ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ
Οι Μυσταγωγοί του Φεγγαριού
Αρχεία της Σιδηράς Δυναστείας
Βιβλίο Δ΄
Μια Ιστορία από το Θρυμματισμένο Σύμπαν
© Κώστας Βουλαζέρης
http://www.fantastikosorizontas.gr/kostasvoulazeris
Για τα πνευματικά δικαιώματα αυτού του κειμένου ισχύουν οι όροι του Creative Commons – http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/
Αυτό το βιβλίο είναι λογοτεχνικό. Όλα τα ονόματα, τα πρόσωπα, και οι καταστάσεις είναι φανταστικά ή χρησιμοποιούνται με φανταστικό, λογοτεχνικό τρόπο. Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά ονόματα, πρόσωπα, ή καταστάσεις είναι καθαρά συμπτωματική.
Η διορία έχει περάσει, κι ακόμα δεν έχει γίνει τίποτα. Ούτε αυτοί έχουν κάνει κάτι ούτε εγώ.
Κι όταν αγνοείς μια διορία που έχεις θέσει εσύ ο ίδιος στον εαυτό σου, τότε αισθάνεσαι πολύ άσχημα. Αισθάνεσαι τελείως ηλίθιος. Αισθάνεσαι ότι έχεις προδώσει την ψυχή σου.
Γιατί ακόμα περιμένω; Γιατί δεν κάνω κάτι;
Με κάθε μέρα που περνά μού γίνεται ολοένα και πιο φανερό, ολοένα και πιο βέβαιο, ότι τα καταραμένα μεγάλα αφεντικά της Σιδηράς Δυναστείας δεν πρόκειται ποτέ να με απελευθερώσουν από το χρέος. Είναι τέσσερα χρόνια τώρα από τότε που ξεπληρώνω, από τότε που ζω ως απλήρωτος δούλος μιας απρόσωπης οργάνωσης του υπόκοσμου της Σεργήλης, μιας παρασιτικής κοινωνίας παράλληλης της κανονικής – και παρατηρώ ορισμένες φορές ότι έχουν εκπληκτικά πολλές ομοιότητες οι δυο τους – ειρωνικά πολλές ομοιότητες. Είναι σαν η κρυφή κοινωνία της Σιδηράς Δυναστείας να αποτελεί θέατρο/σκιά της κανονικής κοινωνίας της Σεργήλης, ή σαν η κανονική κοινωνία της Σεργήλης να αποτελεί θέατρο/σκιά της Σιδηράς Δυναστείας. Ποτέ δεν μπορώ να αποφασίσω τι ακριβώς ισχύει. Δύο κόσμοι παράλληλοι. Ποιος είναι ο αληθινός κόσμος, και ποιος ο κόσμος-σκιά;
Εκείνο που ξέρω είναι ότι δεν θα δεχτώ να είμαι δούλος κανενός!
Κανονικά, ώς τώρα, έπρεπε να είχα κάνει κάτι. Έπρεπε, ίσως, να είχα ακολουθήσει τον δρόμο του Άφευκτου – να είχα αρχίσει να σκοτώνω τα μέλη της Σιδηράς Δυναστείας σαν παράφρονας εκδικητής σταλμένος από την οργισμένη ψυχή του Κάρτωλακ. Ή έπρεπε απλά να είχα φύγει από τη Σεργήλη, ταξιδεύοντας κάπου αλλού στο Γνωστό Σύμπαν – πράγμα όχι δύσκολο: η Σεργήλη είναι σταυροδρόμι ανάμεσα στις διαστάσεις, και γεμάτη διαστασιακά περάσματα. Τίποτα από αυτά τα δύο, όμως, δεν έχω κάνει ακόμα. Ίσως επειδή δεν τολμώ να γίνω ούτε φονιάς ούτε φυγάς.
Όμως σε τι μεταμορφώνομαι μέρα με τη μέρα; Από τότε που ήρθα εδώ, στη Χαρπόβη, και η διορία έχει πλέον περάσει, αισθάνομαι μια τρελή οργή να καταβροχθίζει την ψυχή μου. Δεν είμαι εγώ πια. Προ πολλού δεν είμαι εγώ. Δεν είμαι ο Ζορδάμης Λιγνόρρυγχος, εκείνος ο ανέμελος ραλίστας που όλο ζητούσε περιπέτειες. Είμαι ένας άνθρωπος που ζει συγχρόνως σε δύο κόσμους, που γνωρίζει πράγματα απαγορευμένα για άλλους, που έχει συμμετάσχει σε πιο πολλές απάτες απ’ό,τι άλλοι έχουν τολμήσει να φανταστούν· ένας άνθρωπος που ξέρει πλέον ότι μια τρομερή αδικία διαπράττεται εις βάρος του.
Το χρέος μου στη Δυναστεία έπρεπε να είχε ξεπληρωθεί. Όμως κανένας δεν έχει έρθει να μου πει «Είσαι ελεύθερος τώρα»· κανένας δεν ξέρει καν πότε μπορεί να ξεχρεωθώ. Κανένας δεν ξέρει τίποτα σ’αυτή τη γαμημένη παρασιτική κοινωνία! Αλλά, συγχρόνως, όλα μοιάζουν να λειτουργούν βάσει κάποιου μυστηριώδους μηχανισμού. Κανένας δεν ξέρει τίποτα, μα κι ο καθένας μπορεί να ξέρει κάτι που ποτέ δεν φανταζόμουν… Μυστικά και απάτες, και αμοιβαίο συμφέρον – αυτό είναι η Σιδηρά Δυναστεία.
Στέκομαι τώρα στο μπαλκόνι του διαμερίσματός μου στη Χαρπόβη και, καπνίζοντας ένα τσιγάρο, ατενίζω προς τα βόρεια, πέρα από τη μεγαλούπολη, τους αχανείς δασότοπους Φέρνιλγκαν μέσα στη νύχτα. Τόσο άγριοι φαντάζουν, τόσο τρομαχτικοί και επικίνδυνοι. Αλλά αναρωτιέμαι αν τα θηρία και οι αγριάνθρωποι που ζουν εκεί είναι χειρότεροι από τους «πολιτισμένους» ανθρώπους που ζουν σε άλλα μέρη της Σεργήλης…
Ο Άφευκτος είχε δίκιο, τελικά, που είχε αρχίσει να τους σκοτώνει τον έναν μετά τον άλλο.
Δεν έπρεπε να σε είχα πολεμήσει, Σίλα, λέω στο φάντασμά του. Έπρεπε να είχα συμμαχήσει μαζί σου! Κατά πάσα πιθανότητα θα ήμουν νεκρός τώρα, αλλά όχι δούλος.
Εκτοξεύω το τελειωμένο τσιγάρο μου μακριά από το μπαλκόνι και βλέπω την καύτρα του να χάνεται μες στη νύχτα, πέφτοντας στον δρόμο από κάτω, όπου τώρα περνά ένα τετράκυκλο όχημα με τους μεταλλικούς τροχούς του να γρυλίζουν και τη μηχανή του να μουγκρίζει. Ελεεινό μηχάνημα, μου μοιάζει: ίσα που μπορεί να τραβήξει τα πόδια του. Η ψυχή μου ζητά να οδηγήσει ξανά αγωνιστικό όχημα: να τρέξω μέσα σε ράλι και να τους αφήσω όλους στη σκόνη μου!
«Μιάαααοοο…»
Το νιαούρισμα με κάνει να στραφώ δίπλα μου για ν’αντικρίσω την Κλεισμένη – τη γάτα που βρήκα κλεισμένη μέσα στο μπαούλο ενός διαμερίσματός μου στην Άντχορκ, πριν από κάποιο καιρό· τη γάτα με τις παράξενες υπερδιαστασιακές ιδιότητες, τις οποίες δεν έχω ξαναδεί να χρησιμοποιεί επειδή, μάλλον, δεν έχει βρει την ευκαιρία.
«Πεινάς, γκρινιάρα;» της λέω.
«Νιάαου…»
«Ψητό άνθρωπο τρως;»
Τεντώνει το ευλύγιστο σώμα της καθώς χασμουριέται. Το τρίχωμά της είναι μαύρο με γκρίζες ραβδώσεις. Η ουρά της ορθώνεται.
«Έχει ψητό συγγενή στον φούρνο,» της λέω. Ή, τουλάχιστον, θα έπρεπε να έχει, προσθέτω σιωπηλά, κι ανάβω κι άλλο τσιγάρο.
*
Μη μπορώντας να μείνω στο σπίτι, βγαίνω στους νυχτερινούς δρόμους μαζί με την Κλεισμένη και βαδίζω ώς την Πλατεία Δασών που δεν είναι μακριά από την πολυκατοικία μου. Στο κέντρο της βρίσκεται ο Ναός του Κάρτωλακ, ένα κατασκεύασμα από λαξευτή πέτρα και λαξευτό ξύλο, με τοίχους γεμάτους σκηνές από θηρία, δαίμονες, άγριους μαχητές, και άγρια δάση. Η είσοδός του μοιάζει έτοιμη να σε καταπιεί: σαν στόμα είναι· κι από πάνω της ορθώνονται μεγάλα κέρατα, τουλάχιστον έξι, που μοιάζουν να ξεφυτρώνουν από τον τοίχο, αλλά είναι κανονικά κέρατα ζώων, όχι λίθινα κατασκευάσματα.
Χαλασμός είχε γίνει εδώ πριν από μερικές ημέρες, την Πρώτη Εαρινή. Ήταν η Γιορτή της Μεγάλης Αφύπνισης των Θηρίων, μια γιορτή της θρησκείας του Κάρτωλακ, που διεξάγεται κυρίως στα Φέρνιλγκαν. Οι ιερωμένοι του Άρχοντα των Δασών τον τιμούν με οργιαστικές τελετουργίες καθώς η άνοιξη έχει μπει και όλα τα ζώα της πλάσης ξυπνάνε, η φύση θεριεύει και οι άνθρωποι επίσης.
Αισθάνομαι πως κι εγώ έχω πια θεριέψει, αλλά όχι μόνο εξαιτίας της άνοιξης ή του Κάρτωλακ. Ο Άφευκτος έρχεται στα όνειρά μου ορισμένες νύχτες, καλώντας με να μπω στο σώμα του και να γίνω αυτός, γελώντας μέσα από όποιον κόσμο των νεκρών βρίσκεται τώρα. Μια φορά ξύπνησα ουρλιάζοντας, και η Κλεισμένη μπήκε τρέχοντας στο υπνοδωμάτιό μου ατενίζοντας με με έκδηλη ανησυχία στα έξυπνα μάτια της. Κάπου-κάπου έχω την εντύπωση ότι αυτή η γάτα μπορεί να καταλάβει πολύ περισσότερα από άλλα ζώα – πολύ περισσότερα κι από κάποιους ανθρώπους, ίσως.
Γύρω από τον Ναό του Κάρτωλακ και την Πλατεία Δασών υπάρχουν αρκετά μπαρ και ταβέρνες. Πηγαίνω σ’ένα από τα πρώτα που ονομάζεται Φλογισμένα Κρασιά. Η Κλεισμένη μένει απέξω – δεν της αρέσουν τα μέρη με πολύ κόσμο – αλλά είμαι σίγουρος πως θα με ξανασυναντήσει όταν βγω. Το μαγαζί είναι σκιερό και με αρκετή πελατεία. Από το ηχοσύστημα ακούγεται ένα τραγούδι που δεν αναγνωρίζω αλλά νομίζω ότι πρέπει νάναι ενός καινούργιου συγκροτήματος που ονομάζεται Λυκοδαίμονες των Φέρνιλγκαν και, αναμενόμενα, είναι πιο ακουστό σε τούτες τις περιοχές. Οι ήχοι τους έχουν κάτι το πρωτόγονο· δεν ξέρω αν μπορώ να πω ότι μου αρέσουν, αλλά σίγουρα δεν τους αντιπαθώ κιόλας, όπως για παράδειγμα αυτούς των Ανέμων του Κενού που είναι σαν τσυρίδες λυσσασμένων ζώων. Ούτε η Κλεισμένη δεν κάνει έτσι όταν την έχουν πιάσει τα νεύρα της.
Παραγγέλνω μια μπίρα από τον άντρα πίσω από το μπαρ, και προτού καν έχω το ποτήρι μπροστά μου μια γυναίκα έρχεται και κάθεται πλάι μου ζητώντας μια Πράσινη Γαλανή. Το δέρμα της είναι γαλάζιο και τα μαλλιά της πράσινα και κοντά. Εύσωμη χωρίς νάναι χοντρή· γυμνασμένη μάλλον.
Ο άντρας του μπαρ μού φέρνει τη μπίρα μου, αλλά δεν έχει ακόμα προλάβει να φέρει την Πράσινη Γαλανή της άγνωστης γυναίκας όταν δυο άλλες γυναίκες και δυο άντρες πλησιάζουν και της προτείνουν να φύγει άμα θέλει το καλό της.
«Δεν είναι τα Φλογισμένα Κρασιά για λύκαινες σαν εσένα!» της λέει η μία. «Τράβα αλλού!»
Η γαλανόδερμη γυναίκα τούς ατενίζει με στενεμένα μάτια. «Δεν ενοχλώ κανέναν–»
«Μας ενόχλησες αρκετά όταν υπηρετούσες τους φίλους σου τους Παντοκρατορικούς,» της λέει ο ένας από τους άντρες. «Φύγε από δω!»
«Δεν υπηρετούσα τους Παντοκρατορικούς!»
Αλλά δεν την πιστεύουν, και εξακολουθούν να επιμένουν να φύγει. Ο οινοχόος δεν παρεμβαίνει, και ούτε της φέρνει την Πράσινη Γαλανή αν και βλέπω πως την έχει έτοιμη. Υποθέτω πως τούτη η γυναίκα πρέπει νάναι κάποια μισθοφόρος· η όλη της εμφάνιση αυτό υποδηλώνει, παρότι τώρα δεν κουβαλά φανερά όπλα επάνω της.
«Δεν έχει πειράξει κανέναν,» λέω στους τέσσερις που θέλουν να τη διώξουν. «Ήρθε απλά να πιει, πληρώνοντας όπως όλοι μας. Εσείς τραβάτε αλλού!»
«Και τι είσαι συ, ρε φίλε; Γκόμενός της;» με ρωτά ο ένας από τους δύο άντρες – μεγαλόσωμος, με δέρμα λευκό-ροζ και μακριά καστανά μαλλιά και μούσια.
«Κανένα Παντοκρατορικό τσιράκι, μάλλον, που έχει ξεμείνει στη Σεργήλη,» λέει η μια από τις δύο γυναίκες – λυγερή, με δέρμα κατάλευκο και σκούρα μπλε μακριά μαλλιά με τις δυο μπροστινές τούφες δεμένες πίσω.
«Να πάτε να γαμηθείτε,» τους λέω. «Δεν ήμουν με την Παντοκράτειρα όταν ακόμα υπήρχε· τώρα που δεν υπάρχει θα γίνω ξαφνικά Παντοκρατορικός; Και την κυρία ούτε την ξέρω, αλλά–»
«Τότε βούλωστο προτού η μούρη σου αρπάξει κλοτσιές!» με απειλεί ο άντρας με τα μούσια και τα μαλλιά.
«Στρίβετε,» τους λέω. «Πηγαίντε στο Ναό του Κάρτωλακ παραδίπλα να φιλήσετε κάνα παπάρι αρκούδας από τα Φέρνιλγκαν–»
«Ε!» φωνάζει ο οινοχόος. «Ήρεμα, και μη βρίζετ’ έτσι εδώ μέσα!»
Αλλά η οργή μου έχει φουντώσει πάλι, όπως φουντώνει συχνά τελευταία, και συνεχίζω: «Δρόμο, αλλιώς–»
Ο άντρας με τα μούσια και τα μαλλιά μ’αρπάζει από το μπράτσο λέγοντα: «Θα φύγεις μαζί με την Παντοκρατορική γκόμενά σου, γαμιόλη!» και κάνει να με τραβήξει απ’το σκαμνί όπου κάθομαι. Δε φέρνω αντίσταση, για να μη σωριαστώ· πατάω στα πόδια μου καθώς κατεβαίνω απ’το ψηλό σκαμνί και, συγχρόνως, γυρίζω το ποτήρι μου, απότομα, και το κοπανάω στο κεφάλι του.
Θρύψαλα γυαλιού και μπίρα τινάζονται ολόγυρα, μαζί με λίγο αίμα κι ένα σπασμένο δόντι, καθώς ο άντρας με τα μούσια και τα μαλλιά πέφτει στο πάτωμα.
Ο άλλος άντρας – ένας ψηλός μα όχι τόσο μεγαλόσωμος τύπος, με πράσινο δέρμα και επίσης μακριά μαλλιά και μούσια, αλλά μαύρα, όχι καστανά – γρυλίζει: «Είθε να σε λυπηθεί η Λόρκη η μάνα σου, καταραμένε!» και κάνει να μου ορμήσει τραβώντας ένα μεγάλο μαχαίρι μέσα από τα ρούχα του. Η γαλανόδερμη γυναίκα, όμως, την οποία ήθελαν να διώξουν βρίσκεται στο δρόμο του, εξακολουθώντας να είναι καθισμένη στο σκαμνί της ένα βήμα πριν από εμένα· και, καθώς ο πρασινόδερμος κάνει να με ζυγώσει, το ένα μποτοφορεμένο πόδι της τινάζεται ξαφνικά και τον κλοτσά στα παπάρια. Ο άντρας διπλώνεται με μια κραυγή.
Και τότε ο καυγάς φουντώνει. Η λυγερή κατάλευκη γυναίκα χιμά σαν αγρίμι των Φέρνιλγκαν στη γαλανόδερμη, ρίχνοντάς την από το σκαμνί και πέφτοντας κάτω μαζί της: αρχίζουν να παλεύουν, ουρλιάζοντας, δαγκώνοντας και χτυπώντας με γροθιές και γόνατα. Η άλλη γυναίκα – που μοιάζει πιο άγρια από τις δύο προηγούμενες μαζί, μαυρόδερμη, με μάτια σαν σχισμάδες και κοντό γαλανό μαλλί φτιαγμένο καρφάκια – ορμά καταπάνω μου συρίζοντας ερπετοειδώς κι απλώνοντας προς το μέρος μου χέρια που θυμίζουν πόδια θηρίου με γαμψά νύχια. Απομακρύνω γρήγορα το πρόσωπό μου και τη γρονθοκοπώ δυνατά στα πλευρά, κάνοντάς τη να διπλωθεί.
«Κόφτε το!» φωνάζει ο οινοχόος πίσω μου, αλλά κανένας δεν του δίνει σημασία. «ΚΟΦΤΕ ΤΟ!»
Τραβάω το πιστόλι μου από το εσωτερικό της ελαφριάς κάπας μου και, γυρίζοντάς το στην αναισθητοποίηση, πυροβολώ τη μαυρόδερμη γυναίκα. Ενέργεια εκτοξεύεται από την κάννη, τρίζοντας και φωτίζοντας. Το σώμα της γυναίκας τραντάζεται και, ύστερα, πέφτει κάτω λιπόθυμη.
Ο άντρας τον οποίο είχα χτυπήσει στο κεφάλι με το ποτήρι μου σαλεύει, κάνει να σηκωθεί· στρέφω το πιστόλι προς τη μεριά του και τραβάω τη σκανδάλη ξανά. Ενέργεια τον τυλίγει· ουρλιάζει, κλοτσώντας άγρια, ανατρέποντας μια καρέκλα από δίπλα, προτού μείνει ακίνητος.
Αυτός που είχε δεχτεί την κλοτσιά της γαλανόδερμης γυναίκας δεν έχει χάσει το μαχαίρι από το χέρι του και τώρα, γρυλίζοντας και τρίζοντας τα δόντια, ακόμα διπλωμένος, πηγαίνει προς τα εκεί όπου η γαλανόδερμη γυναίκα και η κατάλευκη παλεύουν, κι αρπάζει την πρώτη απ’τα μαλλιά ενώ υψώνει τη λεπίδα του.
«ΠΙΣΩ!» του φωνάζω σημαδεύοντάς τον, αν και το πιστόλι μου δεν έχει άλλη ενεργειακή ριπή· ύστερα από δύο η μπαταρία εξαντλείται. Θα μπορούσα, όμως, να του ρίξω με σφαίρες του καριόλη και να τον αποτελειώσω. «Πίσω γιατί θα σε στείλω στον Νεκροφύλακα!»
Ο άντρας αφήνει τα μαλλιά της γαλανόδερμης γυναίκας και οπισθοχωρεί ατενίζοντας με με οργή. Το χέρι του πάει στην πίσω μεριά της ζώνης του–
«Μην το τραβήξεις!» τον προειδοποιώ.
Και μετά παρατηρώ ότι ο άντρας του μπαρ έχει υψώσει μια μεγάλη καραμπίνα και με σημαδεύει. «ΕΞΩ ΑΠ’ΤΟ ΜΑΓΑΖΙ, ΤΩΡΑ!» γκαρίζει.
Την ίδια στιγμή η γαλανόδερμη γυναίκα, ύστερα από μια τελευταία γροθιά στο πρόσωπο της λευκόδερμης, σηκώνεται όρθια, λαχανιασμένη, με αίμα να τρέχει από την άκρια του στόματός της.
«ΕΞΩ ΑΠ’ΤΟ ΜΑΓΑΖΙ ΜΟΥ!» επιμένει ο οινοχόος με την καραμπίνα. «Βγείτε, γιατί μα τους θεούς–!»
«Γαμιέσαι εσύ και το μαγαζί σου,» του λέω, «με τέτοιους λυσσασμένους σκύλους που μαζεύονται εδώ πέρα και φιλήσυχοι άνθρωποι δεν μπορούν να πιουν ήρεμα το ποτό τους.» Τραβάω ένα χαρτονόμισμα από την τσέπη μου και το ρίχνω πάνω στον πάγκο. Ύστερα, χωρίς να κρύψω το πιστόλι μου, βαδίζω προς την έξοδο του μπαρ.
Η γαλανόδερμη γυναίκα μ’ακολουθεί, αφού κάνει μια προσβλητική χειρονομία πίσω της – τη βλέπω με μια φευγαλέα ματιά πάνω απ’τον ώμο μου.
«Προσπαθείς να σκοτωθείς, ραλίστα;» με ρωτά μια γνώριμη φωνή καθώς βγαίνω από τα Φλογισμένα Κρασιά.
Ένας άντρας στέκεται παραδίπλα, σαν σκιά. Φορά κάπα και καπνίζει· μόνο η καύτρα του τσιγάρου κάνει το πρόσωπό του να διακρίνεται λιγάκι μέσα απ’το σκοτάδι της κουκούλας του.
«Τι σκατά θες, Αχιλλέα;» του λέω. «Σ’έβαλε η οικογένεια να με παρακολουθείς;» Είναι άνθρωπος της Σιδηράς Δυναστείας, με τον οποίο έχω ήδη συνεργαστεί μια φορά τις ημέρες που βρίσκομαι εδώ, στη Χαρπόβη. Κλεφταποδόχος και έμπορος διάφορων παράξενων και ναρκωτικών ουσιών, από Ανάσα του Δράκοντα μέχρι νίσβεν και πράγματα που δεν ξέρω καν πώς λέγονται. Το κωδικό του όνομα μέσα στη Δυναστεία είναι ο Μαστροκλέφτης.
«Κατά τύχη σε πέτυχα,» μου απαντά. Και ρίχνοντας ένα βλέμμα στη γαλανόδερμη γυναίκα, που έχει σταματήσει πλάι μου: «Τι μέρος του λόγου είναι;» με ρωτά.
«Τίποτα. Άγνωστη.»
«Συγνώμη, μαντάμ,» της λέει ο Μαστροκλέφτης. «Μπορείς να την κάνεις, γιατί θέλω να πω δυο κουβέντες με το φίλο μου από δω;»
Εκείνη ανασηκώνει τους ώμους, σιωπηλά, κι απομακρύνεται κατευθυνόμενη προς το κέντρο της Πλατείας Δασών.
Ο Αχιλλέας βαδίζει μέσα στις πυκνές σκιές, και τον ακολουθώ.
«Τι συμβαίνει, ραλίστα; Έχεις πρόβλημα;»
«Εκτός απ’το ότι χρωστάω σε κάτι γαμημένους πούστηδες του υπόκοσμου οι οποίοι δε μ’αφήνουν να ξεπληρώσω, όχι, κανένα πρόβλημα, όλα είναι άψογα στη Σεργήλη.»
«Και πρέπει να δέρνεσαι με άσχετους μαλάκες σε μπαρ όπως τα Φλογισμένα Κρασιά; Κι εγώ χρωστούσα κάποτε, ξέρεις. Απορώ πώς έχεις καταφέρει να μείνεις ζωντανός ώς τώρα! Νομίζεις ότι θα ξεπληρώσεις μέσα στους πρώτους δυο μήνες που έκανες μερικές μικροδουλ–»
«Ποιους πρώτους δυο μήνες, γαμώ τα βυζιά της Λόρκης; Ο τέταρτος χρόνος είν’ αυτός!»
«Θα ξεπληρώσεις, λοιπόν, σύντομα.»
«Ναι – εκτός αν δεν ξεπληρώσω ποτέ. Οπότε, τι γίνεται;»
«Κι εγώ χρωστούσα, σου είπα, δε μ’άκουσες;»
«Κι άλλοι χρωστάνε και δεν έχουν ξεπληρώσει, και δουλεύουν χρόνια και χρόνια για τη Δυναστεία. Κάποιοι, επίσης, έχουν πεθάνει χρωστώντας. Τους έχω δει να πεθαίνουν, Αχιλλέα…» Οι τελευταίες στιγμές του Καρβέτλου, εκείνου του άθλιου προφήτη της συμφοράς, περνάνε μπροστά από τα πνευματικά μάτια μου σαν εικόνες από οθόνη που ξαφνικά ανάβει και σβήνει σταλμένη από την ίδια τη Λόρκη την Κυρά της Απάτης.
«Και προσπαθείς να τους μοιάσεις;» μου λέει ο Αχιλλέας μ’ένα κοφτό γέλιο. «Αν πάντως συνεχίσεις έτσι, σύντομα θα τα καταφέρεις· νάσαι σίγουρος, ε.» Πετά κάτω το τσιγάρο του και το πατά ενώ εξακολουθούμε να βαδίζουμε.
«Τέλος πάντων,» του λέω, «δεν έχω όρεξη για μαλακίες νυχτιάτικα–»
«Την ακριβώς αντίθετη εντύπωση δίνεις.»
«Έχεις κάτι ουσιαστικό να μου πεις; Κάτι για τη Δυναστεία;»
«Να προσέχεις τι λες σε αγνώστους, μόνο αυτό,» τονίζει ο Αχιλλέας, αναφερόμενος αναμφίβολα στη γαλανόδερμη γυναίκα.
Ρουθουνίζω αποδοκιμαστικά. «’Ντάξει, μη φοβάσαι, δε θα μαθευτεί τίποτα για την οργάνωσή σας· κι άμα τύχει και πω κάτι, μπορείτε πάντα να με καθαρίσετε στα γρήγορα.»
Του γυρίζω την πλάτη κι απομακρύνομαι, αρχίζοντας να βαδίζω προς το σπίτι μου. Ο Αχιλλέας δεν μ’ακολουθεί.
Καθοδόν συναντώ την εύσωμη γαλανόδερμη γυναίκα με τα κοντά πράσινα μαλλιά, η οποία τώρα έχει πια σκουπίσει το αίμα από την άκρη του στόματός της.
«Ευχαριστώ,» μου λέει, «για… ό,τι έγινε στο μπαρ.»
«Ήμουν τσαντισμένος ούτως ή άλλως,» της λέω.
Χαμογελά. «Φαινόταν. Πώς σε λένε;»
«Ζορδάμη.» Δεν κάνω καν τον κόπο να της πω ψεύτικο όνομα· γιατί, άλλωστε;
«Βατράνια,» συστήνεται.
«Είν’ αλήθεια ότι κάποτε δούλευες για τους Παντοκρατορικούς;» τη ρωτάω καθώς βαδίζουμε. «Είσαι μισθοφόρος, δεν είσαι;»
«Ναι· το κατάλαβες, ε; Ότι είμαι μισθοφόρος, εννοώ. Αλλά όχι, δεν υπηρετούσα τους Παντοκρατορικούς.»
Δεν ξέρω αν θάπρεπε να την πιστέψω, όμως δεν έχει και πολύ σημασία. Βαδίζουμε προς την πολυκατοικία μου σαν να τόχουμε συμφωνήσει σιωπηλά, και η Κλεισμένη δεν αργεί νάρθει κοντά μας.
«Σε ξέρει;» με ρωτά η Βατράνια.
«Ναι. Συγκατοικούμε.»
Η Κλεισμένη νιαουρίζει.
Φτάνουμε στην πολυκατοικία κι ανεβαίνουμε, μέσω ανελκυστήρα, στο διαμέρισμά μου για να κεράσω τη Βατράνια το ποτό που δεν ήπιε στο μπαρ και για να πιω κι εγώ τη μπίρα που έσπασα στο κεφάλι εκείνου του λεχρίτη. Τελικά, όμως, κάνουμε έρωτα πρώτα επάνω στον καναπέ του σαλονιού, ενώ η Κλεισμένη μάς παίρνει μάτι κρυμμένη κάτω από μια καρέκλα. Μετά πίνουμε τα ποτά (ενώ η Κλεισμένη εξακολουθεί να μας παίρνει μάτι κάτω από την καρέκλα).
«Γιατί σε αντιπαθούν αυτοί;» ρωτάω τη Βατράνια. «Επειδή πιστεύουν ότι κάποτε υπηρετούσες τους Παντοκρατορικούς;»
«Όχι· υπάρχουν κι άλλοι λόγοι… Γιατί σε είπε εσένα ‘ραλίστα’ εκείνος ο τύπος έξω απ’το μπαρ; Είσαι ραλίστας;»
«Απλώς οδηγώ καλά,» λέω ψέματα.
Μετά από λίγο ξανακάνουμε έρωτα, και κοιμόμαστε τελικά στο κρεβάτι του υπνοδωματίου.
Το πρωί, η Βατράνια ντύνεται νωχελικά και φεύγει. Δε νομίζω ότι ανταλλάσσουμε παραπάνω από πέντε κουβέντες. Η Κλεισμένη μού μοιάζει ανακουφισμένη που είμαστε και πάλι μόνοι οι δυο μας. Της γεμίζω ένα κύπελλο με γάλα και το αφήνω σε μια γωνία του σαλονιού, για να πάει πιει. Ύστερα ψήνω έναν καφέ για τον εαυτό μου.
Ο επικοινωνιακός δίαυλος του σπιτιού κουδουνίζει. Πατάω το κουμπί και τον ανοίγω. Είναι ο Ύαν Έπαρχος, και δεν με καλεί για να με βρίσει για ό,τι έγινε χτες στο μπαρ. Δε νομίζω ότι καν ξέρει τι έγινε χτες στο μπαρ. Με καλεί γιατί η Σιδηρά Δυναστεία έχει ξανά μια δουλειά για εμένα.
Μου έχουν δώσει ένα τετράκυκλο όχημα με δυνατούς ατρακτοειδείς τροχούς κι αρκετά ευρύχωρη καρότσα, ιδανικό για τα άτσαλα εδάφη των Φέρνιλγκαν. Δεν είναι, όμως, δικό μου ασφαλώς· στη Δυναστεία ανήκει· εγώ απλώς τυχαίνει να είμαι, αυτές τις μέρες, ο οδηγός του. Το έχω σταθμεύσει σ’ένα γκαράζ κοντά στην πολυκατοικία μου, όπως συνήθως, και τώρα πηγαίνω εκεί για να το πάρω. Η Κλεισμένη με ακολουθεί, μοιάζοντας να μη θέλει να μ’αφήσει από τα γατίσια μάτια της· ίσως να φοβήθηκε μ’αυτά που έγιναν χτες βράδυ.
Οδηγώ το όχημα στη Γενική Αγορά της Χαρπόβης, όπου ο Ύαν μού είπε ότι θα με περιμένει. Και πράγματι, εδώ είναι. Τον βλέπω να στέκεται έξω από μια ανοιχτή ταβέρνα, με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά του και μια ελαφριά, ανοιξιάτικη κάπα επάνω του η οποία είναι καταφανές ότι κρύβει όπλα. Πράγμα που δεν με εκπλήσσει. Ο Ύαν είναι μισθοφόρος – και, μάλιστα, καλός – δεν περίμενα ότι θα ερχόταν άοπλος, αφού έχουμε να κάνουμε κάποια δουλειά για τη Σιδηρά Δυναστεία. Εκείνος, βέβαια, μάλλον θα πληρωθεί γι’αυτή τη δουλειά, εγώ όχι: ό,τι κάνω το κάνω για την αποπληρωμή του χρέους μου που μοιάζει ατελείωτο.
Το δέρμα του Ύαν είναι κατάμαυρο σαν μελάνη, και τα μάτια του μαβιά και έντονα, λες κι έπρεπε ν’ανήκουν στο πρόσωπο κάποιου εξωδιαστασιακού δαίμονα. Την ίδια στιγμή που τον βλέπω υποθέτω ότι με βλέπει κι εκείνος γιατί, προτού σταματήσω το όχημά μου, αρχίζει νάρχεται προς το μέρος μου.
Και δεν είναι μόνος. Μια γυναίκα τον ακολουθεί, που το δέρμα της είναι τόσο λευκό όσο το δικό του είναι μαύρο. Μόνο τα μαλλιά τους μοιάζουν να συμφωνούν στο χρώμα, καθώς και των δύο είναι καστανά, αν και ο Ύαν τα έχει κουρεμένα κοντά ενώ εκείνη μακριά ώς τους ώμους. Τη γνωρίζω, φυσικά, δεν μου είναι άγνωστη. Ονομάζεται Αλκυόνη’σαρ και, όπως υποδηλώνει η κατάληξη του ονόματός της, είναι μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών. Την είχα ξανασυναντήσει πριν από κάποιους μήνες στη Νίρβεκ, και τότε είχαμε ταξιδέψει – εκείνη, εγώ, και ο Ζορζ ο Βουτηχτής – έξω από τη Σεργήλη, στο Σύμπλεγμα, για μια δουλειά της Δυναστείας. Στη Χαρπόβη δεν είναι η πρώτη φορά που τη βλέπω· εξάλλου, εδώ κατοικεί κυρίως, γιατί από εδώ κατάγεται. Φορά, τώρα, κι αυτή ελαφριά κάπα και μοιάζει πως θα έρθει μαζί μας.
Ο Ύαν ανοίγει μια από τις πόρτες του οχήματός μου και μπαίνουν κι οι δυο τους, καθίζοντας πίσω μου, στην καρότσα. Ο μισθοφόρος βγάζει ένα τουφέκι κάτω από την κάπα του και το αφήνει παραδίπλα. Έχει επάνω ξιφολόγχη, παρατηρώ: μια μεγάλη, επικίνδυνη λεπίδα, λιγάκι λοξή, η οποία δείχνει τρομαχτική.
«Ποιον πάμε να σκοτώσουμε;» ρωτάω, ενώ η Κλεισμένη βγάζει ένα έντονο νιαούρισμα από το κάθισμα δίπλα μου.
«Τι θέλει η γάτα εδώ, ραλίστα;» λέει ο Ύαν.
«Έχεις πρόβλημα με τη γάτα μου;»
Ο Ύαν στρέφει το βλέμμα του στη μάγισσα. «Θα του πεις εσύ, ή εγώ;»
Η Αλκυόνη’σαρ ανασηκώνει τους ώμους. «Πες του το εσύ, το ίδιο είναι.»
Ο Ύαν μού εξηγεί ότι χτες, μες στη νύχτα, πάρθηκε από έναν επιστήμονα της οικογένειας μια συσκευή παρατήρησης των ουρανών – του φεγγαριού, κυρίως – και υποτίθεται ότι είναι ειδικά φτιαγμένη, και πολύτιμη. Κάποιοι εισέβαλαν, απρόσκλητοι, στο εργαστήριό του για να την κλέψουν. Ο επιστήμονας χτυπήθηκε από τους ληστές αλλά, ευτυχώς, όχι πολύ άσχημα, και κατάφερε, μέσω πομπού, να ειδοποιήσει τον Μαστροκλέφτη ο οποίος αμέσως έστειλε ανθρώπους μας. Επειδή ο επιστήμονας βρισκόταν υπό φρούρηση οι πράκτορές μας δεν ήταν μακριά και μπόρεσαν εύκολα να κατασκοπεύσουν τους ληστές–
«Ο Αχιλλέας δεν μου τα είπε αυτά, όταν τον είδα χτες,» διακόπτω τον Ύαν.
«Τον είδες χτες; Πότε;»
«Στην Πλατεία Δασών, καθώς έβγαινα από ένα μπαρ. Τέλος πάντων, συνέχισε.» Μάλλον ο Μαστροκλέφτης δεν το είχε κρίνει σκόπιμο να μου αναφέρει τίποτα επειδή βρισκόμουν στην κατάσταση που βρισκόμουν. Όχι πως, δηλαδή, το να κρατά κανείς μυστικά δεν είναι συνηθισμένη πρακτική μέσα στη Δυναστεία…
«Δύο πράκτορές μας ακολούθησαν τους κλέφτες μες στους δρόμους της Χαρπόβης,» μου λέει ο Ύαν, «και τους είδαν ν’ανεβάζουν τη συσκευή σ’ένα κάρο που το τραβούσε ένα άλογο και να την πηγαίνουν προς τα βορειοδυτικά. Βγήκαν από την πόλη και σταμάτησαν, τελικά, στον Στοιχειωμένο Νερόμυλο. Πήραν τη συσκευή από το κάρο και τη μετέφεραν στο εσωτερικό του–»
«Και γιατί οι πράκτορές μας δεν προσπάθησαν να τους εμποδίσουν;»
«Γιατί δεν ήταν αυτή η δουλειά τους, ραλίστα. Επιπλέον, οι συγκεκριμένοι δεν είναι μαθημένοι να κάνουν επιθέσεις· μόνο για μάτια και γι’αφτιά είναι καλοί.»
«Τους γνωρίζω;»
«Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει αυτό που πρέπει τώρα να κάνουμε: να πάμε στον Στοιχειωμένο Νερόμυλο και να πάρουμε πίσω τη συσκευή. Ξέρεις πού είναι ο νερόμυλος;»
«Κανένα χιλιόμετρο απόσταση από την πόλη, σωστά;»
Ο Ύαν νεύει καταφατικά.
«Και πάμε μόνο εμείς οι τρεις;» λέω. «Χωρίς να ξέρουμε τι αντίσταση μπορεί να συναντήσουμε;»
«Δεν πρέπει νάναι πάνω από πέντε άνθρωποι στον νερόμυλο, σύμφωνα μ’ό,τι ξέρουμε,» αποκρίνεται ο Ύαν. «Θα τους αναλάβω χωρίς δυσκολία.»
Τον πιστεύω· το ξέρω πως είναι καλός στη δουλειά του.
«Κι εσύ,» συνεχίζει, «βρίσκεσαι μαζί μας για να φύγουμε γρήγορα αν χρειαστεί.»
«Σε τι περίπτωση μπορεί να χρειαστεί;»
«Στην περίπτωση που έρθουν ξαφνικά κι άλλοι για να μας καταδιώξουν.»
«Από πού να έρθουν; Αν είναι μόνο πέντε στον νερόμυλο–»
«Αυτοί οι άνθρωποι,» με πληροφορεί ο Ύαν, «υποψιαζόμαστε πως είναι από τους Απόστολους του Κάρτωλακ.»
«Την καινούργια αίρεση;»
«Ναι.»
Στρέφω το βλέμμα μου στην Αλκυόνη’σαρ. «Εσένα γιατί σ’έχουμε μαζί, μάγισσα;»
«Επειδή είναι μάγισσα, προφανώς,» απαντά ο Ύαν αντί για εκείνη.
«Ίσως να με χρειαστείτε,» λέει μόνο η Αλκυόνη’σαρ.
«Τι είδους συσκευή είναι αυτή που ψάχνουμε; Κάποιο τηλεσκόπιο;» ρωτάω. «Και ποιος είναι ο επιστήμονας απ’τον οποίο την έκλεψαν;»
«Δε σ’ενδιαφέρουν αυτά,» μου λέει ο Ύαν. «Ας μη χάνουμε τώρα άλλο χρόνο. Ξεκινάμε.»
Πατάω το πετάλι και οδηγώ μέσα στους δρόμους της Χαρπόβης, προς τα βορειοδυτικά. «Το τι συσκευή ψάχνουμε νομίζω πως σίγουρα μ’ενδιαφέρει. Πώς θα την αναγνωρίσω αν τη δω;»
Η Αλκυόνη’σαρ μού δίνει ένα χαρτί πάνω από τον ώμο μου. Το παίρνω στο ένα χέρι και, ενώ οδηγώ, το κοιτάζω. Επάνω του έχει ζωγραφισμένο διαγραμματικά κάτι που, όντως, θυμίζει τηλεσκόπιο αλλά με μηχανισμούς γύρω του τους οποίους δεν έχω ξαναδεί. «Μάλιστα,» λέω. «Σ’ευχαριστώ, μάγισσα.» Και της επιστρέφω το χαρτί.
Γι’ακόμα μια φορά, λοιπόν, πηγαίνουμε να σκοτωθούμε χωρίς να παίρνουμε ήλιο τσακιστό από την υπόθεση. Εγώ, τουλάχιστον· μη γενικεύουμε.
Βγάζω το όχημά μου από τη Χαρπόβη και το οδηγώ στα περίχωρά της, στην ύπαιθρο, κοντά στις όχθες του ποταμού Τούμβρηθ. Σύντομα, μέσα στον πρωινό ήλιο, πίσω από αρκετά δέντρα, αντικρίζω τον Στοιχειωμένο Νερόμυλο. Το οικοδόμημα είναι εγκαταλειμμένο εδώ και πολλά χρόνια, απ’ό,τι ξέρω, γιατί πραγματικά θεωρείται στοιχειωμένο: φέρεται πως δαίμονες ή παγιδευμένες ψυχές κατοικούν στο εσωτερικό του – αναλόγως ποιες ιστορίες θ’ακούσεις.
Σταματάω το όχημά μου, γιατί δεν μπορώ να το βάλω να διασχίσει την κατάφυτη περιοχή· τα δέντρα είναι πολύ κοντά το ένα στο άλλο, και το μονοπάτι που περνά ανάμεσά τους πολύ στενό.
«Είναι αλήθεια ότι το μέρος είναι στοιχειωμένο, μάγισσα;» ρωτάω.
«Ναι,» λέει η Αλκυόνη’σαρ δείχνοντας αγχωμένη – πράγμα που είναι ιδίωμα του χαρακτήρα της, έχω πια συμπεράνει: αγχώνεται εύκολα.
«Το έχεις ερευνήσει, δηλαδή;»
Ο Ύαν μού δίνει ένα αλεξίσφαιρο γιλέκο, βγάζοντάς το από τον σάκο του. «Φόρα το ραλίστα, για καλό και για κακό.»
«Θάρθω μαζί σας;»
«Νόμιζες ότι θα σ’αφήναμε εδώ μόνο σου, να βαριέσαι;»
Καθώς βάζω το γιλέκο, ρωτάω τη μάγισσα: «Τον έχεις, λοιπόν, ερευνήσει τον νερόμυλο, Αλκυόνη; Υπάρχουν όντως δαίμονες; Υπάρχουν παγιδευμένες ψυχές;»
«Υπάρχει έντονη δράση από πνευματικές οντότητες,» αποκρίνεται εκείνη, και μετά βγαίνει από το όχημα μαζί με τον Ύαν, ο οποίος κρατά στα χέρια του το τουφέκι με την ξιφολόγχη και το οπλίζει. Η Αλκυόνη’σαρ βγάζει ένα πιστόλι.
Έχοντας φορέσει το αλεξίσφαιρο γιλέκο, τους ακολουθώ έξω και βγάζω κι εγώ το πιστόλι μου.
Πλησιάζουμε τον παλιό νερόμυλο με προσοχή, χρησιμοποιώντας τη βλάστηση της δεντρόφυτης περιοχής για κάλυψη. Η Κλεισμένη έρχεται μαζί μας, βαδίζοντας αθόρυβα. Ατενίζοντας το πέτρινο οικοδόμημα πλάι στον ποταμό δεν μπορώ να διακρίνω κανέναν στο εσωτερικό του. Δεν υπάρχει κάποιο έντονο φως, ούτε κάποιος θόρυβος έρχεται από μέσα. Ο μεγάλος τροχός, φυσικά, είναι ακίνητος· δεν λειτουργεί πια.
«Αν έχουν φύγει;» ρωτάω τον Ύαν.
«Θα πρέπει να τους εντοπίσουμε.»
Η Αλκυόνη’σαρ λέει: «Δε νομίζω ότι κάποιος θα έφερνε το μηχάνημα εδώ για να το πάει αλλού.»
«Εκτός αν περίμενε ποταμόπλοιο,» προσθέτει ο Ύαν, και κατευθύνεται πρώτος προς την είσοδο του Στοιχειωμένου Νερόμυλου, σκυμμένος.
Ένα δυνατό ουρλιαχτό αντηχεί από το εγκαταλειμμένο οικοδόμημα, το οποίο δεν νομίζω πως προέρχεται από δαίμονες ή φαντάσματα. Ο Ύαν δεν πτοείται, δεν σταματά την πορεία του, κι εμείς ήδη έχουμε αρχίσει να τον ακολουθούμε.
Δύο πυροβολισμοί πέφτουν από το εσωτερικό του νερόμυλου – άστοχοι ευτυχώς. Όπως το υποψιαζόμουν, άνθρωπος ήταν αυτός που ούρλιαξε πριν, προκειμένου να μας τρομάξει· και τώρα που είδε ότι δεν τρομάζουμε αποφάσισε να γίνει πιο δραστήριος.
Ο Ύαν κολλά πάνω στον τοίχο στη μια μεριά της εισόδου, κι εγώ και η Αλκυόνη τον μιμούμαστε κολλώντας πάνω στον τοίχο στην άλλη μεριά της εισόδου.
Οι πυροβολισμοί – που σίγουρα ήρθαν από την είσοδο – παύουν, και ουρλιαχτά αντηχούν ξανά.
Η Κλεισμένη συρίζει κοντά στα πόδια μου – συρίζει πολύ έντονα, και γυρίζω να την κοιτάξω. Ορμά προς την είσοδο, μπαίνοντας στον νερόμυλο, και έχω ξαφνικά την εντύπωση – όχι, όχι απλώς την εντύπωση – τη βλέπω να διογκώνεται, να γίνεται τεράστια! Μια γάτα στο ύψος αλόγου!
«Τι…» ακούω την Αλκυόνη’σαρ να ψελλίζει δίπλα μου, ξαφνιασμένη, ενώ από το εσωτερικό του Στοιχειωμένου Νερόμυλου τα ουρλιαχτά αλλάζουν: γίνονται ουρλιαχτά τρόμου τώρα, και είναι πραγματικά, όχι θεατρικά. Κάποιος κραυγάζει ξέφρενα: «Δαίμονας! ΔΑΙΜΟΝΑΣ!»
Αλλά μετά η Κλεισμένη εξαφανίζεται – χάνεται τελείως. Και ο Ύαν (που, παραδόξως, δεν μοιάζει νάχει εκπλαγεί καθόλου) τινάζεται αμέσως μέσα στον νερόμυλο, πέφτοντας στο πάτωμα και πυροβολώντας.
Γονατίζοντας κοιτάζω από την άκρια της παλιάς πόρτας, κρατώντας το πιστόλι μου υψωμένο με τα δύο χέρια. Στο εσωτερικό βλέπω ότι ήδη ένας άντρας έχει σωριαστεί αιμόφυρτος από τις ριπές του μισθοφόρου, και μια γυναίκα πέφτει τώρα, κραυγάζοντας, καθώς τα πόδια της και η κοιλιά της γεμίζουν αίμα. Ένας τρίτος άντρας υψώνει ένα σπαθί με χοντρή λεπίδα και πηδά καταπάνω στον Ύαν που είναι ξαπλωμένος μπρούμυτα στο πάτωμα, με το τουφέκι του στα χέρια. Πυροβολώ τον σπαθοφόρο δύο φορές στο στήθος, ξαπλώνοντάς τον, ακίνητο.
Κανένας άλλος δεν φαίνεται νάναι στο δωμάτιο.
Ο Ύαν σηκώνεται στο ένα γόνατο, με το τουφέκι του έτοιμο. Η Αλκυόνη’σαρ κοιτάζει από πάνω μου.
Η Κλεισμένη ξεπροβάλει από τις σκιές μιας γωνίας, νιαουρίζοντας αγριεμένα – αλλά στο κανονικό της μέγεθος, τώρα.
«Τι ακριβώς είναι αυτή η γάτα σου, Ζορδάμη;» με ρωτά η μάγισσα.
«Θα σου πω μετά. Αλλά δεν την έχω ξαναδεί να κάνει αυτό που έκανε τώρα.»
«Οι πνευματικές οντότητες του νερόμυλου…» μουρμουρίζει η Αλκυόνη’σαρ σαν να μιλά στον εαυτό της.
Ο Ύαν ορθώνεται, λέγοντας: «Δεν είναι εδώ το μηχάνημα.»
Η Αλκυόνη μπαίνει στον νερόμυλο, δείχνοντας με το πιστόλι της τις πέτρινες σκάλες. «Επάνω,» λέει σιγανά.
Μπαίνοντας κι εγώ, τους λέω: «Αυτό δεν το είδατε;» Κοιτάζω τις πελώριες μυλόπετρες, κοντά στις οποίες βρίσκεται ένα σφαγμένο κριάρι. Το αίμα του τις έχει βάψει.
«Κάποια τελετή τους,» λέει ο Ύαν αδιάφορα. «Σου είπα ότι είναι Απόστολοι του Κάρτωλακ, δεν σ’το είπα, ραλίστα;»
«Πάμε πάνω;»
«Όχι· θα μας περιμένουν.» Και φωνάζει προς την πέτρινη σκάλα: «Κατεβείτε! Χωρίς όπλα! Και κανένας δεν θα σκοτωθεί!»
«Ποιοι είστε;» ακούγεται μια αντρική φωνή. «Τι θέλετε;»
«Το μηχάνημα που κλέψατε! Φέρτε το κάτω κι όλα θα τελειώσουν ήρεμα!»
Σιγή απλώνεται.
«Αν δε μας το δώσετε με το καλό, θα το πάρουμε πάνω από τα πτώματά σας!» φωνάζει ο Ύαν.
Τότε ολόκληρος ο νερόμυλος μοιάζει να δονείται ολόγυρά μας αλλά χωρίς να υπάρχει πραγματική κίνηση, σαν ο σεισμός να γίνεται κάπου πίσω από τον αέρα. Και είμαι σίγουρος πως γι’αυτό δεν φταίει η Κλεισμένη, η οποία τρέχει αμέσως έξω απ’το παλιό οικοδόμημα λες και το τρίχωμά της έχει αρπάξει φωτιά, φανερά τρομαγμένη. Εγώ, ο Ύαν, και η Αλκυόνη’σαρ δεν κουνιόμαστε από τις θέσεις μας, και σύντομα η παράξενη αναταραχή παύει.
«Κατεβείτε!» φωνάζει ο Ύαν.
Από πάνω μας βήματα ακούγονται και, υψώνοντας το βλέμμα μου, παρατηρώ πως η οροφή είναι ξύλινη, τα σανίδια παλιά και φαγωμένα· ανάμεσά τους μπορώ να διακρίνω τις σκιές ανθρώπινων ποδιών.
Αγγίζω τον Ύαν στον ώμο και του δείχνω επάνω. «Μπορούν σφαίρες να περάσουν;» του ψιθυρίζω.
Τα μαβιά μάτια του στενεύουν. «Δε θα το περίμενα αυτό από σένα, ραλίστα,» λέει.
Δεν είμαι ραλίστας πια, σκέφτομαι.
Ο Ύαν υψώνει την κάννη του τουφεκιού του προς την οροφή και πιέζει τη σκανδάλη, πυροβολώντας συνεχόμενα. Όπως είχα υποψιαστεί, οι σφαίρες μπορούν να διαπεράσουν τα σανίδια· τρύπες δημιουργούνται και κραυγές αντηχούν. Αίμα στάζει κάτω, ανάμεσά μας.
«Πρόσεχε το μηχάνημα!» λέει η Αλκυόνη’σαρ καθώς τινάζεται στο κατώφλι της εισόδου του νερόμυλου. «Πρόσεχε μη χτυπήσεις το μηχάνημα!»
Κάποιος ακούγεται τότε να κατεβαίνει τη σκάλα, γρήγορα, και πυροβολισμοί έρχονται συγχρόνως από εκεί. Πυροβολώ κι εγώ, ενώ τώρα ο Ύαν βγάζει τον τελειωμένο γεμιστήρα απ’το τουφέκι του. Ένας άντρας παρουσιάζεται στα τελευταία σκαλοπάτια βαστώντας μακρύκαννο πιστόλι υψωμένο στο ένα χέρι και ξιφίδιο στο άλλο. Ο Ύαν πέφτει στο πάτωμα, αποφεύγοντας παρά τρίχα να χτυπηθεί από τις σφαίρες. Εγώ γονατίζω στο ένα γόνατο και πυροβολώ: πετυχαίνω τον εχθρό μας στο πόδι κάνοντάς τον να κραυγάσει καθώς κατρακυλά από τα σκαλιά. Το πιστόλι φεύγει απ’το χέρι του, αλλά όχι και το ξιφίδιο. Προσπαθεί απεγνωσμένα να σηκωθεί, και συγχρόνως εκτοξεύει τη λεπίδα προς το μέρος μου. Περνά στροβιλιζόμενη δίπλα από τον ώμο μου· το σημάδι του δεν ήταν καθόλου καλό, αν και, για τις συνθήκες, τυχερό. Πετάγομαι όρθιος και τον ζυγώνω.
«Όχι!» ουρλιάζει βλέποντας το πιστόλι μου στραμμένο προς το πρόσωπό του. «Μη! Ο Κάρτωλακ θα σε κυνηγά ώς το τέλος της ζωής σου – είμαι ιερέας του!» Παρατηρώ τώρα πως φορά στο κεφάλι του ένα διάδημα από κλωνάρια και κλωστές – ιερατικό, μάλλον.
Δεν διστάζω καθόλου· τραβάω τη σκανδάλη και η σφαίρα μου διαλύει το κρανίο του, τινάζοντας αίματα και μυαλά. Δεν αισθάνομαι τίποτα – ούτε φόβο εξαιτίας της θεϊκής απειλής του ιερέα, αλλά ούτε και άσχημα επειδή σκοτώνω έναν ανυπεράσπιστο άνθρωπο που μου ζήτησε να τον λυπηθώ. Με τρομάζω. Έχω αρχίσει να γίνομαι σαν τον Ύαν; Ή μήπως ο Μαστροκλέφτης έχει δίκιο; – προσπαθώ ν’αυτοκτονήσω;
Αρχίζω ν’ανεβαίνω τη σκάλα, με προσοχή.
«Περίμενε, ραλίστα!» γρυλίζει ο Ύαν πίσω μου, ακολουθώντας με καθώς έχει τώρα αλλάξει γεμιστήρα στο τουφέκι του. «Θες να σκοτωθείς;»
Το κατάλαβε κι αυτός;
Καθώς ανεβαίνω την πέτρινη σκάλα ακούω από πάνω μια φωνή που με κάνει να συμπεράνω ότι κάποιος άνθρωπος είναι τραυματισμένος – από τις προηγούμενες ριπές του μισθοφόρου, αναμφίβολα. Φτάνω στον όροφο, με το πιστόλι έτοιμο στα χέρια μου, κι αντικρίζω έναν άντρα πεσμένο κοντά σ’ένα στρογγυλό παράθυρο, με αίματα να έχουν ποτίσει τα μπατζάκια του παντελονιού του. Παραδίπλα, μέσα στο μικρό δωμάτιο, βρίσκεται το τηλεσκοπικό μηχάνημα που ήταν ζωγραφισμένο επάνω στο χαρτί που μου έδωσε η Αλκυόνη’σαρ στο όχημα.
«Πάρτε το!» κρώζει ο τραυματισμένος άντρας. «Πάρτε το! Μην πυροβολείτε!»
Δεν έχω ακόμα ανεβεί στα τελευταία σκαλοπάτια· τον κοιτάζω από την άκρια της καταπακτής, για να είμαι καλυμμένος. Δεν τον βλέπω να κρατά όπλο, αλλά μπορείς να το ριψοκινδυνέψεις; Τον σημαδεύω και πυροβολώ, αδειάζοντας τον γεμιστήρα του πιστολιού μου επάνω του. Ύστερα αλλάζω γεμιστήρα κι ανεβαίνω. Ο Ύαν με ακολουθεί.
Κοιτάζω το παράξενο τηλεσκόπιο, και βλέπω ότι δίπλα του σ’ένα χαμηλό τραπεζάκι είναι ένας χάρτης του ουρανού, κάτι εργαλεία μέτρησης, και μια μικρή υπολογιστική συσκευή.
«Τι το ήθελαν το τηλεσκόπιο;» ρωτάω τον Ύαν. «Περιμένουν κάποιο σημάδι από τον ουρανό; Κάτι που έχει σχέση με τον Κάρτωλακ;»
«Δεν ξέρω, ραλίστα· δεν είμαι θρησκευόμενος άνθρωπος. Βοήθησέ με να το κατεβάσουμε.» Κρεμά το τουφέκι του στον ώμο.
Θηκαρώνω το πιστόλι μου, πιάνουμε το τηλεσκοπικό μηχάνημα, και το κατεβάζουμε με προσοχή από τη σκάλα. Η Αλκυόνη’σαρ, που μας περιμένει κάτω, υψώνει τα χέρια της πλάι του και μουρμουρίζει λόγια στη γλώσσα της μαγείας, ακατανόητα για μένα. Αλλά οι μάγοι δεν με φρικάρουν πια, παρότι μου μοιάζουν περίεργοι· δεν ξέρω γιατί. Είναι σαν κάτι πολύ βασικό νάχει αλλάξει μέσα μου από τότε που ήρθα στη Χαρπόβη.
Προετοιμάζω τον εαυτό μου, μήπως; Τον προετοιμάζω ασυνείδητα; Ισχυροποιώ, χωρίς να το καταλαβαίνω, τον ψυχισμό μου; Για να δράσω σύντομα εναντίον της Σιδηράς Δυναστείας που θέλει να με κρατά δούλο;
«Εντάξει,» λέει η Αλκυόνη’σαρ ύστερα από μερικές στιγμές αυτοσυγκέντρωσης. «Πάμε. Πάμε στο όχημα.» Δαγκώνει το χείλος της, αγχωμένα.
«Τι κοίταζες;» τη ρωτάω καθώς, μαζί με τον Ύαν, μεταφέρω το μηχάνημα έξω από τον Στοιχειωμένο Νερόμυλο.
«Ήθελα να δω αν έχει βλάβες,» αποκρίνεται η μάγισσα, ακολουθώντας μας, ενώ κοιτάζει γύρω-γύρω κι έχει το πιστόλι της σε ετοιμότητα.
Η Κλεισμένη παρουσιάζεται μέσα από τη βλάστηση, ερχόμενη κοντά μας.
«Μπορείς έτσι απλά να διαπιστώσεις αν έχει βλάβες ένα μηχάνημα;» απορώ.
«Δεν είναι ‘έτσι απλά’,» μου λέει η Αλκυόνη’σαρ σαν να την πρόσβαλα. «Και μόνο τα βασικά πράγματα είδα αν συλλειτουργούν σωστά. Αν οι κλέφτες είχαν σπάσει τους εσωτερικούς μηχανισμούς του, για παράδειγμα, θα το καταλάβαινα – αλλά φαίνεται να είναι άθικτοι.»
«Για κάποια ουράνια παρατήρηση πρέπει να το ήθελαν,» λέω· «κάτι σχετικό με τον Κάρτωλακ, μάλλον.»
Η Αλκυόνη δεν προσφέρει καμια γνώμη πάνω σ’αυτό.
Κανένας δεν μας επιτίθεται στο δρόμο και σύντομα βάζουμε το παράξενο τηλεσκόπιο μέσα στο όχημά μου και οδηγώ προς τη Χαρπόβη.
Η Αλκυόνη’σαρ, μοιάζοντας να μην είναι και τόσο αγχωμένη πλέον, με ρωτά για την Κλεισμένη.
«Μπορεί να ήταν και τυχαίο αυτό που συνέβη εδώ,» της λέω, «αλλά, όταν ήμουν στην Άντχορκ, ένας μάγος του τάγματός σου – ο Σέλκιος’σαρ· ίσως να τον ξέρεις – μου είπε ότι αυτή η γάτα είναι από ένα συγκεκριμένο είδος που έχει σπάνιες υπερδιαστασιακές ιδιότητες…»
Η Αλκυόνη’σαρ με ακούει με ενδιαφέρον, ενώ μπαίνουμε στη Χαρπόβη και οδηγώ τώρα μέσα στους δρόμους της.
Πίσω μου ορθώνεται ένας σκοτεινός λείος τοίχος, ψηλός ώς τους ουρανούς. Μπροστά μου αντικρίζω κάγκελα μετά από δρόμους και πόλεις. Μοιάζουν δεκάδες χιλιόμετρα μακριά, αλλά και συγχρόνως πολύ κοντά.
Μέχρι εκεί, λέει μια γυναίκα που στέκεται πίσω από τα κάγκελα· η φωνή της αντηχεί σχεδόν μεταλλική. Την όψη της δεν μπορώ να τη διακρίνω – είναι θολή σαν ομίχλες να την κρύβουν. Μέχρι εκεί, λέει ξανά, και χειρίζεται κάποιον μηχανισμό που για εμένα είναι τελείως ακατανόητος: και τα κάγκελα αλλάζουν θέση, ρυθμίζοντας τον χώρο όπου μπορώ να κινηθώ. Μέχρι εκεί.
Βαδίζω νιώθοντας παγιδευμένος. Διασχίζω δρόμους… μια πεδιάδα… μια πόλη… Σαμάνθα! φωνάζω σε μια γυναίκα που βλέπω κι αναγνωρίζω. Αλλά εκείνη δεν μπορεί να κινηθεί· κάτι την κρατά πίσω από κρυστάλλινους τοίχους. Δεν ξέρω αν με βλέπει καν.
Η άλλη γυναίκα, αυτή πίσω από τα κάγκελα, που χειρίζεται τον μυστηριώδη μηχανισμό, γελά. Μέχρι εκεί, λέει και τα κάγκελα αλλάζουν θέσεις ξανά.
Τρέχοντας προσπαθώ να φτάσω σε μια συνοικία που δεν έχει γίνει ακόμα απαγορευμένη για εμένα, αλλά δεν προλαβαίνω· τα κάγκελα παρουσιάζονται μπροστά μου.
Μέχρι εκεί!
Κοιτάζω ολόγυρα, αντικρίζοντας άγνωστους ανθρώπους και άγνωστους δρόμους. Προς στιγμή νομίζω πως βλέπω τον Ύαν, αλλά ύστερα το πλήθος μού τον κρύβει. Βλέπω τον Σουτούρη τον Τυχερό μέσα σ’ένα μπαρ γεμάτο καπνούς και μουσική, να παίζει χαρτιά – απασχολημένος…
Ζορδάμη, αντηχεί μια φωνή, αντρική αυτή τη φορά. Στρέφομαι κι αντικρίζω μια μορφή με κουκούλα να περνά μέσα από τα κάγκελα σαν να μην υπάρχουν. Αισθάνομαι ένα σύγκρυο να διατρέχει τη ράχη μου, καθώς καταλαβαίνω ότι αυτός που κοιτάζω βρίσκεται εκεί όπου δεν θα έπρεπε. Δεν θα έπρεπε να είναι εδώ, ανάμεσα στους ζωντανούς!
Η κουκούλα του πέφτει και βλέπω το πρόσωπο του Σίλα Ιερόπυργου. Γελά. Θυμάσαι, Ζορδάμη, τότε που ήσουν ελεύθερος, και τότε που ήμουν ελεύθερος, και τρέχαμε – αντίπαλοι! – σε αγώνες δρόμου, ο καθένας μέσα στο γρήγορο όχημά του;
Το πρόσωπο αλλοιώνεται, γίνεται φριχτό, σαν φλόγες να το έκαψαν, να το διέλυσαν, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.
Κραυγάζω, οπισθοχωρώντας αλλά μη μπορώντας να πάρω τα μάτια μου ούτε στιγμή από την αποτρόπαια όψη.
Και μετά, το πρόσωπο ανασχηματίζεται. Καινούργιο και, συγχρόνως, παλιό. Ο Άφευκτος χαμογελά σαν λύκος που επέστρεψε από τον κόσμο των νεκρών για να δωρίσει αίμα και καταστροφή στη Σεργήλη. Στα χέρια του κρατά ένα κράνος κι ένα ζευγάρι γάντια για αγώνες.
Τα τείνει προς το μέρος μου.
Σκότωσέ τους όλους! αντηχεί η φωνή του.
Κάνω ακόμα μερικά βήματα πίσω.
ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΥΣ ΟΛΟΥΣ!
Και στα χέρια μου τώρα βρίσκονται ξαφνικά τα γάντια και το κράνος, κι αντίκρυ μου στέκεται ένας άντρας χρυσόδερμος με σγουρά μαύρα μαλλιά – ένας άντρας που ξέρω καλά – τον έχω αντικρίσει πολλές φορές – στον καθρέφτη——
Ουρλιάζοντας ξυπνάω.
Πετάγομαι σε καθιστή θέση επάνω στο κρεβάτι μου, νιώθοντας το σώμα μου ιδρωμένο.
Η Κλεισμένη ξεμυτίζει δειλά από την ανοιχτή πόρτα του υπνοδωματίου. «Νιάοο;…»
«Ναι,» της λέω περνώντας το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά μου καθώς ξεφυσάω, «γάμησέ τα… Ο φίλος μας ήταν, πάλι.»
«Νιάααρρ!» Η Κλεισμένη πηδά πάνω στο κρεβάτι κι έρχεται στην αγκαλιά μου.
Γελώντας χαϊδεύω το απαλό τρίχωμά της. «Τελικά,» της λέω, «με καταλαβαίνεις περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη γυναίκα· το ξέρεις;»
«Νιάαααο…»
«‘Ναι’ σημαίνει αυτό;»
Δεν μου απαντά, μοιάζοντας να ευχαριστιέται τα χάδια μου.
Κοιτάζω τα κλειστά πατζούρια του παραθύρου και συμπεραίνω ότι πρέπει νάναι ξημερώματα. Τεντώνω το χέρι μου κι ανάβω το φως του δωματίου. Το ρολόι στο κομοδίνο επιβεβαιώνει την υποψία μου.
«Δεν πρόκειται να κοιμηθούμε άλλο,» μονολογώ, κι αφήνοντας την Κλεισμένη από την αγκαλιά μου σηκώνομαι να φτιάξω κανέναν καφέ.
Τρεις μέρες έχουν περάσει από εκείνο το επεισόδιο στον Στοιχειωμένο Νερόμυλο, με τους Απόστολους του Κάρτωλακ και το παράξενο τηλεσκόπιο.
…Σκότωσέ τους όλους…
Νομίζω πως ακόμα η φωνή του Άφευκτου αντηχεί μέσα στο κεφάλι μου.
*
Ο Μαστροκλέφτης με καλεί στον τηλεπικοινωνιακό πομπό μου κατά τις εννιά, ενώ κάθομαι στο μπαλκόνι και διαβάζω τον Άνεμο του Δάσους – μια εφημερίδα της Χαρπόβης.
«Τι συμβαίνει;» ρωτάω, μην επιστρέφοντας την καλημέρα του.
«Πρέπει να σου μιλήσω. Νάρθω από το σπίτι σου;»
«Για δουλειά της οικογένειας;»
«Φυσικά.»
«Έλα.»
«Θα είμαστε μόνοι, έτσι;»
«Θα είναι και η Κλεισμένη.»
«Στις γάτες δεν μπορώ ποτέ να πω όχι, Ζορδάμη, το ξέρεις.»
Η Κλεισμένη με κοιτάζει με απορημένη όψη καθώς κλείνω τον πομπό μου. «Ναι,» της λέω, «για εσένα λέγαμε.»
Μετά από κανένα τέταρτο, ο Αχιλλέας μού χτυπά το κουδούνι της πολυκατοικίας και τον αφήνω ν’ανεβεί στο διαμέρισμά μου. Τον είχα ήδη δει να έρχεται, από το μπαλκόνι, καθισμένο επάνω στο άλογό του. Ένας άντρας με την κουκούλα της κάπας του σηκωμένη στο κεφάλι. Ποτέ δεν βγάζει την κουκούλα του αν δεν είναι απαραίτητο. Λωποδυτών συνήθειες, υποθέτω.
Όταν είναι όμως στο εσωτερικό του σπιτιού μου φανερώνει το γαλανόδερμο, μαυρομάλλικο κεφάλι του. Το πρόσωπό του έχει το μούσι μερικών ημερών. Τα αφτιά του είναι σχεδόν αόρατα, λες κι είναι κολλημένα πάνω στο κρανίο του. Δε νομίζω ότι θα μπορούσες να τον χαρακτηρίσεις άσχημο, ωστόσο.
«Πρέπει να φύγεις από τη Χαρπόβη,» μου λέει.
«Πάνω που άρχισα να συνηθίζω εδώ;» Δεν κάνω πλάκα. Δεν είμαι και τόσο καιρό στην πόλη.
«Ναι.»
Αναστενάζω και σταυρώνω τα χέρια μου μπροστά μου, καθώς κι οι δύο στεκόμαστε μέσα στο καθιστικό του διαμερίσματος. «Γιατί; Ποιος με ζητά αλλού;»
«Έχεις ακουστά μια γυναίκα που ονομάζεται Ασημίνα Νέρφελδιφ;»
«Πρώτη φορά την ακούω,» παραδέχομαι. «Είναι γνωστή;»
«Γενικά στη Σεργήλη, όχι. Μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία, για κάποιους ναι.»
«Εγώ δεν είμαι από αυτούς, προφανώς.»
«Θα τη γνωρίσεις, όμως. Σύντομα. Θέλει να σου μιλήσει, και είναι επείγον.»
«Γνωρίζεις γιατί είναι επείγον;»
Ο Μαστροκλέφτης κουνά το κεφάλι. «Όχι. Η κυρία Νέρφελδιφ, όμως, είναι πλούσια και με αρκετή επιρροή μέσα στη Δυναστεία· σίγουρα θα έχει καλό λόγο που σε ζητά.»
Ναι, σκέφτομαι, όπως ο Γρύπας Ξενοκράτης, ο Κύριλλος Νυχταστέρης, κι άλλοι παρόμοιοι… Τα μεγάλα κεφάλια της Δυναστείας, αυτοί που πλουτίζουν περισσότερο.
«Δε βρίσκεται στη Χαρπόβη, όπως σου είπα,» συνεχίζει ο Αχιλλέας. «Αλλά είναι στην ευρύτερη περιοχή των Φέρνιλγκαν. Στην Κιρβόνη.»
«Στην Κιρβόνη;» Η συγκεκριμένη πόλη απέχει εκατοντάδες χιλιόμετρα από εδώ. Είναι πάνω από τις βόρειες παρυφές των δασότοπων Φέρνιλγκαν.
Η Κιρβόνη είναι, επίσης, η πόλη όπου έμπλεξα αρχικά με τη Σιδηρά Δυναστεία. Η πόλη όπου δέχτηκα να πάρω λεφτά από αυτούς προκειμένου να ξεπληρώσω τα χρέη που είχαν δημιουργηθεί από ένα τοπικό ράλι. Είχα κάνει άσχημη παράβαση, και παραλίγο να σκοτώσω κι έναν άλλο ραλίστα. Αν δεν πλήρωνα αμέσως, θα είχα πολύ κακά ξεμπερδέματα. Και τα λεφτά μου δεν έφταναν…
«Ναι,» λέει ο Αχιλλέας. «Λιγάκι μακριά, το ξέρω–»
«‘Λιγάκι’;» γελάω.
«Μπορείς να πάρεις το όχημά σου μαζί,» με πληροφορεί ο Αχιλλέας χωρίς να γελά, «και θα σε προμηθεύσω και με ό,τι άλλο χρειάζεσαι. Τρόφιμα, καύσιμα, όπλα, χάρτες…»
«Καλοσύνη σου–»
«Πάντα έτσι είσαι;»
Τον κοιτάζω ερωτηματικά.
«Κακοπροαίρετος και ειρωνικός,» εξηγεί ο Μαστροκλέφτης.
«Η παρέα της οικογένειας συνεχώς με βελτιώνει – αν μπορείς να βελτιωθείς όσο είσαι δούλος.»
«Σταμάτα να γκρινιάζεις, Ζορδάμη – και μην κάνεις καμια ανοησία με την κυρία Νέρφελδιφ. Είναι πολύ σημαντικό πρόσωπο, και θα πρέπει να το δεις ως τιμή που επιθυμεί να δουλέψεις για εκείνη.»
Ρουθουνίζω. «Απλήρωτα.»
«Μπορεί αυτή νάναι η τελευταία φορά που θα δουλέψεις απλήρωτα,» μου λέει ο Αχιλλέας, και τον κοιτάζω με στενεμένα μάτια γιατί η έκφρασή του μου φαίνεται περίεργη. Ξέρει κάτι; Είναι δυνατόν, όντως, αυτή νάναι η τελευταία δουλειά προτού αποφασίσουν ότι έχω πια ξεχρεωθεί; Δεν τολμώ να το ελπίζω: μέσα στη Δυναστεία, όλο μυστικά· όλο παγίδες· όλο απάτες· σκιές και ομίχλη.
«Τι είναι;» ρωτάω. «Καμια γριά;»
«Δεν είναι και τόσο γριά, απ’ό,τι ξέρω,» αποκρίνεται ο Μαστροκλέφτης. Δεν την έχει δει ποτέ του;
«Θα μου δώσεις οδηγίες για να φτάσω στο σπίτι της, υποθέτω…»
«Εννοείται.»
*
Φεύγω από τη Χαρπόβη την ίδια ημέρα, πριν από το μεσημέρι. Υποθέτω πως ο Μαστροκλέφτης μπορεί να χαιρετήσει τον Ύαν και την Αλκυόνη’σαρ για εμένα. Μαζί μου έχω μόνο την Κλεισμένη, καθώς οδηγώ το τετράκυκλο όχημα προς τα βορειοδυτικά, δίπλα από τις όχθες του Τούμβρηθ. Χρειάζεται προσοχή το ταξίδι σε τούτες τις περιοχές γιατί είμαστε στα Φέρνιλγκαν, όχι σε κάποιο πολιτισμένο μέρος της Σεργήλης. Βόρειά μου μπορώ κάθε τόσο να δω τις παρυφές των δασότοπων: και οτιδήποτε μπορεί να έρθει από κει μέσα – από αγριάνθρωπους μέχρι θηρία. Μέχρι ακόμα και δαίμονες του Κάρτωλακ, σύμφωνα με κάποιες φήμες. Αν και για νάμαι ειλικρινής δεν έχω δει ποτέ μου δαίμονα του Κάρτωλακ. Έχω δει, όμως, άλλους δαίμονες – πολύ πιο παράξενους, νομίζω.
Η οδήγηση, ωστόσο, σε τούτες τις περιοχές δεν είναι επικίνδυνη μόνο λόγω των πλασμάτων όπου ζουν εδώ, αλλά και εξαιτίας της γεωγραφίας. Καθότι επαγγελματίας οδηγός, βέβαια, δεν έχω ιδιαίτερο πρόβλημα. Κάποτε, άλλωστε, είχα διασχίσει αυτά τα εδάφη μέσα σε αγωνιστικό όχημα, στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης. Αν και ούτε τότε έτρεχα πολύ γρήγορα. Ήξερα πως σ’αυτό το στάδιο του αγώνα είχα χάσει.
Δυόμισι ώρες μετά το μεσημέρι κάνω μια στάση στις όχθες του ποταμού για να ξεκουραστώ, αλλά δεν κοιμάμαι γιατί είμαι μόνος μου και η περιοχή τελείως έρημη. Η Κλεισμένη δεν μετρά για φύλακας, παρότι της έχω εμπιστοσύνη.
Το απόγευμα, προτού ξεκινήσω, βλέπω να περνάνε από δίπλα μου κάτι πλανόδιοι πραματευτές των Φέρνιλγκαν. Έχουν τρία κάρα που τα δύο τα τραβάνε μουλάρια και το τρίτο ένα μεγάλο μυώδες βόδι. Στο σύνολό τους είναι καμια ντουζίνα άνθρωποι, μαζί με τους μισθοφόρους φρουρούς και τους υπηρέτες. Δεν μου δίνουν σημασία, και ούτε εγώ δίνω σημασία σ’αυτούς.
«Πάμε, Κλεισμένη.»
Μπαίνουμε στο όχημά μου και ενεργοποιώ τη μηχανή. Το οδηγώ ώς το βραδύ, σκίζοντας τη νύχτα με το φως των προβολέων μου καθώς απομακρύνομαι από τις όχθες του Τούμβρηθ στρίβοντας βόρεια και συνεχίζοντας βόρεια, αρκετά κοντά στις δυτικές παρυφές των δασότοπων. Σε κάποια στιγμή βλέπω, μέσα στο φεγγαρόφωτο, ένα ψηλό, όμορφο ελάφι να τρέχει στα δεξιά μου, κοντά στα δάση. Μοιάζει μαγευτικό, και νομίζω πως έχει επάνω του κάτι το ασυνήθιστο, σαν να μην είναι κανονικά ελάφι αλλά κάτι περισσότερο. Δεν ξέρω γιατί έχω αυτή την αίσθηση. Δε γνωρίζω παρά ελάχιστα για τα ζώα των Φέρνιλγκαν.
Ετούτα τα μέρη, όμως, δεν μου είναι τελείως άγνωστα· έχω περάσει από εδώ κι άλλες φορές στη ζωή μου, αν και όχι υπηρετώντας τη Σιδηρά Δυναστεία. Με τη βοήθεια του χάρτη που είναι αποθηκευμένος στο σύστημα του οχήματός μου, καταφέρνω να εντοπίσω μια μικρή πόλη που είναι φιλική προς τους ταξιδιώτες και έχει πανδοχείο. Γιατί όλες οι πόλεις που μπορεί κανείς να συναντήσει στα Φέρνιλγκαν δεν είναι φιλικές· υπάρχουν κατοικημένα μέρη που, αν τα πλησιάσεις, οι γηγενείς αρχίζουν να σου ρίχνουν σφαίρες ή βέλη, ή και τα δύο. Το συγκεκριμένο ευτυχώς δεν είναι τέτοιο. Αφήνω το όχημά μου στο υποτυπώδες γκαράζ δίπλα στο πανδοχείο (ένας χώρος περιτριγυρισμένος με ξύλινα κάγκελα, τίποτα περισσότερο) και κλείνω ένα δωμάτιο για να διανυκτερεύσω μαζί με την Κλεισμένη.
Όλη τη νύχτα, ο αέρας είναι τόσο δυνατός που στοιχειά νομίζεις ότι ουρλιάζουν απέξω. Η Κλεισμένη κάθε λίγο γρυλίζει και συρίζει, ανήσυχη. Καταφέρνω, ωστόσο, να κοιμηθώ κάποιες ώρες.
Το πρωί βρίσκω ένα μεγάλο πουλί να κάθεται πάνω στο όχημά μου, αλλά μόλις πλησιάζω φτερουγίζει και φεύγει γρήγορα, κρώζοντας και πετώντας προς τα ανατολικά, προς τους δασότοπους. Αλλάζω ενεργειακή φιάλη στο όχημα, ανάβω τη μηχανή του, και εγκαταλείπω τη μικρή πόλη οδηγώντας βόρεια.
Τα μέρη είναι ερημικά και κατά κύριο λόγο πεδινά, αν και λόφοι και πυκνές συστάδες δέντρων υπάρχουν εδώ κι εκεί. Πριν από το μεσημέρι περνάω κοντά από μια μικρή πόλη που ξέρω πως ονομάζεται Νάρενβαθ. Κοντά της έχει το σπίτι του ο μάγος Λύκος’λι, ο οποίος στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι είχε κλείσει τον δαίμονα Ρέσ’κρικ’κεκ μέσα στο όχημά μου. Πίστευα ότι αυτό θα με βοηθούσε να βγω νικητής και να ξεπληρώσω τη Σιδηρά Δυναστεία. Τελικά, τα πράγματα δεν εξελίχτηκαν όπως σχεδίαζα. Και εν μέρει έφταιγε η Ελοντί – κυρίως έφταιγε η Ελοντί. Τι ακριβώς έκανε, πώς ακριβώς μπορούσε να διώξει τον δαίμονα από το όχημά μου, ακόμα δεν έχω καταλάβει. Ξέρω πάντως πως σίγουρα μάγισσα δεν είναι. Παράξενα, πολύ παράξενα εκείνα τα περιστατικά…
Το απόγευμα φτάνω στην Έτρεβοθ και αποφασίζω να περάσω τη νύχτα εκεί γιατί είμαι κουρασμένος από την οδήγηση στους άτσαλους, άγριους τόπους των Φέρνιλγκαν. Επιπλέον, δεν σκοπεύω να ψοφήσω επάνω στο τιμόνι για να πάω μερικές ώρες πιο γρήγορα σ’αυτή την κυρία Ασημίνα Νέρφελδιφ.
Η Έτρεβοθ είναι μια από τις μεγαλουπόλεις της Σεργήλης, όχι καμια μικρή, παρακμιακή πόλη. Είναι οικοδομημένη στη συμβολή των ποταμών Τάρνοφ και Κάλμωθ, και πολλοί ταξιδιώτες και έμποροι περνάνε από εδώ. Αφήνω το όχημά μου σ’ένα υπόγειο γκαράζ και κλείνω δωμάτιο σ’ένα ξενοδοχείο που ονομάζεται Έναστρες Νύχτες, στον έκτο όροφο. Από εδώ μπορώ να δω και τον ποταμό Τάρνοφ και τον ποταμό Κάλμωθ, και το θέαμα δεν είναι καθόλου άσχημο μέσα στην ανοιξιάτικη βραδιά. Ανάβω ένα τσιγάρο και καπνίζω χαζεύοντας, με την Κλεισμένη στην αγκαλιά μου.
Την επομένη διασχίζω τη μεγάλη γέφυρα του ποταμού Τάρνοφ κατευθυνόμενος βόρεια και, σύντομα, αφήνω πίσω μου τους χωματόδρομους και πιάνω τη λιθόστρωτη δημοσιά, στρίβοντας τότε ανατολικά και συνεχίζοντας ανατολικά. Αναπτύσσοντας ταχύτητα. Το τετράκυκλο όχημα μου δεν είναι φτιαγμένο για ράλι, αλλά ένας ραλίστας δεν μπορεί να αντισταθεί στον πειρασμό της μεγάλης ταχύτητας όταν βρίσκεται επάνω σε καλό δρόμο. Προσπερνάω άλλα οχήματα, κάρα, και έφιππους, ενώ η Κλεισμένη είναι καθισμένη στη θέση του συνοδηγού μοιάζοντας λιγάκι τρομαγμένη από την οδήγησή μου.
«Μην κάνεις κανένα περίεργο κόλπο και εξαφανιστείς, ε;» της λέω. «Απλώς παίζω.»
«…Νιάαα.» Τα μουστάκια της τρέμουν· το βλέπω με τις άκριες των ματιών μου. Η ουρά της είναι ορθωμένη.
Ενώ σουρουπώνει φτάνουμε στη Νίρκωφ, μια αρκετά μεγάλη πόλη πλάι στη δημοσιά που, μετά από καμια εκατοστή χιλιόμετρα, μπαίνει στους δασότοπους Φέρνιλγκαν και, από κει και πέρα, την αποκαλούν πλέον «το Φίδι» γιατί είναι όλο στροφές. Στο τέλος της, πολύ μακριά από εδώ, οδηγεί σε μια διαστασιακή δίοδο προς Σάρντλι. Μπαίνω στον πειρασμό να την ακολουθήσω, να φύγω από τη Σεργήλη.
Αλλά δεν θέλω να γίνω φυγάς. Μ’αρέσει η διάστασή μου. Δεν υπάρχει ζωή στη Σάρντλι για εμένα.
Επιπλέον, τα λόγια του Μαστροκλέφτη έρχονται στο μυαλό μου: Μπορεί αυτή νάναι η τελευταία φορά που θα δουλέψεις απλήρωτα… Είναι δυνατόν; Ήξερε κάτι και δεν μου το έλεγε;
Η Σαμάνθα, πρόσφατα, στην Άντχορκ, μου είχε πει ότι αυτός που σε έβαλε στη Δυναστεία πρέπει να αποφασίσει ότι έχεις πια ξεπληρώσει το χρέος σου. Ποιος μ’έβαλε στη Δυναστεία; Ποιος δημιούργησε το χρέος; Δεν το γνωρίζω. Μετά από εκείνο τον αγώνα που διεξάχθηκε βόρεια της Κιρβόνης, μίλησα με κάποιους ανθρώπους που ήταν της Δυναστείας μα δεν ήταν αφεντικά. Λακέδες ήταν, δίχως αμφιβολία. Χρεώστες κι αυτή, πιθανώς. Ή αν όχι χρεώστες, τότε σίγουρα μισθωμένοι, όπως τον Ύαν, ή γρανάζια της οικογένειας, όπως τον Αχιλλέα τον Μαστροκλέφτη.
Τέλος πάντων. Δεν είναι τώρα η ώρα να εγκαταλείψω τη Σεργήλη ακόμα· το διαισθάνομαι.
…Σκότωσέ τους όλους…
Αγνοώ τη φωνή του Άφευκτου. Είσαι νεκρός, καταραμένε, του λέω με το μυαλό μου. Νεκρός! Σκάσε πια, λοιπόν. Και στρίβω βόρεια, περνώντας δίπλα από τη Νίρκωφ χωρίς να τη διασχίσω, βγαίνοντας από τη λιθόστρωτη δημοσιά και μπαίνοντας σε χωματόδρομους πάλι, κακοφτιαγμένους και μπλεγμένους. Σ’ένα σημείο, σύντομα, αναγκάζομαι να σταματήσω για λίγο καθώς ένας βοσκός περνά από μπροστά μου την αγέλη του, μάλλον οδηγώντας την στη στάνη για τη νύχτα.
Όταν έχει πια βραδιάσει για τα καλά, φτάνω στην Κιρβόνη. Μια πόλη μικρότερη από τη Νίρκωφ αλλά όχι τόσο μικρή όσο άλλες των Φέρνιλγκαν. Έχει πέντε, δέκα πολυκατοικίες, αν και χαμηλές· τα υπόλοιπα οικοδομήματα είναι ακόμα πιο χαμηλά. Βρίσκεται στα Φέρνιλγκαν η Κιρβόνη, μα δεν είναι μια άγρια πόλη. Είναι μια ζωντανή πόλη, θα μπορούσε να πει κανείς, αναφερόμενος σε έναν πιο φυσικό τρόπο ζωής.
Την τελευταία φορά που την είχα επισκεφτεί ήμουν μαζί με την Καλλιόπη, τη συνοδηγό μου. Πηγαίνω τώρα στο ίδιο πανδοχείο όπου είχαμε τότε περάσει τη νύχτα πριν από εκείνο το μοιραίο ράλι που με έκανε δούλο της Σιδηράς Δυναστείας. Βρίσκεται στις νότιες παρυφές της πόλης και ονομάζεται Το Στέκι του Ταξιδευτή. Όταν γινόταν το ράλι είχε πολύ κόσμο· τώρα μου μοιάζει, συγκριτικά, έρημο.
Αφήνω το όχημά μου στο γκαράζ του, πληρώνω τον φύλακα εκεί, και μπαίνω στην τραπεζαρία μαζί με την Κλεισμένη. Άλλοι έξι πελάτες είναι εδώ, παρατηρώ, παίρνοντας το βραδινό τους. Κάθομαι κι εγώ σ’ένα τραπέζι και παραγγέλνω. Η μουσική που έρχεται από το ηχοσύστημα είναι τοπική: σουραύλια, τύμπανα, και κάποιος που γκαρίζει. Υπέροχα… σκέφτομαι.
Η σούπα τους, όμως, είναι καλή, διαπιστώνω σύντομα.
Προτού τελειώσω το φαγητό μου μια κοπέλα – γαλανόδερμη, μαυρομάλλα, συμπαθητική, που αποκλείεται νάναι πάνω από είκοσι-πέντε – έρχεται και με ρωτά αν θα ήθελα παρέα (πληρωμένη, υπονοείται). Της λέω ευγενικά πως δεν θα ήθελα, και απομακρύνεται δίχως άλλη κουβέντα.
Η Κλεισμένη νιαουρίζει, καθισμένη στην καρέκλα δίπλα μου.
Της κλείνω το μάτι συνωμοτικά και συνεχίζω να τρώω τη σούπα μου.
Η Καλλιόπη – γαλανόδερμη, μακριά μαύρα μαλλιά με τις δύο μπροστινές τούφες πιασμένες με σιδερένια κοκαλάκια στους κροτάφους, ντυμένη με πέτσινο πανωφόρι και μαύρο παντελόνι και ψηλές μπότες – μπήκε στην τραπεζαρία του πανδοχείου και αμέσως εντόπισε τον Ζορδάμη μέσα από την πολυκοσμία· στο ίδιο τραπεζάκι καθόταν όπου είχαν καθίσει οι δυο τους χτες βράδυ.
Τον πλησίασε τώρα υπομειδιώντας, κι εκείνος, διαβάζοντας σαν ιδεόγραμμα αυτό το αχνό μειδίαμα στο πρόσωπό της, κατάλαβε ότι κάτι συνέβαινε.
«Τι έκανες πάλι;» τη ρώτησε.
Εκείνη κάθισε αντίκρυ του. «Τι νομίζεις ότι έκανα;» είπε, φανερά ευχαριστημένη με τον εαυτό της.
«Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι ότι ξύπνησα και ήσουν εξαφανισμένη.»
«Μη μουτρώνεις, τώρα, και γίνεσαι χαριτωμένος. Βρήκα τον άνθρωπο που ζητούσες.» Η Καλλιόπη άναψε ένα τσιγάρο.
«Τον πραματευτή; Είναι εδώ, στην Κιρβόνη;»
«Ναι,» αποκρίθηκε η Καλλιόπη. Φύσηξε καπνό προς τα πάνω. «Και έχει τον χάρτη.»
«Τον ρώτησες; Σ’το είπε;»
«Ναι.»
«Και γιατί δεν τον αγόρασες; Πόσο τον πουλάει;»
«Δεν έπρεπε να ρωτήσω τον οδηγό μου, πρώτα;»
«Το ξέρεις ότι τον θέλω!» είπε ο Ζορδάμης.
Η Καλλιόπη τον ατένισε με κάποιο δισταγμό.
«Τι;» τη ρώτησε εκείνος. «Θα πεις τώρα, πάλι, ότι πρέπει ίσως να το ξανασκεφτώ;»
«Ναι. Είσαι σίγουρος ότι θες ν’ακολουθήσεις άλλο δρόμο; Αν μας προσέξουν….»
«Σιγά μην παρακολουθούν αυτό το μέρος!» είπε ο Ζορδάμης. «Υποτίθεται πως είναι ερημικό. Εξάλλου, ας έχουμε τον χάρτη μαζί μας και βλέπουμε. Δε χάνουμε τίποτα. Δεν είναι παράνομο νάχεις έναν χάρτη στην κατοχή σου, σε κανέναν αγώνα ράλι, όσο παράξενος κι αν είναι ο χορηγός.»
Η Καλλιόπη έσβησε το τσιγάρο της μέσα στο τασάκι πλάι στο πρωινό του Ζορδάμη. «Πάμε,» είπε αποφασιστικά.
Σηκώθηκαν από το τραπέζι και, περνώντας ανάμεσα από τον κόσμο που γέμιζε την τραπεζαρία του πανδοχείου – ραλίστες, συνοδηγοί, μηχανικοί, δημοσιογράφοι, και διάφοροι άλλοι – βγήκαν από το Στέκι του Ταξιδευτή και βάδισαν προς τη Σκεπαστή Αγορά της Κιρβόνης.
*
Οι περιοχές όπου θα έτρεχαν οι ραλίστες ήταν άγριες, δύσβατες, και επικίνδυνες, στα βόρεια της Κιρβόνης, ανάμεσα στις παρυφές των δασότοπων Φέρνιλγκαν και στις ακτές της θάλασσας. Η πορεία που έπρεπε να ακολουθήσουν ήταν προδιαγεγραμμένη, κι έμοιαζε άλλωστε να είναι η πιο λογική. Οι άλλοι δρόμοι – αν μπορούσε κανείς να τους αποκαλέσει τέτοιους – ήταν ή αδύνατον να τους διασχίσει κανείς με όχημα ή τόσο δύσκολο και ριψοκίνδυνο που δεν άξιζε τον κόπο. Γι’αυτό κιόλας απαγορευόταν να πάει κανείς από εκεί.
Ο Ζορδάμης, κρατώντας τώρα τον χάρτη ανοιχτό μπροστά του, τον κοίταξε με καχυποψία. Το μονοπάτι που έδειχνε περνούσε από μια περιοχή που ούτε είχε διανοηθεί ότι μπορεί να ήταν προσπελάσιμη: ένα μέρος όλο απότομους κρημνούς και δάση.
«Είσαι σίγουρος ότι δεν είναι ψεύτικος;» ρώτησε τον πραματευτή, που ήταν καθισμένος επάνω σ’ένα σκαμνί κάτω απ’τη δερμάτινη σκηνή του, περιτριγυρισμένος από τομάρια ζώων και λιβάνια. Μερικά από τα τελευταία ήταν αναμμένα, φέρνοντας παράξενες οσμές στα ρουθούνια του Ζορδάμη και της Καλλιόπης, όχι απαραίτητα δυσάρεστες.
«Έχω περάσ’ ο ίδιος πολλές φ’ρές,» αποκρίθηκε ο πραματευτής. «Δε χρειάζεσ’ χάρτη άμα ξέρεις.» Και μισόκλεισε το μάτι στον Ζορδάμη καθώς κάπνιζε την πίπα του νωχελικά.
«Δηλαδή, είναι γνωστό μονοπάτι;»
«Το ξέρουν κείνοι που το ξέρουν,» είπε αινιγματικά ο πραματευτής. Ήταν πρασινόδερμος, με μπλεγμένα πορφυρά μαλλιά και μούσια· έμοιαζε ντόπιος, άνθρωπος των Φέρνιλγκαν.
Ο Ζορδάμης τύλιξε τον χάρτη ξανά. «Πέντε ήλιοι, έτσι;»
«Έτσι.»
Ο ραλίστας έβγαλε ένα χαρτονόμισμα και το έδωσε στον πραματευτή.
«Θες τίποτ’ άλλο;» ρώτησε ο τελευταίος. «Έχω τα καλύτερα λιβάνια που θα βρεις· τα φέρν’ απ’τα βαθιά τα μεγάλα δάση. Και τομάρια από ζώα που κυνηγάν μεγάλοι κυνηγοί.»
«Ευχαριστούμε αλλά όχι,» είπε ο Ζορδάμης.
«Στο καλό, κι η οργή του Κάρτωλακ μακριά σας.»
*
Το επόμενο πρωί, το ράλι ξεκίνησε. Τα αγωνιστικά οχήματα – όλα τους τετράκυκλα – έτρεχαν επάνω στα προδιαγεγραμμένα μονοπάτια της πορείας, τινάζοντας σκόνη και σηκώνοντας τέτοιο σαματά που ετούτα τα μέρη σίγουρα δεν είχαν γνωρίσει εδώ και δεκαετίες – τουλάχιστον.
Ο Ζορδάμης είχε πει στην Καλλιόπη ότι ήταν αναποφάσιστος ακόμα σχετικά με το αν θα ακολουθούσε τον δρόμο του χάρτη που είχε αγοράσει. Αλλά μέσα του είχε αποφασίσει: Θα τον ακολουθούσε. Δε νόμιζε ότι ο κύριος Βαλτάρντοφ – ο χορηγός του αγώνα – θα είχε παρατηρητές σ’εκείνη την περιοχή, άλλωστε. Ήταν πολύ δύσβατη, πολύ δύσκολο να την πλησιάσει κανείς. Και οι ραλίστες που συμμετείχαν στον αγώνα δεν ήταν από τούτα τα μέρη, ώστε να τα ξέρουν τόσο καλά.
Καθώς ο Ζορδάμης πλησίαζε το όχημα ενός άλλου ραλίστα και θα μπορούσε να το προσπεράσει αν ήθελε, έκανε πως βρήκε κάποιο εμπόδιο και έκοψε ταχύτητα. Επειδή εδώ ήταν το μέρος όπου όφειλε να στρίψει για να ακολουθήσει τον δρόμο του χάρτη.
Ο άλλος ραλίστας απομακρύνθηκε από τον Ζορδάμη, κι εκείνος, γυρίζοντας το τιμόνι άνετα μέσα στα χέρια του, βγήκε από την προδιαγεγραμμένη πορεία του ράλι: μπήκε μέσα σ’έναν δασωμένο τόπο που κανείς δεν θα φανταζόταν ότι μπορούσε ποτέ να οδηγεί σε ευκολότερο μονοπάτι.
«Τώρα το αποφάσισες;» τον ρώτησε η Καλλιόπη, λιγάκι καυστικά, γιατί υποπτευόταν ότι της είχε πει ψέματα σχετικά με την αναποφασιστικότητά του.
«Αφού δώσαμε που δώσαμε πέντε ήλιους…» είπε ο Ζορδάμης οδηγώντας με προσοχή ανάμεσα στα δέντρα, τσακίζοντας θάμνους κάτω από τους μεταλλικούς τροχούς του γρήγορου οχήματός του.
Η Καλλιόπη αναστέναξε. «Εντάξει.»
Ο Ζορδάμης χαμογέλασε μέσα από το κράνος του. «Αγχωμένη;»
«Μη λες μαλακίες.» Η έκφρασή της δεν διακρινόταν μέσα από το δικό της κράνος, καθώς εκείνος την κοίταζε με τις άκριες των ματιών του, μην τολμώντας να πάρει καθόλου το βλέμμα του από μπροστά.
Τα δέντρα γρατσούνιζαν και έγδερναν το όχημά του ενώ διέσχιζε τον δασωμένο τόπο – το στόλιζαν με χαρακιές – και σε μια στιγμή ένα κλαδί γεμάτο χοντρούς καρπούς χτύπησε άγρια πάνω στο μπροστινό τζάμι, ραγίζοντάς το λιγάκι. «Γαμήσου!» γρύλισε ο Ζορδάμης συνεχίζοντας χωρίς να κόψει ταχύτητα. Μετά από λίγο, το όχημά του τραντάχτηκε δυνατά καθώς πέρασε πάνω από έναν πεσμένο κορμό, και ο έμπειρος ραλίστας κατάλαβε πως σίγουρα κάποια ζημιά είχε γίνει από κάτω, αλλά όχι κάτι το σοβαρό αναμφίβολα.
Η Καλλιόπη έπιασε τον χάρτη του πραματευτή από τη θυρίδα της κονσόλας και τον άνοιξε, κρατώντας τον εκεί όπου μπορούσαν και εκείνη και ο Ζορδάμης άνετα να τον δουν. Και τους χρειάστηκε, γιατί, βγαίνοντας από το δενδρώδες μέρος, βρέθηκαν σ’έναν τόπο όπου παραλίγο να χαθούν· με το ζόρι διέκριναν τη μεριά όπου έπρεπε να κατευθυνθούν, κάτω από έναν πανύψηλο κρημνό που φωλιές αρπαχτικών πτηνών φαίνονταν στην κορφή του. Το μονοπάτι ήταν στενό αλλά χωρούσε το όχημα του Ζορδάμη – μετά βίας. Πολλές φορές χτυπούσαν πάνω σε βράχους και τραχιές πέτρες. Ζημιές έγιναν στα μέταλλα δεξιά κι αριστερά, κι ένας από τους πίσω τροχούς πρέπει επίσης να χτυπήθηκε: και ο ραλίστας και η συνοδηγός του μπορούσαν να το καταλάβουν.
«Ελπίζω,» γρύλισε ο Ζορδάμης, «ν’αξίζει τον κόπο, να είναι όντως πιο γρήγορος δρόμος, αλλιώς, γαμώ τα κέρατα του Κάρτωλακ, θα βρω αυτό τον λεχρίτη και θα τον πλακώσω στο ξύλο!»
Δε μας ανάγκασε να πάρουμε τον χάρτη, σκέφτηκε η Καλλιόπη, αλλά προτίμησε να μείνει σιωπηλή, αναρωτούμενη αν ίσως θα ήταν πιο συνετό να μην είχε πάει καθόλου να αναζητήσει τον πραματευτή χτες. Ο Ζορδάμης μπορεί να τον είχε αγνοήσει αν δεν είχα παρέμβει…
Μετά από τον κρημνό και τους επικίνδυνους βράχους, βρέθηκαν σε μια περιοχή όλο χώματα και χαμόδεντρα όπου άγρια ζώα τριγύριζαν. Τη διέσχισαν πέφτοντας κάθε τόσο σε αθέατες λακκούβες που δαίμονες των Φέρνιλγκαν, τελώνια του Κάρτωλακ, έμοιαζε να έχουν στήσει εκεί.
Το όχημά τους έτριζε και κουδούνιζε όταν, τελικά, βγήκαν από τα άτσαλα μονοπάτια, αλλά ο Ζορδάμης έκρινε ότι οι πέντε ήλιοι δεν είχαν πάει χαμένοι. «Πρέπει νάχουμε κερδίσει χρόνο,» είπε μπαίνοντας πάλι στην κανονική πορεία του ράλι από μια απότομη πλαγιά, σηκώνοντας μεγάλο σύννεφο σκόνης ολόγυρά του.
«Ναι,» συμφώνησε η Καλλιόπη, «αλλά αναρωτιέμαι πόσο.»
Ο Ζορδάμης είχε μόλις βρεθεί πίσω από έναν άλλο ραλίστα, τον οποίο και άρχισε αδίστακτα να κυνηγά. «Αυτός ήταν μπροστά μας, Καλλιόπη – πολύ μπροστά μας.»
Ο Κρίνος Μεγάνεμος, ένας αρκετά καλός ραλίστας. Καλύτερο από τον εαυτό του, τον θεωρούσε ο Ζορδάμης. Αλλά δεν θα με νικήσει σ’ετούτο το ράλι! σκέφτηκε αποφασιστικά καθώς τον καταδίωκε πιέζοντας το πόδι του στο πετάλι της επιτάχυνσης.
Είχε γίνει το όχημά του λιγάκι πιο αργό, ύστερα από τόση ταλαιπωρία στα άγρια μονοπάτια, ή ήταν η ιδέα του; Όπως και νάχε, κατάφερε να φτάσει κοντά στον Κρίνο ενώ ένα πυκνό σύννεφο σκόνης τούς τύλιγε και τους δύο. Το όχημα του Ζορδάμη έτριζε άγρια και τρανταζόταν· ο ραλίστας είχε την αίσθηση ότι πάλευε μαζί του για να το οδηγεί: μια αίσθηση που ήξερε ότι δεν θα έπρεπε να έχει. Το είχε, τελικά, μισοκαταστρέψει διασχίζοντας εκείνα τα καταραμένα εδάφη!
Αλλά θα νικούσε αυτό τον αγώνα – αλλιώς, όλα είχαν γίνει για το τίποτα!
Εκείνος και ο Κρίνος περνούσαν τώρα από ένα μέρος γεμάτο ψηλούς βράχους, και σε κάθε στροφή ο ένας προσπαθούσε να ξεπεράσει τον άλλο. Όμως το ίδιο το τοπίο ήταν σαν να τους στεκόταν εμπόδιο. Επομένως, ο Ζορδάμης άρχισε να το παρατηρεί, πολύ, πολύ προσεχτικά, ώστε να κάνει τον εχθρό σύμμαχο…
Και είδε τον Κρίνο να στρίβει απότομα σ’ένα σημείο όπου το τοπίο γινόταν περισσότερο δικός του σύμμαχος παρά του Ζορδάμη – καθαρά θέμα τύχης. Θέμα τού τι ήταν δεξιά και τι αριστερά.
«Όχι,» είπε ο Ζορδάμης, «δε μου ξεφεύγεις,» και πάτησε παράτολμα το πετάλι για να πεταχτεί μπροστά απ’τον Κρίνο ενώ γύριζε το τιμόνι προς την αντίθετη μεριά.
«ΘΕΟΙ!» αναφώνησε η Καλλιόπη. Σπάνια τρόμαζε από ριψοκίνδυνες μανούβρες· ετούτη όμως ήταν μια απ’ αυτές τις φορές. Γιατί η μανούβρα του Ζορδάμη δεν ήταν απλά ριψοκίνδυνη: ήταν καταστροφική. Η Καλλιόπη είχε προδεί τη σύγκρουση προτού καν συμβεί–
Το όχημα του Ζορδάμη, αντί να βρεθεί μπροστά από το όχημα του Κρίνου, βρέθηκε πάνω στην αριστερή του μεριά, χτυπώντας το άγρια, στέλνοντάς το στους βράχους· και, λόγω υπερβολικά αναπτυγμένης ταχύτητας, το ακολούθησε. Παρότι ο Ζορδάμης πάτησε αμέσως το φρένο, αυτό δεν ήταν αρκετό για να ανακόψει τη φόρα του.
Και μετά, η μηχανή του ταλαιπωρημένου τροχοφόρου έσβησε απότομα, και δεν ανταποκρινόταν πια. Ο Ζορδάμης έβριζε θεούς και δαίμονες, αλλά το όχημα δεν ξεκινούσε, ενώ η Καλλιόπη κοιτάζοντας έξω απ’το παράθυρό της έβλεπε πως ο Κρίνος δεν κινιόταν μέσα στο δικό του όχημα. Ήταν πεσμένος πάνω στο κάθισμά του σαν νεκρός και σκούρες κηλίδες είχαν παρουσιαστεί στην ενδυμασία του. Ο συνοδηγός του φαινόταν να είναι στα όρια της λιποθυμίας.
«Ζορδάμη…» είπε η Καλλιόπη. «Ζορδάμη! Τους χτυπήσαμε άσχημα. Άνοιξε την πόρτα σου. Βγες!» Τη δική της δεν μπορούσε να την ανοίξει γιατί ήταν κολλημένη πάνω στο όχημα του Κρίνου· τα μέταλλα του ενός τροχοφόρου είχαν πιεστεί μέσα στα μέταλλα του άλλου.
*
Ο κύριος Βαλτάρντοφ είχε, τελικά, παρατηρητές στο αντικανονικό μονοπάτι που διέσχισαν ο Ζορδάμης και η Καλλιόπη. Αλλιώς δεν εξηγείτο το γεγονός ότι γνώριζε πως είχαν βγει από την προδιαγεγραμμένη πορεία του ράλι. Όταν ένα ελικόπτερο ήρθε για να πάρει αυτούς, τον Κρίνο, και τον συνοδηγό του Κρίνου από τις άγριες περιοχές, ο χορηγός ήταν μέσα στο αεροσκάφος και έμοιαζε θυμωμένος που του είχαν χαλάσει τον αγώνα. Πάλι καλά που δεν έβαλε τους μπράβους του να μας δείρουν, σκέφτηκε η Καλλιόπη αργότερα, γιατί είχε μαζί του δύο γεροδεμένους άντρες και μια γυναίκα με τα μάτια φόνισσας.
«Γιατί το κάνατε αυτό; Δεν ξέρατε ότι είναι αντικανονικό;» φώναξε, σφίγγοντας τη γροθιά του, ο Βαλτάρντοφ – ένας παχύσαρκος άντρας με προγούλια, δέρμα λευκό-ροζ, ελάχιστα μαύρα μαλλιά στο κεφάλι, και τετράγωνα γυαλιά. «Δεν ήταν οι οδηγίες που έδωσα στους ραλίστες ξεκάθαρες;» Και φαινόταν πραγματικά να περιμένει απάντηση.
«Ναι, κύριε Βαλτάρντοφ,» αποκρίθηκε ο Ζορδάμης, «ήταν ξεκάθαρες, δεν είμαστε αγράμματοι.»
Η όψη του χορηγού έγινε ακόμα πιο άγρια. «Υπάρχει πρόστιμο!» είπε. «Δε μπορείτε να κάνετε τέτοια πράγματα σε αγώνα που διοργανώνω εγώ! Ακόμα κι εσύ, Λιγνόρρυγχε, που είσαι από τους αγαπημένους μου ραλίστες! Σε κανέναν δεν επιτρέπω κάτι τέτοιο. Κανένας δεν συγχωρείται. –Και δείτε!» Έδειξε τον Κρίνο που ήταν ξαπλωμένος σ’ένα φορείο, με δυο γιατρούς γονατισμένους κοντά του. «Δείτε τι κάνατε!» Ο συνοδηγός του ήταν καθισμένος παραδίπλα, ζαλισμένος και μελανιασμένος, αλλά ούτε κατά διάνοια τραυματισμένος τόσο άσχημα όσο ο ραλίστας.
«Ο τραυματισμός του Κρίνου,» είπε ο Ζορδάμης, «δεν έχει καμια σχέση με την παράβαση μέσα στην πορεία–»
«Είσαι σίγουρος, Λιγνόρρυγχε, ότι το όχημά σου θα κουτουλούσε πάνω στο δικό του αν δεν το είχες ήδη σακατέψει οδηγώντας το σε μέρη που δεν θάπρεπε να το οδηγείς;»
*
Δεν υπήρχε καν λόγος να γίνει δικαστήριο. Η περίπτωση ήταν ξεκάθαρη. Ο Ζορδάμης έπρεπε να πληρώσει δύο πρόστιμα: ένα για την παράβαση σχετικά με την πορεία, και άλλο ένα για τον τραυματισμό του Κρίνου. Επίσης, το όχημά του είχε σακατευτεί (όπως είχε πει ο κύριος Βαλτάρντοφ) και έπρεπε να του γίνουν επισκευές.
Ο Ζορδάμης δεν είχε αρκετά λεφτά για να πληρώσει όλα αυτά τα έξοδα: όχι επάνω του, φυσικά, αλλά ούτε και σε καμία τράπεζα. Τα οικονομικά του, τελευταία, ήταν χάλια. Και το ίδιο ίσχυε και για την Καλλιόπη· δεν μπορούσε να τον βοηθήσει εκτός αν ήθελαν κι οι δυο τους να μείνουν σχεδόν χωρίς καθόλου χρήματα. Σε περίπτωση, όμως, που ο Ζορδάμης δεν πλήρωνε οι ποινές που προέβλεπε ο Νόμος της Κιρβόνης ήταν βαριές. Φυλάκιση πέντε ετών για τον τραυματισμό του Κρίνου (ο οποίος λίγο είχε λείψει να σκοτωθεί) και απλήρωτη υπηρεσία στον κύριο Βαλτάρντοφ για τρία έτη ακόμα.
Επομένως, ο Ζορδάμης έπρεπε να επιλέξει ή να υποστεί αυτές τις τιμωρίες ή να μείνουν εκείνος και η Καλλιόπη χωρίς ήλιο τσακιστό και χωρίς καμια δυνατότητα για επισκευές στο όχημά τους, που δεν θα μπορούσε πλέον να τρέξει σε ράλι.
«Το ξέρεις ότι μπαίνω στον πειρασμό,» της είπε ο Ζορδάμης, «αλλά δεν μπορώ να σ’το ζητήσω.» Βρίσκονταν στο δωμάτιό τους, στο Στέκι του Ταξιδευτή, ύστερα από τη σύντομη δίκη. Και τους φρουρούσαν, φυσικά. Υπήρχαν μισθοφόροι έξω από την πόρτα τους, οπλισμένοι και έτοιμοι να τους πιάσουν σε περίπτωση που επιχειρούσαν να φύγουν.
«Δε χρειάζεται να ζητήσεις τίποτα,» αποκρίθηκε η Καλλιόπη. «Θεώρησέ το δεδομένο. Εξάλλου, κι εγώ έφταιγα. Αν δεν σου είχα πει για τον πραματευτή–»
«Η απόφαση ήταν δική μου, Καλλιόπη· μη λες μαλ–»
«Σταμάτα.» Πιάνοντας το πρόσωπό του ανάμεσα στα χέρια της, τον φίλησε στα χείλη καθώς στέκονταν κοντά στο παράθυρο του δωματίου. «Νομίζεις ότι μπορώ να φύγω από δω αφήνοντάς σε στο έλεος των αγριάνθρωπων αυτής της πόλης;»
Ο Ζορδάμης μειδίασε. «Αγριάνθρωποι;»
«Στα Φέρνιλγκαν είμαστε.» Αναστέναξε. «Είναι σαν να περίμεναν κάποιος να κάνει παράβαση για να τον εκμεταλλευτούν!»
«Δεν ξέρω γι’αυτό,» είπε ο Ζορδάμης, «αλλά… Γαμώ τα πόδια της Λόρκης! μακάρι να υπήρχε κάτι άλλο να κάνουμε!»
«Δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο. Πρέπει να συγκεντρώσουμε τα λεφτά και να τους τα δώσουμε.»
«Και τι θα μας μείνει, Καλλιόπη; Θα μας μείνουν διακόσιοι ήλιοι συνολικά;»
«Δεν έχει σημασία· θα κερδίσουμε ήλιους σε άλλα ράλι–»
«Χωρίς όχημα;»
«Εγώ δουλεύω, όπως ξέρεις. Δεν είμαι μόνο συνοδηγός σου.»
«Εγώ, όμως, μόνο ραλίστας είμαι, Καλλιόπη–»
Κάποιος χτύπησε την πόρτα τους, διακόπτοντάς τους.
«Άρχισαν κιόλας να μας πιέζουν, οι γαμημένοι!» γρύλισε ο Ζορδάμης.
Η Καλλιόπη τού έγνεψε να σωπάσει. Και κάνοντας μερικά βήματα προς την πόρτα, φώναξε: «Τι θέλετε;»
«Δύο κύριοι είναι εδώ,» ακούστηκε η φωνή ενός μισθοφόρου. «Θέλουν να σας μιλήσουν. Λένε πως έχουν να σας προτείνουν κάτι που ίσως να σας ενδιαφέρει.»
Ο Ζορδάμης και η Καλλιόπη αλληλοκοιτάχτηκαν. Το βλέμμα της ήταν ερωτηματικό. Ο ραλίστας ανασήκωσε τους ώμους παίρνοντας μια έκφραση άγνοιας.
«Να περάσουν,» φώναξε η Καλλιόπη, και η πόρτα άνοιξε από το χέρι του μισθοφόρου.
Δύο άντρες μπήκαν στο δίκλινο δωμάτιο: ο ένας λιγνός, νευρώδης, και κατάλευκος στο δέρμα, με κοντοκουρεμένα ξανθά μαλλιά· ο άλλος ελαφρώς κοντύτερος και πιο παχύς, αλλά μυώδης, και με δέρμα κόκκινο και μαλλιά πράσινα. Από τα ρούχα τους δεν θα μπορούσε να καταλάβει κανείς το επάγγελμά τους· δεν φορούσαν κανενός είδους στολή, ούτε αλεξίσφαιρους θώρακες. Επίσης δεν φαινόταν να φέρουν όπλα, εκτός από ένα ξιφίδιο ο καθένας – ο πρώτος στη μπότα, ο δεύτερος στη ζώνη. Συνηθισμένο για ετούτες τις άγριες περιοχές.
«Ο κύριος Ζορδάμης Λιγνόρρυγχος;» ρώτησε ο ξανθός, κατάλευκος άντρας.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Ζορδάμης. «Δε νομίζω ότι γνωριζόμαστε…»
«Εσείς σίγουρα δεν μας γνωρίζετε, κύριε Λιγνόρρυγχε, αλλά εμείς σας γνωρίζουμε. Και γνωρίζουμε, επίσης, για το πρόβλημα σας. Το οποίο και μπορούμε να σας βοηθήσουμε να λύσετε.»
Ο Ζορδάμης τούς ατένισε και τους δύο με έκδηλη δυσπιστία. «Μπορείτε να με βοηθήσετε να πληρώσω το πρόστιμο; Ξέρετε πόσο–;»
«Έχουμε υπόψη μας το ποσό,» τον διέκοψε ο ξανθομάλλης, ήπια. «Τα χρήματα δεν αποτελούν πρόβλημα για εμάς, κύριε Λιγνόρρυγχε. Έχουμε… πολλές αποταμιεύσεις.»
«Συγνώμη αλλά ποιοι είστε; Τι είστε; Κάποιος οργανισμός που κάνει αγαθοεργίες; Γιατί, αλλιώς….»
Ο ξανθομάλλης χαμογέλασε, αλλά η όψη του πορφυρόδερμου άντρα έμεινε ακίνητη σαν το πρόσωπό του να ήταν από λαξεμένη πέτρα.
«Όχι, κύριε Λιγνόρρυγχε,» είπε ο λευκόδερμος άντρας, «δεν είμαστε οργανισμός που κάνει αγαθοεργίες. Είμαστε όμως ‘οργανισμός’, μπορείτε να πείτε.»
Το ποσό του πρόστιμου ήταν τεράστιο· αποκλείεται κανένας να ήθελε να το πληρώσει για πλάκα, εκτός αν ήταν βαθύπλουτος. Κι όταν ο Ζορδάμης άκουγε κάτι που δεν έμοιαζε λογικό, πάντα υποπτευόταν ότι κάπου είχε η Λόρκη απλωμένα τα δίχτυα της. «Τι οργανισμός;» ρώτησε. «Και γιατί προτίθεστε να μου δώσετε τόσα λεφτά;»
«Επειδή πιστεύουμε ότι είστε καλός ραλίστας, και επειδή τα χρειάζεστε.»
«Είστε… θαυμαστές μου, δηλαδή.»
«Ναι, κύριε Λιγνόρρυγχε· μπορείτε να πείτε ότι είμαστε θαυμαστές σας.»
«Και πότε θα πρέπει να σας ξεπληρώσω;»
«Το συντομότερο δυνατό, φυσικά. Μόλις συγκεντρώσετε τα χρήματα,» αποκρίθηκε ο ξανθομάλλης άντρας. Ο κοκκινόδερμος εξακολουθούσε να στέκεται αμίλητος, με όψη πέτρινη.
«Για να συγκεντρώσω χρήματα πρέπει να έχω αγωνιστικό όχημα που λειτουργεί. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζομαι λεφτά και για επισκευές,» είπε ο Ζορδάμης παρατηρώντας να δει ποια θα ήταν η αντίδρασή τους τώρα που έκανε παζάρια.
