ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ
Τα Κρυφά Όπλα της Πόλης
Βιβλίο Δεύτερο
Η Αρχή του Πολέμου
και
οι Κρυφοί Δρόμοι
Μια Ιστορία από το
Θρυμματισμένο Σύμπαν
[Θυγατέρες της Πόλης]
© Κώστας Βουλαζέρης
http://www.fantastikosorizontas.gr/kostasvoulazeris
Για τα πνευματικά δικαιώματα αυτού του κειμένου ισχύουν οι όροι του Creative Commons – http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/
• Επιτρέπεται να το διανέμετε ελεύθερα, στην παρούσα του μορφή
και μόνο.
• Δεν επιτρέπεται να το τροποποιήσετε ή να το αλλοιώσετε με οιονδήποτε τρόπο.
• Δεν επιτρέπεται να το χρησιμοποιήσετε για διαφημιστικούς ή εμπορικούς λόγους.
Αυτό το βιβλίο είναι λογοτεχνικό. Όλα τα ονόματα, τα πρόσωπα, και οι καταστάσεις είναι φανταστικά ή χρησιμοποιούνται με φανταστικό, λογοτεχνικό τρόπο. Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά ονόματα, πρόσωπα, ή καταστάσεις είναι καθαρά συμπτωματική.
Περισσότερες ιστορίες από το Θρυµµατισµένο Σύµπαν, δωρεάν στο
www.fantastikosorizontas.gr/kostasvoulazeris/thrymmatismeno_sympan
Ο ποιητής, την πιο δύσκολη ώρα, κάθεται στη θέση του ανώτατου πολιτικού αξιώματος, προσπαθώντας να προλάβει να οργανώσει αντίσταση προτού τα εχθρικά στρατεύματα κατακλύσουν ολάκερη τη Β’ Ανωρίγια Συνοικία· αλλά οι δυνάμεις που οι επαναστάτες έχουν να αντιμετωπίσουν είναι ισχυρότερες απ’ό,τι νόμιζαν, κι ακόμα και τα καλύτερα σχέδια κάποιες φορές δεν αποδίδουν όπως θα έπρεπε.
Ο Κάδμος ήταν τώρα Πολιτάρχης της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας. Τόσο απότομα που αισθανόταν ξαφνιασμένος. Δεν ήταν, βέβαια, κάτι που δεν το περίμενε, έτσι όπως οι επαναστάτες τον έβλεπαν· αλλά το περίμενε υπό διαφορετικές συνθήκες, και... όχι τόσο σύντομα.
Ήταν, όμως, ο μόνος που μπορούσαν να αποδεχτούν όλοι ως αρχηγό. Κανέναν άλλο δεν θα δέχονταν· θα συγκρούονταν αναμεταξύ τους, θα διαπληκτίζονταν, θα σκοτώνονταν. Επιπλέον, σκεφτόταν ο Κάδμος, ποιος ήταν καλύτερος από εκείνον για να διοικήσει; Κάποιος αρχισυμμορίτης; Κάποιος παλιός πολιτικός, αναμφίβολα διεφθαρμένος απ’την πλουτοκρατία; Κάποιος καιροσκόπος που ήθελε να αποκτήσει οφέλη ενώ λίγο τον ενδιέφερε για τη Β’ Ανωρίγια και την ελευθερία;
Ο Κάδμος είχε οδηγηθεί εδώ. Το ένιωθε. Από τον ίδιο τον Κρόνο, ίσως, είχε οδηγηθεί εδώ.
Ή από αυτή τη Θυγατέρα της Πόλης, την Κορίνα... αν ήταν αληθινά Θυγατέρα της Πόλης. Ό,τι κι αν ήταν, πάντως, τον τρόμαζε κατά βάθος, αν και δεν μπορούσε να μην παραδεχτεί τη βοήθεια που είχε ώς τώρα προσφέρει και τη βοήθεια που υποσχόταν ότι θα πρόσφερε στο άμεσο μέλλον.
Και θα χρειαστούμε βοήθεια, σκεφτόταν ο Κάδμος. Θα χρειαστούμε πολλή βοήθεια.
*
Ο στρατός του Ζόλτεραλ-Ράο, Πολιτάρχη της Έκθυμης, είχε χτυπήσει τα σύνορα του Ψηλού Φύλακα, τα βόρεια σύνορα της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας, και είχε εισβάλει στους δρόμους της. Η πλουτοκρατία είχε υποχωρήσει προς τα ανατολικά, ζητώντας άσυλο από την Α’ Ανωρίγια Συνοικία, παίρνοντας μαζί όλους τους μισθοφόρους τους και μια μερίδα της Φρουράς που είχαν δεχτεί να γίνουν μισθοφόροι τους ουσιαστικά φεύγοντας από τη Β’ Ανωρίγια. Η υπόλοιπη Φρουρά είχε διαλυθεί· είχε λάβει διαταγές να σκορπιστεί, να εγκαταλείψει τα πόστα της. Ο Φρούραρχος είχε φύγει από τη Β’ Ανωρίγια, πηγαίνοντας στην Α’ Ανωρίγια μαζί με τη Φενίλδα Καρντέρω (την ώς τώρα Πολιτάρχη της Β’ Ανωρίγιας) και τους άλλους πλουτοκράτες.
Ο εχθρός – το στράτευμα του Ζόλτεραλ-Ράο – βρισκόταν ήδη μέσα στις γειτονιές της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας έχοντας συναντήσει λίγη αντίσταση. Ο στρατός του Κάδμου δεν είχε πολύ χρόνο για να οργανώσει άμυνα εναντίον του. Οι Χρυσοί Λόφοι ήταν αμέσως νότια του Ψηλού Φύλακα, και ο Ζόλτεραλ-Ράο ερχόταν τώρα προς τα εκεί, έχοντας μάλλον ως στόχο να καταλάβει το Πολιταρχικό Μέγαρο και άλλα σημαντικά κέντρα της Β’ Ανωρίγιας.
Οι επαναστάτες είχαν ξαφνικά μετατραπεί σε φύλακες, και προσπαθούσαν επί του παρόντος να οργανώσουν μια απεγνωσμένη αντίσταση σε όλες τις περιφέρειες της συνοικίας.
Ο Κάδμος είχε συγκαλέσει πολεμικό συμβούλιο μέσα στο Πολιταρχικό Μέγαρο αμέσως μετά από την κουβέντα του με την Κορίνα. Οι αρχηγοί των συμμοριών και πολλοί ανεξάρτητοι επαναστάτες είχαν συγκεντρωθεί γύρω απ’το μεγάλο τραπέζι όπου μέχρι πρότινος μόνο πολιτικά πρόσωπα συγκεντρώνονταν, όχι άνθρωποι σαν αυτούς. Και ο Κάδμος στεκόταν μπροστά από τη θέση του Πολιτάρχη. (Η Κορίνα είχε εξαφανιστεί πίσω από μια κουρτίνα, υποσχόμενη πως θα ήταν κοντά αν τη χρειάζονταν – και ο Κάδμος υποπτευόταν ότι κρυφάκουγε.)
Οι επαναστάτες αναστατώθηκαν μόλις έμαθαν για την επίθεση του Ζόλτεραλ-Ράο.
«Αυτό το σιχαμένο αρπακτικό!» γρύλισε ο Σκυφτός Στίβεν. «Σαν γαμημένος γύπας του Κρόνου είναι!»
«Όλοι το ξέρουν,» μούγκρισε ο Γιρίλος, ο αρχηγός των Φιλικών Εχθρών. «Παλιά ιστορία.»
«Έχει πολλούς μισθοφόρους στην Έκθυμη,» είπε ο Μάλνεμορ-Νορκλ, ένας ευγενής που είχε συστρατευθεί με την επανάσταση στην Επισήμαντη. «Οι δικοί μας πλουτοκράτες, τόσο καιρό, από εκεί έπαιρναν τους μισθοφόρους τους.»
Ο Κάδμος ένευσε. «Ναι,» είπε. «Σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, ο Ζόλτεραλ-Ράο έχει συγκεντρώσει πολλές μισθοφορικές ομάδες υποσχόμενος πλιάτσικο από τα θησαυροφυλάκια της πλουτοκρατίας της Β’ Ανωρίγιας. Επίσης, αυτή η επιθετική κίνηση δεν ήταν δική του ιδέα αποκλειστικά. Τον ώθησε ένας αρχηγός μισθοφόρων με το όνομα Ουμπέρτο Γαλανός.» Η Κορίνα, φυσικά, είχε δώσει αυτές τις πληροφορίες.
«Γνωστό κάθαρμα, Εξοχότατε,» είπε ο Μάλνεμορ-Νορκλ. «Υπηρετεί, κυρίως, πλουσίους κάνοντας ό,τι βρομοδουλειά αρνούνται να κάνουν άλλοι αρχηγοί μισθοφόρων· και έχει εκβιάσει ακόμα και ορισμένους πελάτες του, σύμφωνα με τις φήμες.»
«Δεν είναι φήμες μόνο,» τον διαβεβαίωσε η Καρζένθα-Σολ.
Ο Μάλνεμορ στράφηκε να την ατενίσει. «Το ξέρεις από πρώτο χέρι;»
«Από τρίτο, βασικά, αλλά η πηγή μου είναι αρκετά καλή. Όπως και νάχει, ο Ζόλτεραλ-Ράο και ο Ουμπέρτο Γαλανός είναι δυο αρπακτικά που μύρισαν αίμα και κατεβαίνουν για να πιουν.»
«Το μόνο που θα πιουν είναι το δικό τους αίμα!» γρύλισε ο Ζιλμόρος.
Κάμποσοι συμμορίτες συμφώνησαν μεγαλόφωνα, υψώνοντας και όπλα στον αέρα.
«Θα πάρουμε και την Έκθυμη!» φώναξε ο Ζιλμόρος.
Κι άλλες ζητωκραυγές.
«Δεν ξέρετε τι λέτε!» τους διέκοψε ο Μάλνεμορ-Νορκλ. «Ο Ζόλτεραλ-Ράο και ο Ουμπέρτο Γαλανός είναι, ίσως, χειρότεροι από τους πλουτοκράτες της Β’ Ανωρίγιας.»
Τα μαύρα γυαλιά του Ζιλμόρου στράφηκαν ν’αντικρίσουν τον ευγενή. «Οι πλουτοκράτες δεν είναι πια εδώ.»
«Τον εχθρό μας, όμως, όπως και νάχει, δεν τον υποτιμάμε,» είπε ο Κάδμος. «Υποπτεύομαι πως θα ήταν τραγικό λάθος.»
«Αναμφίβολα θα ήταν, Εξοχότατε,» επιβεβαίωσε ο Άλβερακ, ο υπαρχηγός των Μικρών Γιγάντων.
Ο Κάδμος στράφηκε στην Καρζένθα και τη ρώτησε τι στρατηγική πρότεινε. Ήταν το μόνο άτομο εδώ μέσα, τούτη τη στιγμή, που νόμιζε ότι μπορούσε να εμπιστευτεί για τη διαμόρφωση κάποιου σχεδίου. Προτού το στράτευμα του Ζόλτεραλ-Ράο κατεβεί στους Χρυσούς Λόφους και τους πατήσει όλους.
*
Η Καρζένθα-Σολ είπε πως έπρεπε, πάση θυσία, να κρατήσουν τους Χρυσούς Λόγους, που ήταν η καρδιά της Β’ Ανωρίγιας. Επίσης, καλό θα ήταν να κρατήσουν και τον Καπνοφόρο όπου υπήρχαν τόσα εργοστάσια και βιομηχανίες. Τον Ψηλό Φύλακα, δυστυχώς, δεν προλάβαιναν να τον κρατήσουν· ήταν χαμένη υπόθεση πλέον· καλύτερα να τον ξεχνούσαν.
Ο Κάδμος συμφώνησε με τη λογική της, και κανείς άλλος δεν έφερε αντίρρηση, οπότε ξεκίνησαν αμέσως, από την ίδια νύχτα κιόλας, να οργανώνονται.
Στον Μαρσέλ Φοριβάλκω, που ήταν φρουρός προτού γίνει επαναστάτης, ο Αλυσοδεμένος Ποιητής ανέθεσε την ανασυγκρότηση της διαλυμένης Φρουράς.
«Μα, δεν έχω τέτοια δικαιοδοσία...» είπε ο Μαρσέλ, δείχνοντας έκπληκτος με την απόφαση του Κάδμου. «Μόνο ο Φρούραρχος μπορεί να...»
«Ναι, ο Φρούραρχος. Ο καινούργιος Φρούραρχος της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας.»
Αυτή ήταν η πρώτη νομική πράξη του Κάδμου ως Πολιτάρχη. Τους ξάφνιασε, προς στιγμή, όλους όσους στέκονταν γύρω απ’το τραπέζι. Δεν είχε γίνει καμια τελετή για την αναγόρευσή του στο ανώτατο πολιτικό αξίωμα της Β’ Ανωρίγιας, αλλά, φυσικά, άπαντες γνώριζαν πως δεν υπήρχε ο χρόνος για κάτι τέτοιο τώρα. Κι επιπλέον, κανείς δεν διαφωνούσε ότι ο Κάδμος εξακολουθούσε να είναι ο ηγέτης τους. Άρα, αυτός θα αποφάσιζε τι θα γινόταν. Άρα, αυτός ήταν ο Πολιτάρχης.
Έτσι, ο Κάδμος Ανθοτέχνης, ο Αλυσοδεμένος Ποιητής, έγινε ανώτατος άρχοντας της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας. Χωρίς κανείς να αναφέρει τίποτα. Σαν όλοι να το θεωρούσαν δεδομένο πως ήδη ήταν Πολιτάρχης.
Ο Μαρσέλ Φοριβάλκω μειδίασε, ακόμα ξαφνιασμένος. «Εξοχότατε... ευχαριστώ,» είπε. «Ελπίζω να φανώ άξιος των καθηκόντων–»
«Αν δεν φανείς άξιος, θα μας λιώσουν όλους ο Ζόλτεραλ-Ράο και οι στρατοί του,» αποκρίθηκε ο Κάδμος. «Δε θα έχει κανείς χρόνο για να σε κατηγορήσει για τίποτα, Μαρσέλ.»
Αρκετοί γέλασαν, παρά την κρισιμότητα της κατάστασης, για να διώξουν πιθανώς το άγχος τους.
«Μου δώσατε το καλύτερο δυνατό κίνητρο, Εξοχότατε,» παραδέχτηκε ο νέος Φρούραρχος της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας.
*
Όταν η Γενική Αίθουσα Συναθροίσεων του Πολιταρχικού Μεγάρου άδειασε, ο Κάδμος έμεινε μόνος, φρουρούμενος από έξι Μικρούς Γίγαντες, καθισμένος στη θέση του Πολιτάρχη. Κάπνιζε ένα τσιγάρο και προσπαθούσε να συνέλθει, να οργανώσει τις σκέψεις του, να συνειδητοποιήσει βαθιά μέσα του τι ακριβώς είχε συμβεί.
Τη μια στιγμή πολεμούσαμε την πλουτοκρατία. Την άλλη στιγμή η πλουτοκρατία εξαφανίστηκε και ανιχνεύαμε προσεχτικά τους δρόμους. Την επόμενη στιγμή παρουσιάστηκε η Κορίνα και μάθαμε ότι δεχόμαστε επίθεση από την Έκθυμη. Και τώρα–
Η Κορίνα παρουσιάστηκε ξανά, πίσω από την κουρτίνα όπου είχε κρυφτεί, διακόπτοντας τους συλλογισμούς του Κάδμου. Τα μάτια των Μικρών Γιγάντων ήταν επάνω της σαν μάτια εκπαιδευμένων σκύλων, έτοιμων να τιναχτούν και να σκοτώσουν αν υπήρχε κίνδυνος για τον αφέντη τους.
Η Κορίνα χαμογέλασε. «Είσαι καλύτερος απ’ό,τι νόμιζα, Κάδμε,» είπε πλησιάζοντάς τον. «Είσαι προορισμένος για μεγάλα πράγματα.»
Τον Κάδμο δεν τον ενδιέφεραν οι κολακείες· για την ακρίβεια, τις υποπτευόταν. Ρώτησε: «Θα έχουμε κι άλλα όπλα;»
«Θα έχετε. Καθώς και πληροφορίες.»
«Τι πληροφορίες;»
«Θα ξαναμιλήσουμε σύντομα, Κάδμε,» αποκρίθηκε η Κορίνα, κι έφυγε από την αίθουσα από μια μικρή πλευρική πόρτα.
*
Η πλουτοκρατία είχε εγκαταλείψει τη Β’ Ανωρίγια Συνοικία παίρνοντας μαζί της πολλούς μισθοφόρους, φρουρούς, όπλα, και εξοπλισμούς. Αλλά δεν μπορούσε να πάρει τα πάντα. Είχε αφήσει πίσω της αρκετά όπλα, πολεμοφόδια, οχήματα, αεροσκάφη, τα οποία τώρα οι επαναστάτες μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν εναντίον του Ζόλτεραλ-Ράο. Και η Φρουρά είχε διαλυθεί μόνο προσωρινά· οι άνθρωποι που την αποτελούσαν εξακολουθούσαν να υφίστανται, φυσικά, και ο Μαρσέλ Φοριβάλκω, ως νέος Φρούραρχος, δεν άργησε να τους συγκεντρώσει και να τους δώσει καινούργιες διαταγές.
Οι πάντες ήταν, βέβαια, τρομαγμένοι, και δικαιολογημένα. Καθώς το στράτευμα του Ζόλτεραλ-Ράο αλώνιζε τον Ψηλό Φύλακα, φήμες έτρεχαν μέσα σ’ολάκερη τη συνοικία σαν φλογισμένοι άνεμοι: Η Έκθυμη είχε έρθει για να λεηλατήσει τη Β’ Ανωρίγια! Ο Πολιτάρχης της είχε φέρει εμπειροπόλεμους μαχητές, καλά οπλισμένους· μεγάλα θωρακισμένα οχήματα· καταστροφικά αεροσκάφη· μεταβαλλόμενα οχήματα/σκάφη· ακόμα και ενεργειακά κανόνια, και ηχητικά κανόνια που γκρέμιζαν τοίχους με θόρυβο και διέλυαν κάθε τζάμι και κρύσταλλο στην περιοχή επίδρασής τους. Ορισμένοι, επιπλέον, έλεγαν πως είχαν δει ένα γιγάντιο κανόνι που στόχευε και άνθρωποι έπεφταν κάτω μουδιασμένοι, παράλυτοι, ακόμα κι αν στέκονταν πίσω από τοίχους ή αν βρίσκονταν μέσα σε οχήματα, χωρίς να φαίνεται τι ήταν εκείνο που τους είχε χτυπήσει· και σίγουρα δεν ήταν ήχος. Ήταν κάποιου είδους αόρατη δύναμη.
«Όπλο εσωτερικών δονήσεων,» είπε η Καρζένθα στον Κάδμο.
«Τι είν’ αυτό;»
«Είναι τελευταίας τεχνολογίας. Αλλά δεν το ήξερα πως υπάρχουν τέτοια κανόνια. Νόμιζα ότι μόνο μικρά όπλα εσωτερικών δονήσεων φτιάχνονται.»
«Δεν είναι ηχητικά;»
«Όχι. Προκαλούν εσωτερικές δονήσεις στο οργανικό σώμα, και οι λεπτοί τοίχοι δεν τα εμποδίζουν. Μπορείς να χτυπήσεις, μ’αυτά τα όπλα, ανθρώπους που κρύβονται μέσα σ’ένα διπλανό δωμάτιο και να τους παραλύσεις.»
«Γιατί δεν έχουμε κι εμείς τέτοια όπλα;»
«Ρώτα την Κορίνα.»
Αλλά η Κορίνα δεν ήταν εκείνη την ώρα εκεί για να τη ρωτήσουν.
*
Το στράτευμα του Ζόλτεραλ-Ράο, μόλις είχε κατακτήσει τον Ψηλό Φύλακα, δεν καθυστέρησε να κινηθεί προς τα νότια. Παρότι ο Πολιτάρχης της Έκθυμης πρέπει να είχε καταλάβει ότι η πλουτοκρατία είχε εξαφανιστεί, δεν έδειξε καμια πρόθεση να μιλήσει με τους επαναστάτες. Ήταν αποφασισμένος να πάρει ολόκληρη τη Β’ Ανωρίγια· δεν ήταν εδώ για να διαπραγματευτεί. Και, μάλλον, δεν θεωρούσε αξιόπιστους τους επαναστάτες ούτως ή άλλως. Δεν τους είχε για άτομα με τα οποία μπορείς να κάνεις διπλωματία. Τους είχε για άτομα που οφείλουν, το συντομότερο δυνατόν, να εξοντωθούν.
Τουλάχιστον, αυτή την εντύπωση έδινε στον Κάδμο, στην Καρζένθα-Σολ, και στους υπόλοιπους. Επιπλέον, ούτε εκείνοι είχαν καμια επιθυμία να διαπραγματευτούν μαζί του, εκτός αν ήταν πρόθυμος να πάρει τους στρατούς του και να φύγει από δω ασυζητητί – πράγμα που, προφανώς, δεν ήταν καθόλου πρόθυμος να κάνει.
Οι επαναστάτες τού είχαν στήσει παγίδα, και ήταν βέβαιοι ότι θα έπεφτε μέσα της, όπως ο γύπας του Κρόνου που κατέρχεται φτεροκοπώντας από την ταράτσα ενός ουρανοξύστη για να φάει τις σάρκες ενός δολοφονημένου ανθρώπου σ’ένα σοκάκι, χωρίς να ξέρει ότι κάποιος τον σημαδεύει με τουφέκι από ένα κοντινό παράθυρο...
Το μισθοφορικό φουσάτο από την Έκθυμη, διασχίζοντας τον Ψηλό Φύλακα, όρμησε στα σύνορα των Χρυσών Λόφων. Εκεί συνάντησε την αντίσταση του στρατού του Αλυσοδεμένου Ποιητή, που ήταν ενισχυμένος από κάθε άνθρωπο πρόθυμο να βοηθήσει – και δεν ήταν λίγοι αυτοί που ήταν πρόθυμοι να βοηθήσουν. Ο κόσμος της Β’ Ανωρίγιας είχε γενικά ξεσηκωθεί τούτες τις μέρες. Ήταν ένα φθινόπωρο καλό για επανάσταση.
Ο στρατός της Έκθυμης συγκρούστηκε με τον στρατό της Β’ Ανωρίγιας στα βόρεια σύνορα των Χρυσών Λόφων. Αλλά αυτή δεν ήταν η παγίδα που είχαν στήσει ο Κάδμος, η Καρζένθα, και οι άλλοι επαναστάτες. Η παγίδα τώρα έμπαινε σε λειτουργία.
Φρουροί από τον Ρυθμιστή, στα ανατολικά, και από τον Τροχοδιώκτη, στα δυτικά, ήρθαν ολοταχώς προς τους Λόφους. Επιτέθηκαν στο φουσάτο του Ζόλτεραλ-Ράο από δυο αντικριστές μεριές.
Και τώρα ο στρατός της Έκθυμης ήταν περικυκλωμένος: από τα νότια είχε εχθρούς, από τα ανατολικά είχε εχθρούς, από τα δυτικά είχε εχθρούς· μόνο ο βορράς ήταν ανοιχτός. Μπορούσαν μονάχα να υποχωρήσουν αν ήθελαν.
Αλλά δεν ήθελαν.
Και η δύναμη κι η οργάνωσή τους ξάφνιασαν τους επαναστάτες και τη Φρουρά της Β’ Ανωρίγιας. Τα όπλα τους τίναζαν πέρα τους εχθρούς τους όπως ο άνεμος τινάζει τα ξερά φύλλα των δέντρων. Η υπεροπλία τους ήταν καταφανής. Και ο τρόπος που μάχονταν ήταν έκδηλα ανώτερος του τρόπου δράσης των επαναστατών και των φρουρών. Ήταν όλοι τους εμπειροπόλεμοι φονιάδες.
Και, σαν να μην έφταναν αυτά, είχαν φέρει μαζί τους κάτι που εξέπληξε ακόμα και τον Σολάμνη’μορ κι άλλους Τεχνομαθής μάγους. Ενώ οι συγκρούσεις μαίνονταν μέσα στους δρόμους των Χρυσών Λόφων, πέντε άρματα μάχης ενώθηκαν μεταξύ τους: το ένα κόλλησε πάνω στο άλλο, σαν τα μέταλλά τους να έλιωναν και να έρρεαν, ώστε να διαμορφωθεί ένα ενιαίο σώμα. Κι αυτό που σχηματίστηκε θύμιζε πελώριο μεταλλικό σκύλο· κυλούσε πάνω σε τέσσερα ερπυστριοφόρα πόδια που πυροβολούσαν προς όλες τις κατευθύνσεις, ενώ το κεντρικό σώμα του είχε ακόμα περισσότερα όπλα – ρουκετοβόλα, πυροβόλα, φλογοβόλα, ένα ηχητικό κανόνι – και μια τρομερή κεφαλή. Ήταν ολόκληρη από γυαλιστερό ατσάλι και έμοιαζε με κεφάλι σκύλου ή λύκου άλλης διάστασης· είχε δύο μάτια που φεγγοβολούσαν και άστραφταν καθώς από μέσα τους έβγαινε ενέργεια η οποία, τρίζοντας, τύλιγε ολόκληρη την κεφαλή. Η δύναμή της ήταν ασύγκριτη. Κοπανούσε τοίχους και ολόκληρες πολυκατοικίες γκρεμίζονταν για να θάψουν από κάτω τους τους εχθρούς του Ζόλτεραλ-Ράο, σαν ο Πολιτάρχης της Έκθυμης να μην ενδιαφερόταν αν θα ερείπωνε ολόκληρη τη συνοικία που σχεδίαζε να κατακτήσει.
Οι επαναστάτες και οι φρουροί τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Σκορπίστηκαν προς τα νότια, προς τα ανατολικά, προς τα δυτικά, φεύγοντας από τους Χρυσούς Λόφους για να βρουν ασφάλεια στην Επισήμαντη, στον Καπνοφόρο, στον Ρυθμιστή, στον Τροχοδιώκτη.
Όταν, μέσα στο απόγευμα, οι συγκρούσεις έληξαν, ο στρατός του Ζόλτεραλ-Ράο ήταν νικητής: είχε κατακτήσει τους Χρυσούς Λόφους. Το πελώριο άρμα που αποτελείτο από πέντε άρματα σταμάτησε στα μέσα της Χρυσής Λεωφόρου που ήταν τυλιγμένη σε καπνούς, και φωτιές ήταν αναμμένες παντού γύρω της.
Μια καταπακτή άνοιξε πάνω στο κεντρικό σώμα του άρματος και ο Ουμπέρτο Γαλανός βγήκε κατά το ήμισυ, φορώντας αλεξίσφαιρη πανοπλία και κράνος με ειδικά κρύσταλλα στα μάτια που είχαν και τηλεσκοπικές ιδιότητες. Τώρα, ο μισθοφόρος πάτησε ένα κουμπί στο πλάι του κράνους μετατρέποντας αυτά τα κρύσταλλα σε κιάλια, και ερεύνησε τον χώρο ολόγυρα.
«Σαν δαρμένα σκυλιά...» μουρμούρισε. Πουθενά δεν διέκρινε αντίσταση. Αφού η πλουτοκρατία, όπως φαινόταν, είχε υποχωρήσει (Δειλοί όλοι τους!) παίρνοντας μαζί της κάθε σοβαρή άμυνα της Β’ Ανωρίγιας, η συνοικία θα κατακτιόταν εύκολα. Αυτοί οι επαναστάτες δεν μπορεί να ήταν τίποτα περισσότερο από ξαναμμένοι αλήτες και καιροσκόποι εγκληματίες του υπόκοσμου.
Ο Γαλανός γέλασε. Θα είναι σαν να κάνουμε περίπατο. Έναν περίπατο γεμάτο δώρα δεξιά κι αριστερά – όπως σ’αυτά τα εικονικά παιχνίδια που παίζεις, τρέχοντας μέσα σ’ένα λαβύρινθο ως τερατάκι το οποίο τρώει γλυκά που του δίνουν πόντους!
Πατώντας ένα άλλο κουμπί πάνω στο κράνος του, ενεργοποίησε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό που ήταν ενσωματωμένος σ’αυτό.
«Γαλανέ,» άκουσε τη φωνή του Ζόλτεραλ-Ράο. «Πώς πάνε τα πράγματα στη Β’ Ανωρίγια;»
«Η καρδιά της συνοικίας είναι δική μας, Άρχοντά μου.»
«Οι Χρυσοί Λόφοι έπεσαν στα χέρια μας; Τόσο γρήγορα;»
Ο Ουμπέρτο Γαλανός γέλασε. «Σας το είπα ότι οι επαναστάτες είναι ερασιτέχνες.»
«Συνέχισε την καλή δουλειά, Γαλανέ. Θα έρθω σύντομα εκεί, με ελικόπτερο.»
«Θα σας περιμένουμε, Άρχοντά μου.»
Η τηλεπικοινωνία τερματίστηκε.
Μια φιγούρα ξεπρόβαλε μέσα από τους καπνούς. Ο Ουμπέρτο τη διέκρινε παρότι είχε πλέον απενεργοποιήσει τις τηλεσκοπικές ιδιότητες των κρυστάλλων του κράνους του. Η φιγούρα, ούτως ή άλλως, δεν βρισκόταν μακριά.
Και δεν φαινόταν να οπλοφορεί. Βάδιζε άνετα. Οι καπνοί παραμερίστηκαν από έναν ξαφνικό άνεμο και αποκαλύφθηκε πως ήταν μια πορφυρόδερμη γυναίκα με ξανθά μαλλιά.
Ο Ουμπέρτο χαμογέλασε, κι έκανε νόημα στους μαχητές που είχαν συγκεντρωθεί γύρω από το πενταπλό άρμα του να μην πυροβολήσουν. Κατέβηκε από το ψηλό όχημα πηδώντας ευέλικτα στο ραγισμένο πλακόστρωτο που ήταν γεμάτο τρύπες, αίματα, θραύσματα, κάλυκες, σφαίρες, σκόνες, πέτρες.
Η πορφυρόδερμη γυναίκα είχε σταματήσει να βαδίζει, περιμένοντάς τον. Ο Ουμπέρτο Γαλανός την πλησίασε, γνέφοντας στους μαχητές του να μην τον ακολουθήσουν.
«Κορίνα...» είπε, βγάζοντας το κράνος του.
«Δεν είχα δίκιο που σου πρότεινα να επιτεθείς τώρα, αγάπη μου;»
Ο Ουμπέρτο κατένευσε. «Η συνοικία ήταν σχεδόν ανυπεράσπιστη. Αλλά ποτέ δεν αμφέβαλλα για την πρότασή σου, Κορίνα. Ο Πολιτάρχης ήταν που δίσταζε, και το ξέρεις.»
«Ο Ζόλτεραλ-Ράο είναι πολεμοκάπηλος και ανόητος συγχρόνως.»
«Να τον σκοτώσω όταν θα έρθει;»
«Έρχεται τώρα;»
«Ναι, με ελικόπτερο.»
«Δεν είναι ακόμα η ώρα να πεθάνει. Φρόντισε να έχεις ολόκληρη τη Β’ Ανωρίγια υπό τον έλεγχό σου και τότε σκότωσε τον Ζόλτεραλ-Ράο. Και θα γίνεις Πολιτάρχης, όχι μίας αλλά δύο συνοικιών, όπως σου υποσχέθηκα.»
«Ο Κρόνος σ’έστειλε σ’εμένα, Κορίνα! Αν όχι ο Σκοτοδαίμων,» πρόσθεσε ο Ουμπέρτο μ’ένα μοχθηρό μειδίαμα.
«Φρόντισε όμως να μην ξεχνάς τη συμφωνία μας,» είπε εκείνη, αγγίζοντας με δύο γαντοφορεμένα δάχτυλά της τα χείλη του. «Τίποτα δεν ξέρεις για εμένα. Ούτε το όνομά μου. Ούτε ποια είμαι. Ούτε τίποτα.»
«Δεν ξεχνάω, Κορίνα,» αποκρίθηκε ο Ουμπέρτο, φιλώντας το γαντοφορεμένο χέρι της.
«Θα σου πω τώρα πώς ακριβώς να νικήσεις τους επαναστάτες μια και καλή. Πώς ακριβώς πρέπει να κινηθείς.»
Ο Ουμπέρτο γέλασε. «Το θεωρείς απαραίτητο; Αυτοί οι παλιάτσοι δεν μπορούν να με σταματήσουν!»
«Εσύ ποτέ δεν υποτιμάς τον εχθρό, Ουμπέρτο...»
«Δεν τους υποτιμώ· απλά τους κρίνω. Και η κρίση μου γι’αυτούς είναι ότι πολεμάνε χειρότερα απ’τον σκύλο μου.»
Η Κορίνα μειδίασε λοξά. «Ίσως όμως να ετοιμάζουν κάποιες εκπλήξεις που δεν μπορείς να φανταστείς. Άκουσέ με και δεν θα χάσεις. Έχεις χάσει ποτέ από εμένα;»
Ο Ουμπέρτο Γαλανός άκουσε.
Οι Νομάδες μιλάνε για τη γυναίκα με το θαυματουργικό άγγιγμα, ενώ η Μιράντα αναρωτιέται για τη φύση των αόρατων δρόμων· και μετά ταξιδεύουν μέσα σε μια συνοικία παρακμιακή και φτωχή, που ορισμένοι τη θεωρούν «τόπο δοκιμασίας» και όπου το ιερατείο φαίνεται να ζει καλύτερα από άλλους, προτού καταυλιστούν μες στη νύχτα για να διεξαχθεί η τελική μονομαχία των Πνευμάτων των Δρόμων.
Οι φήμες που κυκλοφορούσαν μέσα στο πλήθος των Νομάδων των Δρόμων, από το ένα στόμα στο άλλο, ήταν τρελές:
Η γυναίκα που βάδιζε μαζί με την Εύνοια – μια Θυγατέρα της Πόλης, δίχως αμφιβολία! – η Μιράντα, είχε θεραπεύσει το τραύμα στο μάγουλο της Ηχώς αγγίζοντάς το μονάχα. Με το γυμνό της χέρι είχε κάνει την πληγή να εξαφανιστεί! Ένα θαύμα!
Ο Θόρινταλ δυσκολευόταν να το πιστέψει, αλλά, πλησιάζοντας την Ηχώ, το είδε με τα ίδια του τα μάτια. Η ουλή στο μάγουλό της είχε εξαφανιστεί. Μαζί του ήταν η Λάρνια, ο Εύθυμος, και ο Σκέλεθρος (με τον σκύλο του τον Ανδρόνικο), και το είδαν κι αυτοί όπως και πολλοί άλλοι ώς τώρα.
Οι Νομάδες των Δρόμων είχαν κατασκηνώσει σ’έναν ανοιχτό χώρο κάτω από μια χαμηλή γέφυρα, ένα μέρος γεμάτο σκουπίδια τα οποία είχαν γρήγορα καθαρίσει, παραμερίζοντάς τα κυρίως. Γύρω τους, από τις άκριες της γέφυρας, η βροχή συνέχιζε να πέφτει δυνατή, μοιάζοντας να σχηματίζει κουρτίνες που τους έκρυβαν από την υπόλοιπη Επίστρωτη.
«Και το έκανε με το χέρι της μόνο;» ρώτησε ο Θόρινταλ την Ηχώ. «Δεν το είχε αλείψει με κάποια αλοιφή, ή τίποτα τέτοιο;»
«Όχι, σου λέω. Απλά με άγγιξε, αισθάνθηκα ένα... ένα τσίμπημα, σαν να με χτύπησε προς στιγμή ενεργειακό ρεύμα, και μετά το τραύμα μου είχε εξαφανιστεί!» Χαμογελούσε.
Ένα Πνεύμα των Δρόμων τής είπε (μάλλον όχι για πρώτη φορά, υπέθεσε ο Θόρινταλ): «Σε θεράπευσε γιατί το ξέρει πως θα είσαι η επόμενη αρχηγός μας και θέλει νάχεις ωραίο πρόσωπο. Οι Θυγατέρες της Πόλης βλέπουν το μέλλον.»
Οι Θυγατέρες της Πόλης, σκέφτηκε ο Θόρινταλ, δεν βλέπουν το μέλλον. Εκτός απ’αυτή την Κορίνα, επειδή έχει το αρχαίο φυλαχτό. Αλλά πώς η Μιράντα είχε θεραπεύσει την Ηχώ; Η ίδια τού είχε πει ότι αυτά όλα ήταν μύθοι, και ότι οι αληθινές Θυγατέρες δεν ήταν όπως στους μύθους.
Ο Θόρινταλ στράφηκε και άρχισε να βαδίζει, να απομακρύνεται από την Ηχώ και τους άλλους που ήταν συγκεντρωμένοι γύρω της.
Η Λάρνια τον ακολούθησε. «Πού πας;»
«Να μιλήσω στη Μιράντα. Είμαι περίεργος να μάθω τι πραγματικά συνέβη.»
«Δεν πιστεύεις την Ηχώ;»
«Την πιστεύω. Πιστεύω ότι αυτό νομίζει πως συνέβη.»
«Αλλά συνέβη κάτι άλλο; Θόρινταλ, είναι Θυγατέρες της Πόλης – κι δυο τους – και η Μιράντα και η Εύνοια.»
«Οι Θυγατέρες της Πόλης δεν θεραπεύουν τραύματα με τα γυμνά τους χέρια.»
«Πού το ξέρεις, μα τον Κρόνο;»
«Δε σου είπα ότι μίλησα με τη Μιράντα;»
«Και τόσα πολλά σού είπε η Μιράντα;»
«Μου είπε αρκετά.»
Πλησίασαν τη σκηνή της Κυράς των Δρόμων, μπροστά στην οποία στέκονταν δύο φύλακες – Πνεύματα των Δρόμων, φυσικά. Από το ηχοσύστημα του ψηλού τετράκυκλου, παραδίπλα, ακουγόταν το Κάτω και Πάνω από τις Σκάλες των Ουρανών, του συγκροτήματος Έγχρωμοι Γεφυρίτες.
«Τι θέλεις;» ρώτησε ο ένας φρουρός τον σαμάνο.
«Να μιλήσω στην Εύνοια– Στη Μιράντα, βασικά. Είναι μέσα η Μιράντα;»
Ο φρουρός ένευσε. «Περίμενε λίγο.» Και στρεφόμενος στην κουρτίνα της σκηνής: «Εύνοια! Είναι ο Θόρινταλ ο σαμάνος εδώ· λέει πως θέλει να μιλήσει στη Μιράντα.»
«Να περάσει,» ακούστηκε η φωνή της Κυράς των Δρόμων.
Ο φρουρός έκλεισε το μάτι στον Θόρινταλ κι εκείνος μπήκε στη σκηνή μαζί με τη Λάρνια – η οποία έμοιαζε νάχε περάσει τελείως απαρατήρητη για κάποιο λόγο.
Η Εύνοια και η Μιράντα κάθονταν σε σκαμνιά μ’ένα χαμηλό τραπεζάκι ανάμεσά τους, επάνω στο οποίο ήταν πρόχειρα φαγητά κι ένα μπουκάλι Αργυρό Νεφέλωμα.
«Θόρινταλ...» είπε η Κυρά των Δρόμων, εν είδει χαιρετισμού.
«Εύνοια. Μιράντα.»
Η Μιράντα είπε, υπομειδιώντας: «Ήρθες έχοντας ακούσει για τις θεραπευτικές μου δυνάμεις, υποθέτω.»
«Υποθέτεις σωστά.»
«Θες να μάθεις αν είναι αλήθεια.»
«Είμαι περίεργος άνθρωπος, όπως θάχεις καταλάβει.»
Το μειδίαμα της Μιράντας πλάτυνε. Ήπιε μια γουλιά απ’το Αργυρό Νεφέλωμα στο ποτήρι της. «Καθίστε,» είπε. «Αν και... δεν φαίνεται νάχουμε άλλα καθίσματα...»
Η Εύνοια φώναξε στους φρουρούς να φέρουν δύο ακόμα σκαμνιά, και σε λίγο είχαν καθίσματα. Ο Θόρινταλ και η Λάρνια κάθισαν.
Η Μιράντα είπε: «Είναι αλήθεια ό,τι άκουσες. Τη θεράπευσα.»
«Με το γυμνό σου χέρι;»
«Ναι.»
«Μα, μου είχες πει ότι...»
«...όλα αυτά είναι μύθοι. Και όντως είναι μύθοι, Θόρινταλ. Κανονικά, δεν θα έπρεπε να μπορεί να συμβεί.»
Ο σαμάνος συνοφρυώθηκε, παρατηρώντας την.
Η Λάρνια αισθανόταν αόρατη γι’ακόμα μια φορά, και όφειλε να παραδεχτεί, σιωπηλά, στον εαυτό της, ότι την ενοχλούσε λιγάκι έτσι όπως κοίταζε ο Θόρινταλ τη Μιράντα. Την κοίταζε σαν γυναίκα. Δεν την κοίταζε όπως την Εύνοια.
Η Μιράντα τον ρώτησε: «Θυμάσαι τι σου είχα πει για τους αόρατους δρόμους;»
Ο Θόρινταλ ένευσε.
«Βρήκα τρόπο να τους ακολουθήσω–»
«Όπως η Κορίνα;»
«Η Κορίνα έχει το φυλαχτό. Εγώ δεν έχω το φυλαχτό. Και μέχρι στιγμής έχω ακολουθήσει τους δρόμους μόνο μία φορά. Χάρη στη βοήθεια της Εύνοιας.»
Ο Θόρινταλ κοίταξε την Κυρά των Δρόμων, η οποία είπε: «Θα μπορούσε να το είχε κάνει και μόνη της, βέβαια. Αλλά ήταν επικίνδυνο.»
«Επικίνδυνο;»
«Η Κορίνα ίσως να της έστηνε παγίδα ξανά. Όμως μαζί μας – μαζί με όλους τους Νομάδες – οι πιθανότητες ήταν πολύ μικρότερες· και τελικά, όντως, τίποτα δεν συνέβη.»
«Δεν καταλαβαίνω,» είπε ο Θόρινταλ. «Τι... τι κάνατε, δηλαδή;»
«Δεν παρατήρησες τίποτα το διαφορετικό σήμερα;»
«Η διαδρομή μας ήταν... πιο... ήταν διαφορετική... ήταν...»
«Δεν ήταν η συνηθισμένη,» είπε η Εύνοια. «Συναντούσαμε εμπόδια, συναντούσαμε καταστάσεις δυσάρεστες που κανονικά θα τις είχαμε αποφύγει.»
«Ακριβώς.»
«Αυτό συνέβη επειδή ακολουθούσαμε έναν από τους κρυφούς δρόμους.»
«Μα οι δρόμοι... ήταν κανονικοί δρόμοι, σωστά;»
Η Μιράντα απάντησε: «Η διαφορά δεν είναι στους φυσικούς δρόμους· είναι στην πορεία που ακολουθείς: στα πολεοσημάδια που ακολουθείς.»
Ο Θόρινταλ ήταν πάλι συνοφρυωμένος. «Εννοείς ότι αλλάζει ο τρόπος του βαδίσματος;»
«Υπό μία έννοια, ναι, αυτό είναι. Κι όταν φτάσεις στο τέλος του δρόμου, έρχεσαι σε επαφή με ένα ενεργειακό κέντρο της Ρελκάμνια που συνεχώς μετατοπίζεται. Το ενεργειακό κέντρο που έτυχε να φτάσουμε ήταν θεραπευτικής φύσης.»
«Μπορείτε, δηλαδή, τώρα να θεραπεύετε τραύματα;»
«Μόνο αν ακολουθήσουμε πάλι τον ίδιο δρόμο και φτάσουμε στο τέλος του.»
«Κι αυτό μπορεί να γίνει εύκολα;»
«Δεν είμαι σίγουρη, Θόρινταλ. Όπως σου είπα, πρώτη φορά το έκανα.»
«Και τώρα... είναι πιθανό να μας επιτεθεί η Κορίνα με κάποιον τρόπο;»
Η Μιράντα και η Εύνοια αλληλοκοιτάχτηκαν. «Θα δείξει,» είπε η πρώτη τελικά.
«Θα μείνεις μαζί μας, Μιράντα;»
«Προς το παρόν, ναι. Ο δρόμος μου και ο δρόμος των Νομάδων φαίνεται να ταυτίζονται.»
Ο Θόρινταλ έδειχνε ευχαριστημένος από αυτό, αλλά της Λάρνια δεν της άρεσε και τόσο. Από τότε που είχαν αρχίσει να σχετίζονται με τη Μιράντα, όλο κακά πράγματα συνέβαιναν! Η Γιάαμκα είχε σκοτωθεί. Ο Δεινοχάρης είχε σκοτωθεί. Ο Θόρινταλ παραλίγο να σκοτωθεί. Και βρίσκονταν τώρα κυνηγημένοι από αυτή την Κορίνα. Επιπλέον, η Λάρνια απορούσε τι φαινόταν να βρίσκει ο Θόρινταλ στη Μιράντα. Δεν ήταν και τόσο όμορφη! Η Εύνοια ήταν, καταφανώς, πολύ πιο όμορφη.
*
Το απόγευμα, η βροχή είχε σταματήσει. Οι δρόμοι ήταν, βέβαια, γεμάτοι νερά και λάσπες ακόμα, αλλά η Εύνοια έδωσε εντολή οι Νομάδες να διαλύσουν τον καταυλισμό τους και να συνεχίσουν να βαδίζουν. Όλοι τους εύχονταν η Κυρά των Δρόμων να μην ακολουθούσε παρόμοια πορεία όπως το πρωί, και η ευχή τους έγινε πραγματικότητα. Οι δρόμοι έμοιαζαν να ανοίγονται μπροστά τους θαυματουργικά, παρά τις λάσπες και τα νερά, παρά τα κυκλοφοριακά προβλήματα. Οι Νομάδες πάντοτε έβρισκαν τρόπο να περάσουν με ελάχιστη δυσκολία. Η Πόλη συνωμοτούσε υπέρ τους. Η Αστυνομία της Επίστρωτης, που εξακολουθούσε να τους παρακολουθεί παρά τα ακραία καιρικά φαινόμενα, πρέπει να είχε παραξενευτεί, υπέθεταν.
Η Μιράντα και η Εύνοια είχαν αποφασίσει τώρα να μην ακολουθήσουν κανέναν κρυφό δρόμο, για να μην ταλαιπωρήσουν τους Νομάδες αλλά και γιατί δεν υπήρχε συγκεκριμένος λόγος να το κάνουν. Η Μιράντα αναρωτιόταν πώς θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τους κρυφούς δρόμους για να νικήσει την Κορίνα – για να της πάρει το αρχαίο φυλαχτό. Σύμφωνα με τον Τόμο των Αόρατων Δρόμων, υπήρχαν διαφόρων ειδών κρυφοί δρόμοι. Δεν σου έδιναν μόνο τη δύναμη να θεραπεύσεις κάποιον. Υπήρχαν δρόμοι που όταν έφτανες στο τέλος τους μπορούσες να τηλεμεταφερθείς από το ένα σημείο της Ρελκάμνια στο άλλο· δρόμοι που σου πρόσφεραν άμεσες γνώσεις για διάφορα θέματα· δρόμοι που σε άφηναν να ταξιδέψεις μέσα στον χρόνο, ή μέσα στα όνειρα...
Η Μιράντα αναρωτιόταν πώς θα μάθαινε να τους ξεχωρίζει όλους αυτούς. Ακόμα και τον δρόμο που είχε, πριν από μερικές ώρες, ακολουθήσει μαζί με την Εύνοια δεν ήταν βέβαιη αν θα μπορούσε να τον ξαναβρεί. Τόσα πολεοσημάδια εμφανίζονταν και εξαφανίζονταν μες στην Πόλη, σαν ιδεογράμματα που γράφονται και σβήνονται πάνω στις σελίδες ενός μαγικού βιβλίου.
Επίσης, η Μιράντα αναρωτιόταν πώς ήταν δυνατόν συνηθισμένοι άνθρωποι να έχουν ακολουθήσει τους δρόμους. Γιατί, σύμφωνα με τον Τόμο των Αόρατων Δρόμων, ακριβώς αυτό είχε συμβεί αρκετές φορές. Δεν υπήρχε καμια αναφορά σε Θυγατέρες της Πόλης.
Δεν καταλαβαίνω... Ακόμα είναι πολλά πράγματα για τους κρυφούς δρόμους που δεν τα καταλαβαίνω καθόλου. Οι απλοί άνθρωποι δεν έβλεπαν σημάδια της Πόλης. Πώς μπορούσαν να μάθουν να ακολουθούν τους αόρατους δρόμους; Τι ακριβώς διέκριναν; Από πού ξεκινούσαν; Ο Τόμος ήταν, το λιγότερο, ασαφής σ’αυτά τα θέματα.
Το βράδυ, όταν καταυλίστηκαν σε μια πλατεία, εκεί όπου συναντιόνταν τρεις γέφυρες και υπήρχε ένα μικρό πανδοχείο και μερικά μπαρ, η Μιράντα πήγε να ξεκουραστεί στη σκηνή της Εύνοιας. Κοιμόνταν μαζί οι δυο τους· τα Πνεύματα έστηναν δύο κρεβάτια μέσα.
Η Εύνοια είπε: «Θέλω να σου ζητήσω μια χάρη.»
Η Μιράντα έβγαλε τις μπότες της. «Τι χάρη;» Κάθισε στο λυόμενο κρεβάτι.
«Να μην ακολουθήσουμε τους κρυφούς δρόμους μέχρι να εκλέξουν τα Πνεύματα τον καινούργιο αρχηγό τους. Δε θέλω να συμβεί κάτι που μπορεί να χαλάσει την όλη διαδικασία και να προκληθεί αναστάτωση.»
«Εντάξει,» συμφώνησε η Μιράντα. «Ούτως ή άλλως, πρέπει να τα σκεφτώ λίγο όλ’ αυτά.»
Η Εύνοια ένευσε, ευχαριστημένη. Έβγαλε τα παπούτσια της και τον μακρύ, πράσινο-και-κόκκινο χιτώνα της, μένοντας μ’ένα κοντό μαύρο μεσοφόρι, και ξάπλωσε στο άλλο κρεβάτι της σκηνής, τραβώντας την κουβέρτα επάνω της. Είχε ψύχρα απόψε, ύστερα από τη βροχή. Ένα υγρό κρύο που σε διαπερνούσε ώς το κόκαλο, είτε ήσουν Θυγατέρα της Πόλης είτε όχι.
«Να ψήσω ζεστή σοκολάτα;» ρώτησε η Μιράντα.
Η Εύνοια χαμογέλασε. Θυμόταν που η Μιράντα τής έψηνε ζεστή σοκολάτα όταν είχε αναγεννηθεί, όταν την είχε γλιτώσει από εκείνο το πρώτο νοητικό χάος που την είχε κατακλύσει. «Ναι,» αποκρίθηκε.
Η Μιράντα σηκώθηκε απ’το κρεβάτι και πλησίασε την ενεργειακή εστία στη γωνία της σκηνής.
*
Την επόμενη μέρα συνέχισαν να βαδίζουν βόρεια μέσα στην Επίστρωτη και ώς το απόγευμα είχαν περάσει τα σύνορα που τη χώριζαν από την Επιγεγραμμένη, μπαίνοντας στη δεύτερη. Όπου, φυσικά, δεν υπήρχαν φύλακες. Ήταν μια συνοικία στα όρια της διάλυσης. Οι κάτοικοί της πεσμένοι κάτω από τα όρια της φτώχειας – μες στο απόγευμα έβλεπες οικήματα να φωτίζονται με λάμπες λαδιού, όχι με ενεργειακά φώτα, ενώ πολλά ήταν τελείως σκοτεινά. Και οι δρόμοι ήταν επίσης άφωτοι, και γεμάτοι σκουπίδια και κάθε λογής θραύσματα και ακαθαρσίες. Τα οχήματα που κινούνταν ήταν, κυρίως, δημόσια επιβατηγά ή τρένα. Ιδιωτικά οχήματα μπορούσαν να έχουν ελάχιστοι κάτοικοι. Στην Επιγεγραμμένοι, πολλοί μετακινούνταν με τη χρήση ζώων, είτε καβαλώντας τα είτε βάζοντάς τα να τραβάνε κάρα. Αυτό ήταν ένα θέαμα που εξέπληξε τους Νομάδες, καθώς στη Ρελκάμνια γενικά τα ζώα δεν χρησιμοποιούνταν με τέτοιο τρόπο· όλα τούτα τούς έμοιαζαν με εικόνες από άλλες διαστάσεις.
«Μα τον Κρόνο!» αναφώνησε ο Βίκτορας (ο ένας από τους δύο αλήτες που είχαν έρθει με τους Νομάδες στην Πλατεία Διχαλωτής, στην Αμφίνομη, κι ακόμα δεν είχαν φύγει). «Τι είν’ αυτό το τέρας, ρε σεις!;»
Μες στο σούρουπο, ένα ψηλό τετράποδο με μεγάλα αφτιά διέσχιζε τον ίδιο δρόμο που διέσχιζαν και οι Νομάδες, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση, τσακίζοντας σκουπίδια κάτω από τα πελώρια πέλματά του. Πίσω του τραβούσε ένα κάρο γεμάτο μεταλλικές σαβούρες. Επάνω του καθόταν ένας άντρας με μικρό μαστίγιο στο χέρι, ο οποίος κοίταζε τους Νομάδες με έκφραση απορημένη όπως οι δικές τους εκφράσεις.
«Τι σκατά είν’ αυτό, μα τον Κρόνο;» ξαναρώτησε ο Βίκτορας.
Ο Εύθυμος γέλασε. «Ελέφαντας.»
«Τι είν’ ο ελέφαντας, ρ’ αφεντικό;»
Ο Θόρινταλ τού είπε: «Ζώο από άλλη διάσταση. Από τη Φεηνάρκια, συνήθως.»
«Μα τα παπάρια του Κρόνου, ρε! Δες τι κωλομέρια έχει αυτό το πράμα!» είπε ο Βίκτορας, κοιτάζοντας τον ελέφαντα που τους είχε περάσει και φαινόταν τώρα η πίσω μεριά του. «Πού το βάζουν να χέζει, να πούμε; Υπάρχουν ειδικές χέστρες γι’αυτά τα πράματα;»
Ο Θόρινταλ, ο Εύθυμος, η Λάρνια, και η Μαρίνα γελούσαν.
«Τι νομίζεις ότι πατάμε τόση ώρα εδώ;» είπε η τελευταία.
«Μη μου πεις ότι μες στο δρόμο...;» Ο Βίκτορας μόρφασε, υποδηλώνοντας αποστροφή. «Ε όχι, ρε, αίσχος, ρε... Μες στο δρόμο;»
«Η Μαρίνα σε δουλεύει,» του είπε ο Εύθυμος, ακόμα γελώντας. «Σίγουρα δεν πατάμε μόνο σκατά ελέφαντα στους δρόμους της Επιγεγραμμένης.»
Είχαν δει κι άλλα ζώα να περιφέρονται εδώ μαζί με τους αφέντες τους. Γιγαντόλυκους από τη Μοργκιάνη (όπως είχε πει ένας που τους ήξερε, που τους είχε ξαναδεί σε φωτογραφίες), άλογα (από διάφορες διαστάσεις, ίσως και από κάποια εκτροφεία της Ρελκάμνια), λυκόχοιρους από τη Φεηνάρκια (όπως είχε πει μια άλλη που τους ήξερε από ντοκιμαντέρ).
Η Εύνοια οδήγησε τους Νομάδες των Δρόμων σ’ένα μέρος που φαινόταν τελείως ερημικό, ώστε να κατασκηνώσουν. Ελάχιστοι κάτοικοι της συνοικίας είχαν βγει μέχρι στιγμής για να τους παρακολουθήσουν, και ούτε εδώ τούς έδωσαν πολλή σημασία. Μονάχα μερικές σκιές διέκριναν να τους κοιτάζουν από απόσταση και μετά να εξαφανίζονται.
Το μέρος ήταν σκοτεινό, δεν υπήρχαν καθόλου δημόσια φώτα, και τα φώτα που έρχονταν από τα τριγυρινά οικοδομήματα ήταν πολύ λίγα και αδύναμα. Οι λάμπες που άναψαν οι Νομάδες ήταν σαν την ίδια την αυγή, σαν τον ερχομό της ημέρας, μέσα σ’ένα τέτοιο αστικό τοπίο ερήμωσης και φτώχειας.
«Γιατί αυτοί οι άνθρωποι ζουν έτσι;» ρώτησε η Λάρνια, καθώς εκείνη, ο Θόρινταλ, και μερικοί άλλοι ήταν συγκεντρωμένοι γύρω από μια ενεργειακή θερμάστρα και μια ενεργειακή λάμπα, ανάμεσα στις σκηνές του καταυλισμού. «Τι δεν πάει καλά εδώ και είναι σ’αυτή την κατάσταση;»
«Η βιομηχανία τους, ίσως,» υπέθεσε ο Εύθυμος.
«Ή το εμπόριο,» πρόσθεσε ο Ρίμναλ, που οι άλλοι με το ζόρι τον αποδέχονταν πλέον κοντά τους, και μόνο επειδή η Εύνοια τούς το είχε ζητήσει. Εξακολουθούσαν να τον βλέπουν ως εχθρό – ή, τουλάχιστον, πιθανό εχθρό. Και δικαιολογημένα, σκεφτόταν ο Θόρινταλ. Κι ο ίδιος δεν μπορούσε πια να κοιτάζει φιλικά τον Ρίμναλ, όχι ύστερα απ’ό,τι είχε συμβεί. Ο Ρίμναλ τού είχε επιτεθεί, άλλωστε. Και, κυρίως, είχε προδώσει την Εύνοια με τον τρόπο που την είχε προδώσει... Ακόμα κι αν βρισκόταν υπό την επήρεια της Κορίνας, ο Θόρινταλ δεν μπορούσε να τον συγχωρέσει.
«Και τα δύο συγχρόνως, μάλλον,» είπε τώρα ο σαμάνος. «Αλλά στην Αμφίνομη έχω ακούσει να λένε πως υπάρχουν και κάποιοι πλούσιοι εδώ. Ιερείς του Κρόνου. Επειδή στην Επιγεγραμμένη είναι ένας ιερός τοίχος.»
«Τι τοίχος;» ρώτησε ο Σκέλεθρος, καπνίζοντας τη μακριά, στριφτή πίπα του, ενώ ο Ανδρόνικος ήταν κουλουριασμένος στα πόδια του.
Η φωνή που του απάντησε δεν ανήκε στον Θόρινταλ· ανήκε σε μια γυναίκα μισοκρυμμένη στο σκοτάδι, στα όρια του φωτός της ενεργειακής λάμπας. «Ο Επιγεγραμμένος Τοίχος,» είπε η Τζουλιάνα, η ιέρεια του Κρόνου.
«Επιγεγραμμένος Τοίχος;» έκανε ο Ράνελακ, ο Σκέλεθρος, μορφάζοντας.
«Απ’αυτόν τούτη η συνοικία έχει πάρει τ’όνομά της. Δεν έχω ξανάρθει εδώ, μα το ξέρω. Είναι τόπος δοκιμασίας.»
«Τι δοκιμασίας;» ρώτησε η Βιολέτα η σαμάνος, με την ένρινη φωνή της.
«Στην καρδιά της Επιγεγραμμένης,» είπε η Τζουλιάνα, «ορθώνεται ο Επιγεγραμμένος Τοίχος που έχει ύψος γύρω στα εικοσιπέντε μέτρα, αν δεν λαθεύω, και πλάτος πάνω από πέντε μέτρα. Υπήρχε εκεί από τότε που υπήρχε κι η ίδια η Ρελκάμνια. Ο Κρόνος τον τοποθέτησε. Και είναι γεμάτος ιερά σύμβολα και μυστηριώδεις γραφές που, καθώς ο χρόνος κυλά, αλλάζουν. Τα παλιά εξαφανίζονται και καινούργια εμφανίζονται.»
«Πάνω στην πέτρα;» απόρησε η Μαρίνα.
«Επάνω στην ιερή πέτρα του Επιγεγραμμένου Τοίχου, ναι,» απάντησε η Τζουλιάνα. «Οι μυστηριακές γραφές αλλάζουν, αλλά με αργό ρυθμό, απ’ό,τι ξέρω. Αν περάσουμε από κοντά, μάλλον δεν θα τις δείτε να αλλάζουν.» Άναψε τσιγάρο μ’έναν μεγάλο αναπτήρα που στο πλάι είχε λαξεμένο ένα ιερατικό σύμβολο του Κρόνου – κάτι από την Υπερχρόνια Τράπουλα, νόμιζε ο Θόρινταλ, την οποία η Τζουλιάνα συχνά χρησιμοποιούσε για μαντικούς σκοπούς.
«Σαχλαμάρες, λέω γω· μη φρικάρετε,» μουρμούρισε ο Μαυρογένης (ο δεύτερος αλήτης που είχε έρθει μαζί τους στην Πλατεία Διχαλωτής και ακόμα δεν είχε φύγει).
Τα μάτια της Τζουλιάνας γυάλισαν ατενίζοντάς τον διαπεραστικά. «Μη βλασφημάς,» τον προειδοποίησε πίσω απ’τον καπνό του τσιγάρου της.
«Κι επειδή υπάρχει αυτός ο Επιγεγραμμένος Τοίχος εδώ,» είπε ο Εύθυμος, «πρέπει η συνοικία να είναι τόσο φτωχή, Ιερόχρονη;»
«Το μέρος είναι τόπος δοκιμασίας,» επανέλαβε η Τζουλιάνα. «Ο Υπερχρόνιος Άρχων δοκιμάζει τους πιστούς του εδώ.»
«Οι ιερείς,» είπε ο Θόρινταλ, «έχω ακούσει πως δεν δοκιμάζονται και πολύ. Ζουν καλά μέσα στον ναό τους, σε σχέση με τους άλλους.»
«Τι περίμενες, τέκνο μου; Ο Υπερχρόνιος Άρχων προσφέρει απλόχερα αγαθά σε όσους τον υπηρετούν καλά...»
Ο Ρίμναλ ρουθούνισε. «Τόχουμε ακούσει αυτό το τραγούδι πολλές φορές.»
Η Τζουλιάνα τον αγριοκοίταξε.
Ο Εύθυμος είπε: «Κάτι άλλο, πάντως, πρέπει να φταίει για την υπερβολική φτώχεια σε τούτη τη συνοικία. Δε μπορεί νάναι μόνο η κατάρα του Κρόνου.»
«Ο Κρόνος δεν έχει καταραστεί κανέναν,» τον διαβεβαίωσε η Τζουλιάνα. «Είπα μόνο ότι εδώ είναι τόπος δοκιμασίας.»
«Ελπίζω,» είπε ο Σκέλεθρος, «όχι δικής μας δοκιμασίας,» χαϊδεύοντας με το ένα χέρι τον Ανδρόνικο ανάμεσα στ’αφτιά ενώ με το άλλο βαστούσε τη στριφτή πίπα του.
Η συζήτηση συνεχίστηκε για λίγη ώρα ακόμα, περιστρεφόμενη γύρω από το ίδιο θέμα, της κατάστασης της Επιγεγραμμένης. Ύστερα, όλοι σκορπίστηκαν για να πάνε στα καταλύματά τους.
Όταν μπήκε στη σκηνή του, ο Θόρινταλ αισθανόταν μια έντονη ερωτική διάθεση και αγκάλιασε τη Λάρνια από πίσω, κολλώντας την πλάτη της επάνω του, φιλώντας τον λαιμό της, διατρέχοντας τα δάχτυλά του από τους μηρούς ώς τα στήθη της.
«Δε μου είχες πει ότι σε φτιάχνουν τόσο οι περίεργες φτωχογειτονιές;» γέλασε εκείνη, γυρίζοντας το κεφάλι για να συναντήσει τα χείλη του ηχηρά.
«Δεν είναι οι περίεργες φτωχογειτονιές.»
«Είναι οι περίεργες ιστορίες για μυστηριώδεις τοίχους;»
«Το βρήκες.»
Η Λάρνια γύρισε μέσα στην αγκαλιά του, τρίβοντας το σώμα της επάνω του, καβαλώντας τον στο στενόχωρο εσωτερικό της μικρής σκηνής, ενώ τα χέρια του τραβούσαν τα ρούχα της, βγάζοντάς τα το ένα μετά το άλλο.
Ήταν κρύα η νύχτα απόψε, όπως χτες, αλλά για την ώρα δεν αισθάνονταν καθόλου την παγωνιά.
Το πρωί, τους ξύπνησε ο θόρυβος των υπόλοιπων Νομάδων που ετοιμάζονταν για αναχώρηση. Φορώντας τα ρούχα τους βγήκαν απ’τη σκηνή κι άρχισαν να τη μαζεύουν. Η Λάρνια είχε, προς στιγμή, την αίσθηση ότι θα συναντούσε τη Γιάαμκα καθώς έβγαινε απ’το κατάλυμα, ότι θα έβλεπε τη μεγάλη γάτα να την περιμένει κουλουριασμένη απέξω. Αλλά, φυσικά, η Γιάαμκα δεν ήταν πια εδώ... και η Λάρνια ένιωσε μια μελαγχολία να την καταλαμβάνει παρά την ευχάριστη βραδιά με τον Θόρινταλ.
Οι Νομάδες των Δρόμων, διαλύοντας τον καταυλισμό τους, άρχισαν ξανά να οδοιπορούν γύρω από τα οχήματά τους, ενώ το ηχοσύστημα πάνω στο ψηλό τετράκυκλο έπαιζε τώρα Χαιρετώντας τους Παππούδες – Ανώριμοι Σαλτιμπάγκοι.
Ο Θόρινταλ θόλωσε τα γυαλιά του κι άδειασε το μυαλό του από σκέψεις και συναισθήματα, για να ρίξει μια ματιά στα πνεύματα της περιοχής. Είδε διάφορες πνευματικές παρουσίες να περιφέρονται στις άκριες των δρόμων και μες στα οικοδομήματα, και οι περισσότερες τού έμοιαζαν να είναι απ’αυτές που τρέφονται από τη μιζέρια και την κακοπέραση των ανθρώπων. Πράγμα που δεν τον εξέπληττε. Η Επιγεγραμμένη ήταν η ιδανική γειτονιά για τέτοιου είδους πνεύματα.
Τα γυαλιά του σαμάνου, σταδιακά, ξεθόλωσαν, και οι άυλες οντότητες εξαφανίστηκαν σαν να ήταν παραισθήσεις.
Τίποτα το ιερό δεν βλέπω εδώ πέρα, σκέφτηκε ο Θόρινταλ.
Καθώς διέσχιζαν την Επιγεγραμμένη, οι Νομάδες αντίκριζαν εικόνες που δεν ήταν και τόσο ευχάριστες εκτός αν σου άρεσαν οι σκηνές εγκατάλειψης και παρακμής. Το πλακόστρωτο των δρόμων ήταν κακοδιατηρημένο, ενώ κάποιοι δρόμοι δεν είχαν καθόλου πλάκες: ήταν όλο λάσπες και χώμα. Οι τοίχοι των οικοδομημάτων ήταν ξεφλουδισμένοι. Οι άνθρωποι είχαν όψεις και βλέμματα αδιάφορα· οι περισσότεροι έριχναν καμια ματιά στους Νομάδες και μετά τους αγνοούσαν: δε φαινόταν νάχουν διάθεση να έρθουν σε επαφή μαζί τους. Τα ιδιωτικά μηχανοκίνητα οχήματα ήταν λίγα· ποιος είχε λεφτά για να τα αγοράσει και, ύστερα, να μπορεί να τα συντηρεί;
Το μεσημέρι, οι Νομάδες έφτασαν σε μια πλατεία που στο κέντρο της ορθωνόταν ένας πελώριος τοίχος γεμάτος παράξενα σύμβολα. Ο Επιγεγραμμένος Τοίχος.
Ο Θόρινταλ θόλωσε ξανά τα γυαλιά του και κοίταξε, περίεργος να δει τι πνεύματα κυκλοφορούσαν σε τούτο το μέρος. Παρατήρησε ότι καμια πνευματική οντότητα δεν πλησίαζε τον Τοίχο, αν και κάποιες περιφέρονταν στην πλατεία.
Η Εύνοια ανακοίνωσε ότι εδώ θα κατασκήνωναν, και οι Νομάδες σταμάτησαν κι άρχισαν να στήνουν τις σκηνές τους. Σύντομα, κάποιοι άνθρωποι της περιοχής τούς πλησίασαν επιθυμώντας να εμπορευτούν μαζί τους – να δώσουν κάποια πράγματα και να πάρουν κάποια πράγματα, με τη μέθοδο του αντιπραγματισμού κυρίως· φαινόταν να την προτιμούν σε σχέση με τη χρήση νομισμάτων. Είχαν φέρει διάφορα αντικείμενα επάνω σε κάρα που τα έσερναν ζώα. Ο Θόρινταλ είδε ξανά έναν τριχωτό ελέφαντα, μικρότερο από τον προηγούμενο αλλά με πελώριους χαυλιόδοντες. Τα άλλα θηρία ήταν άλογα και ιπποειδή, καθώς και ένα πλάσμα που θύμιζε μεγάλη σαύρα (μπορούσες να το καβαλήσεις) αλλά είχε πυκνές τρίχες. Τριχόσαυρα λεγόταν, όπως σύντομα έμαθε ο Θόρινταλ. Ένα πλάσμα από τη διάσταση της Φεηνάρκια – η οποία ήταν όλο παράξενα θηρία και θηριώδεις θεούς, είχε ακούσει ο σαμάνος.
Η Εύνοια και η Μιράντα πήγαν να κοιτάξουν από κοντά τις γραφές πάνω στον Επιγεγραμμένο Τοίχο. Ο Θόρινταλ αναρωτήθηκε αν μπορούσαν να τις διαβάσουν. Πλησίασε κι αυτός, για να ατενίσει τα λαξεύματα από πιο κοντά, και διαπίστωσε, όπως το περίμενε, ότι δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα. Τα ιδεογράμματα και τα σύμβολα τού ήταν τελείως άγνωστα. Οι ιερείς του Κρόνου, άραγε, τα διάβαζαν;
Θα το μάθουμε σύντομα, σκέφτηκε, βλέποντας πάνω απ’τον ώμο του τη Τζουλιάνα να έρχεται. Η ιέρεια κοίταζε τον πανύψηλο Τοίχο – γύρω στα εικοσιπέντε μέτρα, πράγματι, όπως είχε πει χτες βράδυ – με τα μαύρα μάτια της γουρλωμένα πάνω στο λευκόδερμο πρόσωπό της και τα χείλη μισάνοιχτα.
Ο Θόρινταλ τη ρώτησε: «Μπορείς να τα διαβάσεις;»
Η Τζουλιάνα στράφηκε να τον αντικρίσει σαν να ξυπνούσε από όνειρο. «...Όχι,» είπε. «Αλλά λένε πως κάποιοι, βλέποντας τα, έχουν κατά καιρούς φτάσει σε... κατανόηση.»
Τι κατανόηση; αναρωτήθηκε ο Θόρινταλ, αλλά δεν μίλησε. Μάλλον η ιέρεια αναφερόταν σε κατανόηση της ιερής φύσης του Κρόνου, ή τίποτα τέτοιο. Ο σαμάνος, παρότι είχε δει πολλά περίεργα στη ζωή του, παρότι συνέχιζε να βλέπει περίεργα, δεν τους καταλάβαινε τους ιερείς. Τα μυστήρια που τους απασχολούσαν ήταν διαφορετικά από αυτά που απασχολούσαν εκείνον. Ή, τουλάχιστον, τους απασχολούσαν από... από διαφορετική μεριά, διαφορετική οπτική γωνία ίσως...
Η Μιράντα στράφηκε να κοιτάξει τον Θόρινταλ, κι εκείνος τη ζύγωσε.
«Βλέπεις τίποτα ιδιαίτερο με τη μαγεία σου;» τον ρώτησε.
Ο Θόρινταλ κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Μάλλον εσύ βλέπεις περισσότερα απ’όλους μας εδώ.»
Η Μιράντα μειδίασε. «Όχι,» αποκρίθηκε, «τίποτα.»
«Τίποτα; Ούτε... πολεοσημάδια;»
«Τα πολεοσημάδια είναι παντού γύρω μας, Θόρινταλ, όχι πάνω σ’έναν μυστηριώδη τοίχο.»
«Τι είναι αυτός ο τοίχος, Μιράντα; Είναι όντως εδώ από τις απαρχές της Ρελκάμνια; Τον έβαλε εδώ ο Κρόνος;»
«Οι ιερωμένοι του κάτι τέτοιο φαίνεται να πιστεύουν.»
«Δεν ξέρεις την αλήθεια;»
«Μια Θυγατέρα της Πόλης είμαι, όχι παντογνώστρια.»
Η Εύνοια πρόσθεσε: «Αρκετά γριά, όμως.»
Η Μιράντα τη λοξοκοίταξε υπομειδιώντας. «Συνέχεια με κακολογεί η μικρή.»
*
Όσο έμειναν στην πλατεία του Επιγεγραμμένου Τοίχου, τρεις άνθρωποι τούς πλησίασαν για να τους ρωτήσουν αν θα τους δέχονταν ανάμεσα στους Νομάδες των Δρόμων: δύο άντρες και μια γυναίκα. Η Εύνοια τούς δέχτηκε χωρίς καμια ιδιαίτερη διαδικασία. Απλώς τους κοίταξε κι αντάλλαξε μερικές κουβέντες μαζί τους, όπως έκανε συνήθως.
Αυτά που έγιναν με την Κορίνα, σκέφτηκε ο Θόρινταλ, μάλλον δεν την τρόμαξαν τόσο ώστε να φοβάται να δεχτεί καινούργιους. Και τούτο ήταν καλό σημάδι, νόμιζε. Αν ο εχθρός σου καταφέρει να σε κάνει παρανοϊκό με τους πάντες, έχει ήδη νικήσει.
Το Ναό του Κρόνου τον είδαν το απόγευμα, έχοντας διαλύσει τον καταυλισμό τους και φύγει από την πλατεία του Επιγεγραμμένου Τοίχου. Ήταν το πιο φανταχτερό και πλούσιο οικοδόμημα που είχαν αντικρίσει ώς τώρα στην Επιγεγραμμένη: μια γιγάντια πυραμίδα που είχε στην κορυφή μια πορφυρή σφαίρα η οποία φεγγοβολούσε, τροφοδοτούμενη διαρκώς με ενέργεια από το εσωτερικό. Ο Θόρινταλ άκουσε διάφορους Νομάδες να κάνουν σχόλια για τους ιερείς του Κρόνου – για το πώς ζούσαν αυτοί σε σχέση με τους υπόλοιπους εδώ πέρα.
Όταν νύχτωσε, βρίσκονταν κοντά σε δυο μεγάλες βιομηχανίες που είχαν κλείσει πριν από μερικές ώρες. Αποτελούνταν από μαυρισμένα οικοδομήματα με μεγάλες καμινάδες, άχαρους περίβολους, και καγκελωτά παράθυρα που θύμιζαν παράθυρα φυλακών από τις οποίες οι φυλακισμένοι έχουν αποδράσει κάνοντας γενική επανάσταση. Κάτω από βρόμικα υπόστεγα μερικά φορτηγά οχήματα ήταν σταθμευμένα. Φύλακας δεν φαινόταν πουθενά. Μάλλον δεν άφηναν μέσα πράγματα που είχε αξία να κλαπούν, ή που μπορούσαν να κλαπούν. Εκτός αν οι φύλακες είναι κρυμμένοι κάπου και δεν τους βλέπεις εύκολα, σκέφτηκε ο Θόρινταλ.
Η Εύνοια πρόσταξε να σταματήσουν σε μια γειτονιά που ανοιγόταν ανάμεσα σ’αυτές τις δύο μεγάλες βιομηχανίες σαν βαθούλωμα. Το μέρος είχε κάμποσες αυλές όπου οι κάτοικοι καλλιεργούσαν μόνοι τους λαχανικά και φρούτα για λόγους σίτισης προφανώς. Σκυλιά γάβγιζαν, θορυβημένα, καθώς οι Νομάδες περνούσαν, και ανθρώπινα μάτια τούς κοίταζαν πίσω από σκοτεινιασμένα παράθυρα ή μέσα από πλευρικούς δρόμους. Κανείς δεν στάθηκε στο διάβα τους· τους απέφευγαν.
Ο Ανδρόνικος ήταν φανερά τσιτωμένος πλάι στον αφέντη του, τον Ράνελακ, ακούγοντας τις φωνές των άλλων σκύλων ν’αντηχούν ολόγυρα. «Μην τους φοβάσαι,» του είπε ο Σκέλεθρος· «εσύ είσαι καλοθρεμμένος, αυτοί είναι πεινασμένοι και σκελετωμένοι.» Χαμογέλασε, κάνοντας το πρόσωπό του να μοιάζει περισσότερο με κατάμαυρο κρανίο.
Ο Θόρινταλ γέλασε εσωτερικά. Ο ίδιος ο Ράνελακ, πάντως, δεν πάχαινε όσο κι αν έτρωγε, σκέφτηκε. Όχι πως φαινόταν να τρώει και πολύ.
Οι Νομάδες καταυλίστηκαν εκεί όπου συναντιόνταν πέντε δρόμοι. Και το σημείο συνάντησης των δρόμων δεν ήταν σαν το κέντρο ενός πεντάκτινου άστρου, εκτός αν το άστρο που είχες υπόψη σου είχε στρεβλές ακτίνες που εκτείνονταν όχι προς αντικριστές μεριές, σε ίσες αποστάσεις, αλλά όπως νάναι. Οι Νομάδες, ωστόσο, δεν είχαν πρόβλημα να στήσουν τις σκηνές τους και να βολευτούν. Είχαν μάθει να βολεύονται σχεδόν οπουδήποτε. Εξάλλου, η Κυρά των Δρόμων πάντα τούς έβρισκε το ιδανικότερο μέρος για τις περιστάσεις.
Το ηχοσύστημα πάνω στο ψηλό τετράκυκλο έπαιζε Οι Αρχηγοί με τα Ραβδιά – Κακοπροαίρετες Ιεραρχίες.
Ο Θόρινταλ είδε κάμποσους ντόπιους να μαζεύονται στις φυτεμένες αυλές τους με όπλα στα χέρια – καραμπίνες, ρόπαλα, παλιά σπαθιά – σαν να φοβόνταν ότι οι Νομάδες μπορεί να ορμούσαν για να τους πάρουν τα λιγοστά τους τρόφιμα. Δεν ξέρουν και πολλά για τους Νομάδες. Οι Νομάδες δεν κάνουν ποτέ ληστείες.
Η Λάρνια, πλάι στον Θόρινταλ, σχολίασε: «Τούτο το μέρος είναι άθλιο. Δε μπορούσε η Εύνοια να μας σταματήσει πουθενά αλλού;»
«Η Εύνοια ξέρει τι κάνει.»
«Και η Μιράντα;»
Ο Θόρινταλ απόρησε με την ερώτησή της. Τι σχέση είχε η Μιράντα τώρα; «Τι σχέση έχει η Μιράντα, Λάρνια;»
«Απλώς λέω. Τι γνώμη έχεις για τη Μιράντα;»
Ο Θόρινταλ ανασήκωσε τους ώμους. «Είναι Θυγατέρα της Πόλης,» είπε σαν αυτό να αποτελούσε απάντηση.
Η Λάρνια δεν συνέχισε την κουβέντα, αν και τα μάτια της στένεψαν ελαφρώς.
Τι είχε στο μυαλό της, μα τον Κρόνο; αναρωτήθηκε ο Θόρινταλ.
*
Απόψε ήταν η βραδιά που θα γινόταν η τελευταία μονομαχία για την εκλογή του αρχηγού των Πνευμάτων των Δρόμων: η Ηχώ εναντίον του Κοντού Φριτς. Όποιος νικούσε θα ήταν ο επόμενος αρχηγός της συμμορίας.
Ο Θόρινταλ άκουγε άλλους να υποστηρίζουν την Ηχώ, άλλους τον Φριτς. Δε μπορούσε να βγάλει κανένα συμπέρασμα σχετικά με το ποιος ήταν πιο πιθανό να κερδίσει. Ο Φριτς, παρότι όντως κοντός όπως υποδήλωνε το παρωνύμιό του, έλεγαν πως ήξερε πολλά κόλπα και θεωρείτο, γενικά, επικίνδυνος. Ο σαμάνος ήταν περίεργος να τον δει να μάχεται.
Οι Νομάδες δημιούργησαν έναν χώρο στο κέντρο του καταυλισμού τους για να διεξαχθεί η μονομαχία. Ο Θόρινταλ πήγε εκεί μαζί με τη Λάρνια, τη Μαρίνα, και τη Βιολέτα τη σαμάνο. Τα περισσότερα Πνεύματα των Δρόμων βρίσκονταν ήδη συγκεντρωμένα σε τούτο το σημείο της κατασκήνωσης. Η Εύνοια ήταν επίσης εδώ, όπως και η Μιράντα.
Το ηχοσύστημα του ψηλού τετράκυκλου έπαιζε τώρα Ο Ύστατος Αγώνας – Ακάθιστοι Κράχτες. Αυτός ο μουσικορυθμιστής είχε άποψη για τα πάντα, όφειλε να παραδεχτεί ο Θόρινταλ υπομειδιώντας.
Η Σορέτα, η σύζυγος του εκλιπόντος Δεινοχάρη, έβγαλε έναν σύντομο λόγο, ανεβασμένη πάνω σ’ένα κιβώτιο, όπως και πριν από την προηγούμενη μονομαχία. Ύστερα, οι αντίπαλοι ξεπρόβαλαν μέσα από το πλήθος των Πνευμάτων, από αντικριστές μεριές, για να σταθούν μέσα στον κύκλο που σχηματιζόταν από ανθρώπινα σώματα.
Η Ηχώ φορούσε πάλι μαύρα: μαύρο δερμάτινο, σφιχτοδεμένο γιλέκο, μαύρο παντελόνι, μαύρες μπότες. Και στα χέρια της ήταν τα μαύρα περικάρπια με τους μηχανισμούς που έκρυβαν διπλωμένες λεπίδες. Στη δεξιά της γροθιά κρατούσε το λιγνό ρόπαλό της με τη στρογγυλή σιδερένια κεφαλή. Η καστανή τούφα που διέτρεχε το κέντρο του ξυρισμένου κεφαλιού της έπεφτε, λυτή, σχεδόν ώς τη μέση της.
Ο Κοντός Φριτς ήταν πιο κοντός από την Ηχώ· το κεφάλι του έφτανε ώς λίγο πιο πάνω απ’το σαγόνι της. Είχε δέρμα γαλανό και κοντοκουρεμένα μαύρα μαλλιά, πρόσωπο τετράγωνο σαν να ήταν λαξεμένο σε πέτρα, χέρια καταφανώς δυνατά. Φορούσε κόκκινη, αμάνικη τουνίκα, δεμένη στη μέση με μαύρη υφασμάτινη ζώνη· μελανόχρωμο υφασμάτινο παντελόνι, γυαλιστερό· και καφετιές γυριστές μπότες. Και στα δύο χέρια είχε σιδερογροθιές αλλά, συγχρόνως, κρατούσε ένα ρόπαλο, πιο χοντρό από της Ηχώς και με δύο κεφαλές, ξύλινες, όχι σιδερένιες.
Δύο μέλη της συμμορίας χτυπούσαν τύμπανα μετά μανίας.
Ύστερα, σταμάτησαν.
Και η μονομαχία μπορούσε να ξεκινήσει.
Η Ηχώ ανέμιζε το ρόπαλό της πέρα-δώθε – δεξιά – αριστερά – πάνω – κάτω – διαγράφοντας επικίνδυνα ημικύκλια μπροστά της. Ο Κοντός Φριτς την πλησίασε με επιφύλαξη, εξακολουθώντας να βαστά το δικό του ρόπαλο με τα δύο χέρια. Μετά, με μια απότομη κίνηση, το έβαλε στο δρόμο του όπλου της Ηχώς, και τα δυο τους διασταυρώθηκαν. Η Ηχώ έκανε να τον κλοτσήσει αλλά ο Κοντός άρπαξε το πόδι της με το ένα χέρι και την πέταξε κάτω. Εκείνη κύλησε γρήγορα για να σηκωθεί όρθια. Ο Φριτς, όμως, αποδείχτηκε πιο σβέλτος: τινάχτηκε σαν νάχε ελατήρια από κάτω του, και βρέθηκε πάνω στη ράχη της, χτυπώντας την με τον αγκώνα. Οδυνηρά, προφανώς, γιατί η Ηχώ κραύγασε. Ωστόσο, δεν έμεινε ακίνητη: συνέχισε την κύλισή της στο χώμα και ο Φριτς έπεσε από πάνω της για να κυλήσει κι εκείνος–
–και να πεταχτεί αμέσως όρθιος.
Καθώς η Ηχώ σηκωνόταν στο ένα γόνατο, μοιάζοντας μουδιασμένη, ο Κοντός ήδη της ορμούσε κραυγάζοντας άγρια, κρατώντας το ρόπαλό του υψωμένο πάνω απ’το κεφάλι του, με τα δύο χέρια – και κατεβάζοντάς το προς το δικό της κεφάλι. Η Ηχώ έκανε απότομα στο πλάι και το όπλο βρήκε μονάχα τον αέρα. Το χέρι της τινάχτηκε μπροστά, ενώ μια λεπίδα είχε παρουσιαστεί μέσα από το περικάρπιό της, πηγαίνοντας για τα πλευρά του Φριτς.
Τον χτύπησε, σκίζοντας την πορφυρή τουνίκα του, αλλά ο Κοντός πρέπει να φορούσε κάτι πολύ σκληρό από μέσα – πετσί ή τίποτα τέτοιο, σίγουρα όχι μέταλλο – και η λάμα δεν το διαπέρασε. Το ένα του χέρι άφησε το ρόπαλο και γρονθοκόπησε, με τη σιδερογροθιά, την Ηχώ στο σαγόνι.
Το κεφάλι της τινάχτηκε πίσω ενώ αίματα κι ένα δόντι έφευγαν από το στόμα της, ακόμα γονατισμένη στο ένα γόνατο.
Η Ηχώ έχασε την ισορροπία της και σωριάστηκε ανάσκελα στο χώμα. Ο Φριτς έκανε να πηδήσει επάνω της, για να την καβαλήσει και να συνεχίσει να τη γρονθοκοπεί, αλλά το γόνατό της υψώθηκε απρόσμενα βρίσκοντάς τον ανάμεσα στα σκέλια. Ο Κοντός έπεσε πίσω, διπλωμένος στο χώμα, σπαρταρώντας, κραυγάζοντας.
Η Ηχώ σηκώθηκε, φανερά ζαλισμένη, πιάνοντας το ρόπαλό της από κάτω. Πλησίασε τον Φριτς, που ήταν ακόμα διπλωμένος, κι έκανε να τον κοπανήσει κατακέφαλα με τη σιδερένια κεφαλή του όπλου.
Αλλά ο Κοντός, αν και δεν μπορεί να μην πονούσε, προσποιείτο μόνο τον ανήμπορο. Αμέσως κινήθηκε, τυλίγοντας τα πόδια και τα χέρια του γύρω από τα γόνατά της και ρίχνοντάς την ξανά κάτω. Μια ξαφνιασμένη φωνή βγήκε απ’τα χείλη της Ηχώς ενώ το ρόπαλο έφευγε από το χέρι της. Ο Φριτς σκαρφάλωσε πάνω της σαν έντομο. Οι λεπίδες των περικαρπίων της διασταυρώθηκαν ξαφνικά μπροστά της κι έκαναν να τον χτυπήσουν, αλλά ο Κοντός άρπαξε τους πήχεις της και κατέβασε το κεφάλι του καταπάνω στο πρόσωπό της. Το ΚΡΑΚ! που αντήχησε ήταν δυνατό και ανατριχιαστικό. Το λευκόδερμο πρόσωπο της Ηχώς γέμισε αίματα καθώς η μύτη της είχε σπάσει. Τα χέρια της έχασαν τη δύναμή τους και ο Κοντός τα παραμέρισε εύκολα, γρονθοκοπώντας την δυο φορές κατάμουτρα. Κι άλλα αίματα τινάχτηκαν, και η Ηχώ έχασε τις αισθήσεις της.
Ο Κοντός Φριτς πήδησε όρθιος, υψώνοντας τα χέρια του με τις αιματοβαμμένες σιδερογροθιές, κραυγάζοντας νικητήρια. Και μαζί του κραύγασαν κι αρκετοί άλλοι Νομάδες. Εκτός από αυτούς, φυσικά, που ήθελαν να νικήσει η Ηχώ, ή αυτούς που ήταν αδιάφοροι.
«Η μονομαχία,» φώναξε η Σορέτα για ν’ακουστεί πάνω απ’τις φωνές του πλήθους, «έδειξε ποιος είναι ο καινούργιος μας αρχηγός!
»Ο Κοντός Φριτς!» Τον έδειξε με το τεντωμένο χέρι της – μια εθιμοτυπική διαδικασία, καταφανώς.
Κοντός Φριτς! φώναζαν τα Πνεύματα των Δρόμων. Κοντός Φριτς! ΚΟΝΤΟΣ ΦΡΙΤΣ! ενώ ο Φριτς τούς πλησίαζε για να χαθεί ανάμεσά τους, γελώντας και κάνοντας αστεία, αν και ακόμα έμοιαζε να βαδίζει λίγο περίεργα ύστερα από εκείνη τη γονατιά.
Η Μιράντα, που στεκόταν πλάι στην Εύνοια, τη ρώτησε χαμηλόφωνα ώστε κανείς άλλος να μη μπορεί να την ακούσει: «Τι γνώμη έχεις γι’αυτόν, Αδελφή μου;»
«Τι σου λένε τα πολεοσημάδια;» αντέστρεψε την ερώτηση εκείνη δίχως να γυρίσει να την κοιτάξει αλλά μιλώντας εξίσου χαμηλόφωνα.
«Τίποτα το ιδιαίτερο.»
«Καλός είναι,» είπε η Εύνοια. «Όπως κι ο Δεινοχάρης.»
«Τον εμπιστεύεσαι το ίδιο;»
«Τον Δεινοχάρη τον ήξερα περισσότερο, είναι η αλήθεια. Αλλά όλα τα Πνεύματα των Δρόμων τα εμπιστεύομαι, Μιράντα. Με τη ζωή μου.»
Δύο μέλη της συμμορίας σήκωναν τώρα την Ηχώ από το χώμα, ακόμα λιπόθυμη, για να την περιθάλψουν.
Η Σορέτα πλησίασε την Εύνοια αλλά κοίταζε τη Μιράντα. «Λένε,» είπε διστακτικά, «ότι τη θεράπευσες πριν...»
Η Θυγατέρα δεν μίλησε, περιμένοντας τη συνέχεια.
«Θα μπορούσες να το κάνεις ξανά; Μοιάζει άσχημα χτυπημένη.»
Έπρεπε να το περιμένω ότι θα το άκουγα αυτό, σκέφτηκε η Μιράντα. Όποιος απ’τους δυο κι αν νικούσε, θα μου ζητούσαν να περιθάλψω τον πιο χτυπημένο. «Δυστυχώς,» αποκρίθηκε, «δεν είναι τόσο απλό. Θα το έχω υπόψη μου, όμως.»
Η Σορέτα ένευσε, δίχως να πει τίποτα. Πρέπει να έβλεπε τη Μιράντα όπως και την Εύνοια. Και τώρα έστρεψε το βλέμμα της προς στιγμή στην Κυρά των Δρόμων.
«Η Μιράντα θα κάνει ό,τι μπορεί,» τη διαβεβαίωσε εκείνη. «Σου λέει αλήθεια ότι δεν είναι τόσο απλό. Μακάρι να ήταν.»
Η Σορέτα ένευσε ξανά, κι απομακρύνθηκε από τις δυο τους.
Ύστερα από τη μεγάλη καταστροφή, οι επαναστάτες βρίσκονται σε σύγχυση, μέχρι που, ως απρόσμενο δώρο, πέφτει στα χέρια τους μια εφεύρεση προερχόμενη από το μυαλό μιας άγνωστης μάγισσας, δίνοντάς τους το πλεονέκτημα που χρειάζονται, όχι μονάχα για να πολεμήσουν, αλλά για να ελπίζουν στη νίκη· και όταν η νύχτα έχει έρθει και πολύ αίμα έχει, γι’ακόμα μια φορά, χυθεί ο Κάδμος μαθαίνει ότι οι αγώνες του μόλις άρχισαν...
«Το σχέδιό σου μας κατέστρεψε!» φώναξε ο Ζιλμόρος δείχνοντας κατηγορηματικά την Καρζένθα-Σολ στην άλλη μεριά του μεγάλου τραπεζιού όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι επικεφαλής των επαναστατών, σε πολεμικό συμβούλιο γι’ακόμα μια φορά. «Ήταν πανωλεθρία!»
«Δε μας κατέστρεψε το δικό μου σχέδιο!» αποκρίθηκε αμυντικά η μισθοφόρος αριστοκράτισσα. «Οι δυνάμεις που αντιμετωπίζαμε ήταν πολύ ισχυρές–!»
«Εσύ μάς είπες να δράσουμε όπως δράσαμε! Εξαιτίας σου η επανάσταση έχει σχεδόν διαλυθεί!»
Η Καρζένθα απορούσε γιατί ο Ζιλμόρος έδειχνε τέτοιο μένος εναντίον της. Δεν καταλάβαινε ότι εκείνη είχε κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε; ή, μήπως, θεωρούσε πως «της χρωστούσε» από άλλες φορές που είχε διαφωνήσει μαζί του και ο Κάδμος την είχε υποστηρίξει;
«Αρκετά!» παρενέβη τώρα ο Αλυσοδεμένος Ποιητής, υποστηρίζοντάς την ξανά. «Δε φταίει η Καρζένθα για ό,τι συνέβη, Ζιλμόρε, και το ξέρεις. Ρώτα όποιον θες εδώ μέσα – ρώτα όποιον γνωρίζει από πόλεμο – και θα σου πει ότι ο στρατός του Ζόλτεραλ-Ράο ήταν όντως κάτι πιο ισχυρό απ’ό,τι νομίζαμε.»
«Το μόνο λάθος,» είπε ο Σκυφτός Στίβεν, «ήταν, μάλλον, ότι δεν ερευνήσαμε επαρκώς προτού δράσουμε. Θα έπρεπε να είχαμε υπολογίσει καλύτερα τις δυνάμεις του Ζόλτεραλ-Ράο.»
«Δεν υπήρχε περισσότερος χρόνος για κατόπτευση,» είπε η Καρζένθα-Σολ. «Το στράτευμα κατέβαινε ήδη προς τους Χρυσούς Λόφους.»
«Και τώρα,» μούγκρισε ο Ζιλμόρος, «έχει κατακτήσει τους Χρυσούς Λόφους. Και πού θα κατευθυνθεί μετά; Άσε, μη μου το πει κανένας που ‘ξέρει από στρατηγική’· μπορώ κι εγώ να το μαντέψω! Θα έρθει προς τα εδώ – προς την Επισήμαντη! Και πώς θα–;»
«Δεν είναι βέβαιο,» τον διέκοψε η Καρζένθα. «Ίσως να πάει και προς τον Καπνοφόρο–»
«Και πώς θα τους σταματήσουμε, γαμώ τα παπάρια του Κρόνου;» φώναξε ο Ζιλμόρος, πιθανώς τσαντισμένος που τον είχε διακόψει η μισθοφόρος. «Έχει κανένας που ‘ξέρει από στρατηγική’ κάποιο σοβαρό σχέδιο τούτη τη φορά; Γιατί εγώ, τουλάχιστον, δε βλέπω να έχουμε καμια πιθανότητα νίκης. Και μόνο εκείνο το μεταλλικό τέρας να παρουσιαστεί ξανά – εκείνο το πράγμα που δημιουργήθηκε από τη συνένωση πέντε αρμάτων μάχης – την έχουμε γαμήσει. Την έχουμε τελείως γαμήσει.»
Κανείς δεν απάντησε στα λόγια του αρχηγού της συμμορίας των Σκοταδιστών γιατί κανείς δεν μπορούσε να απαντήσει. Δεν ήταν ψέματα αυτά που έλεγε, ούτε υπερβολές. Έτσι χτυπημένοι που ήταν από την προηγούμενη σύγκρουση, και με το ηθικό των περισσότερων εξεγερμένων πολιτών σπασμένο, θα ήταν πολύ δύσκολο – έως και αδύνατο – να αντισταθούν στο πέρασμα του μισθοφορικού στρατεύματος από την Έκθυμη.
«Ίσως,» ακούστηκε μια φωνή από μια γωνία της αίθουσας, «θα μπορούσα να σας βοηθήσω.»
Στράφηκαν να κοιτάξουν και είδαν μια γυναίκα να στέκεται εκεί, πορφυρόδερμη και ξανθιά. Η Κορίνα! την αναγνώρισαν αμέσως ο Κάδμος, η Καρζένθα-Σολ, και ο Ερκάνης.
«Ποια είν’ αυτή πάλι;» μούγκρισε ο Ζιλμόρος, βγάζοντας τα μαύρα γυαλιά του, ίσως για να τη δει καλύτερα.
«Πώς μπήκες εδώ;» τη ρώτησε ο Μάλνεμορ-Νορκλ, που το αριστερό του χέρι ήταν τραυματισμένο (είχε χτυπηθεί στις συμπλοκές στους Χρυσούς Λόφους) και κρεμόταν σε νάρθηκα από τον λαιμό του. «Πού είναι οι φρουροί;»
«Στη θέση τους είναι οι φρουροί!» είπε ο Σκυφτός Στίβεν δείχνοντάς τους στην είσοδο της αίθουσας. Και τους φώναξε: «Γιατί δεν ανακοινώσατε ότι τούτη η γυναίκα–;»
«Δε με είδαν να μπαίνω,» τον διέκοψε η Κορίνα.
«Πώς στο Μάτι του Σκοτοδαίμονος μπήκες, τότε; Ακόμα και τα παράθυρα είναι κλειστά!»
«Δεν υπάρχει πρόβλημα, Στίβεν,» παρενέβη ο Κάδμος. «Αυτή η γυναίκα ονομάζεται Κορίνα, και είναι σύμμαχός μας.»
Τώρα όλων τα βλέμματα στράφηκαν στον Αλυσοδεμένο Ποιητή.
«Σύμμαχός μας;» έκανε ο Ζιλμόρος. «Από ποτέ;»
«Η επανάσταση έχει πολλούς συμμάχους, Ζιλμόρε, κάποιους από τους οποίους δεν γνωρίζετε.»
Τα αινιγματικά λόγια του τους έκαναν άπαντες να σωπάσουν. Ήταν ξανά όπως τις πρώτες ημέρες, που όλοι τους καταλάβαιναν ότι ο ποιητής είχε τρομερή υποστήριξη πίσω του. Κρυφή, όμως.
Ο Κάδμος ρώτησε τη Θυγατέρα της Πόλης: «Με τι τρόπο θα μπορούσες να μας βοηθήσεις, Κορίνα; Αν δεν έχεις κάτι καλό να μας πεις, ίσως η επανάσταση σύντομα να τελειώσει και η Β’ Ανωρίγια να καταλήξει μέρος της Έκθυμης, υπό τη διοίκηση του Ζόλτεραλ-Ράο.»
«Δεν υπάρχει φόβος να συμβεί κάτι τέτοιο,» αποκρίθηκε η Κορίνα πλησιάζοντας το τραπέζι, για να σταθεί ανάμεσα στον Σκυφτό Στίβεν και στη Σαρντίκα, την αρχηγό των Απάνεμων Λεβεντών.
«Δεν υπάρχει φόβος;» ρουθούνισε ο Ζιλμόρος. «Πολλοί, πάντως, είναι τρομοκρατημένοι, μαντάμ.»
Η Κορίνα άναψε τσιγάρο με έναν ενεργειακό αναπτήρα, σαν να είχε στη διάθεσή της όλο τον χρόνο στη Ρελκάμνια. Στα χέρια της φορούσε λευκά κροσσωτά γάντια. Ένα μακρύ πράσινο φόρεμα την έντυνε, με μυτερό ντεκολτέ, μαύρο σιρίτι, και μανίκια που φάρδαιναν πολύ στους καρπούς. Γύρω από τη μέση της μια αλυσιδωτή, αργυρή ζώνη τυλιγόταν, και η πόρπη ήταν λαξεμένη σαν φίδι, το στόμα του οποίου δάγκωνε έναν αχάτη.
Η Κορίνα φύσηξε αρωματικό καπνό μπροστά της, λέγοντας: «Θα σας αποκαλύψω το ακριβές σχέδιο δράσης του Ουμπέρτο Γαλανού ο οποίος ηγείται του στρατεύματος της Έκθυμης. Θα σας δείξω από ποιους δρόμους σκοπεύει να περάσει, πώς ακριβώς σκοπεύει να κινηθεί.» Και ρώτησε: «Θα μπορούσατε να απλώσετε έναν χάρτη στο τραπέζι; Και να μου φέρετε έναν παχύ στυλογράφο;»
Η Καρζένθα-Σολ άπλωσε έναν μεγάλο χάρτη της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας, ο οποίος έπιανε το τραπέζι απ’άκρη σ’άκρη και κρεμόταν από τα όριά του, και έδωσε στην Κορίνα έναν μεγάλο στυλογράφο με κόκκινο μελάνι. Η Θυγατέρα της Πόλης τον χρησιμοποίησε για να σχηματίσει επάνω στον χάρτη την πορεία που θα ακολουθούσε το στράτευμα του Ζόλτεραλ-Ράο.
«Θα έρθουν στην Επισήμαντη, λοιπόν!» είπε ο Ζιλμόρος. «Όπως σας το έλεγα!» Και προς την Κορίνα: «Ποια είσαι, γαμώτο; Πώς τα έμαθες όλα τούτα;»
«Αυτή είναι δική μου δουλειά.»
Ο Ζιλμόρος την ατένισε καχύποπτα.
Ο Σκυφτός Στίβεν είπε: «Εντάξει, τώρα ξέρουμε την πορεία που θ’ακολουθήσουν. Αυτό, και πάλι, δεν σημαίνει ότι μπορούμε να τους νικήσουμε. Ο στρατός μας είναι σακατεμένος, το ηθικό των πάντων πεσμένο.»
«Σωστά,» συμφώνησε η Κορίνα. «Χωρίς κάποια επιπλέον βοήθεια δεν θα νικήσετε· ο Ζόλτεραλ-Ράο θα νικήσει.»
Ο Ζιλμόρος ρώτησε: «Έχεις να δώσεις ‘επιπλέον βοήθεια’ ή μας δουλεύεις;»
«Φυσικά και έχω να σας δώσω επιπλέον βοήθεια.»
«Συγνώμη κιόλας,» είπε ο Μάλνεμορ-Νορκλ, «αλλά ποια είσαι; Για ποιον δουλεύεις;»
«Για τον εαυτό μου,» αποκρίθηκε η Κορίνα, «κυρίως.»
«Αυτή δεν είναι απάντηση,» παρατήρησε ο ευγενής.
«Τι σας ενδιαφέρει περισσότερο: να μάθετε τους λόγους που σας βοηθάω, ή να νικήσετε τον Ζόλτεραλ-Ράο;»
«Δε νομίζω ότι χρειάζεται κανείς ν’απαντήσει σ’αυτό,» είπε ο Κάδμος. «Τι βοήθεια έχεις να μας προσφέρεις, Κορίνα; Όπλα; Μισθοφόρους;»
«Τίποτα από τα δύο. Δεν τα χρειάζεστε.»
«Τι σκατά χρειαζόμαστε, τότε;» μούγκρισε ο Ζιλμόρος. «Ευλογίες ιερέων του Κρόνου;»
«Μη βλασφημάς!» του είπε άγρια ο Γισκάρος, που ήταν ιερέας του Κρόνου και είχε συμμαχήσει με τους Μικρούς Γίγαντες από τις πρώτες μέρες της επανάστασης.
Ο Ζιλμόρος τον αγνόησε κάνοντάς του συγχρόνως μια προσβλητική χειρονομία.
Η Κορίνα είπε: «Εκείνο που πραγματικά χρειάζεστε είναι να βγάλετε από τη μέση τα πιο θανατηφόρα όπλα και άρματα του Ζόλτεραλ-Ράο. Κι αυτό μπορεί να γίνει με τη χρήση μιας αρκετά πρόσφατης τεχνολογίας. Ονομάζεται ‘αντιενεργειακό πεδίο’. Στήνεις τρεις ειδικές συσκευές σε τρία σημεία του χώρου και ανάμεσά τους δημιουργείται ένα πεδίο που μπλοκάρει κάθε μηχανισμό ο οποίος λειτουργεί καταναλώνοντας ενέργεια – από τηλεπικοινωνιακούς πομπούς μέχρι ηχητικά όπλα και οχήματα – τα πάντα. Τα πυροβόλα, φυσικά, εξακολουθούν να δουλεύουν· δεν καταναλώνουν ενέργεια.»
«Δεν έχω ποτέ στη ζωή μου ακούσει για τέτοιο πράγμα...» είπε ο Μάλνεμορ-Νορκλ.
«Ούτε εγώ,» τόνισε ο Σολάμνης’μορ: και όλοι ήξεραν ότι ο μάγος του τάγματος των Τεχνομαθών είχε πολλές τεχνικές γνώσεις.
«Δε με εκπλήσσει,» είπε η Κορίνα. «Όπως σας εξήγησα, είναι αρκετά καινούργια τεχνολογία, και ίσως λιγάκι ασταθής. Δε γνωρίζω αν τελικά θα χρησιμοποιηθεί ευρέως, πάντως εσάς τώρα σας βολεύει. Γιατί τυχαίνει να ξέρω ένα πρόσωπο που ασχολείται με αντιενεργειακά πεδία. Είναι μάγισσα κι αυτή, σαν εσένα, Σολάμνη, του τάγματος των Τεχνομαθών. Και γνωρίζει τη Μαγγανεία Αντιενεργειακού Πεδίου, η οποία είναι απαραίτητη για τη δημιουργία του πεδίου αφού έχουν τοποθετηθεί στα σωστά σημεία οι συσκευές.»
«Δεν υπάρχει τέτοια μαγγανεία...» είπε ο Σολάμνης’μορ, μοιάζοντας παραξενεμένος.
«Μέχρι στιγμής δεν υπήρχε,» συμφώνησε η Κορίνα. «Αλλά η μαγεία, όπως αναμφίβολα γνωρίζεις, δεν είναι στατική. Εξελίσσεται. Μερικά παλιά ξόρκια και μαγγανείες ξεχνιούνται, πέφτουν σε αχρηστία, ενώ άλλα, καινούργια εφευρίσκονται.
»Μπορώ να φέρω πολύ σύντομα τη φίλη μου εδώ για να στήσει ένα αντιενεργειακό πεδίο. Σ’ετούτη την περιοχή, ας πούμε.» Έδειξε ένα σημείο στον χάρτη απ’όπου θα περνούσε το στράτευμα του Ζόλτεραλ-Ράο. «Τα οχήματα και όλα τα όπλα που καταναλώνουν ενέργεια θα πάψουν να λειτουργούν. Συμπεριλαμβανομένου του πενταπλού μεταβαλλόμενου άρματος που είδατε. Οι μισθοφόροι, αναμφίβολα, θα σαστίσουν, κι εσείς θα έχετε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Θα πέσετε πάνω τους και θα τους λιανίσετε.»
«Ούτε εμείς, όμως, θα μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε μηχανές που καταναλώνουν ενέργεια, έτσι δεν είναι;» είπε η Καρζένθα-Σολ.
«Ναι,» αποκρίθηκε η Κορίνα. «Αλλά τώρα το πρόβλημά σας είναι ότι ο Ζόλτεραλ-Ράο έχει την υπεροπλία σε τούτο τον πόλεμο. Αυτό θα πάψει να υφίσταται με τη διαμόρφωση του αντιενεργειακού πεδίου.» Τράβηξε καπνό απ’το τσιγάρο της, τον έβγαλε αργά απ’τη μύτη.
Οι επαναστάτες γύρω απ’το μεγάλο τραπέζι ήταν σιωπηλοί για μερικές στιγμές. Μετά ο Ζιλμόρος είπε: «Γιατί όχι; Καλύτερο σχέδιο απ’το προηγούμενο, νομίζω.»
«Το σχέδιό μου ήταν καλό, για τα δεδομ–» άρχισε η Καρζένθα.
«Διαφωνείς, δηλαδή, με τη χρήση του αντιενεργειακού πεδίου;»
«Δεν διαφωνώ, Ζιλμόρε. Συμφωνώ. Αλλά σου λέω πως δεν έφταιγε το σχέδιό μου για ό,τι συνέβη πριν.»
«Τέλος πάντων,» είπε ο Κάδμος. «Κι εγώ νομίζω πως πρέπει ν’ακολουθήσουμε την πρόταση της Κορίνας. Υπάρχουν διαφωνίες;» Κοίταξε τους επαναστάτες γύρω απ’το τραπέζι.
Κανείς δεν μίλησε. Άπαντες συμφωνούσαν.
Ο Μάλνεμορ-Νορκλ είπε μόνο: «Θα πρέπει, βέβαια, να οργανώσουμε και την άμυνά μας. Το αντιενεργειακό πεδίο δεν θα εξαϋλώσει ξαφνικά τους εχθρούς.»
«Εννοείται,» είπε η Κορίνα. «Απλά σας έδωσα δύο χαρτιά που σας κάνουν ισχυρότερους στην επερχόμενη σύγκρουση. Τώρα ήρθε η ώρα να βοηθήσετε κι εσείς τους εαυτούς σας.»
Ο Κάδμος τη ρώτησε: «Η γνωστή σου, η μάγισσα, πότε θα είναι εδώ;»
«Σήμερα το απόγευμα,» αποκρίθηκε η Θυγατέρα της Πόλης. «Θα σε συναντήσουμε προσωπικά, Κάδμε.» Και, στρεφόμενη, βάδισε προς την έξοδο της αίθουσας.
Οι φρουροί – αυτόματα, σχεδόν σαν να είχαν λάβει κάποιου είδους υποσυνείδητη διαταγή – της άνοιξαν την πόρτα και βγήκε.
Ο Σκυφτός Στίβεν τούς ρώτησε καθώς ξανάκλειναν: «Τελικά, γιατί την αφήσατε να μπει χωρίς να μας ειδοποιήσετε;»
«Δε μπήκε από την πόρτα, κύριε.»
«Από πού μπήκε;»
Οι δύο φρουροί αλληλοκοιτάχτηκαν. Μετά ο ένας είπε: «Δεν ξέρουμε.»
Ο Ζιλμόρος στράφηκε στον Κάδμο. «Τι είναι αυτή η σύμμαχός σου, ποιητή; Φάντασμα; Στοιχειό της Ατέρμονης Πολιτείας;»
«Κάτι τέτοιο,» απάντησε εκείνος μεταξύ αστείου και σοβαρού, και είδε κάμποσους επαναστάτες να χαμογελούν μην ξέροντας πόσο σωστά είχε υποθέσει ο αρχηγός των Σκοταδιστών.
*
Ο Κάδμος στεκόταν στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας της Επισήμαντης μαζί με την Καρζένθα-Σολ. Σουρούπωνε, και οι δυο τους κοίταζαν προς τα βόρεια, προς τους δρόμους των Χρυσών Λόφων, χρησιμοποιώντας κιάλια που ο Σολάμνης’μορ είχε ενισχύσει με δυο Ξόρκια Οπτικής Ενισχύσεως ώστε να βλέπουν περισσότερες λεπτομέρειες και να διαπερνούν ακόμα κι έναν βαθμό σκοταδιού ή ομίχλης.
Η πολυκατοικία όπου στέκονταν ο Κάδμος και η Καρζένθα ήταν σε σημείο όπου μπορούσε κανείς να αγναντέψει άνετα τους Χρυσούς Λόφους, πάνω και δίπλα από άλλες πολυκατοικίες της Επισήμαντης, γέφυρες, και διάφορα οικοδομήματα. Συγχρόνως, όμως, όταν βρισκόσουν εδώ, σε τούτη την ταράτσα, δεν ήσουν σε άμεσο κίνδυνο να χτυπηθείς από κάποιο όπλο στους Χρυσούς Λόφους· η θέση της δεν ήταν επίφοβη. Ωστόσο, πέντε Μικροί Γίγαντες ήταν μαζί με τον νέο Πολιτάρχη της Β’ Ανωρίγιας και τη μισθοφόρο αριστοκράτισσα, ανάμεσα στους οποίους και ο Άλβερακ. Και όλοι βαστούσαν ανθεκτικές αλεξίσφαιρες ασπίδες, απ’αυτές που τους είχε πρωτοφέρει ο Μάρκος Ροδόχρωμος. Ήταν καλές· είχαν κρατήσει από τότε.
«Εξοχότατε,» είπε ξαφνικά ο Άλβερακ. «Η Κορίνα είναι εδώ.»
Ο Κάδμος κατέβασε τα κιάλια του και στράφηκε· το ίδιο και η Καρζένθα.
Δύο γυναίκες αντίκρυ τους, έχοντας βγει από ένα δώμα της ταράτσας, έρχονταν περνώντας ανάμεσα από τις κεραίες, τα καλώδια, τα μηχανήματα, και τις σαβούρες. Η μία ήταν, δίχως αμφιβολία, η Κορίνα· τα ξανθά της μαλλιά γυάλιζαν στο τελευταίο φως της ημέρας. Η άλλη ήταν άγνωστη· είχε δέρμα κατάλευκο σαν πανί και μαύρα μακριά μαλλιά που έπεφταν λυτά στους ώμους της. Φορούσε ψηλές καφετιές μπότες που έφταναν ώς το γόνατο, μαύρο παντελόνι, καφετί πέτσινο πανωφόρι, και μέσα από το πανωφόρι διακρινόταν μια γαλανή μπλούζα. Στον ώμο της ήταν ένας μικρός σάκος.
Οι δύο γυναίκες πλησίασαν τον Κάδμο και την Καρζένθα-Σολ.
«Καλησπέρα, Εξοχότατε,» είπε η Κορίνα, επίσημα. (Η πρώτη φορά που μου μιλά τόσο επίσημα, παρατήρησε ο Κάδμος φευγαλέα. Υπάρχει, άραγε, συγκεκριμένος λόγος;) «Να σας γνωρίσω την κυρία Μορτένκα’μορ Λεπτόχαρη, του τάγματος των Τεχνομαθών.»
«Αυτή που γνωρίζει τη Μαγγανεία Αντιενεργειακού Πεδίου;»
«Ασφαλώς.»
Ο Κάδμος έτεινε το χέρι του προς το μέρος της μάγισσας. «Χαίρω πολύ.»
«Παρομοίως, Εξοχότατε,» αποκρίθηκε εκείνη, ανταλλάσσοντας μια χειραψία μαζί του.
«Γνωρίζετε καλά πώς να φτιάξετε το πεδίο;»
«Όσο καλύτερα μπορώ.»
«Η Μορτένκα,» παρενέβη η Κορίνα, «είναι μετριόφρων. Εκείνη εφηύρε το αντιενεργειακό πεδίο.»
Ο Κάδμος την ατένισε με κάποιο θαυμασμό. «Είστε εφευρέτρια, λοιπόν...»
«Ασχολούμαι,» αποκρίθηκε η Μορτένκα’μορ ανασηκώνοντας τους ώμους, χαμογελώντας συγκρατημένα.
«Θα ανταμειφθείτε ανάλογα, αν μας βοηθήσετε να νικήσουμε τον Ζόλτεραλ-Ράο. Σας το υπόσχομαι, ως Πολιτάρχης της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας.»
«Δε χρειάζεται, Εξοχότατε,» αποκρίθηκε η μάγισσα, ξαφνιάζοντάς τον. «Το κάνω για... δικούς μου λόγους.»
Ο Κάδμος συνοφρυώθηκε. Κοίταξε την Κορίνα.
«Η συμφωνία είναι μεταξύ μας,» του είπε εκείνη.
Τέλος πάντων, σκέφτηκε ο Κάδμος. Και έστρεψε ξανά το βλέμμα του στη Μορτένκα’μορ. «Θα μου εξηγήσεις πώς ακριβώς θα στηθεί αυτό το πεδίο;»
«Τρία μηχανήματα χρειάζονται τα οποία έχω ήδη έτοιμα. Ονομάζονται αντίστροφοι εστιαστές ενέργειας. Μοιάζουν με μηχανικούς οφθαλμούς όταν τα δείτε. Τα στήνεις σε τρίποδα, με τις κεφάλες τους στραμμένες προς τη μεριά που θέλεις να δημιουργηθεί το πεδίο. Οι αντίστροφοι εστιαστές λειτουργούν καταναλώνοντας ενέργεια, φυσικά, και όσο πιο μεγάλο επιθυμείς να είναι το πεδίο τόσο περισσότερη ενέργεια χρειάζονται. Δεν θα πρότεινα, πάντως, να είναι πολύ μεγάλο, γιατί, επίσης, όσο μεγαλύτερο είναι τόσο μεγαλύτερη πιθανότητα δυσλειτουργίας υπάρχει.»
«Ποιο είναι το ασφαλές μέγεθος;» ρώτησε η Καρζένθα-Σολ.
«Ο κάθε αντίστροφος εστιαστής δεν πρέπει να απέχει πάνω από πεντακόσια μέτρα από τον άλλο. Αυτό είναι το λογικό μέγιστο, για την ώρα. Αν τους βάλετε πιο μακριά, δεν εγγυώμαι τίποτα.»
«Ισόπλευρο τρίγωνο; Με πεντακόσια μέτρα η κάθε πλευρά;»
«Ναι, το καλύτερο δυνατό. Το μέγιστο που θα πρότεινα.»
«Αρκετά μεγάλη περιοχή,» είπε η Καρζένθα-Σολ ύστερα από μια στιγμή νοητικών υπολογισμών. «Θα χρειαστεί, λοιπόν, να τοποθετήσουμε τους αντίστροφους εστιαστές στα κατάλληλα σημεία και να τους συνδέσουμε με ενεργειακές φιάλες, σωστά;»
«Σωστά.»
«Και πρέπει να κάνεις κι εσύ τη Μαγγανεία Αντιενεργειακού Πεδίου, όπως κάνουν τη Μαγγανεία Οπλικής Φορτίσεως για τα ενεργειακά κανόνια...»
«Ακριβώς.»
«Πού θα βρίσκεσαι; Κοντά σ’έναν από τους αντίστροφους εστιαστές;»
Η Μορτένκα’μορ κατένευσε. «Αγγίζοντας δύο δέκτες, καλωδιακά συνδεδεμένους με τον εστιαστή.»
«Δύο δέκτες σαν αυτούς στα ενεργειακά κανόνια;»
«Ναι.»
«Τη γνωρίζεις καλά αυτή τη μαγγανεία, έτσι;»
«Εγώ την έφτιαξα,» είπε η μάγισσα.
Ο Κάδμος ρώτησε την Κορίνα: «Το στράτευμα του Ζόλτεραλ-Ράο πότε θα έρθει στην Επισήμαντη;»
«Μεθαύριο τα ξημερώματα.»
«Οι πληροφορίες σου πάντα εκπλήσσουν, Κορίνα...» σχολίασε ο Κάδμος ατενίζοντάς την ερευνητικά.
Η Θυγατέρα της Πόλης δεν μίλησε, υπομειδιώντας με τα μαυροβαμμένα χείλη της.
*
Οι Μικροί Γίγαντες τοποθέτησαν τους αντίστροφους εστιαστές ενέργειας σύμφωνα με τις υποδείξεις της Μορτένκα’μορ μέσα στην Επισήμαντη. Και οι τρεις τοποθετήθηκαν σε μπαλκόνια πολυκατοικιών έτσι ώστε οι κεφαλές τους να σχηματίζουν ισόπλευρο τρίγωνο πεντακόσιων μέτρων. Η μάγισσα ζήτησε, επίσης, να βάλουν δύο δέκτες κοντά στον έναν από τους τρεις αντίστροφους εστιαστές και να συνδέσουν τον κάθε εστιαστή με τέσσερις ενεργειακές φιάλες.
Αφού αυτά έγιναν, η Μορτένκα’μορ στάθηκε ανάμεσα στους δέκτες, οι οποίοι ήταν δύο μεταλλικές όρθιες πλάκες γεμάτες κυκλώματα, συνδεδεμένες με τον έναν αντίστροφο εστιαστή μέσω καλωδίων. Η μάγισσα άγγιξε με το δεξί χέρι τον έναν δέκτη και με το αριστερό τον άλλο, και άρθρωσε τα λόγια για τη Μαγγανεία Αντιενεργειακού Πεδίου.
Πίσω της στέκονταν ο Κάδμος, ο Ερκάνης, η Καρζένθα-Σολ, η Κορίνα, και ο Σολάμνης’μορ, που ήταν πολύ περίεργος να δει, όπως είχε δηλώσει, πώς λειτουργούσαν όλα αυτά. Επί του παρόντος, ατένιζε συνοφρυωμένος τη Μορτένκα’μορ.
Η οποία, έχοντας ολοκληρώσει τη μαγγανεία μετά από κανένα πεντάλεπτο, είπε: «Το πεδίο είναι έτοιμο,» ενώ είχε τα μάτια κλειστά και τα χέρια της εξακολουθούσαν ν’ακουμπούν τους δέκτες.
Η Καρζένθα άνοιξε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό που κρατούσε και πρόσταξε: «Στείλτε ένα όχημα μέσα στην περιοχή.»
«Μάλιστα, αρχηγέ,» ήρθε η απάντηση της Τζακλίν, της Αρχιμηχανικού των Μικρών Γιγάντων. Και μετά από λίγο, η φωνή της ακούστηκε πάλι: «Το όχημα έπαψε να λειτουργεί, αρχηγέ. Και ούτε ο πομπός μου λειτουργούσε όσο βρισκόμουν κοντά του.»
«Δοκιμάστε να χρησιμοποιήσετε ενεργειακά όπλα μέσα στο πεδίο,» πρόσταξε η Καρζένθα, και σύντομα πήρε την απάντηση πως ούτε αυτά λειτουργούσαν.
Η Μορτένκα’μορ, έχοντας ακούσει τη συνομιλία παρότι ρύθμιζε το πεδίο, είπε: «Να το διακόψω τώρα, για να μην καταναλώνετε άδικα τις ενεργειακές φιάλες;»
«Ναι,» αποκρίθηκε η Καρζένθα-Σολ. «Δε νομίζω ότι χρειάζεται να δούμε τίποτ’ άλλο.» Και κοίταξε ερωτηματικά τον Σολάμνη’μορ.
Ο μάγος κατένευσε.
Η Μορτένκα’μορ έπαψε να χρησιμοποιεί τη μαγγανεία, παίρνοντας τα χέρια της από τους δέκτες.
«Τώρα,» είπε η Καρζένθα-Σολ, «το μόνο που μένει είναι να στήσουμε σωστά την ενέδρα μας, και να περιμένουμε τον Ζόλτεραλ-Ράο να έρθει.»
*
Η Κορίνα δεν έπεσε καθόλου έξω στην πρόβλεψή της. Ο στρατός από την Έκθυμη μπήκε στην Επισήμαντη μεθαύριο τα ξημερώματα, καθώς ο ήλιος υψωνόταν πίσω από τα ψηλά οικοδομήματα της ανατολής κάνοντας μέταλλα και κρύσταλλα να γυαλίζουν.
Οι μαχητές και τα οχήματα του Ζόλτεραλ-Ράο προέλαυναν μέσα στην Επισήμαντη με την πρέπουσα προσοχή αλλά και, συγχρόνως, σαν να ήταν άπαντες βέβαιοι για τη νίκη τους, σαν εν μέρει να περίμεναν ότι θα έβρισκαν την περιφέρεια εγκαταλειμμένη – μια εντύπωση που η Καρζένθα είχε προτείνει να ενισχύσουν οι επαναστάτες με το να μη φρουρούν τα βόρεια σύνορα της Επισήμαντης. «Αφήστε τους να νομίσουν ότι έχουμε παραιτηθεί, ότι δεν υπάρχει και πολλή φύλαξη,» είχε πει. «Το πλεονέκτημά μας θα είναι ακόμα μεγαλύτερο όταν τελικά πέσουν στην παγίδα μας.» Μέχρι και ο Ζιλμόρος είχε συμφωνήσει· μάλιστα, είχε δηλώσει πως του άρεσε το σχέδιό της.
Τώρα, όμως, σκέφτηκε η Καρζένθα, θα ανακαλύψουμε αν είναι πραγματικά καλό το σχέδιό μας. Στεκόταν στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας, παρατηρώντας με τα κιάλια της το στράτευμα από την Έκθυμη να διασχίζει τους δρόμους της Επισήμαντης ενώ αεροσκάφη πετούσαν από πάνω του.
Η Κορίνα, πάντως, είχε δίκιο ακόμα και σχετικά με τις λεωφόρους που θα περνούσαν, παρατήρησε η Καρζένθα. Το στράτευμα δεν παρέκκλινε πουθενά. Μπορούσε, άραγε, η Κορίνα να προβλέπει το μέλλον; Ή, μήπως, διάβαζε τα μυαλά των ανθρώπων; Ο Ερκάνης είχε πει ότι, σύμφωνα με τους μύθους, οι Θυγατέρες της Πόλης τα έκαναν και τα δύο. Αλλά, βέβαια, οι μύθοι είναι μύθοι...
Τέλος πάντων. Δεν έχει σημασία αυτή τη στιγμή.
Το στράτευμα του Ζόλτεραλ-Ράο πλησίαζε το αντιενεργειακό πεδίο από τρεις διαφορετικές μεριές, από τρεις διαφορετικές λεωφόρους. Οι επαναστάτες δεν είχαν ακόμα προβάλει καμία αντίσταση, και ήταν όλοι τους κρυμμένοι γύρω από το πεδίο, μαζί με τα οχήματά τους. Οι μάγοι τους είχαν υφάνει μαγείες προκάλυψης και απόκρυψης, ώστε να μην τύχει να ανιχνευθούν από εχθρικούς μάγους, σε περίπτωση που μπορεί να συνέβαινε κάτι τέτοιο.
Μόλις τα οχήματα από την Έκθυμη μπήκαν στο αντιενεργειακό πεδίο, αμέσως η ταχύτητά τους μειώθηκε καθώς οι μηχανές τους έπαψαν να λειτουργούν. Μόλις τα αεροσκάφη μπήκαν – περίπου την ίδια στιγμή, αφού πετούσαν από πάνω τους – στο αντιενεργειακό πεδίο, άρχισαν να χάνουν ύψος. Οι πάντες, καταφανώς, πανικοβλήθηκαν.
Και τότε οι επαναστάτες, επικοινωνώντας με τηλεπικοινωνιακούς πομπούς, επιτέθηκαν συγχρονισμένα, πυροβολώντας καθώς έβγαιναν από τις κρυψώνες τους και ορμώντας καταπάνω στους μισθοφόρους του Ζόλτεραλ-Ράο. Από τριγυρινά οικοδομήματα μεγάλα πυροβόλα έβαλλαν, καθώς και τέσσερα ενεργειακά κανόνια που όσο βρίσκονταν έξω από αντιενεργειακό πεδίο μπορούσαν άνετα να ρίχνουν μέσα σ’αυτό.
Οι μισθοφόροι από την Έκθυμη δεν ήταν ουσιαστικά ανυπεράσπιστοι, αλλά ήταν τελείως ανέτοιμοι για τέτοιους είδους κατάσταση. Οι δυνάμεις του Κάδμου Ανθοτέχνη τούς θέριζαν σαν να ήταν μαριονέτες που ξαφνικά είχαν χάσει τον χειριστή τους.
Το πενταπλό μεταβαλλόμενο άρμα ήταν μαζί με το στράτευμα, όχι χωρισμένο αλλά στην ενωμένη του μορφή που θύμιζε γιγάντιο μεταλλικό σκύλο· και είχε σταματήσει να λειτουργεί κι αυτό, όπως όλα τα υπόλοιπα μηχανήματα που δούλευαν με ενέργεια. Όμως τα πυροβόλα του, τα φλογοβόλα του, και τα ρουκετοβόλα του εξακολουθούσαν να λειτουργούν, κι άρχισαν να ρίχνουν στους επαναστάτες–
–προτού δύο ενεργειακές ριπές από κανόνια που βρίσκονταν έξω απ’το πεδίο σκίσουν το μεταβαλλόμενο άρμα σταυρωτά, τσακίζοντας το κεντρικό του σώμα και χωρίζοντάς το από το ένα ερπυστριοφόρο πόδι.
Στο εσωτερικό του άρματος βρισκόταν ο Ουμπέρτο Γαλανός, ο οποίος έχασε την ισορροπία του κι έπεσε στο πάτωμα, κραυγάζοντας· οριακά πρόλαβε να πιαστεί από μια προεξοχή προτού πεταχτεί έξω από μια πρόσφατα δημιουργημένη τρύπα πάνω στο άρμα.
