατάσκοπός μου. Τι περίμενες, να έχω μιλήσει γι’αυτήν στους πάντες;»
Ο Αλέξανδρος Πανιστόριος μπήκε τότε στον αθλητικό όροφο· άκουσαν τα βήματά του από μια άλλη αίθουσα, τον είδαν μέσα από μια ανοιχτή πόρτα. Σήμερα ήταν ντυμένος με μαύρο κοστούμι και γκρίζο μανδύα – μια παραλλαγή της προηγούμενης ενδυμασίας του. Το βλέμμα του ήταν παρατηρητικό, η όψη του ουδέτερη. Αυτός, σκέφτηκε η Φενίλδα, πρέπει όντως να είναι κατάσκοπος του Πολιτάρχη Γουίλιαμ Σημαδεμένου.
Περνώντας ανάμεσα από άλλους πλουτοκράτες, που κάθονταν ή στέκονταν, ο Αλέξανδρος μπήκε στην αίθουσα όπου βρισκόταν η Φενίλδα και την πλησίασε.
«Κυρία Καρντέρω,» είπε εν είδει χαιρετισμού. «Ελπίζω όλα να ήταν της αρεσκείας σας.»
«Ναι,» έκανε ειρωνικά ο Κάσπαρ, «τη βρίσκουμε να κοιμόμαστε πάνω σε παρακμιακά ράντσα μέσα σε εγκαταλειμμένους αθλητικούς χώρους. Μας φτιάχνει αφάνταστα.»
Ο Αλέξανδρος Πανιστόριος τον αγνόησε· η Φενίλδα είπε: «Ήταν... ικανοποιητικά. Αλλά, υποθέτω, δεν περιμένετε να μείνουμε μόνιμα εδώ.»
«Ασφαλώς και όχι,» αποκρίθηκε ο Αλέξανδρος. «Απλώς αυτός ήταν ο πιο διακριτικός χώρος που μπορούσα να βρω, σε σύντομο χρόνο, για να καταλυθούν τόσοι άνθρωποι με τόσα οχήματα.»
«Κατανοητό,» είπε η Φενίλδα. «Και τώρα;»
«Πρέπει ν’αποφασίσουμε τι θα γίνει μαζί σας. Ο Πολιτάρχης δεν θέλει προβλήματα στη συνοικία μας, έτσι η παρουσία σας εδώ δεν μπορεί να γίνει γνωστή–»
«Δε θα μας βοηθήσει στον αγώνα μας να–;» άρχισε ο Λεονάρδος Ευστάθιος.
«Κύριε,» τον διέκοψε ο Αλέξανδρος, εξακολουθώντας να διατηρεί την ουδέτερη όψη στο πρόσωπό του. «Θα καταλαβαίνετε ασφαλώς ότι, αν μαθευτεί πως βρίσκεστε εδώ, αυτό θα προσελκύσει τους κακοποιούς του Αλυσοδεμένου Ποιητή προς τη μεριά μας–»
«Η Β’ Κατωρίγια είναι ευχαριστημένη με την παρουσία του Κάδμου Ανθοτέχνη;» έκανε θυμωμένα ο Λεονάρδος. «Μέχρι στιγμής νόμιζα ότι–»
«Καθόλου ευχαριστημένοι δεν είμαστε,» τον διέκοψε ξανά ο Αλέξανδρος, με φωνή σταθερή, ουδέτερη. «Ο Αλυσοδεμένος Ποιητής είναι εχθρός του Πολιτάρχη μας. Εχθρός κάθε νόμιμου καθεστώτος των συνοικιών του Ριγοπόταμου. Θα τον πολεμήσουμε, ασφαλώς. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι χρειάζεται κιόλας να ξέρει πως σας έχουμε εδώ. Δε θέλουμε να γίνουμε στόχος του. Καλύτερα να μη γνωρίζει τίποτα: να αναρωτιέται.»
«Σ’αυτό έχει δίκιο, Λεονάρδε,» είπε ο Κάσπαρ φυσώντας καπνό απ’τα ρουθούνια. «Είναι λογικό. Είναι η καλύτερη τακτική.»
«Εκτός, βέβαια,» πρόσθεσε ο Αλέξανδρος, «αν θέλετε να εγκαταλείψετε τη συνοικία μας και να πάτε αλλού. Στη Φιλήκοη, πιθανώς, στα νότια.»
«Όχι,» αποκρίθηκε η Φενίλδα. «Έχουμε αποφασίσει να αντιμετωπίσουμε τον Ανθοτέχνη. Δε θα φύγουμε σαν κυνηγημένοι από την πατρίδα μας.»
Ο Αλέξανδρος ένευσε. «Πολύ καλά. Αλλά θα πρέπει, σ’αυτή την περίπτωση, να κρατήσετε χαμηλό – πολύ χαμηλό – προφίλ. Πράγμα που σημαίνει ότι δεν θα ήταν καθόλου συνετό να κλείσετε δωμάτια σε πολυτελή ξενοδοχεία. Ή, τουλάχιστον, όχι με τα πραγματικά σας ονόματα.»
«Έχεις κάτι να προτείνεις, ή μιλάς θεωρητικά;» ρώτησε ο Κάσπαρ.
«Μπορώ να σας προμηθεύσω όλους με ψεύτικες ταυτότητες, εύκολα. Αλλά θα πρέπει κι εσείς να συμπεριφέρεστε ανάλογα, να αποκαλείτε ο ένας τον άλλο με τα ψεύτικα ονόματά σας, ειδικά σε χώρους που μπορεί κάποιος να σας ακούσει. Και, φυσικά, δεν θα πρέπει να μιλάτε πολύ για τη Β’ Ανωρίγια Συνοικία, ούτε να δείχνετε ότι τη γνωρίζετε καλά, ούτε να λέτε ότι διωχτήκατε από εκεί. Αυτό είναι κάτι το οποίο οφείλετε όλοι να εφαρμόσετε στο ακέραιο· αλλιώς, θα σας πρότεινα να εγκαταλείψετε τη Β’ Κατωρίγια. Ο ίδιος ο Πολιτάρχης θα φροντίσει να την εγκαταλείψετε, αν δεν συμμορφωθείτε.»
«Συγνώμη,» μόρφασε ο Κάσπαρ, «αυτό ήταν απειλή τώρα;»
«Ο κύριος Σημαδεμένος έχει το θράσος να μας απειλεί;» είπε ο Λεονάρδος Ευστάθιος.
«Ο Πολιτάρχης μας ενδιαφέρεται για την ασφάλεια της συνοικίας. Η παρουσία σας εδώ μόνο προβλήματα μπορεί να μας φέρει. Ωστόσο, είμαστε πρόθυμοι να σας βοηθήσουμε αν συμμορφωθείτε με κάποια αναγκαία μέτρα ασφάλειας. Όπως γνωρίζετε» – και τώρα μιλούσε απευθείας στη Φενίλδα – «ο κύριος Σημαδεμένος ανέκαθεν είχε καλές σχέσεις με το καθεστώς της Β’ Ανωρίγιας.»
«Δεν το έχω ξεχάσει.» Ήταν, όντως, αλήθεια.
«Υπάρχουν όμως άνθρωποι που θα ήθελαν να εκμεταλλευτούν την παρουσία σας εδώ για διάφορους λόγους προσωπικού τους οφέλους. Για παράδειγμα, ο Όρπεκαλ-Λάντι.» Ο χειρότερος αντίπαλος του Γουίλιαμ Σημαδεμένου, ο οποίος από καιρό τον κατηγορούσε για τη «συμπάθεια» που έδειχνε στους «διεφθαρμένους πλουτοκράτες» της Β’ Ανωρίγιας. Η Φενίλδα είχε ακούσει γι’αυτό το καθίκι. Απεχθής και άθλιος.
«Ελπίζω,» συνέχισε ο Αλέξανδρος Πανιστόριος, «να καταλαβαινόμαστε...» Κοίταξε την ομήγυρη.
Η Ζαμέλλα Κίρνελθω – που επίσης βρισκόταν κοντά αλλά από τότε που είχε έρθει ο Πανιστόριος ήταν σιωπηλή – ρώτησε: «Εσείς τι ακριβώς είστε του Πολιτάρχη; Βοηθός του; Κατάσκοπός του;»
«Μικρή σημασία έχει αυτό, κυρία. Είμαι ένας πολύ κοντινός του άνθρωπος.»
«Ο οποίος μπορεί εύκολα να μας προμηθεύσει όλους με ψεύτικες ταυτότητες,» είπε ο Κάσπαρ. «Αρχικατάσκοπος του Πολιτάρχη είσαι, κατά πάσα πιθανότητα.»
«Τέλος πάντων,» αποκρίθηκε ο Αλέξανδρος. «Είμαστε σύμφωνοι;» Στράφηκε πάλι στη Φενίλδα.
Η απόφαση για τις ζωές όλων τους πρέπει ξανά να είναι δική μου, σκέφτηκε εκείνη, δυσαρεστημένα. Δεν της άρεσε ο ρόλος αυτός. Δεν της άρεσε καθόλου. Δεν ήταν ρόλος Πολιτάρχη. Ήταν ρόλος... τι ρόλος; αρχισυμμορίτισσας;
«Νομίζω πως ναι,» αποκρίθηκε στον Αλέξανδρο. Και κοίταξε τους άλλους ερωτηματικά.
Κανείς δεν διαφώνησε.
«Δε μπορούμε να κάνουμε κι αλλιώς, όπως φαίνεται,» είπε μονάχα ο Λεονάρδος Ευστάθιος.
«Μάλιστα,» είπε ο Αλέξανδρος Πανιστόριος. «Θα πρέπει, επομένως, να μου δώσετε τώρα τα στοιχεία σας για να βγάλω τις ψεύτικες ταυτότητες.»
«Τι στοιχεία;» ρώτησε ο Κάσπαρ.
«Ηλικία, ύψος, μια φωτογραφία. Τα γνωστά. Οι ψεύτικες ταυτότητες πρέπει να είναι αληθοφανείς, κύριε. Αν δεν είναι, την έχουμε άσχημα.
»Θα καλέσω δύο βοηθούς μου και θα ξεκινήσουμε τη δουλειά,» είπε, και τράβηξε έναν τηλεπικοινωνιακό πομπό μέσα από το σακάκι του.
Όταν οι εργασίες τελείωσαν, ήταν πια μεσημέρι και ο Αλέξανδρος έφυγε μαζί με τις δύο γυναίκες βοηθούς του, αφήνοντας γι’ακόμα μια φορά τους πλουτοκράτες να περιμένουν μέσα στον αθλητικό όροφο. Ορισμένοι είχαν ήδη αρχίσει να ασχολούνται με τους χώρους: μερικά παιδιά έτρεχαν γύρω-γύρω σε μια μεγάλη αίθουσα με εμπόδια· δύο γυναίκες σκαρφάλωναν σε σχοινιά και δίχτυα· τρεις άντρες πολεμούσαν με πλαστικά ραβδιά· ένας εκτόξευε μια ελαστική σφαίρα καταπάνω σε ολογράμματα μέσω ενός χειροκίνητου εκτοξευτήρα.
Ο Αλέξανδρος Πανιστόριος είχε φροντίσει να τους προμηθεύσει με τρόφιμα προτού φύγει. Είχε καλέσει κάποιους έμπιστους με τον πομπό του οι οποίοι είχαν φέρει μια αρκετά μεγάλη ποσότητα και ποικιλία φαγητών και ποτών.
Τώρα, οι πλουτοκράτες χωρισμένοι σε οικογένειες και παρέες κάθισαν να φάνε και να περάσουν το μεσημέρι. Η Χριστίνα και ο Ελεσνόρος σύντομα έπαιζαν ένα παιχνίδι που έπρεπε να πηδάς σε συγκεκριμένα τετράγωνα ενός πελώριου πίνακα στο πάτωμα· τα τετράγωνα άναβαν ή έσβηναν, ανάλογα, ή ολογράμματα παρουσιάζονταν από πάνω τους – το ενεργειακό σύστημα ακόμα λειτουργούσε σε πολλές αίθουσες του αθλητικού ορόφου.
Η Φενίλδα και ο Φρανκ έμειναν μόνοι σ’ένα μικρό δωμάτιο που ήταν για την ανάπαυση αθλητών.
Μόνοι. Επιτέλους, σκέφτηκε ο Φρανκ. «Θα μου πεις τώρα ποια είναι η Κορίνα;» Ήταν μισοξαπλωμένος στο ράντσο, μ’ένα κουτάκι Στοιχειό της Ατέρμονης Πολιτείας στο χέρι.
Η Φενίλδα καθόταν στην άκρη του λυόμενου κρεβατιού, με τους μηρούς της ν’ακουμπάνε τα πλευρά του συζύγου της, κρατώντας στα χέρια της ένα πλαστικό πιρούνι κι ένα χάρτινο πιάτο με μακαρόνια με σάλτσα. «Δεν πιστεύεις ότι είναι κατάσκοπός μου;»
«Έλα τώρα, Φενίλδα...»
«Νομίζεις ότι θα πιστέψεις την αλήθεια πιο εύκολα;»
«Τι σημαίνει αυτό;»
«Η Κορίνα είναι Θυγατέρα της Πόλης, Φρανκ.»
«Τι πράγμα;» Δεν του έλεγε τίποτα αυτή η ορολογία. Τι σημαίνει «Θυγατέρα της Πόλης»; αναρωτήθηκε. Κάποια μυστική οργάνωση; Γυναικεία;
«Δεν έχεις ξανακούσει τον μύθο;»
«Ποιο μύθο;»
Η Φενίλδα τού είπε για τις Θυγατέρες της Πόλης: του είπε ότι ήταν αγέραστες, του είπε ότι ήξεραν πράγματα αφάνταστα για την Ατέρμονη Πολιτεία, του είπε ότι έβλεπαν μυστηριώδη σημάδια – ότι η Πόλη τούς μιλούσε – του είπε ότι ήταν καταραμένες να μη μπορούν να μείνουν πουθενά για πολύ, του είπε για το σημάδι που είχαν στο δεξί πέλμα. «Το έχω δει· είναι αληθινό.»
«Αγάπη μου, νομίζω ότι με παραμυθιάζεις,» διαμαρτυρήθηκε ήπια ο Φρανκ, αν και καταλάβαινε πως η σύζυγός του τα θεωρούσε πραγματικά όλα αυτά. Την ήξερε καλά· θα το αντιλαμβανόταν αν του έλεγε ψέματα, όπως πάντα. Ή, τουλάχιστον, έτσι ήλπιζε. Μπορεί τώρα να έκανε λάθος. Τούτη η ιστορία ήταν εξωφρενική!
«Είδες που σ’το είπα ότι δεν θα με πίστευες;» Η Φενίλδα, έχοντας τελειώσει τα μακαρόνια, σκούπισε τα χείλη της με μια πετσέτα.
«Τι περιμένεις, δηλαδή, να πιστέψω; Ότι η Κορίνα είναι κάποιου είδους στοιχειό;»
«Αυτό είναι. Δεν είδες πώς μας οδηγούσε μες στους δρόμους της Α’ Ανωρίγιας χτες βράδυ; Νομίζεις ότι μπορεί φυσιολογικός άνθρωπος να το κάνει αυτό;»
Ο Φρανκ κόμπιασε: «...Ίσως. Αν ξέρει πολύ καλά το μέρος... Αν...»
«Και μας έλεγες ότι ήταν κατάσκοπός σου...» ακούστηκε μια καινούργια φωνή.
Η Φενίλδα και ο Φρανκ στράφηκαν, ξαφνιασμένοι.
Στο κατώφλι του μικρού δωματίου στεκόταν ο Κάσπαρ.
«Τι κάνεις εκεί, ρε αχρείε;» σύριξε η Φενίλδα καθώς πεταγόταν όρθια. «Κρυφακούς τι λέω με τον άντρα μου;» Και, υπέρμετρα οργισμένη προς στιγμή, εκτόξευσε το χάρτινο πιάτο και το πλαστικό πιρούνι προς τον Κάσπαρ.
Ο οποίος εύκολα τα απέφυγε. «Έχω κάνει και χειρότερα πράγματα μ’εσένα και τον Φρανκ,» της θύμισε. «Μόνο οι τρεις μας και κανείς άλλος.»
Ορισμένες φορές η Φενίλδα αναρωτιόταν γιατί τον έφερνε, κατά καιρούς, στο κρεβάτι της αυτόν τον λεχρίτη. Ήμασταν κι οι τρεις μεθυσμένοι, πάντα! «Αυτό δε σου δίνει το δικαίωμα να κρυφακούς, ρε άθλιε!»
«Τυχαία σάς άκουσα,» είπε ο Κάσπαρ. «Δεν το έκανα επίτηδες. Ειλικρινά!»
«Μαλακίες...» είπε ο Φρανκ.
«Ειλικρινά!» επανέλαβε ο Κάσπαρ υψώνοντας τα χέρια. «Ερχόμουν προς τα εδώ κι έτυχε ν’ακούσω τη Φενίλδα να μιλά, και...»
«Κάθισες εκεί μέχρι να τελειώσω να μιλάω.»
Ο Κάσπαρ μειδίασε. «Δεν ήθελα να σε διακόψω. Θα ήταν αγενές.»
«Μαλακίες,» είπε πάλι ο Φρανκ.
«Δεν έχεις τίποτ’ άλλο να μας πεις;» ρώτησε ο Κάσπαρ.
«Μπες μέσα,» του είπε η Φενίλδα. «Και κλείσε την πόρτα.»
Ο Κάσπαρ υπάκουσε. «Να ξεκουμπωθώ κιόλας;»
«Μόνο αν θες να φας κλοτσιά εκεί που ξέρεις!»
«Αγριάδες...»
«Λοιπόν,» του είπε η Φενίλδα. «Αυτά που άκουσες δεν θα τα μεταφέρεις σε κανέναν. Με καταλαβαίνεις; Σε κανέναν!»
Ο Κάσπαρ γέλασε. «Με δουλεύεις, καρδιά μου; Νομίζεις ότι κανένας θα πιστέψει το παραμύθι που έλεγες στον άντρα σου;»
Η Φενίλδα χτύπησε το πόδι της νευρικά στο πάτωμα. «Δεν είναι παραμύθι! Η Κορίνα,» είπε χαμηλώνοντας τη φωνή της, «είναι Θυγατέρα της Πόλης. Είναι αλήθεια. Μου το έχει αποδείξει με διάφορους τρόπους.»
«Με το σημάδι στο πόδι της;» είπε ο Φρανκ.
Η Φενίλδα τον αγριοκοίταξε. «Αυτό είναι το λιγότερο. Δες μόνο τι έκανε για εμάς χτες βράδυ. Τα πράγματα που της δείχνει η Ατέρμονη Πολιτεία δεν τα δείχνει σε κανέναν άλλο.»
«Έχουμε, δηλαδή, όντως να κάνουμε με φάντασμα... έτσι;» είπε ο Κάσπαρ, μορφάζοντας.
«Η Κορίνα δεν είναι φάντασμα, ανόητε. Είναι χειρότερη από φάντασμα.»
«Αυτό δεν με καθησυχάζει, Φενίλδα. Γιατί την εμπιστεύεσαι, μπορείς να μου πεις; Χτες βράδυ, έβαλες τη ζωή όλων μας στα χέρια της, γαμώ τα γένια του Κρόνου!»
«Μου έχει αποδείξει ότι θέλει να μας βοηθήσει.»
«Ναι; Πώς;»
«Εκείνη μού πρότεινε να φύγουμε από τη Β’ Ανωρίγια, να πάμε στην Α’ Ανωρίγια. Μου είπε για τις βλέψεις του Ζόλτεραλ-Ράο.»
«Τι; Φύγαμε, λοιπόν, απ’την πατρίδα μας επειδή το πρότεινε μια γυναίκα-φάντασμα;»
«Αν είχαμε μείνει στη Β’ Ανωρίγια, θα ήμασταν νεκροί τώρα. Ο Ανθοτέχνης θέλει την ολική εξόντωσή μας.»
«Από πότε την ξέρεις την Κορίνα; Από προτού γίνει η ανταρσία του Ανθοτέχνη; Ή εμφανίστηκε μετά;»
«Φυσικά και την ξέρω από προτού γίνει η ανταρσία του Ανθοτέχνη, Κάσπαρ.»
«Ήσουν Πολιτάρχης όταν τη γνώρισες;»
«Λίγο προτού εκλεγώ ήταν.»
Ο Κάσπαρ και ο Φρανκ αλληλοκοιτάχτηκαν προς στιγμή, και ο δεύτερος συλλογίστηκε: Σκέφτεσαι κι εσύ αυτό που σκέφτομαι, Κάσπαρ;
Ο Κάσπαρ είπε στη Φενίλδα: «Μη μου πεις ότι αυτή, με κάποιο τρόπο, σε βοήθησε να εκλεγείς!» (Πράγματι, σκεφτόσουν αυτό που σκεφτόμουν, διαπίστωσε ο Φρανκ.)
«Η αλήθεια είναι πως, ναι, μου έκανε κάποιες πολύ χρήσιμες προτάσεις. Αλλά, βέβαια, οι πολίτες της συνοικίας μας με εξέλεξαν.»
«Τι;» έκανε ο Κάσπαρ ειρωνικά. «Δε μπορούσε να σε εκλέξει η Κορίνα από μόνη της;»
Ο Φρανκ είπε: «Ακόμα δεν καταλαβαίνω γιατί σε βοηθά, Φενίλδα. Γιατί μας βοηθά όλους.»
«Μου είχε πει, κάποτε,» αποκρίθηκε η σύζυγός του, «ότι είμαι προορισμένη για μεγάλα πράγματα. Από πολιτικής άποψης, εννοείται.»
«Γι’αυτό σου έκανε ‘πολύ χρήσιμες προτάσεις’ ώστε να πάρεις την πολιταρχία;»
Ανασήκωσε τους ώμους της. «Υποθέτω. Τι σημασία έχει, τώρα; Η Κορίνα είναι σύμμαχός μας, το αμφιβάλλετε;»
«Αναρωτιέμαι τι κρυφούς σκοπούς ίσως να έχει,» είπε ο Φρανκ.
«Είναι Θυγατέρα της Πόλης, αγάπη μου,» του θύμισε η Φενίλδα. «Δεν μπορείς να την καταλάβεις.»
«Το να συζητάμε γι’αυτήν είναι, δηλαδή, σαν να συζητάμε για τον καιρό;»
«Πάνω-κάτω.»
«Εγώ, πάντως, εξακολουθώ να μην την εμπιστεύομαι.»
«Μας έσωσε, Φρανκ! Αν είχαμε μείνει στην Α’ Ανωρίγια–»
«Τι θα είχε γίνει; Ακόμα δεν έχουμε μάθει για καμια επίθεση–»
Η πόρτα του μικρού δωματίου χτύπησε.
«Ποιος είναι;» ρώτησε η Φενίλδα.
«Εγώ,» αποκρίθηκε ο Λεονάρδος Ευστάθιος. «Ν’ανοίξω;»
«Άνοιξε.»
Ο Λεονάρδος τράβηξε την πόρτα. Είδε τον Κάσπαρ μες στο δωμάτιο. «Δεν είστε μόνοι... Καλύτερα.»
«Γιατί;»
«Μόλις άκουσα από τα μέσα μαζικής πληροφόρησης της Β’ Κατωρίγιας ότι η Ραλτάνα-Ορν είναι νεκρή. Σκοτώθηκε στην Αστροβόλο, όταν το ελικόπτερό της έπεσε. Οι κακούργοι του Ποιητή εισέβαλαν απρόσμενα, και τώρα το μεγαλύτερο μέρος της Α’ Ανωρίγιας λένε πως είναι δικό τους. Ο Στρατάρχης Τάραλντεκ Νορβάνι έχει, όμως, συγκεντρώσει κάποια στρατεύματα στο Μεγάλο Λιμάνι και ζητά στρατιωτική υποστήριξη από τη Β’ Κατωρίγια Συνοικία.»
«Βλέπετε;» είπε η Φενίλδα στον Κάσπαρ και στον Φρανκ.
Ο Λεονάρδος τούς κοίταξε μην καταλαβαίνοντας τι συνέβαινε μεταξύ τους.
Οι Θυγατέρες προσπαθούν να πείσουν τον Βόρκεραμ-Βορ ότι βρίσκεται σε θανάσιμο κίνδυνο· εκείνος δεν φαίνεται να τις πιστεύει, αλλά μετά συμβαίνει κάτι που δεν μπορεί να είναι σύμπτωση...
«Ποια είναι αυτή η Κορίνα; Και γιατί με θέλει νεκρό;»
«Η Κορίνα... είναι περίπλοκη ιστορία ποια είναι,» αποκρίθηκε η Νορέλτα. «Μάλλον, όμως, θα σου εξηγήσουμε...» Κοίταξε ερωτηματικά την Άνμα – η οποία δεν μίλησε – και έστρεψε πάλι το βλέμμα της στον Βόρκεραμ-Βορ. «Όσο το γιατί σε θέλει νεκρό, αυτό δεν το γνωρίζουμε ακριβώς. Αλλά νομίζουμε ότι ίσως να σχετίζεται με κάτι που θα κάνεις στο μέλλον.»
«Με κάτι που θα κάνω στο μέλλον...» Ο Βόρκεραμ την ατένιζε καχύποπτα. «Ή τρελή είσαι, ή μου λες ανοησίες.»
«Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Αλλά η αντίδρασή σου είναι δικαιολογημένη. Κοίτα...» Αναστέναξε. «Να καθίσουμε κάπου, καλύτερα; Να πάμε κάπου έξω να–;»
«Δε φεύγω από δω μέχρι να μάθω τι γίνεται με τον Ηρακλή,» αποκρίθηκε ο Βόρκεραμ.
«Ας καθίσουμε εδώ, τότε,» πρότεινε η Νορέλτα.
Κάθισαν στα καθίσματα του θαλάμου αναμονής, κοντά σ’ένα από τα μικρά τραπεζάκια. Ευτυχώς, λόγω της νυχτερινής ώρας, δεν είχε κόσμο εκτός από τη φύλακα, αλλά αυτή στεκόταν παράμερα και δεν τους έδινε σημασία.
«Λοιπόν,» είπε η Νορέλτα. «Η Κορίνα... Βασικά, κοίτα. Θα ακούσεις πράγματα που, αρχικά, αποκλείεται να τα πιστέψεις. Αλλά να είσαι σίγουρος ότι δεν σου λέμε ψέματα.»
«Γιατί να είμαι σίγουρος;»
«Γιατί σου σώσαμε τη ζωή, μήπως;» πετάχτηκε η Φοριντέλα-Ράο.
Ο Βόρκεραμ τη λοξοκοίταξε κινώντας τα μάτια του μόνο· δεν της μίλησε.
«Πες μου,» του ζήτησε η Νορέλτα, «ο άνθρωπος που πηγαίνατε να συναντήσετε εσύ κι ο Ηρακλής λίγο προτού σας επιτεθούν ποιος ήταν;»
«Τι σημασία έχει; Θες να σου πω για τις δουλειές μου χωρίς να ξέρω ποια είσαι;»
«Ίσως αυτός ο άνθρωπος νάχει κάποια σχέση με την Κορίνα,» είπε η Νορέλτα, αν και στα πολεοσημάδια δεν είχε δει τίποτα που να υπονοεί κάτι τέτοιο.
«Δεν έχω ιδέα ποια είναι η Κορίνα, σου είπα. Και ο συγκεκριμένος άνθρωπος το θεωρώ απίθανο – αδύνατο, βασικά – να είχε λόγο να με θέλει νεκρό.»
«Δεν είπα ότι ο ίδιος... Τέλος πάντων. Έχεις ακούσει τον αστικό μύθο για τις Θυγατέρες της Πόλης;»
Ο Βόρκεραμ μόρφασε συλλογισμένα. «Ίσως... Νομίζω πως κάτι έχει πάρει τ’αφτί μου, κάπου. Γιατί;»
«Η Κορίνα είναι Θυγατέρα της Πόλης–»
Η Άνμα τη διέκοψε: «Είσαι σίγουρη γι’αυτό, Νορέλτα;» Και ήταν προφανές πως εννοούσε: Είσαι σίγουρη ότι πρέπει να του μιλήσουμε τόσο ανοιχτά;
Η Νορέλτα στράφηκε να την κοιτάξει. «Πώς αλλιώς θα συνεννοηθούμε; Για να τον θέλει νεκρό, και για να έχουν αλλοιωθεί έτσι τα πολεοσημάδ–»
«Θα μου πείτε επιτέλους τι συμβαίνει;» Ο Βόρκεραμ έδειχνε να έχει αρχίσει να χάνει την υπομονή του.
Η Νορέλτα τον αντίκρισε ξανά. «Η Κορίνα είναι Θυγατέρα της Πόλης. Κι εμείς οι δύο» – έδειξε τον εαυτό της και την Άνμα – «το ίδιο. Η Φοριντέλα» – την έδειξε με τον αντίχειρα – «είναι απλά φίλη μας.»
«Είστε τελείως σαλταρισμένες... Άφησε τα παραμύθια–»
«Δεν είναι παραμύθια! Άκουσέ με, πολύ προσεχτικά.» Και του είπε για τις Θυγατέρες της Πόλης: τα ψέματα που κυκλοφορούσαν γι’αυτές και τις αλήθειες που ελάχιστοι ήξεραν.
«Εσείς οι δυο, δηλαδή, έχετε ένα παράξενο σημάδι στο πόδι σας και βλέπετε ‘σημάδια’ που σας καθοδηγούν...» είπε ο Βόρκεραμ.
«Ναι–»
«Κι αυτή η Κορίνα, που είναι σαν εσάς, θέλει να με σκοτώσει επειδή θα κάνω κάτι στο μέλλον το οποίο δεν ξέρετε τι ακριβώς μπορεί να είναι...»
«Ναι–»
«Σου φαίνομαι για μαλάκας;» είπε ο Βόρκεραμ-Βορ, φανερά τσαντισμένος αλλά χωρίς να φωνάζει.
«Αυτή είναι η αλήθεια–»
«Μη μου λες μαλακίες, όποια κι αν είσαι! Δεν είμαι απ’τους ανθρώπους που πιστεύουν μαλακίες.»
Σηκώθηκε όρθιος αλλά η Νορέλτα τον έπιασε από τον πήχη, σταματώντας τον προτού απομακρυνθεί.
Ο Βόρκεραμ την ατένισε με τρόπο που υποδήλωνε ότι ήταν έτοιμος να τη μπατσίσει. Τα μάτια του ήταν σκληρά σαν πέτρες.
«Το όνομά μου,» του είπε η Νορέλτα αφήνοντάς τον, «είναι Νορέλτα-Βορ.»
«Τώρα έγινες και του Οίκου μου, ε;»
«Δεν σου λέω ψέματα.»
«Σου είπα ήδη ότι δεν πιστεύω μαλακίες.»
«Βόρκεραμ...» Η φωνή ήρθε από πίσω του, και ήταν γυναικεία. Στράφηκε και κοίταξε τη γυναίκα που ερχόταν.
Η Νορέλτα, η Άνμα, και η Φοριντέλα την είδαν επίσης. Ήταν μετρίου αναστήματος, καφετόδερμη, και είχε μαύρα σπαστά μαλλιά που έπεφταν γυαλιστερά ώς τους ώμους. Φορούσε ιατρικό χιτώνιο πάνω από τα ρούχα της, το οποίο αναδευόταν καθώς βάδιζε άνετα με τα δερμάτινα παπούτσια της.
«Ολντράθα,» είπε ο Βόρκεραμ καθώς σηκωνόταν όρθιος. «Πώς είναι;»
«Θα ζήσει,» αποκρίθηκε η γιατρός πλησιάζοντάς τον. «Η κατάστασή του έχει σταθεροποιηθεί. Ήταν τυχερός που τον έφερες τόσο γρήγορα.»
Ο Βόρκεραμ αναστέναξε. «Τι άλλο μπορούσα να κάνω; Σ’ευχαριστώ, Ολντράθα. Γι’ακόμα μια φορά.» Άγγιξε τον ώμο της.
Εκείνη χαμογέλασε και γλίστρησε οικεία το χέρι της πάνω στο στέρνο του. «Θα το έκανα για τον οποιονδήποτε. Το ξέρεις. Αλλά για σένα, δύο φορές.»
«Θα ορκιζόμουν ότι ήταν νεκρός από την πρώτη στιγμή...» είπε η Άνμα, παραξενεμένη. Εκείνη, η Νορέλτα, και η Φοριντέλα είχαν σηκωθεί όρθιες όπως κι ο Βόρκεραμ.
Η Ολντράθα στράφηκε να κοιτάξει την Άνμα, και τις κοίταξε και τις τρεις. «Ήταν στα πρόθυρα του θανάτου,» είπε. Και συνοφρυώθηκε. «Είσαι γιατρός;»
Ο Βόρκεραμ ρουθούνισε κοφτά. «Κάτι απατεώνισσες είναι, Ολντράθα!»
«Σου σώσαμε τη ζωή!» του ξαναθύμισε η Φοριντέλα.
«Και τι θέλετε τώρα; Ευχαριστώ; Λεφτά; Τι;»
«Το να μας πιστέψεις ίσως θα ήταν αρκετό!»
«Είπα στη φίλη σας ότι δεν πιστεύω μαλακίες.» Και προς την Ολντράθα: «Ξέρεις τι μου λένε;»
«Αρκετά, φίλε!» τον διέκοψε η Άνμα. «Δε χρειάζεται–»
«Ότι είναι Θυγατέρες της Πόλης,» συνέχισε ο Βόρκεραμ αγνοώντας την, «ότι βλέπουν μυστήρια ‘σημάδια’ στους δρόμους της Ρελκάμνια, ότι είναι αγέραστες κι έχουν ένα παράξενο σύμβολο στη δεξιά πατούσα, μα τον Κρόνο! Και ότι μια άλλη – Θυγατέρα της Πόλης επίσης, φυσικά! – με θέλει νεκρό. Αυτή έστειλε, υποτίθεται, τους φονιάδες που πυροβόλησαν τον Ηρακλή!
»Πρώτη φορά συναντάω τέτοιες–»
«Βόρκεραμ,» τον διέκοψε η Ολντράθα, «περίμενε. Στάσου.» Και κοίταξε ξανά τις τρεις γυναίκες. «Ποιες είστε;»
«Εντάξει,» είπε η Άνμα, «τελείωσε το θέμα. Βλακείες ήταν. Πάμε να φύγουμε, Νορέλτα. Δε μας ενδιαφέρει τι κάνει αυτός ο μαλάκας–»
«Όχι,» παρενέβη η Ολντράθα, χωρίς ένταση αλλά δείχνοντας μεγάλο ενδιαφέρον. «Μια στιγμή. Μιλάτε σοβαρά; Είστε Θυγατέρες της Πόλης;»
«Τι ξέρεις εσύ για τις Θυγατέρες της Πόλης;» της είπε η Άνμα, τσαντισμένη με την όλη ιστορία. Δεν της άρεσε έτσι όπως εξελισσόταν το πράγμα. Αισθανόταν εκτεθειμένη για κάποιο λόγο.
«Μπορείτε να αποδείξετε ότι είστε Θυγατέρες;» ρώτησε η Ολντράθα.
«Έχεις γνωρίσει Θυγατέρες της Πόλης;» είπε η Νορέλτα-Βορ, παραξενεμένη. Αυτό δεν μπορεί παρά να ήταν πολεοτύχη, σκεφτόταν. Εκτός αν ήταν ακόμα μια παγίδα της Κορίνας... Αλλά ήταν δυνατόν, μα τον Κρόνο; Μόλις τώρα είχαν χαλάσει την παγίδα που είχε στήσει στον Βόρκεραμ!
«Ελάτε μαζί μου,» πρότεινε η Ολντράθα.
«Τις πιστεύεις;» απόρησε ο Βόρκεραμ.
«Θα σου εξηγήσω. Ελάτε μαζί μου.» Βάδισε πρώτη.
Την ακολούθησαν. Πέρασαν από μερικούς διαδρόμους, μπήκαν σ’ένα γραφείο. Η γιατρός έκλεισε την πόρτα.
«Αποδείξτε μας ότι είστε Θυγατέρες της Πόλης,» ζήτησε.
Η Άνμα αναστέναξε. «Ωραία,» είπε. Καθίζοντας σε μια καρέκλα, έβγαλε τη μπότα της κι έστρεψε το γυμνό της πέλμα προς την Ολντράθα, για να δει το σημάδι εκεί που γυάλιζε κι έμοιαζε λαξεμένο χωρίς να είναι.
Ο Βόρκεραμ το είδε επίσης. «Εντάξει, μια δερματοστιξία...» είπε.
«Αυτό, φίλε, δεν γίνεται με δερματοστιξία.» Η Άνμα έβαλε πάλι τη μπότα της.
«Σιγά που δεν γίνεται...»
«Δεν γίνεται,» τον διαβεβαίωσε η Ολντράθα.
«Μη μου πεις ότι πιστεύεις τέτοια πράγματα! Είναι απατεώνισσες. Είναι καταφανές, για όνομα του Κρόνου!»
«Ποια άλλη είναι Θυγατέρα;» ρώτησε η Ολντράθα τη Φοριντέλα και τη Νορέλτα.
Η τελευταία έβγαλε το γοβάκι της, κατέβασε την κάλτσα, κι έδειξε το σημάδι της.
«Κι άλλη τρελή με δερματοστιξία στην πατούσα...» σχολίασε ο Βόρκεραμ-Βορ.
Η Ολντράθα γέλασε.
«Δεν έχει πλάκα,» της είπε ο Βόρκεραμ.
Η Ολντράθα κάθισε στην άκρη του γραφείου. Έβγαλε το δεξί της παπούτσι και έστρεψε το καφετόδερμο πέλμα της προς το μέρος τους. Είχε επάνω το σημάδι των Θυγατέρων.
«Τι...!» έκανε ο Βόρκεραμ.
«Ναι,» του είπε η Ολντράθα, «είμαι Αδελφή τους. Και δεν είναι τυχαίο που βρεθήκαμε όλοι σ’αυτό το δωμάτιο απόψε, Βόρκεραμ.»
*
Αν δεν ήταν εδώ η Ολντράθα, ο Βόρκεραμ-Βορ θα είχε φύγει, δεν θα είχε πιστέψει την ιστορία τους. Ούτε η Άνμα ούτε η Νορέλτα είχε καμια αμφιβολία γι’αυτό. Επομένως, ναι, σίγουρα η παρουσία της γιατρού δεν ήταν τυχαία. Ήταν πολεοτύχη. Η Πόλη τις είχε φέρει όλες σε τούτο το μέρος. Είχαν κάποιο ρόλο να παίξουν.
Και η Άνμα θυμήθηκε κάτι που της είχε πει η Αλβέρτα, η μία από τις δύο Αδελφές της που την είχαν βοηθήσει στην υπόθεση με τον Τεχνοχειρούργο πριν από πέντε χρόνια: Της είχε πει για μια Θυγατέρα που ονομαζόταν Ολντράθα και ήταν γιατρός. Η Πόλη την καθοδηγούσε στην ιατρική της.
Γι’αυτό κατάφερε να σώσει τον Ηρακλή. Ο άνθρωπος κανονικά θα ήταν νεκρός. Τον έφερε πίσω, κυριολεκτικά, από το χείλος του Ερέβους ενώ ο Ανόφθαλμος τον τραβούσε από τα πόδια για να τον πάρει στο βασίλειό του...
«Γνωρίζεις την Αλβέρτα;» ρώτησε η Άνμα. «Μια Αδελφή μας που είναι μονομάχος;»
Η Ολντράθα χαμογέλασε. «Την ξέρω.»
«Μου είχε πει για σένα. Το όνομά σου μόνο. Αλλά σε είχα ξεχάσει ώς τώρα.»
«Θα μου εξηγήσετε τι συμβαίνει;» είπε ο Βόρκεραμ. «Γιατί, μα τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος, θα τρελαθώ! Από πότε έχεις αυτό το σημάδι στο πόδι σου, Ολντράθα;»
«Εδώ και εξήντα-κάτι χρόνια.»
«Τι; Μη μου λες κι εσύ ανοησίες! Τριάντα-εφτά χρονών δεν είσαι;»
«Αυτό είναι ψέμα. Αναγκαστικό ψέμα, Βόρκεραμ. Συγνώμη αλλά δεν μπορούσα να σου πω την αλήθεια. Η αλήθεια είναι μόνο για... ειδικές περιπτώσεις.» Άγγιζε με το ένα χέρι, σχεδόν ασυναίσθητα, τα ρούχα του καθώς μιλούσε.
«Εντάξει,» είπε ο Βόρκεραμ. «Αλλά εξηγήστε μου.»
«Θα μας ακούσεις τώρα;» ρώτησε η Νορέλτα.
«Είπα, εξηγήστε μου.»
Η Νορέλτα τού μίλησε πάλι για τις Θυγατέρες – του είπε όσα δεν του είχε πει ήδη – και, επίσης, για το αρχαίο φυλαχτό που είχε κλέψει η Κορίνα.
«Τι σχέση, όμως, έχουν αυτά μ’εμένα;» είπε ο Βόρκεραμ.
Η Νορέλτα τού εξήγησε πώς έφτασαν σ’εκείνον.
«Με σώσατε χωρίς να ξέρετε ποιος είμαι...»
«Ακριβώς–»
«Και ούτε ένα ευχαριστώ δεν έχουμε ακούσει ακόμα,» σχολίασε η Φοριντέλα-Ράο.
«Η Κορίνα γιατί μπορεί να με θέλει νεκρό;»
«Τα κίνητρα της Κορίνας είναι μυστηριώδη και παράξενα,» είπε η Νορέλτα.
«Καταλαβαίνεις πώς ακούγεται αυτό, έτσι;»
«Φυσικά και καταλαβαίνω. Αλλά είναι αλήθεια. Όπως σου είπα, το μόνο που έχουμε διακρίνει είναι ότι μάλλον θα κάνεις κάτι σημαντικό στο μέλλον. Γι’αυτό κιόλας τα πολεοσημάδια ήταν τόσο μπλεγμένα στην Ανακτορική Συνοικία. Η Κορίνα προσπαθούσε ν’αλλάξει τη ροή της Ιστορίας.»
Η Άνμα τον ρώτησε: «Είσαι ανακατεμένος με την πολιτική;»
«Ελάχιστα,» αποκρίθηκε ο Βόρκεραμ. «Δεν είμαι τόσο σημαντικός.»
Μετριόφρων παρότι απότομος; αναρωτήθηκε η Νορέλτα. Ή από εκείνους που δεν μπορούν να καταλάβουν την ίδια τους τη σημαντικότητα; Κοίταξε ερωτηματικά την Ολντράθα.
«Αλήθεια είναι,» είπε εκείνη. «Ο Βόρκεραμ δεν είναι τόσο σημαντικός ως πολιτικό πρόσωπο.»
«Μισθοφόρος είμαι,» δήλωσε ο ίδιος. «Κυρίως, μισθοφόρος είμαι.»
«Ποιος ήταν ο άνθρωπος που πήγαινες να συναντήσεις στο Ανάμικτο Κάλεσμα;» ρώτησε η Νορέλτα.
«Ένας ευγενής που μας είχε πληρώσει – εμένα και τους μισθοφόρους μου – για να προστατέψουμε την κόρη του σ’ένα της ταξίδι.»
«Μακρινό;»
«Μέχρι τη Χορδή, στην άλλη μεριά της Μακριάς Λεωφόρου. Νόμιζε ότι η κόρη του κινδύνευε από έναν πρώην εραστή της που είχε αποδειχτεί αρκετά εκδικητικός. Τελικά, έγινε ένα επεισόδιο στη Χορδή αλλά ήταν μικρό. Τίποτα που δεν μπορούσαμε άνετα να αντιμετωπίσουμε.»
«Ποιος ήταν αυτός ο ευγενής;»
«Ζεράρ Συνοδός λέγεται.»
«Καινός Οίκος.»
«Προφανώς. Ούτε αυτός είναι σημαντικό πρόσωπο. Ούτε κανένας απ’τον Οίκο του είναι σημαντικό πρόσωπο. Και το λέω αυτό αντικειμενικά. Δεν είμαι από εκείνους τους Παλαιούς που σνομπάρουν τους Καινούς με την κάθε ευκαιρία.»
Η Νορέλτα μειδίασε. «Ναι.»
Η Άνμα σταύρωσε τα χέρια της μπροστά της. «Η Κορίνα μάλλον κάτι άλλο έχει στο μυαλό της.»
«Ό,τι κι αν είναι,» είπε η Νορέλτα, «δεν φαίνεται νάναι εύκολο να το μαντέψουμε.»
«Πώς βρεθήκατε εδώ;» ρώτησε η Ολντράθα. «Εννοώ, στην Ανακτορική Συνοικία. Ήσασταν περαστικές;»
Η Άνμα τής μίλησε για τον πόλεμο στην Έκθυμη και στις συνοικίες του Ριγοπόταμου. Της εξήγησε ότι εκείνη και η Φοριντέλα-Ράο επέστρεφαν προς τα εκεί.
«Κι εγώ,» είπε η Νορέλτα, «πιστεύω ότι ίσως βρω εκεί τη Μιράντα. Την έχω χάσει εδώ και πέντε χρόνια. Εσύ ξέρεις, μήπως, πού είναι, Ολντράθα;»
«Έχω ακόμα περισσότερα χρόνια να τη δω. Τελευταία φορά που τη συνάντησα, η Πόλη την έφερε σ’εμένα. Με χρειαζόταν για να γλιτώσω έναν φίλο της από βέβαιο θάνατο.
»Εσείς, όμως, τι θα κάνετε τώρα; Θα συνεχίσετε το ταξίδι προς τα βόρεια;»
«Δεν ξέρω,» είπε η Νορέλτα, προβληματισμένη. «Η κατάσταση έχει μπλεχτεί...»
«Φοβάσαι ότι η Κορίνα θα ξαναπροσπαθήσει να δολοφονήσει τον Βόρκεραμ.» Δεν ήταν ερώτηση.
Η Νορέλτα κατένευσε.
«Μπορώ να προφυλάξω τον εαυτό μου,» είπε εκείνος. «Δε χρειάζομαι προστασία από... ό,τι κι αν είστε, τέλος πάντων.»
«Δεν ξέρεις την Κορίνα,» τον προειδοποίησε η Νορέλτα. «Και τώρα, με το φυλαχτό στην κατοχή της, μπορεί να κάνει πολύ περισσότερα.»
«Και τι μου προτείνεις; Να κλειστώ μέσα σ’ένα θησαυροφυλάκιο;»
«Ούτε αυτό θα τη σταματούσε.»
«Να πάω σ’άλλη διάσταση;»
«Αυτό είναι το μόνο που ίσως να τη σταματούσε. Έξω από τη Ρελκάμνια, οι Θυγατέρες χάνουμε την επαφή μας με την Πόλη.»
«Τέλος πάντων,» είπε ο Βόρκεραμ. «Δεν πρόκειται να σταματήσω τη ζωή μου επειδή μια γυναίκα-φάντασμα με θέλει νεκρό.»
«Το ερώτημα είναι γιατί σε θέλει νεκρό.»
«Μην αρχίσουμε τα ίδια!»
Η Νορέλτα στράφηκε στη γιατρό Αδελφή της. «Ολντράθα, θα τον προσέχεις;»
«Δεν ξέρω τι μπορώ να κάνω, αν η κατάσταση είναι έτσι όπως την περιγράφεις. Μόνο τα πολεοσημάδια μπορώ να παρατηρώ... Αλλά αμφιβάλλω πολύ ότι θα μπορούσα να αντιμετωπίσω, όπως εσείς, τέσσερις επαγγελματίες δολοφόνους.»
«Τα έχω ξαναβάλει με επαγγελματίες δολοφόνους,» της θύμισε ο Βόρκεραμ-Βορ. «Πολλές φορές. Δεν ήρθε το τέλος μου ακόμα, Ολντράθα. Όποια – ό,τι – κι αν είναι αυτή η Κορίνα.»
«Θα μπορούσες, βέβαια, να έρθεις μαζί μας,» του είπε η Άνμα.
Την κοίταξε έκπληκτος. «Ορίστε;»
«Εκεί που πηγαίνουμε γίνεται πόλεμος–»
«Το είχα ακούσει και προτού μου το πείτε. Ο Αλυσοδεμένος Ποιητής – ένας τρελός που, ανατρέποντας το καθεστώς της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας, φαίνεται νάχει επεκτατικές βλέψεις. Επιτίθεται τώρα στην Α’ Ανωρίγια, λένε.»
«Γίνεται πόλεμος,» επανέλαβε η Άνμα, «που δείχνει πως θα εξαπλωθεί, δεν θα τελειώσει γρήγορα. Ίσως να υπάρχει δουλειά εκεί για εσένα και τους μισθοφόρους σου.»
«Δεν αναλαμβάνω δουλειές στην άλλη άκρη της Ρελκάμνια, παρά μόνο σε πολύ ειδικές περιπτώσεις–»
«Η περίπτωσή μας είναι πολύ ειδική, δεν νομίζεις;»
Ο Βόρκεραμ γέλασε. «Θες να είμαι μαζί σας για να με προστατεύετε! Καλό κι αυτό, μα τον Κρόνο!...» Κούνησε το κεφάλι, ακόμα γελώντας. «Συνήθως πληρώνουν εμένα για να προστατεύω τους άλλους.»
«Την προστασία που χρειάζεσαι τώρα δεν μπορούν να σ’την προσφέρουν απλοί μισθοφόροι.»
«Θυγατέρα της Πόλης ή μη, η Κορίνα έστειλε δολοφόνους με σάρκα και οστά για να με σκοτώσουν–»
«Τους έστειλε γνωρίζοντας ποια ακριβώς νύχτα και ώρα θα ήσουν στο Ανάμικτο Κάλεσμα,» τόνισε η Άνμα. «Γνωρίζοντας ότι θα ήσουν εκεί μόνο μαζί με τον φίλο σου τον Ηρακλή. Οι πληροφορίες της ήταν καλύτερες από τις πληροφορίες που μπορεί να φέρουν οι καλύτεροι κατάσκοποι. Είσαι σίγουρος ότι θα κατάφερνες να αντιμετωπίσεις τους φονιάδες της χωρίς την παρέμβασή μας;»
Τα λόγια της τον έβαλαν σε σκέψεις, φανερά. «Ίσως όχι,» παραδέχτηκε. «Ίσως τώρα να ήμουν νεκρός.»
«Θα ήσουν νεκρός δίχως αμφιβολία,» του είπε η Άνμα. «Είχατε κι οι δύο την πλάτη στραμμένη προς τους φονιάδες καθώς πλησιάζατε το τραπέζι του εργοδότη σας. Αν δεν είχα πυροβολήσει για να απομακρύνω τη βόμβα καπνού, δεν θα είχατε καμία προειδοποίηση. Καπνός θα σας είχε τυλίξει και λεπίδες θα σας είχαν καρφώσει, προτού οι φονιάδες εξαφανιστούν μες στη θολούρα. Αυτό σχεδίαζαν· ήταν φανερό από τον τρόπο που κινήθηκαν.»
Ο Βόρκεραμ ακούμπησε την πλάτη κουρασμένα σ’έναν τοίχο του γραφείου. Συλλογισμένος ξανά.
Η Νορέλτα τού είπε: «Όλα αυτά είναι, σίγουρα, λίγο απότομα για σένα. Αλλά, πίστεψέ μας, βρίσκεσαι σε μεγάλο κίνδυνο, αφού η Κορίνα σε θέλει νεκρό. Η Άνμα έχει δίκιο: καλύτερα να έρθεις μαζί μας, προς τα βόρεια.»
«Θα έρθω κι εγώ,» δήλωσε η Ολντράθα.
Ο Βόρκεραμ την κοίταξε με κάποια έκπληξη στα μάτια.
«Γιατί παραξενεύεσαι; Θα σε άφηνα τώρα;»
«Δεν έχεις καμια υποχρέωση σ’εμένα, Ολντράθα.»
«Το ξέρω. Αλλά δεν ήταν τυχαίο που βρέθηκα δίπλα σου παλιά. Και ούτε τώρα είναι τυχαίο.»
«Η παρουσία σου είναι πάντα ευπρόσδεκτη,» της είπε, τείνοντας το χέρι του προς το μέρος της.
Η Ολντράθα το έπιασε ανάμεσα στα δικά της και πήγε κοντά του. Τον φίλησε στην άκρη των χειλιών.
Η Φοριντέλα-Ράο αναποδογύρισε τα μάτια. Η Νορέλτα-Βορ μειδίασε. Η όψη της Άνμα ήταν ουδέτερη.
Η Κορίνα δίνει πληροφορίες σ’έναν αρχικατάσκοπο, ενώ οι Νομάδες των Δρόμων, ύστερα από ακόμα μια δύσκολη διαδρομή, βρίσκονται ξαφνικά χαμένοι, η Εύνοια γλιστρά πάνω σ’έναν ενεργειακό χάρτη, και η Μιράντα λαμβάνει ένα μήνυμα από μια μισητή Αδελφή της.
Συναντήθηκαν επάνω σε μια ψηλή ταράτσα στο κέντρο της Μονότροπης, με πολλούς δρόμους να απλώνονται από κάτω τους μέσα στο μεσημέρι.
«Πώς τα πηγαίνεις με τους καινούργιους φιλοξενούμενους;»
«Συνεργάσιμοι είναι. Αλλιώς θα τους είχα διώξει. Σε είχα προειδοποιήσει.»
Η Κορίνα ένευσε. «Οι φοβισμένοι άνθρωποι είναι, συνήθως, συνεργάσιμοι.»
«Εκτός αν είναι πολύ φοβισμένοι. Στο σημείο του πανικού. Αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί τους βοηθάς. Τι έχεις εσύ να κερδίσεις;»
«Συμπαθώ τη Φενίλδα Καρντέρω, και φοβάμαι το χάος που επιφέρει στην Πόλη η εκστρατεία αυτού του Αλυσοδεμένου Ποιητή.»
«Χμμμ... Ναι, είναι, ομολογουμένως, ανησυχητικές οι κινήσεις του. Λένε πως έχει κρυφούς συμμάχους. Κάποιους που τον υποστήριζαν από την αρχή.»
«Τίποτα δεν αποκλείεται. Ο Πολιτάρχης ξέρει για τους φιλοξενούμενούς σου;»
«Όχι ακόμα.»
«Θα μάθει;»
«Αν χρειαστεί. Είναι ταραγμένη περίοδος, Κορίνα· δεν υπάρχει λόγος να τον επιβαρύνω με επιπλέον έγνοιες.»
«Αναμφίβολα. Αλλά θα ήθελα να σου επιστήσω την προσοχή σε κάτι ακόμα.»
Ο Αλέξανδρος Πανιστόριος την περίμενε να συνεχίσει, αμίλητος. Ο άνεμος σφύριζε πάνω στην ψηλή ταράτσα, ανάμεσα στα καλώδια και τις κεραίες. Ένας γύπας του Κρόνου φτερούγιζε, κατευθυνόμενος προς τη φωλιά του, με μια σκοτωμένη γάτα στα νύχια του η οποία έσταζε αίμα.
«Οι κατάσκοποί σου πρέπει ήδη να είναι ενήμεροι για τους Νομάδες των Δρόμων μέσα στη Β’ Κατωρίγια, σωστά;» είπε η Κορίνα.
«Τους παρακολουθούν από τότε που μπήκαν. Μας ειδοποίησαν γι’αυτούς οι κατάσκοποι της Α’ Κατωρίγιας. Φοβούνταν ότι ίσως να είναι δολιοφθορείς του Αλυσοδεμένου Ποιητή.»
«Οι φόβοι τους είναι αληθινοί.»
Συνοφρυώθηκε. «Είναι πράγματι δολιοφθορείς του Ποιητή;»
«Ναι. Βρίσκονται εδώ για να δράσουν την κατάλληλη στιγμή, όταν ο Ποιητής θα θέλει να κατεβεί στη Β’ Κατωρίγια.»
Ο Αρχικατάσκοπος καταράστηκε.
«Το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να τους αδρανοποιήσεις με κάποιο τρόπο,» του είπε η Κορίνα.
«Δεν είναι δέκα, είκοσι άνθρωποι...»
«Γνωρίζω πόσοι είναι. Αλλά έχεις λύσει και πιο δύσκολα προβλήματα, Αλέξανδρε.»
*
Οι Νομάδες των Δρόμων διέσχιζαν τη Χτυπημένη, έχοντας αφήσει πίσω τους το πάρκο αναψυχής πλάι στο οποίο είχαν καταυλιστεί χτες βράδυ. Ταξίδευαν ενώ άκουγαν τα νέα για τα γεγονότα στην Α’ Ανωρίγια Συνοικία: εισβολή του στρατού του Αλυσοδεμένου Ποιητή στην Αστροβόλο, θάνατος της Πολιτάρχη Ραλτάνα-Ορν, υποχώρηση του Στρατάρχη Τάραλντεκ Νορβάνι στο Μεγάλο Λιμάνι.
Η Μιράντα διαισθανόταν τον πόλεμο να φουντώνει σαν πυρκαγιά που είχε ξεκινήσει από μικρή φωτιά και απειλούσε να κατακλύσει τον κόσμο. Σαν θηρίο που είναι ακόμα νεογνό αλλά τρέφεται γρήγορα και μεγαλώνει, και αγριεύει, και έχει ολοένα και περισσότερη όρεξη, αποσκοπώντας να καταβροχθίσει ολάκερο το σύμπαν.
Η Κορίνα ήταν μπλεγμένη σ’όλα τούτα· η Μιράντα δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία. Και ένιωθε πως ο χρόνος για να τη σταματήσει άρχιζε να λιγοστεύει. Ο χρόνος την πίεζε.
Ζήτησε από την Εύνοια ν’ακολουθήσουν πάλι τους κρυφούς δρόμους, και η Αδελφή της δεν έφερε αντίρρηση. Οι δυο τους άρχισαν να βαδίζουν βάσει της φυσικής ροής πολεοσημαδιών, και το ταξίδι των Νομάδων έγινε ένα παράξενο όνειρο μέσα σε λαβυρινθώδεις δρόμους, μέσα σε σήραγγες, πάνω σε γέφυρες. Μπλέκονταν στην κίνηση, συναντούσαν εμπόδια, παρουσιάζονταν χίλια-δύο μικροπροβλήματα που, κανονικά, δεν έπρεπε να υπάρχουν υπό τη σταθερή καθοδήγηση της Κυράς των Δρόμων.
Δεν άρεσε στους Νομάδες αυτό που συνέβαινε τώρα, αλλά καταλάβαιναν ότι πάλι η Εύνοια και η Μιράντα κάτι παράξενο έκαναν. Ήλπιζαν τούτη τη φορά η Μιράντα να μην εξαφανιζόταν ξανά.
Ο Θόρινταλ, περνώντας ανάμεσα από το πλήθος των υπόλοιπων, έφτασε κοντά στις δύο Θυγατέρες στην αρχή. Τα Πνεύματα των Δρόμων που τις φρουρούσαν δεν τον σταμάτησαν. Ήταν μόνος του· η Λάρνια δεν είχε θελήσει να τον ακολουθήσει – και δεν έμοιαζε να συμφωνεί μαζί του που εκείνος σκόπευε πάλι να πλησιάσει τη Μιράντα, σαν αυτό να ήταν κάτι που μπορεί να τον έβλαπτε. Ό,τι και να γίνει, σκεφτόταν ο Θόρινταλ, η Λάρνια δεν πρόκειται ποτέ να συμπαθήσει τη Μιράντα.
Τώρα ο σαμάνος ήταν κοντά στις δύο Θυγατέρες χωρίς να τους κάνει ερωτήσεις. Καταλάβαινε τι επιχειρούσαν. Καταλάβαινε ότι ακολουθούσαν κάποιον από τους κρυφούς δρόμους, και ήθελε να είναι πλάι τους για να δει το αποτέλεσμα. Ίσως, μάλιστα, να μπορούσε να βοηθήσει, σκεφτόταν. Η Εύνοια έχει πει ότι δεν είμαι τυχαία μαζί τους, ότι η Πόλη με έστειλε σ’αυτήν.
Οι ώρες περνούσαν και η διαδρομή των Νομάδων γινόταν ολοένα και πιο παράξενη. Η Εύνοια χρειάστηκε πολλές φορές να τους οδηγήσει γύρω από εμπόδια με βιαστικό τρόπο – γύρω από οικοδομές, από στενούς δρόμους, από κίνηση, από αγορές, από οδικά έργα – προκειμένου να μη χάσει τον ειρμό των σημαδιών της Πόλης.
Η Μιράντα, συγχρόνως, διέκρινε από τα πολεοσημάδια ότι κατάσκοποι τούς παρακολουθούσαν σε κάθε τους βήμα. Αλλά αυτό δεν ήταν πλέον τίποτα το αξιοσημείωτο. Προσπάθησε να έχει τον νου της στα σημάδια του κρυφού δρόμου που κυνηγούσαν εκείνη κι η Αδελφή της ώστε να μην τον χάσουν μες στο λαβυρινθώδες χάος της Πόλης. Ίσως να είχα φτάσει πιο γρήγορα στο τέλος του αν ήμουν μόνη, σκέφτηκε σε κάποια στιγμή. Το πλήθος των Νομάδων ήταν υποχρεωτικά, εκ φύσεως, πιο δυσκίνητο, πιο δύσκολο να περάσει από εμπόδια της Πόλης. Αλλά της πρόσφερε μια προστασία που μόνη της δεν μπορούσε να έχει. Διότι ήταν βέβαιη πως η Κορίνα συνεχώς την κατασκόπευε με τρόπους που το μυαλό δυσκολεύεται να διανοηθεί.
Τρεις ώρες περίπου ακολουθούσαν τα σημάδια του καινούργιου κρυφού δρόμου προτού φτάσουν στο τέλος του ενώ το μεσημέρι πλησίαζε και είχαν πλέον μπει στην Αζρόντω, την περιφέρεια βορειοδυτικά της Χτυπημένης. Από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς έλεγαν για το διάγγελμα που είχε βγάλει το πρωί ο Αλυσοδεμένος Ποιητής, ο Κάδμος Ανθοτέχνης, προς τους κατοίκους της Α’ Ανωρίγιας Συνοικίας. Αλλά ούτε η Μιράντα ούτε η Εύνοια έδινε σημασία σ’αυτό.
Και τώρα είχαν φτάσει σ’ένα ενεργειακό κέντρο της Ρελκάμνια.
Αισθάνθηκαν το δεξί τους πόδι να κολλά με δύναμη στο πλακόστρωτο της σήραγγας που διέσχιζαν, σαν το σημάδι στο πέλμα τους να μαγνητιζόταν από την ίδια τη γη.
Άκουσαν ένα ισχυρό βουητό να γεμίζει τ’αφτιά τους. Ένιωσαν να κλυδωνίζονται λες και γινόταν σεισμός. Ο χώρος γύρω τους έγινε ρευστός. Τα υπόγεια οικοδομήματα, η οροφή, το οδόστρωμα, οι τυχαίοι περαστικοί, τα οχήματα – όλα έχασαν τη σταθερότητά τους.
Και η Μιράντα και η Εύνοια έπαψαν να αντιλαμβάνονται η μία την άλλη, σαν να βρίσκονταν δεκάδες χιλιόμετρα μακριά. Αισθάνθηκαν τη Ρελκάμνια ολόκληρη να απλώνεται ολόγυρά τους όπως θα απλωνόταν ένα ευλύγιστο υλικό, κάτι που μπορείς, τραβώντας το – τραβώντας το με το μυαλό σου – να το φέρεις στη θέση που θέλεις.
Ένας χάρτης από παλλόμενη, ευμετάβλητη ενέργεια.
Θα μπορούσαν να είναι στην Αζρόντω, ή στη Χτυπημένη· ή πέρα από τον Ριγοπόταμο, στη Β’ Ανωρίγια· ή δυτικά, στην Α’ Κατωρίγια, απ’όπου είχαν ήδη περάσει· ή νότια, στη Φιλήκοη, ή στην Επιγεγραμμένη, ή ακόμα πιο μακριά...
Η Μιράντα δεν μπόρεσε παρά να δοκιμάσει: διαμόρφωσε την παλλόμενη, ευμετάβλητη ενέργεια έτσι ώστε ο εαυτής της να βρίσκεται στη Β’ Ανωρίγια Συνοικία, στα λιμάνια της.
Η Εύνοια, επίσης, δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Αυτή τη φορά ήθελε να κάνει κάτι με το τέλος του κρυφού δρόμου. Διαμόρφωσε τον ενεργειακό χάρτη της Ατέρμονης Πολιτείας έτσι ώστε ο εαυτός της να βρίσκεται προς τα ανατολικά, στην περιφέρεια της Β’ Κατωρίγιας που ονομαζόταν Μονότροπη.
*
Οι Νομάδες σταμάτησαν μέσα στον υπόγειο δρόμο όπως η Κυρά τους είχε σταματήσει, και η Μιράντα πλάι της.
Ο Θόρινταλ σκέφτηκε: Φτάσαμε στο τέλος του κρυφού δρόμου. Κοίτα πώς τα πόδια τους μοιάζουν κολλημένα στο πλακόστρωτο! Τα δεξιά τους πόδια, αυτά με το σημάδι.
Για μερικές στιγμές, οι δύο Θυγατέρες ήταν ακίνητες, βουβές. Ύστερα, εξαφανίστηκαν!
Και οι δύο – εξαφανίστηκαν!
Δεν ξεθώριασαν, όπως είχαν πει οι άλλοι Νομάδες ότι είχε ξεθωριάσει η Μιράντα, την προηγούμενη φορά, προτού χαθεί. Δεν έγιναν σαν οπτασίες. Απλά, τη μια στιγμή ήταν εκεί και την άλλη δεν ήταν!
Φωνές από τα Πνεύματα των Δρόμων. Μεγάλη αναστάτωση.
Χάος ανάμεσα στους Νομάδες.
*
Πού είχε πάει η Εύνοια; Πού ήταν η Εύνοια;
Ρωτούσαν τον Θόρινταλ, λες κι ο Θόρινταλ μπορούσε να γνωρίζει, μα τον Κρόνο!
Αλλά δεν είχε την παραμικρή ιδέα.
«Θα επιστρέψουν σύντομα;» είπε ο Κοντός Φριτς. «Μίλα μας, σαμάνε!»
«Πού να ξέρω; Ελπίζω πως ναι, αλλά πού να ξέρω; Δεν ξέρω τι έγινε.»
«Δε μπορεί νάναι νεκρές,» είπε η Σορέτα. «Και την άλλη φορά η Μιράντα χάθηκε και μετά εμφανίστηκε πάλι από μόνη της.»
Μιλούσαν κι άλλα Πνεύματα των Δρόμων συγχρόνως· μιλούσαν πολλοί μαζί. Δεν έβγαζες νόημα τι έλεγαν. Μια βαβούρα ακουγόταν.
Ο Κοντός Φριτς άρπαξε τον Θόρινταλ από τον ώμο. Το χέρι του ήταν δυνατό παρότι ήταν κοντός. «Πρέπει να βρεις την Εύνοια! Χωρίς την Εύνοια δεν είμαστε πια οι Νομάδες των Δρόμων! Την άλλη φορά λένε ότι εσύ εντόπισες τη Μιράντα.»
«Θα προσπαθήσω,» αποκρίθηκε ο Θόρινταλ. «Μόνο αυτό μπορώ να υποσχεθώ. Ας σταματήσουμε κάπου και θα προσπαθήσω. Όχι ενώ κινούμαστε.»
Πού να σταματούσαν; Η Εύνοια πάντα τους έδειχνε πού να καταυλιστούν. Τώρα ήταν όλοι τους αποδιοργανωμένοι. Είχαν χάσει την οδηγό τους. Ήταν χαμένοι μέσα στον ατέρμονο λαβύρινθο της Ατέρμονης Πολιτείας!
Ο Κοντός Φριτς και ο Θόρινταλ τούς οδήγησαν τελικά σε μια υπόγεια πλατεία της Αζρόντω, ενώ και η Βιολέτα κι ο Ράνελακ, ο Σκέλεθρος, βρίσκονταν στην αρχή του πλήθους. Ο αρχηγός των Πνευμάτων είχε φέρει εδώ όλους τους σαμάνους γιατί πίστευε ότι αυτοί μπορούσαν να δουν πράγματα αόρατα για άλλους.
Τίποτα το σπουδαίο δεν μπορούμε να δούμε, σκεφτόταν ο Θόρινταλ. Τίποτα απ’αυτά που μπορούσε να δει η Εύνοια, ή η Μιράντα.
Μα τον Κρόνο, τι κρυφός δρόμος ήταν αυτός που είχαν ακολουθήσει; Δε μπορεί να ήταν ο Δρόμος της Διαίρεσης. Αν ήταν εκείνος, τότε απλά θα είχε παρουσιαστεί μια δεύτερη Μιράντα και μια δεύτερη Εύνοια κάπου αλλού, αλλά οι αυθεντικές Θυγατέρες δεν θα είχαν εξαφανιστεί, όχι αμέσως τουλάχιστον. Επομένως, ήταν κάποιος άλλος δρόμος. Κάποιος καινούργιος δρόμος. Ποια μπορεί να ήταν η λειτουργία του;
Να σε μεταφέρει σε μεγάλες αποστάσεις; Από το ένα σημείο στο άλλο μέσα στη Ρελκάμνια;
Αυτό ήταν το μόνο που μπορούσε, επί του παρόντος, να υποθέσει ο Θόρινταλ. Τι άλλο να υπέθετε; Ότι η Μιράντα και η Εύνοια είχαν, έτσι απλά, αφανιστεί; Όχι, αποκλείεται. Αδύνατον να το πιστέψει αυτό. Βρίσκονταν κάπου άλλου. Το ερώτημα ήταν, ίσως: βρίσκονταν εκεί με τη θέλησή τους, ή είχαν κάνει κάποιο λάθος;
Επίσης, ο Θόρινταλ δεν μπορούσε παρά να αναρωτιέται μήπως η Κορίνα τις είχε, κάπως, παγιδέψει. Η Μιράντα τη φοβόταν και πίστευε ότι, μ’αυτό το αρχαίο φυλαχτό που είχε στα χέρια της, διέθετε τη δύναμη να κάνει πολλά παράξενα και επικίνδυνα πράγματα. Είναι αιχμάλωτες της Κορίνας;
Μακάρι να μην ισχύει αυτό. Γιατί, αν ισχύει, ένας ταπεινός μάγος των δρόμων σαν εμένα σίγουρα αποκλείεται να μπορεί να τις σώσει.
Ο Κοντός Φριτς τού είπε: «Μην καθυστερείς. Βρες τις, σαμάνε!» ενώ οι Νομάδες καταυλίζονταν στην πλατεία, αναστατωμένοι, τρομαγμένοι, μιλώντας αναμεταξύ τους.
«Θα ήταν καλύτερα αν ήμασταν πάνω από το έδαφος, σε επίγειους δρόμους.»
«Τι; Και γιατί δεν μου το είπες εξαρχής, γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος;»
«Είμαι ταραγμένος, Φριτς. Συγνώμη.»
«Όλοι μας είμαστε. Αλλά έπρεπε να μου το είχες πει. Μπορούσαμε ν’ανεβούμε, γαμώτο! Είχε μια ράμπα ένα χιλιόμετρο πιο πριν. Αλλά, αν η Εύνοια είναι μες στις σήραγγες, γιατί να πρέπει να πας επάνω για να τη βρεις;»
«Δεν ξέρουμε ότι είναι μες στις σήραγγες. Μπορεί νάναι οπουδήποτε. Κι εγώ μπορώ ευκολότερα να εντοπίσω άτομα όταν είμαι πάνω από το έδαφος.»
«Κι αν αυτά είναι κάτω απ’το έδαφος;»
Ο αρχηγός των Πνευμάτων των Δρόμων έκανε ερωτήσεις που ούτε ο Θόρινταλ δεν ήταν βέβαιος για τις απαντήσεις τους. «Τέλος πάντων,» του είπε. «Θα προσπαθήσω. Περίμενε.»
Ανέβηκε στην οροφή του μεγάλου ερπυστριοφόρου οχήματος, κάθισε οκλαδόν, έκλεισε τα μάτια, κι άρχισε να χτυπά τις χάντρες του κομπολογιού του, φέρνοντας το μυαλό του σε επαφή με τις τηλεπικοινωνιακές συχνότητες που απλώνονταν μες στα υπόγεια. Το πλέγμα δεν ήταν και τόσο καλό εδώ κάτω: ήταν αχνό, και σπαστό, διακοπτόμενο... Ο Θόρινταλ, ωστόσο, έψαξε, σαν αράχνη που ταξιδεύει πάνω σ’έναν πελώριο αόρατο ιστό.
*
Η Μιράντα βρισκόταν σ’ένα λιμάνι. Αντίκρυ της ήταν αποβάθρες με πλοία αραγμένα. Κόσμος περιφερόταν. Πολλοί απ’αυτούς έμοιαζαν με συμμορίτες, και η περιοχή γενικά έμοιαζε να βρίσκεται σε μια κατάσταση σχετικής διάλυσης. Τα πολεοσημάδια ήταν άγρια.
Η Μιράντα σκέφτηκε: Είμαι στη Β’ Ανωρίγια Συνοικία. Αυτά που έβλεπε ήταν τα επακόλουθα της επανάστασης εδώ.
Πού ακριβώς βρίσκομαι; Άρχισε να ψάχνει για πινακίδες, αποφεύγοντας τις περιφερόμενες συμμορίες που ήταν σαν πολιτοφυλακή σε τούτο το μέρος παρότι υπήρχε και Φρουρά – είδε μια φορά ένα όχημά της να περνά.
Σύντομα διαπίστωσε ότι βρισκόταν στο Λιμάνι της Οργής, ακριβώς απέναντι από την Αζρόντω, στην αντικρινή μεριά του Ριγοπόταμου.
Ίσως να το παράκανα, σκέφτηκε. Δεν έπρεπε να είχα απομακρυνθεί τόσο. Η Εύνοια θ’ανησυχεί πάλι για μένα. Δεν πίστευε και η Αδελφή της να είχε φύγει από τους Νομάδες· σίγουρα θα είχε αντισταθεί στον πειρασμό να δοκιμάσει τον Δρόμο...
...τον Δρόμο της Μεταφοράς. Πώς αλλιώς να τον ονόμαζε;
Ακόμα ένας μύθος που γινόταν πραγματικότητα. Θυγατέρες που εξαφανίζονται από τη μια άκρη της Ρελκάμνια για να εμφανιστούν στην άλλη.
*
Η Εύνοια αισθάνθηκε να γλιστρά καθώς ο ενεργειακός χάρτης αναδιαμορφωνόταν ολόγυρά της. Και κατάλαβε πως πρέπει να είχε κάνει κάποιο λάθος. Αλλά ήταν πολύ αργά για να σταματήσει τη μετακίνηση τώρα.
Βρισκόταν σ’έναν άγνωστο υπόγειο δρόμο. Γύρω της υπήρχαν είσοδοι ανάποδων πολυκατοικιών.
Είμαι στη Μονότροπη;
Η Εύνοια άρχισε να βαδίζει, σκεπτόμενη: Δεν έπρεπε να το είχα κάνει αυτό. Δεν έπρεπε να είχα εγκαταλείψει τους Νομάδες. Τι την είχε πιάσει; Ήθελε να δοκιμάσει, επιτέλους, κάτι όταν έφτανε στο τέλος ενός κρυφού δρόμου· τις προηγούμενες φορές δεν είχε κάνει τίποτα. Αλλά δεν είμαι τόσο ανόητη, γαμώτο! Ή, τουλάχιστον, δεν θα έπρεπε να είναι τόσο ανόητη· γιατί τώρα η ανοησία είχε γίνει. Οι Νομάδες θα έχουν πανικοβληθεί.
Ελπίζω η Μιράντα να μη μεταφέρθηκε κι εκείνη μακριά τους. Αν η Μιράντα είναι εκεί, θα μπορεί να τους καθοδηγήσει όπως εγώ.
Αλλά η Εύνοια ήξερε ότι η ελπίδα της ήταν μάταια. Η Μιράντα αποκλείεται να είχε μείνει με τους Νομάδες. Μάλιστα, κατά πάσα πιθανότητα, θα νόμιζε ότι η Εύνοια θα έμενε με τους Νομάδες.
Και έπρεπε να είχα μείνει!
Θα επέστρεφε όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Ρώτησε έναν τυχαίο περαστικό: «Συγνώμη, αυτή είναι η Μονότροπη; Είμαστε στη Μονότροπη;»
Εκείνος την κοίταξε συνοφρυωμένος. «Φυσικά και όχι. Στην Όκιλμερ είμαστε. Έχετε χαθεί; Ποιος σας έφερε εδώ;»
Όκιλμερ. Η Εύνοια τη θυμόταν από τον χάρτη της Β’ Κατωρίγιας Συνοικίας: η περιφέρεια αμέσως ανατολικά της Μονότροπης. «Έγινε κάποιο λάθος,» είπε στον περαστικό, χαμογελώντας καλοσυνάτα. «Σας ευχαριστώ.»
«Δεν έκανα τίποτα. Αν θέλετε κάποια βοήθεια....»
«Όχι, εντάξει. Σας ευχαριστώ,» αποκρίθηκε η Εύνοια, και απομακρύνθηκε από τον άντρα βαδίζοντας μες στους υπόγειους δρόμους που ήταν καλοφωτισμένοι από ενεργειακές λάμπες. Θα μίσθωνε ένα επιβατηγό όχημα και θα επέστρεφε σύντομα στους Νομάδες της.
Ή θα μπορούσε να ψάξει γι’αυτό τον κρυφό δρόμο που σε μετέφερε σε μεγάλες αποστάσεις– Αλλά όχι· καλύτερα όχι. Δεν ήξερε αν θα κατάφερνε να τον ξαναβρεί, κατά πρώτον. Κατά δεύτερον, δεν ήξερε πόση ώρα θα της έπαιρνε μέχρι να τον ακολουθήσει ώς το τέλος του. Και, κατά τρίτον, δεν ήξερε αν θα κατέληγε εκεί όπου ήθελε. Μπορεί πάλι να έχανε την κατεύθυνσή της.
Τα επιβατηγά οχήματα ήταν πολύ πιο σίγουρα, και είχε αρκετά λεφτά στην τσέπη της για να μισθώσει ένα. Άνετα.
*
Όπως το φοβόταν. Το τηλεπικοινωνιακό πλέγμα, εδώ κάτω, στους υπόγειους δρόμους, ήταν πολύ ασθενικό για να τις εντοπίσει. Καθώς η αράχνη απομακρυνόταν από το κέντρο – που ήταν ο νους του Θόρινταλ – συναντούσε ολοένα και περισσότερα αδιέξοδα, έβρισκε ολοένα και περισσότερους διαλυμένους ιστούς. Δεν μπορούσε να συνεχίσει για πολύ ακόμα. Και οι αισθήσεις της ήταν θολές, όπως και το πλέγμα ολόγυρά της. Αδύνατον να βρεις ένα μόνο άτομο έτσι μες στον λαβύρινθο της Ατέρμονης Πολιτείας.
Και το άτομο για το οποίο έψαχνε ο Θόρινταλ ήταν η Μιράντα. Δεν μπορούσε παρά να ανησυχεί πιο πολύ γι’αυτήν. Και για την Εύνοια ανησυχούσε, φυσικά· την αισθανόταν σαν οικογένειά του πλέον. Αλλά η Μιράντα... η Μιράντα, το μυστήριό της, είχε μια σαγήνη που τον προσέλκυε με τρόπο που δυσκολευόταν να περιγράψει.
Τώρα, όμως, δεν φαινόταν να μπορεί να κάνει κάτι για να τη βρει.
Διακόπτοντας την επαφή του με το τηλεπικοινωνιακό πλέγμα, σηκώθηκε όρθιος και κατέβηκε από την οροφή του μεγάλου ερπυστριοφόρου.
Ο Κοντός Φριτς τον περίμενε στο εσωτερικό. «Τη βρήκες;» ρώτησε, και δεν υπήρχε αμφιβολία ότι αναφερόταν στην Εύνοια.
«Όχι.»
Ο Φριτς τον άρπαξε από τους βραχίονες. «Πρέπει να τη βρεις, σαμάνε!» είπε, έντονα, με τα μάτια του φλογισμένα. «Δε μπορούμε να τη βγάλουμε χωρίς την Εύνοια, άνθρωπέ μου! Καταλαβαίνεις; Καταλαβαίνεις;»
«Θα ξαναπροσπαθήσω μόλις ανεβούμε στους επίγειους δρόμους–»
«Ας μη χάνουμε καιρό, τότε.»
«Περίμενε. Και εγώ είμαι κουρασμένος και οι Νομάδες. Καλύτερα να καθίσουμε εδώ μερικές ώρες, να ξεκουραστούμε, και μετά ανεβαίνουμε–»
«Μα η Εύνοια–!»
«Σκέψου, Φριτς: τι θα έκανε η Εύνοια; Θα βιαζόταν; Θα πίεζε τους Νομάδες;»
«...Μόνο αν υπήρχε μεγάλη ανάγκη,» κόμπιασε ο Φριτς· και πιο έντονα: «Και τώρα υπάρχει μεγάλη ανάγκη, σαμάνε!»
«Σου είπα: δεν μπορώ αμέσως να ξαναπροσπαθήσω. Ας περιμένουμε μερικές ώρες εδώ. Και ίσως η Εύνοια εν τω μεταξύ να επιστρέψει.»
Η όψη του Φριτς ήταν προβληματισμένη. «Το πιστεύεις αυτό; Πιστεύεις ότι μπορεί όντως να επιστρέψει;»
«Η Μιράντα δεν επέστρεψε από μόνη της;»
«Ναι, σωστά,» ένευσε ο Φριτς, αλλά ήταν φανερά σκεπτικός.
Ο Θόρινταλ ακούμπησε το χέρι του στους ώμους του κοντύτερου άντρα. «Πάμε έξω να καθίσουμε. Η Εύνοια δεν θα ήθελε να κάνουμε βιαστικές ενέργειες.»
Μακάρι να επιστρέψει, σκεφτόταν, καθώς ο Φριτς τον ακολουθούσε έξω από το ερπυστριοφόρο. Μακάρι κι οι δυο τους να επιστρέψουν, όσο θα είμαστε εδώ.
*
Η Μιράντα σκεφτόταν ότι θα έπρεπε να ακολουθήσει πάλι τον Δρόμο της Μεταφοράς για να επιστρέψει στους Νομάδες, γιατί θα ήταν δύσκολο να βρει πλοίο που να τη μεταφέρει από τη Β’ Ανωρίγια Συνοικία στη Β’ Κατωρίγια, όπως επίσης θα ήταν ακόμα πιο δύσκολο, ίσως, να ταξιδέψει εκεί μέσω των γεφυρών που περνούσαν πάνω από τον Ριγοπόταμο. Η Β’ Κατωρίγια είχε κλείσει τα σύνορά της προς τη Β’ Ανωρίγια, όπως και η Α’ Κατωρίγια. Φοβόνταν ότι από εκεί μπορεί να έρχονταν δολιοφθορείς ή κακούργοι του Αλυσοδεμένου Ποιητή.
Η Μιράντα, βέβαια, ήξερε ότι μπορούσε να βασιστεί στην πολεοτύχη της για να τα καταφέρει να φτάσει στη Β’ Κατωρίγια· αλλά, και πάλι, ο Δρόμος της Μεταφοράς τής έμοιαζε καλύτερη λύση.
Αρκεί να τον έβρισκε ξανά. Να έβρισκε τα σημάδια της Πόλης που αποτελούσαν αρχή του. Πράγμα καθόλου σίγουρο. Θα χρειαζόταν κάποια προσπάθεια από μέρους τους.
Αλλά νόμιζε ότι άξιζε τον κόπο. Έτσι, περιπλανήθηκε στο Λιμάνι της Οργής παρατηρώντας τα πολεοσημάδια. Ψάχνοντας.
Οι γειτονιές από τις οποίες περνούσε έβλεπε ότι βρίσκονταν σε μια κατάσταση μερικής διάλυσης. Ο Κάδμος Ανθοτέχνης είχε ανατρέψει το καθεστώς της πλουτοκρατίας εδώ αλλά δεν το είχε αντικαταστήσει με καμια σπουδαία τάξη. Όχι ακόμα, τουλάχιστον. Και όλα τα σημάδια της Πόλης μαρτυρούσαν στη Μιράντα ότι αυτό δεν θα ήταν καθόλου εύκολο. Οι δρόμοι είχαν αγριέψει.
Αποφεύγοντας συμμορίες χωρίς πρόβλημα, χρησιμοποιώντας την τεχνική της δωματοβασίας σε αρκετές περιπτώσεις (πηδώντας σε ταράτσες, τοίχους, μπαλκόνια, και σκάλες), αναζητούσε την αρχή του Δρόμου της Μεταφοράς. Αλλά δεν την έβρισκε. Βρήκε μόνο την αρχή του Δρόμου της Διαίρεσης προς στιγμή. Όμως δεν νόμιζε ότι τώρα θα την ωφελούσε να τον ακολουθήσει.
Σύντομα έφτασε σ’ένα παλιό ναυπηγείο που ήταν, καταφανώς, εγκαταλειμμένο. Και όχι μόνο αυτό, μα ήταν και γεμάτο στοιχειακά πνεύματα της Ατέρμονης Πολιτείας. Τα πολεοσημάδια έλεγαν στη Μιράντα ότι οι κάτοικοι της περιοχής το θεωρούσαν στοιχειωμένο. Και ήταν. Ακόμα και τώρα, μες στο μεσημέρι, έμοιαζε τρομαχτικό. Τα στοιχειακά ενδυνάμωναν αυτή την εντύπωση στο ανθρώπινο μυαλό, παρότι αόρατα για τα μάτια των κοινών ανθρώπων.
Δεν μπορούσαν να κοροϊδέψουν ή να εκφοβίσουν τη Μιράντα, φυσικά. Και μπήκε για λίγο στο παλιό ναυπηγείο, από... θυγατρικό ενδιαφέρον.
Πρόσεξε κάτι, τότε, στα πολεοσημάδια. Το ναυπηγείο ήταν, γενικά, εγκαταλειμμένο· άνθρωπος δεν πατούσε εδώ· αλλά ένα συγκεκριμένο σημείο του είχε χρησιμοποιηθεί σχετικά πρόσφατα. Μέσα στον τελευταίο μήνα. Κάποια μεταφορά/συνεννόηση είχε γίνει σε τούτο το μέρος. Ένα υπόστεγο... Η Μιράντα το πλησίασε. Κοίταξε στο έδαφος και είδε ίχνη από μεγάλους τροχούς. Φρέσκα, θα μπορούσες να τα χαρακτηρίσεις σε σύγκριση με όλα τα άλλα ίχνη στο ναυπηγείο.
Σε μια άκρη του υπόστεγου ήταν ένα μικρό, κλειστό μπαούλο. Η Μιράντα διέκρινε πολεοσημάδια γύρω του που της φάνταζαν μη-κανονικά. Της φάνταζαν στρεβλά. Σαν να υπήρχε κάτι το λάθος εκεί. Κάτι που είχε έρθει από άλλο τόπο ή από άλλο χρόνο.
Οι τρίχες της ορθώθηκαν.
Η Κορίνα;
Πλησίασε το μπαούλο με επιφύλαξη. Τράβηξε ένα ξιφίδιο από τη μπότα της και χρησιμοποίησε τη λεπίδα του για να σηκώσει το μάνταλο. Και, ύστερα, για να σηκώσει το σκέπασμα του μικρού μπαούλου. Η διαίσθησή της δεν την προειδοποιούσε για παγίδα αλλά, και πάλι, όφειλε να προσέχει.
Μέσα στο μπαούλο ήταν ένα κομμάτι χαρτί. Προορισμένο για εκείνη. Δεν είχε καμία αμφιβολία.
Η Κορίνα.
Το έπιασε και διάβασε τις λίγες λέξεις που ήταν γραμμένες επάνω του:
Μισητή Αδελφή μου,
Βρίσκεσαι στο μέρος απ’όπου ξεκίνησε μια μεγάλη επανάσταση. Το
ήξερα ότι θα ήσουν εδώ ένα από τούτα τα πρωινά. Μπορεί να έχεις μάθει για τους
κρυφούς δρόμους αλλά αυτό δεν θα σε βοηθήσει σε τίποτα. Είμαι πάντα μπροστά σου.
«Επιδειξιομανής ως συνήθως, Κορίνα,» μουρμούρισε η Μιράντα. Και σκέφτηκε: Γράφει «ένα από τούτα τα πρωινά», άρα έκανε λάθος, γιατί τώρα είναι μεσημέρι.
Γελώντας, τσάκισε το χαρτί μες στη χούφτα της.
Θα τα ξαναπούμε, Κορίνα.
Αλλά το γεγονός πως η Κορίνα γνώριζε τόσα πράγματα την ανησυχούσε.
Έφυγε από το στοιχειωμένο ναυπηγείο, αγνοώντας τα στοιχειακά ολόγυρά της, κι άρχισε πάλι να ψάχνει για τον Δρόμο της Μεταφοράς. Η Αδελφή της είχε κάνει λάθος στον χρόνο, οπότε η Μιράντα δεν μπορεί να κινδύνευε άμεσα τώρα από κάποια παγίδα της.
*
Η Εύνοια παρακολουθούσε τα πολεοσημάδια για να βρει ένα ιδιωτικό επιβατηγό όχημα που θα ήταν πρόθυμο να τη μεταφέρει ώς την Αζρόντω, στην άλλη άκρη της Β’ Κατωρίγιας. Δε χρειάστηκε να φτάσει στους επίγειους δρόμους της Όκιλμερ· σε μια μικρή υπόγεια αγορά είδε δύο εξάτροχα επιβατηγά σταματημένα, και ένα τρίκυκλο. Πλησίασε το τελευταίο, όπου τα πολεοσημάδια ήταν πιο ευνοϊκά.
Ο οδηγός στεκόταν δίπλα του κι έπινε καφέ.
«Είστε ελεύθερος;» ρώτησε η Εύνοια.
«Μάλιστα, κυρία. Πού πηγαίνετε;»
«Στην Αζρόντω.»
«Πού στην Αζρόντω;»
Η Εύνοια δεν θυμόταν το όνομα του δρόμου όπου είχε εξαφανιστεί, έτσι είπε: «Είναι κοντά στα σύνορα με τη Χτυπημένη. Θα σας δείξω όταν είμαστε εκεί.»
«Εντάξει, πάμε.» Ο οδηγός μπήκε στο τρίκυκλο, που το γυάλινο σκέπαστρό του ήταν σηκωμένο· κάθισε στη μπροστινή θέση.
Πίσω υπήρχε ένα μακρόστενο κάθισμα όπου μπορούσαν να χωρέσουν το πολύ τρεις άνθρωποι. Η Εύνοια κάθισε εκεί. Ο οδηγός πάτησε ένα πλήκτρο πάνω στην κονσόλα και το γυάλινο σκέπαστρο έκλεισε. Με το γύρισμα ενός διακόπτη, η μηχανή μπήκε σε λειτουργία, και ο άντρας ξεκίνησε να οδηγεί.
«Θα πληρώσετε καμια εικοσαριά δεκάδια για να σας πάω ώς εκεί, έχετε υπόψη σας,» είπε ο οδηγός. «Η απόσταση είναι πάνω από εβδομήντα χιλιόμετρα. Γύρω στα εβδομήντα πέντε.»
«Δεν υπάρχει πρόβλημα,» αποκρίθηκε η Εύνοια. Είχε μαζί της σαράντα-έξι δεκάδια. Η Πόλη φρόντιζε για τις Θυγατέρες της. «Θέλω μόνο να φτάσουμε γρήγορα.»
«Αν θέλετε πιο γρήγορα απ’το κανονικό θα πρέπει να με πληρώσετε επιπλέον. Δεν κάνω παράτολμα πράγματα χωρίς καλή πληρωμή,» της εξήγησε ενώ οδηγούσε σταθερά μέσα στους υπόγειους δρόμους.
«Σαράντα δεκάδια,» είπε η Εύνοια.
«Και δεν το λέγατε τόση ώρα;» Ο οδηγός επιτάχυνε.
Πέρασε την Εύνοια από μέρη που εκείνη δεν γνώριζε, υπόγεια και επίγεια. Άφησαν σύντομα την Όκιλμερ πίσω τους και διέσχισαν τη Μονότροπη. Μετά απ’αυτήν, μπήκαν στη Χτυπημένη κι έφτασαν τελικά στα δυτικά της άκρα, εκεί όπου γειτνίαζε με την Αζρόντω.
Είχε κυλήσει μιάμιση ώρα. Οι Νομάδες μπορεί να είχαν απομακρυνθεί πολύ, μέσα σε μιάμιση ώρα. Αλλά η Εύνοια δεν αμφέβαλλε ότι η Πόλη θα την καθοδηγούσε σ’αυτούς.
«Καλά είναι να σας αφήσω εδώ;» ρώτησε ο οδηγός. «Από κει και πέρα» – έδειξε έναν δρόμο – «ξεκινά η Αζρόντω.»
Δεν ήταν ο δρόμος όπου η Εύνοια είχε εξαφανιστεί από τους Νομάδες· δεν ήταν καν υπόγειος δρόμος: βρισκόταν πάνω από τη γη. Αλλά η Θυγατέρα είπε: «Ναι, αφήστε με εδώ.» Πλήρωσε τον οδηγό σαράντα δεκάδια και, πατώντας το πλήκτρο δίπλα της, άνοιξε το σκέπαστρο του τρίκυκλου και βγήκε.
Άρχισε να περιπλανιέται ψάχνοντας για πολεοσημάδια που θα την οδηγούσαν στους Νομάδες.
Οι Νομάδες εναποθέτουν τις ελπίδες τους στον Θόρινταλ και ανεβαίνουν στους επίγειους δρόμους· αλλά, ενώ η γυναίκα που ψάχνουν βρίσκεται ήδη κοντά τους, κι ενώ η Μιράντα βαδίζει πάνω σ’έναν κρυφό δρόμο, η Φρουρά της Β’ Κατωρίγιας Συνοικίας κάνει την κίνησή της εναντίον τους...
Ο Κοντός Φριτς ανησυχούσε· δεν μπορούσε να περιμένει πολύ. Αφού οι Νομάδες είχαν ξεκουραστεί κάποια ώρα στην υπόγεια πλατεία, πρόσταξε τα Πνεύματα να ανακοινώσουν ότι θα ξεκινούσαν πάλι.
«Ρωτάνε πότε θα επιστρέψει η Εύνοια,» του είπε ο Βόσριλαμ ο Σάρντλιος.
«Κι εμείς αυτό θέλουμε να μάθουμε,» αποκρίθηκε ο Φριτς, ρίχνοντας ένα βλέμμα στον Θόρινταλ που καθόταν εκεί κοντά μαζί με τη Βιολέτα και τον Σκέλεθρο. Τη Λάρνια τα Πνεύματα των Δρόμων δεν την είχαν αφήσει να μείνει ανάμεσά τους, αλλά εκείνη είχε έρθει πιο πριν και είχε μιλήσει για λίγο με τον Θόρινταλ. Δε φαινόταν και πολύ στεναχωρημένη για την εξαφάνιση της Μιράντας (ο Θόρινταλ νόμιζε ότι ίσως και να ευχόταν η Μιράντα να μην επέστρεφε ποτέ) αλλά φοβόταν έκδηλα για την Εύνοια. Φοβόταν, επίσης, ότι η εξαφάνιση της Εύνοιας, αν αποδεικνυόταν μόνιμη, θα σήμαινε και το τέλος των Νομάδων.
Και ο Θόρινταλ το ίδιο φοβόταν, μα δεν της το είχε πει. Είχε αποκριθεί μόνο: «Θα τη βρούμε, Λάρνια. Ή εκείνη θα βρει εμάς. Θέμα χρόνου είναι.» Κι ευχόταν να έλεγε αλήθεια.
«Τι να τους απαντήσουμε, Φριτς;» επέμεινε τώρα ο Βόσριλαμ ο Σάρντλιος. «Ότι η Εύνοια θα μας συναντήσει ώς το βράδυ;»
«Ναι,» ένευσε ο Κοντός, μουντά, «πείτε τους ότι θα μας συναντήσει ώς το βράδυ.» Κι έριξε ένα βλέμμα στον Θόρινταλ το οποίο έμοιαζε να θέλει να πει: Φρόντισε να την έχεις βρει ώς το βράδυ.
Τι νομίζουν ότι είμαι, μα τον Κρόνο; αναρωτήθηκε ο σαμάνος. Όμως δεν μίλησε στον αρχηγό των Πνευμάτων των Δρόμων. Άρχισε να μαζεύει τη σκηνή του, σιωπηλά, όπως έκαναν κι οι άλλοι γύρω του.
Οι Νομάδες διέλυσαν τον πρόχειρο καταυλισμό τους και βάδισαν προς τη μεριά από την οποία είχαν έρθει, υπό την καθοδήγηση του Κοντού Φριτς, επειδή προς τα εκεί ο αρχηγός των Πνευμάτων είχε δει μια ράμπα που έβγαζε στους επίγειους δρόμους.
Δεν άργησαν να φτάσουν μπροστά της και ν’αρχίσουν ν’ανεβαίνουν, προκαλώντας ένα μικρό κυκλοφοριακό πρόβλημα στα οχήματα που ήθελαν να κατεβούν. Δεν ήταν όπως όταν τους οδηγούσε η Εύνοια...
Οι οδηγοί των οχημάτων έδειχναν θυμωμένοι με τους Νομάδες των Δρόμων. Τους φώναζαν από τα παράθυρα, τους έβριζαν, τους απειλούσαν, τους έλεγαν ότι η Φρουρά έπρεπε να έρθει να τους μαζέψει από δω – τι έκανε τέτοιο πλήθος μες στη μέση του δρόμου;
Τελικά, οι Νομάδες έφτασαν στην επιφάνεια του εδάφους. Ο ήλιος δεν είχε δύσει ακόμα, αλλά έγερνε πίσω από τα ψηλά οικοδομήματα και τις γέφυρες της Αζρόντω.
«Πες μας τώρα, σαμάνε: πού πάμε;» ρώτησε ο Φριτς.
Υπέροχα... σκέφτηκε ο Θόρινταλ. Όλα τα περιμένουν από εμένα. «Σταματήστε σ’έναν δρόμο κοντά σε κάποιο ψηλό οικοδόμημα όπου μπορώ ν’ανεβώ. Όσο πιο ψηλό τόσο το καλύτερο.»
Ύστερα από ταξίδι ίσως πέντε χιλιομέτρων, έφτασαν κοντά σε ένα οικοδόμημα που ήταν όντως πολύ ψηλό και φαινόταν να ανήκει σε διαφημιστή εταιρεία. Στο πλάι είχε μια σιδερένια σκάλα που κατέληγε, σπαστά, στην ταράτσα. Οι Νομάδες σταμάτησαν και ο Θόρινταλ ανέβηκε τη σκάλα μαζί με τη Λάρνια και τον Εύθυμο που επέμεναν να τον συνοδέψουν, λέγοντας ότι ίσως να ήταν επικίνδυνο να πάει επάνω τελείως μόνος.
Στην οροφή του οικοδομήματος, τελικά, δεν φάνηκε να υπάρχει τίποτα πέρα από γάτες. Ούτε καν γύπες του Κρόνου δεν φώλιαζαν εδώ, όπως σε μερικά άλλα ψηλά χτίρια, οι οποίοι μπορούσαν να επιτεθούν ακόμα και σε ανθρώπους. Το μέρος ήταν γεμάτο καλώδια και κεραίες, και στη μπροστινή του μεριά ορθωνόταν μια πινακίδα με το λογότυπο και το όνομα της εταιρείας.
Ο Θόρινταλ κάθισε οκλαδόν κι άρχισε να χτυπά το κομπολόι του, ενώ ο Εύθυμος και η Λάρνια έστεκαν φρουροί. Το μυαλό του, ύστερα από λίγο, χάθηκε μέσα στο τηλεπικοινωνιακό πλέγμα που απλωνόταν γύρω του. Κι ετούτη τη φορά δεν αναζήτησε πρώτα τη Μιράντα· αναζήτησε την Εύνοια, γιατί ήξερε ότι πολλά βασίζονταν σ’αυτήν τώρα.
Σαν αράχνη ο νους του έψαχνε – με μεγάλη προσοχή, καθώς ήταν δύσκολο να εντοπίσεις ένα μεμονωμένο άτομο. Αλλά δεν άργησε να τη βρει. Όπως και η Μιράντα τις προάλλες, η Εύνοια δεν ήταν μακριά.
Ο Θόρινταλ νόμιζε, μάλιστα, ότι τους πλησίαζε! Ερχόταν από τα ανατολικά.
Ήθελε να ψάξει και για τη Μιράντα, αλλά δεν μπορούσε να το κάνει αμέσως. Έπρεπε ν’αλλάξει τον τρόπο σκέψης και αναζήτησης που ακολουθούσε. Έτσι, για την ώρα, απλώς άνοιξε τα μάτια του.
«Τη βρήκα,» είπε. «Η Εύνοια έρχεται προς το μέρος μας. Από τα ανατολικά.»
Ο Εύθυμος χαμογέλασε. «Το ήξερα! Το ήξερα ότι ποτέ δεν θα μας εγκατέλειπε, Θόρινταλ!»
Η Λάρνια χαμογελούσε επίσης. «Πάμε κάτω να το πούμε στους άλλους!»
«Περιμένετε να ψάξω και για τη Μιράντα,» πρότεινε ο Θόρινταλ. Αλλά εκείνοι επέμεναν να πάνε πρώτα κάτω να το πούνε στους άλλους.
«Πηγαίνετε εσείς και θα έρθω μετά–»
«Δε σ’αφήνουμε μόνο σου εδώ πάνω,» του είπε η Λάρνια, και ο Εύθυμος ένευσε, λέγοντας: «Μπορεί ν’ανεβεί κανένας φύλακας. Μπορεί οτιδήποτε να συμβεί. Ακόμα κι ένας γύπας του Κρόνου μπορεί να σου επιτεθεί όσο είσαι σ’αυτή τη μαγική κατάσταση με τα μάτια κλειστά.»
Τελικά, ο Θόρινταλ συμφώνησε να τους ακολουθήσει αφού του υποσχέθηκαν πως θα επέστρεφαν αμέσως μετά για να ψάξει και για τη Μιράντα. Ίσως να είναι μαζί με την Εύνοια, σκεφτόταν καθώς κατέβαιναν τη σιδερένια, σπαστή σκάλα. Μπορεί να πήγαν κι οι δύο στο ίδιο μέρος. Αλλά, δυστυχώς, όταν χρησιμοποιούσε τη μαγεία του για να ανιχνεύσει ένα πράγμα, μπορούσε να ανιχνεύσει αυτό το ένα πράγμα και μόνο.
«Φριτς!» φώναξε ο Εύθυμος, όταν κατέβηκαν και πλησίαζαν τους σταματημένους Νομάδες. «Φριτς!»
Ο αρχηγός των Πνευμάτων των Δρόμων τούς περίμενε στην άκρη του πλήθους, μαζί με μερικούς άλλους της συμμορίας του, ανάμεσα στους οποίους και η Σορέτα.
«Ο Θόρινταλ τη βρήκε, Φριτς!» είπε ο Εύθυμος καθώς έφταναν κοντά στον Κοντό. «Έρχεται προς το μέρος μας!»
«Και δεν είναι μακριά,» πρόσθεσε ο σαμάνος. «Δυο, τρία χιλιόμετρα το πολύ.»
«Είναι καλά;» ρώτησε ο Φριτς.
«Αυτό δεν μπορώ να το ξέρω. Αλλά, για να έρχεται, πρέπει να είναι καλά.»
Τα νέα αμέσως μεταφέρθηκαν από τον έναν Νομάδα στον άλλο, και κραυγές και φωνές χαράς άρχισαν ν’ακούγονται από το πλήθος. Ο μουσικορυθμιστής έβαλε το ηχοσύστημα πάνω στο ψηλό τετράκυκλο όχημα να παίξει Διαλαλούν οι Φωνές της Πόλης – Ακάθιστοι Κράχτες.
Τότε ήταν που η Φρουρά της Β’ Κατωρίγιας, μες στο απόγευμα, περικύκλωσε τους Νομάδες των Δρόμων με οπλισμένους ανθρώπους της και θωρακισμένα οχήματα. Κάννες πυροβόλων όπλων τούς σημάδευαν ξαφνικά.
*
Η Εύνοια προσπαθούσε για ώρα να βρει εκείνο τον υπόγειο δρόμο στον οποίο είχε εξαφανιστεί μέσα από το πλήθος των Νομάδων, και τελικά διαπίστωσε ότι ο δρόμος αυτός δεν ήταν καθόλου κοντά στο μέρος όπου την είχε αφήσει το επιβατηγό όχημα. Χρειάστηκε να βαδίσει αρκετά, κι αισθάνθηκε τα πόδια της να πονάνε μέσα στα μποτάκια της. Παράξενο για εκείνη που βάδιζε τόσους δρόμους. Το άγχος της για τους Νομάδες έφταιγε, αναμφίβολα, ο φόβος της ότι κάτι κακό μπορεί να τους συνέβαινε όσο ήταν μακριά τους· είχε γίνει αδέξια στο περπάτημα, σχεδόν σαν εν μέρει να κούτσαινε.
Όταν βρήκε τον υπόγειο δρόμο, το πρόβλημά της δεν λύθηκε αμέσως, αλλά από εδώ μπορούσε, χωρίς δυσκολία, ν’ακολουθήσει τα ίχνη που είχαν αφήσει πίσω τους οι Νομάδες. Τα πολεοσημάδια ήταν εμφανή για τα έμπειρα μάτια της Εύνοιας. Πήγαινε από το ένα στο άλλο σαν να ήταν αχνάρια αποτυπωμένα στις λάσπες ενός δρόμου. Αλλά αυτά τα αχνάρια δεν ήταν μόνο κάτω· ήταν παντού γύρω της. Μια σκιά των υπογείων που έπεφτε μ’έναν συγκεκριμένο τρόπο· μια φωνή από έναν περαστικό· το βούισμα της μηχανής ενός δίκυκλου καθώς έτρεχε· το νευρικό αναβόσβησμα μιας παλιάς ενεργειακής λάμπας· το γέλιο μιας ομάδας παιδιών αναμιγμένο με το γάβγισμα ενός σκύλου...
Η Εύνοια κατάλαβε πού είχαν κατασκηνώσει οι Νομάδες για μερικές ώρες – σε μια υπόγεια πλατεία – διάβασε στη γλώσσα της Πόλης την ταραχή τους, την ανησυχία τους για εκείνη, τον φόβο τους. Μετά, τα σημάδια την οδήγησαν προς τα πίσω, προς τα εκεί απ’όπου είχε έρθει. Βρέθηκε σε μια ράμπα, ένα χιλιόμετρο περίπου πριν από την πλατεία. Οι Νομάδες είχαν ανεβεί από εδώ, έχοντας στο μυαλό τους να τη βρουν. Για κάποιο λόγο πρέπει να νόμιζαν ότι μπορούσαν ευκολότερα να την εντοπίσουν στους επίγειους δρόμους... Τι λόγος μπορεί να ήταν αυτός;
Ο Θόρινταλ; αναρωτήθηκε η Εύνοια. Φυσικά. Τι άλλο; Ο Θόρινταλ θα μας ψάχνει και τις δύο.
Η Εύνοια ανέβηκε τη ράμπα, βαδίζοντας πάνω στον πεζόδρομό της ενώ από δίπλα περνούσαν οχήματα. Έφτασε στους επίγειους δρόμους της Αζρόντω. Ήταν απόγευμα, οι σκιές πλήθαιναν. Τα πολεοσημάδια τής έδειχναν προς τα πού είχαν κατευθυνθεί οι Νομάδες αλλά, συγχρόνως, της μιλούσαν για κίνδυνο.
Οι Νομάδες κινδύνευαν!
Η Εύνοια βάδισε γρήγορα, και η διαίσθησή της άρχισε επίσης να την προειδοποιεί. Δεν κινδύνευαν μόνο οι Νομάδες: κινδύνευε κι η ίδια αν τους πλησίαζε. Το ήξερε. Το καταλάβαινε. Κάπως.
Αλλά δεν μπορώ να μείνω μακριά τους! Δεν μπορώ να τους εγκαταλείψω!
Γιατί η Πόλη τής έπαιζε τέτοιο κακό παιχνίδι;
Η Εύνοια συνέχισε να βαδίζει εσπευσμένα προς τα εκεί όπου τα πολεοσημάδια έδειχναν πως βρίσκονταν οι Νομάδες. Και σύντομα τα σημάδια της Πόλης τής έδειχναν και κάτι ακόμα:
φύλακες-περιοχής
σύλληψη/αιχμαλωσία
*
Η Μιράντα σκεφτόταν ότι ίσως θα έπρεπε πλέον να τα παρατήσει. Δεν έβρισκε την αρχή του Δρόμου της Μεταφοράς, και η νύχτα πλησίαζε στο Λιμάνι της Οργής. Τα πολεοσημάδια γύρω της γίνονταν ολοένα και πιο απειλητικά: Δεν την προειδοποιούσαν για άμεσο κίνδυνο αλλά για γενικούς κινδύνους που υπήρχαν σε τούτες τις γειτονιές έτσι όπως είχαν καταντήσει μετά την εξέγερση του Αλυσοδεμένου Ποιητή.
Ίσως θα ήταν καλύτερα να ψάξω για κάποιο πλοίο που μπορεί να περάσει στην αντικρινή όχθη του Ριγοπόταμου χωρίς να το σταματήσουν οι Αρχές της Β’ Κατωρίγιας, συλλογίστηκε η Μιράντα, κι άγγιξε τα δυο ζάρια στην τσέπη της. Πολλές φορές αυτά τα ζάρια την είχαν καθοδηγήσει. Γιατί όχι και τώρα;
Αλλά, προτού αλλάξει κατεύθυνση, διέκρινε επιτέλους την αρχή του Δρόμου! Αυτή ήταν, σίγουρα· δεν μπορεί να ήταν άλλη. Ξεκινούσε από μια τέτοια σκιά και στη Χτυπημένη.
Η Μιράντα άρχισε ν’ακολουθεί τα αλλεπάλληλα σημάδια της Πόλης και βεβαιώθηκε ότι βρισκόταν επάνω στον Δρόμο της Μεταφοράς. Βάδισε όσο πιο γρήγορα μπορούσε· έτρεξε· χρησιμοποίησε δωματοβασία. Θα έφτανε στο τέλος του ταχύτερα απ’ό,τι είχε φτάσει το πλήθος των Νομάδων.
*
Η Εύνοια απέφυγε την παρατήρηση της Φρουράς και των κατασκόπων χρησιμοποιώντας τα πολεοσημάδια, και κρυμμένη πίσω από μια γωνία είδε φρουρούς και θωρακισμένα οχήματα να έχουν περικυκλώσει τους Νομάδες των Δρόμων. Και πολλοί, μάλιστα, τους σημάδευαν με πυροβόλα όπλα!
Τι παραφροσύνη είν’ αυτή; σκέφτηκε, οργισμένη, σφίγγοντας τις γροθιές της. Γιατί συμβαίνει τέτοιο πράγμα; Τι έκαναν οι Νομάδες μου; Δε μπορεί να είχαν κάνει τίποτα παράνομο. Όχι εν γνώσει τους, τουλάχιστον. Αποκλείεται να είχαν κλέψει, να είχαν χτυπήσει ανθρώπους, ή να είχαν προκαλέσει καταστροφές· η Εύνοια τούς είχε τονίσει επανειλημμένα να μη δρουν ποτέ έτσι. Ποτέ. Η πορεία των Νομάδων των Δρόμων ήταν μια ειρηνική πορεία μέσα στην ατελείωτη Πόλη. Οι Νομάδες ήταν παιδιά της Πόλης, όχι συμμορία ληστών ή βανδάλων.
Η Εύνοια είδε έναν αρχηγό της Φρουράς να μιλά με τον Κοντό Φριτς, και τα πολεοσημάδια, αλλά και η απλή παρατήρηση, της έλεγαν ότι ο Κοντός ήταν πολύ θυμωμένος. Η όψη του είχε αγριέψει μες στις σκιές του απογεύματος. Κουνούσε απειλητικά τη γροθιά του.
Παραδίπλα στέκονταν ο Θόρινταλ, η Λάρνια, ο Εύθυμος, και κάμποσα Πνεύματα των Δρόμων. Η Βιολέτα και ο Σκέλεθρος δεν ήταν μακριά: και ο Ανδρόνικος γάβγισε ανήσυχα πλάι στον αφέντη του. Όλοι οι άλλοι Νομάδες βρίσκονταν, φανερά, σε αναστάτωση.
Η Εύνοια διέκρινε στα πολεοσημάδια μια ελπίδα, όμως. Είχαν μια ελπίδα. Τι...; Φυσικά! Το κατάλαβε ξανά. Ο Θόρινταλ. Ο Θόρινταλ πρέπει να με είχε μόλις εντοπίσει με τη μαγεία του. Πρέπει να τους είχε πει ότι είμαι κοντά, ότι έρχομαι.
Και τώρα περιμένουν να παρουσιαστώ και να τους σώσω απ’ό,τι κι αν συμβαίνει εδώ.
Αλλά η διαίσθησή της την προειδοποιούσε πως, αν πλησίαζε, διέτρεχε τεράστιο κίνδυνο. Δε θα κατόρθωνε να σώσει τους Νομάδες, απλά θα μοιραζόταν την ατυχία τους.
Γιατί η Πόλη δεν μας βοηθά; Γιατί μας το έκανε αυτό;
Τι ανόητη που είμαι! Εγώ φταίω. Αν δεν είχα φύγει από κοντά τους...!
Η Εύνοια αισθανόταν κοκαλωμένη, παγωμένη, στη θέση της, μη μπορώντας να κουνηθεί, μη μπορώντας ν’αποφασίσει. Η καρδιά της της έλεγε να τρέξει κοντά στους Νομάδες – να κάνει ό,τι μπορούσε, ό,τι περνούσε από το χέρι της, για να τους βοηθήσει. Το μυαλό της, όμως, την προειδοποιούσε να μείνει κρυμμένη. Κάτι πολύ άσχημο συνέβαινε εδώ. Κάτι τερατώδες.
Δε μπορεί να σκοπεύουν να τους σκοτώσουν! Δε μπορεί!
Η Εύνοια, κρυμμένη, παρατηρούσε. Νιώθοντας ανήμπορη. Νιώθοντας ηττημένη.
Νιώθοντας ότι είχε προδώσει την εμπιστοσύνη που της είχαν δείξει.
Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της, μες στη σκιά της κουκούλας της κάπας της.
*
Η Μιράντα έφτασε στο τέλος του Δρόμου μέσα σ’ένα σοκάκι γεμάτο γάτες, σκιές, σκουπίδια, κι ένα μολυσματικό στοιχειακό πνεύμα. Το δεξί της πόδι κόλλησε στο πλακόστρωτο, μια ακούσια κραυγή βγήκε από τα χείλη της καθώς ένιωθε το ενεργειακό ρεύμα της Ρελκάμνια να τη διατρέχει πατόκορφα.
Και μετά, ο κόσμος έγινε ρευστός ολόγυρά της. Ένας παλλόμενος ενεργειακός χάρτης απλώθηκε παντού. Ένα πλέγμα ευμετάβλητο στις σκέψεις του μυαλού της.
Η Μιράντα το διαμόρφωσε έτσι ώστε ο εαυτός της να βρίσκεται στην Αζρόντω, στην αντίπερα όχθη του Ριγοπόταμου. Στα κεντροανατολικά της Αζρόντω. (Οι Νομάδες, αν είχαν συνεχίσει την πορεία τους, κάπου εκεί πρέπει πλέον να βρίσκονταν, σωστά;)
Ο ενεργειακός χάρτης τελειοποιήθηκε γύρω της–
–και τη ρούφηξε στο εσωτερικό του.
Ρευστές εικόνες, εντυπώσεις σαν από όνειρο...
...Η Μιράντα στεκόταν, τώρα, επάνω σε μια γέφυρα και κοίταζε από κάτω της δρόμους που δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι ήταν της Αζρόντω, στη Β’ Κατωρίγια Συνοικία.
Το μόνο που μένει είναι να βρούμε τους Νομάδες. Πράγμα που δεν μπορεί να αποδεικνυόταν δύσκολο, με τα σημάδια που άφηναν στην Πόλη.
Και έχουν και τον Θόρινταλ μαζί τους· ίσως εκείνος να βρει πρώτος εμένα. Η Μιράντα χαμογέλασε καθώς σκεφτόταν τον σαμάνο. Είχε αρχίσει να τον συμπαθεί.
Κατέβηκε από τη γέφυρα με σβέλτα βήματα και σύντομα έκανε πάλι δωματοβασία επάνω στις ταράτσες και στα μπαλκόνια και στις σκάλες της Ατέρμονης Πολιτείας. Κάποιες γάτες που την είδαν τη ζήλεψαν. Ένα στοιχειακό άρχισε να την παρακολουθεί σαν μπανιστιρτζής των δρόμων. Η Μιράντα το αγνόησε.
*
Η Φρουρά δεν φαινόταν να έχει να πει πολλά στους Νομάδες των Δρόμων. Παρά τις διαμαρτυρίες του Κοντού Φριτς, τους απομάκρυνε από τον δρόμο όπου βρίσκονταν, έχοντάς τους διαρκώς περικυκλωμένους, διαρκώς υπό την απειλή πυροβόλων όπλων.
Τι έκαναν, μα τον Κρόνο; αναρωτήθηκε η Εύνοια καθώς τους ακολουθούσε, αθέατη από τους κατασκόπους των Αρχών, καθοδηγούμενη από τα πολεοσημάδια που την έκρυβαν από τα βλέμματά τους. Πείραξαν κανέναν ενώ προσπαθούσαν να με βρουν; Ποιον; Ερχόμενη προς τα εδώ, δεν είχε διαβάσει τίποτα τέτοιο στη γλώσσα της Πόλης. Η πορεία των Νομάδων τής έμοιαζε ειρηνική, αν και αδέξια για τα μάτια μιας Θυγατέρας.
Η Εύνοια είδε τους φρουρούς να βάζουν τους Νομάδες σε μεγάλα επιβατηγά οχήματα της Φρουράς, ενώ τους έπαιρναν τα δικά τους οχήματα. Τους έδιωχναν από το ερπυστριοφόρο με τα δύο πατώματα, από το ψηλό τετράκυκλο με τα ηχεία, και από τα άλλα τροχοφόρα. Φρουροί επιβιβάζονταν σ’αυτά, αρχίζοντας να τα οδηγούν.
Πού τους πάνε; Τα πολεοσημάδια μιλούσαν μόνο για αιχμαλωσία.
Η Εύνοια χρειαζόταν ένα όχημα. Τώρα.
Και η Πόλη τής το έδωσε. Βρήκε ένα σταθμευμένο δίκυκλο πλάι σε μια κλειστή αποθήκη. Καβάλησε τη σέλα του και χρησιμοποίησε ένα από τα λίγα απλά ξόρκια που γνώριζε: Ξόρκι Μηχανικής Εκκινήσεως. Παρακάμπτοντας την κλειδαριά, έβαλε τη μηχανή του δίκυκλου σε λειτουργία με το μυαλό της, και ξεκίνησε ν’ακολουθεί τα οχήματα της Φρουράς.
Αλλά αποδείχτηκε απρόσεχτη, μέσα στη βιασύνη της. Δεν παρατήρησε κάποιο σημάδι πιθανώς.
Οι κατάσκοποι την είδαν. Η διαίσθησή της την προειδοποίησε για κίνδυνο· η Εύνοια στράφηκε κι αντίκρισε δυο άντρες να έρχονται προς το μέρος της, με δίκυκλα. Αυτοί ήταν! Το κατάλαβαν ότι παρακολουθώ τα οχήματα της Φρουράς.
Δίχως δεύτερη σκέψη, έστριψε. Δεν μπορούσε να τους έχει στο κατόπι της. Έπρεπε να τους κάνει να τη χάσουν. Έτρεξε μέσα στους δρόμους της Αζρόντω, παρατηρώντας τώρα με μεγάλη προσοχή τα σημάδια της Πόλης και ακούγοντας τη διαίσθησή της.
Κατάφερε να τους ξεφύγει, τελικά, αλλά όχι προτού απομακρυνθεί πολύ από τα οχήματα της Φρουράς που είχαν μέσα τους τους Νομάδες.
Πρέπει να τα ξαναβρώ!
Αυτό δεν ήταν τόσο εύκολο όσο νόμιζε. Η Φρουρά δεν άφηνε πίσω της τα ευδιάκριτα πολεοσημάδια που άφηναν οι Νομάδες: δεν ήταν κάτι το αξιοσημείωτο στα μάτια της Πόλης, δεν ήταν κάτι το διαφορετικό που ξεχωρίζει έντονα. Ήταν άλλο ένα στοιχείο της περιοχής, μια απόχρωση του γκρίζου επάνω σε γκρίζο φόντο, όχι ένα φως μες στο σκοτάδι.