«Κανένα πρόβλημα, κύριε Λιγνόρρυγχε,» αποκρίθηκε ο ξανθομάλλης, ξαφνιάζοντάς τον. «Θα έχετε χρήματα και για να επισκευάσετε το όχημά σας.»
«Δεν… Δεν καταλαβαίνω,» είπε ο Ζορδάμης, συνοφρυωμένος. «Γιατί; Ποιοι είστε; Πώς λέγεται η οργάνωσή σας; Και τι κάνει, εκτός απ’το να δίνει λεφτά σε ραλίστες;»
Ο ξανθομάλλης δεν δίστασε να απαντήσει. «Πολλοί άνθρωποι μάς γνωρίζουν ως ‘η Σιδηρά Δυναστεία’. Και όσο για το τι κάνουμε… αυτό ίσως να το ανακαλύψετε στο σύντομο μέλλον.»
«Τραπεζίτες, πάντως, δεν νομίζω να είστε,» είπε η Καλλιόπη, που, όπως κι ο κοκκινόδερμος άντρας, ήταν σιωπηλή μέχρι στιγμής.
Ο ξανθομάλλης χαμογέλασε στρέφοντας το βλέμμα του επάνω της. «Κι όμως,» αποκρίθηκε, «έχουμε και τραπεζίτες στην οργάνωσή μας. Αλλά όχι μόνο. Δεν περιοριζόμαστε σε ορισμένα επαγγέλματα. Ακόμα και ραλίστες μπορούν να βρίσκονται μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία…» Κι έστρεψε πάλι τα γαλανά μάτια του στον Ζορδάμη.
Το πρωί, πηγαίνω να επισκεφτώ αυτή την Ασημίνα Νέρφελδιφ. Ο Μαστροκλέφτης της Χαρπόβης μού έχει πει πού ακριβώς κατοικεί, και το σπίτι της – η βίλα της – δεν είναι μέσα στην Κιρβόνη. Αλλά ούτε και μακριά είναι. Ο χάρτης που έχω αποθηκευμένο στο σύστημα της κονσόλας του οχήματός μου δεν το έχει σημειωμένο, ούτε, υποθέτω, και κανένας άλλος χάρτης εκτός, ίσως, από ελάχιστους εξειδικευμένους.
Παίρνοντας το όχημά μου από το γκαράζ του Στεκιού του Ταξιδευτή διασχίζω την Κιρβόνη οδηγώντας προς τα βόρεια, και δεν αργώ να βγω από αυτήν και να μπω σε μικρά μονοπάτια που ανοίγονται μέσα από έναν τόπο με ψηλούς βράχους, ψηλό ανοιξιάτικο χόρτο, και συστάδες δέντρων. Η κατεύθυνσή μου είναι βορειοδυτική, τώρα, ακολουθώντας τα σημάδια που βλέπω στο τοπίο – τα σημάδια για τα οποία μου έχει πει ο Αχιλλέας, και τα οποία δεν μου μοιάζουν και τόσο ξεκάθαρα.
«Ελπίζω να πηγαίνουμε στο σωστό μέρος, Κλεισμένη,» λέω στη γάτα που είναι καθισμένη δίπλα μου, «και να μην καταλήξουμε σε κανένα λημέρι αγριανθρώπων.»
Δε μου εκφράζει την άποψή της επί του θέματος. Αλλά μου φαίνεται τσιτωμένη, γενικά, σήμερα· λες να διαισθάνεται κάτι;
Κι εγώ νιώθω τσιτωμένος, διαπιστώνω. Επειδή, άραγε, ο Μαστροκλέφτης υπονόησε ότι αυτή ίσως νάναι η τελευταία δουλειά που θα κάνω ως δούλος της Δυναστείας; Αποκλείεται να αληθεύει· μου το είπε απλώς για να με παρακινήσει!
Από την άλλη, βέβαια, σ’ετούτα τα μέρη ήταν που έμπλεξα μαζί τους. Αν ο άνθρωπος στον οποίο χρωστάω βρίσκεται κάπου, εδώ δεν θα πρέπει να είναι;
Μετά από κανένα μισάωρο προσεχτικής οδήγησης διακρίνω κάτι που μοιάζει μέρος του φυσικού τοπίου αλλά σίγουρα δεν είναι. Μια βίλα περιτριγυρισμένη από ψηλό πέτρινο φράχτη, πνιγμένο στα αναρριχώμενα φυτά και στα άνθη. Από πίσω του δέντρα ορθώνονται, καθώς και κάποια οικοδομήματα ασφαλώς. Ναι, η έπαυλη αυτή αναμφίβολα μοιάζει μέρος του φυσικού τοπίου. Επίσης, μοιάζει πολύ ευάλωτη· οποιοσδήποτε δεν είναι γέρος ή αδέξιος θα μπορούσε εύκολα να σκαρφαλώσει τον φράχτη πιασμένος στα αναρριχώμενα φυτά. Κάποιο άλλο μέτρο ασφάλειας πρέπει να υπάρχει…
Πλησιάζω την πύλη, που είναι δίφυλλη και καμωμένη από ενός είδους μέταλλο το οποίο κάνει πράσινες ανταύγειες στο φως του πρωινού ήλιου της Σεργήλης. Δίπλα της διακρίνω το ψυχρό μάτι ενός τηλεοπτικού πομπού. Κατεβάζω το τζάμι του παραθύρου μου και το κοιτάζω.
«Ζορδάμης Λιγνόρρυγχος ονομάζομαι,» λέω. «Ήρθα να επισκεφτώ την κυρία Ασημίνα Νέρφελδιφ.» Και περιμένω.
Τα φύλλα της πύλης δεν αργούν ν’ανοίξουν, και οδηγώ το όχημά μου επάνω σ’ένα μονοπάτι στρωμένο με χαλίκια. Ένας άντρας στέκεται παραδίπλα και με περιμένει. Έχει κατάλευκο δέρμα, κοντά ξανθά μαλλιά, και είναι ντυμένος με καφέ δερμάτινο παντελόνι και μαύρη υφασμάτινη μπλούζα. Λιγνός και νευρώδης, από τη ζώνη του κρέμονται ένα ξιφίδιο κι ένα πιστόλι.
Τον θυμάμαι. Είναι ο ένας από τους δύο άντρες που είχαν έρθει να μου μιλήσουν για να μου προτείνουν να πάρω τα λεφτά της Σιδηράς Δυναστείας, μετά από εκείνο το μοιραίο ράλι.
Σταματώ το όχημά μου δίπλα του, και του λέω από το ανοιχτό παράθυρο: «Εσύ πάλι…» ενώ ακούω τη μεταλλική πύλη να κλείνει αυτόματα πίσω μου.
«Καλωσόρισες στο σπίτι της κυρίας Νέρφελδιφ, Ζορδάμη Λιγνόρρυγχε,» αποκρίνεται εκείνος τυπικά. «Πήγαινε το όχημά σου προς τα εκεί» – δείχνει – «κι άφησέ το στον χώρο στάθμευσης. Έρχομαι πίσω σου.»
Ό,τι πεις εσύ, σκέφτομαι, και πατάω πάλι το πετάλι της επιτάχυνσης, οδηγώντας αργά επάνω στα χαλικόστρωτα μονοπάτια, ανάμεσα από ψηλά δέντρα και θάμνους. Ένας σκύλος με παρατηρεί μέσα από τη βλάστηση – μεγάλος, κατάμαυρος, με γυαλιστερά πράσινα μάτια. Λύκο θυμίζει.
Ο χώρος στάθμευσης είναι ένα σημείο του κήπου με υπόστεγο, κάτω από το οποίο πρέπει να χωράνε γύρω στα έξι τετράκυκλα οχήματα μετρίου μεγέθους. Επί του παρόντος βρίσκονται εκεί δύο δίκυκλα· ένα εξάτροχο με μεγάλη καρότσα, καλό για δύσβατους τόπους, το οποίο θα μπορούσες και ν’αποκαλέσεις φορτηγό· και δύο οχήματα σκεπασμένα με γκρίζες κουκούλες, που πρέπει νάναι τετράκυκλα και όχι μεγάλα. Θα μπορούσαν να είναι ακόμα και αγωνιστικά, κρίνοντας από το σουλούπι τους.
Σταματάω το δικό μου όχημα πλάι στο εξάτροχο, απενεργοποιώ τη μηχανή, και βγαίνω μαζί με την Κλεισμένη.
Ο ξανθομάλλης άντρας, όπως είχε υποσχεθεί, εμφανίζεται από τη μεριά που ήρθα. «Έλα μαζί μου,» μου λέει.
«Πού πηγαίνουμε;» τον ρωτάω.
«Να συναντήσεις την κυρία Νέρφελδιφ, φυσικά.» Και μου κάνει νόημα, καθώς ξεκινά πάλι να βαδίζει επάνω στα χαλικόστρωτα μονοπάτια.
Τον ακολουθώ χωρίς άλλες κουβέντες. Ό,τι είναι να μάθω θα το μάθω σύντομα, και όχι απ’ αυτόν.
«Η γάτα δεν είναι επικίνδυνη, σωστά;» με ρωτά καθώς πλησιάζουμε ένα μεγάλο οίκημα με δύο πυργίσκους και πράσινα κεραμίδια στις πολλαπλές οροφές του. Είναι χτισμένο με γκρίζες πέτρες που μοιάζουν αρχαίες, κι επάνω στους τοίχους του, σ’ορισμένα σημεία, υπάρχουν λαξεύματα. Σκηνές από κυνήγι, από θηρία, από… στοιχειά; δαίμονες; τελώνια; Όλ’ αυτά μού θυμίζουν τα λαξεύματα που βλέπει κανείς σε ναούς του Κάρτωλακ· αλλά ετούτο το μέρος σίγουρα δεν είναι ναός.
«Το μάντεψες,» αποκρίνομαι στον οδηγό μου ενώ κοιτάζω τα τοιχογραφήματα.
«Αυτό το σπίτι είναι πολύ παλιό, Λιγνόρρυγχε,» με πληροφορεί ο ξανθομάλλης, οδηγώντας με προς μια ξύλινη, λαξευτή είσοδο που τα λαξεύματά της δεν έχουν καμια σχέση μ’εκείνα στους εξωτερικούς τοίχους.
«Πόσο παλιό;» ζητώ να μάθω.
«Πολύ,» λέει μόνο ο οδηγός μου, ανοίγοντας την ξύλινη πόρτα.
«Νιάααο…» νιαουρίζει η Κλεισμένη.
Περνώντας το κατώφλι, βαδίζουμε επάνω σε γυαλιστερά ξύλινα και συμπαγή πέτρινα πατώματα, μέσα σε διαδρόμους. Αγάλματα μάς ατενίζουν από γωνίες, λίθινα, που έχουν μορφές στοιχειών και τελώνιων – πλασμάτων του Κάρτωλακ και των σκοταδιών των Φέρνιλγκαν, βγαλμένα από τη φαντασία παραμυθάδων και ιερέων τα περισσότερα από αυτά, είμαι βέβαιος: δεν μπορεί να υπάρχουν. Στους τοίχους βλέπω πίνακες και ταπετσαρίες που απεικονίζουν πιο φιλικά πράγματα, όπως φυσικά τοπία, άνθη, κυνήγι, και… Μια μεγάλη ταπετσαρία έχει επάνω της κεντημένα αγωνιστικά οχήματα τα οποία, δίχως αμφιβολία, ανταγωνίζονται μέσα σε ράλι, τρέχοντας με υψηλές ταχύτητες.
Ενδιαφέρον… σκέφτομαι. Παράξενο, ίσως; Ή όχι; Στο μυαλό μου έρχονται ξανά τα λόγια του Μαστροκλέφτη: Μπορεί αυτή νάναι η τελευταία φορά που θα δουλέψεις απλήρωτα.
Δε συναντάμε, όμως, μόνο αγάλματα, πίνακες, και ταπετσαρίες στον δρόμο μας. Στο κατώφλι μιας πόρτας βλέπουμε έναν άντρα που πρέπει νάναι υπηρέτης, κρίνοντας απ’το ντύσιμό του, και τον οποίο ο οδηγός μου χαιρετά μ’ένα κοφτό νεύμα. Σε μια διασταύρωση αντικρίζουμε μια κοπέλα που κι αυτή υπηρέτρια πρέπει να είναι, και ο οδηγός μου της λέει: «Ειδοποίησε την κυρία.»
Μετά φτάνουμε σε μια αίθουσα που είναι επιπλωμένη σαν καθιστικό, και στους τοίχους της κρέμονται πίνακες με αγωνιστικά οχήματα και σκηνές από αγώνες ράλι. Μέσα σε βιτρίνες βρίσκονται μινιατούρες αγωνιστικών οχημάτων· τα τζάμια τους γυαλίζουν στο πρωινό φως που μπαίνει απ’το μεγάλο παράθυρο.
Τι συμβαίνει εδώ; Υπάρχουν άτομα που ασχολούνται με ράλι στη βίλα, ή κάποιος μού κάνει πλάκα;
«Περίμενε λίγο,» μου ζητά ο ξανθομάλλης άντρας. «Η κυρία Νέρφελδιφ σύντομα θα έρθει.» Και φεύγει, χωρίς να κλείσει την πόρτα πίσω του.
Η Κλεισμένη νιαουρίζει ερωτηματικά.
«Φρόνιμα,» της λέω σιγανά, και βηματίζω μέσα στην αίθουσα παρατηρώντας τους πίνακες και τις μινιατούρες. Αναγνωρίζω τα περισσότερα μοντέλα, νομίζω. Και αναγνωρίζω, επίσης, και δύο από τους αγώνες που απεικονίζονται στους πίνακες. Σ’αυτόν εκεί ήμουν κι εγώ. Ναι, σίγουρα αυτός ήταν. Ο ζωγράφος πρέπει να έφτιαξε τη συγκεκριμένη σκηνή από φωτογραφία–
Βήματα πίσω μου.
Γυρίζω κι αντικρίζω μια γυναίκα να έχει μόλις μπει. Αρκετά ψηλή, με δέρμα λευκό-ροζ και ξανθά, σπαστά μαλλιά που δεν ξεπερνούν σε μήκος τους ώμους της. Ένα κοκαλάκι τα πιάνει από τη δεξιά μεριά, κρατώντας τα μακριά από το πρόσωπό της. Μια φαρδιά πράσινη πουκαμίσα τη ντύνει, με τα μανίκια γυρισμένα ώς τους αγκώνες, μπαίνοντας μέσα στο μαύρο πέτσινο παντελόνι της και δημιουργώντας έντονες πτυχώσεις γύρω από τη μέση. Τα παπούτσια της είναι καφετιά και δερμάτινα, με χαμηλό τακούνι.
Δε μπορεί να είναι μικρή, αλλά αποκλείεται να είναι και πάνω από σαράντα-πέντε χρονών.
«Σ’αρέσει η συλλογή μου;» με ρωτά, και το στόμα της μου φαίνεται να κάνει ένα μικρό αλλά περίεργο σπασμό, ενώ τα πράσινα μάτια της γυαλίζουν, παρατηρώντας με. Το δεξί της φρύδι είναι συνοφρυωμένο· το αριστερό υψωμένο και μισοκρυμμένο πίσω από την ελεύθερη μεριά των ξανθών μαλλιών της.
«Είναι, ομολογουμένως… εντυπωσιακή,» αποκρίνομαι, χωρίς να λέω ψέματα.
Η γυναίκα χαμογέλα, δείχνοντας ευχαριστημένη από τον θαυμασμό μου, και, καθώς στέκεται αντίκρυ μου κι αλλάζει στάση, νομίζω πως το αριστερό χέρι της προσπαθεί προς στιγμή να τινάξει από πάνω του κάποιο ανύπαρκτο έντομο. Το αργυρό ρολόι-βραχιόλι στον καρπό του γυαλίζει έντονα στο ηλιακό φως.
«Η κυρία Νέρφελδιφ, σωστά;» λέω.
«Σε παρακαλώ, να με λες Ασημίνα,» αποκρίνεται η παράξενη γυναίκα. Και δείχνει έναν καναπέ. «Κάθισε. Θέλεις κάτι να πιεις;»
«Έχω ήδη πιει καφέ,» λέω καθώς καθίζω, «προτού φύγω από την Κιρβόνη.»
Η Ασημίνα κάθεται πλάι μου, στραμμένη προς τη μεριά μου, με τα γόνατά της ενωμένα, τους αστραγάλους σταυρωμένους, και τα δάχτυλα των χεριών πλεγμένα επάνω στους μηρούς της. Το δεξί της μάτι στενεύει νευρικά, παρατηρώντας με, και φαίνεται προς στιγμή να προσπαθεί να ελέγξει την έκφραση του προσώπου της. Γελά. «Συναντιόμαστε από κοντά, επιτέλους!» λέει. Η Κλεισμένη στέκεται και την ατενίζει με έκδηλη απορία, ενώ η Ασημίνα μοιάζει να μην έχει καν προσέξει τη γάτα από τότε που μπήκε στην αίθουσα.
«Θα έπρεπε να είχαμε συναντηθεί νωρίτερα;» ρωτάω.
Γελά ξανά. «Όχι. Όχι απαραίτητα.» Γλείφει τα χείλη της, νευρικά. «Εξαιτίας μου, δηλαδή. Μπορούσαμε. Αλλά… δεν ξέρω, δίσταζα.»
«Να υποθέσω ότι με γνωρίζεις ως ραλίστα;» λέω, νιώθοντας ότι με φρικάρει λιγάκι. Δε νομίζω πως έχω ποτέ συναντήσει πιο παράξενη γυναίκα στη ζωή μου – και δεν έχω συναντήσει λίγες, γενικά.
«Ναι,» απαντά η Ασημίνα, «ναι. Ξέρω όλους τους αγώνες που έχεις λάβει μέρος. Κάποιοι απ’τους οποίους είναι» – στρέφεται στους πίνακες, δείχνοντας – «αυτός εκεί, που κοίταζες πριν· αυτός εκεί· αυτός εκεί· κι αυτός εκεί.»
Εσύ πλήρωσες τα λεφτά του πρόστιμου; σκέφτομαι αλλά δεν μιλάω ακόμα. Σ’εσένα χρωστάω όλα αυτά τα χρόνια;
Στρέφει πάλι το βλέμμα της επάνω μου. «Κάποτε,» μου λέει, «ήσουν μαζί με την Έκπτωτη Ελοντί, την τραγουδίστρια, έτσι δεν είναι;»
«Ναι,» αποκρίνομαι, «για λίγο καιρό…»
«Αλλά όχι μετά. Γιατί;»
«Είναι… προσωπικό θέμα,» λέω.
«Συγνώμη!» αποκρίνεται η Ασημίνα, μειδιώντας, και τα χείλη της κάνουν έναν σπασμό προς τ’αριστερά. «Δε θέλω να είμαι αδιάκριτη–»
«Δεν πειράζει–»
«Αλλά το ράλι είναι… είναι ό,τι μ’αρέσει περισσότερο.» Και το βλέμμα της πηγαίνει στις μινιατούρες των αγωνιστικών οχημάτων και στους πίνακες γύρω-γύρω στο δωμάτιο.
«Ναι,» λέω, «καταλαβαίνω το πάθος σου, Ασημίνα.»
Γελά καθώς στρέφεται ξανά να με κοιτάξει. «Ήμουν σίγουρη!»
«Γιατί βρίσκομαι εδώ, όμως; Γιατί με κάλεσες τώρα;»
Η όψη της σοβαρεύει αλλά δεν γίνεται λιγότερο νευρική· μου δίνει τώρα την εντύπωση ότι το πρόσωπό της είναι τσιτωμένο, τεντωμένο – βέλος έτοιμο να τιναχτεί από τη χορδή τόξου. «Ίσως να το έχεις υποπτευθεί ώς τώρα ότι εγώ ήμουν που πλήρωσα το πρόστιμο όταν αγωνίστηκες εδώ, κοντά στην Κιρβόνη, στο ράλι του κύριου Βαλτάρντοφ…»
«Και γιατί δεν χρωστούσα σ’εσένα συγκεκριμένα αλλά σ’ολόκληρη τη Σιδηρά Δυναστεία;» ρωτάω, πιο απότομα απ’ό,τι θα έπρεπε. «Γιατί έκανα τόσα χρόνια να ξεχρεωθώ; Γιατί ακόμα δεν έχω ξεχρεωθεί;» Δεν είμαι βέβαιος ότι αυτή θάναι η τελευταία δουλειά που θα κάνω απλήρωτα.
«Μην ανησυχείς,» μου λέει αμέσως η Ασημίνα ενώ τα χέρια της κινούνται νευρικά επάνω στους μηρούς της, «θα ξεχρεωθείς. Γι’αυτό είσαι εδώ τώρα.»
«Γιατί τριγύριζα σ’όλη τη Σεργήλη τόσα χρόνια;» τη ρωτάω. Είναι τρελή; Το έβρισκε διασκεδαστικό να με στέλνει από δω κι από κει;
«Δεν είχα άμεση ανάγκη για σένα,» μου εξηγεί. «Δεν– Δεν ξέρεις τι γίνεται μέσα στη Δυναστεία; Όταν χρωστάς σ’έναν από εμάς, χρωστάς σε όλους. Εκτός αν αυτός ο ένας σ’έχει άμεση ανάγκη, και… δεν είχα άμεση ανάγκη τότε.» Τρίβει έντονα τα χέρια της επάνω στο μαύρο πέτσινο παντελόνι που καλύπτει τους μηρούς της· τα νύχια του αριστερού χεριού μπήγονται στο ρούχο και, αναμφίβολα, στο δέρμα της από κάτω. «Καταλαβαίνεις τι γίνεται; Νόμιζα ότι θα το ήξερες, ότι θα σ’το είχαν εξηγήσει.»
«Μου είπαν ότι μόνο αυτός στον οποίο χρωστάς μπορεί να σε απελευθερώσει από το χρέος. Αλλά δεν γνώριζα σε ποιον χρωστούσα. –Ούτε κανένας με πληροφόρησε,» προσθέτω έντονα, παίρνοντας μια έκφραση σοβαρής δυσαρέσκειας. Ο Ζορδάμης με τα Πολλά Πρόσωπα με αποκαλούν μέσα στη Δυναστεία γιατί μπορώ να παίξω, συνειδητά, με το πρόσωπό μου καλύτερα από ηθοποιός.
«Δε φταίω εγώ!» λέει απότομα η Ασημίνα, και πετάγεται όρθια σαν ελατήριο. «Θα έπρεπε, ίσως, κάποιος να σ’το είχε πει!»
«Γιατί δεν μου το είπες η ίδια;»
Υψώνει τα χέρια της. «Δεν… Δεν ήταν έτσι σχεδιασμένο. Δεν… Παρακολουθούσα το ράλι του κύριου Βαλτάρντοφ, και είδα ότι δημιουργήθηκε αυτό το πρόβλημα μαζί σου.» Κάθεται πάλι, ξαφνικά, στην ίδια στάση με πριν. «Και δεν μπορούσα να σ’αφήσω να φυλακιστείς, όταν έμαθα όταν είχες οικονομικές δυσκολίες. Ήμουν θεατής… παρακολουθούσα. Πάντα παρακολουθώ. Στα ράλι. Δε συμμετέχω ενεργά… δεν μπορώ κιόλας, και… Όπως και νάχει, απλώς ήθελα να βοηθήσω.» Παίρνει μια έντονη ανάσα. «Καταλαβαίνεις;»
«Ναι,» λέω ψέματα με αληθοφανή τρόπο.
Η Ασημίνα χαμογελά. Βγάζει μια ταμπακιέρα από την τσέπη της πουκαμίσας της και τραβά δυο τσιγάρα. Μου προσφέρει το ένα. Το δέχομαι και, καθώς το βάζω στο στόμα μου, μου το ανάβει μ’έναν χρυσό ενεργειακό αναπτήρα, ενώ το δεξί της μάτι στενεύει. Μετά ανάβει και το δικό της τσιγάρο – μια δουλειά που μοιάζει να απαιτεί, προς στιγμή, όλη την αυτοσυγκέντρωσή της.
«Ασημίνα,» λέω, «πρέπει να είσαι πολύ πλούσια…»
«Έχω κάποια λεφτά,» παραδέχεται μ’ένα μετριόφρον, λοξό μειδίαμα.
Κάποια λεφτά; σκέφτομαι προσπαθώντας να μη γελάσω. Κολυμπάς στους ήλιους! Δεν έχεις «κάποια λεφτά»! Κανένας που έχει «κάποια λεφτά» δεν πληρώνει για πλάκα τόσο μεγάλα πρόστιμα ενός άγνωστου ραλίστα του οποίου την οδήγηση τυχαίνει να γουστάρει.
«Έχεις επιχειρήσεις;» τη ρωτάω. «Είσαι επιχειρηματίας;»
Η Ασημίνα γελά. «Ω όχι, όχι. Έχω γη και οικοδομήματα, καθώς και χρήματα σε τράπεζες. Ο πατέρας μου ήταν επιστήμονας. Αρκετά γνωστός. Ίσως να τον έχεις ακούσει: Κρεμτέλβιος Νέρφελδιφ;»
«Μόνο τον Κρεμτέλβιο Πολύγωνο ξέρω, τον συγγραφέα.»
Η Ασημίνα χαμογελά – ή απλά τα χείλη της κάνουν ακόμα έναν νευρικό σπασμό. «Ναι… Καμία σχέση, όμως, δεν έχει με τον πατέρα μου.» Αναστενάζει, φυσώντας καπνό. «Έχουν πει κάποιοι ότι ο πατέρας μου ήταν προδότης, σύμμαχος των Παντοκρατορικών· αλλά δεν είναι έτσι. Εξάλλου, εκείνη την εποχή ποιος δεν είχε εργαστεί για τους Παντοκρατορικούς, Ζορδάμη;… Ήταν… ήταν όμως απρόσεχτος πολλές φορές…» Κοιτάζει στο πλάι, την πλάτη του καναπέ, συλλογισμένη. Τα δάχτυλά της κάνουν πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, πάνω-κάτω το τσιγάρο που κρατάνε αναμμένο ανάμεσά τους.
Καθαρίζω τον λαιμό μου. «Και τώρα… γιατί μ’έχεις καλέσει; Είπες ότι με χρειάζεσαι για κάποιο λόγο. Και πρέπει να ρωτήσω: πότε σκοπεύεις να μ’απελευθερώσεις από το χρέος μου;»
Τα πράσινα, σπινθηροβόλα μάτια της στρέφονται στο πρόσωπό μου. «Τώρα,» μου λέει. «Ύστερα από κάποιες δουλειές που θα κάνεις για μένα, δεν θα χρωστάς πια στη Σιδηρά Δυναστεία. Το χρέος σου θα σβηστεί, Ζορδάμη. Θα είσαι ελεύθερος.»
Ελεύθερος… Γιατί μου ακούγεται πλέον σαν παραμύθι αυτό; Όπως και νάχει, η φωνή της κάνει κάτι να φουντώσει μέσα στην ψυχή μου. Μα όλους τους θεούς του Γνωστού Σύμπαντος – επιτέλους! – επιτέλους θα αποτινάξω τον ζυγό της καταραμένης αόρατης οικογένειας από τους ώμους μου! Δε θα χρειαστεί να γίνω ούτε φυγάς ούτε φονιάς.
«Τι θέλεις να κάνω;» τη ρωτάω. «Πες το, και θα γίνει.»
Τα μάτια της γυαλίζουν ατενίζοντάς με, τα φρύδια της σουφρώνουν νευρικά· χαμογελά καθώς τραβά καπνό απ’το τσιγάρο της και τον βγάζει απ’την άκρη του στόματός της. «Δεν είναι ένα πράγμα μόνο,» μου αποκρίνεται. «Είναι, όπως σου είπα, κάποιες δουλειές.»
«Υποσχέθηκες πως θα με ελευθερώσεις· δεν είναι αλήθεια;» Κάνω την όψη μου επικριτική.
Αλλά δεν νομίζω πως αυτό την πτοεί στο ελάχιστο, και τότε καταλαβαίνω ότι πίσω από τη μάσκα νευρικότητας βρίσκεται σίγουρα ένα πολύ ισχυρό – επικίνδυνο ίσως – μυαλό. «Αλήθεια είναι,» μου απαντά. «Μόλις γίνουν οι δουλειές που θέλω, δεν θα χρωστάς πλέον, Ζορδάμη.»
«Τι δουλειές είναι αυτές;»
«Δεν είναι… συγκεκριμένου είδους όλες. Είναι διάφορες…» Καπνίζει συλλογισμένα ενώ η δεξιά άκρη των χειλιών της κινείται σπασμωδικά. «Θα ξεκινήσεις από αύριο,» μου λέει ξαφνικά. «Σήμερα είσαι φιλοξενούμενός μου. Θέλω να σε γνωρίσω.»
«Δεν έχεις φάκελο για εμένα;»
«Φυσικά και έχω. Αλλά άλλο ο φάκελος, άλλο ο άνθρωπος.» Σηκώνεται από τον καναπέ. «Έλα,» μου λέει. «Θα σου δείξω δύο οχήματα που, νομίζω, θα σου αρέσουν. Θέλω να μου πεις τη γνώμη σου γι’αυτά!» χαμογελά νευρικά. Το τσιγάρο της κάνει πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, πάνω-κάτω ανάμεσα στα δάχτυλά της.
*
Βγαίνουμε από το οίκημα και βαδίζουμε στον κήπο, με την Κλεισμένη στο κατόπι μας.
Η Ασημίνα την κοιτάζει πάνω απ’τον ώμο της. «Η γάτα είναι δική σου, Ζορδάμη;»
«Ναι. Τη βρήκα στην Άντχορκ, κι από τότε μ’ακολουθεί.»
Η Ασημίνα γελά. «Φαίνεται συμπαθητική γάτα.»
Δε νομίζω ότι η συμπάθεια είναι αμοιβαία, σκέφτομαι, βλέποντας πώς την κοιτάζει η Κλεισμένη.
Κανένας άλλος δεν έρχεται μαζί μας καθώς βαδίζουμε επάνω στα χαλικόστρωτα μονοπάτια του κήπου, αλλά κάθε τόσο, με τις άκριες των ματιών μου, νομίζω πως βλέπω τον κατάλευκο, ξανθομάλλη άντρα κάπου εκεί κοντά. Μας παρακολουθεί. Φοβάται ότι ίσως να επιχειρήσω να βλάψω την εργοδότριά του; (Εργοδότριά του είναι η Ασημίνα Νέρφελδιφ, σωστά; Δε μπορεί να είναι τίποτ’ άλλο…)
Φτάνουμε στον σκεπαστό χώρο στάθμευσης οχημάτων, και η Ασημίνα δείχνει το τετράκυκλό μου. «Δικό σου;»
«Ναι.»
Πλησιάζει, μάλλον βιαστικά, ένα από τα δύο που είναι σκεπασμένα με κουκούλες, λύνει τα λουριά της κουκούλας, τραβά ένα μακρύ φερμουάρ επάνω της (όλες οι κινήσεις με τρομερή προσήλωση, σαν να απαιτούν την πλήρη αυτοσυγκέντρωσή της), και μετά βγάζει την κουκούλα ρίχνοντάς την στο έδαφος. Αποκαλύπτοντας ένα τετράκυκλο όχημα που, όπως υποπτευόμουν, είναι φανερά αγωνιστικό. Χαμηλό, δεν φτάνει πάνω από τη μέση μου, μακρύ, και μυτερό. Το γυάλινο σκέπαστρο του δεν κυρτώνει από πάνω του σαν θόλος· κλειστό, βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με τα ελαφριά μέταλλα γύρω του. Το όχημα δεν μοιάζει και τόσο καλό για δύσκολους δρόμους – όπως για να διασχίσεις δασώδη ή βραχώδη μέρη – αλλά σίγουρα τρέχει σαν τον άνεμο επάνω σε κανονικούς δρόμους. Είναι βαμμένο μαύρο, εκτός από τις άκριές του που είναι βαμμένες κόκκινες.
Βλέπω το λογότυπο στην πίσω μεριά του, και λέω: «Εργοστάσια Τρίγνωμος. Άντχορκ.»
Η Ασημίνα χαμογελά, και το αριστερό της χέρι χαϊδεύει σπασμωδικά μια άκρη του οχήματος. «Πολύ γρήγορο,» μου λέει, με ενθουσιασμό. «Πολύ γρήγορο.»
Πηγαίνει στο άλλο όχημα που είναι σκεπασμένο με κουκούλα και, με βιαστικές, νευρικές κινήσεις, αρχίζει να τη λύνει ώστε τελικά να το ξεσκεπάσει κι αυτό. Είναι τετράκυκλο, όπως το προηγούμενο, αλλά πιο ψηλό και βαμμένο πράσινο με μαύρες ραβδώσεις. Οι τροχοί του φαίνονται καλύτεροι για να διασχίζουν δύσβατα εδάφη, και δεν έχει σκέπαστρο αλλά δύο πόρτες που ανοίγουν προς τα πάνω.
«Λιγάκι πιο αργό,» μου λέει η Ασημίνα κοιτάζοντας το σαν νάναι ερωτευμένη μαζί του, «αλλά πολύ, πολύ δυνατό.» Δαγκώνει την άκρη του κάτω χείλους της ενώ το δεξί της μάγουλο κάνει έναν ξαφνικό σπασμό και το μάτι της ανοιγοκλείνει.
Κοιτάζω το λογότυπο στη μπροστινή μεριά του οχήματος. «Βιομηχανία Πάνδρομος,» παρατηρώ. «Αγκένροβ.»
Η Ασημίνα δεν ξαφνιάζεται, φυσικά, που γνωρίζω όλες τις εταιρείες που φτιάχνουν οχήματα. «Ναι,» μου λέει. «Και τα δύο είναι τα πιο ακριβά που κυκλοφορούν αυτοί οι δύο συγκεκριμένοι προμηθευτές ετούτο τον χρόνο.» Ανοίγει προς τα πάνω την πόρτα της θέσης του οδηγού και κοιτάζει το εσωτερικό του οχήματος. «Βλέπεις; Δεν είναι εξαιρετικό;»
«Είναι,» παραδέχομαι, και δεν λέω ψέματα.
«Αγρίμι του Δάσους, λέγεται,» με πληροφορεί η Ασημίνα. «Είκοσι-πέντε κομμάτια έχει βγάλει μόνο ο Πάνδρομος. Σ’αρέσει;» Στρέφεται να με κοιτάξει, με τα πράσινα μάτια της να γυαλίζουν. Το αριστερό είναι μισοκρυμμένο πίσω απ’τα ξανθά μαλλιά της.
«Ναι,» αποκρίνομαι, και πάλι δεν λέω ψέματα. «Αν ήμουν σε ράλι, σίγουρα θα ήθελα να το έχω.»
«Πού να το δεις στις στροφές! Στρίβεις χωρίς να κόψεις σχεδόν καθόλου ταχύτητα. Κι όταν χρειάζεται να κόψεις, η επιτάχυνσή του μετά είναι αστραπιαία!»
Χαμογελάω βλέποντάς την να μιλά έτσι. «Οδηγείς, υποθέτω…»
Τα μάτια της απρόσμενα απομακρύνονται από το πρόσωπό μου, στρέφονται στο εσωτερικό του οχήματος. Τα χείλη της συσπώνται· το χέρι της αγγίζει νευρικά το τιμόνι, το αφήνει ξανά σαν ενεργειακό ρεύμα να χτύπησε την παλάμη της. (Τι σκατά συμβαίνει μ’αυτή τη γυναίκα; δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ στιγμιαία. Τι έχει;) «Όχι,» μου απαντά πνιχτά, «δεν οδηγώ…»
«Παράξενο,» λέω. «Θα νόμιζε κανείς ότι είσαι ραλίστρια.»
«Δε μπορώ να είμαι ραλίστρια!» αποκρίνεται καθώς το βλέμμα της στρέφεται απότομα προς εμένα ξανά, και τα πράσινα μάτια της είναι τώρα γεμάτα οργή. «Παρακολουθώ όμως,» προσθέτει με πιο ήπια φωνή. Καθαρίζει τον λαιμό της. «Θα οδηγήσεις για εμένα;» με ρωτά.
«Ναι, αν θέλεις…» Αναρωτιέμαι αν τα νεύρα της έχουν κάποια σχέση με το γεγονός ότι δεν μπορεί να οδηγήσει.
«Θέλω,» λέει, και παραμερίζει από την πόρτα, αφήνοντάς με να καθίσω στη θέση του οδηγού. Το κάθισμα είναι βολικό, το τιμόνι άνετο κάτω από τα χέρια μου. Η Κλεισμένη πήδα μέσα, επάνω στα γόνατά μου.
Η Ασημίνα στρέφει τη ματιά της αλλού και φωνάζει: «Λειρνόε! Δύο φιάλες ύψιλον-δύο!»
«Μάλιστα, κύρια,» ακούγεται η φωνή του ξανθομάλλη, λευκόδερμου άντρα. Και μετά από λίγο έρχεται με δύο ενεργειακές φιάλες Υ-2 μαζί του. Τις αφήνει δίπλα στο όχημα και η Ασημίνα μού δίνει τη μία, δείχνοντάς μου τη θυρίδα όπου μπαίνει. Την είχα ήδη προσέξει, αλλά δεν το λέω. Την ανοίγω και προσαρμόζω τη φιάλη μέσα της.
«Η δεύτερη είναι εφεδρική,» μου λέει η Ασημίνα, «αλλά, για να μη χάνεις χρόνο με την αλλαγή, μπαίνει εδώ.» Ανοίγει μια θυρίδα στη μπροστινή μεριά του οχήματος, ενώ στέκεται ακόμα έξω, και προσαρμόζει τη φιάλη εκεί. Ύστερα έρχεται και κάθεται στη θέση του συνοδηγού. Παίρνει τα κλειδιά από ένα ντουλαπάκι της κονσόλας μπροστά μας και μου τα δίνει.
Τα χρησιμοποιώ για να ενεργοποιήσω τα συστήματα και τη μηχανή του οχήματος.
«Θέλετε να έρθω μαζί σας, κυρία;» ρωτά ο Λειρνόος, έξω από το όχημα.
Η Ασημίνα τού γνέφει αρνητικά. «Πάμε,» μου λέει, καθώς εκείνος απομακρύνεται.
«Έξω από τη βίλα;»
«Ναι!» αποκρίνεται με ενθουσιασμό.
Οδηγώ προς την έξοδο, με προσοχή, κι αισθάνομαι το όχημα να κινείται άνετα πάνω στα χαλικόστρωτα μονοπάτια, σαν πελώριο αιλουροειδές που βρίσκει το περιβάλλον γύρω του ανιαρό – πολύ φιλικό σε σχέση με τα άγρια περιβάλλοντα όπου έχει συνηθίσει. Φτάνουμε μπροστά στην κλειστή μεταλλική πύλη του κήπου και η Ασημίνα την ανοίγει τραβώντας μια συσκευή από την πουκαμίσα της και πατώντας ένα κουμπί – στέλνοντας κάποιο τηλεπικοινωνιακό σήμα.
Βγάζω το όχημα από τη βίλα και το οδηγώ στην ύπαιθρο, αρχίζοντας να καταλαβαίνω τις πραγματικές του δυνατότητες. Η Κλεισμένη είναι τσιτωμένη επάνω μου καθώς η ταχύτητα αυξάνεται.
«Πιο γρήγορα!» με παροτρύνει η Ασημίνα. «Πιο γρήγορα! Μπορεί να πάει και πιο γρήγορα.»
Αυξάνω ταχύτητα, περνώντας μέσα από βλάστηση και δίπλα από ψηλούς βράχους. Χορτάρι και χώματα τινάζονται γύρω απ’τους τροχούς μου. Η Κλεισμένη ζαρώνει επάνω μου, νιαουρίζοντας φοβισμένη.
«Ναι,» λέει η Ασημίνα, «χα-χα-χα-χα-χα, ναι!» Είναι ενθουσιασμένη.
Κάνω μερικές μανούβρες που ξέρω ότι θα την εντυπωσιάσουν κι ύστερα συνεχίζω να οδηγώ πιο ομαλά, αν και με υψηλή ταχύτητα, επικίνδυνη για οποιονδήποτε συνηθισμένο οδηγό αλλά όχι για εμένα. Ένα κανονικό όχημα, επίσης, θα είχε διαλυθεί τώρα αν το οδηγούσα έτσι, θα είχε γίνει κομμάτια· το Αγρίμι του Δάσους, όμως, δεν καταλαβαίνει τίποτα: είναι στο στοιχείο του.
Η Ασημίνα γελά. «Θεοί…» την ακούω να μουρμουρίζει κάπου-κάπου. «Θεοί…»
«Να γυρίσουμε πίσω, τώρα;» τη ρωτάω, όταν έχουμε φτάσει αρκετά βόρεια από τη βίλα της.
«Όχι,» μου λέει. «Πήγαινε προς τις ακτές. Από κει.» Δείχνει, έξω απ’το μπροστινό παράθυρο, ένα μονοπάτι που ανοίγεται μέσα από πυκνή βλάστηση.
«Οι ακτές της θάλασσας δεν είναι και τόσο κοντά,» λέω. Πρέπει νάναι πάνω από εκατό χιλιόμετρα από εδώ, αν δεν κάνω λάθος.
«Έτσι όπως τρέχεις; Είναι κοντά, Ζορδάμη. Πάμε!»
Δεν υπάρχει λόγος να της χαλάσω το χατίρι. Οδηγώ προς το μονοπάτι και μπαίνω ανάμεσα στη βλάστηση – δέντρα, χαμόδεντρα, ψηλό χόρτο – διαλύοντάς την εύκολα όταν προσπαθεί να σταθεί εμπόδιο στους τροχούς μου. Σε κάποια στιγμή βρίσκω έναν πεσμένο κορμό στον δρόμο μου, και το Αγρίμι του Δάσους τον σπάει καθώς περνά από πάνω του. Λίγο πιο μετά, ένας μεγάλος λαγός τινάζεται μακριά από το όχημά μου, με τ’αφτιά του τεντωμένα.
Σ’ένα σημείο βλέπω ένα πέτρινο χτίσμα στο πλάι του μονοπατιού, μισοκρυμμένο απ’τα δέντρα. «Τι ήταν αυτό;» ρωτάω την Ασημίνα.
«Ποιο;» Μοιάζει τελείως συνεπαρμένη απ’την ταχύτητα. Το αριστερό της χέρι αγγίζει νευρικά το αριστερό της μάγουλο, με τα δάχτυλα μπλεγμένα μέσα στα ξανθά μαλλιά της.
«Αυτό που μόλις περάσαμε. Βωμός ήταν; Ναός;»
«Α, αυτό λες. Βωμός. Βωμός της Λόρκης. Έρχονται κάτι τρελοί, κατά περιόδους, και κάνουν τελετές.»
Φτάνουμε στις ακτές σε λιγότερο από μια ώρα. Αξιοσημείωτος χρόνος για τέτοια εδάφη, μέσα σε οποιοδήποτε όχημα. Σταματάω το Αγρίμι των Δασών μπροστά σε μια ακροθαλασσιά γεμάτη βότσαλα και κάποια λίγα χαμόδεντρο που φυτρώνουν από μέσα τους σε μια μεριά. Δύο μεγάλες χελώνες έχουν βγει από τα βαθιά και βρίσκονται τώρα εκεί όπου σκάει το κύμα, στα σύνορα θάλασσας και ξηράς. Έπρεπε να είχα φέρει τη φωτογραφική μηχανή μαζί μου.
Στ’ανοιχτά φαίνεται ένα αλιευτικό σκάφος, και προς τα νότια της ακτής, μακριά από εμάς, μπορώ να διακρίνω κάποια μικρή πόλη μέσα σ’έναν κόλπο.
«Τι νομίζεις για το όχημα;» με ρωτά η Ασημίνα.
«Εξαιρετικό είναι.»
Η Ασημίνα ανοίγει την πόρτα της και βγαίνει. Ανοίγω κι εγώ τη δική μου πόρτα και την ακολουθώ· η Κλεισμένη πηδά έξω πριν από εμένα σαν το όχημα να ήταν φυλακή βασανιστηρίων για εκείνη.
Βαδίζουμε επάνω στα βότσαλα, νιώθοντας τον υγρό άνεμο που έρχεται από τη θάλασσα να μας χτυπά. Δεν κάνει κρύο, μα ούτε και ζέστη έχει.
«Το σπίτι σου,» ρωτάω την Ασημίνα, «ο πατέρας σου το έχτισε;»
«Όχι· το αγόρασε. Είναι παλιό.»
«Τα λαξεύματα στους τοίχους μοιάζουν μ’αυτά που βλέπει κανείς σε ναό του Κάρτωλακ.»
«Ναι. Είναι παλιό,» επαναλαμβάνει. «Δεν ξέρω αν ήταν ποτέ ναός, όμως. Δε νομίζω να ήταν.»
Μετά με ρωτά: «Στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι τι έγινε, Ζορδάμη; Άκουσα… Από ανθρώπους της Δυναστείας έμαθα ότι είχες έναν δαίμονα παγιδευμένο μέσα στο όχημά σου. Είναι αλήθεια;» Σταματά να βαδίζει, ατενίζοντάς με.
Σταματάω κι εγώ. «Αλήθεια είναι,» της λέω. «Ένας μάγος του τάγματος των Δεσμοφυλάκων τον έβαλε εκεί, φέρνοντάς τον από άλλη διάσταση. Πίστευα ότι θα με βοηθούσε να νικήσω τον αγώνα και να ξεπληρώσω το χρέος μου, αλλά τα πράγματα δεν εξελίχτηκαν ακριβώς έτσι. Ο δαίμονας… ξέφυγε.» Προτιμώ να μην της πω για ό,τι συνέβη με την Ελοντί. Δεν ξέρω γιατί ακριβώς· ίσως επειδή ούτε κι εγώ δεν καταλαβαίνω τι έγινε ουσιαστικά.
«Ήμουν στη Νέσριβεκ,» μου λέει η Ασημίνα, «στην αρχή του Πανδιαστασιακού Ράλι. Και μετά πετούσα σ’όλα τα σημεία ελέγχου προτού φτάσουν οι ραλίστες εκεί: στην Άντχορκ, στη Νίρκωφ – σε όλα – μέχρι που επέστρεψα πάλι στη Νέσριβεκ. Ήταν καταπληκτικός αγώνας, Ζορδάμη! Και σε παρακολουθούσα, φυσικά. Ήθελα να νικήσεις. Ανησύχησα όταν, για λίγο, χάθηκες στις ερήμους.»
«Ήσουν στην Κάρντλας…»
«Εννοείται,» χαμογελά σπασμωδικά.
Στην Κάρντλας ήταν που, τελικά, βγήκα απ’τον αγώνα, όταν η Ζαρνάφι – η Σαμάνθα – ήρθε να με συναντήσει. Καλύτερα να εξαφανιζόμουν παρά να υποστώ τις συνέπειες για ό,τι είχε συμβεί στην έρημο. Είχαν σκοτωθεί άνθρωποι – άλλοι ραλίστες – εξαιτίας μου. Ίσως να μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι τους άξιζε – είχαν στραφεί εναντίον μου, προσχεδιασμένα, προσπαθώντας να διαλύσουν το όχημά μου – αλλά και πάλι τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα για εμένα. Και η Ελοντί είχε βγάλει – κάπως – τον Ρέσ’κρικ’κεκ από το όχημά μου, πράγμα που σήμαινε πως δεν ήταν πλέον καθόλου βέβαιο ότι θα νικούσα τον αγώνα, ακόμα κι αν με κάποιο θαύμα ξέμπλεκα από τις αρχές της Κάρντλας.
Αναστενάζω. «Αν είχα νικήσει σ’εκείνο το ράλι, τώρα μάλλον δεν θα ήμουν εδώ, Ασημίνα.»
«Δε θα με πείραζε αυτό,» μου λέει. «Καλύτερα να είχες νικήσει!» Και είμαι βέβαιος πως είναι ειλικρινής καθώς με ατενίζει καταπρόσωπο. Αναρωτιέμαι τι δουλειές έχει κατά νου για εμένα…
Ανασηκώνω τους ώμους. «Ναι,» λέω, συλλογισμένα. Κι αλλάζω κουβέντα, για να απομακρύνω το μυαλό μου από το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης: «Ο πατέρας σου τι επιστήμονας ήταν; Τι έκανε;»
Η Ασημίνα ξαφνιάζεται από την αλλαγή θέματος· τα φρύδια της κινούνται νευρικά. «Ο πατέρας μου… Ερευνούσε… Εεε, κυρίως με διάφορες μορφές ενέργειας ασχολιόταν, και πώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη λειτουργία μηχανισμών. Καλύτερη εξοικονόμηση, καλύτερη απόδοση, και τέτοια πράγματα.» Μάλλον δεν ξέρει και πολλά για το τι ακριβώς έκανε ο Κρεμτέλβιος Νέρφελδιφ.
«Δεν είχε καμια σχέση με ράλι και αγωνιστικά οχήματα, δηλαδή.»
Η Ασημίνα χαμογελά. «Όχι.»
«Εσύ, όμως…»
«Ναι, εμένα μ’αρέσουν. Ο αδελφός μου, βασικά. Σ’εκείνον άρεσαν όταν ήμασταν μικροί. Από εκείνον έμαθα για το ράλι. Αλλά εγώ ασχολήθηκα περισσότερο.»
«Πού είναι τώρα ο αδελφός σου;» Έτσι όπως μιλά γι’αυτόν, μου δίνει την εντύπωση πως δεν βρίσκεται εδώ· σίγουρα όχι στη βίλα της.
«Ο Ρίβης… δεν είναι καλά,» λέει μόνο η Ασημίνα.
«Οδηγούσε σε ράλι;»
Η Ασημίνα κουνά το κεφάλι. «Όχι. Και δεν ασχολιόταν σχεδόν καθόλου με ράλι μετά· μόνο όταν ήμασταν μικροί. Εμένα μ’αρέσει περισσότερο απ’ό,τι σ’εκείνον. –Αλλά δεν μπορώ να οδηγήσω,» προσθέτει κοιτάζοντας τα βότσαλα στα πόδια της και πλέκοντας τα δάχτυλα των χεριών της αναμεταξύ τους, ανοιγοκλείνοντάς τα. Κάνει μερικά βήματα. Προς τις θαλάσσιες χελώνες, οι οποίες την αγνοούν τελείως, ατάραχες, σαν ναυαγοί από άλλο κόσμο.
«Γιατί;» δεν μπορώ παρά να ρωτήσω, χωρίς να την ακολουθώ, μένοντάς στη θέση μου.
Η Ασημίνα σταματά, στέκεται ακίνητη, με την πλάτη της προς εμένα. «Μην παριστάνεις τον ανόητο, Ζορδάμη. Δεν καταλαβαίνεις; Δε με βλέπεις;» Κλοτσά ένα βότσαλο, στέλνοντάς το στο νερό.
Δεν ξέρω τι να πω. Πρέπει, τελικά, να είναι αυτό που υποψιαζόμουν: τα νεύρα της δεν της επιτρέπουν να οδηγήσει· θα ήταν πολύ επικίνδυνο για εκείνη. Είναι δυνατόν να έχει τόσο μεγάλο πρόβλημα; Μπορεί τα χέρια της να στρίψουν προς λάθος μεριά το τιμόνι και να σκοτωθεί; Μπορεί το πόδι της να πατήσει το πετάλι περισσότερο απ’ όσο πρέπει όταν δεν πρέπει;
Γυρίζει απότομα να με κοιτάξει, και τα μάτια της γυαλίζουν οργισμένα, ολόκληρη η όψη της εκπέμπει οργή, και η γκριμάτσα της είναι κάτι που ειλικρινά με τρομάζει. «Ο πατέρας μου φταίει!» γρυλίζει. «Εκείνος φταίει!» Το αριστερό της χέρι τρέμει, αγγίζει την αγκράφα της ζώνης της, τη σφίγγει. «Αλλά,» δάκρυα γυαλίζουν στα μάτια της, «δεν το έκανε επίτηδες…» Η Ασημίνα βηματίζει ξανά και κάθεται σε μια πέτρα ανάμεσα στα βότσαλα, αγκαλιάζοντας τους ώμους της. Τα δάκρυα γλιστράνε στα μάγουλά της. «Ήταν απρόσεχτος. Αλλά δεν το έκανε επίτηδες… Με αγαπούσε.» Οι θαλάσσιες χελώνες την ατενίζουν παρατηρητικά. Η Κλεισμένη διατηρεί απόσταση ασφαλείας.
Εγώ την πλησιάζω, γονατίζοντας στο ένα γόνατο δίπλα της. Προσπαθώ με την έκφρασή μου να της δείξω ότι καταλαβαίνω, όσο μπορώ να καταλάβω. «Κάποια από τις έρευνές του;… Ήσουν μικρή;»
Κουνά το κεφάλι. «Όχι, όχι και τόσο μικρή, αλλά έχουν πια περάσει πολλά χρόνια από τότε. Ναι, ήταν κάποια από τις έρευνές του… για τους πράκτορες της Παντοκράτειρας.» Αποφεύγει το βλέμμα μου. «Δούλευε γι’αυτούς, τότε. Τον είχαν αναγκάσει να δουλεύει γι’αυτούς.» Σκουπίζει τα δάκρυα με την ανάστροφη του χεριού της· βλεφαρίζει, έντονα. Ξεροκαταπίνει. «Πειραματιζόταν με ενέργεια. Και χτυπήθηκα από αυτήν. Έχασα τις αισθήσεις μου… ή… Δηλαδή… Μου είπαν ότι μιλούσα σε γλώσσες ακατανόητες, και ότι προσπαθούσα να γράψω, να κάνω κάποια σχήματα που δεν έβγαζαν κανένα νόημα, σαν να με είχε καταλάβει δαίμονας. Αλλά εγώ... δεν θυμάμαι τίποτα απ’ αυτά. Ήμουν σ’ένα μέρος όπου πετούσα, και κάτι… όντα… αργυρόχρωμα όντα μού μιλούσαν.»
«Τι σου έλεγαν;»
Κουνά το κεφάλι ξανά. «Δε θυμάμαι τώρα. Τότε, όμως, τότε νομίζω ότι καταλάβαινα ακριβώς τι μου έλεγαν, και τους απαντούσα, τους έλεγα πράγματα κι εγώ.» Παίρνει μια βαθιά ανάσα, καθαρίζει τον λαιμό της. «Τέλος πάντων. Μετά συνήλθα, και ξύπνησα, και ήμουν… αυτό που τώρα βλέπεις,» λέει με απέχθεια.
«Αυτό που βλέπω δεν είναι και τόσο άσχημο, Ασημίνα,» της λέω χωρίς να ψεύδομαι. Η εμφάνισή της δεν είναι απεχθής, απλώς η όλη της παρουσία σού δημιουργεί μια τελείως αλλόκοτη αίσθηση.
Συνεχίζει να κοιτάζει τα βότσαλα. «Μου είπαν ότι δεν θα μπορούσα να ξαναοδηγήσω. Δεν έπρεπε να ξαναοδηγήσω, για το καλό μου. Θα ήταν πολύ επικίνδυνο για εμένα.» Στρέφει τώρα τα μάτια της επάνω μου, κι ακόμα δάκρυα γυαλίζουν μέσα τους.
Παραμερίζω την αριστερή ξανθιά τούφα από το πρόσωπό της.
Η Ασημίνα χαμογελά με χείλη που μοιάζει να μη μπορεί να ελέγξει.
«Πάμε πίσω;» προτείνω.
«Ναι.» Σηκώνεται από τον βράχο. «Πάμε.
»Θα οδηγήσεις όπως πριν;» με ρωτά καθώς σηκώνομαι κι εγώ όρθιος.
«Αν θέλεις.»
Η Ασημίνα χαμογελά ξανά, και τα πράσινα μάτια της στραφταλίζουν.
Η Ξανθίππη Νασράλθη, ειδική ερευνήτρια της Χωροφυλακής της Νέσριβεκ, στέκεται στη γωνία ενός σκοτεινού δρόμου της συνοικίας που ονομάζεται Γελαστός. Η μορφή της είναι κρυμμένη στις πυκνές σκιές, πέρα από την ακτίνα του φωτός της ενεργειακής λάμπας επάνω στον μεταλλικό στύλο της γωνίας. Τα μαύρα μάτια της παρατηρούν τον δρόμο, περιμένοντας. Μια αραιή ομίχλη απλώνεται γύρω από τα μποτοφορεμένα πόδια της. Απόμακρες φωνές ακούγονται από ένα μπαρ, δυο δρόμους μακριά. Οι ράγες του Εναέριου Σιδηρόδρομου φαίνονται πάνω από τις πολυκατοικίες της Νέσριβεκ, στηριγμένες σε ισχυρές κολόνες: και τώρα ένας συρμός περνά, με τα μέταλλά του να στραφταλίζουν στο φεγγαρόφωτο που κατέρχεται απ’τον νυχτερινό ουρανό, ενώ οι προβολείς του πρώτου βαγονιού του σκίζουν το σκοτάδι.
Μόλις το τρένο χάνεται από το οπτικό πεδίο της Ξανθίππης, ένα τετράκυκλο όχημα έρχεται από τον δρόμο, διασχίζοντας την αραιή ομίχλη. Είναι μαύρο και χαμηλό, και κινείται αργά σαν ο οδηγός του να ψάχνει για κάποιον ή για κάτι.
Για εμένα, σκέφτεται η Ξανθίππη, και βγαίνει από τις σκιές. Στέκεται πλάι στον μεταλλικό στύλο με την ενεργειακή λάμπα στην κορυφή.
Το όχημα σταματά μπροστά της, και ένα από τα φιμέ παράθυρά του ανοίγει. Ένας άντρας με δέρμα λευκό-ροζ, μαύρα κοντά μαλλιά, και μούσι την ατενίζει.
«Ο Κριτόλαος’μορ;» ρωτά η ειδική ερευνήτρια.
«Κι εσύ είσαι η Ξανθίππη.» Ο Κριτόλαος δεν ρωτά, απλά παρατηρεί το πρόσωπό της ανάμεσα στους ψηλούς γιακάδες της καπαρντίνας της, κάτω από το μικρό μαύρο καπέλο της: λευκό-ροζ δέρμα σαν το δικό του, μαύρα αμυγδαλωτά μάτια, μεγάλα χείλη, μυτερό σαγόνι. Μια τούφα μαύρων μαλλιών ξεφεύγει από την άκρη του καπέλου της.
«Με ξέρεις,» λέει εκείνη.
«Από φωτογραφία σου, μόνο,» αποκρίνεται ο Κριτόλαος. «Έλα μέσα.»
Η Ξανθίππη κάνει τον κύκλο του οχήματος και μπαίνει από την άλλη πόρτα, κάθεται στη θέση του συνοδηγού, πλάι στον Τεχνομαθή μάγο ο οποίος έχει το τιμόνι στα χέρια του και τώρα βάζει τους τροχούς σε κίνηση ξανά.
«Από την Άντχορκ έρχομαι,» της λέει. «Μου είπαν ότι είναι σημαντικό.»
«Δεν ξέρεις περί τίνος πρόκειται;»
«Ξέρω,» νεύει ο Κριτόλαος, οδηγώντας μακριά από το μέρος όπου συναντήθηκαν, προς τα δυτικά. «Η Ηλέννια Σιγήκαιρη είναι νεκρή. Πόσες μέρες έχουν περάσει;»
«Δύο.»
«Ποιος ζήτησε να με καλέσουν;»
«Εγώ,» αποκρίνεται η Ξανθίππη.
«Παράξενο, αφού δεν με ξέρεις.» Ήταν, φυσικά, στη Σιδηρά Δυναστεία κι οι δυο τους, αλλά όλα τα μέλη δεν γνωρίζουν όλα τα άλλα μέλη, όπως πολύ καλά ήξερε ο Κριτόλαος. Ούτε καν τα μισά μέλη δεν γνωρίζονται αναμεταξύ τους. Και κάποιοι το θέλουν να είναι έτσι· εξυπηρετεί διάφορους σκοπούς.
«Έχω ακούσει για σένα–»
«Από ποιον;»
Τα μάτια της τον λοξοκοιτάζουν, ενοχλημένα. «Από την οικογένεια. Έχει σημασία από ποιον ακριβώς; Μου έχουν πει ότι εργάζεσαι ως ερευνητής και ότι είσαι και μάγος του τάγματος των Τεχνομαθών. Ότι είσαι καλός στη δουλειά σου.»
«Και τι άλλο;»
«Τι άλλο θα έπρεπε να μου έχουν πει;»
Δεν ξέρει, λοιπόν, ότι κάποτε ήμουν πράκτορας της Παντοκράτειρας, συμπεραίνει ο Κριτόλαος. Ή έτσι παριστάνει. «Απλώς ρωτάω, για να δω τι φήμες κυκλοφορούν για εμένα. Ελπίζω να πληρωθώ γι’αυτή τη δουλειά. Δε δουλεύω δωρεάν, παρά μόνο σε πολύ ιδιαίτερες περιπτώσεις.»
«Θα πληρωθείς,» τον διαβεβαιώνει η Ξανθίππη.
«Από ποιον; Από εσένα;»
«Από τον κύριο Βραδύνικο.»
«Τον Βιβλιοπώλη, ε;» Αυτό ήταν το κωδικό του όνομα μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία. Ήταν ο μεγαλύτερος βιβλιοπώλης της Νέσριβεκ· είχε και δικό του τυπογραφείο και εκδόσεις. «Αυτός με πρότεινε, υποθέτω. Ανησύχησε από τη δολοφονία της Ηλέννιας.»
«Ήταν βασική σύνδεσμος στη Νέσριβεκ.»
«Το ξέρω,» λέει ο Κριτόλαος στρίβοντας δεξιά. Τη γνώριζε από παλιά, αν και δεν την είχε συναντήσει. Προτού ηττηθεί η Συμπαντική Παντοκρατορία, η Ηλέννια Σιγήκαιρη έδινε πληροφορίες στους πράκτορες της Παντοκράτειρας. Δούλευε σε καμπαρέ, κυρίως, τότε. Μετά τον διωγμό των Παντοκρατορικών παντρεύτηκε τον Σίλα Πολύσκορπο, έναν ζάμπλουτο γέρο της πόλης, καμια τριανταριά χρόνια μεγαλύτερό της.
«Τι ακριβώς έγινε;» ρωτά ο Κριτόλαος. «Πώς δολοφονήθηκε; Και ο γέρος της είναι ακόμα ζωντανός; Ή μαζί τους σκότωσαν;»
Η Ξανθίππη κουνά το κεφάλι και βγάζει το μικρό καπέλο της, αφήνει τα μαύρα μαλλιά της να πέσουν στους ώμους της, τα τινάζει ελαφρώς με το δεξί χέρι. «Όχι. Ο στόχος ήταν η Ηλέννια, συγκεκριμένα. Την κρέμασαν. Μέσα στο Εμπορικό Κέντρο Ζαχαρωτού.»
«Μέσα στο εμπορικό κέντρο…» κάνει ο Κριτόλαος, δύσπιστα.
«Ναι. Ήταν βράδυ–»
«Ακόμα κι έτσι…»
«–και ήταν μόνη. Το συνήθιζε να πηγαίνει να ψωνίζει μόνη τα βράδια, προτού κλείσουν τα μαγαζιά. Μου το είπε ο κύριος Πολύσκορπος.»
«Και πού ακριβώς μέσα στο εμπορικό κέντρο κατάφεραν να την κρεμάσουν; Όχι σε κανένα πολυσύχναστο μέρος, σίγουρα…»
«Στην ταράτσα, πάνω από το σιντριβάνι της καφετέριας.»
«Αυτό είναι πολυσύχναστο μέρος, δεν είναι;» Ο Κριτόλαος σταματά φτάνοντας κοντά στη Δυτική Κεντρική Λεωφόρο όπου η κίνηση είναι αραιή λόγω της ώρας.
«Ναι, είναι,» παραδέχεται η Ξανθίππη. «Αλλά πρέπει να την κρέμασαν αφότου έκλεισε η καφετέρια.»
«Και πώς την κράτησαν εκεί ώς τότε; Ποιος τη βρήκε κρεμασμένη;»
«Οι άνθρωποι του κύριου Πολύσκορπου τη βρήκαν. Όταν η γυναίκα του άργησε να επιστρέψει, ανησύχησε και τους έστειλε να ψάξουν γι’αυτήν.»
«Προς τα πού να πάω;» ρωτά ο Κριτόλαος. «Προς τον Ζαχαρωτό; Έχει νόημα να ερευνήσω εκεί;»
«Δεν ξέρω.»
Ο Κριτόλαος δεν βάζει ξανά τους τροχούς σε κίνηση αφού η Ξανθίππη είναι αναποφάσιστη. «Πώς την κράτησαν εκεί μέχρι να κλείσει η καφετέρια; έχεις καμια ιδέα; Την είχαν δεμένη; Υπάρχουν σημάδια επάνω της;»
«Δεν ήταν δεμένη,» αποκρίνεται η Ξανθίππη.
«Βιασμός;»
«Ούτε.»
«Τι το παράξενο βρήκες επάνω της;»
«Μελανιές στο πρόσωπο και στα πόδια. Κάποιος τη χτύπησε προτού την κρεμάσει. Και τα παπούτσια της, επίσης, έλειπαν.»
«Το πτώμα τώρα είναι στο νεκροτομείο;»
«Ναι.»
Ο Κριτόλαος πατά το πετάλι, μπαίνοντας στη Δυτική Κεντρική και στρίβοντας ανατολικά, κατευθυνόμενος προς τη γέφυρα του ποταμού Ήρντεφ, περνώντας κάτω από τις ράγες του Εναέριου Σιδηρόδρομου.
«Πού πάμε;» τον ρωτά η Ξανθίππη.
«Στο εμπορικό κέντρο. Θέλω να ρίξω μια ματιά, να έχω την εικόνα του χώρου στο μυαλό μου – και όχι μόνο.»
Καθώς διασχίζουν τη γέφυρα του ποταμού ακούγοντάς τον να βουίζει από κάτω τους, η Ξανθίππη βγάζει ένα πακέτο τσιγάρα από την καπαρντίνα της και προσφέρει ένα στον Κριτόλαο’μορ.
«Ευχαριστώ,» αποκρίνεται εκείνος, «αλλά δεν καπνίζω.»
«Σε πειράζει να καπνίσω εγώ;»
«Όχι· μπορείς να πεθάνεις όπως νομίζεις,» της λέει αγέλαστα.
Η Ξανθίππη χαμογελά κι ανάβει ένα τσιγάρο. «Υποπτεύομαι πως κάτι άλλο θα με σκοτώσει πριν από τον καπνό, Κριτόλαε.»
«Μπορεί,» συμφωνεί εκείνος. Και ρώτα: «Πόσο μεγάλο πρόβλημα προκαλεί στην οικογένεια ο θάνατος της Ηλέννιας;»
«Δεν έρχεσαι και πολύ συχνά στη Νέσριβεκ την Όμορφη, ε;»
«Γενικά, όχι, δεν έρχομαι συχνά.» Ούτε τώρα ούτε όταν ήμουν πράκτορας της Παντοκράτειρας… Η Θακέρκοβ ήταν τότε η περιοχή της εποπτείας του.
«Η Ηλέννια ήταν πολύ βασική σύνδεσμος,» λέει η Ξανθίππη. «Έφερνε σ’επαφή πολλά μέλη της Δυναστείας. Γνώριζε μέλη που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους.»
«Δηλαδή, μπορεί να δημιουργηθεί κατάσταση αποσυντονισμού τώρα εδώ; Διάλυση επαφών; Μπορεί να ψάχνεις για κάποιον και να μην τον βρίσκεις;»
«Θα παρουσιαστούν προβλήματα, σίγουρα. Αν και….» Δείχνει συλλογισμένη καθώς φυσά καπνό προς τα κάτω.
«Δεν υπάρχουν άλλοι βασικοί σύνδεσμοι;»
«Ο Άλκιμος Καλνάροφ ήταν, μάλλον, ο βασικότερος μετά από την Ηλέννια. Τον ξέρεις;»
«Όχι. Τι άτομο είναι;»
«Μεσίτης,» λέει η Ξανθίππη. «Πουλά οικήματα.»
«Θα μου δώσεις τις διευθύνσεις του, τους τηλεπικοινωνιακούς κώδικές του, και ό,τι άλλες πληροφορίες έχουμε γι’αυτόν.»
«Εντάξει.»
Ο Κριτόλαος, έχοντας διασχίσει τη μεγάλη γέφυρα, ακολουθεί τη Λεωφόρο Ταξιδευτή και σύντομα στρίβει βόρεια, κατευθυνόμενος προς τον Ζαχαρωτό. Η κίνηση εξακολουθεί να είναι ελάχιστη γύρω από το όχημά του· ακόμα πιο λίγη απ’ό,τι στη Δυτική Κεντρική.
«Κάποια υποψία για το ποιος μπορεί να τη σκότωσε – ακόμα και πολύ γενική υποψία – υπάρχει;» ρωτά την Ξανθίππη.
«Όχι.»
«Δεν είχε εχθρούς η Ηλέννια; Ανθρώπους που να τη θέλουν νεκρή;»
«Η οικογένεια δεν ξέρει κανέναν. Ούτε ο κύριος Πολύσκορπος ξέρει· έτσι μου είπε, τουλάχιστον, όταν τον ρώτησα. Η Ηλέννια ήταν, γενικά… αγαπητό άτομο. Ειδικά ανάμεσα στους άντρες,» προσθέτει λιγάκι καυστικά καθώς φυσά καπνό από την άκρια του στόματός της.
«Τότε,» λέει ο Κριτόλαος, «ίσως ειδικά ανάμεσα στις γυναίκες να είχε κάποιες αντιζηλίες.»
«Μπορεί,» παραδέχεται η ειδική ερευνήτρια της Χωροφυλακής· «αλλά, αν είναι έτσι, δεν έχω ονόματα για να σου δώσω.»
Όταν φτάνουν έξω από το Εμπορικό Κέντρο Ζαχαρωτού, ο Κριτόλαος σταματά το όχημά του και βγαίνουν.
«Υπάρχουν μαγαζιά ανοιχτά εδώ αυτή την ώρα;» ρωτά, βλέποντας τα χαμηλά φώτα πέρα από την είσοδο του εμπορικού κέντρου που κάνουν τις βιτρίνες να γυαλίζουν: βιτρίνες προστατευμένες πίσω από κατεβασμένα καγκελωτά ρολά.
«Δύο μπαρ μόνο.»
«Μπαρ; Και πού βρίσκονται; Στο ισόγειο;»
«Ναι,» λέει η Ξανθίππη, ενώ μπαίνουν στο εμπορικό κέντρο βαδίζοντας μέσα στους διαδρόμους του κι ανάμεσα στα καταστήματά του.
«Το ένα είναι αυτό εκεί, υποθέτω…» Ο Κριτόλαος στρέφει το βλέμμα του προς μια πόρτα με φωτεινή πινακίδα από πάνω η οποία γράφει ΤΟ ΛΥΧΝΑΡΙ.
«Ναι.»
«Ρώτησες μήπως ήταν εδώ η Ηλέννια προτού τη δολοφονήσουν;»
«Επάνω τη βρήκαμε, στην καφετέρια…» κομπιάζει η Ξανθίππη.
«Δεν ρώτησες, δηλαδή…»
«Δε σκέφτηκα ότι θα είχε νόημα,» λέει, πικαρισμένη με το ύφος του. Εντάξει, ήταν καλός, υποτίθεται. Αλλά νόμιζε ότι είχε έρθει εδώ για να της κάνει μάθημα;
«Πάμε πάνω. Ο ανελκυστήρας δουλεύει;»
«Τέτοια ώρα, όχι.»
Ανεβαίνουν με τις σκάλες· περνάνε από τον πρώτο και τον δεύτερο όροφο, όπου τα φώτα είναι ακόμα πιο λίγα και ασθενικά απ’ό,τι στο ισόγειο, και φτάνουν στην ταράτσα. Η μεγάλη καφετέρια εδώ είναι κλειστή, αλλά το νερό στο σιντριβάνι εξακολουθεί να τρέχει κελαρύζοντας. Η θέα είναι πολύ καλή. Μπορεί αυτός να είναι μόνο ο τρίτος όροφος, αλλά βρίσκεται ψηλά για τρίτος – ψηλότερα από τον τρίτο όροφο μιας συνηθισμένης πολυκατοικίας. Κι επίσης, το εμπορικό κέντρο είναι ούτως ή άλλως σε ύψωμα. Ατενίζει κανείς από εδώ και την ανατολική και τη δυτική όχθη του ποταμού Ήρντεφ.
Αλλά ο Κριτόλαος’μορ δεν έχει έρθει για τη θέα. Πλησιάζει το σιντριβάνι, το κοιτάζει κριτικά. «Από εκεί την κρέμασαν;» Δείχνει επάνω, στα σιδερένια δοκάρια του υπόστεγου της καφετέριας.
«Ναι.»
«Το σχοινί το έχεις; Ή μήπως δεν ήταν σχοινί αλλά αλυσίδα;»
«Σχοινί ήταν.»
«Τι είδους;»
«Τίποτα το ιδιαίτερο. Σχοινί.»
«Τα δοκάρια είναι ψηλά,» παρατηρεί ο Κριτόλαος. «Ακόμα και σε τραπέζι αν ανεβείς…» Ανεβαίνει πάνω σ’ένα τραπέζι. «Ναι,» λέει, «δεν φτάνεις. Και δεν είμαι κοντός.» Κατεβαίνει πάλι, παρατηρώντας, γι’ακόμα μια φορά, ότι το σώμα του δεν έχει πια την ευελιξία που είχε παλιά, τώρα που πλησιάζει τα πενήντα.
«Κάποιος το πέταξε, προφανώς, ώστε να το περάσει από το δοκάρι,» λέει η Ξανθίππη.
«Πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορεί να ήταν ο οποιοσδήποτε, αλλά κάποιος επαγγελματίας πιθανώς.»
«Γιατί, δεν μπορεί ο οποιοσδήποτε άνθρωπος να πετάξει ένα σχοινί;»
«Ενώ βιάζεται; Ίσως να μην το πετύχει με την πρώτη· ίσως να μην το πετύχει ούτε καν με την τρίτη. Επιπλέον, μια ερώτηση: Είσαι σίγουρη πως δεν πρόκειται για αυτοκτονία;»
«Υπάρχουν μελανιές επάνω της, όπως σου είπα…»
«Ναι…» λέει σκεπτικά ο Κριτόλαος, βηματίζοντας αργά γύρω από το σιντριβάνι. «Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει απαραίτητα πως δεν ήταν αυτοκτονία.»
«Πιστεύεις πραγματικά ότι η Ηλέννια αυτοκτόνησε;» Η Ξανθίππη δεν τον ακολουθεί· στέκεται στη θέση της, με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά της.
«Δεν ξέρω,» αποκρίνεται ο Κριτόλαος. «Μια ερώτηση έκανα μόνο.» Την πλησιάζει ξανά. «Αν όμως τη σκότωσε κάποιος επαγγελματίας δολοφόνος, γιατί να την κρεμάσει και να την αφήσει κρεμασμένη; Μπορούσε, εδώ πέρα που είναι ήσυχα, να τη στραγγαλίσει και να πάρει το πτώμα της και να το εξαφανίσει.»
«Ίσως να μην πρόλαβε να το εξαφανίσει. Ίσως οι άνθρωποι του κύριου Πολύσκορπου να ήρθαν πριν–»
Ο Κριτόλαος κουνά το κεφάλι και η κίνησή του τη διακόπτει. «Γιατί να μπει καν στον κόπο να την κρεμάσει;» επιμένει. «Γιατί απλά να μην τη στραγγαλίσει με τα χέρια του ή με κάποιο νήμα ή με αλυσίδα; Δεδομένου ότι δεν ήθελε να τη μαχαιρώσει ή να την πυροβολήσει.»
Η Ξανθίππη δεν απαντά.
«Μου μοιάζει,» λέει ο Κριτόλαος, «ότι ο δολοφόνος μας είναι επιδειξίας.»
Η Ξανθίππη συνοφρυώνεται.
«Προφανώς ήθελε κάποιοι να βρουν εύκολα την Ηλέννια, να τη δουν αμέσως να κρέμεται εκεί σαν σημαία.»
«Για ποιο λόγο;» ρωτά η Ξανθίππη.
«Για εκφοβισμό;»
«Προς την οικογένεια;»
«Δεν είναι πιθανό;»
«Υποθέτεις πολλά. Υποθέτεις ότι κάποιος τα έχει βάλει με τη Δυναστεία…»
«Ο Άφευκτος,» της λέει ο Κριτόλαος, «το είχε κάνει. Γιατί να μην το κάνει και κάποιος άλλος;»
Η Ξανθίππη τον ατενίζει παρατηρητικά. «Εσύ ήσουν που τον σταμάτησες.» Της το έχει πει ο Βιβλιοπώλης: ο Κριτόλαος’μορ έδωσε τέλος στην απειλή του Άφευκτου, είναι πολύ ικανός – και όχι αποκλειστικά γι’αυτό τον λόγο.
«Όχι μόνος, όμως.»
«Δεν έχουμε καμια ένδειξη ότι πρόκειται για παρόμοια περίπτωση, Κριτόλαε. Και το γεγονός ότι την κρέμασε μπορεί νάναι τυχαίο. Μπορεί απλά έτσι να ήθελε να τη σκοτώσει.»
Ο Κριτόλαος λέει: «Αν κανένας δεν υποπτεύεται ότι ίσως να πρόκειται για υπόθεση σημαντική για τη Δυναστεία, τότε γιατί με καλέσατε εδώ;»
«Τι εννοείς; Είναι φόνος…»
«Είναι ο φόνος μιας βασικής συνδέσμου,» τονίζει ο Κριτόλαος. «Και, για να ζήτησε ο Βιβλιοπώλης να έρθω εδώ, σημαίνει πως θέλει να βρούμε οπωσδήποτε τον δολοφόνο. Γιατί να το θέλει αυτό, αν δεν πιστεύει ότι ο δολοφόνος ίσως νάχει κάποια σχέση με τη Δυναστεία;»
«Ναι,» παραδέχεται η Ξανθίππη, «μπορεί να έχει κάποια σχέση με τη Δυναστεία. Απλά σου λέω ότι η περίπτωση δεν μοιάζει να είναι σαν του Άφευκτου.»
«Καμια περίπτωση δεν είναι ακριβώς ίδια με την άλλη. Αλλά, αν σκότωσαν την Ηλέννια λόγω της σημαντικότητάς της μέσα στην οικογένεια, τότε έχουμε πάλι να κάνουμε μ’έναν εχθρό που μας γνωρίζει εκ των έσω. Κι αυτή τη φορά, ίσως νάναι χειρότερος.»
Η Ξανθίππη υψώνει ένα φρύδι ερωτηματικά.
«Επειδή δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα ποιος μπορεί να είναι,» εξηγεί ο Κριτόλαος’μορ.
*
Αφού ο Κριτόλαος φωτογραφίζει από διάφορες γωνίες το μέρος του φόνου, πηγαίνουν στα δύο μπαρ που λειτουργούν τις νύχτες στο Εμπορικό Κέντρο Ζαχαρωτού – στο Λυχνάρι και στον Αεικίνητο – και μιλάνε στους υπαλλήλους. Ρωτάνε αν είδαν την Ηλέννια Σιγήκαιρη τη μοιραία νύχτα – τους την περιγράφουν. Η ιδιότητα της Ξανθίππης ως ειδική ερευνήτρια της Χωροφυλακής βοηθά για να κινηθούν οι γλώσσες πιο εύκολα. Δείχνοντας την ταυτότητά της, τους κάνει συνεργάσιμους· και ο Κριτόλαος θυμάται τις ημέρες που και η δική του ταυτότητα – η ταυτότητα που τον αναγνώριζε ως πράκτορα της Παντοκράτειρας – είχε τα ίδια, ή μάλλον ακόμα καλύτερα, αποτελέσματα. Αυτές οι μέρες, όμως, έχουν πλέον περάσει· και ο Κριτόλαος ξέρει πως είναι τυχερός που ζει. Οι επαναστάτες θα τον είχαν σίγουρα σκοτώσει αν η Σιδηρά Δυναστεία δεν τον είχε γλιτώσει από τα χέρια τους. Ακόμα και σήμερα οι πρώην πια επαναστάτες θα τον σκότωναν μετά χαράς, αν μάθαιναν γι’αυτόν και τον συναντούσαν.
Η Ηλέννια Σιγήκαιρη ήταν, τελικά, στον Αεικίνητο τη νύχτα που δολοφονήθηκε. Ο άντρας του μπαρ λέει πως, αν η μνήμη του δεν τον απατά, είδε μια γυναίκα με την περιγραφή της – ψηλή, όμορφη, γαλανόδερμη, κοκκινομάλλα, γύρω στα σαράντα-πέντε – και δεν ήταν μόνη.
«Ποιος ήταν μαζί της;» ρωτά ο Κριτόλαος.
«Μια άλλη κυρία,» αποκρίνεται ο άντρας του μπαρ. «Μαυρόδερμη.» Συνοφρυώνεται προσπαθώντας να θυμηθεί. «Κοντό μοβ μαλλί. Ίσως βαμμένο, ίσως όχι.»
«Πιο ψηλή από την άλλη;»
«Πιο κοντή, βασικά.»
Η Ξανθίππη τον ρωτά: «Τι άλλο πρόσεξες επάνω της;»
Ο άντρας μορφάζει. «Πρέπει να φορούσε δερμάτινα, αν δεν κάνω λάθος. Καφετιά, αν δεν κάνω λάθος.»
«Όμορφη;» ρωτά ο Κριτόλαος.
«Ναι, περίπου. Δηλαδή, αναλόγως και τα γούστα του καθενός, ξέρω γω;» Ο άντρας του μπαρ γελά τρίβοντας το μουστάκι του. «Δεν ήταν άσχημη, πάντως. Αλλά νομίζω ότι γούσταρε τις γυναίκες. Ήταν κοντά μεταξύ τους, άμα με καταλαβαίνεις.»
«Είσαι σίγουρος γι’αυτό; Αγγίζονταν; Φιλιόνταν;»
«Ναι,» λέει ο άντρας του μπαρ και πίνει μια γουλιά απ’το ποτό πλάι του. «Σίγουρα. Ήταν πλάι-πλάι. Φιλιόνταν και κάπου-κάπου, ναι.»
Δεν έχει καμια άλλη χρήσιμη πληροφορία να τους δώσει, έτσι ο Κριτόλαος και η Ξανθίππη φεύγουν από το μπαρ. Ύστερα από τη δυνατή μουσική, η ησυχία του εμπορικού κέντρου απέξω μοιάζει εκκωφαντική, όπως επίσης και τα βήματά τους στο πάτωμα.
«Η Ηλέννια πήγαινε με γυναίκες;» λέει ο Κριτόλαος.
«Ναι, έχει ακουστεί ότι πήγαινε και με γυναίκες.»
«Τι προτιμούσε;»
Η Ξανθίππη ανασηκώνει τους ώμους. «Δεν ξέρω. Πού να ξέρω;»
«Ίσως να βρήκαμε τη δολοφόνο.»
«Μια μαυρόδερμη γυναίκα με κοντά μοβ μαλλιά – ίσως βαμμένα, ίσως όχι;»
«Πιο κοντή από την Ηλέννια,» προσθέτει ο Κριτόλαος, «και όχι άσχημη στην όψη.»
«Αυτές δεν είναι και πολλές πληροφορίες για να εντοπίσεις κάποια σε μια μεγαλούπολη σαν τη Νέσριβεκ, Κριτόλαε…»
«Το ξέρω. Αλλά τώρα έχουμε, τουλάχιστον, ένα στοιχείο. Βέβαια, δεν είναι σίγουρο ότι αυτή τη δολοφόνησε. Μπορεί κάτι άλλο να συμβαίνει. Αφού όμως ήταν μαζί της εκείνη τη νύχτα, καλό θα ήταν να τη βρούμε.»
«Πώς;»
«Ας υποθέσουμε ότι αυτή ήταν όντως η δολοφόνος, εντάξει;»
«Εντάξει.»
«Όπως είπα πριν, νομίζω ότι κάποιος επαγγελματίας σκότωσε την Ηλέννια, όχι κάποιος τυχαίος. Ας υποθέσουμε ότι η μαυρόδερμη γυναίκα είναι ο επαγγελματίας. Πού θα πήγαινες για να βρεις και να προσλάβεις μια δολοφόνο μέσα στη Νέσριβεκ, Ξανθίππη;»
«Υπάρχουν πρόσωπα της οικογένειας που το ξέρουν αυτό καλύτερα από εμένα.»
«Οδήγησέ με εκεί.»
*
Ο Φίλανθος είναι ένα παράσιτο που μένει στις Νοτιοανατολικές Αποβάθρες και ασχολείται με λαθραία, ύποπτες μετακινήσεις επάνω στον ποταμό, και άλλα παρόμοια. Ο μόνος λόγος που η Ξανθίππη δεν τον έχει συλλάβει ακόμα είναι επειδή είναι χρήσιμος για τη Σιδηρά Δυναστεία. Και ο Φίλανθος υπηρετεί τη Δυναστεία από φόβο ότι αλλιώς θα τον χώσουν στη στενή· θεωρείται ότι χρωστά στην οικογένεια – μόνιμα. Ό,τι δουλειές τού ζητάνε τις κάνει αμισθί. Το κωδικό του όνομα είναι ο Βαρκάρης. Το μικρό του όνομα είναι Αλλάνδρης, αλλά όλοι με το επίθετό του τον φωνάζουν.
Το σπίτι του βρίσκεται κοντά στο λιμάνι, αντίκρυ στην προβλήτα όπου αράζει τη μηχανοκίνητη βάρκα του. Είναι στο ισόγειο μιας τετραώροφης πολυκατοικίας που ο τρίτος της όροφος συνδέεται, μέσω γέφυρας, με τον τρίτο όροφο μιας διπλανής εξαώροφης πολυκατοικίας.
Η Ξανθίππη καθοδηγεί τον Κριτόλαο ώς εδώ, και τώρα οι δυο τους στέκονται μπροστά στην πόρτα του Φίλανθου, στο πλάι της πολυκατοικίας. Υψώνει το χέρι της και πατά το κουδούνι. Και ξανά. Και ξανά.
«Ποιος είναι;» ακούγεται μια φωνή από μέσα.
«Εγώ είμαι, Βαρκάρη, η Ξανθίππη.»
Η πόρτα ανοίγει, και ο Φίλανθος παραμερίζει για να μπουν σ’ένα σαλονάκι κακόγουστα στολισμένο και με φανερά μουχλιασμένο χαλί στο πάτωμα.
«Τι συμβαίνει;» ρωτά ο Βαρκάρης κοιτάζοντας μια την ειδική ερευνήτρια μια τον μάγο. Είναι μετρίου αναστήματος, με δέρμα χρυσό και μαλλιά καστανά και λιγδερά, πρόσωπο που μοιάζει να τόχει πατήσει μπότα, βλέμμα πονηρό. Φορά ένα κοντό βρακί κι ένα μισοκουμπωμένο πουκάμισο, και είναι ξυπόλυτος. Πρέπει να τον ξύπνησαν.
«Ψάχνουμε έναν δολοφόνο,» του λέει ο Κριτόλαος. «Μπορείς να μας συστήσεις δολοφόνους;»
Ο Φίλανθος κοιτάζει την Ξανθίππη ερωτηματικά. Ποιος είν’ αυτός ο τύπος; ρωτά το βλέμμα του.
«Της οικογένειας είναι, Φίλανθε. Λες αλλιώς να τον έφερνα εδώ; Απάντησέ του.»
«Μπορώ να σας συστήσω δολοφόνους,» λέει ο Βαρκάρης στον Κριτόλαο. «Τι ακριβώς ζητάς; Κάτι συγκεκριμένο; Είναι διάφοροι άνθρωποι που κάν–»
«Μια γυναίκα ψάχνουμε,» τον διακόπτει ο μάγος, και του περιγράφει αυτή που ήταν μαζί με την Ηλέννια στον Αεικίνητο.
Ο Φίλανθος μορφάζει, με τα χείλη κυρίως. «Δεν ξέρω. Δε μου λέει κάτι. Πώς τη λένε;»
«Δεν γνωρίζουμε το όνομά της, προφανώς,» του λέει η Ξανθίππη. «Την ψάχνουμε.»
«Δεν την έχω υπόψη μου.»
«Μπορείς να ρωτήσεις να μάθεις;»
«Μπορώ.»
«Θα ρωτήσεις λοιπόν. Νάρθω ξανά αύριο το απόγευμα;»
«Αύριο το βράδυ, καλύτερα,» λέει ο Φίλανθος.
«Εντάξει,» συμφωνεί η Ξανθίππη.
«Μισό λεπτό,» τους σταματά ο Φίλανθος προτού φύγουν. «Για πείτε ξανά πώς είναι στη φάτσα η τύπισσα.»
Ο Κριτόλαος τού την περιγράφει, κι ο Φίλανθος νεύει. «’Ντάξει,» λέει. «Θα τη θυμάμαι.»
«Σημείωσέ την,» προτείνει η Ξανθίππη· «δε θέλω να γίνουν λάθη.» Και μετά, εκείνη κι ο Κριτόλαος βγαίνουν από το σπίτι του Βαρκάρη.
«Νομίζεις ότι αυτό το άτομο θα καταφέρει να την εντοπίσει;» ρωτά ο μάγος, καθώς βαδίζουν προς το όχημά του.
«Θα δούμε. Έχει πολλές διασυνδέσεις. Μην τον βλέπεις έτσι· είναι υποψιασμένος.»
Το Φτεροκόπι είναι ένα χωριό μέσα στους δασότοπους Φέρνιλγκαν, κοντά στις δυτικές παρυφές τους, στις νότιες όχθες του ποταμού Τάρνοφ. Φτάνω εκεί με κωπήλατη βάρκα καθώς τα χρώματα της πλάσης σκουραίνουν και τα δάση ολόγυρα μοιάζουν ολοένα και πιο απειλητικά. Δεν κωπηλατώ εγώ αλλά ο άντρας που πλήρωσα σ’ένα άλλο χωριό, στις βόρειες όχθες του Τάρνοφ – ένας νευρώδης κάτοικος των Φέρνιλγκαν με όψη που θυμίζει γεράκι. Μέχρι αυτό το σημείο είχα ταξιδέψει με το όχημά μου, οδηγώντας πάνω από έξι ώρες από τότε που έφυγα από τη βίλα της Ασημίνας Νέρφελδιφ, το πρωί.
Η Κλεισμένη στέκεται πλάι στα πόδια μου καθώς η βάρκα αράζει στο Φτεροκόπι, ένα μέρος με μερικά μικρά οικήματα κάτω από τις πυκνές σκιές των ψηλών δέντρων του δασότοπου. Ο βαρκάρης μού κάνει νόημα να βγω, αμίλητος όπως φαίνεται να συνηθίζει· ανοίγει το στόμα του μόνο όταν είναι απαραίτητο. Πηδάω έξω από το πλεούμενο, στη μικρή ξύλινη προβλήτα· η Κλεισμένη μ’ακολουθεί, πολύ πιο ευέλικτη κι ελαφριά από εμένα.
Καθώς απομακρύνομαι από το νερό, ακούω πίσω μου τον βαρκάρη να βγαίνει επίσης στην ξηρά· μάλλον δεν σκοπεύει να επιστρέψει αμέσως στο χωριό του. Τα μάτια μου, όμως, δεν στρέφονται σ’αυτόν· κοιτάζω τα οικήματα του Φτεροκοπιού ενώ θυμάμαι τα λόγια της Ασημίνας: Θα είναι στο κεντρικό καπηλειό. Θα δεις πολύ κόσμο συγκεντρωμένο εκεί γύρω, και θα το αναγνωρίσεις αμέσως· δεν είναι παρά ένα μικρό χωριό. Αν δεν έχει κόσμο, σημαίνει πως ο Θεώνυμος δεν έχει έρθει ακόμα, αλλά σύντομα θα έρθει. Αυτή είναι η μέρα που θα πάει να κάνει τις τελετές του, είμαι σίγουρη. Και πάντα περνά από το Φτεροκόπι πρώτα.
Πριν από τρεις μέρες άκουσα αυτά τα λόγια, και μετά έμεινα στη βίλα της Ασημίνας Νέρφελδιφ ώσπου να ξεκινήσω για τούτη τη δουλειά. Είναι μεγάλο σπίτι, και υπήρχε άπλετος χώρος για έναν φιλοξενούμενο. Το δωμάτιό μου ήταν ψηλά στον έναν από τους δύο πυργίσκους του κεντρικού οικήματος της βίλας, κι έμοιαζε παλιό και σχεδόν παραμυθένιο. Συζητήσαμε κάμποσο με την Ασημίνα, τις ημέρες που ήμουν στη βίλα της, κυρίως για αγώνες ράλι και για αγωνιστικά οχήματα, και οδήγησα ξανά για εκείνη μερικές φορές, πράγμα που φαινόταν να την ευχαριστεί πολύ. Δεν μου είπε, όμως, παρά ελάχιστα για τις δουλειές που θέλει να κάνω για εκείνη. Ακόμα και για ετούτη την υπόθεση που αφορά τον Θεώνυμο λίγα ξέρω· μόνο τι πρέπει να κάνω, όχι ποιες είναι οι πραγματικές σκοπιμότητες πίσω απ’ αυτή την ενέργεια της Ασημίνας. Και, για να είμαι ειλικρινής, με έχει βάλει σε κάποιες υποψίες. Όμως τι με νοιάζει εμένα τι ακριβώς έχει στο μυαλό της για τον Θεώνυμο; Το μόνο που μ’ενδιαφέρει είναι να ξεχρεωθώ και να πάψω να είμαι δούλος της Σιδηράς Δυναστείας. Θα έκανα και χειρότερα πράγματα για να το πετύχω – πολύ χειρότερα.
Εκείνο που μ’ενοχλεί, βασικά, είναι ότι αυτός είναι ο Θεώνυμος. Ο ίδιος άνθρωπος που, σταλμένος από τη Λέα Μαυροειδή της Έτρεβοθ, ήρθε στο Μαύρο Δόντι, παλιότερα, και επιτέθηκε στη Ναρλέθι και τους ανθρώπους της – ανάμεσα στους οποίους ήμουν, τότε, κι εγώ. Ένα μέλος της Δυναστείας επιτέθηκε σ’άλλα μέλη της Δυναστείας. Δεν είναι πρωτοφανές αυτό, όμως η αγριότητα του Θεώνυμου ήταν, πραγματικά, κάτι το αξιοσημείωτο. Η συμμορία του μας όρμησε σαν αγέλη λύκων των Φέρνιλγκαν επειδή η Ναρλέθι δεν δέχτηκε να πάρει λιγότερα από τα συμφωνημένα χρήματα για τα όπλα που θα του έδινε – τα όπλα που ήθελε η Λέα Μαυροειδής.
Τραυματίστηκα σ’εκείνη τη συμπλοκή, από έναν άνθρωπο του Θεώνυμου, και παραλίγο να πεθάνω. Αρκετοί άλλοι σκοτώθηκαν. Το είπα αυτό στην Ασημίνα, όταν μιλούσαμε, αλλά εκείνη αποκρίθηκε ότι ο Θεώνυμος αποκλείεται να με θυμάται. Και μάλλον έτσι είναι, πρέπει να παραδεχτώ: Δεν μπορεί να με θυμάται. Δεν ήμουν καν μπροστά σ’εκείνες τις διαπραγματεύσεις, όταν τσακωνόταν με τη Ναρλέθι. Στεκόμουν πίσω, μέχρι που ξέσπασε η συμπλοκή και χάος αρχίνησε.
Βαδίζω τώρα μέσα στο Φτεροκόπι ενώ παρατηρώ πως οι ντόπιοι μ’έχουν αμέσως προσέξει. Παρείσακτος, σκέφτονται αναμφίβολα· ή: Ταξιδιώτης· ή: Περαστικός. Δε μου φαίνονται και τόσο εχθρικοί, πράγμα που μάλλον οφείλεται στο γεγονός ότι το χωριό τους βρίσκεται στις όχθες του ποταμού και όχι και τόσο μακριά από τις παρυφές των δασότοπων. Από την άλλη, βέβαια, ούτε και ήμεροι φαίνονται…
Το καπηλειό που ανέφερε η Ασημίνα πρέπει νάναι αυτό εκεί· δεν είναι κι εύκολο να μην το δεις σ’ένα τόσο μικρό μέρος όπως το Φτεροκόπι. Έχει τραπέζια στην αυλή του, και πολύς κόσμος είναι συγκεντρωμένος, άνθρωποι που οι περισσότεροι μοιάζουν για συμμορίτες: άντρες και γυναίκες ντυμένοι με ταλαιπωρημένα και ταξιδιωτικά ρούχα, πέτσινους θώρακες, μεταλλικά ή πέτσινα περικάρπια, κάπες. Κι έχουν όπλα επάνω τους: καραμπίνες, τουφέκια, πιστόλια, σπαθιά, ξιφίδια, τσεκούρια, ακόμα και τόξα (που μόνο στα Φέρνιλγκαν ή στις νότιες ερήμους τα βλέπεις, κατά κανόνα· πουθενά αλλού δεν χρησιμοποιούν τόξα). Μιλάνε μεγαλόφωνα, πίνουν, και τρώνε, και μερικοί έχουν γυναίκες του χωριού κοντά τους.
Εγώ φοράω μια κάπα κι έχω την κουκούλα σηκωμένη στο κεφάλι καθώς πλησιάζω παρατηρώντας. Κανένας τους δεν φαίνεται να μου δίνει σημασία, όμως δεν αμφιβάλλω ότι σίγουρα κάποιοι μ’έχουν προσέξει. Όσο και να θέλει ο Ζορδάμης με τα Πολλά Πρόσωπα να μοιάσει με ντόπιο εδώ πέρα, το ξέρω πως του είναι αδύνατο. Δε μπορώ να παραστήσω τον κάτοικο των Φέρνιλγκαν, δεν έχω την απαραίτητη άγρια φύση. Είμαι παιδί της πολιτισμένης Σεργήλης, παιδί των πόλεων, κι αυτό δεν αλλάζει: δεν είμαι και τόσο καλός ηθοποιός.
Ένας γέροντας κάθεται σ’ένα κεντρικό τραπέζι του καπηλειού και λέει κάποια ιστορία σ’ανθρώπους συγκεντρωμένους γύρω του – συμμορίτες και μη. Μια γυναίκα, καθισμένη πάνω σ’ένα τραπέζι, κατάλευκη στο δέρμα, με τα μακριά, καλλίγραμμα πόδια της σταυρωμένα στο γόνατο και τη φούστα της σηκωμένη, παίζει κιθάρα συνδεδεμένη με κάτι ηχεία παραδίπλα έτσι ώστε ο ήχος της να έρχεται ενισχυμένος και δυνατός. Συγχρόνως τραγουδά με φωνή που δεν είναι άσχημη, αν και ανεκπαίδευτη. Δεν αναγνωρίζω ούτε τα λόγια ούτε τη μελωδία του άσματος.
Ο Θεώνυμος κάθεται σ’ένα τραπέζι μαζί με κάμποσους από τους συμμορίτες του: ένας ψηλός, μυώδης άντρας, πρασινόδερμος και καστανός, με μακριά μαλλιά και πυκνά μούσια. Η όψη του φαντάζει πρωτόγονη, άγρια ανάμεσα στους αγρίους, λες κι είναι φυσικό στοιχείο των Φέρνιλγκαν. Γελά, τώρα, και πίνει μια μεγάλη γουλιά απ’την κούπα του.
Πλησιάζω το τραπέζι του, και βλέπω μαχαίρια και ξιφίδια να τραβιούνται από θηκάρια, ενώ μάτια με λοξοκοιτάζουν γυαλίζοντας και δόντια γυμνώνονται, σαν να ζύγωσα αγέλη λύκων. Δεν τους αφήνω να με τρομάξουν, όμως, γιατί ξέρω πως με τέτοιους είσαι καταδικασμένος αν τους δείξεις ότι τους φοβάσαι. Αναρωτιέμαι αν το καθίκι που με πυροβόλησε στο Μαύρο Δόντι είναι ανάμεσά τους. Δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι θα τον αναγνωρίσω, αν είναι. Ελπίζω αυτό να ισχύει κι αντίστροφα. Ωστόσο, για καλό και για κακό, δεν κατεβάζω την κουκούλα μου.
«Τι θες;» με ρωτά ένας, μιλώντας τη Νέα Σεργήλια με βαριά προφορά, όχι τη Συμπαντική που χρησιμοποιούν οι περισσότεροι στη Σεργήλη αφού η διάστασή μας είναι σταυροδρόμι ανάμεσα σε πολλές διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος.
«Μια κουβέντα με τον αρχηγό σας,» αποκρίνομαι, στην ίδια γλώσσα, στρέφοντας το βλέμμα μου στον Θεώνυμο.
«Τι είναι, σκυλάκι των πόλεων;» με ρωτά ο Θεώνυμος, αναγνωρίζοντας το «είδος» μου και κατηγοριοποιώντας με αμέσως μπροστά στους συντρόφους του. «Τι ζητάς από τον Πράσινο Γδάρτη;»
Τον πλησιάζω περισσότερο, με τα χέρια μου σε φανερό σημείο ώστε να μη νομίσει κανένας ότι κρατάω όπλο ή ότι μπορεί να τραβήξω όπλο ξαφνικά. «Έρχομαι από την οικογένεια,» του λέω χαμηλόφωνα, στη Συμπαντική.
Τα μάτια του στενεύουν. «Η κυρία Μαυροειδής σε στέλνει;» με ρωτά, στη Συμπαντική κι εκείνος.
«Όχι. Αλλά πρέπει να μιλήσουμε. Μόνοι.»
«Γιατί δεν ζήτησες από τον Τζακ τον Σγουρό να με φωνάξει;»
Η Ασημίνα με είχε προειδοποιήσει ότι ο Θεώνυμος ίσως να με δοκίμαζε έτσι – και απορώ πώς έχει τόσες πολλές πληροφορίες γι’αυτόν. Από την άλλη, βέβαια, κανένα μέλος της Σιδηράς Δυναστείας δεν βρίσκεται μακριά από μάτια και αφτιά της Σιδηράς Δυναστείας…
«Επειδή,» του απαντώ, «δεν υπάρχει Τζακ ο Σγουρός.»
Ο Θεώνυμος ο Πράσινος Γδάρτης σηκώνεται από το τραπέζι του, πίνει μια τελευταία γουλιά απ’τη μπίρα στην κούπα του, και μου κάνει νόημα να τον ακολουθήσω.
Βγαίνουμε από το καπηλειό, απομακρυνόμαστε από τα τραπέζια του, και στεκόμαστε πλάι σ’ένα βυρσοδεψείο. Οσμές επεξεργασίας δερμάτων έρχονται στα ρουθούνια μου. Η Κλεισμένη τρίβεται ανάμεσα στα πόδια μου, μοιάζοντας ανήσυχη.
«Ποιος σε στέλνει;» με ρωτά ο Θεώνυμος.
«Το άτομο που με στέλνει,» του λέω, «γνωρίζει ότι εργάζεσαι χρόνια για τη Λέα Μαυροειδή αλλά εκείνη δεν είναι πρόθυμη να σου προσφέρει τη χρηματοδότηση που ζητάς–»
«Δίνει αρκετούς ήλιους, μη γελιέσαι,» με διακόπτει.
«Θα μπορούσε, όμως, να δώσει περισσότερους – για τους Απόστολους του Κάρτωλακ.»
Τα μάτια του στενεύουν, γυαλίζοντας. «Ξέρεις… Η κυρία Μαυροειδής δεν ξέρει· εσύ πώς το ξέρεις;»
Ούτε εγώ δεν ξέρω πώς το ξέρω, σκέφτομαι. Η Ασημίνα δεν μου είπε από πού πήρε αυτές τις πληροφορίες. Χαμογελώ όμως, αχνά. «Η οικογένεια φροντίζει για τα μέλη της, Θεώνυμε,» λέω μόνο, και βλέπω προς στιγμή – προς στιγμή μόνο – αβεβαιότητα στην όψη του Πράσινου Γδάρτη: ίσως και λίγο φόβο.
«Ποιος σε στέλνει;» ρωτά ξανά, επίμονα.
«Το άτομο που με στέλνει είναι πρόθυμο να χρηματοδοτήσει τους Απόστολους. Είναι, επίσης, πρόθυμο να σου προσφέρει γενικά καλύτερες πληρωμές απ’ό,τι η Λέα Μαυροειδής. Και γνωρίζει πού βρίσκεται η χαμένη αδελφή σου–»
«Τι;» γρυλίζει ο Θεώνυμος, και μ’αρπάζει με ένα δυνατό χέρι από τη μπροστινή μεριά της μπλούζας μου. «Λες ψέματα, σκυλάκι των πόλεων!»
Η αντίδρασή του με τρομάζει. Είναι σαν να βλέπεις ξαφνικά ένα άγριο θηρίο να σου χιμά. Αλλά δεν το δείχνω: ο Ζορδάμης με τα Πολλά Πρόσωπα κρατά την όψη του σταθερή: έχει την έκφραση ανθρώπου με γνώσεις κρυφές και μυστηριώδεις δυνάμεις. Ανθρώπου που δεν έχει λόγο να φοβάται έναν αρχισυμμορίτη των Φέρνιλγκαν.
Το βαρβαρικό μυαλό του Θεώνυμου λαμβάνει το μήνυμα. Το χέρι του μ’αφήνει. «Λες ψέματα,» επιμένει.
«Δε λέω ψέματα,» αποκρίνομαι, αν και δεν ξέρω – δεν έχω τη δυνατότητα να ξέρω – αν η Ασημίνα μού είπε αλήθεια ή όχι. «Το άτομο που με στέλνει μπορεί να κάνει όλα αυτά τα πράγματα για σένα.»
«Και τι ζητά;»
«Τις υπηρεσίες σου. Και την πίστη σου. Δεν θα υπηρετείς πλέον τη Λέα Μαυροειδή.»
«Αν είναι αλήθεια αυτά που λες…»
«Αλήθεια είναι.» Δεν αφήνω ίχνος αβεβαιότητας ν’ακουστεί στη φωνή μου. «Καλύτερες πληρωμές για εσένα και τους ανθρώπους σου. Χρηματοδότηση για τους Απόστολους του Κάρτωλακ. Και… η αδελφή σου.»
«Ποιος τα προσφέρει αυτά; Και ποιος είσαι εσύ;»
«Ονομάζομαι Ζορδάμης,» του λέω, «και είναι το μόνο που χρειάζεται να ξέρεις για μένα–»
«Και ποιος τα προσφέρει αυτά;» γρυλίζει ο Θεώνυμος. «Μην παίζεις με την υπομονή μου, σκυλάκι των πόλεων!»
«Θα πρέπει να έρθεις μαζί μου για να τον συναντήσεις.»
«Πού βρίσκεται;»
«Μακριά από εδώ, προς τα βόρεια. Προς την Κιρβόνη.»
«Και πώς θα ταξιδέψουμε;»
«Με το όχημά μου. Αύριο.»
Ο Θεώνυμος μ’ατενίζει αμίλητα για λίγο, καχύποπτα. Τελικά ρωτά: «Πώς το ξέρω ότι δεν είναι παγίδα;»
«Της οικογένειας είσαι, της οικογένειας είμαι, της οικογένειας είναι και το άτομο που με στέλνει.»
«Ή έτσι λες.»
«Θα ήξερα για την οικογένεια, Θεώνυμε, αν δεν ήμουν μέλος της;»
«Ποιο είναι το αληθινό όνομά της, Ζορδάμη;»
«Σιδηρά Δυναστεία. Θα ήξερα ότι ανήκες στη Δυναστεία αν δεν ήμουν μέλος της; Και θα ζούσα ακόμα;»
Ύστερα από μια στιγμή σκέψης, ο Θεώνυμος λέει: «Θα φύγουμε αύριο;»
«Ναι.» Δεν μπορώ να οδηγήσω κι άλλο σήμερα, αλλά το ξέρω – η Ασημίνα μ’έχει πληροφορήσει – ότι ο Θεώνυμος έχει, ούτως ή άλλως, δουλειά απόψε.
Ο Πράσινος Γδάρτης νεύει. «Εντάξει,» λέει, «γιατί τούτη τη νύχτα λατρεύουμε τον Άρχοντα της Πλάσης. Μπορείς νάρθεις να δεις, σκυλάκι των πόλεων, για να μάθεις.»
*
Αποφασίζω να πάω να μάθω. Εξάλλου, δεν με ξετρελαίνει η σκέψη να περάσω τη νύχτα στο Φτεροκόπι· δεν ξέρω καν αν υπάρχει πανδοχείο εδώ – αυτό είναι κάτι που η Ασημίνα, αν το γνωρίζει, παρέλειψε να μου το πει.
Όταν ο ήλιος έχει δύσει, ακολουθώ τον Θεώνυμο και τη συμμορία του μέσα στα βάθη των δασότοπων. Κανένας από τους συμμορίτες δεν φέρνει αντίρρηση στην παρουσία μου· δείχνουν να εμπιστεύονται τον αρχηγό τους. Μερικές από τις γυναίκες νομίζω ότι θέλουν να με δαγκώσουν, έτσι όπως με κοιτάζουν. Συνεχώς έχω την εντύπωση ότι όλοι αυτοί είναι μια αγέλη λύκων.
Καβαλάω ένα άλογο που μου έδωσε ο Θεώνυμος, και οι υπόλοιποι είναι επίσης έφιπποι. Η Κλεισμένη βρίσκεται στην αγκαλιά μου. Αν και η ιππασία δεν μου αρέσει, έχω πια αρχίσει λιγάκι να τη συνηθίζω. Τα δάση γύρω μας είναι πυκνά, σκοτεινά, και μια αραιή ομίχλη απλώνεται παντού. Το κρύο είναι τσουχτερό, και σκέφτομαι ότι έπρεπε κανονικά να φοράω πιο ζεστά ρούχα κάτω από την κάπα μου· ξεγελάστηκα από το γεγονός ότι είναι άνοιξη. Οι σύντροφοί μου κρατάνε δαυλούς για να φωτίζουν τη νύχτα· μόνο δαυλούς· ούτε ένας δεν βαστά λάμπα λαδιού ή ενεργειακή λάμπα. Και υποθέτω πως αυτό είναι μέρος της όλης ιεροτελεστίας τους.
Μετά από κανένα δίωρο σιωπηλού ταξιδιού στα δάση, σκέφτομαι ότι τώρα, αν οι συνταξιδιώτες μου δεν με οδηγήσουν πίσω στο Φτεροκόπι, αποκλείεται ποτέ να καταφέρω να βρω μόνος μου τον δρόμο της επιστροφής: και κατά πάσα πιθανότητα κάτι θα με φάει. Επίσης, μέσα στο τελευταίο μισάωρο (αν δεν κάνω λάθος στο χρόνο), ακούγεται ένας ήχος που με τρομάζει βαθιά στην ψυχή μου: ένα επαναλαμβανόμενο ΝΤΟΥΠ-ΝΤΟΥΜ, ΝΤΑΠ, ΝΤΟΥΜ, ΝΤΑΠ-ΝΤΟΥΜ, που δεν μπορεί παρά να προέρχεται από τύμπανα. Ανθρωποφάγοι; Έχω ακούσει ότι υπάρχουν τέτοιοι στα βαθιά Φέρνιλγκαν. Αλλά θα μας πήγαινε ο Θεώνυμος προς ανθρωποφάγους; Δεν το νομίζω. Ο ήχος έρχεται ολοένα και πιο κοντά μας…
Όταν φτάνουμε στον προορισμό μας, βλέπω πως είναι ένα μικρό ξέφωτο μέσα στα δάση, σε χαμήλωμα του εδάφους: γούβα σχεδόν, θα μπορούσες να το αποκαλέσεις. Στο κέντρο του υπάρχει μια μικρή λίμνη που γυαλίζει κάτω από το βλέμμα του ολόγιομου φεγγαριού· και το φεγγάρι καθρεπτίζεται σαν πελώριος ασημής οφθαλμός στο νερό. Αναρωτιέμαι αν γι’αυτό γίνεται τούτη η τελετή απόψε – επειδή το φεγγάρι είναι γεμάτο και ολοστρόγγυλο. Ή μήπως επειδή σήμερα είναι η Πρώτη Ημέρα του Εαρινού του Δεύτερου; Δεν έχω, πάντως, ακούσει για καμια γιορτή του Κάρτωλακ αυτή την ημέρα· μόνο για τη Γιορτή της Μεγάλης Αφύπνισης ξέρω, που είναι την Πρώτη Ημέρα του Εαρινού του Πρώτου.
Στο ξέφωτο, γύρω από τη λίμνη, κάθονται έξι άνθρωποι και χτυπάνε μεγάλα τύμπανα. Πλάι στον καθένα καίει ένας ψηλός δαυλός καρφωμένος στη γη: και στο φως των δαυλών τα κατάλευκα πρόσωπα και σώματα των τυμπανιστών φαίνονται γεμάτα περίπλοκες δερματοστιξίες. Οι τρεις κάθονται από τη δεξιά μεριά της λίμνης, κι οι άλλοι τρεις από την αριστερή. Εμείς ερχόμαστε από την κάτω μεριά. Κι αντίκρυ μας, στην πάνω όχθη της μικρής λίμνης, είναι φτιαγμένη μια φωλιά από πέτρες, ξύλα, και χόρτα· και μέσα της κάθεται σαν βασίλισσα μια μεγάλη λύκαινα, με γκρίζο τρίχωμα και μάτια επίσης γκρίζα και γυαλιστερά. Τη φωλιά της μοιράζονται τρία μικρά λυκάκια.
Μετά, προσέχω και κάτι ακόμα. Πίσω από τους τυμπανιστές καλύβια είναι χτισμένα, από χώμα, ξύλα, και χορτάρι. Τρώγλες, ουσιαστικά. Εδώ πρέπει να μένουν, συνειδητοποιώ. Εδώ πρέπει νάναι κάτι σαν ναός και σπίτι συγχρόνως γι’αυτούς.
Καθώς πλησιάζουμε, ο ήχος των τυμπάνων παύει, οι τυμπανιστές παύουν να τα χτυπούν, μένουν ακίνητοι.
Αφιππεύουμε, αλλά εξακολουθώ να κρατάω την Κλεισμένη στην αγκαλιά μου, κι εκείνη δεν φέρνει αντίρρηση· το μέρος δείχνει να την τρομάζει. Κόρη των πόλεων κι αυτή.
Ο Θεώνυμος στέκεται στην κάτω μεριά της λίμνης, ατενίζοντας τη λύκαινα αντίκρυ του, ενώ οι συμμορίτες απλώνονται πίσω του, σιωπηλοί. Τους παρατηρώ ακίνητος· ούτε η Κλεισμένη δεν τολμά να νιαουρίσει. Η ατμόσφαιρα είναι φορτισμένη. Φορτισμένη από κάποια ακατονόμαστη δύναμη. Από τον ίδιο τον Κάρτωλακ, ίσως; Αρχίζω να σκέφτομαι ότι μπορεί να μην ήταν, τελικά, καλή ιδέα που ήρθα εδώ…
Ο Θεώνυμος διαλύει τότε κάθε συλλογισμό από το μυαλό μου, καθώς φωνάζει: «Μητέρα! Ήρθαμε να τιμήσουμε τον Άρχοντα των Δασών, με κυνήγι και γιορτή, και να ζητήσουμε την καθοδήγησή του.»
Και κάτι που μου φαίνεται εξωφρενικό συμβαίνει: η λύκαινα απαντά! Χωρίς ν’ανοίξει το στόμα της, η φωνή της αντηχεί:
Τις ευλογίες μου, Θεώνυμε.
Είναι περισσότερο σαν να την ακούω μες στο μυαλό μου, κι αυτό μού θυμίζει λίγο τη Λα’αρτάλερ’μπεθ, που πριν από καιρό συνάντησα κοντά στη Θακέρκοβ, με τη Σαμάνθα κι εκείνες τις τρεις παράξενες γυναίκες… αλλά η λύκαινα δεν μπορεί να είναι δαιμόνισσα σαν τη Λα’αρτάλερ’μπεθ. Μήπως πρόκειται για κάποιο κόλπο; Έχω ακούσει ότι υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν, μιλώντας, να κάνουν τη φωνή τους ν’αντηχεί σαν να έρχεται μέσα από αντικείμενα ή από ζώα. Εγγαστρίμυθοι.
«Ευχαριστώ, Μητέρα,» αποκρίνεται ο Θεώνυμος. Κι ύστερα αρχίζει να γδύνεται. Παρά το κρύο της ομιχλώδους νύχτας, βγάζει τα ρούχα του, το ένα μετά το άλλο, ώσπου μένει μόνο με μια μακριά πέτσινη περισκελίδα κι ένα πέτσινο γιλέκο. Παίρνει ένα μεγάλο τόξο και μια φαρέτρα, κι ένα δίστομο τσεκούρι, και καθώς οι τυμπανιστές χτυπάνε πάλι ρυθμικά τα τύμπανά τους φεύγει από το ξέφωτο. Χάνεται μες στα σκοτεινά δάση.
Ο ήχος των τυμπάνων δυναμώνει, και η φωνή της λύκαινας ακούγεται:
Ας φέρει ο χορός σας τη δύναμη του Κάρτωλακ!
Και οι συμμορίτες αρχίζουν να χορεύουν γύρω από τη λίμνη, γύρω από τους τυμπανιστές, και γύρω από τη λύκαινα· και παρασέρνουν κι εμένα, άθελά μου. Δε μ’αφήνουν να μη συμμετάσχω. Μια από τις γυναίκες που με κοίταζαν σαν να ήθελαν να με δαγκώσουν μ’αρπάζει και με τραβά μαζί της. Η Κλεισμένη φεύγει από τα χέρια μου, και τη χάνω μέσα στο νυχτερινό χάος. Αρχικά, νιώθω αδέξιος αλλά γρήγορα συνηθίζω, σαν οι χορευτές να μου μεταδίδουν πνευματικά τις κινήσεις του χορού τους, ο οποίος δεν είναι, ομολογουμένως, και τόσο δύσκολος: άλλοτε χοροπηδάμε σταυρώνοντας και ξεσταυρώνοντας τα πόδια μας, άλλοτε τρέχουμε κυκλικά· άλλοτε έχουμε τα χέρια μας ενωμένα, άλλοτε τα χέρια μας χωρίζονται για να πιάσουμε τα χέρια άλλων χορευτών. Ο ήχος των τυμπάνων γεμίζει το κεφάλι μου όσο η ώρα περνά, και οι κινήσεις των χορευτών – οι δικές τους και οι δικές μου – αισθάνομαι να ασκούν έναν μυστηριώδη υπνωτισμό επάνω μου. Νομίζω πως γίνομαι ένα με την πλάση των Φέρνιλγκαν, προέκτασή της, γέννημά της. Κι αυτό αρχίζει να μου αρέσει, να με μεθά.