Μετά όμως σκέφτηκε ότι, αφού όλα τα συστήματα είχαν πάψει να λειτουργούν, καλύτερα να έφευγε προτού οι εχθρικές ενεργειακές ριπές χτυπήσουν τις ενεργειακές φιάλες του άρματος και το τινάξουν στον αέρα. Ορισμένοι από τους μαχητές που βρίσκονταν εδώ μέσα ήδη φαινόταν να το έχουν καταλάβει αυτό, και έφευγαν περίτρομοι, με όπλα στα χέρια.
Ο Ουμπέρτο τούς ακολούθησε, τραβώντας το πιστόλι του από το θηκάρι. Περνώντας από την τρύπα που είχε δημιουργηθεί βρέθηκε έξω από το χτυπημένο μεταβαλλόμενο άρμα–
Πίσω του, δυνατός κρότος – ακόμα μια ενεργειακή ριπή! – και έκρηξη ακολούθησε–
Ο Ουμπέρτο έπεσε μπρούμυτα στο έδαφος, καλύπτοντας το κρανοφόρο κεφάλι του με τα χέρια του, ενώ φλόγες και μεταλλικά θραύσματα τινάζονταν ολόγυρα.
*
Ο Πολιτάρχης της Έκθυμης, Ζόλτεραλ-Ράο, πετούσε μέσα σ’ένα πολεμικό ελικόπτερο, περιτριγυρισμένος από τέσσερα άλλα, για ασφάλεια. Ήθελε να είναι μαζί με το στράτευμά του σε τούτη την πολυπόθητη νίκη. Ήθελε να γευτεί τον μεγάλο θρίαμβο της κατάκτησης της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας ο οποίος θα έδινε στην Έκθυμη πρόσβαση στον Ριγοπόταμο και έλεγχο στο Εμπορικό Κέντρο στα δυτικά. Ο Ζόλτεραλ-Ράο δεν θα ήταν μονάχα ένας σπουδαίος ευεργέτης της Έκθυμης, αλλά ένας Πολιτάρχης-Στρατηγός, ένας Πολιτάρχης-Πολεμιστής. Η ιστορία θα έγραφε το όνομά του, δεν υπήρχε αμφιβολία. Μεγάλα αγάλματα θα γίνονταν, πιθανώς, προς τιμή του. Θα τα έφτιαχνε ο ίδιος προτού τα φτιάξει κανείς άλλος.
Το ελικόπτερο άρχισε ξαφνικά να χάνει ύψος!
«Τι συμβαίνει, πιλότε;» είπε ο Ζόλτεραλ ενώ, συγχρόνως, νόμιζε πως έβλεπε και τ’άλλα ελικόπτερα να χάνουν ύψος. Ήταν κάποιου είδους μανούβρα για ν’αποφύγουν εναέρια επίθεση των εχθρών τους;
«Δε – δεν ξέρω, κύριε Πολιτάρχη...» Ο πιλότος πατούσε κουμπιά, ξέφρενα· έμοιαζε πανικόβλητος. «Πέφτουμε! Κάτι στις– οι μηχανές χάλασαν – δε – δε λειτουργεί κανένα σύστημα–»
«Κάποιο σφάλμα με την παροχή ενέργειας,» παρατήρησε η δεύτερη πιλότος.
«Και τ’άλλα αεροσκάφη πέφτουν!» είπε ένας από τους σωματοφύλακες του Πολιτάρχη.
«Προσγειώστε το ομαλά, ανόητοι!» φώναξε ο Ζόλτεραλ-Ράο. «Προσγειώστε το, γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος!»
«Μας επιτίθενται οι επαναστάτες!» έλεγε ταυτόχρονα μια άλλη σωματοφύλακας.
«Πηδήξτε με τα αλεξίπτωτα!» φώναξε ο πιλότος. «Θα χτυπήσουμε άσχημα! ΠΗΔΗΞΤΕ!» Και, κάνοντας τα λόγια πράξη, μην περιμένοντας να βεβαιωθεί ότι τον είχαν ακούσει, άνοιξε την πόρτα δίπλα του και πήδησε τραβώντας το σχοινί που άνοιγε το αλεξίπτωτο στην πλάτη του.
Ο Ζόλτεραλ-Ράο και οι άλλοι τον ακολούθησαν αμέσως – είχαν ελάχιστο χρόνο πλέον.
Καθώς τα αλεξίπτωτά τους άνοιγαν, το ελικόπτερό τους τσακιζόταν πάνω στα μπαλκόνια μιας πολυκατοικίας, σπάζοντας πόρτες, παράθυρα, τοίχους: χώματα, πέτρες, τζάμια έπεσαν βροχή.
Οι αλεξιπτωτιστές προσγειώθηκαν μες στη μέση της συμπλοκής. Προσγειώθηκαν άγαρμπα, καθώς τα αλεξίπτωτά τους ίσα που είχαν χρόνο ν’ανοίξουν. Ο Ζόλτεραλ-Ράο κραύγασε νιώθοντας το δεξί του γόνατο να χτυπά επώδυνα. Ήταν τώρα μπλεγμένος μες στο αλεξίπτωτό του, δεν ήξερε πώς να ελευθερωθεί.
Πανικός τον κατέλαβε.
*
Η Κορίνα κοίταζε με τα κιάλια της από ένα μπαλκόνι, φορώντας κάπα με την κουκούλα σηκωμένη στο κεφάλι. Δίπλα της στέκονταν ο Κάδμος και ο Ερκάνης, ο ένας δεξιά, ο άλλος αριστερά της.
Επί του παρόντος κατέβασε τα κιάλια της. «Τον βλέπεις αυτόν εκεί;» είπε δείχνοντας κάποιον που πάλευε με το αλεξίπτωτό του ενώ κι άλλοι πεσμένοι αλεξιπτωτιστές βρίσκονταν γύρω του. «Είναι ο Πολιτάρχης της Έκθυμης, ο Ζόλτεραλ-Ράο. Στείλε ανθρώπους να τον σκοτώσουν. Τώρα. Όσο είναι ακόμα όλοι τους σε σύγχυση.»
«Γιατί να μην τον αιχμαλωτίσουμε καλύτερα;» είπε ο Κάδμος. «Θα μπορέσουμε έτσι να αποφύγουμε πιθανές μελλοντικές επιθέσεις από την Έκθυμη, ίσως.»
Η Κορίνα γέλασε σαν όλα τούτα να μην ήταν παρά ένα παιχνίδι, ασχέτως αν ανθρώπινο αίμα χυνόταν παντού. «Νομίζεις ότι θα μπορέσεις να συνεννοηθείς μαζί του, Κάδμε;»
«Γιατί όχι;»
«Δεν το καταλαβαίνεις; Σε φοβούνται. Φοβούνται ότι η εξουσία τους πλήττεται από τη Νέα Εποχή που φέρνεις. Η Έκθυμη δεν θα πάψει να σε εχθρεύεται ποτέ – ειδικά ύστερα απ’αυτό!» Έδειξε, με μια απλωτή χειρονομία, τη φονική συμπλοκή αντίκρυ τους: Οι επαναστάτες λιάνιζαν – λιάνιζαν – τους μισθοφόρους του Ζόλτεραλ-Ράο. Τους έκαναν κομμάτια. Μετά απ’ό,τι είχε γίνει στους Χρυσούς Λόφους, ήθελαν να βεβαιωθούν ότι δεν θα έμενε τίποτα απ’αυτούς, τώρα που μπορούσαν να τους χτυπήσουν ενώ εκείνοι ήταν ακόμα σαστισμένοι.
«Σκότωσε τον Ζόλτεραλ-Ράο όσο έχεις χρόνο,» συνέχισε η Κορίνα. «Δείξε τους τη δύναμή σου. Και, σύντομα, η Έκθυμη θα βρεθεί υπό τον έλεγχό σου. Είσαι προορισμένος για μεγάλα πράγματα, Κάδμε· μην το ξεχνάς.»
Ο Κάδμος κοίταξε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό που κρατούσε στο χέρι του. Να πρόσταζε να σκοτώσουν τον Ζόλτεραλ-Ράο; Ή να τον αιχμαλωτίσουν;
«Ακόμα κι αν ο Ζόλτεραλ-Ράο σού υποσχεθεί ειρήνη,» είπε η Κορίνα, «θα είναι μόνο για να ξεφύγει από τα χέρια σου. Και μετά θα γίνει χειρότερος εχθρός σου. Μη χάνεις την ευκαιρία, Κάδμε!»
Ο Κάδμος είπε: «Θα τον σκοτώσω ο ίδιος, τότε.» Και στράφηκε, μπαίνοντας ξαφνικά στην πολυκατοικία.
Η Κορίνα τον ακολούθησε δίχως δισταγμό. Ο Ερκάνης, όμως, δίστασε προς στιγμή, ξαφνιασμένος. Ο Κάδμος ήθελε ο ίδιος να σκοτώσει τον Πολιτάρχη της Έκθυμης; Μα τον Κρόνο, ποιητής ήταν, όχι πολεμιστής! Μπορεί να ήταν πρωτεργάτης της επανάστασης, μπορεί τώρα να είχε, απρόσμενα, τόσο απρόσμενα, γίνει Πολιτάρχης της Β’ Ανωρίγιας, αλλά – μα τον Κρόνο – δεν ήταν φονιάς. Δεν ήταν σαν την Καρζένθα. Τι ήθελε τώρα ν’αποδείξει; Είχε αλλάξει τόσο πολύ;
Αυτές οι μπερδεμένες σκέψεις έτρεχαν κυκλικά μες στο μυαλό του Ερκάνη, καθώς ακολουθούσε την Κορίνα που ακολουθούσε τον Κάδμο. Και άκουσε τον ποιητή να μιλά στον πομπό του, καλώντας κάποιους Μικρούς Γίγαντες να έρθουν. Αν και πέντε ήδη ήταν γύρω του, περιμένοντας πίσω απ’το μπαλκόνι ως σωματοφύλακές του.
Ο Άλβερακ συνάντησε τον Κάδμο έξω από την πιλοτή της πολυκατοικίας μαζί με δώδεκα Μικρούς Γίγαντες που όλοι βαστούσαν δόρατα και πιστόλια. «Τι συμβαίνει, Εξοχότατε;»
«Ο Ζόλτεραλ-Ράο είναι εδώ,» είπε ο Αλυσοδεμένος Ποιητής, έχοντας κι αυτός πιστόλι στο χέρι, «πεσμένος από ελικόπτερο. Πηγαίνω να τον σκοτώσω.» Και συνέχισε να βαδίζει περνώντας ανάμεσα από τους Μικρούς Γίγαντες οι οποίοι ευθύς τον ακολούθησαν, περιτριγυρίζοντάς τον, ενώ η Κορίνα κι ο Ερκάνης έρχονταν πίσω του.
«Δεν ξέρω αν αυτό θα ήταν συνετό, Εξοχότατε,» είπε ο Άλβερακ. «Υπάρχει κίνδυνος.»
«Γι’αυτό σάς κάλεσα μαζί μου–»
«Ωστόσο, δεν θα πρότεινα–»
«Αν είναι να πεθάνει θα πεθάνει απ’το δικό μου χέρι,» δήλωσε ο Κάδμος. Για κάποιο λόγο, δεν αισθανόταν καλά να προστάξει τον Άλβερακ να σκοτώσει τον Ζόλτεραλ-Ράο. Δεν ήξερε γιατί. Ακόμα κι ο ίδιος δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Ούτε λογικά ούτε ποιητικά. Το ποιητικό του δαιμόνιο ήταν σιωπηλό ετούτες τις τελευταίες ημέρες.
«Ο Άλβερακ έχει δίκιο, Κάδμε!» είπε έντονα ο Ερκάνης. «Μην κάνεις το–»
«Μείνε πίσω αν θέλεις!» τον διέκοψε ο ποιητής κοιτάζοντάς τον προς στιγμή πάνω απ’τον ώμο του. «Φύγε!»
«Κάδμε, αν σκοτωθείς εσύ–»
«Κάνε ό,τι θέλεις, Ερκάνη, αλλά μη μ’ενοχλείς!» Ο Κάδμος τώρα κοίταζε μπροστά, μόνο μπροστά, καθώς βάδιζαν προς τους πεσμένους αλεξιπτωτιστές που ξεμπλέκονταν από τα αλεξίπτωτά τους.
«Πες του κάτι!» ζήτησε ο Ερκάνης από την Κορίνα.
Και την ίδια στιγμή δέχτηκαν επίθεση από μαχητές της Έκθυμης. Ριπές από πιστόλια και τουφέκια. Αλλά η συμπλοκή δεν κράτησε για πολύ. Οι Μικροί Γίγαντες αμέσως ανταπέδωσαν, κάνοντας τους εχθρούς να αποτραβηχτούν: και μετά, το χάος της μάχης ολόγυρα κάλυψε πάλι τον Κάδμο και τη συνοδία του.
Κι έφτασαν κοντά στους αλεξιπτωτιστές. Πυροβολώντας και καρφώνοντάς τους με τα δόρατα. Σώματα σωριάζονταν στο πλακόστρωτο, χτυπημένα από σφαίρες ή τρυπημένα από λάμες.
«Αυτός είναι.» Η Κορίνα έδειξε στον Κάδμο έναν πεσμένο άντρα. Φαινόταν να μη μπορεί να κουνήσει το δεξί του πόδι, μάλλον εξαιτίας της πτώσης.
«Ζόλτεραλ-Ράο!» φώναξε ο Κάδμος πλησιάζοντάς τον με το πιστόλι του υψωμένο.
Ο άντρας στράφηκε να τον κοιτάξει. «Παραδίνομαι!» είπε σηκώνοντας τα χέρια. «Παραδίνομαι!»
«Δε δεχόμαστε τυράννους στη Β’ Ανωρίγια, Ζόλτεραλ-Ράο! Ας είναι αυτό μάθημα για κάθε τύραννο που θέλει να μας υποτάξει!»
«Περίμενε! Πήγαινέ με στον αρχηγό σας! Πήγαινέ με και θα μιλήσω μαζί του, θα–»
Ο Κάδμος γέλασε. Δεν ήξερε από πού ακριβώς βγήκε αυτό το γέλιο από μέσα του. Ήταν ένα σχεδόν... ποιητικό γέλιο, έκρινε. Ένα παράξενο γέλιο. Ο Κάδμος γέλασε και είπε: «Εγώ είμαι ο αρχηγός τους, Ζόλτεραλ-Ράο! Εγώ είμαι ο Κάδμος Ανθοτέχνης, ο αρχηγός της επανάστασης! Εγώ είμαι ο Αλυσοδεμένος Ποιητής! Εγώ είμαι ο Πολιτάρχης της Β’ Ανωρίγιας, που δεν έχει χώρο για καθάρματα σαν εσένα! Η Ρελκάμνια δεν έχει χώρο για καθάρματα σαν εσένα!»
Ο Ερκάνης, που παρακολουθούσε τον φίλο του να σημαδεύει τον πεσμένο Ζόλτεραλ-Ράο, να γελά, και να φωνάζει, αισθανόταν παγωμένος. Ο Κάδμος είχε πράγματι αλλάξει πολύ. Πολύ. Τι είναι αυτός ο άνθρωπος που βλέπω; Ποιος είναι;
Αισθάνθηκε, τότε, ένα χέρι στον ώμο του, και ανατρίχιασε.
Η Κορίνα.
Η οποία του είπε ψιθυριστά: «Ο Κάδμος είναι προορισμένος για μεγάλα πράγματα, Ερκάνη. Μεγάλα πράγματα. Η Πόλη τον θέλει...» Μιλούσε κοντά στ’αφτί του, και ο Ερκάνης αισθανόταν την αναπνοή της επάνω του. Και ρίγησε. Μην ξέροντας αν ήταν από φόβο ή από ενθουσιασμό που ένας ζωντανός μύθος, όπως αυτή η Θυγατέρα της Πόλης, απευθυνόταν σ’εκείνον.
Ο πυροβολισμός τον επανέφερε στην πραγματικότητα.
Ο Κάδμος είχε τραβήξει τη σκανδάλη, παρά τις τελευταίες ικεσίες του Ζόλτεραλ-Ράο. Η σφαίρα είχε βρει τον Πολιτάρχη της Έκθυμης στο αριστερό μάτι, τινάζοντας το κρανοφόρο κεφάλι του πίσω και ρίχνοντας τον ανάσκελα, νεκρό αναμφίβολα.
Τότε, μέσα απ’τη θολούρα της συμπλοκής, κάποιος φάνηκε να ξεπροβάλει. Παραπατώντας, τρεκλίζοντας. Ίσως τραυματισμένος. Σίγουρα, πολύ κλονισμένος. Φορούσε κράνος και αλεξίσφαιρη πανοπλία. Κρατούσε στο χέρι του ένα πιστόλι, και καθώς το ύψωνε, σημαδεύοντας τον Κάδμο, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι γνώριζε ποιον ήθελε να σκοτώσει – πιθανώς να τον είχε ακούσει να φωνάζει ο ίδιος ποιος ήταν! συνειδητοποίησε ξαφνικά ο Ερκάνης, τρομαγμένος για τον φίλο του παρότι μετά βίας τον αναγνώριζε πλέον.
«Καααάδμεεεε!» ούρλιαξε, βέβαιος πως η φωνή βγήκε πολύ αργά από τα χείλη του.
Συγχρόνως, όμως – ή, μάλλον, λίγο πιο πριν – άκουσε και την Κορίνα να μιλά – να λέει κάτι, μια λέξη, την οποία δεν κατάλαβε.
Ο λαιμός του άντρα με το πιστόλι σκίστηκε σαν από αόρατη λεπίδα, τινάζοντας αίματα. Η ριπή που προοριζόταν για τον Κάδμο αστόχησε, πηγαίνοντας στον αέρα.
Η Κορίνα, δείχνοντας με το χέρι της τον επίδοξο δολοφόνο του Αλυσοδεμένου Ποιητή – εξακολουθώντας να τον δείχνει με το χέρι της, συνειδητοποίησε ο Ερκάνης – είπε πάλι μια παράξενη λέξη, και τώρα ο καρπός του άντρα χτυπήθηκε. Κόπηκε, και το πιστόλι έπεσε μαζί με το κομμένο χέρι, ενώ το σώμα σωριαζόταν, σπαρταρώντας από το τραύμα στον λαιμό.
Ο Ερκάνης ανέπνευσε. «Ποιος ήταν αυτός;» κατάφερε να αρθρώσει, νιώθοντας το στόμα του στεγνό.
«Ο Ουμπέρτο Γαλανός, ο στρατάρχης του Ζόλτεραλ-Ράο,» αποκρίθηκε ήρεμα η Κορίνα, σαν απλώς να είχε γράψει την τελευταία λέξη πάνω σ’ένα κομμάτι χαρτί, όχι σαν να είχε μόλις σκοτώσει κάποιον με τρόπο... εξωπραγματικό.
Μόνο έτσι μπορούσε να τον ονομάσει ο Ερκάνης. Εξωπραγματικό. Ούτε στα πιο αλλόκοτα μυστικιστικά βιβλία του δεν είχε ποτέ διαβάσει για κάτι τέτοιο...
*
Οι συμπλοκές δεν κράτησαν για πολύ. Οι επαναστάτες της Β’ Ανωρίγιας αποδεκάτισαν τους μισθοφόρους της Έκθυμης, τους έτρεψαν σε φυγή από την Επισήμαντη και, ύστερα από λίγες ώρες, από τους Χρυσούς Λόφους και τον Ψηλό Φύλακα. Τους έδιωξαν από ολόκληρη τη Β’ Ανωρίγια Συνοικία. Είχε πλέον γίνει γνωστό ανάμεσα στους μαχητές της Έκθυμης ότι ο Ζόλτεραλ-Ράο ήταν νεκρός, αλλά και ο Ουμπέρτο Γαλανός. Δεν υπήρχε κανείς για να τους διοικήσει τώρα, και είχαν χάσει το μεγαλύτερο μέρος των οχημάτων και των αεροσκαφών τους. Δεν μπορούσαν να μείνουν εδώ· δεν είχαν κανέναν λόγο για να μείνουν και έναν πολύ σημαντικό λόγο για να φύγουν: την επιβίωση. Οι επαναστάτες συνεχώς αποδείκνυαν ότι δεν ήταν πρόθυμοι να πάρουν αιχμαλώτους. Όποτε κάποιοι, περικυκλωμένοι ή έχοντας ξεμείνει από πολεμοφόδια, παραδίνονταν, οι επαναστάτες τούς σκότωναν αλύπητα.
Μέχρι το απόγευμα, οι δρόμοι από την Επισήμαντη μέχρι τον Ψηλό Φύλακα ήταν γεμάτοι αίματα, κουφάρια, πεσμένα όπλα, κάλυκες, σφαίρες, σπασμένες λεπίδες, διάφορα κομμάτια και θραύσματα. Κάποιοι περίεργοι τραβούσαν φωτογραφίες για καλλιτεχνικούς λόγους, όπως δήλωσαν όταν οι Ξεπεσμένοι Ιερείς – η συμμορία του Σκυφτού Στίβεν – έκαναν να τους σταματήσουν. Τέτοια γεγονότα κανείς τους δεν είχε ξαναζήσει μέσα στη Β’ Ανωρίγια Συνοικία.
Επί τη ευκαιρία, οι βίλες και οι κατοικίες των πλουσίων στους Χρυσούς Λόφους, που ώς τώρα δεν είχαν πειραχτεί και τόσο, λεηλατήθηκαν μέχρις εσχάτων από διάφορες συμμορίες. Ο Κάδμος Ανθοτέχνης δεν μπορούσε να ασκήσει κανέναν έλεγχο επάνω τους μια τέτοια στιγμή, και αμφέβαλλε, μάλιστα, αν θα έπρεπε να το κάνει. Οι επαναστάτες είχαν νικήσει.
Είχαν κερδίσει την ελευθερία τους, και από τους δυνάστες της Β’ Ανωρίγιας και από τα κατερχόμενα αρπακτικά της Έκθυμης. Δεν ήταν τώρα η ώρα να πάρουν ό,τι τους είχε υποσχεθεί ο Κάδμος πως θα έπαιρναν; Δεν ήταν τώρα η ώρα να γίνει ό,τι τους είχε υποσχεθεί πως θα γινόταν;
Ο Τροχός του Βασάνου θα γυρίσει, και όσοι είναι πάνω θα πέσουν κάτω και θα πατηθούν, ενώ όσοι είναι κάτω θα ανέλθουν στα ύψη και θα γίνουν άρχοντες!
(Το ποιητικό δαιμόνιο είχε επιστρέψει μες στο μυαλό του: Η ώρα η πολυπόθητη είχ’ επιτέλους έρθει σαν όνειρο ανονείρευτο, ύστερα από αγώνες σκληρούς, αψηφώντας τυράννους, αψηφώντας το γύρισμα της μοίρας το κακό που για λίγο είχε θελήσει τους γενναίους να τσακίσει!)
Η Κορίνα πλησίασε τον Κάδμο το απόβραδο, όταν εκείνος βρισκόταν μέσα σε μια λεηλατημένη βίλα πλουσίων – τη βίλα του ίδιου του Λεονάρδου Ευστάθιου, ενός από τους πιο σημαντικούς πλουτοκράτες – μαζί με την Καρζένθα-Σολ. Οι δυο τους ήταν βουτηγμένοι στη θερμαινόμενη πισίνα του σαλονιού, έχοντας ανοίξει διάφορα μπουκάλια με ποτά και βάλει μουσική ν’αντηχεί στο σπίτι: Το Τρανταχτό Γέλιο της Νίκης ακουγόταν τώρα, του Σφοδρού Ανέμου. Μικροί Γίγαντες, ασφαλώς, φρουρούσαν τον νέο Πολιτάρχη και τη μισθοφόρο αριστοκράτισσα, για παν ενδεχόμενο (ακόμα μπορεί επίδοξοι δολοφόνοι να κρύβονταν μες στη Β’ Ανωρίγια), αλλά βρίσκονταν έξω από το σαλόνι με την πισίνα αφήνοντάς τους μόνους.
Η Κορίνα είχε μπει αφού ανακοίνωσαν την παρουσία της. Αυτή τη φορά δεν είχε ξεπροβάλει σαν στοιχειό από κάποια σκοτεινή γωνία. Και ήταν πολύ καλοντυμένη. Κοσμήματα γυάλιζαν επάνω της, και το φόρεμά της κολάκευε το λιγνό πορφυρόδερμο σώμα της στον μέγιστο βαθμό.
Ο Κάδμος και η Καρζένθα δεν βγήκαν από την πισίνα για να την προϋπαντήσουν· εξακολούθησαν να βρίσκονται κάτω απ’το νερό, εν μέρει μεθυσμένοι από τα ποτά, σε εύθυμη διάθεση.
«Κορίνα!» φώναξε ο Κάδμος υψώνοντας το ποτήρι του με τον Σεργήλιο οίνο. «Στην υγειά σου! Χίλια και ένα χρόνια να σου δώσει ο Υπερχρόνιος Άρχοντας!»
Η Καρζένθα γελούσε. «Υποτίθεται, αγάπη μου, χα-χα-χα-χα-χα, ότι είναι, χα-χα-χα-χα-χα-χα, αθάνατη! Χα-χα-χα-χα-χα...»
«Ακόμα κι έτσι!» είπε ο Κάδμος. «Ως Πολιτάρχης της Β’ Ανωρίγιας, της δίνω ακόμα έναν χρόνο πάνω απ’την αθανασία!»
«Χα-χα-χα-χαχαχαχαχα... Μπορεί να γίνει; Να ρωτήσεις τον Ερκάνη προτού το λες ότι μπορεί να γίνει!» είπε η Καρζένθα χαστουκίζοντάς τον ελαφρά στο μάγουλο και στον ώμο.
«Μάλλον,» είπε η Κορίνα, υπομειδιώντας, «έπρεπε να είχα έρθει άλλη στιγμή.»
«Ανοησίες!» αποκρίθηκε ο Κάδμος πίνοντας κρασί. «Κάθισε... Βούτα, δηλαδή. Χα-χα-χα-χα!»
Η Κορίνα κάθισε στην άκρη της πισίνας. «Παρότι αυτή ήταν μεγάλη νίκη,» του είπε, «πρέπει νάχεις υπόψη σου ότι τώρα ο αγώνας σου μόλις αρχίζει.»
Κάτι στον τρόπο της έκανε το μεθύσι του να υποχωρήσει. «Τι θες να πεις ξανά; Έρχονται κι άλλοι εχθροί εναντίον μας;»
«Αυτή ακριβώς τη στιγμή, όχι, δεν έρχονται. Αλλά έχετε κάνει πάρα πολλούς εχθρούς, Κάδμε. Στην Έκθυμη βρίσκονται όλοι σε αναβρασμό. Και στην Α’ Ανωρίγια Συνοικία, η πλουτοκρατία που τράπηκε σε φυγή από εδώ έχει ήδη αρχίσει να μηχανορραφεί εναντίον σου. Δεν είναι νεκροί, απλώς φοβισμένοι.
»Βρίσκεσαι σε μια θέση, τώρα, που σου επιβάλλει να κινηθείς με ταχύτητα και αποφασιστικότητα.»
Τα λόγια της δεν είχαν κάνει μόνο το μεθύσι του Κάδμου να υποχωρήσει αλλά και της Καρζένθα-Σολ, η οποία είπε, χωρίς τούτη τη φορά να γελά: «Έχει δίκιο σ’αυτό. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι.»
«Δεν πρέπει απλά να είστε έτοιμοι,» τόνισε η Κορίνα. «Πρέπει να κινηθείτε. Τώρα. Το συντομότερο δυνατό. Το Εμπορικό Κέντρο στα δυτικά σας ανέκαθεν βρισκόταν υπό την εξουσία της Β’ Ανωρίγιας· φροντίστε αυτό να συνεχίσει να ισχύει, γιατί από εκεί θα μπορείτε με μεγάλη άνεση να παίρνετε πολεμοφόδια και κάθε λογής εξοπλισμούς.»
«Θα είναι εύκολο;» ρώτησε ο Κάδμος. «Εννοώ, το Εμπορικό Κέντρο θα προσπαθήσει να μας πολεμήσει;»
«Δε θα σας πολεμήσει αν είστε η νόμιμη εξουσία της Β’ Ανωρίγιας.»
«Μα, είμαστε η νόμιμη εξουσία της Β’ Ανωρίγιας! Δεν υπάρχει κανείς άλλος. Εγώ είμαι ο Πολιτάρχης! Και οι άνθρωποί μου είναι–»
«Ναι,» τον διέκοψε η Κορίνα, «είστε όντως η νόμιμη εξουσία εδώ. Για την ώρα.
»Αφού έχετε βεβαιωθεί λοιπόν ότι το Εμπορικό Κέντρο είναι δικό σας, πρέπει να κινηθείτε εναντίον της Έκθυμης–»
«Τι;» έκανε η Καρζένθα-Σολ. «Επιθετικός πόλεμος; Μια τέτοια στιγμή;»
«Η Έκθυμη βρίσκεται σε αναβρασμό ύστερα από την ήττα της. Οι πολιτικοί θα προσπαθούν να φάνε ο ένας τον άλλο, σαν άγρια σκυλιά, τώρα που ο Ζόλτεραλ-Ράο σκοτώθηκε. Η εκλογή του επόμενου Πολιτάρχη θα βλέπουν όλοι ότι θα είναι επεισοδιακή.
»Αλλά δεν θα φαντάζονται πόσο επεισοδιακή,» γέλασε η Κορίνα, σαν τώρα εκείνη να είχε μεθύσει παρότι δεν είχε πιει σταγόνα από τα ποτά γύρω από την πισίνα. «Ο Αλυσοδεμένος Ποιητής θα εισβάλει στη συνοικία τους και θα γίνει ο επόμενος Πολιτάρχης τους, τσακίζοντας όσους πολιτικούς δεν δεχτούν να τον αναγνωρίσουν.»
«Αυτό δεν είναι συνετό!» είπε εμφατικά η Καρζένθα-Σολ. «Δεν είναι καθόλου συνετό!»
Η Κορίνα στράφηκε και την κοίταξε, με τα γυαλιστερά πράσινα μάτια της ασάλευτα, σταθερά. Και η Καρζένθα νόμιζε ότι άκουσε ξανά μες στο μυαλό της: Μη με προδώσεις... Μη με προδώσεις... όπως τότε, στο όνειρό της.
«Δε μπορείς να διακρίνεις αυτά που μπορώ να διακρίνω εγώ, Καρζένθα,» είπε η Κορίνα. «Αν δεν καταλάβετε την Έκθυμη, αν δεν την κάνετε υποχρεωτικά σύμμαχό σας, τότε θα συμμαχήσει με τους εκδιωγμένους πλουτοκράτες και θα σας επιτεθούν, στο σύντομα μέλλον, και από την Α’ Ανωρίγια και από την Έκθυμη. Θα σας συντρίψουν. Ο μόνος δρόμος που σας μένει είναι να κινηθείτε γρήγορα. Έχοντας τον πλήρη έλεγχο του Εμπορικού Κέντρου και έχοντας πάρει και την Έκθυμη, δεν θα έχετε τίποτα να φοβηθείτε.
»Και εσύ και ο Κάδμος είστε προορισμένοι για μεγάλα πράγματα. Μπορείτε να φέρετε μια Νέα Εποχή στη Ρελκάμνια. Το ξέρω πως μπορείτε.
»Για την ώρα, όμως,» σηκώθηκε όρθια, «χαρείτε τη νίκη σας, όπως αρμόζει. Όλα τα πλούτη της Β’ Ανωρίγιας είναι δικά σας.»
Και βάδισε προς την έξοδο του σαλονιού.
Οι Νομάδες βαδίζουν στην πόλη, ενώ η Μιράντα προβληματίζεται σχετικά με τη φύση των κρυφών δρόμων, και σκέφτεται ότι ίσως να χρειαστεί βοήθεια ακόμα κι από απρόσμενες μεριές· αλλά, έπειτα, οι τηλεπικοινωνιακοί δέκτες των Νομάδων φέρνουν στ’αφτιά τους νέα για μεγάλες αναταραχές στα βόρεια του Ριγοπόταμου, και η Μιράντα διακρίνει στην Πόλη σημάδια που την κάνουν να ανησυχήσει, ενώ στο νου της έρχεται μια μισητή Αδελφή της.
Μόλις ξημέρωσε, η Κυρά των Δρόμων πρόσταξε να διαλύσουν τον καταυλισμό και να συνεχίσουν την ατέρμονη πορεία τους μέσα στην Ατέρμονη Πολιτεία. Πράγμα με το οποίο κανείς από τους Νομάδες δεν είχε πρόβλημα. Σε κανέναν δεν άρεσε τούτη η γειτονιά της Επιγεγραμμένης όπου είχαν σταματήσει – όχι πως υπήρχε και καμια γειτονιά της Επιγεγραμμένης που να τους αρέσει ιδιαίτερα.
Μάζεψαν τις σκηνές τους και άρχισαν πάλι να βαδίζουν γύρω από τα οχήματά τους, ενώ κάποιοι από τους κατοίκους της περιοχής τούς ατένιζαν καχύποπτα. Η Εύνοια, γι’ακόμα μια φορά, οδηγούσε τους Νομάδες βόρεια. Κανείς δεν ρωτούσε γιατί. Κανείς ποτέ δεν ρωτούσε γιατί η Κυρά των Δρόμων τούς πήγαινε εκεί όπου τους πήγαινε. Η Πόλη την κατεύθυνε.
Το μεσημέρι κατέβηκαν στις σήραγγες κάτω από τους επίγειους δρόμους. Τα μέρη ήταν κατασκότεινα· δημόσιες λάμπες δεν υπήρχαν: ή ήταν καμένες ή κατεστραμμένες. Οι Νομάδες φώτιζαν με δικά τους φώτα. Σύντομα σταμάτησαν κοντά σε κάποια εγκαταλειμμένα ξυλουργεία. Κανείς δεν ήταν εκεί γύρω· μονάχα μερικές γάτες που κυνηγούσαν ποντίκια. Ωστόσο, παράξενοι τριγμοί ακούγονταν κάθε τόσο – ήχοι που δεν μπορεί να προέρχονταν από τις γάτες ή τα ποντίκια. Η Εύνοια είπε στους Νομάδες να μην ανησυχούν· «δεν είναι τίποτα, μη δίνετε σημασία,» ήταν η απάντησή της σε όσους ρώτησαν.
Ο Θόρινταλ θόλωσε τα γυαλιά του, άδειασε το μυαλό του από σκέψεις και συναισθήματα, και κοίταξε τον άυλο κόσμο. Όπως το περίμενε, στριφνές στοιχειακές οντότητες περιφέρονταν μέσα στα εγκαταλειμμένα ξυλουργεία. Αυτές ήταν που προκαλούσαν τους ήχους, επηρεάζοντας ελάχιστα τον υλικό κόσμο· τόσο ελάχιστα που θα μπορούσες να θεωρήσεις τους θορύβους συμπτωματικούς. Η Εύνοια έχει δίκιο· δεν υπάρχει κίνδυνος, σκέφτηκε ο Θόρινταλ καθώς τα γυαλιά του ξεθόλωναν. Τα έβγαλε, κρύβοντάς τα μες στην καπαρντίνα του.
Η Ηχώ βρισκόταν ακόμα μες στο ερπυστριοφόρο· δεν είχε βγει καθόλου από το πρωί. Ο Θόρινταλ ρώτησε πώς ήταν, και τα Πνεύματα των Δρόμων τού απάντησαν ότι ήταν καλά, απλώς λιγάκι στραπατσαρισμένη.
Η Μιράντα, άραγε, δεν μπορεί τώρα να κάνει τίποτα γι’αυτήν; Το βλέμμα του σαμάνου στράφηκε στη σκηνή που η Μιράντα μοιραζόταν με την Εύνοια. Αλλά δεν το θεώρησε σκόπιμο να πάει εκεί να ρωτήσει. Αν ήταν να κάνει κάτι, θα το έκανε.
Και θα έπρεπε ξανά να μας οδηγήσουν από όχι και τόσο βολικούς δρόμους, μάλλον.
Πήγε να συναντήσει τη Λάρνια, η οποία ήταν πάλι σε μελαγχολική κατάσταση. Θυμάται τη Γιάαμκα, σίγουρα. Αλλά, όταν ο Θόρινταλ τής έφερε ένα πιάτο φαγητό από το συσσίτιο των Νομάδων, εκείνη δεν το αρνήθηκε. Κάθισαν και έφαγαν μαζί, σιωπηλά, με τις πλάτες ακουμπισμένες στον τοίχο ενός παλιού υπόγειου ξυλουργείου.
*
«Παραείσαι σιωπηλή, Αδελφή μου,» παρατήρησε η Εύνοια, το απόγευμα, καθώς οι Νομάδες είχαν διαλύσει τον καταυλισμό τους και βάδιζαν μες στις σήραγγες της Επιγεγραμμένης φωτίζοντας με τις λάμπες τους και με τους προβολείς των οχημάτων τους.
«Σκέφτομαι,» αποκρίθηκε η Μιράντα.
«Και διαβάζεις.» Η Εύνοια την έβλεπε όλο το μεσημέρι, στη σκηνή τους, να έχει ανοιχτό τον Τόμο των Αόρατων Δρόμων.
«Ναι,» είπε μόνο η Μιράντα.
«Θέλεις πάλι ν’ακολουθήσουμε κάποιον από τους κρυφούς δρόμους; Μπορούμε να το κάνουμε, τώρα που οι μονομαχίες των Πνευμάτων τελείωσαν. Αν και θα πρότεινα πρώτα να βγούμε από την Επιγεγραμμένη – δηλαδή, από αύριο.»
«Δεν ξέρω...» είπε συλλογισμένα η Μιράντα.
«Τι εννοείς; Δε θα συνεχίσεις να ψάχνεις;»
«Κοίτα, Εύνοια... Σκέψου. Αν ακολουθήσουμε πάλι κάποιον κρυφό δρόμο τυχαία, όπως την προηγούμενη φορά, θα φτάσουμε σ’ένα τυχαίο τέλος. Μπορεί να βρεθούμε ξανά κάπου όπου μπορούμε να αντλήσουμε θεραπευτική ενέργεια, ή μπορεί να βρεθούμε κάπου όπου... μπορούμε να τηλεμεταφερθούμε σ’άλλο τόπο μες στην Ατέρμονη Πολιτεία. Δεν έχουμε ιδέα πώς να βρούμε τον δρόμο που θέλουμε ν’ακολουθήσουμε. Αλλά πρέπει να μάθω να το κάνω αυτό, αν είναι να τους χρησιμοποιήσω εναντίον της Κορίνας – πρέπει να μάθω να ξεχωρίζω τους κρυφούς δρόμους, κάπως. Να ξέρω ότι, αν ακολουθήσω αυτόν, θα συμβεί αυτό· αν ακολουθήσω τον άλλο, θα συμβεί το άλλο. Και, για να το καταφέρω, χρειάζονται δοκιμές. Πολλές δοκιμές. Δε μπορώ να βάλω τους Νομάδες σου να κάνουν αυτές τις δοκιμές μαζί μου, Εύνοια. Κι αν τις επιχειρήσω μόνη μου....»
«Φοβάσαι την Κορίνα.»
«Ναι,» παραδέχτηκε η Μιράντα. «Επομένως, προσπαθώ να βρω κάποιον άλλο τρόπο για να ξεχωρίζω τους κρυφούς δρόμους.»
«Και πού έχεις καταλήξει;»
«Καταλήξει;» Η Μιράντα γέλασε κοφτά. «Δεν έχω βρει ούτε μια άκρη για να ξεκινήσω, Αδελφή μου. Δεν ξέρω καν αν είναι εφικτό.»
Η Εύνοια τώρα έμεινε αμίλητη για κάποια ώρα, ενώ οδηγούσε τους Νομάδες μέσα στις σήραγγες και, τελικά, τους έβγαζε στους σκοτεινιασμένους επίγειους δρόμους της Επιγεγραμμένης.
Είπε στη Μιράντα: «Θα προσπαθήσω να σε βοηθήσω. Αλλά πρέπει κι εγώ να διαβάσω αυτό τον Τόμο των Αόρατων Δρόμων.»
Η Μιράντα ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν τον κρατάω μόνο για μένα.» Αλλά δεν έμοιαζε να ελπίζει ότι η Εύνοια θα παρατηρούσε κάτι που δεν είχε ήδη παρατηρήσει εκείνη.
Η Μιράντα είναι πολύ έμπειρη και το ξέρει, σκέφτηκε η Εύνοια. Αλλά η εμπειρία της ίσως να την κάνει, ορισμένες φορές, να υποτιμά τις Αδελφές της. Εγώ ασχολούμαι με δρόμους εδώ και πολύ καιρό, όσο εκείνη ήταν κλεισμένη σε μια τρύπα...
*
Όταν είχε νυχτώσει βρίσκονταν στην Αλάθευτη Οδό πλησιάζοντας τα σύνορα της Α’ Κατωρίγιας Συνοικίας. Οι φύλακες εκεί τούς έκαναν νόημα να σταματήσουν ενώ στέκονταν στον δρόμο τους, οπλισμένοι και μαζί με κάποια οχήματα. Τα όπλα τους, όμως, δεν τα είχαν υψωμένα γιατί αναμφίβολα έβλεπαν ότι οι Νομάδες δεν κρατούσαν όπλα. Η Εύνοια μίλησε με την αρχηγό των φρουρών, εξηγώντας της ποιοι ήταν και υποσχόμενη πως δεν πρόκειται να προκαλέσουν προβλήματα. Η αρχηγός μάλλον είχε ξανακούσει για τους Νομάδες, έτσι τους άφησε να περάσουν, τονίζοντας όμως πως θα βρίσκονταν υπό συνεχή παρακολούθηση· ακόμα κι αν δεν έβλεπαν τη Φρουρά της Α’ Κατωρίγιας κοντά τους, θα βρίσκονταν υπό συνεχή παρακολούθηση.
Οι Νομάδες μπήκαν στους δρόμους της Α’ Κατωρίγιας και δεν άργησαν να καταυλιστούν σε μια αγορά που τα περισσότερα καταστήματά της έκλειναν τώρα, για το βράδυ. Ωστόσο, αρκετός κόσμος συγκεντρώθηκε γύρω απ’τον καταυλισμό τους για να τους δει, και ορισμένοι απ’τους Νομάδες έκαναν διάφορα κόλπα για να τους ρίξουν κανένα δεκάδιο, ενώ άλλοι μιλούσαν στον κόσμο για να διαπιστώσουν αν υπήρχε κανείς που ήθελε περισσότερες δοσοληψίες μαζί τους, όπως προσφορά υπηρεσιών ή αγοραπωλησίες.
Η Εύνοια βρισκόταν στη σκηνή της διαβάζοντας τον Τόμο των Αόρατων Δρόμων. Η Μιράντα βάδιζε μέσα στον καταυλισμό, για να καθαρίσει το μυαλό της. Πρέπει να βρω και τη Νορέλτα, σκέφτηκε σε κάποια στιγμή. Θα με ψάχνει όλ’ αυτά τα χρόνια. Θ’ανησυχεί για μένα. Ίσως να νομίζει πως η Κορίνα με σκότωσε, παρότι δεν σκοτώνουμε κατά κανόνα η μια την άλλη.
Συνάντησε τον Θόρινταλ ανάμεσα στις σκηνές, ο οποίος βάδιζε επίσης. «Τι γίνεται, Μιράντα;»
«Τίποτα το ιδιαίτερο.»
«Ευτυχώς ή δυστυχώς;»
«Από μια άποψη, ευτυχώς. Από μια άλλη, δυστυχώς.»
«Γιατί;» ρώτησε ο Θόρινταλ ενώ συνέχιζαν να βαδίζουν. Η έρευνα της Μιράντας για τους κρυφούς δρόμους τού είχε κινήσει την περιέργεια.
«Το ευτυχώς,» εξήγησε η Θυγατέρα της Πόλης, «είναι επειδή η Κορίνα δεν έχει κάνει τίποτα εναντίον μου, ή εναντίον μας γενικά, ώς τώρα. Το δυστυχώς είναι επειδή... έχω συναντήσει κάποια κωλύματα στην αναζήτησή μου, Θόρινταλ.»
«Τι κωλύματα; Μπορώ κάπως να βοηθήσω;»
Η Μιράντα τον λοξοκοίταξε υπομειδιώντας. «Και να βρεθείς σε χειρότερους μπελάδες απ’ό,τι βρέθηκες την προηγούμενη φορά;»
«Δε συναντάς κάθε μέρα μια Θυγατέρα της Πόλης.»
«Οι Νομάδες των Δρόμων συναντάτε κάθε μέρα μια Θυγατέρα της Πόλης,» του θύμισε η Μιράντα. «Η Αδελφή μου σας οδηγεί.»
«Θα ήθελα, πάντως, να σε βοηθήσω αν μπορώ.»
Η Μιράντα μόρφασε σμίγοντας τα χείλη. «Δε νομίζω ότι μπορείς, Θόρινταλ... Θέλω να βρω έναν τρόπο για να ξεχωρίζω τις ιδιότητες των κρυφών δρόμων προτού ξεκινήσω να τους βαδίζω.»
Ο Θόρινταλ έμεινε σιωπηλός. Έχει δίκιο, σκέφτηκε. Τι μπορώ να κάνω για κάτι που δεν μπορώ καν να δω; Είμαι σαν τυφλός μπροστά της! Αυτό τον ενοχλούσε και τον γοήτευε συγχρόνως.
Η Μιράντα, παρατηρώντας την προβληματισμένη όψη του, είπε: «Βέβαια, σύμφωνα με τον Τόμο των Αόρατων Δρόμων, συνηθισμένοι άνθρωποι ακολουθούσαν τους κρυφούς δρόμους. Άνθρωποι σαν εσένα.»
Ο Θόρινταλ γέλασε. «Μιράντα, δεν είμαι και τόσο συνηθισμένος άνθρωπος!»
Και η Μιράντα γέλασε. «Συγνώμη αν σε πρόσβαλα, αλλά καταλαβαίνεις τι εννοώ.»
«Είμαι σαμάνος. Είμαι παράξενος άνθρωπος ακόμα και για τους μάγους των ταγμάτων.»
«Οι άνθρωποι για τους οποίους γράφει ο Τόμος των Αόρατων Δρόμων δεν ήταν σαμάνοι. Ή, τουλάχιστον, το βιβλίο δεν λέει αν ήταν ή όχι. Το μόνο που υποπτεύομαι είναι πως όλοι τους ήταν μυστικιστές. Ένας ήταν, αναμφίβολα, ιερέας της Τελλένειρας.»
«Σπάνιοι οι ιερείς της Τελλένειρας...»
«Ναι.»
«Και πώς έβλεπαν τους κρυφούς δρόμους χωρίς τη δική σας... ιδιαίτερη ματιά;»
«Δεν έχω καταλάβει ακόμα,» παραδέχτηκε η Μιράντα. «Υποτίθεται πως ξεκινούσαν από κάποια σημάδια, πήγαιναν σε άλλα, σε άλλα, σε άλλα, και ούτω καθεξής, ώσπου να φτάσουν στο τέλος του δρόμου.»
«Τι σημάδια;»
«Ο Τόμος δεν τα περιγράφει ακριβώς. Μπορεί, για παράδειγμα, να λέει ότι κάποιος άκουσε έναν ήχο – το σύριγμα μιας γάτας – κι από κει ξεκίνησε να ακολουθεί τα σημάδια του κρυφού δρόμου και έφτασε στο τέλος του. Ή μπορεί να λέει ότι ακολουθούσε τις σκιές του σούρουπου, καθώς ο ήλιος κρυβόταν πίσω από τις ψηλές πολυκατοικίες, κι έτσι πάλι έφτασε στο τέλος ενός άλλου κρυφού δρόμου. Δεν περιγράφονται όλα τα σημάδια ένα-ένα· μόνο ορισμένα. Γι’αυτό κιόλας πολλοί» – και στο μυαλό της ήρθε ουσιαστικά ο Κλαρκ – «πιστεύουν ότι ο Τόμος των Αόρατων Δρόμων μιλά απλά για αστικούς μύθους, πράγματα που ποτέ δεν συνέβησαν ούτε θα ήταν εφικτό να συμβούν.»
«Θα μπορούσα κι εγώ να τον διαβάσω;» είπε ο Θόρινταλ. «Ό,τι κι αν είναι, με ενδιαφέρει. Και ίσως – ίσως – καταφέρω να βοηθήσω. Με κάποιον τρόπο. Αν και δεν υπόσχομαι τίποτα, Μιράντα, να το ξέρεις.»
Η Μιράντα χαμογέλασε. «Δεν περιμένω κάτι συγκεκριμένο,» τον διαβεβαίωσε, ενώ παρατηρούσε σημάδια της Πόλης γύρω τους τα οποία της έλεγαν ότι βρίσκονταν υπό παρακολούθηση. Ανάμεσα από τις σκηνές των Νομάδων κάποιος τούς κατασκόπευε καθώς βάδιζαν.
Και, ενώ τώρα συνέχιζαν να βαδίζουν, εξακολουθώντας να μιλάνε για τους κρυφούς δρόμους, η Μιράντα είχε το νου της στον κατάσκοπο. Κοίταζε προς τη μεριά του, με τις άκριες των ματιών της: και δεν άργησε να τον διακρίνει σε κάποια στιγμή καθώς εκείνος περνούσε πίσω από την άκρη μιας σκηνής. Κοντοκουρεμένα γαλανά μαλλιά· γυναίκα· αμάνικο πέτσινο πανωφόρι· ένα γεροδεμένο πράσινο χέρι. Η Λάρνια.
Μάλλον δεν της αρέσει που συζητάω με τον Θόρινταλ. Φοβάται ότι μπορεί πάλι να κινδυνέψει εξαιτίας μου;
Η Μιράντα αποφάσισε να την αγνοήσει για την ώρα. Είπε στον Θόρινταλ: «Η Εύνοια διαβάζει τώρα τον Τόμο. Θα της ζητήσω να σ’τον δώσει να τον κοιτάξεις κι εσύ. Ίσως εσείς οι δύο να προσέξετε κάτι που μου έχει διαφύγει.» Αν και δυσκολευόταν να το πιστέψει αυτό. Δεν ήταν ανόητη ώστε να μη γνωρίζει την ίδια της την εμπειρία.
Αλλά, από την άλλη, δεν έπρεπε ποτέ να υποτιμάς κάποιον. Και οι σαμάνοι συχνά έβλεπαν τα πράγματα με τελείως αλλόκοτους τρόπους – το οποίο μπορούσε να αποδειχτεί χρήσιμο τώρα, νόμιζε η Μιράντα.
*
«Γιατί μιλάς μ’αυτή τη γυναίκα;» είπε η Λάρνια στον Θόρινταλ, αργότερα, όταν εκείνος επέστρεψε μπροστά στη σκηνή του και τη βρήκε να τον περιμένει εκεί.
«Ποια γυναίκα;»
«Ξέρεις για ποια λέω!»
«Με είδες με τη Μιράντα...»
«Και όχι μόνο εγώ, σίγουρα!»
«Εντάξει, δεν είπα ότι μας παρακολουθούσες. Αλλά... δεν καταλαβαίνω ποιο είναι το πρόβλημα, Λάρνια.»
«Δεν το βλέπεις ότι είναι επικίνδυνη; Εξαιτίας της σκοτώθηκε ο Δεινοχάρης. Και η Γιάαμκα!» Απ’τον τρόπο που το έλεγε, την είχε στεναχωρήσει φανερά περισσότερο ο θάνατος της μεγάλης γάτας. «Και παραλίγο να σκοτωθείς κι εσύ, μα τον Κρόνο!»
«Δε συνέβησαν αυτά εξαιτίας της Μιράντας–»
«Τη Μιράντα δεν πήγαμε να βγάλουμε από κείνο το υπόγειο;»
«Η Κορίνα ήταν, όμως, που μας επιτέθηκε.»
«Εγώ δεν ξέρω καμια Κορίνα. Ούτε εσύ ξέρεις. Εκείνο που ξέρω είναι ότι πήγαμε εκεί να σώσουμε τη Μιράντα και έγιναν όλ’ αυτά τα άσχημα πράγματα.»
«Δε φταίει η Μιράντα, πάντως,» επέμεινε ο Θόρινταλ.
Η Λάρνια τον κοίταζε δυσαρεστημένα. «Και τι σου έλεγε τώρα;»
«Διάφορα,» ανασήκωσε τους ώμους ο Θόρινταλ.
«Δε θες να μου πεις;»
«Είναι σχετικά μ’αυτούς τους κρυφούς δρόμους, Λάρνια. Δε νομίζω ότι θα σ’ενδιέφεραν ούτως ή άλλως. Πάμε να πάρουμε τίποτα να φάμε;»
«Δεν πεινάω,» αποκρίθηκε απότομα η Λάρνια, και απομακρύνθηκε απ’τον σαμάνο, βαδίζοντας προς τη δική της σκηνή.
Ο Θόρινταλ κοίταζε την πλάτη της. Είναι δυνατόν πραγματικά να κατηγορεί τη Μιράντα για τον θάνατο της Γιάαμκα και του Δεινοχάρη; αναρωτήθηκε. Δεν έφταιγε η Μιράντα, μα τον Κρόνο!
*
Το άλλο πρωί, οι Νομάδες συνέχισαν την πορεία τους. Η Εύνοια όλοι παρατηρούσαν πως ετούτες τις ημέρες δεν σκόπευε να τους αφήσει να καθίσουν πουθενά για πολύ. Ο Θόρινταλ αναρωτιόταν αν ήταν επειδή φοβόταν την Κορίνα και ήθελε ν’απομακρυνθεί όσο το δυνατόν περισσότερο από την Αμφίνομη, ή αν όλ’ αυτά είχαν σχέση με την εξερεύνηση των κρυφών δρόμων.
Η Λάρνια τού είπε, καθώς ήρθε να βαδίσει πλάι του, πιάνοντας το χέρι του: «Συγνώμη για χτες. Ήμουν... πολύ βιαστική. Αλλά απλά φοβάμαι για σένα.»
Ο Θόρινταλ γύρισε και φίλησε την άκρη του στόματος. «Έχω ξεχάσει το περιστατικό,» είπε.
Η Λάρνια χαμογέλασε, και φιλήθηκαν βαθιά.
Οι Νομάδες βάδιζαν τώρα μέσα στους δρόμους της Α’ Κατωρίγιας Συνοικίας, υπό τους ήχους που έρχονταν από το ψηλό τετράκυκλο όχημα: Χρηματιστές και Διάβολοι· Διαλαλούν οι Φωνές της Πόλης· Τα Κιάλια· Σχήματα κι Άλλα Σχήματα... Αλλά, συγχρόνως, κάποιοι είχαν ανοιχτά τα ραδιόφωνά τους ή τους τηλεοπτικούς τους δέκτες, πιάνοντας τους σταθμούς και τα κανάλια της Α’ Κατωρίγιας, ακούγοντας τι λεγόταν τούτες τις μέρες στην περιοχή. Και, σύντομα, οι φήμες άρχισαν να κυκλοφορούν από το ένα στόμα στο άλλο: Πόλεμος είχε ξεκινήσει στις βόρειες όχθες του Ριγοπόταμου, μεγάλες αναταραχές. Οι κάτοικοι της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας είχαν ξεσηκωθεί εναντίον της τοπικής πλουτοκρατίας και την είχαν διώξει. Κάποιος «Αλυσοδεμένος Ποιητής» ήταν ο αρχηγός τους, ο πρωτεργάτης της επανάστασης, ο οποίος είχε το όνομα Κάδμος Ανθοτέχνης. Πολλοί, όμως, υποπτεύονταν ότι οι επαναστάτες δεν ήταν μόνοι τους, ότι κάποιες εξωτερικές δυνάμεις τούς υποστήριζαν κρυφά, δίνοντάς τους όπλα. Είχαν ρωτηθεί και πολιτικά πρόσωπα της Α’ Κατωρίγιας μήπως τους βοηθούσαν, αλλά όλοι το είχαν αρνηθεί.
Εκτός αυτών, πριν από λίγες μέρες, η Έκθυμη – μια συνοικία βόρεια της Β’ Ανωρίγιας – είχε επιτεθεί στη Β’ Ανωρίγια με σκοπό να την κατακτήσει, επωφελούμενη από τις παρούσες αναταραχές. Αλλά είχε αποτύχει. Και οι φήμες έλεγαν πως ο Πολιτάρχης της Έκθυμης, ο Ζόλτεραλ-Ράο, είχε σκοτωθεί από τον ίδιο τον Αλυσοδεμένο Ποιητή, και τώρα η Έκθυμη ήταν σε πολιτικό αναβρασμό. Επίσης, σύμφωνα με τα λεγόμενα, η πλουτοκρατία της Β’ Ανωρίγιας δεν είχε καταστραφεί· οι πλουτοκράτες είχαν ζητήσει άσυλο από την Α’ Ανωρίγια και επί του παρόντος βρίσκονταν εκεί.
Πολλές προβλέψεις γίνονταν για το άμεσο μέλλον, καμια από τις οποίες δεν ήταν ειρηνικής φύσης. Και εκείνο που φαινόταν να ενδιαφέρει περισσότερο τους σχολιαστές εδώ ήταν αν και η Α’ Κατωρίγια θα εμπλεκόταν σ’έναν πιθανό πόλεμο. Ήταν γνωστό, έλεγαν διάφοροι, πως όταν μια από τις συνοικίες του Ριγοπόταμου είχε ταραχές, οι ταραχές σύντομα εξαπλώνονταν και στις τέσσερις.
Το μεσημέρι, οι Νομάδες καταυλίστηκαν στην Πλατεία των Παλαιών Αριστοκρατών, η οποία βρισκόταν μέσα στην περιφέρεια του Ευγενή που τώρα διέσχιζαν. Η πλατεία ήταν γεμάτη αγάλματα που βλάστηση φύτρωνε γύρω τους και σκαρφάλωνε επάνω τους, αλλά όχι τυχαία· οι κηπουροί έκαναν καλή δουλειά εδώ, έτσι ώστε τα φυτά να μοιάζουν με μέρος των έργων τέχνης. Ένας ναός του Κρόνου δεν ήταν μακριά· η μεγάλη πυραμίδα του με την πορφυρή σφαίρα στην κορυφή φαινόταν από την πλατεία, ανάμεσα από τις πολυκατοικίες.
Οι κάτοικοι της περιοχής υποδέχτηκαν τους Νομάδες των Δρόμων με ενθουσιασμό. Φήμες για τον ερχομό τους είχαν ήδη εξαπλωθεί, και πολλοί πρέπει να ήλπιζαν ότι θα σταματούσαν στην Πλατεία των Παλαιών Αριστοκρατών. Οι μαγαζάτορες εδώ γύρω είχαν μείνει ανοιχτοί παρότι μεσημέρι, και πλανόδιοι πωλητές περιφέρονταν πουλώντας μπιχλιμπίδια, παιχνίδια, ποτά, ξηρούς καρπούς, γένια του Κρόνου κατάλευκα και γεμάτα ζάχαρη, πρόχειρα φαγητά, βιβλία, πλακέτες με κινηματογραφικές ταινίες ή μουσική, ευλογημένα μικροαντικείμενα από τους ιερείς του Κρόνου, της Καθμύρας, και του Ζερκάλδη. Μικρά παιδιά συγκεντρώθηκαν στην πλατεία μαζί με τις μητέρες και τους πατεράδες τους, καθώς και μεγαλύτερα παιδιά που κανείς δεν τα συνόδευε. Διάφοροι άνθρωποι ήρθαν για να εμπορευτούν με τους Νομάδες ή να τους μιλήσουν. Άλλοι πάλι πλησίασαν απλά για να τους δουν να κάνουν κόλπα.
Η Λάρνια αισθανόταν άσχημα που δεν είχε τη Γιάαμκα μαζί της, για να την καβαλήσει μπροστά στον κόσμο που παλιά σφύριζε και χειροκροτούσε βλέποντάς την πάνω στη μεγάλη γάτα. Τους έμοιαζε τόσο εξωτικό το θέαμα!
Η Εύνοια ήταν ξανά στη σκηνή της, διαβάζοντας τον Τόμο των Αόρατων Δρόμων, έχοντας δώσει εντολές στον Κοντό Φριτς ότι, όπως πάντα, τα Πνεύματα όφειλαν να διώξουν όποιον δημοσιογράφο ζητούσε να μιλήσει με τη «Νομαδάρχισσα».
Ο Θόρινταλ περίμενε η ίδια η Κυρά των Δρόμων να του δώσει τον Τόμο· δεν πήγε να της τον ζητήσει, υποθέτοντας πως η Μιράντα θα της είχε πει ότι τον ήθελε κι εκείνος. Προς το παρόν, βρισκόταν κοντά στον Ράνελακ, τον Σκέλεθρο, ο οποίος έκανε... θαυματουργίες. Έχοντας την πλάτη γυρισμένη στον κόσμο, ζητούσε να του δείξουν αντικείμενα ώστε να τα μαντέψει χωρίς να τα βλέπει. Χτυπούσε θεατρικά το παράξενο μακρύ ραβδί του στο πλακόστρωτο, κάνοντας τις χάντρες, τις κλωστές, και τα υφάσματα να κουνιούνται έντονα γύρω του, ενόσω μουρμούριζε ασυναρτησίες. Δεν έκανε ποτέ λάθος στα μαντέματά του. Και ο Θόρινταλ ήξερε γιατί: Έβλεπε μέσα από τα μάτια του σκύλου του, του Ανδρόνικου, φυσικά. Ο οποίος κάθε τόσο γάβγιζε, και η σαυροειδής μουσούδα του έμοιαζε να κοροϊδεύει τον κόσμο.
Η Μιράντα παρατηρούσε τα σημάδια της Πόλης, και νόμιζε ότι καταιγίδα ερχόταν. Μια... πολεοκαταιγίδα. Ήταν γραμμένο παντού γύρω της: στις κινήσεις των ανθρώπων, στο γυάλισμα των τζαμιών, στις πινακίδες, στα σύννεφα, στις σκιές – στα πάντα. Σε τούτες τις περιοχές, πολύ σύντομα, ταραχές θα γίνονταν.
Ο Αλυσοδεμένος Ποιητής... σκέφτηκε. Είχε κι εκείνη, ασφαλώς, ακούσει γι’αυτόν όσο βάδιζαν. Η επανάσταση στη Β’ Ανωρίγια... Ήταν πιθανό να εξαπλωνόταν κι εδώ; Η κατάσταση στην Α’ Κατωρίγια δεν ήταν τόσο άσχημη προτού η Μιράντα κλειστεί για πέντε χρόνια στην υπόγεια αποθήκη, και ούτε τώρα τής φαινόταν να έχει γίνει τόσο άσχημη. Αν και σε τούτα τα μέρη (όπως και σχεδόν παντού, δυστυχώς) υπήρχαν κάμποσες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, δεν ήταν μεγάλες. Δεν ήταν τέτοιες που θα προκαλούσαν επανάσταση.
Όταν όμως η μία από τις τέσσερις συνοικίες του Ριγοπόταμου τραντάζεται, τραντάζονται κι οι άλλες τρεις. Η Μιράντα, στη μακροχρόνια ζωή της, το είχε ξαναδεί αυτό να συμβαίνει. Είχε δει πόλεμο στις τέσσερις συνοικίες του Ριγοπόταμου, και ήταν άγριος.
Τα πολεοσημάδια ήταν περίεργα ολόγυρά της, έκρινε. Προμήνυαν την καταιγίδα που ερχόταν, αλλά... προμήνυαν και κάτι άλλο... Κι αυτό είναι σαν μήνυμα για μένα... Η Μιράντα νόμιζε ότι μπορούσε να διακρίνει κάτι μέσα στα πολεοσημάδια, κάτι μέσα στην ανακατωσούρα τους... Τι ήταν;
Βάδισε στα όρια του καταυλισμού των Νομάδων, συνεχίζοντας να παρατηρεί.
Επιρροή... Κρυφή επίδραση... Κάποια δύναμη της Πόλης–
Μια από εμάς! συνειδητοποίησε η Μιράντα. Αυτό πρέπει να ήταν. Μια Θυγατέρα της Πόλης πρέπει να ήταν που διέκρινε.
Κάποια Θυγατέρα, λοιπόν, είχε ξεκινήσει την επανάσταση στη Β’ Ανωρίγια; Οι φήμες λένε για πιθανή κρυφή υποστήριξη των επαναστατών, με όπλα μάλλον...
Η Κορίνα;
Η Κορίνα;
Η Μιράντα δεν μπορούσε να είναι σίγουρη, αλλά νόμιζε ότι τα πολεοσημάδια τής μιλούσαν για κάποια μεγάλη δύναμη της Πόλης. Κάποια δύναμη που είχε μεγάλη επιρροή – επίδραση – επάνω στην Πόλη, στη ροή των γεγονότων της.
Αυτή πρέπει να είναι.
Αυτή η καταραμένη ξανά. Με το φυλαχτό της αρχαίας Θυγατέρας.
Τα νέα για τον καινούργιο Πολιτάρχη έχουν φτάσει στο Εμπορικό Κέντρο, και η Διοίκησή του, φοβούμενη για το μέλλον, δεν έχει άλλη επιλογή παρά να δεχτεί να μιλήσει μαζί του· ο Κάδμος και η Καρζένθα, όμως, πλησιάζουν με προσοχή για ύπουλη προδοσία, και έχουν έτοιμα όπλα του πολέμου και όπλα του νόμου.
Τα άτομα που αποτελούσαν τη Διοίκηση του Εμπορικού Κέντρου Δυτικού Ριγοπόταμου ήταν συγκεντρωμένα στην Αίθουσα Συνεδριάσεων, στον τριακοστό-έβδομο όροφο μιας πολυκατοικίας που, αν την κοίταζες από έξω, θύμιζε πύργο έτσι όπως προεξείχε μέσα από τη γενική μάζα οικοδομημάτων του Εμπορικού Κέντρου.
Τα μέλη της Διοίκησης ήταν τρία. Αυτοί έπαιρναν όλες τις βασικές αποφάσεις για το Εμπορικό Κέντρο, με μεταξύ τους ανοιχτή ψηφοφορία. Τώρα δεν βρίσκονταν εδώ για να πάρουν καμια απόφαση· βρίσκονταν εδώ περιμένοντας την άφιξη του καινούργιου Πολιτάρχη της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας – του Κάδμου Ανθοτέχνη – του Αλυσοδεμένου Ποιητή, όπως τον αποκαλούσαν – του πρωτεργάτη της επανάστασης που είχε ξεριζώσει την πλουτοκρατία από τη Β’ Ανωρίγια – του άνθρωπου που είχε σκοτώσει τον ίδιο τον Ζόλτεραλ-Ράο, τον Πολιτάρχη της Έκθυμης, και είχε τρέψει τα μισθοφορικά του στρατεύματα σε άτακτη φυγή, με τη χρήση κάποιου είδους καινούργιας τεχνολογίας, ή μαγείας, που είχε αχρηστέψει σωρεία αρμάτων μάχης, αεροσκαφών, και όπλων. Ο Κάδμος Ανθοτέχνης και οι επαναστάτες είχαν υποστήριξη από κρυφές δυνάμεις, κάποιος τούς έδινε εξοπλισμούς, αλλά κανένα από τα τρία μέλη της Διοίκησης του Εμπορικού Κέντρου δεν γνώριζε ποιος – ούτε μπορούσε να κάνει την παραμικρή υπόθεση.
Η Αίθουσα Συνεδριάσεων στον τριακοστό-έβδομο όροφο της πολυκατοικίας ήταν από τη μια μεριά ολόκληρη από άθραυστο κρύσταλλο. Από εκεί μπορούσες να κοιτάξεις προς τα ανατολικά, πολλά οικοδομήματα και επίπεδα του Εμπορικού Κέντρου από κάτω, καθώς και τους δρόμους που ένωναν το Εμπορικό Κέντρο με τη Β’ Ανωρίγια Συνοικία. Στο κέντρο της αίθουσας ήταν ένα τριγωνικό τραπέζι από μαύρο γυαλιστερό ξύλο. Είχε τρεις φουσκωτές, πλαστικές πολυθρόνες, μία σε κάθε πλευρά, μία για καθένα από τα μέλη της Διοίκησης. Στη μέση του τραπεζιού ήταν στημένες τρεις οθόνες, μία προς κάθε πολυθρόνα, και μπροστά από κάθε πολυθρόνα υπήρχε ένα μικρό πληκτρολόγιο. Κάτω απ’το τραπέζι ήταν τα κυκλώματα και οι μηχανισμοί ενός συστήματος που τα έλεγχε όλα αυτά.
Κανείς δεν καθόταν τώρα στο τραπέζι: και τα τρία μέλη της Διοίκησης ήταν όρθια: Ο Φιλοχάρης Μορκεράνθω, ένας πολύ σημαντικός επιχειρηματίας του Εμπορικού Κέντρου, ο άνθρωπος στον οποίο, ουσιαστικά, ανήκαν σχεδόν οι μισές επιχειρήσεις εδώ, είτε επειδή οι ίδιες ήταν δικές του είτε επειδή τα οικήματα που νοίκιαζαν ήταν δικά του. Η Κλόντια Εύδμητη, μια αριστοκράτισσα που είχε μεγάλο έλεγχο στις τηλεπικοινωνίες του Εμπορικού Κέντρου αλλά και στους τροχιόδρομους που το διέσχιζαν μεταφέροντας υπαλλήλους, πελάτες, εμπορεύματα. Και ο Άρνιλεκ’μορ Επιταχύς, ένας μάγος του τάγματος των Τεχνομαθών ο οποίος ασχολιόταν εντατικά με τους μηχανισμούς και τα συστήματα του Εμπορικού Κέντρου. Είχε την εταιρεία Μηχανοκατασκευές και πολλούς υπαλλήλους στη δούλεψή του· δεν υπήρχε τίποτα μηχανικό στο Εμπορικό Κέντρο που να μην το ξέρει.
Τα τρία μέλη της Διοίκησης ήταν τώρα φοβισμένα. Γνώριζαν ότι εδώ, στο Εμπορικό Κέντρο Δυτικού Ριγοπόταμου, είχαν αξιοσημείωτη εμπορική δύναμη, αλλά γνώριζαν επίσης πως ανέκαθεν υπέκειντο στην εξουσία της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας. Τι να έκαναν επί του παρόντος; Να αρνούνταν να δεχτούν τον Κάδμο Ανθοτέχνη; Φαινόταν να είναι η μόνη νόμιμη εξουσία της Β’ Ανωρίγιας αφότου η Φενίλδα Καρντέρω και η πλουτοκρατία είχαν τραπεί σε φυγή – είχαν πάει στην Α’ Ανωρίγια, σύμφωνα με τις φήμες.
Το γραφείο της Διοίκησης είχε δεχτεί μόνο ένα μήνυμα από την προηγούμενη Πολιτάρχη της Β’ Ανωρίγιας, το οποίο τους ζητούσε να αρνηθούν να προσφέρουν την οποιαδήποτε υποστήριξη στους στασιαστές και στον σφετεριστή Κάδμο Ανθοτέχνη. Αλλά τα τρία μέλη της Διοίκησης δεν ήξεραν αν αυτό θα ήταν συνετό. Δεν ήθελαν να βρεθούν σε πόλεμο· ο πόλεμος καταστρέφει την ομαλή ροή του εμπορίου· και οι επαναστάτες μάλλον θα τους πολιορκούσαν αν αρνούνταν να αποδεχτούν την εξουσία τους.
Είχαν, επομένως, συμφωνήσει αμέσως να μιλήσουν με τον κύριο Ανθοτέχνη μόλις εκείνος επικοινώνησε τηλεπικοινωνιακά με το γραφείο της Διοίκησης μέσω του γραμματέα του, Ερκάνη Ανάντη – ενός ανθρώπου που κανένα μέλος της Διοίκησης δεν είχε ξανακούσει, ούτε μπόρεσαν να βρουν πληροφορίες γι’αυτόν ψάχνοντας στις βάσεις δεδομένων πληροφοριακών συστημάτων. Είχαν καταφέρει μόνο να βρουν πληροφορίες για την Καρζένθα-Σολ, που ήταν γνωστό πως συνεργαζόταν στενά με τον Ανθοτέχνη και ήταν, μάλλον, ερωμένη του. Επρόκειτο για μια αρχηγό μισθοφορικής ομάδας με το όνομα Μικροί Γίγαντες η οποία είχε, πρόσφατα, πριν από την επανάσταση, μετατραπεί σε συμμορία ουσιαστικά, λόγω έλλειψης χρημάτων. Η Καρζένθα-Σολ ήταν, επίσης, όπως υποδήλωνε το όνομά της, ευγενής από Παλαιό Οίκο. Η Κλόντια Εύδμητη, που ήταν ευγενής από Καινό Οίκο, υποπτευόταν όλους τους αριστοκράτες των Παλαιών Οίκων και εξαρχής είχε δείξει αντιπάθεια προς αυτή την Καρζένθα-Σολ.
Ο Φιλοχάρης Μορκεράνθω κοίταξε τώρα το ρολόι του. «Έπρεπε να ήταν εδώ,» παρατήρησε ενοχλημένα.
«Νόμιζες ότι ο Αλυσοδεμένος Ποιητής δεν θα μας άφηνε να περιμένουμε λίγο παραπάνω εσκεμμένα;» είπε η Κλόντια Εύδμητη. «Αναμφίβολα, έχει μάθει πολλές τέτοιες συμπεριφορές από την Καρζένθα-Σολ,» πρόσθεσε μ’έναν μορφασμό αντιπάθειας για τους Παλαιούς αριστοκράτες.
«Ο χρόνος δεν μας πιέζει,» είπε στωικά ο Άρνιλεκ’μορ, που στεκόταν μπροστά στα κρύσταλλα της μιας μεριάς της αίθουσας, κοιτάζοντας έξω, με τα χέρια του πιασμένα πίσω απ’την πλάτη του. Το ανοιχτό-γκρίζο σακάκι του ήταν καλοσιδερωμένο κι έμοιαζε να γυαλίζει στο φως του ήλιου που περνούσε φιλτραρισμένο μέσα από τα κρύσταλλα. Τα σγουρά μαύρα μαλλιά του ήταν πιασμένα πίσω απ’το κεφάλι του με μια αργυρή καρφίτσα.
Η Κλόντια άναψε τσιγάρο, βηματίζοντας γύρω απ’το τραπέζι, χαϊδεύοντας το πάτωμα με το μακρύ, πτυχωτό, μοβ-μπλε φόρεμά της που σκέπαζε κολακευτικά το ευτραφές σώμα της.
Ο Φιλοχάρης, χωρίς να καθίσει, πάτησε μερικά πλήκτρα στο πληκτρολόγιο της δικής του μεριάς του τριγωνικού τραπεζιού, κοίταξε κάποιες πληροφορίες στην οθόνη, και μετά σταύρωσε τα χέρια του μπροστά του. Ήταν μεγαλόσωμος άντρας, φρεσκοξυρισμένος, με δέρμα κατάμαυρο και κοντά γαλανά μαλλιά που είχαν αρχίσει πλέον ν’ασπρίζουν και στο κέντρο του κεφαλιού σχημάτιζαν καράφλα. Φορούσε μπλε κοστούμι και πράσινο πουκάμισο, και ένα ζευγάρι λεπτά, μακρόστενα γυαλιά.
Ο τηλεπικοινωνιακός δίαυλος της αίθουσας κουδούνισε ύστερα από κανένα δεκάλεπτο. Ο Φιλοχάρης πάτησε το πλήκτρο της αποδοχής από τη μεριά της κονσόλας του. «Μάλιστα;»
«Ο κύριος Ανθοτέχνης είναι εδώ, Εντιμότατε, μαζί με την κυρία Καρζένθα-Σολ και κάποιους μισθοφόρους,» είπε η φωνή της γραμματέα από το μεγάφωνο.
«Να περάσουν μόνο ο κύριος Ανθοτέχνης και η κυρία Καρζένθα-Σολ, και κανείς άλλος.»
«Μάλιστα, κύριε Φιλοχάρη,» είπε η γραμματέας τερματίζοντας την τηλεπικοινωνία.
Ο Άρνιλεκ’μορ στράφηκε στο εσωτερικό της αίθουσας, μ’ένα λοξό μειδίαμα πάνω στο μακρύ πρόσωπό του – ένα μειδίαμα που πολλές φορές παρουσιαζόταν εκεί, για διάφορους λόγους. «Επιτέλους, θα γνωρίσουμε τον περίφημο Αλυσοδεμένο Ποιητή...»
*
Η γυναίκα που καθόταν πίσω απ’το γραφείο είπε: «Ο κύριος Ανθοτέχνης και η κυρία Καρζένθα-Σολ μπορούν να περάσουν, αλλά κανείς άλλος.»
«Ποιος το λέει αυτό;» μούγκρισε ο Ζιλμόρος, που φορούσε τα μαύρα του γυαλιά παρότι βρίσκονταν σε εσωτερικό χώρο.
«Τα μέλη της Διοίκησης–»
«Δε θα μας πουν εμάς τι να κάνουμε τα μέλη της Διοίκησης, μαντάμ. Θα κάνουμε ό,τι θέλουμε να κάνουμε. Και να τους πεις να νιώθουν ευνοημένοι που δεν–»
Ο Κάδμος έβαλε το χέρι του στον ώμο του αρχηγού των Σκοταδιστών, που είχε επιμείνει να έρθει εδώ. «Αρκετά.»
Τα γυαλιά του Ζιλμόρου στράφηκαν ν’ατενίσουν τον νέο Πολιτάρχη. «Δεν ήρθα για να μείνω έξω, ποιητή.»
«Τότε,» δήλωσε ο Σκυφτός Στίβεν, που κι αυτός ήταν μαζί τους, «θα μπω κι εγώ.»
Ο Ζιλμόρος μόρφασε. «Εσύ δεν είσαι πολιτικός!»
«Γιατί, είσαι εσύ, Ζιλμόρε;»
«Εγώ ανέκαθεν είχα το χάρισμα του πολιτικού.»
Ο Στίβεν γέλασε. «Μας δουλεύεις, έτσι;»
Ο Ζιλμόρος έβγαλε τα γυαλιά του, ατενίζοντάς τον δολοφονικά. «Το πηγαίνεις κάπου, Σκυφτέ;»
Ο Κάδμος τούς διέκοψε: «Ελάτε κι οι δύο. Αλλά κανείς – κανείς – δεν θα μιλήσει χωρίς την άδειά μου.»
Ο Ζιλμόρος έκανε να διαφωνήσει.
«Με άκουσες καλά, νομίζω, Ζιλμόρε. Ελάτε τώρα!» Ο Κάδμος βάδισε προς την πόρτα που οδηγούσε στην Αίθουσα Συνεδριάσεων της Διοίκησης του Εμπορικού Κέντρου.
Παλιότερα, αν του έλεγαν πως θα φερόταν με τέτοιο τρόπο σε αρχηγούς συμμοριών, θα θεωρούσε ότι του έκαναν πλάκα. Θα γελούσε. Αλλά τώρα δεν του ήταν παρά φυσικό και εύκολο. Ήταν ο Αλυσοδεμένος Ποιητής, ο πρωτεργάτης της επανάστασης, ο Πολιτάρχης της Β’ Ανωρίγιας. Τα πάντα ξεκινούσαν από εκείνον και τελείωναν σ’εκείνον.
Είμαι η Αρχή, και είμαι και το Τέλος, σκέφτηκε.
Η Καρζένθα-Σολ βάδιζε δίπλα του καθώς ο Κάδμος πλησίαζε την πόρτα, και ο Ζιλμόρος κι ο Σκυφτός Στίβεν τούς ακολουθούσαν. Οι υπόλοιποι – Μικροί Γίγαντες κυρίως – έμειναν πίσω, κατόπιν σύντομου νοήματος του χεριού της Καρζένθα. Ο Σολάμνης’μορ και η Μορτένκα’μορ, που ήταν ανάμεσά τους, είχαν ήδη ελέγξει το μέρος με τη μαγεία τους και δεν είχαν εντοπίσει τίποτα που να τους φαίνεται ύποπτο. Η Καρζένθα, επιπλέον, δεν νόμιζε ότι η Διοίκηση του Εμπορικού Κέντρου θα έστηνε κάποια παγίδα· θα φοβόνταν μην τους επιτεθούν οι επαναστάτες. Αλλά, βέβαια, πάντα υπήρχε η πιθανότητα να είχαν κάνει καμια σκιερή συμφωνία με τη Φενίλδα Καρντέρω και τους άλλους πλουτοκράτες· οπότε, προσοχή επιβαλλόταν. Η Καρζένθα φορούσε αλεξίσφαιρα υλικά κάτω από τα ρούχα της (έχοντας επιμείνει κι ο Κάδμος να κάνει το ίδιο) και είχε αρκετά κρυμμένα όπλα επάνω της. Αν εκεί μέσα ήταν στημένη κάποια παγίδα, σκεφτόταν, οι συνωμότες θα το μετάνιωναν πικρά που τα είχαν βάλει μαζί της και με τον Κάδμο!
Ο Πολιτάρχης της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας έσπρωξε τη δίφυλλη πόρτα, ανοίγοντάς την, και η Αίθουσα Συνεδριάσεων αποκαλύφθηκε μπροστά σ’εκείνον και τη συνοδία του. Τρεις άνθρωποι στέκονταν εκεί, γύρω απ’το τριγωνικό τραπέζι με τις τρεις οθόνες. Ο Κάδμος και η Καρζένθα τούς ήξεραν· τους είχαν δει στις φωτογραφίες που τους είχε δώσει η Κορίνα. Ο μαυρόδερμος, γαλανομάλλης με τα γυαλιά ήταν ο Φιλοχάρης Μορκεράνθω. Η γαλανόδερμη, μελαχρινή, ευτραφής γυναίκα με το πτυχωτό φόρεμα ήταν η Κλόντια Εύδμητη, αριστοκράτισσα. Ο άντρας με το λευκό-ροζ δέρμα, το μακρύ πρόσωπο, και τα σγουρά, μαύρα, μακριά μαλλιά ήταν ο Άρνιλεκ’μορ.
«Ο κύριος Ανθοτέχνης, υποθέτω...» είπε ο Φιλοχάρης.
«Σίγουρα με αναγνωρίζετε, κύριε Μορκεράνθω,» αποκρίθηκε ο Κάδμος. «Έχουν κυκλοφορήσει αρκετές φωτογραφίες μου στις εφημερίδες και στα περιοδικά.»
«Είστε ο νέος Πολιτάρχης της Β’ Ανωρίγιας, όπως έχουμε μάθει,» είπε η Κλόντια. «Μια πολύ... ξαφνική αλλαγή.»
«Την αμφισβητείτε;»
«Δε μπορούμε να αμφισβητήσουμε τα γεγονότα, Εξοχότατε.»
Το Εξοχότατε, καταλάβαινε ο Κάδμος, σήμαινε ότι αποδέχονταν την εξουσία του στη Β’ Ανωρίγια. Ή, τουλάχιστον, έτσι ήθελαν να δείχνουν.
«Καθίστε, Εξοχότατε,» είπε ο Φιλοχάρης τείνοντας το χέρι του προς τους δύο πολυτελείς καναπέδες αντίκρυ στο τραπέζι. Από πάνω τους, στον τοίχο, κρεμόταν ένας πελώριος πίνακας που απεικόνιζε μια από τις όχθες του Ριγοπόταμου – πλοία, οικοδομήματα, γέφυρες.
«Δε θα μείνω για πολύ,» αποκρίθηκε ο Κάδμος χωρίς να καθίσει· «δε νομίζω ότι θα χρειαστεί. Η επίσκεψή μου είναι μάλλον τυπική.»
«Και ποιος ακριβώς είναι ο λόγος της επίσκεψής σας;» ρώτησε ο Άρνιλεκ’μορ. «Θέλατε απλώς να μας δείτε από κοντά;»
«Ασφαλώς,» είπε ο Κάδμος. «Θέλω να ξέρω τους ανθρώπους με τους οποίους θα συνεργάζομαι.»
«Θα... συνεργάζεστε;» έκανε η Κλόντια, υψώνοντας ένα μαύρο φρύδι.
«Θεωρείτε νόμιμη την καινούργια εξουσία της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας;» ρώτησε ευθέως ο Κάδμος, και το βλέμμα του δεν ήταν στραμμένο μόνο σ’εκείνη αλλά και στα άλλα δύο μέλη της Διοίκησης.
«Δεν έχουμε λόγο να μην τη θεωρούμε νόμιμη,» αποκρίθηκε ο Φιλοχάρης ύστερα από μια στιγμή γενικού δισταγμού, αμηχανίας ίσως. «Είστε ο Πολιτάρχης· ο λαός σάς αποδέχεται. Η εξουσία σας είναι νόμιμη, ακόμα κι αν επήλθε ως αποτέλεσμα αιματηρών επεισοδίων.»
«Δεν υπάρχουν αναίμακτες επαναστάσεις, κύριε Μορκεράνθω. Δυστυχώς,» είπε ο Κάδμος. «Ο ίδιος ο λαός της Β’ Ανωρίγιας απαιτούσε μια εξέγερση, υποφέροντας κάτω από τον ζυγό της πλουτοκρατίας. Ο Τροχός του Βασάνου όφειλε να γυρίσει – και γύρισε.»
Ο Φιλοχάρης ένευσε. «Δεν είμαστε εναντίον σας, κύριε Ανθοτέχνη. Αυτό πρέπει να το ξεκαθαρίσουμε, για να μην έχετε αμφιβολίες.»
«Μιλάει ο κύριος Μορκεράνθω για όλους σας;» ρώτησε ο Κάδμος τους άλλους.
«Ασφαλώς,» αποκρίθηκε η Κλόντια.
«Βεβαίως,» αποκρίθηκε ο Άρνιλεκ’μορ.
«Χαίρομαι,» είπε ο Κάδμος. «Γιατί πρέπει να σας ζητήσω να υπογράψετε ένα έγγραφο.» Βάδισε προς το τριγωνικό τραπέζι κρατώντας έναν χαρτοφύλακα. «Μου επιτρέπετε;»
Τα μέλη της Διοίκησης παραμέρισαν, δείχνοντας παραξενεμένα. Ο Κάδμος ακούμπησε τον χαρτοφύλακα στο τραπέζι, τον άνοιξε μεθοδικά, κι έβγαλε από μέσα το έγγραφο που του είχε ετοιμάσει η Κορίνα και το είχαν κοιτάξει, κατόπιν, τέσσερις δικηγόροι – γιατί ο Κάδμος, παρότι είχε ωφεληθεί πολύ από τη μυστηριώδη Θυγατέρα της Πόλης, δεν την εμπιστευόταν κι απόλυτα. Οι δικηγόροι είχαν πει ότι το έγγραφο ήταν άριστα γραμμένο. Σαν να το είχε συντάξει δικηγόρος. Καλός δικηγόρος.
Ο Κάδμος έδωσε το χαρτί στον Φιλοχάρη Μορκεράνθω. «Διαβάστε το όλοι.»
Ο Φιλοχάρης το διάβασε ενώ η Κλόντια και ο Άρνιλεκ’μορ κοίταζαν από δεξιά κι αριστερά του.
Ύστερα, ο Φιλοχάρης είπε: «Νομίζετε ότι είναι αναγκαίο να δηλώσουμε εγγράφως ότι αποδεχόμαστε την εξουσία σας, κύριε Ανθοτέχνη;»
«Η κατάσταση είναι έκρυθμη στις μέρες μας, κύριε Μορκεράνθω. Επομένως, ναι, το νομίζω.»
«Και τι εννοείτε,» ρώτησε η Κλόντια, «ότι το Εμπορικό Κέντρο οφείλει να σας προσφέρει αφιλοκερδώς οποιαδήποτε βοήθεια κρίνεται απαραίτητη για τους αγώνες της νέας εξουσίας της Β’ Ανωρίγιας;»
«Δεν είναι ξεκάθαρο, κυρία Εύδμητη;»
«Το εμπόριο δεν είναι αφιλοκερδής υπόθεση· βασίζεται στη ροή του χρήματος, με τη χάρη της Καθμύρας, Εξοχότατε,» τόνισε η Κλόντια.
«Οι αγώνες μας, που αφορούν την ελευθερία των πολιτών, είναι σημαντικότεροι από τα δεκάδια,» αποκρίθηκε ο Κάδμος.
«Το Εμπορικό Κέντρο θα βρεθεί σε κίνδυνο, σας προειδοποιώ, αν οι απαιτήσεις σας είναι παράλογες.»
«Οι απαιτήσεις μας δεν θα είναι παράλογες, σας το υπόσχομαι· και πάντοτε θα ζητάμε τη συμβουλή της Διοίκησης, αν ο χρόνος μάς το επιτρέπει.»
Ο Φιλοχάρης ρώτησε: «Τι περιλαμβάνουν οι ‘αγώνες της νέας εξουσίας’, κύριε Ανθοτέχνη; Η έκφραση είναι πολύ γενική.»
«Υπάρχει η πιθανότητα να βρεθούμε ξανά σε πόλεμο,» απάντησε ευθέως ο Κάδμος. «Σε μια τέτοια περίπτωση–»
«Σε πόλεμο με ποιους;» τον διέκοψε ο Άρνιλεκ’μορ, προσθέτοντας κατόπιν: «Εξοχότατε.»
«Με όποιον χρειαστεί, κύριε Επιταχύ. Με όποιον απειλεί την ελευθερία μας και τη νέα εξουσία της Β’ Ανωρίγιας.»
«Και ποιος θα μπορούσε να ήταν αυτός, αν επιτρέπεται, Εξοχότατε; Η πλουτοκρατία που έχει υποχωρήσει στην Α’ Ανωρίγια;»
«Τίποτα δεν αποκλείεται,» αποκρίθηκε ο Κάδμος.
«Προφανώς,» είπε ο Φιλοχάρης, «δεν επιθυμείτε να μας μιλήσετε πιο ξεκάθαρα...»
«Σας μιλάω αρκετά ξεκάθαρα, νομίζω. Το Εμπορικό Κέντρο ανέκαθεν υποστήριζε τη Β’ Ανωρίγια, ανέκαθεν υπέκειτο στην εξουσία της. Εξακολουθεί να ισχύει αυτό, σωστά;»
«Τίποτα δεν έχει αλλάξει για εμάς εδώ, στο Εμπορικό Κέντρο,» τον διαβεβαίωσε ο Φιλοχάρης, και η Κλόντια κι ο Άρνιλεκ’μορ κατένευσαν.
Μας φοβούνται, σκέφτηκε ο Κάδμος παρατηρώντας τους – τις εκφράσεις τους, αντιδράσεις τους. Μας φοβούνται όπως τον Σκοτοδαίμονα, και θέλουν να πάνε με το ρεύμα μας. Αλλά δεν μας εμπιστεύονται. Καθόλου.
Τους είπε: «Η μεταχείριση που θα έχει το Εμπορικό Κέντρο από εμάς θα είναι δίκαιη. Αυτό σάς το υπόσχομαι. Εκτός αν πληροφορηθώ ότι έχετε στραφεί εναντίον μας–»
«Δεν πρόκειται να συμβεί τέτοιο πράγμα, Εξοχότατε,» τόνισε η Κλόντια.
«–ή ότι συνωμοτείτε με την εξόριστη πλουτοκρατία.»
«Ούτε αυτό πρόκειται να συμβεί,» είπε ο Φιλοχάρης. «Τα άτομα που πήγαν στην Α’ Ανωρίγια δεν αποτελούν πλέον εξουσία της Β’ Ανωρίγιας, άρα δεν τους οφείλουμε τίποτα. Το μόνο που μας ενδιαφέρει είναι η συνέχιση της ομαλής ροής του εμπορίου στο Εμπορικό Κέντρο, κύριε Ανθοτέχνη.»
«Ελπίζω, τότε, να μην έχετε πρόβλημα να υπογράψετε το έγγραφο που σας έφερα.»
«Δεν έχουμε πρόβλημα, αλλά δεν είναι και απαραίτητο. Μιλά για πράγματα μάλλον ευνόητα.»
«Ωστόσο,» τόνισε ο Κάδμος, «επιμένω.»
Τα μέλη της Διοίκησης αλληλοκοιτάχτηκαν. Ύστερα, ο ένας μετά τον άλλο, πήραν στυλογράφο και υπέγραψαν το έγγραφο. Το ένα αντίγραφο το κράτησαν αυτοί, το δεύτερο το πήρε ο Κάδμος, κρύβοντάς το ξανά μέσα στον χαρτοφύλακά του.
*
Η συζήτηση με τα μέλη της Διοίκησης του Εμπορικού Κέντρου συνεχίστηκε για λίγο ακόμα, αλλά ήταν για πράγματα μικρής σημασίας. Διαβεβαιώσεις, κυρίως, κι από τις δύο πλευρές. Ο Κάδμος τούς υποσχέθηκε ότι δεν θα έβλαπτε αυτούς ή το εμπόριο στην περιοχή, κι εκείνοι τού υποσχέθηκαν ότι δεν θα πρόδιδαν τη νέα εξουσία και ότι θα την υποστήριζαν με κάθε μέσο, όπως γινόταν πάντα μεταξύ του Εμπορικού Κέντρου και της Β’ Ανωρίγιας.
Η Καρζένθα-Σολ, ο Ζιλμόρος, και ο Σκυφτός Στίβεν δεν μίλησαν καθόλου, απλά παρακολουθούσαν· δεν είχαν τίποτα να προσθέσουν. Οι δύο αρχισυμμορίτες μπορεί να έκαναν τους άρχοντες ανάμεσα στα μέλη των συμμοριών τους, αλλά εδώ ήταν, ουσιαστικά, έξω απ’τα νερά τους. Και η Καρζένθα ποτέ δεν θεωρούσε τον εαυτό της καλή πολιτικό· ήταν ανέκαθεν πολεμίστρια. Το μόνο που τώρα σκεφτόταν ήταν πως, τελικά, ο Κάδμος είχε αποδειχτεί άψογη επιλογή ως πρωτεργάτης της επανάστασης. Η Καρζένθα δεν είχε καθόλου άδικο που, στην αρχή, του έλεγε πως μονάχα εκείνος θα μπορούσε να ενώσει τον δυσαρεστημένο κόσμο. Και, όπως τώρα φαινόταν, ο Κάδμος ήταν ικανός για πολύ περισσότερα. Ήταν ικανότατος και ως πολιτικός.
Η συζήτηση έφτασε στο τέλος της, και οι επισκέπτες της Διοίκησης αποχώρησαν.
Το Εμπορικό Κέντρο αποτελούσε μια ολόκληρη συνοικία από μόνο του: γεμάτο δρόμους, σιδηροτροχιές, γέφυρες. Ο Κάδμος και η συνοδία του θα έκαναν καμια ώρα να το διασχίσουν αν έφευγαν με οχήματα. Αλλά έφυγαν πετώντας. Χρησιμοποιώντας το μεταβαλλόμενο μαχητικό αεροπλάνο που τους είχε δώσει ο Μάρκος Ροδόχρωμος. Υψώθηκαν στον αέρα από μια ταράτσα προσγείωσης του Εμπορικού Κέντρου και κατευθύνθηκαν προς τα ανατολικά, μπαίνοντας σύντομα στον εναέριο χώρο της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας.
Προσγειώθηκαν στην Επισήμαντη, και ο Κάδμος κι η Καρζένθα-Σολ πήγαν στη βίλα του Λεονάρδου Ευστάθιου όπου είχαν, προς το παρόν, εγκατασταθεί.
Η Κορίνα τούς περίμενε στο σαλόνι με τη θερμαινόμενη πισίνα, καθισμένη σε μια πολυθρόνα, μ’ένα ποτήρι Σεργήλιο οίνο στο χέρι.
«Η συζήτησή σας πήγε καλά, υποθέτω...» είπε.
Ο Κάδμος ένευσε. «Έτσι νομίζουμε.»
«Δε θα σας προδώσουν,» τον διαβεβαίωσε η Κορίνα, σαν, κάπως, ήδη να το γνώριζε, «και θα αποτελέσουν σημαντική πηγή εξοπλισμών στην εκστρατεία σας για την κατάκτηση της Έκθυμης.»
Η Καρζένθα ακόμα είχε αμφιβολίες γι’αυτή την εκστρατεία, ακόμα δεν ήταν σίγουρη αν θα τους ωφελούσε ή αν θα τους κατέστρεφε· αλλά δεν μίλησε. Μέσα στο μυαλό της ήταν εκείνα τα ονειρικά λόγια της Κορίνας:
...Μη με προδώσεις...
Επιπλέον, μέχρι στιγμής η Κορίνα τούς είχε μόνο βοηθήσει. Και ό,τι είχε πει είχε βγει σωστό.
Τα πράσινα μάτια της Θυγατέρας τώρα στράφηκαν στην Καρζένθα-Σολ, και η γυαλάδα τους έμοιαζε να μαρτυρά ότι γνώριζαν κάθε της σκέψη...
Η Εύνοια ανησυχεί για το μέλλον των Νομάδων κι αναρωτιέται για την πορεία που ακολούθησε, ενώ η Μιράντα ακούει από τα χείλη ενός σαμάνου για έναν πιθανό κρυφό δρόμο που διέσχισε μια γάτα, προτού όλοι τους μάθουν για έναν καινούργιο πόλεμο βόρεια του Ριγοπόταμου.
Η Κυρά των Δρόμων δεν ζήτησε από τους Νομάδες να διαλύσουν τον καταυλισμό τους στην Πλατεία των Παλαιών Αριστοκρατών· είχε αποφασίσει να διανυκτερεύσουν εκεί. Ίσως να έμεναν και τις επόμενες ημέρες, ψιθύριζαν οι Νομάδες αναμεταξύ τους. Η ίδια η Εύνοια δεν είχε πει τίποτα συγκεκριμένο σε κανέναν, ούτε καν στον Κοντό Φριτς.
Καθόταν επί του παρόντος έξω απ’τη σκηνή της, μέσα στις σκιές του απογεύματος, και διάβαζε ένα βιβλίο, ενώ γύρω της η κίνηση στην πλατεία, ανάμεσα στους Νομάδες και στους ντόπιους, ήταν αρκετή.
Η Μιράντα ήξερε, φυσικά, τι βιβλίο ήταν αυτό που κρατούσε η Αδελφή της. Ο Τόμος των Αόρατων Δρόμων φαίνεται να την έχει μαγνητίσει, σκέφτηκε καθώς την πλησίαζε. «Σου είπα ότι θέλει να τον διαβάσει κι ο Θόρινταλ, έτσι;»
«Βιάζεται;» Η Εύνοια δεν πήρε τα μάτια της από το κείμενο.
«Νομίζεις ότι θα βρεις κάτι;»
Η Εύνοια γύρισε σελίδα εξακολουθώντας νάχει τα μάτια της στο βιβλίο. «Νομίζεις ότι θα βρει ο Θόρινταλ;»
«Οι σαμάνοι καμια φορά μπορεί να σε αιφνιδιάσουν. Το μυαλό και η ψυχή τους λειτουργούν με απρόβλεπτους τρόπους.»
Η Εύνοια την κοίταξε ερωτηματικά, μ’ένα ξανθό φρύδι υψωμένο. «Υπάρχει συγκεκριμένος λόγος που το λες αυτό;»
«Όχι,» παραδέχτηκε η Μιράντα. Και κάθισε δίπλα της, σ’ένα σκαμνί. Είπε: «Η Κορίνα δεν είναι τόσο μακριά μας όσο ίσως να νομίζεις.»
Αυτό έκανε την Εύνοια να πάρει τα μάτια της από τον Τόμο των Αόρατων Δρόμων και να τα στρέψει στην Αδελφή της. «Μας ακολουθεί;»
«Δε μας ακολουθεί. Είναι μπροστά μας.»
Η φωνή της Εύνοιας έγινε ανήσυχη. «Τι εννοείς, Μιράντα; Διέκρινες κάποια παγίδα;»
«Δεν ξέρω αν είναι παγίδα για εμάς – δεν το νομίζω – αλλά μου φαίνεται πως όλη αυτή η ιστορία στη Β’ Ανωρίγια Συνοικία έχει ξεκινήσει από την Κορίνα.»
«Εννοείς, η επανάσταση; Ο Αλυσοδεμένος Ποιητής;»
«Ναι.»
«Πώς το ξέρεις; Σ΄το έδειξαν τα σημάδια της Πόλης;»
Η Μιράντα ένευσε. «Αν και δεν μπορώ νάμαι απόλυτα σίγουρη, βέβαια. Τα σημάδια μιλάνε για κάποια μεγάλη δύναμη – μεγάλη επίδραση – και κρυφή. Και οι αναταραχές πιθανώς να εξαπλωθούν και προς τα εδώ.»
«Στην Α’ Κατωρίγια;»
Η Μιράντα ένευσε ξανά. «Οι τέσσερις συνοικίες του Ριγοπόταμου επηρεάζονται πάντα η μία από την άλλη.»
«Ήταν λάθος, δηλαδή, που ήρθαμε βόρεια;» Η Εύνοια αναρωτήθηκε αν κάπως, με κάποιο σκοτεινό τρόπο, η Κορίνα τις είχε οδηγήσει εδώ, επίτηδες, για να τις παγιδέψει.
«Στην Ατέρμονη Πολιτεία, όλα δρόμος είναι, Εύνοια.»
«Δεν είν’ απάντηση αυτή, Μιράντα!» έκανε απότομα η Εύνοια. «Βρίσκονται σε κίνδυνο οι Νομάδες μου σε τούτα τα μέρη;»
«Δεν είμαι παντογνώστρια. Αλλά, για να είμαστε εδώ, εδώ ακριβώς πρέπει να είμαστε.»
«Δε μου μοιάζει για πολεοτύχη, Μιράντα. Αν γίνει επανάσταση και στην Α’ Κατωρίγια....»
«Τι;»
«Δεν ξέρω τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό για τους Νομάδες.»
«Κοίτα γύρω σου, τα σημάδια της Πόλης, Αδελφή μου. Σου φαίνεται ότι θα γίνει επανάσταση στο σύντομο μέλλον;»
Η Εύνοια κούνησε το κεφάλι. «Με την Κορίνα – αν η Κορίνα είναι μπλεγμένη σ’όλ’ αυτά – δεν μπορείς να ξέρεις.»
«Τι θα κάνεις, λοιπόν;» ρώτησε η Μιράντα. «Θα γυρίσεις τους Νομάδες στην Επιγεγραμμένη;»
Η Εύνοια έμεινε σιωπηλή. Συλλογισμένη.
Η Μιράντα τής είπε: «Ακόμα και η Κορίνα δεν είναι παντογνώστρια.»
«Με το φυλαχτό όμως....»
«Το φυλαχτό, αν και έχει μεγάλες δυνάμεις αναμφίβολα, δεν σε μετατρέπει σε παντογνώστρια, ούτε σε παντοδύναμη. Δε θυμάσαι τι σου είπα για τη Νορέλτα-Βορ; Μπορούσε να ταξιδέψει επάνω στα ενεργειακά ρεύματα της Ρελκάμνια με το μυαλό της, αλλά δεν μπορούσε να ελέγξει απόλυτα πού πήγαινε. Ούτε μπορούσε πάντα να αποτρέψει τα γεγονότα που έβλεπε να διαμορφώνονται.»
«Τι προσπαθείς να μου πεις, Μιράντα; Πως το ότι βρισκόμαστε εδώ δεν είναι μέσα στα σχέδια της Κορίνας; Πως, κάπως, έχουμε ξεφύγει από τη ματιά της και βρεθεί πίσω από την πλάτη της;»
«Τίποτα δεν αποκλείεται.»
Μπορώ, όμως, να ρισκάρω την ασφάλεια των Νομάδων στηριζόμενη σε μια εικασία σου; αναρωτήθηκε η Εύνοια.
Η Μιράντα συνέχισε: «Ίσως είμαστε στο κατάλληλο μέρος για να τη νικήσουμε. Να πάρουμε το φυλαχτό από την κατοχή της.»
*
Η Εύνοια έδωσε τον Τόμο των Αόρατων Δρόμων στον Θόρινταλ γιατί ήθελε να σκεφτεί, να πάρει μια απόφαση για τους Νομάδες. Μου έχουν τυφλή εμπιστοσύνη. Είναι σαν όλοι τους να έχουν τα μάτια κλειστά και μόνο εγώ να έχω τα δικά μου ανοιχτά. Δε μπορώ να τους οδηγήσω στην καταστροφή. Είμαι υπεύθυνη γι’αυτούς. Φορώντας κάπα, με την κουκούλα σηκωμένη ώστε να κρύβει το πρόσωπό της στη σκιά, η Εύνοια βάδισε μες στον καταυλισμό των Νομάδων και στις παρυφές του, διαβάζοντας τα πολεοσημάδια, ενώ το μυαλό της διέσχιζε δρόμους νοητικούς.
Είχε ζητήσει από τη Μιράντα να μην την ακολουθήσει. Ήθελε να είναι μόνη τώρα. Κανέναν δεν ήθελε κοντά της. Η Εύνοια, όταν έπρεπε να πάρει σημαντικές αποφάσεις, πάντοτε προτιμούσε να είναι μόνη – εκείνη και η Πόλη. Ακόμα και η Μιράντα, που ήταν σαν μητέρα της, την ενοχλούσε κάτι τέτοιες στιγμές.
Αλλά η Μιράντα τώρα είχε δίκιο, παρατήρησε η Εύνοια. Η Πόλη, όντως, μιλούσε για επερχόμενες αναταραχές, αν διάβαζες τα σημάδια της πολύ προσεχτικά. Όμως δεν βλέπω πουθενά τίποτα που να μου δείχνει κρυφές επιρροές... Μήπως η Μιράντα είχε σφάλει; Μήπως ο φόβος της για την Κορίνα την είχε παραπλανήσει ώστε να νομίζει πως είχε δει τέτοιου είδους πολεοσημάδια; Ακόμα και οι Θυγατέρες, άλλωστε – ακόμα και μια παλιά Θυγατέρα σαν τη Μιράντα – έκαναν λάθη...
Η Εύνοια συνέχισε να παρατηρεί.
*
Ο Θόρινταλ είχε ξαφνιαστεί όταν η Εύνοια, περνώντας κοντά απ’τη σκηνή του, του έδωσε τον Τόμο των Αόρατων Δρόμων. «Σου είπε η Μιράντα ότι τον θέλω;» τη ρώτησε. «Δεν ήταν ανάγκη να τον αφήσεις στη μέση, αν δεν τον έχεις τελειώσει ακόμα. Απλώς είμαι περίεργος.»
«Δεν πειράζει, Θόρινταλ,» αποκρίθηκε εκείνη, με τον συνηθισμένο φιλικό, ήπιο τρόπο της που σ’έκανε να νιώθεις την παρουσία της τόσο οικεία. «Εγώ, ούτως ή άλλως, έχω άλλα στο μυαλό μου απόψε. Θα σ’τον ζητήσω αργότερα. Διάβασε όσο νομίζεις.»
«Ευχαριστώ,» είπε ο σαμάνος, αλλά η Εύνοια ήδη απομακρυνόταν από εκείνον, φορώντας την κουκούλα της κάπας της. Πού πηγαίνει; Έχει κάποια δουλειά;
Τέλος πάντων.
Ο Θόρινταλ κάθισε έξω απ’την σκηνή του κι άρχισε να ξεφυλλίζει το πελώριο βιβλίο που αριθμούσε οχτακόσιες-ογδόντα-οκτώ σελίδες. Ούτε υπολογισμένο να το είχαν... Από περιέργεια, έψαξε για σημάδια ότι κάποιος το είχε κάνει επίτηδες, ότι είχε παίξει με το μέγεθος των γραμμάτων, με τα περιθώρια στις άκριες των σελίδων, με το μέγεθος των σελίδων. Αλλά δεν βρήκε τίποτα. Καμια παρατυπία. Όλες οι σελίδες ήταν τυπωμένες με ακριβώς τον ίδιο τρόπο. Το βιβλίο ήταν, όντως, 888 σελίδες για το συγκεκριμένο μέγεθος γραμμάτων, για τα συγκεκριμένα περιθώρια, για το συγκεκριμένο πλάτος και ύψος σελίδας. Πολύ δύσκολο να υπολογιστεί εκ των προτέρων από κάποιον που το γράφει.
Μετά από λίγο, ο Σκέλεθρος τον πλησίασε μαζί με τον Ανδρόνικο.
«Τελείωσαν τα θαυματουργικά κόλπα;» τον ρώτησε ο Θόρινταλ.
Ο Ράνελακ μειδίασε. «Βαρέθηκα. Δεν έδιναν και τόσα λεφτά ώστε ν’αξίζει τον κόπο. Μπορεί κι εδώ νάχουν οικονομικές δυσκολίες, όπως λένε πως είχαν στη Β’ Ανωρίγια πριν από την επανάσταση.»
«Δεν ξέρω. Δε μου φαίνεται.»
«Καμια φορά, αυτά τα πράγματα δεν φαίνονται άμεσα,» είπε ο Σκέλεθρος ανάβοντας την πίπα του ενώ στήριζε το παράξενο ραβδί του κάτω απ’τη μασχάλη του. Ο Ανδρόνικος ξάπλωσε πλάι στον Θόρινταλ, βαριεστημένα. «Τι είν’ αυτό που διαβάζεις;» ρώτησε ο Ράνελακ μόλις η πίπα του είχε ανάψει.
«Ο Τόμος των Αόρατων Δρόμων.»
Τα μάτια του Ράνελακ στένεψαν πάνω στο μαυρόδερμο, σκελετώδες πρόσωπό του. «Έχει καμια σχέση με τις Θυγατέρες της Πόλης;»
«Παραδόξως, όχι. Απ’ό,τι λέει η Μιράντα.»
«Η Μιράντα; Αυτή σού έδωσε το βιβλίο;»
«Δικό της είναι.»
Ο Ράνελακ είπε, καθίζοντας κοντά του: «Οι άλλοι λένε διάφορα για σένα, Θόρινταλ.»
Ο Θόρινταλ τον ατένισε ερωτηματικά.
«Τους φαίνεσαι περίεργος.»
«Κι εσύ το ίδιο. Και η Βιολέτα.»
«Δεν εννοώ επειδή είσαι σαμάνος· εννοώ επειδή συναναστρέφεσαι τόσο πολύ τη Μιράντα και την Εύνοια, που όλοι ξέρουν πως είναι Θυγατέρες της Πόλης.»
Ο Θόρινταλ ανασήκωσε τους ώμους, κι έστρεψε ξανά το βλέμμα του στο βιβλίο, μορφάζοντας αδιάφορα. Ας έλεγαν ό,τι ήθελαν γι’αυτόν.
«Και σ’εμένα φαίνεσαι τώρα πιο περίεργος απ’ό,τι παλιά,» παραδέχτηκε ο Ράνελακ, φυσώντας καπνό. «Έσωσες την Εύνοια από εκείνους τους αόρατους δαίμονες που σκότωσαν τον Δεινοχάρη...»
«Θες να μάθεις τι γράφει ο Τόμος των Αόρατων Δρόμων;» άλλαξε θέμα ο Θόρινταλ.
Ο Ράνελακ κατένευσε.
Ο Θόρινταλ τού είπε για τους κρυφούς δρόμους της Ατέρμονης Πολιτείας.
«Μου θυμίζουν κάτι αυτά που μου λες,» σχολίασε ο Σκέλεθρος. Ο καπνός στην πίπα του είχε καεί όλος· άδειασε τα απομεινάρια δίπλα στα μποτοφορεμένα πόδια του.
«Τι;»
«Μια φορά, πριν από χρόνια, όταν ήμουν στην Παράλληλη Συνοικία, μην έχοντας ιδέα ότι κάποτε θα κατέληγα με τους Νομάδες των Δρόμων, είχα έρθει σ’επαφή με μια γάτα. Την είχα αγγίξει και έβλεπα μέσα από τα μάτια της για κάμποση ώρα. Καθόμουν στο δώμα που νοίκιαζα τότε και βρισκόμουν σε μια αρκετά... ονειρική κατάσταση, οφείλω να ομολογήσω.» Άρχισε πάλι να γεμίζει την πίπα του με καπνό. «Η επαφή μου με τη γάτα ήταν πολύ ισχυρή. Νόμιζα ότι, από μια άποψη, είχα μεταμορφωθεί σε γάτα. Νόμιζα πως οι κινήσεις της ήταν δικές μου κινήσεις. Νόμιζα πως καταλάβαινα γιατί πήγαινε εκεί πού πήγαινε, γιατί έκανε ό,τι έκανε.»
«Δεν ήταν, δηλαδή, στο δώμα μαζί σου...»
«Είχε έρθει στο μπαλκόνι μου, για λίγο, όπου και έγινε η επαφή μεταξύ μας. Ύστερα έφυγε, τριγύριζε στην πόλη. Και, καθώς κοίταζα μέσα από τα μάτια της, είδα πως ακολουθούσε έναν... ένα είδος δρόμου, Θόρινταλ. Ή, τουλάχιστον, αυτή την εντύπωση είχα: πως η γάτα διέκρινε έναν δρόμο που σχηματιζόταν ανάμεσα από σκιές, ανταύγειες, κινήσεις οχημάτων, φυσήματα του ανέμου...»
«Ένας από τους κρυφούς δρόμους;» έκανε ο Θόρινταλ, συνοφρυωμένος, με χαμηλωμένη φωνή.
«Δεν ξέρω· εσύ κρίνε. Άκου τι έγινε μετά: Η γάτα μού δόθηκε η αίσθηση ότι έφτασε στο τέλος της μυστηριώδους διαδρομής που ακολουθούσε, και τότε ένιωσα μια τρομερή δύναμη να με διατρέχει: ή, μάλλον, να διατρέχει τη γάτα· αλλά είμαι σίγουρος ότι το σώμα μου ολόκληρο έτρεμε καθώς ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου στο δώμα.» Ο Σκέλεθρος ρουφούσε και φυσούσε καπνό τώρα, μανιωδώς, ενόσω μιλούσε, μοιάζοντας να απολαμβάνει την αφήγηση όπως ένας χρήστης παραισθησιογόνων ουσιών απολαμβάνει να αφηγείται τις ψυχεδελικές παραισθήσεις του. «Η γάτα αισθάνθηκα να τεντώνεται αφύσικα, σαν η ίδια η Ρελκάμνια να την είχε αρπάξει με αόρατα νύχια και να την τραβούσε από δω κι από κει, για να την ξεσκίσει.»
Ο Θόρινταλ υπομειδιούσε. «Και τι έγινε τελικά, Ράνελακ;»
«Πολύ βιαστικός είσαι,» αποκρίθηκε ο Σκέλεθρος επιστρέφοντάς του το αχνό μειδίαμα. «Η γάτα με παρέσυρε μαζί της καθώς το σώμα της κομματιαζόταν. Παρέσυρε μαζί της το μυαλό μου. Και, ξαφνικά, είχα μυριάδες εντυπώσεις από αμέτρητες γάτες της περιοχής εκείνης, ή ίσως πολλών περιοχών, προτού τιναχτώ όρθιος πάνω στο κρεβάτι μου σαν να είχα ξυπνήσει από εφιάλτη.
»Έκτοτε, δεν την ξανάδα εκείνη τη γάτα. Και είχα αρχίσει να υποθέτω ότι ήταν, όχι γάτα, αλλά κάποιο στοιχειακό με μορφή γάτας.» Δάγκωσε την πίπα του γελώντας.
Ο Ανδρόνικος κοίταζε τον αφέντη του μ’ένα βλέμμα που ο Θόρινταλ θα μπορούσε να χαρακτηρίσει, ίσως, ανήσυχο.
«Τι νομίζεις;» είπε ο Ράνελακ. «Ακολούθησε ‘κρυφό δρόμο’ εκείνη η γάτα;»
«Θα πρέπει να ρωτήσουμε τη Μιράντα.»
Πρόλαβε δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του και είδε τη Μιράντα να βαδίζει αντίκρυ τους, ανάμεσα στις σκηνές, με μια κούπα στο ένα χέρι κι ένα σάντουιτς στο άλλο. Μα τον Κρόνο! σκέφτηκε ο Θόρινταλ. Πολεοτύχη;
Και μετά: Ο Ράνελακ έχει δίκιο· έχω αρχίσει να γίνομαι παράξενος.
Πιο παράξενος απ’ό,τι ήμουν.
Ύψωσε το χέρι του προς τη Θυγατέρα της Πόλης, κάνοντάς της νόημα να ζυγώσει.
Εκείνη ήρθε κοντά τους. «Καλησπέρα.»
Ο Ανδρόνικος την πλησίασε για να μυρίσει τις μπότες της.
«Τον ξέρεις τον Ράνελακ, έτσι;» είπε ο Θόρινταλ. «Επίσης γνωστός και ως Σκέλεθρος.»
Ο Σκέλεθρος μειδίασε πίσω απ’τον καπνό της πίπας του, μοιάζοντας με κατάμαυρο κρανίο.
«Φυσικά,» είπε η Μιράντα.
«Μου διηγιόταν μόλις τώρα μια τρομερή εμπειρία του. Ίσως εμπειρία από κρυφό δρόμο. Σαν αυτούς που λέει εδώ.» Έδειξε τον Τόμο των Αόρατων Δρόμων που κρατούσε.
Η Μιράντα κάθισε κοντά τους, οκλαδόν. Ο Ανδρόνικος έδειχνε να την έχει συμπαθήσει· έβγαζε φιλικές φωνές προς το μέρος της. Ο Ράνελακ τον χάιδεψε ανάμεσα στ’αφτιά και τον τράβηξε λίγο πιο πίσω. Ύστερα μίλησε στη Θυγατέρα για τη γάτα που «κομματιάστηκε».
Η Μιράντα είπε: «Κρυφός δρόμος πρέπει να ήταν,» ενώ είχε πλέον βραδιάσει για τα καλά στην Πλατεία των Παλαιών Αριστοκρατών και τα αγάλματα θύμιζαν παράξενα στοιχειά της πόλης έτσι ντυμένα με την καλοκουρεμένη βλάστηση όπως ήταν.
«Και τον ακολουθούσε μια γάτα;»
«Αν οι συνηθισμένοι άνθρωποι μπορούν ν’ακολουθήσουν τους κρυφούς δρόμους, γιατί όχι και οι συνηθισμένες γάτες;»
«Καλή ερώτηση. Αλλά πώς ένας συνηθισμένος άνθρωπος μπορεί ν’ακολουθήσει ένα τέτοιο... νοητικό μονοπάτι;» Την κοίταζε ερευνητικά. Ο καπνός του είχε τελειώσει ξανά, και άδειασε τ’απομεινάρια της πίπας του στο πλακόστρωτο της πλατείας. Δυο γάτες των Νομάδων πλησίασαν κι άρχισαν να παίζουν με τον Ανδρόνικο.
«Αυτό είναι το ερώτημα που προσπαθώ κι εγώ ν’απαντήσω,» είπε η Μιράντα. «Και όχι μόνο αυτό.» Και τον ρώτησε: «Θα μπορούσες εσύ ν’ακολουθήσεις τον δρόμο που ακολούθησε τότε εκείνη η γάτα;»
Ο Σκέλεθρος γέλασε, κουνώντας το κεφάλι. «Ακόμα κι αν δεν είχαν περάσει τόσα χρόνια, πάλι θα απαντούσα όχι. Επιπλέον, νομίζω πως ίσως να μη μπορούσα γενικά.»
Η Μιράντα ύψωσε ένα φρύδι, ερωτηματικά.
«Ίσως να μην ήταν ένας δρόμος που μπορούν να ακολουθήσουν άνθρωποι. Λόγω μεγέθους, διαφοράς στο σώμα, και τα λοιπά.»
Η Μιράντα ένευσε. «Δεν αποκλείεται,» είπε συλλογισμένα.
Ο Θόρινταλ, εν τω μεταξύ, διάβαζε ένα τυχαίο κομμάτι από τον Τόμο των Αόρατων Δρόμων. Εσκεμμένα τυχαίο. Ίσως η πολεοτύχη του να εξακολουθούσε να έχει επίδραση απόψε.
Δυστυχώς, όμως, μάλλον όχι. Αυτά που διάβαζε τού φαίνονταν ασυναρτησίες.
*
Ούτε σήμερα φεύγουμε από δω, έλεγαν οι Νομάδες την επόμενη μέρα. Η Κυρά των Δρόμων δε νομίζει πια ότι βρισκόμαστε σε κίνδυνο από τους εχθρούς της. Όλα είναι καλά σε τούτο το μέρος. Και άρχισαν να έχουν περισσότερες συναναστροφές με τους κατοίκους της περιοχής γύρω από την Πλατεία των Παλαιών Αριστοκρατών.
Η Μιράντα πλησίασε την Εύνοια, η οποία ήταν καθισμένη στην οροφή του ερπυστριοφόρου με τα δύο πατώματα. Κάθισε δίπλα της μες στο πρωινό, ενώ από το ηχοσύστημα του ψηλού τετράκυκλου ακουγόταν Οι Γέροντες που Έχασαν τους Σκούφους – Ανώριμοι Σαλτιμπάγκοι.
«Τι αποφάσισες;»
«Θα μείνουμε,» είπε η Κυρά των Δρόμων, καπνίζοντας ήρεμα το τσιγάρο της. «Για την ώρα.»
Έτσι, οι Νομάδες έμειναν στην Πλατεία των Παλαιών Αριστοκρατών πέντε μέρες ακόμα. Η παρουσία τους έγινε ευρέως γνωστή στην Α’ Κατωρίγια Συνοικία, αλλά και στη Β’ Κατωρίγια, που τα σύνορά της δεν ήταν μακριά από εδώ. Άνθρωποι από διάφορες περιοχές έρχονταν να τους δουν, να εμπορευτούν μαζί τους, να τους μιλήσουν, να ζητήσουν υπηρεσίες από αυτούς, ή να μάθουν τη γνώμη τους για κάποια θέματα. Δημοσιογράφοι πλησίαζαν επίσης, φυσικά, πολλοί απ’αυτούς θέλοντας να δουν αυτοπροσώπως τη «Νομαδάρχισσα»· αλλά η Εύνοια, ως συνήθως, είχε δώσει εντολές να μην τους αφήσουν να μπουν στον καταυλισμό, και εύκολα εντόπισε μια γυναίκα που διείσδυσε παριστάνοντας πως δεν ήταν δημοσιογράφος. Τα Πνεύματα των Δρόμων την απομάκρυναν δίχως να δημιουργηθεί επεισόδιο. (Η Μιράντα γέλασε και είπε στην Εύνοια: «Έχεις αναπτύξει ταλέντο να εντοπίζεις δημοσιογράφους, Αδελφή μου. Εγώ δεν την είχα καταλάβει.» Και η Εύνοια αποκρίθηκε: «Ήταν φανερό από τα πολεοσημάδια μες στον καταυλισμό. Υπήρχε μια παραφωνία, Μιράντα.»)
Η Εύνοια δεν είχε συχνά εραστές, και προτιμούσε να μην έχει εραστές ανάμεσα από τους Νομάδες των Δρόμων. Τους έβλεπε σαν οικογένειά της. Σαν συγγενείς της. Ωστόσο, είχε κι αυτή τις ορμές της οι οποίες ξυπνούσαν όταν βρισκόταν μαζί με τη σωστή παρέα. Τις δύο τελευταίες μέρες είχε γνωρίσει έναν έμπορο που περιφερόταν ανάμεσα στην Α’ Κατωρίγια, στη Β’ Κατωρίγια, στη Ρόδα, στη Φιλήκοη, ακόμα και στην Επιγεγραμμένη. Ήταν καμια σαρανταριά χρονών, με δέρμα λευκό-ροζ και πλούσια καστανά μαλλιά με έντονη χωρίστρα. Ήταν σοβαρός όταν έπρεπε να είναι σοβαρός και άνετος όταν έπρεπε να είναι άνετος. Η Εύνοια είχε συναναστροφές μαζί του προκειμένου ν’αγοράσει καύσιμα για τα οχήματα των Νομάδων σε καλές τιμές. Δεν του είχε πει ότι ήταν η «Νομαδάρχισσα», απλώς μία απ’τους Νομάδες. Ωστόσο, νόμιζε πως εκείνος υποπτευόταν ότι ήταν η αρχηγός τους.
Σήμερα, είχαν φάει μαζί σ’ένα εστιατόριο κοντά στην Πλατεία των Παλαιών Αριστοκρατών, και το βράδυ είχαν πιει σ’ένα μπαρ επίσης κοντά στην πλατεία, δίπλα σε μια γκαλερί που διανυκτέρευε κάνοντας πάρτι. Η συμφωνία τους είχε κλείσει. Ο Όσκαρ (όπως ονομαζόταν ο έμπορος) θα έφερνε αύριο τις επιθυμητές ενεργειακές φιάλες στον καταυλισμό των Νομάδων. Γι’απόψε, όμως, είχε άλλα σχέδια. Της πρότεινε να πάνε στον Οίκο των Αγαλμάτων, το ξενοδοχείο που έβλεπε την Πλατεία των Παλαιών Αριστοκρατών. Η Εύνοια τού είπε ότι την πρόλαβε, ότι ήθελε εκείνη να του το προτείνει πρώτη.
Δεν υποπτευόταν ότι μπορεί να την οδηγούσε σε καμια παγίδα της Κορίνας ή των δημοσιογράφων. Όλα τα πολεοσημάδια γύρω του ήταν καθαρά – κανείς δεν τους παρακολουθούσε ποτέ όταν μιλούσαν, είτε για τα καύσιμα που ήθελε ν’αγοράσει η Εύνοια είτε για οτιδήποτε άλλο. Ο Όσκαρ φαινόταν να έχει κρατήσει την υπόσχεσή του να μην διαδώσει τώρα αμέσως το γεγονός ότι συναναστρεφόταν τους Νομάδες.
Το δωμάτιο που έκλεισαν στον Οίκο των Αγαλμάτων κοίταζε προς την πλατεία και τον καταυλισμό. Έκαναν έρωτα αργά επάνω στο μαλακό κρεβάτι, έχοντας το φως χαμηλωμένο. Τα μακριά πόδια της ήταν τυλιγμένα χαλαρά γύρω από τη μέση του, καθώς εκείνος λικνιζόταν από πάνω της σαν να ήθελε να κάνει την κάθε του διείσδυση όσο πιο απολαυστική μπορούσε να γίνει. Τα μαλλιά της απλώνονταν στο στρώμα, ξανθά σαν χρυσαφένιος μανδύας. Προτού ξαπλώσουν ο Όσκαρ είχε λύσει μία-μία όλες τις πλεξίδες τους, μεθοδικά, ενώ τα χέρια της χάιδευαν το ήδη γυμνό σώμα του, κάνοντας τη διέγερσή του ολοένα και πιο έντονη.
Η Εύνοια γαντζώθηκε δυνατά επάνω του, φωνάζοντας, έχοντας φτάσει στην κορύφωσή της.
Μετά από λίγο, ο Όσκαρ γύρισε στο πλάι, ξαπλώνοντας ιδρωμένος, βαριανασαίνοντας. Τράβηξε το σεντόνι για να καλύψει το ακόμα ορθωμένο του μόριο. Άπλωσε το χέρι του και πήρε ένα τσιγάρο από τα πεσμένα ρούχα του. Έδωσε ένα και στην Εύνοια, η οποία το αρνήθηκε. «Αρκετά κάπνισα στο μπαρ.»
Ο Όσκαρ άναψε το δικό του. Φύσηξε καπνό προς το ταβάνι. «Είσαι η Νομαδάρχισσα;» τη ρώτησε χωρίς να την κοιτάζει.
Η Εύνοια γέλασε, φίλησε τον ώμο του. «Νομίζεις ότι θα μπορούσα να ήμουν;»
«Λένε πως έχει μακριά ξανθά μαλλιά σαν μανδύα...»
«Έχει σημασία αν είμαι ή όχι; Θα μου έκανες... καλύτερη τιμή;»
Ο Όσκαρ μειδίασε γυρίζοντας να την κοιτάξει. Φιλήθηκαν. «Η τιμή θα ήταν ίδια, όπως και νάχει.»
«Αλλά είσαι περίεργος.»
«Είμαι.»
«Κι εγώ είμαι.»
«Τι;»
«Η Κυρά των Δρόμων.»
«Η Νομαδάρχισσα;»
«Μη με λες έτσι· με τσαντίζει!» τον πείραξε.
Και μετά από καμια ώρα έκαναν έρωτα ξανά, με τα ξανθά της μαλλιά να τους τυλίγουν και τους δύο καθώς στριφογύριζαν πάνω στο κρεβάτι. Η έκστασή τους έφτασε σχεδόν συγχρόνως.
Το πρωί, η Εύνοια θα μπορούσε να τον αφήσει να κοιμάται. Κοιμόταν τόσο γαλήνια, τόσο όμορφα. Τον έβρισκε πολύ συμπαθητικό βλέποντάς τον έτσι, πεσμένο μπρούμυτα, με το μαξιλάρι εν μέρει αγκαλιά.
Αλλά τον ξύπνησε, φιλώντας τον πλάι στ’αφτί. «Πρέπει να φύγω,» του ψιθύρισε.
Ο Όσκαρ γύρισε να την κοιτάξει. «Μμμ;...»
«Πρέπει να φύγω. Κι εσύ πρέπει να φύγεις. Για να μου φέρεις τα καύσιμα.»
«Ναι, σωστά,» είπε ο Όσκαρ καθώς ανασηκωνόταν τρίβοντας τα μάτια του με το ένα χέρι. «Είσαι ντυμένη...» παρατήρησε. «Κι έχεις πλέξει και τα μαλλιά σου ξανά.»