Η Εύνοια, ύστερα από λίγο, έπρεπε να παραδεχτεί ότι τους είχε χάσει. Αλλά νόμιζε πως είχαν, αρχικά, πάρει νότια κατεύθυνση. Μπορεί να πήγαιναν στο Έλασμα;
Σταμάτησε σε μια γωνία ενός σταυροδρομιού που δυο μεγάλες γέφυρες περνούσαν από πάνω του. Το σκοτάδι είχε πυκνώσει πια. Φώτα ήταν αναμμένα. Το σταυροδρόμι είχε κάμποση κίνηση. Μπαρ ήταν ανοιχτά, και εστιατόρια, και τρεις κινηματογράφοι. Ένα τρένο μούγκριζε περνώντας πίσω από κάποια οικοδομήματα, κρυμμένο από τα μάτια της Εύνοιας.
Είδε, όμως, κάτι άλλο που αμέσως της τράβηξε την προσοχή:
Μια γυναίκα να πηδά από ένα μπαλκόνι, όχι πολύ μακριά της.
Και δεν μπορεί να ήταν άλλη από τη Μιράντα.
Η Εύνοια ύψωσε το χέρι, γνέφοντάς της.
Η Μιράντα την πλησίασε τρέχοντας. «Εύνοια!» είπε. «Καλά το κατάλαβα ότι ήσουν εσύ. Αλλά... τι κάνεις εδώ, Αδελφή μου; Μεταφέρθηκες κι εσύ μακριά από τους Νομάδες όταν ακολουθήσαμε τον Δρ–;»
«Τους καταδίκασα, Μιράντα!» Τα μάτια της γυάλιζαν, δακρυσμένα, μέσα από την κουκούλα της κάπας της. «Τους καταδίκασα! Και η Πόλη δεν με βοήθησε! Τους έχω χάσει, Μιράντα... τους έχω χάσει. Είναι αιχμάλωτοι της Φρουράς, και δεν ξέρω γιατί. Δεν ξέρω ποιος φταίει, δεν μπορώ να καταλάβω. Η Πόλη δεν με βοηθά, Μιράντα!»
«Ηρέμησε τώρα,» της είπε η Μιράντα, πιάνοντας σταθερά τους ώμους της. «Ηρέμησε και πάμε να καθίσουμε κάπου να μου τα διηγηθείς όλα.» Τα πολεοσημάδια που έβλεπε γύρω από την Εύνοια ήταν σαν μια τρελή θύελλα, όλο απόγνωση, τρόμο, ενοχές. Ένα στοιχειακό πνεύμα ατένιζε την Εύνοια πεινασμένα, περιμένοντας να τραφεί από την ψυχή της που αιμορραγούσε.
Η Μιράντα το αγριοκοίταξε και το διέκρινε – μέσα από τα σημάδια της Πόλης – να φεύγει σαν τρομαγμένος αγριόγατος.
Ενώ τα πράγματα φαίνονται προς στιγμή ήσυχα στην Α’ Ανωρίγια Συνοικία, ο Ζιλμόρος πλησιάζει τη Τζέσικα για να βάλει σε εφαρμογή ένα σχέδιο που ξέρει ότι η Καρζένθα-Σολ δεν θα ενέκρινε· και η Στρατάρχης καταλήγει να εμπλακεί χωρίς τη θέλησή της, πράγμα που δεν της αρέσει καθόλου.
Η Καρζένθα-Σολ είχε προστάξει πλοία, υποβρύχια, και αεροσκάφη να περιπολούν τα νερά του Ριγοπόταμου, παρατηρώντας μήπως έρθουν ενισχύσεις προς βοήθεια του Στρατάρχη Τάραλντεκ Νορβάνι από τη Β’ Κατωρίγια Συνοικία. Αλλά, καθώς η ημέρα περνούσε και έφτανε το απόγευμα, κανένας από τους ανιχνευτές της δεν της ανέφερε ότι πολεμικά σκάφη πλησίαζαν από τη συνοικία στην αντίπερα όχθη του μεγάλου ποταμού. Ούτε η Καρζένθα έμαθε για καμια κίνηση του Στρατάρχη από το Μεγάλο Λιμάνι της Α’ Ανωρίγιας. Οι μαχητές του βρίσκονταν στα σύνορα μα δεν μετακινούνταν. Και η Καρζένθα είχε διατάξει τους δικούς της μαχητές να μην αφήνουν κανέναν να πηγαίνει προς το Μεγάλο Λιμάνι ή να έρχεται από αυτό, για να διακόψει οποιεσδήποτε επαφές του Στρατάρχη με συμμάχους του σε άλλες περιφέρειες της Α’ Ανωρίγιας ή με πολιτικούς του Οίκου των Ορν’βενκόθ. Αν και, βέβαια, γνώριζε πως ήταν αδύνατον να του διακόψει τελείως την επικοινωνία, η οποία δεν ήταν ανάγκη να γίνει από κοντά· μπορούσε, το ίδιο αποτελεσματικά, να γίνει και εξ αποστάσεως, με τηλεπικοινωνιακά μέσα.
Τον Βάρνελ-Αλντ η Καρζένθα τον είχε χάσει επί του παρόντος. Ύστερα από το διάγγελμα που είχε βγάλει μες στο μεσημέρι, είχε όλο συναντήσεις και συνομιλίες με διάφορα μέλη του Οίκου του, με πολιτικούς της Α’ Ανωρίγιας, και άλλους σημαντικούς ανθρώπους. Ήταν πολύ απασχολημένος για να μιλά τώρα με τη Στρατάρχη της Β’ Ανωρίγιας που τον είχε βοηθήσει να πάρει την εξουσία...
Η Καρζένθα επικοινώνησε με τον Κάδμο για να του αναφέρει όλα όσα είχαν συμβεί ώς τώρα, για να του εξηγήσει ακριβώς πώς είχε η κατάσταση, και για να του πει ότι ήταν καλά, ότι τον αγαπούσε, και ότι της έλειπε – πράγμα που δεν ήταν ψέμα. Θα ήθελε να τον είχε κοντά της.
Στα στρατεύματά της είχε ήδη δώσει διαταγές να μείνουν στις θέσεις τους και να περιμένουν, αφού είχε ακολουθήσει τη συμβουλή του Βάρνελ-Αλντ και μεταφέρει στη Στροφή και στη Χαμηλή τους μαχητές της που μέχρι πρότινος βρίσκονταν στον Καινοπρεπή και στη Σύγχρονη. Δεν σκόπευε να επιτεθεί σήμερα στο Μεγάλο Λιμάνι. Τώρα ήταν ώρα για ανασυγκρότηση και παρατήρηση, πίστευε.
Αλλά ο Ζιλμόρος, ο αρχηγός της συμμορίας των Σκοταδιστών, διαφωνούσε. Έβλεπε την τακτική της και δεν του άρεσε. Τη θεωρούσε επικίνδυνη και ανόητη. Δεν της το είπε, βέβαια, γιατί ήξερε εκ των προτέρων ότι η Καρζένθα δεν θα συμφωνούσε μαζί του να επιτεθούν τώρα στο Μεγάλο Λιμάνι από τις αρχαίες σήραγγες που γνώριζε ο Βάρνελ-Αλντ.
Ευτυχώς, όμως, δεν τις γνωρίζει μόνο αυτός ο φαντασμένος αριστοκράτης, σκεφτόταν ο Ζιλμόρος καθώς αναζητούσε μέσα στους υπόγειους δρόμους της Αστροβόλου τη Θυγατέρα της Πόλης με τον αστρόφθαλμο μακρυγένη. Καβαλούσε ένα δίκυκλο και πήγαινε προς τα εκεί όπου θυμόταν πως την είχε δει τελευταία φορά, σε κάτι μέρη όπου δεν σύχναζε πολύς κόσμος ακόμα και πριν από την εισβολή των δυνάμεων της Β’ Ανωρίγιας.
Οι μεταλλικοί τροχοί του οχήματός του αντηχούσαν δυνατά πάνω στο πλακόστρωτο των άδειων, κακοφωτισμένων σηράγγων. Τα γυαλιά του – τα οποία είχε επισκευάσει η Μορτένκα’μορ, όταν της το είχε ζητήσει – του επέτρεπαν να βλέπει άνετα μέσα στα σκοτάδια και τις πυκνές σκιές όποτε πατούσε ένα μικρό κουμπί στο πλάι τους. Τα πάντα πρασίνιζαν για τα μάτια του αλλά η έλλειψη φωτός δεν μπορούσε να κρύψει τίποτα. Συγχρόνως, στην επάνω δεξιά γωνία του πεδίου όρασής του φαινόταν ένας δείκτης με την ενέργεια που απέμενε στο εσωτερικό κύκλωμα. Όταν τελείωνε, έπρεπε να φορτίσει τα γυαλιά φέρνοντάς τα σε επαφή με κάποια ενεργειακή φιάλη ή δυνατή μπαταρία· αλλά παρεμβάλλοντας έναν ειδικό φορτιστή, όχι άμεσα, γιατί θα καταστρέφονταν. Ήταν πολύ καλοφτιαγμένο αυτό το ζευγάρι γυαλιά, και είχε κι άλλες ιδιότητες. Ο Ζιλμόρος ακόμα θυμόταν με κάποια νοσταλγία τη μάγισσα από την οποία το είχε κλέψει πριν από χρόνια. Ήταν ερωμένη του για ένα χρονικό διάστημα, προτού τσακωθούν άγρια οι δυο τους – και όχι επειδή της είχε κλέψει τα γυαλιά.
Πού είναι αυτή η Τζέσικα; αναρωτήθηκε τώρα ο Ζιλμόρος. Τι βρίσκει σε τούτη την υπόγεια ερημιά; Μόνο σκιές κατοικούν εδώ. Σκιές και... Τι ήταν αυτό που ακουγόταν; Φτεροκοπήματα;
Ο Ζιλμόρος έστριψε μέσα στη σήραγγα απ’όπου ερχόταν ο ήχος, ανάβοντας τον προβολέα του δίκυκλού του για να διαλύσει τα σκοτάδια. Έφτασε, σύντομα, σ’ένα μέρος όπου το πέρασμα πλάταινε αξιοσημείωτα· μετατρεπόταν σε ολόκληρη αίθουσα μεγάλων διαστάσεων, που στους τοίχους της σκαρφάλωναν φυτά τα οποία φωσφόριζαν. Ένας ολόκληρος υπόγειος κήπος, με μια λίμνη στο κέντρο τροφοδοτούμενη από ρυάκια ερχόμενα από ανοίγματα στους τοίχους. Δεν ήταν, φυσικά, η πρώτη φορά που ο Ζιλμόρος έβλεπε υπόγειους κήπους, αλλά ποτέ ξανά δεν είχε δει κανέναν σαν αυτόν.
Εκτός των παράξενων φυτών που φωσφόριζαν, ήταν γεμάτος με πουλιά που φτεροκοπούσαν. Μικρά πουλιά με λεπτές φτερούγες και ράμφη που θύμιζαν βελόνες. Τόσο γκρίζα στο χρώμα που έμοιαζαν μαύρα.
Η Τζέσικα στεκόταν πλάι στη λίμνη και αυτά τα πτηνά πετούσαν γύρω της, ενώ τρία ήταν πιασμένα στο τεντωμένο χέρι της. Ο Αστρομάτης ήταν δίπλα στη λίμνη, πίνοντας νερό.
Τα πουλιά τρόμαξαν από τον ερχομό του δίκυκλου του Ζιλμόρου· έφυγαν φτερουγίζοντας, πηγαίνοντας να κρυφτούν στη βλάστηση.
Η Τζέσικα αγριοκοίταξε τον αρχηγό των Σκοταδιστών. «Τι θες εδώ; Το φως σου τα ενοχλεί! Σβήστο!»
«Και πώς θα βλέπουμε;»
«Τα φυτά, ανόητε!» Έδειξε γύρω της. «Φωσφορίζουν, δεν το πρόσεξες;»
«Το πρόσεξα, αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί σ’ενδιαφέρει τόσο γι’αυτά τα καταραμένα πουλιά.»
«Έχουν περισσότερο ενδιαφέρον από εσένα!» του είπε η Τζέσικα. «Σβήσε το φως σου!»
Ο Ζιλμόρος έσβησε τον προβολέα, και παρατήρησε ότι, όντως, τα αναρριχώμενα φυτά φωσφόριζαν αρκετά δυνατά ώστε να μπορείς να διακρίνεις μορφές όταν είχες συνηθίσει αυτό τον χαμηλό φωτισμό. Τα θυμήθηκε τώρα. Λέγονταν φωσφορίτες. Τα είχε ξανασυναντήσει σε υπόγεια, αν και στη Β’ Ανωρίγια ήταν πολύ σπάνια. Ίσως και εδώ.
Τα πουλιά, ωστόσο, δεν νόμιζε ότι τα είχε δει ποτέ άλλοτε. Ούτε ότι είχε ακούσει γι’αυτά. Ρώτησε τη Τζέσικα τι ήταν, καθώς τα έβλεπε τώρα να ξεμυτίζουν πάλι μέσα από τη βλάστηση – μικροσκοπικές σκιές – και μερικά να φτερουγίζουν κιόλας.
Η Τζέσικα έβγαλε απ’τα χείλη της μια φωνή που ο Ζιλμόρος δεν θα φανταζόταν ποτέ ότι μπορούσε να βγει από τα χείλη ανθρώπου. Δύο πουλιά ήρθαν και πιάστηκαν στον δεξή της πήχη. «Το όνομά τους είναι υπόγειοι βελονομύτες. Δεν τους αρέσει το δυνατό φως. Ζουν, κυρίως, σε μέρη με φωσφορίτες – τα φυτά γύρω μας – ή άλλα παρόμοια υπόγεια φυτά.» Η Τζέσικα έβγαλε ακόμα μια παράξενη φωνή απ’το στόμα της και αρκετοί βελονομύτες φάνηκε να της απαντούν με ενθουσιώδη τιτιβίσματα. Η Τζέσικα γέλασε.
Ο Ζιλμόρος τής είπε: «Έχω ένα σχέδιο. Αλλά χρειάζομαι τη βοήθειά σου.»
Τα μάτια της γυάλισαν παιχνιδιάρικα μες στο λιγοστό φως. «Τι σχέδιο;»
«Επίθεση στα απομεινάρια των εχθρών μας.»
Η Τζέσικα γέλασε. Θα είχε πλάκα! ήταν σίγουρη.
*
Ο Ζιλμόρος συγκέντρωσε τους Σκοταδιστές του και τις άλλες συμμορίες του σκοτεινού του στρατού. Όλους τους ανθρώπους που θεωρούσε πιστούς σ’αυτόν. Τους είπε πως είχε έρθει η ώρα γι’ακόμα μια λεηλασία και τους ζήτησε να τον ακολουθήσουν. Θα τους οδηγούσε στην καρδιά του εχθρού τους μέσα από τις αρχαίες σήραγγες που γνώριζε ο Βάρνελ-Αλντ. Θα έπιαναν τον Στρατάρχη Τάραλντεκ Νορβάνι απροετοίμαστο, θα τον τσάκιζαν, και όλο το Μεγάλο Λιμάνι θα γινόταν δικό τους, προτού η Καρζένθα-Σολ φτάσει εκεί.
Ο Ζιλμόρος μιλούσε στους αρχηγούς και τους υπαρχηγούς των συμμοριών καθώς τους είχε μαζέψει σε μια μεγάλη αίθουσα στη Χρυσόνομη, μέσα σ’ένα καμπαρέ που είχαν πάρει υπό τον έλεγχό τους. Η Τζέσικα ήταν μαζί με τον Ζιλμόρο και στεκόταν αμίλητη, χαϊδεύοντας τον Αστρομάτη. Τα γκρίζα μάτια της, όμως, τους ατένιζαν όλους παρατηρητικά, και δεν άργησε να διακρίνει ένα πολεοσημάδι που υποδήλωνε κατασκοπία.
Κοίταξε προς μια πόρτα της αίθουσας η οποία είχε αφεθεί ανοιχτή, και είδε μια σκιά εκεί, να παρακολουθεί, να κρυφακούει. Κάποιος που δεν ήταν και τόσο πιστός στον Ζιλμόρο. Κάποιος που δεν ήταν μέλος των συμμοριών που θα επιτίθονταν απόψε στο Μεγάλο Λιμάνι.
Η Τζέσικα έβγαλε ένα κρώξιμο από τα χείλη της, τεντώνοντας απότομα το χέρι της μπροστά.
Ο Αστρομάτης εξαπολύθηκε σαν βέλος, φτεροκοπώντας μες στη μεγάλη αίθουσα, περνώντας πάνω απ’τα κεφάλια των αρχισυμμοριτών (που έσκυβαν ή έκαναν στο πλάι ξαφνιασμένοι), κατευθυνόμενος προς την ανοιχτή πόρτα και τον κατάσκοπο.
Ο τελευταίος στράφηκε, τρομαγμένος, προσπάθησε να φύγει, αλλά το πουλί ήταν ξαφνικά κοντά του, γρατσουνίζοντάς τον, ραμφίζοντάς τον, χτυπώντας τον με τις φτερούγες του.
«Τι γίνεται εκεί, Τζέσικα;» γρύλισε ο Ζιλμόρος.
«Κατάσκοπος,» είπε μόνο εκείνη.
Οι αρχισυμμορίτες άρπαξαν τη γυναίκα που κρυφάκουγε – γιατί γυναίκα ήταν, τελικά, όπως φάνηκε όταν την έφεραν στο φως – και την έριξαν στο πάτωμα της αίθουσας, για να πιτσιλίσει το χαλί με το αίμα από το πρόσωπο και το κεφάλι της. Τα ξανθά της μαλλιά είχαν κοκκινίσει. Τα μάτια της ήταν γεμάτα τρόμο.
«Ποια είν’ αυτή η σκρόφα;» μούγκρισε ένας από τους συμμορίτες.
Ο Ζιλμόρος έβγαλε τα μαύρα γυαλιά του, ατενίζοντάς την. «Νομίζω πως την ξέρω... Ναι, την ξέρω, σίγουρα–»
«Σε παρακαλώ, Ζιλμόρε!» είπε εκείνη, τρέμοντας. «Απλά περνούσα.»
Η Τζέσικα γέλασε, ενώ ο Αστρομάτης είχε επιστρέψει στο χέρι της, με τα νύχια και το ράμφος του ματωμένα.
«Ναι... περνούσες,» είπε ο Ζιλμόρος. «Είσαι μια απ’αυτές τις καριόλες του Σκυφτού Στίβεν!» φώναξε, πλησιάζοντάς την και κλοτσώντας την στα πλευρά.
Η γυναίκα διπλώθηκε, κλαίγοντας.
«Τι έκανες εδώ; Σε είχε βάλει να μας παρακολουθείς;»
«...απλά ήμουν... ήμουν στο μαγαζί... έτυχε να περνάω– Αααα!... Οοοο!...» Ο Ζιλμόρος την κλοτσούσε ξανά, στα πλευρά, στα χέρια που προσπαθούσαν να προστατέψουν το σώμα της, στους μηρούς, στη ράχη.
«Καριόλα! Μαλακισμένη! Θα σε στείλουμε πίσω χωρίς μάτια! Χωρίς αφτιά! Χωρίς γλώσσα!»
Η γυναίκα έκλαιγε και έλεγε πράγματα ακατανόητα.
Η Τζέσικα γελούσε.
«Τελείωνε, Ζιλμόρε,» είπε η Κλαρίσσα η Λεπιδοφόρος, η αρχηγός των Στριμωγμένων Αγριόγατων. «Έχουμε κι άλλες δουλειές απόψε, δεν έχουμε;»
«Τι προτείνεις εσύ να γίνει μαζί της;»
Η Κλαρίσσα τράβηξε ένα μακρύ στιλέτο απ’το μανίκι της μπλούζας της. «Ο Στίβεν θα τρέξει να το πει στη Στρατάρχη, κι εκείνη θα φουρκιστεί και θάχουμε φασαρίες. Άρα...»
Ο Ζιλμόρος ένευσε.
Η Κλαρίσσα άρπαξε την ξανθιά γυναίκα απ’τα μαλλιά, τραβώντας το κεφάλι της πίσω, και της έσκισε τον λαιμό.
«Καλύτερα, όμως, να μη χάνουμε χρόνο ούτως ή άλλως,» είπε ο Νικόδημος Ψηλοπόδης, ο αρχηγός των Άκλαυτων.
«Ποιος θα μας οδηγήσει στις αρχαίες σήραγγες τώρα;» ρώτησε ο Ζεράρ ο Κακός, ο αρχηγός των Μουντζούρηδων, μιας συμμορίας από την Έκθυμη. «Ο Βάρνελ-Αλντ δεν είναι εδώ. Θα έρθει μετά; Νόμιζα ότι όλο στις οθόνες θα τον βλέπουμε πια.»
«Η Τζέσικα θα μας οδηγήσει,» είπε ο Ζιλμόρος, δείχνοντάς την με το δάχτυλό του σαν να τους έδειχνε ποια ήθελε να καθαρίσουν. «Ξέρει τους υπόγειους δρόμους καλύτερα απ’τον ψηλομύτη αριστοκράτη.»
Οι συμμορίτες την κοίταξαν παραξενεμένοι, καχύποπτοι.
«Γιατί;» ρώτησε η Φωτεινή του Σκοταδιού, η αρχηγός των Ευνόητων, μιας συμμορίας της Α’ Ανωρίγιας Συνοικίας.
«Γιατί έτσι,» απάντησε η Τζέσικα. «Έχεις πρόβλημα;» Ο Αστρομάτης ατένιζε τη Φωτεινή μ’ένα γυαλιστερό μάτι, κι έβγαλε ένα διαπεραστικό κρώξιμο.
*
Ο στρατός του Ζιλμόρου κατέβηκε στους υπόγειους δρόμους της Χρυσόνομης μόλις είχε σκοτεινιάσει. Ήταν όλοι τους μέσα σε θωρακισμένα οχήματα και μεταγωγικά, και πρώτος πήγαινε ο ίδιος ο αρχηγός των Σκοταδιστών επάνω σ’έναν εξάτροχο με πτυσσόμενη οροφή από ισχυρά μέταλλα και ενεργειακό κανόνι φορτωμένο στην πίσω μεριά η οποία ήταν πιο ψηλή από τη μπροστινή.
Την ενεργειακή ροή του κανονιού τη ρύθμιζε η Μορτένκα’μορ, την οποία ο Ζιλμόρος είχε προστάξει να απαγάγουν από το μέρος όπου έμενε στην Αστροβόλο και να τη φέρουν εδώ για να έρθει μαζί τους. Η μάγισσα είχε διαμαρτυρηθεί, αρχικά. Αλλά, μετά, η Τζέσικα τής είχε πει: «Η Κορίνα δεν σου έχει ζητήσει να μας βοηθήσεις με κάθε τρόπο;»
Η Μορτένκα’μορ είχε ξεροκαταπιεί, νευρικά. «Ναι, αλλά...»
«Αυτό θα κάνεις τώρα. Θα μας βοηθήσεις. Η Κορίνα θα τσαντιζόταν πολύ αν μάθαινε ότι μας πρόδωσες.»
«Μα, μα δεν σας πρόδωσα! Δηλαδή, δεν θα ήταν προδοσία– Η Καρζένθα-Σολ–»
«Δε μας ενδιαφέρει τι κάνει η γαμημένη Καρζένθα-Σολ!» τη διέκοψε ο Ζιλμόρος. «Εδώ εγώ λέω τι γίνεται και τι όχι. Κατανοητό, μάγισσα;»
Η Μορτένκα δεν είχε άλλη επιλογή απ’το να τους ακολουθήσει.
Ο Ζιλμόρος στεκόταν όρθιος τώρα στη μπροστινή μεριά του εξάτροχου οχήματος που είχε την πτυσσόμενη οροφή του ανοιχτή. Πλάι του στεκόταν η Τζέσικα. Στο τιμόνι ήταν ο Κίρκος, ένας Σκοταδιστής. Στο ενεργειακό κανόνι ήταν ο Φαιός – Σκοταδιστής κι αυτός. Και οι υπόλοιποι μαχητές που γέμιζαν το όχημα ήταν επίσης Σκοταδιστές, φυσικά. Ο Ζιλμόρος ήθελε να περιστοιχίζεται από πιστά μέλη της συμμορίας του. Φανατικούς λάτρεις του Σκοτοδαίμονος, από τον πρώτο ώς τον τελευταίο.
Η Τζέσικα τούς καθοδήγησε σ’ένα άνοιγμα στο δεύτερο επίπεδο κάτω από τη γη. Ήταν, ουσιαστικά, μια χαραμάδα επάνω στον πέτρινο τοίχο, πίσω από μια περιοχή όλο πορνεία και καζίνα δευτέρας κατηγορίας. Ήταν μεγάλη χαραμάδα, αναμφίβολα – θα χωρούσε να περάσει ακόμα και κάποιος χοντρός – αλλά χαραμάδα παρ’όλ’ αυτά: δεν χωρούσε να περάσει όχημα πλατύτερο από δίκυκλο.
«Τι είναι τούτο;» μούγκρισε ο Ζιλμόρος, δείχνοντας. «Μου είπες ότι ξέρεις ένα άνοιγμα εδώ κάτω, Τζέσικα! Αυτό δεν είναι άνοιγμα για να περάσει στρατός, γαμώ τα παπάρια του Κρόνου!»
«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνη γελώντας (Πού έβλεπε το αστείο; απόρησε ο Ζιλμόρος), «αλλά μπορείς να το μεγαλώσεις, εύκολα. Μ’αυτό.» Έδειξε το ενεργειακό κανόνι πίσω τους, με τον αντίχειρά της. «Μια ριπή φτάνει, είμαι σίγουρη.»
Ο Ζιλμόρος πρόσταξε να πάρουν κάποια απόσταση από τον τοίχο· κι όταν αυτό είχε γίνει, είπε στον Φαιό: «Ρίξε στο άνοιγμα. Μία φορά. Θέλω να μεγαλώσει.»
«Έγινε, Ζιλμόρε.» Ο Φαιός σημάδεψε μέσα από το στόχαστρο του κανονιού, πάτησε τη σκανδάλη, και μια φωτεινή ακτίνα εκτοξεύτηκε από την κάννη.
Δυνατός γδούπος – έκρηξη – κομμάτια πέτρας στον αέρα – καπνός, θολούρα...
Ο Ζιλμόρος πάτησε το κουμπί που ενεργοποιούσε μια άλλη ιδιότητα στα γυαλιά του: αυτή για να βλέπει μέσα από καπνούς. «Μεγάλωσε,» παρατήρησε.
«Δε σ’το είπα;» είπε η Τζέσικα, γελώντας ξανά.
Το γέλιο της είχε καταντήσει εκνευριστικό, σκέφτηκε ο Ζιλμόρος. Και πρόσταξε τον Κίρκο: «Προχώρα με προσοχή, και με τα φώτα σου δυναμωμένα.»
Ο οδηγός πήγε το εξάτροχο όχημα προς το άνοιγμα, με τους προβολείς στο μέγιστο. Πέρασαν εύκολα μέσα από τα συντρίμμια και βρέθηκαν σ’έναν υπόγειο δρόμο σαν αυτούς όπου τους είχε οδηγήσει τις προάλλες ο Βάρνελ-Αλντ. Γύρω τους ήταν όλο εγκαταλειμμένα, αρχαία οικοδομήματα ασυνήθιστης αρχιτεκτονικής. Και ο Ζιλμόρος είχε την αίσθηση ότι, ξαφνικά, φίδια τυλίγονταν γύρω από τη μέση και τα χέρια του. Τα στοιχειακά πνεύματα που με προειδοποίησε η Τζέσικα. Προσευχήθηκε σιωπηλά, γρήγορα, στον Σκοτοδαίμονα, και τα φίδια απομακρύνθηκαν.
«Ακολουθήστε με!» φώναξε σ’αυτούς πίσω του.
Και, καθώς έμπαιναν στην εγκαταλειμμένη υπόγεια πόλη, οι Σκοταδιστές μέσα στον στρατό, που δεν ήταν λίγοι, άρχισαν να ψέλνουν όπως τους είχε, από πριν, προστάξει ο αρχηγός τους και Αρχιερέας του Σκοτοδαίμονος. Οι φωνές τους αντηχούσαν δυνατά στις άδειες σήραγγες, ενώ συγχρόνως είχαν υψώσει πάνω από τα οχήματά τους σημαίες μ’ένα από τα σύμβολα του Σκοτοδαίμονος: έναν κύκλο περιστοιχισμένο από δύο κυρτά ανάποδα κέρατα που θα μπορούσες να αποκαλέσεις και χαυλιόδοντες· μέσα στον κύκλο ήταν ένα μαύρο αστέρι με οκτώ ακτίνες. Ένα από τα σύμβολα προφύλαξης των πιστών του Σκοτοδαίμονος.
Με τη δύναμή σου οπλισμένοι,
Άρχοντα των Σκοταδιών·
με την αλύγιστη θέλησή σου στις καρδιές μας,
Άρχοντα των Σκοταδιών·
με τον ιερό σου μανδύα, τον πολύμορφο, να μας περιτυλίγει,
Άρχοντα των Σκοταδιών –
πορευόμαστε!
Από κανέναν δεν κρυβόμαστε!
Κανείς δεν έχει την ισχύ μας!
Μεγάλη είν’ η υπεροχή μας!
Κάθε τρόμος του σκοταδιού
δικός μας είναι –
σύμμαχός μας, σύντροφός μας.
Μας ζυγώνει και τον κερνάμε
απ’το ποτήρι σου το ιερό –
τον φέρνουμε στο πλευρό μας,
Άρχοντα των Σκοταδιών.
Από κανέναν δεν κρυβόμαστε!
Κανείς δεν έχει την ισχύ μας!
Μεγάλη είν’ η υπεροχή μας!
Ξανά και ξανά έψελναν οι Σκοταδιστές την επωδό τους μέσα στους αρχέγονους δρόμους που είχαν, αναμφίβολα, αιώνες ν’ακούσουν τόσες φωνές ανθρώπων μαζί, τόσο συγχρονισμένες και συντονισμένες.
Η Τζέσικα κοίταζε, μέσω των πολεοσημαδιών, τα στοιχειακά της αρχαίας πόλης και γελούσε. Τα έβλεπε να τρέμουν στο πέρασμα του στρατού του Ζιλμόρου, να τρέχουν να φύγουν.
«Σσσς,» της έκανε ο αρχηγός των Σκοταδιστών, παύοντας προς στιγμή την ψαλμωδία του. «Είναι ασέβεια προς Εκείνον που μας συντρέχει.»
Η Τζέσικα έπαψε να γελά, για να του κάνει τη χάρη, αλλά συνέχισε να υπομειδιά ενώ χάιδευε τον Αστρομάτη μέσα στα χέρια της. Το πτηνό έμοιαζε φοβισμένο απ’τις φωνές των Σκοταδιστών.
*
Ο σκοτεινός στρατός του Ζιλμόρου διέσχισε τους αρχέγονους δρόμους χωρίς τα στοιχειακά της ξεχασμένης πόλης να του σταθούν εμπόδιο. Σε κάποια στιγμή μόνο παρουσιάστηκαν στους τοίχους μικρά πλάσματα που γυάλιζαν σαν τα σώματά τους να ήταν από μέταλλο. Είχαν τέσσερα πόδια, δύο χέρια, κεφάλι, και αιχμηρή ουρά. Θύμιζαν, εν μέρει, μικροσκοπικούς ανθρώπους. Τα μάτια τους φώτιζαν σαν φακοί, παρατηρώντας το φουσάτο να περνά.
«Τι είναι αυτά;» ρώτησε ο Ζιλμόρος τη Τζέσικα, έχοντας την αίσθηση ότι η Θυγατέρα της Πόλης πιθανώς να ήξερε.
«Πολεοπλάστες. Μην τους πειράξει κανείς· μπορεί ν’αποδειχτούν επικίνδυνοι για τα οχήματα και τα όπλα σας. Είναι σαν ζιζάνια των μηχανών.»
«Νόμιζα πως ήταν μύθος, πως δεν υπήρχαν.»
«Το ίδιο λένε και για μένα.»
«Είχα ακούσει ότι είναι σαν ποντίκια με φτερά.»
Η Τζέσικα γέλασε. «Ποντίκια με φτερά; Όχι, Ζιλμόρε. Απλώς υπάρχουν διαφωνίες σχετικά με τη μορφή τους επειδή ελάχιστοι τούς έχουν δει καθαρά και κανείς δεν έχει καταφέρει ποτέ να τους φωτογραφίσει. Όταν τους φωτογραφίζεις, δεν φωτογραφίζεται η πραγματικότητα αλλά άλλες εικόνες.»
«Τι εικόνες;»
«Ποντίκια, νυχτερίδες, αράχνες, τέτοια πράγματα.»
«Γνωρίζεις πολλά...» παρατήρησε ο Ζιλμόρος, συλλογισμένα, ενώ γύρω τους οι Σκοταδιστές εξακολουθούσαν να ψέλνουν.
Η Τζέσικα δεν απάντησε. Συνέχισε απλά να τους καθοδηγεί μες στην αρχαία πόλη, δείχνοντας πού έπρεπε να στρίψουν.
«Κυκλοφορούν πολεοπλάστες παντού σε τούτα τα υπόγεια;» τη ρώτησε ο Ζιλμόρος λίγο παρακάτω, που δεν μπορούσαν πλέον να δουν κανένα από τα μικρά μεταλλικά πλάσματα.
«Σ’αυτά τα μέρη μόνο, απ’ό,τι ξέρω.»
«Εννοείς μόνο σ’αυτή την περιοχή της εγκαταλειμμένης πόλης;»
«Ναι. Και τώρα, ένας είναι μαζί μας, γαμώτο...»
«Τι;»
«Ένας πολεοπλάστης έχει πιαστεί κάπου πάνω στο όχημά μας.»
«Πού;»
«Δεν τον είδα, αλλά το καταλαβαίνω ότι είναι εδώ. Ωστόσο, δεν νομίζω πως έχει υπόψη του να κάνει ζημιές... ακόμα.»
«Κι αν το αποφασίσει; Δε θέλω να χαλάσει η επίθεση!»
«Θα δούμε τι θα κάνουμε, σ’αυτή την περίπτωση,» είπε η Τζέσικα, και γέλασε.
Τι το αστείο βρίσκει πάλι, η καταραμένη; απόρησε ο Ζιλμόρος.
*
«Από εδώ,» είπε η Τζέσικα, δείχνοντας μια σήραγγα, «βγαίνουμε στους υπόγειους δρόμους του Μεγάλου Λιμανιού.»
Ο Ζιλμόρος έκανε νόημα στους Σκοταδιστές να πάψουν την ψαλμωδία τους, και η σιγαλιά που ξαφνικά απλώθηκε ήταν τρομαχτική.
Στο βάθος της σήραγγας υπήρχε μια μεγάλη μεταλλική πόρτα. «Κανείς δεν την κλειδώνει,» είπε η Τζέσικα στον Ζιλμόρο. Και προς τον Κίρκο: «Οδήγησε καταπάνω της· θ’ανοίξει.»
Ο οδηγός κοίταξε ερωτηματικά τον αρχηγό των Σκοταδιστών, ο οποίος κατένευσε αλλά πρόσθεσε: «Με προσοχή.»
Ο Κίρκος οδήγησε καταπάνω στη μεταλλική πόρτα που ήταν ψηλή, πλατειά, και δίφυλλη. Το εξάτροχο όχημα τη χτύπησε με τη μπροστινή του μεριά, με χαμηλή ταχύτητα· την έσπρωξε· και τα δύο φύλλα της πόρτας παραμέρισαν, τρίζοντας και μουγκρίζοντας.
Το τροχοφόρο βγήκε σ’έναν σκοτεινό υπόγειο δρόμο που στο βάθος του μονάχα φαινόταν μια ενεργειακή λάμπα. Τριγύρω ήταν μερικά οικοδομήματα σκαμμένα στη γη, μα κανένα δεν έμοιαζε κατοικημένο. Όλα πρέπει να ήταν έρημα. Αλλά δεν είχαν αυτή την ξεχασμένη αρχιτεκτονική που είχε η στοιχειωμένη πόλη την οποία είχαν μόλις διασχίσει.
«Είμαστε εκεί που μου είχες δείξει στον χάρτη;» ρώτησε ο Ζιλμόρος.
«Φυσικά,» απάντησε η Τζέσικα.
Ο Ζιλμόρος είπε στον Κίρκο: «Προς τα εκεί,» δείχνοντας το φως στο βάθος.
Και ο στρατός που αποτελείτο από συμμορίες προέλασε μέσα στους υπόγειους δρόμους του Μεγάλου Λιμανιού. Τα οχήματά τους έκαναν θόρυβο μέσα στη νύχτα, οι προβολείς τους διέλυαν τα σκοτάδια, υπερκάλυπταν τα πιο αδύναμα φώτα. Οι άνθρωποι που τύχαινε να τους δουν στον δρόμο έτρεχαν να κρυφτούν. Άλλοι πάλι τους κρυφοκοίταζαν από παράθυρα και πόρτες.
Οι συμμορίτες δεν ξαμολήθηκαν να λεηλατήσουν το μέρος – όχι ακόμα. Ο Ζιλμόρος τούς είχε πει ότι πρώτα θα τσάκιζαν τον Τάραλντεκ Νορβάνι, και μετά... μετά, το Μεγάλο Λιμάνι θα ήταν δικό τους!
Δεν άργησαν να συναντήσουν μια περιπολία μαχητών του Στρατάρχη της Α’ Ανωρίγιας μέσα στις σήραγγες. Ο Νορβάνι περίμενε, αυτή τη φορά, επίθεση από τα υπόγεια και ήταν, καταφανώς, προετοιμασμένος. Η περίπολος αμέσως άνοιξε πυρ εναντίον των συμμοριτών και μεγάλος χαλασμός ξεκίνησε.
Ο Ζιλμόρος πρόσταξε το ενεργειακό κανόνι πάνω στο εξάτροχο όχημά του να βάλει, και ο Φαιός σημάδεψε και πάτησε τη σκανδάλη. Μία φορά ήταν αρκετή. Διέλυσε το τετράκυκλο όχημα της περιπολίας, κόβοντάς το στα δύο, και ανατίναξε το ένα από τα δύο δίκυκλα. Μερικοί μαχητές της Α’ Ανωρίγιας που επιβίωσαν τράπηκαν σε φυγή, τρέχοντας.
«Καταδιώξτε τους!» φώναξε ο Ζιλμόρος. «Σκοτώστε τους – δεν παίρνουμε αιχμαλώτους!» Και οι συμμορίτες του, ουρλιάζοντας, κυνήγησαν τους πολεμιστές του Τάραλντεκ Νορβάνι, πυροβολώντας μανιασμένα, και σύντομα τους είχαν αφανίσει.
Οι ζητωκραυγές τους αντηχούσαν μες στα υπόγεια.
Και συνέχισαν την πορεία τους. Συναντώντας κι άλλη περιπολία, και μετά άλλες δύο, και μετά άλλες τρεις. Τις κομμάτιαζαν όλες, τσακίζοντας οχήματα και πολεμιστές, μην αφήνοντας τίποτα όρθιο στο πέρασμά τους. Αλλά μόλις βγήκαν στην επιφάνεια του εδάφους τα πράγματα δυσκόλεψαν γι’αυτούς. Ο Στρατάρχης πρέπει να είχε καταλάβει από πού θα έβγαιναν από τις σήραγγες, και εκεί, στους επίγειους δρόμους, βρέθηκαν μπροστά σε μεγάλη αντίσταση. Οι εχθροί τους ήταν πολύ καλά τοποθετημένοι, και δεν υστερούσαν σε οπλισμό.
Και, σαν να μην έφταναν αυτά, ο πολεοπλάστης τότε βρήκε την ώρα να δράσει. Το ενεργειακό κανόνι έπαψε ξαφνικά να λειτουργεί, και η Τζέσικα είπε ότι, αναμφίβολα, έφταιγε αυτό το ζιζάνιο της Ατέρμονης Πολιτείας.
«Διώξ’ το!» της είπε ο Ζιλμόρος. «Δε μπορείς να το διώξεις;»
«Δεν είναι εύκολο να διώξεις πολεοπλάστη,» απάντησε εκείνη. «Θα φύγει όταν έχει βαρεθεί.»
«Θα το σκοτώσω το καταραμένο!» Ο Ζιλμόρος κρατούσε το πιστόλι του. «Δείξε μου πού είναι!» Ενώ γύρω τους πυροβόλα κροτάλιζαν, εκρήξεις αντηχούσαν, και ηχητικές ριπές δονούσαν τον αέρα.
«Δεν ξέρω ακριβώς.»
«Δε θάναι δύσκολο να το βρούμε – δεν ήταν και τόσο μικρά όταν τα είδαμε!»
«Μπορούν να μπαίνουν μέσα στις μηχανές με τρόπους που δύσκολα διανοείσαι.»
Ο Ζιλμόρος καταράστηκε. Δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί μ’αυτό το παράσιτο μες στην άγρια σύγκρουση που γινόταν. «Μάγισσα!» φώναξε στη Μορτένκα’μορ. «Εσύ γιατί νομίζεις ότι χάλασε το κανόνι;»
«Δε μπορώ να καταλάβω,» αποκρίθηκε εκείνη από την πίσω μεριά του οχήματος. Είχε πάψει να ρυθμίζει την ενεργειακή ροή του καταστροφικού όπλου και είχε κάνει κάποια ξόρκια για να εντοπίσει τη βλάβη. «Χρειάζομαι χρόνο για να βρω το πρόβλημα.»
«Ένας πολεοπλάστης είναι μες στο μηχάνημα,» της είπε ο Ζιλμόρος.
«Οι πολεοπλάστες είναι μύθος.»
«Τους είδαμε στα υπόγεια, μάγισσα! Ήταν εκείνα τα μεταλλικά πλάσματα στους τοίχους, που μας κοίταζαν με φωτεινά μάτια.»
«Εγώ δεν τα είδα· ήμουν απασχολημένη με το κανόνι. Αλλά μάλλον κάτι άλλο θα ήταν–»
«Πολεοπλάστες ήταν,» τη διέκοψε η Τζέσικα. «Κι ένας απ’αυτούς έχει μπει μες στο όχημά μας. Γι’αυτό κιόλας δεν μπορείς να εντοπίσεις το πρόβλημα με τη μαγεία σου. Τα πράγματα που οι πολεοπλάστες κάνουν με τους μηχανισμούς είναι τρελά.»
Η Μορτένκα’μορ δεν ήξερε τι ν’απαντήσει· έμεινε σιωπηλή.
Ο Ζιλμόρος καταράστηκε, και πρόσταξε, μέσω τηλεπικοινωνιακού πομπού, τους μαχητές του να υποχωρήσουν στις σήραγγες. Θα έβρισκαν άλλο μέρος για ν’ανεβούν στους επίγειους δρόμους. Θα παρουσιάζονταν από εκεί όπου ο Στρατάρχης δεν τους περίμενε!
Αλλά, κατεβαίνοντας στις σήραγγες του Μεγάλου Λιμανιού, συνάντησαν περισσότερους εχθρούς. Ο Τάραλντεκ Νορβάνι προσπαθούσε να τους κυκλώσει και πάνω από τη γη και κάτω από τη γη. Το είχε προετοιμάσει αυτό, ήταν φανερό.
Ο Ζιλμόρος προς στιγμή τα έχασε. Δεν ήξερε τι διαταγές να δώσει. Όπου κι αν πήγαιναν, έμοιαζαν καταδικασμένοι. Από κάθε μεριά, από κάθε σήραγγα, παρουσιάζονταν πάνοπλοι μαχητές και πολεμικά οχήματα.
Η Τζέσικα ήταν που του έδωσε τη λύση. Είχε καταφέρει να διακρίνει κάποια λεπτομέρεια παρατηρώντας την Πόλη, όπως του έλεγε πως έκαναν οι Θυγατέρες – κάτι που εκείνος αδυνατούσε να κατανοήσει στο ελάχιστο.
«Από εκεί,» του είπε η Τζέσικα, δείχνοντας. «Υπάρχει αντίσταση αλλά πίσω τους ο δρόμος είναι ανοιχτός. Κατευθυνθείτε προς τα εκεί!»
Ο Ζιλμόρος δεν είχε καμια καλύτερη ιδέα, έτσι πρόσταξε όλους τους μαχητές του να επιτεθούν στους μαχητές σ’εκείνη τη σήραγγα. Η έφοδος ήταν μαζική, και οι συμμορίτες απεγνωσμένοι· οι πολεμιστές του Στρατάρχη δεν μπόρεσαν να τους σταματήσουν. Τσακίστηκαν από τις ριπές και τις βόμβες τους, φωτιές και καπνοί γέμισαν τη σήραγγα, διαλυμένα μέταλλα και νεκρά σώματα. Οι συμμορίτες πέρασαν από πάνω τους, πατώντας τα πάντα, συνθλίβοντάς τα κάτω απ’τους τροχούς τους.
Και ο Ζιλμόρος διαπίστωσε ότι η Τζέσικα είχε δίκιο: ο υπόγειος δρόμος, μετά από εκείνο το σημείο, ήταν ανοιχτός. Ο στρατός του κινήθηκε άνετα προς αυτή την κατεύθυνση.
Αλλά ο Τάραλντεκ Νορβάνι δεν ήταν πρόθυμος να τους αφήσει να φύγουν· τους ήθελε νεκρούς. Τους καταδίωξε μέσα στις σήραγγες. Και βρέθηκαν ξανά παγιδευμένοι, αν και όχι τόσο άσχημα όσο πριν.
Ο Ζιλμόρος ήξερε ότι τώρα μονάχα μία λύση υπήρχε: να ζητήσει βοήθεια.
*
Η Καρζένθα κοιμόταν μέσα σ’ένα δωμάτιο του Πολιταρχικού Μεγάρου της Α’ Ανωρίγιας Συνοικίας, όταν ο τηλεπικοινωνιακός πομπός της κουδούνισε έντονα ξυπνώντας την από ένα όνειρο που δεν θυμόταν τι ακριβώς ήταν.
Ανασηκώθηκε πάνω στο στενό κρεβάτι, έπιασε τη συσκευή από το κομοδίνο, πάτησε το κουμπί αποδοχής της κλήσης. «Ναι;» Δεν είχε ακόμα ανάψει το φως· τώρα πάτησε τον διακόπτη στον τοίχο, ενεργοποιώντας τη λάμπα πάνω από το κρεβάτι της.
«Με συγχωρείς που σ’ενοχλώ, αρχηγέ, αλλά αυτό είναι κάτι που πρέπει να σου αναφέρω,» είπε η Ρία, μια από τους Μικρούς Γίγαντες.
«Τι συμβαίνει, Ρία;»
«Ο Ζιλμόρος έχει επιτεθεί στο Μεγάλο Λιμάνι–»
«Τι!»
«Από τις υπόγειες σήραγγες, είπε–»
«Το είπε; Πότε το είπε; Γιατί δεν με–;»
«Μόλις τώρα μας κάλεσε, αρχηγέ. Για να ζητήσει βοήθεια. Είναι παγιδευμένος εκεί.» Και περιέγραψε στην Καρζένθα την κατάσταση όπως της την είχε περιγράψει ο αρχηγός των Σκοταδιστών.
«Εντάξει,» αποκρίθηκε εκείνη, νιώθοντας ξαφνικά μουδιασμένη επάνω στο κρεβάτι, τρομερά πιασμένη, σαν να μην είχε ξεκουραστεί ούτε μία ώρα. «Εντάξει. Θα πρέπει να δράσουμε. Χρειάζομαι μόνο λίγο χρόνο να το σκεφτώ. Εν τω μεταξύ, να ετοιμαστούν οι πάντες για επίθεση. Ξυπνήστε τους όλους.»
«Μάλιστα, αρχηγέ.»
Η τηλεπικοινωνία τερματίστηκε, και η Καρζένθα χτύπησε την ελεύθερη γροθιά της στο κρεβάτι. Αυτός ο ελεεινός λεχρίτης, ο Ζιλμόρος! Έκανε του κεφαλιού του! Έκανε ό,τι – ό,τι του ψιθύριζε ο Σκοτοδαίμων – κυριολεκτικά πιθανώς! Πώς μπορείς να διοικήσεις στρατό με τέτοιους αλήτες να αποτελούν ένα μεγάλο μέρος του;
Η Καρζένθα σκεφτόταν ότι τους άξιζε να τους αφήσει εκεί, τους μαλακισμένους, στο έλεος του Τάραλντεκ Νορβάνι, παγιδευμένους στο Μεγάλο Λιμάνι. Αυτό που είχαν κάνει θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακόμα και προδοσία, υπό άλλες συνθήκες. Η Καρζένθα ήταν Στρατάρχης τους – Στρατάρχης της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας – και την είχαν αγνοήσει τελείως. Δεν είχαν δώσει καμια σημασία στις διαταγές της να μην επιτεθούν σήμερα.
Αν όμως τους εγκατέλειπε τώρα, αυτό θα σήμαινε δύο πολύ άσχημα πράγματα: Πρώτον, θα χάνονταν μαχητές και εξοπλισμοί που χρειάζονταν. Δεύτερον, θα έπεφτε το ηθικό των υπολοίπων. Και θα έλεγαν όλοι ότι η Καρζένθα-Σολ τούς είχε αφήσει να πεθάνουν ή να αιχμαλωτιστούν. Τους είχε παρατήσει στα χέρια των εχθρών τους. Θα την αποκαλούσαν εκείνη προδότρια. Γιατί δεν ήταν τακτικός στρατός αυτός ο όχλος που διοικούσε. Ήταν ένα συνονθύλευμα!
Με υποχρεώνουν να κινηθώ παρότι δεν είμαι έτοιμη! σκέφτηκε, οργισμένη.
Δεν της άρεσε καθόλου. Αλλά σηκώθηκε απ’το κρεβάτι δίχως καθυστέρηση κι άρχισε να ντύνεται και να οπλίζεται, ενώ συγχρόνως καλούσε τον Άλβερακ με τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της.
*
Ο στρατός της Καρζένθα-Σολ επιτέθηκε μες στη νύχτα στο Μεγάλο Λιμάνι, από την Αστροβόλο, από τη Στροφή, από τη Χαμηλή, από τη Χρυσόνομη, από τη Ζωηρή. Επιτέθηκε, επίσης, από τον Ριγοπόταμο, με πλοία και υποβρύχια. Αεροσκάφη, συγχρόνως, υποστήριζαν τους μαχητές στους δρόμους ή έριχναν αλεξιπτωτιστές. Και οι Φονικοί Τροχοί – οι μισθοφόροι που ο Βάρνελ-Αλντ είχε φέρει από τη Μεγαλοδιάβατη – βοηθούσαν γι’ακόμα μια φορά τον στρατό της Β’ Ανωρίγιας.
Το μακελειό στο Μεγάλο Λιμάνι ήταν μια από τις πιο αιματηρές και άσχημες συγκρούσεις ετούτης της εκστρατείας, όφειλε να παρατηρήσει η Καρζένθα-Σολ, η οποία βρισκόταν μέσα στο μεταβαλλόμενο άρμα της καθ’όλη τη διάρκεια της μάχης. Το όχημα έπαιρνε άλλοτε τη μορφή εξάτροχου, άλλοτε ερπυστριοφόρου, άλλοτε τετράποδου κινητού οχυρού, αναλόγως τις ανάγκες της στιγμής. Ο Σολάμνης’μορ καθόταν στο κέντρο ισχύος του για να κάνει την απαραίτητη Μαγγανεία Κινήσεως και τα Ξόρκια Μηχανικής Μεταβλητότητος. Η Μορτένκα’μορ θα έπρεπε επίσης να ήταν εδώ, ώστε να χρησιμοποιεί Μαγγανεία Οπλικής Φορτίσεως για το ενεργειακό κανόνι· αλλά η Καρζένθα δεν μπορούσε να τη βρει πουθενά. Η μάγισσα έμοιαζε νάχει εξαφανιστεί, και τώρα δεν υπήρχε χρόνος να ψάξουν γι’αυτήν. Έτσι, η Στρατάρχης είχε βάλει στη θέση της έναν άλλο μάγο του τάγματος των Τεχνομαθών.
Όταν οι συμπλοκές στο Μεγάλο Λιμάνι τελείωσαν, ήταν πρωί πλέον, και ο Τάραλντεκ Νορβάνι ήταν αιχμάλωτος του στρατού της Β’ Ανωρίγιας. Τον είχαν πιάσει στον ποταμό, καθώς προσπαθούσε να διαφύγει μέσα σ’ένα πλοιάριο μαζί με μερικούς έμπιστους μαχητές του. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι σκόπευε να πάει στη Β’ Κατωρίγια Συνοικία. Αλλά τον είχαν σταματήσει. Ένα υποβρύχιο είχε χτυπήσει το σκάφος του με ενεργειακό έμβολο, τραντάζοντας το ολόκληρο και προκαλώντας προβλήματα στις μηχανές και στα συστήματά του. Ύστερα άλλα δύο πλοία το είχαν πλησιάσει και σίγουρα θα το κατέστρεφαν, αλλά ο Στρατάρχης είχε δηλώσει, μέσω μεγάφωνου, ποιος ήταν και είχε πει ότι παραδινόταν. Οπότε τον είχαν αιχμαλωτίσει. Ήταν φανατικός υποστηρικτής του Οίκου των Ορν’βενκόθ, μα όχι τόσο φανατικός ώστε να θέλει να πεθάνει γι’αυτούς.
Το στράτευμα της Καρζένθα-Σολ είχε νικήσει, αλλά πληρώνοντας βαρύ τίμημα. Οι απώλειες και οι ζημιές που είχε δεχτεί ήταν μεγάλες. Ήταν ακριβώς ό,τι η Καρζένθα ήθελε να αποφύγει – όμως ο καταραμένος ο Ζιλμόρος την είχε εξαναγκάσει να επιτεθεί! Κι εκείνος είχε πληρώσει βαρύ τίμημα απ’ό,τι φαινόταν – μεγάλο μέρος του «σκοτεινού στρατού» του (όπως τον έλεγαν όλοι) είχε καταστραφεί – αλλά το τίμημα αυτό δεν ήταν μόνο δικό του. Αναλογεί σε όλους μας, σκεφτόταν η Καρζένθα. Ο σκοτεινός στρατός του δεν είναι παρά ένα τμήμα των συνολικών μας δυνάμεων. Και τώρα όλες μας οι δυνάμεις είναι τρομερά καταπονημένες. Υπό κανονικές συνθήκες, ο Ζιλμόρος έπρεπε άμεσα να παυθεί από διοικητής, αν όχι να φυλακιστεί. Αλλά οι συνθήκες δεν ήταν κανονικές, και η Καρζένθα ήξερε ότι τον χρειαζόταν, όσο κι αν αυτό δεν της άρεσε. Τον χρειαζόταν όπως τότε που είχαν ξεκινήσει την επανάσταση στη Β’ Ανωρίγια.
Δεν είχε περάσει και τόσος καιρός, μα της έμοιαζε με αιώνες, για κάποιο λόγο.
Πώς να αισθάνονταν οι Θυγατέρες της Πόλης, άραγε, που ήταν αθάνατες; αναρωτήθηκε φευγαλέα η Καρζένθα-Σολ.
*
«Αυτή είναι η τελευταία φορά που παρακούς τις διαταγές μου!» φώναξε, δείχνοντάς τον με τον δείκτη του γαντοφορεμένου της χεριού, καθώς είχαν συναντηθεί στον πρόχειρο καταυλισμό που είχαν κάνει μετά τις συγκρούσεις στο Μεγάλο Λιμάνι. Γύρω τους, οι μαχητές τους βρίσκονταν ακόμα σε αναβρασμό, σα να μη μπορούσαν να πιστέψουν ότι οι μάχες είχαν λάβει τέλος. Καπνοί φαίνονταν ανάμεσα από τα οικοδομήματα της Α’ Ανωρίγιας, καθώς και φωτιές που εξακολουθούσαν να καίνε. Ελικόπτερα πετούσαν, κάνοντας ανιχνευτικές περιπόλους μες στο πρωινό.
«Δεν είμαι υπόλογος σ’εσένα, Καρζένθα!» αποκρίθηκε ο Ζιλμόρος, βγάζοντας τα μαύρα γυαλιά του. «Κάνω ό,τι θέλω να κάνω! Σύμμαχοι είμαστε.» Κοντά τους βρίσκονταν κι άλλοι συμμορίτες, μισθοφόροι, και αγωνιστές της ελευθερίας. Τα λέει αυτά για να πουλήσει υψηλό πρόσωπο μπροστά τους; αναρωτήθηκε η Καρζένθα. Για να μη χάσει την αίγλη του; – ό,τι είδους κι αν είν’ αυτή!
«Είμαι Στρατάρχης της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας,» του θύμισε, «και εσύ βρίσκεσαι μέσα στον στρατό της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας. Επομένως, ναι, είσαι υπόλογος σ’εμένα, Ζιλμόρε, είτε σ’αρέσει είτε όχι. Κι όταν λέω ότι δεν θα επιτεθούμε, κανείς δεν επιτίθεται. Κανονικά, έπρεπε να εκτελεστείς, ή το λιγότερο να παυθείς από διοικητής–»
«Τολμάς να μιλάς έτσι σ’εμένα! Ξεχνάς ποιος σε υποστήριξε για να ξεκινήσεις την επανάσταση στη Β’ Ανωρίγια; Νομίζεις ότι θα τα κατάφερνες χωρίς τους Σκοταδιστές και τις άλλες συμμορίες, όσα όπλα κι αν είχαν φέρει στον ποιητή οι κρυφοί του σύμμαχοι;»
«Δεν αντιλέγω ότι μας έχεις βοηθήσει πολύ, Ζιλμόρε. Αλλά, από εδώ και στο εξής, η κατάσταση δεν είναι ίδια. Δεν κάνουμε απεγνωσμένη εξέγερση για να γκρεμίσουμε το καθεστώς της πλουτοκρατίας. Είμαστε στρατός.»
«Εγώ,» αποκρίθηκε ο αρχηγός των Σκοταδιστών, «δεν είμαι στον στρατό σου. Είμαι σύμμαχος.»
«Όσο πολεμάς μαζί μας, είσαι στον στρατό μου! Και δε θα βάζεις έτσι σε κίνδυνο τους πάντες! Αυτό που έκανες απόψε παραλίγο να μας καταστρέψει όλους–»
«Να μας καταστρέψει; Μας έδωσα το Μεγάλο Λιμάνι – ολόκληρη την Α’ Ανωρίγια, ουσιαστικά – μέσα σε μια νύχτα!»
«Μην κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις! Οι ζημιές είναι τεράστιες. Κι αν το σχέδιό σου ήταν τόσο καλό όσο νόμιζες, δεν θα είχε χρειαστεί να ζητήσεις βοήθεια. Θα τα είχες καταφέρει μόνος σου– Κι αλήθεια, ακόμα δεν καταλαβαίνω τι είχες στο μυαλό σου. Πέρασες από τις σήραγγες ελπίζοντας να ξαφνιάσεις τον Νορβάνι; Δε μπορεί νάσαι τόσο ηλίθιος!»
Ο Ζιλμόρος φόρεσε ξανά τα μαύρα γυαλιά του, ρουθουνίζοντας. «Από τους υπόγειους δρόμους της εγκαταλειμμένης πόλης πέρασα.»
Η Καρζένθα νόμιζε ότι προς στιγμή δεν είχε καταλάβει καλά. «Τι;... Τα περάσματα που γνωρίζει ο Βάρνελ-Αλντ; Ήταν μαζί σου;»
Ο Ζιλμόρος γέλασε. «Όχι βέβαια. Δεν τον χρειάζομαι.»
«Ποιος σε οδήγησε, τότε;»
«Η Τζέσικα.»
Τα μάτια της Καρζένθα γούρλωσαν. Γαμώτο! Είναι επικίνδυνη, τελικά. Είναι επικίνδυνη. Δεν ήταν καθόλου σαν την Κορίνα. Καθόλου. Η Κορίνα ήταν προσεχτική. Δεν ήταν έτσι, μα τον Κρόνο!
Ο Ζιλμόρος γέλασε ξανά, και κοίταξε τριγύρω. «Δυστυχώς, δεν τη βλέπω πουθενά τώρα.»
«Χτυπήθηκε;»
«Όχι, δεν χτυπήθηκε. Είναι ζωντανή και καλά. Το ίδιο και το πουλί της.»
«Δε θα έπρεπε να είχε συμφωνήσει να σας οδηγήσει!»
«Νομίζω ότι της άρεσε η ιδέα μου,» είπε ο Ζιλμόρος.
«Και δες τι έγινε!» Η Καρζένθα έδειξε ολόγυρά τους με μια ημικυκλική, νευρική χειρονομία. «Σ’αρέσει αυτό που έγινε;»
«Κοίτα,» αποκρίθηκε ο Ζιλμόρος, «δεν είναι και το καλύτερο. Δεν είναι αυτό που είχα σχεδιάσει. Αλλά, τουλάχιστον, τώρα η Α’ Ανωρίγια είναι εξολοκλήρου δική μας. Δε χρειάζεται πια ν’ανησυχούμε για τον γαμημένο Στρατάρχη Τάραλντεκ Νορβάνι.»
Η Καρζένθα αναστέναξε. Ο άνθρωπος ή δεν έβαζε μυαλό με τίποτα ή δεν ήθελε να παραδεχτεί το λάθος του μπροστά σε τόσους συμμορίτες και άλλους διοικητές του στρατεύματος.
«Αν παρακούσεις ξανά τις διαταγές μου–» άρχισε να του λέει, αλλά ο Σκυφτός Στίβεν, πλησιάζοντας, τη διέκοψε:
«Καρζένθα!»
Στράφηκε να τον κοιτάξει. «Τι;»
«Βρήκαμε τη Μορτένκα’μορ.»
«Πού στο Μάτι του Σκοτοδαίμονος ήταν;»
«Στο Μάτι του Σκοτοδαίμονος, πράγματι...» Ο Στίβεν έδειξε με το βλέμμα του τον Ζιλμόρο.
Η Καρζένθα μόρφασε οργισμένα. «Έπρεπε να το περιμένω,» είπε λοξοκοιτάζοντας τον αρχηγό των Σκοταδιστών. «Αλλά απορώ πώς–»
«Την απήγαγαν, Καρζένθα,» εξήγησε ο Στίβεν προτού καν εκείνη ρωτήσει.
«Ορίστε;» Η Στρατάρχης τώρα στράφηκε ν’αντικρίσει ευθέως τον Ζιλμόρο.
«Ο λεχρίτης τα παραλέει, όπως είναι το συνήθειό του,» είπε εκείνος.
«Τα παραλέω;» μούγκρισε ο Σκυφτός Στίβεν. «Η ίδια μού το είπε ότι την απαγάγατε από την Αστροβόλο και τη φέρατε στη Χρυσόνομη για νάρθει μαζί σας και να ρυθμίζει ένα ενεργειακό κανόνι – το οποίο, τελικά, μες στη μάχη, χάλασε κιόλας! Αναμενόμενο από τους εξοπλισμούς που χρησιμοποιείς εσύ, Ζιλμόρε!»
Ο αρχηγός των Σκοταδιστών τράβηξε το πιστόλι του. «Να δοκιμάσουμε τους εξοπλισμούς μου επάνω σου;» φώναξε.
«Μη μου δώσεις κι άλλο λόγο να σε διώξω από το στράτευμα,» του είπε η Καρζένθα-Σολ. «Αρκετά έγιναν μέσα σε μια γαμημένη νύχτα, μα τα νύχια της Ρασιλλώς!»
Ο Ζιλμόρος θηκάρωσε πάλι το πιστόλι του. «Αν με ‘έδιωχνες’ απ’το στράτευμα θα έχανες πιο πολλά απ’ό,τι μπορείς να φανταστείς,» της είπε, εν είδει απειλής· και, στρεφόμενος, απομακρύνθηκε.
Η Καρζένθα τον αγνόησε. Ρώτησε τον Στίβεν: «Είναι καλά;»
«Ποιος;»
«Η Μορτένκα’μορ.»
«Καλά είναι, αν και έχει τραυματιστεί ελαφρά στο αριστερό πόδι κι έχει φοβηθεί. Τίποτα το σπουδαίο, όμως· το έλεγξε Βιοσκόπος.»
Η Καρζένθα ένευσε. «Ωραία.» Και σκέφτηκε: Πού είναι η Κορίνα; Θα ήθελα να της μιλήσω για τη Τζέσικα. Αυτή η γυναίκα δεν χρειάζεται να βρίσκεται εδώ.
Ο Βόρκεραμ-Βορ πρέπει να μιλήσει στους μισθοφόρους του, να τους πει ότι θα ταξιδέψουν βόρεια, σε συνοικίες και δρόμους άγνωστους· ενώ η Άνμα και η Φοριντέλα-Ράο εξοπλίζονται, και η Νορέλτα-Βορ συναντά μια ονειρική Θυγατέρα που της μιλά για το μέλλον και της ζητά συνεργασία για να αποφευχθεί κάτι τρομερό...
Πρωινό φως έμπαινε ανάμεσα από τις κουρτίνες του παραθύρου, διαλύοντας τις σκιές του δωματίου.
Ο Βόρκεραμ μούγκρισε κάτω από την Ολντράθα, διατρέχοντας τα χέρια του στα πλευρά της, στα στήθη της. Ύστερα, το γαλανόδερμο κορμί του χαλάρωσε, μένοντας ξαπλωμένο ανάσκελα στο μεγάλο κρεβάτι του υπνοδωματίου του. Η Ολντράθα δεν σηκώθηκε αμέσως από πάνω του.
«Δε θα το διανοούμουν ποτέ ότι θα έβρισκα τόσο ελκυστικό το σώμα μιας γριάς,» της είπε ο Βόρκεραμ, χτυπώντας τον αριστερό της γλουτό.
Εκείνη γέλασε και είχε άλλον έναν οργασμό. «Δεν είμαι και τόσο γριά ακόμα,» αποκρίθηκε.
Ύστερα από λίγο, καθώς οι δυο τους ήταν ξαπλωμένοι πλάι-πλάι, καπνίζοντας, ο Βόρκεραμ τής είπε: «Εξακολουθεί να μου φαίνεται σαν ψέμα όλη αυτή η ιστορία. Σίγουρα δεν με δουλεύετε;»
«Νομίζεις ότι θα τραυμάτιζα τον Ηρακλή για να σε δουλέψω; Είμαι γιατρός· κάνω το ακριβώς αντίθετο.»
«Αναρωτιέμαι όμως πώς θα το δουν οι άλλοι...»
«Οι άλλοι;»
«Οι μισθοφόροι μου. Σήμερα πρέπει να τους πω να ετοιμαστούν για να πάμε βόρεια, στις συνοικίες του Ριγοπόταμου. Κανένας τους δεν έχει ξαναδουλέψει εκεί. Θα τους φανεί περίεργο που τους παίρνω τόσο μακριά. Θα θεωρήσουν ότι τους κρύβω πράγματα. Γιατί, τι να τους πω; ότι έχω συγκεκριμένο εργοδότη; Αφού δεν έχω.»
«Πες τους ότι ξέρεις πως κάτι θα κανονιστεί εκεί. Κάτι κερδοφόρο.»
«Αυτό είναι το μόνο που μπορώ να τους πω, Ολντράθα.» Μούγκρισε καθώς ανασηκωνόταν, σβήνοντας το τσιγάρο του στο κομοδίνο. «Γαμώτο! Ακόμα δε μ’αρέσει τούτ’ η υπόθεση! Σηκώνομαι και τρέχω... Δε μ’αρέσει να τρέχω από κανέναν!»
Η Ολντράθα έστρεψε τα μάτια της επάνω του χωρίς να μετακινηθεί. «Δεν τρέχεις να φύγεις από κάποιον συνηθισμένο εχθρό, Βόρκεραμ. Η Κορίνα–»
«Ναι, εντάξει, τα έχουμε πει. Δε μπορώ άλλο.»
Η Ολντράθα γέλασε.
«Πού είναι το αστείο;»
«Ξέρεις κάτι; Στις ζωές των Θυγατέρων της Πόλης είναι συνηθισμένο το να φεύγουμε από ένα μέρος και να ταξιδεύουμε. Οι άλλοι άνθρωποι... δεν το καταλαβαίνετε αυτό. Δε γνωρίζετε πώς είναι να μη μπορείς, εκ φύσεως, να σταματήσεις πουθενά–»
«Υπάρχουν και κάποιοι που όλο ταξιδεύουν...»
«Δεν είναι το ίδιο πράγμα· εμείς είμαστε υποχρεωμένες. Αλλά τώρα κι εσύ έχεις βρεθεί σε μια κατάσταση σαν τη δική μας περίπου. Κάτι σε υποχρεώνει να εγκαταλείψεις ένα μέρος που έχεις συνηθίσει και να ταξιδέψεις.»
«Δε μπορώ, πάντως, να τριγυρίζω για πάντα, Ολντράθα· σ’το λέω. Δεν καταλαβαίνω γιατί αυτή η Κορίνα με θέλει νεκρό, αλλά θα προσπαθήσω να τη συναντήσω. Κι όταν τη συναντήσω, θα τη σκοτώσω.»
Σηκώθηκε απ’το κρεβάτι και βάδισε προς το μπάνιο.
*
Οι μισθοφόροι του Βόρκεραμ-Βορ – οι Εκλεκτικοί, όπως λεγόταν η ομάδα τους – συγκεντρώθηκαν στην έδρα τους στην Ανακτορική Συνοικία ύστερα από κάλεσμα του αρχηγού τους. Και τώρα, ακούγοντάς τον να τους μιλά, δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτά που τους έλεγε. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι θα έφευγαν από εδώ και θα ταξίδευαν βόρεια, με την ελπίδα ότι θα έβρισκαν δουλειά στις συνοικίες του Ριγοπόταμου επειδή εκεί γινόταν πόλεμος τελευταία. Ποτέ ξανά ο Βόρκεραμ-Βορ δεν τους είχε οδηγήσει έτσι. Κατά κανόνα οι δουλειές τους ήταν μέσα στην Ανακτορική Συνοικία ή στις τριγυρινές συνοικίες, και πολύ συγκεκριμένες. Δεν ταξίδευαν μακριά για να μπλέξουν σε πολέμους για τους οποίους γνώριζαν ελάχιστα.
Και πού ήταν ο Ηρακλής, ο υπαρχηγός των Εκλεκτών και στενός φίλος του Βόρκεραμ; Γιατί δεν ήταν εδώ σήμερα;
«Πού είναι ο Ηρακλής, αρχηγέ;» ρώτησε η Ερμιόνη.
«Ο Ηρακλής τραυματίστηκε,» αποκρίθηκε ο Βόρκεραμ, «όταν πήγαμε να πληρωθούμε από τον Συνοδό στο Ανάμικτο Κάλεσμα. Δολοφόνοι μάς επιτέθηκαν.»
Περισσότερες ερωτήσεις, αμέσως, ακούστηκαν από πολλούς μισθοφόρους συγχρόνως. Ο Βόρκεραμ τούς απάντησε ότι δεν ήξερε ποιος ακριβώς είχε στείλει τους δολοφόνους, αλλά δεν νόμιζε ότι είχε καμια σχέση με τον Ζεράρ Συνοδό και τη δουλειά που είχαν αναλάβει γι’αυτόν. «Είναι σχεδόν σίγουρο, βασικά. Γι’αυτό κιόλας, εκτός των άλλων, προτείνω να απομακρυνθούμε για λίγο από την Ανακτορική Συνοικία. Έχουμε κάνει κάποιον εχθρό εδώ, ίσως. Κάποιον θανάσιμο εχθρό.»
Ερωτήσεις πάλι από τους μισθοφόρους του, και υποθέσεις σχετικά με τον άγνωστο εχθρό. Υποθέσεις βάσει προηγούμενων εργασιών που είχαν αναλάβει.
«Δεν ξέρω,» τους είπε ο Βόρκεραμ. «Έχω βάλει ανθρώπους να το ερευνήσουν. Δεν έχω κανένα συγκεκριμένο στοιχείο ακόμα. Όμως,» επανέλαβε, «πιστεύω ότι είναι καλύτερα να απομακρυνθούμε για λίγο από την Ανακτορική Συνοικία, να εξαφανιστούμε. Και στις συνοικίες του Ριγοπόταμου θα βρούμε, σίγουρα, δουλειά. Έχω κάποιες φίλες που πιστεύουν ότι εύκολα θα το φροντίσουν. Θα ταξιδέψουν μαζί μας.»
Ο Ηρακλής δεν θα ερχόταν;
«Πόσο άσχημα είναι τραυματισμένος;» ρώτησε ο Μάικλ.
«Αρκετά άσχημα. Αλλά η Ολντράθα – που πολλοί την ξέρετε – τον φρόντισε. Είπε ότι ήταν τυχερός που τον έφερα τόσο γρήγορα στο νοσοκομείο, αλλιώς θα είχε πεθάνει.»
Μουρμουρητά ανάμεσα στους μισθοφόρους.
«Τώρα όμως δεν διατρέχει κίνδυνο πλέον,» τους διαβεβαίωσε ο Βόρκεραμ.
«Κι αν ο εχθρός μας στείλει φονιάδες στο νοσοκομείο;» είπε ο Μάικλ.
«Μην ανησυχείς. Νομίζεις ότι δεν θα φρόντιζα για την ασφάλεια του Ηρακλή;»
Αυτό τούς σώπασε όλους. Ήξεραν πόσο καλοί φίλοι ήταν ο Βόρκεραμ και ο Ηρακλής· ο ένας θα έδινε τη ζωή του για τον άλλο, πίστευαν οι περισσότεροι Εκλεκτοί.
«Ποιες είναι αυτές που θα συνταξιδέψουν μαζί μας;» ρώτησε η Λητώ, η δίδυμη αδελφή της Ερμιόνης.
«Θα τις γνωρίσετε αύριο. Η μία είναι συγγενής μου· ονομάζεται Νορέλτα-Βορ. Μακρινή ξαδέλφη.
»Να είστε όλοι έτοιμοι στο γκαράζ μας αύριο τα ξημερώματα.»
«Γιατί να μη μείνουμε εδώ, Βόρκεραμ,» ρώτησε ο Μάικλ, «και να προσπαθήσουμε να παγιδέψουμε τον εχθρό μας;»
«Η παγίδα που του έχω στήσει θα πιάσει καλύτερα αν έχουμε φύγει από την Ανακτορική Συνοικία, αν έχουμε απομακρυνθεί.»
Γιατί; τον ρώτησαν. Τι είχε σχεδιάσει;
Ο Βόρκεραμ-Βορ, όμως, απέφυγε να τους απαντήσει, πράγμα που τους έβαλε, εκτός των άλλων, σε κάποιες υποψίες. Σκεφτόταν ο αρχηγός τους ότι ίσως ανάμεσά τους να κρυβόταν κάποιος προδότης;
Δεν τους άρεσε που θα απομακρύνονταν τόσο από τους δρόμους που ήξεραν, που θα πήγαιναν σε άγνωστες συνοικίες στα βόρεια· αλλά είχαν εμπιστοσύνη στον Βόρκεραμ-Βορ. Δεν μπορεί παρά να είχε το καλό των Εκλεκτών στο μυαλό του.
«Μέχρι πότε θα είμαστε μακριά, αρχηγέ;» τον ρώτησε ο Έκρελ.
«Δεν είμαι σίγουρος,» αποκρίθηκε ο Βόρκεραμ. «Ελπίζω όχι για πολύ. Δύο, τρεις μήνες, ίσως.»
*
Η Φοριντέλα-Ράο σπάθιζε αντιπάλους, με το Απολλώνιο ξίφος της, μέσα στο σαλόνι της σουίτας που είχαν νοικιάσει στις Βαμμένες Πόρτες – ένα μεγάλο ξενοδοχείο της Ανακτορικής Συνοικίας.
Κάθε φορά που η μακριά, γυαλιστερή λεπίδα της άγγιζε τους εχθρούς, αυτοί εξαφανίζονταν.
Ήταν ολογράμματα, προερχόμενα από συσκευές τοποθετημένες στις τέσσερις γωνίες του δωματίου και ρυθμισμένες έτσι ώστε να προσομοιώνουν μια μέτρια μορφή επίθεσης.
Η Νορέλτα-Βορ καθόταν και παρακολουθούσε τη Φοριντέλα να εξασκείται. Είχε τον ώμο της ακουμπισμένο στο πλάι της ανοιχτής πόρτας του υπνοδωματίου της κι ένα ποτήρι σαμπάνια στο χέρι. Φορούσε μια μακριά μεταξωτή ρόμπα που της άρεσε όπως χάιδευε το σώμα της.
Δεν είναι να παραξενεύεσαι που οι δυο τους ταιριάζουν, σκέφτηκε, πίνοντας ακόμα μια μικρή γουλιά. Και αυτή και η Άνμα είναι τρελές με τα όπλα. Αν ήταν Θυγατέρα, η Φοριντέλα θα είχε σίγουρα αναπτύξει τις ίδιες ικανότητες με την Αδελφή μου.
Η Άνμα δεν ήταν στη σουίτα τώρα· έλειπε. Είχε φύγει αφού είχαν φάει μεσημεριανό και είχαν ξεκουραστεί, λέγοντας πως πήγαινε ν’αγοράσει όπλα. Κι άλλα όπλα, μα τον Κρόνο! σκεφτόταν απορημένη η Νορέλτα, και εν μέρει διασκεδασμένη. Η Αδελφή της είχε το όχημά της γεμάτο όπλα. Τι τα ήθελε κι άλλα;
Θα ταξιδεύουμε μαζί με μισθοφόρους, εξάλλου. Αυτοί δεν θα έχουν ένα σωρό όπλα από μόνοι τους;
Ο τελευταίος ψευδοαντίπαλος εξαφανίστηκε ύστερα από μια σπαθιά του Απολλώνιου ξίφους, και η Φοριντέλα στράφηκε στη Νορέλτα. «Θες να το δοκιμάσεις; Είναι άψογο.»
«Ευχαριστώ,» αποκρίθηκε η Νορέλτα, «αλλά όχι. Δεν τα πάω καλά με τα όπλα.»
«Κακό αυτό. Σε εμπόλεμες περιοχές κατευθυνόμαστε.» Η Φοριντέλα πήγε να ρυθμίσει τις συσκευές των ολογραμμάτων. Σκύβοντας πάτησε μερικά κουμπιά στη μικρή κονσόλα κοντά στο πάτωμα. Ήταν ντυμένη με πέτσινο παντελόνι και μαύρο μπούστο. Ξυπόλυτη. Τα μακριά μαύρα μαλλιά της δεμένα κοτσίδα. Το χρυσαφί δέρμα της γυάλιζε από τον ιδρώτα. Δεν ήταν τόσο καλογυμνασμένη όσο η Άνμα, όφειλε να παραδεχτεί η Νορέλτα, αλλά ήταν αρκετά καλογυμνασμένη.
Δε μπορούσε να είναι σαν την Άνμα. Η Άνμα μεγάλωσε στους δρόμους και ζει συνέχεια στους δρόμους. Η Πόλη μάς οδηγεί σε τελείως διαφορετικές κατευθύνσεις, όλες μας...
Η Φοριντέλα πήγε στο κέντρο του σαλονιού. (Τα έπιπλα ήταν παραμερισμένα από πριν, βαλμένα γύρω-γύρω, για να έχει χώρο και να μην τα χτυπήσει κατά λάθος. Αν τα χτυπούσε, θα έπρεπε να τα πληρώσουν στο ξενοδοχείο.) Πήρε πολεμική στάση, με το ξίφος της υψωμένο, και περίμενε. Ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα, ημιδιαφανείς αντίπαλοι άρχισαν να εμφανίζονται, μοιάζοντας να βγαίνουν μέσα από τους τοίχους, να πέφτουν από το ταβάνι, να σκαρφαλώνουν από το πάτωμα. Με πολύ γρήγορο ρυθμό. Η Φοριντέλα πρέπει τώρα να είχε ρυθμίσει τις συσκευές σε πιο δύσκολο επίπεδο.
Αλλά το ξίφος της ήταν εξίσου γρήγορο. Τους χτυπούσε καθώς την πλησίαζαν. Τους χτυπούσε προτού πλησιάσουν. Η Φοριντέλα πεταγόταν μια από δω μια από κει–
Η εξώπορτα της σουίτας άνοιξε–
Η Φοριντέλα ξαφνιάστηκε, βρισκόμενη ήδη σε ένταση, κι ένα φασματικό ρόπαλο τη χτύπησε στα πλευρά χωρίς να της προκαλέσει πόνο.
Η Άνμα μπήκε στη σουίτα κουβαλώντας σάκους στην πλάτη και τσάντες στα χέρια. Παραφορτωμένη. «Καλησπέρα,» είπε.
Οι φασματικοί εχθροί είχαν συγκεντρωθεί γύρω από τη Φοριντέλα κοπανώντας την με διάφορα όπλα, από το κεφάλι ώς τα πόδια. Είχαν μπερδευτεί ο ένας με τον άλλο· έμοιαζαν με μια παράξενη σουρεαλιστική μάζα.
«Τι έγινε;» είπε η Νορέλτα στην Άνμα. «Εξοπλίστηκες;»
«Φυσικά.»
«Δείξε μας!» είπε η Φοριντέλα, και φαινόταν ενθουσιασμένη να δει τι είχε αγοράσει η Θυγατέρα. Πλησίασε την κονσόλα και πάτησε ένα πλήκτρο, κάνοντας τα ολογράμματα των εχθρών να εξαφανιστούν. Το είχε αγοράσει αυτό το σύστημα το πρωί, προτού κλείσουν τη σουίτα. Η Νορέλτα δεν το πίστευε αλλά η Φοριντέλα είχε δώσει λεφτά για τέτοιο πράγμα. Για να μπορεί τώρα να χτυπά φαντάσματα μες στο σαλόνι τους. Έχω δει και πιο παράξενα βίτσια, βέβαια...
Η Άνμα άφησε τους σάκους και τις τσάντες στο πάτωμα κι άρχισε να βγάζει κουτιά από μέσα: και μέσα απ’τα κουτιά, όπλα. Καθώς τους τα έδειχνε, έλεγε λίγα λόγια για το καθένα. Ήταν διαφόρων ειδών. Η Νορέλτα βαρέθηκε γρήγορα. Τα μισά που έλεγε η Άνμα ή δεν τα καταλάβαινε ή τα έβρισκε αδιάφορα. Το όπλο είναι όπλο, γαμώτο! Πατάς τη σκανδάλη και μπαμ! Καρφώνεις τον άλλο με τη λεπίδα και τον σκοτώνεις. Τι άλλο χρειάζεται να ξέρεις πια; Αν έπρεπε να είσαι επιστήμονας δεν θα τριγύριζαν τόσοι φονιάδες στην Ατέρμονη Πολιτεία!
Έχω δει και πιο παράξενα βίτσια, βέβαια... Τελείωσε τη σαμπάνια της παρατηρώντας την Αδελφή της να μιλά για τα καινούργια εργαλεία που τους είχε αγοράσει.
Και δεν ήταν μόνο επιθετικά όπλα, αλλά και αμυντικά. Είχε πάρει αλεξίσφαιρους θώρακες, περικάρπια, περικνημίδες, τέτοια πράγματα.
«Δεν τα φοράω αυτά,» της είπε η Νορέλτα. «Ούτε που να το σκέφτεσαι.»
«Πηγαίνουμε σε εμπόλεμες συνοικίες,» της θύμισε πάλι η Φοριντέλα.
«Μόνο σε ύστατη ανάγκη, ίσως.» Η Νορέλτα είχε κουραστεί.
Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός της κουδούνισε. Σηκώθηκε απ’την πολυθρόνα που είχε καθίσει και πήγε στο υπνοδωμάτιό της για να τον πιάσει. Ήταν ο Βόρκεραμ που την καλούσε.
Πάτησε το πλήκτρο της αποδοχής. «Ναι;»
«Καλησπέρα, Νορέλτα. Εγώ είμαι, ο Βόρκεραμ.»
«Ναι.»
«Είστε έτοιμες να ξεκινήσουμε;»
«Τώρα;»
«Αύριο το πρωί.»
«Φυσικά.»
«Ωραία. Δε μου λες, υπάρχει περίπτωση η Κορίνα να κρυφακούει τώρα μέσα απ’τον πομπό σου;»
«Η Κορίνα έχει άλλους τρόπους για να παίρνει πληροφορίες, όπως σου εξήγησα. Αποκλείεται να κρυφακούει μέσα απ’τον πομπό μου.»
«Ωραία,» είπε πάλι ο Βόρκεραμ-Βορ, και της εξήγησε πού ήταν το γκαράζ όπου θα συναντιόνταν αύριο το πρωί.
Η Νορέλτα τον χαιρέτησε και πήγε να μιλήσει στην Αδελφή της και τη Φοριντέλα-Ράο που ακόμα έδειχναν κατενθουσιασμένες με τα καινούργια όπλα.
*
Αργότερα, ήταν ξαπλωμένη σ’ένα από τα ανάκλιντρα του σαλονιού, καπνίζοντας και κοιτάζοντας τον καπνό στο ταβάνι να παίρνει σχήματα σύμφωνα με τις επιθυμίες της. Του έλεγε Γίνε άλογο! και γινόταν άλογο. Γίνε λιοντάρι! και γινόταν λιοντάρι. Γίνε τίγρης! και γινόταν τίγρης. Είχε δει όλα αυτά τα ζώα σε φωτογραφίες από άλλες διαστάσεις, σε ντοκιμαντέρ, και σε ζωολογικούς κήπους της Ρελκάμνια όπου μάζευαν πλάσματα απ’ολάκερο το Γνωστό Σύμπαν. Ακόμα και από διαστάσεις πέρα απ’το Γνωστό Σύμπαν, ορισμένοι απ’αυτούς.
Η Νορέλτα έβλεπε τα σχήματα να γίνονται ολοζώντανα στο ταβάνι, και γελούσε, χαρούμενη έτσι όπως περνούσε δημιουργικά τον χρόνο της.
Ύστερα, ένας δυνατός χτύπος ακούστηκε από την εξώπορτα, και η Νορέλτα τρόμαξε. Τα όμορφα σχήματα των ζώων διαλύθηκαν. Ανασηκώθηκε πάνω στο ανάκλιντρο.
«Ποιος...» ξεροκατάπιε. «Ποιος είναι;» φώναξε.
Η πόρτα άνοιξε και η Κορίνα μπήκε στο σαλόνι της σουίτας, ντυμένη με μακρύ μαύρο φόρεμα – πολύ μακρύ: η ουρά του τελείωνε κάπου έξω από το κατώφλι, σαν πελώρια ουρά μελανόχρωμου φιδιού. Επάνω στα ξανθά της μαλλιά η Κορίνα φορούσε ένα διάδημα από διαμάντια. Το κοκκινόδερμο πρόσωπό της δεν ήταν βαμμένο· μόνο τα βλέφαρά της, στο πράσινο.
«Τι θέλεις εδώ;» απαίτησε η Νορέλτα καθώς σηκωνόταν όρθια, θυμωμένη με την εισβολή της Κορίνας. «Τι θέλεις μες στο όνειρό μου;» Και τότε μόνο, λέγοντάς το αυτό, συνειδητοποίησε ότι όντως ονειρευόταν. Όλα τούτα δεν ήταν πραγματικά!
«Να μιλήσουμε,» αποκρίθηκε η Κορίνα.
Η Νορέλτα την περίμενε να συνεχίσει, σκεπτόμενη: Το κάνει με το φυλαχτό, η καταραμένη! Μπαίνει στα όνειρά μου με το φυλαχτό!
Κι ευθύς αμέσως ένα ιπτάμενο σαυράκι ξεπρόβαλε από δίπλα της, φωνάζοντας: «ΤΟ ΚΑΝΕΙ ΜΕ ΤΟ ΦΥΛΑΧΤΟ, Η ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΗ! ΜΠΑΙΝΕΙ ΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟ ΦΥΛΑΧΤΟ!»
Η Κορίνα γέλασε.
Τα μάτια της Νορέλτα γούρλωσαν. Διαβάζει τις σκέψεις μου!
Το ιπτάμενο σαυράκι ούρλιαξε: «ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΤΙΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΟΥ!»
Η Νορέλτα έκανε να το χτυπήσει με το χέρι της – να το διαλύσει το μαλακισμένο! – αλλά αυτό πέταξε μακριά.
«Σταμάτα!» φώναξε στην Κορίνα, οργισμένη, χτυπώντας το πόδι της στο χαλί – και πονώντας. Νιώθοντας κάτι να την κόβει.
Κοίταξε κάτω και είδε, απλωμένα, σπασμένα γυαλιά.
Η Κορίνα δεν γελούσε τώρα. «Θα μιλήσουμε;»
«Μίλα,» της είπε η Νορέλτα. «Δε σου κρατάω το στόμα!» Προσπαθεί να με εκφοβίσει...
«ΠΡΟΣΠΑΘΕΙ ΝΑ ΜΕ ΕΚΦΟΒΙΣΕΙ,» είπε μεγαλόφωνα το μικρό ιπτάμενο σαυράκι από την άλλη άκρη του δωματίου.
«Σκασμός!» ούρλιαξε η Νορέλτα.
Η Κορίνα, γελώντας, έκανε μια απότομη χειρονομία η οποία είχε ως συνέπεια το σαυράκι να πετάξει μες στον τοίχο. Ύστερα είπε στην Αδελφή της: «Εσύ και η Άνμα κάνατε ένα πολύ μεγάλο κακό, ξέρεις...»
Τα μάτια της Νορέλτα στένεψαν. «Τι κακό; Σου χαλάσαμε τη δολοφονία; Θα το ξανακάνουμε!»
«Είστε ανόητες, κι οι δυο σας. Δεν έχετε ιδέα τι κάνατε!»
Η Νορέλτα σταύρωσε τα χέρια της μπροστά της, αμίλητα, παρατηρώντας την.
«Ξέρεις ποιος είναι ο Βόρκεραμ-Βορ, μαλακισμένη;» είπε η Κορίνα.
«Συγγενής μου είναι – μαλακισμένη.»
«Τον οποίο δεν είχες ξανακούσει μέχρι στιγμής!»
«Και λοιπόν;»
«Ο Βόρκεραμ-Βορ είναι από τους χειρότερους δικτάτορες στην Ιστορία της Ρελκάμνια.»
Η Νορέλτα γέλασε. «Ο άνθρωπος δεν είναι καν πολιτικός!»
«Θα γίνει, όμως, αν μείνει ζωντανός. Και ένας τρομερός πόλεμος θ’ακολουθήσει. Η Ρελκάμνια θα υποφέρει. Φωτιά θα απλωθεί από τον Ριγοπόταμο ώς τη Μακριά Λεωφόρο. Ποτάμια αίματος θα κυλάνε από τη Μεγάλη Θάλασσα ώς τον Ανατολικό Αερολιμένα.»
«Μη μιλάς σαν προφήτισσα της πλάκας, Κορίνα! Ούτε με εντυπωσιάζεις ούτε με τρομάζεις.»
«Δε σου λέω ψέματα. Το έχω δει στο μέλλον. Ξέρεις πολύ καλά πώς το έχω δει.»
«Δε σε πιστεύω,» είπε προκλητικά η Νορέλτα.
«Είτε το πιστεύεις είτε όχι–»
«Να προτείνω κάτι;»
«Ανόητο θα είναι κι αυτό, αναμφίβολα...»
«Να συναντηθούμε για να μου δώσεις το φυλαχτό, ώστε να κοιτάξω κι εγώ στο μέλλον και να δω αν λες αλήθεια.»
«Χα-χα-χα-χα-χα-χα-χα-χα!... Καλή προσπάθεια, Νορέλτα.» Η Κορίνα έδειχνε πραγματικά διασκεδασμένη. «Καλή προσπάθεια, Αδελφή μου. Αλλά δεν πρόκειται να μου κλέψεις έτσι το φυλαχτό.»
«Μιλάει η κλέφτρα για κλέφτρες...»
«Ο πόλεμος που σου περιγράφω δεν είναι φανταστικός. Θα γίνει! Και ο Βόρκεραμ-Βορ θα τον φέρει. Εκτός αν φανείς έξυπνη για μια φορά στη ζωή σου και συνεργαστείς μαζί μου.»
«Μόνο όταν το σημάδι εξαφανιστεί απ’το πόδι μου κι εμφανιστεί στο κούτελό μου.»
«Σκότωσε τον Βόρκεραμ-Βορ όσο υπάρχει ακόμα χρόνος να αποφευχθεί ο πόλεμος–»
«Είσαι τρελή, Κορίνα–»
«Θ’αφήσεις ολόκληρη τη Ρελκάμνια να υποφέρει επειδή θες να εκδικηθείς εμένα, Νορέλτα; Δεν έχεις μάθει τίποτα, τα λίγα χρόνια που ζεις ως Θυγατέρα της Πόλης;»
«Προσπαθείς να με προσβάλεις ή να με παραπλανήσεις;»
«Να σε κάνω να δεις την αλήθεια, απλώς. Ο Βόρκεραμ-Βορ είναι επικίνδυνος–»
«Για σένα ίσως–»
«Για ολόκληρη τη Ρελκάμνια!»
«Αποκλείεται!» είπε επίμονα η Νορέλτα-Βορ.
«Σκότωσέ τον τώρα, προτού γίνει δικτάτορας και φέρει την καταστροφή. Εσύ και η Άνμα και η Φοριντέλα-Ράο μπορείτε να το κάνετε.»
«Να πας να γαμηθείς, Κορίνα. Το μόνο που θα κάνουμε είναι να σου ξαναχαλάσουμε τα σχέδια αν προσπαθήσεις να τον δολοφονήσεις. Οι φονιάδες σου δεν μπορούν να κρυφτούν από εμάς· βλέπουμε τα σημάδια της Πόλης. Είναι... Ήταν όλα τα σημάδια ανακατεμένα... Ήταν...»
Η Κορίνα χαμογελούσε βλέποντάς την να κομπιάζει. «Αρχίζεις να καταλαβαίνεις, ε, ανόητη; Ο Βόρκεραμ θα κάνει κάτι μεγάλο, κάτι κοσμοϊστορικό, αλλιώς η αλλαγή δεν θα αντηχούσε έτσι μέσα στην Πόλη...»
«Ναι,» είπε η Νορέλτα, «ίσως. Αλλά μου λες ψέματα.»
«Θα γίνει πόλεμος, Νορέλτα! Καταστροφ–»
«Κάτι δεν μου λες, Κορίνα. Μου λες ψέματα, επομένως. Κάτι κρύβεις.»
«Σταμάτα τις σαχλαμάρες, μικρή. Και βοήθησέ με να σβήσουμε αυτόν τον κακούργο από την Ιστορία της Ρελκάμνια προτού καν γραφτεί εκεί. Εμείς οι τρεις – εγώ, εσύ, και η Άνμα – μπορούμε. Θα κάνουμε τη Ρελκάμνια μια καλύτερη διάσταση. Τι λες;»
«Λέω πως πρέπει, άμεσα, να πας να γαμηθείς, Κορίνα.»
Τα πράσινα μάτια της Κορίνας στραφτάλισαν σαν ρευστές φλόγες. Το σώμα της έκανε προς τα πίσω, κυρτώνοντας όπως το σώμα πελώριου φιδιού.
Η Νορέλτα ενστικτωδώς οπισθοχώρησε. Αλλά ήταν ήδη αργά: Η Κορίνα τινάχτηκε μπροστά ξανά, εκτοξεύοντας από το στόμα της ένα πελώριο φλέμα που έτριζε και παλλόταν σαν να ήταν από ενέργεια. Χτύπησε τη Νορέλτα καταπρόσωπο, τυλίγοντάς την ολόκληρη, καίγοντας το κεφάλι και το σώμα της–
Ουρλιάζοντας, τινάχτηκε έξω απ’το όνειρο.
Και συνέχιζε να ουρλιάζει. Τραβώντας τα ρούχα της. Ανάβοντας το φως πλάι στο κρεβάτι, κοιτάζοντας το κατάλευκο σώμα της.
Δεν ήταν καμένη, δεν ήταν καμένη.
Σηκώθηκε–
Η πόρτα άνοιξε, και η Νορέλτα κραύγασε πάλι, νομίζοντας ότι θα έβλεπε την Κορίνα. Αλλά ήταν η Άνμα.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Αδελφή της.
Η Νορέλτα ξεροκατάπιε, βρίσκοντάς το δύσκολο να μιλήσει. Γύρισε και κοίταξε το πρόσωπό της στον καθρέφτη. Δεν ήταν καμένο. Αλλά η όψη της της έμοιαζε με όψη γυναίκας τρελής.
«Τι συμβαίνει, Νορέλτα;» επέμεινε η Άνμα, πλησιάζοντας την, ενώ τώρα και η Φοριντέλα φαινόταν στο κατώφλι.
Η Νορέλτα-Βορ στράφηκε ν’αντικρίσει την Αδελφή της. «Η Κορίνα.»
Παγιδευμένοι σ’έναν έρημο τόπο, οι Νομάδες κατηγορούνται ως σύμμαχοι εχθρών της Β’ Κατωρίγιας Συνοικίας και ανακρίνονται από έναν άνθρωπο του Πολιτάρχη, ενώ η Μιράντα και η Εύνοια, προσπαθώντας να τους εντοπίσουν, καταλήγουν μπροστά σ’ένα αποτρόπαιο δίλημμα.
Τα οχήματα της Φρουράς της Β’ Κατωρίγιας Συνοικίας μπήκαν σ’έναν μεγάλο περιτειχισμένο χώρο στο Έλασμα περνώντας από μια ανοιχτή μεταλλική πύλη. Το μέρος ίσως κάποτε να ήταν περίβολος κάποιας βιομηχανίας που πλέον δεν λειτουργούσε: που πλέον δεν απέμεναν ούτε τα ερείπια των οικοδομημάτων της. Ο περιτειχισμένος χώρος ήταν άδειος σαν πεδίο ερήμωσης· μονάχα σκουπίδια, πέτρες, και παλιοσίδερα υπήρχαν. Θα μπορούσε να γίνει γκαράζ, πιθανώς, αν κάποιος τον περιποιείτο. Αλλά κανείς δεν τον είχε περιποιηθεί.
Μαζί με τα οχήματα της Φρουράς πέρασαν την πύλη κι άλλα οχήματα: ένα μεγάλο ερπυστριοφόρο που, φανερά, δεν ήταν φτιαγμένο για πόλεμο· ένα ψηλό τετράκυκλο με ηχεία στην οροφή· και μερικά ακόμα. Ήταν τα οχήματα των Νομάδων των Δρόμων, τα οποία οι Νομάδες χρησιμοποιούσαν κυρίως για μεταφορά πραγμάτων και για τους τραυματίες ή όσους ήθελαν να ξεκουραστούν. Τώρα, ούτε ένας Νομάδας δεν ήταν μέσα τους· φρουροί τα οδηγούσαν.
Οι Νομάδες βρίσκονταν κλεισμένοι στα μεταγωγικά της Φρουράς, υπό επιτήρηση. Αφοπλισμένοι. Τους είχαν ψάξει και τους είχαν πάρει όλα τους τα όπλα. Οι περισσότεροι ή δεν ήταν καθόλου οπλισμένοι ή ελάχιστα οπλισμένοι. Κυρίως, όπλα έφεραν τα Πνεύματα των Δρόμων, η συμμορία από την οποία είχαν ξεκινήσει οι Νομάδες πριν από καιρό.
Τώρα, οι φρουροί έβγαλαν τους κρατούμενους από τα μεγάλα οχήματα σπρώχνοντάς τους άγαρμπα.
Του Θόρινταλ ακόμα του έμοιαζε με κακόγουστο αστείο η όλη ιστορία. Δε μπορούσε να πιστέψει ότι αυτοί οι παλαβοί πραγματικά κατηγορούσαν τους Νομάδες ως δολιοφθορείς. Έλεγαν πως είχαν πληροφορίες ότι ήταν άνθρωποι του Αλυσοδεμένου Ποιητή της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας: κατάσκοποι μέσα στη Β’ Κατωρίγια: φανατικοί που περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να προκαλέσουν προβλήματα.
Οι φρουροί είχαν ζητήσει να μιλήσουν στη «Νομαδάρχισσα». Ο Κοντός Φριτς τούς είχε αποκριθεί ότι η Κυρά των Δρόμων έλειπε επί του παρόντος, αλλά, αν περίμεναν λίγο, θα ερχόταν και όλα θα ξεκαθαρίζονταν. Οι φρουροί τον κατηγόρησαν, πρώτα, ότι προσπαθούσε να την κρύψει και, μετά, ότι δεν υπήρχε καθόλου Νομαδάρχισσα, ότι ήταν μύθος. Ο Φριτς τσακώθηκε με τον λοχαγό που ήταν επικεφαλής των ανθρώπων που είχαν έρθει να τους συλλάβουν. Ο Κοντός ήταν έτοιμος να του χιμήσει, νόμιζε ο Θόρινταλ. Ο λοχαγός τον απείλησε ότι θα τους πυροβολούσαν όλους, μες στη μέση του δρόμου, αν έφερναν αντίσταση.
Κι έτσι, οι Νομάδες είχαν καταλήξει εδώ, σε τούτο τον ανοιχτό χώρο ανάμεσα στις βιομηχανίες ο οποίος ήταν γεμάτος σκουπίδια και περιτειχισμένος με πέτρινο τείχος που στην κορυφή του ήταν τοποθετημένο συρματόπλεγμα.
Με φυλακή μοιάζει, παρατήρησε ο Θόρινταλ. Πρόχειρη φυλακή. Στρατόπεδο συγκέντρωσης.
«Μείνετε κοντά μου,» είπε στη Λάρνια, τον Ράνελακ, τη Βιολέτα, και τον Εύθυμο, που ήταν γύρω του.
«Γιατί; Έχεις κάποιο σχέδιο;» ρώτησε ο δεύτερος.
«Όχι.»
Ο Σκέλεθρος μειδίασε σαν μαύρο κρανίο. «Εντάξει, τότε.» Και άναψε την πίπα του. «Ελπίζω να μη νομίσουν ότι προσπαθώ να τους ανατινάξω μ’αυτό...»
«Κόψτε τις μαλακίες, ρε γαμιόληδες!» φώναζε ο Κοντός Φριτς, λίγο παραδίπλα, έχοντας στραφεί στον λοχαγό που τους είχε συλλάβει στους δρόμους. «Τι θέλεις, ρε; Ποιο είναι το πρόβλημά σου; Ποιος σου είπε ότι είμαστε δολιοφθορείς και τέτοιες μαλακίες;»
«Μην κάνεις φασαρία,» τον προειδοποίησε ο άντρας – ψηλός, κοκκινόδερμος, πρασινομάλλης, κοντοκουρεμένος, φανερά μυώδης, ντυμένος με καλοσιδερωμένη στολή. «Δεν πρόκειται να φύγετε επειδή θα κάνεις φασαρία. Απλά επιβαρύνεις τη θέση σας.»
Ο Κοντός Φριτς τού όρμησε. Παρότι κοντός ήταν δυνατός. Και γρήγορος. Πρόλαβε να ρίξει μια γροθιά προς το σαγόνι του λοχαγού προτού οι φρουροί τον αρπάξουν και τον πλακώσουν στις ροπαλιές, ρίχνοντάς τον κάτω, ανάμεσα στα σκουπίδια και τις πέτρες.
Ο λοχαγός, επίσης γρήγορος προφανώς, είχε αποκρούσει τη γροθιά με τον πήχη του. Και υπομειδιούσε. Ίσως να του άρεσε η πρόκληση του αρχισυμμορίτη. Ίσως, υπό διαφορετικές συνθήκες, μετά χαράς να πάλευε μαζί του. Τώρα, όμως, ήταν επαγγελματικός σαν χέρι του Νόμου.
«Σηκώστε τον πάνω!» πρόσταξε τους φρουρούς, κι εκείνοι σήκωσαν τον Φριτς, ενώ συγκρατούσαν κάποιους άλλους Νομάδες – Πνεύματα των Δρόμων, κυρίως – που προσπαθούσαν να ορμήσουν για να βοηθήσουν τον αρχηγό τους.
«ΗΣΥΧΙΑ!» γκάριξε ο λοχαγός. «Όσο πιο πολλή φασαρία κάνετε, καθάρματα, τόσο χειρότερα θα περάσετε εδώ πέρα! Μην παίζετε με την υπομονή μου!» Και γρονθοκόπησε κατάμουτρα ένα Πνεύμα που ακόμα πάλευε λυσσασμένα με τους φρουρούς. Του έσπασε τη μύτη.
«Πείτε μου πού είναι η Νομαδάρχισσα, η αρχηγός σας!» φώναξε ο λοχαγός. «Όποιος μου δείξει τη Νομαδάρχισσα ανάμεσά σας θα φύγει από δω αμέσως! Θα φύγει τώρα! Ποια είναι η Νομαδάρχισσα;»
Κανείς δεν απάντησε.
Ο Κοντός Φριτς γέλασε, με αίμα να κυλά απ’την άκρη του στόματός του. «Είσαι μαλάκας τελείως, γαμώ τη γιαγιά σου; Σου είπαμε – η Εύνοια, η Κυρά των Δρόμων, δεν είναι μαζί μας!»
Τα μάτια του λοχαγού στένεψαν. «Και πού είναι; Θα έρθει σε λίγο για να... ‘ξεκαθαρίσει τα πράγματα’;» Το τελευταίο ήταν, καταφανώς, ειρωνεία. Ήταν αυτό που του είχε πει ο Φριτς προτού τους φέρουν εδώ.
«Θα ερχόταν. Αλλά τώρα μας πήρατε μακριά από εκεί που την περιμέναμε. Όμως, και πάλι, θα έρθει. Θα έρθει.»
«Πού είναι;»
«Δεν ξέρω.»
«Γιατί δεν είναι μαζί σας; Πού την αφήσατε;»
«Δεν ξέρω. Εξαφανίστηκε.»
«‘Εξαφανίστηκε’;» Ο λοχαγός γέλασε.
Η ήδη άγρια όψη του Φριτς αγρίεψε ακόμα περισσότερο. Αλλά έμεινε αμίλητος.
«Το καλύτερο που έχετε να κάνετε,» συμβούλεψε ο λοχαγός, «είναι ν’αφήσετε τα ψέματα και να μου πείτε ποια ανάμεσά σας είναι η Νομαδάρχισσα. Είμαι καλά πληροφορημένος γι’αυτήν. Ξέρω ότι αποφεύγει τη δημοσιότητα. Αλλά ξέρω, επίσης, ότι είναι μια ξανθιά γυναίκα με λευκό-ροζ δέρμα. Αν μπορεί να... ‘ξεκαθαρίσει τα πράγματα’, γιατί δεν παρουσιάζεται τώρα;
»Παρουσιάσου, Νομαδάρχισσα,» ζήτησε μεγαλόφωνα, «και θα μιλήσουμε!»
Κανείς δεν απάντησε. Κανείς δεν κινήθηκε.
«Εντάξει,» είπε ο λοχαγός. «Όπως θέλετε. Αφού δεν μιλάτε σε μένα θα μιλήσετε σε άλλους. Θα σας αναγκάσουν να τους πείτε όχι μόνο ποια είναι η Νομαδάρχισσα αλλά και ποια είναι τα σχέδια του Αλυσοδεμένου Ποιητή – γιατί σας είχε στείλει εδώ.»
«Δεν έχουμε καμια σχέση με τον γαμημένο Ποιητή!» μούγκρισε ο Κοντός Φριτς. «Σ’το είπα ήδη.»
«Πολύ καλά,» αποκρίθηκε ο λοχαγός. «Δεν έχουμε τίποτ’ άλλο, τότε, να συζητήσουμε οι δυο μας.» Και προς τους φρουρούς του: «Πάρτε όλες τις ενεργειακές φιάλες από τα οχήματά τους, και όλα τ’άλλα πράγματα από εκεί, κι αφήστε τους εδώ με μερικές σκηνές μόνο.»
Ο Θόρινταλ σκέφτηκε: Δε θα ξεμπλέξουμε εύκολα... Πού ήταν η Εύνοια, άραγε; Δεν ήταν μακριά, πριν. Ίσως, μάλιστα, να είχε δει τους φρουρούς να τους συλλαμβάνουν. Μακάρι νάναι έτσι. Αν η Εύνοια ξέρει πού είμαστε, θα κάνει το παν για να μας σώσει· δεν υπάρχει αμφιβολία.
Και πού είναι η Μιράντα;
Καθώς οι φρουροί έπαιρναν τα πάντα μέσα από τα οχήματα και άφηναν τους Νομάδες στον ανοιχτό χώρο μαζί με μερικές σκηνές, ο Ράνελακ ρώτησε τον Θόρινταλ: «Έχεις τώρα κανένα σχέδιο;»
«Όχι.» Ο Σκέλεθρος πρέπει να αστειευόταν, σκέφτηκε ο Θόρινταλ. Αλλά το χιούμορ του ήταν, αναμφίβολα, μαύρο σαν το πετσί του.
Οι φρουροί δεν έφυγαν όλοι από τον περιτειχισμένο χώρο. Έξι απ’αυτούς έμειναν κοντά στην κλειστή μεταλλική πύλη, από τη μέσα μεριά. Και κάποιοι ανέβηκαν στα τείχη, δίπλα στα συρματοπλέγματα. Ανέβηκαν από την έξω μεριά των τειχών, παρατήρησε ο Θόρινταλ. Πρέπει να υπήρχαν σκάλες από εκεί. Έχουν φτιάξει τον χώρο έτσι ώστε να μη μπορείς να βγεις, όχι να μη μπορείς να μπεις. Ίσως η Εύνοια και η Μιράντα να κατάφερναν να το εκμεταλλευτούν κάπως αυτό για να τους βοηθήσουν...
Και μετά τι θα κάνουμε; Θ’αρχίσουμε να τρέχουμε μες στους δρόμους της Β’ Κατωρίγιας μέχρι να βγούμε από τη συνοικία; Δε θα ήταν εύκολο, γαμώτο. Οι Νομάδες δεν ήταν είκοσι, τριάντα άνθρωποι. Ήταν πάνω από τριακόσιοι-πενήντα. Τέτοιο πλήθος δεν ήταν απλή υπόθεση να φύγει τρέχοντας από την καρδιά μιας συνοικίας της Ατέρμονης Πολιτείας ενώ η τοπική Φρουρά το καταδίωκε...
*
Η Εύνοια έδειχνε απεγνωσμένη. «Δε μπορώ να κάνω τίποτα, Μιράντα, για να τους βοηθήσω...» Ακόμα δάκρυα γυάλιζαν στα μάτια της, καθώς οι δυο τους ήταν καθισμένες σ’ένα γωνιακό μπαρ του μεγάλου σταυροδρομιού όπου είχαν συναντηθεί. «Τους έχω χάσει.» Είχε μόλις διηγηθεί στην Αδελφή της, που θεωρούσε Μητέρα της, όλα όσα είχαν συμβεί. «Νομίζεις ότι εσύ θα μπορούσες να τους βρεις;»
«Χρησιμοποιώντας τα σημάδια της Πόλης; Μάλλον όχι. Είναι αυτό που είπες κι εσύ: οι Νομάδες αφήνουν πίσω τους πολύ ευδιάκριτα σημάδια· οι φύλακες μιας συνοικίας, όχι και τόσο. Ίσως να κατάφερνα να τους ακολουθήσω αν ήμουν εκεί όταν τους έχασες. Ίσως. Αλλά τώρα; Δύσκολο μού φαίνεται.»
«Πρέπει να τους πήγαν νότια, Μιράντα. Μόνο αυτό κατάλαβα. Μπορεί να τους μετέφεραν κάπου στο Έλασμα.»
«Ή πέρα από το Έλασμα.»
Η Εύνοια έμεινε σιωπηλή, συλλογισμένη.
«Γιατί τους συνέλαβαν;» τη ρώτησε η Μιράντα. «Μπόρεσες να διακρίνεις κάτι;»
Εκείνη κούνησε το κεφάλι. «Όχι, τίποτα.» Ήπιε μια γουλιά απ’την Αφρισμένη Κυρά της, για να υγράνει το στόμα της που το αισθανόταν ξερό σαν παλιό χαρτί.
Η Μιράντα αναστέναξε. «Θα μπορούσα να προσπαθήσω να εντοπίσω τον Θόρινταλ με Ξόρκι Ανιχνεύσεως. Αλλά η εμβέλειά του δεν είναι μακρινή. Ακόμα και για έμπειρους μάγους – που εγώ δεν είμαι σαν αυτούς – η εμβέλεια δεν είναι μακρινή.»
«Δε θα τους εγκαταλείψω, Μιράντα. Θα τους βρω!»
«Εννοείται αυτό. Θα ψάξουμε. Αν μη τι άλλο, πιθανώς σύντομα κάτι ν’ακουστεί ή να γραφτεί στα μέσα μαζικής πληροφόρησης. Η Πόλη θα μας καθοδηγήσει, Αδελφή μου.»
«Η Πόλη με πρόδωσε...» είπε, ηττημένα, η Εύνοια.
«Η Πόλη ποτέ δεν σε προδίδει, Εύνοια,» διαφώνησε η Μιράντα σφίγγοντας τον καρπό της. «Είναι πάντα μαζί σου.»
«Θα μπορούσε να με είχε φέρει κοντά τους λίγο πιο νωρίς. Προτού τους κυκλώσουν οι φρουροί.»
«Και τότε θα είχες, κατά πάσα πιθανότητα, παγιδευτεί κι εσύ.»
«Ή θα τους είχα ελευθερώσει.»
«Δε μου είπες ότι η διαίσθησή σου σε προειδοποιούσε να μην πλησιάσεις;»
«Ναι,» παραδέχτηκε η Εύνοια.
«Επομένως, καλύτερα που δεν ήσουν εκεί. Επιπλέον...» συνοφρυώθηκε, συλλογισμένη προς στιγμή, «κάτι δε μ’αρέσει σε τούτη την ιστορία. Θέλω να πω, οι Νομάδες δεν έκαναν τίποτα παράνομο, έτσι;»
«Είμαι σίγουρη γι’αυτό.»
«Πρόκειται, λοιπόν, για παγίδα.»
«Παγίδα... από...;» Αυτή ξανά; Αυτή;
«Από την Κορίνα, ναι,» ένευσε η Μιράντα. «Είναι πιθανό, Εύνοια.»
«Μα, γιατί; Για να με εκδικηθεί;»
«Εν μέρει, ίσως. Αλλά, μάλλον, κάτι έχει στο μυαλό της. Κάποιο σχέδιο. Εκτός αν έχω άδικο και η Αδελφή μας δεν είναι μπλεγμένη σ’αυτό το κόλπο.»
*
Ο Θόρινταλ θόλωσε τα γυαλιά του και τα φόρεσε ενώ έσβηνε κάθε σκέψη και συναίσθημα από το μυαλό του. Κοίταξε τον κόσμο των πνευμάτων γύρω του. Και διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν και πολλά πνεύματα εδώ. Μονάχα ένα κατόρθωσε να διακρίνει μέσα στον έρημο χώρο ανάμεσα στα τείχη. Ακόμα και τα συνηθισμένα στοιχειακά που ακολουθούσαν τους Νομάδες τούς είχαν εγκαταλείψει τώρα.
Όχι πως, βέβαια, τα πνεύματα μπορούσαν να τους σώσουν. Δεν είμαι μάγος του τάγματος των Δεσμοφυλάκων για να τα προστάξω ώστε να κάνουν κάτι που θα μας βγάλει από εδώ. Αν και ακόμα κι ένας μάγος του τάγματος των Δεσμοφυλάκων δεν ήταν σίγουρο ότι θα μπορούσε να καταφέρει τέτοιο πράγμα, νόμιζε ο Θόρινταλ παρότι δεν είχε μεγάλη σχέση με τα μαγικά τάγματα.
«Τι βλέπεις;» τον ρώτησε ο Σκέλεθρος.
Ο Θόρινταλ έβγαλε τα γυαλιά του. «Τίποτα σπουδαίο.»
Κάθονταν έξω από τρεις σκηνές, οι δυο τους, η Βιολέτα, η Λάρνια, ο Εύθυμος, ο Ρίμναλ, η Μαρίνα, η Ηχώ, ο Κοντός Φριτς, η Σορέτα, και η Τζουλιάνα η ιέρεια του Κρόνου. Ο Ανδρόνικος, ο σκύλος του Ράνελακ, ήταν κουλουριασμένος κοντά του· και εκατέρωθεν του σκύλου ήταν ξαπλωμένες δυο γάτες των Νομάδων.
«Κάποιος πούστης,» είπε ο Φριτς, «είναι εναντίον μας σε τούτη τη συνοικία. Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. Κάποιος τούς έβαλε λόγια για εμάς.»
«Το πιθανότερο,» ένευσε ο Ρίμναλ.
Ο Φριτς τον αγριοκοίταξε. «Εσύ, καλύτερα, μην...» Αλλά, τότε, τα μάτια του στένεψαν. «Νομίζεις ότι θα μπορούσε να ήταν η ίδια;» ρώτησε απότομα.
«Η γυναίκα που μας έβαλε να προδώσουμε την Εύνοια...» μουρμούρισε ο Ρίμναλ σαν να ντρεπόταν για ό,τι είχε κάνει, αποφεύγοντας τα βλέμματα των άλλων που ήταν τώρα όλα στραμμένα επάνω του.
«Νομίζεις ότι θα μπορούσε να ήταν αυτή;» επέμεινε ο Κοντός Φριτς.
«Δεν αποκλείεται. Πού θες να ξέρω; Είναι, πάντως, πολύ πειστική. Σίγουρα.»
«Η Κορίνα...» ψιθύρισε ο Θόρινταλ σαν να μονολογούσε. Θα ήθελε να εκδικηθεί την Εύνοια, δεν θα ήθελε;
«Αυτή που σκότωσε τη Γιάαμκα...» είπε η Λάρνια, και τα μάτια της γυάλισαν οργισμένα.
«Αν έχουμε να κάνουμε με μια Θυγατέρα της Πόλης,» τους είπε ο Θόρινταλ, «είμαστε μπλεγμένοι ακόμα χειρότερα απ’ό,τι νομίζαμε.»
«Η Εύνοια θα μας βοηθήσει!» τόνισε η Σορέτα. «Δε θα μας εγκαταλείψει!»
«Γιατί δεν έχει παρουσιαστεί ακόμα, τότε;» έθεσε το ερώτημα η Μαρίνα, δείχνοντας φοβισμένη.
«Μην είσαι ανόητη!» της είπε η Σορέτα. «Θα έχει ήδη αρχίσει να προσπαθεί.»
«Και τι μπορεί να κάνει; Μπορεί να γκρεμίσει αυτούς τους τοίχους;» Έδειξε τα τείχη γύρω από τον ανοιχτό χώρο, με τα συρματοπλέγματα στην κορυφή τους και τους φρουρούς. «Μπορεί να γκρεμίσει την πύλη;»
«Θα βρει έναν τρόπο.»
Η Μαρίνα κούνησε το κεφάλι, απεγνωσμένα.
Ο Σκέλεθρος, καπνίζοντας τη μακριά, στριφτή πίπα του, ρώτησε: «Τι θα τους πούμε, όταν έρθουν αύριο για να μάθουν τα σχέδια του Αλυσοδεμένου Ποιητή;»
«Στο στόμα του Ανόφθαλμου αυτός ο γαμημένος ο Ποιητής!» γρύλισε ο Κοντός Φριτς.
«Ε!» πετάχτηκε η Σορέτα. «Αρκετά, δε νομίζεις!» Ήταν γρουσουζιά να λες το όνομα του καταραμένου γιου του Κρόνου, του Ανόφθαλμου, του Χάροντα, που πήγαινε τους νεκρούς στο Έρεβος.
«Πρέπει να τους αποδείξουμε,» είπε ο Θόρινταλ, «ότι δεν έχουμε καμία σχέση με τον Αλυσοδεμένο Ποιητή.»
«Ναι,» συμφώνησε ο Σκέλεθρος. «Αλλά πώς;»
«Να τους ρωτήσουμε από πού πήραν την πληροφορία τους για εμάς!» είπε η Ηχώ.
Ο Ρίμναλ ρουθούνισε. «Ναι, σιγά μη μας πουν... Εμείς είμαστε αιχμάλωτοί τους, όχι το αντίθετο.»
«Εσύ βγάλε το σκασμό, προδότη!»
«Δεν είμαι προδότης!» έκανε οργισμένα ο Ρίμναλ. «Ήταν λάθος αυτό που έγινε–!»
«Θάπρεπε νάταν και το τελευταίο σου!»
Η Σορέτα ύψωσε το χέρι της. «Όχι άλλοι τσακωμοί, μα τον Κρόνο! Τώρα δεν είναι ώρα για τσακωμούς, αλλά για συνεργασία.» Και ρώτησε, προς όλους: «Τι τρόποι υπάρχουν για να αποδείξουμε ότι δεν έχουμε καμία σχέση με τον Αλυσοδεμένο Ποιητή;»
Κανείς δεν μίλησε.
Για κάμποση ώρα.
Η νύχτα γινόταν ολοένα και πιο απειλητική γύρω τους.
*
Το πρωί, ένας άντρας μπήκε στον περιτειχισμένο χώρο περνώντας τη μεταλλική πύλη που είχε ανοίξει για να τον υποδεχτεί. Μαζί του ήταν καμια εικοσαριά φρουροί, αλλά ο ίδιος δεν έμοιαζε για άνθρωπος της Φρουράς. Δεν φορούσε στολή· ήταν ντυμένος με γκρίζο κοστούμι και μαύρο μανδύα. Είχε μαλλιά μαύρα και κοντά, και δέρμα λευκό με απόχρωση του ροζ. Ο λοχαγός που είχε συλλάβει χτες τους Νομάδες των Δρόμων ήταν κοντά του, και του μίλησε χαμηλόφωνα, δείχνοντας προς τη μεριά του Κοντού Φριτς, ο οποίος καθόταν πλάι στον Θόρινταλ, τον Ράνελακ, τη Λάρνια, τη Σορέτα, τη Τζουλιάνα, και τον Βόσριλαμ τον Σάρντλιο.