Οι τυμπανιστές μού μοιάζουν με μηχανές καθώς περνάω από δίπλα τους: ένα ηχοσύστημα από ανθρώπους, από σάρκα, κόκαλα, και αίμα. Επάνω στα μέτωπά τους διακρίνω κάποιο ιδεόγραμμα, διαφορετικό στον καθένα· έχει καμια ιδιαίτερη, μυστικιστική σημασία, άραγε; αναρωτιέμαι φευγαλέα. Η λύκαινα κάθεται μέσα στη φωλιά της και μας κοιτάζει με μάτια γυαλιστερά. Η λίμνη αντανακλά το φως του φεγγαριού όπως δεν έχω δει ποτέ νερό να το αντανακλά· είναι σαν η ίδια να εκπέμπει φως.
Η γυναίκα που με παρέσυρε στον χορό είναι κατάλευκη στο δέρμα, με μαλλιά πρασινόξανθα, μακριά ώς τη μέση, και σγουρά. Έχει πετάξει όλα της τα όπλα στη γη (όπως και οι υπόλοιποι συμμορίτες) προτού ξεκινήσει τον χορό, κι έχει βγάλει επίσης τις μπότες και την κάπα της. Το ίδιο έχω κάνει κι εγώ, πολύ σύντομα μετά την αρχή του χορού, ύστερα από προτροπή της. Εξάλλου, η κάπα και οι μπότες δεν βολεύουν μέσα σ’αυτό το μεθυστικό, πρωτόγονο χάος των δασών.
«Πώς σε λένε;» τη ρωτάω σε κάποια στιγμή, όταν τα χέρια μας ξανασυναντιούνται και την τραβάω κοντά μου, αρκετά κοντά ώστε να μπορώ να μυρίσω τον ιδρώτα της, το δέρμα της, και τα μαλλιά της. Είμαι καυλωμένος σαν θηρίο, σαν κάτι το αρχέγονο να έχει ξυπνήσει εντός μου.
«Δε μιλάμε τώρα,» μου λέει, ξέπνοα, χτυπώντας τα δόντια της κοντά στα χείλη μου.
Πιάνω το αριστερό της στήθος, το ψηλαφώ μέσα στο χέρι μου, στρογγυλό και δυνατό, με σκληρή θηλή που πιέζει τον στηθόδεσμο και την τουνίκα της. Η γυναίκα γρυλίζει και με τραβά μαζί της στον χορό.
Δεν ξέρω πόση ώρα έχει περάσει – ο χρόνος μοιάζει νάχει σταματήσει – όταν ο Θεώνυμος επιστρέφει. Και το μόνο που μας ειδοποιεί για την επιστροφή του είναι ότι ο ήχος των τυμπάνων παύει. Σταματάμε να χορεύουμε λες και κάποιου είδους υπνωτική μαγεία να έχει διαλυθεί από πάνω μας. Ακούω λαχανιασμένες ανάσες παντού γύρω μου. Ακόμα αισθάνομαι καυλωμένος σαν θηρίο, και νιώθω, ξαφνικά, χέρια να πιάνονται πάνω στην κοιλιά μου ενώ ένα γυναικείο σώμα πιέζεται στην πλάτη μου. Η κατάλευκη γυναίκα με τα πρασινόξανθα μαλλιά· είμαι σίγουρος· την αναγνωρίζω, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, από τη μυρωδιά, σαν νάχω μεταμορφωθεί σε ζώο των Φέρνιλγκαν.
Αλλά ο Θεώνυμος είναι που τραβά τώρα τα βλέμματα όλων μας.
Έρχεται σέρνοντας πίσω του κάποιο νεκρό κτήνος. Πολύ μεγαλύτερο από λύκο, αν και μοιάζει με λύκο. Το τρίχωμά του είναι λευκό, αλλά έχει μια κατάμαυρη χαίτη γύρω απ’το κεφάλι. Βέλη είναι καρφωμένα επάνω του, και τραύματα έχουν βάψει σε πολλά σημεία το σώμα του κόκκινο. Ο Θεώνυμος φαίνεται επίσης τραυματισμένος: ένα δάγκωμα στον αριστερό μηρό, άσχημα γδαρσίματα στο σώμα· το πέτσινο γιλέκο του είναι κουρελιασμένο. Η όψη του είναι γεμάτη αίμα, και άγρια όσο ποτέ πριν.
Με πανίσχυρα χέρια αρπάζει το νεκρό θηρίο από τη γη και το υψώνει πάνω απ’το κεφάλι του, κραυγάζοντας άναρθρα. Η φωνή του αντηχεί σαν βροντή μες στους δασότοπους, μέσα στην ομίχλη.
Και μετά, κάτι που βγάζει νόημα ακούγεται από το στόμα του: ΚΑΑΑΑΡΤΩΩΩΩΩΛΑΑΑΑΑΚ!… ΑΚΟΥ ΜΕ! ΚΑΑΑΑΡΤΩΩΩΩΩΛΑΑΑΑΚ!… ΕΙΜΑΙ ΓΙΟΣ ΣΟΥ!
Βαδίζοντας προς τη λίμνη, πετά το νεκρό θηρίο μέσα της. Και, μα όλους τους θεούς, δεν μπορώ να εξηγήσω πώς συμβαίνει αυτό που συμβαίνει: Τα νερά δεν τινάζονται ολόγυρα, όπως κανονικά θα έπρεπε, αλλά μοιάζουν να πηγαίνουν προς τα μέσα, σαν παχύρευστη ρουφήχτρα, και ολόκληρη η λίμνη γίνεται τόσο κόκκινη που το φεγγάρι σβήνει μέσα της. Αλλόκοτες κραυγές αντηχούν από παντού γύρω, από τα δάση – φωνές που δεν μπορώ να κάνω καμια υπόθεση από πού προέρχονται, ούτε ποιος ή τι μπορεί να τις βγάζει. Δεν έχω ξανακούσει ποτέ τίποτα παρόμοιο. Αισθάνομαι τον ιδρώτα επάνω μου παγωμένο.
Ο Θεώνυμος γονατίζει μπροστά στην κατακόκκινη λίμνη, ουρλιάζοντας: ΚΑΑΑΑΑΑΡΤΩΩΩΩΩΩΛΑΑΑΑΑΚ! ενώ η λύκαινα τον ατενίζει ατάραχα με γκρίζα μάτια.
Δύο πελώρια χέρια ξεπροβάλουν τότε μέσα από το νερό, κι αρπάζοντας τον Θεώνυμο τον τραβάνε μέσα στη λίμνη.
Εξαφανίζεται.
Και κανένας γύρω μου δεν μοιάζει να ανησυχεί.
Το νερό δεν είναι πια κόκκινο, αλλά κοχλάζει, βράζει.
Τα τύμπανα αρχίζουν ξανά να χτυπάνε.
Γίνετε αθάνατοι! ακούγεται η φωνή της λύκαινας, και οι συμμορίτες σκορπίζονται γύρω από τη λίμνη, γύρω από το ξέφωτο.
Η κατάλευκη γυναίκα με τραβά μαζί της ανάμεσα στα σκοτεινά δέντρα. Πιάνεται πίσω μου ξανά και τα χέρια της λύνουν το παντελόνι μου· αρπάζει το ορθωμένο σαν κέρατο όργανό μου και διατρέχει τα δάχτυλά της επάνω του, πιέζοντάς. Της λέω να περιμένει και κάνω να γυρίσω, αλλά εκείνη συνεχίζει να κρατιέται στην πλάτη μου.
«Έτσι γίνεται,» μου λέει αγγίζοντας το αφτί μου με τη γλώσσα της. «Έτσι γίνεται.»
«Τι… τι γίνεται έτσι;» Και με τις άκριες των ματιών μου βλέπω παραδίπλα, μες στην ομίχλη, πως κι άλλοι δύο κάνουν ακριβώς το ίδιο. Μια γυναίκα είναι πιασμένη στην πλάτη ενός άντρα, και το όργανό του ορθώνεται μπροστά του σαν κέρατο.
«Έτσι,» γελά η κατάλευκη συμμορίτισσα πίσω μου, «γινόμαστε αθάνατοι, σκυλάκι της πόλης! Και τώρα θα γίνεις αθάνατος κι εσύ.»
Μουγκρίζω καθώς τα δάχτυλά της με πιέζουν επίμονα, νιώθοντας μια μεγάλη φωτιά μέσα μου να φουντώνει και να φουντώνει και να φουντώνει.
«…Αθάνατοι;»
«Δίνεις μέρος του εαυτού σου στα Φέρνιλγκαν, κι όταν πεθάνεις θα ξαναγεννηθείς!»
Και οι γυναίκες σας; σκέφτομαι. Δεν ξαναγεννιούνται; Αλλά δεν μιλάω. Η φιλοσοφική κουβέντα δεν έχει τώρα νόημα.
Σύντομα δίνω μέρος του εαυτού μου στη γη των Φέρνιλγκαν, ουρλιάζοντας σαν λύκος. Η γυναίκα πίσω μου γελά και με δαγκώνει, στ’αφτί, στον λαιμό. Μετά, με τραβά πάλι μαζί της προς τη λίμνη, όπου συγκεντρώνονται κι άλλοι συμμορίτες. Ακόμα έχω ένα κέρατο μπροστά μου, να ξεπροβάλλει από το παντελόνι μου, και η κατάλευκη γυναίκα, με τις κινήσεις της, μου ζητά να ξαπλώσω στο έδαφος μαζί της, επάνω στην κάπα της. Δεν διστάζω, και δεν ξέρω πόσες φορές την καβαλάω και με καβαλάει, εκείνη την τρελή νύχτα, προτού κοιμηθώ επάνω στα στήθη της με την κάπα της να μας τυλίγει και τους δύο.
Τι έγινε ο Θεώνυμος; προλαβαίνω να αναρωτηθώ. Και: Πού είναι η Κλεισμένη; Ύστερα, όνειρα με καταλαμβάνουν. Βλέπω ότι τρέχω μέσα σε ατελείωτα δάση. Δεν ξέρω τι είμαι – λύκος; ελάφι; λαγός; αιλουροειδές; – αλλά σίγουρα δεν είμαι άνθρωπος…
Ξυπνώντας, αρχικά δεν καταλαβαίνω πού βρίσκομαι. Είμαι σ’ένα άγνωστο δάσος, με μια κατάλευκη γυναίκα ξαπλωμένη κοντά μου. Τα μαλλιά της είναι πρασινόξανθα, και είναι γυμνή δίπλα στο γυμνό σώμα μου. Μια κάπα μάς τυλίγει και τους δύο. Ολόγυρά μας, ρίχνοντας μια ματιά, βλέπω πως βρίσκονται κι άλλοι παρόμοια ξαπλωμένοι: κάποιοι τρεις μαζί, όχι δύο μαζί. Φωτιές είναι αναμμένες εδώ κι εκεί.
Στο κέντρο του ξέφωτου, μια μικρή λίμνη αντανακλά το πρώτο φως της ημέρας. Γύρω από τη λίμνη είναι κάτι τρώγλες, και μια λυκοφωλιά, μέσα στην οποία βρίσκεται κουλουριασμένη μια μεγάλη λύκαινα με τρία λυκάκια. Αραιή ομίχλη απλώνεται παντού σαν ημιδιαφανής κουρτίνα–
Ξαφνικά, θυμάμαι!
Η τελετή στα Φέρνιλγκαν. Ο Θεώνυμος–
Ο Θεώνυμος! Εδώ βρίσκεται, διαπιστώνω. Κάθεται κοντά στη λίμνη και ακονίζει το δίστομο τσεκούρι του με μια πέτρα. Είναι ντυμένος όπως όταν έφυγε για κυνήγι, μ’ένα πέτσινο γιλέκο και μια μακριά πέτσινη περισκελίδα, έχοντας επιπλέον μια κάπα ριγμένη στους ώμους. Αλλά δεν φαίνεται τραυματισμένος, ενώ όταν είχε έρθει απ’το κυνήγι είμαι σίγουρος ότι πληγές υπήρχαν επάνω του. Και μετά… μετά, δύο μεγάλα χέρια τον είχαν αρπάξει και τον είχαν τραβήξει μες στη λίμνη. Είναι δυνατόν αυτό να μην ήταν παραίσθηση; Τι ακριβώς συνέβη, τη νύχτα;
Και πού είναι η Κλεισμένη; Δεν τη βλέπω πουθενά.
Κοιτάζω να βρω τα ρούχα μου. Είναι ριγμένα παραδίπλα – ένα κουβάρι – όλα εκτός από την κάπα και τις μπότες μου, τα οποία είχα βγάλει στην αρχή του χορού. Γλιστρώ τώρα έξω από την κάπα της κατάλευκης γυναίκας που ακόμα δεν ξέρω το όνομά της και ντύνομαι βιαστικά ενώ εκείνη εξακολουθεί να κοιμάται. Βαδίζοντας ανάμεσα στις φωτιές και στους υπόλοιπους κοιμισμένους (ορισμένοι απ’τους οποίους φαίνεται νάχουν μόλις ξυπνήσει, σαν εμένα) αναζητώ τις μπότες και την κάπα μου. Παρατηρώ πως τα μάτια του Θεώνυμου με παρακολουθούν. Βρίσκω τις μπότες και τις φοράω. Βρίσκω την κάπα και τη φοράω κι αυτή, δένοντάς την στους ώμους μου, ενώ στέκομαι δίπλα σε τρεις ξαπλωμένες φιγούρες, σκεπασμένες και μπερδεμένες αναμεταξύ τους – μια γυναίκα και δύο άντρες. Τα βλέφαρα της γυναίκας είναι ανοιχτά· με παρατηρεί, αλλά δεν μιλά.
Πλησιάζω τον Θεώνυμο, ο οποίος δεν φαίνεται να ξαφνιάζεται καθόλου απ’ αυτό, σαν να με περίμενε.
«Γνώρισες τη δύναμη του Κάρτωλακ, σκυλάκι των πόλεων,» μου λέει.
«Τι έγινε;» τον ρωτάω. «Σε είδα να επιστρέφεις τραυματισμένος, και τώρα….» Τον κοιτάζω ερευνητικά· πράγματι, δεν φαίνεται καμια πληγή επάνω μου.
«Γνώρισες τη δύναμη του Άρχοντα των Δασών,» επαναλαμβάνει ο Πράσινος Γδάρτης, και χαμογελά άγρια μέσα από τα καστανά μούσια του.
«Δύο χέρια βγήκαν απ’ αυτή τη λίμνη» – δείχνω το νερό που αντανακλά το φως της αυγής – «και σε άρπαξαν, και σε τράβηξαν μέσα. Δε σε είδα να βγαίνεις.»
Ο Θεώνυμος γελά.
«Πώς το έκανες;» τον ρωτάω καθίζοντας πλάι του.
«Πώς έκανα τι;»
«Να φανεί ότι δύο χέρια βγήκαν και–»
«Δεν έκανα τίποτα να φανεί, σκυλάκι των πόλεων,» μου λέει ο Θεώνυμος παύοντας το ακόνισμα του τσεκουριού του. «Δύο χέρια πράγματι βγήκαν και με τράβηξαν κάτω απ’το νερό. Τα χέρια της Θαλμωρμάτνα. Εσύ δεν είδες το πρόσωπό της μέσα στη λίμνη, αλλά εγώ το είδα–»
«Ποια είναι η Θαλμω…;» κομπιάζω με το ασυνήθιστο όνομα.
«Μια νύμφη του Κάρτωλακ,» αποκρίνεται ο Θεώνυμος. «Κυρά των λιμνών και των ρεμάτων των ιερών δασότοπων. Με πήρε στην αγκαλιά της και με σκόρπισε μέσα στην ψυχή της πλάσης.» Με βλέπει πώς τον κοιτάζω, και λέει: «Νομίζεις ότι σου αραδιάζω παραμύθια, σκυλάκι των πόλεων;»
«Δεν ξέρω τι να νομίσω. Είδα κι εγώ κάτι… παράξενα όνειρα.»
«Τι όνειρα;»
«Ότι ήμουν κάποιο ζώο, ή ίσως παραπάνω από ένα ζώο, μέσα στα δάση…»
Ο Θεώνυμος νεύει. «Η ψυχή σου είχε σκορπιστεί από τη δύναμη του Άρχοντα των Δασών. Αν ρωτήσεις και τους άλλους εδώ πέρα, σίγουρα θ’ακούσεις ότι δεν είσαι ο μόνος στον οποίο συνέβη. Έμαθες κάτι;»
«Τι να μάθω;»
Ο Θεώνυμος μ’ατενίζει συλλογισμένα. «Τότε, δεν έμαθες τίποτα.» Αρχίζει πάλι ν’ακονίζει το τσεκούρι του παίρνοντας το βλέμμα του από εμένα.
«Γιατί… γιατί κάνεις αυτές τις τελετές;»
«Γιατί λατρεύω τον Άρχοντα των Δασών; Χρειάζεται κανένας άλλος λόγος πέρα από την ίδια την πράξη της λατρείας, νομίζεις;» Τα μάτια του γυαλίζουν καθώς φεύγουν απ’τη λεπίδα του τσεκουριού και στρέφονται επάνω μου. «Αν μου λες αλήθεια, αν το άτομο που σε στέλνει σ’εμένα χρηματοδοτήσει τους Απόστολους, θα δεις τη θρησκεία του Κάρτωλακ να φτάνει εκεί όπου δεν είχε φτάσει ποτέ άλλοτε στην Ιστορία της Σεργήλης!»
Συνοφρυώνομαι. «Τι εννοείς;»
«Τα Φέρνιλγκαν – και δεν μιλάω μόνο για τους δασότοπους, όπως καταλαβαίνεις – θα μπορούσαν να έχουν μια ενιαία θρησκεία, δεν θα μπορούσαν; Γιατί οι ιέρειες της Αρτάλης να έχουν περισσότερη δύναμη από τους ιερωμένους του Κάρτωλακ σε όλες τις μεγάλες πόλεις; Τα Φέρνιλγκαν ανήκουν στον Άρχοντα των Δασών· ο κόσμος αυτόν φοβάται τις νύχτες, όταν η ύπαιθρος αγριεύει· αυτόν αγαπά τα πρωινά, όταν η ύπαιθρος προσφέρει τα αγαθά της. Και τι θα ήταν οι μεγαλουπόλεις, με τις ψηλές πολυκατοικίες τους και τους λιθόστρωτους δρόμους τους και τους εξημερωμένους κήπους τους, αν δεν υπήρχε η ύπαιθρος για να τις υποστηρίζει και να τις συντηρεί; Τίποτα δεν θα ήταν, σκυλάκι των πόλεων· δεν θα υπήρχαν. Σκόνη και πέτρα. Ο Κύριός μου θα κυριαρχούσε εκεί όπου τώρα στέκονται· τα θηρία του θα έκαναν τις φωλιές τους και τα φυτά του θα εξαπλώνονταν ελεύθερα και δυνατά!»
Δεν ξέρω τι να απαντήσω σ’αυτό. Ίσως νάχει δίκιο, άλλωστε. Νομίζω, πάντως, πως ο Πράσινος Γδάρτης είναι αχαρακτήριστα ομιλητικός τώρα. Είναι, άραγε, ιερέας του Κάρτωλακ; αναρωτιέμαι. Αλλά δεν το κρίνω σκόπιμο να ρωτήσω. Εκείνο που ρωτάω είναι: «Πότε θα ξεκινήσουμε για την Κιρβόνη;»
«Μόλις ξυπνήσουν αυτοί οι τεμπέληδες,» μου λέει ρίχνοντας ένα βλέμμα ολόγυρά μας, στους συμμορίτες του.
Νεύω και σηκώνομαι όρθιος. «Συγνώμη αλλά πρέπει να ψάξω για τη γάτα μου. Την έχω χάσει.»
«Όπως νομίζεις.» Αρχίζει πάλι ν’ακονίζει το τσεκούρι του, γυρίζοντάς το απ’την άλλη μεριά.
Βαδίζω ανάμεσα στους συμμορίτες και γύρω από τη λίμνη και τις τρώγλες, αναζητώντας την Κλεισμένη, μα δεν τη βλέπω πουθενά. Εξαφανίστηκε ξανά; Γλίστρησε κάπου ανάμεσα στις διαστάσεις; Δε θα με εξέπληττε, γιατί ετούτο το μέρος δεν είναι καθόλου συνηθισμένο, κάτι περίεργο συμβαίνει εδώ, και σε τέτοια μέρη είναι που οι δυνάμεις της Κλεισμένης ενεργοποιούνται, αν έχω καταλάβει καλά.
Περιφέρομαι στις παρυφές του ξέφωτου, μέσα στις ομίχλες που τυλίγονται γύρω από τη μέση και τα γόνατά μου. «Κλεισμένη!…» φωνάζω. «Κλεισμένη!… ΚΛΕΙΣΜΕΝΗ!»
Ένα νιαούρισμα αντηχεί από δίπλα μου. Στρέφομαι, και βλέπω την Κλεισμένη να πηδά από το κλαδί ενός δέντρου και να βαδίζει προς το μέρος μου.
Χαμογελάω. «Εδώ είσαι, ε; Σε τρόμαξαν οι πιστοί του Κάρτωλακ;»
Ένα άλλο νιαούρισμα ακούγεται απ’τ’αριστερά μου, και στρέφομαι πάλι. Βλέπω ακόμα μια Κλεισμένη να έρχεται προς το μέρος μου, ξεπροβάλλοντας κάτω από ένα θάμνο.
«Τι…;»
Κι άλλο ένα νιαούρισμα. Γυρίζω. Μια τρίτη Κλεισμένη με πλησιάζει βγαίνοντας πίσω από τον χοντρό κορμό ενός πανύψηλου δέντρου. Και μετά έρχεται μια τέταρτη Κλεισμένη (!), πηδώντας πάνω από έναν βράχο κι ατενίζοντάς με με γυαλιστερά μάτια.
Μια πέμπτη Κλεισμένη ζυγώνει μέσα από τις ομίχλες, σαν φάντασμα.
«Δεν το πιστεύω…» μουρμουρίζω. Ποια είναι η αληθινή; αναρωτιέμαι. Πώς θα την ξεχωρίσω; Όλες αληθινές μοιάζουν!
Έρχονται και οι πέντε γύρω από τα μποτοφορεμένα πόδια μου. Πιάνω μία και τη σηκώνω στην αγκαλιά μου – κι αμέσως, τις άλλες τις καταπίνει η ομίχλη, σαν να μην ήταν τίποτα περισσότερο από σκιές.
«Θα με τρελάνεις, ύποπτο αιλουροειδές,» της λέω, χαϊδεύοντάς την στο κεφάλι.
«Νιααα…» μου κάνει, κλείνοντας το ένα μάτι σαν για ν’αποφύγει το δάχτυλό μου.
*
Όταν οι συμμορίτες έχουν ξυπνήσει, ντυθεί, και εξοπλιστεί, παίρνουμε τα άλογά μας από εκεί όπου στέκονται και μασουλάνε χόρτα και καρπούς από τους θάμνους, τα καβαλάμε, και ταξιδεύουμε μέσα στους δασότοπους. Η ομίχλη είναι πιο αραιή από χτες βράδυ και τα μέρη φαίνονται καλύτερα, αλλά, αν μου έλεγες να βρω μόνος μου τον δρόμο της επιστροφής, θα σου έλεγα ότι είσαι τρελό παιδί της Λόρκης. Ο Θεώνυμος, όμως, και οι συμμορίτες του δεν δείχνουν νάχουν τέτοια προβλήματα. Και ύστερα από περίπου δυο ώρες ταξιδιού φτάνουμε στο Φτεροκόπι, στις νότιες όχθες του ποταμού Τάρνοφ.
Καθοδόν, η κατάλευκη γυναίκα με τα πρασινόξανθα μαλλιά μού συστήνεται ως Μαρλιέσσα και με ρωτά τι δουλειές έχω με τον αρχηγό.
«Ενδιάμεσος είμαι,» της απαντώ. «Έρχομαι εκ μέρους κάποιου άλλου. Ζορδάμη με λένε.» Δε δίνω περισσότερες πληροφορίες, ούτε καν ψεύτικες, αν και εύκολα θα μπορούσα.
Δεν μπαίνουμε μέσα στο Φτεροκόπι· σταματάμε στις παρυφές του, και ο Θεώνυμος λέει στους ανθρώπους του ότι θα φύγει για λίγο, θα πάει μαζί μου, για μια δουλειά. «Δε θ’αργήσω να επιστρέψω, όμως. Θα σας συναντήσω στο άντρο μας.» Και ρίχνει μια ματιά προς έναν γαλανόδερμο άντρα με ξυρισμένο κεφάλι και μακριά μαύρη γενειάδα, που στην πλάτη του κρέμεται μια πελώρια καραμπίνα η οποία θυμίζει κανόνι. «Εντάξει, Κίριθε;»
«Ναι, Πράσινε Γδάρτη. Μην ανησυχείς.»
Ο Θεώνυμος νεύει, και μετά εκείνος κι εγώ κατεβαίνουμε από τα άλογά μας και μπαίνουμε στο Φτεροκόπι βαδίζοντας.
«Τον ξέρεις τον Κίριθο;» με ρωτά καθώς πηγαίνουμε προς τις προβλήτες του ποταμού.
«Γιατί να τον ξέρω;»
«Είναι της οικογένειας.»
«Δεν τον είχα ξανακούσει,» αποκρίνομαι.
Ο βαρκάρης που με είχε φέρει στο Φτεροκόπι χτες βράδυ δεν φαίνεται να είναι εδώ, αλλά ο Πράσινος Γδάρτης δεν έχει πρόβλημα να βρει μια βάρκα για να μας μεταφέρει. Όλοι οι ψαράδες αμέσως προθυμοποιούνται να τον εξυπηρετήσουν· τον φοβούνται, αναμφίβολα. Μπαίνουμε, έτσι, στο πλεούμενο ενός κι εκείνος, κωπηλατώντας γρήγορα, μας μεταφέρει στις βόρειες όχθες του ποταμού και στο χωριό κοντά στο οποίο βρίσκεται σταματημένο το όχημά μου (κι ελπίζω κανένας να μην το έχει κλέψει ώς τώρα).
Ο Θεώνυμος πετά ένα πεντακτίνιο στον ψαρά, ο οποίος αρπάζοντας το νόμισμα στον αέρα λέει: «Τη δύναμη του Κάρτωλακ νάχεις, Πράσινε Γδάρτη!»
Η Κλεισμένη τρέχει μπροστά μας καθώς διασχίζουμε το χωριό, κατευθυνόμενοι προς τις παρυφές του. Οι ντόπιοι μάς λοξοκοιτάζουν μα κανείς δεν μας μιλά, ούτε μας πλησιάζει. Μάλλον ξέρουν τον Θεώνυμο κι εδώ, αλλά δεν νομίζω ότι έχουν τόσο στενές σχέσεις μαζί του όπως στο Φτεροκόπι. Αυτό το χωριό ονομάζεται Τρεχονέρι, σύμφωνα με τον χάρτη που μου έχει δώσει η Ασημίνα – γιατί ο χάρτης που έχω αποθηκευμένο στο σύστημα του οχήματός μου δεν το δείχνει καθόλου.
Το τετράκυκλο όχημα μου είναι εκεί όπου το άφησα· δεν φαίνεται να το έχει πειράξει κανένας. Βγάζω την πράσινη κουκούλα από πάνω του, το ξεκλειδώνω, και μπαίνω μαζί με τον Θεώνυμο και την Κλεισμένη.
«Ακόμα,» μου λέει ο Πράσινος Γδάρτης, «δεν μου έχεις πει ποιος ακριβώς σ’έχει στείλει.»
«Θα τον δεις όταν φτάσουμε.» Ενεργοποιώ τα συστήματα και τη μηχανή.
«Γιατί τέτοια μυστικότητα;»
«Γιατί έτσι μου έχει ζητήσει.» Πατάω το πετάλι και στρίβω το τιμόνι, αρχίζοντας να οδηγώ προς τα δυτικά, για να μας βγάλω από τις παρυφές των δασότοπων. Αποφεύγω χοντρούς κορμούς ψηλών δέντρων και πελώριους θάμνους που θα μπορούσαν να καταπιούν το όχημά μου στην πράσινη αγκαλιά τους.
«Με κάνεις να υποπτεύομαι παγίδα ξανά, σκυλάκι των πόλεων,» λέει, απειλητικά, ο Θεώνυμος. «Μη νομίζεις ότι θα μείνεις ζωντανός, αν με οδηγήσεις σε παγίδα. Με τα δόντια μου μπορώ να σε σκοτώσω!»
Χαμογελάω, με άνετη έκφραση στο πρόσωπό μου: όψη που φανερώνει βεβαιότητα και κρυμμένη δύναμη. «Δε θα χρειαστούν τα δόντια σου, Θεώνυμε. Και δεν πρόκειται για παγίδα, σε διαβεβαιώνω. Της οικογένειας είμαστε όλοι.»
Βγαίνοντας από τις παρυφές των δασότοπων, οδηγώ προς τα βόρεια επάνω στην άγρια ύπαιθρο των Φέρνιλγκαν κι επάνω σε χωματόδρομους που, μερικές φορές, αναρωτιέμαι μήπως είναι χειρότεροι από την ύπαιθρο.
Μετά από κανένα μισάωρο σιωπηλής οδήγησης, ρωτάω τον Θεώνυμο: «Τι ακριβώς συμβαίνει με τους Απόστολους του Κάρτωλακ; Δεν υπήρχαν παλιά; Τι διαφορά έχουν από τους άλλους ιερείς του;»
«Οι Απόστολοι του Κάρτωλακ δεν είναι όλοι ιερείς.»
«Τι διαφορά, τότε, έχουν από τους άλλους πιστούς του; Καταλαβαίνεις τι εννοώ. Πιστεύετε σε κάτι διαφορετικό;»
Ο Θεώνυμος κουνά το κεφάλι. «Όχι, εκτός από το ότι πρέπει να δράσουμε. Οι άλλοι πιστοί δεν δρουν· είναι ικανοποιημένοι με τα πράγματα όπως είναι.»
«Να δράσετε; Να κάνετε τι;»
«Σου είπα, σκυλάκια των πόλεων! Η θρησκεία του Κάρτωλακ μπορεί νάχει πολύ μεγαλύτερη δύναμη στα Φέρνιλγκαν. Μπορεί νάναι η κύρια θρησκεία των Φέρνιλγκαν. Οι ιερείς της μπορούν να είναι η ανώτατη εξουσία εδώ, και οι Απόστολοι του Κάρτωλακ μπορούν να είναι οι φύλακες των τόπων.»
Συνοφρυώνομαι, συνειδητοποιώντας τι μου λέει. «Προσπαθείτε, δηλαδή, να δημιουργήσετε μια… θεοκρατία στα Φέρνιλγκαν;»
«Τα Φέρνιλγκαν ανήκουν στον Άρχοντα των Δασών. Κακώς οι ιερείς του είναι έτσι διασκορπισμένοι,» λέει ο Θεώνυμος. «Ούτε οι Παντοκρατορικοί δεν τους έδωσαν καμια σημασία όταν ήρθαν εδώ! Τις ιέρειες της Αρτάλης τις κυνήγησαν–»
«Το ξέρω. Όλοι το ξέρουν.»
«Ποιος κυνήγησε, όμως, τους ιερωμένους του Κάρτωλακ; Κανείς.»
«Θα ήθελες να τους είχαν κυνηγήσει;»
«Δεν τους κυνήγησαν γιατί τους θεωρούσαν ασήμαντους, σκυλάκι των πόλεων! Δεν τους θεωρούσαν δυνατούς. Δεν νόμιζαν ότι μπορούσαν να υποκινήσουν τον λαό εναντίον των πρακτόρων και των στρατών της Παντοκράτειρας. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;»
«Ναι.»
«Και είχαν δίκιο, ξέρεις. Οι ιερείς και οι ιέρειες μας δεν είχαν τέτοια δύναμη. Είναι διασκορπισμένοι, απομονωμένοι – ενώ δεν θα έπρεπε. Θα έπρεπε να ήμασταν όπως τις ιέρειες της Αρτάλης. Να υπάρχει ιεραρχία, ένωση, και δύναμη. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω, σκυλάκι των πόλεων;»
«Ναι, καταλαβαίνω τι θες να πεις.» Και δε νομίζω ότι μ’αρέσει καθόλου, προσθέτω σιωπηλά.
«Αν ο αφέντης σου μας χρηματοδοτήσει, όπως λες ότι υπόσχεται, τότε οι Απόστολοι του Κάρτωλακ θα βρεθούν ένα βήμα πιο κοντά στο να κάνουν αυτό το όραμα πραγματικότητα,» λέει ο Θεώνυμος.
Ένα ρίγος με διατρέχει, άθελά μου. Τα έχει η Ασημίνα υπόψη της αυτά; αναρωτιέμαι. Ξέρει τι προθυμοποιείται να βοηθήσει; Δεν έχω τίποτα ενάντια στη θρησκεία του Κάρτωλακ – δεν έχω τίποτα ενάντια σε καμία θρησκεία – αλλά δεν ξέρω αν η πολιτική κατάσταση στα Φέρνιλγκαν θα βελτιωνόταν από μια θεοκρατία του Άρχοντα των Δασών. Πολύ φοβάμαι ότι τρόμος και δογματισμός θα κυριαρχούσαν…
*
Φτάνουμε στη βίλα της Ασημίνας Νέρφελδιφ όταν σουρουπώνει, και η μεταλλική πύλη ανοίγει για να μας υποδεχτεί. Βάζω το όχημά μου στον κήπο και το οδηγώ στον χώρο στάθμευσης. Βγαίνουμε και συναντάμε τον Λειρνόο.
«Ο Θεώνυμος…» λέει ατενίζοντας τον Πράσινο Γδάρτη.
«Και ποιος είσαι εσύ;» ρωτά εκείνος.
«Ένας άνθρωπος της οικογένειας ο οποίος βοηθά την κυρία που σύντομα θα συναντήσεις.»
«Κυρία;» Ο Θεώνυμος στρέφεται σ’εμένα. «Κυρία;»
«Ναι,» αποκρίνομαι.
Ο Θεώνυμος γελά. «Έτσι όπως μιλούσες, νόμιζα ότι δούλευες για αφέντη, όχι για αφέντρα, σκυλάκι των πόλεων!»
«Δε διευκρίνισα ποτέ το φύλο του ατόμου που θέλει να σου μιλήσει, Θεώνυμε. Πάμε μέσα, τώρα;»
Δε φέρνει αντίρρηση, έτσι ο Λειρνόος μάς οδηγεί προς την είσοδο του κεντρικού οικήματος της βίλας.
Ο Θεώνυμος αμέσως βλέπει τα λαξεύματα στους τοίχους. «Τι μέρος είν’ αυτό;» ρωτά. «Ιερό μέρος;»
«Του Κάρτωλακ, εννοείς;» λέω.
«Ναι.»
«Ένα σπίτι είναι, απλώς.»
«Αποκλείεται! Αυτά τα λαξεύματα γίνονται σε ναούς του Άρχοντα των Δασών!» Τα δείχνει με το χέρι του.
«Το σπίτι,» εξηγεί ο Λειρνόος, «είναι πολύ παλιό. Μπορεί κάποτε να ήταν ναός.»
Περνάμε την ανοιχτή είσοδο και βαδίζουμε μέσα στους διαδρόμους, φτάνοντας, τελικά, κοντά σε μια διπλή ξύλινη πόρτα που ξέρω ότι οδηγεί σ’ένα σαλόνι.
«Η κυρία Νέρφελδιφ θα μιλήσει μόνη με τον Θεώνυμο,» μου λέει ο Λειρνόος.
Συνοφρυώνομαι. «Γιατί;»
«Γιατί έτσι επιθυμεί, Ζορδάμη.» Ανοίγει το ένα φύλλο της πόρτας και κάνει νόημα στον Πράσινο Γδάρτη να μπει, λέγοντάς του: «Πέρασε.»
Εκείνος μού ρίχνει ένα βλέμμα, κι ύστερα μπαίνει, ενώ ο Λειρνόος κλείνει πίσω του.
«Γιατί τέτοια μυστικότητα;» ρωτάω.
«Αυτό δεν σε αφορά. Έλα μαζί μου.»
«Φοβάσαι ότι μπορεί να κρυφακούσω;»
«Δε χρειάζεται να στέκεσαι.» Μου γνέφει καθώς αρχίζει να βαδίζει.
Ναι, σκέφτομαι, είμαι σίγουρος πως ενδιαφέρεσαι για την ξεκούρασή μου, Λειρνόε…
Με οδηγεί σε μια αίθουσα όπου στο τραπέζι, που είναι στρωμένο με φαγητά και ποτά, κάθονται ο Κασρίμ και η Σερφάντια’χοκ. Ο πρώτος είναι ο άντρας που σ’εκείνο το μοιραίο ράλι είχε έρθει μαζί με τον Λειρνόο για να με μπλέξουν στη Σιδηρά Δυναστεία: μυώδης, με δέρμα κόκκινο και μαλλιά πράσινα· μισθοφόρος στο επάγγελμα, καταγόμενος από τη Σάρντλι (εξ ου και το παράξενο όνομά του). Η Σερφάντια’χοκ είναι γυναίκα του, μάγισσα του τάγματος των Διαλογιστών, και μέλος της Δυναστείας φυσικά. Τη γνώρισα όσο έμενα εδώ, στη βίλα της Ασημίνας. Έχει δέρμα λευκό με απόχρωση του ροζ, και μαλλιά μαύρα και σγουρά, που πέφτουν ώς τους ώμους. Είναι μικροκαμωμένη και λιγνή: σχεδόν αέρινη μοιάζει. Έχει μεγάλη μύτη, όμως. Συνήθως κρατά ένα μακρύ ραβδί γεμάτο μικροσκοπικά κυκλώματα, κάτοπτρα, και κρυστάλλους – κάτι που έχει να κάνει με τη μαγεία της, απ’ό,τι καταλαβαίνω. Το ραβδί τώρα είναι αφημένο παραδίπλα, ακουμπισμένο στον τοίχο, καθώς εκείνη κάθεται στο τραπέζι, αντίκρυ στον Κασρίμ.
Ο Λειρνόος μού λέει να καθίσω κι εγώ, για να φάω μαζί τους, και ο ίδιος κάθεται μπροστά σ’ένα πιάτο με μισοτελειωμένο φαγητό και σε μια κούπα με κρασί. Προφανώς, έτρωγε προτού έρθει να μας συναντήσει στον χώρο στάθμευσης του κήπου.
Δε φέρνω αντίρρηση· παίρνοντας μια καρέκλα, κάθομαι και βάζω φαγητό σ’ένα πιάτο και κρασί σε μια κούπα.
«Πώς σου φάνηκε ο Θεώνυμος;» με ρωτά ο Κασρίμ.
«Άγριος.»
Η Κλεισμένη νιαουρίζει δίπλα μου.
Γεμίζω ένα ακόμα πιάτο με φαγητό και το αφήνω στο πάτωμα, στην άκρη του τραπεζιού. Η υπερδιαστασιακή γάτα το πλησιάζει, το μυρίζει, και πέφτει με τα μούτρα.
«Δεν πιστεύω η κυρία να βρίσκεται σε κίνδυνο…» λέει ο Λειρνόος.
«Εντάξει,» του λέω, «δεν είναι τόσο άγριος. Ξέρει να μιλάει, όπως είδες.»
«Τον είχες ξανασυναντήσει παλιότερα, έτσι δεν είναι;»
«Ποιος σ’το είπε;» ρωτάω τρώγοντας.
«Η κυρία.»
«Στο Μαύρο Δόντι τον συνάντησα,» του λέω, «αλλά δεν με θυμάται. Ένας απ’τους ανθρώπους του με πυροβόλησε σε μια συμπλοκή που έγινε εκεί, από παρεξήγηση. Παραλίγο να πεθάνω. Είδα τον Νεκροφύλακα.»
Η Σερφάντια’χοκ με κοιτάζει ερευνητικά. «Λες αλήθεια;»
«Ναι. Αν και μάλλον ονειρευόμουν.»
«Μόνο έτσι βλέπεις τον Νεκροφύλακα, ραλίστα – όταν νομίζεις πως ονειρεύεσαι.» Πίνει μια γουλιά από το κρασί της, εξακολουθώντας να με κοιτάζει με τρόπο που με φρικάρει.
Μάγισσες, γαμώ τα κωλομέρια της Λόρκης…
*
Η βίλα της Ασημίνας είναι μεγάλη και, εκτός των άλλων, έχει και μια βιβλιοθήκη η οποία στεγάζεται σ’ένα οίκημα πλάι στο κεντρικό. Καθώς έχω πάει εκεί να κοιτάξω τα βιβλία, ψάχνοντας πληροφορίες για παράξενες γάτες με υπερδιαστασιακές ιδιότητες, κανένας άλλος δεν είναι μαζί μου. Ή μάλλον, όχι κανένας ακριβώς· έχω την Κλεισμένη πλάι μου.
Δεν είναι η πρώτη φορά που έρχομαι στη βιβλιοθήκη· είχα ξανάρθει και τις άλλες μέρες που φιλοξενήθηκα στη βίλα, πιστεύοντας ότι, αφού ο πατέρας της Ασημίνας ήταν επιστήμονας, ίσως να υπάρχουν συγγράμματα για τις γάτες που με ενδιαφέρουν. Το είπα και στην ίδια την Ασημίνα, και δεν είχε καμια αντίρρηση φυσικά.
Η Σερφάντια’χοκ, όταν τη ρώτησα για την Κλεισμένη, αποκρίθηκε ότι πρώτη φορά άκουγε για τέτοιες γάτες, και κοίταξε το αιλουροειδές με περιέργεια. «Ίσως θάπρεπε να μιλήσεις σε κάποιον του τάγματος των Ερευνητών, Ζορδάμη,» μου είπε. Αλλά, όπως ξέρω, ούτε αυτοί δεν γνωρίζουν πολλά για το είδος της Κλεισμένης. Η Αλκυόνη’σαρ σίγουρα δεν γνώριζε τίποτα.
Είναι νύχτα τώρα καθώς επιστρέφω ακόμα ένα βιβλίο στη θέση του, έχοντας καταλήξει ότι δεν μπορεί να με βοηθήσει. Η Κλεισμένη τεντώνεται και χασμουριέται, κουλουριασμένη μέσα σ’ένα άδειο ράφι.
Ακούω βήματα. Γυρίζω και βλέπω την Ασημίνα να μπαίνει στη βιβλιοθήκη. «Για γάτες ψάχνεις πάλι;» με ρωτά με μια νευρική κίνηση της άκριας του χείλους της.
«Δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω… Τι έγινε με τον Θεώνυμο;»
«Όλα εντάξει. Συνεννοηθήκαμε. Είναι συνεργάσιμος.»
«Θα χρηματοδοτήσεις, δηλαδή, αυτούς τους Απόστολους του Κάρτωλακ;»
Μορφάζει – αδιάφορα, ίσως. «Ναι, γιατί όχι;»
«Ξέρεις τι σκοπούς έχουν; Θέλουν να δημιουργήσουν μια θρησκεία του Κάρτωλακ που–»
«Ξέρω,» με διακόπτει ήπια.
«Και δεν το θεωρείς επικίνδυνο;»
Η Ασημίνα γελά (νευρικά;). «Επικίνδυνο; Δεν είναι καν βέβαιο ότι θα τα καταφέρουν. Αλλά, αν τα καταφέρουν, ίσως θα μπορούσα να έχω κάποιο έλεγχο επάνω στη θρησκευτική εξουσία τους. Θα ήταν άσχημα, τότε;» Τα δάχτυλα του αριστερού χεριού της τρίβονται μεταξύ τους.
Δεν ξέρω τι να πω. Να της πω ότι πιστεύω πως αυτό είναι απερίσκεπτη ανοησία;
Με προλαβαίνει προτού μιλήσω (αν τελικά έλεγα κάτι): «Θέλω να πας τον Θεώνυμο στο άντρο του αύριο.»
«Εντάξει,» αποκρίνομαι.
«Και μετά, θα κάνεις ακόμα μια δουλειά για εμένα.»
Δεν θα ξεκουραστούμε καθόλου, λοιπόν… «Να ρωτήσω κάτι άσχετο;»
«Φυσικά.» Η Ασημίνα κάθεται στη μια καρέκλα του γραφείου της βιβλιοθήκης, σταυρώνοντας τα πόδια της στο γόνατο και κάνοντας το από πάνω πέρα-δώθε, σπασμωδικά.
Κάθομαι στην άλλη καρέκλα του γραφείου. «Υποσχέθηκες στον Θεώνυμο ότι θα βρεις την αδελφή του–»
«Ότι θα του πω πού είναι.»
«Ναι. Τι συμβαίνει μαζί της; Όταν του το ανέφερα, νόμιζε ότι του έλεγα ψέματα. Ήταν έτοιμος να με δείρει – τουλάχιστον – αν όχι να με σκοτώσει.»
«Την έχει χάσει, εδώ και χρόνια,» αποκρίνεται η Ασημίνα. «Αλλά» – και συνοφρυώνεται, καχύποπτα νομίζω – «γιατί ρωτάς;»
«Από περιέργεια. Τι άλλο λόγο να έχω;»
«Η αδελφή του δεν ήθελε να μείνει στα άγρια Φέρνιλγκαν,» μου λέει η Ασημίνα. «Είχε το Χάρισμα.»
«Εννοείς ότι ήταν μάγισσα;»
«Ναι, και το είχε καταλάβει από αυτά που της συνέβαιναν. Πήγε στην Έτρεβοθ για να το ερευνήσει, στη Μαγική Σχολή εκεί· και την πληροφόρησαν ότι όντως μπορούσε να εκπαιδευτεί. Οπότε η Χλόη – αυτό είναι το όνομά της – αποφάσισε να μείνει, να διδαχθεί την τέχνη της μαγείας, και να επιλέξει κάποιο από τα μαγικά τάγματα. Αλλά δεν μπορούσαν να την κρατήσουν στη Μαγική Σχολή της Έτρεβοθ, γιατί έτυχε οι θέσεις να είναι πλήρεις–»
«Βρισκόμασταν ακόμα υπό Παντοκρατορική κατοχή τότε, έτσι;»
«Ναι,» λέει η Ασημίνα, και τα φρύδια της μετακινούνται ενώ αναδεύεται πάνω στην καρέκλα της σαν νάχει καρφιά. «Η Χλόη έφυγε, λοιπόν, από την Έτρεβοθ και κατέληξε στην Άντχορκ. Ο Θεώνυμος έχασε τελείως τα ίχνη της, γιατί εκείνη την περίοδο δεν μιλιόνταν οι δυο τους, είχαν τσακωθεί· ο Θεώνυμος ήταν εξοργισμένος μαζί της επειδή επέλεξε να πάει στις μεγαλουπόλεις.»
«Δε με παραξενεύει…»
«Η Χλόη έγινε μάγισσα του τάγματος των Βιοσκόπων, και υπηρέτησε τους Παντοκρατορικούς αρχικά, αλλά ύστερα έμπλεξε με την Επανάσταση. Τραυματίστηκε άσχημα σε μια μάχη, και τώρα μένει στη Νέσριβεκ.»
«Τα είπες όλ’ αυτά στον Θεώνυμο;»
«Ναι, κι ακόμα περισσότερα.»
«Θα πάει να τη βρει, δηλαδή;»
«Έτσι λέει.»
«Εσύ πώς τα ανακάλυψες;»
Η Ασημίνα χαμογελά. «Τι ερωτήσεις είναι αυτές; Δεν είσαι μέσα στην οικογένεια τόσα χρόνια;»
«Ναι, αλλά… και πάλι…»
«Ορισμένοι έχουν καλύτερη δικτύωση από άλλους, Ζορδάμη.» Ο λαιμός της συσπάται καθώς γελά. Ύστερα, η όψη της αλλάζει· γίνεται σοβαρή. «Άκου τώρα τι θέλω να κάνεις για μένα, αφότου μεταφέρεις τον Θεώνυμο.»
Ανάβω τσιγάρο, ακούγοντας.
Η ελευθερία μου από τη δουλεία της Σιδηράς Δυναστείας δεν είναι μακριά πια. Με κάθε δουλειά που κάνω για την Ασημίνα, βρίσκεται ολοένα και πιο κοντά…
Το επόμενο πρωί, φεύγω από τη βίλα της Ασημίνας Νέρφελδιφ μαζί με τον Θεώνυμο. Και η Κλεισμένη είναι καθισμένη στο πίσω κάθισμα, ξαπλωμένη σαν βαθύπλουτη αρχόντισσα, κουνώντας την ουρά της κάπου-κάπου.
Οδηγώ μέσα στους χωματόδρομους πηγαίνοντάς μας προς τη Νίρκωφ, ενώ ο Πράσινος Γδάρτης είναι σιωπηλός. Δεν μπορώ να διαβάσω το μυαλό του και πολύ καλά από την όψη του – είναι πολύ άγριος για εμένα – αλλά δεν μου μοιάζει δυσαρεστημένος γενικά. Πρέπει να είναι ικανοποιημένος από τη συναναστροφή του με την Ασημίνα. Και σκέφτομαι να τον ρωτήσω τι θα κάνει με την αδελφή του, να του ζητήσω να μου μιλήσει γι’αυτήν, αλλά δεν το κάνω γιατί δεν είμαι βέβαιος πώς θα το εκλάβει. Ίσως να θυμώσει που η Ασημίνα μού είπε τόσα για τη Χλόη.
Μετά από τη Νίρκωφ ακολουθώ τη μεγάλη δημοσιά προς τα δυτικά και φχαριστιέμαι οδήγηση, τρέχοντας με εκατό χιλιόμετρα την ώρα. Ο Θεώνυμος εξακολουθεί να είναι σιωπηλός, έτσι δεν έχω τίποτ’ άλλο να κάνω απ’το να συζητώ με το μυαλό μου. Αναρωτιέμαι τι ακριβώς μπορεί η Ασημίνα να θέλει από τον Πράσινο Γδάρτη. Γιατί ζητά την πίστη του; Σκοπεύει να τον χρησιμοποιήσει κάπως; Κι αν ναι, πώς; Δεν έχω την παραμικρή ένδειξη για οτιδήποτε. Η περίπτωση μού μοιάζει μυστηριώδης. Όπως μυστηριώδης μού μοιάζει και η επόμενη δουλειά που έχω αναλάβει για την Ασημίνα. Δεν είναι και τόσο διαφορετική από την υπόθεση του Θεώνυμου, απ’ό,τι καταλαβαίνω. Η Ασημίνα θέλει, ξανά, να συνεργαστεί με κάποιον. Να τον πάρει με το μέρος της, ίσως, θα μπορούσες να πεις. Αλλά… γιατί; Τι έχει κατά νου;
Ό,τι και νάναι δεν σ’ενδιαφέρει, ραλίστα, λέω στον εαυτό μου. Εκείνο που σ’ενδιαφέρει είναι να σβήσει η Ασημίνα το χρέος σου και να τελειώνεις με την καταραμένη δουλεία της Σιδηράς Δυναστείας, να πας να τρέξεις πάλι σε κανέναν αγώνα δρόμου. Και μ’ετούτη τη σκέψη στο μυαλό μου, αυξάνω ταχύτητα, περνώντας επικίνδυνα κοντά από ένα δίκυκλο, που ο οδηγός του φωνάξει οργισμένα πίσω μου, βρίζοντάς με.
Ο Θεώνυμος γελά.
«Σ’αρέσει η οδήγησή μου, Πράσινε Γδάρτη;» τον ρωτάω.
«Δε μπορεί νάσαι τυχαίος οδηγός, Ζορδάμη.»
«Για σκυλάκι των Φέρνιλγκαν ξέρεις πολλά από οδήγηση, Πράσινε Γδάρτη.»
Ο Θεώνυμος γελά ξανά. «Στα Φέρνιλγκαν δεν υπάρχουν σκυλάκια, μόνο λύκοι, σκυλάκι των πόλεων.»
Χαμογελάω άγρια. «Τρέχουμε, όμως, γρήγορα εμείς τα σκυλάκια των πόλεων, δεν τρέχουμε;» Επιταχύνω κι άλλο. Πηγαίνω τώρα με εκατόν-είκοσι χιλιόμετρα την ώρα. Το μέγιστο. Αυτό το όχημα δεν τρέχει περισσότερο.
«Τότε είστε λαγοί!»
«Ραλίστας είμαι, για την ακρίβεια.»
Ο Θεώνυμος με λοξοκοιτάζει.
«Δεν σου λέω ψέματα.»
Ο Θεώνυμος τρίβει τα μούσια του, χωρίς να μιλήσει.
*
Όταν στρίβω νότια, αφήνοντας τη δημοσιά πίσω μας, σταματάω σ’ένα πανδοχείο για να ξεκουραστούμε, γιατί είναι πια μεσημέρι. Αργότερα, φεύγουμε πηγαίνοντας στην Έτρεβοθ, και από εκεί οδηγώ νοτιοανατολικά μέσα στο απόγευμα ενώ ο Θεώνυμος με κατευθύνει, γνωρίζοντας ετούτους τους τόπους σαφώς καλύτερα από εμένα. Έχει πια νυχτώσει όταν βρισκόμαστε σ’ένα κακοτράχαλο μονοπάτι πλάι σ’ένα σκοτεινό δάσος και ο Πράσινος Γδάρτης μού λέει:
«Εδώ σταματάς.»
Πατάω το φρένο. «Εδώ είναι το άντρο σου;» Δε βλέπω τίποτα γύρω μου που να υπονοεί την ύπαρξη κανενός είδους άντρου. Τα πάντα είναι σκοτεινά και άνθρωπος δεν φαίνεται. Μια κουκουβάγια φωνάζει και πετά από το κλαδί ενός δέντρου, φτεροκοπώντας.
«Δεν περίμενες, φυσικά, να σε πάω στο ίδιο το άντρο μου, σκυλάκι των πόλεων…»
«Φοβάσαι ότι θα σε προδώσω σε εχθρούς;»
«Δεν υπάρχει λόγος να ξέρεις πού είναι,» λέει ο Θεώνυμος. «Αντίο, και η δύναμη του Κάρτωλακ να σε συντρέχει.» Ανοίγει την πόρτα πλάι του.
«Πού προτείνεις να περάσω τη νύχτα; Εδώ; Μες στη μέση της ερημιάς;»
«Γύρνα στην Έτρεβοθ.» Βγαίνει από το όχημα. «Δε μπορώ να σε πάρω μαζί μου.» Κλείνει την πόρτα και φεύγει, βαδίζοντας ανάμεσα στα δέντρα, και σύντομα τον χάνω από τα μάτια μου.
Αναστενάζω και, κοιτάζοντας την Κλεισμένη απ’τον καθρέφτη, της λέω: «Ξέρεις τι σημαίνει αυτό, κούκλα; Δυο ώρες δρόμος ακόμα, ενώ ήδη οδηγώ τις ώρες της Λόρκης σήμερα.»
Η γάτα χασμουριέται και τεντώνεται πάνω στο πίσω κάθισμα.
«Στα χνουδωτά σου οπίσθια, ε;» λέω, καθώς στρίβω το όχημα για να επιστρέψουμε στην Έτρεβοθ.
*
Η Έτρεβοθ, δυστυχώς, δεν έχει δημόσιο αεροδρόμιο· έχει μόνο ιδιωτικά αεροδρόμια και ελικοδρόμια κάποιων πλουσίων· έτσι δεν μπορώ να πάρω αεροπλάνο από εδώ για να πετάξω ώς την Αγκένροβ όπου είναι ο προορισμός μου. Πρέπει να πάω στη Θακέρκοβ. Το πρωί, λοιπόν, φεύγω από την Έτρεβοθ περνώντας πάνω από τη μεγάλη γέφυρα του ποταμού Κάλμωθ και ταξιδεύω νοτιοδυτικά με μοναδική παρέα την Κλεισμένη, η οποία τώρα κάθεται στη θέση του συνοδηγού, μη θέλοντας να μ’αφήσει μόνο μου εδώ μπροστά. Τα μάτια της ατενίζουν παρατηρητικά τα τοπία έξω από τα παράθυρα του οχήματος.
Ανάβω τσιγάρο μετά από κανένα μισάωρο. Η Κλεισμένη μού γρυλίζει. Δε νομίζω πως της αρέσει το κάπνισμα. «Σκασμός,» της λέω. «Μη με καταπιέζεις πρωί-πρωί.»
Το απόγευμα φτάνω, τελικά, στη Θακέρκοβ ύστερα από παραπάνω από έξι ώρες οδήγηση και έχοντας αλλάξει μια ενεργειακή φιάλη στο όχημά μου. Πηγαίνω κατευθείαν στον αερολιμένα της πόλης και ρωτάω πότε είναι η πρώτη πτήση για Αγκένροβ. Δηλώνω, επίσης, ότι έχω μαζί μου ένα τετράκυκλο όχημα και μια γάτα.
«Η γάτα θα πρέπει να μπει σε ειδικό κλουβί, κύριε,» με πληροφορεί ο υπάλληλος πίσω απ’το γραφείο.
«Το ξέρω,» του λέω. «Πότε είναι η πρώτη πτήση προς Αγκένροβ;»
«Απόψε, κύριε. Στις έντεκα και μισή. Σας ενδιαφέρει;»
«Ναι.»
Μου λέει πόσο κάνει το εισιτήριο και τον πληρώνω. Δεν έχω οικονομικό πρόβλημα· η Ασημίνα μ’έχει εφοδιάσει. Η ίδια, βασικά, με προέτρεψε να πάρω αεροπλάνο, για να μην αργήσω.
Πηγαίνω σ’ένα ξενοδοχείο, για να ξεκουραστώ λίγο και να φάω, και όταν έρχεται η ώρα επισκέπτομαι ξανά τον Αερολιμένα της Θακέρκοβ. Δίνω το όχημά μου στους υπαλλήλους για να το βάλουν στην κοιλιά του πελώριου αεροπλάνου, και βάζω ο ίδιος την Κλεισμένη στο κλουβί που μου παραχωρούν. Η γάτα με αγριοκοιτάζει, αντιπαθώντας τα κάγκελα όπως κάθε φυσιολογικό μυαλό, ανθρώπινο ή ζωώδες.
Επιβιβάζομαι στο αεροπλάνο μαζί με τους υπόλοιπους επιβάτες, οι οποίοι είναι πολλοί – ειδικά αν σκεφτεί κανείς την ώρα. Μετά από λίγο πετάμε πάνω από τα σύννεφα βλέποντας το φεγγάρι να φωτίζει τον σκοτεινό ουρανό. Κατευθυνόμαστε νότια και ανατολικά, περνώντας από τα βουνά της Ραχοκοκαλιάς. Την τελευταία φορά που πέρασα με αεροπλάνο από εδώ, αεροπειρατές το ανάγκασαν να προσγειωθεί και μετά δυσκολίας κατάφερα να ξεφύγω ζωντανός μαζί με μια διαφημίστρια που έτυχε να γνωρίζει την Καλλιόπη, την παλιά μου συνοδηγό. Αυτή τη φορά, ευτυχώς κανένας δεν μας επιτίθεται.
Σε δυο ώρες περίπου, προσγειωνόμαστε στον Μεγάλο Αερολιμένα της Αγκένροβ, που βρίσκεται ανατολικά της πόλης. Τα μεσάνυχτα έχουν περάσει. Παίρνοντας το όχημά μου από την κοιλιά του αεροσκάφους, αποβιβάζομαι και φεύγω από το αεροδρόμιο, μπαίνοντας στους δρόμους ανάμεσα στις ψηλές πολυκατοικίες της Αγκένροβ και οδηγώντας προς ένα ξενοδοχείο.
Η Κλεισμένη νομίζω ότι ακόμα μου κρατά μούτρα που την κλείδωσα μέσα στο κλουβί.
*
Ο άνθρωπος που έχω έρθει να συναντήσω ονομάζεται Χαρίλαος Τάρνελκωφ και, εκτός από μέλος της Σιδηράς Δυναστείας, είναι έμπορος μικρών όπλων. Τον έχω συναντήσει και παλιότερα: μία φορά όταν ήμουν σταλμένος εδώ από τον Σερφάντη Γηραιώνυμο της Μέλβερηθ· και μετά όταν είχα περάσει από την Αγκένροβ για να με οδηγήσουν στη Χαρπόβη, όχι και τόσο καιρό πριν. Γνωρίζω πώς να επικοινωνήσω μαζί του, άμεσα πλέον. Την τελευταία φορά μού έδωσε τον τηλεπικοινωνιακό κώδικα του πομπού του. Έτσι, το πρωί, όταν ξυπνάω (όχι και τόσο νωρίς, ομολογουμένως) τον καλώ και του λέω πως θα ήθελα να του μιλήσω.
«Για τι θέμα, ραλίστα;» με ρωτά η φωνή του από το μεγάφωνο του τηλεπικοινωνιακού πομπού μου.
«Πρέπει να σε δω από κοντά. Πού θέλεις να συναντηθούμε;»
«Έχεις υπόψη σου τον Κόκκινο Επενδύτη, στην Οδό Ευπρόσιτου;»
«Φυσικά.» Είναι ένα από τα μεγάλα εστιατόρια-μπαρ της Αγκένροβ.
«Συνάντησέ με εκεί σε δύο ώρες.»
Το μεσημέρι, δηλαδή. «Καλώς.»
Η επικοινωνία μας τερματίζεται, και ξαπλώνω πάλι γιατί έχω κουραστεί από τόση οδήγηση τελευταία. Λες νάχω αρχίσει να χάνω τις αντοχές μου καθώς γερνάω; Μπα, έχω ακόμα πολλές δυνάμεις για ράλι μέσα μου.
Φτάνει να ξεμπερδέψω μ’αυτούς τους καριόληδες της Σιδηράς Δυναστείας, πρώτα.
Το μεσημέρι πηγαίνω στον Κόκκινο Επενδύτη χωρίς την Κλεισμένη, γιατί φοβάμαι ότι ίσως να μην της επιτρέψουν να μπει. Την αφήνω στο ξενοδοχείο, αφού της βάζω φαγητό και νερό μέσα σε δύο κύπελλα.
Ο Τάρνελκωφ με περιμένει στο εστιατόριο καθισμένος σ’ένα από τα τραπέζια μαζί με τη γυναίκα που θυμάμαι ότι λέγεται Νίκη και πρέπει, από την όψη της, νάναι τουλάχιστον πέντε χρόνια μικρότερή του. Ο Τάρνελκωφ είναι καμια πενηνταριά χρονών, σίγουρα· έχει δέρμα λευκό με απόχρωση του ροζ, και ξανθά, κοντοκουρεμένα μαλλιά. Ένα ελαφρύ λευκό πουκάμισο τον ντύνει, κι ένα σακάκι κρέμεται στην πλάτη της καρέκλας του. Η Νίκη έχει παρόμοιο δερματικό χρωματισμό με εκείνον και κοντά, καστανά μαλλιά. Φορά μια μαύρη τουαλέτα που αφήνει τους ώμους, τα χέρια, και την πλάτη της εκτεθειμένα. Ακόμα δεν έχω καταλάβει αν είναι σύζυγος του Χαρίλαου, ερωμένη του, ή τίποτα από τα δύο. Δεν τους έχω δει και πολλές φορές μαζί, βέβαια.
«Ζορδάμη,» μου λέει ο Τάρνελκωφ χωρίς να σηκωθεί, καθώς πλησιάζω, «κάθισε.»
Παίρνω θέση αντίκρυ του, μπροστά σ’ένα άδειο πιάτο κι ένα αναποδογυρισμένο ποτήρι.
«Όπως βλέπεις έχουμε παραγγείλει αρκετό φαγητό για τρεις. Φάε αν πεινάς,» λέει ο Τάρνελκωφ.
«Ευχαριστώ,» αποκρίνομαι αρχίζοντας να βάζω φαγητό στο πιάτο μου από τις πιατέλες στο κέντρο του τραπεζιού.
«Τι είναι, λοιπόν, αυτό για το οποίο θέλεις να μου μιλήσεις;» ρωτά ο Τάρνελκωφ όταν έχω αυτοσερβιριστεί και γεμίσει το ποτήρι μου με Σεργήλιο οίνο. «Θέμα της οικογένειας;»
«Μήνυμα, βασικά. Από ένα άλλο μέλος προς εσένα.» Βγάζω έναν φάκελο από την καπαρντίνα μου και του τον δίνω. Δεν έχει όνομα επάνω.
Ο Τάρνελκωφ συνοφρυώνεται. «Ανώνυμο;»
«Υπάρχει όνομα μέσα,» αποκρίνομαι κι αρχίζω να τρώω.
«Να το κοιτάξω τώρα;» Μ’ατενίζει επιφυλακτικά σαν νάχω μετατραπεί σε κάποιον μυστηριώδη μαντατοφόρο από άλλη διάσταση.
«Αν θέλεις.»
Ο Τάρνελκωφ ανοίγει τον φάκελο, βγάζει ένα διπλωμένο χαρτί, το ξεδιπλώνει, και το διαβάζει. Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι γραμμένο εκεί μέσα, αλλά μάλλον πρόκειται για κάποια πρόταση προς τον Χαρίλαο: κάποια πρόταση παρόμοια μ’αυτή προς τον Θεώνυμο. Η Ασημίνα μπορεί να μη μου εξήγησε τίποτα, αλλά μου είπε να περιμένω να πάρω την απάντηση του Τάρνελκωφ, ακόμα κι αν χρειαστεί να μείνω στην Αγκένροβ μια, δυο μέρες. Τι είδους απάντηση μπορεί να είναι αυτή; τη ρώτησα, κι εκείνη μού απάντησε ότι ή ο Τάρνελκωφ θα θέλει να συνεργαστεί μαζί της ή όχι. Διευκρινήσεις, αν μου ζητήσει, δεν έχω να του δώσω.
Τώρα, καθώς τελειώνει με την ανάγνωση του μηνύματος, το διπλώνει ξανά, το βάζει στον φάκελο, και το κρύβει μέσα σε μια τσέπη του πουκαμίσου του, ενώ στρέφει τα μάτια του σ’εμένα.
«Δουλεύεις γι’αυτήν, δηλαδή…» μου λέει.
«Για την ώρα,» αποκρίνομαι. «Όπως ξέρεις, χρωστάω.»
«Κι ακόμα δεν έχεις ξεπληρώσει, ε;»
«Σύντομα θα έχω.» Πίνω μια γουλιά κρασί, και η γεύση του είναι πολύ γλυκιά στο στόμα μου.
Ο Τάρνελκωφ με ατενίζει συλλογισμένα. Ανάβει ένα τσιγάρο. Η Νίκη κοιτάζει μια εμένα μια τον Χαρίλαο· δεν μιλά: τσιμπάει κάπου-κάπου πιρουνιές από τη σαλάτα της.
«Πρέπει να μου απαντήσεις,» λέω στον Τάρνελκωφ. «Το γράφει το χαρτί, δεν το γράφει;»
«Το γράφει.»
Τον περιμένω να συνεχίσει.
«Πρέπει να απαντήσω αμέσως;» ρωτά.
«Μπορώ να μείνω στην Αγκένροβ μια, δυο μέρες,» αποκρίνομαι. «Αλλά μετά η προσφορά δεν θα ισχύει πλέον.»
«Όταν φύγεις από την πόλη, τελείωσε; Δεν μπορώ να το ξανασκεφτώ πια;»
«Όχι. Δυστυχώς. Και δεν παίρνω εγώ αυτές τις αποφάσεις, έχε υπόψη σου.»
«Το καταλαβαίνω,» αποκρίνεται ο Τάρνελκωφ. «Λοιπόν,» μου λέει καθαρίζοντας τον λαιμό του. «Θα σου απαντήσω αύριο, κατά πάσα πιθανότητα.»
Και το υπόλοιπο μεσημέρι συζητάμε για παλιούς αγώνες ράλι. Ο Τάρνελκωφ παρακολουθεί το άθλημα, αν και, βέβαια, δεν είναι φανατικός σαν την Ασημίνα.
Προς το τέλος, προτού φύγουμε από τον Κόκκινο Επενδύτη, μου λέει: «Θα μου απαντήσεις ειλικρινά σε μια ερώτηση, ραλίστα;»
«Αν μπορώ.»
Τα μάτια του μ’ατενίζουν ερευνητικά. Αναρωτιέται τι αξιοπιστία έχει η υπόσχεση του Ζορδάμη με τα Πολλά Πρόσωπα;
«Αν μπορώ,» επαναλαμβάνω.
«Γνωρίζεις καλά την κυρία Νέρφελδιφ;»
«Πριν από λίγο καιρό τη γνώρισα.»
«Εγώ δεν την έχω συναντήσει ποτέ,» μου λέει ο Τάρνελκωφ. «Μονάχα ακουστά την έχω.»
«Εγώ δεν την είχα καν ακούσει.»
«Είναι πολύ πλούσια.»
«Το έχω καταλάβει αυτό.»
«Δεν είναι ψέμα, δηλαδή…»
«Όχι,» του λέω, «σίγουρα δεν είναι ψέμα. Κολυμπά στους ήλιους.» Τι είδους πρόταση τού έκανε μέσα στο μήνυμα; Τι του υποσχέθηκε; Χρηματοδότηση και σ’αυτόν; Για κάποιο λόγο, το αμφιβάλλω. Ο Χαρίλαος Τάρνελκωφ δεν είναι ο Θεώνυμος ο Πράσινος Γδάρτης. Συγκρατούμαι απ’το να ρωτήσω. Δε σ’ενδιαφέρει, ραλίστα! Μη μπλέκεις ξανά. Θα κάνεις τις δουλειές και το χρέος σου θα σβήσει – και τελείωσε το θέμα!
«Μάλιστα,» λέει ο Τάρνελκωφ. «Δε θα σε ρωτήσω, βέβαια, τι θα έκανες στη θέση μου, γιατί, αφού για την ώρα την υπηρετείς–»
Κουνάω το κεφάλι. «Δεν ξέρω καν τι σου έχει προτείνει ακριβώς. Απλώς ο μαντατοφόρος είμαι.»
«Χαίρομαι γι’αυτό,» λέει ο Τάρνελκωφ, και δεν νομίζω ότι ψεύδεται. Δεν ξέρω, όμως, γιατί τον χαροποιεί το γεγονός ότι είμαι μόνο ο μαντατοφόρος. Σκέφτεται ότι ίσως θα μπορούσε να με χρησιμοποιήσει κάπως, στο μέλλον;
*
Την επομένη, πριν από το μεσημέρι, ο Τάρνελκωφ με καλεί στον τηλεπικοινωνιακό πομπό μου.
«Σχετικά μ’εκείνο το θέμα που συζητήσαμε, Ζορδάμη… Πες της ότι συμφωνώ, ότι δέχομαι.»
«Εντάξει,» του λέω. «Θέλεις κάτι άλλο από εμένα;»
«Όχι. Καλό ταξίδι.»
Το απόγευμα παίρνω αεροπλάνο ξανά, για να πετάξω προς Θακέρκοβ και από εκεί, αν βρω άλλο αεροπλάνο που να μπορεί να μεταφέρει το όχημά μου, προς Νίρβεκ. Από τη Νίρβεκ σκοπεύω να πάω στη βίλα της Ασημίνας Νέρφελδιφ ακολουθώντας τη δημοσιά, για να ευχαριστηθώ οδήγηση λιγάκι.
Κάτι μού λέει ότι θα βαρεθούμε τις μεγάλες διαδρομές, τις ημέρες που θ’ακολουθήσουν· γιατί υποπτεύομαι ότι η Ασημίνα έχει υπόψη της να κάνει προτάσεις σε αρκετούς ακόμα ανθρώπους. Κι αναρωτιέμαι… δεν μπορώ παρά ν’αναρωτιέμαι… Γιατί;
Κοίτα τη δουλειά σου, ραλίστα. Σύντομα το χρέος σου θα διαγραφεί και θ’αφήσεις την καταραμένη Δυναστεία πίσω σου.
Βρίσκεται ήδη τέσσερις ημέρες στη Νίρβεκ όταν τα μέσα μαζικής πληροφόρησης – εφημερίδες, ο τηλεοπτικός σταθμός ΤηλεΝίρβεκ, διάφοροι ραδιοφωνικοί σταθμοί – ανακοινώνουν τη δολοφονία του μεγάλου εμπόρου Φιλοπολίτη Τασνικέφ.
Θεοί… σκέφτεται, απορημένη. Προχτές του μιλούσα…
Ο Φιλοπολίτης Τασνικέφ, εκτός από έμπορος ανταλλακτικών πλοίων, ήταν και μέλος της Σιδηράς Δυναστείας. Σημαντικό μέλος της.
Πώς τον άφησαν τόσο αφύλαχτο ώστε να τον δολοφονήσουν; αναρωτιέται η Αστερόπη, βηματίζοντας συλλογισμένα μέσα στο μικρό σαλόνι του διαμερίσματός της, στον τρίτο όροφο μιας πολυκατοικίας της Μεσόπολης. Πριν από λίγο ξύπνησε, και είναι ντυμένη με μια ελαφριά καρό ρόμπα που αναδεύεται γύρω από τα γυμνά πόδια της. Το δέρμα της είναι λευκό με απόχρωση του ροζ, τα μαλλιά της μαύρα και κοντά.
«Τι παράξενο…» μουρμουρίζει, καθώς θυμάται τι μόλις άκουσε στον ΤηλεΝίρβεκ. Ο κύριος Τασνικέφ δολοφονήθηκε ενώ βρισκόταν σ’ένα συνέδριο ναυτικών στον Ολάνοιχτο, βόρεια της Μεσόπολης. Δολοφονήθηκε από βέλος. Βέλος. Το οποίο διαπέρασε τον λαιμό του από τη μια μεριά ώς την άλλη. Οι αρχές της πόλης δεν είναι ακόμα σίγουρες πού ακριβώς βρισκόταν ο δολοφόνος όταν έριξε, πάντως το βλήμα μπήκε από παράθυρο σπάζοντας το τζάμι, κι αυτό σημαίνει ότι βρισκόταν είτε σε κάποια από τις στέγες του οικοδομήματος όπου γινόταν το συνέδριο είτε σε κάποιο γειτονικό οικοδόμημα. Αίσθηση έχει, επίσης, προκαλέσει το γεγονός ότι όποιος κι αν σκότωσε τον Τασνικέφ τον σκότωσε με τόξο, προφανώς. Τι ήταν, από τα Φέρνιλγκαν;
Από τα Φέρνιλγκαν… σκέφτεται η Αστερόπη. Θα μπορούσε… Στο μυαλό της έρχεται ένας άνθρωπος που κάνει ακριβώς αυτή τη δουλειά: σκοτώνει με τόξο. Αλλά είναι αδύνατον να ήταν αυτός, γιατί είναι μέλος της Σιδηράς Δυναστείας. Τον λένε Ζορδάμη, και είναι γνωστός μέσα στην οικογένεια με το κωδικό όνομα Τοξότης.
Δε μπορεί ο Τοξότης να σκότωσε τον Φιλοπολίτη Τασνικέφ! Ο ένας ήξερε ότι ο άλλος ήταν μέλος της Δυναστείας, και η Αστερόπη νομίζει πως σίγουρα θα το είχε ακούσει αν είχε δημιουργηθεί κάποια σοβαρή ρήξη μεταξύ τους. Επιπλέον, ο Τοξότης είναι επαγγελματίας δολοφόνος· δεν θα σκότωνε ένα άλλο μέλος της Δυναστείας απλά και μόνο επειδή τσαντίστηκε μαζί του!
Αν όμως κάποιος τον πλήρωσε;… Αλλά ποιος; Κάποιος που δεν ανήκει στη Σιδηρά Δυναστεία; Ο Τοξότης σίγουρα θα αρνιόταν να δολοφονήσει τον Τασνικέφ, γιατί ξέρει ότι έχει πιο πολλά να κερδίσει από τη Δυναστεία παρά από κάποιον τυχαίο εργοδότη.
«Τι σκατά συμβαίνει εδώ;» μουρμουρίζει, προβληματισμένη, η Αστερόπη, δαγκώνοντας τον αντίχειρά της, ενώ εξακολουθεί να βηματίζει μέσα στο μικρό σαλόνι. «Δεν το πιστεύω!» Και είναι βέβαιη πως ούτε κανένας άλλος μέσα στη Δυναστεία θα μπορεί να το πιστέψει.
Ο μπαμπάς σίγουρα θα θέλει να μάθει τι έγινε, σκέφτεται. Κι εγώ θέλω να μάθω τι έγινε. Βγάζει τη ρόμπα της και, πηγαίνοντας στο υπνοδωμάτιο, αρχίζει να ντύνεται. Φορά ένα μαύρο δερμάτινο παντελόνι· μια γκρίζα, κοντομάνικη γυναικεία τουνίκα που στην πίσω μεριά έχει κεντημένο το κερασφόρο κεφάλι ενός ελαφιού· ψηλές μαύρες μπότες πάνω από κοντές μαύρες κάλτσες· και μια μαύρη, κοντή καπαρντίνα. Από τη βαλίτσα της παίρνει ένα πάκο πλαστές ταυτότητες και τις γυρίζει γρήγορα, επιδέξια, μέσα στα δάχτυλά της· βρίσκει εκείνη που ψάχνει και την κρύβει σε μια εσωτερική τσέπη της καπαρντίνας της. Κάτω από την καπαρντίνα κρύβει, επίσης, ένα πιστόλι διπλής χρήσης (πυροβόλο και ενεργοβόλο) κι ένα μακρύ στιλέτο που ανοιγοκλείνει αυτόματα και περιέχει μπαταρία ώστε να μπορεί να λειτουργήσει και ως ενεργειακό με το πάτημα ενός κουμπιού.
Η Αστερόπη χτενίζει τα κοντά μαλλιά της γρήγορα μπροστά στον καθρέφτη και βάφεται απλά, όπως θα βαφόταν κάποια που ανήκει σε δυνάμεις ασφαλείας. Φορά ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά με ενσωματωμένη κρυφή φωτογραφική μηχανή. Βάζει μερικά πράγματα σε μια δερμάτινη τσάντα, την κρεμά στον ώμο της, και φεύγει από το διαμέρισμα.
Ο καιρός στη Νίρβεκ δεν είναι και πολύ καλός σήμερα καθώς είναι ακόμα οι αρχές της άνοιξης, αλλά ο ήλιος είναι αρκετά έντονος αν όχι ζεστός. Το γκαράζ της πολυκατοικίας βρίσκεται δίπλα της· η Αστερόπη κατεβαίνει τις σκάλες πλάι στη μεγάλη ράμπα, και ύστερα από λίγο ανεβαίνει ξανά, αυτή τη φορά από τη ράμπα και καβαλώντας το δίκυκλό της. Οδηγώντας μέσα στους δρόμους της Νίρβεκ, φτάνει γρήγορα στον Ολάνοιχτο και πλησιάζει το μέρος όπου έγινε η συνεδρίαση των ναυτικών χτες το απόγευμα: ένα πολλαπλό οικοδόμημα που δεν βρίσκεται μακριά ούτε από το λιμάνι θαλάσσης ούτε από το λιμάνι του ποταμού Τάρνοφ. Έχει έξι ορόφους και περίπλοκο σχήμα. Ελάχιστα διαμερίσματά του είναι κατοικίες, απ’ό,τι ξέρει η Αστερόπη, και συνήθως τα νοικιάζουν κατάσκοποι ή επιχειρηματίες· αυτός κιόλας είναι ο λόγος που υπάρχουν καν. Τα περισσότερα τμήματα του οικοδομήματος χρησιμοποιούνται ως γραφεία, εργαστήρια, ή χώροι εκδηλώσεων και συνεδριάσεων.
Η Αστερόπη σταματά το δίκυκλό της απέξω, το κλειδώνει, και κατεβαίνοντας πλησιάζει την είσοδο. Βαδίζει σαν να ξέρει ακριβώς πού κατευθύνεται και ο θυρωρός, φυσικά, δεν τη σταματά. Πολλοί άνθρωποι πηγαίνουν κι έρχονται εδώ για διάφορους λόγους. Η Αστερόπη στέκεται μπροστά στον ανελκυστήρα και κοιτάζει τον πίνακα με τα ονόματα και τις επωνυμίες· εντοπίζει την αίθουσα συνεδριάσεων όπου δολοφονήθηκε ο Φιλοπολίτης Τασνικέφ. Τέταρτος όροφος.
Πατά το κουμπί και περιμένει να έρθει ο θάλαμος κάτω. Η πόρτα ανοίγει. Η Αστερόπη μπαίνει και ανεβαίνει, βέβαιη πως όταν φτάσει στον προορισμό της θα συναντήσει ανθρώπους της Χωροφυλακής της Νίρβεκ· θα γίνονται ακόμα έρευνες εκεί, αναμφίβολα. Αυτό όμως δεν την ανησυχεί στο ελάχιστο. Εκτός του ότι είναι κατάλληλα εξοπλισμένη, γνωρίζει επίσης πως ο Ρίβης Παλιόσυρμος, ένας λοχαγός της Χωροφυλακής, είναι μέλος της Σιδηράς Δυναστείας.
Η πόρτα του ανελκυστήρα ανοίγει αποκαλύπτοντας έναν διάδρομο με διάφορες ξύλινες εισόδους, που άλλες έχουν πινακίδες επάνω τους, άλλες όχι, μοιάζοντας μυστηριώδεις. Μπροστά σε μία που είναι ανοιχτή στέκονται δύο οπλισμένοι χωροφύλακες. Εκεί έγινε ο φόνος.
Η Αστερόπη πλησιάζει και, ασφαλώς, τη σταματάνε.
«Πού πηγαίνετε, κυρία; Δεν επιτρέπεται η είσοδος. Χτες το απόγευμα–»
«–δολοφονήθηκε ο Φιλοπολίτης Τασνικέφ εδώ. Το γνωρίζω.» Η Αστερόπη βγάζει από την καπαρντίνα της την ταυτότητα που την αναγνωρίζει ως ειδική ερευνήτρια της Χωροφυλακής της Νίρβεκ και του τη δείχνει. «Θέλω να ρίξω μια ματιά.»
«Ναι, βεβαίως–»
Ο άλλος χωροφύλακας τον διακόπτει: «Δώστε μου την ταυτότητά σας, κυρία,» λέει τείνοντας το χέρι του.
Η Αστερόπη συνοφρυώνεται. «Γιατί;»
«Θέλω να την κοιτάξω από πιο κοντά, αν δεν έχετε πρόβλημα.» Ο άντρας είναι ψηλός, με δέρμα λευκό-ροζ και μαύρα, κοντοκουρεμένα μαλλιά. Τα μάτια του είναι στενά και ασάλευτα· η μύτη του σχεδόν αόρατη. Εξακολουθεί να έχει το γαντοφορεμένο χέρι του τεντωμένο προς την Αστερόπη.
Εκείνη τού δίνει την ταυτότητά της. «Παραείστε επιφυλακτικός, κύριε Νάκαρντωφ,» λέει, έχοντας δει το όνομά του γραμμένο επάνω στη στολή του.
Ο άντρας κοιτάζει την ταυτότητα για λιγότερο από μισό λεπτό και, μετά, τραβά το πιστόλι του και σημαδεύει την Αστερόπη. «Μείνετε στη θέση σας,» λέει.
«Τι;» κάνει εκείνη. «Τι συμβαίνει, χωροφύλακα; Υπάρχει κάποιο–;»
«Η ταυτότητά σας δεν είναι πραγματική.» Το πιστόλι δεν κινείται από τη θέση του.
Ο άλλος χωροφύλακας κοιτάζει τον Νάκαρντωφ παραξενεμένος, αμήχανος.
«Φυσικά και είναι πραγματική!» διαμαρτύρεται η Αστερόπη, βέβαιη πως αποκλείεται να μπόρεσε αυτός ο τύπος να διακρίνει τόσο απλά ότι η ταυτότητά της είναι πλαστή. Της την έχουν φτιάξει σύμφωνα με οδηγίες που έχει δώσει ο ίδιος ο Ρίβης Παλιόσυρμος.
«Δεν είναι πραγματική,» επιμένει ο Νάκαρντωφ, και προς τον συνάδελφό του: «Φόρεσέ της χειροπέδες.»
«Μισό λεπτό,» λέει εκείνος. «Είσαι σίγουρος;»
«Λάθος κάνεις!» φωνάζει η Αστερόπη στον Νάκαρντωφ. «Η ταυτότητά μου είναι πραγματική, και θα φροντίσω να τιμωρηθείς αυστηρά γι’αυτή την καθυστέρηση που προκαλείς στη δουλειά μου, χωροφύλακα!»
«Φόρεσέ της τις χειροπέδες, Αλλάνδρη,» λέει επίμονα ο Νάκαρντωφ στον συνάδελφό του. «Κουνήσου! Μπορεί νάναι επικίνδυνη!»
Ο Αλλάνδρης βγάζει τις χειροπέδες από τη ζώνη του και πλησιάζει την Αστερόπη, η οποία δεν το πιστεύει ότι αυτό το πράγμα συμβαίνει.
«Σας λέω, η ταυτότητα είναι αληθινή!»
«Τα χέρια σου,» προστάζει ο Αλλάνδρης ανοίγοντας τη μια χειροπέδα.
Η Αστερόπη τού δίνει το ένα της χέρι και, καθώς εκείνος το πιάνει, τον τραβά απότομα και του βάζει τρικλοποδιά, σωριάζοντάς τον στο πάτωμα. Ύστερα, χωρίς να χάσει καιρό, αρχίζει να τρέχει.
«ΑΚΙΝΗΤΗ!» φωνάζει πίσω της ο Νάκαρντωφ, πυροβολώντας και χτυπώντας έναν τοίχο. «ΜΕΙΝΕ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ!» Τον ακούει να την καταδιώκει.
Και βλέπει ότι ο ανελκυστήρας δεν βρίσκεται τώρα εδώ· κάποιος τον έχει πάρει. «Γαμήσου!» γρυλίζει η Αστερόπη κάτω απ’την ανάσα της, και τρέχει στις σκάλες, κατεβαίνοντας γρήγορα, πηδώντας τρία-τρία τα σκαλοπάτια.
Πώς είναι δυνατόν αυτός ο καριόλης να κατάλαβε ότι η ταυτότητά της δεν είναι αληθινή; Είναι αδύνατον αυτό να το καταλάβει κάποιος τόσο εύκολα! Τι σκατά είδε; Έχει κάτι αλλάξει στις ταυτότητες των ειδικών ερευνητών της Χωροφυλακής τον τελευταίο καιρό; Κάτι που η Αστερόπη δεν ξέρει; Και γιατί κανένας δεν την ενημέρωσε; Κάποιος θα μετανιώσει γι’αυτό, μα τα δόντια της Λόρκης!
Φτάνοντας κάτω, στο ισόγειο, βλέπει πως η γυάλινη είσοδος του οικοδομήματος είναι κλειστή, και ο θυρωρός έχει εξαφανιστεί. Τον ειδοποίησαν, οι δαιμονισμένοι! Η Αστερόπη τρέχει στην πόρτα και κάνει να την ανοίξει, μα τη βρίσκει κλειδωμένη. Γρυλίζοντας, εξαγριωμένη, τραβά το πιστόλι της από την καπαρντίνα και πυροβολεί διαλύοντας τα τζάμια με μεγάλο θόρυβο. Περνά ανάμεσα από γυάλινα θραύσματα, βγαίνοντας, τρέχοντας προς το δίκυκλό της.
Αλλά τρία άλλα δίκυκλα έρχονται ξαφνικά προς το μέρος της: τρία δίκυκλα με ανθρώπους της χωροφυλακής επάνω, δύο άντρες και μια γυναίκα. Ο ένας προλαβαίνει την Αστερόπη προτού φτάσει στο όχημά της· την αρπάζει από την πλάτη της καπαρντίνας της και την τραβά μαζί του ενώ το δίκυκλό του κινείται γρήγορα. Η Αστερόπη, ουρλιάζοντας, χάνει την ισορροπία της· τα γόνατά της τρίβονται στο οδόστρωμα. Ο χωροφύλακας την αφήνει να σωριαστεί. Το πιστόλι της έχει πέσει από το χέρι της.
Κάνει να σηκωθεί, όταν ένα άλλο δίκυκλο σταματά μπροστά της και η χωροφύλακας που το καβαλά κατεβαίνει κι αμέσως της επιτίθεται κλοτσώντας την στα πλευρά, γρονθοκοπώντας την στο κεφάλι. Η Αστερόπη κυλά ξανά στο οδόστρωμα, μουγκρίζοντας ζαλισμένη. Βλέπει χρώματα να θολώνουν τα μάτια της.
«Ακίνητη!» της φωνάζει η χωροφύλακας, σημαδεύοντάς την με πιστόλι· κι ένας άλλος χωροφύλακας έρχεται πίσω από την Αστερόπη, αρπάζοντας τα χέρια της και γυρίζοντάς τα επώδυνα πίσω από την πλάτη της, φορώντας της χειροπέδες.
Όταν ο Παλιόσυρμος μάθει γι’αυτό, σκέφτεται εκείνη, θα μαρτυρήσετε όλοι! Απ’ό,τι ξέρει, ο Ρίβης δεν είναι καθόλου συμπονετικός άνθρωπος. Πολλοί, μάλιστα, στη Νίρβεκ τον ξέρουν ως Παλιόσκυλο.
*
Τη βάζουν σ’ένα τετράκυκλο όχημα και την πηγαίνουν στα Κεντρικά της Χωροφυλακής, στην άλλη μεριά του ποταμού Τάρνοφ. Της παίρνουν την τσάντα της και το στιλέτο που κρύβει μέσα στην καπαρντίνα της και την κατεβάζουν στα κελιά, στο υπόγειο. Τα γυαλιά της δεν καταλαβαίνουν ότι κρύβουν φωτογραφική μηχανή· κανένας δεν το υποπτεύεται για να τα ερευνήσει ή για να της τα πάρει. Κι αυτό είναι πιο εύκολο να το ανακαλύψεις απ’το να διακρίνεις ότι εκείνη η ταυτότητα ήταν πλαστή! Πώς το διέκρινε; Πώς είναι δυνατόν να το διέκρινε τόσο γρήγορα; Η Αστερόπη αισθάνεται μπερδεμένη, αποπροσανατολισμένη. Σίγουρα, κάτι έχει παραβλέψει…
Τη σπρώχνουν μέσα σ’ένα κελί και κλείνουν και κλειδώνουν την πόρτα πίσω της.
«Θέλω να μιλήσω στον Ρίβη Παλιόσυρμο!» τους λέει. «Στον λοχαγό σας!» ενώ αγγίζει την άκρη των γυαλιών της για να τους τραβήξει, κρυφά, μια φωτογραφία. Όχι πως πιστεύει ότι αυτό θα της χρειαστεί σε τίποτα.
«Μη φοβάσαι,» της απαντά η γυναίκα που την κλότσησε έξω από το μέρος όπου δολοφονήθηκε ο Τασνικέφ, «θάρθει να σε περιλάβει σύντομα, αφού τον ζητάς.» Και μαζί με τους άλλους φεύγει από την είσοδο του κελιού της.
Η Αστερόπη αναστενάζει και βηματίζει μέσα στο κελί. Ακόμα και τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της της πήραν, οι καταραμένοι! Τον είχε μες στην τσάντα της. Και τώρα δεν μπορεί να ειδοποιήσει κανέναν. Είναι παράνομο αυτό, δεν είναι, στη Νίρβεκ; Δε μπορούν να την αποτρέψουν απ’το να επικοινωνήσει με κάποιον!
Βγάζει τα μαύρα γυαλιά της και τρίβει τα μάτια της, κουρασμένα, καθώς κάθεται στην άκρη του στενού κρεβατιού του κελιού.
Περνάει μισή ώρα, σύμφωνα με το ρολόι της, και κανένας δεν έρχεται να της μιλήσει. Περιμένει κι άλλο. Γιατί καθυστερεί τόσο ο Ρίβης;
Μετά από μισή ώρα ακόμα, η Αστερόπη φωνάζει τους φρουρούς των υπόγειων κελιών· αρπάζοντας τα κάγκελα μέσα στα χέρια της, κάνει φασαρία. Τελικά, δύο άντρες έρχονται και τη ρωτάνε τι συμβαίνει.
«Γιατί με κρατάτε ακόμα εδώ;» απαιτεί η Αστερόπη. «Πού είναι ο Ρίβης Παλιόσυρμος; Γιατί δεν τον ειδοποιείτε;»
«Θα έρθει,» της λέει ο ένας.
«Φέρτε μου τον τηλεπικοινωνιακό πομπό μου. Θέλω να καλέσω κάποιον!»
«Θα τον φέρουμε· υπομονή,» απαντά τυπικά ο άντρας, και φεύγουν κι οι δυο τους.
Η Αστερόπη περιμένει. Άλλη μισή ώρα περνά, και κάποιος ακούγεται να έρχεται. Μία φρουρός που κρατά έναν μικρό δίσκο με φαγητό και νερό.
«Πού είναι ο τηλεπικοινωνιακός πομπός μου;» τη ρωτά η Αστερόπη.
«Δεν ξέρω,» λέει η φρουρός, και περνά τον δίσκο μέσα στο κελί από την ειδική θυρίδα κοντά στο πάτωμα.
«Ζήτησα τον πομπό μου! Θέλω να καλέσω κάποιον!»
«Δεν ξέρω τίποτα γι’αυτό–»
«Δε θέλω φαγητό!» φωνάζει η Αστερόπη, νιώθοντας ολοένα και περισσότερο εξοργισμένη όσο την κρατάνε εδώ. «Θέλω τον πομπό μου! Πες τους να μου τον φέρουν!»
«Θα τους το πω,» υπόσχεται η φρουρός, και φεύγει.
Μετά από μιάμιση ώρα, όμως, ενώ η Αστερόπη δεν έχει αγγίξει ούτε το φαγητό ούτε το νερό, κανένας δεν έχει έρθει ακόμα για οποιονδήποτε λόγο. Είναι καθισμένη στο κρεβάτι τώρα και σκέφτεται, αναρωτιέται τι ακριβώς έγινε. Μήπως ήταν όλα στημένα; Παγίδα; Αλλά από ποιον; Και γιατί; Και πού είναι ο Παλιόσυρμος; Τον έχουν αντικαταστήσει; Δεν το νομίζει. Θα το είχα ακούσει, δεν θα το είχα ακούσει; Οπωσδήποτε θα το είχα ακούσει!
Επιπλέον, ποιος μπορεί να ήξερε ότι η Αστερόπη θα πήγαινε ακριβώς εκείνη την ώρα στο μέρος του φόνου, ώστε να της στήσει παγίδα; Θα πρέπει να ήξερε ότι ήμουν στην πόλη, ότι είμαι στη Δυναστεία, και ότι, κατά πάσα πιθανότητα, θα με ενδιέφερε να δω προσωπικά τι συνέβη με τον Τασνικέφ. Επίσης, θα πρέπει να ήξερε ότι χρησιμοποιώ πολλές πλαστές ταυτότητες και ότι, μάλλον, με πλαστή ταυτότητα θα προσπαθούσα να περάσω από τους χωροφύλακες.
Ποιος μπορεί να τα ήξερε αυτά;
Ο Ρίβης Παλιόσυρμος, σίγουρα. Αλλά αποκλείεται ο Ρίβης να ήθελε να την παγιδέψει. Γιατί να το θέλει αυτό;
Κάποιο άλλο μέλος της Δυναστείας, λοιπόν;
Ποιο, όμως;
Η Αστερόπη αναστενάζει. Σηκώνεται από το κρεβάτι, πιάνει από κάτω το ποτήρι με το νερό, και πίνει.
Αυτός που με παγίδεψε – αν όντως κάποιος με παγίδεψε – ξέρει άραγε ότι είμαι μάγισσα; αναρωτιέται. Αν το γνώριζε, πάντως, δεν φαινόταν να έχει πάρει κανένα ιδιαίτερο μέτρο για να παρεμποδίσει τη μαγεία της.
Η Αστερόπη κάθεται στο κρεβάτι, παίρνει μια βαθιά ανάσα, συγκεντρώνει το μυαλό της, και μουρμουρίζει τα λόγια για το Ξόρκι Εντοπισμού Ζωτικής Ενέργειας. Οι μαγικές της αισθήσεις ζωντανεύουν ξαφνικά και απλώνονται σαν αόρατα πλοκάμια ή κύματα ολόγυρά της, με κέντρο εκείνη. Ερευνούν τον χώρο έξω από το κελί της, τεντώνονται όσο περισσότερο μπορούν να τεντωθούν. Νοητικοί νευρώνες πέρα από τις πέντε συνηθισμένες ανθρώπινες αισθήσεις. Η Αστερόπη ψάχνει για άλλους ανθρώπους εδώ, στα υπόγεια, εκτός από εκείνη, και εντοπίζει έναν, όχι και πολύ κοντά στο κελί της, καθώς κι άλλους τρεις, λιγάκι πιο πέρα.
Βλεφαρίζει, αφήνοντας το ξόρκι να διαλυθεί, τους αόρατους νευρώνες να μαζευτούν ξανά μέσα στην ψυχή της, όπως πλοκάμια που κλείνουν. Ο άνθρωπος που εντόπισε να είναι μόνος του υποθέτει πως είναι κάποιος κρατούμενος· οι άλλοι τρεις πρέπει νάναι φρουροί.
Θα μπορούσε, άραγε, να χρησιμοποιήσει κάπως αυτή την πληροφορία για να δραπετεύσει;
Ας περιμένω, πρώτα.
Φέρνει τον δίσκο στο κρεβάτι και τρώει.
*
Ο Ρίβης Παλιόσυρμος δεν έρχεται να τη δει καθόλου σήμερα, και όποτε εκείνη φωνάζει να της φέρουν τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της πάντοτε της λένε πως σύντομα θα της τον φέρουν αλλά ποτέ δεν τον φέρνουν. Πρέπει να ερευνούν την υπόθεσή της, μάλλον, να προσπαθούν να καταλάβουν ποια είναι αυτή που παρίστανε μια ανύπαρκτη ειδική ερευνήτρια της Χωροφυλακής.
Αλλά, αν είναι έτσι, γιατί κανένας δεν έρχεται να την ανακρίνει; Γιατί την αφήνουν να προετοιμάσει τις απαντήσεις της; Συνήθως η ανάκριση δεν καθυστερεί τόσο. Είναι προτιμότερο να ρωτάς κάποιον προτού έχει χρόνο να οργανώσει το μυαλό του.
Η Αστερόπη δεν κοιμάται πολύ τη νύχτα, αλλά αποφασίζει πως ούτε άυπνη θα ήταν καλό να μείνει. Αναγκάζει τον εαυτό της να κοιμηθεί μερικές ώρες τουλάχιστον, παίρνοντας βαθιές ανάσες, φέρνοντας στο μυαλό της ζωγραφικούς πίνακες που της αρέσουν, από τις συλλογές του πατέρα της.
Την επόμενη ημέρα, πριν από το μεσημέρι, ο Ρίβης Παλιόσυρμος έρχεται τελικά. Αλλά δεν είναι μόνος: δύο άλλοι χωροφύλακες είναι μαζί του, ένας άντρας και μια γυναίκα. Κανέναν τους δεν αναγνωρίζει η Αστερόπη· δεν μπορεί να είναι της οικογένειας.
Σηκώνεται από το κρεβάτι φορώντας τις μπότες της. Πλησιάζει τα κάγκελα της κλειστής πόρτας, έξω από την οποία στέκονται ο λοχαγός και οι άλλοι δύο.
«Τι συμβαίνει;» ρώτα απαιτητικά. «Γιατί με κρατάτε εδώ;»
«Για πλαστοπροσωπία ειδικού ατόμου της Χωροφυλακής, κατά πρώτον,» απαντά ο Ρίβης – κατάλευκος στο δέρμα, γαλανομάτης, με πυρόξανθα καλοχτενισμένα μαλλιά, και ατσάκιστη στολή. «Για πλαστογραφία ταυτότητας ειδικού ατόμου της Χωροφυλακής, κατά δεύτερον. Και, κατά τρίτον, έχεις μαζί σου ταυτότητα μάγισσας του τάγματος των Βιοσκόπων η οποία είναι επίσης πλαστή.»
Έψαξαν και την τσάντα της, λοιπόν. Δεν την εκπλήσσει.
Η Αστερόπη κοιτάζει τον Ρίβη άγρια, χωρίς να μιλά. Μου κάνεις πλάκα, καθίκι; Μου λες αυτά που ήδη ξέρω; «Και τι θα γίνει;» τον ρωτά.
Ο Ρίβης Παλιόσυρμος γελά. «Ρωτάς τι θα γίνει; Γιατί δεν αρχίζουμε απ’το να μας πεις πρώτα ποια είσαι πραγματικά; Επειδή σίγουρα ούτε η ειδική ερευνήτρια της μιας ταυτότητας είσαι ούτε η μάγισσα της άλλης.»
Η Αστερόπη μένει σιωπηλή.
«Ο λοχαγός σε ρώτησε κάτι!» της λέει απότομα η χωροφύλακας που στέκεται κοντά στον Παλιόσυρμο. «Θες να μείνεις να σαπίσεις εδώ πέρα;»
Πλάκα κάνει το καθίκι; αναρωτιέται η Αστερόπη. Τι μαλακίες είν’ αυτές; «Θέλω τον τηλεπικοινωνιακό πομπό μου,» τους αποκρίνεται. «Τον έχω ζητήσει από χτες και κανένας δεν μου τον έχει φέρει! Δεν έχετε δικαίωμα να με αποκλείεται έτσι! Πρέπει να μιλήσω σε κάποιους ανθρώπους.»
«Δε θα μιλήσεις σε κανέναν προτού μιλήσεις σ’εμάς!» της λέει ο χωροφύλακας που στέκεται απ’την άλλη μεριά του Ρίβη. Είναι πιο κοντός από αυτόν, με δέρμα λευκό-ροζ και μαλλιά καστανά. Όμορφος, ομολογουμένως, οφείλει να παρατηρήσει η Αστερόπη· αλλά ευχαρίστως θα του έσπαγε τη μούρη αν δεν στεκόταν πίσω από τα κάγκελα.
«Φέρτε μου τον πομπό μου,» επιμένει, «αλλιώς δεν πρόκειται να μάθετε τίποτα!»
Η χωροφύλακας – που είναι μετρίου αναστήματος, γαλανόδερμη, και ξανθιά, με μαλλιά δεμένα σφιχτό κότσο – λέει στον Ρίβη: «Ας την πάμε στο ανακριτήριο, Λοχαγέ.»
Εκείνος όμως κουνά το κεφάλι αρνητικά. «Ελάτε,» τους λέει, και στρέφοντας την πλάτη στην Αστερόπη βαδίζει, απομακρύνεται.
Οι άλλοι δύο χωροφύλακες τον ακολουθούν.
Η Αστερόπη ακόμα δεν μπορεί να πιστέψει αυτό που συμβαίνει. Σίγουρα ο Ρίβης προσπαθεί να την ξεμπλέξει από τούτη την ιστορία, απλά – για κάποιο λόγο – δεν το έχει καταφέρει ώς τώρα. Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση!
Δεν θα μπορούσα να πω ότι η Ασημίνα δεν είναι ελκυστική ως γυναίκα, αν και με έναν τελείως αλλόκοτο τρόπο, ομολογουμένως. Και γι’αυτό δεν φταίει η μορφή της, φταίνε οι κινήσεις της. Δεν έχει τον απόλυτο έλεγχο του σώματός της, είναι προφανές· είναι σαν κάποιο εξωδιαστασιακό παράσιτο να έχει προσαρτηθεί επάνω στο νευρικό της σύστημα και να τη βάζει να κάνει σπασμούς που η ίδια δεν επιθυμεί. Ωστόσο, ακόμα κι έτσι, δεν είναι χωρίς την προσωπική της γοητεία. Ίσως, μάλιστα, η όλη παραδοξότητά της να δημιουργεί ενός άλλου είδους γοητεία. Μερικές φορές πιάνω τον εαυτό μου να αναρωτιέται πώς θα είναι να βρίσκεσαι στο κρεβάτι μαζί της. Θα μπορούσε να είναι επικίνδυνο; – και αυτό το ερωτηματικό δεν είναι παρά μόνο εν μέρει αστείο. Αναρωτιέμαι πώς θα είναι όταν φτάνει σε οργασμό. Σίγουρα κάτι περίεργο πρέπει να συμβαίνει.
Δεν είμαι ερωτευμένος μαζί της, αλλά ούτως ή άλλως δεν είμαι ερωτευμένος με τις περισσότερες γυναίκες που έχει τύχει να κοιμηθώ. Με την Ελοντί… Ναι, μόνο με την Ελοντί νομίζω πως είμαι αληθινά ερωτευμένος· όμως επίσης δεν νομίζω πως υπάρχει καμια πιθανότητα να κοιμηθώ ποτέ ξανά μαζί της. Και με τη Σαμάνθα ίσως να είμαι λίγο ερωτευμένος. Αλλά σίγουρα όχι με την Ασημίνα Νέρφελδιφ. Ωστόσο, ευχαρίστως θα πλάγιαζα μαζί της, απλά και μόνο από περιέργεια τουλάχιστον. Δεν έχω όμως κάνει καμια κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση γιατί δεν ξέρω τι μπορεί να επιθυμεί η ίδια. Ορισμένες φορές, τα μάτια της νομίζω ότι μου λένε πως θέλει να είναι κάτι περισσότερο από η εργοδότριά μου (ή, ίσως, η αφέντρα μου – δεν ξέρω αν νοείται «εργοδότης» όταν είσαι απλήρωτος δούλος της Δυναστείας), μα δεν είμαι σίγουρος· μπορεί απλά να πρόκειται για θαυμασμό επειδή είμαι ραλίστας, επειδή οδηγώ ενώ εκείνη δεν μπορεί να οδηγήσει. Θαυμασμός ανάμικτος με λίγη ζήλεια. Και από τις κινήσεις της προς εμένα είναι αδύνατον να κρίνω. Αδύνατον. Όταν τη βλέπεις να κινείται, νομίζεις ότι δεν είναι από αυτή τη διάσταση – από αυτό το σύμπαν, ίσως. Ένα μυστηριώδες πλάσμα που έχει έρθει από… αλλού.
Και πιθανώς να ήταν σε χειρότερη κατάσταση αν δεν έπαιρνε κάποια φάρμακα. Γιατί έχω παρατηρήσει πως, όντως, παίρνει φάρμακα για την κατάστασή της. Κατά σύμπτωση το είδα, και δεν είμαι βέβαιος αν εκείνη με πρόσεξε. Ελπίζω πως όχι· δεν θα ήθελα να τη φέρω σε δύσκολη θέση. Βάδιζα σ’έναν από τους διαδρόμους της βίλας μαζί με την Κλεισμένη, εξερευνώντας τους χώρους του περίπλοκου οικήματος, κοιτάζοντας τη διακόσμησή του, όταν έτυχε να πάρει το μάτι μου κινήσεις πίσω από μια μισάνοιχτη πόρτα που άλλες φορές ήταν πάντοτε κλειστή και κλειδωμένη. Πλησιάζοντας, κοίταξα από το κάθετο άνοιγμα ανάμεσα στην ξύλινη θύρα και στον πέτρινο τοίχο, και εκεί, αντίκρυ μου, ήταν η Ασημίνα μέσα σ’ένα δωμάτιο με διάφορα ράφια και ντουλάπια. Μυρωδιές από φάρμακα, βοτάνια, και χυμικές ουσίες ήρθαν αμέσως στα ρουθούνια μου.
Η Ασημίνα καθόταν σε μια ξύλινη πολυθρόνα, ντυμένη με πράσινη ρόμπα και παντόφλες. Το δεξί της πόδι ήταν δεμένο με λουριά επάνω στο πόδι του καθίσματος, ακινητοποιημένο, και η ρόμπα της παραμερισμένη από εκεί, αποκαλύπτοντας το λευκό δέρμα της από τον μηρό ώς τον αστράγαλο. Μπορούσα να δω την άκρη της άσπρης, δαντελωτής περισκελίδας της. Μια υπηρέτρια της βίλας – μεγαλύτερη για καμια εικοσαριά χρόνια τουλάχιστον από εκείνη – ήταν γονατισμένη μπροστά της κρατώντας μια ένεση και περνώντας τη βελόνα, προσεχτικά, μέσα στο δέρμα της Ασημίνας, πίσω από το δεξί γόνατο, λίγο πιο πάνω από την κλείδωση, στον μηρό–
Βήματα άκουσα τότε πίσω μου και πήρα αμέσως το βλέμμα μου από εκεί, παριστάνοντας πως απλά βάδιζα χωρίς να έχω προσέξει τίποτα.
Ο Λειρνόος παρουσιάστηκε. «Τι κάνεις εδώ, ραλίστα;» με ρώτησε, καχύποπτα.
«Τι σου μοιάζει να κάνω; Να κλέβω πίνακες; Βαδίζω.» Δε μου ήταν καθόλου δύσκολο να πάρω την ενοχλημένη όψη ενός ανθρώπου που τον διακόπτουν από τον περίπατό του με ανόητες κατηγορίες.
Ο Λειρνόος κανονικά δεν πρέπει να κατάλαβε τίποτα· αλλά, από την άλλη, ίσως νάχει ακούσει ότι με λένε ο Ζορδάμης με τα Πολλά Πρόσωπα. Πήγε κι έκλεισε τη μισάνοιχτα πόρτα, που τώρα δεν στεκόμουν πια κοντά της. «Εντάξει,» μου είπε, «πάμε.»
«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησα βαδίζοντας ξανά, με την Κλεισμένη παραδίπλα. «Τρέχει τίποτα;»
«Τι να τρέχει, ραλίστα; Τίποτα δεν τρέχει· εννοείται,» αποκρίθηκε ο Λειρνόος, ακολουθώντας με. Και είμαι βέβαιος ότι αναρωτιόταν αν είδα ή όχι την οικοδέσποινα μέσα στο δωμάτιο.
Δε νομίζω ότι με εμπιστεύεται. Γενικά.
Ανόητος είναι. Θα έπρεπε να με εμπιστεύεται. Η εργοδότριά του είναι το μοναδικό κλειδί που έχω για να ξεφύγω από τη δουλεία της Δυναστείας, και δεν σκοπεύω να κάνω τίποτα για να το στραβώσω ή να το χάσω. Η κλειδαριά πρέπει να ξεκλειδώσει – σύντομα.
Έχω τώρα επιστρέψει από την αποστολή στην Αγκένροβ, από τη συνάντησή μου με τον Τάρνελκωφ, και είναι απόγευμα, το φως λιγοστεύει, οι σκιές πληθαίνουν. Είμαι κουρασμένος από την οδήγηση, αν και προς το τέλος, οδηγώντας επάνω στη δημοσιά, τρέχοντας με εκατό χιλιόμετρα την ώρα (και παραπάνω μερικές φορές), το χάρηκα πολύ. Συναντώ την Ασημίνα μόλις αφήνω το όχημά μου στον χώρο στάθμευσης της βίλας και μπαίνω στο κεντρικό οίκημα.
«Τι έγινε;» με ρωτά.
«Δέχτηκε,» της λέω.
«Σε ταλαιπώρησε; Πώς σου φάνηκε;»
«Όχι· και μου φάνηκε όπως μου είχε φανεί και παλιά: επαγγελματικός και αρκετά φιλικός μαζί μου.»
«Για εμένα τι είπε; Είπε τίποτα;» Το δεξί της μάτι στενεύει σπασμωδικά, το δεξί της μάγουλο λυγίζει περίεργα.
«Ότι σε έχει ακουστά, ότι ξέρει πως είσαι πλούσια. Τίποτα περισσότερο,» μορφάζω αδιάφορα. «Δε φαίνεται νάχει πρόβλημα μαζί σου, αν γι’αυτό αναρωτιέσαι.»
«Είσαι κουρασμένος, ε;»
«Το πρόσεξες,» λέω.
«Πήγαινε να ξεκουραστείς. Θα μιλήσουμε περισσότερο αύριο.»
Αναρωτιέμαι τι άλλο να έχει στο νου της για μένα. Την καληνυχτίζω και πηγαίνω στο δωμάτιό μου, στον έναν από τους δύο πυργίσκους του κεντρικού οικήματος της βίλας.
*
Το επόμενο μεσημέρι με καλεί να φάμε οι δυο μας, χωρίς κανένας άλλος να είναι στη μικρή, στολισμένη με ανοιξιάτικα άνθη αίθουσα του δεύτερου ορόφου της βίλας. Δεν είναι η πρώτη φορά που τρώμε μαζί, όμως είναι η πρώτη φορά που η Ασημίνα είναι τόσο προκλητικά ντυμένη. Τις άλλες φορές τα ρούχα της δεν ήταν άσχημα, αλλά ήταν πολύ πιο κλειστά και καθόλου προκλητικά, και μου μιλούσε κυρίως για ράλι, αγωνιστικά οχήματα, και ραλίστες. Σήμερα φορά μια πράσινη τουαλέτα με βαθύ ντεκολτέ, διχτυωτό άνοιγμα στην πλάτη, και καθόλου μανίκια, η οποία πέφτει ώς λίγο πιο κάτω από τα γόνατά της κι έχει ένα μακρύ σκίσιμο πλάι στο αριστερό πόδι. Γύρω από τη μέση της τυλίγεται μια ζώνη από χρυσούς κρίκους, μ’έναν πολύτιμο λίθο στην αγκράφα. Στα χέρια της φορά ένα ζευγάρι λευκά γάντια χωρίς δάχτυλα, τα οποία έχουν επάνω τους διάφορα περίπλοκα σχήματα ραμμένα με χρυσή κλωστή. Τα νύχια των χεριών της είναι βαμμένα κόκκινα. Τα νύχια των ποδιών της, επίσης, καθώς φαίνονται μέσα από τα μαύρα σανδάλια με τα χαμηλά τακούνια. Τα ξανθά μαλλιά της είναι πιασμένα στον δεξή κρόταφο μ’ένα αργυρό τσιμπιδάκι, ενώ από την αριστερή μεριά πέφτουν εν μέρει μπροστά στο πρόσωπό της, άλλοτε μισοκρύβοντας το αριστερό της μάτι, άλλοτε αφήνοντάς το ακάλυπτο. Τα χείλη της είναι βαμμένα κόκκινα, έντονα. Από το δεξί της αφτί κρέμεται ένα αστρόσχημο, χρυσό σκουλαρίκι μ’έναν μικρό γαλανό λίθο στο κέντρο. Αν κρέμεται κι από το αριστερό αφτί παρόμοιο σκουλαρίκι δεν μπορώ να το δω λόγω της κόμμωσής της.
Αφού της λέω λεπτομερειακά τι έγινε με τον Θεώνυμο και τον Τάρνελκωφ, η κουβέντα μας πηγαίνει, φυσικά, σε ράλι, ραλίστες, και αγωνιστικά οχήματα, καθώς είμαστε καθισμένοι αντικριστά στο μικρό τραπέζι τρώγοντας και πίνοντας Σεργήλιο οίνο από αμπέλια της Νέσριβεκ της Όμορφης, που θεωρείται ο καλύτερος της διάστασής μας – γλυκό και ελαφρύ ποτό. Η γενική συμπεριφορά της Ασημίνας δεν είναι διαφορετική από άλλες φορές, αλλά το ντύσιμό της και το βλέμμα της με προκαλούν έκδηλα. Για τις κινήσεις της δεν μπορώ να ξέρω· είναι, πάντα, τόσο περίεργη στις κινήσεις της… Δεν επιχειρεί, ωστόσο, να με πλησιάσει ή να με αγγίξει. Αναρωτιέμαι γιατί· θέλει να δει αν πραγματικά τη θεωρώ ελκυστική; Αν ο αγαπημένος της ραλίστας θα επιθυμούσε, χωρίς δική της άμεση παρέμβαση, να κοιμηθεί μαζί της;
Παράξενη περίπτωση, ίσως. Επικίνδυνη κιόλας;… Δεν είμαι βέβαιος τι να κάνω. Θα μπορούσε, άραγε, να σπάσει ή να στραβώσει εκείνο το κλειδί που τώρα γυρίζει την κλειδαριά η οποία θα με ελευθερώσει από τη δουλεία της Σιδηράς Δυναστείας;
«Δε θέλω να τρώω πολλά γλυκά,» μου λέει η Ασημίνα, όταν έχουμε τελειώσει το φαγητό μας και, σηκώνοντας ένα σκέπασμα, έχει αποκαλύψει ένα καφεκόκκινο γλυκό που σιρόπι ρέει προκλητικά επάνω του. «Παχαίνουν, και με φαντάζεσαι παχιά;»
«Μου είναι αδύνατο,» αποκρίνομαι, ειλικρινά.
Η Ασημίνα χαμογελά. Κόβει ένα μεγάλο κομμάτι από το γλυκό μ’ένα μαχαίρι και το βάζει μέσα σ’ένα πιάτο, το οποίο τοποθετεί στο κέντρο του τραπεζιού, ανάμεσά μας. Μου δίνει ένα κουταλάκι και παίρνει ένα άλλο κουταλάκι για τον εαυτό της.
«Ποια είναι η επόμενη δουλειά που έχεις υπόψη σου για εμένα;» τη ρωτάω.
«Ας μη λέμε για δουλειές τώρα!» αποκρίνεται η Ασημίνα, και τρώει μια μικρή κουταλιά από το γλυκό.
Τρώω κι εγώ. Και σύντομα διαπιστώνω ότι το γλυκό είναι τόσο γλυκό που εύκολα το μπουχτίζεις. Συνεχίζουμε να συζητάμε για ράλι, αγωνιστικά οχήματα, και ραλίστες. Τα πόδια της Ασημίνας, κάπου-κάπου, ακουμπάνε τα δικά μου κάτω απ’το τραπέζι· αλλά πώς να εκλάβεις κάτι τέτοιο από αυτήν; Εσκεμμένο ή τυχαίο, νευρικό;
«Έχω σκάσει!» μου λέει σε κάποια στιγμή, γελώντας κι ακουμπώντας την πλάτη της στην καρέκλα – και κάποιο από τα πόδια της με κλοτσά.
«Κι εγώ,» παραδέχομαι. Το γλυκό έχει τελειώσει μέσα στο πιάτο, και έφαγα την τελευταία μπουκιά. Έφαγα περισσότερο από την Ασημίνα, είμαι σίγουρος.
Η Ασημίνα βγάζει μια λεπτή ταμπακιέρα από το ντεκολτέ της. Ξαφνιάζοντάς με. Δεν είναι κάτι που κανονικά θα περίμενα από εκείνη. Τραβά δυο τσιγάρα και μου δίνει το ένα. Μου το ανάβει μ’έναν λιγνό ενεργειακό αναπτήρα που δεν ξέρω από πού βγάζει – μάλλον, από τη ζώνη της. Ο καπνός πρέπει νάναι καλής ποιότητας, παρατηρώ.