Η Εύνοια χαμογέλασε. «Έχω σηκωθεί εδώ και μισή ώρα, χωρίς να με καταλάβεις.»
«Γιατί δε με ξύπνησες;»
«Κοιμόσουν όμορφα,» του είπε και, ύστερα από ακόμα ένα φιλί, έφυγε από το δωμάτιο.
Βγήκε από τον Οίκο των Αγαλμάτων, διέσχισε τον δρόμο που τον χώριζε από τον καταυλισμό των Νομάδων, και–
Τα σημάδια της Πόλης κάτι έλεγαν:
...ανησυχία... μακρινή ταραχή... ειδήσεις...
Ένα περίπτερο ήταν λίγο παραδίπλα από εκεί όπου είχε απρόσμενα σταματήσει η Εύνοια. Το πλησίασε και κοίταξε τις εφημερίδες. Πήρε μία, πληρώνοντας τον περιπτερά. Και, καθώς έμπαινε στον καταυλισμό των Νομάδων, διάβαζε ότι η Β’ Ανωρίγια Συνοικία – ο στρατός του Αλυσοδεμένου Ποιητή, του Κάδμου Ανθοτέχνη – είχε εισβάλει στην Έκθυμη, βόρεια. Οι επαναστάτες της Β’ Ανωρίγιας ήταν πολεμοχαρείς! προειδοποιούσε ένας αρθρογράφος. Ήταν επικίνδυνοι, πιθανώς, για όλες τις γειτονικές συνοικίες! Για κάθε συνοικία που άγγιζε τις όχθες του Ριγοπόταμου, και όχι μόνο!
Η Μιράντα βρέθηκε ξαφνικά πλάι στην Εύνοια, σχεδόν τρομάζοντάς την. «Τα έμαθες κι εσύ, Αδελφή μου,» παρατήρησε, κοιτάζοντας την εφημερίδα στα χέρια της Κυράς των Δρόμων.
Η Εύνοια στράφηκε να την κοιτάξει, συνοφρυωμένη.
«Θυμάσαι τι σου έλεγα; Όταν μία από τις τέσσερις συνοικίες του Ριγοπόταμου έχει ταραχές, συνήθως οι ταραχές εξαπλώνονται και στις υπόλοιπες.»
«Και εξακολουθείς να νομίζεις ότι η Κορίνα ευθύνεται για όλα τούτα;»
«Είμαι σίγουρη πλέον.»
Όταν ο στρατός της επανάστασης, απρόσμενα, εισβάλει στην Έκθυμη και η Καρζένθα-Σολ πηγαίνει για την καρδιά της συνοικίας ενώ ένας παράπλευρος, σκοτεινός στρατός συγκεντρώνεται, μια Θυγατέρα της Πόλης αναζητά μια φίλη της φέρνοντάς της ένα Απολλώνιο ξίφος, ο Σολάμνης’μορ προσπαθεί να λύσει το αίνιγμα της συναδέλφου του που τους έχει ακολουθήσει στην Έκθυμη, και ο Κάδμος λαμβάνει μια τρομερή προειδοποίηση.
Για μερικές μέρες, οι επαναστάτες της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας προετοιμάζονταν για πόλεμο χωρίς να δίνουν κανένα σημάδι σε ποιον σκόπευαν να επιτεθούν ή αν σκόπευαν γενικά να επιτεθούν σε κάποιον – ίσως όλ’ αυτά να ήταν μόνο για άμυνα. Θωρακισμένα οχήματα, αεροσκάφη, και εξοπλισμοί έρχονταν από το Εμπορικό Κέντρο στα δυτικά για να τους ενισχύσουν, ή παίρνονταν από τις βιομηχανίες στον Καπνοφόρο και σ’άλλες περιφέρειες της Β’ Ανωρίγιας οι οποίες εργάζονταν εντατικά. Πολίτες συστρατεύονταν με τους επαναστάτες, καθώς ο τηλεοπτικός σταθμός Σπασμένη Αλυσίδα τούς καλούσε να υπερασπιστούν τις περιοχές τους και οι δρόμοι της Β’ Ανωρίγιας είχαν γεμίσει φυλλάδια με παρόμοιο περιεχόμενο.
Παντού φαινόταν το σύμβολο της επανάστασης του Κάδμου Ανθοτέχνη – ένα ζευγάρι κόκκινες χειροπέδες με την αλυσίδα ανάμεσά τους κομμένη από μια κίτρινη αστραπή – επάνω στα φυλλάδια· μέσα στις οθόνες, ανάμεσα από τις τηλεοπτικές εκπομπές· επάνω σε στρατιωτικά χιτώνια και αλεξίσφαιρους θώρακες· επάνω σε άρματα μάχης, αεροσκάφη, πλοία αραγμένα στις προβλήτες του Ριγοπόταμου· επάνω σε σημαίες που κυμάτιζαν σε πάρα πολλά μέρη της Β’ Ανωρίγιας· επάνω σε τοίχους, φτιαγμένο ως γκράφιτι από υπερενθουσιώδεις εξεγερμένους πολίτες και συμμορίες. Ζήτω ο Αλυσοδεμένος Ποιητής! φώναζαν. Ζήτω ο νέος Πολιτάρχης! Ζήτω η Β’ Ανωρίγια! Και είχαν πλήρη πίστη στον Κάδμο Ανθοτέχνη. Είχε κάνει ό,τι υποσχόταν: είχε γυρίσει τον Τροχό του Βασάνου. Οι πλουτοκράτες, τουλάχιστον, είχαν γκρεμιστεί – ή, μάλλον, είχαν φύγει – παρότι όλοι οι φτωχοί δεν είχαν πλουτίσει. Περισσότερο είχαν αποκτήσει οικονομική δύναμη οι καιροσκόποι στο νέο καθεστώς που ακόμα βρισκόταν υπό διαμόρφωση, μην έχοντας πάρει τελική μορφή.
Κλεισμένοι μέσα σε μια αίθουσα, χωρίς να δίνουν αναφορά σε κανέναν, χωρίς να μιλάνε σε δημοσιογράφους ή κατώτερους αρχηγούς της επανάστασης, ο Κάδμος Ανθοτέχνης, η Καρζένθα-Σολ, ο Ερκάνης Ανάντης, κάμποσοι αρχισυμμορίτες, μερικοί εξέχοντες εξεγερμένοι πολίτες, και διάφοροι ειδήμονες έκαναν σχέδια για την επικείμενη επίθεση κατά της Έκθυμης.
Η Κορίνα ήταν μαζί τους, επιδεικνύοντας γι’ακόμα μια φορά εξωφρενικές γνώσεις για τη γειτονική συνοικία.
*
Ο πόλεμος ξεκίνησε χωρίς καμια επίσημη ανακοίνωση, ξαφνιάζοντας ακόμα και τους πολίτες της Β’ Ανωρίγιας.
Η Καρζένθα-Σολ, ως νέα Στρατάρχης της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας, συγκέντρωσε τις δυνάμεις της επανάστασης και τις κατεύθυνε προς τα βόρεια σύνορα, απρόσμενα, μες στη νύχτα. Επιτέθηκαν από τον Μονήρη, από τους επίγειους και τους υπόγειους δρόμους συγχρόνως.
Η περιφέρεια της Έκθυμης όπου προσπαθούσαν να εισβάλουν ονομαζόταν Χρηματοφόρος, και βρισκόταν δίπλα στο Εμπορικό Κέντρο. Η Καρζένθα έκρινε πως έπρεπε να είναι η πρώτη περιοχή που η επανάσταση θα καταλάμβανε ώστε να διακοπεί εν μέρει η επαφή της Έκθυμης με το Εμπορικό Κέντρο. (Η Διοίκηση του Εμπορικού Κέντρου, μάλλον, δεν θα δεχόταν να απαγορεύσει τη συναλλαγή με εμπόρους της Έκθυμης, ακόμα κι αν της το ζητούσε ο Κάδμος Ανθοτέχνης.)
Στα σύνορα, το στράτευμα της Καρζένθα-Σολ συγκρούστηκε με τους φύλακες της Έκθυμης, που δεν περίμεναν μια τέτοια κίνηση από τη Β’ Ανωρίγια. Η Έκθυμη ήταν απροετοίμαστη. Οι αρχές της δεν νόμιζαν ότι ο Ανθοτέχνης θα στρεφόταν εναντίον τους (ή, τουλάχιστον, έτσι είχε πει η Κορίνα στον Κάδμο και τους άλλους) και ούτε είχε εκλεγεί ακόμα καινούργιος Πολιτάρχης της συνοικίας. Η περιοχή βρισκόταν σε πολιτικό αναβρασμό.
Η Καρζένθα-Σολ δεν δυσκολεύτηκε να διαλύσει την άμυνα στα σύνορα και να εισβάλει στη Χρηματοφόρο. Αλλά, όταν ο στρατός της ήταν στους δρόμους της συνοικίας, ενισχύσεις ήρθαν. Μισθοφόροι της Έκθυμης, μαζί με άρματα μάχης και αεροσκάφη, μέσα στη μαύρη νύχτα.
Η Καρζένθα, όμως, ήταν έτοιμη γι’αυτό. Ο Ζιλμόρος και οι Σκοταδιστές του είχαν επαφές με τον υπόκοσμο της Έκθυμης, από τον Μονήρη, εδώ και χρόνια. Είχαν έτσι γλιστρήσει μέσα στη Χρηματοφόρο από πριν και, με τη βοήθεια της Μορτένκα’μορ και του Σολάμνη’μορ, είχαν εγκαταστήσει αντίστροφους εστιαστές σε τρία σημεία μέσα στην περιφέρεια, σχηματίζοντας ένα ισόπλευρο τρίγωνο ανάμεσά τους. Εκεί η Καρζένθα σκόπευε να στήσει παγίδα στις δυνάμεις της Έκθυμης.
Τώρα, η παγίδα μπήκε σε λειτουργία.
Μόλις οι μισθοφόροι πέρασαν στο εσωτερικό του νοητού τριγώνου, η Μορτένκα’μορ ενεργοποίησε το αντιενεργειακό πεδίο. Οχήματα, αεροσκάφη, και κάθε είδους μηχανήματα που δούλευαν με ενέργεια αδρανοποιήθηκαν.
Οι μαχητές της Καρζένθα-Σολ και οι συμμορίες που είχε συγκεντρώσει ο Ζιλμόρος γύρω του (μερικές από τις οποίες ήταν ντόπιες, της Έκθυμης, που ήθελαν λεηλασία) επιτέθηκαν στους μισθοφόρους της Έκθυμης από κάθε μεριά, βγαίνοντας από δρόμους και σοκάκια, ξεπροβάλλοντας μέσα από σκάλες που οδηγούσαν σε σήραγγες, κατεβαίνοντας γέφυρες, πηδώντας με αλεξίπτωτα από ταράτσες. Εξαπέλυαν βόμβες διαφόρων ειδών· πυροβολούσαν με τουφέκια, οπλοπολυβόλα, και πιστόλια· σπάθιζαν και λόγχιζαν με λεπίδες όταν τύχαινε να βρεθούν κοντά στον εχθρό.
Ούτε εκείνοι μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ενεργοβόρους μηχανισμούς μέσα στο αντιενεργειακό πεδίο, αλλά αυτό επί του παρόντος τούς πρόσφερε πλεονέκτημα – επειδή το περίμεναν, ενώ οι αντίπαλοί τους είχαν αιφνιδιαστεί. Είχαν αιφνιδιαστεί παρότι πρέπει αναμφίβολα να είχαν ακούσει – ή ακόμα και να ήξεραν από πρώτο χέρι – ότι εκείνοι που είχαν εισβάλει στη Β’ Ανωρίγια προ ημερών είχαν πέσει σε παρόμοια παγίδα.
Το μακελειό ήταν τρομερό. Όταν η αυγή ήρθε, η Χρηματοφόρος ανήκε στο στράτευμα της Καρζένθα-Σολ και στις συμμορίες που είχε συγκεντρώσει ο Ζιλμόρος. Όλα τα καταστήματα – που ήταν πολλά στη Χρηματοφόρο – ήταν σήμερα κλειστά. Κανείς δεν τολμούσε να ξεμυτίσει από το σπίτι του. Και πολλοί είχαν αμπαρωθεί γιατί λεηλασίες γίνονταν.
Μέσα στο αιματοβαμμένο πρωινό, ο Κάδμος Ανθοτέχνης εξέπεμψε ένα μήνυμα μέσω του τηλεοπτικού σταθμού Σπασμένη Αλυσίδα, καλώντας τους πολίτες της Έκθυμης να τον αναγνωρίσουν ως Πολιτάρχη τους και τους υπερασπιστές της να ρίξουν τα όπλα. Είπε: «Οι πολιτικοί σας φιλονικούν σαν άγρια σκυλιά, αδιαφορώντας για εσάς. Νοιάζονται για το προσωπικό τους όφελος. Συμμαχήστε μαζί μας και θα ζήσετε σε μια καλύτερη Έκθυμη!» Είπε: «Δεν υπάρχει Πολιτάρχης με τον οποίο μπορώ να μιλήσω για να ζητήσω την υποταγή του. Τώρα κανείς δεν είναι επίσημη εξουσία της Έκθυμης. Οι πολιτικοί της την έχουν παραδώσει στο χάος, με τις ίδιες τους τις ενέργειες. Ο Ζόλτεραλ-Ράο ήθελε να κατακτήσει ό,τι δεν του ανήκε· ήταν ληστής και πολεμοκάπηλος. Οι υπόλοιποι δεν είναι καλύτεροι απ’αυτόν. Ερχόμαστε για να γκρεμίσουμε όλα τα αρπακτικά από τους θρόνους τους!» Είπε: «Ερχόμαστε για να σπάσουμε τις αλυσίδες!» και ύψωσε τα χέρια του που είχαν ακόμα στους καρπούς τους τις χειροπέδες με τις σπασμένες αλυσίδες. Είπε: «Όποιος συμμαχήσει μαζί μας θα ανταμειφθεί. Ο Τροχός του Βασάνου θα γυρίσει, και όσοι ήταν επάνω θα γκρεμιστούν κάτω, ενώ όσοι ήταν κάτω θα υψωθούν!»
Εκείνο, όμως, που δεν είχε υπολογίσει ο Κάδμος ήταν πως οι κάτοικοι της Έκθυμης δεν υπέφεραν όπως οι κάτοικοι της Β’ Ανωρίγιας υπό τον ζυγό της πλουτοκρατίας. Δεν ήταν οι εννιά στους δέκα φτωχοί ή στα όρια της φτώχειας. Επομένως, το κάλεσμά του προς τους πολίτες δεν βρήκε ανταπόκριση από αυτούς. Βρήκε, περισσότερο, ανταπόκριση από κάποιες συμμορίες της Έκθυμης και από διάφορους εγκληματίες και κακοποιούς, που έσπευσαν να συστρατευθούν με τον Ζιλμόρο ερχόμενοι σε επαφή με τις συμμορίες γύρω του μέσω του υπόκοσμου της Έκθυμης που ήταν αρκετά δυνατός.
Ο Ζιλμόρος είχε αρχίσει να συγκεντρώνει έναν δικό του στρατό από συμμορίες και κακούργους.
*
Ο Χρονοσκόπος, η σημαντικότερη περιφέρεια της Έκθυμης, βρισκόταν βόρεια της Χρηματοφόρου, και η Καρζένθα-Σολ προς τα εκεί κίνησε το στράτευμά της, ώστε να κατακτήσει την καρδιά της συνοικίας, παρότι γνώριζε πως δεν ήταν και τόσο συνετό να αφήσει πίσω της ακυρίευτες περιοχές – δηλαδή, τη Ροή (μια αρκετά κεντρική περιφέρεια της Έκθυμης) και τον Επιλάτρη (που συνόρευε με τον Ψηλό Φύλακα της Β’ Ανωρίγιας).
Ο στρατός της Καρζένθα-Σολ συνάντησε μεγάλη αντίσταση στον Χρονοσκόπο. Όλοι οι πολιτικοί της Έκθυμης είχαν συμμαχήσει ώστε να τον κρατήσουν· η ανάγκη τούς είχε κάνει να συνέλθουν, να παραμερίσουν τις προσωπικές τους αντιζηλίες. Είχαν συγκεντρώσει τους πιο ικανούς τους στρατιωτικούς, τους πιο ισχυρούς τους μάγους, τα πιο καλά τους όπλα. Παρότι η Έκθυμη ήταν άσχημα τραυματισμένη ύστερα από την αποτυχημένη εισβολή στη Β’ Ανωρίγια, δεν ήταν διαλυμένη. Μπορούσε να προβάλει τρομερή άμυνα απέναντι στον στρατό της Καρζένθα-Σολ. Κατά πρώτον, και οι επαναστάτες είχαν υποστεί πολλές απώλειες από τον προηγούμενο πόλεμο, τις οποίες δεν είχαν ακόμα καταφέρει να αναπληρώσουν εξολοκλήρου· δεν είχε περάσει τόσος πολύς καιρός. Κατά δεύτερον, η Έκθυμη ήταν μεγαλύτερη συνοικία από τη Β’ Ανωρίγια· είχε περισσότερες δυνάμεις σε ετοιμότητα. Όλα αυτά σήμαιναν ότι οι δύο στρατοί ήταν περίπου ισοδύναμοι – υπολογίζοντας και τις συμμορίες της Έκθυμης που συνεχώς συμμαχούσαν με τον σκοτεινό στρατό του Ζιλμόρου.
Οι μάχες κράτησαν μέρες στους δρόμους του Χρονοσκόπου. Τώρα οι μαχητές της Έκθυμης είχαν μάθει για το αντιενεργειακό πεδίο και δεν ξαφνιάζονταν όπως στην αρχή. Μπορεί να μην ήξεραν τι ακριβώς ήταν, αλλά ήξεραν τι έκανε.
Ο Σκυφτός Στίβεν, εν τω μεταξύ, κατόπιν διαταγής του Κάδμου (ο οποίος είχε δεχτεί συμβουλή από την Κορίνα), επιτέθηκε από τον Ψηλό Φύλακα της Β’ Ανωρίγιας στον Επιλάτρη της Έκθυμης, με όσες δυνάμεις μπορούσε να επιστρατεύσει. Μαζί του ήταν ο καινούργιος Φρούραρχος Μαρσέλ Φοριβάλκω και αρκετοί φρουροί. Ο Μαρσέλ και ο Στίβεν είχαν αρχίσει να γίνονται καλοί φίλοι παρότι ανήκαν σε δύο διαφορετικούς κόσμους.
Το σχέδιο ήταν να προκαλέσουν αντιπερισπασμό, περισσότερο, παρά να κατακτήσουν τον Επιλάτρη, ώστε η Έκθυμη να αναγκαστεί να στρέψει κάποιες από τις δυνάμεις της προς τα εκεί, πράγμα που θα διευκόλυνε τον αγώνα της Καρζένθα-Σολ και του Ζιλμόρου στην καρδιά της συνοικίας. Η κατάσταση, ωστόσο, εξελίχτηκε καλύτερα απ’ό,τι ήλπιζαν ο Σκυφτός Στίβεν και ο Μαρσέλ Φοριβάλκω. Κατάφεραν να κυριεύσουν τον Επιλάτρη, κυρίως επειδή δέχτηκαν απρόσμενη βοήθεια από συμμορίες της περιοχής που ήταν εναντίον των πολιτικών της Έκθυμης και υπέρ της λεηλασίας. Οι φάτσες τους δεν άρεσαν καθόλου στον Μαρσέλ· τους κοίταζε με έκδηλη αντιπάθεια· αλλά ο Στίβεν μπορούσε να συνεννοηθεί άνετα μαζί τους. Τον έβλεπαν, μάλιστα, ως ήρωα, έχοντας ήδη ακούσει για την επανάσταση στη Β’ Ανωρίγια, την οποία είχαν μυθοποιήσει.
Ο Μαρσέλ Φοριβάλκω, Φρούραρχος της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας, ύψωσε τη σημαία με τις σπασμένες χειροπέδες πάνω στην ψηλότερη γέφυρα του Επιλάτρη ύστερα από δυο μέρες συγκρούσεων μέσα στην περιφέρεια.
*
Πλησιάζοντας το πανδοχείο στη νότια μεριά της Βόρειας Λεωφόρου, στα σύνορα της Έκθυμης, η Άνμα ήδη διέκρινε στα πολεοσημάδια ότι κάτι δεν πήγαινε καλά στην εν λόγω συνοικία. Κάτι πολύ σοβαρό συνέβαινε.
Ό,τι κι αν ήταν, όμως, δεν φαινόταν να υπάρχει πρόβλημα στην περιοχή γύρω από το πανδοχείο, έτσι η Άνμα άφησε το όχημά της στο γκαράζ και πήγε στην τραπεζαρία για να φάει και να ξεκουραστεί λίγο προτού συνεχίσει προς το εσωτερικό της Έκθυμης για να συναντήσει τη Φοριντέλα-Ράο.
Αρκετός κόσμος καθόταν στα τραπέζια, κυρίως ταξιδιώτες που περνούσαν από τη γιγάντια Βόρεια Λεωφόρο, αλλά και κάποιοι ντόπιοι. Οι περισσότεροι συζητούσαν αναμεταξύ τους, ορισμένοι δε αρκετά έντονα. Τα πολεοσημάδια προειδοποιούσαν την Άνμα για ταραχές, για αιματηρά γεγονότα. Πόλεμος; αναρωτήθηκε. Πόλεμος στην Έκθυμη; Γνώριζε ότι εδώ συγκεντρώνονταν πολλοί μισθοφόροι, αλλά η συνοικία σπάνια βρισκόταν σε πόλεμο με τους γείτονές της. Αν και είχε ακούσει φήμες, τελευταία, πως ο Πολιτάρχης Ζόλτεραλ-Ράο εποφθαλμιούσε τις όχθες του Ριγοπόταμου προς τα νότια, καθώς και το Εμπορικό Κέντρο στα δυτικά. Είχε μήπως επιτεθεί στο Εμπορικό Κέντρο, για να το κατακτήσει, ή σε κάποια από τις Ανωρίγιες Συνοικίες;
Η μεγάλη οθόνη του τηλεοπτικού δέκτη που βρισκόταν σε λειτουργία, κρεμασμένη σ’έναν από τους τοίχους της τραπεζαρίας του πανδοχείου, έδωσε στην Άνμα την απάντηση που ζητούσε: Τα στρατεύματα των επαναστατών της Β’ Ανωρίγιας είχαν εισβάλει στην Έκθυμη και βρίσκονταν ήδη στον Χρονοσκόπο – την καρδιά της συνοικίας – όπου άγριες συγκρούσεις διεξάγονταν.
Η Β’ Ανωρίγια επιτίθεται στην Έκθυμη!; απόρησε η Άνμα, στεκόμενη αντίκρυ στην οθόνη. Γιατί, μα τον Κρόνο; Και τι εννοούσαν μιλώντας για επαναστάτες της Β’ Ανωρίγιας; Ποιοι ήταν οι επαναστάτες;
Η Άνμα αναρωτήθηκε αν όλα τούτα θα τη δυσκόλευαν να βρει τη Φοριντέλα για να της παραδώσει το Απολλώνιο ξίφος που είχε φέρει από τον Ερειπιώνα. Αν δεν μπορώ να τη βρω, θα το κρατήσω για τον εαυτό μου. Ήταν εξαιρετικό όπλο, και η Άνμα λάτρευε τα όπλα. Της μιλούσαν. Ήξερε τα πάντα γι’αυτά. Η ίδια η Πόλη τη δίδασκε τις λεπτομέρειες και τις παραξενιές τους, τις δυνάμεις και τις αδυναμίες τους.
«Θα πάρετε κάτι, κυρία;» τη ρώτησε ένας σερβιτόρος.
Η Άνμα στράφηκε να τον κοιτάξει. «Ναι. Τι έχετε;»
«Θα σας φέρω το μενού. Καθίστε κάπου, παρακαλώ.»
Η Άνμα κάθισε σ’ένα τραπέζι και ο σερβιτόρος τής έφερε έναν δίσκο προβολής. «Επιστρέφω σε λίγο,» υποσχέθηκε φεύγοντας.
Η Άνμα σκέφτηκε: Φιγουράτο πανδοχείο. Δεν είχαν όλα τα πανδοχεία δίσκους προβολής για το μενού. Πάτησε το κουμπί επάνω στη μικρή συσκευή και ένα ολόγραμμα δημιουργήθηκε, παρουσιάζοντας τα φαγητά και τα ποτά, με εικόνες και γράμματα. Με κάθε πάτημα του κουμπιού η προβολή άλλαζε ώσπου, έχοντας δείξει όλο της το περιεχόμενο, η συσκευή έκλεινε τελικά. Αν ξαναπατούσες το κουμπί, ενεργοποιούσες τις προβολές από την αρχή.
Η Άνμα παράγγειλε βραστό λαγό με σέλινο και ελιές από τη Σάρντλι, και μια κούπα Αφρισμένη Κυρά. Σύντομα τα είχε και τα δύο μπροστά της κι άρχισε να τρώει ενώ άκουγε τις κουβέντες των πελατών και όσα λέγονταν από την οθόνη του τηλεοπτικού δέκτη. Η πολεοτύχη της αποδείχτηκε ισχυρή· έμαθε πολλά για την κατάσταση στην Έκθυμη μέσα σε πολύ λίγο χρόνο:
Ο Ζόλτεραλ-Ράο ήταν νεκρός· τον είχε σκοτώσει ο αρχηγός των επαναστατών, κάποιος Κάδμος Ανθοτέχνης – επίσης γνωστός και ως ο Αλυσοδεμένος Ποιητής – ο οποίος είχε ξεσηκώσει τον κόσμο εναντίον της πλουτοκρατίας στη Β’ Ανωρίγια Συνοικία.
Δεν είχε ακόμα εκλεχθεί νέος Πολιτάρχης στην Έκθυμη, και οι πολιτικοί βρίσκονταν σε αναβρασμό.
Οι επαναστάτες της Β’ Ανωρίγιας είχαν, εν τω μεταξύ, εισβάλει από τα νότια, καταλαμβάνοντας πολύ γρήγορα τη Χρηματοφόρο και μπαίνοντας στον Χρονοσκόπο. Λεγόταν πως είχαν μια καινούργια τεχνολογία, ή μαγεία, που αχρήστευε κάθε ενεργοβόρο μηχανισμό όποτε ήθελαν.
Στον Χρονοσκόπο, οι αντίζηλοι πολιτικοί της Έκθυμης είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους για να αποκρούσουν τους εχθρούς. Αλλά ο Επιλάτρης – μια νότια περιφέρεια που συνόρευε με τη Β’ Ανωρίγια – είχε παρθεί χτες από τους επαναστάτες, που πολλοί κακοποιοί της Έκθυμης φαινόταν να έχουν συμμαχήσει μαζί τους αποσκοπώντας σε λεηλασία και σε εκδίκηση εναντίον των πολιτικών.
Οι φυλακές στον Λευκόχρυσο, ανατολικά του Χρονοσκόπου, βρίσκονταν σε αναταραχή. Οι κρατούμενοι προσπαθούσαν να υπερνικήσουν τους φρουρούς και να αποδράσουν, για να πάνε με τον Κάδμο Ανθοτέχνη και τους επαναστάτες του. Μέχρι στιγμής δεν τα είχαν καταφέρει.
Η Άνμα αναρωτιόταν αν η φίλη της, η Φοριντέλα-Ράο, ήταν ακόμα ζωντανή.
Ανήκε στον Οίκο των Ράο’σβολκ, όπως και ο προηγούμενος Πολιτάρχης, αλλά δεν ήταν άμεση συγγενής του. Ο Ζόλτεραλ ήταν μακρινός της ξάδελφος. Και η Φοριντέλα δεν ασχολιόταν με την πολιτική. Ωστόσο, σε τέτοιες έκρυθμες καταστάσεις, μέσα σε πολέμους, πολλά μπορούσαν να συμβούν.
Η Άνμα έβγαλε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό από την εσωτερική τσέπη του πέτσινου πανωφοριού της, προτού τελειώσει το φαγητό της. Ακούμπησε την πλάτη στην καρέκλα της και κάλεσε τη Φοριντέλα στον τηλεπικοινωνιακό κώδικα του δικού της πομπού.
Η Άνμα, έχοντας τη συσκευή κοντά στ’αφτί της, άκουσε ένα ελαφρύ κουδούνισμα.
Περίμενε.
Η φωνή που, τελικά, της απάντησε δεν ήταν της Φοριντέλα-Ράο. Ήταν, κατά πρώτον, αντρική.
*
Η φωνή είπε μέσα απ’το μεγάφωνο: «Ναι...»
Η Άνμα αισθάνθηκε ξαφνικά σαν τα χείλη και η γλώσσα της να κινούνταν από μόνα τους, σαν η Πόλη να την καθοδηγούσε. «Πού είναι αυτή;» ρώτησε. «Πού είναι η Φοριντέλα-Ράο; Δεν καλώ τον πομπό της;»
Ο άντρας γέλασε. «Δεν είσαι θαυμάστριά της, υποθέτω...»
«Ποιος είσαι εσύ; Την ξέρεις; Πού είναι;»
«Εκεί πού είναι δεν πρόκειται να πάει μακριά – όχι μέχρι να είναι έτοιμη για το τελευταίο ταξίδι.»
Τα λόγια του έκαναν ένα ρίγος να διατρέξει τη ράχη της Άνμα, και η διαίσθησή της της έλεγε πως το «τελευταίο ταξίδι» ήταν εκείνο που κάνουν όλοι μαζί με τον Χάροντα, τον Ανόφθαλμο, προς το Έρεβος. Εξακολουθούσε, ωστόσο, να νιώθει το στόμα της καθοδηγημένο από την Πόλη. «Θέλω να τη δω! Πού την έχεις; Ποιος είσαι;»
«Να μη σ’ενδιαφέρει ποιος είμαι. Κι αν δεν τη συμπαθείς, να ξέρεις ότι θα έχεις πλέον απαλλαγεί απ’αυτήν αύριο το βράδυ,» αποκρίθηκε ο άγνωστος.
«Πού είναι τώρα; Μου χρωστά κάτι να μου πει–»
«Τα λόγια της τελείωσαν στο κατώφλι του οίκου του Σκοτοδαίμονος,» είπε ο άντρας και τερμάτισε την τηλεπικοινωνία, ενώ ακόμα ένα ρίγος διέτρεχε την Άνμα.
Λάτρεις του Σκοτοδαίμονος είχαν τη Φοριντέλα-Ράο στα χέρια τους! Και σκόπευαν να τη θυσιάσουν αύριο το βράδυ. Η Άνμα δεν είχε καμια αμφιβολία ούτε για το ένα ούτε για το άλλο. Η διαίσθησή της τη διαβεβαίωνε· και μια Θυγατέρα της Πόλης πάντα εμπιστεύεται τη διαίσθησή της.
Πώς θα τη βρω, γαμώτο; Δεν είχε πολύ χρόνο στη διάθεσή της.
Προσπάθησε να καλέσει ξανά τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της Φοριντέλα-Ράο, αλλά ετούτη τη φορά το σήμα δεν έφτανε. Ο άντρας που την κρατούσε φυλακισμένη για να τη θυσιάσει είχε απενεργοποιήσει τη συσκευή.
Ένας δρόμος απομένει, σκέφτηκε η Άνμα. Έπρεπε ν’αφήσει την Πόλη να την καθοδηγήσει.
Δε μπορούσε να εγκαταλείψει τη Φοριντέλα στα χέρια υπηρετών του Σκοτοδαίμονος, τώρα που είχε μάθει τι της συνέβαινε.
*
Ο Ζιλμόρος έκλεισε τον πομπό της αριστοκράτισσας κι έβγαλε τη μπαταρία, απενεργοποιώντας τον. Δε νόμιζε ότι κινδύνευε απ’αυτή την άγνωστη, όποια κι αν ήταν – εξάλλου, ακουγόταν να μισεί τη Φοριντέλα-Ράο – αλλά όφειλε να είναι προσεκτικός. Ένα τηλεπικοινωνιακό σήμα μπορούσε να σε προδώσει.
Ποια να ήταν, άραγε, αυτή η τύπισσα; Έμοιαζε πολύ τσαντισμένη. Καμια άλλη αριστοκράτισσα που έχει προηγούμενα με τη Φοριντέλα-Ράο; Κατά πάσα πιθανότητα, κατέληξε ο Ζιλμόρος. Τι άλλο να ήταν;
Ίσως έπρεπε να της είχα πιάσει κουβέντα περισσότερο. Μπορεί νάχε ενδιαφέρον να γνωριστούμε! Γέλασε.
«Τι είναι, Ζιλμόρε;» ρώτησε ένας από τους συμμορίτες του που βρίσκονταν συγκεντρωμένοι σ’ένα υπόγειο πανδοχείο του Χρονοσκόπου. «Ποιος ήταν;»
«Δεν έχει σημασία πια.» Ο Ζιλμόρος έριξε τον πομπό στο πάτωμα και τον πάτησε με τη μπότα του, διαλύοντάς τον.
«Την ψάχνουν;» ρώτησε ανήσυχα ο συμμορίτης, που λεγόταν Κίρκος.
«Ναι. Αλλά, μάλλον, για να τη σκοτώσουν πριν από εμάς.» Ο Ζιλμόρος χαμογέλασε, και τα μαύρα γυαλιά του αντανάκλασαν έντονα ένα από τα φώτα της τραπεζαρίας του υπόγειου πανδοχείου καθώς γύριζε προς το πλάι το κεφάλι του για να πιάσει το ποτό του από τον πάγκο του μπαρ.
*
Σ’ένα άλλο μπαρ του Χρονοσκόπου, περίπου την ίδια απογευματινή ώρα, η Μορτένκα’μορ έπαιρνε ένα μπουκαλάκι Κρύο Ουρανό από το ψυγείο, το άνοιγε, και έπινε μια γουλιά, προτού καθίσει σ’ένα ψηλό σκαμνί πίσω από τον πάγκο. Ήταν κουρασμένη από τις μαγικές δουλειές της όλο το πρωί. Οι επαναστάτες είχαν συνεχώς ανάγκη τις υπηρεσίες της, όχι για τη δημιουργία αντιενεργειακού πεδίου τώρα – οι εχθροί τους είχαν πλέον μάθει το κόλπο και δεν τους ξάφνιαζε – αλλά για διάφορους άλλους λόγους: ενεργοποίηση κλειδωμένων μηχανισμών, ελέγχους για την καλή λειτουργία μηχανών, ενίσχυση τηλεσκοπίων, πρόκληση δυσλειτουργίας σε μηχανισμούς των εχθρών, τηλεπικοινωνιακές παρεμβολές, διάρρηξη κωδικών ασφαλείας... Ο πόλεμος δεν ήταν μόνο πυροβολισμοί από κάννες όπλων και εκτόξευση βομβών και ρουκετών. Για να μπορείς να νικήσεις τον εχθρό σου έπρεπε να έχεις και τη σωστή παράπλευρη υποστήριξη.
Της Μορτένκα δεν της άρεσε ο πόλεμος. Δεν θα ήθελε ποτέ να ήταν μπλεγμένη εδώ. Αλλά τώρα ήταν...
Και φοβόταν. Είχε δει ανθρώπους ακρωτηριασμένους φριχτά, τραυματισμένους επικίνδυνα, νεκρούς. Και κάθε φορά προσπαθούσε να διώξει απ’το μυαλό της ότι μπορεί κι εκείνη να κατέληγε έτσι, παρότι βέβαια δεν βρισκόταν στην πρώτη γραμμή· δεν ήταν αυτή η δουλειά της.
Μακάρι να ήξερε τις νοητικές τεχνικές που γνώριζαν οι μάγοι του τάγματος των Διαλογιστών· τότε ίσως να μπορούσε να ελέγχει καλύτερα τις σκέψεις της. Αλλά οι Τεχνομαθείς διδάσκονταν διαφορετικά πράγματα.
Ορισμένες φορές, είχε περάσει απ’το νου της να το βάλει στα πόδια. Μετά, όμως, σκεφτόταν την Κορίνα. Η Κορίνα θα την έβρισκε όπου κι αν πήγαινε...
Ο Σολάμνης’μορ ήρθε και κάθισε αντίκρυ της, σ’ένα σκαμνί μπροστά από τον πάγκο του μπαρ. Τριγύρω ήταν καθισμένοι κι άλλοι επαναστάτες από τη Β’ Ανωρίγια αλλά και συμμορίτες της Έκθυμης που είχαν συμμαχήσει με τον στρατό της Καρζένθα-Σολ.
«Έχεις αναλάβει το μπαρ;» είπε ο συνάδελφός της Μορτένκα.
Εκείνη χαμογέλασε συγκρατημένα. «Δεν έχω παρά μικρή ιδέα από ποτά,» παραδέχτηκε, και ήπιε μια γουλιά απ’το μπουκάλι με τον Κρύο Ουρανό.
«Αυτό εκεί είναι Γλυκός Κρόνος, δεν είναι;» είπε ο Σολάμνης, κοιτάζοντας πίσω απ’τη Μορτένκα.
Η μάγισσα έστρεψε το κεφάλι. «Ναι.»
«Φέρ’ το από δω, αν έχεις την καλοσύνη.»
Η Μορτένκα’μορ άπλωσε το χέρι της, έπιασε το μπουκάλι με τον Γλυκό Κρόνο, και το απόθεσε ανάμεσά τους. «Θα σε ζαλίσει.»
«Δεν πειράζει. Ας ζαλιστώ λίγο.» Ο Σολάμνης το άνοιξε, γέμισε ένα χαμηλό ποτήρι, ήπιε μια γουλιά. «Ούτως ή άλλως, απόψε είναι αδύνατον να τους κάνω κι άλλες μαγείες, ακόμα κι αν πέσουν κάτω και με προσκυνάνε σαν αρουραίοι του Σκοτοδαίμονος.»
Η Μορτένκα γέλασε. «Ναι, καταλαβαίνω τι εννοείς.»
Ο Σολάμνης’μορ την ατένισε για λίγο ερευνητικά. Διστακτικά, ίσως. Ύστερα ήπιε μια γουλιά Γλυκό Κρόνο. Είπε: «Συγνώμη κιόλας άμα γίνομαι περίεργος, αλλά εσύ γιατί ακριβώς είσαι ακόμα μαζί μας; Επειδή το θέλει αυτή η Κορίνα;»
Η Μορτένκα τον είχε δει που την κοίταζε κάπως περίεργα από τότε που εισέβαλαν στην Έκθυμη. Αυτός ήταν ο λόγος για τα βλέμματά του, τελικά; Αναρωτιόταν για τα κίνητρά της; Όχι πως δεν θα έπρεπε να του μοιάζει παράξενη, βέβαια...
Η Μορτένκα αναστέναξε. «Ναι,» είπε. «Μου ζήτησε να σας βοηθήσω. Και συμφώνησα.»
«Νόμιζα πως θα μας βοηθούσες μόνο εκείνη την πρώτη φορά, για να αντιμετωπίσουμε τον στρατό του Ζόλτεραλ-Ράο στη Β’ Ανωρίγια...»
«Δε θα ήθελες να είμαι μαζί σας;»
«Αντιθέτως,» αποκρίθηκε ο μάγος. «Η παρουσία σου είναι ευπρόσδεκτη. Και εγώ το λέω και όλοι, όπως ξέρεις. Μας έχεις εξυπηρετήσει πολύ, και προσωπικά μ’έχεις... Σε θαυμάζω, για να είμαι ειλικρινής. Για την εφεύρεση της Μαγγανείας Αντιενεργειακού Πεδίου. Την έχεις δηλώσει στη Σ.Α.Μ.Τ.;»
Η Μορτένκα κούνησε το κεφάλι. «Όχι, δεν την έχω ακόμα δηλώσει στην Ακαδημία. Δεν είχα χρόνο.» Η Συγκεντρωτική Ακαδημία Μαγικών Τεχνών ήταν μακριά από τη Β’ Ανωρίγια Συνοικία: εκατοντάδες χιλιόμετρα προς τα νότια. «Η πρώτη σοβαρή δοκιμή του αντιενεργειακού πεδίου ήταν, ουσιαστικά, μαζί σας.»
«Ποια είναι η σχέση σου με την Κορίνα, Μορτένκα; Της χρωστάς κάτι;»
Η μάγισσα απέφυγε το βλέμμα του προς στιγμή. «Ναι,» είπε τελικά, «της χρωστάω αρκετά πράγματα. Της είμαι υποχρεωμένη για αρκετά πράγματα... Μ’έχει βοηθήσει.»
«Τόσο πολύ ώστε να πηγαίνεις γι’αυτήν σ’έναν πόλεμο που δεν είναι δικός σου;»
Η Μορτένκα’μορ κατένευσε. «Μια φορά μού έσωσε τη ζωή. Ήμουν έτοιμη ν’αυτοκτονήσω. Αλλά δεν είναι μόνο γι’αυτό που της χρωστάω...»
«Ποια είναι η Κορίνα, Μορτένκα;» Το βλέμμα του ήταν έντονο.
«Τι – τι εννοείς, ποια είναι;»
«Ο Ερκάνης Ανάντης λέει πως είναι Θυγατέρα της Πόλης – κάποιου είδους στοιχειακή οντότητα, κάτι τέτοιο. Αυτό δεν μπορεί παρά να είναι μύθος, αλλά κάτι όντως συμβαίνει μαζί της. Γνωρίζει πράγματα που δεν θα έπρεπε να ξέρει, παρουσιάζεται με τρόπους παράξενους, σκοτώνει με τρόπους παράξενους. Τι είναι η Κορίνα, Μορτένκα; Από πότε την ξέρεις;»
«Από αρκετά παλιά.» Η μάγισσα ήπιε μια γουλιά Κρύο Ουρανό δίχως να δώσει καμια άλλη πληροφορία. Ήταν βέβαιη πως η Κορίνα δεν θα ήθελε να πει τίποτα περισσότερο. Και φοβόταν την οργή της. Ειδικά ύστερα απ’ό,τι είχε δει τελευταία απ’αυτήν. Χάρη στην Κορίνα είχε εφεύρει τη Μαγγανεία Αντιενεργειακού Πεδίου· και ήταν όλα τόσο αλλόκοτα...
«Τι είναι η Κορίνα;» ρώτησε ξανά ο Σολάμνης’μορ. «Δεν ξέρεις;»
«Δεν είναι αυτό που ίσως να νομίζεις.»
«Δε νομίζω τίποτα. Είμαι απλά παραξενεμένος. Δε μπορώ να καταλάβω πώς κάνει αυτά που κάνει. Σίγουρα δεν είναι εκείνο που εμείς τουλάχιστον αποκαλούμε μαγεία. Ακόμα κι οι μάγοι του τάγματος των Διαλογιστών ή των Ερευνητών θα τα έχαναν· είμαι βέβαιος. Και ούτε κατάσκοπος είναι ακριβώς η Κορίνα. Οι κατάσκοποι δουλεύουν για κάποιον. Εκείνη δεν φαίνεται να δουλεύει για κανέναν· δε νομίζω ότι έχει πει τίποτα στον Ανθοτέχνη ή στην αρχηγό μας.» Εννοούσε την Καρζένθα-Σολ, καταλάβαινε η Μορτένκα. Ο Σολάμνης ήταν μέλος των μισθοφόρων της, των Μικρών Γιγάντων. «Μας βοηθά χωρίς να ξέρουμε γιατί.»
«Ναι,» είπε η Μορτένκα, «η Κορίνα είναι... παράξενη. Έχει τους δικούς της σκοπούς. Πάντα.»
Τα μάτια του Σολάμνη στένεψαν. «Τι γνωρίζεις γι’αυτήν;»
Η Μορτένκα κούνησε το κεφάλι. «Δε μπορώ να σου πω κάτι άλλο. Ίσως όντως να είναι Θυγατέρα της Πόλης.»
Ο Σολάμνης’μορ την κοίταξε με τρόπο που έλεγε ότι δεν πίστευε σε τέτοιους μύθους.
*
«Πρέπει να σου μιλήσω.»
Ο Κάδμος γύρισε για να κοιτάξει την Κορίνα η οποία είχε μόλις περάσει το κατώφλι του μικρού σαλονιού. Ή, μήπως, είχε παρουσιαστεί εκεί σαν στοιχειακό της Ατέρμονης Πολιτείας;
«Τι θέλεις;» τη ρώτησε, συνοφρυωμένος. Δεν έκανε τον κόπο να ρωτήσει πώς είχε η Κορίνα μπει στη βίλα που μέχρι πρότινος ανήκε στον Λεονάρδο Ευστάθιο. Φαινόταν να έχει την ικανότητα να βρίσκεται παντού και πουθενά...
«Πρόκειται για κάτι που σε αφορά. Άμεσα,» του είπε βαδίζοντας πάνω στο μαλακό χαλί του σαλονιού: και ο Κάδμος νόμιζε ότι ετούτη ήταν η πρώτη φορά που διέκρινε κάποια ανησυχία στην όψη της. Τι μπορεί να είχε ανησυχήσει την Κορίνα;
Ο Ερκάνης – ο μόνος άλλος άνθρωπος στο σαλόνι – ήταν σιωπηλός, καθισμένος στην πολυθρόνα αντίκρυ της πολυθρόνας του Κάδμου, με το αναμμένο τζάκι ανάμεσά τους. Παρατηρούσε τώρα την Κορίνα, και μόνο την Κορίνα.
Και ο Κάδμος δεν τον αδικούσε για την προσήλωσή του. Η Θυγατέρα της Πόλης έμοιαζε να έχει μια τρομερή βαρύτητα μέσα στο δωμάτιο. Σαν τα πάντα να κινούνταν γύρω από εκείνη. Σαν να ήταν το κέντρο του δωματίου, οπουδήποτε μες στο δωμάτιο κι αν στεκόταν.
«Τα πάντα με αφορούν άμεσα, τον τελευταίο καιρό, Κορίνα,» αποκρίθηκε ο Κάδμος, τινάζοντας στάχτη απ’το τσιγάρο του στο αργυρό τασάκι που στηριζόταν στον βραχίονα της πολυθρόνας του.
«Όχι όπως αυτό.» Η ανήσυχη έκφραση εξακολουθούσε να υφίσταται στο πρόσωπό της. Η περιέργεια του Κάδμου είχε κεντριστεί πολύ. Η Κορίνα ήταν, κατά κανόνα, ατάραχη. Δε θυμόταν ποτέ να την έχει δει θυμωμένη ή φοβισμένη ή αγχωμένη. Ούτε καν χαρούμενη, τώρα που το σκεφτόταν.
«Τι είναι, Κορίνα;»
«Κάποιος έρχεται για να σε σκοτώσει.»
Ο Κάδμος δεν ένιωσε φόβο. Γέλασε. «Αυτό είναι όλο;» Είχε συνηθίσει να τον θέλουν νεκρό. Το είχαν προσπαθήσει, άλλωστε, και είχαν αποτύχει.
«Δεν είναι σαν τις άλλες φορές!» τον προειδοποίησε η Κορίνα, στεκόμενη ξαφνικά κοντά του, πλάι στην πολυθρόνα του, από πάνω του. Το άρωμά της γλιστρούσε μέσα στα ρουθούνια του ενοχλητικά. Τα πράσινα μάτια της τον διαπερνούσαν. «Είναι ένας άνθρωπος σταλμένος από την εξόριστη πλουτοκρατία. Εξειδικευμένος δολοφόνος, με μαγικές γνώσεις – του τάγματος των Διαλογιστών. Και η φρούρηση γύρω σου δεν είναι τόσο καλή όσο παλιά!»
«Το ίδιο καλή είναι, Κορίνα. Οι Μικροί Γίγαντες–»
«Ο Άλβερακ είναι στην Έκθυμη, όπως και η Καρζένθα, και ο Σολάμνης’μορ–»
«Δε βασίζομαι μόνο σ’αυτούς για–»
«Δε θα σε προειδοποιούσα έτσι αν δεν ήταν σημαντικό!» φώναξε ξαφνικά η Κορίνα. «Ο άνθρωπος που έρχεται μπορεί να σε σκοτώσει. Θα προσπαθήσει να διαπεράσει τη φύλαξή σου – και είναι ειδικός σ’αυτό. Η μαγεία του ενισχύει τις συμβατικές ικανότητές του.»
«Απορώ πώς τα γνωρίζεις όλα τούτα, Κορίνα,» είπε ο Κάδμος, αρχίζοντας να νιώθει εκνευρισμένος. Σηκώθηκε όρθιος, γιατί δεν αισθανόταν καλά να την έχει να στέκεται από πάνω του. (Ο Ερκάνης παρέμεινε καθισμένος, κοιτάζοντάς τους βουβός.) «Ποιος σε πληροφόρησε; Έχεις γνωστούς ανάμεσα στην πλουτοκρατία; Τι σου είπαν;»
«Δε χρειάζομαι γνωστούς ανάμεσα στην πλουτοκρατία. Και δεν έχει σημασία πώς το έμαθα. Εκείνο που έχει σημασία είναι πως βρίσκεσαι σε μεγάλο κίνδυνο. Σου μιλάω πολύ σοβαρά.»
Ο Κάδμος αναστέναξε εκνευρισμένα. Έσβησε, με μια απότομη κίνηση, το τσιγάρο του στο αργυρό τασάκι. «Και τι προτείνεις να κάνω; Φαίνεται πάντα να ξέρεις τα πάντα.»
Τα μάτια της στένεψαν, προς στιγμή, και γυάλισαν οργισμένα. Αλλά είπε νηφάλια: «Θα βρίσκομαι κοντά σου η ίδια. Πρέπει να βρίσκομαι κοντά σου η ίδια.»
«Νομίζεις ότι θα καταφέρεις να τον σταματήσεις όταν όλοι οι άλλοι φρουροί μου θα έχουν αποτύχει;»
«Αν δεν τα καταφέρω θα σε σκοτώσει,» αποκρίθηκε η Κορίνα, κι έμοιαζε να ξέρει ακριβώς τι έλεγε.
Βλέπει το μέλλον; αναρωτήθηκε ο Κάδμος. Πολλές φορές είχε περάσει απ’το μυαλό του αυτό. Είχε η Κορίνα μαντικές δυνάμεις; Το βλέμμα του στράφηκε στον Ερκάνη, αναζητώντας κάποια εξήγηση, κάποια γνώμη, από τον φίλο του. Αλλά εκείνος έμεινε σιωπηλός. Κοίταζε μόνο την Κορίνα.
«Τι θα κάνεις;» τη ρώτησε ο Κάδμος. «Θα είσαι συνέχεια πλάι μου;»
«Ναι. Αν και όχι σε κοινή θέα.»
«Ώς πότε;»
«Ώσπου να κάνει ο δολοφόνος την κίνησή του. Μη φοβάσαι, δεν θ’αργήσει.»
Ο Κάδμος την ατένισε απορημένος. «Βάζεις τον εαυτό σου σε κίνδυνο για να με σώσεις... Δε σε καταλαβαίνω, Κορίνα.»
«Δε χρειάζεται να με καταλαβαίνεις,» αποκρίθηκε εκείνη. «Πες ότι σε βλέπω σαν ποίημα.»
Τούτα τα λόγια της τον τρόμαξαν πιο πολύ, ίσως, από τα προηγούμενα που τον προειδοποιούσαν για τον ερχομό ενός δολοφόνου.
«Εγώ,» συνέχισε η Κορίνα, «δε θα βρίσκομαι σε κίνδυνο. Δε με θέλουν νεκρή. Δεν ψάχνουν για εμένα.»
Αναζητώντας μια φίλη της που βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο, η Άνμα καταλήγει σ’ένα μέρος που την ξαφνιάζει αλλά, μετά, καταλαβαίνει ότι δεν θα έπρεπε· και, την ίδια νύχτα, στις Φυλακές Λευκόχρυσου μια άλλη Θυγατέρα της Πόλης κάνει την απαραίτητη τρύπα στο καζάνι που βράζει...
Η Άνμα έφυγε από το πανδοχείο στα άκρα της Βόρειας Λεωφόρου προτού βραδιάσει. Μπήκε στους δρόμους της Έκθυμης, στην περιφέρεια που ονομαζόταν Λάμα. Εδώ ο πόλεμος με τους επαναστάτες της Β’ Ανωρίγιας δεν είχε εξαπλωθεί ακόμα. Τα πολεοσημάδια μιλούσαν παντού για τρομερή ανησυχία από τους πολίτες αλλά όχι για ταραχές ή συγκρούσεις. Η Άνμα οδήγησε το τετράκυκλο όχημά της με ασφάλεια προς τα ανατολικά, αφήνοντας πίσω της τη Λάμα και μπαίνοντας στη Σάροζνηχ που βρισκόταν δυτικά του Χρονοσκόπου. Ούτε εδώ μπορούσε να διακρίνει συγκρούσεις στα σημάδια της Πόλης, μονάχα ανησυχία από τους κατοίκους. Οι συμπλοκές στον Χρονοσκόπο δεν είχαν ακόμα εξαπλωθεί προς τα δυτικά.
Μακάρι να ήταν εδώ το σπίτι της Φοριντέλα-Ράο, σκέφτηκε η Άνμα. Αλλά δεν είναι. Άνοιξε το ντουλαπάκι στην κονσόλα οδήγησης ώστε να μπορεί εύκολα ν’αρπάξει το πιστόλι που ήταν κρυμμένο εκεί. Δεν ήταν, φυσικά, το μοναδικό όπλο που είχε κοντά της – μέσα στο πέτσινο πανωφόρι της φώλιαζε άλλο ένα πιστόλι και σε κάθε της μπότα ήταν περασμένο από ένα ξιφίδιο, ενώ κάτω από το πίσω κάθισμα του οχήματος βρισκόταν το Απολλώνιο σπαθί που προοριζόταν για τη Φοριντέλα καθώς και ακόμα ένα σπαθί, ένα χωρισμένο στα δύο διπλό δόρυ, μια καραμπίνα, και ένα διαλυμένο τουφέκι μακρινής εμβέλειας – αλλά όσο περισσότερα όπλα μπορείς να πιάσεις εύκολα τόσο το καλύτερο, όταν είσαι σε εμπόλεμες περιοχές.
Η Άνμα διέσχισε τη Σάροζνηχ και μπήκε στους δρόμους του Χρονοσκόπου, συναντώντας πολύ γρήγορα σημάδια από τις συμπλοκές μέσα στο σούρουπο: χτυπημένους και γκρεμισμένους τοίχους, διαλυμένα τζάμια, σπασμένους τροχούς, κάλυκες, και σφαίρες πάνω στο πλακόστρωτο, πτώματα ανθρώπων και ζώων, λακκούβες από εκρήξεις. Η οδήγηση ήταν σαφώς πιο επικίνδυνη εδώ, και τα δημόσια φώτα δεν άναβαν σ’όλες τις περιοχές που έπρεπε ν’ανάβουν.
Η Άνμα είδε οπλισμένους πολεμιστές να την κοιτάζουν από δώματα, μπαλκόνια, παράπλευρους δρόμους, παράθυρα· από το εσωτερικό θωρακισμένων τροχοφόρων οχημάτων και ερπυστριοφόρων αρμάτων μάχης. Τα σημάδια της Πόλης τής έλεγαν πως την παρατηρούσαν πολύ προσεχτικά, πολύ καχύποπτα. Πιθανώς να τη σταματούσαν αν τη θεωρούσαν επικίνδυνη.
Η Άνμα βάλθηκε, με την οδήγησή της, να τους αποδείξει πως δεν ήταν επικίνδυνη.
Οι μαχητές που την έβλεπαν ήταν όλοι υπερασπιστές της Έκθυμης, φανερό από τα εμβλήματα επάνω στα οχήματά τους και στις πανοπλίες τους. Οι εισβολείς βρίσκονταν νότια από εδώ, της μαρτυρούσαν τα πολεοσημάδια. Το σπίτι της Φοριντέλα-Ράο δεν ήταν νότια, όπως ήξερε η Άνμα. Έστριψε το όχημά της και κατευθύνθηκε προς τα εκεί, περνώντας από δρόμους έρημους αν εξαιρούσες την παρουσία των μαχητών και των πολεμικών οχημάτων. Οι πολίτες ήταν απόψε κρυμμένοι. Ησυχία απλωνόταν παντού· οι μεταλλικοί τροχοί της Άνμα ακούγονταν πολύ έντονα πάνω στο πλακόστρωτο.
Οι φρουροί της περιοχής δεν τη σταμάτησαν για να την ελέγξουν. Ευτυχώς, παρά την ησυχία, το όχημά της δεν ήταν το μοναδικό που διέσχιζε τους δρόμους. Κάπου-κάπου έβλεπε και κανένα άλλο όχημα που δεν ήταν πολεμικό ή θωρακισμένο. Δεν είχε, επομένως, απαγορευτεί στους πολίτες να βγαίνουν από τα σπίτια τους. Ποιος σώφρων άνθρωπος, όμως, θα έβγαινε από το σπίτι του υπό τέτοιες συνθήκες, εκτός αν είχε σοβαρή δουλειά; Δεν θα κινδύνευε μόνο από τους εισβολείς αλλά και από τους υπερασπιστές της περιοχής που μπορεί να τον νόμιζαν για κατάσκοπο ή δολιοφθορέα και να είχε μπελάδες.
Το σπίτι της Φοριντέλα-Ράο ήταν ένα κρεμαστό διαμέρισμα πιασμένο σε μια συγκέντρωση τριών γεφυρών που περνούσαν ανάμεσα από πολυκατοικίες. Τριγύρω βρίσκονταν κι άλλα κρεμαστά διαμερίσματα. Η Άνμα, έχοντας ανεβεί στη γέφυρα που περνούσε από μπροστά του, σταμάτησε τους τροχούς του οχήματός της έξω από την πόρτα του. Στο εσωτερικό δεν φαίνονταν φώτα. Κακό σημάδι. Δε θα υπήρχε κανένας για να ρωτήσει εδώ. Αλλά πού αλλού να πήγαινε για να ξεκινήσει την αναζήτησή της για τη Φοριντέλα;
Ανοίγοντας την πόρτα πλάι της, βγήκε από το όχημα και βάδισε ώς την είσοδο του διαμερίσματος περνώντας από τον μικρό κήπο. Χτύπησε το κουδούνι. Κανείς δεν ήρθε ν’απαντήσει. Ούτε η Άνμα άκουσε κανέναν να βαδίζει μέσα. Ο άντρας της Φοριντέλα-Ράο – εραστής της, βασικά· δεν ήταν παντρεμένοι – ήταν στρατιωτικός, και τώρα, με τον πόλεμο, λογικά δεν θα ερχόταν να κοιμάται εδώ.
Αλλά δεν είχε ανησυχήσει για τη Φοριντέλα; Ή, μήπως, δεν ήξερε ακόμα ότι είχε εξαφανιστεί;
Η Άνμα γνώριζε το όνομά του. Τον έλεγαν Μαρκ Σιρισνέθω. Ίσως να είχε κάποια πληροφορία που μπορούσε να τη βοηθήσει. Ίσως η Πόλη να την καθοδηγούσε καλύτερα αν ξεκινούσε από αυτόν. Εδώ, στο κρεμαστό διαμέρισμα της Φοριντέλα-Ράο, τα πολεοσημάδια δεν φανέρωναν τίποτα πέρα από ασυναρτησίες.
Η Άνμα έφυγε, περνώντας από τον μικρό κήπο ξανά για να φτάσει στο όχημά της.
«Ποιον ψάχνετε;» τη ρώτησε μια φωνή από δίπλα.
Η Άνμα στράφηκε ενώ το χέρι της πήγαινε στο εσωτερικό του πανωφοριού της, στο πιστόλι που κρυβόταν εκεί, το οποίο ήταν από τα πιο γρήγορα αυτόματα πιστόλια στη Ρελκάμνια: Ροσκράντω-4.2. Και όπλιζε εξίσου γρήγορα. Ήταν πανεύκολο να πετάξεις τον παλιό γεμιστήρα και να βάλεις καινούργιο.
Ο άντρας που είχε μιλήσει, όμως, δεν έμοιαζε εχθρός. Ήταν κάποιος που στεκόταν στο μπαλκόνι ενός κοντινού κρεμαστού διαμερίσματος με τσιγάρο στο χέρι. Η Άνμα δεν μπορούσε να διακρίνει καλά τη μορφή του μες στο σκοτάδι, αλλά τα πολεοσημάδια τής μαρτυρούσαν πως θα ήταν συνετό να μιλήσει σ’αυτό τον άντρα, πως δεν ήταν τυχαίο που τής είχε φωνάξει.
«Τη Φοριντέλα-Ράο,» του απάντησε. «Ξέρετε πού είναι;»
«Κανείς δεν ξέρει πού είναι· χάθηκε όταν σκοτώθηκε ο στρατιωτικός με τον οποίο ήταν μαζί.»
«Ο Μαρκ Σιρισνέθω είναι νεκρός;»
«Ναι, σίγουρο. Βρήκαν το πτώμα του. Αλλά όχι και το πτώμα της Φοριντέλα-Ράο.»
«Πού έγινε αυτό; Πού χτυπήθηκε ο Μαρκ Σιρισνέθω;» Η Άνμα βάδιζε προς το γειτονικό διαμέρισμα καθώς μιλούσε.
Ο άντρας στο μπαλκόνι έσκυψε προς τα κάτω, με τους αγκώνες του στην κουπαστή, για να τη δει καλύτερα. «Νομίζω ότι σ’έχει πάρει το μάτι μου και παλιότερα νάρχεσαι εδώ...» Ήταν μεγάλος σε ηλικία, διέκρινε τώρα η Άνμα. Πάνω από εξήντα, αναμφίβολα. Το δέρμα του φαινόταν κατάλευκο, και τα μαλλιά του ήταν γκρίζα από τα χρόνια.
«Είμαι φίλη της Φοριντέλα. Πού χτυπήθηκε ο Σιρισνέθω και εξαφανίστηκε εκείνη; Ξέρετε;»
«Στα νότια, έχω ακούσει,» αποκρίθηκε ο άντρας καπνίζοντας το τσιγάρο του. «Ξέρεις πού είναι η γωνία των δρόμων Ακμαίου και Γλωττίδας;»
Η Άνμα δεν ήξερε – ίσως να είχε περάσει από εκεί παλιότερα, αλλά δεν το θυμόταν – όμως κατένευσε. «Ναι.»
«Σε κάτι δρομάκια από πίσω σκοτώθηκε ο Μαρκ Σιρισνέθω, μου είπαν, και η Φοριντέλα-Ράο, που ήταν μαζί του, χάθηκε. Πολλοί υποθέτουν ότι πιάστηκε αιχμάλωτη, ότι ίσως οι εισβολείς να τη χρησιμοποιήσουν για να εκβιάσουν τον Οίκο των Ράο’σβολκ.»
Όχι, σκέφτηκε η Άνμα, δε θα τη χρησιμοποιήσουν για να εκβιάσουν κανέναν. Μόνο την εύνοια του Σκοτοδαίμονος θα ζητήσουν, οι καταραμένοι!
«Σας ευχαριστώ,» είπε στον άντρα.
«Δεν έκανα τίποτα, κοπελιά.»
Η Άνμα έτρεξε στο όχημά της, κάθισε στη θέση του οδηγού, πάτησε το πετάλι, και κατευθύνθηκε προς τα νότια.
*
Ο Αρχιδεσμοφύλακας των Φυλακών Λευκόχρυσου χάιδευε το θελκτικό γαλανόδερμο σώμα που λικνιζόταν από πάνω του. Οι παλάμες του γλιστρούσαν από τα ξαναμμένα στήθη στη μέση, στους γλουτούς. Έσφιγγαν δυνατά τους στρογγυλούς, σφριγηλούς γλουτούς, που ήταν από τα πιο εύσαρκα σημεία της γυναίκας η οποία τον καβαλούσε καθώς ήταν μισοξαπλωμένος στην πολυθρόνα του γραφείου του. Ήταν λιγνή, πολύ λιγνή. Αλλά το σώμα της είχε μια εσωτερική ενέργεια που ο Αρχιδεσμοφύλακας δεν είχε συναντήσει σε καμια άλλη ερωμένη.
Την είχε γνωρίσει πριν από μερικές μέρες, ενώ αυτοί οι φρενοβλαβείς από τη Β’ Ανωρίγια είχαν μόλις εισβάλει στην Έκθυμη. Ελεεινός συγχρονισμός! Αλλά από μια άποψη μόνο. Από μια άλλη άποψη ήταν άψογος συγχρονισμός· γιατί τώρα του χρειαζόταν μια τέτοια γυναίκα για να του παίρνει το μυαλό, για λίγο, μακριά από τις μαλακίες που καθημερινά συνέβαιναν.
Οι κρατούμενοι των φυλακών προσπαθούσαν να κάνουν εξέγερση, οι γαμημένοι λεχρίτες, από τότε που οι παλαβοί της Β’ Ανωρίγιας είχαν φτάσει στον Χρονοσκόπο. Προσπαθούσαν να βρουν τρόπο να βγουν, για να πάνε με τον στρατό αυτών των καθαρμάτων. Άκουγαν πως οι συμμορίες και οι κακοποιοί παντού στην Έκθυμη συστρατεύονταν με τους επαναστάτες του τρελού ποιητή της Β’ Ανωρίγιας. Οι δεσμοφύλακες των Φυλακών Λευκόχρυσου είχαν δυσκολευτεί να κρατήσουν τους φυλακισμένους στη θέση τους· ήταν από τις χειρότερες εξεγέρσεις που είχαν γίνει σε τούτο το μπουρδέλο, όφειλε να παρατηρήσει ο Αρχιδεσμοφύλακας. Και η υπόθεση δεν είχε τελειώσει ακόμα – το καταλάβαινε· ήταν σίγουρος – απλώς τα καθάρματα που βρίσκονταν πίσω απ’τα κάγκελα είχαν μαζευτεί προς το παρόν. Θα έπρεπε να τους πειθαρχήσει με χειρότερες τιμωρίες, σύντομα, για να βάλει μια τάξη.
Αλλά τώρα αυτοί δεν ήταν στο μυαλό του. Τώρα στο μυαλό του ήταν μόνο η γαλανόδερμη, ξανθομάλλα κορμάρα που χοροπηδούσε επάνω στο ορθωμένο του όργανο, έχοντας προ πολλού ρίξει όλα της τα ρούχα στο πάτωμα και στο γραφείο.
Η ίδια τού είχε ζητήσει νάρθει απόψε στις φυλακές. Της είχε εξηγήσει ότι δεν μπορούσε να τη συναντήσει γιατί, λόγω της κατάστασης, έπρεπε να βρίσκεται εδώ, δυστυχώς. Και εκείνη τού είχε πει: «Να έρθω εκεί, τότε; Πάντα ήθελα να το κάνω στις φυλακές! Έχει κανένα κελί άδειο;» Ο Αρχιδεσμοφύλακας είχε γελάσει. Τη γούσταρε τόσο αυτή τη γκόμενα! «Τα κελιά είναι γι’άλλους σκοπούς, μωρό μου,» της είχε αποκριθεί. «Αλλά το γραφείο μου είναι... για οτιδήποτε.»
Τώρα άρπαξε ξανά τους σφριγηλούς γλουτούς της και η γλώσσα του σύρθηκε πάνω στα ξαναμμένα μικρά στήθη της. Άκουγε την αναπνοή της δυνατή πάνω απ’το κεφάλι του. Αισθανόταν τα δάχτυλά της να σφίγγουν τα μαλλιά του. Γρυλίζοντας άγρια, τελείωσε μέσα της, καρφώνοντας το όργανό του σαν μαχαίρι απεγνωσμένου μονομάχου μες στην κοιλιά του εχθρού του.
Ύστερα έκανε πίσω, αναστενάζοντας, βάζοντας τα χέρια του στα πλευρά της, όπου εύκολα μπορούσε ν’αγγίξει τα κόκαλα κάτω απ’τη γαλανή σάρκα. «Πάμε ξανά, μωρό μου;»
Η Τζέσικα γέλασε διατρέχοντας τις παλάμες της πάνω στο φαρδύ, τριχωτό στέρνο του. «Όχι· τελειώσαμε,» είπε – και ξαφνικά τα χέρια της τινάχτηκαν προς το πρόσωπό του: τα τεντωμένα δάχτυλά της μπήχτηκαν στα μάτια του, βαθιά.
Ο Αρχιδεσμοφύλακας κραύγασε από ξάφνιασμα και πόνο, καθώς τα πάντα σκοτείνιαζαν μπροστά του και ο κόσμος γινόταν ένα τρελό, ακατανόητο πράγμα για το μυαλό του.
Η Τζέσικα πήδησε από πάνω του, άρπαξε το ξιφίδιο από τη ζώνη του, την οποία είχε ρίξει στο πάτωμα πιο πριν, και, πιάνοντάς τον από τα μαλλιά, του έσκισε τον λαιμό με τη λεπίδα.
Μ’ένα αχνό μειδίαμα στα χείλη, άρχισε να ντύνεται χωρίς βιάση. Η διαίσθησή της δεν την προειδοποιούσε για κίνδυνο, ούτε διέκρινε κανένα ανησυχητικό σημάδι της Πόλης γύρω της. Φόρεσε τα λεπτά εσώρουχά της, τις μακριές κάλτσες της, το φαρδύ μαύρο παντελόνι, την εφαρμοστή μαύρη μπλούζα, το γκρίζο σακάκι, τα μποτάκια της με τα χαμηλά τακούνια.
Δεν είχε πάρει όπλα μαζί της, γιατί, αν το έκανε, θα κινούσε αμέσως τις υποψίες του Αρχιδεσμοφύλακα. Δεν ήταν τόσο ηλίθιος όσο φαινόταν, και του άρεσε να εξερευνεί κάθε σπιθαμή της.
Η Τζέσικα εξαρχής το καταλάβαινε ότι η Πόλη δεν την είχε οδηγήσει τυχαία κοντά του, στο μπαρ Ατέρμονες Ολονυχτίες, που βρισκόταν στα Χαμένα Πόδια, την περιφέρεια βόρεια του Λευκόχρυσου.
Πήρε τη ζώνη του από κάτω και την έδεσε γύρω από τη μέση της, βάζοντας την πόρπη στην τελευταία τρύπα – και πάλι η ζώνη τής ήταν φαρδιά: με το ζόρι πιανόταν πάνω στους μηρούς της. Αλλά το σημαντικό ήταν ότι από εκεί κρεμόταν ένα πιστόλι, και το ξιφίδιο με το οποίο είχε μόλις σκοτώσει τον Αρχιδεσμοφύλακα.
Η Τζέσικα έψαξε και για άλλα όπλα στο γραφείο του, και δεν άργησε να βρει ένα ρόπαλο και ένα μακρύ μαστίγιο που μεταλλικές αιχμές ξεπρόβαλλαν από δω κι από κει μέσα από το ελαστικό υλικό του. Και τα δύο εργαλεία ήταν ενεργειακά: έπαιρναν μπαταρία στη λαβή και, με το πάτημα ενός κουμπιού, διατρέχονταν από ενέργεια η οποία τα ενίσχυε κάνοντας τα χτυπήματά τους χειρότερα. Η Τζέσικα βρήκε, επίσης, ένα σπαθί στην ίδια ντουλάπα κι ένα κράνος, καθώς κι ένα ενεργειακό πιστόλι που εκτόξευε ριπές για αναισθητοποίηση. Τα πήρε όλα, ακόμα και το κράνος. Το φόρεσε και κατέβασε τη γυάλινη προσωπίδα.
Είχε έρθει η ώρα να ελευθερώσει τους κρατούμενους.
Πήρε τα κλειδιά ασφαλείας από το γραφείο του Αρχιδεσμοφύλακα και έφυγε.
*
Η Άνμα άφησε την Πόλη να την οδηγήσει. Έχοντας στο νου της το μέρος όπου ήθελε να φτάσει – τη γωνία των δρόμων Ακμαίου και Γλωττίδας – ακολουθούσε το ένα πολεοσημάδι μετά το άλλο, πάντοτε προσεχτική.
Οι υπερασπιστές της Έκθυμης τη σταμάτησαν, βάζοντας ένα βαρύ όχημα με πελώριους τροχούς στο πέρασμά της.
Η Άνμα πάτησε το φρένο.
«Πού πηγαίνετε;» της φώναξε ένας άντρας με κράνος και αλεξίσφαιρο θώρακα, ενώ κι άλλοι βρίσκονταν τριγύρω. Όλοι είχαν όπλα στα χέρια αλλά κανείς δεν τη σημάδευε. «Προς τα κει είναι περιοχές όπου έχει τον έλεγχο ο εχθρός. Δε μπορείτε να πάτε εκεί.»
«Μια φίλη μου είναι σ’εκείνα τα μέρη,» είπε η Άνμα κατεβάζοντας λίγο το τζάμι του παραθύρου της. «Προσπαθούσα να την καλέσω τηλεπικοινωνιακά αλλά δεν μπορώ. Πρέπει να μάθω αν είναι καλά!»
«Δε γίνεται να σας αφήσουμε να περάσετε. Είναι υπό κατοχή οι δρόμοι νότια από δω. Απαγορεύεται να πάτε.»
Η Άνμα αντέστρεψε τη φορά των τροχών του οχήματός της και πάτησε το πετάλι, φεύγοντας με την όπισθεν. Τα πολεοσημάδια εδώ δεν ήταν ευνοϊκά· αποκλείεται να κατάφερνε να περάσει τους φρουρούς.
Υπάρχουν, όμως, κι άλλοι δρόμοι για να φτάσει μια Θυγατέρα εκεί που θέλει, σκέφτηκε στρίβοντας και αλλάζοντας ξανά τη φορά των τροχών.
Παρατηρώντας τα σημάδια της Πόλης, βεβαιώθηκε ότι κανείς δεν την κατασκόπευε και, μετά, άρχισε να ψάχνει για εναλλακτικούς δρόμους, ώστε να βρεθεί σε κάποιο μέρος απ’όπου θα μπορούσε να περάσει στα νότια του Χρονοσκόπου. Τα πολεοσημάδια δεν άργησαν να της φανερώσουν τη διαδρομή που όφειλε ν’ακολουθήσει, και η Άνμα την ακολούθησε, περνώντας από μια σήραγγα και καταλήγοντας σ’ένα υπόγειο εγκαταλειμμένο μέρος όπου η φύλαξη ήταν ελάχιστη. Πατώντας το πετάλι στο τέρμα έτρεξε μέσα στον υπόγειο δρόμο.
«Περίμενε!» άκουσε κάποιον να της φωνάζει. «ΠΕΡΙΜΕΝΕ!» Αλλά δεν του έδωσε σημασία, φυσικά. Προσπέρασε τους φύλακες και βγήκε στις σήραγγες όπου η πρόσβαση απαγορευόταν για τους πολίτες. Στις σήραγγες που ελέγχονταν από τους επαναστάτες της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας.
Και η Άνμα δεν άργησε να τους συναντήσει.
Τα πολεοσημάδια την προειδοποίησαν για κίνδυνο, και η Θυγατέρα της Πόλης έστριψε απότομα το όχημά της καθώς μια βόμβα έσκαγε δίπλα του. Ευτυχώς τα μέταλλά του ήταν ενισχυμένα παρότι δεν ήταν θωρακισμένο, αλλιώς μπορεί να είχε υποστεί ζημιές.
Πίσω της άκουσε πυροβόλα να βάλλουν, αλλά στρίβοντας γρήγορα μες στους υπόγειους δρόμους απομακρύνθηκε από τους κυνηγούς της. Ούτε οι εισβολείς δεν πρέπει να είχαν πολλούς φρουρούς από τούτη τη μεριά.
Γιατί μου επιτέθηκαν αμέσως, οι άθλιοι; Με νόμισαν για δολιοφθορέα των υπερασπιστών της Έκθυμης;
Η Άνμα σκούπισε ιδρώτα από το μέτωπό της με το μανίκι του πέτσινου πανωφοριού της και έψαξε για διέξοδο προς τους επίγειους δρόμους. Δεν άργησε να βρει μια ράμπα η οποία την οδήγησε πάνω από τη γη, όπου το σκοτάδι δεν ήταν πολύ λιγότερο τέτοιο ώρα.
Οι δρόμοι εδώ δεν διέφεραν και τόσο από αυτούς στα πιο βόρεια μέρη του Χρονοσκόπου, αν και οι ζημιές ήταν φανερά περισσότερες, καθώς οι επαναστάτες είχαν πολεμήσει άγρια για να κατακτήσουν κάθε σπιθαμή πλακόστρωτου. Κατά τα άλλα, μόνο τα εμβλήματα πάνω στα άρματα μάχης και στις πανοπλίες των μαχητών διέφεραν. Παντού έβλεπες ένα σύμβολο που η Άνμα δεν είχε ξαναδεί πουθενά στην Ατέρμονη Πολιτεία: Δυο κόκκινες χειροπέδες που η αλυσίδα ανάμεσά τους έσπαγε από μια κίτρινη αστραπή.
Το ίδιο σύμβολο ανέμιζε πάνω στις σημαίες που οι επαναστάτες είχαν υψώσει σε μπαλκόνια και σε δώματα και στις διασταυρώσεις δρόμων.
Το όχημά της κανείς δεν το σταμάτησε τώρα. Μάλλον, ούτε εδώ απαγορευόταν στους πολίτες να κυκλοφορούν, αν είχαν τη διάθεση. Αλλά οι φρουροί την παρατηρούσαν – η Άνμα μπορούσε να αισθανθεί τα μάτια τους επάνω στο τροχοφόρο της – και σίγουρα ήταν έτοιμοι να την ανατινάξουν σε περίπτωση που τους έδινε λόγο να πιστέψουν ότι ήταν δολιοφθορέας ή κατάσκοπος.
Ακολουθώντας τα πολεοσημάδια προσπάθησε να φτάσει στον προορισμό της: τη γωνία των δρόμων Ακμαίου και Γλωττίδας.
*
Η Τζέσικα ξεπρόβαλε από τη γωνία ενός διαδρόμου των φυλακών έχοντας στο ένα χέρι το ενεργειακό πιστόλι και στο άλλο το πυροβόλο. Του πρώτου τη σκανδάλη ήταν, όμως, που πάτησε καθώς σημάδευε τους τέσσερις φρουρούς μπροστά από μια από τις βασικές πύλες των κελιών των κρατούμενων.
Δύο ριπές βλήθηκαν προτού οι τρεις άντρες και η μία γυναίκα προλάβουν να αντιδράσουν. Δεν περίμεναν επίθεση από εκείνη τη μεριά, από έξω· οι εξεγέρσεις των κρατούμενων γίνονταν από την άλλη μεριά, από μέσα προς τα έξω. Και ούτε είχαν ακούσει οι επαναστάτες της Β’ Ανωρίγιας να έχουν εισβάλει ακόμα στον Λευκόχρυσο.
Ο ένας άντρας σωριάστηκε στο πάτωμα, σπαρταρώντας, καθώς η πρώτη ενεργειακή βολή της Τζέσικας τον χτύπησε στο στήθος. Η δεύτερη βολή βρήκε τη μοναδική γυναίκα δεσμοφύλακα στο πρόσωπο, κάνοντας την να τρανταχτεί σύγκορμη καθώς έπεφτε πάνω σ’έναν τοίχο κραυγάζοντας.
Οι άλλοι δύο δεσμοφύλακες τράβηξαν αμέσως τα πιστόλια τους, και η Τζέσικα δεν είχε χρόνο για χάσιμο τώρα. Πάτησε τη σκανδάλη του πυροβόλου πιστολιού της, διαλύοντας το γόνατο του ενός άντρα ο οποίος έπεσε στο πάτωμα ουρλιάζοντας. Συγχρόνως, η Τζέσικα πατούσε τη σκανδάλη του ενεργειακού πιστολιού, βρίσκοντας τον άλλο άντρα στο χέρι που είχε τραβήξει το δικό του πιστόλι. Οι μύες του συσπάστηκαν, αναγκάζοντάς τον να χαλαρώσει τη λαβή του και να ρίξει το όπλο.
Η Τζέσικα πυροβόλησε τον πρώτο φύλακα ξανά, αυτή τη φορά χτυπώντας τον στο στήθος και ρίχνοντάς τον ανάσκελα – αλλά όχι νεκρό· φαινόταν ότι δεν ήταν νεκρός: ο αλεξίσφαιρος θώρακας τον είχε σώσει.
Το ενεργειακό πιστόλι της Τζέσικας είχε εξαντλήσει τις ριπές του, έτσι το πέταξε και, τραβώντας το ξιφίδιό της, χίμησε στον δεσμοφύλακα με το μουδιασμένο χέρι. Ο άντρας προσπάθησε να την κλοτσήσει στην κοιλιά αλλά η Τζέσικα απέφυγε το πόδι του, κάνοντας στο πλάι, και τον κάρφωσε στον λαιμό. Ύστερα πλησίασε τον πεσμένο άντρα, που έμοιαζε ζαλισμένος ακόμα, γονάτισε με το ένα γόνατο πάνω στο στήθος του, και τον κάρφωσε κι αυτόν στον λαιμό.
Καθώς σηκωνόταν όρθια στράφηκε στην πόρτα. Δεν ήξερε ποιο από τα κλειδιά που είχε αρπάξει απ’το γραφείο του Αρχιδεσμοφύλακα ταίριαζε στην κλειδαριά της αλλά διάλεξε ένα τυχαία, βασιζόμενη στη διαίσθησή της. Και ήταν το σωστό. Ταίριαζε στην κλειδαριά και γύρισε εύκολα. Η Τζέσικα άνοιξε την καγκελωτή πόρτα, μπαίνοντας στον μικρό διάδρομο που στο πέρας του βρισκόταν ακόμα μία καγκελωτή πόρτα.
Πίσω από τα κάγκελα φαίνονταν οι κρατούμενοι συγκεντρωμένοι, παρατηρώντας την με εκφράσεις που φανέρωναν χαρά και οργή, ανάμικτες. Οι φωνές τους ακούγονταν μπερδεμένες: «Ποια είσαι;» «Είσαι με τους επαναστάτες; Ήρθε ο Ανθοτέχνης εδώ;» «Είναι ο Ανθοτέχνης εδώ;» «Έχει γίνει εισβολή στις φυλακές;» «Τους σφάξατε τους γαμιόληδες; Τους σφάξατε;»
Η Τζέσικα δεν μίλησε σε κανέναν. Έπιασε τις τρεις συσκευές που είχε πάρει από το γραφείο του Αρχιδεσμοφύλακα. Τα τρία ενεργειακά κλειδιά. Δε γνώριζε ποιο ταίριαζε σε τούτη τη θυρίδα, και υποπτευόταν πως αν έβαζες το λάθος η πόρτα θα κλείδωνε οριστικά. Αλλά διάλεξε πάλι τυχαία. Για νάναι εδώ δεν ήταν σύμπτωση. Η Πόλη την είχε οδηγήσει· το ήξερε.
Η Τζέσικα πέρασε τη λεπτή συσκευή μέσα στη θυρίδα. Τα φωτάκια πάνω από τη θυρίδα αναβόσβησαν, και η καγκελωτή πόρτα σύρθηκε προς τα δίπλα.
Οι φυλακισμένοι που ξαφνικά είχαν ελευθερωθεί έβγαλαν κραυγές θριάμβου.
«Δεν είναι κανένας στρατός εδώ!» φώναξε η Τζέσικα, προειδοποιώντας τους. «Θα πρέπει να πολεμήσετε για να βγείτε!»
Αλλά δεν φαινόταν αυτό να τους πτοεί καθόλου· ήταν έτοιμοι να πέσουν πάνω στους δεσμοφύλακες σαν γύπες του Κρόνου. Σαν αρπακτικά πουλιά.
Η Τζέσικα μειδίασε άγρια, βλέποντάς τους να περνάνε από μπροστά της και να τρέχουν προς την άλλη ανοιχτή πόρτα του μικρού διαδρόμου. Της άρεσαν τα αρπακτικά πουλιά. Είχαν τόση πολύ ζωντάνια μέσα τους!
Μια γυναίκα την έπιασε απ’τον ώμο. «Ποια είσαι;»
«Κάποια που σας συμπαθεί,» αποκρίθηκε η Τζέσικα. «Μη χάνετε άλλο χρόνο μαζί μου. Πηγαίνετε!»
Η γυναίκα την κοίταξε καχύποπτα, αλλά δεν είπε τίποτα. Νεύοντας, ακολούθησε τους υπόλοιπους απελευθερωμένους κρατούμενους.
Σε λίγο, ποτάμια αίματος θα κυλούσαν μέσα στις Φυλακές Λευκόχρυσου.
Η Τζέσικα ανέβηκε σε μια ταράτσα των φυλακών για να απολαύσει το θέαμα. Της άρεσαν τα ψηλά μέρη. Και τόσα όμορφα πουλιά ήταν μαζεμένα εδώ. Πουλιά της νύχτας. Σύντομα, ήρθε κι ο καινούργιος της φίλος, ο Αστρομάτης, για να καθίσει στον ώμο της.
Ήταν το πουλί που είχε τώρα μαζί της, ύστερα από τον φυσικό θάνατο του Μελανόπτερου, του μαύρου περιστεριού της. Είχε λυπηθεί τόσο γι’αυτόν...
Ο Αστρομάτης ήταν του γένους των αστρόφθαλμων μακρυγένηδων. Πολύ συμπαθητικό πτηνό. Η Τζέσικα χάιδεψε τη ράχη του, απαλά, με το ένα χέρι, καθώς έβλεπε από κάτω της τους απελευθερωμένους κρατούμενους να κατασφάζουν τους δεσμοφύλακες στον περίβολο των φυλακών.
Ναι, ποτάμια αίματος, σκέφτηκε υπομειδιώντας, νιώθοντας πως η δουλειά της εδώ είχε τελειώσει.
*
Γωνία Ακμαίου και Γλωττίδας. Ναι, εδώ ήταν. Εδώ κοντά είχε σκοτωθεί ο Μαρκ Σιρισνέθω και αιχμαλωτιστεί η Φοριντέλα-Ράο. Αλλά τώρα το μέρος ήταν ήσυχο, δεν γίνονταν συγκρούσεις.
Η Άνμα οδήγησε το όχημά της στους δρόμους πίσω απ’τη γωνία, ψάχνοντας για κάτι – κάποιο πολεοσημάδι – οτιδήποτε – που θα μπορούσε να την καθοδηγήσει ώστε να εντοπίσει τη φίλη της. Δε θα ήταν η πρώτη φορά που η Πόλη την είχε βοηθήσει έτσι.
Τα πολεοσημάδια την προειδοποίησαν προτού η ίδια τούς δει: Κάποιοι έρχονταν από γύρω της. Κάποιοι που την υποπτεύονταν.
Η Άνμα έστριψε για να φύγει, αλλά βρέθηκε απρόσμενα ανάμεσά τους. Συμμορίτες, άνθρωποι με όπλα στα χέρια και άγριες όψεις στα πρόσωπα. Μαχητές από τον στρατό της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας, σίγουρα. Ορισμένοι καβαλούσαν δίκυκλα, κάποιοι άλλοι ήταν πεζοί. Ένα τετράκυκλο όχημα, ανοιχτό, ήταν επίσης κοντά, με αρκετούς πολεμιστές επάνω.
«Βγείτε έξω!» φώναξε ένας στην Άνμα. «Βγείτε όλοι έξω!»
«Εγώ είμαι μόνο,» αποκρίθηκε εκείνη από το παράθυρο του οχήματός της, νιώθοντας πάλι τα λόγια της να καθοδηγούνται από την Πόλη, σαν υποσυνείδητα να ήξερε ότι είχε βρει εκείνο που αναζητούσε. Αλλά πώς ήταν δυνατόν; «Είστε με τον στρατό της Β’ Ανωρίγιας; Με τον στρατό του Κάδμου Ανθοτέχνη;»
«Μην κάνεις πως δε γνωρίζεις ποιοι είμαστε!» Ένας άντρας πήδησε από το ανοιχτό τετράκυκλο· στα χέρια του κρατούσε ένα κοντό τουφέκι, στο κεφάλι του φορούσε σκούφο, κι ο υπόλοιπος ήταν καλυμμένος στις σκιές μιας χοντρής κάπας.
«Σας έψαχνα,» είπε η Άνμα, αρχίζοντας να καταλαβαίνει πού την οδηγούσε ύπουλα το μυαλό της – την οδηγούσε ακριβώς εκεί όπου ήθελε να πάει, φυσικά! Πού άλλου; Άνοιξε την πόρτα πλάι της και βγήκε απ’το όχημα. «Έχω φέρει και όπλα μαζί μου,» δήλωσε, χαμογελώντας. «Έρχομαι να μπω στον στρατό σας.»
«Κατάσκοπος είναι!» είπε μια γυναίκα που τη σημάδευε με πιστόλι, από κάποια απόσταση. Φορούσε μικρό καπέλο και γυαλιά· τα ξανθά μαλλιά της έπεφταν στους ώμους της.
«Αν ήμουν κατάσκοπος, θα ερχόμουν έτσι;» αντιγύρισε η Άνμα.
«Ελέγξτε τ’όχημά της,» πρόσταξε ο άντρας με τον σκούφο, και τρεις άλλοι πλησίασαν, ανοίγοντας τις πόρτες και κοιτάζοντας μέσα. Η Άνμα σήκωσε την πίσω θέση για να τους δείξει τα όπλα που ήταν κρυμμένα από κάτω.
«Δεν είμαι κατάσκοπος,» επανέλαβε. «Είμαι εδώ για να μπω στον στρατό σας. Έχω ακούσει για τον Αλυσοδεμένο Ποιητή. Καλύτερα αυτός να πάρει την Έκθυμη παρά να την έχουν οι ντόπιοι πολιτικοί!»
Οι συμμορίτες την κοίταζαν με καχυποψία.
«Από δω είσαι;» τη ρώτησε ο άντρας με τον σκούφο.
«Ναι. Απ’τα Χαμένα Πόδια. Τα όπλα είναι... κλεμμένα. Ελπίζω να μην έχετε πρόβλημα.»
Οι συμμορίτες γέλασαν αναμεταξύ τους. Ο άντρας με τον σκούφο είπε: «Και τα δικά μας κλεμμένα είναι. Ξέρεις ποιοι είμαστε;»
«Όχι.»
«Οι Αρχαίοι Κατωμερίτες.»
«Σας έχει πάρει τ’αφτί μου.» Και δεν έλεγε ψέματα· πράγματι, τους είχε ακουστά. Ως κακοποιούς της Έκθυμης. Μισθοφόρους που είχαν αποφασίσει ότι το έγκλημα τούς ταίριαζε καλύτερα.
«Πώς σε λένε;»
«Άνμα.»
«Αυτό μόνο; Άνμα;»
«Δε μου χρειάζετ’ άλλο όνομα.» Η Άνμα είχε μεγαλώσει μέσα στη συμμορία Οδοκράχτες της Σκορπιστής, μακριά από εδώ, πριν από πολλά χρόνια (αν και, βέβαια, καθότι Θυγατέρα της Πόλης, η ηλικία δεν της φαινόταν). Ήξερε πώς να συμπεριφερθεί σε τέτοιους ανθρώπους. Και ήταν σίγουρη πως κι αυτοί έβλεπαν τον τρόπο που στεκόταν, τον τρόπο που τους κοίταζε· και καταλάβαιναν ότι ήταν όμοιά τους.
Ο άντρας με τον σκούφο ένευσε, υπομειδιώντας. Το πρόσωπό του ήταν μακρύ· το δέρμα του λευκό με απόχρωση του ροζ, όπως και το δικό της· τα μάτια του στενά και γκρίζα· τα μάγουλά του λιγνά, με αξύριστα μαύρα γένια. «Με λένε Σίρκαλ. Είμ’ ο αρχηγός τους.» Έριξε μια ματιά τριγύρω. «Θες νάρθεις μαζί μας, λοιπόν;»
«Γι’αυτό είμαι εδώ. Υπηρετείτε τον Ανθοτέχνη, σωστά;»
Ο Σίρκαλ ρουθούνισε. «Δεν ‘υπηρετούμε’ κανέναν. Αυτός εξυπηρετεί εμάς!»
Αρκετοί γέλασαν. «Καλή λεηλασία...» είπε κάποια.
«Δες εδώ εργαλείο που κουβαλά μαζί της, αρχηγέ!» Ένας από τους συμμορίτες κρατούσε ξεθηκαρωμένο το Απολλώνιο σπαθί που προοριζόταν για τη Φοριντέλα-Ράο. Γυαλιστερό, καλοακονισμένο, με όμορφα λαξεύματα.
«Πού το βρήκες;» τη ρώτησε ο Σίρκαλ.
«Σας είπα, είναι κλεμμένα,» απάντησε η Άνμα. «Είστε μέσα στον στρατό του Ανθοτέχνη ή δεν είστε;»
«Μαζί του είμαστε. Από τους πρώτους που συμμάχησαν μαζί του μόλις μπήκε στην Έκθυμη. Τον ίδιο δεν τον έχουμε δει παρά μόνο σε φωτογραφίες και στις οθόνες. Με τον Ζιλμόρο έχουμε κάνει τις συμφωνίες μας.»
«Τον Ζιλμόρο;»
«Τον αρχηγό των Σκοταδιστών, οι οποίοι είναι απ’τη Β’ Ανωρίγια.»
«Και τώρα έχουν έρθει εδώ;»
«Μαζί με τον υπόλοιπο στρατό. Είχαν γλιστρήσει μες στην Έκθυμη λίγο πιο πριν απ’το βασικό στράτευμα, με τη βοήθεια συμμοριών της περιοχής, για να στήσουν μια παγίδα. Τώρα πια αυτό τέλειωσε. Τώρα μένει μόνο ο πόλεμος εδώ, στο Χρονοσκόπο, και οι καλές λεηλασίες. Αφού εμείς σε βρήκαμε, μαζί μας θάρθεις. Ή έχεις πρόβλημα μ’αυτό;»
Η Άνμα πήρε το Απολλώνιο σπαθί από τον συμμορίτη που το κρατούσε. «Κανένα πρόβλημα. Είστε οι άνθρωποι που ήθελα να συναντήσω. Δεν τα πάω καλά με τους μισθοφόρους.» Θηκάρωσε τη γυαλιστερή μακριά λεπίδα με μια ξαφνική κίνηση.
Ο Σίρκαλ χαμογέλασε δείχνοντας στραβά δόντια.
*
Οι Αρχαίοι Κατωμερίτες την οδήγησαν σε σήραγγες, σε υπόγειους δρόμους που είχαν κατακτήσει εδώ, στον Χρονοσκόπο, και της σύστησαν αρκετά από τα μέλη τους κι αρκετά μέλη άλλων συμμοριών. Ορισμένοι ήταν ντόπιοι, άνθρωποι της Έκθυμης που είχαν συμμαχήσει με το στράτευμα από τη Β’ Ανωρίγια· άλλοι πάλι ήταν της Β’ Ανωρίγιας, είχαν έρθει από εκεί.
Η λογική της Άνμα διαμαρτυρόταν ότι ίσως να είχε χάσει την πορεία της, ίσως να είχε βγει από τον δρόμο της και να μην έβρισκε ποτέ τη Φοριντέλα-Ράο. Αύριο βράδυ θα τη θυσίαζαν στον Σκοτοδαίμονα – δεν είχε πολύ χρόνο στη διάθεσή της!
Αλλά η διαίσθησή της της έλεγε πως δεν είχε βγει από τον δρόμο της, πως βρισκόταν στη σωστή πορεία. Και μια Θυγατέρα της Πόλης πάντα ακούει τη διαίσθησή της.
Αυτοί οι άνθρωποι εδώ ίσως να γνώριζαν πού βρισκόταν η Φοριντέλα-Ράο, ίσως να είχαν πληροφορίες γι’αυτήν – πού την κρατούσαν, για παράδειγμα. Αλλά πώς η Άνμα θα το μάθαινε χωρίς να κινήσει υποψίες;
Αρκετοί συμμορίτες ακόμα την κοίταζαν καχύποπτα. Έπρεπε να είναι προσεχτική μαζί τους.
Και έπρεπε να πιάσει κουβέντα με όσο το δυνατόν περισσότερους, για διάφορα θέματα. Άρχισε να ρωτά για την όλη κατάσταση εδώ, για το πώς μπορούσε να βοηθήσει, για το πόσες συμμορίες της Έκθυμης είχαν συστρατευθεί με τους επαναστάτες της Β’ Ανωρίγιας. Ο Σίρκαλ ήταν που, κυρίως, της απαντούσε, και οι απαντήσεις του ήταν κάποιες φορές πολύ γενικές. Ούτε αυτός την εμπιστευόταν.
Και της έκανε κι εκείνος ερωτήσεις. Πού ζούσε στα Χαμένα Πόδια; Πώς ζούσε; Με τι ασχολιόταν; Η Άνμα τού απαντούσε λέγοντας ψέματα, φυσικά. Γνώριζε αρκετά καλά αυτές τις περιοχές για να μπορεί να πει μερικά πιστευτά ψέματα που δεν χρειάζονταν αποδείξεις. Και για τα υπόλοιπα φρόντιζε η Πόλη.
«Γιατί σας λένε Αρχαίους Κατωμερίτες;» τον ρώτησε σε κάποια στιγμή. «Τι το αρχαίο έχετε;»
Ο Σίρκαλ χαμογέλασε καθώς βάδιζαν μέσα σ’έναν υπόγειο δρόμο γεμάτο με πολεμιστές του επαναστατικού στρατού της Β’ Ανωρίγιας, καθισμένους από δω κι από κει – ένας χαοτικός καταυλισμός. «Είμαστε αρχαία συμμορία. Λένε πως υπήρχαμε από πολύ παλιά. Πάντα κάποιοι Κατωμερίτες τριγύριζαν στην Έκθυμη, πάντα κάποιοι μισθοφόροι που είχαν βαρεθεί νάναι μισθοφόροι και καταλάβει ότι τους συνέφερε καλύτερα να κλέβουν.»
«Έχετε κανένα αρχείο με τα ονόματα της συμμορίας από παλιά;»
Ο Σίρκαλ κάγχασε. «Αρχείο; Ποιος νοιάζεται γι’αρχεία ανάμεσα στους Κατωμερίτες; Είμαστε αυτοί που τώρα είμαστε, κι αυτό είν’ αρκετό. Το ξέρουμε ότι είμαστε παλιοί γιατί υπάρχει τεράστια παράδοση με τους Αρχαίους Κατωμερίτες.» Και την κοίταξε με τα στενά του μάτια στενεμένα. «Πώς και δεν μας έχεις ακούσει, καπάτσα όπως λες ότι είσαι, από τα Χαμένα Πόδια;»
«Σου είπα, σας έχω ακούσει. Είν’ ανάγκη να ξέρω και λεπτομέρειες; Δεν ήμουν ποτέ μισθοφόρος. Δεν τους γουστάρω τους μισθοφόρους, παρότι ξέρω τα πάντα από όπλα.»
«Τα πάντα;» Ακόμα ένας καγχασμός. «Επειδή τα κλέβεις δεν πάει να πει κιόλας ότι τα ξέρεις!»
«Δοκίμασέ με,» τον προκάλεσε η Άνμα.
Ο Σίρκαλ την ατένισε μ’ένα μοχθηρό μειδίαμα στα χείλη. «Έλα από δω,» είπε.
Η Άνμα τον ακολούθησε ώς ένα οίκημα που το φυλούσαν δύο φρουροί. Ο Σίρκαλ τούς έκανε νόημα να παραμερίσουν κι άνοιξε την πόρτα. Πάτησε τον διακόπτη στον τοίχο για ν’ανάψει το φως. Το εσωτερικό ήταν γεμάτο όπλα.
Ο αρχηγός των Αρχαίων Κατωμεριτών τράβηξε το πανί πάνω από ένα τουφέκι, πήρε το πυροβόλο στα χέρια του, και το έστρεψε προς την Άνμα που στεκόταν στο κατώφλι της αποθήκης.
«Τι είν’ αυτό και τι μπορεί να κάνει;» τη ρώτησε.
Η Άνμα μειδίασε. «Γκρίζος Φονιάς. Το τελευταίο μοντέλο που έβγαλε η βιομηχανία Σιράλκω Ε.Π.Ε. στη Β’ Ανωρίγια προτού κλείσει για οικονομικούς λόγους εδώ και δώδεκα χρόνια. Θεωρείται σπάνιο πλέον νάχεις Γκρίζο Φονιά, γιατί τα κομμάτια είναι περιορισμένα. Η σφαίρα είναι μεγαλύτερη από άλλων τουφεκιών· μπορεί να τρυπήσει λεπτό πέτρινο τοίχο αλλά εξακολουθεί νάχει καλή εμβέλεια.» Και ανέφερε και μερικά νούμερα επίσης.
Τα στενά μάτια του Σίρκαλ είχαν τώρα διασταλεί λιγάκι· την κοίταζε ξαφνιασμένος. «Ξέρεις, όντως,» είπε, κι επέστρεψε το τουφέκι στη θέση του.
«Εσύ ξέρεις τι είν’ αυτό;» Η Άνμα έβγαλε το πιστόλι μέσα απ’το πέτσινο πανωφόρι της.
Ο Σίρκαλ το κοίταξε συνοφρυωμένος. «Δε μοιάζει με κοινό μοντέλο...»
«Ροσκράντω-4.2. Από τα πιο γρήγορα αυτόματα πιστόλια που έχουν ποτέ κυκλοφορήσει, και τρομερά εύκολο στη λειτουργία.» Το έκρυψε ξανά μες στο πανωφόρι της.
«Οι γνώσεις σου θα μας φανούν χρήσιμες,» είπε ο Σίρκαλ καθώς έβγαιναν από την αποθήκη και έκλεινε πίσω τους, τραβώντας τον σύρτη. «Θα εντυπωσιαστούν κι άλλοι από σένα, είμαι σίγουρος,» γέλασε.
«Ελπίζω μόνο να μην έχετε ευγενείς μαζί σας. Δεν τους γουστάρω τους ευγενείς.»
«Ούτε τους ευγενείς, ούτε τους μισθοφόρους...» γέλασε ξανά ο Σίρκαλ καθώς βάδιζαν μες στον υπόγειο δρόμο. «Ποιους γουστάρεις εσύ;»
«Δεν έχεις καταλάβει;» Και συνέχισε: «Όλα ξεκίνησαν με τους ευγενείς από τότε που έτυχε να συναντήσω μια ελεεινή σκύλα από δαύτους: τη Φοριντέλα-Ράο – μακρινή συγγενής του μακαρίτη Πολιτάρχη μας, που ο Ανόφθαλμος να φάει την ψυχή του–»
«Ήρεμα, ήρεμα!» μούγκρισε ο Σίρκαλ. «Μη λες και τέτοια ονόματα, μέρες και νύχτες που είναι, με σφαίρες να πηδάνε από δω κι από κει.»
«Αυτή η ελεεινή η Φοριντέλα-Ράο...!» μόρφασε η Άνμα.
Ο Σίρκαλ γέλασε ξανά. «Δε χρειάζεται να τη μισείς πια, ό,τι κι αν είχε τρέξει μεταξύ σας.»
«Είναι νεκρή; Την είδες να πεθαίνει;»
«Την πιάσαμε προ ημερών, εκεί κοντά που συναντήσαμε κι εσένα – ειρωνεία της τύχης, ε!»
«Την πιάσατε; Είναι εδώ, δηλαδή;»
«Δεν είναι δική μας πια. Την έχει πάρει το μεγάλο αφεντικό της υπόθεσης.» Της έκλεισε το μάτι.
«Ποιο μεγάλο αφεντικό;»
«Ο Ζιλμόρος. Την έχει για θυσία στον θεό του, τον Σκοτοδαίμονα. Μη ρωτάς· είναι παλαβός στα πιστεύω του αλλά, κατά τ’άλλα, ξέρει τι κάνει.»
«Ιερέας του Σκοτοδαίμονος;»
Ο Σίρκαλ ένευσε αμίλητα.
«Πού έχει τη Φοριντέλα-Ράο, τώρα; Την έχει κλεισμένη εδώ κοντά;»
«Δεν ξέρω· δεν είναι, πάντως, μαζί με κάτι άλλους αιχμαλώτους. Όταν η ίδια είπε ποια είναι, ο Ζιλμόρος την άρπαξε και την πήρε για θυσία. Απ’ό,τι άκουσα, θα τη δώσει αύριο βράδυ στον Σκοτοδαίμονα, στο τεχνητό δάσος εδώ, στον Χρονοσκόπο.»
Το θολωτό τεχνητό δάσος· η Άνμα το ήξερε· το είχε ξαναδεί, περνώντας από τούτα τα μέρη, αν και ποτέ δεν είχε τύχει να μπει μέσα.
«Μη φοβάσαι,» είπε ο Σίρκαλ, «δεν πρόκειται να την ξανασυναντήσεις αυτήν. Μπορείς, έτσι,» πρόσθεσε χαμογελώντας, «να πάψεις τώρα να μισείς τους αριστοκράτες.»
«Τι σε νοιάζει σένα τι κάνω με τους αριστοκράτες;»
«Έχουμε κάμποσους ανάμεσά μας, ειδικά απ’τη Β’ Ανωρίγια. Καθώς και μισθοφόρους. Επιπλέον, κι εγώ κάποτε ήμουν μισθοφόρος, και εξακολουθώ να είμαι αριστοκράτης. Αυτό δεν μπορείς να τ’αλλάξεις· είναι στο αίμα.»
Η Άνμα γέλασε, αληθινά ξαφνιασμένη. «Αριστοκράτης; Εσύ;»
«Δε σου κάνω γι’αριστοκράτης, ε; Είμαι, όμως. Από Καινό Οίκο. Τον Οίκο των Μονώνυχων. Πριν από πολλά χρόνια είχαν έρθει οι συγγενείς μου στη Ρελκάμνια και, τελικά, κάπως, τους έχρισαν ευγενείς. Τώρα πλέον δεν ξέρω κανέναν άλλο απ’τους δικούς μου. Ίσως μόνο εγώ νάχω απομείνει.»
*
Ο Σίρκαλ κατέγραψε το όνομά της – «Άνμα από τα Χαμένα Πόδια» – στον κατάλογο με τους μαχητές που βρίσκονταν υπό την επίβλεψή του, και της είπε να βρει κάποιο μέρος για να ξεκουραστεί. Αύριο ίσως να την καλούσαν για να πολεμήσει μαζί με τους υπόλοιπους. «Είσαι έτοιμη να πολεμήσεις, έτσι;»
«Κάτι για λάφυρα λέγατε πριν...»
«Όλα στην ώρα τους. Αν δεν πολεμήσεις δεν έχει λάφυρα.»
Τελικά, αποφάσισε να κοιμηθεί μες στο όχημά της και ο Σίρκαλ δεν έφερε αντίρρηση. Της τόνισε, όμως, ότι και το όχημά της θα το χρησιμοποιούσαν στον πόλεμο αν το χρειάζονταν. «Αν και δεν είμαι σίγουρος ότι θα το χρειαστούμε. Μοιάζει μ’απλή κονσέρβα με ρόδες. Θα διαλυθεί με τη μία, άμα χτυπηθεί.»
Η Άνμα δεν το σχολίασε αυτό: δεν του είπε ότι, παρότι το όχημά της δεν φαινόταν θωρακισμένο, τα μέταλλά του ήταν ενισχυμένα και τα τζάμια του αλεξίσφαιρα. Καλύτερα να μην ήξερε τα πάντα.
Καθώς έβγαζε τις μπότες της και βολευόταν για να κοιμηθεί, παρατηρούσε από τα παράθυρα του οχήματος ότι την παρατηρούσαν. Η μία ήταν από τους Σκοταδιστές – τη συμμορία αυτού του Ζιλμόρου – ένας άλλος ήταν από τους Αρχαίους Κατωμερίτες, κι ένας τρίτος από μια συμμορία που λεγόταν Στριμωγμένοι Αγριόγατοι και είχαν έρθει από τη Β’ Ανωρίγια Συνοικία.
Ακόμα φοβούνται ότι ίσως να είμαι κατάσκοπος. Θα είναι δύσκολο να ξεφύγω από τα μάτια τους όταν πρέπει να πάω να βοηθήσω τη Φοριντέλα. Αλλά η Πόλη θα της έδινε τις ευκαιρίες που χρειαζόταν. Ήλπιζε.
Η Άνμα έφαγε το φαγητό που της είχε δώσει ο Σίρκαλ, το οποίο δεν ήταν και τόσο άσχημο (πρέπει να προερχόταν από τη λεηλασία κάποιου τοπικού εστιατορίου – σημερινή λεηλασία, ίσως), ήπιε τη μπίρα από το μπουκάλι, και μετά κοιμήθηκε έχοντας το Απολλώνιο σπαθί, θηκαρωμένο, στην αγκαλιά της. Με τόσους λεχρίτες εδώ πέρα, μπορεί κάποιου να του καρφωνόταν η ιδέα να της το κλέψει. Και η Άνμα δεν ήθελε να το χάσει. Είχε δυσκολευτεί να το αποκτήσει στον Ερειπιώνα. Δεν ήταν ένα οποιοδήποτε σπαθί από τη διάσταση της Απολλώνιας· ήταν πραγματικά καλοφτιαγμένο. Ήταν από τα καλύτερα σπαθιά που είχε η Άνμα χειριστεί ποτέ της. Ελαφρύ, σταθερό, και κοφτερό. Δεν έφευγε εύκολα απ’το χέρι· έμοιαζε να γίνεται προέκτασή του.
Σχεδόν λυπόταν που θα το έδινε στη Φοριντέλα. Αλλά της το είχε υποσχεθεί.
*
Η Τζέσικα έφυγε από τις Φυλακές Λευκόχρυσου όταν η φασαρία εκεί είχε τελειώσει και το μέρος ήταν γεμάτο αίματα, θραύσματα, και πτώματα. Σκυλιά, γάτες, και γύπες του Κρόνου κι άλλα πουλιά είχαν συγκεντρωθεί για να φάνε τους νεκρούς. Κανένας άνθρωπος δεν ήταν πλέον στις φυλακές, αλλά τα πολεοσημάδια έλεγαν στη Τζέσικα ότι κάποιοι σύντομα θα έρχονταν – για να δουν, μάλλον, τι είχε συμβεί.
Καθώς απομακρυνόταν, βαδίζοντας, με τον Αστρομάτη γαντζωμένο στον ώμο της, αισθανόταν ικανοποιημένη με το χάος που είχε προκαλέσει. Αυτές οι φυλακές ήταν σαν καζάνι που έβραζε μες στα σπλάχνα της Πόλης, και η Τζέσικα είχε κάνει την τρύπα που χρειαζόταν για να πεταχτεί έξω το καυτό περιεχόμενο. Το οποίο τώρα, αναμφίβολα, θα ενίσχυε τις δυνάμεις αυτού του Αλυσοδεμένου Ποιητή.
Μειδίασε στραβά καθώς τον σκεφτόταν. Αλυσοδεμένος Ποιητής... Ο τύπος πρέπει να ήταν τελείως τρελός! Η Τζέσικα γέλασε. Ίσως νάχε ενδιαφέρον να τον γνωρίσει...
Και νόμιζε πως τα σημάδια της Πόλης τώρα την καθοδηγούσαν νότια. Και νότια ήταν η Β’ Ανωρίγια Συνοικία...
Η Τζέσικα συνέχισε να βαδίζει μες στους νυχτερινούς δρόμους του Λευκόχρυσου, ώσπου είδε κάποιον να περνά αντίκρυ της καβάλα σε δίκυκλο. Τότε, έβγαλε μια κραυγή απ’το στόμα της η οποία θύμιζε κρώξιμο πουλιού–
–και ο Αστρομάτης αμέσως τινάχτηκε φτεροκοπώντας από τον ώμο της και πέταξε καταπάνω στον δικυκλιστή καθώς τον έδειχνε το προτεταμένο χέρι της αφέντρας του.
Ο άντρας επάνω στο δίκυκλο τρόμαξε βλέποντας το πουλί να έρχεται προς το μέρος του χτυπώντας ξέφρενα τις φτερούγες του και με τα νυχάτα πόδια του απλωμένα. Κραυγάζοντας, προσπάθησε να το απομακρύνει με το ένα χέρι, ενώ είχε το άλλο στο τιμόνι. Αλλά ο Αστρομάτης ήταν άγριος όταν υπάκουγε τις προσταγές της Τζέσικας και, σύντομα, ο δικυκλιστής βρέθηκε να κουτρουβαλά στο πλακόστρωτο ενώ το όχημά του ήταν πεσμένο στο πλάι.
Η Τζέσικα το πλησίασε και το σήκωσε. Τα κλειδιά της μηχανής ήταν επάνω, παρατήρησε· ο άντρας δεν τα είχε βγάλει αφού την ξεκλείδωσε. Πολεοτύχη. Το όχημά του είναι τώρα δικό μου.
«Ε!» της φώναξε ο άντρας καθώς σηκωνόταν στο ένα γόνατο, βγάζοντας το κράνος του. «Τι κάνεις, γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος; Δε βλέπεις ότι–;»
Η Τζέσικα έκρωξε σαν πτηνό, δείχνοντάς τον ξανά με το χέρι της, και ο Αστρομάτης τού χίμησε, χαράσσοντας το πρόσωπό του με τα νύχια του, τσιμπώντας τον με το ράμφος του. Τα μάτια του αστρόφθαλμου μακρυγένη γυάλιζαν σαν νάχαν αρπάξει μέσα τους το φως των φεγγαριών. Ο άντρας σωριάστηκε, διπλωμένος, προσπαθώντας να προστατέψει το κεφάλι του.
Η Τζέσικα έβαλε το δίκυκλο σε κίνηση, φεύγοντας γρήγορα. Η μηχανή μούγκριζε σαν θηρίο, οι μεταλλικοί τροχοί γρύλιζαν πάνω στο πλακόστρωτο πετώντας σπίθες.
Σύντομα, ο φίλος της ήταν πάλι στον ώμο της.
Η Τζέσικα γελούσε. «Πάμε νότια, αγάπη μου!» είπε. «Πάμε νότια – να γνωρίσουμε τον ποιητή!»
Η Άνμα μάχεται μαζί με τους επαναστάτες, περιμένοντας να έρθει η ώρα για να εξαφανιστεί· συνειδητοποιεί ότι είναι λεπτή η γραμμή που χωρίζει τους αγωνιστές της ελευθερίας από τους κακοποιούς· και μετά διαπιστώνει πως το δάσος, για μια Θυγατέρα, δεν διαφέρει και τόσο από τους δρόμους της πόλης...
Η Άνμα ξύπνησε, την επόμενη μέρα, πριν από τους περισσότερους επαναστάτες που έβλεπε στον υπόγειο δρόμο γύρω της. Βγήκε από το όχημά της, πήρε το συσσίτιο που έδιναν (ένα μεγάλο μπισκότο, ένα κομμάτι ψωμί, ένα μικρό πλαστικό κουτάκι με λίγη μαρμελάδα, και γάλα ή σοκολάτα), και επέστρεψε για να βρει μια τύπισσα με κατάλευκο δέρμα και μαύρα μακριά μαλλιά να κάθεται πάνω στη μπροστινή μεριά του τροχοφόρου, ενώ ένας γαλανόδερμος, ξανθομάλλης άντρας στεκόταν παραδίπλα. Κι οι δύο ήταν με τον στρατό της Β’ Ανωρίγιας, φυσικά. Η πρώτη, της συμμορίας των Αρχαίων Κατωμεριτών· ο δεύτερος, της συμμορίας των Σκοταδιστών. Η Άνμα τούς είχε δει και χτες· είχε ανταλλάξει, φευγαλέα, μερικές κουβέντες μαζί τους.
«Και γαμώ τα εργαλεία,» είπε η μαυρομάλλα γυναίκα, αγγίζοντας το όχημα. «Θάρθεις μ’αυτό μαζί μας σήμερα;»
«Προτιμώ να μην το βγάλω στη μάχη, αν δε χρειαστεί. Δεν είναι για πόλεμο.» Η Άνμα ήπιε μια γουλιά απ’τη σοκολάτα της.
Οι δύο συμμορίτες έμειναν για λίγη ώρα μαζί της. Η μαυρομάλλα λεγόταν Ευτυχία, ο γαλανόδερμος άντρας Φαιός. Κυρίως, τους ενδιέφερε να μάθουν ποια ήταν, από πού είχε έρθει, και τα λοιπά. Πράγματα τα οποία η Άνμα είχε ήδη πει στον Σίρκαλ, αλλά αποφάσισε να είναι κοινωνική μαζί τους. Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να μάθαινε.
«Ο αρχηγός σας, ο Ζιλμόρος, είναι εδώ;» ρώτησε τον Φαιό.
«Σε τούτο τον δρόμο; Όχι. Αλλά δεν είναι μακριά. Γιατί;»
«Άκουσα διάφορα γι’αυτόν... Είναι όντως ιερέας του Σκοτοδαίμονος;»
Ο Φαιός ένευσε. «Είναι. Αρχιερέας του.»
«Και δεν τον φοβάστε; Δε φοβάστε ν’ακολουθείτε τέτοιο άνθρωπο;»
«Τι ξέρεις εσύ για τη δύναμη που μπορεί να δώσει ο Σκοτοδαίμων, Άνμα;»
«Τίποτα, είν’ η αλήθεια,» αποκρίθηκε εκείνη, μασώντας το μπισκότο της συλλογισμένα, μη θέλοντας να έρθει σ’αντιπαράθεση μαζί του. «Απλώς είμαι περίεργη.»
«Χωρίς τη δύναμη του Σκοτοδαίμονος και την ευρηματικότητα του Ζιλμόρου, πολλές φορές θα είχαμε καταστραφεί στη Β’ Ανωρίγια, πριν και μετά την επανάσταση!» την πληροφόρησε ο Φαιός, και συνέχισε να της λέει διάφορα άλλα παρόμοια που εκθείαζαν τους Σκοταδιστές. Ήταν, αναμφίβολα, πολύ φανατικό μέλος της συμμορίας του.
Η Ευτυχία τον κοίταζε υπομειδιώντας. Τον κοίταζε σαν να της άρεσε αυτό που έβλεπε. Η Άνμα υποπτευόταν ότι πρέπει να ήταν εραστές οι δυο τους.
Ο Σίρκαλ πλησίασε, τελικά, και τους ειδοποίησε ότι έπρεπε ν’αρχίσουν να ετοιμάζονται.
Τριγύρω, όλοι οι επαναστάτες ετοιμάζονταν.
«Θα επιτεθούμε;» ρώτησε η Άνμα.
«Θα πάμε πάνω, στους επίγειους δρόμους – εκεί που θα μας οδηγήσει ο Ζιλμόρος.»
«Θα χρειαστεί το όχημά μου;»
«Βάλε μέσα όσους άλλους μπορείς, για να τους μεταφέρεις και μόνο.»
Η Άνμα δεν μπορούσε να αρνηθεί. Κατένευσε, και σε λίγο οδηγούσε μέσα στις σήραγγες, έχοντας μαζί της τον Φαιό, την Ευτυχία, και δύο ακόμα επαναστάτες που ο ένας είχε συστηθεί ως Βόρκεραμ κι ο δεύτερος ως Θαλράνος.
Η Άνμα δεν τους ήξερε από πριν. Και είπε στον τελευταίο: «Θαλράνος; Τι όνομα είν’ αυτό; Είσαι από τη Βίηλ;»
«Ναι, μικρή. Τι πρόβλημα έχεις με τ’όνομά μου;» Ο τύπος είχε δέρμα πράσινο (σπάνιο σε οποιαδήποτε διάσταση του Γνωστού Σύμπαντος, είχε ακούσει η Άνμα) και μαύρα μαλλιά που έμοιαζαν να μην έχουν συναντήσει τσατσάρα εδώ και αιώνες. Ο τρόπος του ήταν απότομος· έδειχνε ευέξαπτος. Και δεν μπορεί να ήταν μεγαλύτερος από καμια πενταετία από τη φαινομενική ηλικία της Άνμα – δηλαδή, γύρω στα σαράντα, ίσως σαράντα-τρία.
«Κανένα πρόβλημα. Απλώς μου φάνηκε παράξενο. Με ποια συμμορία είσαι;»
«Δεν είμαι με συμμορίες εγώ.»
«Ο Θαλράνος είναι... ελεύθερος επαγγελματίες,» εξήγησε ο Βόρκεραμ. «Τον κυνηγούσαν καιρό στην Έκθυμη.»
Η Άνμα υπέθεσε ότι ο τύπος μάλλον ήταν φονιάς, ή τίποτα τέτοιο. Πρέπει να είχε έρθει απ’τη Βίηλ – από τη διαστασιακή δίοδο στα Σταυροδρόμια – και, κάπως, να είχε καταλήξει εδώ.
«Εσύ από ποια συμμορία είσαι;» ρώτησε τον Βόρκεραμ.
«Ούτε εγώ είμαι από συμμορία!» γέλασε εκείνος. «Ελεύθερος σκοπευτής. Τελείως ελεύθερος.»
Τουλάχιστον, είναι πιο κοινωνικός. «Χάρηκα για τη γνωριμία.»
Η Άνμα τώρα οδηγούσε το όχημά της μέσα στις σήραγγες ακολουθώντας τα υπόλοιπα οχήματα των επαναστατών και, σύντομα, βγήκε στους επίγειους δρόμους, όπου συνάντησαν ακόμα περισσότερους επαναστάτες με περισσότερα τροχοφόρα και ερπυστριοφόρα, ενώ αεροσκάφη πετούσαν από πάνω τους. Ο στρατός του Αλυσοδεμένου Ποιητή ήταν μεγάλος, όφειλε να παρατηρήσει η Άνμα, και μάλλον συνεχώς μεγάλωνε όσο προχωρούσε.
Στις συμπλοκές που ακολούθησαν, εκείνη δεν έλαβε ενεργό μέρος ευτυχώς. Μπορεί να της άρεσαν τα όπλα – μπορεί να ήξερε τα πάντα γι’αυτά – μπορεί τα πολεοσημάδια να της έδειχναν τα πάντα γι’αυτά – αλλά δεν είχε καμια ιδιαίτερη μανία με τη χρήση τους για να σκοτώνει κόσμο. Τα χρησιμοποιούσε μόνο όταν όντως της χρειάζονταν: και τότε τα χρησιμοποιούσε άψογα.
Ο Σίρκαλ πρόσταξε την Άνμα και μερικούς άλλους να φρουρούν έναν παράπλευρο δρόμο απ’όπου ίσως να έρχονταν οι εχθροί – οι μαχητές της Έκθυμης, οι μισθοφόροι των πολιτικών. Τελικά, κανείς δεν ήρθε από εκεί. Η Θυγατέρα της Πόλης και οι υπόλοιποι βρίσκονταν διαρκώς σε ετοιμότητα, με τα όπλα τους στα χέρια, αλλά ούτε ένα εχθρικό άρμα δεν πλησίασε, ούτε ένας ελεύθερος σκοπευτής. Τίποτα. Ο δρόμος ήταν έρημος, και τα πολεοσημάδια δεν προειδοποιούσαν την Άνμα για κανέναν άμεσο κίνδυνο.
Οι μισοί από την ομάδα της – που αριθμούσε καμια εκατοστή ανθρώπους στο σύνολό της – είχαν τοποθετηθεί σε διάφορα δρομάκια γύρω από τον κεντρικό δρόμο· οι άλλοι μισοί ήταν στημένοι σε μπαλκόνια, ταράτσες, και μια γέφυρα που περνούσε ανάμεσα από τις πολυκατοικίες. Η Άνμα ήταν επάνω στη γέφυρα, έχοντας κοντά της τον Βόρκεραμ και τον Θαλράνος. Από ένα σημείο και μετά, έπιασε κουβέντα με τον πρώτο σχετικά με τα τουφέκια μακρινής εμβέλειας, εκπλήσσοντάς τον με τις γνώσεις της και με μερικά κόλπα που του είπε.
«Με κάνεις να εύχομαι να ξεμυτίσει τώρα κάνας πούστης να τα δοκιμάσουμε!» της είπε ο Βόρκεραμ.
«Υπομονή,» αποκρίθηκε η Άνμα, «και μπορεί η Ρασιλλώ να σ’ακούσει.»
Ο Βόρκεραμ γέλασε, και κοίταξε τους δρόμους με τα κιάλια του. «Μπα, τίποτα...»
Προς τ’αριστερά τους γινόταν χαλασμός. Εκρήξεις, πυροβολισμοί, ήχοι θραύσης, λάμψεις, κραυγές, καπνός. Οι συμπλοκές ήταν άγριες. Αλλά από εδώ κανείς δεν ερχόταν. Η Άνμα δεν μπορούσε παρά να το θεωρήσει πολεοτύχη.
Ώς το απόγευμα, οι δυνάμεις της επανάστασης είχαν προχωρήσει λίγο πιο βόρεια μέσα στον Χρονοσκόπο, και η Άνμα κι αυτοί που ήταν μαζί της ακολούθησαν το κεντρικό στράτευμα μετά από διαταγή του Σίρκαλ. Συγχρόνως, άκουγαν ότι είχαν έρθει και κάποιοι καινούργιοι να τους βοηθήσουν μες στη μάχη, και τώρα έρχονταν ακόμα περισσότεροι. Ήταν κρατούμενοι που είχαν δραπετεύσει χτες βράδυ από τις Φυλακές Λευκόχρυσου. Είχαν εξεγερθεί και λιανίσει τους δεσμοφύλακες για να συστρατευτούν με τον Αλυσοδεμένο Ποιητή. Ή, τουλάχιστον, πολλοί από αυτούς· οι άλλοι είχαν απλά φύγει.
Μέσα από τα λόγια που άκουγε και μέσα από τις κινήσεις που έβλεπε, η Άνμα διέκρινε πολεοσημάδια που της έμοιαζαν... ταραγμένα. Σαν στραβές γραμμές επάνω σ’έναν πίνακα όλο ίσιες γραμμές. Σαν κάτι να είχε παρέμβει. Κάτι εμβόλιμο, που δεν ήταν μέρος της συμβατικής ροής των πραγμάτων. Μια από τις Αδελφές μου; Βοήθησε τους φυλακισμένους να δραπετεύσουν; Ήταν καμια Θυγατέρα της Πόλης μπλεγμένη στην επανάσταση της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας; Τέλος πάντων· δεν την ενδιέφερε και πολύ τώρα.
Καθώς οι δυνάμεις της επανάστασης σταματούσαν μες στους επίγειους δρόμους του Χρονοσκόπου, για να καταυλιστούν και να φτιάξουν πρόχειρα οχυρωματικά έργα από διαλυμένα οχήματα, μπάζα, και σκουπίδια, η Άνμα περίμενε να βρει μια ευκαιρία για να ξεγλιστρήσει αθέατη από εδώ και να κατευθυνθεί προς το τεχνητό δάσος. Δε νόμιζε ότι ο Ζιλμόρος θα ανέβαλλε τη θυσία που είχε κατά νου.
Σε μια στιγμή τον είχε δει, καθώς οι επαναστάτες είχαν νικήσει και προχωρούσαν προς τα βόρεια, πεζοί ή επάνω σε οχήματα. Ήταν ένας άντρας μεγαλόσωμος, με σκούρο-χρυσό δέρμα, μακριά μαύρα μαλλιά, μουστάκι και μούσι στο σαγόνι, και μια αρκετά μεγάλη ουλή (από κάψιμο ίσως) στη δεξιά μεριά του προσώπου. Φορούσε μαύρα γυαλιά παρότι ο ήλιος πλησίαζε στη δύση. Η Άνμα δεν είχε χρόνο να τον κοιτάξει για πολύ· ο Ζιλμόρος σύντομα μπήκε σ’ένα θωρακισμένο όχημα με μεγάλους τροχούς και κανόνι.
Αρχηγός του στρατεύματος ήταν κάποια Καρζένθα-Σολ, Στρατάρχης της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας. Αυτήν η Άνμα δεν κατάφερε καθόλου να τη δει.
Σταμάτησε το όχημά της σε μια γωνία κι άφησε τους επιβάτες της να κατεβούν. Αμέσως, όλοι τους έτρεξαν, μαζί με μερικούς άλλους, προς κάτι καταστήματα που φαίνονταν στην αντικρινή μεριά του δρόμου. Ήταν κλειστά αλλά εκείνοι, προφανώς, δεν πήγαιναν για ν’αγοράσουν: πήγαιναν για να λεηλατήσουν. Τσεκούρια, κλοτσιές, και λοστοί έσπαγαν τις πόρτες και τις βιτρίνες.
Η Άνμα δεν τους ακολούθησε. Βγαίνοντας απ’το όχημά της, άναψε τσιγάρο και κάπνιζε παρατηρώντας τον δρόμο ολόγυρα. Τα πολεοσημάδια του...
Οι επαναστάτες αντίκρυ της δεν ήταν οι μόνοι που επιδίδονταν σε λεηλασίες, διαπίστωσε. Δε νομίζω ότι θα το πάρει κανείς είδηση αν φύγω. Και της φαινόταν πως τα σημάδια της Πόλης ήταν, όντως, ευνοϊκά για μια τέτοια ύπουλη δραστηριότητα.
Χωρίς νάχει τελειώσει το τσιγάρο της ακόμα, μπήκε πάλι στο όχημά της, πάτησε το πετάλι, κι έστριψε το τιμόνι. Κανείς δεν την ακολουθούσε. Δε χρειαζόταν να κοιτάξει πίσω της για να το διαπιστώσει· της το μαρτυρούσαν τα πολεοσημάδια μπροστά της.