«Τι θέλει ο γαμιόλης;» μούγκρισε ο Φριτς. «Δεύτερο γύρο;»
Ο Σκέλεθρος μειδίασε πίσω απ’τον καπνό του τσιμπουκιού του. «Πολύ πιθανό. Είσαι έτοιμος;»
«Πρόσεχε μαζί του,» προειδοποίησε ο Θόρινταλ τον αρχηγό των Πνευμάτων των Δρόμων. «Και μαζί μ’αυτόν δίπλα του. Υποπτεύομαι πως αυτός είναι που σε θέλει τώρα.»
Ενόσω μιλούσε, δύο φρουροί βάδιζαν ήδη προς τη μεριά τους – μια γυναίκα κι ένας άντρας.
Η γυναίκα είπε, όταν βρίσκονταν κοντά: «Εσύ είσαι ο Κοντός Φριτς, έτσι;»
«Με ξέρει όλη η Ρελκάμνια πλέον...» αποκρίθηκε εκείνος, αγριοκοιτάζοντάς την. «Φταίει το μπόι μου;»
«Έλα μαζί μας,» πρόσταξε η γυναίκα, «κι άσε τις εξυπνάδες! Ο κύριος Πανιστόριος θέλει να σου μιλήσει.»
«Πείτε του να περιμένει να τελειώσω το πρωινό μου.» Ο Φριτς δάγκωσε ένα κομμάτι από το σιμιγδαλένιο ψωμί στα χέρια του.
Ο άλλος φρουρός τον σημάδεψε μ’ένα πιστόλι που πρέπει να ήταν ενεργοβόλο, μη-θανατηφόρο. «Σήκω πάνω. Τώρα.»
«Πήγαινε, Φριτς,» τον προέτρεψε ο Σκέλεθρος, «αφού αποφάσισαν να το ζητήσουν έτσι ευγενικά...»
Ο Κοντός Φριτς έδωσε το ψωμί του στη Τζουλιάνα. «Προσφορά στον Κρόνο, ιέρεια,» είπε, κι ακολούθησε τους δύο φρουρούς προς τον κοκκινόδερμο λοχαγό και τον άντρα με το κοστούμι και τον μανδύα.
Κάποιοι άλλοι φρουροί είχαν, εν τω μεταξύ, αρχίσει να στήνουν μια μεγάλη, ψηλή σκηνή δίπλα από την πύλη του περιτειχισμένου χώρου η οποία είχε πλέον κλείσει.
«Μην τους τσιγκλάτε, γαμώτο,» είπε ο Θόρινταλ. «Αρκετά μπλεγμένοι δεν είμαστε ήδη;»
«Και νομίζεις ότι θα μπλέξουμε περισσότερο;» είπε ο Σκέλεθρος.
«Είναι πολύ πιθανό, Ράνελακ. Ειδικά άμα έχουμε να κάνουμε με την Κορίνα.» Και το μυαλό του ήταν, επίσης, στη Μιράντα. Αν η Κορίνα είχε στήσει παγίδα σ’αυτούς, δεν θα μπορούσε να είχε στήσει παγίδα και στη Μιράντα; Την άλλη φορά, την είχε κλείσει πέντε χρόνια – πέντε χρόνια, μα τον Κρόνο! – μέσα σ’εκείνη την υπόγεια αποθήκη... Ο Θόρινταλ αισθάνθηκε τις τρίχες του να ορθώνονται.
Αντίκρυ του, ο Κοντός Φριτς μιλούσε με τον άντρα με το κοστούμι και τον μανδύα. Τον Πανιστόριο, μάλλον. Επώνυμο, προφανώς. Τι μπορεί να ήταν αυτός ο τύπος; αναρωτήθηκε ο Θόρινταλ. Ανακριτής; Κάποιου είδους δικαστικός; Εισαγγελέας; Πολιτικός; Για την ώρα, έμοιαζε να μιλά ήρεμα με τον Φριτς, αν και ο Κοντός δεν έδειχνε τόσο ήρεμος. Ωστόσο, δεν φώναζε κιόλας, όπως έκανε όταν είχε μιλήσει χτες βράδυ με τον λοχαγό. Ο Θόρινταλ δεν άκουγε τι έλεγαν.
Μετά από λίγο, ο Πανιστόριος μπήκε στη μεγάλη σκηνή που είχαν ετοιμάσει οι φρουροί. Μαζί του ήρθαν ο Φριτς, ο λοχαγός, και δύο φρουροί. Αναμφίβολα, οι τρεις τελευταίοι ακολουθούσαν για να προσέχουν τον αρχηγό των Πνευμάτων.
Ο Θόρινταλ περίμενε, όπως και οι άλλοι γύρω του. Όλοι οι Νομάδες περίμεναν. Έχοντας τα μάτια τους στραμμένα σ’αυτή τη μεγάλη σκηνή.
«Δε στέλνεις καμια γάτα, να δούμε τι γίνεται;» ρώτησε ο Βόσριλαμ τον Ράνελακ, ξέροντας για τις μαγικές δυνάμεις του σαμάνου να βλέπει και ν’ακούει μέσα από τα ζώα.
«Οι γάτες πάνε όπου γουστάρουν. Δε μπορώ να τη ‘στείλω’ πουθενά. Δεν είμαι αφέντης των γατών,» αποκρίθηκε στωικά ο Σκέλεθρος.
«Στείλε τον σκύλο σου, τότε!» Ο Βόσριλαμ έδειξε τον Ανδρόνικο που ήταν καθισμένος παραδίπλα, μασουλώντας ένα κόκαλο.
«Χαζός είσαι, Σάρντλιε; Δε θα τον αφήσουν να μπει. Ούτε μπορεί να εισβάλει κρυφά.»
«Υπομονή,» είπε ο Θόρινταλ.
Μετά από κανένα μισάωρο, ο Φριτς βγήκε απ’τη σκηνή και ήρθε προς το μέρος τους. Κάθισε κοντά τους. Δεν έμοιαζε χτυπημένος ή κακομεταχειρισμένος.
«Τι έγινε;» τον ρώτησε η Σορέτα. «Ποιος ήταν ο κουστουμαρισμένος;»
«Τον λένε Αλέξανδρο Πανιστόριο. Δουλεύει για τον Πολιτάρχη της Β’ Κατωρίγιας. Και φαίνεται νάναι πεπεισμένος ότι είμαστε άνθρωποι του Αλυσοδεμένου Ποιητή, του Κάδμου Ανθοτέχνη. Μου ζητούσε να αποκαλύψω τα σχέδιά του–»
«Και τι είπες;» τον διέκοψε ο Βόσριλαμ.
«Τι να πω, ρε; Δεν ξέρω για τα σχέδια ποιητών· δεν είμαι μάντης. Αυτό τού είπα. Αλλά εκείνος επέμενε. Και ζητούσε να μιλήσει και στη Νομαδάρχισσα. Του εξήγησα ότι εξαφανίστηκε. Με ρώτησε πού ακριβώς πήγε. Του είπα ότι απλώς εξαφανίστηκε, κανείς δεν ξέρει πού πήγε, κι αυτό τον έκανε μόνο πιο καχύποπτο προς εμένα. Με προειδοποίησε πως αν δεν δεχτούμε να του μιλήσουμε με το καλό θα μας βασανίσει. Με άφησε να φύγω για να σας το μεταφέρω. Για να το ‘καλοσκεφτούμε’, όπως είπε. Για να αποφασίσουμε αν μας συμφέρει να ταλαιπωρηθούμε – ακόμα και να πεθάνουμε, ίσως – για έναν παράφρονα εξουσιομανή σαν τον Ανθοτέχνη.»
«Ο άνθρωπος είναι τρελός!» μούγκρισε η Λάρνια.
«Μόνο ο Κρόνος μπορεί να μας βοηθήσει τώρα...» είπε η Τζουλιάνα.
«Δεν έχω τόσο μεγάλη πίστη, Σεβασμιότατη,» της είπε ο Σκέλεθρος. «Καλύτερα να–»
Η Σορέτα τον διέκοψε, λέγοντας στον Φριτς: «Δεν τον ρώτησες πώς έμαθε ότι είμαστε άνθρωποι του Αλυσοδεμένου Ποιητή;»
«Τον ρώτησα, αλλά δεν μου απάντησε. Συνέχισε να απαιτεί να του μιλήσω ‘καθαρά’, να κάνω εκείνο που ‘συμφέρει’ εμένα και εσάς. Μαλακίες!... Δε μπορούμε να βρούμε άκρη μ’αυτούς!»
«Δεν έπρεπε να τους είχαμε δώσει τα όπλα μας, Φριτς,» είπε ο Βόσριλαμ ο Σάρντλιος. «Έπρεπε να τους είχαμε επιτεθεί προτού μας φέρουν εδώ!»
«Και τι θα καταφέρναμε έτσι;» παρενέβη η Σορέτα. «Μας είχαν κυκλώσει, μας σημάδευαν με τόσα πυροβόλα. Θα μας είχαν σκοτώσει όλους! Τώρα, αν κάνουμε υπομονή, η Εύνοια ίσως να μας σώσει.»
«Κι αν δεν μας σώσει;» έθεσε το ερώτημα ο Βόσριλαμ. «Αν δεν μπορεί να μας σώσει;»
«Θα τα καταφέρει!» είπε η Σορέτα. «Μη σταματάτε νάχετε πίστη στην Εύνοια!»
«Σορέτα,» είπε ο Σκέλεθρος, «το ξέρεις ότι αγαπώ και σέβομαι την Εύνοια όπως όλοι σας· αλλά η Εύνοια εξαφανίστηκε, μείναμε μόνοι, και–»
«Ο Θόρινταλ την εντόπισε κάπου κοντά μας!»
«Δεν είναι πια κοντά μας, Σορέτα. Πρέπει να–»
«Θόρινταλ, δεν μπορείς να την ξαναβρείς;»
«Θα προσπαθήσω, αν θέλετε. Αλλά, ακόμα κι αν την εντοπίσω κάπου εδώ γύρω, ή κάπου μέσα στη Β’ Κατωρίγια, τι μ’αυτό; Δε μας δίνει καμια πληροφορία σχετικά με το τι μπορεί να σχεδιάζει για να μας ελευθερώσει. Και για το ότι θα προσπαθεί να μας βοηθήσει... γι’αυτό δεν έχω καμία αμφιβολία. Έχει κανένας σας;»
*
Η Μιράντα και η Εύνοια πέρασαν τη νύχτα σ’ένα από τα ελάχιστα ξενοδοχεία του Ελάσματος με όνομα «Το Μεγάλο Έλασμα». Δεν ήταν τίποτα το σπουδαίο από άποψη ποιότητας, μα ούτε και άσχημο ήταν. Δεν θα το αποκαλούσες δευτέρας κατηγορίας.
Η Εύνοια δεν είχε πολλά λεφτά μαζί της, αλλά η Μιράντα είχε περισσότερα, έτσι εκείνη πλήρωσε για το δίκλινο δωμάτιο που έκλεισαν.
Τώρα, καθώς είχαν κατεβεί στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου, είδαν ότι η οθόνη του τηλεοπτικού δέκτη στον τοίχο έδειχνε δημοσιογράφους να μιλάνε για την τρομερή καταστροφή χτες βράδυ στην Α’ Ανωρίγια Συνοικία. Οι δύο Θυγατέρες στάθηκαν και παρακολούθησαν. Και δεν ήταν οι μόνες: κι άλλος κόσμος στεκόταν και άκουγε για τα γεγονότα.
Ο στρατός του Αλυσοδεμένου Ποιητή είχε πάρει το Μεγάλο Λιμάνι, νικώντας τις δυνάμεις του Στρατάρχη Τάραλντεκ Νορβάνι και αιχμαλωτίζοντας τον ίδιο. Ελάχιστοι μαχητές του είχαν καταφέρει να διαφύγουν επάνω στον Ριγοπόταμο και να έρθουν στα λιμάνια της Β’ Κατωρίγιας. Θεωρείτο πλέον πως ολόκληρη η Α’ Ανωρίγια Συνοικία βρισκόταν υπό τον έλεγχο του Αλυσοδεμένου Ποιητή και του συμμάχου του, Βάρνελ-Αλντ, ο οποίος είχε σφετεριστεί την πολιταρχία της συνοικίας από τον Οίκο των Ορν’βενκόθ.
«Τι τρομερή καταστροφή...» είπε μια φωνή ακριβώς πίσω από τη Μιράντα και την Εύνοια. «Ή, μήπως, μια καινούργια αρχή;»
Η Μιράντα την αναγνώρισε· το ίδιο και η Εύνοια, παρότι την είχε ακούσει μονάχα μια φορά, τότε στην Ανεμόζωη...
Γύρισαν για ν’αντικρίσουν την Κορίνα, ντυμένη με γκρίζο παλτό, μικρό μαύρο καπέλο, μαύρα κροσσωτά γάντια. Τα χείλη της ήταν βαμμένα μαύρα επάνω στο κοκκινόδερμο πρόσωπό της· τα ξανθά της μαλλιά έπεφταν καλοχτενισμένα, γυαλιστερά, στους ώμους της. Έμοιαζε ξαφνικά να είχε γίνει το κέντρο όλης της ρεσεψιόν, αν και κανείς εκτός από τις Αδελφές της δεν την κοίταζε· άπαντες παρακολουθούσαν αυτά που λέγονταν στην οθόνη.
«Τραγωδία...» είπε η Κορίνα, υπομειδιώντας, καθώς άναβε ένα μακρύ λευκό τσιγάρο μ’έναν λαξευτό ενεργειακό αναπτήρα.
Τα μάτια της Εύνοιας στένεψαν, η όψη της αγρίεψε. «Μα τον Κρόνο, πρώτη φορά βρίσκομαι σε τέτοιο πειρασμό να σκοτώσω μια Αδελφή μου!»
«Ας είμαστε πολιτισμένες,» είπε η Μιράντα. «Μπορείς να τη δείρεις απλά.»
«Σ’αυτή την περίπτωση,» αποκρίθηκε η Κορίνα, «θα το ξανασκεφτόμουν αν θα σας βοηθούσα να ελευθερώσετε τους Νομάδες των Δρόμων,» φυσώντας καπνό απ’την άκρη του στόματός της.
«Τι ξέρεις για τους Νομάδες;» ρώτησε αμέσως η Εύνοια. «Εσύ φταις για ό,τι τους συνέβη; Πού βρίσκονται;»
«Ελάτε να μιλήσουμε στην Πλατεία Ξεκούραστου, στη Μονότροπη. Θα σας περιμένω,» είπε η Κορίνα, και βάδισε προς την έξοδο του ξενοδοχείου.
«Περίμενε!» Η Εύνοια την ακολούθησε, αλλά μόλις βγήκε από την πόρτα δεν είδε πουθενά την Κορίνα. Πού είχε εξαφανιστεί, η τρισκατάρατη; Η Εύνοια παρατήρησε τα πολεοσημάδια... Δεν της αποκάλυπταν τίποτα.
Η Μιράντα είπε, βγαίνοντας κι εκείνη: «Δεν ήταν πραγματικά εδώ, Εύνοια.»
«Τι...;»
«Δε θυμάσαι τι σου είχα πει για τις δυνάμεις του φυλαχτού;»
Η Εύνοια συνοφρυώθηκε. Ναι, θυμόταν. Ένευσε. «Ήταν... Μας ονειρευόταν;»
«Υποθέτω.»
«Ξέρεις πού είναι αυτή η Πλατεία Ξεκούραστου;»
Η Μιράντα ένευσε. «Ξέρω.»
«Λες νάναι παγίδα;»
«Αν σου έλεγα πως πιστεύω ότι είναι παγίδα, δεν θα πήγαινες;»
*
Μίσθωσαν ένα ιδιωτικό επιβατικό όχημα (γιατί η Εύνοια είχε πλέον αφήσει το δίκυκλο στο μέρος όπου το είχε πάρει χτες βράδυ· δεν ήταν κλέφτρα) και σε καμια ώρα βρίσκονταν στην Πλατεία Ξεκούραστου, στη Μονότροπη, ανατολικά του Ελάσματος. Ο οδηγός, καθ’όλη τη διάρκεια της κούρσας, μιλούσε για την κατάσταση με τους στρατούς του Αλυσοδεμένου Ποιητή. Φαινόταν να είναι της άποψης πως, αν έρχονταν και προς τα εδώ – που μάλλον θα έρχονταν, έλεγε – θα γινόταν η συντέλεια της Ρελκάμνια. «Τα πάντα θα τα ληστέψουν και θα τα κάψουν. Είναι όλοι τους συμμορίτες και κακούργοι, κυρίες μου. Τις φυλακές άνοιξαν κι έβγαλαν έξω όλους τους παλιανθρώπους και τους απατεώνες και τους φονιάδες για να φτιάξουν τέτοιους στρατούς. Πώς νομίζετε ότι τους έφτιαξαν; Πληρώνοντας μισθοφόρους μόνο; Κι αυτά που λένε κάποιοι, ότι τους βοηθάνε ‘κρυφές δυνάμεις’ και τέτοια, μην τα πιστεύετε. Ποιος θα τους βοηθούσε αυτούς; Παράφρων είναι ο Κάδμος Ανθοτέχνης, που θέλει να γκρεμίσει τα πάντα. Τους ξέρω εγώ κάτι τέτοιους παλαβούς· καταλαβαίνω πώς σκέφτονται. Όλα τούς φταίνε εκτός από τον εαυτό τους – οι βιομηχανίες, οι πολιτικοί, οι άλλοι πολίτες – συνέχεια γκρίνια, κυρίες μου. Και η ουσία ξέρετε ποια είναι; Δε θέλουν να δουλέψουν, οι λεχρίτες. Αυτό είναι το θέμα. Ε, χωρίς δουλειά τίποτα δεν γίνεται, σας λέω...» Η Μιράντα και η Εύνοια δεν του πολυμιλούσαν, καθώς παρατηρούσαν διαρκώς τα πολεοσημάδια για την παραμικρή πληροφορία που μπορεί να τους έδιναν, έτσι ο οδηγός ήταν παραπάνω από ευχαριστημένος να μιλά μόνος του. Φαινόταν να ξέρει τα πάντα, από πολιτική μέχρι ψυχολογία, θεολογία, οικονομία...
Όταν έφτασαν, τελικά, στην Πλατεία Ξεκούραστου τούς έκανε μια μικρή έκπτωση: πλήρωσαν λιγότερα για την κούρσα – πράγμα που οι δύο Θυγατέρες θεώρησαν πολεοτύχη. Βγήκαν από το όχημα και βάδισαν στο πλακόστρωτο, με μεγάλη προσοχή, σαν να μπορεί να υπήρχαν νάρκες κάτω από τις πλάκες ή ελεύθεροι σκοπευτές στις ταράτσες τριγύρω.
Η Πλατεία Ξεκούραστου ήταν μια μικρή πλατεία στα νότια της Μονότροπης. Γουστόζικη, θα μπορούσες να την αποκαλέσεις. Περιστοιχιζόταν από σχετικά χαμηλά οικοδομήματα με πέργκολες, αναρριχώμενα φυτά, και μεγάλες γλάστρες στα μπαλκόνια. Στο κέντρο της ήταν ένα σιντριβάνι λαξεμένο σαν πελώριο ψάρι που νερό έβγαινε από το στόμα του. Τριγύρω ήταν παγκάκια και καλοκλαδεμένα δέντρα εκεί όπου το πλακόστρωτο είχε ανοίγματα για να φυτρώνουν. Ένα περίπτερο ήταν σε μια μεριά, το οποίο έμοιαζε να πουλά από περιοδικά και εφημερίδες μέχρι πρόχειρα φαγητά και γλυκά.
Αυτή την ώρα η πλατεία ήταν άδεια κυρίως. Πουθενά δεν φαινόταν η Κορίνα. Αλλά ούτε και στα πολεοσημάδια οι δύο Θυγατέρες διέκριναν τίποτα το απειλητικό.
«Λες να μας έκανε πλάκα;» είπε η Εύνοια.
«Δεν το νομίζω,» αποκρίθηκε η Μιράντα.
«Μα, δεν είναι εδώ. Ή βλέπεις κάτι που δεν βλέπω;»
Μια φιγούρα παρουσιάστηκε σ’ένα μπαλκόνι. Η Μιράντα ύψωσε το βλέμμα της, αναγνωρίζοντάς την αμέσως. Η Κορίνα στεκόταν εκεί, ντυμένη τώρα μ’ένα πράσινο φόρεμα, λευκά κροσσωτά γάντια, και μαύρα γυαλιά. Στο χέρι της κρατούσε μια κούπα, την οποία ύψωσε σε χαιρετισμό προς τη Μιράντα, κι άρχισε να κατεβαίνει την πέτρινη σκάλα δίπλα στο μπαλκόνι.
Τώρα την πρόσεξε και η Εύνοια. «Εδώ είναι!»
«Ήρεμα,» της είπε η Μιράντα. «Ας δούμε πρώτα τι θέλει.»
«Αν έχει παίξει ξανά με τους Νομάδες μου–!»
«Κι εγώ θα ήθελα πολύ να κάνω το κόκκινο δέρμα της μαύρο από το ξύλο, αλλά αυτή δεν είναι καλή στρατηγική για την ώρα. Εντάξει;»
Η Εύνοια αναστέναξε. «Εντάξει.»
Συνάντησαν την Κορίνα στο τέλος της πέτρινης σκάλας, κι εκείνη τούς είπε: «Ελάτε. Έχουν καταπληκτικό Σάρντλιο καφέ εδώ,» βαδίζοντας προς την καφετέρια δίπλα στη σκάλα, κάτω από το μπαλκόνι που ήταν γεμάτο αναρριχώμενα φυτά.
Πάνω από την πόρτα του καταστήματος η πινακίδα έγραφε «Το Εξωτικόν». Η Μιράντα και η Εύνοια ακολούθησαν την Κορίνα μέσα. Το εσωτερικό ήταν όλο ξύλινο και πολυεπίπεδο. Το πάτωμα είχε μικρές σκάλες σε διάφορα σημεία, έτσι ώστε να πηγαίνεις σε επίπεδα που ήταν λίγο πιο ψηλά ή λίγο πιο χαμηλά απ’το «κανονικό» δάπεδο. Τραπεζάκια υπήρχαν παντού, σιδερένια αλλά με γουστόζικα σχέδια γυναικών και λουλουδιών. Λίγα είχαν πελάτες. Στο βάθος ήταν ένα μικρό μπαρ.
Η Κορίνα, ανεβαίνοντας τρία σκαλιά, κάθισε σ’ένα τραπεζάκι κι ακούμπησε την κούπα της μπροστά της. Η Μιράντα και η Εύνοια κάθισαν αντίκρυ της.
Ένας νεαρός σερβιτόρος πλησίασε, ρωτώντας τι θα έπαιρναν οι κυρίες.
«Σάρντλιο καφέ με λευκή κρέμα φέρε τους, Χρύσανθε,» είπε η Κορίνα.
Η Μιράντα ένευσε. «Ό,τι πει η Κορίνα.»
Ο σερβιτόρος έφυγε.
«Τι έκανες στους Νομάδες;» ρώτησε η Εύνοια. «Πού είναι;»
«Γιατί νομίζεις ότι εγώ τούς έκανα κάτι, Εύνοια;»
«Εκτός αν εσύ έχεις βάλει το χέρι σου,» της είπε η Μιράντα, «γιατί η Φρουρά της Β’ Κατωρίγιας να συλλάβει τους Νομάδες των Δρόμων, έτσι ειρηνικοί όπως είναι;»
«Ζούμε σε ανήσυχους καιρούς, Αδελφή μου. Οι πάντες έχουν γίνει... παρανοϊκοί,» αποκρίθηκε μ’έναν θεατρικό μορφασμό η Κορίνα. Μειδίασε λεπτά με τα μαυροβαμμένα χείλη της, και ήπιε μια γουλιά απ’τον καφέ στην κούπα της.
«Πάω στοίχημα πως σου αρέσει...»
«Με ξέρεις τόσο καλά, Μιράντα...»
«Μη νομίζεις ότι έχω ξεχάσει τίποτα, Κορίνα,» είπε απειλητικά εκείνη.
«Δε θα ήθελα ποτέ να με ξεχάσεις.»
«Πού είναι οι Νομάδες;» τις διέκοψε η Εύνοια. «Πού τους έχεις;»
Η Κορίνα γέλασε. «Εγώ δεν τους έχω πουθενά. Αλλά ξέρω πού τους έχει η Φρουρά, αν σ’ενδιαφέρει.»
«Και είσαι πρόθυμη να μας πεις;» ρώτησε η Μιράντα.
«Όχι.»
Η γροθιά της Εύνοιας σφίχτηκε πάνω στο τραπέζι.
«Θα το μάθετε, όμως, πολύ σύντομα,» πρόσθεσε η Κορίνα. «Θα το πουν στις ειδήσεις, θα το γράψουν στις εφημερίδες, στα περιοδικά. Δε θα μείνει κρυφό. Θεωρούν πως οι Νομάδες είναι δολιοφθορείς σταλμένοι από τον Αλυσοδεμένο Ποιητή, τον Κάδμο Ανθοτέχνη, της Β’ Ανωρίγιας.»
«Τι!» έκανε η Εύνοια. «Μα... μα αυτό είναι παράλογο! Τρελό!»
Η Κορίνα γέλασε. «Αδελφή μου, είπαμε: ζούμε σε ταραγμένους καιρούς. Η παράνοια κυριαρχεί. Οι πάντες φοβούνται. Ο Αλυσοδεμένος Ποιητής σύντομα θα έρθει προς τα εδώ. Πολύ άσχημος πόλεμος θα ακολουθήσει...»
«Είπες ότι μπορείς να μας βοηθήσεις να σώσουμε τους Νομάδες,» της θύμισε η Μιράντα. «Αλήθεια ή ψέματα;»
«Αλήθεια. Για την ακρίβεια, εσείς οι δύο είστε οι μόνες στη Ρελκάμνια που μπορούν να τους σώσουν.»
Ο σερβιτόρος επέστρεψε φέρνοντας τους καφέδες τους. Η Κορίνα τού έδωσε ένα χαρτονόμισμα των πέντε δεκάδιων ως φιλοδώρημα, κι εκείνος φάνηκε, φυσικά, πολύ ικανοποιημένος. «Χίλια ευχαριστώ, κυρία,» είπε φεύγοντας.
«Τι πρέπει να κάνουμε;» ρώτησε η Εύνοια την Κορίνα.
«Να μπείτε σε μια ενδοδιάσταση.»
Η Εύνοια την κοίταξε απορημένα.
«Να μπείτε σε μια ενδοδιάσταση που εδώ, στη Β’ Κατωρίγια, είναι γνωστή ως ‘ο Ξεχασμένος Τόπος’.»
Η Μιράντα την ατένισε δολοφονικά. «Δε σοβαρολογείς, Κορίνα...»
«Τι είναι ο Ξεχασμένος Τόπος;» ρώτησε η Εύνοια.
«Στη Β’ Κατωρίγια υπάρχει μια διαστασιακή δίοδος,» της εξήγησε η Μιράντα, «που οι μάγοι του τάγματος των Ερευνητών που την έχουν ψάξει υποθέτουν ότι οδηγεί σε κάποια ενδοδιάσταση. Κανείς όμως που έχει μπει δεν έχει ακουστεί να ξαναβγαίνει. Η δίοδος είναι, αναμφίβολα, μονόδρομη.»
«Κανείς,» τόνισε η Κορίνα, «δεν έχει ακουστεί να ξαναβγαίνει, όπως είπες.»
«Ξέρεις αν υπάρχει έξοδος;»
«Όχι.»
«Και μας ζητάς να μπούμε εκεί;» γέλασε η Μιράντα. «Νομίζεις ότι θα δεχτούμε;»
«Επιπλέον,» είπε η Εύνοια, «δεν καταλαβαίνω πώς ακριβώς αυτό θα βοηθήσει τους Νομάδες!» Ούτε εκείνη ούτε η Μιράντα είχαν μέχρι στιγμής αγγίξει τους Σάρντλιους καφέδες τους με τη λευκή κρέμα.
«Μόλις έχετε μπει στον Ξεχασμένο Τόπο,» αποκρίθηκε η Κορίνα, «θα φροντίσω οι Νομάδες να ελευθερωθούν–»
«Εσύ λοιπόν ευθύνεσαι για τη φυλάκισή τους!»
«Δεν έχει σημασία ποιος ‘ευθύνεται’ για τη φυλάκισή τους, Εύνοια. Σημασία έχει ότι θα τους ελευθερώσω–»
«–εξορίζοντας εμάς από τη Ρελκάμνια,» τη διέκοψε η Μιράντα. «Και περιμένεις να δεχτούμε;»
«Αν δεν δεχτείτε, οι Νομάδες θα υποφέρουν. Οι άνθρωποι του Πολιτάρχη θα τους βασανίσουν, ζητώντας να μάθουν τα σχέδια του Αλυσοδεμένου Ποιητή. Τον τρέμουν τον Κάδμο Ανθοτέχνη, Αδελφές μου...»
Η Εύνοια χτύπησε τη γροθιά της στο τραπέζι, κάνοντας τα φλιτζάνια και την κούπα να τρίξουν. «Τολμάς να μας απειλείς έτσι!;»
«Θα βρούμε άλλο τρόπο να τους ελευθερώσουμε, Κορίνα,» είπε η Μιράντα.
«Δεν πρόκειται να τα καταφέρετε.»
«Ποιος θα μας σταματήσει; Εσύ;»
«Αμφιβάλλεις ότι μπορώ;»
«Έχεις ξεπεράσει τα συνηθισμένα σου όρια, Κορίνα. Θα το μετανιώσεις,» είπε η Μιράντα.
«Δε θα σας αναγκάσω να κάνετε τίποτα,» είπε η Κορίνα. «Σκεφτείτε το όσο θέλετε. Αλλά να ξέρετε πως, όσο σκέφτεστε, οι Νομάδες υποφέρουν. Και θα συνεχίσουν να υποφέρουν, εκτός αν–»
«Ποιος μας εγγυάται ότι θα κρατήσεις την υπόσχεσή σου αν περάσουμε αυτή τη διαστασιακή δίοδο;» τη ρώτησε η Εύνοια.
«Κανείς. Αλλά σκέψου, Αδελφή μου: Τι λόγο μπορεί να έχω για να θέλω να κρατάω τους Νομάδες φυλακισμένους; Τι λόγο μπορεί να έχω για να θέλω να τους βασανίζω; Έναν μονάχα: εσάς.» Σηκώθηκε από το τραπέζι και, αφήνοντας πίσω την κούπα της, βάδισε προς την έξοδο της καφετέριας.
Η Εύνοια αναστέναξε, κλείνοντας τα μάτια. «Εγώ φταίω για όλα...»
«Όχι–»
«Εγώ φταίω, Μιράντα!» Τα βλέφαρά της άνοιξαν απότομα. «Αν δεν είχα μεταφερθεί μακριά τους–»
«Η Κορίνα μάς παρακολουθούσε μέσω του φυλαχτού. Τα είχε σχεδιάσει όλα πολύ προσεχτικά. Δε φταις εσύ, Εύνοια, και το ξέρεις.»
Η Εύνοια έμεινε σιωπηλή για μερικές στιγμές, νιώθοντας ένα πελώριο βάρος να την πλακώνει. Μετά ρώτησε: «Αν η Κορίνα βλέπει το μέλλον, δεν θα γνωρίζει ήδη αν θα δεχτούμε ή όχι να μπούμε στον Ξεχασμένο Τόπο;»
«Υποθέτω πως δεν είναι τόσο εύκολο να προβλέψεις το μέλλον στα κομβικά σημεία, ειδικά όταν εσύ η ίδια παρεμβαίνεις εκεί. Όταν είδα εγώ το μέλλον, έχοντας ακολουθήσει τον Δρόμο του Μέλλοντος, νομίζω πως όλα όσα μπορούσα να διακρίνω προέρχονταν από πολύ ισχυρές τάσεις, δυνατές ροπές, μέσα στη Ρελκάμνια.»
«Και είπες κάτι για έναν μεγάλο πόλεμο, ανάμεσα στον Ανθοτέχνη και σε κάποιον άλλο...»
«Τον Βόρκεραμ-Βορ. Θα συσπειρώσει τις συνοικίες στα νότια ώστε να αντιμετωπίσουν τον Αλυσοδεμένο Ποιητή. Τώρα όμως αυτό είναι το λιγότερο από τα προβλήματά μας...»
«Πρέπει να υπάρχει κάποιος τρόπος να σώσουμε τους Νομάδες, Μιράντα! Και εννοώ χωρίς να κάνουμε ό,τι θέλει η Κορίνα.»
«Ναι, πρέπει...» αποκρίθηκε η Μιράντα, αν και δεν αισθανόταν καθόλου βέβαιη. Αν η Κορίνα «επέβλεπε» τους Νομάδες τώρα, τα πράγματα θα ήταν δύσκολα. Πολύ δύσκολα.
«Ξέρεις όμως ποιο είναι το χειρότερο, έτσι; Όσο περιμένουμε, θα τους βασανίζουν. Θα τους βασανίζουν νομίζοντάς τους κατασκόπους του Κάδμου Ανθοτέχνη!»
Η Μιράντα έσμιξε τα χείλη. Είπε: «Η Κορίνα βασίζεται στην ψυχική πίεση που μας ασκεί αυτό, Εύνοια–»
«Δε μπορώ να τους αφήσω να βασανίζονται!» Δάκρυα γυάλιζαν στα μάτια της. «Βασανίζονται εξαιτίας μου–»
«Όχι· σου είπα, δεν–»
«Ακολουθούσαν εμένα, Μιράντα! Εμένα! Και δες πού τους οδήγησα τελικά!» Η Εύνοια σηκώθηκε απ’το τραπέζι, βαδίζοντας γρήγορα προς την έξοδο της καφετέριας.
Η Μιράντα την ακολούθησε.
«Κορίνα!» φώναξε η Εύνοια μες στη σχεδόν άδεια Πλατεία Ξεκούραστου. «Κορίνα! Πού είσαι;» Καμια απάντηση. Η Κορίνα δεν φαινόταν πουθενά. «Πάρε εμένα, Κορίνα! Πάρε εμένα μόνο! Δέχομαι! Δέχομαι! Μόνο εμένα!»
Η Μιράντα την πρόλαβε, βάζοντας το χέρι της στον ώμο της Εύνοιας. «Μην είσαι βιαστική, Αδελφή μου! Περίμενε.»
«Όσο τους βασανίζει;» είπε εκείνη, στρεφόμενη απότομα να την αντικρίσει.
Ένα δίκυκλο σταμάτησε ξαφνικά δίπλα τους. Η Κορίνα καθόταν στη σέλα, με κράνος στο κεφάλι. Το πρόσωπό της κρυβόταν πίσω από την κρυστάλλινη προσωπίδα του. «Η συμφωνία μας ισχύει μόνο αν δεχτείτε να μπείτε κι οι δύο στον Ξεχασμένο Τόπο,» είπε. «Αλλιώς οι Νομάδες θα μείνουν εκεί που είναι. Για πάντα, μάλλον.» Κι έβαλε πάλι τους τροχούς σε κίνηση, φεύγοντας.
«Κορίνα!» φώναξε πίσω της η Εύνοια. «ΚΟΟΟΡΙΙΙΙΝΑΑΑΑ!»
Το δίκυκλο εξαφανίστηκε ανάμεσα στα γουστόζικα οικοδομήματα στα άκρα της πλατείας.
Αφήνοντας έναν φίλο κι έναν ευγενή στη θέση του, ο Αλυσοδεμένος Ποιητής πετά προς την Α’ Ανωρίγια Συνοικία, για να συναντήσει την αγαπημένη του, που κάθε στιγμή φοβόταν γι’αυτήν, έναν σκοτεινό άντρα που είναι ισχυρογνώμων αλλά σταθερός σύμμαχος, τον πολιτικό που τώρα έχει τον έλεγχο της συνοικίας και πολλές προτάσεις να κάνει, και μια Θυγατέρα που μοιάζει παντού να εμφανίζεται.
Ο Κάδμος ξύπνησε ξημερώματα από τον ήχο του τηλεπικοινωνιακού πομπού στο κομοδίνο του. Ήταν η Καρζένθα, και του είπε πως η Α’ Ανωρίγια είχε γίνει δική τους πριν από λίγες ώρες. Ο Ζιλμόρος είχε επιτεθεί στο Μεγάλο Λιμάνι κι εκείνη είχε αναγκαστεί να κινητοποιήσει τον υπόλοιπο στρατό για να τον βοηθήσει. Οι απώλειες και οι ζημιές ήταν σοβαρές, αλλά είχαν νικήσει· τα στρατεύματα του Τάραλντεκ Νορβάνι είχαν διαλυθεί, και ο ίδιος ο Στρατάρχης ήταν αιχμάλωτός τους.
«Θα έρθω αύριο – σήμερα, εννοώ – να σας συναντήσω από κοντά. Εσένα και τον Βάρνελ-Αλντ,» είπε ο Κάδμος. «Θέλω να συζητήσω μαζί του.»
Άκουσε χαρά στη φωνή της, αν και συγκρατημένη. «Θα σε περιμένω.»
Ο Κάδμος ετοιμάστηκε, μίλησε με κάποιους ανθρώπους, και τελικά συνάντησε τον Ερκάνη Ανάντη και τον Μάλνεμορ-Νορκλ στο Πολιταρχικό Μέγαρο της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας, στο Γραφείο του Πολιτάρχη.
«Κύριοι, θα φύγω για μερικές μέρες,» τους είπε. «Δύο ή τρεις, πιθανώς, όχι πολλές. Θα πάω στην Α’ Ανωρίγια, η οποία είναι πλέον δική μας.»
«Τόσο σύντομα;» απόρησε ο Μάλνεμορ καθώς τα φρύδια του υψώνονταν. «Δεν είχε μείνει κάποια αντίσταση στο Μεγάλο Λιμάνι;»
«Η αντίσταση διαλύθηκε μες στη νύχτα, και τώρα είναι απαραίτητο να συναντήσω τον Βάρνελ-Αλντ. Θέλω να ξέρω ποιοι είναι οι σύμμαχοί μου, και δεν τον έχω δει ποτέ από κοντά, δεν έχουμε ποτέ μιλήσει οι δυο μας.»
Ο Μάλνεμορ-Νορκλ και ο Ερκάνης συμφώνησαν ότι αυτή ήταν συνετή κίνηση. «Αλλά να προσέχεις,» είπε ο δεύτερος. «Η πλουτοκρατία ίσως πάλι να έχει αφήσει κάποιον εκεί για να σε περιμένει...»
«Δολοφόνους, εννοείς, Ερκάνη.»
«Τι άλλο;»
«Θα είμαι προσεχτικός, φυσικά. Αλλά νομίζω πως, αν υπήρχε άμεσος κίνδυνος, η Κορίνα θα με είχε προειδοποιήσει.»
Ο Μάλνεμορ-Νορκλ είπε: «Έχουμε καιρό να δούμε την Κορίνα... όποια κι αν είναι.» Ακόμα δεν γνώριζε παρά ελάχιστα γι’αυτήν, ακόμα είχε τις αμφιβολίες του και τις πολλές, πολλές απορίες του για το άτομό της. Και ο Κάδμος δεν του έλεγε τίποτα πέρα από το ότι ήταν σύμμαχός τους. Πολύ χρήσιμη και έμπιστη σύμμαχός τους.
«Ναι,» συμφώνησε ο Ερκάνης, «έχουμε καιρό να τη δούμε.»
«Αυτό,» του είπε ο Κάδμος, «δεν σημαίνει και ότι εκείνη δεν βλέπει εμάς.»
Ο Ερκάνης ένευσε, καταλαβαίνοντας.
Ο Μάλνεμορ-Νορκλ συνοφρυώθηκε, προφανώς μην καταλαβαίνοντας.
«Τέλος πάντων,» είπε ο Κάδμος, που δεν είχε όρεξη πάλι ν’ακούσει τις ερωτήσεις του αριστοκράτη. Ήταν κι αυτός χρήσιμος σύμμαχος και δεν ήθελε να του φέρεται με λιγότερο σεβασμό απ’ό,τι του άξιζε· είχε βοηθήσει πολύ, τον τελευταίο καιρό, στη Β’ Ανωρίγια, για να βάλουν κάποια μικρή τάξη στο χάος που γινόταν εδώ μετά την εξέγερση κατά της πλουτοκρατίας. «Το θέμα είναι ότι φεύγω, όπως σας είπα. Επομένως, εσείς οι δύο θα είστε υπεύθυνοι στο εξής για τη διεξαγωγή όλων των άμεσων υποθέσεων στη Β’ Ανωρίγια. Ερκάνη, σ’αφήνω ως Αντιπολιτάρχη για όσο θα λείπω. Θα ετοιμάσουμε τώρα ένα σχετικό έγγραφο, για να μην τύχει κανείς να το αμφισβητήσει και να έχεις προβλήματα.»
Ο Ερκάνης ένευσε αμίλητα, σχεδόν σκυθρωπά, γνωρίζοντας προφανώς τι σοβαρή ευθύνη ήταν αυτή, ειδικά ετούτες τις ημέρες ανασυγκρότησης της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας. Δεν ήταν πολιτικός, άλλωστε· μυστικιστής ήταν. Αλλά ούτε εγώ ήμουν πολιτικός προτού φτάσουμε εδώ, σκέφτηκε ο Κάδμος.
Και μετά παρατήρησε την έκφραση του Μάλνεμορ-Νορκλ. Ήταν δυσαρεστημένος ο ευγενής; Θα ήθελε εκείνος να ήταν τώρα Αντιπολιτάρχης, ή είναι η ιδέα μου;
Αφού ο Κάδμος ετοίμασε το έγγραφο, μίλησε για μερικές λεπτομέρειες με τους δύο συμβούλους του και, μετά, τους χαιρέτησε. Έφυγε από το Πολιταρχικό Μέγαρο μέσα σ’ένα θωρακισμένο όχημα περικυκλωμένο από έξι δίκυκλα με οπλισμένους καβαλάρηδες. Ανέβηκε σύντομα σε μια γέφυρα και, από τη γέφυρα, σε μια ράμπα στο πλάι μιας πολυκατοικίας. Την ακολούθησε ώς επάνω, στην ταράτσα, κι έφτασε σ’ένα γωνιακό ελικοδρόμιο, όπου επί του παρόντος δεν ήταν προσγειωμένο ελικόπτερο αλλά ένα αεροπλάνο από εκείνα που δεν χρειαζόταν να τρέξουν πάνω σε ρόδες για να απογειωθούν.
Ο Κάδμος βγήκε από το όχημά του με τη συνοδία σωματοφυλάκων και επιβιβάστηκε στο αεροσκάφος. Κάθισε σε μια από τις μαλακές πίσω θέσεις, και μια αεροσυνοδός προθυμοποιήθηκε να του φέρει ό,τι επιθυμούσε. Εκείνος αποκρίθηκε ότι ήθελε μόνο έναν καφέ.
(Και τώρα πετά ο πρωτεργάτης της Νέας Εποχής, για ν’ανταμώσει τον σύμμαχο που τα μάτια του τα ίδια δεν έχουν ξαναντικρίσει, τον άντρα που το Κοινό Μυστήριο τούς δένει, μουρμούριζε το ποιητικό δαιμόνιο μες στο μυαλό του.)
Η αεροσυνοδός τού έφερε καφέ, τον οποίο ο Κάδμος ακούμπησε στην ειδική θέση στον βραχίονα του καθίσματός του.
Οι μηχανές του αεροπλάνου μπήκαν σε λειτουργία. Υψώθηκε από την ταράτσα της πολυκατοικίας και πέταξε προς τα ανατολικά. Ο Κάδμος έβλεπε από το παράθυρο πλάι του τα οικοδομήματα της Β’ Ανωρίγιας να είναι σαν ψεύτικα από κάτω του. Σαν μακέτα.
Οι ζημιές δεν έμοιαζαν και τόσο τρομερές από εδώ. Αλλά βέβαια αυτές οι περιοχές δεν χτυπήθηκαν κατά την εξέγερση. Πετούσαν τώρα πάνω από τον Ρυθμιστή, έχοντας μόλις περάσει τα όρια των Χρυσών Λόφων.
Στα ανατολικά άκρα του Ρυθμιστή ήταν τα σύνορα με την Α’ Ανωρίγια. Πλησιάζοντας εκεί, ο Κάδμος άκουσε κάποιον να μιλά από το τηλεπικοινωνιακό σύστημα της κονσόλας του πιλότου. Ένα σήμα δόθηκε και το αεροσκάφος πέρασε με ασφάλεια, μπαίνοντας στην εναέρια ζώνη της Α’ Ανωρίγιας. Πρέπει τώρα να πετάμε πάνω από τη Σύγχρονη, σκέφτηκε ο Κάδμος, κοιτάζοντας πάλι από το παράθυρό του και βλέποντας πολλές ζημιές. Οικοδομήματα χτυπημένα, γκρεμισμένα.
Στράφηκε στην αεροσυνοδό – μια συμπαθητική γαλανόδερμη, ξανθιά κοπέλα, επαγγελματικά ντυμένη με ταγέρ αποτελούμενο από σακάκι και κοντή φούστα. «Υπάρχει χάρτης;»
«Φυσικά, Εξοχότατε,» αποκρίθηκε η αεροσυνοδός, και του έδειξε το κουμπί που έπρεπε να πατήσει στο πλάι του καθίσματός του.
Ο Κάδμος το πάτησε και ένας χάρτης παρουσιάστηκε ως ολόγραμμα μπροστά του. Έδειχνε τους δρόμους της Α’ Ανωρίγιας Συνοικίας πάνω από τους οποίους πετούσε το αεροπλάνο. Το ίδιο το αεροσκάφος φαινόταν σαν μινιατούρα με φτερά. Οι ζημιές του πολέμου είναι αόρατες στους χάρτες...
Κοιτάζοντας μια το ολόγραμμα μια την πραγματικότητα από κάτω του, ο Κάδμος είδε ότι πέρασαν πάνω από τη Σύγχρονη και τη Χρυσόνομη και μπήκαν στην Αστροβόλο. Στη Χρυσόνομη δεν παρατήρησε ζημιές· δεν πρέπει να είχαν γίνει συγκρούσεις εδώ. Όχι σοβαρές, τουλάχιστον. Στην Αστροβόλο είδε κάποια χτυπημένα οικοδομήματα, αλλά όχι τις καταστροφές που είχε δει στη Σύγχρονη.
Είχαν περάσει δεκαπέντε λεπτά περίπου από την απογείωση από τη Β’ Ανωρίγια Συνοικία, και τώρα το αεροπλάνο πλησίαζε έναν ανοιχτό χώρο στην Αστροβόλο χάνοντας ύψος. Ένα γήπεδο, άδειο επί του παρόντος, εκτός από μερικούς ανθρώπους που μάλλον περίμεναν την άφιξη του Κάδμου. Είναι και η Καρζένθα ανάμεσά τους;
Το αεροπλάνο κατέβηκε κάθετα πάνω στα μεταλλικά πόδια του. Ο Κάδμος σηκώθηκε από τη θέση του και, με τη συνοδία των σωματοφυλάκων του ξανά, βγήκε από το σκάφος, νιώθοντας τον αέρα της Α’ Ανωρίγιας πάνω στο πρόσωπό του. Δεν ήταν καθόλου διαφορετικός απ’αυτόν της Β’ Ανωρίγιας, όφειλε να ομολογήσει.
Πλησίασε τους ανθρώπους που τον περίμεναν, καθώς κι εκείνοι πλησίαζαν αυτόν. Η Καρζένθα ήταν, όντως, ανάμεσά τους. Και χαμογελούσε. Ο Κάδμος ήταν βέβαιος πως θα τον αγκάλιαζε σφιχτά αν δεν βρίσκονταν μπροστά σε τόσο κόσμο.
«Καλωσόρισες,» του είπε, καθώς έσφιγγε το αριστερό του χέρι με το δεξί της, κι εκείνος έσφιγγε το αριστερό της χέρι με το δικό του δεξί χέρι.
«Είστε ήρωες, ακούω.»
Η Καρζένθα μειδίασε. «Έλα,» είπε. «Πάμε σε πιο καλυμμένο χώρο.» Φαινόταν να φοβάται, ίσως, για δολοφόνους. Δε θα ήταν, άλλωστε, η πρώτη φορά που είχαν προσπαθήσει να σκοτώσουν τον Αλυσοδεμένο Ποιητή.
*
Τον οδήγησε σ’ένα διαμέρισμα μιας πολυκατοικίας, στον εξηκοστό-έβδομο όροφο, και ήταν επιτέλους μόνοι στο σαλόνι. Φιλήθηκαν βαθιά, σφίγγοντας ο ένας τον άλλο σαν να νόμιζαν ότι τα σώματά τους θα εξαφανίζονταν μέσα από τα χέρια τους.
«Φοβόμουν για σένα κάθε στιγμή που ήσουν εδώ,» της είπε. «Έπρεπε να βρισκόσουν μαζί μου, στη Β’ Ανωρίγια.»
«Το ξέρεις πως δεν γινόταν, αγάπη μου.» Χάιδευε το μάγουλό του, με τα χείλη της κοντά στα δικά του. «Δε γινόταν. Σε θέλω πλάι μου, αλλά δε γινόταν.» Τον φίλησε ξανά, η γλώσσα της παιχνίδισε μες στο στόμα του πιέζοντας τη δική του. «Εκτός των άλλων, αν έλειπα, ο Ζιλμόρος θα είχε διαλύσει τα πάντα εδώ. Με το ζόρι μπορώ και τον περιορίζω.»
«Όταν μου μίλησες γι’αυτόν ακουγόσουν τσαντισμένη,» είπε ο Κάδμος, ενθυμούμενος τον τόνο της φωνής της από τον τηλεπικοινωνιακό πομπό.
Η Καρζένθα ένευσε. «Έκανε του κεφαλιού του – ό,τι του ψιθυρίσει ο Σκοτοδαίμων!» Πιάνοντας το χέρι του Κάδμου, τον οδήγησε στον μαλακό σοφά. Η ίδια δεν κάθισε· πλησίασε την κάβα· τον ρώτησε τι ήθελε να πιει. «Γλυκό Κρόνο;» του πρότεινε, υπομειδιώντας.
Ο Κάδμος κατένευσε.
Καθώς η Καρζένθα γέμιζε δύο ποτήρια, του είπε: «Επιτέθηκε στο Μεγάλο Λιμάνι από τις κρυφές σήραγγες που μας είχε δείξει ο Βάρνελ-Αλντ. Αλλά δεν ήταν ο Βάρνελ που τον οδηγούσε· ήταν η Τζέσικα. Είναι κι αυτή Θυγατέρα της Πόλης, Κάδμε· μας έδειξε – σ’εμένα και τον Βάρνελ – το σημάδι στο πόδι της. Αλλά δεν είναι καθόλου σαν την Κορίνα. Είναι... Τρελή, θα την αποκαλούσα μόνο, αγάπη μου.»
«Περίμενε,» είπε ο Κάδμος. «Ένα-ένα. Σε ποιες κρυφές σήραγγες αναφέρεσαι; Σ’αυτές που μου είπες ότι σας βοήθησαν να εισβάλετε στην Αστροβόλο; Εκτείνονται ώς το Μεγάλο Λιμάνι;»
Η Καρζένθα πλησίασε τον σοφά, έδωσε στον Κάδμο το ένα ποτήρι, κάθισε δίπλα του. Ο Κάδμος αγκάλιασε τους ώμους της, φίλησε, δάγκωσε, το αφτί της. Η Καρζένθα γέλασε. «Είσαι τόσο άτακτος...» Το ελεύθερό της χέρι σκάλιζε τα ρούχα του. Ο Κάδμος αισθανόταν το παντελόνι του να έχει ξαφνικά στενέψει.
Η Καρζένθα εξήγησε: «Δεν σου είχα πει τα πάντα για τις σήραγγες. Φοβόμουν για υποκλοπές, αγάπη μου. Οι σήραγγες είναι πανάρχαιες. Περνάνε από μια αρχαία, εγκαταλειμμένη πόλη με πολύ ασυνήθιστη αρχιτεκτονική, στοιχειωμένη από πνεύματα. Ελάχιστοι ξέρουν γι’αυτές, κι ελάχιστοι μπορούν να τις διασχίσουν· παράξενα πράγματα λένε πως συμβαίνουν εκεί, εξαιτίας των πνευμάτων – που δεν είναι μονάχα μύθος. Ο Βάρνελ-Αλντ είναι ένας από τους ανθρώπους που μπορούν να σε οδηγήσουν εκεί κάτω. Αλλά και η Τζέσικα επίσης.» Καθώς ο ένας ξεκούμπωνε τα κουμπιά των ρούχων του άλλου, καθώς τραβούσαν τα φερμουάρ, η Καρζένθα συνέχισε να του λέει για τις σήραγγες και πώς ο Βάρνελ-Αλντ τούς είχε οδηγήσει, μέσω αυτών, στην Αστροβόλο, πώς ακριβώς τους είχε δώσει τη νίκη. Η Α’ Ανωρίγια θα γινόταν δική τους πολύ γρήγορα, ύστερα· οι περισσότερες περιφέρειες βρίσκονταν υπό τον έλεγχό τους. Αλλά αυτός ο παράφρονας ο Ζιλμόρος, ο οπαδός του Σκοτοδαίμονος, βιαζόταν, και η Τζέσικα τον βοήθησε – και μεγάλη καταστροφή έγινε. «Νικήσαμε,» του είπε η Καρζένθα διατρέχοντας το χέρι της πάνω στο στέρνο του, «αλλά είχαμε τόσες ζημιές, τόσες απώλειες... Ήταν,» ήπιε μια γουλιά απ’τον Γλυκό Κρόνο της, «ό,τι ήθελα ν’αποφύγω. Αυτό το κάθαρμα μ’ανάγκασε να επέμβω· δε μπορούσα να εγκαταλείψω εκείνον και τόσους άλλους στο έλεος του Νορβάνι...»
«Και ο Βάρνελ-Αλντ; Το ξέρει τώρα πως είμαι εδώ; Πότε θα του μιλήσω;»
«Χέσε τον Βάρνελ-Αλντ,» είπε η Καρζένθα, κι αφήνοντας το ποτήρι της στην πλάτη του σοφά, πήρε το ποτήρι από το χέρι του Κάδμου και το άφησε κι αυτό εκεί. Έπιασε τους καρπούς του και τους έδεσε σφιχτά με τη ζώνη του. Εκείνος μειδίασε, έκανε να τη φιλήσει, αλλά η Καρζένθα τον έσπρωξε πίσω, ανάσκελα πάνω στις μαλακές μαξιλάρες. Ο καυλός του ορθωνόταν έξω από το μισοκατεβασμένο παντελόνι του. Η Καρζένθα έβγαλε την περισκελίδα της και τον καβάλησε. Τα δεμένα χέρια του έσφιξαν το αριστερό της στήθος. Η Καρζένθα κραύγασε, έσκυψε, τον φίλησε δυνατά, παγιδεύοντας τα χέρια του ανάμεσά τους. Ήταν λαχανιασμένοι κι οι δύο. Ο Κάδμος είχε τόσο καιρό να νιώσει την αναπνοή της πάνω στο πρόσωπό του. Ήταν σαν ψυχεδελικό άρωμα γι’αυτόν. Ήθελε ν’αρπάξει τη μέση της, να σύρει τα χέρια του πάνω στους γλουτούς της, στο εσωτερικό των μηρών της... «Λύσε με!» της είπε. «Όχι!» του είπε. «Όχι!» Και, κρατώντας τους δεμένους καρπούς του δυνατά, ορθώθηκε ξανά από πάνω του, με τα γαλανόδερμα στήθη της να ταλαντεύονται καθώς κινούσε γρήγορα το σώμα της. Ο Κάδμος αισθάνθηκε τον εαυτό του να ανατινάζεται σαν βόμβα, κι έκλεισε τα μάτια, χαμένος για μια στιγμή σ’αυτή την αίσθηση... μια στιγμή κατά την οποία δεν ήταν ο Κάδμος Ανθοτέχνης... δεν ήταν ο πρωτεργάτης της επανάστασης... δεν ήταν ο Αλυσοδεμένος Ποιητής... δεν ήταν ο νέος Πολιτάρχης της Β’ Ανωρίγιας... δεν ήταν κανένας...
Το σώμα του χαλάρωσε. Η Καρζένθα έμεινε για λίγο ακόμα επάνω του, χρησιμοποιώντας τον όσο ακόμα μπορούσε· ύστερα ξάπλωσε πλάι του, κι εκείνος τώρα άκουγε την αναπνοή της. Προσπάθησε, μετά, να ελευθερώσει τα χέρια του από τη ζώνη που τα τύλιγε, αλλά δυσκολευόταν. Η Καρζένθα τον βοήθησε, και η ζώνη έφυγε αμέσως.
«Ποια είναι η γνώμη σου για τον Βάρνελ-Αλντ;» τη ρώτησε.
«Δεν τον έχω δέσει ακόμα.»
Ο Κάδμος γέλασε. «Ως πολιτικός, εννοώ.»
«Η στρατηγική του είναι καλή. Καλές ιδέες. Και προσεχτικός, συγχρόνως,» μουρμούρισε η Καρζένθα, με το πρόσωπό της ακουμπισμένο στον ώμο του.
«Ως πολιτικός, εννοώ,» επανέλαβε εμφατικά ο Κάδμος.
«Δεν είναι και πολύ καιρό πολιτικός, αγάπη μου. Από χτες το μεσημέρι πήρε την πολιταρχία εδώ. Αλλά... οφείλω να ομολογήσω πως κινείται γρήγορα ο άνθρωπος.» Ανασηκώθηκε πάνω στον σοφά, πήρε καθιστή θέση, μοιάζοντας συγκροτημένη ξανά. «Είναι αρπακτικό, βασικά.» Έπιασε το παντελόνι του Κάδμου, το τράβηξε προς τα πάνω.
«Ήρεμα,» είπε εκείνος, νιώθοντας το όργανό του να μπλέκεται απότομα μέσα στο ένδυμα.
«Είναι καιροσκόπος,» συνέχισε η Καρζένθα. «Αδίστακτος, αναμφίβολα. Από την αρχή, φυσικά, μας βοηθούσε για να γίνει Πολιτάρχης, όχι μόνο επειδή διαφωνούσε με την πολιτική της Ραλτάνα-Ορν.» Παραμέρισε τα μαλλιά απ’το πρόσωπό της. «Μισεί τους Ορν’βενκόθ. Όλους τους Ορν’βενκόθ. Τροποποίησε τον Εκλογικό Νόμο – ήταν από τα πρώτα πράγματα που έκανε – έτσι ώστε οι Ορν’βενκόθ να αποκλειστούν από τις πολιταρχικές εκλογές και μόνο οι Αλντ’κάρθοκ να μπορούν να γίνονται πολιτάρχες στο εξής.»
«Ίσχυε ακριβώς το ανάποδο ώς τώρα, σωστά;»
«Ναι. Μόνο οι Ορν’βενκόθ είχαν το δικαίωμα να εκλέγονται.»
«Το άκουσα στο διάγγελμά του,» είπε ο Κάδμος. «Είχε ενδιαφέρον.» Πήρε κι εκείνος καθιστή θέση πάνω στον σοφά. Έπιασε το ποτήρι του από την πλάτη του καθίσματος και ήπιε την τελευταία γουλιά Γλυκό Κρόνο που απέμενε εκεί, νιώθοντας το μεθυστικό ποτό να γλιστρά σαν γλυκός, ερωτικός εισβολέας μέσα του. «Ανυπομονώ να τον συναντήσω, για νάμαι ειλικρινής.»
«Κι εκείνος το ίδιο μού είπε για σένα. Αλλά είναι πολυάσχολος. Είπε, επίσης, ότι δεν μπορεί να σε συναντήσει τώρα, το πρωί. Θα σε συναντήσει το απόγευμα, που θα έχει περισσότερο ελεύθερο χρόνο, ώστε να μιλήσετε με την ησυχία σας.»
«Δεν υπάρχει πρόβλημα,» αποκρίθηκε ο Κάδμος. «Δε βιάζομαι τόσο. Δεν ήρθα για να φύγω μέσα στην ημέρα, Καρζένθα.» Άγγιξε το μάγουλό της με το ένα δάχτυλο, άγγιξε το αφτί της.
«Τα πράγματα πώς είναι στη Β’ Ανωρίγια;» ρώτησε εκείνη.
«Αποδιοργανωμένα.»
«Ακόμα;»
Ο Κάδμος αναστέναξε. «Ακόμα. Αλλά προσπαθούμε.»
*
Ο Κάδμος συνάντησε τον Ζιλμόρο σ’ένα καμπαρέ στη Χρυσόνομη, λίγο πριν από το μεσημέρι. Το μέρος βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Σκοταδιστών, και ο αρχηγός τους δεν κοίταξε με έκπληξη τον Αλυσοδεμένο Ποιητή καθώς εκείνος μπήκε στην κεντρική αίθουσα μαζί με τους Μικρούς Γίγαντες σωματοφύλακές του. Έχει μάθει, λοιπόν, για την άφιξή μου, σκέφτηκε ο Κάδμος ενώ συγχρόνως έριχνε μια ματιά σ’όλη την αίθουσα, βλέποντας ότι στο μαγαζί δεν βρίσκονταν μόνο Σκοταδιστές αλλά και άνθρωποι άλλων συμμοριών τους οποίους αναγνώριζε.
Κι εκείνοι τον αναγνώρισαν αμέσως, φυσικά. Ο Ποιητής! ακούστηκε μια φωνή. Και μια άλλη: Ο Ποιητής, ρε· είν’ εδώ. Και: Ο Ανθοτέχνης – είναι εδώ! Και: Κοίτα – ο Ανθοτέχνης ήρθε.
Χέρια υψώθηκαν προς τον Κάδμο, για να τον χαιρετίσουν, και ποτά, και όπλα. Κάποιοι τού φώναξαν.
Ο Κάδμος τούς αντιχαιρέτισε, υψώνοντας κι αυτός το χέρι του.
(Ακόμα κι ο υπόκοσμος εκείνον τώρα χαιρετά – εκείνον που τη λευτεριά τούς χάρισε από τα δεσμά που δουλωμένους τούς κρατούσαν!)
Πλησίασε το τραπέζι όπου κάθονταν ο Ζιλμόρος και μερικοί άλλοι της συμμορίας του. Σηκώθηκαν όρθιοι όλοι τους.
«Καλωσήρθες, Ανθοτέχνη,» είπε ο Ζιλμόρος.
«Καλώς σε βρίσκω, Ζιλμόρε, αν και οι συνθήκες δεν είναι και τόσο καλές...»
«Ολόκληρη η Α’ Ανωρίγια είναι δική μας! Γιατί να μην είναι καλές;»
Ο Κάδμος έριξε μια ματιά στους άλλους συμμορίτες στο τραπέζι. «Αφήστε μας μόνους με τον αρχηγό σας.»
Εκείνοι προς στιγμή δίστασαν, αλλά ο Ζιλμόρος κατένευσε, κι έτσι έφυγαν. Κοίταζε τον ποιητή με στενεμένα μάτια τώρα, γιατί καταλάβαινε τι γινόταν. Προτού έρθει εδώ, συνάντησε την Καρζένθα-Σολ. Ο Ζιλμόρος το γνώριζε αυτό, από τους πληροφοριοδότες του. Και η καταραμένη σκύλα δεν θα του είπε κολακευτικά λόγια για εμάς...
«Ο στρατός μας είναι άσχημα τραυματισμένος,» είπε ο Κάδμος καθώς έπιανε μια καρέκλα και καθόταν. Οι σωματοφύλακές του δεν κάθισαν. «Και ο υπαίτιος είσαι εσύ, Ζιλμόρε.»
Ο Ζιλμόρος κάθισε αντίκρυ του. «Ναι, εγώ είμαι ο υπαίτιος που πήραμε την Α’ Ανωρίγια Συνοικία! Αν δεν είχα κινηθεί, ο Τάραλντεκ Νορβάνι ακόμα στο Μεγάλο Λιμάνι θάταν θρονιασμένος, και δεν θα ερχόσουν εσύ εδώ· θα έρχονταν ενισχύσεις από τη Β’ Κατωρίγια Συνοικία! Ενώ τώρα κανένα πολεμικό σκάφος της Β’ Κατωρίγιας δεν έχει τολμήσει να μας ζυγώσει.»
«Η νίκη σου, όμως, μας κόστισε,» επέμεινε ο Κάδμος. «Παραλίγο να σκοτωθείς ο ίδιος και τόσοι άλλοι. Η Καρζένθα αναγκάστηκε να έρθει να σας σώσει. Είχαμε απώλειες, ζημιές–»
«Αλλά νικήσαμε!»
«Και πώς θα κρατήσουμε αυτά που έχουμε νικήσει, Ζιλμόρε;» είπε ο Κάδμος. «Τρεις συνοικίες βρίσκονται τώρα υπό την κυριαρχία μας. Τρεις. Και πρέπει να τις κρατάμε μ’έναν στρατό κατακερματισμένο–»
«Δε φταίω εγώ για όλες τις ζημιές και τις απώλειες που–!»
«Φταις, όμως, για όλες τις τελευταίες που έγιναν. Και δεν είναι λίγες. Η Καρζένθα ήθελε να τις αποφύγει.»
«Μπορούμε πάντα να βρούμε κι άλλους μαχητές, ποιητή–»
«Από πού; Η Β’ Ανωρίγια έχει υποφέρει αρκετά. Μετά δυσκολίας προσπαθώ να τη–»
«Η Έκθυμη είναι γεμάτη μισθοφόρους και τυχοδιώκτες.»
«Έχουμε πάρει από εκεί τους ανθρώπους που μπορούσαμε να πάρουμε. Για τους άλλους χρειάζεται να πληρώσουμε.»
«Τα θησαυροφυλάκια τριών συνοικιών, αναμφίβολα, επαρκούν!»
«Το θησαυροφυλάκιο της Β’ Ανωρίγιας η πλουτοκρατία το λεηλάτησε προτού φύγει. Επομένως, έχουμε τα θησαυροφυλάκια δύο συνοικιών για να κρατήσουμε τρεις συνοικίες που όλες έχουν ζημιές. Χρειάζονται χρήματα για ανοικοδόμηση, Ζιλμόρε· δεν έχουμε ούτε μαχητές ούτε εξοπλισμούς για χάσιμο–»
«Είμαι από τους πιο πιστούς σου συμμάχους,» του θύμισε ο Ζιλμόρος. «Η αντιμετώπιση αυτή δεν είναι πρέπουσα.» Ο Αλυσοδεμένος Ποιητής είναι ο πρωτεργάτης της επανάστασής μας στη Β’ Ανωρίγια, αλλά εγώ είμαι το πιο ισχυρό του στήριγμα! Δεν το καταλαβαίνει, ή κάνει πως δεν το καταλαβαίνει;
«Δεν ήρθα για να τσακωθώ μαζί σου,» αποκρίθηκε ο Κάδμος σταθερά. «Ούτε αμφισβητώ την πίστη σου σ’εμένα ή στον σκοπό μας. Αλλά, όταν βρισκόμαστε σε εμπόλεμη κατάσταση, πρέπει να υπακούς τις διαταγές της Στρατάρχη μου–»
«Σου βάζει λόγια για μένα! Δεν ξέρω γιατί δεν με συμπαθεί–»
«Δεν έχει πρόβλημα μαζί σου–»
«Φυσικά και έχει!»
«Δεν έχει πρόβλημα μαζί σου,» επέμεινε ο Κάδμος. «Έχει πρόβλημα με τη συμπεριφορά σου ορισμένες φορές. Θα μπορούσαμε να είχαμε διώξει τον Τάραλντεκ Νορβάνι και με άλλο τρόπο. Χωρίς τόσο μεγάλες απώλειες. Αύριο, πιθανώς η Β’ Κατωρίγια να μας επιτεθεί. Και αυτή και η Α’ Κατωρίγια έχουν δείξει εχθρότητα προς εμάς – δεν θέλουν καμια επαφή μαζί μας· μας έχουν κλείσει τα σύνορά τους. Ή μπορεί η πλουτοκρατία – όπου κι αν έχει κρυφτεί – να ετοιμάζει ήδη κάτι καταστροφικό για να εξαπολύσει εναντίον μας. Ή μπορεί κάποιος άλλος απρόσμενος εχθρός να παρουσιαστεί. Θυμάσαι τι έγινε με τον Ζόλτεραλ-Ράο· κανείς δεν τον περίμενε.
»Και τώρα ο στρατός μας είναι πιο άσχημα χτυπημένος απ’ό,τι θα έπρεπε. Καταλαβαίνεις το πρόβλημα;»
«Το καταλαβαίνω. Αλλά σας έδωσα τη νίκη.»
Ο Κάδμος δεν νόμιζε ότι θα μπορούσε να τον κάνει να παραδεχτεί τίποτα περισσότερο. Ο Ζιλμόρος δεν ήταν από τους ανθρώπους που εύκολα παραδέχονταν τα λάθη τους. Και σίγουρα ήταν από τους ανθρώπους που ποτέ δεν ζητούσαν συγνώμη, για τίποτα. «Ας χαρούμε τη νίκη μας,» του είπε, «αλλά ας είμαστε τώρα πολύ, πολύ προσεχτικοί. Γιατί, στο άμεσο μέλλον, δεν ξέρουμε τι θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Μέχρι στιγμής δεν γνωρίζω καμια πολιτική δύναμη στη γειτονιά μας που να μας βλέπει με καλό μάτι.»
Μια γυναίκα πλησίασε το τραπέζι τους. Στον ώμο της ήταν πιασμένο ένα πουλί με γυαλιστερά μάτια και γένι. Το δέρμα της ήταν γαλανό, τα μαλλιά της ξανθά. Φορούσε μαύρη καπαρντίνα.
Η Τζέσικα, σκέφτηκε ο Κάδμος. Δεν μπορεί να ήταν άλλη.
Οι σωματοφύλακές του έκαναν να την απομακρύνουν. «Όχι,» τους είπε εκείνος. «Αφήστε την.»
Η Τζέσικα χαμογέλασε λεπτά. «Με αναγνωρίζεις...»
«Μου έχουν πει για σένα.»
«Η Κορίνα σε συμπαθεί πολύ. Να καθίσω;»
Ο Κάδμος έδειξε μια άδεια θέση του τραπεζιού. Η Τζέσικα κάθισε.
«Το ξέρει ότι είσαι εδώ;» τη ρώτησε.
«Η Κορίνα;» Γέλασε. «Δε δίνω αναφορά στην Κορίνα για το τι κάνω. Αλλά, ναι, το ξέρει.»
Ο Κάδμος παρατήρησε ότι ο Ζιλμόρος δεν έμοιαζε καθόλου παραξενεμένος από την κουβέντα τους. Γνωρίζει για τις Θυγατέρες της Πόλης; «Είστε το ίδιο, οι δυο σας...»
«Όχι, δεν είμαστε το ίδιο,» είπε η Τζέσικα. «Είμαστε κάτι παρόμοιο.»
Ο Κάδμος ρώτησε: «Ο Ζιλμόρος τι ξέρει για σένα;»
«Τα πάντα.»
Ο Κάδμος έστρεψε το βλέμμα του στον αρχισυμμορίτη.
«Γνωρίζω για τις Θυγατέρες, αν αυτό αναρωτιέσαι, ποιητή.»
«Ποιος σ’το είπε;»
«Εγώ,» απάντησε η Τζέσικα.
Η Καρζένθα έχει δίκιο. Ίσως νάναι επικίνδυνη. «Είναι κάτι που το λες στον καθένα;»
«Μόνο στους ανθρώπους που» – το ένα της χέρι ακούμπησε στους ώμους του Ζιλμόρου σαν ο αρχισυμμορίτης να ήταν έπιπλο – «φαίνεται πως θάπρεπε να το μάθουν. Κατά τα άλλα, είμαι κι εγώ πολύ μυστικοπαθής,» τόνισε μορφάζοντας υπερβολικά. «Σαν την Κορίνα.» Γέλασε.
«Συμφώνησες να τους οδηγήσεις στο Μεγάλο Λιμάνι, μέσα από τις σήραγγες, για να γίνει κάτι που η Στρατάρχης μου είχε προστάξει να μη γίνει,» είπε ο Κάδμος. «Αυτό δεν μ’αρέσει.»
Τα μάτια της αγρίεψαν. «Νικήσατε στο τέλος, δεν νικήσατε;»
«Αν δεν τους οδηγούσες, δεν θα είχαμε τόσες απώλειες! Η Καρζένθα είχε άλλα σχέδια για το πώς να διώξει τον Νορβάνι απ’το Μεγάλο Λιμάνι. Δεν είχες δικαίωμα να παρέμβεις!»
«Γιατί όχι;»
«Γιατί αυτός δεν είναι δικός σου πόλεμος!»
«Όλοι οι πόλεμοι είναι δικοί μου,» γέλασε η Τζέσικα, κι ο Αστρομάτης έβγαλε ένα κρώξιμο, ακόμα γαντζωμένος στον ώμο της.
Ο Ζιλμόρος είπε: «Θα έπρεπε να την ευχαριστείς για τη βοήθειά της, ποιητή, όχι να–»
«Μη μου λες τι ‘θα έπρεπε’ να κάνω, Ζιλμόρε.»
Η Τζέσικα είπε: «Ό,τι έγινε, έγινε! Έχουμε τόσα άλλα ενδιαφέροντα πράγματα να κάνουμε στο μέλλον.» Και χαμογέλασε.
Ναι, η Καρζένθα έχει δίκιο, σκέφτηκε ξανά ο Κάδμος. Δεν μοιάζει καθόλου με την Κορίνα αυτή. «Ο στρατός μου δεν είναι για τη διασκέδασή σου,» την προειδοποίησε. «Άλλη φορά δεν θα ανακατεύεσαι εκεί που δεν έχεις άδεια να ανακατευτείς–»
«Μέχρι στιγμής, σας έχω μόνο βοηθήσει. Και κατέβηκα προς τα νότια για να σε γνωρίσω.» Τον κοίταζε διαπεραστικά με τα γκρίζα μάτια της. «Τα κατάφερα, τελικά.»
«Η Τζέσικα άνοιξε τις φυλακές στον Λευκόχρυσο της Έκθυμης,» είπε ο Ζιλμόρος. «Τόσοι καλοί άνθρωποι ήρθαν να μας υπηρετήσουν από εκεί.»
«Η βοήθειά σου,» της είπε ο Κάδμος, «είναι ευπρόσδεκτη αν – και μόνο αν – είσαι πρόθυμη να ακολουθείς τις διαταγές μας.»
«Γιατί νομίζω ότι δεν θα έλεγες το ίδιο στην Κορίνα;» αποκρίθηκε η Τζέσικα, μοιάζοντας ενοχλημένη.
«Δεν παρατηρώ καμια ομοιότητα ανάμεσα στις δυο σας. Η Κορίνα, συνήθως, έχει κάποιο σχέδιο.»
«Κι εγώ έχω σχέδιο. Πάντα!» Γέλασε.
Ο Κάδμος αναρωτήθηκε αν έκανε πλάκα ή αν δεν ήταν με τα καλά της.
Η Τζέσικα έπιασε το ποτό που κάποιος συμμορίτης είχε ξεχάσει πάνω στο τραπέζι· ήπιε μια γουλιά. «Θα με καταλάβεις καλύτερα μόλις με γνωρίσεις καλύτερα, Κάδμε. Έχω πολύ μεγάλη εκτίμηση για σένα.»
Αυτό με τρομάζει, σκέφτηκε ο Αλυσοδεμένος Ποιητής.
«Φέρνεις αλλαγές στην Πόλη,» συνέχισε η Τζέσικα. «Μ’αρέσουν τέτοιοι άνθρωποι. Από την αρχή που άκουσα για σένα, ήθελα να συμμαχήσω μαζί σου. Μετά έμαθα ότι συνεργάζεσαι με την Κορίνα. Αλλ’ αυτό,» ανασήκωσε τον έναν ώμο, «δεν έχει καμια σημασία. Δε θα τα χαλάσουμε εκεί, τώρα.»
Ο Κάδμος είχε, εδώ και κάμποσο καιρό, καταλάβει ότι πολλοί από τους συμμάχους του ήταν άνθρωποι απρόβλεπτοι, άγριοι πιθανώς· αλλά κάποιες φορές αυτό το έβλεπε πιο καθαρά, πιο έντονα: και τότε τον ενοχλούσε. Ήταν σαν να αμαύρωνε, στα μάτια του, την ίδια του την επανάσταση. Και τον έκανε να συνειδητοποιεί πόσο οριακός ήταν ο έλεγχός του επάνω στους μαχητές του. Ίσως θα έπρεπε να γίνει πιο αυστηρός μαζί τους...
«Καλά όλ’ αυτά,» είπε στη Τζέσικα· «και σε θέλω στο πλευρό μου, αν μπορείς να με βοηθήσεις· όμως, αν ξανακάνεις οτιδήποτε που παραβαίνει τις διαταγές μου ή της Στρατάρχη μου, θα φροντίσω να απομακρυνθείς από τις περιοχές μου. Με ό,τι τρόπο κι αν χρειαστεί. Κατανοητό;»
Η Τζέσικα γέλασε λες και της είχε πει κάποιο αστείο (!). Είναι τρελή· δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. Τα μάτια της τον κοίταζαν ευχαριστημένα, σαν να της άρεσε η πρόκληση που υποδήλωναν τα λόγια του. Αναρωτιέμαι τι θα νόμιζε ο Ερκάνης γι’αυτήν, αν τη γνώριζε. Θα νόμιζε τα ίδια που νομίζει για την Κορίνα; Ή θ’άλλαζε τελείως η γνώμη του για τις Θυγατέρες της Πόλης;
(Πάντοτε καταδικασμένοι με αβέβαιους συμμάχους να πορεύονται, οι αγωνιστές της λευτεριάς – από τη μια, αρωγούς· από την άλλη, καταστροφείς – τόσο επίφοβη η ισορροπία: τόσο στενό κι απατηλό το μονοπάτι του δρόμου τους...)
*
Ο Βάρνελ-Αλντ τον υποδέχτηκε στη βίλα του, στην Αστροβόλο, το απόγευμα.
Ο Κάδμος πήγε εκεί μαζί με την Καρζένθα-Σολ και κάποιους σωματοφύλακές του, όλοι τους Μικροί Γίγαντες, ανάμεσά τους και ο Άλβερακ κι ο Σολάμνης’μορ. Δεν γίνονταν πουθενά συγκρούσεις, επί του παρόντος, και δεν έπρεπε να βρίσκονται αλλού.
Η βίλα ήταν χτισμένη σε μια μεγάλη πλατφόρμα, αρκετά ψηλά πάνω από το έδαφος. Καλοντυμένοι υπηρέτες οδήγησαν τον Κάδμο και τους συνοδούς του σε μια αίθουσα στολισμένη με αντικείμενα που φαίνονταν παλιά αν όχι αρχαία. Ο Βάρνελ-Αλντ τούς περίμενε εκεί, πλάι σε μια γυναίκα λιγνή, λευκόδερμη, ξανθιά με μαλλιά μακριά ώς τους ώμους, φανερά πολλά χρόνια μικρότερή του. Ήταν πιασμένοι αγκαζέ οι δυο τους. Εκείνος ήταν ντυμένος στα άσπρα με σακάκι που είχε ουρά η οποία έπεφτε ώς την πίσω μεριά των γονάτων του· χρυσά σιρίτια διακοσμούσαν την ενδυμασία του, και μαύρα ξύλινα κουμπιά. Η γυναίκα φορούσε μια μακριά, μαύρη τουαλέτα με εντυπωσιακό ντεκολτέ και καθόλου μανίκια· τα χέρια της καλύπτονταν από επίσης μαύρα γάντια, με δαχτυλίδια και βραχιόλια περασμένα από πάνω τους. Η ζώνη της ήταν αργυρή μ’έναν μεγάλο, γαλανό λίθο για πόρπη.
Ο Βάρνελ-Αλντ χαιρέτησε τον Κάδμο δια χειραψίας. «Η τιμή είναι μεγάλη που επιτέλους συναντιόμαστε,» είπε.
«Η τιμή είναι δική μου,» αποκρίθηκε ο ποιητής. «Έχω ακούσει πως χωρίς τη βοήθειά σας η Α’ Ανωρίγια δεν θα είχε ποτέ παρθεί.»
«Ο καθένας μας προσφέρει ό,τι μπορεί. Έχουμε, άλλωστε, ίδιες γνωριμίες – που ελάχιστοι άλλοι άνθρωποι τις έχουν.» Εννοούσε την Κορίνα, φυσικά. «Από δω η σύζυγός μου,» άλλαξε θέμα αμέσως, «η Ασημίνα’νιρ, του τάγματος των Βιοσκόπων.»
«Χαίρω πολύ,» είπε ο Κάδμος.
«Παρομοίως, Εξοχότατε,» αποκρίθηκε χαριτωμένα η Ασημίνα’νιρ, δίνοντάς του το χέρι της κι ανταλλάσσοντας μια φευγαλέα χειραψία μαζί του. Δεν είχε πάψει καθόλου να κρατά αγκαζέ τον άντρα της. Ο Κάδμος σκέφτηκε, παρατηρώντας την: Πρέπει νάναι γύρω στα εικοσιπέντε. Πολύ μικρή για τον Βάρνελ.
«Ακολουθήστε μας,» είπε ο Βάρνελ-Αλντ, «για να καθίσουμε. Οι σωματοφύλακές σας θα οδηγηθούν σε άνετο μέρος ώστε να αναπαυθούν. Στο σπίτι μου είστε ασφαλείς.»
«Παρ’όλ’ αυτά,» είπε η Καρζένθα, «καλύτερα οι σωματοφύλακες να έρθουν μαζί μας.»
«Σίγουρα με εμπιστεύεσαι, Καρζένθα...»
«Δίχως αμφιβολία. Αλλά ο Κάδμος έχει πολλούς εχθρούς.»
«Όπως επιθυμείτε, τότε,» αποκρίθηκε ο Βάρνελ-Αλντ. «Ελάτε.»
Και μαζί με τη σύζυγό του, που ακόμα τον κρατούσε αγκαζέ, τους οδήγησε σ’ένα μεγάλο σαλόνι, όλο κρύσταλλο και πέτρα. Όμορφοι πίνακες διακοσμούσαν τους τοίχους· αγάλματα ήταν στις γωνίες. Εμβλήματα του Οίκου των Αλντ’κάρθοκ κρέμονταν πλάι στους πίνακες, ραμμένα πάνω σε σημαίες με καλλιτεχνικό τρόπο. Στο κέντρο της αίθουσας ήταν ένα μεγάλο τραπέζι, αλλά δεν πήγαν εκεί· πήγαν προς ένα τζάκι, πλατύ και αναμμένο. Κοντά του ήταν ένα μικρότερο τραπέζι και αναπαυτικά καθίσματα. Επάνω στο τραπέζι υπήρχε ένα μπουκάλι σαμπάνια, ποτήρια, γλυκίσματα, πούρα, και τσιγάρα.
Ο Βάρνελ-Αλντ και η Ασημίνα’νιρ περίμεναν ο Κάδμος και η Καρζένθα να καθίσουν πρώτοι.
Η Καρζένθα αισθανόταν λιγάκι άβολα εδώ, στο σπίτι του Βάρνελ, για πολλούς λόγους. Η δική της οικογένεια, στη Β’ Ανωρίγια, δεν ήταν ποτέ τόσο πλούσια. Και ούτε τώρα η Καρζένθα ήταν τόσο εντυπωσιακά ντυμένη όσο ο Βάρνελ και η σύζυγός του. Είμαστε κι οι δύο ευγενείς Παλαιών Οίκων, αλλά εγώ δεν μοιάζω τώρα για αριστοκράτισσα. Σαν το να είσαι αριστοκράτισσα είχε καμια σχέση με τον πλούτο, γαμώτο! Την εκνεύριζε που το μυαλό της πήγαινε προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά πήγαινε, το καταραμένο.
Η Καρζένθα ήταν ντυμένη απλά, με μια μαύρη δερμάτινη φούστα, μπότες, λευκό πουκάμισο, γκρίζο γιλέκο με γούνα στις άκριες, και γκρίζα κάπα. Την κάπα την έβγαλε τώρα, δίνοντάς την σ’έναν υπηρέτη, καθώς καθόταν σ’ένα από τα μαλακά καθίσματα γύρω απ’το μικρό τραπέζι.
Ο Κάδμος έδωσε την καφετιά καπαρντίνα του σε μια άλλη υπηρέτρια και πήρε θέση πλάι στην Καρζένθα. Ήταν ντυμένος με γκρίζο κοστούμι και γαλανό πουκάμισο. Το σακάκι είχε μαύρο σιρίτι και αργυρά κουμπιά. Τίποτα το τόσο εντυπωσιακό όπως η ενδυμασία του Βάρνελ, δεν μπόρεσε παρά να σκεφτεί η Καρζένθα.
Ο Κάδμος δεν έδινε καμια σημασία στα ρούχα που φορούσαν· το μυαλό του δεν έκανε τη σύγκριση. Παρατηρούσε, όμως, πολύ προσεχτικά τον Βάρνελ-Αλντ. Ο ευγενής, όταν τον έβλεπες έτσι, εξωτερικά, στο κοινωνικό του φέρσιμο, δεν έμοιαζε τόσο αδίστακτος όπως του τον είχε περιγράψει η Καρζένθα. Επικίνδυνος άνθρωπος, αναμφίβολα.
Ο Βάρνελ-Αλντ και η Ασημίνα’νιρ κάθισαν αντίκρυ τους, και, τώρα μόνο, η δεύτερη απομάκρυνε το χέρι της από τον αγκώνα του συζύγου της. Πρέπει να είναι πολύ κτητική μαζί του, σκέφτηκε ο Κάδμος. Και ίσως όχι αδικαιολόγητα. Ο Βάρνελ ήταν όμορφος, και ο όλος του τρόπος μάλλον ελκυστικός στις γυναίκες. Η Καρζένθα, ωστόσο, δεν μου το ανέφερε αυτό. Τον βρίσκει, άραγε, ελκυστικό και δεν ήθελε να μου το πει για να μην ενοχληθώ; Ο Κάδμος, φυσικά, δεν θα ενοχλείτο από κάτι τέτοιο. Η Καρζένθα ήταν γυναίκα με μάτια, όχι τυφλή.
Ένας υπηρέτης σερβίρισε γλυκά σε όλους και γέμισε τα ποτήρια τους με σαμπάνια.
Ο Βάρνελ τού έκανε, μετά, νόημα ν’απομακρυνθεί κι εκείνος υπάκουσε.
«Δεν ξέρω από πού ν’αρχίσω,» είπε ο ευγενής στον ποιητή. «Ήμουν περίεργος να σας δω από κοντά. Ο μύθος σας προηγείται, όπως λένε.» Χαμογέλασε. «Παντού μιλάνε για τον Κάδμο Ανθοτέχνη, τον Αλυσοδεμένο Ποιητή.»
«Ελπίζω αυτή να μην είναι σκόπιμη κολακεία, κύριε Βάρνελ-Αλντ,» αποκρίθηκε ο Κάδμος, φιλικά, δοκιμάζοντας λίγη από τη σαμπάνια και βρίσκοντάς την εξαίσια – όπως το περίμενε.
«Δεν κάνω ποτέ κολακείες έχοντας πονηρό σκοπό,» τον διαβεβαίωσε ο Βάρνελ. «Θα μπορούσαμε να μιλάμε στον ενικό, όπως και με την Καρζένθα;»
«Ασφαλώς.» Ο Κάδμος έπιασε ένα από τα πούρα· το άναψε· ρούφηξε καπνό. Εξαιρετικός κι αυτός. Αναμενόμενα. «Το διάγγελμά σου με εντυπωσίασε, οφείλω να ομολογήσω. Ήταν καλό και εκδικητικό συγχρόνως. Αξιοσημείωτος συνδυασμός.»
Ο Βάρνελ-Αλντ γέλασε. Ήπιε μια γουλιά από τη σαμπάνια του. «Χρωστάμε πολλά στους Ορν’βενκόθ, Κάδμε. Δεν ήταν παρά απόδοση δικαιοσύνης, όχι εκδίκηση. Αν και πρέπει να παραδεχτώ ότι με ευχαρίστησε. Όλοι έχουμε τις αδυναμίες μας...» Χάιδεψε το γαντοφορεμένο χέρι της Ασημίνας’νιρ, η οποία μειδίασε, κοκκινίζοντας ελαφρά.
«Αφού άκουσες το διάγγελμά μου,» συνέχισε ο Βάρνελ, «θα κατάλαβες τι είχαν κάνει οι Ορν’βενκόθ εις βάρος του Οίκου μας.»
«Πριν από πολλά χρόνια...»
«Η Ιστορία δεν διαγράφεται. Εμείς των Παλαιών Οίκων ποτέ δεν τη διαγράφουμε. Πάντα τη θυμόμαστε. Έχουμε μια σύνδεση με την Ιστορία, και με την ίδια τη διάσταση της Ρελκάμνια.»
«Και είσαι σίγουρος πως, με την αλλαγή του Εκλογικού Νόμου που έκανες, δεν θα υποστούμε όλοι αντίποινα από τους Ορν’βενκόθ.»
«Οι Ορν’βενκόθ είναι ούτως ή άλλως εναντίον μας. Σκοτώσαμε τη Ραλτάνα-Ορν κατά την επίθεση στην Αστροβόλο – ένα πολύ δυστυχές γεγονός. Το έχουν πάρει προσωπικά.»
Ο Κάδμος είχε την αίσθηση ότι ο ευγενής μιλούσε, εν μέρει, ειρωνικά. «Και πού βρίσκονται τώρα; Κρύβονται;»
«Φυσικά και όχι. Εξακολουθούν να είναι εκεί όπου ήταν μέσα στην Α’ Ανωρίγια. Δεν έχω προστάξει να τους κυνηγήσουν. Δεν είμαστε βάρβαροι. Όπως είπα, αποδίδουμε δικαιοσύνη, δεν εκδικούμαστε.» Άναψε κι αυτός ένα πούρο.
Η Καρζένθα δοκίμασε το γλυκό στο πιατάκι της. Είχε πολλή ζάχαρη και πολύ μέλι για τα γούστα της. Το άφησε στο τραπέζι και ήπιε σαμπάνια για να ξεπλύνει το στόμα της.
Ο Κάδμος είπε: «Και είσαι βέβαιος ότι δεν θ’αρχίσουν να δολοπλοκούν;»
«Θα δολοπλοκούν, αναμφίβολα. Αλλά ξέρεις τι λένε, Κάδμε: Καλύτερα να έχεις τον εχθρό σου από κοντά, εκεί όπου μπορείς να τον παρακολουθείς, παρά μακριά, χαμένο σε μυστηριώδεις δρόμους, εκεί όπου δεν έχεις ιδέα πού βρίσκεται.»
Ο Κάδμος ένευσε. «Πράγματι,» παραδέχτηκε, σκεπτόμενος τους εξαφανισμένους πλουτοκράτες. Ήταν πιο επικίνδυνοι τώρα που είχαν εξαφανιστεί, δεν ήταν;
«Με την αλλαγή του Εκλογικού Νόμου,» συνέχισε ο Βάρνελ-Αλντ, «δεν μπορούν να κάνουν και πολλά εναντίον μας. Δεν μπορούν να πάρουν την εξουσία, σε καμία νόμιμη περίπτωση. Ο μόνος τρόπος για να το κατορθώσουν είναι με τη βία. Πρέπει κι εκείνοι να κάνουν επανάσταση, να ανατρέψουν το τωρινό καθεστώς, και να αλλάξουν τον Εκλογικό Νόμο. Αλλά αυτό δεν νομίζω πως τώρα είναι εύκολο, για διάφορους λόγους. Κατά πρώτον, τα στρατεύματά σας είναι εδώ· η παρουσία τους είναι πολύ έντονη. Και όλοι φοβούνται τους στρατούς του Αλυσοδεμένου Ποιητή. Κατά δεύτερον, η συνοικία έχει ήδη υποφέρει πολλά. Ακόμα ένας εσωτερικός πόλεμος θα τη διέλυε. Ούτε οι Ορν’βενκόθ δεν το θέλουν αυτό. Κατά τρίτον, πολλοί άνθρωποι που παλιότερα τούς υποστήριζαν δεν είναι χαζοί, έχουν καταλάβει ότι τους συμφέρει τώρα πολύ περισσότερο να υποστηρίζουν εμένα και τον Οίκο των Αλντ’κάρθοκ.»
«Χμμ...» έκανε ο Κάδμος καπνίζοντας. «Φαίνεται πως τα έχεις όλα υπό έλεγχο.»
«Αντιθέτως. Παλεύω. Αλλά παλεύω όσο καλύτερα μπορώ.» Δεν έμοιαζε αγχωμένος. Η ίδια του η έκφραση, ο ίδιος του ο τρόπος, ήταν σαν να χλεύαζαν τα λόγια του.
«Υπάρχει κάτι που δεν έχει ξεκαθαριστεί ακόμα,» του είπε ο Κάδμος.
«Και τι είναι αυτό;»
«Ανακηρύχθηκες Πολιτάρχης της Α’ Ανωρίγιας Συνοικίας. Η Καρζένθα συμφώνησε μ’αυτή την πολιτική κίνηση, γιατί ήταν όντως έξυπνη, και συμφωνώ κι εγώ· η συνοικία χρειαζόταν μια νόμιμη εξουσία για να μην πέσει στην αναρχία. Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε κάτι που είναι προφανές: Η Α’ Ανωρίγια Συνοικία κατακτήθηκε από τους στρατούς της Β’ Ανωρίγιας.»
«Το περίμενα πως θα το συζητούσαμε αυτό αργά ή γρήγορα,» αποκρίθηκε ο Βάρνελ-Αλντ νηφάλια. «Ήταν, μάλιστα, ένας από τους λόγους που ανυπομονούσα να συναντηθούμε.»
«Αν πω στους ανθρώπους μου ότι κατακτήσαμε την Α’ Ανωρίγια μόνο και μόνο για να γίνεις εσύ Πολιτάρχης της και ν’αλλάξεις τον Εκλογικό Νόμο, και τώρα πρέπει να γυρίσουμε και να φύγουμε, θα... διαμαρτυρηθούν πολύ έντονα.»
«Μια μάλλον ήπια έκφραση,» παρατήρησε ο Βάρνελ, υπομειδιώντας. «‘Θα διαλύσουν τα πάντα σ’ετούτους τους δρόμους,’ ίσως να ήταν μια πιο ταιριαστεί έκφραση.»
Ο Κάδμος τού επέστρεψε το μειδίαμα. «Πες το όπως νομίζεις.»
«Πρέπει να φτάσουμε σε μια συμφωνία συμφέρουσα και για τους δυο μας. Δε νομίζω πως θα ήταν δύσκολο. Όπως σου είπα, το περίμενα ότι θα το συζητούσαμε αυτό.» Έτριψε την άκρη του πούρου του στο τασάκι για να ξεφορτωθεί τη στάχτη.
«Τι έχεις υπόψη σου;» ρώτησε ο Κάδμος. Η Καρζένθα δεν του είχε πει πως ο Βάρνελ-Αλντ είχε κάνει καμια πρόταση. Του είχε πει πως δεν το είχαν κουβεντιάσει καθόλου αυτό το θέμα.
Η Καρζένθα τώρα αισθανόταν λίγο νευρική καθώς παρατηρούσε τον Βάρνελ. Μέχρι στιγμής, ήταν πολύ συνεργάσιμος μαζί της. Αλλά μέχρι στιγμής, επίσης, δεν είχαν τίποτα να χωρίσουν. Είχαν μονάχα έναν κοινό εχθρό να αντιμετωπίσουν. Τι θα γίνει αν δεν μπορούμε τώρα να συμφωνήσουμε ποιος θα έχει την εξουσία στην Α’ Ανωρίγια; σκεφτόταν η Καρζένθα. Ο Βάρνελ έμοιαζε διπλωματικός, αλλά ήταν συγχρόνως κι αδίστακτος· η Καρζένθα το είχε καταλάβει καλά αυτό. Δε θα εγκατέλειπε εύκολα τα συμφέροντά του, ούτε του Οίκου του.
Ο Βάρνελ-Αλντ είπε στον Κάδμο: «Θα έχεις την επικυριαρχία της Α’ Ανωρίγιας. Εγώ θα είμαι εδώ ως αντιπρόσωπός σου, ουσιαστικά. Χρειάζεσαι έναν αντιπρόσωπο, κάποιον που ξέρει πώς είναι τα πράγματα στην Α’ Ανωρίγια. Δεν μπορείτε μόνοι σας, εσύ και οι σύμβουλοί σου, να παίρνετε αποφάσεις για το κάθε μικροπράγμα στην επικράτειά σου. Η οποία τώρα είναι αρκετά μεγάλη, Κάδμε. Έχεις τη Β’ Ανωρίγια, το Εμπορικό Κέντρο στα δυτικά της, την Έκθυμη, και την Α’ Ανωρίγια... Αλήθεια, ποιο είναι το καθεστώς στην Έκθυμη επί του παρόντος;»
«Η Έκθυμη και η Β’ Ανωρίγια, για την ώρα, διοικούνται ως μία συνοικία. Δεν εμπιστεύομαι τους παλιούς πολιτικούς της Έκθυμης για να δώσω σε κανέναν τους την εξουσία. Και δεν έχουν αποφασιστεί πολλά θέματα ακόμα.»
«Θα δυσκολέψουν τα πράγματα έτσι,» είπε ο Βάρνελ. «Ειδικά αν σκοπεύεις να εξαπλώσεις τις κατακτήσεις σου.»
«Να τις εξαπλώσω; Μετά απ’ό,τι έγινε στο Μεγάλο Λιμάνι; Ο στρατός μας είναι άσχημα χτυπημένος, όπως θα έχεις καταλάβει...»
«Χρειάζεσαι, πάντως, αντιπροσώπους. Εγώ θα είμαι ο αντιπρόσωπός σου εδώ.»
«Θα παραιτηθείς, δηλαδή, από Πολιτάρχης;»
«Κάδμε,» είπε ο Βάρνελ σαν να έπρεπε να εξηγήσει κάτι το προφανές, «εσύ πλέον δεν είσαι Πολιτάρχης. Δεν διοικείς μία συνοικία της Ρελκάμνια. Διοικείς τρεις – και ποιος ξέρει τι θα συμβεί στο μέλλον. Είσαι κάτι περισσότερο από Πολιτάρχης. Αυτοκράτορας, ίσως.»
«Ξενόφερτος τίτλος· εξωδιαστασιακός. Στη Ρελκάμνια δεν είχαμε ποτέ αυτοκράτορες.»
«Στην πρόσφατη Ιστορία,» τόνισε ο Βάρνελ. «Και αγνοώντας την Παντοκράτειρα, φυσικά.»
«Η Παντοκράτειρα ευελπιστούσε να κυριαρχήσει πάνω σ’ολάκερο το σύμπαν. Δεν έχω τέτοιες βλέψεις. Το μόνο που ήθελα ήταν να ελευθερώσω τον λαό της Β’ Ανωρίγιας από τα δεσμά της πλουτοκρατίας, Βάρνελ.»
«Τα γεγονότα, όμως, σε έχουν παρασύρει σε κάτι μεγαλύτερο.»
(Δίχως τη θέληση μας, δίχως τη συγκατάθεσή μας, το ποτάμι της Ιστορίας μάς παρασέρνει, ορμητικότερο απ’τον ίδιο τον Ριγοπόταμο, και πολύ πιο λαβυρινθώδες! μουρμούριζε το ποιητικό δαιμόνιο μες στο μυαλό του Κάδμου.)
«Όπως και νάχει, δε νομίζω ότι μου ταιριάζει ο τίτλος του αυτοκράτορα.»
«Πρέπει, πάντως, να βρεις κάποιον άλλο τίτλο, γιατί δεν είσαι πλέον Πολιτάρχης. Εγώ είμαι Πολιτάρχης της Α’ Ανωρίγιας, και αυτό μού αρκεί. Όπως μου αρκεί επίσης να βρίσκομαι υπό την προστασία σου και της Β’ Ανωρίγιας. Μέχρι στιγμής τα πηγαίνουμε καλά.» Έριξε ένα βλέμμα στην Καρζένθα και μετά έστρεψε τη ματιά του πάλι στον Κάδμο. «Και έχουμε και μια κοινή σύμμαχο από πίσω μας, έτσι;»
Την Κορίνα. «Έτσι.»
«Είμαστε ενωμένοι από κοινό συμφέρον και από το ίδιο μας το πεπρωμένο, πιθανώς,» συνέχισε ο Βάρνελ. «Ελπίζω να συμφωνείς με την πρότασή μου.»
«Να έχω την επικυριαρχία της Α’ Ανωρίγιας;»
«Ναι. Εγώ θα είμαι απλά ένας Πολιτάρχης σου. Και, τολμώ να πω, χρειάζεσαι ακόμα έναν Πολιτάρχη: για την Έκθυμη. Δεν έχω κάποιον να προτείνω άμεσα, αλλά θα μπορούσα να το ψάξω το θέμα.»
Ο Κάδμος ήταν σιωπηλός για μερικές στιγμές. Κοίταξε την Καρζένθα. «Τι νομίζεις;»
«Δε βρίσκω κάτι το... ανεπιθύμητο στην πρόταση του Βάρνελ.» Και έλεγε αλήθεια. Τα νεύρα της είχαν ηρεμήσει. Ο ευγενής ήταν, ευτυχώς, συνεργάσιμος. Δεν ζητούσε αυτονομία της Α’ Ανωρίγιας. Καταλάβαινε ότι αυτό θα δημιουργούσε μόνο προβλήματα, έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα. Του αρκούσε να διοικεί τη συνοικία του, και να αποδώσει δικαιοσύνη για τον Οίκο του. Μακάρι μόνο και στο μέλλον οι βλέψεις του να μην αλλάξουν...
«Είμαστε σύμφωνοι, λοιπόν,» είπε ο Κάδμος στον Βάρνελ-Αλντ.
«Αυτό με χαροποιεί.»
«Και ας ελπίσουμε,» πρόσθεσε ο ποιητής, «ότι η Β’ ή η Α’ Κατωρίγια δεν θα μας επιτεθούν στο σύντομο μέλλον, έτσι αποδυναμωμένοι όπως τώρα είμαστε.»
«Κι αυτό το έχω σκεφτεί,» δήλωσε ο Βάρνελ.
Ο Κάδμος δεν μπόρεσε παρά να χαμογελάσει, αν και συγκρατημένα. «Είσαι από τους ανθρώπους που τα σκέφτονται όλα...»
«Προσπαθώ. Η Β’ Κατωρίγια είναι ιδιαιτέρως εχθρική προς εμάς, Κάδμε. Και το λέω αυτό με απόλυτη βεβαιότητα, γιατί σήμερα είχα κάποια επαφή με τον Πολιτάρχη της.»
«Παράξενο· δεν δέχεται να μιλήσει σ’εμένα.»
«Σ’εμένα μίλησε ευελπιστώντας να με στρέψει εναντίον σου.»
(Φίδια παντού περιστοιχίζουν τον αγώνα τον επαναστατικό, μα οι σύμμαχοί του γενναίοι κι ανυπέρβλητοι στέκουν, σαν φωτιά μες στο σκοτάδι!)
«Τι είπε;»
«Να τον βοηθήσω να φέρει κρυφά δυνάμεις του μέσα στην Α’ Ανωρίγια, ώστε να σε καταστρέψουμε. Θέλει να σε τελειώσει, Κάδμε· δεν υπάρχει αμφιβολία. Δεν είναι πρόθυμος να διαπραγματευτεί μαζί σου. Ούτε αυτός, ούτε ο Πολιτάρχης της Α’ Κατωρίγιας, υποπτεύομαι, ο Σελασφόρος Χορονίκης. Πολύ πιθανό, μάλιστα, να συνεργαστούν για να σε ξεπαστρέψουν. Σε βλέπουν ως απειλή για κάθε νόμιμη εξουσία γύρω από τον Ριγοπόταμο.»
«Ευτυχώς, εσύ δεν συμμερίζεσαι τις απόψεις τους...»
«Δε θα μπορούσα ποτέ να τις συμμερίζομαι. Είμαι, όπως είπαμε, ενωμένος μαζί σου από τις ίδιες δυνάμεις της Πόλης.»
Ο Κάδμος ένευσε, καταλαβαίνοντας ότι το πι ήταν κεφαλαίο. «Και τι του απάντησες;»
«Ότι θα έπρεπε, καλύτερα, να ανοίξει τα σύνορά του και προς την Α’ Ανωρίγια και προς τη Β’. Φυσικά αρνήθηκε. Και με κατηγόρησε ότι συνεργάζομαι με παρανόμους και κακοποιούς. Εν μέρει με απείλησε. Αλλά δεν είμαι από τους ανθρώπους που δίνουν σημασία σε απειλές. Ειδικά όταν έχω καλούς συμμάχους.»
«Θα μας επιτεθούν, λοιπόν, από τη Β’ Κατωρίγια;»
«Πολύ πιθανόν. Εκτός αν τους επιτεθούμε εμείς πρώτοι.»
Η Καρζένθα τσιτώθηκε. Σαν να είχε ακούσει τον Ζιλμόρο να μιλά, όχι τον Βάρνελ-Αλντ!
Ο Κάδμος είχε την ίδια αντίδραση. Φύσηξε καπνό, μουδιασμένα. «Σου εξήγησα: ο στρατός μας είναι άσχημα χτυπημένος. Αν ο Ζιλμόρος δεν–»
«Συγνώμη,» τον διέκοψε ο Βάρνελ μειδιώντας σαν να ήξερε κάτι που όλοι οι άλλοι αγνοούσαν, «δεν εκφράστηκα σωστά. Δεν εννοούσα ακριβώς ότι πρέπει να τους επιτεθούμε εμείς οι ίδιοι. Όχι αμέσως, τουλάχιστον.»
«Ποιος θα τους επιτεθεί, τότε;»
«Οι Ήμερες Συνοικίες είναι γεμάτες κουρσάρους, Κάδμε. Λίγη... παρότρυνση χρειάζονται μόνο για να κατεβούν προς τα νότια και να λεηλατήσουν τις όχθες της Β’ Κατωρίγιας Συνοικίας. Και στη Μεγαλοδιάβατη, επίσης, κυκλοφορούν άνθρωποι που θα ήταν πρόθυμοι να συμμετάσχουν σ’ένα τέτοιο εγχείρημα μόνο για τη λαφυραγωγία.
»Και ξέρεις ποιο είναι το καλύτερο; Δεν είναι καν ανάγκη να φανεί ότι εμείς τους έχουμε ωθήσει.»
«Μιλάς θεωρητικά, ή–;»
«Καθόλου θεωρητικά. Μπορώ να τα οργανώσω όλ’ αυτά.»
«Έχεις τόσες διασυνδέσεις στις Ήμερες Συνοικίες και στη Μεγαλοδιάβατη;»
«Στη Μεγαλοδιάβατη, ομολογουμένως, έχω περισσότερες απ’ό,τι στις Ήμερες Συνοικίες. Όμως γνωρίζω κάποια που μπορεί να μας βοηθήσει.» Και υψώνοντας τη φωνή του πρόσταξε τους υπηρέτες, που στέκονταν σε κάποια απόσταση από το τζάκι, το μικρό τραπέζι, και τα καθίσματα: «Ειδοποιήστε τη Τζέσικα. Ζητήστε της να κατεβεί.»
«Μάλιστα, κύριε Βάρνελ-Αλντ.»
Ο Βάρνελ είπε στον Κάδμο: «Της αρέσει να κάθεται στην ταράτσα της βίλας και να συναναστρέφεται τα πτηνά.» Χαμογέλασε, τρίβοντας ξανά την άκρη του πούρου του στο τασάκι.
Η Ασημίνα’νιρ, πλάι του, ήταν συνοφρυωμένη.
Ο Κάδμος αισθανόταν ξανά μουδιασμένος. Η Τζέσικα πάλι... Έριξε ένα βλέμμα στην Καρζένθα.
Η οποία έμεινε αμίλητη. Ούτε εκείνης τής άρεσε αυτό. «Την εμπιστεύεσαι;» ρώτησε τον Βάρνελ.
«Γιατί όχι; Γνωρίζει πολλά πράγματα.
»Επιπλέον,» πρόσθεσε, «πρέπει να σας ενημερώσω για κάτι ακόμα το οποίο ίσως θα μπορούσε να μας εξυπηρετήσει στο μέλλον. Υπάρχουν κρυφές σήραγγες που οδηγούν στη Β’ Κατωρίγια Συνοικία, περνώντας κάτω από τον Ριγοπόταμο.»
«Είπαμε, όμως, ότι δεν θα επιτεθούμε εμείς οι ίδιοι,» τόνισε η Καρζένθα.
«Προς το παρόν.»
Ο Βάρνελ-Αλντ προσπαθεί να πάρει στα χέρια του πολιτικές αποφάσεις που θα έπρεπε να ήταν δικές μας; αναρωτήθηκε η Καρζένθα. Μιλούσε σχεδόν σαν να τους έδινε διαταγές, όχι σαν να έκανε προτάσεις. Ωστόσο η Καρζένθα νόμιζε ότι, εν μέρει τουλάχιστον, της άρεσαν οι ιδέες του. Αν η Β’ Κατωρίγια ετοιμαζόταν να τους χτυπήσει, τότε, ναι, ίσως θα έπρεπε να στείλουν αυτούς τους κουρσάρους εναντίον της. Αν μη τι άλλο, θα την κρατούσαν απασχολημένη...
Η Τζέσικα μπήκε, ύστερα από λίγο, στο μεγάλο σαλόνι και βάδισε προς το αναμμένο τζάκι.
Ο Κάδμος παρατήρησε ότι η Ασημίνα’νιρ δεν την κοίταζε καθόλου φιλικά.
«Δεν περίμενα να σε συναντήσω εδώ,» είπε ο ποιητής στη Θυγατέρα της Πόλης.
Εκείνη χάιδεψε τον Αστρομάτη που ήταν πιασμένος στον πήχη της. «Κυκλοφορώ σε διάφορα μέρη, Κάδμε,» αποκρίθηκε· και γέλασε.
Η Άνμα και η Νορέλτα-Βορ γνωρίζουν τους Εκλεκτούς και ξεκινάνε το ταξίδι προς τα βόρεια, με τη συνοδία πολεμικών οχημάτων με αργυροσκέπαστες κάννες, συναντώντας στον δρόμο τους τον Αλεξίσφαιρο Άβαντα και ανθρώπους έτοιμους να επωφεληθούν από τον πόλεμο στον ποταμό.
Η Νορέλτα άργησε να κοιμηθεί ύστερα από τον εφιάλτη της αλλά δεν δυσκολεύτηκε να ξυπνήσει νωρίς όταν το ρολόι στο κομοδίνο της κουδούνισε.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι νιώθοντας μουδιασμένη. Και νιώθοντας, επίσης, σαν κάτι από τον τρόμο αυτού του παράξενου ονείρου να είχε απομείνει μέσα της. Ήλπιζε να μην ήταν τίποτα περισσότερο από μια άσχημη αίσθηση.
Αφού πλύθηκε και ντύθηκε, βγήκε στο σαλόνι της σουίτας έχοντας ήδη ακούσει την Άνμα και τη Φοριντέλα να μιλάνε εκεί. Είχαν ετοιμαστεί πριν από εκείνη.
«Νορέλτα...» είπε η Αδελφή της. «Ήμουν έτοιμη να σου χτυπήσω σε λίγο.»
Η Φοριντέλα μειδίασε. «Προφανώς δεν κοιμόταν. Ντυνόταν,» είπε, ρίχνοντας ένα βλέμμα στη Νορέλτα-Βορ, από πάνω ώς κάτω. «Έβαζε τα καλά της.»
Οι δυο τους κάθονταν αντικριστά στο τραπέζι, με πλούσιο πρωινό ανάμεσά τους. Υπήρχε φαγητό και για τη Νορέλτα, η οποία κάθισε τώρα μπροστά του.
«Όλα εντάξει;» τη ρώτησε η Άνμα.
«Ναι. Συγνώμη που σας ανησύχησα, το βράδυ.»
«Έχω ανησυχήσει και χειρότερα, άλλες νύχτες της ζωής μου,» τη διαβεβαίωσε η Άνμα. Δάγκωσε το τυροπιτάκι στο χέρι της. Μασώντας ρώτησε: «Η Κορίνα δεν ξαναπαρουσιάστηκε, έτσι;»
Η Νορέλτα έβαλε τσάι στο φλιτζάνι της. «Δεν είδα άλλο όνειρο.»
«Σ’έχουν προβληματίσει, όμως, αυτά που σου είπε...»
Η Νορέλτα δοκίμασε το τσάι, προτιμώντας να μη μιλήσει.
«Σ’έχουν προβληματίσει,» είπε ξανά η Άνμα.
Η Νορέλτα κούνησε το κεφάλι. «Δε μπορεί νάναι αλήθεια, Άνμα. Η Κορίνα είναι όλο ψέματα. Και ο Βόρκεραμ δεν είναι καν πολιτικός.»
«Εντάξει,» είπε η Φοριντέλα γελώντας, αν και επιτηδευμένα, «ένα όνειρο ήταν... Δε μπορείς να το παίρνεις σοβαρά.»
«Δεν ήταν συνηθισμένο όνειρο,» αποκρίθηκε η Νορέλτα. «Ήταν όντως η Κορίνα. Ήταν σαν να μιλήσαμε μέσω κάποιας τηλεπικοινωνιακής συσκευής. Και τα όνειρα, ούτως ή άλλως, μπορεί να είναι σημαντικά πολλές φορές στη ζωή μας. Των Θυγατέρων της Πόλης, τουλάχιστον.»
«Αλλά,» είπε η Άνμα στη Φοριντέλα, «ακόμα κι εσύ καλό θα ήταν να δίνεις σημασία στα όνειρά σου κάπου-κάπου. Ποτέ δεν ξέρεις.»
Η Φοριντέλα-Ράο δεν ήταν σίγουρη αν τη δούλευαν ή όχι, γι’αυτό προτίμησε να μη μιλήσει καθώς τελείωνε την τηγανίτα στο πιάτο της.
Η Άνμα ρώτησε τη Νορέλτα: «Τίποτα δεν αλλάζει στα σχέδιά μας, έτσι;»
«Τίποτα. Για να τον θέλει νεκρό η Κορίνα, κάτι την ενοχλεί σ’αυτόν, είτε πρόκειται στο μέλλον να προκαλέσει πολέμους είτε όχι.»
«Κι αν λέει αλήθεια;»
«Δεν λέει αλήθεια, Άνμα. Αποκλείεται. Η Κορίνα δεν θα προσπαθούσε να σκοτώσει κάποιον για το κοινό καλό της Ρελκάμνια. Είμαι σίγουρη γι’αυτό.»
*
Πήραν το όχημά τους από το γκαράζ του ξενοδοχείου Βαμμένες Πόρτες και η Άνμα το οδήγησε προς το γκαράζ όπου ο Βόρκεραμ-Βορ είχε πει να τον συναντήσουν. Κάτω από τα καθίσματα ήταν κρυμμένοι οι εξοπλισμοί που χτες είχε αγοράσει η Άνμα. Η Νορέλτα-Βορ καθόταν τώρα δίπλα της, στη θέση του συνοδηγού, και η Φοριντέλα-Ράο στο πίσω κάθισμα· είχε συνηθίσει εκεί, μισοξαπλωμένη μαζί με το Απολλώνιο ξίφος.
«Η Κορίνα θα προσπαθήσει να μας στήσει παγίδες,» είπε η Νορέλτα. «Πρέπει να το περιμένουμε.» Ήταν αγχωμένη. Έκδηλα.
«Κακό δικό της,» αποκρίθηκε η Άνμα. «Είμαστε τρεις, Νορέλτα. Τρεις. Δεν υπάρχει τίποτα που μπορεί να μας ξεφύγει. Η Πόλη θα μας προειδοποιήσει.» Περίμεναν, φυσικά, να συναντήσουν την Ολντράθα στο γκαράζ μαζί με τον Βόρκεραμ-Βορ.
Και η άλλη Θυγατέρα ήταν, όντως, εκεί. Την αντίκρισαν όταν έφτασαν.
Το γκαράζ ήταν στο πλάι ενός συμπλέγματος οικοδομημάτων· η είσοδός του ήταν κλειστή αλλά άνοιξε αμέσως μόλις το όχημά τους την πλησίασε. (Κάποιος από μέσα το είχε δει να έρχεται, περιμένοντάς το, έλεγαν τα πολεοσημάδια στην Άνμα και στη Νορέλτα.) Η μεταλλική πύλη σηκώθηκε αρκετά ώστε το τετράκυκλο να μπορέσει να περάσει από κάτω της και να μπει σ’έναν χώρο φωτισμένο με μακρόστενες ενεργειακές λάμπες στο ταβάνι. Χοντρές κολόνες στήριζαν την οροφή, και προς τ’αριστερά το μέρος ήταν γεμάτο μηχανήματα για την περιποίηση οχημάτων.
Ο Βόρκεραμ-Βορ στεκόταν μπροστά από αρκετούς οπλισμένους άντρες και γυναίκες. Η Ολντράθα ήταν δίπλα του, ντυμένη με γκρίζο παντελόνι, μαύρο πανωφόρι, λευκό πουκάμισο, και ψηλές μπότες. Δεν θύμιζε καθόλου γιατρό τώρα.
Πίσω από τον Βόρκεραμ και τη Θυγατέρα βρίσκονταν κάμποσα οχήματα, όλα έτοιμα για αναχώρηση: ένα εξάτροχο φορτηγό, τέσσερα θωρακισμένα τετράκυκλα με πυροβόλο στην οροφή, έξι ελαφρύτερα θωρακισμένα τετράκυκλα χωρίς φανερά όπλα επάνω τους, καμια ντουζίνα δίκυκλα με οπλισμένους καβαλάρηδες. Ολόκληρη συνοδία, σκέφτηκε η Άνμα. Σίγουρα όχι μικρή, αλλά ούτε και πολύ μεγάλη.
Εκείνη, η Νορέλτα, και η Φοριντέλα βγήκαν από το όχημά τους και πλησίασαν τον Βόρκεραμ και την Ολντράθα.
«Δε δυσκολευτήκατε να μας βρείτε, ελπίζω,» είπε ο πρώτος.
«Καθόλου,» αποκρίθηκε η Άνμα.
Ο Βόρκεραμ ένευσε. Ήταν ντυμένος, σήμερα, με μαύρη καπαρντίνα και είχε περασμένο στον ώμο του ένα τουφέκι που η Άνμα, αμέσως, από τα πολεοσημάδια, κατάλαβε τη μάρκα του και τις ιδιότητές του. Αρκετά καλό όπλο, και γρήγορο, αλλά είχε μικρούς γεμιστήρες. Διπλής λειτουργίας επίσης: πυροβόλο και ενεργοβόλο με μπαταρία για έξι ριπές.
«Να σας γνωρίσω,» είπε ο Βόρκεραμ, «τους Εκλεκτούς μου.» Στράφηκε στους μισθοφόρους γύρω και πάνω στα οχήματα. Τους είπε: «Αυτές είναι οι κυρίες που σας έλεγα ότι θα μας συνοδέψουν στις συνοικίες του Ριγοπόταμου.» Κανείς τους δεν μίλησε. «Είναι πιο φιλικοί απ’ό,τι φαίνονται,» διαβεβαίωσε ο Βόρκεραμ την Άνμα, τη Νορέλτα, και τη Φοριντέλα, υπομειδιώντας. Η Νορέλτα και η Άνμα διάβαζαν καχυποψία στα πολεοσημάδια που σχηματίζονταν μέσα στο πλήθος των μισθοφόρων – από τις στάσεις τους, από τα κενά ανάμεσα στα σώματά τους, από τις σκιές που έριχναν, από μερικές ακούσιες κινήσεις τους.
Ο Βόρκεραμ έδειξε έναν απ’αυτούς που στέκονταν πιο κοντά του. «Από εδώ ο Μάικλ Παγοθραύστης.» Ένας άντρας ψηλός, κατάμαυρος στο δέρμα, με κοντοκουρεμένα ξανθά μαλλιά και τετράγωνο πρόσωπο. Ο Βόρκεραμ έδειξε έναν άλλο. «Ο Έκρελ Σόρεντερ.» Ψηλός κι αυτός, αλλά με δέρμα λευκό-ροζ και καστανά μαλλιά δεμένα αλογοουρά. «Μουσικός εκτός από μισθοφόρος.»
«Ναι;» είπε η Νορέλτα. «Τι παίζεις;» ρώτησε τον Έκρελ, με τρόπο που ήξερε – το διάβαζε στα πολεοσημάδια – ότι θα ήταν προκλητικός για εκείνον. (Δεν υπήρχε συγκεκριμένος λόγος γι’αυτή τη συμπεριφορά της, φυσικά, πέρα από το ότι της άρεσε να κάνει παιχνίδια. Η Μιράντα, σίγουρα, θα την κατέκρινε, όμως δεν την ένοιαζε.)