«Από την Απολλώνια είναι,» μου λέει η Ασημίνα. «Εισαγμένο. Σ’αρέσει;»
«Ναι, καλό είναι.»
Η Ασημίνα, καπνίζοντας το δικό της τσιγάρο, σηκώνεται από το τραπέζι και βηματίζει μέσα στο δωμάτιο, πηγαίνει να σταθεί μπροστά στο μεγάλο παράθυρο που κοιτάζει τον κήπο από κάτω και, πέρα απ’ αυτόν, την ύπαιθρο.
Σηκώνομαι κι εγώ και την πλησιάζω, κι εκεί ξεκινά η ερωτική μας συνεύρεση, όταν αγγίζω, πειραματικά, τους ώμους της με το χέρι μου. Τα αγγίγματα στιγμιαία πολλαπλασιάζονται, τα τσιγάρα καταλήγουν στο πάτωμα, τα δάχτυλα της Ασημίνας τραβάνε το πουκάμισό μου, το βγάζουν μέσα από το παντελόνι μου, τα δικά μου δάχτυλα γλιστράνε στις τρύπες της διχτυωτής πλάτης της τουαλέτας της, το χέρι μου χαϊδεύει τον μηρό της μέσα από το αριστερό άνοιγμα της φούστας. Την αισθάνομαι να τρίβεται επάνω μου σαν πινέζες να την τσιμπάνε, και διαπιστώνω ότι δεν το βρίσκω καθόλου αντιερωτικό. «Σε τι ταχύτητες τρέχεις;» τη ρωτάω καθώς τα χείλη μας είναι κοντά· και την ακούω να γελά: «Σε όλες τις ταχύτητες,» μου απαντά. Τα μάτια της γυαλίζουν σαν πράσινοι λίθοι. Το τσιμπιδάκι έχει φύγει από τον δεξή της κρόταφο· εγώ το έχω βγάλει από εκεί.
Σύντομα εγκαταλείπουμε τη μικρή αίθουσα και πηγαίνουμε στο υπνοδωμάτιο της Ασημίνας, το οποίο είναι πιο μεγάλο από την αίθουσα και δεν το έχω ξαναεπισκεφτεί. Ούτε και τώρα, όμως, προλαβαίνω να δω πολλά από τη διακόσμησή του καθώς τα σώματά μας παλεύουν ενώ ακόμα στεκόμαστε και τα ρούχα φεύγουν, το ένα μετά το άλλο, από πάνω μας, αλλά χωρίς βιασύνη: δεν μας αφήνω να βιαστούμε. Οι κινήσεις της Ασημίνας εξακολουθούν να είναι σπασμωδικές και νευρικές κάπου-κάπου, παρότι δεν αμφιβάλλω πως όλη της η προσοχή είναι αποκλειστικά στραμμένη σ’εμένα. Και, όπως το υποψιαζόμουν, είναι λιγάκι επικίνδυνη. Σε κάποια στιγμή, παραλίγο να με χτυπήσει στο σαγόνι με το κεφάλι της· μετά, ένας αγκώνας της με βρίσκει στα πλευρά καθώς κρατάω την πλάτη της κολλημένη επάνω μου και τα χέρια μου χαϊδεύουν την κοιλιά και τα στήθη της. Το χειρότερο είναι όταν ο γοφός της με χτυπά στα παπάρια. «Συγνώμη!» κάνει εκείνη αμέσως, μοιάζοντας ταραγμένη. Αλλά το χτύπημα ήταν ελαφρύ: γελώντας συνεχίζουμε χωρίς διακοπή.
Όταν τελικά την ξαπλώνω ανάσκελα στο κρεβάτι, πρέπει κυριολεκτικά να την κρατήσω σχετικά ακινητοποιημένη από κάτω μου, έτσι όπως σαλεύει το σώμα της. Το μοναδικό ρούχο που φορά τώρα είναι τα λευκά αδάχτυλα γάντια της, και κρατάω τους καρπούς της παγιδευμένους πάνω από το κεφάλι της, για να μην κινείται. Τα πόδια της είναι τυλιγμένα γύρω από τη μέση μου, και τη λογχίζω βαθιά. Η όψη της είναι εκστατική, τα δόντια της τρίζουν κάθε τόσο, οι κόρες των ματιών της κινούνται παράδοξα. Τα χέρια της προσπαθούν να μου ξεφύγουν, τρέμουν βίαια, αλλά δεν τα αφήνω. Όταν έρχεται ο οργασμός της την αισθάνομαι να τραντάζεται ολόκορμη, σαν κάθε νεύρο κάτω από το δέρμα της να έχει αρπάξει φωτιά, σαν να είναι χορδές μουσικού οργάνου τις οποίες ο οργανοπαίχτης κλονίζει ασύστολα. Η φωνή που βγαίνει από τον λαιμό της μου φέρνει στο μυαλό, για κάποιο λόγο, φωνή ετοιμοθάνατης. Με τρομάζει.
Τα βλέφαρά της κλείνουν, δυνατά… και δεν ανοίγουν. Το σώμα της ξαφνικά παραλύει, παύει να κινείται· το κεφάλι της γέρνει στο πλάι.
«Θεοί…!» κρώζω, σαστισμένος, φοβισμένος.
Δεν έχω τελειώσει ακόμα, αλλά αισθάνομαι απότομα τη στύση μου να με εγκαταλείπει. Η Ασημίνα μού θυμίζει πτώμα. Παλεύω ενάντια στη φαντασία μου για να διώξω αυτή την εντύπωση – δεν μπορεί νάναι νεκρή! Αποτραβιέμαι από μέσα της και, ενώ στέκομαι στα γόνατα, σκυμμένος από πάνω της, τη χτυπάω ελαφρά στο πρόσωπο.
«Ασημίνα…» Την ξαναχτυπάω. «Ασημίνα! Είσαι καλά;» Τίποτα, καμια αντίδραση.
Ήρεμα, λέω στον εαυτό μου. Ήρεμα. Και βάζω το χέρι μου μπροστά από τη μύτη της, να δω αν είναι ζωντανή. Αισθάνομαι αναπνοή. Ζωντανή είναι, λοιπόν. Πρέπει να λιποθύμησε. Μα τους θεούς, τόσα χρόνια, ποτέ δεν έχει τύχει να λιποθυμήσει γυναίκα που είναι μαζί μου. Αλλά, βέβαια, η Ασημίνα Νέρφελδιφ δεν είναι μια συνηθισμένη γυναίκα…
Γαμήσου! Ίσως τελικά να μην ήταν καλή ιδέα να κοιμηθώ μαζί της.
Τι κάνουμε τώρα; Να φωνάξω τους ανθρώπους της βίλας της, μήπως πρέπει νάρθουν για να τη βοηθήσουν; Όχι, αποφασίζω καθώς θυμάμαι πώς με κοιτάζει ο Λειρνόος ορισμένες φορές. Υπομονή. Θα συνέλθει, δεν μπορεί να μείνει έτσι!
Σηκώνομαι από το κρεβάτι, φοράω την περισκελίδα και το παντελόνι μου, και κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού, πλάι στην Ασημίνα.
«Ασημίνα,» λέω. «Ασημίνα!» Πιάνω τον ώμο της και την κουνάω. Τσιμπάω το δεξί της στήθος, δυνατά. «Ασημίνα!» Κουνιέται, σαλεύει πάνω στο κρεβάτι. «Ασημίνα; Είσαι καλά;»
Τα μάτια της βλεφαρίζουν, ανοίγουν. Με κοιτάζει χαμογελώντας. Ήρεμη. Τόσο ήρεμη δεν την έχω δει ποτέ ξανά. «Μη σηκώνεσαι,» μου λέει. «Έλα εδώ.»
Ξαπλώνω δίπλα της, παρατηρώντας την, ακόμα λιγάκι φοβισμένος.
«Γιατί είσαι ντυμένος;» με ρωτά αγγίζοντας το παντελόνι μου.
«Λιποθύμησες, το ξέρεις;»
Συνοφρυώνεται, ελαφρά. «Ναι… πρέπει να λιποθύμησα…» λέει, κάπως αβέβαια. «Αλλά για λίγο, έτσι;»
«Ναι· όμως με τρόμαξες,» της λέω.
«Πολύ;»
«Αρκετά.»
Η Ασημίνα γελά, και δεν υπάρχει τίποτα το νευρικό στο γέλιο της. Είναι, πραγματικά, η πρώτη φορά που τη βλέπω τόσο ήρεμη. «Με συγχωρείς,» λέει.
«Δεν πειράζει. Αλλά ανησύχησα μήπως… είχες πάθει κάτι.»
«Μόνο ό,τι ήθελα να πάθω,» μου λέει, και τεντώνεται τεμπέλικα πάνω στο κρεβάτι.
Ύστερα από την επίσκεψη στον Βαρκάρη, ο Κριτόλαος’μορ πηγαίνει στο Ψηλό Μέγαρο αφού αφήνει την Ξανθίππη κοντά στο σπίτι της, στη συνοικία που ονομάζεται Βαθύχρωμος. Προτού εκείνη βγει από το όχημά του, της λέει ότι το πρωί θέλει να δει το πτώμα της Ηλέννιας, καθώς και το σχοινί που την έπνιξε. Η Ξανθίππη δεν φέρνει αντίρρηση.
Ο Κριτόλαος τώρα, μέσα στο δωμάτιό του, στο ξενοδοχείο, βγάζει τα ρούχα του, κάθεται στο κρεβάτι, και σκέφτεται για κάποια ώρα την υπόθεση. Παίρνει τη φωτογραφική μηχανή του στα χέρια και κοιτάζει, στη μικρή οθόνη της, τις φωτογραφίες του μέρους όπου κρεμάστηκε η Ηλέννια. «Μάλιστα,» μουρμουρίζει, κι αφήνει τη μηχανή στο κομοδίνο. Σκέφτεται για λίγο ακόμα την υπόθεση, περιστρέφοντας διάφορα ενδεχόμενα και πιθανότητες μέσα στο έμπειρο μυαλό του, και ύστερα, με το πάτημα ενός κουμπιού στον τοίχο, σβήνει το φως του δωματίου.
Εν τω μεταξύ, η Ξανθίππη Νασράλθη, στο σπίτι της, στον τέταρτο όροφο μιας πολυκατοικίας του Βαθύχρωμου, κάνει ένα ντους με χλιαρό νερό, βάζει φαγητό στο σκυλάκι της (που ονομάζει Τριχόμπαλο, λόγω της εμφάνισής του), και πέφτει για ύπνο. Δεν πολυσκέφτεται την υπόθεση. Την έχει ήδη σκεφτεί αρκετά ώς τώρα και δεν έχει βγάλει νόημα. Γι’αυτό, άλλωστε, ο Βιβλιοπώλης τής πρότεινε τον Κριτόλαο. Ελπίζω νάναι τόσο καλός όσο θέλει να δείχνει, σκέφτεται προτού αποκοιμηθεί, γιατί της μοιάζει λιγάκι μεγάλος. Δε θάναι καμια πενηνταριά χρονών; Πρέπει…
Το πρωί συναντιούνται (όπως έχουν συμφωνήσει) σ’έναν δρόμο κοντά στο Γενικό Κέντρο Χωροφυλακής. Ο Κριτόλαος’μορ έρχεται με το τετράκυκλο όχημά του, η Ξανθίππη επάνω στο μαύρο, γυαλιστερό δίκυκλό της που έχει ένα αργυρό κρανίο ζωγραφισμένο στην πίσω δεξιά μεριά.
«Είναι μακριά από εδώ;» τη ρωτά ο Κριτόλαος από ένα ανοιχτό φιμέ παράθυρο.
«Λίγο πιο δίπλα,» του απαντά εκείνη μέσα από το κλειστό κρύσταλλο του κράνους της το οποίο κρύβει την όψη της.
Ο Κριτόλαος κλείνει το παράθυρο και την ακολουθεί.
Μετά από μια στροφή φτάνουν στον προορισμό τους, στο Ερευνητικό Νεκροτομείο της Νέσριβεκ, και σταματάνε τα οχήματά τους απέξω. Η Ξανθίππη κατεβαίνει από το δίκυκλο βγάζοντας το κράνος της και βάζοντάς το στον σάκο της τον οποίο παίρνει στον ώμο. Είναι ντυμένη με πράσινη μπλούζα· κοντομάνικο, καφέ, πέτσινο πανωφόρι· μαύρο παντελόνι με πολλές τσέπες· και καφετιές μπότες. Ο Κριτόλαος βγαίνει από το τετράκυκλό του. Τα μάτια του κρύβει ένα ζευγάρι σκούρα μπλε γυαλιά· στους ώμους του πέφτει μια ελαφριά κάπα· γκρίζο πουκάμισο, ένα μαύρο παντελόνι, και μαύρα δερμάτινα παπούτσια ολοκληρώνουν την αμφίεσή του.
Η Ξανθίππη δείχνει την ταυτότητά της στον φρουρό στην πύλη του νεκροτομείου, και μπαίνουν χωρίς κανένα πρόβλημα. Ως ειδική ερευνήτρια της Χωροφυλακής έχει άμεση πρόσβαση εδώ οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας. Πηγαίνουν στον μικρό θάλαμο όπου διατηρείται το πτώμα της Ηλέννιας Σιγήκαιρης ξαπλωμένο σ’ένα μεταλλικό κρεβάτι. Η Ξανθίππη ανάβει το φως στο ταβάνι (δεν υπάρχουν παράθυρα εδώ) και ξεσκεπάζει τη δολοφονημένη τραβώντας το πλαστικό κάλυμμα από πάνω της.
Ο Κριτόλαος κοιτάζει τη γαλανόδερμη, κοκκινομάλλα γυναίκα ερευνητικά. Ακόμα και νεκρή είναι όμορφη. «Μαγγανεία Σηπτικής Επιβραδύνσεως;» ρωτά, ενώ διακρίνει μια μελανιά στο πρόσωπο, πλάι στο αριστερό μάτι.
«Ναι, φυσικά,» αποκρίνεται η Ξανθίππη. «Γίνεται από τους Βιοσκόπους όταν κρίνουμε ότι πιθανώς να χρειάζεται αρκετή έρευνα ακόμα.»
Ο Κριτόλαος συνεχίζει να κοιτάζει το πτώμα, και διακρίνει επίσης μια μεγάλη μελανιά στο δεξί πόδι, πίσω από το γόνατο. «Καμια φορά αλλοιώνει τα πράγματα, όμως,» λέει. «Προσπαθεί να διατηρήσει τα μόρια του σώματος σε στάση, κι αυτό» – αγγίζει το γόνατο και με τα δύο χέρια, το ψηλαφεί – «έχει ορισμένες φορές παράπλευρα, απρόοπτα αποτελέσματα.»
«Προτιμάς τα συμβατικά αντισηπτικά από τη μαγεία;» Της Ξανθίππης τής φαίνεται περίεργο αυτό, δεδομένου ότι ο Κριτόλαος είναι μάγος – αν και Τεχνομαθής, βέβαια, όχι Βιοσκόπος.
«Σε πολλές περιπτώσεις, ναι. Επιπλέον, τα αντισηπτικά δεν χρειάζεται να είσαι Βιοσκόπος για να τα χρησιμοποιήσεις, ούτε χρειάζεται να είσαι εκπαιδευμένος στη συγκεκριμένη μαγγανεία.
»Το γόνατο είναι σπασμένο, το ξέρεις;»
«Ναι.»
«Κλοτσιά, υποθέτω, από πίσω. Η Ηλέννια πρέπει να προσπάθησε να φύγει και ο δολοφόνος να μη μπορούσε αλλιώς να τη σταματήσει. Ήξερε πώς να μάχεται; Ήταν εκπαιδευμένη;»
«Δεν είμαι σίγουρη,» αποκρίνεται η Ξανθίππη. Κι αποφεύγει να προσθέσει: Αλλού ήταν η εκπαίδευσή της. Σε πιο μαλακά στρώματα.
Ο Κριτόλαος κοιτάζει τώρα τη μελανιά πλάι στο μάτι της νεκρής, την αγγίζει ελαφρά. «Χμμ… Από γυμνή γροθιά, μάλλον. Και όχι μεγάλη γροθιά. Θα μπορούσε να ήταν γυναικεία.»
Κοιτάζει τον λαιμό της μετά, ψηλαφώντας τον. «Σπασμένος,» παρατηρεί. «Δεν πνίγηκε ουσιαστικά.» Στρέφεται στην Ξανθίππη. «Είπες ότι ο δολοφόνος πήρε τα παπούτσια της;»
«Ναι. Δεν φορούσε υποδήματα.»
«Κάλτσες;»
«Φορούσε.»
Ο Κριτόλαος βαδίζει πλάι στο πτώμα, για να κοιτάξει τα πόδια του. Τα αγγίζει, τα ψηλαφεί. Δεν παρατηρεί τίποτα το ασυνήθιστο.
Εξετάζει τα χέρια της νεκρής. Προσπαθεί να δει αν υπάρχει κάτι κάτω από τα μακριά, βαμμένα ασημιά νύχια. Δεν βρίσκει τίποτα το ενδιαφέρον.
«Τι άλλα πράγματα είχε επάνω της;» ρωτά την Ξανθίππη.
«Τα έχουμε εδώ.» Η ειδική ερευνήτρια ανοίγει ένα ντουλάπι και βγάζει μια πλαστική σακούλα. Την αδειάζει πάνω σ’ένα τραπέζι. «Και το σχοινί,» προσθέτει φέρνοντάς το κι αυτό από το ντουλάπι.
Ο Κριτόλαος κοιτάζει τα αντικείμενα. Ρούχα κυρίως. Πολλά ρούχα. Εσώρουχα και μη. Καθώς και τρία ζευγάρια παπούτσια. «Οι αγορές της από το εμπορικό κέντρο, σωστά;»
«Ναι. Αλλά αυτά εδώ φορούσε.» Η Ξανθίππη αγγίζει ένα φόρεμα κι ένα ζευγάρι μακριές κάλτσες.
«Ναι, φαίνεται.»
Ο Κριτόλαος δεν βρίσκει τίποτα το αξιοσημείωτο επάνω στα ρούχα ή στα αντικείμενα. Κοιτάζει μετά το σχοινί, τη θηλιά που έσπασε τον λαιμό της Ηλέννιας. Δυνατό και λιγνό, σαν ανθεκτικό καλώδιο.
«Σε ρώτησα και την άλλη φορά τι είδους σχοινί είναι,» λέει.
«Δε νομίζω ότι έχει κάτι το ιδιαίτερο,» αποκρίνεται η Ξανθίππη. «Έχει;»
«Θα μπορούσε. Ζήτησες να το αναλύσουν;»
«Τι ανάλυση να ζητήσω;»
«Στοιχειακή, φυσικά.»
«Το θεωρείς απαραίτητο; Ένα σχοινί είναι…»
Ο Κριτόλαος το ψηλαφεί. «Δε μου φαίνεται και τόσο συνηθισμένο. Ή ίσως να κάνω λάθος. Ζήτα να το αναλύσουν, για να βεβαιωθούμε.»
«Εντάξει.» Η Ξανθίππη το παίρνει και φεύγει από τον θάλαμο.
Μετά από λίγο επιστρέφει. «Θα έχουμε αποτελέσματα ώς το απόγευμα,» λέει. «Βρήκες τίποτ’ άλλο ενδιαφέρον;»
«Όχι. Έχεις τον φάκελο της Ηλέννιας; Και εννοώ τον φάκελο που διατηρεί η οικογένεια.»
Η Ξανθίππη νεύει καταφατικά. «Σπίτι μου.»
*
Αφού πάνε στο σπίτι της και του δίνει τον φάκελο της Ηλέννιας, τον οποίο ανασύρει από ένα συρτάρι με άλλους παρόμοιους φακέλους, ο Κριτόλαος τη ρωτά: «Έχεις φακέλους για όλους τους συγγενής στη Νέσριβεκ;»
«Για αρκετούς,» αποκρίνεται εκείνη.
«Τον φάκελο του Άλκιμου Καλνάροφ τον έχεις;» Μετά τον θάνατο της Ηλέννιας αυτός είναι ο κεντρικότερος σύνδεσμος της Σιδηράς Δυναστείας στη Νέσριβεκ.
«Τι τον θέλεις;»
«Τον θέλω,» αποκρίνεται μόνο ο Κριτόλαος ενώ έχει ανοίξει τον φάκελο της Ηλέννιας και τον κοιτάζει, γυρίζοντας φύλλα.
Της Ξανθίππης, γι’ακόμα μια φορά, δεν της αρέσει το ύφος του, αλλά σκέφτεται: Εγώ δεν τον κάλεσα εδώ; Παίρνει τον φάκελο του Καλνάροφ από το ντουλάπι και του τον δίνει.
«Ευχαριστώ. Θα πάω να τους κοιτάξω διεξοδικά. Δε σε πειράζει να τους πάρω από το σπίτι σου, έτσι;»
«Αν υποσχεθείς να μην τους χάσεις.» Κλείνει το ντουλάπι και το κλειδώνει.
«Σου μοιάζω για άνθρωπος που χάνει φακέλους;»
«Εντάξει,» λέει η Ξανθίππη. «Με θέλεις τίποτ’ άλλο;»
«Έχεις άλλες δουλειές τώρα;»
«Εξάσκηση μόνο.»
Ο Κριτόλαος υψώνει ένα φρύδι ερωτηματικά.
«Σκοποβολή, πάλη…»
«Κατάλαβα. Εντάξει· θα σε ειδοποιήσω στον πομπό σου αν σε χρειαστώ.»
Καθώς βαδίζουν προς την έξοδο του διαμερίσματος, ο Τριχόμπαλος κοιτάζει τον Κριτόλαο με φόβο, κρυμμένος κάτω από το τραπέζι.
«Ο φίλος σου δεν έχει συνηθίσει νάχεις επισκέπτες;» ρωτά ο μάγος.
Η Ξανθίππη χαμογελά. «Είναι συνεσταλμένος.»
*
Στο γυμναστήριο της Χωροφυλακής της Νέσριβεκ, για κάποια ώρα πυροβολεί με το πιστόλι της ολογράμματα που παρουσιάζονται απροειδοποίητα από διάφορες μεριές γύρω της, μέσα σ’έναν ειδικό θάλαμο που ο φωτισμός του άλλοτε είναι σαν το φως ημέρας άλλοτε σαν το φεγγαρόφωτο νύχτας. Η Ξανθίππη είναι τώρα ντυμένη με μια γκρίζα, εφαρμοστή στολή, και ξυπόλυτη.
Όταν τελειώνει με τη σκοποβολή, πάει σε μια αίθουσα όπου βρίσκονται κι άλλοι άνθρωποι της Χωροφυλακής, αλλά όχι πολλοί. Τέτοια ώρα οι περισσότεροι έχουν δουλειές. Μόνο το ειδικό προσωπικό – όπως οι ειδικοί ερευνητές – δεν έχει σταθερές δουλειές κάθε πρωί. Η Ξανθίππη φορά ένα ζευγάρι γάντια με λιγάκι φουσκωτό πλαστικό μπροστά στις φάλαγγες, για να προστατεύονται τα κόκαλα εκεί, και σφιχτά λουριά στους καρπούς, για να τους κρατάνε σταθερούς. Πηγαίνει μπροστά σε τρεις κρεμασμένους σάκους κι αρχίζει να τους γρονθοκοπεί και να τους κλοτσά, ενώ προσπαθεί να τους αποφεύγει όταν έρχονται προς το μέρος της, βίαια ταλαντευόμενοι από τις αλυσίδες τους. Στο μυαλό της, καθώς ρίχνει άγρια χτυπήματα, έρχεται κάθε τόσο ένα συγκεκριμένο πρόσωπο – το οποίο εκείνη συνεχώς προσπαθεί να διώχνει: αλλά αυτό ξανάρχεται, επίμονα, δαιμονικά.
Το πρόσωπο του πατέρα της.
Τον σκότωσε όταν ήταν έφηβη. Έχουν περάσει δεκάξι χρόνια από τότε, αλλά ακόμα ο καταραμένος την καταδιώκει! Μέσα στο μυαλό της. Παρότι του άξιζε να πεθάνει. Του άξιζε να πεθάνει!
Η Ξανθίππη ρίχνει συνεχόμενα χτυπήματα σ’έναν σάκο – γροθιά-γροθιά, γροθιά, κλοτσιά – αποφεύγει έναν άλλο σάκο που ταλαντεύεται – τον κλοτσά, στέλνοντάς τον πέρα – το πρόσωπο του πατέρα της – στρέφεται στον τρίτο σάκο: γροθιά, κλοτσιά, κλοτσιά-κλοτσιά – το πρόσωπο του πατέρα της – γροθιά, κλοτσιά– Ο πρώτος σάκος τη χτυπά στην πλάτη, κάνοντάς την για λίγο να χάσει την ισορροπία της. Αλλά δεν πέφτει. Γυρίζει και κλοτσά τον σάκο, άγρια, κάνοντας την αλυσίδα του να τρίξει. Το πρόσωπο του πατέρα της.
Τσαντισμένη μ’αυτό το γαμημένο φάντασμα, απομακρύνεται από τους σάκους.
Όταν τον είχε σκοτώσει, αυτή η μυστηριώδης οργάνωση – που αργότερα έμαθε ότι ονομάζεται Σιδηρά Δυναστεία – την έσωσε από βέβαιη φυλάκιση, πιθανώς ακόμα κι από εκτέλεση. Αλλά δεν την είχε σώσει από το φάντασμά του.
Η Ξανθίππη πηγαίνει σε μια άλλη αίθουσα, τελείως άδεια από ανθρώπους, και παίρνει ένα σπαθί από την οπλοθήκη στον τοίχο. Πατά ένα κουμπί σε μια κονσόλα παραδίπλα, και δύο ολογράμματα ληστών παρουσιάζονται στο κέντρο του δωματίου. Οι μορφές τους θα κάνουν το φάντασμα να εξαφανιστεί. Τα πλησιάζει, αρχίζοντας να μάχεται μαζί τους. Όταν η λεπίδα του ξίφους της συναντά τα δικά τους όπλα μια ασθενική ενεργειακή εκκένωση συμβαίνει, προκαλώντας ένα τράνταγμα στο όπλο της. Όταν τα όπλα τους τη χτυπούν, η Ξανθίππη αισθάνεται ένα τράνταγμα στο σώμα της. Τα ολογράμματα αυτά δεν είναι μόνο εικόνες, αλλά και ενέργεια, αν και ελεγχόμενη, ακίνδυνη. Όταν τα χτυπήσεις μερικές φορές στο σώμα, είναι ρυθμισμένα να εξαφανίζονται.
*
Ο Κριτόλαος’μορ πηγαίνει στις Εκδόσεις Βραδύνικος, στον δρόμο δίπλα από το Βιβλιοπωλείο Βραδύνικος, και ζητά να μιλήσει με τον ίδιο τον κύριο Βραδύνικο.
«Σας περιμένει;» ρωτά η υπάλληλος.
«Γνωρίζει ότι θα έρθω. Κριτόλαος λέγομαι, πείτε του.»
Η υπάλληλος ανοίγει έναν επικοινωνιακό δίαυλο πάνω στο γραφείο της, φέρνει το ακουστικό στ’αφτί της, και μιλά στον Τζακ Βραδύνικο. «Μπορείτε να περάσετε,» λέει μετά στον Κριτόλαο. «Από κει.» Δείχνει.
Ο Κριτόλαος περνά την ανοιχτή πόρτα και βρίσκεται σ’έναν διάδρομο με άλλες πόρτες, κλειστές. Επάνω σε μία απ’ αυτές γράφει:
ΤΖΑΚ ΒΡΑΔΥΝΙΚΟΣ
ΕΚΔΟΤΗΣ – ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ
Ο Κριτόλαος χτυπά.
«Περάστε,» ακούγεται μια αντρική φωνή από μέσα.
Ο Κριτόλαος ανοίγει και μπαίνει σ’ένα δωμάτιο με πολλά ράφια και γραφείο, πίσω από το οποίο κάθεται ένας άντρας με γαλανό δέρμα και ψαρά μαλλιά. Το πρόσωπό του είναι μακρύ και φρεσκοξυρισμένο. Ένα ζευγάρι παραλληλόγραμμα γυαλιά με λεπτό σκελετό στερεώνονται μπροστά στα μάτια του.
Ένα αχνό χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπό του. «Ο Κριτόλαος’μορ…»
«Ο Βιβλιοπώλης.»
Ο Τζακ Βραδύνικος νεύει και δείχνει την καρέκλα αντίκρυ του. «Κάθισε.»
Ο Κριτόλαος κάθεται. «Έχεις διαβάσει τον φάκελό μου, υποθέτω, κι έχεις δει τη φωτογραφία μου.»
«Προφανώς. Όπως κι εσύ έχεις δει τη δική μου.» Δεν είναι ερώτηση, και ο Κριτόλαος δεν δίνει απάντηση.
Ο Τζακ τού προσφέρει τσιγάρο, αλλά εκείνος αρνείται. «Δεν καπνίζω.» Και συνεχίζει: «Χτες το βράδυ ήρθα σε επαφή με την Ξανθίππη…»
«Και; Σου είπε για εμένα;»
«Ότι με ζήτησες, μόνο.»
«Επειδή νομίζω πως πρόκειται για σημαντική υπόθεση της οικογένειας, θεώρησα ότι μάλλον χρειαζόμαστε κάποιον πιο έμπειρο από την Ξανθίππη σε τέτοια θέματα. Και έχω ακούσει για σένα. Έχεις κάνει καμια πρόοδο;» Ο Τζακ ακουμπά την πλάτη του στην πολυθρόνα.
«Ελάχιστη, για την ώρα,» αποκρίνεται ο Κριτόλαος. «Αλλά γιατί εξαρχής το απέκλειες να πρόκειται για αυτοκτονία;»
«Αυτοκτονία;» Βγάζει τα γυαλιά του. «Τι λόγος μπορεί να υπήρχε, κατά πρώτον;»
«Ψυχολογικός, ίσως;»
«Δεν ήταν από τις γυναίκες με ψυχολογικά προβλήματα, Κριτόλαε. Επιπλέον, η Ξανθίππη βρήκε μελανιές επάνω της. Είναι προφανές ότι κάποιος τη χτύπησε και μετά την κρέμασε. Διαφωνείς;»
«Κι εγώ έτσι νομίζω, αλλά δεν μπορώ να είμαι βέβαιος. Τι ξέρεις, γενικά, για την Ηλέννια;»
«Δεν έχεις διαβάσει τον φάκελό της;»
«Σήμερα τον προμηθεύτηκα. Σύντομα θα τον διαβάσω αναλυτικά. Γνωρίζω, πάντως, τα βασικά γι’αυτήν.»
«Δεν υπάρχει, τότε, τίποτα που θα μπορούσα να προσθέσω,» λέει ο Τζακ αφήνοντας τα γυαλιά του πάνω στο γραφείο.
«Υπάρχει κάποιος πιθανός εχθρός της Ηλέννιας;»
«Δεν έχω υπόψη μου κανέναν, για να είμαι ειλικρινής. Αν είχα, θα το είχα ήδη αναφέρει στην Ξανθίππη.»
«Τον φάκελο της Ξανθίππης ποιος τον έχει;»
Ο Βιβλιοπώλης συνοφρυώνεται. «Γιατί σ’ενδιαφέρει ο φάκελός της;»
«Θέλω να ξέρω με ποια ακριβώς συνεργάζομαι. Έχεις πληροφορίες γι’αυτήν;»
«Την εμπιστεύομαι πλήρως,» λέει ο Τζακ, «αλλά αφού θέλεις…» Φορά πάλι τα γυαλιά του, στρέφεται στην κονσόλα του γραφείου του, και πληκτρολογεί ενώ κοιτάζει την οθόνη. Παίρνει μια μικρή συσκευή αποθήκευσης από ένα συρτάρι, τη συνδέει με την κονσόλα, πατά μερικά πλήκτρα ακόμα, την αποσυνδέει από την κονσόλα, και τη δίνει στον Κριτόλαο. «Ορίστε. Δεν τα έχω σε χαρτί.»
«Δεν πειράζει.» Ο Κριτόλαος κρύβει τη μικρή συσκευή μέσα στην τσέπη του πουκαμίσου του. «Σ’ευχαριστώ.»
*
Σ’ένα εστιατόριο στις Βορειοδυτικές Αποβάθρες, παραγγέλνει φαγητό και κάθεται αναπαυτικά. Ανοίγει τον φάκελο της Ηλέννιας Σιγήκαιρης και τον διαβάζει διεξοδικά, κρυμμένο μέσα στα φύλλα μιας σημερινής εφημερίδας. Δεν μαθαίνει τίποτα που δεν γνωρίζει ήδη γι’αυτήν, εκτός από το πότε έγινε μέλος της Σιδηράς Δυναστείας, πράγμα για το οποίο πάντοτε αναρωτιόταν. Όταν η Ηλέννια έδινε πληροφορίες στους πράκτορες της Παντοκράτειρας, προτού παντρευτεί τον Σίλα Πολύσκορπο κι ενώ εργαζόταν σε καμπαρέ και ως συνοδός πολυτελείας, ήταν ήδη μέσα στη Δυναστεία, και έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Ο φάκελός της δεν γράφει πότε «μπλέχτηκε» με τη Σιδηρά Δυναστεία· γράφει πως είναι μέλος λόγω Βασικής Συγγένειας. Δηλαδή, επειδή ο ένας τουλάχιστον από τους γονείς της είναι μέλος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι και οι δύο, όπως βλέπει ο Κριτόλαος, αλλά κανένα από τα ονόματα δεν αναγνωρίζει, και δεν υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες γι’αυτούς στον φάκελο. Ούτε καν αν ζουν ακόμα.
Αναρωτιέται αν όποιοι σκότωσαν την Ηλέννια το έκαναν λόγω των γονιών της. Αλλά αυτό, βέβαια, δεν είναι καθόλου σίγουρο. Είναι μονάχα μια πιθανότητα.
Υπάρχουν κάποια μέλη που είναι της «Παλιάς Δυναστείας», όπως έχει ακούσει ο Κριτόλαος: της μεγάλης οικογένειας του υπόκοσμου που, πριν από αιώνες (σύμφωνα με τα λεγόμενα), ξεκίνησε τη Σιδηρά Δυναστεία. Ορισμένοι πιστεύουν ότι αυτοί είναι που πραγματικά ελέγχουν ολόκληρη την οργάνωση. Ο Κριτόλαος το αμφιβάλλει· του μοιάζει με συνωμοσιολογία, όπως αυτή για τη φανταστική μυστική οργάνωση που ακούει στο όνομα Χρυσό Ερπετό. Οι πράκτορες της Παντοκράτειρας είχαν εξαπλώσει τις φήμες για το Χρυσό Ερπετό, ώστε ο κόσμος να ασχολείται με ανοησίες και να μην τους ενοχλεί.
Είναι γεγονός, όμως, ότι υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που θεωρείται πως ανήκουν στην Παλιά Δυναστεία. Θα μπορούσε, ίσως, γι’αυτό η Ηλέννια να έγινε στόχος; Επειδή ανήκε στην Παλιά Δυναστεία; Ο Κριτόλαος δεν είναι καν βέβαιος ότι κυκλοφορεί η συγκεκριμένη φήμη γι’αυτήν.
Τέλος πάντων, συλλογίζεται· θα δούμε.
Ανοίγει τον φάκελο του Άλκιμου Καλνάροφ και τον διαβάζει εκτενώς. Μεσίτης, όπως είπε η Ξανθίππη. Αλλά παρέλειψε να προσθέσει ότι δεν είναι μόνο μεσίτης· κάνει και υπόγειες δουλειές, λειτουργώντας ως διάμεσος για ανθρώπους που προσφέρουν «ειδικές υπηρεσίες» – παράνομες, δηλαδή – ανάμεσα στις οποίες είναι και η δολοφονία. Φέρνει επαγγελματίες δολοφόνους σε επαφή με τους πιθανούς εργοδότες τους. Δεν το ξέρει αυτό η Ξανθίππη, ή ξέχασε να μου το αναφέρει; Δεν θα μπορούσε ο Άλκιμος να αναζητήσει αυτή τη μαυρόδερμη γυναίκα που πιθανώς να σκότωσε την Ηλέννια; Ή μήπως η Ξανθίππη θεωρεί τον Φίλανθο καλύτερο για μια τέτοια δουλειά;
*
Το απόγευμα, ενώ ο Κριτόλαος αναρωτιέται τι ερωτήσεις έχει κάνει η Ξανθίππη στον Σίλα Πολύσκορπο, αν ήταν αρκετές για να της δώσουν κάποιο χρήσιμο στοιχείο, κι αν θα μπορούσαν ίσως να πάνε να του ξαναμιλήσουν μαζί αυτή τη φορά, ο τηλεπικοινωνιακός πομπός του κουδουνίζει.
Τον πιάνει από το κομοδίνο πλάι στο κρεβάτι του και βλέπει, από την ένδειξη στη μικρή οθόνη, ότι είναι η ειδική ερευνήτρια. Τον ανοίγει.
«Ναι;»
«Έχω τη στοιχειακή ανάλυση του σχοινιού, Κριτόλαε,» λέει η Ξανθίππη, «και νομίζω ότι τα συμπεράσματα θα σ’ενδιαφέρουν. Ίσως να έχεις δίκιο. Ίσως να μπορεί να αποτελέσει στοιχείο.»
«Πού να σε συναντήσω;»
«Πού είσαι; Στο Ψηλό Μέγαρο;»
«Ναι.»
«Έρχομαι εγώ εκεί.»
Η τηλεπικοινωνία τους τερματίζεται, και ο Κριτόλαος περιμένει ενώ σκέφτεται ξανά αυτά που έμαθε για το παρελθόν της Ξανθίππης πριν από δυο ώρες. Συνέδεσε τη συσκευή αποθήκευσης πληροφοριών με το μικρό πληροφοριακό-τηλεπικοινωνιακό σύστημα που έχει μαζί του και διάβασε τα δεδομένα που του έδωσε ο Βιβλιοπώλης. Η Ξανθίππη μπλέχτηκε με τη Σιδηρά Δυναστεία επειδή, όταν ήταν δεκαπέντε χρονών, σκότωσε τον πατέρα της ο οποίος δούλευε στις αποβάθρες και την κακοποιούσε, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Κριτόλαου. Η μητέρα της ήταν ήδη νεκρή. Η Ξανθίππη απλά αμύνθηκε, μια νύχτα, και τα χτυπήματά της του έσπασαν τον λαιμό. Το λιγότερο που θα της συνέβαινε ήταν ότι θα τη φυλάκιζαν, αλλά η Σιδηρά Δυναστεία παρενέβη. Τη γλίτωσε από τις αρχές της Νέσριβεκ, και όχι μόνο αυτό αλλά κατάφερε να τη βάλει και στη Χωροφυλακή. Αναμφίβολα επειδή η οικογένεια ήθελε να έχει ανθρώπους της εκεί. Ήταν, φυσικά, η εποχή που η Παντοκράτειρα κυβερνούσε ακόμα επάνω στη Σεργήλη. Σύντομα όμως η Επανάσταση ενδυναμώθηκε πολύ εδώ, στη Νέσριβεκ, και ήρθε η περίοδος που, από τις τρομερές καταστροφές, άρχισαν να τη λένε Νέσριβεκ η Άσχημη (αντί για Νέσριβεκ η Όμορφη). Η Χωροφυλακή της πόλης διαλύθηκε τότε: κάποιοι χωροφύλακες συμμάχησαν με τους επαναστάτες, κάποιοι πήγαν με τους Παντοκρατορικούς. Η Ξανθίππη, καθοδηγούμενη από τη Σιδηρά Δυναστεία (που θεωρούσε ότι τα συμφέροντά της θίγονταν από την Επανάσταση), πολέμησε για τους Παντοκρατορικούς. Δεν έγινε, όμως, και τόσο γνωστή στους επαναστάτες μέσα στον κλεφτοπόλεμο της Νέσριβεκ της Άσχημης, ούτε αργότερα στον μεγάλο πόλεμο της Σεργήλης που διέλυσε τη δύναμη της Παντοκράτειρας· έτσι, όταν η ειρήνη ήρθε, η Δυναστεία δεν δυσκολεύτηκε να γλιτώσει την Ξανθίππη από τους νικητές. Εξάλλου, οι επαναστάτες δεν σκότωσαν όλους όσους είχαν πολεμήσει υπέρ της Παντοκράτειρας· τους περισσότερους γηγενείς της Σεργήλης τούς άφησαν να ζήσουν και να συνεχίσουν τις ζωές τους. Σε κάποιους επιβλήθηκαν ποινές. Αλλά ελάχιστοι εκτελέστηκαν. Γιατί πολλοί από αυτούς που είχαν υπηρετήσει την Παντοκράτειρα ήταν απλώς μισθοφόροι ή εξαναγκασμένοι να την υπηρετήσουν επειδή βρίσκονταν σε δύσκολη θέση. Όπως και νάχει, το παρελθόν της Ξανθίππης ως πολεμίστρια της Παντοκράτειρας είναι κρυφό κατά κύριο λόγο. Λίγοι το ξέρουν.
Αλλά αναμφίβολα, σκέφτεται ο Κριτόλαος καθώς την περιμένει, η Δυναστεία μπορεί να την ελέγχει μέσω του παρελθόντος της. Ακόμα υπάρχουν οι φανατικοί που θέλουν να σκοτώσουν κάθε άνθρωπο που υπηρέτησε, έστω και για λίγο, για τον οποιονδήποτε λόγο, την Παντοκράτειρα.
Η πόρτα του δωματίου σύντομα χτυπά, και ο Κριτόλαος σηκώνεται και πηγαίνει ν’ανοίξει. Η Ξανθίππη μπαίνει έχοντας μαζί της έναν φάκελο και μια μικρή συσκευή αποθήκευσης πληροφοριών. «Τα αποτελέσματα της στοιχειακής ανάλυσης,» λέει. «Αλλά το συμπέρασμα είναι το εξής: Το σχοινί δεν είναι φτιαγμένο από φυτικές ίνες που απαντώνται κανονικά στη Σεργήλη.»
«Από τι είναι φτιαγμένο;»
«Από ίνες που απαντώνται στη Μοργκιάνη.»
«Στη Μοργκιάνη;» Δεν υπάρχει καν άμεση επαφή μεταξύ Σεργήλης και Μοργκιάνης· μέσω Συμπλέγματος είναι ο πιο γρήγορος διαστασιακός δρόμος.
«Ναι. Στην αρχή, οι άνθρωποι που μελετούσαν τα στοιχεία είχαν παραξενευτεί, δεν ήξεραν τι ήταν· ζήτησαν πληροφορίες από τους μάγους του τάγματος των Ερευνητών στη Μαγική Ακαδημία για να βγάλουν άκρη. Μπορείς να κοιτάξεις κι εσύ τα στοιχεία, αν θέλεις.» Υψώνει τη συσκευή αποθήκευσης.
«Δεν έχω τέτοιες γνώσεις,» αποκρίνεται ο Κριτόλαος. «Το ερώτημα είναι: Γιατί κάποιος να σκοτώσει την Ηλέννια Σιγήκαιρη με σχοινί από τη Μοργκιάνη;»
Η Ξανθίππη μορφάζει μοιάζοντας συγχρόνως μπερδεμένη και διασκεδασμένη. «Είναι σαν αστείο, ε;»
«Πουλάνε τέτοια σχοινιά εδώ, στη Νέσριβεκ;»
«Δεν ξέρω. Ίσως.»
«Μπορούμε να μάθουμε;»
«Να μη μάθουμε πρώτα τι ανακάλυψε ο Βαρκάρης;» προτείνει η Ξανθίππη.
«Έχεις δίκιο,» αποκρίνεται ο Κριτόλαος. «Αυτό είναι πιο σημαντικό.»
Η Ασημίνα μού είπε ότι πρέπει να πάω να βρω τον αδελφό της, τον Ρίβη, ο οποίος είναι κλεισμένος στη Νιρικόνια Κλινική, στη Θακέρκοβ: ένα ψυχιατρείο γνωστό σ’εκείνη την περιοχή και ως ο Βράχος των Ουρλιαχτών.
«Είναι τρελός;» έκανα, απορημένος.
«Δυστυχώς,» αποκρίθηκε η Ασημίνα, «είναι… διαταραγμένος. Εδώ και κάποιο καιρό, αλλά όχι από πολύ παλιά. Τέλος πάντων, τώρα η κατάστασή του είναι καλύτερη, απ’ό,τι ξέρω.» Και μου εξήγησε πως πρέπει να δείξω ένα σφραγισμένο χαρτί σ’έναν συγκεκριμένο ψυχίατρο στη Νιρικόνια Κλινική, προκειμένου ν’αφήσουν τον Ρίβη να φύγει. «Αυτόν τον γιατρό και μόνο να ζητήσεις,» μου τόνισε. «Κανέναν άλλο. Και να διευκρινίσεις ότι σε στέλνω εγώ.»
Μου είπε μετά να μην ανησυχώ· ο Ρίβης δεν είναι επικίνδυνος, αλλά καλύτερα να μην πιάσω και κουβέντα μαζί του, και να μην αρχίσω να πιστεύω ό,τι μου λέει – γιατί λέει κάτι τελείως αλλόκοτα πράγματα. Εκείνο που πρέπει να κάνω είναι το εξής– Και τότε η Ασημίνα διέκοψε τον εαυτό της και πήρε ένα κουτί από ένα συρτάρι στο γραφείο της. Με ρώτησε: «Γνωρίζεις πού είναι το Μαύρο Δόντι, έτσι;»
«Ναι,» αποκρίθηκα, παραξενεμένος γι’ακόμα μια φορά. Τι σχέση είχε τώρα αυτό; Και τι είδους δουλειά ήταν γενικά αυτή που μου ζητούσε η Ασημίνα να κάνω; Σίγουρα δεν είχε καμια σχέση με τις προηγούμενες· δεν ήθελε να φέρω κάποιον άνθρωπο με το μέρος της.
Η Ασημίνα ένευσε. «Το ξέρω,» είπε, έχοντας αναμφίβολα διαβάσει στον φάκελό μου ότι είχα επισκεφτεί το Μαύρο Δόντι–
Στον φάκελό μου; Γράφει ο φάκελός μου τέτοιες λεπτομέρειες; Ποια μέρη έχω επισκεφτεί από τότε που μπήκα στη Δυναστεία; Ή μήπως η Ασημίνα έχει κι άλλου είδους πληροφόρηση; Το δεύτερο μού μοιάζει πιο πιθανό.
«Φεύγοντας από την κλινική,» μου είπε, «θα δώσεις στον αδελφό μου αυτό.» Και έτεινε το κουτί προς το μέρος μου, εξηγώντας μου πως εκείνος και μόνο έπρεπε να το ανοίξει. Περιείχε κάποια πράγματα που θα του χρειάζονταν. Και μου τόνισε πως εγώ – ό,τι κι αν έβλεπα – ό,τι κι αν άκουγα – δεν έπρεπε να μου φανεί περίεργο.
«Γιατί,» τη ρώτησα, «τι μπορεί να δω; Τι μπορεί ν’ακούσω;»
«Σου είπα: ο Ρίβης είναι διαταραγμένος. Δεν είναι να τον παίρνεις τοις μετρητοίς.»
«Τι περιέχει το κουτί, Ασημίνα;» ρώτησα, ελπίζοντας πως η ερωτική μας συνεύρεση το μεσημέρι θα την είχε κάνει να με εμπιστεύεται περισσότερο από παλιά.
Αλλά προφανώς δεν ήταν έτσι. «Δεν έχει σημασία,» αποκρίθηκε, κι από την έκφρασή της δεν μπορούσα να κρίνω τι σκεφτόταν ή τι αισθανόταν. «Είναι για τον Ρίβη. Εσύ, ό,τι και να δεις, δεν θα κάνεις τίποτα περισσότερο από αυτό που θα σου πω τώρα.» Και μου είπε ότι, αφού πάρω τον Ρίβη από την κλινική και του δώσω το κουτί, πρέπει να τον πάω στο Μαύρο Δόντι και να τον αφήσω έξω από τη συγκεκριμένη μικρή πόλη που αποτελεί προκάλυμμα για διάφορες δραστηριότητες του υπόκοσμου. Εγώ δεν πρέπει να μπω στο Μαύρο Δόντι, σε καμία περίπτωση.
«Και πρόσεξε τώρα,» πρόσθεσε: «Όταν πάρεις τον Ρίβη από τη Νιρικόνια Κλινική και τον βάλεις στο όχημά σου, μην του πεις ότι σε έστειλα εγώ. Δεν πρέπει να ξέρει ότι σ’έστειλα εγώ.»
«Γιατί;»
«Γιατί έτσι θέλω, Ζορδάμη.» Και συνέχισε, λέγοντάς μου ότι πρέπει να πω στον Ρίβη πως με έστειλε η Σιδηρά Δυναστεία και η χάρη του Κάρτωλακ–
«Του Κάρτωλακ;»
«Ναι, του Κάρτωλακ. Πιστεύει στον Κάρτωλακ ο αδελφός μου. Θα του πεις ότι σε έστειλε ο Κάρτωλακ και η Σιδηρά Δυναστεία, και δεν πρόκειται να σε αμφισβητήσει σε τίποτα από κει και πέρα. Και μετά, θα του δώσεις το κουτί, το οποίο, θα του πεις, είναι δώρο από τον Κάρτωλακ για να ξεπαστρέψει επιτέλους αυτόν που τον καταδιώκει.»
«Δεν καταλαβαίνω, Ασημίνα. Δεν καταλαβαίνω τίποτα από ετούτη τη δουλειά.»
«Δε χρειάζεται να καταλαβαίνεις,» μου αποκρίθηκε. «Χρειάζεται μόνο να ακολουθήσεις τις οδηγίες μου.» Και το χέρι της έκανε μια παράξενη, σπασμωδική κίνηση σαν να προσπαθούσε να πιαστεί από κάποια ανύπαρκτη χειρολαβή.
«Αν όμως δεν καταλαβαίνω τίποτα…»
«Δε χρειάζονται περισσότερες εξηγήσεις σ’αυτή την περίπτωση. Θέλεις να σβηστεί το χρέος σου, Ζορδάμη, δεν θέλεις;»
«Φυσικά,» είπα, ενώ είχε αρχίσει να μη μ’αρέσει ο τρόπος της. Προφανώς, το γεγονός ότι είχαμε πλαγιάσει μαζί το μεσημέρι δεν είχε καμια σημασία για εκείνη. Εξακολουθούσε να είναι η αφέντρα μου. Και οι δουλειές της ήδη μου φαίνονταν παράξενες· αυτή όμως ήταν, αναμφίβολα, η πιο παράξενη από όλες. Αλλά τι σ’ενδιαφέρει εσένα; σκέφτηκα. Εκείνο που πρέπει να σ’ενδιαφέρει είναι να ξεχρεωθείς και να τελειώνεις. Ας έχει η Ασημίνα ό,τι θέλει στο μυαλό της!
«Μη θυμώνεις,» μου είπε τότε, σαν να θεώρησε ότι ίσως να παραήταν απότομη μαζί μου. «Απλώς δεν σου λέω πράγματα που δεν υπάρχει λόγος να ξέρεις. Είναι καλύτερα έτσι, για όλους. Και για εσένα, κυρίως.»
«Εντάξει,» αποκρίθηκα. Και ρώτησα: «Θα περιμένω τον αδελφό σου να επιστρέψει από το Μαύρο Δόντι;»
«Όχι. Αφού δεις ότι έχει μπει στη μικρή πόλη, θα φύγεις αμέσως. Θα έρθεις εδώ.»
Και το πρωί, προτού ξεκινήσω, μου επανέλαβε όλες τις οδηγίες, σαν να ήθελε να είναι βέβαιη ότι δεν θα ξεχάσω τίποτα.
Τώρα, μέσα στο απόγευμα, ενώ σκιές απλώνονται στο τοπίο ολόγυρά μου, πλησιάζω τη Νίρβεκ οδηγώντας επάνω στη δημοσιά. Έχω αποφασίσει να πάω στον προορισμό μου ακολουθώντας τη διαδρομή Νίρβεκ – Τροφή για τους Τροχούς (το γνωστό πανδοχείο στη μεγάλη διακλάδωση των δρόμων) – Θακέρκοβ. Προτιμότερο, νομίζω, απ’το να μπω πάλι σε χωματόδρομους και στην ύπαιθρο, όπου καθυστερώ και φθείρω το όχημά μου. Τον ίδιο χρόνο θα κάνω πάνω-κάτω, με την εμπειρία που έχω, παρότι πρόκειται για κύκλο. Στις δημοσιές με καλό οδόστρωμα μπορώ να αναπτύξω όση ταχύτητα αντέχει το όχημά μου. Και το ευχαριστιέμαι, επιπλέον.
Τι παράξενη ιστορία κι αυτή, σκέφτομαι καθώς, γι’ακόμα μια φορά, θυμάμαι τα λόγια της Ασημίνας. Και δεν τη γουστάρω καθόλου. Πρέπει τώρα να έχω να κάνω με παράφρονες; Τι σκατά συμβαίνει εδώ; Τέλος πάντων – κουνάω το κεφάλι μου ελαφρά, προσπαθώντας να το καθαρίσω – είναι για να ξεχρεωθώ και να τελειώνω. Για να μην καταντήσω σαν τον Άφευκτο… ο οποίος έχει πάψει πλέον να στοιχειώνει τα όνειρά μου, σαν φάντασμα που το έχεις ξορκίσει.
Μπαίνω στη Νίρβεκ έχοντας ήδη αποφασίσει να περάσω τη νύχτα εδώ. Δεν υπάρχει κανένα καλύτερο μέρος σε τούτη την περιοχή. Αφήνω το όχημά μου σ’ένα γκαράζ και, μαζί με την Κλεισμένη, βαδίζω προς το ξενοδοχείο που ονομάζεται «Το Ζητούμενο». Συγχρόνως, πατάω μερικά πλήκτρα στον τηλεπικοινωνιακό πομπό μου για να ειδοποιήσω δύο μέλη της οικογένειας ότι βρίσκομαι στην πόλη: δύο μέλη που συμπαθώ πολύ. Την Πάολα των Δρομολόγων, και τον Ζορζ τον Βουτηχτή. Το σήμα μου στέλνεται στους πομπούς τους, και προτού καν φτάσω στην είσοδο του ξενοδοχείου (που δεν είναι και τόσο μακριά από το γκαράζ όπου άφησα το όχημά μου) η Πάολα με καλεί.
Φέρνω τον πομπό στ’αφτί μου καθώς δέχομαι την κλήση. «Ναι;»
«Ραλίστα;»
«Πάολα;» λέω, θεατρικά, μιμούμενος τη φωνή της.
Η Πάολα γελά. «Γύρισες στα μέρη μας;»
«Περαστικός είμαι, μόνο, δυστυχώς.»
«Κι εγώ που νόμιζα ότι, μ’αυτές τις ιστορίες που συμβαίνουν εδώ, κάποιος σ’έστειλε για βοήθεια.»
«Τι ιστορίες;»
«Δεν έχεις ακούσει για τον Τασνικέφ;»
«Τι θάπρεπε νάχω ακούσει;» Γνωρίζω πως είναι ένας μεγαλέμπορος που πουλά ανταλλακτικά πλοίων και τέτοια. Πλούσιος. Μέλος της Σιδηράς Δυναστείας· από τα μεγάλα κεφάλια.
«Πού είσαι; Νάρθω να σε βρω;»
«Στο Ζητούμενο πλησιάζω τώρα – το ξενοδοχείο. Θα σε καλέσω σε πέντε λεπτά, να σου πω ποιο δωμάτιο έχω κλείσει.»
«Δεν έχεις τίποτα να κάνεις, τη νύχτα, έτσι;»
«Όχι.»
«Ωραία. Θα τα πούμε.»
Καθώς η τηλεπικοινωνία μας τερματίζεται, μπαίνω στο ξενοδοχείο, κλείνω ένα δωμάτιο, και ανεβαίνω. Καλώ την Πάολα και της λέω πού ακριβώς είμαι, οπότε εκείνη μού αποκρίνεται ότι σε λίγο θα έρθει.
Ενώ περιμένω, κάνω ένα ντους και, προτού τελειώσω, ο πομπός μου κουδουνίζει. Τυλίγω μια πετσέτα γύρω μου και βγαίνω. Βλέπω, από την ένδειξη στην οθόνη, ότι είναι ο Ζορζ. Δέχομαι την κλήση.
«Ζορζ.»
«Καλωσήρθες και πάλι στη Νίρβεκ, ραλίστα. Πώς μπορώ να σε βοηθήσω;»
«Δε θέλω κάτι συγκεκριμένο, απλώς κάλεσα να δω αν είσαι καλά και να πω ένα γεια. Περαστικός είμαι· αύριο φεύγω· έχω άλλες δουλειές.»
«Κρίμα. Μπορεί να χρειαζόμασταν τη βοήθειά σου εδώ.»
«Πριν από λίγο μίλησα στην Πάολα και μου είπε ότι κάτι περίεργο συμβαίνει· κάτι με τον Τασνικέφ.»
«Δεν το ξέρεις, δηλαδή; Πού ήσουν τόσο καιρό;»
«Στην Άντχορκ και μετά στη Χαρπόβη και στα Φέρνιλγκαν.»
«Ο Τασνικέφ δολοφονήθηκε, ραλίστα–»
«Τι;»
«Ναι· δε σ’το είπε η Πάολα αυτό;»
«Θα έρθει τώρα, σε λίγο, βασικά.»
«Πού είσαι;»
Του λέω, και μετά η πόρτα του δωματίου μου χτυπά. «Αυτή πρέπει να είναι. Σ’αφήνω.» Ο Ζορζ με χαιρετά και η επικοινωνία μας τερματίζεται.
Η Κλεισμένη δείχνει ανήσυχη, επιφυλακτική, καθώς είναι μισοξαπλωμένη πάνω στο κρεβάτι μου.
Πηγαίνω στην πόρτα και ρωτάω: «Ποιος είναι;»
«Κάνουμε μια έρευνα για τα δωμάτια του ξενοδοχείου, κύριε. Θα μου ανοίξετε; Πρέπει να μου απαντήσετε μόνο σε πενήντα-τρεις ερωτήσεις!» Η φωνή της Πάολας.
Γελώντας, της ανοίγω.
Η Πάολα μπαίνει ντυμένη με ελαφρύ πέτσινο πανωφόρι, εφαρμοστό μπλε παντελόνι, και γοβάκια. Από τον ώμο της κρέμεται, λοξά, μια καφετιά τσάντα. Οι δύο μπροστινές τούφες των ξανθών μαλλιών της είναι πιασμένες πίσω από το κεφάλι της. Με κοιτάζει από πάνω ώς κάτω, καθώς είμαι τυλιγμένος με την πετσέτα και το σώμα μου γυαλίζει από το νερό του μπάνιου.
«Επιδειξία,» μου λέει.
«Τι εννοείς; Είχα βγει απ’το νους για ν’ανοίξω τον πομπό μου, λίγο προτού έρθεις.»
«Ναι, καλά.» Βγάζοντας την τσάντα της κι αφήνοντάς την κάτω, κάθεται στη μοναδική καρέκλα του δωματίου σταυρώνοντας τα πόδια της στο γόνατο. Το βλέμμα της πηγαίνει στη γάτα στο κρεβάτι. «Ποιος είναι ο κύριος;»
«Κυρία,» εξηγώ υπομειδιώντας.
Η Πάολα μού επιστρέφει το μειδίαμα. «Έπρεπε να το φανταστώ!»
Η Κλεισμένη την ατενίζει με κάποια συμπάθεια, νομίζω.
Γελάω, αλλά μετά η όψη μου σοβαρεύει. «Ο Ζορζ ήταν,» της λέω, «που με κάλεσε πιο πριν στον πομπό. Και μου είπε ότι ο Τασνικέφ δολοφονήθηκε…»
Η Πάολα νεύει. «Ναι, τον σκότωσαν,» λέει, σοβαρή κι εκείνη τώρα. «Με βέλος, ενώ ήταν σ’ένα συνέδριο ναυτικών. Τον κάρφωσε στον λαιμό, πέρα για πέρα.» Δείχνει τη δεξιά και την αριστερή μεριά του λαιμού της.
«Βαρβαρικός τρόπος…» παρατηρώ, καθίζοντας στην άκρη του κρεβατιού, συνοφρυωμένος. «Ποιος τον σκότωσε; Μάθατε;»
Η Κλεισμένη πηδά στο πάτωμα και πλησιάζει τα πόδια της Πάολας, αν και με κάποια επιφύλαξη. Η Δρομολόγος απλώνει το χέρι της και χαϊδεύει το μαύρο τρίχωμα με τις γκρίζες ραβδώσεις. «Δεν είναι σίγουρο ακόμα, αλλά… υποπτευόμαστε τον Τοξότη.»
«Ποιον τοξότη;»
«Τον Τοξότη,» τονίζει η Πάολα. «Κωδικό όνομα είναι. Πρόκειται για συγγενή μας.»
«Σοβαρολογείς;»
«Ναι,» λέει η Πάολα. «Ένας τύπος από τα Φέρνιλγκαν, που δολοφονεί με τόξο. Πολύ καλός στη δουλειά του. Και το ξέρω πως βρισκόταν εδώ πριν από μερικές μέρες· τον είχα δει.»
«Τώρα έφυγε;»
«Τώρα δεν ξέρω πού είναι. Ούτε ο Ζορζ ξέρει. Ούτε κανένας άλλος με τον οποίο μπορώ νάρθω σ’επαφή. Και ο Παλιόσκυλος φαίνεται πια νάχει τρελαθεί τελείως, ο καριόλης.»
«Κυνηγά τον Τοξότη;»
«Ούτε που ξέρω τι κάνει,» μορφάζει η Πάολα. «Δεν είναι και πολύ συνεννοήσιμος, πάντως. Όχι πως και ποτέ ήταν. Αλλά τώρα έχει ξεφύγει ο άνθρωπος. Συνέβη κι ένα περιστατικό με μια συγγενή μας – τη Βατράνια· ίσως να τη γνωρίζεις. Δε μένει μόνιμα εδώ, όμως έρχεται κατά περιόδους…»
«Βατράνια; Δεν έχει τύχει… Δε νομίζω…»
«Χρησιμοποιεί διάφορες ταυτότητες. Μπορεί να την ξέρεις μ’άλλο όνομα.»
Η Σαμάνθα; σκέφτομαι αμέσως. Για τη Σαμάνθα μιλά; «Είναι και μάγισσα;»
«Μάγισσα; Δεν ξέρω… Μάλλον όχι.»
«Τι έγινε μαζί της;»
«Μια πολύ περίεργη υπόθεση. Εξαφανίστηκε, βασικά. Δε μπορώ να τη βρω στο σπίτι που νοίκιαζε, αλλά απ’ό,τι έμαθα δεν το έχει ξενοικιάσει. Και ούτε στις τηλεπικοινωνιακές κλήσεις κανενός απαντά. Ο πομπός της, μάλιστα, έχει πλέον πάψει να λειτουργεί. Ο Καθάριος – ο αερομεταφορέας, τον οποίο ξέρεις – νομίζει πως είδε χωροφύλακες να τη συλλαμβάνουν· και αυτή πρέπει όντως να ήταν, απ’ό,τι ανακάλυψα κι εγώ.»
«Μισό λεπτό. Τι εννοείς ότι είδε χωροφύλακες να τη συλλαμβάνουν;»
«Ο Καθάριος,» λέει η Πάολα, «πετούσε με τον γρύπα του πάνω από τον Ολάνοιχτο και πρόσεξε ότι έξω από το οικοδόμημα όπου έγινε το συνέδριο των ναυτικών – το οικοδόμημα όπου δολοφονήθηκε ο Τασνικέφ – τώρα κάποια άλλη φασαρία γινόταν. Μια γυναίκα προσπαθούσε να φύγει ενώ χωροφύλακες την καταδίωκαν. Και στο τέλος την έπιασαν. Την έβαλαν σ’ένα τετράκυκλο όχημα και την πήγαν στα Κεντρικά της Χωροφυλακής.»
«Κι αυτή η γυναίκα ήταν η Βατράνια;» Η Σαμάνθα;
«Έτσι νομίζει ο Καθάριος. Και όταν έψαξα το θέμα, μέσω των συνδέσμων των Δρομολόγων, το ίδιο κατέληξα να νομίζω κι εγώ.»
«Πώς είναι η Βατράνια; Εμφανισιακώς.» Είναι η Σαμάνθα;
«Έχει λευκό δέρμα, σαν το δικό μου. Τα μαλλιά της είναι κοντά και μαύρα.»
Κοντά και μαύρα… Στην Άντχορκ, η Σαμάνθα είχε τα μαλλιά της κοντά και κόκκινα. Αλλά το φυσικό τους χρώμα είναι μαύρο. Μα τους θεούς, αυτή είναι! «Ύψος;»
Η Πάολα μορφάζει. «Όχι πολύ ψηλή. Σαν εμένα, περίπου.»
«Την ξέρω,» της λέω. «Μάλλον την ξέρω. Τον ρώτησες τον Ρίβη γι’αυτήν;»
«Ναι.»
«Και τι σου είπε;»
«Δεν έδωσε απάντηση, ο Παλιόσκυλος. Είπε να κοιτάζω τη δουλειά μου – αυτή είναι δουλειά της Χωροφυλακής. Επέμεινα να μάθω αν η γυναίκα που συνέλαβαν ήταν όντως η Βατράνια, όμως αρνήθηκε να μου αποκριθεί. Στο τέλος τον απείλησα στο όνομα της οικογένειας, αλλά εκείνος είπε ότι δεν δέχεται απειλές από αλήτισσες σαν εμένα.» Το βλέμμα της έχει αγριέψει. «Το έχει παρακάνει, το καθίκι. Όλοι το λένε.»
Η Κλεισμένη νιαουρίζει, νιώθοντας ίσως παραμελημένη από την Πάολα.
«Πόσες μέρες είναι που συνέλαβαν τη Βατράνια;» ρωτάω.
Η Πάολα μοιάζει σκεπτική προς στιγμή. «Πρέπει νάναι έξι, εφτά μέρες τώρα.»
«Και την κρατάει ο Ρίβης τόσο καιρό στα κελιά της Χωροφυλακής;»
«Ξέρω γω; Αν την είχε αφήσει, δεν θα το είχα μάθει; Κανένας δεν μπορεί να τη βρει. Έχει εξαφανιστεί.
»Και, συγχρόνως, έχουμε κι αυτό το πρόβλημα με τον Τασνικέφ· προσπαθούμε να ανακαλύψουμε ποιος τον σκότωσε. Και προσπαθούμε, επιπλέον, να εντοπίσουμε και τον Τοξότη, ο οποίος, όπως σου είπα, είναι επίσης εξαφανισμένος.»
«Μπορεί νάχει φύγει,» λέω, «αν όντως σκότωσε τον Τασνικέφ.»
«Μπορεί,» παραδέχεται η Πάολα. «Αλλά κανένας μας δεν καταλαβαίνει γιατί να τον σκότωσε–»
«Ίσως κάποιος να τον πλήρωσε, Πάολα.»
«Δε θα έπαιρνε λεφτά για να σκοτώσει κάποιον σαν τον Τασνικέφ.»
«Είσαι σίγουρη;»
«Ναι. Τα μέλη της οικογένειας δεν κυνηγάνε έτσι το ένα το άλλο.»
«Αυτή την εντύπωση έχεις;» Της λέω τι συνέβη, όταν ήμουν στη Άντχορκ, μεταξύ του Ψηλού Αλλάνδρη και του Σαρντάνη Βίνρασκιφ· και προσθέτω ότι τώρα ο Ψηλός Αλλάνδρης μάλλον θέλει εμένα νεκρό αφού τον πυροβόλησα και παραλίγο να τον σκοτώσω.
«Δεν έπρεπε να το είχες κάνει αυτό,» παρατηρεί η Πάολα.
«Το θέμα είναι ότι μπορεί ο Τασνικέφ και ο Τοξότης να είχαν κάποια βεντέτα που δεν ξέρεις.»
«Δεν το νομίζω, Ζορδάμη. Δεν είχαν επαφές οι δυο τους· κι αν είχαν, πίστεψέ με, θα το ήξερα. Ο Τοξότης είναι ένας φονιάς από τα Φέρνιλγκαν. Ο Τασνικέφ ήταν ένας έμπορος ναυτικών εξοπλισμών και ανταλλακτικών για πλοία ο οποίος εμπορευόταν εντός και εκτός Σεργήλης. Δεν είχαν καμια σχέση μεταξύ τους. Εκτός από το γεγονός ότι βρίσκονταν στη Σιδηρά Δυναστεία.»
Μορφάζω συλλογισμένα. «Δεν ξέρω… Τι να σου πω; Δεν είμαι ιδιωτικός ερευνητής. Ο Κριτόλαος ίσως να μπορούσε να βγάλει άκρη.»
«Ο Κριτόλαος’μορ;»
«Ναι.»
«Πράγματι,» συμφωνεί η Πάολα. «Αλλά δεν ξέρω πού είναι τώρα–»
«Τελευταία φορά που τον είδα ήταν στην Άντχορκ–»
«Δεν είναι πια στην Άντχορκ, νομίζω. Ζήτησα να τον καλέσουν αν μπορούν, αλλά δεν έχει παρουσιαστεί ακόμα. Παρεμπιπτόντως, ξέρεις ποιος είναι εδώ; Ο άλλος τύπος με τον οποίο είχες έρθει παλιά, ενώ κυνηγούσατε τον Άφευκτο.»
«Ο Ύαν; Ο Ύαν Έπαρχος;»
Η Πάολα νεύει καταφατικά.
«Νόμιζα ότι ήταν στη Χαρπόβη ακόμα!» λέω.
«Εδώ είναι, τώρα. Βρισκόταν στην Έτρεβοθ όταν έμαθε για τον θάνατο του Τασνικέφ, και στάλθηκε σ’εμάς για να μας βοηθήσει.»
Η πόρτα του δωματίου μου χτυπά. Ποιος είναι τώρα;
«Περιμένεις κάποιον;» ρωτά η Πάολα, ενώ η Κλεισμένη τσιτώνεται, η ουρά της ορθώνεται.
Σηκώνομαι απ’το κρεβάτι. «Όχι.» Έχοντας ακούσει όλα αυτά τα περίεργα, πιάνω το πιστόλι μου κάτω από το μαξιλάρι όπου το είχα βάλει πιο πριν, και το οπλίζω. «Ποιος είναι;» ρωτάω φωναχτά, πλησιάζοντας την πόρτα με επιφύλαξη.
«Ο Ζορζ,» έρχεται η φωνή του Βουτηχτή από την άλλη μεριά.
Του ανοίγω και μπαίνει.
«Πάολα,» χαιρετά μ’ένα σύντομο νεύμα.
Εκείνη υπομειδιά χωρίς να σηκωθεί απ’την καρέκλα. «Ζορζ.»
«Μόλις έμαθα ότι ο Ύαν είναι εδώ,» λέω στον Βουτηχτή
«Ο Ύαν Έπαρχος, ναι. Υποτίθεται ότι θα μας βοηθήσει με την υπόθεση του Τασνικέφ. Αλλά δεν έχουμε κάνει καμια σπουδαία πρόοδο μέχρι στιγμής. Μάλλον, η Πάολα θα σου είπε…»
«Μου είπε.» Και τη ρωτάω: «Ο Ύαν το ξέρει ότι η Βατράνια βρίσκεται στα χέρια της Χωροφυλακής;»
«Ναι.»
Και δεν γνωρίζει ποια είναι; «Πώς έχει αντιδράσει; Ξέρει ποια είναι;»
«Τι εννοείς; Γνωρίζονται;»
«Φυσικά και γνωρίζονται, αν είναι αυτή που υποπτεύομαι πως είναι. Ήταν κάποτε, για λίγο, εραστές μάλιστα.»
«Γι’αυτό σε κάποια στιγμή μού είπε ότι θα πάει να σκοτώσει τον Παλιόσκυλο αν συνεχίσει τέτοιες μαλακίες για πολύ ακόμα…» παρατηρεί η Πάολα, σκεπτικά.
Αφήνω το πιστόλι μου στο κρεβάτι και πιάνω τον πομπό μου. «Έχεις τον τηλεπικοινωνιακό κώδικά του;»
«Ναι,» αποκρίνεται η Πάολα, και μου τον λέει.
Καλώ τον Ύαν και περιμένω ν’απαντήσει, έχοντας το μεγάφωνο ανοιχτό έτσι ώστε να μπορούμε ν’ακούσουμε κι οι τρεις.
Μετά από λίγο, ο μισθοφόρος λέει: «Μάλιστα;»
«Εγώ είμαι, Ύαν, ο ραλίστας.»
«Τι στα πόδια της Λόρκης κάνεις εδώ, ραλίστα; Ο Μαστροκλέφτης μού είπε ότι κάποιο σημαντικό μέλος σε κάλεσε για σοβαρές δουλειές.»
«Δε σου είπε ψέματα. Τώρα όμως είμαι εδώ, και μόλις άκουσα ότι μια κοινή γνωστή μας είναι στη φυλακή. Αληθεύει;»
«Η Αγαρίστη.» Εκείνος έτσι την είχε μάθει παλιά, και επιμένει πως αυτό το όνομα τής ταιριάζει καλύτερα.
«Η Σαμάνθα.»
«Αγαρίστη τη λένε, ραλίστα.» Πάντα έχουμε αυτή την οντολογική διαφωνία με τον Ύαν.
«Εδώ, πάντως, φαίνεται να την ξέρουν ως Βατράνια.»
«Αυτό είναι γεγονός. Τι θέλεις τώρα; Ποιος σ’έστειλε στη Νίρβεκ;»
«Περαστικός είμαι, αλλά… θέλω να μάθω τι συμβαίνει, αν είναι δυνατόν. Και… δε μπορούμε να την αφήσουμε στα μπουντρούμια του Παλιόσκυλου, αν έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε κάτι για να τη βοηθήσουμε, Ύαν!»
«Πού βρίσκεσαι, ραλίστα; Δε λέμε τέτοια πράγματα μέσα από πομπούς.»
Του απαντώ πού είμαι. «Μπορείς νάρθεις;»
«Δε θέλω να χάσω την παρέα σου.»
«Είναι εδώ και η Πάολα κι ο Ζορζ.»
«Τόσο το καλύτερο,» αποκρίνεται ο Ύαν, και τερματίζει την τηλεπικοινωνία μας.
Στρέφομαι στην Πάολα και στον Ζορζ. «Γιατί είπε ‘Τόσο το καλύτερο’;»
Οι όψεις τους φανερώνουν άγνοια.
Αφήνω τον πομπό μου στο κομοδίνο. «Γιατί οι χωροφύλακες συνέλαβαν τη Βατράνια; Τι έκανε;»
«Πλαστοπροσωπία,» εξηγεί η Πάολα. «Παρίστανε κάποιο άλλο άτομο, απ’ό,τι κατάφερα να μάθω. Μάλλον, κάποιο άτομο της Χωροφυλακής.»
«Μέσα σ’εκείνο το οικοδόμημα όπου δολοφονήθηκε ο Τασνικέφ;»
«Ναι. Υποθέτω πως είχε πάει να ερευνήσει. Ήταν το επόμενο πρωί ύστερα από το απόγευμα που τον σκότωσαν.»
*
Ο Ύαν έρχεται ύστερα από κανένα μισάωρο, και τα μαβιά, δαιμονικά μάτια του μας κοιτάζουν όλους υπολογιστικά. Η Κλεισμένη νιαουρίζει και κρύβεται κάτω απ’το κρεβάτι μου.
«Από πότε είσαι εδώ;» τον ρωτάω.
«Δυο μέρες,» αποκρίνεται.
«Και είσαι σίγουρος ότι η αιχμάλωτη του Παλιόσκυλου είναι η Σαμάνθα;»
«Αυτή είναι, ραλίστα.»
Είμαι ντυμένος τώρα με παντελόνι και πουκάμισο καθώς στέκομαι όρθιος μέσα στο δωμάτιο. Ο Ζορζ είναι καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού, και η Πάολα εξακολουθεί να κάθεται στην καρέκλα.
«Του μίλησες;» ρωτάω.
«Του Παλιόσυρμου; Όχι, δεν του έχω μιλήσει εγώ προσωπικά. Αλλά…» Στρέφει το βλέμμα του στην Πάολα. Και μετά πάλι σ’εμένα. «Νομίζεις ότι σ’εμένα θα έλεγε κάτι διαφορετικό απ’ό,τι σ’αυτήν;»
«Όχι,» αποκρίνομαι, «δεν το νομίζω.»
«Την κρατά στα μπουντρούμια της Χωροφυλακής μέρες τώρα,» λέει ο Ύαν, «επειδή την έπιασαν για πλαστοπροσωπία – μάλλον να παριστάνει κάποιο άτομο της Χωροφυλακής–»
«Του το είπα,» τον διακόπτει η Πάολα.
«Ο Ρίβης Παλιόσυρμος,» συνεχίζει ο Ύαν, «δεν έχει δείξει να κάνει καμία προσπάθεια να τη βοηθήσει να ελευθερωθεί, όπως ένας συγγενής θα έπρεπε να κάνει. Και ούτε μας λέει τίποτα για το τι συμβαίνει μαζί της. Στην Πάολα έχει πει επανειλημμένως να κοιτά τη δουλειά της – λες και το τι συμβαίνει μ’ένα άλλο μέλος της Δυναστείας δεν είναι δουλειά της!»
«Σε βλέπω τσαντισμένο,» παρατηρώ, με τα χέρια μου σταυρωμένα μπροστά μου.
«Κάτι δεν πηγαίνει καθόλου καλά μ’αυτό το μαντρόσκυλο,» λέει ο Ύαν.
«Αυτό,» συμφωνεί η Πάολα, «είναι βέβαιο.»
«Επομένως,» συνεχίζει ο Ύαν, «ήρθα να σας προτείνω να κινηθούμε εναντίον του.»
«Τι εννοείς;» ρωτά η Πάολα.
«Να πάμε να πάρουμε τη Βατράνια από τα μπουντρούμια της Χωροφυλακής. Αν ο Παλιόσυρμος εξακολουθούσε να ήταν σύμμαχός μας δεν θα την κρατούσε τόσες μέρες εκεί – θα είχε βρει τρόπο να την ελευθερώσει ώς τώρα!»
«Να πάμε να την πάρουμε από τα μπουντρούμια της Χωροφυλακής;» λέει ο Ζορζ, γελώντας κοφτά, ειρωνικά. «Πώς νομίζεις ότι μπορούμε να το καταφέρουμε αυτό, μισθοφόρε; Εγώ, τουλάχιστον, δεν έχω τέτοιες προσβάσεις. Και ούτε η Πάολα νομίζω πως έχει, παρότι είναι μέσα στους Δρομολόγους.»
«Σίγουρα όχι,» νεύει η Πάολα. «Δεν μπορούμε να πάρουμε τη Βατράνια από τα μπουντρούμια της Χωροφυλακής, Ύαν· μόνο ο Παλιόσκυλος μπορεί να το–»
«Μπορούμε,» τη διακόπτει ο Ύαν. «Σκοτώνοντας.» Και, σαν για να δώσει έμφαση στα λόγια του, τραβά το πιστόλι μέσα από το πανωφόρι του.
Ο Ζορζ γελά. «Προτείνεις να επιτεθούμε στα Κεντρικά της Χωροφυλακής; Είσαι τρελός;»
«Νομίζεις ότι μπορούν να με σταματήσουν, αν έχω λίγη βοήθεια από εσάς;»
Ο Ζορζ κουνά το κεφάλι. «Εγώ, τουλάχιστον, δεν μπορώ να προσφέρω τέτοια βοήθεια. Δεν είμαι φονιάς, και–»
«Δεν σου είπα να έρθεις μαζί μου για να σκοτώσεις. Υποθέτω πως αυτό» – στρέφει το δαιμονικό βλέμμα του σ’εμένα – «θα το κάνει ο ραλίστας.»
«Είσαι σίγουρος;» του λέω, εσκεμμένα ανέκφραστα.
«Σχεδόν.»
«Γιατί;»
«Γιατί είσαι τσιμπημένος μαζί της, γαμιόλη.»
Γελάω, αν και το ξέρω πως έχει δίκιο ώς ένα σημείο. «Ο Ζορζ μιλά σωστά: είσαι τρελός.»
«Επιπλέον,» συνεχίζει ο Ύαν, «σ’αρέσει να σκοτώνεις–»
«Είσαι ακόμα πιο τρελός!»
«Σε είδα στη Χαρπόβη, ραλίστα! Σ’αρέσει να σκοτώνεις.»
«Ήμουν τσαντισμένος τότε,» του λέω.
«Και τώρα είσαι τσαντισμένος, νομίζω.»
«Για άλλο λόγο, ίσως.»
«Έχει σημασία;»
«Προτείνεις να πάμε να σκοτώσουμε τον Ρίβη Παλιόσυρμο;» του λέω.
Κουνά το κεφάλι καθώς κρύβει πάλι το πιστόλι του μες στο πανωφόρι. «Όχι, όχι τον Παλιόσυρμο. Είναι μέλος της Δυναστείας ακόμα, απ’ό,τι ξέρουμε, και το ένα μέλος της Δυναστείας δεν σκοτώνει το άλλο. Θα σκοτώσουμε, όμως, όποιον άλλο χωροφύλακα σταθεί στο δρόμο μας, μέχρι να φτάσουμε στα μπουντρούμια, να πάρουμε τη Βατράνια, και να φύγουμε.»
«Εσείς θα σκοτωθείτε έτσι!» λέει η Πάολα, έντονα. Και προς έμενα συγκεκριμένα: «Μη μου πεις ότι σκέφτεσαι να τον ακούσεις!»
«Τον έχω δει να μάχεται,» αποκρίνομαι, «και…» Είναι καλός. Πολύ καλός, τελειώνω σιωπηλά.
Ο Ύαν λέει: «Το ξέρεις ότι μπορώ να τα καταφέρω, ραλίστα. Αλλά όχι μόνος. Ακόμα κι εγώ δεν έχω μάτια πίσω από την πλάτη. Θα είσαι τα πίσω μάτια μου;»
«Μη λέτε μαλακίες!» Η Πάολα πετάγεται όρθια. «Αν πάτε να κάνετε τέτοιο πράγμα, είστε τελειωμένοι!»
Η Κλεισμένη γρυλίζει κάτω απ’το κρεβάτι, δείχνοντας ανήσυχη, νιώθοντας την ένταση στο δωμάτιο.
Ο Ύαν λέει, ψύχραιμα: «Δε θα περιμένουν τέτοια επίθεση στα ίδια τα Κεντρικά της Χωροφυλακής, Πάολα. Και θα είμαστε καλά οπλισμένοι. Θα τους ξαφνιάσουμε, θα πάρουμε τη Βατράνια, και θα βγούμε από το οικοδόμημα. Και τότε χρειάζομαι τη δική σου βοήθεια. Πρέπει να έχεις ένα όχημα έτοιμο να μας πάρει, ώστε να φύγουμε αμέσως από την πόλη.»
Η Πάολα αναστενάζει, μοιάζοντας στα πρόθυρα να τον βρίσει. Στρέφεται σ’εμένα. Με κοιτάζει ερωτηματικά.
Μένω σιωπηλός, συλλογισμένος. Αν και η ιδέα του Ύαν δεν με βρίσκει τελείως αντίθετο. Το ξέρω ότι είναι καλός στη δουλειά του – άψογος – και καταλαβαίνω πως η Σαμάνθα έχει μπλέξει άσχημα αυτή τη φορά. Κάτι πολύ περίεργο συμβαίνει εδώ, στη Νίρβεκ…
Η Πάολα λέει στον Ύαν: «Δεν ήρθες για να σκοτώνεις τους χωροφύλακες της πόλης μας· ήρθες για να μας βοηθήσεις να ανακαλύψουμε ποιος δολοφόνησε τον Τασνικέφ!»
«Το σχέδιο άλλαξε,» αποκρίνεται ο Ύαν. «Έχουμε πιθανούς προδότες μέσα στην οικογένεια–»
«Δεν το ξέρουμε ότι ο Παλιόσυρμος είναι ‘προδότης’,» λέει ο Ζορζ. «Ανέκαθεν ήταν περίεργος.»
«Τώρα όμως,» λέω, «είναι πιο περίεργος, δεν είναι;»
Κανένας δεν μιλά. Είναι προφανές ότι έχω δίκιο.
«Ακόμα και τότε που με είχε ρίξει στα κελιά του,» συνεχίζω, «δεν με κράτησε εκεί. Γρήγορα μ’έβγαλε.»
«Δε σε είχε πιάσει για πλαστοπροσωπία ατόμου της Χωροφυλακής, Ζορδάμη!» μου θυμίζει ο Ζορζ. «Ίσως, για νομικούς λόγους, να μη μπορεί να ελευθερώσει τη Βατράνια.»
«Γιατί δεν μας το λέει τότε;» ρωτά, μάλλον ακούσια, η Πάολα.
«Γιατί είναι αυτός που είναι.» Ο Ζορζ ανασηκώνει τους ώμους.
Η Πάολα σουφρώνει τα χείλη, δεν μιλά. Δε νομίζω ότι συμφωνεί.
Και ούτε εγώ συμφωνώ. Ο Παλιόσκυλος θα μπορούσε, ακόμα και με κρυφό τρόπο, να είχε βγάλει τη Σαμάνθα από τα μπουντρούμια. Ή μήπως το έχει κάνει ήδη; Το λέω στους άλλους.
«Γιατί τότε η Αγαρίστη δεν έχει επικοινωνήσει με κανέναν μας;» θέτει το ερώτημα ο Ύαν. «Γιατί κανένας δεν μπορεί να τη βρει στο σπίτι της και ούτε ο πομπός της λειτουργεί; Ακόμα φυλακισμένη την κρατά, ραλίστα. Τι λες, λοιπόν, θα πάμε να την πάρουμε από τα μπουντρούμια του, ή έχεις καμια άλλη, καλύτερη δουλειά εδώ;»
«Η αλήθεια είναι, όπως σου είπα, ότι περαστικός είμαι από τη Νίρβεκ.»
Η Ξανθίππη επικοινώνησε με τον Φίλανθο μέσω του πομπού της προτού πάνε να τον επισκεφτούν, ώστε να βεβαιωθεί ότι θα είναι εκεί και θα έχει κάτι να τους πει. Ο Βαρκάρης άνοιξε τον δίαυλο του σπιτιού του και της απάντησε ότι φυσικά και μπορούν να έρθουν· τους περιμένει.
Ο Κριτόλαος οδηγεί τώρα το τετράκυκλο όχημά του προς τις Νοτιοανατολικές Αποβάθρες, ενώ η Ξανθίππη γι’ακόμα μια φορά κάθεται δίπλα του. Το δίκυκλό της το έχει αφήσει σ’ένα γκαράζ κοντά στο Ψηλό Μέγαρο.
«Σου είπε αν έχει κάποια συγκεκριμένη πληροφορία να μας δώσει;» ρωτά ο Κριτόλαος.
«Όχι.»
«Δηλαδή, μπορεί και να μην έχει ανακαλύψει τίποτα…»
«Μπορεί. Αλλά σίγουρα το έχει ψάξει το θέμα.»
Ο Κριτόλαος τής λέει: «Κοιτάζοντας τον φάκελο του Άλκιμου Καλνάροφ, είδα ότι δεν είναι μόνο μεσίτης αλλά φέρνει σε επαφή και διάφορους… επαγγελματίες με τους εργοδότες τους. Επαγγελματίες του υπόκοσμου. Δολοφόνους, για παράδειγμα. Υποθέτω, το ξέρεις…»
«Πού θες να καταλήξεις;»
«Γιατί δεν πήγαμε να ζητήσουμε βοήθεια από αυτόν; Γιατί πήγαμε στον Φίλανθο; Τον εμπιστεύεσαι περισσότερο;»
«Για μια τέτοια υπόθεση, ναι,» αποκρίνεται η Ξανθίππη. «Ο Καλνάροφ είναι καλός αν θες να βρεις κάποιον για να τον πληρώσεις να σου κάνει μια δουλειά. Δεν είναι καλός για να ψάξει να εντοπίσει μια υποτιθέμενη δολοφόνο με μαύρο δέρμα και κοντά μοβ μαλλιά.»
«Καταλαβαίνω. Αλλά ίσως θα μπορούσε να έχει κάποια πληροφορία να μας δώσει…»
Η Ξανθίππη ανασηκώνει τους ώμους. «Του μιλάμε αύριο, αν θες.»
Όταν φτάνουν στις Νοτιοανατολικές Αποβάθρες, ο Κριτόλαος σταθμεύει το όχημά του κοντά στο σπίτι του Φίλανθου και βγαίνει μαζί με την Ξανθίππη. Πλησιάζουν την πόρτα στο πλάι της πολυκατοικίας και η ειδική ερευνήτρια χτυπά το κουδούνι.
Ο Βαρκάρης ανοίγει, κι αυτή τη φορά είναι πιο καλοντυμένος από την προηγούμενη, αλλά τα καστανά μαλλιά του εξακολουθούν να φαίνονται λιγδερά, και το πρόσωπό του σαν να το έχει πατήσει μπότα.
«Καλησπέρα,» χαιρετά, καθώς μπαίνουν στο κακόγουστα στολισμένο σαλονάκι του, «καλησπέρα.»
«Ελπίζω να μη σε βάλαμε σε πολύ κόπο,» του λέει η Ξανθίππη ρίχνοντας μια ματιά ολόγυρα σαν να περιμένει ότι ίσως κάποιος είναι κρυμμένος κάπου και παρακολουθεί.
«Καθόλου κόπος. Απλώς έκανα τις σωστές ερωτήσεις στους σωστούς α’θρώπους.»
«Και τι βρήκες;» ρωτά ο Κριτόλαος, καθίζοντας σε μια πολυθρόνα ενώ οι άλλοι δυο στέκονται ακόμα.
«Υπάρχει μια κυρία που μοιάζει λιγάκι μ’αυτή που ζητάτε–»
«Δε μας ενδιαφέρει αν ‘μοιάζει λιγάκι’,» του λέει ο Κριτόλαος. «Μας ενδιαφέρει αν είναι μια μαυρόδερμη γυναίκα με κοντά μοβ μαλλιά. Είναι, ή όχι;»
«Είναι μια μαυρόδερμη γυναίκα με κοντά πράσινα μαλλιά,» αποκρίνεται ο Φίλανθος, και καθίζει σε μια καρέκλα αντίκρυ στον Κριτόλαο.
Τώρα, μόνο η Ξανθίππη στέκεται, και λέει: «Πράσινα μαλλιά; Και είναι δολοφόνος; Επαγγελματίας;»
«Ναι. Από τη Μοργκιάνη, σύμφωνα με τα λεγόμενα–»
«Από πού;» λέει αμέσως ο Κριτόλαος καθώς στο μυαλό του έρχεται, φυσικά, το σχοινί που έπνιξε την Ηλέννια Σιγήκαιρη: το σχοινί από τη Μοργκιάνη.
«Μια άλλη διάσταση–»
«Γνωρίζω τι είναι η Μοργκιάνη. Είσαι βέβαιος ότι η συγκεκριμένη γυναίκα είναι από εκεί;»
Ο Φίλανθος μορφάζει. «Αυτό λένε…»
«Τι άλλα έμαθες γι’αυτήν; Πώς ονομάζεται; Πού μπορεί κανείς να τη βρει; Τι δουλειές αναλαμβάνει;»
«Δεν ξέρω ποιο είναι το πραγματικό της όνομα, αλλά τη λένε ‘η Κλέφτρα της Πνοής’. Έτσι τη ζητάς.»
«Η Κλέφτρα της Πνοής…» Ο Κριτόλαος συνοφρυώνεται. Της πνοής… Ποιας πνοής; «Γιατί;»
«Απ’ό,τι καταλαβαίνω, πρόκειται για κάποια ονομασία που βασίζεται σε κάτι σχετικό με τη διάστασή της,» εξηγεί ο Φίλανθος. «Επίσης, λένε πως πνίγει τα θύματά της.»
«Τα πνίγει…» Ο Κριτόλαος κοιτάζει την Ξανθίππη.
Τα μάτια της στενεύουν. «Πού μπορεί κάποιος να τη βρει, Φίλανθε;»
«Στις Κουρασμένες Αποβάθρες. Αλλά εγώ δεν την έχω δει ποτέ, αν αυτό ρωτάς· δεν είχα ποτέ καμια συναναστροφή μαζί της–»
«Από πότε είναι εδώ, στη Νέσριβεκ, ξέρεις; Από πότε είναι στη Σεργήλη;» ρωτά ο Κριτόλαος.
«Στη Σεργήλη, φίλε μου, δεν ξέρω από πότε μπορεί νάναι. Αλλά στη Νέσριβεκ πρέπει νάναι τουλάχιστο κάποια χρόνια. Δεν ήρθε χτες, δηλαδή.»
«Μάλιστα,» λέει ο Κριτόλαος. «Και πώς μπορούμε να τη συναντήσουμε;»
«Υπάρχει ένα μπαρ που το λένε ‘του Σγουρού’. Εκεί, αν πας στον άντρα πίσω από τον πάγκο – έναν χοντρούλη τύπο, γαλανόδερμο, με μακρύ μαύρο μαλλί – και του πεις ότι θες την Κλέφτρα της Πνοής, θα σου απαντήσει.»
«Τι άλλο ξέρεις γι’αυτήν;»
«Τίποτα.» Ο Φίλανθος ανάβει τσιγάρο. «Σου είπα, δεν είχα ποτέ πάρε-δώσε μαζί της.»
«Μόνο με στραγγαλισμό σκοτώνει;»
«Ναι, αυτό άκουσα.»
«Με κανέναν άλλο τρόπο;»
«Μόνο πνίγοντας, φίλε μου.» Ο Φίλανθος φυσά καπνό απ’τα ρουθούνια.
«Με σχοινί;»
«Υποθέτω. Δε ρώτησα και τέτοιες λεπτομέρειες.»
Ο Κριτόλαος κοιτάζει την Ξανθίππη, κι εκείνη κοιτάζει αυτόν. Συμφωνούν, σιωπηλά, ότι η Κλέφτρα της Πνοής αναμφίβολα παρουσιάζει ενδιαφέρον.
Ευχαριστούν τον Βαρκάρη για τις πληροφορίες και φεύγουν από το σπίτι του. Πηγαίνουν στο όχημα του Κριτόλαου.
«Τα πάντα ταιριάζουν,» λέει ο μάγος, «εκτός από το χρώμα των μαλλιών της.»
Η ειδική ερευνήτρια ανάβει τσιγάρο. «Μπορεί να τα είχε βάψει.»
«Το πιο πιθανό – αν πρόκειται για την ίδια γυναίκα.»
«Λες να υπάρχει κι άλλη Κλέφτρα της Πνοής στη Νέσριβεκ;» Τον λοξοκοιτάζει φυσώντας καπνό από την άκρη του στόματός της.
*
Οι Κουρασμένες Αποβάθρες είναι, ουσιαστικά, το βορειοανατολικό λιμάνι της Νέσριβεκ: απλά έχει αυτή την ονομασία γιατί είναι το παλιότερο, και εδώ βρίσκονται επίσης πολλές κατοικίες ναυτεργατών. Το μέρος είναι ακόμα γεμάτο ζημιές από τον μεγάλο πόλεμο εναντίον των Παντοκρατορικών. Ο Εναέριος Σιδηρόδρομος περνά από πάνω του.
Το Μπαρ του Σγουρού βρίσκεται κοντά σε μια από τις γιγάντιες κολόνες που στηρίζουν τις ράγες ψηλά πάνω από τη γη. Είναι ένα σχετικά μικρό κατάστημα που δεν συγκεντρώνει πολύ κόσμο. Απόψε, από το ηχοσύστημά του έρχεται η μουσική του συγκροτήματος Νυκτόβιοι Εργατοπατέρες. Ο Κριτόλαος’μορ και η Ξανθίππη βλέπουν διάφορους σκιερούς τύπους και τύπισσες να τους λοξοκοιτάζουν χωρίς πολύ ενδιαφέρον, καθώς διασχίζουν το μπαρ πλησιάζοντας τον ημικυκλικό πάγκο στο πέρας του. Από πίσω στέκεται ένας ευτραφής άντρας με γαλανό δέρμα και μακριά μαύρα μαλλιά. Τα χέρια του είναι γεμάτα αργυρά και χάλκινα δαχτυλίδια. Από το δεξί του αφτί κρέμεται ένα μεγάλο σκουλαρίκι με χάντρες.
«Καλησπέρα,» λέει ο Κριτόλαος.
«Καλησπέρα, μάστορα. Τι θα πάρετε;» Το βλέμμα του συμπεριλαμβάνει την Ξανθίππη, την οποία και κοιτάζει διερευνητικά, με κολακευτικό τρόπο, παρότι το ντύσιμό της δεν έχει τίποτα το αποκαλυπτικό – ένα μαύρο πανωφόρι κι ένα μαύρο παντελόνι.
«Μια Κλέφτρα της Πνοής,» απαντά ο Κριτόλαος, και τα μάτια του άντρα του μπαρ αμέσως στενεύουν υποψιασμένα.
«Κλέφτρα; Της Πνοής;»
Ο Κριτόλαος νεύει.
«Δεν είναι… συνηθισμένο ποτό.»
«Το ξέρω. Πού μπορώ να τη βρω;»
«Μπορώ να την καλέσω, να δω άμα ευκαιρεί νάρθει από δω απόψε.»
«Κάλεσέ την, τότε.»
«Δυο ήλιοι, μάστορα.»
Ο Κριτόλαος βγάζει ένα χαρτονόμισμα των πέντε ήλιων και του το δίνει. «Δε θέλω ρέστα. Φέρε μας μόνο και δυο Κρύους Ουρανούς.»
«Έγινε.» Ο γαλανόδερμος άντρας τσιμπά τους πέντε ήλιους απ’το χέρι του μάγου και φέρνει δύο ποτήρια γεμάτα Κρύο Ουρανό σ’εκείνον και στην Ξανθίππη. Τους κλείνει το μάτι και πηγαίνει προς το σκιερό βάθος πίσω από τον ημικυκλικό πάγκο. Σηκώνει το ακουστικό ενός επικοινωνιακού διαύλου, πατά μερικά πλήκτρα, και μιλά σιγανά, κρύβοντας τα χείλη του με το χέρι.
Ο Κριτόλαος πίνει μια γουλιά απ’το ποτό του.
Η Ξανθίππη ανάβει τσιγάρο.
Ο άντρας του μπαρ επιστρέφει από το βάθος. Τους κλείνει το μάτι ξανά αλλά δεν τους πλησιάζει. Πηγαίνει προς κάτι άλλους πελάτες.
«Επίτηδες μας αποφεύγει;» λέει η Ξανθίππη.
«Μάλλον.»
«Φοβάται ότι θα του κάνουμε ερωτήσεις που δεν θέλει ν’απαντήσει, λες;»
«Μπορεί.» Ο Κριτόλαος πίνει ακόμα μια γουλιά απ’το ποτό του. «Ή ίσως να μη θέλει να σχετίζεται με άτομα που προσλαμβάνουν φονιάδες.»
Μετά από κανένα τέταρτο, ενώ η πελατεία στο μπαρ εξακολουθεί να είναι λίγη και ενώ από τα ηχεία τώρα έρχονται ήχοι του συγκροτήματος Πολίτες Απολίτιστοι, μια γυναίκα μπαίνει από την είσοδο βαδίζοντας σαν επικίνδυνο αιλουροειδές, παρατηρεί ο Κριτόλαος. Γνωρίζει το είδος της· τόχει ξαναδεί. Καταλαβαίνει κάποιον που είναι εκπαιδευμένος να σκοτώνει, κάποιον που περιμένει τον κίνδυνο από παντού.
Παρατηρεί επίσης ότι ο άντρας του μπαρ κάνει ένα ανεπαίσθητο νεύμα στη γυναίκα – ένα νεύμα προς εκείνον και την Ξανθίππη. Και η γυναίκα τούς πλησιάζει. Μαυρόδερμη, όπως είπε ο Φίλανθος, αλλά τα μαλλιά της δεν φαίνονται: φορά μικρό, σκούρο πράσινο καπέλο. Είναι ντυμένη με γκρίζα εφαρμοστή μπλούζα, μαύρο παντελόνι, και μαύρες μπότες. Δε μοιάζει νάχει όπλα επάνω της, αλλά ο Κριτόλαος είναι σίγουρος πως έχει.
Της Ξανθίππης η γυναίκα αυτή δεν της φαίνεται επικίνδυνη· το βλέμμα της ειδικής ερευνήτριας δεν είναι τόσο εκπαιδευμένο όσο του Κριτόλαου. Τη βλέπει και σκέφτεται: Είναι δυνατόν αυτή να σκότωσε την Ηλέννια; Να την έπνιξε κρεμώντας την από κει πάνω; Η μαυρόδερμη γυναίκα δεν είναι μεγαλόσωμη, δεν δείχνει γεροδεμένη.
«Καλησπέρα,» λέει με φωνή χαμηλή, μαλακιά, που φέρνει στο μυαλό της Ξανθίππης θρόισμα από φυλλώματα δέντρων.
«Η Κλέφτρα της Πνοής;» ρωτά ο Κριτόλαος.
«Την Κλέφτρα ψάχνετε;»
«Ναι.»
«Γιατί;» Η φωνή της εξακολουθεί να είναι χαμηλή, μαλακιά, ήρεμη. Τα μάτια της ατενίζουν τον μάγο ασάλευτα, γαλανά και γυαλιστερά επάνω στο μικρό, στρογγυλωπό, κατάμαυρο πρόσωπό της.
«Για μια πληροφορία.»
«Η Κλέφτρα της Πνοής δεν δίνει πληροφορίες. Κάνει… δουλειές.»
Ο Κριτόλαος βγάζει ένα χαρτονόμισμα των πενήντα ήλιων από το πορτοφόλι του – καθόλου ευκαταφρόνητο ποσό. «Πληρώνουμε.»
Η γυναίκα ρίχνει μια φευγαλέα ματιά στο νόμισμα προτού το ασάλευτο βλέμμα της επιστρέψει στο πρόσωπο του μάγου. Δεν μιλά· τον περιμένει εκείνος να μιλήσει.
«Θέλουμε να μάθουμε αν η Κλέφτρα έδωσε τέλος σε μια γυναίκα στο Εμπορικό Κέντρο Ζαχαρωτού, πρόσφατα.»
«Δεν έχω τέτοιες πληροφορίες.»
Ο Κριτόλαος κάνει να βγάλει άλλο ένα χαρτονόμισμα από το πορτοφόλι του.
«Δεν έχω τέτοιες πληροφορίες,» επαναλαμβάνει η μαυρόδερμη γυναίκα.
«Πες μου πόσους ήλιους θέλεις.»
«Φοβάμαι ότι με έχετε μπερδέψει με κάποια άλλη,» αποκρίνεται η μαυρόδερμη γυναίκα. «Δεν έχουμε τίποτα περαιτέρω να πούμε.» Και γυρίζει να φύγει.
Ο Κριτόλαος αρπάζει αμέσως το αριστερό της μπράτσο. Τα μάτια της στρέφονται ξανά επάνω του, και η έκφρασή της του μαρτυρά πως είναι έτοιμη να τον σκοτώσει αν χρειαστεί. Αισθάνεται σκληρούς μύες κάτω από τα δάχτυλά του, κάτω από το μανίκι της μπλούζας της: μικρούς αλλά σαν πέτρες.
«Δεν είμαστε εδώ για να κυνηγήσουμε κανέναν,» της λέει, αφήνοντάς την, μη θέλοντας να τον δει εχθρικά. «Μόνο μια πληροφορία ζητάμε. Δε μας ενδιαφέρει καν ποια είσαι.»
«Δεν έχω πληροφορίες να σας δώσω.» Η γυναίκα τού στρέφει την πλάτη και βαδίζει, χωρίς να βιάζεται αλλά ούτε και αργά, προς την έξοδο του μπαρ.
«Την ακολουθούμε;» ρωτά αμέσως, χαμηλόφωνα, η Ξανθίππη.
«Ναι. Αλλά περίμενε.»
Μόλις η μαύρη γυναίκα βγαίνει από το μπαρ, σηκώνονται από τα ψηλά σκαμνιά τους και βγαίνουν κι εκείνοι. Ο δρόμος απέξω είναι έρημος, φωτισμένος από μερικές ασθενικές ενεργειακές λάμπες. Από πάνω τους ένας συρμός του Εναέριου Σιδηρόδρομου ακούγεται να βροντά, περνώντας γρήγορα.
«Εξαφανίστηκε!» συρίζει η Ξανθίππη κοιτάζοντας ολόγυρα.
Ο Κριτόλαος πλησιάζει τη βιτρίνα ενός κλειστού καταστήματος ρούχων, η οποία φαίνεται πίσω από το διχτυωτό ρολό. Μουρμουρίζει τα λόγια για ένα Ξόρκι Ανιχνεύσεως ενώ φέρνει στο μυαλό του όσο καλύτερα μπορεί την εικόνα της μαυρόδερμης γυναίκας. Συγχρόνως, τα μάτια του είναι φανατικά εστιασμένα στη βιτρίνα του καταστήματος που καθρεπτίζει την όψη του.
«Τι κανείς;» τον ρωτά η Ξανθίππη, αλλά τη φωνή της εκείνος ίσα που την ακούει, απόλυτα συγκεντρωμένος στη μαγική δουλειά του.
Καθώς ολοκληρώνει το ξόρκι, αισθάνεται σαν η εικόνα της μαυρόδερμης γυναίκας να πηδά από το μυαλό του προς την κατοπτρική επιφάνεια της βιτρίνας: κι εκεί ένα κόκκινο σημάδι παρουσιάζεται, μια κουκίδα.
Η Ξανθίππη, ξαφνιασμένη, κοιτά πίσω της, αναζητώντας την πηγή προέλευσης του φωτός.
«Μην ψάχνεις,» λέει ο Κριτόλαος παρατηρώντας την κόκκινη κουκίδα να κινείται επάνω στο τζάμι. «Η φίλη μας είναι αυτή. Και βρίσκεται…» – το μυαλό του κρίνει την πραγματική θέση της βάσει της θέσης της κουκίδας – «προς τα εκεί.» Δείχνει ένα σοκάκι ανάμεσα στο μπαρ και σε μια κλειστή αποθήκη.
Μαζί με την Ξανθίππη βαδίζει αμέσως προς εκείνη τη μεριά, ενώ κι οι δύο τραβάνε τα πιστόλια τους. Η ειδική ερευνήτρια έχει πλέον καταλάβει ότι ο μάγος έκανε κάποιο ξόρκι για να βρει τη μαύρη γυναίκα. Γνωρίζει ότι υπάρχουν τέτοια ξόρκια.
Προχωρώντας γρήγορα μέσα στο σοκάκι και στρίβοντας δεξιά, βλέπουν μια σκιερή μορφή να προηγείται. Αλλά κι εκείνη πρέπει να τους αντιλαμβάνεται, γιατί αρχίζει να τρέχει. Ο Κριτόλαος και η Ξανθίππη τρέχουν ξοπίσω της, κυνηγώντας την. Η Κλέφτρα της Πνοής κλοτσά έναν σκουπιδοτενεκέ, στέλνοντάς τον να κυλήσει προς το μέρος τους, σκορπίζοντας σκουπίδια παντού. Η Ξανθίππη πηδά πάνω από το μεταλλικό κυλινδρικό δοχείο, αλλά ο Κριτόλαος σκοντάφτει και πέφτει, ενώ εσωτερικά καταριέται. Το σώμα του πλέον δεν ανταποκρίνεται όπως όταν ήταν πιο νέος!
Η μαύρη γυναίκα έχει στρίψει σ’έναν δρόμο αριστερά, και η Ξανθίππη την καταδιώκει. «Περίμενε!» φωνάζει. «Περίμενε γιατί θα ρίξω!» υψώνοντας το πιστόλι της το οποίο έχει ήδη γυρισμένο στην αναισθητοποίηση.
Η Κλέφτρα της Πνοής γαντζώνεται στο πλάι ενός τοίχου σαν γάτα και σκαρφαλώνει επάνω με τρομερή ταχύτητα. Η Ξανθίππη πατά τη σκανδάλη: ενέργεια εκτοξεύεται από την κάννη του πιστολιού της, τρίζοντας και φωτίζοντας, αλλά αστοχεί τη μαύρη γυναίκα. Η οποία τώρα βρίσκεται ξαφνικά σε μια από τις χαμηλότερες στέγες της πολυκατοικίας, πιάνεται σε μια σιδερένια σκάλα και την ανεβαίνει, μπαίνει σε μια μεταλλική πόρτα.
Η Ξανθίππη κοιτάζει τον τοίχο που η Κλέφτρα της Πνοής σκαρφάλωσε και της μοιάζει αδύνατο εκείνη να σκαρφαλώσει εκεί. Είναι πολύ λείος, με ελάχιστες εσοχές και προεξοχές. Ωστόσο το προσπαθεί–
–και πέφτει άγαρμπα, καταλήγοντας πάνω στον αριστερό γοφό της και μουγκρίζοντας από τον πόνο.
Καθώς σηκώνεται στα γόνατα, ο Κριτόλαος’μορ την πλησιάζει.
«Πού πήγε;»
Η Ξανθίππη ορθώνεται τρίβοντας τον γοφό της. «Επάνω, η δαιμονισμένη!» Δείχνει.
Τα μάτια του Κριτόλαου στενεύουν.
«Ανέβηκε εκείνη τη σκάλα, μετά, και μπήκε σ’εκείνη την πόρτα,» συνεχίζει η Ξανθίππη.
«Σχεδόν σαν Μαύρη Δράκαινα,» μουρμουρίζει ο Κριτόλαος.
«Τι;»
«Μια στρατιωτική ελίτ θηλέων που είχε συγκροτήσει η Παντοκράτειρα,» εξηγεί ο Κριτόλαος. «Σύντομα, όμως, οι περισσότερες πήγαν με την Επανάσταση.»
«Ναι, νομίζω πως κάτι έχω ακούσει. Είναι μια απ’ αυτές;»
Ο Κριτόλαος κουνά το κεφάλι. «Μάλλον όχι.»
«Βρες την πάλι.»
«Χρειάζομαι μια καθαρή αντανακλαστική επιφάνεια, και δε βλέπω καμια εδώ γύρω. Πάμε πίσω στο όχημά μας.»
Η Ξανθίππη δεν φέρνει αντίρρηση. Κουτσαίνει, όμως, καθώς επιστρέφουν προς τον δρόμο όπου είναι το Μπαρ του Σγουρού.
«Είσαι καλά;» τη ρωτά ο Κριτόλαος.
«Θα συνέλθω. Δεν έχει σπάσει τίποτα.»
Πλησιάζουν το τετράκυκλο όχημά τους, που έχουν αφήσει λίγο παρακάτω από το μπαρ, και ανοίγοντας τις πόρτες μπαίνουν. Ο Κριτόλαος, εστιάζοντας το βλέμμα του στη σβηστή οθόνη της κονσόλας, χρησιμοποιεί πάλι το Ξόρκι Ανιχνεύσεως φέρνοντας στο νου του την όψη της Κλέφτρας της Πνοής. Αμφιβάλλει αν σε καμια μέρα θα μπορεί να το ξανακάνει αυτό· η εικόνα της θα είναι πολύ θολή πια μέσα στη μνήμη του.
Καμια κουκίδα δεν παρουσιάζεται επάνω στην οθόνη. Η φόνισσα πρέπει νάχει απομακρυνθεί. Ο Κριτόλαος εντείνει τη νοητική προσπάθειά του, συνεχίζοντας να μουρμουρίζει τα λόγια του ξορκιού και να έχει στο μυαλό του το μαυρόδερμο πρόσωπο με τα αστραφτερά, ασάλευτα γαλανά μάτια. Ξανά, όμως, καμια κουκίδα δεν παρουσιάζεται στην οθόνη.
Αναστενάζοντας, ο Κριτόλαος ακουμπά την πλάτη του στη θέση του οδηγού και τρίβει τον δεξί του κρόταφο, κουρασμένα.
«Τι έγινε;» ρωτά η Ξανθίππη. «Δεν τη βρίσκεις;»
«Πρέπει νάχει απομακρυνθεί πολύ. Μάλλον είχε κάποιο όχημα σταθμευμένο εδώ γύρω και, παίρνοντάς το, έφυγε ολοταχώς. Οι δρόμοι είναι ανοιχτοί τέτοια ώρα.»
«Δηλαδή, τη χάσαμε;»
«Για τώρα. Δε νομίζω, όμως, ότι θα ήταν εύκολο να την πείσουμε να μας πει ποιος την πλήρωσε για να σκοτώσει την Ηλέννια, ακόμα κι αν την πιάναμε. Ακόμα κι αν απειλούσαμε να τη σκοτώσουμε, ή αν τη δέρναμε.»
«Δε μου φάνηκε και τόσο ανθεκτική…»
Ο Κριτόλαος γελά. «Σοβαρολογείς; Επειδή δεν είναι μεγαλόσωμη; Αυτή η γυναίκα πάω στοίχημα ότι, αν μας ορμούσε, θάχε καλές πιθανότητες να μας σκοτώσει και τους δύο με τα χέρια της!»
Αποκλείεται! σκέφτεται η Ξανθίππη.
Ο Κριτόλαος παρατηρεί τη δυσπιστία στο πρόσωπό της, και γελά ξανά. «Έχω δει αρκετούς φονιάδες, πίστεψέ με,» της λέει. «Αυτή η γυναίκα είναι καλή στη δουλειά της. Και φανατική. Πιθανώς, μάλιστα, ν’ακολουθεί κάποιον δικό της κώδικα.»
«Τι προτείνεις, λοιπόν, να κάνουμε για ν’ανακαλύψουμε ποιος την έβαλε να σκοτώσει την Ηλέννια;»
«Δε μπορώ να σκεφτώ κάτι αυτή τη στιγμή,» λέει ο Κριτόλαος, και βάζει μπροστά το όχημά του.
Την επόμενη ημέρα ύστερα από την πρώτη συνάντησή της με τον Ρίβη Παλιόσυρμο, τρεις χωροφύλακες έρχονται να τη βγάλουν από το κελί της. Το ξέρει ότι είναι η επόμενη ημέρα επειδή έχει ακόμα το ρολόι στον καρπό της, αλλιώς θα είχε χάσει τελείως τον χρόνο μέσα σε τούτο το σκοτεινό μπουντρούμι.
Οι χωροφύλακες την πηγαίνουν σ’ένα δωμάτιο που δεν είναι μικρό αλλά ούτε και μεγάλο θα μπορούσες να το χαρακτηρίσεις. Δύο άλλοι βρίσκονται ήδη εδώ: ο χωροφύλακας και η χωροφύλακας που ήταν μαζί με τον Ρίβη όταν εκείνος ήρθε να της μιλήσει. Την καθίζουν σε μια καρέκλα μπροστά σ’ένα τραπέζι, και οι δύο από τους χωροφύλακες που την έφεραν εδώ μένουν· ο τρίτος φεύγει, κλείνοντας την πόρτα.
Η ξανθιά, γαλανόδερμη χωροφύλακας – που τώρα η Αστερόπη διακρίνει, από τα αναγνωριστικά επάνω στη στολή της, ότι είναι λοχίας της Χωροφυλακής – κάθεται αντίκρυ της. Ο άλλος που ήταν μαζί με τον Ρίβη στέκεται πίσω από τη λοχία, με τα χέρια του σταυρωμένα μπροστά του, καστανομάλλης και με δέρμα λευκό-ροζ· όμορφος, με βλέμμα παρατηρητικό.
Η ξανθιά χωροφύλακας ρωτά την Αστερόπη ποιο είναι το πραγματικό της όνομα.
Εκείνη αποκρίνεται: «Ζήτησα να μου φέρετε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό μου. Θέλω να μιλήσω σε κάποιους ανθρώπους.»
«Δεν κάνεις παζάρια μαζί μας!» της λέει η χωροφύλακας. «Αν θέλουμε θα σου δώσουμε τον πομπό σου, αν δεν θέλουμε δεν θα σ’τον δώσουμε.»
«Εκτός αν ο νόμος έχει αλλάξει,» λέει η Αστερόπη ψύχραιμα, «έχω δικαίωμα να επικοινωνήσω–»
«Δεν έχεις δικαίωμα να επικοινωνήσεις με κανέναν! Παρίστανες πρόσωπο της Χωροφυλακής, και έχεις επάνω σου ψεύτικη ταυτότητα μάγισσας. Δεν έχεις δικαίωμα να επικοινωνήσεις με κανέναν, προτού μάθουμε ποια πραγματικά είσαι.»
«Ακόμα κι αν σου πω ένα όνομα, θα με πιστέψεις;»
«Θα πρέπει να το αποδείξεις.»
«Με τι τρόπο;»
«Καλά θα κάνεις να βρεις έναν τρόπο,» της λέει η χωροφύλακας.
Η Αστερόπη μένει σιωπηλή, αναρωτούμενη ώς πότε ο Ρίβης θα καθυστερεί να τη βγάλει από δω μέσα. Τι σκατά συμβαίνει;
«Ας αρχίσουμε από αλλού,» λέει ο όμορφος χωροφύλακας. «Γιατί παρίστανες την ειδική ερευνήτρια της Χωροφυλακής;»
Η Αστερόπη εξακολουθεί να είναι σιωπηλή.
«Τι ζητούσες στον χώρο όπου δολοφονήθηκε ο Φιλοπολίτης Τασνικέφ;» συνεχίζει ο χωροφύλακας.
Η Αστερόπη δεν μιλά.
Η ξανθιά χωροφύλακας κοπανά το χέρι της άγρια επάνω στο τραπέζι. «Όταν σε ρωτάμε θα απαντάς!»
«Θέλω τον τηλεπικοινωνιακό πομπό μου,» λέει η Αστερόπη.
«Μη μας προκαλείς να φτάσουμε στα όριά μας!» λέει η χωροφύλακας. «Νομίζεις ότι θα βγεις από δω πέρα με το να μη μας μιλάς; Νομίζεις ότι η μαγεία σου θα σε βγάλει από εδώ; Νομίζεις ότι δεν ξέρουμε ότι είσαι όχι μόνο ψεύτικη μάγισσα, όπως δείχνει η ταυτότητά σου, αλλά και αληθινή συγχρόνως; Σε είδαμε να κάνεις κάποιο ξόρκι όσο ήσουν μέσα στο κελί σου! Μη νομίζεις ότι θα μπορέσεις έτσι να δραπετεύσεις. Κανένας μάγος δεν έχει δραπετεύσει από εδώ, ποτέ.»