Όταν ο Σίρκαλ θα έκανε καταμέτρηση των μαχητών που βρίσκονταν υπό την εποπτεία του, θα έβλεπε πως η Άνμα έλειπε, θα μάθαινε ότι δεν είχε σκοτωθεί, και θα την έβγαζαν λιποτάκτρια ή κατάσκοπο του εχθρού. Αλλά αυτό λίγο την ενδιέφερε· δεν σκόπευε να επιστρέψει εδώ. Δεν της άρεσαν οι στρατοί, κι ετούτος ήταν κάτι ανάμεσα σε κανονικό στρατό και σε ορδή αγρίων. Οι περισσότεροι υπηρετούσαν τον Αλυσοδεμένο Ποιητή για να ληστέψουν. Τουλάχιστον, οι κάτοικοι της Έκθυμης που είχαν έρθει με το στράτευμα ήταν όλοι κακοποιοί. Ευκαιρία ζητούσαν.
*
Η Άνμα σταμάτησε το όχημά της σ’έναν δρόμο κοντά στο θολωτό δάσος του Χρονοσκόπου.
Βρισκόταν νότια των περιοχών που τώρα είχαν κατακτήσει οι επαναστάτες, σε μέρη τα οποία είχαν καταλάβει τις προηγούμενες ημέρες. Τα σημάδια από τις συγκρούσεις ήταν φανερά στους δρόμους και στα οικοδομήματα. Οι πολίτες που τριγύριζαν έξω ήταν λίγοι, αλλά υπήρχε μια κάποια κίνηση, δεν ήταν ερημιά. Οι κάτοικοι πρέπει να αισθάνονταν ότι ο κίνδυνος είχε, προς το παρόν, περάσει.
Αλλά έκαναν λάθος. Ή, μάλλον, εν μέρει λάθος. Ο κίνδυνος του πολέμου, ναι, είχε περάσει· ο κίνδυνος των κλεφτών και των βιαστών, όχι.
Ενώ η Άνμα έβγαινε απ’το όχημά της άκουσε φωνές από έναν άλλο δρόμο. Έχοντας το Απολλώνιο σπαθί περασμένο στην πλάτη της, καθώς και τα υπόλοιπα όπλα κρυμμένα επάνω της, έτρεξε να δει τι γινόταν. Στρίβοντας μια γωνία όπου ορθωνόταν μια σπασμένη δημόσια λάμπα, αντίκρισε έναν μικρότερο δρόμο ο οποίος ήταν άδειος εκτός από τέσσερις ανθρώπους. Δύο άντρες – φανερά, μέλη συμμοριών – κρατούσαν κάτω μια γυναίκα που πάλευε προσπαθώντας να τους ξεφύγει· τα παπούτσια της είχαν φύγει, η φούστα της είχε σκιστεί. Παραδίπλα ήταν μια άλλη γυναίκα που είχε ανοίξει έναν σάκο και ψαχούλευε μέσα του. Αυτή η δεύτερη γυναίκα ήταν σίγουρα μέλος της συμμορίας των δύο άντρων, και ο σάκος δεν πρέπει να ήταν δικός της· μάλλον ήταν της πρώτης γυναίκας.
Η Άνμα είχε μεγαλώσει μέσα στη συμμορία των Οδοκραχτών, στη Σκορπιστή, μακριά από εδώ. Είχε κάνει κι εκείνη πολλά καταστροφικά πράγματα μαζί τους· αλλά μετά η ζωή της είχε αλλάξει. Την είχαν απαγάγει οι Ανθρωποκλέφτες, και μέσα στις φυλακές τους ήταν που είχε αναγεννηθεί ως Θυγατέρα της Πόλης και τους είχε ξεφύγει. Η Άνμα δεν έβλεπε πλέον τη ζωή σαν συμμορίτισσα. Μια Θυγατέρα της Πόλης, άλλωστε, δεν μπορούσε ποτέ να είναι συμμορίτισσα· δεν μπορούσε ποτέ να έχει σταθερή ζωή: η Πόλη πάντα την παρέσερνε από τη μια άκρη της στην άλλη. Συνεχώς περιπλανώμενη. Το τι θα έκανε σ’αυτή την ατέρμονη περιπλάνηση, μόνη της το επέλεγε, παρατηρώντας πάντα τα σημάδια που διέκρινε παντού γύρω της.
Τώρα, η Άνμα δεν διέκρινε τίποτα ιδιαίτερα καθοδηγητικά πολεοσημάδια, μα αισθανόταν πως αυτό που συνέβαινε δεν ήταν σωστό. Οι άνθρωποι που έβλεπε δεν ήταν κάποιοι καταπιεσμένοι που εναντιώνονταν στους δυνάστες τους· ήταν τρεις λεχρίτες που είχαν επιτεθεί σε μια ανυπεράσπιστη γυναίκα.
Η Άνμα τράβηξε το ξιφίδιο από τη μια της μπότα. Ήταν τέλεια ζυγιασμένο όπλο. Βγαίνοντας πίσω από τη γωνία του δρόμου, το ύψωσε και το εκτόξευσε γνωρίζοντάς το σαν παλιό της φίλο.
Η λεπίδα τραγούδησε στον αέρα ακριβώς όπως η Άνμα ήξερε ότι θα τραγουδούσε, δημιουργώντας πρόσκαιρα πολεοσημάδια γύρω της.
Ο φίλος της Θυγατέρας καρφώθηκε στο μάτι του ενός συμμορίτη, ο οποίος έπεσε στο πλακόστρωτο σπαρταρώντας.
Οι άλλοι δύο στράφηκαν, ξαφνιασμένοι. Η Άνμα είχε τρέξει και βρισκόταν ήδη κοντά τους· το Απολλώνιο ξίφος είχε βγει απ’το θηκάρι του και τώρα τραγουδούσε ένα τραγούδι διαφορετικό απ’του ξιφιδίου, και πολύ πιο θανατηφόρο.
Τι υπέροχη λεπίδα που ήταν! δεν μπόρεσε παρά να παρατηρήσει γι’ακόμα μια φορά η Άνμα. Νόμιζε ότι μπορούσε να νιώσει κάθε σπιθαμή της καθώς τη χειριζόταν.
Το Απολλώνιο ξίφος έσκισε τον λαιμό της συμμορίτισσας, καθώς εκείνη πήγαινε να τραβήξει το πιστόλι από τη ζώνη της, και στη συνέχεια μπήχτηκε στο διάφραγμα του τελευταίου συμμορίτη, που είχε υψώσει το ρόπαλό του για να χτυπήσει την Άνμα. Τα μάτια του γούρλωσαν, αίμα κύλησε απ’το στόμα του.
Η Θυγατέρα της Πόλης τράβηξε πίσω τη λάμα και τον κλότσησε στην κοιλιά, ρίχνοντάς τον στο πλακόστρωτο.
Η γυναίκα την οποία πριν από λίγο βασάνιζαν τραβούσε τώρα τη σκισμένη φούστα της για να κρύψει τον εαυτό της. Και κοίταζε την Άνμα με φόβο.
Εκείνη τη ρώτησε: «Είναι μακριά το σπίτι σου;»
Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι αρνητικά, με το ζόρι αρθρώνοντας ένα αδύναμο Όχι που ίσα που ακούστηκε.
Η Άνμα σκούπισε τη λεπίδα της πάνω στην καπαρντίνα της νεκρής συμμορίτισσας. «Τρέξε να πας εκεί, τότε. Γρήγορα!» Έπιασε από κάτω τον σάκο της γυναίκας και της τον πέταξε. «Έχω άλλες δουλειές απόψε. Σήκω πάνω!»
Η γυναίκα σηκώθηκε, αν και τα πόδια της έτρεμαν φανερά. Πήρε τον σάκο της στον ώμο κι έφυγε, τρέχοντας, μην κάνοντας καν τον κόπο να φορέσει τα παπούτσια της.
*
Το τεχνητό δάσος καλυπτόταν από έναν μεγάλο θόλο. Ήταν γυάλινος και το εσωτερικό του φαινόταν: σκοτεινό τώρα, κυρίως, μες στο σούρουπο, με κάποια ελάχιστα φώτα να διακρίνονται μέσα του.
Το τεχνητό δάσος δεν ήταν μικρό· έπιανε πάνω από τέσσερα τετράγωνα της πόλης. Η Άνμα πλησίασε προσεχτικά μια από τις εισόδους του, κρυμμένη στις σκιές. Την κοίταξε αντίκρυ της, να δει αν υπήρχαν φύλακες. Κανέναν δεν μπορούσε να διακρίνει. Ούτε τα πολεοσημάδια τής έλεγαν κάτι.
Λογικό, άλλωστε. Με τέτοιο πόλεμο που γινόταν μερικά χιλιόμετρα προς τα βόρεια, τι νόημα είχε κανείς να φυλάει τώρα ένα τεχνητό δάσος;
Η Άνμα πέρασε την είσοδό του γρήγορα, και νόμισε ότι είχε μεταφερθεί ξαφνικά σ’άλλη διάσταση. Σαν αυτές που έβλεπες στις φωτογραφίες και στα ντοκιμαντέρ. Στη Ρελκάμνια δεν υπήρχαν φυσικά δάση· δεν υπήρχαν τόσο μεγάλες εκτάσεις γεμάτες δέντρα και πράσινο. Το μέρος την έκανε να αισθάνεται περίεργα. Αποπροσανατολισμένη. Της έμοιαζε, για κάποιο λόγο, πιο απειλητικό από τους δρόμους της Ατέρμονης Πολιτείας. Και πολύ πιο μπλεγμένο, σαν μυριάδες δρόμοι να σχηματίζονταν ανάμεσα από τους κορμούς των δέντρων του. Τόσες πολλές κατευθύνσεις. Προς τα πού να πας;
Η Άνμα, όμως, εξακολουθούσε να διακρίνει πολεοσημάδια εδώ πέρα. Σημάδια της Πόλης. Παρότι το δάσος, ουσιαστικά, δεν ήταν πόλη. Παράξενο... αλλά ίσχυε. Τα θροΐσματα των δέντρων, οι σκιές τους, ο τρόπος που ήταν τοποθετημένα: όλα αυτά τής μιλούσαν. Τα αισθανόταν λιγάκι ξένα, ασυνήθιστα, αλλά της μιλούσαν. Βαθιά εντός της, υπήρχε κάτι που τα γνώριζε.
Οι Θυγατέρες της Πόλης είμαστε άμεσα συνδεδεμένες με τη διάσταση της Ρελκάμνια, θύμισε στον εαυτό της, κι αυτό δεν είναι παρά ένα ακόμα μέρος της, αν και τόσο διαφορετικό...
Η Άνμα βάδιζε επάνω στα λιθόστρωτα μονοπάτια του τεχνητού δάσους, περνώντας δίπλα από δημόσιες λάμπες που άλλες ήταν αναμμένες, άλλες σβηστές. Περνώντας δίπλα από έρημα παγκάκια. Περνώντας κοντά από ένα περίπτερο που ήταν κλειστό. Κανείς δεν φαινόταν νάναι εδώ απόψε. Οι κάτοικοι φοβόνταν.
Η Άνμα άφησε την Πόλη – το Δάσος, μάλλον – ή, καλύτερα, το Πολεοδάσος – να την καθοδηγήσει. Δε νόμιζε ότι ο Ζιλμόρος και οι άλλοι λάτρεις του Σκοτοδαίμονος είχαν έρθει ακόμα – η διαίσθησή της της το έλεγε – και έπρεπε να βρει το κατάλληλο μέρος για να τους περιμένει.
Πού;
Αν ήμουν στην Πόλη, θα αναζητούσε ένα...
Είδε ένα νυχτοπούλι να φτερουγίζει. Έχοντας αρπάξει ένα σκουλήκι στο ράμφος του, πετούσε προς τη φωλιά του, πάνω στα ψηλά κλαδιά ενός δέντρου.
Θ’αναζητούσα ένα ψηλό μέρος. Μια ταράτσα, ένα δώμα, μια γέφυρα.
Εδώ – ένα δέντρο, φυσικά.
Η Άνμα σκαρφάλωσε στο δέντρο που διαισθανόταν ότι βρισκόταν στο σωστό σημείο. Δυσκολεύτηκε λιγάκι, γιατί δεν είχε μάθει να ανεβαίνει σε δέντρα – το πρόσωπό της και τα χέρια της γρατσουνίστηκαν – αλλά αυτό δεν την πτόησε καθόλου, βέβαια. Σε λίγο, ήταν πιασμένη στο ψηλότερο κλαδί που μπορούσε να σηκώσει το βάρος της· καθόταν αρκετά αναπαυτικά επάνω του, όφειλε να παρατηρήσει.
Και περίμενε τον Ζιλμόρο.
Οι Σκοταδιστές μάλλον θα έφερναν φώτα μαζί τους. Αλλά, ακόμα κι αν δεν έφερναν φώτα, πάλι θα ήταν κάμποσοι· δεν μπορεί να ήταν τρεις, τέσσερις. Θα τους διέκρινε εύκολα.
Η Άνμα νόμιζε ότι είχε ήδη αρχίσει να συνηθίζει τη φύση του Πολεοδάσους. Νόμιζε, μάλιστα, πως το Πολεοδάσος την αγκάλιαζε σαν να ήταν μέρος του.
*
Τους είδε όταν είχε νυχτώσει για τα καλά. Τους διέκρινε ανάμεσα από τα δέντρα, αλλά όχι και τόσο κοντά της. Σε αρκετή απόσταση. Τα φώτα τους (τρεις ενεργειακές λάμπες πρέπει να κουβαλούσαν) τους φανέρωναν σε κάποιον που ήταν σκαρφαλωμένος ψηλά όπως εκείνη. Τους υπολόγιζε καμια τριανταριά ανθρώπους.
Κατέβηκε γρήγορα από το δέντρο όπου είχε ανεβεί κι έτρεξε προς το μέρος τους όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Τα σημάδια του Πολεοδάσους τη βοηθούσαν. Εξακολουθούσε να αισθάνεται σαν ο γύρω χώρος να την αγκάλιαζε, να ήθελε να την κρύψει. Της έδειχνε τον δρόμο, όπως και η Πόλη.
Δεν άργησε να φτάσει κοντά τους, σε σημείο που μπορούσε να τους δει άνετα καθώς διέσχιζαν τα λιθόστρωτα μονοπάτια του τεχνητού δάσους. Είχα δίκιο: είναι καμια τριανταριά, παρατήρησε. Και όλοι τους ήταν ντυμένοι στα μαύρα. Μακριά, μαύρα ράσα, και ψηλές, κωνικές κουκούλες που έκρυβαν ολόκληρο το πρόσωπο, με τρύπες μόνο για τα μάτια. Έφερναν στο μυαλό κάτι θρύλους για στοιχειά της Ρελκάμνια. Για διαβόλους-σκιές του Σκοτοδαίμονος. Νόμιζες ότι ήταν άυλοι έτσι όπως προχωρούσαν. Και ανάμεσά τους τραβούσαν ένα φορείο με τέσσερις μεγάλες μεταλλικές ρόδες που μούγκριζαν στο πλακόστρωτο. Ήταν καμωμένο από ξύλο κι επάνω του ήταν δεμένη χειροπόδαρα, ανάσκελα, μια γυναίκα. Το χρυσόδερμο σώμα της ήταν τελείως γυμνό· μονάχα μια κουκούλα φορούσε στο κεφάλι η οποία ούτε κωνική ήταν ούτε τρύπες για τα μάτια είχε. Πάλευε με τα δεσμά της αλλά δεν φώναζε· ήταν σιωπηλή. Φιμωμένη κάτω απ’την κουκούλα της, μάλλον.
Η Φοριντέλα-Ράο.
Η Άνμα δεν είχε καμια αμφιβολία ότι ήταν η φίλη της. Δεν την είχε δει ποτέ έτσι ολόγυμνη, αλλά το δέρμα της δεμένης γυναίκας ήταν χρυσό, και το σώμα της έμοιαζε με το σώμα της Φοριντέλα. Αυτή ήταν. Σίγουρα.
Η Άνμα ακολούθησε τους λάτρεις του Σκοτοδαίμονος, γλιστρώντας μέσα στα σκοτάδια του Πολεοδάσους, αφήνοντας τα σημάδια να την καθοδηγήσουν.
Η σκοτεινή πομπή, ύστερα από λίγο, βγήκε από τα λιθόστρωτα μονοπάτια του τεχνητού δάσους· βάδιζε τώρα ανάμεσα στα δέντρα. Και η Άνμα παρατήρησε ότι ένας χωματόδρομος ήταν ανοιγμένος εδώ, στο έδαφος. Σύντομα, έφτασαν σ’ένα μέρος όπου τα δέντρα παραμέριζαν και υπήρχε ένα σιντριβάνι με λαξεύματα. Μπροστά στο σιντριβάνι ήταν τοποθετημένη μια παραλληλόγραμμη συμπαγής πέτρα που όλα τα πολεοσημάδια έλεγαν στην Άνμα ότι την είχαν φέρει πρόσφατα εδώ. Βωμός, συνειδητοποίησε νιώθοντας αηδιασμένη.
Οι λάτρεις του Σκοτοδαίμονος έλυσαν τη Φοριντέλα-Ράο από το φορείο και τη σήκωσαν όρθια ενώ εκείνη πάλευε και κλοτσούσε, μοιάζοντας αδύναμη, αποπροσανατολισμένη, τρομαγμένη. Ένας απ’αυτούς τράβηξε την κουκούλα απ’το κεφάλι της, ελευθερώνοντας τα μακριά μαύρα μαλλιά της. Το στόμα της ήταν, όντως, καλά κλεισμένο με φίμωτρο. Το πρόσωπό της ήταν ολόκληρο βαμμένο με μαύρη μπογιά – μέρος της ιεροτελεστίας του Σκοτοδαίμονος, υπέθετε η Άνμα. Και τράβηξε το πιστόλι από το εσωτερικό του πανωφοριού της.
Παρατηρούσε τώρα τα σημάδια του Πολεοδάσους πολύ προσεχτικά. Περίμενε την κατάλληλη στιγμή – την πιο ευνοϊκή στιγμή – για να ορμήσει και να κλέψει την αριστοκράτισσα από τα χέρια τους.
Οι λάτρεις του Σκοτοδαίμονος έσυραν τη Φοριντέλα-Ράο, ακόμα φιμωμένη, στον βωμό. Την ανάγκασαν να ξαπλώσει και έδεσαν, με μαύρα σχοινιά, τα χέρια της στα πλάγια του, όπου υπήρχαν σιδερένιοι κρίκοι.
Ύστερα, ένας από τους κουκουλοφόρους άνοιξε ένα μπαούλο που κουβαλούσε και τρεις άλλοι πήραν από μέσα μακρείς δαυλούς, τους οποίους κάρφωσαν στην περιφέρεια της άδεντρης περιοχής με το σιντριβάνι. Από τα στελέχη των δαυλών ξεκινούσαν καλώδια, τα οποία οι κουκουλοφόροι ένωσαν με κάτι κρυμμένο μέσα σ’ένα άλλο μπαούλο. Κάποια ενεργειακή φιάλη, υπέθεσε η Άνμα γιατί είδε τους δαυλούς να ανάβουν ο ένας μετά τον άλλο, φλόγες να ξεπηδούν από τις κορυφές τους μόλις τα καλώδια είχαν συνδεθεί. Και οι φωτιές αυτές ήταν πράσινες και γέμιζαν τον χώρο με παράξενες σκιές και ανταύγειες, δίνοντας μια αίσθηση ότι τούτο το μέρος είχε ξαφνικά αποκοπεί από την υπόλοιπη Ρελκάμνια.
Ένας από τους κουκουλοφόρους στάθηκε ανάμεσα στον βωμό και στο σιντριβάνι και, υψώνοντας ανοιχτά τα χέρια του, φώναξε: «Εμείς, οι πιστοί σου, Άρχοντα του Σκοταδιού, που τη δύναμη και την πανουργία σου ζητούμε, έχουμε συναχθεί για να σ’ευχαριστήσουμε – τρεις και τρεις και τρεις φορές!»
Και οι υπόλοιποι έψαλλαν αντίκρυ του: Ευχαριστούμε, ευχαριστούμε, ευχαριστούμε. Και: Ευχαριστούμε, ευχαριστούμε, ευχαριστούμε. Και: Ευχαριστούμε, ευχαριστούμε, ευχαριστούμε.
«Η χάρη σου, Άρχοντα του Σκοταδιού, μας έχει κρατήσει ισχυρούς όταν ο Αντίπαλός σου αδυνατούσε να μας συντρέξει. Τώρα ήρθε η ώρα της προσφοράς μας σ’εσένα. Τώρα, τούτη τη ζωή σ’εσένα την προσφέρουμε. Αφού πρώτα θα έχεις ακούσει τις κραυγές που θα ευχαριστήσουν το Μεγαλείο σου.»
Και ο Ζιλμόρος έβγαλε την κουκούλα του και έριξε το μαύρο ράσο του στη γη. Από μέσα δεν φορούσε κανένα ρούχο· το σκούρο-χρυσό δέρμα του έμοιαζε με μαύρο-χρυσό στο πράσινο φως των ενεργειακών δαυλών. Το πέος του ήταν ορθωμένο σαν κέρατο.
Ένας άλλος λάτρης του Σκοτοδαίμονος πλησίασε τη δεμένη Φοριντέλα-Ράο πίσω από το κεφάλι της και της έλυσε το φίμωτρο, τραβώντας το έξω. Εκείνη άρχισε αμέσως να βήχει· το φίμωτρο ήταν μεγάλο: πήγαινε βαθιά μέσα στο στόμα της, φτάνοντας μάλλον ώς τον λαιμό, πιέζοντας τη γλώσσα.
Ο Ζιλμόρος άρπαξε τα πόδια της αριστοκράτισσας που ήταν ακόμα λυτά και κλοτσούσαν τον αέρα. Τα σήκωσε στους ώμους του–
Η Φοριντέλα κραύγασε πνιχτά, βήχοντας–
Οι λάτρεις του Σκοτοδαίμονος έψαλλαν συγχρονισμένα: Ευχαριστούμε ευχαριστούμε ευχαριστούμε ευχαριστούμε ευχαριστ–
Ένας πυροβολισμός διέκοψε την ψαλμωδία τους – ο κουκουλοφόρος που είχε βγάλει το φίμωτρο της αριστοκράτισσας σωριάστηκε, χτυπημένος στην πλάτη.
Η Άνμα πετάχτηκε έξω απ’τις σκιές του Πολεοδάσους σαν εκδικητικό στοιχειό από μύθο, πυροβολώντας συνεχόμενα με το Ροσκράντω-4.2. Πυροβολώντας τους συγκεντρωμένους λάτρεις του Σκοτοδαίμονος, ρίχνοντας τις σφαίρες σαν βροχή μέσα στο μικρό πλήθος τους – μια βροχή καταστροφής και θανάτου. Η ψαλμωδία τους μετατράπηκε σε κραυγές πανικού και πόνου.
Και ο μόνος λόγος που η Άνμα δεν είχε ρίξει και στον Ζιλμόρο ήταν επειδή είχε τα πόδια της Φοριντέλα-Ράο στους ώμους του, και η Θυγατέρα της Πόλης δεν ήθελε να τραυματίσει τη φίλη της.
Ο Αρχιερέας του Σκοτοδαίμονος πετάχτηκε τώρα πίσω, σκύβοντας, τρέχοντας να βρει κάλυψη στο πλάι του σιντριβανιού.
Η Άνμα είχε στο άλλο της χέρι το Απολλώνιο ξίφος, και δυο χτυπήματα από την άψογη λεπίδα του έκοψαν τα σχοινιά που κρατούσαν δεμένα τα χέρια της αριστοκράτισσας στις πλευρές του βωμού.
Η Άνμα έβαλε ξανά το πιστόλι στην τσέπη της (οι σφαίρες του γεμιστήρα είχαν τελειώσει, άλλωστε) κι άρπαξε τη Φοριντέλα απ’τον καρπό. «Έλα!» της είπε. «Τρέξε! Τρέξε!»
Και έτρεξαν μες στη βλάστηση προτού οι λάτρεις του Σκοτοδαίμονος συνέλθουν.
Πίσω τους αντήχησαν δύο πυροβολισμοί αλλά, φυσικά, τις αστόχησαν.
*
«...Άνμα;» έκανε η Φοριντέλα-Ράο, σαστισμένη, παραπατώντας μες στο τεχνητό δάσος, όμως μην παύοντας ούτε στιγμή να τρέχει καθώς η Θυγατέρα της Πόλης την τραβούσε απ’τον καρπό. «Άνμα;... Εσύ είσαι, Άνμα;» Το σκοτάδι ήταν πυκνό εδώ, μες στη βλάστηση· δεν μπορούσε να τη διακρίνει καλά.
«Ναι,» αποκρίθηκε η Άνμα, «εγώ.» Και πρόσθεσε: «Σου έφερα το Απολλώνιο σπαθί που μου ζήτησες.»
«...Ευχαριστώ,» ψέλλισε η Φοριντέλα-Ράο.
Πίσω τους, οργισμένες κραυγές αντηχούσαν, και πυροβολισμοί. Αλλά ήταν μακριά, και η Άνμα δεν διέκρινε στα σημάδια του Πολεοδάσους ότι υπήρχε άμεσος κίνδυνος να τις πιάσουν. Όχι αν συνέχιζαν να τρέχουν σαν να τις κυνηγούσαν τα σκυλιά του Σκοτοδαίμονος.
Που όντως τις κυνηγούσαν.
Η Φοριντέλα παραπατούσε, ξυπόλυτη μες στη βλάστηση, αλλά η Άνμα την τραβούσε από τον καρπό, μην αφήνοντάς την καθόλου. Όταν μια φορά η αριστοκράτισσα σκόνταψε κι έπεσε στα γόνατα βγάζοντας μια φωνή πόνου, η Άνμα τη βοήθησε να σηκωθεί όρθια αμέσως, και της είπε, έντονα: «Τρέξε, γιατί άμα δεν τρέξουμε είμαστε κι οι δυο νεκρές!» Και η Φοριντέλα-Ράο έτρεξε ξανά.
Η Άνμα είχε χαθεί τελείως μες στο τεχνητό, θολωτό δάσος. Δεν ήξερε πού ήταν ο βορράς, ο νότος, η ανατολή, η δύση. Δεν είχε ιδέα πώς να βγει από εδώ. Ή, τουλάχιστον, η συμβατική λογική της είχε χαθεί. Δεν υπήρχε συμβατικός τρόπος για να βρει τον δρόμο της, ειδικά έτσι συνηθισμένη σε πόλη όπως ήταν.
Αλλά τα σημάδια του Πολεοδάσους ήταν μια τελείως διαφορετική υπόθεση. Της έδειχναν την πιο ασφαλή πορεία χωρίς ν’αφήνουν πολλά περιθώρια για λάθος. Η Άνμα έσβησε το διαμαρτυρόμενο λογικό μέρος του μυαλού της και ακολούθησε την υπερβατική λογική της Πόλης – του Πολεοδάσους.
Αναπάντεχα, βρέθηκε μπροστά σε μια ψηλή τετράποδη σκιά. Έμοιαζε με άλογο αλλά δεν ήταν σαν άλλα άλογα που είχε τύχει να δει η Άνμα. Το φως των δύο φεγγαριών της Ρελκάμνια αντανακλούσε πάνω στις γαλανόγκριζες φολίδες του. Το θηρίο χρεμέτισε, αιφνιδιασμένο όπως και η Θυγατέρα. Η αντίδρασή του θύμιζε αντίδραση αλόγου, σωστά;
Η Φοριντέλα έβγαλε μια τρομαγμένη κραυγή.
«Δεν είναι τίποτα,» της είπε η Άνμα. «Έλα από δω.» Την τράβηξε πάλι και πέρασαν δίπλα απ’το αλογοειδές πλάσμα, συνεχίζοντας να τρέχουν.
«Άρμπαν’θ...» μουρμούρισε η Φοριντέλα.
«Τι;» έκανε η Άνμα, νομίζοντας ότι δεν είχε ακούσει καλά.
«Αυτό που συναντήσαμε ήταν άρμπαν’θ. Έχει τρία μες στο τεχνητό δάσος.» Προφανώς το ήξερε από παλιά· στον Χρονοσκόπο έμενε, άλλωστε.
«Τι σκατά είναι το άρμπαν’θ; Άλογο;»
«Περίπου. Είναι από τη Σάρντλι.»
Η Άνμα είχε ακούσει γι’αυτή τη διάσταση, φυσικά. Δεν συνδεόταν άμεσα με τη Ρελκάμνια μέσω κάποιας διαστασιακής διόδου. Συνήθως πήγαιναν εκεί μέσω Αιθέρα, ο οποίος ερχόταν σε επαφή και με τον ουρανό της Ρελκάμνια και με τον ουρανό της Σάρντλι. Κυρίως γινόταν εισαγωγή καφέ, μπαχαρικών, και του ποτού τάο βις από τη Σάρντλι.
Τα σημάδια του Πολεοδάσους δεν άργησαν να την οδηγήσουν σε μια από τις εξόδους του πελώριου θόλου. Δεν ήταν αυτή από την οποία είχε μπει αλλά ήταν εξίσου αφύλαχτη. Βγήκε μαζί με τη Φοριντέλα-Ράο χωρίς κανένα πρόβλημα.
«...Ρούχα,» είπε η αριστοκράτισσα, λαχανιασμένη, καθώς έπαυαν να τρέχουν μες στους δρόμους, βαδίζοντας τώρα. «Ρούχα, Άνμα...»
Φυσικά, σκέφτηκε η Θυγατέρα της Πόλης· είναι γυμνή. Έβγαλε το πέτσινο πανωφόρι της και της το έδωσε.
Η Φοριντέλα το φόρεσε. «Ευχαριστώ.» Κοίταξε το Απολλώνιο σπαθί που η Άνμα ακόμα βαστούσε. «Αυτό είναι;»
Εκείνη χαμογέλασε. «Ναι.»
«Πώς με βρήκες, Άνμα;» Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της, τώρα που ο άμεσος κίνδυνος είχε περάσει και μπορούσε σχετικά να χαλαρώσει. «Πώς...; Σου χρωστάω τη ζωή μου. Θα με σκότωναν. Θα – θα με θυσίαζαν...»
«Ξέρω,» της είπε η Άνμα. «Σώπα τώρα. Πρέπει να βρούμε το όχημά μου. Δε μπορεί νάναι μακριά.»
Ακολουθώντας τα σημάδια της Πόλης – τα οποία την καθοδηγούσαν όπως και στο δάσος, σα να μην είχε διαφορά αν η Θυγατέρα βρισκόταν σε δρόμους ή μέσα σε βλάστηση – βρήκε το τετράκυκλό της ύστερα από κανένα τέταρτο γρήγορου βαδίσματος. Δεν ήταν, τελικά, και τόσο κοντά όσο φανταζόταν. Το τεχνητό δάσος ήταν μεγάλο, και είχε βγει μακριά από εκεί όπου είχε μπει.
Ευτυχώς, οι λάτρεις του Σκοτοδαίμονος τις είχαν χάσει. Αλλά η Άνμα διέκρινε στα πολεοσημάδια το μίσος τους, την έχθρα τους, και... και κάτι ακόμα. Μια έχθρα πολύ πιο δυνατή, ένα μίσος πολύ πιο ισχυρό... Ήταν αυτός ο ίδιος ο Σκοτοδαίμων;
Όλα τα χρόνια που είχε ζήσει σαν Θυγατέρα της Πόλης, η Άνμα δεν είχε βεβαιωθεί αν όντως υπήρχαν θεοί ή αν οι άνθρωποι απλά τους φαντάζονταν. Αλλά, κατά καιρούς, είχε διακρίνει μέσα από τα σημάδια της Πόλης επιδράσεις πελώριες. Είχε αισθανθεί παρουσίες πέρα από την απλή κατανόηση. Και σε καμία από αυτές τις περιπτώσεις δεν επρόκειτο για κάποιο στοιχειακό πνεύμα της Ατέρμονης Πολιτείας. Ήταν κάτι... άλλο.
Ίσως, σκεφτόταν η Άνμα, οι θεοί να υπήρχαν επειδή οι άνθρωποι πίστευαν σ’αυτούς, και ίσως οι άνθρωποι να πίστευαν σ’αυτούς επειδή υπήρχαν. Ένας κύκλος χωρίς αρχή, χωρίς τέλος. Και δεν χωρούσε αμφιβολία ότι, ορισμένες φορές, είχαν γίνει πράγματα που κάποιοι αποκαλούσαν θαύματα.
Ας ελπίσουμε ότι ο Σκοτοδαίμων δεν θα κάνει τώρα θαύμα για να βοηθήσει τα σκυλιά του, σκέφτηκε η Άνμα ανοίγοντας μια πίσω πόρτα του οχήματός της κι αφήνοντας τη Φοριντέλα-Ράο να καθίσει στο πισινό κάθισμα. Η ίδια κάθισε μπροστά, στο τιμόνι. Ενεργοποίησε τη μηχανή και πάτησε το πετάλι.
Έφυγε ολοταχώς από τούτη τη γειτονιά.
«Πού πάμε;» ρώτησε η Φοριντέλα.
«Μακριά.»
*
Παρατηρώντας με μεγάλη προσοχή τα πολεοσημάδια, διέσχισε τους δρόμους του Χρονοσκόπου που τη χώριζαν από τη Σάροζνηχ και μπήκε στη δεύτερη, όπου δεν γίνονταν συγκρούσεις, όπου ο πόλεμος δεν είχε φτάσει ακόμα και ίσως ποτέ να μην έφτανε.
Δεν είχαν περάσει πάνω από δέκα λεπτά, και τώρα η Άνμα μπορούσε να μειώσει την ταχύτητά της (το έβλεπε στα σημάδια της Πόλης) ώστε να μην τραβά άσκοπα την προσοχή.
Αναστέναξε. «Είμαστε ασφαλείς,» είπε.
«Πώς με βρήκες, Άνμα;» ρώτησε η Φοριντέλα-Ράο από το πίσω κάθισμα, ακόμα ντυμένη μόνο με το πέτσινο πανωφόρι της Θυγατέρας της Πόλης.
«Αφού ξέρεις τι είμαι, Φοριντέλα, γιατί ρωτάς;»
Η αριστοκράτισσα κατάφερε να χαμογελάσει. «Σωστά.» Γρήγορα, όμως, το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη της. «Σκότωσαν τον Μαρκ...» είπε.
«Ναι, το άκουσα.»
«Και ίσως να κατακτήσουν την Έκθυμη... Αυτά τα καθάρματα!... Όλοι οι εγκληματίες πηγαίνουν μαζί τους, Άνμα! Μαζί με τον Αλυσοδεμένο Ποιητή της Β’ Ανωρίγιας, που σκότωσε τον Πολιτάρχη μας–»
«Τα ξέρω, τα έχω ακούσει, Φοριντέλα. Η κατάσταση είναι... άσχημη – το λιγότερο που μπορώ να πω.»
«Πού πηγαίνουμε τώρα;»
«Στη Βόρεια Λεωφόρο.»
«Έξω από την Έκθυμη...»
«Ήθελες να επιστρέψεις;»
Η Φοριντέλα-Ράο ήταν σιωπηλή· τα δάχτυλά της ήταν πλεγμένα μπροστά της, πάνω στα γόνατά της· τα χείλη της ήταν σφιγμένα.
«Δε μπορείς να κάνεις κάτι για να βοηθήσεις τώρα, Φοριντέλα,» της είπε η Άνμα. «Κι αν σε πιάσουν, τα πράγματα θάναι χειρότερα για σένα. Για να είμαι ειλικρινής, δε νομίζω οι πολιτικοί σας να νικήσουν τον πόλεμο.»
«...Είσαι σίγουρη;»
«Σίγουρη δεν μπορώ να είμαι, αλλά είδα πώς είναι η κατάσταση. Εκ των έσω. Ήμουν, για λίγο, μέσα στο στράτευμα της Β’ Ανωρίγιας. Είναι γεμάτο μισθοφόρους, καιροσκόπους, συμμορίες, και εγκληματίες. Κι εσείς βρίσκεστε σε μια περίοδο... αποσυγκρότησης. Ο Πολιτάρχης σας σκοτώθηκε· δεν προλάβατε να εκλέξετε καινούργιο· ο στρατός σας είναι μισερωμένος από την εισβολή στη Β’ Ανωρίγια–»
«Αυτή η εισβολή ήταν ανοησία!» είπε ένθερμα η Φοριντέλα-Ράο. «Αν ήμουν εγώ Πολιτάρχης, ποτέ δεν θα συνέβαινε. Ο Ζόλτεραλ ήταν ηλίθιος! Ίσως του άξιζε που σκοτώθηκε. Αλλά... αλλά αυτό ήταν καταστροφικό για όλους μας στην Έκθυμη...»
«Τα λόγια σου αποδεικνύουν εκείνο που συχνά παρατηρούμε παντού στη Ρελκάμνια,» της είπε η Άνμα.
«Τι;»
«Ότι οι άνθρωποι που δεν είναι πολιτικοί θα έπρεπε να ήταν πολιτικοί· κι εκείνοι που είναι πολιτικοί δεν θα έπρεπε να ήταν πολιτικοί.»
«Αυτός ο Αλυσοδεμένος Ποιητής, πάντως, σίγουρα δεν θάπρεπε να ήταν πολιτικός – και ούτε ήταν εξαρχής πολιτικός, Άνμα. Ήταν... ήταν ο κανένας, βασικά, απ’ό,τι έχω καταφέρει να μάθω. Ξεσήκωσε τον κόσμο με μαλακίες – με λόγια. Κι άρχισαν να σκοτώνουν τους πάντες στη Β’ Ανωρίγια, συγκεντρώνοντας εγκληματίες και καθάρματα μαζί τους! Και ακόμα και πολλοί ευγενείς – και Παλαιών και Καινών Οίκων – τους υποστήριζαν – οι ανώμαλοι! Εξαιτίας τους έγιναν όλα. Εξαιτίας τους ο Ζόλτεραλ επιτέθηκε στη Β’ Ανωρίγια, αλλιώς ποτέ δεν θα το είχε τολμήσει. Εξαιτίας τους τώρα... τώρα... τώρα, όλα αυτά...» Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της ξανά.
Η Άνμα δεν μίλησε. Δεν αισθανόταν πως είχε κάτι να πει.
Σε μισή ώρα βγήκαν από την Έκθυμη, πιάνοντας την πελώρια Βόρεια Λεωφόρο που περνούσε από πολλές συνοικίες της Ατέρμονης Πολιτείας. Ο δείκτης ενέργειας στην κονσόλα του οχήματος έγραφε 31%. Η Άνμα σκέφτηκε: Πρέπει ν’αγοράσουμε καύσιμα σύντομα. Δεν είχε καμια ρεζέρβα ενεργειακή φιάλη μαζί της. Αλλά αυτό δεν θα αποτελούσε πρόβλημα· υπήρχαν πολλοί σταθμοί ενέργειας στη Βόρεια Λεωφόρο, όπως και πανδοχεία.
Ο νέος Πολιτάρχης συνειδητοποιεί ότι τα θέματα της διοίκησης είναι πιο απαιτητικά από της επανάστασης· και, ενώ το διάγγελμα του Ανθοτέχνη δεν βρίσκει την απήχηση που ο ίδιος νομίζει, ο Σκυφτός Στίβεν αναρωτιέται για τα κίνητρα της γαλανόδερμης επαναστάτριας με την οποία ερωτοτροπεί· αλλά όταν πέφτει η νύχτα είναι που θα κριθεί το μέλλον της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας...
Ο Κάδμος δεν φανταζόταν ότι η άσκηση της εξουσίας θα ήταν τόσο περίπλοκη υπόθεση. Δεν περίμενε, βέβαια, ότι θα ήταν απλή υπόθεση. Αλλά όχι κι αυτό το... πράγμα που συναντούσε τώρα. Αυτό ήταν ένα χάος. Και είχαν την απαίτηση εκείνος να το λύσει!
Βρισκόταν στο Πολιταρχικό Μέγαρο της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας, στη Γενική Αίθουσα Συναθροίσεων, και άκουγε τα παράπονα ανθρώπων που ήταν αρχηγοί σωματείων και συντεχνιών. Τίποτα δεν φαινόταν να λειτουργεί σωστά σε τούτη την καταραμένη συνοικία! Και η επανάσταση δεν είχε θαυματουργικά φτιάξει την κατάσταση· την είχε επιδεινώσει. Τα πάντα τελούσαν υπό διάλυση. Μπορεί ο Τροχός του Βασάνου να είχε γυρίσει, και οι πάνω να είχαν πέσει, και οι κάτω να είχαν ανεβεί, αλλά το περιβάλλον γύρω τους είχε τσακιστεί από την κύλιση του Τροχού προκειμένου ν’αλλάξει θέση. Χρειαζόταν οργάνωση εκ νέου.
Ο Κάδμος άκουγε απεγνωσμένος τα παράπονα των υπηκόων της Β’ Ανωρίγιας. Τον κοίταζαν, οι ανώμαλοι, σαν να περίμεναν ότι θα είχε άμεσες απαντήσεις να τους δώσει! Τι νομίζουν ότι είμαι; Πολιτικός;
Μαζί του ήταν ο Ερκάνης, ως Γραμματέας του τώρα, και ο Μάλνεμορ-Νορκλ, ως σύμβουλος. Ο Ερκάνης κρατούσε σημειώσεις, συνοφρυωμένος, ρίχνοντας κάθε τόσο ερωτηματικές ματιές στον Κάδμο ο οποίος τον αγνοούσε. Περιμένει κι αυτός καθοδήγηση; Να του πω τι είναι σημαντικό για να σημειώσει και τι όχι;
«Και πρέπει να σταματήσουν να γίνονται λεηλασίες, Εξοχότατε,» έλεγε μια γυναίκα που ανήκε σε κάποιο σωματείο που ο Κάδμος τώρα δεν μπορούσε να θυμηθεί. «Ακόμα γίνονται λεηλασίες!»
«Έχω δώσει διαταγή να πάψουν.»
«Δεν έχουν πάψει, όμως, Εξοχότατε. Φαίνεται πως ορισμένοι από αυτούς που πολέμησαν για να διωχθεί η πλουτοκρατία δεν έχουν καταλάβει ότι ο πόλεμος τελείωσε.»
«Πολλοί,» τόνισε ο αρχηγός μιας συντεχνίας, «δεν το έχουν καταλάβει αυτό!» Ποιας συντεχνίας; Των εμπόρων ενέργειας, νόμιζε ο Κάδμος – αυτόν που διακινούσαν ενεργειακές φιάλες, μπαταρίες, και τα λοιπά.
«Οι λεηλασίες θα πάψουν,» είπε ο νέος Πολιτάρχης της Β’ Ανωρίγιας, απότομα, ενοχλημένα. «Το υποσχέθηκα, και ό,τι υπόσχομαι το κάνω πραγματικότητα. Η Φρουρά έχει τις διαταγές της.
»Υπάρχει τώρα κάτι άλλο που θα θέλατε να συζητήσουμε;»
«Μα δεν έχουμε συζητήσει τίποτα ακόμα, Εξοχότατε, με όλο τον σεβασμό,» είπε η αρχηγός του Σωματείου Οδηγών Επιβατηγών Οχημάτων Επισήμαντης, Οκράλντω, και Κεντρολίμανου. «Απλώς σας έχουμε αναφέρει κάποια προβλήματα.»
Ο Μάλνεμορ-Νορκλ έγειρε, τότε, προς τον Κάδμο και του ψιθύρισε κάτι που εκείνος έκρινε ότι όντως ήταν πολύ συνετό. Ακολουθώντας τη συμβουλή του ευγενή, είπε στους συγκεντρωμένους ανθρώπους αντίκρυ του: «Δεν είναι δυνατόν, βέβαια, να περιμένετε ότι θα έχω να σας δώσω λύσεις αμέσως. Ο Γραμματέας μου σημειώνει τα προβλήματά σας,» έριξε ένα φευγαλέο βλέμμα στον Ερκάνη, «τα οποία θα συζητήσω αργότερα μαζί με εμπειρογνώμονες.»
«Ποιους εμπειρογνώμονες, Εξοχότατε;» ρώτησε ένας.
«Υπάρχουν άνθρωποι για διάφορα θέματα, κύριε,» απάντησε ο Μάλνεμορ-Νορκλ αντί για τον Κάδμο. «Αυτό σάς ενδιαφέρει, τώρα, ή να αναφέρετε στον Πολιτάρχη τα προβλήματα της συνοικίας ώστε να μπορεί να βρει λύσεις;»
Όταν οι αρχηγοί των σωματείων και των συντεχνιών έφυγαν τελικά από την αίθουσα, αφήνοντας τους τρεις άντρες καθισμένους στο μεγάλο τραπέζι, ο Κάδμος στράφηκε στον Μάλνεμορ.
«Δεν έχουμε εμπειρογνώμονες.»
«Μπορούν να βρεθούν, Εξοχότατε,» αποκρίθηκε ο ευγενής, ανάβοντας την πίπα του, «εύκολα.»
«Να υποθέσω ότι έχεις ανθρώπους υπόψη σου; Ανθρώπους που είναι ικανοί να βοηθήσουν;»
«Φυσικά,» αποκρίθηκε ο Μάλνεμορ-Νορκλ. «Δώσε μου χρόνο να τους συγκεντρώσω σήμερα, και αύριο το πρωί θα τους φέρω να συζητήσουμε.»
«Αν δεν είναι ικανοί, να ξέρεις ότι...» ο Κάδμος κόμπιασε, «δεν ξέρω τι ακριβώς να κάνω γι’αυτά που μου είπαν. Το θησαυροφυλάκιο της συνοικίας είναι λεηλατημένο από την πλουτοκρατία που έφυγε. Πήραν μεγάλο μέρος των χρημάτων μαζί τους.»
«Θα βρούμε την άκρη,» υποσχέθηκε ο Μάλνεμορ-Νορκλ, και σηκώθηκε από την καρέκλα του.
«Πού πηγαίνεις;»
«Ν’αρχίσω να συγκεντρώνω τους ανθρώπους μας, με την άδειά σας, Εξοχότατε.»
Ο Κάδμος ένευσε, και ο ευγενής έφυγε από την αίθουσα.
Ο Ερκάνης είπε: «Δε μ’αρέσει και τόσο αυτός,» ανοιγοκλείνοντας νευρικά τον στυλογράφο του.
«Φαίνεται να γνωρίζει πολλούς, πάντως. Ανθρώπους που έχουν σχέση με τη διοίκηση μιας συνοικίας. Αυτοί που μας ακολούθησαν, Ερκάνη, ήταν οι περισσότεροι καλοί για να κάνουν επανάσταση, αλλά δε νομίζω ότι είναι καλοί για να διοικήσουν. Φαντάζεσαι τον Ζιλμόρο να παίρνει αποφάσεις για το όφελος όλης της Β’ Ανωρίγιας;»
«Δε θέλω να το φανταστώ,» αποκρίθηκε ο Ερκάνης. «Ευτυχώς που τώρα είναι στην Έκθυμη.»
«Δε θα μείνει για πάντα εκεί.»
Η Κορίνα ξεπρόβαλε, τότε, πίσω από μια μεγάλη κουρτίνα στην περιφέρεια της αίθουσας. Ήταν ντυμένη μ’ένα μακρύ πράσινο φόρεμα με ψηλό γιακά και στενό, μυτερό ντεκολτέ. Φορούσε ένα ζευγάρι λευκά κροσσωτά γάντια. Ένα σάλι σκέπαζε στους ώμους της, και η ζώνη της ήταν επάργυρη. Τα ξανθά της μαλλιά ήταν πιασμένα πίσω απ’το κεφάλι της αλλά ελεύθερα να πέφτουν στους ώμους και στην πλάτη της.
Ήταν, συνεχώς, σκιά του Κάδμου τις τελευταίες ημέρες. Από τότε που του είχε πει ότι ένας εξειδικευμένος δολοφόνος-μάγος, σταλμένος από την εξόριστη πλουτοκρατία, τον είχε βάλει στόχο. Ο δολοφόνος δεν είχε επιτεθεί ακόμα, αλλά η Κορίνα δεν είχε χαλαρώσει καθόλου τη φύλαξή της. Φρουρούσε τον νέο Πολιτάρχη μέχρι και στο δωμάτιο όπου κοιμόταν, κάνοντάς τον να αισθάνεται άβολα. Την ίδια ο Κάδμος δεν την είχε δει ποτέ να κοιμάται. Άραγε, οι Θυγατέρες της Πόλης δεν είχαν ανάγκη από ύπνο; Δεν την είχε ρωτήσει.
«Τι νομίζεις, Κορίνα;» της είπε τώρα, καθώς εκείνη πλησίαζε το μεγάλο τραπέζι.
«Ότι όπου νάναι θα λάβουμε ευχάριστα νέα.»
Ο Κάδμος συνοφρυώθηκε. «Τι ευχάριστα νέα;»
Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός του Ερκάνη κουδούνισε – όχι ο προσωπικός του πομπός· ο πομπός του Γραμματέα του Πολιτάρχη. Ο Ερκάνης δέχτηκε την κλήση με την ένταση της συσκευής ανεβασμένη έτσι ώστε ν’ακούνε και ο Κάδμος και η Κορίνα.
«Μάλιστα;»
«Εσύ είσαι, Ερκάνη;» ήρθε η φωνή της Καρζένθα-Σολ απ’το μεγάφωνο του πομπού.
«Ναι.»
«Πού είναι ο Κάδμος;»
«Εδώ, πλάι μου.»
«Σ’ακούω, Καρζένθα,» είπε ο Κάδμος. «Τι συμβαίνει;»
«Νικήσαμε,» είπε εκείνη. «Η Έκθυμη είναι δική μας. Οι μισοί πολιτικοί της παραδόθηκαν, οι άλλοι μισοί τράπηκαν σε φυγή. Δε μπορούσαν να προβάλουν αντίσταση αλλού μέσα στη συνοικία· ο Χρονοσκόπος ήταν το τελευταίο τους οχυρό, και έπεσε. Στις υπόλοιπες περιφέρειες, παντού, συμμορίες έχουν εξεγερθεί.
»Πρέπει να μιλήσεις στους πολίτες της Έκθυμης, Κάδμε, να τους πεις για εμάς και τους σκοπούς μας.»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Κάδμος, «αυτό πρέπει όντως να γίνει.»
«Δεν ακούγεσαι χαρούμενος.»
«Το μόνο που με κάνει να νιώθω χαρούμενος τώρα είναι ότι είσαι καλά, Καρζένθα. Μην αργήσεις να επιστρέψεις.»
«Θα μείνω και σήμερα. Είναι κάποια τελευταία πράγματα – έλεγχοι και τα λοιπά – που πρέπει να γίνουν. Και κάποιος τώρα, που τελείωσε ο πόλεμος, χρειάζεται να αναλάβει τη διοίκηση της Έκθυμης, γιατί εδώ γίνεται χάος.»
«Και όχι μόνο εκεί,» μουρμούρισε ο Κάδμος κάτω απ’την ανάσα του.
«Τι είπες;»
«Τίποτα. Κάτι έλεγα στον Ερκάνη. Να προσέχεις, Καρζένθα. Σ’αγαπώ.»
«Κι εγώ. Μην αργήσεις να μιλήσεις στον κόσμο της Έκθυμης. Όσο πιο γρήγορα τους μιλήσεις και τους καθησυχάσεις για το μέλλον, τόσο λιγότερα προβλήματα θα έχουμε.»
«Ναι, το καταλαβαίνω.»
Μετά, μ’έναν τελευταίο χαιρετισμό, η τηλεπικοινωνία τους τερματίστηκε.
Ο Κάδμος στράφηκε στην Κορίνα. «Εξακολουθείς να νομίζεις ότι είμαι ‘προορισμένος για μεγάλα πράγματα’;»
Η Θυγατέρα της Πόλης μειδίασε λεπτά. «Φυσικά.»
«Δεν είμαι πολιτικός, Κορίνα!» είπε ο Κάδμος, εκνευρισμένα, καθώς σηκωνόταν από τη θέση του. «Δεν ξέρω τι να κάνω!»
«Ούτε οι πολιτικοί ξέρουν τι κάνουν, Κάδμε,» τον διαβεβαίωσε η Κορίνα. «Γι’αυτό τα πράγματα πάνε απ’το κακό στο χειρότερο σε πολλές συνοικίες. Δες τι είχε γίνει εδώ, στη Β’ Ανωρίγια. Δες πώς ήταν η κατάσταση ώς τώρα στην Έκθυμη.»
«Και νομίζεις ότι θα καταφέρω να τα καλυτερεύσω όλ’ αυτά;»
«Είμαι σίγουρη ότι θα δείξεις στον κόσμο έναν Νέο Δρόμο. Μην πανικοβάλλεσαι από μικροπράγματα. Είναι ανόητο.»
«Μικροπράγματα;»
Η Κορίνα γέλασε. «Τα προβλήματα των σωματείων και των συντεχνιών δεν είναι που σ’έχουν εκνευρίσει;»
«Εν μέρει, ναι.»
«Αυτά είναι μικροπράγματα.»
*
Ο Κάδμος μίλησε, λίγο πριν από το μεσημέρι, στον λαό της Έκθυμης μέσω του τηλεοπτικού σταθμού Σπασμένη Αλυσίδα που το σήμα του, ενισχυμένο από διάφορους αναμεταδότες, έφτανε στη συνοικία βόρεια της Β’ Ανωρίγιας. Ο Κάδμος είπε ότι στη Β’ Ανωρίγια η πλουτοκρατία καταδυνάστευε τον κόσμο, και ότι και η Έκθυμη πολύ πιθανόν σύντομα να βρισκόταν σε παρόμοια κατάσταση (αν και, στην πραγματικότητα, δεν είχε καμια ένδειξη ότι αυτό μπορεί να συνέβαινε, αλλά ήταν καλή στρατηγική να το πει – και η Κορίνα συμφωνούσε). Η επανάσταση είχε διώξει την πλουτοκρατία και είχε ελευθερώσει τους κατοίκους της Β’ Ανωρίγιας από τον ζυγό της. Ο Τροχός του Βασάνου είχε γυρίσει, κι αυτοί που ώς τώρα κάθονταν επάνω και απολάμβαναν είχαν γκρεμιστεί και είχαν πατηθεί, ενώ αυτοί που βρίσκονταν από κάτω και υπέφεραν είχαν υψωθεί και είχαν κερδίσει!
Στην Έκθυμη, είπε ο Κάδμος, ο Απελευθερωτικός Στρατός είχε αποτρέψει τη δημιουργία ενός ακόμα Τροχού του Βασάνου. Είχε νικήσει εκείνους που ήταν άρπαγες και πολεμοκάπηλοι. «Ο προηγούμενος Πολιτάρχης σας, ο Ζόλτεραλ-Ράο,» είπε, «δεν σκέφτηκε τις πιθανές συνέπειες για εσάς, σε περίπτωση που η εισβολή του στη Β’ Ανωρίγια δεν πήγαινε καλά. Και το κόστος της εκστρατείας του – είτε ήταν επιτυχημένη είτε αποτυχημένη – εσείς θα το επωμιζόσασταν, με επιπλέον φόρους, με ληστεία του θησαυροφυλακίου της συνοικίας σας. Ο Ζόλτεραλ-Ράο πλήρωσε για την υπεροψία του, και τώρα και οι άλλοι πολιτικοί της Έκθυμης ηττήθηκαν ενώ ακόμα φιλονικούσαν για το ποιος θ’αρπάξει την εξουσία. Μια Νέα Εποχή ανατέλλει στη συνοικία σας. Μια εποχή που θα σας ωφελήσει όλους!
»Δεν ερχόμαστε, λαέ της Έκθυμης, ως κατακτητές. Δεν ερχόμαστε ως δυνάστες. Ερχόμαστε ως απελευθερωτές από τους άρπαγες και τους πολεμοκάπηλους. Η Έκθυμη, από εδώ και στο εξής, θα είναι μέρος της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας, και ό,τι νόμοι ισχύουν στη μία θα ισχύουν και στην άλλη. Οι αποφάσεις που θα παίρνονται θα είναι για όλους μαζί. Και θα είναι δίκαιες αποφάσεις.»
Ο λόγος του συνεχίστηκε για λίγη ώρα ακόμα, και τελείωσε με επιπλέον διαβεβαιώσεις ότι ο στρατός της Β’ Ανωρίγιας δεν ήταν εκεί για να καταδυναστεύσει την περιοχή και ότι κανείς δεν θα πάθαινε κακό.
Οι άνθρωποι της Έκθυμης τον έβλεπαν και τον άκουγαν από τις οθόνες τους, σιωπηλοί σαν αγάλματα, ή βρίζοντας και κουνώντας τις γροθιές τους. Ελάχιστοι ανάμεσά τους πίστευαν πραγματικά ότι η εισβολή από τον «Απελευθερωτικό Στρατό» τούς είχε βοηθήσει. Παρότι αναγνώριζαν ότι οι πολιτικοί τους ήταν διεφθαρμένοι σε μεγάλο βαθμό, δεν θεωρούσαν βελτίωση το γεγονός ότι τώρα τόσες συμμορίες και τόσοι εγκληματίες περιφέρονταν στους δρόμους τους – άνθρωποι που πριν δεν θα τολμούσαν να ξεμυτίσουν σε τέτοια κλίμακα. Ούτε θεωρούσαν βελτίωση τις ζημιές και τους θανάτους που είχαν προκληθεί από τις συγκρούσεις των στρατευμάτων της Β’ Ανωρίγιας με τους μισθοφορικούς στρατούς των πολιτικών. Επιπλέον, η Αστυνομία της Έκθυμης ήταν τώρα διαλυμένη, ύστερα απ’αυτά τα γεγονότα, και δεν μπορούσε να εναντιωθεί στον ανέκαθεν ισχυρό υπόκοσμο της συνοικίας. Πολλά φυλάκιά της είχαν πυρποληθεί ή λεηλατηθεί από εκδικητικές συμμορίες.
Ο κόσμος, γενικά, φοβόταν.
*
«Ο Πολιτάρχης σας ωραία τα είπε, πάντως,» παρατήρησε η Τζέσικα, έχοντας τα πόδια της τυλιγμένα γύρω από τη μέση του Σκυφτού Στίβεν καθώς ερωτοτροπούσαν πάνω στο κρεβάτι ενός διαμερίσματος που ο αρχηγός της συμμορίας των Ξεπεσμένων Ιερέων είχε οικειοποιηθεί όταν οι δυνάμεις της Β’ Ανωρίγιας κατέκτησαν τον Επιλάτρη, στα νότια της Έκθυμης, για αντιπερισπασμό κυρίως, για να βοηθήσουν το στράτευμα της Καρζένθα-Σολ που βρισκόταν πολύ πιο βόρεια, στον Χρονοσκόπο.
«...Ναι,» αποκρίθηκε ο Στίβεν, πιέζοντας τον εαυτό του μέσα στη γαλανόδερμη επαναστάτρια που είχε έρθει από τα βάθη της Έκθυμης λέγοντας πως ήθελε να μπει στον στρατό τους. «Ναι... πάντα... πάντα τα λέει όμορφα ο ποιητής...» Το λευκόδερμο σώμα του τρανταζόταν από πάνω της καθώς τα χέρια του ήταν γαντζωμένα στα σεντόνια του κρεβατιού.
«Σίγουρα δεν ήταν πολιτικός παλιά;» ρώτησε η Τζέσικα, γρατσουνίζοντας ελαφρά τους γλουτούς του Στίβεν. «Είναι σαν να τον έχουν δασκαλέψει καλά.»
«Μπορεί... μπορεί αυτή να τούχει δώσει μαθήματα...» έκανε ξέπνοα ο Στίβεν, και γέλασε κοφτά.
«Ποια;»
«Αυτή η... Αααχ! αυτό το πουλί σου με φρικάρει, το γαμημένο!» μούγκρισε, αναφερόμενος στον Αστρομάτη, που ήταν γαντζωμένος στο πίσω ξύλο του κρεβατιού, κοιτάζοντάς τους με τα γυαλιστερά του μάτια ενώ κάθε τόσο έκανε πάνω-κάτω το κεφάλι του, τραντάζοντας το γένι του.
Η Τζέσικα γέλασε. «Είναι πολύ κοντινός μου φίλος. Πες ότι είμαι εγώ!» Και, γλιστρώντας το χέρι της ανάμεσα στους γλουτούς του, χάιδεψε τα μπαλάκια του με τα δάχτυλά της, επίμονα.
Ο Στίβεν γρύλισε. «Με φέρνεις στα όριά μου!» Έσκυψε και ρούφηξε δυνατά τα χείλη της. «Με φέρνεις στα...!» Τα υπόλοιπα ήταν ακατανόητα καθώς είχε φτάσει στην κορύφωσή του. Για λίγο έμεινε ξαπλωμένος από πάνω της, βαριανασαίνοντας, γεμίζοντας τα ρουθούνια της με την οσμή του ιδρώτα του. Ύστερα η Τζέσικα τον χτύπησε δυο φορές στο αριστερό κωλομέρι με την παλάμη της και ο Στίβεν γύρισε στο πλάι, ανάσκελα, αναστενάζοντας.
Ο Αστρομάτης πέταξε από το ξύλο του κρεβατιού και προσγειώθηκε στην πλάτη μιας καρέκλας.
«Ποια είναι αυτή η γυναίκα που είπες;» ρώτησε η Τζέσικα, περίεργη, έχοντας μια αίσθηση ότι ίσως να μην της ήταν άγνωστη...
«Δεν ξέρω. Την έχω δει δυο, τρεις φορές μόνο. Κορίνα τη λένε. Πρέπει νάχει σχέση με τις δυνάμεις που υποστηρίζουν τον ποιητή. Μεγάλες δυνάμεις τον υποστηρίζουν· του δίνουν ό,τι χρειάζεται.»
Κορίνα; σκέφτηκε η Τζέσικα. Γέλασε. Κορίνα;
«Είπα τίποτ’ αστείο;» Ο Στίβεν τη λοξοκοίταξε, πιάνοντας τον αγκώνα της, τραβώντας την πάλι κοντά του.
«Τίποτα. Αλλά ποιες είν’ αυτές οι ‘μεγάλες δυνάμεις’; Εχθροί της πλουτοκρατίας που ήταν στη Β’ Ανωρίγια;»
«Δεν ξέρω. Ο ποιητής δεν έχει πει. Ίσως μόνο εκείνος να γνωρίζει. Εκείνος και η Καρζένθα-Σολ. Αλλά τι σημασία έχει; Μας έδωσαν αυτό που ζητούσαμε.»
«Και η Κορίνα... είναι όμορφη;» Η Τζέσικα έτριψε με τα μικρά νύχια της τον ώμο του Στίβεν.
Εκείνος γέλασε. «Δεν την ξέρω τόσο καλά, γαμώτο! Σου είπα: δυο, τρεις φορές την έχω δει!»
Η Τζέσικα χαμογελούσε. «Δε σε ρώτησα αν είναι καλή στο κρεβάτι. Αν είναι όμορφη σε ρώτησα.» Και είπε σκεπτικά: «Θα ήθελα να τη συναντήσω...»
Ο Στίβεν συνοφρυώθηκε. «Τι να την κάνεις;»
«Απλώς... έχω περιέργεια.» Η Τζέσικα ξέφυγε από την αγκαλιά του και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Σίγουρα αυτή είναι, σκέφτηκε. Η Αδελφή μου. Το παράκανες τώρα, Κορίνα. Ολόκληρη επανάσταση! Γέλασε.
«Γιατί συνέχεια γελάς;» τη ρώτησε ο Στίβεν, ενοχλημένος. «Δεν καταλαβαίνω.»
«Δε μου λες,» είπε η Τζέσικα, κοιτάζοντάς τον πάνω απ’τον ώμο της, «είναι μήπως κοκκινόδερμη αυτή η Κορίνα;»
«Ναι– Πώς το ξέρεις; –Την ξέρεις;»
Η Τζέσικα γέλασε. «Είχα μια παλιά γνωστή που την έλεγαν Κορίνα. Για πλάκα ρώτησα!»
Ο Στίβεν την κοίταζε με καχυποψία τώρα. Αναρωτήθηκε ξαφνικά μήπως η Τζέσικα δεν ήταν επαναστάτρια από την Έκθυμη, όπως είχε δηλώσει, αλλά κατάσκοπος από την Έκθυμη... Αν όμως όντως ήξερε την Κορίνα, τότε... τότε μήπως ήταν στην ίδια – κλίκα; – οργάνωση; – φατρία; – με την Κορίνα; Δε μπορεί να μου είπε αλήθεια για τον εαυτό της! Ο Στίβεν ανασηκώθηκε πάνω κρεβάτι. «Ποια είσαι, γαμώτο;» ρώτησε.
«Δε σου είπα ότι με λένε Τζέσικα;»
«Είσαι κατάσκοπος;»
Η Τζέσικα γέλασε γι’ακόμα μια φορά. Τον έχω φρικάρει, παρατήρησε. Δεν έπρεπε. «Να κατασκοπεύσω τι; Το πουλί σου;»
Τα μάτια του Στίβεν στένεψαν οργισμένα. «Είναι μεγαλύτερο, πάντως, απ’το δικό σου!» είπε δείχνοντας τον Αστρομάτη που ήταν ακόμα γαντζωμένος στην πλάτη της καρέκλας.
Η Τζέσικα γέλασε δυνατά.
Ο Στίβεν μειδίασε. «Μου λες μαλακίες,» παρατήρησε. «Την ξέρεις την Κορίνα από παλιά, έτσι δεν είναι; Τι πραγματικά θέλεις εδώ, Τζέσικα; – αν όντως αυτό είναι το όνομά σου.»
«Το όνομά μου είναι Τζέσικα, και μου αρέσει. Και την Κορίνα όντως την ξέρω,» παραδέχτηκε.
«Ποια είναι;» θέλησε να μάθει ο Στίβεν. «Για ποιον δουλεύει;»
«Η Κορίνα;» Η Τζέσικα γελούσε. Κούνησε το κεφάλι της καθώς σηκωνόταν απ’το κρεβάτι βαδίζοντας γυμνή μες στο δωμάτιο, με τα οπίσθιά της στραμμένα στον Στίβεν. «Η Κορίνα δουλεύει για τον εαυτό της, φίλε μου.»
Ο αρχηγός των Ξεπεσμένων Ιερέων παρατηρούσε την ψιλόλιγνη φιγούρα της. Του θύμιζε λάστιχο. «Δουλεύει γι’αυτούς που υποστηρίζουν τον Κάδμο Ανθοτέχνη – μη μου λες μαλακίες ξανά!»
«Δεν ξέρω ποιοι υποστηρίζουν τον Κάδμο Ανθοτέχνη, Στίβεν,» είπε η Τζέσικα γυρίζοντας για να τον αντικρίσει, ακουμπώντας τη ράχη της στο μικρό τραπέζι του δωματίου. «Απλώς ξέρω την Κορίνα. Και θέλω να τη συναντήσω. Γνωρίζεις πού μένει;»
«Δεν έχω ιδέα.»
«Μένει μαζί με τον Ανθοτέχνη;»
«Σου είπα: δεν έχω ιδέα.»
«Χμμμ,» έκανε η Τζέσικα σταυρώνοντας τα χέρια της κάτω απ’τα μικρά της στήθη. «Θάχει ενδιαφέρον η αναζήτηση, λοιπόν.» Και γέλασε.
Ο Αστρομάτης την παρατηρούσε χωρίς να βλεφαρίζει.
Ο Στίβεν αναστέναξε. Του έμοιαζε λιγάκι τρελή η τύπισσα. Τουλάχιστον, δεν ήταν κακή στο κρεβάτι, σκέφτηκε. «Γιατί ήρθες μαζί μου;» τη ρώτησε. «Για να πλησιάσεις τον ποιητή;»
«Όχι,» αποκρίθηκε η Τζέσικα ανάβοντας τσιγάρο. «Για να κατασκοπεύσω το πουλί σου.»
Ο Αστρομάτης έβγαλε ένα κρώξιμο. Είχε πολύ άγρια φωνή.
*
Το βράδυ, τη βρήκε ξανά μέσα στο υπνοδωμάτιό του. Αλλά απόψε δεν καθόταν στον μικρό γωνιακό σοφά, διαβάζοντας ίσως κάποιο βιβλίο, όπως έκανε άλλες φόρες. Στεκόταν μπροστά στο παράθυρο, κοιτάζοντας έξω, και στο πρόσωπό της υπήρχε μια ανήσυχη έκφραση, νόμιζε ο Κάδμος. Μια έκφραση όπως τότε που ήρθε και μου μίλησε για πρώτη φορά για τον δολοφόνο...
«Τι γίνεται, Κορίνα;» της είπε, κοινωνικά, βγάζοντας το σακάκι του και πετώντας το παραδίπλα, προς την κρεμάστρα – αστοχώντας. «Έχει τίποτα ενδιαφέρον απέξω;»
«Τίποτα... ακόμα,» αποκρίθηκε εκείνη, χαμηλόφωνα.
Νομίζει ότι ο δολοφόνος θα επιτεθεί απόψε; Έχει κάποια ένδειξη; Κάτι που εγώ δεν μπορώ να δω; Δεν τη ρώτησε, όμως, όπως δεν την είχε ρωτήσει και για διάφορα άλλα πράγματα που κατά καιρούς έβρισκε αινιγματικά σχετικά μ’αυτήν. Δεν ήξερε τι κρατούσε τη γλώσσα του δεμένη. Ό,τι κι αν ήταν η Κορίνα – στοιχειό ή άνθρωπος, ημίθεα ή δαιμόνισσα – έμοιαζε με κάθε άλλη γυναίκα. Ή, εντάξει, περίπου με κάθε άλλη γυναίκα. Είχε, ομολογουμένως, κάτι το διαφορετικό επάνω της. Κάτι... που... που ο Κάδμος αδυνατούσε να καθορίσει. Ήταν... πιο πραγματική, αν μπορούσε ποτέ να ειπωθεί τέτοιο πράγμα. Πιο πραγματική απ’τον οποιονδήποτε είχε συναντήσει ποτέ του. Σαν να ήταν η βασική ηθοποιός της ταινίας της ζωής.
Τα μυαλά μας έχουν σαλέψει σε τούτη τη γαμημένη επανάσταση, σκέφτηκε ο Κάδμος, βγάζοντας τα παπούτσια του, βγάζοντας το πουκάμισό του, βγάζοντας το παντελόνι του, και βάζοντας μια ελαφριά ρόμπα. Είχε πάψει να νιώθει αμήχανα με την Κορίνα μες στο δωμάτιό του. Ούτως ή άλλως, δεν του φαινόταν ότι θα έφευγε σύντομα από εδώ. Είναι η μαμά μου, τώρα... Το έβρισκε ελαφρώς διασκεδαστικό.
Η Κορίνα, επί του παρόντος, τον παρατηρούσε με τις άκριες των ματιών της. «Είναι ανάγκη να πετάς τα ρούχα σου όπου βρεις;» είπε.
«Με δουλεύεις, έτσι; Ποιητής είμαι – έχω εκκεντρικότητες! Για όνομα του Κρόνου...»
Τα μαυροβαμμένα χείλη της Κορίνας μειδίασαν καθώς ο Κάδμος πήγαινε προς το μπάνιο. Με βρίσκει συμπαθητικό. Νομίζω.
Καλό αυτό. Ίσως.
Ενόσω έκανε τις διαδικαστικές δουλειές στο μπάνιο, σκεφτόταν ότι είχε καιρό να ασχοληθεί με την ποίησή του. Ποιητής που έχει μόνο εκκεντρικότητες αλλά δεν γράφει ποιήματα, ποιητής του κώλου είναι.
Όταν βγήκε απ’το μπάνιο βρήκε την Κορίνα να στέκεται ακόμα μπροστά στο παράθυρο. Είναι τσιτωμένη απόψε. Σίγουρα είναι τσιτωμένη. Έβγαλε τη ρόμπα του – μένοντας μόνο με μια μακριά μαύρη περισκελίδα και τις κομμένες χειροπέδες στους καρπούς του – και γλίστρησε κάτω απ’τα σκεπάσματα του μεγάλου, πολυτελούς κρεβατιού. Ο Λεονάρδος Ευστάθιος, αναμφίβολα, κοιμόταν άνετα εδώ όσο η βίλα ήταν ακόμα δική του. Τώρα είχε παραχωρήσει τη θέση του στον Κάδμο Ανθοτέχνη.
Ο ποιητής δεν μπορούσε να κοιμηθεί αμέσως. Είμαι κι εγώ πολύ τσιτωμένος, παρατήρησε ύστερα από μερικά λεπτά, αφού είχε χαμηλώσει το φως του δωματίου και στριφογυρίσει μερικές φορές πάνω στο μαλακό κρεβάτι. Να έβαζε το στρώμα να ζεσταθεί; Να το έβαζε να κρυώσει λιγάκι; (Το δωμάτιο ήταν, άλλωστε, αρκετά ζεστό από το αυτόματο σύστημα θέρμανσης.) Να το έβαζε να του κάνει μασάζ; Ήταν από εκείνα τα πανάκριβα στρώματα που ήταν φτιαγμένα από ειδικά υλικά και γεμισμένα με μηχανισμούς και κυκλώματα ώστε να μπορούν να τα κάνουν όλα αυτά. Ο Κάδμος δεν είχε ιδέα πώς. Δεν καταλάβαινε πολλά από περίπλοκη τεχνολογία.
Τελικά, αποφάσισε πως δεν χρειαζόταν το στρώμα να τον βοηθήσει σε τίποτα. Πήρε καθιστή θέση επάνω του βάζοντας ένα μαξιλάρι πίσω απ’την πλάτη του. Άναψε τσιγάρο.
Η Κορίνα ήταν ακόμα όρθια, μπροστά στο παράθυρο.
«Είναι αλήθεια ότι οι Θυγατέρες της Πόλης έχουν ένα παράξενο σημάδι κάτω απ’το δεξί πόδι;» τη ρώτησε.
Εκείνη στράφηκε να τον κοιτάξει. «Έχει καμια σημασία;»
«Είμαι περίεργος. Όλα τα υπόλοιπα που μου έχει πει ο Ερκάνης μού φαίνονται, το λιγότερο, υπερβολικά.» Όχι πως και η ίδια η Κορίνα δεν του φαινόταν υπερβολική, αλλά... υπό μια άλλη έννοια. Δεν περνούσε και μέσα από τοίχους! Μάλλον. Σωστά;
«Ναι,» του είπε, «έχουμε ένα σημάδι στο δεξί μας πόδι.»
«Στην πατούσα;»
«Ναι.»
«Και το έχεις κι εσύ αυτό το σημάδι, έτσι;»
«Δεν πιστεύεις ότι το έχω;»
«Λες ότι είσαι Θυγατέρα της Πόλης...» φύσηξε καπνό ο Κάδμος.
«Θέλεις να σ’το δείξω;»
«Μάλλον θα το θεωρούσες αγενές να σ’το ζητήσω.»
Η Κορίνα βάδισε προς το κρεβάτι του. Κάθισε στην άκρη. Σταύρωσε τα πόδια στο γόνατο. Έβγαλε το δεξί γοβάκι, κατέβασε τη μαύρη λεπτή κάλτσα. Έστρεψε το πέλμα του κοκκινόδερμου ποδιού της προς τον Κάδμο.
Το σημάδι ήταν εκεί. Το ίδιο που ο ποιητής είχε δει και στις σελίδες του βιβλίου του Ερκάνη. Δύο αλληλοσυνδεόμενες σπείρες, με μια διάκεντρο να τις ενώνει. Και λαμπύριζε αχνά, φωσφόριζε. Φαινόταν λαξεμένο, σαν κάποιος να το είχε χαράξει πάνω στο δέρμα της Κορίνας.
«Μα τον Κρόνο...» μουρμούρισε ο Κάδμος. «Γεννήθηκες μ’αυτό επάνω σου;»
«Δε γεννιέσαι μ’αυτό επάνω σου.» Η Κορίνα φόρεσε ξανά την κάλτσα της. «Εμφανίζεται κάποια στιγμή.» Φόρεσε το γοβάκι της.
«Πονάει;»
«Μερικές φορές.» Η Κορίνα σηκώθηκε απ’το κρεβάτι, βηματίζοντας μες στο δωμάτιο. «Γιατί δεν κοιμάσαι, Κάδμε;»
«Δεν ξέρω. Νιώθω μια νευρικότητα.» Τίναξε στάχτη στο τασάκι στο κομοδίνο.
«Κοιμήσου,» συμβούλεψε η Κορίνα. «Θα χρειαστείς τις δυνάμεις σου αύριο.»
«Εντάξει, μαμά.»
Αν η Κορίνα χαμογέλασε, δεν την είδε. Το φως του δωματίου ήταν χαμηλωμένο, άλλωστε, κι εκείνη συνέχιζε να βηματίζει. Κι εσύ είσαι νευρική απόψε. Είναι κολλητικό, άραγε;
Ο Κάδμος σηκώθηκε απ’το κρεβάτι και πήγε στο μικρό γραφείο παραδίπλα. Ποιητής που δεν γράφει ποιήματα, ποιητής του κώλου είναι, θύμισε στον εαυτό του. Και, πιάνοντας χαρτί και στυλογράφο, άρχισε να γράφει. Τελικά, είχε περισσότερη έμπνευση απόψε απ’ό,τι φανταζόταν. Όταν ξεκίνησε να σχηματίζει λέξεις, μετατράπηκαν σε ζωντανές οντότητες μες στο μυαλό του που η μία γεννούσε την άλλη, σ’έναν ατέρμονο, εκστατικό χορό.
Σύντομα, αισθάνθηκε μια παρουσία πάνω απ’τον ώμο του.
Λοξοκοίταξε την Κορίνα, ενοχλημένος. «Τι κάνεις εκεί;»
«Μ’αρέσει η ποίησή σου,» είπε η Κορίνα κοιτάζοντας τη σελίδα με ενδιαφέρον. Στεκόταν τόσο κοντά του που μπορούσε να νιώσει τη θερμότητα του σώματός της. Το στήθος της βρισκόταν πλάι στο αριστερό του μάγουλο. Προς στιγμή, ο Κάδμος αισθάνθηκε ερωτική επιθυμία γι’αυτήν.
«Μ’ενοχλεί να με κοιτάζουν ενώ γράφω,» της είπε. «Δε μπορώ να γράψω έτσι.»
Η Κορίνα απομακρύνθηκε, συνεχίζοντας να βηματίζει μες στο δωμάτιο, ανάβοντας τσιγάρο.
Ο Κάδμος τελείωσε το ποίημά του, εν μέρει, και τώρα αισθανόταν έτοιμος για ύπνο. Η ένταση τον είχε εγκαταλείψει. Ήταν γαλήνιος.
Επέστρεψε στο κρεβάτι, τραβώντας τα σκεπάσματα επάνω του. «Καληνύχτα, Κορίνα,» χασμουρήθηκε.
«Νύχτα...» Η φωνή της ίσα που ακούστηκε μες στο σκοτεινιασμένο δωμάτιο.
Ο Κάδμος, μετά από λίγο, κοιμόταν επάνω στο μεγάλο κρεβάτι χωρίς να κουνιέται.
Ο χώρος ήταν γεμάτος πυκνές σκιές.
Μια απ’αυτές τις σκιές ήταν η Κορίνα, που άλλοτε βημάτιζε, άλλοτε στεκόταν ακίνητη. Είχε προ πολλού σβήσει το τσιγάρο της (προτού ο Κάδμος πέσει για ύπνο) και δεν είχε ανάψει άλλο. Τελικά, πήγε και κάθισε στον σοφά στη γωνία σταυρώνοντας τα πόδια της στο γόνατο.
Περιμένοντας.
Μετά από καμια ώρα, μες στη βαθιά νύχτα, εκείνος που περίμενε ήρθε.
Η πόρτα του υπνοδωματίου άνοιξε αθόρυβα και μια σκοτεινή αντρική φιγούρα γλίστρησε μέσα. Στο χέρι της ένα ξιφίδιο γυάλιζε.
Ο δολοφόνος.
Προτού εισβάλει στο δωμάτιο, είχε χρησιμοποιήσει Ξόρκι Εντοπισμού Νοητικής Δραστηριότητος, το οποίο γνώριζε άριστα· και είχε ανιχνεύσει, πίσω από την κλειστή πόρτα, έναν ανθρώπινο νου να κοιμάται. Κανέναν άλλο. Ωραία, είχε σκεφτεί: ο στόχος είναι μόνος του. Το προτιμούσε έτσι, φυσικά, παρότι δεν θα δυσκολευόταν να σκοτώσει ακόμα έναν άνθρωπο εδώ, ή ακόμα κι άλλους δύο.
Ο δολοφόνος είχε ανοίξει την πόρτα και είχε περάσει το κατώφλι, πατώντας αθόρυβα πάνω στις μαλακές μπότες του.
Την Κορίνα η μαγεία του δεν την είχε εντοπίσει, κι αυτό δεν οφειλόταν σε έλλειψη ικανότητας από τη μεριά του δολοφόνου. Η Κορίνα είχε εσκεμμένα σταματήσει κάθε νοητική δραστηριότητα από τότε που ο Κάδμος κοιμήθηκε. Γιατί το ήξερε ότι ο δολοφόνος απόψε θα ερχόταν. Ή, τουλάχιστον, το θεωρούσε πολύ πιθανό.
Πριν από μέρες, ακολουθώντας τις ενεργειακές ροές της Ρελκάμνια με τη βοήθεια του αρχαίου φυλαχτού, είχε δει στο μέλλον τον ερχομό του σκοτεινού άντρα στο υπνοδωμάτιο του Κάδμου: τον είχε δει να κλείνει το στόμα του ποιητή με ένα γαντοφορεμένο χέρι και να του σκίζει τον λαιμό μ’ένα ξιφίδιο. Αλλά η Κορίνα δεν είχε καταφέρει να ξεχωρίσει ποια νύχτα ακριβώς θα γινόταν αυτό. Το φυλαχτό δεν την έκανε παντογνώστρια. Δεν ήταν ένα βιβλίο όπου ήταν γραμμένα όλα τα μελλούμενα. Ήταν η πύλη προς έναν αινιγματικό λαβύρινθο από ενεργειακές ροές. Και δεν ήταν πάντα εύκολο να πλοηγηθείς εκεί μέσα, ακόμα και για μια Θυγατέρα με τις ικανότητες της Κορίνας.
Έτσι, τις επόμενες ημέρες, η Κορίνα παρατηρούσε τα πολεοσημάδια· και σήμερα ήταν πολύ... αιχμηρά. Από το απόγευμα και μετά, τις θύμιζαν κοφτερές λεπίδες, απειλητικές φιγούρες· και τις έδειχναν προς τη μεριά του Κάδμου: εχθρικά όπλα στραμμένα στην καρδιά του...
Η Κορίνα φοβόταν ότι απόψε ο δολοφόνος της πλουτοκρατίας θα ερχόταν. Και ήταν προετοιμασμένη γι’αυτόν. Το περίμενε ότι, πιθανώς, θα έκανε Ξόρκι Εντοπισμού Νοητικής Δραστηριότητος προτού μπει στο δωμάτιο, αφού ήταν εκπαιδευμένος από το τάγμα των Διαλογιστών. Αυτοί όλο με κάτι τέτοια νοητικά ξόρκια ασχολιόνταν. Σίγουρα δεν θα χρησιμοποιούσε Ξόρκι Εντοπισμού Ζωτικής Ενέργειας.
Επομένως, η Κορίνα δεν είχε παρά να σταματήσει τις σκέψεις της. Και, μέσα στη μακροχρόνια ζωή της, είχε μάθει τεχνικές για να το κάνει αυτό.
Είχε γίνει αόρατη για την ανιχνευτική μαγεία του δολοφόνου.
Αλλά εκείνος δεν ήταν απρόσεχτος. Δεν βασιζόταν ποτέ απόλυτα στη μαγεία για να φέρνει σε πέρας τις αποστολές του. Έτσι, παρότι είχε εντοπίσει μόνο έναν κοιμώμενο νου μες στο δωμάτιο, πέρασε το κατώφλι πανέτοιμος για οτιδήποτε. Η πολεμική εκπαίδευσή του δεν τον άφηνε να χαλαρώσει. Το βλέμμα του δεν ήταν εστιασμένο μπροστά, στον κοιμισμένο – αυτός, αναμφίβολα, δεν ήταν επικίνδυνος – το βλέμμα του κοίταζε ολόγυρα–
–κι αμέσως είδε τη σκοτεινή μορφή που καθόταν στον γωνιακό σοφά.
Τράβηξε, στη στιγμή, το ενεργειακό πιστόλι απ’τον γοφό του – ένα όπλο που δεν έκανε θόρυβο όπως τα πυροβόλα.
Η Κορίνα είχε ήδη υψώσει το χέρι της, δείχνοντάς τον. «Σιραφάκ’ν!» σύριξε, και οι αόρατοι φίλοι της κινήθηκαν.
Ένας πίδακας αίματος τινάχτηκε απ’τον λαιμό του δολοφόνου ενώ εκείνος τραβούσε τη σκανδάλη.
Μια ριπή ενέργειας εκτοξεύτηκε απ’την κάννη του πιστολιού–
Η Κορίνα έκανε στο πλάι: η ριπή τη χτύπησε στον δεξή ώμο, καίγοντας το φόρεμά της και τη σάρκα της, τραντάζοντάς την σύγκορμη. Μια κραυγή βγήκε απ’τα χείλη της.
Ο Κάδμος ξύπνησε. Τινάχτηκε, πάνω στο κρεβάτι. Είδε δυο σκιερές φιγούρες αντίκρυ του: η μία πεσμένη στο πάτωμα, σπαρταρώντας αδύναμα, ενώ αίμα τιναζόταν απ’τον σκισμένο λαιμό της· η άλλη καθισμένη στον σοφά, διπλωμένη.
Ο Κάδμος άρπαξε το πιστόλι απ’το κομοδίνο του και, καθώς σηκωνόταν απ’το κρεβάτι, δυνάμωσε το χαμηλωμένο φως του δωματίου.
Αυτός που αιμορραγούσε στο πάτωμα ήταν ένας άντρας ντυμένος στα μαύρα, με κουκούλα στο κεφάλι η οποία είχε ανοίγματα μόνο για τα μάτια, τη μύτη, και το στόμα. Δίπλα του ήταν πεσμένα ένα ξιφίδιο κι ένα πιστόλι, καθώς πέθαινε.
Στον σοφά καθόταν η Κορίνα, και ο δεξής της ώμος ήταν φανερά χτυπημένος, το λεπτό φόρεμά της κατεστραμμένο εκεί, πέφτοντας κι αποκαλύπτοντας τον μαύρο στηθόδεσμο από μέσα.
Ο Κάδμος πήγε κοντά της. «Είσαι καλά; Μα τον Κρόνο, πρέπει να φωνάξω γιατρό!»
«Όχι!» τον πρόλαβε εκείνη, ξέπνοα, υψώνοντας το αριστερό της χέρι. «Περίμενε... Δεν είναι τίποτα.»
«Είσαι τραυματισμένη!»
«Δεν είναι τίποτα,» επέμεινε η Κορίνα, ξεροκαταπίνοντας, ατενίζοντάς τον ευθέως με τα γυαλιστερά πράσινα μάτια της. «Μια ενεργειακή ριπή ήταν μόνο. Σε λίγο θα είμαι καλά.»
«Σ’έχει κάψει!»
«Ηρέμησε, Κάδμε. Δεν είναι τίποτα, σου λέω.» Η Κορίνα σηκώθηκε όρθια, κοιτάζοντας τον πεσμένο κουκουλοφόρο.
«Αυτός ήταν;» ρώτησε ο Κάδμος. «Αυτός ήταν ο δολοφόνος;»
«Ναι.» Η Κορίνα τον πλησίασε. Τράβηξε την κουκούλα απ’το κεφάλι του, φανερώνοντας ένα χρυσόδερμο πρόσωπο με ελάχιστα πράσινα μαλλιά, κοντοκουρεμένα πάνω στο κρανίο του.
«Από πού μπήκε, μα τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος;» είπε ο Κάδμος. «Απ’την πόρτα;»
«Απ’την πόρτα.»
«Και οι φρουροί απέξω;» Ο Κάδμος τινάχτηκε ώς το κατώφλι, κοιτάζοντας πέρα απ’αυτό.
Στον διάδρομο ήταν πεσμένοι οι τέσσερις φρουροί, με τους λαιμούς τους σκισμένους. Πώς ήταν δυνατόν ο δαιμονισμένος να τους είχε σκοτώσει χωρίς να κάνει φασαρία;
Ο Κάδμος στράφηκε στην Κορίνα ξανά. «Νεκροί...»
Εκείνη ένευσε κι άναψε τσιγάρο. «Αναμενόμενα.»
«Είσαι καλά, σίγουρα; Να μη φωνάξω γιατρό;»
«Σου είπα, Κάδμε: δε χρειάζεται.»
Ο Κάδμος κοίταξε τον ώμο της συνοφρυωμένος. Το κάψιμο εκεί τού φαινόταν καλύτερα από πριν. Ή, μήπως, είναι η ιδέα μου;
«Η Πόλη θα με φροντίσει,» είπε η Κορίνα. Τι εννοούσε;
«Πρέπει, πάντως, να φωνάξω κάποιους για να μαζέψουν τους νεκρούς,» είπε ο Κάδμος.
«Εννοείται.» Η Κορίνα κάθισε πάλι στον σοφά, μοιάζοντας πολύ πιο ήρεμη τώρα. Δεν υπήρχε καμια ανησυχία στο πρόσωπό της. Είχε κάπως προδεί ότι απόψε θα ερχόταν ο δολοφόνος; αναρωτήθηκε ο Κάδμος. Οι Θυγατέρες, πράγματι, έβλεπαν το μέλλον;
«Θα στέκεσαι και θα με κοιτάς;» τον ρώτησε η Κορίνα.
«Σου χρωστάω τη ζωή μου.» Πλησίασε τον σοφά.
Η Κορίνα τράβηξε καπνό απ’το τσιγάρο της, τον φύσηξε απ’τα ρουθούνια. «Μην το κάνεις θέμα. Αλλά να το θυμάσαι.»
Ο Κάδμος χαμογέλασε. «Δε σε καταλαβαίνω, Κορίνα,» είπε γονατίζοντας στο ένα γόνατο μπροστά της, κοιτάζοντας το πρόσωπό της ερευνητικά. «Κινδύνεψες να σκοτωθείς απόψε...»
«Δε θα μπορούσα ποτέ να σ’αφήσω να πεθάνεις, Κάδμε.»
«Γιατί;»
«Είσαι ένα ποίημά μου.»
«Δε σε καταλαβαίνω...» είπε πάλι ο Κάδμος, ενώ παρατηρούσε, έκπληκτος, ότι το κάψιμο στον ώμο της είχε σχεδόν εξαφανιστεί!
«Φαντάσου να ήσουν αθάνατος – να μη μπορούσες να πεθάνεις από γεράματα – και, συγχρόνως, να ήσουν καταδικασμένος να περιπλανιέσαι ατέρμονα, να μη μπορούσες να σταματήσεις πουθενά. Το φαντάζεσαι;»
«Δεν είμαι σίγουρος ότι τα καταφέρνω, Κορίνα...»
«Μην προσπαθείς, λοιπόν, να με καταλάβεις.»
Θα ήθελα, όμως, σκέφτηκε ο Κάδμος. Θα ήθελα να σε καταλάβω! Κι αναρωτήθηκε αν είχε αρχίσει να την ερωτεύεται. Ήταν δυνατόν; Όχι, δεν ήταν.
Σηκώθηκε όρθιος και πλησίασε τον τηλεπικοινωνιακό δίαυλο στο γραφείο. Κάλεσε τους φρουρούς στο υπνοδωμάτιό του για να μαζέψουν τους νεκρούς.
Οι άντρες και οι γυναίκες που ήρθαν τρέχοντας έμοιαζαν να μη μπορούν να πιστέψουν στα μάτια τους. «Μόνο αυτός ήταν;» ρώτησε ένας, δείχνοντας τον φονιά. «Μόνο αυτός σκότωσε και τους τέσσερις απέξω χωρίς ν’ακούσουμε τίποτα;»
«Θα έπρεπε να τον είχατε αποτρέψει απ’το να μπει!» τους είπε αυστηρά ο Κάδμος.
Οι φρουροί μίλησαν σχεδόν ταυτόχρονα: «Μας συγχωρείτε, Εξοχότατε, αλλά...» «Πρέπει να ήταν πολύ καλός.» «Ίσως να είχε βοήθεια που μετά έφυγε... Βοήθεια από μέσα.»
«Τέλος πάντων!» τους διέκοψε ο Κάδμος. «Μαζέψτε τους νεκρούς. Κι αυτόν» – έδειξε τον δολοφόνο – «μην τον κάψετε. Βάλτε τον στην ψύξη. Τον θέλω.»
Όταν οι φρουροί είχαν πάρει τα πτώματα, ο Κάδμος στράφηκε ξανά στην Κορίνα που ακόμα καθόταν στον σοφά. «Νομίζεις ότι μπορεί να είχε βοήθεια εκ των έσω;»
Η Θυγατέρα της Πόλης κούνησε το κεφάλι. «Δεν είχε βοήθεια· μόνος του ήταν. Ήταν άριστα εκπαιδευμένος, Κάδμε, και μάγος του τάγματος των Διαλογιστών.»
Ο Κάδμος συνοφρυώθηκε κοιτάζοντάς την. «...Και πώς τον σκότωσες, αλήθεια; Ο λαιμός του ήταν κομμένος όταν ξύπνησα... σαν από λεπίδα... Αλλά ήσουν στον σοφά, Κορίνα, μακριά απ’αυτόν... και δεν κρατούσες όπλο. Δεν έχεις κανένα όπλο επάνω σου, έτσι δεν είναι;» Δε νόμιζε ότι κάτω απ’το λεπτό φόρεμά της κρυβόταν τίποτα περισσότερο από τα εσώρουχά της.
Η Κορίνα δεν μίλησε.
Ο Κάδμος είπε, ακόμα συνοφρυωμένος. «Τον σκότωσες όπως τον Ουμπέρτο Γαλανό, έτσι δεν είναι; Τον σκότωσες... χωρίς να τον αγγίζεις...»
«Τι σημασία έχει, Κάδμε; Είναι νεκρός τώρα. Και είμαστε ασφαλείς απ’αυτόν.»
«Υπάρχει κάποιο κρυφό όπλο που σκοτώνει έτσι;»
«Καλύτερα να κοιμηθείς,» του είπε η Κορίνα. «Αύριο έχεις πολλά να κάνεις.» Σηκώθηκε απ’τον σοφά και, βαδίζοντας κουρασμένα, βγήκε απ’το υπνοδωμάτιο.
Οι Νομάδες των Δρόμων, καταυλισμένοι, ακούνε τα νέα για τον πόλεμο στην Έκθυμη, καθώς και άλλα νέα που προμηνύουν περισσότερες ταραχές και συγκρούσεις· κι όταν ξεκινάνε πάλι το ατέρμονο ταξίδι τους, η Εύνοια τούς οδηγεί μέσα σ’έναν από τους κρυφούς δρόμους ο οποίος θα αποκαλύψει ένα τρομερό μέλλον στη Μιράντα...
Οι Νομάδες έμεναν στην Πλατεία των Παλαιών Αριστοκρατών ετούτες τις ημέρες. Φαινόταν για καλό μέρος στην Κυρά των Δρόμων. Είχε αρκετή κίνηση χωρίς νάχει πολλή φασαρία. Και συνεχώς άκουγαν νέα για την κατάσταση στη Β’ Ανωρίγια Συνοικία και στην Έκθυμη, στις βόρειες όχθες του Ριγοπόταμου, αλλά και για την κατάσταση εδώ, στην Α’ Κατωρίγια Συνοικία.
Ο Πολιτάρχης της Α’ Κατωρίγιας ανησυχούσε, έλεγαν σε όλα τα μέσα μαζικής πληροφόρησης· αλλά τα ίδια λόγια έρχονταν κι από τους δρόμους, σαν άνεμος, μέσα από τα στόματα ταξιδιωτών, εμπόρων, πλανόδιων, και ανθρώπων της Φρουράς. Ο Πολιτάρχης Σελασφόρος Χορονίκης έβλεπε τους επαναστάτες της Β’ Ανωρίγιας και τον Αλυσοδεμένο Ποιητή με καχυποψία. Με φόβο. Και, κρίνοντας από την απόφασή τους να επιτεθούν στην Έκθυμη, φαινόταν να υποπτεύεται ότι μπορεί να επιτίθονταν και αλλού. Ακόμα και στην ίδια την Α’ Κατωρίγια. Δεν ήταν δύσκολο, άλλωστε. Η Β’ Ανωρίγια είχε στόλο που μπορούσε άνετα να διασχίσει τον πλατύ Ριγοπόταμο. Αλλά, εκτός αυτού, υπήρχαν επίσης γέφυρες που, συνδέοντας νησιά του γιγάντιου ποταμού, συνέδεαν τελικά τις βόρειες με τις νότιες όχθες του. Μια σειρά απ’αυτές τις γέφυρες συνέδεε τη Β’ Ανωρίγια Συνοικία με την Α’ Κατωρίγια. Ο Πολιτάρχης, έλεγαν στις ειδήσεις, είχε προστάξει τη Φρουρά να φυλά πολύ προσεχτικά το συγκεκριμένο πέρασμα από το σημείο και μετά που ανήκε στην Α’ Κατωρίγια.
Οι μέρες περνούσαν και ο πόλεμος της Β’ Ανωρίγιας με την Έκθυμη συνεχιζόταν. Η Εύνοια, όμως, δεν έβλεπε τίποτα ανησυχητικά πολεοσημάδια ακόμα γύρω από τους Νομάδες, έτσι δεν τους πρόσταξε να φύγουν. Η ζωή στην Πλατεία των Παλαιών Αριστοκρατών εξακολουθούσε να είναι καλή γι’αυτούς, και οι τοπικές αρχές δεν τους είχαν ζητήσει να εγκαταλείψουν το μέρος.
Ο Θόρινταλ διάβαζε τον Τόμο των Αόρατων Δρόμων και, παρότι ήταν αρκετά μεγάλος, αριθμώντας 888 σελίδες, έφτανε πλέον στο τέλος του. Αλλά, όπως είπε στη Μιράντα, δε νόμιζε ότι μπορούσε να βγάλει κανένα συμπέρασμα. Αυτοί οι άνθρωποι που είχαν ακολουθήσει τους κρυφούς δρόμους έμοιαζε, εκείνη την ώρα, να βρίσκονταν σε κάποιου είδους διαφορετική κατάσταση αντίληψης. Όπως όταν εγώ διακρίνω πνευματικές οντότητες με τα θολωμένα γυαλιά μου, σκεφτόταν ο Θόρινταλ. Αλλά δεν είχε, επί του παρόντος, καμια ιδέα πώς να κάνει τον εαυτό του να βλέπει «κρυφούς δρόμους».
Αναρωτήθηκε μήπως η Βιολέτα μπορούσε ίσως να ανιχνεύσει, με τις δικές της μεθόδους, τους κρυφούς δρόμους. Και ρώτησε τη Μιράντα αν θα την πείραζε να της το ζητήσει, και να της δώσει κι εκείνης να διαβάσει τον Τόμο. Η Μιράντα αποκρίθηκε ότι, όχι, δεν θα την πείραζε.
Ο Θόρινταλ, έτσι, πλησίασε την άλλη σαμάνο και της μίλησε για το θέμα. Η Βιολέτα τον κοίταζε συλλογισμένη. «Δεν ξέρω,» είπε, «αν μπορώ να κάνω κάτι. Τι ακριβώς είναι εκείνο που ψάχνεις, Θόρινταλ;» Το ενδιαφέρον της έμοιαζε να έχει κεντριστεί – το φανέρωνε η ένταση στην ένρινη φωνή της και ο τρόπος που τον κοίταζαν τα στενά μάτια της – αλλά δεν πρέπει να μπορούσε να καταλάβει απόλυτα τι ήταν το ζητούμενο.
Ο Θόρινταλ τής έδωσε να διαβάσει ένα κομμάτι από τον Τόμο των Αόρατων Δρόμων καθώς κάθονταν έξω απ’τη σκηνή της· και η Βιολέτα, αφού το διάβασε, είπε: «Δεν έχω ποτέ συναντήσει κάτι παρόμοιο.»
«Δε θα μπορούσες με τη μαγεία σου να διακρίνεις κάποιον από αυτούς τους δρόμους;»
«Μπορώ, μέσα από τα σχήματα που ζωγραφίζω, να μαθαίνω πολλά, αλλά πρέπει να ξέρω περίπου τι αναζητώ. Αυτοί οι αόρατοι δρόμοι με μπερδεύουν, Θόρινταλ. Είναι... Ίσως να είναι κάτι που θα το έβλεπε μόνο η Εύνοια. Η Μιράντα γιατί ζήτησε από εσένα να τους βρεις;»
«Δε μου ‘ζήτησε’ ακριβώς να τους βρω. Μου ζήτησε να δω πώς θα μπορούσε ένας συνηθισμένος άνθρωπος να τους ακολουθήσει – κάποιος που δεν είναι Θυγατέρα της Πόλης.»
«Η Μιράντα, δηλαδή, μπορεί να ξεχωρίσει τους αόρατους δρόμους;»
«Μπορεί, αλλά θέλει να μάθει περισσότερα γι’αυτούς. Είναι μπερδεμένη ιστορία, Βιολέτα.»
«Θα το σκεφτώ. Όμως δεν υπόσχομαι ότι θα καταφέρω κάτι.»
Το ίδιο απόγευμα, οι Νομάδες έμαθαν από τα ραδιόφωνα και τους τηλεοπτικούς δέκτες τους ότι ο Πολιτάρχης Σελασφόρος Χορονίκης αποφάσισε να κλείσει τα σύνορα της Α’ Κατωρίγιας προς τη Β’ Ανωρίγια. Δε θα δεχόταν κανέναν από εκεί, έμπορο ή ταξιδιώτη. Σύμφωνα με τις φήμες, φοβόταν ότι μπορεί δολιοφθορείς να γλιστρούσαν μέσα στην Α’ Κατωρίγια Συνοικία για να τη βλάψουν.
Οι φρουροί άρχισαν να είναι αισθητά περισσότεροι στους δρόμους της, καθώς ο πόλεμος της Β’ Ανωρίγιας με την Έκθυμη συνεχιζόταν.
Και η Μιράντα διέκρινε στα σημάδια της Πόλης ότι παντού κατάσκοποι περιφέρονταν, παρατηρώντας, παρακολουθώντας. Κάποιοι, μάλιστα, παρακολουθούσαν και τους Νομάδες των Δρόμων, και τους υποπτεύονταν.
Η Εύνοια τούς είχε διακρίνει επίσης, ασφαλώς.
Παίρνοντας τη Μιράντα στη σκηνή της, το μεσημέρι, της είπε: «Νομίζεις ότι τώρα θα ήταν, ίσως, η κατάλληλη στιγμή για να φύγουμε;»
«Μόνο αν θες οι Νομάδες να φανούν ύποπτοι στα μάτια του Πολιτάρχη της Α’ Κατωρίγιας και των ανθρώπων του.»
Η Εύνοια συνοφρυώθηκε. «Έχεις δίκιο. Πρέπει να τους αποδείξουμε ότι δεν είμαστε ούτε δολιοφθορείς της Β’ Ανωρίγιας ούτε κατάσκοποι.»
«Δηλαδή,» είπε η Μιράντα, «να κάνετε ό,τι κάνετε πάντα.»
«Εσένα δεν σε πειράζει που μένουμε ακίνητοι τόσες μέρες;»
Η Μιράντα ήξερε ότι τη ρωτούσε, ουσιαστικά, για τους κρυφούς δρόμους. «Δε θα σας αναγκάσω να ταξιδέψετε για χάρη μου, Εύνοια.»
«Αν μου ζητούσες να φύγουμε, θα φεύγαμε, Μιράντα· το ξέρεις.»
«Το ξέρω,» ένευσε η Μιράντα.
«Έχεις κάνει καμια προσπάθεια ν’ακολουθήσεις τους κρυφούς δρόμους μόνη σου;»
«Όχι.»
«Λόγω της Κορίνας...»
«Εννοείται. Επιπλέον, θα πρέπει να κινηθώ πολύ μέσα στους κρυφούς δρόμους για να τους καταλάβω, Εύνοια. Δε φτάνει να ακολουθήσω έναν, όπως σου είπα. Και ούτε νομίζω ότι μπορώ να τους κατανοήσω με απλή παρατήρηση. Η φύση τους είναι... πρακτική.»
«Έτσι, όμως, είναι σαν η Κορίνα να σ’έχει ακινητοποιήσει,» είπε η Εύνοια.
«Ναι,» παραδέχτηκε η Μιράντα ύστερα από μερικές στιγμές σιγής, «έτσι είναι.»
«Δε θα μείνουμε για πολύ ακόμα εδώ,» της υποσχέθηκε η Εύνοια. «Και μετά, ταξιδεύοντας, θ’ακολουθήσουμε τους κρυφούς δρόμους.» Και βγήκε ξανά απ’τη σκηνή της.
*
Ο πόλεμος της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας με την Έκθυμη δεν κράτησε πολλές μέρες. Προτού οι Νομάδες των Δρόμων φύγουν από την Πλατεία των Παλαιών Αριστοκρατών είχε τελειώσει. Η Β’ Ανωρίγια είχε νικήσει, έλεγαν τα μέσα μαζικής πληροφόρησης. Η Έκθυμη ήταν πλέον κατακτημένη από τους επαναστάτες της Β’ Ανωρίγιας. Και ο Κάδμος Ανθοτέχνης είχε δώσει υποσχέσεις στον λαό της Έκθυμης ότι τα πάντα θα ήταν καλύτερα εκεί, τώρα που οι διεφθαρμένοι πολιτικοί της περιοχής είχαν χάσει τη δύναμή τους. Ωστόσο, αρκετοί έμοιαζε να το αμφιβάλλουν αυτό. Μιλούσαν για εγκληματίες και συμμορίες που τούτες τις μέρες λυμαίνονταν τους δρόμους της Έκθυμης.
Ο Αλυσοδεμένος Ποιητής είχε, επίσης, ζητήσει από τον Πολιτάρχη της Α’ Κατωρίγιας να ανοίξει τα σύνορά της συνοικίας του προς τη Β’ Ανωρίγια· και το ίδιο είχε ζητήσει κι από τον Πολιτάρχη της Β’ Κατωρίγιας, που είχε κι αυτός ακολουθήσει την τακτική του Σελασφόρου Χορονίκη (ή ίσως ο Χορονίκης να είχε ακολουθήσει τη δική του τακτική· κανείς δεν ήταν βέβαιος, καθώς τα σύνορα των δύο Κατωρίγιων Συνοικιών είχαν κλείσει σχεδόν συγχρόνως προς τη Β’ Ανωρίγια). Οι δύο Πολιτάρχες αρνήθηκαν να ικανοποιήσουν το αίτημα του Κάδμου Ανθοτέχνη, δηλώνοντας πως δεν ήθελαν επαφές με ένα καθεστώς που είχε, δια της βίας, σφετεριστεί την εξουσία. Η Πολιτάρχης της Α’ Ανωρίγιας Συνοικίας είχε επίσης κλείσει τα σύνορά της προς τη Β’ Ανωρίγια, και ο Κάδμος Ανθοτέχνης μιλούσε τώρα, μέσω των μέσων μαζικής πληροφόρησης, για εσκεμμένη ενέργεια αποκλεισμού του λαού του από διεφθαρμένους πολιτικούς που υποστήριζαν την εξόριστη πλουτοκρατία της Β’ Ανωρίγιας.
Πολλοί σχολιαστές και δημοσιογράφοι στην Α’ Κατωρίγια Συνοικία προέβλεπαν επικείμενο πόλεμο αν η κατάσταση δεν μπορούσε να αμβλυνθεί. Και ορισμένοι ήταν υπέρ του πολέμου: ισχυρίζονταν πως οι άλλες τρεις συνοικίες του Ριγοπόταμου έπρεπε να ενωθούν ώστε να ξεπαστρέψουν αυτόν τον Αλυσοδεμένο Ποιητή και τους επαναστάτες του, γιατί αλλιώς κανείς δεν θα ήταν ασφαλής. Άλλοι πάλι ήταν κατά του πολέμου: ισχυρίζονταν ότι έπρεπε να γίνει κάποιος συμβιβασμός, κάποια συνεννόηση με τον Αλυσοδεμένο Ποιητή, ώστε να μη χαθούν περισσότερες ζωές· με το να αποκλείουν τη Β’ Ανωρίγια, μόνο οργή εξέθρεφαν.
«Σ’το είχα πει, δεν σ’το είχα πει;» είπε η Μιράντα στην Εύνοια. «Όταν μεγάλες αναταραχές γίνονται στη μία από τις συνοικίες του Ριγοπόταμου, σύντομα οι αναταραχές εξαπλώνονται και στις άλλες τρεις.»
«Νομίζεις ότι όντως θα γίνει πόλεμος εδώ;»
«Ο αέρας ο ίδιος μυρίζει πόλεμο, Αδελφή μου.»
Την επόμενη μέρα, οι Νομάδες των Δρόμων διέλυσαν τον καταυλισμό τους στην Πλατεία των Παλαιών Αριστοκρατών και ξεκίνησαν να ταξιδεύουν. Η Εύνοια, παρατηρώντας τα πολεοσημάδια, τους οδήγησε προς τα ανατολικά, προς την περιφέρεια της Α’ Κατωρίγιας που ονομαζόταν Ατμοφόρος. Λίγο πριν από το μεσημέρι, όμως, ενώ πλησίαζαν στην Ατμοφόρο, η Εύνοια άρχισε ν’ακολουθεί τα σημάδια της Πόλης χωρίς να έχει συγκεκριμένο προορισμό στον νου της. Άρχισε ν’ακολουθεί έναν από τους κρυφούς δρόμους που σχηματίζονταν από αυτά. Οι Νομάδες, φυσικά, το ήξερε πως θα αντιλαμβάνονταν αμέσως τη διαφορά. Η πορεία τους θα έπαυε να είναι εύκολη, θα έπαυε να είναι όλο ευνοϊκές συμπτώσεις. Θα γινόταν παράξενη με άσχημο τρόπο· εφιαλτική, ίσως, κάπου-κάπου· ένα χαοτικό, λαβυρινθώδες όνειρο. Αλλά η Εύνοια είχε υποσχεθεί στη Μιράντα ότι θα τη βοηθούσε. Κι αυτή τη στιγμή οι Νομάδες ήταν το μοναδικό όπλο που είχε η Μιράντα για να αντιμετωπίσει την Κορίνα.
Και η Κορίνα είναι όντως επικίνδυνη. Το είδα κι εγώ, από μόνη μου. Επιπλέον, η Μιράντα έλεγε πως η Κορίνα ευθυνόταν για τις αναταραχές στις τέσσερις συνοικίες του Ριγοπόταμου. Η Κορίνα ευθυνόταν για τους πολέμους εδώ. Το είχε διακρίνει μέσα από τα σημάδια της Πόλης. Η οξυδέρκεια της Μητέρας μου είναι πολύ μεγαλύτερη από τη δική μου. Ή ίσως απλά να ξέρει την Κορίνα καλύτερα από εμένα – πράγμα φυσικό, αφού η Εύνοια μόνο μία φορά την είχε συναντήσει. Και η ανάμνηση εκείνης της συνάντησης έκανε τις τρίχες της να ορθώνονται... Αυτοί οι αόρατοι δαίμονες που σκότωναν ανθρώπους...
Η Μιράντα βάδιζε τώρα πλάι στην Εύνοια, καθώς οι δυο τους προπορεύονταν μέσα στο πλήθος των Νομάδων· και η Εύνοια τη ρώτησε: «Τι νομίζεις για τούτο τον δρόμο;»
«Δεν πρέπει νάναι ο ίδιος που ακολουθήσαμε την προηγούμενη φορά.» (Ο Δρόμος της Θεραπείας, είχε αποφασίσει να τον αποκαλεί η Μιράντα.) «Έτσι μου φαίνεται, τουλάχιστον.»
Η Εύνοια ένευσε. «Συμφωνώ.»
Ο Θόρινταλ, που βρισκόταν πολύ πιο πίσω από τις δύο Θυγατέρες, μέσα στο πλήθος των Νομάδων, είχε παρατηρήσει, όπως κι οι άλλοι, ότι κάτι είχε αλλάξει στην πορεία τους. Και σκέφτηκε: Το κάνουν ξανά. Ακολουθούν κάποιον κρυφό δρόμο.
«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε η Λάρνια, που ήταν δίπλα του, μαζί με τον Εύθυμο και τον Ρίμναλ (τον οποίο κανείς δεν εμπιστευόταν ακόμα αλλά τον ανέχονταν πιο εύκολα πλέον).
«Θα μάθω,» είπε ο Θόρινταλ, και βάδισε γρήγορα ανάμεσα στο πλήθος, κατευθυνόμενος προς την αρχή του.
Η Λάρνια τον ακολούθησε· το ίδιο κι ο Εύθυμος κι ο Ρίμναλ.
Όταν βρίσκονταν κοντά στην Εύνοια, τα Πνεύματα των Δρόμων τούς ρώτησαν τι ήθελαν.
«Να μιλήσω στην Εύνοια και στη Μιράντα,» είπε ο σαμάνος.
«Οι άλλοι τι ζητάνε εδώ;» ρώτησε ο Βόσριλαμ ο Σάρντλιος, που είχε πρόσφατα μονομαχήσει με την Ηχώ για την αρχηγία των Πνευμάτων και είχε χάσει.
«Τίποτα συγκεκριμένο.»
«Εσύ» – ο Βόσριλαμ έδειξε τον Ρίμναλ – «απομακρύνσου. Εξαφανίσου!»
Ο Ρίμναλ ύψωσε τα χέρια του. «Βλέπεις όπλα;»
«Φύγε,» του είπε ο Σάρντλιος, απειλητικά. «Τώρα.»
Ο Ρίμναλ αποχώρησε, γυρίζοντας την πλάτη του απότομα, φανερά τσαντισμένος.
Τους άλλους τα Πνεύματα των Δρόμων τούς άφησαν να περάσουν, έτσι ο Θόρινταλ πλησίασε την Εύνοια και τη Μιράντα στην αρχή των Νομάδων.
«Ακολουθείτε κάποιον από τους δρόμους;» ρώτησε, γνωρίζοντας πως δεν χρειαζόταν να διευκρινίσει σε ποιους δρόμους αναφερόταν.
«Ναι,» αποκρίθηκε η Μιράντα.
«Και τι θα γίνει στο τέλος του;»
«Αυτό θα το ανακαλύψουμε όταν φτάσουμε εκεί, Θόρινταλ.»
*
Έφτασαν στο τέλος του αόρατου δρόμου ύστερα από καμια ώρα. Η Μιράντα αισθάνθηκε το δεξί της πόδι, το πόδι με το σημάδι των Θυγατέρων στο πέλμα, να κολλά στο πλακόστρωτο σαν κάτι να το μαγνήτιζε εκεί. Και παντού γύρω της ένιωθε ισχυρές ενέργειες να δονούν το νευρικό της σύστημα.
Το μυαλό της τρανταζόταν. Ήταν σαν να βρισκόταν ξαφνικά μέσα σε μια αρχέγονη θάλασσα παλλόμενης ενέργειας, μην έχοντας από πουθενά να πιαστεί.
Ο κόσμος διαλύθηκε ολόγυρά της όπως ένας ραγισμένος καθρέφτης, και το κάθε θραύσμα του αντανακλούσε και κάτι διαφορετικό. Ένας δυνατός άνεμος φυσούσε από το Πουθενά, και η Μιράντα ήξερε, ενστικτωδώς, ότι ήταν ένας άνεμος του μέλλοντος. Ήταν τόσο ισχυρός που δεν μπορούσε ν’αντισταθεί στο φύσημά του. Την τράβηξε μαζί του, την παρέσυρε, ανάμεσα στα θραύσματα...
Η Μιράντα άπλωσε τα χέρια της προσπαθώντας ν’αρπάξει κάποιο απ’αυτά, για να δει το περιεχόμενό του, να δει τι αντανακλάτο εντός του. Δεν ήταν τόσο εύκολο να τα παγιδέψει μες στα δάχτυλά της όσο φανταζόταν, αλλά τελικά κατάφερε να πιάσει ένα, ύστερα από τρεις αποτυχημένες προσπάθειες. Και, ενώ ο άνεμος ακόμα την παρέσερνε, έφερε το θραύσμα μπροστά στα μάτια της. Θύμιζε κρύσταλλο. Ένα παγωμένο δάκρυ. Και μέσα του φαινόταν–
Το θραύσμα τράβηξε τη Μιράντα στο εσωτερικό του, τη ρούφηξε, καταπίνοντας το μυαλό της.
Της φανέρωσε έναν κόσμο του μέλλοντος.
*
Η Εύνοια ένιωσε το σημάδι στο δεξί της πόδι να φλέγεται και να κολλά με δύναμη στον δρόμο από κάτω της. Είχαν φτάσει στο πέρας του κρυφού δρόμου! Είχαν έρθει σε επαφή με την ενεργειακή φύση της Ρελκάμνια! Η Εύνοια αισθανόταν τον κόσμο φορτισμένο ολόγυρά της. Αισθανόταν αρχέγονες ενέργειες να γαργαλούν τα νεύρα της, το μυαλό της.
Έκανε να γυρίσει για να κοιτάξει τη Μιράντα–
–και αυτή η κίνησή της είχε ως αποτέλεσμα ο χώρος να διαλυθεί σε μυριάδες θραύσματα, τρομοκρατώντας την, παραλύοντας τη νόησή της.
Ένας άνεμος βούιζε μες στ’αφτιά της, τρελαίνοντάς την, παρασέρνοντάς την μακριά, ενώ τα θραύσματα στροβιλίζονταν με μανία. Μέσα τους η Εύνοια έβλεπε αντανακλάσεις, κομμάτια της Ρελκάμνια, και είχε την εντύπωση ότι ο άνεμος δεν την παρέσερνε προς κάποια κατεύθυνση μέσα στον χώρο αλλά μέσα στον χρόνο. Προσπάθησε να σταματήσει τον εαυτό της, να μείνει εκεί όπου ήταν, φοβούμενη ότι θα χανόταν. Τα χέρια της πάλεψαν να γραπωθούν από τα στροβιλιζόμενα θραύσματα της Ρελκάμνια, αλλά αυτά όλο τής γλιστρούσαν. Προς στιγμή νόμιζε πως είχε κατορθώσει να πιάσει ένα, όμως έφυγε ανάμεσα από τα δάχτυλά της.
ΜΙΡΑΝΤΑ! φώναξε. Πού είσαι, Αδελφή μου; Πού είσαι, Μιράντα;
Και μετά–
–τινάχτηκε έξω!
*
Ο Θόρινταλ τις είδε και τις δύο να σταματούν απότομα σαν κάτι να είχε αρπάξει τα πόδια τους από κάτω, σαν αόρατα χέρια να είχαν ξεπροβάλει απ’το πλακόστρωτο και να είχαν γραπώσει τους αστραγάλους τους.
Χαμηλώνοντας το βλέμμα του διαπίστωσε ότι το δεξί τους πόδι ήταν που έμοιαζε περισσότερο να έχει ακινητοποιηθεί, να έχει κοκαλώσει στη θέση του. Το πόδι όπου έχουν το σημάδι.
Πρέπει να φτάσαμε στο τέλος του κρυφού δρόμου!
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ξανά η Λάρνια.
«Γιατί σταμάτησαν;» είπε ο Εύθυμος.
Ο Θόρινταλ τούς άκουσε περιφερειακά μόνο, μη δίνοντάς τους σημάδια. Το βλέμμα του ήταν στραμμένο αποκλειστικά στις δύο Θυγατέρες.
Τα μάτια τους ήταν ορθάνοιχτα, παρατήρησε, χωρίς να βλεφαρίζουν. Τα πρόσωπά τους ήταν τσιτωμένα. Σαν να είχαν παγώσει.
«Εύνοια;» είπε η Σορέτα, η σύζυγος του Δεινοχάρη, που στεκόταν λίγο πιο πίσω, έχοντας κι αυτή σταματήσει να βαδίζει όπως όλοι τους. «Είσαι καλά, Εύνοια;» Πλησίασε την Κυρά των Δρόμων.
Ο Θόρινταλ ύψωσε το χέρι του μπροστά της. «Περίμενε! Μην την ενοχλήσεις.»
«Γιατί; Τι είναι; Τι έπαθε; Τι έπαθαν κι οι δυο τους;»
«Περίμενε λίγο, Σορέτα. Ίσως να τις βλάψεις αν τις ενοχλήσεις τώρα.»
Τον ατένισε συνοφρυωμένη. «Τι συμβαίνει, Θόρινταλ;»
«Περίμενε,» επανέλαβε μονάχα εκείνος. Και, θολώνοντας τα γυαλιά του, τα φόρεσε ενώ έδιωχνε απ’το μυαλό του κάθε σκέψη, κάθε συναίσθημα. Οι μορφές των πνευμάτων αποκαλύφθηκαν μπροστά του. Τα είδε να στροβιλίζονται μανιασμένα γύρω απ’τους Νομάδες, σαν κάτι να τα είχε ανησυχήσει, ή τρομάξει, ή διεγείρει υπερβολικά. Το τέλος του κρυφού δρόμου; Ή είναι κάτι άλλο; Έπαθαν, μήπως, κακό οι δύο Θυγατέρες; Αν ναι, τότε ο Θόρινταλ δεν μπορούσε να φανταστεί τι να κάνει για να τις βοηθήσει.
«Μα δεν κουνιούνται!» είπε η Σορέτα, και είχαν αρχίσει τώρα κι άλλα Πνεύματα των Δρόμων να μιλάνε.
«Περιμένετε!» τους είπε ο σαμάνος, έντονα. «Περιμένετε. Ή μήπως θέλετε να βλάψετε, κατά λάθος, την Εύνοια;» Αυτό τούς έκανε να μαζευτούν. Όλοι τους αγαπούσαν την Κυρά των Δρόμων.
Ο Θόρινταλ περίμενε τις δύο Θυγατέρες να κουνηθούν, να αντιδράσουν κάπως. Κάντε κάτι! Κάτι, γαμώτο!
Η Μιράντα, ύστερα από λίγο, κινήθηκε:
Σωριάστηκε στο πλακόστρωτο σαν όλες οι αρθρώσεις του σώματός της να είχαν ξαφνικά λυθεί.
«Μιράντα!» Ο Θόρινταλ γονάτισε αμέσως δίπλα της. «Μιράντα!» Σήκωσε το κεφάλι της στην αγκαλιά του. Τα μάτια της ήταν κλειστά τώρα· δεν πρέπει να τον καταλάβαινε.
«Θόρινταλ...» Ένα χέρι στον ώμο του, και η φωνή ήταν της Εύνοιας.
Ο σαμάνος στράφηκε να την κοιτάξει. «Η Μιράντα... Τι σας συνέβη;»
Η Εύνοια ξεροκατάπιε, συνοφρυωμένη. «Ήταν... Δεν ξέρω. Δεν είμαι σίγουρη.» Γονάτισε κι εκείνη πλάι στη Μιράντα. «Λιπόθυμη είναι, μόνο,» είπε χωρίς να κάνει τίποτα περισσότερο απ’το να την κοιτάξει.
Ο Θόρινταλ σήκωσε τη Μιράντα στα χέρια του καθώς ορθωνόταν. Δεν ήταν πολύ βαριά, ευτυχώς.
Η Εύνοια, έχοντας κι εκείνη ορθωθεί, είπε: «Πρέπει να βρούμε ένα μέρος να καταυλιστούμε.» Κι άγγιξε το κεφάλι της, διατρέχοντας το χέρι της μες στα ξανθά μαλλιά της, σαν να ήταν ζαλισμένη.
*
Μια μυρωδιά ήρθε στα ρουθούνια της: Σοκολάτα...
Πού βρισκόταν; Ονειρευόταν;
Τα βλέφαρά της άνοιξαν, και είδε την Εύνοια καθισμένη δίπλα της, με μια κούπα αχνιστή σοκολάτα στα χέρια.
«Είσαι καλά, Μιράντα;»
Η Μιράντα ανασηκώθηκε πάνω στο κρεβάτι, διαπιστώνοντας πως βρισκόταν στη σκηνή της Κυράς των Δρόμων. «Ευχαριστώ,» είπε παίρνοντας την κούπα από τα χέρια της Εύνοιας και πίνοντας μια μικρή γουλιά ζεστή σοκολάτα. «Ναι, καλά είμαι. Είχα λιποθυμήσει, ε; Πόση ώρα;»
«Λιγότερο από μια ώρα. Έχουμε κατασκηνώσει μέσα στην Αμτοφόρο τώρα, πίσω από ένα παλιό εργοστάσιο – το καλύτερο μέρος για καταυλισμό Νομάδων στην περιοχή που βρισκόμαστε.»
Η Μιράντα ήπιε ακόμα μια γουλιά σοκολάτα. «Εύνοια... αυτό που είδα... Τι – τι είδες εσύ, κατ’αρχήν; Είδες κάτι;»
Η Εύνοια έσμιξε τα χείλη. «Δεν ξέρω τι ακριβώς ήταν, Αδελφή μου. Ήταν σαν ο κόσμος να κομματιάστηκε γύρω μου.» Της περιέγραψε την εμπειρία όσο καλύτερα μπορούσε.
«Τα ίδια είδα κι εγώ,» είπε η Μιράντα. «Αλλά κατάφερα να πιάσω ένα από αυτά τα θραύσματα, και...»
«Και;»
«Ο άνεμος που αισθανόσουν να φυσά... είπες ότι νόμιζες πως η κατεύθυνσή του ήταν μέσα στον χρόνο, όχι μέσα στον χώρο...»
Η Εύνοια ένευσε, παρατηρώντας τη μεγαλύτερη Θυγατέρα που θεωρούσε Μητέρα της.
«Είχες δίκιο,» της είπε η Μιράντα. «Ήταν ένας άνεμος του μέλλοντος. Τα θραύσματα της Ρελκάμνια ήταν όλα από το μέλλον. Ένα απ’αυτά κατάφερα να το πιάσω στο χέρι μου και να κοιτάξω μέσα του, και... με κατάπιε. Ήμουν στο μέλλον, Εύνοια. Είχα γεμίσει με εντυπώσεις, με εικόνες, με γνώσεις από εκεί. Από ένα μέλλον που δε νομίζω ότι είναι και τόσο μακρινό.»
Η Εύνοια την παρακολουθούσε αμίλητα.
Η Μιράντα είπε: «Δεν ήταν καλό μέλλον.»
«Τι συνέβαινε;»
«Ένας μεγάλος πόλεμος. Στα νότια, ένας πολιτικός άντρας, ο Βόρκεραμ-Βορ, είχε συγκεντρώσει πολλές συνοικίες υπό την εξουσία του, ώστε να αμυνθούν...»
«Ενάντια σε τι; Σε ποιον;»
«Στον Αλυσοδεμένο Ποιητή.»
«Αυτόν τον Κάδμο Ανθοτέχνη, της Β’ Ανωρίγιας;» έκανε, έκπληκτη, η Εύνοια.
«Δε μπορεί να ήταν άλλος.»
«Μα, είπες ότι ο Βόρκεραμ-Βορ ήταν στα νότια της Ρελκάμνια, έτσι δεν είναι;»
Η Μιράντα κατένευσε. «Στη Λαμπροφόρο, στην Ιερή Συνοικία, στην Ανακτορική Συνοικία.»
«Τι δουλειά μπορεί να έχουν αυτά τα μέρη με τις συνοικίες του Ριγοπόταμου, Μιράντα;»
«Ο Ανθοτέχνης θα έχει, στο μέλλον, εξαπλώσει την κυριαρχία του σε όλες τις συνοικίες του Ριγοπόταμου, και πέρα απ’αυτές.»
«Αποκλείεται!»
«Αυτό είδα, Εύνοια. Αυτό το μέλλον είδα. Ο Ανθοτέχνης είχε κατακτήσει τα πάντα νότια του Ριγοπόταμου, και ο Βόρκεραμ-Βορ είχε συγκεντρώσει πολλές δυνάμεις για να τον αντιμετωπίσει. Μεγάλος πόλεμος γινόταν στην Ατέρμονη Πολιτεία. Πολύ άσχημος.»
«Και η Κορίνα; Η Κορίνα θα τα προκαλέσει όλ’ αυτά;»
«Δεν την είδα στο όραμά μου, αλλά δεν έχω καμία αμφιβολία για την επιρροή της.»
«Μπορούμε να τη σταματήσουμε, έτσι δεν είναι; Μπορούμε να την προλάβουμε. Μπορούμε να μην αφήσουμε τέτοιο μέλλον να πραγματοποιηθεί!»
«Το εύχομαι,» είπε η Μιράντα. Αλλά δεν αισθανόταν σίγουρη.
Η Εύνοια ήταν σιωπηλή για κάποια ώρα, ενώ η Αδελφή της έπινε γουλιές από την κούπα με τη ζεστή σοκολάτα. Τελικά ρώτησε: «Αυτός ο δρόμος που ακολουθήσαμε αποκαλύπτει πάντα το μέλλον;»
«Μάλλον. Ας τον ονομάσουμε ‘ο Δρόμος του Μέλλοντος’.»