Τα μάτια του Έκρελ στένεψαν προς στιγμή, παρατηρώντας την. Μετά είπε: «Βιολί.»
Ο Βόρκεραμ συνέχισε με τις συστάσεις. «Από εδώ η Λητώ» – μια γυναίκα μετρίου αναστήματος, γεροδεμένη, γαλανόδερμη, με κοντά ξανθά μαλλιά και έντονα πράσινα μάτια – «και η δίδυμη αδελφή της, η Ερμιόνη» – μια γυναίκα μετρίου αναστήματος, γεροδεμένη, γαλανόδερμη, με κοντά ξανθά μαλλιά και τόσο ανοιχτόχρωμα γκρίζα μάτια που έμοιαζαν σχεδόν να μην έχουν κόρες.
«Αυτοί,» είπε ο Βόρκεραμ-Βορ, «είναι από τους πιο έμπιστους ανθρώπους μου. Μετά από τον Ηρακλή, ο οποίος δυστυχώς δεν μπορεί να έρθει μαζί μας.»
«Είναι καλά;» ρώτησε η Άνμα. «Εννοώ, πηγαίνει καλά;»
«Ναι,» απάντησε η Ολντράθα αντί για τον Βόρκεραμ. «Τον περιποιούνται όπως πρέπει. Μέσα σε δέκα μέρες θα μπορεί να σηκωθεί.» Το έλεγε σαν να της το είχε υπογράψει η Πόλη σε επίσημο έγγραφο. Η Άνμα και η Νορέλτα δεν αμφέβαλλαν ότι ήξερε ακριβώς για τι μιλούσε.
«Και φυσικά,» πρόσθεσε ο Βόρκεραμ στρεφόμενος σε μια γυναίκα που πλησίαζε, «η μάγισσά μας. Η Ζιλκάμα’μορ, του τάγματος των Τεχνομαθών.» Μια γυναίκα ψηλότερη από τις δίδυμες και πιο ευτραφής, με δέρμα λευκό-ροζ και μαύρα μακριά μαλλιά, που οι δύο μπροστινές τούφες ήταν πιασμένες πίσω απ’το κεφάλι της. Είχε μεγάλο μέτωπο, μεγάλα φρύδια, μικρά μάτια.
Ο Βόρκεραμ σύστησε τώρα τις επισκέπτριες στους μισθοφόρους του: «Αυτή είναι η Άνμα. Αυτή η Φοριντέλα-Ράο. Κι αυτή η Νορέλτα-Βορ.
»Και νομίζω ότι μπορούμε τώρα να ξεκινήσουμε.»
Κανείς δεν διαφώνησε.
Ο Βόρκεραμ-Βορ έδωσε στη Νορέλτα έναν τηλεπικοινωνιακό κώδικα για να βρίσκονται σε επαφή καθοδόν, και μετά επιβιβάστηκαν όλοι στα οχήματά τους. Ο αρχηγός των Εκλεκτών μπήκε στο μεγάλο φορτηγό μαζί μ’αυτούς που ήταν γύρω του – συμπεριλαμβανομένης της Ολντράθα και της Ζιλκάμα’μορ.
*
Τα οχήματα των Εκλεκτών βγήκαν στους δρόμους της Ανακτορικής Συνοικίας ακολουθώντας το τετράκυκλο της Άνμα. Τα πυροβόλα επάνω στα τέσσερα θωρακισμένα τροχοφόρα είχαν τις κάννες σκεπασμένες με γυαλιστερά, αργυρόχρωμα καλύμματα. Κάτι που χρησιμοποιούσαν πολλές μισθοφορικές ομάδες όταν ταξίδευαν, για να καθησυχάζουν τους φύλακες των διάφορων συνοικιών ότι περνούσαν ειρηνικά. Όχι πως, βέβαια, δεν έπρεπε συχνά να σταματήσουν για ελέγχους ούτως ή άλλως, αλλά το κάλυμμα των μεγάλων πυροβόλων ήταν ένα σημάδι καλής θέλησης.
Η Άνμα τούς έβλεπε να την ακολουθούν από τον πλαϊνό καθρέφτη, καθώς οδηγούσε. Και νόμιζε πως τώρα τα δίκυκλα ήταν λιγότερα. Πρέπει, βγαίνοντας από το γκαράζ, ορισμένα να είχαν μπει στο εξάτροχο φορτηγό, από την πίσω μεριά. Αυτό το φορτηγό, τα πολεοσημάδια της έλεγαν, είχε ιδιότητες που δεν ήταν άμεσα φανερές. Θα μπορούσε να ήταν μεταβαλλόμενο; αναρωτήθηκε η Άνμα. Δεν αποκλείεται. Άλλωστε, ίσως γι’αυτό να είχε πάει η μάγισσα μαζί με τον Βόρκεραμ-Βορ: για να ελέγχει την ενεργειακή ροή του οχήματος με Μαγγανεία Κινήσεως. Αν ήταν μεταβαλλόμενο αποκλείεται να κινείτο χωρίς τη βοήθεια μάγου.
Η Άνμα βγήκε στην Οδό Ανακτόρων, με τη συνοδία των Εκλεκτών πίσω της.
«Δε θα μας σταματήσουν,» τη ρώτησε η Νορέλτα, «με τόσα κανόνια σε κοινή θέα;»
«Τι; Δεν ξέρεις γιατί έχουν αυτά τα αργυρά καλύμματα στις κάννες;»
Η Νορέλτα τα κοίταξε από τον καθρέφτη πλάι της. «Γιατί;»
Η Φοριντέλα-Ράο είπε, από πίσω: «Είναι δυνατόν να μην ξέρεις; Παντού στη Ρελκάμνια τα χρησιμοποιούν, αν δεν κάνω λάθος.»
«Συγνώμη,» είπε η Νορέλτα, «που δεν είμαι τόσο πωρωμένη με τα όπλα όσο εσείς οι δύο!»
Η Άνμα και η Φοριντέλα γέλασαν, και η πρώτη τής εξήγησε γιατί οι κάννες των μεγάλων πυροβόλων ήταν καλυμμένες. «Μέσα στην Ανακτορική Συνοικία δε νομίζω να μας σταματήσουν,» είπε. «Μάλλον τον ξέρουν τον Βόρκεραμ. Σε άλλες συνοικίες πιθανώς να μας σταματήσουν, βέβαια, για διαδικαστικούς ελέγχους.»
«Ίσως η Κορίνα θα μπορούσε, κάπως, να το χρησιμοποιήσει αυτό...» μουρμούρισε σκεπτικά η Νορέλτα.
«Αν κάπου υπάρχει παγίδα, θα τη διακρίνουμε, Αδελφή μου,» προσπάθησε να την καθησυχάσει η Άνμα, αν και η ίδια αισθανόταν λιγάκι νευρική τώρα που είχαν ξεκινήσει. Αυτή η Κορίνα, αναμφίβολα, ήταν διαβολική αντίπαλος.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Άνμα βρισκόταν αντιμέτωπη με άλλη Θυγατέρα της Πόλης. Της είχε συμβεί και παλιότερα. Είχε έρθει σε σύγκρουση με τη Φοίβη, τη Νύφη του Χάροντα. Η γυναίκα ήταν τρελή· παρακολουθούσε τον θάνατο μέσα στην Πόλη, έλεγε. Η Άνμα προτιμούσε να μην τη θυμάται καθόλου.
Και, γενικά, δεν της άρεσε να βρίσκεται σε σύγκρουση με άλλες Αδελφές της. Τι είχαν να χωρίσουν, άλλωστε; Ήταν όλες Θυγατέρες της Πόλης. Ωστόσο γνώριζε ότι δεν ήταν σπάνιο Θυγατέρες να είναι τσακωμένες ή ακόμα και να μισιούνται κατά περιόδους.
Συνέχισε ν’ακολουθεί την Οδό Ανακτόρων προς τα βόρεια προσπαθώντας να μην το πολυσκέφτεται. Είχε μπλέξει σε μια υπόθεση που δεν ήταν δική της ακριβώς, αλλά αφού η Πόλη την είχε οδηγήσει εδώ δεν μπορεί να ήταν τυχαίο... Πώς αλλιώς, εξάλλου, να ζήσει μια Θυγατέρα τη ζωή της; Ήταν ο μόνος τρόπος.
Έφτασαν στα βόρεια σύνορα της Ανακτορικής Συνοικίας πριν από το μεσημέρι, και μπήκαν στη Διαπερατή χωρίς κανείς να τους σταματήσει. Η Άνμα μπορούσε να διακρίνει την παρακολούθηση των Φυλάκων της Διαπερατής στα πολεοσημάδια, αλλά δεν τους είδε να πλησιάζουν για να κάνουν έλεγχο. Είχαν συνηθίσει να περνάνε μισθοφόροι από εδώ. Και το σημάδι που έδιναν οι αργυροσκέπαστες κάννες των κανονιών ήταν θετικό γι’αυτούς – ένα πολεοσημάδι για τους συνηθισμένους ανθρώπους, δεν μπόρεσε παρά να σκεφτεί η Άνμα.
Ο μεγάλος δρόμος, από δω και πέρα, δεν ήταν πλέον η Οδός Ανακτόρων αλλά η Οδός Ταξιδευτών, που, διασχίζοντας τη Διαπερατή προς τα ανατολικά, κατέληγε στην Ψηλή Λεωφόρο.
«Κάλεσε τον συγγενή σου, Νορέλτα,» ζήτησε η Άνμα, οδηγώντας. Γύρω τους φαίνονταν πανδοχεία, γκαράζ, και ενεργειακοί σταθμοί. Η Διαπερατή από αυτά τα πράγματα έβγαζε τα λεφτά της. Ήταν μια συνοικία για ταξιδιώτες, για περαστικούς.
Η Νορέλτα κάλεσε τον Βόρκεραμ πατώντας κουμπιά πάνω στον τηλεπικοινωνιακό πομπό της.
«Ναι;» ακούστηκε η φωνή του.
«Η Άνμα θέλει να σου μιλήσει, Βόρκεραμ.»
«Είμαι όλος αφτιά, ξαδέλφη.»
Η Άνμα τον ρώτησε: «Έχεις υπόψη σου κανένα συγκεκριμένο μέρος που θες να ξεκουραστούμε στη Διαπερατή, ή να μας πάω όπου νομίζω;»
«Εμείς σπάνια δουλεύουμε προς τα βόρεια. Επομένως, πήγαινέ μας όπου νομίζεις. Είμαι σίγουρος πως θα βρεις το κατάλληλο μέρος.»
«Μην έχεις αμφιβολία.»
«Παρατηρήσατε τίποτα το... ύποπτο καθοδόν, μέχρι στιγμής;»
«Τίποτα,» είπε η Άνμα, «μέχρι στιγμής.»
«Τίποτα,» επιβεβαίωσε η Νορέλτα.
«Καλώς. Τα λέμε από κοντά.» Η τηλεπικοινωνία τερματίστηκε.
Η Φοριντέλα είπε, από το πίσω κάθισμα: «Παρότι έχει κάτι επάνω του που δεν μου αρέσει, δε μπορώ να τον φανταστώ ως δικτάτορα που προκαλεί καταστροφικούς πολέμους...»
Ούτε η Άνμα το σχολίασε αυτό, ούτε η Νορέλτα.
Η τελευταία μόνο είπε: «Ας αποφύγουμε, τουλάχιστον, τον Αργογρήγορο, Αδελφή μου.» Ήταν το πανδοχείο όπου η Κορίνα είχε προσλάβει τους δολοφόνους για να σκοτώσουν τον Βόρκεραμ-Βορ.
«Μα, αντιθέτως, ίσως να ήταν καλό μέρος για να σταματήσουμε. Αποκλείεται η Κορίνα να ξαναπροσπαθήσει κάτι από εκεί.» Αλλά, προτού η Νορέλτα προλάβει να διαφωνήσει, πρόσθεσε: «Έχεις δίκιο ωστόσο: προτιμότερο να το αποφύγουμε. Συχνάζουν πολλοί κακοποιοί εκεί. Γνωρίζω ένα καλύτερο πανδοχείο για ανθρώπους σαν του ξαδέλφου σου.»
Βγαίνοντας από την Οδό Ταξιδευτών, η Άνμα οδήγησε τους Εκλεκτούς μέσα από μικρότερους δρόμους της Διαπερατής, ώσπου έφτασαν μπροστά σ’ένα οικοδόμημα που η πινακίδα του έγραφε, με πελώρια, πλατιά γράμματα:
Ο Δρόμος
των Όπλων
Δίπλα του υπήρχε τριώροφο γκαράζ.
Η Άνμα έβγαλε το χέρι της από το παράθυρο κάνοντας νόημα στον Βόρκεραμ ότι είχαν φτάσει, και μετά οδήγησε το όχημά της προς το γκαράζ. Οι μισθοφόροι την ακολούθησαν. Στάθμευσαν τα οχήματά τους εκεί, πλήρωσαν τους φύλακες, και ύστερα πήγαν στην τραπεζαρία του πανδοχείου, όπου κι άλλοι ήταν συγκεντρωμένοι – μισθοφόροι αναμφίβολα, κρίνοντας από την πληθώρα των όπλων που κουβαλούσαν. Κανείς δεν φάνηκε να δίνει ιδιαίτερη σημασία στον Βόρκεραμ και τους δικούς του· δεν ήταν ασυνήθιστο θέαμα εδώ.
Και ούτε τα πολεοσημάδια προειδοποιούσαν για καμια ύποπτη δραστηριότητα την Άνμα ή τη Νορέλτα-Βορ.
Σ’έναν τοίχο ήταν ανοιχτός ένας τηλεοπτικός δέκτης, συντονισμένος σε κάποιο κανάλι της Διαπερατής. Μέσα στην οθόνη, ένας άντρας και μια γυναίκα έλεγαν εναλλάξ τα νέα από διάφορες τριγυρινές συνοικίες. Αρκετοί μισθοφόροι τούς παρακολουθούσαν, ίσως επειδή σκέφτονταν ότι μπορεί να έβρισκαν καμια ευκαιρία για δουλειά.
Η Νορέλτα αισθάνθηκε κάτι να την τραβά προς τα εκεί, έτσι πλησίασε, ενώ ο Βόρκεραμ και η Άνμα πήγαιναν να κλείσουν δωμάτια.
«...αν και η Αστυνομία της Αμφίνομης είναι βέβαιη πως πρόκειται για ακόμα μια επίθεση των Πορφυρών Δικαστών,» έλεγε ο άντρας μέσα στην οθόνη.
«Και πάμε τώρα πιο βόρεια,» είπε η γυναίκα καθώς σηκωνόταν από την καρέκλα της και πλησίαζε ένα ολόγραμμα κοντά στον τοίχο, «στις συνοικίες του Ριγοπόταμου.» Το ολόγραμμα ήταν ένας χάρτης που έδειχνε τις Ανωρίγιες και τις Κατωρίγιες Συνοικίες. «Σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες μας, οι στρατοί του επαναστάτη Κάδμου Ανθοτέχνη – γνωστού ως ‘ο Αλυσοδεμένος Ποιητής’ – έχουν κατακτήσει την Α’ Ανωρίγια Συνοικία· και Πολιτάρχης της τώρα είναι ο Εξοχότατος κύριος Βάρνελ-Αλντ, ο οποίος, με διάγγελμά του, δήλωσε ότι θα κάνει αλλαγή του Εκλογικού Νόμου της συνοικίας ώστε μόνο οι Αλντ’κάρθοκ να μπορούν να εκλεγούν ως πολιτάρχες.»
«Μέχρι στιγμής,» είπε ο άντρας, «εκείνο που ίσχυε, Μαρίζα, ήταν ότι ως πολιτάρχες μπορούσαν να εκλεγούν μόνο μέλη του Οίκου των Ορν’βενκόθ.»
«Πρέπει να υπήρχε κάποια αντιπαλότητα ίσως εκεί, Ρίμναλ,» αποκρίθηκε η γυναίκα. Και συνέχισε, δείχνοντας τον χάρτη με το χέρι της: «Αυτό σημαίνει πως τώρα όλες οι σημαντικές βόρειες όχθες του Ριγοπόταμου βρίσκονται υπό τον έλεγχο του Κάδμου Ανθοτέχνη.» Το χέρι της πέρασε πάνω από τις βόρειες όχθες του ποταμού στο ολόγραμμα. «Και οι κυβερνήσεις της Α’ και Β’ Κατωρίγιας Συνοικίας δείχνουν ανήσυχες. Έχουν προ πολλού κλείσει τα σύνορά τους προς τα βόρεια, και δηλώνουν πως θεωρούν τον Ανθοτέχνη παράνομο, σφετεριστή.»
«Εγώ δεν καταλαβαίνω το εξής, Μαρίζα,» είπε ο Ρίμναλ: «Τι ακριβώς είναι τώρα ο Ανθοτέχνης; Δεν είναι Πολιτάρχης της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας;»
«Έτσι δηλώνει ο ίδιος, σύμφωνα με τις πληροφορίες μας.»
«Επομένως, οι βόρειες όχθες δεν είναι δικές του εξολοκλήρου. Είναι οι μισές δικές του και οι άλλες μισές αυτού του Βάρνελ-Αλντ της Α’ Ανωρίγιας.»
«Δεν είναι ξεκαθαρισμένο ακόμα ποια είναι η πολιτική κατάσταση μεταξύ Β’ και Α’ Ανωρίγιας.»
«Η Α’ Ανωρίγια είναι, δηλαδή, υποτελής στη Β’;»
«Σου εξηγώ, Ρίμναλ, δεν είναι ξεκαθαρισμένο ακόμα ποια είναι η πολιτική κατάσταση μεταξύ τους.»
Η Νορέλτα συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι η Φοριντέλα-Ράο στεκόταν δίπλα της, και, καθώς οι τηλεπαρουσιαστές συνέχιζαν να μιλάνε, στράφηκε να την κοιτάξει. «Ο Ανθοτέχνης εξαπλώνεται,» είπε.
Η Φοριντέλα ένευσε. «Το φοβόμουν, Νορέλτα. Τι λένε για την Έκθυμη; Είπαν τίποτα προτού έρθω;»
«Δεν την έχουν αναφέρει καθόλου, ακόμα.»
*
Ο Βόρκεραμ-Βορ και η Άνμα, αφού έκλεισαν δωμάτια στον Δρόμο των Όπλων, παράγγειλαν φαγητό και κάθισαν μαζί με τους υπόλοιπους σε μερικά ενωμένα τραπέζια για να φάνε. Ο τηλεοπτικός δέκτης δεν ήταν μακριά τους, και μέσα στην οθόνη ακόμα οι δύο τηλεπαρουσιαστές μιλούσαν για την κατάσταση στις συνοικίες του Ριγοπόταμου. Τώρα είχαν φέρει, μάλιστα, έναν καλεσμένο για να συζητήσει μαζί τους για τα γεγονότα και τι μπορεί να σήμαιναν για τη σταθερότητα εκείνης της περιοχής της Ατέρμονης Πολιτείας.
Η Νορέλτα-Βορ τα θεωρούσε όλα τούτα πολεοτύχη. Άλλη μια περίπτωση που συναντούσε στον δρόμο της να λένε γι’αυτό τον πόλεμο. Αν και καταλάβαινε πως ήταν λογικό να ακούει ολοένα και περισσότερο για τις συνοικίες του Ριγοπόταμου όσο ταξίδευε βόρεια... Είναι, άραγε, η Μιράντα εκεί; Είναι μπλεγμένη εκεί με κάποιο τρόπο; Η Νορέλτα αδυνατούσε, επί του παρόντος, να φανταστεί τι δουλειά μπορεί να είχε η Μιράντα σ’εκείνα τα μέρη. Αλλά τι δουλειά είχε μια Θυγατέρα οπουδήποτε; Δουλειά όπου την είχε καθοδηγήσει η Πόλη...
Ο Έκρελ ρώτησε τη Νορέλτα αν ασχολιόταν κι εκείνη με μισθοφόρους όπως ο ξάδελφός της. Αν το έκανε για επάγγελμα. Αλλά η Νορέλτα καταλάβαινε πως δεν τον ενδιέφερε πραγματικά αυτό· τα πολεοσημάδια τής έλεγαν ότι ήθελε απλώς να της πιάσει κουβέντα γιατί τον προσέλκυε. Πράγμα που εκείνη είχε ξεκινήσει.
Του χαμογέλασε. «Δεν έχω ιδέα από όπλα.»
«Τότε... εσύ και ο Βόρκεραμ... Πώς...;»
«Ακόμα και τα μακρινά ξαδέλφια διατηρούν κάποιες σχέσεις. Μπορώ να σου πω ότι μ’ενδιαφέρει πολύ περισσότερο το βιολί σου από το πιστόλι σου.»
«Ασχολείσαι, δηλαδή, με τη μουσική;» Το ενδιαφέρον του είχε κεντριστεί, αν μη τι άλλο, περισσότερο.
«Με διάφορους ήχους. Αλλά όχι επαγγελματικά.» Με τον τόνο της φωνής της και με μικρές κινήσεις των χεριών και του σώματός της ήξερε πως τον είχε διεγείρει κι άλλο. «Το έχεις μαζί σου;»
Προς στιγμή μπερδεμένος: «Ποιο;»
«Το βιολί;»
«Ναι. Επειδή ο αρχηγός είπε ότι δεν θα επιστρέψουμε αμέσως... Αλλά περίμενα» – καθάρισε τον λαιμό του – «ότι θα είχες κάποια σχέση με μισθοφόρους· γιατί ο Βόρκεραμ μάς είπε ότι εσείς οι τρεις θα μας βρείτε δουλειά στις συνοικίες του Ριγοπόταμου.»
«Δεν υπάρχει φόβος,» αποκρίθηκε η Νορέλτα, κι έβαλε ένα ζυμαρικό στο στόμα της, μασώντας αργά.
Ο Έκρελ την παρατηρούσε με προσοχή, μοιάζοντας νάχει ξεχάσει το δικό του φαγητό.
Τότε, κάτι άλλο τράβηξε την προσοχή της Νορέλτα-Βορ. Σ’ένα από τα διπλανά τραπέζια ένας άντρας, έχοντας σηκωθεί όρθιος, έλεγε πως θα πήγαινε στις συνοικίες του Ριγοπόταμου, και ρωτούσε ποιοι ήταν πρόθυμοι να τον συντροφεύσουν. «Θα υπάρχει εργασία για όλους εκεί. Ολοένα και περισσότερη, έτσι όπως φαίνεται να εξελίσσεται το πράγμα.»
Ο Βόρκεραμ τον άκουγε επίσης, παρατήρησε η Νορέλτα, καθώς κι αρκετοί άλλοι από τους μισθοφόρους που κάθονταν στο πανδοχείο. Ο άντρας ήταν ψηλός και είχε μαλλιά μαύρα, σπαστά και μακριά ώς τους ώμους, με πολλές ουρές. Το δέρμα του ήταν κατάλευκο όπως της Νορέλτα, αλλά είχε μια γκριζωπή απόχρωση που εκείνη δεν είχε ξαναδεί. Επιπλέον, έμοιαζε λιγότερο ευλύγιστο απ’ό,τι θα έπρεπε να είναι το κανονικό δέρμα· σαν να ήταν χαρτί. Και στα πολεοσημάδια γύρω από τον άντρα η Νορέλτα νόμιζε πως διάβαζε ότι... κάτι σαν να μην πήγαινε καλά... κάτι αφύσικο. Όμως δεν μπορούσε να διακρίνει τι ακριβώς.
Η Άνμα μπορούσε.
Κοίταζε κι εκείνη τον μισθοφόρο με τη γκριζωπή απόχρωση στο κατάλευκο δέρμα, και η Πόλη τής έλεγε πως αυτός ο άνθρωπος ήταν ένα ζωντανό όπλο· ή, μάλλον, μια ζωντανή θωράκιση. Το δέρμα του, σκέφτηκε η Άνμα, καταλαβαίνοντας ξαφνικά. Το δέρμα του! Είναι αλεξίσφαιρο, για κάποιο λόγο. Τι θα μπορούσε να το είχε κάνει αυτό; Ποιος θα μπορούσε να το είχε κάνει αυτό; Στο μυαλό της ερχόταν μονάχα ένας άνθρωπος: ο Τεχνοχειρούργος. Αλλά ήταν πλέον νεκρός· η ίδια είχε βοηθήσει στον θάνατό του. Επιπλέον, ακόμα κι όταν ζούσε, έμενε μακριά από εδώ: εκατοντάδες χιλιόμετρα προς τα νοτιοδυτικά, στο Χρηματοκοπείο.
«Τι λέτε, λοιπόν;» ρώτησε ο άντρας με το παράξενο δέρμα. «Κανείς δεν ενδιαφέρεται;»
«Έχεις κάποιον συγκεκριμένο εργοδότη υπόψη σου;» τον ρώτησε μια μισθοφόρος από ένα άλλο τραπέζι, όπου καθόταν μαζί με έξι συναδέλφους της – όλες γυναίκες.
«Εργοδότης θα βρεθεί εκεί πάνω. Λίγα ν’ακούτε» – έδειξε την οθόνη με τον αντίχειρά του – «και πολλά να καταλαβαίνετε. Μπορεί να μας θέλει αυτός ο Αλυσοδεμένος Ποιητής, ή μπορεί να μας θέλουν στις Κατωρίγιες Συνοικίες για να πολεμήσουμε εναντίον του. Ή μπορεί κάποιος άλλος να πληρώνει ακόμα καλύτερα.»
«Σωστά τα λέει ο Άβαντας,» είπε ένας μισθοφόρος. «Εγώ είμαι μαζί σου, Αλεξίσφαιρε.» Ήταν ένας κοντός τύπος μ’ένα σπαθί στην πλάτη που φάνταζε μεγαλύτερο από τον ίδιο. Σπαθί-τουφέκι. Η Άνμα διάβαζε τις ιδιότητές του στα πολεοσημάδια. Το ήξερε, φυσικά. Δεν ήταν τίποτα το σπουδαίο. Όπλο της πλάκας.
«Και η κομπανία σου;» ρώτησε ο άντρας με το παράξενο δέρμα – ο Άβαντας.
Οι άλλοι που κάθονταν με τον κοντό ύψωσαν τα ποτήρια τους. «Όπου υπάρχει δουλειά, καλά είναι,» είπε ένας. «Εδώ γύρω τίποτα ενδιαφέρον δε γίνεται πια.» Κι ένας δεύτερος: «Η Ρασιλλώ έχει μουδιάσει σε τούτα τα μέρη.»
«Έχει μετακομίσει, μάλλον,» του είπε ο Άβαντας. «Έχει πάει στον Ριγοπόταμο!» Και προς όλη την τραπεζαρία: «Ελάτε! Κανείς άλλος δεν ενδιαφέρεται; Θα συγκεντρωθούμε πολλοί μαζί και θα πάμε–»
«Εμείς,» δήλωσε ο Βόρκεραμ-Βορ, «για εκεί κατευθυνόμαστε έτσι κι αλλιώς.»
Ο Άβαντας έστρεψε το βλέμμα του στον αριστοκράτη. «Ποιοι είστε; Δε σας ξανάχω δει εδώ γύρω.»
«Οι Εκλεκτοί είναι,» είπε η μισθοφόρος που είχε μιλήσει και πιο πριν – αυτή που καθόταν μαζί με τις άλλες έξι – μια γυναίκα με λευκό-ροζ δέρμα, κοντά κόκκινα μαλλιά, και χέρια γεμάτα δερματοστιξίες που φαίνονταν μέσα από την αμάνικη μπλούζα της. «Από την Ανακτορική.»
«Βόρκεραμ-Βορ ονομάζομαι,» συστήθηκε ο αριστοκράτης, μιλώντας στον Άβαντα, καθώς σηκωνόταν όρθιος. «Κι αυτοί είναι οι Εκλεκτοί – οι μισθοφόροι μου. Ερχόμαστε από την Ανακτορική Συνοικία.»
«Χμμ,» αποκρίθηκε ο άντρας με το παράξενο δέρμα. «Γι’αυτό δε σας ξέρω. Εγώ δεν πηγαίνω προς τα κει. Τι σας έκανε να κατευθύνεστε για τον Ριγοπόταμο;»
«Πιστεύουμε ότι θα βρούμε δουλειά.»
«Δεν έχει πια δουλειές στην Ανακτορική;»
«Έχουμε τους λόγους μας που ταξιδεύουμε. Εσύ ποιος είσαι;»
«Τ’όνομά μου είναι Άβαντας. Οι περισσότεροι με ξέρουν ως ‘ο Αλεξίσφαιρος Άβαντας’, τα τελευταία χρόνια.»
Ο Μάικλ Παγοθραύστης είπε: «Μπορούμε να σε δοκιμάσουμε να δούμε πόσο αλεξίσφαιρος είσαι!»
Κάποιοι γέλασαν μες στην τραπεζαρία. Ένας είπε: «Τον έχω δει να τον πετυχαίνει σφαίρα και να μην περνά το πετσί του – μα τη Ρασιλλώ!»
Ο Άβαντας χαμογέλασε πλατιά. «Η γούνα μου είναι σκληρή.»
Η Νορέλτα τεντώθηκε μπροστά από τη Φοριντέλα και ψιθύρισε στην Άνμα: «Κάτι αφύσικο συμβαίνει μ’αυτόν.»
«Το δέρμα του είναι πανοπλία,» αποκρίθηκε, εξίσου ψιθυριστά, η Άνμα.
«Τι εννοείς, πανοπλία;» απόρησε η Φοριντέλα, που τις είχε ακούσει φυσικά.
«Πανοπλία. Και μόνο έναν άνθρωπο ξέρω που θα μπορούσε να φτιάξει κάτι τέτοιο: τον Καρνάθο’μορ, τον Τεχνοχειρούργο. Αλλά είναι νεκρός.»
Η Νορέλτα δεν μίλησε.
Ο Αλεξίσφαιρος Άβαντας έλεγε στον Βόρκεραμ-Βορ: «Θα συνταξιδέψουμε, λοιπόν;»
«Έχεις ανθρώπους μαζί σου;»
«Μόνο όσους δεχτούν νάρθουν.»
«Εμείς είμαστε μέσα, Αλεξίσφαιρε,» είπε ο κοντός με το μεγάλο σπαθί-τουφέκι στην πλάτη.
«Κι εμείς,» δήλωσε η κοκκινομάλλα με τις δερματοστιξίες στα χέρια. «Γιατί όχι; Αφού πάνε κι οι Εκλεκτοί.»
«Κι εγώ,» είπε ένας άλλος μισθοφόρος.
«Κι εγώ.»
«Κι εμείς οι τρεις.»
«Ωραία! Ωραία!» Ο Άβαντας έμοιαζε ευχαριστημένος· χαμογελούσε. «Όσο περισσότεροι τόσο το καλύτερο.»
«Συγνώμη, ρε φίλε,» είπε ο Μάικλ. «Αλλά, επειδή είμαι περίεργος άνθρωπος, θες όντως να πιστέψουμε ότι το πετσί σου δεν το περνάνε οι σφαίρες;»
«Καμια φορά αποδεικνύεται πιο άγριο απ’αυτές, φίλε,» αποκρίθηκε μόνο ο Άβαντας.
«Επειδή δεν είναι κανονικό πετσί,» είπε η Άνμα.
Ο Αλεξίσφαιρος έστρεψε το βλέμμα του επάνω της. «Τι ξέρεις εσύ, ξανθιά;»
«Είχε τύχει να γνωρίσω κάποτε έναν άνθρωπο που ονομαζόταν Καρνάθος’μορ, ο Τεχνοχειρούργος. Έμενε στο Χρηματοκοπείο, νότια της Κυρτής Λεωφόρου, νότια του Κηπευτηρίου.»
«Πρώτη φορά τον ακούω. Τι σχέση έχει;»
«Αυτός θα μπορούσε να σου φτιάξει ένα τέτοιο πετσί. Ήταν μάγος του τάγματος των Τεχνομαθών, ειδικευμένος σε τέτοιες δουλειές.»
«Σου είπα ότι πρώτη φορά τον ακούω,» αποκρίθηκε ο Άβαντας. «Το δέρμα μου το έχει φτιάξει ο ίδιος ο Μάγος.»
«Ποιος μάγος; Πρέπει νάναι παρόμοιος με τον Τεχν–»
«Ο Μάγος, ξανθιά. Ο Μάγος της Ρελκάμνια.» Και γέλασε βροντερά.
«Τα ίδια παραμύθια πάλι...» ακούστηκε να λέει κάποιος.
«Δεν είναι παραμύθια, ρ’ερπετό των δρόμων!» Ο Άβαντας τον έδειξε με το δάχτυλό του, εκεί όπου εκείνος καθόταν στο μπαρ. «Ή πιστεύεις ή δεν πιστεύεις – και στα παπάρια μας, έτσι κι αλλιώς!»
Η Νορέλτα-Βορ είχε, φυσικά, καταλάβει για ποιον μιλούσε ο Άβαντας. Για τον Κλαρκ μιλά. Για τον Κλαρκ.
Ξέρει τον Κλαρκ; Είναι δυνατόν αυτός ο λεχρίτης να ξέρει τον Κλαρκ, μα τα μούσια του Κρόνου;
Η Άνμα είπε: «Ο Μάγος της Ρελκάμνια λένε πως είναι μύθος, πως δεν υπάρχει,» αν και θυμόταν τη συνάντηση που της είχε διηγηθεί η Νορέλτα, μεταξύ εκείνης, της Μιράντας, και του Κλαρκ.
«Χα!» αναφώνησε ο Άβαντας. «Κι όμως, ξανθιά – υπάρχει· και είναι πιο παράξενος απ’ό,τι λένε, σε πληροφορώ.»
«Ή κάποιος σε δούλεψε, και σ’έκανε να τον νομίσεις για τον Μάγο, ή εσύ δουλεύεις εμάς.»
«Μα το παπάρι του Κρόνου!» Ο Άβαντας χτύπησε την παλάμη του στο τραπέζι μπροστά στο οποίο στεκόταν. «Μη με τσαντίζεις, ξανθιά! Ήταν ο Μάγος. Ξέρω πολύ καλά ποιος ήταν.»
«Εγώ,» είπε ο Μάικλ, «αμφιβάλλω ότι γενικά το δέρμα του είναι αλεξίσφαιρο. Ίσως νάναι απλώς παράξενα βαμμένο.»
Ο Άβαντας έβγαλε, με μια απότομη κίνηση, τις δυο μπλούζες που φορούσε, τη μία μες στην άλλη. «Νόρβακ!» φώναξε. «Μα τα βυζιά της Ρασιλλώς, πυροβόλησέ με εδώ, γαμώτο! Εδώ.» Έδειξε τον δεξή του ώμο. «Εδώ. Μπορείς, δε μπορείς;»
«Ουδέν πρόβλημα, Άβαντα,» αποκρίθηκε ένας ψιλόλιγνος, μελαχρινός άντρας με χρυσό δέρμα, που το αριστερό του αφτί ήταν γεμάτο κρίκους. Τράβηξε ένα μικρό πιστόλι μέσα απ’το μαύρο σακάκι του, το κράτησε με τα δύο χέρια, σημάδεψε, και τράβηξε τη σκανδάλη.
Η ριπή αντήχησε διαπεραστικά μες στην τραπεζαρία, κι όλες οι συζητήσεις πάραυτα έπαψαν. Κάποιοι, μάλιστα, τράβηξαν όπλα, μην έχοντας καταλάβει τι συνέβαινε.
Η σφαίρα χτύπησε τον Άβαντα. Κανείς που τον κοίταζε δεν είχε αμφιβολία. Τον χτύπησε στον δεξή ώμο, όπως είχε ζητήσει. Αλλά δεν τον διαπέρασε. Εξοστρακίστηκε. Τινάχτηκε αλλού.
«Εντάξει,» παραδέχτηκε ο Μάικλ, «αντέχεις. Να σου ρίξω με το ρουκετοβόλο μου τώρα;»
Ο Άβαντας τού έκανε κωλοδάχτυλο και μετά φόρεσε τις μπλούζες του, μονοκόμματα όπως τις είχε βγάλει.
Κρίμα, σκέφτηκε η Νορέλτα. Τον προτιμούσε χωρίς τις μπλούζες. Είχε μια κάποια αξιοσημείωτη διάπλαση.
*
Το απόγευμα, οι Εκλεκτοί έφυγαν από τον Δρόμο των Όπλων. Μαζί τους ήταν καμια τριανταριά μισθοφόροι που είχαν αποφασίσει να ταξιδέψουν στις συνοικίες του Ριγοπόταμου: ο Αλεξίσφαιρος Άβαντας, επάνω σ’ένα τρίκυκλο που έμοιαζε με δίκυκλο, έτσι ανοιχτό όπως ήταν και έτσι όπως είχε σέλα για να κάθεται ο αναβάτης· η Ρία Καλόφραστη (η κοκκινομάλλα με τα χέρια όλο δερματοστιξίες) με τις έξι πολεμίστριές της, μέσα σ’ένα σπαστό εξάτροχο όχημα· ο Ριχάρδος ο Τρομερός (ο κοντός μισθοφόρος με το σπαθί-τουφέκι) και οι δικοί του, επάνω σ’ένα μεγάλο φορτηγό με γιγάντιους μεταλλικούς τροχούς που είχαν θέσεις για την τοποθέτηση καρφιών (κενές επί του παρόντος)· και κάμποσοι άλλοι – ανάμεσά στους οποίους δεν ήταν ο Νόρβακ, ο έμπειρος σημαδευτής που είχε ρίξει στον ώμο του Άβαντα.
Το όχημα της Άνμα προηγείτο ξανά, μ’εκείνη στο τιμόνι, τη Νορέλτα-Βορ καθισμένη πλάι της, και τη Φοριντέλα-Ράο μισοξαπλωμένη στο πίσω κάθισμα, αγκαλιά με το θηκαρωμένο Απολλώνιο ξίφος.
«Νομίζεις ότι λέει αλήθεια για τον Μάγο αυτός ο τύπος;» ρώτησε η Άνμα, καθώς έβγαιναν στην Οδό Ταξιδευτών πάλι, όπου τώρα είχαν ανάψει πολλά φώτα.
«Σκοπεύω να μάθω,» αποκρίθηκε η Νορέλτα. «Αν όντως τον ξέρει, ίσως να ξέρει και πού να τον συναντήσω. Και ο Κλαρκ ίσως να ξέρει πού είναι η Μιράντα.»
«Μέχρι στιγμής νόμιζα ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν μύθος...» σχολίασε η Άνμα, οδηγώντας άνετα πάνω στη μεγάλη λεωφόρο.
«Κι εγώ, όπως σου είπα.» Ακόμα και τώρα που τον είχε δει χάρη στη Μιράντα, η Νορέλτα δυσκολευόταν να πιστέψει ότι ήταν πραγματικός. Ειδικά αυτό το Φαντασκεύασμα ήταν... σαν όνειρο. Τόσο παράξενα πράγματα ούτε στα όνειρά σου δεν βλέπεις...
Και τούτο τής έφερε στο μυαλό το όνειρο με την Κορίνα, και η φωνή της αντήχησε ξανά μες στο νου της Νορέλτα:
...Ο Βόρκεραμ-Βορ είναι από τους χειρότερους δικτάτορες στην Ιστορία της Ρελκάμνια...
...Ένας τρομερός πόλεμος θ’ακολουθήσει. Η Ρελκάμνια θα υποφέρει. Φωτιά θα απλωθεί από τον Ριγοπόταμο ώς τη Μακριά Λεωφόρο. Ποτάμια αίματος θα κυλάνε από τη Μεγάλη Θάλασσα ώς τον Ανατολικό Αερολιμένα...
Ανοησίες! είπε η Νορέλτα στον εαυτό της. Δεν μπορεί! Δεν είναι δυνατόν. Όλοι αυτοί οι μισθοφόροι, όμως, που τώρα ακολουθούσαν τον Βόρκεραμ....
Αλλά και τι έγινε; Πρώτη φορά μισθοφορικές ομάδες κατευθύνονταν προς μια εμπόλεμη περιοχή για να βρουν δουλειά;
Όταν είχε πλέον νυχτώσει για τα καλά έφτασαν στο ανατολικό πέρας της Οδού Ταξιδευτών και έστριψαν βόρεια, επί της Ψηλής Λεωφόρου, ακόμα μέσα στη Διαπερατή. Οι Φύλακες της συνοικίας δεν τους είχαν σταματήσει για έλεγχο, αν και η Άνμα διέκρινε, πολλές φορές, πολεοσημάδια που της έλεγαν πως τους παρακολουθούσαν. Όχι όμως συστηματικά, όχι συνεχόμενα. Απλώς οι Φύλακες είχαν, σ'ορισμένα σημεία, ανθρώπους τους για να κοιτάζουν τον μεγάλο δρόμο. Ανθρώπους και τηλεοπτικούς πομπούς.
Ύστερα από καμια ώρα οδήγησης ακόμα, βρίσκονταν στα σύνορα της Αμφίνομης, και εδώ η Αστυνομία Αμφίνομης τούς σταμάτησε και ζήτησε να ελέγξει τα οχήματά τους και να δει τις ταυτότητές τους. Έκανε αρκετές ερωτήσεις στον Βόρκεραμ-Βορ: από πού έρχονταν· προς τα πού κατευθύνονταν και γιατί· πόσες ομάδες ήταν. Ο αρχηγός των Εκλεκτών δεν τους έκρυψε την αλήθεια. Έρχονταν από την Ανακτορική Συνοικία· πήγαιναν στις συνοικίες του Ριγοπόταμου· έψαχναν για δουλειά εκεί. Καθοδόν είχαν συναντήσει κι άλλους μισθοφόρους.
Η Νορέλτα είπε στη Φοριντέλα και στην Άνμα: «Πρέπει να φοβούνται για πιθανούς συμμάχους των Πορφυρών Δικαστών.»
Η Άνμα ένευσε. «Μάλλον.»
Η Νορέλτα είχε ακούσει πως, τον τελευταίο καιρό, οι επιθέσεις των τρομοκρατών είχαν χειροτερέψει στην Αμφίνομη.
Οι αστυνομικοί κοίταξαν τη Φοριντέλα-Ράο με καχυποψία όταν εκείνη τούς είπε πως δεν είχε ταυτότητα μαζί της, αλλά το γεγονός ότι και η Άνμα και η Νορέλτα-Βορ είχαν ταυτότητες τούς καθησύχασε. Ήταν ψεύτικες, φυσικά, αλλά δεν μπήκαν στον κόπο να κάνουν τόσο λεπτομερειακό έλεγχο ώστε να το καταλάβουν.
Τελικά, επέτρεψαν στα οχήματα της συνοδίας να περάσουν τα σύνορα της Αμφίνομης, και οι μισθοφόροι μπήκαν συνεχίζοντας να ταξιδεύουν πάνω στην Ψηλή Λεωφόρο, που διέσχιζε αυτή τη συνοικία απ’τη μια άκρη ώς την άλλη και κατέληγε στην Κεντρική, μέσα στην Επίστρωτη. Τώρα δεν σκόπευαν να πάνε τόσο μακριά. Ήταν νύχτα, και όλοι τους κουρασμένοι από την οδήγηση. Η Άνμα τούς οδήγησε σ’ένα μεγάλο πανδοχείο με όνομα «Ο Εμπνευστής».
Καθώς οι μισθοφόροι τακτοποιούσαν τα οχήματά τους στο γκαράζ, ο Αλεξίσφαιρος Άβαντας, έχοντας μόλις κατεβεί από το τρίκυκλό του κι ανοίξει το κουτί της πίσω μεριάς για να πάρει κάτι πράγματα από εκεί, άκουσε από δίπλα:
«Ωραίο εργαλείο.»
Μια γυναικεία φωνή που, για κάποιο λόγο, του φάνηκε πολύ δελεαστική.
Στράφηκε για ν’αντικρίσει την κατάλευκη, καστανομάλλα γυναίκα που ήταν με την ομάδα του Βόρκεραμ-Βορ αλλά δεν φαινόταν για μισθοφόρος, και ο Άβαντας δεν ήξερε πώς λεγόταν.
Η Νορέλτα χαμογέλασε. «Πιο μικρό από άλλα τρίκυκλα που έχω δει, πιο μεγάλο από όλα τα δίκυκλα που έχω δει,» σχολίασε.
Ο Άβαντας τής επέστρεψε το χαμόγελο. «Δεν είναι για πούλημα, όμορφη.» Πήρε δυο σάκους από το κουτί, τους πέρασε στον ώμο του, και το έκλεισε. Το κλείδωσε.
Η Νορέλτα γέλασε. «Δεν έχω τόσα λεφτά επάνω μου,» είπε πλησιάζοντας κι αγγίζοντας ελαφρά τη σέλα του τρίκυκλου.
Το βλέμμα του πήγε στο χέρι της, ακούσια. Ύστερα στο πρόσωπό της.
«Να σου κάνω μια προσωπική ερώτηση;» τον ρώτησε.
«Τι;» Ο Άβαντας θυμήθηκε ότι η μηχανή του τρίκυκλου ήταν ακόμα ξεκλείδωτη. Χρησιμοποιώντας το κλειδί της, την κλείδωσε με δυο περιστροφές. Ύστερα κλείδωσε τους τροχούς και τα υπόλοιπα συστήματα του οχήματος, καθώς η Νορέλτα έλεγε:
«Πραγματικά γνωρίζεις τον Μάγο;»
Την ατένισε ευθέως. «Ναι, πραγματικά τον γνωρίζω. Γιατί;»
«Ποιο είναι το όνομά του;»
«Τι σ’ενδιαφέρει;»
«Τον ξέρω κι εγώ.»
Ο Άβαντας συνοφρυώθηκε. «Και θες να δεις αν λέω αλήθεια, ε;»
Η Νορέλτα ανασήκωσε τους ώμους χαριτωμένα.
«Κλαρκ τον λένε.»
«Και πώς είναι, στην εμφάνιση;»
«Κατάλευκο δέρμα, σαν εμάς. Μακριά μαύρα μαλλιά και μούσια. Όταν τον κοιτάς, σου μοιάζει πανάρχαιος.»
Η Νορέλτα ένευσε. «Τον ξέρεις, όντως...»
«Εσύ πού τον ξέρεις;»
Αγνόησε την ερώτησή του. «Έχεις μπει και στο Φαντασκεύασμα;»
«Στο ποιο;»
«Α...»
«Δεν πιστεύω να με δουλεύεις...» Ο Άβαντας την κοίταξε τώρα με καχυποψία.
«Τον έχω συναντήσει,» είπε η Νορέλτα, φιλικά.
«Για ποιο λόγο;»
Η Νορέλτα δεν ήθελε, φυσικά, να του πει για την υπόθεση των κρυφών δρόμων. «Πάμε να καθίσουμε στην τραπεζαρία, καλύτερα,» πρότεινε.
Ο Άβαντας δεν έφερε αντίρρηση· την ακολούθησε, καθώς κι οι υπόλοιποι μισθοφόροι πήγαιναν προς την τραπεζαρία, ή είχαν ήδη πάει.
Ενόσω βάδιζαν η Νορέλτα ρώτησε: «Ξέρεις πού μπορώ να τον συναντήσω; Ή πώς να τον καλέσω για να του μιλήσω;» Η Μιράντα, δυστυχώς, δεν της είχε πει εκείνη την τηλεπικοινωνιακή συχνότητα που η ίδια χρησιμοποιούσε.
«Δεν καλείς εσύ τον Μάγο· εκείνος παρουσιάζεται όπου και όποτε θέλει. Τον γνωρίζεις αλλά δεν ξέρεις αυτό;» Τη λοξοκοίταξε.
«Το ξέρω, όμως τώρα θα ήθελα να του μιλήσω.»
«Γιατί;»
«Ψάχνω μια γνωστή μου. Ίσως να ξέρει πού βρίσκεται. Ή να μπορεί να τη βρει για μένα.»
Ο Άβαντας γέλασε. «Τόσο καλή φίλη του είσαι, που θα σου κάνει και χάρες;»
«Εσένα δεν σου έκανε;»
«Τι εννοείς;» Είχαν πια μπει στην τραπεζαρία και κάθισαν σ’ένα τραπέζι οι δυο τους.
«Το δέρμα σου...»
«Μου το είχε υποσχεθεί. Ως πληρωμή για μια υπηρεσία που του έκανα.»
«Μάλιστα...»
Μια σερβιτόρα πλησίασε, ρωτώντας τι θα έπαιρναν. Παράγγειλαν δυο ποτά και, καθώς η κοπέλα έφευγε, ο Άβαντας τη χτύπησε στα πισινά. Εκείνη τον αγριοκοίταξε πάνω απ’τον ώμο της αλλά δεν είπε τίποτα.
Η Νορέλτα γύριζε τα λίγα φύλλα του μενού με τα δάχτυλά της, και το βλέμμα του Άβαντα ήταν τώρα στα χέρια της, βρίσκοντας τις κινήσεις της ελκυστικές. Ακόμα κι αυτές τις απλές κινήσεις. Καθάρισε τον λαιμό του. «Εσύ τι...; Ποια η σχέση σου με τον Μάγο;»
«Είναι φίλος μιας φίλης μου. Απ’αυτήν τον γνώρισα,» του είπε, ατενίζοντάς τον πάνω απ’τις σελίδες του μενού. Τα μάτια της... τον κοίταζαν τόσο ερευνητικά, νόμιζε ο Άβαντας. Τι ήθελε η τύπισσα, τέλος πάντων;
«Πώς σε λένε;» τη ρώτησε. «Ακόμα δεν μου είπες.»
«Νορέλτα.»
«Δεν είσαι μισθοφόρος... Τι είσαι; Φίλη αυτής της ξανθιάς; Η ξανθιά είναι μισθοφόρος, έτσι;»
«Έτσι.»
«Της ομάδας του Βόρκεραμ-Βορ;»
«Όχι. Ανεξάρτητη. Αλλά συνταξιδεύουμε.»
«Δε ‘συνταξιδεύετε’ απλώς. Τους οδηγείτε. Μας οδηγείτε όλους.»
«Η Άνμα τυχαίνει να ξέρει καλά τους δρόμους. Είναι πολυταξιδεμένη. Τέλος πάντων· πρέπει να επιστρέψω κοντά τους τώρα. Να μην τους λείψω,» πρόσθεσε, υπομειδιώντας, καθώς σηκωνόταν από την καρέκλα της.
«Ε, περίμενε! Μόλις γνωριστήκαμε. Δε μου είπες ακόμα τι κάνεις. Το ποτό σου δεν έχει έρθει.»
Αλλά η Νορέλτα ήδη απομακρυνόταν, λέγοντας: «Θα τα ξαναπούμε,» με τέτοιο τρόπο που έκανε τα νεύρα του να τσιτωθούν ανυπόμονα. Τα μάτια του την ακολουθούσαν – το βήμα της, τις καμπύλες στις κνήμες και στη μέση της, τους ώμους της – καθώς εκείνη πήγαινε να καθίσει με τις άλλες δύο: την ξανθιά που λεγόταν Άνμα και την άλλη που ο Άβαντας δεν ήξερε πώς λεγόταν.
Η σερβιτόρα επέστρεψε μαζί με τα ποτά, αφήνοντάς τα στο τραπέζι.
«Η κυρία πήγε αλλού,» της είπε ο Αλεξίσφαιρος. «Δεν κάθεσαι εσύ; Σε κερνάω το ποτό της.» Της έκλεισε το μάτι.
«Δουλεύω, κύριε· δεν μπορώ να καθίσω,» αποκρίθηκε η κοπέλα, κι απομακρύνθηκε γρήγορα.
Ο Άβαντας αναποδογύρισε τα μάτια. «Περίεργες γυναίκες,» μουρμούρισε, κι έφερε και τα δύο ποτά μπροστά του.
Εν τω μεταξύ, η Νορέλτα-Βορ είχε καθίσει στο τραπέζι της Άνμα και της Φοριντέλα-Ράο που ήταν ανάμεσα στο τραπέζι της Ρία Καλόφραστης και των πολεμιστριών της και στα τραπέζια που είχαν ενώσει για να καθίσουν οι Εκλεκτοί.
«Τι έκανες μ’αυτό τον τύπο;» ρώτησε η Φοριντέλα τη Νορέλτα.
«Ήθελα να μάθω αν πραγματικά ξέρει τον Μάγο.» Κοιτάζοντας τον Άβαντα με τις άκριες των ματιών της είδε τη σερβιτόρα να έρχεται στο τραπέζι του, ν’αφήνει τα δύο ποτά, ν’ανταλλάσσει μια γρήγορη κουβέντα μαζί του, και να φεύγει. Ο Αλεξίσφαιρος μόρφασε κι έφερε και τα δύο ποτά μπροστά του.
«Τον ξέρει;» είπε η Άνμα, δαγκώνοντας μια από τις λεπτές τηγανητές πατάτες που της είχε μόλις φέρει ένας σερβιτόρος μαζί με την Αφρισμένη της.
«Τον ξέρει,» επιβεβαίωσε η Νορέλτα. «Γνωρίζει το όνομά του και πώς είναι στην εμφάνιση. Αλλά δεν έχει τρόπο να επικοινωνήσει μαζί του. Μου απάντησε πως ο Μάγος έρχεται και σε βρίσκει, δεν πας εσύ να τον βρεις.»
«Δε μπορεί, άρα, να σε βοηθήσει...»
«Όχι,» είπε απογοητευμένα η Νορέλτα. Αλλά αποκλείεται η Πόλη να με οδηγεί τυχαία στις συνοικίες του Ριγοπόταμου. Δεν υπάρχουν συμπτώσεις στις ζωές των Θυγατέρων. Ανησυχούσε πολύ για τη Μιράντα. Η Κορίνα μπορεί να της είχε κάνει οτιδήποτε. Τη μισούσε.
Και τώρα μισεί κι εμάς.
Όσο πάμε και καλύτερα...
«Δεν είδες τίποτα ύποπτο στο πανδοχείο, έτσι;» ρώτησε την Άνμα. Η ίδια δεν πρόσεχε πολύ τα πολεοσημάδια γύρω της όσο ήταν επικεντρωμένη στον Αλεξίσφαιρο Άβαντα.
«Έτσι,» αποκρίθηκε η Άνμα.
Ενώ η Εύνοια αισθάνεται υπεύθυνη και απεγνωσμένη, η Μιράντα προτείνει να έρθουν σε επαφή με έναν παλιό φίλο που ίσως να μπορεί να τις βοηθήσει: και βαδίζουν πάλι επάνω σ’έναν κρυφό δρόμο, για να καταλήξουν σ’ένα μέρος γεμάτο συμμορίες προτού επιστρέψουν στη Β’ Κατωρίγια με ανανεωμένες ελπίδες...
«Τους καταδίκασα... Τους καταδίκασα, Μιράντα!...»
«Σου είπα: δεν φταις εσύ.»
«Φταίω εν μέρει. Το ξέρεις, Μιράντα! Το ξέρεις!»
«Ό,τι κι αν είναι, τώρα πρέπει να βρούμε μια λύση.»
Οι δυο τους βάδιζαν στους δρόμους της Μονότροπης, έχοντας απομακρυνθεί από την Πλατεία Ξεκούραστου όπου είχαν συναντήσει την Κορίνα.
«Δεν ξέρουμε καν πού τους έχουν κλεισμένους!» είπε, απεγνωσμένα, η Εύνοια. «Δεν ξέρουμε τίποτα... και η Κορίνα ξέρει τα πάντα.»
«Η Κορίνα δεν είναι παντογνώστρια, ακόμα και με το φυλαχτό· μην την κάνεις, με το μυαλό σου, πιο ισχυρή απ’ό,τι της αξίζει. Θα βρούμε τρόπο να σώσουμε τους Νομάδες.»
«Η Κορίνα είπε ότι θα αναφέρουν στις ειδήσεις πού βρίσκονται. Πιστεύεις πως είναι αλήθεια;»
«Δεν αποκλείεται. Οι δημοσιογράφοι θα ενδιαφέρονται, αναμφίβολα, για ένα τέτοιο θέμα όπως είναι η αιχμαλωσία των Νομάδων των Δρόμων, και το ότι οι Νομάδες είναι άνθρωποι του Αλυσοδεμένου Ποιητή.»
«Πρέπει να βγάλουμε αυτό το ψέμα απ’το μυαλό τους! Αν βγάζαμε αυτό το ψέμα απ’το μυαλό τους, η Κορίνα θα έχανε το παιχνίδι!»
«Δεν είναι εύκολο να γίνει αυτό, Εύνοια,» είπε η Μιράντα. «Γιατί δεν ξέρουμε σε ποιους ανθρώπους ακριβώς έχει μιλήσει η Κορίνα.»
«Σε κάποιους υπεύθυνους για την ασφάλεια της Β’ Κατωρίγιας, υποθέτω.»
«Ναι, σίγουρα. Αλλά εμείς δεν έχουμε επαφές μαζί τους. Κι ακόμα κι αν καταφέρναμε να αποκτήσουμε, η Κορίνα δεν θα μας άφηνε εύκολα να τους επηρεάσουμε. Θα γινόταν μεγάλη μάχη.»
«Είμαι έτοιμη να δώσω όσο μεγάλη μάχη χρειάζεται! Δε θα εγκαταλείψω τους Νομάδες!»
«Για την ώρα, πρέπει απλά να σκεφτούμε. Και να περιμένουμε–»
«Δε μπορούμε να περιμένουμε, Μιράντα! Δεν την άκουσες τι είπε; Όσο περιμένουμε, τους βασανίζει!»
«Και τι θα κάνεις; Τι μπορείς να κάνεις;»
Η Εύνοια αναστέναξε. «Αν... αν ήταν μόνο για μένα... Αν εξαρτιόταν μόνο από εμένα... Θα πήγαινα σ’αυτή την ενδοδιάσταση–»
«Μη λες ανοησίες, μικρή–»
«Μη με λες ‘μικρή’! Θα πήγαινα, Μιράντα. Θα πήγαινα. Αλλά δεν μπορώ να το ζητήσω αυτό από εσένα. Οι Νομάδες είναι δική μου ευθύνη.»
Ούτε εγώ μπορώ να σ’αφήσω να τυραννιέσαι έτσι, σκέφτηκε η Μιράντα. Όμως... «Δε θα επιτρέψουμε στην Κορίνα να νικήσει τόσο εύκολα. Θα βρούμε άλλη λύση.»
*
Το μεσημέρι βρίσκονταν στην Πλατεία Γρόνθου, ακόμα μέσα στη Μονότροπη. Είχαν φτάσει εκεί βαδίζοντας και συζητώντας. Ένας Ναός της Μεριδόρης ήταν κοντά στην πλατεία κι ένα άγαλμα στο κέντρο της, απεικονίζοντας μια γυμνή, λευκόδερμη, ξανθιά γυναίκα, πολύ όμορφη, σε πολύ προκλητική στάση. Το άγαλμα ήταν ντυμένο με ρούχα από ολογράμματα, ημιδιαφανή, ώστε το θελκτικό σώμα να φαίνεται από μέσα τους. Τριγύρω στην πλατεία υπήρχαν μπαρ, καμπαρέ, πορνεία.
Οι δύο Θυγατέρες πλησίασαν ένα περίπτερο, για να δουν τι έγραφαν οι εφημερίδες. Καμια δεν ανέφερε τους Νομάδες των Δρόμων.
Πήγαν σ’ένα μπαρ και κάθισαν εκεί για να ξεκουραστούν. Δεν είχε κόσμο ετούτη την ώρα, και ήταν ήσυχες οι δυο τους. Πήραν από έναν Κρύο Ουρανό, και παρακολουθούσαν αυτά που έδειχνε ο τηλεοπτικός δέκτης με τη μικρή οθόνη πάνω από τον πάγκο του μπαρ. Η Εύνοια περίμενε από στιγμή σε στιγμή ν’ακούσει για τους Νομάδες της.
Και δεν άργησε ν’ακούσει. Η δημοσιογράφος που μιλούσε για διάφορα θέματα της Β’ Κατωρίγιας είπε ότι είχαν μόλις πληροφορηθεί πως οι Νομάδες των Δρόμων – μια αρκετά μεγάλη ομάδα ανθρώπων που περιφερόταν άσκοπα σ’όλη τη Ρελκάμνια, για όσους δεν τους ήξεραν – συνελήφθησαν από τη Φρουρά, και κατηγορούνταν ως κατάσκοποι του Κάδμου Ανθοτέχνη, βρισκόμενοι εδώ ώστε να προκαλέσουν προβλήματα προτού οι στρατοί του Αλυσοδεμένου Ποιητή επιτεθούν στη Β’ Κατωρίγια Συνοικία. Η Φρουρά δεν είχε ανακοινώσει ακόμα το μέρος κράτησής τους, και μάλλον ήθελε να το κρατήσει κρυφό για λόγους ασφαλείας, όσο θα γίνονταν ανακρίσεις.
«Μας είπε ψέματα!» παρατήρησε η Εύνοια. «Δε λένε το μέρος που τους έχουν φυλακίσει.»
Η Μιράντα ένευσε αργά, πίνοντας μια γουλιά από τον Κρύο Ουρανό της.
Η Εύνοια στράφηκε να την κοιτάξει. «Το περίμενες...»
«Αφού η Κορίνα το είπε, ναι, το υποψιαζόμουν. Πάω στοίχημα πως ούτε η ίδια δεν γνώριζε αν όντως θα το αναφέρουν στις ειδήσεις ή όχι. Ξέρεις κάτι, όμως; Για να μην την ενδιαφέρει αν θα μάθουμε το μέρος κράτησης, εσένα τι σου λέει αυτό;»
«Είναι πολύ καλά φυλαγμένο;»
«Και το προσέχει και η ίδια, αναμφίβολα.»
«Πού προσπαθείς να καταλήξεις, Μιράντα;» είπε νευρικά η Εύνοια. «Δεν αφήνω τους Νομάδες! Ακόμα κι αν... αν χρειαστεί να κάνω οτιδήποτε.»
«Όπως;»
Η Εύνοια αναστέναξε. Δε μπορώ να σ’το ζητήσω αυτό, Μιράντα, δεν μπορώ να σ’το ζητήσω αυτό, γαμώτο!... Αν ήταν μόνο δική της απόφαση, θα συμφωνούσε να πάει στον Ξεχασμένο Τόπο. Θα είχε ήδη συμφωνήσει, ίσως...
Η Μιράντα, κοιτάζοντας την έκφραση της Εύνοιας, μπορούσε να μαντέψει τις σκέψεις της. Είναι πρόθυμη να παραδοθεί στην Κορίνα. Αλλά δεν το κάνει επειδή είμαι κι εγώ μπλεγμένη σε τούτη την ιστορία. Δε θα μ’ανάγκαζε να μπω στον Ξεχασμένο Τόπο ακόμα κι αν μπορούσε. Με αγαπά πολύ.
Η Μιράντα άναψε τσιγάρο. Τι άλλη λύση υπάρχει, γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος; Αν μάθαιναν το μέρος όπου κρατούνταν οι Νομάδες – κάποιο υπόγειο, πιθανώς, ή κάποιος κλειστός περιτειχισμένος χώρος – πώς μπορούσαν να τους σώσουν; Χρησιμοποιώντας τους κρυφούς δρόμους θα μπορούσα να εισβάλω αόρατη, ή ακόμα και να εμφανιστώ ξαφνικά εκεί μέσα. Αλλά μετά τι θα έκανα; Δε γινόταν να εξαφανίσει τους Νομάδες μέσω των κρυφών δρόμων...
Το βασικό, όμως, ήταν τώρα να βρουν πού τους είχαν. Η Μιράντα ήταν βέβαιη ότι υπήρχε κρυφός δρόμος που σου έδινε τέτοιες πληροφορίες, αλλά δεν τον είχε ανακαλύψει ακόμα. Και δεν είχε χρόνο για μια τέτοια αναζήτηση επί του παρόντος.
Ούτε με μαγεία μπορώ να τους βρω. Η εμβέλεια του Ξορκιού Ανιχνεύσεως είναι πολύ περιορισμένη και η Β’ Κατωρίγια πολύ μεγάλη–
Αλλά ο δάσκαλός της ίσως να μπορούσε να κάνει κάτι.
Ο Κλαρκ.
«Πρέπει να συμβουλευτούμε κάποιον, Εύνοια.»
*
«Πού πηγαίνουμε;»
«Το μέρος όπου θα τον καλέσω πρέπει να είναι συγκεκριμένο ώστε το τηλεπικοινωνιακό σήμα να φτάσει στο Φαντασκεύασμα,» αποκρίθηκε η Μιράντα καθώς βάδιζαν πάλι μες στους δρόμους της Μονότροπης, απομακρυνόμενες από την Πλατεία Γρόνθου με δυτική κατεύθυνση. «Δε μπορώ να τον καλέσω απ’οπουδήποτε. Επομένως, πρέπει ν’ακολουθήσουμε τον Δρόμο της Μεταφοράς. Δεν έχουμε χρόνο να ταξιδέψουμε με συμβατικούς τρόπους τώρα.»
Η Μιράντα έψαχνε για κάποιο σημάδι που αποτελούσε αρχή του Δρόμου της Μεταφοράς, και η Εύνοια περπατούσε πλάι της κοιτάζοντας κι εκείνη. Και τελικά αυτή ήταν που το είδε πρώτη και το έδειξε στην Αδελφή της.
«Έχεις δίκιο, Εύνοια! Πάμε.» Ίσως η ίδια η Πόλη να είχε καθοδηγήσει το βλέμμα της Εύνοιας, νιώθοντας τη μεγάλη της ανάγκη, την επιθυμία της να βοηθήσει τους Νομάδες, σκέφτηκε η Μιράντα.
Είχε περάσει καμια ώρα αναζήτησης όταν ξεκίνησαν ν’ακολουθούν τον Δρόμο της Μεταφοράς, κι ακόμα μια ώρα πέρασε–
(βαδίζοντας στο πλάι μιας λεωφόρου – ανεβαίνοντας σε μια γέφυρα – κατεβαίνοντας μια πέτρινη σκάλα – διασχίζοντας τρία σοκάκια – περνώντας μέσα από μια υπεραγορά, βγαίνοντας απ’το γκαράζ της – κατεβαίνοντας σε μια σήραγγα κι ανεβαίνοντας ξανά, γρήγορα, στους επίγειους δρόμους – σκαρφαλώνοντας σε μια ταράτσα μέσω μιας μεταλλικής σκάλας, και πηδώντας σε μια άλλη ταράτσα, κοντινή – περπατώντας σ’έναν δρόμο με κλειστά, λόγω μεσημεριού, καταστήματα δεξιά κι αριστερά)
–προτού φτάσουν στο πέρας του, έχοντας βγει από τη Μονότροπη και μπει στη Χτυπημένη.
Το δεξί τους πόδι κόλλησε απότομα στο πλακόστρωτο του δρόμου, καθώς βρέθηκαν πάνω στο μετακινούμενο ενεργειακό κέντρο της Ρελκάμνια.
«Πιάσου επάνω μου, Εύνοια! Πιάσου επάνω μου, αλλιώς θα χαθούμε!»
Η Εύνοια υπάκουσε, αρπάζοντας το χέρι της Αδελφή της. Τα δάχτυλά τους μπλέχτηκαν, και η Μιράντα έπιασε αμέσως και το άλλο χέρι της Εύνοιας. Ξανά, τα δάχτυλά τους μπλέχτηκαν.
Το περιβάλλον γύρω τους έχανε τη σταθερότητά του: γινόταν ρευστό, σαν να βρισκόταν πίσω από νερό· τα πάντα κύρτωναν, λύγιζαν...
«Μιράντα...» Η Εύνοια αισθανόταν φοβισμένη. Έτρεμε ότι θα χανόταν πάλι, ότι θα έκανε κι άλλο λάθος.
«Κρατήσου πάνω μου, μικρή! Και ακολούθα με!»
Το περιβάλλον διαλύθηκε τελείως. Τα πάντα ήταν ενέργεια. Ένας χάρτης από παλλόμενη, ευμετάβλητη ενέργεια. Και οι δύο Θυγατέρες θα μπορούσαν να βρίσκονται οπουδήποτε επάνω του.
Η Εύνοια συνειδητοποίησε ότι δεν είχε χάσει τη Μιράντα όπως την άλλη φορά. Ήταν κοντά της. Δεν την έβλεπε με τα μάτια της αλλά το αντιλαμβανόταν: Μια σταθερή ενεργειακή παρουσία ενωμένη με εκείνη.
Δύο ενεργειακές παρουσίες μπλεγμένες σαν φίδια αναμεταξύ τους.
Και η Μιράντα το ίδιο αισθανόταν. Είσαι καλά, μικρή; ήθελε να ρωτήσει, αλλά δεν μπορούσε· δεν είχε στόμα για να μιλήσει. Ακολούθησέ με! ήθελε να πει ξανά στην Εύνοια, αλλά το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να ξεκινήσει να διαμορφώνει το μονοπάτι ελπίζοντας ότι η Αδελφή της θα ακολουθούσε εύκολα, αβίαστα, έτσι πλεγμένες σαν ενεργειακή κοτσίδα όπως ήταν οι δυο τους.
Η Μιράντα άρχισε να σκαλίζει με τη θέλησή της τον ενεργειακό χάρτη, κι ένιωσε τη μετατόπιση...
Εστίασε την προσοχή της επάνω του, με κέντρο τον εαυτό της (άρα και την Εύνοια). Ανάπλασε τον χάρτη έτσι ώστε το κέντρο να μεταφερθεί προς τα κάτω, πέρα από τη Β’ Κατωρίγια, πέρα από τη Φιλήκοη, και λίγο προς τα δεξιά, στη Σκορπιστή. Ναι, εκεί. Και μέσα στη Σκορπιστή, κι άλλο προς τα δεξιά... Εκεί. Εκεί.
Η Μιράντα σταμάτησε να μεταβάλλει τον χάρτη.
Ο κόσμος αναμορφώθηκε γύρω της.
Η Εύνοια, που ήταν ακόμα μαζί της, αναστέναξε. «Τα καταφέραμε...» είπε ξέπνοα.
Η Μιράντα ένευσε. «Αμφέβαλλες;»
«Πού είμαστε, Μιράντα;» Κοίταξε τριγύρω, βλέποντας έναν δρόμο μάλλον βρόμικο και κακοδιατηρημένο. Τα μαγαζιά – αν ήταν μαγαζιά αυτά – είχαν κατεβασμένα τα ρολά τους.
«Στη Σκορπιστή. Εδώ είναι ένα από τα μέρη όπου μπορείς να καλέσεις τον Κλαρκ.»
«Γιατί να μην πηγαίναμε κατευθείαν στο σπίτι του; Δεν ξέρεις πού είναι;»
«Στην Α’ Κατωρίγια είναι–»
«Τότε γιατί νάρθουμε εδώ;»
«Γιατί έχω πάει στο σπίτι του μόνο μέσω του Φαντασκευάσματος. Μες στο μυαλό μου δεν έχω καλή αντίληψη τού πού ακριβώς βρίσκεται στην Α’ Κατωρίγια, επομένως σίγουρα θα μας μετέφερα σε λάθος μέρος. Καλύτερα εδώ. Έλα, πάμε. Ξέρω και τους ντόπιους.»
«Τις συμμορίες;» Η Εύνοια γνώριζε πως η Σκορπιστή ήταν γεμάτη συμμορίες. Ελεγχόταν από συμμορίες· δεν υπήρχε άλλος νόμος. Η Κυρά των Δρόμων δεν είχε τύχει να ταξιδέψει εδώ με τους Νομάδες της ακόμα, και είχε σκοπό να το αποφύγει αν μπορούσε. Οι συμμορίες της Σκορπιστής δεν ήταν και τόσο φιλικές, γενικά, αν και ταξιδιώτες μπορούσαν να περάσουν από τη συνοικία, κυρίως αν ακολουθούσαν την Κεντρική που διέσχιζε τη Σκορπιστή από τα δυτικά ώς τα ανατολικά. Βέβαια, θα πλήρωναν διόδια κάμποσες φορές καθοδόν, σε συμμορίες που έστηναν οδοφράγματα πάνω στη μεγάλη λεωφόρο.
Η Εύνοια τώρα ακολούθησε τη Μιράντα μες στους μεσημεριανούς δρόμους. Έστριψαν σε μια γωνία, πέρασαν μπροστά από μερικές εισόδους πολυκατοικιών (αγνοώντας τα περίεργα μάτια συμμοριτών που κοίταζαν από μπαλκόνια), κι άρχισαν να πλησιάζουν μια μεγάλη ταβέρνα.
Λίγο προτού φτάσουν εκεί–
(ενέδρα! τις προειδοποίησαν τα πολεοσημάδια, αλλά ήταν ήδη αργά, βάδιζαν γρήγορα, δεν προχωρούσαν με επιφύλαξη)
–τέσσερις άντρες πετάχτηκαν αντίκρυ τους.
«Ε, κοπελιές!» είπε ο ένας – μελαχρινός και λευκόδερμος, με στραβό χαμόγελο λες και το ίδιο το στόμα του ήταν βαλμένο στραβά στο πρόσωπό του από τους θεούς. «Σα να μας φαίνεστε καινούργιες εδώ. Μπορούμε να βοηθήσουμε;»
«Ευχαριστούμε, αλλά δεν είμαστε τόσο καινούργιες όσο φαινόμαστε,» αποκρίθηκε η Μιράντα.
«Χα-χα-χα! Δεν είναι καλό να λέμε ψέματα, τώρα. Άμα ήσασταν από δω θα σας ξέραμε. Ελάτε μαζί μας.»
Οι τέσσερις άντρες πλησίασαν κι άλλο.
«Θα συνεχίσουμε τον δρόμο μας, αν δεν έχετε πρόβλημα,» είπε η Μιράντα.
«Θέγουμε να σας γνωγίσουμε καγύτεγα, γε κοπεγιές!» αποκρίθηκε ένας χοντρός, χρυσόδερμος τύπος με σγουρά καστανά μαλλιά που έκαναν το κεφάλι του να μοιάζει με μπαλόνι.
«Δεν ήρθαμε για να κάνουμε γνωριμίες–»
Ο μελαχρινός με το στραβό χαμόγελο προσπάθησε ν’αρπάξει τη Μιράντα από το μπράτσο. Αλλά το χέρι της είχε, ξαφνικά, φύγει από την προηγούμενή του θέση, και το άλλο της χέρι έγδαρε το πρόσωπό του από πάνω ώς κάτω.
Η Μιράντα, γνωρίζοντας καλά την τέχνη της Γατομαχίας, θα μπορούσε να του είχε τραυματίσει τα μάτια μ’αυτή την κίνηση αλλά προτίμησε να μη φανεί τόσο εχθρική αμέσως.
Ο άντρας τινάχτηκε πίσω, κραυγάζοντας.
Οι άλλοι τρεις τράβηξαν όπλα: ο χοντρός ένα ρόπαλο· ένας μαυρόδερμος τύπος ένα μακρύ στιλέτο· ένας λευκόδερμος ψιλόλιγνος μπαγαπόντης ένα κοντόσπαθο με κυρτή λεπίδα.
«Φύγετε και το ξεχνάμε,» τους είπε η Μιράντα ήρεμα ενώ συγχρόνως έπαιρνε τη στάση της ετοιμοπόλεμης αλητόγατας (όπως λεγόταν στην τέχνη της Γατομαχίας), με τα πόδια λυγισμένα.
Η Εύνοια δεν ήταν τόσο ειδικευμένη στη μάχη, αλλά ούτε και ανυπεράσπιστη ήταν. Μέσα από το φόρεμά της τράβηξε ένα κρυμμένο ξιφίδιο.
«Αρπάξτε τες, τις καριόλες!» γρύλισε ο άντρας με το στραβό στόμα.
Η Μιράντα απέφυγε το ρόπαλο του χοντρού, πήδησε προς τον τοίχο, τον χτύπησε με τα πέλματά της παίρνοντας ώθηση από εκεί, και τινάχτηκε καταπάνω στον χοντρό, πέφτοντας στο στήθος του με τα γόνατα. Ο άντρας σωριάστηκε ανάσκελα, χάνοντας την αναπνοή του, λιποθυμώντας. Το πλάκωμα της γάτας, το έλεγαν αυτό στην κατά κύριο λόγο ξεχασμένη πλέον τέχνη της Γατομαχίας που η Μιράντα είχε μάθει πριν από δεκάδες χρόνια.
Την ίδια στιγμή, η Εύνοια απέφευγε την κυρτή λεπίδα του κοντόσπαθου του ψιλόλιγνου αλήτη και τον κλοτσούσε στην κοιλιά, διπλώνοντάς τον. Ο μαυρόδερμος με το μακρύ στιλέτο ήρθε, όμως, από δίπλα της και την άρπαξε απ’τα μαλλιά. «Έλα δω – έλα μαζί μου! – αγριόγατα!» γρύλισε, τραβώντας την. Η Εύνοια έκανε να τον καρφώσει με το ξιφίδιό της αλλά το στιλέτο του μπλέχτηκε με τη δική της λάμα.
Ο άντρας με το στραβό χαμόγελο ερχόταν καταπάνω στη Μιράντα τώρα, με μια αλυσίδα στα χέρια, όσο εκείνη ήταν ακόμα γονατισμένη πάνω στο στήθος του χοντρού. Νόμιζε ότι θα την προλάβαινε προτού σηκωθεί.
Δεν την πρόλαβε. Στηριζόμενη στα χέρια, στη στιγμή, ύψωσε το δεξί της πόδι, τεντωμένο, χτυπώντας τον άγρια στο σαγόνι («η πισινή κλοτσιά της γάτας»). Αίμα και δόντια τινάχτηκαν. Ο άντρας, παραπατώντας, σωριάστηκε στο πλακόστρωτο, λιπόθυμος.
Η Μιράντα στράφηκε, βλέποντας τον μαυρόδερμο να έχει αρπάξει την Εύνοια, και τον ψηλόλιγνο άντρα διπλωμένο αλλά με το κοντόσπαθο ακόμα στο χέρι του κι έτοιμο να κινηθεί.
Η Εύνοια κλότσησε ξανά τον ψηλόλιγνο καθώς εκείνος έκανε να τη ζυγώσει· τον χτύπησε στο χέρι, χωρίς κανένα σπουδαίο αποτέλεσμα. Το κοντόσπαθό του υψώθηκε–
Η Μιράντα είχε ήδη πιάσει από κάτω την αλυσίδα του πεσμένου λευκόδερμου άντρα και τη στροβίλιζε· τώρα, την εκτόξευσε.
Η σειρά των μεταλλικών κρίκων τυλίχτηκε γύρω απ’τον λαιμό του ψηλόλιγνου τύπου, ξαφνιάζοντάς τον. Το ελεύθερο χέρι του έκανε να την τραβήξει, μπλέχτηκε. Το σπαθί τού έπεσε απ’το άλλο χέρι.
Η Μιράντα πήδησε, πιάστηκε στην πλάτη του σαν αιλουροειδές, και τα δάχτυλά της μπήχτηκαν στο πρόσωπό του. Ο άντρας σωριάστηκε σπαρταρώντας σαν ψάρι. Η Μιράντα έπεσε όρθια στα πόδια της. Η φτέρνα της τον κοπάνησε στον κρόταφο, αναισθητοποιώντας τον.
Ο μαυρόδερμος που κρατούσε την Εύνοια πανικοβλήθηκε. Αφήνοντας τα μαλλιά της το έβαλε στα πόδια, χάθηκε μέσα σ’ένα στενορύμι ανάμεσα στα χτίρια.
Ένα γέλιο αντήχησε.
Οι δύο Θυγατέρες στράφηκαν για να δουν έναν άντρα να στέκεται στο κατώφλι της ταβέρνας στη γωνία, κοιτάζοντάς τες. Πίσω του ήταν δυο γυναίκες.
«Μιράντα!» φώναξε ο άντρας, υψώνοντας το χέρι. «Έπρεπε ίσως να το φανταστώ μόλις άκουσα τη φασαρία!» Ήταν μετρίου αναστήματος, χρυσόδερμος, με αραιά μαύρα μαλλιά και αξύριστο πρόσωπο, ντυμένος με γκρίζο γιλέκο γεμάτο τσέπες και θήκες.
«Τι γίνεται, Έρικ;» είπε η Μιράντα, χαμογελώντας, καθώς βάδιζε προς το μέρος του και η Εύνοια την ακολουθούσε. «Ποιοι ήταν αυτοί οι λεχρίτες πλάι στο μαγαζί σου;»
«Κωλόπαιδα της συμμορίας των Προφυλακτήρων. Κάνουν όλο μαλακίες τελευταία. Πώς είσαι, Μιράντα; Θα μπορούσα κάπως να βοηθήσω;»
«Έναν φίλο περιμένω. Θα καθίσω λίγο στο μαγαζί μαζί με την Εύνοια από δω.»
«Εννοείται. Όσο θέλετε, και τα πάντα κερασμένα,» χαμογέλασε ο Έρικ.
Μπήκαν στην ταβέρνα, που πάνω απ’την είσοδό της η καλογυαλισμένη ταμπέλα έγραφε ΤΟ ΣΤΕΚΙ ΤΟΥ ΕΡΙΚ, και βρέθηκαν σε μια τραπεζαρία με κάμποσους πελάτες, αν και όχι γεμάτη. Η Μιράντα και η Εύνοια κάθισαν σ’ένα τραπέζι, κι ο Έρικ τούς είπε: «Παραγγείλετε στη Ρίτα ό,τι γουστάρετε,» κι απομακρύνθηκε ενώ η μία από τις δύο γυναίκες που είχαν βγει στο κατώφλι πιο πριν έμεινε κοντά τους. Ήταν σερβιτόρα.
Η Μιράντα και η Εύνοια παράγγειλαν φαγητό και μετά η Ρίτα έφυγε, κατευθυνόμενη προς την πόρτα της κουζίνας απ’όπου έντονες οσμές έρχονταν μέχρι εδώ – όχι δυσάρεστες, μάλλον γαργαλιστικές.
Η Εύνοια ρώτησε την Αδελφή της: «Το ξέρει ότι είσαι Θυγατέρα;»
«Το ξέρει.» Η Μιράντα έβγαλε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της και πάτησε μερικά πλήκτρα, αφήνοντάς τον ανοιχτό δίπλα της, πάνω στο τραπέζι, να συνεχίζει να εκπέμπει το σήμα που ήλπιζε πως θα έφερνε τον Κλαρκ κοντά της.
*
Μετά από δύο ώρες, όταν η Εύνοια είχε αρχίσει να πιστεύει ότι ο Μάγος δεν πρόκειται να ερχόταν, ένας άντρας μπήκε στην ταβέρνα και πλησίασε το τραπέζι τους. Ήταν μελαχρινός, με μακριά μαλλιά και μούσια. Μεγαλόσωμος και κατάλευκος στο δέρμα. Παρότι δεν φαινόταν γέρος, έμοιαζε αρχαίος για κάποιο λόγο.
«Μιράντα,» είπε, εν είδει χαιρετισμού.
«Κάθισε,» αποκρίθηκε εκείνη.
Η Εύνοια την κοίταξε ερωτηματικά. Η Μιράντα είπε: «Ο Κλαρκ είναι, φυσικά,» καθώς ο Μάγος τραβούσε μια καρέκλα και καθόταν δίπλα τους.
Ο Έρικ πλησίασε, ερχόμενος από το βάθος της ταβέρνας. «Κλαρκ,» είπε. «Τι μπορούμε να κεράσουμε;»
«Τίποτα, Έρικ, ευχαριστώ.»
«Ούτε μια Αφρισμένη; Μια μπίρα; Ένα Αργυρό Νεφέλωμα; Μια σαλάτα;»
«Ένα Στοιχειό της Ατέρμονης Πολιτείας,» ζήτησε ο Κλαρκ, αλλάζοντας γνώμη.
Ο Έρικ ένευσε κι έφυγε.
«Το ξέρει πως είσαι ο Μάγος;» ρώτησε η Εύνοια.
«Το ξέρει. Κι εσύ ποια είσαι; Φίλη της Μιράντας;»
«Το όνομά της είναι Εύνοια,» τη σύστησε η Μιράντα. «Είναι Αδελφή μου.»
«Μάλιστα. Την προηγούμενη φορά που συναντηθήκαμε – πριν από πέντε χρόνια, αν δεν λαθεύω – ήσουν μαζί με κάποια που ονομαζόταν... Νορέλτα-Βορ, σωστά;»
«Σωστά, και τώρα την ψάχνω.»
Ο Κλαρκ την κοίταξε ερωτηματικά.
«Πολλά έχουν συμβεί από τότε, Κλαρκ,» εξήγησε η Μιράντα, ενώ ο Έρικ έφερνε το Στοιχειό της Ατέρμονης Πολιτείας στον Μάγο κι έφευγε ξανά. «Θα σου τα διηγηθώ, γιατί χρειάζομαι πάλι τη βοήθειά σου.»
«Κατάφερες τίποτα με τους κρυφούς δρόμους;» ρώτησε ο Κλαρκ πίνοντας μια γουλιά από το αναψυκτικό του.
«Τους βρήκα, αλλά όχι όπως περίμενα. Όχι, δηλαδή, πως είχα κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό μου.» Και του είπε όλα όσα είχαν συμβεί από την τελευταία τους συνάντηση ώς σήμερα.
Οι σκιές είχαν πλέον πυκνώσει έξω από το πανδοχείο· το απόγευμα ήταν προχωρημένο, πλησίαζε σούρουπο.
«Για τους Νομάδες των Δρόμων είχα ακούσει,» είπε ο Κλαρκ, τελικά, που μέχρι στιγμής ήταν σιωπηλός. «Κι εσένα σε είχα ξαναδεί, Εύνοια. Σε είχα δει μαζί τους. Αναρωτιόμουν, για να είμαι ειλικρινής, αν είσαι Θυγατέρα της Πόλης. Το υποψιαζόμουν. Αλλά δεν ασχολήθηκα πολύ με το θέμα των Νομάδων.»
«Μπορείς να τους βρεις τώρα; Η Μιράντα πιστεύει ότι ίσως να μπορείς. Αν μου κάνεις αυτή τη χάρη, θα σ’το χρωστάω για πάντα.»
«Μη βιάζεσαι τόσο να μου χρωστάς τίποτα. Δεν είναι καθόλου εύκολο να εντοπίσεις έτσι απλά κάποιον μέσα σ’ολόκληρη τη Β’ Κατωρίγια.»
«Ούτε καν για τον Μάγο;»
«Ούτε καν για τον Μάγο.» Και στράφηκε στη Μιράντα. «Κι εγώ Ξόρκι Ανιχνεύσεως πρέπει να χρησιμοποιήσω για να τους εντοπίσω. Και δεν τους ξέρω καθόλου. Εσύ τούς ξέρεις καλύτερα από εμένα. Μπορείς να βάλεις έναν απ’αυτούς στο μυαλό σου και να προσπαθήσεις να τον βρεις.»
«Η εμβέλεια του Ξορκιού Ανιχνεύσεως είναι πολύ μικρή, Κλαρκ.»
«Όχι μόνο για σένα: και για μένα, επίσης. Ίσως να μπορώ να ψάξω λίγο πιο μακριά από εσένα, λόγω εμπειρίας, αλλά όχι πολύ πιο μακριά. Δεν υπάρχει διαφορά, όταν μιλάμε για τόσο μεγάλες εκτάσεις όπως είναι ολόκληρη η Β’ Κατωρίγια Συνοικία. Θα είχε διαφορά αν ψάχναμε μέσα σε μια γειτονιά.»
Η Εύνοια αναστέναξε. «Δε μπορείς να μας βοηθήσεις, λοιπόν;»
«Λυπάμαι, αλλά–»
«Δε μπορείς, τουλάχιστον, να μας πεις τι συμβαίνει σ’αυτή την ενδοδιάσταση; Στον Ξεχασμένο Τόπο;»
«Δεν έχω ποτέ μπει στον Ξεχασμένο Τόπο, Εύνοια. Για να είμαι ειλικρινής, φοβάμαι. Διστάζω. Εκείνο που ξέρω μόνο είναι πως ίσως να πρόκειται για ενδοδιάσταση. Αλλά το αμφιβάλλω κιόλας.»
Η Μιράντα τον κοίταξε ερωτηματικά.
«Μπορεί,» είπε ο Κλαρκ, «να είναι κανονικότατη διάσταση. Αφού κανένας δεν έχει ποτέ επιστρέψει από εκεί, κανένας δεν μπορεί να μας πει τι πραγματικά συμβαίνει.»
«Κανένας δεν έχει ποτέ επιστρέψει;» είπε η Εύνοια. «Είσαι σίγουρος;»
«Κανένας που να ξέρω εγώ, τουλάχιστον· ή που να έχω ακούσει. Και έχω ζήσει πολλά χρόνια στη Ρελκάμνια.» Προς στιγμή ήταν σκεπτικός· ύστερα είπε: «Μόνο ένα πράγμα θα μπορούσα να κάνω για εσάς, αν σας ενδιαφέρει.»
«Οτιδήποτε μάς ενδιαφέρει,» τόνισε η Εύνοια. «Είμαστε απεγνωσμένες.»
«Θα μπορούσα να μεγαλώσω την εμβέλεια του Ξορκιού Ανιχνεύσεως που θα κάνει η Μιράντα. Γιατί καλύτερα να το κάνει εκείνη παρά εγώ, αφού γνωρίζει από κοντά τους Νομάδες.»
«Με τι τρόπο θα μεγαλώσεις την εμβέλεια;» ρώτησε η Μιράντα. «Πόσο μεγάλη θα την κάνεις;»
«Δυστυχώς, όχι πολύ μεγάλη. Ίσως να καταφέρουμε να φτάσουμε τα δέκα χιλιόμετρα· ίσως λίγο περισσότερο.»
«Δεκαπλάσια της κανονικής;»
«Ναι.»
«Και πάλι, μικρή θα είναι για ολόκληρη τη Β’ Κατωρίγια. Αλλά τουλάχιστον έτσι θα μπορώ να περιπλανηθώ ψάχνοντας με το ξόρκι.»
Ο Κλαρκ ένευσε. «Ακριβώς.»
«Πώς θα μεγαλώσουμε την εμβέλεια;»
«Με ενέργεια και ένα μηχάνημα. Θέλετε να το δοκιμάσουμε τώρα;»
«Ναι,» είπε αμέσως η Εύνοια.
Η Μιράντα δεν διαφώνησε.
*
Ο Κλαρκ τις πήρε μέσα στο Φαντασκεύασμα. Η Εύνοια κοίταζε τους Τεχνίτες και τους ατέρμονους, γεωμετρικά τέλειους διαδρόμους με θαυμασμό, όσο ταξίδευαν, σα να μη μπορούσε να πιστέψει στα μάτια της, παρότι η Μιράντα την είχε προειδοποιήσει.
«Και το έχεις φτιάξει εσύ αυτό το πράγμα;» είπε στον Κλαρκ.
«Πριν από αρκετά χρόνια.»
«Και μετά, μας λες ότι φοβάσαι να μπεις στον Ξεχασμένο Τόπο;»
«Με τρομάζει, είναι η αλήθεια.»
Τελικά, βγήκαν σ’ένα γκαράζ κάπου στη Ρελκάμνια. Ήταν έρημο από ανθρώπους και γεμάτο μηχανήματα και διάφορα οχήματα. Δεν ήταν φωτισμένο προτού ο Κλαρκ πατήσει έναν διακόπτη στον τοίχο κι ανάψουν λάμπες από δω κι από κει.
«Πού είμαστε;» ρώτησε η Εύνοια. «Σε ποια συνοικία;»
«Στην Α’ Κατωρίγια. Θα πάμε στη Β’ με όχημα,» αποκρίθηκε ο Κλαρκ καθώς βάδιζε ανάμεσα σε μηχανήματα και τροχοφόρα με τις δύο Θυγατέρες στο κατόπι του.
Σταμάτησε μπροστά σ’ένα μικρό τετράκυκλο. «Αυτό εδώ θα χρησιμοποιήσουμε,» είπε, και αγγίζοντας την οροφή του έκανε τις πόρτες του ν’ανοίξουν αυτόματα προς τα πάνω. Η Εύνοια κοίταξε να δει μήπως ο Κλαρκ είχε πατήσει κανένα κουμπί, αλλά δεν υπήρχε κουμπί στην οροφή.
«Τι έκανες;» τον ρώτησε. Όμως εκείνος ήδη απομακρυνόταν, γνέφοντάς τους να περιμένουν.
Η Μιράντα είπε στην Αδελφή της: «Ο Κλαρκ ασκεί έλεγχο επάνω στα μηχανήματα όπως κανένας Τεχνομαθής μάγος που έχεις ποτέ γνωρίσει.» Και κοίταξε στο εσωτερικό του μικρού οχήματος, βλέποντας γυαλιστερά μαύρα καθίσματα και μια κονσόλα όλο ενδείξεις και πλήκτρα, τα μισά από τα οποία δεν είχε ιδέα σε τι μπορεί να χρησίμευαν. Το τιμόνι, τουλάχιστον, ξέρω τι κάνει...
Ο Κλαρκ επέστρεψε, αλλά όχι μόνος. Τον ακολουθούσε μια μεταλλική καρότσα με τρεις τροχούς. Επάνω της ήταν ένα μηχάνημα. Οι κινήσεις του χεριού του Μάγου έμοιαζαν να την καθοδηγούν. Την έκανε να σταματήσει πλάι στο τετράκυκλο όχημα.
«Αυτό εδώ,» είπε στη Μιράντα, πιάνοντας το μηχάνημα και μεταφέροντάς το στο πίσω κάθισμα του οχήματος, «είναι που θα μεγαλώσει την εμβέλεια του Ξορκιού Ανιχνεύσεως.» Τοποθέτησε το μηχάνημα έτσι ώστε να μοιάζει με μέρος του καθίσματος. «Εδώ θα καθίσεις, και θα βάλεις αυτά τα δύο καλώδια στους κροτάφους σου. Βλέπεις; οι άκριές τους κολλάνε εύκολα.»
Η Μιράντα ένευσε, και κάθισε στο πίσω κάθισμα, ακουμπώντας την πλάτη της στην ειδική θέση του μηχανήματος, νιώθοντας τα μέταλλα και τα πλαστικά ελαστικά από πίσω της, να πιάνονται πάνω στη ράχη της σαν να ήταν ζωντανός οργανισμός.
«Αν αισθανθείς να σου σφίγγει την πλάτη,» της είπε ο Κλαρκ, «μην τρομάξεις.»
Η Μιράντα κόλλησε τα καλώδια στους κροτάφους της.
«Δεν είναι ενεργοποιημένο,» της είπε ο Κλαρκ. «Πρέπει να πατήσεις αυτό εδώ το κουμπί για να το ενεργοποιήσεις.» Ένα κουμπί πλάι στον δεξή της γοφό. «Αλλά μην το κάνεις ακόμα. Όταν πάμε στη Β’ Κατωρίγια. Περίμενε τώρα να συνδέσω το μηχάνημα με το κεντρικό ενεργειακό σύστημα του οχήματος.» Έπιασε ένα καλώδιο, το τράβηξε ώς την κονσόλα στη μπροστινή μεριά, και το έβαλε σε μια υποδοχή εκεί. Πάτησε ένα πλήκτρο και φωτάκια και ενδείξεις άναψαν πάνω στην κονσόλα. Ο Κλαρκ, κοιτάζοντάς τα, είπε: «Όλα εντάξει.
»Μπορούμε να ξεκινήσουμε, λοιπόν. Εύνοια, θα καθίσεις δίπλα μου;» Ο ίδιος κάθισε στη θέση του οδηγού.
Η Εύνοια δεν διαφώνησε· κάθισε στη θέση του συνοδηγού.
Ο Κλαρκ πάτησε το πετάλι και οι τροχοί του οχήματος μπήκαν σε κίνηση, ενώ οι πόρτες έκλειναν αυτόματα. Μια πύλη άνοιξε στο βάθος του γκαράζ και, περνώντας την, βγήκαν σε σήραγγες.
«Πού στην Α’ Κατωρίγια βρισκόμαστε;» ρώτησε η Εύνοια.
«Αυτό σ’αφήνω να το καταλάβεις μόνη σου.»
Η Εύνοια κοίταζε τους υπόγειους δρόμους αλλά δεν ήταν σίγουρη. Βγήκαν, όμως, σύντομα στους επίγειους δρόμους της Ανατολικής, απ’όπου είχε ξαναπεράσει με τους Νομάδες της.
Ο Κλαρκ οδήγησε προς τα ανατολικά. Έφτασαν στα σύνορα με τη Β’ Κατωρίγια και τα πέρασαν χωρίς κανείς να τους ενοχλήσει. Το όχημά τους δεν έμοιαζε με τίποτα το επικίνδυνο. Δεκάδες άλλα οχήματα σαν αυτό πηγαινοέρχονταν την ίδια ώρα.
Ο ουρανός ήταν σκοτεινός πλέον· είχε νυχτώσει. Φώτα ήταν αναμμένα στους δρόμους καθώς τώρα ο Κλαρκ οδηγούσε μέσα στη Β’ Κατωρίγια Συνοικία.
«Πού θέλετε να ξεκινήσουμε την αναζήτηση;» ρώτησε.
«Στο Έλασμα,» είπε η Εύνοια. «Προς τα εκεί κατευθύνονταν οι φρουροί όταν απήγαγαν τους Νομάδες.»
Ο Κλαρκ μειδίασε. «Πρώτη φορά ακούω τον όρο ‘απήγαγαν’ για μια τόσο μεγάλη ομάδα ανθρώπων.»
Η Εύνοια δεν το σχολίασε αυτό. Για εκείνη τούς είχαν όντως απαγάγει. Τους της είχαν κλέψει. Και η Κορίνα έφταιγε για όλα! Τώρα, όμως, δεν μπορούσε να σκέφτεται την εκδίκηση. Τώρα σκεφτόταν μόνο πώς να σώσει τους Νομάδες.
Διέσχισαν γρήγορα τη Φυτευτή, με τους όμορφους κήπους και τα φυτώρια, και μπήκαν στο Έλασμα, μια περιοχή ξεκάθαρα εργατική. Τα εργοστάσιά της ήταν σιωπηλά μες στη νύχτα.
Η Μιράντα ρώτησε τον Κλαρκ: «Πρώτα ενεργοποιώ το μηχάνημα και μετά κάνω το ξόρκι, έτσι;»
«Έτσι.»
Η Μιράντα πάτησε το κουμπί πλάι στον γοφό της κι αισθάνθηκε το μηχάνημα να σφίγγει τη ράχη της, όπως την είχε προειδοποιήσει ο Μάγος. Αισθάνθηκε επίσης σαν λεπτές βελόνες να τσιμπούσαν τους κροτάφους της. Αυτές οι αισθήσεις δεν ήταν και τόσο ενοχλητικές αλλά σίγουρα θα γίνονταν ενοχλητικές αν βρισκόσουν σε επαφή με το μηχάνημα για πολλή ώρα.
Ο Κλαρκ τής έδωσε ένα καθρεφτάκι από μπροστά. «Ευχαριστώ,» είπε η Μιράντα, και μουρμούρισε τα λόγια για το Ξόρκι Ανιχνεύσεως, εστιάζοντας το βλέμμα της στο κάτοπτρο και φέρνοντας στο νου της τον Θόρινταλ, τον όμορφο χρυσόδερμο σαμάνο με τα μακριά κόκκινα μαλλιά.
Ο Κλαρκ συνέχιζε να οδηγεί μες στους δρόμους του Ελάσματος αλλά με μειωμένη ταχύτητα τώρα.
Μια κόκκινη κουκίδα δεν άργησε να παρουσιαστεί στο καθρεφτάκι της Μιράντας. «Τον βρήκα!»
«Τι;» έκανε η Εύνοια γυρίζοντας να την κοιτάξει.
«Βρήκα τον Θόρινταλ!»
«Πού είναι;»
«Ψυχραιμία, Αδελφή μου. Όχι βιαστικές κινήσεις τώρα–»
«Πού είναι, Μιράντα;»
«Γύρνα μπροστά, Εύνοια, γαμώτο!» είπε η Μιράντα εξακολουθώντας να έχει το βλέμμα της εστιασμένο στο κάτοπτρο και το μυαλό της στον Θόρινταλ για να μη χαλάσει το ξόρκι. «Θα καθοδηγήσω τον Κλαρκ προς τα εκεί.»
«Σ’ακούω, Μιράντα,» δήλωσε ο Μάγος.
Καθώς η Εύνοια γύριζε μπροστά ξανά, η Μιράντα έλεγε: «Στρίψε δεξιά, και όλο ευθεία,» χωρίς να κοιτάζει τον δρόμο έξω απ’τα παράθυρα.
«Δε μπορώ να στρίψω εδώ,» είπε ο Κλαρκ. «Περίμενε.» Και, εξακολουθώντας να οδηγεί, έστριψε παρακάτω.
Η Μιράντα συνέχισε να του δίνει οδηγίες, έχοντας το βλέμμα της στο καθρεφτάκι και στην κόκκινη κουκίδα εκεί, και τελικά είπε:
«Δεν είμαστε μακριά, τώρα. Κόψε ταχύτητα... Στάσου... Κάπου... κάπου εδώ είναι. Προς τ’αριστερά. Δίπλα είμαστε, βασικά.»
Η Μιράντα πήρε τα μάτια της απ’το κάτοπτρο, διαλύοντας το ξόρκι, και κοίταξε έξω απ’τα παράθυρα του οχήματος ένα πέτρινο τείχος με συρματόπλεγμα στην κορυφή, όπου στέκονταν φρουροί, οπλισμένοι. Μια μεταλλική σκάλα ήταν πιασμένη στο πλάι του τείχους.
«Εκεί μέσα τούς έχουν!» συμπέρανε η Εύνοια. «Μέσα σ’αυτό τον περίβολο, ό,τι κι αν είναι!»
«Στρατόπεδο συγκέντρωσης,» είπε η Μιράντα. «Συνέχισε να οδηγείς, Κλαρκ. Μη δίνεις την εντύπωση ότι κατασκοπεύουμε.»
«Ναι.»
«Κάνε τον κύκλο ολόκληρου αυτού του μέρους, να το δούμε απ’όλες τις μεριές.»
Ο Μάγος υπάκουσε.
Επρόκειτο για μια περιτειχισμένη περιοχή ανάμεσα στα άλλα οικοδομήματα του Ελάσματος. Στο εσωτερικό της δεν πρέπει να υπήρχε κανένα μεγάλο χτίριο· τίποτα, τουλάχιστον, που να φαίνεται πάνω από το τείχος. Στην κορυφή του τείχους ήταν παντού συρματοπλέγματα, και από την έξω μεριά τους άνθρωποι της Φρουράς στέκονταν. Τρεις μεταλλικές σκάλες ήταν προσαρτημένες στο περιτείχισμα, προφανώς για να ανεβοκατεβαίνουν οι φρουροί. Σε μια πλευρά μόνο – αυτή που θα μπορούσες ν’αποκαλέσεις «μπροστινή» – υπήρχε μια μεγάλη μεταλλική πύλη, κλειστή επί του παρόντος.
«Πώς θα τους βγάλουμε από κει μέσα, Μιράντα;»
Η Εύνοια πρόλαβε δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της και δύο τετράκυκλα οχήματα παρουσιάστηκαν πίσω τους. Ήταν της Φρουράς, έφεραν πυροβόλα, και καταφανώς τους κυνηγούσαν.
«Φίλοι σας;» είπε ο Κλαρκ, επιταχύνοντας. Το όχημά του ήταν πολύ γρήγορο, διαπίστωσαν ξαφνικά οι δύο Θυγατέρες, παρότι δεν φαινόταν για γρήγορο.
«Η Κορίνα,» σύριξε η Μιράντα. «Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. Παρακολουθεί το μέρος. Μας διέκρινε μέσα από τα σημάδια της Πόλης.»
Μια φωνή ακούστηκε από κάποιο μεγάφωνο των οχημάτων της Φρουράς: «ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΤΟ ΟΧΗΜΑ ΣΑΣ ΓΙΑ ΕΛΕΓΧΟ! ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΗΣ Β’ ΚΑΤΩΡΙΓΙΑΣ ΣΥΝΟΙΚΙΑΣ, ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΤΟ ΟΧΗΜΑ ΣΑΣ!»
Ο Κλαρκ δεν σταμάτησε.
«Δε μπορείς να μας κάνεις να εξαφανιστούμε ή τίποτα τέτοιο;» τον ρώτησε η Εύνοια.
«Δεν είμαι ο Κρόνος, μα τους θεούς!»
Η Μιράντα τού είπε: «Θα οδηγήσω εγώ!»
«Ήθελα να σ’το προτείνω,» αποκρίθηκε ο Κλαρκ καθώς άλλαζαν θέσεις: εκείνη ερχόταν μπροστά ξεγλιστρώντας από την αγκαλιά του μηχανήματος, εκείνος πήγαινε πίσω, ενώ η Εύνοια κρατούσε εν τω μεταξύ σταθερό το τιμόνι.
Καθώς το πόδι του Κλαρκ έφυγε από το πετάλι έχασαν κάποια από την ταχύτητά τους, αλλά μόλις το πόδι της Μιράντας πάτησε ξανά το πετάλι την επανέκτησαν.
«ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΤΟ ΟΧΗΜΑ,» απείλησαν οι φρουροί, «ΑΛΛΙΩΣ ΘΑ ΣΑΣ ΠΥΡΟΒΟΛΗΣΟΥΜΕ! Η ΠΡΩΤΗ ΚΑΙ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΑΛΛΙΩΣ ΘΑ ΣΑΣ ΠΥΡΟΒΟΛΗΣΟΥΜΕ!»
Η Μιράντα έστριψε, κι άρχισε ν’ακολουθεί τα σημάδια της Πόλης.
Ο Κλαρκ είπε: «Θες λίγη βοήθεια;»
«Δε θάλεγα όχι.»
Ο Μάγος στράφηκε πίσω και, κοιτάζοντας τα οχήματα της Φρουράς από το οπίσθιο τζάμι, υποτονθόρυσε μερικά λόγια ενώ διέγραφε ένα σύμβολο με το δεξί του χέρι.
Από τον καθρέφτη πλάι της, η Μιράντα είδε το ένα από τα δύο οχήματα της Φρουράς να χάνει ταχύτητα, να μένει πίσω.
Το άλλο πυροβόλησε.
Η Μιράντα το περίμενε, και είχε καταφέρει, μέσα από τα πολεοσημάδια, να διακρίνει τη μεριά όπου θα σημάδευαν οι φρουροί. Γύρισε το τιμόνι της απ’την άλλη. Η ριπή χτύπησε το οδόστρωμα, σπάζοντας πλάκες, τινάζοντας κομμάτια.
Η Μιράντα έστριψε ξανά, ακολουθώντας τα σημάδια της Πόλης προς το πιο ασφαλές μέρος.
Το όχημα της Φρουράς σύντομα τούς έχασε, και σταμάτησαν κάτω από μια γέφυρα.
«Δεν κινδυνεύουμε εδώ,» είπε η Μιράντα. Και κοίταξε τα αποθέματα ενέργειας στην κονσόλα. 18% απέμενε. Το μηχάνημα που υποβοηθούσε το Ξόρκι Ανιχνεύσεως έτρωγε πολλή ενέργεια, τελικά. Δε μπορεί να είχαν ξοδέψει τόση μόνο με την κίνηση των τροχών.
«Τώρα ξέρουμε πού κρατούνται οι Νομάδες,» είπε η Εύνοια. «Μπορούμε να επιστρέψουμε.»
«Νομίζεις, όμως, ότι θα ήταν συνετό;» αποκρίθηκε η Μιράντα.
«Δε θα τους εγκαταλείψω· σ’το είπα!»
«Το ξέρω, Εύνοια. Αλλά... είδες τι έγινε. Η Κορίνα μάς περίμενε. Παρατηρούσε την Πόλη και μας διέκρινε να ερχόμαστε. Και φαίνεται νάχει άμεσο έλεγχο επάνω στη Φρουρά.»
«Ίσως να μην ήταν η Κορίνα–»
«Μη λες ανοησίες, Αδελφή μου. Αποκλείεται η Φρουρά να μας κυνηγούσε έτσι αν κάποιος δεν την είχε ειδοποιήσει ότι είμαστε επικίνδυνοι. Δεν κάναμε τίποτα το ύποπτο. Δεκάδες παρόμοια οχήματα θα είχαν περάσει από εκεί πριν από το δικό μας, και είμαι βέβαιη πως δεν τα καταδίωξαν.»
«Τι μπορεί να τους είπε για εμάς; Ότι είμαστε κι εμείς κατάσκοποι του Αλυσοδεμένου Ποιητή;»
«Κατά πάσα πιθανότητα.» Και προς τον Μάγο: «Συγνώμη που σε βάλαμε σε μπελάδες, Κλαρκ.»
Εκείνος είχε ήδη ανάψει τσιγάρο. «Μπελάδες; Δεν ήξερα πώς να περάσω τη βραδιά μου και μου βρήκατε έναν τρόπο.» Μειδίασε μέσα από τα μαύρα μούσια του.
«Πρέπει να σώσουμε τους Νομάδες,» είπε η Εύνοια. «Τώρα.»
«Ναι;» αποκρίθηκε η Μιράντα. «Πώς;»
Η Εύνοια αναστέναξε, τρίβοντας το μέτωπό της. «Αν δε μπορούμε να τους σώσουμε, τότε τι κάναμε απόψε, Μιράντα;»
«Μάθαμε πού βρίσκονται. Τώρα πρέπει να σκεφτούμε.»
Η Εύνοια στράφηκε στον Κλαρκ. «Αν αποφασίσουμε να μπούμε στον Ξεχασμένο Τόπο, έχεις κανέναν τρόπο για να βγούμε;»
«Κανείς δεν έχει επιστρέψει–»
«Έχεις τρόπο ή δεν έχεις;»
«Θα μπορούσα, ίσως, να βρω τρόπο αν έμπαινα κι εγώ σ’αυτή τη διάσταση ή ενδοδιάσταση· αλλά δεν σκοπεύω να το κάνω–»
«Και ούτε σ’το ζητάμε,» του είπε η Μιράντα. «Η Εύνοια είναι βιαστική τώρα, επειδή–»
«Γαμώτο, Μιράντα!» τη διέκοψε η Αδελφή της. «Όσο καθυστερούμε, η Κορίνα τούς βασανίζει! Μας το είπε!»
«Για να μας εκβιάσει. Και πέφτεις στην παγίδα της.»
Η Εύνοια ρώτησε τον Κλαρκ: «Δεν έχεις κανένα μηχάνημα που να μπορεί ν’ανοίξει τη διαστασιακή δίοδο από την άλλη πλευρά;»
«Οι διαστασιακές δίοδοι,» της απάντησε ο Μάγος, «δε λειτουργούν σαν κανονικές πόρτες. Επειδή μπαίνεις από τη μια μεριά, δεν σημαίνει ότι πρέπει υποχρεωτικά να βγαίνεις και από την άλλη. Δεν έχω τέτοιο μηχάνημα που ψάχνεις, Εύνοια. Δε νομίζω ότι γίνεται να φτιαχτεί. Μακάρι το θέμα να ήταν απλό. Μακάρι να ήταν σαν μια κλειστή πόρτα που της βάζεις μερικά εκρηκτικά και τη γκρεμίζεις. Αλλά δεν είναι έτσι. Για να δεις πώς μπορείς να βγεις από την ενδοδιάσταση, πρέπει να είσαι ήδη μέσα της.
»Το μόνο που...» είπε καθώς φυσούσε καπνό συλλογισμένα απ’τα ρουθούνια.
«Τι;» τον ώθησε η Εύνοια. «Τι;»
«Μη βιάζεσαι, Εύνοια!» της είπε η Μιράντα. «Μόλις μάθαμε πού κρατούνται οι Νομάδες!»
«Τι σκέφτηκες, Κλαρκ;» επέμεινε η Εύνοια, αγνοώντας την Αδελφή της.
Ο Μάγος είπε: «Θα μπορούσα να βοηθήσω μόνο αν το πρόβλημα σχετίζεται με το περιβάλλον, με τις διαστασιακές συνθήκες... Υπάρχει μια περίπτωση κανείς να μην έχει επιστρέψει από τον Ξεχασμένο Τόπο επειδή το περιβάλλον εκεί είναι θανατηφόρο. Ίσως να περνάς τη δίοδο και να βγαίνεις σ’ένα μέρος όπου δεν μπορείς ν’αναπνεύσεις, ή όπου ο αέρας είναι δηλητηριώδης, ή οτιδήποτε άλλο. Καταλαβαίνεις, Εύνοια;»
Η Κυρά των Δρόμων ένευσε, αμίλητα, περιμένοντας τον να συνεχίσει.
«Αν η περίπτωση είναι τέτοια, θα μπορούσα να σας βοηθήσω. Για λίγο.»
«Πώς;»
«Δίνοντάς σας στολές με μικρομηχανισμούς που διατηρούν, για κάποιο χρόνο, τις διαστασιακές συνθήκες γύρω σας σε επίπεδο ανθρώπινης επιβίωσης.»
«Για πόσο χρόνο;»
«Μερικές ώρες. Μετά θα πρέπει ν’αλλάξετε ενεργειακή φιάλη. Οι στολές λειτουργούν με την κατανάλωση ενέργειας, φυσικά.»
Η Εύνοια κοίταξε τη Μιράντα ερωτηματικά.
«Σου είπα, μη βιάζεσαι,» τόνισε εκείνη. «Βρήκαμε τώρα πού κρατούνται οι Νομάδες. Ας το σκεφτούμε λίγο το θέμα.»
«Μα, αν η Κορίνα παρακολουθεί το μέρος....»
«Η Κορίνα δεν είναι ούτε παντογνώστρια ούτε αλάνθαστη. Ας το σκεφτούμε λίγο,» επέμεινε η Μιράντα.
Οι Καραφλοχαίτες κουρσεύουν ένα πλοίο που αποδεικνύεται άδειο από εμπόρευμα αλλά γεμάτο υποσχέσεις.
Βόρεια και ανατολικά της Α’ Ανωρίγιας και της Β’ Κατωρίγιας Συνοικίας τα νερά του Ριγοπόταμου γίνονταν επικίνδυνα ανάμεσα στις Ήμερες Συνοικίες. Ο μεγάλος ποταμός ήταν γεμάτος κυρτώσεις, στροφές, σκοπέλους, και νησιά. Κάποια από τα τελευταία ήταν ανοικοδόμητα – από τα λίγα ανοικοδόμητα μέρη της Ρελκάμνια – όλο πέτρες, άμμο, και ελάχιστη χαμηλή βλάστηση. Κάποια ήταν οικοδομημένα αλλά έρημα, εγκαταλειμμένα από χρόνους παλιούς· μονάχα ο άνεμος σφύριζε μέσα στα άδεια κτίσματά τους, και πουλιά του ποταμού έκαναν τις φωλιές τους εκεί, ή πιο επικίνδυνα όντα. Κάποια άλλα νησιά ήταν και οικοδομημένα και κατοικημένα, αλλά δεν ανήκαν σε καμια συνοικία, δεν έδιναν λογαριασμό σε κανέναν πολιτάρχη· ήταν λημέρια πειρατών και κακούργων, κέντρα διερχομένων, ή περιοχές αγριανθρώπων. Αρκετοί απ’όλους αυτούς είχαν μηχανοκίνητες βάρκες, ή μεγαλύτερα σκάφη (συνήθως όχι μηχανοκίνητα, γιατί δεν είχαν μάγους για να ελέγχουν την ενεργειακή ροή τόσο μεγάλων μηχανών), και επιτίθονταν σε εμπορικά ή άλλα πλοία που τύχαινε να περάσουν από εδώ.
Αναμενόμενα, δεν έπλεαν πολλά εμπορικά καράβια σε τούτα τα νερά. Αλλά ήταν και μερικά που προσπαθούσαν, με κίνδυνο, να τα διασχίσουν. Γιατί πέρα από τα λημέρια των Ήμερων Συνοικιών υπήρχαν συνοικίες με τις οποίες άξιζε κανείς να εμπορευτεί και οι οποίες ήθελαν επίσης να εμπορευτούν με άλλες συνοικίες στις όχθες του μεγάλου ποταμού. Αυτές οι συνοικίες μετά τις Ήμερες ήταν τρεις: στα νότια, η Φωλιασμένη και, μετά, η Φωσφορική, που βρισκόταν δίπλα στον Κάθετο Ωκεανό· στα βόρεια, η Μακρωκεάνια, η οποία επίσης δίπλα στον Κάθετο Ωκεανό βρισκόταν.
Και ο ίδιος ο Κάθετος Ωκεανός ήταν ένας λόγος για να πηγαινοέρχονται άνθρωποι πάνω στον Ριγοπόταμο παρά τους κινδύνους στις περιοχές των Ήμερων Συνοικιών. Ήταν ένα πέρας της Ρελκάμνια, όπου η διάσταση τελείωνε εκεί που μια πελώρια υδάτινη μάζα κατάπινε ουρανό και γη σαν τοίχος από νερό, αψηφώντας τη συμβατική γεωμετρία, παίζοντας με το μυαλό. Και μέσα από τον Κάθετο Ωκεανό ήταν που έπεφτε ο Ριγοπόταμος σαν καταρράκτης, για να καταλήξει, μετά από εξακόσια περίπου χιλιόμετρα, στη Μεγάλη Θάλασσα, έχοντας περάσει από όλες τις Κατωρίγιες και Ανωρίγιες Συνοικίες, από το Εμπορικό Κέντρο, και από τη Φιλήσυχη.
Από τον Κάθετο Ωκεανό, κατά περιόδους, έρχονταν διάφορα «θαύματα», όπως τα έλεγαν οι ντόπιοι, «παρασυρμένα από τα νερά του μέσα από τις ατέρμονες διαστάσεις του σύμπαντος». Και δεν ήταν μύθος. Πράγματι, ο Κάθετος Ωκεανός έβγαζε ασυνήθιστα μεταλλεύματα, παράξενους λίθους, πλάσματα που κανείς δεν είχε ξαναδεί, υγρά που δεν ήταν νερό και είχαν μυστηριώδεις ιδιότητες... Υπήρχαν, μάλιστα, άνθρωποι που βουτούσαν στον Κάθετο Ωκεανό – άλλοι με ειδικές στολές, άλλοι με υποβρύχια, άλλοι (παράτολμοι ή τρελοί) τελείως γυμνοί – για να τον εξερευνήσουν, να ανακαλύψουν τι κρυβόταν στα βάθη του. Πολλοί δεν επέστρεφαν ποτέ. Και κανείς δεν είχε ανακαλύψει αν κάπου ο Κάθετος Ωκεανός τελείωνε, ή αν έφτανε σε κάποια άλλη διάσταση.
Παρότι λοιπόν η περιοχή του Ριγοπόταμου κοντά στις Ήμερες Συνοικίες ήταν επικίνδυνη, υπήρχαν πλοία που επιχειρούσαν να τη διασχίσουν για εμπορικούς ή άλλους λόγους.
Απόψε ένα τέτοιο σκάφος ταξίδευε ανάμεσα στα νησιά και γύρω από τις κυρτώσεις του ποταμού, αποφεύγοντας σκοπέλους και σωρούς από επιπλέοντα συντρίμμια και σαβούρες. Το πλοίο δεν ήταν πολύ μεγάλο, αλλά ούτε και μικρό θα μπορούσες να το αποκαλέσεις. Φαινόταν για εμπορικό και κινιόταν με δυο πελώριες προπέλες που μούγκριζαν πίσω του, τινάζοντας αφρισμένο νερό. Οπωσδήποτε, μάγος βρισκόταν στο κέντρο ισχύος του για να ρυθμίζει την ενεργειακή του ροή. Επάνω στο κατάστρωμά του υπήρχε ένα κανόνι με δύο κάννες και κάποιοι άνθρωποι που έμοιαζαν για μισθοφόροι. Κανείς δεν έπλεε σε τούτα τα νερά χωρίς φύλαξη.
Ο καιρός δεν ήταν καλός. Ο φθινοπωρινός άνεμος σφύριζε και γρύλιζε, ταράζοντας τον Ριγοπόταμο, τινάζοντας την υγρασία του από δω κι από κει. Αλλά δεν ήταν και τρικυμία.
Το πλοίο σύντομα έγινε στόχος πειρατών.
Οι παρατηρητές του Φορδέκη του Καραφλού το είδαν με τα τηλεσκόπια και τα κιάλια τους, από τα νησιά όπου παραφυλούσαν, και ειδοποίησαν αμέσως τον αρχηγό τους και τους συντρόφους τους μέσω τηλεπικοινωνιακών πομπών.
Λεία εν όψει!
Η φύλαξη του σκάφους δεν τους έμοιαζε σοβαρή. Ένα διπλό κανόνι και λιγότερο από δυο ντουζίνες μισθοφόροι δεν ήταν τίποτα για τους Καραφλοχαίτες. Θα έπρεπε όμως να είναι επιφυλακτικοί· ίσως κι άλλοι μισθοφόροι να κρύβονταν μες στο πλοίο.
Οι πειρατές το περίμεναν πίσω από μια στροφή του ποταμού και πίσω από ένα νησί. Μόλις το σκάφος έκανε να περάσει από εκεί, του όρμησαν με γρήγορες μηχανοκίνητες βάρκες, ενώ μερικοί απ’αυτούς πετούσαν καθισμένοι σε μινιπλάνα περνώντας πάνω απ’τα αφρισμένα νερά του Ριγοπόταμου. Περικύκλωσαν δίχως δυσκολία το πλοίο, ρίχνοντας προειδοποιητικές βολές με τουφέκια και οπλοπολυβόλα.