Με παρακολουθείτε ώστε, σκέφτεται η Αστερόπη. Με κάποιον κρυμμένο τηλεοπτικό πομπό, μάλλον. Ευχαριστώ για την πληροφορία. Τι είδους παιχνίδι παίζει ο Ρίβης, γαμώ τα κέρατα του Κάρτωλακ;
Μένει σιωπηλή, φυσικά.
Η χωροφύλακας κοιτάζει τον όμορφο συνάδελφό της πάνω από τον ώμο της, σαν να ζητά βοήθεια.
Εκείνος ρωτά την Αστερόπη: «Πώς έφτιαξες τις ψεύτικες ταυτότητες; Ειδικά τη μαγική ταυτότητα είναι σχεδόν αδύνατο να τη φτιάξει κανείς. Ποιος σ’τις προμήθευσε;»
Η Αστερόπη δεν μιλά.
«Γιατί ήθελες να μπεις στον χώρο όπου δολοφονήθηκε ο Τασνικέφ;» τη ρωτά απότομα η ξανθιά χωροφύλακας. «Τι σχέση έχεις με τον φόνο του; Τον ήξερες; Ξέρεις τον δολοφόνο; Αν ξέρεις τον δολοφόνο, αυτό μπορεί να σε ξεμπλέξει, παρά τα άλλα σου… παραπτώματα. Καταλαβαίνεις;»
Η Αστερόπη δεν μιλά.
Η χωροφύλακας και ο όμορφος συνάδελφός της συνεχίζουν να της κάνουν τις ίδιες ερωτήσεις, ξανά και ξανά και ξανά, προσπαθώντας μάλλον να τη ζαλίσουν, να σπάσουν το ηθικό της, να την εκνευρίσουν. Εκείνη παραμένει σιωπηλή. Απλά, κάθε τόσο, τους ζητά τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της – τον οποίο, βέβαια, δεν της δίνουν. Σε κάποια στιγμή, τους ρωτά επίσης πού είναι ο Ρίβης Παλιόσυρμος, αλλά δεν της απαντούν.
Στο τέλος, η ξανθιά χωροφύλακας λέει στους δύο που έφεραν την Αστερόπη εδώ να την πάνε πάλι πίσω στο κελί της. Κι εκείνοι την πηγαίνουν. Την κλειδώνουν εκεί, και σύντομα μια συνάδελφός τους έρχεται για να της φέρει έναν μικρό δίσκο με φαγητό και νερό.
Η Αστερόπη κάνει ένα Ξόρκι Αναλύσεως Συστάσεως Τροφής, και οι μαγικές της αισθήσεις ερευνούν το φαγητό και το νερό για ανωμαλίες στη σύστασή τους που θα μπορούσαν να σημαίνουν δηλητήριο ή άλλες βλαπτικές ουσίες. Δεν εντοπίζει τίποτα το ύποπτο, έτσι τρώει, αν και το φαγητό είναι άνοστο και κακοβρασμένο.
*
Την επομένη, δεν την παίρνουν από το κελί της για ανάκριση. Την αφήνουν εδώ συνέχεια, μάλλον ελπίζοντας να την κουράσουν ψυχικά. Και ούτε ο Ρίβης έρχεται να τη δει. Τι παιχνίδι παίζει; Μέχρι πότε σκοπεύει να την αγνοεί; Νομίζει ότι η Σιδηρά Δυναστεία θα ξεχάσει κάτι τέτοιο; Ο Ρίβης Παλιόσυρμος ίσως να έχει αρχίσει να γίνεται άχρηστος στην οικογένεια αν δεν μπορεί ούτε να βγάλει ένα από τα μέλη της από τα κελιά της Χωροφυλακής στην οποία ανήκει.
Η Αστερόπη ψάχνει να βγει τον τηλεοπτικό πομπό που την παρακολουθεί. Κοιτάζει μέσα στο κελί της, μα δεν καταφέρνει να τον εντοπίσει πουθενά. Πρέπει, επομένως, να είναι κρυμμένος κάπου έξω από το κελί. Πρέπει να την κοιτάζει πίσω από τα κάγκελα. Ατενίζοντας τον αντικρινό τοίχο, πέρα από την καγκελωτή πόρτα, νομίζει ότι μπορεί να διακρίνει κάτι μικροσκοπικό να γυαλίζει ανάμεσα στις πέτρες. Ίσως αυτός νάναι ο πομπός.
Η Αστερόπη, δυστυχώς, δεν γνωρίζει το Ξόρκι Τηλεοπτικής Ανιχνεύσεως ώστε να τον εντοπίσει με βεβαιότητα. Δεν τα πάει καθόλου καλά με τα ξόρκια που έχουν σχέση με μηχανισμούς. Το μυαλό της δεν λειτουργεί έτσι.
Οι μέρες κυλάνε, η μία κατόπιν της άλλης, και οι χωροφύλακες μονάχα άλλη μια φορά την παίρνουν από το κελί της και την πηγαίνουν για ανάκριση. Οι ίδιοι που της μίλησαν πριν της μιλάνε και τώρα: η ξανθιά γυναίκα και ο όμορφος καστανομάλλης άντρας. Είναι όμως πιο άγριοι μαζί της. Απειλούν ότι θα τη βασανίσουν αν συνεχίσει να μην τους απαντά. Αλλά εκείνη δεν τους λέει τίποτα· ζητά μόνο τον πομπό της – κι αυτοί αγνοούν τελείως το αίτημά της. Την επιστρέφουν, τελικά, πάλι στο κελί της.
Το φαγητό που της φέρνουν η Αστερόπη πάντα το ελέγχει με Ξόρκι Αναλύσεως Συστάσεως Τροφής, γιατί φοβάται ότι σύντομα πιθανώς να προσπαθήσουν να της ρίξουν κάποια ουσία που θα την κάνει να μιλήσει πιο εύκολα. Και δεν θέλει να πέσει σε τέτοια παγίδα. Δεν μπορεί – δεν πρέπει – να αποκαλύψει τίποτα για τη Σιδηρά Δυναστεία σ’αυτούς τους ανθρώπους.
Αλλά τι κάνει ο Ρίβης; Θέλει ο καταραμένος να τη φέρουν στα όριά της, και να μάθουν άσχετοι άνθρωποι πράγματα που δεν πρέπει να μάθουν; Δεν καταλαβαίνει τη σημαντικότητα της κατάστασης; Είναι ηλίθιος;
Θα μπορούσε, άραγε, να έχει προδώσει τη Δυναστεία; Σε ποιον, όμως; Η Αστερόπη αδυνατεί να φανταστεί κανέναν συγκεκριμένο εχθρό. Υπάρχουν, βέβαια, πολλές μικρότερες οργανώσεις του υπόκοσμου της Σεργήλης που ξέρουν για τη Σιδηρά Δυναστεία και τη φοβούνται, αλλά καμία δεν είναι δηλωμένα εχθρός της. Δεν θα επιβίωνε, άλλωστε.
Αποκλείεται, όμως, ο Ρίβης να μη μπορεί, ύστερα από τόσες μέρες, να τη βγάλει από δω μέσα. Κάποιο παιχνίδι παίζει· δεν υπάρχει πλέον αμφιβολία γι’αυτό.
Το φαγητό και το νερό της, πάντως, μοιάζουν καθαρά από δηλητήρια και βλαπτικές ουσίες. Η Αστερόπη τρώει και πίνει. Αλλά όχι πολύ. Δεν έχει όρεξη, και η μαγειρική της Χωροφυλακής είναι άθλια.
Μια νύχτα, ο ήχος της πόρτας του κελιού της την ξυπνά. Ανασηκώνεται πάνω στο στενό κρεβάτι και βλέπει τον Ρίβη Παλιόσυρμο να μπαίνει κάνοντας νόημα στον φρουρό να φύγει. Εκείνος κλειδώνει και χάνεται μέσα στον διάδρομο. Ο Παλιόσυρμος και η Αστερόπη μένουν μόνοι.
«Τι νομίζεις ότι κάνεις;» γρυλίζει εκείνη, παίρνοντας καθιστή θέση πάνω στο κρεβάτι. «Για πόσο ακόμα θα με κρατάς εδώ;»
Ο Ρίβης ρίχνει μια ματιά έξω από τα κάγκελα, σαν να θέλει να βεβαιωθεί ότι ο φρουρός έχει όντως φύγει. Ύστερα, βηματίζει μέσα στο κελί. «Για όσο χρειαστεί,» λέει. «Μπορεί να μείνεις για… χρόνια εδώ κάτω. Έχει συμβεί, ξέρεις.»
Η Αστερόπη τον αγριοκοιτάζει, ακόμα καθισμένη. «Προσπαθείς να με τρομάξεις; Νομίζεις ότι είμαι μια από τους χωροφύλακές σου;»
«Βρίσκεσαι στο έλεός μου εδώ, Βατράνια, και το ξέρεις. Δεν υπάρχει κανένας άλλος συγγενής που να μπορεί να σε βγάλει από τούτο το μέρος. Μόνο εγώ.»
Τα μάτια της τον ατενίζουν οργισμένα.
Πράγμα που δεν μοιάζει να τον πτοεί.
«Νομίζεις ότι ο μπαμπάς σου μπορεί να σε βγάλει από εδώ;» της λέει. «Δεν μπορεί. Μόνο εγώ μπορώ.»
Τι ξέρει για τον πατέρα της; Πώς είναι δυνατόν να ξέρει για τον πατέρα της; Ο Ρίβης Παλιόσυρμος δεν ήξερε ποτέ ποιου κόρη είναι η Αστερόπη!
«Δεν καταλαβαίνω πού το πηγαίνεις,» του λέει. Και κάνει να σηκωθεί από το κρεβάτι, αλλά ο Ρίβης μ’ένα απότομο σπρώξιμο τη ρίχνει ξανά κάτω, ξαφνιάζοντάς την.
«Θέλω να μάθω κάτι,» την πληροφορεί· «κι όταν το έχω μάθει, τότε ίσως να σε πάρω από εδώ.»
«Δεν πρόκειται να μάθεις τίπ–!» γρυλίζει η Αστερόπη, εξοργισμένη, κάνοντας πάλι να σηκωθεί–
Το χέρι του την ξανασπρώχνει, ρίχνοντάς την στο κρεβάτι. Το κεφάλι της χτυπά στον τοίχο πίσω της.
«Θα το μάθω αυτό που θέλω,» της λέει ο Ρίβης Παλιόσυρμος. «Με τον έναν τρόπο ή με τον άλλο. Οπότε, καλύτερα να φανείς συνεργάσιμη από τώρα.»
Η Αστερόπη δεν επιχειρεί να ξανασηκωθεί, αλλά τον ατενίζει με στενεμένα μάτια. Αναρωτιέται τι θα γίνει αν του επιτεθεί. Βλέπει ότι ένα πιστόλι κι ένα ξιφίδιο κρέμονται από τη ζώνη του…
Ο Ρίβης λέει: «Ο πατέρας σου έχει πρόσβαση σ’ένα… μέρος επαφής. Ξέρεις για τι πράγμα μιλάω, έτσι;»
«Όχι.»
«Μη μου λες ψέματα!» φωνάζει ο Ρίβης. «Υπάρχει ένα μέρος επαφής που ο πατέρας σου γνωρίζει πολύ καλά.»
«Τι ξέρεις εσύ για τον πατέρα μου;»
«Περισσότερα απ’ όσα νομίζεις.»
«Ποιος σ’τα είπε;»
«Δε θα μου κάνεις εσύ ερωτήσεις,» λέει ο Ρίβης. «Εγώ κάνω ερωτήσεις, και μόνο εγώ! Γνωρίζεις για το μέρος επαφής, έτσι δεν είναι; Ξέρεις για τι μιλάω.»
«Δεν ξέρω τίποτα,» αποκρίνεται η Αστερόπη, αν και ξέρει. Πώς έμαθε όμως ο Ρίβης γι’αυτό; Πώς είναι δυνατόν να έμαθε; Κι ακόμα κι αν έμαθε – αν κάπως το άκουσε – τι τον ενδιαφέρει;
«Υπάρχει ένα μέρος όπου ο πατέρας σου πηγαίνει για να έρχεται σε επαφή με τις οντότητες από το φεγγάρι,» λέει ο Ρίβης. «Θέλω να μου πεις πού είναι.»
«Δεν υπάρχει τέτοιο μέρος. Πού άκουσες ότι–;»
«Πού είναι;» επιμένει ο Ρίβης.
«Δεν υπάρχει τέτοιο μέρος!»
«Το μέρος αυτό υπάρχει, και το ξέρω πως γνωρίζεις για την ύπαρξή του. Δεν πρόκειται να φύγεις από εδώ αν δεν μου πεις πού βρίσκεται. Και η ζωή σου θ’αρχίσει να γίνεται ολοένα και χειρότερη–»
«Νομίζεις ότι θα γλιτώσεις από τη Δυναστεία,» γρυλίζει η Αστερόπη, τρομοκρατημένη και εξαγριωμένη συγχρόνως, «ύστερα – ύστερα από–!»
«Η Δυναστεία δεν έχει καμια δύναμη εδώ–»
«Έτσι νομίζεις;» φωνάζει η Αστερόπη.
«Πες μου πού είναι το μέρος επαφής, και θα σε βγάλω από το κελί σου.»
«Δεν ξέρω για τι πράγμα μιλάς!»
Ο Ρίβης πλησιάζει την καγκελόπορτα και φωνάζει: «Φρουρέ! Φρουρέ!»
Ο χωροφύλακας έρχεται. «Μάλιστα, κύριε Λοχαγέ!»
Ο Ρίβης τού κάνει νόημα ν’ανοίξει, κι εκείνος ξεκλειδώνει το κελί και ο λοχαγός βγαίνει. Καθώς η πόρτα κλείνει ξανά, ο Ρίβης λέει στην Αστερόπη: «Σκέψου το. Θα σε επισκεφτώ πάλι σύντομα.»
Όταν ο Παλιόσυρμος και ο φρουρός έχουν φύγει, τα φώτα ξαφνικά σβήνουν, ρίχνοντας πυκνό σκοτάδι παντού γύρω από την Αστερόπη. Κι εκείνη είναι βέβαιη ότι αυτό δεν είναι τυχαίο. Ο Παλιόσκυλος θέλει να την τρομοκρατήσει.
Πώς είναι δυνατόν να ξέρει για τον πατέρα μου; αναρωτιέται, σοκαρισμένη. Μεγάλη Αρτάλη, πώς είναι δυνατόν να ξέρει για τα Σημεία Επαφής; Αυτό είναι κάτι για το οποίο ελάχιστοι – ελάχιστοι – ξέρουν, και σίγουρα όχι άνθρωποι σαν τον Ρίβη Παλιόσυρμο.
Ποιος κρύβεται πίσω από τον Παλιόσκυλο της Νίρβεκ;
Ο ίδιος, ίσως, που έβαλε να δολοφονήσουν τον Τασνικέφ;
Τι συμβαίνει εδώ; Τι συμβαίνει μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία; Η Αστερόπη αισθάνεται σαν απρόσμενα να έχει βρεθεί μπλεγμένη μέσα σε μια καινούργια, άγνωστη μυστική οργάνωση, όπου εχθροί καιροφυλαχτούν παντού.
Ο Ύαν φέρνει όπλα στο δωμάτιό μου στο Ζητούμενο και, βγάζοντάς τα από σάκους, μας τα παρουσιάζει ένα προς ένα. Ο άνθρωπος έχει μαζί του ολόκληρο οπλοστάσιο. Αλλά αυτό, βέβαια, δεν με εκπλήσσει· τον ξέρω αρκετά καλά πια. Επιπλέον, αποκλείεται να καταφέρουμε να κάνουμε εκείνο που έχουμε υπόψη μας χωρίς ολόκληρο οπλοστάσιο μαζί μας.
Η Πάολα τα κοιτάζει όλα τούτα με σκεπτικό τρόπο. Ο Ζορζ τα κοιτάζει με έκδηλη κατάκριση.
«Δεν είναι ανάγκη να λάβεις μέρος,» του λέει ο Ύαν. «Χρειαζόμαστε μόνο έναν άνθρωπο επιπλέον για να οδηγήσει το όχημα του ραλίστα. Εσύ μπορείς να πας στο σπίτι σου. Για την ακρίβεια, θα σ’το πρότεινα. Αν κάτι κακό μάς συμβεί, θα το μάθεις στις ειδήσεις.»
Ο Ζορζ κουνά το κεφάλι. «Νομίζω ότι θάπρεπε να το ξανασκεφτείτε. Τα Κεντρικά της Χωροφυλακής φρουρούνται καλά.»
«Γνωρίζω πόσο καλά φρουρούνται,» αποκρίνεται ο Ύαν. «Έχω μπει και σε πιο καλά φρουρούμενα μέρη, σ’όλη τη Σεργήλη, δύτη. Δεν προσπαθώ να σε μάθω πώς να κάνεις κατάδυση· μην προσπαθείς να μου υποδείξεις πού μπορώ να κάνω εισβολή και πού όχι.»
Ο Ζορζ δεν έχει κάτι άλλο να πει. Μας χαιρετά, μας εύχεται καλή τύχη, και φεύγει.
Καθώς οπλίζω ένα τουφέκι, μορφάζω και λέω στον Ύαν: «Ξέρεις τι δε μ’αρέσει σε τούτη την υπόθεση; Ότι δεν θα μπορέσουμε ν’αποφύγουμε τους θανάτους. Αυτοί οι χωροφύλακες που θα βρίσκονται στα Κεντρικά μες στη νύχτα θα είναι, κατά πάσα πιθανότητα, τελείως αθώοι. Τελείως άσχετοι.»
«Χωροφύλακες είναι, ραλίστα. Το ήξεραν ότι βάζουν τη ζωή τους σε κίνδυνο όταν έπιασαν αυτή τη δουλειά. Όπως κι εγώ ξέρω ότι βάζω τον εαυτό μου σε κίνδυνο με τη δουλειά που κάνω,» αποκρίνεται ο Ύαν. Και τα δαιμονικά μάτια του μ’ατενίζουν παρατηρητικά. «Στη Χαρπόβη,» μου λέει, «στον Στοιχειωμένο Νερόμυλο, σκότωνες εκείνους τους τύπους χωρίς δεύτερ–»
«Δεν ήταν το ίδιο, σου είπα,» τον διακόπτω.
«Αναρωτιέμαι τι άλλαξε. Έχει σχέση με τις δουλειές που μου είπε ο Μαστροκλέφτης ότι έχεις αναλάβει;»
«Δεν ξέρω τι σου είπε ο Μαστροκλέφτης, αλλά τώρα δεν μπορώ να σου μιλήσω για τις δουλειές που έχω αναλάβει.»
«Όπως νομίζεις.»
*
Τα Κεντρικά της Χωροφυλακής βρίσκονται στο κέντρο της Νίρβεκ, ώστε οι χωροφύλακες να μπορούν να πηγαίνουν άνετα προς όλες τις κατευθύνσεις. Είναι ένα μεγάλο οικοδόμημα, πολυώροφο, και έχει γκαράζ και μηχανουργείο δίπλα του. Σε μια από τις οροφές του υπάρχει ελικοδρόμιο μ’ένα ελικόπτερο προσγειωμένο εκεί. Η σημαία της πολιτείας της Νίρβεκ και η σημαία της Χωροφυλακής της Νίρβεκ ανεμίζουν σ’ένα από τα μπαλκόνια του.
Πλησιάζουμε, εγώ κι ο Ύαν, την κύρια είσοδο σαν να μην τρέχει τίποτα. Τα μεγάλα όπλα μας είναι κρυμμένα σε σάκους, τα μικρότερα όπλα κάτω από τις καπαρντίνες μας. Μέσα από τα ρούχα μας φοράμε αλεξίσφαιρους θώρακες.
Η είσοδος είναι φτιαγμένη από άθραυστο γυαλί και βρίσκεται στην κορυφή έξι πέτρινων σκαλοπατιών. Πλάι της είναι ένα φυλάκιο, στο εσωτερικό του οποίου φαίνονται τώρα δύο χωροφύλακες. Ένας φρουρός στέκεται κοντά στο φυλάκιο, ντυμένος με αλεξίσφαιρο θώρακα και κράνος· έχει τουφέκι περασμένο στον ώμο, και πιστόλι και ξιφίδιο θηκαρωμένα στη μέση.
«Τι θέλετε;» ρωτά.
«Να μπούμε,» αποκρίνεται ο Ύαν, λες κι έχουμε έρθει στον κινηματογράφο και ζητά εισιτήριο.
«Έχετε άδεια;»
«Φυσικά.»
Πιάνω το ένα από τα πιστόλια που είναι κρυμμένα μέσα στην καπαρντίνα μου: το ηχητικό. Η μπαταρία του είναι γεμάτη ενέργεια, και το σύστημά του ρυθμισμένο σε πλήρη ένταση.
«Πρέπει να τη δω,» λέει ο φρουρός στον Ύαν.
«Εδώ είναι,» αποκρίνεται ο μαυρόδερμος μισθοφόρος και, τραβώντας αστραπιαία ένα ξιφίδιο μέσα από την καπαρντίνα του, το καρφώνει κάτω απ’το σαγόνι του φρουρού.
Την ίδια στιγμή (όπως έχουμε προσυμφωνήσει) βγάζω το ηχητικό πιστόλι μου και, στρέφοντας την κάννη στο φυλάκιο, πατάω τη σκανδάλη. Ο ήχος που βάλλεται είναι πανίσχυρος, αλλά εγώ δεν τον ακούω παρά ελάχιστα καθώς είναι κωνοειδώς εστιασμένος προς την αντίθετη μεριά. Το φυλάκιο είναι εν μέρει φτιαγμένο από πέτρα εν μέρει από γυαλί. Το γυαλί, παρότι αλεξίσφαιρο, γίνεται κομμάτια και θρύψαλα από την ένταση της άυλης επίθεσής μου· και πίσω από θρυμματιζόμενα κρύσταλλα βλέπω τους δύο χωροφύλακες να τραντάζονται σαν μαριονέτες ενώ αίμα τινάζεται από τη μύτη κι από τ’αφτιά τους. Καθώς τα σπασμένα γυαλιά σωριάζονται στο πάτωμα, το ίδιο σωριάζονται κι εκείνοι, σαν σακιά.
Ο Ύαν μού έχει ήδη πει ότι πρέπει να υποθέσουμε πως αυτή η επίθεση θα ενεργοποιήσει κάποιον συναγερμό στο εσωτερικό του οικοδομήματος, οπότε από εδώ και περά δεν θα υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Και πράγματι, ο μαυρόδερμος, δαιμονομάτης μισθοφόρος δεν χάνει χρόνο. Τον βλέπω να έχει βγάλει έναν εκρηκτικό μηχανισμό από την καπαρντίνα του, και τώρα τον κολλά πάνω στην είσοδο του οικοδομήματος. Ο φρουρός βρίσκεται πεσμένος παραδίπλα, νεκρός ύστερα από τη λεπίδα που διαπέρασε το κρανίο του.
Ο Ύαν απομακρύνεται γρήγορα από την είσοδο, κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια. Τον ακολουθώ και, φτάνοντας κάτω, γονατίζουμε ώστε να είμαστε όσο το δυνατόν περισσότερο καλυμμένοι. Η έκρηξη από πάνω μας είναι εκκωφαντική–
ΚΡΑΚ – ΜΠΟΥΟΥΟΥΜ
–γυαλιά, μεταλλικά θραύσματα, φλόγες, και καπνοί πηδάνε προς το μέρος μας· αλλά κυρίως περνάνε άκακα από πάνω μας, κι αυτά που μας χτυπάνε δεν αποτελούν πρόβλημα.
Σηκωνόμαστε αμέσως κι ανεβαίνουμε πάλι τα σκαλοπάτια, αλλά αυτή τη φορά έχοντας βγάλει τα τουφέκια μας από τους σάκους και κρατώντας τα στα χέρια. Έχουν και ξιφολόγχες επάνω. Περνάμε μέσα από τους καπνούς και μπαίνουμε σε μια αίθουσα με γραφεία, μερικές γλάστρες με φυτά, και χαλί στο πάτωμα το οποίο έχει αρπάξει φωτιά. Τρεις χωροφύλακες ξεπροβάλλουν από μια μεριά, με πιστόλια στα χέρια. Ο Ύαν τούς πυροβολεί ανελέητα, σωριάζοντάς τους όλους.
«Μην κάθεσαι σαν πάνινη κούκλα, ραλίστα!» μουγκρίζει. «Όταν βλέπεις εχθρούς, ρίχνεις – δεν τους κοιτάς!»
Περνάμε δίπλα από τα πτώματα κι αρχίζουμε να ψάχνουμε για τη σκάλα που οδηγεί στα μπουντρούμια της Χωροφυλακής. Σκοτώνουμε ακόμα δύο φρουρούς, κι άλλη μία που ξεπροβάλλει ξαφνικά από μια γωνία μ’ένα όπλο στα χέρια της που πρέπει νάναι ηχητικό. Ο Ύαν την πυροβολεί στο κεφάλι προτού προλάβει να πατήσει τη σκανδάλη. Οι πόρτες γύρω μας οδηγούν σε διάφορα γραφεία, κυρίως. Σε κάποια στιγμή, ένας κρυμμένος χωροφύλακας εκτοξεύει μια βόμβα αερίων προς τη μεριά μας. Εγώ κι ο Ύαν αμέσως φοράμε τις ειδικές μάσκες που έχουμε μαζί μας, και τα αέρια – ό,τι κι αν είναι – δεν μας βλάπτουν. Ο δαιμονομάτης σύντροφός μου κλοτσά άγρια την πόρτα και εισβάλλουμε στο γραφείο. Ο χωροφύλακας προσπαθεί να πιάσει ένα πιστόλι που βρίσκεται πάνω σ’ένα έπιπλο, αλλά η ξιφολόγχη του Ύαν τον χτυπά στο χέρι, γεμίζοντας το μανίκι του με αίματα, κάνοντάς τον να πεταχτεί πίσω. Ο Ύαν γυρίζει το τουφέκι του ανάποδα, σαν να χειρίζεται ραβδί, και κοπανά τον άντρα στην κοιλιά. Ο χωροφύλακας διπλώνεται, και ο μισθοφόρος τον αρπάζει απ’τα μαλλιά και κολλά το κεφάλι του πάνω σ’ένα γραφείο. Έχοντας αφήσει το τουφέκι του να κρεμαστεί από τον ώμο του, βαστά τώρα ένα ξιφίδιο, πιέζοντάς το στο πλάι του λαιμού του χωροφύλακα.
«Πού είναι τα μπουντρούμια;» τον ρωτά, έντονα αλλά χωρίς να έχει λαχανιάσει, παρατηρώ όχι και τόσο έκπληκτος.
«…βάθος… Στο βάθος… Από κει.» Ο χωροφύλακας τεντώνει το χέρι του. «Ακολουθείς το διάδρομο όλο ευθεία, είναι στο τέλος.»
«Πόσοι τα φυλάνε;»
«Τρεις.»
«Πόσοι κρατούμενοι είναι τώρα εκεί;»
«Τρεις.»
«Είναι ανάμεσά τους μια γυναίκα με λευκό-ροζ δέρμα και κοντά μαύρα μαλλιά, η οποία έχει συλληφθεί για πλαστοπροσωπία;»
«Ναι, ναι, είναι.»
«Ευχαριστώ.» Ο Ύαν τού σκίζει τον λαιμό και τον αφήνει να πεθάνει.
Θηκαρώνοντας το αιματοβαμμένο ξιφίδιο, βγαίνει απ’το δωμάτιο με το τουφέκι του στα χέρια ξανά.
Τον ακολουθώ, λέγοντας: «Δεν ήταν ανάγκη να τον σκοτώσεις.»
«Όποιος είναι ζωντανός είναι επικίνδυνος τώρα, ραλίστα.»
Καθώς βαδίζουμε προς το βάθος του διαδρόμου, δεχόμαστε πυρά – από τους φρουρούς των μπουντρουμιών, μάλλον. Καλυπτόμαστε αμέσως πίσω από μια γωνιά. Σφαίρες γεμίζουν τους τοίχους γύρω μας, σφαίρες κυλάνε στο πάτωμα.
Ο Ύαν τραβά μια χειροβομβίδα, βγάζει την περόνη, και την εκτοξεύει. Ακούμε τους χωροφύλακες να κραυγάζουν τρομαγμένα, και μετά η έκρηξη τραντάζει τον διάδρομο. Βγαίνουμε από την κάλυψή μας πυροβολώντας ξέφρενα. Μια γυναίκα, που ήταν ακόμα ζωντανή, σκοτώνεται από τις σφαίρες μας. Κι ένας άντρας επίσης. Είχαν τρέξει προς ένα παράπλευρο άνοιγμα όταν η έκρηξη έγινε. Άλλοι δύο άντρες είναι ήδη νεκροί. Επομένως, δεν ήταν εδώ μόνο τρεις φρουροί, όπως είπε εκείνος ο χωροφύλακας. Αναρωτιέμαι, φευγαλέα, αν είπε ψέματα ή αν απλά είχε έρθει άλλος ένας τώρα με τον χαλασμό.
Ο Ύαν ψάχνει γρήγορα, επιδέξια, τα πτώματα και παίρνει μια αρμαθιά κλειδιά από τη ζώνη ενός – τα κλειδιά των κελιών, αναμφίβολα. Συγχρόνως, βλέπω δυο χωροφύλακες να έρχονται από την άλλη μεριά του διαδρόμου, με τουφέκια στα χέρια. Πέφτοντας στο ένα γόνατο, τους πυροβολώ: τους χτυπάω στα πόδια. Σωριάζονται ουρλιάζοντας, και οι σφαίρες τους βρίσκουν το ταβάνι.
Ο Ύαν εκτοξεύει μια χειροβομβίδα καταπάνω τους και λάμψη και καπνός τούς τυλίγουν· οι τοίχοι κατακρεουργούνται γύρω τους αλλά δεν πέφτουν.
Καθώς κατεβαίνουμε τη σκάλα που οδηγεί στα μπουντρούμια, αλλάζουμε γεμιστήρες στα τουφέκια μας. «Προσοχή, ραλίστα,» μου λέει ο Ύαν, χαμηλόφωνα. Υποπτεύεται ότι κι άλλοι μπορεί να καιροφυλαχτούν εδώ; Δεν τον ρωτάω· δεν έχει νόημα.
Φτάνουμε κάτω, σε διαδρόμους με κελιά δεξιά κι αριστερά. Ενεργειακά φώτα είναι αναμμένα στο ταβάνι. Κοιτάζουμε τους κρατούμενους.
«Ανοίξτε μου!» ζητά ένας άντρας κλεισμένος πίσω από κάγκελα. «Ανοίξτε μου!»
Ο Ύαν τον αγνοεί, κι ακολουθώ το παράδειγμά του.
«Θα φωνάξω τα μαντρόσκυλα!» μας απειλεί ο κρατούμενος. «Ανοίξτε μου γιατί θα τους φωνάξω!» Η απειλή του μοιάζει αστεία, φυσικά.
Σ’ένα σημείο των διαδρόμων τα φώτα είναι σβηστά για κάποιο λόγο· πυκνό σκοτάδι τυλίγει τα πάντα. Ο Ύαν ανάβει τον δυνατό φακό επάνω στο τουφέκι του, και βλέπουμε πως μέσα σ’ένα κελί είναι μια γυναίκα, ανασηκωμένη πάνω στο στενό κρεβάτι, βρισκόμενη σε πλήρη εγρήγορση.
Η Σαμάνθα!
«Ύαν!» λέει, έκπληκτη, αναγνωρίζοντας τον μισθοφόρο που προπορεύεται. (Έχουμε πια βγάλει τις μάσκες αερίων, προ πολλού, γιατί μείωναν το πεδίο της όρασής μας.) «Ζορδάμη!» προσθέτει, μόλις βλέπει κι εμένα. Ένα χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπό της. «Ποιος σας έστειλε;»
«Στείλαμε τους εαυτούς μας,» αποκρίνομαι.
Ο Ύαν τής λέει: «Πήγαινε στο βάθος, Αγαρίστη, και γύρνα μας την πλάτη,» ενώ βγάζει έναν εκρηκτικό μηχανισμό και τον κολλά πάνω στην κλειδαριά της καγκελωτής πόρτας.
«Τους έχεις πάρει τα κλειδιά,» του θυμίζω.
«Σιγά μην κάθομαι να ψάχνω τα κλειδιά, ραλίστα. –Πάμε!»
Απομακρυνόμαστε από την καγκελωτή πόρτα, ενώ η Σαμάνθα έχει ήδη κολλήσει στον τοίχο του κελιού, στο βάθος. Η έκρηξη που γίνεται δεν είναι ούτε κατά διάνοια τόσο δυνατή όσο αυτή που διέλυσε την είσοδο των Κεντρικών της Χωροφυλακής, αλλά είναι αρκετά δυνατή για να καταστρέψει την κλειδαριά.
Η Σαμάνθα φορά τις μπότες της και βγαίνει από το κελί.
Ο Ύαν τής δίνει μια μάσκα αερίων. «Φορέστε κι οι δύο τις μάσκες σας,» μας λέει. «Θα γίνεται της Λόρκης το μπουρδέλο τώρα επάνω. Στην αρχή τούς ξαφνιάσαμε, αλλά θάχουν μαζευτεί πλέον καμια εκατοστή μαντρόσκυλα για να μας χαιρετήσουν.»
«Πώς θα βγούμε;» ρωτά η Σαμάνθα βάζοντας τη μάσκα.
«Από τους τοίχους,» απαντά ο Ύαν, και βαδίζουμε προς την έξοδο των μπουντρουμιών.
Εκείνος ο κρατούμενος μάς φωνάζει πάλι να τον βοηθήσουμε· μας λέει ότι ξέρει κάποια μυστική έξοδο για να δραπετεύσουμε γρήγορα, αλλιώς θα μας πιάσουν – δεν έχουμε ελπίδες! Αμφίβολο είναι, φυσικά, ότι λέει αλήθεια· ή μάλλον, σχεδόν σίγουρο είναι ότι λέει ψέματα. Ούτε που μειώνουμε την ταχύτητα του βηματισμού μας καθώς τον προσπερνάμε συνεχίζοντας τον δρόμο μας.
Ο Ύαν δίνει στη Σαμάνθα ένα κοντό τουφέκι και μια ζώνη μ’ένα πιστόλι και δύο ξιφίδια, προτού φτάσουμε στις σκάλες. Κανένας χωροφύλακας δεν έχει κατεβεί ακόμα, έτσι ανεβαίνουμε προσεχτικά. Ο Ύαν μάς ψιθυρίζει: «Πολλή ησυχία επάνω. Μας περιμένουν.» Και τραβά μια χειροβομβίδα. Βγάζει την περόνη και κρατά τη βόμβα σφιχτά στο χέρι του.
Λίγο πριν φτάσουμε στην κορυφή της σκάλας, εκτοξεύει τη χειροβομβίδα στα τυφλά, προς τα πάνω, μέσα στον διάδρομο. Κραυγές αντηχούν – έκρηξη – κι άλλες κραυγές. Ανεβαίνουμε πυροβολώντας σαν αλλόφρονες. Μια βόμβα αερίων πέφτει ανάμεσά μας, αλλά οι μάσκες μας μας προστατεύουν από τα επικίνδυνα χυμικά. Τα πάντα θολώνουν γύρω μας. Περνάμε πάνω από πτώματα. Εγώ κι ο Ύαν μπροστά, η Σαμάνθα πίσω μας. Αισθάνομαι μια σφαίρα να με χτυπά στον μηρό, επάνω στο αλεξίσφαιρο πλαστικό που κρύβεται κάτω από το παντελόνι μου· παραπατάω, αλλά πιάνομαι από έναν τοίχο και δεν πέφτω. Οι σύντροφοί μου συνεχίζουν να πυροβολούν.
Στρίβουμε σ’έναν διάδρομο αριστερά. «Από δω πρέπει νάναι η βόρεια μεριά,» λέει ο Ύαν, πυροβολώντας προς τα πίσω. Και μετά, καθώς αλλάζει γεμιστήρα, μια χειροβομβίδα έρχεται κυλώντας προς το μέρος μας–
Ο Ύαν την κλοτσά αμέσως, τινάζοντάς την μακριά–
Η έκρηξη γίνεται στον αέρα. Κομμάτια από έναν τοίχο έρχονται καταπάνω μας – σοβάδες και πέτρες.
Απομακρυνόμαστε, ενώ σκέφτομαι πως οι χωροφύλακες αποφάσισαν ότι τελικά μας θέλουν οπωσδήποτε νεκρούς. Λογική αντίδραση, μάλλον.
Φτάνουμε μπροστά σ’έναν τοίχο, και ο Ύαν λέει: «Εξωτερικός, κατά πάσα πιθανότητα,» κολλώντας επάνω του μια εκρηκτική συσκευή.
Μπαίνουμε γρήγορα σε μια πόρτα παραδίπλα.
Η έκρηξη πίσω μας τραντάζει το οικοδόμημα. Βγαίνουμε από την πόρτα και βλέπουμε ότι ο τοίχος έχει γκρεμιστεί: έχει μετατραπεί σε άνοιγμα που οδηγεί σ’έναν μικρό δρόμο. Περνάμε το κατώφλι που δημιουργήσαμε και διαπιστώνουμε ότι χωροφύλακες δεν είναι μακριά· στέκονται κοντά σ’ένα παράθυρο, περιμένοντάς μας ίσως να έρθουμε από εκεί. Αρχίζουν αμέσως να μας πυροβολούν, και επιστρέφουμε τα πυρά. Τρέχουμε και φεύγουμε από τον μικρό δρόμο, στρίβοντας.
Ανοίγοντας τον τηλεπικοινωνιακό πομπό μου, λέω στην Πάολα πού βρισκόμαστε. Κι εκείνη, οδηγώντας το όχημά μου, παρουσιάζεται μπροστά μας, σε μια γωνία. Χωροφύλακες έρχονται από παντού, και ο Ύαν τούς πυροβολεί ανελέητα ενώ εγώ κι η Σαμάνθα μπαίνουμε στο τετράκυκλο – εκείνη πίσω, εγώ μπροστά, πλάι στην Πάολα. Η Κλεισμένη είναι ανάμεσά μας, νιαουρίζοντας θορυβημένα, μοιάζοντας να θέλει να εκφράσει την απορία Τι σκατά γίνεται εδώ πέρα; Είστε τρελοί;
Ο Ύαν μπαίνει στο όχημα, δίπλα στη Σαμάνθα, και η Πάολα πατά το πετάλι φεύγοντας ολοταχώς, χτυπώντας έναν χωροφύλακα στο διάβα της, τινάζοντάς τον παραπέρα.
Οχήματα της Χωροφυλακής – δίκυκλα και τετράκυκλα – αρχίζουν να μας καταδιώκουν.
«Ραλίστα,» λέει η Πάολα, «εσύ αναλαμβάνεις τώρα.»
Εννοείται, φυσικά. Αλλάζουμε θέσεις με την Πάολα ενώ το όχημά μας συνεχίζει να κινείται. Η Κλεισμένη γρυλίζει οργισμένα· ο Ύαν έχει ανοίξει ένα παράθυρο και πυροβολεί προς τα πίσω.
Κρατώντας το τιμόνι σταθερά κι έχοντας τα πόδια μου στα πετάλια οδηγώ μέσα στους νυχτερινούς δρόμους της Νίρβεκ σαν να βρίσκομαι σε αγώνα ράλι. Και οι χωροφύλακες έχουν ανάμεσά τους καλούς οδηγούς, αλλά όχι τόσο καλούς όσο εμένα. Τους αφήνω άνετα πίσω μου, στρίβοντας παράτολμα (παράτολμα για έναν κανονικό οδηγό) σε διάφορες γωνίες, περνώντας επικίνδυνα κοντά από οικήματα, ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας σε πεζόδρομους. Παραπάνω από μια φορά περνάω ανάμεσα από τα οχήματα της Χωροφυλακής, κάνοντάς τα να συγκρουστούν.
Ένα ελικόπτερο έρχεται από πάνω μας ενώ πλησιάζουμε τον Δρυόκηπο και τα νοτιοδυτικά περίχωρα της Νίρβεκ – μάλλον το ελικόπτερο που ήταν προσγειωμένο στο ελικοδρόμιο των Κεντρικών της Χωροφυλακής. Ένα πυροβόλο μάς ρίχνει από ψηλά, προκαλώντας ζημιές στο οδόστρωμα. Και ο Ύαν, τότε, πιάνει το πιο βαρύ όπλο που έχουμε μαζί μας: ένα μικρό ρουκετοβόλο, που μέχρι στιγμής ήταν κρυμμένο μέσα στο όχημα, κάτω από μια κουβέρτα. Το υψώνει και ρίχνει στο ελικόπτερο. Το πετυχαίνει, και βλέπω, από τον καθρέφτη πλάι μου, μια λάμψη να τυλίγει το αεροσκάφος. Στη συνέχεια, παραδέρνει στον αέρα ενώ πυκνός καπνός το ακολουθεί.
Καθώς βγαίνουμε από τη Νίρβεκ, έχουμε δύο τετράκυκλα και τέσσερα δίκυκλα της Χωροφυλακής πίσω μας: και τώρα, που δεν βρισκόμαστε μέσα στην πόλη, οι χωροφύλακες πυροβολούν κατά βούληση. Στα δίκυκλα κάθονται από δύο – ένας οδηγός κι ένας με τουφέκι πίσω του. Επάνω στα τετράκυκλα υπάρχουν πυροβόλα. Το όχημά μας τραντάζεται άγρια από τις ριπές τους που καταφέρνουν να το χτυπήσουν ακόμα και ξώφαρσα. Δεν είναι πολεμικό άρμα, ούτε ειδικά θωρακισμένο για να μπορεί να αντεπεξέλθει σε τέτοια σφυροκοπήματα. Τα τζάμια του σπάνε και πρέπει όλοι να είμαστε σκυμμένοι καθώς βλήματα σφυρίζουν από πάνω μας. Τα μέταλλά του τρίζουν και κουδουνίζουν, και νομίζω πως ένας από τους πίσω τροχούς έχει βγει απ’τη θέση του. Η Κλεισμένη γρυλίζει και νιαουρίζει καθώς έχει κουλουριαστεί επάνω μου.
Ο Ύαν πετά μια σκοτοβομβίδα πίσω μας: το φεγγαρόφωτο και το φως των προβολέων σβήνουν από το απρόσμενο σκοτάδι που απλώνεται. Οι χωροφύλακες ξαφνιάζονται λιγάκι, και απομακρυνόμαστε κάμποσο απ’ αυτούς. Στρίβω μέσα σε μια δύσβατη περιοχή, και προσπαθώ να τους κάνω να μας χάσουν. Μετά από λίγο νομίζω ότι τα έχω καταφέρει. Ο Ύαν μού λέει ότι, ακόμα και με τα κιάλια νυχτερινής όρασης, δεν μπορεί να τους δει πουθενά πίσω μας.
Σταματώ το όχημα αλλά δεν σβήνω τη μηχανή, περιμένοντας καμια αισχρή μαλακία να συμβεί πάνω που πιστεύουμε ότι έχουμε καταφέρει να τους ξεφύγουμε.
Η Πάολα στρέφεται πίσω. «Είσαι καλά, Βατράνια;»
«Ναι,» αποκρίνεται η Σαμάνθα. «Ευχαριστώ,» προσθέτει.
«Συνάντησες τον Παλιόσκυλο;» ρωτά η Πάολα. «Σου μίλησε;»
Η όψη της Σαμάνθας σκοτεινιάζει, αγριεύει. «Ναι.»
«Τι σου είπε;»
«Δεν ξέρω τι… Έχει τρελαθεί ο άνθρωπος. Δεν ξέρω τι συμβαίνει μαζί του. Έκανε πως δεν με ήξερε.»
Η Πάολα συνοφρυώνεται. «Πώς είναι δυνατόν; Στράφηκε ενάντια στη Δυναστεία; Γιατί;»
«Δεν ξέρω, αλλά μου φαίνεται πιθανό. Εσάς ποιος σας έστειλε;»
«Σου είπα,» της λέω, «αυτόκλητοι ήρθαμε.»
«Μόνοι σας αποφασίσατε να επιτεθείτε στα Κεντρικά της Χωροφυλακής;»
«Δεν έχεις τον κύριο» – δείχνω τον Ύαν με το βλέμμα μου – «ικανό να σκαρφιστεί κάτι τέτοιο;»
«Ήταν επικίνδυνο,» λέει η Σαμάνθα. «Αλλά σας ευχαριστώ. Και τους δύο. Και τους τρεις,» προσθέτει κοιτάζοντας την Πάολα. «Ήταν πολύ επικίνδυνο για όλους σας.»
«Γιατί ακριβώς σε συνέλαβαν;» ρωτά ο Ύαν.
«Για πλαστοπροσωπία. Είχα πάει στο μέρος όπου δολοφονήθηκε ο Τασνικέφ, για να ερευνήσω–»
«Μισό λεπτό,» τη διακόπτω. «Επειδή είναι καλύτερα να κινούμαστε παρά να είμαστε στάσιμοι. Πού θες να σ’αφήσω, Πάολα;»
«Υπάρχει ένα χωριό προς τα νότια,» αποκρίνεται η Δρομολόγος. «Εκεί κοντά άσε με, και μετά εγώ θα επιστρέψω στη Νίρβεκ χωρίς πρόβλημα.»
Νεύω καταφατικά και βάζω πάλι τους τροχούς του οχήματός μου σε κίνηση. Ο ένας από τους πισινούς είναι σίγουρα κουνημένος, παρατηρώ· ο αριστερός, μάλλον. Και ολόκληρο το όχημα αναστενάζει.
Η Κλεισμένη έχει ησυχάσει καθώς εξακολουθεί νάναι κουλουριασμένη επάνω μου· την αισθάνομαι ν’αναπνέει λαχανιασμένα.
Η Σαμάνθα συνεχίζει από εκεί όπου έμεινε: «Είχα πάει να ερευνήσω τον φόνο, και είχα μαζί μου μια ταυτότητα ειδικής ερευνήτριας της Χωροφυλακής, προκειμένου να μ’αφήσουν να μπω. Αλλά την κατάλαβαν. Κατάλαβαν ότι η ταυτότητά μου ήταν πλαστή. Ένας χωροφύλακας την κοίταξε κι αμέσως το διέκρινε! Δεν ξέρω πώς. Ο ίδιος ο Παλιόσυρμος είχε δώσει, παλιά, οδηγίες για να τη φτιάξουν· δεν είναι εύκολο κάποιος να καταλάβει έτσι απλά ότι είναι πλαστή. Έχει αλλάξει κάτι στις ταυτότητες των ειδικών ερευνητών;»
«Δεν ξέρω,» λέει η Πάολα. «Δε νομίζω, όμως.»
«Ούτε κι εγώ το νομίζω,» συμφωνεί η Σαμάνθα. «Εκείνο που νομίζω είναι ότι κάποιος μού είχε στήσει παγίδα, ξέροντας ότι μάλλον θα πήγαινα να ερευνήσω.»
«Ποιος;» ρωτά ο Ύαν.
«Ο Παλιόσυρμος.»
«Είσαι σίγουρη;»
«Ποιος άλλος να ήταν, Ύαν; Πρόκειται για κάποιον που έχει επιρροή μέσα στη Χωροφυλακή της Νίρβεκ, προφανώς.»
«Και τι ήθελε από εσένα;» λέω ενώ οδηγώ. «Δεν καταλαβαίνω.»
«Ούτε εγώ μπορώ να καταλάβω,» αποκρίνεται η Σαμάνθα, αλλά νομίζω πως η φωνή της είναι λιγάκι περίεργη. Σαν κάτι να την προβληματίζει. Κάτι που δεν είναι έτοιμη να μας αποκαλύψει.
*
Αφήνω την Πάολα να κατεβεί από το όχημά μας κοντά σ’ένα χωριό που ίσα που διακρίνεται μες στη νύχτα.
«Θα είσαι εντάξει εδώ;» τη ρωτάω από το σπασμένο παράθυρο. «Είσαι σίγουρη;»
«Ναι,» μου λέει εκείνη. «Δεν υπάρχει πρόβλημα.»
Η Κλεισμένη νιαουρίζει προς το μέρος της.
«Γεια σου, Κλεισμένη,» τη χαιρετά η Πάολα, και σηκώνοντας την κουκούλα της κάπας της απομακρύνεται από το όχημά μας, βαδίζει μέσα σε μια πυκνή συστάδα δέντρων και χάνεται απ’τα μάτια μου.
«Τι κάνουμε τώρα;» ρωτάω τη Σαμάνθα και τον Ύαν. «Πού θέλετε να σας πάω; Εγώ κατευθύνομαι προς Θακέρκοβ.»
«Γιατί;» λέει η Σαμάνθα.
«Έχω δουλειά εκεί.»
«Τι δουλειά;»
«Δεν…» Κομπιάζω. «Δεν ξέρω αν πρέπει να σου πω. Είναι μια ιδιαίτερη υπόθεση.» Και δε νομίζω ότι η Ασημίνα θέλει να την αναφέρω σε κανέναν.
«Για την ώρα,» λέει ο Ύαν, «πρέπει να πάμε κάπου να ξεκουραστούμε, ραλίστα. Σε κάποιο ασφαλές μέρος. Μόνο αυτό έχει σημασία. Και αύριο βλέπουμε τι θα κάνουμε.»
«Ναι,» συμφωνεί η Σαμάνθα. Και ούτε εγώ διαφωνώ. Βάζω μπροστά το όχημά μου και κατευθύνομαι δυτικά, μακριά από τη Νίρβεκ, μέσα στην ύπαιθρο, μέσα στη νύχτα…
Δεν πηγαίνουμε σε κάποιο χωριό, μικρή πόλη, ή πανδοχείο κοντά στη Νίρβεκ για να διανυκτερεύσουμε· αποφασίζουμε να περάσουμε τη νύχτα μέσα στο όχημά μου, σταματημένοι σε κάποιο καλυμμένο σημείο, γιατί υπάρχει η πιθανότητα (αν και μικρή) ότι η Χωροφυλακή της Νίρβεκ θα ψάξει όλες τις περιοχές γύρω από τη μεγαλούπολη για εμάς.
Ο Ύαν λέει: «Θα φυλάμε σκοπιές, ραλίστα. Για καλό και για κακό.»
«Νομίζεις ότι μπορεί να μας βρουν εδώ πέρα;» τον ρωτάω. Βρισκόμαστε μέσα σ’ένα σκοτεινό σύδεντρο, με τους προβολείς του οχήματός μας σβηστούς, φυσικά.
«Δε μπορούμε να το διακινδυνέψουμε,» μου λέει. «Ακόμα και μάγους ίσως να βάλουν να μας εντοπίσουν.»
«Θα φροντίσω και για τα δύο,» μας πληροφορεί η Σαμάνθα. «Ξεκουραστείτε.»
Την κοιτάζουμε ερωτηματικά. «Τι εννοείς;» ρωτάω.
«Θα μας προφυλάξω από ξόρκια εντοπισμού· κι αν κάποιος μάς πλησιάσει μες στη νύχτα θα το καταλάβω, ακόμα κι αν κοιμάμαι.»
«Με τη μαγεία σου όλ’ αυτά;»
«Προφανώς.»
«Είσαι τόσο καλή;»
Η Σαμάνθα χαμογελά. «Όχι, δεν είμαι τόσο καλή. Αλλά δεν χρειάζεται να είμαι για να κάνω αυτά που σου περιέγραψα.» Ανοίγει την πόρτα πλάι της και βγαίνει από το όχημα. Αρχίζει να βηματίζει γύρω του, υποτονθορύζοντας μαγικά λόγια πίσω από τα δόντια της και σχηματίζοντας περίεργα σύμβολα με τα δάχτυλά της.
Μετά από δέκα λεπτά που αυτό συνεχίζεται, ρωτάω τον Ύαν: «Είναι όλα καλά, ή πρέπει ν’ανησυχήσουμε;»
«Δεν είμαι μάγος, ραλίστα. Αλλά καλά μού φαίνεται. Όρθια είναι, και δεν παραπατά.»
Κοιτάζουμε τη Σαμάνθα καθώς περιφέρεται σαν εξωδιαστασιακή σκιά, ή σαν ημιυλική δαιμόνισσα της Λόρκης, ή πνεύμα των αγρών του Κάρτωλακ, γύρω από το όχημά μας για τουλάχιστον άλλα είκοσι λεπτά. Γύρω, γύρω, γύρω… μουρμουρίζοντας· κάνοντας μικρές, παράξενες χειρονομίες… Και μετά μπαίνει ξανά στο όχημα και μοιάζει κουρασμένη όπως κάποιος που έχει επιδοθεί μονομερώς σε έντονη πνευματική εργασία για ώρες.
«Είσαι καλά;» τη ρωτάω.
«Ναι.»
«Τι ακριβώς έκανες; Τίποτα δεν φαίνεται.»
«Φυσικά και τίποτα δεν φαίνεται· δεν μπορείς να το αντιληφτείς με τις κανονικές σου αισθήσεις, Ζορδάμη. Μαγγανεία Προκαλύψεως λέγεται το ένα πράγμα που έκανα – και είναι για να μη μας εντοπίσουν με ξόρκια και παρόμοιους τρόπους. Και Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως λέγεται το άλλο που έκανα – το οποίο θα με ειδοποιήσει αμέσως μόλις κάποιος πλησιάσει το όχημά μας στα πέντε μέτρα. Μπορούμε να κοιμηθούμε τώρα.» Βγάζει τις μπότες της, ανεβάζει τα πόδια της επάνω στα γόνατα του Ύαν, και ξαπλώνοντας κλείνει τα μάτια.
Εγώ κι ο Ύαν αλληλοκοιταζόμαστε, κι εκείνος ανασηκώνει τους ώμους. «Ας κοιμηθούμε,» λέει.
«Θα ξαπλώσω εδώ, αν δε σε πειράζει,» του λέω, και ξαπλώνω στις δύο μπροστινές θέσεις του οχήματος. Η Κλεισμένη είναι κουλουριασμένη στο πάτωμα· κοιμάται ήδη.
«Γιατί να με πειράζει;» Ο Ύαν οπλίζει το τουφέκι του και το παίρνει αγκαλιά καθώς κλείνει τα μαβιά μάτια του.
Καλή ιδέα, σκέφτομαι, και οπλίζω κι εγώ ένα πιστόλι κρατώντας το κοντά μου, με την ασφάλεια σηκωμένη.
*
Μέσα στη νύχτα, η Σαμάνθα μάς ξυπνά.
«Κάποιος πλησιάζει!» λέει χαμηλόφωνα αλλά έντονα: και τα μάτια μου αμέσως ανοίγουν.
Ο Ύαν υψώνει το τουφέκι του ανάβοντας το φακό που βρίσκεται προσαρτημένος επάνω, φωτίζοντας έξω από το όχημά μας, γύρω-γύρω. «Δε βλέπω κανέναν,» λέει.
Η Σαμάνθα σηκώνεται, παίρνοντας καθιστή θέση· κι εγώ σηκώνομαι, ανάβοντας τους προβολείς του οχήματος.
Ένα ελάφι αποκαλύπτεται μέσα απ’τα σκοτάδια, και φεύγει αμέσως, τρέχοντας.
«Αυτό πρέπει να ήταν,» λέει η Σαμάνθα.
Η Κλεισμένη νιαουρίζει παραπονεμένα που την ξυπνήσαμε μες στην άγρια νύχτα.
Σβήνω τους προβολείς ξανά. «Πλάκα μάς κάνεις;»
«Συγνώμη,» γελά η Σαμάνθα, «αλλά σας προειδοποίησα ότι δεν είμαι και τόσο καλή σ’αυτές τις μαγγανείες. Δε μπορώ να ρυθμίσω τη Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως έτσι ώστε να διακρίνει ανάμεσα στα ζώα και στους ανθρώπους. Οτιδήποτε μεγάλο πλησιάσει, ειδοποιούμαι αμέσως.»
«Τέλος πάντων,» λέει ο Ύαν, έχοντας ήδη σβήσει τον φακό στο τουφέκι του και κλείνοντας ξανά τα μάτια. «Έχω δει να συμβαίνουν και χειρότερα σε σκοπιές.»
Ο καταραμένος δαιμονομάτης έχει μια κάποια αίσθηση του χιούμορ όταν θέλει.
*
Το πρωί οδηγώ προς τα δυτικά, επάνω στη μεγάλη λιθόστρωτη δημοσιά, κατευθυνόμενος προς το γνωστό πανδοχείο «Τροφή για τους Τροχούς». Δυνατός αέρος μπαίνει από τα σπασμένα παράθυρα του οχήματός μας.
«Τι θα γίνει, λοιπόν;» ρωτάω. «Πού θα σας αφήσω;»
Η Σαμάνθα τώρα είναι καθισμένη δίπλα μου· ο Ύαν κάθεται πίσω ακόμα, με την Κλεισμένη πλάι του.
«Εγώ,» λέει ο μισθοφόρος, «έπρεπε κανονικά να βρίσκομαι στην Έτρεβοθ. Αλλά μετά μ’έστειλαν στη Νίρβεκ.»
«Ποιος;» ρωτάω.
«Η Λέα Μαυροειδής. Δούλευα γι’αυτήν τώρα.»
«Χμμμ,» κάνω σκεπτικά. «Μπορώ να σ’αφήσω στην Έτρεβοθ, επιστρέφοντας.»
«Επιστρέφοντας πού, ραλίστα;»
«Προς Κιρβόνη.»
«Προς Κιρβόνη; Τι δουλειές–; Και γιατί τώρα πας προς τα δυτικά; Η Κιρβόνη είναι προς τ’ανατολικά, είναι στα Φέρνιλγκαν.»
«Ναι,» λέω. «Πρέπει πρώτα να περάσω απ’τη Θακέρκοβ και μετά θα πάω εκεί. Εσύ, Σαμάνθα, πού θες να σ’αφήσω;»
Κομπιάζει προς στιγμή. «Δε… δεν είμαι… σίγουρη.» Είναι συλλογισμένη. Αυτά που της συνέβησαν στη Νίρβεκ την έχουν, αναμφίβολα, προβληματίσει.
«Τι σου έκανε ο Παλιόσκυλος;»
«Σας είπα, δεν σας είπα; Με κρατούσε στα μπουντρούμια της Χωροφυλακής χωρίς καλή δικαιολογία. Παρίστανε ότι δεν με ήξερε. Κάτι… κάτι δεν πηγαίνει καθόλου καλά, Ζορδάμη. Μέσα στη Δυναστεία. Εκτός απ’ αυτά με τον Παλιόσυρμο, ο Τασνικέφ σκοτώθηκε από βέλος: και μόνο έναν άνθρωπο μπορώ να φανταστώ ο οποίος δολοφονεί με τόξο. Ονομάζεται Ζορδάμης κι αυτός, κι έχει το κωδικό όνομα ‘Τοξότης’ μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία. Είναι από τα Φέρνιλγκαν.»
«Και νομίζεις ότι ο Τοξότης σκότωσε τον Τασνικέφ;» λέει ο Ύαν. «Η Πάολα το θεωρούσε απίθανο.»
«Η Πάολα δεν είδε αυτά που είδα εγώ με τον Παλιόσυρμο. Κάτι έχει αλλάξει μέσα στη Δυναστεία, Ύαν· είμαι βέβαιη.»
«Και τι προτείνεις να γίνει;» τη ρωτάω. «Να βρούμε τους προδότες;»
«Δεν ξέρουμε, όμως, ποιοι μπορεί να είναι προδότες και ποιοι όχι,» μου λέει η Σαμάνθα. «Και ίσως αυτό νάναι ένα πρόβλημα που παρουσιάστηκε μόνο στη Νίρβεκ… αν και…»
«Τι;»
«Τίποτα.»
Τι μας κρύβεις, Σαμάνθα; Τι δεν μας λες;
Η Σαμάνθα γυρίζει πίσω για να κοιτάξει τον Ύαν. «Πρέπει οπωσδήποτε να επιστρέψεις στην Έτρεβοθ;»
«Όχι,» απαντά εκείνος. «Δούλευα για τη Μαυροειδή προτού–»
«Μπορείς, τότε, νάρθεις μαζί μου.» Δεν είναι ερώτηση.
«Αν θέλεις. Κι αν πληρώνεις.» Μισθοφόρος, όπως πάντα.
«Θα πληρωθείς,» τον διαβεβαιώνει η Σαμάνθα. «Απλώς δεν θέλω να ταξιδέψω μόνη, έτσι όπως είναι η κατάσταση.»
«Πού θα πάμε;»
«Νότια.»
«Πόσο νότια;»
«Ώς τις ερήμους, ίσως.»
«Μάλιστα.»
«Υπάρχει πρόβλημα;»
«Κανένα,» τη διαβεβαιώνει ο Ύαν. Και μου λέει: «Θα μας αφήσεις, επομένως, στη Θακέρκοβ, ραλίστα.»
«Τι θα πας να κάνεις στις ερήμους;» ρωτάω τη Σαμάνθα.
«Αυτό είναι δική μου υπόθεση.»
Παράξενες ιστορίες…
«Εσύ τι πας να κάνεις στη Θακέρκοβ, αλήθεια;» με ρωτά.
«Αυτό,» της λέω, «είναι δική μου υπόθεση.»
«Όπως νομίζεις»· ουδέτερα το λέει, όχι ως αντίποινα.
«Σοβαρά,» της εξηγώ, «δεν ξέρω αν πρέπει να σου πω. Δεν ξέρω αν το άτομο που μ’έχει στείλει θέλει να πω για τούτη τη δουλειά στον οποιονδήποτε, όχι μόνο σ’εσένα συγκεκριμένα.»
«Δεν πειράζει,» αποκρίνεται η Σαμάνθα. Ύστερα συνοφρυώνεται, καχύποπτα. «Τι άτομο είναι αυτό;»
Αναστενάζω, αναποφάσιστος.
«Ούτε το όνομά του δεν μπορείς να μου αποκαλύψεις;» απορεί η Σαμάνθα.
Υποθέτω δεν πρόκειται να βλάψει κανέναν… «Έχεις ακουστά μια γυναίκα που ονομάζεται Ασημίνα Νέρφελδιφ, η οποία κατοικεί στην Κιρβόνη;»
«Γι’αυτήν δουλεύεις;»
«Την ξέρεις;»
«Όχι προσωπικά,» λέει η Σαμάνθα, «αλλά γνωρίζω ότι είναι της οικογένειας. Και πολύ πλούσια. Της ανήκουν αρκετά ακίνητα στην Κιρβόνη, καθώς και πολλά στρέμματα γης.»
Νεύω καταφατικά. «Ναι. Γι’αυτήν δουλεύω τώρα. Αυτή ήταν που πλήρωσε τα χρέη μου σ’εκείνο το ράλι, Σαμάνθα. Είναι φανατική με τους αγώνες δρόμου.»
«Μάλιστα,» λέει η Σαμάνθα λοξοκοιτάζοντάς με, και ξέρω τι περνά απ’το μυαλό της. Και δεν έχει άδικο. Πλάγιασα με την Ασημίνα, δεν πλάγιασα;
«Υποσχέθηκε ότι, μετά από κάποιες δουλειές, θα ξεχρεωθώ,» της εξηγώ.
Ο Ύαν λέει από πίσω: «Ανυπομονούμε να σ’έχουμε στην οικογένεια ως ελεύθερο μέλος, ραλίστα.» Δεν ξέρω αν μιλά ειρωνικά ή όχι.
«Θα μου κάνετε πάρτι;» Αυξάνω ταχύτητα, προσπερνώντας ένα μεγάλο φορτηγό επάνω στη δημοσιά. Το όχημά μου τρίζει ολόγυρά μας, και καταλαβαίνω πως ο πίσω αριστερός τροχός κουνιέται επικίνδυνα. Πρέπει να το επισκευάσουμε με την πρώτη ευκαιρία, σκέφτομαι.
*
Στο Τροφή για τους Τροχούς, όπου η δημοσιά διακλαδίζεται προς νότο και δύση, προς Θακέρκοβ και Άντχορκ, κάνουμε μια δίωρη στάση για να φάμε, να ξεκουραστούμε, να πλυθούμε, και κυρίως να φτιάξουμε τον πίσω αριστερό τροχό του οχήματός μας. Το τελευταίο δεν αποδεικνύεται δύσκολο. Θα μπορούσα να το κάνω και μόνος μου, νομίζω, αλλά για καλό και για κακό πηγαίνω το όχημα σ’ένα μηχανουργείο στον μικρό οικισμό πίσω από το πανδοχείο.
Η Σαμάνθα μάς λέει, καθώς τρώμε στη μεγάλη τραπεζαρία του Τροφή για τους Τροχούς: «Σε καμία περίπτωση να μην ξαναπάτε στη Νίρβεκ μέχρι να καταλάβουμε τι συμβαίνει. Κάποιος τηλεοπτικός πομπός, σίγουρα, θα έχει καταγράψει τα πρόσωπά σας στα Κεντρικά της Χωροφυλακής· ο Παλιόσυρμος θα ξέρει πια ότι εσείς οι δυο ήσασταν που ήρθατε για να με σώσετε.»
«Εννοείται,» της λέω. Και θέλω να τη ρωτήσω τι μας κρύβει, αλλά συγκρατιέμαι. Κοίτα τη δουλειά σου, σκέφτομαι. Η Σαμάνθα είναι η Σαμάνθα, και πάντα ήταν παράξενη. Νομίζεις ότι τώρα την ξέρεις, ραλίστα; Δεν την ξέρεις. Ακόμα χρεώστης της οικογένειας είσαι, εξάλλου. Φρόντισε να ξεχρεωθείς πρώτα.
Μετά από δυο ώρες φεύγουμε από το πανδοχείο και οδηγώ προς τα νότια, τρέχοντας επάνω στη δημοσιά, κατευθυνόμενος προς Θακέρκοβ. Καβαλάρηδες τρώνε τη σκόνη μου, τετράκυκλα οχήματα τρώνε τη σκόνη μου, δίκυκλα τρώνε τη σκόνη μου, ψηλά φορτηγά τρώνε τη σκόνη μου, κάρα που τα τραβάνε ζώα τρώνε τη σκόνη μου.
«Δημόσιος κίνδυνος είσαι, καταραμένε ραλίστα,» μου λέει ο Ύαν δυο φορές κατά τη διάρκεια της διαδρομής. Η φωνή του ίσα που ακούγεται πάνω από τον δυνατό αέρα που μπαίνει από τα σπασμένα παράθυρα. Η Κλεισμένη έχει ζαρώσει στο πίσω κάθισμα, τρομοκρατημένη.
«Αν δεν τρέξω λιγάκι θα πρέπει να σκοτώσω ανθρώπους πάλι,» του αποκρίνομαι τη δεύτερη φορά.
«Τρέχα ελεύθερα,» λέει ο Ύαν, προσπαθώντας απεγνωσμένα ν’ανάψει τσιγάρο, καλύπτοντας τον αναπτήρα από τον αέρα με το χέρι του, σκυμμένος.
Φτάνουμε στη Θακέρκοβ κατά τις τέσσερις μετά το μεσημέρι, και κόβω ταχύτητα πολύ προτού μπούμε στους δρόμους της για να μην έχουμε μπλεξίματα με τις αρχές της περιοχής. Μας πηγαίνω στο ξενοδοχείο που ακούει στο όνομα Διπλός και κλείνουμε δωμάτια για να ξεκουραστούμε.
Κατά τις έξι και μισή το απόγευμα, συγκεντρωνόμαστε στο δικό μου δωμάτιο και η Σαμάνθα μού λέει ότι εκείνη κι ο Ύαν θα φύγουν τώρα. Θα πάνε στον σιδηροδρομικό σταθμό για να πάρουν το τρένο προς Μέλβερηθ.
«Να προσέχετε,» τους λέω, ανταλλάσσοντας μια δυνατή χειραψία με τον δαιμονομάτη μισθοφόρο και μια δυνατή αγκαλιά με τη Σαμάνθα.
«Κι εσύ να προσέχεις,» μου λέει η Σαμάνθα φιλώντας με στην άκρη του στόματος. «Αν ο Παλιόσυρμος συνεργάζεται με άλλους – πράγμα σχεδόν σίγουρο – πιθανώς νάχεις γίνει κι εσύ στόχος τους τώρα.»
«Θα προσέχω,» υπόσχομαι, καταλαβαίνοντας πως η προειδοποίησή της δεν είναι καθόλου αστεία.
«Και σε καμια περίπτωση μην εμπιστευτείς τον συνονόματό σου, αν τύχει να βρεθεί στον δρόμο σου.»
«Τον Τοξότη;»
«Ναι. Υποθέτω δεν τον έχεις δει ποτέ σου…»
«Σου είπα ήδη, δεν τον ξέρω.»
«Δεν έχω τώρα φωτογραφία του μαζί μου,» λέει η Σαμάνθα, «αλλά είναι ψηλός και λεπτός, με δέρμα κατάλευκο. Όχι σαν το δικό μου: κατάλευκο. Τα μαλλιά του είναι μαύρα, και τελευταία φορά που τον είδα τα είχε μακριά, πράγμα που δε νομίζω νάχει αλλάξει. Συνήθως είναι ξυρισμένος. Έχει πρόσωπο λιγνό και μακρύ· μάτια στενά και σκοτεινά. Το τόξο του είναι φτιαγμένο από ξύλο των Φέρνιλγκαν και ψηλό σχεδόν όσο ο ίδιος. Δεν είναι εύκολο να τραβήξει άλλος τη χορδή του, έχω ακούσει· είναι πολύ σκληρό όπλο, καμωμένο ειδικά για εκείνον από εκείνον. Είναι εξαιρετικός στο σημάδι, και τα βέλη του πιο καταστροφικά από σφαίρες, σύμφωνα με τις φήμες.»
«Αποκλείεται,» ρουθουνίζει ο Ύαν.
«Τη δουλειά τους, πάντως, την κάνουν,» λέει η Σαμάνθα. Και προς εμένα: «Να τον έχεις υπόψη σου. Πιθανώς νάναι προδότης κι αυτός, όπως ο Παλιόσυρμος.»
«Επειδή νομίζεις ότι σκότωσε τον Τασνικέφ;»
«Προφανώς.»
«Μάλιστα…» λέω.
«Λοιπόν, ραλίστα,» λέει ο Ύαν. «Ώρα να πηγαίνουμε.» Μου σφίγγει τον ώμο. «Θα τα ξαναπούμε, σίγουρα.»
«Σίγουρα,» συμφωνώ, υπομειδιώντας.
Μετά, εκείνος και η Σαμάνθα φεύγουν απ’το δωμάτιό μου.
Η Κλεισμένη νιαουρίζει.
«Μόνη μας ξανά, αγάπη μου,» της λέω.
Πηδά πάνω στο κρεβάτι.
«Μη σου μπαίνουν ιδέες αμέσως· δεν είμαι και τόσο εύκολος.»
«Νιάααο…»
Κάθομαι στη μοναδική καρέκλα του δωματίου και, ανάβοντας τσιγάρο, φέρνω στο μυαλό μου όσα μού είπε η Ασημίνα για τον αδελφό της, τον Ρίβη, που είναι συνονόματος με τον Ρίβη Παλιόσυρμο, όπως εγώ είμαι συνονόματος με τον Τοξότη.
«Πρέπει να πάμε στο τρελοκομείο σε λίγο, αγάπη μου,» λέω στην Κλεισμένη.
Τα μάτια της με κοιτάζουν γυαλίζοντας, τα μουστάκια της κουνιούνται.
«Όχι για να κλειστούμε μέσα, όμως,» προσθέτω. «Θα πάρουμε τον κύριο Ρίβη και θα τον αφήσουμε εκεί που πρέπει να τον αφήσουμε.»
Τελειώνω το τσιγάρο μου ενώ συλλογίζομαι πόσο παράξενη είναι αυτή η υπόθεση με τον αδελφό της Ασημίνας. Τι λογική έχει το να του δώσω αυτό το κουτί χωρίς να του πω καν πως η αδελφή του του το στέλνει; Χωρίς να του πω καν πως η αδελφή του είναι που τον βγάζει από τη Νιρικόνια Κλινική;
Γιατί έχω την πολύ άσχημη αίσθηση ότι η Ασημίνα θέλει να τον χρησιμοποιήσει κάπως;
Γιατί μάλλον έτσι είναι, ραλίστα, μου λέει ο σοφός ραλίστας μέσα μου.
Σβήνω το τσιγάρο στο τασάκι στο κομοδίνο. Δε με νοιάζει, σκέφτομαι. Το μόνο που με νοιάζει είναι να ξεχρεωθώ και να ξεμπερδεύω προτού γίνω σαν τον παλιόφιλό μου τον Σίλα Ιερόπυργο.
*
Σουρουπώνει καθώς οδηγώ το όχημά μου έξω από τη Θακέρκοβ, προς τα νότια, προς τους πρόποδες της Ραχοκοκαλιάς της Σεργήλης. Δεν έχω ξανάρθει εδώ, έτσι κοιτάζω τον χάρτη στην οθόνη της κονσόλας μου για να μη χαθώ· και, εννοείται, δεν πηγαίνω γρήγορα. Η Κλεισμένη κάθεται στα πισινά της πόδια επάνω στη θέση του συνοδηγού, κοιτάζοντας έξω με ορθάνοιχτα μάτια. Δε νομίζω ότι της αρέσει τούτο το μέρος.
Ούτε κι εμένα μ’αρέσει, για νάμαι ειλικρινής. Για κάποιο λόγο κάνει τις τρίχες μου να ορθώνονται.
Μετά από λίγο, επάνω σ’ένα δενδρώδες ύψωμα διακρίνω ένα οικοδόμημα. «Αυτό πρέπει νάναι,» μουρμουρίζω. «Ο Βράχος των Ουρλιαχτών.» Το παρατσούκλι της Νιρικόνιας Κλινικής.
Παρακάτω, βλέπω μια πινακίδα που γράφει:
«Ναι, εδώ είμαστε, Κλεισμένη,» λέω, και ακολουθώ το βέλος, στρίβοντας και μπαίνοντας σ’έναν χωματόδρομο που ανεβαίνει το δεντρόφυτο ύψωμα κάνοντας όλο στροφές. Οι σκιές απλώνονται πυκνές γύρω μας, αλλά έχω ήδη ανάψει τους προβολείς μου.
Η Κλεισμένη νιαουρίζει.
«Ακριβώς,» συμφωνώ. «Ούτε εμένα μ’αρέσει. Ελπίζω να μην έχει φαντάσματα στο καταραμένο τρελοκομείο τους. Ή γύρω από αυτό.»
Προτού καν φτάσω μπροστά από την καγκελόπορτα της αυλής της Νιρικόνιας Κλινικής, ακούω κάτι παράξενα ουρλιαχτά και κραυγές να αντηχούν, και δεν αργώ να συνειδητοποιήσω ότι πρέπει να προέρχονται από ανθρώπους. Η Κλεισμένη είναι τσιτωμένη επάνω στη θέση του συνοδηγού, τ’αφτιά της τεντωμένα, το τρίχωμά της ορθωμένο.
«Δεν το λένε τυχαία ‘Βράχο των Ουρλιαχτών’ το μέρος, ε;»
«Νιάααρρρ…!»
«Τι νομίζεις ότι τους κάνουνε; Τα φάρμακα είναι που προκαλούν αυτά τα αποτελέσματα, γατογιατρέ μου; Ή η καλή περιποίηση του προσωπικού;»
«Νιάα!»
«Λες, ε;»
Σταματώ μπροστά στην κλειστή καγκελόπορτα του φρενοκομείου. Ανοίγω τη μια πόρτα του οχήματός μου και βγαίνω, κλείνοντάς την πίσω μου. «Μείνε μέσα,» λέω στην Κλεισμένη, για να μη βγει από κανένα από τα σπασμένα παράθυρα. Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί σ’ένα τρελοκομείο με μια υπερδιαστασιακή γάτα…
«Είναι κανείς εκεί;» φωνάζω προς το μικρό φυλάκιο πίσω από την καγκελόπορτα.
Ένας φρουρός βγαίνει. «Τι θέλετε;»
«Βρίσκομαι εδώ εκ μέρους της κυρίας Ασημίνας Νέρφελδιφ,» λέω. «Πρέπει να μιλήσω επειγόντως με τον κύριο Άρη Μικρόνυχο, τον γιατρό.»
«Ο κύριος Μικρόνυχος δεν είναι εδώ τέτοια ώρα, κύριε.»
«Τι ώρα έρχεται;»
«Το πρωί.»
«Δε μπορείτε να τον ειδοποιήσετε να έρθει τώρα; Πρόκειται για επείγον θέμα.» Και δεν θέλω να ξανάρχομαι το πρωί, προσθέτω νοερά. Καλύτερα να τελειώνουμε σήμερα. Απόψε.
«Τι επείγον θέμα;»
«Σχετικά μ’έναν από τους ασθενείς σας,» λέω. «Η κυρία Νέρφελδιφ θα δυσαρεστηθεί αν δεν μιλήσω αμέσως με τον κύριο Μικρόνυχο. Έχω μια επιστολή της να του παραδώσω.»
Ο φρουρός πάω στοίχημα πως δεν έχει ιδέα ποια είναι η κυρία Νέρφελδιφ, αλλά η αναφορά σ’αυτήν τον κάνει να συνοφρυωθεί σκεπτικά. «Περιμένετε λίγο,» αποκρίνεται τελικά, και μπαίνει πάλι στο φυλάκιο.
Όταν επιστρέφει πίσω από την καγκελόπορτα, μου λέει: «Ο γιατρός θα έρθει σε μισή ώρα το αργότερο. Θα τον περιμένετε μέσα στο όχημά σας;»
«Φυσικά.»
Μπαίνω ξανά στο όχημά μου και βλέπω ότι η Κλεισμένη εξακολουθεί νάναι τσιτωμένη επάνω στη θέση του συνοδηγού.
«Χαλάρωσε,» της λέω. «Τώρα δεν νομίζω ότι φωνάζουν όσο πριν.» Και η αλήθεια είναι ότι μια αφύσικη (;) σιγαλιά έχει απλωθεί γύρω από το φρενοκομείο.
Ανάβω τσιγάρο, ενώ βλέπω τον φρουρό να με παρατηρεί λιγάκι καχύποπτα πίσω από την καγκελόπορτα – αναμφίβολα, λόγω των σπασμένων τζαμιών του οχήματός μου και λόγω των χτυπημάτων επάνω στα μέταλλά του. Δεν είχα χρόνο να κάνω πάρα μόνο τις πιο βασικές επισκευές.
«Ο ΝΕΚΡΟΦΥΛΑΚΑΣ ΗΡΘΕ ΝΑ ΜΑΣ ΠΑΡΕΙ!» ακούγεται ξαφνικά μια γυναικεία κραυγή από τα πάνω πατώματα της κλινικής, τρομάζοντάς με λιγάκι. «ΗΡΘΕ ΜΕΣ ΣΤ’ΑΡΜΑ ΤΟΥ, ΗΡΘΕ ΝΑ ΜΑΣ ΠΑΡΕΙ!»
Η Κλεισμένη γρυλίζει.
«Γαμώ τα κωλομέρια της Λόρκης…» μουρμουρίζω, καπνίζοντας.
Ο γιατρός έρχεται μέσα στο μισάωρο, όπως υποσχέθηκε.
Ένα τρίκυκλο όχημα σταματά πλάι στο δικό μου και το σκέπαστρό του ανοίγει. Ένας άντρας βγαίνει: μετρίου αναστήματος, γαλανόδερμος, με μουστάκι και μεγάλα γυαλιά. Φορά μαύρο κοστούμι και γκρίζα κάπα. Αυτός είναι, σκέφτομαι καθώς τον θυμάμαι από την περιγραφή της Ασημίνας. Έχω προ πολλού τελειώσει το τσιγάρο μου.
Βγαίνω κι εγώ από το όχημά μου. «Ο κύριος Άρης Μικρόνυχος;»
«Μάλιστα,» αποκρίνεται ο ψυχίατρος πλησιάζοντάς με. «Κι εσείς;»
«Ένας απεσταλμένος της κυρίας Νέρφελδιφ,» του λέω, και του δίνω την κυλινδρικά τυλιγμένη επιστολή της.
Ο ψυχίατρος σπάει τη σφραγίδα και διαβάζει το μήνυμα. «Μάλιστα,» λέει. «Θα πάρετε τον Ρίβη μαζί σας, κύριε;» Με κοιτάζει ερευνητικά πίσω απ’τα γυαλιά του. Τι σκατά περιμένει να δει;
«Ναι,» απαντώ απλά. «Αλλά,» προσθέτω, «μην του πείτε ότι η αδελφή του–»
«Ναι,» με διακόπτει, «το αναφέρει στην επιστολή. Μείνετε εδώ, κύριε, και σε λίγο ο Ρίβης θα είναι μαζί σας.» Ο Μικρόνυχος βαδίζει προς την καγκελόπορτα, την οποία ο φρουρός αμέσως του ανοίγει για να μπει.
Ανάβω κι άλλο τσιγάρο.
Αναρωτιέμαι αν αυτός ο τύπος – ο Άρης Μικρόνυχος – είναι μέλος της οικογένειας. Δεν αποκλείεται, σκέφτομαι. Μοιάζει νάναι συνεννοημένος με την Ασημίνα. Σαν να περίμενε την εντολή της για να βγάλει τον Ρίβη από εδώ. Τι είδους ιατρική δεοντολογία είναι αυτή;
Οι τρίχες μου ορθώνονται· και, ρίχνοντας μια λοξή ματιά στην Κλεισμένη, βλέπω πως δεν έχω μόνο εγώ μια πολύ άσχημη αίσθηση για την όλη υπόθεση.
Η γυναίκα που στη Νέσριβεκ είναι γνωστή ως Κλέφτρα της Πνοής επιστρέφει, μες στη νύχτα, στο σπίτι της (του οποίου τη θέση ελάχιστοι γνωρίζουν) και, αφού κοιτάζει στο εσωτερικό με προσοχή σαν να περιμένει παγίδα, ανάβει μια λάμπα σε χαμηλή ένταση και πατά μερικά πλήκτρα στον τηλεπικοινωνιακό πομπό της.
«Ποιος είναι;» ακούγεται μια αντρική φωνή από το μεγάφωνο.
«Η Κλέφτρα της Πνοής.»
«Τι θέλεις;»
«Πριν από λίγο, κάποιοι με συνάντησαν στο Μπαρ του Σγουρού και με ρώτησαν αν, τις προάλλες, σκότωσα μια γυναίκα στο Εμπορικό Κέντρο Ζαχαρωτού–»
«Σε ρώτησαν; Δεν ξέρουν, δηλαδή;»
«Δε νομίζω ότι είναι σίγουροι–»
«Τι τους απάντησες; Ποιοι ήταν;»
«Τίποτα δεν τους απάντησα. Τους είπα ότι έκαναν λάθος. Προθυμοποιήθηκαν να με πληρώσουν λέγοντας πως ήθελαν μόνο την πληροφορία, τίποτα περισσότερο, αλλά και πάλι αρνήθηκα. Και έφυγα από το μπαρ. Έστριψα σε κάτι σοκάκια παραδίπλα, μήπως προσπαθήσουν να με ακολουθήσουν, και είχα απομακρυνθεί κάμποσο όταν τους βρήκα στο κατόπι μου. Δεν ξέρω πώς με εντόπισαν – ίσως με μαγεία. Με καταδίωξαν για λίγο, αλλά σύντομα τους ξέφυγα.»
«Πόσοι ήταν; Σου είπε κάποιος το όνομά του; Ήταν άνθρωποι της Χωροφυλακής; Ή μισθωμένοι ειδικοί ερευνητές;»
«Το τελευταίο, υποθέτω. Ένας άντρας και μια γυναίκα: κι οι δύο με δέρμα λευκό-ροζ, εκείνος μελαχρινός με κοντά μαλλιά και μούσια, εκείνη επίσης μελαχρινή αλλά με μακριά μαλλιά. Δεν πρόσεξα τίποτ’ άλλο επάνω τους. Είχαν, πάντως, πιστόλια μαζί τους, και η γυναίκα μού έριξε ενεργειακές ριπές καθώς απομακρυνόμουν, μάλλον θέλοντας να με αναισθητοποιήσει για να με αιχμαλωτίσουν.»
«Μάλιστα…» λέει σκεπτικά η αντρική φωνή. «Και τώρα είσαι σίγουρη πως σε έχουν χάσει;»
«Ναι.»
«Κάτι είπες για μαγεία…»
«Ναι, πρέπει αρχικά να μ’εντόπισαν με μαγεία, αλλιώς δεν καταλαβαίνω πώς με βρήκαν. Αλλά τώρα πια είμαι πολύ μακριά από το Μπαρ του Σγουρού για να με ανιχνεύσουν με ξόρκια. Θέλεις να κάνω κάτι;»
«Τίποτα…» – ακούγεται σκεπτικός ξανά – «για την ώρα.»
*
Το πρωί, ο Κριτόλαος’μορ προσπαθεί να σκεφτεί πώς θα μπορούσε να εντοπίσει την Κλέφτρα της Πνοής. Θα είναι, αναμφίβολα, πολύ πιο προσεχτική τώρα. Σίγουρα δεν θα ανταποκρίνεται σε καλέσματα από το Μπαρ του Σγουρού, και ίσως να μην ανταποκρίνεται και σε καλέσματα από άλλα μέρη. Μπορεί, επιπλέον, να έχει δώσει την περιγραφή εκείνου και της Ξανθίππης σε διάφορους ανθρώπους – συνδέσμους της – ώστε να τους έχουν υπόψη…
Ο Κριτόλαος πίνει μια γουλιά απ’τον καφέ του, καθισμένος σ’ένα τραπέζι της τραπεζαρίας του Ψηλού Μεγάρου και βλέποντας, από ένα παράθυρο, τον Εναέριο Σιδηρόδρομο να περνά, με τα μέταλλα και τα κρύσταλλά του ν’αστράφτουν στο πρωινό φως.
Θα είχε νόημα, άραγε, να ψάξει να βρει ποιοι στη Νέσριβεκ πουλάνε σχοινιά από τη Μοργκιάνη; Ή μάλλον, καλύτερα, ποιοι τα φέρνουν εδώ από την ίδια τη Μοργκιάνη; Ίσως η Κλέφτρα της Πνοής να τα προμηθεύεται κατευθείαν από αυτούς. Ίσως να έχει, μάλιστα, και κάποιον γνωστό ανάμεσά τους…
Μια κοπέλα του ξενοδοχείου πλησιάζει το τραπέζι του κουβαλώντας μια μεγάλη στοίβα από έντυπα. «Τα έφερα, κύριε,» λέει. «Όλα τα τελευταία περιοδικά και οι εφημερίδες.» Τα αφήνει επάνω στο τραπέζι του Κριτόλαου.
«Σ’ευχαριστώ.» Της δίνει ένα κέρμα του ενός ήλιου, και η κοπέλα, δείχνοντας πολύ ευχαριστημένη, φεύγει.
Ο Κριτόλαος δεν πιστεύει ότι θα ανακαλύψει κάτι από τα τελευταία περιοδικά και τις εφημερίδες που κυκλοφορούν στη Νέσριβεκ, αλλά ποτέ δεν βλάπτει να είναι κανείς ενημερωμένος.
Καθώς πιάνει ένα γυαλιστερό τεύχος, σκέφτεται ότι ίσως θα έπρεπε απόψε να πάνε πάλι στο Μπαρ του Σγουρού για να μιλήσουν σ’εκείνο τον άντρα πίσω από τον πάγκο του μπαρ. Μπορεί να γνωρίζει κάτι για την Κλέφτρα της Πνοής…
*
Η Ξανθίππη στριφογυρίζει επάνω στο κρεβάτι της καθώς πρωινό φως γλιστρά ανάμεσα από τα πατζούρια. Παλεύει με το σεντόνι που είναι τυλιγμένο σαν γιγάντιο φίδι γύρω της. Τα χέρια της, σφιγμένα σε γροθιές, σπρώχνουν το μαξιλάρι. Το πετά, τελικά, στο πάτωμα. «Μη…» μουρμουρίζει ξέπνοα. «Μη σηκώνεσαι…»
Μέσα στο μυαλό της, μέσα στο όνειρό της, πολεμά με τον πατέρα της ξανά. Τον γρονθοκοπεί αλλά εκείνος δεν μπορεί να πεθάνει. Το πρόσωπό του διαλύεται κάτω από τα χτυπήματά της σαν κεραμικό βάζο, όμως δεν σκοτώνεται! Σηκώνεται πάλι. Το μοναδικό μάτι που του έχει απομείνει γυαλίζει δαιμονικά. Γελά μέσα από σπασμένα δόντια. Αίματα και μυαλά κυλάνε από τη μια μεριά του τσακισμένου κρανίου του–
Η Ξανθίππη ξυπνά τρομαγμένη. Ανασηκώνεται πάνω στο κρεβάτι, με το λευκό-ροζ δέρμα της να γυαλίζει απ’τον ιδρώτα. Συνειδητοποιεί ότι ο τηλεπικοινωνιακός πομπός της κουδουνίζει στο κομοδίνο. Στρώνοντας τον στηθόδεσμό της, που έχει γλιστρήσει από τη δεξιά μεριά, πιάνει τη συσκευή και βλέπει στη μικρή οθόνη ότι ο Κριτόλαος την καλεί.
Δέχεται την κλήση. «Κριτόλαε…»
«Καλημέρα,» χαιρετά εκείνος. «Είσαι απασχολημένη;»
«Όχι, απλώς τώρα μόλις ξύπνησα.»
«Μπορείς να βρεις κάτι από το αρχείο της Χωροφυλακής;»
«Τι θέλεις;»
«Κατά πρώτον, θέλω να μάθω αν έχουν ερευνηθεί άλλες υποθέσεις όπου να θεωρείται ύποπτη η Κλέφτρα της Πνοής.»
«Δε νομίζω, γιατί ώς τώρα δεν είχα ξανακούσει αυτό το όνομα.»
«Κατά δεύτερον, θέλω όλες τις πληροφορίες των τελευταίων χρόνων για φόνους με απαγχονισμό. Ειδικά τις πληροφορίες για φόνους που δεν βρέθηκε ο δολοφόνος.»
«Εντάξει,» λέει η Ξανθίππη. «Μπορώ να τα βρω αυτά. Δεν είναι δύσκολο.»
«Πού θέλεις να συναντηθούμε αφού τα έχεις βρει;»
«Γνωρίζεις ένα εστιατόριο στον Γελαστό το οποίο ονομάζεται ‘Το Στοιχειό της Πόλης’;»
«Όχι.»
Η Ξανθίππη τού λέει πώς να πάει εκεί ενώ, με τις άκριες των ματιών της, βλέπει τον Τριχόμπαλο να μπαίνει στο υπνοδωμάτιο κοιτάζοντάς την πεινασμένα.
«Το μεσημέρι θα συναντηθούμε, να υποθέσω;»
«Ναι,» αποκρίνεται η Ξανθίππη. Τον χαιρετά και η τηλεπικοινωνία τους τερματίζεται.
Ξεμπλέκοντας το σεντόνι από τα πόδια της, σηκώνεται από το κρεβάτι και πηγαίνει να βάλει φαγητό στον Τριχόμπαλο.
*
Το μεσιτικό γραφείο Οικοκίνηση βρίσκεται στον Ειδήμονα, μια συνοικία όχι και τόσο μακριά από το Ψηλό Μέγαρο. Ο Κριτόλαος σταματά το όχημά του σ’έναν δρόμο εκεί κοντά, βγαίνει, και πλησιάζει την επιχείρηση. Μιλώντας με την υπάλληλο στο πρώτο γραφείο ζητά τον κύριο Καλνάροφ. «Πρόκειται για κάτι αρκετά σημαντικό. Θα θέλει να μου μιλήσει.»
«Το όνομά σας, κύριε;»
«Δε θα αναγνωρίσει το όνομά μου, νομίζω, αλλά όταν μιλήσουμε θα καταλάβει.»
Η κοπέλα φέρνει το ακουστικό του επικοινωνιακού διαύλου της στ’αφτί και μιλά με τον Άλκιμο Καλνάροφ. Μετά λέει στον Κριτόλαο να πάει στην πόρτα στο βάθος. Εκείνος πηγαίνει και ανοίγει.
Ο Άλκιμος Καλνάροφ – που ήταν ο δεύτερος σημαντικότερος σύνδεσμος της Σιδηράς Δυναστείας στη Νέσριβεκ όσο ακόμα η Ηλέννια ζούσε – τον υποδέχεται καθισμένος πίσω απ’το γραφείο του: ένας άντρας με δέρμα λευκό-ροζ, πλούσια καστανά μαλλιά, και πρόσωπο που μοιάζει τετράγωνο. Φορά ένα γκρίζο πουκάμισο με τα μανίκια γυρισμένα ώς τους αγκώνες. Επάνω στον αριστερό του καρπό γυαλίζει μια χρυσή αλυσίδα.
«Καλημέρα, κύριε Καλνάροφ,» λέει ο Κριτόλαος κλείνοντας πίσω του.
«Καλημέρα,» αποκρίνεται εκείνος, ατενίζοντάς τον παρατηρητικά: και ο Κριτόλαος προσέχει ότι ο Άλκιμος έχει το δεξί χέρι κάτω απ’το γραφείο του, μέσα σε κάποιο συρτάρι μάλλον, αγγίζοντας πιθανώς κάποιο όπλο – πιστόλι. Έχει λόγους να φοβάται; Έχει εχθρούς;
«Είμαι της οικογένειας,» τονίζει ο Κριτόλαος. «Δεν υπάρχει λόγος για επιφυλάξεις. Γνωρίζω για σένα, Άλκιμε.» Κάθεται στην καρέκλα μπροστά στο γραφείο.
«Και ποιος είσαι εσύ;»
«Ονομάζομαι Κριτόλαος’μορ Σάλκω–»
«Μάλιστα.» Η έκφρασή του Άλκιμου είναι ουδέτερη.
«Έχεις ακούσει για μένα;»
«Ναι. Τι ζητάς εδώ;»
«Θα έπρεπε να το έχεις υποθέσει ήδη, νομίζω,» λέει ο Κριτόλαος, προσπαθώντας να τον ψυχολογήσει.
«Για τον θάνατο της Ηλέννιας;»
«Ασφαλώς.»
Ο Άλκιμος ακουμπά την πλάτη του στη δερμάτινη πολυθρόνα, μοιάζοντας να χαλαρώνει. «Άκουσα πως οι συνθήκες του θανάτου της ήταν… παράξενες, το λιγότερο. Τη βρήκαν κρεμασμένη…»
«Ναι. Μέσα στο Εμπορικό Κέντρο Ζαχαρωτού.»
«Αυτοκτονία;»
Ο πρώτος συγγενής που φαίνεται να θεωρεί κάτι τέτοιο πιθανό, παρατηρεί ο Κριτόλαος. «Γιατί; Τι λόγος μπορεί να υπήρχε για να θέλει να δώσει τέλος στη ζωή της;»
«Δεν ξέρω,» μορφάζει ο Άλκιμος. «Δεν την ήξερα τόσο καλά. Απλώς πληροφορίες ανταλλάσσαμε, τίποτα περισσότερο.»
«Βρέθηκαν χτυπήματα επάνω της,» λέει ο Κριτόλαος. «Κάποια που ήθελε ν’αυτοκτονήσει, σίγουρα, δεν θα χτυπούσε τον εαυτό της στα πόδια…»
Ο Άλκιμος μορφάζει. «Μπορεί κάποιος να τη χτύπησε προτού αυτοκτονήσει. Αυτό που λες δεν σημαίνει πως δεν πρόκειται για αυτοκτονία.»
«Ούτε η Ξανθίππη, όμως, φαίνεται να νομίζει ότι είναι αυτοκτονία.»
«Οι ειδικοί ερευνητές της Χωροφυλακής παντού φόνους βλέπουν,» λέει ο Άλκιμος μειδιώντας λοξά – ένα μειδίαμα που δεν καθρεπτίζεται στα μάτια του.
Νευρικός, παρατηρεί ο Κριτόλαος. Γνωρίζει κάτι που θέλει να μου κρύψει; Θα τον χαρακτήριζε ακόμα και ύποπτο υπό άλλες συνθήκες, αλλά, έτσι όπως έχουν τα πράγματα, αδυνατεί να φανταστεί γιατί μπορεί ο Άλκιμος να επιθυμούσε την Ηλέννια νεκρή. Στον φάκελό του δεν γράφει ότι είχαν ερωτική σχέση, ή ότι εκείνη τον είχε απορρίψει. Ούτε η Ξανθίππη ή ο Βιβλιοπώλης ανέφεραν στον Κριτόλαο κάτι τέτοιο.
«Μπορεί, όμως, να ήταν όντως φόνος. Έχω κάποιες πολύ σοβαρές ενδείξεις.»
«Τι ενδείξεις;» Ο Άλκιμος υψώνει ένα φρύδι.
«Δε θα ήθελα να τις μοιραστώ ακόμα,» αποκρίνεται ο Κριτόλαος, «διότι πιθανώς να είναι λανθασμένες. Χρειάζομαι, ωστόσο, τη βοήθειά σου σε κάτι.»
Ο Άλκιμος ανάβει τσιγάρο. «Αν μπορώ…»
«Γνωρίζω πως δεν είσαι μόνο μεσίτης. Λειτουργείς και ως ενδιάμεσος για… ειδικούς επαγγελματίες.»
«Ναι,» παραδέχεται ο Άλκιμος, καπνίζοντας, χωρίς να δείχνει στο ελάχιστο νευρικός τώρα αλλά εξακολουθώντας να παρατηρεί τον Κριτόλαο σαν να προσπαθεί να διαβάσει το μυαλό του.
«Θέλω να μου βρεις μια δολοφόνο. Μια συγκεκριμένη δολοφόνο.»
Ο μεσίτης τον περιμένει να συνεχίσει.
«Ονομάζεται Κλέφτρα της Πνοής, και λένε πως είναι από τη Μοργκιάνη. Την έχεις ακουστά;»
Ο Άλκιμος μοιάζει σκεπτικός για λίγο· καμια έκφραση δεν σχηματίζεται στο πρόσωπό του: η όψη του είναι μια μυστηριώδης μάσκα καθώς το τσιγάρο πηγαίνει κι έρχεται στα χείλη του και καπνός βγαίνει από τα ρουθούνια του. Φέρνει στο μυαλό κάποιον αινιγματικό, μασκοφόρο δαίμονα του καπνού και της μεγαλούπολης.
«Δεν είμαι σίγουρος,» λέει τελικά. «Αλλά, αν βρίσκεται στην πόλη, κι αν κάνει τη δουλειά που λες, τότε θα μπορούσα να την εντοπίσω για σένα. Πού έμαθες γι’αυτήν;»
«Θα σου πω αφού την έχεις εντοπίσει.»
«Καλό θα ήταν να ξέρω από τώρα,» διαφωνεί ο Άλκιμος. «Νομίζεις ότι μπορεί νάχει κάποια σχέση με τον θάνατο της Ηλέννιας;»
Αν του πω όχι, δεν θα με πιστέψει. «Είναι πιθανό.»
«Γιατί; Πώς σου γεννήθηκε μια τέτοια υποψία;»
«Θα προτιμούσα να μη μπω σε λεπτομέρειες. Υποθέτω θα έχεις κι άλλες δουλειές να κάνεις, εξάλλου.»
Ο Άλκιμος τινάζει στάχτη στο τασάκι. «Οι δουλειές μου μπορούν να περιμένουν.»
«Ακόμα κι έτσι: θα προτιμούσα να μη μπω σε λεπτομέρειες.»
«Τέλος πάντων,» λέει ο Άλκιμος. «Ίσως, όμως, αν μου μιλούσες πιο ανοιχτά, να μπορούσα να σε βοηθήσω περισσότερο.»
«Δηλαδή;»
«Ίσως να έχεις κάποιο στοιχείο που θα με οδηγήσει πιο εύκολα σ’αυτή την Κλέφτρα της Πνοής.»
«Το μόνο που μπορεί να σου χρειαστεί είναι πως κατάγεται από τη Μοργκιάνη – όπως ήδη σου ανέφερα.»
«Ναι, ήδη το ανέφερες αυτό…» λέει σκεπτικά ο Άλκιμος. «Αφού έχεις τέτοιες πληροφορίες, πώς δεν μπορείς να την εντοπίσεις μόνος σου, Κριτόλαε;»
«Δεν μπορώ,» αποκρίνεται μονάχα ο Κριτόλαος. «Κι αφού έχω ακούσει ότι εσύ βρίσκεις ειδικούς επαγγελματίες…. Πες της ότι θέλω να την προσλάβω.»
«Να αναφέρω το όνομά σου;»
«Όχι, φυσικά.»
«Τι όνομα να πω;»
«Σερφάντης Πολεοθήρας.»
«Εντάξει,» λέει ο Άλκιμος σβήνοντας το τσιγάρο του. «Αν καταφέρω να τη βρω, θα της πω ότι τη ζητάς για μια ειδική δουλειά.»
*
Το μεσημέρι, ενώ γευματίζουν στο Στοιχειό της Πόλης, ο Κριτόλαος ρωτά την Ξανθίππη αν ο Άλκιμος Καλνάροφ είχε, ίσως, κάποια ερωτική σχέση με την Ηλέννια.
«Πώς σου ήρθε αυτό;»
«Αληθεύει;»
«Δε νομίζω. Δεν έχω ποτέ ακούσει τίποτα.»
«Το ίδιο μού απάντησε κι ο Βιβλιοπώλης, όταν μίλησα μαζί του πριν από λίγο, τηλεπικοινωνιακά.»
«Νομίζεις ότι ο Άλκιμος ίσως να είναι μπλεγμένος στον φόνο της;» ρωτά η Ξανθίππη, παραξενεμένη.
«Δεν έχω καμια τέτοια ένδειξη,» αποκρίνεται ο Κριτόλαος. «Του μίλησα όμως το πρωί…»
«Και;» Πίνει μια μικρή γουλιά απ’τη μπίρα της.
«Του ζήτησα να μου βρει την Κλέφτρα της Πνοής.»
«Του είπες τι συνέβη χτες βράδυ;»
«Όχι. Του ζήτησα μόνο να τη βρει για εμένα.» Και της εξηγεί πώς πήγε η συζήτηση με τον Άλκιμο Καλνάροφ.
«Δεν καταλαβαίνω, λοιπόν, γιατί τον υποπτεύεσαι…»
«Δεν τον υποπτεύομαι. Αλλά νομίζω ότι παραήταν… επιφυλακτικός, ίσως, μαζί μου.»
«Δε σε ξέρει, Κριτόλαε. Είσαι καινούργιος στη Νέσριβεκ.»
«Ο Άλκιμος, όμως, είμαι σίγουρος ότι έχει συνηθίσει να συναναστρέφεται ανθρώπους που δεν ξέρει.»
«Δεν το θεωρώ πιθανό αυτός να ευθύνεται για τον φόνο,» λέει η Ξανθίππη. «Είναι της οικογένειας, για όνομα της Αρτάλης!»
«Αυτός που πρόσλαβε την Κλέφτρα για να σκοτώσει την Ηλέννια πρέπει να γνωρίζει τη Δυναστεία, Ξανθίππη. Και ο Άλκιμος έχει επαφές με δολοφόνους κι άλλους ανθρώπους που κάνουν παράνομες δουλειές, δεν έχει;»
«Η υπόθεσή σου είναι υπερβολική. Δεν είχε κανέναν λόγο απολύτως να τη θέλει νεκρή. Δεν ήταν ούτε καν ένας από τους εραστές της· αν ήταν, νομίζω ότι θα το είχα ακούσει.»
Ο Κριτόλαος δεν απαντά. Στρέφει το βλέμμα του στους φακέλους που έχει φέρει η Ξανθίππη, οι οποίοι είναι ακουμπισμένοι σε μια μεριά του τραπεζιού. Τους φακέλους που περιέχουν υποθέσεις με θανάτους από απαγχονισμό.
«Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις κάποιος κρεμάστηκε;» τη ρωτά.
«Ναι.»
«Με σχοινί;»
«Συνήθως.»
«Σχοινί από τη Μοργκιάνη;»
«Δε νομίζω ότι έγινε ποτέ τόσο λεπτομερειακός έλεγχος του σχοινιού… Και πολλές απ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν είμαστε σίγουροι αν ήταν αυτοκτονίες ή όχι.»
«Εσύ είχες ερευνήσει κάποια απ’ αυτές;»
«Δύο,» αποκρίνεται η Ξανθίππη.
«Και σε τι συμπέρασμα έφτασες;»
«Δε μπορούσα να βρω τον δολοφόνο, και για τη μία δεν ήμουν καν σίγουρη ότι δεν ήταν αυτοκτονία.»
«Γιατί;»
«Γιατί ίσως και να ήταν. Ακόμα ένας άνθρωπος που κρεμάστηκε στο σπίτι του. Είχε χωρίσει πριν από δυο μήνες με τη γυναίκα του, και οι δουλειές του δεν πήγαιναν καλά.»
«Δεν υπήρχαν σημάδια από χτυπήματα επάνω του;»
«Όχι.»
«Και στην άλλη περίπτωση; Υπήρχαν σημάδια;»
«Όχι.»
«Γιατί τότε να μην ήταν πάλι αυτοκτονία;»
«Επειδή στον γύρω χώρο υπήρχαν σημάδια πάλης.»
«Συνολικά,» ρωτά ο Κριτόλαος, «πόσες είναι οι υποθέσεις που μου έχεις φέρει;»
«Δεκαπέντε.»
«Σε τι χρονικό διάστημα συνέβησαν;»
«Από τον διωγμό των Παντοκρατορικών μέχρι σήμερα.»
Έξι χρόνια, δηλαδή, σκέφτεται ο Κριτόλαος. «Νομίζεις ότι θα μπορούσε όλους αυτούς τους φόνους να τους έχει κάνει η Κλέφτρα της Πνοής;»
Η Ξανθίππη μορφάζει. «Ιδέα δεν έχω.»
«Τους δύο που ερεύνησες εσύ;»
«Θεωρητικά τελείως, ναι, θα μπορούσε.»
«Με σχοινί έγιναν;»
«Ο πρώτος που σου ανέφερα απαγχονίστηκε με σχοινί. Ο δεύτερος με τηλεπικοινωνιακά καλώδια.»
«Χμμμ…» Ο Κριτόλαος τρώει τα ζυμαρικά του συλλογισμένα.
Η Ξανθίππη παρατηρώντας τον σκέφτεται: Έχει κι αυτός φτάσει σε αδιέξοδο; Ή το μυαλό του έχει διακρίνει κάποιο μονοπάτι που το δικό μου μυαλό δεν μπορεί να δει; «Ξέρεις τι έλεγα;» του λέει. «Να πάμε το βράδυ να μιλήσουμε πάλι σ’εκείνον τον τύπο στο Μπαρ του Σγουρού. Αν του δείξω την ταυτότητά μου, είμαι βέβαιη πως θα φανεί συνεργάσιμος.»
«Ήθελα κι εγώ να σ’το προτείνω,» αποκρίνεται ο Κριτόλαος.
Έπρεπε να το περιμένω ότι θα το είχε σκεφτεί, συλλογίζεται η Ξανθίππη υπομειδιώντας. Είναι καλός.
«Αλλά,» συνεχίζει ο Κριτόλαος, «αμφιβάλλω αν θα έχει καμια σπουδαία πληροφορία να μας δώσει.»
«Θα γνωρίζει, τουλάχιστον, τον τηλεπικοινωνιακό κώδικά της.»
«Τον οποίο εκείνη θα έχει ήδη αλλάξει, είμαι σίγουρος.»
«Προτείνεις, δηλαδή, να μην πάμε στο Μπαρ του Σγουρού;»
«Αντιθέτως, ας πάμε. Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να ανακαλύψουμε. Επίσης, θέλω να μάθουμε ποιοι πουλάνε πράγματα από τη Μοργκιάνη, στη Νέσριβεκ. Και ποιοι τα φέρνουν κατευθείαν από Μοργκιάνη – ποιοι είναι οι προμηθευτές.»
«Σωστά. Μπορεί η Κλέφτρα να έχει επαφές με κάποιον από αυτούς…» λέει η Ξανθίππη μασώντας ένα τραγανό λαχανικό.
«Από πού αλλού να προμηθεύεται σχοινί από τη Μοργκιάνη; Εκτός αν πηγαινόρχεται η ίδια στη διάστασή της.»
«Το αποκλείεις;»
«Όχι. Αλλά πρέπει να ελέγξουμε τα πάντα, φυσικά.»
*
Όταν νυχτώνει πηγαίνουν στο Μπαρ του Σγουρού. Ο ίδιος τύπος που στεκόταν πίσω από τον πάγκο χτες στέκεται εκεί και απόψε. Τους βλέπει με επιφύλαξη να τον πλησιάζουν· μοιάζει να ετοιμάζεται να δεχτεί επίθεση.
«Να σου μιλήσουμε θέλουμε μόνο,» του λέει ο Κριτόλαος πίσω από τον θόρυβο της μουσικής του ηχοσυστήματος.
«Τι είναι;» Η επιφυλακτικότητα δεν φεύγει από το βλέμμα και το γαλανόδερμο πρόσωπό του.
Η Ξανθίππη βγάζει την ταυτότητά της από το κοντό πανωφόρι της και του τη δείχνει – την ταυτότητα της ειδικής ερευνήτριας της Χωροφυλακής. Ο άντρας συνοφρυώνεται. «Εντάξει,» λέει. «Τι θέλετε;»
Η Ξανθίππη κρύβει πάλι την ταυτότητά της. «Τι ξέρεις για την Κλέφτρα της Πνοής;»
«Τίποτα σπουδαίο, απλά ότι έρχεται εδώ–»
«Την καλείς εσύ και έρχεται,» τον διακόπτει ο Κριτόλαος.
«Ναι…» κομπιάζει ο άντρας.
«Πώς ξεκίνησε αυτό; Την ξέρεις από παλιά;»
«Δυο, τρία χρόνια μονάχα. Είχε έρθει εδώ και την είχα γνωρίσει, και μου είχε ζητήσει να της κάνω αυτή την εξυπηρέτηση: Όταν έρχεται κάποιος και τη ζητά, να την καλώ.»
«Παίρνεις λεφτά απ’ αυτήν; Ποσοστά από τις δουλειές της;»
Ο άντρας κουνά το κεφάλι. «Όχι.»
«Τότε, γιατί της κάνεις τέτοια εξυπηρέτηση;»
«Καλύτερα να τάχεις καλά μ’ανθρώπους σαν αυτήν,» λέει ο άντρας, εννοώντας μάλλον ότι φοβάται πως ίσως γίνει ο επόμενος στόχος της.
Η Ξανθίππη τον ρωτά: «Είστε εραστές;»
«Για λίγο, ήμασταν. Παλιότερα. Τώρα, όχι πια.»
«Ποιο είναι το πραγματικό της όνομα, ξέρεις;» ρωτά ο Κριτόλαος.
«Ναι, μου το είπε μια φορά. Αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι είναι στ’αλήθεια αυτό.»
«Δεν πειράζει, πες μας.»
«Μάρναλιθ.»
Μοργκιανό όνομα, αναμφίβολα, παρατηρεί ο Κριτόλαος. «Το ξέρεις ότι είναι από τη Μοργκιάνη;»
«Ναι, μου τόχει πει.»
«Από ποιο μέρος της Μοργκιάνης;»
«Από κάποιο Μαύρο Δάσος· έτσι μου είπε κάποτε. Τρομαχτικό μέρος πρέπει νάναι· τα δέντρα είναι τόσο πυκνά που υπάρχουν σημεία που δεν περνά καθόλου ο ήλιος, λέει.»
«Ο ήλιος της Μοργκιάνης είναι ασθενικός,» τον πληροφορεί ο Κριτόλαος.
Ο άντρας συνοφρυώνεται. Μάλλον δεν το ήξερε κι αναρωτιέται αν ο μάγος τού κάνει πλάκα ή όχι.
«Σου λέει για τις δουλειές της;» ρωτά η Ξανθίππη.
«Σας είπα, δεν είμαστε πια εραστές–»
«Σου έλεγε όσο ήσασταν εραστές;»
«Όχι. Γενικά, δεν συζητά τέτοια πράγματα παρά μόνο με τους πελάτες της. Είναι πολύ επαγγελματική.»
«Γιατί τη λένε Κλέφτρα της Πνοής; Η ίδια τόχει επιλέξει;» ζητά να μάθει ο Κριτόλαος.
Ο άντρας κουνά το κεφάλι. «Δεν ξέρω, αλλά κάποτε, που τη ρώτησα, μου απάντησε ότι Κλέφτρα της Πνοής είναι αυτό που είναι – δηλαδή, η δουλειά της απ’ό,τι κατάλαβα. Δεν πρέπει νάναι η μόνη Κλέφτρα της Πνοής στη διάστασή της· έτσι κατάλαβα.»
Μάλιστα… σκέφτεται ο Κριτόλαος. Κάποια οργάνωση δολοφόνων; Από τη Μοργκιάνη; Στραγγαλιστές; «Δώσε μας τον τηλεπικοινωνιακό κώδικά της,» του λέει.
Ο άντρας διστάζει.
«Μπορείς να μας τον δώσεις τώρα,» του λέει η Ξανθίππη, «ή να έρθεις μαζί μας στη Χωροφυλακή.»
«Εντάξει,» αποκρίνεται ο άντρας ξεροκαταπίνοντας, «εντάξει.» Και τους δίνει τον τηλεπικοινωνιακό κώδικα.
«Πού μένει;» τον ρωτά η Ξανθίππη.
«Δεν ξέρω.»
«Ήσασταν εραστές, δεν ήσασταν;»
«Ναι αλλά πάντα εκείνη ερχόταν σ’εμένα, δεν πήγαινα εγώ να τη βρω· σας ορκίζομαι στο Φως της Αρτάλης, αυτή είν’ η αλήθεια. Μη με μπλέκετε με Χωροφυλακές και τέτοια, εντάξει; Βλέπετε, ένας απλός άνθρωπος είμαι που κάνει τη δουλειά του.»
«Αν μας είπες την αλήθεια και όλα όσα ξέρεις, δεν χρειάζεται ν’ανησυχείς,» αποκρίνεται η Ξανθίππη.
«Σας είπα τα πάντα.»
Ο Κριτόλαος και η Ξανθίππη τού ζητάνε δύο ποτά, και μετά τα παίρνουν και πηγαίνουν να καθίσουν σ’ένα από τα τραπεζάκια του μπαρ.
«Θα την καλέσω,» λέει ο Κριτόλαος.
Η Ξανθίππη νεύει καταφατικά, κι εκείνος βγάζει τον πομπό του και καλεί την Κλέφτρα της Πνοής χρησιμοποιώντας τον κώδικα που τους έδωσε ο άντρας του μπαρ. Η κλήση δεν φτάνει ποτέ σε κανέναν δέκτη.
«Ορίστε,» λέει ο Κριτόλαος στην Ξανθίππη δείχνοντάς της τη μικρή οθόνη. «Έχει αλλάξει τον κώδικά της, όπως είχα υποθέσει.»
«Αναμενόμενο.»
Μετά από λίγο φεύγουν από το Μπαρ του Σγουρού.
Πίσω τους, ο άντρας του μπαρ, που ονομάζεται Βατράνος, αναστενάζει καθώς τους βλέπει να βγαίνουν. Είχε φοβηθεί ότι θα τον πήγαιναν στη Χωροφυλακή, και δεν τα γουστάρει καθόλου αυτά. Καθόλου.
Ελπίζει, όμως, να μη μάθει η Μάρναλιθ τι έγινε εδώ απόψε. Γιατί ούτε αυτά τα γουστάρει καθόλου.
*
Ο Βατράνος επιστρέφει στο σπίτι του λίγο προτού ξημερώσει. Δεν είναι μακριά από το Μπαρ του Σγουρού: στα όρια του Ζαχαρωτού. Ένα μικρό διαμέρισμα στον πρώτο όροφο μιας πολυκατοικίας, το οποίο μοιραζόταν με μια δημοσιογράφο τον τελευταίο χρόνο, αλλά όχι πια. Η δημοσιογράφος βρήκε κάποιον που θεωρούσε πιο σοβαρό κι έφυγε. Η σκρόφα.
Ο Βατράνος ανάβει τα φώτα και βαδίζει ζαλισμένος μέσα στο διαμέρισμα, κουρασμένος από το ξενύχτι. Δε βλέπει τη σκιερή φιγούρα που στέκεται ακίνητη σε μια γωνία του σαλονιού. Αλλά μετά εκείνη αρχίζει να τον πλησιάζει και, εσκεμμένα, κάνει θόρυβο με τα πόδια της.
Ο Βατράνος γυρίζει, ξαφνιασμένος. «Μάρναλιθ…» προλαβαίνει να πει προτού κάτι τον χτυπήσει δυνατά πάνω από το υπογάστριο κλέβοντάς του την ανάσα.
Καθώς ο γαλανόδερμος άντρας συνειδητοποιεί ότι η Κλέφτρα της Πνοής τον κλότσησε, εκείνη ορμά καταπάνω του κολλώντας την πλάτη του στον τοίχο, ενώ πιέζει τον αγκώνα του αριστερού της χεριού στον λαιμό του, απειλώντας να του τσακίσει τον λάρυγγα. Ο Βατράνος βγάζει έναν άναρθρο ρόγχο, με μάτια γουρλωμένα, όψη περίτρομη.
«Αυτοί οι δυο που με ζήτησαν χτες βράδυ. Ήρθαν να σου μιλήσουν πάλι απόψε,» λέει η Κλέφτρα της Πνοής· ο Βατράνος δεν είναι σίγουρος αν πρόκειται για ερώτηση.
«…Ναι,» καταφέρνει να κρώξει.
«Τι τους είπες για μένα;»
«Τίποτα, τίποτα που– Οο!»
Το άλλο της χέρι αρπάζει τους όρχεις του, ζουλώντας. «Τι ακριβώς τους είπες;»
«Μα δεν ξέρω και τίποτα! Για όνομα των θεών, δεν ξέρω και τίποτα! Μόνο, μόνο ότι είσαι από τη Μοργκιάνη, ότι, ότι σε λένε Μάρναλιθ, ότι, ότι– αυτά, τι άλλο να–;»
«Σε πλήρωσαν;» Εξακολουθεί να τον συνθλίβει.
«…Ήταν της Χωροφυλακής,» βογκά ο Βατράνος. «Τι να έκανα;» φωνάζει πίσω από τον αγκώνα της που παγιδεύει τον λαιμό του.