«Μπορείς να τον ξανακολουθήσεις, Μιράντα, αν χρειαστεί;»
«Δεν είμαι βέβαιη. Εσύ;»
«Ούτε εγώ... αν και θυμάμαι αρκετά καλά τη ροή εμφάνισης των σημαδιών.»
Η Μιράντα ένευσε.
«Τι προτείνεις να κάνουμε τώρα; Να συνεχίσουμε να κινούμαστε;» ρώτησε η Εύνοια.
«Ναι. Καλύτερα να κινούμαστε.»
Η εξόριστη Πολιτάρχης λαμβάνει ένα δέμα γεμάτο τρόμο, ενώ στη Β’ Ανωρίγια ο Αλυσοδεμένος Ποιητής συναντά άρνηση επικοινωνίας και ακούει πολεμικές συμβουλές, προτού η νύχτα πέσει και δυο Θυγατέρες συναντηθούν σε μια πλατεία που έχει αναβιώσει.
«Με συγχωρείτε, κυρία. Έχετε ένα δέμα.»
Η Φενίλδα Καρντέρω, η μέχρι πρότινος Πολιτάρχης της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας, έστρεψε το βλέμμα της στον υπηρέτη που είχε μιλήσει πλησιάζοντάς την. Ήταν μισοξαπλωμένη σ’ένα ανάκλιντρο της μεγάλης αυλής η οποία έκλεινε με τζαμένιους τοίχους που προστάτευαν από το τσουχτερό κρύο εδώ πάνω, στον πεντηκοστό-όγδοο, τελευταίο όροφο, μες στη φθινοπωρινή νύχτα. Από κάτω φαίνονταν δρόμοι, γέφυρες, πλατείες, και πολλά χαμηλότερα οικοδομήματα, καθώς και η μεγάλη πυραμίδα ενός Ναού του Κρόνου.
«Τι δέμα;» ρώτησε η Φενίλδα, παραξενεμένη.
«Δεν ξέρω τι είναι, κυρία. Ένα κουτί. Έχει το όνομά σας γραμμένο επάνω.»
Γύρω από τη Φενίλδα Καρντέρω κάθονταν οκτώ μέλη της εξόριστης πλουτοκρατίας της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας, ανάμεσα στα οποία και ο Λεονάρδος Ευστάθιος. Οι περισσότεροι, όμως, ήταν απλά επισκέπτες· δεν έμεναν εδώ, στη βίλα της Ραλτάνα-Ορν, της Πολιτάρχη της Α’ Ανωρίγιας – ένα οίκημα που καταλάμβανε τις οροφές δύο κοντινών πολυκατοικιών με πενήντα-οκτώ ορόφους. Ουσιαστικά, γεφύρωνε τις δύο ψηλές πολυκατοικίες σαν στέμμα από πέτρα, κρύσταλλο, και φυτά.
Η Φενίλδα ανησύχησε από την απάντηση του υπηρέτη, πράγμα που φάνηκε στο πρόσωπό της.
Ο Έλντακ-Ριθ, ένας από τους εξόριστους πλουτοκράτες, είπε: «Το έχουν ελέγξει; Μπορεί νάναι επικίνδυνο. Μπορεί να περιέχει βόμβα, ή κάποιο δηλητήριο. Το ξέρετε ότι έχουμε πολλούς και θανάσιμους εχθρούς!»
«Θα ελεγχθεί, κύριε, αν αυτό επιθυμείτε,» αποκρίθηκε ο υπηρέτης.
«Το επιθυμούμε,» είπε η Φενίλδα, φοβούμενη ότι μπορεί όντως να ήταν δηλητήριο ή βόμβα. Αυτοί οι καταραμένοι επαναστάτες του Αλυσοδεμένου Ποιητή δεν θα δίσταζαν, σίγουρα! Και το Θρόισμα δεν είχε ακόμα επιστρέψει. Είχε αποτύχει στην αποστολή του; Ήταν νεκρός; Ή είχε συναντήσει δυσκολίες;
«Θα ελεγχθεί, κύρια,» υποσχέθηκε ο υπηρέτης, και έφυγε.
Μια πλουτοκράτισσα, η Ζαμέλλα Κίρνελθω, σηκώθηκε από την καρέκλα της. «Πρέπει να πηγαίνω. Έχω αφήσει και τον σύζυγο στο–»
«Μείνε,» τη διέκοψε η Φενίλδα.
«Μα έχω–»
«Επιμένω,» είπε έντονα η Φενίλδα, αγριοκοιτάζοντάς την. Η φοβητσιάρα ήθελε να φύγει!
Η Ζαμέλλα ξεροκατάπιε. «Φενίλδα, ίσως νάναι επικίνδυνο να... να μείνω...»
«Ο κίνδυνος είναι ίδιος για όλους μας.»
«Μα το δέμα είναι για σένα–»
Η Φενίλδα σηκώθηκε από το ανάκλιντρο. «Αποφασίσαμε πως μόνο αν συνεργαστούμε θα νικήσουμε τον Αλυσοδεμένο Ποιητή!»
«Και τι σχέση έχει τώρα αυτό με–;»
«Αν είσαι έτοιμη να φύγεις τρέχοντας, τότε γιατί να σε θεωρούμε αξιόπιστη στο μέλλον, Ζαμέλλα;»
Η Ζαμέλλα Κίρνελθω δάγκωσε το κάτω χείλος. Έριξε μια ματιά γύρω της, στους άλλους πλουτοκράτες που τα βλέμματά τους ήταν γεμάτα αμφιβολία. Ο Λεονάρδος Ευστάθιος τής είπε: «Μείνε. Η Φενίλδα έχει δίκιο.»
«Κι αν είναι βόμβα;» φώναξε ξαφνικά η Ζαμέλλα σαν να την είχε τσιμπήσει βελόνα. «Θα σκοτωθούμε όλοι!»
«Αν είναι βόμβα, θα την εντοπίσουν,» είπε ο Λεονάρδος.
Η Ζαμέλλα ξανακοίταξε γύρω της, τους υπόλοιπους. Τελικά κάθισε πάλι στην καρέκλα της, μοιάζοντας νευρική, φοβισμένη. Το γόνατό της χοροπηδούσε κάτω απ’το γυαλιστερό της φόρεμα.
Η Φενίλδα παρέμεινε όρθια, βηματίζοντας, μ’ένα ποτήρι Αργυρό Νεφέλωμα στα χέρια.
Ο υπηρέτης δεν άργησε να επιστρέψει κρατώντας το δέμα. «Αυτό είναι, κυρία.»
«Άνοιξέ το,» πρόσταξε η Φενίλδα.
Τώρα κι ο υπηρέτης έδειχνε φοβισμένος και νευρικός. Μάλλον δεν το περίμενε αυτό.
«Άνοιξέ το,» επανέλαβε η Φενίλδα.
Ο υπηρέτης το άνοιξε–
–και του έπεσε απ’τα χέρια.
Οι πλουτοκράτες τινάχτηκαν όρθιοι καθώς κάτι κατρακυλούσε μέσα απ’το κουτί. Η Ζαμέλλα ούρλιαξε, περίτρομη. «Μα τον Κρόνο!» αναφώνησε ο Λεονάρδος Ευστάθιος.
Η Φενίλδα κοίταζε με γουρλωμένα μάτια το κομμένο κεφάλι που είχε κατρακυλήσει από το κουτί φτάνοντας σχεδόν ώς τα σανδαλοφορεμένα πόδια της.
Ήταν το κεφάλι του Τελευταίου Θροΐσματος. Του δολοφόνου που είχε στείλει να σκοτώσει τον Κάδμο Ανθοτέχνη.
«Συγνώμη!» είπε αμέσως ο υπηρέτης. «Συγνώμη, κυρία... Συγνώμη...» Έσκυψε να πιάσει το κουτί, κι ακόμα κάτι έπεσε από μέσα.
Ένα διπλωμένο κομμάτι χαρτί.
«Τι είν’ αυτό;» ούρλιαξε η Ζαμέλλα, δείχνοντας το κομμένο κεφάλι. «Μεγάλε Κρόνε, τι είν’ αυτό;»
«Με ανθρώπινο κεφάλι μού μοιάζει,» της είπε ειρωνικά ο Κάσπαρ Οχυρός – πλουτοκράτης και ευγενής. Ένα λοξό μειδίαμα διαγραφόταν στο πρόσωπό του, σαν εν μέρει να διασκέδαζε μ’ετούτη την αποτρόπαια κατάσταση. Ώρες-ώρες, η Φενίλδα τον απεχθανόταν τον άθλιο. Άλλες φορές πάλι τον λάτρευε αρκετά για να τον παίρνει στο κρεβάτι της μαζί με τον σύζυγό της.
«Ηλίθιο κτήνος!» του είπε η Ζαμέλλα Κίρνελθω, χτυπώντας το τακούνι της στο πάτωμα. «Ποιου είναι αυτό το κεφάλι; Ποιου;»
«Του δολοφόνου που είχα στείλει να σκοτώσει τον Ανθοτέχνη,» είπε η Φενίλδα.
Η Ζαμέλλα την κοίταξε με διασταλμένα μάτια. «Είχες... είχες...;»
Η Φενίλδα δεν το είχε πει σε όλους, φυσικά. Μόνο ο Λεονάρδος και ο Κάσπαρ το ήξεραν. «Ένας εξειδικευμένος δολοφόνος, γνωστός ως ‘το Τελευταίο Θρόισμα’. Μάγος του τάγματος των Διαλογιστών.»
«Τελικά,» παρατήρησε ο Κάσπαρ, κοιτάζοντας το κομμένο κεφάλι ενώ κάπνιζε το λιγνό πούρο του, «όχι και τόσο πολύ εξειδικευμένος...»
Η Φενίλδα έσκυψε κι έπιασε το χαρτί που είχε πέσει απ’το κουτί.
«Με συγχωρείτε...» ψέλλισε ο υπηρέτης.
Εκείνη τον αγνόησε. Ξεδίπλωσε το χαρτί.
Μέσα έγραφε:
Πέφτει το κεφάλι του κακόβουλου φονιά
του σκοταδιού!
Πόσ’ ακόμα ο Τροχός του Βασάνου,
τώρα που γυρίζει,
από κάτω του θα λιώσει;
Η Φενίλδα τσάκισε το χαρτί μέσα στη χούφτα της. Το πέταξε στο πάτωμα και το πάτησε κάτω απ’το σανδάλι της.
«Τι ήταν;» ρώτησε ο Λεονάρδος.
«Ακόμα ένα κακογραμμένο ποίημα!» σύριξε η Φενίλδα Καρντέρω.
*
«Τι απαντήσεις είχαμε;» ρώτησε ο Κάδμος τον Ερκάνη, ο οποίος έμπαινε στην Αίθουσα Συγκεντρώσεων του Γραφείου του Πολιτάρχη της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας.
«Καμία απάντηση, Εξοχότατε,» αποκρίθηκε επίσημα ο Ερκάνης. «Αρνούνται να μας μιλήσουν. Αρνούνται να έχουν την οποιαδήποτε επαφή μαζί μας.»
Ο Ζιλμόρος, που είχε πρόσφατα επιστρέψει από την Έκθυμη, γέλασε. «Τι περιμένουν αυτά τα σκυλιά; Να παραδοθούμε; Να κόψουμε, μήπως, τα λαρύγγια μας;» Έκανε μια χαρακτηριστική χειρονομία κοντά στον λαιμό του. «Τι, γαμώ τα οπίσθια του Κρόνου;»
Γύρω απ’το τραπέζι του δωματίου – που δεν ήταν τόσο μεγάλο όσο αυτό στη Γενική Αίθουσα Συναθροίσεων του Πολιταρχικού Μεγάρου – κάθονταν, εκτός από τον Ζιλμόρο και τον Κάδμο, η Καρζένθα-Σολ, ο Σεβασμιότατος Γισκάρος (ο ιερέας του Κρόνου που είχε, από την αρχή, συμμαχήσει με τους Μικρούς Γίγαντες), ο Μαρσέλ Φοριβάλκω (ο νέος Φρούραρχος της Β’ Ανωρίγιας), και ο Μάλνεμορ-Νορκλ.
«Δεν τους αρέσουμε, πάντως,» είπε ο τελευταίος στον Ζιλμόρο.
Εκείνος ρουθούνισε. «Σώπα...» Φορούσε, όπως συνήθως, τα μαύρα γυαλιά του μες στο δωμάτιο.
Ο Ερκάνης κάθισε κοντά στον Κάδμο, λέγοντας: «Δε μας εμπιστεύονται. Μας φοβούνται.»
«Και πολύ καλά κάνουν και μας φοβούνται!» μούγκρισε ο Ζιλμόρος. «Γιατί, άμα δεν ξανανοίξουν τα γαμημένα σύνορά τους, θα πάμε και θα γκρεμίσουμε τα πάντα εκεί!»
«Δύο πολέμους έχουμε ήδη κάνει, Ζιλμόρε,» του είπε ο Κάδμος. «Εσύ συνεχώς βρίσκεσαι μπλεγμένος σε συμπλοκές και σε μάχες, και δεν καταλαβαίνεις το κόστος–»
«Καταλαβαίνω το κόστος, ποιητή· νάσαι σίγ–»
«Το κόστος είναι πελώριο,» τον διέκοψε ο Κάδμος. «Και δε θα μ’αποκαλείς ‘ποιητή’!» τόνισε δείχνοντάς τον με το δάχτυλό του ξαφνικά. «Αν θες να μ’αποκαλέσεις κάπως, θα μ’αποκαλείς ‘Εξοχότατε’!»
Η όψη του Ζιλμόρου σκλήρυνε, αλλά δεν μίλησε. Ούτε αυτός δεν είχε ακόμα φτάσει στο σημείο να αντιμιλά στον Αλυσοδεμένο Ποιητή, τον πρωτεργάτη της επανάστασης, που είχε γυρίσει τον Τροχό του Βασάνου και είχε γκρεμίσει την πλουτοκρατία από τη Β’ Ανωρίγια Συνοικία.
«Το κόστος του πολέμου,» επανέλαβε ο Κάδμος, «είναι πελώριο. Κόσμος έχει σκοτωθεί. Οικοδομήματα έχουν γκρεμιστεί και χτυπηθεί. Δρόμοι έχουν ρημαχτεί. Μηχανήματα έχουν καταστραφεί. Και χρειαζόμαστε συνεχώς ενέργεια· το ορυχείο ενέργειας στον Καπνοφόρο έχει πρόβλημα. Το Συνδικάτο των Εργατών Ενέργειας διαμαρτύρεται για τις υπερωρίες. Το θησαυροφυλάκιο της συνοικίας είναι σχεδόν άδειο!»
«Ας πάρουμε λεφτά απ’το θησαυροφυλάκιο της Έκθυμης,» είπε η Καρζένθα-Σολ. «Αυτό δεν είναι καθόλου άδειο, Κάδμε. Το είδα με τα ίδια μου τα μάτια.»
«Υποστηρίζεις τον πόλεμο;» τη ρώτησε.
«Απλώς σου λέω...» Έμοιαζε κουρασμένη από την εκστρατεία στην Έκθυμη. Δεν είχε όρεξη για πολλές κουβέντες.
Ο Μάλνεμορ-Νορκλ είπε, προβληματισμένα: «Η εξόριστη πλουτοκρατία θα προσπαθεί να τους στρέψει όλους εναντίον μας...»
«Ας πάμε, τότε, να σφάξουμε πρώτα την εξόριστη πλουτοκρατία!» πρότεινε ο Ζιλμόρος κοπανώντας τη γροθιά του στο τραπέζι. «Να τους δώσουμε, επιτέλους, ένα τέλος!»
«Να επιτεθούμε στην Α’ Ανωρίγια;» είπε ο Κάδμος. «Αυτό μάς λες;»
«Είναι αναγκαίο, Κάδμε.» Αλλά δεν ήταν ο Ζιλμόρος που του απάντησε.
Όλων τα μάτια στράφηκαν στη γυναίκα που είχε μιλήσει. Κοκκινόδερμη, ξανθομάλλα, ντυμένη μ’ένα μακρύ μαύρο φόρεμα που το ύφασμά του ήταν ημιδιαφανές στα χέρια και από τα γόνατα και κάτω. Φορούσε ένα ζευγάρι καφετιά κροσσωτά γάντια.
Η Κορίνα.
Είχε μόλις μπει στο δωμάτιο κι έμοιαζε στιγμιαία να έχει κυριαρχήσει εκεί με την παρουσία της, σαν όλοι οι άλλοι να είχαν ξαφνικά μετατραπεί σε αδύναμες σκιές μπροστά της.
«Σε είχα προειδοποιήσει,» συνέχισε η Κορίνα βηματίζοντας προς το τραπέζι. «Οι πλουτοκράτες δεν θα πάψουν να συνωμοτούν εναντίον σας μέχρι να σας έχουν συνθλίψει.»
«Δε θα προλάβουν!» μούγκρισε ο Ζιλμόρος στραβώνοντας τα χείλη. «Θα τους τσακίσουμε εμείς πρώτοι!»
Η Κορίνα μειδίασε αχνά, κοιτάζοντάς τον προς στιγμή με τις άκριες των ματιών της. «Δεν είναι υπέροχοι, κάποιες φορές, οι αποφασιστικοί άνθρωποι;»
«Ελπίζω, μαντάμ, αυτό να ήταν κομπλιμέντο...» είπε ο Ζιλμόρος ατενίζοντάς την πίσω από τα μαύρα γυαλιά του.
Η Κορίνα τον αγνόησε. Μιλούσε στον Κάδμο: «Το Εμπορικό Κέντρο είναι δικό σας. Η Έκθυμη είναι δική σας. Συνδυάζοντας τις δυνάμεις που έχετε στη διάθεσή σας, μπορείτε να συνθλίψετε την εξόριστη πλουτοκρατία και να κατακτήσετε την Α’ Ανωρίγια. Αν δεν το κάνετε, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Α’ Ανωρίγια σύντομα θα σας επιτεθεί. Όπως βλέπετε, ήδη έχουν αρχίσει να συνωμοτούν εναντίον σας. Και η Α’ Ανωρίγια και η Α’ Κατωρίγια και η Β’ Κατωρίγια έχουν κλείσει τα σύνορά τους προς εσάς. Δε θέλουν καμια επαφή μαζί σας.»
«Εξακολουθούν, όμως, να εμπορεύονται με το Εμπορικό Κέντρο στα δυτικά μας,» τόνισε ο Ερκάνης.
«Αυτό ήταν αναμενόμενο,» αποκρίθηκε η Κορίνα. «Αλλά δεν αλλάζει τίποτα. Είστε περιστοιχισμένοι από εχθρούς.»
Ο Κάδμος αναστέναξε. «Δε θα μπορούσαμε να τους μετατρέψουμε σε φίλους, Κορίνα;»
Η Κορίνα γέλασε. «Ποιους; Τους πλουτοκράτες; Τους ανθρώπους που έχουν την εξουσία; Αυτοί πάντα θα φοβούνται ανθρώπους σαν εσάς, Κάδμε. Ποτέ δεν θα ησυχάσουν ώσπου να σας έχουν βγάλει από τη μέση!»
«Είναι αλήθεια!» είπε ο Ζιλμόρος. «Είναι αλήθεια! Αρχίζει να μου αρέσει αυτή,» πρόσθεσε δείχνοντας την Κορίνα, «αν και... δεν ξέρω από πού ακριβώς έχει έρθει...»
«Ένα καλό ερώτημα, πράγματι,» παρατήρησε ο Μάλνεμορ-Νορκλ, ρίχνοντας μια ματιά στην Κορίνα, μια στον Κάδμο. «Δε θα έπρεπε κάποτε να απαντηθεί;»
«Η Κορίνα είναι σύμμαχός μας,» είπε ο Κάδμος.
«Ναι, Εξοχότατε, δεν υπάρχει αμφιβολία γι’αυτό. Αλλά ποια είναι;» Το βλέμμα του ήταν τώρα εστιασμένο αποκλειστικά στη Θυγατέρα της Πόλης.
«Μια φίλη,» του απάντησε εκείνη. «Τα άλλα είναι περιττά.»
«Περιττά; Γιατί μας–;»
Η πόρτα της αίθουσας άνοιξε και ο Σκυφτός Στίβεν μπήκε. «Συγνώμη που άργησα,» είπε πλησιάζοντας το τραπέζι, ρίχνοντας ένα βλέμμα στους καθισμένους και ένα βλέμμα στην Κορίνα που ήταν ακόμα όρθια.
«Κάθισε,» του είπε ο Κάδμος.
Ο Στίβεν τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε, ενώ η Κορίνα τον παρατηρούσε πολύ προσεχτικά, σχεδόν λες και διάβαζε κάποια γραφή πάνω στο πρόσωπό του, πάνω στα ρούχα του.
Ο αρχηγός των Ξεπεσμένων Ιερέων συνοφρυώθηκε. «Ξέρεις κάτι;» της είπε. «Συνάντησα κάποια που λέει ότι σε ξέρει.»
«Για φαντάσου...» αποκρίθηκε η Κορίνα. «Δεν έχει όνομα;»
«Τζέσικα. Ήρθε μαζί μας στην Έκθυμη, και είναι τώρα εδώ.»
Η Κορίνα χαμογέλασε. «Η Τζέσικα...»
«Την ξέρεις όντως, δηλαδή.»
«Την ξέρω.»
«Φίλη σου;»
«Αδελφή μου.»
Ο μορφασμός του Στίβεν φανέρωνε μονάχα έκπληξη. «Σίγουρα δεν μοιάζετε, πάντως!»
Η Κορίνα γέλασε. «Όχι, δεν μοιάζουμε καθόλου. Αλλά συνεννοούμαστε αρκετά καλά.»
Ο Στίβεν τώρα ήταν μπερδεμένος. Τι σκατά λέει; σκέφτηκε. Τα λέει το ίδιο άνω-κάτω όπως και η Τζέσικα! Είναι κι οι δυο τους τρελές! «Μου ζητούσε να της πω πού μένεις.»
«Και της είπες;»
«Πώς να της πω; Δεν ξέρω πού μένεις!» Είναι τρελές. Αλλά τι ρόλο βαράνε εδώ; Από πού ήρθε η Κορίνα εξαρχής, γαμώτο;
«Πες της να με συναντήσει στην Πλατεία Γέρικων Τροχών, απόψε.»
«Θα της το πω. Αν και δεν καταλαβαίνω τίποτα για εσάς.»
«Έχουμε,» είπε ο Μάλνεμορ-Νορκλ, «το ίδιο πρόβλημα, αγαπητέ μου.»
Ο Στίβεν συνοφρυώθηκε. «Τι;»
«Ούτε εγώ καταλαβαίνω γιατί η Κορίνα μάς βοηθά.» Την κοίταξε καχύποπτα.
«Αμφιβάλλεις για τη βοήθειά μου; Αν δεν ήταν η βοήθειά μου, Μάλνεμορ-Νορκλ, δεν θα είχατε ποτέ ξεκινήσει την επανάσταση. Ούτε θα είχατε νικήσει τον στρατό του Ζόλτεραλ-Ράο.»
«Σίγουρα,» αποκρίθηκε ο ευγενής, αλλά εξακολουθούσε να την κοιτάζει καχύποπτα. «Το θέμα είναι τι θέλεις από εμάς.»
«Να ευδαιμονείτε.»
«Να... ευδαιμονούμε.»
«Ναι,» είπε η Κορίνα. «Πιστεύω ακράδαντα στους ανθρώπους που πιστεύουν στον εαυτό τους και έχουν υψηλά ιδανικά.»
«Εγώ,» σχολίασε ο Ζιλμόρος, «ανέκαθεν το έλεγα ότι τα ιδανικά μου είναι πολύ υψηλά. Αλλά τι σκατά θα κάνουμε τώρα μ’αυτούς τους αλήτες γύρω μας;»
«Μόνο ένας δρόμος υπάρχει,» είπε η Κορίνα. «Κατακτήστε την Α’ Ανωρίγια Συνοικία. Και όλες οι βόρειες όχθες του Ριγοπόταμου θα είναι δικές σας. Θα είστε μια τρομερή δύναμη στη Ρελκάμνια.»
Ο Κάδμος κάπνιζε το τσιγάρο του με την πλάτη ακουμπισμένη στην καρέκλα, παρατηρώντας την Κορίνα. Δεν αμφέβαλλε για τις γνώσεις της, ούτε για τις συμβουλές της. Ούτε αμφισβητούσε το ότι της χρωστούσε πολλά. Προ ημερών, του είχε σώσει τη ζωή από εκείνο τον δολοφόνο. Ωστόσο, της είπε:
«Κι αν αποφασίσουμε να μην επιτεθούμε στην Α’ Ανωρίγια, Κορίνα;»
«Η Α’ Ανωρίγια θα επιτεθεί σ’εσάς,» απάντησε εκείνη ήρεμα. «Ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος. Το θέμα είναι ποιος θα έχει το πλεονέκτημα.»
«Θα τους λιώσουμε όλους,» είπε ο Ζιλμόρος, χωρίς πάθος, βγάζοντας τα μαύρα γυαλιά του για να τρίψει, βαριεστημένα ίσως, τα μάτια του. Ύστερα φόρεσε ξανά τα γυαλιά.
*
Η Πλατεία Γέρικων Τροχών, στη δυτική μεριά της Επισήμαντης, είχε αρχίσει πάλι να έχει αρκετή κίνηση ύστερα από το τέλος του εμφύλιου πολέμου μέσα στη Β’ Ανωρίγια Συνοικία. Κόσμος τριγύριζε, κάνοντας τη νυχτερινή βόλτα του: ζευγάρια που βάδιζαν αγκαζέ· μητέρες με τα παιδιά τους· διάφορα άτομα που είχαν τελειώσει τις δουλειές τους, παρέες ή μοναχικοί τύποι. Ακόμα και οι γελωτοποιοί είχαν επιστρέψει στην πλατεία, κάνοντας τα αστεία κόλπα τους και περιμένοντας να τους πετάξουν λεφτά.
Ένας απ’αυτούς πλησίασε την Κορίνα, βαδίζοντας με τους αγκώνες, κουνώντας τα πόδια του από πάνω του. Σε κάθε γυμνή πατούσα ήταν ζωγραφισμένο ένα χαμογελαστό πρόσωπο. Το πραγματικό πρόσωπο του γελωτοποιού ήταν κρυμμένο με κουκούλα που είχε ανοίγματα μόνο για τα μάτια και για το στόμα, με το οποίο ο άντρας κρατούσε ένα καπέλο ζητώντας χρήματα.
Η Κορίνα τού έριξε ένα δεκάδιο, κι ο γελωτοποιός χτύπησε τις πατούσες του σε ένδειξη ευχαρίστησης. Έκανε μερικά γελοία νούμερα μπροστά της κι αποχώρησε.
Ένα δίκυκλο σταμάτησε παραδίπλα, περνώντας ανάμεσα από πεζούς και δέντρα, σχεδόν απρόσεχτα. Η γυναίκα που το καβαλούσε κατέβηκε. Ένα πουλί, του γένους των αστρόφθαλμων μακρυγένηδων, προσγειώθηκε στον πήχη της.
Η Τζέσικα ζύγωσε την Κορίνα χωρίς βιασύνη.
«Τι έγινε ο Μελανόπτερος, Αδελφή μου;» ρώτησε εκείνη πριν από οποιονδήποτε χαιρετισμό. «Τα χαλάσατε;» Δεν χαμογελούσε.
Η Τζέσικα την ατένισε σαν να ήθελε να τη μαχαιρώσει. «Μην κάνεις κακόγουστα αστεία, Κορίνα! Είναι νεκρός,» εξήγησε με χαμηλωμένη φωνή που φανέρωνε θλίψη.
«Σκοτώθηκε;»
«Φυσικός θάνατος.»
«Δε θάπρεπε, τότε, να λυπάσαι, Αδελφή μου. Τα πάντα στην Ατέρμονη Πολιτεία έχουν το τέλος τους. Και όλα δρόμος είναι.»
«Δε θέλω σοφίες από σένα,» είπε η Τζέσικα χαϊδεύοντας το καινούργιο της πουλί.
«Πώς λέγεται ο κύριος;»
«Αστρομάτης.»
Το πτηνό κοίταζε την Κορίνα μ’ένα γυαλιστερό μάτι και με το κεφάλι του ελαφρώς γυρισμένο στο πλάι. «Ταιριαστό όνομα.
»Αλλά τι κάνεις εδώ, Τζέσικα;»
«Η Πόλη μ’έφερε. Ήμουν στην Έκθυμη, αρχικά, όπου βοήθησα κάποιους παγιδευμένους να βρουν την ελευθερία τους. Όμως–»
«Τι εννοείς; Ποιους;»
«Θα έχεις ακούσει, υποθέτω, για την εξέγερση στις Φυλακές Λευκόχρυσου της Έκθυμης.»
«Εσύ ήσουν, λοιπόν...»
«Ναι. Αλλά δεν ήταν τίποτα μπροστά σ’αυτά που φαίνεται να έχεις κάνει εσύ, Κορίνα. Τι συμβαίνει εδώ, Αδελφή μου; Θέλω κι εγώ να παίξω!»
«Τα παιχνίδια μου δεν είναι για σένα, Τζέσικα. Είναι πολύ μεγάλα.»
Τα γκρίζα μάτια της γυάλισαν θυμωμένα, σχεδόν όπως του πουλιού της. «Σαχλαμάρες ξανά! Η Πόλη με οδήγησε εδώ,» τόνισε. Και είπε: «Γνωρίζεις τον Αλυσοδεμένο Ποιητή, έτσι δεν είναι;»
«Εγώ τον έφτιαξα,» αποκρίθηκε η Κορίνα ήρεμα.
«Εσύ ξεκίνησες την επανάσταση στη Β’ Ανωρίγια – το περίμενα!» γέλασε η Τζέσικα.
«Η Μιράντα, ξέρεις, έχει δραπετεύσει.»
«Τι;» Η Τζέσικα ξαφνιάστηκε από την απότομη αλλαγή θέματος. Μετά οργάνωσε πάλι τις σκέψεις της. «Αναμενόμενο δεν ήταν; Δε μπορούσε να βρισκόταν ακόμα κλεισμένη εκεί κάτω· θα είχε πεθάνει!»
«Μπορούσε.»
Η Τζέσικα συνοφρυώθηκε. «Τι;...»
«Η Μιράντα κοιμόταν, Τζέσικα. Κοιμόταν έναν πολύ, πολύ βαθύ ύπνο.»
«Τι εννοείς, Κορίνα; Πώς το ξέρεις;»
«Την είδα.»
«Άνοιξες την καταπακτή;»
Η Κορίνα χαμογέλασε αχνά. «Έχω και άλλους τρόπους για να βλέπω.» Άρχισε να βαδίζει.
Η Τζέσικα την ακολούθησε. «Τι τρόπους; Τι μου κρύβεις, Κορίνα;»
Ένας γελωτοποιός τις πλησίασε, βαδίζοντας σαν σπασμένη μαριονέτα, κάνοντας τα χέρια του πέρα-δώθε, κάνοντας αστείες γκριμάτσες με το πρόσωπό του που ήταν βαμμένο το μισό κίτρινο, το μισό πράσινο. Η Τζέσικα τον γρονθοκόπησε στα αχαμνά, βγάζοντάς του τη γλώσσα, κι ο γελωτοποιός απομακρύνθηκε διπλωμένος.
«Τι μου κρύβεις, Κορίνα;»
Η Κορίνα ήταν αμίλητη για κάμποση ώρα καθώς συνέχιζαν να βαδίζουν μέσα στις σκιές της πλατείας. Μετά είπε: «Ορισμένα πράγματα δεν μπορώ να σου τα πω, Τζέσικα. Αλλά, αν θέλεις να παίξεις μέσα στο παιχνίδι μου εδώ, στη Β’ Ανωρίγια, είσαι ευπρόσδεκτη, Αδελφή μου.
»Ελπίζω, βέβαια, να το ξέρεις τώρα πως κάποιοι σε παρακολουθούν – και ως εκ τούτου κι εμένα.»
«Άνθρωποι του Στίβεν,» είπε η Τζέσικα. «Ξεπεσμένοι Ιερείς. Τους έχω πάρει είδηση από προτού φτάσω στην πλατεία. –Είναι πολύ περίεργος! Σκέφτομαι να τον σκοτώσω.»
«Μην κάνεις τέτοιες μαλακίες,» την προειδοποίησε η Κορίνα. «Μην ξεχνάς ότι το παιχνίδι εδώ είναι δικό μου. Αυτούς μπορούμε εύκολα να τους κάνουμε να μας χάσουν. Ίσως, μάλιστα, να έχει πλάκα κιόλας, δε συμφωνείς;»
Ύστερα από λίγη ώρα, οι Ξεπεσμένοι Ιερείς που παρακολουθούσαν τις δύο μυστηριώδεις γυναίκες απορούσαν πού είχαν εξαφανιστεί, και πώς ήταν δυνατόν εκείνοι να έχουν μπλέξει τόσο άσχημα μέσα σε τούτα τα στενορύμια δυο τετράγωνα απόσταση από την Πλατεία Γέρικων Τροχών.
Αφού ο Θόρινταλ καθησυχάζεται ότι η Μιράντα είναι καλά, και αφού συζητά μαζί της για τον Δρόμο του Μέλλοντος, οι Νομάδες διαλύουν τον καταυλισμό τους και ταξιδεύουν μέσα σε μια περιοχή σκοτεινή και άχαρη, για να καταλήξουν σε δρόμους ζωγραφισμένους και παραλίγο να φέρουν, άθελά τους, προβλήματα σε μια τοπική συμμορία.
Μέσα στο μεσημέρι, ο Θόρινταλ καθόταν έξω απ’τη χαμηλή σκηνή του και κοίταζε προς τη σκηνή της Εύνοιας.
«Σ’ενδιαφέρει τόσο πολύ αν είναι καλά;» τον ρώτησε η Λάρνια, καθισμένη οκλαδόν πλάι του, μ’ένα πιάτο φαγητό στα χέρια κι ένα μπουκάλι μπίρα ακουμπισμένο παραδίπλα.
Ο Θόρινταλ δεν έτρωγε ούτε έπινε. «Εσένα δε σ’ενδιαφέρει;»
«Δε θα έχανα και τον ύπνο μου γι’αυτήν.» Και απορώ που σε νοιάζει, πρόσθεσε νοερά. Τι της βρίσκεις; Ούτε που γύρισες να με κοιτάξεις! Ο Θόρινταλ εξακολουθούσε να ατενίζει τη σκηνή της Εύνοιας καθώς της είχε μιλήσει.
Τώρα όμως έστρεψε το βλέμμα του επάνω της. «Σταμάτα να την κατηγορείς για ό,τι συνέβη στην Ανεμόζωη, Λάρνια. Δε φταίει εκείνη.»
«Και ποιος φταίει; Γι’αυτήν πήγαμε εκεί!» Κάρφωσε με το πιρούνι της, δυνατά, ένα κομμάτι ψητό κοτόπουλο.
«Η Μιράντα είναι σαν αδελφή για την Εύνοια. Το καταλαβαίνεις; Θα πήγαινε να τη βοηθήσει ό,τι κι αν γινόταν. Αν είναι να κατηγορήσεις κάποιον, θα έπρεπε να κατηγορήσεις ίσως την Εύνοια. Αλλά θα κατηγορούσες ποτέ την Εύνοια;»
Η Λάρνια απέφυγε το βλέμμα του, προβληματισμένη. Η αλήθεια ήταν πως, όχι, δεν θα μπορούσε ποτέ να κατηγορήσει την Εύνοια. Η Εύνοια ήταν... ήταν η Εύνοια. Την ένιωθε σαν οικογένειά της πλέον. Ήταν πάντα τόσο καλή με όλους.
Ο Θόρινταλ άγγιξε τον ώμο της Λάρνια. «Ούτε όμως η Εύνοια δεν φταίει. Η Κορίνα φταίει, και μόνο. Αυτή σκότωσε τη Γιάαμκα και τον Δεινοχάρη.»
«Δεν είδαμε ούτε το πρόσωπό της.»
«Πράγμα το οποίο δεν αλλάζει τίποτα, Λάρνια. Μην κατηγορείς τη Μιράντα. Αν μπορούσε, θα είχε σώσει και τον Δεινοχάρη και τη γάτα σου.»
Αυτό σού λέει όταν μιλάτε μόνοι; σκέφτηκε η Λάρνια. Αλλά ρώτησε: «Νομίζεις ότι δε θα συνέλθει ύστερα απ’ό,τι έπαθε τώρα;»
«Η Εύνοια δεν φάνηκε ν’ανησυχεί, οπότε μάλλον δεν είναι τίποτα.» Είχε πάλι στρέψει το βλέμμα του προς τη σκηνή της Κυράς των Δρόμων. «Όμως θα ήθελα να τη δω όρθια ξανά, να συζητήσω μαζί της–»
«Τι έχετε να πείτε;»
«Εκτός των άλλων, είμαι περίεργος να μάθω τι είδε εκεί, στο τέλος του κρυφού δρόμου.»
Ο Σκέλεθρος και η Βιολέτα πλησίασαν· ο πρώτος με το στριφτό τσιμπούκι του στο στόμα (αλλά όχι αναμμένο) και τον Ανδρόνικο πίσω του, μαζί με δυο γάτες που έμοιαζαν να τον συμπαθούν.
«Τι έγινε με τη Μιράντα και την Εύνοια, Θόρινταλ;» ρώτησε η Βιολέτα. «Ο καθένας λέει τα δικά του. Κι ακόμα κι ο Εύθυμος μοιάζει μπερδεμένος.»
«Δικαιολογημένα,» αποκρίθηκε ο Θόρινταλ. «Καθίστε,» πρόσθεσε δείχνοντας μπροστά του.
Ο Ράνελακ και η Βιολέτα κάθισαν.
«Η Μιράντα λιποθύμησε;» ρώτησε ο πρώτος.
«Ναι,» απάντησε ο Θόρινταλ. «Ακολουθούσαν έναν από τους κρυφούς δρόμους οι δυο τους. Και προς στιγμή– για μερικές στιγμές έμειναν ακίνητες, κοκαλωμένες. Η Μιράντα, μετά, έπεσε κάτω, αλλά η Εύνοια απλά συνήλθε χωρίς νάχει τίποτα.»
«Και τι σου είπε;» θέλησε να μάθει η Βιολέτα. «Τι είχε πάθει;»
«Τίποτα δεν είχε ‘πάθει’. Κάτι είδε. Φτάνοντας στο τέλος του κρυφού δρόμου, κάτι πρέπει να είδαν κι οι δύο. Για τη Μιράντα... ίσως να ήταν πιο έντονο – δεν ξέρω.» Ανασήκωσε τους ώμους. Ανησυχούσε γι’αυτήν. Φοβόταν γι’αυτήν. Ούτε ο ίδιος δεν το περίμενε ότι θα αισθανόταν έτσι, αλλά αισθανόταν. Τώρα που είχε δει να της συμβαίνει κάτι άσχημο, φοβόταν για τη Μιράντα.
«Η Εύνοια τι είδε;» ρώτησε ο Ράνελακ.
«Δε μου είπε. Ήταν... ήταν κι αυτή μπερδεμένη, νομίζω.» Και ο Θόρινταλ σκέφτηκε, ατενίζοντας πάλι τη σκηνή της Εύνοιας: Αν ώς το απόγευμα δεν βγουν από κει μέσα, θα πάω να μάθω τι έγινε. Να δω αν είναι καλά.
*
Ο Θόρινταλ δεν κοιμήθηκε καθόλου το μεσημέρι, πράγμα που φάνηκε να θυμώνει τη Λάρνια, η οποία έφυγε από κοντά του όταν του πρότεινε για δεύτερη φορά να ξαπλώσουν κάτω απ’τη σκηνή του κι εκείνος αρνήθηκε. Πήγε στη δική της σκηνή, που δεν ήταν μακριά, και χώθηκε μέσα αφού έβγαλε τις μπότες της. Ο Θόρινταλ παρέμεινε καθισμένος μπροστά στο κατάλυμά του, καπνίζοντας.
Το απόγευμα, η Εύνοια βγήκε απ’τη σκηνή της και βάδισε ξυπόλυτη ανάμεσα στους Νομάδες, κοιτάζοντας τριγύρω, διαβάζοντας ίσως τα σημάδια της Πόλης.
Πού είναι η Μιράντα; Ο Θόρινταλ δεν πρόλαβε να κάνει τούτη τη σκέψη και την είδε να βγαίνει κι αυτή απ’τη σκηνή της Κυράς των Δρόμων. Χαμογέλασε. Σηκώθηκε όρθιος και βάδισε προς το μέρος της, φτάνοντας γρήγορα κοντά της.
Ήταν ντυμένη με λευκό πουκάμισο από χοντρό ύφασμα που έπεφτε σαν κοντό φόρεμα γύρω από το μπλε παντελόνι της. Τα μαύρα, σπαστά μαλλιά της χύνονταν λυτά στους ώμους της.
«Τι έγινε, Μιράντα; Είσαι καλά;»
Εκείνη ένευσε. «Εντάξει,» είπε. «Έχω περάσει κι από πολύ χειρότερα.» Χαμογέλασε. «Έμαθα πως σ’έβαλα σε κόπο.»
«Δεν είσαι και τόσο βαριά,» αποκρίθηκε ο Θόρινταλ μειδιώντας. Την είχε μεταφέρει ώς τη σκηνή της Εύνοιας. «Τι σου συνέβη; Γιατί λιποθύμησες;»
«Φτάσαμε στο τέλος του κρυφού δρόμου.»
«Το κατάλαβα αυτό.»
«Όταν λιποθύμησα, αισθάνθηκες κάτι;» τον ρώτησε. «Κάτι περίεργο; Οτιδήποτε;»
Ο Θόρινταλ συνοφρυώθηκε, προσπαθώντας να θυμηθεί. Κούνησε τελικά το κεφάλι. «Όχι,» είπε, «τίποτα. Θα έπρεπε;»
«Απλώς αναρωτιόμουν,» αποκρίθηκε η Μιράντα. «Επειδή ο Τόμος των Αόρατων Δρόμων γράφει πως συνηθισμένοι άνθρωποι ήταν αυτοί που ακολούθησαν τους δρόμους.»
«Δεν είμαι ‘συνηθισμένος’, είπαμε.»
Η Μιράντα μειδίασε. «Καταλαβαίνεις τι εννοώ. Μη-Θυγατέρες.»
«Τι είδες στο τέλος του δρόμου, Μιράντα;» Η περιέργεια τον έτρωγε. Τώρα που είχε μάθει ότι η Μιράντα ήταν καλά, αυτό τον ενδιέφερε κυρίως. «Η Εύνοια δεν μου είπε... Είπε ότι... δεν ξέρει ακριβώς. Κάτι τέτοιο.»
«Η Εύνοια δεν κατανόησε τι συνέβη, Θόρινταλ. Αυτός ήταν ο Δρόμος του Μέλλοντος.»
«Του Μέλλοντος;»
«Βλέπεις μελλοντικά γεγονότα από εκεί. Κι αυτό που είδα... ήταν άσχημο. Για όλη τη Ρελκάμνια, μάλλον.»
«Τι θες να πεις;»
«Ένας πόλεμος. Μεγάλος πόλεμος.»
*
Μετά από καμια ώρα, οι Νομάδες των Δρόμων μάζεψαν τις σκηνές τους κι άρχισαν πάλι να ταξιδεύουν. Το ηχοσύστημα πάνω στο ψηλό τετράκυκλο όχημα έπαιζε Ευπρόσδεκτοι κι Ακάλεστοι, των Μακρινών Στρατοκόπων. Η Εύνοια τούς οδηγούσε μέσα στην Ατμοφόρο, μια περιφέρεια της Α’ Κατωρίγιας γεμάτη εργοστάσια, βιομηχανίες, και εργαστήρια. Ακόμα και το απόγευμα δούλευε κόσμος εδώ, και κάπου-κάπου θόρυβοι αντηχούσαν, τόσο δυνατοί που τρυπούσαν τη μουσική των Νομάδων φτάνοντας έντονοι στ’αφτιά τους. Καπνοί έβγαιναν από ψηλές καμινάδες. Καλώδια απλώνονταν, μπλεγμένα σαν μακριά πόδια γιγάντιων εντόμων, επάνω σε δώματα και σε ταράτσες, από στύλο σε στύλο. Γιγάντιοι σωλήνες ξεπρόβαλλαν από τους τοίχους οικοδομημάτων, θυμίζοντας πλοκάμια μηχανικών τεράτων.
Απροειδοποίητα, η Φρουρά της Α’ Κατωρίγιας ζύγωσε τους Νομάδες των Δρόμων μέσα σε δύο θωρακισμένα τετράκυκλα οχήματα. Τα τροχοφόρα σταμάτησαν αντίκρυ τους και φρουροί βγήκαν, φορώντας κράνη κι έχοντας όπλα στους ώμους και στις ζώνες.
Η Εύνοια σταμάτησε επίσης, και το πλήθος των Νομάδων σταμάτησε πίσω της, συγχρονισμένο με το βάδισμά της.
Ένας λοχίας της Φρουράς πλησίασε την Κυρά των Δρόμων και τα Πνεύματα που στέκονταν γύρω της, τα οποία δεν κρατούσαν όπλα, ούτε όπλα φαίνονταν επάνω τους, αλλά ήταν κρυμμένα μες στα ρούχα τους, κι ήταν όλοι τους έτοιμοι να τα τραβήξουν σε περίπτωση ανάγκης.
«Καλησπέρα,» χαιρέτησε ο λοχίας τυπικά, και μπήκε αμέσως στο θέμα: «Πρέπει να κλείσετε τη μουσική σας. Ενοχλείτε τους εργάτες στις δουλειές τους.»
«Εντάξει,» αποκρίθηκε η Εύνοια. «Η μουσική θα σταματήσει.» Κι έκανε νόημα στον Κοντό Φριτς, ο οποίος έγνεψε κι απομακρύνθηκε βαδίζοντας προς το ψηλό τετράκυκλο με τα μεγάλα ηχεία.
«Και να φύγετε από δω, όσο πιο γρήγορα γίνεται,» πρόσθεσε ο λοχίας. «Η Ατμοφόρος δεν είναι περιοχή για πλανόδιους διασκεδαστές.»
«Δεν είμαστε πλανόδιοι διασκεδαστές,» είπε η Εύνοια. «Είμαστε οι Νομάδες των Δρόμων.»
«Είστε ένα πλήθος που περιπλανιέται άσκοπα μες στις λεωφόρους μιας περιφέρειας χωρίς νάχει καμια δουλειά εκεί, ενώ άλλοι άνθρωποι έχουν δουλειές. Το συντομότερο δυνατό πρέπει να φύγετε.»
«Εντάξει,» αποκρίθηκε πάλι η Εύνοια. «Αλλά θα χρειαστεί να διανυκτερεύσουμε στην Ατμοφόρο–»
«Δε μπορείτε να μπείτε στα οχήματά σας και να–;»
«Ακόμα κι αν χωρούσαμε όλοι στα οχήματά μας, κύριε Λοχία, δεν είναι αυτός ο τρόπος που ζούμε. Οι Νομάδες των Δρόμων βαδίζουν.»
Ο λοχίας έσμιξε τα χείλη του εκνευρισμένα. Ύστερα από μια στιγμή, είπε επαναλαμβάνοντας τα προηγούμενα λόγια του: «Το συντομότερο δυνατό να έχετε φύγει από την Αμτοφόρο.» Κι επέστρεψε στους δικούς του. Μπήκαν στα οχήματά τους κι απομακρύνθηκαν δίχως καθυστέρηση.
Αλλά η Εύνοια διέκρινε στους γύρω δρόμους ότι κατάσκοποι παρακολουθούσαν τους Νομάδες. Της το φανέρωναν τα πολεοσημάδια. Δεν πρόκειται να δουν τίποτα το ύποπτο, σκέφτηκε, καθώς οδηγούσε πάλι το πλήθος μέσα στην Ατμοφόρο, ψάχνοντας για ένα καλό μέρος να διανυκτερεύσουν.
*
Οι Νομάδες ταξίδευαν τώρα χωρίς μουσική και σιωπηλά. Ελάχιστοι μιλούσαν, καθώς το αστικό τοπίο γύρω τους δεν ενέπνεε κουβέντες, μουντό και άχαρο όπως ήταν. Ο ήλιος κρυβόταν πίσω από τα δυτικά οικοδομήματα, γεμίζοντας το περιβάλλον με σκιές και ανταύγειες. Ορισμένοι εργάτες φαίνονταν να φεύγουν από τις δουλειές τους: συγκεντρώνονταν σε στάσεις δημόσιων επιβατηγών, περιμένοντας να έρθει κάποιο όχημα για να τους πάρει· βάδιζαν μοναχικά ή σε παρέες (κάποιοι, μάλλον, δεν έμεναν μακριά· πρέπει να υπήρχαν και κατοικίες εδώ εκτός από εργοστάσια)· ή πήγαιναν σε μπαρ που έμοιαζαν με βρόμικες τρύπες.
Η Εύνοια, ως συνήθως, οδηγούσε τους Νομάδες από τους πιο ευνοϊκούς δρόμους. Και ήταν σαν να είναι αόρατοι – ένα πλήθος από στοιχειά της Ατέρμονης Πολιτείας που περνούσε ανενόχλητο μες στο σούρουπο.
Γύρω τους άρχισαν να παρατηρούν ολοένα και περισσότερα γκράφιτι: άγριες μουτσούνες, ανάμιξη ανθρώπου και ζώου· ένα αεροπλάνο που έσταζε αίμα περνώντας πάνω από καμινάδες που ο καπνός τους φαινόταν να το βλάπτει· λαβύρινθοι από σουρεαλιστικά σχήματα· μάτια που έκλαιγαν και χέρια που δούλευαν με διάφορα εργαλεία· μια πυραμίδα (του Κρόνου, μάλλον) γκρεμισμένη από ένα πελώριο μαύρο φίδι (του Σκοτοδαίμονος; αναρωτήθηκαν πολλοί· ο ίδιος ο Σκοτοδαίμων;).
Στην αρχή, ήταν ένα γκράφιτι από δω, ένα από κει. Μετά, σχεδόν κάθε τοίχος είχε γκράφιτι. Μετά, ακόμα και το πλακόστρωτο των δρόμων είχε γκράφιτι, ακόμα και οι αποκάτω μεριές των γεφυρών. Ήταν σαν οι Νομάδες να βάδιζαν μέσα σ’έναν ζωγραφιστό κόσμο.
«Πού είμαστε, Εύνοια;» ρώτησε ο Κοντός Φριτς. «Στο λημέρι καμιας συμμορίας;»
«Ναι,» αποκρίθηκε η Εύνοια, «υπάρχει μια συμμορία εδώ.» Το έβλεπε στα πολεοσημάδια. «Αλλά δε νομίζω ότι είναι εχθρική. Να είστε έτοιμοι, πάντως – χωρίς να δείξετε όπλα.»
Ο Φριτς ένευσε. «Όπως πάντα, Εύνοια.»
Η συμμορία δεν άργησε να αποκαλυφθεί όταν η Κυρά των Δρόμων σταμάτησε τους Νομάδες σε ένα μέρος που ανοιγόταν ανάμεσα από τις πολυκατοικίες και τα εργοστάσια. Θα μπορούσες να το αποκαλέσεις πλατεία, αλλά η λέξη σίγουρα δεν θα ήταν σωστή. Θα μπορούσες να το αποκαλέσεις μεγάλη αυλή, αλλά αυτές οι δυο λέξεις θα ήταν ακόμα χειρότερες. Ήταν ένας ανοιχτός χώρος γεμάτος γκράφιτι. Κάθε σπιθαμή ήταν βαμμένη. Και σε μια γωνία του υπήρχε ένα στρογγυλό κιγκλίδωμα που οδηγούσε, καταφανώς, στους υπονόμους. Η μυρωδιά που ερχόταν από εκεί ήταν απαίσια, αλλά μόνο όταν πήγαινες κοντά.
Εκτός από γκράφιτι, ο ανοιχτός χώρος είχε και διάφορες σαβούρες πεταμένες από δω κι από κει, καθώς και απομεινάρια από παλιότερους καταυλισμούς ή από γιορτές.
Η συμμορία παρουσιάστηκε ενόσω οι Νομάδες των Δρόμων έστηναν τις σκηνές τους. Ήταν καμια εικοσιπενταριά άνθρωποι, στο σύνολό τους, και μερικοί απ’αυτούς είχαν στα χέρια απλά όπλα – ρόπαλα, αλυσίδες, μπαλτάδες.
«Ποιοι είστε;» ρώτησε ο αρχηγός τους, μεγαλόφωνα.
Η Εύνοια ξεπρόβαλε ανάμεσα απ’τους Νομάδες. «Οι Νομάδες των Δρόμων. Σταματήσαμε εδώ μόνο για να διανυκτερεύσουμε.»
«Ποιοι ‘Νομάδες των Δρόμων’;» Ο άντρας δεν πρέπει να τους είχε ξανακούσει. Ήταν μετρίου αναστήματος, λευκόδερμος, με ξυρισμένο κεφάλι, ντυμένος με μαύρη μάλλινη μπλούζα και πέτσινο εργατικό γιλέκο γεμάτο τσέπες.
«Βαδίζουμε στην Ατέρμονη Πολιτεία,» αποκρίθηκε η Εύνοια. «Ποτέ δεν σταματάμε παρά μόνο πρόσκαιρα. Δε θα σας πειράξουμε.»
«Και η Φρουρά;»
«Τι ‘η Φρουρά’;»
«Πώς δε σας έχει διώξει; Καμια συμμορία δεν αφήνει εδώ – μόνο εμείς είμαστε στην Ατμοφόρο – μόνο εμείς παραμένουμε!»
«Δεν είμαστε συμμορία,» του είπε η Εύνοια.
«Και τι είστε;»
«Ταξιδευτές.»
«Πρώτη φορά βλέπω ταξιδευτές έτσι...» Ο άντρας τούς έδειξε με μια απλωτή χειρονομία.
«Πώς λέγεστε;» ρώτησε η Εύνοια. «Εσείς κάνετε τα γκράφιτι;»
«Ναι. Είμαστε οι Ζωγράφοι. Η μόνη συμμορία της Ατμοφόρου. Ούτε η Φρουρά δεν έρχετ’ εδώ.»
«Σας είπα, δεν θα σας ενοχλήσουμε. Το πρωί θα φύγουμε. Αν θέλετε καθίστε μαζί μας.»
«Δεν είστε φίλοι της Φρουράς, έτσι;»
«Πριν από κάποια ώρα μάς σταμάτησαν ζητώντας μας να φύγουμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Όχι, δεν είμαστε φίλοι της Φρουράς.»
Η απάντησή της φάνηκε να ικανοποιεί τον αρχηγό των Ζωγράφων, και η συμμορία κάθισε μαζί με τους Νομάδες των Δρόμων, γύρω από αναμμένα μαγκάλια και ενεργειακές λάμπες. Αντάλλαξαν ιστορίες. Οι Νομάδες τούς είπαν περιστατικά από τις περιπλανήσεις τους στην Ατέρμονη Πολιτεία. Οι Ζωγράφοι μίλησαν για τη ζωή τους εδώ, στην Ατμοφόρο, για το πώς είχαν καταφέρει να φτιάξουν και να διατηρήσουν έναν μικρό, ιδιωτικό κόσμο για τον εαυτό τους μέσα σε τούτη την περιφέρεια. «Η Φρουρά μάς λέει παρανόμους,» είπε ο αρχηγός των Ζωγράφων, που λεγόταν Ροντ, «αλλά ούτε κλέβουμε ούτε ληστεύουμε κανέναν που δεν έχει. Μόνο από αποθήκες μπορεί να βουτήξουμε κάτι πού και πού. Δεν έχουμε ποτέ πειράξει εργάτη.» Και μετά, καθώς η Εύνοια, η Μιράντα, ο Θόρινταλ, και μερικοί άλλοι τον άκουγαν, ανέφερε ένα παράξενο μέρος σε τούτη την περιοχή της Ατμοφόρου: ένα μέρος στους υπόγειους δρόμους της, όπου οι φυσικοί νόμοι της Ρελκάμνια άλλαζαν και βάδιζες στους τοίχους ενώ δεν μπορούσες ν’αναπνεύσεις. Οι Ζωγράφοι το χρησιμοποιούσαν αυτό το μέρος σαν άμυνα εναντίον της Φρουράς. «Είναι ενδοδιάσταση,» εξήγησε ο Ροντ. «Μου το είπε κάποτε ένας μάγος με τον οποίο είχα νταλαβέρι. Μια μικρή διάσταση παγιδευμένη μες στη Ρελκάμνια, σαν μια στραβή τσέπη μέσα σ’έναν μεγάλο σάκο.»
*
Μες στη νύχτα, ενώ ακόμα πολλοί Νομάδες ήταν ξύπνιοι και μιλούσαν με τους Ζωγράφους, οχήματα ακούστηκαν να έρχονται από τους δρόμους της Ατμοφόρου. Και η Μιράντα κι η Εύνοια διάβασαν αμέσως τον κίνδυνο στα σημάδια της Πόλης:
φύλακες έρχονται
στόχος: κάτοικοι-του-μέρους
Η Μιράντα, επίσης, διέκρινε:
μάτια-που-έχουν-προδώσει
Και σκέφτηκε: Οι κατάσκοποι που μας παρακολουθούσαν! Φέραμε, άθελά μας, τη Φρουρά στους Ζωγράφους! «Φύγετε!» τους είπε αμέσως. «Φύγετε, γρήγορα! Είναι οχήματα της Φρουράς!» καθώς πεταγόταν όρθια.
«Φύγετε!» τους προέτρεψε και η Εύνοια. «Τώρα! Μην καθυστερείτε, Ροντ!»
Ο αρχηγός των Ζωγράφων, έχοντας ήδη σηκωθεί, σφύριξε σε όσους δικούς του δεν ήταν κοντά και δεν είχαν ακούσει τα λόγια των Θυγατέρων· κι αμέσως όλοι έτρεξαν προς τη μεριά απ’την οποία είχαν έρθει. Χάθηκαν μες στα σκοτάδια ενώ τα λευκόμαυρα οχήματα της Φρουράς παρουσιάζονταν από έναν μεγαλύτερο δρόμο και σταματούσαν, με τριξίματα τροχών και μουγκρίσματα μηχανών, αντίκρυ στους Νομάδες.
Φρουροί βγήκαν μέσα από τα τετράκυκλα ή κατέβηκαν από τις σέλες δίκυκλων, ντυμένοι με λευκόμαυρες στολές και με κράνη στα κεφάλια, υψώνοντας αμέσως όπλα – οπλοπολυβόλα και τουφέκια – σημαδεύοντας το πλήθος των Νομάδων, ενώ ορισμένοι ανάμεσά τους βαστούσαν μεγάλες ασπίδες, αναμφίβολα αλεξίσφαιρες.
«ΖΩΓΡΑΦΟΙ!» φώναξε ένας. «ΒΓΕΙΤΕ ΜΠΡΟΣΤΑ, ΖΩΓΡΑΦΟΙ! ΧΩΡΙΣ ΦΑΣΑΡΙΕΣ, ΒΓΕΙΤΕ ΜΠΡΟΣΤΑ!»
Η Εύνοια τον αναγνώρισε: ήταν ο λοχίας με τον οποίο είχε μιλήσει πριν από μερικές ώρες. Οι Νομάδες ολόγυρά της είχαν αναστατωθεί: μια βαβούρα ακουγόταν.
«Λοχία!» φώναξε η Εύνοια. «Οι Ζωγράφοι δεν είν’ εδώ!»
«Μη μας λες ψέματα! Το ξέρουμε πως είναι μαζί σας! Σας έχουν δει!»
«Ήταν εδώ, πράγματι, πριν από λίγο. Αλλά δεν είναι εδώ πλέον. Μόλις άκουσαν τα οχήματά σας να έρχονται, έφυγαν τρέχοντας. Και δεν ξέρω γιατί. Είναι παράνομοι; Έχουν κάνει κάποιο έγκλημα;»
«Φυσικά και είναι παράνομοι! Και μην παριστάνεις ότι δεν το γνωρίζεις! Δε θάχατε συναναστροφές μαζί τους αν δεν τους γνωρίζατε!»
«Δεν τους γνωρίζαμε,» επέμεινε η Εύνοια. «Πριν από λίγο τούς συναντήσαμε για πρώτη φορά. Τυχαία ήρθαμε εδώ–»
«Δε μπορεί να ήρθατε τυχαία! Σας είδαν να κατευθύνεστε ακριβώς προς αυτό το μέρος.»
«Ακολουθούσαμε τα γκράφιτι,» εξήγησε η Εύνοια. «Μας είχες ζητήσει να μην ενοχλήσουμε κανέναν στην Ατμοφόρο, και να φύγουμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Ετούτη η μεριά μάς φάνηκε πιο ήσυχη. Σκεφτήκαμε ότι θα ήταν καλύτερα να ερχόμασταν από εδώ. Και, μόλις είχαμε κατασκηνώσει, μια συμμορία παρουσιάστηκε. Συστήθηκαν ως Ζωγράφοι. Δεν ξέρουμε τίποτ’ άλλο γι’αυτούς–»
«Καθόσασταν μαζί τους και μιλούσατε!» Ο λοχίας την έδειξε με το γαντοφορεμένο χέρι του. «Βγάλτε τους από κει που τους κρύβετε! Τώρα!»
«Δεν τους κρύβουμε,» είπε η Εύνοια, ήρεμα, σταθερά.
«Θα γίνει έρευνα–»
«Όσο θα κάνετε έρευνα,» τον διέκοψε η Μιράντα, «οι Ζωγράφοι θα απομακρύνονται. Από κει πήγαν, αν σας ενδιαφέρει.» Και έδειξε τη μεριά απ’την οποία όντως είχαν φύγει οι Ζωγράφοι. Τα πολεοσημάδια τής μαρτυρούσαν πως ήταν μάλλον απίθανο οι φρουροί να τους προλάβουν τώρα.
Ο λοχίας έμοιαζε διχασμένος. Οι άλλοι εξακολουθούσαν να έχουν τα όπλα τους υψωμένα και στραμμένα προς τους Νομάδες.
Ο Κοντός Φριτς σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του και ψιθύρισε στ’αφτί της Εύνοιας: «Αν ανοίξουν πυρ, δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα...»
«Δε θ’ανοίξουν πυρ,» αποκρίθηκε εκείνη στον ίδιο τόνο.
Ο λοχίας είπε: «Λέτε ψέματα! Τους έχετε κρύψει κάπου ανάμεσά σας! Παραμερίστε να δούμε!»
Η Εύνοια έκανε νόημα στους Νομάδες να υπακούσουν, κι εκείνοι δημιούργησαν χώρο ανάμεσά τους. Οι φρουροί πλησίασαν, εξακολουθώντας να έχουν τα όπλα τους υψωμένα, σημαδεύοντας γύρω-γύρω, παρατηρώντας τους πάντες. Ζήτησαν να μπουν και στα οχήματα των Νομάδων, και η Εύνοια τούς το επέτρεψε. Φυσικά, πουθενά δεν βρήκαν τους Ζωγράφους.
«Αν τους έχετε κρύψει με κάποιο κόλπο–» απείλησε ο λοχίας.
«Δεν τους έχουμε κρύψει,» τον διέκοψε η Εύνοια, «και αρκετά έχετε τρομοκρατήσει τους Νομάδες μου! Είμαστε φιλειρηνικοί άνθρωποι, Λοχία.»
«Οι ‘φιλειρηνικοί άνθρωποι’ δεν κάνουν παρέα με κακοποιούς.»
«Δεν ξέραμε τίποτα για τους Ζωγράφους. Εκείνοι ήρθαν και μας συνάντησαν.»
«Σπάνια παρουσιάζονται αυτοί.»
«Ήταν μια από τις σπάνιες περιπτώσεις, τότε. Αλλά, αλήθεια, γιατί τους κυνηγάτε, Λοχία; Μου φάνηκαν αρκετά φιλικοί. Δε θέλησαν να μας διώξουν, ούτε επιχείρησαν να μας ληστέψουν.»
«Είναι κλέφτες,» είπε ο λοχίας της Φρουράς – «κλέβουν από αποθήκες. Και αλήτες – κατοικούν στους δρόμους. Δημιουργούν ταραχές ανάμεσα στους εργάτες. Λερώνουν την περιοχή με τις μπογιές τους!» Έδειξε ολόγυρα, τον χώρο που ήταν γεμάτος γκράφιτι.
«Μάλιστα,» είπε η Εύνοια. «Θα το έχουμε υπόψη μας, Λοχία. Αν και δεν θα μείνουμε άλλο εδώ, βέβαια. Με την αυγή φεύγουμε.»
«Το συντομότερο δυνατό να είστε έξω από την Ατμοφόρο,» της είπε, γι’ακόμα μια φορά, ο λοχίας· και μετά, εκείνος κι οι φρουροί του επιβιβάστηκαν ξανά στα οχήματά τους και εγκατέλειψαν τον ανοιχτό χώρο που ήταν γεμάτος γκράφιτι. Δεν πήγαν προς τη μεριά που τους είχε δείξει η Μιράντα. Ή σκέφτονταν ότι οι Ζωγράφοι θα είχαν πια απομακρυνθεί πολύ, ή ότι η Μιράντα τούς είχε πει ψέματα.
Η Βιολέτα είπε: «Δεν τους αρέσουν τα γκράφιτι; Γιατί, μα τον Κρόνο; Ανώμαλοι είναι;»
Αρκετοί Νομάδες γέλασαν.
Ο Θόρινταλ σχολίασε: «Αναμφίβολα, η ζωγραφική των Ζωγράφων είναι μια ευχάριστη νότα σε τούτη την περιοχή.»
«Ποιος μας είδε, εγώ αναρωτιέμαι,» είπε ο Κοντός Φριτς. «Ποιος μας είδε να μιλάμε με τους Ζωγράφους. Δε νομίζω ότι μας παρακολουθούσαν οι φρουροί.»
«Είχαν κατασκόπους γύρω μας, συνεχώς,» τον πληροφόρησε η Μιράντα.
«Και τώρα;»
«Τώρα...» Η Μιράντα κοίταξε τριγύρω, τα πολεοσημάδια. «Τώρα, δε νομίζω ότι είναι κανείς κοντά μας. Αλλά δεν μπορεί νάναι και μακριά. Απλώς δεν πλησιάζουν το μέρος όπου έχουμε κατασκηνώσει, φοβούμενοι ίσως ότι θα τους εντοπίσουμε, ή ότι μπορεί να τους βρουν οι Ζωγράφοι.»
«Αυτή η συνοικία,» είπε ο Κοντός Φριτς στην Εύνοια, «ήταν μια χαρά όσο ήμασταν στην Πλατεία των Παλαιών Αριστοκρατών. Αλλά όχι πλέον.»
«Κι εκεί μάς παρακολουθούσαν,» αποκρίθηκε η Κυρά των Δρόμων. «Μας υποπτεύονται από τότε που άρχισε ο πόλεμος στις βόρειες όχθες του Ριγοπόταμου.»
«Ή,» πρόσθεσε ο Θόρινταλ, «ίσως να υποπτεύονται τους πάντες.»
«Εγώ,» είπε ο Ρίμναλ, «για τους Ζωγράφους φοβήθηκα κυρίως. Τους φέραμε μπελάδες χωρίς να το θέλουμε.»
Κι ετούτα ήταν τα πρώτα λόγια του Ρίμναλ που φάνηκε να κάνουν πολλούς Νομάδες να τον κοιτάξουν με συμπάθεια ξανά, σαν να είχαν ξεχάσει τι είχε συμβεί όσο βρίσκονταν στην Αμφίνομη.
Όταν οι επαναστάτες επιτίθενται στη συνοικία που κρύβει τους παλιούς εχθρούς τους, βρίσκουν πολλές παγίδες να τους περιμένουν μέσα στους άγνωστους δρόμους, ενώ ένας δυσαρεστημένος ευγενής συνωμοτεί σ’ένα από τα λίγα πανδοχεία της Ορθόβουλης.
Ο πόλεμος κατά της Α’ Ανωρίγιας Συνοικίας άρχισε, όπως και η εισβολή στην Έκθυμη, χωρίς καμία προειδοποίηση: μια καταιγίδα που ξεσπά προτού καλά-καλά έχουν μαζευτεί τα σύννεφα.
Οι επαναστάτες της Β’ Ανωρίγιας επιτέθηκαν από τις δύο περιφέρειες της συνοικίας τους που συνόρευαν με την Α’ Ανωρίγια: από τον Ρυθμιστή και τον Νυγμό. Συγχρόνως, ο στόλος τους ερχόταν από τον Ριγοπόταμο, κατευθυνόμενος προς τη Ζωηρή, τη νοτιοδυτική περιφέρεια της Α’ Ανωρίγιας που άγγιζε τον Νυγμό· και μισθοφόροι και συμμορίες της Έκθυμης έρχονταν από τα βόρεια της Α’ Ανωρίγιας, για να χτυπήσουν τον Καινοπρεπή (τη βορειοδυτική περιφέρεια που συνόρευε με τον Ρυθμιστή) και τη Μακρόσκοτη. Η Α’ Ανωρίγια Συνοικία, εν ολίγοις, δεχόταν επίθεση από δύση, βορρά, και νότο.
Αλλά δεν ήταν απροετοίμαστη. Η Πολιτάρχης της, Ραλτάνα-Ορν, και ο Στρατάρχης Τάραλντεκ Νορβάνι περίμεναν μια τέτοια κίνηση από τη Β’ Ανωρίγια. Σχεδίαζαν, βέβαια, εκείνοι να επιτεθούν πρώτοι στους επαναστάτες, και μετά είχαν σκοπό να κάνουν πολύ συμφέρουσες συμφωνίες με τη Φενίλδα Καρντέρω και την εξόριστη πλουτοκρατία – συμφωνίες μέσω των οποίων η Α’ Ανωρίγια θα είχε μεγάλη επιρροή πάνω στη Β’ Ανωρίγια και στο Εμπορικό Κέντρο στα δυτικά της. Αλλά, και έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα, η Ραλτάνα-Ορν και ο Τάραλντεκ Νορβάνι δεν αισθάνονταν πως θα είχαν πρόβλημα. Ας έρχονταν οι επαναστάτες μέσα στα μέρη τους. Εκεί θα τσακίζονταν! Και ύστερα η εισβολή στη Β’ Ανωρίγια θα ήταν περίπατος.
*
Η Καρζένθα-Σολ ήταν με τις δυνάμεις στον Ρυθμιστή, μαζί με τον Σολάμνη’μορ, τον Άλβερακ, και πολλούς από τους υπόλοιπους Μικρούς Γίγαντες. Στο πλευρό τους ήταν αρκετοί πολίτες της Β’ Ανωρίγιας που είχαν μετατραπεί σε μαχητές της ελευθερίας τον τελευταίο καιρό, καθώς και οι Στριμωγμένοι Αγριόγατοι, οι Απάνεμοι Λεβέντες, οι Ξεπεσμένοι Ιερείς, οι Φιλικοί Εχθροί, και άλλες μικροσυμμορίες. Είχαν όπλα από το Εμπορικό Κέντρο και την Έκθυμη, διαφόρων ειδών: πυροβόλα, ενεργειακά, ηχητικά, εσωτερικών δονήσεων· είχαν χειροβομβίδες, ηχοβομβίδες, σκοτοβομβίδες, στοιχειακές βόμβες· είχαν μεγάλες πανοπλίες που τα μέταλλά τους ήταν ενεργειακά φορτισμένα ώστε να εξοστρακίζουν εχθρικά βλήματα· είχαν μεταβαλλόμενα οχήματα και αεροσκάφη.
Χτύπησαν τη Σύγχρονη – την περιφέρεια της Α’ Ανωρίγιας που συνόρευε με τον Ρυθμιστή – σαν θύελλα, σφυροκοπώντας τους πρώτους αμυντικούς σχηματισμούς της περιοχής. Διέλυσαν μεγάλα κανόνια, κομμάτιασαν θωρακισμένα οχήματα, γκρέμισαν οχυρά και φυλάκια, έτρεψαν τους υπερασπιστές σε φυγή. Αλλά μόλις είχαν μπει στους δρόμους της Σύγχρονης ήταν που η πραγματική μάχη ξεκίνησε: Οι μαχητές της Α’ Ανωρίγιας βγήκαν από σήραγγες, μέσα από ράμπες, σκάλες, καταπακτές· βγήκαν από οικήματα που φαίνονταν για καταστήματα ή οικίες αλλά είχαν, προφανώς, επιστρατευτεί ή ήταν προκαλύμματα εξαρχής· ξεπρόβαλαν πάνω σε γέφυρες και σε ταράτσες. Και πυροβολούσαν και εκτόξευαν βόμβες σαν να μην τους ενδιέφερε αν θα ισοπέδωναν την ίδια την περιοχή τους μαζί με τους επαναστάτες της Β’ Ανωρίγιας.
Στον Νυγμό, νότια του Ρυθμιστή, βρίσκονταν συγκεντρωμένες άλλες δυνάμεις της Β’ Ανωρίγιας: ένα ολόκληρο φουσάτο από συμμορίες και κακούργους, μισθοφόρους και εξεγερμένους πολίτες. Επικεφαλής τους ήταν ο Ζιλμόρος, ο αρχηγός των Σκοταδιστών. Όταν η Καρζένθα-Σολ έδωσε, τηλεπικοινωνιακά, σήμα ότι ξεκινούσε την επίθεση στη Σύγχρονη, το φουσάτο του Ζιλμόρου επιτέθηκε ταυτόχρονα στη Ζωηρή, την περιφέρεια της Α’ Ανωρίγιας που συνόρευε με τον Νυγμό, βρισκόμενη νότια της Σύγχρονης.
Ήταν ξημερώματα.
Καθώς η ορδή του Ζιλμόρου εφορμούσε στους υπερασπιστές των συνόρων της Α’ Ανωρίγιας, χτυπώντας τους με ό,τι όπλα είχε στη διάθεσή της, ο στόλος της Β’ Ανωρίγιας (ειδοποιημένος τηλεπικοινωνιακά κι αυτός) ερχόταν από τον Ριγοπόταμο, εξαπολύοντας οβίδες και ρουκέτες καταπάνω στα πολεμικά σκάφη που βρίσκονταν στο λιμάνι της Ζωηρής, στα αμυντικά κανόνια, και σ’όλα τα οχυρωματικά έργα της περιοχής. Αεροσκάφη πετούσαν πάνω από τον στόλο για υποστήριξη, και αμέσως βρέθηκαν σε άγρια αερομαχία με τα αεροσκάφη της Α’ Ανωρίγιας. Ο ουρανός και ο ποταμός γέμισαν καπνούς και φωτιά. Κομμάτια έπεφταν επικίνδυνα μέσα στους δρόμους της Ζωηρής κι επάνω στα οικοδομήματά της, σε ταράτσες, σε γέφυρες, σε μπαλκόνια, διαλύοντας και πυρπολώντας.
Το φουσάτο του Ζιλμόρου τσάκισε, εν τω μεταξύ, τους υπερασπιστές στα δυτικά σύνορα, τους έτρεψε σε φυγή, και οι συμμορίες νόμισαν πως είχε έρθει από τώρα, τόσο γρήγορα, η ώρα της λεηλασίας καθώς ξεχύνονταν μες στους δρόμους της Ζωηρής. Συνάντησαν, όμως, την ίδια αντίσταση που είχε, περίπου ταυτόχρονα, συναντήσει και ο στρατός της Καρζένθα-Σολ λίγο πιο βόρεια. Μαχητές της Α’ Ανωρίγιας ξεπρόβαλαν από παντού, σφυροκοπώντας τους.
Και ενώ αυτό το μακελειό επικρατούσε στα δυτικά και στα νοτιοδυτικά της Α’ Ανωρίγιας, στα βόρεια η κατάσταση ήταν παρόμοια. Οι συμμορίες και οι μισθοφόροι της Έκθυμης που είχαν πέσει πάνω στον Καινοπρεπή και στη Μακρόσκοτη είχαν βρεθεί κλεισμένες μέσα σε διασταυρούμενα πυρά μαχητών που είχαν ξεπροβάλει απρόσμενα από οικοδομήματα και σήραγγες. Ο Σίρκαλ Μονώνυχος, ο αρχηγός των Αρχαίων Κατωμεριτών, και ο Βικέντιος Συρμογνώστης – ένας ευγενής και αρχηγός μισθοφόρων – που ηγούνταν του στρατεύματος της Έκθυμης, έκριναν ότι τα πράγματα ήταν άσχημα.
«Δεν είναι πιο δυνατοί από μας, οι γαμιόληδες, παλιολεχρίτη των υπογείων!» μούγκρισε ο Βικέντιος, καθώς ήταν καλυμμένοι πίσω από τρία αναποδογυρισμένα οχήματα για να προστατευτούν από τις ριπές πολυβόλων που έρχονταν σαν χαλάζι από μια γέφυρα. «Απλά είναι σε καλές θέσεις!»
Ο Βικέντιος δεν συμπαθούσε τον Σίρκαλ: τον θεωρούσε απόβρασμα και συνεργαζόταν ανόρεχτα μαζί του. Ο αρχηγός των Αρχαίων Κατωμεριτών απορούσε πώς ο καταραμένος ευγενής μπορούσε να θεωρεί εκείνον «απόβρασμα» όταν ο ίδιος έβριζε συνέχεια σαν την ίδια τη Γλώσσα του Σκοτοδαίμονος, ο αναθεματισμένος!
«Ξέρουν την περιοχή τους καλύτερα από εμάς,» αποκρίθηκε τώρα στον Βικέντιο. «Δεν ήταν αναμενόμενο;»
«Ο γαμημένος Ποιητής νόμιζα πως νόμιζε ότι θα τους πιάναμε απροετοίμαστους...»
«Στον πόλεμο, άλλο τι νομίζεις άλλο τι είναι.»
«Θα μου πεις τη δουλειά μου, αρουραίε των υπογείων;»
«Έχεις κανένα σχέδιο, ή απλά μιλάς;»
Ο Βικέντιος Συρμογνώστης τον αγριοκοίταξε.
Μια δυνατή έκρηξη τράνταξε τα αναποδογυρισμένα οχήματα πίσω απ’τα οποία ήταν καλυμμένοι, και έτρεξαν να φύγουν, να απομακρυνθούν προτού κι άλλες βόμβες πέσουν.
*
Αδύνατον να τους νικήσουμε με το να απλωνόμαστε, σκέφτηκε η Καρζένθα-Σολ, παρατηρώντας τη μάχη μέσα από ένα μεταβαλλόμενο όχημα που έπαιρνε τρεις μορφές: ερπυστριοφόρο με δύο μεγάλα πολυβόλα κι ένα ρουκετοβόλο· εξάτροχο με ενεργειακό κανόνι και δύο πολυβόλα· και όχημα με τέσσερα γιγάντια πόδια που ήταν σαν μικρό, κινητό οχυρό, πολύ σταθερό, με δύο πολυβόλα, ένα ρουκετοβόλο, κι ένα ενεργειακό κανόνι. Ο Σολάμνης’μορ βρισκόταν τώρα στο κέντρο ισχύος του μεταβαλλόμενου οχήματος, κάνοντας τη Μαγγανεία Κινήσεως· και το όχημα είχε την τρίτη του μορφή.
Πρέπει να συσπειρωθούμε, σκέφτηκε η Καρζένθα, να γίνουμε μια πανίσχυρη γροθιά. Και, ενεργοποιώντας τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της κονσόλας, κάλεσε όλες τις μονάδες να συγκεντρωθούν γύρω από το άρμα της με τα τέσσερα γιγάντια πόδια. Συγχρόνως, παρατηρούσε τον εχθρό, ενώ το όχημα έκανε πελώρια αργά βήματα σπάζοντας κάπου-κάπου το πλακόστρωτο από κάτω του. Δεν είναι ισχυρότεροι από εμάς – ούτε περισσότεροι ούτε αρτιότερα οπλισμένοι – απλώς είναι πολύ καλά τοποθετημένοι. Γνωρίζουν την περιοχή τους καλύτερα από εμάς, αναμενόμενα· μας έχουν από παντού περικυκλωμένους· κι αυτό δεν μπορούμε να το αλλάξουμε. Δεν μπορούμε να παραβγούμε μαζί τους στη γνώση των ίδιων τους των δρόμων. Επομένως, πρέπει να ανατρέψουμε την κατάσταση αλλιώς...
Ο στρατός της, κομμάτι-κομμάτι, συγκεντρώθηκε γύρω της, σφυροκοπημένος και ταλαιπωρημένος – πανικόβλητοι μαχητές, τραυματισμένοι μαχητές, οχήματα που κάπνιζαν και φλέγονταν, αεροσκάφη κυνηγημένα από εχθρικά αεροσκάφη.
Το τετράποδο κινητό οχυρό της Καρζένθα-Σολ έγινε το κέντρο μιας πολεμικής, πάνοπλης μάζας. Οι μαχητές της Α’ Ανωρίγιας τη χτυπούσαν από παντού, αλλά δεν μπορούσαν εύκολα να τη νικήσουν. Οι μαχητές της Καρζένθα απαντούσαν με δικά τους πυρά, απομακρύνοντας τους, αναγκάζοντάς τους να αναζητήσουν κάλυψη μέσα στους δρόμους και στα οικοδομήματα της Σύγχρονης.
«Τώρα,» είπε η Στρατάρχης της Β’ Ανωρίγιας, «θα τους τσακίσουμε έναν-έναν.» Και πρόσταξε, μέσω του πομπού της, ολόκληρος ο στρατός της να κινηθεί, μαζικά, προς τα νότια, προς ένα σύμπλεγμα οικοδομημάτων και γεφυρών που ο εχθρός φαινόταν να χρησιμοποιεί ως οχυρό.
Οι μαχητές της Α’ Ανωρίγιας άρχισαν αμέσως να χτυπάνε τους επαναστάτες, αλλά η ζημιά που μπορούσαν να προκαλέσουν στο στενά συγκεντρωμένο στράτευμα ήταν αμελητέα, και οι μαχητές της Β’ Ανωρίγιας τούς απομάκρυναν με τα δικά τους πυρά.
«Προς όλα τα ενεργειακά όπλα,» είπε η Καρζένθα-Σολ στον πομπό της: «Χτυπήστε το οικοδομικό σύμπλεγμα αντίκρυ μας, στα νότια! Προς όλα τα ρουκετοβόλα όπλα: Χτυπήστε το οικοδομικό σύμπλεγμα αντίκρυ μας, στα νότια! Προς όλα τα ηχητικά όπλα: Χτυπήστε το οικοδομικό σύμπλεγμα αντίκρυ μας, στα νότια!»
Ένας καταιγισμός από ενεργειακές λόγχες, ρουκέτες, και ηχητικά κύματα έπεσε καταπάνω στα οικοδομήματα που χρησιμοποιούσαν οι υπερασπιστές της Α’ Ανωρίγιας για αμυντικούς λόγους. Τζάμια έγιναν θρύψαλα, τοίχοι γκρεμίστηκαν, γέφυρες έπεσαν, τρύπες άνοιξαν απ’τη μια μεριά των οικοδομημάτων ώς την άλλη. Κανόνια και οχήματα έπεσαν από τις θέσεις τους, τσακίστηκαν, διαλύθηκαν· άνθρωποι ούρλιαζαν καθώς τραντάζονταν από καταστροφικούς ήχους, αποσυντίθεντο από ενεργειακά βλήματα, φλέγονταν, κομματιάζονταν.
Ωστόσο, και οι υπερασπιστές χτύπησαν τους επαναστάτες. Οβίδες, ρουκέτες, και μια ενεργειακή ριπή εκτοξεύτηκαν καταπάνω τους. Η τελευταία πέρασε ξυστά από το τετράποδο άρμα της Καρζένθα-Σολ και τρύπησε ένα θωρακισμένο όχημα από την οροφή ώς την πίσω-αριστερή από τις έξι ρόδες του, ακινητοποιώντας το. Δύο ρουκέτες, όμως, χτύπησαν το μεταβαλλόμενο άρμα της Στρατάρχη της Β’ Ανωρίγιας, τραντάζοντάς το άγρια.
«Τι ζημιές έχουμε;» ρώτησε η Καρζένθα αμέσως τον Άλβερακ, που καθόταν παραδίπλα, μπροστά σε μια κονσόλα.
«Οι μηχανές δεν έχουν πειραχτεί. Το ένα πολυβόλο έχει χτυπηθεί άσχημα – χρειάζεται επισκευή. Και το αριστερό μπροστινό πόδι έχει πληγεί επίσης, αλλά εξακολουθεί να μπορεί να κινηθεί.»
Οι επαναστάτες δεν έπαψαν ούτε στιγμή των καταιγισμό τους και, πολύ σύντομα, το οικοδομικό σύμπλεγμα του εχθρού είχε κομματιαστεί και δεν αποτελούσε απειλή πλέον. Είχε μετατραπεί σε φλεγόμενα συντρίμμια που καπνοί στροβιλίζονταν ολόγυρά τους πηγαίνοντας προς τους ουρανούς.
Οι επαναστάτες ζητωκραύγαζαν παντού γύρω από την καρδιά του σχηματισμού τους, γύρω από το τετράποδο κινητό οχυρό της Καρζένθα-Σολ. Ήταν η πρώτη σημαντική νίκη τους σε τούτους τους δρόμους. Μέχρι στιγμής, συνεχώς κυνηγημένοι βρίσκονταν, βλέποντας εχθρούς να ξεπροβάλλουν πανταχόθεν.
«Η Σύγχρονη,» είπε η Καρζένθα μέσω του τηλεπικοινωνιακού πομπού, για να εμψυχώσει κι άλλο τους μαχητές της, «δεν θ’αργήσει να γίνει δική μας!» Κι άκουσε τις ζητωκραυγές τους μέσα από το μεγάφωνο. «Τώρα – έχουμε κι άλλους στόχους να χτυπήσουμε! Θα τους τσακίσουμε τον έναν μετά τον άλλο! Δεν μπορούν να μας αντισταθούν! Ακολουθήστε με!» Και πρόσταξε να κατευθυνθούν προς μια άλλη μεριά.
Οι μαχητές της Α’ Ανωρίγιας άρχισαν να σκορπίζονται στο πέρασμά τους.
*
Στη Ζωηρή, νότια της Σύγχρονης, οι επαναστάτες δεν είχαν την ίδια τύχη. Οι υπερασπιστές της περιοχής, ξεπροβάλλοντας από κάθε μεριά, τους χτυπούσαν συνεχόμενα, αποπροσανατολίζοντάς τους, αποδιοργανώνοντάς τους. Και ο Ζιλμόρος δεν μπορούσε να συγκροτήσει την ορδή του έτσι ώστε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την άμυνα των μαχητών της Α’ Ανωρίγιας. Διαρκώς έβλεπε ολόγυρά του πολεμιστές της Β’ Ανωρίγιας να θερίζονται από ριπές πυροβόλων, να κομματιάζονται από εκρήξεις, ν’αρπάζουν φωτιά, να πέφτουν κάτω σπαρταρώντας αφού είχαν δεχτεί ηχητικές βολές.
Δύο μεγάλα ελικόπτερα πετούσαν, συγχρόνως, πάνω από την περιοχή – δύο ελικόπτερα του εχθρού – οπλισμένα με ενεργειακά κανόνια. Οι φωτεινές ριπές τους έπεφταν σαν κεραυνοί από τον ουρανό, τρυπώνοντας τα άρματα των επαναστατών, αδρανοποιώντας τα, κάνοντας ενεργειακές φιάλες να εκρήγνυνται. Και γύρω από τα ελικόπτερα άλλα, μικρότερα αεροσκάφη πετούσαν για να τα προστατεύουν από τα αεροσκάφη της Β’ Ανωρίγιας.
«Ρίξτε αυτά τα γαμημένα ελικόπτερα!» κραύγασε ο Ζιλμόρος, δείχνοντάς τα, καθώς στεκόταν επάνω σ’ένα ανοιχτό τετράκυκλο με πολυβόλο. Το προηγούμενο θωρακισμένο όχημα μέσα στο οποίο βρισκόταν είχε καταστραφεί και, καθώς αυτοί που ήταν στο εσωτερικό του έβγαιναν, είχαν δεχτεί στοιχειακές βόμβες. Πνευματικές οντότητες είχαν απελευθερωθεί από τους μηχανισμούς, προκαλώντας πανικό και παραφροσύνη στους μαχητές της Β’ Ανωρίγιας, βάζοντάς τους να αλληλοσκοτωθούν. Τα καταραμένα πνεύματα είχαν επιτεθεί και στον ίδιο τον Ζιλμόρο, αλλά εκείνος είχε διώξει την επίδρασή τους από το μυαλό του – την είχε διώξει με την πίστη του στον Σκοτοδαίμονα, με τη θέλησή του, ψάλλοντας σιωπηλά ξανά και ξανά μια προσευχή στον Άρχοντα του Σκότους, για να του δώσει δύναμη και σθένος να κατατροπώσει τους εχθρούς του. Κατάφερε τελικά να απομακρυνθεί από εκείνη τη θανατηφόρα παγίδα με σχετικά χαμηλό κόστος. Μόνο τα μαύρα του γυαλιά είχαν σπάσει. Πράγμα που τον είχε εξοργίσει, βέβαια. Τα είχε κάποτε κλέψει από μια παλιά ερωμένη του, μια Τεχνομαθή μάγισσα, και είχαν διάφορες χρήσιμες ιδιότητες. Αναρωτιόταν αν κανείς θα μπορούσε να τα επισκευάσει. Ο Σολάμνης’μορ, ίσως; Ή η Μορτένκα’μορ; Ήταν ακόμα μαζί τους αυτή η παράξενη μάγισσα που τους είχε φέρει η Κορίνα.
«Ρίξτε τα, τα γαμημένα!» κραύγασε ο Ζιλμόρος εξακολουθώντας να δείχνει τα ελικόπτερα. «Τι σκατά κάθεστε; Όλα μόνος μου πρέπει να τα κάνω, γαμώ τη μάνα του Κρόνου;»
«Δε βλέπεις τι γίνεται γύρω σου, βρε γαμιόλη;» ούρλιαξε η Μάγδα Ζολνακάρντω, η αρχηγός των Γενναίων Οροφοβατών. «Δε βλέπεις τι γίνεται γύρω σου;»
Γύρω τους, όπου κι αν κοίταζαν, έβλεπαν καπνούς, φωτιές, εκρήξεις, πτώματα, όπλα να πυροβολούν, οχήματα μπλεγμένα μέσα σε συντρίμμια, ανθρώπους να τρέχουν, να στριγγλίζουν, να χτυπιούνται, ανθρώπους να έχουν εμπλακεί σε κοντινή μάχη, να προσπαθούν να καρφώσουν ο ένας τον άλλο με λεπίδες, να κλοτσήσουν, να γρονθοκοπήσουν...
«Ποιος θα ρίξει τα ελικόπτερα;» συνέχισε να φωνάζει η Μάγδα. «Ποιος;» Ήταν κι αυτή μέσα στο ανοιχτό τετράκυκλο, καθισμένη πλάι στον οδηγό, ενώ ο Ζιλμόρος στεκόταν πίσω τους μαζί με άλλους μαχητές που είχαν το πολυβόλο ανάμεσά τους, το οποίο κάθε τόσο έβαλλε προς τα εκεί όπου διακρίνονταν εχθροί αλλά μερικές φορές χτυπούσε, κατά λάθος, και φίλους – αναμενόμενο μες στον χαλασμό.
Ο Ζιλμόρος κλότσησε την αρχηγό των Γενναίων Οροφοβατών στην αριστερή ωμοπλάτη. «Βρείτε κάποιον πούστη να τα ρίξει! Τι έγιναν τα ενεργειακά κανόνια μας; Τι έγιναν τα ρουκετοβόλα; Φέρτε μου εδώ τον πομπό!» Έσκυψε να πιάσει τον τηλεπικοινωνιακό πομπό που ήταν ακουμπισμένος πάνω στην κονσόλα στη μπροστινή μεριά του οχήματος–
Η Μάγδα τον άρπαξε από τον γιακά και τον έσπρωξε δυνατά, βρίζοντάς τον χυδαία. Ο Ζιλμόρος έχασε την ισορροπία του, πέφτοντας από το όχημα. «Πρέπει να υποχωρήσουμε, ρε αρχίδι!» του φώναξε η Μάγδα. «Όχι να συνεχίσουμε εδώ! Θα σκοτωθούμε όλοι!»
Ο Ζιλμόρος σηκώθηκε από το πλακόστρωτο, που ήταν γεμάτο κομμάτια, θρύψαλα, και κάλυκες, και τράβηξε ένα οδοντωτό ξίφος από το θηκάρι στη ζώνη του, κάνοντας να το υψώσει για να χτυπήσει τη Μάγδα. Οι άλλοι, πηδώντας απ’το όχημα, έπεσαν πάνω του και τον άρπαξαν, συγκρατώντας τον, ενώ εκείνος έβριζε κι έριχνε αγκωνιές και κλοτσιές.
Ύστερα, μια ηχητική ριπή τούς χτύπησε όλους, σκορπίζοντάς τους γύρω απ’τον Ζιλμόρο και σωριάζοντάς τους. Ο αρχηγός των Σκοταδιστών, φυσικά, έπεσε επίσης, νιώθοντας το κεφάλι του έτοιμο να εκραγεί ενώ ένα πανίσχυρο ζουζούνισμα είχε γεμίσει τ’αφτιά του και τα πάντα χόρευαν, διπλά και τριπλά και τετραπλά, μπροστά στα θολωμένα μάτια του.
Αισθάνθηκε κάποιους να τον αρπάζουν και να τον σηκώνουν, και μετά έχασε τις αισθήσεις του.
*
Ο Κάδμος, βρισκόμενος στο Πολιταρχικό Μέγαρο της Β’ Ανωρίγιας μαζί με διάφορους συμβούλους του και αξιωματούχους, άκουγε τις αναφορές από το μέτωπο με ανησυχία καθώς η μέρα προχωρούσε. Και κυρίως φοβόταν, όπως πάντα, για την Καρζένθα. Αισθανόταν άσχημα κάθε φορά που εκείνη πήγαινε να πολεμήσει. Αναρωτιόταν αν, μήπως, θα έπρεπε από δω και πέρα να την προστάζει – να την προστάζει ως Πολιτάρχης – να μένει πίσω. Εξάλλου, την είχε κάνει Στρατάρχη της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας· δεν ήταν ανάγκη να είναι πάντα μπλεγμένη σε τόσο δύσκολες μάχες, ήταν; Μπορούσε να δίνει διαταγές και από απόσταση.
«Ίσως θα έπρεπε να υποχωρήσουμε...» είπε ο Κάδμος συλλογισμένα, ύστερα από την τελευταία αναφορά.
«Δεν είναι ακόμα ούτε μεσημέρι, Εξοχότατε,» του είπε ο Μάλνεμορ-Νορκλ. «Αυτό θα ήταν βιαστικό.»
«Βιαστικό; Βιαστική ήταν αυτή η επίθεση ίσως!»
Ο Μάλνεμορ-Νορκλ δεν διαφώνησε. Είπε μόνο ύστερα από μια στιγμή: «Και τώρα δεν βλέπω πουθενά την Κορίνα...»
«Δε μπορεί να μας οδήγησε σε παγίδα,» είπε ο Ερκάνης. «Αποκλείεται. Για να μας πρότεινε να επιτεθούμε τώρα, ήξερε τι έλεγε.»
«Σα να μου φαίνεται να γνωρίζεις περισσότερα γι’αυτήν απ’ό,τι εμείς...» Ο Μάλνεμορ τον κοίταζε με στενεμένα μάτια.
«Μέχρι στιγμής, μας έχει βοηθήσει. Είναι, ίσως, το βασικό μας στήριγμα.»
«Το βασικό μας στήριγμα;» αναφώνησε ο Μάλνεμορ-Νορκλ. Και ρουθούνισε γελώντας κοφτά. «Ο λαός της Β’ Ανωρίγιας είναι το βασικό μας στήριγμα, κύριε Ανάντη!»
«Αν δεν ήταν η Κορίνα, η επανάσταση ποτέ δεν θα είχε ξεκινήσει. Ούτε θα είχαμε νικήσει τον Ζόλτεραλ-Ράο.»
«Τέλος πάντων... Εγώ βλέπω ότι τώρα τα πράγματα είναι σκούρα, και καλύτερα ν’αρχίσουμε να προσευχόμαστε στη Ρασιλλώ.»
Μετά από λίγο, μια καινούργια αναφορά ήρθε μέσω του τηλεπικοινωνιακού συστήματος που είχαν στήσει στη Γενική Αίθουσα Συναθροίσεων του Πολιταρχικού Μεγάρου, κι αυτή η αναφορά δεν ήταν τόσο άσχημη όσο οι προηγούμενες: Η Καρζένθα-Σολ νικούσε τους υπερασπιστές της Σύγχρονης, και ο στόλος στον Ριγοπόταμο είχε καταλάβει μεγάλο μέρος του λιμανιού της Ζωηρής.
«Στα βόρεια τι γίνεται;» ρώτησε ο Κάδμος τη γυναίκα που μιλούσε μέσα απ’τον πομπό.
«Απ’ό,τι γνωρίζουμε, η κατάσταση είναι ίδια, Εξοχότατε.»
«Και ο στρατός του Ζιλμόρου στη Ζωηρή;»
«Έχουν αρχίσει να υποχωρούν, Εξοχότατε.»
«Αναρωτιέμαι πού είναι τώρα η Κορίνα,» μουρμούρισε ο Μάλνεμορ-Νορκλ καπνίζοντας ακόμα ένα τσιγάρο. Δίπλα του ήταν ένα τασάκι πλημμυρισμένο αποτσίγαρα.
Το ίδιο αναρωτιέμαι κι εγώ, σκέφτηκε ο Κάδμος. Ίσως η Κορίνα να είχε κάτι να μας δώσει, ή κάτι να μας προτείνει, για να νικήσουμε.
Μέχρι το μεσημέρι, η κατάσταση στο μέτωπο διαμορφώθηκε ως εξής: η Καρζένθα-Σολ είχε κατακτήσει τη Σύγχρονη, τρέποντας τους υπερασπιστές εκεί σε φυγή, αλλά ο στρατός της είχε δεχτεί πολλές απώλειες και ζημιές· οι μαχητές από την Έκθυμη βρίσκονταν σταθερά στις θέσεις τους μέσα στον Καινοπρεπή και στη Μακρόσκοτη, όμως δεν μπορούσαν να προχωρήσουν· το φουσάτο του Ζιλμόρου είχε υποχωρήσει στο εσωτερικό της Β’ Ανωρίγιας, κατακερματισμένο· ο στόλος του Ριγοπόταμου είχε κατακτήσει το μεγαλύτερο μέρος του λιμανιού της Ζωηρής αποβιβάζοντας στις αποβάθρες οχήματα και μαχητές και απομακρύνοντας τους υπερασπιστές της Α’ Ανωρίγιας. Υποβρύχια, συγχρόνως, όργωναν τα νερά κάτω από την επιφάνεια του ποταμού ώστε να μην πλησιάσουν εχθρικά υποβρύχια και τορπιλίσουν τα πλοία. Ωστόσο, ο στόλος το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να κρατά το λιμάνι. Κανονικά, ο Ζιλμόρος έπρεπε να είχε ήδη κατακτήσει τη βόρεια μεριά της Ζωηρής και να είχε συναντηθεί τώρα με τον στόλο – πράγμα που δεν είχε συμβεί ούτε κατά προσέγγιση.
*
Η Ορθόβουλη ήταν από τις παλιότερες περιφέρειες της Α’ Ανωρίγιας Συνοικίας, γεμάτη οίκους μόδας, αρχιτεκτονικά γραφεία, και διαφημιστικές εταιρείες. Δεν είχε πολλά ξενοδοχεία, κι ακόμα λιγότερα πανδοχεία. Τα τελευταία βρίσκονταν κυρίως προς τα βόρεια, όπου η Ορθόβουλη συνόρευε με τον Σιγοβάτη, την Ερνάβι, και το Δίχτυ.
Ο Νυχτοσκεπής ήταν ένα από αυτά τα πανδοχεία. Στα βορειοδυτικά, κοντά στον Σιγοβάτη. Ο Βάρνελ-Αλντ δεν είχε ξανάρθει εδώ. Δεν είχε λόγο να έρθει. Αλλά τώρα, αφού αυτή η συγκεκριμένη γυναίκα τον καλούσε, δεν μπορούσε να αρνηθεί. Αναμφίβολα θα είχε κάτι ενδιαφέρον να του πει. Ειδικά δεδομένης της κατάστασης σήμερα. Από τα ξημερώματα, οι επαναστάτες της Β’ Ανωρίγιας είχαν επιτεθεί στα δυτικά σύνορα της Α’ Ανωρίγιας. Όλα τα τηλεοπτικά κανάλια και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί συνέχεια για το τι γινόταν στο «δυτικό μέτωπο» μιλούσαν, και οι πάντες έμοιαζαν έκπληκτοι – οι ανόητοι! Ή, τουλάχιστον, το έπαιζαν έκπληκτοι. Τι περίμεναν, αναρωτιόταν ο Βάρνελ-Αλντ, ότι οι επαναστάτες της Β’ Ανωρίγιας δεν θα επιτίθονταν εδώ, αφού αυτή η βλαμμένη η Ραλτάνα-Ορν είχε προσφέρει άσυλο στην πλουτοκρατία που είχε υποχωρήσει από τη Β’ Ανωρίγια; Ο Αλυσοδεμένος Ποιητής και οι σύμμαχοί του, προφανώς, θα ήθελαν να εξαφανίσουν τους ανθρώπους που μπορεί στο μέλλον να δολοπλοκούσαν εναντίον τους – και μαζί θα χτυπούσαν και όσους προστάτευαν τους πλουτοκράτες.
Η Ραλτάνα έπρεπε κανονικά να τους είχε διώξει από δω, σκεφτόταν ο Βάρνελ καθώς οδηγούσε το τρίκυκλο όχημά τους μες στους δρόμους της Ορθόβουλης. Έπρεπε να τους είχε στείλει στη Β’ Κατωρίγια, ή αλλού, ακόμα πιο μακριά! Αλλά η ανόητη, όχι μόνο τους είχε κρατήσει στην Α’ Ανωρίγια, μα φιλοξενούσε και τη Φενίλδα Καρντέρω στην πολυτελή βίλα της! Ήταν τρελή, και απρόσεχτη. Δεν δρουν έτσι οι σωστοί πολιτικοί. Αλλά τι να περιμένει κανείς από τους καταραμένους Ορν’βενκόθ; Το πώς είχαν ακόμα, εδώ και τόσα χρόνια, την πολιταρχία στην Α’ Ανωρίγια ήταν κάτι που ο Βάρνελ-Αλντ δεν καταλάβαινε.
Όμως θα ήθελε να το διορθώσει.
Φτάνοντας στον Νυχτοσκεπή, μπήκε στο γκαράζ, πλήρωσε τον φύλακα, και σταμάτησε το τρίκυκλό του πλάι σ’ένα μικρό φορτηγό. Άνοιξε το γυάλινο σκέπαστρο και βγήκε, ντυμένος με γκρίζο κοστούμι και λευκό μανδύα. Κάτω απ’το σακάκι του κρυβόταν ένα πιστόλι διπλής λειτουργίας – πυροβόλο και ηχητικό – για παν ενδεχόμενο. Αν και η Ορθόβουλη, βέβαια, δεν ήταν επικίνδυνη περιοχή, ο Βάρνελ δεν ήταν άνθρωπος απρόσεχτος. Και γνώριζε ότι είχε εχθρούς. Οι Ορν’βενκόθ τον αντιπαθούσαν τόσο όσο κι αυτός τους αντιπαθούσε· και τώρα, με τον πόλεμο από τη Β’ Ανωρίγια, ίσως να τον φοβόνταν κιόλας.
Ο Βάρνελ-Αλντ πήγε στην τραπεζαρία του Νυχτοσκεπή – ένας άντρας χρυσόδερμος με καστανά, γυαλιστερά μαλλιά και καλοψαλιδισμένο μούσι, ψηλός και γυμνασμένος (αν και το δεύτερο, τώρα, λίγο διακρινόταν κάτω απ’τον μανδύα και το κοστούμι του)· οι γυναίκες τον θεωρούσαν όμορφο· η σύζυγός του, μια μάγισσα του τάγματος των Βιοσκόπων, δεκαπέντε χρόνια μικρότερή του, ήταν πολύ κτητική μαζί του.
Ο Βάρνελ-Αλντ έριξε μια ματιά τριγύρω, στην τραπεζαρία του πανδοχείου, όπου ήταν αρκετοί πελάτες καθότι μεσημέρι. Είδε ένα χέρι να υψώνεται ελαφρώς προς το μέρος του: ένα κοκκινόδερμο γυναικείο χέρι.
Η γυναίκα καθόταν σ’ένα γωνιακό τραπέζι, φορώντας μεγάλο καπέλο το οποίο έκρυβε το πρόσωπό της στη σκιά. Είχε ένα μακρύποδο ποτήρι κρασί μπροστά της.
Ο Βάρνελ πλησίασε και κάθισε δίπλα της.
Η Κορίνα σήκωσε λίγο το καπέλο της, κοιτάζοντάς τον με αυτά τα γυαλιστερά πράσινα μάτια που κάθε φορά ο αριστοκράτης νόμιζε ότι ατένιζαν κατευθείαν μέσα στην ψυχή του. «Τι κάνεις, Βάρνελ;»
«Σε περίμενα να με καλέσεις, για να είμαι ειλικρινής, αγαπητή μου.»
«Το ξέρω,» είπε η Κορίνα υπομειδιώντας.
Μια σερβιτόρα πλησίασε. «Τι θα πάρει ο κύριος;»
«Ένα τάο βις.»
«Δεν έχουμε ποτά από τη Σάρντλι, κύριε, δυστυχώς.»
Ο Βάρνελ μόρφασε δυσαρεστημένα. «Μια Αφρισμένη Κυρά,» είπε μ’ένα αποδοκιμαστικό κούνημα του χεριού.
«Μάλιστα.» Η σερβιτόρα έφυγε.
Ο Βάρνελ είπε στην Κορίνα: «Υπήρχαν και καλύτερα μέρη για να συναντηθούμε, αγαπητή μου.»
Η Θυγατέρα της Πόλης υπομειδιούσε ξανά. «Μ’αρέσουν τα σκοτεινά μέρη.»
Ο Βάρνελ-Αλντ, στην αρχή, δεν ήθελε να το πιστέψει ότι ήταν όντως Θυγατέρα της Πόλης. Δεν πίστευε, φυσικά, σε τέτοιους ανόητους μύθους, αν και ήξερε ότι πολλά πολύ περίεργα πράγματα υπήρχαν στη Ρελκάμνια. Η Κορίνα, όμως, του είχε αποδείξει τη μυστηριώδη φύση της, με διάφορους τρόπους, όχι μονάχα με το σημάδι στο πόδι της. Το οποίο ήταν, βέβαια, από μόνο του κάτι το παράξενο. Ο Βάρνελ δεν νόμιζε ότι ήταν δυνατόν να φτιαχτεί αυτό το πράγμα. Λαμπύριζε σαν η Κορίνα νάχε καλώδια κάτω απ’το δέρμα της, κι έμοιαζε ανάγλυφο όταν το κοιτούσες αλλά ήταν λείο όταν το άγγιζες.
«Η Β’ Ανωρίγια μάς επιτέθηκε...» είπε ο ευγενής.
«Σε είχα προειδοποιήσει, δεν σε είχα προειδοποιήσει;»
«Ακόμα και τίποτα να μη μου είχες πει, πάλι θα το περίμενα. Τι νόμιζε η Ραλτάνα; ότι θα έκρυβε εδώ τους πλουτοκράτες και οι επαναστάτες δεν θα μας επιτίθονταν; Έκρυβε... τέλος πάντων· δεν τους έκρυβε ποτέ ακριβώς. Το είχε διατυμπανίσει ότι βρίσκονται εδώ και ότι φιλοξενεί την Καρντέρω στην ίδια της τη βίλα!»
Η σερβιτόρα επέστρεψε με την Αφρισμένη Κυρά του Βάρνελ. Την άφησε δίπλα του κι έφυγε.
Ο ευγενής ήπιε μια γουλιά. «Και μετά έμαθε όλος ο κόσμος ότι οι καταραμένοι είχαν στείλει και δολοφόνο για να σκοτώσει τον Αλυσοδεμένο Ποιητή, κι ο Αλυσοδεμένος Ποιητής τούς έστειλε πίσω το κεφάλι του!» Γέλασε, πραγματικά διασκεδασμένος. Ήπιε ακόμα μια γουλιά από την Αφρισμένη του.
«Δεν το έμαθε ‘όλος ο κόσμος’, Βάρνελ.»
«Οι κύκλοι που έπρεπε να το μάθουν το έμαθαν. Παραλίγο, μάλιστα, να διαρρεύσει και στον Ανήσυχο Παρατηρητή. Τότε θα γινόταν της μάνας του Σκοτοδαίμονος εδώ πέρα. Οι πράκτορες των Ορν’βενκόθ το απέτρεψαν, οι καταραμένοι!»
«Θα ήθελες να είχε διαρρεύσει;»
«Γιατί όχι; Θα έδειχνε πόσο μεγάλη είναι η ανοησία της Ραλτάνα-Ορν!
»Αλλά δεν νομίζω ότι με κάλεσες εδώ, Κορίνα, για να συζητήσουμε γενικά κι αόριστα. Κάνω λάθος;»
Η Θυγατέρα της Πόλης ήπιε μια γουλιά από το κρασί της. «Καθόλου.»
Ο Βάρνελ-Αλντ περίμενε τη συνέχεια.
«Ο Αλυσοδεμένος Ποιητής χρειάζεται τη βοήθειά σου,» του είπε η Κορίνα.
Οι Νομάδες των Δρόμων ταξιδεύουν ανατολικά, έχοντας να αντιμετωπίσουν κατασκόπους και ακούγοντας για την αρχή ενός ακόμα πολέμου στις βόρειες όχθες του ποταμού· και, όταν περνάνε τα σύνορα της Β’ Κατωρίγιας Συνοικίας και βαδίζουν σε καινούργιους δρόμους, η Μιράντα διαιρείται.
Η Φρουρά της Α’ Κατωρίγιας Συνοικίας δεν ξαναενόχλησε τους Νομάδες των Δρόμων εκείνη τη νύχτα. Αλλά ούτε και οι Ζωγράφοι ξαναπαρουσιάστηκαν όταν οι φρουροί έφυγαν. Οι Νομάδες διανυκτέρευσαν ήσυχα στις σκηνές τους, ψιθυρίζοντας αναμεταξύ τους, ακούγοντας ραδιόφωνο ή παρακολουθώντας τηλεοπτικούς σταθμούς. Δεν έβαλαν μουσική· τα μεγάλα ηχεία επάνω στο ψηλό τετράκυκλο όχημα ήταν σιωπηλά.
Η Βιολέτα ζωγράφισε κάτι παράξενα σχήματα με τα πινέλα της επάνω σ’έναν μουσαμά, ενώ τα μάτια της ήταν κλειστά και σιγομουρμούριζε. Όταν τελείωσε, πήγε στο κατάλυμα του Θόρινταλ και τον πρόλαβε λίγο προτού πέσει για ύπνο. Καθόταν έξω απ’τη σκηνή του και άκουγε έναν ραδιοφωνικό σταθμό που μιλούσε για την κατάσταση στη Β’ Ανωρίγια και για τις θέσεις των πολιτικών στην Α’ Κατωρίγια σχετικά μ’αυτή την κατάσταση. (Η Λάρνια είχε ήδη κοιμηθεί.)
«Ξέρω πού είναι οι Ζωγράφοι,» είπε η Βιολέτα.
Ο Θόρινταλ την κοίταξε συνοφρυωμένος.
«Τους βρήκα με τη μαγεία μου,» εξήγησε η συνάδελφός του καθίζοντας πλάι του. «Προς τα νότια, τρία χιλιόμετρα, και κάτω, στους υπόγειους δρόμους, κι από κει πηγαίνεις ανατολικά για ενάμιση χιλιόμετρο ακόμα.»
Ο Θόρινταλ έτριψε τα κόκκινα μαλλιά του. «Ενδιαφέρον, Βιολέτα, αλλά... δεν είπε κανείς ότι τους ψάχνουμε. Σου ζήτησε η Εύνοια να τους βρεις;»
«Όχι, απλώς εγώ ήμουν περίεργη.»
«Δε νομίζω ότι η Εύνοια θα θέλει να πάμε να τους συναντήσουμε.»
«Ούτε εγώ το νομίζω. Απλώς, σου είπα, ήμουν περίεργη να δω αν κρύβονταν πουθενά κοντά μας.»
«Και το διέκρινες μέσα από αυτά που ζωγραφίζεις;»
«Ναι.»
«Προφανώς,» είπε ο Θόρινταλ, «δεν τους ενδιαφέρει να έχουν άλλες συναναστροφές μαζί μας. Και δικαιολογημένα μάλλον.»
*
Όταν ξημέρωσε, διέλυσαν τον καταυλισμό τους και ταξίδεψαν προς τα ανατολικά, διασχίζοντας την Ατμοφόρο ενώ γύρω τους υπήρχε πολλή κίνηση από εργατικό κόσμο. Οι ήχοι από τα εργοστάσια ήταν δυνατοί και οι καπνοί που υψώνονταν από τις καμινάδες πυκνοί.
Η Εύνοια και η Μιράντα διέκριναν ότι πάλι κατάσκοποι τούς παρακολουθούσαν καθώς κινούνταν. Δεν ήταν ώρα τώρα ν’ακολουθήσουν κρυφούς δρόμους· καλύτερα να έφευγαν από την Ατμοφόρο όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.
Το μεσημέρι κατασκήνωσαν σ’ένα εμπορικό μέρος της περιοχής, με κάμποσα καταστήματα ρούχων και ειδών πρώτης ανάγκης, καθώς και ορθοφαγεία κι εστιατόρια. Πολλοί από τους εργάτες των βιομηχανιών έρχονταν εδώ για να γευματίσουν· τα τραπέζια ήταν γεμάτα από εργατόκοσμο. Οι Νομάδες έμοιαζαν με παραφωνία, μια παραδοξότητα που είχαν φέρει οι άνεμοι της Ατέρμονης Πολιτείας. Η Φρουρά βρισκόταν κοντά, αλλά δεν ήταν εδώ για να παρακολουθεί, καταλάβαιναν η Μιράντα και η Εύνοια· υπήρχαν οι κατάσκοποι γι’αυτό. Οι φρουροί ήταν εδώ, κυρίως, για να θυμίζουν, με την παρουσία τους, στους εργάτες ότι δεν έπρεπε να χασομερούν επειδή κάποιοι πλανόδιοι τύχαινε να περνάνε από τούτα τα μέρη. Η Μιράντα και η Εύνοια είδαν τους φρουρούς να απομακρύνουν ενεργά, μερικές φορές, κάποιους εργάτες που φαινόταν να σκοπεύουν να πλησιάσουν τους Νομάδες.
Το μεσημέρι πέρασε χωρίς πολλές εξωτερικές συναναστροφές και, αφού οι Νομάδες είχαν φάει και ξεκουραστεί, αναχώρησαν. Καθώς οι σκιές πλήθαιναν στην πόλη και τα δημόσια φώτα άναβαν και εργάτες έμπαιναν σε επιβατηγά φεύγοντας από τις δουλειές τους, η Εύνοια οδηγούσε το πλήθος των Νομάδων προς τα ανατολικά σύνορα της Ατμοφόρου. Ενώ είχε νυχτώσει, τα πέρασαν και μπήκαν στην περιφέρεια που ονομαζόταν Ανατολική, η οποία ήταν στο ανατολικό άκρο της Α’ Κατωρίγιας Συνοικίας· μετά απ’αυτήν, ξεκινούσε η Β’ Κατωρίγια. Το περιβάλλον εδώ ήταν διαφορετικό απ’ό,τι στην Ατμοφόρο: πολύ πιο κοσμοπολίτικο και με πολύ λιγότερα εργοστάσια. Τα εργοστάσια, βασικά, εξαφανίστηκαν μόλις οι Νομάδες άφησαν πίσω τους τα σύνορα της Ατμοφόρου.
Οι κατάσκοποι εξακολουθούσαν να τους παρακολουθούν: τα πολεοσημάδια το έδειχναν στην Εύνοια και τη Μιράντα. Η Κυρά των Δρόμων τούς αγνόησε, ως συνήθως, και οδήγησε τους Νομάδες της σε μια ήσυχη γειτονιά για να διανυκτερεύσουν. Υπήρχαν πολλές σκάλες εδώ ανάμεσα στους δρόμους και στις ράμπες, και αρκετά δέντρα και φυτά φύτρωναν μέσα σε αυλές και στο πλάι των δρόμων. Φασαρία ερχόταν από ένα μπαρ.
Οι Νομάδες έβαλαν τη δική τους μουσική. Το ηχοσύστημα του ψηλού τετράκυκλου άρχισε να παίζει Τ’Αφεντικά που Κοιτάζουν από τα Ψηλά – Κακοπροαίρετες Ιεραρχίες. Σύντομα, κόσμος συγκεντρώθηκε γύρω τους, βγαίνοντας από τα σπίτια και από το μπαρ: και δεν ήταν εχθρικός. Η Εύνοια το ήξερε πως οι κάτοικοι της περιοχής δεν θα ήταν εχθρικοί: είχε διαβάσει στα σημάδια της Πόλης ότι αυτή ήταν μια φιλική γειτονιά για τους Νομάδες των Δρόμων. Οι ντόπιοι δεν άργησαν ν’αρχίσουν να μιλάνε μαζί τους, ν’ανταλλάσσουν ιστορίες και ποτά, και κάποιοι, μάλιστα, χόρεψαν με τους Νομάδες. Η διάθεση ήταν εύθυμη, και όλοι οι Νομάδες αισθάνθηκαν καλύτερα ύστερα από τη μουντάδα της Ατμοφόρου.
Τρεις γυναίκες θέλησαν να πάνε μαζί τους στα ατελείωτα ταξίδια τους στη Ρελκάμνια. Τους το είπαν όταν οι περισσότεροι ντόπιοι είχαν φύγει και η νυχτερινή συγκέντρωση διαλυόταν.
Η Εύνοια εξαρχής είχε καταλάβει ότι αυτές οι τρεις γυναίκες ήταν κατάσκοποι των αρχών της Α’ Κατωρίγιας Συνοικίας. Δε χρειάστηκε καν να τις συναντήσει· είχε «διαβάσει» την παραφωνία τους μέσα από τα σημάδια της Πόλης που σχηματίζονταν τώρα στον καταυλισμό των Νομάδων.
Η Μαρίνα ήρθε να βρει την Κυρά των Δρόμων για να της πει για τις τρεις γυναίκες, να τη ρωτήσει αν ήθελε να τις φέρει κοντά της.
Η Εύνοια, καθισμένη έξω απ’τη σκηνή της μαζί με τη Μιράντα, τον Κοντό Φριτς, και τη Σορέτα, αποκρίθηκε: «Δεν είναι αυτό που φαίνονται, Μαρίνα.»
Εκείνη συνοφρυώθηκε. «Τι...;»
«Είναι κατάσκοποι, του Πολιτάρχη ή της Φρουράς.»
«Είσαι σίγουρη;»
«Ναι. Αυτές οι τρεις είναι οι μόνες που θέλουν να έρθουν μαζί μας, έτσι δεν είναι;»
Η Μαρίνα ένευσε. «Οι μόνες.»
«Είναι κατάσκοποι,» επιβεβαίωσε η Εύνοια, που τα πολεοσημάδια την προειδοποιούσαν για προσπάθεια παρείσφρησης εχθρικών στοιχείων μέσα στους Νομάδες των Δρόμων.
«Να τις διώξουμε;»
Η Εύνοια ήταν σιωπηλή, συλλογισμένη. Δεν ήθελε να πάρει μαζί της ανθρώπους που δεν επιθυμούσαν πραγματικά να είναι με τους Νομάδες· αυτό ήταν ενάντια στην ηθική των Νομάδων. Ούτε ήθελε να πάρει ανθρώπους που ίσως να δημιουργούσαν προβλήματα. Από την άλλη, αν έδιωχνε τις τρεις κατασκόπους θα ήταν σαν να δήλωνε ότι οι Νομάδες είχαν κάτι να κρύψουν.
Αλλά σύντομα θα φύγουμε από την Α’ Κατωρίγια, σκέφτηκε. Γι’αυτό, άλλωστε, οδηγούσε το πλήθος προς τα ανατολικά, προς τη Β’ Κατωρίγια. Η κατάσταση είχε αρχίσει να μην της αρέσει καθόλου εδώ.
Η Μαρίνα περίμενε την απάντησή της.
Η Εύνοια είπε: «Διώξτε τες. Πείτε τους ότι δεν παίρνουμε τώρα άλλους μαζί μας.»
Η Μαρίνα ένευσε κι απομακρύνθηκε ανάμεσα στις σκηνές.
Η Μιράντα ρώτησε την Αδελφή της: «Νομίζεις ότι θα σε πιστέψουν;»
«Μάλλον όχι, αλλά ούτως ή άλλως σε καμια μέρα θα έχουμε φύγει απ’την Α’ Κατωρίγια.»
*
Η Ανατολική αποδείχτηκε φιλικότερη για τους Νομάδες, καθώς τη διέσχιζαν την επόμενη μέρα. Κανείς δεν τους ζήτησε να κλείσουν τη μουσική τους, ούτε η Φρουρά τούς πλησίασε καθόλου, αν και, φυσικά, η Μιράντα και η Εύνοια συνέχιζαν να διακρίνουν τα πολεοσημάδια κατασκόπων ολόγυρά τους, σαν περίεργα μάτια και αφτιά μέσα από τις σκιές του πρωινού.
Λίγο πριν από το μεσημέρι, ενώ η Κυρά των Δρόμων οδηγούσε τους Νομάδες προς ένα μέρος καλό για να καταυλιστούν, τα ραδιόφωνα άρχισαν να μιλάνε για ακόμα έναν πόλεμο στις βόρειες όχθες του Ριγοπόταμου, πιθανώς χειρότερο από τον προηγούμενο με την Έκθυμη.
Η Β’ Ανωρίγια Συνοικία είχε επιτεθεί στην Α’ Ανωρίγια. Οι επαναστάτες του Αλυσοδεμένου Ποιητή αποζητούσαν να καταστρέψουν ολοσχερώς την πλουτοκρατία που είχε διαφύγει εκεί – την πλουτοκρατία που η Πολιτάρχης Ραλτάνα-Ορν ήταν γνωστό ότι προστάτευε. Οι Πολιτάρχες της Α’ και της Β’ Κατωρίγιας, έλεγαν τα μέσα μαζικής πληροφόρησης, ανησυχούσαν και ετοίμαζαν τους στρατούς τους. Κανείς δεν έβλεπε φιλικά τους επαναστάτες της Β’ Ανωρίγιας.
Μετά το μεσημέρι, οι απογευματινές εφημερίδες που γέμιζαν τα περίπτερα της Ανατολικής ήταν πλημμυρισμένες με άρθρα όλο παράξενες υποθέσεις, εικασίες, και προβλέψεις. Τα ραδιόφωνα και οι τηλεοπτικοί δέκτες δεν σταματούσαν να μιλάνε για τον πόλεμο Α’ και Β’ Ανωρίγιας και τι θα μπορούσε αυτός να σημαίνει για την κατάσταση στον Ριγοπόταμο. Τι θα γινόταν αν η Α’ Ανωρίγια έπεφτε στα χέρια του Αλυσοδεμένου Ποιητή, όπως είχε πέσει η Β’ Ανωρίγια εκ των έσω και, εν συνεχεία, η Έκθυμη; Θα σχηματιζόταν μία Ανωρίγια Συνοικία, ολόκληρη υπό τον έλεγχο ενός σφετεριστή; Ο στρατός του Κάδμου Ανθοτέχνη, έλεγαν, ήταν γεμάτος συμμορίες, κακοποιούς, και κάθε λογής καθάρματα. Ποιος μπορούσε να εμπιστευτεί τέτοιους ανθρώπους; Ήταν επικίνδυνοι!
Οι Νομάδες των Δρόμων, έχοντας πλέον διαλύσει τον μεσημεριανό καταυλισμό τους (που είχε γίνει σε μια όμορφη πλατεία με καφετέριες ολόγυρα κι ένα μεγάλο πανδοχείο), βάδιζαν στους δρόμους της Ανατολικής ακούγοντας για τα κοσμοϊστορικά γεγονότα στη βόρεια όχθη του Ριγοπόταμου με τη μουσική στο ψηλό τετράκυκλο όχημα χαμηλωμένη. Ο κόσμος γύρω τους φαινόταν ανήσυχος μες στο απόγευμα, και η Μιράντα και η Εύνοια διέκριναν από τα σημάδια της Πόλης ότι πολλοί τούς κοίταζαν με καχυποψία – και όχι μονάχα οι κατάσκοποι. Υποπτεύονταν, ίσως, ότι οι Νομάδες ήταν κάποιου είδους δολιοφθορείς του Αλυσοδεμένου Ποιητή. Της Εύνοιας δεν της άρεσε καθόλου αυτό· της δημιουργούσε μια πολύ, πολύ κακιά αίσθηση. Και μια Θυγατέρα πάντα δίνει σημασία στη διαίσθησή της.
Η νύχτα απλώθηκε πάνω από τη Ρελκάμνια. Τα δύο φεγγάρια κρέμονταν στον ουρανό – το ένα ασημόχρωμο, η Αργυρή Κυρά· το δεύτερο κατακόκκινο, ο Πορφυρός Άρχων. Η Ουλή έσκιζε το στερέωμα απ’τη μια άκρη ώς την άλλη, αναδίδοντας κόκκινους καπνούς και ανταύγειες, σαν την ανάσα κάποιου περαστικού εξωδιαστασιακού θεού η οποία είχε απομείνει πίσω του μέσα στους αιώνες, ή σαν το αίμα κάποιου νεκρού, υπερφυσικά γιγάντιου θηρίου. Οι Νομάδες των Δρόμων κοίταζαν ψηλά, τα ουράνια σώματα και την Ουλή, και έλεγαν ιστορίες γι’αυτά αναμεταξύ τους. Ο Εύθυμος φαινόταν να ξέρει πολλές τέτοιες ιστορίες, αλλά και η Σορέτα δεν πήγαινε πίσω. Ανέκαθεν ασχολιόταν με μυστηριώδη και παράξενα πράγματα και κάθε λογής παραδώσεις· τη συνέπαιρναν, όπως τη συνέπαιρνε και η ίδια η Εύνοια – μια Θυγατέρα της Πόλης! – ένας ζωντανός μύθος! Η Τζουλιάνα, η ιέρεια του Κρόνου, είχε επίσης κάποιες ιστορίες να πει, σχετικές με τον Πορφυρό Άρχοντα, που ήταν το φεγγάρι που υποτίθεται πως συνδεόταν άμεσα με τον Κρόνο. Ο Ράνελακ, ο Σκέλεθρος, διηγήθηκε ένα αλλόκοτο περιστατικό μια νύχτα που τα δυο φεγγάρια ήταν κρυμμένα και η Ουλή έμοιαζε να φωτίζει περισσότερο απ’ό,τι συνήθως, πριν από εφτά χρόνια.
Οι Νομάδες μιλούσαν ενώ προχωρούσαν και, μέσα στη νύχτα, έφτασαν στα σύνορα της Α’ Κατωρίγιας με τη Β’ Κατωρίγια. Γύρω τους η κίνηση των οχημάτων έμοιαζε μ’ένα ποτάμι που δεν μπορούσε να τους ενοχλήσει, και ούτε η Φρουρά της Β’ Κατωρίγιας βγήκε από το φυλάκιό της για να τους σταματήσει, να τους κάνει ερωτήσεις, να τους ελέγξει. Η Μιράντα και η Εύνοια διάβαζαν στα σημάδια της Πόλης ότι οι φύλακες της Β’ Κατωρίγιας ήταν ήδη ενήμεροι για τους Νομάδες των Δρόμων. Οι κατάσκοποι της Α’ Κατωρίγιας, λοιπόν, έχουν αρκετά φιλικές σχέσεις με τους κατασκόπους της Β’ Κατωρίγιας, σκέφτηκε η Μιράντα· γιατί στα πολεοσημάδια μπορούσε να διακρίνει ότι η πληροφόρηση των φρουρών δεν ήταν από τυχαίους περαστικούς.
Γύρισε και το ψιθύρισε στ’αφτί της Εύνοιας.
«Δε με εκπλήσσει,» αποκρίθηκε εκείνη, αν και η ίδια δεν είχε διακρίνει τίποτα τέτοιο στα πολεοσημάδια και, γι’ακόμα μια φορά, δεν μπόρεσε παρά να θαυμάσει την εμπειρία που είχε η Μιράντα με την Πόλη. Γνωρίζει την Πόλη καλά, και η Πόλη γνωρίζει καλά εκείνη.
Η περιφέρεια της Β’ Κατωρίγιας όπου είχαν βρεθεί οι Νομάδες λεγόταν, σύμφωνα με τις πινακίδες στους δρόμους της, Φυτευτή. Και, μάλλον, όχι τυχαία. Γύρω τους έβλεπαν πολλούς κήπους και φυτώρια. Αυτό το μέρος πρέπει να έκανε παραγωγή φυτών, λαχανικών, και φρούτων. Ακόμα και τώρα, μες στη νύχτα, τόσο κοντά στα σύνορα με την Α’ Κατωρίγια, υπήρχαν καταστήματα που πουλούσαν τέτοια είδη. Πιθανώς να γίνονταν και εξαγωγές προς τη γειτονική συνοικία.