«ΠΑΡΑΔΟΘΕΙΤΕ Ή ΒΥΘΙΣΤΕΙΤΕ!» απείλησε ο Φορδέκης ο Καραφλός μέσω τηλεβόα. Και μια δυνατότερη ριπή έπεσε – από κανόνι – χτυπώντας τα νερά δίπλα από το πλοίο, τινάζοντας τα ψηλά. Τα μινιπλάνα, εν τω μεταξύ, πετούσαν συνεχώς γύρω-γύρω από το σκάφος, και οι καβαλάρηδές τους ούρλιαζαν και φώναζαν σαν τρελοί, για να προκαλέσουν τρόμο.
«ΠΑΡΑΔΙΝΟΜΑΣΤΕ,» αντήχησε μια φωνή από τηλεβόα του καραβιού.
Οι μισθοφόροι κρατούσαν τα όπλα τους κατεβασμένα, και δυο απ’αυτούς έριξαν έναν καμβά πάνω στο διπλό κανόνι, σκεπάζοντάς το.
Ο Φορδέκης ο Καραφλός πρόσταξε τους πειρατές του να ανεβούν στο σκάφος, και γάντζοι τινάχτηκαν από εκτοξευτήρες των βαρκών για να πιαστούν γερά από τις άκριες του εμπορικού πλοίου, έχοντας σχοινιά δεμένα πίσω τους. Οι κουρσάροι αρπάχτηκαν από εκεί και σκαρφάλωσαν γρήγοροι σαν έντομα. Βρέθηκαν στο κατάστρωμα λες κι ήταν ακροβάτες, με όπλα στα χέρια – τουφέκια και οπλοπολυβόλα, πιστόλια και σπαθιά.
«Ποιος είν’ ο Καπετάνιος εδώ;» φώναξε ο Φορδέκης ο Καραφλός, έχοντας κι εκείνος ανεβεί στο κατάστρωμα μαζί με τους πειρατές του – ένας άντρας ψηλός και μυώδης, με δέρμα λευκό-ροζ, κεφάλι χωρίς καθόλου μαλλιά (κι εκεί που θα έπρεπε να ήταν τα μαλλιά του υπήρχε μια παράξενη μοβ απόχρωση του δέρματος), και μια από τις πιο γαμψές μύτες που μπορούσε κανείς να συναντήσει στη Ρελκάμνια. Θύμιζε τους γάντζους που είχαν μόλις εκτοξεύσει από τις βάρκες. «Πού είν’ ο Καπετάνιος σας;»
«Ίσως να ψάχνεις για μένα,» αποκρίθηκε ένας άντρας με μουστάκι και μούσι στο σαγόνι, σκούρο χρυσό δέρμα, μαύρα μαλλιά, και μαύρα γυαλιά στα μάτια παρότι νύχτα. «Αλλά άλλη είναι που ψάχνει για σένα, αν είσαι ο αρχιπειρατής αυτού του άθλιου τσούρμου.»
«Ο Καπετάνιος είσαι, τελικά, ή ο παλιάτσος του σκάφους μ’αυτά τα γυαλιά;» αντιγύρισε ο Φορδέκης ο Καραφλός.
Κάποιοι πειρατές γέλασαν.
Ο Ζιλμόρος, ο αρχηγός των Σκοταδιστών, έβγαλε τα γυαλιά του. «Μ’αρέσουν. Έχεις πρόβλημα;»
Ένα κρώξιμο αντήχησε από πάνω τους, κι ένα πουλί με γυαλιστερά μάτια και γένι κατήλθε μ’ανοιχτές τις φτερούγες, διαγράφοντας κύκλους. Γαντζώθηκε στον πήχη μιας γυναίκας που εκείνη τη στιγμή μόλις είχε ανεβεί στο κατάστρωμα από μια καταπακτή. Γαλανόδερμη, ξανθιά με μακριά σγουρά μαλλιά, γκρίζα μάτια, ντυμένη με μαύρη αδιάβροχη καπαρντίνα.
«Τζέσικα!» έκανε ο Φορδέκης ο Καραφλός, ξαφνιασμένος.
«Το σκάφος δεν μεταφέρει εμπόρευμα,» του είπε η Θυγατέρα της Πόλης, πλησιάζοντάς τον χωρίς να φοβάται τα όπλα των πειρατών του. «Μπορείτε να το ελέγξετε αν θέλετε. Ήρθαμε εδώ για να σου μιλήσουμε για κάτι που νομίζω ότι θα σ’ενδιαφέρει.»
Το μειδίαμα του Καραφλού ήταν πεινασμένο. Η Τζέσικα τού είχε φέρει καλή λεία παλιότερα, και μάλιστα χωρίς η ίδια να φαίνεται να θέλει τίποτα το σπουδαίο. Αλλά ποιος μπορούσε να την καταλάβει; Ήταν ημίθεα. Ήταν στοιχειό της Ατέρμονης Πολιτείας. Θυγατέρα της Πόλης. Ο Φορδέκης είχε δει και το σημάδι στο πόδι της· ήταν αλήθεια!
«Ας μιλήσουμε,» αποκρίθηκε.
*
Οι Καραφλοχαίτες τούς οδήγησαν στα λημέρια τους, στις Ήμερες Συνοικίες, στις νότιες όχθες του Ριγοπόταμου.
Ο Φορδέκης ο Καραφλός ήταν από τους ισχυρότερους πειρατές σε τούτα τα μέρη· είχε κάμποσες γειτονιές υπό τον άμεσο έλεγχό του, κι όλες οι υπόλοιπες γειτονιές τριγύρω τον σέβονταν κι έκαναν πολλά απ’αυτά που τους ζητούσε. Η Τζέσικα τον είχε γνωρίσει πριν από τέσσερα χρόνια, και δεν τα είχαν πάει άσχημα οι δυο τους. Η Πόλη την είχε οδηγήσει στο πλευρό του, και η Τζέσικα είχε διασκεδάσει αρκετά μαζί του. Του άρεσε να κατακτά, να λεηλατεί, και να σπέρνει χάος όπου πήγαινε· από τους ανθρώπους που η Τζέσικα έβρισκε πολύ συμπαθητικούς. Μετά, τον είχε βαρεθεί και είχε εξαφανιστεί από τις περιοχές του χωρίς καμια προειδοποίηση. Η Πόλη την παρέσερνε αλλού, και το σημάδι στο πόδι της είχε αρχίσει να την ενοχλεί, δαγκώνοντάς την σαν κάποιο δαιμονικό έντομο να κρυβόταν μες στη σόλα της μπότας της.
Ο Φορδέκης φιλοξένησε τώρα τη Τζέσικα, τον Ζιλμόρο, και τους άλλους σε μια μεγάλη αίθουσα, μαζί με κάμποσους από τους πειρατές του. Δούλοι – άντρες και γυναίκες που είχαν αιχμαλωτιστεί σε κουρσέματα – τους έφερναν ποτά και φαγητά. Ήταν όλοι ξυπόλυτοι και ελαφριά ντυμένοι, και είχαν ένα βραχιόλι με αισθητήρα επάνω. Αν έκαναν να απομακρυνθούν από τα οικοδομήματα όπου ήταν «δεμένοι», συναγερμός χτυπούσε αμέσως.
Εκτός από τη Τζέσικα, τον Ζιλμόρο, και κάποιους Σκοταδιστές του, ήταν εδώ η Λιν’χοκ της συμμορίας των Στριμωγμένων Αγριόγατων (για να κάνει τη Μαγγανεία Κινήσεως μέσα στο πλοίο), μερικοί άλλοι Στριμωγμένοι Αγριόγατοι, και η Φωτεινή του Σκοταδιού, η αρχηγός των Ευνόητων, μαζί με έξι δικούς της.
«Τι είναι τούτη η κομπανία, Τζέσικα;» ρώτησε ο Φορδέκης ο Καραφλός, κοιτάζοντάς τους με περιέργεια. Δεν είχε προστάξει τους πειρατές του να ψάξουν το σκάφος τους· είχε πιστέψει τη Τζέσικα ότι δεν μετέφερε εμπόρευμα. Αλλά, ακόμα κι αν μετέφερε, δεν θα το κούρσευε αν εκείνη τού το ζητούσε. Την εκτιμούσε πολύ, την τρελή σκύλα. Του είχε φέρει τόσα λάφυρα πριν από τέσσερα χρόνια. Και ήταν στοιχειό της Ρελκάμνια. Τέτοια όντα πρέπει να τα σέβεσαι, πίστευε ο Φορδέκης, αν θες να πας καλά.
«Άνθρωποι του Αλυσοδεμένου Ποιητή,» απάντησε τώρα η Θυγατέρα της Πόλης.
«Σύμμαχοί του, ουσιαστικά,» διόρθωσε ο Ζιλμόρος.
Ο Αστρομάτης έκρωξε προς τη μεριά του, πιασμένος πάνω στο τραπέζι γύρω απ’το οποίο όλοι τους κάθονταν, πλάι στη θέση της κυράς του. Η Τζέσικα συνέχισε να μιλά στον Φορδέκη: «Συμμορίτες είναι, που τώρα έχουν συμμαχήσει με τον Αλυσοδεμένο Ποιητή, τον Κάδμο Ανθοτέχνη.»
«Αυτόν που έχει κάνει την επανάσταση στις Ανωρίγιες Συνοικίες...» είπε ο Καραφλός.
«Αυτόν,» αποκρίθηκε η Τζέσικα.
«Τον ξέρεις;»
«Τον ξέρω. Και μου λέει πως θέλει να συνεργαστεί μαζί σου.»
«Τι είδους συνεργασία;» ρώτησε ο Φορδέκης, καθώς μια δούλα γέμιζε την κούπα του με κρασί από μια καράφα.
«Αμοιβαίου συμφέροντος. Αλλά και εχεμύθειας.»
«Εχεμύθειας;» απόρησε ο Καραφλός, συνοφρυωμένος.
«Δε χρειάζεται κανείς να μάθει ότι συνεργάζεσαι με τον Ποιητή–»
«Όπα! για στάσου. Ύποπτο ακούγεται αυτό. Τι συνεργασία είναι; Κι επιπλέον, τώρα μόνο, τόσοι μάς άκουσαν...» Έδειξε γύρω του, τους πειρατές του, τους δούλους.
«Αυτοί είναι άνθρωποί σου· δεν μας πειράζει. Φρόντισε όμως να μη διαδοθεί και παραπέρα.»
«Γιατί; Τι συνεργασία είναι;»
«Αμοιβαίου συμφέροντος, όπως είπα.»
«Πες κι άλλα.» Ο Φορδέκης ήπιε μια μεγάλη γουλιά κρασί.
Η Τζέσικα έπιασε ένα σοκολατάκι από ένα μπολ που είχαν αφήσει κοντά της οι δούλοι. Το ξετύλιξε αργά, καθώς έλεγε: «Ο Ποιητής σού προτείνει να μαζέψεις κι άλλους πειρατές – να μαζέψεις όλους τους πειρατές των Ήμερων Συνοικιών άμα μπορείς – και να λεηλατήσετε τις όχθες της Β’ Κατωρίγιας Συνοικίας. Σου υπόσχεται» – έβαλε το σοκολατάκι στο στόμα της, το μάσησε, το κατάπιε – «να μη σ’ενοχλήσει καθόλου από τις βόρειες όχθες και, μάλιστα, να σε υποβοηθήσει. Θα μπορείτε να αράζετε τα πλοία σας σε συγκεκριμένα σημεία των λιμανιών της Α’ και της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας, καθώς και να τα επισκευάζετε. Επίσης, ο Κάδμος θα σας προσφέρει ό,τι άλλη βοήθεια μπορεί χωρίς να φαίνεται ότι σας βοηθά. Όλα τα λάφυρα από τις επιδρομές θα είναι δικά σας.
»Και κάτι ακόμα,» πρόσθεσε σαν τώρα να το είχε θυμηθεί: «Θα έρθουν πιθανώς και άνθρωποι από τη Μεγαλοδιάβατη για να σας ενισχύσουν.»
«Και να πάρουν μερτικό κι αυτοί...»
«Υπάρχει, νομίζω, αρκετή λεία για όλους στις όχθες της Β’ Κατωρίγιας, Φορδέκη.»
Ο Καραφλός άναψε συλλογισμένα ένα μακρύ, καφετί τσιγάρο. Τράβηξε καπνό βαθιά μέσα του, τον έβγαλε αργά απ’τα ρουθούνια, με την πλάτη ακουμπισμένη στην ψηλή καρέκλα του.
«Ξέρω πώς είναι οι όχθες της Β’ Κατωρίγιας,» είπε μετά από λίγο στη Τζέσικα. «Τις έχω ξαναληστέψει.»
«Αλλά ποτέ τα πράγματα δεν ήταν τόσο εύκολα,» τόνισε εκείνη.
«Ούτε τώρα έχω δει να είναι.»
«Θα το δεις. Μέχρι στιγμής, οι πειρατές κυνηγιούνταν και από τις Ανωρίγιες και από τις Κατωρίγιες Συνοικίες όποτε κατέβαιναν προς τα νότια του Ριγοπόταμου. Τώρα, οι Ανωρίγιες θα είναι σύμμαχοί σας.»
«Και γιατί ο Ποιητής να το κάνει αυτό; Τι συμφέρον υπάρχει για εκείνον; Θέλει να αποδυναμώσει τη Β’ Κατωρίγια;»
Η Τζέσικα γέλασε. «Δεν ήταν και πολύ δύσκολο να το μαντέψεις, ε;» Κράτησε ένα κομμάτι ψωμί προς τον Αστρομάτη, ο οποίος το τσίμπησε, τρώγοντας. «Και εσείς θα κερδίσετε και εκείνος.»
«Θα επιτεθεί, μετά, στη Β’ Κατωρίγια δηλαδή;»
«Το τι θα κάνει μετά είναι δική του δουλειά, Φορδέκη.»
«Για στάσου λίγο· δεν είναι τελείως δική του δουλειά. Άμα κατακτήσει τη Β’ Κατωρίγια, δε νομίζω να συνεχίσει να θέλει να τη λεηλατούμε. Τα πράματα θάναι πάλι όπως παλιά. Ίσως και χειρότερα.»
«Δεν ξέρω τι θα γίνει στο μέλλον. Αλλά, μέχρι τότε, θα έχετε αρπάξει πολλά λάφυρα. Δε σας αρέσει αυτό; Επιπλέον, ίσως να κάνετε και κάποια συμφωνία με τον Κάδμο.» Ανασήκωσε τους ώμους της. «Χρειάζεται ικανούς πολεμιστές του ποταμού τώρα, και θα τους χρειάζεται και στο μέλλον. Εναντίον της Α’ Κατωρίγιας πιθανώς.»
«Ααα,» έκανε ο Καραφλός, «το πράμα θα πάει μακριά, λοιπόν...» Τίναξε στάχτη μες στο πιάτο με την ψαρόσουπα που δεν είχε ακόμα αγγίξει. «Ώς πού, για νάχουμε καλό ρώτημα;»
«Μόνο ο ίδιος ο Ποιητής το ξέρει αυτό... και όπου η Πόλη τον οδηγήσει,» πρόσθεσε η Τζέσικα, και γέλασε.
Ο Φορδέκης ο Καραφλός τίναξε κι άλλη στάχτη μες στη σούπα του και ύστερα έφαγε μια κουταλιά απ’αυτήν. Έγλειψε τα χείλη του συλλογισμένα.
Διάφοροι από τους πειρατές του τον κοίταζαν παρατηρητικά. Ήταν από τους πιο έμπιστους ανθρώπους του.
«Τι γνώμες έχετε, κλεφταράδες;» τους ρώτησε.
Εκείνοι μίλησαν απανωτά, σχεδόν συγχρόνως: «Μπορεί και να συμφέρει, Καραφλέ...» «Το σήμερα πάντα δε μας νοιάζει πιο πολύ απ’το αύριο;» «Καιρό θέλαμε να λεηλατήσουμε απ’άκρη σ’άκρη τους γαμημένους Β’ Κατωρίγιους, Καραφλέ!» «Και με τόσα λάφυρα, ύστερα θα μπορούμε να κάνουμε πολλά και διάφορα, ακόμα κι άμα πέσει διαφωνία μ’αυτόν τον Αλυσοδεμένο Ποιητή.»
«Στους κλεφταράδες μου φαίνεται ν’αρέσει η πρότασή σου, Τζέσικα,» είπε ο Φορδέκης.
Η Θυγατέρα της Πόλης γέλασε, συνεχίζοντας να ταΐζει τον Αστρομάτη. Το είχε διαβάσει στα πολεοσημάδια· της έμοιαζαν ολοένα και πιο ευνοϊκά γύρω απ’το τραπέζι καθώς μιλούσε: Οι σκιές και οι ψίθυροι, οι χτύποι των σερβίτσιων και των ποτηριών, η σειρά που παρουσιάζονταν τα φαγητά στο τραπέζι φερμένα από τους δούλους – όλα τής μαρτυρούσαν ότι η όρεξη των κουρσάρων είχε ανοίξει.
«Τι απάντηση να μεταφέρουμε στον Ανθοτέχνη;» ρώτησε ο Ζιλμόρος τον Φορδέκη τον Καραφλό.
Εκείνος ήπιε μια γουλιά απ’το κρασί του, τράβηξε ακόμα μια τζούρα απ’το τσιγάρο του, φύσηξε τον καπνό. «Πείτε του ότι βρήκε τους κουρσάρους που ζητά.»
Η Κορίνα ακολουθεί μια μυστηριώδη διαδρομή για να κοιτάξει στον καθρέφτη του μέλλοντος, και μια μυστηριώδη διαδρομή για να δράσει διπλά, ενώ τα Αινίγματα την παρακολουθούν γοητευμένα: και μετά, μια δυσάρεστη έκπληξη περιμένει τον Βόρκεραμ-Βορ και τους μισθοφόρους του.
Πρωί.
Η Κορίνα βγήκε στο μπαλκόνι του διαμερίσματος που έβλεπε προς το περιτείχισμα όπου ήταν κλεισμένοι οι Νομάδες των Δρόμων. Τα χέρια της άγγιξαν την ξύλινη κουπαστή, ενώ ο φθινοπωρινός αέρας τίναζε το φόρεμά της γύρω της και τα μάτια της, πίσω από τα μαύρα γυαλιά της, αλώνιζαν τις οδούς κοντά στο στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Σύμφωνα με τα σημάδια της Πόλης, όλα ήταν ήσυχα για την ώρα.
Και η Κορίνα έπρεπε να φύγει. Για λίγο. Είχε μια δουλειά. Δεν πίστευε ότι η Μιράντα και η Εύνοια θα παρουσιάζονταν εν τω μεταξύ· αλλά, κι αν παρουσιάζονταν, τι μπορούσαν να κάνουν; Ο Πανιστόριος φυλούσε πολύ καλά τους Νομάδες. Ακόμα και με τις γνώσεις των κρυφών δρόμων που είχε καταφέρει να αποκτήσει η Μιράντα, ήταν μάλλον αδύνατον να τους σώσει.
Θα πρέπει, όμως, να το κοιτάξω κι αυτό. Αλλά αργότερα. Τώρα προείχε η άλλη της δουλειά.
Η Κορίνα μπήκε ξανά στο διαμέρισμα κλείνοντας τη μπαλκονόπορτα πίσω της. Φόρεσε ένα ζευγάρι μποτάκια, έριξε μια κάπα στους ώμους της, σήκωσε την κουκούλα στο κεφάλι, και έφυγε από το διαμέρισμα. Βγήκε από την πολυκατοικία και βρέθηκε πάνω σε μια γέφυρα που περνούσε δίπλα απ’τον πέμπτο όροφό της.
Έβγαλε το φυλαχτό από το φόρεμά της κι άρχισε ν’ακολουθεί τα σημάδια της Πόλης που διαγράφονταν μέσα στο σχήμα που ήταν λαξεμένο επάνω του. Σύντομα, δεν βρισκόταν πλέον στη γέφυρα αλλά σ’έναν επίγειο δρόμο· μετά, έστριβε από τη μια γωνία στην άλλη, βαδίζοντας μέσα σ’έναν λαβύρινθο από σοκάκια πίσω από ένα γιγάντιο εργοστάσιο που μούγκριζε και φυσούσε καπνό προς τους ουρανούς σαν πελώριο θηρίο από μέταλλο, πέτρα, και κρύσταλλο, με ανθρώπους στα σωθικά του.
Ένα στοιχειακό πνεύμα της Πόλης την παρατηρούσε καλά-καλά καθώς η Κορίνα – μια κουκουλοφόρος μορφή, γρήγορη μες στους δρόμους του Ελάσματος – ακολουθούσε τη μυστηριώδη διαδρομή του φυλαχτού. Αγνόησε τον παρατηρητή, αν και τον είχε καταλάβει· δεν την ενοχλούσε.
Έφτασε στο πέρας της διαδρομής όταν ήταν σε μια διασταύρωση, κάτω από μια γέφυρα, μ’ένα τρένο να περνά συρίζοντας από πάνω της.
Το δεξί της πόδι κόλλησε στη γη· ένιωθε το σημάδι στο πέλμα της να μαγνητίζεται εκεί από τις δυνατές πρωταρχικές ενέργειες της Ρελκάμνια. Και τα πάντα σκορπίστηκαν γύρω απ’την Κορίνα σε λεπτά, λεπτά θραύσματα. Τα πάντα μετατράπηκαν σε ενέργεια. Ένα απέραντο πλέγμα ολόγυρά της. Και τα Αινίγματα έγιναν ορατά για το βλέμμα της, καθώς και οι αλυσίδες που τα έδεναν στο φυλαχτό της.
Την ατένιζαν τώρα σαν κι εκείνα να την έβλεπαν με άλλα μάτια. Υποκλίθηκαν μπροστά της.
Η Κορίνα ταξίδεψε πάνω στις ενεργειακές ροές, γλιστρώντας μέσα στον χωροχρόνο της Ρελκάμνια, τραβώντας τα Αινίγματα μαζί της, μαγεύοντάς τα από το μυστηριακό ταξίδι όπου τα οδηγούσε.
Η Κορίνα έστρεψε τις αισθήσεις της προς τα νότια, προς την Ανακτορική Συνοικία, και προς τα μπροστά στον χρόνο...
Έπρεπε να δει τι θα γινόταν στο μέλλον, γιατί αυτή η ανόητη η Νορέλτα-Βορ και η αλήτισσα η Άνμα είχαν μπλέξει τα πράγματα. Είχαν ανακατευτεί εκεί όπου δεν είχαν δουλειά να ανακατευτούν. Και τώρα η Κορίνα χρειαζόταν να επιδιορθώσει κάτι που ήταν ήδη διορθωμένο: ένα λάθος του μέλλοντος.
Χτες βράδυ– Χτες; Τώρα, καθώς ταξίδευε πάνω στις χρονορροές της Ρελκάμνια, η έννοια τού χτες τής φαινόταν αστεία. Άρα: Το βράδυ που η Μιράντα και η Εύνοια είχαν πλησιάσει τη φυλακή των Νομάδων, η Κορίνα είχε, μετά, επισκεφτεί τη Νορέλτα στο όνειρό της και την είχε προειδοποιήσει για τον Βόρκεραμ-Βορ. Αλλά η ανόητη δεν ήθελε να ακούσει! Η Κορίνα δεν νόμιζε πως όταν ξυπνούσε θα έκανε ό,τι της είχε προτείνει.
Και τώρα ήθελε να διαπιστώσει τι ακριβώς θα γινόταν...
Οι ενεργειακές ροές της Ρελκάμνια την οδήγησαν στην Ανακτορική Συνοικία και στην έδρα των Εκλεκτών του Βόρκεραμ-Βορ. Τους είδε συγκεντρωμένους στο μεγάλο γκαράζ – οχήματα, οπλισμένοι μαχητές, μαζί με τον ίδιο τον καταραμένο τον Βόρκεραμ-Βορ. Ήταν πρωί, και μετά από λίγο οι σκρόφες ήρθαν μέσα σ’ένα τετράκυκλο όχημα: η Άνμα οδηγούσε, η μαλακισμένη ήταν καθισμένη δίπλα της, η Φοριντέλα-Ράο, η εξόριστη αριστοκράτισσα της Έκθυμης, ήταν μισοξαπλωμένη στο πισινό κάθισμα μαζί μ’αυτό το εξωδιαστασιακό σπαθί.
Οι χρονορροές οδήγησαν την Κορίνα μπροστά· ήταν σαν να κολυμπούσε μέσα σε μια ενεργειακή, λαβυρινθώδη θάλασσα. Είδε τα οχήματα του Βόρκεραμ-Βορ να ταξιδεύουν – μια ολόκληρη συνοδία, την οποία καθοδηγούσε η Άνμα μέσα στο δικό της όχημα. Κατευθύνονταν βόρεια, διασχίζοντας την Οδό Ανακτόρων. Στη Διαπερατή, στο Δρόμο των Όπλων, συναντούν τώρα κι άλλους μισθοφόρους πάνω που αυτοί συζητάνε να πάνε στις συνοικίες του Ριγοπόταμου· η Πόλη μαγνητίζει τις συμπτώσεις γύρω από τις τρεις Θυγατέρες – την Άνμα, τη Νορέλτα-Βορ, και την Ολντράθα. Κι αυτός ο Αλεξίσφαιρος Άβαντας είχε φανεί να γνωρίζει τον Κλαρκ, τον Μάγο της Ρελκάμνια. (Θα ήθελα κάποτε κι εγώ να τον συναντήσω τον Μάγο. Η καταραμένη η Μιράντα τον ξέρει, αλλά όχι εγώ! Γιατί;) Και τώρα ταξιδεύουν ξανά, πάνε βόρεια, διασχίζοντας τη Διαπερατή, διασχίζοντας την Αμφίνομη χωρίς η Αστυνομία να τους εμποδίσει. Έχουν φτάσει στην Επίστρωτη, την έχουν αφήσει πίσω τους. Μπήκαν τότε στη Ρόδα. (Η Κορίνα παράδερνε μέσα στα ενεργειακά ρεύματα: ο χρόνος ήταν μπερδεμένος μες στο μυαλό της, εικόνες και πληροφορίες παρουσιάζονταν σκόρπιες και ύστερα ο συνειδητός της νους τις έβαζε σε μια σχετική τάξη.) Είχαν συναντήσει κι άλλους μισθοφόρους. Περνούσαν από μεγάλους δρόμους. Η Α’ Ανωρίγια τούς υποδέχεται–
Τα ενεργειακά ρεύματα κλοτσούσαν, έσπρωχναν την Κορίνα με βία. Δυσκολευόταν να κρατηθεί επάνω τους. Αλλά αυτές οι πληροφορίες τής ήταν αρκετές. Έπαψε να παλεύει.
Τινάχτηκε έξω από το ενεργειακό πλέγμα της Ρελκάμνια–
–και ήταν ξανά εκεί, στο Έλασμα, στη διασταύρωση, κάτω από τη γέφυρα. Το τρένο είχε προ πολλού περάσει.
Η Κορίνα κοίταξε το ρολόι στον καρπό της. Ούτε πέντε λεπτά... Το μυαλό της είχε ταξιδέψει τόσο μακριά μέσα στον χρόνο· το σώμα της, ούτε πέντε λεπτά.
Ώστε ο καταραμένος ο Βόρκεραμ-Βορ ερχόταν προς τις συνοικίες του Ριγοπόταμου... Πριν από μερικές μέρες, το μέλλον δεν ήταν έτσι. Ο Βόρκεραμ-Βορ θα συγκέντρωνε πολλές δυνάμεις στις νότιες συνοικίες, αυτές γύρω από την Ανακτορική Συνοικία, για να αντιμετωπίσουν τον Ανθοτέχνη όταν εκείνος θα είχε εξαπλωθεί. Μεγάλος πόλεμος θα ακολουθούσε. Η Κορίνα δεν το ήθελε αυτό, και είχε φροντίσει να το αλλάξει, στέλνοντας δολοφόνους να ξεπαστρέψουν τον ευγενή μισθοφόρο. Και εκεί έπρεπε να είχε τελειώσει η υπόθεση. Αλλά η μαλακισμένη τα είχε μπλέξει τα πράγματα! Είχε χαλάσει το μέλλον. Του είχε αλλάξει ροή. Και η καινούργια ροή που του είχε δώσει δεν φαινόταν να διαφέρει και πολύ από την παλιότερη. Ο Βόρκεραμ-Βορ ερχόταν πάλι για να εναντιωθεί στον Ανθοτέχνη. Αυτό ήταν το πεπρωμένο του στη Ρελκάμνια. Εκεί τον οδηγούσαν όλες οι κρυφές ροπές της Πόλης – οι συμπτώσεις γύρω του, οι ίδιες οι τάσεις του μυαλού του.
Η Κορίνα αισθανόταν τους αόρατους φίλους της, τα Αινίγματα, ανήσυχους μέσω του φυλαχτού όπου ήταν δεμένοι. Είχαν ενθουσιαστεί με το ταξίδι πάνω στις ενεργειακές ροές, όπως πάντα.
Και πρέπει να ταξιδέψουμε ξανά. Αν και διαφορετικά τώρα, και για διαφορετικό λόγο.
Η Κορίνα έφυγε κάτω από τη γέφυρα και βάδισε λίγο μες στο Έλασμα, ανάβοντας τσιγάρο, για να καθαρίσει το μυαλό της. Σκεπτόμενη την κατάσταση. Προσπαθώντας να εκπονήσει κάποιο σχέδιο για να βγάλει από τη μέση, μια και καλή, αυτό το γαμημένο παράσιτο του μέλλοντος, τον Βόρκεραμ-Βορ.
Όταν το τσιγάρο είχε τελειώσει και τα Αινίγματα είχαν λιγάκι ησυχάσει, η Κορίνα είχε σκεφτεί κάτι που ίσως να έπιανε.
Έβγαλε ξανά το φυλαχτό απ’το φόρεμά της κι άρχισε ν’ακολουθεί τα πολεοσημάδια που της έδειχνε το λαξεμένο σύμβολο επάνω του – ομόκεντροι κύκλοι ενωμένοι με τεθλασμένες γραμμές. Από τον έναν δρόμο στον άλλο πήγαινε τώρα, όπως και πριν. Η διαδρομή ήταν ίδια αλλά η πορεία που έπρεπε ν’ακολουθηθεί διαφορετική.
Η Κορίνα αναρωτιόταν, παλιότερα, ποια Θυγατέρα είχε, στο παρελθόν, καταφέρει να ανακαλύψει την ύπαρξη τέτοιου κρυφού δρόμου και να τον κωδικοποιήσει έτσι επάνω σε τούτο το φυλαχτό. Είχε, λοιπόν, ταξιδέψει στις χρονορροές και την είχε συναντήσει. Είχε μάθει διάφορα από αυτήν. Ήταν πανέξυπνη, ομολογουμένως. Στα όρια της παραφροσύνης. Είχε φτιάξει κάτι που ήταν επικίνδυνο για τον ίδιο της τον εαυτό.
Τέλος πάντων· η Κορίνα τώρα έπρεπε να είναι επικεντρωμένη στα πολεοσημάδια που της υποδείκνυε το φυλαχτό σαν καθρέφτης της Πόλης... Μετά από κάποια ώρα, βρέθηκε σε μια ταράτσα, κάτω από καλώδια, μ’άλλες ψηλότερες ταράτσες παντού γύρω της. Και ήταν ξανά μέσα στο ενεργειακό κέντρο.
Το πόδι της μαγνητίστηκε. Κάθε νεύρο του σώματός της τσιτώθηκε καθώς πρωταρχική ενέργεια τη διέτρεχε. Η νόησή της έφυγε από τα πλαίσια του χώρου και του χρόνου· πήδησε πάνω στο ατέρμονο ενεργειακό πλέγμα. Τα Αινίγματα την ακολουθούσαν, συρίζοντας, τραντάζοντας τις μορφές τους, ενθουσιασμένα.
Αυτή τη φορά, όμως, η Κορίνα δεν θα ταξίδευε μέσα στον χρόνο. Αυτή τη φορά έπρεπε να διαιρέσει τον εαυτό της. Η μία Κορίνα θα έμενε εδώ, στη Β’ Κατωρίγια, στο Έλασμα, γιατί δεν μπορούσε να φύγει· το θεωρούσε επικίνδυνο ν’αφήσει αφύλαχτους τους Νομάδες της Εύνοιας. Η άλλη Κορίνα θα εμφανιζόταν νότια, στην Αμφίνομη, πολλές ώρες προτού φτάσουν εκεί ο Βόρκεραμ-Βορ και η συνοδία του.
Η Κορίνα έστρεψε το ενεργειακό της βλέμμα προς τα πίσω και προς τα μέσα. Ατένισε τον εαυτό της, εκεί, στην ταράτσα. Άδραξε το ενεργειακό πλέγμα και το λύγισε, το κύρτωσε, το έπλεξε. Σχημάτισε ακόμα μια Κορίνα βασισμένη πάνω στην πρωτότυπη.
Τα Αινίγματα την παρακολουθούσαν γοητευμένα να πλέκει τον δεύτερο εαυτό της μέσα στο ενεργειακό υφαντό που δομούσε τη διάσταση της Ρελκάμνια.
Η Κορίνα ολοκλήρωσε τη δουλειά της αφήνοντας μονάχα μια μικρή λεπτομέρεια στο σχηματισμό του δεύτερου εαυτού, σαν να είχε φτιάξει ένα μηχάνημα αλλά να μην είχε πατήσει ακόμα το κουμπί που το έβαζε σε λειτουργία.
Ταξιδεύοντας για λίγο επάνω στις ενεργειακές ροές, βρήκε τον δρόμο προς την Αμφίνομη ακριβώς στον χρόνο που ήθελε. Έφτιαξε μια πρόσκαιρη ενεργειακή σήραγγα και έστειλε μέσα της τον δεύτερο εαυτό της, να κυλήσει γρήγορα, ενώ τον τελειοποιούσε με μια σκέψη.
Σ’έναν δρόμο της Αμφίνομης, κάπου στην Τροχιόστρωτη, η Κορίνα αισθανόταν ξαφνικά μουδιασμένη. Ακούμπησε την πλάτη της στον τοίχο. Κοίταξε αντίκρυ της κάποιους ανθρώπους να βαδίζουν. Άκουσε ένα βουητό από ψηλά· ύψωσε το βλέμμα της και είδε ένα αεροπλάνο να περνά πάνω από τις πολυκατοικίες. Ένα δίκυκλο διέσχισε τον δρόμο μπροστά της, με δυο αναβάτες να το καβαλούν· τα μαλλιά της γυναίκας, που καθόταν πίσω από τον οδηγό, τινάζονταν κατάμαυρα.
Πώς βρέθηκα εδώ; αναρωτήθηκε η Κορίνα. Τι...;
Μετά θυμήθηκε.
Ναι, σωστά. Ο Βόρκεραμ-Βορ. Η Νορέλτα-Βορ.
Έπρεπε να πάει να βρει τους Πορφυρούς Δικαστές. Την άλλη φορά, που είχε αποτύχει να τους δώσει τη «μάντισσα» (την Εύνοια, την Κυρά των Δρόμων), είχαν δυσαρεστηθεί μαζί της· αλλά δεν νόμιζε ότι θα είχαν τώρα πρόβλημα να συνεννοηθούν.
Την ίδια στιγμή, η Κορίνα βρισκόταν επίσης στο Έλασμα, μην ξέροντας τι έκανε ο δεύτερος εαυτός της στην Αμφίνομη αλλά μην έχοντας και καμια αμφιβολία.
Αισθανόταν κουρασμένη, όμως. Οι δουλειές της με το φυλαχτό την είχαν εξαντλήσει. Ήλπιζε η Μιράντα και η Εύνοια να μην έβρισκαν τώρα την ώρα να κάνουν τίποτα περίεργο. Αν και τι να έκαναν; Ο Πανιστόριος φυλούσε καλά τους Νομάδες: τους νόμιζε για επικίνδυνους δολιοφθορείς του Ανθοτέχνη.
Η Κορίνα, ακολουθώντας τα πολεοσημάδια, βρήκε ένα ιδιωτικό επιβατηγό όχημα. Έκανε νόημα στην οδηγό κι αυτή σταμάτησε μπροστά της. Η Κορίνα άνοιξε την πόρτα της θέσης του συνοδηγού και μπήκε στο μικρό τετράκυκλο.
«Πού πάμε, κυρία;»
Η Κορίνα τής είπε τη διεύθυνση της πολυκατοικίας όπου βρισκόταν το διαμέρισμα που το μπαλκόνι του έβλεπε προς τη φυλακή των Νομάδων.
Η άλλη Κορίνα, στην Αμφίνομη, είχε επίσης πάρει επιβατηγό όχημα για να πάει να βρει τους Πορφυρούς Δικαστές. Καταλάβαινε ότι η πρώτη Κορίνα δεν την είχε στείλει ακριβώς εκεί όπου έπρεπε· είχε κάνει κάποιο μικρό λάθος στον χώρο· επομένως, εκείνη χρειαζόταν τώρα να μετακινηθεί.
Ο χρόνος μου είναι περιορισμένος, σκεφτόταν, γνωρίζοντας ότι δεν θ’αργούσε να εξαφανιστεί. Η Κορίνα πάντα σχημάτιζε τους δεύτερους εαυτούς της έτσι ώστε να εξαφανίζονται και ο πρώτος, ο αρχικός εαυτός, να μένει στη θέση του. Εξάλλου, ορισμένες φορές αυτή η θέση δεν ήταν μόνο χωρική αλλά και χρονική.
*
Οι μισθοφόροι έφυγαν από τον Εμπνευστή με το ξημέρωμα. Η Άνμα οδηγούσε πάλι τη συνοδία των οχημάτων μέσα στο τετράκυκλό της. Δίπλα της καθόταν η Νορέλτα-Βορ. Πίσω τους ήταν καθισμένη η Φοριντέλα-Ράο, νιώθοντας αγχωμένη τώρα που πλησίαζαν προς τα βόρεια, προς τις συνοικίες του Ριγοπόταμου. Φοβόταν τι θα μάθαινε για την πατρίδα της, την Έκθυμη. Φοβόταν να ανακαλύψει σε τι θα την είχε μετατρέψει ο Αλυσοδεμένος Ποιητής... Ο Βόρκεραμ-Βορ, άραγε, θα πολεμούσε εναντίον του; Θα πολεμούσε μαζί με τους ανθρώπους που ήθελαν να τον διώξουν; Ο Κάδμος Ανθοτέχνης και οι κακούργοι που τον υπηρετούσαν έπρεπε να διαλυθούν, αλλιώς ποτέ δεν θα υπήρχε ειρήνη γύρω από τον Ριγοπόταμο.
Η Άνμα οδηγούσε τώρα επάνω σ’έναν μεγάλο δρόμο όπου η Φοριντέλα δεν είχε παλιότερα ταξιδέψει, είχε μάθει όμως πλέον ότι ονομαζόταν Ψηλή Λεωφόρος.
«Σε πόσες ώρες θα έχουμε διασχίσει την Αμφίνομη;» ρώτησε.
«Σε λιγότερο από μιάμιση ώρα πρέπει να είμαστε στα βόρεια σύνορά της, αν δεν παρουσιαστεί πρόβλημα στον δρόμο,» αποκρίθηκε η Άνμα. «Και από εκεί θα μπούμε στην Επίστρωτη και στην Κεντρική Οδό.»
Η Νορέλτα-Βορ άγγιξε τα κουμπιά της κονσόλας του οχήματος που ενεργοποιούσαν το ραδιόφωνο. Ο σταθμός που έπιασε σχολίαζε κάτι πρωινά θέματα της Αμφίνομης τα οποία καμια από τις τρεις τους δεν έβρισκε ενδιαφέροντα. Ήταν τοπικά θέματα τελείως. Η Νορέλτα είπε: «Ν’ακούσουμε μουσική;»
«Ναι, καλύτερα,» συμφώνησε η Άνμα, οδηγώντας με άνεση πάνω στον μεγάλο δρόμο.
«Οπωσδήποτε,» είπε η Φοριντέλα-Ράο, που τα χέρια της παιχνίδιζαν πάνω στο θηκαρωμένο Απολλώνιο ξίφος στα γόνατά της.
Η Νορέλτα πάτησε ξανά κουμπιά στην κονσόλα, κοιτάζοντας στη μικρή οθόνη τη λίστα με τα αποθηκευμένα τραγούδια. Τελικά, έβαλε το ηχοσύστημα να παίξει Ρόδες κι Άλλες Ρόδες του συγκροτήματος Ασταμάτητοι Τροχοί. Κι αυτό το τραγούδι το ακολούθησαν οι Καμένοι Μεταδότες της Χρυσοποίκιλτης Ρενάτα· και Το Γέλιο των Ξένων (Παλιομοδίτικες Ρυμοτομίες), και τα Ρομβοειδή Παραλληλόγραμμα (Ακουστικές Μυσταγωγίες), και Τα Κιάλια (Έγχρωμοι Γεφυρίτες), και Διαλαλούν οι Φωνές της Πόλης (Ακάθιστοι Κράχτες)...
Όταν μισή ώρα είχε περάσει από τότε που έφυγαν από τον Εμπνευστή και η Άνμα ήξερε ότι βρίσκονταν πλέον στην Τροχιόστρωτη, τη μεγαλύτερη περιφέρεια της Αμφίνομης, άρχισε να διακρίνει πολεοσημάδια που τα θεωρούσε ανησυχητικά.
«Νορέλτα...» είπε. «Κάτι συμβαίνει... Κάτι μπροστά...»
Η Νορέλτα-Βορ συνοφρυώθηκε. Κοίταξε κι εκείνη με προσοχή τον δρόμο, πράγμα το οποίο μέχρι στιγμής δεν έκανε, απασχολημένη με το ν’ακούει μουσική και ν’αλλάζει τραγούδια. «Ναι,» είπε τώρα. «Έχεις δίκιο. Η Κορίνα...»
«Ή κάτι άλλο. Κάτι επικίνδυνο–»
«Ενέδρα, Άνμα!»
Η Άνμα έστριψε ξαφνικά το τιμόνι προτού έχουν χρόνο να ειδοποιήσουν τηλεπικοινωνιακά τον Βόρκεραμ-Βορ. Η ενέδρα ήταν τόσο καλοστημένη που ακόμα και τα πολεοσημάδια της ήταν δυσδιάκριτα.
Το όχημα της Άνμα πήρε αριστερή κλίση–
–βρέθηκε μες στην κίνηση, ανάμεσα σε άλλα οχήματα, χτύπησε πάνω σε ένα–
–και η ρουκέτα που ερχόταν να το διαλύσει αστόχησε, τραντάζοντας την Ψηλή Λεωφόρο, τινάζοντας φωτιά και κομμάτια απ’το οδόστρωμα.
Από τον καθρέφτη πλάι της η Νορέλτα είδε το εξάτροχο φορτηγό των Εκλεκτών να σταματά, με τους τροχούς του να τρίζουν δαιμονισμένα, καθώς τα πάντα τυλίγονταν σε καπνό μπροστά του.
«Τι στο Μάτι του Σκοτοδαίμονος!» έκανε η Φοριντέλα-Ράο, και τράβηξε ένα πιστόλι.
«Γαμήσου!» γρύλισε η Άνμα, μπλεγμένη μες στην κίνηση των άλλων οχημάτων της λεωφόρου.
Τα οχήματα της συνοδίας των μισθοφόρων σταματούσαν όλα, γύρω και πίσω από το εξάτροχο φορτηγό των Εκλεκτών – θωρακισμένα τετράκυκλα με αργυροσκέπαστα πυροβόλα ή χωρίς καθόλου πυροβόλα, δίκυκλα, το ανοιχτό τρίκυκλο του Άβαντα, το φορτηγό του Ριχάρδου του Τρομερού και της ομάδας του, το σπαστό εξάτροχο της Ρία Καλόφραστης.
Ακόμα δύο ρουκέτες βλήθηκαν: Η Άνμα, προειδοποιημένη απ’τα σημάδια της Πόλης, είδε από πού ήρθε η μία – από μια ταράτσα στα δυτικά άκρα της Ψηλής Λεωφόρου. Η Νορέλτα, επίσης προειδοποιημένη από τα πολεοσημάδια, είδε από πού ήρθε η άλλη ρουκέτα – από ένα σταματημένο ημιφορτηγό στα ανατολικά άκρα της Ψηλής Λεωφόρου το οποίο έγραφε ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑ ΧΑΛΙΩΝ.
Αυτές οι δύο ρουκέτες δεν είχαν στόχο το τετράκυκλο της Άνμα:
Η πρώτη χτύπησε το πλάι του εξάτροχου φορτηγού των Εκλεκτών, μέσα στο οποίο, εκτός των άλλων, ήταν ο Βόρκεραμ-Βορ και η Ολντράθα. Η Νορέλτα-Βορ και η Άνμα το είδαν από τους καθρέφτες τους να τραντάζεται από την έκρηξη και, τυλιγμένο σε καπνούς, να πέφτει στο πλάι.
Η άλλη ρουκέτα οι δύο Θυγατέρες δεν είδαν πού ακριβώς έπεσε, αλλά πρέπει να χτύπησε κάποιο από τα οχήματα πίσω από το μεγάλο φορτηγό.
«Τι στο Μάτι του Σκοτοδαίμονος συμβαίνει!» φώναξε η Φοριντέλα, σαστισμένη από τις εκρήξεις που αντηχούσαν και τα τρομερά τραντάγματα στην Ψηλή Λεωφόρο, μην έχοντας δει τις ρουκέτες να φεύγουν.
Η κίνηση πάνω στον μεγάλο δρόμο είχε μετατραπεί σ’ένα τρελό χάος, καθώς οι πάντες προσπαθούσαν να ξεγλιστρήσουν, να απομακρυνθούν: το ένα όχημα χτυπούσε πάνω στο άλλο. Ένα τετράκυκλο κοπάνησε το όχημα της Άνμα από τ’αριστερά, ένα δίκυκλο έπεσε πάνω στο πίσω δεξί φτερό του, ο αναβάτης του ούρλιαξε καθώς έφευγε από τη σέλα και κατέληγε στο πισινό τζάμι της Άνμα.
Η Φοριντέλα γύρισε και τον είδε, φωνάζοντας: «Τι κάνει αυτός ο ηλίθιος εκεί;»
Πυροβολισμοί άρχισαν ν’αντηχούν από διάφορες κατευθύνσεις.
Η Άνμα προσπάθησε να βρει δρόμο για να περάσει μέσα από την κίνηση, ακολουθώντας τα σημάδια που της έδινε η Πόλη, αδιαφορώντας για τον δικυκλιστή που είχε πέσει πάνω στο πίσω τζάμι της – ας πρόσεχε ο μαλάκας!
Η Νορέλτα παρατήρησε ότι οχήματα της Αστυνομίας έρχονταν. Είχαν το σήμα με τα δύο Α. και τη σπαστή αστραπή να περνά ανάμεσά τους. Αλλά δεν μπορούσαν να διασχίσουν την κίνηση· είχαν μπλεχτεί κι αυτά. Και οι αστυνομικοί έβγαιναν τώρα από μέσα τους, πηδώντας πάνω και γύρω από τα άλλα οχήματα, ευέλικτοι και γρήγοροι, κατευθυνόμενοι προς τα άκρα της Ψηλής Λεωφόρου. Πηγαίνοντας ορισμένοι απ’αυτούς προς το φορτηγό που έγραφε ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑ ΧΑΛΙΩΝ, απ’όπου κάποιοι πυροβολούσαν, από μέσα του ή στεκόμενοι κοντά του, κρατώντας τουφέκια και οπλοπολυβόλα.
Η Νορέλτα όφειλε να θαυμάσει την άμεση δράση της Αστυνομίας της Αμφίνομης. Πρέπει να περιπολούσαν και να παρακολουθούσαν κάθε σημείο της Ψηλής Λεωφόρου. Πρέπει να φοβόνταν πολύ τους Πορφυρούς Δικαστές–
Οι Πορφυροί Δικαστές; σκέφτηκε ξαφνικά η Νορέλτα. Μπορεί αυτοί που τους είχαν ρίξει τις ρουκέτες και τώρα τους πυροβολούσαν να ήταν οι Πορφυροί Δικαστές; Αλλά γιατί, μα τον Κρόνο; Απλά μια ομάδα από περαστικούς μισθοφόρους είμαστε!
Σφαίρες χτύπησαν ξαφνικά το όχημα της Άνμα, και η Νορέλτα κατέβασε ενστικτωδώς το κεφάλι. Αλλά διαπίστωσε πως τα τζάμια δεν είχαν σπάσει. Ήταν αλεξίσφαιρα. Το όχημα της Αδελφής της ήταν πιο ανθεκτικό απ’ό,τι φαινόταν.
«Γιατί μας ρίχνουν;» ρώτησε η Φοριντέλα-Ράο. «Η Κορίνα τούς έχει πληρώσει;»
Καμια δεν της απάντησε. Η Άνμα προσπαθούσε ακόμα να βγει μέσα από την κίνηση, να φύγει από την Ψηλή Λεωφόρο. Δεν ήθελε ν’αφήσει έτσι πίσω της την Αδελφή τους, την Ολντράθα, αλλά τι μπορούσε τώρα να κάνει γι’αυτήν; Είμαστε στόχος όσο είμαστε κλεισμένες ανάμεσα στα άλλα οχήματα.
*
Όταν έγινε η πρώτη έκρηξη και το εξάτροχο φορτηγό σταμάτησε ξαφνικά ενώ κομμάτια του οδοστρώματος τινάζονταν επάνω του και καπνός απλωνόταν μπροστά του, ο Βόρκεραμ-Βορ φώναξε: «Τι σκατά ήταν αυτό;»
Βρισκόταν στην πίσω μεριά του μεγάλου οχήματος μαζί με την Ολντράθα και κάποιους μισθοφόρους του.
«Έκρηξη!» φώναξε ο οδηγός του οχήματος. «Η Άνμα έστριψε λίγο προτού–»
Ακόμα μια έκρηξη· κι αυτή δεν ήταν ούτε μπροστά τους ούτε δίπλα τους. Ήταν επάνω τους. Ολόκληρο το φορτηγό τραντάχτηκε, άνθρωποι έπεσαν από δω κι από κει, δίκυκλα έφυγαν από τις θέσεις τους, ο Βόρκεραμ τύλιξε το χέρι του γύρω από τη μέση της Ολντράθα για να την τραβήξει μαζί του και να την προφυλάξει. Το φορτηγό ανατράπηκε, έπεσε στο πλάι, ενώ τα πάντα μέσα του σκεπάζονταν από καπνό.
Ο Βόρκεραμ έβηξε προσπαθώντας να τον πετάξει έξω από το αναπνευστικό του σύστημα. Ενέδρα! σκέφτηκε. Αλλά από ποιους; Από την Κορίνα; Και γιατί δεν το ‘είδαν’ αυτό οι καταραμένες Θυγατέρες της Πόλης; Δεν είχε, όμως, χρόνο για τέτοια ερωτήματα τώρα.
«Βγείτε!» φώναξε, βήχοντας. «Όλοι έξω! ΕΞΩ!» Το πρώτο χτύπημα δεν είχε διαπεράσει τη θωράκιση του φορτηγού, όχι τελείως τουλάχιστον – αλλιώς θα ήμασταν όλοι νεκροί – ο Βόρκεραμ το καταλάβαινε αυτό. Αλλά αν ερχόταν και δεύτερο τέτοιο χτύπημα από την ίδια μεριά θα τους έκανε όλους κομμάτια.
Όποιοι καριόληδες κι αν είχαν οργανώσει τούτη την επίθεση θα το μετάνιωναν πικρά! ορκίστηκε ο Βόρκεραμ-Βορ στον ίδιο τον Κρόνο και στην ατσάλινη κόρη του, τη Ρασιλλώ, καθώς σηκωνόταν όρθιος τραβώντας την Ολντράθα μαζί του.
Κάποιοι είχαν ήδη ανοίξει τη μεγάλη πίσω πόρτα του οχήματος, και ο αρχηγός των Εκλεκτών βγήκε από εκεί μαζί με τη Θυγατέρα, βλέποντας γύρω του κυκλοφοριακό χάος, καπνούς, φωτιές. Το φορτηγό του Ριχάρδου του Τρομερού είχε ανατραπεί, και ήταν τυλιγμένο σε φλόγες.
«Ποιοι γαμιόληδες...;» άκουσε τον Μάικλ Παγοθραύστη να φωνάζει, κρατώντας τουφέκι.
«Από κει!» Η Λητώ έδειχνε προς μια μεριά με το ένα χέρι, ενώ στο άλλο βαστούσε πιστόλι.
Πυροβολισμοί άρχισαν.
«Τις ενεργειακές φιάλες!» φώναξε ο Βόρκεραμ-Βορ δείχνοντας το φλεγόμενο φορτηγό του Ριχάρδου, μέσα απ’το οποίο πηδούσαν άνθρωποι, τρέχοντας. «ΤΙΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΕΣ ΦΙΑΛΕΣ! Βγάλτε τις φιάλες προτού εκραγούν, γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος! ΤΙΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΕΣ ΦΙΑΛΕΣ!»
Παραδίπλα είδε τη Λητώ να πέφτει τραυματισμένη, κι ένας μασκοφόρος άντρας ήρθε κοντά της, κρατώντας δυο πιστόλια, έτοιμος να πυροβολήσει κι άλλους. Ο Βόρκεραμ τινάχτηκε καταπάνω του, από το πλάι. Εκείνος στράφηκε να τον αντιμετωπίσει, αλλά ο αρχηγός των Εκλεκτών ήταν πιο γρήγορος: του άρπαξε τον έναν καρπό και τον κοπάνησε καταπρόσωπο με τον αγκώνα του. Η μάσκα του δεν τον προστάτεψε από το χτύπημα. Ο άντρας έπεσε κάτω, ανάσκελα, ενώ ο Βόρκεραμ τού έπαιρνε το ένα πιστόλι. Και τώρα τον πυροβόλησε στο κεφάλι, διαλύοντας τη μάσκα και τινάζοντας μυαλά στο οδόστρωμα. Η Λητώ προσπαθούσε να σηκωθεί· ευτυχώς δεν έμοιαζε θανάσιμα τραυματισμένη.
Ο Βόρκεραμ τράβηξε ακόμα ένα πιστόλι και πυροβόλησε άλλον έναν μασκοφόρο που είχε μόλις ξεπροβάλει μέσα από τις φλόγες και τους καπνούς βαστώντας σπαθί που ενέργεια τρεμόπαιζε πάνω στη μακριά λεπίδα του. Ο άντρας σωριάστηκε από τη ριπή και το σπαθί έφυγε απ’τη γροθιά του.
Ακόμα μια δυνατή έκρηξη.
Ο Βόρκεραμ έχασε την ισορροπία του, έπεσε, κύλησε πάνω σε θραύσματα, πτώματα, σκουπίδια. Ανασηκώθηκε, είδε κι άλλες φωτιές κι άλλους καπνούς. Μας ρίχνουν με ρουκέτες οι γαμιόληδες· δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. Τι στα μυαλά του Σκοτοδαίμονος γινόταν; Είχε αυτή η Κορίνα κανέναν στρατό στη δούλεψή της;
«Ολντράθα!» φώναξε καθώς ορθωνόταν. «Πού είσαι, Ολντράθα; Ολντράθα!»
«Εδώ.» Η Θυγατέρα άγγιξε τον βραχίονά του.
«Είσαι καλά;» τη ρώτησε, αν και δεν του έμοιαζε τραυματισμένη. Ιδρώτας γυάλιζε πάνω στο καφετόδερμο πρόσωπό της, τα μαύρα μαλλιά της ήταν άνω-κάτω.
«Ναι.»
«Γιατί οι φίλες σου δεν το είχαν προδεί αυτό, γαμώ τα μυαλά τους;»
«Δεν είμαστε μάντισσες, Βόρκεραμ. Απλώς–»
Πυροβολισμοί.
Ο Βόρκεραμ τράβηξε την Ολντράθα κάτω, πλάι στο αναποδογυρισμένο φορτηγό των Εκλεκτών, που κάπνιζε αλλά δεν φλεγόταν επικίνδυνα. Οι ενεργειακές φιάλες στην καρδιά του δεν πρέπει να κινδύνευαν. Η μάγισσα είναι καλά; Πού είναι; σκέφτηκε ο Βόρκεραμ καθώς η Ζιλκάμα’μορ ήρθε στο μυαλό του.
Μετά όμως τα προβλήματά του έγιναν πολύ πιο άμεσα: Κάποιος ζύγωσε από το πλάι του φορτηγού. Ακόμα ένας εχθρός, με τουφέκι στα χέρια και μάσκα στο πρόσωπο. Ευτυχώς ο Βόρκεραμ τον είδε προτού τον δει εκείνος, κι από τη γονατιστή του θέση τον πυροβόλησε με το πιστόλι του, χτυπώντας τον στο στήθος και σωριάζοντάς τον.
Αλλά ο άντρας – ή, μάλλον, η γυναίκα – ήταν γυναίκα – δεν ήταν νεκρή. Πρέπει να φορούσε αλεξίσφαιρο θώρακα. Και τώρα σάλευε, προσπαθώντας να σηκωθεί.
Ο Βόρκεραμ ήταν έτοιμος να την πυροβολήσει ξανά, όταν έγινε ακόμα μια έκρηξη – κι αυτή δεν προερχόταν από ρουκέτα, ήταν σίγουρος. Γύρισε αμέσως προς το αναποδογυρισμένο φορτηγό των Εκλεκτών, καλύπτοντας την Ολντράθα με το σώμα του, καθώς φλόγες τινάζονταν πίσω τους.
Οι ενεργειακές φιάλες στο φορτηγό του Ριχάρδου του Τρομερού πρέπει να είχαν σκάσει. Και τους προειδοποίησα να τις βγάλουν από κει, γαμώτο!
Ο Βόρκεραμ, γυρίζοντας, είδε τη μασκοφόρο να έχει πέσει ξανά, από το τράνταγμα της έκρηξης αναμφίβολα. Τριγύρω φλεγόμενοι άνθρωποι έτρεχαν δώθε-κείθε. Ο Βόρκεραμ αναγνώρισε μερικούς. Ήταν από τους Εκλεκτούς του. Γαμώτο, Νορέλτα! Αυτή ήταν η σπουδαία σας καθοδήγηση; Καλύτερα να είχαμε μείνει σπίτι. Πόσο πιο χειρότερα πράγματα μπορεί να συνέβαιναν;
Ο Βόρκεραμ, οργισμένος, τινάχτηκε όρθιος. Θηκάρωσε το πιστόλι του και ξεθηκάρωσε ένα ξιφίδιο. Άρπαξε από τα μαλλιά τη μασκοφόρο που προσπαθούσε να σηκωθεί και την τράβηξε πίσω, μαζί του, προς το αναποδογυρισμένο φορτηγό των Εκλεκτών, ενώ εκείνη κλοτσούσε και κραύγαζε. Το χέρι της έπιασε ένα πιστόλι που ήταν θηκαρωμένο στον μηρό της· το τράβηξε– Ο Βόρκεραμ τής πάτησε τον καρπό. Η γυναίκα ούρλιαξε πίσω από τη μάσκα της, το όπλο έπεσε, έμεινε στο οδόστρωμα ενώ ο Βόρκεραμ συνέχιζε να τη σέρνει προς το φορτηγό.
Και τώρα της έβαλε τη λεπίδα του ξιφιδίου στον λαιμό. «Κάνε άλλη μια μαλακία και είσαι νεκρή!» γρύλισε.
Την έφερε δίπλα στο μεγάλο αναποδογυρισμένο όχημα, όπου δεν τον περίμενε μόνο η Ολντράθα πλέον αλλά και η Ζιλκάμα’μορ (ήταν καλά η μάγισσα, ευτυχώς), ο Μάικλ, ο Έκρελ, και μερικοί άλλοι Εκλεκτοί.
«Τι στον πούτσο του Κρόνου συμβαίνει, αρχηγέ;» είπε ο Μάικλ. «Ποιοι είν’ αυτοί–;»
«Μη βλασφημάς στο όνομα του Κρόνου, καριόλη,» τον διέκοψε ο Βόρκεραμ-Βορ. «Αυτό προσπαθώ να μάθω τώρα.» Τράβηξε τη μάσκα της γυναίκας που είχε φέρει μαζί του, την πέταξε παραδίπλα. Το πρόσωπό της ήταν γαλανόδερμο σαν το δικό του· τα μαλλιά της κόκκινα και μακριά ώς τους ώμους. Είχε μικρή μύτη και όψη παγιδευμένου θηρίου που είναι έτοιμο να σε δαγκώσει.
Το ξιφίδιο του Βόρκεραμ εξακολουθούσε να είναι στον λαιμό της. «Ποιοι είστε;» ρώτησε. «Γιατί μας χτυπάτε;»
Πυροβολισμοί και κραυγές αντηχούσαν παντού γύρω. Σκιές έτρεχαν και πηδούσαν πίσω από τους καπνούς και τις φωτιές.
«Ποιοι είστε;» φώναξε ο Βόρκεραμ όταν δεν πήρε απάντηση.
«Δεν ξέρεις;» γρύλισε η γυναίκα. «Θάπρεπε να ξέρεις, πληρωμένο κάθαρμα!»
Ο Βόρκεραμ γέλασε ξερά. «Πληρωμένος μόνο από τον Κρόνο, για την ώρα... Ποιοι είστε; Και γιατί μας χτυπάτε;»
«Ξέρεις πολύ καλά ποιοι είμαστε! Αυτοί που ήρθες να πολεμήσεις – αυτοί είμαστε! Δεν ξέρεις γιατί σε πληρώνουν;»
«Κανείς δεν με πληρώνει ακόμα, σου είπα. Και δεν μου απάντησες ποιοι είστε! Τελευταία φορά σε ρωτάω – Ποιοι διάολοι του Σκοτοδαίμονος είστε; – μετά δεν θα ξαναμιλήσουμε!» Πίεσε τη λεπίδα του στον λαιμό της, αίμα κύλησε πάνω στο γαλανό δέρμα της.
«Αυτοί που ήρθες να πολεμήσεις είμαστε! Και πες τους ότι ποτέ – ποτέ! – δεν θα μας υποτάξουν! Η Αμφίνομη θα–!»
«Ποιοι είστε;» Πίεσε περισσότερο το ξιφίδιο επάνω της· λίγο ακόμα και θα της έκοβε την καρωτίδα.
«Οι Πορφυροί Δικαστές είμαστε – ποιους άλλους περίμενες; Το μάθαμε! Μάθαμε για εσάς, καθάρματα! Σας περιμέναμε! Και σας περιμένουν κι άλλοι – θα σας σκοτώσουν όλους! Σκότωσέ με, πληρωμένο κάθαρμα, αλλά θα σας σκοτώσουν όλους!»
«Τι γαμημένες μαλακίες είν’ αυτές, γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος;» γρύλισε ο Βόρκεραμ βγάζοντας το ξιφίδιο ξαφνικά απ’τον λαιμό της. «Κανείς δεν μας έχει πληρώσει να πολεμήσουμε τους Πορφυρούς Δικαστές· απλά περνάμε απ’τη γαμημένη κωλοσυνοικία σας! Ταξιδιώτες είμαστε!»
Η γυναίκα στράφηκε να τον αντικρίσει με μάτια που γυάλιζαν οργισμένα, με δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλά της, να στάζουν στον λαιμό της και να αναμιγνύονται με το αίμα εκεί. «Ψεύτες πληρωμένοι!» σύριξε.
«Δε σου λέω ψέματα, γυναίκα! Απλά περνάμε, γαμώτο! Τι νομίζεις ότι κάναμε ακολουθώντας την Ψηλή Λεωφόρο προς τα βόρεια;»
Τα μάτια της στένεψαν, παρατηρώντας τον. Ύστερα τινάχτηκε όρθια και προς τα δίπλα, τρέχοντας μέσα στους καπνούς.
Ο Βόρκεραμ-Βορ θα μπορούσε να είχε, άνετα, τραβήξει το πιστόλι του και να της είχε πυροβολήσει τα πόδια. Αλλά δεν κινήθηκε από τη θέση του.
«Κάποιος,» είπε στους συντρόφους του, «παραπληροφορεί τον κόσμο σ’αυτή τη συνοικία...»
*
Όταν η επίθεση των Πορφυρών Δικαστών τελείωσε αλλά προτού ο Βόρκεραμ-Βορ προλάβει να δει τι ζημιές είχαν προκληθεί ακριβώς, πόσοι είχαν τραυματιστεί, και πόσοι είχαν σκοτωθεί, η Αστυνομία της Αμφίνομης μαζεύτηκε γύρω τους σαν γύπες του Κρόνου. Και οι αστυνομικοί ήταν όλο ερωτήσεις.
«Ποιος είναι επικεφαλής εδώ; Ποιος είναι ο αρχηγός σας;»
«Εγώ είμαι ο αρχηγός τους,» αποκρίθηκε ο Βόρκεραμ πλησιάζοντας.
«Πώς λέγεσαι–;»
«Αυτή είναι η προστασία που παρέχει η Αστυνομία στην Αμφίνομη; Περνάει κόσμος στην Ψηλή Λεωφόρο και δέχεται ρουκέτες απ’το πουθενά; Συμβαίνει αυτό καθημερινά εδώ πέρα;»
«Πώς λέγεσαι;» επέμεινε ο αστυνομικός.
«Το όνομά μου είναι Βόρκεραμ-Βορ,» απάντησε ο μισθοφόρος αγριοκοιτάζοντάς τον, «και έχουμε δηλώσει ότι μπήκαμε στη συνοικία σας από χτες βράδυ. Γνωρίζετε για εμάς. Κρατάτε, τουλάχιστον, αρχείο, ελπίζω!»
«Δε θα κρίνεις εσύ την Αστυνομία της Αμφίνομης, μισθοφόρε–»
Ο Βόρκεραμ τον άρπαξε απ’τον γιακά. «Άκουσε να δεις, μαλάκα. Μόλις χτυπηθήκαμε από–»
Οι άλλοι αστυνομικοί έπεσαν πάνω του, τραβώντας τον πίσω, μακριά από τον αρχηγό τους. Οι Εκλεκτοί έκαναν να υψώσουν όπλα, αλλά ο Βόρκεραμ τούς σταμάτησε με μια φωνή κι ένα νεύμα. «Δεν συμβαίνει τίποτα,» τους είπε. Και προς τον αρχηγό των αστυνομικών: «Μόλις χτυπηθήκαμε από ρουκέτες μες στη μέση της Ψηλής–!»
«Ακριβώς γι’αυτό θέλουμε να μάθουμε ποιοι είστε–»
«Σου είπα το όνομά μου! Ελέγξτε το αρχείο σας για να δείτε ποιοι είμαστε. Οι κάννες μας είναι αργυροσκέπαστες. Τι νομίζεις ότι είμαστε; Στρατός που κάνει εισβολή; Αυτοί που μας χτύπησαν ήταν οι Πορφυροί Δικαστές–»
«Το ξέρετε λοιπόν! Πώς το ξέρετε; Το περιμένατε ότι θα σας επιτίθονταν;»
«Είσαι σοβαρός!; Απλά περνούσαμε από την Αμφίνομη.»
«Μόλις είπες ότι ξέρατε πως είναι οι Πορφυροί Δικαστές. Πώς το ξέρατε;»
«Δεν το ξέραμε εκ των προτέρων, φυσικά! Μου το είπε μία απ’αυτούς–»
«Οι Πορφυροί Δικαστές δεν κάθονται να συζητήσουν όταν–»
«Ούτ’ αυτή κάθισε να πιούμε καφέ· την άρπαξα κι έβαλα το ξιφίδιό μου στον λαιμό της, γιατί ήθελα να μάθω ποιοι ήταν. Κανονικά, δεν έχουμε εχθρούς σε τούτα τα μέρη· δεν έχουμε ούτε καν ξαναπεράσει από εδώ! Αλλά αυτή η γυναίκα μού είπε ότι νόμιζαν πως κάποιοι μάς είχαν πληρώσει για να πολεμήσουμε τους Πορφυρούς Δικαστές – οι τοπικές αρχές, πιθανώς.»
«Μια στιγμή. Μια στιγμή.» Ο αστυνομικός έμοιαζε μπερδεμένος. «Οι Πορφυροί Δικαστές νόμιζαν ότι σας έχουμε πληρώσει για να τους πολεμήσετε;»
«Έτσι μου είπε.»
«Έχετε όντως κάνει συμφωνία με τον Πολιτάρχη μας; Ή με κάποιον επιχειρηματία; Αν είναι έτσι, καλύτερα να μου το πείτε–»
«Σου εξήγησα, γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος: απλώς περνάμε από εδώ. Τίποτα περισσότερο. Δεν ξέρω πώς αυτοί οι τρομοκράτες–»
«Πού είναι τώρα η γυναίκα που ανακρίνατε;»
«Έφυγε.»
«Έφυγε...» Ο αστυνομικός τον ατένιζε με δυσπιστία, σαν να είχε ξαφνικά συμπεράνει πως όλα όσα τού έλεγε ο Βόρκεραμ ήταν παραμύθια.
«Μου ξεγλίστρησε.»
«Δεν είπες ότι είχες το ξιφίδιό σου στον λαιμό της και ότι–;»
«Καταλαβαίνεις ότι παντού γύρω μας γίνονταν εκρήξεις και ο ένας πυροβολούσε τον άλλο;» φώναξε ο Βόρκεραμ-Βορ. «Ή, μήπως, δεν ήσουν εδώ πιο πριν και τώρα μόλις ήρθες;»
«Εδώ ήμουν,» αποκρίθηκε ο αστυνομικός μοιάζοντας προσβεβλημένος. «Από την αρχή εδώ ήμουν. Ήρθα μόλις ειδοποιηθήκαμε για–»
«Θα έπρεπε να είχατε ειδοποιηθεί νωρίτερα! Προτού πέσουν οι ρουκέτες. Μετά ήταν αργά.»
«Μην προσπαθείς να μας υποδείξεις πώς να κάνουμε τη δουλειά μας!»
«Κάποιος πρέπει να σας το ‘υποδείξει’,» μούγκρισε ο Βόρκεραμ. «Τώρα όμως προέχει να κοιτάξω πώς είναι οι άνθρωποί μου· δεν έχω άλλο χρόνο για σαχλαμάρες. Ένα, πάντως, είναι το βέβαιο: Κάπως οι τρομοκράτες παραπληροφορούνται σε τούτη τη συνοικία. Κι αυτό είναι πιο τρομαχτικό από τους ίδιους τους τρομοκράτες.» Έστρεψε την πλάτη στον αστυνομικό και βάδισε προς τους μισθοφόρους του.
*
Η Ολντράθα ήταν πλάι στους τραυματίες, παρατηρώντας τα σημάδια που της έδινε η Πόλη γι’αυτούς, δένοντας τραύματα, σώζοντας ζωές. Με μια ματιά μόνο, μπορούσε αμέσως να καταλάβει ποιοι είχαν περισσότερη ανάγκη, ποιοι ήταν ετοιμοθάνατοι που μπορούσαν να σωθούν, ποιοι ήταν ετοιμοθάνατοι που δεν μπορούσαν να σωθούν, ποιοι πονούσαν πιο πολύ, ποιοι ήταν πιο σοβαρά χτυπημένοι...
Τα ιατρικά της σύνεργα τα είχε στην τσάντα που κρεμόταν από τον ώμο της, και τώρα τα χρησιμοποιούσε για να περιποιηθεί έναν από τους μισθοφόρους του Ριχάρδου του Τρομερού ο οποίος ήταν καμένος από τις φλόγες και ξαπλωμένος στο οδόστρωμα. Πριν από λίγο βογκούσε και γρύλιζε, και η Ολντράθα τού είχε κάνει αμέσως μια καταπραϋντική ένεση.
Σκιές έπεσαν δίπλα της.
Τρεις σκιές.
Η Ολντράθα δεν έπαψε τη δουλειά της. «Είστε καλά, Αδελφές μου;»
«Δε χρειαζόμαστε την περιποίηση που χρειάζεται ο ξαπλωμένος φίλος σου,» αποκρίθηκε η Άνμα. «Μόνο το όχημά μου χτυπήθηκε λιγάκι.»
«Επειδή,» πρόσθεσε η Νορέλτα, «η Άνμα έστριψε εγκαίρως. Αλλιώς η πρώτη ρουκέτα θα μας είχε διαλύσει.»
«Λένε πως ήταν οι Πορφυροί Δικαστές...» είπε η Φοριντέλα-Ράο.
«Ναι.» Η Ολντράθα είχε κάνει ό,τι μπορούσε για τον τραυματία, και σηκώθηκε όρθια τώρα. «Ο Βόρκεραμ έπιασε μία απ’αυτούς και τη ρώτησε. Κι εκείνη το διαβεβαίωσε: είπε ότι ήταν οι Πορφυροί Δικαστές, και ότι είχαν μάθει πως εμείς ερχόμαστε για να τους πολεμήσουμε, πληρωμένοι από κάποιους – τον Πολιτάρχη της Αμφίνομης ίσως. Γι’αυτό μάς επιτέθηκαν.»
«Η Κορίνα...» μουρμούρισε η Νορέλτα-Βορ· και πιο δυνατά: «Αυτή το έκανε.»
«Έχει επιρροή επάνω στους Πορφυρούς Δικαστές;» απόρησε η Ολντράθα.
«Η Κορίνα έχει επιρροή επάνω σ’όποιον θέλει,» τη διαβεβαίωσε η Νορέλτα.
Ο Βόρκεραμ-Βορ τις πλησίασε. Άρπαξε την Άνμα από το μπράτσο. «Υποτίθεται ότι θα μας οδηγούσες!»
Η Θυγατέρα τον έσπρωξε – «Αυτό έκανα!» – αλλά εκείνος δεν την άφησε.
«Θα μας οδηγούσες από ασφαλή μέρη επειδή έχεις... ιδιαίτερη σχέση με την Πόλη! Έτσι δεν έλεγες;»
Η Άνμα τον έσπρωξε ξανά, και ήταν έτοιμη να τον γρονθοκοπήσει αν δεν την άφηνε, αλλά ο Βόρκεραμ την άφησε. «Δε μπορώ να προβλέψω τα πάντα,» του απάντησε. «Τι νομίζεις ότι είμαι;»
«Σε είχαμε προειδοποιήσει για την Κορίνα,» του είπε η Νορέλτα, «δεν σε είχαμε προειδοποιήσει;»
«Ποια Κορίνα; Αυτοί ήταν οι Πορφυροί Δικαστές!»
«Η Κορίνα τούς υποκίνησε εναντίον μας· δεν υπάρχει αμφιβολία.»
«Νόμιζαν ότι ερχόμαστε να τους πολεμήσουμε–»
«Η Κορίνα,» τόνισε ξανά η Νορέλτα, «τους υποκίνησε. Τι δεν καταλαβαίνεις;»
«Εκείνο που καταλαβαίνω,» μούγκρισε ο Βόρκεραμ, «είναι ότι έχουμε τις ζημιές του Σκοτοδαίμονος τώρα! Και τραυματίες, και νεκρούς!»
Η Ολντράθα είχε, εν τω μεταξύ, απομακρυνθεί πηγαίνοντας να βοηθήσει κι άλλους, όσους μπορούσε, ενώ νοσοκομειακά οχήματα ακούγονταν να έρχονται.
Η Νορέλτα είπε: «Μακάρι να είχαμε καταφέρει να το αποτρέψουμε. Αλλά μην περιμένεις θαύματα από εμάς.»
«Εσείς αρχίσατε να μου λέτε για θαύματα πρώτες. Μου είπατε πως ‘είδατε’ ότι θα προσπαθούσαν να με δολοφονήσουν. Τώρα γιατί δεν–;»
«Το είδαμε κι αυτό,» τον διέκοψε η Άνμα, «αλλιώς καμια από εμάς τις τρεις δεν θα ήταν τώρα ζωντανή. Η πρώτη ρουκέτα σημάδευε το όχημά μου. Διέκρινα ότι ήταν ενέδρα και έστριψα αμέσως και την απέφυγα.»
«Θα μπορούσες να μας είχες οδηγήσει από άλλο δρόμο εξαρχής,» είπε ο Βόρκεραμ.
«Η Πόλη δεν με είχε ειδοποιήσει από πριν–»
«Τι καλό κάνει αυτή η ‘Πόλη’, τότε;»
«Η Ψηλή Λεωφόρος είναι μεγάλος δρόμος, Βόρκεραμ. Χιλιάδες πολεοσημάδια τη γεμίζουν· ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να διακρίνεις κάτι τέτοιο από μακριά;»
«Όχι, η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω,» αποκρίθηκε ο Βόρκεραμ-Βορ, μοιάζοντας να νομίζει ότι του έλεγαν μπούρδες για να τον τουμπάρουν.
«Είναι πολύ δύσκολο, πίστεψέ με,» του είπε η Άνμα.
«Καλύτερα να είχαμε μείνει στην Ανακτορική Συνοικία, νομίζω εγώ, που δεν βλέπω ούτε ‘σημάδια’ ούτε άλλες τέτοιες μαλακίες!»
«Μην είσαι και πολύ σίγουρος,» του είπε η Νορέλτα. «Αφού η Κορίνα κατάφερε να κάνει κάτι τόσο άσχημο εδώ, ενόσω ταξιδεύαμε, φαντάσου τι θα μπορούσε να κάνει αν ήσουν σταθερός σ’ένα μέρος.»
Ο Βόρκεραμ δεν αποκρίθηκε· κουνώντας το κεφάλι οργισμένα, απομακρύνθηκε από τις δύο Θυγατέρες και τη Φοριντέλα-Ράο.
«Έχει κάποιο δίκιο, πάντως,» είπε η Άνμα. «Πρέπει να είμαστε πιο προσεχτικές από δω και στο εξής. Αν και... δε φανταζόμουν ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει μες στη μέση της Ψηλής Λεωφόρου τόσο εύκολα. Ήταν σαν να ήξεραν ότι οπωσδήποτε θα ερχόμασταν από εδώ, καθώς και ακριβώς τη στιγμή που θα περνούσαμε...»
«Σου είπα, Άνμα: η Κορίνα βλέπει το μέλλον χρησιμοποιώντας το φυλαχτό.»
Η Άνμα μόρφασε κουρασμένα. «Τότε, ίσως ποτέ να μη φτάσουμε στις συνοικίες του Ριγοπόταμου μαζί με τον Βόρκεραμ. Αν σε κάθε συνοικία μπορεί να στέλνει τρομοκράτες να–»
«Δεν υπάρχουν Πορφυροί Δικαστές σ’όλες τις συνοικίες.»
«Υπάρχουν όμως άλλοι. Διάφοροι. Τα καθάρματα δεν είναι λίγα στην Ατέρμονη Πολιτεία, Νορέλτα. Πρέπει να είμαστε προσεχτικές. Πολύ προσεχτικές.»
Ενώ η Μιράντα και η Εύνοια απορρίπτουν το ένα σχέδιο κατόπιν του άλλου, οι Νομάδες των Δρόμων ακούνε ουρλιαχτά που τους εξοργίζουν και τους βάζουν σε δράση καταστροφική: ένας παρατηρητής καταγράφει τα δρώμενα και, σύντομα, ολάκερη η Β’ Κατωρίγια μαθαίνει για τον κίνδυνο: και οι δύο Θυγατέρες παίρνουν αποφάσεις.
Πήγαν σ’ένα ξενοδοχείο στην Τετράφωτη, νότια του Ελάσματος, για να ξεκουραστούν και να συζητήσουν. Ήταν νύχτα, και ο Κλαρκ ήρθε μαζί τους, αλλά τους είπε ότι δεν θα έμενε στο ξενοδοχείο, θα έφευγε σύντομα. Και πράγματι δεν κάθισε πολύ, όμως κάθισε αρκετά ώστε να κουβεντιάσουν οι τρεις τους τι μπορούσε να γίνει με τους Νομάδες των Δρόμων.
Η Εύνοια τον ρώτησε αν ήταν δυνατόν να κάνει το Φαντασκεύασμα να εμφανίσει μια είσοδό του μέσα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης ώστε να πάρουν έτσι τους Νομάδες από εκεί. Αλλά ο Κλαρκ αποκρίθηκε ότι αυτό δεν ήταν εφικτό. Κατά πρώτον, για να παρουσιάσει κάπου το Φαντασκεύασμα μια είσοδό του, έπρεπε να είναι σε σημείο που κανείς εκείνη τη στιγμή δεν παρατηρούσε. «Η πραγματικότητα μιας διάστασης, όταν δεν έχει παρατηρητή, είναι πιο ευμετάβλητη. Όταν έχει παρατηρητή, δεν είναι απλή υπόθεση να την αλλοιώσεις. Και, απ’ό,τι καταλαβαίνω, το στρατόπεδο παρακολουθείται συνεχώς από τους φρουρούς· και σε όσα σημεία δεν κοιτάζουν οι φρουροί θα κοιτάζουν οι Νομάδες.» Αλλά, ακόμα κι αν κατάφερνε να εμφανίσει μια είσοδο του Φαντασκευάσματος εκεί μέσα, πάλι δεν θα ήταν εύκολο να μπουν οι Νομάδες στο Φαντασκεύασμα και να φύγουν. Η είσοδός του ήταν μικρή· αποκλείεται να προλάβαιναν να περάσουν παραπάνω από καμια τριανταριά άνθρωποι προτού οι φρουροί καταλάβουν τι συνέβαινε – ή, τουλάχιστον, καταλάβουν ότι κάτι ύποπτο συνέβαινε – κι αρχίσουν να χτυπάνε τους άλλους ή να τους ακινητοποιούν. Εκτός αυτού, το Φαντασκεύασμα ήταν μια κινούμενη ενδοδιάσταση την οποία ο Κλαρκ δεν είχε κατασκευάσει για να μεταφέρει μεγάλα πλήθη· σίγουρα θα κατέρρεε, είπε, αν έβαζε μέσα όλους τους Νομάδες – πάνω από τριακόσιους-εξήντα ανθρώπους! – δεν θα χωρούσαν.
«Εντάξει,» αποκρίθηκε η Εύνοια, «τότε θα βρούμε άλλο τρόπο. Με τους κρυφούς δρόμους, ίσως...» Κοίταξε τη Μιράντα. «Αν μπαίναμε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης με τον Δρόμο της Μεταφοράς ή τον Δρόμο της Εξαφάνισης;»
«Και μετά τι;» έθεσε το ερώτημα, προβληματισμένη, η Μιράντα, καθώς κάθονταν αντικριστά στα κρεβάτια τους και ο Κλαρκ βημάτιζε μες στο δωμάτιο με τα χέρια σταυρωμένα εμπρός του. «Ας πούμε ότι μπαίνουμε έτσι. Με τον Δρόμο της Μεταφοράς νομίζω ότι θα μπορούσα να το καταφέρω. Μετά πώς θα βγάλουμε τους Νομάδες από εκεί; Δε γίνεται να τους πάρω μαζί μου μέσω του κρυφού δρόμου. Απλά θα παγιδευτώ κι εγώ μες στο περιτείχισμα. Και δεν θα μπορώ να χρησιμοποιήσω πάλι τον Δρόμο της Μεταφοράς για να φύγω.»
Η Εύνοια άρχισε να φαίνεται πιο νευρική από πριν – και εξαρχής ήταν αρκετά νευρική. «Τους βρήκαμε, δηλαδή, και δεν μπορούμε να τους σώσουμε;» έκανε απότομα. «Τι προσπαθείς να μου πεις, Μιράντα;»
«Τίποτα δεν προσπαθώ να σου πω. Απλώς σκέφτομαι μαζί σου. Δεν γίνεται να τους ελευθερώσω μέσω του Δρόμου της Με–»
«Μπορούμε όμως να μπούμε κι εμείς μέσα και να... να στήσουμε, ίσως – κάτι – να καταστρώσουμε κάποιο σχέδιο – κάτι να κάνουμε.»
«Κι αν απλά παγιδευτούμε κι εμείς, Εύνοια;»
«Καλύτερα να είμαι μαζί με τους Νομάδες! Εγώ έφταιγα που–»
«Δεν καταλαβαίνεις πόσο μεγάλο είναι το πρόβλημα; Αν παγιδευτούμε εκεί μέσα, δεν θα είμαστε αόρατες ανάμεσα στους υπόλοιπους. Η Κορίνα θα το ξέρει ότι βρισκόμαστε εκεί. Ακόμα κι αν τα πολεοσημάδια δεν της δείξουν ότι υπάρχουν εισβολείς – πράγμα απίθανο – θα το δει μέσω του φυλαχτού. Θα έχουμε ουσιαστικά κάνει τη δουλειά της: θα έχουμε πέσει από μόνες μας μέσα σ’ένα κλουβί – και δεν θα έχουμε ελευθερώσει και τους Νομάδες.»
Η Εύνοια αναστέναξε. «Έχεις δίκιο,» παραδέχτηκε. Άναψε τσιγάρο, φύσηξε τον καπνό προς τα κάτω. «Έχεις δίκιο... γαμώτο.» Δάγκωσε το χείλος της.
Η Μιράντα ποτέ ξανά δεν την είχε δει τόσο εκνευρισμένη, τόσο ταραγμένη, τόσο φοβισμένη, τόσο πολύ... τόσο πολύ εναντίον του εαυτού της, μα τον Κρόνο! Κατηγορούσε τον εαυτό της, ό,τι κι αν της έλεγε η Μιράντα.
Η Εύνοια στράφηκε στον Κλαρκ. «Δε μπορείς κάπως να ανατινάξεις την πύλη; Να γκρεμίσεις τους τοίχους;»
«Θα μπορούσα,» αποκρίθηκε εκείνος. «Αλλά έχω κανόνα να μην παρεμβαίνω στις πολιτικές υποθέσεις της Ατέρμον–»
«Ποιες πολιτικές υποθέσεις;» πετάχτηκε η Εύνοια. «Σ’το ζητάμε σαν χάρη! Είναι για–»
«Εύνοια,» τη σταμάτησε η Μιράντα. «Ο Κλαρκ έχει ήδη κάνει πολλά για εμάς. Δεν είναι υποχρεωμένος.»
Η Εύνοια αναστέναξε ξανά, μοιάζοντας να καταλαβαίνει. «Με συγχωρείς,» είπε στον Μάγο. «Αλλά...» Κόμπιασε.
«Κατανοώ πώς νιώθεις,» αποκρίθηκε εκείνος. «Δε νομίζω, όμως, πως ακόμα κι αν γκρέμιζα τα τείχη θα έλυνα το πρόβλημά σας.»
«Ακριβώς αυτό ήθελα να πω κι εγώ,» τόνισε η Μιράντα. «Πού θα πάνε, μετά, τόσοι Νομάδες; Θα γίνει ανθρωποκυνηγητό μες στη Β’ Κατωρίγια. Πρέπει να βρεθεί μια άλλη λύση, Εύνοια.»
«Τι λύση; Μέχρι στιγμής, ό,τι προτείνω το απορρίπτεις!»
«Θα ήθελες πραγματικά να προσπαθήσεις αυτά που προτείνεις;»
«Δεν ξέρω, Μιράντα! Πάντως, θα κάνω κάτι. Δεν πρόκειται να τους εγκαταλείψω. Ακόμα κι αν είναι ανόητο αυτό που τελικά θα κάνω, θα το κάνω.»
«Δε θα σ’αφήσω να πας να σκοτωθείς. Ούτε να πέσεις στα χέρια της Κορίνας.»
Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν ξαφνικά, και ήταν και τα δύο οργισμένα. Άγρια.
«Δε μπορείς να με σταματήσεις, Μιράντα.»
«Μπορώ, και το ξέρεις.»
Η Εύνοια χτύπησε τη γροθιά της στο στρώμα, σηκώθηκε απότομα όρθια. «Θα κάνω ό,τι νομίζω!»
Και η Μιράντα σηκώθηκε όρθια, ακριβώς μπροστά της. Την έπιασε απ’τους ώμους. «Συγνώμη,» της είπε. «Συγνώμη. Δεν ήθελα ν’ακουστεί έτσι. Γνωρίζεις πόσο σ’αγαπώ.» Την αγκάλιασε, σφιχτά.
Αλλά η Εύνοια ήταν μουδιασμένη μες στην αγκαλιά της· δεν αισθανόταν τη ζεστασιά που ήθελε να της στείλει η Αδελφή της· τα νεύρα της ήταν τσιτωμένα.
«Δε θέλω να πάθεις κακό,» της είπε η Μιράντα, αφήνοντάς την.
«Θα κάνω τα πάντα για τους Νομάδες. Με εμπιστεύτηκαν, Μιράντα... και δες πού κατέληξαν...» Δάκρυα στα μάτια της, ξανά.
«Θα τους ελευθερώσουμε.»
Συνέχισαν να κάνουν υποθετικά σχέδια, τα οποία πάντα απέρριπταν ύστερα από λίγο. Τίποτα δεν τους φαινόταν ικανοποιητικό. Ήταν πολύ δύσκολο να πάρεις πάνω από τριακόσιους-εξήντα ανθρώπους άθικτους και αβλαβείς μέσα από ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης τόσο καλά φρουρούμενο. Φρουρούμενο όχι μόνο από απλούς φύλακες αλλά και από την πιο διαβολική Θυγατέρα της Πόλης που ήξεραν να υπάρχει στη Ρελκάμνια. Αν υπήρχε χειρότερη από την Κορίνα, καμια τους δεν την είχε ακούσει.
Στο τέλος, η Μιράντα είπε: «Μόνο κάνοντας κάτι με την Κορίνα θα μπορέσουμε να τους ελευθερώσουμε, μου φαίνεται.» Αλλά η ώρα ήταν τόσο προχωρημένη και ήταν τόσο κουρασμένες που δεν μπορούσαν να σκεφτούν τίποτα.
Ο Κλαρκ τούς πρότεινε: «Καλύτερα να συνεχίσετε το πρωί. Εγώ τώρα πρέπει να πηγαίνω.»
«Μπορούμε να σε ξανακαλέσουμε;» ρώτησε η Εύνοια.
«Φυσικά. Η Μιράντα ξέρει πώς.»
«Θα πρέπει δηλαδή πάλι να μεταφερθούμε στη Σκορπιστή; Δεν έχεις κανονικό επικοινωνιακό δίαυλο κάπου κοντά;»
Ο Κλαρκ δίστασε προς στιγμή. Ύστερα είπε: «Εντάξει. Αν και, γενικά, προτιμώ να μη δίνω τίποτα που μπορεί κάποιος να εντοπίσει για να βρει το σπίτι μου.» Πάτησε δυο πλήκτρα στο ρολόι του και ένα μπιπ! ακούστηκε από τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της Μιράντας που ήταν ακουμπισμένος στο κομοδίνο. «Τώρα,» της είπε ο Κλαρκ, «έχεις τον τηλεπικοινωνιακό κώδικα του διαύλου του σπιτιού μου.»
«Δεν πρόκειται να τον μάθει κανείς άλλος,» τον διαβεβαίωσε εκείνη. «Έτσι κι αλλιώς, προτιμώ το Φαντασκεύασμα, που μπορεί να με βρει οπουδήποτε στην Ατέρμονη Πολιτεία,» πρόσθεσε μειδιώντας. Αν μη τι άλλο, αυτό ταίριαζε περισσότερο με τη νομαδική ζωή των Θυγατέρων. Το σπίτι του Κλαρκ ήταν κάπου στην Α’ Κατωρίγια· το Φαντασκεύασμα ήταν παντού, αρκεί να το καλούσες από τα σωστά σημεία.
Ο Μάγος ένευσε εν είδει χαιρετισμού και έφυγε από το δίκλινο δωμάτιο.
Οι δύο Θυγατέρες, μετά δυσκολίας, κοιμήθηκαν, αφού η Μιράντα ύφανε μια Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως στην πόρτα και στο παράθυρο του δωματίου, για καλό και για κακό. Η Φρουρά, άλλωστε, τις είχε κυνηγήσει. Νυχτερινοί εισβολείς, αν και λιγάκι απίθανοι, δεν αποκλείονταν τελείως. Η μαγγανεία θα την ξυπνούσε ακόμα κι από βαθύ ύπνο αν κάποιος επιχειρούσε να μπει.
*
Το πρωί, συζήτησαν ξανά, ενώ έπιναν καφέ και έτρωγαν ένα πρόχειρο πρωινό μες στο δωμάτιό τους. Αλλά πάλι δεν μπορούσαν να βρουν καμια λύση στο πρόβλημά τους. Και η Μιράντα έβλεπε την απόγνωση στην όψη της Εύνοιας, και φοβόταν ότι η Αδελφή της θα έκανε κάτι πολύ, πολύ ανόητο.
Δε μπορώ να την αφήσω να σκοτωθεί, ή να πέσει στα χέρια της Κορίνας. Γιατί μετά η Κορίνα θα τη χρησιμοποιήσει για να εκβιάσει εμένα· δεν υπάρχει αμφιβολία γι’αυτό. Εμένα θέλει, κυρίως. Από εκεί ξεκινούν όλα.
Αν μη τι άλλο, η Εύνοια εμένα θα έπρεπε να κατηγορεί για τη φυλάκιση των Νομάδων. Εγώ είμαι, ουσιαστικά, υπεύθυνη. Αλλά η Εύνοια την αγαπούσε πολύ για να την κατηγορήσει. Ποτέ δεν θα με κατηγορούσε. Ίσως ούτε καν να περνά απ’το μυαλό της.
Ω Εύνοια... δεν έπρεπε ποτέ να είχα μείνει με τους Νομάδες, Αδελφή μου...
Και τώρα, πώς μπορούσε να διορθώσει το κακό που είχε προκαλέσει στην Εύνοια και τους πιστούς της ακόλουθους;
*
«Εσύ! Εσύ είσαι ο Κοντός Φριτς, που λένε, έτσι;»
Ο Θόρινταλ στράφηκε για να δει μερικούς φρουρούς να πλησιάζουν κι έναν απ’αυτούς να δείχνει τον αρχηγό των Πνευμάτων, ο οποίος δεν καθόταν μακριά από τον σαμάνο. Κι εκεί κοντά, επίσης, ήταν η Λάρνια, ο Σκέλεθρος, η Τζουλιάνα η ιέρεια του Κρόνου, ο Εύθυμος και ο Ρίμναλ, η Σορέτα και η Ηχώ.
«Ποιος ρωτά;» αποκρίθηκε ο Φριτς.
«Σου φαίνεται να κάνουμε πλάκα; Είσαι ο Κοντός Φριτς, σωστά; Έλα μαζί μας. Σήκω πάνω!»
«Να πας να γαμηθείς. Δεν παίρνω διαταγές από εσάς. Πείτε μου τον λόγο και–»
Οι φρουροί κρατούσαν ρόπαλα, και τώρα, με το πάτημα ενός κουμπιού, ενέργεια άρχισε να τα διατρέχει, τρίζοντας και σπινθηρίζοντας. «Σήκω πάνω, κοντέ. Τώρα.»
Ο Φριτς σηκώθηκε. Αλλά όχι μόνος: Σηκώθηκαν κι όλοι οι υπόλοιποι συγχρόνως μαζί του, σαν να ήταν συνεννοημένοι. Ο Ανδρόνικος, ο σκύλος του Σκέλεθρου, γάβγισε και γρύλισε άγρια προς τους φρουρούς.
«Μην κάνετε τίποτα που θα το μετανιώσετε,» τους απείλησε ο άντρας που μιλούσε και πριν, στενεύοντας τα μάτια.
«Γιατί θέλετε τον Φριτς;» ρώτησε η Σορέτα.
«Δε δίνουμε λόγο σ’εσάς. Όποιον θέλουμε παίρνουμε, ό,τι ώρα θέλουμε.» Και προς τον Κοντό, γνέφοντάς του με το χέρι: «Έλα μαζί μας. Τώρα.»
Η Ηχώ στάθηκε πλάι στον Φριτς, από τα δεξιά. (Σαν ποτέ να μην είχαν πολεμήσει οι δυο τους, παρατήρησε ο Θόρινταλ. Σαν ποτέ να μην είχαν χτυπηθεί αναμεταξύ τους για την αρχηγία των Νομάδων.) Και από τ’αριστερά του στάθηκε η Σορέτα. Ο Εύθυμος και ο Ρίμναλ στάθηκαν μπροστά του. (Ο Ρίμναλ. Σαν ποτέ να μη μας είχε προδώσει.) Ο Ανδρόνικος γαβγίζοντας τινάχτηκε μπροστά από τον Εύθυμο και τον Ρίμναλ, δείχνοντας τα δόντια του. Ο Σκέλεθρος κράτησε το παράξενο ραβδί του – καμωμένο από λάστιχα, χαρτιά, ξύλα, κλωστές, χάντρες – σαν να ήταν έτοιμος να το χρησιμοποιήσει. Η Τζουλιάνα έβαλε το χέρι της μέσα στην κάπα της (πιάνοντας κάποιο όπλο;). Η Λάρνια έσφιξε τις γροθιές και συσπειρώθηκε όπως η μεγάλη γάτα της, η νεκρή Γιάαμκα.
Τι κάνω εγώ και στέκομαι έτσι σαν μαλάκας και τους κοιτάζω; απόρησε ο Θόρινταλ, και πλησίασε τη Λάρνια, αν κι έβλεπε πως ο αγώνας θα ήταν άνισος. Τα ρόπαλα των φρουρών ήταν ενεργειακά, και κανείς από τους Νομάδες δεν είχε όπλο· τους τα είχαν πάρει εξαρχής. (Ίσως μόνο η Τζουλιάνα και μερικοί άλλοι να είχαν καταφέρει να κρύψουν κανένα μικρό στιλέτο.)
Οι Νομάδες που βρίσκονταν γύρω από εκεί όπου στέκονταν ο Κοντός Φριτς, ο Θόρινταλ, και οι υπόλοιποι είδαν τι συνέβαινε και σηκώθηκαν κι εκείνοι, μοιάζοντας έτοιμοι να χιμήσουν.
«Κάντε αυτό που σκέφτεστε,» απείλησε μεγαλόφωνα ο φρουρός, «και όλοι θα το μετανιώσετε!»
Μερικοί ακόμα φρουροί φάνηκαν να έρχονται, και δεν είχαν ρόπαλα στα χέρια: είχαν πιστόλια και τουφέκια. Για ενεργειακά έμοιαζαν στον Θόρινταλ, όχι για πυροβόλα· αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι οι Νομάδες μπορούσαν να τους αντιμετωπίσουν.
Προς στιγμή, οι δύο παρατάξεις στέκονταν λες και κρατούσαν την αναπνοή τους. Οι πάντες τσιτωμένοι. Οι φρουροί είχαν υψώσει τις κάννες τους, σημάδευαν τους Νομάδες από δω κι από κει. Ο Θόρινταλ, κοιτάζοντας με τις άκριες των ματιών του αυτούς στα τείχη, είδε πως κι εκείνοι ήταν σε ετοιμότητα. Είχαν σηκώσει τουφέκια – πιθανώς ενεργειακά επίσης.
«Εντάξει,» είπε τελικά ο Φριτς, με βαριά φωνή. «Έρχομαι.»
«Όχι!» Η Ηχώ άρπαξε τον ώμο του. «Να μας πουν πρώτα τι θέλουν.»
«Μην το ζορίζεις. Γνωρίζουμε τι θέλουν. Να μάθουν αυτά που δεν ξέρουμε για τον γαμημένο Ποιητή. Ή εγώ θα πάω ή θα μας χτυπήσουν όλους.»
«Ας μας χτυπήσουν όλους, τότε, Φριτς!» φώναξε ένας Νομάδας από δίπλα: και δεν ήταν καν της συμμορίας των Πνευμάτων των Δρόμων.
«Η Εύνοια δεν θα το ήθελε!» δήλωσε μεγαλόφωνα ο Φριτς. «Άρα, ούτε εγώ δεν το θέλω.» Και, παραμερίζοντας την Ηχώ, περνώντας ανάμεσα από τον Εύθυμο και τον Ρίμναλ, και διπλά από τον Ανδρόνικο που γρύλιζε, πλησίασε τους φρουρούς. «Μείνετε πίσω!» είπε στους Νομάδες. Και κανείς τους δεν κουνήθηκε.
Οι φρουροί οδήγησαν τον Κοντό Φριτς μέσα στη μεγάλη σκηνή παραπλεύρως της πύλης του στρατοπέδου συγκέντρωσης.
Οι Νομάδες περίμεναν, τσιτωμένοι.
Αλλά δεν χρειάστηκε να περιμένουν πολύ προτού ακούσουν τις πρώτες κραυγές από το εσωτερικό της σκηνής.
«Τον βασανίζουν!» φώναξε η Ηχώ, και πετάχτηκε όρθια, οργισμένη.
Ο Βόσριλαμ ο Σάρντλιος, που τώρα είχε έρθει κοντά τους, είπε: «Πάμε, γαμώ τα μούσια του Κρόνου γαμώ! Πάμε να τον πάρουμε από κει!»
«Τι λες, ανόητε;» φώναξε η Τζουλιάνα. «Θα σας τσακίσουν!»
«Δε θα καθίσουμε να τον ακούμε να ουρλιάζει, ιέρεια! Είμαστε πάνω από τρακόσοι άνθρωποι εδώ· θα τους χιμήσουμε και–!»
«Όχι!» του είπε η Σορέτα, αρπάζοντάς τον από το μεγάλο χέρι του. «Θες να φέρεις καταστροφή; Υπομονή. Η Εύνοια δεν μας έχει ξεχάσει· θα έρθει για εμάς.»
«Μέχρι στιγμής, τίποτα δεν έχει γίνει, Σορέτα. Ώς πότε θα κάνουμε ‘υπομονή’, ε; Μετά απ’τον Φριτς, ποιους άλλους θα βασανίσουν;»
«Ούτε τον Φριτς δεν μπορούμε να τους αφήσουμε να βασανίσουν!» είπε η Ηχώ, έντονα. «Πάμε!» Και φώναξε προς τους Νομάδες: «Πάμε να σταματήσουμε αυτά τα τέρατα που βασανίζουν τον Φριτς! Ποιοι είναι μαζί μας; Ποιοι είναι μαζί μας; Ελάτε! Ελάτε!»
«Όχι!» ούρλιαξε η Σορέτα. «ΟΧΙ!»
Αλλά ήταν ήδη αργά. Πολλοί Νομάδες ακούγοντας τις κραυγές του Φριτς είχαν εξοργιστεί. Ακολούθησαν την Ηχώ και τον Βόσριλαμ που έτρεχαν προς τη μεγάλη σκηνή δίπλα στην πύλη του στρατοπέδου.
Η Λάρνια έκανε επίσης να πάει μαζί τους, αλλά ο Θόρινταλ την έπιασε απ’το χέρι. «Όχι!» της είπε. «Όχι, γαμώτο! Θα τους χτυπήσουν, Λάρνια! Θα τους χτυπήσουν. Σε παρακαλώ, μα τον Κρόνο – σε παρακαλώ!» Εκείνη τον είχε ήδη κλοτσήσει στην κνήμη μες στη οργή και στη φούρια της, αλλά ο Θόρινταλ δεν την είχε αφήσει, συνεχίζοντας να την κρατά. Και τώρα η Λάρνια χαλάρωσε, κι έμεινε πίσω.
Ενώ η καταστροφή για την οποία είχε προειδοποιήσει η Σορέτα γινόταν πραγματικότητα.
Οι φρουροί από τα τείχη και οι φρουροί που στέκονταν μπροστά στην πύλη και γύρω από τη μεγάλη σκηνή άρχισαν να βάλλουν κατά της Ηχώς, του Βόσριλαμ, και των άλλων με ενεργοβόλα όπλα. Φωτεινές ριπές εκτοξεύονταν από κάννες, χτυπώντας ανθρώπους – αναισθητοποιώντας τους ή μουδιάζοντας τα μέλη τους. Σώματα έπεφταν στη γη. Κραυγές αντηχούσαν.
«ΜΕΙΝΕΤΕ ΠΙΣΩ!» αντήχησε η φωνή μιας φρουρού από τηλεβόα. «ΜΕΙΝΕΤΕ ΠΙΣΩ! ΘΑ ΣΑΣ ΠΥΡΟΒΟΛΗΣΟΥΜΕ!»
Η Ηχώ είχε πέσει, αλλά ο Βόσριλαμ και τέσσερις άλλοι βρίσκονταν μπροστά στη μεγάλη σκηνή, ορμώντας καταπάνω στους φρουρούς εκεί, αρπάζοντας τα ενεργειακά τουφέκια και πιστόλια από τα χέρια τους, γρονθοκοπώντας τους, κλοτσώντας τους, σωριάζοντάς τους μελανιασμένους, αιμόφυρτους.
Ο Βόσριλαμ παραμέρισε την κουρτίνα της σκηνής–
πυροβολισμός!
–και τινάχτηκε πίσω, χτυπημένος στο στήθος, με τα ρούχα του ποτισμένα αίμα. Παραπατώντας, έπεσε.
Οι άλλοι τέσσερις Νομάδες, κραυγάζοντας, εισέβαλαν στη σκηνή. Κι άλλοι πυροβολισμοί αντήχησαν, και μεγάλος σαματάς.
Η πύλη του στρατοπέδου άνοιξε για να μπουν περισσότεροι φρουροί.
«ΤΩΡΑ!» βροντοφώναξε ένας από τους Νομάδες που δεν είχαν ορμήσει πριν – ένας από τους περισσότερους, δηλαδή. «Τώρα είναι η ευκαιρία να φύγουμε! Πάνω τους! – πάνω τους! – ΠΑΝΩ ΤΟΥΣ!»
Και ο Θόρινταλ είδε, τρομοκρατημένος, τους Νομάδες να εφορμούν σαν να είχαν φρενιάσει, σαν να τους είχε επηρεάσει μια από εκείνες τις πνευματικές οντότητες που έκαναν τα μυαλά των ανθρώπων να χάνουν τα λογικά τους.
Τη Λάρνια, αυτή τη φορά, δεν κατάφερε να την κρατήσει πίσω. Κοντά του έμειναν μόνο η Σορέτα, ο Σκέλεθρος, και η Βιολέτα. Η τελευταία είπε, μοιάζοντας μουδιασμένη: «Τι κάνουν; Τρελάθηκαν;»
Ελάχιστοι Νομάδες δεν είχαν ορμήσει, παρατήρησε ο Θόρινταλ.
Οι φρουροί άρχισαν να τους ρίχνουν με ενεργοβόλα και πυροβόλα, να τους χτυπάνε με ενεργειακά ρόπαλα, απλά ρόπαλα, και σπαθιά. Ήταν αναμφίβολα πολλοί οι Νομάδες, μα, άοπλοι, δεν είχαν πιθανότητες να νικήσουν.
Ή μήπως είχαν;
Ο Θόρινταλ, έκπληκτος, τους είδε να τα καταφέρνουν: να κατακλύζουν τους φρουρούς – μια ανθρωποπλημμύρα οργής και απόγνωσης. Αρκετοί Νομάδες είχαν πέσει – είχαν πυροβοληθεί, είχαν δεχτεί ενεργειακές ριπές, είχαν χτυπηθεί από ρόπαλα και σπαθιά – αλλά οι υπόλοιποι χίμησαν στους φρουρούς και τους τσάκισαν. Τους έριξαν κάτω, αρπάζοντας τα όπλα τους· κυριολεκτικά τούς ποδοπάτησαν.
Πηγαίνοντας προς την πύλη.
Αλλά αυτοί που ακόμα βρίσκονταν έξω από το στρατόπεδο συγκέντρωσης την έκλεισαν αμέσως. Οι Νομάδες την κοπανούσαν και την πυροβολούσαν, τώρα, μα δεν μπορούσαν να τη γκρεμίσουν. Ο θόρυβος από τα χτυπήματα και από τις κραυγές τους ήταν εκκωφαντικός. Ο Θόρινταλ νόμιζε ότι πρέπει να τους είχε ακούσει ολάκερη η Β’ Κατωρίγια Συνοικία.
Και η Λάρνια; Πού ήταν η Λάρνια; Ο σαμάνος την είχε χάσει μέσα στον χαλασμό.
Πού ήταν η Λάρνια, γαμώτο;
Η μεγάλη σκηνή δίπλα στην πύλη είχε γκρεμιστεί από τη μια μεριά· τα υφάσματά της είχαν σκιστεί. Ο Θόρινταλ είδε δυο Νομάδες να βγάζουν έξω τον Φριτς, υποβαστάζοντάς τον. Ήταν σίγουρα χτυπημένος. Είχε αίματα επάνω του.
Ήταν κι ο Πανιστόριος μες στη σκηνή; αναρωτήθηκε ο Θόρινταλ. Ο άνθρωπος του Πολιτάρχη; Τον είχαν χτυπήσει; Τον είχαν σκοτώσει; Δε νομίζω ότι τον είδα να περνά, πιο πριν σήμερα, από την πύλη. Κάποιοι άλλοι είχαν έρθει και είχαν μπει στη μεγάλη σκηνή.
Πού είναι, όμως, η Λάρνια;
Οι φρουροί επάνω στα τείχη, τότε, τους πέταξαν βόμβες αερίου.
Το στρατόπεδο συγκέντρωσης γέμισε ομίχλες που έφερναν ύπνο, και ο Θόρινταλ, βλέποντας τα πάντα να στροβιλίζονται γύρω του μέσα σε πορφυρόχρωμους καπνούς, σωριάστηκε και βούλιαξε σ’ένα εφιαλτικό όνειρο όπου η Εύνοια είχε χάσει όλες της τις δυνάμεις και η Μιράντα είχε εξαφανιστεί. Την έψαχνε ο σαμάνος μα πουθενά δεν μπορούσε να τη βρει.
*
Πλησίαζε μεσημέρι και ακόμα δεν είχαν καταφέρει να σκεφτούν κανέναν τρόπο για να σώσουν τους Νομάδες των Δρόμων από τη φυλακή τους. Κάθονταν τώρα σ’ένα εστιατόριο κοντά στο ξενοδοχείο όπου έμεναν, μέσα στην Τετράφωτη· είχαν παραγγείλει φαγητό αλλά η Εύνοια δεν είχε φάει μπουκιά μέχρι στιγμής, και η Μιράντα απλώς τσιμπούσε. Δεν έφταιγε η ποιότητα του γεύματος.
«Τι μπορεί να θέλει η Κορίνα;» ρώτησε για, ίσως, χιλιοστή φορά η Εύνοια. «Εκτός από εσένα. Εκτός απ’το να σε παγιδεύσει.»
«Η Κορίνα συνεχώς παίζει με τους ανθρώπους. Αυτό... αυτό είναι το Μεγάλο Παιχνίδι της.»
«Δηλαδή, μπορεί να έχει προκαλέσει τον πόλεμο εδώ, στις συνοικίες του Ριγοπόταμου, απλά και μόνο για να τον παρακολουθήσει; Να δει τι θα γίνει;»
«Ναι, είναι πολύ πιθανό, υποθέτω.»
«Δε μπορεί νάναι τόσο διεστραμμένη.»
«Κι όμως, μπορεί.»
«Αν βρίσκαμε, επομένως, έναν τρόπο να σταματήσουμε τον πόλεμο, να τον κάνουμε, κάπως, να τελειώσει....»
«Αυτό είναι πιο εύκολο στα λόγια απ’ό,τι στην πράξη, Εύνοια.»
«Η Κορίνα ήταν εύκολο να τον ξεκινήσει...» Η Εύνοια γέμισε ένα ποτήρι με νερό απ’το μπουκάλι.
«Με το φυλαχτό, μην ξεχνάς.»
«Πρέπει να έχει επιρροή επάνω σε σημαντικά πρόσωπα σ’όλες τις συνοικίες. Και πρέπει, κάπως, να τους κοροϊδεύει όλους.»
«Πολύ πιθανόν.»
«Πώς αυτό μπορεί να μας βοηθήσει για να την εκβιάσουμε, Μιράντα, ώστε να μας–;»
«Για στάσου. Στάσου.»
Η Μιράντα είχε δει να δείχνει κάτι ενδιαφέρον ο τηλεοπτικός δέκτης στον τοίχο στο βάθος, και τώρα ένας υπάλληλος του εστιατορίου δυνάμωνε την ένταση της φωνής.
Η Εύνοια γύρισε για να κοιτάξει.
Η οθόνη έδειχνε έναν περιτειχισμένο χώρο, από ψηλά, σαν κάποιος να στεκόταν πάνω σε ταράτσα κρατώντας τηλεοπτικό πομπό. Μέσα στον περιτειχισμένο χώρο ήταν σκηνές, άνθρωποι, και οχήματα–
Η Εύνοια τα αναγνώρισε αμέσως. Το ένα απ’αυτά, μάλιστα, ήταν πολύ χαρακτηριστικό. Το ψηλό, μη πολεμικό ερπυστριοφόρο. «Οι Νομάδες!...» ψιθύρισε η Εύνοια.
Μια γυναικεία φωνή ερχόταν από την οθόνη: «...πάρει αρκετές πληροφορίες από τη Φρουρά. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αναστάτωση ήταν μεγάλη.»
Η οθόνη έδειχνε τώρα μια συμπλοκή να διαδραματίζεται μέσα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Μερικοί Νομάδες ορμούσαν προς μια μεγάλη σκηνή στημένη πλάι στην πύλη του περιτειχίσματος. Οι φρουροί εκτόξευαν ενεργειακές ριπές καταπάνω τους, στεκόμενοι γύρω απ’τη σκηνή και πάνω στα τείχη. Σώριαζαν τους Νομάδες στο έδαφος. Ορισμένοι όμως απ’αυτούς έφτασαν στον προορισμό τους: εισέβαλαν στη σκηνή, ενώ ένας έπεφτε χτυπημένος από κάτι – ένας άντρας με μαλλιά πράσινα, μακριά, πορφυρόδερμος μάλλον – η Εύνοια νόμιζε πως τον αναγνώριζε παρότι φαινόταν από μακριά: Ο Βόσριλαμ ο Σάρντλιος! Και τώρα η πύλη του στρατοπέδου συγκέντρωσης άνοιγε για να μπουν κι άλλοι φρουροί. Η γυναικεία φωνή από τον τηλεοπτικό δέκτη έλεγε: «Κι εδώ βλέπουμε τη Φρουρά να προσπαθεί να θέσει την κατάσταση υπό έλεγχο. Αλλά...» Μόλις οι φρουροί ήταν μέσα στο περιτείχισμα, σχεδόν όλοι οι Νομάδες που είχαν μείνει πίσω όρμησαν καταπάνω τους, με δυνατές κραυγές, τρέχοντας. Οι φρουροί τούς χτύπησαν με ενεργειακές ριπές, με πυροβόλα όπλα, με ρόπαλα, με σπαθιά.
«Όχι...» έκανε ξέπνοα η Εύνοια, σφίγγοντας την άκρια του τραπεζιού με τα δάχτυλά της. Αισθανόταν σαν κάτι να προσπαθούσε να ξεριζώσει την καρδιά από το στήθος της. Τα καθάρματα σκότωναν τους Νομάδες!
«Αλλά δεν φαίνεται να μπορούν να τους συγκρατήσουν,» έλεγε η φωνή από τον τηλεοπτικό δέκτη. Οι Νομάδες των Δρόμων, παρά την άγρια επίθεση των φρουρών, έφτασαν κοντά τους και φάνηκε από την οθόνη να τους καταπίνουν μέσα στο μεγαλύτερο πλήθος τους. Οι φρουροί εξαφανίστηκαν από τα μάτια των θεατών σαν νερό να τους τράβηξε από κάτω. Μια πλημμύρα από οργισμένους ανθρώπους.
«Είναι,» είπε μια άλλη φωνή από τον τηλεοπτικό δέκτη, αντρική αυτή, «προφανώς επικίνδυνοι. Έπρεπε να τους είχαν περιορίσει καλύτερα, εξαρχής.»
Οι φρουροί που στέκονταν έξω από την πύλη του περιτειχίσματος την έκλεισαν γρήγορα προτού προλάβουν οι Νομάδες να βγουν από εκεί. Και οι Νομάδες άρχισαν να τη χτυπάνε, προσπαθώντας να τη γκρεμίσουν. Πράγμα που δεν φαινόταν να μπορεί να γίνει. Ήταν μεγάλη και μεταλλική. Έμοιαζε πολύ ανθεκτική, και τα όπλα που είχαν αρπάξει οι Νομάδες απ’τους φρουρούς δεν ήταν τόσο βαριά ώστε να μπορούν να της προκαλέσουν ζημιά.
«Λίγο έλειψε,» είπε ο σχολιαστής από την οθόνη, «να ξεχυθούν αυτοί οι αγριάνθρωποι μες στους δρόμους της Β’ Κατωρίγιας, μα τον Κρόνο...»
«Θα ήταν όντως τραγικό,» αποκρίθηκε η γυναικεία φωνή.
Το περιτείχισμα γέμισε αέρια, τα οποία πρέπει να είχαν ρίξει οι φρουροί από τα τείχη. Τα πάντα θόλωσαν.
«Τους σκότωσαν;» έκανε η Εύνοια, έχοντας χλομιάσει.
«Αναισθητικά αέρια, μάλλον, Αδελφή μου,» της είπε η Μιράντα, η οποία σκεφτόταν ότι τώρα η απόγνωση της Εύνοιας θα μεγάλωνε, και μαζί και οι πιθανότητες να κάνει κάτι ανόητο.
«Και τι έγινε μετά;» ρώτησε η αντρική φωνή από την οθόνη, καθώς εξακολουθούσε να φαίνεται μόνο θολούρα μέσα στο περιτείχισμα.
«Η Φρουρά δεν έχει απαντήσει σε καμια από τις ερωτήσεις μας,» αποκρίθηκε η γυναικεία φωνή. «Μάλιστα» – και τώρα η οθόνη έδειχνε τους δύο τηλεπαρουσιαστές καθισμένους αντικριστά σ’έναν τραπέζι με φλιτζάνια κοντά τους – «οι φρουροί φάνηκαν θυμωμένοι που είχαμε ανταποκριτή μας σε γειτονική ταράτσα ώστε να τραβήξει τα γεγονότα με μηχανικό οφθαλμό. Μας κατηγόρησαν για κατασκοπία.»
«Κατασκοπία;» γέλασε ο άντρας. «Από πότε η δημοσιογραφία έγινε ‘κατασκοπία’; Για όνομα του Κρόνου, δηλαδή! Ενημερώνουμε τον κόσμο για μια ζωντανή απειλή μέσα στη Β’ Κατωρίγια. Αυτοί οι άνθρωποι που είδα εγώ κλεισμένους εκεί με κατατρόμαξαν. Είναι άγριοι. Και τα μέτρα φύλαξης είναι... είναι αστεία, Αγαρίστη.»
Η τηλεπαρουσιάστρια άγγιξε κάτι στο αφτί της, ακούγοντας μάλλον κάποιον να της μιλά. Μετά είπε: «Ναι. Μου λένε ότι τα οπτικά δεδομένα δεν τελειώνουν εδώ. Υπάρχει εικόνα για την κατάσταση μετά τη ρίψη των αερίων. Ας τη δούμε.»
«Θέλω να τους σκοτώσω, Μιράντα,» είπε η Εύνοια με τρομαχτική ηρεμία. «Όλους.»
«Ψυχραιμία, Αδελφή μου.»
Η οθόνη έδειχνε τώρα τα αέρια να καθαρίζουν από το περιτείχισμα. Φρουροί ήταν στο εσωτερικό του κι επάνω στα τείχη. Οι Νομάδες βρίσκονταν στοιβαγμένοι από δω κι από κει, σαν ναρκωμένα ζώα που προορίζονται για σφαγή. Κάποιοι γιατροί ή νοσοκόμοι είχαν έρθει και έδεναν τα τραύματα των χτυπημένων, που δεν φαινόταν να έχουν τις αισθήσεις τους. Κανένας από τους Νομάδες δεν φαινόταν να έχει τις αισθήσεις του.
Ένα φορτηγό μπήκε, μετά από λίγο, από την πύλη του περιτειχίσματος, και οι φρουροί άρχισαν να πιάνουν ορισμένους Νομάδες από τα πόδια και τις μασχάλες και να τους πετάνε μέσα, λες κι επρόκειτο για σκουπίδια.
«Νεκροί...» μουρμούρισε η Εύνοια. «Τους σκότωσαν...»
Όταν οι φρουροί και οι γιατροί τελείωσαν τις δουλειές τους στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, έφυγαν και έκλεισαν τη μεγάλη πύλη αφήνοντας τους Νομάδες μέσα, λιπόθυμους. Κανείς δεν κουνιόταν. Έμοιαζαν πεθαμένοι. Ένας χώρος γεμάτος πεθαμένους.
Η Εύνοια αισθανόταν τα σωθικά της να έχουν αναποδογυρίσει. Σηκώθηκε και, αρπάζοντας την κάπα της από την πλάτη της καρέκλας, έφυγε απ’το εστιατόριο με γρήγορα βήματα.
Η Μιράντα την ακολούθησε.
Την πρόλαβε στη γωνία του δρόμου. «Πού πας;»
«Δε θα τους εγκαταλείψω να τους σκοτώσουν έτσι, Μιράντα! Τους έχουν σαν ζώα εκεί μέσα!» Τα μάτια της γυάλιζαν από τα δάκρυα. «Τους εγκατέλειψα, Μιράντα! Τους εγκατέλειψα!» Άρπαξε την Αδελφή της και την αγκάλιασε σφιχτά, κλαίγοντας πάνω στον ώμο της.
Η Μιράντα την κράτησε κοντά της, δυνατά, χαϊδεύοντας τα μακριά ξανθά μαλλιά της που έπεφταν σαν μικρός μανδύας ώς τη μέση της, δεμένα σε πλεξίδες.