«Της Χωροφυλακής; Σου έδειξαν ταυτότητες;»
«Ναι, η γυναίκα. Μου έδειξε ταυτότητα ειδικής ερευνήτριας της Χωροφυλακής.»
«Τ’όνομά της;»
«Στάσου… Στάσου να, να σκεφτώ, να– Άσε με!»
«Σκέψου γρήγορα.» Δεν τον αφήνει.
Ο Βατράνος σκέφτεται, παλεύει με τη μνήμη του. «Ξανθίππη,» λέει τελικά. «Ξανθίππη. Και το επώνυμο… το επώνυμο… Νασ… Νασ… Νασ-κάτι – δε θυμάμαι! Δε θυμάμαι.»
«Ο άλλος δεν σου έδειξε ταυτότητα;»
«Όχι.»
«Ήταν οι ίδιοι που είχαν έρθει και χτες; Είσαι σίγουρος;»
«Ναι, απόλυτα σίγουρος.»
«Ο άντρας δεν ανέφερε το όνομά του; Ούτε η γυναίκα είπε το όνομά του;»
«Όχι.»
Η Κλέφτρα της Πνοής τον ελευθερώνει κι απομακρύνεται. Ο Βατράνος διπλώνεται, με το ένα χέρι στον λαιμό του και το άλλο στα γεννητικά του όργανα. Βήχει και βαριανασαίνει. Όταν υψώνει πάλι το βλέμμα μου, δεν βλέπει τη Μάρναλιθ πουθενά.
Οι κουρτίνες ενός ανοιχτού παραθύρου ανεμίζουν.
Ο Άρης Μικρόνυχος επιστρέφει από το εσωτερικό της κλινικής μαζί μ’έναν άντρα που δεν μπορεί παρά να είναι ο Ρίβης, ο αδελφός της Ασημίνας Νέρφελδιφ. Κατά πρώτον, μοιάζουν οι δυο τους. Έχει κι αυτός δέρμα λευκό-ροζ και ξανθά μαλλιά. Αλλά κομμένα κοντά. Στο πρόσωπό του υπάρχει το αξύριστο μούσι δυο, τριών ημερών. Τα μάτια του βρίσκονται βαθιά μέσα στις κόγχες του κρανίου του, και δίνουν την εντύπωση ότι ατενίζουν με τρομερή ένταση. Η όλη όψη του Ρίβη, γενικά, φανερώνει άνθρωπο που βρίσκεται σε μεγάλη – αφύσικη, ίσως – εγρήγορση. Οφείλεται αυτό στα φάρμακα που του δίνουν εδώ πέρα; Οφείλεται στο περιβάλλον; Τ’αφτιά του, έτσι όπως πετάγονται μέσα απ’τα μαλλιά του, μου θυμίζουν αφτιά λύκου. Είναι ντυμένος με γκρίζο παντελόνι, γκρίζο πανωφόρι, και λευκή μπλούζα από μέσα. Φορά ένα ζευγάρι μαύρα παπούτσια, και στον ώμο του είναι ένας μαύρος δερμάτινος σάκος.
Καθώς στέκομαι πλάι στο όχημά μου, του ανοίγω την πόρτα του συνοδηγού.
Ο Ρίβης βαδίζει προς το μέρος μου, αν και με κάποια επιφύλαξη. Ο Άρης Μικρόνυχος, πίσω του, μου κάνει ένα νεύμα με το κεφάλι. Τι θέλει να πει; ότι όλα είναι καλά; ότι δεν χρειάζεται ν’ανησυχώ για τίποτα; Δε μ’αρέσει καθόλου αυτός ο τρελογιατρός.
Ο Ρίβης μ’ατενίζει καχύποπτα. «Ποιος είσαι;» με ρωτά, και η φωνή του ακούγεται βαθιά και τραχιά.
«Η Δυναστεία με στέλνει, και ο Κάρτωλακ,» αποκρίνομαι, και βλέπω τα μάτια του – πράσινα σαν της Ασημίνας, διακρίνω τώρα – να γυαλίζουν προτού χαθούν πάλι μέσα στο σκοτάδι. Χωρίς να περιμένω απάντηση απ’ αυτόν, κάνω τον γύρο του οχήματός μου για να καθίσω στη θέση του οδηγού.
Ο Ρίβης κάθεται δίπλα μου, κλείνοντας την πόρτα του. Η Κλεισμένη είναι ήδη στο πίσω κάθισμα.
«Η Σιδηρά Δυναστεία σε έστειλε;» με ρωτά ο Ρίβης, σα να μην άκουσε καλά πριν, ή σα να μη μπορεί να το πιστέψει.
«Ναι,» του λέω καθώς ενεργοποιώ τη μηχανή και όλα τα συστήματα του οχήματος.
Ο Ρίβης γελά. «Τους το είπες;»
Πατάω το πετάλι, γυρίζω το τιμόνι. «Να το πω σε ποιους;»
«Στους γιατρούς.»
«Όχι.» Αρχίζω ν’απομακρύνομαι από τη Νιρικόνια Κλινική, οδηγώντας επάνω στον χωματόδρομο, κατεβαίνοντας το δενδρώδες ύψωμα.
«Έπρεπε να τους το είχες πει,» λέει ο Ρίβης. «Δε με πίστευαν όταν τους έλεγα για τη Σιδηρά Δυναστεία· με θεωρούσαν τρελό. Όπως δεν με πίστευαν και για τον Τζογαδόρο, παρότι ο καταραμένος παρουσιαζόταν ξανά και ξανά μέσα στην κλινική τους!»
Θυμάμαι τι μου είπε η Ασημίνα προτού φύγω από τη βίλα: Ο Ρίβης είναι διαταραγμένος. Δεν είναι να τον παίρνεις τοις μετρητοίς.
«Αλλά ο Κάρτωλακ με άκουσε, επιτέλους!» συνεχίζει ο παράφρων επιβάτης μου. «Έστειλε εσένα. Έρχεσαι από τα Φέρνιλγκαν;»
«Ναι.»
«Πώς σε λένε;»
«Το όνομά μου δεν έχει σημασία,» αποκρίνομαι προσπαθώντας ν’ακουστώ μυστηριώδης και παίρνοντας και την ανάλογη έκφραση – όχι δύσκολο για τον Ζορδάμη με τα Πολλά Πρόσωπα. «Έχω όμως κάτι μαζί μου για σένα…»
Καθώς έχουμε κατεβεί από το ύψωμα όπου βρίσκεται η Νιρικόνια Κλινική, πατάω το φρένο, τεντώνομαι προς το πίσω κάθισμα, και πιάνω τον σάκο μου. Τον φέρνω μπροστά.
Ο Ρίβης τότε βλέπει την Κλεισμένη. «Τι θέλει η γάτα εδώ;» ρώτα απότομα, σαν να είδε δαίμονα. «Τι είναι αυτή η γάτα;»
«Αυτή η γάτα είναι φίλη μου,» του λέω πολύ σοβαρά, «και ευλογημένη από τον ίδιο τον Άρχοντα των Δασών.»
Τα μάτια του γυαλίζουν ξανά – κι όταν γυαλίζουν, μου θυμίζουν τα μάτια της Ασημίνας.
Η Κλεισμένη νιαουρίζει προς τη μεριά του Ρίβη, σαν για να ενισχύσει τον ισχυρισμό μου.
Ο Ρίβης χαμογελά. «Ναι,» λέει, «το βλέπω.»
Ο τύπος είναι τελείως πυροβολημένος, σκέφτομαι. Αλλά, από την άλλη, ποιος δεν θα ήταν, αν έμενε για παραπάνω από πέντε μέρες στον Βράχο των Ουρλιαχτών; Αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν να θεωρείται ότι κάποιος μπορεί να «θεραπευτεί» εκεί μέσα…
Ανοίγω τον σάκο μου και βγάζω το κουτί που μου έδωσε η Ασημίνα. Το τείνω προς τη μεριά του Ρίβη. «Για σένα,» του λέω. «Από τον Κάρτωλακ. Για να ξεπαστρέψεις αυτόν που σε καταδιώκει,» προσθέτω καθώς θυμάμαι τα λόγια της αδελφής του.
Ο Ρίβης γελά. «Επιτέλους!» λέει, παίρνοντας το κουτί στα χέρια του.
Εγώ αρχίζω να οδηγώ, κατευθυνόμενος βορειοανατολικά, πηγαίνοντας προς το Μαύρο Δόντι, που βρίσκεται στις νότιες όχθες του ποταμού Κάλμωθ, καμια εξηνταπενταριά χιλιόμετρα απόσταση από τη Θακέρκοβ. Οι προβολείς μου φωτίζουν τη νυχτερινή ύπαιθρο.
Ποιος είναι αυτός που τον καταδιώκει; αναρωτιέμαι. Ο Τζογαδόρος που ανέφερε πριν; Κάποιο φάντασμα του μυαλού του;
Πλάι μου, ο Ρίβης ανοίγει το κουτί και κοιτάζει τα αντικείμενα μέσα. Δεν μπορώ να συγκρατηθώ, λοξοκοιτάζω κι εγώ· είμαι περίεργος. Βλέπω ένα πιστόλι και δυο γεμιστήρες– Μα τους θεούς! Το θεωρεί συνετό η Ασημίνα να δώσει πιστόλι στον τρελό αδελφό της; Βλέπω ένα διπλωμένο κομμάτι χαρτί, το οποίο ο Ρίβης τώρα ξεδιπλώνει και διαβάζει με μεγάλη προσήλωση. Εγώ δεν μπορώ να διακρίνω τι γράφει, φυσικά. Ο Ρίβης δεν αργεί να το ξαναδιπλώσει και να το βάλει πάλι μέσα στο κουτί. Πιάνει, μετά, μια φωτογραφία από κει μέσα, και την κοιτάζει κι αυτή με μεγάλη προσήλωση. Δείχνει έναν άντρα, παρατηρώ συνεχίζοντας να λοξοκοιτάζω: έναν άντρα που κάτι μού θυμίζει… Γαλανόδερμος, καστανά μαλλιά ώς τον ώμο, ξυρισμένος, μ’ένα ειρωνικό χαμόγελο στο πρόσωπο, καλοντυμένος. Ο Σουτούρης ο Τυχερός! Αυτός πρέπει νάναι, δεν μπορεί νάναι άλλος. Προς στιγμή νιώθω την παρόρμηση να ζητήσω απ’τον Ρίβη να μου δώσει τη φωτογραφία για να την κοιτάξω καλύτερα, αλλά συγκρατούμαι καθώς τα λόγια της Ασημίνας έρχονται ξανά στο μυαλό μου: Εσύ, ό,τι και να δεις, δεν θα κάνεις τίποτα περισσότερο από αυτό που θα σου πω τώρα. Και η δουλειά μου είναι τώρα να πάω τον αδελφό της στο Μαύρο Δόντι: να τον αφήσω έξω από το Μαύρο Δόντι και να φύγω.
Το Μαύρο Δόντι… και ο Σουτούρης ο Τυχερός εκεί συχνάζει. Τι μπορεί να συμβαίνει ανάμεσα στον Ρίβη και στον Σουτούρη;
Κοίτα τη δουλειά σου, ραλίστα, λέω στον εαυτό μου. Θα κάνεις εκείνο που πρέπει να κάνεις και θα φύγεις – και τελείωσε. Για να ξεχρεωθείς είναι, γαμώ τα κωλομέρια της Λόρκης· τι το ψάχνεις; Το μυαλό μου, όμως, δυσκολεύεται να ησυχάσει.
Και ο Ρίβης γελά δίπλα μου. «Επιτέλους!» λέει και βάζει πάλι τη φωτογραφία μέσα στο κουτί. Πιάνει τώρα από εκεί ένα κομμάτι ξύλο λαξεμένο έτσι ώστε να έχει, πολύ γενικά, τη μορφή λύκου· κι επάνω στο σώμα του λύκου υπάρχουν χαράγματα. Έχουν, ίσως, κάποιο νόημα για τη θρησκεία του Κάρτωλακ; Γιατί, αλήθεια, ο αδελφός της Ασημίνας μοιάζει τόσο πιστός στον Κάρτωλακ; Η Ασημίνα δεν μου έχει φανεί να δίνει μεγάλη σημασία σε θεούς. Η πίστη του Ρίβη οφείλεται στην παραφροσύνη του;
«Όλα καλά;» τον ρωτάω, αν και η Ασημίνα μ’έχει προειδοποιήσει να μην πιάσω κουβέντα μαζί του.
«Ναι,» μου απαντά μ’ένα τρομαχτικό χαμόγελο, και σφίγγει τον ξύλινο λύκο μέσα τη γροθιά του.
Οι τρίχες μου ορθώνονται. Κάτι πολύ περίεργο συμβαίνει εδώ – το νιώθω. Κάτι περισσότερο από την τρέλα του Ρίβη.
Το κουτί (όπως κι εγώ) υποτίθεται πως είναι σταλμένο από τον Κάρτωλακ… για να ξεπαστρέψει, επιτέλους, ο Ρίβης αυτόν που τον καταδιώκει…
Στην κλινική, νόμιζε ότι κάποιος Τζογαδόρος τον καταδίωκε, αλλά οι γιατροί δεν τον πίστευαν, παρότι ο Τζογαδόρος παρουσιαζόταν μέσα στο οίκημα, σύμφωνα με τον Ρίβη…
Μέσα στο κουτί είναι ένα πιστόλι… και μια φωτογραφία του Σουτούρη του Τυχερού…
Και εγώ έχω εντολή ν’αφήσω τον Ρίβη έξω από το Μαύρο Δόντι, να περιμένω να δω ότι θα μπει στη μικρή πόλη, και μετά να φύγω…
Ο Σουτούρης είναι τζογαδόρος, μα τους θεούς, σκέφτομαι νιώθοντας ένα ρίγος να με διατρέχει. Είναι, ίσως, ο πιο τυχερός τζογαδόρος που μπορείς να συναντήσεις επάνω στη Σεργήλη. Μου είχε πει, όταν ήμουν στο Μαύρο Δόντι, ότι είναι ανεκπαίδευτος μάγος. Η μαγεία του λειτουργεί όπως των άγριων σαμάνων των Φέρνιλγκαν ή των νότιων ερήμων, ή άλλων απομονωμένων περιοχών: λειτουργεί μ’έναν τρόπο παράδοξο ακόμα και για τον ίδιο. Και στην περίπτωση του Σουτούρη τον κάνει να εκμεταλλεύεται την τύχη.
Είναι δυνατόν, σκέφτομαι, ο Σουτούρης να είναι ο Τζογαδόρος που καταδιώκει τον Ρίβη; Αποκλείεται! Τι σχέση να έχουν;
Αν όμως ο Ρίβης νομίζει ότι ο Σουτούρης είναι ο δαιμονικός Τζογαδόρος που τον καταδιώκει; Μεγάλη Αρτάλη! είναι δυνατόν να οδηγώ τον επίδοξο δολοφόνο του Σουτούρη προς τον στόχο του;
Αλλά γιατί η Ασημίνα να θέλει τον Σουτούρη τον Τυχερό νεκρό; Δε βγάζει κανένα νόημα. Από την άλλη, όμως, τι σκατά ξέρω για την Ασημίνα Νέρφελδιφ; Ελάχιστα. Τίποτα, ουσιαστικά. Τα σχέδιά της είναι μυστηριώδη για εμένα.
Κοίτα τη δουλειά σου, ραλίστα, λέω, επίμονα, στον εαυτό μου. Είναι για να ξεχρεωθείς. Μη μπλέκεις το μυαλό σου με μαλακίες.
Η Ασημίνα μού είπε να μην κάνω τίποτα, ό,τι κι αν δω, ό,τι κι αν ακούσω.
Τελειώνοντας με τις δουλειές της, θα πάψω να είμαι δούλος της Σιδηράς Δυναστείας.
Τελειώνοντας με τις δουλειές της, θα πάψω να είμαι δούλος της Σιδηράς Δυναστείας.
Τελειώνοντας με τις δουλειές της, θα πάψω να είμαι δούλος της Σιδηράς Δυναστείας.
*
Μετά από μιάμιση ώρα περίπου, καθώς οδηγώ με προσοχή μέσα στη νυχτερινή ύπαιθρο, φτάνουμε κοντά στο Μαύρο Δόντι: μια μικρή πόλη στις νότιες όχθες του Κάλμωθ, η οποία μοιάζει ασήμαντη, αόρατη σχεδόν· όσοι γνωρίζουν γι’αυτήν, όμως, ξέρουν ότι για πολλούς ανθρώπους του υπόκοσμου της Σεργήλης ούτε αόρατη ούτε ασήμαντη είναι. Στο Μαύρο Δόντι συγκεντρώνονται λωποδύτες, μισθοφόροι, κατάσκοποι, φονιάδες, λαθρέμποροι, παράξενοι μάγοι και αλχημιστές, κυνηγοί και κυνηγημένοι, ιερωμένοι της Λόρκης – ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί. Απαγορευμένες υπηρεσίες πωλούνται ανοιχτά, καθώς και εμπορεύματα που αλλού είτε απαγορεύονται είτε τους επιβάλλεται πολύ βαριά φορολογία – από επικίνδυνα όπλα μέχρι ασυνήθιστες ύλες, ψυχοτρόπες ουσίες, αμφιλεγόμενα φάρμακα, σπάνια βοτάνια, ζωτικά όργανα εξωδιαστασιακών θηρίων…
Πατώντας το φρένο σταματώ το όχημά μου κάποιες εκατοντάδες μέτρα απόσταση από το Μαύρο Δόντι. Οι δρόμοι του φαίνονται έρημοι μες στη νύχτα, αλλά είμαι σίγουρος πως στο λιμάνι θα έχει κάμποση κίνηση, όπως πάντα. Πολύ περισσότερη κίνηση απ’ό,τι θα ήταν φυσικό για μια τόσο μικρή πόλη, υπό κανονικές συνθήκες.
«Εδώ βγαίνεις,» λέω στον Ρίβη.
«Εδώ είναι το Μαύρο Δόντι;» Πρέπει να το έγραφε στο διπλωμένο μήνυμα που διάβασε.
«Ναι.»
«Η μεγάλη δύναμη του Κάρτωλακ να είναι μαζί σου, αδελφέ!» μου εύχεται, και ανοίγοντας την πόρτα πλάι του βγαίνει από το όχημά μου.
Τον κοιτάζω να βαδίζει αποφασιστικά προς τη σκοτεινή πόλη που αποτελεί προκάλυμμα για κάθε είδους δραστηριότητα του υπόκοσμου της Σεργήλης.
Η Κλεισμένη νιαουρίζει.
Αναστενάζω.
Ο Ρίβης χάνεται μέσα στις σκιές ενός από τους δρόμους του Μαύρο Δοντιού.
Κοίτα τη δουλειά σου, ραλίστα. Τώρα πρέπει να επιστρέψεις στην Κιρβόνη. Πρέπει να φύγεις από εδώ. Η Ασημίνα σού είπε να μην μείνεις καθόλου στο Μαύρο Δόντι.
Τα χέρια μου είναι κολλημένα στο τιμόνι, όμως δεν κινούνται. Το πόδι μου ακουμπά το πετάλι της επιτάχυνσης, μα δεν το πιέζει.
«Δε μπορώ…» μουρμουρίζω έντονα. «Δε μπορώ!»
Η Κλεισμένη γρυλίζει πίσω μου.
Είναι δυνατόν αυτός ο παλαβός τύπος να πηγαίνει να σκοτώσει τον Σουτούρη; Και είναι δυνατόν να τον αφήσω; Θέλω, τουλάχιστον, να μάθω!
Το μόνο που σ’ενδιαφέρει είναι να ξεχρεωθείς. Γύρνα στην Κιρβόνη. Φύγε από το Μαύρο Δόντι! Τώρα!
«Γάμησέ μας!» λέω στον εαυτό μου. Παίρνω μια κάπα από τον σάκο μου, ένα πιστόλι διπλής χρήσης (ο Ύαν μού το άφησε), κι ένα ξιφίδιο και βγαίνω από το όχημα. Ρίχνω την κάπα στους ώμους μου και κρύβω τα όπλα από κάτω της.
Η Κλεισμένη πηδά από ένα σπασμένο παράθυρο και προσγειώνεται δίπλα μου, ανάλαφρα, πάνω στα γατίσια πόδια της.
Καθώς σηκώνω την κουκούλα της κάπας στο κεφάλι μου και βαδίζω προς το Μαύρο Δόντι, της λέω: «Μην κάνεις φασαρία,» αν και είναι πολύ πιθανότερο εγώ να κάνω φασαρία παρά η υπερδιαστασιακή γάτα.
«Νιάοο,» συμφωνεί η Κλεισμένη, μοιάζοντας συγχρόνως να με ειρωνεύεται πίσω από τα περήφανα μουστάκια της.
Μπαίνουμε στο Μαύρο Δόντι και ψάχνω, με το βλέμμα μου, για τον Ρίβη. Δεν τον βλέπω πουθενά: οι δρόμοι είναι σκοτεινοί και σιωπηλοί ολόγυρά μου. Τον έχω χάσει. Αλλά έχω μια πολύ καλή υποψία πού μπορεί να κατευθύνεται.
Βαδίζω γρήγορα προς τον Νερόλιθο, το πανδοχείο στην ανατολική μεριά του λιμανιού. Εκεί είναι το πιθανότερο μέρος να συναντήσει κανείς τον Σουτούρη τον Τυχερό. Καθοδόν βλέπω κάτι σκιερές φιγούρες, αλλά είμαι βέβαιος πως κανένας απ’ αυτούς δεν είναι ο Ρίβης.
Στο λιμάνι, έχει κίνηση ως συνήθως τις νύχτες. Κάποιοι μεταφέρουν κιβώτια σπρώχνοντας ένα κάρο με ξύλινες ρόδες. Ένα ποταμόπλοιο έχει μόλις αράξει, και το πλήρωμά του βγαίνει σε μια προβλήτα. Μισθοφόροι παρατηρούν, βαστώντας όπλα. Μέσα στην καρότσα ενός φορτηγού δύο μορφές – ένας άντρας και μια γυναίκα – ερωτοτροπούν. Από το εσωτερικό του Νερόλιθου έρχεται φως και κάποιες φωνές, όχι πολύ δυνατές.
Σπρώχνω την πόρτα και μπαίνω, εξακολουθώντας να έχω σηκωμένη την κουκούλα της κάπας μου, το πρόσωπό μου κρυμμένο στη σκιά της. Ευτυχώς που κανείς δεν ξέρει την Κλεισμένη εδώ. Μερικές φάτσες γυρίζουν να με λοξοκοιτάξουν, αλλά κανένας δεν μου δίνει πολλή σημασία – ακόμα ένας περαστικός. Εγώ, όμως, αναγνωρίζω κάμποσους από τον καιρό που είχα περάσει στο Μαύρο Δόντι – τον καιρό που παραλίγο να σκοτωθώ από τους συμμορίτες του Θεώνυμου. Στο μπαρ, στο βάθος, στέκεται η Σερφάντια, γαλανόδερμη και ξανθομάλλα, φέρνοντας δύο ποτήρια σε δύο πελάτες καθισμένους στα ψηλά σκαμνιά. Σ’ένα τραπέζι παραδίπλα κάθονται ο παλιόφιλός μου ο Αλεπούδος (που το πραγματικό του όνομα είναι Αλλάνδρης) και τρεις άλλοι, άνθρωποι της Σιδηράς Δυναστείας όλοι τους. Ο Σουτούρης ο Τυχερός παίζει χαρτιά σ’ένα άλλο τραπέζι μαζί με δύο γυναίκες που δεν αναγνωρίζω. Ο Ρίβης είναι καθισμένος σε μια γωνία, σ’ένα τραπέζι αντίκρυ σ’αυτό του Σουτούρη, και τα μάτια του ατενίζουν τον τζογαδόρο διαπεραστικά.
Κάθομαι κι εγώ σ’ένα τραπέζι, σε σημείο που μπορώ να δω καλά και τον Σουτούρη και τον Ρίβη. Μήπως, τελικά, έχω παρεξηγήσει την κατάσταση και δεν πρόκειται να γίνει δολοφονία;
Μια σερβιτόρα – η Βιρίκα· τη θυμάμαι από παλιά – πλησιάζει τον Ρίβη και του μιλά. Ύστερα απομακρύνεται. Έρχεται προς το μέρος μου. «Τι θα πάρετε;» με ρωτά.
Κοιτάζω το τραπέζι, κρατώντας το πρόσωπό μου στη σκιά της κουκούλας. Κάνω τη φωνή μου βραχνή, κουρασμένη: «Κρασί.»
Η Βιρίκα απομακρύνεται, και υπομειδιώ μέσα στην κουκούλα μου γιατί νομίζω ότι τη φρίκαρα λιγάκι. Τη βλέπω να πηγαίνει στο μπαρ, να παίρνει ένα ποτήρι Χρυσό Καύσωνα κι ένα ποτήρι κρασί, και μετά να επιστρέφει προς τη μεριά μας. Πρώτα έρχεται σ’εμένα. Αφήνει το κρασί πλάι μου και φεύγει. «Ευχαριστώ,» της λέω, βράχνα και κουρασμένα ξανά. Η Βιρίκα πλησιάζει τον Ρίβη και του δίνει τον Χρυσό Καύσωνα.
Ο αδελφός της Ασημίνας πίνει μια μικρή γουλιά ενώ η σερβιτόρα βαδίζει προς την κουζίνα.
Το τραγούδι Αγώνας Πυρός των Ελασσόνων Ανεμοβούβαλων αρχίζει ν’ακούγεται από τα ηχεία της τραπεζαρίας. Απορώ πώς δεν παίζουν συνέχεια Κραυγαλέες Αλεπούδες, αφού έχουν τον Αλεπούδο ακόμα εδώ, σκέφτομαι χαμογελώντας.
Ο Ρίβης πίνει άλλη μια γουλιά Χρυσό Καύσωνα, μεγαλύτερη από την προηγούμενη και πιο απότομη. Δε μένει πια πολύ ποτό στο ποτήρι του.
Δε μ’αρέσει αυτό… Αγγίζω το πιστόλι κάτω από την κάπα μου, το γυρίζω στην αναισθητοποίηση. Το απασφαλίζω.
Ο Ρίβης πίνει και την τελευταία γουλιά. Το βλέμμα του μοιάζει να τρυπά τον Σουτούρη τον Τυχερό, ο οποίος τώρα ανακατεύει την τράπουλα επιδέξια μέσα στα χέρια του, σαν ταχυδακτυλουργός. Τα τραπουλόχαρτα έχουν αποκτήσει δική τους ζωή. Η μια από τις γυναίκες στο τραπέζι του χαμογελά ανοιχτά, αν και οι δύο σίγουρα χάνουν λεφτά αφού παίζουν με τον Σουτούρη, δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία.
Ο Ρίβης ορθώνεται απότομα, τραβώντας από το πανωφόρι του το πιστόλι που του έφερα, το πιστόλι που ήταν μέσα στο «θεόσταλτο» κουτί. «ΤΖΟΓΑΔΟΡΕ!» κραυγάζει, σημαδεύοντας τον Σουτούρη, και σιγή ξαφνικά πλακώνει στον Νερόλιθο: μονάχα ο Αγώνας Πυρός συνεχίζει ν’ακούγεται. Όλων τα βλέμματα στρέφονται στον αδελφό της Ασημίνας Νέρφελδιφ.
Πετάγομαι όρθιος, αμέσως, κατεβάζοντας την κουκούλα μου. «Σταμάτα!» φωνάζω στον Ρίβη.
Τα σκοτεινά μάτια του γουρλώνουν μέσα στις βαθιές κόγχες του προσώπου του. «Εσύ…» κρώζει σαν ζώο. «Τι…;»
«Σταμάτα,» του λέω, πιο ήπια τώρα, ενώ κρατάω το πιστόλι γερά κάτω από την κάπα μου, πανέτοιμος να το τραβήξω. «Μην τον σκοτώσεις.»
«Μα εσύ… εσύ μ’έφερες! Ο Κάρτωλακ το θέλει!»
«Δεν είναι αυτό που νομίζεις,» του λέω προσπαθώντας να σκεφτώ γρήγορα, να δω τον κόσμο όπως εκείνος. «Είναι δοκιμασία. Δεν πρέπει να τον σκοτώσεις. Δεν είναι αυτός που νομίζεις.»
Τότε, δύο μισθοφόροι – τους οποίους θυμάμαι από παλιά – υψώνουν τα πιστόλια τους προς τη μεριά του Ρίβη, κι ο ένας φωνάζει: «Ρίξ’ το! Ρίξ’ το, αλλιώς είσαι νεκρός!»
Ο Ρίβης σκύβει και πυροβολεί προς το μέρος τους· ο ένας πέφτει κραυγάζοντας· ο άλλος επιστρέφει τα πυρά, αστοχώντας τον αδελφό της Ασημίνας.
«ΟΧΙ!» φωνάζω. «Μην τον σκοτώσετε! Σταματήστε! Ειδοποιήστε τη Ναρλέθι! Τη Ναρλέθι!» – η οποία ξέρω πως κάνει κουμάντο στο Μαύρο Δόντι, και δεν νομίζω ότι αυτό θα έχει αλλάξει.
Παντού γύρω μου, οι πάντες έχουν τραβήξει όπλα. Όλοι είναι, εξάλλου, μαχαιροβγάλτες και φονιάδες κατά βάθος εδώ πέρα.
«Ραλίστα!» ακούω τη φωνή του Αλεπούδου από κάπου. «Ραλίστα!»
Ο μισθοφόρος που ακόμα στέκεται πυροβολεί ξανά προς τον Ρίβη, ενώ εκείνος προσπαθεί να καλυφτεί πίσω απ’το τραπέζι του. Το άδειο ποτήρι διαλύεται, ξύλα τινάζονται, μια σφαίρα χτυπά τον αδελφό της Ασημίνας – αίμα – τον ακούω να ουρλιάζει–
«ΣΤΑΜΑΤΑ, ΓΑΜΩ ΤΑ ΚΕΡΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΡΤΩΛΑΚ!» φωνάζω στον μισθοφόρο και του ρίχνω με το πιστόλι μου. Ενέργεια εκτοξεύεται από την κάννη, χτυπώντας τον στο δεξί χέρι, αναγκάζοντάς τον να πετάξει το δικό του πιστόλι ενώ παραπατά.
«Τι κάνεις, καριόλη ραλίστα!» ουρλιάζει. «Τρελάθηκες;» Προφανώς, κι αυτός με θυμάται.
«Μη ρίχνετε!» φωνάζω. «ΜΗ ΡΙΧΝΕΤΕ!» Και πλησιάζω το τραπέζι πίσω από το οποίο κρύβεται ο αδελφός της Ασημίνας με το πιστόλι του έτοιμο και με αίμα να κυλά από το τραυματισμένο αριστερό χέρι του. Ελπίζω να μη με πυροβολήσει, πάνω στην παραφροσύνη και στον πόνο του. «Ρίβη,» του λέω σταθερά, παίρνοντας όσο πιο καλά μπορώ την έκφραση σεβάσμιου ιερέα. «Τελείωσε. Πέρασες τη δοκιμασία. Ο Άρχοντας των Δασών είναι ευχαριστημένος μαζί σου. Δε χρειάζεται να σκοτώσεις κανέναν.»
«Μα εσύ,» μου λέει – «εσύ μου το έδωσες αυτό!» Σείει το πιστόλι. «Εσύ με καθοδήγησες εδώ!»
«Για να περάσεις τη δοκιμασία. Δεν έπρεπε ποτέ να σκοτώσεις αυτό τον άνθρωπο. Δεν είναι ο Τζογαδόρος–»
«Ο Τζογαδόρος είναι!» φωνάζει ο Ρίβης. «Τον είδα να παίζει!»
«Δεν είναι ο ίδιος Τζογαδόρος· άλλος είναι. Αυτό ήταν που έπρεπε να διακρίνεις.»
Ο Ρίβης συνοφρυώνεται.
«Δώσε μου το όπλο,» του λέω, τείνοντας το ελεύθερο χέρι μου προς το μέρος του.
Εκείνος διστάζει. «Μα, ο Τζογαδόρος… θα έρθει πάλι! Θα έρθει για την ψυχή μου!»
«Μην ανησυχείς,» του λέω. «Με τη δύναμη και την οργή του Κάρτωλακ, θα τον κατατροπώσουμε. Δε χρειάζεσαι πυροβόλο όπλο γι’αυτό. Δώσ’ το μου.» Εξακολουθώ να έχω το χέρι μου τεντωμένο προς το μέρος του.
«Και… μετά;»
«Θα μιλήσουμε. Θα καταλάβεις.» Διατηρώ την όψη μου όσο πιο σταθερή, βέβαιη, και σεβάσμια μπορώ. Σαν να ξέρω ακριβώς για τι πράγμα μιλάω. Σαν να έχω αλάθητη – θεϊκή – καθοδήγηση την οποία δεν αμφισβητώ στο ελάχιστο. «Θα καταλάβεις, Ρίβη.»
Ο αδελφός της Ασημίνας συνοφρυώνεται. Σηκώνεται αργά όρθιος, λοξοκοιτάζοντας τους ανθρώπους ολόγυρά μας – τους οπλοφόρους ανθρώπους ολόγυρά μας.
«Κατεβάστε τα όπλα σας!» τους λέω. «Κατεβάστε όλοι τα όπλα σας!»
Κανένας δεν κατεβάζει το όπλο του· ή, τουλάχιστον, εγώ δεν βλέπω κανέναν.
«Κατεβάστε τα,» ακούω τότε μια γυναικεία φωνή από κάπου πίσω μου. «Τώρα! Κατεβάστε τα!» Η Ναρλέθι. Ήρθε.
Τα όπλα κατεβαίνουν.
«Το πιστόλι,» λέω στον Ρίβη, περιμένοντας.
Κι εκείνος μού το δίνει.
Και μόλις μου το δίνει, οι μισθοφόροι της Δυναστείας ορμάνε καταπάνω του.
«Περιμένετε!» τους φωνάζω, αλλά με παραμερίζουν κι αρπάζουν τον Ρίβη από γύρω. Εκείνος παλεύει να τους ξεφύγει – κλοτσά, γρονθοκοπεί, γρυλίζει σαν θηρίο – όμως τελικά τον ακινητοποιούν κολλώντας τον μπρούμυτα πάνω στο τραπέζι, πάνω στις σφαίρες και στα σπασμένα γυαλιά.
«Μην τον χτυπήσετε!» τους λέω. «Μην τον χτυπήσετε, ηλίθιοι! Δεν είναι εχθρός μας! Θα σας εξηγήσω τι συμβαίνει. Αφήστε τον.»
Αλλά δεν τον αφήνουν.
Η Ναρλέθι με πλησιάζει – πορφυρόδερμη, ξανθιά, με τις δύο τούφες των μακριών μαλλιών της δεμένες πίσω απ’το κεφάλι της, με το δεξί της μάτι να κοιτάζει λιγάκι αλλήθωρα. «Τι συμβαίνει, ραλίστα;» απαιτεί. «Αν δεν ήσουν εσύ, αυτός ο άνθρωπος τώρα θα ήταν νεκρός. Κανένας δεν τραβά όπλο έτσι μέσα στον Νερόλιθο και μένει ζωντανός για πολύ.»
Η Κλεισμένη νιαουρίζει ανήσυχα.
Μια φόνισσα από τη Μοργκιάνη, σκέφτεται ο Κριτόλαος’μορ, το πρωί· καθώς ξυπνά και σηκώνεται από το κρεβάτι, το μυαλό του έχει ήδη αρχίσει να δουλεύει μηχανικά, υπολογίζοντας, υποθέτοντας, αναλύοντας. Μια φόνισσα που πιθανώς να ανήκει σε κάποια ευρύτερη οργάνωση δολοφόνων της Μοργκιάνης οι οποίοι εδρεύουν στο Μαύρο Δάσος και ονομάζονται Κλέφτες της Πνοής. Δεν ξέρει, όμως, πώς αυτή η πληροφορία θα μπορούσε να τον βοηθήσει για να εντοπίσει τη Μάρναλιθ μέσα στη Νέσριβεκ. Και δεν έχει τη δυνατότητα να πάρει πληροφορίες από τη Μοργκιάνη. Παλιότερα, μέσω του δικτύου των πρακτόρων της Παντοκράτειρας, θα είχε: και μάλιστα, εύκολα. Σήμερα, όμως, όχι.
Η Σιδηρά Δυναστεία έχει κάποιες επαφές με τη Μοργκιάνη, βέβαια, αλλά μόνο μέσω εμπόρων, και μέσω Συμπλέγματος. Πηγαίνουν, δηλαδή, εκεί από τη θάλασσα. Αλλά το Μαύρο Δάσος – αν θυμάται καλά ο Κριτόλαος τη γεωγραφία της Μοργκιάνης – δεν είναι στις ακτές· είναι στην ενδοχώρα. Οι έμποροι που ταξιδεύουν σ’αυτή τη διάσταση αμφίβολο είναι αν έχουν ακούσει για τους Κλέφτες της Πνοής.
Μπορεί, όμως, να άξιζε να κάνει μερικές ερωτήσεις στους κατάλληλους ανθρώπους, σκέφτεται καθώς πλένεται. Ο πρώτος που έρχεται στο μυαλό του είναι ο Φιλοπολίτης Τασνικέφ, ένας μεγαλέμπορος της Σιδηράς Δυναστείας ο οποίος εδρεύει στη Νίρβεκ και εμπορεύεται εντός και εκτός Σεργήλης. Όμως η Νίρβεκ είναι μακριά από τη Νέσριβεκ, και ο Κριτόλαος δεν σκοπεύει να φύγει τώρα από εδώ για να τρέχει εκεί, με την ελπίδα ότι ίσως ανακαλύψει κάτι που μπορεί να είναι χρήσιμο αλλά μπορεί να είναι και τελείως άχρηστο.
Τα κοντινότερα λιμάνια θαλάσσης είναι στη Ράσρηβ και στη Μόλκαρηβ, προς τα ανατολικά και προς τα βόρεια: πόλεις μικρότερες από τη Νέσριβεκ, τις οποίες ο Κριτόλαος δεν ξέρει και πολύ καλά. Τελευταία φορά είχε επισκεφτεί τη Ράσρηβ όταν εκείνος, ο Ζορδάμης, και ο Ύαν κυνηγούσαν τον Άφευκτο.
Θα δούμε, καταλήγει καθώς ντύνεται. Πρώτα, έχουμε άλλες δουλειές να κάνουμε. Αν όλα τα στοιχεία που μπορούμε να βρούμε εδώ δεν μας οδηγήσουν πουθενά, τότε ίσως κατευθυνθούμε προς τη θάλασσα…
*
Η Ξανθίππη αφήνει ένα μπολ με φαγητό στο πάτωμα, αντίκρυ στον Τριχόμπαλο, και το τριχωτό σκυλάκι πλησιάζει κι αρχίζει να τρώει πεινασμένα. Η Ξανθίππη, ακόμα γονατισμένη στο ένα γόνατο, το χαϊδεύει στο κεφάλι χαμογελώντας. «Καημένε,» λέει, «γιατί είσαι τόσο πεινασμένος πάντα; Δε σε ταΐζω καλά;» Ο Τριχόμπαλος δεν απαντά καθώς τρώει. «Ή μήπως είσαι λαίμαργος, ε;» Η Ξανθίππη τού τσιμπά το αφτί μέσα από το πλούσιο τρίχωμά του, και μετά σηκώνεται όρθια.
Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός της κουδουνίζει. Ο Κριτόλαος; Δεν περιμένει κανέναν άλλο. Πλησιάζει τη συσκευή, που είναι ακουμπισμένη στο τραπέζι του σαλονιού, και κοιτάζει τη μικρή οθόνη. Όχι ο Κριτόλαος· ο Άλκιμος Καλνάροφ. Μάλιστα…
Η Ξανθίππη δέχεται την κλήση. «Ναι;»
«Καλημέρα, Ξανθίππη. Ο Άλκιμος είμαι.»
«Καλημέρα, Άλκιμε.»
«Είσαι απασχολημένη;»
«Σχετικό είναι αυτό. Τι θέλεις;»
«Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε από κοντά;»
«Τώρα;»
«Αν γίνεται.»
«Μάλλον γίνεται,» λέει, γιατί έχει την περιέργεια να μάθει τι τη θέλει. Έχει σχέση με τη χτεσινή του συζήτηση με τον Κριτόλαο; «Στο γραφείο σου;»
«Ναι.»
«Θα είμαι εκεί σε κανένα μισάωρο.»
«Σε περιμένω.»
Η Ξανθίππη αρχίζει να ντύνεται χωρίς βιασύνη ενώ συγχρόνως καλεί, μέσω του πομπού της, τον Κριτόλαο.
«Ξανθίππη,» λέει η φωνή του.
«Μάντεψε ποιος με κάλεσε τώρα μόλις.»
«Αδυνατώ.»
«Ο Άλκιμος Καλνάροφ. Θέλει να μου μιλήσει. Και ετοιμάζομαι για να πάω στο γραφείο του.»
«Θυμάσαι τι είπαμε χτες, έτσι;»
«Ναι.»
«Δεν χρειάζεται να γνωρίζει λεπτομέρειες για την έρευνά μας.»
«Ναι,» ξαναλέει η Ξανθίππη. «Δε νομίζω ότι είναι ύποπτος, όπως σου είπα, αλλά αφού αυτή τη στρατηγική θέλεις να ακολουθήσουμε αυτή τη στρατηγική θα ακολουθήσουμε.»
«Επίσης…» λέει σκεπτικά ο Κριτόλαος, «θα μπορούσες να κάνεις και κάτι ακόμα;»
«Τι;»
«Να κρύψεις έναν μηχανικό οφθαλμό επάνω σου για να τον καταγράφεις, οπτικά και ακουστικά, όσο θα μιλάτε.»
«Γίνεται,» λέει η Ξανθίππη. «Αλλά το θεωρείς απαραίτητο;»
«Απαραίτητο όχι, αλλά πιθανώς χρήσιμο.»
«Θα το κάνω. Έχεις κάτι άλλο να προτείνεις;» Καθίζοντας στην άκρη του κρεβατιού και στηρίζοντας τον τηλεπικοινωνιακό πομπό ανάμεσα στον ώμο και στο αφτί της, βάζει τις κάλτσες της.
«Να έρθεις να με βρεις ύστερα από τη συζήτησή σου μαζί του. Πρέπει να ψάξουμε για εμπόρους σήμερα.»
«Το είχα υπόψη μου, ούτως ή άλλως.»
Η τηλεπικοινωνία τους σύντομα τερματίζεται, και η Ξανθίππη τελειώνει με το ντύσιμό της και χτενίζει τα μακριά μαύρα μαλλιά της μπροστά στον καθρέφτη του υπνοδωματίου. Τα δένει κότσο πίσω από το κεφάλι της, φορά τις μπότες της, παίρνει μερικά απαραίτητα πράγματα, και κρύβει έναν μικροσκοπικό μηχανικό οφθαλμό μέσα σ’ένα άδειο κουμπί του πουκαμίσου της. Η μπαταρία του διαρκεί μισή ώρα από τότε που θα τον ενεργοποιήσει, και η αποθηκευτική μνήμη του επίσης. Τώρα, φυσικά, δεν είναι ενεργοποιημένος.
Ο Τριχόμπαλος τής γαβγίζει καθώς εκείνη βαδίζει προς την έξοδο του διαμερίσματος.
«Φρόνημα,» του λέει η Ξανθίππη, φεύγοντας.
Μετά από λίγο, απομακρύνεται από την πολυκατοικία της καβάλα στο μαύρο δίκυκλό της. Βγαίνοντας από τον Βαθύχρωμο φτάνει στη Δυτική Κεντρική, που τέτοια πρωινή ώρα έχει πολλή κίνηση, τη διασχίζει κάθετα, και οδηγεί ώς τον Ειδήμονα όπου βρίσκεται η Οικοκίνηση. Αφήνει το δίκυκλό της εκεί κοντά και μπαίνει στο μεσιτικό γραφείο. Η κοπέλα στο πρώτο δωμάτιο – η γραμματέας του Άλκιμου – δεν τη σταματά καθόλου· φαίνεται να την περιμένει, μάλιστα· και, φυσικά, δεν είναι η πρώτη φορά που τη βλέπει εδώ. «Καλημέρα,» χαιρετά.
«Καλημέρα,» αποκρίνεται η Ξανθίππη, και η κοπέλα τής κάνει νόημα να περάσει στα ενδότερα. Μάλλον δεν ξέρει ότι η Ξανθίππη είναι ειδική ερευνήτρια της Χωροφυλακής, αλλά σίγουρα ξέρει ότι ανήκει στη Σιδηρά Δυναστεία. Και η Ξανθίππη γνωρίζει ότι η συγκεκριμένη κοπέλα είναι της οικογένειας: Ονομάζεται Μυράνθη, και είναι παιδί της πέτρας – έχει μεγαλώσει, δηλαδή, στους δρόμους της μεγαλούπολης. Μοιάζει πολιτισμένη και ευγενική τώρα, καθώς κάθεται στο γραφείο της, αλλά η Ξανθίππη δεν αμφιβάλλει ότι μια αλήτικη αγριόγατα κρύβεται πίσω από αυτή τη μάσκα.
Πηγαίνει προς την πόρτα του Άλκιμου και χτυπά με τις φάλαγγες της δεξιάς γροθιάς της.
«Περάστε,» ακούγεται η φωνή του από μέσα.
Η Ξανθίππη αγγίζει το κουμπί του πουκαμίσου της που κρύβει τον μηχανικό οφθαλμό, ενεργοποιώντας τον. Ύστερα, ανοίγει την πόρτα και περνά το κατώφλι, βρίσκοντας τον Άλκιμο καθισμένο πίσω από το γραφείο του, ντυμένο μ’ένα λευκό πουκάμισο με ψηλούς γιακάδες και γυρισμένα μανίκια.
«Καλημέρα,» της λέει. «Κάθισε.»
Η Ξανθίππη κάθεται αντίκρυ του. «Πρόκειται για κάτι σημαντικό;»
«Θέλεις να σου προσφέρω τίποτα; Έναν καφέ;»
«Όχι, ευχαριστώ.»
«Τσιγάρο;»
«Εντάξει.»
Της δίνει ένα τσιγάρο από την ταμπακιέρα του και της το ανάβει μ’έναν ενεργειακό αναπτήρα. Μετά ανάβει κι ένα για τον εαυτό του. «Έμαθα ότι συνεργάζεσαι με τον Κριτόλαο’μορ,» λέει. «Στην υπόθεση της Ηλέννιας.»
«Ναι,» αποκρίνεται η Ξανθίππη. «Μιλήσατε χτες, δεν μιλήσατε, οι δυο σας;»
Ο Άλκιμος νεύει συλλογισμένα. «Μιλήσαμε. Λιγάκι… παράξενος μού φάνηκε, για νάμαι ειλικρινής.»
«Γιατί;»
«Σ’έχει βοηθήσει στην έρευνά σου;»
«Αρκετά.»
«Τότε,» λέει ο Άλκιμος, «μπορεί να μου φάνηκε παράξενος απλά επειδή είναι πράκτορας της Παντοκράτειρας.»
Η Ξανθίππη συνοφρυώνεται. Πράκτορας της Παντοκράτειρας; Δεν το ήξερε αυτό.
«Ή μάλλον, ήταν, θα έπρεπε να πω,» προσθέτει ο Άλκιμος. «Δεν υπάρχει Παντοκράτειρα πλέον.» Συγχρόνως, η Ξανθίππη παρατηρεί ότι την παρατηρεί. Ήθελε να δει την αντίδρασή μου, συνειδητοποιεί. Ήθελε να δει αν ήξερα για τον Κριτόλαο ή όχι. Κι αναρωτιέται αν η αντίδρασή της του έδωσε απάντηση.
«Όχι, δεν υπάρχει.» Του επιστρέφει το ερευνητικό βλέμμα, έκδηλα, θέλοντας να του πει: Ξέρω τι κάνεις.
Ο Άλκιμος χαμογελά φιλικά. «Υποθέτω θα είναι χρήσιμος. Δεν είναι;»
«Σου είπα ήδη, μ’έχει βοηθήσει αρκετά.»
«Έχετε βρει τα ίχνη του δολοφόνου; – αν δεν ήταν αυτοκτονία, δηλαδή.»
«Δεν ήταν αυτοκτονία· αυτό είναι βέβαιο.»
«Λοιπόν;»
«Η έρευνά μας προχωρά,» λέει η Ξανθίππη.
«Έχετε κάποια υποψία; Θα μπορούσα να βοηθήσω με κάποιον τρόπο;»
«Νομίζω πως ο Κριτόλαος σού ζήτησε να κάνεις κάτι για εμάς…»
«Ναι,» λέει ο Άλκιμος. «Αναζητά μια… Κλέφτρα της Πνοής, από τη Μοργκιάνη. Μια επαγγελματία δολοφόνο.»
«Την έχεις εντοπίσει;»
Ο Άλκιμος κουνά το κεφάλι αρνητικά. «Αμφιβάλλω καν αν υπάρχει τέτοιο πρόσωπο στη Νέσριβεκ. Υποπτεύεστε ότι έχει σχέση με τον θάνατο της Ηλέννιας;»
«Ναι.»
«Τι σχέση; Νομίζετε ότι αυτή μπορεί να τη δολοφόνησε;»
«Δεν έχει σημασία,» αποκρίνεται η Ξανθίππη. «Πρώτα θέλουμε να την εντοπίσουμε.»
«Ναι, εντάξει,» λέει ο Άλκιμος. «Αλλά πες μου: τι υποθέτετε;»
«Καλύτερα να μην κάνουμε υποθέσεις ακόμα.»
«Θα ήθελα να ξέρω,» επιμένει ο Άλκιμος. «Ίσως μπορούσα να βοηθήσω περισσότερο, γνωρίζοντας. Ο θάνατος της Ηλέννιας μ’έχει προβληματίσει, Ξανθίππη. Όπως σίγουρα υποπτεύονται όλοι, πολύ πιθανόν να έχει κάποια σχέση με την ίδια τη Δυναστεία…»
«Ναι,» συμφωνεί η Ξανθίππη, «είναι πιθανό. Αλλά δεν έχω συνηθίσει να μοιράζομαι τις πληροφορίες μου με τρίτα πρόσωπα όταν κάνω έρευνα. Επαγγελματικό θέμα, Άλκιμε. Σίγουρα με καταλαβαίνεις.»
«Ναι, το καταλαβαίνω αυτό,» αποκρίνεται ο Καλνάροφ τινάζοντας στάχτη στο τασάκι του γραφείου του.
«Θα ήθελες κάτι άλλο από εμένα;»
«Μου είπες λιγότερα απ’ό,τι ήλπιζα. Ήμουν – και είμαι – περίεργος να μάθω. Τέλος πάντων· αν χρειάζεσαι τη βοήθειά μου, ξέρεις πού να με βρεις.»
«Ασφαλώς.»
*
«Τι σου είπε;» ρωτά ο Κριτόλαος, όταν η Ξανθίππη μπαίνει στο δωμάτιό του στο Ψηλό Μέγαρο.
«Δε θες να δεις μόνος σου;» Η ειδική ερευνήτρια βγάζει τον μικροσκοπικό μηχανικό οφθαλμό από το κενό κουμπί του πουκαμίσου της.
«Γιατί όχι; Δεν πρέπει να μιλούσατε και πολλή ώρα, υποθέτω.» Ο Κριτόλαος παίρνει τον οφθαλμό και τον συνδέει με το φορητό πληροφοριακό σύστημα που έχει ανοιχτό επάνω στο τραπεζάκι.
«Δε μου είχες πει ότι ήσουν πράκτορας της Παντοκράτειρας,» λέει η Ξανθίππη.
«Και σ’το είπε ο Καλνάροφ;»
«Ναι.»
«Τυχαίο, νομίζεις;» Ο Κριτόλαος αποθηκεύει τα οπτικά δεδομένα του οφθαλμού μέσα στο σύστημά του, τον αποσυνδέει, και τον επιστρέφει στην Ξανθίππη.
«Τι εννοείς;»
«Μπορεί να ήθελε να σε κάνει να με εμπιστεύεσαι λιγότερο απ’ό,τι με εμπιστεύεσαι.»
«Σε εμπιστεύομαι, Κριτόλαε. Και πριν και τώρα,» του λέει, ατενίζοντάς τον ευθέως.
Ο Κριτόλαος νεύει. «Δίκαιο ήταν να ξέρεις, ούτως ή άλλως,» αποκρίνεται. «Έχω ψάξει κι εγώ για σένα, για νάμαι ειλικρινής.»
Η Ξανθίππη συνοφρυώνεται. «Τον φάκελό μου;»
«Ναι.» Ο Κριτόλαος πατά μερικά πλήκτρα πάνω στο φορητό σύστημα, ενεργοποιώντας τα οπτικά δεδομένα. Η εικόνα του Άλκιμου Καλνάροφ γεμίζει την οθόνη, και η φωνή του ακούγεται, καθώς και η φωνή της Ξανθίππης.
«Γνωρίζεις, δηλαδή, για τον πατέρα μου…» λέει η ειδική ερευνήτρια.
«Γνωρίζω.» Ο Κριτόλαος κοιτάζει την οθόνη. «Μη σε αγχώνει αυτό. Σε καταλαβαίνω.»
«Αμφιβάλλω.» Η φωνή της είναι αμυντική.
Ο Κριτόλαος στρέφεται να την κοιτάξει, και βλέπει την όψη της νάχει σκληρύνει, και τα μάτια της επίσης. «Κι εγώ είχα προβλήματα με τους γονείς μου, αν και διαφορετικού είδους. Ο πατέρας μου ήταν ιερέας του Κρόνου, στη Ρελκάμνια, προτού η συγκεκριμένη διάσταση γίνει έδρα της Συμπαντικής Παντοκρατορίας. Ήταν καλός άνθρωπος αλλά είχε ένα σοβαρό ελάττωμα: κάπνιζε. Ό,τι καπνό κυκλοφορεί στο Γνωστό Σύμπαν. Στο τέλος, οι καπνοί τον σκότωσαν.»
Ένα αχνό μειδίαμα διαλύει την αγριάδα στο πρόσωπό της. «Γι’αυτό δεν καπνίζεις;»
«Μπορεί,» αποκρίνεται ο Κριτόλαος σαν κι ο ίδιος να μην είναι βέβαιος, και στρέφει πάλι το βλέμμα του στην οθόνη. Γυρίζει τα οπτικά δεδομένα λιγάκι πιο πίσω, για να ξαναδεί το κομμάτι που έχασε. Παρατηρεί τον Άλκιμο εξονυχιστικά. Τις αντιδράσεις του, το πώς μιλάει.
«Δε με συμπαθεί,» λέει όταν τα οπτικά δεδομένα τελειώνουν. «Και νομίζω ότι είναι προφανές πως προσπαθούσε να σε ψαρέψει.»
Η Ξανθίππη νεύει. «Ναι, το προσπαθούσε.»
«Ο μοναδικός συγγενής μας, μέχρι στιγμής, που φαίνεται να δείχνει τέτοιο ενδιαφέρον…»
«Κι αυτό σε κάνει να τον υποπτεύεσαι περισσότερο;»
«Ναι,» λέει ξεκάθαρα ο Κριτόλαος. «Επιπλέον, δεν σου φάνηκε περίεργο που είπε ότι αμφιβάλλει αν υπάρχει καν κάποια Κλέφτρα της Πνοής στη Νέσριβεκ; Ο Φίλανθος μπορούσε να βρει τη Μοργκιανή φόνισσα αλλά ο Καλνάροφ δεν μπορεί;»
«Το αποκλείεις;»
«Ο Καλνάροφ έχει, αναμφίβολα, μεγαλύτερη επιρροή, Ξανθίππη…»
«Δεν είναι, όμως, παντογνώστης, Κριτόλαε. Η Νέσριβεκ είναι μεγάλη πόλη, γεμάτη μυστικά. Και ο Φίλανθος είναι πολύ υποψιασμένος, παρότι ορισμένες φορές μπορεί να μοιάζει λιγάκι ανόητος.»
Ο Κριτόλαος’μορ δεν δείχνει καθόλου πεπεισμένος, καθώς απενεργοποιεί το πληροφοριακό σύστημά του.
*
Φεύγουν από το Ψηλό Μέγαρο και πηγαίνουν να ψάξουν τις αγορές της Νέσριβεκ, εκείνος μέσα στο τετράκυκλο όχημά του, εκείνη επάνω στο δίκυκλό της. Δεν απομακρύνονται, όμως, ο ένας από τον άλλο γιατί σε πολλές περιπτώσεις ίσως να χρειάζεται η ταυτότητα της ειδικής ερευνήτριας της Χωροφυλακής. Ρωτάνε ανθρώπους σε διάφορα μέρη, ανατολικά και δυτικά του ποταμού Ήρντεφ, μέλη της Σιδηράς Δυναστείας και άλλους, εμπόρους και μη, του υπόκοσμου και απλούς πολίτες. Προσπαθούν να μάθουν ποιοι πουλάνε πράγματα από τη Μοργκιάνη. Και μαθαίνουν: βρίσκουν δύο καταστήματα δυτικά του ποταμού και ένα ανατολικά του. Αυτοί οι έμποροι, όμως, δεν πάνε οι ίδιοι στη Μοργκιάνη· απλά αγοράζουν ό,τι τους φέρνουν άλλοι, οι οποίοι έρχονται από τη Ράσρηβ ή τη Μόλκαρηβ. Κανένας στη Νέσριβεκ δεν φαίνεται να ταξιδεύει κατευθείαν στη Μοργκιάνη για εμπόριο· ή, τουλάχιστον, ο Κριτόλαος και η Ξανθίππη δεν ανακαλύπτουν κανέναν.
Το κατάστημα στ’ανατολικά του ποταμού, εκτός των άλλων, πουλά και σχοινιά από τη Μοργκιάνη. Τα καταστήματα στα δυτικά του ποταμού δεν πουλάνε σχοινιά. Επομένως, αν η Μάρναλιθ αγοράζει από την πόλη τα σχοινιά της, από εδώ πρέπει να τα προμηθεύεται, συμφωνούν και ο Κριτόλαος και η Ξανθίππη. Ο Κριτόλαος, όμως, λέει στην ειδική ερευνήτρια να μη ρωτήσουν τον καταστηματάρχη ακόμα αν μια μαυρόδερμη γυναίκα έρχεται στο μαγαζί του γιατί μπορεί να τη γνωρίζει προσωπικά και να τους το κρύψει· μπορεί, μάλιστα, να την ειδοποιήσει κιόλας, ώστε εκείνη να πάψει να επισκέπτεται αυτό το μέρος στο άμεσο μέλλον.
«Τι προτείνεις; Να παρακολουθήσουμε το κατάστημα;» τον ρωτά η Ξανθίππη, καθώς κάθονται σε μια καφετέρια, όχι και πολύ μακριά από το μαγαζί που πουλά τα πράγματα από τη Μοργκιάνη. Είναι μεσημέρι, κι έχουν αφήσει τα οχήματά τους απέξω, στο πλάι του πεζόδρομου.
«Είναι το πιο λογικό.»
«Και πότε θα έρθει εδώ η Κλέφτρα, νομίζεις; Μετά από ένα μήνα; Μετά από δύο μήνες; Πόσο μπορούμε να καθόμαστε και να την περιμένουμε, Κριτόλαε; Εγώ δεν μπορώ να ερευνώ τούτη την υπόθεση για πάντα· η Χωροφυλακή δεν θα μ’αφήσει.»
«Αυτό,» παραδέχεται ο Κριτόλαος, «είναι όντως ένα πρόβλημα.»
«Επιπλέον, δεν είμαστε σίγουροι ότι η Κλέφτρα προμηθεύεται τα σχοινιά της από εδώ.»
«Πράγματι. Να σε ρωτήσω κάτι άλλο;»
Η Ξανθίππη υψώνει ένα φρύδι.
«Έχεις καταλάβει ότι μας παρακολουθούν, έτσι; Εδώ και καμια ώρα τον έχω αντιληφτεί.»
Η Ξανθίππη νεύει. «Κι εγώ. Πριν από κανένα μισάωρο.»
«Ο άντρας που κάθεται προς τ’αριστερά μου. Αυτός με το περιοδικό, το γαλανό δέρμα, τα μαύρα μαλλιά, και τα μαύρα γυαλιά.»
«Ναι,» συμφωνεί η Ξανθίππη.
«Ποιος νομίζεις ότι μπορεί να τον έστειλε;»
Η Ξανθίππη δεν μιλά, αν και έχει μια υποψία.
«Την ίδια υποψία έχω κι εγώ,» λέει ο Κριτόλαος σαν να διαβάζει το μυαλό της. «Ο Καλνάροφ.»
Η Ξανθίππη σμίγει τα χείλη δυσανασχετώντας. «Δεν… Δεν ξέρω,» λέει. «Ή… από περιέργεια, ίσως.»
«Μεγάλη περιέργεια έχει,» σχολιάζει ο Κριτόλαος. «Σε κακό θα του βγει στο τέλος.
»Το δίκυκλό του ο τύπος που μας παρακολουθεί πρέπει να το άφησε δίπλα από την καφετέρια. Θα πάω να το πάρω.»
«Τι εννοείς, θα πας να το πάρεις;»
«Θα το κλέψω.»
«Νομίζεις ότι προλαβαίνεις να το ξεκλειδώσεις;»
«Τεχνομαθείς μάγος είμαι, Ξανθίππη, το ξεχνάς;»
Τα μάτια της στενεύουν. «Μόλις βγεις, ίσως να σε ακολουθήσει.»
«Ναι, γι’αυτό θέλω να του αποσπάσεις την προσοχή όσο θα φεύγω. ‘Συγνώμη, έχετε ένα τσιγάρο; Τι είναι αυτό που διαβάζετε; Για τα τελευταία οχήματα; Λατρεύω αυτό εδώ το όχημα!’»
Η Ξανθίππη χαμογελά. «Εντάξει,» λέει. «Αλλά, εκτός αν είναι τελείως ανόητος, θα υποπτευθεί ότι το κάνω επειδή τον έχω καταλάβει.»
«Δε μας νοιάζει,» λέει ο Κριτόλαος. «Της Χωροφυλακής είσαι, εξάλλου. Αν κάνει καμια μαλακία, του περνάς χειροπέδες. Ξεκινάμε;»
Η Ξανθίππη νεύει. Σηκώνεται απ’το τραπέζι τους και πλησιάζει τον κατάσκοπο. «Συγνώμη,» λέει καθώς εκείνος στρέφεται να την ατενίσει, ξαφνιασμένος. «Μήπως έχετε τσιγάρο; Μου τελείωσαν.»
«Ναι,» αποκρίνεται ο άντρας και πιάνει την ταμπακιέρα μέσα από το ελαφρύ πανωφόρι του.
Η Ξανθίππη παίρνει ένα τσιγάρο και ζητά φωτιά. Ο άντρας βγάζει τον ενεργειακό αναπτήρα του και της το ανάβει…
…ενώ ο Κριτόλαος βγαίνει, διακριτικά αλλά γρήγορα, από την καφετέρια. Βαδίζει προς τη γωνία, στρίβει, και λίγο παραδίπλα βλέπει σταματημένο το δίκυκλο του κατασκόπου. Σίγουρα αυτό είναι· το είχε εντοπίσει από ώρα. Κοιτάζει πάνω από τον ώμο του, για να δει μήπως ο μυστηριώδης άντρας έρχεται, αλλά δεν τον βλέπει· η Ξανθίππη τον κρατά ακόμα απασχολημένο. Ίσως να μη με πρόσεξε καν να φεύγω.
Ο Κριτόλαος πλησιάζει το δίκυκλο και, καθίζοντας στη σέλα, αγγίζοντας το τιμόνι, μουρμουρίζει τα λόγια για ένα Ξόρκι Μηχανικής Εκκινήσεως. Το μυαλό του κεντρίζει τη μηχανή σαν σπίθα, και η μηχανή παίρνει μπροστά, χωρίς να υπάρχει ανάγκη για κλειδί ή για ξεκλείδωμα της κλειδαριάς.
Ο Κριτόλαος οδηγώντας το δίκυκλο απομακρύνεται γρήγορα. Κοιτάζει, κάπου-κάπου, πίσω του μήπως κανένας τον κατασκοπεύει, αλλά δεν εντοπίζει τίποτα το ύποπτο. Σταματά, τελικά, σ’έναν ήσυχο δρόμο και ψάχνει το όχημα για αντικείμενα – στοιχεία. Κάτω από τη σέλα δεν υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να του φανεί χρήσιμο για να αναγνωρίσει τον κατάσκοπο. Ούτε πουθενά αλλού.
Αφήνει το δίκυκλο εκεί και βαδίζει προς την καφετέρια. Θα μπορούσε και να το επιστρέψει, και ίσως ο κατάσκοπος να μην καταλάβαινε τίποτα, αλλά ο Κριτόλαος θέλει ο κατάσκοπος να καταλάβει. Θέλει να τον τρομάξει. Επιπλέον, έχει κι άλλα σχέδια…
Μπαίνοντας στην καφετέρια, βλέπει πως η Ξανθίππη είναι ακόμα εκεί, το ίδιο κι ο κατάσκοπος. Αλλά δεν κάθονται μαζί.
Τα μαύρα γυαλιά του κατασκόπου στρέφονται προς τη μεριά του Κριτόλαου καθώς εκείνος περνά την είσοδο. Αναρωτιέται, μάλλον, πού είχα πάει.
Ο Κριτόλαος κάθεται κοντά στην Ξανθίππη, με την πλάτη του γυρισμένη προς τον κατάσκοπο, και της λέει χαμηλόφωνα τι έγινε. Μετά την προειδοποιεί να μείνει σιωπηλή, γιατί ίσως αυτός ο τύπος να μπορεί να διαβάσει τα χείλη τους, και στη συνέχεια τής προτείνει το σχέδιό του.
Η Ξανθίππη δεν διαφωνεί. Έτσι βάζουν το σχέδιο σ’εφαρμογή.
*
Βγαίνουν από την καφετέρια και παίρνουν τα οχήματά τους, φεύγοντας. Αλλά δεν πάνε μακριά. Στρίβουν σε μια γωνιά, και η Ξανθίππη κατεβαίνει από το δίκυκλό της και κατευθύνεται αμέσως προς τον μικρό δρόμο όπου ο κατάσκοπος είχε αφήσει το δικό του δίκυκλο. Ο Κριτόλαος μένει πίσω για να ρίξει μια κουκούλα επάνω στο όχημά του κι επάνω στο όχημα της Ξανθίππης.
Η ειδική ερευνήτρια φτάνει στον μικρό δρόμο επάνω στην ώρα για να δει τον κατάσκοπο αποπροσανατολισμένο και έκδηλα τσαντισμένο, να απομακρύνεται βαδίζοντας προς τη μεγαλύτερη οδό μπροστά από την καφετέρια. Τον ακολουθεί, έχοντας την πλάτη της κοντά στον τοίχο, διατηρώντας απόσταση ασφαλείας. Τον βλέπει να μιλά σε κάποιους ανθρώπους στον πεζόδρομο, να τους ρωτά, να χειρονομεί. Εκείνοι, όμως, δεν φαίνεται να ξέρουν τι έχει συμβεί στο δίκυκλό του.
Η Ξανθίππη κοιτάζει προς τα πίσω κι ατενίζει τον Κριτόλαο στην άλλη γωνία του μικρού δρόμου. Του κάνει νόημα να περιμένει, κι εκείνος μένει στη θέση του.
Ο κατάσκοπος, μετά από λίγο, αρχίζει να ψάχνει για επιβατηγό όχημα έξω από την καφετέρια. Η Ξανθίππη γυρίζει και τρέχει προς τον Κριτόλαο.
«Τι είναι;» τη ρωτά εκείνος.
«Ψάχνει για επιβατηγό. Θα τον ακολουθήσω με το δίκυκλό μου. Μείνε εκεί» – δείχνει μπροστά, με τον αντίχειρά της – «για να τον κοιτάζεις.»
Ο Κριτόλαος νεύει, και πηγαίνει γρήγορα στην αρχή του μικρού δρόμου.
Η Ξανθίππη φεύγει, τρέχοντας· φτάνει στον δρόμο όπου είναι σταματημένο το δίκυκλό της, τραβά την κουκούλα από πάνω του, και το καβαλά, ενεργοποιώντας το. Το οδηγεί προς τον μικρό δρόμο, κι εκεί συναντά τον Κριτόλαο ο οποίος της λέει: «Μόλις έφυγε.»
«Γαμήσου!» γρυλίζει η Ξανθίππη.
Ο Κριτόλαος ανεβαίνει πίσω της. «Από κει,» δείχνει, και η Ξανθίππη στρίβει, επιταχύνοντας.
«Αυτό εκεί είναι,» της λέει ο μάγος, δείχνοντας ξανά. «Μην το πλησιάσεις περισσότερο.» Ένα τετράκυκλο επιβατηγό όχημα, λίγο μεγαλύτερο από αυτό του Κριτόλαου.
«Ναι,» αποκρίνεται η Ξανθίππη.
Ακολουθούν το επιβατηγό μέσα στους ανατολικούς δρόμους της Νέσριβεκ, επάνω σε μια από τις γέφυρές της – τη βορειότερη, την αποκαλούμενη και Κουρασμένη Γέφυρα, καθώς βρίσκεται κοντά στις Κουρασμένες Αποβάθρες – μέσα στους δυτικούς δρόμους της πόλης, μέσα στη συνοικία που ονομάζεται Ειδήμων, και βλέπουν τελικά το επιβατηγό να σταματά μπροστά στην Οικοκίνηση.
Και η Ξανθίππη σταματά το δίκυκλό της, αλλά σε αρκετή απόσταση.
Ο κατάσκοπος βγαίνει από το επιβατηγό και μπαίνει στο μεσιτικό γραφείο.
«Τι σου έλεγα;» λέει ο Κριτόλαος.
«Δεν το πιστεύω…» μουρμουρίζει η Ξανθίππη.
«Πάμε. Δεν έχουμε τίποτ’ άλλο να δούμε εδώ.»
Στην αρχή, ακολούθησα τον Ρίβη μέσα στο Μαύρο Δόντι απλά και μόνο από περιέργεια, είμαι σίγουρος. Δεν σχεδίαζα να τον εμποδίσω απ’το να κάνει τίποτα, αν και υποπτευόμουν τι ίσως να συνέβαινε. Μετά, όμως, δεν μπορούσα να τον αφήσω να σκοτώσει τον Σουτούρη τον Τυχερό. Παρότι ήξερα ότι η ενέργειά μου ήταν ανόητη. Παρότι ήξερα ότι αυτό θα με καθυστερήσει απ’το να ξεχρεωθώ.
Η Ασημίνα μού είχε πει να μη μπω καθόλου στο Μαύρο Δόντι, να μην ανακατεύω καθόλου σ’αυτή την υπόθεση πέρα από εκεί όπου τελείωνε ο ρόλος μου. Αλλά εγώ ανακατεύτηκα. Κι όχι μόνο ανακατεύτηκα· ουσιαστικά, χάλασα το σχέδιο της Ασημίνας – μέσα στο οποίο, προφανώς, ήταν η δολοφονία του Σουτούρη.
Και τώρα, τι γίνεται; Πώς προχωράμε από εδώ;
«Θα σου εξηγήσω,» αποκρίνομαι στη Ναρλέθι, που με κοιτάζει οργισμένη μέσα στην τραπεζαρία του Νερόλιθου. Οι άνθρωποι γύρω μας – του υπόκοσμου, όλοι τους – έχουν κατεβάσει τα όπλα τους, μα δεν τα έχουν κρύψει. «Πρώτα όμως,» συνεχίζω, «ο κύριος από δω» – δείχνω τον Ρίβη με μια κίνηση του σαγονιού μου, που ακόμα οι μισθοφόροι τον κρατάνε ακινητοποιημένο πάνω στο τραπέζι – «χρειάζεται λίγη περιποίηση.» Το αριστερό του χέρι αιμορραγεί.
«Περιποίηση;» κάνει η Ναρλέθι. «Πυροβόλησε έναν από τους μισθοφόρους μου!»
«Τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται,» της λέω. «Μου έχεις εμπιστοσύνη;»
Η Ναρλέθι με ατενίζει δυσανασχετώντας.
«Αν δεν είχα παρέμβει,» της τονίζω, «ο Σουτούρης ο Τυχερός πιθανώς να ήταν τώρα νεκρός.»
«Νεκρός;»
«Λέει αλήθεια,» επιβεβαιώνει ο Σουτούρης πλησιάζοντας. «Αυτός ο άνθρωπος με σημάδευε, και ο ραλίστας τον σταμάτησε.»
Η Ναρλέθι στρέφεται να τον κοιτάξει. «Τον ξέρεις; Σε ξέρει;»
«Δε νομίζω.»
Η Ναρλέθι κοιτάζει εμένα πάλι. «Τι συμβαίνει, Ζορδάμη;»
«Θα σου εξηγήσω,» αποκρίνομαι ξανά, «αλλά όχι εδώ.»
*
Μεταφέρουμε τον Ρίβη σ’ένα από τα δωμάτια του πανδοχείου, ενώ του λέω να μην ανησυχεί, κανένας δεν πρόκειται να τον πειράξει, η δύναμη του Κάρτωλακ είναι μαζί του, και μαζί μου. Έχω πάλι στο πρόσωπό μου τη σεβάσμια όψη ιερέα που είναι απόλυτα βέβαιος για τις θεϊκές αλήθειες που αρθρώνει. Δεν είμαι σίγουρος ότι ο Ρίβης με πιστεύει, όμως πρέπει να καταλαβαίνει πως αν δεν παίξει τούτο το παιχνίδι σωστά θα τον σκοτώσουν.
Ο γιατρός που έχει η Σιδηρά Δυναστεία στο Μαύρο Δόντι έρχεται στον Νερόλιθο και περιποιείται το τραύμα στο χέρι του Ρίβη, ενώ δύο μισθοφόροι στέκονται μέσα στο δωμάτιο, με τα δικά τους χέρια σταυρωμένα μπροστά τους κι ατενίζοντας τον αδελφό της Ασημίνας με γερακίσια βλέμματα.
Εγώ, η Ναρλέθι, και ο Σουτούρης ο Τυχερός πηγαίνουμε σ’ένα διπλανό δωμάτιο και, ενώ η Κλεισμένη περιφέρεται γύρω από τα πόδια μας, τους εξηγώ πως απόψε κιόλας πήρα τον Ρίβη από τη Νιρικόνια Κλινική και ο άνθρωπος ίσως να μην είναι καλά στα μυαλά του, γι’αυτό συνέβησαν όσα συνέβησαν.
«Γιατί τον πήρες από εκεί;» με ρωτά η Ναρλέθι. «Και γιατί τον έφερες εδώ;»
«Ονομάζεται Ρίβης,» της λέω, «και είναι μέλος της Δυναστείας. Με έστειλαν να τον βγάλω από την κλινική, να του δώσω ένα κουτί που περιέχει κάποια πράγματα, και μετά να τον αφήσω έξω από το Μαύρο Δόντι. Από περιέργεια, όμως, τον ακολούθησα μέσα, γιατί…» Κοιτάζω τον Σουτούρη. «Υποπτευόμουν ότι ίσως να ερχόταν για να σε σκοτώσει.»
«Μα,» απορεί ο Τυχερός, «γιατί; Δεν τον ξέρω καν αυτό τον άνθρωπο! Δεν έχουμε ποτέ συναντηθεί· είμαι σίγουρος.»
«Ναι,» απαντώ. «Αλλά, αν έχω καταλάβει καλά, ο Ρίβης νομίζει ότι τον καταδιώκει κάποιος μυστηριώδης Τζογαδόρος.»
Ο Σουτούρης συνοφρυώνεται. «Και πιστεύει ότι αυτός ο μυστηριώδης Τζογαδόρος είμαι εγώ;»
«Σε είδε να παίζεις χαρτιά–»
«Μα τα κωλομέρια της Λόρκης, ραλίστα! τότε ο άνθρωπος είναι όντως τελείως τρελός! Δηλαδή, όποιος παίζει χαρτιά–;»
«Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά,» τον διακόπτω. «Μέσα στο κουτί που του έδωσα, εκτός από ένα σημείωμα κι ένα πιστόλι – αυτό το πιστόλι» – το κρατάω στο χέρι μου – «υπήρχε και μια φωτογραφία. Μια δική σου φωτογραφία.»
Ο Σουτούρης συνοφρυώνεται. «Δεν καταλαβαίνω. Γιατί;»
«Ούτε κι εγώ καταλαβαίνω ακριβώς. Αλλά» – και τώρα στρέφομαι στη Ναρλέθι – «αν μ’αφήσεις να του μιλήσω, ίσως να καταλάβω.»
«Ποιος σ’έστειλε να τον πάρεις απ’το ψυχιατρείο και να τον φέρεις εδώ;» με ρωτά εκείνη.
Σμίγω τα χείλη, διστακτικός ν’απαντήσω.
Και η Ναρλέθι αμέσως αντιλαμβάνεται τον δισταγμό μου. «Κάποιος συγγενής;»
«Προφανώς,» της λέω.
«Ισχυρός συγγενής;»
«Αρκετά ισχυρός. Άσε με να μιλήσω στον Ρίβη, πρώτα, και θα σου εξηγήσω μετά. Σύμφωνοι;»
«Σύμφωνοι, ραλίστα,» αποκρίνεται η Ναρλέθι. «Αλλά φρόντισε αυτός ο φρενοβλαβής να μην αρχίσει ξανά να πυροβολεί μέσα στον Νερόλιθο, ή μέσα στο Μαύρο Δόντι, γιατί την επόμενη φορά θα τον σκοτώσουμε ό,τι κι αν λες.»
*
Μα τους θεούς, τι εξυπηρετούν αυτά που κάνω τώρα; Δε με βοηθάνε να ξεχρεωθώ, και ούτε εκτελώ τις εντολές κάποιου από τα μεγάλα κεφάλια της Δυναστείας. Έχω αρχίσει να ενεργώ μόνος μου. Αυτόβουλα. Και πού θα με οδηγήσει αυτό; Σίγουρα, όχι σε καλό μέρος. (Νομίζω πως μπορώ σχεδόν ν’ακούσω το γέλιο του Άφευκτου, του Σίλα Ιερόπυργου, ν’αντηχεί μέσα στο κεφάλι μου, προερχόμενο από τον σκοτεινό κόσμο των νεκρών.) Τι να έκανα, όμως; Ν’άφηνα τον Ρίβη να σκοτώσει τον Σουτούρη; Δεν μπορούσα. Κι οι δυο τους θα πέθαιναν. Οι μισθοφόροι στον Νερόλιθο, αναμφίβολα, θα γέμιζαν αμέσως τον Ρίβη με σφαίρες. Και δεν μ’ενδιαφέρει πραγματικά για τη ζωή του Ρίβη, όμως μπορώ να καταλάβω ότι τον εκμεταλλεύονται αυτή τη στιγμή. Η ίδια του η αδελφή τον εκμεταλλεύεται. Εκείνη, άλλωστε, έστειλε το κουτί με το πιστόλι και τη φωτογραφία. Και αποκλείεται να μην ήξερε πως, σκοτώνοντας τον Σουτούρη, θα σκοτωνόταν κι ο Ρίβης.
Τι έχει στο μυαλό της η Ασημίνα; Ποια είναι τα σχέδιά της;
Μπαίνω στο δωμάτιο του Ρίβη αφού ο γιατρός έχει φύγει, και η Κλεισμένη μ’ακολουθεί μέσα, αθόρυβα. Κάνω νόημα στους δύο μισθοφόρους να αποχωρήσουν. Εκείνοι διστάζουν, οπότε τους λέω: «Βγείτε. Έχω την άδεια της Ναρλέθι.» Δε φέρνουν αντίρρηση· μας αφήνουν μόνους.
Ο Ρίβης είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι του δωματίου, με το τραυματισμένο χέρι του δεμένο με επιδέσμους.
«Πώς είσαι;» τον ρωτάω.
«Ο γιατρός είπε ότι σε καμια δεκαριά μέρες θα μπορώ να κινήσω το χέρι μου κανονικά, αν μέχρι τότε δεν το κουράζω και το έχω σε σχετική ακινησία.»
Πιάνω μια καρέκλα και, τραβώντας την πλάι στο κρεβάτι του, κάθομαι ανάποδα, με τα χέρια μου ακουμπισμένα στην πλάτη της.
«Γιατί με σταμάτησες;» με ρωτά ο Ρίβης. «Γιατί ήθελε ο Κάρτωλακ να με δοκιμάσει; Τι… τι περιμένει από εμένα;»
Μ’έχει πιστέψει; Πραγματικά, μ’έχει πιστέψει, ότι ο Κάρτωλακ ήθελε να τον δοκιμάσει; Του λέω: «Πες μου τι ακριβώς σου έχει συμβεί, Ρίβη. Πώς κατέληξες στη Νιρικόνια Κλινική;»
Με ατενίζει συνοφρυωμένος. «Δεν ξέρεις;»
«Θέλω να μου πεις,» επιμένω, φιλικά.
«Με κυνηγούσε ο καταραμένος Τζογαδόρος! Ένας απεσταλμένος της Λόρκης. Ήθελε να με βγάλει απ’τη μέση γιατί ήξερε ότι ήμουν αγαπητός στον Κάρτωλακ, τον Άρχοντα των Δασών.»
«Από πότε;» τον διακόπτω. «Από πότε ήθελε να σε βγάλει απ’τη μέση; Πού βρισκόσουν τότε;»
«Στη… Κοντά στην Κιρβόνη. Εκεί είναι το σπίτι μου–»
«Μια βίλα;»
«Ναι. Το γνωρίζεις; Μια βίλα με ιερά λαξεύματα στους τοίχους της.»
«Μαζί με την αδελφή σου έμενες; Την Ασημίνα;»
«Ναι.» Ο Ρίβης ανασηκώνεται πάνω στο κρεβάτι. «Μας ξέρεις, λοιπόν!»
«Γνωρίζω κάποια πράγματα,» παραδέχομαι. «Πες μου κι άλλα, όμως. Τι συνέβη ενώ ήσουν στο σπίτι σου; Πώς εμφανίστηκε αυτός ο Τζογαδόρος;»
«Δεν ξέρω,» αποκρίνεται ο Ρίβης. «Τον έβλεπα, όμως, μες στον ναό μου συχνά–»
«Ποιον ναό;»
«Το σπίτι μου είναι ναός. Σου είπα, έχει επάνω του ιερά λαξεύματα του Κάρτωλακ.»
«Ναι, σωστά. Και ο Τζογαδόρος;»
«Ο δαιμονικός υπηρέτης της Λόρκης παρουσιαζόταν μέσα στο σπίτι. Προσπαθούσε πάντα να με πλησιάσει. Ακόμα κι οι φύλακες τον είχαν δει, μα δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα, και μου έλεγαν να προσέχω.»
«Η Ασημίνα; Τον είχε δει κι εκείνη;»
«Δε νομίζω ότι τον είχε δει, αλλά ήξερε για την ύπαρξή του. Με καταδιώκει παντού!» Η όψη του Ρίβη μοιάζει τώρα πολύ ταραγμένη. Τα μάτια του γυαλίζουν άγρια, βαθιά μέσα στις κόγχες του προσώπου του, σαν τα μάτια παγιδευμένου θηρίου.
«Ηρέμησε,» του λέω. «Δεν υπάρχει αυτός ο Τζογαδόρος εδώ. Κι ακόμα δεν καταλαβαίνω πώς από το σπίτι σου κατέληξες στη Νιρικόνια Κλινική.»
«Μια νύχτα… ένα σούρουπο, ο Τζογαδόρος είχε έρθει για να κλέψει την ψυχή μου.»
«Με τι τρόπο;»
«Παρουσιαζόταν και μετά χανόταν ξανά. Ήταν μες στις σκιές! Κι όλοι στο ναό το είχαν καταλάβει, αλλά μου το έκρυβαν γιατί φοβόνταν. Μου ζητούσαν να ησυχάσω. Κι όλοι οι πιστοί μου ακόλουθοι είχαν χαθεί εκείνη τη νύχτα!»
«Ποιοι πιστοί ακόλουθοι;»
«Αυτοί που είχαν συγκεντρωθεί στον ναό μου. Πιστοί του Κάρτωλακ.»
«Δούλευαν στη βίλα;»
«Δεν δούλευαν. Ήταν εκεί επειδή πίστευαν στον Κάρτωλακ, και σ’εμένα, που ήμουν αγαπητός σ’αυτόν.»
«Εκείνη τη νύχτα εξαφανίστηκαν, όμως…»
«Ναι.»
«Γιατί;» ρωτάω.
«Δεν ξέρω. Ο Τζογαδόρος φταίει, όμως· είμαι σίγουρος!»
«Αλήθεια, γιατί τον λες Τζογαδόρο; Από την αρχή τον θεωρούσες Τζογαδόρο;»
«Είχε επισκεφτεί τη βίλα μια φορά, και είχε παίξει χαρτιά με τους φύλακές της.»
«Και η Ασημίνα δεν τον είχε δει;»
«Τον είχε δει.»
«Πριν από λίγο, όμως, μου είπες ότι η Ασημίνα δεν τον είχε δει…»
«Δεν τον είχε δει μετά!» λέει ο Ρίβης σαν να έπρεπε να το είχα καταλάβει αυτό. «Μετά. Όταν εμφανιζόταν κι εξαφανιζόταν με μυστηριώδη τρόπο μες στο σπίτι – μες στον ναό μου!»
«Μάλιστα…» αποκρίνομαι. Κάτι δεν μ’αρέσει καθόλου σ’αυτή την υπόθεση. Καθόλου. «Κι όταν ο Τζογαδόρος ήρθε, την πρώτη φορά, η όψη του ήταν σαν του ανθρώπου που επιχείρησες να πυροβολήσεις εδώ, στην τραπεζαρία;»
«Φυσικά και όχι! Ο Τζογαδόρος αλλάζει μορφές – μην είσαι ανόητος! Είναι υπηρέτης της Λόρκης. Δαιμονικός.»
Μαλακίες, σκέφτομαι. Ποιος όμως έβαλε αυτές τις μαλακίες μέσα στο κεφάλι του; Γιατί μου φαίνεται απίθανο να μπήκαν εκεί από μόνες τους. Όπως μου φαίνεται, επίσης, απίθανο να είναι αληθινά αυτά τα πράγματα. Δεν αποκλείω ποτέ τίποτα, ασφαλώς. Έχω δει εξωδιαστασιακούς δαίμονες και διάφορα παράδοξα στη ζωή μου. Αλλά βγάζουν κάποιο νόημα, έχουν κάποια στοιχειώδη τουλάχιστον λογική βάση. Αυτά που διηγείται ο Ρίβης, όμως, είναι μπερδεμένα. Μοιάζουν ασυνάρτητα.
«Μάλιστα,» λέω. «Και πώς το ξέρεις ότι αλλάζει μορφές; Πώς το ανακάλυψες;»
«Μου είπαν ότι τον είδαν μια φορά κοντά στη βίλα– Πώς σε λένε, αλήθεια;»
«Ζορδάμη.»
«Τον είδαν, Ζορδάμη, κοντά στη βίλα: και την ίδια βραδιά η εφιαλτική σκιά του παρουσιάστηκε στον κήπο – την αντίκρισα εγώ ο ίδιος!»
«Ποιος τον είδε κοντά στη βίλα;»
Ο Ρίβης συνοφρυώνεται σαν να προσπαθεί να θυμηθεί. «Ο… ο Λειρνόος, νομίζω. Ένας φύλακας της βίλας, που είναι και μέλος–»
«–της Σιδηράς Δυναστείας. Τυχαίνει να τον έχω ακουστά. Αυτός, λοιπόν, σου είπε πως είδε τον Τζογαδόρο εκεί κοντά…»
«Ναι.»
«Και μετά,» ρωτάω, «έγιναν κι άλλα τέτοια παράξενα συμβάντα;»
«Με καταδίωκε παντού, Ζορδάμη! Παντού! Μέσα στον ναό μου· έξω απ’τον ναό μου, στην ύπαιθρο· στην Κιρβόνη, όταν ταξίδευα εκεί για αγορές ή για άλλους λόγους! Στο τέλος, θεώρησα ότι το καλύτερο που μπορούσα να κάνω ήταν να μένω στον ναό· εκεί, σίγουρα, η προστασία του Κάρτωλακ θα ήταν ισχυρότερη.»
«Και τι έγινε εκείνη τη μοιραία νύχτα που εξαφανίστηκαν οι ακόλουθοί σου, Ρίβη;»
«Εκείνη τη νύχτα, ο Τζογαδόρος παρουσιαζόταν παντού στη βίλα, κι όλοι ήταν τρομοκρατημένοι αλλά κανένας δεν το παραδεχόταν. Η Ασημίνα είχε κλειδωθεί στο δωμάτιό της, κι ούτε σ’εμένα δεν άνοιγε! Έβλεπα τον Τζογαδόρο να εμφανίζεται και να χάνεται, άκουγα το γέλιο του! Η μορφή του φαινόταν στους καθρέφτες – χωρίς εκείνος να είναι μπροστά τους! Τράβηξα ένα πιστόλι και προσπαθούσα να τον σκοτώσω, μα συνεχώς τον αέρα χτυπούσα, συνεχώς μου ξέφευγε το τέρας της Λόρκης!»
«Και μετά;»
«Μετά…» Συνοφρυώνεται. «Δε θυμάμαι. Πρέπει ο Τζογαδόρος να με χτύπησε κάπως. Έχασα τις αισθήσεις μου, κι όταν συνήλθα ήμουν στη Νιρικόνια Κλινική, και κανένας δεν με πίστευε ότι ο Τζογαδόρος με κυνηγούσε ακόμα κι εκεί. Ούτε καν για τη Σιδηρά Δυναστεία δεν με πίστευαν! Ο γιατρός προσπαθούσε να με πείσει ότι ήταν μια οργάνωση που είχα φανταστεί για να αντιμετωπίσω, λέει, τον εφιάλτη του Τζογαδόρου που πάλι το μυαλό μου είχε δημιουργήσει!»
«Ποιος γιατρός; Ο Άρης Μικρόνυχος; Γαλανόδερμος, μουστάκι, μεγάλα γυαλιά;»
«Ναι, αυτός.»
Τι σκατά συμβαίνει εδώ; αναρωτιέμαι. Αυτός είναι αναμφίβολα συνεννοημένος με την Ασημίνα, και κατά πάσα πιθανότητα μέλος της Δυναστείας. «Και ο Τζογαδόρος συνέχιζε να εμφανίζεται μέσα στην κλινική;»
«Ναι, αυτό δεν σου είπα; Παρουσιαζόταν κι εξαφανιζόταν. Πολλές φορές άκουγα το γέλιο του, ή τον άκουγα να μου μιλά μέσα από καθρέφτες. Μου έλεγε πως η Λόρκη θα πάρει την ψυχή μου, πως ο… ο Άρχοντας των Δασών μ’έχει εγκαταλείψει γιατί» – η φωνή του γίνεται πνιχτή – «γιατί αποδείχτηκα… ανάξιος.»
Αναστενάζω, και σηκώνομαι απ’την καρέκλα. Βηματίζω μέσα στο δωμάτιο, προβληματισμένος. Ανάβω τσιγάρο.
Η Κλεισμένη νιαουρίζει – ο πρώτος ήχος που βγάζει από τότε που με ακολούθησε εδώ.
«Τι είναι, Ζορδάμη;» με ρωτά ο Ρίβης, με απεγνωσμένη όψη.
Τι να είναι; σκέφτομαι. Το θέμα είναι τι σκατά κάνουμε τώρα. Μπορώ να επιστρέψω στην Ασημίνα; Και να της πω τι; Έκανα το σχέδιό της άνω-κάτω.
Κουνάω το κεφάλι μου προβληματισμένα. Τώρα τον πήραμε τον περίεργο δρόμο, ραλίστα…
Λέω στον Ρίβη: «Θα σου πω την αλήθεια, και άκουσέ με καλά.»
Το βλέμμα του καρφώνεται επάνω μου με τρομερή ένταση.
«Δε μ’έστειλε ο Κάρτωλακ να σε πάρω από την κλινική.»
Τα μάτια του γουρλώνουν.
«Και, πίστεψέ με,» συνεχίζω, «δεν είναι επειδή ο Άρχοντας των Δασών σε θεωρεί ανάξιο. Η αδελφή σου με έστειλε, η Ασημίνα. Μου είπε να ζητήσω τον Άρη Μικρόνυχο και να του δώσω μια επιστολή της. Ο Μικρόνυχος τη διάβασε και μετά σε έφερε σ’εμένα, χωρίς άλλη κουβέντα· κατά πάσα πιθανότητα, ήταν συνεννοημένος με την αδελφή σου εξαρχής. Στη συνέχεια, είχα εντολή – από την Ασημίνα, όχι από τον Κάρτωλακ – να σου δώσω το κουτί που σου έδωσα, να σε αφήσω έξω από το Μαύρο Δόντι, και να φύγω, να επιστρέψω στην Κιρβόνη, στη βίλα σας.»
Ο Ρίβης με κοιτάζει σαν να μη μπορεί – να μη θέλει – να πιστέψει όσα τού λέω. «Όχι…» μουρμουρίζει. «Όχι…»
«Αυτή είναι η αλήθεια,» τονίζω. «Τα άλλα, ότι μ’έστειλε ο Κάρτωλακ και τα λοιπά, ήταν μαλακίες. Κάποιος προσπάθησε να σε εκμεταλλευτεί, Ρίβη – και δεν έχω αμφιβολία ποιος. Η αδελφή σου, η Ασημίνα. Ήθελε να σε βάλει να σκοτώσεις τον Σουτούρη και μετά να σκοτωθείς – γιατί εδώ μέσα θα σε σκότωναν· αποκλείεται να έβγαινες ζωντανός. Θα το έχεις ήδη καταλάβει, έτσι;»
Ο Ρίβης νεύει καταφατικά, σιωπηλός τώρα, με την όψη του ωχρή. Μετά μουρμουρίζει: «Η Ασημίνα… Μα… γιατί;…»
«Θα μου δώσεις το μήνυμά της, να το διαβάσω; Το μήνυμα που ήταν μέσα στο κουτί;»
Ο Ρίβης βλεφαρίζει προς στιγμή, σαν να μην κατάλαβε τι του λέω. Ύστερα, όμως, ψάχνει μες στον σάκο του, που είναι ριγμένος στο πάτωμα πλάι στο κρεβάτι, και τραβά το κουτί. Από το εσωτερικό του παίρνει το διπλωμένο χαρτί και μου το δίνει.
Το ξεδιπλώνω.
Ο Άρχοντας των Δασών, που εξακολουθείς να του είσαι αγαπητός, σε ελευθέρωσε από τα διαβολικά δεσμά των εχθρών σου. Και θα σου δώσει την εκδίκηση που ζητάς, ώστε να κατατροπώσεις τον Τζογαδόρο, τον υπηρέτη της Λόρκης, και να μπορέσεις να συνεχίσεις να κάνεις το θέλημα του Κάρτωλακ. Οι ακόλουθοι του Άρχοντα των Δασών σε περιμένουν!
Μέσα σ’αυτό το κουτί θα βρεις μια φωτογραφία που δείχνει την όψη που έχει πάρει ο Τζογαδόρος τώρα. Βρίσκεται στη μικρή πόλη που ονομάζεται «Μαύρο Δόντι», στο πανδοχείο που ονομάζεται «Νερόλιθος». Είναι πολύ πιθανό να τον συναντήσεις στην τραπεζαρία να παίζει χαρτιά.
Μέσα στο κουτί θα βρεις επίσης ένα πιστόλι και δύο γεμιστήρες. Είναι ιερό όπλο, ευλογημένο από τη μανία του Κάρτωλακ – τη μανία που ο Κάρτωλακ σού χαρίζει! Χρησιμοποίησε το πιστόλι για να σκοτώσεις τον Τζογαδόρο όσο πιο γρήγορα μπορείς, προτού αλλάξει μορφή και ξεφύγει ξανά! Αυτή ίσως να είναι η τελευταία σου ευκαιρία. Αν και πάλι ξεφύγει, ακόμα κι ο Άρχοντας των Δασών ίσως να μην έχει τη δύναμη να σε βοηθήσει.
Ο άνθρωπος που ήρθε να σε πάρει από τη φυλακή σου είναι άνθρωπος της Σιδηράς Δυναστείας. Θα σε αφήσει έξω από το Μαύρο Δόντι. Είναι έμπιστος, αλλά να μην του πεις ΤΙΠΟΤΑ για την αποστολή σου – έτσι προστάζει ο Κάρτωλακ! Αυτός ο άνθρωπος είναι μονάχα ο οδηγός σου, και ο οδηγός δεν ξέρει, και δεν πρέπει να ξέρει, για την αποστολή ενός ιερού άντρα του Άρχοντα των Δασών!
Όσο για το ποιος είμαι εγώ που γράφω τούτα τα λόγια, σε διαβεβαιώνω, Ρίβη, πως σύντομα θα συναντηθούμε – μόλις έχεις ξεπαστρέψει τον Τζογαδόρο. Είμαι ένας από τους πιστούς σου ακόλουθους. Αφιερωμένος στον Κάρτωλακ και σε σένα!
«Αυτά,» λέω στον Ρίβη, «είναι ψέματα. Το καταλαβαίνεις, έτσι;»
Με κοιτάζει δυσανασχετώντας. Θέλει να τα πιστέψει τα ψέματα· το βλέπω στα πράσινα μάτια του, στην απεγνωσμένη όψη του. Θέλει, οπωσδήποτε, να τα πιστέψει. «Δεν είσαι πιστός του Κάρτωλακ…» μου λέει βραχνά σαν ο λαιμός του να έχει ξαφνικά γδαρθεί από ξυράφια.
«Κοίτα,» αποκρίνομαι, «όχι, δεν είμαι πιστός ακόλουθος του Κάρτωλακ. Όμως γνωρίζω πως η δύναμή του υπάρχει επάνω στη Σεργήλη. Αλλά αυτή η μαλακία,» υψώνω το μήνυμα, «δεν προέρχεται από τον Κάρτωλακ, ούτε από τους πιστούς του, Ρίβη. Προέρχεται από την αδελφή σου, την Ασημίνα. Εκείνη μού έδωσε το κουτί. Και με προειδοποίησε, μάλιστα, να μιλήσω μαζί σου όσο το δυνατόν λιγότερο επειδή είσαι τρελός, να μην πιστέψω ό,τι κι αν μου πεις. Να σ’αφήσω έξω απ’το Μαύρο Δόντι και να φύγω.»
Η όψη του Ρίβη φανερώνει τρομερή ψυχική σύγκρουση. Βάζει τα πόδια του στο πάτωμα και κάθεται στην άκρη του κρεβατιού.
«Άκου,» του λέω πιάνοντας την καρέκλα πάλι και καθίζοντας μπροστά του. «Δεν αμφιβάλλω ότι ο Κάρτωλακ υπάρχει. Δεν αμφιβάλλω καν ότι ίσως να σε αγαπά. Αλλά εδώ πέρα κάποιος – κάποια – σου παίζει ένα πολύ άσχημο παιχνίδι.»
Ο Ρίβης αναστενάζει βαριά, και τα μάτια του μ’ατενίζουν εμπύρετα.
«Γνωρίζω τη δύναμη του Κάρτωλακ,» του λέω. «Και, μάλιστα, πρόσφατα ήρθα σε επαφή μαζί της. Θέλεις να σου διηγηθώ ένα περιστατικό που, πιστεύω, θα βρεις ενδιαφέρον;»
«Ναι.» Η φωνή του εξακολουθεί να είναι τραχιά, κουρασμένη.
Του αφηγούμαι το περιστατικό με τον Θεώνυμο, μέσα στους δασότοπους Φέρνιλγκαν, και βλέπω την όψη του ν’αλλάζει, να φορτίζεται από έκσταση, τα μάτια του να στραφταλίζουν. Χαμογελά καθώς με ακούει. «Ναι,» μουρμουρίζει κάπου-κάπου, «ναι.» Και στο τέλος μού λέει: «Έχεις γνωρίσει την ιερή δύναμη του Κάρτωλακ, Ζορδάμη. Δεν ήταν ψέματα αυτά που είδες, αυτά που αισθάνθηκες.»
«Το ξέρω πως δεν ήταν ψέματα. Αυτά, όμως, με τον Τζογαδόρο νομίζω πως είναι ψέματα, Ρίβη. Νομίζω πως κάποιος σ’έχει ξεγελάσει ώστε να πιστεύεις ότι ο Τζογαδόρος σε καταδιώκει.»
«Μα είναι παντού! Όπου πάω!»
«Παντού; Γιατί όχι κι εδώ, τότε;»
«Στην τραπεζαρία…» μουρμουρίζει.
«Ο Σουτούρης ο Τυχερός είναι, αναμφίβολα, τζογαδόρος και, μάλιστα, πολύ καλός. Αλλά δεν είναι ο Τζογαδόρος που νομίζεις πως σε κυνηγά. Είναι απλά ακόμα ένα μέλος της Δυναστείας–»
«Μα είναι παντού, Ζορδάμη! Ήταν μέσα στον ναό μου, ήταν στην Κιρβόνη, ήταν στην ύπαιθρο, ήταν στην κλινική–»
«Σε μέρη, δηλαδή, που η αδελφή σου έχει επιρροή. Σου είπα: η Ασημίνα ήταν σίγουρα συνεννοημένη με τον Άρη Μικρόνυχο. Και ο Μικρόνυχος είναι, επίσης, μέλος της Σιδηράς Δυναστείας πιθανώς – αν και δεν μπορώ να είμαι βέβαιος γι’αυτό.»
«Ναι αλλά η Ασημίνα… γιατί;»
«Δεν ξέρω. Όμως πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος.»
«Και πώς έκανε τον Τζογαδόρο να εμφανίζεται;»
«Ούτε αυτό το γνωρίζω, αλλά ξέρω ότι υπάρχουν διάφορα τεχνάσματα που μπορεί να εφαρμόσει κανείς. Είναι ταχυδακτυλουργοί, Ρίβη, που μπορούν να σε κάνουν να νομίζεις ότι βλέπεις εξωφρενικά πράγματα! Πολύ πιο παράξενα από κάποιον μυστηριώδη τύπο που εμφανίζεται κι εξαφανίζεται.» Και του λέω για τα νούμερα του Νικόδημου του νάνου, του συζύγου της Μυρτώς, στην Ύγκρας.
Ο Ρίβης χαμογελά. «Σοβαρολογείς;» με ρωτά παραπάνω από μια φορά, καθώς του περιγράφω τα τεχνάσματα του ταχυδακτυλουργού.
«Μη μου πεις ότι δεν έχεις δει ποτέ ταχυδακτυλουργό!» του λέω, τελικά.
«Ναι, έχω δει, εντάξει. Αλλά αυτός ο τύπος πρέπει νάναι πραγματικά καλός, Ζορδάμη.»
«Είναι,» του λέω, «είναι όντως καλός. Και είναι φίλος μου.»
Ο Ρίβης δείχνει συλλογισμένος τώρα. Μετά με ρωτά: «Δουλεύεις για την αδελφή μου, δηλαδή;»
«Δουλεύω; Ή δούλευα;»
Συνοφρυώνεται. «Τι εννοείς;»
«Δεν ξέρω τι θα γίνει ύστερα απ’ αυτή την ιστορία μ’εσένα.»
«Είσαι μέλος της Σιδηράς Δυναστείας, δεν είσαι;»
«Ναι, αλλά όχι ελεύθερο μέλος. Χρωστάω. Στην αδελφή σου, συγκεκριμένα. Και μου είχε υποσχεθεί πως, αν έκανα κάτι δουλειές για εκείνη, το χρέος μου θα σβηνόταν πια. Ανάμεσα σ’αυτές τις δουλειές ήταν και να φέρω εσένα εδώ – για να σκοτώσεις τον Σουτούρη, όπως φάνηκε.»
Ο Ρίβης μένει σιωπηλός.
«Γιατί μπορεί η αδελφή σου να θέλει τον Σουτούρη νεκρό, ξέρεις;»
Ο Ρίβης ανασηκώνει τους ώμους. «Όχι.»
Υπέροχα, σκέφτομαι.
Ωραία τα κατάφερες, ραλίστα. Τώρα πώς θα ξεχρεωθείς, γαμώ τα κέρατα του Κάρτωλακ;
Νομίζω ότι έχω αρχίσει ν’ακούω ξανά το δαιμονικό γέλιο του Σίλα Ιερόπυργου…
Εμένα δεν με κυνηγά κανένας μυστηριώδης Τζογαδόρος, αλλά το φάντασμα του Άφευκτου βρίσκεται πάντοτε κάπου κοντά μου, απειλώντας ότι θα γίνουμε ένα στο τέλος.
Ο Νάρφλης και ο Σερφάντης στοχεύουν σκιάχτρα στους Κίτρινους Μύλους.
Ο πρώτος τραβά, γρήγορα, στιλέτα και ξιφίδια από τις θήκες του γιλέκου του και τα εκτοξεύει στροβιλιζόμενα. Σπάνια αστοχεί: οι περισσότερες λεπίδες βρίσκουν ή το κεφάλι ή το στήθος. Το μοναδικό μάτι του Νάρφλη κοιτάζει με βλέμμα γερακίσιο· το άλλο του μάτι είναι κρυμμένο πίσω από μια μαύρη καλύπτρα που έχει λευκό κρανίο κεντημένο επάνω. Το δέρμα του είναι γαλανό, και δεν φορά τίποτα κάτω απ’το πέτσινο γιλέκο του· τα μαλλιά του είναι μαύρα και φανερά αχτένιστα. Μια άσχημη ουλή υπάρχει στο πρόσωπό του.
Ο Σερφάντης, που στέκεται παραδίπλα και οπλίζει τώρα το τουφέκι του, είναι γυμνός από τη μέση κι επάνω, και το σώμα του είναι κατάμαυρο και μυώδες. Είναι πιο ψηλός από τον Νάρφλη, και πάνω στο κεφάλι του ανεμίζει μια πλούσια χαίτη από πορφυρά μαλλιά στο ανοιξιάτικο αεράκι. Υψώνει το τουφέκι του, σημαδεύει τα σκιάχτρα που βρίσκονται πιο μακριά, και πυροβολεί. Ψεύτικα χέρια φεύγουν, ένα ψεύτικο κεφάλι διαλύεται, ψεύτικα σώματα τραντάζονται.
Ο Νάρφλης πηγαίνει να μαζέψει τις λεπίδες του από τα πιο κοντινά σκιάχτρα. Τις βάζει, τη μια κατόπιν της άλλης, στα θηκάρια του γιλέκου του και πλησιάζει τον Σερφάντη. «Νυχτώνει σε λίγο,» του λέει. «Πάμε προς τον Παλιόμυλο να πιούμε τίποτα και να βρούμε ευπαρουσίαστη παρέα;»
Ο Σερφάντης κατεβάζει το τουφέκι του ρουθουνίζοντας. «Νομίζεις ότι μας έχουν μείνει λεφτά και για ευπαρουσίαστη παρέα, ρε μαλάκα;»
Ο Νάρφλης μειδιά και το μοναδικό του μάτι γυαλίζει. «Ποιος είπε ότι θάναι υποχρεωτικό να πληρώσουμε;»
Ο Σερφάντης ρουθουνίζει ξανά. Υψώνει το τουφέκι του και εξαπολύει, απανωτά, δύο ριπές: η μία χτυπά ένα σκιάχτρο στην κοιλιά, η άλλη βρίσκει ένα δεύτερο σκιάχτρο στον ώμο. «Ακόμα κι αυτές τις σφαίρες,» λέει κατεβάζοντας πάλι το όπλο, «δεν θάπρεπε κανονικά να τις χαλάω. Σπατάλη είναι.» Ασφαλίζει το τουφέκι και το κρεμά στον ώμο του. «Τα λεφτά που πήραμε ύστερ’ από την Επανάσταση έπρεπε να τάχαμε φυλάξει καλύτερα–»
«Μη γίνεσαι σαν κάτι μίζερους τσιγκούνηδες,» του λέει ο Νάρφλης, πιάνοντας την κάπα του από το κλαδί του δέντρου όπου κρέμεται και ρίχνοντάς τη στους ώμους, δένοντάς την εκεί με τα λουριά.
«Αυτοί, όμως, που έκαναν κάτι με τα λεφτά τους την έχουν καλύτερα τώρα.» Ο Σερφάντης πλησιάζει τα πράγματά του, κοντά σ’έναν θάμνο πλάι στο δέντρο όπου κρεμόταν η κάπα του Νάρφλη, πιάνει μια γκρίζα μπλούζα από κάτω, και τη φορά, βγάζοντας προς στιγμή το τουφέκι απ’τον ώμο του. Μετά παίρνει και το τουφέκι και τον σάκο του στον ώμο.
«Θα βρεθεί δουλειά,» του λέει ο Νάρφλης καθώς κι εκείνος παίρνει τον δικό του σάκο στον ώμο. «Πάμε τώρα στον Παλιόμυλο ή όχι;»
«Αφού είμαστε στους Κίτρινους Μύλους, πού να πάμε; Στη μάντρα κανενός αγρότη;»
Ο Νάρφλης γελά καθώς αρχίζουν να βαδίζουν μέσα στο σούρουπο. Πιάνει ένα τσιγάρο μέσα απ’το γιλέκο του και το ανάβει.
«Δεν ήθελες, μαλάκα, να πιάσουμε δουλειά στη Χωροφυλακή,» του λέει ο Σερφάντης. «Μου έλεγες τότε ότι θα βαρεθούμε – και σ’άκουσα, γαμώ τα κέρατα του Κάρτωλακ…»
«Δεν κάνουμε για χωροφύλακες· το ξέρεις, το ξέρω. Σταματά να κλαίγεσαι.» Ο Νάρφλης φυσά καπνό ανέμελα προς τον ουρανό.
«Η Πρόμαχος θα το φρόντιζε, όμως, να μπούμε εύκολα, είμαι σίγουρος, και θα πληρωνόμ–»
«Δεν είναι Πρόμαχος πια, Σερφάντη· τέλειωσε η Επανάσταση. Η Χασρίνα τώρα είναι μέλος του Γενικού Συμβουλίου. Είναι πολιτικός. Τι σχέση έχει πλέον μ’εμάς, ε;»
«Μη λες μαλακίες, γαμώ την πουτάνα σου. Θα μας είχε βοηθήσει, το ξέρεις. Ακόμα και τώρα–»
«Είναι ανάγκη να σε πιάνει αυτή η μελαγχολική απόγνωση κάθε φορά που οι ήλιοι πλησιάζουν να στερέψουν;»
«Κοντεύουμε να γεράσουμε, μαλάκα.»
«Δεν έχουμε, όμως, γεράσει ακόμα.»
Βαδίζουν επάνω σ’ένα λιβάδι με πλούσιο χόρτο και σποραδικά δέντρα εδώ κι εκεί. Σε κάμποση απόσταση μια μακριά σειρά από ανεμόμυλους φαίνεται, καθώς και υποστατικά σε διάφορα σημεία. Μια γυναίκα πηγαίνει προς κάποιο μέρος καβάλα σ’ένα άλογο, χωρίς να βιάζεται. Δυο χωρικοί βαδίζουν κουβεντιάζοντας. Ένας ψηλός ελκυστήρας είναι σταματημένος πίσω από έναν φράχτη. Ένα τσομπανόσκυλο γαβγίζει από κάπου, αόρατο. Το τοπίο είναι σχεδόν ειδυλλιακό.
Ο Νάρφλης και ο Σερφάντης προχωρούν προς έναν οικισμό δέκα, είκοσι σπιτιών. Στην άκρη του βρίσκεται ένας μεγάλος ανεμόμυλος που δεν χρησιμοποιείται πλέον· πλάι του, κολλητά, είναι οικοδομημένο ένα μικρό πανδοχείο, και ο παλιός μύλος αποτελεί μέρος του πανδοχείου, όπως ξέρουν όλοι όσοι έχουν έρθει έστω και μια φορά εδώ. Η πινακίδα πάνω από την είσοδο γράφει με μεγάλα φωτεινά γράμματα: Ο ΠΑΛΙΟΜΥΛΟΣ.
Προτού οι δύο πρώην επαναστάτες φτάσουν εκεί, μια φιγούρα γλιστρά έξω από τις απογευματινές σκιές κι έρχεται προς το μέρος τους. Μια κοπέλα με χρυσαφί δέρμα και μακριά, καστανά μαλλιά πιασμένα χαλαρά πίσω από το κεφάλι της, ντυμένη με καφετί πέτσινο πανωφόρι, μπλε υφασμάτινο παντελόνι, και κοντές μαύρες μπότες. Στη ζώνη της, μισοκρυμμένο από το πανωφόρι, ο Νάρφλης βλέπει ένα θηκαρωμένο πιστόλι· και αρκετά πιο πάνω από τη ζώνη διακρίνει ένα στήθος που θα τον ενδιάφερε πολύ να δει πώς είναι χωρίς την πράσινη μπλούζα που το σκεπάζει.
«Θες κάτι, κοπελιά;» τη ρωτά καθώς εκείνη τούς πλησιάζει. Έχει προ πολλού τελειώσει το τσιγάρο του· δεν καπνίζει πια.
«Ο Νάρφλης και ο Σερφάντης, σωστά;» λέει η καστανομάλλα, χρυσόδερμη κοπέλα.
«Γιατί θες να ξέρεις;»
«Έχω να σας πω κάτι που θα σας ενδιαφέρει, και θα πληρωθείτε κιόλας αν κάνετε μια δουλειά.»
Ο Νάρφλης χαμογελά. Επαγγελματική η γκόμενα, σκέφτεται. Αλλά συγχρόνως δεν μπορεί παρά να είναι και λιγάκι καχύποπτος. «Τι θα μας πεις που θα μας ενδιαφέρει;»
«Πού βρίσκεται ένας παλιός εχθρός.»
«Τι παλιός εχθρός;»
«Πράκτορας της Παντοκράτειρας.»
Οι όψεις του Νάρφλη και του Σερφάντη πάραυτα αγριεύουν. Το μοναδικό μάτι του πρώτου στενεύει. «Κυκλοφορούν τέτοιοι ακόμα στη Σεργήλη;» μουγκρίζει ο δεύτερος.
«Δεν τους σκοτώσατε όλους,» λέει η κοπέλα.
«Τι ξέρεις για μας;» τη ρωτά ο Νάρφλης. «Πού τ’άκουσες;»
«Επαναστάτες ήσασταν κάποτε, έτσι δεν είναι; Και τώρα δουλεύετε ως μισθοφόροι, σωστά;»
Ο Νάρφλης νεύει καταφατικά. «Δεν το κρύβουμε.»
«Γιατί τότε αναρωτιέσαι πού έμαθα για εσάς;»
Ο Νάρφλης ατενίζει το πρόσωπό της με κάποια περιέργεια. Δε μπορεί νάναι πολύ μεγάλη, σκέφτεται. Γύρω στα είκοσι, την υπολογίζει. Τσουτσέκι θα ήταν όταν πολεμούσαμε την Παντοκράτειρα. «Γιατί,» της αποκρίνεται, «δε μου φαίνεσαι για το συνηθισμένο άτομο που θα μας αναζητούσε.»
«Δεν έρχομαι για δικό μου λογαριασμό, αλλά για άλλου.»
«Ποιου;»
«Δεν είναι ώρα ακόμα να σας το πω αυτό. Ίσως, όμως, να το πληροφορηθείτε αργότερα.»
«Ξέρεις κάτι, ρε κοπελιά;» λέει ο Νάρφλης. «Μου δίνεις την εντύπωση αλήτισσας και γραμματέα συγχρόνως. Πώς είναι δυνατόν αυτό;»
Η κοπέλα χαμογελά για πρώτη φορά από τότε που τους συνάντησε, αλλά το χαμόγελό της είναι συγκρατημένο και λιγάκι λοξό. «Μπορεί να είμαι και τα δύο,» αποκρίνεται αινιγματικά. «Ελάτε μαζί μου και θα μιλήσουμε περισσότερο,» τους λέει και, στρεφόμενη, βαδίζει προς τον Παλιόμυλο.
Ο Νάρφλης, κοιτάζοντας τα πισινά της, σκέφτεται: Ωραίος κώλος, τουλάχιστον. «Πάμε,» προτείνει στον Σερφάντη, ανασηκώνοντας τους ώμους.
«Αφού είπε ότι πληρώνει…» αποκρίνεται εκείνος, κι ακολουθούν την κοπέλα προς το μικρό πανδοχείο.
Ο ήλιος δύει σιγά-σιγά στους τόπους που ονομάζονται Κίτρινοι Μύλοι και βρίσκονται στα περίχωρα της Νέσριβεκ της Όμορφης.
*
Αφού είδαν τον κατάσκοπο να μπαίνει στο μεσιτικό γραφείο του Άλκιμου Καλνάροφ, έφυγαν από εκεί και επέστρεψαν στον δρόμο όπου είχαν αφήσει το τετράκυκλο όχημα του Κριτόλαου, για να το πάρουν. Στη συνέχεια, πήγαν στο σπίτι της Ξανθίππης, στον τέταρτο όροφο της πολυκατοικίας στον Βαθύχρωμο. Ο Τριχόμπαλος, μόλις είδε τον Κριτόλαο, κρύφτηκε κάτω από μια καρέκλα, γαβγίζοντας δυο φορές, φοβισμένα. Η Ξανθίππη γέλασε. «Τι φοβάσαι, ρε χαζούλη;» του είπε. «Ο Κριτόλαος δεν δαγκώνει.»
«Τον έχεις για να φυλά το σπίτι από διαρρήκτες;» ρώτησε ο μάγος.
Η Ξανθίππη γέλασε ξανά. «Είναι πολύ επικίνδυνος όταν θέλει.»
Ο Τριχόμπαλος συνέχισε να ατενίζει τον Κριτόλαο κάτω από την καρέκλα, με το πλούσιο τρίχωμά του να τρέμει και τα μάτια του γουρλωμένα.
Η Ξανθίππη πήγε στην κουζίνα για να ετοιμάσει κάτι πρόχειρο να φάνε· το μεσημέρι είχε ήδη περάσει, και πεινούσαν κι οι δύο. Ο Κριτόλαος κάθισε στο τραπέζι του σαλονιού. Πήρε ένα μπισκότο από το μπολ μπροστά του και το έτεινε προς τα εκεί όπου ήταν κρυμμένος ο Τριχόμπαλος. Όταν η Ξανθίππη επέστρεψε μαζί με το φαγητό και δύο αναψυκτικά, βρήκε τον σκύλο της να τρώει από το χέρι του μάγου.
«Γίνατε φίλοι, βλέπω.»
«Πρέπει να κατάλαβε τελικά ότι δεν σχεδιάζω να τον δολοφονήσω.»