Η Εύνοια οδήγησε τους Νομάδες σε μια ήσυχη αγορά, όπου, μόλις είχαν κατασκηνώσει, έμποροι αμέσως τους πλησίασαν θέλοντας να τους δώσουν φρούτα και λαχανικά. Οι Νομάδες δεν αρνήθηκαν καθώς οι τιμές τους ήταν καλές. Και είχαν κι εκείνοι κάποια πράγματα για να τους προσφέρουν.
*
Την άλλη μέρα, ενώ στα ραδιόφωνα και στους τηλεοπτικούς δέκτες οι δημοσιογράφοι μιλούσαν για τον πόλεμο στις βόρειες όχθες του Ριγοπόταμου και για τις αντιδράσεις των πολιτικών στις νότιες όχθες, η Εύνοια ακολουθούσε έναν από τους κρυφούς δρόμους. Άφηνε τα πολεοσημάδια να την οδηγήσουν όπου εκείνα ήθελαν χωρίς νάχει συγκεκριμένο προορισμό στο μυαλό της. Βάδιζε παρακολουθώντας τη νοητική τους αλληλουχία.
Και εκείνη και η Μιράντα συμφωνούσαν ότι αυτός δεν ήταν κάποιος από τους δύο προηγούμενους δρόμους που είχαν περπατήσει. Ούτε ο Δρόμος της Θεραπείας ούτε ο Δρόμος του Μέλλοντος. Τι καινούργιο θα ανακάλυπταν τώρα;
Η Μιράντα καταλάβαινε ότι ήταν επικίνδυνο αυτό που έκαναν, και αναρωτιόταν αν υπήρχε κάποιος τρόπος να απομακρύνει την Εύνοια από τα αποτελέσματα του τέλους του δρόμου. Δεν έβρισκε, όμως, καμια λύση. Όταν έφτανες στο τέλος του δρόμου, έφτανες στο τέλος του – δεν μπορούσες να το αποφύγεις. Βρισκόσουν πάνω – ή, ίσως, μέσα – σ’ένα ενεργειακό κέντρο της Ρελκάμνια.
Αλλά καλύτερα να έκανα αυτούς τους πειραματισμούς μόνη μου... Δυστυχώς, όμως, με την Κορίνα για αντίπαλό της, δεν μπορούσε να το ρισκάρει. Επομένως, χρειαζόταν να βάλει σε κίνδυνο και την Εύνοια, όσο κι αν δεν το ήθελε.
Επί τρεις ώρες, οι δύο Θυγατέρες οδηγούσαν τους Νομάδες επάνω στον κρυφό δρόμο, μέσα στη Φυτευτή, συναντώντας περιστάσεις που δεν ήταν και τόσο ευνοϊκές γι’αυτούς: στενούς δρόμους όπου τα μεγάλα οχήματά τους δεν μπορούσαν να περάσουν και έπρεπε να κάνουν τον γύρο ενώ οι υπόλοιποι πήγαιναν ευθεία· σήραγγες γεμάτες κίνηση· μια γέφυρα που το πέρας της ήταν κλειστό επειδή γίνονταν έργα και η Εύνοια αναγκάστηκε να χρηματίσει τους εργάτες ώστε να της κάνουν χώρο για να περάσουν οι Νομάδες, αν δεν ήθελε να χάσει τον κρυφό δρόμο ύστερα από τόση ώρα που τον ακολουθούσε. Και, συγχρόνως, η Μιράντα παρατηρούσε ότι πάλι κατάσκοποι τούς παρακολουθούσαν. Ήταν της Β’ Κατωρίγιας ή είχαν έρθει από την Α’ Κατωρίγια;
Η Εύνοια δεν τους έβλεπε τώρα· ήταν πλήρως αφοσιωμένη στα σημάδια που σχετίζονταν με τον κρυφό δρόμο, και μόνο σ’αυτά. Αλλά η εμπειρία της Μιράντας τής επέτρεπε να βλέπει δύο ειδών σημάδια ταυτόχρονα. Και επίσης παρατηρούσε ότι έκαναν κύκλους και καμπύλες μέσα στη Φυτευτή· συναντούσαν μέρη που είχαν συναντήσει και πιο πριν. Οι κατάσκοποι θα έχουν τρελαθεί· θ’αναρωτιούνται τι κάνουμε. Κι αυτό δεν είναι καλό για εμάς. Θ’αρχίσουν να μας υποψιάζονται ακόμα περισσότερο. Η Μιράντα ήξερε ότι σε τέτοιες πολεμικές καταστάσεις, σε έκρυθμες καταστάσεις, οι πάντες γίνονταν παρανοϊκοί με τους πάντες. Οι αρχές δεν μπορεί παρά να κοίταζαν τους Νομάδες με καχυποψία.
Όταν έφτασαν στο τέλος του κρυφού δρόμου βρίσκονταν σε μια γέφυρα που περνούσε πάνω από δυο πολυκατοικίες (μία οκταώροφη και μία πενταώροφη) και ανάμεσα από τρεις άλλες πολύ ψηλότερες. Η Μιράντα αισθάνθηκε το δεξί της πόδι να κολλά με δύναμη κάτω· το σημάδι στο πέλμα της μαγνητιζόταν από τις πρωταρχικές ενέργειες της Ρελκάμνια. Τα πάντα έγιναν, ξαφνικά, πολύ πιο έντονα γύρω της, σαν ένα δυνατό φως να είχε πέσει: και, μετά, της δόθηκε η αίσθηση ότι χωρίζονταν ή ότι μπορούσαν να χωριστούν, να διαιρεθούν σε ίσα τμήματα. Αλλά αυτό το χώρισμα δεν ήταν ακριβώς διαίρεση· ήταν, περισσότερο, αντανάκλαση. Ήταν καθρέφτες μέσα καθρέφτες μέσα σε καθρέφτες. Η Μιράντα, προς στιγμή, ζαλίστηκε. Τι συνέβαινε εδώ; Τι δρόμος ήταν αυτός; Ο κόσμος γύρω της δεν είχε πραγματικά χωριστεί σε άπειρες εσωτερικές αντανακλάσεις· απλώς εκείνη το νόμιζε. Ήταν σαν να είχε παραισθήσεις.
Αλλά δεν ήταν παραισθήσεις.
Και συνειδητοποίησε ότι το κέντρο ήταν ο εαυτός της.
Συνειδητοποίησε ότι ο εαυτός της ήταν, ξαφνικά, το Κέντρο της Ρελκάμνια. Και το Κέντρο αντανακλούσε άπειρες φορές το Κέντρο. Οι εαυτοί ήταν άπειροι.
Η Μιράντα σκέφτηκε ότι τώρα θα μπορούσε να βρισκόταν και άλλου, σ’έναν δρόμο που είχαν περάσει πριν από λίγο–
(άφησε τον εαυτό της να παρασυρθεί από τις αναδιπλούμενες αντανακλάσεις)
–και βρισκόταν, όντως, εκεί.
Αλλά ταυτόχρονα ήταν και εδώ, πάνω στη γέφυρα.
Η Μιράντα ήταν τώρα δύο Μιράντες.
Η Μιράντα Ένα στεκόταν πάνω στη γέφυρα, πλάι στην Αδελφή της. Η Μιράντα Δύο είχε μείνει πίσω, σε μια γωνία, προτού ανεβούν τη γέφυρα, κι αγνάντευε τους Νομάδες από κάτω, χαμογελώντας. Έβγαλε τα σκούρα γυαλιά της από την τσέπη της γκρίζας καπαρντίνας της και πλησίασε ένα ορθοφαγείο στη γωνία για να ζητήσει ένα σάντουιτς και μια πορτοκαλάδα.
Η Μιράντα στράφηκε στην Εύνοια δίπλα της καθώς αισθανόταν το ενεργειακό κέντρο να απομακρύνεται. «Κατάλαβες τι ήταν αυτό;»
Η Εύνοια ήταν αποπροσανατολισμένη. «Δεν... Πάλι δεν είμαι σίγουρη, Μιράντα...»
Η Μιράντα δάγκωσε το σάντουιτς. Ήταν καλοψημένο και νόστιμο. Ήπιε μια γουλιά από την πορτοκαλάδα. Έβλεπε τους Νομάδες να έχουν σταματήσει πάνω στη γέφυρα. Τι έκαναν, άραγε, τώρα; Μιλάω με την Εύνοια; Τη ρωτάω αν κι εκείνη διαίρεσε τον εαυτό της;
«Δεν διαίρεσες τον εαυτό σου;» ρώτησε η Μιράντα την Εύνοια.
Η Εύνοια συνοφρυώθηκε. «Το αισθάνθηκα,» είπε. «Αισθάνθηκα ότι ήμουν το επίκεντρο άπειρων αντανακλάσεων... Με τρόμαξε, Μιράντα... Τι ήταν; Εσύ κατάλαβες τι ήταν; Τι εννοείς αν διαίρεσα τον εαυτό μου;»
Η Μιράντα, τρώγοντας το σάντουιτς, σκέφτηκε ότι μάλλον δεν θα ήταν φρόνιμο τώρα να ανεβεί κι εκείνη στη γέφυρα. Δεν θα ήταν φρόνιμο η Μιράντα Δύο να συναντήσει τη Μιράντα Ένα. Ποιος ξέρει τι μπορεί να γινόταν; Κάτι άσχημο, ίσως. Ας πήγαινε, καλύτερα, μια βόλτα. Ήταν δυνατόν, άραγε, ν’ακολουθήσει κι άλλο κρυφό δρόμο παρότι διαιρεμένη; Τώρα, η Κορίνα δεν θα μπορούσε να της κάνει τίποτα. Ό,τι κι αν της έκανε, αυτή δεν ήταν παρά η Μιράντα Δύο· υπήρχε κι άλλη Μιράντα. Αλλά μέχρι πότε θα υπήρχε η Μιράντα Δύο; Ή μήπως η Μιράντα Ένα θα χανόταν πριν από τη Μιράντα Δύο; Ποια ήταν πιο αληθινή; Κι οι δύο τής έμοιαζαν το ίδιο αληθινές.
Η Μιράντα είπε στην Εύνοια: «Αυτός είναι ο Δρόμος της Διαίρεσης. Μπορείς να χωρίσεις τον εαυτό σου. Τώρα υπάρχει άλλη μια Μιράντα, η οποία είναι κάτω από τη γέφυρα.» Έδειξε.
«Τι εννοείς;... Πώς είναι δυνατόν;»
Η Μιράντα γέλασε. «Μοιάζει παράλογο, ναι. Αλλά εκεί κάτω είναι ακόμα μια Μιράντα, Εύνοια.»
«Ίσως απλά να το νομίζεις.»
«Δεν το νομίζω. Εκεί κάτω είναι ακόμα μια Μιράντα.»
«Και τι κάνει τώρα;»
«Δεν ξέρω τι κάνει. Μετά τη διαίρεση έχασα την επαφή μου. Αλλά υποθέτω ότι σύντομα θα... θα θυμηθώ τι έκανε αυτή η Μιράντα.»
«Μου λες πράγματα που δε βγάζουν κανένα νόημα! Κάποιο λάθος κάνεις, Μιράντα. Κι εγώ αισθάνθηκα τις αντανακλάσεις. Αλλά... αλλά δεν μπορεί να ήταν πραγματικές.»
«Πραγματικές ήταν. Αν άφηνες τον εαυτό σου να τις ακολουθήσει, να παρασυρθεί απ’αυτές, θα είχες διαιρεθεί κι εσύ. Και πιστεύω, μάλιστα, πως μπορείς να διαιρεθείς σε περισσότερους από δύο εαυτούς. Αν και... δεν ξέρω αν αυτό θα μπορούσε να έχει και παράπλευρα αποτελέσματα. Άσχημα παράπλευρα αποτελέσματα.»
«Μιράντα,» κόμπιασε η Εύνοια, «πρέπει να κάνεις λάθος. Κάτι άλλο θα είναι.»
«Αυτό είναι· δεν είναι κάτι άλλο.»
«Και... τι κάνουμε τώρα; Πάμε κάτω να σε βρούμε;»
«Δε νομίζω ότι θα ήταν συνετό, Εύνοια.»
«Γιατί;»
«Δεν ξέρω· αυτή την αίσθηση έχω. Οι χωρισμένοι εαυτοί δεν είναι σωστό να συναντιούνται.»
«Ας συνεχίσουμε την πορεία μας, λοιπόν,» είπε η Εύνοια. «Πλησιάζει μεσημέρι και πρέπει να βρω ένα μέρος για να ξεκουραστούμε.»
Η Μιράντα δεν διαφώνησε· έγνεψε καταφατικά.
Και η Εύνοια οδήγησε πάλι τους Νομάδες μέσα στους δρόμους της Φυτευτής, αλλά τώρα χωρίς να τους ρίχνει σε δυσκολίες. Τώρα, το όνειρο της ατέρμονης διαδρομής είχε επιστρέψει.
Αλλά, καθώς βάδιζε, η Εύνοια αναρωτιόταν γι’αυτά που της είχε πει η Μιράντα. Νόμιζε ότι η Αδελφή της έκανε κάποιο τραγικό λάθος. Δεν μπορεί να είχε διαιρεθεί. Δεν ήταν δυνατόν. Όμως, αν αυτός ο κρυφός δρόμος δεν προκαλούσε διαίρεση, τότε τι ιδιότητα είχε; Αποκλείεται απλά να σου έδινε την αίσθηση των άπειρων αντανακλάσεων και τίποτα περισσότερο. Ίσως μπορούσες να αντλήσεις κάποιες πληροφορίες από κει μέσα. Ναι, πιθανώς αυτό να είναι. Αλλά κι οι δύο αποτύχαμε.
Και η Μιράντα έχει τώρα μια παράξενη ιδέα στο μυαλό της...
Καθώς η Μιράντα περιπλανιέται, αναρωτιέται αν είναι αληθινή, και μαθαίνει πώς να εξαφανίζεται από τα μάτια των άλλων· αλλά, όταν η ίδια η Πόλη αρχίζει να την κυνηγά, νιώθει ανήμπορη να της ξεφύγει: πέφτει και χτυπά επώδυνα: καθρέφτες μέσα σε καθρέφτες...
Η Μιράντα ακούμπησε τον ώμο της σε μια γωνία και, τρώγοντας το σάντουιτς, παρακολουθούσε τους Νομάδες των Δρόμων να βαδίζουν ξανά επάνω στη γέφυρα και να απομακρύνονται. Δεν είχε σκοπό να τους ακολουθήσει. Ήταν ήδη μαζί τους. Η Μιράντα Ένα ήταν μαζί τους.
Εκείνη είχε άλλες δουλειές.
Αυτή ήταν μια καταπληκτική ευκαιρία να εξερευνήσει μόνη της τους κρυφούς δρόμους. Κι αν κάτι κακό τής συνέβαινε – αν έπεφτε σε κάποια παγίδα της Κορίνας – αυτό δεν θα σήμαινε τίποτα. Η άλλη Μιράντα θα εξακολουθούσε να είναι μαζί με τους Νομάδες... κι εγώ... τι θα γίνει μ’εμένα; Θα εξαφανιστώ κάποια στιγμή; Λογικά, πρέπει να εξαφανιστώ. Δε μπορεί για πάντα να παραμείνουν δύο Μιράντες στη Ρελκάμνια· θα ήταν εξωφρενικό!
Αλλά γιατί να εξαφανιζόταν εκείνη κι όχι η Μιράντα Ένα, που ήταν μαζί με τους Νομάδες; Η Μιράντα ένιωθε το ίδιο πραγματική μ’αυτήν. Αν μη τι άλλο, ένιωθε περισσότερο πραγματική. Τι είχε η Μιράντα Ένα που δεν το είχε εκείνη; Απλώς η Μιράντα Ένα ήταν το...
...το πρωτότυπο;
Εγώ είμαι ένα αντίγραφο; Όχι, αποκλείεται. Δεν αισθανόταν σαν αντίγραφο. Ήταν η Μιράντα!
Τελείωσε το σάντουιτς, ήπιε τη μισή πορτοκαλάδα, και βάδισε στους δρόμους της Φυτευτής. Πολύ σύντομα βρήκε έναν παλιό καθρέφτη στα σκουπίδια πίσω από ένα μικρό πάρκο. Πέταξε το πλαστικό ποτήρι με την ελάχιστη πορτοκαλάδα που είχε πλέον απομείνει και κοίταξε τον εαυτό της στο κάτοπτρο.
Κοίταξε το πρόσωπό της.
Προσεχτικά.
Είμαι η Μιράντα. Η ίδια Μιράντα. Δεν μπορούσε να βρει τίποτα που να την ξεχωρίζει από τη Μιράντα που ήταν μαζί με τους Νομάδες.
Ή, μήπως, δεν υπήρχε τέτοια Μιράντα; Μήπως απλά είχε μείνει πίσω προτού οι Νομάδες ανεβούν τη γέφυρα;
Όχι. Ανέβηκα τη γέφυρα. Το θυμάμαι πως ανέβηκα τη γέφυρα. Ήμουν εκεί, ακολουθώντας τον κρυφό δρόμο μαζί με την Εύνοια. Η Εύνοια ήταν πλάι μου, και... και μετά... οι πολλαπλές αντανακλάσεις... σαν καθρέφτες μέσα σε καθρέφτες μέσα σε καθρέφτες...
Η Μιράντα κοιτάζοντας τον εαυτό της στον καθρέφτη αισθάνθηκε να ζαλίζεται απρόσμενα. Απέστρεψε το βλέμμα.
Δεν ήταν όνειρο, σκέφτηκε. Υπάρχει άλλη μια Μιράντα. Μαζί με τους Νομάδες. Και μάλλον, κάποια στιγμή σύντομα, εγώ θα εξαφανιστώ και ό,τι έμαθα θα το μάθει κι εκείνη. Δεν έχω χρόνο για χάσιμο. Πρέπει να κάνω αυτό που πρέπει να κάνω:
Ν’ακολουθήσω τους κρυφούς δρόμους.
Αλλά πρώτα...
Είχε μια απορία.
Καθίζοντας σε μια σκιερή γωνία, σε κάποια απόσταση από τα σκουπίδια, εκεί όπου ήταν σίγουρη ότι κανείς δεν την έβλεπε (τα πολεοσημάδια τη διαβεβαίωναν γι’αυτό), έβγαλε τη δεξιά της μπότα και την κάλτσα από μέσα και κοίταξε το πέλμα της.
Το σημάδι των Θυγατέρων εξακολουθούσε να είναι εκεί, όπως πάντα. Δεν είχε καμία διαφορά που η Μιράντα μπορούσε να διακρίνει· κι αν υπήρχε διαφορά ήταν σίγουρη ότι θα τη διέκρινε.
Όμως... για στάσου... Αγγίζοντας το σημάδι, το αισθάνθηκε θερμό κάτω από τα δάχτυλά της, κι αυτό συνέβαινε μόνο όταν βρισκόταν σε δράση για κάποιο λόγο. Τι λόγος μπορεί να υπήρχε τώρα; Η διαίρεση του εαυτού μου;
Τέλος πάντων. Ας μη χάνω άλλο χρόνο. Η Μιράντα φόρεσε την κάλτσα και τη μπότα της και σηκώθηκε όρθια.
Έφυγε από τη σκιερή γωνία κι άρχισε ν’ακολουθεί τα σημάδια της Πόλης χωρίς να έχει κανέναν συγκεκριμένο προορισμό στο μυαλό της, χωρίς να ζητά να λάβει καμια συγκεκριμένη πληροφορία απ’αυτά. Την παρέσυραν μέσα τους όπως τα κύματα του Ριγοπόταμου παρασέρνουν ένα πλοίο. Και η Μιράντα αναζητούσε ένα σταθερό ρεύμα που θα την οδηγούσε... κάπου.
Συγχρόνως, είχε κατά νου τους δρόμους που ήδη γνώριζε – τον Δρόμο της Θεραπείας, τον Δρόμο του Μέλλοντος, τον Δρόμο της Διαίρεσης – ώστε να το καταλάβει αν άρχιζε να βρίσκεται μέσα σε κάποιον απ’αυτούς.
Αλλά δεν βρέθηκε μέσα σε κανέναν απ’αυτούς, συνειδητοποίησε σύντομα· βρέθηκε μέσα σ’έναν καινούργιο δρόμο: δεν είχε καμια αμφιβολία για τούτο. Η λογική αλληλουχία των πολεοσημαδιών που ακολουθούσε ήταν μια λογική αλληλουχία που δεν είχε ακολουθήσει παλιότερα.
Η Μιράντα πέρασε από μια μεγάλη λεωφόρο με ψηλά αειθαλή δέντρα δεξιά κι αριστερά και φουντωτούς θάμνους ανάμεσά τους· πουλιά κελαηδούσαν στα κλαδιά τους, μικρά ζώα έτρεχαν στο εσωτερικό της βλάστησης· μια γάτα κατασκόπευε τη Θυγατέρα για λίγο, καθώς κι ένα στοιχειακό πνεύμα: ύστερα τη βαρέθηκαν και τα δύο κι έφυγαν. Η Μιράντα έστριψε και πέρασε κοντά από έναν γιγάντιο θόλο παραγωγής φρούτων που δυο γέφυρες διασταυρώνονταν από πάνω του. Η Μιράντα κατέβηκε μια μεγάλη σκάλα, μαζί με πολύ άλλο κόσμο, δίπλα από την οποία υπήρχε μια ράμπα για οχήματα· βρέθηκε σε σήραγγες, υπόγειους δρόμους· διέσχισε μια πλατεία γεμάτη ποικιλόχρωμα λουλούδια που παιδιά και σκυλιά έπαιζαν ανάμεσά τους και γαβγίσματα και γέλια και τσυριχτές φωνές αντηχούσαν, ενώ πρωινό φως έφτανε ώς εδώ κάτω μέσω κατοπτρικών φαναριών – καθρέφτες που, μέσα από φρεάτια, έφερναν τον ήλιο από την επιφάνεια του εδάφους. Η Μιράντα πέρασε μπροστά από έναν υπόγειο σταθμό ενέργειας, ανέβηκε μια ράμπα. Ένας καβαλάρης δίκυκλου τής πρότεινε να την πάρει μαζί του· εκείνη αρνήθηκε και συνέχισε ν’ανεβαίνει. Έφτασε σ’έναν επίγειο δρόμο, και ακόμα βρισκόταν στη Φυτευτή· τα πολεοσημάδια της το φανέρωναν, αλλά και η απλή λογική: έβλεπε φυτά και λουλούδια σε πολλά σημεία. Η Μιράντα συνέχισε την ανοδική της πορεία, ακολουθώντας την αλληλουχία του κρυφού δρόμου: ανέβηκε σε μια γέφυρα, έφτασε στον όγδοο όροφο μιας πολυκατοικίας, βάδισε στο μακρύ μπαλκόνι της, κατέβηκε μια σκάλα, κατέληξε σε μια λεωφόρο–
Εδώ ήταν!
Εδώ ήταν το τέλος του κρυφού δρόμου. Αισθανόταν το δεξί της πόδι να μαγνητίζεται από το πλακόστρωτο του πεζόδρομου. Σταμάτησε απότομα μπροστά σε κάτι βιτρίνες ρούχων.
(Πόση ώρα είχε περάσει; αναρωτήθηκε φευγαλέα. Πόση ώρα βάδιζε προτού φτάσει εδώ; Γύρω στις δυο ώρες πρέπει να ήταν.)
Αισθάνθηκε πρωταρχική ενέργεια να διατρέχει ολόκληρο το σώμα της, τραντάζοντας τη σπονδυλική της στήλη, κάνοντας φωτεινές κηλίδες να παρουσιάζονται μπροστά στα μάτια της και να μεταμορφώνονται σε σκοτεινές τρύπες που μέσα τους λιγνά, νευροειδή πλοκάμια στροβιλίζονταν
Η Μιράντα ένιωθε τώρα ότι γύρω της ένας μανδύας απλωνόταν. Ένας μανδύας από αόρατο υλικό. Καθώς οι παράξενοι στρόβιλοι διαλύονταν μπροστά από τα μάτια της, άρπαξε αυτό τον μανδύα (τον άρπαξε με μια νοητική κίνηση, χωρίς τα χέρια της να κουνηθούν) και τον τύλιξε επάνω της.
«Εξαφανίστηκε!» άκουσε κάποια να λέει από δίπλα.
«Τι;» είπε μια αντρική φωνή.
«Εξαφανίστηκε! Δεν την είδες; Χάθηκε!»
Η Μιράντα στράφηκε για να αντικρίσει μια γυναίκα – ψηλή, ξανθιά, γαλανόδερμη, ντυμένη με δερμάτινο παλτό – να τη δείχνει. «Εκεί ήταν!» έλεγε στον άντρα δίπλα της. «Και χάθηκε!»
Εκείνος γέλασε. «Έλα, βρε Μαργκώ... Μάλλον θα πέρασε γρήγορα και θα έστριψε κάπου.»
«Χάθηκε, σου λέω. Εξαφανίστηκε. Στεκόταν εκεί και κοίταζε τη βιτρίνα και, μετά, δεν ήταν πια εκεί.»
«Θα έφυγε–»
«Καλά, τρελή νομίζεις ότι είμαι;» άρχισε να φωνάζει η γυναίκα. «Ήταν εκεί και μετά...»
Η Μιράντα δεν της έδινε σημασία πλέον, καθώς απομακρυνόταν. Ο άντρας δεν με έβλεπε. Κανείς απ’τους δυο τους δεν με έβλεπε παρότι στεκόμουν μπροστά τους!
Η Πόλη την είχε κάνει αόρατη.
*
Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι ήταν πραγματικό. Ήταν σαν εκείνα τα παραμύθια που έλεγαν για τις Θυγατέρες – ότι γίνονταν αόρατες, ότι περνούσαν μέσα από τοίχους, ότι πετούσαν, ότι είχαν τη δύναμη να σε δηλητηριάσουν με το βλέμμα τους...
Η Μιράντα βάδιζε μες στους δρόμους της Φυτευτής εξακολουθώντας να είναι αόρατη. Το καταλάβαινε από τις αντιδράσεις των άλλων ανθρώπων. Δεν την έβλεπαν.
Πλησίασε ένα περίπτερο. Πήρε ένα κουτάκι μπισκότα χωρίς να πληρώσει, και ο περιπτεράς δεν είπε τίποτα. Κάπνιζε κοιτάζοντάς την χωρίς να τη βλέπει.
Η Μιράντα άφησε πάλι το κουτάκι με τα μπισκότα στη θέση του και έφυγε.
Καθώς περπατούσε νόμιζε πως, εκτός των άλλων, μπορούσε να νιώσει την κάλυψη της Πόλης γύρω της. Ήταν σαν ένας ενεργειακός μανδύας που έκανε τις τρίχες της να ορθώνονται. Αναρωτιόταν αν, ίσως, κάποιος μάγος θα μπορούσε να την εντοπίσει με Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως.
Και ώς πότε θα ήταν έτσι αόρατη; Νόμιζε ότι μπορούσε να πετάξει από πάνω της τον ενεργειακό μανδύα όποτε ήθελε, αλλά επίσης υποψιαζόταν ότι ο μανδύας κάποια στιγμή θα διαλυόταν από μόνος του.
Περίμενε να δει πότε θα συνέβαινε αυτό, συνεχίζοντας να βαδίζει.
Πέρασε κάτω από μια γέφυρα όπου έτρεχε ένα τρένο, τρίζοντας και μουγκρίζοντας. Πέρασε από μια διασταύρωση γεμάτη δέντρα που σχημάτιζαν τόξα πάνω απ’τους δρόμους της. Πλησίασε μια καφετέρια σ’έναν πεζόδρομο πίσω από τη διασταύρωση–
Αισθάνθηκε τον ενεργειακό μανδύα ν’αρχίζει να εξασθενεί. Το γαργαλητό πάνω στο δέρμα της έχανε τη δύναμή του. Η Μιράντα κρύφτηκε σε μια γωνία μέχρι που έπαψε τελείως. Τώρα πρέπει, λογικά, να ήταν ορατή.
Βγήκε απ’τη γωνία και βάδισε ώς την καφετέρια. Τα βλέμματα των πελατών τής μαρτυρούσαν ότι όντως ήταν ορατή. Την έβλεπαν κανονικά.
Κάθισε σ’ένα τραπεζάκι, ζήτησε έναν καφέ από τη σερβιτόρα, και τον είχε σύντομα μπροστά της.
Το μεσημέρι είχε περάσει πλέον. Τρεις ώρες βάδιζε με τους Νομάδες των Δρόμων, κι άλλες τρεις ώρες μόνη της ύστερα από τη διαίρεση.
Η Μιράντα άναψε τσιγάρο καθώς έπινε τον καφέ της.
Τα τσιγάρα μου είναι τα ίδια που είχα επάνω μου κι όταν ήμουν στη γέφυρα με τους Νομάδες. Τα λεφτά μου επίσης. Τα όπλα μου επίσης. Τα ρούχα μου επίσης.
Διπλασίασα την περιουσία μου... σκέφτηκε, μεταξύ αστείου και σοβαρού.
Αλλά μέχρι πότε θα ίσχυε αυτός ο διπλασιασμός; Κρατούσε, πάντως, περισσότερο από τον μανδύα αορατότητας.
Όταν τελείωσε τον καφέ της, άρχισε πάλι να βαδίζει στους δρόμους της Φυτευτής, και νόμιζε ότι πλησίαζε στο τέλος της περιφέρειας. Τα πολεοσημάδια τής το έλεγαν, και σύντομα τής το είπαν κι οι πινακίδες. Η περιφέρεια όπου τώρα βρισκόταν ονομαζόταν Έλασμα.
Η Μιράντα είχε, φυσικά, ξαναπεράσει από τη Β’ Κατωρίγια Συνοικία· τούτα τα μέρη δεν της ήταν άγνωστα. Αλλά δεν ήξερε και κάθε δρόμο κάθε γειτονιάς της Β’ Κατωρίγιας. Μια Θυγατέρα δεν χρειαζόταν να θυμάται κάθε δρόμο, όχι όταν είχε την καθοδήγηση της Πόλης.
Αισθανόταν τώρα το σημάδι στο δεξί της πέλμα να έχει αρχίσει να την ενοχλεί. Μικρές βελόνες που μπήγονταν στο δέρμα της.
Παράξενο. Αυτό συνέβαινε όταν η Πόλη ήθελε να ωθήσει μια Θυγατέρα μακριά από τη ζωή που μέχρι στιγμής έκανε, όταν ήθελε να την ωθήσει να περιπλανηθεί ξανά.
Αλλά η Μιράντα περιπλανιόταν τώρα.
Άλλαξε δρόμο, στρίβοντας. Δίπλα της περνούσε ένα μεγάλο φορτηγό μεταφέροντας πρώτες ύλες· το Έλασμα ήταν πιο εργατική περιοχή από τη Φυτευτή, αν και όχι όπως την Ατμοφόρο της Α’ Κατωρίγιας.
Η ενόχληση από το πόδι της Μιράντας εξακολουθούσε να υφίσταται. Τι ήθελε η Πόλη από εκείνη;
Ο πόνος δυνάμωνε σταδιακά. Ιδρώτας κυλούσε κάτω απ’τα ρούχα της, νοτίζοντάς τα, καθώς η Μιράντα βάδιζε ολοένα και πιο γρήγορα σαν κάτι να την κυνηγούσε. Καταλάβαινε η Πόλη ότι δεν ήταν η πραγματική Μιράντα; Το καταλαβαίνει ότι είμαι ένα αντίγραφο και θέλει να με καταστρέψει;
Δεν είμαι αντίγραφο! Είμαι η Μιράντα!
ΕΙΜΑΙ Η ΜΙΡΑΝΤΑ!
Η Μιράντα πήδησε και πιάστηκε από την άκρη ενός δώματος μέσα σ’ένα σοκάκι. Τράβηξε το σώμα της επάνω κι άρχισε να τρέχει από το ένα ψηλό μέρος στο άλλο, πηδώντας. Ήταν εξαιρετική σ’αυτό. Γνώριζε καλά την τέχνη της δωματοβασίας, την οποία εξασκούσαν και διάφορα μέλη συμμοριών, κατάσκοποι, κλέφτες, και άλλοι, παντού στη Ρελκάμνια.
Η Μιράντα τιναζόταν σε μπαλκόνια, σε ταράτσες, σε δώματα, σε γέφυρες, πάνω από κάγκελα, πάνω από πέτρινους τοίχους, πάνω από πόρτες... Δεν σταματούσε πουθενά. Προσπαθούσε να διώξει τον πόνο από το σημάδι στο πόδι της. Αλλά αυτός γινόταν, αντιθέτως, ολοένα και πιο δυνατός–
Με μια κραυγή, η Μιράντα έχασε την ισορροπία της κι έπεσε από μια σιδερένια σκάλα· χτύπησε τον ώμο της στο πλάι ενός μπαλκονιού, άπλωσε το χέρι της για να πιαστεί από κάτι φυτά εκεί αλλά τα φυτά κόπηκαν, η Μιράντα βρέθηκε πάνω σε μια παλιά τέντα, η οποία σκίστηκε προτού εκείνη προλάβει να γραπωθεί από τις μεταλλικές ράβδους της–
Κοπάνησε στο πλακόστρωτο ενός σοκακιού, και γρύλισε από τον πόνο, τρίζοντας τα δόντια.
Είχε χτυπήσει το δεξί της γόνατο. Το είχε σπάσει, ήταν σίγουρη.
Διπλώθηκε, πονώντας, νιώθοντας δάκρυα να κυλάνε απ’τα μάτια της.
Και ο άλλος πόνος – ο πόνος από το σημάδι στο πέλμα της – εξακολουθούσε να τη λογχίζει, διατρέχοντας την από την πατούσα ώς τον αυχένα.
Η Μιράντα δάγκωσε τα χείλη της, γεύτηκε αίμα.
Ζαλιζόταν... ζαλιζόταν...
(Τα πάντα ήταν καθρέφτες
(καθρέφτες
(μέσα σε καθρέφτες
(μέσα σε καθρέφτες))))
Βάδιζε πλάι στην Εύνοια, στην αρχή του πλήθους των Νομάδων, όταν αισθάνθηκε έναν τρομερό πόνο στο γόνατό της. Τρίζοντας τα δόντια, γρυλίζοντας, έπεσε στο πλακόστρωτο.
«Μιράντα!» Η Εύνοια, αμέσως, γονάτισε δίπλα της – και οι Νομάδες σταμάτησαν να βαδίζουν με το που σταμάτησε η Κυρά των Δρόμων, σαν το νευρικό τους σύστημα να ήταν, κάπως, αόρατα, συνδεδεμένο με το δικό της. «Τι έχεις, Μιράντα;»
Η Μιράντα μετά βίας την άκουσε. Ο πόνος ήταν πολύ δυνατός. Ήταν σαν, αναπάντεχα, παράλογα, να είχε πέσει από ύψος και να είχε σπάσει το δεξί της γόνατο. Δεν ήταν πόνος από το σημάδι στο πέλμα της· αυτός ο πόνος δεν μπορεί νάχε καμια σχέση με την Πόλη. Κι όμως η Μιράντα διαισθανόταν πως είχε σχέση με την Πόλη.
Ένιωσε πρωταρχικές ενέργειες παντού γύρω της – ενέργειες της Ρελκάμνια–
Μα τώρα δεν ακολουθούσαμε κανέναν κρυφό δρόμο!
Κάτι την τραβούσε – την τραβούσε για να την καταπιεί!
«Εύνοια!» Απλώνοντας το χέρι της έπιασε τον ώμο της Αδελφή της. «Εύνοια!»
«Τι...; Τι είναι, Μιράντα; Τι συμβαίνει;»
Η έλξη ήταν πολύ δυνατή, και η Μιράντα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τη σταματήσει. Ο κόσμος γύρω της άλλαζε, κι εκείνη ζαλιζόταν... ζαλιζόταν...
(Τα πάντα ήταν καθρέφτες
(καθρέφτες
(μέσα σε καθρέφτες
(μέσα σε καθρέφτες))))
Η Μιράντα πήρε βαθιές ανάσες για να καταπολεμήσει τον πόνο, καθώς βρισκόταν διπλωμένη στο σοκάκι–
Στο σοκάκι;
Πριν από λίγο δεν ήταν μαζί με τους Νομάδες; Μαζί με την Εύνοια;
Όχι· πριν από λίγο είχε πέσει, από τον πόνο του σημαδιού στο πόδι της, ενώ έκανε δωματοβασία.
Όχι. Ίσχυαν και τα δύο συγχρόνως!
Και τώρα η Μιράντα συνειδητοποίησε ότι ο πόνος από το σημάδι της είχε πάψει. Απέμενε μονάχα ο πόνος από το σπασμένο γόνατο.
Η Μιράντα Δύο είχε τραβήξει εδώ τη Μιράντα Ένα. Ποια από τις δύο είχε εξαφανιστεί; αναρωτήθηκε η Μιράντα. Η Μιράντα Ένα ή η Μιράντα Δύο;
Είχε καμια σημασία;
Ήταν η Μιράντα.
*
Η Εύνοια κοίταζε την Αδελφή της με γουρλωμένα μάτια καθώς εκείνη είχε γαντζώσει το ένα χέρι στον ώμο της σαν να προσπαθούσε να κρατηθεί από εκεί. Να κρατηθεί επειδή κάτι την τραβούσε για να την παρασύρει.
Αλλά τίποτα δεν την τραβούσε για να την παρασύρει· ήταν απλά πεσμένη στο πλακόστρωτο λες κι είχε χτυπήσει το πόδι της.
«Εύνοια!» έκρωξε σαν να ζητούσε βοήθεια.
Η Εύνοια δεν καταλάβαινε τι έπρεπε να κάνει–
Η Μιράντα γινόταν θολή! Ή, όχι – γινόταν διαφανής. Η Εύνοια μπορούσε να δει από μέσα της, σαν η Αδελφή της να ήταν οφθαλμαπάτη, ή ολόγραμμα. Τα δάχτυλα της Μιράντας έχαναν τη δύναμή τους πάνω στον ώμο της Εύνοιας.
«Μιράντα!» φώναξε η Εύνοια. «Μιράντα!» Και άπλωσε τα χέρια της για ν’αγκαλιάσει την Αδελφή της. Όμως τα αισθάνθηκε να βουλιάζουν μέσα της. Τα είδε να βουλιάζουν μέσα της. Θα νόμιζε κανείς ότι η Μιράντα ήταν από παχύρευστο καπνό!
Οι Νομάδες γύρω από την Εύνοια αναφωνούσαν, μουρμούριζαν, αναστατωμένοι.
Η Μιράντα ήταν ακίνητη πλέον. Δεν έμοιαζε πραγματική. Μια ηχώ. Ένα οπτικό απομεινάρι.
Μετά, εξαφανίστηκε. Έγινε αέρας.
«Μιράντα!» φώναξε η Εύνοια. «Μιράντα!» Τινάχτηκε όρθια, κοιτάζοντας ολόγυρα, περιμένοντας να δει την Αδελφή της να παρουσιάζεται από... κάπου.
Αλλά δεν την είδε πουθενά.
Η Καρζένθα-Σολ προσπαθεί να συγκεντρώσει τις δυνάμεις της για να συνεχίσει την κατάκτηση των δρόμων της Α’ Ανωρίγιας· αλλά, όταν οι συγκρούσεις έχουν πάψει, ακούει από τον Κάδμο πράγματα με τα οποία δεν μπορεί να συμφωνήσει, ενώ η Τζέσικα χαμογελώντας αγναντεύει την καταστροφή και συναντά έναν αρχισυμμορίτη.
Η Καρζένθα δεν επέστρεψε στη Β’ Ανωρίγια Συνοικία όταν νύχτωσε. Κοιμήθηκε μέσα στο μεταβαλλόμενο άρμα που είχε επί του παρόντος τη μορφή τετράποδου κινητού οχυρού. Ή, μάλλον, δεν κοιμήθηκε ακριβώς· ξεκουράστηκε. Γιατί πάντα ήταν σε επιφυλακή, έτοιμη να πεταχτεί επάνω και να δώσει διαταγές αν χρειαζόταν.
Ο Σολάμνης’μορ δεν χρησιμοποιούσε τη Μαγγανεία Κινήσεως μες στη νύχτα· ξεκουραζόταν κι αυτός: του χρειαζόταν να ξεκουραστεί ύστερα από τόση μαγική δουλειά. Αλλά τα πολύ βασικά συστήματα του οχήματος λειτουργούσαν και χωρίς τη βοήθειά του – όπως τα φώτα, οι οθόνες, και οι τηλεπικοινωνιακοί μηχανισμοί. Κι αυτοί ήταν που ενδιέφεραν περισσότερο την Καρζένθα-Σολ τώρα.
Είχε τοποθετήσει φρουρούς και παρατηρητές στην περιφέρεια της Σύγχρονης – και στους επίγειους δρόμους και στους υπόγειους – ώστε, αν δουν τις δυνάμεις της Α’ Ανωρίγιας να πλησιάζουν, να την ειδοποιούσουν αμέσως μέσω πομπού.
Αλλά η νύχτα πέρασε ήσυχα. Η Πολιτάρχης Ραλτάνα-Ορν δεν επιχείρησε να ανακτήσει τη μοναδική περιφέρεια που είχε χάσει μέσα στην προηγούμενη ημέρα.
Η Καρζένθα-Σολ ξύπνησε από το πρώτο ηλιακό φως που περνούσε, φιλτραρισμένο, μέσα απ’τα στενά, αλεξίσφαιρα παράθυρα του τετράποδου άρματος. Σηκώθηκε από την πολυθρόνα της και στράφηκε στον Άλβερακ, που καθόταν παραδίπλα, μπροστά σε μια κονσόλα, έχοντας ήδη ξυπνήσει.
«Όλα καλά;» τον ρώτησε.
«Μέχρι στιγμής.» Κρατούσε ένα πλαστικό ποτήρι καφέ στο χέρι και κοίταζε την οθόνη των αυτόματων ανιχνευτών, η οποία δεν έδειχνε τίποτα το ανησυχητικό.
Η Καρζένθα βάδισε ξυπόλυτη ώς τη σιδερένια σκάλα της καταπακτής του άρματος. Τη σκαρφάλωσε, σήκωσε την καταπακτή, και βγήκε επάνω, κατά το ήμισυ. Το πρωινό ήταν ψυχρό, και η ψύχρα του τη διαπέρασε απότομα ύστερα από τόσες ώρες που ήταν κλεισμένη στα ζεστά σωθικά του πολεμικού μεταβαλλόμενου οχήματος. Κοίταξε γύρω της, τους δρόμους, τα οικοδομήματα, τις γέφυρες στην καρδιά της Σύγχρονης. Τα πάντα ήταν χτυπημένα από τις χτεσινές συγκρούσεις. Δεν έβλεπες πολίτες να είναι έξω, ούτε πολιτικά οχήματα να τριγυρίζουν. Μόνο πολεμιστές έβλεπες και πολεμικά οχήματα. Ευτυχώς, όχι της Α’ Ανωρίγιας. Ο εχθρός δεν είχε πλησιάσει. Όχι πως, βέβαια, η Καρζένθα περίμενε να δει τον εχθρό εδώ. Αν ο εχθρός είχε φτάσει εδώ χωρίς να την έχουν ειδοποιήσει, όλα ήταν χαμένα.
Η Καρζένθα κατέβηκε στο εσωτερικό του οχήματος, κλείνοντας την καταπακτή από πάνω της. Κάθισε πάλι μπροστά στην κονσόλα της και κάλεσε τηλεπικοινωνιακά τις δυνάμεις στα βόρεια.
«Δυτικός Γίγαντας προς Βόρεια Κοράκια,» είπε. «Δυτικός Γίγαντας προς Βόρεια Κοράκια.»
«Σ’ακούμε, Δυτικέ Γίγαντα,» αποκρίθηκε μια γυναικεία φωνή.
«Σας μιλά η Στρατάρχης Καρζένθα-Σολ. Δώστε μου τον Σίρκαλ Μονώνυχο.»
«Μισό λεπτό, κυρία Καρζένθα-Σολ.»
Και μετά από λίγο ακούστηκε η φωνή του αρχηγού των Αρχαίων Κατωμεριτών: «Καρζένθα. Ελπίζω τα πράγματα εκεί νάναι καλύτερα απ’ό,τι εδώ.»
«Τι συμβαίνει, Σίρκαλ;»
«Δε μπορούμε να περάσουμε τους Α’ Ανωρίγιους, και ήδη έχουν ξεκινήσει να μας χτυπάνε οι καριόληδες από τότε που ξεμύτισε ο ήλιος πίσω απ’τις πολυκατοικίες.»
«Εδώ,» είπε η Καρζένθα, «τα πάντα είναι ήσυχα.»
«Χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας. Αν έρθετε και τους χτυπήσετε από τα νότια, η διαφορά θα είναι μεγάλη για εμάς, είμαι σίγουρος.»
«Υπάρχουν κι άλλα προβλήματα, Σίρκαλ. Θα επικοινωνήσω μαζί σου αργότερα. Έχεις κάτι περισσότερο να μου αναφέρεις;»
«Τίποτα, για την ώρα. Αλλά, αν δεν έρθει βοήθεια σύντομα, ίσως χρειαστεί να υποχωρήσουμε.»
«Μείνετε στις θέσεις σας όσο πιο πολύ μπορείτε,» πρόσταξε η Καρζένθα και, χαιρετίζοντάς τον, τερμάτισε την επικοινωνία.
Κάλεσε τον Ζιλμόρο στον τηλεπικοινωνιακό πομπό του.
«Ναι,» ακούστηκε η φωνή του απ’το μεγάφωνο της κονσόλας.
«Η Καρζένθα-Σολ είμαι.»
«Προβλήματα στο μέτωπο, Στρατάρχη;»
«Για εμάς, κανένα ακόμα. Είσαι έτοιμος να προχωρήσεις;»
«Μόλις και μετά βίας. Οι γαμιόληδες έχουν χεστεί επάνω τους.»
«Πες το πάλι – στη Συμπαντική Γλώσσα.»
«Το ηθικό είναι πεσμένο. Αυτό είναι πιο κατανοητό;»
«Σχετικά. Εννοείς ότι αρνούνται να επιτεθούν;»
«Μερικοί τόχουν βάλει στα πόδια. Κάποιοι άλλοι μού μοιάζουν πολύ διστακτικοί – δε βλέπουν το όφελος.»
Η Καρζένθα αναστέναξε. Αυτό ήταν το πρόβλημα όταν είχες να κάνεις με τέτοιου είδους συμμορίες. Πήγαιναν, κυρίως, για τη λεηλασία· κι όταν τα πράγματα σκούραιναν, λάκιζαν. Δεν ήταν κανονικοί πολεμιστές. Ήταν μια άτακτη ορδή από βαρβάρους.
«Πες τους ότι, αν δεν πολεμήσουν, θα έρθω να τους πετάξω στον Ριγοπόταμο η ίδια!»
Ο Ζιλμόρος γέλασε. «Αυτό θα είναι πολύ ενθαρρυντικό...»
«Χτυπήστε εσείς από τα δυτικά και θα κατεβώ τώρα κι εγώ από τα βόρεια. Θα τους κλείσουμε ανάμεσά μας, ενώ ο στόλος είναι ήδη στα νότια, και θα κάνουμε την περιοχή δική μας. Αποκλείεται να αποτύχουμε. Φτάνει να ακολουθήσετε τις διαταγές μου. Κατανοητό, Ζιλμόρε; Φρόντισε να φέρεις τους πάντες μαζί σου.»
«Όσους είναι ακόμα ζωντανοί, εννοείς...»
«Μη λιποτακτείς τώρα.»
«Το ξέρεις πως δεν υπάρχει περίπτωση εγώ να λιποτακτήσω. Σας έχω ερωτευτεί πολύ, εσένα και τον ποιητή. Αλλά για τους άλλους δεν εγγυώμαι τίποτα.»
«Σε μια ώρα αρχίζω την κάθοδο,» του είπε η Καρζένθα. «Φρόντισε να σας βρω στο μέτωπο, όχι πίσω από τα σύνορα της Β’ Ανωρίγιας.»
«Θα κάνω τα αδύνατα δυνατά.»
Η τηλεπικοινωνία τερματίστηκε.
Η Καρζένθα στράφηκε στον Άλβερακ που, αναμφίβολα, είχε ακούσει τα λόγια του Ζιλμόρου. Στο πρόσωπό της η έκφραση ήταν ερωτηματική.
Ο υπαρχηγός της είπε: «Πρέπει να ακολουθήσουμε το σχέδιο, νομίζω. Κι αν τελικά δεν έρθουν αυτοί οι λεχρίτες, πάλι μπορούμε να νικήσουμε.»
«Αλλά με μεγαλύτερο κόστος.»
«Σίγουρα. Όμως τι άλλη επιλογή έχουμε;»
«Καμία,» είπε η Καρζένθα ύστερα από μια στιγμή σκέψης. «Δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ, περιμένοντας.» Έπρεπε να κατεβούν νότια, στη Ζωηρή, να την καταλάβουν. Αλλά, κατεβαίνοντας, θα άφηναν στη Σύγχρονη ένα μέρος των δυνάμεών τους, ώστε να την κρατήσει σε περίπτωση ανάγκης. Αυτό σήμαινε ότι το φουσάτο του Ζιλμόρου τούς χρειαζόταν, αν μη τι άλλο, ως συμπλήρωμα για τους μαχητές που θ’άφηναν πίσω.
Η Καρζένθα-Σολ έκανε μερικούς ελέγχους, μίλησε τηλεπικοινωνιακά σε διάφορους αρχηγούς της μέσα στη Σύγχρονη, καθώς και από κοντά, βγαίνοντας για λίγο από το τετράποδο άρμα της, και τελικά, όταν καμια ώρα είχε περάσει, πρόσταξε να ξεκινήσουν την προέλαση προς τα νότια.
Ο σχηματισμός τους ήταν παρόμοιος με τον χτεσινό, που τους είχε δώσει τη νίκη, αν και πιο χαλαρός. Το μεταβαλλόμενο άρμα της Καρζένθα-Σολ – που τώρα είχε τη μορφή εξάτροχου οχήματος με δύο πολυβόλα και ενεργειακό κανόνι – βρισκόταν στο κέντρο και οι υπόλοιπες δυνάμεις απλώνονταν γύρω του, σε δακτυλίους. Από πάνω τους ελικόπτερα πετούσαν. Από κάτω τους, στους υπόγειους δρόμους, τους ακολουθούσαν κι άλλα οχήματα, έχοντας τηλεπικοινωνιακή επαφή μαζί τους.
Η Καρζένθα-Σολ κάλεσε πάλι τη Σκοτεινή Ορδή (όπως ήταν το κωδικό όνομα των δυνάμεων που ήταν επικεφαλής ο Ζιλμόρος επί του παρόντος) και ο αρχηγός των Σκοταδιστών τής απάντησε.
«Κατεβαίνουμε,» του είπε η Καρζένθα.
«Κι εμείς.»
Αυτό μόνο χρειαζόταν ν’ακούσει.
Για τα υπόλοιπα ήλπιζε να φροντίσει η Ρασιλλώ. Χτες βράδυ αρκετοί από τους μαχητές της Καρζένθα είχαν κάνει θυσίες στην Κυρά του Σιδήρου, τη μία από τις δύο κόρες του Κρόνου, επάνω σε πρόχειρους βωμούς. Είχαν προσφέρει ρούχα τους, όπλα τους, πυρομαχικά, πτώματα των εχθρών τους. Ιερωμένοι της Ρασιλλώς είχαν κάνει επικλήσεις, ώστε να φέρουν τη θεά του πολέμου με το μέρος τους.
Η Καρζένθα-Σολ δεν ήταν ούτε θρησκόληπτη ούτε προληπτική, αλλά ήξερε ότι κάποιες φορές η πίστη των μαχητών στην Κυρά του Σιδήρου είχε κάνει τη διαφορά ανάμεσα στη νίκη και στην ήττα· ή ανάμεσα στην επιβίωση και στην καταστροφή.
*
Συνάντησαν τις δυνάμεις της Α’ Ανωρίγιας μόλις έφτασαν στα σύνορα της Ζωηρής, και καταιγισμός ξεκίνησε κι από τις δυο μεριές. Οβίδες, σφαίρες, ρουκέτες, βόμβες, ηχητικές και ενεργειακές ριπές. Μια θύελλα από φωτιές, καπνούς, συντρίμμια, σαματά.
Τα δύο πολυβόλα επάνω στο εξάτροχο θωρακισμένο όχημα της Καρζένθα-Σολ πυροβολούσαν ασταμάτητα, καθώς τα χειρίζονταν ο Άλβερακ και η Κάρα, στοχεύοντας μέσα από οθόνες και παράθυρα. Το ενεργειακό κανόνι εκτόξευε τη μια φωτεινή λόγχη μετά την άλλη, με χειριστή τον Άλιστερ, ενώ το κρατούσε σε λειτουργία η Μορτένκα’μορ με Μαγγανεία Οπλικής Φορτίσεως. Ο Σολάμνης’μορ ήταν στο κέντρο ισχύος του άρματος κάνοντας Μαγγανεία Κινήσεως· δεν μπορούσε να ελέγχει και το κανόνι.
Η Καρζένθα τού μίλησε μέσω του εσωτερικού επικοινωνιακού συστήματος: «Δώσε μας την τρίτη μορφή.»
«Έγινε,» αποκρίθηκε η φωνή του μέσα απ’το ακουστικό της.
Η Καρζένθα σύντομα είδε μπροστά της ν’αναβοσβήνει το φωτάκι που ειδοποιούσε ότι το όχημα ήταν έτοιμο για μεταμόρφωση. Πάτησε το κουμπί της αποδοχής και στην οθόνη της παρουσιάστηκαν οι λέξεις:
—ΑΠΟΔΟΧΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗΣ—
ΜΟΡΦΗ ΤΡΙΤΗ
Μετά, οι λέξεις έσβησαν καθώς το όχημα άλλαζε. Το εσωτερικό του έμενε σταθερό κυρίως, ελάχιστες μεταβολές γίνονταν εκεί, ελάχιστες μεταβολές χρειαζόταν να γίνουν· αλλά η Καρζένθα αισθανόταν τη μεταμόρφωση του άρματος ολόγυρά της, άκουγε τα μέταλλά του να τρίζουν και να συρίζουν σαν ζωντανές οντότητες.
Η οθόνη έγραψε:
—ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗΣ—
ΜΟΡΦΗ ΤΡΙΤΗ
Το εξάτροχο όχημα είχε τώρα μετατραπεί σε τετράποδο κινητό οχυρό με δύο πολυβόλα, ενεργειακό κανόνι, και ρουκετοβόλο.
Ο πόλεμος στους δρόμους της Ζωηρής συνεχιζόταν.
Η Καρζένθα-Σολ κάλεσε τις δυνάμεις της Β’ Ανωρίγιας που βρίσκονταν στα νότια – κάλεσε τον στόλο του Ριγοπόταμου – και πρόσταξε να χτυπήσουν με όλα τους τα όπλα.
Τώρα η Ζωηρή δεχόταν επίθεση από βορρά, νότο, και δύση. Δεν μπορεί να άντεχε. Ώς το μεσημέρι θα είναι δική μας, σκέφτηκε η Καρζένθα κοιτάζοντας το μακελειό έξω από ένα παράθυρο του τετράποδου άρματος.
*
Η Ζωηρή πάρθηκε πριν από το μεσημέρι.
Δύο ώρες πριν από το μεσημέρι.
Οι δυνάμεις της Α’ Ανωρίγιας είχαν τραπεί σε φυγή, και οι δρόμοι της περιφέρειας είχαν γεμίσει με τους μαχητές της Β’ Ανωρίγιας και τα οχήματά τους. Συμμορίες έμπαιναν σε σπίτια, μαγαζιά, και αποθήκες και τα λεηλατούσαν.
Η Καρζένθα κάλεσε τηλεπικοινωνιακά τον Ζιλμόρο. «Μάζεψε τους ανθρώπους σου!» πρόσταξε. «Μείωσε τις λεηλασίες. Τώρα! Δε θέλω την περιφέρεια διαλυμένη τελείως, με καταλαβαίνεις;»
«Ό,τι πεις εσύ, κυρία Στρατάρχη. Θα κάνω τ’αδύνατα δυνατά,» αποκρίθηκε ο αρχηγός των Σκοταδιστών, και η Καρζένθα νόμιζε ότι διέκρινε κάποια ειρωνεία στη φωνή του. Θα τον σκοτώσω τον καταραμένο μπάσταρδο του Σκοτοδαίμονος!
Κάλεσε τις δυνάμεις που είχε αφήσει στη Σύγχρονη, για να μάθει αν όλα ήταν σταθερά εκεί ή αν οι μαχητές της Ραλτάνα-Ορν είχαν επιτεθεί. Της ανέφεραν ότι καμια κίνηση δεν είχαν δει από τον εχθρό. Αλλά η συγκέντρωση Α’ Ανωρίγιων σε όλες τις τριγυρινές περιφέρειες – στον Καινοπρεπή, στη Μακρόσκοτη, στη Χρυσόνομη – ήταν μεγάλη. «Δε θάναι εύκολο να εισβάλουμε, Καρζένθα,» της είπε ο Κλοντ, που ήταν μέλος των Μικρών Γιγάντων.
Η Καρζένθα κάλεσε, μετά, τον Κάδμο για να του αναφέρει την επιτυχία τους στη Ζωηρή.
«Η περιφέρεια είναι δική μας,» του είπε. «Και η Σύγχρονη και η Ζωηρή είναι τώρα υπό τον έλεγχό μας. Αλλά τα πράγματα στα βόρεια δεν φαίνεται να προχωρούν, απ’ό,τι μου λέει ο Σίρκαλ.»
«Θα τους ενισχύσουμε με κάποιο τρόπο,» αποκρίθηκε ο Κάδμος. «Κι εσύ τώρα να έρθεις πίσω, Καρζένθα, στη Β’ Ανωρίγια.»
«Η παρουσία μου είναι απαραίτητη εδώ.»
«Μπορείς να δίνεις διαταγές και από τη Β’ Ανωρίγια–»
«Δεν είναι το ίδιο, Κάδμε. Εδώ έχω άμεση επαφή με το τι γίνετ–»
«Να επιστρέψεις, Καρζένθα,» επέμεινε εκείνος. «Σήμερα. Τώρα. Το διατάζω ως Πολιτάρχης.»
«Είσαι σοβαρός; Σου λέω ότι η παρουσία μου εδώ είναι απαραίτητη. Πρέπει να έχω άμεση επαφή με το τι γίνεται, για να μπορώ να–»
«Δε θα ρισκάρεις τη ζωή σου χωρίς λόγο! Είσαι Στρατάρχης της Β’ Ανωρίγιας, όχι λοχαγός! Μέσα στην ημέρα θέλω να έχεις επιστρέψει στο εσωτερικό της συνοικίας μας. Ο Άλβερακ μπορεί να μείνει στη θέση σου· είναι αρκετά ικανός.»
Η Καρζένθα αναστέναξε. Ο Κάδμος φοβόταν για εκείνη. Αλλά ήταν ανόητος. Θα έπρεπε να φοβάται από παλιά. Ετούτη δεν ήταν η πρώτη επικίνδυνη κατάσταση στην οποία είχε βρεθεί η Καρζένθα. «Αγάπη μου,» του είπε μαλακά, «αυτή είναι η δουλειά μου. Ξέρω τι κάνω. Κι όταν σου λέω ότι η παρουσία μου εδώ–»
«Δεν το συζητάω, Καρζένθα! Μέσα στην ημέρα, θέλω να είσαι στο Πολιταρχικό Μέγαρο. Θα σε περιμένω.» Και τερμάτισε την τηλεπικοινωνία.
Η Καρζένθα κοπάνησε τη γροθιά της στην κονσόλα. Τι σκατά τον είχε πιάσει; Ό,τι τον έπιασε, ας τον αφήσει! Δεν επιστρέφω στη Β’ Ανωρίγια τώρα. Η κατάσταση ήταν κρίσιμη. Αν έφευγε, μπορεί να έχαναν τους δρόμους που είχαν με τόσο κόπο κατακτήσει.
*
Η Τζέσικα καθόταν επάνω στην ταράτσα μιας ψηλής πολυκατοικίας της Ζωηρής ταΐζοντας τον Αστρομάτη με σπόρους από τη χούφτα της. Προς τα νότια, μπορούσε να δει ώς το λιμάνι – τα πολεμικά πλοία του Ποιητή, τα πολεμικά οχήματα που είχαν αποβιβαστεί από αυτά, και τους πολεμιστές. Προς τα βόρεια και τα ανατολικά, έβλεπε δρόμους, γέφυρες, οικοδομήματα, φωτιές και καπνούς, πολεμικά οχήματα της Β’ Ανωρίγιας, συμμορίες να περιφέρονται και να λεηλατούν ανεξέλεγκτα, σημαίες να κυματίζουν επιδεικνύοντας το σύμβολο του Αλυσοδεμένου Ποιητή. Προς τα δυτικά, μπορούσε ν’αγναντέψει ώς τα σύνορα της Β’ Ανωρίγιας, τις δυνάμεις που ήταν συγκεντρωμένες εκεί, στα άκρα του Νυγμού.
Η Τζέσικα χαμογελούσε. «Αυτός ο πόλεμος της Κορίνας έχει πλάκα, αγάπη μου, δεν έχει πλάκα;» είπε στον Αστρομάτη καθώς τον τάιζε. Το πουλί την κοίταξε με το αριστερό του μάτι προς στιγμή· ύστερα συνέχισε το φαγητό του.
Κι άλλα πουλιά είχαν συγκεντρωθεί γύρω της, επάνω στην ψηλή ταράτσα, αλλά οι γύπες του Κρόνου και παρόμοια σαρκοβόρα πτηνά έλειπαν τώρα από τις φωλιές τους. Υπήρχε πολύ φαγητό στους δρόμους από κάτω τους.
Άκουσε πίσω της κάποιους να βαδίζουν και να μιλάνε.
«Ε!» της φώναξε ένας. «Σήκω πάνω εσύ! Τι κάνεις εκεί;»
Η Τζέσικα σηκώθηκε, με τον Αστρομάτη στο χέρι, και στράφηκε ν’ατενίσει τον Ζιλμόρο που είχε ανεβεί στην ταράτσα μαζί με μερικούς άλλους συμμορίτες.
Ύψωσε το πιστόλι του, σημαδεύοντάς την.
«Με το μέρος σας είμαι,» του είπε η Τζέσικα, βαδίζοντας άφοβα προς τη μεριά του.
Ο Ζιλμόρος συνοφρυώθηκε, ενώ δύο από τους άλλους είχαν αρχίσει να τοποθετούν μια μεγάλη σημαία στην ταράτσα. Το πανί της ανέμιζε στον φθινοπωρινό αέρα. Είχε επάνω του τυπωμένο το σύμβολο του Αλυσοδεμένου Ποιητή: τις κόκκινες χειροπέδες που η αλυσίδα τους σπάει από την κίτρινη αστραπή.
«Εσύ δεν είσαι αυτή με τον Στίβεν;»
Η Τζέσικα γέλασε, πλησιάζοντας περισσότερο τον Ζιλμόρο, αγνοώντας το ότι τη σημάδευε με το πιστόλι του. «Εγώ είμαι αυτή που είναι με τον εαυτό της,» είπε· και τίναξε το χέρι της στον αέρα, ώστε ο Αστρομάτης να φύγει φτεροκοπώντας και να πετάξει κάνοντας κύκλους από πάνω της.
«Ήσουν όμως με τον Σκυφτό Στίβεν, δεν ήσουν;» Ο Ζιλμόρος κατέβασε το πιστόλι του. «Σε είδα μαζί του!»
Η Τζέσικα ένευσε. «Τον κατασκόπευα.»
Τα σκληρά μάτια του Ζιλμόρου στένεψαν.
Η Τζέσικα γέλασε.
Ο Ζιλμόρος μόρφασε θυμωμένα. «Με δουλεύεις;»
«Σου είπα: είμαι με το μέρος σας.»
«Πού σε βρήκε ο Σκυφτός;»
«Στην Έκθυμη συναντηθήκαμε. Περνούσα από κει, κι ελευθέρωσα τους κρατούμενους από τις Φυλακές Λευκόχρυσου.»
«Τι;»
«Μόνοι τους νομίζεις ότι ελευθερώθηκαν;»
Ο Ζιλμόρος την ατένισε καχύποπτα, υποπτευόμενος ότι του έλεγε ψέματα. Ήταν δυνατόν αυτή να τους είχε ελευθερώσει; Ποια ήταν; Τι λόγο μπορεί να είχε; Πώς τα είχε καταφέρει; Τέτοιο κατόρθωμα δεν ήταν εύκολο!
Θυμήθηκε, όμως, ότι οι απελευθερωμένοι κρατούμενοι μιλούσαν για μια γυναίκα. Μια μυστηριώδη γυναίκα που τους είχε ανοίξει τις πόρτες. Δεν την είχαν δει καλά γιατί φορούσε κράνος, όμως κάποιοι νόμιζαν ότι ήταν γαλανόδερμη. Κι αυτή εδώ είναι επίσης γαλανόδερμη.
«Τι διάολος είσαι;» μούγκρισε ο Ζιλμόρος. «Πώς τους ελευθέρωσες; Γιατί;»
Η Τζέσικα τον πλησίασε κι άλλο. Του ψιθύρισε, με την ανάσα της κοντά στο πρόσωπό του: «Ο Σκοτοδαίμων μ’έχει στείλει, Ζιλμόρε.»
Τα μάτια του γούρλωσαν. Την άρπαξε απ’το δεξί μπράτσο, δυνατά, επώδυνα. «Μην παίζεις μαζί μου, καριόλα! Ούτε με τον Σκοτεινό Άρχοντα!»
Η Τζέσικα χαμογελούσε. Το ελεύθερο χέρι της άγγιξε τα χείλη του, το άγριο, μαύρο μούσι στο σαγόνι του, σαν να ήθελε να τον ταΐσει όπως πριν από λίγο τάιζε το πουλί της. «Τον ξέρω καλύτερα από εσένα,» του είπε.
«Πώς σε λένε;» Ακόμα κρατούσε το μπράτσο της.
«Τζέσικα.»
«Πώς ελευθέρωσες τους κρατούμενους;»
«Με τη βοήθεια του Σκοτοδαίμονος–»
«Πες μου την αλήθεια!»
Η Τζέσικα γέλασε. «Δεν είσαι αρκετά πιστός;»
«Πες μου την αλήθεια!»
«Γνώρισα τον Αρχιδεσμοφύλακα, πήγα στις φυλακές μαζί του, τον σκότωσα, πήρα τα κλειδιά, και τους ελευθέρωσα.»
«Ψέματα!»
Η Τζέσικα γελούσε σαν να τη γαργαλούσαν.
«Πες μου την αλήθεια!» γρύλισε ο Ζιλμόρος, τραντάζοντάς την.
Η Τζέσικα έβγαλε απ’τα χείλη της μια κραυγή – ένα κρώξιμο – που περισσότερο σε πτηνό θα ταίριαζε παρά σε άνθρωπο, και ο Αστρομάτης έπεσε καταπάνω στο κεφάλι του Ζιλμόρου, τσιμπώντας, γρατσουνίζοντας, χτυπώντας τον με τις φτερούγες του. Ο αρχηγός των Σκοταδιστών, γρυλίζοντας, ελευθέρωσε τη Τζέσικα, προσπαθώντας να διώξει το πουλί.
Οι άλλοι συμμορίτες, βλέποντας τι συνέβαινε, ύψωσαν τα όπλα τους· αλλά δεν τολμούσαν να πυροβολήσουν: μπορεί να χτυπούσαν τον Ζιλμόρο.
Η Τζέσικα έβγαλε ακόμα ένα παράξενο κρώξιμο απ’το στόμα της και ο Αστρομάτης ήρθε να γαντζωθεί στον πήχη της. Ο Ζιλμόρος την κοίταζε κατάπληκτος. Το πρόσωπό του δεν ήταν τραυματισμένο· η Τζέσικα δεν είχε προστάξει το πτηνό της να τον τραυματίσει, απλά να τον τρομάξει. Είχε πολύ καλή επαφή με τα πουλιά της Ρελκάμνια· τα καταλάβαινε και την καταλάβαιναν.
«Τι...» έκανε ο Ζιλμόρος, «τι στα παπάρια του Κρόνου...;»
«Δε μ’αρέσει να μη με πιστεύουν,» είπε η Τζέσικα, χωρίς τώρα να γελά.
Ο Ζιλμόρος θηκάρωσε το πιστόλι που ακόμα κρατούσε. «Και γιατί τους ελευθέρωσες; Ποιος σ’το είχε ζητήσει;»
«Ξέρεις ποιος μου το είχε ζητήσει, Ζιλμόρε. Προσεύχεσαι σ’αυτόν αρκετά συχνά.»
Ο Ζιλμόρος ακόμα δυσκολευόταν να πιστέψει ότι τούτη η γυναίκα ήταν σταλμένη από τον Σκοτοδαίμονα. Αλλά, αν όχι από τον Σκοτεινό Άρχοντα, τότε από ποιον; Ο ποιητής δεν μπορεί να την είχε στείλει· θα το ήξερα αν την είχε στείλει! Θα μου το είχε πει. «Και τι κάνεις τώρα εδώ;» τη ρώτησε.
«Περίμενα να συναντήσω εσένα,» αποκρίθηκε η Τζέσικα, νιώθοντας πως η συνάντησή τους δεν ήταν καθόλου τυχαία. Η Πόλη είχε οδηγήσει τον Ζιλμόρο κι εκείνη στο ίδιο μέρος. Και η θέα ήταν πολύ καλή από δω πάνω. «Ήθελα να σε γνωρίσω από κοντά. Ο Στίβεν μού είχε πει κάποια πράγματα, αλλά–»
«Μην ακούς τίποτα που λέει αυτός ο κρετίνος!»
Η Τζέσικα γέλασε. «Ναι...» είπε, κι έστρεψε το βλέμμα της στο υπέροχο θέαμα της Ζωηρής μετά από τις συγκρούσεις. Σαν πίνακας ζωγραφικής δεν ήταν;
Η Εύνοια έχει χάσει την Αδελφή της, και προσπαθεί να τη βρει μέσω μιας αβέβαιης μεθόδου, ενώ η Μιράντα φοβάται ότι η Κορίνα την παρακολουθεί ξανά...
Οι ψίθυροι ταξίδευαν σαν άνεμος μέσα στο πλήθος:
Η Μιράντα εξαφανίστηκε...
Η Μιράντα έγινε αέρας...
...έγινε σαν καπνός...
...τα χέρια της Κυράς των Δρόμων περνούσαν από μέσα της...
...και εξαφανίστηκε!
Ήταν σαν φάντασμα!...
Χάθηκε...
Έγινε ομίχλη κι έφυγε...
Ο Θόρινταλ, ακούγοντας τις φωνές τους, δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Σίγουρα, αποκλείεται να κυριολεκτούσαν! Δεν τους πίστευε.
«Πάω να μιλήσω στην Εύνοια,» είπε στη Λάρνια, καθώς οι Νομάδες, ύστερα από μια μικρή στάση, είχαν πάλι αρχίσει να βαδίζουν μες στις ολοένα και πιο πυκνές σκιές του απογεύματος. Τα δημόσια φώτα της Φυτευτής άναβαν το ένα κατόπιν του άλλου.
Η Λάρνια δεν χρειαζόταν να ρωτήσει για τι ήθελε ο Θόρινταλ να μιλήσει στην Εύνοια. «Πήγαινε,» του αποκρίθηκε, λιγάκι κοφτά, υπονοώντας ότι η ίδια δεν θα τον ακολουθούσε.
Ο σαμάνος δεν είχε υπομονή ξανά για την περίεργη νοοτροπία της σχετικά με τη Μιράντα. «Δε θ’αργήσω,» της είπε, προσπαθώντας να μην ακουστεί απότομος μαζί της, και βάδισε γρήγορα μέσα στο πλήθος των Νομάδων, περνώντας ανάμεσά τους...
...φτάνοντας στην αρχή τους, εκεί όπου τα Πνεύματα των Δρόμων ήταν συγκεντρωμένα γύρω από την Εύνοια, όπως πάντα.
Ο Θόρινταλ περίμενε να δει τη Μιράντα πλάι στην Αδελφή της, ή κάπου παραδίπλα, μα δεν την έβλεπε πουθενά. Δε μπορεί νάχουν δίκιο. Δε μπορεί να εξαφανίστηκε! Οι άνθρωποι δεν εξαφανίζονται· και η ίδια η Μιράντα μού είχε πει ότι αυτά που λένε για τις Θυγατέρες της Πόλης – ότι περνάνε μέσα από τους τοίχους, ότι πετάγονται απ’τη μια άκρη της Ρελκάμνια στην άλλη – είναι όλα παραμύθια.
Πλησίασε τα Πνεύματα των Δρόμων, κι αυτά δεν επιχείρησαν να τον εμποδίσουν απ’το να πάει κοντά στην Εύνοια, η οποία έστρεψε το πρόσωπό της για να τον κοιτάξει... και ο Θόρινταλ δεν θυμόταν ποτέ να την έχει δει πιο ανήσυχη. Ούτε τότε που είχαν προσπαθήσει να την απαγάγουν οι ίδιοι οι Νομάδες, επηρεασμένοι από την Κορίνα. Ούτε τότε που είχε βαδίσει μαζί της στην Ανεμόζωη.
«Εύνοια...» είπε, κομπιάζοντας. «Πού – πού είναι η Μιράντα;»
Δάκρυα ήταν αυτά που γυάλιζαν στις άκριες των ματιών της; «Εξαφανίστηκε, Θόρινταλ. Εξαφανίστηκε.»
*
Ακόμα και καθώς το άκουγε από το στόμα της Εύνοιας δεν μπορούσε να το πιστέψει. Η Μιράντα είχε όντως εξαφανιστεί. Είχε γίνει σαν ομίχλη, σαν ολόγραμμα, και μετά είχε εξαφανιστεί.
Ο Θόρινταλ ρώτησε πώς ήταν δυνατόν να είχε συμβεί αυτό. Είχε σχέση με τους κρυφούς δρόμους;
«Μπορεί,» απάντησε η Εύνοια. «Ίσως... Δεν ξέρω. Δεν είμαι σίγουρη, Θόρινταλ. Αλλά η Μιράντα έλεγε ότι, καθώς φτάσαμε στο τέλος αυτού του κρυφού δρόμου, είχε διαιρεθεί.»
«Διαιρεθεί;» Οι δύο Θυγατέρες είχαν, το πρωί, οδηγήσει τους Νομάδες επάνω σε κάποιον από τους κρυφούς δρόμους· ο Θόρινταλ και όλοι οι υπόλοιποι το είχαν καταλάβει από τη δύσκολη, παράδοξη πορεία. Ύστερα, το μεσημέρι, είχαν σταματήσει και είχαν ξεκουραστεί· και ο Θόρινταλ δεν είχε πάει στη σκηνή της Εύνοιας για να μιλήσει μ’εκείνη και τη Μιράντα, να μάθει τι είχε συμβεί στο τέλος του κρυφού δρόμου: είχε μείνει στη δική του σκηνή, μαζί με τη Λάρνια. Θα τις συναντούσε αργότερα.
Μετά, είχε ακούσει ότι η Μιράντα εξαφανίστηκε.
«Τι εννοείς ‘διαιρεθεί’, Εύνοια;»
«Μου έλεγε ότι είχε γίνει δύο. Όταν φτάσαμε στο τέλος του κρυφού δρόμου, ήμασταν επάνω σε μια γέφυρα· και μου έλεγε ότι υπήρχε άλλη μια Μιράντα κάτω από τη γέφυρα.»
«Πώς είναι δυνατόν;»
«Πρέπει ο κρυφός δρόμος να της δημιούργησε κάποια αυταπάτη. Ή, τουλάχιστον, έτσι νόμιζα τότε. Η Μιράντα επέμενε ότι είχαμε βρει τον Δρόμο της Διαίρεσης, και ότι, μέσω αυτού, μπορείς να χωρίσεις τον εαυτό σου σε δύο, ή ίσως και περισσότερους, εαυτούς.»
«Εσύ δεν έφτασες στο τέλος του δρόμου;»
«Φυσικά και έφτασα. Μαζί φτάσαμε. Αλλά... δεν κατάλαβα ακριβώς τι γινόταν. Είδα αντανακλάσεις σαν... σαν άπειρους καθρέφτες που ο ένας καθρεφτίζεται μέσα στον άλλο. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να διαιρέσω τον εαυτό μου.» Αναστέναξε. «Αλλά τώρα η Μιράντα χάθηκε. Κι αυτό δεν μπορεί παρά να οφείλεται στον κρυφό δρόμο, Θόρινταλ. Αλλιώς... σε τι;»
Ο σαμάνος δεν είχε απάντηση να δώσει. Η Εύνοια πρέπει νάχε δίκιο, σκεφτόταν. «Τι νομίζεις ότι έγινε, δηλαδή; Εξαφανίστηκε από κοντά μας και εμφανίστηκε κάπου άλλου;»
Η Εύνοια ξεροκατάπιε. «Αυτό εύχομαι, Θόρινταλ,» είπε με χαμηλή φωνή.
Φοβάται ότι η Μιράντα ίσως νάναι νεκρή; Ο σαμάνος αισθάνθηκε κάτι να του κόβει την αναπνοή. Δε μπορεί νάναι νεκρή! Όχι – όχι έτσι, μα τον Κρόνο!
«Θα προσπαθήσω να τη βρω,» δήλωσε αποφασιστικά.
Η Εύνοια τον κοίταξε συνοφρυωμένη, μάλλον απορώντας πώς θα την έβρισκε.
«Όπως βρήκα εσάς,» εξήγησε ο Θόρινταλ, «τους Νομάδες.»
*
Ο σαμάνος ανέβηκε στην οροφή του διώροφου ερπυστριοφόρου των Νομάδων ενώ το πλήθος τους είχε σταματήσει σ’έναν ήσυχο δρόμο της Φυτευτής, μ’ένα πάρκο στ’αριστερά κι έναν θόλο παραγωγής λουλουδιών στα δεξιά.
Οι Νομάδες δεν είχαν κατασκηνώσει· είχαν παύσει για λίγο την πορεία τους επειδή ο Θόρινταλ το είχε ζητήσει από την Εύνοια. Ήταν καλύτερα για τη μαγεία του να είναι ακίνητος όταν θα προσπαθούσε να εντοπίσει τη Μιράντα. Χρειαζόταν να αισθάνεται το πλέγμα των τηλεπικοινωνιακών συχνοτήτων σταθερό γύρω του.
Καθισμένος οκλαδόν, έβγαλε το κομπολόι από την τσέπη της καπαρντίνας του κι άρχισε να χτυπά τις χάντρες συνεχόμενα, επαναλαμβανόμενα, με συγκεκριμένο ρυθμό. Με τα μάτια κλειστά. Έχοντας στο νου του τη Μιράντα. Μόνο τη Μιράντα.
Το μυαλό του δεν άργησε να έρθει σε επαφή με τα εκατοντάδες τηλεπικοινωνιακά σήματα ολόγυρά του. Και από εκεί γλίστρησε μες στο πλέγμα των συχνοτήτων σαν άυλη αράχνη, ψάχνοντας... αναζητώντας...
...αναζητώντας... πέρα από την οροφή του ερπυστριοφόρου... πέρα από το πλήθος των Νομάδων... πέρα από τη γειτονιά γύρω τους... σε ολοένα και μεγαλύτερη εμβέλεια...
Πού είσαι, Μιράντα;
Είσαι εκεί όπου μπορώ να σε βρω;
Ο Θόρινταλ δεν ήξερε ακριβώς πόσο μακριά μπορούσε να ψάξει· δεν είχε ποτέ πειραματιστεί με την ακτίνα αυτού του είδους της ανίχνευσης· αλλά είχε βρει τους Νομάδες των Δρόμων στην άλλη άκρη της Αμφίνομης.
Οι Νομάδες, βέβαια, ήταν ολόκληρο πλήθος· η Μιράντα ήταν μονάχα μια γυναίκα: δυσκολότερο να εντοπιστεί μες στην αχανή πόλη.
*
Είχε δέσει το γόνατό της, σφιχτά, μ’ένα κομμάτι ύφασμα που είχε βρει στα σκουπίδια του σοκακιού. Η Πόλη θα τη θεράπευε, δεν είχε αμφιβολία γι’αυτό. Αλλά η θεραπεία δεν θα γινόταν στιγμιαία. Ένα τέτοιο τραύμα – ένα σπασμένο κόκαλο – ήθελε κάποιο χρόνο για να γίνει καλά, ακόμα κι αν ήσουν Θυγατέρα της Πόλης.
Μες στα σκουπίδια βρήκε, επίσης, ένα μπαστούνι. Η Πόλη ακόμα φρόντιζε για εκείνη, παρά τις ανοησίες της. Πάντα έδινε στη Μιράντα ακριβώς ό,τι χρειαζόταν.
Και η Μιράντα άρχισε τώρα να βαδίζει στους δρόμους του Ελάσματος, όπου δημόσια φώτα άναβαν για να διαλύσουν τις σκιές του φθινοπωρινού απογεύματος. Στηριζόταν στο μπαστούνι της για να στέκεται αλλά αυτό δεν φαινόταν να τραβά την προσοχή κανενός που τύχαινε να τη δει. Το Έλασμα δεν ήταν τόσο καλή περιφέρεια όσο η Φυτευτή· κυκλοφορούσαν περισσότεροι ζητιάνοι, και υπήρχαν και άνθρωποι εδώ που είχαν πάθει εργατικά ατυχήματα. Κατά πάσα πιθανότητα, όσοι έβλεπαν τη Μιράντα αυτό θα υπέθεταν για εκείνη.
Πρέπει να επιστρέψω στους Νομάδες. Η Εύνοια θ’ανησυχεί για μένα.
Αν είχε καταλάβει καλά, πρέπει να είχε εξαφανιστεί, μα τον Κρόνο – να είχε χαθεί μπροστά στα μάτια της Εύνοιας – καθώς οι δύο εαυτοί της γίνονταν ξανά ένας.
Η Μιράντα αναρωτήθηκε γιατί εκείνη, η Μιράντα Ένα, είχε μεταφερθεί στη θέση της Μιράντας Δύο. Γιατί να μην είχε γίνει το ανάποδο; Λόγω του τραυματισμού της Μιράντας Δύο; Όμως η Μιράντα Ένα δεν ήταν η κανονική Μιράντα;
Τι σήμαινε «κανονική»; Το μυαλό της αντιδρούσε σ’αυτό τον όρο. Διότι η Μιράντα Δύο θεωρούσε τον εαυτό της αρκετά «κανονικό». Τόσο κανονικό όσο και η Μιράντα Ένα.
Και τώρα η Μιράντα δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ανάμεσα στις αναμνήσεις που είχε αποκτήσει ως Μιράντα Ένα και ως Μιράντα Δύο. Ήταν σαν να τις είχε αποκτήσει συγχρόνως. Δεν υπήρχε καμια διαφορά. Οι μνήμες ήταν εκεί, το ίδιο αληθινές.
Γιατί, όμως, το σημάδι στο πόδι της Μιράντας Δύο ήταν που είχε αρχίσει να την πονά; Το σημάδι στο πόδι της Μιράντας Ένα δεν είχε πονέσει ούτε στιγμή.
Η Μιράντα δεν μπορούσε να βρει απάντηση σ’αυτό. Τα θαύματα της Πόλης είναι πολλά, και τα περισσότερα ακατανόητα...
Πρέπει να επιστρέψω στους Νομάδες, να πω στην Εύνοια ότι είμαι καλά.
Δε μπορεί να βρίσκονται μακριά. Μάλλον, ακόμα μες στη Φυτευτή θα είναι. Κι αν συνέχισαν να βαδίζουν από τότε που εξαφανίστηκα, θα έχουν πλέον φτάσει κάπου κοντά στα σύνορα με το Έλασμα, υποθέτω.
Η Μιράντα άρχισε να βαδίζει προς τα εκεί, στηριζόμενη στο μπαστούνι της, παρατηρώντας τα πολεοσημάδια. Η Πόλη σίγουρα θα την οδηγούσε εύκολα στους Νομάδες. Τα σημάδια που δημιουργούσαν γύρω τους ήταν πολύ έντονα: πολύ εύκολο για μια Θυγατέρα να τα διακρίνει, ακόμα κι από μεγάλη απόσταση.
Αλλά, προτού η Μιράντα διακρίνει τα πολεοσημάδια των Νομάδων, διέκρινε άλλα πολεοσημάδια τα οποία της φανέρωναν ότι κάποιος ή κάτι – μια δύναμη – την αναζητούσε. Προερχόταν από... τον αέρα; Ήταν παντού γύρω της; Απλωνόταν; Απλωνόταν πού;
Επάνω στις τηλεπικοινωνιακές συχνότητες;
Η Μιράντα τρόμαξε προς στιγμή, νιώθοντας ότι βρισκόταν στο κέντρο ενός σιωπηλού κυκλώνα, κι ότι ένα γιγάντιο, αόρατο μάτι ήταν στραμμένο επάνω της. Μετά, τα σημάδια της Πόλης τής είπαν ότι το μάτι αυτό δεν ήταν εχθρικό.
Αλλά τα σημάδια της Πόλης μπορούσαν να είναι παραπλανητικά ορισμένες φορές.
Η Κορίνα; Με παρακολουθεί η Κορίνα;
Συνέχισε να βαδίζει με μεγάλη προσοχή, βρισκόμενη σε πλήρη εγρήγορση, έτοιμη να τιναχτεί, αν χρειαζόταν, και να χρησιμοποιήσει την τέχνη της Γατομαχίας, που ελάχιστοι ήξεραν πλέον στη Ρελκάμνια.
Ύστερα, ξεχώρισε τα πολεοσημάδια των Νομάδων. Ναι, δεν ήταν μακριά.
Προς τη Φυτευτή.
Η Μιράντα επιτάχυνε το βάδισμά της, κρατώντας γερά το μπαστούνι που είχε βρει στα σκουπίδια, ενώ συνέχιζε να έχει το νου της για κάποια παγίδα.
*
Τη βρήκε! Δε μπορεί να ήταν άλλη από τη Μιράντα· το αισθανόταν. Η νοητική μορφή της βρισκόταν προς τα ανατολικά, και όχι πολύ μακριά. Καμια δεκαριά χιλιόμετρα, ίσως. Το πολύ δεκαπέντε.
Ο σαμάνος άνοιξε τα μάτια του, σηκώθηκε όρθιος, και, χρησιμοποιώντας τις εσωτερικές σκάλες του ψηλού ερπυστριοφόρου, κατέβηκε από την οροφή του και συνάντησε την Εύνοια στο πρώτο πάτωμα.
«Τη βρήκα,» της είπε.
Τα μάτια της Κυράς των Δρόμων γυάλισαν, γεμάτα ελπίδα, και ο Θόρινταλ αισθάνθηκε τόσο καλά που την έβλεπε έτσι. Σαν μια αδελφή του να ήταν άρρωστη και ξαφνικά να είχε αναρρώσει.
«Πού είναι;» ρώτησε η Εύνοια. «Είναι μακριά;»
«Όχι, καθόλου. Αν δεν κάνω λάθος. Γιατί πρέπει να σε προειδοποιήσω ότι η μέθοδός μου δεν είναι αλ–»
«Πού είναι, Θόρινταλ; Πού νομίζεις ότι είναι;»
«Ανατολικά. Δέκα, δεκαπέντε χιλιόμετρα· ίσως και λιγότερο.»
Η Εύνοια πάτησε πλήκτρα επάνω σ’ένα τηλεπικοινωνιακό σύστημα με οθόνη, κι ένας χάρτης παρουσιάστηκε εκεί με την άντληση πληροφοριών από κάποιο δημόσιο τηλεπικοινωνιακό δίκτυο της περιοχής. Έδειχνε τη Β’ Κατωρίγια Συνοικία. Η Εύνοια, πατώντας κι άλλα πλήκτρα, εστίασε τον χάρτη στο μέρος γύρω από τους Νομάδες. Έβαλε το σύστημα να υπολογίσει 15 χιλιόμετρα προς τα ανατολικά, σε ημικύκλιο.
«Μέσα στο Έλασμα,» είπε. «Και είμαστε κοντά στα σύνορά του, Θόρινταλ.»
«Πάμε, τότε,» αποκρίθηκε ο σαμάνος. «Πάμε να τη βρούμε!»
Η Εύνοια, χαμογελώντας, ένευσε – κάνοντας τον Θόρινταλ να νιώσει καλά γι’ακόμα μια φορά, που την έβλεπε χαρούμενη. Η Κυρά των Δρόμων πάντα είχε έναν τρόπο ν’αγγίζει την ψυχή του.
Βγήκαν από το ερπυστριοφόρο και η Εύνοια είπε στους Νομάδες ότι ήταν ώρα να συνεχίσουν τον δρόμο τους. «Ακολουθήστε με! Ακολουθήστε με!»
Δεν έφεραν αντίρρηση, φυσικά. Ποτέ δεν έφερναν αντίρρηση στην καθοδήγηση της Κυράς τους. Αλλά, καθώς άρχιζαν να βαδίζουν, η Σορέτα πλησίασε την Εύνοια και τον Θόρινταλ και ρώτησε: «Πού πάμε; Πάμε να συναντήσουμε τη Μιράντα;»
«Ναι,» απάντησε ο σαμάνος.
«Εσύ τη βρήκες;»
«Το ελπίζω, Σορέτα.» Ο Θόρινταλ δεν ήθελε να ακουστεί και πολύ βέβαιος, γιατί δεν ήταν. Ποτέ δεν ήταν απόλυτα βέβαιος με τη μαγεία του. Αυτή ήταν η κατάρα των σαμάνων.
«Τι της είχε συμβεί; Γιατί χάθηκε;» Η περιέργεια της Σορέτα ήταν μεγάλη· φαινόταν στο πρόσωπό της.
«Δεν ξέρω. Θα μας πει η ίδια, αν θέλει, όταν τη συναντήσουμε.»
Οι Νομάδες ταξίδεψαν για καμια ώρα, περνώντας από τα σύνορα της Φυτευτής και μπαίνοντας στο Έλασμα. Η αλλαγή γύρω τους ήταν καταφανής. Το Έλασμα ήταν εργατική περιοχή· δεν έμοιαζε καθόλου με τη Φυτευτή. Αν και, ευτυχώς, δεν ήταν τόσο άσχημο μέρος όσο η Ατμοφόρος της Α’ Κατωρίγιας. Ούτε η Φρουρά ήρθε να ενοχλήσει τους Νομάδες. Απ’την άλλη, βέβαια, οι Νομάδες τώρα δεν έκαναν την παραμικρή φασαρία. Η μουσική ήταν κλειστή· το είχε προστάξει η Εύνοια. Και οι πάντες μιλούσαν για τη Μιράντα· οι ψίθυροί τους διέτρεχαν το πλήθος απ’τη μια άκρη ώς την άλλη. Η εξαφάνισή της ήταν από τα πιο περίεργα πράγματα που είχαν αντικρίσει, στα ταξίδια τους με την Κυρά των Δρόμων.
Και τώρα, είδαν πάλι τη Μιράντα να... εμφανίζεται.
Αν και όχι με τόσο παράξενο τρόπο όπως είχε εξαφανιστεί.
Την είδαν να ξεπροβάλλει μέσα από έναν δρόμο στα δεξιά τους, κρατώντας μπαστούνι για να βαδίζει, σαν να είχε χτυπήσει το δεξί της πόδι.
«Η Μιράντα!» φώναξε ένα Πνεύμα των Δρόμων, δείχνοντας. Ήταν από τους πρώτους που την πρόσεξαν. Μετά, κι άλλες φωνές ακούστηκαν: Η Μιράντα! Γύρισε! Η Μιράντα είν’ αυτή, ρε! Έρχεται πάλι! Μοιάζει χτυπημένη.
Η Εύνοια, ο Θόρινταλ, η Σορέτα, και μερικοί ακόμα πήγαν προς τη δεξιά μεριά του πλήθους των Νομάδων, και είδαν κι αυτοί τη Μιράντα να έρχεται.
Χαμογελούσε καθώς τους πλησίαζε, και δεν άργησε να βρεθεί κοντά τους και στην αγκαλιά της Εύνοιας, η οποία γελούσε και δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της.
«Μιράντα! Αδελφή μου... Τι έγινε; Τι...; Σε είδα να εξαφανίζεσαι μπροστά στα μάτια μου – σου λέω αλήθεια. Μα τον Κρόνο, σε είδα να εξαφανίζεσαι!»
Και η Μιράντα γελούσε. «Ναι,» αποκρίθηκε, «το ξέρω. Αλλά,» πρόσθεσε, με σοβαρή έκφραση τώρα, ανήσυχη ίσως, «πριν από κάποια ώρα, είχα την αίσθηση ότι κάτι με παρακολουθούσε. Δεν κατάλαβα τι ακριβώς. Ήταν αόρατο, ήταν... σαν μια δύναμη μες στην Πόλη, προερχόμενη κάπως από τις τηλεπικοινωνιακές συχνότητες. Είχα την εντύπωση ότι ήταν φιλική δύναμη, για κάποιο λόγο· όμως πιθανώς να ήταν μονάχα αυτό – η εντύπωσή μου. Πολύ φοβάμαι ότι ίσως η Κορίνα να–»
«Εγώ ήμουν,» τη διέκοψε ο Θόρινταλ μειδιώντας. «Εγώ πρέπει να ήμουν, Μιράντα. Πριν από καμια ώρα περίπου δεν σταμάτησε η παρακολούθηση που λες;»
«Ναι, έτσι νομίζω. Αλλά εσύ... Τι εννοείς, Θόρινταλ;»
«Με τη μαγεία μου σε βρήκα. Μάλλον, εμένα έβλεπες.»
Η Μιράντα τον κοίταξε σκεπτική, συνοφρυωμένη. «Μα... είχε να κάνει με τηλεπικοινωνιακές συχνότητες.»
«Δε σου εξήγησα πώς νίκησα τους αόρατους δαίμονες της Κορίνας;»
Ναι, σωστά... σκέφτηκε η Μιράντα. Είχε πει κάτι για τηλεπικοινωνιακές συχνότητες, δεν είχε πει;
«Χρησιμοποιώντας το πλέγμα των τηλεπικοινωνιακών συχνοτήτων που απλώνεται μέσα στη Ρελκάμνια μπορώ και εντοπίζω διάφορα πράγματα. Και τους Νομάδες, αρχικά, έτσι τους βρήκα. Έτσι ήξερα ότι, για να τους συναντήσω, έπρεπε να πάω στα ανατολικά της Αμφίνομης.»
«Γιατί είσαι χτυπημένη, Μιράντα;» ρώτησε η Εύνοια κοιτάζοντας το ύφασμα που ήταν σφιχτοδεμένο γύρω απ’το δεξί γόνατο της Αδελφής της.
«Σκόνταψα και έπεσα.»
«Μου κάνεις πλάκα;»
«Όχι,» γέλασε η Μιράντα. «Βρες ένα μέρος να κατασκηνώσουμε, Εύνοια, και θα σου πω τα πάντα καθώς θα ξεκουραζόμαστε. Για την ώρα, θα πάω μέσα στο ερπυστριοφόρο. Μέχρι το πρωί, το γόνατό μου θα είναι καλά, υποθέτω, αλλά τώρα όσο βαδίζω πονάω.»
Η Εύνοια ζήτησε από τα Πνεύματα των Δρόμων να συνοδέψουν την Αδελφή της σ’έναν χώρο μέσα στο ερπυστριοφόρο, για να ξαπλώσει, και η Σορέτα πήγε μαζί με τη Μιράντα προς το μεγάλο όχημα.
Η Εύνοια στράφηκε στον σαμάνο δίπλα της. «Σ’ευχαριστώ, Θόρινταλ. Γι’ακόμα μια φορά, σ’ευχαριστώ. Όπως σου είχα ξαναπεί, η Πόλη δεν σ’έστειλε τυχαία σ’εμένα.»
Εκείνος χαμογέλασε. «Θα μας έβρισκε και μόνη της, νομίζω.»
«Δεν έχει σημασία. Καλύτερα που κατευθυνόμασταν προς τη μεριά της.» Και πρόσθεσε: «Φοβάμαι γι’αυτήν. Ακόμα φοβάμαι γι’αυτήν.»
Ο Θόρινταλ παρατήρησε ότι η ανησυχία δεν είχε φύγει τελείως από τα μάτια της Εύνοιας παρότι η Μιράντα ήταν ξανά μαζί τους.
Οι δυνάμεις της Β’ Ανωρίγιας προετοιμάζουν την επόμενή τους κίνηση, ενώ η Καρζένθα γνωρίζει μια ακόμα Θυγατέρα της Πόλης και προσπαθεί ν’αποφύγει τον Κάδμο· και, όταν οι επαναστάτες κινούνται, κινούνται γρήγορα και όσο το δυνατόν πιο απροειδοποίητα.
Η Ζωηρή ήταν δική τους αλλά αυτή δεν ήταν παρά η αρχή του πολέμου τους εδώ, και η Καρζένθα ήξερε πως έπρεπε να κινηθούν γρήγορα· δεν μπορούσαν να καθυστερήσουν. Ο χρόνος ωφελούσε τους εχθρούς τους, όχι εκείνους.
Ήταν μεσημέρι, τώρα, καθώς η Καρζένθα βγήκε από το μεταβαλλόμενο άρμα που είχε τη μορφή τετράποδου κινητού οχυρού. Κάποιοι τεχνικοί έκαναν επισκευές επάνω του, υπό την καθοδήγηση του Σολάμνη’μορ. Η Μορτένκα’μορ στεκόταν παραδίπλα καπνίζοντας ένα τσιγάρο, νευρικά, ενώ τα μάτια της κοίταζαν γύρω-γύρω, τους χτυπημένους από τις συγκρούσεις δρόμους. Ο Άλβερακ μιλούσε στον Σκυφτό Στίβεν και σε μερικά μέλη άλλων συμμοριών.
Η Καρζένθα άνοιξε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της και ρώτησε τους ανιχνευτές της αν είχαν εντοπίσει τίποτα στην περιφέρεια της Ζωηρής. Η απάντηση που έλαβε ήταν αρνητική· όλες οι δυνάμεις του εχθρού είχαν τραπεί σε φυγή. Η Καρζένθα, επομένως, πρόσταξε να τοποθετηθούν παρατηρητές και φρουροί, και ρώτησε επίσης ποια φαινόταν να είναι η κατάσταση στις γειτονικές περιφέρειες – στη Χρυσόνομη και στο Μεγάλο Λιμάνι. Μαχητές της Α’ Ανωρίγιας ήταν συγκεντρωμένοι εκεί, της ανέφεραν, και περίμεναν, οχυρωμένοι. Αναμφίβολα, αρκετοί απ’αυτούς θα κρύβονταν κιόλας και δεν θα ήταν άμεσα ορατοί, πρόσθεσαν οι ανιχνευτές.
Αναμενόμενα, σκέφτηκε η Καρζένθα-Σολ.
Ο Άλβερακ ήρθε κοντά της, ενώ οι συμμορίτες, με τους οποίους μιλούσε πριν από λίγο, απομακρύνονταν.
«Κανένα πρόβλημα;» τον ρώτησε εκείνη.
«Κανένα, μέχρι στιγμής. Αλλά δεν μπορούμε να μείνουμε για πολύ εδώ, Καρζένθα. Πρέπει να προχωρήσουμε.»
Η Καρζένθα ένευσε. «Προς τα πού, είναι το θέμα,» είπε, και κάλεσε με τον πομπό της τις δυνάμεις στο βόρειο μέτωπο. «Δυτικός Γίγαντας καλεί Βόρεια Κοράκια. Δυτικός Γίγαντας καλεί Βόρεια Κοράκια.»
Μετά από λίγο, ήταν σε τηλεπικοινωνιακή επαφή με τους δύο διοικητές των δυνάμεων από την Έκθυμη – τον Σίρκαλ, τον αρχηγό των Αρχαίων Κατωμεριτών, και τον Βικέντιο Συρμογνώστη.
«Ποια είναι η κατάστασή σας;» τους ρώτησε.
«Σου είπα ότι χρειαζόμαστε βοήθεια, Στρατάρχη!» αποκρίθηκε ο Σίρκαλ. «Αλλά, ώς τώρα, καμια βοήθεια δεν έχει έρθει.»
«Λυπάμαι που συμφωνώ μαζί του,» είπε ο Βικέντιος, «αλλά συμφωνώ εκατό τοις εκατό. Αν δεν έρθει βοήθεια, δεν μπορούμε να περάσουμε. Και πιθανώς, μάλιστα, να αναγκαστούμε να υποχωρήσουμε.»
«Θα δω τι μπορώ να κάνω,» είπε η Καρζένθα. «Η Ζωηρή έχει παρθεί.»
«Να έρθετε, τότε, προς τα βόρεια – να χτυπήσετε τον Καινοπρεπή από τον νότο,» είπε ο Σίρκαλ. «Έτσι θα νικήσουμε!»
«Μ’ανησυχεί αυτό, αλλά συμφωνώ ξανά με τον απατεώνα,» τόνισε ο Βικέντιος Συρμογνώστης.
«Σας είπα: θα δω τι μπορώ να κάνω. Κρατήστε τις θέσεις σας και θα επικοινωνήσω πάλι μαζί σας.»
Ο Σίρκαλ και ο Βικέντιος χαιρέτησαν, και η Καρζένθα τερμάτισε την τηλεπικοινωνία.
«Σκέφτεσαι να προχωρήσουμε, Καρζένθα;» άκουσε μια φωνή από δίπλα της, και στράφηκε για ν’αντικρίσει τον Ζιλμόρο. Μαζί του ήταν και μερικοί άλλοι συμμορίτες, και πλάι του βάδιζε μια γαλανόδερμη, ξανθιά γυναίκα που η Καρζένθα-Σολ δεν νόμιζε ότι είχε ξαναδεί. Στον ώμο της ήταν πιασμένο ένα πουλί με γυαλιστερά μάτια και γένι κάτω από το ράμφος. Ήταν, περίπου, όσο το κεφάλι της στο μέγεθος.
«Δεν ξέρω αν θάπρεπε ν’αφήσουμε τούτες τις περιοχές ακόμα,» αποκρίθηκε η Στρατάρχης στον Ζιλμόρο. Και ρώτησε: «Ποια είν’ αυτή;» Δεν ήθελε να μιλά μπροστά σε μια πιθανή κατάσκοπο.
«Μια φίλη,» αποκρίθηκε ο Ζιλμόρος. «Ήρθε μαζί μας όταν πολεμούσαμε στην Έκθυμη. Ελευθέρωσε τους κρατούμενους από τις Φυλακές Λευκόχρυσου.»
Η Καρζένθα κοίταξε τη γαλανόδερμη, λιγνή γυναίκα με στενεμένα μάτια. «Νόμιζα ότι ελευθερώθηκαν από μόνοι τους.»
«Δεν ακούς τα λόγια που θάπρεπε ν’ακούς, Στρατάρχη,» είπε ο Ζιλμόρος. «Έλεγαν ότι μια γυναίκα ήταν που τους ελευθέρωσε. Γαλανόδερμη, αλλά δεν μπορούσαν να δουν το πρόσωπό της γιατί φορούσε κράνος.»
«Ποια είσαι;» ρώτησε η Καρζένθα την άγνωστη.
«Το όνομά μου είναι Τζέσικα.»
«Αυτό... δεν λέει και πολλά.»
«Τι άλλο θες να μάθεις; Γιατί τους ελευθέρωσα;»
«Με εντυπωσιάζει, οφείλω να ομολογήσω.»
«Ήθελα να σας βοηθήσω,» αποκρίθηκε η Τζέσικα, «και σκέφτηκα ότι οι φυλακισμένοι θα σας έδιναν ένα κάποιο πλεονέκτημα.»
Ο Σκυφτός Στίβεν πλησίασε τότε. «Έχεις αρχίσει τις κακές παρέες;» είπε στη Τζέσικα, βλέποντάς την πλάι στον Ζιλμόρο. Έτσι όπως μιλούσε δεν μπορούσες να καταλάβεις αν έκανε πλάκα ή όχι.
«Όλες μου οι παρέες είναι κακές,» απάντησε εκείνη. «Δεν κάνω καλές παρέες!» γέλασε.
«Την ξέρεις;» ρώτησε η Καρζένθα τον αρχηγό των Ξεπεσμένων Ιερέων.
«Αυτή είναι που έλεγα στην Κορίνα ότι ήθελε να τη συναντήσει.»
Η Καρζένθα θυμήθηκε. Τζέσικα! Φυσικά... Ο Στίβεν την είχε αναφέρει στην Κορίνα προτού επιτεθούν στην Α’ Ανωρίγια, ενώ συζητούσαν στην Αίθουσα Συγκεντρώσεων του Γραφείου του Πολιτάρχη της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας. Και, από τον τρόπο που είχε μιλήσει η Κορίνα γι’αυτήν, είχε δοθεί στην Καρζένθα η εντύπωση ότι και η Τζέσικα ήταν Θυγατέρα της Πόλης.
Την ξέρεις όντως, δηλαδή, είχε πει ο Στίβεν. Και η Κορίνα είχε αποκριθεί: Την ξέρω.
Φίλη σου;
Αδελφή μου.
Σίγουρα δεν μοιάζετε, πάντως!
Η Κορίνα είχε γελάσει. Όχι, δεν μοιάζουμε καθόλου. Αλλά συνεννοούμαστε αρκετά καλά.
Η Καρζένθα-Σολ κοίταζε τώρα ερευνητικά, διαπεραστικά, τη Τζέσικα. Θυγατέρα της Πόλης;... Πράγματι, δεν μοιάζει καθόλου με την Κορίνα. Σε τίποτα.
Η Τζέσικα, παρατηρώντας την έκφραση στο πρόσωπο της Στρατάρχη, γέλασε. «Τι;» είπε.
Ο Ζιλμόρος στράφηκε να την αντικρίσει. «Είσαι αυτή που ξέρει την Κορίνα; Γιατί δεν μου το είπες, πριν;» Ήταν κι εκείνος στην Αίθουσα Συγκεντρώσεων του Γραφείου του Πολιτάρχη όταν ο Στίβεν είχε μιλήσει για τη Τζέσικα. Φαινόταν σαν να το είχε ξεχάσει τελείως μέχρι στιγμής και να το είχε θυμηθεί τώρα πάλι.
«Την ξέρω,» αποκρίθηκε η Τζέσικα. «Και λοιπόν;»
«Ποια είναι η Κορίνα; Τι θέλει;»
Η Τζέσικα γέλασε. «Τι θέλει η Κορίνα; Μα τον Κρόνο! Το μυαλό του Σκοτοδαίμονος θα αναρωτιόταν αιώνες προτού απαντήσει!»
Ο Ζιλμόρος την κοίταζε άγρια. «Η Κορίνα σ’έστειλε να ελευθερώσεις τους κρατούμενους από τις Φυλακές Λευκόχρυσου;»
«Τους ποιους;» πετάχτηκε ο Στίβεν, κοιτάζοντας έκπληκτος τη Τζέσικα.
«Όχι,» είπε εκείνη στον Ζιλμόρο. «Μόνη μου το έκανα. Ήθελα να σας βοηθήσω. Αφού σου εξήγησα...» πρόσθεσε με τρόπο που η Καρζένθα θα μπορούσε να χαρακτηρίσει μόνο συνωμοτικό. Τι του είχε εξηγήσει;
Ο Ζιλμόρος συνοφρυώθηκε, συλλογισμένος.
«Μια στιγμή!» είπε ο Σκυφτός Στίβεν. «Εσύ ελευθέρωσες τους κρατούμενους των Φυλακών Λευκόχρυσου;»
«Δεν τα πιάνεις γρήγορα, ε;» αποκρίθηκε η Τζέσικα.
«Γιατί δεν μου το είπες, τόσες μέρες;»
Ανασήκωσε τους ώμους της (χωρίς το πουλί της να φύγει από τον αριστερό). «Το ξέχασα.»
«Το ξέχασες; Με δουλεύεις;»
Η Τζέσικα δεν μίλησε· χάιδεψε μόνο το πτηνό της με το δεξί χέρι.
Η Καρζένθα είπε: «Αρκετά. Αφού η Κορίνα είναι σύμμαχός μας, τότε και η Τζέσικα είναι σύμμαχός μας.» Αυτή η γυναίκα ήταν, προφανώς, Θυγατέρα της Πόλης· καλύτερα να μην τη δυσαρεστούσαν. Αν ήταν επικίνδυνη, η Κορίνα θα μας είχε προειδοποιήσει να την αποφύγουμε. Αλλά τότε, στο Γραφείο του Πολιτάρχη, δεν μίλησε σαν η Τζέσικα να είναι αντίπαλός της.
«Τη γνωρίζεις;» Η φωνή του Άλβερακ ξάφνιασε την Καρζένθα. Στράφηκε και είδε ότι ο υπαρχηγός της μιλούσε στη Μορτένκα’μορ, η οποία είχε πλέον τελειώσει το τσιγάρο της.
Η μάγισσα κούνησε το κεφάλι αρνητικά, χωρίς να μιλήσει.
«Γιατί να με ξέρει;» είπε η Τζέσικα.
«Η Κορίνα την έφερε εδώ,» της απάντησε ο Άλβερακ.
Η Τζέσικα γέλασε (κάνοντας την Καρζένθα ν’απορήσει με την όρεξή της. Τόσο αστεία τής φαίνονταν όλα γύρω της;). «Και λοιπόν;»
«Δεν έχουμε ποτέ συναντηθεί,» είπε η Μορτένκα, μοιάζοντας πιο νευρική από πριν.
«Τέλος πάντων,» παρενέβη ο Ζιλμόρος. «Τι προτείνεις να κάνουμε τώρα, Καρζένθα; Να προχωρήσουμε, ή να μείνουμε εδώ για σήμερα;»
«Στο βόρειο μέτωπο χρειάζονται τη βοήθειά μας. Αλλά φοβάμαι πως, αν εγκαταλείψουμε τούτους τους δρόμους, ίσως οι δυνάμεις της Α’ Ανωρίγιας να έρθουν για να τους ανακαταλάβουν–»
«Θ’αφήσουμε φρουρούς, φυσικά,» είπε ο Στίβεν.
«Ακόμα κι έτσι, είναι ριψοκίνδυνο. Οι φρουροί το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να κρατήσουν μακριά τους εχθρούς, για λίγο, μέχρι να έρθουμε για να τους ενισχύσουμε.
»Από την άλλη, όμως, αν μείνουμε εδώ, ώς αύριο μπορεί τα πράγματα να είναι χειρότερα, καθώς οι δυνάμεις της Α’ Ανωρίγιας θα έχουν οργανωθεί ξανά, ενώ τώρα είναι ακόμα αποδιοργανωμένες από την πρόσφατη ήττα τους στη Ζωηρή.»
«Ναι,» είπε ο Ζιλμόρος. «Ίσως, λοιπόν, θα έπρεπε να πάμε να πάρουμε το Μεγάλο Λιμάνι απόψε!»
Η Καρζένθα τον κοίταξε σαν να ήταν τρελός – μια εντύπωση που δεν της είχε δοθεί για πρώτη φορά. Ο άνθρωπος, πάντως, σίγουρα δεν ήταν τελείως με τα καλά του! «Εκτός συζήτησης, Ζιλμόρε! Το θέμα είναι αν θα πάμε να βοηθήσουμε τις δυνάμεις μας στα βόρεια, όχι αν θα επεκταθούμε προς τα ανατολικά.»
«Μπορεί, όμως, να είναι ευκαιρία! Εσύ η ίδια είπες ότι θα είναι αποδιοργανωμένοι.»
«Ναι, αλλά θα έχουν, αναμφίβολα, στημένες πολλές ενέδρες για εμάς μέσα στους δρόμους του Μεγάλου Λιμανιού. Και η νύχτα πάντα βοηθά τους ενεδρευτές.»
«Ποια νύχτα;» μούγκρισε ο Ζιλμόρος. «Μεσημέρι είν’ ακόμα, μα τα παπάρια του Κρόνου!»
«Δεν περιμένεις, φυσικά, να επιτεθούμε τώρα αμέσως στο Μεγάλο Λιμάνι! Οι μαχητές μας χρειάζονται ξεκούραση, και τα μηχανήματα επισκευές. Αν κινηθούμε, θα κινηθούμε το απόγευμα· επομένως, θάχει αρχίσει να πέφτει ο ήλιος. Και το σκοτάδι είναι υπέρ των Α’ Ανωρίγιων, ειδικά με την τακτική που φαίνεται ν’ακολουθούν.»
«Τοποθετημένοι σε πολλές θέσεις από δω κι από κει μες στους δρόμους, ε;» είπε ο Σκυφτός Στίβεν.
Η Καρζένθα ένευσε. Ο Στίβεν ήταν καλύτερος στη στρατηγική από τον Ζιλμόρο, και μάθαινε και πιο γρήγορα. Ο Ζιλμόρος δεν φαινόταν να μαθαίνει ποτέ. Η Καρζένθα απορούσε γιατί ήταν τόσο δημοφιλής στον υπόκοσμο. Είχε μαζέψει ολόκληρο στρατό συμμοριτών και κακοποιών γύρω του. Ορισμένες φορές, αυτό το σκοτεινό φουσάτο ανησυχούσε την Καρζένθα-Σολ...
«Ποιο είναι το ζουμί, τελικά;» ρώτησε τώρα ο Ζιλμόρος, ανυπόμονα ίσως. «Προτείνεις να κινηθούμε ή να μείνουμε εδώ;»
«Πολύ φοβάμαι,» είπε η Καρζένθα, «ότι αν δεν υποστηρίξουμε τις δυνάμεις μας στο βόρειο μέτωπο θα ηττηθούν. Ίσως και ώς το βράδυ, μάλιστα. Δεν έχουν κάνει καμια πρόοδο από τότε που επιτέθηκαν στον Καινοπρεπή και στη Μακρόσκοτη.»
«Αυτό σού λέει ο Σίρκαλ;» Ο Ζιλμόρος ήξερε αρκετά καλά τον αρχηγό των Αρχαίων Κατωμεριτών, και φαινόταν να παίρνει τη γνώμη του σοβαρά.
«Ναι.»
«Ας μην τους αφήσουμε να περιμένουν, τότε.»
Ο Στίβεν είπε: «Αν επιτεθούμε το απόγευμα στα νότια του Καινοπρεπή, οι Α’ Ανωρίγιοι δεν θα έχουν πάλι το πλεονέκτημα του σκοταδιού, Καρζένθα;»
«Θα το έχουν. Αλλά, συγχρόνως, θα είναι περικυκλωμένοι: κλεισμένοι ανάμεσα σ’εμάς και στα Βόρεια Κοράκια.»
*
Το στράτευμα ξεκίνησε αφού η Καρζένθα-Σολ είχε βεβαιωθεί ότι οι μαχητές της ήταν ξεκούραστοι, τα μηχανήματα επισκευασμένα όσο μπορούσαν να επισκευαστούν, και ο εχθρός δεν φαινόταν να κάνει καμια κίνηση για την ανάκτηση της Ζωηρής ή της Σύγχρονης. Ο Κάδμος την κάλεσε τηλεπικοινωνιακά προτού το στράτευμά της αρχίσει να κινείται, αλλά η Καρζένθα δεν του απάντησε. Ζήτησε από τον Άλβερακ να του απαντήσει, και τον πρόσταξε να πει ότι εκείνη είχε δουλειές και δεν μπορούσε να μιλήσει τώρα. Ο υπαρχηγός της, ύστερα από μια σύντομη συνομιλία με τον νέο Πολιτάρχη της Β’ Ανωρίγιας, πλησίασε πάλι την Καρζένθα και της ανέφερε ότι ο Κάδμος τού είπε να της υπενθυμίσει πως έπρεπε να επιστρέψει στη Β’ Ανωρίγια.
«Δεν πρόκειται να επιστρέψω στη Β’ Ανωρίγια, Άλβερακ.»
«Τι λόγος υπάρχει που σε θέλει πίσω; Συμβαίνει κάτι;»
«Φοβάται ότι μπορεί να σκοτωθώ.»
«Ίσως να έχει δίκιο.»
«Μη μου λες ανοησίες! Δε μπορώ να εγκαταλείψω το μέτωπο τώρα. Δε βλέπεις τι γίνεται;»
Ο Άλβερακ ένευσε. Σπάνια τής έφερνε αντίρρηση· και, επί του παρόντος, η Καρζένθα δεν νόμιζε ότι διαφωνούσε μαζί της. Σίγουρα καταλάβαινε κι εκείνος ότι θα ήταν ανόητο να επέστρεφε στη Β’ Ανωρίγια.
Τώρα, δύο ώρες είχαν περάσει από την κλήση του Κάδμου, και το στράτευμα της Καρζένθα-Σολ – ο Δυτικός Γίγαντας και η Σκοτεινή Ορδή μαζί – προέλαυνε προς τα βόρεια, έχοντας αφήσει πίσω του τη Ζωηρή (με μερικούς φρουρούς για βασική φύλαξη) και διασχίζοντας τη Σύγχρονη (όπου τα πάντα, ευτυχώς, φαίνονταν ήσυχα).
Μερικές καινούργιες συμμορίες είχαν προστεθεί στο φουσάτο της Β’ Ανωρίγιας από αυτές τις δύο περιφέρειες, αλλά ήταν ελάχιστες. Δεν μπορούσαν ούτε κατά διάνοια να αναπληρώσουν τις απώλειες που οι επαναστάτες είχαν δεχτεί για να κατακτήσουν τούτους τους δρόμους. Στη Ζωηρή και στη Σύγχρονη ο υπόκοσμος δεν ήταν δυνατός, και ούτε οι κάτοικοι, γενικά, ήταν τόσο δυσαρεστημένοι με το καθεστώς όπως στη Β’ Ανωρίγια. Οι κάτοικοι της Α’ Ανωρίγιας δεν ήταν καθόλου πρόθυμοι να εξεγερθούν. Δεν είχαν υποδεχτεί τους επαναστάτες με ζητωκραυγές, ούτε είχαν βγει για να συστρατευθούν μαζί τους. Δεν ήταν απεγνωσμένοι από την οικονομική εξαθλίωση και την κοινωνική αδικία. Έβλεπαν τους Β’ Ανωρίγιους ως κατακτητές, όχι ως απελευθερωτές· και είχαν κλειδαμπαρωθεί στα σπίτια τους, φοβούμενοι τις λεηλασίες.
Η Καρζένθα είχε προστάξει να μη γίνουν λεηλασίες, ξέροντας ήδη πως θα γίνονταν· δεν ήταν δυνατόν να αποφευχθούν τελείως. Και, πράγματι, είχαν γίνει. Περισσότερες απ’όσες η Στρατάρχης της Β’ Ανωρίγιας θα ήθελε.
Το στράτευμά της, διασχίζοντας τώρα τη Σύγχρονη, πλησίαζε τα νότια σύνορα του Καινοπρεπή. Η Καρζένθα δεν είχε ειδοποιήσει κανέναν για τούτη την επίθεση. Ούτε τον Κάδμο (τον οποίο ήθελε να τον αποφύγει, ούτως ή άλλως), ούτε τους φρουρούς στη Σύγχρονη, ούτε καν τον Σίρκαλ και τον Βικέντιο Συρμογνώστη. Διότι φοβόταν ότι ίσως η τηλεπικοινωνία να υποκλεπτόταν, με κάποιο τρόπο, από τους εχθρούς. Και η Καρζένθα προτιμούσε να χτυπήσει τους Α’ Ανωρίγιους όσο το δυνατόν πιο απρόσμενα.
Το μεταβαλλόμενο άρμα της είχε τη μορφή ερπυστριοφόρου με δύο πολυβόλα και ένα ρουκετοβόλο καθώς βρισκόταν στο κέντρο του πολεμικού σχηματισμού του στρατεύματός της που προέλαυνε σταθερά προς τον προορισμό του. Οι ανιχνευτές της δεν της ανέφεραν καμια ύποπτη κίνηση από τους μαχητές της Α’ Ανωρίγιας στα σύνορα του Καινοπρεπή. Η Καρζένθα σκέφτηκε: Όλα σύμφωνα με το σχέδιο, λοιπόν... Αν και ήξερε, βέβαια, πως τα σχέδια είναι καλά μέχρι την πρώτη επαφή με τον εχθρό.
Τα οικοδομήματα του Καινοπρεπή άρχισαν να φαίνονται πίσω από τα οικοδομήματα της Σύγχρονης, μέσα στις σκιές του απογεύματος, μπροστά από τον σκοτεινιασμένο ουρανό.
Η Καρζένθα-Σολ έδωσε, τηλεπικοινωνιακά, το σήμα για την έναρξη της επίθεσης, και όλες οι δυνάμεις της κινήθηκαν μαζικά προς τα σύνορα της περιφέρειας. Οι Α’ Ανωρίγιοι, φυσικά, άρχισαν αμέσως να τους χτυπάνε, προσπαθώντας να τους απομακρύνουν. Αλλά η Καρζένθα είχε συγκεντρώσει ξανά γύρω της τον στρατό της σαν μια ισχυρή γροθιά, και δεν αμφέβαλλε ότι θα κατάφερναν να τρυπήσουν την άμυνα στα σύνορα και να περάσουν στο εσωτερικό του Καινοπρεπή.
Τώρα είχε έρθει και η ώρα να επικοινωνήσει με τα Βόρεια Κοράκια. Τα κάλεσε με το τηλεπικοινωνιακό σύστημα του μεταβαλλόμενου άρματος ενώ η μάχη φούντωνε ολόγυρά της.
Ο Σίρκαλ είπε μέσα από το μεγάφωνο: «Ακόμα περιμένουμε βοήθεια, Στρατάρχη–»
«Η βοήθεια ήρθε, Σίρκαλ. Είμαστε στα νότια σύνορα του Καινοπρεπή. Συγκεντρώστε όλες σας τις δυνάμεις στον Καινοπρεπή, ώστε να κλείσουμε τους υπερασπιστές ανάμεσά μας και να κατακτήσουμε την περιοχή ώς τα μεσάνυχτα.»
«Και η Μακρόσκοτη;»
«Άσε τη Μακρόσκοτη· θα την πάρουμε άλλη μέρα. Συγκεντρώστε όλες σας τις δυνάμεις εδώ, στον Καινοπρεπή. Γρήγορα, Σίρκαλ.»
«Γιατί δεν με ειδοποιούσες τόση ώρα;»
«Φοβόμουν υποκλοπή.»
«Μάλιστα. Ίσως νάχες δίκιο.» Τη χαιρέτησε και τερμάτισε την τηλεπικοινωνία.
Η Καρζένθα κοίταξε έξω από ένα παράθυρο του μεταβαλλόμενου άρματος: εκρήξεις, πυροβολισμοί, ρουκέτες, ενεργειακές ριπές. Άνοιξε τον εσωτερικό δίαυλο επικοινωνίας και ζήτησε από τον Σολάμνη’μορ να δώσει στο όχημα την τρίτη μορφή, αυτή του τετράποδου κινητού οχυρού.
*
Μπορεί όλα τα πολεμικά σχέδια να είναι καλά μέχρι την πρώτη επαφή με τον εχθρό, αλλά το συγκεκριμένο σχέδιο της Καρζένθα-Σολ φαινόταν να έχει λειτουργήσει όπως εκείνη ήθελε. Οι υπερασπιστές στα νότια σύνορα του Καινοπρεπή δεν πρέπει να είχαν ειδοποιηθεί για τον ερχομό του στρατεύματός της. Ή, αν είχαν ειδοποιηθεί, είχαν ειδοποιηθεί αργά, όταν πλέον το στράτευμά της βρισκόταν στα βόρεια της Σύγχρονης, πολύ κοντά τους. Οι Α’ Ανωρίγιοι δεν είχαν χρόνο να στήσουν κάποια παγίδα, και έπρεπε επίσης να αντιμετωπίζουν τα Βόρεια Κοράκια. Είχαν επικεντρωθεί στο να σπρώξουν τους μαχητές από την Έκθυμη πίσω στην Έκθυμη· και μάλλον δεν περίμεναν ότι οι κατακτητές της Ζωηρής θα έρχονταν τόσο γρήγορα επάνω για να τους χτυπήσουν.
Οι δυνάμεις της Καρζένθα-Σολ έσπασαν τις αμυντικές γραμμές στα νότια σύνορα του Καινοπρεπή και εισέβαλαν στους δρόμους του. Συγχρόνως, ο στρατός του Σίρκαλ Μονώνυχου και του Βικέντιου Συρμογνώστη εγκατέλειπε τη Μακρόσκοτη και εστιαζόταν πλήρως στον Καινοπρεπή. Οι Α’ Ανωρίγιοι δεν μπορούσαν τώρα να νικήσουν: δεν μπορούσαν ούτε να διώξουν τους εχθρούς τους ούτε καν να τους κρατήσουν σε απόσταση. Αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στη Μακρόσκοτη, όπου οι δρόμοι ήταν ακόμα ασφαλείς γι’αυτούς.
Η Καρζένθα-Σολ πρόσταξε τους ανιχνευτές της να ερευνήσουν κάθε σπιθαμή του Καινοπρεπή για πιθανά απομεινάρια του στρατού της Α’ Ανωρίγιας. Ύστερα, το τετράποδο άρμα της σταμάτησε στο κέντρο του Καινοπρεπή, όπου βρισκόταν μια μεγάλη αγορά (κλειστή, βέβαια, τώρα – και όχι λόγω της νυχτερινής ώρας). Εδώ συγκεντρώνονταν κι άλλα οχήματα και μαχητές, του δικού της στρατεύματος αλλά και αυτού από την Έκθυμη.
Η Καρζένθα βγήκε από το μεταβαλλόμενο όχημά της για να συναντήσει τον Σίρκαλ και τον Βικέντιο Συρμογνώστη, που είχαν βγει μέσα από ένα θωρακισμένο άρμα με ερπύστριες μπροστά, δύο μεγάλους τροχούς πίσω, ένα κανόνι με πελώρια κάννη στην οροφή, και δύο θέσεις για ρουκέτες δεξιά κι αριστερά, όλες άδειες τώρα, ύστερα από τις συγκρούσεις.
«Επιτέλους,» είπε ο Σίρκαλ. «Λίγο ακόμα αν αργούσατε και...»
«...την είχαμε γαμήσει,» είπε ο Βικέντιος, μοιάζοντας κουρασμένος. Τα μάτια του είχαν μαύρους κύκλους πάνω στο χρυσόδερμο πρόσωπό του. «Είχαν βαλθεί να μας διώξουν. Και θα μας έδιωχναν – αν όχι ώς τα μεσάνυχτα, τότε ώς τα ξημερώματα. Συνεχώς μας χτυπούσαν, οι πούστηδες· δεν είχαν πάψει ούτε στιγμή. Ούτε το μεσημέρι, γαμώ τις μάνες τους τις νύφες του Σκοτοδαίμονος!»
Η Καρζένθα είπε: «Το καλύτερο που μπορούσατε να είχατε κάνει ήταν να είχατε συγκεντρώσει όλες σας τις δυνάμεις στον Καινοπρεπή εξαρχής. Αφού βλέπατε ότι ήταν αδύνατον να πάρετε και αυτόν και τη Μακρόσκοτη μαζί.»
«Δε νομίζω νάχε καμια διαφορά χωρίς τη δική σου βοήθεια,» της είπε ο Βικέντιος.
«Ακόμα κι έτσι, θα ήταν καλύτερα.»
«Γιατί δεν μας το πρότεινες;»
«Φοβόμουν υποκλοπή, όπως είπα ήδη στον Σίρκαλ. Είναι προτιμότερο ο εχθρός να μην ξέρει τις κινήσεις σου.»
«Δίχως αμφιβολία,» συμφώνησε ο Βικέντιος. Και ρώτησε: «Πώς είναι η κατάσταση στα νότια;»
«Η Σύγχρονη και η Ζωηρή είναι υπό τον έλεγχό μας, και μέχρι στιγμής οι Α’ Ανωρίγιοι δεν έχουν κάνει προσπάθεια να τις ανακαταλάβουν. Αλλά δυσκολευτήκαμε να τις κατακτήσουμε. Και δεν βρισκόμαστε παρά στην αρχή του πολέμου μας με την Α’ Ανωρίγια. Έχουμε πολλούς δρόμους ακόμα μπροστά μας.»
«Μπορεί νάχουν συγκεντρώσει όλες τους τις δυνάμεις εδώ, στα δυτικά,» είπε ο Σίρκαλ, «κι αν τις νικήσουμε, ίσως να μην έχουν να προστατέψουν τις περιφέρειες στο εσωτερικό της συνοικίας.»
«Ίσως,» αποκρίθηκε η Καρζένθα. «Αλλά δεν είμαι καθόλου σίγουρη γι’αυτό. Επιπλέον, καλύτερα να είμαστε προετοιμασμένοι για το χειρότερο.»