«Δε φταις εσύ, Εύνοια... Δε φταις εσύ!» μουρμούρισε έντονα πλάι στ’αφτί της. Και νοερά πρόσθεσε: Εγώ φταίω! Εγώ!
Και φοβόταν για την Αδελφή της. Φοβόταν ότι δεν θα μπορούσε να τη συγκρατήσει απ’το να κάνει κάποια τεράστια ανοησία που θα κατέστρεφε τον εαυτό της και που πιθανώς θα έδινε και στην Κορίνα ό,τι ήθελε. Αν αφήσω την Εύνοια να πέσει στα χέρια της....
Η Κορίνα είχε κάνει πολλά πλέον. Είχε κάνει πολλά. Η καταραμένη σκύλα! Η Μιράντα σκέφτηκε να τη σκοτώσει και να δώσει τέλος σ’όλα της τα σχέδια. Αλλά, όχι, δεν μπορούσε να δράσει έτσι. Αν αρχίσουμε να αλληλοσκοτωνόμαστε, τότε καμια Θυγατέρα δεν θα μείνει. Δεν είναι σωστό. Επιπλέον, ούτε η Κορίνα είχε ποτέ προσπαθήσει να τη σκοτώσει άμεσα. Παρ’όλες τις διαβολικές της ενέργειες, ακόμα κι εκείνη δεν θα σκότωνε μια Αδελφή της.
Τι σκεφτόταν, όμως, όταν με έκλεισε στην υπόγεια αποθήκη; Το ήξερε, κάπως, ότι θα επιβίωνα αν και σε βιολογική στάση;
Δεν είχε σημασία τώρα.
Σημασία είχε μόνο τι θα έκανε η Μιράντα με την Εύνοια. Ό,τι κι αν είναι να γίνει, δεν μπορώ να την αφήσω να βασανίζεται έτσι.
*
Καμια Θυγατέρα δεν ζούσε για πάντα. Παρότι δεν πέθαιναν από ηλικία, παρότι δεν γερνούσαν καθόλου, ήταν μόνο θεωρητικά αθάνατες. Αν μια Θυγατέρα κλεινόταν σε ασφαλές περιβάλλον, ναι, θα μπορούσε να ζήσει για πάντα. Αλλά οι Θυγατέρες της Πόλης συνεχώς βρίσκονταν σε κίνηση· το σημάδι στο πόδι τους ποτέ δεν τις άφηνε να μείνουν πουθενά για πολύ καιρό. Και πάντοτε μπλέκονταν σε επικίνδυνες και παράξενες καταστάσεις· η ίδια η Πόλη τις οδηγούσε εκεί. Ήταν, ίσως, σαν αντισώματα μέσα σ’έναν πελώριο οργανισμό που ήταν η διάσταση της Ρελκάμνια.
Κι αυτά τα αντισώματα, παρότι είχαν τρομερές θεραπευτικές ικανότητες, μπορούσαν να σκοτωθούν από οτιδήποτε μπορούσε να σκοτώσει και τους κανονικούς ανθρώπους. Επίσης, ήταν γνωστό πως ακόμα και οι Θυγατέρες που γλίτωναν από τα νύχια του Χάροντα για πάρα πολλά χρόνια, τελικά εξαφανίζονταν. Χάνονταν μυστηριωδώς, και καμια από τις Αδελφές τους δεν ήξερε τι τους είχε συμβεί.
Η Μιράντα αναρωτιόταν τώρα αν τους συνέβαινε κάτι σαν αυτό που η Κορίνα είχε σχεδιάσει για εκείνη και την Εύνοια. Ήθελε να τις στείλει στον Ξεχασμένο Τόπο, απ’όπου πολύ πιθανόν να μην επέστρεφαν – να εξαφανίζονταν μυστηριωδώς. Ίσως καμια, εκτός από την Κορίνα, να μη μάθαινε ποτέ τι τους είχε συμβεί. Και ούτε η Κορίνα δεν θα ήξερε ακριβώς τι τους είχε συμβεί. Μέσα στον Ξεχασμένο Τόπο, μόνο εκείνες θα έβλεπαν το τέλος τους....
Η Μιράντα σκέφτηκε: Δυο φορές ήδη έχω ξεγλιστρήσει από ένα τέτοιο τέλος. Μια φορά στο νησί Ρόλβεσκ, όταν βυθίστηκα κλεισμένη σ’εκείνο το κιβώτιο αλλά η Πόλη μ’έσωσε γιατί δεν είχε ακόμα τελειώσει μαζί μου. Και η δεύτερη φορά ήταν τώρα που η Κορίνα με έκλεισε στην υπόγεια αποθήκη...
Η τρίτη φορά είναι πάντα η μοιραία, λένε.
Αλλά η Μιράντα δεν έβλεπε να υπάρχει άλλη λύση. Δε νόμιζε ότι μπορούσε να ελευθερώσει τους Νομάδες, και η Εύνοια θα έκανε σύντομα κάποια μεγάλη ανοησία. Η Μιράντα δεν ήθελε να έρθει σε σύγκρουση με την Εύνοια, δεν ήθελε να την εμποδίσει, δεν ήθελε να τη φυλακίσει. Αν το έκανε αυτό θα ήταν όπως η Κορίνα. Θα ήταν χειρότερη από την Κορίνα. Η Εύνοια με βλέπει σαν μητέρα της... Κι εγώ δεν μπορώ να συνεχίσω να τη βλέπω να βασανίζεται...
Πρέπει να δώσουμε στην Κορίνα εκείνο που θέλει.
Αλλά με τους δικούς μας όρους.
Έχοντας ανεβεί σε μια ταράτσα, ψηλά πάνω από τους δρόμους της Τετράφωτης, συζήτησαν οι δυο τους για το τι θα έκαναν.
Και, στο τέλος, η Εύνοια είπε, κλαίγοντας: «Μιράντα... Αδελφή μου... Είναι... αυτό είναι πολύ σκληρό για σένα. Αν μπορούσα μόνο εγώ να πάω–»
«Σιωπή,» της είπε η Μιράντα ήπια. «Εγώ ουσιαστικά φταίω για ό,τι συνέβη.»
«Πώς μπορείς να το λες αυτό;»
«Αν δεν ήμουν μαζί σας, Εύνοια, η Κορίνα ποτέ δεν θα σας είχε βάλει στόχο. Εμένα θέλει. Και τώρα θέλει κι εσένα εξαιτίας μου. Φοβάται τους κρυφούς δρόμους που έχουμε ανακαλύψει.
»Με συγχωρείς, Εύνοια. Με συγχωρείς.»
Μετά, επικοινώνησαν πάλι με τον Κλαρκ. Του είπαν ότι θα χρειάζονταν τη βοήθειά του για μια τελευταία φορά.
Σ’έναν σκοτεινό απαγορευμένο δρόμο, τρεις Θυγατέρες της Πόλης συναντιούνται για να κλείσουν μια συμφωνία, με πράξεις.
Στην Τετράφωτη υπήρχε ένας δρόμος που ονομαζόταν Οδός Βαθέων και τελείωνε σε αδιέξοδο. Γύρω του τα οικοδομήματα δεν είχαν πόρτες· του είχαν όλα γυρισμένη την πλάτη. Και ούτε κανείς πλησίαζε εδώ παρά μόνο αν είχε πολύ συγκεκριμένο λόγο. Δεν απαγορευόταν, μα ήταν ασύνετο. Επικίνδυνο.
Στην αρχή του δρόμου έστεκε μια μεγάλη πινακίδα που έγραφε:
ΠΡΟΣΟΧΗ!
Διαστασιακή δίοδος προς άγνωστη ενδοδιάσταση
Κανένας γνωστός τρόπος επιστροφής
Πλησιάζετε με δική σας ευθύνη
Τώρα ήταν νύχτα. Κανείς δεν φαινόταν στον δρόμο. Μονάχα ο άνεμος σφύριζε και καμια γάτα περνούσε. Δημόσια φώτα δεν υπήρχαν· τα πάντα ήταν τυλιγμένα σε πυκνά σκοτάδια. Από το βάθος του δρόμου κάτι διακρινόταν να λαμπυρίζει, σαν περιστρεφόμενος κρύσταλλος.
Ένα τετράκυκλο όχημα σταμάτησε μερικά μέτρα απόσταση από την προειδοποιητική πινακίδα. Οι δύο μπροστινές πόρτες του άνοιξαν, η Μιράντα και η Εύνοια βγήκαν. Πήγαν στην πίσω μεριά, στον αποθηκευτικό χώρο του οχήματος, και τον άνοιξαν κι αυτόν. Πήραν σάκους από μέσα, τους έβαλαν στους ώμους.
Περίμεναν.
Η Κορίνα δεν θα αργούσε να εμφανιστεί.
Πριν από καμια ώρα, οι δυο τους είχαν περάσει κοντά από το στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου κρατούνταν οι Νομάδες των Δρόμων, οδηγώντας το τετράκυκλο που είχαν κλέψει (από τις λίγες φορές που έκλεβαν οχήματα – μόνο όταν είχαν μεγάλη ανάγκη). Η Μιράντα ήταν στο τιμόνι· η Εύνοια ήταν σιωπηλή, έχοντας τα μάτια κλειστά, μη θέλοντας να βλέπει.
Η Μιράντα έκανε κάποιες μανούβρες στους δρόμους γύρω από το περιτείχισμα οι οποίες ήξερε, κοιτάζοντας προσεχτικά τα πολεοσημάδια, ότι δεν θα τραβούσαν την προσοχή της Φρουράς αλλά θα τραβούσαν την προσοχή μιας άλλης Θυγατέρας.
Η Κορίνα πρέπει να είχε δει τα σημάδια της Πόλης που διαμορφώνονταν από τις μανούβρες του οχήματος, και πρέπει να είχε καταλάβει.
Θα ερχόταν στη διαστασιακή δίοδο για να βεβαιωθεί ότι οι δύο Αδελφές της θα έμπαιναν στον Ξεχασμένο Τόπο.
Η Μιράντα και Εύνοια τώρα περίμεναν τον ερχομό της...
*
Ένα δίκυκλο ήρθε με μια σκοτεινή καβαλάρισσα καθισμένη στη σέλα. Μια κάπα τιναζόταν πάνω από τους ώμους της, η κουκούλα έκρυβε το πρόσωπό της στο σκοτάδι. Ο προβολέας του οχήματος έσκιζε τις πυκνές σκιές σαν φωτεινή ρομφαία.
Το δίκυκλο σταμάτησε αντίκρυ στο σταθμευμένο τετράκυκλο και στις δύο Θυγατέρες της Πόλης που στέκονταν πλάι του. Η Κορίνα κατέβηκε από τη σέλα.
«Καλησπέρα, Αδελφές μου.» Δεν έβγαλε την κουκούλα· τα πράσινα μάτια της στραφτάλιζαν μέσα απ’το σκοτάδι του προσώπου της.
Η Εύνοια ήθελε να τη σκοτώσει – τώρα – την καταραμένη, τραβώντας το πιστόλι που είχαν κλέψει μαζί με άλλα όπλα από ένα οπλοπωλείο της Μονότροπης προτού έρθουν εδώ. (Φυσικά, δεν σκόπευαν να εγκαταλείψουν τη Ρελκάμνια άοπλες. Και η Πόλη τούς είχε δώσει ό,τι τους χρειαζόταν.)
Η Εύνοια έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα–
Τι είν’ αυτό; απόρησε, ξαφνιασμένη.
Μέσα από το σκοτάδι των κλειστών βλεφάρων της μπορούσε να δει κάτι. Κάτι πολύ συγκεκριμένο. Δύο αχνές, φωτεινές μορφές σαν αιωρούμενους ανθρώπους χωρίς πόδια. Τα χέρια τους ήταν δρεπάνια.
Οι δαίμονες! Αυτοί που μου είχε περιγράψει ο Θόρινταλ!
Η Εύνοια άνοιξε πάλι τα μάτια της και οι δρεπανοφόρες οντότητες εξαφανίστηκαν· αντίκρυ της ήταν μόνο η Κορίνα. Ένα ρίγος τη διέτρεξε απ’τον αυχένα ώς το σημάδι στο δεξί της πέλμα. Τους έχει μαζί της... και τους είδα! Πώς;
«Είμαστε έτοιμες, Κορίνα,» είπε η Μιράντα. «Όπως βλέπεις.»
«Και εξοπλισμένες κατάλληλα. Τι έχετε πάρει μαζί σας;»
«Έχει σημασία; Το μόνο που συμφωνήσαμε ήταν να μπούμε στον Ξεχασμένο Τόπο, και τώρα θα το κάνουμε. Μην ξεχνάς τι υποσχέθηκες να κάνεις εσύ, Κορίνα.»
Η Εύνοια, παραξενεμένη, έκλεισε ξανά τα βλέφαρά της.
«Ποτέ δεν ξεχνάω τις υποσχέσεις μου, Μιράντα,» άκουσε την Κορίνα να λέει, ενώ πάλι, μέσα από το σκοτάδι, έβλεπε τους δρεπανοφόρους δαίμονες. Ανάμεσά τους υπήρχε μονάχα κενό, μαύρο, εκεί όπου κανονικά θα στεκόταν η Κορίνα αν η Εύνοια είχε τα μάτια της ανοιχτά.
Βλέπω τους δαίμονες με τα μάτια μου κλειστά! διαπίστωσε. Μπορούν να το κάνουν κι άλλοι, ή μόνο εγώ; Κι αν ναι (σε οποιαδήποτε από αυτές τις δύο ερωτήσεις), γιατί;
Άνοιξε τα βλέφαρά της, νιώθοντας μουδιασμένη.
Είπε στην Κορίνα: «Αν δεν ελευθερώσεις τους Νομάδες, θα σε βρούμε, Κορίνα. Και θα το μετανιώσεις!»
Εκείνη γέλασε.
«Μη νομίζεις ότι θα μας ξεφορτωθείς τόσο εύκολα!» απείλησε η Εύνοια.
«Δεν έχω κανέναν λόγο να κρατάω τους Νομάδες φυλακισμένους, Αδελφή μου,» αποκρίθηκε ήρεμα, άνετα, η Κορίνα. «Θα φύγουν από εκεί όπου είναι κλεισμένοι–»
«Όσοι είναι ακόμα ζωντανοί,» γρύλισε η Εύνοια. Ήθελε τόσο να τη σκοτώσει, Αδελφή τους ή όχι!
«Εσείς φταίτε για ό,τι συνέβη,» αποκρίθηκε η Κορίνα. «Αν είχατε αποφασίσει πιο νωρίς να–»
«Αρκετά είπες, Κορίνα!» τη διέκοψε η Μιράντα. «Κι αρκετά έκανες,» πρόσθεσε. «Φεύγουμε. Όπως υποσχεθήκαμε.»
«Στο καλό.»
«Σ’ευχαριστούμε.»
Η Μιράντα και η Εύνοια στράφηκαν προς τον σκοτεινό δρόμο πέρα από την προειδοποιητική πινακίδα, γυρίζοντας τις πλάτες στη μισητή Αδελφή τους.
«Μιράντα!» φώναξε η Κορίνα.
Η Μιράντα και η Εύνοια την κοίταξαν πάνω απ’τους ώμους τους.
«Αν έχετε κατά νου κάποιο κόλπο....»
«Τι σου λένε τα σημάδια, Αδελφή μου; Είναι κόλπο;»
«Θα το καταλάβω αν είναι, Μιράντα.»
«Το ξέρω.»
*
Άναψαν φακούς καθώς βάδιζαν μέσα στον σκοτεινό δρόμο έχοντας περάσει δίπλα από την προειδοποιητική πινακίδα, αγνοώντας την. Τα πολεοσημάδια που σχηματίζονταν από το φως, τις σκιές, τα ραγίσματα στους τοίχους, τα τυχαία σκουπίδια, τις περαστικές γάτες ήταν όλα απειλητικά και άσχημα. Έδειχναν τον τρόμο των κατοίκων της περιοχής για τούτο τον «αφύσικο δρόμο». Τα στοιχειακά πνεύματα που φώλιαζαν εδώ – δύο μπορούσαν να διακρίνουν η Εύνοια και η Μιράντα – έμοιαζαν στριφνά και περίεργα: οντότητες που προσελκύονται από παράδοξες γωνίες και κυρτώσεις της φύσης της Ρελκάμνια σαν επιστήμονες, ή μάγοι του τάγματος των Ερευνητών, που κάτι τούς τραβά στα αλλόκοτα πράγματα και τους τρελαίνει ορισμένες φορές.
Αυτά τα στοιχειακά πνεύματα δεν μπορεί να ήταν και πολύ καλά στα μυαλά τους, νόμιζε η Μιράντα παρατηρώντας τα. Είχαν κάτι το διεστραμμένο. Αλλά, επίσης, δεν είχαν καμια πρόθεση να ενοχλήσουν τις δύο Θυγατέρες. Τις παρατηρούσαν απλώς με ενδιαφέρον.
Η Κορίνα εξακολουθούσε να είναι πίσω τους. Αυτό και η Μιράντα και η Εύνοια το έβλεπαν ξεκάθαρα στα σημάδια της Πόλης: μια μοχθηρή παρουσία που δεν τις συμπαθούσε.
Τα ψηλά, άχαρα οικοδομήματα ορθώνονταν ολόγυρά τους καθώς βάδιζαν σταθερά προς το βάθος του δρόμου όπου κάτι γυάλιζε, περιστρεφόμενο. Οι φακοί τους διέλυσαν τα σκοτάδια και οι δυο τους είδαν ένα πράγμα που θα μπορούσαν μονάχα να παρομοιάσουν με αιωρούμενο θραύσμα κρυστάλλου. Γύριζε γύρω από τον εαυτό του, όχι και πολύ γρήγορα, αλλά ολόγυρά του έκανε το περιβάλλον, την πραγματικότητα, να ρυτιδώνει, να σχηματίζει αυλάκια και σκισίματα, λες κι επρόκειτο για πανί. Επίσης, η προοπτική του χώρου, προς το τέλος του δρόμου, άρχιζε να γίνεται ολοένα και πιο παράξενη: Ήταν δύσκολο να πεις αν πήγαινες προς τα κάτω ή προς τα πάνω ή αν απλά συνέχιζες ευθεία. Ίσως, μάλιστα, να έστριβες κιόλας, κατά μια απερίγραπτη έννοια.
Η Μιράντα σταμάτησε να βαδίζει, και η Εύνοια σταμάτησε πλάι της.
«Ώς εδώ;» είπε.
«Ναι. Ας τις φορέσουμε.»
Έβγαλαν από τους σάκους τους τις στολές που τους είχε δώσει ο Κλαρκ – αυτές που, έχοντας μικρομηχανισμούς μέσα τους, διατηρούσαν τις διαστασιακές συνθήκες γύρω σου σε επίπεδο ανθρώπινης επιβίωσης, ό,τι άλλες συνθήκες κι αν ίσχυαν στη διάσταση όπου βρισκόσουν.
Κοιτάζοντας τα πολεοσημάδια μπροστά της, η Μιράντα είδε την καχυποψία της Κορίνας να φουντώνει. Νομίζει ότι είναι κόλπο. Ότι προσπαθούμε κάπως να την ξεγελάσουμε. Τις παρατηρούσε πολύ προσεχτικά. Η Μιράντα νόμιζε ότι ένιωθε τα μάτια της πάνω στην πλάτη της, να την τρυπάνε, να προσπαθούν να χωθούν μες στο μυαλό της.
Την αγνόησε. Έβγαλε τα περισσότερα ρούχα της και φόρεσε τη στολή του Κλαρκ. Το ίδιο και η Εύνοια δίπλα της. Οι στολές ήταν μονοκόμματες, περιλαμβάνοντας και υποδήματα και κράνη. Ήταν από κάποιο μαύρο υλικό που ούτε η Μιράντα ούτε η Εύνοια είχαν ξανασυναντήσει, αλλά ήταν μαλακό και ευλύγιστο. Εκτός από το κράνος που ήταν από μια κρυσταλλική ύλη: το μόνο διαφανές μέρος της στολής.
Στην πλάτη οι δύο Θυγατέρες φορτώθηκαν από μια ενεργειακή φιάλη, την οποία ένωσαν με τη στολή μέσω ειδικού βύσματος. Χωρίς ενέργεια οι στολές δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν.
Η Μιράντα και η Εύνοια πάτησαν το κουμπί στη ζώνη τους το οποίο ενεργοποιούσε τις ιδιότητες των στολών.
Δεν αισθάνθηκαν τίποτα ν’αλλάζει. Τα πάντα ήταν όπως πριν, ή τουλάχιστον έτσι τους φαινόταν. Σαν οι στολές να μη δούλευαν σωστά. Αλλά αυτό αποκλειόταν. Η Μιράντα ήταν βέβαιη· είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στον Κλαρκ. Και η Εύνοια προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι ο «μυθικός» Μάγος της Ρελκάμνια δεν μπορεί να τους είχε δώσει χαλασμένες στολές.
Τα πολεοσημάδια έλεγαν στη Μιράντα ότι η Κορίνα ήταν πολύ καχύποπτη τώρα βλέποντας τις καινούργιες τους ενδυμασίες.
«Ντύνεστε για καρναβάλι;» φώναξε πίσω τους. Και στη φωνή της η Μιράντα μπορούσε ν’ακούσει ανησυχία και οργή συγχρόνως.
«Αγνόησέ την,» είπε στην Εύνοια.
Η Εύνοια ένευσε, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Δεν είχαν κανένα πρόβλημα με την αναπνοή μέσα στις στολές. Ήταν σχεδόν σαν να μην τις φορούσαν. Ήταν πολύ βολικές, πολύ άνετες· δεν ένιωθαν να τις παρακωλύουν με κανέναν τρόπο.
«Πάμε,» είπε η Μιράντα.
Βάδισαν αποφασιστικά προς τον περιδινούμενο κρύσταλλο στο βάθος του δρόμου, βλέποντας γύρω τους τον χώρο να παίρνει ολοένα και πιο αλλόκοτες, ολοένα και πιο απερίγραπτες, κλίσεις. Τη μια νόμιζαν ότι σκαρφάλωναν προς τον ουρανό, την άλλη ότι πήγαιναν προς κάποιο σκοτεινό υπόγειο, την άλλη ότι ο δρόμος στένευε αφύσικα γύρω τους, ότι σύντομα θα τις συνέθλιβαν οι τοίχοι των πολυκατοικιών.
«Μιράντα... με συγχωρείς, Αδελφή μου... Μιράντα...»
Η Μιράντα έπιασε το χέρι της. «Είμαστε μαζί, Εύνοια. Μαζί.» Τα δάχτυλά τους μπλέχτηκαν, δυνατά. «Είμαστε μαζί!»
«Ναι.»
Ο περιδινούμενος κρύσταλλος, που αλλοίωνε την πραγματικότητα γύρω του σαν να προκαλούσε πανίσχυρο άνεμο χωρίς να φαίνεται να περιστρέφεται τόσο γρήγορα ώστε αυτό να είναι, κανονικά, δυνατόν, γιγαντωνόταν τώρα. Έπαιρνε εξωφρενικές διαστάσεις μπροστά στις δύο Θυγατέρες. Έκρυβε ολόκληρο τον τοίχο πίσω του, ενώ πριν δεν έμοιαζε για τίποτα περισσότερο από μια κουκίδα, ένα θραύσμα, μια λεπίδα.
Ύστερα, μεγάλωσε κι άλλο! Ή, μήπως, ήταν ήδη τόσο τεράστιος αλλά, για κάποιο μυστηριώδη λόγο, οι δύο Θυγατέρες δεν το είχαν προσέξει ώς τώρα;
Ο περιστρεφόμενος κρύσταλλος ήταν ψηλός όσο μια πολυκατοικία...
Η Μιράντα και η Εύνοια συνέχισαν να βαδίζουν προς το μέρος του...
Ο κρύσταλλος ήταν τώρα μεγαλύτερος από πολυκατοικία, και οι δύο Θυγατέρες αισθάνονταν σαν άνεμος να προσπαθούσε να τις αρπάξει, σαν μυριάδες μικρά, μικρά νυχάτα χέρια να τις τραβούσαν, με σκοπό να τις χωρίσουν. Αυτό τις έκανε να κρατιούνται με περισσότερη δύναμη μεταξύ τους.
«Μείνε μαζί μου, Εύνοια! Μαζί μου!»
Ο εξωδιαστασιακός άνεμος δυνάμωσε. Ο κρύσταλλος τώρα έμοιαζε να καλύπτει ολόκληρο το στερέωμα. Δεν υπήρχε πλέον νυχτερινός ουρανός πουθενά. Δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο πέρα από τον κρύσταλλο.
Ο κρύσταλλος τις κατάπιε, στροβιλίζοντάς τες μέσα του.
Μιράντα!
Μείνε μαζί μου, Εύνοια! Μείνε μαζί μου!
*
Τι κάνουν; απόρησε η Κορίνα βλέποντάς τες να φοράνε αυτές τις παράξενες στολές. Τι νομίζουν ότι θα καταφέρουν έτσι; Γνώριζε η Μιράντα κάτι για τον Ξεχασμένο Τόπο που εκείνη δεν το ήξερε;
Μα, η Κορίνα το είχε ψάξει πολύ προσεχτικά με τη βοήθεια του φυλαχτού. Είχε βεβαιωθεί ότι ούτε η Μιράντα ούτε η Εύνοια ήξεραν τίποτα για τον Ξεχασμένο Τόπο το οποίο θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν προς όφελός τους.
Όμως τι ήταν αυτές οι καταραμένες στολές τώρα;
Τα πολεοσημάδια δεν την προειδοποιούσαν για απάτη, αλλά η Κορίνα ανησυχούσε. Ίσως η Μιράντα να είχε κάποιον ύπουλο τρόπο για να καλύψει το κόλπο της.
Η Κορίνα φώναξε: «Ντύνεστε για καρναβάλι;» για να τις προκαλέσει, για να τις κάνει να απαντήσουν, να πουν κάτι, οτιδήποτε, που μπορεί να της έδινε κάποια πληροφορία.
Αλλά οι άθλιες έμειναν σιωπηλές. Μεταξύ τους μόνο φάνηκε να ψιθυρίζουν.
«Θα το μετανιώσεις, Μιράντα, αν αυτό είναι κόλπο... Θα το μετανιώσεις...» μουρμούρισε η Κορίνα μέσα από την κουκούλα της. Τι κόλπο, όμως, θα μπορούσε να ήταν; Τα πολεοσημάδια ακόμα δεν την προειδοποιούσαν για απάτη...
Έχοντας φορέσει τις στολές τους, η Μιράντα και η Εύνοια βάδισαν προς το τέλος του δρόμου, φωτίζοντάς τα σκοτάδια με τους φακούς τους. Και η Κορίνα τις είδε να πλησιάζουν το κρυσταλλικό κομμάτι που φαινόταν να περιστρέφεται εκεί, αιωρούμενο, σαν παγιδευμένο φως μέσα στην πραγματικότητα της Ρελκάμνια. Τις είδε να το πλησιάζουν... και να το πλησιάζουν... και να το πλησιάζουν... ενώ η προοπτική φάνταζε ολοένα και πιο αλλόκοτη με τρόπους που η Κορίνα δεν θα μπορούσε ποτέ να περιγράψει. Αλλά η Μιράντα και η Εύνοια δεν έκαναν τίποτα περισσότερο απ’το να βαδίζουν. Κι αυτό το αφύσικο πράγμα που συνέβαινε ήταν φυσιολογικό για τα δεδομένα της διαστασιακής διόδου του Ξεχασμένου Τόπου.
Η Μιράντα και η Εύνοια έφτασαν κοντά στον περιδινούμενο κρύσταλλο και, ξαφνικά, έγιναν μικρές σαν μύγες κι εξαφανίστηκαν μέσα του.
Ναι, αυτό ήταν, σκέφτηκε η Κορίνα. Αυτό ήταν ακριβώς που έπρεπε να συμβεί. Είχε διαβάσει αναφορές για τούτη τη δίοδο.
Τίποτα το περίεργο δεν είχε γίνει.
Γιατί, τότε, φορούσαν αυτές τις στολές; Σε τι νόμιζαν ότι θα μπορούσαν να τις βοηθήσουν;
Αποφάσισε να το ψάξει αργότερα μέσω του φυλαχτού.
Η Μιράντα και η Εύνοια έμοιαζε να έχουν κρατήσει τον λόγο τους, αλλά η Κορίνα περίμενε για καμια ώρα εκεί, στην αρχή της Οδού Βαθέων, καπνίζοντας τρία τσιγάρα.
Όταν βεβαιώθηκε ότι οι Αδελφές της δεν θα επέστρεφαν, και τα πολεοσημάδια δεν την προειδοποιούσαν για τίποτα το ασυνήθιστο (πέρα από την ίδια τη διαστασιακή δίοδο, φυσικά), ανέβηκε στο δίκυκλό της και έφυγε.
Όταν ξυπνάνε, οι Νομάδες βρίσκουν τους εαυτούς τους σε χειρότερη κατάσταση από πριν, κι αρχίζουν να κάνουν σχέδια, φοβούμενοι ότι η Εύνοια δεν θα έρθει ποτέ να τους σώσει: αλλά, καθώς η μέρα τελειώνει και το σκοτάδι πυκνώνει, μια παράξενη έκπληξη έρχεται να τους συναντήσει.
Το σκοτάδι ήταν πηχτό και ρευστό: τον έπνιγε, και δεν μπορούσε να κουνηθεί για να το αποτινάξει. Τον κρατούσε ακινητοποιημένο.
Σιγά-σιγά, το σκοτάδι διαλύθηκε. Τα μέλη του άρχισαν να ελευθερώνονται· τα μάτια του είδαν, πίσω από λίγη θολούρα, τον ουρανό. Ο ήλιος ήταν ψηλά, η Ουλή μόλις και μετά βίας διακρινόταν, αχνίζοντας πορφυρόχρωμους καπνούς – μια γραμμή σαν τραύμα πάνω στο στερέωμα.
Ο Θόρινταλ μούγκρισε, παλεύοντας να σηκωθεί. Κατάφερε να βάλει τον δεξή αγκώνα από κάτω του και να πάρει μια σχετικά καθιστή θέση. Κοίταξε γύρω του και είδε τους Νομάδες. Ξαπλωμένους στο έδαφος του περιτειχίσματος. Μερικοί είχαν ανασηκωθεί. Όλοι έμοιαζαν ή κοιμισμένοι ή μισοκοιμισμένοι.
Πού ήταν η Λάρνια;
Ένα γάβγισμα από δίπλα· και, ξαφνικά, ένα κατάμαυρο κρανίο βρέθηκε μπροστά στο πρόσωπό του Θόρινταλ, τρομάζοντάς τον προς στιγμή προτού συνειδητοποιήσει ότι ήταν ο φίλος του ο Ράνελακ. Μακριά ξανθά μαλλιά πλαισίωναν το «κρανίο».
«Είσαι ’ντάξει;» ρώτησε ο Σκέλεθρος.
Ο Θόρινταλ έτριψε το πρόσωπό του, νιώθοντας ακόμα μουδιασμένος, νιώθοντας την αφή του να μην είναι σωστή, να μην αισθάνεται όσα θα έπρεπε. «Έχω δει και καλύτερες μέρες, γαμώ τα μούσια του Κρόνου,» μούγκρισε.
Ο Ράνελακ γέλασε ξερά και κάθισε δίπλα του, μαζί με τον σκύλο του τον Ανδρόνικο.
«Γρήγορα συνήλθες εσύ...» παρατήρησε ο Θόρινταλ. Κανένας άλλος από τους Νομάδες δεν του φαινόταν σε τόσο καλή κατάσταση όσο ο Σκέλεθρος. Βέβαια, δεν ήταν και λίγοι· δεν τους έβλεπε όλους.
«Ταξίδεψα στο Μηδέν της Νόησης,» αποκρίθηκε ο Ράνελακ, «και πήρα και τον Ανδρόνικο μαζί μου.» Χάιδεψε τον σκύλο ανάμεσα στ’αφτιά.
«Τι;» έκανε ο Θόρινταλ, νομίζοντας ότι δεν είχε ακούσει καλά.
«Είναι μια... κατάσταση που μπορώ να φέρω τον εαυτό μου,» εξήγησε ο Σκέλεθρος, «και να τη μεταδώσω και σε άλλους αν είναι δεκτικοί. Βρίσκεσαι μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, και ορισμένες επιδράσεις δεν σε πιάνουν. Δεν ήμουν βέβαιος αν το αέριο των φρουρών θα με επηρέαζε ή όχι, στο Μηδέν της Νόησης, αλλά τελικά φάνηκε ότι δεν με επηρέαζε. Ήμουν έτσι ξαπλωμένος, αγκαλιά με τον Ανδρόνικο, και τους παρακολουθούσα. Δε μπορούσα να κινηθώ, μα ήξερα τι γινόταν γύρω μου. Έβλεπα, άκουγα.»
«Και τι είδες να γίνεται, Ράνελακ;» Ο Θόρινταλ έτριψε πάλι το πρόσωπό του, προσπαθώντας να συνέλθει.
«Τίποτα το πολύ σπουδαίο ή μη αναμενόμενο. Σας στοίβαξαν εδώ, όπως βλέπεις τώρα.» Έδειξε με μια απλωτή χειρονομία. «Κι εμένα μαζί σας· δεν κουνιόμουν, φυσικά – ούτε κι ο Ανδρόνικος.» Χάιδεψε ξανά τον σκύλο. «Κάποιοι γιατροί ήρθαν και περιέθαλψαν τους χτυπημένους.» Τώρα έδειξε, με το σαγόνι, προς μια μεριά και, κοιτάζοντας, ο Θόρινταλ είδε απλές σκηνές με τραυματίες από κάτω. «Κι ένα φορτηγό ήρθε για να βάλουν μέσα τους νεκρούς,» πρόσθεσε μουντά ο Σκέλεθρος· και, μα τον Κρόνο, καθώς το έλεγε αυτό, φάνηκε στον Θόρινταλ για μαντατοφόρος του ίδιου του Χάροντα, του Ανόφθαλμου, έτσι σαν κατάμαυρο κρανίο που ήταν η μούρη του.
«Η Λάρνια;» τον ρώτησε ανήσυχα. «Την είδες; Είναι...» κόμπιασε, «ζωντανή;» Είχε ορμήσει μαζί με το δεύτερο κύμα των Νομάδων, όταν ο Βόσριλαμ, η Ηχώ, και οι άλλοι είχαν χτυπηθεί.
«Ζωντανή είναι. Της έριξαν με ενεργειακό όπλο. Δεν έχει πάθει τίποτα· μόνο ένα ελαφρύ έγκαυμα στον ώμο, και τα νεύρα της είναι λιγάκι κλονισμένα, αναμενόμενα.»
«Πού είναι, τώρα;»
Ο Ράνελακ έδειξε προς τις σκηνές με τους τραυματίες ξανά. Μετά είπε: «Όσο το έπαιζα αποχαυνωμένος από τα αέρια, τους είδα να κάνουν κάτι αλλαγές στην πύλη–»
«Δεν πρόσεξαν ότι είχες τα μάτια σου ανοιχτά;»
Ο Σκέλεθρος χαμογέλασε. «Δεν έχω τα μάτια μου ανοιχτά όταν είμαι στο Μηδέν της Νόησης· δεν μου χρειάζεται.»
Εμείς οι σαμάνοι, σκέφτηκε ο Θόρινταλ, είμαστε ο ένας πιο περίεργος απ’τον άλλο. «Συνέχισε. Δεν έπρεπε καν να ρωτήσω.»
«Έκαναν κάτι αλλαγές στην πύλη οι φρουροί. Ή μάλλον οι τεχνικοί που είχαν φέρει, κι ο ένας ίσως να ήταν και μάγος, νομίζω.»
«Τι αλλαγές;» Ο Θόρινταλ κοίταξε προς την πύλη: ίδια με πριν του φαινόταν. «Δε βλέπω αλλαγές.»
«Ούτε εγώ κατάλαβα τι ακριβώς έκαναν. Αλλά ήταν σαν κάτι να πρόσθεσαν στο πλαίσιό της. Κάποιον μηχανισμό προστασίας, ίσως· δεν ξέρω.»
«Δε μ’αρέσει αυτό...» είπε ο Θόρινταλ.
«Ούτε εμένα.» Ο Ράνελακ άναψε τη μακριά στριφτή πίπα του. Βρομούσε απαίσια ό,τι κι αν ήταν αυτό που κάπνιζε. Ακόμα κι ο Ανδρόνικος διαμαρτυρήθηκε με μια φωνή σαν κλαψούρισμα. Ο αφέντης του τον αγνόησε.
«Και τι κάνουμε τώρα;»
«Τους περιμένουμε να συνέλθουν.»
Ούτε οι μισοί από τους άλλους Νομάδες δεν φαινόταν να έχουν αποτινάξει πλήρως την επίδραση του αναισθητικού αερίου της Φρουράς.
«Ποιοι σκοτώθηκαν, Ράνελακ; Ο Βόσριλαμ ο Σάρντλιος είναι ζωντανός;»
«Φοβάμαι πως όχι. Είμαι σίγουρος ότι είδα να τον πετάνε μέσα σ’εκείνο το φορτηγό.»
«Η Ηχώ;»
«Ζωντανή.»
Ο Θόρινταλ αναστέναξε. Τι κάνει η Εύνοια; Γιατί δεν έχει έρθει ακόμα να μας βοηθήσει;
*
Το απόγευμα, όταν όλοι οι εναπομείναντες Νομάδες είχαν συνέλθει από το αέριο, είδαν κάποιον να ανεβαίνει σε μια εξέδρα που είχε στηθεί από την έξω μεριά των τειχών. Ήταν ο λοχαγός που τους είχε συλλάβει – ψηλός, κοκκινόδερμος, πρασινομάλλης.
Κανένας φρουρός δεν βρισκόταν πλέον μέσα στο περιτείχισμα· μόνο επάνω στα τείχη, πίσω από τα συρματοπλέγματα. Ούτε κανένας γιατρός είχε ξανάρθει για να κοιτάξει τους τραυματίες· οι Νομάδες έπρεπε να φροντίσουν τους εαυτούς τους. Και ήταν όλοι σε άθλια κατάσταση· ψυχολογικά, κυρίως.
Ο λοχαγός είπε, μιλώντας δυνατά: «Αποδείξατε ότι είστε θηρία, και αναλόγως οφείλουμε να σας φερθούμε! Από εδώ και στο εξής, κανείς δεν θα μπαίνει στο εσωτερικό του περιτειχίσματος. Φαγητό και νερό θα σας τα κατεβάζουμε από τα τείχη. Τίποτα περισσότερο απ’ό,τι χρειάζεστε για να μείνετε ζωντανοί! Μέχρι που να μας μιλήσετε για τις προθέσεις σας στη Β’ Κατωρίγια και για τα σχέδια του Κάδμου Ανθοτέχνη, του Αλυσοδεμένου Ποιητή!
»Επίσης, έχω εντολές να σας ενημερώσω πώς έχει τώρα η κατάσταση γύρω σας. Όλα τα συρματοπλέγματα διατρέχονται από ενέργεια.» Έβγαλε ένα πανί από μια τσέπη του και το πέταξε πάνω στο συρματόπλεγμα μπροστά του.
Σπίθες – λάμψη: στάχτη.
«Η πύλη θα είναι ορθάνοιχτη!» φώναξε ο λοχαγός, και η πύλη τότε άνοιξε τρίζοντας. Απέξω φαίνονταν φρουροί να στέκονται, πάνοπλοι. Με ολόκληρο στρατό έμοιαζαν στον Θόρινταλ. «Κανείς όμως δεν θα μπορεί να βγει!» συνέχισε ο λοχαγός· και πρόσταξε: «Δείξτε τους!»
Ένας από τους φρουρούς έφερε μια μεγάλη πάνινη κούκλα, στο ύψος του περίπου, και την πέταξε προς την πύλη για να περάσει από μέσα της.
Δεν τα κατάφερε. Ενέργεια εξαπολύθηκε από το πλαίσιο της πύλης, λούζοντας την κούκλα και μετατρέποντάς την σε κάρβουνο.
«Αυτή θα είναι η μοίρα όποιου επιχειρήσει να δραπετεύσει!» φώναξε ο λοχαγός δείχνοντας τα απομεινάρια, από τα οποία δεν θα μπορούσες εύκολα να μαντέψεις ότι ήταν κούκλα αυτό που είχε καταστραφεί. «Δεν παρακολουθεί κανένας την πύλη. Δε χρειάζεται! Υπάρχουν αυτόματοι αισθητήρες. Αν προσπαθήσετε να βγείτε, μόνοι σας θα φταίτε για τον θάνατό σας!
»Τίποτ’ άλλο δεν έχω να σας πω. Σκεφτείτε την κατάστασή σας, και πράξτε ανάλογα όταν σας ξαναζητηθεί να μιλήσετε σαν πολιτισμένοι άνθρωποι!»
Κατέβηκε από την εξέδρα: κρύφτηκε πίσω από το συρματόπλεγμα και το τείχος.
«Να πας να γαμηθείς, μαλάκα,» είπε η Λάρνια, όχι τόσο δυνατά για να την ακούσουν οι φρουροί πάνω στα τείχη, καθώς στεκόταν μετά βίας πλάι στον Θόρινταλ. Το σώμα της ήταν ακόμα κλονισμένο από εκείνη την ενεργειακή ριπή που την είχε αναισθητοποιήσει προτού πέσουν τα αναισθητικά αέρια.
*
Οι φρουροί δεν τους είχαν αφήσει ούτε ενεργειακές φιάλες ούτε μπαταρίες ούτε πολλές μηχανικές συσκευές· τίποτα που θα μπορούσε να αποδειχτεί επικίνδυνο για τη Φρουρά ή βολικό για εκείνους. Έτσι τώρα, καθώς οι σκιές και τα σκοτάδια πύκνωναν, οι Νομάδες κάθονταν γύρω από φωτιές που είχαν ανάψει με διάφορα σκουπίδια που είχαν βρει μες στο περιτείχισμα, το οποίο ήταν γεμάτο με τέτοιες σαβούρες.
Τα οχήματά τους – το ερπυστριοφόρο με τα δύο πατώματα, το ψηλό τετράκυκλο με τα ηχεία, και τα υπόλοιπα – οι φρουροί τούς τα είχαν πάρει. Κανένα δεν είχαν αφήσει εδώ. Τα είχαν εξαφανίσει όσο οι Νομάδες κοιμόνταν (εκτός από τον Ράνελακ, φυσικά, ο οποίος τους είχε δει να τα απομακρύνουν). Για καταλύματα είχαν τώρα μονάχα σκηνές.
Ο Θόρινταλ, η Λάρνια, ο Κοντός Φριτς, η Σορέτα, μερικά άλλα Πνεύματα των Δρόμων, ο Ράνελακ ο Σκέλεθρος, η Βιολέτα, η Τζουλιάνα η ιέρεια του Κρόνου, ο Εύθυμος, η Μαρίνα, και ο Ρίμναλ ήταν συγκεντρωμένοι γύρω από μια φωτιά και συζητούσαν. Οι τρεις τελευταίοι ήταν χτυπημένοι από τη συμπλοκή, αλλά όχι άσχημα. Ούτε ο Κοντός Φριτς είχε πάθει τίποτα το σοβαρό· δεν είχαν προλάβει να τον ταλαιπωρήσουν πολύ οι ανακριτές της Φρουράς προτού οι Νομάδες ορμήσουν για να τον σώσουν.
Τώρα έλεγε: «Αν δε βρούμε τρόπο να ξεφύγουμε από δω μέσα, είμαστε ξεγραμμένοι. Θα μας φάνε λίγους-λίγους.»
«Η Εύνοια θα έρθει για εμάς, Φριτς,» τόνισε η Σορέτα· «δε θα μας εγκαταλείψει!»
«Η Εύνοια δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Αν ήταν να κάνει κάτι, θα το είχε κάνει ήδη. Είμαστε μόνοι μας, Σορέτα· πρέπει να το χωνέψουμε. Δε γίνεται αλλιώς.»
«Μα... χωρίς την Εύνοια... Είμαστε Νομάδες των Δρόμων επειδή είναι η Εύνοια...»
«Δεν ξέρω τι είμαστε πλέον,» είπε ο Φριτς με βαριά φωνή, «αλλά, ό,τι σκατά κι αν είμαστε, δε μπορούμε ν’αφήσουμε αυτά τα καθάρματα να μας κρατάνε κλεισμένους σε τούτο το μαντρί σαν ζώα.»
«Και δεν μας κρατάνε απλώς κλεισμένους,» είπε ο Εύθυμος. «Ζητάνε να τους αποκαλύψουμε κάτι που κανείς μας δεν ξέρει.»
«Αν τους λέγαμε ψέματα;...» πρότεινε η Μαρίνα.
«Τι ψέματα; Ξέρεις εσύ τα σχέδια του Ανθοτέχνη;»
«Μπορούμε να τους πούμε οτιδήποτε, Εύθυμε! Ότι ο Ανθοτέχνης σκοπεύει να κάνει – να κάνει κάποια μεγάλη επίθεση. Κάτι τέτοιο.»
«Και μετά,» τη ρώτησε ο Ρίμναλ, «τι νομίζεις ότι θα γίνει; Θα μας αφήσουν να φύγουμε; Μας έχουν για δολιοφθορείς του Ποιητή, το καταλαβαίνεις; Θεωρούν ότι είμαστε στην κωλοσυνοικία τους για να κάνουμε κακό εδώ. Εκείνο που θέλουν να παραδεχτούμε είναι ότι, για παράδειγμα, σκοπεύαμε να ανατινάξουμε κάποιο δημόσιο χτίριο, ή κάτι παρόμοιο.»
Ο Φριτς ένευσε. «Ναι, αυτό. Κι αν το παραδεχτούμε, την έχουμε γαμήσει. Άσχημα. Το λιγότερο που θα κάνουν θάναι να μας φυλακίσουν. Αν όχι να μας εκτελέσουν σαν ποντίκια εδώ μέσα!»
«Η Εύνοια δεν θα τους αφήσει...» άρχισε η Σορέτα.
«Μαλακίες!» γρύλισε ο Φριτς. «Κι εγώ αυτό εύχομαι, Σορέτα, αλλά το ξέρω ότι είναι μαλακίες, γαμώτο! Δε μπορούμε να καθίσουμε με σταυρωμένα χέρια περιμένοντας την Εύνοια.»
«Και τι προτείνεις να κάνουμε; Να τρέξουμε προς την ανοιχτή πύλη» – την έδειξε – «και να σκοτωθούμε όλοι; Αυτό θέλεις;»
Ο Φριτς, ατενίζοντας την πύλη με στενεμένα μάτια, είπε σκεπτικά: «Πρέπει να γίνεται κάπως να απενεργοποιηθεί αυτός ο μηχανισμός. Αν τον απενεργοποιούσαμε και μετά τρέχαμε προς την ανοιχτή πύλη... αν τους ξαφνιάζαμε...»
«Μόνο μάγος θα μπορούσε να τον απενεργοποιήσει χωρίς να τον πλησιάσει,» είπε ο Ρίμναλ.
«Ναι, προδότη–» ένευσε ο Φριτς.
«Μη με ξαναπείς ‘προδότη’!» Τα μάτια του Ρίμναλ γυάλισαν άγρια, επικίνδυνα.
«–μόνο μάγος θα μπορούσε να το κάνει,» τελείωσε ο αρχηγός των Πνευμάτων.
Κοιτάζοντας τον Θόρινταλ. Και μετά, τον Ράνελακ. Και μετά, τη Βιολέτα.
«Δεν ξέρω από τέτοιους μηχανισμούς,» είπε η σαμάνος.
«Ούτε εγώ,» παραδέχτηκε ο Σκέλεθρος.
Ο Θόρινταλ είπε: «Από μακριά δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να κάνω τίποτα.»
«Από κοντά θα μπορούσες;» ρώτησε ο Φριτς.
«Ίσως. Ανάλογα. Αλλά δεν είναι δυνατόν να πλησιάσουμε.»
«Αν πλησίαζες θα μπορούσες να διακόψεις το ενεργειακό ρεύμα;»
«Ο καθένας θα μπορούσε να το κάνει αν πλησίαζε αρκετά ώστε να κόψει τα καλώδια.»
«Αλλά εσύ είσαι μάγος, Θόρινταλ.»
«Αν ήμουν κοντά σε κάποια... κεντρική μονάδα που ελέγχει το κύκλωμα, ίσως κατάφερνα να το απενεργοποιήσω σιωπηλά. Ίσως. Υποθέτοντας πάντα ότι υπάρχει κεντρική μονάδα.»
«Αν υπάρχει,» είπε ο Εύθυμος, «θα είναι έξω από τα τείχη.»
«Σίγουρα,» συμφώνησε ο Θόρινταλ.
«Αυτό είναι και το πρόβλημά μας, δεν είναι;» είπε ο Ρίμναλ. «Δεν μπορούμε να βγούμε από τα τείχη.»
«Ίσως κάπως ο Θόρινταλ, μόνος του, να μπορούσε να βγει,» υπέθεσε ο Φριτς.
«Πώς;» ρώτησε ο Ρίμναλ.
Ο Κοντός δεν είχε απάντηση να δώσει.
Ούτε κανείς άλλος.
Μετά από λίγο, αδειάζοντας την πίπα του, ο Σκέλεθρος είπε: «Μπορεί να έχω μια λύση.»
Όλων τα μάτια στράφηκαν επάνω στο κουκουλοφόρο πρόσωπό του.
Εκείνος ατένισε τον Θόρινταλ. «Εσύ κι εγώ, στο Μηδέν της Νόησης. Σαν νεκροί.»
Ο Θόρινταλ συνοφρυώθηκε. «Φαίνεσαι σαν νεκρός όταν είσαι εκεί;»
«Μερικές φορές μπορώ να το καταφέρω. Το πρόβλημα είναι πως είναι επικίνδυνο να φέρω κάποιον μαζί μου. Επικίνδυνο γενικά, όχι μόνο αν θέλουμε να παραστήσουμε τους νεκρούς. Αλλά σ’αυτή την περίπτωση είναι ακόμα πιο επικίνδυνο.»
Ο Θόρινταλ ένευσε συλλογισμένα. «Καταλαβαίνω...» μουρμούρισε.
«Εγώ πάλι δεν καταλαβαίνω τίποτα,» δήλωσε ο Κοντός Φριτς.
«Ούτε εγώ,» είπε ο Ρίμναλ.
«Θα μας το κάνετε πιο λειανά;» ρώτησε ο Φριτς, ενώ όλοι κοίταζαν τους δυο σαμάνους με περιέργεια.
Ο Ράνελακ τούς εξήγησε για το Μηδέν της Νόησης, και τον άκουγαν με τις τρίχες ορθωμένες.
«Τι εννοείς ότι είναι επικίνδυνο;» ρώτησε η Σορέτα.
«Μπορεί να μην ξυπνήσεις ποτέ.»
«Το όλο εγχείρημα που προτείνετε είναι ριψοκίνδυνο ούτως ή άλλως,» τους προειδοποίησε ο Εύθυμος. «Τι θα γίνει αν οι φρουροί καταλάβουν ότι δεν είστε πραγματικά νεκροί; Μπορεί να σας ελέγξουν ακόμα και με μάγους του τάγματος των Βιοσκόπων – και αποκλείεται αυτούς να τους κοροϊδέψει το κόλπο σου, Ράνελακ.»
Ο Σκέλεθρος κατένευσε. «Ναι, ούτε εγώ το νομίζω.»
Η νύχτα πέρασε αργά μέσα στο περιτείχισμα, και οι Νομάδες των Δρόμων κοιμήθηκαν ελάχιστα.
*
Η υπόθεση μ’αυτούς τους Νομάδες των Δρόμων είχε αρχίσει να αγριεύει.
Όχι πως τούτη η εξέλιξη παραξένευε τον Αλέξανδρο Πανιστόριο, τον Αρχικατάσκοπο του Πολιτάρχη της Β’ Κατωρίγιας Συνοικίας. Το περίμενε ότι τα πράγματα πιθανώς να πήγαιναν προς τέτοια κατεύθυνση. Οι άνθρωποι ήταν, άλλωστε, κακοποιοί, όσο καλά κι αν προσπαθούσαν να το κρύβουν.
Και το έκρυβαν, όντως, πολύ καλά. Ανάμεσα στα αντικείμενα που είχε κατάσχει η Φρουρά από τους Νομάδες, ο Πανιστόριος δεν είχε βρει τίποτα που, υπό κανονικές συνθήκες, θα τον έβαζε σε υποψίες. Είχαν μαζί τους ό,τι ήταν αναμενόμενο να έχει ένα τέτοιο πλανόδιο πλήθος. Βασικά, είχαν μαζί τους λιγότερα επικίνδυνα πράγματα απ’ό,τι ήταν αναμενόμενο να έχουν. Τα όπλα που κουβαλούσαν ήταν τα ελάχιστα που μπορεί να χρειάζονταν για την προστασία τους, δεδομένου ότι ταξίδευαν από συνοικία σε συνοικία της Ατέρμονης Πολιτείας μη σταματώντας πουθενά, όπως δήλωναν.
Δεν έμοιαζαν με δολιοφθορείς. Ούτε εξωτερικά ούτε κατόπιν εξονυχιστικού ελέγχου.
Αλλά, όπως ήξερε ο Αλέξανδρος Πανιστόριος, έτσι είναι οι καλύτεροι δολιοφθορείς. Είναι αυτοί που δεν σου τραβάνε την προσοχή, που δεν κινούν καμια υποψία. Και ένας καλός δολιοφθορέας δεν χρειάζεται να κουβαλά μαζί του πολλά όπλα ή άλλες καταστροφικές συσκευές για να κάνει τη δουλειά του. Μπορεί να την κάνει με οτιδήποτε. Μπορεί να την κάνει συνδυάζοντας διάφορα φαινομενικά άκακα πράγματα από το άμεσο περιβάλλον του.
Και όλα αυτά που μετέφεραν μαζί τους οι Νομάδες, αν τα έβλεπες υπό μια τέτοια προοπτική, ναι, ήταν επικίνδυνα. Αλλά μόνο κάποιος υποψιασμένος θα το καταλάβαινε.
Κάποιος σαν εμένα. Ο Αλέξανδρος είχε ασχοληθεί πολύ με κατασκοπία και αντικατασκοπία. Παντού πιθανούς κατασκόπους έβλεπε.
Αλλά, αν η Κορίνα δεν με είχε ενημερώσει γι’αυτούς, δεν θα είχα προστάξει να τους συλλάβουν. Δεν είχε κανέναν λόγο για να το κάνει. Του φαίνονταν ύποπτοι, βέβαια· όμως οι πράξεις τους δεν ήταν επικίνδυνες για τη Β’ Κατωρίγια Συνοικία.
Η Κορίνα διακρίνει πράγματα που κανείς άλλος δεν μπορεί να δει. Εκτός, φυσικά, από κάποιες σαν αυτήν. Θυγατέρες της Πόλης. Αλλά η μόνη Θυγατέρα της Πόλης που γνώριζε ο Πανιστόριος ήταν η Κορίνα. Δεν ήξερε αν καν υπήρχαν άλλες.
Και την Κορίνα, αρχικά, είχε δυσκολευτεί να την πιστέψει, καχύποπτος με τους πάντες όπως ήταν. Οι πληροφορίες, όμως, που του είχε δώσει πριν από τέσσερα χρόνια ήταν πολύτιμες. Είχαν να κάνουν με μια πολύ επικίνδυνη περίπτωση λαθρεμπορίου και πειρατείας στα λιμάνια της Β’ Κατωρίγιας Συνοικίας. Η εκτίμησή του για τις ικανότητες αυτής της παράξενης γυναίκας είχε κορυφωθεί τότε.
Αν και δεν ήταν εκδηλωτικός άνθρωπος, όφειλε να παραδεχτεί στον εαυτό του ότι ήταν έκτοτε λιγάκι ερωτευμένος με την Κορίνα. Αλλά δεν ήταν κανονική γυναίκα, φυσικά! Οπότε, κάτι τέτοιο θα ήταν ανόητο. Η Κορίνα ήταν... ήταν μια οντότητα διαφορετική. Ο Αλέξανδρος δεν ήθελε να τη σκέφτεται σαν γυναίκα.
Όχι σαν τη γυναίκα, για παράδειγμα, που τώρα κοιμόταν στο κρεβάτι του ενώ εκείνος, έχοντας βγει από την τουαλέτα, ντυνόταν μεθοδικά, χωρίς βιασύνη, για να ξεκινήσει τις πρωινές του δουλειές. Ήταν σιωπηλός αλλά όχι αργός· και δεν το έκανε για να μην ξυπνήσει την Αρίνη: απλά αυτό ήταν το συνήθειό του.
Έχοντας ντυθεί μέσα στο μισοσκότεινο δωμάτιο, πήγε στο γραφείο του και άνοιξε το τηλεπικοινωνιακό σύστημα. Κοίταξε τα μηνύματα στην οθόνη, πολλά από τα οποία ήταν κωδικοποιημένα, σταλμένα από τους πράκτορές του.
Ένα από τα μη κωδικοποιημένα ήταν που του τράβηξε την προσοχή αμέσως. Όνομα αποστολέα: ΠΟΡΦΥΡΟΧΡΥΣΗ ΚΟΡΗ.
Η Κορίνα.
Ο Αλέξανδρος Πανιστόριος το άνοιξε, το διάβασε.
Πρέπει να σε συναντήσω, έγραφε η Κορίνα, σήμερα – το συντομότερο δυνατό – στην Πλατεία Ξεκούραστου. Είμαι ήδη εκεί. Το θέμα αφορά τους δολιοφθορείς.
Τους Νομάδες των Δρόμων.
Είχε, άραγε, καινούργιες πληροφορίες γι’αυτούς; Κι αν ναι, από πού; Ή μάλλον, άσ’ το το τελευταίο. Από πού έπαιρνε τις πληροφορίες της μόνο εκείνη ήξερε.
Ο Πανιστόριος έριξε μια ματιά επί τροχάδην στα άλλα μηνύματα και, μετά, φόρεσε το σακάκι του και την καπαρντίνα του και έφυγε από το μεγάλο οροφοδιαμέρισμά του στη Μονότροπη, αφήνοντας την Αρίνη να κοιμάται. Ήταν λογίστρια και σήμερα είχε άδεια από τη δουλειά της σε μια από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις της Β’ Κατωρίγιας Συνοικίας. Θα ξυπνούσε αργά· κατά το μεσημέρι πιθανώς. Ώς τότε οι μοναδικοί της σύντροφοι μέσα στο οροφοδιαμέρισμα θα ήταν οι τρεις γάτοι του Αλέξανδρου που τριγύριζαν στο μεγάλο σπίτι σαν να τους ανήκε και ο Αρχικατάσκοπος της Β’ Κατωρίγιας να μην ήταν παρά φιλοξενούμενός τους. (Ο Αλέξανδρος τούς θεωρούσε τους πιο επικίνδυνους κατασκόπους του.)
Η Πλατεία Ξεκούραστου δεν είχε πολύ κόσμο μια τέτοια πρωινή ώρα, ως συνήθως. Ο Πανιστόριος σταμάτησε το τρίκυκλο όχημά του στην άκρη της και κοίταξε ανάμεσα στα καλοκλαδεμένα δέντρα και στα παγκάκια, γύρω από το άγαλμα του πελώριου ψαριού που νερό ανάβλυζε από το στόμα του. Πού ήταν η Κορίνα;
«Καλημέρα, Αλέξανδρε.»
Στράφηκε και την είδε. Τον είχε πλησιάσει χωρίς να την προσέξει. Το έκανε για να επιδειχτεί ή, απλά, από συνήθειο;
«Τι συμβαίνει;» τη ρώτησε.
Η Κορίνα άνοιξε μια από τις πισινές πόρτες του κρυστάλλινου οχήματός του και κάθισε στο πίσω κάθισμα.
«Έγινε ένα λάθος,» του είπε.
Γύρισε να την κοιτάξει. «Τι λάθος;» Σχετικό με τους Νομάδες των Δρόμων; Η όψη του ήταν ουδέτερη παρά το ξάφνιασμά του. Είχε εξασκηθεί σ’αυτό. Όχι πως, βέβαια, πίστευε ότι μπορούσε να κοροϊδέψει την Κορίνα. Η Κορίνα είχε επάνω της κάτι που τον έκανε να νομίζει ότι γνώριζε τα πάντα γι’αυτόν με μια ματιά.
«Οι Νομάδες δεν είναι δολιοφθορείς.»
«Και τι είναι;»
«Δεν υπηρετούν τον Αλυσοδεμένο Ποιητή.»
«Τι;» Αυτή τη φορά η ουδετερότητά του διαλύθηκε σαν τοίχος από χαλίκια που τον γκρεμίζει ο άνεμος.
«Έκανα λάθος,» είπε η Κορίνα δίχως ν’αποφεύγει το βλέμμα του. Λες και του ανέφερε κάτι το κοινότοπο. Για τον καιρό, ίσως. Για μια τελευταία μόδα. «Δεν έχουν καμια σχέση με τον Κάδμο Ανθοτέχνη. Είναι αυτό που λένε: πλανόδιοι. Τίποτα περισσότερο.»
«Λάθος...» σύριξε ο Αλέξανδρος. «Έκανες λάθος...! Μα τον Κρόνο! η υπόθεση έχει φτάσει στ’αφτιά του ίδιου του Πολιτάρχη.»
«Το ξέρω. Με συγχωρείς γι’αυτό–»
«Τι θα του πω; ‘Οι πηγές μου έκαναν λάθος’; Θα είδες, φυσικά, τις συγκρούσεις μες στο περιτείχισμα χτες το πρωί!» Η Κορίνα είχε νοικιάσει ένα διαμέρισμα που αντίκριζε το στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ήθελε να παρακολουθεί τους Νομάδες. Ο Αλέξανδρος δεν ήξερε γιατί, αλλά δεν τον εξέπληττε που είχε τους δικούς της λόγους για ό,τι έκανε. Οι σημαντικές πληροφορίες δεν δίνονταν ποτέ αφιλοκερδώς.
«Τις είδα,» του αποκρίθηκε τώρα.
«Ο κόσμος έχει ανησυχήσει. Ο Πολιτάρχης–»
«Θα τον καθησυχάσεις, είμαι σίγουρη. Λάθη γίνονται σε τέτοιες ταραγμένες περιόδους–»
«Για στάσου λίγο, Κορίνα! Προχτές, μες στη νύχτα, με ειδοποίησες για εκείνο το όχημα που έκανε βόλτες γύρω απ’το περιτείχισμα. Μου είπες ότι ήταν άνθρωποι του Ανθοτέχνη, και πρόσταξα τη Φρουρά να τους κυνηγήσει...»
«Και τελικά τους έχασαν,» είπε η Κορίνα μ’ένα ελαφρύ στένεμα των ματιών. Θυμός; αναρωτήθηκε ο Αλέξανδρος.
«Ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι;» τη ρώτησε, έντονα. «Ήταν όντως πράκτορες του Ανθοτέχνη;»
«Ήταν,» είπε η Κορίνα.
«Τώρα δεν μου είπες ότι–;»
«Ναι, οι Νομάδες δεν δουλεύουν για τον Ανθοτέχνη. Αλλά αυτοί που είχαν έρθει έξω απ’το περιτείχισμα ήταν άνθρωποί του. Είχαν ακούσει για τους Νομάδες και ήταν περίεργοι να μάθουν τι γίνεται.»
Ο Αλέξανδρος την ατένισε με καχυποψία. «Αν μου λες ψέματα, Κορίνα....»
«Δε θέλεις πλέον τη βοήθειά μου;» τον ρώτησε ουδέτερα – μια ουδετερότητα καθρέφτης της δικής του ουδετερότητας.
Τον θύμωσε. «Μου είπες ψέματα για τους Νομάδες!»
«Δε σου είπα ψέματα. Έκανα λάθος. Ακόμα και οι Θυγατ–»
«Ποιος ήταν ο λόγος που ήθελες τους Νομάδες κλεισμένους εκεί μέσα, Κορίνα;»
«Δε σου ζήτησα να τους κλείσεις στ–»
«Κάποιο όφελος είχες από την υπόθεση! Αλλιώς γιατί–;»
«Την άλλη φορά που σε είχα βοηθήσει, με την υπόθεση του λαθρεμπορίου, δεν έδειχνες τέτοιο ενδιαφέρον σχετικά με το δικό μου όφελος, Αλέξανδρε.»
«Τότε δεν μου είπες ότι έκανες λάθος. Και δεν είχες κάνει κανένα λάθος.»
«Τώρα, όμως, έγινε λάθος. Δυστυχώς. Αλλά είμαι πρόθυμη να σε βοηθήσω να το διορθώσουμε.»
Ο Αλέξανδρος αναστέναξε. «Ο Πολιτάρχης θα γίνει έξω φρενών όταν μάθει ότι οι Νομάδες φυλακίστηκαν χωρίς λόγο και τόσοι φρουροί τραυματίστηκαν – ακόμα και σκοτώθηκαν! Είναι πολύ πιεσμένος τούτες τις μέρες, με τον πόλεμο στην Α’ Ανωρίγια κι όλες τις ιστορίες με τον καταραμένο Ανθοτέχνη!»
«Ο Σημαδεμένος γνωρίζει ότι είσαι ο καλύτερος Αρχικατάσκοπος που μπορεί να βρει. Τι έχεις να φοβηθείς απ’αυτόν; Αν ήθελες, εσύ θα ήσουν Πολιτάρχης, Αλέξανδρε.»
Προς στιγμή, τα λόγια της τον έκαναν όντως να το θέλει, τον έκαναν να φανταστεί τον εαυτό του ως Πολιτάρχη της Β’ Κατωρίγιας... Αλλά, όχι, εκείνος δεν ήταν πολιτικός. Είχε άλλες δεξιότητες.
«Η Β’ Κατωρίγια Συνοικία στηρίζεται σ’εσένα,» συνέχισε η Κορίνα.
«Επειδή δεν κάνω τέτοια λάθη.»
«Δεν είναι κανένα τεράστιο λάθος, και θα–»
«Θα το σκεφτώ πολύ προτού σε ξαναεμπιστευτώ, Κορίνα. Είτε ήταν λάθος είτε εσκεμμένα με παραπλάνησες–»
«Έλα τώρα· γιατί να σε παραπλανήσω;»
«Δεν ξέρω. Δε μπορώ να σε καταλάβω.»
«Και ούτε να προσπαθήσεις ποτέ,» του είπε. «Αν ήθελα να εξαφανιστείς απ’το πρόσωπο της Ρελκάμνια, τώρα δεν θα μιλούσαμε. Είμαι φίλη σου.»
«Μέχρι πότε, αναρωτιέμαι.»
Η Κορίνα γέλασε. «Μέχρι που συμφέρει και τους δυο μας.»
«Ούτε το γεγονός ότι μου κουβάλησες εδώ την εξόριστη πλουτοκρατία της Β’ Ανωρίγιας μού αρέσει τόσο...»
«Θα αποδειχτούν εφόδιο για το μέλλον, αν τους χειριστείς προσεχτικά.»
«Θα δούμε...»
«Άκουσέ με, τώρα, τι θα κάνουμε με τους Νομάδες–»
«Οι Νομάδες είναι εξαγριωμένοι, Κορίνα. Δεν μπορώ να τους ελευθερώσω ύστερα από εκείνη την επίθεση εναντίον της Φρουράς. Ο κόσμος ήδη τους φοβάται. Και ούτε μπορώ να ζητήσω από τον Πολιτάρχη να βγει δημοσίως και να πει ότι ήταν λάθος που φυλακίστηκαν. Οι πολιτικοί εχθροί του ακριβώς τέτοια ‘λάθη’ περιμένουν για να κινηθούν εναντίον του. Οι κάτοικοι της Β’ Κατωρίγιας θα χάσουν την εμπιστοσύνη τους στον Γουίλιαμ Σημαδεμένο και–»
«Άκουσέ με,» επανέλαβε η Κορίνα διακόπτοντάς τον. «Θα αναλάβω εγώ τους Νομάδες. Προσωπικά. Και δεν θα έχεις κανένα απολύτως πρόβλημα μαζί τους.»
«Δεν τους θέλω μέσα στη Β’ Κατωρίγια Συνοικία. Έχεις τρόπο να τους εξαφανίσεις; Εγώ το καλύτερο που μπορώ να σκεφτώ είναι να τους βάλουμε σε φορτηγά και να τους πάμε σε κάποια γειτονική συνοικία. Αλλά πού; Η Α’ Κατωρίγια αποκλείεται να τους δεχτεί. Και η Φιλήκοη αμφίβολο είναι αν θα τους δεχτεί. Τα νέα για τη φυλάκισή τους θα έχουν κυκλοφορήσει. Καθώς και για ό,τι έγινε χτες. Μόνο στην Επιγεγραμμένη μπορώ να τους πετάξω, σαν σκουπίδια...»
«Δε χρειάζεται να κάνεις τίποτα που μπορεί να προκαλέσει εντάσεις μαζί τους. Οι άνθρωποι, άλλωστε, είναι αθώοι. Και σου λέω: θα τους αναλάβω εγώ.»
Γιατί να σε εμπιστευτώ, Κορίνα; αναρωτήθηκε ο Πανιστόριος. Γιατί, ύστερα από το... λάθος σου; Αν ήταν λάθος.
*
Το μόνο που έκαναν οι φρουροί από το πρωί ήταν να τους φέρουν φαγητό και νερό – μία φορά και μόνο – κατεβάζοντάς τα με βίντσι από τα τείχη με το συρματόπλεγμα. Κατά τα άλλα δεν είχαν καμια επαφή μαζί τους. Κανένας φρουρός δεν πέρασε την ανοιχτή πύλη του περιτειχίσματος, και ούτε κανένας κάλεσε κάποιον από τους Νομάδες να βγει.
«Μας βαρέθηκαν πια, οι καριόληδες;» είπε η Λάρνια.
«Ή ετοιμάζουν κάτι άσχημο,» υπέθεσε ο Θόρινταλ.
Ο Ρίμναλ είπε, όταν πια το μεσημέρι είχε περάσει: «Θέλουν να μας κουράσουν. Να μας ρίξουν το ηθικό, ώστε να συμμορφωθούμε.»
«Το ηθικό μου δεν πέφτει τόσο εύκολα,» μούγκρισε ο Κοντός Φριτς. «Είναι ορθωμένο και αγριεμένο.» Αρκετοί που κάθονταν γύρω τους εκείνη την ώρα χαμογέλασαν. Ήταν σημάδι πως και το δικό τους ηθικό δεν ήταν τελείως πεσμένο.
Από το πρωί, φυσικά, συζητούσαν για το πώς να δραπετεύσουν από το στρατόπεδο συγκέντρωσης – ο Θόρινταλ, ο Ράνελακ, η Βιολέτα, ο Κοντός Φριτς, η Σορέτα, ο Εύθυμος, η Ηχώ, η Τζουλιάνα, ο Ρίμναλ, η Λάρνια, και άλλοι. Αλλά κανένα καλό σχέδιο δεν είχε βρεθεί ακόμα. Το μόνο οριακά καλό – σχετικά καλό – ήταν ο Θόρινταλ κι ο Ράνελακ να το παίξουν νεκροί. Ήταν, όμως, επικίνδυνο· ο Σκέλεθρος το είχε πει ξεκάθαρα. Και ο Εύθυμος εξακολουθούσε να αμφιβάλλει για τις πιθανότητες επιτυχίας του σχεδίου. Ο Φριτς ήταν επίσης σκεπτικός· και η Σορέτα τούς έλεγε πως κάτι τέτοιο έπρεπε να το αποτολμήσουν μόνο σε έσχατη περίπτωση. (Οπότε ο Ρίμναλ είχε μουρμουρίσει, αρκετά δυνατά ώστε να τον ακούσουν οι άλλοι: «Ποια περίπτωση θάναι πιο έσχατη από αυτή που ζούμε, αναρωτιέμαι...»)
Το απόγευμα είχε έρθει τώρα και οι σκιές βάθαιναν μέσα στο περιτείχισμα, ενώ μια τρομαχτική σιγαλιά επικρατούσε. Οι περισσότεροι Νομάδες ήταν σιωπηλοί, ή μιλούσαν ελάχιστα. Και ο Θόρινταλ, ο Κοντός Φριτς, και οι άλλοι είχαν πλέον κουραστεί να κάνουν σχέδια που τους έμοιαζαν ανέφικτα και υποθέσεις που τους φαίνονταν ανούσιες. Οι φρουροί επάνω στα τείχη, πίσω από τα συρματοπλέγματα, θύμιζαν σκιερά αγάλματα, αυτοματοποιημένα ώστε να κουνιούνται λίγο κάθε τόσο. Κανένας ήχος δεν ερχόταν από τη μεριά τους, πέρα από μερικά βήματα.
Το φτερούγισμα ενός πουλιού αντήχησε δυνατό, καθώς το ιπτάμενο πλάσμα περνούσε πάνω από το στρατόπεδο συγκέντρωσης για να βρει μέρος να χωθεί μακριά από αυτό, σε μια τρύπα στον τοίχο μιας γιγάντιας βιομηχανίας.
Σαν το πέρασμα του πτηνού να ήταν σινιάλο κάποιου είδους, οι φρουροί ο ένας κατόπιν του άλλου άρχισαν να φεύγουν από την κορυφή των τειχών, να εξαφανίζονται. Και δεν έρχονταν καινούργιοι για να τους αντικαταστήσουν.
«Κάτι δεν πάει καλά...» παρατήρησε ο Ρίμναλ.
«Μας αφήνουν αφύλαχτους,» είπε ο Φριτς, κοιτάζοντας ολόγυρα τα τείχη με μάτια στενεμένα.
«Αφύλαχτους; Με ενεργειακά φορτισμένα συρματοπλέγματα παντού; και με την ‘ανοιχτή’ πύλη έτοιμη να μας ψήσει σαν κοτόπουλα;»
Τότε, η Λάρνια απομακρύνθηκε από τον Θόρινταλ, κι εκείνος την είδε να βαδίζει γρήγορα προς την πύλη. Τι πήγαινε να κάνει εκεί; Την ακολούθησε, βιαστικά. Δεν πιστεύω νάναι τόσο ανόητη ώστε να σκέφτεται να δοκιμάσει να περάσει!
Έφτασε κοντά στη μεγάλη ανοιχτή είσοδο μαζί της, και πέρα από το κατώφλι είδε πως ο δρόμος ήταν άδειος. Πλάι τους στέκονταν κι άλλοι Νομάδες που είχαν πλησιάσει, και τώρα μουρμούριζαν: Έφυγαν... –Οι φρουροί εξαφανίστηκαν... –Κανείς δε μας φυλάει. Ίσως τώρα να μπορούμε να φύγουμε! –Τι πας να κάνεις εκεί, ρε! Μείνε πίσω! Θες να ψηθείς ζωντανός;
Ο Θόρινταλ είπε: «Παράξενο. Είναι σαν να θέλουν να μας δοκιμάσουν. Να δουν αν θα προσπαθήσουμε να δραπετεύσουμε.»
«Ναι,» ένευσε η Λάρνια, «αλλά γιατί;»
«Παίζουν κάποιο παιχνίδι,» υπέθεσε ο Θόρινταλ. «Κάποιο ύπουλο παιχνίδι. Ελπίζοντας ότι θα μας κάνουν να μιλήσουμε.»
Η Λάρνια τον κοίταξε με αμφιβολία στα μάτια της.
Ύστερα τράβηξε την προσοχή τους ένα όχημα που ερχόταν από τους δρόμους του Ελάσματος κατευθυνόμενο προς την πύλη του περιτειχίσματος.
Ένα δίκυκλο. Με έναν μόνο αναβάτη επάνω, ο οποίος δεν έμοιαζε για φρουρός. Φορούσε κάπα που ανέμιζε γύρω του, και είχε την κουκούλα σηκωμένη στο κεφάλι.
«Έχουμε επισκέπτη...» παρατήρησε ο Θόρινταλ.
Το δίκυκλο σταμάτησε αντίκρυ τους, έξω από την πύλη, και ο σαμάνος και η Λάρνια είδαν τώρα πως ο αναβάτης του ήταν αναμφίβολα γυναίκα. Η οποία είχε βάλει το ένα μποτοφορεμένο πόδι της στο πλακόστρωτο για να στερεώσει το όχημα, ενώ εξακολουθούσε νάναι καθισμένη στη σέλα.
Τα μάτια της γυάλιζαν πράσινα μέσα απ’την κουκούλα της. Το δέρμα της... ο Θόρινταλ δεν μπορούσε να το διακρίνει καλά, αλλά σίγουρα δεν πρέπει να ήταν λευκό, ούτε χρυσαφί. Και τα χέρια της δεν φαίνονταν· φορούσε μαύρα, κροσσωτά γάντια.
«Καλησπέρα,» τους χαιρέτησε. «Οι Νομάδες των Δρόμων, σωστά;»
«Ποια είσαι;» ρώτησε ο Θόρινταλ, ενώ οι άλλοι ήταν σιωπηλοί γύρω του.
«Ήρθα να σας ενημερώσω πως η Φρουρά της Β’ Κατωρίγιας έκανε λάθος μ’εσάς, κι εγώ είμαι τώρα εδώ για να σας βοηθήσω.»
«Τι;» Τα λόγια της τον είχαν ξαφνιάσει. «Τι εννοείς;» Σίγουρα, κάποιο ύπουλο παιχνίδι παιζόταν εδώ. Τι είχαν κατά νου οι άνθρωποι της Φρουράς;
«Μπορείτε, κατά πρώτον, να παραμερίσετε για να περάσω;»
«Πέρνα,» της είπε ένας από τους Νομάδες, «και θα καείς. Η πύλη–»
«–δεν είναι επικίνδυνη πλέον. Βγες και θα δεις.»
Ο Νομάδας γέλασε νευρικά. «Ναι, καλά...»
Και η γυναίκα πάνω στο δίκυκλο γέλασε, καθόλου νευρικά, έκδηλα διασκεδασμένη. «Να περάσω εγώ, τουλάχιστον, που θέλω να καώ λιγάκι απόψε;»
Οι Νομάδες, διστακτικά, παραμέρισαν από το μεγάλο κατώφλι, και ο Θόρινταλ είδε ότι τώρα και ο Φριτς πλησίαζε, μαζί με τη Σορέτα, και τον Ρίμναλ, και τον Εύθυμο, και τον Σκέλεθρο· κι από πίσω τους έρχονταν κι άλλοι, έχοντας όλοι καταλάβει ότι είχαν κάποιον επισκέπτη.
Η γυναίκα έβαλε το δίκυκλό της σε κίνηση ξανά και πέρασε την πύλη χωρίς να πάθει τίποτα. Σταμάτησε τους τροχούς και στήριξε το όχημα με το ένα της πόδι στο έδαφος.
«Λοιπόν,» είπε κατεβάζοντας την κουκούλα της. «Ας μιλήσουμε.»
Ήταν κοκκινόδερμη και ξανθιά, με μακριά μαλλιά που χύνονταν γυαλιστερά στους ώμους της. Τα πράσινά της μάτια θύμιζαν πολύτιμους λίθους επάνω στο πρόσωπό της. Τα χείλη της ήταν βαμμένα μαύρα. Και... ο Θόρινταλ νόμιζε πως, για κάποιο λόγο, φάνταζε μη πραγματική.
Ή, ίσως, πιο πραγματική απ’ό,τι κανονικά θα έπρεπε.
Προς στιγμή, είχε την αίσθηση πως όλα τούτα ήταν σκηνοθετημένα: το στρατόπεδο συγκέντρωσης, η απρόσμενη εξαφάνιση της Φρουράς, οι δρόμοι τριγύρω. Ένα πελώριο σκηνικό.
Με μία και μόνο βασική ηθοποιό.
Του Θόρινταλ κάτι τού θύμιζε αυτή η αλλόκοτη αίσθηση. Αλλά τι;
Την Εύνοια! συνειδητοποίησε ξαφνικά. Μου θυμίζει την Εύνοια. Την πρώτη φορά που ήρθα και τη συνάντησα. Αν και... δεν ήταν ακριβώς έτσι, βέβαια, τότε. Ο Θόρινταλ δεν νόμιζε πως τα πάντα ήταν σκηνικό. Αλλά η Εύνοια τού είχε κάνει μια απίστευτα ζωηρή εντύπωση.
«Ποια είσαι;» ρώτησε ο Κοντός Φριτς πλησιάζοντας. «Πώς πέρασες την πύλη;» Κι από τον τρόπο που την κοίταζε, ο Θόρινταλ καταλάβαινε πως κι εκείνος έβλεπε αυτή τη γυναίκα με παρόμοιο τρόπο. Όπως και όλοι οι άλλοι Νομάδες.
«Η πύλη,» αποκρίθηκε η παράξενη επισκέπτρια, «δεν είναι επικίνδυνη πλέον. Οι μηχανισμοί έχουν απενεργοποιηθεί. Έγινε λάθος με τη Φρουρά· δεν έπρεπε να σας είχαν κατηγορήσει. Είστε αθώοι–»
«Και τώρα μας το λέτε!;» φώναξε ο Φριτς. «Σκοτώθηκε κόσμος!»
Ο Θόρινταλ σκέφτηκε: Πορφυρό δέρμα... ξανθά μαλλιά... πράσινα μάτια... κι αυτή η περίεργη εντύπωση, σαν όλους να μας έχει ελαφρώς υπνωτίσει...
«Αυτό ήταν... δυστυχές,» αποκρίθηκε η άγνωστη. «Ο Πολιτάρχης σάς δίνει τα συλλυπητήριά του. Τώρα όμως, ύστερα από όσα έγιναν εδώ, έχει δημιουργηθεί μια κατάσταση.»
Ο Θόρινταλ αναρωτήθηκε: Θυγατέρα της Πόλης; Αδελφή της Εύνοιας και της Μιράντας;
«Τα τηλεοπτικά κανάλια σάς έχουν δείξει,» συνέχιζε η άγνωστη. «Ο κόσμος έχει δει τι συνέβη μες στο περιτείχισμα. Έχει δει την επίθεσή σας εναντίον των φρουρών–»
«Έχει δει και ότι οι φρουροί πήραν τον Φριτς για να τον βασανίσουν;» τη διέκοψε η Ηχώ.
Ο Θόρινταλ σκέφτηκε: Η Κορίνα; Είναι δυνατόν αυτή να είναι η Κορίνα; Κι αισθάνθηκε ένα ρίγος να τον διατρέχει.
*
Η Κορίνα είπε: «Τον κόσμο δεν τον ενδιαφέρει τι ακριβώς έγινε, ποια είναι η αλήθεια και ποιο το ψέμα. Δεν τον ενδιαφέρει αν είχατε δίκιο που επιτεθήκατε στους φρουρούς. Ούτε έχει σημασία αν εγώ προσωπικά πιστεύω ότι είχατε δίκιο. Ο κόσμος τώρα σας φοβάται. Είστε ελεύθεροι να φύγετε από το περιτείχισμα, αλλά δεν μπορείτε να μείνετε στη Β’ Κατωρίγια Συνοικία.»
«Και ούτε θέλουμε!» δήλωσε ο Κοντός Φριτς, και πολλοί Νομάδες συμφώνησαν με φωνές και με νεύματα. «Το μόνο που θέλουμε από τούτο το μέρος είναι να βρούμε την αρχηγό μας, την Κυρά των Δρόμων, την οποία χάσαμε λίγο προτού μας συλλάβουν οι φρουροί.»
«Η Εύνοια, δυστυχώς, δεν είναι πια εδώ. Έχει εξαφανιστεί.»
Οι Νομάδες την ατένιζαν τώρα σαστισμένοι. Αυτή η γυναίκα ήξερε την Εύνοια;
Ο Θόρινταλ είπε: «Είσαι η Κορίνα! Είσαι η Κορίνα, έτσι δεν είναι;»
Στεκόταν στα δεξιά της, και τώρα εκείνη έστρεψε τα μάτια της επάνω του. «Έχει σημασία το όνομά μου; Είμαι εδώ για να σας οδηγήσω σ’ένα ασφαλές μέρος, Θόρινταλ.»
Το ρίγος τον διέτρεξε ξανά. Με ξέρει! Φυσικά και με ξέρει... «Δε φεύγουμε χωρίς την Εύνοια!» της είπε. «Ούτε χωρίς τη Μιράντα. Πού είναι; Εξαιτίας σου έχουν εξαφανιστεί;»
Τα μαυροβαμμένα χείλη της χαμογέλασαν αχνά. «Δεν ξέρω πού είναι, Θόρινταλ. Προσπαθούσα να βρω την Εύνοια αλλά δεν ήταν πουθενά στη Β’ Κατωρίγια–»
«Λες ψέματα! Η Εύνοια είναι εδώ· και δεν είναι μακριά μας!»
Κι ακούστηκαν κι άλλες φωνές εκτός από του Θόρινταλ: Η Εύνοια δεν μας έχει εγκαταλείψει!... Η Εύνοια είναι κοντά... Πρέπει να πάμε να τη βρούμε... Θα μας βρει μόλις βγούμε από δω· οι φρουροί την εμπόδιζαν να μας συναντήσει... Αυτή η γυναίκα λέει ψέματα για την Εύνοια...
«Δε σας λέω ψέματα!» είπε δυνατά η Κορίνα. «Η Εύνοια έχει εξαφανιστεί. Δεν είναι στη Β’ Κατωρίγια· δεν ξέρω τι της έχει συμβεί–»
«Θα τη βρω!» τη διέκοψε ο Θόρινταλ. «Μπορώ να τη βρω – και θα φανεί ότι λες ψέματα!»
«Αν θέλεις, ψάξε,» τον προέτρεψε η Κορίνα. «Θα διαπιστώσεις ότι δεν λέω ψέματα.»
Ο τρόπος της τον τρόμαξε. Δεν είχε κάνει καμια προσπάθεια να τον αποτρέψει. Μήπως δεν γνώριζε για τις μαγικές του ικανότητες; Αποκλείεται· η Μιράντα είχε πει ότι η Κορίνα είχε απίστευτες γνώσεις μέσω εκείνου του φυλαχτού. Και πρέπει να είχε μελετήσει τους Νομάδες πολύ προσεχτικά, αν λογάριαζε κανείς την προσπάθειά της να βάλει κάποιους απ’αυτούς να απαγάγουν την Εύνοια.
Σαν οι σκέψεις του Θόρινταλ να τον είχαν επικαλεστεί, ο Ρίμναλ ξεπρόβαλε ανάμεσα από τους υπόλοιπους, μοιάζοντας να ήταν πετρωμένος ώς τώρα, σαστισμένος σε σημείο σωματικής παράλυσης και βουβαμάρας. Αλλά η παράλυσή του είχε διαλυθεί, το ίδιο και η βουβαμάρα του.
«Μας έστρεψες εναντίον της Εύνοιας!» φώναξε στην Κορίνα. Και δείχνοντάς την με το χέρι του: «Αυτή είναι η γυναίκα που μας ξεγέλασε, στην Αμφίνομη, ώστε να προσπαθήσουμε να απαγάγουμε την Εύνοια! Είναι η Κορίνα! Ο Θόρινταλ έχει δίκιο! Ήρθε να μας ξεγελάσει ξανά!»
«ΑΡΚΕΤΑ!» φώναξε η Κορίνα. «Προσπαθήστε να βρείτε την Εύνοια, αν θέλετε. Θα δείτε ότι δεν είναι εδώ. Και μετά μπορούμε να συζητήσουμε.» Έβαλε το δίκυκλό της σε κίνηση και, στρίβοντας, βγήκε από την πύλη του περιτειχίσματος.
Οι Νομάδες των Δρόμων βγήκαν επίσης, δειλά στην αρχή, φοβούμενοι ότι μπορεί τελικά η ενεργειακή προστασία της πύλης να μην ήταν απενεργοποιημένη, αλλά ύστερα με περισσότερο θάρρος, αφού διαπίστωσαν ότι η έξοδος ήταν όντως αφύλαχτη.
Η Κορίνα είχε χαθεί μες στους δρόμους, οι οποίοι φάνταζαν έρημοι ολόγυρά τους.
«Δεν έπρεπε να την είχαμε αφήσει να φύγει!» είπε ο Ρίμναλ.
«Μας ελευθέρωσε όμως...» παρατήρησε ο Κοντός Φριτς. «Δεν ήταν κόλπο.»
«Φυσικά και είναι κόλπο! Απλά δεν μπορούμε να το καταλάβουμε ακόμα–»
«Έχουμε βγει, Ρίμναλ!»
«Έτσι δρα η Κορίνα: σε κάνει να πιστέψεις ότι–»
Ο Θόρινταλ τούς διέκοψε: «Θα προσπαθήσω να βρω την Εύνοια. Πρέπει να μάθουμε αν είναι εδώ. Αν είναι κάπου στη Β’ Κατωρίγια Συνοικία.»
Οι άλλοι αμέσως συμφώνησαν.
Δεν άργησαν να εντοπίσουν μια αρκετά ψηλή ταράτσα, και ο σαμάνος ανέβηκε εκεί μαζί με τη Λάρνια, τον Εύθυμο, τον Ρίμναλ, τον Κοντό Φριτς, την Ηχώ, και τον Σκέλεθρο. Καθίζοντας οκλαδόν, χτύπησε το κομπολόι του όπως συνήθως και το μυαλό του ήρθε σε επαφή με το πλέγμα των τηλεπικοινωνιακών συχνοτήτων...
*
Για ώρα ο Θόρινταλ αναζητούσε την Εύνοια, ταξιδεύοντας νοητικά ολοένα και πιο μακριά μέσα στο τηλεπικοινωνιακό πλέγμα.
Πουθενά δεν μπορούσε να τη βρει.
Σταμάτησε να προσπαθεί, ανοίγοντας τα μάτια του.
«Τι έγινε;» τον ρώτησε ο Φριτς.
«Λίγο ακόμα,» αποκρίθηκε ο Θόρινταλ, και χρησιμοποίησε τη μαγεία του ξανά παρότι αισθανόταν κουρασμένος πλέον από την πρώτη προσπάθεια.
Αυτή τη φορά αναζήτησε τη Μιράντα. Αν η Εύνοια δεν ήταν εδώ – αν η Κορίνα την είχε, κάπως, εξαφανίσει – ίσως η Μιράντα να μπορούσε να τους βοηθήσει.
Αλλά, ύστερα από κάποια ώρα έρευνας, ο Θόρινταλ διαπίστωσε πως ούτε αυτήν μπορούσε να την εντοπίσει.
Εξουθενωμένος, σηκώθηκε όρθιος. Έκρυψε το κομπολόι μέσα στη δερμάτινη καπαρντίνα του.
«Τι έγινε, λοιπόν;» ρώτησε ανυπόμονα ο Φριτς. «Τη βρήκες ή όχι;»
«Όχι. Ούτε αυτήν ούτε τη Μιράντα.»
Η Κορίνα τούς συνάντησε όταν κατέβηκαν από την ψηλή ταράτσα, ξεπροβάλλοντας μέσα από τους σκοτεινούς δρόμους καβάλα στο δίκυκλό της. Είχε νυχτώσει πλέον.
«Να μιλήσουμε τώρα;»
«Τι τους έκανες;» απαίτησε ο Θόρινταλ, ατενίζοντάς την οργισμένα. «Πού είναι η Εύνοια και η Μιράντα;»
«Το πρόβλημά σας τώρα δεν είναι ούτε η Εύνοια ούτε η Μιράντα. Είναι το ότι βρίσκεστε μόνοι μέσα σε μια συνοικία εχθρική προς εσάς. Οι πάντες σάς φοβούνται. Σας θεωρούν επικίνδυνους. Και όχι μόνο οι κάτοικοι της Β’ Κατωρίγιας, αλλά και της Α’ Κατωρίγιας, και της Φιλήκοης–»
«Μην κάθεστε να την ακούτε!» φώναξε ο Ρίμναλ. «Σίγουρα ξέρει πού είναι η Εύνοια.
»Ή θα μας πεις πού να τη βρούμε, Κορίνα, ή θα σε αναγκάσουμε να μας το πεις.» Ο Ρίμναλ βάδισε προς το μέρος της, με όψη αποφασισμένη.
«Πλησίασέ με,» του είπε η Κορίνα χωρίς πάθος, «και θα το μετανιώσεις.»
Ο Θόρινταλ θυμήθηκε τους δρεπανοφόρους δαίμονες. Ακόμα πρέπει νάναι μαζί της! Ή τίποτα χειρότερο. Απλώνοντας το χέρι του, άρπαξε τον ώμο του Ρίμναλ, τον τράβηξε πίσω.
«Τι κάνεις, σαμάνε, γαμώτο!»
«Μπορεί να σε σκοτώσει. Όπως σκότωσε τον Δεινοχάρη και τη γάτα της Λάρνια.»
«Είτε το πιστεύετε είτε όχι, δεν είμαι εχθρός σας!» είπε δυνατά η Κορίνα. «Και θα σας το αποδείξω. Η Εύνοια δεν είναι πια εδώ για να σας οδηγήσει. Αλλά θα σας οδηγήσω εγώ.»
«Εσύ;» σύριξε η Σορέτα. «Ποιος σου είπε ότι θέλουμε να μας οδηγήσεις εσύ; Η Εύνοια μάς έχει πει για σένα! Και η Μιράντα!»
«Αν δεν με θέλετε, μπορώ να φύγω,» αποκρίθηκε η Κορίνα. «Αλλά τότε δεν νομίζω να τα καταφέρετε και πολύ καλά μόνοι σας στους δρόμους της Β’ Κατωρίγιας. Δε γνωρίζετε τη συνοικία. Κι ακόμα κι αν τη γνωρίζατε, είστε ολόκληρο πλήθος. Θα διαπιστώσετε ότι, χωρίς την καθοδήγηση της Εύνοιας, δεν είναι τόσο εύκολο να μετακινηθείτε–»
«Το έχουμε ήδη διαπιστώσει,» είπε ο Φριτς με σκοτεινή όψη.
«Και δεν έχετε ούτε καν οχήματα τώρα. Τι θα κάνετε; Θα κλέψετε μερικά; Τότε, κανείς δεν θα σας λυπηθεί. Σας είπα ήδη: σας φοβούνται σε τούτα τα μέρη. Αν με ακολουθήσετε, όμως, θα σας οδηγήσω στα οχήματά σας και, μετά, θα σας πάω σε ασφαλές μέρος.»
«Μην την πιστεύετε!» φώναξε ο Ρίμναλ. «Λέει ψέματα!»
«Γιατί να σας πω ψέματα, ανόητε; Νομίζεις ότι μου είστε χρήσιμοι με κάποιον τρόπο;»
«Την άλλη φορά μάς έβαλες να στραφούμε εναντίον της Εύνοιας!»
«Και πού είναι η Εύνοια τώρα; Ούτε αυτή ούτε η Μιράντα δεν είναι πια μαζί σας! Δεν έχετε τίποτα που μπορεί να θέλω. Αλλά... θεωρήστε πως το νομίζω χρέος μου να σας βοηθήσω. Η Εύνοια ήταν Αδελφή μου...»
«‘Ήταν’;» έκανε ο Φριτς. «Είναι νεκρή;»
«Δεν ξέρω. Ίσως. Για να μη μπορώ να τη βρω πουθενά στη Β’ Κατωρίγια... Και, πιστέψτε με, προσπάθησα. Ήθελα να τη φέρω εδώ για να σας οδηγήσει εκείνη, τώρα που η Φρουρά αποφάσισε να σας ελευθερώσει.»
Οι Νομάδες μουρμούριζαν αναμεταξύ τους.
Ο Θόρινταλ αναρωτιόταν μήπως τελικά η Κορίνα δεν είχε κακές προθέσεις.
Αλλά ο Ρίμναλ δεν έμοιαζε νάχει τις ίδιες αμφιβολίες. «Σας λέει ψέματα, ρε!» φώναξε. «Θέλει να μας παγιδέψει! Είναι κόλπο!»
«Και πού είναι η Εύνοια, Ρίμναλ;» του είπε η Βιολέτα. «Πού είναι η Εύνοια; Δε θάπρεπε ώς τώρα να έχει έρθει κοντά μας;»
«Αυτή η δαιμόνισσα» – ο Ρίμναλ έδειξε την Κορίνα, που ακόμα καθόταν στο δίκυκλο – «κάτι έχει κάνει στην Εύνοια! Την έχει σκοτώσει–»
«Δε θα σκότωνα ποτέ μια Αδελφή μου,» τον διέκοψε η Κορίνα. «Δε σας το έχει πει αυτό η Εύνοια;
»Ακολουθήστε με, τώρα!» φώναξε. «Ακολουθήστε με, ή μείνετε εδώ και καταστραφείτε!» Και στρίβοντας το δίκυκλό της απομακρύνθηκε.
Οι Νομάδες των Δρόμων, αν και καβγαδίζοντας αναμεταξύ τους, καθώς δεν ήταν ακόμα όλοι τους πεπεισμένοι για τις καλές της προθέσεις, την ακολούθησαν.
Τα οχήματα των μισθοφόρων επισκευάζονται· ο αρχηγός των Εκλεκτών επιβλέπει ενώ φοβάται πως ο κίνδυνος δεν έχει περάσει, χωρίς να είναι ο μόνος μ’αυτή τη σκέψη· και το βράδυ η Νορέλτα-Βορ νομίζει πως η Πόλη τής δίνει ένα μήνυμα, αλλά είναι δυσνόητο.
«Η κοινή λογική λέει πως καλύτερα θα ήταν να ξεκουραστούμε ύστερα από τέτοια επίθεση,» είπε ο Βόρκεραμ-Βορ. «Αλλά η σύνεση υποδεικνύει ότι είναι καλύτερα να φύγουμε από τούτη τη συνοικία, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, προτού γίνουμε στόχος δεύτερης επίθεσης. Επειδή οι Πορφυροί Δικαστές απέτυχαν να μας ξεπαστρέψουν, δεν σημαίνει πως δεν θα ξαναπροσπαθήσουν. Ούτε νομίζω πως εκείνη η γυναίκα τους θα με πίστεψε όταν της είπα ότι χτυπάνε τους λάθος ανθρώπους.»
«Συμφωνώ,» αποκρίθηκε η Άνμα. «Καλύτερα να φύγουμε από την Αμφίνομη. Αν και δεν ξέρω κατά πόσο θα είμαστε πιο ασφαλείς στην Επίστρωτη... Αλλά, τουλάχιστον, εκεί δεν δρουν οι Πορφυροί Δικαστές.»
Βρίσκονταν σ’ένα συνεργείο στα δυτικά της Ψηλής Λεωφόρου, όπου είχαν πάει τα οχήματά τους για επισκευές. Οι περισσότεροι μισθοφόροι – Εκλεκτοί και άλλοι – ήταν μαζί τους. Οι τραυματίες είχαν μεταφερθεί σ’ένα νοσοκομείο της Αμφίνομης, τη Γενική Πολυκλινική Τροχιόστρωτης. Η Ολντράθα και η Νορέλτα-Βορ τούς είχαν συνοδέψει, καθώς και μερικοί μισθοφόροι που δεν ήταν χτυπημένοι. Τους νεκρούς τούς είχαν αφήσει στα χέρια της Αστυνομίας, ώστε να τους κάψει. Δεν είχαν χρόνο για κηδείες· όχι τώρα.
Η Φοριντέλα-Ράο ήταν μαζί με την Άνμα, και επί του παρόντος στεκόταν πλάι της καθώς εκείνη μιλούσε με τον Βόρκεραμ, σε μια γωνία του μεγάλου συνεργείου. Τα οχήματα ήταν αντίκρυ τους, και άνθρωποι φαινόταν να δουλεύουν για να τα επισκευάσουν, ισιώνοντας μέταλλα, αλλάζοντας μέταλλα, αντικαθιστώντας τζάμια, τροχούς, και άλλα εξαρτήματα. Η Ζιλκάμα’μορ επέβλεπε, χρησιμοποιώντας συγχρόνως τη μαγεία της για να ελέγχει για βλάβες στους μηχανισμούς που δεν ήταν άμεσα φανερές.
Ο Μάικλ Παγοθραύστης έκανε πέρα-δώθε ανάμεσα στα οχήματα, κοιτάζοντας από δω κι από κει, βρίζοντας κάθε τόσο. Ο Έκρελ είχε καθίσει σ’ένα σκαμνί και έπαιζε το βιολί του, στέλνοντας στο συνεργείο μια μελωδία που χανόταν μες στους άλλους ήχους – βουίσματα, τριγμούς, συριγμούς. Η Ερμιόνη έλειπε· είχε πάει στο νοσοκομείο μαζί με τη δίδυμή της, τη Λητώ, που είχε τραυματιστεί.
Κανείς δεν έδινε, αυτή τη στιγμή, σημασία στον Βόρκεραμ που μιλούσε με την Άνμα και τη Φοριντέλα.
«Συμφωνείς, δηλαδή, να φύγουμε,» είπε ο αρχηγός των Εκλεκτών.
Η Θυγατέρα ανασήκωσε τους ώμους. «Ναι. Αλλά,» πρόσθεσε αμέσως, «μη σου μπαίνει στο μυαλό πάλι ότι ξέρω το μέλλον, ότι είμαι βέβαιη πως τίποτα δεν θα συμβεί άμα φύγουμε. Πάντως, μου φαίνεται όντως πιο συνετό, όπως είπες.»
«Νομίζεις ότι θα μας επιτεθούν οι Πορφυροί Δικαστές αν μείνουμε μια, δυο μέρες εδώ;»
«Πολύ πιθανό,» μόρφασε η Άνμα.
«Δε μ’αρέσει καθόλου τούτη η ιστορία,» μούγκρισε ο Βόρκεραμ, δυσαρεστημένα. «Φύγαμε απ’την Ανακτορική Συνοικία για να γλιτώσω από τους δολοφόνους αυτής της Κορίνας· αλλά πουθενά δεν φαίνεται να μπορώ να γλιτώσω απ’αυτούς! Και τώρα κατευθυνόμαστε βόρεια – προς περιοχές εμπόλεμες...»
Η Άνμα κούνησε το κεφάλι, καταλαβαίνοντας τι πρέπει να σκεφτόταν ο Βόρκεραμ, πώς πρέπει να αισθανόταν: μπερδεμένος, κυνηγημένος, σε αδιέξοδο και σε λαβύρινθο συγχρόνως... «Κοίτα,» του είπε. «Εμείς απλά σου προτείναμε να έρθεις μαζί μας. Η Κορίνα θέλει να σε βγάλει από τη μέση, άρα είσαι σημαντικός για κάποιο λόγο.» Δεν ήξερε αν ήταν καλή ιδέα ακόμα να του φανερώσει όσα είχε πει η Κορίνα στη Νορέλτα μέσα στο όνειρό της, σχετικά με το ότι ο Βόρκεραμ θα γινόταν κάποιου είδους δικτάτορας που θα έφερνε μεγάλο πόλεμο. «Και το πιο ασφαλές είναι να είσαι κοντά μας, για να–»
«Όχι και τόσο ασφαλές τελικά!»
«Τίποτα δεν είναι απόλυτα ασφαλές. Αλλά δεν είναι καλύτερα απ’το να είσαι μόνος σου; Εμείς μπορούμε να διακρίνουμε κάποια πράγματα που είναι τελείως αόρατα για σένα.»
Ο Βόρκεραμ αναστέναξε – ένας αναστεναγμός που περισσότερο με οργισμένο γρύλισμα έμοιαζε. «Αν δεν μου είχε πει και η Ολντράθα ακριβώς τα ίδια πράγματα, ποτέ δεν θα ερχόμουν μαζί σας.»
«Το ξέρουμε.» Ποτέ δεν θα μας είχες πιστέψει. Όχι αδικαιολόγητα, φυσικά.
«Συγνώμη,» παρενέβη η Φοριντέλα μιλώντας στον Βόρκεραμ, «αλλά πάντα σκέφτεσαι μόνο τον εαυτό σου;»
Εκείνος συνοφρυώθηκε. «Ορίστε; Ναι, όταν κάποια παράξενη δαιμόνισσα σχεδιάζει να με σκοτώσει, συνήθως σκέφτομαι–»
«Δεν εννοώ αυτό,» τον διέκοψε η Φοριντέλα. «Εννοώ ότι κι εμείς κινδυνεύουμε που είμαστε μαζί σου. Δεν το σκέφτηκες αυτό;»
Ο Βόρκεραμ στράφηκε στην Άνμα. «Τι θέλει η φίλη σου; Ρέστα; Εσείς ήρθατε και με βρήκατε–»
«Θα ήσουν νεκρός,» του είπε η Φοριντέλα, «αν δεν σε είχαμε βρει!»
«Δε μιλάω σ’εσένα–»
«Εγώ, όμως, μιλάω σ’εσένα! Κι όταν σου μιλάω–!»
Η Άνμα την έπιασε από το μπράτσο. «Ε! Φοριντέλα! Τι είν’ αυτά; Τι συμβαίνει, γαμώτο;»
«Τίποτα,» αποκρίθηκε εκείνη, συνοφρυωμένη, αγριοκοιτάζοντας τον Βόρκεραμ. «Απλώς... Τέλος πάντων!» Γύρισε κι έφυγε· απομακρύνθηκε, βαδίζοντας προς τον Έκρελ που ακόμα έπαιζε το βιολί του παρά τη βαβούρα μες στο συνεργείο.
Η Άνμα είπε στον Βόρκεραμ: «Δεν έχει άδικο, ξέρεις. Κι εμείς κινδυνεύουμε όσο είμαστε μαζί σου. Αλλά–»
«Μα εσείς ήρθατε και με βρήκατε!»
«Και τώρα είσαι ζωντανός χάρη σ’εμάς. Και όσο είμαστε μαζί σου κινδυνεύουμε, όπως έλεγα. Αλλά εμείς – εγώ και η Νορέλτα – έχουμε συνηθίσει σε τέτοιες καταστάσεις. Όπως και η Ολντράθα, είμαι σίγουρη. Στη Φοριντέλα, όμως, μοιάζει παράξενο να βάζει τη ζωή της σε κίνδυνο για έναν άνθρωπο που της είναι τελείως άγνωστος. Λογικό για μια φυσιολογική γυναίκα.»
«Αυτό,» είπε ο Βόρκεραμ, υπομειδιώντας, «ίσως να εξηγεί γιατί δεν τα πάω καλά με τις ‘φυσιολογικές’ γυναίκες...»
*
«Είναι σοβαρό;» ρώτησε η Ερμιόνη την Ολντράθα αφού εκείνη είχε κοιτάξει τη δίδυμή της, τη Λητώ. «Θα γίνει καλά;»
«Ναι,» αποκρίθηκε η Θυγατέρα της Πόλης· «δεν είναι τίποτα σπουδαίο.» Είχε μόλις μπει στο δωμάτιο όπου την περίμεναν η Ερμιόνη και άλλοι μισθοφόροι (όχι τραυματίες) μαζί με τη Νορέλτα-Βορ. Κανείς τους, εκτός από την τελευταία, δεν γνώριζε ότι ήταν Θυγατέρα, αλλά οι Εκλεκτοί ήξεραν ότι ήταν πολύ καλή γιατρός και ότι ο αρχηγός τους πάντα την εμπιστευόταν.
«Το τραύμα,» εξήγησε η Ολντράθα, «δεν είναι στο στήθος· είναι στον ώμο. Απλώς το αίμα είχε ποτίσει όλη τη μπροστινή μεριά της ενδυμασίας της. Σ'το είπα απ’την αρχή ότι δεν φαινόταν σοβαρό, δε σ’το είπα;» Το είχε διακρίνει μέσα από τα σημάδια της Πόλης, φυσικά.
Η Λητώ ένευσε, ξεροκαταπίνοντας, μοιάζοντας ανακουφισμένη.
«Οι άλλοι;» ρώτησε ο Αλεξίσφαιρος Άβαντας, που είχε έρθει κι αυτός στη Γενική Πολυκλινική Τροχιόστρωτης. «Σε τι κατάσταση βρίσκονται;»
«Χειρότερα τραυματισμένοι,» αποκρίθηκε η Ολντράθα, «είναι αυτοί που έχουν εγκαύματα, καθώς και οι δύο που έχουν ακρωτηριαστεί. Οι υπόλοιποι δεν είναι σοβαρά χτυπημένοι· θα μπορούν να σηκωθούν ώς αύριο.»
«Δεν έχουμε χρόνο ώς αύριο,» είπε ο Άβαντας. «Πρέπει να φύγουμε από την Αμφίνομη σήμερα. Για κάποιο λόγο – και, πραγματικά, αδυνατώ να καταλάβω γιατί! – έχουμε γίνει στόχος των Πορφυρών Δικαστών. Και, πίστεψέ με, δεν θέλεις να είσαι στόχος των Πορφυρών Δικαστών όταν βρίσκεσαι στην Αμφίνομη. Εσείς που μένετε στα νότια, στην Ανακτορική Συνοικία, δε θα τους ξέρετε καλά–»
«Τους έχουμε ακουστά,» τον διαβεβαίωσε η Ολντράθα.
«–αλλά εμείς, που τριγυρίζουμε στη Διαπερατή και στις συνοικίες γύρω της, τους ξέρουμε. Είναι η χειρότερη τρομοκρατική οργάνωση σε τούτα τα μέρη.»
«Σου είπα, τους έχουμε ακουστά,» επανέλαβε η Ολντράθα· και, γι’ακόμα μια φορά στη ζωή της, αναρωτήθηκε πώς μπορούσαν άνθρωποι να κάνουν εσκεμμένα τόσο μεγάλο κακό σε άλλους ανθρώπους. Η Πόλη πάντα την ωθούσε να περιποιείται τους ανθρώπους, ποτέ να τους βλάπτει, εκτός αν κινδύνευε η ίδια της η ζωή – κι ακόμα και τότε η Ολντράθα προσπαθούσε να το αποφεύγει: και η Πόλη, πολλές φορές, της έβρισκε τρόπους.
«Πρέπει να ειδοποιήσουμε τον αρχηγό,» είπε η Ερμιόνη, «για να φέρει εδώ το φορτηγό μας και να πάρει τους τραυματίες. Δε νομίζω να διαφωνήσει μαζί σου, Άβαντα. Ούτε εγώ διαφωνώ.»
Η Νορέλτα-Βορ ήταν σιωπηλή καθώς τους παρατηρούσε. Δεν ήξερε τι να πει. Σ’ένα τέτοιο περιβάλλον, αισθανόταν έξω απ’τα νερά της. Μισθοφόροι... νοσοκομεία... Αυτά δεν ήταν για εκείνη. Αλλά συμφωνούσε με την πρόταση του Άβαντα, γιατί φοβόταν ότι η Κορίνα δεν είχε τελειώσει μαζί τους. Μπορεί, μάλιστα, να βρισκόταν η ίδια εδώ τώρα και να υποκινούσε τους Πορφυρούς Δικαστές εναντίον τους.
Η Νορέλτα είπε: «Πάμε να βρούμε τον Βόρκεραμ, Άβαντα;»
Ο Αλεξίσφαιρος στράφηκε να την κοιτάξει. «Είπε ότι θα πήγαιναν σ’ένα συνεργείο που το ξέρει η φίλη σου. Το ξέρεις κι εσύ;»
«Δε χρειάζεται· έχω τηλεπικοινωνιακό πομπό,» αποκρίθηκε η Νορέλτα.
«Σωστά. Πάμε, τότε.»
Η Νορέλτα έριξε μια ερωτηματική ματιά στην Ολντράθα, η οποία κατένευσε. Έτσι η αριστοκράτισσα έκανε νόημα στον Αλεξίσφαιρο Άβαντα και βάδισαν μαζί μες στους διαδρόμους του νοσοκομείου, βγαίνοντας στον περίβολό του, όπου περίμενε το τρίκυκλο του μισθοφόρου που έμοιαζε με δίκυκλο στον σχεδιασμό.
Η Νορέλτα πρόσεξε (χάρη στα σημάδια της Πόλης) ότι δυο αστυνομικοί, που στέκονταν παραδίπλα, τους παρατηρούσαν – και όχι επιπόλαια. Πρέπει να φοβούνται κι αυτοί ότι ίσως να δεχτούμε κι άλλη επίθεση. Εκτός του ότι, φυσικά, θα αναρωτιούνται γιατί μας είχαν στόχο οι Δικαστές...
Ο Άβαντας δεν φαινόταν να τους έχει δει καθώς βάδιζε προς το τρίκυκλό του το οποίο ήταν από την άλλη μεριά. Η Νορέλτα τον ακολούθησε, μην κοιτάζοντας τους αστυνομικούς παρά μόνο με τις άκριες των ματιών της για μια στιγμή. Καλύτερα να μην τους τραβήξουμε την προσοχή.
Ο Άβαντας καβάλησε το τρίκυκλο, το ξεκλείδωσε, και ενεργοποίησε τη μηχανή. Η Νορέλτα κάθισε πίσω του. Το όχημά του δεν είχε χτυπηθεί παρά ελάχιστα στην ενέδρα των Δικαστών· απλά είχε μαυρίσει λιγάκι. Ήμουν τυχερός, είχε πει μονάχα ο Άβαντας. Αυτό δεν είναι αλεξίσφαιρο σαν εμένα. Και ούτε εγώ μπορώ ν’αντέξω ρουκέτες!
Τώρα έβγαλε το τρίκυκλο από το νοσοκομείο και οδήγησε μες στους δρόμους της Αμφίνομης. «Θ’αποφύγω την Ψηλή Λεωφόρο,» είπε. «Αν και δε νομίζω πάλι να μας την έχουν στημένη εκεί.»
«Ναι,» συμφώνησε η Νορέλτα· κι έβγαλε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό από την τσάντα της, καλώντας την Άνμα.
Ο Άβαντας επιτάχυνε, και η Νορέλτα κατάλαβε ότι το έκανε επίτηδες για να την ωθήσει να κρατηθεί επάνω του: όλα τα πολεοσημάδια τής το μαρτυρούσαν. Υπομειδιώντας, τύλιξε το ελεύθερό της χέρι γύρω από τη μέση του, έπιασε την πόρπη της ζώνης του. Αυτό φάνηκε να τον ικανοποιεί.
Η Άνμα απάντησε: «Ναι;»
«Εγώ είμαι, η Νορέλτα.»
«Συμβαίνει κάτι στο νοσοκομείο;»
«Δεν είμαι στο νοσοκομείο. Εγώ κι ο Άβαντας ερχόμαστε να σας βρούμε–»
«Γιατί;»
«Θέλουμε να μιλήσουμε στον ξάδελφό μου. Πες μου πού ακριβώς είναι το συνεργείο.»
Η Άνμα τής είπε, χρησιμοποιώντας και πολεοσημάδια στις κατευθύνσεις που της έδωσε – πράγματα που μονάχα μια Θυγατέρα της Πόλης θα παρατηρούσε.
«Σε λίγο θα είμαστε εκεί,» υποσχέθηκε η Νορέλτα και τερμάτισε την τηλεπικοινωνία τους.
«Δείξε μου,» της ζήτησε ο Άβαντας. Δεν είχε ακούσει τα λόγια της Άνμα· η Νορέλτα κρατούσε τον πομπό κοντά στ’αφτί της, σε χαμηλή ένταση.
Τώρα ακούμπησε το σαγόνι της στον ώμο του μισθοφόρου κι άρχισε να του ψιθυρίζει τις κατευθύνσεις, με τρόπο που ήξερε ότι ήταν διεγερτικός για το άλλο φύλο. Σε λίγο κατάλαβε πως ο οδηγός της ήταν καυλωμένος, και όχι επειδή το χέρι της είχε αρχίσει να γίνεται άτακτο.
*
Ο Βόρκεραμ επόπτευε τις ζημιές των οχημάτων: Το εξάτροχο μεταβαλλόμενο φορτηγό των Εκλεκτών, όπως του είπε η Ζιλκάμα’μορ, δεν είχε καμια σοβαρή βλάβη· απλώς η εξωτερική του θωράκιση είχε χτυπηθεί, χωρίς να τρυπηθεί τελείως. Οι μηχανές του λειτουργούσαν κανονικά, το ίδιο και οι τροχοί του και τα συστήματα ενεργειακής τροφοδοσίας και μηχανικής μεταβλητότητας. Μόνο τα τζάμια είχαν διαλυθεί από τη μια μεριά, και τώρα οι άνθρωποι του συνεργείου τα αντικαθιστούσαν, και επισκεύαζαν και τη θωράκιση.
Από τα τέσσερα θωρακισμένα κανονιοφόρα τετράκυκλα των Εκλεκτών, τα δύο είχαν υποστεί ζημιές, αλλά ούτε αυτές ήταν σοβαρές: το ένα είχε χάσει έναν τροχό, του άλλου η θωράκιση είχε χτυπηθεί. Από τα έξι ελαφρύτερα θωρακισμένα τετράκυκλα, τα δύο είχαν πληγεί σοβαρά και χρειαζόταν να αντικατασταθούν οι μηχανές τους. Τα περισσότερα δίκυκλα δεν είχαν καταστραφεί, εκτός από τρία τα οποία ήθελαν κι αυτά σοβαρές επισκευές για να λειτουργήσουν.
Τα οχήματα των υπόλοιπων μισθοφόρων, που δεν ανήκαν στην ομάδα των Εκλεκτών, είχαν χτυπηθεί παρόμοια, κάποια περισσότερο, κάποια λιγότερο. Χειρότερα απ’όλα ήταν χτυπημένο το φορτηγό του Ριχάρδου του Τρομερού το οποίο δεν μπορούσε να επισκευαστεί· είχε γίνει κομμάτια και θρύψαλα. (Ο Βόρκεραμ, φυσικά, το περίμενε αυτό. Οι ενεργειακές φιάλες μέσα στο όχημα είχαν εκραγεί. Ουσιαστικά, σαβούρες έφεραν στο συνεργείο, όχι φορτηγό.) Το σπαστό εξάτροχο όχημα της Ρία Καλόφραστης είχε χτυπηθεί μόνο στην πίσω μεριά, χάνοντας έναν τροχό. Κατά τα άλλα, ήταν άθικτο. Η Ζιλκάμα’μορ είχε ελέγξει με τη μαγεία της όλα του τα συστήματα και είπε στον Βόρκεραμ ότι τα είχε βρει να λειτουργούν άψογα.
Η Άνμα πλησίασε τώρα τον αρχηγό των Εκλεκτών καθώς εκείνος στεκόταν κοντά στη μάγισσα μιλώντας μαζί της. «Η Νορέλτα και ο Άβαντας έρχονται εδώ.»
«Γιατί; Συνέβη κάτι στο νοσοκομείο;»
«H Νορέλτα μού είπε μόνο ότι θέλουν να σου μιλήσουν.»
Ο Βόρκεραμ σταύρωσε τα χέρια του μπροστά του, περιμένοντας, καθώς κοίταζε τριγύρω, τους τεχνικούς του συνεργείου να εργάζονται πυρετωδώς για να επισκευάσουν τα χτυπημένα οχήματα. Η Αστυνομία τούς είχε ζητήσει να συνεργαστούν απόλυτα με τους μισθοφόρους – πρέπει να ήθελε να διώξει τον Βόρκεραμ και τους δικούς του όσο το δυνατόν πιο γρήγορα από την Αμφίνομη, και δεν μπορούσε να τους πετάξει έξω με τα οχήματά τους μισοδιαλυμένα. Ευτυχώς στην Αμφίνομη έχουν κάποια αίσθηση της φιλοξενίας ακόμα...
Η Άνμα, επιπλέον, φαινόταν να γνωρίζει τον άντρα που είχε το συνεργείο – έναν Χρύσανθο Γερώνυμο. Εκείνη είχε προτείνει να έρθουν εδώ, και όταν έφτασαν χαιρέτησε τον ιδιοκτήτη σαν παλιό της φίλο. Κι αυτός έδειξε να χαίρεται που την είδε. Ξέρει τι είναι; είχε αναρωτηθεί ο Βόρκεραμ. Ξέρει ότι είναι Θυγατέρα της Πόλης; Αλλά δεν είχε ρωτήσει ούτε αυτόν ούτε την ίδια. Δεν τον πολυενδιέφερε. Το μόνο που τον ενδιέφερε τώρα ήταν να επισκευαστούν γρήγορα τα οχήματα ώστε να φύγουν από τούτη την καταραμένη συνοικία με τους τρελούς τρομοκράτες.
Ένα όχημα ακούστηκε, μετά από λίγη ώρα, να μπαίνει στο μεγάλο συνεργείο: οι μεταλλικοί του τροχοί μούγκριζαν πάνω στα μεταλλικά πατώματα, η μηχανή του γρύλιζε. Ο Βόρκεραμ-Βορ και η Άνμα κοίταξαν προς την ψηλή, πλατιά είσοδο και το είδαν να έρχεται. Ήταν το τρίκυκλο του Αλεξίσφαιρου Άβαντα, με τον ίδιο επάνω στη σέλα και τη Νορέλτα καθισμένη πίσω του.
Η Άνμα, παρατηρώντας τα πολεοσημάδια γύρω τους – τον τρόπο που κινιόταν το όχημα ανάμεσα στα υπόλοιπα, τις σκιές που έπεφταν, τους τυχαίους τριγμούς που αντηχούσαν, τις φωνές που ακούγονταν από τεχνικούς και μισθοφόρους – συμπέρανε ότι η Νορέλτα έμοιαζε να έχει κάνει κάτι... άτακτο στον Άβαντα. Αλλά τι; Απλά φαινόταν να κάθεται πίσω του ήρεμα... Ήταν παράξενη αυτή η Αδελφή της.