«Καλύτερα, όμως, να μην τον ταΐζεις αυτά τα μπισκότα,» είπε η Ξανθίππη αφήνοντας τον μεγάλο δίσκο στο κέντρο του τραπεζιού και παραμερίζοντας το μπολ. «Δεν του κάνουν καλό.»
Ο Τριχόμπαλος γάβγισε σαν για να διαμαρτυρηθεί.
Μετά από λίγο, καθώς ο Κριτόλαος και η Ξανθίππη έτρωγαν, ο πρώτος ρώτησε: «Τι νομίζεις, λοιπόν, για τον Άλκιμο;»
«Δεν ξέρω.»
«Γιατί να θέλει να μας παρακολουθεί αν δεν έχει τίποτα να κρύψει;»
«Μπορεί απλά νάναι περίεργος.»
«Αστειεύεσαι, φυσικά.»
Η Ξανθίππη δεν απάντησε αμέσως, αλλά μετά είπε: «Ναι. Φυσικά.»
«Το φαντάστηκα.» Ο Κριτόλαος ήπιε μια γουλιά από το αναψυκτικό του.
Ύστερα είπε: «Ξέρεις τι έχω σκεφτεί;»
«Τι;»
«Οι φάκελοι που μου έδωσες. Αυτοί για τους τελευταίους θανάτους με απαγχονισμό.»
«Ναι;»
«Σε καμια περίπτωση τα παπούτσια του θύματος δεν λείπουν. Ή, τουλάχιστον, αν λείπουν, δεν έχει γραφτεί στους φακέλους ως κάτι το αξιοσημείωτο.»
«Χμμμ.»
«Επομένως, ίσως να μην πρόκειται για κάποια εκκεντρική πρακτική του δολοφόνου – ή της δολοφόνου – μας αλλά για κάτι άλλο.»
«Όπως;»
«Ήταν πολύτιμα τα παπούτσια της Ηλέννιας;»
«Πολύτιμα; Δεν ξέρω. Πού να ξέρω;»
«Δε ρώτησες τον άντρα της, υποθέτω.»
«Πράγματι, δεν το σκέφτηκα,» αποκρίθηκε η Ξανθίππη. «Αλλά ίσως κι αυτός να μην ήξερε. Ο Πολύσκορπος είναι πλούσιος· νομίζεις ότι θα καθόταν να βλέπει τι παπούτσια φορούσε η γυναίκα του κάθε φορά που έβγαινε βόλτα για να κάνει αγορές;»
«Σωστό αυτό,» παραδέχτηκε ο Κριτόλαος. «Αν όμως τα παπούτσια είχαν κάτι το ιδιαίτερο επάνω τους, κι αν η δολοφόνος τα πούλησε κάπου στη Νέσριβεκ – ειδικά στον υπόκοσμο της Νέσριβεκ – πιθανώς να μπορούσαμε να την εντοπίσουμε έτσι.»
Η Ξανθίππη το σκέφτηκε για λίγο. Μετά είπε: «Δεν περίμενα, πάντως, ότι το μυαλό σου θα πήγαινε εκεί, ύστερα από την ιστορία με τον κατάσκοπο του Άλκιμου.»
«Το είχα σκεφτεί από πριν, απλώς τώρα βρήκα την ευκαιρία να σ’το αναφέρω. Σχετικά με τον Άλκιμο, τι νομίζεις ότι πρέπει να κάνουμε;»
Κι αυτό το συζήτησαν για πολλή ώρα, μέχρι που νύχτωσε και ο Κριτόλαος έφυγε από το σπίτι της Ξανθίππης.
Η ειδική ερευνήτρια είναι τώρα μισοξαπλωμένη στον καναπέ του σαλονιού της, καπνίζοντας ένα τσιγάρο και βλέποντας τον καπνό να διαγράφει διάφορα σχήματα καθώς ελίσσεται προς τις ενεργειακές λάμπες στο ταβάνι. Ο Τριχόμπαλος παίζει με μια φουσκωτή μπάλα, παραδίπλα, γαβγίζοντας κάπου-κάπου.
Η Ξανθίππη αισθάνεται τρομαγμένη απ’ όλη αυτή την ιστορία. Τόσο καιρό μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία δεν είχε ποτέ βρεθεί αντιμέτωπη με κάτι τέτοιο. Γιατί μπορεί ο Άλκιμος να ήθελε την Ηλέννια νεκρή; Για να τη βγάλει από τη μέση και να γίνει εκείνος ο βασικότερος σύνδεσμος της Δυναστείας στη Νέσριβεκ; (Διότι, αναμφίβολα, ήταν ο πιο βασικός σύνδεσμος μετά την Ηλέννια.) Και να καταφέρει τι έτσι, όμως; Η Σιδηρά Δυναστεία δεν είναι καμια επιχείρηση που όσο πιο πάνω στην ιεραρχία είσαι τόσο μεγαλύτερο μισθό παίρνεις. Η Ξανθίππη αδυνατεί να φανταστεί κάποιον καλό λόγο για να θέλει ο Άλκιμος να σκοτώσει την Ηλέννια. Αλλά ο Κριτόλαος υποθέτει ότι εκείνος ήταν που έβαλε την Κλέφτρα της Πνοής να κάνει τη δουλειά. Και η Ξανθίππη δεν μπορεί εύκολα να αντικρούσει την υπόθεσή του. Παρότι μοιάζει παράλογη, βγάζει νόημα σύμφωνα μ’όσα έχουν δει ώς τώρα.
Τα φαινόμενα, όμως, ίσως να απατούν, σκέφτεται η ειδική ερευνήτρια. Πρέπει να μάθουμε περισσότερα.
Κι αυτό έχουν αποφασίσει να κάνουν απόψε, μετά τα μεσάνυχτα. Η Ξανθίππη τώρα απλά περιμένει η ώρα να περάσει…
*
Στον Ειδήμονα, ο δρόμος μπροστά από την Οικοκίνηση δεν είναι τελείως σκοτεινός παρότι βαθιά νύχτα. Υπάρχουν αρκετές ενεργειακές λάμπες τριγύρω. Αυτή η επιχείρηση, επομένως, θα είναι επικίνδυνη: και ο Κριτόλαος’μορ και η Ξανθίππη το ξέρουν. Το μόνο πλεονέκτημα είναι ότι, τέτοια ώρα, σχεδόν κανένας δεν περνά από εδώ, ενώ όλα τα καταστήματα είναι κλειστά. Κι όσοι μπορεί να περάσουν περνάνε γρήγορα, είτε βαδίζοντας είτε οδηγώντας είτε (σπανιότερα) ιππεύοντας.
Η Ξανθίππη σταματά το δίκυκλό της σ’έναν μικρότερο, κάθετο δρόμο που είναι πολύ πιο σκοτεινός, κι εκείνη κι ο Κριτόλαος κατεβαίνουν από τη σέλα. Φορώντας κάπες, με τις κουκούλες σηκωμένες, πλησιάζουν την πόρτα της Οικοκίνησης, και ο μάγος έχει ήδη προειδοποιήσει την ειδική ερευνήτρια ότι εδώ υπάρχει τηλεοπτικός πομπός. «Αλλά μην ανησυχείς,» της έχει πει· «θα φροντίσω εγώ γι’αυτόν.»
Τώρα, καθώς ζυγώνουν την είσοδο του μεσιτικού γραφείου, ο Κριτόλαος’μορ υποτονθορύζει ένα Ξόρκι Τηλεοπτικής Ασυνέχειας φορτίζοντάς το με τη νοητική εικόνα του άδειου πεζόδρομου μπροστά από την Οικοκίνηση. Ο τηλεοπτικός πομπός δεν θα δει εκείνον και την Ξανθίππη· έχουν γίνει αόρατοι για τον μηχανισμό του. Η αλλοίωση της τεχνητής μνήμης, βέβαια, μπορεί να εντοπιστεί από Τεχνομαθείς μάγους, όπως ξέρει πολύ καλά ο Κριτόλαος, αλλά σπάνια μπορούν να ανακτηθούν τα πραγματικά δεδομένα. Σχεδόν ποτέ, ουσιαστικά.
Καθώς φτάνουν μπροστά στην πόρτα του μεσιτικού γραφείου, η Ξανθίππη ψιθυρίζει: «Ο τηλεοπτικός πομπός;»
«Δε μας βλέπει,» την καθησυχάζει ο μάγος.
«Έτσι απλά;»
«Δεν είναι απλό αν δεν ξέρεις πώς να το κάνεις,» λέει ο Κριτόλαος· και τώρα αγγίζει με το γαντοφορεμένο χέρι του την κλειδαριά της πόρτας ενώ μουρμουρίζει ένα Ξόρκι Ξεκλειδώματος.
Το μυαλό του αμέσως αντιλαμβάνεται το εμπόδιο.
«Το κάθαρμα…» λέει σιγανά.
«Τι;» ρωτά η Ξανθίππη.
«Η κλειδαριά είναι προστατευμένη με μαγεία,» εξηγεί ο Κριτόλαος, αλλά ξαναπροσπαθεί να τη διαρρήξει με Ξόρκι Ξεκλειδώματος. Χωρίς επιτυχία. Η προφυλακτική μαγγανεία τινάζει μακριά τις μαγικές του αισθήσεις, συγχύζοντάς τες. «Αδύνατον,» λέει ο Κριτόλαος. «Δεν γίνεται.»
«Πρέπει, δηλαδή, να τη διαρρήξουμε κανονικά;»
«Δε θα το πρότεινα. Είναι καλή κλειδαριά, και τούτος ο δρόμος δεν ενδείκνυται για να φάμε ώρα σε διάρρηξη. Επιπλέον, δεν πρέπει ν’αφήσουμε σημάδια, γιατί ο Άλκιμος θα καταλάβει ότι κάποιος εισέβαλε.»
Απομακρύνονται από την πόρτα.
«Πώς θα μπούμε, λοιπόν;» ρωτά η Ξανθίππη. Σχεδίαζαν να βάλουν κοριούς για να μαθαίνουν τι κάνει ο Άλκιμος.
«Ας κοιτάξουμε γύρω.»
Βαδίζοντας γύρω από το μεσιτικό γραφείο, που είναι στο ισόγειο μιας πολυκατοικίας, βρίσκουν μόνο ένα παράθυρο που θα μπορούσε να τους φανεί χρήσιμο για να εισβάλουν. Αλλά τα παντζούρια είναι κλειστά και μανταλωμένα.
«Αν το σπάσουμε,» λέει ο Κριτόλαος, «πάλι ο Άλκιμος θα καταλάβει ότι ίσως να του έχουν βάλει κοριούς.»
«Δε μπορείς να τ’ανοίξεις με τη μαγεία σου;»
Ο Κριτόλαος κουνά το κεφάλι αρνητικά. «Αυτό το ξόρκι ξεκλειδώνει κλειδαριές, δεν ανοίγει μάνταλα που βρίσκονται από την άλλη μεριά. Θα μπορούσα να τα σηκώσω με Ξόρκι Τηλεκινήσεως αν τα έβλεπα· αλλά αυτά δεν φαίνονται.»
«Δε θα μπούμε, δηλαδή;»
«Δε νομίζω ότι γίνεται με τρόπο κρυφό, Ξανθίππη. Πάμε.»
Βαδίζουν προς τα εκεί όπου έχουν αφήσει το δίκυκλό της.
*
Το επόμενο πρωί, η Ξανθίππη επισκέπτεται τον Σίλα Πολύσκορπο στην πλούσια οικία του, για να του κάνει κάποιες ερωτήσεις. Όταν φεύγει από εκεί, πηγαίνει στο Ψηλό Μέγαρο για να συναντήσει τον Κριτόλαο’μορ.
Εκείνος, φυσικά, την περίμενε κι αμέσως της ανοίγει για να μπει στο δωμάτιό του.
«Τι έγινε;» τη ρωτά. «Έμαθες τίποτα;»
«Ναι,» λέει η Ξανθίππη, καθίζοντας στην καρέκλα κι αφήνοντας την τσάντα της παραδίπλα.
«Θυμόταν τι παπούτσια φορούσε η γυναίκα του εκείνη τη νύχτα;» Ο Κριτόλαος μοιάζει λιγάκι έκπληκτος, ενώ ακόμα στέκεται.
«Όχι,» αποκρίνεται η Ξανθίππη, «ο ίδιος ο Σίλας Πολύσκορπος δεν θυμόταν. Δεν ήξερε καν πόσα ή τι παπούτσια είχε η Ηλέννια – και, πίστεψέ με, Κριτόλαε, είχε πολλά· τα είδα. Στο σπίτι του Πολύσκορπου, όμως, υπάρχουν και υπηρέτες που τακτοποιούν τα πράγματα. Είναι μεγάλο σπίτι.»
«Κι ένας από τους υπηρέτες θυμόταν τι παπούτσια φορούσε η Ηλέννια;» Ο Κριτόλαος κάθεται αντίκρυ της, στην άλλη καρέκλα.
«Μια υπηρέτρια, συγκεκριμένα, η οποία φρόντιζε για την τακτοποίηση των προσωπικών ειδών.»
«Ήταν πολύτιμα, λοιπόν; Θα είχε νόημα να πουληθούν;»
«Ναι,» λέει η Ξανθίππη. «Είχαν επάνω χρυσά διακοσμητικά. Κανονικό, ατόφιο χρυσάφι, όχι επιχρυσωμένα μέταλλα. Τα είχε κάνει δώρο, μια φορά, ο Πολύσκορπος στην Ηλέννια.»
«Μάλιστα.» Ο Κριτόλαος ακουμπά την πλάτη του στην καρέκλα, αγγίζοντας σκεπτικά το σαγόνι του. «Μπορεί, άρα, η δολοφόνος να τα πήρε για να τα πουλήσει.»
«Έτσι νομίζω κι εγώ.»
«Μείνε εδώ,» λέω στον Ρίβη, «μην πας πουθενά. Θα περάσουμε τη νύχτα στο πανδοχείο. Και μην κάνεις καμια τρέλα· αν νομίζεις ότι είδες κάτι περίεργο, έλα αμέσως να με ειδοποιήσεις. Θα είμαι στο διπλανό δωμάτιο – μόλις βγαίνεις, αριστερά. Εντάξει;»
«Εντάξει,» αποκρίνεται ο αδελφός της Ασημίνας, καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού.
«Αν οι άνθρωποι της Δυναστείας εδώ σε θεωρήσουν ξανά επικίνδυνο,» τον προειδοποιώ, «θα σε σκοτώσουν. Το καταλαβαίνεις, έτσι;» Έχω σηκωθεί από την καρέκλα και είμαι έτοιμος να φύγω· η Κλεισμένη βρίσκεται ήδη μπροστά στην πόρτα του δωματίου, δείχνοντας ανυπόμονη. Δε νομίζω ότι συμπαθεί τον Ρίβη· τη φρικάρει.
«Το καταλαβαίνω,» λέει ο Ρίβης. «Μην ανησυχείς.»
Βγαίνω απ’το δωμάτιό του και, με την Κλεισμένη στο κατόπι μου, πηγαίνω σ’αυτό δίπλα, όπου με περιμένουν η Ναρλέθι και Σουτούρης ο Τυχερός.
«Λοιπόν,» τους λέω. «Έχει γίνει μια περίεργη… μια πολύ περίεργη ιστορία–»
«Δουλεύεις για την Ασημίνα Νέρφελδιφ,» με διακόπτει η Ναρλέθι, ατενίζοντάς με, καθώς έχει τον ώμο της ακουμπισμένο σ’έναν τοίχο του δωματίου και τα χέρια της σταυρωμένα μπροστά της.
Τα μάτια μου στενεύουν. «Πώς…; Μας κρυφάκουγες;»
«Ναι,» παραδέχεται η Ναρλέθι. «Δεν είναι και πολύ δύσκολο όταν βρίσκομαι στο διπλανό δωμάτιο, κι όταν έχω αυτό.» Βγάζει από μια τσέπη της κοντής καπαρντίνας της ένα εργαλείο που το έχω ξαναδεί και είναι γνωστό είτε ως ωτακουστής (η επίσημη ονομασία του) είτε ως το αφτί του τοίχου (η ανεπίσημη ονομασία του). Το ακουμπάς στον τοίχο, φέρνεις το ακουστικό στο αφτί σου, κι ακούς τι λέγεται από την άλλη μεριά – εκτός αν ο τοίχος είναι πολύ χοντρός.
«Μπορούσες και να είχες φανεί πιο διακριτική,» της λέω, και η Κλεισμένη νιαουρίζει πλάι μου σαν να θέλει να υπογραμμίσει τα λόγια μου.
«Αυτός ο άνθρωπος ήρθε μες στο πανδοχείο πρόθυμος να σκοτώσει, πυροβόλησε έναν από τους μισθοφόρους μας, κι ακόμα δεν είναι νεκρός αλλά έχουμε, μάλιστα, περιποιηθεί το τραύμα του και του έχουμε δώσει δωμάτιο. Πόσο πιο καλή να είμαι μαζί του;»
«Δεν κρυφάκουσες μόνο αυτόν, Ναρλέθι· κρυφάκουσες κι εμένα!»
«Μαζί του ήρθες…» μορφάζει. «Του είπες κάτι που δεν ήθελες να ξέρω;»
«Δεν ήμουν ακόμα σίγουρος αν θα σου έλεγα για την Ασημίνα,» παραδέχομαι. Αλλά τώρα σου είπα, θέλοντας και μη. «Τη γνωρίζεις;»
Η Ναρλέθι κουνά το κεφάλι. «Προσωπικά, όχι. Αλλά έχω ακούσει γι’αυτήν.»
«Υποθέτω όχι μέσα από τοίχο,» λέω καυστικά. Και στρέφομαι στον Σουτούρη. «Εσύ την ξέρεις;»
«Ούτε εγώ την έχω συναντήσει ποτέ, αν αυτό ρωτάς, ραλίστα. Δε γνωρίζω γιατί μπορεί να με ήθελε νεκρό.» Είναι καθισμένος στην καρέκλα του δωματίου, καπνίζοντας.
«Σε ήθελε, όμως,» του λέω. «Και τον Ρίβη επίσης. Γιατί αποκλείεται να νόμιζε ότι ο αδελφός της θα ερχόταν εδώ, θα σε πυροβολούσε, και θα έφευγε ζωντανός.»
«Πράγματι,» συμφωνεί η Ναρλέθι. «Είναι φανερό ότι ήθελε να τον βγάλει απ’τη μέση αφού εξυπηρετούσε κάποιο σχέδιό της. Τι σου έχει πει εσένα, Ζορδάμη; Δε σου έχει εξηγήσει τίποτα;»
«Τίποτα συγκεκριμένο. Αλλά, όπως σίγουρα θα άκουσες, η Ασημίνα Νέρφελδιφ είναι το άτομο στο οποίο χρωστάω μέσα στη Δυναστεία· είναι το άτομο που μπορεί να με ξεχρεώσει· και είχε υποσχεθεί πως θα με ξεχρέωνε, πως θα με ελευθέρωνε, αφότου έκανα κάποιες δουλειές για εκείνη… Αλλά τώρα…» Κοιτάζω μια τον Σουτούρη μια τη Ναρλέθι. «Δεν ξέρω τι θα γίνει τώρα. Αυτή τη δουλειά εδώ τη χάλασα, και μάλιστα όχι από λάθος, αλλά εσκεμμένα.»
«Σου χρωστάω, ραλίστα,» μου λέει ο Σουτούρης.
«Ναι,» αποκρίνομαι με εσκεμμένα σκοτεινό ύφος. «Εσύ χρωστάς σ’εμένα κι εγώ συνεχίζω να χρωστάω σε όλη τη Σιδηρά Δυναστεία.»
«Η Ασημίνα Νέρφελδιφ,» μου λέει η Ναρλέθι, «δεν μπορεί να στέλνει δολοφόνους εναντίον άλλων μελών της Δυναστείας. Θα το μετανιώσει αυτό!»
Τα λόγια της μου φέρνουν αμέσως στο μυαλό τη δολοφονία του Φιλοπολίτη Τασνικέφ στη Νίρβεκ, καθώς και τις παράξενες ενέργειες του Παλιόσυρμου. Πρόκειται για παρόμοια περίπτωση; Συμβαίνει γενικά κάτι περίεργο μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία; Αποφασίζω να μην πω τίποτα γι’αυτό στη Ναρλέθι, ακόμα.
«Και τι νομίζεις ότι πρέπει να κάνω τώρα;» τη ρωτάω. «Να επιστρέψω στην Ασημίνα μάλλον δεν μπορώ. Τι θα της πω; Αν της πω ψέματα, ότι απλά άφησα τον αδελφό της έξω από το Μαύρο Δόντι κι έφυγα, σύντομα θα μάθει την αλήθεια μέσα από το δίκτυο της Δυναστείας, και τότε θα έχω πολύ άσχημα ξεμπερδέματα. Αν της πω την αλήθεια, πάλι πολύ άσχημα ξεμπερδέματα θα έχω. Και ούτε ξέρω τι θα γίνει με τον Ρίβη. Ούτ’ αυτόν μπορώ να τον πάω στην Κιρβόνη. Αφού η αδελφή του τον θέλει νεκρό, θα τον σκοτώσει. Ίσως να σκοτώσει κι εμένα μαζί του!»
Η Κλεισμένη νιαουρίζει ανήσυχα.
Ο Σουτούρης ο Τυχερός, καθώς σηκώνεται από την καρέκλα του, λέει: «Ηρέμησε, ραλίστα. Θα το σκεφτούμε το θέμα. Για την ώρα θα μείνεις εδώ, στον Νερόλιθο. Είναι αργά, ούτως ή άλλως, και σίγουρα χρειάζεσαι ύπνο. Το πρωί θα συζητήσουμε περισσότερο. Θα βγάλουμε άκρη. Θα δούμε τι μπορεί να γίνει. Η οικογένεια δεν εγκαταλείπει εκείνους που την υπηρετούν καλά–»
«Ναι,» λέω. «Αλλά εγώ είμαι ένας απ’ αυτούς; Από τη δική σου σκοπιά, μάλλον ναι, επειδή σε βοήθησα. Από τη σκοπιά της Ασημίνας, όμως, όχι.»
«Δεν είναι θεμιτό το ένα μέλος της Δυναστείας να προσπαθεί να δολοφονήσει το άλλο,» μου θυμίζει η Ναρλέθι παίρνοντας τον ώμο της από τον τοίχο.
«Και θες να μου πεις τώρα ότι δεν έχει ξανασυμβεί; Ξέχασες τι έγινε με τον Θεώνυμο κι εσένα εδώ πέρα;»
«Θυμάμαι πολύ καλά τι έγινε με τον Θεώνυμο, ραλίστα. Και, όχι, δεν θέλω να σου πω ότι δεν έχει ξανασυμβεί. Αλλά πάντα κατακρίνεται. Κι επίσης…» Μορφάζει συλλογισμένη, κοιτάζοντας στο πλάι, δαγκώνοντας ελαφρά το χείλος της. Στρέφει ξανά το βλέμμα της σ’εμένα και τον Σουτούρη. «Επίσης, πάντοτε υπάρχει κάποιος λόγος.»
Ο Σουτούρης ανασηκώνει τους ώμους. «Αλήθεια σού λέω: δεν έχω προηγούμενα μαζί της.»
Η Ναρλέθι νεύει. «Πάμε. Ας αφήσουμε τον Ζορδάμη να ξεκουραστεί απόψε.»
Με καληνυχτίζουν και φεύγουν απ’το δωμάτιό μου, λέγοντάς μου ξανά να μην ανησυχώ, θα βρούμε την άκρη.
Καθώς κάθομαι, όμως, στο κρεβάτι σκέφτομαι ότι αυτό μάλλον δεν θάναι και τόσο απλό. Ποιο άλλο μέλος της Δυναστείας θα με εμπιστευτεί για να του κάνω δουλειές, αφού πρόδωσα όπως πρόδωσα την Ασημίνα – ακόμα και για καλό σκοπό; Και, υπό τέτοιες συνθήκες, πότε θα ξεπληρώσω το χρέος μου;
Γαμώ τα κωλομέρια της Λόρκης, γαμώ! Έχουν δίκιο αυτοί που λένε πως όταν μπλέξεις με τη γαμημένη οικογένεια ποτέ δεν μπορείς να ξεχρεωθείς! Σηκώνομαι απότομα απ’το κρεβάτι χτυπώντας τη γροθιά μου στον τοίχο.
Η Κλεισμένη νιαουρίζει.
Αναστενάζω. Χρειάζομαι ύπνο, όπως είπε κι ο Σουτούρης, σκέφτομαι. «Τι λες;» ρωτάω τη γάτα. «Θα φύγουμε γι’άλλες διαστάσεις σύντομα, ή όχι;»
Το φάντασμα του Άφευκτου γελά μέσα στο μυαλό μου.
Κι όταν πέφτω για ύπνο, τον ονειρεύομαι ξανά. Στέκομαι στην άκρη μιας μεγάλης λιθόστρωτης δημοσιάς ενώ ο ουρανός μουγκρίζει και αναδεύεται από πάνω μου, αλλά δεν βρέχει. Ένα αγωνιστικό όχημα έρχεται και σταματά μπροστά μου, με τους τροχούς του να τρίζουν. Το ηχομορφικό όχημα του Άφευκτου. Η πόρτα του ανοίγει από μόνη της. Κανένας δεν είναι μέσα· πλησιάζω και μπαίνω, παραξενεμένος– Η πόρτα κλείνει, απρόσμενα, παγιδεύοντάς με στο εσωτερικό. Και τότε βλέπω τον Σίλα Ιερόπυργο να στέκεται εκεί όπου στεκόμουν εγώ πριν από λίγο και να με χαιρετά, χαμογελώντας δαιμονικά.
Σκότωσέ τους όλους! μου φωνάζει. ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΥΣ ΟΛΟΥΣ!
Όταν ξυπνάω έχει ξημερώσει και η Κλεισμένη είναι κουλουριασμένη πλάι μου. Η γάτα της ζωής μου. Δεν μπορείς να βρεις πολλές υπερδιαστασιακές γάτες μέσα σε μια ζωή· αυτό είναι σίγουρο. Ακόμα κι οι μάγοι του τάγματος των Ερευνητών, αναμφίβολα, συμφωνούν.
Τα λόγια του Άφευκτου νομίζω πως ακόμα αντηχούν μέσα στο μυαλό μου, και σηκώνομαι απ’το κρεβάτι προσπαθώντας να τα διώξω, περνώντας το χέρι μου μέσα από τα σγουρά μαλλιά μου.
Η Κλεισμένη ξυπνά από τις κινήσεις μου, φυσικά, και τεντώνεται τεμπέλικα πάνω στο κρεβάτι. Δεν έχει πρωινό; μοιάζει να υπονοεί.
Αφού κάνω τις πρωινές μου ανάγκες, ντύνομαι, βγαίνω απ’το δωμάτιο, και πηγαίνω στο διπλανό. Χτυπάω την πόρτα φωνάζοντας το όνομα του Ρίβη.
Πολύ σύντομα μού ανοίγει και μπαίνω. «Σε περίμενα,» μου λέει. Είναι ντυμένος και χτενισμένος, με το αριστερό του χέρι δεμένο και περασμένο σ’έναν πάνινο βρόχο που κρέμεται από τον λαιμό του.
«Από τι ώρα είσαι σηκωμένος;»
«Εδώ και καμια ώρα.» Μου μοιάζει πιο σώφρων τώρα από όταν τον πήρα από τη Νιρικόνια Κλινική. Πολύ πιο σώφρων. Τα μάτια του εξακολουθούν, ασφαλώς, να βρίσκονται βαθιά μέσα στις κόγχες του προσώπου του, και το βλέμμα του εξακολουθεί να έχει κάτι το έντονο· αλλά υποθέτω ότι αυτό μάλλον είναι φυσικό για τον Ρίβη. Έτσι είναι η όψη του.
«Δεν παρουσιάστηκε κανένας Τζογαδόρος…;»
Ο Ρίβης κουνά το κεφάλι. «Όχι.»
«Πάμε κάτω, να πάρουμε πρωινό;»
«Είσαι σίγουρος ότι δεν θα με πυροβολήσουν;»
«Ναι. Αλλά η Ναρλέθι θα θέλει, υποθέτω, να μιλήσει μαζί σου, και μαζί μου. Και ούτως ή άλλως, δηλαδή, πρέπει να της μιλήσουμε.»
«Ποια είναι η Ναρλέθι;»
«Η γυναίκα που κάνει κουμάντο εδώ. Της οικογένειας, φυσικά.»
«Μάλιστα…» Δείχνει συλλογισμένος.
«Πρέπει ν’αποφασίσουμε τι θα κάνουμε,» του λέω. «Δε μπορούμε να επιστρέψουμε στη βίλα της αδελφής σου. Ούτε εσύ ούτε εγώ. Η Ασημίνα σε θέλει νεκρό· δεν υπάρχει αμφιβολία. Κι εγώ χάλασα τα σχέδιά της· ίσως κι εμένα να με θέλει νεκρό μόλις μάθει τι έγινε.»
*
Στην τραπεζαρία παρατηρώ ότι οι μισθοφόροι δεν κοιτάζουν τον Ρίβη και με τόσο φιλικά βλέμματα, αλλά κανένας δεν επιχειρεί να τον πλησιάσει ή να τον χτυπήσει. Ρωτάω έναν αν ο μισθοφόρος που τραυματίστηκε χτες βράδυ είναι καλά, και μου απαντά ότι καλά είναι, η σφαίρα τον βρήκε στον μηρό.
Όταν εγώ κι ο Ρίβης καθόμαστε σ’ένα τραπέζι, ο Αλεπούδος έρχεται και με χαιρετά. «Τι γίνεται, Ζορδάμη;» λέει χαμογελώντας.
«Από το κακό στο χειρότερο. Εσύ;»
Ο Αλεπούδος συνεχίζει να χαμογελά. «Δε μπορεί τα πράγματα νάναι τόσο άσχημα, ε;» Κάθεται αντίκρυ μου.
«Μην πας στοίχημα. Εσύ πώς περνάς;» τον ξαναρωτάω.
«Καλά,» αποκρίνεται. «Κι έχω ακούσει μια φήμη ότι σύντομα θα ξεχρεωθώ.»
«Κι όταν ξεχρεωθείς τι σκοπεύεις να κάνεις;»
«Έχω μερικές ιδέες στο μυαλό μου,» αποκρίνεται ο Αλεπούδος. «Και τόχω συζητήσει και με τη Σερφάντια. Δε νομίζω ότι θα διακόψω τις επαφές μου με το Μαύρο Δόντι.»
Η Σερφάντια τότε έρχεται να μας ρωτήσει τι θέλουμε να μας φέρει. Εγώ ζητάω έναν καφέ, και ο Ρίβης επίσης.
«Δε θα φάτε τίποτα;»
«Φέρε μας ό,τι νομίζεις,» της λέω.
«Τσαντισμένος μού φαίνεσαι, ραλίστα,» παρατηρεί.
«Υπάρχει λόγος,» αποκρίνομαι.
Η Σερφάντια, αφού ρίχνει μια τελευταία ματιά στον Ρίβη (σαν να προσπαθεί να τον ψυχολογήσει), φεύγει επιστρέφοντας στον πάγκο του μπαρ. Μετά από λίγο, μας φέρνει το πρωινό – καφέδες κι ένας δίσκος με κουλουράκια. Και σύντομα έρχονται, επίσης, ο Σουτούρης ο Τυχερός και η Ναρλέθι.
Η τελευταία κάνει νόημα στον Αλεπούδο ν’αποχωρήσει απ’το τραπέζι μας, κι εκείνος δεν φέρνει αντίρρηση. Σηκώνεται και βγαίνει από τον Νερόλιθο έχοντας μάλλον κάποια άλλη δουλειά σ’άλλο μέρος μέσα στο Μαύρο Δόντι.
«Εσύ είσαι ο Ρίβης, λοιπόν…» λέει η Ναρλέθι παρατηρώντας τον αδελφό της Ασημίνας.
«Ναι,» απαντά ουδέτερα εκείνος.
«Τι έχει η αδελφή σου εναντίον σου;»
«Όπως είπα και στον Ζορδάμη, δεν ξέρω.»
«Είσαι σίγουρος πως δεν είσαι τρελός;»
Ο Ρίβης συνοφρυώνεται, και είμαι έτοιμος να παρέμβω, αλλά εκείνος με προλαβαίνει. «Δεν είμαι τρελός,» της λέει. «Κάτι συνέβαινε–»
«Η Ασημίνα ήταν συνεννοημένη με τον ψυχίατρο, Ναρλέθι,» λέω. «Αυτό από μόνο του αποδεικνύει πολλά. Καθώς και το γεγονός ότι ήθελε να χρησιμοποιήσει τον Ρίβη για να σκοτώσει τον Σουτούρη.
»Επίσης,» προσθέτω, «αυτός ο ψυχίατρος ίσως νάναι μέλος της Δυναστείας. Και ίσως να τον έχεις ακουστά…»
«Δεν έχει όνομα;»
«Άρης Μικρόνυχος. Δε μας κρυφάκουγες χτες;»
Η Ναρλέθι συνοφρυώνεται προς στιγμή. Ύστερα λέει: «Ναι, τον ξέρω. Δεν τον έχω δει, αλλά τον ξέρω. Δουλεύει στον Βράχο των Ουρλιαχτών. Είναι, όντως, της οικογένειας.»
«Όπως υποψιαζόμουν,» λέω. «Και ο ίδιος ήταν που προσπαθούσε να πείσει τον Ρίβη ότι η Σιδηρά Δυναστεία είναι μια οργάνωση της φαντασίας του.»
«Μπορεί να μην ήθελε ν’αρχίσει ο Ρίβης να λέει στους πάντες για τη Δυναστεία.»
«Το έλεγες σε άλλους μέσα στην κλινική;» ρωτάω τον Ρίβη.
«Μόνοι μας ήμασταν όταν το ανέφερα στον Μικρόνυχο,» αποκρίνεται εκείνος, «και επειδή είχα… είχα φτάσει στα όριά μου, βασικά.» Η ανάμνηση δείχνει να τον προβληματίζει.
«Τέλος πάντων,» λέω. «Όπως και νάχει, πρόκειται καταφανώς για κάποια απάτη, μέσα στην οποία είναι μπλεγμένος κι αυτός ο Μικρόνυχος.»
«Μια στιγμή,» λέει η Ναρλέθι. «Από πότε βρισκόταν ο Ρίβης στη Νιρικόνια Κλινική;»
«Κάποια χρόνια, υποθέτω…» Κοιτάζω τον Ρίβη.
«Τρία χρόνια,» λέει εκείνος, με σκοτεινό ύφος.
«Και είναι δυνατόν η Ασημίνα να σχεδίαζε τον φόνο του Σουτούρη από τότε;»
«Δεν ξέρω,» λέω. «Δε νομίζω. Εκείνο που νομίζω είναι ότι στήθηκε επίτηδες η απάτη με τον Τζογαδόρο προκειμένου να κάνει τον Ρίβη να παραφρονήσει· και τώρα η Ασημίνα αποφάσισε να τον χρησιμοποιήσει για να βγάλει τον Σουτούρη από τη μέση.»
«Πολύ βολικό, όμως, που αυτός που υποτίθεται πως κυνηγά τον Ρίβη είναι κάποιος Τζογαδόρος…» σχολιάζει η Ναρλέθι.
«Ναι,» συμφωνώ, «είναι βολικό. Αλλιώς ίσως η Ασημίνα να έβαζε τον Ρίβη να σκοτώσει κάποιον άλλο.»
«Τι εννοείς;»
Για λίγο μένω σιωπηλός, πίνοντας μια γουλιά απ’τον καφέ μου. «Το Μαύρο Δόντι,» της λέω, «δεν είναι το μόνο μέρος που συμβαίνουν παράξενες δολοφονίες. Προτού έρθω εδώ, είχα περάσει από τη Νίρβεκ…» Και διηγούμαι, εν συντομία, τι συνέβη εκεί.
«Υποθέτεις ότι η Ασημίνα ευθύνεται και για τον φόνο του Τασνικέφ;» ρωτά η Ναρλέθι.
«Εκείνο που ξέρω,» αποκρίνομαι, «είναι εκείνο που και η Σαμάνθα νομίζει: πως κάτι πολύ περίεργο συμβαίνει μέσα στη Δυναστεία. Και ίσως, μάλιστα, να είναι πιο περίεργο απ’ό,τι φοβάται. Η Ασημίνα… με είχε στείλει και σε κάποιες άλλες δουλειές προτού έρθω εδώ…»
«Δολοφονίες ξανά;»
Κουνάω το κεφάλι. «Όχι.» Ανάβω τσιγάρο. «Βασικά, αν κατάλαβα καλά – και δε νομίζω πως έκανα λάθος – ήθελε να φέρει κάποιους ανθρώπους με το μέρος της.»
«Ποιους; Και τι πάει να πει ‘με το μέρος της’; Έχουμε πόλεμο, ξαφνικά;»
«Ούτε κι εγώ ξέρω τι ακριβώς πάει να πει ‘με το μέρος της’, αλλά, αναμφίβολα, ήθελε να τους προσελκύσει.»
«Ποιους;» ξαναρωτά η Ναρλέθι.
«Τον Θεώνυμο, και τον Τάρνελκωφ της Αγκένροβ.»
«Τον Θεώνυμο; Τον Πράσινο Γδάρτη; Αυτόν που μας επιτέθηκε εδώ;»
«Τον ίδιο.» Και της λέω τι συνέβη και στις δύο περιπτώσεις.
«Αυτή,» παρατηρεί η Ναρλέθι, «είναι η μοναδική φορά που ακούω κάτι τέτοιο να συμβαίνει.»
«Δηλαδή;»
«Να προσπαθεί κάποιο μέλος της Δυναστείας να πάρει με το μέρος του άλλα μέλη. Δεν…» Μορφάζει, μπερδεμένη ίσως. «Δε φαίνεται λογικό. Υποτίθεται πως όλοι αλληλοβοηθιόμαστε μέσα στην οικογένεια. Τι νόημα έχει να πάρεις κάποιον ‘με το μέρος σου’;»
«Εκτός αν θέλεις να διαιρέσεις την οικογένεια,» λέει ο Σουτούρης, μοιάζοντας να εκφράζει δυνατά εκείνο που όλοι σκεφτόμαστε.
«Γιατί;» ρωτάω.
«Μπορεί να υπάρχουν διάφοροι λόγοι, ραλίστα. Δεν μπορώ να ξέρω άμεσα…» Κοιτάζει τον Ρίβη. «Εσύ;»
Εκείνος γνέφει αρνητικά.
«Δεν ξέρεις την αδελφή σου;» του λέει η Ναρλέθι.
«Δε μου είχε πει ποτέ ότι σκεφτόταν να κάνει κάτι τέτοιο. Απλά ήμασταν στη Δυναστεία και εξυπηρετούμασταν από αυτήν. Τίποτα περισσότερο.»
«Για τον Σουτούρη τον Τυχερό δεν την είχες ακούσει να λέει τίποτα;»
«Όχι, δε νομίζω…»
«Για τον Θεώνυμο; Για τον Τάρνελκωφ; Για τον Φιλοπολίτη Τασνικέφ, ίσως;»
Ο Ρίβης κουνά το κεφάλι. «Όχι.»
«Δεν είχατε καλές σχέσεις με την αδελφή σου;»
«Καλές ήταν οι σχέσεις μας. Ειδικά όταν ήμασταν πιο μικροί…»
«Και μετά;» τον πιέζει η Ναρλέθι. «Τι έγινε μετά;»
«Είχα αρχίσει ν’ασχολούμαι με τη λατρεία του Κάρτωλακ,» λέει ο Ρίβης. «Αλλά η Ασημίνα δεν ασχολιόταν, και δεν ήθελε ν’ασχοληθεί. Τη θεωρούσε βάρβαρη λατρεία· έλεγε πως την τρόμαζε. Δεν ήθελε καν να μ’ακούει να μιλάω γι’αυτήν. Και…» Τα μάτια του γυαλίζουν ξαφνικά σαν νάχει αρχίσει να συνειδητοποιεί κάτι. «Δε νομίζω πως της άρεσε και τόσο που είχα κάνει τη βίλα μας ναό του Κάρτωλακ.»
Ησυχία πέφτει γύρω απ’το τραπέζι μας για λίγο.
«Μπορεί αυτός να ήταν ο λόγος;» ρωτάω τον Ρίβη.
Εκείνος δεν μιλά.
«Μπορεί αυτός να ήταν ο λόγος που ήθελε να σε διώξει από τη βίλα;» επιμένω. «Μπορεί γι’αυτό να στήθηκε η απάτη με τον Τζογαδόρο;»
Ο Ρίβης κουνά το κεφάλι ξανά σαν να προσπαθεί να το καθαρίσει από μπερδεμένες σκέψεις. «Δεν ξέρω!» λέει απότομα. «Δεν ξέρω, Ζορδάμη!»
«Εντάξει,» του λέω. «Μην ανησυχείς. Θα το ανακαλύψουμε σιγά-σιγά, αν μπορούμε. Το θέμα είναι τι θα κάνουμε τώρα.» Και στρέφοντας το βλέμμα μου στη Ναρλέθι: «Αναρωτιέμαι αν αυτός ο Άρης Μικρόνυχος γνωρίζει περισσότερα για τα σχέδια της Ασημίνας απ’ό,τι εγώ…»
Εκείνη ανασηκώνει τους ώμους. «Ίσως.»
«Θα μπορούσαμε να μάθουμε, δεν θα μπορούσαμε; Ακόμα και με τη βία, αν χρειαστεί. Ξέρεις πού μένει;»
«Υπάρχει η δυνατότητα να σε καθοδηγήσω έτσι ώστε να τον βρεις…» αποκρίνεται η Ναρλέθι, αν και μοιάζει λιγάκι διστακτική.
Ο Σουτούρης λέει: «Εγώ, πάντως, θέλω να μάθω γιατί στάλθηκε ένας δολοφόνος εναντίον μου, ραλίστα.»
«Γιατί σε λένε ‘ραλίστα’;» με ρωτά ο Ρίβης, παρεμβαίνοντας.
«Γιατί είμαι,» του απαντώ. «Είμαι ραλίστας. Ή, τουλάχιστον, ήμουν προτού μπλέξω με την υπέροχη οικογένειά σας.» Ρωτάω τον Σουτούρη: «Θα με βοηθήσεις, δηλαδή, να εντοπίσω τον Μικρόνυχο και να πάρω ό,τι πληροφορίες έχει;»
Ο Τυχερός νεύει καταφατικά. «Ευχαρίστως.» Η όψη του έχει αγριέψει. Δικαιολογημένα. Και η δική μου θα είχε αγριέψει αν προσπαθούσαν έτσι να με σκοτώσουν.
Όχι πως και τώρα δεν αισθάνομαι αρκετά αγριεμένος, μ’αυτές τις μαλακίες που συμβαίνουν πάλι.
Στρέφομαι στη Ναρλέθι. «Παρατηρείς ότι είμαι πρόθυμος ν’αρχίσω να κάνω πράγματα τα οποία κανένας δεν μου ζητά, έτσι;»
Μ’ατενίζει ερωτηματικά, δίχως να μιλά.
«Το χρέος μου εξακολουθεί να υφίσταται,» της λέω. «Ποιος θα αποφασίσει πότε θα ξεχρεωθώ, Ναρλέθι; Σίγουρα όχι η Ασημίνα Νέρφελδιφ, όπως ήρθαν τα πράγματα. Θα το αποφασίσεις εσύ;»
«Δε μπορώ εγώ να πάρω τέτοια απόφ–»
«Ποιος, τότε;» Κοπανάω τη γροθιά μου πάνω στο τραπέζι, ακούσια σχεδόν, πιο οργισμένος απ’ό,τι υπολόγιζα. «Ποιος! Βάζω τη ζωή μου σε κίνδυνο μ’αυτή την υπόθεση. Την έχω ήδη βάλει σε κίνδυνο. Θα μπορούσα να είχα απλώς αφήσει τον Ρίβη εδώ και να είχα φύγει. Ο Σουτούρης θα ήταν νεκρός, πιθανώς, κι εγώ ένα βήμα πιο κοντά στο να είμαι ελεύθερο μέλος της Δυναστείας!»
Η Ναρλέθι μ’ατενίζει σταθερά αλλά δεν μιλά.
Ο Σουτούρης λέει: «Η οικογένεια θα φροντίσει για σένα, ραλίστα. Δεν πέρασε απαρατήρητο αυτό που έκανες. Θεώρησε ότι δουλεύεις για εμένα τώρα.»
«Κι εσύ θα με ξεχρεώσεις;»
«Θα φροντίσω να ξεχρεωθείς,» με διαβεβαιώνει – και, για κάποιο λόγο, έχω την αίσθηση ότι η διαβεβαίωσή του είναι πολύ σοβαρή· δεν μιλά απλώς για να με ηρεμήσει. «Μόλις ανακαλύψουμε τι συμβαίνει μέσα στην οικογένεια,» προσθέτει. «Γιατί, έχεις δίκιο, κάτι φαίνεται να μην πηγαίνει καθόλου καλά.»
Φεύγουν από το Ψηλό Μέγαρο και πηγαίνουν να μάθουν πού μπορεί να πούλησε τα παπούτσια της Ηλέννιας η δολοφόνος της. Ο Κριτόλαος’μορ μέσα στο τετράκυκλο όχημά του, η Ξανθίππη καβάλα στο δίκυκλό της. Κατευθύνονται σε αγορές του υπόκοσμου όπου πραμάτεια διακινείται αφορολόγητα, όπου πωλούνται κλοπιμαία και πράγματα επικίνδυνα. Τέτοιες αγορές στη Νέσριβεκ την Όμορφη υπάρχουν στον Καλμαρισμένο (μια συνοικία στα νοτιοδυτικά της πόλης), στις Νοτιοανατολικές Αποβάθρες, στον Γερόλυκο (μια συνοικία στα ανατολικά της πόλης, βόρεια της Λεωφόρου Ταξιδευτή), και στις Κουρασμένες Αποβάθρες. Ο Κριτόλαος δεν γνωρίζει καθόλου καλά ετούτα τα μέρη – δεν ερχόταν παλιότερα εδώ – αλλά η Ξανθίππη τα ξέρει σαν την παλάμη του χεριού της. Έχει κυκλοφορήσει σ’αυτές τις αγορές και ως ειδική ερευνήτρια της Χωροφυλακής και ως μέλος της Σιδηράς Δυναστείας, για διάφορους λόγους. Αυτά είναι κάποια από τα σκιερά μέρη της πόλης της.
Και, φυσικά, από εδώ δεν λείπουν οι άνθρωποι της οικογένειας· η Ξανθίππη έχει πολλούς συνδέσμους τους οποίους μπορεί να χρησιμοποιήσει για να πλοηγηθεί και να κινηθεί. Και τους χρησιμοποιεί. Ρωτά πού θα μπορούσαν να πουληθούν γυναικεία παπούτσια διακοσμημένα με ατόφιο χρυσάφι, και περιγράφει πολλές φορές και ακριβώς (ή όσο πιο ακριβώς μπορεί) τα παπούτσια της Ηλέννιας. Οι άνθρωποι της Δυναστείας καθοδηγούν εκείνη και τον Κριτόλαο από το ένα μέρος της υπόγειας αγοράς στο άλλο, κι από τη μια αγορά στην άλλη. Η ειδική ερευνήτρια και ο μάγος μιλάνε σε εμπόρους του υπόκοσμου και σε κλεφταποδόχους, προσπαθούν να ανακαλύψουν μήπως η Μάρναλιθ, η Κλέφτρα της Πνοής, πήγε σε κάποιον απ’ αυτούς, μήπως τα παπούτσια της Ηλέννιας πέρασαν από τα χέρια τους.
Οι ώρες κυλάνε, και το μεσημέρι έρχεται. Ο ήλιος της Σεργήλης βρίσκεται ψηλά στον ουρανό, ψηλά πάνω από τις πολυκατοικίες της Νέσριβεκ της Όμορφης.
Και διάφορα μάτια έχουν δει τον Κριτόλαο’μορ και την Ξανθίππη, διάφορα μάτια που τους αναγνωρίζουν. Τους παρακολουθούν. Και ειδοποιούν εκείνους που ενδιαφέρονται γι’αυτούς…
*
Ο Νάρφλης και ο Σερφάντης κάθονται στην τραπεζαρία ενός πανδοχείου επί της Λεωφόρου Ταξιδευτή κι έχουν το βλέμμα τους στραμμένο στην εκπομπή που προβάλλει η μεγάλη οθόνη που βρίσκεται ψηλά στον έναν από τους τοίχους του δωματίου: Δείχνει ανεμόπτερα να πετάνε πάνω από τον ποταμό Ήρντεφ, κάνοντας εντυπωσιακές κι επικίνδυνες μανούβρες, αγωνιζόμενα το ένα εναντίον του άλλου. Ένας δημοσιογράφος-σχολιαστής μιλά κάπου-κάπου, αλλά τα λόγια του δεν ακούγονται και πολύ καθαρά γιατί ο ήχος των ηχείων της οθόνης είναι χαμηλωμένος.
Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός του Νάρφλη κουδουνίζει, κι εκείνος τον παίρνει από το τραπέζι, όπου είναι ακουμπισμένος ανάμεσα σε πιάτα και ποτήρια, και τον φέρνει στ’αφτί του αποδεχόμενος την κλήση. «Ναι;»
«Εγώ είμαι,» ακούει τη φωνή της κοπέλας που συνάντησαν χτες το απόγευμα στους Κίτρινους Μύλους και που είπε, τελικά, πως την ονόμαζαν Μυράνθη αλλά δεν έδωσε καμια άλλη πληροφορία για τον εαυτό της. «Ο άνθρωπός σας κυκλοφορεί στους δρόμους της πόλης. Τώρα.»
«Πού;»
«Στις Νοτιοανατολικές Αποβάθρες, και έρχεται προς τον Γερόλυκο.»
«Δεν είμαστε μακριά απ’τον Γερόλυκο.»
«Το ξέρω. Έχε υπόψη σου, επίσης, ότι δεν είναι μόνος του. Είναι και μια γυναίκα μαζί του – λευκόδερμη και μελαχρινή. Δεν πρέπει, σε καμία περίπτωση, να την πειράξετε. Κατανοητό;»
«Κανένα πρόβλημα,» αποκρίνεται ο Νάρφλης, ενώ του κάνει εντύπωση το πόσο επαγγελματική ακούγεται ξανά η Μυράνθη. Χτες βράδυ τα πράγματα μαζί της ήταν… κάπως διαφορετικά. Αφού τους μίλησε για τη δουλειά που ήθελε ο εργοδότης της να αναλάβουν – τη δολοφονία ενός πράκτορα της Παντοκράτειρας που ονομάζεται Κριτόλαος’μορ Σάλκω και κατάφερε να γλιτώσει από το ξεκαθάρισμα που έγινε ύστερα από τη μεγάλη ήττα των Παντοκρατορικών – η Μυράνθη έπαψε να είναι τόσο τυπική μαζί τους. Άρχισε να φαίνεται περισσότερο για αλήτισσα και λιγότερο για γραμματέας. Και καθώς κάθονταν οι τρεις τους στον Παλιόμυλο και συζητούσαν αποδείχτηκε πως ήξερε κάτι απίστευτα πράγματα για τη Νέσριβεκ και για τα περίχωρά της.
«Ήσουν με την Επανάσταση, μήπως;» τη ρώτησε ο Νάρφλης, αν και του έμοιαζε μικρή γι’αυτό: γύρω στα είκοσι. Άντε, το πολύ, να ήταν είκοσι-πέντε. Δεν μπορεί να ήταν μεγαλύτερη.
Η Μυράνθη αρνήθηκε ότι ήταν με την Επανάσταση, και συνέχισε να κουβεντιάζει μαζί τους. Σε κάποια στιγμή ανέφερε ότι ήταν παιδί της πέτρας· είχε μεγαλώσει στη Νέσριβεκ χωρίς γονείς, στους δρόμους· και ο Νάρφλης κατάλαβε τότε γιατί ήξερε τόσα περίεργα πράγματα. Αν και ορισμένα ούτε αυτό – ούτε το γεγονός ότι ήταν παιδί της πέτρας – δεν τα δικαιολογούσε.
Όσο η ώρα περνούσε στον Παλιόμυλο, τόσο πιο οικεία γινόταν η Μυράνθη προς τον Νάρφλη και τον Σερφάντη. Τους κερνούσε ποτά και μοιραζόταν τα τσιγάρα της μαζί τους (τσιγάρα καλής μάρκας). Στο τέλος μοιραζόταν και τα ίδια τα ποτά μαζί τους, και ήρθε να καθίσει στα γόνατα του Νάρφλη, ο οποίος πολύ φοβόταν – αν και δεν τον ενοχλούσε καθόλου αυτό – ότι ήταν αδύνατον να κρύψει το πόσο τον είχε καυλώσει η παράξενη κορασίδα. Δεν άργησαν να πάνε σ’ένα από τα δωμάτια του Παλιόμυλου – κι οι τρεις. Η Μυράνθη ήταν πρόθυμη να τους πάρει και τους δύο αλλά, είπε με τρόπο απόλυτο, δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να τη στριμώξουν· δεν της άρεσε να τη στριμώχνουν, και θα τσαντιζόταν και θα έφευγε αν το επιχειρούσαν. Ο Νάρφλης κι ο Σερφάντης δεν έφεραν αντίρρηση καθώς γδύνονταν, με το βλέμμα της να οργώνει τα γυμνασμένα σώματά τους – το ένα γαλανόδερμο, το άλλο κατάμαυρο σαν τη μαύρη νύχτα. «Ό,τι θες εσύ,» της είπε ο Σερφάντης. «Δεν είμαστε παράξενοι,» πρόσθεσε ο Νάρφλης μειδιώντας. Και η Μυράνθη άπλωσε το χέρι της και, γλιστρώντας το μέσα στην περισκελίδα του, έπιασε το όργανό του, κόβοντάς του την αναπνοή. Ύστερα, γελώντας, τινάχτηκε στην αγκαλιά του Σερφάντη, κολλώντας τα ξαναμμένα στήθη της επάνω του και φιλώντας τα χείλη του.
«Βαριέμαι να γδύνομαι μόνη μου,» τους είπε μετά, κι εκείνοι τής χίμησαν για να λεηλατήσουν τα ρούχα της. Ο Σερφάντης την έγδυσε από πάνω, ο Νάρφλης από κάτω, ενώ χάιδευαν, φιλούσαν, και έγλειφαν το δέρμα της. Όταν όμως πήγαν να τη στριμώξουν ανάμεσά τους εκείνη ξεγλίστρησε σαν χέλι και τους θύμισε την υπόσχεσή τους. «Δε μ’αρέσει να με στριμώχνουν· θα φύγω.» Ο Σερφάντης είπε: «Κατά σύμπτωση έγινε,» χαμογελώντας ώς τ’αφτιά. Έπειτα, η Μυράνθη τράβηξε τον Νάρφλη κοντά της, γαντζώνοντας το ένα της πόδι πίσω από το γόνατό του και τρίβοντας τα νύχια της στην πλάτη και στους ώμους του. Ο μονόφθαλμος μισθοφόρος την έσφιξε επάνω του παθιασμένα· την έριξε ανάσκελα στο μοναδικό κρεβάτι του δωματίου και την καβάλησε άγρια. Οι φωνές της μαρτυρούσαν πως κάθε άλλο παρά διαφωνούσε μ’αυτή τη μεταχείριση παρότι από τα χείλη της, μαζί με άναρθρες κραυγές, έβγαιναν και κάτι αισχρές βρισιές που σόκαραν ακόμα και τον Νάρφλη.
Όταν τελικά σηκώθηκε από πάνω της ήταν λαχανιασμένος κι ένιωθε την πλάτη του να καίει από τα γδαρσίματα των νυχιών της. Το χρυσαφένιο δέρμα της Μυράνθης γυάλιζε από τον ιδρώτα καθώς ήταν ξαπλωμένη πάνω στο κρεβάτι, και τα στήθη της σείονταν με κάθε της ανάσα. Ήταν ευχαριστημένη αλλά όχι εξαντλημένη. Μειδιώντας με θελκτικά χείλη, έκανε νόημα στον Σερφάντη να πλησιάσει. Αλλά όταν εκείνος επιχείρησε να την καβαλήσει, η Μυράνθη έβαλε το πόδι της στα πλευρά του και τον γύρισε απότομα στο πλάι. Ο Σερφάντης ξάπλωσε ανάσκελα και εκείνη σκαρφάλωσε πάνω στο μυώδες κατάμαυρο σώμα του και τον καβάλησε αργά, χωρίς να βιάζεται, ενώ τα μεγάλα χέρια του τη χάιδευαν από τους αστραγάλους ώς τους ώμους. «Μ’αρέσουν τα μαλλιά σου,» του είπε μπλέκοντας τα δάχτυλά της μέσα στην πλούσια πορφυρή χαίτη του. «Είναι σαν φωτιά!»
Ο Νάρφλης καθόταν στη γωνία του δωματίου, στο πάτωμα (δεν υπήρχε καρέκλα), και τους παρακολουθούσε καπνίζοντας. Είχε καυλώσει ξανά. Δεν έπρεπε νάχα βιαστεί τόσο μαζί της, γαμώ τα κωλομέρια της Λόρκης, σκέφτηκε.
Όταν η Μυράνθη σηκώθηκε πάνω από τον Σερφάντη, κατέβηκε και από το κρεβάτι, πατώντας ξυπόλυτη στα τραχιά ξύλινα σανίδια του πατώματος. Κάνοντας πίσω τα καστανά μαλλιά της, τεντώθηκε μουγκρίζοντας.
Ο Νάρφλης αισθανόταν το πουλί του να έχει γίνει σίδερο, αλλά πολύ φοβόταν ότι η τύπισσα δεν θα δεχόταν να τον πάρει και δεύτερη φορά. Έσβησε έτσι το τελειωμένο τσιγάρο πλάι του, στα ξύλινα σανίδια, αναστενάζοντας. Αλλά η Μυράνθη ήρθε τότε και, ξαφνικά, γονάτισε μπροστά του. Τραβώντας την περισκελίδα του, πήρε το όργανό του στα χέρια της κι άρχισε να παίζει με το στέλεχος και τα μπαλάκια, μην αγγίζοντας καθόλου την κεφαλή. Ο Σερφάντης τώρα ήταν που, ξαπλωμένος στο κρεβάτι, τους κοίταζε και κάπνιζε· περιεργαζόταν, με το βλέμμα του, την πλάτη, τους γλουτούς, και τα πέλματα της Μυράνθης. Ο Νάρφλης έκλεισε το μοναδικό του μάτι από ένα σημείο και μετά, μουγκρίζοντας ηδονικά, και σύντομα της ζητούσε να τελειώνει γιατί θα τη σκότωνε. Η Μυράνθη, γελώντας, του έλεγε κάτι βρισιές και αισχρολογίες που, κρίνοντας από την εμφάνισή της πιο πριν, θα ήταν αδύνατον κανείς να διανοηθεί ότι μπορούσαν να βγουν από τα χείλη της. «Τελείωνε, τρελή κόρη της Λόρκης!» είπε τελικά ο Νάρφλης, και η Μυράνθη αποκρίθηκε: «Αφού αποφάσισες να το ζητήσεις ευγενικά»: και τα δάχτυλά της κινήθηκαν επάνω στην κεφαλή του οργάνου του, και ο Νάρφλης γρύλισε σαν θηρίο.
Μετά, η Μυράνθη δεν έμεινε άλλο μαζί τους στον Παλιόμυλο. Καθώς ντυνόταν, τους έδωσε κάποιες τελευταίες οδηγίες και τους είπε αύριο, από το πρωί κιόλας, να βρίσκονται μέσα στη Νέσριβεκ, όχι στους Κίτρινους Μύλους.
Έτσι, τώρα, οι δυο τους είναι εδώ, και η αναμονή τους φαίνεται να έχει τελειώσει γρηγορότερα απ’ό,τι περίμεναν.
«Όταν είμαστε στον Γερόλυκο,» ρωτά ο Νάρφλης τη Μυράνθη, «θα μας πεις πού ακριβώς–;»
«Ναι, εννοείται. Θα έχουμε επαφή,» αποκρίνεται εκείνη, και τερματίζει την τηλεπικοινωνία.
Ο Νάρφλης δεν έχει χρόνο να τη ρωτήσει πώς παίρνει τόσες πληροφορίες για τις κινήσεις του Παντοκρατορικού και αυτής της μελαχρινής γυναίκας. Χρησιμοποιεί κάποιο δίκτυο της πόλης; Τι είναι η τύπισσα; Της Χωροφυλακής;
«Πάμε,» λέει ο Νάρφλης στον Σερφάντη καθώς σηκώνεται από την καρέκλα του.
«Για τη δουλειά;» Κι ο μαυρόδερμος μισθοφόρος σηκώνεται.
«Ναι.»
Καθώς βγαίνουν από το πανδοχείο, ο Νάρφλης προσπαθεί να ταυτίσει την επαγγελματική φωνή στον τηλεπικοινωνιακό πομπό του με την ξέκωλη γκόμενα χτες βράδυ – και του είναι αδύνατο. Η τύπισσα είναι σαν να είναι δύο τύπισσες, μα τη Λόρκη!
*
Ο κλεφταποδόχος έχει μια αποθήκη στη γωνία ενός μικρού δρόμου, η οποία θυμίζει τρύπα· αλλά, αν είναι τρύπα, είναι τότε σίγουρα μια πολύ βαθιά τρύπα. Μπορεί η είσοδος να είναι στενή, όμως ο χώρος μετά από το κατώφλι μοιάζει να συνεχίζεται επ’ άπειρον στο βάθος. Ο Κριτόλαος και η Ξανθίππη, ωστόσο, δεν χρειάζεται να πάνε πιο βαθιά από τρία, τέσσερα βήματα ύστερα από την πόρτα. Ο λιγνός, πορφυρόδερμος άντρας με τα αραιά μαύρα μαλλιά τούς συναντά αμέσως, ρωτώντας τους τι ζητάνε εδώ.
«Γι’αυτά που μαζεύουν οι γάτες απ’τους δρόμους ερχόμαστε,» του λέει η Ξανθίππη. Συνθηματικό, ασφαλώς, για να τον ειδοποιήσει ότι είναι εδώ για κλοπιμαία.
«Φέρνετε ή παίρνετε;» ρωτά ο πορφυρόδερμος κλεφταποδόχος.
«Αναζητάμε,» λέει ο Κριτόλαος.
«Παίρνετε, δηλαδή.»
«Αναζητάμε,» επιμένει ο Κριτόλαος, και η Ξανθίππη εξηγεί στον έμπορο τι ακριβώς αναζητάνε. Του περιγράφει τα παπούτσια που φορούσε η Ηλέννια εκείνη τη μοιραία νύχτα: τη μάρκα τους, το σχήμα τους, το χρώμα τους, τα διακοσμητικά που έχουν επάνω.
«Τα έχεις;» τον ρωτά η Ξανθίππη. «Ξέρεις κάποιον που να τα έχει, ή ίσως να τα έχει;»
«Αν τα έχω ή αν ξέρω κάποιον που τα έχει, τι θα γίνει;» λέει ο κλεφταποδόχος, με ουδέτερη έκφραση.
«Θα πληρωθείς.»
«Θέλετε να τ’αγοράσετε; Έτσι όπως τα περιγράφεις, πρέπει νάναι ακριβά.»
«Θέλουμε να μάθουμε κάτι γι’αυτά.»
«Τι;»
«Ποιος τα πούλησε σ’αυτόν που τα πούλησε. Και πληρώνουμε για την πληροφορία. Πληρώνουμε καλά,» τονίζει η Ξανθίππη.
«Καλά; Σα να λέμε, δηλαδή;» Η ειδική ερευνήτρια νομίζει ότι διακρίνει μια γυαλάδα ενδιαφέροντος στο δεξί του μάτι – μια αντανάκλαση που σπάει την ουδέτερη έκφραση.
«Εκατό ήλιους,» λέει ο Κριτόλαος.
Ο κλεφταποδόχος τον ατενίζει με δυσπιστία. Η όψη του τώρα μοιάζει να ρωτά: Μας δουλεύεις;
«Εκατό ήλιους,» επαναλαμβάνει ο Κριτόλαος, βέβαιος ότι ο Βιβλιοπώλης θα τον αποζημιώσει. Εξάλλου, εκείνος ήταν που είπε στην Ξανθίππη να τον καλέσει εδώ, για βοήθεια· κι εκείνος είναι που θα τον πληρώσει για τούτη τη δουλειά. Ο Κριτόλαος βγάζει χαρτονομίσματα από το πορτοφόλι του. «Εδώ τα έχω.»
Ο κλεφταποδόχος τα κοιτάζει άπληστα. Τα χείλη του μορφάζουν. Λέει τελικά: «Τα έχω τα παπούτσια.»
«Πού ξέρουμε ότι λες αλήθεια;»
«Μισό λεπτό, να σας φέρω το ένα να το δείτε.» Και χάνεται μέσα στο σκοτεινό βάθος της αποθήκης του. Μετά από λίγο επιστρέφει κρατώντας ένα γοβάκι με χρυσά διακοσμητικά. «Να,» λέει, «βλέπετε τη μάρκα;» Το γυρίζει ανάποδα, δείχνοντας το αποτύπωμα στη σόλα. «Αυτό δεν είναι που ζητάτε;»
Η Ξανθίππη νεύει. «Αυτό είναι. Το ένα από τα δύο.»
«Και το άλλο τόχω. Θέλετε κι αυτό να το δείτε;»
«Δε χρειάζεται.»
«Μισό λεπτό, ξανάρχομαι.» Ο κλεφταποδόχος εξαφανίζεται πάλι στο βάθος της αποθήκης, κι όταν επιστρέφει δεν κρατά τίποτα στα χέρια του. Μάλλον δεν ήθελε να έχει το πολύτιμο παπούτσι για πολλή ώρα εδώ· φοβόταν μην του το κλέψουν, αυτοί ή κανένας άλλος ίσως.
«Ποιος σ’τα πούλησε;» τον ρωτά ο Κριτόλαος.
«Μια γυναίκα,» αποκρίνεται ο πορφυρόδερμος άντρας. «Κατάμαυρη στο δέρμα.»
«Τι χρώμα μαλλιά;»
Ο κλεφταποδόχος συνοφρυώνεται, σκεπτικός. «Ρε φίλε,» λέει τελικά, «νομίζω ότι φορούσε καπέλο. Ένα μικρό πράσινο καπελάκι. Πάντως, τα μαλλιά της δεν μπορεί νάταν μακριά για νάναι κρυμμένα εκεί μέσα.»
«Τα μάτια της;»
«Φορούσε γυαλιά. Ναι, μπλε, στενόμακρα γυαλιά. Σίγουρα.»
«Τίποτ’ άλλο ιδιαίτερο στην εμφάνισή της;»
Ο κλεφταποδόχος κουνά το κεφάλι. «Δε θυμάμαι κάτι.»
«Την είχες ξαναδεί παλιότερα;» ρωτά ο Κριτόλαος.
«Όχι, δε νομίζω νάχε ξανάρθει εδώ. Μπορεί, βέβαια, κιόλας…» Είναι σκεπτικός πάλι. «Ίσως… Αν είχε έρθει πολύ παλιά, ίσως να μην τη θυμάμαι.»
«Μάλιστα.»
«Τα λεφτά;»
Ο Κριτόλαος τού δίνει τους εκατό ήλιους.
Ύστερα, εκείνος κι η Ξανθίππη βγαίνουν από την αποθήκη.
«Αυτή ήταν,» λέει η ειδική ερευνήτρια.
«Αναμφίβολα,» συμφωνεί ο Κριτόλαος.
«Δεν έπρεπε, πάντως, να του δώσεις τόσα λεφτά. Τέτοια καθίκια–»
«Ακροβολισμένος!»
Ένας πυροβολισμός αντηχεί, σκίζοντας τους άλλους ήχους της πόλης.
*
Ο Κριτόλαος το ξέρει πως πολλοί πρώην επαναστάτες θα τον ήθελαν νεκρό. Θα τον είχαν ήδη σκοτώσει, βασικά, αν η Σιδηρά Δυναστεία δεν τον είχε βοηθήσει όταν έγινε ο μεγάλος ξεσηκωμός κατά της Συμπαντικής Παντοκράτειρας. Τα πράγματα, βέβαια, έχουν πλέον ηρεμήσει. Σχεδόν κανένας στη Σεργήλη δεν κυνηγά ενεργά πρώην πράκτορες της Παντοκράτειρας – όχι πως έχουν μείνει και πολλοί τέτοιοι πια εδώ. Ο Κριτόλαος, όμως, ξέρει πως οφείλει να είναι προσεχτικός, γιατί μπορεί κάποιος κάπου να τον δει και – κάπως – σαν να τον έχει καθοδηγήσει το Μυαλό του ίδιου του Σκοτοδαίμονος – να τον αναγνωρίσει. Ποτέ δεν επαναπαύεται, λοιπόν. Πάντοτε επαγρυπνεί. Όπως έκανε, άλλωστε, κι όταν ήταν πράκτορας της Παντοκράτειρας. Οι αισθήσεις του βρίσκονται σε πλήρη εγρήγορση. Και παρότι θεωρεί πως έχει πλέον γεράσει, το σώμα και το μυαλό του αντιδρούν ακόμα πολύ γρήγορα.
Προτού καν ο πυροβολισμός αντηχήσει, ο Κριτόλαος’μορ έχει δει τη γυαλάδα του τουφεκιού επάνω στη χαμηλή ταράτσα ενός φούρνου, έχει καταλάβει, στιγμιαία, ότι τον σημαδεύουν. Τινάζεται στο πλάι, φωνάζοντας συγχρόνως στην Ξανθίππη: «Ακροβολισμένος!»
Ο κρότος σκίζει τους υπόλοιπους ήχους της πόλης – ο Κριτόλαος, ενώ έχει τιναχτεί με σκοπό να κυλήσει στον πεζόδρομο, αισθάνεται κάτι να τον χτυπά στον αριστερό ώμο – πέφτει στον πεζόδρομο και κυλά, τρίζοντας τα δόντια από τον πόνο.
Η Ξανθίππη τραβά αμέσως το πιστόλι της, γονατίζοντας, στρέφοντας το βλέμμα της προς τα εκεί απ’ όπου νομίζει πως ήρθε η ριπή. Βλέπει κι εκείνη τη γυαλάδα του όπλου στην ταράτσα του φούρνου. Πυροβολεί, κρατώντας το πιστόλι της με τα δύο χέρια. Το τουφέκι εξαφανίζεται από το οπτικό της πεδίο, αλλά είναι σίγουρη πως δεν χτύπησε τον χειριστή του.
Ο Κριτόλαος ανασηκώνεται ενώ πανικός αρχίζει στον δρόμο τριγύρω: άνθρωποι τρέχουν, κραυγάζοντας· οχήματα προσπαθούν να απομακρυνθούν, κόρνες αντηχούν· ένα άλογο χρεμετίζει δυνατά, θορυβημένο από τους πυροβολισμούς.
Ο Κριτόλαος βλέπει έναν άντρα να έρχεται προς το μέρος του, φορώντας κάπα, με την κουκούλα σηκωμένη, κι έχοντας δύο πιστόλια στα χέρια. Ο μάγος έχει ήδη τραβήξει το δικό του πιστόλι και του ρίχνει, αναγκάζοντάς τον να καλυφτεί πίσω από ένα σταματημένο τετράκυκλο όχημα, γονατίζοντας.
«Ξανθίππη!» φωνάζει ο Κριτόλαος καθώς πετάγεται όρθιος και τρέχει προς ένα σοκάκι ανάμεσα στις πολυκατοικίες. «Μαζί μου!»
Η ειδική ερευνήτρια τον ακολουθεί.
Πίσω τους πυροβολισμοί ηχούν, σφαίρες χτυπάνε το πλακόστρωτο. Ο άντρας με τα δύο πιστόλια τούς καταδιώκει.
Η Ξανθίππη γυρίζει το χέρι της και του ρίχνει· εκείνος αμέσως κολλά την πλάτη του στον τοίχο και πυροβολεί, χαμηλά: μια σφαίρα του τη βρίσκει στο πόδι, λίγο πιο πάνω απ’τον αστράγαλο, τρυπώντας τη μπότα της. Κραυγάζοντας, η Ξανθίππη πέφτει ανάμεσα σε σκουπίδια.
Ο Κριτόλαος γυρίζει και, σταματώντας, γονατίζοντας, πυροβολεί τον κουκουλοφόρο συνεχόμενα, αναγκάζοντάς τον να γονατίσει κι αυτός καθώς καλύπτεται πίσω από μια υδραντλία στην αρχή του σοκακιού. Το τραύμα στον ώμο του Κριτόλαου τον κάνει να ζαλίζεται, αλλά είναι καλός στο σημάδι.
Τότε, όμως, ακόμα ένας άντρας παρουσιάζεται στην αρχή του σοκακιού, και φορά κι αυτός κάπα και κουκούλα. Στα χέρια του είναι ένα τουφέκι, υψωμένο και στραμμένο κατευθείαν προς τη μεριά του Κριτόλαου–
Ο μάγος γυρίζει αμέσως το πιστόλι του και πατά τη σκανδάλη.
Την ίδια στιγμή, και ο εχθρός πατά τη σκανδάλη του όπλου του.
Ο Κριτόλαος, νιώθοντας ένα δυνατό χτύπημα στο στήθος, τινάζεται όπισθεν, σωριάζεται ανάσκελα. Δε μπορεί ν’αναπνεύσει, τα μέλη του έχουν ξαφνικά παραλύσει.
Κι ο εχθρός, όμως, χτυπήθηκε. Η σφαίρα του μάγου τον βρήκε στα πλευρά, κάνοντάς τον να παραπατήσει και το τουφέκι του να πέσει. Η κουκούλα έχει επίσης παραμερίσει, φανερώνοντας το πρόσωπό του. Γαλανόδερμος, με μαύρη καλύπτρα στο ένα μάτι.
Η Ξανθίππη, γρυλίζοντας, ανασηκώνεται ανάμεσα στα σκουπίδια και προσπαθεί να τον πυροβολήσει· αλλά γλιστρά και οι σφαίρες της βρίσκουν τον τοίχο. Ο άλλος άντρας – αυτός με τα δύο πιστόλια – της φωνάζει: «Μακριά όσο έχεις καιρό! ΦΥΓΕ!» και ρίχνει σφαίρες προς τη μεριά της, αναγκάζοντάς την πάλι να πέσει μέσα στα σκουπίδια.
Η Ξανθίππη, όμως, συνειδητοποιεί ότι δεν πρέπει να τη θέλουν νεκρή. Τον Κριτόλαο θέλουν να σκοτώσουν!
Κοιτάζει προς το μέρος του. Τον βλέπει αιμόφυρτο, ακίνητο. Τα έχουν καταφέρει;
Καπνός ξαφνικά τυλίγει τα πάντα, και η Ξανθίππη βήχει ενώ τα μάτια της δακρύζουν. Κάτι πέταξαν μες στο σοκάκι οι καταραμένοι! Σέρνεται ανάμεσα στα σκουπίδια, αδυνατώντας να σηκωθεί όρθια με το χτυπημένο πόδι της. Κι έχει χάσει και το πιστόλι της, και δεν μπορεί να το βρει! Ακούει πυροβολισμούς ξανά, και κολλά πάνω στον τοίχο προσπαθώντας να καλυφτεί.
Μετά, μια φωνή: «Νεκρός είναι, ρε! Πάμε!»
Μετά, βήματα και ησυχία. Εκτός από το βήξιμο της Ξανθίππης.
Πώς αυτοί οι δύο καριόληδες άντεξαν αρκετά ώστε να πυροβολήσουν ξανά και ώστε να μιλάνε; Φόρεσαν μάσκες; Ποιοι ήταν; Γιατί ήθελαν τον Κριτόλαο νεκρό;
Η Ξανθίππη δεν μπορεί να δει τίποτα τώρα, μέσα από τα δάκρυα που θολώνουν τα μάτια της.
Ακόμα κι όταν η Χωροφυλακή έρχεται και ο καπνός έχει καθαρίσει, εκείνη δεν βλέπει παρά θολές μορφές καθώς τους λέει ότι είναι ειδική ερευνήτρια και προσπαθεί να βγάλει την ταυτότητά της για να το αποδείξει.
*
Στο Γενικό Κέντρο της Χωροφυλακής τής λένε πως ο φίλος της είναι νεκρός. Τον πήγαν στο νοσοκομείο αλλά κανένας δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’αυτόν. Είχε ήδη ξεψυχήσει.
Η Ξανθίππη σκουπίζει το πρόσωπό της με το υγρό, φαρμακευτικό μαντήλι που της έχουν δώσει· η όρασή της έχει πια ξεθολώσει. Το δεξί της πόδι είναι δεμένο με επιδέσμους και τοποθετημένο σε νάρθηκα. Την είχαν πάει κι εκείνη στα επείγοντα της Πολυκλινικής Ταξιδευτή προτού τη φέρουν εδώ.
Ποιοί ήταν αυτοί οι καταραμένοι; αναρωτιέται τώρα η Ξανθίππη. Ποιος τους έστειλε; Δε μπορεί να τους έστειλε ο Άλκιμος! Μην τρελαθούμε κιόλας! Έστειλε έναν κατάσκοπο για να μας παρακολουθήσει· δεν μπορεί να έστειλε κι αυτούς τους φονιάδες!
Οι ανώτεροί της μέσα στη Χωροφυλακή τη ρωτάνε τι συνέβη. Ποιοι της επιτέθηκαν; Ποιος ήταν ο άντρας μαζί της; Η Ξανθίππη, φυσικά, ξέρει τι ν’απαντήσει στο δεύτερο: Ο Κριτόλαος’μορ είχε μια ψεύτικη ταυτότητα μαζί του η οποία τον αναγνώριζε ως Σερφάντη Πολεοθήρα, ιδιωτικό ερευνητή. Κι αυτό λέει η Ξανθίππη στους ανώτερούς της. Και προσθέτει: «Ήταν ξάδελφός μου. Μακρινός, βέβαια. Από τη Ράσρηβ. Είχε τύχει να είναι εδώ τώρα, και συνεργαστήκαμε–»
«Για την υπόθεση της κυρίας Σιγήκαιρης;» ρωτά ένας ανώτερός της.
«Ναι.»
«Γιατί πιστεύατε, κυρία Νασράλθη, ότι χρειαζόσασταν επιπλέον βοήθεια;»
«Δε μου ήταν απαραίτητη. Απλώς… είναι– ήταν ξάδελφός μου, και… συνεργαστήκαμε.»
«Ήταν άνθρωπος εμπιστοσύνης;» ρωτά μια άλλη ανώτερή της.
«Φυσικά.»
«Κι αυτοί που του επιτέθηκαν; Τι ξέρετε γι’αυτούς;» ρωτά ο πρώτος.
«Δεν ξέρω… Δεν ξέρω τίποτα γι’αυτούς.»
Της κάνουν ακόμα κάποιες ερωτήσεις και μετά την αφήνουν να φύγει, να πάει να ξεκουραστεί. Αλλά η Ξανθίππη, καθώς βγαίνει από το Γενικό Κέντρο της Χωροφυλακής στηριζόμενη σ’ένα ραβδί, παίρνει το δίκυκλό της και πηγαίνει στο νεκροτομείο, όπου ζητά να δει το πτώμα του Κριτόλαου. Την οδηγούν στον χώρο που το έχουν και της δείχνουν τις σφαίρες τις οποίες έχουν προ πολλού βγάλει από μέσα του. Η Ξανθίππη τις κοιτάζει διεξοδικά. Οι δύο φαίνεται να είναι από τουφέκι κι οι άλλες δύο από πιστόλι. Βαριά όπλα. Πολεμικά. Όχι τα όπλα κανενός μικροαπατεώνα της πόλης που τα θέλει για την προστασία του. Τέτοια όπλα χρησιμοποιούν μόνο οι μισθοφόροι. Τέτοια όπλα, επίσης, δεν είναι εύκολο να τα βρεις οπουδήποτε.
Κάποιος τούς έστειλε για να σκοτώσουν τον Κριτόλαο. Κάποιος που ήξερε ότι ήταν εδώ και με βοηθούσε να ερευνήσω την υπόθεση της Ηλέννιας Σιγήκαιρης. Κάποιος που… Πώς είναι δυνατόν αυτός ο κάποιος να μην είναι της οικογένειας; Η Ξανθίππη είναι βέβαιη ότι μόνο η Σιδηρά Δυναστεία θα μπορούσε να τους εντοπίσει έτσι, ώστε αυτοί οι φονιάδες να σκοτώσουν τον Κριτόλαο. Επιπλέον, δεν ήθελαν να σκοτώσουν κι εμένα μαζί του. Σίγουρα δεν ήθελαν να σκοτώσουν κι εμένα. Κάποιος μέσα στη Δυναστεία είχε πρόβλημα με τον Κριτόλαο; Ή, μήπως, απλά τον φοβόταν; Φοβόταν ότι θα κατάφερνε να μάθει ποιος σκότωσε την Ηλέννια;
Και νομίζει ότι εγώ δεν θα τα καταφέρω; σκέφτεται, προσβεβλημένη. Θα το μετανιώσει, όποιος κι αν είναι! Και είναι, σίγουρα, μέλος της Δυναστείας· δεν μπορεί όλ’ αυτά να είναι συμπτώσεις. Και το μυαλό της – δυστυχώς – στρέφεται συνέχεια προς τη μεριά του Άλκιμου Καλνάροφ. Ακόμα κι αν δεν έστειλε ο ίδιος τους φονιάδες, αναμφίβολα είναι μπλεγμένος στην όλη ιστορία. Ο Κριτόλαος είχε δίκιο που τον υποπτευόταν εξαρχής!
*
Ο Σερφάντης και ο Νάρφλης περιμένουν μέσα σε μια συστάδα δέντρων, στους Κίτρινους Μύλους, ενώ η φύση είναι χρωματισμένη από τα χρώματα του απογεύματος. Γύρω από τα πλευρά του Νάρφλη είναι δεμένος σφιχτά ένας επίδεσμος κάτω από το πέτσινο γιλέκο του. Αυτός ο καταραμένος Παντοκρατορικός παραλίγο να τον σκοτώσει! Αλλά, βέβαια, τούτη δεν είναι η μόνη φορά που ο Νάρφλης έχει τραυματιστεί. Είναι σκληραγωγημένος και δεν καταβάλλεται τόσο εύκολα. Κι ένα Παντοκρατορικό καθίκι ακόμα είναι νεκρό, σκέφτεται. Άξιζε το ρίσκο.
«Λες να μας πουλήσει, η κόρη της Λόρκης;» ρωτά ο Σερφάντης, που στέκεται όρθιος, με το ένα χέρι ακουμπισμένο στο δέντρο πλάι του.
Ο Νάρφλης κάθεται κάτω από ένα άλλο δέντρο, καπνίζοντας. «Όχι. Θάρθει. Δε μου φαίνετ’ αυτή από κείνες που δεν κρατάνε το λόγο τους.»
Ο Σερφάντης ρουθουνίζει. «Από πού το κατάλαβες; Από τις κωλοτούμπες χτες;»
«Νάτη,» λέει ο Νάρφλης. «Αυτή πρέπει νάναι.» Δείχνει.
Ο Σερφάντης γυρίζει και κοιτάζει. Στο βάθος, έξω από το σύδεντρο, κάποιος καβαλάρης φαίνεται να έρχεται φορώντας κάπα και κουκούλα. Μετά από λίγο, φτάνει στα δέντρα και ξεπεζεύει· τραβώντας το άλογο από τα χαλινάρια, πλησιάζει τους δύο μισθοφόρους. Κατεβάζει την κουκούλα.
«Εδώ είναι τα υπόλοιπα λεφτά,» τους λέει η Μυράνθη, και πετά έναν φάκελο στα πόδια του Νάρφλη. «Είσαι ’ντάξει;»
«Έχω πάθει και χειρότερα.» Σβήνει το τσιγάρο του στο έδαφος, παραδίπλα, κι ανοίγει τον φάκελο. Μετρά τα χαρτονομίσματα. «Όλα καλά,» λέει. «Θα σε ξαναδούμε;»
«Δεν ξέρω. Μπορεί.» Σηκώνει πάλι την κουκούλα της.
«Δεν εννοώ για δουλειές.»
Η Μυράνθη τούς γυρίζει την πλάτη, κουνώντας τους το χέρι πάνω απ’τον ώμο της ενώ τραβά το άλογο πίσω της. «Μπορεί!» λέει γελώντας. Βγαίνει από το σύδεντρο, καβαλά το ζώο, και φεύγει καλπάζοντας.
Ο Σερφάντης ρουθουνίζει. «Ναι καλά, πες ότι θα την ξαναδούμε.»
«Γιατί πάντα είσαι τόσο μίζερος, ρε παλικάρι;» Ο Νάρφλης σηκώνεται όρθιος με δυσκολία, μορφάζοντας από τον πόνο στα πλευρά του. «Σκοτώσαμε ένα σκυλί της Παντοκράτειρας. Είμαστε ξανά ήρωες! Πάμε πουθενά να πιούμε!»
Στη Θακέρκοβ, χρησιμοποιώντας το δίκτυο της Σιδηράς Δυναστείας, δεν δυσκολευόμαστε να εντοπίσουμε το σπίτι του Άρη Μικρόνυχου. Μένει σε μια μονοκατοικία στα νότια της Γραμμής – μιας πλούσιας συνοικίας της πόλης. Ο γιατρός, αναμφίβολα, έχει λεφτά.
Όταν είχα πάει στον Βράχο των Ουρλιαχτών για να πάρω τον Ρίβη, ο φρουρός στην είσοδο μού είπε ότι ο Μικρόνυχος δουλεύει στην κλινική τα πρωινά, αλλά το μεσημέρι, λογικά, πρέπει να έρχεται στο σπίτι του, οπότε εκεί αποφασίζουμε να του στήσουμε καρτέρι καθώς ο ήλιος βρίσκεται στο κέντρο του ουρανού. Σταματάω το όχημά μου σ’έναν δρόμο που βλέπει τη μονοκατοικία. Τα τζάμια του τετράκυκλου ακόμα σπασμένα είναι από το κυνηγητό με τη Χωροφυλακή της Νίρβεκ, κι έχει επίσης και κάποιες άλλες μικροζημιές· δεν είχα χρόνο να το επισκευάσω. Ευτυχώς δεν κάνει κρύο· είμαστε στον Εαρινό τον Δεύτερο.
«Είπες ότι έχει τρίκυκλο, ε, ραλίστα;» λέει ο Σουτούρης καπνίζοντας καθώς είναι καθισμένος δίπλα μου. Ο Ρίβης είναι καθισμένος πίσω, μαζί με την Κλεισμένη, που μου δίνει την εντύπωση ότι τον φοβάται λιγάκι.
«Ναι,» αποκρίνομαι. «Με τρίκυκλο ήρθε, τουλάχιστον, χτες βράδυ στην κλινική.»
«Θα μπει, επομένως, κατευθείαν στο γκαράζ του σπιτιού, μαζί με το όχημα,» λέει ο Σουτούρης. Η μονοκατοικία έχει πλάι της ένα γκαράζ που βρίσκεται στην ίδια αυλή με το σπίτι· στο εσωτερικό του φαίνεται τώρα μόνο ένα δίκυκλο, και παραδίπλα είναι ένας μικρός στάβλος με δυο άλογα. «Δε θα πλησιάσει το σπίτι με τα πόδια ώστε να μπορέσουμε εύκολα να του κόψουμε τον δρόμο και να τον αρπάξουμε.»
«Ναι,» συμφωνώ, «αυτό είναι ένα πρόβλημα. Θα πρέπει να κόψουμε τον δρόμο του οχήματός του.»
«Με το όχημά σου;»
«Δε γίνεται αλλιώς.»
«Στη Γραμμή βρισκόμαστε, ραλίστα. Μισθοφόροι φρουροί είναι παντού.» Μου δείχνει έναν που στέκεται έξω από την πύλη μιας πολύ μεγαλύτερης μονοκατοικίας που θυμίζει κάστρο από άλλη διάσταση. «Υπάρχει πιθανότητα να γίνει φασαρία. Άσχημη φασαρία.»
«Έχεις καμια καλύτερη ιδέα;»
«Ναι. Θα πέσω πάνω στο όχημά του καθώς έρχεται. Θα τον αναγκάσω να βγει.»
«Και είσαι σίγουρος ότι δεν θα χτυπηθείς;»
«Έχεις ξεχάσει γιατί με λένε Τυχερό, ραλίστα; Σου είχα πει κάποτε ότι μπορώ να διακρίνω την κατάλληλη στιγμή. Δεν ξέρω πώς – το αισθάνομαι! Θα τον περιμένω έξω από το όχημά μας, και μόλις τον δω να έρχεται, μόλις καταλάβω ότι είναι η κατάλληλη στιγμή….»
«Κι αν δεν διακρίνεις καμια ‘κατάλληλη στιγμή’;»
«Τότε θα πρέπει να ακολουθήσουμε τη δική σου μέθοδο.»
Συμφωνούμε πως αυτό είναι το καλύτερο σχέδιο για την ώρα, έτσι ο Σουτούρης ο Τυχερός βγαίνει από το όχημά μου και η Κλεισμένη έρχεται να καθίσει στη θέση του συνοδηγού. Ο τζογαδόρος απομακρύνεται έχοντας τηλεπικοινωνιακό πομπό μαζί του. Επειδή δεν έχει ξαναδεί το τρίκυκλο του ψυχιάτρου, θα τον ειδοποιήσω εγώ μ’ένα κουδούνισμα απ’τον δικό μου πομπό μόλις το δω να έρχεται. Για να μη γίνει κανένα λάθος και ο Σουτούρης πέσει πάνω στο όχημα άσχετου ανθρώπου.
«Μ’έχει φρικάρει αυτή η υπόθεση, Ζορδάμη,» μου λέει ο Ρίβης μετά από λίγο.
«Γιατί;»
«Γιατί αναρωτιέμαι τι θα κάνω άμα έχεις δίκιο – αν ο Μικρόνυχος ήταν όντως συνεννοημένος με την Ασημίνα…»
«Το αμφιβάλλεις ακόμα; Πώς αλλιώς μπορεί αυτός ο Τζογαδόρος να παρουσιαζόταν μέσα στην κλινική;»
«Δεν ξέρω,» λέει η βραχνή, κουρασμένη φωνή του.
«Μέχρι στιγμής – από τότε που σε πήρα από κει – δεν τον έχεις ξαναδεί, έτσι;»
«Όχι, δεν τον έχω ξαναδεί.»
«Και δεν παίρνεις ούτε φάρμακα ούτε τίποτα.»
«Όχι.»
«Κανονικά δεν θα έπρεπε να τον είχες δει–; Στάσου. Αυτός είναι.» Το τρίκυκλο του Άρη Μικρόνυχου έρχεται, με το κρυστάλλινο σκέπαστρό του να γυαλίζει στο φως του μεσημεριανού ήλιου. Πατάω τον τηλεπικοινωνιακό πομπό μου για να ειδοποιήσω τον Σουτούρη. Δεν τον βλέπω από εδώ όπου βρίσκομαι, αλλά είμαι σίγουρος πως εκείνος βλέπει το τρίκυκλο.
Και, να, κάνει τώρα να περάσει τον δρόμο βιαστικά. Για μια στιγμή νομίζω πως δεν θα τολμήσει, πως δεν θα δει την κατάλληλη στιγμή (ό,τι κι αν είναι αυτό), αλλά η μαγεία του τελικά δεν τον εγκαταλείπει: τινάζεται μπροστά στο όχημα και χτυπιέται από το πλάι του, κυλά στο οδόστρωμα, ενώ οι τροχοί του τρίκυκλου σταματούν απότομα.
«Τρελός είναι!» λέει ο Ρίβης πίσω μου.
Γελάω σιγανά. «Τυχερός είναι.»
«Νιάρ!» νιαουρίζει η Κλεισμένη, με τ’αφτιά της τεντωμένα, καθισμένη στα πίσω πόδια δίπλα μου.
Το σκέπαστρο του τρίκυκλου ανοίγει και ο Άρης Μικρόνυχος βγαίνει, με τα μεγάλα γυαλιά του να στραφταλίζουν στον μεσημεριανό ήλιο. Ο Σουτούρης κάνει πως δυσκολεύεται να σηκωθεί από το οδόστρωμα.
Πατάω το πετάλι και, ήρεμα, χωρίς βιασύνη, πλησιάζω κλείνοντας τον δρόμο προς τη μονοκατοικία του ψυχιάτρου.
«Είσαι καλά, φίλε;» τον ακούω να ρωτά τον Σουτούρη· και τότε ο Σουτούρης σηκώνεται απρόσμενα εμπρός του και τραβά ένα μικρό πιστόλι από το εσωτερικό του ελαφρύ πανωφοριού του. «Καλά είμαι,» του απαντά, «και θα έρθεις μαζί μας,» δείχνοντας με μια κοφτή κίνηση του κεφαλιού το όχημά μου.
Ανοίγω την πλαϊνή πόρτα για τον Μικρόνυχο, αποκαλύπτοντας την Κλεισμένη.
Τα μάτια του ψυχιάτρου γουρλώνουν. Είναι φανερά ξαφνιασμένος, δεν ξέρει πώς να αντιδράσει.
«Της οικογένειας είμαστε,» του λέει ο Σουτούρης. «Μέσα, τώρα!»
Ο Άρης Μικρόνυχος κάθεται δίπλα μου ενώ η Κλεισμένη πηδά στο πίσω κάθισμα, μαζί με τον Ρίβη. Εκεί κάθεται επίσης και ο Σουτούρης.
Πατάω το πετάλι ξανά και οδηγώ μακριά από τη μονοκατοικία του ψυχιάτρου, ενώ έχω κι εγώ τραβήξει το πιστόλι μου και κρατάω την κάννη στραμμένη προς τον Μικρόνυχο πλάι μου.
«Τι θέλεις;» ρωτά εκείνος. «Εσύ δεν είχες έρθει χτες; Σου έδωσα τον Ρίβη Νέρφελδιφ, δεν σ’τον έδωσα; Τι πρόβλημα υπάρχει;»
Δε νομίζω ότι έχει πάρει είδηση ακόμα ότι ο Ρίβης κάθεται πίσω μας, κι αποφασίζω αυτό να το εκμεταλλευτώ. «Τι έκανες για την κυρία Νέρφελδιφ ώστε νάναι ευχαριστημένη μαζί σου, γιατρέ;» του λέω.
«Μα…» κομπιάζει σαστισμένος ο Άρης Μικρόνυχος.
«Τι είναι; Σου έκλεψ’ η φίλη μου η γάτα τη γλώσσα; Κάνεις πως δεν ξέρεις;» Συγχρόνως, οδηγώ προς τα άκρα της Θακέρκοβ. Όσο πιο μακριά από την πόλη βρισκόμαστε όταν το πράγμα αγριέψει τόσο το καλύτερο.
Ο γιατρός προσπαθεί να κρατήσει την ψυχραιμία του. «Τι να ξέρω;»
«Αυτό που έκανες για την κυρία Νέρφελδιφ!» φωνάζω, παριστάνοντας πως έχω θυμώσει, ενώ εξακολουθώ να τον σημαδεύω με το πιστόλι μου. Οδηγώ με το ένα χέρι μόνο· δε μου χρειάζεται και το δεύτερο. «Τι έκανες; Τι νομίζεις πως έκανες;»
«Ό,τι μου ζήτησε, μα τους θεούς!» αναφωνεί ο Μικρόνυχος. «Κράτησα τον αδελφό της στην κλινική, και τώρα που μου είπε να της τον δώσω πίσω τής τον έδωσα! Τι άλλο θέλει; Αν ήθελε κάτι, ας μου το έλεγε!»
«Γιατί τον κράτησες στην κλινική; Τι είχε;»
«Τι;» κάνει ο Μικρόνυχος, μοιάζοντας πιο σαστισμένος από πριν. «Τι γιατί τον κράτησα; Αυτό δεν μου ζήτησε;»
«Τι έκανες όσο τον κρατούσες εκεί;»
«Τα έχουμε συζητήσει αυτά με την κυρία σου, οδηγέ! Γιατί δεν ήρθε εκείνη εδώ, αν ήθελε να πούμε κι άλλα;»
«Τι έκανες όσο τον κρατούσες εκεί;» επιμένω.
«Αρκετά!» γρυλίζει ο Άρης Μικρόνυχος. «Ποιος ο λόγος αυτής της απαγωγής;»
«Ηρέμησε, Άρη,» του λέει. «Της οικογένειας είμαστε. Μια φιλική κουβέντα κάνουμε.»
«Δε μου φαίνεται και τόσο φιλική, οδηγέ!»
Βγάζω το όχημά μας από τη Θακέρκοβ και οδηγώ νότια, προς τους πρόποδες της Ραχοκοκαλιάς. Η ύπαιθρος γίνεται ολοένα και πιο άγρια γύρω μας.
«Τι ακριβώς έκανες όσο κρατούσες τον Ρίβη στην κλινική σου;» ρωτάω. «Δεν ήταν πραγματικά φρενοβλαβής, έτσι δεν είναι;»
«Φυσικά και δεν ήταν! Καλά, αυτά δεν τα είχαμε συζ–;» Απρόσμενα σταματά να μιλά σαν να διαισθάνεται κάτι. Κοιτάζει πίσω, και βλέπει τον Ρίβη. Αναφωνεί ξαφνιασμένος, τρομαγμένος. Και μετά μου φωνάζει: «Τι σκατά κάνεις, οδηγέ; Τι σκατά γίνεται εδώ;» Πιάνει το χερούλι της πόρτας πλάι του, μοιάζοντας έτοιμος ν’ανοίξει παρότι το όχημα κινείται.
«Κάνε πως βγαίνεις και θα σε πυροβολήσω,» του λέω ήρεμα. Αλλά προτού προλάβω να ολοκληρώσω την πρότασή μου, ο Ρίβης τον έχει αρπάξει από τα μαλλιά και τραβά το κεφάλι του πίσω. Ο ψυχίατρος ουρλιάζει ενώ τα μεγάλα γυαλιά πέφτουν από το πρόσωπό του.
«Ήρεμα!» φωνάζω. «Ρίβη! Ήρεμα, γαμώ τα κέρατα του Κάρτωλακ!»
«Μη βλασφημάς, ραλίστα,» μου λέει ο Ρίβης με τρομαχτική ψυχρότητα. Στο ένα του χέρι είναι τα μαλλιά του Άρη Μικρόνυχου, στο άλλο – το τραυματισμένο – το ξιφίδιο που του έχω δώσει (το οποίο τώρα μετανιώνω). Η λεπίδα βρίσκεται επάνω στο πλάι του λαιμού του ψυχιάτρου.
«Ο Ζορδάμης έχει δίκιο,» λέει ψύχραιμα ο Σουτούρης. «Ηρέμησε. Είμαι βέβαιος πως ο γιατρός θα μας πει όλη την αλήθεια, τώρα που είναι μαζί μας. Έτσι δεν είναι, γιατρέ;»
«Ναι,» ψελλίζει ο Άρης. «Φυσικά! Εννοείται!»
«Άφησέ τον,» λέει ο Σουτούρης στον Ρίβη, αγγίζοντας τον ώμο του.
Ο Ρίβης ελευθερώνει τον ψυχίατρο κι εκείνος διπλώνεται στο κάθισμα δίπλα μου, σαν να προσπαθεί ν’απομακρυνθεί όσο το δυνατόν περισσότερο από τον πρώην ασθενή του.
«Τι έκανες με τον Ρίβη στην κλινική σου;» τον ρωτάω.
Εκείνος καθαρίζει τον λαιμό του, νευρικά. «Δεν καταλαβαίνεις,» μου λέει ξέπνοα. «Ό,τι κι αν σου είπε ο Ρίβης δεν αληθεύει. Είναι διαταραγμένος–»
«Κόψε τις μαλακίες, γιατρέ. Εσύ ο ίδιος μόλις τώρα είπες ότι ο Ρίβης δεν είναι τρελός. Κι επιπλέον, τι είδους δεοντολογία είν’ αυτή που ακολουθείς σύμφωνα με την οποία αφήνεις κάποιον φρενοβλαβή να φύγει από την κλινική σου επειδή δέχτηκες ένα σημείωμα από μια γυναίκα που βρίσκεται στην άλλη άκρη της Σεργήλης;»
Ο Άρης Μικρόνυχος ξεροκαταπίνει. «Κοίτα… Δεν ξέρω τι πρόβλημα μπορεί να έχει η κυρία Νέρφελδιφ μαζί μου, αλλά της υπόσχομαι να κάνω ακριβώς ό,τι θέλει. Και δεν μπορώ να καταλάβω τι τη δυσαρέστησε…»
Σταματάω το όχημά μου πίσω από ένα σύδεντρο. «Τι έκανες στην κλινική; Από πού εμφανιζόταν ο Τζογαδόρος που έβλεπε ο Ρίβης;»
Ο Άρης κομπιάζει. Με τις άκριες των ματιών του κοιτάζει τον Ρίβη ο οποίος είναι καθισμένος στο πίσω κάθισμα, και η λεπίδα του ξιφιδίου ακόμα γυαλίζει στο χέρι του. Η Κλεισμένη γρυλίζει.
«Από πού εμφανιζόταν ο Τζογαδόρος, γιατρέ;» επιμένω.
«Δεν υπάρχει Τζογαδόρος, φίλε μου. Ήταν μια φαντασίωση του Ρίβη–»
«Όπως και η Σιδηρά Δυναστεία; Όταν σου ανέφερε την οικογένεια, του είπες ότι κι αυτή στη φαντασία του ήταν.»
«Ήταν διαταραγμένος· δεν μπορούσα να τον αφήσω να, να–»
Γρονθοκοπώ τον γιατρό στη μύτη και αίμα τινάζεται στο πρόσωπό του· το κεφάλι του γέρνει έξω απ’το σπασμένο παράθυρο.
Βγαίνω από το όχημα, και ο Σουτούρης κι ο Ρίβης με μιμούνται. Ανοίγουμε την πόρτα του Άρη Μικρόνυχου και τον τραβάμε έξω ενώ εκείνος μάς απειλεί ότι θα το μετανιώσουμε αυτό· έχει ισχυρούς γνωστούς μέσα στη Δυναστεία, πανίσχυρους!
«Εδώ,» του λέω, «δεν μπορούν να σε βοηθήσουν.» Και τον γρονθοκοπώ καταπρόσωπο ξανά, σωριάζοντάς τον στο ανοιξιάτικο χορτάρι.
«Θα σε θυμάμαι!» κρώζει ο Άρης, φτύνοντας αίμα.
«Ωραία,» λέω οπλίζοντας θεατρικά το πιστόλι μου. «Θα ήθελα να με θυμάσαι.» Και τον κλοτσάω στα πλευρά. «Πώς έκανες τον Τζογαδόρο να εμφανίζεται;» ρωτάω ξανά.
Ο Άρης βογκά, βήχει.
Ρίχνω μια σφαίρα στο δέντρο πλάι του. Πουλιά πετάνε από τα κλωνάρια. Ένας λαγός μάς κοιτάζει με ενδιαφέρον, μισοκρυμμένος πίσω από μια φτέρη. Η Κλεισμένη νιαουρίζει βαριεστημένα.
Ο Άρης λέει: «Υπάρχουν τρόποι…» Ανασηκώνεται. «Ολογράμματα. Εστιασμένα μεγάφωνα. Καθρέφτες-οθόνες. Δεν είναι δύσκολο.»
«Προσπαθούσες, δηλαδή, να κρατήσεις τον Ρίβη σε μια κατάσταση παραφροσύνης όλο αυτό τον καιρό.»
Ο Άρης δεν μιλά.
Ο Ρίβης κάνει να τον πλησιάσει, με το ξιφίδιό του έτοιμο, αλλά τον σπρώχνω πίσω με το ένα χέρι. «Μακριά,» του λέω. «Υπομονή.»
«Είναι δικός μου, ραλίστα!» γρυλίζει.
«Υπομονή,» επαναλαμβάνω, κι ευτυχώς με εμπιστεύεται και κάνει πίσω· αν χιμούσε, δεν ξέρω αν θα κατάφερνα να τον συγκρατήσω.
«Γιατί;» ρωτάω τον Άρη. «Γιατί η Ασημίνα Νέρφελδιφ ήθελε να κρατάς τον αδελφό της σε κατάσταση παραφροσύνης;»
«Δεν ξέρω,» αποκρίνεται ξέπνοα ο γιατρός.
Αλλάζω ρύθμιση στο πιστόλι μου: το γυρίζω στην ενεργειακή λειτουργία.
«Δεν ξέρω!» φωνάζει ο Άρης Μικρόνυχος. «Δεν ξέρω! Αυτό μού ζήτησε, αυτό έκανα! Και ποιο είναι το πρόβλημά της τώρα; Αυτή δεν σ’έστειλε; Τι συνέβη;»
«Ναι,» λέω, «αυτή μ’έστειλε. Αλλά τα πράγματα άλλαξαν λίγο από την τελευταία φορά που σε είδα. Γιατί δούλευες για την Ασημίνα Νέρφελδιφ;»
«Με πλήρωνε. Έδινε καλά λεφτά.»
«Γιατί να μην πληρώνει κάποιον ψυχίατρο πιο κοντά στην Κιρβόνη;»
«Δεν ήθελε νάναι ο Ρίβης κοντά στην πατρίδα του. Δεν ήθελε να υπάρχει η πιθανότητα να τον βοηθήσει κανένας που τον ξέρει.»
«Γιατί η Ασημίνα ήθελε να βγάλει από τη μέση τον αδελφό της;»
«Δεν ξέρω. Σου λέω αλήθεια, δεν ξέρω.»
«Δε σε πιστεύω.» Το πιστόλι μου τον σημαδεύει.
Ο Άρης τινάζεται σε γονατιστή θέση πάνω στο έδαφος. «ΔΕΝ ΞΕΡΩ, ΓΙΑ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΑΡΤΑΛΗΣ!» ουρλιάζει.
Τον πυροβολώ στο δεξί πόδι: ενέργεια εκτοξεύεται από την κάννη μου, τυλίγοντάς τον από το γόνατο ώς το πέλμα. Ο Άρης σπαρταρά πάνω στη γη, σκούζοντας. Το πόδι του φαίνεται να έχει παραλύσει τελείως.
«Έχω ακόμα τρεις ριπές μέσα σε τούτο το όπλο,» του λέω ψέματα – γιατί η μπαταρία είναι αρκετή για άλλη μία μόνο. «Θα ρίχνω μία σε κάθε μέλος σου μέχρι ν’αποφασίσεις να μας μιλήσεις ανοιχτά. Ή μάλλον, μία θα σ’τη ρίξω στα παπάρια, αν ακόμα έχεις τέτοια.»
«Σου λέω την αλήθεια!» Ο Άρης σέρνεται πάνω στο χορτάρι προσπαθώντας ν’απομακρυνθεί από εμένα. «Δεν ξέρω τι πρόβλημα είχε με τον αδελφό της! Δεν ξέρω!»
«Μέχρι πότε υποτίθεται ότι θα τον κρατούσες στην κλινική;» ρωτάω, σημαδεύοντάς τον με το πιστόλι. «Και μην κινείσαι!»
Ο Άρης μένει ακίνητος. «Θα τον κρατούσα μέχρι που να μου έλεγε ότι τον ήθελε. Όπως χτες βράδυ που ήρθες εσύ. Έκανα τα πάντα όπως μου τα ζήτησε. Δεν καταλαβαίνω γιατί… γιατί γίνεται αυτό.»
«Χτες βράδυ,» του λέω, «η αδελφή του Ρίβη τον έστειλε να σκοτώσει έναν άνθρωπο. Αυτόν.» Δείχνω τον Σουτούρη με το σαγόνι μου, ο οποίος ώς τώρα στέκεται σιωπηλός, παρατηρώντας.
Ο Άρης σκουπίζει αίμα από το στόμα του. «Δεν… τον ξέρω.»
«Η Ασημίνα Νέρφελδιφ σε είχε βάλει να προετοιμάσεις έναν δολοφόνο!» φωνάζω.
Ο Άρης κουνά το κεφάλι. «Όχι. Υποτίθεται ότι θα τον κρατούσα απλά στην κλινική…»
«Σε κατάσταση παραφροσύνης! Ενώ νόμιζε ότι κάποιος μυστηριώδης Τζογαδόρος τον κυνηγούσε!»
«Ναι, αλλά όχι… δεν θα ήταν δολοφόνος… Δεν, δηλαδή, θα τον έστελνα να… Ποιος, ποιος είναι αυτός;» Κοιτάζει νευρικά τον Σουτούρη τον Τυχερό.
Ο οποίος μου λέει: «Δε νομίζω ότι έχουμε τίποτ’ άλλο να μάθουμε απ’ αυτό το αρχίδι, ραλίστα.»
«Ούτε εγώ,» συμφωνώ. Και ρωτάω τον Άρη: «Υπάρχει κάτι που μας κρύβεις για την Ασημίνα Νέρφελδιφ, γιατρέ;»
Εκείνος κουνά το κεφάλι του αρνητικά, και βλέπω ξεκάθαρα στο πρόσωπό του πως ελπίζει ότι θα τη γλιτώσει, ότι θα τον αφήσουμε εδώ και θα φύγουμε.
«Αφού δεν σε χρειαζόμαστε άλλο, λοιπόν…» Αλλάζω ρύθμιση στο πιστόλι μου και τον σημαδεύω.
«ΠΕΡΙΜΕΝΕ!» ουρλιάζει ο Άρης Μικρόνυχος, τρέμοντας σύγκορμος, και νομίζω πως έχει κατουρηθεί αν κρίνω απ’τον λεκέ πάνω του. «ΠΕΡΙΜΕΝΕ!»
«Θυμήθηκες κάτι; Κάτι για την Ασημίνα Νέρφελδιφ; Κάτι για τα σχέδιά της;»
«Δεν ξέρω τίποτα για τα σχέδιά της. Μα τη Μεγάλη Αρτάλη, δεν ξέρω τίποτα για τα σχέδιά της. Ξέρω μόνο ότι πληρώνει καλά, και ότι είναι της οικογένειας, και με είχε πληρώσει για να κρατήσω τον αδελφό της–»
«Αυτά τα ξέρουμε κι εμείς. Τίποτ’ άλλο;»
«Δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο να σας πω.»
Δίνω το πιστόλι στον Ρίβη. «Κάνε ό,τι νομίζεις. Αλλά γρήγορα. Πρέπει να φύγουμε από δω.»
Τα μάτια του Άρη Μικρόνυχου γουρλώνουν. Αρχίζει να σέρνεται για ν’απομακρυνθεί, γιατί δεν μπορεί να σηκωθεί· το πόδι του είναι ακόμα μουδιασμένο.
Ο Ρίβης τον πυροβολεί στο στήθος, δύο φορές. Και μία φορά στο κεφάλι, ενώ ο Μικρόνυχος έχει ήδη πάψει να κινείται.
Ο Ρίβης στρέφεται να μ’ατενίσει, και παρατηρώ πως η όψη του είναι πιεσμένη σαν κάτι να τον προβληματίζει βαθιά.
«Τι;» ρωτάω.
«Δεν…» Κομπιάζει. «Δεν ξέρω αν έπρεπε να τον αποτελειώσω τόσο γρήγορα.» Μου δίνει το πιστόλι.
«Γιατί;»
«Δεν αισθάνομαι τίποτα, ραλίστα… Τίποτα.»
«Τι περίμενες να αισθανθείς; Με το να σκοτώσεις κάποιον δεν σβήνεις αυτά που εκείνος έκανε· απλά τον σταματάς απ’το να κάνει κι άλλα.»
Ο Σουτούρης ακουμπά το χέρι του στον ώμο του Ρίβη. «Και, πίστεψέ με, αυτό το καθίκι θα έκανε κι άλλα παρόμοια σε άλλους. Όπως, κατά πασά πιθανότητα, θα είχε κάνει κι άλλα παρόμοια στο παρελθόν. Νομίζω πως κάποτε είχα ακούσει ότι αναλάμβανε τέτοιες… ειδικές δουλειές φύλαξης – αν κι εγώ προσωπικά λίγο ασχολούμαι με ψυχιάτρους.» Κοιτάζει προς τη μεριά του νεκρού. «Κάθαρμα της Λόρκης,» σχολιάζει. «Όχι πως κι εμείς είμαστε ιέρειες της Αρτάλης, αλλά πάντα υπάρχει κάποιος χειρότερος από σένα.»
«Και η Ασημίνα Νέρφελδιφ είναι, σίγουρα, χειρότερη κι από τους τρεις μας,» του λέω.
Ο Σουτούρης νεύει καταφατικά. «Τι σκέφτεσαι, ραλίστα;»
«Τίποτα, για την ώρα. Είμαι μπερδεμένος. Δε μπορούμε, πάντως, να επιστρέψουμε στην Κιρβόνη…» Κοιτάζω τον Ρίβη, ο οποίος δεν διαφωνεί μαζί μου. «Τι προτείνεις;» τον ρωτάω.
Εκείνος ανασηκώνει τους ώμους, εξακολουθώντας νάναι σιωπηλός.
Αναστενάζω. «Δε μάθαμε και πολλά απ’τον γιατρό,» λέω στρέφοντας το βλέμμα μου στον Σουτούρη. «Τίποτα, ουσιαστικά. Ακόμα δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα για το τι συμβαίνει μέσα στη Δυναστεία.»
«Ναι,» μουρμουρίζει ο Τυχερός κοιτάζοντας το χορτάρι καθώς βηματίζει.
«Λοιπόν,» λέω καθίζοντας επάνω στη μπροστινή μεριά του οχήματός μου και θηκαρώνοντας το πιστόλι στη ζώνη μου. «Νομίζω πως πρέπει να πάω να βρω τη Σαμάνθα. Δε μπορώ να σκεφτώ τίποτ’ άλλο για την ώρα. Ρίβη, θάρθεις μαζί μου;»
«Δεν έχω καμια καλύτερη ιδέα. Θα ήθελα, βέβαια, να επιστρέψω στην Κιρβόνη, αλλά… Η Ασημίνα…»
«Γιατί ήθελε να σε κρατά έτσι φυλακισμένο; Συνέβη κάτι μεταξύ σας; Της είχες κάνει κάτι;»
Ο Ρίβης είναι σκεπτικός για λίγο. Ύστερα λέει: «Δε νομίζω ότι της άρεσε η θρησκεία του Κάρτωλακ…»
«Και λοιπόν;»
«Την τρόμαζε, Ζορδάμη. Αλλά εγώ δεν ήμουν πρόθυμος να την παρατήσω.»
«Και είχες μετατρέψει τη βίλα σας σε ναό…» προσθέτω.
«Ναι.»
«Κι αυτός ήταν ο μόνος λόγος για τον οποίο αποφάσισε να σε βγάλει από τη μέση;»
«Αν υπάρχει άλλος, δεν τον ξέρω,» λέει ο Ρίβης.
«Ο Λειρνόος πρέπει να τη βοήθησε να δημιουργήσει αυτές τις τρελές εντυπώσεις στο μυαλό σου, καθώς ίσως κι άλλα μέλη της Δυναστείας. Το παράξενο, όμως, είναι ότι κι εσύ είσαι μέλος της Δυναστείας.»
«Ναι,» συμφωνεί ο Ρίβης. «Είναι παράξενο. Δε μπορώ να φανταστώ τι είχαν εναντίον μου.»
«Ίσως να μην είχαν τίποτα εναντίον σου,» του λέει ο Σουτούρης. «Ίσως απλά να θεωρούσαν ότι η αδελφή σου είχε να τους προσφέρει κάτι σημαντικό.»
«Όπως;»
«Η αδελφή σου είναι πλούσια, Ρίβη! Κι εσύ το ίδιο, βέβαια, όσο βρισκόσουν στην Κιρβόνη. Αλλά πάω στοίχημα πως η Ασημίνα τούς έπεισε ότι θα είχαν να κερδίσουν πολλά όταν εκείνη έπαιρνε τον έλεγχο ολόκληρης της περιουσίας σας.»
Ο Ρίβης συνοφρυώνεται. «Μπορεί,» παραδέχεται. «Μπορεί αυτός να ήταν ο λόγος. Ο πατέρας μάς άφησε μεγάλη περιουσία στην Κιρβόνη.»
«Αυτός είναι ο πιθανότερος λόγος, Ρίβη,» λέει ο Σουτούρης. «Πολλά έχουν γίνει για τέτοιου είδους περιουσίες. Πολλά. Κι ορισμένα χειρότερα από τούτη την περίπτωση.»
«Όλ’ αυτά, όμως, δεν εξηγούν γιατί η Ασημίνα ήθελε εσένα νεκρό,» του λέω. «Απλά εξηγούν γιατί θεωρούσε τον Ρίβη αναλώσιμο.»
«Ναι,» αποκρίνεται ο Σουτούρης. Αλλά είναι συλλογισμένος.
«Υποθέτεις κάτι;»
Κουνά το κεφάλι. «Όχι.»
Λέει αλήθεια, ή κρύβει κάτι; Θυμάμαι πως και η Σαμάνθα μού είχε δώσει μια τέτοια εντύπωση. Ακόμα ένα από τα μυστήρια της Σιδηράς Δυναστείας;
«Θα πάω να βρω τη Σαμάνθα,» του λέω. «Ο Ρίβης μάλλον θα έρθει μαζί μου.» (Ο αδελφός της Ασημίνας νεύει, λέγοντας «Ναι».) «Εσύ τι θα κάνεις;»
«Ξέρεις πού έχει πάει η Σαμάνθα;»
«Νότια.»
«Πολλά μέρη βρίσκονται προς τα νότια, ραλίστα.»
«Θα πρέπει να την εντοπίσω. Είπε ότι ίσως να φτάσει μέχρι τις ερήμους.»
«Καλή τύχη.»
«Αυτό, υποθέτω, σημαίνει ότι δεν θα έρθεις μαζί μας.»
«Δε νομίζω να είχε κανένα νόημα, ραλίστα.»
«Στο Μαύρο Δόντι, ίσως να προσπαθήσουν να σε ξανασκοτώσουν,» τον προειδοποιώ.
«Πρέπει να ερευνήσω,» μου λέει ο Σουτούρης. «Πρέπει να μάθω τι γίνεται.»
«Τέλος πάντων.» Κατεβαίνω από τη μπροστινή μεριά του οχήματός μου. «Να σε πετάξουμε ώς το Μαύρο Δόντι;»
«Ναι.»
«Και μετά;» με ρωτά ο Ρίβης.
«Θα πάμε να πάρουμε το τρένο,» του λέω.