Ο Βικέντιος ένευσε. «Η κυρία μιλά σωστά. Η Α’ Ανωρίγια έχει καλή άμυνα· είναι γνωστό. Στ’ανατολικά της είναι οι Ήμερες Συνοικίες, που δεν είναι καθόλου ήμερες, και στα βορειοανατολικά της η Μεγαλοδιάβατη, που... ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί νάρθει από κει – ίσως τίποτα, ίσως ολόκληρη ορδή από κακοποιούς.» Κι έριξε ένα λοξό βλέμμα στον Σίρκαλ σαν αυτός ο ίδιος να ήταν ολόκληρη ορδή από κακοποιούς. «Η Α’ Ανωρίγια ξέρει πώς να φυλάγεται και πώς να είναι προετοιμασμένη για εχθρούς.»
Αφού η Καρζένθα μιλά τελικά με τον Κάδμο και ο Ζιλμόρος μαθαίνει ένα μυστικό, το στράτευμα της Β’ Ανωρίγιας συνεχίζει τον πόλεμό του και οι επαναστάτες δεν αργούν να ανακαλύψουν ότι οι παλιές τακτικές δεν πιάνουν πάντα και δεύτερη φορά...
Η Καρζένθα κάλεσε τηλεπικοινωνιακά τον Κάδμο. Δεν μπορούσε να το αποφύγει· έπρεπε να του αναφέρει τι είχε συμβεί στον Καινοπρεπή. Κι αν του μιλούσε κάποιος άλλος για τα αποτελέσματα της μάχης, ο Κάδμος σίγουρα θα ζητούσε να μιλήσει και με την Καρζένθα.
Καθισμένη στο εσωτερικό του τετράποδου κινητού οχυρού, με τον πομπό της κοντά στο αφτί της, ώστε μόνο εκείνη ν’ακούει, περίμενε τον Κάδμο ν’απαντήσει στην κλήση της.
«Καρζένθα,» ακούστηκε σύντομα η φωνή του. Προφανώς, έβλεπε ότι τον καλούσε από τον προσωπικό της πομπό. «Πού είσαι; Αγάπη μου, σου εί–»
«Ο Καινοπρεπής είναι δικός μας, Κάδμε.»
Προς στιγμή μπερδεύτηκε· κόμπιασε· ύστερα: «Τι;» έκανε.
«Ο Καινοπρεπής είναι δικός μας. Φύγαμε από τη Ζωηρή και του επιτεθήκαμε από τα νότια, ενώ τα Βόρεια Κοράκια τον χτυπούσαν από τα βόρεια έχοντας εγκαταλείψει τελείως τη Μακρόσκοτη. Και τώρα ο Καινοπρεπής είναι υπό τον έλεγχό μας. Χωρίς, μάλιστα, να έχουμε πολλές απώλειες. Οι Α’ Ανωρίγιοι δεν περίμεναν ότι θα ερχόμασταν τόσο γρήγορα από τη Ζωηρή.»
«...Αυτό είναι καλό,» είπε ο Κάδμος. «Αυτό είναι πολύ καλό. Όλα τα δυτικά άκρα της Α’ Ανωρίγιας είναι τώρα δικά μας.»
«Ακριβώς.»
«Αλλά σου είχα ζητήσει να επιστρέψεις, Καρζένθα.»
«Δεν καταλαβαίνεις γιατί δεν μπορώ να επιστρέψω, γαμώτο; Αν είχα επιστρέψει, ο Καινοπρεπής τώρα δεν θα ήταν υπό τον έλεγχό μας.»
«Δε μπορώ να σε χάσω,» της είπε ο Κάδμος. «Ούτε η Β’ Ανωρίγια μπορεί να σε χάσει.»
«Αν εγκαταλείψω το μέτωπο, η Β’ Ανωρίγια θα είναι σαν να με έχει χάσει–»
«Μπορείς να δίνεις διαταγές από εδώ, αγάπη μου.»
«Δεν είναι το ίδιο. Είναι διαφορετικά όταν βρίσκεσαι κοντά στο πεδίο της μάχης. Πολύ διαφορετικά. Πίστεψέ με, το ξέρω καλά αυτό.»
Ο Κάδμος αναστέναξε.
«Μη θυμώνεις μαζί μου,» είπε η Καρζένθα.
«Δε θυμώνω. Φοβάμαι.»
Η Καρζένθα γέλασε. «Τι ανόητος που είσαι, αγάπη μου! Έχω επιβιώσει από τόσα. Δε θα σκοτωθώ εδώ.»
«Την προηγούμενη φορά, παραλίγο να συμβεί,» της θύμισε ο Κάδμος. «Τη φορά που ονειρεύτηκες την Κορίνα.»
«Ναι. Άρα δεν μπορεί να συμβεί πάλι. Οι πιθανότητες είναι εναντίον του.»
«Μην αστειεύεσαι με τέτοια πράγματα.»
«Ξέρεις ποια συνάντησα, παρεμπιπτόντως;» είπε η Καρζένθα, εσκεμμένα αλλάζοντας θέμα.
«Ποια;»
«Τη Τζέσικα.»
«Ποια είναι η Τζέσικα;»
«Δε θυμάσαι τη γυναίκα που είχε αναφέρει ο Σκυφτός Στίβεν; Αυτή που ήθελε να συναντήσει την Κορίνα; Που η Κορίνα την ξέρει;»
«Ναι, τώρα που το λες...»
«Είναι εδώ, Κάδμε, είναι μαζί μας. Και νομίζω – είμαι σχεδόν σίγουρη, βασικά – ότι είναι κι αυτή Θυγατέρα της Πόλης.» Και του είπε όσα είχε ακούσει από τη Τζέσικα, τον Ζιλμόρο, και τον Στίβεν πριν από μερικές ώρες.
«Δεν αποκλείεται,» συμφώνησε τελικά ο Κάδμος. «Ίσως όντως να είναι Θυγατέρα της Πόλης. Ίσως να είναι σαν την Κορίνα. Πού βρίσκεται τώρα; Είναι κοντά σου;»
«Όχι. Δεν ξέρω πού είναι. Πάντως, δεν είναι σαν την Κορίνα, Κάδμε. Δε μοιάζουν καθόλου. Άμα τη δεις θα καταλάβεις.»
«Θα ρωτήσω την Κορίνα γι’αυτήν. Όταν τη συναντήσω.»
«Δεν είναι εκεί;»
«Δεν έχω ιδέα πού βρίσκεται. Έχει εξαφανιστεί, τελευταία.»
«Τέλος πάντων. Σ’αφήνω τώρα. Σ’αγαπώ, αγάπη μου.»
«Κι εγώ, Καρζένθα. Να προσέχεις. Μου το υπόσχεσαι;»
«Δε χρειάζεται. Το ξέρεις ότι πάντα είμαι προσεχτική, δεν το ξέρεις;»
*
Μέσα στην κουζίνα ενός λεηλατημένου εστιατορίου, η Τζέσικα καβαλούσε τον Ζιλμόρο κρατώντας με τα δάχτυλά της δυνατά τους γυμνούς ώμους του σκούρου-χρυσόδερμου σώματός του. Ορισμένα από τα ρούχα τους ήταν ακόμα επάνω τους, άλλα ήταν ριγμένα παραδίπλα. Από τριγυρινά δωμάτια, φωνές γλεντιού και λεηλασίας αντηχούσαν, καθώς και κραυγές από βιασμούς. Οι Σκοταδιστές και άλλες συμμορίες διασκέδαζαν στο εστιατόριο στο κέντρο του Καινοπρεπή.
Ο Αστρομάτης φτερούγιζε από δω κι από κει, μες στην κουζίνα.
Ο Ζιλμόρος μούγκρισε σαν θηρίο, σφίγγοντας δυνατά, επώδυνα, τους γλουτούς της Τζέσικας· ύστερα η λαβή του χαλάρωσε, τα χέρια του γλίστρησαν κατά μήκος των μηρών της, φτάνοντας στα γόνατά της. Η Τζέσικα κατέβηκε από πάνω του και από το μεγάλο τραπέζι όπου ήταν ξαπλωμένος.
«Απόδειξέ μου,» της είπε ο Ζιλμόρος, γυρίζοντας στο πλάι για να την κοιτάξει, «ότι όντως σ’έχει στείλει ο Σκοτοδαίμων.»
«Τι άλλη απόδειξη χρειάζεσαι;» Η Τζέσικα έπιασε ένα μπουκάλι μπίρα, το άνοιξε μ’ένα ανοιχτήρι.
«Τι αποδείξεις έχεις δώσει;»
«Είμαι εδώ, δεν είμαι; Ελευθέρωσα τους κρατούμενους απ’τις φυλακές, δεν τους ελευθέρωσα;» Ήπιε μια μεγάλη γουλιά απ’το μπουκάλι, αφήνοντας μπίρα να τρέξει στο σαγόνι της, να στάξει στα μικρά της στήθη.
Ο Ζιλμόρος την κοίταζε σαν να την ξαναήθελε τώρα. Αλλά είπε: «Την Κορίνα από πού την ξέρεις; Η Κορίνα δεν πιστεύει στον Σκοτοδαίμονα, έτσι δεν είναι;»
«Η Κορίνα δεν πιστεύει σε τίποτα.» Η Τζέσικα τον πλησίασε ξανά, κι εκείνος, ακόμα μισοξαπλωμένος στο τραπέζι, την άρπαξε από τη μέση με το ένα χέρι.
«Πες μου για την Κορίνα!»
Η Τζέσικα μειδίασε. Κάθισε στην άκρη του τραπεζιού. Άφησε τη μπίρα της παραδίπλα κι έφερε το δεξί της πόδι επάνω στο γόνατό της. Έστρεψε το πέλμα προς τον Ζιλμόρο.
Ο οποίος συνοφρυώθηκε βλέποντας το παράξενο σημάδι να λαμπυρίζει.
«Ξέρεις τι είν’ αυτό;» τον ρώτησε η Τζέσικα.
«Τι είναι;»
«Το έχει και η Κορίνα στο πόδι της. Το έχουμε όλες.»
«Ποιες όλες;»
Η Τζέσικα τού είπε, τότε, για τις Θυγατέρες της Πόλης.
*
Το πρωί, οι αναφορές των φρουρών της Σύγχρονης και της Ζωηρής ήταν καλές. Οι Α’ Ανωρίγιοι ακόμα δεν είχαν κάνει καμια κίνηση να ανακτήσουν τις συγκεκριμένες περιφέρειες. Και η Καρζένθα-Σολ νόμιζε πως ήταν ώρα το στράτευμα της Β’ Ανωρίγιας να κινηθεί ξανά. Οι άλλοι διοικητές του στρατεύματος και οι αρχισυμμορίτες δεν διαφωνούσαν. Η Καρζένθα, επομένως, έδωσε διαταγές, και η επίθεση ξεκίνησε πριν από το μεσημέρι.
Ο στόλος της Β’ Ανωρίγιας επιτέθηκε στο Μεγάλο Λιμάνι της Α’ Ανωρίγιας, από τη Ζωηρή, χτυπώντας τις προβλήτες και τις αποβάθρες του με πλοία, υποβρύχια, και αεροσκάφη. Οι υπερασπιστές της περιοχής απάντησαν με παρόμοιο τρόπο.
Αλλά αυτή η κίνηση των επαναστατών της Β’ Ανωρίγιας δεν ήταν παρά ένας αντιπερισπασμός. Η πραγματική επίθεση γινόταν, την ίδια ώρα, στα βόρεια της Α’ Ανωρίγιας Συνοικίας, στη Μακρόσκοτη. Το στράτευμα της Καρζένθα-Σολ εφορμούσε από τον Καινοπρεπή προς τα ανατολικά, μαζί με τον σκοτεινό στρατό του Ζιλμόρου, ενώ οι μαχητές της Έκθυμης επιτίθονταν στη Μακρόσκοτη από την Έκθυμη ξανά, από τα βόρεια.
Η Καρζένθα ακολούθησε την ίδια στρατηγική που είχε ακολουθήσει και την προηγούμενη φορά για να αντιμετωπίσει τις δυνάμεις της Πολιτάρχη Ραλτάνα-Ορν. Έκανε τον στρατό της μια πανίσχυρη γροθιά γύρω της – μια γροθιά που δεν μπορούσαν να διαλύσουν οι μαχητές της Α’ Ανωρίγιας τοποθετημένοι από δω κι από κει, σε οικοδομήματα, δρόμους, γέφυρες, και σήραγγες. Παρόμοια τακτική εφάρμοσαν και οι πολεμιστές από την Έκθυμη· ο Σίρκαλ Μονώνυχος και ο Βικέντιος Συρμογνώστης είχαν συμφωνήσει.
Ο Σκυφτός Στίβεν είχε ρωτήσει γιατί να μη χρησιμοποιήσουν ξανά τη Μαγγανεία Αντιενεργειακού Πεδίου, και διάφοροι άλλοι – συμμορίτες και μη – είχαν συμφωνήσει μαζί του. Η Καρζένθα τούς είχε εξηγήσει ότι τώρα το αντιενεργειακό πεδίο δεν συνέφερε. Χρειαζόταν να το έχουν στήσει κάπου εκ των προτέρων και χρειαζόταν να προσελκύσουν κάπως τις δυνάμεις του εχθρού εκεί. Έτσι, όμως, όπως ήταν η κατάσταση, αυτό δεν φαινόταν εφικτό. Οι Α’ Ανωρίγιοι ήταν σκορπισμένοι μες στις περιοχές τους – δεν ήταν συγκεντρωμένοι όλοι σ’ένα μέρος – και τους περίμεναν να έρθουν. «Αυτοί,» είχε πει η Καρζένθα-Σολ, «έχουν στήσει ενέδρες σ’εμάς. Για να χρησιμοποιηθεί το αντιενεργειακό πεδίο, θα έπρεπε να ισχύει το ανάποδο.» Η Μορτένκα’μορ είχε συμφωνήσει. Όχι πως ήταν στρατηγός, βέβαια, αλλά ήξερε πώς ακριβώς λειτουργούσε το αντιενεργειακό πεδίο αφού εκείνη το είχε εφεύρει.
Μέσα στους δρόμους της Μακρόσκοτης, επί του παρόντος, οι δυνάμεις της Α’ Ανωρίγιας άρχισαν να εγκαταλείπουν τις διάσπαρτες θέσεις τους και να ενώνονται, διαμορφώνοντας ένα ολοένα και μεγαλύτερο φουσάτο. Είχαν καταλάβει πλέον τη στρατηγική των εχθρών τους και έπαιρναν τα μέτρα τους για να τους αντιμετωπίσουν αποτελεσματικότερα. Αρχικά, δέχτηκαν κάμποσες απώλειες από την τακτική που ακολουθούσε η Καρζένθα-Σολ, αλλά ύστερα αυτό σταμάτησε. Είχαν συγκεντρώσει τις δυνάμεις τους τώρα, και συγκρούστηκαν μαζικά με το στράτευμα της Στρατάρχη της Β’ Ανωρίγιας και με τα Βόρεια Κοράκια από την Έκθυμη.
Και ολοένα και περισσότεροι μαχητές, πολεμικά οχήματα, και μαχητικά αεροσκάφη έρχονταν για να ενισχύσουν τους Α’ Ανωρίγιους. Αυτή η συνοικία είχε πράγματι πολλούς και καλούς αμυντικούς μηχανισμούς, όπως είχε πει ο Βικέντιος Συρμογνώστης στην Καρζένθα. Οι δυνάμεις της Πολιτάρχη Ραλτάνα-Ορν απειλούσαν να κατακλύσουν από παντού τους επαναστάτες της Β’ Ανωρίγιας και τους μαχητές από την Έκθυμη.
Πρέπει νάχουν φέρει όλες τους τις δυνάμεις από κάθε περιοχή της Α’ Ανωρίγιας! σκέφτηκε η Καρζένθα, κοιτάζοντας μέσα από τα στενά αλεξίσφαιρα παράθυρα του μεταβαλλόμενου άρματός της που είχε τώρα τη μορφή ερπυστριοφόρου με δύο πολυβόλα και ένα ρουκετοβόλο, ώστε να είναι πιο ευκίνητο και, συγχρόνως, αρκετά καλά θωρακισμένο. Η μορφή εξάτροχου οχήματος είχε ενεργειακό κανόνι αλλά ήταν πιο ελαφριά και λιγότερο θωρακισμένη. Η μορφή τετράποδου κινητού οχυρού είχε όλα τα όπλα, ήταν πολύ καλά θωρακισμένη, όμως ήταν, επίσης, πολύ αργοκίνητη.
Το άρμα τραντάχτηκε ξαφνικά γύρω από την Καρζένθα, κι εκείνη άπλωσε το χέρι της και πιάστηκε από έναν τοίχο για να μην πέσει, καθώς στεκόταν όρθια.
«Τι ζημιές έχουμε;» ρώτησε τον Άλβερακ.
Εκείνος κοίταζε μια οθόνη. «Το ένα πολυβόλο έχει πάψει να λειτουργεί, και η οπίσθια μεριά έχει βλάβες. Μαζί και οι ερπύστριες.»
Η Καρζένθα το αισθανόταν στην κίνηση του άρματος· πήγαινε πιο αργά τώρα. Καταράστηκε.
Ανοίγοντας το τηλεπικοινωνιακό σύστημα, ζήτησε αναφορές από τους διοικητές της, και τα λόγια που έφτασαν στ’αφτιά της δεν ήταν ενθαρρυντικά. Οι Α’ Ανωρίγιοι φαινόταν να υπερισχύουν από κάθε μεριά.
«Προσπαθήστε να κινηθείτε προς το κέντρο της Μακρόσκοτης!» πρόσταξε η Καρζένθα-Σολ τους πάντες – και το δικό της στράτευμα και τους μαχητές από την Έκθυμη. «Ώστε να καταλάβουμε όλη τη βορειοδυτική μεριά της. Προσπαθήστε να κινηθείτε προς το κέντρο της Μακρόσκοτης!»
Οι δυνάμεις της έκαναν ό,τι μπορούσαν. Αλλά αυτά που μπορούσαν δεν ήταν αρκετά. Οι Α’ Ανωρίγιοι τούς χτυπούσαν ασταμάτητα, και το πλήθος των μαχητών και των πολεμικών οχημάτων που είχαν συγκεντρώσει εδώ ήταν εξωφρενικό. Η Καρζένθα υπέθετε ότι πρέπει να είχαν αδειάσει ολόκληρη την Α’ Ανωρίγια Συνοικία· δεν υπήρχε άλλη εξήγηση.
Λίγο-λίγο, όμως, μέσα στο μεσημέρι, οι δυνάμεις της Β’ Ανωρίγιας πλησίαζαν – πλησίαζαν μετά δυσκολίας – το κέντρο της Μακρόσκοτης, καταλαμβάνοντας τους δρόμους στα βορειοδυτικά της. Αλλά η Καρζένθα αναρωτιόταν μέχρι πότε θα μπορούσαν να αντέξουν έτσι. Συνεχώς είχαν απώλειες και ζημιές, ενώ ο εχθρός έμοιαζε ανεξάντλητος.
Σε μια μεγάλη διασταύρωση όπου συναντιόνταν πλατιές λεωφόροι και γέφυρες, τα πράγματα δυσκόλεψαν ακόμα περισσότερο. Οι Α’ Ανωρίγιοι κρατούσαν την περιοχή πολύ καλά· δεν φαινόταν ότι οι επαναστάτες θα κατάφερναν να τους διώξουν. Και όχι μόνο αυτό αλλά οι δυνάμεις της Πολιτάρχη Ραλτάνα-Ορν απειλούσαν να τους αναγκάσουν να υποχωρήσουν κιόλας, να χάσουν δρόμους που είχαν ώς τώρα, με κόπο και απώλειες, κατακτήσει.
«Μείνετε στις θέσεις σας,» πρόσταξε τηλεπικοινωνιακά η Καρζένθα-Σολ τους μαχητές της. «Μείνετε στις θέσεις σας.»
Και μετά από λίγο, ο Ζιλμόρος την κάλεσε για να της αναφέρει ότι προσπαθούσε να διαλύσει την αντίσταση στους υπόγειους δρόμους της περιοχής, ώστε ύστερα να βγει στους επίγειους δρόμους, ανάμεσα στους άλλους υπερασπιστές εκεί. «Να είστε έτοιμοι για τον ερχομό μας,» της είπε. «Θα τους κυκλώσουμε!»
Αλλά το σχέδιο του αρχηγού των Σκοταδιστών δεν έπιασε. Οι δυνάμεις του δεν μπορούσαν να διαλύσουν την άμυνα των Α’ Ανωρίγιων· έμειναν καθηλωμένες στις σήραγγες, και κάποιοι μάλιστα θάφτηκαν κάτω από πέτρες και μπάζα όταν μία απ’αυτές κατέρρευσε από βόμβες.
Τα πράγματα φαίνονταν πολύ άσχημα για τους μαχητές της Β’ Ανωρίγιας, όταν, απρόσμενα, βοήθεια ήρθε. Βοήθεια που δεν είχαν ιδέα από πού, από ποιον, προερχόταν.
Τρία πελώρια αεροσκάφη με έλικες ξεπρόβαλαν πάνω από τα οικοδομήματα και τις γέφυρες της διασταύρωσης χτυπώντας με οβίδες και ρουκέτες τα μικρότερα αεροσκάφη των υπερασπιστών. Γύρω τους πετούσαν μινιπλάνα, που έμοιαζαν με δίκυκλα, μπορώντας να σηκώσουν το πολύ δύο αναβάτες, αλλά είχαν φτερά αντί για τροχούς.
Τα τρία μεγάλα ελικόπτερα έριξαν βόμβες σε μια περιοχή της διασταύρωσης, αναγκάζοντας τους Α’ Ανωρίγιους να απομακρυνθούν. Όταν το πεδίο εκεί ήταν ανοιχτό, έχασαν ύψος, άνοιξαν ράμπες από κάτω τους, και μια ορδή από δικυκλιστές ξεπήδησε από το εσωτερικό τους. Επάνω στο κάθε δίκυκλο ήταν δύο αναβάτες – ένας οδηγός κι ένας πυροβολητής – και τα οχήματα ήταν θωρακισμένα, έτσι ώστε να τους καλύπτουν και τους δύο με ισχυρά μέταλλα δεξιά κι αριστερά, ενώ σκέπαζαν και το σκυμμένο κεφάλι του οδηγού, ο οποίος έβλεπε μέσα από αλεξίσφαιρο κρύσταλλο. Επίσης, τα δίκυκλα είχαν μία ρουκέτα εκατέρωθεν, τις οποίες δεν άργησαν να εξαπολύσουν εναντίον των αρμάτων μάχης των μαχητών της Ραλτάνα-Ορν, τσακίζοντας τη θωράκισή τους και γεμίζοντάς τα φλόγες και καπνούς.
Οι επαναστάτες της Β’ Ανωρίγιας και οι πολεμιστές από την Έκθυμη αναθάρρησαν. Είχαν κάποιους άγνωστους φίλους εδώ, μέσα στην Α’ Ανωρίγια! Κάποια συμμορία, ίσως.
Αν και αυτοί οι άνθρωποι, έτσι όπως τους έβλεπε η Καρζένθα-Σολ, δεν της έμοιαζαν με συμμορία. Τουλάχιστον, όχι με καμια συμμορία σαν αυτές που συγκέντρωνε ο Ζιλμόρος στον στρατό του. Με μισθοφόροι μοιάζουν.
Η Καρζένθα πρόσταξε τηλεπικοινωνιακά τις δυνάμεις της: «Επίθεση! Επίθεση με ό,τι έχετε στη διάθεσή σας! Επίθεση!»
Μέσα σε καπνούς, φωτιές, θάνατο, και καταστροφή, οι μαχητές της Ραλτάνα-Ορν σύντομα υποχώρησαν προς τα νότια της Μακρόσκοτης, αφήνοντας τη διασταύρωση στα χέρια των Β’ Ανωρίγιων.
Η Καρζένθα-Σολ άνοιξε την καταπακτή και πήδησε έξω από το πολεμικό άρμα. Ρίχνοντας μια ματιά πίσω της, το κοίταξε απ’τη μια άκρη ώς την άλλη. Το ένα πολυβόλο του ήταν τελείως διαλυμένο – θα έπρεπε να επισκευαστεί, και με την επίβλεψη του Σολάμνη’μορ, γιατί δεν ήταν ένα απλό όχημα αλλά ένα μεταβαλλόμενο – η θωράκισή του ήταν βαθουλωμένη, τσακισμένη, και μαυρισμένη σε διάφορα σημεία· η πίσω μεριά του έβγαζε καπνούς, και οι ερπύστριες ήταν φανερό πως είχαν πάθει ζημιά.
Η Καρζένθα πήρε το βλέμμα της από το άρμα και το έστρεψε στους ανέλπιστους συμμάχους της, αντίκρυ. Οι δικυκλιστές είχαν τώρα συγκεντρωθεί κοντά στα τρία προσγειωμένα μεγάλα ελικόπτερα, ενώ τα μινιπλάνα πετούσαν γύρω-γύρω, για ανιχνευτικούς λόγους ίσως. Ένα από αυτά, όμως, πήγε προς κάποιους μαχητές της Έκθυμης μαζί με μια συνοδία πολεμικών δίκυκλων. Η Καρζένθα είδε τον αναβάτη του να μιλά με τον Βικέντιο Συρμογνώστη, και τον Βικέντιο να στρέφεται για να δείξει εκείνη, που στεκόταν πλάι στο μεταβαλλόμενο άρμα της με τον Άλβερακ να έχει μόλις κατεβεί δίπλα της κι άλλους μαχητές να έχουν μαζευτεί γύρω της.
Ο αρχηγός των συμμάχων μας – αν όντως είναι ο αρχηγός τους – με αναζητά... σκέφτηκε η Καρζένθα, και τον περίμενε να την πλησιάσει επάνω στο μινιπλάνο του με τη συνοδία των πολεμικών δίκυκλων.
Ο άγνωστος άντρας σταμάτησε το μινιπλάνο μερικά μέτρα αντίκρυ της, προσγειώνοντάς το στα τρία λιγνά πόδια του. Ήταν ντυμένος με πανοπλία από μέταλλα και αλεξίσφαιρα πλαστικά. Φορούσε κράνος με κλειστή προσωπίδα η οποία είχε ένα οριζόντιο άνοιγμα για τα μάτια. Στην πλάτη του κρεμόταν ένα μεγάλο τουφέκι. Από τη ζώνη του κρέμονταν δύο πιστόλια. Από τις μπότες του προεξείχαν οι λαβές ξιφιδίων. Η Καρζένθα δεν έβλεπε κανένα σύμβολο επάνω του, τίποτα που να τον διακρίνει κάπως, που να της δίνει κάποια πληροφορία γι’αυτόν.
Ο αρχηγός (;) του φιλικού στρατεύματος κατέβηκε από τη σέλα του μινιπλάνου και βάδισε προς την Καρζένθα-Σολ ενώ μερικοί από τους δικυκλιστές του, έχοντας επίσης κατεβεί από τα οχήματά τους, τον ακολουθούσαν – για τυπικούς λόγους, μάλλον· δεν φαινόταν πραγματικά να πιστεύουν ότι κινδύνευε.
Ο άντρας έβγαλε το κράνος του καθώς ζύγωνε, και η Καρζένθα είδε ένα χρυσόδερμο πρόσωπο με καλοψαλιδισμένο μούσι και καστανά μαλλιά. Πρέπει να ήταν καμια σαρανταριά χρονών.
«Η Καρζένθα-Σολ;» ρώτησε αντικρίζοντάς την. «Η Στρατάρχης της Β’ Ανωρίγιας;» Ο τόνος του ήταν επίσημος.
«Η ίδια.»
Ο άντρας έτεινε το γαντοφορεμένο χέρι του προς το μέρος της. «Βάρνελ-Αλντ,» συστήθηκε. «Είμαι εδώ για να σας προσφέρω τη βοήθειά μου.»
Η Καρζένθα αντάλλαξε μια χειραψία μαζί του. «Βάρνελ-Αλντ;»
«Έχω την τιμή να με γνωρίζετε;»
«Δυστυχώς όχι,» αποκρίθηκε η Καρζένθα. «Αλλά νομίζω πως έχω ακούσει ότι οι Αλντ’κάρθοκ είναι αντίπαλοι των Ορν’βενκόθ, που έχουν χρόνια την πολιταρχία στην Α’ Ανωρίγια.»
«Και ελπίζουμε αυτό να αλλάξει τώρα,» είπε ο Βάρνελ-Αλντ.
Η Καρζένθα έριξε ένα βλέμμα στους δικυκλιστές. «Άνθρωποι του Οίκου σας;»
Ο Βάρνελ γέλασε. «Όχι, Στρατάρχη. Μισθοφόροι απλώς. Από τη Μεγαλοδιάβατη. Δικοί μου μισθοφόροι.»
«Σας ενδιαφέρει προσωπικά το ζήτημα επομένως...»
«Ας πούμε ότι, εδώ και καιρό, δεν συμφωνώ καθόλου με την πολιτική της Ραλτάνα-Ορν.»
«Ήρθατε, πάντως, επάνω στη σωστή στιγμή, κύριε Βάρνελ-Αλντ. Χωρίς τη βοήθειά σας ίσως να είχαμε αναγκαστεί να υποχωρήσουμε από εδώ. Είστε πρόθυμος να μας βοηθήσετε και στη συνέχεια;»
«Φυσικά,» αποκρίθηκε ο Βάρνελ. «Γι’αυτό ήρθα. Και ο ερχομός μου δεν ήταν τυχαίος, Στρατάρχη. Έχουμε μια κοινή γνωστή.»
Η Καρζένθα συνοφρυώθηκε. Κοινή γνωστή;
«Τη λένε Κορίνα.»
Τα μάτια της Καρζένθα γούρλωσαν.
Ο Βάρνελ-Αλντ γέλασε, κάνοντάς την να αισθανθεί αμήχανα προς στιγμή. «Σίγουρα γνωρίζετε, Στρατάρχη, για τη... φύση της Κορίνας, σωστά; Έτσι μου είπε η ίδια, τουλάχιστον.»
«Ναι,» αποκρίθηκε η Καρζένθα μουδιασμένα. «Γνωρίζω.»
«Θα μπορούσαμε να μιλάμε στον ενικό από δω και στο εξής;» πρότεινε ο Βάρνελ-Αλντ.
«Ασφαλώς.»
Ο Βάρνελ χαμογέλασε (και είχε ωραίο χαμόγελο, όφειλε να παρατηρήσει η Καρζένθα). «Αυτή είναι η αρχή μιας πολύ καλής συμμαχίας, νομίζω. Η μάστιγα των Ορν’βενκόθ σύντομα θα λάβει τέλος!»
«Έχεις πολλές δυνάμεις εδώ;»
«Δεν είναι μόνο οι δυνάμεις που έχω· είναι και οι γνώσεις που έχω,» τόνισε ο Βάρνελ-Αλντ. «Γνωρίζω τους δρόμους της συνοικίας μου καλύτερα από εσάς.»
«Γνωρίζεις και το πλήθος των δυνάμεων της Ραλτάνα-Ορν;» ρώτησε η Καρζένθα. «Γιατί εδώ, σήμερα, μου φάνηκε σαν να είχε στείλει όλους τους μαχητές της από κάθε μεριά της Α’ Ανωρίγιας.»
«Και δεν έχεις άδικο,» ένευσε ο Βάρνελ. «Οι άλλες περιφέρειες της Α’ Ανωρίγιας είναι, όντως, αρκετά αφύλαχτες. Ο Τάραλντεκ Νορβάνι – ο Στρατάρχης της Ραλτάνα-Ορν· σίγουρα θα τον έχεις ακούσει – πρέπει να σχεδίαζε να σας αποτελειώσει εδώ. Ήταν αναμενόμενο ότι θα ερχόσασταν προς τη Μακρόσκοτη ύστερα από τη νίκη σας στον Καινοπρεπή. Κάθε καλός στρατηγός αυτό θα έκανε· δεν θα κατευθυνόταν στη Χρυσόνομη ή στο Μεγάλο Λιμάνι, όπου οι εχθροί του μπορούν να τον χτυπήσουν από περισσότερες μεριές. Και έχεις αποδείξει ότι είσαι, πράγματι, καλή στρατηγός, Καρζένθα.»
«Ας ελπίσουμε να είμαι αρκετά καλή για να νικήσουμε τούτο τον πόλεμο,» αποκρίθηκε νηφάλια εκείνη, που δεν της άρεσαν οι άσκοπες κολακείες.
Ο γόνος των Αλντ’κάρθοκ έχει να κάνει χρήσιμες προτάσεις, ξέροντας πολλούς δρόμους αλλά και πανάρχαιες σήραγγες, γνωστές, όπως ισχυρίζεται, μόνο στον Οίκο του· όμως, όταν η Καρζένθα πλησιάζει μαζί του σ’αυτό το μέρος, αποκαλύπτεται ότι υπάρχει και μια άλλη που ξέρει για τις σήραγγες και για τους ασώματους κατοίκους τους.
Οι επαναστάτες της Β’ Ανωρίγιας είχαν κυριεύσει, με τη βοήθεια των νέων τους συμμάχων, τη μισή Μακρόσκοτη, όλο το βόρειό της τμήμα, και δεν σκόπευαν να προχωρήσουν άλλο σήμερα. Ακόμα και με τον Βάρνελ-Αλντ στο πλευρό τους, οι πυκνές σκιές του απογεύματος και το σκοτάδι της νύχτας θα έδιναν μεγάλο πλεονέκτημα στους αμυνόμενους.
Η Καρζένθα-Σολ άρχισε να κάνει σχέδια με τον Βάρνελ-Αλντ σ’ένα διαμέρισμα στον τριακοστό-πέμπτο όροφο μιας πολυκατοικίας της Μακρόσκοτης το οποίο είχαν καταλάβει προσωρινά. Μαζί τους ήταν κι άλλοι αρχηγοί του στρατεύματος και αρχισυμμορίτες. Ο Βάρνελ-Αλντ τούς έδειχνε επάνω στον χάρτη της Α’ Ανωρίγιας Συνοικίας δρόμους και, κυρίως, σήραγγες που πριν δεν είχαν ιδέα πόσο χρήσιμα μπορούσαν να τους φανούν. Ο χάρτης ήταν φτιαγμένος από ευαίσθητο χαρτί και, πιέζοντας συγκεκριμένα σημεία του, μπορούσες να κάνεις τις επίγειες οδούς να εξαφανίζονται και να εμφανίζονται οι υπόγειες οδοί σ’όλα τους τα επίπεδα κάτω από τη γη. Το ευαίσθητο χαρτί ήταν ρυθμισμένο για τη συγκεκριμένη δουλειά, σαν οθόνη που δεν είναι οθόνη.
Αλλά ο Βάρνελ-Αλντ φαινόταν να γνωρίζει ακόμα και σήραγγες που δεν περιλάμβανε ο χάρτης του – κι αυτές ήταν οι σημαντικότερες. Αυτές μπορούσαν να τους δώσουν τη νίκη, τους εξήγησε.
«Γνωρίζεις πολύ καλά ετούτα τα μέρη,» παρατήρησε ο Ζιλμόρος. «Ακόμα και για ντόπιος, τα γνωρίζεις ύποπτα καλά.»
«Έχω επαφές με διάφορους ανθρώπους,» αποκρίθηκε ο Βάρνελ-Αλντ, «και ο Οίκος μου ήταν εδώ από παλιά. Από πολύ παλιά. Οι Αλντ’κάρθοκ βρίσκονταν στις περιοχές της Α’ Ανωρίγιας πριν από τους Ορν’βενκόθ. Οι Ορν’βενκόθ είναι παρείσακτοι!»
«Οι Ορν’βενκόθ διοικούν την Α’ Ανωρίγια από... από τότε που θυμάμαι, βασικά,» είπε ο Βικέντιος Συρμογνώστης. «Σε ποια εποχή αναφέρεσαι, γαμώτο;»
Το βλέμμα που ο Βάρνελ-Αλντ έστρεψε επάνω του ήταν σκληρό αλλά όχι οργισμένο. «Σε μια εποχή που δεν γνωρίζεις. Αυτή είναι και η ανωτερότητα των Παλαιών Οίκων της Ρελκάμνια. Έχουμε μια σύνδεση με την ίδια τη διάσταση που κανείς άλλος δεν έχει. Έχουμε μια ανυπέρβλητη επαφή με την Ιστορία. Ήμασταν εδώ από την αρχή, και ακόμα είμαστε εδώ.»
Η Καρζένθα άκουσε τον Συρμογνώστη να μουρμουρίζει: «Φανφάρες και μαλακίες, όπως πάντα.» Ο Βικέντιος ήταν αριστοκράτης από Καινό Οίκο και, μάλλον, δεν συμφωνούσε με τα λόγια του Βάρνελ-Αλντ.
Ο Βάρνελ συνέχισε (μην έχοντας, πιθανώς, ακούσει τον Συρμογνώστη): «Οι Καινοί Οίκοι απλά πήραν τον τίτλο του ευγενή για διάφορους λόγους· και είναι μόνο αυτό: ένας τίτλος. Οι Παλαιοί Οίκοι έχουν κάτι πολύ περισσότερο από έναν τίτλο.»
Η Καρζένθα, που και η ίδια ήταν από Παλαιό Οίκο, δεν αισθανόταν και τόσο βέβαιη για τούτο. Ανέκαθεν ένιωθε σαν να μην είχε παρά μονάχα έναν τίτλο και τίποτα περισσότερο. Ίσως επειδή δεν ασχολήθηκα ποτέ όσο θα έπρεπε με τον Οίκο μου. Ίσως.
«Τέλος πάντων,» διέκοψε ο Ζιλμόρος τον Βάρνελ-Αλντ. «Σε πιστεύουμε. Αλλά θες να πεις ότι ξέρεις γι’αυτές τις σήραγγες επειδή είσαι από Παλαιό Οίκο;»
«Φυσικά,» αποκρίθηκε εκείνος σαν να ήταν το πιο λογικό πράγμα στη Ρελκάμνια. «Οι Αλντ’κάρθοκ γνωρίζουν πολλά για την Α’ Ανωρίγια που είναι άγνωστα σε άλλους. Υπάρχουν όλα στα αρχεία μας, για όσους από εμάς είναι πρόθυμοι να ερευνήσουν.»
«Η Κορίνα πού είναι;» τον ρώτησε ο Σκυφτός Στίβεν.
«Τι σχέση έχει η Κορίνα τώρα;»
«Απλά είμαι περίεργος.»
«Δεν ξέρω πού είναι. Και ούτε η βοήθειά της μας είναι απαραίτητη αυτή τη στιγμή. Πίστεψέ με, όταν τη χρειαζόμαστε θα εμφανιστεί.»
Η Τζέσικα σιγογέλασε, καθώς τάιζε σπόρους τον αστρόφθαλμο μακρυγένη στα χέρια της. «Δεν υπάρχει αμφιβολία γι’αυτό!»
Ο Βάρνελ-Αλντ τής έριξε ένα παραξενεμένο βλέμμα αλλά δεν της έδωσε άλλη σημασία. Δεν τη γνωρίζει, σκέφτηκε η Καρζένθα. Δεν την έχει ξαναδεί. Ούτε η Κορίνα τού έχει μιλήσει γι’αυτήν.
«Το μόνο που έχουμε να κάνουμε, δηλαδή,» του είπε, «είναι να μπούμε στον Σιγοβάτη» – έδειξε, πάνω στον χάρτη του, την περιφέρεια βορειοανατολικά της Μακρόσκοτης – «και, μετά, τα πράγματα θα ευκολύνουν.»
Το βλέμμα του Βάρνελ στράφηκε σ’εκείνη τώρα. «Δεν υπάρχει αμφιβολία. Και ακόμα και η εισβολή στον Σιγοβάτη δεν θα είναι δύσκολη. Ο Στρατάρχης Τάραλντεκ Νορβάνι έχει συγκεντρώσει το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών του, επί του παρόντος, εδώ,» έδειξε – με τη λάμα ενός ξιφιδίου – τα νότια της Μακρόσκοτης, «εδώ,» έδειξε τη δυτική μεριά της Χρυσόνομης και τα δυτικά και νότια του Μεγάλου Λιμανιού, «και εδώ,» έδειξε όλη την Αστροβόλο. «Δεν περιμένει ότι θα πάτε προς τον Σιγοβάτη–»
«Γιατί όχι;» είπε η Καρζένθα. «Δε θα ήταν λογικό, ύστερα από την κατάκτηση του βόρειου τμήματος της Μακρόσκοτης; Από τον Σιγοβάτη μπορούμε να κατεβούμε στην Αστροβόλο, όπου βρίσκονται όλα τα πιο σημαντικά διοικητικά χτίρια της Α’ Ανωρίγιας.»
«Σωστά,» αποκρίθηκε ο Βάρνελ-Αλντ. «Αλλά αυτό δεν θα είναι εύκολο. Ακόμα κι αν μπορέσετε να νικήσετε τις δυνάμεις στον Σιγοβάτη, θα συναντήσετε μεγάλο εμπόδιο από τις δυνάμεις που είναι συγκεντρωμένες στην Αστροβόλο. Και ο Στρατάρχης Νορβάνι θα έχει άπλετο χρόνο να φέρει δυνάμεις από τις άλλες περιφέρειες ώστε να σας χτυπήσουν. Πιθανώς, μάλιστα, να μπορέσει να σας περικυκλώσει ενώ θα μάχεστε στα βόρεια σύνορα της Αστροβόλου.»
«Εκτός αν ακολουθήσουμε τις σήραγγές σου...»
«Ακριβώς,» είπε ο Βάρνελ-Αλντ. «Αν και δεν είναι δικές μου οι σήραγγες. Δεν τις έχω αγοράσει,» πρόσθεσε αστειευόμενος. Και συνέχισε, πιο σοβαρά: «Το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να φτάσουμε εδώ, όπως είπα»· έδειξε ένα μέρος στα κεντρικά του Σιγοβάτη. «Δε χρειάζεται καν να καταλάβουμε ολόκληρη την περιφέρεια. Από εδώ» – συνέχισε νάχει την αιχμή του ξιφιδίου του πάνω στο σημείο που τους ενδιέφερε – «θα κατεβούμε στις σήραγγες και, ακολουθώντας τες, θα βγούμε μέσα στην Αστροβόλο, πίσω από τις γραμμές των μαχητών του Νορβάνι.»
«Κι αν οι σήραγγες φυλάσσονται;» ρώτησε ο Σκυφτός Στίβεν.
«Δεν φυλάσσονται,» τον διαβεβαίωσε ο Βάρνελ-Αλντ, αφήνοντας το ξιφίδιό του πάνω στον χάρτη και τραβώντας ένα τσιγάρο από την τσέπη του γιλέκου του.
«Πώς είσαι τόσο σίγουρος;»
Ο Βάρνελ-Αλντ άναψε το τσιγάρο μ’έναν ενεργειακό αναπτήρα. «Επειδή από εκεί έφερα τους μισθοφόρους μου.»
Τον κοίταζαν για λίγο σαν να μην καταλάβαιναν τι ήθελε να πει.
Ο Βάρνελ-Αλντ εξήγησε: «Ο Σιγοβάτης, όπως βλέπετε, είναι πάνω στα βόρεια σύνορα της Α’ Ανωρίγιας. Πέρα απ’αυτόν απλώνεται η Μεγαλοδιάβατη.»
«Οι μισθοφόροι σου είναι από τη Μεγαλοδιάβατη;» είπε ο Στίβεν.
«Ναι,» ένευσε ο Βάρνελ. «Και είναι άψογοι στη δουλειά τους. Φονικοί Τροχοί, λέγονται.» Έριξε ένα βλέμμα προς τη μεριά ενός άντρα που, προηγουμένως, είχε συστηθεί ως Κίρκος Λιγνοπόδης και ήταν ο αρχηγός των μισθοφόρων του Βάρνελ-Αλντ. Επί του παρόντος έμεινε σιωπηλός, μην έχοντας μάλλον τίποτα να προσθέσει στα λόγια του ευγενή. «Τους γνώριζα από παλιά, αλλά τώρα η Κορίνα μ’έφερε σ’επαφή μαζί τους.»
«Οι σήραγγες, δηλαδή, φτάνουν πέρα από την Α’ Ανωρίγια...» συμπέρανε ο Ζιλμόρος.
«Ακριβώς,» είπε ο Βάρνελ-Αλντ. «Μπαίνουν μέσα στη Μεγαλοδιάβατη, περνώντας κάτω από τα σύνορα.»
«Και δεν ανησυχείς για την ασφάλεια της συνοικίας σου;» τον ρώτησε ο Σκυφτός Στίβεν· ενώ, συγχρόνως, ο Ζιλμόρος έλεγε: «Μη μας πεις, όμως, ότι έφερες και τα τρία γιγάντια ελικόπτερα από τις σήραγγες! Τα μινιπλάνα ίσως να χωράνε, αλλά–»
«Τα μινιπλάνα όντως χωράνε στις σήραγγες,» τον διέκοψε ο Βάρνελ-Αλντ. «Τα ελικόπτερα τα είχα αλλού στην Α’ Ανωρίγια, φυσικά. Δεν είναι των Φονικών Τροχών. Δικά τους είναι μόνο τα δίκυκλα.» Και προς τον Στίβεν: «Δε χρειάζεται ν’ανησυχώ για την ασφάλεια της συνοικίας μου, αγαπητέ, γιατί σχεδόν κανείς δεν ξέρει γι’αυτές τις σήραγγες.»
«Ξέρουν τώρα αυτοί»· ο Στίβεν έδειξε με το βλέμμα του τον Κίρκο Λιγνοπόδη.
«Δεν έχουμε σκοπό να κάνουμε εισβολή στην Α’ Ανωρίγια Συνοικία, κύριε,» δήλωσε εκείνος, απότομα.
«Θα μπορούσες, όμως, να προδώσεις το μυστικό σε άλλους.»
«Ο κύριος Βάρνελ-Αλντ πληρώνει καλά· δεν έχουμε λόγο να τον προδώσουμε. Επιπλέον, αν κάποιος εχθρός έρθει από τις σήραγγες και είμαστε κι εμείς μαζί του, τότε θα ξέρει ποιος έδωσε τις πληροφορίες, και ποιον να κυνηγήσει. Δε μας συμφέρει να προδώσουμε το μυστικό του.»
«Δεν αμφιβάλλω για την πίστη σας,» του είπε ο Βάρνελ-Αλντ, υψώνοντας καθησυχαστικά το χέρι του προς το μέρος του Κίρκου. «Ούτε συζήτηση.»
«Μου κάνει εντύπωση, πάντως, που η Ραλτάνα-Ορν και ο Στρατάρχης της δεν γνωρίζουν τίποτα γι’αυτές τις σήραγγες,» είπε η Καρζένθα. «Για λόγους ασφαλείας, αν μη τι άλλο, θα έπρεπε να ξέρουν. Και ο Οίκος των Ορν’βενκόθ έχει χρόνια την εξουσία στην Α’ Ανωρίγια...»
«Οι Ορν’βενκόθ δεν γνωρίζουν τα μυστικά της Α’ Ανωρίγιας που γνωρίζουν οι Αλντ’κάρθοκ, όπως ήδη είπα,» τόνισε ο Βάρνελ-Αλντ, τινάζοντας στάχτη απ’το τσιγάρο του σ’ένα τασάκι στην άκρη του χάρτη. «Οι σήραγγες είναι πανάρχαιες, Καρζένθα. Δεν χρησιμοποιούνται από κανέναν πλέον. Τα οικοδομήματα εκεί είναι άδεια, όπως θα δεις, και η αρχιτεκτονική τους δεν μοιάζει και τόσο με των άλλων υπόγειων οικοδομημάτων της Α’ Ανωρίγιας. Επίσης, κυκλοφορούν στοιχειά και πνεύματα που αποθαρρύνουν κάποιον απ’το να πλησιάσει, συγχύζοντας το μυαλό.»
«Παραμύθια...» μούγκρισε ο Βικέντιος Συρμογνώστης.
«Καθόλου!» του είπε ο Βάρνελ-Αλντ. «Έχω αισθανθεί την παρουσία τους, σε πληροφορώ. Αλλά εμένα δεν μπορούν να με παραπλανήσουν· ή ίσως να μη θέλουν.»
«Γιατί; Επειδή είσαι από Παλαιό Οίκο;» Ο Βικέντιος μιλούσε ειρωνικά.
«Επειδή είμαι από τον Οίκο των Αλντ’κάρθοκ,» τόνισε ο Βάρνελ. «Η Ρελκάμνια μάς αναγνωρίζει σε τούτους τους δρόμους.»
Η Καρζένθα αναρωτιόταν αν όντως αλήθευε αυτό, ή αν απλά ήταν μια ισχυρή πεποίθηση του Βάρνελ-Αλντ. Όπως και νάχε, όμως, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο νέος τους σύμμαχος μπορούσε να τους οδηγήσει από ένα μέρος που οι εχθροί τους δεν γνώριζαν. Ίσως αυτό να μας δώσει την τελική νίκη εδώ. Η Κορίνα δεν θα μας τον έστελνε τυχαία.
«Ωραία,» είπε η Καρζένθα-Σολ. «Με το ξημέρωμα να έχετε όλοι τους μαχητές σας έτοιμους για τη συνέχιση της εκστρατείας μας. Και μην πείτε σε κανέναν αυτά που συζητήσαμε εδώ. Όσο περισσότεροι τα ξέρουν τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες υπάρχει κάτι, κάπως, να διαρρεύσει στ’αφτιά των εχθρών μας. Κατανοητό;»
Οι άλλοι συμφώνησαν με λόγια και με νεύματα.
*
Όταν ξημέρωσε, οι δυνάμεις της Β’ Ανωρίγιας δεν κινήθηκαν προς τα νότια της Μακρόσκοτης όπως περίμεναν οι εχθροί τους· έχοντας υπό την κατοχή τους το βόρειο τμήμα της περιφέρειας, επιτέθηκαν προς τα ανατολικά, στον Σιγοβάτη. Χτύπησαν τους φρουρούς που βρίσκονταν στα σύνορά του και φάνηκε ότι, πράγματι, οι δυνάμεις που είχε εδώ η Α’ Ανωρίγια δεν ήταν και τόσες πολλές, όπως είχε πει ο Βάρνελ-Αλντ.
Το ένα από τα δύο πολυβόλα του μεταβαλλόμενου άρματος της Καρζένθα-Σολ δεν είχε ακόμα επισκευαστεί πλήρως – δεν υπήρχε αρκετός χρόνος – αλλά αυτό δεν της προξένησε κανένα πρόβλημα στη μάχη. Οι μαχητές της είχαν καταφανώς το πάνω χέρι. Αφού έσπασαν την πρώτη γραμμή άμυνας των εχθρών τους και πέρασαν τα σύνορα του Σιγοβάτη, οι Α’ Ανωρίγιοι σκορπίζονταν στο πέρασμά τους.
Ο Βάρνελ-Αλντ και οι Φονικοί Τροχοί ήταν, φυσικά, μαζί τους, βοηθώντας τους σε κάθε βήμα. Αλλά η βοήθειά τους δεν ήταν απαραίτητη για να τους φέρει τη νίκη εδώ. Οι δυνάμεις της Ραλτάνα-Ορν υποχώρησαν προς τα νότια – προς την Αστροβόλο – και προς τα ανατολικά, πιο βαθιά μέσα στον Σιγοβάτη, ή ίσως πέρα από αυτόν.
Ώς το μεσημέρι, οι επαναστάτες βρίσκονταν στα κεντρικά του Σιγοβάτη, έχοντας καταλάβει όλους τους δρόμους πίσω τους. Είχαν φτάσει στο μέρος απ’όπου ο Βάρνελ-Αλντ έλεγε ότι μπορούσαν να κατεβούν στις παλιές σήραγγες.
Η Καρζένθα-Σολ πρόσταξε το στράτευμά της να σταματήσει και έστειλε ανιχνευτές προς τα ανατολικά, για να δουν πού βρίσκονταν τώρα οι δυνάμεις της Ραλτάνα-Ορν: είχαν εγκαταλείψει τον Σιγοβάτη ή ήταν ακόμα στο εσωτερικό του; Όταν οι ανιχνευτές επέστρεψαν, ύστερα από καμια ώρα, ανέφεραν ότι οι Α’ Ανωρίγιοι ήταν ακόμα εδώ, δεν είχαν φύγει: βρίσκονταν συγκεντρωμένοι στα ανατολικά του Σιγοβάτη, καθώς και στα νότια, στο παρακλάδι του που έμπαινε ανάμεσα στην Αστροβόλο και στην Ορθόβουλη.
Η Καρζένθα πλησίασε τον Βάρνελ-Αλντ, που καθόταν πλαγιαστά στη σέλα του προσγειωμένου μινιπλάνου του, έχοντας κρεμάσει το κράνος του στο τιμόνι, ντυμένος με την πανοπλία του από μέταλλα και αλεξίσφαιρα πλαστικά. Κάπνιζε ένα τσιγάρο. Γύρω του ήταν σταματημένοι μερικοί Φονικοί Τροχοί με τα δίκυκλά τους.
«Ο εχθρός είναι στ’ανατολικά του Σιγοβάτη,» είπε η Καρζένθα στον Βάρνελ, «και στα νότια, εκεί που–»
«Στο ‘Πλοκάμι’, που λένε, ανάμεσα στην Αστροβόλο και στην Ορθόβουλη.»
«Πλοκάμι ονομάζεται;»
«Όχι επισήμως, αλλά ο κόσμος έτσι το ξέρει. Ο Τάραλντεκ Νορβάνι θα συγκεντρώσει τώρα δυνάμεις εκεί για να μας επιτεθούν και να μας κυκλώσουν. Αλλά τον περιμένει άσχημη έκπληξη.»
«Θα μου δείξεις πού είναι η είσοδος των σηράγγων;» ζήτησε η Καρζένθα. «Θέλω να ξέρω προτού κατεβούμε εκεί.»
«Δεν είναι μακριά,» της είπε ο Βάρνελ. Έριξε το τσιγάρο του στο έδαφος και το πάτησε με τη μπότα του. Καβάλησε το μινιπλάνο. «Ακολούθησέ με,» είπε, ενεργοποιώντας τις μηχανές.
Η Καρζένθα ένευσε, κι έτρεξε προς ένα ανοιχτό τετράκυκλο όχημα των Β’ Ανωρίγιων, κάνοντας νόημα στον Άλβερακ και μερικούς άλλους Μικρούς Γίγαντες να έρθουν μαζί της. Αυτοί αμέσως υπάκουσαν.
«Φύγε,» είπε η Καρζένθα στην οδηγό του τετράκυκλου. «Θα το πάρω εγώ τώρα.»
«Μάλιστα, Στρατάρχη,» αποκρίθηκε η γυναίκα – μια από τις εξεγερμένες κατοίκους της Β’ Ανωρίγιας. Κατέβηκε από το όχημα και απομακρύνθηκε.
Η Καρζένθα κάθισε στη θέση της οδηγού, και δίπλα της κάθισε ο Άλβερακ. Πίσω, οι άλλοι πέντε Μικροί Γίγαντες.
«Πού πάμε;» ρώτησε ο υπαρχηγός της Καρζένθα.
«Ο Βάρνελ-Αλντ θα μας δείξει την είσοδο για τις σήραγγες. Θέλω να ξέρω πού ακριβώς είναι, και πώς ακριβώς είναι, προτού κατεβούμε.» Δε θα κατέβαιναν τώρα αμέσως, φυσικά· ύστερα από τις συγκρούσεις στους δρόμους του Σιγοβάτη, οι μαχητές της χρειάζονταν ξεκούραση. Και η Καρζένθα ήλπιζε, επίσης, ώς τότε, οι τεχνικοί να είχαν επισκευάσει το χαλασμένο πολυβόλο του μεταβαλλόμενου άρματός της υπό την καθοδήγηση του Σολάμνη’μορ.
Τώρα, ενεργοποίησε τη μηχανή του τετράκυκλου, πάτησε το πετάλι, και έστριψε το τιμόνι. Ακολούθησε το μινιπλάνο του Βάρνελ, ο οποίος της έκανε νόημα με το γαντοφορεμένο χέρι του. Γύρω του ήταν τέσσερα θωρακισμένα δίκυκλα των Φονικών Τροχών, το καθένα με δύο αναβάτες όπως πάντα. Το μινιπλάνο του ευγενή δεν πετούσε ψηλά· μόλις ένα μέτρο πάνω από το πλακόστρωτο του δρόμου.
Η Καρζένθα οδήγησε το τετράκυκλό της πίσω του. Έφτασαν σε μια στροφή, έστριψαν δεξιά· έφτασαν σε μια άλλη στροφή, έστριψαν αριστερά· μετά κινήθηκαν για λίγο ευθεία και κατέβηκαν, μέσω ράμπας, σ’έναν από τους υπόγειους δρόμους. Μαχητές της Β’ Ανωρίγιας βρίσκονταν συγκεντρωμένοι κι εδώ, φυσικά· η επίθεση δεν είχε γίνει μόνο στους επάνω δρόμους αλλά και στις σήραγγες. Ορισμένοι χαιρέτισαν την Καρζένθα με το ύψωμα του χεριού, βλέποντάς την να περνά.
Ο Βάρνελ-Αλντ την οδήγησε βαθιά μέσα στους υπόγειους δρόμους, στο τρίτο επίπεδο κάτω από το έδαφος, και εκεί σταμάτησε πλάι σ’ένα οικοδόμημα που πρέπει κάποτε να ήταν κάποιου είδους εργαστήριο. Γιγάντια ρολά ήταν κατεβασμένα, φτιαγμένα με φολιδωτά μέταλλα. Οι δημόσιες λάμπες δεν λειτουργούσαν· το μέρος θα ήταν τελείως σκοτεινό αν δεν το φώτιζαν οι προβολείς των οχημάτων της Καρζένθα και των Φονικών Τροχών και ο προβολέας του μινιπλάνου του Βάρνελ.
«Φτάσαμε,» είπε ο ευγενής, προσγειώνοντας το μικρό αεροσκάφος του πάνω στα τρία μεταλλικά του πόδια. Κατέβηκε από τη σέλα.
«Δε βλέπω καμια είσοδο,» παρατήρησε ο Άλβερακ, καθώς εκείνος, η Καρζένθα, και οι Μικροί Γίγαντες έβγαιναν από το τετράκυκλο.
«Θα δεις,» τον διαβεβαίωσε ο Βάρνελ.
«Δεν είναι μακριά,» είπε μια καινούργια φωνή· και άπαντες στράφηκαν, ξαφνιασμένοι, προς ένα σκοτεινό μέρος, απ’όπου μια γυναίκα ξεπρόβαλε, μ’ένα πουλί πιασμένο στον ώμο της.
Η Τζέσικα.
«Τι θέλεις εσύ εδώ;» έκανε ο Βάρνελ. Τη θυμόταν, προφανώς, από το πολεμικό συμβούλιό τους. Πρέπει να τον είχε παραξενέψει.
«Δε μου είναι άγνωστες οι σήραγγες που πηγαίνετε,» τον πληροφόρησε η Τζέσικα, πλησιάζοντας.
«Αποκλείεται...» είπε ο Βάρνελ. «Ποια είσαι;»
«Το όνομά μου είναι Τζέσικα, και έχω ξανάρθει εδώ κάτω. Το μέρος είναι γεμάτο στοιχειακά, όπως είπες.» Έριξε μια ματιά προς τα κατεβασμένα ρολά του εγκαταλειμμένου εργαστηρίου. «Πολύ παλιά, πολύ στριμμένα στοιχειακά.»
«Ποια είσαι, γαμώτο; Μόνο οι Αλντ’κάρθοκ της Α’ Ανωρίγιας ξέρουν γι’αυτές τις σήραγγες! Και όχι όλοι οι Αλντ’κάρθοκ.»
«Η Κορίνα κι εγώ γνωριζόμαστε,» του είπε η Τζέσικα. «Και δεν διαφέρουμε και τόσο.»
Τα μάτια του Βάρνελ στένεψαν, καθώς τώρα καταλάβαινε. «Είσαι σαν την Κορίνα...»
Η Τζέσικα ένευσε, με τα γκρίζα μάτια της να τον παρατηρούν.
«Μπορείς να το αποδείξεις;»
«Φυσικά και μπορώ. Αλλά κάποια άλλη στιγμή. Ντρέπομαι μπροστά σε τόσο κόσμο!» είπε με τρόπο που σ’έκανε να αμφιβάλλεις αν χωράτευε ή μιλούσε σοβαρά.
Ο Βάρνελ ξαφνικά τη σημάδευε καταπρόσωπο μ’ένα απ’τα πιστόλια του. «Ίσως, επομένως, νάσαι κατάσκοπος. Να μην είσαι αυτό που λες.»
«Αν δεν ήμουν αυτό που λέω, θα βρισκόμουν τώρα εδώ, περιμένοντάς σας να έρθετε; Δε σας ακολούθησα, όπως θα έχεις προφανώς συμπεράνει.»
Η Καρζένθα πλησίασε. «Γιατί ήρθες, όμως; Δεν καταλαβαίνω γιατί ήρθες!» Λες ο Βάρνελ να είχε δίκιο; Λες η Τζέσικα να ήταν, τελικά, κατάσκοπος και όχι Θυγατέρα της Πόλης; Αλλά, αν ήταν έτσι, πώς είχε μάθει για την Κορίνα; Μας παρακολουθούσε από παλιά;
Η Τζέσικα μόρφασε, πάλι μεταξύ αστείου και σοβαρού. «Έχω μπλέξει με καχύποπτες προσωπικότητες, Αστρομάτη...» είπε λοξοκοιτάζοντας το πτηνό στον ώμο της. Ο αστρόφθαλμος μακρυγένης έβγαλε ένα μακρόσυρτο κρώξιμο. «Ναι,» είπε η Τζέσικα, «ούτε εμένα μ’αρέσει.»
Ο Βάρνελ κατέβασε το πιστόλι του (το οποίο είχε μάλλον υψώσει για να την τρομάξει, υπέθετε η Καρζένθα – πράγμα που δεν είχε πιάσει). «Όταν τελειώσεις τη συζήτηση με το πουλί σου, δείξε μας το πόδι σου. Αλλιώς θα προστάξω να σε δέσουν.»
Η Τζέσικα αναστέναξε. «Ελάτε εδώ,» είπε, και βάδισε προς τα σκοτάδια απ’όπου είχε ξεπροβάλει. «Μόνοι σας. Εσύ και η Στρατάρχης.»
Ο Άλβερακ είπε: «Καρζένθα, πρόσεχε.»
«Δε νομίζω ότι σκοπεύει να μας σκοτώσει,» αποκρίθηκε εκείνη· αλλά, καθώς ακολουθούσε τη Τζέσικα, τράβηξε το πιστόλι απ’τη θήκη στη μέση της.
Ο Βάρνελ, βαδίζοντας πλάι της, δεν είχε ακόμα θηκαρώσει το δικό του όπλο.
Η Τζέσικα σταμάτησε στα σκοτάδια της γωνίας. Το μέρος φάνταζε μαύρο σαν μελάνι όταν το κοίταζες από απόσταση, αλλά όταν στεκόσουν μέσα του μπορούσες να δεις, από το φως που ερχόταν από τους αναμμένους προβολείς των οχημάτων.
Η Τζέσικα έβγαλε το δεξί της μποτάκι και έστρεψε το γαλανόδερμο πέλμα της προς το μέρος τους. Επάνω του η Καρζένθα είδε το σύμβολο που είχε δει και στο πέλμα της Κορίνας στο όνειρό της. Δύο αλληλοσυνδεόμενες σπείρες, ενωμένες με μια διάκεντρο. Και το σύμβολο φωσφόριζε μες στο σκοτάδι, ενώ έμοιαζε ανάγλυφο, λαξεμένο, πάνω στο δέρμα της Τζέσικας.
«Ικανοποιηθήκατε;» ρώτησε εκείνη.
«Η Κορίνα μού έχει πει ότι αυτό το σύμβολο δεν γίνεται να αντιγραφεί,» είπε ο Βάρνελ. «Οπότε, ναι, μας απέδειξες ότι είσαι Θυγατέρα.»
Η Τζέσικα φόρεσε πάλι το μποτάκι της. Ο Αστρομάτης εξακολουθούσε νάναι πιασμένος στον ώμο της, κοιτάζοντας τους με το ένα από τα γυαλιστερά του μάτια δίχως να βλεφαρίζει. Κάπου-κάπου έκανε πάνω-κάτω το κεφάλι του, σείοντας το μακρύ του γένι.
«Γιατί, όμως, ήρθες;» ρώτησε η Καρζένθα. «Τι δουλειά έχεις εδώ;»
«Σας είπα: σας περίμενα.»
«Γιατί;» επέμεινε η Καρζένθα.
«Γνωρίζω αυτές τις σήραγγες, και κάτι που ανέφερε ο Βάρνελ-Αλντ μού έκανε εντύπωση.» Τον λοξοκοίταξε.
«Τι ανέφερα;» ρώτησε εκείνος.
«Ότι τα στοιχειακά μες στις σήραγγες σε αναγνωρίζουν και δεν σε πειράζουν.»
«Είναι αλήθεια,» τη διαβεβαίωσε.
«Είναι παράξενο,» τόνισε η Τζέσικα. «Είναι πολύ στριμμένα αυτά τα στοιχειακά.»
«Και λοιπόν;»
«Θέλω να δω ποια θάναι η αντίδρασή τους τώρα.»
«Αυτό είναι; Αυτός είναι ο λόγος που ήρθες;»
«Ναι.»
Ο Βάρνελ αντάλλαξε ένα βλέμμα με την Καρζένθα. «Είναι περίεργες,» της είπε.
Εκείνη ένευσε. «Ναι, είναι.»
«Πάμε,» είπε ο Βάρνελ, και βάδισε πάλι προς το παλιό εργαστήριο με τα κατεβασμένα ρολά.
*
Τα ρολά δεν ήταν δύσκολο να σηκωθούν. Δεν ήταν κλειδωμένα με κανέναν τρόπο. Τα έπιανες από κάτω, τα έσπρωχνες προς τα πάνω, και μαζεύονταν. Παρότι παλιός μάλλον, ο μηχανισμός τους εξακολουθούσε να λειτουργεί άψογα.
Το εσωτερικό ήταν σκοτεινό, αλλά δύο δίκυκλα των Φονικών Τροχών πλησίασαν και το πλημμύρισαν με το φως των προβολέων τους. Ένας χώρος γεμάτος σαβούρες και τρωκτικά – τα τελευταία αμέσως σκορπίστηκαν προς γωνίες και τρύπες. Στο βάθος φαινόταν μια μεγάλη ράμπα που κατέβαινε προς ένα άνοιγμα.
«Αυτή,» είπε ο Βάρνελ δείχνοντας, «είναι η είσοδος των σηράγγων.»
Ήταν αρκετά πλατιά για να περάσουν δύο φορτηγά πλάι-πλάι.
«Πάμε κάτω;» πρότεινε η Καρζένθα, που είχε την περιέργεια να δει πώς ήταν αυτό το μέρος.
«Γιατί όχι;» αποκρίθηκε ο Βάρνελ, κι επέστρεψε στο μινιπλάνο του, καβαλώντας το.
Η Καρζένθα και οι Μικροί Γίγαντες ανέβηκαν στο τετράκυκλό τους με εκείνη στο τιμόνι.
Η Τζέσικα πλησίασε τον Βάρνελ. «Ν’ανεβώ πίσω σου;»
«Μόνο αν το πουλί σου δεν τσιμπάει.»
Η Θυγατέρα μειδίασε. «Δεν τσιμπάει τους φίλους μου,» αποκρίθηκε και ανέβηκε πίσω του πάνω στο μινιπλάνο, με τον Αστρομάτη στον ώμο της.
Ο Βάρνελ έβαλε τους προωθητήρες του μικρού αεροσκάφους σε λειτουργία και πέρασε κάτω από τα ανοιγμένα ρολά του παλιού εργαστηρίου. Τα δίκυκλα των Φονικών Τροχών και το τετράκυκλο της Καρζένθα τον ακολούθησαν.
Κατέβηκαν τη ράμπα και πέρασαν το μεγάλο άνοιγμα, μπαίνοντας σε σήραγγες που δεν χρειαζόταν κανείς να εξηγήσει στην Καρζένθα ότι ήταν πανάρχαιες. Φαινόταν αμέσως. Δεν υπήρχαν φώτα εδώ κάτω. Το πλακόστρωτο ήταν ραγισμένο και διαβρωμένο, και σε μερικά σημεία τελείως διαλυμένο· φυτά είχαν φυτρώσει μέσα από τις σπασμένες πλάκες, μούχλα ήταν παντού, υγρά ήταν συγκεντρωμένα σε λακκούβες και στα πλάγια των οδών, ή κυλούσαν μες στη μέση του δρόμου σαν ρυάκια. Οι τοίχοι ήταν ραγισμένοι, όπως το πλακόστρωτο, και ξεφλουδισμένοι· καλώδια ξεπρόβαλλαν από δω κι από κει, θυμίζοντας πόδια γιγάντιων εντόμων, εφιαλτικά μες στα σκοτάδια. Σωλήνες προεξείχαν από αλλού, τρυπημένοι ή μη, στάζοντας βρόμικα υγρά. Τα οικοδομήματα ήταν φανερά εγκαταλειμμένα, και η αρχιτεκτονική τους ασυνήθιστη. Οι ξύλινες πόρτες είχαν προ πολλού καταστραφεί, μονάχα οι μεταλλικές απέμεναν. Τα τζάμια αλλού ήταν άθικτα, γεμάτα σκόνη, μούχλα, και βρομιά κάθε είδους, αλλού ήταν σπασμένα. Ρίζες και υπόγεια φυτά ξετρύπωναν από διάφορες μεριές. Μανιτάρια φύτρωναν σε κάποια σημεία. Μικρά ζώα έτρεχαν ν’απομακρυνθούν από τα φώτα των οχημάτων και του μινιπλάνου. Απόμακροι θόρυβοι αντηχούσαν – σαν από νερό που στάζει, σαν από μέταλλα που τρίβονται αναμεταξύ τους, σαν από χαρτιά που τα χτυπά ο αέρας, σαν από λαστιχένιους σωλήνες που σέρνονται, σαν από φτεροκοπήματα...
Μια έρημη πόλη... σκέφτηκε η Καρζένθα κοιτάζοντας ολόγυρά της ενώ οδηγούσε με προσοχή το τετράκυκλο. Κάπου-κάπου είχε την εντύπωση ότι δαιμονικά πρόσωπα την ατένιζαν μέσα από σπασμένα τζάμια, ή ότι εφιαλτικά πλάσματα με ουρές και κέρατα σέρνονταν πίσω από κλειστές μεταλλικές πόρτες (τι θα μπορούσε, άλλωστε, να κάνει αυτό τον ήχο;). Δυο φορές νόμισε ότι κάτι – κάποιο ιπτάμενο έντομο; κάποιο υπόγειο πτηνό που δεν είχε δει; – προσπάθησε να πιαστεί στα μαλλιά της, και τα τίναξε με το χέρι της, νευρικά.
Ο ίδιος ο Σκοτοδαίμων θα μπορούσε να κατοικεί εδώ μέσα. Η σκέψη ήρθε σχεδόν σαν εμβόλιμη στο νου της Καρζένθα.
Ο Άλβερακ, καθισμένος δίπλα της, μουρμούρισε: «Ο Βάρνελ-Αλντ έχει δίκιο. Το μέρος είναι στοιχειωμένο.»
Και η Καρζένθα σκέφτηκε ότι οι παράξενες εντυπώσεις της πιθανώς να προέρχονταν από την επίδραση αυτών των πνευμάτων.
Ο Βάρνελ σταμάτησε το μινιπλάνο του· το προσγείωσε σε μια διασταύρωση, και οι άλλοι σταμάτησαν γύρω του.
«Είδες αρκετά, Καρζένθα;» ρώτησε.
«Το μέρος είναι... παράξενο,» αποκρίθηκε εκείνη. «Σίγουρα είναι ασφαλές;»
«Αν σας οδηγήσω εγώ εδώ κάτω, ναι, είναι ασφαλές.»
Η Τζέσικα, καθισμένη πίσω του, γέλασε. «Τα στοιχειακά όντως κρατάνε την απόστασή τους από σένα!» παρατήρησε. «Ούτε για μένα δεν έκαναν ποτέ τέτοια χάρη,» πρόσθεσε, κοιτάζοντας γύρω της με στενεμένα μάτια σαν να μπορούσε να διακρίνει πράγματα που ήταν τελείως αόρατα για όλους τους υπόλοιπους. Ο Αστρομάτης έκρωξε, γαντζωμένος στον ώμο της· ανοιγόκλεισε τα φτερά του νευρικά. Έκανε το κεφάλι του πέρα-δώθε, κουνώντας το γένι στο σαγόνι του. Τα μάτια του έμοιαζαν με δυο μικρά άστρα μέσα σε τούτο το σκοτεινό μέρος.
Η Καρζένθα είπε: «Εντάξει. Ας επιστρέψουμε.» Δεν της άρεσαν καθόλου αυτές οι σήραγγες. Και το γεγονός ότι η Τζέσικα, για κάποιο λόγο, φαινόταν να τις βρίσκει ενδιαφέρουσες την έκανε να τις αντιπαθεί ακόμα περισσότερο. Η Τζέσικα δεν ήταν σαν την Κορίνα. Η Κορίνα σού γεννούσε μια εμπιστοσύνη. Η Τζέσικα... ήταν σαν τρελή, γαμώτο!
Ο Βάρνελ αποκρίθηκε: «Ναι. Ελάτε.» Κι έβαλε πάλι σε κίνηση το μινιπλάνο του, στρίβοντας.
Η Καρζένθα τον ακολούθησε μαζί με τους Φονικούς Τροχούς.
Όταν έφτασαν επάνω, στις άλλες σήραγγες της Α’ Ανωρίγιας Συνοικίας, ο Βάρνελ είπε στη Στρατάρχη της Β’ Ανωρίγιας: «Καλύτερα η επίθεσή μας να γίνει νύχτα, Καρζένθα,» ενώ πετούσε το μινιπλάνο του πλάι στο ανοιχτό τετράκυκλο όχημά της.
«Εννοείς απόψε;»
«Ναι, όταν θα έχουν ξεκουραστεί οι μαχητές σου. Μες στα μεσάνυχτα. Χωρίς καμια προειδοποίηση. Θα είναι καλύτερα. Θα ξαφνιάσουμε περισσότερο τις δυνάμεις του Νορβάνι.»
Η Καρζένθα το σκέφτηκε. Δεν ήταν άσχημο αυτό που πρότεινε ο Βάρνελ. Το σκοτάδι τώρα θα ήταν δικός τους σύμμαχος, όχι των Α’ Ανωρίγιων, αφού θα έβγαιναν σαν κλέφτες από τις σήραγγες στην καρδιά της Αστροβόλου για να χτυπήσουν τους υπερασπιστές της από τα νώτα.
«Εντάξει,» είπε η Καρζένθα. «Θα επιτεθούμε τα μεσάνυχτα.»
Ο Βάρνελ ένευσε σαν να ήξερε ήδη ότι θα συμφωνούσε μαζί του, ότι αυτή ήταν η πιο στρατηγική κίνηση για να κάνει κάποιος και, επομένως, η Καρζένθα θα την έκανε.
Η Φενίλδα Καρντέρω ανακαλύπτει πως οι εξόριστοι πλουτοκράτες έχουν τους φόβους τους στραμμένους προς λάθος μεριά, και, αν δεν θέλουν να καταλήξουν εξιλαστήρια θύματα, πρέπει όλοι τους να κινηθούν γρήγορα, ακολουθώντας μια γυναίκα που ο Φρανκ, ο σύζυγος της Φενίλδα, δεν ξέρει κατά πόσο είναι τελικά αξιόπιστη.
Οι εξόριστοι πλουτοκράτες ανησυχούσαν. Μέχρι στιγμής, αυτοί οι καταραμένοι επαναστάτες είχαν μόνο νίκες! Είχαν καταφέρει να κατακτήσουν όλη τη Β’ Ανωρίγια Συνοικία – τη συνοικία που ανήκε σ’εκείνους – τους πλουτοκράτες! Είχαν, στη συνέχεια, πάρει και ολόκληρη την Έκθυμη, σαν από διαβολικό θαύμα! Και τώρα έρχονταν στην Α’ Ανωρίγια, οι ξεπαρμένοι σκύλοι του Σκοτοδαίμονος! και – πάλι – είχαν επιτυχίες. Η μία νίκη φαινόταν να έρχεται μετά την άλλη, όσες δυσκολίες κι αν παρουσιάζονταν στο δρόμο τους. Πρώτα, είχαν κατακτήσει τη Σύγχρονη και μέρος του λιμανιού της Ζωηρής· μετά, ολόκληρη η Ζωηρή είχε πέσει στα χέρια τους· και μετά, ο Καινοπρεπής και η μισή Μακρόσκοτη· και τώρα, είχαν καταλάβει τον δυτικό Σιγοβάτη, βρισκόμενοι πλέον βόρεια της Αστροβόλου, όπου οι εξόριστοι πλουτοκράτες φιλοξενούνταν από την Πολιτάρχη Ραλτάνα-Ορν σε διάφορα μέρη.
Όλα αυτά – όλες οι κατακτήσεις των καταραμένων επαναστατών στην Α’ Ανωρίγια – είχαν γίνει μόλις μέσα σε τέσσερις ημέρες! Οι πλουτοκράτες φοβόνταν τώρα ότι μπορεί και η Α’ Ανωρίγια να έπεφτε στα χέρια του Αλυσοδεμένου Ποιητή: και τότε ήξεραν ότι η μοίρα τους θα ήταν άσχημη. Συζητούσαν αναμεταξύ τους πως ίσως θα ήταν συνετό να φύγουν από εδώ. Αλλά η Ραλτάνα-Ορν τούς διαβεβαίωνε για την ασφάλειά τους. Δεν πρόκειται αυτός ο συρφετός να κατακτήσει την Α’ Ανωρίγια Συνοικία! τους έλεγε. Απλά μέχρι στιγμής ήταν τυχεροί. Η τύχη τους δεν θα κρατήσει για πάντα. Θα τους συνθλίψουμε. Και μόλις έχουμε συντρίψει το κεντρικό σώμα του στρατού τους θα πάρουμε πίσω τις περιφέρειες που έχουν καταλάβει. Θα τις πάρουμε πίσω αμέσως.
Η Φενίλδα Καρντέρω, όμως, η εξόριστη Πολιτάρχης της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας, εξακολουθούσε να ανησυχεί.
Πλησίαζε νύχτα, και η συγκέντρωση των πλουτοκρατών είχε διαλυθεί από τη βίλα της Ραλτάνα-Ορν. Αυτοί που απέμεναν εδώ ήταν αυτοί που φιλοξενούνταν εδώ: η Φενίλδα Καρντέρω με τον σύζυγό της, τον Φρανκ Γιόλντερ, και τα δύο παιδιά τους (ένα κορίτσι δεκάξι χρονών, τη Χριστίνα, και ένα αγόρι δέκα χρονών, τον Ελεσνόρο)· ο Λεονάρδος Ευστάθιος με τη δική του οικογένεια (σύζυγος και μια κόρη είκοσι-πέντε χρονών)· και ο Κάσπαρ Οχυρός, που ήταν ανύπαντρος. Είχαν αποσυρθεί όλοι στα προσωπικά δωμάτια που τους είχε παραχωρήσει η Ραλτάνα-Ορν. Ήταν κουρασμένοι απ’αυτά που άκουγαν για την πορεία των επαναστατών μέσα στην Α’ Ανωρίγια· αισθανόταν κυνηγημένοι και παγιδευμένοι συγχρόνως.
Η Φενίλδα έβγαλε τα γοβάκια της καθώς καθόταν στη φουσκωτή πολυθρόνα στη γωνία του μικρού σαλονιού πλάι στο υπνοδωμάτιό της. Τα έριξε παραδίπλα και έτριψε το μέτωπό της, παραμερίζοντας τα βαμμένα ξανθά μαλλιά της. Την είχε πιάσει πονοκέφαλος μ’όλες αυτές τις φωνές πριν από μισή ώρα! Κανείς δεν ήταν βέβαιος για το τι να κάνουν. Άλλοι έλεγαν πως οι επαναστάτες αποκλείεται να καταφέρουν να εισβάλουν στην Αστροβόλο (πράγμα το οποίο επιβεβαίωνε και η Ραλτάνα-Ορν) και, επομένως, δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας· άλλοι τούς προέτρεπαν όλους να φύγουν από εδώ, όσο το δυνατόν γρηγορότερα, να πάνε στη Στροφή, που ήταν μεν χειρότερη περιφέρεια από την Αστροβόλο αλλά επί του παρόντος δεν είχε εχθρούς γύρω της· άλλοι πρότειναν να εγκαταλείψουν αμέσως την Α’ Ανωρίγια, να ζητήσουν άσυλο από τη Β’ Κατωρίγια, στις νότιες όχθες του Ριγοπόταμου. Η Φενίλδα δεν μπορούσε να πάρει απόφαση, παρότι όλοι προς εκείνη κοίταζαν για να τους πει τι να κάνουν τελικά – λες και ποτέ στη ζωή μου ήμουν προετοιμασμένη για τέτοια πράγματα, μα τον Κρόνο!
Είχε ακολουθήσει πολιτική καριέρα γιατί της άρεσε η πολιτική, γιατί έκανε το μυαλό και την καρδιά της να ξυπνάνε, και γιατί είχε ανακαλύψει πως αυτός ήταν ένας πολύ ευνοϊκός δρόμος για να μεγαλώσει την περιουσία της και να ζουν, εκείνη και η οικογένειά της, ολοένα και πιο καλά (αν και από ένα σημείο και μετά η βελτίωση είχε πάψει όσα δεκάδια κι αν συγκέντρωναν, σαν να υπήρχε ένα αόρατο όριο στο πόσο καλά μπορεί να περνά κανείς). Όσα είχε κάνει, πάντως, στη ζωή της δεν την είχαν προετοιμάσει για μια εσπευσμένη φυγή από τη Β’ Ανωρίγια, για εξορία από την πατρίδα της. Ούτε την είχαν προετοιμάσει για να καθοδηγεί τώρα αυτούς τους πανικόβλητους χαζοβιόληδες σαν να ήταν λοχαγός τους!
Άναψε ένα τσιγάρο καθώς άκουγε τον Φρανκ να πλένεται μέσα στο μπάνιο, το νερό του ντους να τρέχει πίσω από την κρυστάλλινη, αδιαφανή πόρτα στο πλάι του υπνοδωματίου. Φυσώντας καπνό η Φενίλδα αναρωτήθηκε αν θα ήταν όμορφα να του κάνει έκπληξη, να βγάλει τα ρούχα της και να μπει κι εκείνη στο μπάνιο. Είχε όρεξη για να το κάνει; Και θα είχε κι ο Φρανκ διάθεση να την αρπάξει στην αγκαλιά του και να τη γλεντήσει στα όρθια, όπως παλιά, ενώ το χλιαρό νερό τούς έλουζε; Δεν είμαστε πια όπως όταν ήμασταν πιο νέοι. Η Φενίλδα προτιμούσε να μη σκέφτεται την ηλικία της. Ο Φρανκ πλησίαζε τα εξήντα, κι εκείνη δεν ήταν πολύ μικρότερή του. Γιατί να μην υπήρχε κάποιος τρόπος να σταματήσουν την ηλικία τους στα... τριάντα, ας πούμε; Τόσα λεφτά είχαν· έπρεπε να μπορούν να το κάνουν! Τι χρειαζόταν πια για να σταματήσεις την ηλικία σου στα τριάντα, άντε στα τριάντα-πέντε;
Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός της κουδούνισε.
Ποιος παλαβός ήταν πάλι; Κάποιος από τους ανθρώπους της που είχε δει κακό όνειρο και ήθελε να της το διηγηθεί; Άσ’ τον· θα του περάσει... Η Φενίλδα φύσηξε καπνό προς το ταβάνι που ήταν από ζωγραφιστό ξύλο – μια πανοραμική θέα του Μεγάλου Λιμανιού της Α’ Ανωρίγιας – και μπορούσε ν’ανοίξει με το πάτημα ενός κουμπιού, να διπλωθεί προς τα άκρα, ώστε να αποκαλύψει από πίσω του μια κρυστάλλινη οροφή, μέσα από την οποία έβλεπες τον ουρανό.
Ο πομπός συνέχισε να κουδουνίζει.
Η Φενίλδα, αναστενάζοντας, σηκώθηκε από την πολυθρόνα και τον έπιασε από το τραπεζάκι, εκεί όπου τον είχε αφήσει λίγο πιο πριν, πλάι στη λαξευτή λάμπα. Ο τηλεπικοινωνιακός κώδικας της κλήσης δεν της ήταν γνωστός, παρατήρησε από τη μικρή οθόνη. Παραξενεμένη, πάτησε το πλήκτρο της αποδοχής λέγοντας: «Μάλιστα;»
«Καλησπέρα, Φενίλδα. Με συγχωρείς αν η ώρα είναι ακατάλληλη, αλλά έτυχε να βρίσκομαι στην Α’ Ανωρίγια αυτό τον καιρό και σκέφτηκα να σου μιλήσω για κάτι που είμαι σίγουρη ότι σ’ενδιαφέρει πολύ.»
Η Φενίλδα συνοφρυώθηκε, τρίβοντας το ξανθοβαμμένο κεφάλι της με τα μυτερά νύχια του αριστερού της χεριού. «Κορίνα;»
«Ναι. Συγνώμη που δεν σου είπα αμέσως ότι είμαι εγώ.»
«Γιατί...;» κόμπιασε η Φενίλδα. Γιατί μου λες ότι «έτυχε» να βρίσκεσαι στην Α’ Ανωρίγια; Εσύ δεν μας πρότεινες να έρθουμε εδώ;
«Πρέπει να σου μιλήσω,» τόνισε η Κορίνα, και πρόσθεσε γελώντας: «Βρήκα κάτι τρομερές προσφορές! Και τώρα με τον πόλεμο πρέπει κανείς ν’αρπάζει όλες τις ευκαιρίες προτού γίνει τίποτα κακό!»
Η Φενίλδα ήταν σίγουρη ότι η Κορίνα κάτι έκρυβε μέσα από τα λόγια της. Συνήθως δεν μιλούσε έτσι. Συνήθως ο χαρακτήρας της ήταν πολύ διαφορετικός. Μου μιλά σαν να νομίζει ότι παρακολουθούν τον πομπό μου, ή τον δικό της, και προσπαθεί να αποκρύψει πληροφορίες.
«Θέλεις νάρθεις από εδώ, να τα πούμε;»
«Ναι, αν δεν ενοχλώ. Που πιστεύω ότι η ενόχλησή μου θα είναι μικρή για ένα τέτοιο θέμα!»
Έχει κάτι σημαντικό να μου πει πάλι, συμπέρανε η Φενίλδα. Η Κορίνα ήταν που της είχε προτείνει να συγκεντρώσει την πλουτοκρατία της Β’ Ανωρίγιας και να τη φέρει στην Α’ Ανωρίγια. Την είχε προειδοποιήσει για τα σχέδια του Πολιτάρχη της Έκθυμης, και της είχε πει: Άσε τον Ζόλτεραλ-Ράο να βγάλει τους επαναστάτες από τη μέση ενώ εσείς θα είστε σε προστατευμένο μέρος. Όταν έχουν σκοτωθεί αναμεταξύ τους, θα επιστρέψετε με στρατό στη Β’ Ανωρίγια και θα την κάνετε πάλι δική σας. Αλλά, αν τώρα μείνετε εδώ, θα συνθλιβείτε ανάμεσα στο στράτευμα του Ζόλτεραλ-Ράο και στους επαναστάτες. Δεν μπορείτε να τους αντιμετωπίσετε και τους δύο, Φενίλδα.
Η Φενίλδα είχε ακολουθήσει τη συμβουλή της, και πίστευε ότι είχε κάνει καλά. Εκείνη και οι άλλοι πλουτοκράτες είχαν γλιτώσει από τον πόλεμο που ακολούθησε. Αλλά οι επαναστάτες είχαν αποδειχτεί πολύ ισχυρότεροι απ’ό,τι περίμεναν. Προτού προλάβουμε να τους επιτεθούμε εμείς από την Α’ Ανωρίγια, μας επιτέθηκαν αυτοί! Και τώρα η Φενίλδα δεν μπορούσε παρά να έχει κάποιες αμφιβολίες μέσα της για την υποχώρηση που της είχε προτείνει τότε η Κορίνα. Τι θα γινόταν, άραγε, αν είχαμε μείνει στη Β’ Ανωρίγια; Μάλλον, όμως, τα πράγματα δεν θα ήταν καλύτερα γι’αυτούς...
«Σ’απασχολεί κάτι, Φενίλδα; Αν ενοχλώ τέτοια ώρα, τότε να μην–»
«Όχι,» τη διέκοψε η εξόριστη Πολιτάρχης, «έλα. Έλα, σε περιμένω. Θα ειδοποιήσω να σ’αφήσουν ν’ανεβείς στη βίλα. Ξέρεις πού είναι η βίλα της Ραλτάνα-Ορν, έτσι;»
«Ναι, φυσικά.»
Η τηλεπικοινωνία τους τερματίστηκε, και η Φενίλδα κάθισε ξανά στη φουσκωτή πολυθρόνα. Τι μπορεί να είχε τώρα να της πει η Κορίνα; Κάτι σχετικό με τους επαναστάτες ξανά; Οι επαναστάτες βρίσκονται τόσο κοντά μας... βόρεια της Αστροβόλου... Κινδυνεύουμε;
Ο Φρανκ βγήκε από το μπάνιο και ήρθε στο σαλόνι, τυλιγμένος σ’ένα λευκό-γκρι μπουρνούζι, με τα ψαρά μαλλιά του νωπά. «Μιλούσες σε κάποιον;»
«Ναι.»
Ο Φρανκ την κοίταξε ερωτηματικά. Του φαινόταν προβληματισμένη. Ύστερα από τόσα χρόνια γάμου, την ήξερε καλά· η Φενίλδα δεν μπορούσε να του κρύψει πολλά. Ορισμένες φορές νόμιζε πως του τα έκρυβε αλλά ο Φρανκ πάντα την καταλάβαινε.
«Η Κορίνα ήταν,» του είπε τώρα.
«Ποια Κορίνα;»
«Η ίδια που μας πρότεινε να έρθουμε εδώ· ποια άλλη;»
«Και τι θέλει;» ρώτησε ο Φρανκ, αν και αισθανόταν σίγουρος πως το θέμα αφορούσε τον πόλεμο. Και την προηγούμενη φορά η Κορίνα για τους επαναστάτες είχε μιλήσει στη Φενίλδα. Ο Φρανκ αναρωτιόταν, πάντως, γιατί η σύζυγός του την εμπιστευόταν τόσο αυτή τη γυναίκα. Δεν πρέπει καν να ήταν από τη Β’ Ανωρίγια. Αλλά η Φενίλδα ισχυριζόταν πως ήταν παλιά της φίλη, από τη δικηγορική σχόλη. Ο Φρανκ νόμιζε ότι του έλεγε ψέματα. Γιατί, όμως;
«Θα μας πει όταν έρθει,» αποκρίθηκε η Φενίλδα.
«Έρχεται εδώ; Τώρα;»
«Ναι.»
*
Η βίλα της Πολιτάρχη Ραλτάνα-Ορν βρισκόταν σαν στέμμα επάνω στις οροφές δύο πολυκατοικιών με πενήντα-οκτώ ορόφους. Η Κορίνα έφτασε στον τεσσαρακοστό-τρίτο όροφο μέσω μιας γέφυρας. Άφησε το μικρό τετράκυκλο όχημά της σ’έναν χώρο στάθμευσης εκεί, άνοιξε την εξώπορτα στο μπαλκόνι της πολυκατοικίας, και μπήκε. Πήρε τον ανελκυστήρα και πάτησε το κουμπί για τη βίλα.
Ένα πάτωμα προτού φτάσει εκεί, ο μηχανισμός σταμάτησε και η πόρτα άνοιξε αυτόματα. Τρεις φρουροί στέκονταν απέξω, κι ο ένας ρώτησε την Κορίνα ποια ήταν και τι δουλειά είχε ν’ανεβαίνει προς τη βίλα της κυρίας Ραλτάνα-Ορν τέτοια ώρα. Εκείνη αποκρίθηκε πως ονομαζόταν Κορίνα και πήγαινε να επισκεφτεί τη Φενίλδα Καρντέρω. Ήταν φίλη της. «Σας έχει, σίγουρα, ειδοποιήσει για εμένα.»
Ο φρουρός ένευσε. «Βεβαίως,» είπε. «Αλλά θα γίνει ένας τυπικός έλεγχος πρώτα.»
Η Κορίνα άφησε μια φρουρό να την ψάξει από πάνω ώς κάτω. Δεν βρέθηκαν όπλα επάνω της.
Ο φρουρός που είχε μιλήσει και πριν είπε: «Μπορείτε να συνεχίσετε, κυρία,» και πάτησε ένα κουμπί στον τοίχο.
Η πόρτα του ανελκυστήρα έκλεισε και ο μηχανισμός συνέχισε την ανοδική του πορεία, προτού σταματήσει ξανά και η πόρτα του ανοίξει.
Η Κορίνα βρισκόταν τώρα σ’ένα χολ με πάτωμα από γυαλιστερό ξύλο και πίνακες στους τοίχους. Από το ταβάνι κρεμόταν ένα κρυστάλλινο πολύφωτο με αναμμένες ενεργειακές λάμπες.
Μια πορφυρόδερμη υπηρέτρια είπε: «Η κυρία Κορίνα;»
«Μάλιστα.»
«Τα δωμάτια της κυρίας Καρντέρω είναι προς τα εδώ, κυρία.» Η υπηρέτρια βάδισε, και η Κορίνα την ακολούθησε.
Πέρασαν από μια ανοιχτή αψιδωτή θύρα, βάδισαν σ’έναν διάδρομο στρωμένο με μαλακό χαλί, έστριψαν σε μια διασταύρωση, και η υπηρέτρια έδειξε μια κλειστή πόρτα από γυαλιστερό μαύρο ξύλο.
«Ευχαριστώ,» είπε η Κορίνα. «Μπορείς να πηγαίνεις.»
Η υπηρέτρια έκλινε το κεφάλι και αποχώρησε.
Η Κορίνα πάτησε το κουδούνι στο πλάι της πόρτας του ξενώνα.
Η Φενίλδα Καρντέρω άνοιξε, ντυμένη με μαύρο δαντελωτό φόρεμα. Από τον λαιμό της κρεμόταν ένα κολιέ με πέρλες· στ’αφτιά της γυάλιζε ένα ζευγάρι μικρά, πανάκριβα σκουλαρίκια. Τα βαμμένα ξανθά μαλλιά της ήταν λυτά γύρω απ’το λευκό-ροζ πρόσωπό της αλλά χτενισμένα προς τα πίσω.
«Καλησπέρα, Φενίλδα. Ελπίζω να μην ενοχλώ.»
«Το ξέρεις πως δεν μ’ενοχλείς ποτέ, Κορίνα,» αποκρίθηκε εκείνη, κι αντάλλαξαν ένα φιλί στο μάγουλο. «Έλα μέσα.»
Η Κορίνα μπήκε στον ξενώνα, βαδίζοντας προς το μικρό σαλόνι μαζί με τη Φενίλδα. Ο Φρανκ ήταν καθισμένος στον διθέσιο καναπέ, ντυμένος με λευκό πουκάμισο και φαρδύ μαύρο παντελόνι, γαλανόδερμος και ψαρομάλλης. «Κορίνα...» είπε, εν είδει χαιρετισμού, χωρίς να σηκωθεί.
Η Κορίνα τον χαιρέτησε μ’ένα νεύμα.
«Κάθισε,» της είπε η Φενίλδα.
«Ευχαριστώ, αλλά δεν έχουμε χρόνο, Φενίλδα. Αυτό που πρέπει να σου πω είναι πολύ σημαντικό.»
«Τι συμβαίνει; Γιατί δεν μου μιλούσες ευθέως στον πομπό;»
«Γιατί φοβόμουν ότι ίσως να παρακολουθεί τη συνομιλία μας,» είπε η Κορίνα με χαμηλωμένη φωνή.
«Ποιος;»
«Η Ραλτάνα-Ορν.»
Ο Φρανκ σηκώθηκε απ’τον καναπέ πλησιάζοντάς τες, για ν’ακούει καλύτερα. «Τι εννοείς;» ρώτησε την Κορίνα.
«Η Ραλτάνα-Ορν είναι πρόθυμη να σας πουλήσει στους επαναστάτες του Ανθοτέχνη, αν είναι να σώσει τη συνοικία της απ’αυτούς–»
«Όχι!» έκανε η Φενίλδα. «Αποκλείεται, Κορίνα–»
«Δεν αποκλείεται καθόλου. Είναι μέσα στα άμεσα σχέδιά της, σε περίπτωση που ο πόλεμος δεν πάει καλά. Και ο πόλεμος δεν θα πάει καλά–»
«Πώς το ξέρεις;» της είπε ο Φρανκ. «Όλος ο στρατός της Α’ Ανωρίγιας είναι συγκεντρωμένος στα σύνορα της Αστροβόλου! Και πώς ξέρεις για τα σχέδια της Ραλτάνα, μα τον Κρόνο;»
«Οι επαναστάτες έχουν βρει τρόπο να διαπεράσουν την άμυνα του Στρατάρχη Τάραλντεκ Νορβάνι,» εξήγησε η Κορίνα. «Τα μεσάνυχτα θα βρίσκονται εδώ, μέσα στην Αστροβόλο–»
«Σε δυο ώρες, δηλαδή;» απόρησε η Φενίλδα.
«Σε δύο ώρες,» τη διαβεβαίωσε η Κορίνα.
«Πώς τα ξέρεις όλ’ αυτά;» ρώτησε πάλι ο Φρανκ. «Δεν είσαι φίλη της Φενίλδα απ’τη δικηγορική σχολή, έτσι δεν είναι; Ποια είσαι;»
«Δεν έχει σημασία ποια είμαι. Σημασία έχει ότι τώρα προσπαθώ να σας σώσω. Είστε παγιδευμένοι–»
«Εσύ μάς οδήγησες σε τούτη την παγίδα!» την κατηγόρησε ο Φρανκ, με τα μάτια του οργισμένα.
Η Φενίλδα άγγιξε τον ώμο του, τρίβοντάς τον. «Φρανκ...»
Εκείνος στράφηκε να την κοιτάξει. «Αν δεν την είχαμε ακούσει, Φενίλδα–»
«Δε θα ήσασταν τώρα ζωντανοί,» του είπε η Κορίνα. «Ή οι επαναστάτες ή ο Ζόλτεραλ-Ράο θα σας είχαν σκοτώσει. Και οι δύο σάς θεωρούσαν επικίνδυνους. Ακόμα ο Ανθοτέχνης σάς θεωρεί επικίνδυνους. Ειδικά από τότε που στείλατε εκείνο τον δολοφόνο εναντίον του.»
«Γαμώ τα Μάτια του Σκοτοδαίμονος!» καταράστηκε ο Φρανκ κάτω απ’την ανάσα του. «Το είχα πει...»
«Μας έστειλε το κεφάλι του,» ψιθύρισε η Φενίλδα προς την Κορίνα. «Μας έστειλε το κομμένο κεφάλι του.»
Εκείνη δεν φάνηκε να εντυπωσιάζεται από αυτό, σαν ήδη να το ήξερε. «Άκουσέ με, Φενίλδα,» είπε. «Θέλω να σας σώσω. Αλλά δεν έχουμε πολύ χρόνο στη διάθεσή μας. Αν είναι να κινηθείτε, πρέπει να κινηθείτε τώρα.»
«Να κινηθούμε; Να πάμε πού;» ρώτησε απότομα ο Φρανκ.
«Δεν μπορείτε να μείνετε άλλο στην Α’ Ανωρίγια. Οι επαναστάτες σύντομα – σε δυο ώρες, συγκεκριμένα – θα είναι μέσα στην Αστροβόλο. Θα γίνει μακελειό εδώ. Είναι η σημαντικότερη περιφέρεια της Α’ Ανωρίγιας. Αν η Ραλτάνα-Ορν τη χάσει, θα χάσει κι ολόκληρη τη συνοικία. Θα προσπαθήσει, επομένως, να συνθηκολογήσει με τον Ανθοτέχνη – πουλώντας εσάς.»
Η Φενίλδα αισθάνθηκε ένα ρίγος να τη διατρέχει.
«Πουλώντας και εσάς και τα παιδιά σας,» τόνισε η Κορίνα. «Όλη την εξόριστη πλουτοκρατία της Β’ Ανωρίγιας που μέχρι στιγμής έκρυβε.»
«Όταν μας έστειλες εδώ–» άρχισε, οργισμένα, ο Φρανκ.
«–δεν ήξερα τι προδοτική σκύλα ήταν η Ραλτάνα-Ορν! Πού να ξέρω; Δεν είμαι μες στο μυαλό της! Ούτε ήξερα ότι τα πράγματα θα έφταναν εδώ όπου έφτασαν, μα τον Κρόνο!»
«Και πού προτείνεις να πάμε τώρα, Κορίνα;»
«Στη Β’ Κατωρίγια. Είναι ο μόνος ασφαλής τόπος για την ώρα. Θα σας οδηγήσω εγώ, προσωπικά. Γνωρίζω δρόμους που, αν τους ακολουθήσουμε, η Ραλτάνα δεν μπορεί να μας σταματήσει.»
«Να μας σταματήσει; Τι στο Μάτι του Σκοτοδαίμονος εννοείς;»
«Σας θέλει εδώ, Φρανκ. Δεν άκουσες τι είπα; Σας χρειάζεται για να μπορεί να διαπραγματευτεί με τον Αλυσοδεμένο Ποιητή, αν υπάρξει κίνδυνος. Το βλέπει αυτό ως ανταπόδοση που σας προστάτευε τόσο καιρό.»
«Η μαλακισμένη!» έβρισε η Φενίλδα, χτυπώντας το καλτσοντυμένο πόδι της στο χαλί του πατώματος. «Αν είχα υποψιαστεί τι... τι... τι...!»
«Δεν υπάρχει χρόνος για άλλα λόγια,» είπε η Κορίνα. «Ετοιμαστείτε – τώρα – να φύγουμε. Και ειδοποιήστε και τους υπόλοιπους που μένουν εδώ, μαζί σας, φιλοξενούμενοι της Ραλτάνα-Ορν.»
«Θα μας σταματήσουν οι φρουροί της, στην πολυκατοικία, δεν θα μας σταματήσουν;» είπε ο Φρανκ.
«Ίσως να προσπαθήσουν,» αποκρίθηκε η Κορίνα. «Αλλά μην ανησυχείς γι’αυτούς· θα τους φροντίσω εγώ.»
Ο Φρανκ την ατένισε παραξενεμένος.
«Θα τους φροντίσω εγώ,» τόνισε η Κορίνα, και κάτι στη γυαλάδα των πράσινων ματιών της τον έκανε να την πιστέψει. Ποια ήταν αυτή η γυναίκα, τέλος πάντων; Και ποια ήταν η πραγματική της σχέση με τη σύζυγό του;
*
Η Φενίλδα πήγε να ειδοποιήσει τους άλλους που φιλοξενούνταν στη βίλα της Ραλτάνα-Ορν – τον Λεονάρδο Ευστάθιο και την οικογένειά του, και τον Κάσπαρ Οχυρό – ενώ ο Φρανκ πήγε να ξυπνήσει τα παιδιά τους, τη Χριστίνα και τον Ελεσνόρο.
Σε λιγότερο από μισή ώρα, βρίσκονταν όλοι συγκεντρωμένοι μπροστά από τον ανελκυστήρα. Είχαν καθοδόν συναντήσει μια υπηρέτρια που τους είχε κοιτάξει περίεργα και είχε ρωτήσει αν, μήπως, θα ήθελαν να ειδοποιήσει την κυρία Ραλτάνα-Ορν για κάποιο λόγο, αλλά είχαν αποκριθεί πως, όχι, δεν υπήρχε κανένας λόγος. Και δεν ακούγονταν πανικόβλητοι. Ο Λεονάρδος και ο Κάσπαρ, άλλωστε, ακόμα δεν έμοιαζαν να μπορούν να πιστέψουν καλά-καλά ότι όλα όσα τούς έλεγε η Φενίλδα ήταν αληθινά, ότι όντως η Πολιτάρχης της Α’ Ανωρίγιας σκόπευε να τους προδώσει.
Η Κορίνα πάτησε το κουμπί που άνοιγε την πόρτα του ανελκυστήρα.
«Ποια είναι η κυρία;» ρώτησε ο Κάσπαρ, που δεν την ήξερε.
«Μια φίλη,» απάντησε η Φενίλδα. «Θα μας οδηγήσει.»
«Πού;»
«Γρήγορα!» τους είπε η Κορίνα. «Δεν υπάρχει χρόνος για εξηγήσεις τώρα.»
Την ακολούθησαν στο εσωτερικό του ανελκυστήρα, που τους χωρούσε άνετα· ήταν μόνο εννιά άτομα στο σύνολό τους, ενήλικες και παιδιά, και ο θάλαμος ήταν φτιαγμένος για είκοσι-πέντε άτομα, ώστε η Ραλτάνα-Ορν να μπορεί να φέρνει τους καλεσμένους στις δεξιώσεις της.
Κατεβαίνοντας, ο ανελκυστήρας δεν σταμάτησε αυτόματα στο επόμενο πάτωμα. «Δεν προσπαθεί κανείς να μας εμποδίσει...» παρατήρησε ο Φρανκ.
«Δεν έχουν καταλάβει ακόμα τι πάτε να κάνετε,» είπε η Κορίνα. «Πράγμα καλό για εσάς.»
«Είναι σίγουρο αυτό;» είπε ο Κάσπαρ, νευρικά. «Το ότι θέλει η Ραλτάνα να μας πουλήσει, δηλαδή. Είναι σίγουρο ή γινόμαστε αδίκως παρανοϊκοί;»
«Δεν γινόμαστε αδίκως παρανοϊκοί,» του απάντησε η Κορίνα. «Βρίσκεστε σε πολύ δύσκολη κατάσταση.»
«Ακόμα δεν καταλαβαίνω ποια είσαι εσύ.»
«Είμαι αυτή που θα σας οδηγήσει μακριά από εδώ.»
Ο ανελκυστήρας σταμάτησε στον τεσσαρακοστό-πέμπτο όροφο, όχι επειδή κάποιος προσπαθούσε να τους εμποδίσει αλλά επειδή εκεί είχαν ρυθμίσει τον μηχανισμό ώστε να σταματήσει. Υπήρχε γκαράζ στον τεσσαρακοστό-πέμπτο όροφο της πολυκατοικίας, στο οποίο οι πλουτοκράτες είχαν τα οχήματά τους. Τώρα βγήκαν από τον ανελκυστήρα καθώς η Κορίνα τούς έλεγε: «Θα σας συναντήσω στη γέφυρα από κάτω,» εννοώντας, όπως ήξερε η Φενίλδα (το είχαν συζητήσει πιο πριν, άλλωστε), ότι θα τους συναντούσε στη γέφυρα που περνούσε πλάι από τον τεσσαρακοστό-τρίτο όροφο.
Οι πλουτοκράτες, διασχίζοντας έναν διάδρομο, έφτασαν στο γκαράζ, επιβιβάστηκαν στα οχήματά τους, και τα έβαλαν σε κίνηση. Υπήρχαν ράμπες μέσα στην πολυκατοικία που κατέβαιναν σπειροειδώς προς τον τεσσαρακοστό-τρίτο όροφο, και τις ακολούθησαν φτάνοντας στην έξοδο που έβγαζε στη γέφυρα έξω από τις δίδυμες πολυκατοικίες.
Η Κορίνα τούς περίμενε μέσα στο μικρό τετράκυκλό της. Τους έκανε, από το παράθυρο, νόημα με το πορφυρόδερμο χέρι της και ξεκίνησε. Οι πλουτοκράτες οδήγησαν τα τρία δικά τους τετράκυκλα πίσω της. Μέσα στο ένα βρίσκονταν η Φενίλδα και η οικογένειά της, με τον Φρανκ στο τιμόνι. Μέσα στο δεύτερο ήταν η οικογένεια του Λεονάρδου, με τη σύζυγό του στο τιμόνι. Και μέσα στο τρίτο ήταν ο Κάσπαρ, μόνος του.
Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός της Φενίλδα κουδούνισε και, προς στιγμή, εκείνη φοβήθηκε ότι ήταν η Ραλτάνα-Ορν που την καλούσε. Αλλά στη μικρή οθόνη ο τηλεπικοινωνιακός κώδικας ήταν ίδιος με πριν. Η Κορίνα. Η Φενίλδα δέχτηκε την κλήση.
«Ναι.»
«Ειδοποίησε τώρα και τους υπόλοιπους,» της είπε η Κορίνα, «ώστε να μας συναντήσουν στα νότια της Αστροβόλου, στην Πλατεία Ροσβέλκω.»
«Ναι, θα τους καλέσω.»
«Και να με ακολουθείτε πιστά. Να πηγαίνετε μόνο εκεί απ’όπου πηγαίνω.»
«Εντάξει.»
Η Φενίλδα διέκοψε την τηλεπικοινωνία τους και άρχισε να καλεί τους υπόλοιπους πλουτοκράτες που φιλοξενούνταν στην Αστροβόλο, αρχίζοντας να λέει, στον έναν μετά τον άλλο, ότι ήταν απαραίτητο – αναγκαίο – θέμα ζωής και θανάτου, πιθανώς – να τη συναντήσουν στην Πλατεία Ροσβέλκω, τώρα. Να μην καθυστερήσουν καθόλου. Να πάρουν τα πράγματά τους – όλα τους τα πράγματα – και να έρθουν, και εκείνοι και τα παιδιά τους, κανείς να μη μείνει πίσω. Τους έλεγε: «Υπάρχει σημαντικός λόγος που το ζητάω· έχε μου εμπιστοσύνη.» Τους έλεγε: «Τα πράγματα δεν είναι όπως νομίζαμε.» Τους έλεγε: «Δεν μπορώ τώρα να εξηγήσω περισσότερα· σύντομα, όμως, υπόσχομαι ότι θα τα μάθετε όλα.» Τους έλεγε: «Δε θα σας ανησυχούσα μες στη νύχτα αν δεν ήταν σημαντικό· το καταλαβαίνεις, έτσι;» Και ευχόταν οι πράκτορες της Ραλτάνα-Ορν να μην παρακολουθούσαν τώρα τις τηλεπικοινωνίες τους, γιατί αμέσως θα ειδοποιούσαν την Πολιτάρχη της Α’ Ανωρίγιας, κι εκείνη αμέσως θα καταλάβαινε ότι την είχαν καταλάβει – ότι, κάπως, είχαν μαντέψει το σχέδιό της να τους προδώσει.
Όσο η Φενίλδα επικοινωνούσε με τους άλλους πλουτοκράτες, ο Φρανκ ακολουθούσε το όχημα της Κορίνας μέσα στους δρόμους της Αστροβόλου, και είχε μια αίσθηση που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει μόνο παράξενη. Ήταν σαν η Κορίνα να είχε... υπερφυσική γνώση των οδών της Αστροβόλου, ή σαν κάπως η τύχη και οι περιστάσεις να την ευνοούσαν με ασυνήθιστο τρόπο. Ο Φρανκ δεν ήταν σίγουρος γιατί ακριβώς το νόμιζε αυτό, αλλά το νόμιζε. Η εντύπωση ήταν πολύ έντονη μες στο μυαλό του.
«Ποια είναι η Κορίνα, Φενίλδα;» ρώτησε, όταν η σύζυγός του τελείωσε με τις τηλεπικοινωνιακές συνομιλίες της. «Και μη μου πεις πάλι ότι τη γνώρισες στη δικηγορική σχολή!»
Η Φενίλδα έσμιξε τα χείλη. Αναρωτιόταν αν η απάντησή της θα καθησύχαζε τον Φρανκ ή θα τον έβαζε σε περισσότερη ανησυχία. Αναρωτιόταν αν καν θα την πίστευε. Ή, αν την πίστευε, ίσως να νόμιζε ότι η Φενίλδα είχε πέσει θύμα απάτης. Αλλά δεν είναι απάτη: η Κορίνα είναι όντως Θυγατέρα της Πόλης. Η Φενίλδα είχε δει το σημάδι στο πόδι της· και, κυρίως, είχε δει τα θαύματα που μπορούσε να κάνει. Είχε δει τι μυστηριώδεις γνώσεις είχε για... για τα πάντα, πιθανώς.
«Θα σου πω αργότερα,» αποκρίθηκε.
«Όχι αργότερα, γαμώτο! Τώρα. Ποια είναι αυτή η γυναίκα που έχουμε βάλει τη ζωή μας στα χέρια της, μα τον Κρόνο;»
«Μας κυνηγάνε, μαμά;» ρώτησε ξαφνικά ο Ελεσνόρος από πίσω, έχοντας γονατίσει πάνω στο πισινό κάθισμα για να κοιτάζει από το οπίσθιο τζάμι του οχήματος.
Η Φενίλδα κοίταξε από τον καθρέφτη. Κάποια οχήματα φαίνονταν πίσω τους, μα κανένα δεν της έμοιαζε να τους καταδιώκει. «Όχι, αγάπη μου. Δε μας κυνηγάνε. Φύγαμε γρήγορα.»
«Κάθισε κάτω, Ελεσνόρε!» είπε ο Φρανκ. «Μην είσαι έτσι γονατισμένος. Κάθισε κάτω!»
Η Χριστίνα, που ήταν μεγαλύτερη από τον αδελφό της, τον τράβηξε για να καθίσει. «Άφησέ με!» διαμαρτυρήθηκε εκείνος, σπρώχνοντάς την. «Μπορεί να μας ακολουθούν!»
«Δε μας ακολουθούν, Ελεσνόρε. Κάποιοι τυχαίοι άνθρωποι είναι που περνάνε τον δρόμο.»
Ο πομπός της Φενίλδα κουδούνισε ξανά, κι εκείνη κοιτάζοντας την οθόνη είδε πως ήταν ο Κάσπαρ. Δέχτηκε την κλήση.
«Ναι.»
«Τι στα κωλομέρια του Σκοτοδαίμονος συμβαίνει, Φενίλδα; Ποια είναι αυτή η άγνωστη που μας καθοδηγεί; Είναι δική σου γυναίκα; Την ξέρεις καλά;»
«Την εμπιστεύομαι απόλυτα, Κάσπαρ. Θα μας οδηγήσει με ασφάλεια.»
«Πού;»
Μια στιγμή έντονης παράνοιας: Ίσως η Ραλτάνα-Ορν να παρακολουθούσε τις τηλεπικοινωνίες. «Θα δεις. Καλύτερα να μη σου πω από τώρα.»
«Τέλος πάντων. Ελπίζω να ξέρεις τι κάνεις.»
«Ξέρω τι κάνω,» τον διαβεβαίωσε.
*
Οι πλουτοκράτες συγκεντρώνονταν στην Πλατεία Ροσβέλκω, όπως τους είχε ζητήσει η Πολιτάρχης τους.
Όταν η Φενίλδα έφτασε, είδε πως πολλά από τα οχήματά τους ήταν ήδη εκεί. Τους έκανε νόημα από το παράθυρό της και μαζεύτηκαν γύρω από το δικό της όχημα. Η Πλατεία Ροσβέλκω ήταν ήσυχη αυτή την ώρα, φωτισμένη από το φεγγαρόφωτο και μερικούς στύλους με ενεργειακές λάμπες. Στο σκιερό εσωτερικό της ζευγάρια συναντιόνταν για να ερωτοτροπήσουν και πολλές χελώνες έκαναν τις φωλιές τους μες στη βλάστηση.
«Γιατί είμαστε εδώ, Φενίλδα;» ρώτησε ο Έλντακ-Ριθ, ανοίγοντας το γυάλινο σκέπαστρο του τρίκυκλού του. «Τι συμβαίνει, τέλος πάντων;»
«Θα σας πω μετά· δεν υπάρχει χρόνος τώρα. Περιμένουμε και τους άλλους.»
«Τους έχεις καλέσει όλους;»
«Ναι.»
Η Ζαμέλλα Κίρνελθω ρώτησε, από το πίσω τζάμι ενός εξάτροχου οχήματος: «Γιατί; Τι θα γίνει;»
«Θα φύγουμε;» είπε ένας άλλος πλουτοκράτης.
«Θα φύγουμε,» επιβεβαίωσε η Φενίλδα.
«Γιατί;»
«Θα μάθετε σύντομα. Για την ώρα, σας παρακαλώ όλους, ψυχραιμία. Και να με ακολουθείτε πιστά εκεί όπου θα σας οδηγήσω. Υπάρχει κίνδυνος.»
Τα λόγια της τους έκαναν να σωπάσουν καθώς περίμεναν να συγκεντρωθούν και οι υπόλοιποι. Πράγμα το οποίο δεν άργησε να συμβεί. Πολύ σύντομα όλοι οι πλουτοκράτες βρίσκονταν εδώ. Η Φενίλδα βεβαιώθηκε πως ήταν όλοι. Δεν ήθελε ν’αφήσει κανέναν πίσω. Αισθανόταν υπεύθυνη γι’αυτούς. Εκείνη, άλλωστε, τους είχε φέρει στην Α’ Ανωρίγια. Γαμώτο! Ποτέ δεν ζήτησα τέτοια ευθύνη! Απλά πολιτικός ήμουν. Τώρα... τώρα... Τώρα, αισθανόταν σαν μητέρα τους, ή σαν γιαγιά τους, ή σαν «μεγάλη οδηγός», ή κάτι τέτοιο περίεργο. Γαμώτο! Δε θέλω νάχω να προστατεύω τέτοιους ανόητους! σκέφτηκε οργισμένη.
«Φενίλδα!» της φώναξε η Κορίνα από το μικρό τετράκυκλό της. «Όλα εντάξει; Είναι όλοι εδώ;»
«Ναι.»
«Ελάτε, τότε.» Η Κορίνα έβαλε τους τροχούς της σε κίνηση.
Ο Φρανκ την ακολούθησε, και οι υπόλοιποι πλουτοκράτες ακολούθησαν το όχημα της Πολιτάρχη τους.
Η Κορίνα κατέβηκε στους υπόγειους δρόμους της Αστροβόλου ενώ η συνοδία των πλουτοκρατών ερχόταν πίσω της, και ο Φρανκ εξακολουθούσε να έχει εκείνη την περίεργη αίσθηση, ότι η Κορίνα είχε κάποια υπερφυσική γνώση των οδών της Α’ Ανωρίγιας. Του έμοιαζε πως ήξερε όλες τις κατάλληλες στιγμές για να κάνει το καθετί, σαν οι αισθήσεις της να ήταν άμεσα συνδεδεμένες με την πάροδο του χρόνου. Ο Φρανκ, ορισμένες στιγμές, νόμιζε ότι ζούσε μέσα σε όνειρο.
«Κάτι περίεργο συμβαίνει με τη φίλη σου, Φενίλδα,» είπε, καθώς κατέβαιναν στο δεύτερο επίπεδο κάτω από τους επίγειους δρόμους της Α’ Ανωρίγιας Συνοικίας.
«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνη, «αυτό είναι σίγουρο.»
«Και την εμπιστεύεσαι;»
«Ακριβώς γι’αυτό την εμπιστεύομαι.»
Ο Φρανκ δεν μπορούσε να καταλάβει. Έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα του και το άναψε με τον ενεργειακό αναπτήρα του. Θα δείξει... σκέφτηκε. Φοβόταν μόνο μην ήταν η Κορίνα τελικά που ήθελε να τους προδώσει, και όχι η Ραλτάνα-Ορν: μην ήθελε να τους οδηγήσει κατευθείαν στα χέρια των κακοποιών του Αλυσοδεμένου Ποιητή. Αλλά η πυξίδα του οχήματός του έλεγε πως, μάλλον, αυτό δεν μπορεί να ίσχυε. Πήγαιναν νότια μες στους υπόγειους δρόμους, ενώ οι επαναστάτες βρίσκονταν βόρεια.
Η Κορίνα τούς οδήγησε σ’ένα παλιό ορυχείο, εγκαταλειμμένο πλέον. Οι σήραγγες εδώ ήταν γεμάτες χώματα και πέτρες, κι ορισμένες δεν ήταν καν πλακόστρωτες. Η οδήγηση ήταν κάθε άλλο παρά ομαλή, και δημόσια φώτα δεν υπήρχαν· μονάχα οι προβολείς των οχημάτων τους διέλυαν τα σκοτάδια.
«Τι μέρος είναι αυτό, Κορίνα;» ρώτησε ο Φρανκ, έχοντας πάρει τον πομπό της Φενίλδα και καλέσει την παράξενη γυναίκα. Είχε γαντζώσει τη συσκευή πάνω στην κονσόλα, δίπλα στο τιμόνι, για να μη χρειάζεται να την κρατά.
«Ένα παλιό ορυχείο.»
«Το βλέπουμε αυτό. Γιατί μας οδηγείς εδώ, μα τον Κρόνο;»
«Από εδώ θα ακολουθήσουμε κάποιες σήραγγες που θα μας βγάλουν στη Β’ Κατωρίγια. Μην ανησυχείς· η Ραλτάνα-Ορν δεν γνωρίζει γι’αυτές. Είναι πανάρχαιες.
»Να με ακολουθείτε πιστά, συνεχώς. Όλοι. Αν κάποιος στρίψει και χαθεί, δεν θα μπορέσουμε να τον ξαναβρούμε. Να τους το πείτε ώστε να το ξέρουν.»
Και τότε σταμάτησε το μικρό τετράκυκλό της μπροστά σε μια ψηλή, πλατιά καγκελωτή πύλη η οποία έφραζε τον υπόγειο δρόμο. Ο Φρανκ σταμάτησε πίσω της, και τα υπόλοιπα οχήματα των πλουτοκρατών πίσω απ’το δικό του.
Η Κορίνα βγήκε απ’το τετράκυκλό της.
«Τι είναι αυτό;» της φώναξε ο Φρανκ απ’το παράθυρο. «Πώς θα προχωρήσουμε;»
«Δεν υπάρχει φόβος,» είπε η Κορίνα, και πλησίασε το μεγάλο λουκέτο που κρατούσε την καγκελωτή πύλη κλειστή. «Δεν είναι καλά κλεισμένη. Κανείς δεν έρχεται εδώ. Απλά υπάρχει ένα λουκέτο για τυπικούς λόγους.» Τράβηξε μια φουρκέτα απ’τα ξανθά μαλλιά της και το σκάλισε για λίγο. Το άνοιξε χωρίς δυσκολία και έσπρωξε τα δύο φύλλα της πύλης, ανοίγοντάς την με δυνατό τριγμό μετάλλων. Σκόνες και σκουριά έπεσαν.
Η Κορίνα επέστρεψε στο όχημά της και πέρασε την πύλη. Ο Φρανκ και οι άλλοι πλουτοκράτες την ακολούθησαν ξανά μέσα σε σήραγγες που πρέπει να είχαν καιρό να πατηθούν από τροχούς ή πόδια. Ανοίγματα στους βράχους υπήρχαν από δω κι από κει· εγκαταλειμμένα εργαλεία, γεμάτα σκουριά και λειχήνες· πέτρινα θραύσματα και διάφορα σκουπίδια.
Ο Φρανκ μίλησε πάλι στην Κορίνα μέσω του πομπού. «Τι ορυχείο ήταν αυτό;»
«Είχε κοιτάσματα πολύτιμων λίθων, πριν από πολλά χρόνια. Γι’αυτό η Αστροβόλος ονομάστηκε Αστροβόλος. Από τους γυαλιστερούς λίθους.»
«Δε μας το είπε η Ραλτάνα, όταν μας έλεγε τις ιστορίες της...»
«Η Ραλτάνα ίσως να μην το γνωρίζει.»
«Δε μπορεί το ορυχείο να είναι τόσο παλιό!»
«Κι όμως, Φρανκ, το ορυχείο είναι τόσο παλιό,» τον διαβεβαίωσε η Κορίνα.
Και πώς εσύ το γνωρίζεις, γαμώτο; αναρωτήθηκε ο Φρανκ, αλλά δεν μίλησε. Λοξοκοίταξε μόνο τη Φενίλδα, η οποία έμεινε σιωπηλή.
Οι σήραγγες γίνονταν ολοένα και πιο εφιαλτικές όσο προχωρούσαν, και σε ορισμένα σημεία, μάλιστα, φαινόταν να έχουν καταρρεύσει: οι κολόνες και οι δοκοί που τις στήριζαν είχαν σπάσει προ πολλού. Ρίζες ξεπρόβαλλαν από τους τοίχους· υπόγεια φυτά φύτρωναν εδώ κι εκεί – μανιτάρια και άλλα. Υπόγεια ζώα περιφέρονταν – πλάσματα που ο Φρανκ και η Φενίλδα δεν νόμιζαν ότι είχαν ξαναδεί.
«Μα τους θεούς,» είπε ο Φρανκ, «πώς είναι δυνατόν να ξέρει τον δρόμο εδώ κάτω; Έχω χαθεί τελείως, Φενίλδα! Αν μας εγκατέλειπε τώρα, δε θα μπορούσα να επιστρέψω.»
«Ούτε εγώ.»
«Και δε σου φαίνεται περίεργο αυτό; Τι στο Μάτι του Σκοτοδαίμονος ξέρεις για την Κορίνα;»
«Δεν είναι... Είναι... Θα σου πω μετά, εντάξει; Όταν βγούμε από δω.» Αναστέναξε κουρασμένα.
Το μικρό όχημα της Κορίνας σταμάτησε ξανά, τώρα μπροστά σε μια άλλη θύρα, μικρότερη από την προηγούμενη αλλά αρκετά μεγάλη για να χωράνε να περάσουν τα τροχοφόρα τους. Και ήταν κι αυτή κλειστή, όχι όμως με κιγκλίδωμα: με συμπαγές μέταλλο. Έμοιαζε πολύ βαριά.
Η Κορίνα βγήκε από το τετράκυκλό της και πλησίασε τις δύο αμπάρες που κρατούσαν τη γιγάντια θύρα σφαλισμένη. Τις τράβηξε, τη μία μετά την άλλη, μοιάζοντας να χρειάζεται να εξασκήσει αρκετή δύναμη. Ο Φρανκ ήταν έτοιμος να βγει απ’το όχημα και να τη βοηθήσει με τη δεύτερη αμπάρα, όταν είδε τη ράβδο να κινείται τρίζοντας και μουγκρίζοντας πάνω στα μέταλλα.
«Τι είναι εδώ;» ρώτησε την Κορίνα απ’το παράθυρο. «Κάποιος θέλει να κρατήσει κάτι κλεισμένο πίσω από την πόρτα;»
«Ήθελαν να απομονώσουν τούτη τη μεριά. Δεν ανησυχούσαν ότι μπορεί κάποιος να πήγαινε προς τα εκεί.»
«Γιατί; Τι είναι εκεί;»
«Τίποτα που χρειάζεται να σας ανησυχεί, αν με ακολουθείτε πιστά όπως είπαμε. Καλώς;» Τράβηξε τη μεταλλική θύρα, με τα δύο χέρια, από ένα μεγάλο πόμολο.
Χώματα και χαλίκια έπεσαν από τις άκριές της καθώς άνοιγε. Οι μεντεσέδες της, μουδιασμένοι εδώ και χρόνια από την αχρηστία, διαμαρτύρονταν. Πίσω της, μια ακόμα σήραγγα αποκαλύφθηκε. Ο Φρανκ δεν έβλεπε εκεί τίποτα το ιδιαίτερο.
Η Κορίνα επέστρεψε στο τιμόνι του οχήματός της και έβαλε τους τροχούς σε κίνηση.
«Μας οδηγεί σε κίνδυνο, επομένως,» είπε ο Φρανκ στη Φενίλδα, επικριτικά, καθώς ακολουθούσε ξανά την Κορίνα.
«Ξέρει τι κάνει.»
«Σοβαρά, ε; Πώς είναι δυνατόν να είσαι σίγουρη;»
«Θα μας έφερνε ώς εδώ κάτω, Φρανκ, αν δεν ήξερε τι έκανε; Θα γνώριζε καν τον δρόμο;»
Ο Φρανκ δεν αποκρίθηκε αμέσως. «Σ’αυτό έχεις δίκιο,» παραδέχτηκε τελικά, οδηγώντας μέσα στις σήραγγες όπου τους κατεύθυνε η Κορίνα και παρατηρώντας πως γύρω τους βρίσκονταν οικοδομήματα που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει μονάχα αρχαία. Η αρχιτεκτονική τους δεν ήταν όπως άλλων υπόγειων οικοδομημάτων που είχε δει. Κανείς, όμως, δεν κατοικούσε πλέον εδώ· οι πόρτες ήταν διαλυμένες από χρόνια, τα τζάμια σπασμένα, όταν υπήρχαν καν τζάμια. Ρίζες, σωλήνες, καλώδια προεξείχαν από δω κι από κει. Και ο Φρανκ είχε την αίσθηση ότι κάτι αποτρόπαιο τούς παρακολουθούσε μέσα απ’τα πυκνά σκοτάδια.
Την ίδια αίσθηση ακριβώς που είχε και η Φενίλδα. Όμως κανείς τους δεν μίλησε γι’αυτήν, γιατί κι οι δύο τη θεωρούσαν παιδαριώδη. Ήταν όπως όταν είσαι μικρός και φοβάσαι ότι κάποιο τέρας κρύβεται στο σκοτεινό δωμάτιο.