Ο Αλεξίσφαιρος οδήγησε το τρίκυκλο μπροστά στον Βόρκεραμ-Βορ και το σταμάτησε. Πρώτα κατέβηκε η Νορέλτα, μετά εκείνος.
«Έγινε τίποτα το ύποπτο στο νοσοκομείο;» ρώτησε ο αρχηγός των Εκλεκτών.
«Ε, αυτό έλειπε!» είπε ο Άβαντας. «Όχι, δεν έγινε τίποτα στο νοσοκομείο. Αλλά ίσως κάτι να γίνει σύντομα. Γι’αυτό καλύτερα να φεύγουμε από την Αμφίνομη.»
«Την ίδια σκέψη έχουμε,» αποκρίθηκε ο Βόρκεραμ. «Αλλά γιατί ήρθατε;»
«Για να σου προτείνουμε να φύγουμε,» είπε η Νορέλτα. «Όμως φαίνεται πως ήδη συμφωνείς.»
«Φυσικά και συμφωνώ–»
«Όταν λέω να φύγουμε,» τον διέκοψε ο Άβαντας, «εννοώ τώρα, σήμερα. Να πάρουμε τους τραυματίες απ’το νοσοκομείο και να ταξιδέψουμε βόρεια. Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο – όχι όταν είμαστε στόχος των Δικαστών.»
Ο Βόρκεραμ ένευσε. «Ναι· όπως σου είπα, φαίνεται νάχουμε κάνει την ίδια σκέψη.»
«Τους ξέρω τους Δικαστές καλύτερα από εσάς που τριγυρίζετε στα νότια,» τόνισε ο Άβαντας.
«Δεν το αμφιβάλλω,» αποκρίθηκε ουδέτερα, σχεδόν αδιάφορα, ο Βόρκεραμ. «Οι τραυματίες πώς είναι;» ρώτησε. «Είναι σε κατάσταση να ταξιδέψουν; Τι λέει η Ολντράθα;»
«Η Ολντράθα συμφωνεί μαζί μας,» τον πληροφόρησε η Νορέλτα. «Ήρθαμε για να σου πούμε να φέρεις το φορτηγό στο νοσοκομείο· και θα σε οδηγήσουμε μέχρι εκεί.»
«Ο Ριχάρδος είναι ζωντανός;»
«Ζωντανός είναι,» απάντησε ο Άβαντας. «Λιγάκι καμένος μόνο. Στο αριστερό χέρι. Τον είδα. Ήταν σηκωμένος. Οι άλλοι μισθοφόροι του, όμως, είναι γάμησέ τα. Όλο εγκαύματα. Εκτός από τους τυχερούς.» Έριξε μια ματιά προς κάποιους που κάθονταν μες στο συνεργείο καπνίζοντας.
«Η μισθοφόρος της Καλόφραστης;» Μια από τις έξι γυναίκες της Ρία Καλόφραστης είχε μεταφερθεί στο νοσοκομείο μαζί με τους υπόλοιπους.
«Δεν είμαι σίγουρος. Την είδα ξαπλωμένη όμως.»
«Η Ολντράθα,» πρόσθεσε η Νορέλτα, «είπε πως μόνο όσοι έχουν εγκαύματα ή ακρωτηριασμούς είναι σε βαριά κατάσταση· οι άλλοι θα μπορούν αύριο να σηκωθούν.»
«Αλλά πρέπει να φύγουμε σήμερα,» τόνισε ο Άβαντας στον Βόρκεραμ. «Οπότε χρειάζεται να φέρεις το φορτηγό σου» – έδειξε το μεγάλο εξάτροχο όχημα, όπου οι τεχνικοί είχαν σχεδόν τελειώσει τις δουλειές τους – «στο νοσοκομείο.»
«Θα το φέρω,» αποκρίθηκε ο αρχηγός των Εκλεκτών, «μόλις είναι έτοιμο. Σε κανένα μισάωρο, υποθέτω.» Κοίταξε το ρολόι στον καρπό του. Ήταν μεσημέρι πλέον. Οι τεχνικοί, ομολογουμένως, εργάζονταν γρήγορα, όφειλε να παραδεχτεί ο Βόρκεραμ. Και δεν πρέπει να ήταν μόνο οι συνηθισμένοι του συνεργείου· πρέπει ο ιδιοκτήτης, ο Χρύσανθος Γερώνυμος, να είχε καλέσει κι άλλους. Θα πληρώνονταν όλοι, φυσικά· δεν εργάζονταν τσάμπα επειδή τους το είχε ζητήσει η Αστυνομία: δεν ήταν σκλάβοι των αστυνομικών, ούτε υπάλληλοι του Πολιτάρχη.
Του Βόρκεραμ δεν του άρεσε που θα έκανε τέτοια έξοδα από τώρα. Αλλά τα λεφτά δεν τον ενδιέφεραν τόσο (αφού υπήρχαν δεκάδια θα τα έδινε – ο Κρόνος θα του έφερνε άλλα, με τη δύναμη της Ρασιλλώς) όσο οι μισθοφόροι του που είχαν χτυπηθεί και σκοτωθεί. Ό,τι έγινε ήταν άδικο γι’αυτούς. Πολύ άδικο. Η Κορίνα θα το μετανιώσει, αν ποτέ τη συναντήσω!
Θυγατέρα της Πόλης ή μη, θα μάθει πως κανείς δεν κάνει μαλακίες με τον Βόρκεραμ-Βορ και τους Εκλεκτούς του!
*
Όταν το εξάτροχο φορτηγό ήταν έτοιμο, ο Βόρκεραμ είπε στη μάγισσα: «Θα πάμε βόλτα.»
«Πού;» ρώτησε η Ζιλκάμα’μορ.
«Στο νοσοκομείο. Για να πάρουμε τους τραυματίες από εκεί και, σύντομα, να φύγουμε από τούτη τη συνοικία. Μόλις και τ’άλλα οχήματά μας είναι έτοιμα.» Έριξε μια ματιά ολόγυρα, στο συνεργείο και στους τεχνικούς που ακόμα εργάζονταν πυρετωδώς με τα τροχοφόρα.
Η Ζιλκάμα’μορ μπήκε στο φορτηγό και ο Βόρκεραμ την ακολούθησε, κάνοντας νόημα και στον Μάικλ, τον Έκρελ, και μερικούς άλλους Εκλεκτούς να έρθουν μαζί του. Στους υπόλοιπους έγνεψε να περιμένουν εδώ. «Θα επιστρέψουμε,» φώναξε σε κάποιον που τον κοίταξε ερωτηματικά.
Η Νορέλτα είδε τον Αλεξίσφαιρο Άβαντα να της κλείνει το μάτι καθώς ανέβαινε στη σέλα του τρίκυκλού του, και βρέθηκε προς στιγμή – μόνο προς στιγμή – διχασμένη. Να πήγαινε μαζί του ξανά, ή να έμπαινε κι εκείνη στο φορτηγό;
Η Άνμα και η Φοριντέλα-Ράο επιβιβάστηκαν στο μεγάλο εξάτροχο.
Η Νορέλτα σκέφτηκε: Γιατί όχι; Και κάθισε πίσω από τον Άβαντα, στη σέλα του τρίκυκλου. Είχε πλάκα αυτός ο παράξενος τύπος που γνώριζε τον Μάγο.
«Θυμάσαι τον δρόμο για να γυρίσουμε;» τον ρώτησε, πιασμένη στην πλάτη του.
«Ναι.» Ο Άβαντας έβαλε σε κίνηση τους τρεις δυνατούς τροχούς του οχήματός του και το έβγαλε από το συνεργείο.
Το εξάτροχο φορτηγό τον ακολούθησε, και η Νορέλτα σκέφτηκε πως πρέπει να ήταν σίγουρα κάποιου είδους μεταβαλλόμενο όχημα, γιατί ο Βόρκεραμ είχε πει πρώτα-πρώτα στη Ζιλκάμα’μορ να έρθει μαζί του. Οι μάγοι ήταν απαραίτητοι για τη ρύθμιση της ροής της ενέργειας σε περίπλοκα οχήματα. Η Νορέλτα αναρωτήθηκε τι άλλες μορφές να έπαιρνε το φορτηγό. Γινόταν αεροσκάφος; Αν ναι, γιατί ο Βόρκεραμ δεν το χρησιμοποιούσε για να πετάξει;
Μέσα στους δρόμους της Αμφίνομης, αποδείχτηκε ότι ο Αλεξίσφαιρος Άβαντας δεν είχε κομπάσει: πράγματι θυμόταν πώς να επιστρέψει στη Γενική Πολυκλινική Τροχιόστρωτης.
Καθοδόν, η Νορέλτα δεν έκανε παιχνίδια μαζί του για να διασκεδάσει· παρατηρούσε προσεχτικά τα πολεοσημάδια, φοβούμενη για ενέδρα πάλι. Πριν, καθώς έρχονταν προς το συνεργείο, δεν ανησυχούσε: δεν πίστευε ότι αυτοί οι Πορφυροί Δικαστές ήταν πολύ πιθανό να θυμούνται ένα μικρό τρίκυκλο για να το ξαναχτυπήσουν· αλλά δεν υπήρχε αμφιβολία ότι θα θυμόνταν το εξάτροχο φορτηγό των Εκλεκτών. Ήταν μεγάλο όχημα, ξεχώριζε ανάμεσα σε άλλα· εύκολα μπορούσε κανείς να το εντοπίσει μες στους δρόμους.
Ευτυχώς, τίποτα δεν συνέβη μέχρι να φτάσουν στο νοσοκομείο. Αλλά στην πύλη του περιβόλου της Γενικής Πολυκλινικής ο φύλακας κατέβασε τη μεταλλική μπάρα μπροστά τους για να τους σταματήσει. Τους ρώτησε ποιοι ήταν και τι ήθελαν. Το μεγάλο εξάτροχο φορτηγό τον είχε θορυβήσει.
«Πριν από λίγο φύγαμε,» του είπε ο Άβαντας· «δε μας θυμάσαι;»
«Εσάς σας θυμάμαι. Αυτούς» – έδειξε το φορτηγό – «όχι.»
«Δικοί μας είναι. Ερχόμαστε να πάρουμε τους τραυματίες από την επίθεση των Δικαστών.»
Ο φύλακας σήκωσε τη μπάρα, αν κι έμοιαζε σκεπτικός.
Οι αστυνομικοί μες στον περίβολο του νοσοκομείου τούς κοίταζαν καθώς στάθμευαν τα οχήματά τους· η Νορέλτα έβλεπε πάλι σημάδια έντονης παρατήρησης γύρω τους, σαν όπλα κρυμμένα πίσω από αιωρούμενα μάτια, τα παιχνιδίσματα του φωτός και των ήχων της Πόλης.
Ο Βόρκεραμ κατέβηκε από το φορτηγό μαζί με την Άνμα, τη Φοριντέλα, τον Μάικλ, και τον Έκρελ. «Εντάξει,» είπε στη Νορέλτα. «Θα περιμένουμε εδώ για να τους φέρετε. Καλώς;»
Η αριστοκράτισσα ένευσε. «Ναι.»
Και μαζί με τον Άβαντα μπήκε πάλι στο νοσοκομείο. Πήγαν στον θάλαμο όπου είχαν αφήσει τους άλλους, και τους βρήκαν ακόμα εκεί, να τρώνε πρόχειρο φαγητό, να πίνουν καφέδες, και να καπνίζουν.
«Ο Βόρκεραμ-Βορ είναι εδώ,» τους πληροφόρησε ο Αλεξίσφαιρος Άβαντας.
«Σας είδαμε απ’το παράθυρο,» αποκρίθηκε ο Ριχάρδος ο Τρομερός. Το αριστερό του χέρι ήταν κρυμμένο με επιδέσμους από τον ώμο ώς τα δάχτυλα, τα οποία ήταν τυλιγμένα ένα-ένα.
«Σηκώθηκες εσύ...»
«Δεν υπήρχε τίποτα να κάνω μέσα. Έπιανα χώρο.»
Μερικοί άλλοι τραυματίες είχαν επίσης βγει από τα ενδότερα του νοσοκομείου, παρατήρησε η Νορέλτα. «Πού είναι η Ολντράθα;» ρώτησε.
«Μέσα,» αποκρίθηκε η Ερμιόνη. «Περιποιείται κάποιον.»
«Δικό μας;» ρώτησε ο Άβαντας, γιατί έτσι όπως είχε πει η Εκλεκτή αυτό το κάποιον ήταν σαν να υπονοούσε ότι δεν ήταν δικός τους.
Και το επιβεβαίωσε. «Όχι. Κάποιος άγνωστος είναι. Πριν από λίγο τον έφεραν.»
«Πρέπει να φύγουμε,» είπε ο Άβαντας. «Δε θ’αργήσει, έτσι;» Κι αμέσως μετά (ενώ η Ερμιόνη μόρφαζε δείχνοντας άγνοια) ρώτησε: «Γιατί πήγε να τον βοηθήσει; Την πλήρωσε το νοσοκομείο;»
«Όχι.»
«Τότε;»
Η Νορέλτα παρενέβη προτού μιλήσει η Ερμιόνη: «Η Ολντράθα παίρνει τη δουλειά της πολύ σοβαρά. Την κάνει ακόμα κι όταν κανείς δεν πληρώνει.»
«Α, καλά,» είπε ο Άβαντας, «άμα κι εγώ έπαιρνα τόσο σοβαρά τη δουλειά μου, έπρεπε να πυροβολώ τυχαίο κόσμο μες στο δρόμο.»
Αρκετοί μισθοφόροι που τον άκουσαν γέλασαν.
«Τα λες ωραία, ρε κανάγια,» είπε ο Ριχάρδος ο Τρομερός, μειδιώντας, και ήπιε μια γουλιά από τον καφέ που κρατούσε με το καλό του χέρι. «Αλλά να σε ρωτήσω: το φορτηγό μας το είδες; Έχουν καταφέρει να το φτιάξουν καθόλου;»
«Τι να φτιάξουν, ρε ανώμαλε; Για παλιοσίδερα είναι.»
«Τα θέλω τότε. Υπάρχει κόσμος που τ’αγοράζει, ξέρεις. Μην πάει και τελείως χαμένο.»
«Να, βλέπεις;» είπε ο Άβαντας στη Νορέλτα. «Επαγγελματίας άνθρωπος. Δεν κάνει τίποτα άμα δεν τον πληρώσουν.»
Η αριστοκράτισσα χαμογέλασε καθώς άναβε τσιγάρο. Το γεγονός ότι, παρά την καταστροφή, οι μισθοφόροι είχαν όρεξη για καλαμπούρι ήταν θετικό, νόμιζε. Αλλά, βέβαια, απ’την άλλη, αν καταθλίβονταν αμέσως ύστερα από μια ενέδρα εναντίον τους, μάλλον δεν θα είχαν γίνει ποτέ μισθοφόροι...
Η Ολντράθα δεν άργησε να έρθει κοντά τους. «Νορέλτα...» είπε εν είδει χαιρετισμού.
«Το φορτηγό του Βόρκεραμ-Βορ μάς περιμένει απέξω,» την πληροφόρησε ο Άβαντας. «Θα μεταφέρουμε τους τραυματίες;»
«Όπως νομίζετε,» αποκρίθηκε η γιατρός. Θα προτιμούσε να τους αφήσουμε τουλάχιστον καμια μέρα να ξεκουραστούν χωρίς να μετακινούνται, σκέφτηκε η Νορέλτα. Κρίμα που δεν γίνεται. Συμφωνούσε κι εκείνη με την ιδέα να φύγουν από την Αμφίνομη όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Η Κορίνα είχε πολύ δυνατούς συμμάχους εδώ.
Η Ολντράθα πήγε να κανονίσει κάποια πράγματα με τους νοσοκόμους της Γενικής Πολυκλινικής, και σύντομα αυτοί έβγαλαν τους τραυματίες στον περίβολο επάνω σε φορεία, ενώ οι άλλοι ακολουθούσαν. Ο Βόρκεραμ και οι δικοί του άνοιξαν τη μεγάλη πίσω πόρτα του φορτηγού ώστε να ανεβάσουν τους χτυπημένους και να τους βολέψουν μέσα.
«Γιατί αργήσατε;» ρώτησε ο αρχηγός των Εκλεκτών.
«Είχαν φέρει έναν άνθρωπο από τροχαίο ατύχημα,» αποκρίθηκε η Ολντράθα.
«Και λοιπόν;»
«Δε μπορούσα να τον αφήσω έτσι, φυσικά. Χρειαζόταν τη βοήθειά μου.»
Ο Βόρκεραμ κούνησε το κεφάλι αλλά δεν το σχολίασε. «Πάμε στο συνεργείο,» είπε, και ανέβηκε πάλι στο φορτηγό. Οι άλλοι τον ακολούθησαν, ενώ η Νορέλτα κάθισε πίσω από τον Άβαντα, στη σέλα του τρίκυκλού του.
Ο κίνδυνος δεν έχει περάσει ακόμα, θύμισε στον εαυτό της, καθώς έφευγαν από τη Γενική Πολυκλινική, και βάλθηκε να παρατηρεί προσεχτικά τα πολεοσημάδια στους δρόμους. «Μη μας πας από την ίδια μεριά που ήρθαμε,» είπε στον Άβαντα.
Εκείνος ένευσε. «Ναι.» Καταλάβαινε γιατί του το ζητούσε. Αν οι Δικαστές τούς είχαν στήσει παγίδα από εκεί, η παγίδα θα χαλούσε.
Το εξάτροχο φορτηγό ακολούθησε το ανοιχτό τρίκυκλο χωρίς ο τηλεπικοινωνιακός πομπός της Νορέλτα-Βορ να κουδουνίσει. Μάλλον και ο Βόρκεραμ και η Άνμα καταλάβαιναν γιατί δεν έκαναν την ίδια διαδρομή αντίστροφα.
Ο Άβαντας πήγε από άλλους δρόμους αλλά δεν χάθηκε. Φαινόταν να γνωρίζει αρκετά καλά την Αμφίνομη· τα πολεοσημάδια το μαρτυρούσαν στη Νορέλτα σε κάθε σημείο, από τον τρόπο που οδηγούσε το όχημά του σε σχέση με την Πόλη. Πρέπει να ξανάχε έρθει κάμποσες φορές σε τούτη τη συνοικία. Πιθανώς να είχε κιόλας δουλέψει εδώ. Έχει ξανασυναντήσει και τους Πορφυρούς Δικαστές, άραγε;
Όταν έφτασαν στο συνεργείο, σταμάτησαν τα οχήματά τους και περίμεναν τους τεχνικούς να τελειώσουν με τις επισκευές στα υπόλοιπα. Βοήθησαν τους τραυματίες να βγουν από το φορτηγό (εκτός από αυτούς που η Ολντράθα είπε ότι έπρεπε να παραμείνουν ξαπλωμένοι) και οι άλλοι μισθοφόροι τούς πλησίασαν για να τους μιλήσουν.
Η Νορέλτα βρήκε ευκαιρία για να κουβεντιάσει με τον Άβαντα: να τον ρωτήσει αν είχε ξαναδουλέψει στην Αμφίνομη, αν είχε ξανασυναντήσει τους Πορφυρούς Δικαστές. Εκείνος ήταν πρόθυμος να της απαντήσει. Ναι, φυσικά και είχε έρθει στην Αμφίνομη και παλιότερα· υπήρχε πάντα ζήτηση για μισθοφόρους εδώ. Κυρίως, ως φρουρούς, σωματοφύλακες, ή κυνηγούς κακοποιών και επικηρυγμένων. Τους Δικαστές είχε τύχει να τους συναντήσει μια φορά που φυλούσε μια συνοδία τριών φορτηγών μαζί με μερικούς άλλους. Τα φορτηγά ανήκαν σε μια μεγάλη εταιρεία της Αμφίνομης, την Ανώνυμη Εμπορική Α.Ε., και οι Δικαστές είχαν βάλει βόμβες στο δρόμο τους.
«Βόμβες; Κάτω απ’το πλακόστρωτο;»
«Μες στους υπονόμους τις είχαν κρύψει· και, μόλις περνούσαμε, τις ενεργοποίησαν εξ αποστάσεως. Τινάχτηκαν τα πάντα στον αέρα. Το πώς έζησα, ακόμα δεν τόχω καταλάβει.»
«Είχες αλεξίσφαιρο δέρμα τότε;»
«Ναι, αλλά το δέρμα μου δεν με προστατεύει από εκρήξεις.»
«Γιατί οι Δικαστές χτύπησαν τα φορτηγά;»
Ο Άβαντας μόρφασε. «Κάποιο πρόβλημα έχουν με την Ανώνυμη Εμπορική, απ’ό,τι καταλαβαίνω. Με όλες τις μεγάλες εταιρείες, βασικά. Δεν άκουσες τι έγινε πριν από λίγο καιρό μ’ένα τρένο. Είχαν βάλει στη μηχανή του μια μικρή βόμβα για να τη σαμποτάρουν, κι όταν σταμάτησε μέσα σ’ένα υπόγειο, ήρθαν από δίπλα κι άρχισαν να πυροβολούν τα βαγόνια του, με τον κόσμο μέσα. Και το έκαναν για να χτυπήσουν τη Σιδηροδρομική Αμφίνομης, που ελέγχει όλους τους σιδηρόδρομους εδώ.»
Η Νορέλτα αναρωτιόταν πώς είχε η Κορίνα καταφέρει να υποκινήσει τους Πορφυρούς Δικαστές. Πώς τους είχε πλησιάσει αρκετά ώστε να μπορεί να τους κάνει προτάσεις σε ποιον να επιτεθούν. Και αναρωτήθηκε, επίσης, αν και ορισμένες από τις άλλες επιθέσεις των Δικαστών ήταν από παρότρυνση της Κορίνας...
Καθώς ο Άβαντας μιλούσε στη Νορέλτα, η Άνμα και η Φοριντέλα-Ράο είχαν έρθει κοντά και άκουγαν.
Η αριστοκράτισσα από την Έκθυμη είπε: «Σαν τον Αλυσοδεμένο Ποιητή είναι αυτοί οι Πορφυροί Δικαστές. Πάω στοίχημα πως αν είχαν τα μέσα θα έκαναν ακριβώς τα ίδια. Θα διέλυαν το καθεστώς της Αμφίνομης όπως ο Ανθοτέχνης διέλυσε το καθεστώς της Β’ Ανωρίγιας και, μετά, θα επιτίθονταν και σ’άλλες συνοικίες, δήθεν για να τις ‘ελευθερώσουν’.»
Η Νορέλτα, ακούγοντάς την, είχε την αίσθηση ότι δεν ήταν τυχαία τα λόγια της Φοριντέλα, ότι έκρυβαν κάποιο κρυφό μήνυμα. Από την Πόλη. Μια Θυγατέρα ποτέ δεν αγνοεί τη διαίσθησή της, έτσι η Νορέλτα-Βορ σκέφτηκε: Η Κορίνα και ο Κάδμος Ανθοτέχνης;... Θα μπορούσε, δεν θα μπορούσε; Ένα ρίγος διέτρεξε τη ράχη της. Τι προσπαθεί να κάνει η Κορίνα; Να διαλύσει την Ατέρμονη Πολιτεία; Να γκρεμίσει τα παλιά καθεστώτα και να βάλει στη θέση τους δικά της; Σίγουρα η φαντασία μου οργιάζει...
Η Μιράντα πρέπει να είναι κάπου στις συνοικίες του Ριγοπόταμου – η Πόλη δεν μπορεί τυχαία να με οδηγεί προς τα εκεί – και όταν τη συναντήσω θα μου πει τι συμβαίνει. Αν η Κορίνα είναι μπλεγμένη με τον Ανθοτέχνη, η Μιράντα θα το ξέρει.
*
Το απόγευμα, καθώς σουρούπωνε, τα οχήματά τους ήταν επισκευασμένα· μπορούσαν όλα να κινηθούν. Εκτός από το φορτηγό του Ριχάρδου του Τρομερού, που ήταν τελείως κατεστραμμένο, κι αυτός κατάφερε να το πουλήσει σ’έναν έμπορο που ενδιαφερόταν για τέτοια κομμάτια. Η Άνμα βοήθησε τον μισθοφόρο να βρει τον έμπορο, μιλώντας στον Χρύσανθο Γερώνυμο.
Ο Βόρκεραμ-Βορ, οι άλλοι αρχηγοί μισθοφόρων, και οι ανεξάρτητοι μισθοφόροι πλήρωσαν στο συνεργείο τα χρήματα που αναλογούσαν στον καθένα και, ύστερα, επιβιβάστηκα στα οχήματά τους κι έφυγαν μες στους σκοτεινιασμένους δρόμους της Αμφίνομης.
Η Άνμα, η Νορέλτα-Βορ, και η Φοριντέλα-Ράο ήταν μέσα στο τετράκυκλο της πρώτης. Η Νορέλτα δεν είχε δεχτεί να καθίσει αυτή τη φορά πίσω από τον Αλεξίσφαιρο Άβαντα. Αν ήταν να δεχτούν επίθεση ξανά, προτιμούσε νάναι καλά καλυμμένη μέσα σ’ένα κλειστό όχημα, με οροφή πάνω απ’το κεφάλι της και αλεξίσφαιρα τζάμια γύρω της. Ο Άβαντας ήταν αλεξίσφαιρος μόνο για τον εαυτό του, δυστυχώς.
Ο Βόρκεραμ-Βορ κάλεσε τηλεπικοινωνιακά τις δύο Θυγατέρες και τους είπε μέσα απ’τον πομπό που ήταν γαντζωμένος πάνω στην κονσόλα του τετράκυκλού τους: «Δε θα πάμε πάλι από την Ψηλή Λεωφόρο.»
«Της ίδιας γνώμης είμαι,» αποκρίθηκε η Άνμα, οδηγώντας. «Ακολουθήστε με.»
«Αυτή τη φορά ελπίζω να είσαι πιο προσεχτική.»
«Τα συζητήσαμε, δεν τα συζητήσαμε;» Τι άλλο περιμένει να του πω; αναρωτήθηκε. Του εξήγησα ότι δεν είμαι παντογνώστρια, απλά μια Θυγατέρα της Πόλης.
«Τα συζητήσαμε,» απάντησε ο Βόρκεραμ από τον πομπό, κι ύστερα τερμάτισε την τηλεπικοινωνία.
Η Άνμα, παρατηρώντας τα σημάδια της Πόλης, οδήγησε τους μισθοφόρους από τους πιο ασφαλείς δρόμους που μπορούσε να διακρίνει. Κατευθύνθηκε δυτικά, βγαίνοντας σύντομα από την Τροχιόστρωτη και μπαίνοντας στην Υαλόκτιστη. Από εκεί πήγε στα βορειοδυτικά σύνορα της Αμφίνομης, στο άκρο όπου αυτή χωριζόταν από την Επίστρωτη και την Κουρασμένη.
Τα πολεοσημάδια τής έδειξαν το μονοπάτι προς μια σήραγγα κάτω από ψηλά πέτρινα τείχη – μια διαδρομή που η Άνμα καταλάβαινε ότι δεν πρέπει να ήξερε πολύς κόσμος. Πάνω στα τείχη υπήρχαν σιδηροδρομικές γραμμές, αλλά αυτή τη στιγμή δεν περνούσε κανένα τρένο. Η Άνμα οδήγησε το όχημά της μέσα στη σήραγγα, διαβάζοντας τη γλώσσα της Πόλης και συμπεραίνοντας πως το μέρος ήταν αφύλαχτο από ανθρώπους αν και βρισκόταν υπό επίβλεψη. Τηλεοπτικοί πομποί, υπέθεσε η Άνμα, στα τοιχώματα του περάσματος. Η Αστυνομία θέλει να παρακολουθεί τον δρόμο παρότι δεν είναι περαστικός.
Το φορτηγό των Εκλεκτών με το ζόρι χωρούσε μες στη σήραγγα· δεν ήταν φτιαγμένη για μεγάλα οχήματα. Η οροφή του σχεδόν άγγιζε την οροφή της· αν κάποιος ήταν πιασμένος πάνω στο εξάτροχο θα είχε σκοτωθεί.
Η Άνμα οδήγησε τους μισθοφόρους ώς την άλλη μεριά και τώρα δεν βρίσκονταν πλέον στην Αμφίνομη αλλά στην Επίστρωτη.
Είχε περάσει περίπου μιάμιση ώρα από τότε που έφυγαν από το συνεργείο.
Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός κουδούνισε πάνω στην κονσόλα. Η Νορέλτα πάτησε το πλήκτρο της αποδοχής. Η φωνή του Βόρκεραμ ακούστηκε: «Για λίγο νόμιζα ότι θα σκοτωνόμασταν εκεί μέσα! Καταλαβαίνεις ότι αυτό ήταν το τέλειο μέρος για να μας στήσει κάποιος ενέδρα, έτσι;»
«Δεν υπήρχε ενέδρα· ήμουν σίγουρη,» αποκρίθηκε η Άνμα. «Αυτές οι περιοχές δεν είναι περαστικές, όπως θα κατάλαβες. Και τώρα είμαστε στην Επίστρωτη.»
«Περάσαμε τα σύνορα;»
«Ναι.»
«Και ήταν τόσο αφύλαχτα;»
«Σου είπα, δεν είναι περαστικό μέρος· είναι ‘κρυφό μονοπάτι’. Μόνο κάποιοι τηλεοπτικοί πομποί είναι στα τοιχώματα της σήραγγας, για λόγους ασφαλείας.»
*
Η Αστυνομία της Επίστρωτης δεν άργησε να τους σταματήσει. Οι τηλεοπτικοί πομποί σ’εκείνη τη σήραγγα μάλλον δεν ανήκαν όλοι στην Αστυνομία της Αμφίνομης. Οι αστυνομικοί της Επίστρωτης ήταν προφανές ότι τους είχαν δει. Ήρθαν με πολλά οχήματα και καλά οπλισμένοι· είχαν καταλάβει ότι επρόκειτο για μισθοφόρους. Ο Βόρκεραμ-Βορ βγήκε από το φορτηγό των Εκλεκτών και τους μίλησε. Ονόματα δόθηκαν καθώς και μερικές γρήγορες εξηγήσεις σχετικά με τη δουλειά τους στην Επίστρωτη («Απλά περνάμε. Ώς αύριο θα έχουμε φύγει»).
Όταν η συνάντηση με τους αστυνομικούς έλαβε τέλος, ύστερα από πάνω από μισή ώρα (ήθελαν να ελέγξουν τα οχήματα, να ρίξουν μια ματιά σ’όλους και σε όλα), η Άνμα οδήγησε τους μισθοφόρους προς τα βόρεια και δεν άργησαν να φτάσουν στην Κεντρική, τη μεγάλη λεωφόρο που διέσχιζε την Επίστρωτη από τα δυτικά προς τα ανατολικά και περνούσε κι από άλλες συνοικίες. Η Άνμα πήγε σ’ένα πανδοχείο επί της Κεντρικής το οποίο συχνά φιλοξενούσε μισθοφόρους και μισθοφορικές ομάδες, και είχε χώρο για τους ανθρώπους του Βόρκεραμ-Βορ και τα οχήματά τους. Απόψε δεν είχε πολλή πελατεία, όπως η Άνμα είχε διακρίνει αμέσως από τα σημάδια της Πόλης.
Οι μισθοφόροι φρόντισαν να μεταφέρουν τους άσχημα τραυματισμένους σε βολικά δωμάτια και, μετά, κάθισαν στην τραπεζαρία για να φάνε και να χαλαρώσουν.
Παρότι το μέρος δεν έμοιαζε βρόμικο και παρότι οι οσμές από τα φαγητά και τα ποτά ήταν δυνατές, παντού μπορούσε κανείς να μυρίσει και μια μυρωδιά που έμοιαζε να κρύβεται πίσω από τις υπόλοιπες ή να αναμιγνύεται μαζί τους. Σαν από σαπισμένα φρούτα ή λαχανικά.
«Τι σκατά βρωμοκοπά έτσι, γαμώ τ’άπλυτα πόδια του Σκοτοδαίμονος;» μούγκρισε ο Μάικλ.
«Υπάρχει ένας θόλος παραγωγής οπωρολαχανικών εδώ κοντά,» εξήγησε η Άνμα.
«Και φτάνουν οι οσμές ώς εδώ;»
«Στην Επίστρωτη τα πάντα μυρίζουν ή λαχανικά ή κρεατικά. Κυρίως απ’αυτή την παραγωγή ζουν σε τούτη τη συνοικία· τα τελευταία χρόνια μόνο έφτιαξαν και βιομηχανίες τεχνικών ειδών: παλιά δεν είχαν καθόλου.»
«Ευτυχώς που δεν είμαστε κοντά σε σφαγείο, δηλαδή, ε;» γέλασε ο Μάικλ.
«Μην το γελάς καθόλου,» είπε η Άνμα. «Όπου ανοίγει σφαγείο στην Επίστρωτη, κατευθείαν κλείνουν όλα τα καταστήματα στη γύρω περιοχή τα οποία σχετίζονται με αναψυχή και κατάλυση.»
«Κωλοσυνοικία...»
Παραδίπλα, καθόταν η Νορέλτα και τους άκουγε ενώ, συγχρόνως, παρατηρούσε ότι ο Άβαντας προσπαθούσε να την προσελκύσει στο δωμάτιό του απόψε. Της έλεγε ότι ήταν άνετο, έμενε μόνος του, και σίγουρα υπήρχε χώρος για δύο. «Εσείς θα κοιμηθείτε κι οι τρεις μαζί, έτσι;» εννοώντας, φυσικά, τη Νορέλτα, την Άνμα, και τη Φοριντέλα. «Δε θα προτιμούσες νάχεις περισσότερη άπλα;»
«Ίσως,» αποκρίθηκε η Νορέλτα, και το πόδι της άγγιξε το πόδι του κάτω απ’το τραπέζι.
«Λοιπόν;»
«Πιάνεις πολύ χώρο;»
«Είμαι τεράστιος,» χαμογέλασε ο Άβαντας, «όπως βλέπεις.»
Στο τέλος, η Νορέλτα σκέφτηκε: Γιατί όχι; και πήγε μαζί του, λέγοντας στην Άνμα και στη Φοριντέλα πως θα τις συναντούσε το πρωί.
Μπήκαν στο δωμάτιό του ενώ ο Άβαντας την άρπαζε από τη μέση και τη σήκωνε από το έδαφος. Τα χέρια της ήταν ήδη γαντζωμένα επάνω του· μπλέχτηκαν τώρα στα μαλλιά του καθώς τον φιλούσε. Τα δάχτυλά του γλιστρούσαν μέσα στα ρούχα της ενώ συνέχιζε να την κρατά στον αέρα, και τα πόδια της τυλίχτηκαν γύρω του. Τη μετέφερε ώς το κρεβάτι και την άφησε να ξαπλώσει ανάσκελα, αρχίζοντας να βγάζει τα ρούχα της χωρίς βιασύνη, παρατηρώντας το κατάλευκο σώμα της, ενώ η Νορέλτα παρατηρούσε το δικό του παράξενο δέρμα που ήταν επίσης κατάλευκο αλλά είχε αυτή τη γκριζωπή χροιά εξαιτίας τού ό,τι είχε κάνει ο Μάγος. Στην αφή της δεν ήταν άγριο παρότι φαινόταν λιγότερο ευλύγιστο από το κανονικό δέρμα. Ίσως αυτό να μην ήταν παρά μια οφθαλμαπάτη. Στο άγγιγμα ήταν, βασικά, όπως ακριβώς θα έπρεπε να είναι οποιοδήποτε αντρικό δέρμα, νόμιζε η Νορέλτα, έχοντας τραβήξει τη μπλούζα του και διατρέχοντας τα χέρια της πάνω στο στέρνο του.
Ο Άβαντας, όταν είχε βγάλει όλα της τα ρούχα, την πίεσε κάτω, ανάσκελα, και φίλησε πεινασμένα τα χείλη της. Ύστερα ανασηκώθηκε, κατέβασε το παντελόνι του.
«Είσαι ολόκληρος αλεξίσφαιρος;» ρώτησε η Νορέλτα, κοιτάζοντας το ορθωμένο όργανό του.
Ο Άβαντας μειδίασε. «Δεν ξέρω. Δεν τόχω δοκιμάσει.» Κι έκανε να σκύψει πάλι.
«Εγώ από πάνω,» ζήτησε η Νορέλτα βάζοντας τα δάχτυλά της στο στήθος του. Ο Άβαντας ξάπλωσε ανάσκελα και η Νορέλτα τον καβάλησε. Δεν είχε ποτέ ξανά γνωρίσει αλεξίσφαιρο πέος, αλλά, αν ήταν όντως αλεξίσφαιρο, δεν το αισθανόταν πολύ διαφορετικό από άλλα πέη. Για κάποια ώρα λικνιζόταν πάνω από τον Άβαντα παίρνοντας και δίνοντας ευχαρίστηση. Κι όταν τον αισθάνθηκε να φτάνει στην κορύφωσή του, του είπε: «Πάμε ξανά; Στα όρθια;» σκύβοντας και δαγκώνοντας το αφτί του. Το καταλάβαινε ότι δεν είχε τελειώσει πραγματικά μαζί της.
Ύστερα από λίγο, η πλάτη της βρισκόταν στον τοίχο δίπλα στο παράθυρο του δωματίου και τα πόδια της ήταν στον αέρα, τα γόνατά της πιεσμένα δυνατά πάνω στη ράχη του Άβαντα καθώς εκείνος φιλούσε τα χείλη της, τον λαιμό της, τους ώμους της, το σαγόνι της, το δεξί της αφτί, το σαγόνι της, τα χείλη της...
«Πρέπει νάχεις κάποια συγγένεια με τη Μεριδόρη εσύ, ε;» της είπε, αναφερόμενος σε μια από τις νύμφες του Κρόνου – την πιο ερωτική, κατά τα λεγόμενα – όταν τελικά είχαν ξαπλώσει πάλι στο κρεβάτι και η Νορέλτα είχε το κεφάλι της ακουμπισμένο στο στήθος του, τα καστανά μαλλιά της απλωμένα επάνω του.
«Ενθουσιάζεσαι εύκολα,» αποκρίθηκε, ξέροντας ότι ήταν ψέμα.
Ο Άβαντας γέλασε – ένας μικρός σεισμός πάνω στο στήθος του – αλλά δεν μίλησε.
Μετά από λίγο είπε: «Ακόμα δεν έχω καταλάβει τι ακριβώς κάνεις με τον Βόρκεραμ και τους μισθοφόρους του. Δεν είσαι μισθοφόρος σαν την ξανθιά φίλη σου – αν κι αυτή είναι μισθοφόρος...»
«Μα τον Κρόνο! έχεις όρεξη για κουβέντα; Δεν είσαι καθόλου κουρασμένος;»
«Απλά ρωτάω...»
«Πραγματικά, δεν είσαι κουρασμένος;» τον πείραξε η Νορέλτα, κι ανασηκώθηκε, αγγίζοντας τα χείλη του με τα χείλη της, τρίβοντας το πόδι της πάνω στο δικό του.
«Απλά ρωτάω, γαμώτο.»
«Κοιμήσου,» του είπε η Νορέλτα, ακουμπώντας πάλι το κεφάλι της στο στήθος του. «Είσαι κουρασμένος.»
Ο Άβαντας σύντομα κοιμήθηκε, έχοντας τα χέρια του τυλιγμένα γύρω της: το ένα στον ώμο της, το άλλο στον αριστερό της γλουτό.
Και η Νορέλτα κοιμήθηκε ύστερα από λίγο...
...και ονειρεύτηκε.
Είδε τη Μιράντα να βαδίζει μέσα σ’έναν δρόμο που έγερνε περίεργα. Έγερνε με τρόπους που η Νορέλτα δεν μπορούσε να περιγράψει. Κουνιόταν σαν κάποια γιγάντια δύναμη να τον τράνταζε.
Μια γυναίκα ήταν μαζί με τη Μιράντα – ξανθιά, δέρμα λευκό με απόχρωση του ροζ. Είχαν τα χέρια τους ενωμένα οι δυο τους, λες και φοβόνταν ότι μπορεί να χάνονταν μέσα σ’αυτό τον παράξενο δρόμο. Ένα φως στραφτάλιζε ολόγυρά τους...
Μιράντα! φώναξε η Νορέλτα. Πού είσαι, Αδελφή μου;
Εκείνη γύρισε προς στιγμή και την κοίταξε, και η Νορέλτα ήταν βέβαιη ότι την είδε. Πρόσεχε την Κορίνα, Αδελφή μου! προειδοποίησε η Μιράντα–
–και μετά ο δρόμος κατάπιε αυτήν και την άλλη γυναίκα: τις τράβηξε στο βάθος του, μέσα σε μια φωτεινή δίνη.
Όταν ξύπνησε, η Νορέλτα-Βορ ήταν σίγουρη πως το όνειρο αυτό σήμαινε κάτι. Αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι.
Βρισκόταν η Μιράντα σε κίνδυνο; Μαζί μ’αυτή την άλλη γυναίκα;
Οι Νομάδες απρόθυμα ακολουθούν, προτού βρεθούν μπροστά σε μια επικίνδυνη απόφαση που θα κρίνει το πεπρωμένο τους· και μετά οδηγούνται σ’έναν κρυφό κόσμο που τους θυμίζει εφιάλτη, για να γνωρίσουν όντα μυθικά, να καταλήξουν σε μια μεταπολεμική πόλη, να μείνουν ξαφνικά μόνοι, και να βρουν έναν παράξενο φίλο.
Την ακολουθούσαν μέσα στους νυχτερινούς δρόμους της Β’ Κατωρίγιας Συνοικίας. Την ακολουθούσαν μέσα στους δρόμους του Ελάσματος, με ψηλές βιομηχανίες να φαίνονται πάντα κάπου κοντά τους. Την ακολουθούσαν – πάνω από τριακόσιοι-πενήντα άνθρωποι στον αριθμό, τραβώντας και τραυματίες μαζί τους με αυτοσχέδια φορεία – ένας μικρός στρατός: άοπλος, κουρασμένος· σκιές με γυαλιστερά, απεγνωσμένα μάτια.
Την ακολουθούσαν και αισθάνονταν όπως τότε που ακολουθούσαν την Εύνοια, την Κυρά των Δρόμων. Νόμιζαν πως η Κορίνα τούς οδηγούσε σε μια πραγματικότητα της Ρελκάμνια παράλληλη της συνηθισμένης. Η Πόλη ήταν με το μέρος τους. Οι Νομάδες ήταν ξανά παιδιά της.
Κι έτσι, μέσα στην απόγνωσή τους, ένιωθαν καλά. Ακόμα και οι πιο καχύποπτοι με την Κορίνα, ένιωθαν καλά.
Πήγαινε μπροστά τους πάντα, επάνω στο δίκυκλό της, με την κάπα της να αναδεύεται γύρω της, με το κεφάλι της κουκουλωμένο. Οι Νομάδες των Δρόμων ακολουθούσαν τη σκοτεινή καβαλάρισσα, μην έχοντας τίποτ’ άλλο ν’ακολουθήσουν. Ήταν το μόνο άγκιστρο που είχαν, τώρα. Το μοναδικό σημείο αναφοράς.
Αλλιώς, δεν θα ήταν πλέον οι Νομάδες των Δρόμων.
Κι αν δεν ήταν οι Νομάδες των Δρόμων, τι ήταν;
Η Κορίνα τούς οδήγησε, ύστερα από παραπάνω από μια ώρα, σε μια μάντρα ανάμεσα σε γκρίζες πολυκατοικίες και μια βιομηχανία. Κατέβηκε από το δίκυκλό της και έσπρωξε τη διπλή πύλη που ήταν καμωμένη από ελαφρείς μεταλλικούς κρίκους: κλικ-κλικ-κλικ-κλικ έκαναν καθώς άνοιγε. Και πίσω της, μέσα στη μάντρα, φάνηκαν σταθμευμένα οχήματα. Σκοτεινές μορφές, γιατί ο χώρος δεν φωτιζόταν, αλλά οι Νομάδες τα αναγνώρισαν αμέσως:
Ήταν τα δικά τους οχήματα. Το μεγάλο ερπυστριοφόρο, ειδικά, δεν ήταν εύκολο να το μπερδέψουν με οτιδήποτε άλλο.
Η Κορίνα τούς είπε: «Υπάρχουν ενεργειακές φιάλες μέσα σε όλα. Επιβιβαστείτε και συνεχίστε να με ακολουθείτε.»
Προς στιγμή, σιγή επικράτησε ανάμεσα στο πλήθος.
Μετά, η Σορέτα είπε: «Οι Νομάδες πάντα βαδίζουν.»
Ο Φριτς είπε: «Δε νομίζω ότι χωράμε όλοι μες στα οχήματα.»
«Χωράτε,» τους πληροφόρησε η Κορίνα, «αν στριμωχτείτε.»
«Η συνήθεια των Νομάδων δεν είναι να ταξιδεύουν μέσα σε οχήματα!» επέμεινε η Σορέτα. «Είναι να βαδίζουν.»
«Η Εύνοια σάς δίδαξε ανοησίες,» είπε η Κορίνα, «και τώρα η ανάγκη να φύγετε γρήγορα από εδώ είναι μεγάλη. Δεν έχετε ακόμα συνειδητοποιήσει τι σας είπα; Ολόκληρη η Β’ Κατωρίγια είναι εναντίον σας.»
«Κι εσύ πού θα μας οδηγήσεις, Κορίνα;» ρώτησε ο Θόρινταλ.
«Σε ασφαλές μέρος.»
Ο Ρίμναλ ρουθούνισε. «Μαλακίες!» Και προς τους Νομάδες: «Εγώ λέω – σκοτώστε αυτή τη δαιμόνισσα της Πόλης!» δείχνοντας την Κορίνα. «Εξαιτίας της χάθηκε η Εύνοια, είμαι σίγουρος! Σκοτώστε την, και θα πάρουμε τα οχήματά μας και θα φύγουμε από εδώ, και θα βρούμε την Εύν–!»
Ο Θόρινταλ άρπαξε τον ώμο του. «Τι είν’ αυτά που λες!» φώναξε. «Τι ειν’ αυτά που λες!»
Ο Ρίμναλ τον αγριοκοίταξε, σπρώχνοντάς τον άγρια. «Τι πρόβλημα έχεις εσύ, σαμάνε; Είσαι τώρα με το μέρος της;»
«Δεν είμαι με το μέρος της αλλά–»
«Σκότωσε τη Γιάαμκα!» παρενέβη η Λάρνια. «Εγώ συμφωνώ με τον Ρίμναλ.»
«Η Κορίνα,» είπε ο Θόρινταλ, «δεν είναι άξια εμπιστοσύνης. Αλλά τώρα έχει δίκιο σ’ένα πράγμα: Στη Β’ Κατωρίγια μάς φοβούνται.»
«Και όχι μόνο εκεί, σας εξήγησα,» πρόσθεσε η Κορίνα. «Ούτε η Α’ Κατωρίγια θα σας δεχτεί. Ούτε η Φιλήκοη. Ελάτε μαζί μου και θα σας οδηγήσω εκεί όπου δεν μπορούν να σας φτάσουν. Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο–»
«Νομίζεις,» της είπε ο Ρίμναλ, «ότι δεν έχουμε καταλάβει πως εσύ τα κανόνισες όλα; Οι φρουροί έφυγαν από τα τείχη επειδή εσύ τούς ελέγχεις! Και εσύ είχες φροντίσει να κλειστούμε εκεί μέσα! Και κάτι έκανες στην Εύνοια! Και τώρα προσπαθείς να μας οδηγήσεις στην καταστροφή μας!»
Η Κορίνα γέλασε, και καβάλησε πάλι το δίκυκλό της. Η μηχανή του μούγκρισε, ο προβολέας του δυνάμωσε απειλητικά. «Δε χρειάζεται να σας ‘οδηγήσω’ στην καταστροφή σας, ανόητοι! Αν θέλω να σας καταστρέψω, το μόνο που χρειάζεται να κάνω είναι να φύγω και να σας αφήσω στη Β’ Κατωρίγια. Οι κάτοικοί της θα φροντίσουν για τα υπόλοιπα, πιστέψτε με. Σας φοβούνται, και ο φόβος είναι χειρότερος από τον θυμό.
»Σας δίνω μια ευκαιρία να έχετε καλύτερη μοίρα. Θα τη δεχτείτε ή όχι;»
«Όχι!» φώναξε ο Ρίμναλ.
Οι άλλοι δεν ήταν τόσο βιαστικοί ν’απαντήσουν. Ακόμα και η Λάρνια ήταν σιωπηλή. Είχαν φοβηθεί από όσα είχαν γίνει με τη Φρουρά της Β’ Κατωρίγιας.
Ο Θόρινταλ σκέφτηκε: Είτε η Κορίνα τα κανόνισε όλα ώστε να φυλακιστούμε, είτε όχι – και μάλλον όντως τα κανόνισε – τώρα δεν υπάρχει αμφιβολία πως λέει αλήθεια: οι Β’ Κατωρίγιοι δεν μπορεί να μας βλέπουν με συμπάθεια. Όχι ύστερα από όσα έγιναν με τους φρουρούς. Και ούτε οι γειτονικές συνοικίες θα μας βλέπουν με συμπάθεια. Οι Νομάδες των Δρόμων έχασαν την ειρηνική τους φήμη. Μας έχουν για αγριανθρώπους τώρα. Για βαρβάρους. Για πλανόδια συμμορία ληστών.
«Εγώ λέω να την ακολουθήσουμε,» πρότεινε, σπάζοντας τη γενική σιγή που είχε επικρατήσει. «Και βλέπουμε.»
«Να δούμε τι, σαμάνε;» γρύλισε ο Ρίμναλ.
«Τι άλλο έχεις να προτείνεις, Ρίμναλ;» αντιγύρισε ο Θόρινταλ αγριοκοιτάζοντάς τον. Κι έδειξε μες στη μάντρα. «Αυτά είναι τα οχήματά μας, δεν είναι;»
«Κι αυτή» – ο Ρίμναλ έδειξε τη Θυγατέρα πάνω στο δίκυκλο – «είναι η Κορίνα, δεν είναι; Ηλίθιε! Η Εύνοια και η Μιράντα έλεγαν–»
«Ξέρω πιο καλά από σένα τι έλεγαν η Εύνοια και η Μιράντα. Επιπλέον, εγώ ο ίδιος βρέθηκα αντιμέτωπος με την Κορίνα την προηγούμενη φορά. Και παραλίγο να με σκοτώσει.» Έστρεψε το βλέμμα του επάνω της, σαν να ήθελε να της πει ότι τίποτα δεν είχε ξεχάσει.
Τα πράσινα μάτια της συνάντησαν τα δικά του άφοβα μέσα από το σκοτάδι της κουκούλας της. «Τα πράγματα αλλάζουν, Θόρινταλ,» του είπε. «Στην Ατέρμονη Πολιτεία, όλα δρόμος είναι.»
Για κάποιο λόγο, ένα νευρικό ρίγος τον διέτρεξε. Το αγνόησε, και είπε στους Νομάδες: «Προτείνω να την ακολουθήσουμε και να δούμε. Έτσι όπως είναι τώρα η κατάσταση, δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε. Κατά τα άλλα, ούτε εγώ τη συμπαθώ περισσότερο απ’ό,τι εσείς.»
Ο Φριτς ένευσε. «Μιλά συνετά ο σαμάνος. Πάμε.»
«Όχι!» φώναξε ο Ρίμναλ. «Δεν ξέρετε τι κάνετε!» τους προειδοποίησε.
Αλλά δεν του έδωσαν σημασία· μπήκαν στη μάντρα, πηγαίνοντας προς τα οχήματά τους.
«Εσύ φταις γι’αυτό!» Ο Ρίμναλ έδειξε τον Θόρινταλ με το δάχτυλό του. «Αν δεν είχες μιλήσει, δε θα την εμπιστεύονταν. Σ’άκουσαν επειδή είσαι σαμάνος!»
«Με άκουσαν επειδή κατάλαβαν ότι αυτό που τους είπα είναι το πιο λογικό–»
Ο Ρίμναλ έκανε να τον γρονθοκοπήσει αλλά ο Θόρινταλ άρπαξε τη γροθιά του προτού φτάσει στο πρόσωπό του. «Όχι τώρα!» σύριξε. «Θες να χειροτερέψεις τα πράγματα;»
Ο Ρίμναλ δεν ήθελε. Τραβώντας πίσω το χέρι του, απομακρύνθηκε απ’τον Θόρινταλ.
*
Οι Νομάδες ανέβηκαν στα οχήματά τους και βγήκαν από τη μάντρα. Η Κορίνα είχε δίκιο: χωρούσαν. Αλλά ίσα-ίσα. Ήταν ο ένας πάνω στον άλλο. Ακόμα και στις οροφές κάθονταν.
Ο Θόρινταλ ήταν στην οροφή του ερπυστριοφόρου με τα δύο πατώματα, πλάι στη Λάρνια, τον Εύθυμο, και τη Μαρίνα, ενώ κι άλλοι φυσικά βρίσκονταν πίσω τους.
Ο Ρίμναλ είχε ανεβεί σ’ένα δίκυκλο των Νομάδων, και τώρα ο Θόρινταλ τον είδε να πλησιάζει το δίκυκλο της Κορίνας και τον άκουσε να τη ρωτά: «Πού θα μας πας;»
Η Κορίνα τού απάντησε κάτι που δεν έφτασε στ’αφτιά του σαμάνου, αλλά εκείνος μάντεψε τι πρέπει να ήταν, γιατί ο Ρίμναλ είπε: «Όχι άλλες υπεκφυγές, Κορίνα! Πού στο Μάτι του Σκοτοδαίμονος θα μας πας;»
Η Θυγατέρα γέλασε. «Όχι στο Μάτι του ίδιου του Σκοτοδαίμονος, Ρίμναλ. Αλλά εκεί κοντά.» Κι έβαλε τους τροχούς της σε κίνηση, κάνοντας νόημα στους Νομάδες να την ακολουθήσουν. Η κάπα της ανέμιζε πάνω απ’τους ώμους της σαν φτερούγες νυχτοπουλιού της Πόλης.
Τα οχήματα των Νομάδων ήρθαν πίσω της, κοσμοπλημμυρισμένα. Στο τιμόνι του μεγάλου ερπυστριοφόρου ήταν ο Κοντός Φριτς· στο τιμόνι του ψηλού τετράκυκλου με τα ηχεία ήταν η Ηχώ, αλλά το ηχοσύστημα ήταν σιωπηλό τώρα· διάφοροι άλλοι Νομάδες οδηγούσαν τα υπόλοιπα τροχοφόρα.
Η Κορίνα τούς κατεύθυνε έξω από το Έλασμα, προς τα βόρεια. Το πρώτο το κατάλαβαν επειδή είδαν αμέσως το περιβάλλον να αλλάζει γύρω τους: οι περιοχές δεν ήταν πλέον τόσο εργατικές. Το δεύτερο το κατάλαβαν από τις πυξίδες που είχαν ορισμένα από τα οχήματά τους: όλες έδειχναν βόρεια, και από στόμα σε στόμα τα νέα μεταφέρθηκαν ακόμα και στην οροφή του ερπυστριοφόρου και στ’αφτιά του Θόρινταλ και της Λάρνια.
«Πρέπει να είμαστε στη Χτυπημένη τώρα,» είπε ο Εύθυμος, ξεδιπλώνοντας έναν χάρτη της Β’ Κατωρίγιας Συνοικίας. Μέσα στο ερπυστριοφόρο και στα υπόλοιπα οχήματα είχαν βρει, εκτός απ’αυτό τον χάρτη, και διάφορους άλλους βασικούς εξοπλισμούς που πριν τους είχε πάρει η Φρουρά· αλλά δεν είχαν βρει καθόλου όπλα. Ούτε ένα ξιφίδιο. Το είχε κάνει αυτό η Κορίνα για να προστατέψει τον εαυτό της; αναρωτιόταν ο Θόρινταλ. Ή για να μην προκληθούν πιθανά επεισόδια μες στη Β’ Κατωρίγια. Το δεύτερο τού έμοιαζε πιθανότερο. Η Κορίνα δεν του φαινόταν να τους φοβάται καθόλου. Και είναι ν’απορείς; Ο Θόρινταλ θυμόταν ακόμα, πολύ έντονα, τους δρεπανοφόρους δαίμονές της.
Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που οι Νομάδες περνούσαν από τη Χτυπημένη· είχαν περάσει και παλιότερα, λίγο προτού χάσουν την Εύνοια... Οι δρόμοι της ήταν καλοφωτισμένοι μες στη νύχτα, και όχι έρημοι. Όχι όλοι, τουλάχιστον. Αλλά η Κορίνα πήγαινε τους Νομάδες από τα πιο σκοτεινά σημεία, από εκεί όπου όσο το δυνατόν λιγότεροι ντόπιοι θα τους έβλεπαν. Η καθοδήγησή της έμοιαζε πολύ μ’αυτή της Εύνοιας, αν και, συγχρόνως, είχε μεγάλες διαφορές. Ήταν οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Όπως και νάχε, η Κορίνα φρόντιζε να αποφύγουν να συναντήσουν προβλήματα, και είχαν, ως συνήθως, την υπερβατική αίσθηση ότι ταξίδευαν μέσα σε όνειρο, παρότι τώρα δεν βάδιζαν αλλά ήταν πάνω σε οχήματα.
Ο Θόρινταλ αναρωτήθηκε αν οι δαίμονές της ήταν ακόμα μαζί της. Πρέπει να είναι. Λογικά. Αλλά ήταν περίεργος να τους δει. Έβγαλε τα γυαλιά του από τη δερμάτινη καπαρντίνα του, τα θόλωσε με την αναπνοή του, έσβησε κάθε σκέψη και αίσθηση από τον νου του, και τα φόρεσε.
Οι πνευματικές οντότητες των δρόμων αποκαλύφτηκαν μπροστά του σαν μια λεπτή κουρτίνα να είχε παραμεριστεί. Και μαζί μ’αυτές τις οντότητες είδε και τους δαίμονες της Κορίνας, να στραφταλίζουν παράξενα καθώς έλκονταν πίσω από το δίκυκλό της ενωμένοι με την αφέντρα τους μέσω ενεργειακών αλυσίδων.
Ενεργειακών; Ναι, αυτές οι «αλυσίδες» θα μπορούσαν να ήταν από ενέργεια, σκέφτηκε ο Θόρινταλ. Και θυμήθηκε ότι η Μιράντα το είχε κάποτε υποθέσει: είχε πει πως ίσως οι δρεπανοφόροι δαίμονες να μην ήταν πνευματικές αλλά ενεργειακές οντότητες. Ίσως να ήταν από κάποια μορφή ενέργειας αόρατη για τα ανθρώπινα μάτια.
Ο Θόρινταλ τούς παρατηρούσε καθώς αιωρούνταν πάνω και γύρω απ’το δίκυκλο της Κορίνας χωρίς να μοιάζουν να έχουν πρόβλημα με την ταχύτητά του. Ήταν, κατά μία έννοια, σαν μπαλόνια. Ή σαν να μην είχαν δική τους ταχύτητα αλλά να την έπαιρναν από την Κορίνα.
Τα γυαλιά του σαμάνου άρχισαν να ξεθολώνουν και οι πνευματικές μορφές να διαλύονται. Μαζί και οι δρεπανοφόροι δαίμονες.
Ο Θόρινταλ έβγαλε τα γυαλιά κι έκλεισε τα μάτια του για να τα τρίψει–
Το χέρι του κοκάλωσε.
Μέσα απ’το σκοτάδι των κλειστών του βλεφάρων, συνέχιζε να βλέπει τους δρεπανοφόρους δαίμονες!
Μα τον Κρόνο! Πρέπει να είχε πάθει κάτι παρόμοιο μ’αυτό που παθαίνεις όταν κοιτάζεις για πολλή ώρα ένα πολύ φωτεινό πράγμα.
Άνοιξε τα μάτια του και βλεφάρισε μερικές φορές. Παραξενεμένος, παρατήρησε ότι με ανοιχτά τα μάτια δεν συνέχιζε να βλέπει τις δαιμονικές μορφές.
Έκλεισε τα βλέφαρα ξανά. Οι δαιμονικές μορφές εμφανίστηκαν.
Αν είναι δυνατόν! σκέφτηκε. Τους βλέπεις με κλειστά τα μάτια αλλά όχι με ανοιχτά;
Γύρισε το κεφάλι του προς τα δίπλα, χωρίς ν’ανοίξει τα βλέφαρα. Οι δαίμονες εξαφανίστηκαν. Γύρισε το κεφάλι του πάλι προς τα μπροστά. Οι δαίμονες εμφανίστηκαν.
Τους βλέπω με τα μάτια κλειστά! Δε χρειάζεται καν να φορέσω τα θολωμένα γυαλιά μου.
«Τι κάνεις, Θόρινταλ;» Η φωνή της Λάρνια. «Είσαι ’ντάξει;»
Άνοιξε τα μάτια του. «Ναι,» αποκρίθηκε.
«Τι σκέφτεσαι; Τι έχεις;»
Τους βλέπω μόνο εγώ, επειδή είμαι σαμάνος, ή μπορούν να τους δουν κι οι άλλοι; «Λάρνια... θα μου κάνεις μια χάρη;»
«Τι χάρη;»
«Κλείσε τα μάτια σου και κοίτα την Κορίνα. Πες μου αν βλέπεις κάτι.»
«Με κλειστά τα μάτια;»
«Ναι. Κι εσύ, Εύθυμε· κάντ’ το κι εσύ. Κι εσύ, Μαρίνα.»
«Τι;» ρώτησε η Μαρίνα.
«Κλείσε τα μάτια σου και κοίτα την Κορίνα. Πες μου αν βλέπεις κάτι – με κλειστά τα μάτια.»
Η Λάρνια το είχε κάνει ήδη. «Βλέπω δυο μορφές, Θόρινταλ. Είναι σαν άνθρωποι αλλά χωρίς πόδια, και τα χέρια τους είναι σαν δρεπάνια. Είναι... είναι σαν τους δαίμονες που μου περιέγραψες ότι...»
«...σκότωσαν τη Γιάαμκα, ναι. Αυτοί είναι, Λάρνια.»
Ο Εύθυμος και η Μαρίνα είχαν επίσης κλείσει τα μάτια τους τώρα, και δήλωσαν ότι κι αυτοί έβλεπαν τους δαίμονες. Έμοιαζαν φοβισμένοι.
«Μα τον Κρόνο, Θόρινταλ,» είπε ο Εύθυμος. «Πώς...; Γιατί τους βλέπουμε με τα μάτια κλειστά;»
«Δεν ξέρω. Τώρα το ανακάλυψα, τυχαία. Φαίνονται μόνο με τα μάτια κλειστά. Και μέσα απ’τα γυαλιά μου, αν κάνω ό,τι κάνω μ’αυτά. Αλλά δε χρειάζεται νάσαι σαμάνος για να κλείσεις τα βλέφαρά σου και να τους δεις.»
«Αυτά τα καθάρματα είναι που σκότωσαν τον Δεινοχάρη;» είπε η Μαρίνα.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Θόρινταλ.
*
Οι Νομάδες των Δρόμων, ακολουθώντας τη σκοτεινή καβαλάρισσα, διέσχισαν τη Χτυπημένη προς τα βόρεια, μη σταματώντας πουθενά μέσα της. Μπήκαν στην Απλωτή, μια περιφέρεια της Β’ Κατωρίγιας Συνοικίας με λιμάνια στον Ριγοπόταμο. Αλλά οι Νομάδες βρίσκονταν ακόμα μακριά από τον μεγάλο ποταμό.
Και η Κορίνα δεν τους οδήγησε προς τα εκεί. Πολύ σύντομα αφού είχαν περάσει τα νότια σύνορα της Απλωτής, κατέβασε το δίκυκλό της στις σήραγγες της περιοχής μέσω μιας ράμπας. Το ψηλό ερπυστριοφόρο μετά βίας χωρούσε στους υπόγειους δρόμους· ο Φριτς ήταν πολύ προσεχτικός καθώς το οδηγούσε.
Καμια ώρα είχε περάσει από τότε που είχαν φύγει από το Έλασμα, αλλά τους φαινόταν σαν ο χρόνος να είχε σταματήσει. Σαν να ακολουθούσαν την Κορίνα μέσα σε μια τρύπα στον χρόνο της Ατέρμονης Πολιτείας. Τα πάντα ήταν ένα σκοτεινό όνειρο, μυστηριώδες και αινιγματικό.
Και σύντομα έμελλε να γίνει ακόμα πιο παράξενο.
Η Κορίνα σταμάτησε το δίκυκλό της μπροστά σε μια μεγάλη ξύλινη πόρτα.
Πόρτα; Δεν είναι πόρτα αυτή, παρατήρησε ο Θόρινταλ, ακόμα καθισμένος στην οροφή του ερπυστριοφόρου μαζί με τους άλλους. Ένα κομμάτι ξύλο είναι.
Και από τη μια άκρη του είχε αλυσίδες αντί για μεντεσέδες ώστε να το κρατάνε δεμένο στον τοίχο.
Η Κορίνα πρόσταξε τους δικυκλιστές των Νομάδων: «Ανοίξτε το! Τραβήξτε το!»
Ο υπόγειος δρόμος ήταν έρημος ολόγυρά τους. Άνθρωπος δεν φαινόταν. Οι πόρτες ήταν κλειστές με σιδερένιες και ξύλινες ράβδους· τα οικήματα έμοιαζαν ερειπωμένα, παλιά.
Οι Νομάδες κατέβηκαν από τα δίκυκλά τους. Εκτός από τον Ρίμναλ, που κοίταζε με καχυποψία, φωτίζοντας με τον προβολέα του οχήματός του. «Γιατί δεν έχουμε όπλα μαζί μας, Κορίνα;» ρώτησε, και η φωνή του αντήχησε αρκετά δυνατή ώστε να την ακούσουν κι αυτοί στην οροφή του ερπυστριοφόρου.
«Εσύ γιατί λες;» απάντησε η Θυγατέρα της Πόλης. «Νομίζεις ότι η Φρουρά θα σας επέστρεφε τα όπλα σας ύστερα από ό,τι κάνατε;»
«Και ύστερα απ’ό,τι έκαναν αυτοί σ’εμάς;»
Η Κορίνα τώρα δεν του έδωσε απάντηση· το πρόσωπό της ήταν κρυμμένο μες στο σκοτάδι της κουκούλας της κάπας της.
Οι άλλοι Νομάδες είχαν ήδη τραβήξει το μεγάλο ξύλο που παρίστανε την πόρτα, κάνοντάς το να τρίβεται άγρια στο δάπεδο και κάνοντας τις αλυσίδες του να τρίζουν και να κουδουνίζουν.
Ο Φριτς είπε, από το παράθυρο της θέσης του οδηγού του ερπυστριοφόρου: «Δε χωράω εκεί μέσα, Κορίνα!»
«Χωράς,» αποκρίθηκε εκείνη. «Αλλά εσείς που είστε επάνω – προσέχετε τα κεφάλια σας!» Και, βάζοντας το δίκυκλό της σε κίνηση, πέρασε την ανοιχτή πόρτα, φωτίζοντας με τον προβολέα της, διαλύοντας πυκνά σκοτάδια. Γιατί πέρα από αυτό το κατώφλι δεν φαινόταν κανένα φως, τίποτα.
«Την ακούσατε, ε;» φώναξε ο Φριτς, κοιτάζοντας προς τα πάνω απ’το παράθυρό του. «Σκύψτε! Ή ελάτε γρήγορα κάτω.»
Οι περισσότεροι κατέβηκαν, μαζί τους κι ο Θόρινταλ με τη Λάρνια, τον Εύθυμο, και τη Μαρίνα. Μπήκαν στη σήραγγα βαδίζοντας πλάι στο ερπυστριοφόρο, ανάμεσα στα υπόλοιπα οχήματα των Νομάδων· και μόνο όταν ήταν μέσα πλέον και φαινόταν πως υπήρχε χώρος στην οροφή ανέβηκαν ξανά.
Γύρω τους έβλεπαν ένα μέρος ερειπωμένο, μια πόλη όχι μόνο ακατοίκητη αλλά παράξενη. Η αρχιτεκτονική των υπόγειων οικημάτων της ήταν τέτοια που ο Θόρινταλ δεν νόμιζε ότι την είχε ξαναδεί πουθενά. Ή, μάλλον, ήταν σίγουρος πως δεν την είχε ξαναδεί πουθενά.
Τα πάντα ήταν έρημα στους σκοτεινούς δρόμους που διέσχιζαν τώρα οι Νομάδες: το πλακόστρωτο ήταν ραγισμένο, οι τοίχοι επίσης· φυτά ξετρύπωναν από σχεδόν παντού, καθώς και μεγάλα μανιτάρια· σπασμένοι σωλήνες και καλώδια προεξείχαν· οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν προ πολλού κατεστραμμένα. Μεγάλα έντομα και τρωκτικά έμοιαζαν νάναι οι μοναδικοί κάτοικοι τούτου του μέρους.
Και... όλα ήταν σαν εφιάλτης. Ο Θόρινταλ είχε την αίσθηση προς στιγμή ότι ειδεχθή όντα σκαρφάλωναν επάνω του. Χτύπησε το γόνατό του με το χέρι του, αλλά είδε πως τίποτα τελικά δεν ήταν εκεί. Νόμιζε όμως, μετά, ότι κάτι πελώριο τον κοίταζε από ψηλά· μπορούσε να νιώσει την ανάσα του στο κεφάλι του.
Ύψωσε το βλέμμα του αμέσως, για να αιφνιδιάσει τον παρατηρητή – και αντίκρισε μονάχα σκοτάδι και αραχνοϊστούς να κρένονται από το ταβάνι, μεγάλους και πυκνούς, με χοντρές αράχνες να περιφέρονται νωχελικά μέσα στην υφαντή γεωγραφία τους.
Δε μπορεί οι αράχνες να ανέπνεαν πάνω στο κεφάλι του...
Τι συμβαίνει εδώ; Ο Θόρινταλ κοίταξε γύρω του, τους άλλους Νομάδες, και νόμιζε πως κι αυτοί ένιωθαν παρόμοια πράγματα με εκείνον. Είναι όλοι τους φοβισμένοι. Πλάι του, η Λάρνια ήταν φανερά τσιτωμένη, οι γροθιές της σφιγμένες, τα χείλη της σμιγμένα, τα μάτια της στενεμένα: σαν να περίμενε επίθεση, αργά ή γρήγορα, από παντού.
Στοιχειακά πνεύματα... σκέφτηκε ο Θόρινταλ. Δαγκώνουν τις ψυχές μας όπως τα σκυλιά θα δάγκωναν τις σάρκες μας.
Θόλωσε τα γυαλιά του και άδειασε το μυαλό του από σκέψεις και αισθήσεις – με κάποια δυσκολία, έτσι όπως ένιωθε τώρα. Φόρεσε τα γυαλιά και κοίταξε.
Η ερειπωμένη πόλη ήταν γεμάτη πνευματικές μορφές που παρόμοιές τους δεν είχε ξαναντικρίσει. Δεν ήταν, βέβαια, τόσο παράξενες όσο οι δρεπανοφόροι δαίμονες της Κορίνας· δεν ήταν σαν να μην ήταν πνεύματα. Σίγουρα πνεύματα ήταν, αλλά φρικτά και αποτρόπαια στην όψη. Γιγάντιες, γλοιώδεις μορφές που τυλίγονταν γύρω και μέσα στα αρχαία οικοδομήματα σαν φίδια ή σκουλήκια. Πελώρια πράγματα που σέρνονταν στον αέρα, θυμίζοντας γυμνοσάλιαγκες. Και ο Θόρινταλ έβλεπε αυτούς τους γυμνοσάλιαγκες νάχουν απλώσει παραφυάδες λεπτές σαν νεύρα, με τις οποίες άγγιζαν τους Νομάδες μες στα οχήματα και στις οροφές των οχημάτων. Δύο από τα αποκρουστικά πλοκάμια βρίσκονταν κοντά και σ’εκείνον, πάνω απ’τον αριστερό του ώμο.
Ενστικτωδώς, ο σαμάνος κούνησε το χέρι του για να τα διώξει, προτού προλάβει να σταματήσει τον εαυτό του – γιατί, φυσικά, δεν υπήρχαν στον υλικό κόσμο, δεν υπήρχε τίποτα για να χτυπήσει–
–εκτός από το κεφάλι του Εύθυμου.
Ο οποίος αναφώνησε: «Α! Τι κάνεις, Θόρινταλ; Μα τον Κρόνο!»
«Συγνώμη. Εδώ...» ξεροκατάπιε, «δεν είμαστε μόνοι...»
«Τι εννοείς;»
«Πνεύματα, Εύθυμε. Το μέρος είναι... στοιχειωμένο. Και είναι... είναι φριχτά, γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος!» είπε στραβώνοντας τα χείλη του από απέχθεια. «Φριχτά.» Έβγαλε τα γυαλιά του, μη μπορώντας να κοιτάζει άλλο.
Στο βάθος, στο πέρας του φωτός του προβολέα του δίκυκλου της Κορίνας, είχε διακρίνει μια πελώρια αράχνη να κροταλίζει τα σαλόνια της ενώ από την πλάτη της φύτρωναν δύο σκουλήκια που από τη μέση του καθενός ξεπρόβαλλαν άλλα δύο σκουλήκια.
Ο Θόρινταλ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος...»
«Τι είδες, Θόρινταλ;»
«Σου είπα: πνεύματα. Το μέρος είναι στοιχειωμένο. Ό,τι αισθάνεστε το αισθάνεστε επειδή αυτά το προκαλούν. Είναι τελείως διεστραμμένα εδώ κάτω.» Οι δρεπανοφόροι δαίμονες της Κορίνας έμοιαζαν σχεδόν φιλικοί σε σχέση μ’αυτά. Αν και ο Θόρινταλ δεν αμφέβαλλε ότι ήταν πιο επικίνδυνοι.
*
Ταξίδευαν μέσα στις σήραγγες ενώ η αρχαία πόλη απλωνόταν ολόγυρά τους: ένα υπόγειο τοπίο εφιαλτικής ερήμωσης, το οποίο δεν φαινόταν να τελειώνει σύντομα.
«Κορίνα!» αντήχησε η φωνή του Ρίμναλ. «Σταμάτα! Πού σκατά μας πηγαίνεις; ΣΤΑΜΑΤΑ!»
Και η Κορίνα σταμάτησε το δίκυκλό της, γυρίζοντάς το στο πλάι για να τους αντικρίσει.
«Τι είναι αυτό το μέρος;» ρώτησε ο Ρίμναλ, με τη φωνή του ακόμα αρκετά δυνατή ώστε ν'αντηχεί, να φτάνει άνετα στην οροφή του ερπυστριοφόρου όπου κάθονταν ο Θόρινταλ και οι άλλοι.
«Δε θα μείνουμε εδώ,» τους είπε η Κορίνα, μιλώντας εξίσου δυνατά ώστε όλοι να την ακούσουν. «Απλά περνάμε. Εν τω μεταξύ, προσέξτε να μην ξεστρατίσετε. Να πηγαίνετε μόνο από εκεί όπου πηγαίνω. Αν και εγκαταλειμμένη, τούτη η αρχαία πόλη έχει τους κινδύνους της. Κρύβονται μες στα σκοτάδια του μυαλού.»
«Γιατί να μη γυρίσουμε τώρα και να φύγουμε;» γρύλισε ο Ρίμναλ, που η θυμωμένη φωνή του πρόδιδε τον φόβο του.
«Νομίζεις ότι αυτό είναι εύκολο πλέον;» γέλασε η Κορίνα. «Και, κατά δεύτερον, πού να πάτε; Πίσω στη Β’ Κατωρίγια; Τα είπαμε, δεν τα είπαμε;» Βάζοντας πάλι σε κίνηση το δίκυκλό της, προπορεύτηκε.
Και οι Νομάδες την ακολούθησαν.
Μισή ώρα πέρασε από τότε που είχαν κατεβεί σε τούτες τις παράξενες σήραγγες που διέσχιζαν την αρχαία, ξεχασμένη πόλη, όταν άρχισαν να συναντούν νερά στον δρόμο τους: μικρές λίμνες, ρυάκια. Και το ταβάνι έσταζε. Σταγόνες έπεσαν στα κόκκινα μαλλιά του Θόρινταλ, καθώς και στα κεφάλια των υπόλοιπων που κάθονταν στην οροφή του ερπυστριοφόρου. Κοιτάζοντας ψηλά δεν είδαν τίποτα το άμεσα επικίνδυνο, αλλά όλα έδειχναν ότι από πάνω τους πρέπει να βρισκόταν κάποια μεγάλη ποσότητα νερού.
«Ο Ριγοπόταμος...» είπε ο Θόρινταλ. «Περνάμε κάτω απ’τον Ριγοπόταμο...»
«Ναι,» συμφώνησε ο Εύθυμος, «μάλλον. –Αλλά θα καταρρεύσει, Θόρινταλ. Το ταβάνι θα καταρρεύσει, και θα πνιγούμε. Το νιώθω, το νιώθω!»
Ο σαμάνος κούνησε το κεφάλι. «Όχι, αποκλείεται–»
«Το νιώθω, Θόρινταλ!»
«Νομίζεις ότι το νιώθεις. Τα στοιχειακά που καιροφυλαχτούν σε τούτα τα μέρη σε κάνουν να το νομίζεις· παίζουν με το μυαλό και την ψυχή σου, με τους κρυφούς σου φόβους: με τους κρυφούς φόβους όλων μας. Το ταβάνι είναι σταθερό. Σκέψου μόνο πόσα χρόνια έχει αντέξει εδώ. Αυτή η πόλη είναι πανάρχαια, Εύθυμε.»
«Ναι,» είπε εκείνος, ξέπνοα, μοιάζοντας τώρα να προσπαθεί να σκεφτεί καθαρά. «Ναι, είναι όντως πολύ παλιά... Δεν έχω πουθενά ξαναδεί τέτοια αρχιτεκτονική, Θόρινταλ.»
«Ούτε εγώ.»
«Λάρνια;» ρώτησε ο Εύθυμος.
Εκείνη κούνησε το κεφάλι. «Ούτε εγώ,» είπε. «Αν και, από μια άποψη, τα οικήματα εδώ ίσως να μοιάζουν λίγο – λίγο – με τα παλιά της Νυχωτής.»
«Η Νυχωτή είναι παλιά συνοικία, δεν είναι;» είπε ο Θόρινταλ.
«Διατηρεί πολλά παλιά πράγματα εκτός από τις μεγάλες γάτες.» Η Λάρνια ήταν μαζεμένη δίπλα του, με τα γόνατά της σηκωμένα κοντά στο στήθος της και τα χέρια της τυλιγμένα γύρω τους.
«Οι φόβοι σας,» είπε ο Θόρινταλ γυρίζοντας για να κοιτάξει και τους Νομάδες πίσω του, «δεν είναι αληθινοί. Το μέρος είναι στοιχειωμένο από κακόβουλα πνεύματα που παίζουν μαζί σας. Αγνοήστε τα. Αγνοήστε ό,τι νιώθετε. Αγνοήστε ό,τι σκέφτεστε.»
Τα λόγια του μεταφέρθηκαν από τον έναν Νομάδα στον άλλο: έφυγαν από την οροφή του ερπυστριοφόρου και φτερούγισαν στα κάτω πατώματά του, και μετά στα υπόλοιπα οχήματα. Ο σαμάνος σίγουρα ήξερε τι έλεγε...
Ο Σκέλεθρος ανέβηκε στην οροφή για να συναντήσει τον Θόρινταλ και να καθίσει κοντά του, μοιάζοντας κι ο ίδιος με στοιχειό – ένας κατάμαυρος, ξανθομάλλης σκελετός που βάδιζε βαστώντας παράξενο ραβδί.
«Τι τέρατα κατοικούν εδώ, Θόρινταλ;»
«Τα είδες κι εσύ;»
«Τα αισθάνομαι. Καταλαβαίνω τι είναι.»
Ο Θόρινταλ ένευσε, και δεν είπε τίποτα. Δεν ήθελε ούτε να περιγράψει τι είχε δει. Ούτως ή άλλως, ήταν όλα νοητικές μορφές, τίποτα περισσότερο...
Ο Εύθυμος είπε, μετά από λίγο, γλείφοντας νευρικά τα χείλη του: «Αν περνάμε κάτω από τον Ριγοπόταμο... πού μας πηγαίνει; Στην Α’ Ανωρίγια; Στη Β’ Ανωρίγια;»
«Το πιθανότερο,» αποκρίθηκε ο Σκέλεθρος.
«Σε ποια από τις δύο αναφέρεσαι, Ράνελακ;»
«Και στις δύο. Και δεν ξέρω πού θα ήταν χειρότερα.»
«Τουλάχιστον, εκεί κανείς δεν μας κυνηγά...»
«Θέλεις όμως να βρίσκεσαι σε μια συνοικία που διοικείται από τον Αλυσοδεμένο Ποιητή;»
Ο Θόρινταλ, γι’ακόμα μια φορά, ήταν σιωπηλός καθώς τους άκουγε να μιλάνε. Αλλά είχε κάνει ήδη τις ίδιες σκέψεις. Η Κορίνα μάς πηγαίνει σε περιοχές ελεγχόμενες από τον Αλυσοδεμένο Ποιητή. Έχει, άραγε, καμια σχέση μαζί του; Η Μιράντα είχε πει ότι η Κορίνα ίσως να έφταιγε για την κατάσταση εδώ, έτσι δεν ήταν; Είχε πει ότι ίσως η Κορίνα να δημιουργούσε τον πόλεμο...
Μισή ώρα ακόμα κύλησε ενώ διέσχιζαν σήραγγες γεμάτες νερά, και κάθε τόσο τα οχήματά τους πλατσούριζαν μέσα τους. Ευτυχώς, σε κανένα σημείο δεν συνάντησαν τόσο βαθύ νερό που να μη μπορούν να το περάσουν. Η αρχαία πόλη εξακολουθούσε να απλώνεται γύρω τους. Και συνέχισε να απλώνεται και αφού οι σήραγγες στέγνωσαν πάλι – αφού οι Νομάδες είχαν αφήσει πίσω τους τον Ριγοπόταμο, υπέθετε ο Θόρινταλ. Τώρα είμαστε στην Α’ ή στη Β’ Ανωρίγια Συνοικία.
Πόσοι άλλοι εκτός από την Κορίνα γνωρίζουν, άραγε, γι’αυτή την αρχαία πόλη εδώ; Τη γνωρίζει ο Αλυσοδεμένος Ποιητής; Μπορεί να φέρει τους στρατούς του κάτω από τον ποταμό; Είναι αυτό μέσα στα σχέδια του;
Τις σκέψεις του διέκοψαν οι απότομες κινήσεις δύο δίκυκλων μπροστά από το ερπυστριοφόρο. Το ένα ήταν του Ρίμναλ, το άλλο το οδηγούσε μια Νομάδας που ο Θόρινταλ είχε ακούσει να τη φωνάζουν Κλειώ. Τα οχήματα έκαναν παράξενες μανούβρες, ενώ οι αναβάτες τους φώναζαν τρομαγμένοι, αιφνιδιασμένοι. Τα τιμόνια έμοιαζαν να γυρίζουν από μόνα τους καθώς εκείνοι πάλευαν να τα εμποδίσουν.
Τα άλλα οχήματα σταμάτησαν αμέσως. «Τι σκατά κάνετε εκεί, ρε;» φώναξε ο Φριτς από το τιμόνι του ερπυστριοφόρου.
«Δεν το κάνουμε εμείς!» κραύγασε ο Ρίμναλ. Το δίκυκλό του πήγαινε καταπάνω στο δίκυκλο της Κλειώς, και το δίκυκλο της Κλειώς ερχόταν καταπάνω στο δίκυκλό του Ρίμναλ.
Η Κλειώ ούρλιαξε, και πήδησε απ’τη σέλα. Ο Ρίμναλ κρατήθηκε πάνω στη δική του, και τα δύο δίκυκλα πέρασαν το ένα κοντά από το άλλο, σε απόσταση μερικών εκατοστών. Το όχημα της Κλειώς τώρα δεν το οδηγούσε κανένας, αλλά συνέχιζε να κινείται από μόνο του!
Η Κορίνα ήρθε ξαφνικά κοντά τους, σταματώντας το δίκυκλό της και φωνάζοντας σε μια γλώσσα που ο Θόρινταλ δεν είχε ξανακούσει. Μια γλώσσα γρήγορη και συριστική. Αλλόκοτη, σα να μην ήταν φτιαγμένη για ανθρώπινο στόμα.
Τα δίκυκλα στράφηκαν ν’αντικρίσουν το δικό της – το ένα με τον Ρίμναλ ακόμα επάνω, το άλλο με τη σέλα του άδεια. Οι προβολείς τους δυνάμωσαν, σαν να ήθελαν να τυφλώσουν τη Θυγατέρα της Πόλης.
Εκείνη έβγαλε ένα διαπεραστικό, μακρόσυρτο σφύριγμα.
Κι άλλο ένα.
Και είπε, ξανά, κάτι σ’εκείνη την αλλόκοτη γλώσσα.
Και πάνω στο άδειο δίκυκλο, ξεπροβάλλοντας θαυματουργικά μέσα από τη μηχανή του, σκαρφάλωσε ένα πλάσμα που έκανε ένα ρίγος να διατρέξει τον Θόρινταλ. Θύμιζε – θα μπορούσε να θυμίζει – τις εφιαλτικές πνευματικές μορφές που είχε δει. Αλλά σίγουρα δεν επρόκειτο για πνεύμα.
Γυάλιζε μεταλλικά. Το σώμα του πρέπει να ήταν από μέταλλο. Είχε τέσσερα πόδια και ουρά σαν σκορπιού πίσω του, αλλά από τη μέση κι επάνω έμοιαζε με άνθρωπο – δύο χέρια, ένα κεφάλι. Ήταν, όμως, πολύ μικρότερο από άνθρωπο. Ήταν ένα παιχνίδι που έχει ζωντανέψει.
Τα μάτια του φώτιζαν σαν φακοί.
Κούνησε την ουρά του προς την Κορίνα, μοιάζοντας να κάνει κάποιο προσβλητικό νεύμα.
Εκείνη μίλησε ξανά στην άγνωστη γλώσσα, επίμονα, δυνατά· κι έβγαλε ακόμα ένα διαπεραστικό σφύριγμα. Ένα σφύριγμα που ο Θόρινταλ δεν νόμιζε ότι ήταν τυχαίο.
Ακόμα ένα παράξενο πλάσμα παρουσιάστηκε. Ήταν ίδιο με το προηγούμενο, και βγήκε μέσα από τη μηχανή του δίκυκλου του Ρίμναλ–
–ο οποίος, με μια κραυγή, τινάχτηκε από τη σέλα του οχήματος, σκόνταψε, έπεσε, σηκώθηκε όρθιος, απομακρύνθηκε τρέχοντας.
Το πλάσμα επάνω στο δίκυκλο του Ρίμναλ έκανε νόημα με την ουρά του στο πλάσμα επάνω στο δίκυκλο της Κλειώς, και τα δύο δίκυκλα άρχισαν να κινούνται χωρίς να φαίνεται τα πλάσματα να τα οδηγούν ακριβώς· είχαν μονάχα τις ουρές τους χωμένες κάπου κάτω απ’τα τιμόνια των οχημάτων τα οποία γύριζαν, κατά τα άλλα, από μόνα τους.
Τα δύο δίκυκλα όρμησαν καταπάνω σ’αυτό της Κορίνας, που ήταν σταματημένο. Έκαναν κύκλους γύρω του, ενώ τα μάτια των μεταλλικών πλασμάτων αναβόσβηναν ξέφρενα, και κουνούσαν τα μικρά χέρια τους προς την Κορίνα, κι από τα στόματά τους έβγαινε ένας ήχος που πρέπει να ήταν γέλιο.
Η Κορίνα έδειξε με το δάχτυλό της ένα από τα δίκυκλα που στριφογύριζαν, είπε μια κοφτή λέξη, και το όχημα–
(δυνατό φως – κομμάτια μετάλλου – καπνός)
–ανατινάχτηκε...
Ο Θόρινταλ βλεφάρισε, και μετά είδε πως η Κορίνα εξακολουθούσε να είναι καθισμένη στο δίκυκλό της. Το ένα από τα άλλα δύο δίκυκλα ήταν τώρα σταματημένο, με το μεταλλικό πλάσμα επάνω του. Το δεύτερο δίκυκλο είχε καταστραφεί: τα συντρίμμια του ήταν στο έδαφος, φλεγόμενα. Παραδίπλα στεκόταν το παράξενο πλάσμα που πριν το καβαλούσε, τώρα μαυρισμένο, φωνάζοντας ξέφρενα (σ’εκείνη τη γρήγορη, συριστική γλώσσα, που έμοιαζε να είναι η μητρική του, φτιαγμένη για το μικροσκοπικό στόμα του) και κουνώντας την ουρά του προσβλητικά προς την Κορίνα, ενώ τα χέρια του ήταν τεντωμένα μπροστά του, με τις γροθιές μισάνοιχτες, και ενέργεια τρεμόπαιζε ανάμεσά τους, πηγαίνοντας, οργισμένα, απ’το ένα στο άλλο σαν μακριά, σπινθηροβολούσα, τρίζουσα ταινία.
Είχε τσαντιστεί, μάλλον, που η Κορίνα τού χάλασε το παιχνίδι του.
Αλλά και το άλλο πλάσμα – αυτό που ήταν ακόμα πάνω στο δίκυκλο – φώναζε επίσης, κι έδειχνε θυμωμένο.
Η Κορίνα τούς μίλησε στη γλώσσα τους κι αντάλλαξε μερικές κουβέντες μαζί τους, ενώ και κάποια ακόμα ομοειδή πλάσματα πλησίαζαν ξεπροβάλλοντας από τις σκιές και τους σωλήνες της αρχέγονης πόλης.
Στο τέλος σηκώθηκαν όλα και έφυγαν.
Η Κορίνα είπε στους Νομάδες: «Το δίκυκλο αυτό δεν έχει κανένα πρόβλημα. Συγνώμη για το άλλο, αλλά έπρεπε να τους κάνω να με πιστέψουν.»
Την κοίταζαν σαν αποχαυνωμένοι.
Ύστερα ο Ρίμναλ ρώτησε, απότομα: «Τι ήταν αυτές οι πελώριες κατσαρίδες, μα τα παπάρια του Σκοτοδαίμονος;»
Η Κορίνα γέλασε. «Δεν ήταν κατσαρίδες, Ρίμναλ. Ονομάζονται πολεοπλάστες. Και είναι εδώ, στη Ρελκάμνια, από πολύ παλιά.»
Πολεοπλάστες, μουρμούρισαν οι Νομάδες. Πολεοπλάστες.
Ο Θόρινταλ είχε ακούσει έναν αστικό μύθο για τους πολεοπλάστες. Πλάσματα που υποτίθεται ότι χαλούσαν τις μηχανικές συσκευές, ή έπαιζαν μαζί τους με αλλόκοτους τρόπους. Αλλά κανείς δεν πίστευε ότι ήταν πραγματικοί. Απλώς μπορεί κάποιος να έλεγε ότι ο τηλεπικοινωνιακός δίαυλός του «είχε πιάσει πολεοπλάστες» και γι’αυτό έκανε όλο παράσιτα τελευταία· ή τίποτα παρόμοιο.
«Μας δουλεύεις;» είπε ο Ρίμναλ. «Αυτοί ήταν πολεοπλάστες;»
«Ανέβα στο δίκυκλο,» του αποκρίθηκε η Κορίνα· «δεν είμαστε μακριά πια από τον προορισμό μας.»
Η Κλειώ είχε ήδη μπει στο κάτω πάτωμα του μεγάλου ερπυστριοφόρου. Ο Ρίμναλ καβάλησε το εγκαταλειμμένο δίκυκλο, που στεκόταν όρθιο επειδή, κάπως, ο πολεοπλάστης είχε κάνει το μεταλλικό πόδι στο πλάι του ν’ανοίξει ώστε να στηρίζεται. «Γιατί πήραν τον έλεγχο των οχημάτων μας;»
«Για να παίξουν, φυσικά,» είπε η Κορίνα, κι έβαλε πάλι τους τροχούς της σε κίνηση, στρίβοντας και συνεχίζοντας τον δρόμο της μέσα στους υπόγειους δρόμους της εγκαταλειμμένης πόλης.
Καθώς οι Νομάδες την ακολουθούσαν ο Θόρινταλ αναρωτήθηκε: Πώς έκανε η Κορίνα το δίκυκλο να ανατιναχτεί; Είχε χρησιμοποιήσει πάλι τους δρεπανοφόρους δαίμονες; Μπορούσαν να ανατινάζουν και μηχανές εκτός απ’το να σκοτώνουν ανθρώπους;
Μετά ο Θόρινταλ σκέφτηκε: Πιθανώς, όμως, να είναι ενεργειακές οντότητες, όχι πνευματικές. Επομένως;... Επομένως, θα μπορούσαν ίσως να επηρεάσουν άλλες μορφές ενέργειας. Όπως αυτή στις ενεργειακές φιάλες που κινούσαν τα οχήματα.
Οι δρεπανοφόροι δαίμονες μάλλον είχαν κάνει τη φιάλη του δίκυκλου να εκραγεί.
Αυτό πρέπει να είναι. Ενεργειακές οντότητες. Η Μιράντα είχε δίκιο.
Ο Θόρινταλ αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε κάπως να τους απομακρύνει από την Κορίνα...
Του φαινόταν αδύνατον.
*
Τους οδήγησε μέσα από έναν γκρεμισμένο τοίχο και βρέθηκαν σ’ένα μεγάλο, εγκαταλειμμένο γκαράζ με χοντρές κολόνες που ούτε κατά διάνοια δεν μπορούσε να τις αγκαλιάσει άνθρωπος με οσοδήποτε μακριά χέρια. Επάνω τους ήταν λάμπες, σβηστές όλες, κάποιες σπασμένες κιόλας. Τα φώτα των Νομάδων ήταν τα μοναδικά εδώ.
Η Κορίνα σταμάτησε το δίκυκλό της αντίκρυ τους και τους είπε: «Φτάσαμε.» Παραπάνω από τρεις ώρες είχαν περάσει από τότε που είχαν φύγει από το στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Έλασμα.
Ο Εύθυμος φώναξε από την οροφή του ερπυστριοφόρου: «Πού είμαστε; Στην Α’ Ανωρίγια; Στη Β’ Ανωρίγια;»
«Είστε,» αποκρίθηκε η Κορίνα, «πιο ασφαλείς απ’ό,τι ήσασταν εκεί όπου βρισκόσασταν.» Κι έστριψε το δίκυκλό της, φωτίζοντας τα σκοτάδια του εγκαταλειμμένου γκαράζ καθώς προχωρούσε ξανά.
«Πού πας, Κορίνα;» φώναξε ο Ρίμναλ, ακολουθώντας την πάνω στο δικό του δίκυκλο. Οι άλλοι Νομάδες ήρθαν πίσω του, βάζοντας τα οχήματά τους σε κίνηση. Τριξίματα τροχών και μουγκρητά μηχανών γέμισαν το γκαράζ που, αναμφίβολα, είχε πολύ καιρό – χρόνια σίγουρα – δεκάδες χρόνια ίσως – ν’ακούσει τέτοιους ήχους.
Η Θυγατέρα της Πόλης σταμάτησε μπροστά σε μια πελώρια καγκελωτή πύλη. Πέρασε το δεξί της χέρι μέσα από τα κάγκελα και κάτι πάτησε πάνω στον τοίχο από την άλλη μεριά.
Έξω από το κιγκλίδωμα ο Θόρινταλ μπορούσε να δει τα φώτα νυχτερινής πόλης.
Η καγκελωτή πύλη σηκώθηκε, τρίζοντας, και η Κορίνα βγήκε.
Την ακολούθησαν ξανά.
Η Κορίνα ανέπτυξε ταχύτητα, αφήνοντάς τους πίσω της.
Το δίκυκλό της ήταν γρήγορο· τα περισσότερα οχήματα των Νομάδων δεν μπορούσαν να το προλάβουν μες στους ανέγνωρους δρόμους.
Και ο Θόρινταλ παρατήρησε ότι οι δρόμοι αυτοί ήταν πρόσφατα χτυπημένοι, σαν από πόλεμο. Υπήρχαν συντρίμμια σε πολλά σημεία. Ζημιές στα οικοδομήματα. Πρέπει να είμαστε στην Α’ Ανωρίγια, σκέφτηκε. Στην Α’ Ανωρίγια είχε γίνει πόλεμος πιο πρόσφατα απ’ό,τι στη Β’ Ανωρίγια, που εδώ και κάποιο καιρό ήταν υπό τον έλεγχο του Αλυσοδεμένου Ποιητή.
«Κορίνα!» φώναξε ο Ρίμναλ, και κυνήγησε τη Θυγατέρα της Πόλης πάνω στο δίκυκλό του. «ΚΟΡΙΝΑ!»
«Περίμενε, ρε!» κραύγασε ο Φριτς πίσω του. «ΠΕΡΙΜΕΝΕ, ΣΟΥ ΛΕΩ, ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ!»
Αλλά ο Ρίμναλ τον αγνόησε, και το ερπυστριοφόρο δεν είχε τη δυνατότητα να προλάβει το δίκυκλο. Τρία άλλα δίκυκλα, όμως, ακολούθησαν τον Ρίμναλ.
Όλα χάθηκαν από τα μάτια του Θόρινταλ και των υπόλοιπων Νομάδων.
«Τι κάνουν, οι τρελοί...» μούγκρισε ο Εύθυμος.
«Πού είμαστε;» ρώτησε η Λάρνια. «Αυτή είναι η Α’ Ανωρίγια ή η Β; Είναι σαν πόλεμος νάχει γίνει εδώ...»
«Η Α’ Ανωρίγια πρέπει να είναι,» αποκρίθηκε ο Θόρινταλ, και ο Ράνελακ ένευσε και πρόσθεσε: «Το πιθανότερο.»
Ο Φριτς οδήγησε το ερπυστριοφόρο προς τα εκεί όπου είχαν εξαφανιστεί ο Ρίμναλ και οι άλλοι, και τα υπόλοιπα οχήματα των Νομάδων ήρθαν μαζί του. Στην αρχή, δεν βρήκαν αυτούς που έψαχναν. Ούτε την Κορίνα, φυσικά. Ύστερα, τους συνάντησαν. Ο Ρίμναλ είχε πέσει από το δίκυκλό του (το οποίο ήταν ριγμένο στο πλάι) και οι άλλοι τρεις δικυκλιστές τον βοηθούσαν να σηκωθεί. Φαινόταν να έχει χτυπήσει το πόδι του, αλλά μάλλον όχι άσχημα. Το παντελόνι του είχε σκιστεί, όμως έμοιαζε να μπορεί να σταθεί.
Τα οχήματα των Νομάδων σταμάτησαν πίσω από τους δικυκλιστές, και ο Φριτς φώναξε από το παράθυρό του: «Σου είπα, ρε μαλάκα – περίμενε, γαμώ τα παπάρια του Κρόνου! Περίμενε!»
«Εσείς δεν μπορούσατε να την προλάβετε!» αντιγύρισε ο Ρίμναλ.
«Ούτε εσύ την πρόλαβες.»
«Ήταν τυχερή! Γλίστρησα.»
Ο Θόρινταλ σκέφτηκε: Πολεοτύχη. Και μετά: Έχω συνηθίσει πολύ τις Θυγατέρες... Αλλά ακόμα δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ήταν δυνατόν η Πόλη να βοηθά συγχρόνως κάποια σαν την Κορίνα και κάποια σαν την Εύνοια, που ήταν τόσο διαφορετικές.
Τι θα έλεγε η Μιράντα; Η Πόλη είναι σαν τον καιρό, Θόρινταλ. Δεν είναι ούτε με το μέρος της μιας ούτε με το μέρος της άλλης. Ναι, αυτό θα έλεγε η Μιράντα...
Η Κορίνα πρέπει να είχε προδεί ότι, ερχόμενη από εδώ, ο Ρίμναλ θα γλιστρούσε πίσω της και θα έπεφτε.
Ο Εύθυμος φώναξε από την οροφή του ερπυστριοφόρου: «Μπορείς να βαδίσεις;»
«Μπορώ,» αποκρίθηκε ο Ρίμναλ. «Δεν έχω τίποτα.» Και απομάκρυνε τον Νομάδα που τον υποβάσταζε. Κουτσαίνοντας πλησίασε το δίκυκλό του, το σήκωσε από κάτω. «Αλλά η Κορίνα τώρα έφυγε,» είπε, στρεφόμενος να κοιτάξει τον Φριτς.
«Καλύτερα, ίσως,» αποκρίθηκε ο αρχηγός των Πνευμάτων των Δρόμων. «Εσύ δεν μας έλεγες ότι–;»
«Σας είπα, ανόητε, να μην την ακολουθήσουμε καθόλου!» φώναξε ο Ρίμναλ κουνώντας τη γροθιά του. «Αλλά την ακολουθήσαμε! Και τώρα; Πού μας έφερε τώρα; Τι σκατά θα κάνουμε εδώ; Καταλαβαίνεις πού πρέπει να είμαστε; Στην Α’ Ανωρίγια πρέπει να είμαστε!»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Κοντός Φριτς, συλλογισμένα, «το ίδιο νομίζω κι εγώ...»
«Πού θα πάμε;» Ο Ρίμναλ καβάλησε το δίκυκλό του. «Πού; Ξέρετε κανένα μέρος για καλή κατασκήνωση Νομάδων εδώ πέρα;»
«Είναι κάτι ερείπια παρακάτω,» είπε ένας από τους άλλους τρεις δικυκλιστές που τον είχαν ακολουθήσει, κι έδειξε στο βάθος του νυχτερινού δρόμου.
«Ούτε εγώ μπορώ να φανταστώ κανένα καλύτερο μέρος τώρα,» είπε ο Φριτς. «Και είναι αργά. Και είμαστε όλοι κουρασμένοι– Γαμώ τη μάνα του Κρόνου γαμώ!» ούρλιαξε ξαφνικά, και τινάχτηκε έξω απ’το ερπυστριοφόρο, πηδώντας από τη θέση του οδηγού.
Δίπλα του καθόταν η Σορέτα και πετάχτηκε κι αυτή έξω, με μια τρομαγμένη κραυγή.
«Τι είναι;» απόρησε ο Ρίμναλ. «Τι συμβαίνει;»
«Ένα απ’αυτά τα τέρατα είναι μες στο όχημα!» Ο Φριτς έδειξε το ερπυστριοφόρο. «Ένας πολεοπλάστης!»
«Αποκλείεται,» είπε ο Ρίμναλ. «Θα είχε πάρει τον έλεγχο και–»
«Το είδα, σου λέω. Ήταν εκεί!»
«Ήταν εκεί,» επιβεβαίωσε η Σορέτα. «Βγήκε – βγήκε κάτω απ’το τιμόνι. Σαν – σαν κατσαρίδα! Κι ακόμα μέσα είναι!»
Οι Νομάδες εγκατέλειπαν τώρα το ερπυστριοφόρο σαν να είχε αρπάξει φωτιά, και ο Θόρινταλ κατέβηκε από την οροφή του μαζί με τους άλλους εκεί. Περιτριγύρισαν όλοι τη μπροστινή μεριά του οχήματος, περιμένοντας το μεταλλικό πλάσμα να εμφανιστεί.
Κι αυτό εμφανίστηκε. Σκαρφάλωσε πάνω στο τιμόνι και τους έγνεψε μέσα από το τζάμι με την ουρά του. Τα μάτια του αναβόσβηναν, κι ένα λεπτό γέλιο βγήκε απ’το μικροσκοπικό του στόμα.
«Γαμώ την τρέλα μου...» μουρμούρισε ένας Νομάδας.
«Σκοτώστε το, γαμώτο!» είπε μια άλλη. «Ας το πατήσει κάποιος!»
«Γιατί;» είπε ένας άλλος. «Μοιάζει φιλικό.»
«Φιλικό;»
Ο Θόρινταλ, που ήταν σιωπηλός, πλησίασε πρώτος τη μπροστινή μεριά του ερπυστριοφόρου. Κι έγνεψε στον πολεοπλάστη με το χέρι του.
Τα μάτια του πλάσματος αναβόσβησαν έντονα, και κούνησε ξανά την ουρά του.
«Γιατί είσαι εδώ;» τον ρώτησε ο Θόρινταλ μέσα από την ανοιχτή πόρτα του οχήματος.
Ο πολεοπλάστης μίλησε στην παράξενη γλώσσα του.
«Δεν καταλαβαίνω,» είπε ο Θόρινταλ δείχνοντας τ’αφτιά του.
Τα μάτια του πολεοπλάστη αναβόσβησαν, και πήδησε από το τιμόνι στο κάθισμα, κι από το κάθισμα στον δρόμο, μπροστά στα πόδια του σαμάνου. Άνοιξε τα χέρια του πάνω απ’το κεφάλι του και ενέργεια τρεμόπαιξε ανάμεσα σ’αυτά και στην αιχμηρή ουρά του που θύμιζε μηχανικό εργαλείο. Τώρα που ο Θόρινταλ παρατηρούσε τον πολεοπλάστη από κοντά διέκρινε επίσης πως επάνω στο μεταλλικό δέρμα του υπήρχαν λεπτές γραμμές, σαν καλώδια ή φλέβες.
Γονάτισε στο ένα γόνατο.
«Πρόσεχε, Θόρινταλ,» του είπε η Λάρνια, πλησιάζοντάς τον. «Μπορεί να σε χτυπήσει.»
«Δε νομίζω ότι θέλει να μου επιτεθεί.» Άπλωσε το χέρι του προς τον πολεοπλάστη για να δει την αντίδρασή του.
Και ο πολεοπλάστης άπλωσε την ουρά του προς τον Θόρινταλ, και με την άκρη της άγγιξε την άκρη του δείκτη του.
Ο σαμάνος αισθάνθηκε ένα ξαφνικό κύμα ενέργειας να διατρέχει το χέρι του, να το διασχίζει σαν βιολογική λεωφόρο και να φτάνει στο μυαλό του, φωτίζοντάς το προς στιγμή. Είδε μια λάμψη μπροστά του, την οποία ήταν βέβαιος πως δεν είδε κανείς άλλος.
Τα μάτια του πολεοπλάστη αναβόσβηναν.
Ο Θόρινταλ χαμογέλασε. «Ναι,» είπε, «είναι φίλος. Δεν ξέρω γιατί είναι εδώ, αλλά είναι φίλος.» Το αισθανόταν. Είχε κάπως επικοινωνήσει με το μυστηριώδες πλάσμα μέσω αυτής της ενεργειακής αναλαμπής. Του είχε δοθεί κάποια υποσυνείδητη πληροφορία. Η επαφή μαζί του δεν ήταν και πολύ διαφορετική από την επαφή μ’ένα μηχάνημα, νόμιζε ο Θόρινταλ.
Μαζί με νέους συνταξιδιώτες, οι μισθοφόροι του Βόρκεραμ-Βορ ταξιδεύουν, ενώ οι Θυγατέρες παρατηρούν, προσέχοντας για παγίδες· και η Νορέλτα ετοιμάζει ένα παιχνίδι· αλλά μετά νομίζει πως θυμάται ένα πρόσωπο που ίσως να είναι σημαντικό...
Το πρωί συνάντησαν στο πανδοχείο μερικούς μισθοφόρους που είχαν ακούσει για τον προορισμό τους και ήθελαν να έρθουν μαζί τους για να βρουν δουλειά στις εμπόλεμες συνοικίες του Ριγοπόταμου. «Σκοπεύαμε εξαρχής να πάμε προς τα εκεί,» είπε η αρχηγός τους στον Βόρκεραμ-Βορ, «αλλά, αφού μάθαμε ότι αυτός είναι και ο δικός σας προορισμός, γιατί να μη συνταξιδέψουμε;» Το όνομά της ήταν Ευμενίδα Νοράλνω – μια ψηλή, γεροδεμένη γυναίκα με λευκό-ροζ δέρμα και μακριά μαύρα μαλλιά δεμένα λεπτή πλεξίδα που έφτανε σχεδόν ώς τη μέση της.
«Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να μη συνταξιδέψουμε, Ευμενίδα,» αποκρίθηκε ο Βόρκεραμ, αφού έριξε ένα φευγαλέα βλέμμα στην Άνμα και την είδε να νεύει καταφατικά αν και ανεπαίσθητα. Αν αυτή η Ευμενίδα Νοράλνω ήταν σταλμένη από την Κορίνα, σίγουρα η Άνμα θα με προειδοποιούσε. «Είσαι ευπρόσδεκτη, εσύ κι οι μισθοφόροι σου.»
Η Ευμενίδα τού έδωσε το χέρι της κι αντάλλαξε μια χειραψία μαζί του χωρίς να χαμογελάσει στο ελάχιστο. Ο Βόρκεραμ υποψιαζόταν, από τον όλο της τρόπο, ότι πολύ σπάνια χαμογελούσε. Το πρόσωπό της φάνταζε αλύγιστο. Αλλά είχε ωραία χείλη, όφειλε να παρατηρήσει.
«Φεύγετε σήμερα;» τον ρώτησε.
«Ναι. Τώρα βασικά.»
Η Ευμενίδα κατένευσε. «Εντάξει.» Οι μισθοφόροι της κάθονταν σε μερικά ενωμένα τραπέζια της αίθουσας του πανδοχείου, παίρνοντας πρωινό, ενώ εκείνη κι ο Βόρκεραμ στέκονταν λίγο παραδίπλα.
«Από εδώ είστε;» ρώτησε ο αρχηγός των Εκλεκτών. «Από την Επίστρωτη;»
«Όχι,» αποκρίθηκε η Ευμενίδα. «Από τα Σταυροδρόμια. Αλλά ταξιδεύουμε. Κι αυτά που συμβαίνουν τώρα στις συνοικίες του Ριγοπόταμου φαίνονται... υποσχόμενα για ανθρώπους της δουλειάς μας.»
«Αναμφίβολα,» συμφώνησε ο Βόρκεραμ-Βορ, ενώ με τις άκριες των ματιών του έβλεπε έναν από τους ανθρώπους της Ευμενίδας – έναν χρυσόδερμο, νευρώδη άντρα με κοντοκουρεμένα μαύρα μαλλιά – να τον κοιτάζει με βλέμμα που, αν όχι εχθρικό, δεν μπορεί κιόλας να ήταν φιλικό.
Ο Βόρκεραμ τής είπε: «Νομίζω πως έχω κάνει... κάποια εντύπωση στους μισθοφόρους σου... Θετική, ελπίζω.»
Η Ευμενίδα, ρίχνοντας μια ματιά προς τα πίσω, κατάλαβε σε τι αναφερόταν ο Βόρκεραμ. «Μη δίνεις σημασία στον Ράλενταμπ. Είναι περίεργος αλλά καλός στη δουλειά του.» Και πρόσθεσε: «Θα είμαστε έτοιμοι για αναχώρηση σε λίγο,» προτού επιστρέψει στο τραπέζι με τους μισθοφόρους της.
Ο Βόρκεραμ την είδε να μιλά μαζί τους, και ν’ακουμπά το χέρι της στον ώμο του Ράλενταμπ και να σκύβει για να του πει κάτι ακόμα που, μάλλον, δεν ήθελε να το ακούσουν οι άλλοι. Ύστερα κάθισε κοντά του.
Ο Βόρκεραμ πήγε στους δικούς του μισθοφόρους. «Θα έχουμε παρέα, όπως καταλάβατε.»
«Από χτες βράδυ μάς ρωτούσαν αυτοί πού κατευθυνόμαστε,» είπε ένας.
«Και φάνηκαν να ενδιαφέρονται,» πρόσθεσε ένας άλλος.
«Το είπαν ξεκάθαρα ότι πηγαίνουν κι αυτοί προς τον Ριγοπόταμο,» είπε μια μισθοφόρος.
Ο Βόρκεραμ έριξε πάλι μια ματιά στην Άνμα, η οποία καθόταν πλάι στη Φοριντέλα-Ράο, και η Θυγατέρα τού έγνεψε όπως και πριν. Μάλλον δεν υπήρχε κίνδυνος από τους μισθοφόρους της Ευμενίδας Νοράλνω. Αλλά ούτε εκείνη την ενέδρα προέβλεψε η Άνμα προτού να είναι πολύ αργά...
Η Ολντράθα πλησίασε τα ενωμένα τραπέζια τους και κάθισε δίπλα στον Βόρκεραμ. Είχε πάει να κοιτάξει τους τραυματίες πριν έρθει να πάρει πρωινό.
«Πώς είναι;» τη ρώτησε ο αρχηγός των Εκλεκτών.
«Καμία δυσάρεστη εξέλιξη. Και οι περισσότεροι είναι καλύτερα.» Η Ολντράθα έριξε ένα βλέμμα προς τη Λητώ, η οποία είχε χτυπηθεί στον ώμο αλλά τώρα ήταν καθισμένη ανάμεσα στους άλλους Εκλεκτούς, πλάι στη δίδυμή της, την Ερμιόνη, και φαινόταν έτοιμη να πολεμήσει αν χρειαζόταν.
«Ήμασταν τυχεροί, τελικά.»
Ο Ριχάρδος ο Τρομερός τον άκουσε. «Να μιλάς για τον εαυτό σου, Βόρκεραμ! Εμείς χάσαμε ολόκληρο όχημα.»
«Στον Ριγοπόταμο,» του αποκρίθηκε ο Βόρκεραμ-Βορ, «θα μαζέψουμε όλοι αρκετά δεκάδια, Ριχάρδε. Θ’αγοράσετε καινούργιο, καλύτερο απ’το προηγούμενο.» Και αναρωτήθηκε: Γιατί αισθάνομαι εν μέρει υπεύθυνος γι’αυτούς; Εκείνοι ήθελαν να μας ακολουθήσουν. Δεν είναι μισθοφόροι μου. Είτε η ενέδρα ήταν στημένη για μένα από την Κορίνα είτε ήταν τυχαία, το ίδιο είναι.
«Έτσι όπως λένε πως θα εξελιχθούν τα πράγματα στον Ριγοπόταμο,» είπε ένας από τους μισθοφόρους που είχαν έρθει μαζί τους από τον Δρόμο των Όπλων, «δε θα μαζέψουμε απλώς αρκετά δεκάδια. Θα κολυμπήσουμε σ’αυτά!» Κρατούσε στα χέρια του μια τοπική εφημερίδα που είχε αγοράσει σήμερα το πρωί. «Η Α’ και η Β’ Κατωρίγια προετοιμάζονται να πολεμήσουν τον Αλυσοδεμένο Ποιητή.»
Συζήτηση άρχισε γύρω από το τραπέζι σχετικά με διάφορα που είχαν ακούσει οι μισθοφόροι για το τι γινόταν στις συνοικίες του Ριγοπόταμου. Κάποιοι έλεγαν ότι οι Κατωρίγιες Συνοικίες ετοιμάζονταν να αμυνθούν από μια τρομερή επίθεση που σχεδίαζε στο σύντομο μέλλον ο Ανθοτέχνης· κάποιοι έλεγαν το αντίθετο: ότι οι Κατωρίγιες Συνοικίες σχεδίαζαν να επιτεθούν στις Ανωρίγιες, για να διώξουν τον Ανθοτέχνη. Κάποιοι έλεγαν ότι η εξόριστη πλουτοκρατία της Β’ Ανωρίγιας ήταν τώρα στη Β’ Κατωρίγια Συνοικία ή στην Α’ Κατωρίγια Συνοικία και συνεργαζόταν με τους πολιτάρχες και των δύο Κατωρίγιων Συνοικιών· κάποιοι έλεγαν ότι η πλουτοκρατία είχε αφανιστεί – τους είχε σκοτώσει όλους τους πλουτοκράτες ο Ανθοτέχνης όταν τα στρατεύματά του είχαν εισβάλει στην Α’ Ανωρίγια. Και τι ρόλο έπαιζε ο νέος Πολιτάρχης της Α’ Ανωρίγιας, ο Βάρνελ-Αλντ; Σύμφωνα με κάποιους ήταν συνεργάτης του Ανθοτέχνη εξαρχής· σύμφωνα με άλλους ήταν μαριονέτα του, ή άνθρωπος των περιστάσεων· ενώ ορισμένοι – οι πιο συνωμοσιολόγοι, πιθανώς – υποστήριζαν πως ο Βάρνελ-Αλντ ήταν που είχε σχεδιάσει τα πάντα από παλιά, αυτός ήταν που, κρυφά, κινούσε τα νήματα.
Όλ’ αυτά, βέβαια, δεν τα είχαν σκεφτεί οι Εκλεκτοί και οι άλλοι μισθοφόροι που ταξίδευαν μαζί τους. Ήταν λόγια που κυκλοφορούσαν στον άνεμο, ανάμεσα στους πελάτες του πανδοχείου με τους οποίους είχαν κουβεντιάσει χτες βράδυ· ήταν λόγια δημοσιογράφων που μιλούσαν στα ραδιόφωνα και στους τηλεοπτικούς δέκτες, ή έγραφαν στον Τύπο. Κανείς δεν ήξερε ακριβώς τι συνέβαινε. Οι πάντες ανησυχούσαν: η αποσταθεροποίηση των συνοικιών του Ριγοπόταμου θα επηρέαζε, αναμφίβολα, και τις συνοικίες στα νότιά τους. Κάποιοι σκέφτονταν πώς μπορούσαν να επωφεληθούν από την κατάσταση.
«Μια καινούργια οικονομία δημιουργείται, άκουσα να λέει ένας τύπος στο ραδιόφωνο, προτού κοιμηθούμε στο δωμάτιό μας,» είπε ο Έκρελ των Εκλεκτών.
«Καινούργια οικονομία;» γέλασε η Ερμιόνη. «Αντιθέτως, υπάρχει ο φόβος ότι το εμπόριο παθαίνει ζημιά!»
«Δεν είναι όλες οι οικονομίες βασισμένες στο εμπόριο, κι αυτός ο τύπος που μιλούσε χτες είχε δίκιο: Δημιουργείται μια ‘οικονομία των όπλων’ στις συνοικίες του Ριγοπόταμου. Είναι ευκαιρία για γρήγορο πλουτισμό. Και όσοι προλάβουν πρόλαβαν.»
«Σωστός,» είπε ο Αλεξίσφαιρος Άβαντας δείχνοντας τον Έκρελ προς στιγμή με το δάχτυλό του. «Τώρα τα πράγματα δεν έχουν αγριέψει πολύ ακόμα· δε θ’αργήσει, όμως, να γίνει χαλασμός, όταν η μεγάλη σύγκρουση αρχίσει ανάμεσα στον Ποιητή και στα καθεστώτα των Κατωρίγιων Συνοικιών.» Είχε κατεβεί πριν από λίγο στην τραπεζαρία, μαζί με τη Νορέλτα-Βορ.
Η οποία τώρα δεν καθόταν δίπλα του αλλά κοντά στην Άνμα και τη Φοριντέλα-Ράο, έχοντας στο μυαλό της το όνειρο που είχε δει ξυπνώντας σήμερα το πρωί. Τη Μιράντα κι αυτή την άγνωστη ξανθιά, λευκόδερμη γυναίκα... να χάνονται μες στη φωτεινή δίνη, με τα χέρια τους ενωμένα. Και η Μιράντα προειδοποιούσε τη Νορέλτα: Πρόσεχε την Κορίνα, Αδελφή μου!
Δεν ήταν ένα απλό όνειρο· η Νορέλτα-Βορ ήταν σίγουρη γι’αυτό. Ήταν ένα από τα σημαντικά όνειρα που βλέπουν οι Θυγατέρες της Πόλης. Αλλά τι σήμαινε; Και ποια ήταν η ξανθιά γυναίκα μαζί με τη Μιράντα;
«Δεν πήγε καλά η βραδιά με τον αλεξίσφαιρο κύριο;»
Η Νορέλτα στράφηκε να κοιτάξει την Άνμα. Μειδίασε λοξά. «Δεν είναι αυτό,» είπε.
«Τι είναι, τότε; Φαίνεσαι... συλλογισμένη.»
Η Νορέλτα ήπιε μια γουλιά απ’τον καφέ της. «Ένα όνειρο.»
Η Άνμα συνοφρυώθηκε. «Με την Κορίνα;»
(Γύρω τους οι μισθοφόροι μιλούσαν δυνατά· κανείς δεν τους έδινε σημασία. Σαν να είχαν γίνει αόρατες.)
«Με τη Μιράντα, και με μια άλλη γυναίκα. Ίσως να ήταν Αδελφή μας, δεν ξέρω.» Και της περιέγραψε το όνειρο όσο πιο καλά μπορούσε. Ήταν πάντα δύσκολο να περιγράψεις ένα όνειρο. Πάντα νόμιζες ότι κάτι δεν είχες εκφράσει σωστά. «Ποια θα μπορούσε να ήταν αυτή η γυναίκα, Άνμα; Ξέρεις;»
Η Άνμα μόρφασε με τα χείλη. «Δε μπορώ να κάνω καμια υπόθεση τώρα.»
Η Φοριντέλα, καθισμένη πλάι τους, τις άκουγε να μιλάνε (ήταν, ίσως, το μόνο άτομο στα ενωμένα τραπέζια των μισθοφόρων του Βόρκεραμ-Βορ που τους έδινε σημασία) και τώρα ρώτησε: «Νομίζεις, δηλαδή, ότι θα συναντήσουμε τη Μιράντα; ή ότι κάτι κακό έχει συμβεί στη Μιράντα;»
«Αυτό είναι το πρόβλημα,» αποκρίθηκε η Νορέλτα· «δεν μπορώ ν’αποφασίσω. Το όνειρο δεν έμοιαζε ούτε θετικό ούτε αρνητικό. Κάτι... ανάμεσα στα δύο, ίσως. Αλλά και πάλι...» Κόμπιασε. «Είχα μια αίσθηση... έναν φόβο, ότι η Μιράντα χανόταν... Αυτή η φωτεινή δίνη την κατάπινε, και...» Κούνησε το κεφάλι. «Δεν ξέρω...»
Μετά από λίγο, αφού η Νορέλτα και η Άνμα είχαν ανταλλάξει μερικές ακόμα κουβέντες που δεν τις είχαν οδηγήσει σε κανένα συμπέρασμα, η Φοριντέλα παρατήρησε πειραχτικά: «Αλλά δεν μας είπες πώς ήταν η βραδιά σου με τον Αλεξίσφαιρο Άβαντα – και εννοώ πριν από το όνειρο...»
«Αφού είσαι τόσο περίεργη,» της αποκρίθηκε μειδιώντας η Νορέλτα, «μπορείς νάρθεις μαζί μας αν υπάρξει και επόμενη φορά. Είμαι σίγουρη πως θα τον έπειθα χωρίς δυσκολία...»
Η Φοριντέλα γέλασε κοφτά, συνειδητοποιώντας ότι η Νορέλτα δεν αστειευόταν. «Όχι, κράτα τον για τον εαυτό σου!»
«Γιατί όχι, Φοριντέλα;» συνέχισε η Νορέλτα, εσκεμμένα, βλέποντας ότι την είχε φέρει σε αμηχανία. «Μπορούμε να τον δοκιμάσουμε με διάφορους τρόπους. Κάποιους πάω στοίχημα πως δεν θα τους έχεις φανταστεί.»
Η Φοριντέλα έκανε πως δεν την άκουσε, τινάζοντας στάχτη από το τσιγάρο της στο τασάκι, ενώ τα χρυσόδερμα μάγουλά της είχαν ελαφρώς σκουρύνει.
«Σοβαρά, Νορέλτα,» ρώτησε η Άνμα, που δεν έμοιαζε να βρίσκεται στην ίδια αμηχανία, «θα τον έπειθες όντως;»
Η Νορέλτα-Βορ ύψωσε ένα φρύδι και το μειδίαμά της έγινε παιγνιώδες. «Ενδιαφέρεσαι;»
«Αν ενδιαφερόμουν;»
«Δεν αστειεύομαι ποτέ όταν κάνω τέτοιες προτάσεις. Είμαι βέβαιη πως θα μπορούσα, μάλιστα, να τον πείσω να μας δεχτεί και τις τρεις. Ακόμα και τη Φοριντέλα που κάνει πως δεν την απασχολεί το θέμα.»
«Σου είπα: κράτα τον για τον εαυτό σου!» ήταν το μόνο που αποκρίθηκε η Φοριντέλα-Ράο στην πρόκλησή της.
*
Όταν ήταν ώρα να φύγουν από το πανδοχείο στο πλάι της Κεντρικής, η Ευμενίδα Νοράλνω είπε στον Βόρκεραμ-Βορ να μην ακολουθήσουν την Αλάθευτη Οδό προς τα βόρεια, γιατί περνούσε μέσα από την Επιγεγραμμένη, όπου ήταν μάλλον απίθανο να συναντήσουν άλλους μισθοφόρους. «Καλύτερα να μπούμε στην Α’ Κατωρίγια από τη Ρόδα. Εκεί πιθανώς να βρούμε κι άλλους στον δρόμο μας· και δεν βλάπτει να είμαστε περισσότεροι.»
Ο Βόρκεραμ δεν ήταν βέβαιος τι ν’απαντήσει. Δεν είχε ταξιδέψει σε τούτους τους δρόμους παλιότερα. Γνώριζε τα μέρη ελάχιστα: μόνο από τους χάρτες. Πού θα ήταν πιο εύκολα να τους στήσει παγίδα η Κορίνα; Κοίταξε την Άνμα, η οποία στεκόταν παραδίπλα.
Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους. «Απ’οπουδήποτε θα μπορούσαμε να πάμε.»
Η Ευμενίδα φάνηκε να την πρόσεξε για πρώτη φορά. Της έριξε ένα βλέμμα από πάνω ώς κάτω. «Τι είσαι εσύ; Η οδηγός τους;»
«Ακριβώς. Με λένε Άνμα.» Κοίταζε κι εκείνη την Ευμενίδα. Τα όπλα της, κυρίως. Από τα πολεοσημάδια καταλάβαινε τα πάντα γι’αυτά. Η Ευμενίδα προτιμούσε τα ακριβά όπλα, τα όπλα που ήταν «εμπιστοσύνης». Δεν υπήρχε φτηνό όπλο επάνω της. Από το ξιφίδιο στην αριστερή της μπότα και το πιστόλι στη ζώνη της, μέχρι το μικρό πιστόλι που η Άνμα διέκρινε (μέσω των πολεοσημαδιών και μόνο) κρυμμένο κάτω από το στήθος της, μέχρι το κοντό τουφέκι στον ώμο της, ήταν όλα ακριβά. Αυτό δεν σήμαινε και καλύτερα απαραιτήτως, όπως ήξερε η Άνμα. Αλλά όφειλε να παραδεχτεί ότι η Ευμενίδα ήθελε να κάνει τη δουλειά της με ύφος. Να δείχνει σωστή επαγγελματίας, και να είναι.
«Πάμε από τη Ρόδα, λοιπόν,» αποφάσισε ο Βόρκεραμ-Βορ.
Η Ευμενίδα ένευσε, ικανοποιημένη. Ακόμα δεν την είχε δει ο αρχηγός των Εκλεκτών να χαμογελά. Ούτε καν όταν είχε στρέψει το βλέμμα του για να την κοιτάξει, σε μια τυχαία στιγμή, καθισμένη ανάμεσα στους μισθοφόρους της.
Πηγαίνοντας όλοι στο γκαράζ του πανδοχείου, επιβιβάστηκαν στα οχήματά τους και έφυγαν.
Η Άνμα προπορευόταν μέσα στο τετράκυκλό της, μαζί με τη Νορέλτα-Βορ (καθισμένη δίπλα της) και τη Φοριντέλα-Ράο (μισοξαπλωμένη πίσω, παρέα με το Απολλώνιο ξίφος). Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός που ήταν πιασμένος στην κονσόλα δεν άργησε καθόλου να κουδουνίσει.
Η Νορέλτα πάτησε το πλήκτρο της αποδοχής. Η φωνή του Βόρκεραμ ακούστηκε: «Άνμα;»
«Ναι.»
«Κάνουμε καλά που πηγαίνουμε από τη Ρόδα, έτσι;»
«Ούτε καλά ούτε κακά,» αποκρίθηκε εκείνη, θέλοντας να αποφύγει να πάρει την απόλυτη ευθύνη για την κατεύθυνση που ακολουθούσαν.
«Τι πάει να πει αυτό;» Ενόχληση στη φωνή του.
«Κι οι δυο δρόμοι μού μοιάζουν ουδέτεροι, αυτή τη στιγμή. Αλλά, φυσικά, θα είμαστε εξαιρετικά προσεχτικές, Βόρκεραμ. Όπως πάντα.»
«Καλώς,» αποκρίθηκε ο αρχηγός των Εκλεκτών και τερμάτισε την τηλεπικοινωνία τους.
Ακολουθώντας την Κεντρική προς τα δυτικά, έφτασαν ύστερα από κανένα μισάωρο στα σύνορα της Επίστρωτης με τη Βαθμιδωτή. Αλλά είχαν ήδη δει τη Βαθμιδωτή από μακριά. Αμέσως καταλάβαινες πού άρχιζε: από τα πυκνά σύννεφα καπνού που υψώνονταν γύρω και πάνω από τα οικοδομήματά της. Ήταν σαν να είχαν πιάσει φωτιά, αλλά δεν είχαν πιάσει φωτιά· οι βιομηχανίες και τα εργοστάσια αυτής της συνοικίας ήταν που ανέδιδαν το βλαβερό μίασμα στους ουρανούς της.
«Θα χρειαστεί να φορέσουμε μάσκες;» ρώτησε η Φοριντέλα-Ράο, έχοντας τεντωθεί και κοιτάζοντας από το μπροστινό τζάμι, καθώς ζύγωναν τα σύνορα.
«Δεν είναι και τόσο επικίνδυνη η Βαθμιδωτή,» αποκρίθηκε η Άνμα. «Αν και δε θα σου πρότεινα, βέβαια, να πας να ζήσεις εκεί...»
«Γιατί κανείς δεν έχει κάνει τίποτα γι’αυτό το χάλι; Έχουν αφεθεί οι βιομηχανίες ανεξέλεγκτες;»
«Υποθέτω. Η Βαθμιδωτή ανέκαθεν έτσι ήταν.»
«Έχω ακούσει ότι πολλά τεχνικά είδη έρχονται από εδώ...»
«Ναι,» είπε η Άνμα. «Κάνουν εξαγωγές.»
«Σε τι τους ωφελούν, αν είναι να πεθάνουν απ’τα τριανταπέντε τους από τη μόλυνση;» μόρφασε η Φοριντέλα-Ράο.
Στα σύνορα, τους σταμάτησε η Αστυνομία της Βαθμιδωτής για να ζητήσει τα ονόματά τους και να μάθει τη δουλειά τους στη συνοικία. Ο Βόρκεραμ-Βορ και η Ευμενίδα Νοράλνω βγήκαν από τα οχήματα και μίλησαν με τους αστυνομικούς. Η Νορέλτα-Βορ και η Άνμα, κοιτάζοντας από το εσωτερικό του τετράκυκλού τους, παρατήρησαν, μέσω των σημαδιών της Πόλης, ότι οι αστυνομικοί της περιοχής φαινόταν να αναγνωρίζουν την Ευμενίδα. Πρέπει να είχε ξαναταξιδέψει σε τούτους τους δρόμους. Πιθανώς να είχε, μάλιστα, δουλέψει στη Βαθμιδωτή.
«Πώς σου φαίνεται αυτή;» ρώτησε η Νορέλτα την Άνμα.
Εκείνη μόρφασε αδιάφορα. «Μια μισθοφόρος,» είπε σαν αυτό να αποτελούσε απάντηση σε κάθε πιθανή απορία για την Ευμενίδα.
Η Νορέλτα ένευσε, συμφωνώντας. «Αλλά εκείνος ο τύπος μοιάζει κτητικός μαζί της.»
Η Άνμα συνοφρυώθηκε. «Τι;»
«Δεν τον βλέπεις; Ο μελαχρινός, χρυσόδερμος άντρας στα δεξιά της.»
Η Άνμα τον κοίταξε. Υπήρχε όντως κάτι στα πολεοσημάδια γύρω του, αλλά δεν ήταν σίγουρη τι.
«Πρέπει νάναι εραστής της,» συνέχισε η Νορέλτα. «Ή σύζυγός της. Δε θα το απέκλεια. Και δε νομίζω ότι συμπαθεί τον ξάδελφό μου.»
«Τα κατάλαβες όλ’ αυτά κοιτάζοντάς τον από εδώ;» απόρησε η Φοριντέλα-Ράο, από πίσω.
Η Νορέλτα τής έριξε μια ματιά πάνω απ’τον ώμο της, υπομειδιώντας. «Το ξανασκέφτεσαι για τον Άβαντα;»
«Δε σου λέω για τον Άβαντα!» έκανε αμέσως η Φοριντέλα.
Η Νορέλτα γέλασε και στράφηκε μπροστά ξανά.
Η Άνμα τη ρώτησε: «Όταν λες ότι δεν συμπαθεί τον Βόρκεραμ, εννοείς ότι...;»
«Όχι, δε νομίζω να έχει δολοφονικές διαθέσεις. Ούτε νομίζω να είναι μπλεγμένη η Κορίνα εδώ. Αλλά σου είπα: ο τύπος μοιάζει πολύ κτητικός με την Ευμενίδα. Τα πάντα κοντά του το μαρτυρούν. Τα μάτια του είναι σαν λουριά γύρω της.» Και έδειξε στην Άνμα κάποια πολεοσημάδια.
Εκείνη ένευσε, αρχίζοντας να μπαίνει στο νόημα τού τι διέκρινε η Αδελφή της. Και παρατήρησε ότι ορισμένα πράγματα ποτέ δεν θα τα είχε σκεφτεί έτσι αν η Νορέλτα δεν της τα έδειχνε. Όμως, τώρα που της τα είχε δείξει, τα καταλάβαινε.
Πίσω τους, η Φοριντέλα-Ράο τις άκουγε νομίζοντας ότι είχαν τρελαθεί, ή ότι εκείνη είχε τρελαθεί. Δε ζούμε στον ίδιο κόσμο, εγώ κι αυτές, συλλογίστηκε γι’ακόμα μια φορά. Δε ζούμε καθόλου στον ίδιο κόσμο, μα τον Κρόνο! Οι σκιές και οι στάσεις των ανθρώπων και μια τυχαία φωνή και το γυάλισμα στο δεξί τζάμι ενός οχήματος και το πώς κρατούσε κάποιος το όπλο του κατεβασμένο – πώς ήταν δυνατόν όλα αυτά να τους φανερώνουν κάτι;
Σαν ολόκληρη η διάσταση της Ρελκάμνια να μην είναι παρά ένας ατέρμονος, συνεχόμενος κώδικας που μονάχα οι Θυγατέρες μπορούν να διαβάσουν, σκέφτηκε η Φοριντέλα.
*
Μπαίνοντας στη Βαθμιδωτή ήταν σχεδόν σαν να μπαίνουν σε άλλη διάσταση. Ο ουρανός σκεπαζόταν από νέφη μαύρα, γκρίζα, μπλε, κιτρινιάρικα, κοκκινωπά, και χρωμάτων που δυσκολευόσουν να κατονομάσεις. Αλλά το θέαμα δεν ήταν φαντασμαγορικό· αντιθέτως, αμέσως το μυαλό καταλάβαινε ότι το μέρος ήταν μολυσματικό, άκρως ανθυγιεινό. Ένα τέρας.
Κατά τα άλλα, η Βαθμιδωτή δεν είχε και πολλές διαφορές από οποιαδήποτε συνηθισμένη συνοικία της Ατέρμονης Πολιτείας. Μεγάλοι και μικροί δρόμοι, ψηλά οικοδομήματα, γέφυρες, ράμπες και σκάλες, σιδηροδρομικές γραμμές...
Η Άνμα κατεύθυνε τους μισθοφόρους επάνω στην Κεντρική Οδό, τη μεγάλη λεωφόρο που, περνώντας από την Επίστρωτη, διέσχιζε τη Βαθμιδωτή από τα ανατολικά ώς τα δυτικά και συνέχιζε στις συνοικίες πέρα απ’αυτήν.
Καθώς οδηγούσε το τετράκυκλο όχημά της, η Άνμα παρατηρούσε για οποιοδήποτε προειδοποιητικό πολεοσημάδι. Το ίδιο και η Νορέλτα-Βορ, καθισμένη δίπλα της. Καμια τους δεν θα το απέκλειε η Κορίνα να είχε στήσει κάποια πολύ ύπουλη παγίδα σε τούτη την άκρως βιομηχανική συνοικία, κάτω από τον σκοτεινιασμένο ουρανό.
Η Φοριντέλα-Ράο είπε: «Η βρόμα που απλώνεται εδώ είναι χειρότερη από της Επίστρωτης»· κι έκλεισε τελείως το παράθυρο πλάι της.
«Στην Επίστρωτη,» αποκρίθηκε η Άνμα, «η βρόμα προέρχεται από οργανικές ύλες, κυρίως – κρέατα, φρούτα, λαχανικά. Εδώ δεν ξέρεις από τι προέρχεται. Μέταλλα, χυμικά, ξύλα, εξαερωμένα υγρά – μια ανάμιξη όλων αυτών, και άλλων ακόμα.»
«Δεν είχα ξανάρθει ποτέ στη Βαθμιδωτή,» είπε η Νορέλτα. «Εσύ φαίνεται να την ξέρεις καλά.»
«Όχι και τόσο. Στη Σκορπιστή γεννήθηκα, ανατολικά της Επίστρωτης, αλλά δεν είχα ποτέ ταξιδέψει προς τα εδώ. Μόνο αφού αναγεννήθηκα ήρθα, ύστερα από κάμποσο καιρό. Και ήταν και τότε στα ίδια χάλια που είναι τώρα. Όλο καπνούς και βιομηχανίες. Και υπήρχε και μια τάξη ανθρώπων που ονομάζονταν ‘οι ποδοπατημένοι’, ‘οι αποκάτω’, ή ‘οι νυχτοβάτες’. Όλοι τους άστεγοι, χωρίς μισό δεκάδιο στην τσέπη τους. Και οι Τιμωροί – η μυστική αστυνομία της Βαθμιδωτής – δεν τους επέτρεπαν να βγαίνουν στους δρόμους την ημέρα. Τους θεωρούσαν μιάσματα επειδή δεν δούλευαν. Τους άφηναν να μένουν στη συνοικία απλά και μόνο επειδή μπορούσαν να αποτελέσουν στο μέλλον εργατικά χέρια. Και δεν ήταν ότι οι αποκάτω δεν ήθελαν να δουλέψουν· απ’ό,τι κατάλαβα, ήταν απλά άτυχοι: τα κομμάτια που έχει πετάξει, μισοσπασμένα, στο περιθώριο της κοινωνίας η γιγάντια μηχανή της ασταμάτητης βιομηχανίας.»
«Δεν υπάρχουν πια;» ρώτησε η Φοριντέλα. «Μιλάς σαν να μην υπάρχουν πια, Άνμα.»
«Πριν από μερικά χρόνια, έγινε πόλεμος εδώ, ανάμεσα στη Βαθμιδωτή και στην Επίστρωτη. Δεν ήμουν σε τούτα τα μέρη τότε, αλλά άκουσα ότι ήταν πολύ άγριος· και λένε πως οι αποκάτω εξαφανίστηκαν – εντάχθηκαν σε κάποια εκδικητική οργάνωση του υπόκοσμου, καταβροχθίστηκαν από τον πόλεμο. Όμως τώρα πάλι έχω μάθει ότι κυκλοφορεί η φήμη πως έχουν αρχίσει να ξαναεμφανίζονται ποδοπατημένοι, και οι Τιμωροί δεν νομίζω ότι θα τους φέρονται καλύτερα. Αν όντως υπάρχουν, μάλλον θα τους αναγκάζουν να βγαίνουν μόνο τις νύχτες – να είναι νυχτοβάτες.»
«Δε μου φαίνεται για μέρος που η Κορίνα θα μπορούσε εύκολα να μας στήσει παγίδα,» είπε σκεπτικά η Νορέλτα-Βορ.
«Μην το λες,» αποκρίθηκε μόνο η Άνμα.
Ύστερα από καμια ώρα έστριψε βόρεια μπαίνοντας σε μια μεγάλη λεωφόρο κάθετη ως προς την Κεντρική.
«Η Ταχεία δεν είν’ αυτή;» ρώτησε η Νορέλτα.
«Ναι,» απάντησε η Άνμα. «Σύντομα θα φτάσουμε στη Ρόδα. Έχεις πάει εκεί;»
«Αρκετές φορές. Αλλά ποτέ δεν είχα κατεβεί προς τη Βαθμιδωτή. Δεν είχα ακούσει τίποτα καλό γι’αυτήν. Τίποτα που να μ’ενδιαφέρει. Ούτε είχα αισθανθεί η Πόλη να με καθοδηγεί προς εκείνη την κατεύθυνση.»
Κι οι δυο τους εξακολουθούσαν να παρατηρούν πολύ προσεχτικά τα πολεοσημάδια καθώς μιλούσαν, αλλά δεν διέκριναν καμια παγίδα μπροστά τους. Τίποτα το επικίνδυνο. Τέλειωσαν τα κόλπα της Κορίνας; αναρωτήθηκε η Νορέλτα. Δεν το νόμιζε.
Και πού είναι η Μιράντα; Βρίσκεται σε κίνδυνο;
Ποια ήταν αυτή η ξανθιά γυναίκα μαζί της; Ήταν Αδελφή μας;
Λιγότερο από μια ώρα δρόμου ακόμα τις οδήγησε στα σύνορα της Βαθμιδωτής με τη Ρόδα, και εκεί αναγκάστηκαν να σταματήσουν για να μιλήσει η Τροχοφυλακή (όπως ονομαζόταν η αστυνομία στη Ρόδα) με τους αρχηγούς των μισθοφόρων προτού επιτρέψει στα οχήματά τους να περάσουν. Ο Βόρκεραμ-Βορ και η Ευμενίδα Νοράλνω δεν φάνηκε να έχουν κανένα πρόβλημα να συνεννοηθούν με τους τροχοφύλακες, έτσι σε λίγο είχαν αφήσει τα σύνορα πίσω τους και ταξίδευαν πάνω στην Ταχεία. Γύρω τους οι δρόμοι της Ρόδας ήταν μεγάλοι και καλοφτιαγμένοι, τα οχήματα όμορφα και γρήγορα. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως οι κάτοικοι της περιοχής έδιναν μεγάλη σημασία στην κίνηση πάνω σε τροχούς.
Και ο ουρανός ήταν καθαρός. Πολύ καθαρός. Ή, τουλάχιστον, έτσι φάνταζε ύστερα από το σκοτεινό ταξίδι μέσα στη Βαθμιδωτή. Ήταν σαν να βγαίνεις από τη νύχτα και να μπαίνεις στην ημέρα. Ο ήλιος έλαμπε πάνω από τη συνοδία των μισθοφόρων, αν και ξεμυτίζοντας πίσω από φθινοπωρινά σύννεφα.
Ήταν μεσημέρι πλέον. Η Άνμα οδήγησε τους μισθοφόρους σ’ένα πανδοχείο στους δρόμους δυτικά της Ταχείας Οδού το οποίο ήταν για ανθρώπους του είδους τους. Και έτυχε να το γνωρίζει και η Νορέλτα-Βορ. Η Ρόδα άγγιζε τις ακτές της Μεγάλης Θάλασσας στα βορειοδυτικά, και η Νορέλτα είχε ταξιδέψει πολύ σ’όλες τις ακτές της Μεγάλης Θάλασσας.
Οι μισθοφόροι έκλεισαν δωμάτια στο πανδοχείο, και συνάντησαν και μερικούς άλλους εκεί οι οποίοι πήγαιναν επίσης προς τις συνοικίες του Ριγοπόταμου και ήθελαν να συνταξιδέψουν μαζί τους. Ο Βόρκεραμ-Βορ και η Ευμενίδα Νοράλνω δεν διαφώνησαν.
Η Φοριντέλα-Ράο παρατήρησε: «Έχουμε γίνει ολόκληρος στρατός πλέον.»
«Πράγμα το οποίο είναι καλό,» είπε η Άνμα, καθώς οι τρεις τους έτρωγαν καθισμένες σ’ένα τραπέζι του πανδοχείου. «Πιο δύσκολο για την Κορίνα να χτυπήσει τον στόχο της ανάμεσα σε τόσους.»
«Ναι,» συμφώνησε η Νορέλτα ενώ συγχρόνως κοίταζε τους καινούργιους μισθοφόρους που μιλούσαν με αυτούς που ήδη βρίσκονταν στη συνοδία του ξαδέλφου της. «Εκτός αν κάποιος δολοφόνος κρύβεται ανάμεσα στους νέους μας φίλους...»
«Βλέπεις κάτι που μου διαφεύγει, Αδελφή μου;»
Η Νορέλτα κούνησε το κεφάλι αρνητικά καθώς έπινε μια γουλιά απ’το κρασί της. «Όχι. Όλα φαίνονται ήσυχα για την ώρα.»
Η Άνμα κατένευσε, συμφωνώντας.
Ο Άβαντας πλησίασε το τραπέζι τους κρατώντας ένα πιάτο στο ένα χέρι κι ένα ποτήρι στο άλλο. «Να καθίσω μαζί σας;» είπε. «Τα πάντα είναι πιασμένα.»
Η Νορέλτα χαμογέλασε με τρόπο που ήξερε ότι θα τον έβαζε σε πειρασμό. «Μόλις λέγαμε για σένα.»
«Σοβαρά;» είπε εκείνος, καθίζοντας παρότι καμια δεν του είχε απαντήσει ότι μπορούσε να καθίσει.
«Όχι,» αποκρίθηκε η Νορέλτα, συνεχίζοντας να χαμογελά με τον ίδιο τρόπο· «λέω ψέματα.» Και το πόδι της τρίφτηκε πάνω στην κνήμη του κάτω απ’το τραπέζι.
Ο Άβαντας γέλασε. «Τι λέγατε; Ακόμα δεν μου έχεις πει αν είστε όντως μισθοφόροι, Νορέλτα...»
«Ο Βόρκεραμ είναι συγγενής μου, Άβαντα, και η Άνμα μάς οδηγεί. Η Φοριντέλα είναι φίλη μας.»
«Αυτό δεν απαντά στην ερώτησή μου.»
«Δεν πάμε στον Ριγοπόταμο για να πολεμήσουμε για δεκάδια,» του είπε η Άνμα, «αν γι’αυτό αναρωτιέσαι.»
«Γιατί πάτε, τότε;»
«Για να οδηγήσουμε τον Βόρκεραμ, κυρίως,» αποκρίθηκε η Νορέλτα. «Σου είπα: η Άνμα ξέρει τους δρόμους προς τα εδώ.»
«Μάλιστα.» Ο Άβαντας άρχισε να τρώει το φαγητό του, και όλα τα πολεοσημάδια γύρω του μαρτυρούσαν πως πίστευε ότι του έκρυβαν κάτι ύποπτο.
Και δεν έχει άδικο, σκέφτηκε η Νορέλτα. Αλλά δεν νόμιζε ότι χρειαζόταν να τον πληροφορήσει για τη φύση τους ως Θυγατέρες της Πόλης. Δεν ήταν κάτι που έλεγαν στον καθένα.
*
Προτού φύγουν από το πανδοχείο, το απόγευμα, προσπάθησαν να μάθουν ποια ήταν η κατάσταση στην Α’ Κατωρίγια Συνοικία, η οποία δεν βρισκόταν πλέον μακριά – μετά τα βόρεια σύνορα της Ρόδας.
Τα πράγματα που έμαθαν δεν ήταν δυσάρεστα για τους μισθοφόρους. Λογικά, πρέπει να υπήρχε δουλειά γι’αυτούς· και, σύντομα, ολοένα και περισσότερη. Η Α’ Κατωρίγια Συνοικία είχε κλείσει τα σύνορά της προς τη Β’ Ανωρίγια αλλά και προς την Α’· δεν άφηνε κανένα πλοίο να έρθει από τον Ριγοπόταμο, ούτε κανένα αεροσκάφος να κατεβεί από τον ουρανό, ούτε κανένα όχημα να πλησιάσει από τις γέφυρες που περνούσαν τον ποταμό πατώντας στα νησιά του. Ο Πολιτάρχης της, ο Σελασφόρος Χορονίκης, έβλεπε εχθρικά τον Αλυσοδεμένο Ποιητή και ετοίμαζε στρατό. Κανείς δεν ήταν σίγουρος αν σκόπευε να επιτεθεί στη Β’ Ανωρίγια Συνοικία, αλλά το βέβαιο ήταν πως προβλεπόταν πόλεμος.
Η συνοδία του Βόρκεραμ-Βορ έφυγε από το πανδοχείο και, με την καθοδήγηση της Άνμα, ταξίδεψε πάλι επάνω στην Ταχεία και δεν άργησε να φτάσει στα σύνορα με την Α’ Κατωρίγια Συνοικία.
Η Φρουρά της Α’ Κατωρίγιας σταμάτησε τους μισθοφόρους και τους ρώτησε ποια ήταν η δουλειά τους εδώ. Είχαν έρθει να εργαστούν;
Ο Βόρκεραμ-Βορ απάντησε πως, ναι, ακριβώς γι’αυτό είχαν έρθει.
«Σας έχει προσλάβει κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο;» ρώτησε η λοχίας των φρουρών που μιλούσε μαζί του και με την Ευμενίδα Νοράλνω καθώς στέκονταν ανάμεσα στα σταματημένα οχήματα της Φρουράς και της συνοδίας των μισθοφόρων.
«Δεν έχουμε βρει δουλειά ακόμα. Ήρθαμε για να αναζητήσουμε δουλειά,» αποκρίθηκε ο αρχηγός των Εκλεκτών.
«Ο Πολιτάρχης μας έχει ανάγκη από μισθοφόρους. Ίσως να θέλατε να δουλέψετε για την ίδια την Α’ Κατωρίγια...»
«Ίσως,» είπε ο Βόρκεραμ, που ξαφνικά η λοχίας της Φρουράς είχε αρχίσει να του θυμίζει διαφημίστρια ντυμένη σαν φρουρό.
Η γυναίκα έβγαλε μια κάρτα από την τσέπη της στολής της και του την έδωσε. «Εδώ υπάρχουν κάποιες πληροφορίες. Επικοινωνήστε και πιθανώς να βρείτε εργασία. Αν θέλετε οποιαδήποτε καθοδήγηση μπορείτε να καλέσετε τη Φρουρά. Ο τηλεπικοινωνιακός μας κώδικας είναι εδώ.» Έδειξε ένα σημείο πάνω στην κάρτα.
«Ευχαριστούμε,» είπε ανέκφραστα ο Βόρκεραμ.
Η λοχίας έβγαλε ακόμα μια κάρτα και την έδωσε στην Ευμενίδα, η οποία την πήρε στο χέρι της και την κοίταξε με το ένα μαύρο φρύδι ελαφρώς σηκωμένο.
«Θα ανακαλύψετε ότι ο Πολιτάρχης μας πληρώνει καλά όσους είναι πρόθυμοι να υπερασπιστούν την Α’ Κατωρίγια Συνοικία,» είπε η λοχίας – εξακολουθώντας να θυμίζει διαφημίστρια στον Βόρκεραμ.
«Εντάξει,» της αποκρίθηκε. «Θα το έχουμε υπόψη μας.»
«Πρέπει, επίσης, να σας πω ότι αν δεν δουλέψετε σύντομα για τον Πολιτάρχη μας ή για κάποιο άλλο αξιόπιστο πρόσωπο μέσα στην Α’ Κατωρίγια θα πρέπει να εγκαταλείψετε τη συνοικία μας. Ο κύριος Σελασφόρος Χορονίκης έχει δώσει σαφείς εντολές να απομακρύνουμε οπλισμένες ομάδες που φαίνεται να περιφέρονται ή να κάθονται άσκοπα μέσα στην Α’ Κατωρίγια Συνοικία.»
«Εντάξει,» αποκρίθηκε ξανά ο Βόρκεραμ-Βορ. «Θα το έχουμε υπόψη μας.»
«Καλό σας απόγευμα, τότε,» είπε η λοχίας της Φρουράς. «Μπορείτε να περάσετε.» Και βάδισε προς τα οχήματα των φρουρών.
Ο Βόρκεραμ-Βορ βάδισε προς το όχημα των δύο Θυγατέρων, αφήνοντας την Ευμενίδα πίσω του. Ακούμπησε τα χέρια του έξω απ’το ανοιχτό παράθυρο της Άνμα και, στηριζόμενος εκεί, ρώτησε: «Συνεχίζεις να μας οδηγείς, τώρα, ή πάμε προς τυχαία κατεύθυνση;»
«Τι σου έλεγε αυτή η φρουρός;»
Ο Βόρκεραμ τής έδωσε την κάρτα, η οποία έγραφε ότι οι μισθοφόροι που ήθελαν να βρουν δουλειά ως «Υπέρμαχοι της Α’ Κατωρίγιας Συνοικίας» μπορούσαν να απευθυνθούν σε τέσσερα κέντρα της Φρουράς και δύο ναούς της Ρασιλλώς. Επίσης, η κάρτα έγραφε μερικούς χρήσιμους τηλεπικοινωνιακούς κώδικες, και προειδοποιούσε πως ένοπλες ομάδες που δεν εργάζονταν για κανένα αξιόπιστο πρόσωπο μέσα στην Α’ Κατωρίγια διώχνονταν εντός δεκαπέντε ημερών.
«Μάλιστα,» είπε η Άνμα.
«Τι είναι;» ρώτησε η Νορέλτα, από δίπλα.
Η Άνμα την αγνόησε, μιλώντας πάλι στον Βόρκεραμ: «Τι σκέφτεσαι να κάνεις;»
«Τι θα πρότεινες; Είμαστε εδώ για να αποφύγουμε την Κορίνα, ουσιαστικά, δεν είμαστε;»
«Για να αποφύγεις εσύ την Κορίνα. Εμείς είμαστε εδώ για τους δικούς μας λόγους,» του θύμισε η Άνμα, «οι οποίοι, βέβαια, δεν είναι άσχετοι με την Κορίνα, όπως ξέρεις.»
«Και τι σημαίνει αυτό; Να δουλέψουμε για τον Πολιτάρχη ή όχι;»
«Ας βρούμε, πρώτα, κάπου να μείνουμε και βλέπουμε από αύριο,» αποκρίθηκε η Άνμα. «Εσύ τι θα έκανες, αν δεν ήμουν εδώ; Θα δούλευες γι’αυτόν;»
«Δεν ξέρω,» είπε ο Βόρκεραμ-Βορ. «Δε θα είχα έρθει καν στην Α’ Κατωρίγια αν δεν ήσουν κι εσύ εδώ, Άνμα.» Και, παύοντας να στηρίζεται στο όχημά της, απομακρύνθηκε πηγαίνοντας προς το εξάτροχο φορτηγό των Εκλεκτών.
Η συνοδία των μισθοφόρων άρχισε να κινείται ξανά, ακολουθώντας το τετράκυκλο της Άνμα, βγαίνοντας από την Ταχεία και κυλώντας επάνω σε μικρότερους δρόμους της Α’ Κατωρίγιας.
Ο Βόρκεραμ, καθώς έφευγε, δεν είχε πάρει πίσω την κάρτα που είχε δώσει στην Άνμα, και τώρα η Νορέλτα τής τη ζήτησε. Εκείνη την έδωσε στην Αδελφή της, η οποία τη διάβασε.
«Γι’αυτό σε ρωτούσε τι να κάνει...» παρατήρησε.
«Ναι.»
«Αυτό,» είπε η Νορέλτα σείοντας την κάρτα στο χέρι της, «μπορεί νάναι πολεοτύχη. Σημάδι ότι οι μισθοφόροι πρέπει να δουλέψουν για τον Πολιτάρχη της Α’ Κατωρίγιας.»
«Δεν είμαι και τόσο σίγουρη, Νορέλτα.»
«Ούτε εγώ,» παραδέχτηκε η Νορέλτα-Βορ, ενώ σκεφτόταν: Φτάσαμε στις συνοικίες του Ριγοπόταμου. Πώς θα βρω τώρα τη Μιράντα;
*
Η Άνμα τούς βρήκε ένα πανδοχείο για να διανυκτερεύσουν. Ήταν κοντά στον έναν από τους δύο ναούς της Ρασιλλώς που ανέφερε η κάρτα, στην κεντρικότερη περιφέρεια της Α’ Κατωρίγιας η οποία ονομαζόταν Μεσόκοπος. Βρισκόταν κι άλλο ένα πανδοχείο στην ίδια γειτονιά. Και τα δύο φιλοξενούσαν μισθοφόρους. Αλλά δεν ήταν γεμάτα.
Η συνοδία του Βόρκεραμ-Βορ άφησε τα οχήματά της στο γκαράζ και μπήκαν στη μεγάλη τραπεζαρία του πανδοχείου «Ατσάλινος Οίκος» για να κλείσουν δωμάτια και να καθίσουν να ξεκουραστούν.
Η αίθουσα ήταν στρογγυλή και στο κέντρο της είχε μια χοντρή κολόνα λαξεμένη γύρω-γύρω με γυναικείες μορφές που το κεφάλι τους ήταν κοντά στην οροφή και τα πόδια τους κοντά στο πάτωμα. Τέσσερις, συνολικά, αλλά όλες έμοιαζαν με μία. Διαφορετικές εκφάνσεις της ίδιας γυναίκας. Η πρώτη κρατούσε δύο πιστόλια διασταυρωμένα μπροστά της· η δεύτερη είχε τα χέρια της ακουμπισμένα στη λαβή ενός ανεστραμμένου ξίφους· η τρίτη βαστούσε ένα τουφέκι· η τέταρτη είχε ένα ρόπαλο με δύο κεφαλές σφιγμένο στις γροθιές της. Οι ενδυμασίες τους ήταν ελαφρώς διαφορετικές αλλά η όψη τους πάντα ίδια.
Η Ρασιλλώ, η Κυρά του Σιδήρου, η μία από τις δύο κόρες του Κρόνου.
Γύρω από τη χοντρή, λαξευτή κολόνα, η αίθουσα ήταν γεμάτη με τραπέζια και πάγκους, και πολλές θέσεις ήταν πιασμένες από ανθρώπους που φαίνονταν για μισθοφόροι. Δύο μεγάλες οθόνες κρέμονταν σε αντικριστές μεριές του δωματίου. Από το ηχοσύστημα ένα πολεμικό εμβατήριο ακουγόταν, διασκευασμένο από κάποιο τοπικό συγκρότημα μάλλον. Πίσω από το μπαρ στεκόταν μια χρυσόδερμη γυναίκα που από τη μέση κι επάνω ήταν ντυμένη μόνο με μαύρο δερμάτινο μπούστο, περικάρπια, και περιβραχιόνια. Τα μαλλιά της ήταν μαύρα και μακριά, κι έπεφταν λυτά ώς τα στήθη της, πλαισιώνοντας το πρόσωπό της. Τα χέρια της έμοιαζαν γυμνασμένα.
Ο Βόρκεραμ, αφού μίλησε μαζί της για να κλείσει δωμάτια, κάθισε με τους ανθρώπους του σ’έναν από τους μεγάλους πάγκους της αίθουσας.
Η βαβούρα που έκαναν οι μισθοφόροι γέμιζε το μεγάλο δωμάτιο. Σερβιτόροι είχαν έρθει για να πάρουν παραγγελίες και να φέρουν φαγητά και ποτά. Τρεις (τουλάχιστον) γάτες περιφέρονταν κάτω απ’τα τραπέζια, τους πάγκους, και τις καρέκλες. Η μία απ’αυτές φορούσε αργυρό κολάρο, κι έμοιαζε να είναι του καταστήματος.
Όταν πλησίασε την Άνμα, η Θυγατέρα της Πόλης την πήρε στην αγκαλιά της και η γάτα έμοιαζε ικανοποιημένη, γουργουρίζοντας και μισοκλείνοντας τα μάτια.
Τα φαγητά και τα ποτά των μισθοφόρων είχαν έρθει όταν η Νορέλτα ρώτησε την Άνμα και τη Φοριντέλα: «Τι λέτε, λοιπόν, για τον Άβαντα;»
«Τι να λέμε;» αποκρίθηκε η Φοριντέλα.
«Πάλι μας κάνεις ότι δε σ’ενδιαφέρει; Θα έχει πλάκα. Εκτός αν δειλιάζεις.»
«Ούτε το ένα ούτε το άλλο!» είπε θυμωμένα η Φοριντέλα.
Η Νορέλτα γέλασε. «Γιατί όχι; Η Άνμα είπε ότι είναι μέσα.»
«Αμφιβάλλω, βέβαια, ότι θα δεχτεί,» είπε τώρα η Άνμα, κοιτάζοντας προς τον Αλεξίσφαιρο Άβαντα ο οποίος μιλούσε με μερικούς άλλους μισθοφόρους καθισμένος σ’ένα τραπέζι μαζί τους.
«Να μην αμφιβάλλεις.»
«Είσαι τόσο σίγουρη για τον εαυτό σου;» τη ρώτησε προκλητικά η Άνμα.
«Τον έχω καταλάβει πώς σκέφτεται. Δε θ’αρνηθεί. Θα μας δεχτεί και τις τρεις.»
«Και τις δύο,» τόνισε η Φοριντέλα.
«Εσύ,» της είπε η Νορέλτα, «στο τέλος θα με παρακαλείς για να έρθεις, θα δεις.»
Η Φοριντέλα μόρφασε προσβλητικά προς το μέρος της.
Η Νορέλτα γελούσε ξανά καθώς έκοβε ένα κομμάτι από το κοκκινιστό κοτόπουλο στο πιάτο της.
Η μουσική – που δεν ήταν πολεμικό εμβατήριο πια αλλά το Δεμένοι Λαμνοκόποι των Αιχμαλώτων της Θάλασσας (ένα συγκρότημα δημοφιλές στις ακτές της Μεγάλης Θάλασσας) – έπαψε, τότε, και όλοι στράφηκαν προς τη μία από τις δύο μεγάλες οθόνες της αίθουσας η οποία είχε ανάψει και ο τηλεοπτικός δέκτης ήταν συντονισμένος σ’ένα κανάλι που έλεγε τις ειδήσεις.
Η γυναίκα που φαινόταν εκεί μιλούσε για την κατάσταση με τον Κάδμο Ανθοτέχνη, τον Αλυσοδεμένο Ποιητή, και χαρακτήριζε προδότη τον Βάρνελ-Αλντ, τον ευγενή που είχε πρόσφατα πάρει την πολιταρχία της Α’ Ανωρίγιας. Ήταν διεφθαρμένος, έτσι όπως τον παρουσίαζε. Και ο χαρακτηρισμός «προδότης» αναφερόταν, μάλλον, στο ότι ο Βάρνελ-Αλντ είχε προδώσει την έννομη τάξη στις συνοικίες του Ριγοπόταμου, έχοντας συμμαχήσει με παρανόμους. Ούτε ο Πολιτάρχης της Α’ Κατωρίγιας ούτε της Β’ αναγνώριζαν τον Ανθοτέχνη ως ισότιμό τους. Τον θεωρούσαν σφετεριστή και κακοποιό.
Οι ειδήσεις ανέφεραν, επίσης, ότι οι εξόριστοι της Β’ Ανωρίγιας ακόμα αγνοούνταν, ύστερα από τον πόλεμο στην Α’ Ανωρίγια και την κατάκτησή της από τις δυνάμεις του Αλυσοδεμένου Ποιητή. Κανείς δεν γνώριζε αν η Φενίλδα Καρντέρω – η πρώην Πολιτάρχης της Β’ Ανωρίγιας – και οι άνθρωποί της ήταν νεκροί, αιχμάλωτοι του Ανθοτέχνη, ή ζωντανοί και κάπου κρυμμένοι. Ο Πολιτάρχης Σελασφόρος Χορονίκης, πάντως, τους προέτρεπε να επικοινωνήσουν μαζί του, όπου κι αν βρίσκονταν. Τους υποσχόταν πως θα τους βοηθούσε όσο μπορούσε.
Μετά, η παρουσιάστρια των ειδήσεων είπε για μια ομάδα πλανόδιων που ονομάζονταν Νομάδες των Δρόμων. Είχαν περάσει, προ ημερών, από την Α’ Κατωρίγια Συνοικία και η Φρουρά εδώ τούς παρακολουθούσε και τους ωθούσε να φύγουν, γιατί υπήρχε ο φόβος ότι θα προκαλέσουν προβλήματα, ότι μπορεί να ήταν ακόμα και άνθρωποι του Αλυσοδεμένου Ποιητή. Και, όπως είχε αποδειχτεί, όντως τον υπηρετούσαν. Φεύγοντας από την Α’ Κατωρίγια, είχαν μπει στη Β’ Κατωρίγια Συνοικία όπου σύντομα τους συνέλαβε η τοπική Φρουρά. Τους έκλεισε σ’έναν περιφραγμένο χώρο και εκεί οι Νομάδες – παρότι δήλωναν «ειρηνικοί» – επιτέθηκαν στους φρουρούς και προκλήθηκε αιματηρό επεισόδιο. (Η οθόνη έδειξε μερικές πολύ άγριες σκηνές μέσα σ’ένα περιτείχισμα. Η λήψη πρέπει να είχε γίνει από κάποια κοντινή ταράτσα ή μπαλκόνι.) Ευτυχώς δεν κατόρθωσαν να δραπετεύσουν και η Φρουρά της Β’ Κατωρίγιας, σύμφωνα με τις πληροφορίες των δημοσιογράφων, πήρε καλύτερα μέτρα ασφάλειας για να τους περιορίσει. Ωστόσο, σύμφωνα με ακόμα πιο πρόσφατες πληροφορίες, από χτες βράδυ η τύχη των Νομάδων των Δρόμων αγνοείτο. Δεν βρίσκονταν πλέον στον περιφραγμένο χώρο, και λίγο προτού εξαφανιστούν η Φρουρά είχε απομακρύνει τους δημοσιογράφους που παρακολουθούσαν το μέρος από γειτονικό οικοδόμημα. Το μόνο που μπορούσε να υποθέσει κανείς ήταν πως ο Πολιτάρχης της Β’ Κατωρίγιας, Γουίλιαμ Σημαδεμένος, είχε αποφασίσει να βάλει τους Νομάδες σε κάποιο άλλο μέρος χωρίς να γνωρίζει κανείς πού. Οι λόγοι του γι’αυτή την απόφαση δεν ήταν ξεκάθαροι ακόμα.
«Οι Νομάδες των Δρόμων...» είπε η Νορέλτα-Βορ. «Έχω ξανακούσει γι’αυτούς. Αλλά δεν έχει τύχει να τους συναντήσω. Τα τελευταία χρόνια εμφανίστηκαν.» Αφού επέστρεψα από τη Βορεάνη. Αφού έχασα τη Μιράντα.
«Ναι,» ένευσε η Άνμα, «κι εγώ τους έχω ακουστά.»
«Αλλά ούτε εσύ τούς έχεις συναντήσει;»
«Δυστυχώς όχι. Αν και θα ήθελα. Λένε πως τους οδηγεί μια γυναίκα που ονομάζεται Νομαδάρχισσα, και υποπτεύομαι ότι ίσως να είναι Αδελφή μας.»
«Το ίδιο ήθελα να σου πω τώρα. Μοιάζει με κάτι που θα έκανε μια από εμάς.»
«Εγώ ποτέ δεν θα το έκανα,» είπε η Άνμα. «Δε νομίζω. Γιατί να μαζέψω τόσους ανθρώπους και να τους περιφέρω μες στην Ατέρμονη Πολιτεία;»
«Δεν ανέφεραν τίποτα για καμια Νομαδάρχισσα,» παρατήρησε η Φοριντέλα-Ράο, δείχνοντας με το βλέμμα της τον τηλεοπτικό δέκτη.
«Αυτό δεν σημαίνει πως δεν ήταν μαζί με τους Νομάδες,» είπε η Άνμα.
«Αν είναι Αδελφή μας,» ρώτησε η Νορέλτα, «νομίζεις ότι θα έβαζε τους Νομάδες να δουλέψουν για τον Αλυσοδεμένο Ποιητή;»
«Για να είμαι ειλικρινής, όλα τα σημάδια μού λένε ότι οι δημοσιογράφοι δεν είναι καλά πληροφορημένοι.»
«Κι εμένα το ίδιο. Ή παραπληροφορημένοι είναι ή εσκεμμένα κρύβουν την αλήθεια.»
«Παράξενη υπόθεση...» μουρμούρισε η Άνμα, ανάβοντας τσιγάρο. Και είχε την αίσθηση πως δεν ήταν τυχαία η παρουσία αυτών των Νομάδων των Δρόμων εδώ. Το είπε στη Νορέλτα.
Η οποία συμφώνησε.
«Λες νάχουν καμια σχέση με τη Μιράντα;» ρώτησε η Άνμα. «Ή με την Κορίνα;»
«Δε μπορεί η Μιράντα νάναι η Νομαδάρχισσα. Σ’ένα περιοδικό είχε τύχει να δω μια φωτογραφία της που κατάφερε να τραβήξει ένας δημο–» Σταμάτησε απότομα.
Η Άνμα συνοφρυώθηκε. «Τι;»
«Άνμα,» είπε η Νορέλτα, «νομίζω... νομίζω ότι αυτή ήταν!»
«Ποια;»
«Η γυναίκα με τη Μιράντα. Στο όνειρό μου. Νομίζω ότι ήταν η Νομαδάρχισσα!»
«Και είναι μαζί τώρα οι δυο τους; Αιχμάλωτες της Φρουράς της Β’ Κατωρίγιας;»
Η Νορέλτα έσμιξε τα χείλη, συλλογισμένη. «...Δε νομίζω ότι το όνειρο υπονοούσε κάτι τέτοιο. Σου είπα τι είδα: ένα στροβιλιζόμενο φως, το οποίο τις κατάπιε και τις δύο. Δεν είδα φρουρούς να τις συλλαμβάνουν, δεν είδα να είναι φυλακισμένες κάπου.»
«Τότε,» είπε η Άνμα, «ίσως να μην ήταν η Νομαδάρχισσα αυτή η γυναίκα μαζί με τη Μιράντα.»
«Ίσως,» αποκρίθηκε η Νορέλτα. «Αλλά, αν όχι, τότε σίγουρα της έμοιαζε.» Και σκέφτηκε: Πρέπει να βρω πάλι μια φωτογραφία της Νομαδάρχισσας. Οπωσδήποτε.
*
Αλλά η διάθεση της Νορέλτα-Βορ ήταν παιχνιδιάρικη από τότε που είχε αναγεννηθεί ως Θυγατέρα της Πόλης, κι αυτή η παιχνιδιάρικη διάθεση ακόμα δεν της είχε φύγει (όχι πως είχαν περάσει και τόσα πολλά χρόνια). Δεν ξέχασε τον Αλεξίσφαιρο Άβαντα παρότι είχε κι άλλα στο μυαλό της. Καθώς νύχτωνε, είχε σκοπό να τον προσελκύσει στο δωμάτιο που μοιραζόταν με την Άνμα και τη Φοριντέλα-Ράο. Θα είχε πλάκα, μάλιστα, να έβλεπε πώς θα αντιδρούσε η Φοριντέλα! Θα ήταν τόσο ανόητη ώστε να φύγει από το δωμάτιο, ή θα διασκέδαζε κι εκείνη;
Αλλά το σχέδιο της Νορέλτα-Βορ δεν πήγε καλά. Ο Άβαντας είχε πιει πολύ μαζί με κάτι άλλους μισθοφόρους, και ήταν μεθυσμένος όταν πια είχε έρθει η ώρα να αποσυρθούν στα δωμάτιά τους. Παραπατούσε, και η Νορέλτα διάβαζε στα πολεοσημάδια ότι τώρα δεν ήταν καλή στιγμή να τον προσελκύσει σ’ένα παιχνίδι μ’εκείνη και τις άλλες δύο.
«Κρίμα,» είπε η Άνμα καθώς ξάπλωναν στο δωμάτιό τους. «Θα βλέπαμε αν μπορούσες να πραγματοποιήσεις τα λόγια σου, Αδελφή μου.» Ανάσκελα στο κρεβάτι της, έχοντας βγάλει μόνο τις μπότες και το πανωφόρι της, άναψε ένα τσιγάρο.
«Φυσικά και μπορώ,» αποκρίθηκε η Νορέλτα, που ήταν μισοξαπλωμένη πλαγιαστά στο δικό της κρεβάτι, ντυμένη μόνο με το δαντελωτό μεσοφόρι της και τις μακριές της κάλτσες – όλα τα ρούχα καλής μάρκας. «Θα το δεις. Δε θ’αργήσεις να το δεις.»
«Εγώ, πάντως, σ’το λέω,» είπε η Φοριντέλα-Ράο, από το άλλο κρεβάτι: «Αν τον φέρεις εδώ μέσα, θα γίνει χαμός! Δε μου το είχες πει ότι θα τον έφερνες. Πήγαινε εσύ στο δωμάτιό του, Νορέλτα!»
«Δε μένει μόνος του· είναι μ’άλλους τρεις.»
«Τόσο το καλύτερο για σένα, τότε!»
«Κι εσύ θα καθίσεις παρέα με το σπαθί σου;» (Το Απολλώνιο ξίφος ήταν, θηκαρωμένο, στο πλάι του κρεβατιού της Φοριντέλα.) «Είναι... ικανοποιητικό;»
«Ξέρεις κάτι;» της είπε η Φοριντέλα, θυμωμένα. «Έχουν δίκιο, τελικά, που λένε ότι οι Βόρ’νοθροκ δεν τα πάνε καλά με τους Ράο’σβολκ! Αν είναι όλοι οι δικοί σας σαν εσένα, δεν με παραξενεύει καθόλου!»
«Την ίδια γνώμη έχεις και για τον Βόρκεραμ;»
«Φυσικά! Είναι, αν μη τι άλλο, χειρότερος από σένα! Αν και με τελείως διαφορετικό τρόπο.» Ύστερα, η Φοριντέλα-Ράο τής γύρισε την πλάτη κι άνοιξε ένα περιοδικό που είχε αγοράσει από ένα τοπικό περίπτερο. Ήταν περιοδικό για όπλα, ασφαλώς. Ονομαζόταν Κατωρίγια Πανοπλία.
Η Άνμα είπε στη Νορέλτα, μεταξύ αστείου και σοβαρού: «Αν συνεχίσεις να πειράζεις τη φίλη μου, θα τσακωθούμε, Αδελφή μου,» φυσώντας καπνό προς το ταβάνι.
«Κι όταν η φίλη σου πειράζει εμένα;»
«Εσύ είσαι Θυγατέρα· ξέρεις τι κάνεις.»
Σοβαρά; σκέφτηκε η Νορέλτα, και ξάπλωσε κανονικά στο κρεβάτι της. Τράβηξε τις μακριές κάλτσες από τα πόδια της και τις έριξε παραδίπλα. Σκεπάστηκε με την κουβέρτα.
Θα ονειρευόταν ξανά τη Μιράντα απόψε; αναρωτήθηκε.
*
Τελικά, δεν την ονειρεύτηκε.
Αλλά στο μυαλό της τριγύριζε συνέχεια αυτή η Νομαδάρχισσα...
Οι Νομάδες διαπληκτίζονται για χάρη ενός αλλόκοτου πλάσματος, και μετά κατασκηνώνουν μέσα σε χαλάσματα, ενώ η Καρζένθα-Σολ ακούει για παράξενες παρουσίες και στέλνει τον Σκυφτό Στίβεν να μάθει περισσότερα· αλλά ακόμα και οι πληροφορίες που φέρνει μοιάζουν ύποπτες: μόνο μια άμεση συνάντηση μπορεί, ίσως, να δώσει απαντήσεις.
Ο Κοντός Φριτς τον ατένισε με διεσταλμένα μάτια. «Θες να πεις ότι προτείνεις να πάρουμε αυτό το τερατάκι μαζί μας;»
Ο πολεοπλάστης στεκόταν πλάι στον Θόρινταλ· το κεφάλι του δεν έφτανε ώς το γόνατο του σαμάνου· τα μάτια του αναβόσβηναν κάθε τόσο, νευρικά ίσως· η ουρά του, που θύμιζε κατσαβίδι στην άκρη της, ήταν ορθωμένη αλλά ακίνητη.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Θόρινταλ.
«Και πού ξέρεις ότι δεν θα κάνει ζημιές;»
«Είναι επικίνδυνα αυτά τα πλάσματα,» παρενέβη ο Ρίμναλ. «Το είδαμε στις σήραγγες. Πρέπει να το διώξουμε από δω.»
«Είμαι σίγουρος ότι έχει φιλικές διαθέσεις,» είπε ο Θόρινταλ.
«Σίγουρος; Πώς μπορείς να είσαι σίγουρος; Καταλαβαίνεις τη γλώσσα του;»
«Καταλαβαίνω τις προθέσεις του. Με άγγιξε και... τις καταλαβαίνω.»
«Μήπως σε άγγιξε και έκανε κάτι στο μυαλό σου;»
«Τι χειρότερο θα μπορούσε να μου κάνει απ’ό,τι έχει ήδη πάθει το δικό σου μυαλό, Ρίμναλ;»
Τα μάτια του Ρίμναλ στένεψαν. «Σαμάνε–»
Ο Κοντός Φριτς έβαλε το χέρι του σταθερά στο στήθος του Ρίμναλ, ωθώντας τον πίσω. «Βρήκατε την ώρα να παίξετε ξύλο;»
Ο Θόρινταλ επέμεινε: «Ο πολεοπλάστης είναι άκακος. Είμαι βέβαιος γι’αυτό. Απλά θέλει να έρθει μαζί μας.»
«Γιατί;» ρώτησε ο Φριτς.
«Δεν ξέρω.»
«Εγώ λέω να τον διώξουμε,» είπε ο Ρίμναλ, κι αρκετοί απ’τους Νομάδες συμφώνησαν. «Είναι επικίνδυνος!»
«Νομίζεις ότι αυτό θάναι εύκολο;» του είπε ο Θόρινταλ.
Ο Ρίμναλ συνοφρυώθηκε, κοιτάζοντάς τον ερωτηματικά.
«Το να τον διώξουμε: νομίζεις ότι θα είναι εύκολο; Μπορεί ανά πάσα στιγμή να κρυφτεί μέσα σε οποιοδήποτε απ’τα οχήματά μας, απ’ό,τι φαίνεται.»
«Αν είχαμε όπλα....» είπε ο Ρίμναλ. Αλλά δεν είχαν όπλα.
«Θα τον σκότωνες; Δε μας έχει κάνει κανένα κακό.»
«Μπορεί νάναι πράκτορας της Κορίνας! Το σκέφτηκες αυτό; Μπορεί εκείνη να τον άφησε πίσω, για να μας παρακολουθεί.»
«Όχι πως δεν έχουμε καλό λόγο για να γινόμαστε παρανοϊκοί ύστερα απ’όσα έχουν συμβεί τελευταία, αλλά δεν είναι απαραίτητο κιόλας, Ρίμναλ.»
«Δεν συμφωνώ να τον κρατήσουμε.»
«Η απόφαση δεν είναι δική σου–»
«Και είναι δική σου; Από πότε έγινες αρχηγός των Νομάδων, σαμάνε; Η Εύνοια–»
«Η Εύνοια λείπει,» τον διέκοψε ο Φριτς. «Επομένως, εγώ λέω τι θα γίνει. Διαφωνείς και μ’αυτό, προδότη;»
«Δεν είμαι προδότης–»
«Δεν είσαι επειδή η Εύνοια είπε να σε ξαναδεχτούμε–»
«Κι εσύ, Φριτς, είσαι το ίδιο ευκολόπιστος μ’εμένα – όπως απέδειξες πριν από μερικές ώρες! Αν ήσουν στη θέση μου, τότε στην Αμφίνομη, θα είχες κάνει το ίδιο–»
«Ποτέ!»
«Εμπιστεύτηκες την Κορίνα απόψε, δεν την εμπιστεύτηκες;»
«Η κατάσταση ήταν πολύ διαφορετική!»
«Η Κορίνα έχει τρομερά διαβολικούς τρόπους για να σε πείθει ότι η κατάσταση είναι πάντα ‘διαφορετική’.»
«Συνέχισε αυτές τις μαλακίες και θα φας το ξύλο της Μάνας του Σκοτοδαίμονος, προδότη!»
Η Σορέτα είπε: «Πριν από λίγο, κάτι έλεγες, Φριτς – ότι αυτή δεν είναι η κατάλληλη ώρα για να παίξουμε ξύλο...»
«Ορισμένοι, όμως, φαίνεται να το ζητάνε,» μούγκρισε ο Κοντός Φριτς.
«Ας εστιαστούμε σε πιο άμεσα προβλήματα,» πρότεινε ο Εύθυμος. «Όπως πού θα κατασκηνώσουμε απόψε. Είναι νύχτα, είμαστε όλοι κουρασμένοι, και τούτοι οι δρόμοι είναι τελείως άγνωστοι για εμάς.» Κοίταξε την περιοχή γύρω τους, που είχε έκδηλα επάνω της τα σημάδια πρόσφατου πολέμου. Μια πόλη τραυματισμένη.
Ο Φριτς αποκρίθηκε: «Πάμε σ’εκείνο το ερείπιο, να δούμε τι είναι.» Έδειξε το μέρος που είχε δείξει, πιο πριν, ένας άλλος Νομάδας.
«Και ο πολεοπλάστης;» ρώτησε η Μαρίνα.
«Θάρθει μαζί μας. Λες και μπορούμε να τον διώξουμε...»
Τα φωτεινά μάτια του μεταλλόδερμου πλάσματος αναβόσβησαν, σαν να είχε καταλάβει τα λόγια του αρχηγού των Πνευμάτων των Δρόμων.
Αλλά δεν μπορεί να καταλαβαίνει τη γλώσσα μας, σκέφτηκε ο Θόρινταλ. Αποκλείεται.
*
Βαδίζοντας γύρω από τα οχήματά τους, όπως ανέκαθεν συνήθιζαν, οι Νομάδες πλησίασαν τα ερείπια. Κάποια βόμβα πρέπει να είχε πέσει εδώ και να είχε διαλύσει δύο ή τρία οικοδομήματα. Ή, μάλλον, περισσότερες από μία βόμβες· πολύ περισσότερες. Το μέρος ήταν κομμάτια και θρύψαλα: σκορπισμένες πέτρες, μέταλλα, ξύλα· σπασμένοι σωλήνες, καλώδια· θαμμένα αντικείμενα κάθε είδους. Τα πάντα ήταν μαυρισμένα. Καμένα.
«Προσοχή,» είπε ο Εύθυμος. «Μοιάζει επικίνδυνο.»
«Είδες κανέναν μέσα;» ρώτησε η Ηχώ.
«Δεν εννοώ αυτό. Είναι επικίνδυνο ως μέρος, ειδικά μες στο σκοτάδι.»
Φωτίζοντας με φακούς, μπήκαν στα ερείπια και κατάφεραν να βάλουν και τα οχήματά τους μέσα – ακόμα και το ερπυστριοφόρο, παρά το μέγεθός του. Ο Εύθυμος είχε όντως δίκιο: το μέρος ήταν επικίνδυνο. Έπρεπε να προσέχουν μη σκοντάψουν, μην κοπούν.
Ορισμένοι Νομάδες άρχισαν να στήνουν σκηνές ενώ, συγχρόνως, άλλοι καθάριζαν απομακρύνοντας σκουπίδια και θραύσματα. Κάποιοι ψαχούλευαν τριγύρω, μαζεύοντας ό,τι νόμιζαν πως μπορεί να τους φαινόταν χρήσιμο, σαν ρακοσυλλέκτες.
Ο Θόρινταλ θόλωσε τα γυαλιά του και τα φόρεσε. Φοβόταν ότι θα έβλεπε πάλι τερατόμορφες πνευματικές οντότητες (αν και ήξερε ότι ήταν παράλογος φόβος) αλλά, αντιθέτως, εδώ δεν είδε κανένα πνεύμα. Λες και οι εκρήξεις που είχαν γίνει να τα είχαν εξαφανίσει, ή να τα είχαν τρομοκρατήσει τόσο ώστε να φύγουν και να μη θέλουν να ξανάρθουν.
Ο Θόρινταλ έβγαλε τα γυαλιά του.
Ο πολεοπλάστης μίλησε στη γρήγορη, συριστική γλώσσα του.
«Τι λέει;» ρώτησε η Λάρνια.
«Δεν ξέρω,» αποκρίθηκε ο Θόρινταλ.
«Είσαι όντως σίγουρος ότι δεν είναι επικίνδυνος;»
Ο Θόρινταλ κατένευσε.
Η Λάρνια κοίταξε το μεταλλόδερμο πλάσμα ερευνητικά. «Είναι συμπαθητικός... από μια άποψη.» Μειδίασε.
Ο πολεοπλάστης τής κούνησε την ουρά του. Για κάποιο λόγο. Καταλαβαίνει τις διαθέσεις μας; αναρωτήθηκε ο Θόρινταλ. Ή τις εκφράσεις του προσώπου μας;
«Γιατί νομίζεις ότι θέλει να είναι μαζί μας;» ρώτησε η Λάρνια.
«Δεν ξέρω. Ίσως από περιέργεια.»
Μετά, βοήθησαν τους άλλους Νομάδες να στήσουν τον καταυλισμό μέσα στα ερείπια. Και ο Θόρινταλ σκέφτηκε: Η Εύνοια, άραγε, θα επέλεγε αυτό το μέρος για διανυκτέρευση, ή θα μας πήγαινε κάπου αλλού; Μάλλον το δεύτερο...
Η γεωγραφία των ερειπίων ήταν πολύπλοκη. Τα οικοδομήματα που είχαν διαλυθεί δεν ήταν ισόγεια· είχαν πολλούς ορόφους, και οι περισσότεροι είχαν καταρρεύσει, σχηματίζοντας λόφους και βουνά, και σήραγγες ανάμεσά τους, ενώ άλλοι παρέμεναν ψηλά στον αέρα σαν μπαλκόνια τα οποία άλλοτε μπορούσες να φτάσεις μετά δυσκολίας – ανεβαίνοντας επίφοβες σκάλες που είχαν επιβιώσει από την καταστροφή – άλλοτε ήταν τελείως απρόσιτα: για να φτάσεις εκεί θα έπρεπε να σκαρφαλώσεις, ρίχνοντας σχοινί πιθανώς.
Οι Νομάδες προσπάθησαν να τακτοποιήσουν τον χώρο, να τον διαμορφώσουν έτσι ώστε να τους βολεύει. Δεν ήξεραν, άλλωστε, αν θα έφευγαν αμέσως το πρωί· μπορεί να έμεναν τρεις, τέσσερις μέρες εδώ. Γιατί, πού είχαν να πάνε; Χωρίς την Εύνοια, τα πάντα τούς έμοιαζαν άσκοπα.
Η Εύνοια έδινε νόημα στη ζωή τους. Τη ζωή της ατέρμονης περιπλάνησης στην Ατέρμονη Πολιτεία.
*
Προτού ολοκληρώσουν το στήσιμο του νυχτερινού καταυλισμού τους, κάποιοι από αυτούς άρχισαν να λένε πως τους παρακολουθούσαν: πως έβλεπαν σκιερές φιγούρες να τους κοιτάζουν έξω απ’τα ερείπια και να απομακρύνονται· πως έβλεπαν οχήματα να πλησιάζουν, να φωτίζουν με τους προβολείς τους μέσα στα χαλάσματα, και μετά να φεύγουν γρήγορα.
Κατάσκοποι του Αλυσοδεμένου Ποιητή, μουρμούριζαν αναμεταξύ τους οι Νομάδες. Ο Ανθοτέχνης θα μάθει ότι είμαστε εδώ.
«Ο Ανθοτέχνης δεν μας ξέρει,» τους είπε ο Φριτς. «Κι αν αυτοί είναι κατάσκοποί του δεν θα αναφέρουν απευθείας σ’εκείνον αλλά σε κάποιον κατώτερο διοικητή εδώ πέρα.»
«Ο Βάρνελ-Αλντ είναι Πολιτάρχης στην Α’ Ανωρίγια τώρα,» είπε η Μαρίνα. «Ίσως σ’αυτόν να αναφέρουν οι κατάσκοποι.»
«Ίσως,» συμφώνησε ο Φριτς. «Όπως και νάχει, δεν πειράζουμε κανέναν εδώ. Να προσέχετε αλλά να μη δίνετε σημασία. Αν δεν σας πλησιάσουν, μην τους πλησιάσετε.»
Ο Θόρινταλ καθόταν έξω απ’τη σκηνή του μαζί με τη Λάρνια και άκουγε τον αρχηγό των Πνευμάτων να μιλά. Ο πολεοπλάστης είχε εξαφανιστεί κάπου μες στα ερείπια, αλλά ο σαμάνος ήταν βέβαιος πως δεν είχε πάει μακριά.
Κάποιοι Νομάδες περνούσαν τώρα και μοίραζαν φαγητά και ποτά στους υπόλοιπους. Τα είχε βάλει η Κορίνα – ή οι άνθρωποι που η Κορίνα έλεγχε – μέσα στα οχήματά τους, προτού φύγουν από τη Β’ Κατωρίγια. Όμως δεν ήταν πολλά. Η Σορέτα είπε, αργότερα, ότι επαρκούσαν ίσα-ίσα γι’απόψε. «Από αύριο θα είμαστε χωρίς φαγητό και χωρίς νερό, και θα πρέπει κάπως να βρούμε.»
«Θα τα καταφέρουμε,» αποκρίθηκε κουρασμένα ο Κοντός Φριτς, καθισμένος πάνω σε μια πέτρα μ’ένα σάντουιτς στα χέρια κι ένα κουτάκι Στοιχειό της Ατέρμονης Πολιτείας στην τσέπη.
Τώρα, οι μόνοι Νομάδες που βρίσκονταν κοντά του ήταν (εκτός από τη Σορέτα) ο Εύθυμος, η Μαρίνα, ο Σκέλεθρος, η Βιολέτα, η Ηχώ, τέσσερα ακόμα Πνεύματα των Δρόμων, και ο Θόρινταλ με τη Λάρνια. Αυτοί μονάχα είχαν ακούσει τον αρχηγό των Πνευμάτων και τη Σορέτα να μιλάνε.
Και ο Εύθυμος είπε: «Καλύτερα να μην το μάθουν αμέσως όλοι.»
«Ποιο;» ρώτησε ο Φριτς, αν και η Σορέτα είχε καταλάβει και έγνεφε καταφατικά.
«Το ότι δεν θα έχουμε τρόφιμα από αύριο.»
«Δεν είναι κάτι που μπορείς να κρύψεις. Θα το μάθουν, είτε θέλουμε είτε όχι.»
«Καλύτερα όχι από απόψε,» επέμεινε ο Εύθυμος.
Ο Φριτς ανασήκωσε τους ώμους, μη διαφωνώντας. Έδειχνε πολύ κουρασμένος.
Ο Εύθυμος τόνισε στους υπόλοιπους: «Μην το πείτε πουθενά απόψε. Εντάξει;»
Εκείνοι συμφώνησαν με νεύματα και μουρμουρητά.
*
«Πρέπει να φύγω σήμερα, Καρζένθα,» είπε ο Κάδμος.
«Γιατί; Ο Ερκάνης λέει πως τα πάντα είναι εντάξει στη Β’ Ανωρίγια.»
«Δεν είναι καθόλου εντάξει· απλώς εκείνο που θέλει να πει είναι ότι κάνει ό,τι περνά απ’το χέρι του. Δε μπορείς να φανταστείς τα προβλήματα που έχουν παρουσιαστεί, αγάπη μου...»
Κάθονταν στο σαλόνι του διαμερίσματος του εξηκοστού-έβδομου ορόφου, στην Αστροβόλο, στην καρδιά της Α’ Ανωρίγιας Συνοικίας. Πρωινό ήταν ανάμεσά τους· όχι τίποτα το σπουδαίο: δύο κούπες καφέ, παξιμάδια, και μερικά κουλουράκια. Το γκριζωπό φως της αυγής γλιστρούσε ανάμεσα από τις κουρτίνες της μπαλκονόπορτας. Είχαν σηκωθεί νωρίς.
«Θα σου πρότεινα, μάλιστα, να έρθεις μαζί μου,» συνέχισε ο Κάδμος.
«Δε σοβαρολογείς... Τα έχουμε ξαναπεί. Η παρουσία μου εδώ–»
«Ξέρω – είναι απαραίτητη.»
«Και είναι,» τόνισε η Καρζένθα. «Όπως και η δική σου τώρα.»
«Με τον Βάρνελ-Αλντ είπαμε ό,τι ήταν να πούμε, εδώ και τρεις μέρες. Τι άλλο μένει να συζητήσουμε; Επιπλέον–»
«Δε θες να δεις ο ίδιος τι θα γίνει με τον στρατό που οργανώνουμε; Ο Ζιλμόρος και η Τζέσικα δεν έχουν ακόμα επιστρέψει από τις Ήμερες Συνοικίες–»
«Δεν είναι ‘στρατός’ οι πειρατές και οι άρπαγες.»
Η Καρζένθα μειδίασε. «Κανονικά, εγώ θα έπρεπε να το λέω αυτό. Αλλά η ουσία είναι ίδια. Καλύτερα να είσαι εδώ για να δεις πώς θα οργανωθεί το πράγμα.» Η αλήθεια ήταν ότι τον ήθελε κοντά της, και δεν έβλεπε ποιος μπορεί να ήταν ο λόγος για να επιστρέψει άρον-άρον στη Β’ Ανωρίγια Συνοικία. Ο Ερκάνης και ο Μάλνεμορ-Νορκλ ήταν αρκετά ικανοί ώστε να φροντίσουν για τα πάντα εκεί, όσο ο Κάδμος έλειπε.
«Τι μπορώ να κάνω, Καρζένθα; Δεν ξέρω από πόλεμο.»
«Σε ακούνε, όμως, Κάδμε. Ακόμα και ο Ζιλμόρος σε ακούει. Ακόμα και η Τζέσικα.»
«Το ίδιο πρέπει να υπακούνε κι εσένα.»
«Δεν το κάνουν, ωστόσο.» Ήπιε μια γουλιά από τον καφέ της. «Ο Ζιλμόρος θα έπρεπε να είχε φύγει από το στράτευμα. Αλλά τον χρειαζόμαστε. Και η Τζέσικα...» Είναι Θυγατέρα της Πόλης. Τι μπορείς να πεις σε μια Θυγατέρα της Πόλης; Να της ζητήσεις να φύγει; Η Καρζένθα δίσταζε να το κάνει. Είχε στο μυαλό της την Κορίνα – αν και η Τζέσικα δεν ήταν η Κορίνα, ούτε κατά διάνοια.
«Ναι, η Τζέσικα είναι ιδιαίτερη περίπτωση,» συμφώνησε ο Κάδμος. «Βοηθάει, όμως, όπως φαίνεται. Η Κορίνα δεν θα την άφηνε αλλιώς να μείνει μαζί μας, αγάπη μου.»
Στο Μεγάλο Λιμάνι, εξαιτίας της προκλήθηκε αυτή η καταστροφή, σκέφτηκε η Καρζένθα. Δεν ήθελα τα πράγματα να είχαν γίνει έτσι. Ήθελε να είχε κατακτήσει το Μεγάλο Λιμάνι αλλιώς. Ο καλός στρατηγός δεν διαλύει τα πάντα στο πέρασμά του· υποτάσσει τον εχθρό με τις ελάχιστες δυνατές απώλειες. Της Τζέσικας τής αρέσει το χάος...
Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός της Καρζένθα κουδούνισε πάνω στο τραπέζι, πλάι στο ανθοδοχείο. Άπλωσε το χέρι της και πάτησε το πλήκτρο της αποδοχής, βλέποντας από την ένδειξη στη μικρή οθόνη ότι ήταν ο Σκυφτός Στίβεν.
«Ναι;»
«Καλημέρα, Καρζένθα. Σε ξύπνησα;»
«Όχι.»
«Κάποιοι εντόπισαν μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων μέσα σε κάτι ερείπια του Μεγάλου Λιμανιού. Μου το ανέφεραν τη νύχτα αλλά δεν το θεώρησα απαραίτητο να σε ανησυχήσω. Έβαλα όμως να τους παρακολουθούν. Δε φαίνεται να κάνουν καμια ύποπτη κίνηση. Έχουν κατασκηνώσει μόνο.»
«Πόσοι είναι, Στίβεν; Τι είναι – άστεγοι; θύματα του πολέμου;»
«Πάνω από τριακόσιοι άνθρωποι πρέπει να είναι· ίσως γύρω στους τετρακόσιους–»
«Αρκετοί!» παρατήρησε η Καρζένθα.
«Ναι. Και δεν ξέρω αν θα τους αποκαλούσα θύματα του πολέμου, ούτε αστέγους. Έχουν μαζί τους οχήματα: τετράκυκλα, τρίκυκλα με καρότσες, δίκυκλα, ακόμα κι ένα μεγάλο ερπυστριοφόρο–»
«Πολεμικό άρμα;»
«Δεν είναι πολεμικό. Τουλάχιστον, δεν μοιάζει για τέτοιο. Πρέπει να έχει δύο πατώματα και να είναι για μεταφορές ανθρώπων και εφοδίων.»
«Τι νομίζεις ότι είναι αυτή η ομάδα, Στίβεν;»
«Μ’έχουν παραξενέψει· δεν μπορώ να υποθέσω τίποτα. Αν ήταν εδώ αφότου νικήσαμε τον Τάραλντεκ Νορβάνι στο Μεγάλο Λιμάνι, λογικά θα τους είχαμε δει. Δεν κρύβονται εύκολα, τόσοι άνθρωποι με τόσα οχήματα! Άρα, νομίζω ότι ίσως να ήρθαν από αλλού. Αλλά δεν ξέρω από πού. Ρωτώντας δεν κατάφερα να μάθω τίποτα.»
«Και θες να σου πω τι να κάνεις, τώρα;»
«Εσύ είσαι η Στρατάρχης, Καρζένθα...»
Ορίστε, ο Σκυφτός Στίβεν ήταν λογικός άνθρωπος. Την καταλάβαινε. Γιατί με τον Ζιλμόρο η Καρζένθα δεν μπορούσε ποτέ να συνεννοηθεί; Ή, τουλάχιστον, όχι με την ίδια ευκολία;
«Πήγαινε,» είπε στον αρχηγό των Ξεπεσμένων Ιερέων, «και μίλησέ τους. Μάθε ποιοι είναι και τι θέλουν. Πάρε μαζί σου όσους πολεμιστές νομίζεις: και από τη συμμορία σου, και από άλλες συμμορίες, και από τους μισθοφόρους. Αν οι ξένοι αποδειχτούν εχθρικοί, μη διστάσεις να τους χτυπήσεις.»
«Εντάξει,» αποκρίθηκε ο Στίβεν.
«Και ενημέρωσέ με μετά.»
«Φυσικά.»
Η Καρζένθα πάτησε ένα κουμπί στον πομπό της τερματίζοντας την τηλεπικοινωνία.
Ο Κάδμος είπε: «Δεν πιστεύω να είναι τίποτα άτομα που έφεραν εδώ η Τζέσικα κι ο Ζιλμόρος, ή ο Βάρνελ-Αλντ, για να χτυπήσουν τις όχθες της Β’ Κατωρίγιας...»
Η Καρζένθα το σκέφτηκε. «Δεν αποκλείεται,» είπε. «Αν και... μου μοιάζει παράξενο. Ο Στίβεν δεν ανέφερε να έχουν όπλα μαζί τους. Και νομίζεις ότι ο Βάρνελ θα έφερνε εδώ ανθρώπους που θα πήγαιναν να κατασκηνώσουν μες στα ερείπια του Μεγάλου Λιμανιού;»
«Η Τζέσικα, όμως;»
«Η Τζέσικα είναι ακόμα στις Ήμερες Συνοικίες.»
«Εκτός αν επέστρεψε και δεν μας το έχει πει.»
Η Καρζένθα συνοφρυώθηκε. Ναι, μ’αυτήν όλα είναι να τα περιμένεις. «Είναι πολύ νωρίς, Κάδμε. Προχτές έφυγαν.»
*
Από τα ξημερώματα έγινε φανερό ότι το φαγητό τούς είχε τελειώσει.
Οι Νομάδες δεν είχαν συσσίτιο, και άρχισαν να κάνουν ερωτήσεις. Ο Φριτς δεν μπορούσε να αποφύγει να δώσει απαντήσεις. Ανεβαίνοντας σε μια μεγάλη πέτρα πάνω σ’έναν λόφο από άλλες πέτρες, ξύλα, μέταλλα, και καλώδια, τους είπε ότι δεν είχαν φαγητό. «Αυτό που φάγαμε χτες βράδυ ήταν το τελευταίο. Ήταν ό,τι μας είχαν βάλει στα οχήματά μας. Θα πρέπει σήμερα να αναζητήσουμε άλλο.»
Πού; ακούστηκαν αρκετές φωνές.
«Θα δούμε!» είπε θυμωμένα ο Κοντός Φριτς. «Μόλις ήρθαμε εδώ.» Και κατέβηκε από τον λόφο των χαλασμάτων.
Οι Νομάδες άρχισαν να μουρμουρίζουν αναμεταξύ τους, και στον Θόρινταλ δεν άρεσαν καθόλου αυτά που άκουγε. Ήταν φωνές απόγνωσης, απελπισίας. Αναζητούσαν την Εύνοια – μόνο η Εύνοια μπορούσε τώρα να τους βοηθήσει. Αλλά η Εύνοια αποκλείεται να ερχόταν, ήταν βέβαιος ο σαμάνος. Και η Κορίνα έφταιγε γι’αυτό. Εκείνη πρέπει, κάπως, να την είχε εξαφανίσει. Και μαζί της και τη Μιράντα... Ο Θόρινταλ ανησυχούσε μέσα του πολύ περισσότερο για τη Μιράντα. Αν και κανονικά θα έπρεπε να ανησυχώ για την Εύνοια περισσότερο – εκείνη είναι που μας οδηγούσε. Χωρίς αυτήν θα διαλυθούμε. Αλλά η αντίδραση των συναισθημάτων του δεν ήταν λογική. Ήταν απλά αυτό που ήταν.
Ανησυχούσε για τη Μιράντα. Φοβόταν ότι μπορεί η Κορίνα να την είχε σκοτώσει – παρότι η ίδια η Μιράντα τού είχε πει ότι οι Θυγατέρες δεν σκότωναν τις Αδελφές τους.
Την άλλη φορά, την είχε κλείσει σ’εκείνη την υπόγεια αποθήκη. Η Μιράντα είχε επιβιώσει, μα ήταν σαν ζωντανός θάνατος... Ο Θόρινταλ ρίγησε άθελά του. Και σκέφτηκε ότι ποτέ δεν θα μπορούσε να καταλάβει τη Μιράντα – κάποια που είχε τη δυνατότητα να επιζήσει κλεισμένη εκεί μέσα. Ποτέ δεν θα μπορούσε να καταλάβει καμια από τις Θυγατέρες της Πόλης.
Οι Θυγατέρες ήταν... ήταν σαν στοιχειά της Ατέρμονης Πολιτείας, όπως έλεγαν οι μύθοι γι’αυτές–
Μια κίνηση δίπλα του – μεταλλικό γυάλισμα, ενεργειακό φως.
Γύρισε και είδε τον πολεοπλάστη να έχει ξετρυπώσει από τα ερείπια και να έχει έρθει κοντά του, καθώς ο Θόρινταλ ήταν καθισμένος πάνω σ’έναν μεγάλο σωλήνα που ξεπρόβαλλε σπασμένος από έναν τοίχο, κάτω από μια σκάλα.
«Δε μας εγκατέλειψες, λοιπόν...» είπε ο σαμάνος.
Τα μάτια του πολεοπλάστη αναβόσβησαν.
Οι Νομάδες ακόμα μιλούσαν αναμεταξύ τους, ταραγμένοι.
Η Λάρνια πέρασε ανάμεσά τους, πλησιάζοντας τον Θόρινταλ. «Ο Φριτς σε ψάχνει,» του είπε.
«Να με κάνει τι;»
«Θέλει να προσπαθήσεις να βρεις την Εύνοια.»
Ο Θόρινταλ κούνησε το κεφάλι. «Δεν πρόκειται να τη βρω, Λάρνια. Δε νομίζω ότι η Κορίνα είπε ψέματα. Και έχω ψάξει ήδη γι’αυτήν.»
«Πες το στον Φριτς, όχι σ’εμένα. Έλα.» Του έδωσε το χέρι της.
Ο Θόρινταλ δεν το πήρε· σηκώθηκε μόνος του.
Ο πολεοπλάστης πιάστηκε στην άκρη της δερμάτινης καπαρντίνας του, σκαρφάλωσε γρήγορα επάνω της, και γαντζώθηκε στον ώμο του σαμάνου.
Η Λάρνια έκανε να τον πετάξει από εκεί – μάλλον, ακόμα φοβούμενη ότι ήταν επικίνδυνος – αλλά το πλάσμα χτύπησε το χέρι της με την ουρά–
«Αα!» αναφώνησε η Λάρνια καθώς μια σπίθα τινάχτηκε. Έτριψε τον καρπό και τα δάχτυλά της. «Με τσίμπησε!»
Ο Θόρινταλ μειδίασε. «Μην τον πειράζεις.»
«Τον θέλεις επάνω σου;»
«Δε μ’ενοχλεί.» Ο σαμάνος βάδισε ανάμεσα στους Νομάδες.
Η Λάρνια τον ακολούθησε. «Μούδιασε το χέρι μου,» είπε, ανοιγοκλείνοντας τα δάχτυλα. «Ήταν σαν να με χτύπησε ενεργειακό ρεύμα, χαμηλής έντασης.»
«Ο φίλος μας είναι γεμάτος ενέργεια,» της είπε ο Θόρινταλ. «Μπορώ να την αισθανθώ.»
Οι Νομάδες μουρμούριζαν και σχολίαζαν βλέποντας τον πολεοπλάστη πάνω στον σαμάνο.
Η Βιολέτα γέλασε. «Θόρινταλ! Κάτι έχεις στον ώμο σου!» είπε με την ένρινη φωνή της.
Ο Ανδρόνικος γάβγισε πλάι στον Ράνελακ, τον Σκέλεθρο, ο οποίος κάπνιζε το τσιμπούκι του μες στο πρωινό, μοιάζοντας με εφιαλτική σκιά που αναδίδει βρομερό καπνό.
Ο Κοντός Φριτς στράφηκε στον Θόρινταλ καθώς εκείνος τον πλησίαζε περνώντας μέσα από το πλήθος.
«Θόρινταλ. Θέλω να προσπαθήσεις να–»
«Θες να βρω την Εύνοια, ναι,» τον διέκοψε ο σαμάνος. «Μου το είπε η Λάρνια. Αλλά δεν νομίζω πως θα τη βρω, Φριτς. Η Κορίνα–»
«Κάποιοι έρχονται, Φριτς,» είπε ένα Πνεύμα των Δρόμων. «Οπλισμένοι. Από εκεί.» Έδειξε. «Μπαίνουν στα ερείπια.»
Κι άλλες φωνές ακούγονταν συγχρόνως· προφανώς, αυτό το Πνεύμα δεν ήταν ο μόνος άνθρωπος που είχε προσέξει ότι είχαν επισκέπτες.
«Υπέροχα...» μούγκρισε ο Φριτς χαμηλόφωνα. «Αυτοί οπλισμένοι, εμείς άοπλοι...»
«Δεν το περίμενες,» του είπε η Σορέτα, «ότι η αστυνομία της περιοχής σύντομα θα ερχόταν;»
«Υπάρχει κι αστυνομία εδώ;»
Το Πνεύμα που είχε φέρει το νέο είπε: «Δε μοιάζουν μ’αστυνομικοί, Σορέτα. Έχουν επάνω τους ένα σύμβολο που πρέπει να–»
«Ποιοι είστε;» αντήχησε μια φωνή μες στα ερείπια. «Και ποιος είναι ο αρχηγός σας; Θέλω να του μιλήσω! Έρχομαι εν ονόματι του Κάδμου Ανθοτέχνη, του Αλυσοδεμένου Ποιητή! Ποιος είναι ο αρχηγός σας;»
Κανένας δεν του απαντούσε· περίμεναν τον Φριτς να κάνει κάτι. Κι εκείνος πέρασε ανάμεσα από το πλήθος – με τον Θόρινταλ, τη Λάρνια, τη Σορέτα, και άλλους να τον ακολουθούν – και βγήκε αντίκρυ στον άντρα που μιλούσε.
Ο επισκέπτης είχε λευκό δέρμα με απόχρωση του ροζ, και μαύρα μαλλιά, κοντοκουρεμένα αλλά όλο ουρές. Το πρόσωπό του ήταν ξυρισμένο. Φορούσε θώρακα ο οποίος ήταν φανερά αλεξίσφαιρος και είχε επάνω ένα σύμβολο: δύο κόκκινες χειροπέδες, με την αλυσίδα ανάμεσά τους να σπάει από μια κίτρινη αστραπή.
Το έμβλημα του Αλυσοδεμένου Ποιητή. Ο Θόρινταλ το είχε δει στις οθόνες των τηλεοπτικών δεκτών. Το είχαν δείξει πολλές φορές, στις Κατωρίγιες Συνοικίες.
«Εσύ είσ’ ο αρχηγός αυτού του τσούρμου;» ρώτησε ο άντρας με το έμβλημα στο στήθος, δείχνοντας τον Φριτς. Πίσω του στέκονταν οπλισμένοι άντρες και γυναίκες. Και πίσω απ’αυτούς βρίσκονταν ακόμα περισσότεροι οπλισμένοι άντρες και γυναίκες, και οχήματα επίσης στους δρόμους έξω απ’τα ερείπια.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Φριτς, «εγώ είμαι ο αρχηγός τους. Εσύ ποιος είσαι;»
«Έρχομαι εν ονόματι του Κάδμου Ανθοτέχνη, είπα. Δεν ξέρετε πού βρίσκεστε; Αυτές είναι περιοχές απελευθερωμένες από τον στρατό του Αλυσοδεμένου Ποιητή.»
«Γνωρίζουμε...»
«Ποιο είναι το όνομά σου; Και ποιοι είναι όλοι αυτοί;» Ο άντρας έδειξε, με μια απλωτή χειρονομία, τους Νομάδες.
«Το όνομά μου είναι Φριτς. Κοντός Φριτς. Κι αυτοί είναι οι Νομάδες των Δρόμων. Ερχόμαστε ειρηνικά–»
«Οι Νομάδες των Δρόμων;»
«Μας έχεις ακούσει;»
«Φήμες μόνο. Μια ομάδα που περιπλανιέται στην Ατέρμονη Πολιτεία...»
«Μας έχεις ακούσει, φαίνεται,» είπε ο Φριτς.
«Τι ζητάτε εδώ;»
Ο Φριτς ανασήκωσε τους ώμους. «Εδώ καταλήξαμε... βαδίζοντας. Δε σκοπεύουμε να προκαλέσουμε προβλήματα. Απλά έχουμε κατασκηνώσει σε τούτο το μέρος επειδή μοιάζει ερειπωμένο. Κι αν έχετε φαγητό να μας δώσετε, θα είμαστε ευγνώμονες. Μπορούμε να προσφέρουμε κάποιες υπηρεσίες.»
«Τι υπηρεσίες;»
«Διάφορα: επισκευές, επιδιορθώσεις, μαντείες, μεταφορές. Μπορούμε να διασκεδάσουμε τον κόσμο. Θα σου έλεγα ότι μπορούμε και να πουλήσουμε πράγματα, αλλά... μας έχουν ληστέψει. Μας έχουν πάρει τα πάντα, εκτός από ελάχιστα αντικείμενα και τα οχήματά μας.»
Τα μάτια του άγνωστου άντρα εστιάστηκαν στον Θόρινταλ. «Αυτό εκεί τι είναι;» ρώτησε δείχνοντας.
Ο Φριτς στράφηκε στον σαμάνο.
Ο Θόρινταλ, καταλαβαίνοντας ότι ο άνθρωπος του Ανθοτέχνη αναφερόταν στον πολεοπλάστη, είπε: «Ένα πλάσμα που έχω ως κατοικίδιο. Δεν είναι επικίνδυνο.»
«Από άλλη διάσταση;»
«Ναι. Μου το πούλησαν κάποιοι, μακριά από τούτες τις συνοικίες.»
Ο Φριτς ρώτησε τον άνθρωπο του Ανθοτέχνη: «Ποιο είναι το όνομά σου; Τι είσαι; Στρατιωτικός;»
Εκείνος γέλασε. «Όχι. Αν και πλέον θα μπορούσα να πω ναι. Τέλος πάντων. Με λένε Σκυφτό Στίβεν – παρότι δεν υπάρχει τόσο καλός λόγος για να με αποκαλούν ‘Σκυφτό’ – όχι τόσο καλός όσο για να αποκαλούν εσένα ‘Κοντό’, προφανώς.» Μειδίασε. «Είμαι αρχηγός της συμμορίας των Ξεπεσμένων Ιερέων, που είναι από τη Β’ Ανωρίγια. Αλλά μαζί μου τώρα έχω κι άλλους, με διαταγή της Στρατάρχη Καρζένθα-Σολ.
»Περιμένετε εδώ, και θα ξαναμιλήσουμε.» Στράφηκε και βγήκε από τα ερείπια, βαδίζοντας ανάμεσα στους υπόλοιπους πολεμιστές του Ανθοτέχνη οι οποίοι στέκονταν ακίνητοι, με τα όπλα τους στα χέρια.
Ο Εύθυμος είπε στον Φριτς: «Δε νομίζω να μας αντιπάθησε.»
*
«Οι Νομάδες των Δρόμων;» είπε ο Κάδμος, όταν ο Στίβεν ανέφερε σ’εκείνον και την Καρζένθα ποιοι ήταν οι κατασκηνωμένοι στα ερείπια του Μεγάλου Λιμανιού. «Είσαι σίγουρος;»
«Αυτό μού είπαν,» αποκρίθηκε η φωνή του Σκυφτού μέσα από τον πομπό.
«Η αρχηγός τους είναι κάποια Νομαδάρχισσα, Στίβεν, όχι κάποιος Κοντός Φριτς.»
«Δεν ξέρω... ίσως να άλλαξε.»
«Ή ίσως να λένε ψέματα.»
Η Καρζένθα ρώτησε: «Τους ψάξατε να δείτε αν έχουν όπλα;»
«Όχι. Αλλά δεν κρατούσαν όπλα, πάντως.»
«Να τους ψάξετε,» πρόσταξε η Καρζένθα. «Εξονυχιστικά. Και μετά θέλω να τους συναντήσω. Αλλά όχι στα ερείπια του Μεγάλου Λιμανιού.»
«Πού;»
Η Καρζένθα ήταν προς στιγμή σκεπτική.
Ο Κάδμος πρότεινε: «Στο γήπεδο όπου προσγειώθηκε προ ημερών το αεροσκάφος μου;»
Η Καρζένθα ένευσε. «Γιατί όχι;» Και είπε στον Στίβεν πού να μεταφέρει τους Νομάδες των Δρόμων. «Αλλά αφού τους ψάξεις,» τόνισε.
*
Ο Σκυφτός Στίβεν επέστρεψε μέσα στα ερείπια και τους είπε ότι, κατόπιν διαταγής της Στρατάρχη, θα γινόταν έρευνα.
«Τι έρευνα;» έκανε ο Φριτς.
«Στα πάντα. Μην κάνετε φασαρία. Δεν πρόκειται κανείς να σας πειράξει, αλλά θέλουμε να ξέρουμε τι έχετε μαζί σας. Είστε πολλοί, και ίσως να κουβαλάτε όπλα ή τίποτ’ άλλο επικίνδυνο.»
Ο Φριτς δεν έφερε αντίρρηση, και φώναξε στους Νομάδες να συνεργαστούν με τους πολεμιστές του Αλυσοδεμένου Ποιητή.
Οι τελευταίοι ερεύνησαν όλα τα οχήματα, τις σκηνές, και τους σάκους και ανέφεραν στον Σκυφτό Στίβεν, ο οποίος περίμενε στην αρχή των ερειπίων με τα χέρια του σταυρωμένα μπροστά του.
Όταν η διαδικασία είχε τελειώσει, δεν ήταν πια ξημερώματα αλλά ούτε και μεσημέρι ακόμα. Οι πολεμιστές του Ποιητή δεν είχαν αργήσει.
«Λοιπόν,» είπε ο Στίβεν στους Νομάδες. «Τώρα θα έρθετε μαζί μας, σ’ένα πιο βολικό μέρος. Θέλει να σας μιλήσει η Στρατάρχης της Β’ Ανωρίγιας, Καρζένθα-Σολ, και ο ίδιος ο Αλυσοδεμένος Ποιητής ίσως.»
«Τι ‘βολικό μέρος’;» πετάχτηκε ο Ρίμναλ. «Κι άλλο στρατόπεδο συγκέντρωσης;»
Τα μάτια του Σκυφτού Στίβεν στράφηκαν επάνω του. «Τι;»
«Ο φίλος μου,» παρενέβη ο Κοντός Φριτς, «ανησυχεί μήπως σκοπεύετε να μας φυλακίσετε.»
Ο Στίβεν ρουθούνισε. «Αν σκοπεύαμε να σας φυλακίσουμε δε θα σας ζητούσαμε τόσο ευγενικά να έρθετε μαζί μας. Τελειώνετε τώρα! Μαζέψτε τα από δω κι ακολουθήστε μας.»
*
Οι Νομάδες γι’ακόμα μια φορά ταξίδεψαν μέσα στα οχήματά τους, στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, γιατί οι πολεμιστές του Κάδμου Ανθοτέχνη δεν ήθελαν να καθυστερήσουν οδοιπορώντας. Πήγαν προς τα βόρεια, περνώντας από δρόμους φανερά χτυπημένους από τον πόλεμο, γεμάτους τρύπες, με σπασμένα πλακόστρωτα, περιτριγυρισμένους από γκρεμισμένους τοίχους, μισογκρεμισμένους τοίχους, ραγισμένους τοίχους. Ελάχιστα σημεία σε τούτη την περιφέρεια δεν είχαν ζημιές, παρατήρησαν οι Νομάδες, και σύντομα έμαθαν από τους ανθρώπους του Ποιητή ότι το μέρος ονομαζόταν Μεγάλο Λιμάνι και εδώ είχε γίνει η τελική μάχη που είχε δώσει τη νίκη στον απελευθερωτικό στρατό – όπως αποκαλούσαν τον εαυτό τους όσοι μάχονταν για τον Ανθοτέχνη.
Όταν άφησαν πίσω τους το Μεγάλο Λιμάνι μπήκαν σε μια άλλη περιφέρεια που, αν και επίσης χτυπημένη από τον πόλεμο, δεν έμοιαζε τόσο άσχημα τραυματισμένη. Ονομαζόταν Αστροβόλος, και φαινόταν για καλή περιοχή. Ανάμεσα από τα οικοδομήματά της οι Νομάδες είδαν να ξεχωρίζει και μια πελώρια πυραμίδα με κόκκινη σφαίρα στην κορυφή: ένας ναός του Κρόνου.
Οι πολεμιστές του Αλυσοδεμένου Ποιητή τούς οδήγησαν τελικά σ’ένα άδειο γήπεδο και τους είπαν να κατασκηνώσουν εκεί. Οι Νομάδες βγήκαν από τα οχήματά τους κι άρχισαν να στήνουν τις σκηνές τους.
«Η Στρατάρχης σας πού είναι;» ρώτησε ο Κοντός Φριτς τον Στίβεν.
«Θα έρθει,» αποκρίθηκε εκείνος.
Ο Θόρινταλ θόλωσε τα γυαλιά του και κοίταξε τριγύρω για πνεύματα. Διαπίστωσε ότι υπήρχαν αρκετά, που παρακολουθούσαν, παρατηρούσαν. Ορισμένα βρίσκονταν κοντά σε μαχητές του Ποιητή ή σε Νομάδες, ρουφώντας εκχυλίσματα ψυχικής ενέργειας, τρεφόμενα με φόβο, ανησυχία, ή μίσος.
Η παρουσία των πνευμάτων γύρω μας έχει αλλάξει, σκέφτηκε ο Θόρινταλ. Δεν είναι όπως παλιά. Όπως όταν μας οδηγούσε η Εύνοια.
Μας βλέπουν αλλιώς τώρα.
Δεν είμαστε πια οι Νομάδες των Δρόμων...
Καθώς ο Σκυφτός Στίβεν απομακρυνόταν από τον Φριτς και τους υπόλοιπους, ο Θόρινταλ είδε τον Ρίμναλ να πλησιάζει τον αρχηγό των Πνευμάτων των Δρόμων, και πλησίασε κι εκείνος για ν’ακούσει τι θα του έλεγε.
«Δε μ’αρέσουν αυτοί οι τύποι,» είπε ο Ρίμναλ. «Μου θυμίζουν τη Φρουρά της Β’ Κατωρίγιας.»
«Εμένα δε μου θυμίζουν καθόλου τη Φρουρά της Β’ Κατωρίγιας,» αποκρίθηκε ο Φριτς.
«Μας πήραν και μας έκλεισαν σ’έναν περιφραγμένο χώρο ξανά, Φριτς!»
«Δεν είναι κλειστός, όμως. Νομίζεις ότι αυτό το μεταλλικό πλέγμα» – έδειξε το τείχος που περιτριγύριζε το γήπεδο – «θα μπορούσε να μας κρατήσει μέσα; Και η πύλη» – την έδειξε κι αυτήν – «είναι ακόμα ανοιχτή.»
«Εξακολουθούν να μη μ’αρέσουν,» είπε ο Ρίμναλ, κοιτάζοντας με τις άκριες των ματιών του τον Σκυφτό Στίβεν, εκεί όπου είχε πάει να σταθεί μαζί με μερικούς άλλους μαχητές του Ποιητή.
«Δε σε ρωτήσαμε για τις προσωπικές σου προτιμήσεις, προδότη–»
Ο Ρίμναλ τον άρπαξε απ’τον πέτο. «Αρκετά μ’αυτή τη μαλακία! Δεν είμαι περισσότερο προδότης από εσένα, και το ξ– Ογκχ!...»
Ο Φριτς τον γρονθοκόπησε στην κοιλιά, και ο Ρίμναλ παραπάτησε, διπλωμένος.
«Μην απλώνεις χέρι επάνω μου!» προειδοποίησε ο αρχηγός των Πνευμάτων των Δρόμων.
Η Σορέτα και η Τζουλιάνα, η ιέρεια του Κρόνου, βρέθηκαν ξαφνικά κοντά στον Φριτς και τον Ρίμναλ, αλλά ο Θόρινταλ τις είχε προλάβει. Είχε πιάσει τον ώμο του Κοντού, λέγοντας: «Ο Ρίμναλ είναι ταραγμένος, όπως όλοι μας.»
«Εγώ είμαι πιο ταραγμένος απ’αυτόν!» αποκρίθηκε νευρικά ο Φριτς.
Ο Ρίμναλ αγριοκοίταζε τον αρχηγό των Πνευμάτων, καθώς ορθωνόταν ξανά. «Μπορεί να με θυμηθείς σύντομα – προδότη,» είπε· και, γυρίζοντάς του την πλάτη, απομακρύνθηκε.
«Μην του φέρεσαι έτσι,» είπε η Σορέτα στον Φριτς. «Θες να δημιουργηθεί διχασμός τώρα, μια τέτοια δύσκολη στιγμή για τους Νομάδες; Η Εύνοια–»
«Δεν είμαστε πια οι Νομάδες, Σορέτα. Η Εύνοια δεν είναι μαζί μας, άρα δεν είμαστε πια οι Νομάδες των Δρόμων.»
Γιατί όλοι σκεφτόμαστε το ίδιο πράγμα; συλλογίστηκε ο Θόρινταλ.
*
Καμια ώρα αφότου οι Νομάδες είχαν καταυλιστεί, ήρθαν στο γήπεδο η Καρζένθα-Σολ και ο Κάδμος Ανθοτέχνης. Ήταν περιτριγυρισμένοι από φρουρούς – Μικρούς Γίγαντες όλοι τους, ανάμεσά τους και ο Άλβερακ, ο υπαρχηγός της Καρζένθα. Στάθηκαν σ’έναν εξώστη του γηπέδου, κοιτάζοντας τον καταυλισμό από κάτω.
Η Καρζένθα παρατήρησε ότι, όπως είχε πει ο Στίβεν, το μεγάλο ερπυστριοφόρο των Νομάδων όντως δεν έμοιαζε πολεμικό. Πρέπει νάναι μόνο για μεταφορές.
Ο Σκυφτός πλησίασε τώρα τη Στρατάρχη και τον Αλυσοδεμένο Ποιητή. «Αυτοί είναι,» είπε. «Δεν προκάλεσαν κανένα πρόβλημα. Και φαίνεται να είπαν αλήθεια: δεν έχουν ούτε όπλα μαζί τους ούτε καν τρόφιμα. Μάλλον, πράγματι τους λήστεψαν.»
«Πώς, όμως, ήρθαν εδώ;» ρώτησε η Καρζένθα.
«Δε μου είπαν.»
«Ας τους μιλήσουμε,» πρότεινε ο Κάδμος. Και στάθηκε στην άκρη του εξώστη, ακουμπώντας τα χέρια του στη μεταλλική κουπαστή. Κοιτάζοντας τους κατασκηνωμένους από κάτω. Αυτοί είναι οι Νομάδες των Δρόμων; σκέφτηκε. Είχε ακούσει μόνο φήμες, παλιότερα, τις οποίες δεν ήξερε αν θα έπρεπε να θεωρήσει αληθινές. Ίσως να μην ήταν παρά ένας ακόμα μύθος της Ρελκάμνια.
Αλλά αφού οι Θυγατέρες της Πόλης υπάρχουν, γιατί όχι και οι Νομάδες των Δρόμων;
«Ποιος είναι ο Κοντός Φριτς;» φώναξε ο Κάδμος. «Ας έρθει μπροστά να του μιλήσουμε!»
Η φωνή του αντήχησε στο γήπεδο.
Έφτασε στ’αφτιά των Νομάδων.
Έφτασε στ’αφτιά του Θόρινταλ, ο οποίος σκέφτηκε: Αυτός είναι. Ο Κάδμος Ανθοτέχνης. Δε μπορούσε να τον δει καλά, μέσα στην αντηλιά του πρωινού, εκεί όπου στεκόταν στην εξέδρα, αλλά δεν υπήρχε αμφιβολία ότι αυτός ήταν. Η φωνή του ήταν φωνή πολιτικού ηγέτη.
Οι Νομάδες μπήκαν σε κίνηση, αλλά ο Φριτς τούς φώναξε να ησυχάσουν. Σηκώθηκε όρθιος και βάδισε προς την εξέδρα, μαζί με τη Σορέτα, την Ηχώ, τον Εύθυμο, τον Σκέλεθρο, τη Τζουλιάνα, και τον Θόρινταλ.
«Εγώ είμαι ο Κοντός Φριτς! Σε ποιον μιλάω;»
«Δεν αναγνωρίζεις τον Κάδμο Ανθοτέχνη;» φώναξε ο Στίβεν από την εξέδρα. «Δεν έχεις ξαναδεί τον Αλυσοδεμένο Ποιητή;»
«Στέκεται ψηλά, και ο ήλιος με τυφλώνει.»
«Ανεβείτε επάνω,» είπε ο Κάδμος, «και θα συζητήσουμε.»
Ο Φριτς και οι άλλοι ανέβηκαν στην εξέδρα από τις πέτρινες σκάλες του γηπέδου, κι αντίκρισαν τον Ανθοτέχνη και την Καρζένθα-Σολ από κοντά, περιτριγυρισμένους από τους φρουρούς τους, που όλοι έμοιαζαν έτοιμοι να κινηθούν με την παραμικρή ένδειξη απειλής.
«Είστε πράγματι οι Νομάδες των Δρόμων;» ρώτησε ο Κάδμος, παρατηρώντας τους. Με φοβισμένη συμμορία φαίνεστε, πρόσθεσε νοερά.
(Ταλαιπωρημένοι κι άοπλοι, από τη μοίρα χτυπημένοι, ήρθαν σαν τον άνεμο μέσ’ από την πόλη την ατέρμονη – μουρμούριζε το ποιητικό δαιμόνιο στον νου του – μ’όψεις στοιχειωμένες, κατατρεγμένοι απ’τα στοιχειά των δρόμων, τους δαίμονες των μακρινών λεωφόρων...)
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Φριτς. «Είμαστε οι Νομάδες.»
Και ο Θόρινταλ παρατήρησε: Το λέει σα να μην το πιστεύει. Θα φανούμε ύποπτοι χωρίς να είμαστε.
«Είχα ακούσει,» είπε ο Κάδμος, «πως αρχηγός των Νομάδων είναι η Νομαδάρχισσα, όχι κάποιος Κοντός Φριτς.»
«Η Κυρά των Δρόμων... μας εγκατέλειψε. Εξαφανίστηκε. Δεν ξέρουμε πού είναι.»
Η Καρζένθα είπε: «Στον Σκυφτό Στίβεν είπατε ότι σας λήστεψαν...»
«Ναι, μας πήραν τα πράγματά μας· αλλά η Κυρά των Δρόμων είχε ήδη εξαφανιστεί. Μια μέρα... χάθηκε. Την ψάξαμε μα δεν τη βρήκαμε.»
Η Καρζένθα τον κοίταζε με στενεμένα μάτια. Θα μπορούσαν να είναι δολιοφθορείς; αναρωτήθηκε. Σταλμένοι από τις Κατωρίγιες Συνοικίες για να προκαλέσουν προβλήματα; «Πού σας λήστεψαν; Πώς καταλήξατε εδώ;»
Ο Φριτς κόμπιασε. «Ήμασταν...»
Ο Θόρινταλ είπε: «Δεν πρόκειται να μας πιστέψεις αν σου πούμε την αλήθεια.»
Τα μάτια της στράφηκαν επάνω του. «Δοκιμάστε να δούμε. Ποιος είσαι εσύ, κατά πρώτον;»
«Θόρινταλ, με λένε. Κι αν θες να μάθεις την αλήθεια... ήρθαμε κάτω από τον Ριγοπόταμο. Περάσαμε μέσα από σήραγγες. Από μια εγκαταλειμμένη, αρχαία πόλη.»
Ο Φριτς τού έριξε ένα ανήσυχο βλέμμα· το ίδιο και η Σορέτα.
Η Καρζένθα σκέφτηκε: Τι! Γνωρίζουν τις σήραγγες που ξέρουν ο Βάρνελ-Αλντ και η Τζέσικα;
Ο Κάδμος είπε: «Ήσασταν στη Β’ Κατωρίγια, δηλαδή, προτού έρθετε εδώ;»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Θόρινταλ. «Εκεί μάς λήστεψαν.»
«Ποιοι;»
«Η Φρουρά.»
«Η Φρουρά;»
«Χάσαμε την Εύνοια, την Κυρά των Δρόμων, μέσα στη Β’ Κατωρίγια Συνοικία. Εξαφανίστηκε, όπως είπε ο Φριτς. Και μετά ήρθε η Φρουρά και μας συνέλαβε. Μας έκλεισαν σ’έναν περιφραγμένο χώρο. Όχι σαν αυτόν,» πρόσθεσε ρίχνοντας μια ματιά στο ψηλό μεταλλικό πλέγμα που κύκλωνε το γήπεδο.
«Γιατί;» ρώτησε η Καρζένθα. «Επιτεθήκατε σε κανέναν; Προσπαθήσατε να ληστέψετε;»
«Οι Νομάδες δεν επιτίθενται ούτε ληστεύουν!» είπε η Σορέτα έντονα.
Ο Θόρινταλ αποκρίθηκε στη Στρατάρχη: «Η Φρουρά υποπτευόταν ότι υπηρετούσαμε τον Αλυσοδεμένο Ποιητή, ότι ήμασταν δολιοφθορείς του–»
Ο Κάδμος, ξαφνικά, γέλασε. Τι ειρωνεία! σκέφτηκε.
(Τα πιο απρόσμενα πράγματα σαν παρασυρμένα απ’τον αγέρα της πόλης της λαβυρινθώδους καταφτάνουν – για να μας φέρουν το γέλιο και τον θαυμασμό! μουρμούριζε το ποιητικό δαιμόνιο στο μυαλό του.)
Ο Θόρινταλ κατάλαβε ότι ο Αλυσοδεμένος Ποιητής δεν γελούσε για να τους χλευάσει αλλά επειδή ήταν αληθινά διασκεδασμένος. Ωστόσο: «Είναι αλήθεια,» είπε ο σαμάνος, νηφάλια. «Μας νόμιζαν για κατασκόπους σας. Προσπαθούσαν να πάρουν πληροφορίες από εμάς· όμως πληροφορίες δεν είχαμε να τους δώσουμε. Πήγαν να βασανίσουν τον Φριτς» – έδειξε προς στιγμή τον Κοντό – «και τότε έγινε μεγάλη φασαρία. Αλλά αυτά τα νέα μάλλον δεν έχουν φτάσει ώς εδώ...»
«Θα έπρεπε;» είπε η Καρζένθα-Σολ.
«Τα τηλεοπτικά κανάλια τα μετέδιδαν, απ’ό,τι μάθαμε,» αποκρίθηκε ο Θόρινταλ.
Η Καρζένθα ρώτησε: «Πώς ξεφύγατε από τη Φρουρά της Β’ Κατωρίγιας; Και πώς βρήκατε τις σήραγγες που περνάνε από την εγκαταλειμμένη πόλη;»
«Τις γνωρίζετε κι εσείς;» είπε η Σορέτα, που έμοιαζε ξαφνικά το ενδιαφέρον της να έχει κεντριστεί. Την ενδιέφεραν όλα τα παράξενα και μυστηριακά θέματα.
«Φυσικά και τις γνωρίζουμε.»
Ο Θόρινταλ είπε: «Νομίζαμε ότι ήταν... κρυφό μέρος...» Οι Αρχές της Β’ Κατωρίγιας δεν μπορεί να ξέρουν γι’αυτές τις σήραγγες, σκέφτηκε, αλλιώς θα τις φρουρούσαν κάπως. Θα φοβόνταν ότι ίσως γίνει εισβολή από εκεί. Ειδικά τώρα.
«Δεν απαντήσατε ακόμα στις ερωτήσεις μου,» παρατήρησε η Καρζένθα-Σολ. «Πώς ξεφύγατε από τη Φρουρά; Και πώς βρήκατε τις σήραγγες που περνάνε κάτω από τον Ριγοπόταμο;»
«Δεν ‘ξεφύγαμε’ ακριβώς από τη Φρουρά,» είπε ο Θόρινταλ. «Μας άφησε να φύγουμε.»
«Σας άφησε;» έκανε η Καρζένθα, και σκέφτηκε ότι παράξενα τα έλεγαν οι υποτιθέμενοι Νομάδες των Δρόμων. Ολοένα και περισσότερο την έκαναν να νομίζει πως ίσως να ήταν πράκτορες των Κατωρίγιων Συνοικιών. Του Πολιτάρχη της Β’ Κατωρίγιας, κατά πάσα πιθανότητα.
«Μας είπαν πως οι πληροφορίες τους ήταν λανθασμένες. Σχετικά με το ότι είμαστε δολιοφθορείς του Αλυσοδεμένου Ποιητή. Επομένως, μας άφησαν να φύγουμε. Αλλά μας εξήγησαν πως δεν μπορούσαμε να μείνουμε πια στη Β’ Κατωρίγια, γιατί ο κόσμος εκεί μάς φοβόταν ύστερα από την επίθεσή μας εναντίον της Φρουράς–»
«Τώρα δεν μας λέγατε ότι οι Νομάδες δεν επιτίθενται;»
«Βασάνιζαν τον Φριτς!» παρενέβη η Σορέτα. «Αυτός ήταν ο μόνος λόγος που μας έκανε να τους επιτεθούμε.»
«Και ήμασταν άοπλοι,» πρόσθεσε η Ηχώ. «Σκοτώθηκαν άνθρωποί μας από τους φρουρούς τους. Ήμασταν άοπλοι και – και μαντρωμένοι μέσα σ’ένα περιτείχισμα, μα τη Ρασιλλώ!»
«Αναφέρεστε σ’αυτό το περιστατικό, λοιπόν...» Η Καρζένθα-Σολ είχε νομίσει πως ο Θόρινταλ αναφερόταν σε κάτι άλλο λέγοντας «ύστερα από την επίθεση εναντίον της Φρουράς». «Συνέχισε,» τον προέτρεψε.
«Μας είπαν ότι πρέπει να φύγουμε από τη Β’ Κατωρίγια, και ότι ούτε καμια από τις γειτονικές συνοικίες θα μας δεχόταν. Τα τηλεοπτικά κανάλια είχαν προβάλει το άγριο επεισόδιο μέσα στο περιτείχισμα· μας θεωρούσαν όλοι επικίνδυνους–»
«Παρότι,» τόνισε η Σορέτα, «δεν είμαστε επικίνδυνοι για κανέναν. Οι φρουροί τους ήταν επικίνδυνοι για εμάς!»
«Συνέχισε,» είπε πάλι η Καρζένθα στον Θόρινταλ. «Πώς βρήκατε τις σήραγγες;»
«Αυτοί μάς πήγαν εκεί. Μας έβγαλαν από το περιτείχισμα, μας έδωσαν πίσω τα οχήματά μας – και μόνο· τα άλλα πράγματά μας τα κράτησαν – και μας οδήγησαν σε υπόγειους δρόμους και, τελικά, στις σήραγγες της αρχαίας πόλης που περνάνε κάτω από τον Ριγοπόταμο. Βγήκαμε, έτσι, στο Μεγάλο Λιμάνι, εδώ, στην Α’ Ανωρίγια.»
«Θες να πεις ότι η Φρουρά της Β’ Κατωρίγιας γνωρίζει γι’αυτές τις σήραγγες;» απόρησε η Καρζένθα-Σολ.
Ο Θόρινταλ μόρφασε, ανασηκώνοντας τους ώμους. «Υποθέτω...» Δεν το θεωρούσε συνετό να μιλήσει για την Κορίνα. Τι να έλεγε; Ότι μια Θυγατέρα της Πόλης τούς είχε φέρει εδώ; Δεν πρόκειται να τον πίστευαν, σίγουρα! Εκτός αν... Υπήρχε μια περίπτωση η Κορίνα να έχει επαφές με τον Αλυσοδεμένο Ποιητή. Αλλά αυτό δεν ήταν παρά μια τρελή υπόθεση!
Η Καρζένθα έστρεψε το βλέμμα της στον Κάδμο, κι εκείνος διέκρινε ανησυχία στα μάτια της. Ωστόσο, σκέφτηκε: Δε μπορεί να ξέρουν για τις σήραγγες. Της είπε: «Αν ήξεραν για τις σήραγγες, γιατί δεν βοήθησαν τον Τάραλντεκ Νορβάνι να ξεφύγει από εκεί; Γιατί δεν επιχείρησαν να φέρουν μαχητές τους από εκεί;»
Ναι, σκέφτηκε η Καρζένθα, όντως. Ο Κάδμος – παρατηρούσε γι’ακόμα μια φορά – εξελισσόταν σε αρκετά στρατηγικό μυαλό. Αν ήξεραν για τις σήραγγες, κάτι θα είχε γίνει μ’αυτές όταν πολεμούσαμε τον Νορβάνι.
«Δε μας λες αλήθεια,» είπε η Καρζένθα στον Θόρινταλ. «Η Φρουρά της Β’ Κατωρίγιας δεν μπορεί να γνωρίζει για τις σήραγγες! Δεν ξέρει ο καθένας για την ύπαρξή τους. Ελάχιστοι άνθρωποι ξέρουν.»
Ο Θόρινταλ αναστέναξε. Γαμώτο! σκέφτηκε, αγχωμένος, φοβούμενος ότι ίσως να είχε μόλις μπλέξει τους Νομάδες πολύ άσχημα. Ώρα ήταν να τους νομίσουν για κατασκόπους της Β’ Κατωρίγιας... Τίποτα δεν μας γλιτώνει τότε. Αυτοί εδώ τού έμοιαζαν πιο άγριοι από τους Φρουρούς της Β’ Κατωρίγιας. Μπορεί να τους σκότωναν, όχι απλά να τους φυλάκιζαν για να πάρουν πληροφορίες.
«Θα μας πεις την αλήθεια;» απαίτησε η Καρζένθα-Σολ. «Ποιοι είστε; Ποιοι πραγματικά είστε;»
«Δεν είστε οι Νομάδες των Δρόμων;» ρώτησε ο Κάδμος.
«Οι Νομάδες είμαστε!» είπε ο Φριτς.
«Το οποιοδήποτε πλήθος θα μπορούσε νάρθει και να υποστηρίξει ότι είναι οι Νομάδες των Δρόμων,» αντιγύρισε ο Κάδμος. «Οι Νομάδες είναι μύθος της Ατέρμονης Πολιτείας!»
«Δεν είναι μύθος – είμαστε οι–»
«Ανοησίες!» τον διέκοψε η Καρζένθα. «Σας έστειλαν εδώ ως κατασκόπους ή δολιοφθορείς!»
Οι φόβοι του Θόρινταλ είχαν αρχίσει να γίνονται πραγματικότητα. Να τους έλεγε για την Κορίνα; Ή τότε θα νόμιζαν ότι–;
«Οι Νομάδες είναι.»
Η καινούργια φωνή τούς έκανε όλους να στραφούν.
Πίσω από τους φρουρούς του Κάδμου Ανθοτέχνη και της Καρζένθα-Σολ στεκόταν μια γυναίκα, πορφυρόδερμη, ξανθιά. Μια γυναίκα που, στιγμιαία, έμοιαζε να έχει γίνει το κέντρο της εξέδρας, αν όχι ολάκερης της Ρελκάμνια.
Έβγαλε τα πράσινα γυαλιά ηλίου που φορούσε. «Οι Νομάδες των Δρόμων είναι, Καρζένθα. Και δεν ήρθαν μόνοι τους εδώ. Εγώ τούς έφερα.»
(Γι’ακόμα μια φορά, άξαφνα, απροσδόκητα, η Γυναίκα των Μυστηρίων, με παράδοξες γνώσεις παρουσιάζεται – μουρμούριζε το ποιητικό δαιμόνιο του Κάδμου – Πού να μας οδηγήσει τώρα; Τι σκιές να παραμερίσει με τα γαντοφορεμένα χέρια της;)
«Κορίνα...» είπε ο Κάδμος. «Καιρό είχαμε να σε δούμε.»
Τα μαυροβαμμένα χείλη της χαμογέλασαν. «Σας έλειψα;»