Ο Ελεσνόρος είπε, από το πίσω κάθισμα: «Έχει στοιχειά εδώ! Θέλουν να μας επιτεθούν!»
Η Χριστίνα γέλασε νευρικά. «Μην είσαι χαζός, βρε!» Ήταν κι εκείνη φοβισμένη· διακρινόταν από τη φωνή της.
«Έχει στοιχειά!» επέμεινε ο Ελεσνόρος. «Νάτο, εκεί!» Κόλλησε το δάχτυλό του πάνω στο τζάμι, δείχνοντας.
«Μια σκιά ήταν.»
«Δεν ήταν σκιά!»
«Σκιά ήταν.»
«Δεν ήταν σκιά!»
«Ησυχία, παιδάκια,» τους διέκοψε η Φενίλδα. «Ο μπαμπάς οδηγεί τόση ώρα. Μην τον ζαλίζετε.» Κι η ίδια, όμως, αναρωτιόταν αν όντως κάτι τούς κατασκόπευε. Η Κορίνα μάς προειδοποίησε να την ακολουθούμε πιστά. Δε μπορεί εδώ να φοβάται τους πράκτορες της Ραλτάνα-Ορν. Τι φοβάται; Τι ζει σε τούτα τα ξεχασμένα βάθη;
Ο πομπός της κουδούνισε, σχεδόν τρομάζοντάς την.
Ο Κάσπαρ ήταν. Η Φενίλδα δέχτηκε την κλήση.
«Τι γαμημένο μπουρδέλο είν’ εδώ πέρα, Φενίλδα;» ακούστηκε η φωνή.
«Ε!» του είπε εκείνη. «Έχω και τα παιδιά μου πίσω!»
«Σε εγκαταλειμμένη πόλη μάς φέρνεις; Εδώ θα κρυφτούμε;»
«Δε θα κρυφτούμε εδώ. Είπαμε ότι θα πάμε στη Β’ Κατωρίγια, δεν είπαμε;»
«Δε μ’αρέσει τούτο το μέρος...» μουρμούρισε ο Κάσπαρ, και διέκοψε την τηλεπικοινωνία.
Κι άλλοι πλουτοκράτες την κάλεσαν, μετά απ’αυτόν, για να τη ρωτήσουν πού βρίσκονταν. Η Φενίλδα τούς απαντούσε ότι απλά περνούσαν, δεν θα έμεναν. Αλλά να μην ξεστράτιζε κανείς, τους τόνισε. Αν κάποιος μπλεκόταν μες στις σήραγγες, δεν θα μπορούσαν να τον ξαναβρούν. Ούτε μπορούσαν να μείνουν πίσω για να ψάξουν.
*
Μισή ώρα είχε περάσει μέσα στις σήραγγες της αρχαίας υπόγειας πόλης, όταν, απρόσμενα, μια γιγάντια μουσούδα ξεπρόβαλε από έναν δρόμο αντίκρυ και αριστερά. Ένα πελώριο μηχάνημα όλο έμβολα και αλλόκοτες αρθρώσεις και καλώδια. Ενεργειακές σπίθες τινάζονταν από διάφορα σημεία του. Μεταλλικοί δίσκοι, σαν γρανάζια, περιστρέφονταν έχοντας στο κέντρο τους γυαλιστερούς λίθους που αναβόσβηναν.
Η Κορίνα σταμάτησε το όχημά της, και οι πλουτοκράτες σταμάτησαν πίσω της.
Το γιγάντιο μηχάνημα, παρά τα έμβολα και τις κινούμενες αρθρώσεις του, ήταν παράδοξα σιωπηλό. Ακουγόταν ελάχιστα. Σαν κάθε του σημείο να ήταν υπερβολικά καλολαδωμένο. Αφύσικα καλολαδωμένο, ίσως.
«Μα τον Κρόνο!» αναφώνησε ο Φρανκ. «Τι είν’ αυτό;» ενώ αισθανόταν να ζαλίζεται από τα αναβοσβήσματα των γυαλιστερών λίθων στο κέντρο των στροβιλιζόμενων δίσκων. Ήταν σαν κάτι να προσπαθούσε να διεισδύσει στο μυαλό του.
Η Φενίλδα, που αισθανόταν το ίδιο, κάλεσε αμέσως την Κορίνα πατώντας ένα κουμπί πάνω στον πομπό της που ήταν ακόμα πιασμένος στην κονσόλα του οχήματος. «Κορίνα! Τι–;»
Αλλά τότε είδε τη Θυγατέρα της Πόλης να βγαίνει από το μικρό της τετράκυκλο και να στέκεται αντίκρυ στο γιγάντιο μηχάνημα σαν να μην της προκαλούσε καμια ζάλη. Μια παράξενη φωνή βγήκε απ’το στόμα της – μιλούσε σε κάποια άγνωστη γλώσσα;
Πλάσματα ξεπήδησαν μέσα από το γιγάντιο μηχάνημα και μέσα από τις σκιές γύρω από τον δρόμο. Δεν ήταν μεγάλα: ήταν μικρότερα από το ένα τρίτο του μέτρου, στο ύψος. Είχαν τέσσερα πόδια, δύο χέρια, και ουρά. Κατά τα άλλα, η μορφή τους ήταν γενικά ανθρωποειδής. Αλλά το δέρμα τους έμοιαζε μεταλλικό, και τα μάτια τους φώτιζαν σαν φακοί. Ορισμένα αναβόσβηναν.
«Τέρατα!» φώναξε ο Ελεσνόρος. «Τέρατα, μαμά!»
«Ησυχία!» του είπε η Φενίλδα, δίχως να γυρίσει να τον κοιτάξει, νιώθοντας κοκαλωμένη στη θέση της, καταλαβαίνοντας ότι τα μάτια της ήταν γουρλωμένα.
Ο τρόπος που τα πλάσματα έβγαιναν μέσα από το γιγάντιο μηχάνημα έμοιαζε εξωπραγματικός, λες και ήταν προς στιγμή από μεταλλικά φύλλα που, ύστερα, αναμορφώνονταν.
Η Κορίνα τα κοίταζε ατάραχα, και συνέχισε να τους μιλά σ’εκείνη την άγνωστη γλώσσα, που ήταν γρήγορη, χαμηλή, συριστική.
Τα πλάσματα συγκεντρώθηκαν γύρω της, κουνώντας τις ουρές τους (που οι άκρες τους έμοιαζαν με επικίνδυνες αιχμές), αναβοσβήνοντας τα μάτια τους. Της μιλούσαν τώρα κι αυτά, στην ίδια γλώσσα· οι ήχοι ακούγονταν μπερδεμένοι πίσω από τον απαλό θόρυβο της γιγάντιας μηχανής.
«Μαμά,» είπε η Χριστίνα, «ζαλίζομαι. Το φως...»
«Κι εγώ, αγάπη μου,» της είπε η Φενίλδα. «Κλείσε τα μάτια σου. Κλείστε κι οι δύο τα μάτια σας.» Οι αστραφτεροί λίθοι πάνω στους περιστρεφόμενους δίσκους έκαναν ολοένα και πιο περίεργα πράγματα να παρουσιάζονται στα άκρα του πεδίου της όρασής της – φωτεινές ουρές, κυρτώσεις του χώρου, μαύρες κηλίδες. «Η Κορίνα θα μας περάσει από εδώ.» Το ελπίζω.
Κοίταξε πίσω, για να δει τα παιδιά της, κι αισθάνθηκε τη ζάλη δυνατότερη. Προς στιγμή, νόμιζε ότι θα έκανε εμετό. Είδε ότι η Χριστίνα είχε κλείσει τα μάτια της και βάλει τα χέρια της μπροστά τους. Αλλά ο Ελεσνόρος εξακολουθούσε να κοιτάζει.
«Κλείσε τα μάτια σου!»
«Θέλω να δω,» είπε ο γιος της, κι ύστερα γύρισε στο πλάι και ξέρασε.
Ο Φρανκ έκλεισε τα βλέφαρά του. «Κλείστε όλοι τα μάτια σας! Κλείστε τα!»
Η Φενίλδα σκέφτηκε: Έχει δίκιο. Νόμιζε ότι κι εκείνη θα ξερνούσε από τον παράξενο φωτισμό. Κάθισε κανονικά στη θέση της, κάνοντας το κεφάλι πίσω, και έκλεισε τα βλέφαρα. Αλλά ακόμα κι έτσι μπορούσε να δει ανταύγειες...
Μετά, οι ανταύγειες εξαφανίστηκαν, βυθίστηκαν στο σκοτάδι, κι ένας θόρυβος ακούστηκε. Μέταλλα που κινούνταν. Είχε φύγει το μηχάνημα;
Η Φενίλδα άνοιξε λίγο τα μάτια της και το είδε να αποσύρεται μες στα σκοτάδια. Τα πλάσματα με τις ουρές και το μεταλλικό δέρμα είχαν εξαφανιστεί.
Η Κορίνα ερχόταν προς το όχημα της Πολιτάρχη.
«Τι ήταν αυτά;» τη ρώτησε η Φενίλδα από το παράθυρο.
«Πολεοπλάστες. Τους έχεις ακούσει;»
«Όχι. Τι ήθελαν από εμάς;»
«Να παίξουν.»
«Να παίξουν;»
«Ναι,» είπε η Κορίνα. «Αλλά τους εξήγησα πως έχω σημαντική δουλειά μαζί σας. Ελάτε τώρα· ο δρόμος είναι ανοιχτός.» Βάδισε προς το δικό της όχημα, μπήκε, και έκλεισε την πόρτα. Οι τροχοί του ξεκίνησαν.
Ο Φρανκ το ακολούθησε, και οι υπόλοιποι πλουτοκράτες ακολούθησαν αυτόν. Ο πομπός της Φενίλδα χτυπούσε ξανά· είχαν ερωτήσεις να της κάνουν. Ερωτήσεις για τις οποίες δεν θα είχε απαντήσεις να δώσει.
«Ελπίζω,» της είπε ο Φρανκ, «να μη συνεχίσεις να μου κρύβεις ποια είναι η Κορίνα και πώς μπορεί να μιλά με τέτοια τέρατα.»
*
Η υπόγεια διαδρομή τους συνεχίστηκε για κανένα μισάωρο ακόμα, και τώρα καταλάβαιναν ότι πρέπει να περνούσαν κάτω από τον Ριγοπόταμο, γιατί οι σήραγγες της αρχαίας, ερειπωμένης πόλης ήταν υγρές και σ’ορισμένα σημεία, μάλιστα, νερά κυλούσαν σχηματίζοντας μικρά ρυάκια και λίμνες που τα οχήματά τους εύκολα μπορούσαν να περάσουν, πλατσουρίζοντας μέσα τους.
Η Κορίνα σταμάτησε, τελικά, το τετράκυκλό της μπροστά σ’ένα μεγάλο άνοιγμα κλειστό με ξύλινη πόρτα. Ή, μάλλον, ένα τετράγωνο κομμάτι ξύλο που παρίστανε την πόρτα. Στις άκριές του είχε αλυσίδες.
Η Κορίνα βγήκε από το όχημά της κρατώντας ένα όπλο με πλατιά κάννη. Ηχητικό, κατάλαβε αμέσως ο Φρανκ. Την είδε να το υψώνει στον ώμο της και να πατά τη σκανδάλη, στοχεύοντας τις αλυσίδες στη δεξιά μεριά της πόρτας. Τα μέταλλα δονήθηκαν έντονα. Έσπασαν. Η Κορίνα έριξε το όπλο μέσα στο όχημά της ξανά. Πλησίασε το μεγάλο ξύλο και το έσπρωξε. Τώρα μονάχα οι αλυσίδες στην αριστερή του μεριά το συγκρατούσαν, και άνοιξε σαν αυτοσχέδια πόρτα καθώς τριβόταν στο πάτωμα.
Η Κορίνα πλησίασε το όχημα της Φενίλδα και της είπε από το παράθυρο: «Φτάσαμε στη Β’ Κατωρίγια Συνοικία. Από δω και πέρα είναι οι υπόγειοι δρόμοι της.»
Οι ξεχασμένοι, στοιχειωμένοι δρόμοι οδηγούν τον στρατό της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας στον προορισμό του, και τα πάντα φαίνεται να πηγαίνουν σύμφωνα με το σχέδιο της Καρζένθα-Σολ και του Βάρνελ-Αλντ – εκτός από μια λεπτομέρεια: εκείνο που ζητάνε λείπει· έχει, απροσδόκητα, ύποπτα ίσως, εξαφανιστεί.
Οι διοικητές ξυπνούσαν τους μαχητές τους μέσα στα μεσάνυχτα, χωρίς καμια προηγούμενη προειδοποίηση.
Η Καρζένθα-Σολ στεκόταν στην καταπακτή του μεταβαλλόμενου οχήματος που τώρα είχε τη μορφή ερπυστριοφόρου. Κοίταζε γύρω της τον στρατό της να ετοιμάζεται – συμμορίες, μισθοφόροι, εξεγερμένοι πολίτες. Ο Βάρνελ-Αλντ και οι Φονικοί Τροχοί ήταν ήδη έτοιμοι. Ο ευγενής καθόταν στη σέλα του μινιπλάνου του, με μερικά άλλα μινιπλάνα κοντά του. Οι άνθρωποι επάνω τους δεν πρέπει να ήταν Φονικοί Τροχοί, σκέφτηκε η Καρζένθα· οι Φονικοί Τροχοί καβαλούσαν μόνο τα θωρακισμένα δίκυκλά τους. Πρέπει, επομένως, να ήταν άλλοι μισθοφόροι του Βάρνελ-Αλντ. Σωματοφύλακές του, πιθανώς.
Η Καρζένθα κάλεσε με τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της τους ανιχνευτές. Τους ρώτησε αν είχαν εντοπίσει καμια ύποπτη κίνηση από τον εχθρό. «Τίποτα, Στρατάρχη,» ήταν η αναφορά τους. «Όλα ήσυχα.»
Ωραία, σκέφτηκε η Καρζένθα.
Οι διοικητές της, ο ένας μετά τον άλλο, άρχισαν να της στέλνουν τηλεπικοινωνιακό σήμα ότι ήταν έτοιμοι, ή να της γνέφουν από απόσταση αναβοσβήνοντας φακούς.
Το στράτευμά της μπορούσε να κινηθεί.
*
Ο Βάρνελ-Αλντ τούς οδήγησε ξανά στους υπόγειους δρόμους του Σιγοβάτη και, από εκεί, στις σήραγγες της αρχαίας πόλης. Η Τζέσικα ήταν πάλι μαζί του, καθισμένη πίσω του, επάνω στο μινιπλάνο. Το ερπυστριοφόρο της Καρζένθα-Σολ ακολουθούσε τον ευγενή και τους Φονικούς Τροχούς, και μετά ερχόταν όλο το υπόλοιπο στράτευμα της Β’ Ανωρίγιας Συνοικίας και της Έκθυμης.
Οι πάντες ήταν τσιτωμένοι και μπορούσαν να αισθανθούν ολόγυρά τους παρουσίες αόρατες, σκιώδεις, άυλες, νοερές. Ο Γισκάρος, ο ιεράς του Κρόνου που ήταν μαζί με τους Μικρούς Γίγαντες, μουρμούριζε προσευχές στον Κύριό του και διέγραφε ιερά σύμβολα με τα δάχτυλά του. Ο Ζιλμόρος καλούσε τη δύναμη του Σκοτοδαίμονος να τον προφυλάξει απ’ό,τι κι αν φώλιαζε εδώ· αλλά δεν μιλούσε: όλες του οι επικλήσεις γίνονταν στο μυαλό του. Ορισμένοι μάγοι και μάγισσες του στρατεύματος έκαναν ανιχνευτικά ξόρκια και εντόπισαν πνευματικές οντότητες μέσα στα αρχέγονα ερείπια. Μια μάγισσα του τάγματος των Δεσμοφυλάκων αμόλησε το πνεύμα που κρατούσε φυλακισμένο στο δαχτυλίδι της, για να πλησιάσει αυτές τις οντότητες, και το αισθάνθηκε να επιστρέφει τρομοκρατημένο, μισότρελο.
Ένας αδικαιολόγητος φόβος τούς είχε καταλάβει όλους. Ένας φόβος που ακόμα και οι πιο ανίδεοι αντιλαμβάνονταν ότι αποκλείεται να ήταν φυσικός. Είχαν περάσει από τόσες κακουχίες, από τόσες μάχες, από τόσες δυσκολίες· σίγουρα δεν μπορεί να φοβόνταν να διασχίσουν ένα σκοτεινό, ερειπωμένο μέρος σαν μικρά παιδιά!
Ο Σίρκαλ Μονώνυχος, ο αρχηγός των Αρχαίων Κατωμεριτών, είπε στον Βικέντιο Συρμογνώστη: «Έχω δει πολλά εγκαταλειμμένα υπόγεια, μα κανένα όπως αυτό. Αυτό...» έγλειψε τα ξεραμένα χείλη του, «χώνεται μες στην ψυχή σου σαν λεπίδι.» Τα στενά γκρίζα μάτια του κοίταζαν ολόγυρα, γεμάτα παράνοια.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Βικέντιος. «Είναι τόπος του ίδιου του γαμημένου Σκοτοδαίμονος. Μόνο παλαβοί μαλάκες θα περνούσαν από δω.»
Ο Σίρκαλ μειδίασε στραβά. «Θες να πεις κάτι, ρε;»
«Ναι, θέλω, γαμώ τη μάνα του Κρόνου.»
Ο Βάρνελ-Αλντ, στην αρχή του στρατεύματος, οδηγούσε το μινιπλάνο του με σιγουριά. Δεν χανόταν στις στροφές και τις διακλαδώσεις των αρχαίων υπόγειων δρόμων, ούτε μπερδευόταν στο ελάχιστο. Γνώριζε καλά τη γεωγραφία τούτης της ξεχασμένης πόλης. Και τα στοιχειά της δεν έμοιαζε να τον τρομάζουν, αν και ήταν αδύνατο κανείς να διακρίνει την έκφρασή του μέσα από το κλειστό κράνος του που είχε ένα οριζόντιο άνοιγμα μόνο για τα μάτια.
Η Τζέσικα, καθισμένη πίσω του, γελούσε κάθε τόσο χωρίς φανερό λόγο, και τα γκρίζα μάτια της στραφτάλιζαν. Τα μακριά, σγουρά ξανθά μαλλιά της τινάζονταν από τον άνεμο που σήκωνε η κίνηση του μινιπλάνου. Ο Αστρομάτης φτεροκοπούσε από πάνω της, δίχως νάχει πρόβλημα να προλαβαίνει το μικρό αεροσκάφος που δεν πήγαινε και τόσο γρήγορα.
Η Τζέσικα είπε στον Βάρνελ-Αλντ: «Σε βλέπουν σαν άρχοντά τους! Σε συμπαθούν. Είναι στο αίμα σου.»
Εκείνος δεν αποκρίθηκε, αν και η Τζέσικα δεν αμφέβαλλε ότι είχε καταλάβει πως αναφερόταν στα στοιχειακά τούτων των υπογείων.
Μετά από λίγο, της είπε: «Αναγνωρίζουν τους Αλντ’κάρθοκ.»
Η Τζέσικα δεν ήταν και τόσο σίγουρη γι’αυτό. Δεν ήταν σίγουρη αν τα στοιχειακά σέβονταν τους Αλντ’κάρθοκ γενικά ή τον Βάρνελ-Αλντ συγκεκριμένα. Αυτός ο ευγενής είχε ενδιαφέρον!
*
Ο Βάρνελ-Αλντ έστριψε σε μια σήραγγα που γύρω της δεν υπήρχαν εγκαταλειμμένα οικοδομήματα αλλά σκαμμένες πέτρες. Πλησίασε ένα άκρο της όπου βρισκόταν μια ψηλή, πλατιά μεταλλική πόρτα. Ήταν αρκετά μεγάλη για να χωρέσει ακόμα και το μεταβαλλόμενο άρμα της Καρζένθα-Σολ.
Ο Βάρνελ πρόσταξε τους μισθοφόρους του να την ανοίξουν, και δύο απ’αυτούς κατέβηκαν από τα μινιπλάνα τους, έπιασαν τις χειρολαβές της, και την τράβηξαν. Η γιγάντια πόρτα άνοιξε συρόμενη στο πλάι, με το ένα τμήμα της να γλιστρά μέσα στο άλλο.
Ο Βάρνελ στράφηκε προς τα πίσω, προς το ερπυστριοφόρο της Καρζένθα-Σολ, και φώναξε: «Από εδώ είναι η Αστροβόλος!»
Το στράτευμα των επαναστατών της Β’ Ανωρίγιας βγήκε από τις αρχαίες σήραγγες και πέρασε στους υπόγειους δρόμους της Αστροβόλου, στην καρδιά της, σε μέρη που ήταν αφύλαχτα από τους μαχητές της Α’ Ανωρίγιας. Κανείς δεν τους αντιστάθηκε καθώς περνούσαν από τις σήραγγες, αν και πολλοί νυκτόβιοι τούς έβλεπαν ξαφνιασμένοι, σαστισμένοι, απορώντας ποιοι ήταν, προτού τους αναγνωρίσουν και κλειδαμπαρωθούν. Ο στρατός του Αλυσοδεμένου Ποιητή ήταν εδώ!
Ο στρατός του Αλυσοδεμένου Ποιητή ανέβηκε από τα υπόγεια της Αστροβόλου στους επίγειους δρόμους της, και τότε το μακελειό ξεκίνησε. Οι δυνάμεις ασφαλείας της περιοχής είχαν ήδη ειδοποιηθεί και επιτέθηκαν στους μαχητές της Καρζένθα-Σολ, μη μπορώντας όμως ούτε να τους κατατροπώσουν ούτε να τους ωθήσουν πίσω στις σήραγγες. Δεν ήταν προετοιμασμένοι για τέτοια ξαφνική εμφάνιση του εχθρού στο εσωτερικό της Αστροβόλου! Τα κανόνια και τα ρουκετοβόλα των επαναστατών διέλυαν τα οχήματά τους· οι Β’ Ανωρίγιοι, οι μισθοφόροι της Έκθυμης, και οι Φονικοί Τροχοί τούς πυροβολούσαν ανελέητα, σκορπίζοντάς τους μέσα στους νυχτερινούς δρόμους.
Η Καρζένθα-Σολ έδωσε, τηλεπικοινωνιακά, μέσα από το ερπυστριοφόρο της, το σήμα στα αεροσκάφη της, που βρίσκονταν στον Σιγοβάτη και στη Μακρόσκοτη, να έρθουν τώρα στην Αστροβόλο. Τώρα!
Ο Βάρνελ-Αλντ πλησίασε τον Ζιλμόρο και του είπε προς τα πού να πάει για να βρει την Πολιτάρχη Ραλτάνα-Ορν. Προς τα πού ήταν η βίλα της, θρονιασμένη πάνω σε δύο κοντινές πολυκατοικίες. «Φιλοξενεί και τη δική σας Πολιτάρχη εκεί, καθώς και κάποιους άλλους πλουτοκράτες. Θα τους πιάσετε όλους. Αλλά μην αργείτε, γιατί μπορεί να φύγουν!»
Ο Ζιλμόρος, καθισμένος μέσα σ’ένα ανοιχτό, σπαστό, οκτάτροχο όχημα με δύο πολυβόλα, αποκρίθηκε: «Δε θ’αργήσουμε. Αυτή ήταν η στιγμή που περιμέναμε.» Κι έδωσε διαταγές σε κάποιες συμμορίες του σκοτεινού στρατού του να τον ακολουθήσουν.
«Καλό κυνήγι...» είπε ο Βάρνελ-Αλντ κοιτάζοντας τους ν’απομακρύνονται μέσα από το στενό άνοιγμα του κράνους του.
«Γιατί δεν πας κι εσύ;» τον ρώτησε η Τζέσικα, ακόμα καθισμένη πίσω του.
«Μπορούν να κάνουν τη δουλειά και μόνοι τους, δεν μπορούν;»
*
Οι δυνάμεις της Α’ Ανωρίγιας που φυλούσαν τα σύνορα της Αστροβόλου στράφηκαν τώρα προς τα μέσα, ειδοποιημένες για ξαφνική εισβολή στους δρόμους της – μέσω των υπογείων πιθανώς. Από τα βόρεια και τα δυτικά άκρα της μεγάλης περιφέρειας, πολεμικά οχήματα και αεροσκάφη κατευθύνθηκαν στο εσωτερικό της, χτυπώντας όσους θεωρούσαν εχθρούς.
Το μεταβαλλόμενο όχημα της Καρζένθα-Σολ πήρε τη μορφή κινητού τετράποδου οχυρού, πυροβολώντας με τα πολυβόλα του, εκτοξεύοντας ρουκέτες, εξαπολύοντας τη μια ενεργειακή ριπή μετά την άλλη, σκορπίζοντας θάνατο και καταστροφή ανάμεσα στους Α’ Ανωρίγιους που έκαναν να το πλησιάσουν. Στους δρόμους γύρω του, οι μαχητές του στρατεύματος της Β’ Ανωρίγιας μάχονταν παντού με τους μαχητές της Ραλτάνα-Ορν.
Η Καρζένθα, παρατηρώντας τις συμπλοκές, σκέφτηκε: Δεν καταφέραμε να τους αιφνιδιάσουμε τελείως και να τους χτυπήσουμε από τα νώτα, αλλά είναι φανερά ανέτοιμοι για εμάς. Μπερδεμένοι. Δεν χρειαζόταν καν να προστάξει τις δυνάμεις της να πάρουν τον σχηματισμό που χρησιμοποιούσαν στις προηγούμενες μάχες. Ο εχθρός είχε χάσει τις οχυρωμένες θέσεις του· έτρεχε μες στους δρόμους από δω κι από κει. Η οργάνωσή του είχε διαλυθεί, και τώρα ήταν αργά για να διαμορφώσει ο Στρατάρχης Τάραλντεκ Νορβάνι καινούργια οργάνωση.
Στον ουρανό, τα αεροσκάφη της Β’ Ανωρίγιας μάχονταν με τα αεροσκάφη της Α’ Ανωρίγιας, επικίνδυνα κοντά στις ψηλές πολυκατοικίες, στους ουρανοξύστες, και στις γέφυρες. Φλόγες και συντρίμμια έπεφταν.
Οι συμμορίες του Ζιλμόρου είχαν φτάσει στις δίδυμες πολυκατοικίες επάνω στις οποίες βρισκόταν η βίλα της Ραλτάνα-Ορν. Είχαν εισβάλει, σκοτώνοντας τους λιγοστούς φύλακες στα κάτω πατώματα, αλλά δεν ήταν το ίδιο εύκολο να φτάσουν ώς στην κορυφή. Οι μισθοφόροι που φρουρούσαν τη βίλα της Πολιτάρχη μπλόκαραν τους ανελκυστήρες κι από τις δύο πολυκατοικίες, και δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να ανεβείς. Δεν υπήρχαν σκάλες.
Ο Ζιλμόρος, εξαγριωμένος, άρπαξε έναν Τεχνομαθή μάγο από το σβέρκο. «Κάνε κάτι!» πρόσταξε. «Κάνε τα γαμημένα μηχανήματα να λειτουργήσουν!»
Ύστερα όμως από έναν γρήγορο έλεγχο με τη μαγεία του ο μάγος αποκρίθηκε ότι αυτό ήταν αδύνατον: είχαν διακόψει τη ροή της ενέργειας. «Το μόνο που ίσως....» πρόσθεσε, κομπιάζοντας συλλογισμένα, αφήνοντας την πρότασή του ανολοκλήρωτη.
«Ίσως τι;» είπε ο Ζιλμόρος. «Τι;»
«Ίσως μπορούμε να συνδέσουμε τους ανελκυστήρες με δικές μας πηγές ενέργειας. Αλλά θα πρέπει να κάνουμε κάποιες τροποποιήσεις.»
«Να τις κάνεις. Τώρα!»
«Θα χρειαστώ βοήθεια και εργαλεία,» αποκρίθηκε ο μάγος, και του είπε τι ακριβώς θα χρειαζόταν.
Η Τζέσικα δεν ήταν μακριά. Βρισκόταν κι εκείνη μέσα στις δίδυμες πολυκατοικίες όπου οι συμμορίες αλώνιζαν σπάζοντας πόρτες και εισβάλλοντας σε διαμερίσματα για να λεηλατήσουν. Της άρεσε η κατάσταση. Την έβρισκε διασκεδαστική. Και δεν αισθανόταν να κινδυνεύει από αυτήν. Τα πολεοσημάδια την καθοδηγούσαν ώστε να αποφεύγει πιθανούς κινδύνους.
Πέραν τούτου, όμως, τα σημάδια της Πόλης τής μαρτυρούσαν και κάτι ακόμα: ότι ο Ζιλμόρος μάλλον δεν θα έβρισκε εδώ εκείνο που έψαχνε· ότι κάτι είχε αλλάξει και, μάλιστα, με τρόπο... παρεμβατικό.
Η Κορίνα; αναρωτήθηκε η Τζέσικα. Κάτι έκανε η Κορίνα; Κι αν ναι, τι; Τι έλειπε από εδώ; Η Ραλτάνα-Ορν; Ή οι πλουτοκράτες που φιλοξενούσε; Τους ειδοποίησες, Κορίνα, για την επίθεση; Τι παιχνίδι παίζεις πάλι;
Η Τζέσικα γέλασε. Αυτή η Αδελφή της ήταν τελείως τρελή!
Ο Αστρομάτης τίναξε τα φτερά του, γαντζωμένος στον ώμο της.
Από τα φρεάτια των ανελκυστήρων των δύο ψηλών πολυκατοικιών, αέρια άρχισαν ξαφνικά να βγαίνουν, πυκνά και ομιχλώδη. Οι συμμορίτες που τα είδαν πρώτοι φώναζαν για να ειδοποιήσουν τους άλλους: Αέρια! Προσέξτε – ΜΑΣ ΡΙΧΝΟΥΝ ΑΕΡΙΑ! Προσέξτε, ρε – δηλητήρια πέφτουν!
Η Τζέσικα απέφυγε μερικούς συμμορίτες που έτρεχαν να φύγουν σαν να τους κυνηγούσε ο ίδιος ο Σκοτοδαίμων και κοίταξε, πίσω από μια γωνία, τις ομίχλες που εξαπλώνονταν μέσα σ’ένα διάδρομο. Η οσμή τους της έλεγε πως ήταν αναισθητικό αέριο. Και δεν νόμιζε ότι χρειαζόταν ν’ανησυχεί γι’αυτό. Είχε εισπνεύσει αναισθητικά αέρια κι άλλες φορές στη ζωή της. Δεν την έπιαναν. Οι Θυγατέρες της Πόλης είχαν ανοσία σε τέτοιες ουσίες. Συνήθως, μάλιστα, η Τζέσικα τις έβρισκε ευχάριστες· της δημιουργούσαν μια πολύ ελαφριά, χαρούμενη αίσθηση. Ήταν σαν να μυρίζεις οινόπνευμα και να φτιάχνεσαι.
Αλλά ο καημένος ο Αστρομάτης σίγουρα θα έπεφτε σε ύπνο. Η Τζέσικα τον πήρε στα χέρια της και βάδισε μέσα στους καπνούς ενώ το πουλί έκλεινε τα μάτια του και κοιμόταν. Του χάιδεψε τα πούπουλα, ασυναίσθητα.
Κραυγές, φωνές, ουρλιαχτά αντηχούσαν από τους διαδρόμους και τις σκάλες της πολυκατοικίας. Συμμορίτες έτρεχαν, κάτοικοι έτρεχαν· άνθρωποι λιποθυμούσαν από δω κι από κει, σύντομες συμπλοκές διεξάγονταν, κλοτσιές, γροθιές, ροπαλιές, μερικοί πυροβολισμοί.
Σ’έναν διάδρομο μακριά από εκεί όπου βρισκόταν η Τζέσικα, ο Ζιλμόρος φόρεσε μια μάσκα αερίων όπως κι άλλοι συμμορίτες που βρίσκονταν γύρω του. «Οι καριόληδες!» μούγκρισε. «Δε θα μας γλιτώσουν έτσι εύκολα!»
Στην κορυφή των δίδυμων πολυκατοικιών, στη βίλα της Ραλτάνα-Ορν, ένα ελικόπτερο προσγειώθηκε στο ελικοδρόμιο. Η Πολιτάρχης της Α’ Ανωρίγιας και όλοι οι άλλοι που βρίσκονταν στην οικία της επιβιβάστηκαν στο αεροσκάφος. Οι δύο έλικές του δεν είχαν πάψει καθόλου να περιστρέφονται, και τώρα υψώθηκε πάλι αμέσως στον αέρα, με σκοπό να πάει τους επιβάτες του σε ασφαλές μέρος.
Αλλά δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί πολύ από τη βίλα.
Δώδεκα μινιπλάνα, παίρνοντας απότομα ύψος από μια γέφυρα, το περικύκλωσαν. Οι αναβάτες τους άρχισαν να το πυροβολούν με τουφέκια, ενώ η μοναδική ρουκέτα που κουβαλούσε το καθένα από κάτω του εκτοξεύτηκε καταπάνω στο ελικόπτερο. Ορισμένες αστόχησαν, ορισμένες το πέτυχαν. Τραντάχτηκε ολόκληρο, φωτιές και καπνοί το τύλιξαν, ο ένας του έλικας είχε διαλυθεί. Έπεφτε τώρα, στροβιλιζόμενο.
Ο Βάρνελ-Αλντ το κοίταζε μέσα από το στενόμακρο άνοιγμα του κράνους του, καθισμένος πάνω στο ένα από τα μινιπλάνα.
Το ελικόπτερο προσέκρουσε σε μια γέφυρα και εξερράγη. Η γέφυρα κατέρρευσε, βρέχοντας πέτρες και μέταλλα προς τους δρόμους από κάτω της.
Όταν ο Ζιλμόρος και οι συμμορίτες του κατάφεραν ν’ανεβούν στη βίλα επάνω στις δίδυμες πολυκατοικίες, τη βρήκαν εγκαταλειμμένη. Αλλά υπήρχαν ακόμα εδώ πολλά πράγματα για λεηλασία.
«Πού είναι η Ραλτάνα-Ορν;» φώναξε ο αρχηγός των Σκοταδιστών, κλοτσώντας ένα τραπεζάκι και ανατρέποντάς το μαζί με τα ποτήρια και το τασάκι επάνω. «Πού είναι η Φενίλδα Καρντέρω και τα γαμημένα τσιράκια της!»
«Έφυγαν από ώρα,» άκουσε μια φωνή πίσω του. Στράφηκε και είδε τη Τζέσικα, με το πουλί της κοιμισμένο στα χέρια της.
«Πώς το ξέρεις;»
«Είναι... αρκετά πιθανό,» αποκρίθηκε εκείνη βαδίζοντας ανάμεσα στα συντρίμμια της βίλας. Το πέρασμά σου, Κορίνα, σκέφτηκε, είναι ευδιάκριτο. Τους πήρες και τους έκρυψες. Γιατί δεν μου το είχες πει; Τίποτα δεν μου λες!
«Τι εννοείς, ‘είναι αρκετά πιθανό’;»
«Μπορεί να φοβήθηκαν όταν άκουσαν τη φασαρία στους δρόμους–»
«Μα ήρθαμε αμέσως!»
«Δε θάχουν κατασκόπους, νομίζεις, Ζιλμόρε;» είπε η Τζέσικα. Και, διακρίνοντας μια κίνηση από δίπλα, γύρισε κι αντίκρισε τον Βάρνελ-Αλντ να πλησιάζει έχοντας βγάλει το κράνος του, κρατώντας το παραμάσκαλα.
«Τι θες εσύ εδώ;» απόρησε ο Ζιλμόρος. «Πώς ήρθες;»
«Από το ελικοδρόμιο. Τα μινιπλάνα δυσκολεύονται να πετάξουν ψηλά για πολλή ώρα, αλλά μπορούν να τα καταφέρουν για λίγο.»
«Η Ραλτάνα-Ορν και η Φενίλδα Καρντέρω έφυγαν!» του είπε ο Ζιλμόρος, ατενίζοντάς τον σαν εκείνος να έφταιγε.
«Δεν πήγαν μακριά,» αποκρίθηκε ο Βάρνελ-Αλντ. «Προσπάθησαν να απομακρυνθούν με ελικόπτερο, αλλά το καταρρίψαμε.»
Δεν είναι νεκρές, σκέφτηκε η Τζέσικα παρατηρώντας τα πολεοσημάδια. Όχι και οι δύο, τουλάχιστον.
«Σκοτώθηκαν; Είσαι σίγουρος;» ρώτησε ο Ζιλμόρος.
«Έχω στείλει ανθρώπους να ελέγξουν τα συντρίμμια. Αν και θα είναι δύσκολο ύστερα από τέτοια έκρηξη και πτώση από τη γέφυρα.»
*
Οι δυνάμεις της Α’ Ανωρίγιας έχαναν τη μάχη. Δεν μπορούσαν να κρατηθούν στην Αστροβόλο. Ο στρατός της Καρζένθα-Σολ τούς καταδίωκε παντού, τους ανάγκαζε ή να υποχωρήσουν ή να πεθάνουν. Οι δρόμοι και τα οικοδομήματα μέσα στη μεγάλη περιφέρεια είχαν γίνει επικίνδυνα· οι πολίτες προσπαθούσαν να κρυφτούν όσο καλύτερα μπορούσαν, τρομοκρατημένοι, προσευχόμενοι στον Κρόνο η θύελλα να περάσει αφήνοντάς τους ζωντανούς. Αν και, πριν από καμια μέρα, πολλοί φοβόνταν για το τι θα γινόταν στο σύντομο μέλλον, κανείς δεν περίμενε τέτοια πανωλεθρία απόψε. Θεωρούσαν ότι ήταν καλά προστατευμένοι εδώ, στην καρδιά της Α’ Ανωρίγιας Συνοικίας παρότι οι εχθροί είχαν φτάσει ώς τον Σιγοβάτη, στα βόρειά τους.
Ο Στρατάρχης Τάραλντεκ Νορβάνι συγκέντρωσε τα στρατεύματά του στο Μεγάλο Λιμάνι καθώς η αυγή πλησίαζε. Δεν ήταν ανόητος, καταλάβαινε ότι δεν πρόκειται να έδιωχνε τους μαχητές του Αλυσοδεμένου Ποιητή από την Αστροβόλο. Σχεδίαζε αντεπίθεση, όμως. Ο στρατός της Α’ Ανωρίγιας δεν είχε ηττηθεί ακόμα!
Αλλά κάτι ανησυχούσε πολύ τον Στρατάρχη:
Δεν μπορούσε πλέον να επικοινωνήσει με τη Ραλτάνα-Ορν.
Στην αρχή, είχε μιλήσει τηλεπικοινωνιακά μαζί της και είχε στείλει ένα ελικόπτερο για να την πάρει από τη βίλα της. Μετά, όμως, είχε χάσει κάθε επαφή. Το τηλεπικοινωνιακό σήμα του δεν έβρισκε ανταπόκριση όταν καλούσε τον πομπό της. Το ίδιο και όταν καλούσε τον πιλότο του ελικοπτέρου που είχε στείλει.
Ο Στρατάρχης της Α’ Ανωρίγιας Συνοικίας φοβόταν για το χειρότερο. Φοβόταν ότι η Πολιτάρχης ήταν ή νεκρή ή αιχμάλωτη.
Αλλά, ακόμα κι έτσι, δεν ήταν πρόθυμος να τα παρατήσει από τώρα. Με τους μαχητές του συναθροισμένους στο Μεγάλο Λιμάνι, ίσως κατάφερνε να αποτινάξει τους κατακτητές και να επαναφέρει τον Οίκο των Ορν’βενκόθ στην εξουσία. Ήδη είχε αρχίσει να επικοινωνεί με συγγενείς της Ραλτάνα-Ορν που τους ενδιέφερε η πολιτική.
*
Οι άνθρωποι του Βάρνελ-Αλντ ερεύνησαν τα συντρίμμια του ελικοπτέρου και, παρά την τρομερή καταστροφή, κατόρθωσαν να αναγνωρίσουν αρκετούς από τους νεκρούς. Ανάμεσά τους και τη Ραλτάνα-Ορν. Το πρόσωπό της ήταν μισοδιαλυμένο, αλλά ήταν σίγουρα αυτή.
Τη Φενίλδα Καρντέρω και τους άλλους πλουτοκράτες που φιλοξενούνταν στη βίλα της Πολιτάρχη της Α’ Ανωρίγιας δεν τους βρήκαν μέσα στο κατεστραμμένο αεροσκάφος. Ούτε γενικά βρήκαν κανέναν από τους πλουτοκράτες πουθενά στην Αστροβόλο. Όλοι οι εξόριστοι της Β’ Ανωρίγιας είχαν εξαφανιστεί σαν στοιχειά της Ατέρμονης Πολιτείας.
«Λες και γνώριζαν για την επίθεσή μας εκ των προτέρων,» είπε η Καρζένθα-Σολ, καθώς εκείνη, ο Βάρνελ-Αλντ, ο Ζιλμόρος, η Τζέσικα, ο Σκυφτός Στίβεν, και μερικοί άλλοι διοικητές και αρχισυμμορίτες άκουγαν τα νέα που τους έφερναν τηλεπικοινωνιακά οι ανιχνευτές και οι μαχητές τους. Ήταν συγκεντρωμένοι έξω από το μεταβαλλόμενο όχημα της Καρζένθα, το οποίο τώρα είχε τη μορφή θωρακισμένου εξάτροχου με δύο πολυβόλα και ενεργειακό κανόνι.
«Δεν είναι δυνατόν,» είπε ο Βάρνελ-Αλντ. «Ούτε οι ίδιοι οι μαχητές μας δεν γνώριζαν για την επίθεση μέχρι που τους ξυπνήσαμε μες στα μεσάνυχτα!»
«Γνώριζαν όμως οι Φονικοί Τροχοί,» τόνισε ο Ζιλμόρος.
Ο Κίρκος Λιγνοπόδης, ο αρχηγός των εν λόγω μισθοφόρων, τον ατένισε δολοφονικά. «Τι θες να υπονοήσεις, συμμορίτη; Ότι εμείς προδώσαμε τον κύριο, Βάρνελ-Αλντ;»
«Μια απλή παρατήρηση ήταν, μόνο,» αποκρίθηκε ο Ζιλμόρος, επιστρέφοντάς του το δολοφονικό κοίταγμα.
Ο Βάρνελ είπε: «Πιο πιθανό το θεωρώ κάποιος συμμορίτης να μας πρόδωσε παρά οι μαχητές του κύριου Λιγνοπόδη.»
«Καλό κι αυτό!» γρύλισε ο Ζιλμόρος. «Και τι μπορεί νάχαμε να κερδίσουμε;»
«Δεν είπα ότι συνέβη. Είπα ότι είναι, θεωρητικά, πιθανότερο.»
«Όλο θεωρίες είσαι...»
«Οι ‘θεωρίες’ μου σας έδωσαν τη νίκη απόψε,» του θύμισε ο Βάρνελ-Αλντ.
Η Καρζένθα λοξοκοίταξε τη Τζέσικα, η οποία χάιδευε τον Αστρομάτη στα χέρια της ενώ το πτηνό ανοιγόκλεινε τα μάτια του σαν να ήταν κουρασμένο. Θα μπορούσε αυτή να μας πρόδωσε; Όχι... Η Κορίνα δεν θα την είχε αφήσει μαζί μας αν τη θεωρούσε επικίνδυνη. Η Καρζένθα προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της γι’αυτό. Αποκλείεται η Τζέσικα να ήταν εναντίον τους. Απλά μοιάζει περίεργη. Μοιάζει τρελή. Μοιάζει.
«Τέλος πάντων,» είπε στους άλλους. «Δεν έχει σημασία τώρα–»
«Φυσικά και έχει σημασία, Καρζένθα,» τη διέκοψε ο Σκυφτός Στίβεν. «Όσο οι πλουτοκράτες της Β’ Ανωρίγιας είναι ζωντανοί, θα δολοπλοκούν εναντίον μας. Και τώρα δεν έχουμε ιδέα πού μπορεί να βρίσκονται!»
«Θα τους εντοπίσουμε ξανά.»
«Πώς;»
«Αν αρχίσουν να δολοπλοκούν εναντίον μας, όπως λες, δεν θα μείνουν κρυμμένοι για πολύ. Κάτι θα διαρρεύσει για τη θέση τους.»
Ο Βάρνελ-Αλντ είπε: «Το πιθανότερο είναι να ζήτησαν καταφύγιο από τη Β’ Κατωρίγια Συνοικία. Βρίσκεται στις νότιες όχθες του Ριγοπόταμου. Είναι το κοντινότερο μέρος.»
«Εκτός αν πήγαν στη Μεγαλοδιάβατη,» είπε ο Στίβεν. «Ή στις Ήμερες Συνοικίες.»
Ο Βάρνελ ρουθούνισε. «Πώς φαίνεται ότι δεν έχεις ιδέα απ’αυτά τα μέρη, συμμορίτη...»
Ο Στίβεν τον αγριοκοίταξε.
Ο Βάρνελ εξήγησε, ατάραχα: «Οι Ήμερες Συνοικίες είναι γεμάτες κακούργους, πειρατές, και τυχοδιώκτες. Είναι χωρισμένες σε χίλιες-δύο γειτονιές που η καθεμία διοικείται από ένα αρχισυμμορίτη σαν εσένα. Κάποιοι όπως οι εξόριστοι πλουτοκράτες της Β’ Ανωρίγιας ποτέ δεν θα πήγαιναν εκεί, γιατί αμέσως θα τους λήστευαν. Θα τους κρατούσαν αιχμαλώτους ζητώντας τους να παραδώσουν όλους τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς.
»Και ούτε η Μεγαλοδιάβατη θα ήταν φιλόξενη γι’αυτούς. Είναι τελείως αναρχική περιοχή. Οι ντόπιοι – αν υποθέσει κανείς ότι νοούνται ντόπιοι – μισούν τους πολιτικούς και ιδιαίτερα τους Πολιτάρχες. Δεν υπάρχει κεντρική διοίκηση στη Μεγαλοδιάβατη. Τα οικοδομήματά της – φτιαγμένα πριν από πολλά χρόνια – είναι ανοιχτά σε όποιον θέλει να πάει να κατοικήσει μέσα τους. ‘Κάθε μέρος και πανδοχείο,’ λένε όσοι συχνάζουν στη Μεγαλοδιάβατη.
»Γενικά, οι άνθρωποι είναι πιο... ήμεροι απ’αυτούς που κατοικούν στις Ήμερες Συνοικίες, όμως όχι και πολύ πιο ήμεροι. Η περιοχή συγκεντρώνει και κακούργους εκτός από ελεύθερα πνεύματα, μισθοφόρους, τυχοδιώκτες, πλανόδιους, και καλλιτέχνες. Αλλά σίγουρα δεν συγκεντρώνει εξόριστους Πολιτάρχες και πλουτοκράτες.» Κι έριξε μια ματιά στον Κίρκο Λιγνοπόδη, που οι Φονικοί Τροχοί του είχαν έρθει από εκεί.
Ο Κίρκος ένευσε. «Ναι,» είπε, «δεν είναι μέρος για τέτοιους.»
Η Καρζένθα κοίταξε τον ήλιο που ανάτελλε πίσω απ’τα ψηλά οικοδομήματα της Αστροβόλου, κάνοντας μέταλλα και τζάμια να γυαλίζουν, διαπερνώντας τους καπνούς που ακόμα στροβιλίζονταν πάνω από τους δρόμους, φανερώνοντας όλες τις ζημιές και τις καταστροφές, ξεσκεπάζοντας τη βία της νύχτας, βγάζοντάς την σε κοινή θέα.
Ώρα να επικοινωνήσουμε με τον Κάδμο, σκέφτηκε η Καρζένθα.
Εγκαταλείποντας την πατρίδα της, η Φοριντέλα-Ράο το βρίσκει δύσκολο να μάθει τι συμβαίνει εκεί από τα μέρη όπου τώρα ταξιδεύει μαζί με την Άνμα· αλλά δεν αργεί να πέσει στην κατοχή τους ένας μικρός θησαυρός από άλλη διάσταση, ο οποίος τις οδηγεί σε μια Θυγατέρα που νομίζει πως η συνάντησή τους είναι πολεοτύχη.
(Πριν από αρκετές ημέρες.)
Η Άνμα σταμάτησε σ’έναν σταθμό ενέργειας στο πλάι της Βόρειας Λεωφόρου. «Περίμενε,» είπε στη Φοριντέλα-Ράο και βγήκε απ’το τετράκυκλο όχημά της. Μίλησε με έναν από τους υπαλλήλους του σταθμού, έδωσε μερικά χαρτονομίσματα, και επέστρεψε στο όχημα μαζί με δύο ενεργειακές φιάλες.
Κάθισε ξανά στο τιμόνι. Ο δείκτης ενέργειας στην κονσόλα έδειχνε 23%. Δε χρειαζόταν ν’αλλάξει φιάλη από τώρα, αλλά σύντομα. Πάτησε το πετάλι κι έφυγε από τον σταθμό ενέργειας.
«Πάμε κάπου να ξεκουραστούμε,» είπε στη Φοριντέλα, που καθόταν στο πίσω κάθισμα ντυμένη με ρούχα που η Άνμα τής είχε δώσει από τον αποθηκευτικό χώρο του οχήματος. Της έκαναν – κι οι δυο τους λεπτές ήταν, άλλωστε – αλλά όχι τέλεια. «Και εσύ και εγώ έχουμε ανάγκη από ξεκούραση.»
Πριν από μιάμιση ώρα ήταν που η Θυγατέρα της Πόλης είχε σώσει τη φίλη της από τα σαγόνια των υπηρετών του Σκοτοδαίμονος στην Έκθυμη.
*
Ύστερα από καμια ώρα οδήγησης ακόμα, μες στη νύχτα, η Άνμα πλησίασε ένα πανδοχείο στη βόρεια άκρη της γιγάντιας Βόρειας Λεωφόρου. Τα γράμματα στην πινακίδα του αναβόσβηναν κάθε μισό λεπτό: ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΠΕΡΑΣΤΙΚΩΝ. Η Άνμα οδήγησε το όχημά της στη ράμπα πλάι στο πανδοχείο και ανέβηκε σπειροειδώς στο γκαράζ στην οροφή του. Εκεί πλήρωσε τον φύλακα και άφησε το τετράκυκλο, βγαίνοντας μαζί με τη Φοριντέλα, που φορούσε ένα ζευγάρι παλιά παπούτσια της Άνμα τα οποία της ήταν στενά και την ενοχλούσαν φανερά στο βάδισμα. Το πρόσωπό της το είχε πλύνει εντατικά μέσα στο όχημα για να βγάλει τη μαύρη μπογιά με την οποία το είχαν βάψει οι λάτρεις του Σκοτοδαίμονος, αλλά ακόμα η βαφή δεν είχε φύγει τελείως. Ακόμα το χρυσό δέρμα της έμοιαζε μαυριδερό, σαν να ήταν μουντζουρωμένο. Σαν η αριστοκράτισσα να δούλευε επί ώρες σε μηχανοστάσιο. «Σαν εργάτρια είμαι, γαμώτο!» είχε διαμαρτυρηθεί στην Άνμα, πιο πριν, προτού φτάσουν στο πανδοχείο, καθώς κοίταζε τον εαυτό της σ’έναν καθρέφτη. Η Άνμα είχε γελάσει. «Ζωντανή, όμως,» της είχε αποκριθεί.
Τώρα, οι δυο τους κατέβηκαν σε μια από τις τραπεζαρίες του πανδοχείου, το οποίο είχε δύο – μία στον πρώτο όροφο και μία στον δεύτερο. Το ισόγειο ήταν μόνο για το προσωπικό. Και ο τρίτος, ο τέταρτος, και ο πέμπτος όροφος ήταν καταλύματα. Από το γκαράζ κατέβαινες μέσω σκάλας ή ανελκυστήρα. Η Άνμα και η Φοριντέλα-Ράο πήραν τον ανελκυστήρα.
«Λιγάκι ανάποδα δεν είναι όλα εδώ;» ρώτησε η αριστοκράτισσα τη Θυγατέρα της Πόλης, όταν κάθισαν σ’ένα από τα τραπέζια. «Γιατί να μην είναι το γκαράζ κάτω;»
«Πιο δύσκολο να κλέψεις όχημα όταν είναι επάνω,» αποκρίθηκε η Άνμα. «Περιφέρονται συμμορίες κλεφτών στη Βόρεια Λεωφόρο.»
Ένας σερβιτόρος ήρθε ρωτώντας τι θα έπαιρναν οι κυρίες. Η Άνμα παράγγειλε τηγανητές πατάτες και ψητό ψάρι γεμισμένο με κρεμμύδι, μαϊντανό, ψωμί, και ελιές. Η Φοριντέλα είπε: «Δεν έχω όρεξη.»
«Πάρε κάτι,» επέμεινε η Άνμα.
«Τι σαλάτες έχετε;» ρώτησε η αριστοκράτισσα τον σερβιτόρο· κι όταν της απάντησε, η Φοριντέλα ζήτησε να της φέρει μια σαλάτα με μαρούλι, ντοματάκια, κρεμμύδι, άνηθο, ψητά κομμάτια κοτόπουλου, και καλαμπόκι. Επίσης, παράγγειλε ένα μπουκάλι Σεργήλιο οίνο.
Ο σερβιτόρος έφυγε, και σύντομα επέστρεψε με τις παραγγελίες τους. «Καλή όρεξη,» είπε προτού απομακρυνθεί ξανά.
Η Άνμα χίμησε στις τηγανητές πατάτες της, καρφώνοντάς τες με το πιρούνι.
Η Φοριντέλα-Ράο σκάλιζε τη σαλάτα της σκεπτική. «Πρέπει να επιστρέψω,» είπε τελικά.
Η Άνμα, που τώρα έτρωγε τις πρώτες μπουκιές από το ψάρι της, την κοίταξε επικριτικά. «Δε μπορείς να επιστρέψεις τώρα. Είναι επικίνδυνο, και το ξέρεις.»
«Τα καθάρματα!...» είπε η Φοριντέλα, σφίγγοντας τη λαβή του πιρουνιού στη γροθιά της. «Κατέστρεψαν τα πάντα!»
Η Άνμα δεν μίλησε. Την περίμενε να συνεχίσει. Να βγάλει ό,τι είχε μέσα της.
Η Φοριντέλα κάρφωσε ένα κομμάτι κοτόπουλο. «Θα το μετανιώσουν αυτό!»
«Μην κάνεις τίποτα το βιαστικό. Δε σ’έσωσα από τα χέρια τους για να πας πάλι να πέσεις εκεί,» της είπε η Άνμα σκουπίζοντας τα χείλη της και γεμίζοντας ένα ποτήρι με Σεργήλιο οίνο. Ήπιε μια γουλιά και γέμισε, ύστερα, και το ποτήρι της Φοριντέλα. «Πιες. Θα σου κάνει καλό.»
Η αριστοκράτισσα αναστέναξε. «Άνμα... Γαμώτο! Άνθρωποι που ξέρω ίσως να πεθαίνουν καθώς μιλάμε.»
«Ίσως κι εσύ να ήσουν νεκρή,» της θύμισε η Θυγατέρα. «Αλλά δεν είσαι. Η Πόλη δεν έχει τελειώσει μαζί σου ακόμα.»
Η Φοριντέλα γέλασε κοφτά. «Εγώ δεν είμαι σαν εσένα, Άνμα.»
«Δεν έχει σημασία. Η Πόλη έχει σχέδια για όλους μας.»
Η Φοριντέλα αναστέναξε πάλι, ακραγγίζοντας το ποτήρι της σαν να σκεφτόταν να το χαϊδέψει. «Ελπίζω να είναι μες στα σχέδιά της να επιστρέψω στην Έκθυμη ενώ έχουμε διώξει από κει αυτά τα καθάρματα!»
«Δε νομίζω ότι θα διωχτούν γρήγορα, Φοριντέλα,» της είπε η Άνμα νηφάλια. «Λυπάμαι, αλλά φαίνεται πως νικούσαν όταν φύγαμε. Σ’το είπα ήδη, δεν σ’το είπα;»
«Έχεις ένα τσιγάρο;»
Η Άνμα τής έδωσε το πακέτο της και τον αναπτήρα. Η Φοριντέλα-Ράο άναψε ένα. Τράβηξε αρκετό καπνό, τον φύσηξε απ’τα ρουθούνια. «Πρέπει να μάθω, πάντως,» είπε. «Να μάθω τι έγινε.»
«Θα μάθεις. Τα νέα κυκλοφορούν στην Ατέρμονη Πολιτεία.»
«Προς τα πού σκοπεύεις να πάμε, Άνμα;»
«Για την ώρα, θα ξεκουραστούμε εδώ, και το πρωί βλέπουμε.»
Η Φοριντέλα-Ράο άρχισε να τσιμπά τη σαλάτα της.
*
Ένας εφιάλτης γυρόφερνε στα σύνορα των ονείρων της, όταν μια κραυγή – ένα ουρλιαχτό – την ξύπνησε.
Η Άνμα τινάχτηκε πάνω στο κρεβάτι, ανασηκώθηκε, τραβώντας το πιστόλι της – το Ροσκράντω-4.2 – κάτω απ’το μαξιλάρι.
Αντίκρυ της η Φοριντέλα-Ράο ήταν σηκωμένη επίσης, έχοντας πάρει καθιστή θέση. Μέσα από το μισάνοιχτο πουκάμισό της, το χρυσόδερμο σώμα της έτρεμε στο χαμηλωμένο φως της λάμπας. Τα μάτια της γυάλιζαν, δακρυσμένα. Με το ένα χέρι παραμέρισε τα μακριά, μαύρα μαλλιά της.
Αυτή ήταν που είχε ουρλιάξει.
«Είσαι καλά;» τη ρώτησε η Άνμα.
«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνη, σκουπίζοντας τη μύτη της με την πίσω μεριά του μανικιού της. Και διπλώθηκε, κλαίγοντας.
Η Άνμα σηκώθηκε απ’το κρεβάτι της, πήγε στο κρεβάτι της Φοριντέλα. Της αγκάλιασε τους ώμους.
«Τι ήταν;» της ψιθύρισε. «Οι κουκουλοφόροι του Σκοτοδαίμονος;»
Η Φοριντέλα είπε κάτι που έμοιαζε με Ναι.
«Δεν είναι πια εδώ,» τη διαβεβαίωσε η Άνμα τρίβοντάς της τους βραχίονες. «Είσαι μαζί μου τώρα.»
Η Φοριντέλα γύρισε να την κοιτάξει, προσπαθώντας να χαμογελάσει, σκουπίζοντας τα δάκρυα με τα δάχτυλά της. «Θα με νομίζεις για μωρό, ε, Άνμα;»
Η Άνμα μειδίασε. «Μη λες ανοησίες. Μετά από ό,τι έζησες, ποια δεν θα έβλεπε εφιάλτες;»
«Εσύ;»
«Βλέπω πολλούς εφιάλτες, Φοριντέλα,» τη διαβεβαίωσε η Άνμα με σοβαρή έκφραση. «Πολλούς. Σου έχω πει ότι κάποτε ήμουν αιχμάλωτη των Ανθρωποκλεφτών;»
Η Φοριντέλα συνοφρυώθηκε. «Όχι. Αλλά νομίζω ότι έχω ακούσει γι’αυτούς... Δεν είναι μύθος;»
«Δεν είναι μύθος. Αρπάζουν ανθρώπους και τους πουλάνε, με διάφορους τρόπους, σε διάφορα μέρη, μέσα και έξω από τη Ρελκάμνια. Όταν με είχαν στα χέρια τους ήταν που αναγεννήθηκα ως Θυγατέρα. Ακόμα βλέπω εφιάλτες από εκείνη την περίοδο της ζωής μου.»
*
Με το ξημέρωμα, πήραν το όχημα από το γκαράζ στην οροφή του πανδοχείου και μπήκαν στους δρόμους από πίσω του, για να αγοράσουν ρούχα για τη Φοριντέλα. Όταν η Άνμα την είχε σώσει από τα χέρια των τρελών του Σκοτοδαίμονος ήταν γυμνή, και είχαν βάψει το πρόσωπό της μαύρο, για κάποιο ιεροτελεστικό λόγο μάλλον. Η αριστοκράτισσα το έτριβε ξανά, σήμερα το πρωί, όταν ξύπνησαν – το έτριβε με σαπούνι και νερό – αλλά ακόμα το χρυσό δέρμα της έμοιαζε κάπως μουντζουρωμένο. «Εξακολουθώ να μοιάζω με εργάτρια που ήρθε από εργοστάσιο!» είπε στην Άνμα, δυσαρεστημένα, προτού φύγουν απ’το δωμάτιό τους.
Τώρα, καθισμένη δίπλα της στο τετράκυκλο όχημα, τη ρώτησε: «Ποια συνοικία είναι αυτή;»
«Η Σύγχορδη. Δεν έχεις ξανάρθει, ε;»
«Όχι,» παραδέχτηκε η Φοριντέλα.
Βρήκαν ένα ενδυματοπωλείο χωρίς δυσκολία, και η αριστοκράτισσα αγόρασε ρούχα και υποδήματα που της έκαναν. Δεν είχε λεφτά μαζί της, φυσικά· η Άνμα πλήρωσε, κι εκείνη τής είπε, καθώς έβγαιναν απ’το μαγαζί: «Μόλις καταφέρω να έχω πρόσβαση σε κάποιο τραπεζικό λογαριασμό μου θα σε ξεπληρώσω.»
«Τι είναι πιο σημαντικό, τα ρούχα ή η ζωή σου;»
«Ζητάς λεφτά και για τη διάσωσή μου;»
«Δε ζητάω λεφτά για τίποτα απ’τα δύο· αυτό σού λέω.»
Μπήκαν στο όχημά τους. «Έχεις κάνει πολλά για μένα, Άνμα. Μου έφερες το Απολλώνιο ξίφος· μου έσωσες τη ζωή· τώρα μου αγόρασες ρούχα. Για το σπαθί, τουλάχιστον, πρέπει να σε πληρώσω όπως είχαμε συμφωνήσει εξαρχής.»
Η Άνμα κατένευσε. «Για το σπαθί δέχομαι τα δεκάδιά σου, Φοριντέλα,» είπε, ενεργοποιώντας τη μηχανή και πατώντας το πετάλι.
Οδήγησε προς τα νότια, πιάνοντας τη Βόρεια Λεωφόρο ξανά και ακολουθώντας την δυτικά.
«Απομακρυνόμαστε από την Έκθυμη, δεν απομακρυνόμαστε;» είπε η Φοριντέλα-Ράο.
«Ναι. Αλλά, στη Ρελκάμνια, όλα δρόμος είναι, Φοριντέλα. Θα επιστρέψεις αργά ή γρήγορα.» Και δε νόμιζε πως ήταν τυχαίο που το έλεγε αυτό. Αισθανόταν σαν η Πόλη να μιλούσε από μέσα της. Κάτι την είχε κάνει να το πει, αυθόρμητα.
«Θέλω, πάντως, να μάθω τι γίνεται εκεί.»
«Θα μάθεις.»
*
Το μεσημέρι σταμάτησαν σ’ένα άλλο πανδοχείο. Δεν βρίσκονταν πλέον στη Βόρεια Λεωφόρο αλλά στην Κυρτή Λεωφόρο που αποτελούσε συνέχειά της. Απείχαν πάνω από 600 χιλιόμετρα από την Έκθυμη. Η Φοριντέλα-Ράο δεν είχε έρθει εδώ ποτέ ξανά στη ζωή της. Δεν ήξερε τίποτα για τούτα τα μέρη. Και αμφέβαλλε ότι νέα για τον πόλεμο θα έφταναν ώς εδώ.
Δίπλα στην τραπεζαρία του πανδοχείου υπήρχε ένα τηλεπικοινωνιακό κέντρο και – ζητώντας ξανά λεφτά από την Άνμα – πήγε εκεί για να επικοινωνήσει με κάποιους γνωστούς της στην Έκθυμη. Η Θυγατέρα την ακολούθησε. Η Φοριντέλα-Ράο κάθισε μπροστά στην οθόνη ενός από τους τηλεπικοινωνιακούς διαύλους και πληκτρολόγησε πάνω στην κονσόλα, προσπαθώντας να καλέσει κάποιους σταθερούς διαύλους στα σπίτια συγγενών της, μελών του Οίκου των Ράο’σβολκ. Κανείς δεν απαντούσε, σαν οι οικίες να είχαν εγκαταλειφθεί – πράγμα όχι απίθανο. Οι συγγενείς της ίσως να είχαν φύγει, από φόβο ότι θα τους συνέδεαν με τον προηγούμενο Πολιτάρχη, τον Ζόλτεραλ-Ράο, παρότι πολλοί δεν είχαν καμία σχέση μαζί του πέρα από το γεγονός ότι κι αυτοί ανήκαν στον Οίκο των Ράο’σβολκ. Μπορεί, όμως, να υπήρχε κι άλλος λόγος που δεν απαντούσαν: μπορεί οι οικίες τους να είχαν λεηλατηθεί από τους εισβολείς...
Η Φοριντέλα προσπάθησε να καλέσει τους τηλεπικοινωνιακούς πομπούς τους, αλλά αυτό το βρήκε αδύνατο. Η απόσταση ήταν πολύ μεγάλη. Μόνο με καλωδιακούς διαύλους μπορούσε να έρθει σε επαφή από εδώ.
Επιχείρησε να επικοινωνήσει με γνωστούς της, ανθρώπους που δεν ανήκαν στον Οίκο των Ράο’σβολκ, και τα κατάφερε με την πρώτη προσπάθεια. Ο Άλαν, ένας οπλουργός με τον οποίο είχε επαφές η Φοριντέλα, της μίλησε μέσα από τα παράσιτα του διαύλου. Είπε πως χάρηκε που την άκουγε· «νόμιζα ότι σας είχαν σκοτώσει, κυρία.»
«Παραλίγο,» αποκρίθηκε εκείνη, και τον ρώτησε ποια ήταν η κατάσταση στην Έκθυμη. Ο Άλαν τής απάντησε ότι η κατάσταση δεν ήταν καθόλου καλή. Ο στρατός του Αλυσοδεμένου Ποιητή φαινόταν να νικά μέσα στον Χρονοσκόπο. Τίποτα περισσότερο δεν ήξερε. «Πού είστε εσείς;» τη ρώτησε.
«Μακριά, για την ώρα.»
«Καλά κάνετε. Μείνετε μακριά. Είναι πολλοί που κατηγορούν τον Οίκο των Ράο’σβολκ για διάφορα.»
Η Φοριντέλα-Ράο χαιρέτησε τον Άλαν και κάλεσε κι άλλους γνωστούς της. Με όσους κατάφερε να επικοινωνήσει της είπαν τα ίδια. Η κατάσταση ήταν άσχημη· φοβόνταν ότι ο στρατός του Αλυσοδεμένου Ποιητή θα νικούσε, και της πρότειναν να μείνει μακριά.
«Φαίνεται,» είπε η Φοριντέλα στην Άνμα, «πως ο μόνος δρόμος είναι μαζί σου. Ελπίζω να μη σου γίνομαι βάρος.»
«Δεν είσαι βάρος,» τη διαβεβαίωσε η Θυγατέρα της Πόλης. «Πάμε τώρα να φάμε τίποτα;»
Έφυγαν από το τηλεπικοινωνιακό κέντρο, επιστρέφοντας στην τραπεζαρία του πανδοχείου.
*
Τις επόμενες ημέρες περιφέρονταν στα νότια της Ρελκάμνια, στην Κυρτή Λεωφόρο, περνώντας από τη Θύελλα, την Ετερόχρονη, την Πολύπορη, το Κηπευτήριο, την Ανοιχτόφραγη – όλα τους μέρη άγνωστα για τη Φοριντέλα-Ράο. Εδώ δεν έρχονταν παρά ελάχιστα νέα από περιοχές μακρινές όπως οι τέσσερις συνοικίες του Ριγοπόταμου. Με το ζόρι κατάφερε τελικά η Φοριντέλα να πληροφορηθεί από μια εφημερίδα ότι πόλεμος γινόταν εκεί: Η Β’ Ανωρίγια Συνοικία είχε επιτεθεί στην Α’ Ανωρίγια Συνοικία, αφού πρώτα είχε κατακτήσει την Έκθυμη στα βόρειά της. Ο λαός της Β’ Ανωρίγιας είχε ξεσηκωθεί ύστερα από καιρό οικονομικής εξαθλίωσης και καταπίεσης, έλεγε η εφημερίδα, και τώρα είχαν όλοι τους μετατραπεί σε εξαγριωμένους ληστές με αρχηγό τους έναν άντρα γνωστό ως «ο Αλυσοδεμένος Ποιητής». Για σύμβολό τους είχαν δύο κόκκινες χειροπέδες που μια κίτρινη αστραπή σπάει την αλυσίδα ανάμεσά τους. Η εφημερίδα μιλούσε για τούτα τα γεγονότα σαν να ήταν κάποιο αξιοπερίεργο παραμύθι: κάτι που θα μπορούσε να συμβαίνει σε άλλη διάσταση, όχι στη Ρελκάμνια. Οι κάτοικοι των νότιων περιοχών της Ατέρμονης Πολιτείας δεν φαινόταν να ενδιαφέρονται και τόσο για το τι συνέβαινε στα βόρεια.
Η Φοριντέλα σκεφτόταν κάποιους από τους συγγενείς της και ανησυχούσε. Σκεφτόταν τον Μαρκ – τον εραστή της, που είχε σκοτωθεί στην ίδια συμπλοκή που οι κακούργοι του Αλυσοδεμένου Ποιητή την είχαν απαγάγει – και έκλαιγε. Ήθελε να τους εξολοθρεύσει όλους όσους είχαν καταστρέψει τη ζωή της.
Τις νύχτες και τα απογεύματα, όταν είχε ευκαιρία, όταν υπήρχε χώρος εκεί όπου είχαν σταματήσει, έκανε εξάσκηση με το Απολλώνιο ξίφος που της είχε φέρει η Άνμα, για να ηρεμεί τα νεύρα της, για να ασκεί κάπου την οργή της. Και ήταν, πράγματι, εξαιρετικό λεπίδι. Κοφτερό και καλοζυγιασμένο. Δεν ήταν φήμες, τελικά, ότι οι Απολλώνιοι έφτιαχναν τα καλύτερα σπαθιά. Οι ευγενείς της διάστασής τους λεγόταν πως ήταν όλοι άριστοι ξιφομάχοι.
Η Άνμα την παρακολουθούσε όσο η Φοριντέλα πολεμούσε με αόρατους αντιπάλους, καρφώνοντας και σκίζοντας με το σπαθί της, παίρνοντας επιθετικές και αμυντικές στάσεις. Η Άνμα μπορούσε να διακρίνει πολλά παρατηρώντας τη φίλη της, παρατηρώντας το υπέροχο αυτό όπλο. Πολεοσημάδια σχηματίζονταν διαρκώς ολόγυρά του, μέσα από τις σκιές, τις αντανακλάσεις της λεπίδας του, μέσα από τις ίδιες τις κινήσεις του σπαθιού. Ήταν σαν ιδεογράμματα που έδιναν πληροφορίες γι’αυτό στην Άνμα.
«Θα πολεμήσεις μαζί μου;» ρώτησε τη Φοριντέλα, ένα απόγευμα, καθώς οι δυο τους βρίσκονταν πάνω σε μια ταράτσα, αρκετά ανοιχτή για εξάσκηση με το ξίφος, χωρίς καλώδια και κεραίες που μπορούσαν κατά λάθος να κοπούν.
«Νόμιζα πως δεν είχες άλλο σπαθί μαζί σου,» είπε η Φοριντέλα-Ράο, διακόπτοντας την εξάσκησή της.
«Έχω μέσα στο όχημα, κάτω από το πίσω κάθισμα,» είπε η Άνμα· «απλά εσύ δεν το έχεις δει. Αλλά τώρα» – σηκώθηκε όρθια από εκεί όπου καθόταν και βάδισε προς το μέρος της – «δεν μου χρειάζεται.»
«Τι; Άοπλη;»
Η Άνμα έσκυψε πιάνοντας ένα σίδερο από κάτω. Από ώρα το έβλεπε. Ήταν όπλο – της το μαρτυρούσαν τα σημάδια της Πόλης – αόρατο επάνω στην ταράτσα, χωρίς κανείς νάχει καταλάβει τη χρησιμότητά του. «Αυτό είναι αρκετό,» είπε.
«Δεν είναι δίκαιο.» Η Φοριντέλα κατέβασε το Απολλώνιο ξίφος. «Θα σπάσει αμέσως. Και μπορεί να χτυπήσεις.»
«Το σπαθί σου μου έχει πει όλα του τα μυστικά, Φοριντέλα,» αποκρίθηκε η Άνμα. «Και τούτο δω επίσης.» Ύψωσε το σίδερο, που ήταν μακρύ και λιγάκι λυγισμένο στη μια άκρη.
Η Φοριντέλα-Ράο την ατένισε διστακτικά. Ήξερε για τις δυνάμεις της Άνμα. Ήξερε ότι η Άνμα είχε μια... ιδιαίτερη σχέση με τα όπλα. Έτσι κιόλας είχαν γνωριστεί οι δυο τους. Η Φοριντέλα αναζητούσε ένα όπλο και είχε συναντήσει τη Θυγατέρα της Πόλης. Η Άνμα επέμενε ότι δεν ήταν απλή σύμπτωση η αρχή της φιλίας τους· και πολλές φορές έκανε πλάκα κιόλας: Μια αριστοκράτισσα και μια αλήτισσα! έλεγε.
«Εντάξει,» είπε τώρα η Φοριντέλα· και επιτέθηκε καρφωτά με το Απολλώνιο λεπίδι της, αλλά συγκρατημένα, προσέχοντας μην τραυματίσει κατά λάθος την Άνμα.
Δε φάνηκε, όμως, να υπάρχει τέτοιος κίνδυνος. Η Θυγατέρα της Πόλης παραμέρισε το ξίφος με μια απλή κίνηση του σιδερένιου ροπάλου της. Ήταν σαν τα δύο όπλα να είχαν προς στιγμή ανταλλάξει ένα γρήγορο φιλί. «Μην παριστάνεις τώρα ότι είσαι τόσο κακή ξιφομάχος!» είπε η Άνμα, γελώντας.
Η Φοριντέλα επιτέθηκε ξανά. Η Άνμα απέφυγε τη λεπίδα κάνοντας πίσω και στο πλάι. Γνώριζε πλέον κάθε ιδιοτροπία του Απολλώνιου ξίφους, ύστερα από τόση παρατήρησή του. Καταλάβαινε την ταχύτητά του ανάλογα με τις κινήσεις της αριστοκράτισσας που το κρατούσε. Ήταν όλα σαν κώδικας για την Άνμα: ένας κώδικας τον οποίο είχε κατανοήσει καλά.
Ακόμα μια φορά απέφυγε τη λεπίδα της Φοριντέλα, κι ύστερα την απέκρουσε ξανά με το ρόπαλό της και προσπάθησε να χτυπήσει την αριστοκράτισσα στα πόδια για να τη ρίξει, αλλά εκείνη πήδησε πίσω εγκαίρως.
Οι δυο τους απομακρύνθηκαν λίγο η μία από την άλλη, και έκαναν αργά κύκλο, συγχρονισμένα, η καθεμία περιμένοντας την αντίπαλό της να επιτεθεί πρώτη.
Η Άνμα είχε πολεμήσει πολλές φορές στους δρόμους της Ρελκάμνια, με διάφορους εχθρούς. Είχε περισσότερη υπομονή.
Η Φοριντέλα-Ράο έκανε την πρώτη κίνηση. Το Απολλώνιο σπαθί της τινάχτηκε προς τα πόδια της Άνμα, διαγράφοντας ένα γυαλιστερό ημικύκλιο στις τελευταίες ακτίνες του ήλιου της Ρελκάμνια.
Η Άνμα ήξερε αυτή την κίνηση του σπαθιού. Τα πολεοσημάδια ήταν ίδια όπως τόσες άλλες φορές. Το ρόπαλό της – ένα απλό όπλο που όμως το αισθανόταν πλέον σαν πιστό αδελφό της – κατέβηκε πάνω στη λεπίδα καθώς αυτή ερχόταν, δίνοντάς της μια μικρή ώθηση προς τα κάτω. Τα πολεοσημάδια άλλαξαν ξαφνικά.
Η Άνμα παγίδεψε την Απολλώνια λεπίδα ανάμεσα στο ρόπαλό της και στην αριστερή της παλάμη.
Η Φοριντέλα, προς στιγμή, ξαφνιάστηκε, έχασε την ισορροπία της. Η Άνμα τής κλότσησε τον καρπό του χεριού που βαστούσε τη λαβή του ξίφους, και το Απολλώνιο όπλο έπεσε στην ταράτσα, στραφταλίζοντας έντονα.
«Δεν ήταν δίκαιος αγώνας,» είπε η Φοριντέλα-Ράο, τρίβοντας τον καρπό της. «Ήσουν πιο καλά οπλισμένη.»
«Φυσικά και ήμουν,» αποκρίθηκε η Άνμα, μειδιώντας, πιάνοντας το σπαθί από κάτω. Ούτε γρατσουνιά δεν υπήρχε πάνω στη λεπίδα, παρατήρησε. «Ο εχθρός που σε έχει παρακολουθήσει να πολεμάς πάντα είναι πολύ καλά οπλισμένος.»
«Αλλά δεν είναι όλοι οι εχθροί Θυγατέρες της Πόλης.»
«Ούτε όλες οι Θυγατέρες της Πόλης είναι σαν εμένα. Όμως αυτό ισχύει ούτως ή άλλως.» Πιάνοντας το σπαθί από τη λεπίδα, έτεινε τη λαβή προς το μέρος της αριστοκράτισσας.
*
Μια άλλη μέρα, η Άνμα διέκρινε πολεοσημάδια τελείως διαφορετικού είδους. Δεν είχαν καμια σχέση με όπλα, αλλά με χρήματα.
Οι δυο τους βρίσκονταν στην Ανοιχτόφραγη, και η Θυγατέρα ακολούθησε τα σημάδια της Πόλης καθώς οδηγούσε το τετράκυκλό της. Σύντομα, οι δρόμοι κατέληξαν σε μια μάντρα παλιών οχημάτων, ανάμεσα σε πολυκατοικίες και σ’έναν θόλο παραγωγής τροφίμων.
«Τι κάνουμε εδώ;» ρώτησε η Φοριντέλα-Ράο.
«Δεν είμαι απόλυτα σίγουρη ακόμα,» αποκρίθηκε η Άνμα, παρατηρώντας τα πολεοσημάδια καθώς οδηγούσε με προσοχή ανάμεσα στα παλιά, παρατημένα οχήματα. Το ένα ήταν πάνω στο άλλο, κυριολεκτικά, και τα περισσότερα δεν έμοιαζαν με τίποτα περισσότερο από παλιοσίδερα. Ένας λαβύρινθος από εγκαταλειμμένα τροχοφόρα.
«Τι εννοείς; Υπάρχει κάποιος λόγος που ήρθαμε;»
«...Κάτι είναι εδώ, Φοριντέλα. Κάτι πολύτιμο, ίσως.»
«Τι πολύτιμο;»
«Θα δούμε,» μουρμούρισε η Άνμα, έχοντας το νου της στα σημάδια της Πόλης.
Προς εκείνο το φορτηγό, ναι...
Το φορτηγό ήταν πελώριο. Είχε δώδεκα τροχούς κάποτε, αλλά τώρα μόνο οι πέντε απέμεναν· εκεί όπου θα έπρεπε να ήταν οι άλλοι βρίσκονταν μονάχα άδειοι άξονες. Τα τζάμια του ήταν όλα διαλυμένα, και η Άνμα «διάβαζε» ότι ήταν νεκρό. Μάλλον δεν έχει μηχανή. Ή η μηχανή του είναι κατεστραμμένη.
Το προσπέρασε. Δεν ήταν εδώ αυτό που αναζητούσε. Αλλά ούτε και μακριά βρισκόταν.
Έφτασε αντίκρυ σ’ένα όχημα με έξι άξονες και καθόλου τροχούς, τοποθετημένο πάνω σε τρία δίκυκλα πεσμένα στο πλάι. Όλα τους ήταν νεκρά, της έλεγαν τα πολεοσημάδια. Αλλά, επίσης, της μαρτυρούσαν πως εδώ ήταν ο κρυμμένος θησαυρός.
Η Άνμα σταμάτησε το όχημά της. «Περίμενε,» είπε στη Φοριντέλα βγαίνοντας κι έχοντας, συγχρόνως, το χέρι της μέσα στο πέτσινο πανωφόρι της, στη λαβή του Ροσκράντω-4.2.
Επάνω στην πίσω μεριά του εξάτροχου, στον κλειστό αποθηκευτικό χώρο, είδε ένα σύμβολο χαραγμένο: τρεις ευθείες γραμμές, παράλληλες, με μία κάθετη δεξιά τους κι άλλη μία αριστερά τους, έτσι ώστε να σχηματίζεται ένας κύβος περίπου. Δε νόμιζε ότι αυτό ήταν τυχαίο χάραγμα, αλλά εσκεμμένο.
Η Άνμα άνοιξε τον αποθηκευτικό χώρο του οχήματος γυρίζοντας τη μικρή λαβή. Το καπάκι σηκώθηκε και μέσα φανερώθηκε μια παλιά βαλίτσα. Η Άνμα την πήρε και επέστρεψε στο δικό της όχημα.
«Τι είν’ αυτό;» ρώτησε η Φοριντέλα.
Η Άνμα προσπάθησε ν’ανοίξει τη βαλίτσα και διαπίστωσε ότι δεν ήταν κλειδωμένη. Το εσωτερικό της ήταν γεμάτο χαρτονομίσματα.
Αλλά όχι δεκάδια.
«Τι νομίσματα είν’ αυτά;» μουρμούρισε η Άνμα, πιάνοντας μια δεσμίδα.
Η Φοριντέλα έπιασε μια άλλη δεσμίδα, τράβηξε έξω ένα χαρτονόμισμα. «Οκτάποδες,» είπε.
«Τι;»
«‘Οκτάπους’ λέγεται αυτό το νόμισμα. Είναι το βασικό νόμισμα της Υπερυδάτιας.»
«Της Υπερυδάτιας;»
«Ναι,» είπε η Φοριντέλα. «Τάχω ξαναδεί μια φορά παλιότερα. Είναι κόσμος που πηγαίνει στην Υπερυδάτια από τη Ρελκάμνια, μέσω Αιθέρα. Δεν ξέρω αν υπάρχει καμια άμεση διαστασιακή δίοδος. Δε νομίζω.»
«Γαμώτο...» έκανε η Άνμα ρίχνοντας τη δεσμίδα επάνω στις υπόλοιπες. «Η Πόλη καμια φορά σε κοροϊδεύει.»
«Σε κοροϊδεύει;»
«Τα πολεοσημάδια μού έλεγαν ότι κάπου εδώ ήταν ένας κρυμμένος θησαυρός.»
«Τον βρήκες, δεν τον βρήκες;»
«Και είναι τελείως άχρηστος. Χρήματα από άλλη διάσταση!»
Η Φοριντέλα-Ράο γέλασε. «Μπορούμε να τα αλλάξουμε. Δεν ξέρουν οι Θυγατέρες της Πόλης από συνάλλαγμα;»
«Θα μας τα κάνουν δεκάδια, εννοείς;»
Η Φοριντέλα ακόμα γελούσε. «Οι Θυγατέρες της Πόλης δεν ξέρουν από συνάλλαγμα,» παρατήρησε.
«Μη γενικεύεις,» την προειδοποίησε η Άνμα, υπομειδιώντας. Και ρώτησε: «Πόσα δεκάδια είναι όλα αυτά;»
«Δεν ξέρω, αλλά δεν μπορεί νάναι και λίγα. Σου συμβαίνει συχνά αυτό, Άνμα;»
«Ποιο;»
«Να βρίσκεις ξεχασμένους θησαυρούς στον δρόμο.»
«Η Πόλη μάς δίνει ό,τι χρειαζόμαστε,» αποκρίθηκε η Θυγατέρα, και πάτησε το πετάλι του τετράκυκλού της, οδηγώντας ξανά ανάμεσα στα εγκαταλειμμένα οχήματα. «Κι ελπίζω τώρα να μας δώσει κάποιον που δεν θα μας κλέψει όταν θα μας αλλάξει αυτά τα χρήματα σε δεκάδια.»
*
Το ίδιο απόγευμα κιόλας πήγαν σ’έναν άνθρωπο που, εκτός των άλλων, έδινε και συνάλλαγμα. Οι υπόλοιπες δουλειές που έκανε ήταν σχετικές με ενέχυρα, δάνεια, και αγορά πολύτιμων και σπάνιων αντικειμένων.
Η Άνμα τον παρατηρούσε καθώς κοίταζε τα χαρτονομίσματα μ’έναν μεγεθυντικό φακό και, μετά, τα περνούσε σ’ένα μηχάνημα που έλεγχε τη γνησιότητά τους.
«Ναι,» είπε ο άντρας, «αυτά φαίνονται γνήσια...» Ήταν ξερακιανός, με λευκό-ροζ δέρμα και ελάχιστα μαλλιά στο κεφάλι. Το σαγόνι και τα μάγουλά του ήταν αξύριστα για δυο-τρεις μέρες.
«Και τα υπόλοιπα γνήσια πρέπει να είναι,» του είπε η Φοριντέλα-Ράο. «Τα θέλετε;»
«Πρέπει να ελεγχθούν όλα,» αποκρίθηκε εκείνος, καθισμένος πίσω απ’το πελώριο γραφείο του που ήταν γεμάτο χαρτιά, σημειωματάρια, και συσκευές.
«Ένα-ένα;» απόρησε η Άνμα.
«Φυσικά και όχι.» Ο άντρας άρχισε να παίρνει τις δεσμίδες, να βγάζει τα χαρτονομίσματα, και να τα βάζει μαζικά σε μια ειδική θυρίδα του ελεγκτικού μηχανήματός του. Από τη μια έμπαιναν από την άλλη έβγαιναν. Ένα φωτάκι αναβόσβηνε, συνεχώς πράσινο. «Αν ανάψει το κόκκινο,» εξήγησε ο άντρας, «βρήκε κάποιο πλαστό.» Συνέχισε να βάζει τις δεσμίδες, τη μία κατόπιν της άλλης, ώσπου το μηχάνημά του τις είχε ελέγξει όλες και είχε μετρήσει και τα χρήματα.
Ήταν 15.360 οκτάποδες. Όλοι γνήσιοι.
«Λοιπόν,» είπε ο άντρας. «Η τιμή του συναλλάγματος είναι ένα κόμμα δέκα-επτά υπέρ του χταποδιού.»
«Δηλαδή, θα πάρουμε πιο πολλά δεκάδια;» είπε η Άνμα.
«Θα πάρετε» – ο άντρας πάτησε τα πλήκτρα μιας μικρής υπολογιστικής μηχανής – «δέκα-επτά χιλιάδες εννιακόσια-εβδομήντα-ένα δεκάδια και ένα τέταρτο. Μείον ένα τοις εκατό για τις υπηρεσίες μου και την εχεμύθειά μου.» Πάτησε πάλι πλήκτρα στη συσκευή του. «Εκατόν-ογδόντα δεκάδια.»
Εκατόν-ογδόντα δεκάδια! σκέφτηκε η Άνμα. Επειδή ο καριόλης πίεσε μερικά κουμπιά πάνω σε κάτι μηχανήματα! Θα τρελαθούμε... Η Πόλη, όμως, δεν της έλεγε πως ο άντρας προσπαθούσε να τις κλέψει. Τα πολεοσημάδια γύρω του δεν προειδοποιούσαν για απάτη. Εκτός αν η Άνμα δεν μπορούσε να διακρίνει την προειδοποίηση...
Η Φοριντέλα είπε στον άντρα: «Εντάξει.» Δε φαινόταν όλα τούτα να μην της μοιάζουν φυσιολογικά. Καλό σημάδι, σκέφτηκε η Άνμα. Είναι αριστοκράτισσα: ξέρει από τέτοια πράγματα. Εγώ είμαι αλήτισσα: δεν ξέρω από τέτοια πράγματα.
«Μάλιστα,» αποκρίθηκε ο άντρας και σηκώθηκε από τη θέση του. Πήγε στην πίσω μεριά του καταστήματός του, που τη βαριά μεταλλική πόρτα της φρουρούσαν δύο μισθοφόροι ντυμένοι με ελαστικές πανοπλίες και γεμάτοι όπλα. Η Άνμα μπορούσε να διακρίνει πολλά για τα όπλα τους, μονάχα με μια ματιά που τους έριχνε: της τα αποκάλυπταν όλα τα σημάδια της Πόλης. Αλλά δεν είμαστε εδώ για να αφοπλίσουμε τους φρουρούς. Όχι πως αυτό θα ήταν εύκολο.
Ο άντρας επέστρεψε σε λίγο μαζί με μια βαλίτσα. Την άνοιξε μπροστά στην Άνμα και τη Φοριντέλα-Ράο, δείχνοντάς τους τα χαρτονομίσματα που περιείχε. Δεκάδια, φυσικά. Άρχισε μετά να πιάνει τις δεσμίδες και να τις βάζει στο μηχάνημά του, το οποίο μετρούσε τα χρήματα και συνεχώς αναβόσβηνε το πράσινο φωτάκι του. Όλα γνήσια. 17.971 δεκάδια.
Ο άντρας έκλεισε τη βαλίτσα, αφού είχε επιστρέψει τα χρήματα μέσα της, και την άφησε πάνω στο γραφείο του.
«Ορίστε, κυρίες μου,» είπε. «Η Καθμύρα πάντοτε να σας ευνοεί όπως ετούτη την ημέρα. Και για οτιδήποτε άλλο μπορεί να με χρειαστείτε....» Έπιασε μια κάρτα και την έδωσε στη Φοριντέλα-Ράο. «Πάντοτε με εχεμύθεια,» τόνισε. Εξαρχής δεν τους είχε κάνει καμια ερώτηση σχετικά με το πού βρήκαν τα χρήματα. Ούτως ή άλλως, η Ανοιχτόφραγη ήταν γνωστό πως ήταν μια συνοικία με χαλαρούς νόμους. Κανέναν δεν ενδιέφερε πού έβρισκες τα λεφτά σου εκτός αν κάποιο πρόβλημα παρουσιαζόταν. Αν η Άνμα και η Φοριντέλα-Ράο είχαν πάει σε τράπεζα η συναλλαγή τους θα καταγραφόταν, όμως· εδώ δεν γινόταν καμία καταγραφή. Πράγμα που τις βόλευε και τις δύο. Γιατί η Φοριντέλα δεν είχε ταυτότητα μαζί της και δεν είχε μπει ακόμα στη διαδικασία να ζητήσει να την αναγνωρίσουν από κάποια τράπεζα, ενώ η Άνμα είχε μαζί της μια ψεύτικη ταυτότητα που δεν τη θεωρούσε και τόσο καλή: οι ελεγκτικοί μηχανισμοί των τραπεζών πιθανώς να την εντόπιζαν.
«Ευχαριστούμε,» αποκρίθηκε η Φοριντέλα στον άντρα, μ’ένα τυπικό χαμόγελο, ενώ η Άνμα έπαιρνε τη βαλίτσα απ’το γραφείο.
Στράφηκαν και έφυγαν από το κατάστημα, βγαίνοντας στους δρόμους της Ανοιχτόφραγης. Το όχημά τους το είχαν αφήσει απέναντι, και, καθώς περνούσαν μια μικρή γέφυρα για να φτάσουν εκεί, η Άνμα διέκρινε αμέσως τα προειδοποιητικά πολεοσημάδια.
«Μας την έχουν στημένη,» είπε στη Φοριντέλα.
«Τι;»
«Κάποιοι μάς την έχουν στημένη κοντά στο όχημά μου. Πρέπει να μας είδαν να κατευθυνόμαστε προς το κατάστημα πιο πριν.» Η Άνμα σταμάτησε στη μέση της γέφυρας. Έβγαλε τον σάκο απ’τον ώμο της, έβαλε μέσα τη βαλίτσα με τα χρήματα, και τον κρέμασε ξανά πίσω της, όχι από τον έναν ώμο αλλά κι από τους δύο, για να είναι πιο ασφαλής.
Το χέρι της πήγε στο εσωτερικό του πανωφοριού της, στο Ροσκράντω-4.2.
«Ν’αλλάξουμε δρόμο;» είπε η Φοριντέλα. «Τι να κάνουμε;»
«Δε νομίζω νάναι τίποτα σπουδαίοι ληστές,» αποκρίθηκε η Άνμα εξακολουθώντας να παρατηρεί τα πολεοσημάδια. «Πρέπει να βασίζονται περισσότερο στον αιφνιδιασμό.»
«Πόσοι είναι;»
«Δεν είμαι σίγουρη,» είπε η Άνμα αρχίζοντας πάλι να βαδίζει.
Η Φοριντέλα την ακολούθησε, βάζοντας το χέρι της κάτω από την καπαρντίνα της, όπου η Θυγατέρα ήξερε ότι κρυβόταν το Απολλώνιο ξίφος. Η αριστοκράτισσα δεν το άφηνε ποτέ μακριά της. «Και είσαι σίγουρη ότι μπορούμε να τους νικήσουμε;»
«Θα τους ξαφνιάσουμε εμείς.»
Κατέβηκαν από τη γέφυρα και η Άνμα τούς διέκρινε από τα πολεοσημάδια γύρω τους. Τρεις ήταν. Στέκονταν κοντά στα κάγκελα του πάρκου πίσω από το όχημά της, στις σκιές της βλάστησης. Ο ένας κάπνιζε, οι άλλοι δυο έκαναν πως συζητούσαν.
Μια γυναίκα πέρασε από μπροστά τους βαδίζοντας γρήγορα. Δεν είχε καμια σχέση με το ληστρικό σκηνικό: η Άνμα το έβλεπε γραμμένο στη γλώσσα της Πόλης.
«Αυτοί οι τρεις είναι,» είπε στη Φοριντέλα, βέβαιη ότι δεν κρύβονταν άλλοι εκεί γύρω. Όλα τα προειδοποιητικά πολεοσημάδια έδειχναν επάνω τους, κάνοντάς τους να μοιάζουν στην Άνμα με ένα ενιαίο πλάσμα γεμάτο αγκάθια. «Πήγαινε εσύ απ’τ’αριστερά τους, περνώντας πίσω από το όχημά μας. Εγώ θα προχωρήσω ευθεία.»
Η αριστοκράτισσα δεν έφερε αντίρρηση. Χώρισαν καθώς βάδιζαν προς το τετράκυκλο.
Η Άνμα αμέσως είδε, από τα πολεοσημάδια, ότι οι ληστές τσιτώθηκαν. Δεν ξέρουν ποια να πλησιάσουν. Τράβηξε το Ροσκράντω-4.2 μέσα απ’το πέτσινο πανωφόρι της, σημαδεύοντάς τους. «Τελείωσε το παιχνίδι σας!» τους φώναξε. «Φύγετ’ από δω!»
Την κοίταζαν κατάπληκτοι· δεν περίμεναν ότι θα τους είχε καταλάβει.
Η Φοριντέλα ήρθε τότε από την άλλη μεριά του οχήματος, τραβώντας το Απολλώνιο σπαθί μέσα από την καπαρντίνα της.
Ο ένας άντρας ύψωσε τα χέρια. «Ήρεμα, κυρίες,» είπε χαμογελώντας. «Ήρεμα. Χα-χα-χα! Μα τον Κρόνο, μας έχετε περάσει για κάποιους άλλους!»
«Τρομερή παρεξήγηση, σίγουρα,» πρόσθεσε αυτός που κάπνιζε, ρίχνοντας το τσιγάρο του κάτω. «Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα μαζί σας.»
«Ευχάριστο αυτό,» αποκρίθηκε η Άνμα, συνεχίζοντας να τους σημαδεύει. «Απομακρυνθείτε.»
«Όλα καλά,» είπε εκείνος που είχε μιλήσει πρώτος. «Όλα όμορφα, κυρίες.» Χαμογελούσε εξαναγκαστικά.
Έφυγαν κι οι τρεις, στρίβοντας στη γωνία πλάι στα κάγκελα του πάρκου.
Η Άνμα και η Φοριντέλα μπήκαν στο τετράκυκλο, και η πρώτη πάτησε το πετάλι ξεκινώντας τους τροχούς του οχήματος.
«Δεν ήταν και πολύ ζόρικοι,» σχολίασε η αριστοκράτισσα.
«Επειδή εμείς υψώσαμε πρώτες όπλα προς το μέρος τους.»
*
Έκλεισαν σουίτα στο Κόκκινο Άστρο, ένα μεγάλο ξενοδοχείο της Ανοιχτόφραγης, και πέρασαν εκεί τη βραδιά τους, έχοντας παραγγείλει πλούσιο δείπνο και ακούγοντας μουσική, ενώ κοίταζαν τους δρόμους από κάτω τους, όλο φώτα, γυαλιστερές πινακίδες, και πελώρια ολογράμματα.
«Συμβαίνουν συχνά τέτοια εδώ;» ρώτησε η Φοριντέλα, φουσκωμένη από το φαγητό, πίνοντας μια γουλιά σαμπάνια. «Εννοώ, σαν αυτό με τους τρεις που μας περίμεναν έξω απ’το κατάστημα.»
«Η Ανοιχτόφραγη είναι αρκετά... ελεύθερη συνοικία. Θα τους έπιανε, βέβαια, η Αστυνομία αν τους έβλεπε.»
«Αυτό έλειπε...»
«Αλλά η Αστυνομία της Ανοιχτόφραγης δεν δίνει και πολλή σημασία γενικά. Οι νόμοι εδώ είναι χαλαροί. Ανέκαθεν έτσι ήταν.» Η Άνμα δεν είχε ακόμα τελειώσει το φαγητό της· έτρωγε καθώς μιλούσε.
Όταν τελείωσε, ρώτησε τη Φοριντέλα: «Γιατί δεν έχεις προσπαθήσει να έρθεις σ’επαφή με συγγενείς σου;»
«Το προσπάθησα, δεν θυμάσαι; Όταν φύγαμε από–»
«Δεν εννοώ τους συγγενείς σου στην Έκθυμη. Εννοώ τους συγγενείς σου σ’όλη τη Ρελκάμνια. Δεν ξέρω και πολλά από ευγενείς, αλλά ειδικά εσείς, των Παλαιών Οίκων, έχετε συγγενείς παντού, έτσι δεν είναι; Οι Ράο’σβολκ δεν έχουν μέλη τους στα νότια της Ρελκάμνια;»
«Φυσικά και έχουμε. Υποθέτω.»
«Υποθέτεις;»
«Επειδή είναι συγγενείς μου, Άνμα, αυτό δεν σημαίνει πως έχω και καμια σχέση μαζί τους.» Η Φοριντέλα άναψε τσιγάρο καθώς είχε την πλάτη της ακουμπισμένη στη μαλακή καρέκλα. «Είναι μακρινοί συγγενείς. Τα ‘απόμακρα ξαδέλφια’ που λέμε εμείς των Παλαιών Οίκων. Θα μπορούσα να ψάξω γι’αυτούς, να τους βρω, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι θα πίστευαν πως είμαι κι εγώ του Οίκου των Ράο’σβολκ. Δεν έχω ταυτότητα μαζί μου.»
«Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να σε αναγνωρίσουν;»
«Μόνο αν έχουν κάποιο ανανεωμένο αρχείο κάπου. Αρχείο με τα μέλη μας στα βόρεια της Ρελκάμνια. Φωτογραφίες, ονόματα, και τα λοιπά.»
«Οι συγγενείς σου, δηλαδή, είναι σαν ξένοι; Δε θα σε βοηθούσαν;»
«Θα με βοηθούσαν – ίσως – αλλά δεν είναι υποχρεωμένοι. Και θα έπρεπε να μπορώ, κάπως, να αποδείξω ότι είμαι από τον Οίκο μας. Αλλιώς ο καθένας μπορεί να πάει και να δηλώσει πως είναι των Ράο’σβολκ. Δεν έχουμε καμια βούλα στο κεφάλι, Άνμα. Ούτε κάτω απ’το δεξί πόδι.»
Η Θυγατέρα της Πόλης μειδίασε κι έτριψε, κάτω απ’το τραπέζι, το δεξί της πέλμα με τα δάχτυλα του αριστερού ποδιού. «Εξυπνάδες...»
Η Φοριντέλα-Ράο γέλασε. Η διάθεσή της είχε φτιάξει για πρώτη φορά εδώ και ημέρες. Ίσως έφταιγε η σαμπάνια, σκέφτηκε η Άνμα, ίσως έφταιγε ο καπνός, ή ίσως τα χρήματα που είχαν βρει. Αλλά μπορεί απλά να έφταιγε το ότι είχε περάσει κάποιος καιρός από την αιχμαλωσία της και είχε αρχίσει να συνέρχεται.
«Ξέρεις τι σκέφτομαι;» της είπε η Άνμα, ανάβοντας κι εκείνη ένα τσιγάρο. «Να πάμε προς τ’ανατολικά, σιγά-σιγά, και μετά να πάρουμε βόρεια κατεύθυνση.»
«Μα... προς τ’ανατολικά δεν πηγαίνουμε;»
«Ναι. Απλώς θέλω να σου πω ότι σκέφτομαι να αρχίσουμε να επιστρέφουμε προς τον Ριγοπόταμο, αλλά από άλλη μεριά. Από τα νότια.»
Η όψη της Φοριντέλα έγινε σκεπτική. «Ναι,» είπε. «Πρέπει να επιστρέψω.» Τίναξε, αργά, στάχτη στο κρυστάλλινο τασάκι πλάι στο πιάτο της.
«Δεν το λέω για να σε εξαναγκάσω να–»
Η Φοριντέλα κούνησε το κεφάλι. «Κατάλαβα. Ούτως ή άλλως θέλω να επιστρέψω, Άνμα. Αν και, ίσως, όχι στην ίδια την Έκθυμη–»
«Ακριβώς αυτό ήθελα να σου πω κι εγώ!» παρενέβη η Άνμα. «Θα πάμε απλώς προς τα βόρεια, προς τον Ριγοπόταμο, για να δούμε τι συμβαίνει. Γιατί, για να είμαι ειλικρινής, κι εγώ έχω την περιέργεια να μάθω.
»Όσο ήμουν εκεί, ανάμεσα στους επαναστάτες – στον στρατό της Β’ Ανωρίγιας – για λίγο, είχα την αίσθηση ότι κάτι μεγάλο έχει αρχίσει. Κάτι που δεν θα τελειώσει σύντομα, Φοριντέλα. Άκουσες, εξάλλου, τι λένε στα νέα – ότι η Β’ Ανωρίγια τώρα επιτέθηκε στην Α’ Ανωρίγια. Και εδώ, στα νότια, είμαστε μακριά. Θα είχαμε μάθει περισσότερα αν ήμασταν κάπου κοντά στον Ριγοπόταμο.
»Αναρωτιέμαι» – η Άνμα έτριψε την άκρη του τσιγάρου της μέσα στα απομεινάρια του φαγητού της, για να ξεκολλήσει τη στάχτη – «μέχρι πού μπορεί να φτάσει αυτό. Αν κατακτήσουν και την Α’ Ανωρίγια, μετά τι θα κάνουν, Φοριντέλα;»
«Νομίζεις ότι όντως θα την κατακτήσουν;»
«Το αποκλείεις; Ώς τώρα, αυτός ο Αλυσοδεμένος Ποιητής έχει ανατρέψει δύο καθεστώτα, και δύο συνοικίες βρίσκονται υπό την κυριαρχία του.»
«Και τι σκοπεύει; Να κατακτήσει όλες τις συνοικίες του Ριγοπόταμου;»
«Δεν ξέρω τα σχέδια του, αλλά δεν θα το θεωρούσα απίθανο. Φυσικά, οι Κατωρίγιες Συνοικίες δεν θα τον δεχτούν· θα τον πολεμήσουν–»
«Σίγουρα.»
«Και τι αποτελέσματα πιστεύεις ότι θα έχει αυτό, Φοριντέλα;»
«Δε μπορεί ο Αλυσοδεμένος Ποιητής να έχει τόσο μεγάλες δυνάμεις ώστε να νικήσει τους πάντες,» είπε η αριστοκράτισσα, αν και η όψη της ήταν ανήσυχη.
*
Το επόμενο απόγευμα πήγαν σ’ένα καζίνο της Ανοιχτόφραγης που άκουγε στο όνομα «Το Χρυσωρυχείο». Τα πατώματά του ήταν φωτεινά και τα ταβάνια του σκοτεινά, δίνοντας μια απόκοσμη αίσθηση στους επισκέπτες. Ρουλέτες γύριζαν, ζάρια κυλούσαν, τραπουλόχαρτα ανακατεύονταν και μοιράζονταν. Η βαβούρα του κόσμου ήταν παντού, με μυστηριακή μουσική να την καλύπτει, συγκροτήματα όπως η Κρυφή Γενιά, Εννιά Εννιάρια, Ακουστικές Μυσταγωγίες. Στα χέρια των περισσότερων, ή αφημένα κάπου κοντά τους, ήταν ποτήρια με διάφορα ποτά: Γλυκός Κρόνος, Σεργήλιος Οίνος, Ανάμικτη Αρχόντισσα, Κρύος Ουρανός.
Η Φοριντέλα αγόρασε μια Ανάμικτη Αρχόντισσα για τον εαυτό της και μία για την Άνμα. Και τα δυο ποτήρια περιείχαν πάγο. Ήταν ποτό-κοκτέιλ. Η Άνμα δοκίμασε λίγο με το καλαμάκι· δεν είχε τύχει να ξαναπιεί.
Αισθανόταν σαν ξένη εδώ. Ο χώρος ήταν πολύ διαφορετικός απ’αυτούς όπου είχε συνηθίσει να τριγυρίζει. Αν και η Πόλη τής έδινε συνήθως όσα λεφτά χρειαζόταν, ποτέ δεν της έδινε τόσα πολλά ώστε να συχνάζει σε τέτοια καζίνα. Μέχρι στιγμής.
Η Φοριντέλα τής ψιθύρισε στ’αφτί: «Κοίτα λίγο τη ρουλέτα. Κοίτα την – προσεχτικά. Δε μπορείς να δεις τίποτα;»
Η Άνμα ήδη της είχε πει ότι οι «μαντικές δυνάμεις» της (όπως τις είχε αποκαλέσει η Φοριντέλα πριν) δεν λειτουργούσαν ακριβώς έτσι. Δε μπορώ να πολλαπλασιάσω τα χρήματά μας, της είχε εξηγήσει. Αν ήταν τόσο απλό, θα ήμουν τώρα ζάμπλουτη, δε θα ήμουν; Αλλά η Φοριντέλα, προφανώς, δεν την είχε πιστέψει. Όχι απόλυτα, τουλάχιστον.
«Βλέπω ότι αυτό είναι ένα πολύ επικίνδυνο παιχνίδι, αν παίξεις απρόσεχτα,» αποκρίθηκε τώρα η Θυγατέρα της Πόλης στην αριστοκράτισσα.
«Με δουλεύεις, Άνμα;»
«Αυτό βλέπω,» αποκρίθηκε εκείνη, ανασηκώνοντας τους ώμους κάτω από την τουαλέτα που φορούσε – η οποία την έκανε να νιώθει άβολα. Ούτε τέτοιου είδους ρούχα είχε μάθει να φορά. Γιατί άφησα τη Φοριντέλα να με πείσει νάρθουμε εδώ;
Η αριστοκράτισσα τής είπε: «Έλα,» και βάδισε προς ένα μεγάλο τραπέζι όπου κάποιοι πελάτες έπαιζαν χαρτιά. Είχε ήδη αγοράσει μερικές μάρκες. Παραπάνω από μερικές. Η Άνμα την είχε θεωρήσει σπάταλη.
Τώρα την ακολούθησε, πλησιάζοντας το τραπέζι μαζί της.
Ο κρουπιέρης – ένας ψηλόλιγνος άντρας, κατάμαυρος στο δέρμα, με ξυρισμένο κεφάλι και λευκό κοστούμι – ανακάτευε επιδέξια την τράπουλα. «Υπάρχει θέση;» τον ρώτησε η Φοριντέλα-Ράο.
«Ασφαλώς, κυρία. Καθίστε.»
Η Φοριντέλα κάθισε, ρίχνοντας ένα λοξό βλέμμα στην Άνμα, η οποία έμεινε όρθια και σιωπηλή. Τι περιμένει να της πω; Πώς να κερδίσει;
Ο κρουπιέρης άρχισε να μοιράζει τα χαρτιά στους παίχτες, με γρήγορες πεπειραμένες κινήσεις, αφού όλοι είχαν βάλει μια μάρκα στο κέντρο του τραπεζιού. Η Φοριντέλα σήκωνε ένα-ένα τα φύλλα της, κοιτάζοντάς τα. Μορφάζοντας, τους άλλαζε θέσεις προσπαθώντας να φτιάξει συνδυασμούς.
Έσπρωξε δύο μάρκες προς το κέντρο του τραπεζιού. Κάποιοι από τους άλλους τη μιμήθηκαν. Ένας άντρας έριξε τα χαρτιά του και είπε: «Πάσο.»
Μια από τις γυναίκες κοίταζε έντονα την Άνμα, και η Άνμα είχε την αίσθηση πως το βλέμμα της δεν ήταν καθόλου τυχαίο. Με αναγνωρίζει, συνειδητοποίησε. Αλλά εγώ δεν την ξέρω. Δεν την έχω ξαναδεί. Είχε δέρμα κατάλευκο σαν πανί, και μαλλιά καστανά και μακριά, φτιαγμένα πλεξίδα που έπεφτε στην πλάτη της. Φορούσε ένα προκλητικό φόρεμα με δαντέλα το οποίο αποκάλυπτε μεγάλο μέρος του γεμάτου στήθους της, αφήνοντας τους ώμους και τα χέρια της γυμνά. Στον αριστερό πήχη φορούσε ένα κρυστάλλινο βραχιόλι που στραφτάλιζε έντονα.
Η Άνμα αναρωτιόταν τι μπορεί να ήθελε από εκείνη. Της επέστρεψε το βλέμμα. Την κοίταξε κατάματα.
Η άγνωστη έστρεψε τη ματιά της στα φύλλα στο χέρι της. Και έσπρωξε τρεις μάρκες προς το κέντρο του τραπεζιού.
Μια άλλη γυναίκα πήγε πάσο. Οι υπόλοιποι έβαλαν ακόμα μια μάρκα. Το ίδιο και η Φοριντέλα.
Ο κρουπιέρης έδωσε σε όλους δύο φύλλα. Κάποιοι πήραν το ένα ή και τα δύο, και έδωσαν ένα ή δύο από αυτά που κρατούσαν, ρίχνοντάς τα κλειστά στο τραπέζι. Η Φοριντέλα-Ράο έσπρωξε ακόμα δυο μάρκες στο κέντρο.
Οι περισσότεροι πήγαν πάσο. Μόνο η γυναίκα που – κάπως – αναγνώριζε την Άνμα έμεινε στο παιχνίδι, καθώς κι ένας άντρας, χοντρός σαν μπαλόνι, γαλανόδερμος, μ’ένα πούρο στο στόμα κι ένα ψηλό ποτήρι σαμπάνια παραδίπλα.
Η άγνωστη κατάλευκη, καστανομάλλα γυναίκα έκανε μια κίνηση προς το μέρος του – μια κίνηση που στην Άνμα φάνηκε απλή αλλά, συγχρόνως, της έδινε την εντύπωση πως, για κάποιο λόγο, δεν ήταν καθόλου απλή, πως είχε επηρεάσει έντονα τον άντρα με το πούρο. Τον είδε να ξεροκαταπίνει, προσπαθώντας ν’αποφύγει να στρέψει το βλέμμα του στην άγνωστη γυναίκα. Τι σκατά συμβαίνει εδώ; Τα πολεοσημάδια ήταν μπερδεμένα για την Άνμα. Δεν είχε συνηθίσει τέτοιους... κοινωνικούς χώρους.
Η Φοριντέλα αποκάλυψε τα χαρτιά της.
Το ίδιο και η άγνωστη γυναίκα.
Το ίδιο και ο χοντρός, βγάζοντας το πούρο από το στόμα του και φυσώντας ένα ξαφνικό σύννεφο καπνού ενώ έβηχε νευρικά.
Η όψη της Φοριντέλα σκοτείνιασε κοιτάζοντας τα χαρτιά των συμπαικτών της. Η άγνωστη είχε καλύτερα φύλλα από εκείνη. Αλλά ο χοντρός είχε καλύτερα φύλλα κι από τις δυο τους.
Ο κρουπιέρης έσπρωξε, με το ραβδί του, τις μάρκες προς το μέρος του. Εκείνος τις μάζεψε και τις έβαλε σ’ένα σακουλάκι. Σηκώθηκε από τη θέση του και πλησίασε την άγνωστη γυναίκα. Η Άνμα δεν άκουσε τι της είπε αλλά νόμιζε ότι, μάλλον, της πρότεινε να την κεράσει. Εκείνη τού μίλησε υπομειδιώντας και ο άντρας έφυγε, μοιάζοντας, ίσως, λιγάκι μπερδεμένος.
Ύστερα, η άγνωστη έστρεψε ξανά το βλέμμα της στην Άνμα. Η οποία δεν κινήθηκε από τη θέση της. Από πού σκατά με ξέρει, γαμώτο; Της θυμίζω καμια γνωστή της;
Η Φοριντέλα σηκώθηκε όρθια, και είπε στην Άνμα: «Αυτός ο χοντρομπαλάς παραήταν τυχερός! Θα έλεγα πως ήταν στημένο το παιχνίδι, αν δεν... αν δεν... Δε νομίζω να ήταν. Έτσι;»
Η Άνμα ανασήκωσε τους ώμους. «Πού να ξέρω εγώ;» Κοίταζε τη λευκόδερμη γυναίκα.
«Με κοροϊδεύεις!» την κατηγόρησε η Φοριντέλα, εκνευρισμένη.
Η άγνωστη άρχισε να έρχεται προς τη μεριά τους, κάνοντας τον γύρο του μεγάλου τραπεζιού. Η Άνμα στράφηκε να την αντικρίσει.
Η Φοριντέλα ξαφνιάστηκε. «Τι...; Την ξέρεις;»
«Όχι,» είπε η Άνμα. Αλλά... λες να είναι κι αυτή...;
«Γεια σου, Άνμα,» χαιρέτησε η άγνωστη. «Χαίρομαι που σε βλέπω καλά.»
*
«Ποια είσαι, γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος; Γνωριζόμαστε από κάπου και δεν σε θυμάμαι;»
Η άγνωστη χαμογέλασε. «Ναι, φυσικά· εσύ δεν με έχεις δει. Αλλά πρέπει να μ’έχεις ακούσει. Λέγομαι Νορέλτα-Βορ.»
«Νορέλτα-Βορ;»
Αναμνήσεις πλημμύρισαν το μυαλό της Άνμα.
Πριν από καμια πενταετία είχε βαλθεί να βοηθήσει μια κοπέλα που ήταν θύμα των Ανθρωποκλεφτών, τη Βιργινία Απειρόλεκτη. Η Πόλη την είχε φέρει κοντά της, δίνοντας μια ευκαιρία στην Άνμα να χτυπήσει αυτά τα καθάρματα, τους Ανθρωποκλέφτες.
Είχαν ταξιδέψει νότια οι δυο τους – πιο νότια από την Ανοιχτόφραγη – στο Χρηματοκοπείο, για να βρουν τον πατέρα της Βιργινίας, ο οποίος είχε πουληθεί ως δούλος από τους Ανθρωποκλέφτες. Τον είχαν δώσει σε ένα σαδιστικό απόβρασμα που ονομαζόταν Καρνάθος’μορ και είχε το παρωνύμιο ο Τεχνοχειρούργος. Ένας μάγος του τάγματος των Τεχνομαθών με μεγάλη επιρροή στον υπόκοσμο του Χρηματοκοπείου.
Φτάνοντας εκεί, με σχετικά λίγες πληροφορίες για το πώς να σώσουν τον πατέρα της Βιργινίας, η Άνμα και η Βιργινία είχαν συναντήσει δυο άλλες Θυγατέρες. Που ήταν κι οι δύο σταλμένες από τη Νορέλτα-Βορ. Η μία έλεγε ότι την είχε συναντήσει στο όνειρό της· η άλλη έλεγε ότι την είχε συναντήσει κανονικά αλλά, μετά, η Νορέλτα είχε εξαφανιστεί με πολύ παράξενο τρόπο.
Η Νορέλτα-Βορ τις είχε προειδοποιήσει ότι, αν η Άνμα και η Βιργινία συνέχιζαν μόνες τους, θα είχαν πολύ άσχημο τέλος από τον Τεχνοχειρούργο. Έπρεπε να τις βοηθήσουν.
Και τις είχαν βοηθήσει.
Η αρωγή τους είχε αποδειχτεί πολύτιμη. Αλλά, και πάλι, παραλίγο όλες να σκοτωθούν. Ο Τεχνοχειρούργος ήταν θανάσιμος αντίπαλος.
Η Άνμα δεν είχε καταλάβει πώς η Νορέλτα-Βορ μπορεί να γνώριζε το μέλλον της. Ήταν σαν να είχε τις «μαντικές δυνάμεις» που η Φοριντέλα θα ήθελε να έχει η Άνμα...
«Μ’έχεις ακούσει, δεν μ’έχεις ακούσει;»
Η Άνμα ένευσε. «Ναι. Έστειλες την Άλικη Αλίκη να με βοηθήσει, πριν από πέντε χρόνια, έτσι δεν είναι; Και την Αλβέρτα.»
Η Νορέλτα-Βορ χαμογέλασε πάλι. «Ναι,» αποκρίθηκε. «Και την ξανασυνάντησα την Αλβέρτα τις προάλλες. Μου είπε ότι τα καταφέρατε. Περίπου. Λυπάμαι για τον πατέρα εκείνης της κοπέλας. Αλλά, τουλάχιστον, είστε όλες ζωντανές.»
«Γνωρίζεστε επομένως!» είπε η Φοριντέλα-Ράο στην Άνμα. «Τι μου έλεγες πριν;»
«Δεν την ξέρω. Εκείνη με ξέρει.»
Η Φοριντέλα την κοίταξε απορημένη. «Τι;»
Η Νορέλτα γέλασε. «Η Άνμα μιλά σωστά. Εγώ την ξέρω.»
«Δεν καταλαβαίνω...»
«Ποια είναι η κυρία;» ρώτησε η Νορέλτα την Άνμα.
«Ονομάζεται Φοριντέλα-Ράο – αριστοκράτισσα σαν εσένα, προφανώς – και είναι... από μακριά.»
«Πόσο μακριά;»
«Από την Έκθυμη,» αποκρίθηκε η ίδια η Φοριντέλα.
«Εκεί όπου, τελευταία, γίνεται πόλεμος;»
«Το έχεις ακούσει;» Η Φοριντέλα φαινόταν παραξενεμένη.
Η Νορέλτα ρώτησε την Άνμα: «Γνωρίζει για περίεργα σημάδια στα πόδια, και τέτοια πράγματα;»
Η Άνμα μειδίασε με τον έμμεσο τρόπο που η Αδελφή της ζήτησε να μάθει αν η Φοριντέλα ήξερε για τις Θυγατέρες της Πόλης. «Γνωρίζει τι είμαι, Νορέλτα.»
Η Νορέλτα στράφηκε στη Φοριντέλα ξανά. «Κι εγώ είμαι ό,τι είναι η Άνμα.»
«Είσαι Θυγατέρα;» ψιθύρισε η αριστοκράτισσα.
«Μη μου ζητήσεις να σ’το αποδείξω εδώ, μες στη μέση της αίθουσας του καζίνου!» είπε μειδιώντας η Νορέλτα-Βορ.
«Όχι, δεν ήθελα να πω...» κόμπιασε η Φοριντέλα.
«Πάμε να καθίσουμε!» πρότεινε η Νορέλτα. «Σας κερνάω και τις δύο. Ελάτε!»
Την ακολούθησαν, φεύγοντας από την αίθουσα με τα τυχερά παιχνίδια και ανεβαίνοντας στο μπαρ του Χρυσωρυχείου που ήταν σαν μπαλκόνι από πάνω της. Κάθισαν γύρω από ένα απ’τα μικρά, ψηλά τραπέζια και η Νορέλτα κέρασε ποτά: έναν Κρύο Ουρανό για την Άνμα, ένα Αργυρό Νεφέλωμα για τη Φοριντέλα-Ράο, και μια σαμπάνια για τον εαυτό της. (Τις Ανάμικτες Αρχόντισσες τις είχαν αφήσει κάτω, στο τραπέζι όπου είχαν παίξει χαρτιά· ο κρουπιέρης θα τις είχε ήδη απομακρύνει.)
«Γινόταν πόλεμος εκεί πάνω, όταν φύγατε;» ρώτησε η Νορέλτα. «Ή έχετε φύγει πριν από πολύ καιρό;»
«Γινόταν πόλεμος,» τη διαβεβαίωσε η Άνμα.
«Χρωστάω τη ζωή μου στην Άνμα,» είπε η Φοριντέλα-Ράο.
«Τι ακριβώς συμβαίνει;» θέλησε να μάθει η Νορέλτα-Βορ. «Συνεχώς ακούω γι’αυτό τον πόλεμο παρότι γίνεται μακριά από εδώ–»
«Συνεχώς ακούς για τον πόλεμο;» απόρησε η Φοριντέλα. «Εγώ με το ζόρι μαθαίνω μερικά πράγματα!»
«Ακριβώς. Είναι περίεργο, δεν είναι; Δε μπορεί παρά νάναι πολεοτύχη. Αισθάνομαι σχεδόν σαν κάτι να με τραβά προς τα εκεί. Για κάποιο λόγο.» Και κοίταξε την Άνμα ερωτηματικά.
«Εγώ,» της είπε εκείνη, «βρέθηκα εκεί επειδή ήθελα να παραδώσω ένα σπαθί στη Φοριντέλα.»
«Σπαθί;»
«Απολλώνιο. Το βρήκα στον Ερειπιώνα.»
Η Νορέλτα γέλασε. «Πριν από κάποια χρόνια ήμουν στην Απολλώνια. Ή, μάλλον, στη Βορέανη.»
Η Άνμα την κοίταξε παραξενεμένη. «Σε άλλες διαστάσεις, δεν έχουμε... δεν είμαστε...»
«Ναι,» είπε η Νορέλτα, «δεν έχουμε την Πόλη να μας προστατεύει και να μας καθοδηγεί, Άνμα. Είναι αλήθεια. Αλλά το ταξίδι ήταν ωραίο, παρ’όλ’ αυτά.»
Η Άνμα την ατένισε τώρα διαπεραστικά σαν να προσπαθούσε να την αποκωδικοποιήσει παρότι δεν διέκρινε τίποτα το ιδιαίτερο επάνω της. «Δεν είσαι σαν άλλες Αδελφές μας, έτσι, Νορέλτα;»
«Φυσικά και είμαι σαν άλλες Αδελφές μας.»
«Πώς ήξερες, τότε, ότι κάτι κακό θα συνέβαινε σ’εμένα και τη Βιργινία; Πώς μίλησες στην Αλίκη μέσα από τα όνειρά της; Πώς εξαφανίστηκες περίεργα αφού συνάντησες την Αλβέρτα;»
«Α, λες γι’αυτό...» Η όψη της Νορέλτα-Βορ σκοτείνιασε, έγινε πολύ προβληματισμένη.
«Τι είναι, Νορέλτα;»
«Είχα βρει... ένα πολύ ασυνήθιστο φυλαχτό, Άνμα.»
«Τι φυλαχτό; Τι σχέση έχει αυτό;»
«Θα σου εξηγήσω μετά. Πάντως, να ξέρεις ότι δεν μπορώ πλέον να προβλέπω έτσι το μέλλον, ούτε να μιλάω μέσα στα όνειρα. Έχω... έχω χάσει το φυλαχτό. Μου το έκλεψε, η καταραμένη!» Τα μάτια της γυάλισαν, γεμάτα οργή ξαφνικά.
Η Άνμα αισθανόταν μπερδεμένη. «Το... το φυλαχτό ήταν που σ’έκανε να προβλέπεις το μέλλον; Ποια σ’το έκλεψε;»
«Δε μου λες, ξέρεις πού είναι η Μιράντα;»
«Ποια Μιράντα;»
«Δε γνωρίζεις τη Μιράντα, για όνομα του Κρόνου; Νόμιζα ότι όλες την ξέραμε.»
«Λες για τη Μιράντα την Αδελφή μας;»
«Ναι. Την ξέρεις, λοιπόν.»
«Όχι προσωπικά. Απλώς έχω ακούσει γι’αυτήν. Λένε πως είναι πολύ γριά.»
«Είναι, όντως, πολύ μεγάλη. Και...» Η Νορέλτα έσμιξε τα χείλη. «Ήταν να τη συναντήσω όταν θα ερχόμουν από τη Βορεάνη. Με περίμενε στον Ερειπιώνα. Αλλά δεν τη βρήκα εκεί. Και από τότε την ψάχνω. Φοβάμαι γι’αυτήν...»
«Πριν από πόσο καιρό την έχασες;»
«Πάνε πέντε χρόνια πια. Έχεις ακούσει πού μπορεί να βρίσκεται;»
Η Άνμα κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Δεν έχω ιδέα, δυστυχώς.»
Η Νορέλτα-Βορ αναστέναξε. «Γαμώτο...» Άναψε τσιγάρο.
«Είπες ότι φοβάσαι γι’αυτήν... Γιατί;»
«Την κυνηγά η Κορίνα. Ή, μάλλον, η Μιράντα κυνηγά την Κορίνα και, ως συνέπεια, η Κορίνα κυνηγά τη Μιράντα.»
Η Φοριντέλα γέλασε κοφτά. «Γύρω-γύρω;»
«Ποια είναι η Κορίνα;» ρώτησε η Άνμα.
«Ούτε την Κορίνα δεν ξέρεις;» είπε η Νορέλτα-Βορ.
«Όχι.»
«Τυχερή είσαι.»
«Αδελφή μας είναι;»
«Δυστυχώς.»
«Και έχουν όλ’ αυτά σχέση με το χαμένο φυλαχτό σου;»
«Πού το κατάλαβες;»
«...Δεν ξέρω. Διαίσθηση, υποθέτω.»
Η Νορέλτα την κοίταξε με στενεμένα μάτια. Μετά, της είπε: «Δε νομίζω ότι βρέθηκες τυχαία στο δρόμο μου, Άνμα.»
«Ούτε εγώ το νομίζω.»
«Είπες ότι ήρθατε από τα βόρεια... Τώρα πού πάτε;»
Η Άνμα έριξε ένα βλέμμα στη Φοριντέλα, η οποία ήταν σιωπηλή, μοιάζοντας έξω απ’τα νερά της. «Πίσω στα βόρεια ξανά,» απάντησε η Άνμα στην Αδελφή της. «Αλλά δεν βιαζόμαστε.»
«Πολλές συμπτώσεις μ’αυτή την ιστορία στα βόρεια...» μουρμούρισε η Νορέλτα. «Αναρωτιέμαι αν η Μιράντα είναι εκεί. Η Πόλη μοιάζει να με οδηγεί προς τα εκεί, Άνμα.»
«Θα έρθεις μαζί μας;»
«Εκτός αν δεν με θέλετε...»
«Δεν έχουμε πρόβλημα. Σωστά;» Κοίταξε τη Φοριντέλα.
«Η Νορέλτα μοιάζει ευχάριστη παρέα,» είπε η αριστοκράτισσα από την Έκθυμη. «Αν και έχω ακούσει ότι, ιστορικά, οι Ράο’σβολκ δεν τα πάνε καλά με τους Βόρ’νοθροκ.»
Η Νορέλτα μειδίασε. «Ναι, αυτό υποτίθεται πως ισχύει–»
«Αλλά εμείς που κατοικούμε στα βόρεια, στην Έκθυμη, δεν είχαμε ποτέ καμια ιδιαίτερη προστριβή με τους Βόρ’νοθροκ· οπότε να ξέρεις πως–»
«Δεν έχω τίποτα εναντίον σου,» τη διαβεβαίωσε η Νορέλτα. «Ούτε εγώ είχα ποτέ καμια ιδιαίτερη προστριβή με τους Ράο’σβολκ. Ίσως όλα να είναι φήμες.
»Πείτε μου τώρα τι συμβαίνει στα βόρεια,» ζήτησε.
«Θα σου πούμε,» αποκρίθηκε η Άνμα. «Εσύ θα μας πεις γι’αυτό το φυλαχτό;»
Η Νορέλτα την ατένισε διστακτικά, σαν να ήταν κάποιο μυστικό που ήθελε να κρύψει, ή σαν να φοβόταν μην αποκαλύψει καμια ευαίσθητη πληροφορία.
Μα τι μπορεί να είναι αυτό το φυλαχτό, τέλος πάντων! σκέφτηκε η Άνμα.
Η Νορέλτα αποκρίθηκε τελικά: «Θα σου πω, αφού θέλεις να μάθεις. Αλλά πάω στοίχημα πως θα δυσκολευτείς να με πιστέψεις.»