Κοντά στο Βιβλιοπωλείο Βραδύνικος είναι μια καφετέρια που ονομάζεται Πρόσκρουση και στην ταμπέλα της έχει ζωγραφισμένα, με κωμικό τρόπο, δύο οχήματα (ένα μεγαλύτερο κι ένα μικρότερο) που βρίσκονται σε μετωπική σύγκρουση. Ο Τζακ Βραδύνικος έρχεται εδώ, συνήθως, λίγο πριν από το μεσημέρι, όταν δεν έχει σημαντικότερη δουλειά. Η Ξανθίππη το ξέρει αυτό και πηγαίνει τώρα στην καφετέρια για να τον βρει, χωρίς να του έχει πιο πριν μιλήσει τηλεπικοινωνιακά. Αν δεν είναι στην Πρόσκρουση, τότε θα τον καλέσει με τον πομπό της, να δει μήπως μπορούν να συζητήσουν αλλού.
Σήμερα είναι η μεθεπόμενη ύστερα από τη δολοφονία του Κριτόλαου’μορ Σάλκω. Η Ξανθίππη δεν επιχείρησε να μιλήσει νωρίτερα στον Βιβλιοπώλη επειδή ήταν εξαντλημένη, το πόδι της την πονούσε πολύ, και ήθελε και να σκεφτεί κάποια πράγματα, να βάλει τις σκέψεις της σε μια τάξη. Ακόμα, όμως, νομίζει ότι σε τάξη οι σκέψεις της δεν βρίσκονται· η όλη υπόθεση είναι πολύ μπερδεμένη, και μοιάζει να κρύβει κάτι το τρομερά σκοτεινό και αποτρόπαιο. Και ούτε το πόδι της Ξανθίππης έχει πάψει να την πονά, δυστυχώς, αλλά η ειδική ερευνήτρια έχει πάρει παυσίπονο σήμερα.
Σταματά τώρα το δίκυκλό της μπροστά στην Πρόσκρουση, το αφήνει στον πεζόδρομο, και, στηριζόμενη στο ραβδί της, μπαίνει στην καφετέρια η οποία έχει πολύ κόσμο αυτή την ώρα και ελαφριά μουσική παίζει στο ηχοσύστημα. Τα μαύρα μάτια της Ξανθίππης σαρώνουν πεπειραμένα τον χώρο – τα τραπεζάκια, τους ανθρώπους, τους σερβιτόρους – κι αμέσως εντοπίζει τον Τζακ Βραδύνικο καθισμένο στη δεξιά μεριά της αίθουσας με μια εφημερίδα στα χέρια και μια κούπα καφέ και μια τυρόπιτα μπροστά του. Κανένας άλλος δεν μοιράζεται το τραπέζι του. Πράγμα που η Ξανθίππη θεωρεί καλό, γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσε να του μιλήσει. Είτε μέλος της Δυναστείας ήταν αυτός ο άλλος, είτε όχι.
Κάτι περίεργο συμβαίνει μέσα στην οικογένεια· η Ξανθίππη είναι σίγουρη. Κι έχει την αίσθηση ότι δεν πρέπει να εμπιστεύεται κανέναν. Τον Βιβλιοπώλη, όμως, νομίζει ότι μπορεί να τον εμπιστευτεί, αν μη τι άλλο επειδή εκείνος ήταν που της πρότεινε να καλέσουν τον Κριτόλαο. Δεν μπορεί να ήθελε να τον φέρει εδώ μόνο και μόνο για να τον σκοτώσει – και ειδικά με τέτοιο τρόπο. Ο Άλκιμος είναι πιθανό νάναι μπλεγμένος σε ό,τι κι αν δεν πηγαίνει καλά μέσα στη Δυναστεία, αλλά όχι και ο Τζακ Βραδύνικος.
Η Ξανθίππη τον πλησιάζει εκεί όπου κάθεται, κι εκείνος υψώνει το βλέμμα του και την κοιτάζει συνοφρυωμένος προς στιγμή, μάλλον μην αναγνωρίζοντάς την αμέσως με τα μαύρα γυαλιά της και το καπέλο της. Μετά, όμως, της κάνει νόημα να καθίσει.
«Άκουσα τι έγινε,» της λέει. «Είσαι καλά;»
Η Ξανθίππη κάθεται αντίκρυ του, ακουμπώντας το μπαστούνι στο πλάι της καρέκλας. «Κουτσαίνω, δε βλέπεις;»
«Είναι σοβαρό;»
«Δεν έχει σπάσει κόκαλο. Μερικές μέρες χρειάζεται μόνο. Κι έχω άδεια από τη Χωροφυλακή.»
«Έχεις πάψει, δηλαδή, να ερευνάς την υπόθεση;» Ο Βιβλιοπώλης διπλώνει την εφημερίδα και την αφήνει πλάι στην τυρόπιτά του.
«Για τη Χωροφυλακή, ναι. Για την οικογένεια, όχι. Και νομ–» Σταματά να μιλά καθώς ένας σερβιτόρος έρχεται.
«Θα πάρετε κάτι;» τη ρωτά.
«Έναν καφέ. Σάρντλιο.»
«Τίποτ’ άλλο;»
«Όχι.»
Ο σερβιτόρος φεύγει, και η Ξανθίππη λέει στον Τζακ: «Νομίζω ότι κάτι συμβαίνει μέσα στην οικογένεια. Κάτι πολύ άσχημο.»
Ο Βιβλιοπώλης συνοφρυώνεται πίσω από τα παραλληλόγραμμα γυαλιά του. «Τι εννοείς;»
«Ποιος μπορεί να ήξερε πού ήμασταν εγώ κι ο Κριτόλαος χτες, Τζακ;»
«Εσύ πες μου.»
«Συγγενείς, μόνο.»
«Γιατί μόνο;»
«Γιατί ερευνούσαμε τις υπόγειες αγορές της Νέσριβεκ και–»
«Υπόγειες αγορές;»
«Σχήμα λόγου· δεν είναι κάτω από το έδαφος, όπως καταλαβαίνεις.»
«Πού βρίσκονται;» Ο Τζακ Βραδύνικος μπορεί να είναι ο μεγαλύτερος βιβλιοπώλης της Νέσριβεκ, μπορεί να είναι μέλος της Σιδηράς Δυναστείας, αλλά δεν γνωρίζει και πολλά για τον υπόκοσμο· η Ξανθίππη το έχει διαπιστώσει αυτό αρκετές φορές.
«Σε διάφορα μέρη, και ανατολικά και δυτικά του ποταμού – δεν έχει σημασία αυτό. Σημασία έχει ότι» – διακόπτει για λίγο τον εαυτό της καθώς ο σερβιτόρος τής φέρνει τον καφέ και φεύγει ξανά – «ρωτούσαμε συγγενείς για να κατευθυνθούμε, για να βρούμε εκείνο που αναζητούσαμε. Οι συγγενείς ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να ξέρουν πού είμαστε – είμαι σίγουρη.»
«Τι αναζητούσατε;»
«Τα παπούτσια της Ηλέννιας.»
«Τα παπούτσια της; Δεν καταλαβαίνω…»
Η Ξανθίππη δεν του έχει πει λεπτομέρειες για τον φόνο· τώρα, όμως, του εξηγεί ότι τα παπούτσια της Ηλέννιας έλειπαν, ο δολοφόνος τα είχε πάρει. Του εξηγεί επίσης ότι εκείνη κι ο Κριτόλαος κατάφεραν να τα βρουν στην αποθήκη ενός κλεφταποδόχου. Και τότε, καθώς έβγαιναν από εκεί, ήταν που δέχτηκαν επίθεση από τους δύο μισθοφόρους. «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν μισθοφόροι, Τζακ,» λέει πίνοντας μια γουλιά απ’τον καφέ της. «Ήταν, σίγουρα, καλά εκπαιδευμένοι στα όπλα, και κοίταξα και τις σφαίρες με τις οποίες χτύπησαν τον Κριτόλαο. Ήταν από τουφέκι και πιστόλι που χρησιμοποιούνται σε πολεμικές καταστάσεις, όχι από ελαφριά όπλα. Τη σφαίρα που χτύπησε εμένα στο πόδι δεν την έχω ελέγξει, και αμφιβάλλω μάλιστα αν η Χωροφυλακή την κράτησε· μάλλον την πέταξαν όταν με πήγαν στο νοσοκομείο. Αλλά είμαι βέβαιη πως το ίδιο πιστόλι που πυροβόλησε τον Κριτόλαο πυροβόλησε κι εμένα.»
«Πες μου από την αρχή τι συνέβη,» της ζητά ο Τζακ, με το ενδιαφέρον του να έχει φανερά κεντριστεί. «Ακριβώς.»
Η Ξανθίππη πίνει ακόμα μια γουλιά απ’τον καφέ της, ανάβει τσιγάρο, και του διηγείται όλα τα γεγονότα της ημέρας που σκοτώθηκε ο Κριτόλαος’μορ.
Ο Βιβλιοπώλης λέει τελικά: «Δεν έχεις άδικο που σκέφτεσαι ότι μόνο συγγενείς θα μπορούσαν να ξέρουν τη θέση σας… Αλλά…» Κουνά το κεφάλι.
«Νομίζω ότι κάτι πολύ άσχημο συμβαίνει μέσα στη Δυναστεία,» λέει χαμηλόφωνα η Ξανθίππη. «Πρώτα ο φόνος της Ηλέννιας, και τώρα ο φόνος του Κριτόλαου…»
«Μου είπες ότι βρισκόσασταν στα ίχνη της δολοφόνου της Ηλέννιας, ότι είχατε ανακαλύψει ποια είναι αλλά δεν μπορούσατε να την εντοπίσετε…»
Η Ξανθίππη νεύει. «Ναι.»
«Δε θα μου πεις ποια είναι;»
«Μια γυναίκα από τη Μοργκιάνη, γνωστή ως ‘η Κλέφτρα της Πνοής’. Την έχεις ακουστά;»
Ο Τζακ κουνά το κεφάλι. «Όχι.»
Η Ξανθίππη αποφασίζει πως δεν έχει τίποτα να χάσει με το να του πει τα πάντα σχετικά μ’αυτήν, έτσι του τα λέει. Και μετά προσθέτει: «Μην πεις, όμως, τίποτα στον Άλκιμο Καλνάροφ.»
«Γιατί;»
«Δεν τον εμπιστεύομαι.»
«Δεν καταλαβαίνω…» Γι’ακόμα μια φορά, ο Τζακ δείχνει μπερδεμένος.
Η Ξανθίππη τού μιλά για τις υποψίες του Κριτόλαου, και για τις δικές της υποψίες, σχετικά με τον Άλκιμο.
«Αυτό που υποθέτεις είναι παράλογο,» της λέει ο Βιβλιοπώλης. «Τι λόγο μπορεί να είχε ο Άλκιμος για να σκοτώσει την Ηλέννια; Και πώς είναι δυνατόν να υποθέτεις επίσης ότι μια μερίδα συγγενών τον βοηθά να εντοπίζει και να σκοτώνει άλλους συγγενείς; Είναι… είναι εξωφρενικό, Ξανθίππη!»
«Το ξέρω. Όντως, είναι εξωφρενικό. Αλλά, αν δεν συμβαίνει κάτι σαν αυτό, τότε πες μου εσύ, Τζακ, τι συμβαίνει;» Έχει ήδη σβήσει το πρώτο τσιγάρο και ανάψει δεύτερο.
Ο Βιβλιοπώλης μορφάζει, δυσανασχετώντας. Πίνει μια γουλιά απ’τον καφέ του.
«Σε καμία περίπτωση μη μιλήσεις γι’αυτά στον Άλκιμο,» του ζητά ξανά η Ξανθίππη. «Δεν σου έχω αναφέρει τίποτα για την Κλέφτρα της Πνοής ή για τις υποθέσεις μου σχετικά με το ότι κάτι άσχημο συμβαίνει μέσα στην οικογένεια.»
«Εντάξει,» λέει ο Τζακ, «δεν θα του μιλήσω. Αλλά αποκλείεται να είναι αυτό που πιστεύεις.»
«Γιατί τότε ένας κατάσκοπος του Άλκιμου μάς παρακολουθούσε, την ημέρα προτού δολοφονηθεί ο Κριτόλαος;»
«Μπορεί ο Άλκιμος να ήταν περίεργος να μάθει τι συμβαίνει. Επειδή έστειλε έναν κατάσκοπο να σας παρακολουθήσει, αυτό δεν πάει να πει ότι έβαλε και τους συγκεκριμένους φονιάδες να σας επιτεθούν!
»Ο κατάσκοπος, αλήθεια, ήταν της οικογένειας;»
Η Ξανθίππη κουνά το κεφάλι αρνητικά. «Αν ήταν, εγώ πάντως δεν τον ξέρω. Δε νομίζω να ήταν.»
Ο Τζακ είναι σιωπηλός για λίγο. Ύστερα ρωτά: «Τι θα ήθελες από εμένα; Νομίζεις ότι μπορώ να κάνω κάτι για να βοηθήσω;»
«Απλώς ήθελα να ξέρεις,» του λέει η Ξανθίππη. «Δε νομίζω ότι υπάρχει κάτι συγκεκριμένο που μπορείς να κάνεις.»
«Να προσέχεις. Ό,τι κι αν συμβαίνει, να προσέχεις.»
*
Το απόγευμα, η Ξανθίππη συναντά τον Φίλανθο στις Νοτιοανατολικές Αποβάθρες, ανάμεσα σε σκιές και σε κοκκινωπό φως. Τα νερά του ποταμού μυρίζουν άσχημα. Φωνές ακούγονται από κάτι βαστάζους που ξεφορτώνουν ένα ποταμόπλοιο παραδίπλα.
«Τι έπαθες εσύ;» τη ρωτά ο Φίλανθος βλέποντάς τη νάρχεται προς το μέρος του στηριζόμενη στο ραβδί της.
«Κάποιος με πυροβόλησε,» απαντά η Ξανθίππη. «Μπορείς να μου βρεις έναν άνθρωπο ξανά;»
«Τι άνθρωπο;»
«Γαλανόδερμος. Μονόφθαλμος. Με μαύρη καλύπτρα στο αριστερό μάτι, που επάνω της έχει κάποιο σχήμα ραμμένο – κρανίο, ίσως.»
«Μόνο αυτά;»
«Τι ‘μόνο αυτά’;»
«Είναι λίγα για να τον εντοπίσω. Δεν έχεις καμια άλλη πληροφορία γι’αυτόν; Τι είναι;»
«Μισθοφόρος, κατά πάσα πιθανότητα. Δολοφόνος.»
«Μισθοφόρος ή δολοφόνος;»
«Μισθοφόρος πρέπει νάναι,» λέει η Ξανθίππη, «αλλά είμαι σίγουρη ότι αναλαμβάνει και δολοφονίες. Και δεν δουλεύει μόνος: είναι κι άλλος ένας μαζί του.»
Η έκφραση του Φίλανθου μαρτυρά πως περιμένει ν’ακούσει την περιγραφή αυτού του άλλου. Αλλά η Ξανθίππη τού λέει: «Δεν έχω δει το πρόσωπό του. Όμως είναι ψηλός άνθρωπος.»
«Τον είδες νύχτα;»
«Φορούσε κουκούλα και κάπα. Και κρατούσε δύο πιστόλια. Αυτός ήταν που με πυροβόλησε.»
Ο Φίλανθος κοιτάζει το τραυματισμένο πόδι της. «Μάλιστα.»
«Θα μου τους βρεις;»
«Θα προσπαθήσω.»
Η Ξανθίππη τού δίνει ένα χαρτονόμισμα των είκοσι ήλιων, ξαφνιάζοντάς τον. Είναι η πρώτη φορά που τον πληρώνει. «Βάλε τα δυνατά σου,» του λέει. «Είναι σημαντικό. Έχουν σκοτώσει μέλος της οικογένειας.»
Ο Φίλανθος νεύει. «Θα τους βρω.»
*
Την επόμενη μέρα, η Ξανθίππη το μόνο που κάνει είναι να ταΐσει τον Τριχόμπαλο (πρωί, μεσημέρι, βράδυ), να παρακολουθήσει τις ειδήσεις στον τηλεοπτικό δέκτη της (τον οποίο έχει συντονισμένο στον σταθμό Όμορφη Πόλη – τον μεγαλύτερο της Νέσριβεκ), και να δει μια παλιά ταινία (Οι Φωνές Πέρα από τα Φέρνιλγκαν). Ο Φίλανθος δεν την καλεί μέχρι τα μεσάνυχτα, αλλά όταν τα μεσάνυχτα έχουν περάσει η Ξανθίππη καλεί εκείνον στο σπίτι του. Ο Βαρκάρης δεν απαντά· μάλλον δεν είναι εκεί. Η Ξανθίππη περιμένει και τον ξανακαλεί μετά από καμια ώρα, ενώ ο Τριχόμπαλος έχει ήδη κοιμηθεί κουλουριασμένος πάνω στο χαλάκι πλάι στο κρεβάτι της.
Ο Βαρκάρης αυτή τη φορά απαντά.
«Τους βρήκες;» τον ρωτά η Ξανθίππη.
«Όχι–»
«Σου είπα ότι είναι σημαντικό, γαμώ τις πατούσες της Λόρκης γαμώ! Μην κάνεις άλλες μαλακίες – ψάξε να τους βρεις.»
«Θα ψάξω,» λέει αμέσως, αμυντικά, ο Φίλανθος. «Έχω ψάξει ήδη, δηλαδή, αλλά δεν τους έχω βρει ακόμα–»
«Ψάξε κι άλλο. Θέλω να μάθω ποιοι είναι και πού μπορώ να τους συναντήσω.»
«Ναι, δεν τα έχω παρατήσει.»
«Θα μιλήσουμε πάλι αύριο, τα μεσάνυχτα.»
Ο Φίλανθος συμφωνεί, και η τηλεπικοινωνία τους τερματίζεται.
Η Ξανθίππη, που ήταν καθισμένη στο κρεβάτι όσο του μιλούσε, αφήνει τον πομπό στο κομοδίνο και ξαπλώνει ανάσκελα, αναστενάζοντας.
Θέλει να δείρει κάποιον. Αλλά δεν υπάρχει κανένας εύκαιρος τώρα.
Στο μυαλό της παίζει πάλι η νοητική ταινία της ημέρας που δολοφονήθηκε ο Κριτόλαος’μορ. Η ειδική ερευνήτρια βλέπει, ξανά και ξανά, τους συνδέσμους της Δυναστείας με τους οποίους μίλησαν μέχρι να φτάσουν στην αποθήκη του κλεφταποδόχου.
Ποιος μας πρόδωσε; Και σε ποιον;
Ο Άλκιμος μάλλον τους ξέρει όλους. Ο Άλκιμος έχει στενές επαφές με ανθρώπους του υπόκοσμου.
*
Τα επόμενα μεσάνυχτα, πάλι η Ξανθίππη είναι που καλεί τον Φίλανθο.
«Τι κάνεις, ρε;» του λέει απότομα. «Δε σου είπα να με καλέσεις τα μεσάνυχτα;»
«Μεσάνυχτα είναι. Θα–»
«Μία παρά τέταρτο είναι!»
«Καλά, εντάξει, μην κάνεις έτσ–»
«Τους βρήκες, ή πάλι κωλοβαρούσες;»
«Κοίτα, δεν φταίω εγώ. Ειλικρινά σού λέω–»
«Δεν τους βρήκες ακόμα, δηλαδή!;»
«Μπορεί να μην είναι στην πόλη, Ξανθίππη. Έψαξα. Μα τους θεούς, έψαξα. Ρώτησα διάφορους. Εσύ πού τους συνάντησες; Μες στην πόλη;»
«Ναι, στον Γερόλυκο.»
«Εκεί σού επιτέθηκαν;»
«Ναι.»
«Το άκουσα, βασικά, από άλλους συγγενείς. Μου είπαν ότι κάποιοι σού επιτέθηκαν – σ’εσένα και στον άνθρωπο που συνεργαζόσασταν. Λένε ότι τον σκότωσαν αυτόν…»
«Ναι, τον σκότωσαν,» αποκρίνεται η Ξανθίππη, κι αναρωτιέται πόσο αξιόπιστος μπορεί να είναι ακόμα κι ο Βαρκάρης. Μήπως κι αυτός είναι μπλεγμένος στη σκευωρία; Πώς είναι δυνατόν να ξεχωρίσω ποιος είναι ποιος, έτσι όπως έχει καταντήσει η κατάσταση;
«Μπορεί να μην είναι από την πόλη αυτοί οι δυο, Ξανθίππη. Μπορεί να ήρθαν από έξω για να κάνουν τη δουλειά και μετά νάφυγαν–»
«Και ποιος μπορεί να τους έστειλε να μας σκοτώσουν, Φίλανθε;»
«Πού να ξέρω γω; Εγώ ένα απλό ανθρωπάκι είμαι. Εδώ εσύ δεν ξέρεις.»
Αν με δουλεύεις, σκέφτεται η Ξανθίππη, θα σου σπάσω τη μύτη, γαμιόλη. «Νομίζεις ότι θα είχε νόημα να συνεχίσεις να ψάχνεις μήπως τους βρεις;»
«Μάλλον όχι, αλλά αν θες συνεχίζω.»
«Δεν έχεις επαφές με κάποιους που έχουν επαφές με ανθρώπους που έρχονται έξω από την πόλη;»
«Ναι· θα μπορούσα να το ψάξω έτσι, αν θέλεις.»
«Ψάξ’ το,» του λέει η Ξανθίππη. «Θα τα ξαναπούμε αύριο.»
Τερματίζει την τηλεπικοινωνία κι αφήνει τον πομπό στο κομοδίνο, καθώς είναι καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού. «Γαμώ το βρακί της Λόρκης, πώς ξέρω ότι δεν με κάνεις να χάνω χρόνο;» μουρμουρίζει οργισμένα. Ο Φίλανθος, αν είναι με τους εχθρούς, θα μπορούσε απλά να την καθυστερεί, δεν θα μπορούσε;
Ο Τριχόμπαλος πλησιάζει και στέκεται μπροστά στα πόδια της, κοιτάζοντάς την παραπονεμένα.
«Φύγε,» του λέει η Ξανθίππη, «προτού σε κλοτσήσω.»
*
Τα μεσάνυχτα της επόμενης ημέρας – ή, για την ακρίβεια, πέντε λεπτά πριν από τα μεσάνυχτα – ο Φίλανθος καλεί την Ξανθίππη στον τηλεπικοινωνιακό πομπό της για να της πει ξανά ότι δεν έχει καταφέρει να βρει τίποτα. Κανένα ίχνος. Και η Ξανθίππη αρχίζει να αναρωτιέται σοβαρά αν ο καταραμένος Βαρκάρης ψεύδεται.
«Αν με δουλεύεις θα βρεθείς πολύ γρήγορα στην πιο στενή από τις στενές της Νέσριβεκ!» τον απειλεί.
«Μα την Αρτάλη, σου ορκίζομαι ότι δεν μπορώ να τον βρω τον μονόφθαλμο, ούτε τον φίλο του!» λέει αμέσως εκείνος. «Τι άλλο να κάνω;»
Όταν η τηλεπικοινωνία τους τερματίζεται, η Ξανθίππη σκέφτεται πως είναι περίεργο το γεγονός ότι αυτός ο μονόφθαλμος, γαλανόδερμος μισθοφόρος δεν μπορεί να εντοπιστεί από τον Φίλανθο. Είναι δυνατόν να μένει τόσο μακριά από τη Νέσριβεκ; Από πότε τον είχαν καλέσει αυτοί που ήθελαν τον Κριτόλαο νεκρό; Από τότε που πάτησε το πόδι του στην πόλη; Τέσσερις μέρες αφότου ήρθε τον δολοφόνησαν. Όποιος κι αν κανόνισε τη δολοφονία δεν άργησε καθόλου.
«Μου φαίνεται,» μονολογεί η Ξανθίππη, «πως έφτασε η ώρα να κάνω εγώ κάτι.» Και κακώς καθυστέρησα τόσο, προσθέτει νοερά. Το τραυματισμένο πόδι της έφταιγε κυρίως, πρέπει να παραδεχτεί. Πώς ν’αρχίσει να ψάχνει ενώ κουτσαίνει; Αν χρειαζόταν να τρέξει τι θα γινόταν;
Σηκώνεται από τον καναπέ, όπου ήταν καθισμένη ενόσω μιλούσε με τον Φίλανθο, και κάνει μερικά βήματα μέσα στο καθιστικό χωρίς τη βοήθεια του μπαστουνιού της. Αισθάνεται το δεξί της πόδι να τη λογχίζει με πόνο, αλλά όχι τόσο έντονο όσο στην αρχή. Στην αρχή δεν μπορούσε καθόλου να το πατήσει. Τώρα έχουν περάσει έξι μέρες από τον τραυματισμό της.
Και πάλι, όμως, αν χρειαστεί να τρέξω, δεν θα τα καταφέρω, σκέφτεται.
Θα πρέπει, λοιπόν, να φροντίσω να μη χρειαστεί να τρέξω, αποφασίζει, και κάθεται σε μια καρέκλα. Τραβά τα τσιγάρα από την τσέπη της αμάνικης μπλούζας της κι ανάβει ένα.
Ο Τριχόμπαλος γαβγίζει.
«Σκάσε κι εσύ, μαλακισμένο!» του λέει η Ξανθίππη, νευριασμένη. Αλλά ύστερα γελά, και του κάνει νόημα νάρθει κοντά. Το τριχωτό σκυλάκι πλησιάζει, και η Ξανθίππη το σηκώνει στην αγκαλιά της ενώ συνεχίζει να καπνίζει.
«Ευτυχώς, τουλάχιστον, που έχω άδεια από τη δουλειά μου ώς το τέλος του μήνα,» λέει χαϊδεύοντας τον Τριχόμπαλο ανάμεσα στ’αφτιά – κάτι που φαίνεται να του αρέσει.
Μετά από λίγο, ενώ το τσιγάρο της έχει τελειώσει, αφήνει το σκυλάκι στο πάτωμα, σηκώνεται από την καρέκλα, και, χωρίς να στηρίζεται στο μπαστούνι της, βαδίζει ώς το μπάνιο. Ανοίγει ένα φαρμακευτικό ντουλάπι και ψάχνει μέσα. Βγάζει δύο σφραγισμένες σύριγγες. Είναι τα ισχυρότερα παυσίπονα που έχει. Δεν είναι μόνο παυσίπονα, βασικά· φέρνουν, γενικά, το σώμα σε πλήρη διέγερση – υπεράνθρωπη διέγερση, θα μπορούσε κανείς να πει. Δεν πονάς, δεν χρειάζεσαι ύπνο, δεν κουράζεσαι. Το φάρμακο που οι σύριγγες περιέχουν ονομάζεται ΑΘ.5. Και έχει και παρενέργειες εκτός από θετικά αποτελέσματα. Ορισμένοι, μάλιστα, έχουν πεθάνει ύστερα από τη συστηματική χρήση του. Αλλά το συνηθέστερο είναι η μεγάλη εξάντληση μετά τη χρήση, ή, σε κάποιες περιπτώσεις – η Ξανθίππη αναριγεί στη σκέψη – τύφλωση στο ένα ή και στα δύο μάτια για αρκετές ώρες, ή ακόμα και μέρες.
Υπάρχει η φήμη ότι αυτός που έφτιαξε το φάρμακο προσπαθούσε να βρει το ελιξίριο της αθανασίας. Η ονομασία ΑΘ.5 λένε ότι προέρχεται από τη λέξη Αθάνατος, και το 5 σημαίνει πως είναι η πέμπτη, βελτιωμένη μορφή της συγκεκριμένης ουσίας.
Η Ξανθίππη δεν είναι καθόλου σίγουρη ότι θα χρησιμοποιήσει το ΑΘ.5 αύριο. Αλλά θα το έχει υπόψη. Παίρνει και τις δύο σφραγισμένες σύριγγες από το μπάνιο και βαδίζει (προσπαθώντας να μην κουτσαίνει) προς το υπνοδωμάτιό της.
Αφού αφήνουμε τον Σουτούρη τον Τυχερό στο Μαύρο Δόντι, στις όχθες του ποταμού Κάλμωθ, επιστρέφουμε στη Θακέρκοβ και, καθώς οδηγώ μέσα στους δρόμους της, λέω στον Ρίβη: «Δεν έχουμε χρόνο να ξεκουραστούμε. Η Σαμάνθα και ο Ύαν έφυγαν από εδώ χτες το απόγευμα, οπότε όσο πιο γρήγορα πάρουμε το τρένο τόσο πιο εύκολο θα είναι να τους εντοπίσουμε.»
«Δεν έχω πρόβλημα,» αποκρίνεται ο Ρίβης, που μοιάζει σκεπτικός καθώς είναι καθισμένος πλάι μου. Η Κλεισμένη βρίσκεται μόνη της στο πίσω κάθισμα τώρα, ξαπλωμένη σαν βασίλισσα άλλης διάστασης και γλείφοντας τις πατούσες της (αν και είμαι σίγουρος πως, στις περισσότερες άλλες διαστάσεις, οι βασίλισσες δεν γλείφουν τις πατούσες τους).
Διασχίζω μια από τις γέφυρες της Θακέρκοβ και κατευθύνομαι προς τα βορειοδυτικά, στην περιοχή που ονομάζεται Μάντρες, όπου βρίσκεται ο σταθμός για τον υπεραστικό σιδηρόδρομο. Οι ραγές δεν περνάνε μέσα από την πόλη. Φτάνοντας εκεί, σταματώ το όχημά μου και βγαίνω. Ρωτάω τον Ρίβη αν θάρθει μαζί μου αλλά εκείνος προτιμά να μείνει μέσα. Η Κλεισμένη επίσης. Έχει, άραγε, συνηθίσει την παρέα του;
Βαδίζω ώς τα εκδοτήρια εισιτηρίων και ρωτάω πότε φεύγει το επόμενο τρένο για Μέλβερηθ. Σε τρεισήμισι ώρες περίπου, μου απαντούν. Τους ρωτάω αν μπορώ να κλείσω δύο θέσεις, και τους λέω επίσης ότι έχω μαζί μου ένα μέτριο τετράκυκλο όχημα και μια γάτα.
Αφού πληρώνω και παίρνω τα εισιτήρια, επιστρέφω στο όχημά μου και στον Ρίβη και αποφασίζουμε να μείνουμε σ’ένα πανδοχείο στην άκρη των Μαντρών μέχρι να είναι ώρα να επιβιβαστούμε στο τρένο. Καθώς τρώμε στην τραπεζαρία, που έχει αρκετό κόσμο, αναρωτιέμαι γι’ακόμα μια φορά ποια μπορεί να είναι τα σχέδια της Ασημίνας. Γιατί μπορεί να ήθελε τον Σουτούρη νεκρό; Και είναι, όντως, δυνατόν αυτό να έχει κάποια σχέση με τη συμπεριφορά του Ρίβη Παλιόσυρμου στη Νίρβεκ και με τη δολοφονία του Φιλοπολίτη Τασνικέφ; Εκτός από το ότι συνέβησαν όλα αυτά στην ίδια χρονική περίοδο, δεν υπάρχει καμια άλλη φανερή σύνδεση μεταξύ τους. Κι όμως διαισθάνομαι ότι κάπως συνδέονται. Και μάλλον κι ο Σουτούρης διαισθάνεται το ίδιο. Πώς, άραγε, σκοπεύει να ερευνήσει το θέμα; Θα φύγει από το Μαύρο Δόντι και θα ταξιδέψει βόρεια, στη Νίρβεκ ή στην Κιρβόνη; Ελπίζω να είναι προσεχτικός.
Κλείνουμε ένα δωμάτιο στο πανδοχείο και πηγαίνουμε να ξεκουραστούμε εκεί, με την Κλεισμένη μαζί μας.
«Έχεις δει ξανά τον Τζογαδόρο ώς τώρα;» ρωτάω τον Ρίβη, καθώς είμαστε ξαπλωμένοι στα κρεβάτια.
«Όχι. Πρέπει να ήταν τέχνασμα από την αρχή, Ζορδάμη.» Τον ακούω πιο λογικό από κάθε άλλη στιγμή από τότε που τον γνώρισα. «Αλλά αναρωτιέμαι…»
«Τι;»
«Εκείνος ο άνθρωπος που είχε έρθει στην αρχή στη βίλα μας… ο οποίος έπαιξε χαρτιά με τους φύλακες – με τον Λειρνόο, με τον Κασρίμ, με τη Σερφάντια’χοκ – ποιος ήταν; Ήταν της οικογένειας; Ήταν στο κόλπο εξαρχής;»
«Δεν του μίλησες εσύ;»
«Όχι,» λέει ο Ρίβης. «Δεν έμεινε για πολύ, και ήμουν απορροφημένος με τη θρησκεία του Κάρτωλακ τότε. Αλλά, αφότου έφυγε, οι άλλοι αμέσως άρχισαν να λένε κοντά μου διάφορα περίεργα υπονοούμενα γι’αυτόν–»
«Ποιοι άλλοι; Ο Λειρνόος;»
«Και ο Κασρίμ και η Σερφάντια. Δεν έδωσα, όμως, και πολλή σημασία τότε. Δε μπορούσα να σκεφτώ ότι ίσως να… είχαν σχεδιάσει κάτι τέτοιο. Κοιτάζοντας όμως προς τα πίσω, τώρα, αντίστροφα, το βλέπω πολύ καθαρά, Ζορδάμη. Από τότε – από όταν έφυγε αυτός ο άντρας από τη βίλα – ξεκίνησαν τον ψυχικό τους πόλεμο εναντίον μου. Κι εγώ, απορροφημένος με τη θρησκεία του Κάρτωλακ, δεν είχα ελπίδες να καταλάβω τι πραγματικά συνέβαινε. Όταν κατάλαβα, κατάλαβα λάθος – κατάλαβα εκείνο που ήθελαν να καταλάβω.
»Αυτό δεν πρόκειται να τελειώσει έτσι, Ζορδάμη. Θα επιστρέψω στη βίλα μου και θα τους σκοτώσω όλους. Και την Ασημίνα επίσης.» Η φωνή του δεν είναι δυνατή, ούτε άγρια. Το λέει σαν να είναι κάτι δεδομένο, που σίγουρα θα συμβεί στο μέλλον.
«Μη βιάζεσαι,» τον προειδοποιώ. «Πρέπει πρώτα να δούμε τι συμβαίνει μ’αυτούς.»
«Δε σκόπευα να βιαστώ, Ζορδάμη. Το ξέρω πως αν πάω τώρα, ξαφνικά, στη βίλα, πολύ πιθανόν να με σκοτώσουν εκείνοι.»
Μετά από τρεις ώρες φεύγουμε από το πανδοχείο και πηγαίνουμε στον σιδηροδρομικό σταθμό ξανά. Δείχνω τα εισιτήρια σ’έναν εισπράκτορα και έπειτα ανεβάζω το όχημα μου σε μια ράμπα που οδηγεί μέσα σ’ένα βαγόνι γεμάτο άλλα οχήματα. Το σταθμεύω εκεί, και εγώ, ο Ρίβης, και η Κλεισμένη βγαίνουμε, περνώντας από το ένα βαγόνι στο άλλο μέχρι που φτάνουμε στις θέσεις μας: δύο μεγάλα καθίσματα μ’ένα τραπεζάκι ανάμεσά τους. Η Κλεισμένη κάθεται στην αγκαλιά μου και χασμουριέται. Μια όμορφη σερβιτόρα έρχεται και μας ρωτά αν θα θέλαμε να μας φέρει κάτι. Ζητάμε κι οι δύο έναν καφέ και σε λίγο τούς έχουμε μπροστά μας.
Το τρένο δεν αργεί να ξεκινήσει. Οι τροχοί του μουγκρίζουν επάνω στις ράγες και μέταλλα και ξύλα τρίζουν παντού. Κοιτάζοντας γύρω μας βλέπω αυτούς που κάθονται στις κοντινότερες θέσεις: δύο γυναίκες που παίζουν Μακριά Τρένα, με τον πίνακα του παιχνιδιού απλωμένο στο τραπέζι ανάμεσά τους· δύο άντρες που κουβεντιάζουν χαμηλόφωνα, κι ο ένας καπνίζει, με τον καπνό να βγαίνει από το μισάνοιχτο παράθυρο δίπλα του· ένα νεαρό ζευγάρι που τρώει ενώ μιλά με κάποια ένταση.
Τίποτα το ενδιαφέρον.
Ανοίγω το τελευταίο φύλλο της ΠανΣεργήλιου – της εφημερίδας που κυκλοφορεί σ’όλη τη Σεργήλη και την οποία αγόρασα προτού έρθουμε στον σιδηροδρομικό σταθμό – κι αρχίζω να διαβάζω για να περάσει η ώρα.
*
Είναι μεσάνυχτα όταν φτάνουμε στη Μέλβερηθ, στον μεγάλο σιδηροδρομικό σταθμό που βρίσκεται στο Κέντρο της μεγαλούπολης. Τέσσερις σιδηροδρομικές γραμμές συναντιούνται εδώ, πράγμα που δεν συμβαίνει σε καμια άλλη πόλη της Σεργήλης. Η Μέλβερηθ έχει πάρα πολλή κίνηση από τρένα.
Πηγαίνουμε στο βαγόνι όπου έχω αφήσει το όχημά μας, επιβιβαζόμαστε εκεί, και βγαίνουμε από την αμαξοστοιχία μαζί με άλλα οχήματα.
«Ξέρεις ανθρώπους της Δυναστείας στη Μέλβερηθ;» ρωτάω τον Ρίβη.
«Πρώτη φορά έρχομαι εδώ.»
«Σοβαρολογείς; Δεν έχεις ξανάρθει στη Μέλβερηθ; Ποτέ;»
Ο Ρίβης κουνά το κεφάλι. «Ποτέ.»
«Εγώ,» του λέω, «ευτυχώς έχω ξανάρθει αρκετές φορές.»
«Πώς θα εντοπίσουμε αυτή τη Σαμάνθα;»
«Ένας άνθρωπος έρχεται πρώτα στο μυαλό μου,» αποκρίνομαι ενώ οδηγώ προς τον Ήχο του Τρένου, ένα ξενοδοχείο βορειοδυτικά του σιδηροδρομικού σταθμού. «Σερφάντη τον λένε.» Βγάζω τον τηλεπικοινωνιακό πομπό από την τσέπη μου και τον καλώ.
Μετά από λίγο απαντά. «Μάλιστα;» Έχω τη συσκευή ανοιχτή έτσι ώστε ν’ακούμε από το μεγάφωνο και εγώ και ο Ρίβης.
«Σερφάντη,» λέω, «ο Ζορδάμης είμαι, ο ραλίστας.»
«Τι κάνεις εδώ, ραλίστα;»
«Ψάχνω κάποιους που ίσως να μπορείς να με βοηθήσεις να εντοπίσω.»
«Πες μου.»
«Τη Σαμάνθα – γνωστή σ’ετούτα τα μέρη και ως Κυράλη – και τον Ύαν Έπαρχο.»
«Δεν έχουν έρθει σε επαφή μαζί μου, αν βρίσκονται εδώ.»
«Μπορείς να ρωτήσεις μήπως κάποιος τούς έχει δει; Είναι πολύ σημαντικό να τους βρω.»
«Θα επικοινωνήσουμε πάλι, σύντομα,» αποκρίνεται ο Σερφάντης, και τερματίζει την τηλεπικοινωνία μας.
«Για να μην έχουν μιλήσει με τον Σερφάντη,» λέω στον Ρίβη, «αποκλείεται να έμειναν πολύ εδώ.»
«Γιατί έπρεπε να του είχαν μιλήσει;»
«Είναι βασικός σύνδεσμος της Δυναστείας σε τούτα τα μέρη.»
Πλησιάζω ένα γκαράζ και πληρώνω για να αφήσω το όχημά μου εκεί. Ύστερα βγαίνουμε και βαδίζουμε προς τον Ήχο του Τρένου.
«Πηγαίνουμε κάπου συγκεκριμένα;» ρωτά ο Ρίβης.
«Ναι. Σ’ένα ξενοδοχείο.»
Όταν είμαστε εκεί και έχουμε κλείσει ένα δίκλινο δωμάτιο, ο τηλεπικοινωνιακός πομπός μου κουδουνίζει και βλέπω πως είναι ο Σερφάντης. Δέχομαι την κλήση.
«Τι βρήκες;» τον ρωτάω.
«Ένας άνθρωπός μας που δουλεύει στον σιδηροδρομικό σταθμό τούς είδε να έρχονται χτες τα μεσάνυχτα, και σήμερα το πρωί ένας άλλος άνθρωπός μας τους είδε να φεύγουν.»
«Με τρένο;»
«Ναι.»
«Προς τα πού;»
«Νότια.» Προς την Ύγκρας, δηλαδή, προς τις ερήμους… «Γιατί τους ψάχνεις, Ζορδάμη;»
«Έχουν συμβεί… Είναι αρκετά μεγάλη ιστορία· δε μπορώ να σου πω από τον πομπό. Θα ήταν καλύτερα να συναντηθούμε. Βασικά, θα ήθελα να συναντηθούμε ούτως ή άλλως γιατί χρειάζομαι και κάποια λεφτά.»
«Μου ζητάς λεφτά ξανά;» Δεν είναι η πρώτη φορά που έχω πάρει χρήματα από τον Σερφάντη. Αλλά και ο Σερφάντης μια φορά με δηλητηρίασε προκειμένου να με βάλει στο νοσοκομείο και να κάνω μια δουλειά γι’αυτόν. Ακόμα θέλω να του το ξεπληρώσω, του καριόλη!
«Υπάρχει λόγος. Καλός λόγος.»
«Για ποιον δουλεύεις τώρα, ραλίστα;»
«Θα σου πω όταν συναντηθούμε.»
«Πού θέλεις να συναντηθούμε και πότε;»
«Στο Σταυροδρόμι, σε καμια ώρα;»
«Πού ακριβώς στο Σταυροδρόμι;»
Του λέω ένα εστιατόριο εκεί, το οποίο ξέρω πως διανυκτερεύει, κι εκείνος συμφωνεί.
«Πόσα λεφτά θέλεις;» με ρωτά.
«Όσα περισσότερα μπορείς να μου δώσεις.»
«Θα σου φέρω διακόσιους ήλιους. Ελπίζω νάναι αρκετοί.»
*
Μετά από μια ώρα οδηγώ το όχημά μου στο Σταυροδρόμι, τη μεγαλύτερη και πιο πολυσύχναστη διασταύρωση της Μέλβερηθ. Ακόμα και τέτοια ώρα έχει κίνηση εδώ. Οχήματα πηγαίνουν κι έρχονται, διαβάτες περνάνε από τον έναν δρόμο στον άλλο, γρυποκαβαλάρηδες φτερουγίζουν πάνω κι ανάμεσα από τις πολυκατοικίες. Στην κορυφή ενός ψηλού οικοδομήματος φωτίζει η λέξη ΔΙΕΞΟΔΟΣ – η έδρα του ενός από τους δύο τηλεοπτικούς σταθμούς της πόλης.
Σταθμεύω το όχημά μου σε μια περαστική γωνία, όπου το θεωρώ απίθανο να μου το κλέψουν ακόμα και με τα τζάμια του σπασμένα, και βγαίνουμε για να πάμε στο εστιατόριο. Καθώς μπαίνουμε εκεί, παίρνω την Κλεισμένη στην αγκαλιά μου για να μη μου κάνει κανένας παρατήρηση ότι φέρνω άγρια θηρία αμολητά μες στο κατάστημα. Η γάτα νιαουρίζει και τρίβει το κεφάλι της πάνω στο στήθος μου.
Ο Σερφάντης είναι ήδη εδώ και μας περιμένει· τον βλέπω να κάθεται σ’ένα από τα τραπεζάκια. Το μέρος έχει κάποιο κόσμο αλλά όχι και πάρα πολύ, λόγω της ώρας.
Τίποτα δεν έχει αλλάξει πάνω στον Σερφάντη. Όπως τον θυμόμουν είναι. Δέρμα λευκό-ροζ, μακροπρόσωπος, μακριά ώς τους ώμους καστανά μαλλιά. Ούτε γένια δεν έχει αφήσει. Τα γαλανά μάτια του μας κοιτάζουν διαπεραστικά καθώς τον πλησιάζουμε. Μπροστά του είναι ένα πιάτο με σαλάτα, την οποία δεν φαίνεται νάχει αγγίξει πολύ, κι ένα ποτήρι κρασί.
«Ο κύριος;» με ρωτά.
«Της οικογένειας,» του λέω. «Ρίβης ονομάζεται. Κι αυτή εδώ είναι η Κλεισμένη: επίσης της οικογένειας, θα μπορούσες πλέον να πεις.»
Ο Σερφάντης ατενίζει τον αδελφό της Ασημίνας. «Ρίβης… Δεν είσαι από αυτά τα μέρη, σωστά;»
«Όχι,» αποκρίνεται εκείνος καθώς καθόμαστε, «δεν είμαι από αυτά τα μέρη.»
«Το επώνυμό σου;»
«Έχει καμια σημασία;»
Τα μάτια του Σερφάντη στενεύουν. «Υπάρχει λόγος να μας το κρύβεις;»
Ο Ρίβης με κοιτάζει ερωτηματικά. Ανασηκώνω τους ώμους θέλοντας να του πω Ό,τι νομίζεις.
«Δεν ξέρω τίποτα για σένα πέρα από το όνομά σου,» λέει ο Ρίβης στον Σερφάντη. «Γιατί να ξέρεις εσύ κάτι περισσότερο για μένα;»
«Καλό ερώτημα,» παρατηρώ.
«Τέλος πάντων,» λέει ο Σερφάντης, αν και φανερά δυσαρεστημένος. «Τι συμβαίνει, ραλίστα; Για ποιον δουλεύεις;»
«Για τον Σουτούρη τον Τυχερό, αν τον ξέρεις.»
«Τον ξέρω. Αυτός σ’έστειλε να βρεις τη Σαμάνθα; Και γιατί δεν σου έδωσε λεφτά;»
Πράγματι, σκέφτομαι, αυτή ήταν ανοησία. Έπρεπε να του είχα ζητήσει λεφτά, όχι απλά να τον αφήσω έξω από το Μαύρο Δόντι και να φύγω. «Η κατάσταση είναι λιγάκι μπλεγμένη…»
Ο Σερφάντης με περιμένει να συνεχίσω.
Αναρωτιέμαι αν μπορώ να τον εμπιστευτώ. Ο Ρίβης Παλιόσυρμος στράφηκε απροειδοποίητα εναντίον της Σαμάνθας, και όλοι οι υπόλοιποι στη Νίρβεκ θεωρούν επίσης ότι κάτι δεν πηγαίνει καθόλου καλά μαζί του. Αν έχω δίκιο και το πρόβλημα είναι γενικευμένο, αν είναι εξαπλωμένο σ’ολόκληρη τη Σιδηρά Δυναστεία, τότε δεν θα μπορούσαν κι άλλοι να έχουν αρχίσει να φέρονται… περίεργα; Ποιος είναι άξιος εμπιστοσύνης πλέον;
«Θα μου εξηγήσεις, ραλίστα, ή όχι;»
Αποφασίζω πως πρέπει να τον εμπιστευτώ. Ο Σερφάντης είναι από καιρό βασικός σύνδεσμος στη Μέλβερηθ· δεν μπορεί νάχει προδώσει τη Δυναστεία. Επιπλέον, θέλω τα λεφτά του.
Δε θα του πω τα πάντα, όμως.
Του λέω μόνο ό,τι συνέβη στη Νίρβεκ, και για τις υποψίες της Σαμάνθας ότι πρόκειται για κάτι το γενικευμένο. Ο Σερφάντης με ακούει σκεπτικά, τρώγοντας κάπου-κάπου λίγη απ’τη σαλάτα του. Εν τω μεταξύ, ένας σερβιτόρος έρχεται και παραγγέλνουμε κι εμείς κάτι να φάμε: ένα πιάτο κολοκυθόπιτα, ψητές φτερούγες κοτόπουλου, κι ένα μπουκάλι λευκό κρασί.
«Η Σαμάνθα μπορεί νάχει δίκιο,» λέει ο Σερφάντης.
Συνοφρυώνομαι παρατηρώντας την έκφρασή του. «Έχει συμβεί κάτι κι εδώ;»
«Προχτές βράδυ, κάποιοι προσπάθησαν να σκοτώσουν έναν άνθρωπό μας στο Παζάρι της Παραγκούπολης.»
«Είναι επικίνδυνη περιοχή, δεν είναι;»
«Σχετικά,» λέει ο Σερφάντης. «Το παράξενο είναι ότι δεν υπήρχε κανένας φανερός λόγος για την επίθεση. Από το πουθενά εμφανίστηκαν τρεις άντρες και μια γυναίκα με λοστούς στα χέρια, και του όρμησαν προσπαθώντας να τον ξυλοκοπήσουν μέχρι θανάτου. Δεν του ζήτησαν καν τα λεφτά του. Και σε μια τέτοια περιοχή, τέτοιου είδους άνθρωποι τα λεφτά του λογικά θα ήθελαν. Τι άλλο να θέλουν;»
«Προσπαθείς να μου πεις ότι ήταν απόπειρα δολοφονίας;»
«Δεν είναι προφανές;»
«Το έχεις ερευνήσει;»
«Το ερευνώ,» αποκρίνεται ο Σερφάντης, «αλλά δεν είμαι βέβαιος ότι θα βγάλω άκρη. Δεν υπάρχουν ίχνη για ν’ακολουθήσω.»
«Ο άνθρωπός μας χτυπήθηκε άσχημα;»
«Χτυπήθηκε αλλά, ευτυχώς, όχι άσχημα. Κατάφερε να ξεγλιστρήσει ανάμεσά τους προτού τον ρίξουν κάτω κι αρχίσουν να τον κοπανούν άγρια με τους λοστούς. Έτρεξε και τράβηξε το πιστόλι του, έριξε δυο, τρεις τυχαίες ριπές πίσω του, και οι κακοποιοί έγιναν καπνός. Μάλλον οι λοστοί ήταν τα πιο βαριά όπλα επάνω τους. Πόνταραν, ίσως, ότι θα τον ξαφνιάσουν και θα τον σκοτώσουν προτού προλάβει να βγάλει το πιστόλι του – αν ήξεραν καν ότι είχε πιστόλι. Γιατί αυτός που τους προσέλαβε πολύ πιθανόν να μην τους είπε τέτοιες λεπτομέρειες. Πολύ πιθανόν να μην τις ήξερε καν. Αν και οπωσδήποτε ήξερε ότι ο άνθρωπός μας θα βρισκόταν εκεί εκείνη την ώρα, για να φροντίσει να του στήσουν ενέδρα.»
«Επομένως, ο δολοπλόκος της υπόθεσης μπορεί να ήταν της οικογένειας…» λέω.
Ο Σερφάντης νεύει, φανερά προβληματισμένος. «Μπορεί.» Πίνει μια γουλιά απ’το κρασί του.
Και στη Μέλβερηθ, λοιπόν, συμβαίνουν παράξενα πράγματα, σκέφτομαι. «Ποιος ήταν ο άνθρωπός μας που κυνηγήθηκε, Σερφάντη; Τον ξέρω;»
Ο Σερφάντης κουνά το κεφάλι. «Δε νομίζω. Βενμίλιος λέγεται. Βενμίλιος Απλόχερος.»
«Αυτός με τον περιπλανώμενο θίασο;»
«Τον γνωρίζεις, λοιπόν,» παρατηρεί ο Σερφάντης.
«Είχα ταξιδέψει μια φορά μαζί του, από τη Νίρβεκ προς την Άντχορκ. Είναι ο θίασός του εδώ;»
«Ναι. Δεν είδες τις αφίσες;»
«Όχι, δεν έτυχε.»
«Στο Άπλωμα βρίσκεται.»
«Και τι έκανε στο Παζάρι της Παραγκούπολης; Είχε πάει για δουλειά της Δυναστείας;»
«Όχι. Είχε πάει ν’αγοράσει κάτι πράγματα για τον θίασο.»
«Τότε ίσως να μην προσπάθησαν να τον σκοτώσουν για λόγους της Δυναστείας,» λέω.
«Δε νομίζω, Ζορδάμη. Ο ίδιος αδυνατεί να φανταστεί ποιος μπορεί να τον ήθελε νεκρό – ή, έστω, να ήθελε να τον ξυλοκοπήσει – και οι κακοποιοί, όπως σου είπα, δεν ζήτησαν καν τα λεφτά του. Υπόθεση της Δυναστείας ήταν, απλώς δεν έχω ακόμα καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει. –Κι αυτά που μου είπες τώρα για τη Σαμάνθα με ανησυχούν πολύ.»
Και πού ν’ακούσεις αυτά για τον Σουτούρη τον Τυχερό και τον Ρίβη… Αναρωτιέμαι αν πρέπει να του τα πω.
«Τι σκέφτεσαι;» με ρωτά, παρατηρώντας την έκφρασή μου.
«Έχω κι άλλα να σου πω, ίσως,» του λέω. Και κοιτάζω ερωτηματικά τον Ρίβη. Εκείνος καταλαβαίνει γιατί: ζητώ τη συγκατάθεσή του προτού μιλήσω. Για μια στιγμή συνοφρυώνεται συλλογισμένα. Μετά νεύει καταφατικά.
«Άκου,» λέω στον Σερφάντη. «Προτού αρχίσω να δουλεύω για τον Σουτούρη τον Τυχερό, δούλευα για την Ασημίνα Νέρφελδιφ. Την ξέρεις;»
Ο Σερφάντης μορφάζει. «Έχω ακούσει γι’αυτήν. Στην Κιρβόνη μένει. Και είναι από τα πλούσια μέλη της οικογένειας.»
«Ναι, είναι. Κι αυτός εδώ» – δείχνω τον Ρίβη, με μια κοφτή κίνηση του κεφαλιού μου – «είναι αδελφός της.» Μετά διηγούμαι στον Σερφάντη όλα όσα συνέβησαν, καθώς η ώρα περνά και η νύχτα γίνεται ολοένα και πιο βαθιά.
Ευτυχώς που τούτο το εστιατόριο διανυκτερεύει.
«Θα με τρελάνεις, ραλίστα,» μου λέει στο τέλος ο Σερφάντης.
«Καταλαβαίνεις τώρα γιατί είναι πολύ σημαντικό να βρω τη Σαμάνθα;»
Ο Σερφάντης κουνά το κεφάλι αναστενάζοντας. Βγάζει από το πανωφόρι του έναν φάκελο και μου τον δίνει. «Τα λεφτά,» μου λέει. «Κι αν θες και τίποτ’ άλλο, πες μου.»
«Όπλα έχω,» τον πληροφορώ. «Μου άφησε ο Ύαν.»
«Θα φύγεις το πρωί; Με τρένο;»
«Ναι. Εσύ τι σκέφτεσαι να κάνεις;»
«Θα ερευνήσω, φυσικά· τι άλλο να κάνω; Είναι προφανές πλέον ότι κάποιοι μέσα από τη Δυναστεία θέλουν να σκοτώσουν κάποιους άλλους που βρίσκονται επίσης μέσα στη Δυναστεία.»
«Όχι,» του λέω.
«Τι όχι;»
«Μην ξεχνάς ότι η Ασημίνα ήθελε να φέρω τον Θεώνυμο και τον Χαρίλαο Τάρνελκωφ με το μέρος της.»
«Υπάρχει διχασμός, λοιπόν. Το ίδιο κάνει. Νομίζω ότι πρέπει να μιλήσω με τον Τάρνελκωφ, σύντομα.»
«Να προσέχεις, Σερφάντη.»
«Εσύ λες σ’εμένα να προσέχω, ραλίστα;»
«Ναι,» αποκρίνομαι χωρίς τον παραμικρό δισταγμό και χωρίς να το κάνω ψέματα. Αν ο Σερφάντης δεν είναι προδότης – όπως και δεν φαίνεται να είναι – τότε οι εχθροί μας θα θέλουν ή να τον φέρουν με το μέρος τους ή να τον εξολοθρεύσουν. Και πάω στοίχημα πως μάλλον θα επιχειρήσουν το δεύτερο μόλις καταλάβουν ότι βρίσκεται στα ίχνη τους.
Για κάποιο λόγο, αισθάνομαι ξαφνικά σαν ένα πιόνι που έχει ξεφύγει από τον πίνακα του παιχνιδιού – ή, ίσως, από τους κανόνες του παιχνιδιού – αλλά μπορεί να δημιουργεί κινήσεις μέσα στο παιχνίδι οι οποίες έμοιαζαν ανέφικτες πριν.
Δεν είμαι βέβαιος ότι μ’αρέσει και τόσο αυτός ο ρόλος.
Πόσο θ’αργήσουν, άλλωστε, οι εχθροί μας να το πάρουν είδηση και ν’αρχίσουν να με κυνηγάνε ενεργά;
Η Ασημίνα ίσως ήδη να έχει μάθει τι συνέβη με τον αδελφό της στο Μαύρο Δόντι…
Μία ώρα μετά το ξημέρωμα η Ξανθίππη σηκώνεται από το κρεβάτι και βαδίζει μέσα στο σπίτι της για λίγο χωρίς τη βοήθεια του μπαστουνιού της, προσπαθώντας να κάνει το τραυματισμένο πόδι της να ξεμουδιάσει. Τα καταφέρνει καλύτερα απ’ό,τι ήλπιζε.
Ο Τριχόμπαλος ξυπνά και την ακολουθεί μέσα στο διαμέρισμα.
«Δεν έχει φαγητό ακόμα,» του λέει η Ξανθίππη, και πηγαίνει στο μπάνιο, κλείνοντας την πόρτα.
Το σκυλάκι γαβγίζει πίσω της.
Όταν η Ξανθίππη βγαίνει, του βάζει φαγητό και μετά φτιάχνει έναν καφέ και μια τηγανίτα για τον εαυτό της. Τον καφέ τον πίνει σχεδόν όλο· από την τηγανίτα τρώει ελάχιστη. Συγχρόνως, σκέφτεται πού θα πάει σήμερα και σε ποιους θα μιλήσει. Πρόσωπα ανθρώπων του υπόκοσμου – ανθρώπων της Σιδηράς Δυναστείας – περιστρέφονται μέσα στο μυαλό της. Οι άνθρωποι στους οποίους εκείνη κι ο Κριτόλαος μίλησαν προτού ο μάγος δολοφονηθεί.
Η Ξανθίππη σηκώνεται, τελικά, από το τραπέζι, ντύνεται, και εξοπλίζεται. Μαζί της, εκτός των άλλων, παίρνει και τις δύο σύριγγες ΑΘ.5, μήπως χρειαστούν, καθώς και το μπαστούνι της – αν και δεν σκοπεύει να το χρησιμοποιήσει παρά μόνο αν της φανεί απολύτως απαραίτητο. Το ξέρει πως φαίνεται πολύ πιο επιβλητική χωρίς να χρειάζεται να στηρίζεται κάπου για να βαδίζει.
Κατεβαίνει στο γκαράζ της πολυκατοικίας, ανεβαίνει στο δίκυκλό της, και φεύγει. Τα μακριά μαύρα μαλλιά της είναι μαζεμένα μέσα στο κράνος της, το πρόσωπό της κρυμμένο πίσω από το κλειστό κρύσταλλό του. Προορισμός της, οι αγορές του υπόκοσμου της Νέσριβεκ της Όμορφης. Και δεν σκοπεύει να αφήσει ούτε σημείο χωρίς να το ερευνήσει.
Πηγαίνει πρώτα στον Καλμαρισμένο, την περιοχή που βρίσκεται πιο κοντά στο σπίτι της το οποίο είναι στον Βαθύχρωμο. Αρχίζει να επισκέπτεται τους ανθρώπους της Σιδηράς Δυναστείας που έχουν επαφές με την υπόγεια αγορά ή που δρουν κι οι ίδιοι μέσα στην υπόγεια αγορά. Τους ρωτά, τον έναν μετά τον άλλο, αν, πριν από έξι ημέρες, είπαν σε κάποιον ότι είδαν εκείνη και τον Κριτόλαο’μορ, ή αν, την ίδια χρονική περίοδο, κάποιος ήρθε και τους ρώτησε για εκείνη και τον Κριτόλαο’μορ. Οι απαντήσεις που λαμβάνει είναι αρνητικές. Σε ποιον να πουν ότι τους είδαν; Ποιος θα μπορούσε να ρωτήσει γι’αυτούς; Και η Ξανθίππη τούς λέει: Άλλα μέλη της Δυναστείας. Άλλα μέλη της Δυναστείας. Πράγμα που δείχνει να τους παραξενεύει, και πάλι αρνητικές απαντήσεις δίνουν. Η Ξανθίππη δεν είναι σίγουρη ότι όλοι λένε αλήθεια, αλλά δεν μπορεί να τους πιέσει για την ώρα.
Φεύγει από τον Καλμαρισμένο και, περνώντας τη γέφυρα του ποταμού, φτάνει στις Νοτιοανατολικές Αποβάθρες, που κι εδώ υπάρχει αγορά του υπόκοσμου και η Σιδηρά Δυναστεία έχει, φυσικά, ανθρώπους της. Ο Φίλανθος είναι ένας απ’ αυτούς, αλλά η Ξανθίππη δεν το θεωρεί σκόπιμο τώρα να του μιλήσει. Πηγαίνει σε άλλους, τους κάνει τις ίδιες ερωτήσεις που έκανε και στους προηγούμενους: Είπαν σε κάποιον ότι είδαν εκείνη και τον Κριτόλαο’μορ; Τους ρώτησε κάποιος για εκείνη και τον Κριτόλαο’μορ; Οι απαντήσεις είναι πάλι αρνητικές· και πάλι, επίσης, η Ξανθίππη δεν είναι σίγουρη ότι όλοι τής λένε την αλήθεια.
Καβαλώντας το δίκυκλό της φεύγει από τις Νοτιοανατολικές Αποβάθρες και πηγαίνει στον Γερόλυκο, στην περιοχή όπου δολοφονήθηκε ο Κριτόλαος. Ρωτά τους ανθρώπους στους οποίους είχαν μιλήσει και τότε, προτού φτάσουν την αποθήκη εκείνου του κλεφταποδόχου. Κανένας δεν της δίνει θετική απάντηση. Κι όμως κάποιος από αυτούς, ειδικά, πρέπει να μετέφερε την πληροφορία, αλλιώς πώς ήξεραν οι δολοφόνοι ότι εκείνη κι ο Κριτόλαος βρίσκονταν στην αποθήκη του κλεφταποδόχου ώστε να τους περιμένουν απέξω;
Το πιο πιθανό είναι εσύ να τους το είπες, ή να το είπες σε κάποιον που ήταν σε επαφή μαζί τους, σκέφτεται η Ξανθίππη καθώς στέκεται μπροστά στον άνθρωπο ο οποίος ανέφερε τον κλεφταποδόχο σ’εκείνη και τον Κριτόλαο. Ονομάζεται Ζορδάμης, έχει σκούρο γαλανό δέρμα, είναι γύρω στα εξήντα, και διατηρεί ένα κατάστημα με διάφορες παραδοξότητες από τη Σεργήλη και άλλες διαστάσεις: φυλαχτά, σπάνια θυμιάματα, περίεργα αγαλματίδια, μικρά πλάσματα κλεισμένα σε γυάλες ή κλουβιά, κρυστάλλους ποικίλων χρωμάτων, λίθους, αλυσίδες, δαχτυλίδια και περιδέραια. Φυσικά, είναι άνθρωπος της Σιδηράς Δυναστείας και έχει επαφές με την αγορά του υπόκοσμου στον Γερόλυκο.
«Σκέψου περισσότερο, Ζορδάμη,» του λέει η Ξανθίππη. «Σίγουρα δεν μίλησες με κανέναν της οικογένειας αφότου μας είδες;»
«Σίγουρα,» αποκρίνεται εκείνος καθώς γυαλίζει, μ’ένα γκρίζο πανί, ένα μεταλλικό αγαλματίδιο, φανερά εξωδιαστασιακό.
«Έχουν περάσει έξι μέρες,» επιμένει η Ξανθίππη. «Μπορεί να μη θυμάσαι καλά.»
«Αν δεν θυμάμαι καλά, τότε… δεν θυμάμαι.» Ανασηκώνει τους ώμους.
«Μη μου λες σαχλαμάρες!» κάνει απότομα η Ξανθίππη, αρπάζοντάς του το χέρι και σταματώντας τον από το γυάλισμα του αγαλματιδίου. «Σε ποιον μίλησες αφότου μίλησες σ’εμάς;»
«Δεν καταλαβαίνω πού θέλεις να καταλήξεις, Ξανθίππη.» Τα μάτια του την ατενίζουν άγρια.
«Γνωρίζω για όλες τις παράνομες δραστηριότητές σου,» του λέει εκείνη, «και μπορεί, οποιαδήποτε στιγμή, να μάθει γι’αυτές και η Χωροφυλακή της Νέσριβεκ. Μη με βάζεις σε πειρασμό.»
«Τι ακριβώς υποπτεύεσαι;» τη ρωτά, ψύχραιμα. «Ότι έχω κάποια σχέση με την επίθεση εναντίον του Κριτόλαου;»
«Το μόνο που θέλω είναι να απαντήσεις στην ερώτησή μου.»
«Αλλιώς;»
Η Ξανθίππη αφήνει το χέρι του. «Πολλά μπορούν να συμβούν.»
Ο Ζορδάμης ακουμπά το γκρίζο πανί πλάι στο αγαλματίδιο. Δείχνει σκεπτικός προς στιγμή. Ύστερα λέει: «Εντάξει. Ήρθε κάποιος και με ρώτησε. Βασικά, δεν ήρθε και με ρώτησε ακριβώς. Είχε έρθει από πριν και μου είχε πει, αν σας έβλεπα, να τον καλούσα και να του το έλεγα–»
«Ποιος;»
«Ο Ζύρος ο Ξενύχτης. Τον ξέρ–;»
«Φυσικά και τον ξέρω.» Ήταν ένα ρεμάλι του υπόκοσμου. Και της Σιδηράς Δυναστείας. Η Ξανθίππη δεν είχε ποτέ πολλές συναναστροφές μαζί του, αλλά είχαν συναντηθεί κατά περιόδους. Και δυο φορές τής την έπεφτε – άγαρμπα. Η δεύτερη φορά η Ξανθίππη φρόντισε να είναι και η τελευταία. «Δεν το γνώριζα ότι είχες πάρε-δώσε μαζί του.»
Ο Ζορδάμης γελά κοφτά. «Σιγά τα πάρε-δώσε! Ελάχιστα τον βλέπω–»
«Και ήρθε τώρα να σου ζητήσει χάρη; Κι εσύ τού την έκανες, έτσι απλά;»
«Με πλήρωσε. Επιπλέον, είναι της οικογένειας, δεν είναι;» Ανασηκώνει τους ώμους.
«Κι εγώ είμαι της οικογένειας αλλά δεν μου έλεγες αυτό που σου ζητούσα.»
«Επειδή ο Ζύρος μού είχε ζητήσει πρώτος να μην πω σε κανέναν ότι ήρθε να μου μιλήσει.»
«Πόσο σε πλήρωσε;»
«Πενήντα ήλιους.»
«Πενήντα ήλιους; Πλούτισε ξαφνικά αυτό το καθίκι;»
Ο Ζορδάμης ανασηκώνει τους ώμους ξανά κι ανάβει τσιγάρο. «Ξέρω γω; Κι εμένα με παραξένεψε. Αλλά ίσως νάναι και λογικό από μια άποψη…» Μορφάζει καθώς ρουφά καπνό που αποκλείεται να είναι Σεργήλιος.
«Τι άποψη;» Η Ξανθίππη κάθεται στην άκρη ενός πάγκου για να ξεκουράσει το τραυματισμένο πόδι της, γιατί αισθάνεται να έχει αρχίσει να την πονά περισσότερο με την ορθοστασία. Προσπαθεί, όμως, να μη δείξει ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο κάθεται· προσπαθεί να κάνει την κίνησή της να φανεί άνετη, σχεδόν βαριεστημένη.
«Λένε,» αποκρίνεται ο Ζορδάμης, «πως τελευταία έχει μπλέξει με κάποιους που βγάζουν λεφτά με υπόγειες δουλειές.»
«Τι δουλειές;»
«Δεν ξέρω.»
«Άνθρωποι της οικογένειας είναι;»
«Μπορεί. Ούτε αυτό το ξέρω. Ή μπορεί και να κάνω λάθος και ο Ζύρος να βρήκε τα λεφτά από κάπου αλλού. Πάντως, τόχω ακούσει κι από άλλους ότι τελευταία ο Ξενύχτης φαίνεται νάχει πιο πολλούς ήλιους απ’ό,τι παλιά. Κάτι κάνει· δεν εξηγείται αλλιώς.»
*
Η Ξανθίππη βρίσκει τον Ζύρο κοντά σ’ένα βωμό της Λόρκης, κάτω από μια από τις καμάρες που σχηματίζονται από τον Εναέριο Σιδηρόδρομο, στον Ακρομάχο, ανατολικά του Γερόλυκου.
Ο Ζύρος στέκεται και καπνίζει, με την πλάτη ακουμπισμένη σ’έναν τοίχο. Το δέρμα του είναι λευκό με απόχρωση του ροζ, τα μαλλιά του μαύρα και πλούσια, με ουρές να πετάνε από δω κι από κει· το πρόσωπό του, ως συνήθως, είναι αξύριστο. Φορά καφέ πέτσινο παντελόνι με λουριά, σανδάλια, και μια γκρίζα αμάνικη μπλούζα γεμάτη λεκέδες, η οποία δεν κρύβει τα μυώδη χέρια του. Δεν είναι «φουσκωτός» αλλά γραμμωτός σαν να τον έχουν λαξέψει. Παιδί της πέτρας, απ’ό,τι ξέρει η Ξανθίππη. Στη ζώνη του είναι θηκαρωμένο ένα ξιφίδιο, σε κοινή θέα.
Παραδίπλα, πάνω στον βωμό της Λόρκης μια θυσία καίγεται η οποία μυρίζει άσχημα, σαν πλαστικό ή δέρμα. Δύο γυναίκες είναι γονατισμένες μπροστά της, κάνοντας μάλλον κάποια δέηση.
Ο Ζύρος μοιάζει να τις περιμένει να φύγουν, αλλά τώρα στρέφει το βλέμμα του στο δίκυκλο που σταματά αντίκρυ του. Συνοφρυώνεται ατενίζοντας την καβαλάρισσα με το κλειστό κράνος. Προφανώς, κάτι του θυμίζει.
Η Ξανθίππη κατεβαίνει από το όχημά της και βγάζει το κράνος, καθώς πλησιάζει τον Ξενύχτη. Αφού δεν τον βρήκε σε δυο άλλα μέρη που πήγε, το ήξερε πως ίσως να τον έβρισκε εδώ. Επισκέπτεται συχνά τούτο τον βωμό της Λόρκης. Παρότι δεν μοιάζει ούτε για θρήσκος ούτε για προληπτικός, πρέπει να θεωρεί ότι χρωστά πολλά στην Κυρά της Τύχης. Ποιος ξέρει τι σκέψεις κάνουν τα παιδιά της πέτρας;
«Μα τους θεούς,» λέει ο Ζύρος. «Νόμιζα πως μόλις είδα την ίδια τη Λόρκη νάρχεται προς τη μεριά μου.» Χαμογελά πίσω απ’τον καπνό του τσιγάρου του.
Η Ξανθίππη υψώνει ένα φρύδι. «Κομπλιμέντο ήταν αυτό;»
«Έτσι θα πρέπει να το εκλάβεις. Είσαι καλά; Άκουσα πως τραυματίστηκες.»
«Κι εγώ ξέρεις τι άκουσα;»
«Τι;»
«Ότι, την ίδια μέρα που τραυματίστηκα, παρακολουθούσες εμένα και τον Κριτόλαο ο οποίος σκοτώθηκε.»
«Τι φήμες είναι αυτές;»
«Δεν είναι φήμες,» του λέει η Ξανθίππη. «Το ξέρω πως μας παρακολουθούσες!»
«Με είδες πίσω σας;»
«Είχες βάλει κόσμο να περιμένει για εμάς και να σε ειδοποιήσει.» Δεν του λέει για τον Ζορδάμη συγκεκριμένα, γιατί υποθέτει ότι ίσως ο Ζύρος νάχε ζητήσει το ίδιο κι από άλλους· και καλύτερα να μην ξέρει από ποιον ακριβώς πήρε η Ξανθίππη την πληροφορία της.
Ο Ξενύχτης δεν αποκρίνεται για λίγο· ρίχνει το τσιγάρο του κάτω και το πατά με το σανδάλι του. «Ποιος σ’το είπε;»
«Δεν έχει σημασία. Γιατί ήθελες να ξέρεις πού βρισκόμαστε εκείνη τη μέρα;»
«Κοίτα,» της λέει ο Ζύρος. «Καταλαβαίνω πού πάει το μυαλό σου, εντάξει; Αλλά δεν είναι αυτό που νομίζεις–»
«Δεν καθοδήγησες τους δύο δολοφόνους σε μας;»
«Φυσικά και όχι!»
«Μαλακίες!» Η Ξανθίππη τραβά το πιστόλι μέσα από το πέτσινο πανωφόρι της, κάτω από το οποίο δεν φορά παρά μια ελαφριά, αμάνικη μπλούζα, καθώς κάνει ζέστη σήμερα.
«Ε!» αναφωνεί ο Ζύρος. «Ήρεμα! Τι τρέχει τώρα; Θα μου ρίξεις; Νομίζεις ότι εγώ φταίω για ό,τι έγινε; Τι νομίζεις;» Κι απομακρύνεται ένα βήμα απ’την Ξανθίππη.
«Βλέπω πού πηγαίνει το χέρι σου!» του λέει εκείνη, ενώ οι δύο γυναίκες που πριν από λίγο ήταν γονατισμένες μπροστά από τον βωμό της Λόρκης έχουν τώρα σηκωθεί και φεύγουν βιαστικά.
Ο Ζύρος απομακρύνει το χέρι από την πίσω μεριά της ζώνης του· το φέρνει πάλι μπροστά του. «Δεν έστειλα εγώ τους δυο τύπους που σας πυροβόλησαν· τ’ορκίζομαι στα πόδια της Λόρκης!»
«Τα πόδια της Λόρκης δεν μου εμπνέουν εμπιστοσύνη, Ζύρε. Γιατί ήθελες να ξέρεις πού πηγαίναμε εγώ κι ο Κριτόλαος εκείνη τη μέρα;»
«Μια δουλειά έκανα, εντάξει; Λες να ήταν για πάρτη μου; Τι με νοιάζει που πήγαινες μ’αυτόν τον τύπο; Δεν είμαστε παντρεμένοι – αν και θα μπορούσαμε να το συζητήσουμε, άμα θες.» Χαμογελά.
Τα μάτια της γυαλίζουν οργισμένα. «Για ποιον έκανες αυτή τη δουλειά; Ανέφερες σε κάποιον ότι εγώ κι ο Κριτόλαος ήμασταν στον Γερόλυκο;»
«Κοίτα…» λέει ο Ζύρος. «Το πράγμα είναι πολύ μπερδεμένο–»
«Θα γίνει λιγότερο μπερδεμένο αν έχεις μια σφαίρα στο δεξί γόνατο;» Σημαδεύει το δεξί του γόνατο με το πιστόλι στο χέρι της.
«Μην τρελαίνεσαι, δεν τρέχει τίποτα,» λέει ο Ζύρος. «Άνθρωπος της οικογένειας ήταν αυτός για τον οποίο δούλευα, όχι κάνας άγνωστος. Εντάξει, τώρα; Δεν τρέχει τίποτα.»
«Δε μ’ενδιαφέρει αν ήταν άνθρωπος της οικογένειας ή όχι. Πες μου ποιος!»
«Δε γίνεται αυτό. Μου έχει ζητήσει να κρατήσω την ταυτότητά του κρυφή.»
«Να σε πάρω στο Γενικό Κέντρο της Χωροφυλακής για ανάκριση;»
«Με τι κατηγορία; Δεν έχω κάνει τίποτα παράνομο!» φωνάζει ο Ζύρος.
Η Ξανθίππη αλλάζει τη ρύθμιση του πιστολιού της στην αναισθητοποίηση, κάνοντας το πυροβόλο ενεργοβόλο. «Μη φοβάσαι, κάτι θα βρούμε. Σε ξέρω καλά.»
«Ηρέμησε, γαμώ τα μπούτια της Λόρκης! Μια οικογένεια είμαστε! Τι – τι πράματα είν’ αυτά;» Ο Ζύρος βαδίζει όπισθεν, μάλλον ψάχνοντας τρόπο να ξεγλιστρήσει.
«Μην απομακρύνεσαι!» Η Ξανθίππη τον σημαδεύει ευθεία στο στήθος. «Θα σου ρίξω!»
Ο Ζύρος μένει ακίνητος. «Γαμώ την κοινωνία μου, γαμώ… Τι θέλεις από μένα;»
«Μη λέμε τα ίδια!»
Ο Ζύρος αναστενάζει. «Ξέρεις σε τι δύσκολη θέση με φέρνεις;»
«Περιμένω απάντηση! Αν δεν μου απαντήσεις και τώρα, θα πάμε στη Χωροφυλακή!»
«Να γιατί δεν πρέπει νάχουμε σκατοφύλακες μες στην οικογένεια…» μουγκρίζει ο Ζύρος.
Η Ξανθίππη τον πυροβολεί στο δεξί πόδι. Ενέργεια τον χτυπά, και ο Ζύρος πέφτει κάτω, βογκώντας, διπλωμένος, κρατώντας και με τα δυο χέρια τον μηρό του. Η Ξανθίππη παρατηρεί τώρα ότι στην πίσω μεριά της ζώνης του είναι θηκαρωμένο ένα μικρό πιστόλι. Σκύβει και του το παίρνει, τραβώντας το από τη θήκη.
«Γαμώ… την… τρέλα σου!» γρυλίζει ο Ζύρος, τρίζοντας τα δόντια. «Το πόδι μου!»
«Θα ζήσεις,» του λέει η Ξανθίππη. «Εκτός αν την επόμενη τη φας στο κεφάλι.» Τον σημαδεύει καταπρόσωπο με το πιστόλι της. «Ακόμα και οι ενεργειακές ριπές είναι επικίνδυνες στο κεφάλι. Μπορεί, βέβαια, να μην πεθάνεις, αλλά ίσως να μείνεις ανάπηρος. Όχι και πολύ άδικο, αν σκεφτείς ότι ο Κριτόλαος είναι νεκρός κι εγώ παραλίγο να σκοτωθώ από τους φονιάδες σου–»
«Δεν ήταν φονιάδες μου!»
«Σε ποιον έδινες πληροφορίες;»
«Στη Μυράνθη,» λέει ο Ζύρος ξεροκαταπίνοντας.
«Ποια Μυράνθη;»
«Αυτή που δουλεύει για τον Καλνάροφ.»
Αυτό το κάθαρμα ξανά! σκέφτεται η Ξανθίππη. Μα το Φως της Αρτάλης, είχα δίκιο! Και ο Κριτόλαος καλά τον υποπτευόταν απ’την αρχή. «Αν λες ψέματα….»
«Δε λέω ψέματα. Αυτή μού ζήτησε να σας παρακολουθώ και να της αναφέρω τη θέση σας αμέσως.» Ο Ζύρος καθίζει στο πλακόστρωτο, τρίβοντας το πόδι του και με τα δύο χέρια.
«Γιατί;»
«Πού να ξέρω; Νομίζεις τη ρώτησα;»
Η Ξανθίππη τού γυρίζει την πλάτη, χωρίς να του δώσει το πιστόλι του (το έχει περασμένο στο παντελόνι της), και βαδίζει προς το δίκυκλό της. Ανεβαίνει στη σέλα και φεύγει.
Ο Ζύρος ο Ξενύχτης, ακόμα καθισμένος στο έδαφος, σηκώνει τη μπλούζα του αποκαλύπτοντας από κάτω μια μαύρη ταινία δεμένη γύρω από τη γραμμωτή κοιλιά του. Η ταινία είναι γεμάτη θήκες που συγκρατούν μικρά αντικείμενα, κι ανάμεσα σ’αυτά βρίσκεται κι ένας τηλεπικοινωνιακός πομπός. Ο Ζύρος τον τραβά και πατά ένα κουμπί. Τον φέρνει στ’αφτί του.
«Μεσιτικό γραφείο Οικοκίνηση, λέγετε,» ακούγεται αμέσως η φωνή της Μυράνθης.
«Εγώ είμαι, ο Ζύρος, Μυράνθη. Μια μαλακία έγινε μόλις τώρα…»
«Τι;»
«Δε θα σ’αρέσει, είμαι σίγουρος.»
Φεύγουμε από τη Μέλβερηθ με το πρώτο πρωινό τρένο και ταξιδεύουμε προς τα νότια, προς την Ύγκρας. Έχουμε κλείσει καμπίνα, βέβαια, για να μπορούμε να ξαπλώσουμε και να κοιμηθούμε, επειδή δεν κοιμηθήκαμε και πολύ ύστερα από το ξενύχτι στο εστιατόριο με τον Σερφάντη.
Ο Ρίβης με ρωτά, καθώς εκείνος είναι ξαπλωμένος στο αποπάνω κρεβάτι κι εγώ στο αποκάτω: «Θα φτάσουμε ώς την Ύγκρας; Ώς τις ερήμους; Τα εισιτήρια που έκοψες είναι για μέχρι εκεί…»
«Ναι…» αποκρίνομαι συλλογισμένα.
«Τι ‘ναι’; Θα πάμε στην Ύγκρας;»
«Δεν είμαι σίγουρος αν η Σαμάνθα ταξίδεψε ώς εκεί, αλλά δεν έχω διασυνδέσεις στις περιοχές ανάμεσα από τη Μέλβερηθ και την Ύγκρας· οπότε δεν έχει νόημα να σταματήσουμε πριν από την Ύγκρας για να ψάξουμε γι’αυτήν.»
«Κι αν δεν έχει, τελικά, πάει στην Ύγκρας;»
Αυτό είναι, πράγματι, ένα πολύ καλό ερώτημα. «Θα δούμε,» του απαντώ. «Ξεκουράσου τώρα. Θα μας χρειαστεί να είμαστε ξεκούραστοι.»
Η Κλεισμένη νιαουρίζει κάτω απ’το κρεβάτι μου.
«Ησυχία,» της λέω, απλώνοντας το χέρι μου για να πιάσω την ουρά της. Εύκολα μού ξεγλιστρά.
*
Φτάνουμε στην Ύγκρας το μεσημέρι, και η ζέστη εδώ, στις παρυφές της ερήμου, είναι πολύ δυνατή.
Καθώς βγαίνουμε από το τρένο μέσα στο τετράκυκλο όχημά μας, ο Ρίβης λέει: «Μα τους θεούς! Πώς ζουν σε τούτα τα μέρη, Ζορδάμη;» Χρησιμοποιώντας ένα παλιό περιοδικό κάνει αέρα στο πρόσωπό του.
Γελάω. «Δεν έχει και τόση ζέστη σήμερα. Αλλά πρέπει να σου αγοράσουμε κι εσένα ένα ζευγάρι γυαλιά.» Εγώ έχω ήδη φορέσει τα δικά μου, προστατεύοντας τα μάτια μου με μαύρους φακούς. «Και πρέπει, επίσης, ν’αγοράσουμε κι άλλους εξοπλισμούς, κατάλληλους για εδώ.»
Καθώς οδηγώ το όχημά μου μέσα στους δρόμους της Ύγκρας, που άλλοι είναι πλακόστρωτοι, άλλοι όχι, άλλοι σε καλύτερη κατάσταση, άλλοι σε χειρότερη, ο Ρίβης παρατηρεί: «Φαίνεται να ξέρεις αυτές τις περιοχές…»
«Ναι,» του λέω. «Κάποτε θεωρούσα την Ύγκρας δεύτερη πατρίδα μου.» Τα οικοδομήματά της είναι τα πιο ανομοιόμορφα που έχω δει σε πόλη της Σεργήλης: ψηλά και χαμηλά, διαφόρων σχημάτων και σχεδίων, πλούσια και φτωχικά: από τη μια καλύβες, από την άλλη μια ψηλή πολυκατοικία, και παραδίπλα μια βίλα. Σα να μην είναι μία πόλη αλλά πολλές πόλεις που τις έχεις ενώσει με τρόπο τυχαίο ώστε να φτιάξεις ένα αλλόκοτο ψηφιδωτό. Επίσης, ακόμα φαίνονται κάποιες ζημιές στα οικοδομήματα από τον μεγάλο πόλεμο με τους Παντοκρατορικούς. Ακόμα – έξι χρόνια ύστερα από την απελευθέρωση της Σεργήλης – η Ύγκρας δεν έχει ανοικοδομηθεί πλήρως, παρά τις προσπάθειες που έχω ακούσει ότι έχει καταβάλλει η καινούργια Αρχόντισσα της, η Καρλάνη, η οποία κάποτε ήταν Πρόμαχος της Επανάστασης.
«Δεν τη θεωρείς δεύτερη πατρίδα σου πια;» ρωτά ο Ρίβης.
«Δε νομίζω… Έχω ταξιδέψει πολύ. Πάρα πολύ, ίσως.» Πού στη Σεργήλη δεν έχω πάει; αναρωτιέμαι φευγαλέα. Απάντηση που έρχεται αμέσως στο μυαλό μου: Στα ερείπια της Αλαργινής – της πόλης στις ακτές του Πορφυρού Κενού που λένε ότι καταστράφηκε από τους τρομερούς Ανέμους που φυσάνε από εκεί.
«Από πού είσαι, Ζορδάμη; Πού γεννήθηκες;»
«Στην Κόρλας; Ξέρεις πού είναι;»
Ο Ρίβης δείχνει συλλογισμένος.
Γελάω. «Κανένας δεν ξέρει πού είναι η Κόρλας! Κι όμως δεν είναι και τόσο μικρή πόλη.»
«Δεν πρέπει νάναι μακριά από εδώ, ε;»
«Βόρεια της Ύγκρας βρίσκεται, στις όχθες του ποταμού Σέρντιληθ.»
«Όχι και πολύ κοντά, δηλαδή.»
«Ναι, δεν είναι πολύ κοντά. Γύρω στα τετρακόσια-πενήντα χιλιόμετρα. Αλλά, παλιότερα, προτού μπλέξω με τη Δυναστεία, ερχόμουν συχνά στην Ύγκρας. Ήταν, για εμένα, τότε, ένα μέρος γεμάτο περιπέτεια. Τώρα… η αντίληψή μου έχει αλλάξει για πολλά πράγματα. Εσύ, υποθέτω, δεν ξανάχεις έρθει στην Ύγκρας…»
«Όχι,» αποκρίνεται ο Ρίβης, «δεν ξανάχω έρθει εδώ. Λατρεύουν τον Κάρτωλακ σε τούτα τα μέρη;»
«Κυρίως τον Μεχρέτ λατρεύουν, τον θεό των ερήμων. Αλλά ίσως να υπάρχουν και κάποιοι που λατρεύουν τον Κάρτωλακ – δεν είμαι βέβαιος. Πάντως, σίγουρα υπάρχουν άνθρωποι που λατρεύουν την Αρτάλη και τη Λόρκη. Οπότε….» Ανασηκώνω τους ώμους ενώ συνεχίζω να οδηγώ με προσοχή μέσα στους δρόμους της Ύγκρας. Δεν έχει παρά ελάχιστη κίνηση λόγω της ώρας (οι σώφρονες αναζητούν σκιά μέσα στο μεσημέρι) αλλά δεν μπορώ και να τρέχω. Κάρα είναι σταματημένα στις άκριες των δρόμων και στις γωνίες, καθώς κι άλλα μηχανοκίνητα οχήματα κάπου-κάπου· και φυσικά κανένας περαστικός μπορεί να πεταχτεί από εκεί που δεν τον περιμένεις, όπως επίσης και κανένα ζώο.
Πηγαίνω στην αγορά και βρίσκουμε κάποια καταστήματα που είναι ανοιχτά ακόμα, παρότι μεσημέρι. Βγαίνω από το όχημα και λέω στον Ρίβη νάρθει μαζί μου. Η Κλεισμένη δεν μας ακολουθεί· μένει κουλουριασμένη στη σκιά.
«Τι θα πάρουμε; Ρούχα;» με ρωτά ο αδελφός της Ασημίνας ακολουθώντας με προς ένα μαγαζί που στο εσωτερικό του κρέμονται διάφορα ενδύματα.
«Καπέλα. Και γυαλιά για σένα.»
Αφού τα έχουμε προμηθευτεί, επιστρέφουμε στο όχημά μας και βγάζω τον τηλεπικοινωνιακό πομπό μου. Τρίβοντας το μέτωπό μου προσπαθώ να θυμηθώ τον τηλεπικοινωνιακό κώδικα του Βερνάχ, του ανθρώπου της Σιδηράς Δυναστείας που έκανε κουμάντο σε μια επιχείρηση λαθρεμπορίου ποτών όταν ήμουν εδώ· αλλά ο τηλεπικοινωνιακός κώδικας δεν έρχεται στο μυαλό μου. Τον έχω ξεχάσει. Δεν πειράζει όμως. Πρέπει να τον έχει αλλάξει, ούτως ή άλλως, γιατί προτού φύγω από την Ύγκρας το λαθρεμπόριο ποτών είχε ανακαλυφθεί από την Αρχόντισσα και ο Βερνάχ χρειάστηκε να εγκαταλείψει τον Κρυφό Κήπο – το μέρος όπου βάζαμε τα ποτά.
«Τι είναι, Ζορδάμη;» με ρωτά ο Ρίβης.
Αναστενάζω. «Τίποτα.» Κρύβω πάλι τον πομπό σε μια τσέπη του παντελονιού μου. «Δε μπορώ να θυμηθώ έναν τηλεπικοινωνιακό κώδικα. Αλλά δεν είναι απαραίτητος. Και μάλλον έχει αλλάξει, έτσι κι αλλιώς. Θα έρθουμε σε επαφή με μια σύνδεσμό μας εδώ.»
«Τώρα; Μες στο μεσημέρι;»
«Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο, Ρίβη. Δεν ξέρουμε καν αν η Σαμάνθα κι ο Ύαν πέρασαν από εδώ, και πρέπει να το μάθουμε.» Ενεργοποιώ πάλι το όχημά μου και οδηγώ μέσα στους δρόμους της Ύγκρας.
«Κάποια στιγμή πρέπει να επισκευάσουμε και τα τζάμια,» σχολιάζει ο Ρίβης.
«Ναι,» συμφωνώ. «Και όχι μόνο.» Το όχημα είναι χάλια ύστερα από τις επιθέσεις της Χωροφυλακής της Νίρβεκ. Αν δεν ήταν από τα δυνατά οχήματα που χρησιμοποιούνται στα Φέρνιλγκαν θα είχε διαλυθεί, υποπτεύομαι.
Πηγαίνω σ’ένα πανδοχείο που ονομάζεται Σκιά και είναι στο κέντρο της Ύγκρας. Πλάι του, από τη μια μεριά, υπάρχει ένας στάβλος γεμάτος καμήλες και κάποια άλογα· από την άλλη μεριά είναι ένα γκαράζ, όπου πέντε κάρα είναι σταθμευμένα, καθώς κι ένα τετράκυκλο όχημα και δύο δίκυκλα. Βάζω και το δικό μου όχημα στο γκαράζ και πληρώνω τον φύλακα.
Καθώς βαδίζουμε προς την τραπεζαρία της Σκιάς, ο Ρίβης με ρωτά: «Καλά, σε τούτα τα μέρη πιο πολύ καμήλες και κάρα χρησιμοποιούν παρά μηχανοκίνητα οχήματα;»
«Σε εκπλήσσει; Δεν έχεις δει πώς είναι η έρημος; Ούτε σε φωτογραφίες; Ούτε σε ταινίες;»
«Ναι, έχω δει πώς είναι,» λέει ο Ρίβης.
«Χρειάζεσαι ειδικούς τροχούς για να κινηθείς πάνω στις άμμους.»
«Το δικό μας όχημα μπορεί να κινηθεί;»
«Οριακά, ίσως. Οι τροχοί του δεν είναι ακριβώς κατάλληλοι. Είναι περισσότερο για περιοχές όπως τα Φέρνιλγκαν – δάση, κακοτράχαλα εδάφη…»
Η τραπεζαρία είναι κοσμοπλημμυρισμένη και πολύβοη. Η μόνη μουσική που ακούγεται είναι η βαβούρα του κόσμου – φωνές, γέλια, μουρμουρητά – τα τριξίματα καρεκλών πάνω στο πάτωμα, και τα κλικ κλακ των πιάτων, των μαχαιροπίρουνων, και των ποτηριών. Βρίσκουμε ένα μικρό τραπέζι κοντά στον νότιο τοίχο και καθόμαστε. Πλάι μας, σχεδιασμένη με πολύ απλές μαύρες γραμμές, είναι μια τοιχογραφία που απεικονίζει έναν νομάδα επάνω σε καμήλα. Από κάτω του είναι η υπογραφή του καλλιτέχνη, την οποία δεν μπορώ να διαβάσω έτσι όπως την έχει κάνει.
«Έχουμε σύνδεσμο εδώ;» ρωτά ο Ρίβης. «Της οικογένειας;»
«Ναι.» Κι ελπίζω να δουλεύει ακόμα στο πανδοχείο.
Κοιτάζω ανάμεσα στον κόσμο και σύντομα την εντοπίζω: μια καφετόδερμη γυναίκα γύρω στα τριανταπέντε, με μακριά, σγουρά μαύρα μαλλιά και δόντια που μοιάζουν πολύ μεγάλα και πολύ άσπρα. Η Νεσράτλα. Η καταγωγή της είναι από τους νομάδες της ερήμου, πράγμα φανερό όχι μόνο από το όνομά της αλλά κι από την όλη της εμφάνιση. Γνωρίζει τον Βερνάχ από παλιά, απ’ό,τι ξέρω. Ίσως να ήταν κι αυτή επαναστάτρια κάποτε, όπως εκείνος. Αλλά δεν είμαι σίγουρος· δεν την είχα δει παρά τρεις, τέσσερις φορές όσο βοηθούσα τον Βερνάχ στο λαθρεμπόριο πριν από κανένα χρόνο.
Της κάνω νόημα τώρα να έρθει στο τραπέζι μας – ένα νόημα που μας αναγνωρίζει ως μέλη της Σιδηράς Δυναστείας. Δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι η Νεσράτλα θα με θυμάται.
«Καλό μεσημέρι,» χαιρετά χαμογελώντας μας με γυαλιστερά δόντια, «κι ο Μεχρέτ να οδηγεί τα βήματά σας. Τι θα πάρετε;»
«Είμαστε της οικογένειας,» της λέω. «Και οι δύο.»
Το χαμόγελό της μετριάζεται αλλά δεν σβήνει. «Σε θυμάμαι, ραλίστα,» αποκρίνεται, «απλά δεν ήμουν σίγουρη για τον σύντροφό σου. Τι θα πάρετε, λοιπόν; Δεν ήρθατε για να φάτε;»
«Θα φάμε,» της λέω. «Έχετε ψητή αμμόσαυρα;»
«Ναι.»
«Φέρε μας δύο– όχι, τρεις: δύο για εμάς και μία για την κυρία από δω.» Κοιτάζω την Κλεισμένη που τρίβεται πάνω στα πόδια μου, κάτω απ’το τραπέζι. «Επίσης, μια μεγάλη σαλάτα και δυο ποτήρια Κρύο Ουρανό.»
Η Νεσράτλα σημειώνει στο μπλοκάκι της μ’έναν στιλογράφο.
«Σαύρες;» μορφάζει ο Ρίβης. «Θα φάμε σαύρες;»
«Είναι υπέροχες, θα με θυμηθείς,» του λέω.
«Το ελπίζω.»
«Τι άλλο θέλετε;» ρωτά η Νεσράτλα, κι από τον τρόπο της καταλαβαίνω ότι τώρα μπορούμε να της μιλήσουμε για θέματα της οικογένειας.
«Ψάχνω τον Βερνάχ. Πού είναι, αυτές τις μέρες;»
«Δεν έχεις τον κώδικά του;»
«Όχι.»
Η Νεσράτλα τον γράφει πάνω σ’ένα χαρτάκι του μπλοκ της, το κόβει, και το αφήνει μπροστά μου. «Αυτός είναι,» μου λέει, και φεύγει.
Βγάζω τον τηλεπικοινωνιακό πομπό μου και καλώ τον Βερνάχ, έχοντας τη συσκευή κοντά στο αφτί μου ώστε ν’ακούω μόνο εγώ – είμαστε σε δημόσιο χώρο, αν και φασαριόζικο.
Μια φωνή δεν αργεί να απαντήσει στην κλήση μου: «Ναι;»
«Βερνάχ,» λέω. «Εσύ είσαι;»
«Ποιος είσαι εσύ, είναι το θέμα.»
«Ο Ζορδάμης. Ο ραλίστας. Σίγουρα με θυμάσαι…»
«Τι κάνεις εδώ, Ζορδάμη;»
«Ψάχνω κάποιους. Δύο συγγενείς. Και είναι πολύ σημαντικό να τους βρω.»
«Ποιους;»
«Η μία χρησιμοποιεί πολλά ονόματα· δεν ξέρω με τι όνομα μπορεί να τη γνωρίζεις· εγώ τη γνωρίζω ως Σαμάνθα, κυρίως, αλλά και ως Ζαρνάφι, Κυράλη, και Νιρίφα. Ο άλλος ονομάζεται Ύαν Έπαρχος· είναι κατάμαυρος στο δέρμα και μισθοφόρος.»
«Γιατί τους ψάχνεις, ραλίστα;»
«Δε μπορώ να σου εξηγήσω τώρα· είναι μεγάλη ιστορία. Είμαι στη Σκιά· μόλις μίλησα με τη Νεσράτλα για να πάρω τον τηλεπικοινωνιακό κώδικά σου. Τους έχεις δει ή δεν τους έχεις δει, Βερνάχ; Πέρασαν από εδώ;»
«Τους έχω δει, και η γυναίκα που ξέρεις ως Σαμάνθα ήταν πολύ ανήσυχη–»
«Πού πήγαν;»
«Γνωρίζεις πού είναι η βίλα του Ξενοκράτη;»
«Φυσικά. Εκεί πήγαν;»
«Ναι.»
«Γιατί; Ξέρεις;»
«Ψάχνουν τον Ξενοκράτη, προφανώς.»
Σ’αυτόν ήθελε να μιλήσει η Σαμάνθα; σκέφτομαι. Γι’αυτό ερχόταν νότια; «Σ’ευχαριστώ, Βερνάχ.»
«Συμβαίνει κάτι που πρέπει να ξέρω; Μπορούμε να συναντηθούμε;»
«Δυστυχώς,» του λέω, «πρέπει να φύγω το συντομότερο δυνατό. Εσύ πότε τους είδες εδώ;»
«Χτες το μεσημέρι.»
«Και πότε έφυγαν από την Ύγκρας;»
«Το απόγευμα, μόλις είχε αρχίσει λίγο να πέφτει ο ήλιος. Τους έδωσα, μάλιστα, ένα όχημα. Σου είπα, η γυναίκα που ξέρεις ως Σαμάνθα ήταν πολύ ανήσυχη. Πιστεύει ότι κάτι άσχημο συμβαίνει μέσα στην οικογένεια – έτσι μου είπε.»
«Ναι,» αποκρίνομαι, «κάτι άσχημο όντως συμβαίνει, Βερνάχ. Αλλά εσύ με τι όνομα ξέρεις αυτή τη γυναίκα;»
«Αστερόπη.»
Αστερόπη… σκέφτομαι. Αναρωτιέμαι πιο, τελικά, να είναι το πραγματικό της! «Τέλος πάντων, σ’ευχαριστώ και πάλι. Είσαι καλά, κατά τα άλλα;»
«Μέχρι στιγμής.»
«Συνεχίζετε τις παλιές δουλειές σας;»
(Η Νεσράτλα έρχεται και μας φέρνει τις τρεις ψητές αμμόσαυρες, τη σαλάτα, και τα δύο ποτήρια Κρύο Ουρανό. Ύστερα φεύγει σιωπηλά, σαν να μην ξέρει τίποτα για εμάς.)
«Με άλλα πράγματα ασχολούμαστε τώρα.»
«Τους χαιρετισμούς μου στους άλλους.»
«Ο Μεχρέτ να οδηγεί τα βήματά σου, ραλίστα.»
Η τηλεπικοινωνία μας τερματίζεται και κρύβω πάλι τον πομπό μου. Πιάνω το ένα πιάτο με ψητή αμμόσαυρα και το βάζω κάτω, στο πάτωμα, κοντά στα πόδια μου. Η Κλεισμένη μυρίζει το φαγητό και μετά, κρατώντας το σταθερό με τα μπροστινά πόδια της, αρχίζει να τρώει.
«Τους βρήκες,» παρατηρεί ο Ρίβης, που δεν μπορούσε ν’ακούει όσα μού έλεγε ο Βερνάχ αλλά προφανώς κατάλαβε πολλά πράγματα απ’ αυτά που έλεγα εγώ.
«Ναι.»
«Είναι μακριά;»
«Εκατό χιλιόμετρα προς τα δυτικά.»
«Ποια πόλη είν’ εκεί;»
«Καμία.» Αρχίζω να τρώω την ψητή αμμόσαυρά μου με πιρούνι και μαχαίρι.
«Σε όαση είναι; Μες στην έρημο;»
«Δεν είναι όαση ακριβώς. Μια βίλα είναι. Ή μάλλον, φρούριο μπορείς να το αποκαλέσεις καλύτερα. Φάε.» Δείχνω την αμμόσαυρά του με το πιρούνι μου. «Είναι καλή· θα δεις.»
Ο Ρίβης τη δοκιμάζει.
«Δεν είναι καλή;»
Νεύει καταφατικά, και τρώει κι άλλη μπουκιά. «Καλή είναι.»
«Υπάρχουν νομάδες της ερήμου που το θεωρούν βλάσφημο να τρως αμμόσαυρα,» του λέω.
«Γιατί;»
«Υποτίθεται πως είναι πλάσματα ευλογημένα από τον Μεχρέτ.»
«Σοβαρολογείς;»
«Επίσης,» του λέω, «σε τούτα τα μέρη μια ωραία ή έξυπνη ή ικανή γυναίκα μπορείς να την αποκαλέσεις αμμόσαυρα ως κομπλιμέντο.»
«Σοβαρολογείς;» ξαναρωτά ο Ρίβης γελώντας.
«Ναι.»
«Είσαι πλανόβιος, Ζορδάμη!»
Τώρα είναι η δική μου σειρά να γελάσω. «Ναι, υποθέτω θα μπορούσες να με πεις ‘πλανόβιο’, έτσι όπως έχω καταλήξει. Όχι, βέβαια, πως και προτού μπλέξω με τη Δυναστεία δεν περιπλανιόμουν αρκετά. Έχω συμμετάσχει σε διάφορα ράλι, σε πολλά μέρη της Σεργήλης.»
Κάνουμε ελαφριά κουβέντα ενώ συνεχίζουμε το φαγητό μας και, όταν τελειώνουμε, λέω στον Ρίβη: «Κανονικά, είναι ανωμαλία να φύγουμε τώρα από την Ύγκρας. Ο ήλιος της ερήμου θα μας λιώσει. Αλλά πρέπει να φύγουμε, γιατί ο χρόνος μάς πιέζει. Και είμαι ξεκούραστος· μπορώ άνετα να οδηγώ – τόσες ώρες μες στο τρένο κοιμόμουν.»
«Εντάξει,» αποκρίνεται ο Ρίβης, «δεν έχω πρόβλημα. Πάμε.»
*
Ταλαιπωρούμαστε μέχρι να φτάσουμε στη βίλα του Γρύπα Ξενοκράτη. Το όχημά μου, παρότι δεν είναι της πόλης, δεν είναι επίσης φτιαγμένο για να διασχίζει ερήμους. Δηλαδή, μπορεί να τις διασχίσει αλλά δεν το κάνει εύκολα. Κάθε τρεις και λίγο μπλέκω μέσα σε λακκούβες που σχηματίζονται από την άμμο, κι όταν είναι να το βάλω ν’ανεβεί σε καμια αμμοπλαγιά πηγαίνει σαν σαλιγκάρι: πέφτει ανεβαίνει, πέφτει ανεβαίνει, πέφτει ανεβαίνει, ώσπου τελικά να φτάσει επάνω.
Η Κλεισμένη γρυλίζει και νιαουρίζει, νευρικά. Ο Ρίβης κάνει αέρα στον εαυτό του με το παλιό περιοδικό που έχει βρει μέσα στο όχημα.
Ο ήλιος γέρνει προς τη δύση, δίνοντας στην άμμο και στις θίνες της το χρώμα του κοκκινωπού χρυσαφιού καθώς απλώνονται προς κάθε κατεύθυνση του ορίζοντα.
«Θα φτάσουμε ώς το βράδυ;» με ρωτά, σε κάποια στιγμή, ο Ρίβης.
«Σίγουρα,» του λέω.
Και πράγματι, τώρα που βλέπουμε τη βίλα του Γρύπα Ξενοκράτη δεν έχει νυχτώσει ακόμα. Ψηλά πέτρινα τείχη μες στη μέση της ερήμου, και μια μεγάλη μεταλλική πύλη.
«Αυτό είναι;» ρωτά ο Ρίβης.
«Ναι.»
«Σαν φρούριο είναι.»
«Σ’το είπα, δεν σ’το είπα; Πίσω από τα τείχη, όμως, είναι σαν όαση. Σαν παράδεισος μέσα στη ζέστη της ερήμου.»
«Έχει και το βράδυ τόση ζέστη; Πώς κοιμούνται εδώ;»
«Όχι,» του λέω· «τη νύχτα έχει πολύ κρύο στις ερήμους.»
Οδηγώ το όχημά μου προς το φρούριο του Ξενοκράτη, πλησιάζοντας την ψηλή σιδερένια πύλη, πάνω από την οποία βρίσκεται ένα φυλάκιο. Σταματάω εκεί μπροστά και, από το σπασμένο παράθυρο πλάι μου, φωνάζω στον φύλακα:
«Θέλω να μιλήσω στον κύριο Ξενοκράτη!»
«Ποιος είσαι;»
«Ζορδάμη, με λένε. Ο ραλίστας είμαι, πες του. Με ξέρει καλά. Μπορεί κι εσύ να με ξέρεις· βοήθησα εναντίον του Άφευκτου.»
Ο φύλακας μού απαντά: «Ο κύριος Ξενοκράτης δεν βρίσκεται εδώ, κύριε Ζορδάμη.»
«Γαμώ τα πόδια της Λόρκης γαμώ…» μουρμουρίζω κάτω απ’την ανάσα μου. «Ποιος είναι εδώ;» φωνάζω. «Είναι εδώ ο Ύαν Έπαρχος; Είναι εδώ η Μελένια;» Η κόρη του Ξενοκράτη, που αποκαλεί τον μπαμπά της κύριο Ξενοκράτη και ποτέ δεν θα πίστευα ότι ήταν παιδί του αν δεν μου το έλεγε η ίδια.
«Μισό λεπτό,» αποκρίνεται ο φύλακας, και τον βλέπω μέσα στο φυλάκιο να μιλά σ’έναν επικοινωνιακό δίαυλο.
«Μα τους θεούς,» λέει ο Ρίβης, δίπλα μου, «πώς είναι δυνατόν να γνωρίζεις τόσα μέλη της Δυναστείας, Ζορδάμη; Υπάρχει κανένα μέλος στη Σεργήλη που να μην το γνωρίζεις;»
Γελάω με τα λόγια του καθώς και με τον τόνο της φωνής του. Παλιότερα, εγώ ήμουν εκείνος που εντυπωσιαζόμουν από τις διασυνδέσεις των άλλων μέσα στην οικογένεια. Και να φανταστείς ότι ο Ρίβης είναι μέλος πιο πολλά χρόνια απ’ό,τι εγώ… Τι να πω; Διδάχτηκα γρήγορα. Διδάχτηκα με τον δύσκολο – τον βίαιο, ίσως – τρόπο.
«Δεν υπάρχει κανένας – κανένας – που να γνωρίζει όλα τα μέλη της Σιδηράς Δυναστείας, Ρίβη, όπως αναμφίβολα θα ξέρεις,» του απαντώ.
Εκείνος, κουνώντας το κεφάλι, ανάβει τσιγάρο.
Η Κλεισμένη νιαουρίζει, καθισμένη στα πίσω πόδια της στο πισινό κάθισμα του οχήματος.
Ο φρουρός μού φωνάζει από το φυλάκιο: «Ποιος άλλος είναι μαζί σου;»
«Ένας δικός μας άνθρωπος, και μια γάτα.»
Ο φρουρός γελά. «Ελπίζω η γάτα σου να μην είναι επικίνδυνη!» Τον βλέπω να αγγίζει κάποια κονσόλα μέσα στο φυλάκιο, και η σιδερένια πύλη μπροστά μας χωρίζεται σε δύο φύλλα, ανοίγοντας. «Μπορείτε να περάσετε.»
Του γνέφω από το παράθυρο και βάζω το όχημά μου στον κήπο που κρύβεται πίσω από τα ψηλά, πέτρινα τείχη. Οδηγώ επάνω στα λιθόστρωτα μονοπάτια και, περνώντας δίπλα από μια τεχνητή πηγή που αναβλύζει ανάμεσα από πέτρες, φτάνω στον χώρο στάθμευσης της βίλας.
«Για να διατηρεί κάποιος τέτοιο μέρος εδώ, μες στην έρημο, πρέπει νάναι πλούσιος,» παρατηρεί ο Ρίβης. «Πιο πλούσιος από εμένα και την αδελφή μου, ίσως.»
«Δεν ξέρω ποιος είναι πιο πλούσιος, αλλά, ναι, ο Γρύπας Ξενοκράτης έχει αναμφίβολα πολλά λεφτά. Είσαι σίγουρος πως δεν τον έχεις ξανακούσει;»
«Νομίζω πως το αφτί μου τον έχει πάρει, μα δεν είχα ποτέ συναναστροφές μαζί του. Η Ασημίνα ίσως να ξέρει πιο πολλά γι’αυτόν. Η Ασημίνα ανέκαθεν ασχολιόταν περισσότερο με τη Δυναστεία.»
«Η μητέρα σας;» τον ρωτάω καθώς σταθμεύω το όχημά μου ανάμεσα στα υπόλοιπα που είναι σταματημένα εδώ.
«Τι;»
«Είναι στη Δυναστεία; Ζει ακόμα;»
«Η μητέρα μας δεν ήταν στη Δυναστεία, και όχι, ραλίστα, δεν ζει. Πέθανε πριν από τον πατέρα μας. Οι Παντοκρατορικοί…»
Συνοφρυωμένος, στρέφομαι να τον κοιτάξω. «Τη σκότωσαν;»
«Την απήγαγαν, και την κρατούσαν αιχμάλωτη κάπου, για ν’αναγκάσουν τον πατέρα μας να δουλέψει γι’αυτούς. Ήταν επιστήμονας· το ξέρεις, έτσι;»
«Ναι. Και τι έγινε αφότου διώχτηκαν οι Παντοκρ–;»
Ο Ρίβης στρέφει το βλέμμα του αλλού: πίσω μου.
Κοιτάζω κι εγώ προς εκείνη τη μεριά και, μέσα από τις σκιές του απογεύματος, βλέπω μια γυναίκα να μας πλησιάζει ξεπροβάλλοντας από ένα μονοπάτι του κήπου. Έχει δέρμα λευκό με απόχρωση του ροζ, και μαλλιά ξανθά και μακριά, που χύνονται καλοχτενισμένα στους ώμους της και μια χτένα τα απομακρύνει από το μέτωπό της· επάνω στη χτένα μικροί λίθοι στραφταλίζουν. Μια φαρδιά μπλούζα τη ντύνει, γκρίζα με μπλε νερά, η οποία αφήνει τον αριστερό της ώμο εκτεθειμένο και έχει μανίκια ώς τον αγκώνα. Γύρω από τα πόδια της πέφτει μια μακριά, πτυχωτή, βαθυκόκκινη φούστα που χωρίζεται στα δύο σαν παντελόνι. Φορά ασημόχρωμα σανδάλια με χαμηλό τακούνι. Στα χέρια της δαχτυλίδια και βραχιόλια γυαλίζουν. Το πρόσωπό της είναι άψογα βαμμένο. Από τ’αφτιά της μακριά σκουλαρίκια κρέμονται.
Η Μελένια.
«Θεοί…» μουρμουρίζει ο Ρίβης, μην κρύβοντας τον θαυμασμό του για την κόρη του Ξενοκράτη.
«Ναι,» του λέω εξακολουθώντας να ατενίζω τη Μελένια, «στολίζεται όμορφα, ομολογουμένως.» Όχι πως δεν είναι γενικά όμορφη, δηλαδή.
Ανοίγω την πόρτα πλάι μου και βγαίνω από το όχημα, ενώ ο Ρίβης βγαίνει από την άλλη μεριά.
«Ζορδάμη,» λέει η Μελένια, πλησιάζοντάς με και φιλώντας με στην άκρη του στόματος. «Μου είπαν ότι ψάχνεις τον κύριο Ξενοκράτη. Και τον Ύαν.» Υπάρχει απορία στα μάτια της.
«Ναι,» αποκρίνομαι. «Είναι εδώ;»
Η Μελένια κουνά το κεφάλι αρνητικά.
«Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος;»
«Κανένας από τους δύο.»
«Δεν είχε έρθει ο Ύαν μαζί με… με μια γυναίκα που εγώ ξέρω, κυρίως, ως Σαμάνθα αλλά εσύ εδώ ίσως να ξέρεις ως Αστερόπη; Τουλάχιστον, ο Βερνάχ μού είπε ότι ως Αστερόπη την ξέρει.»
Η Μελένια χαμογελά λιγάκι λοξά. «Σαμάνθα…»
Συνοφρυώνομαι. «Τι;»
Η Μελένια νεύει. «Είχαν έρθει,» μου λέει, «αλλά έφυγαν.» Στρέφει το βλέμμα της στον Ρίβη. «Ποιος είναι ο κύριος;»
«Ρίβης ονομάζεται. Της οικογένειας, φυσικά.»
Η γάτα δίπλα μου νιαουρίζει.
«Κι από δω η Κλεισμένη,» λέω.
Η Μελένια υψώνει ένα φρύδι, υπομειδιώντας.
«Ήρθαμε για να μιλήσουμε στον Ύαν και στη Σαμάνθα. Πού πήγαν;» ρωτάω.
«Γιατί θέλετε να τους μιλήσετε;»
«Πρόκειται για σημαντικό θέμα. Πολύ σημαντικό.»
«Συμβαίνει κάτι άσχημο μέσα στη Δυναστεία;»
«Σ’το είπε η Σαμάνθα, να υποθέσω;»
Η Μελένια νεύει ξανά. «Ναι. Αλλά δεν μπήκε σε λεπτομέρειες,» προσθέτει με κάποια δυσαρέσκεια (και θυμό, ίσως).
«Είχαν έρθει εδώ για να βρουν τον κύριο Ξενοκράτη, σωστά;»
«Ναι.»
«Και πού είναι τώρα, Μελένια; Τους είπες πού βρίσκεται ο κύριος Ξενοκράτης;»
«Θα μου εξηγήσεις τι συμβαίνει;» με ρωτά η Μελένια, χωρίς ν’απαντήσει στη δική μου ερώτηση. «Θα μου πεις γιατί τους ψάχνεις και τι γίνεται γενικά μέσα στη Δυναστεία; Είναι, όντως, τα πράγματα τόσο άσχημα όσο φαίνεται να νομίζει η… Σαμάνθα;» Με ειρωνεία άρθρωσε το όνομα ή είναι η ιδέα μου; Δεν τα πάνε καλά οι δυο τους; Γνωρίζονται από παλιά, ίσως;
Κοιτάζω τον Ρίβη. Εκείνος μορφάζει με τρόπο που μοιάζει να λέει Εντάξει, δεν έχω πρόβλημα.
Στρέφω το βλέμμα μου στη Μελένια. «Πάμε μέσα; Ή προτιμάς να τα πούμε στον κήπο;»
«Ακολουθήστε με,» λέει η κόρη του Ξενοκράτη και, γυρίζοντάς μας την πλάτη, βαδίζει προς το κεντρικό οίκημα της βίλας.
Την ακολουθούμε, και παρατηρώ πως η ματιά του Ρίβη δεν φεύγει ποτέ για πολύ από τη ράχη της. Η πτυχωτή, διχαλωτή φούστα αναδεύεται γύρω από τα πόδια της σαν να είναι υφασμένη από μαγεία. Δεν εκπλήσσει εμένα, φυσικά· την ξέρω τη Μελένια αρκετά καλά. Γνωρίζω τις ικανότητές της.
Όταν είμαστε σ’ένα σαλόνι, στο εσωτερικό της βίλας του Γρύπα Ξενοκράτη, η Μελένια μάς λέει να καθίσουμε και ρωτά τι ποτό θέλουμε να μας κεράσει. Εγώ ζητάω έναν Κρύο Ουρανό, και ο Ρίβης επίσης. Η Μελένια πλησιάζει μια μικρή κάβα στη γωνία, παίρνει ένα μπουκάλι Κρύο Ουρανό από το ψυγείο εκεί, γεμίζει δύο ποτήρια, και μας τα φέρνει. Η ίδια δεν βάζει ποτό για τον εαυτό της. Κάθεται σε μια πολυθρόνα σταυρώνοντας τα πόδια της στο γόνατο κι ανάβοντας τσιγάρο.
«Τι συμβαίνει, λοιπόν, ραλίστα;» ρωτά φυσώντας καπνό προς το ταβάνι.
Πίνω μια γουλιά Κρύο Ουρανό κι αρχίζω να της διηγούμαι όλα όσα μού συνέβησαν από τότε που έφυγα από τη Χαρπόβη. Δεν κρύβω τίποτα γιατί η Μελένια δεν είναι κανένα τυχαίο μέλος της Σιδηράς Δυναστείας. Αφού, εξάλλου, η Σαμάνθα θέλει να μιλήσει στον Γρύπα Ξενοκράτη, δεν μπορεί να υπάρχει πρόβλημα να γνωρίζει αυτές τις πληροφορίες και η κόρη του! Μου κάνει, μάλιστα, εντύπωση που η Σαμάνθα δεν της τα είπε όλα αυτά ήδη. Κάποια λίγα πράγματα, όμως, πρέπει να της τα έχει πει, πιστεύω, γιατί έχω την αίσθηση πως όσα τής αφηγούμαι τώρα δεν της είναι τελείως άγνωστα. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι ο Ρίβης Παλιόσυρμος είχε τη Σαμάνθα στη φυλακή. Αλλά η Μελένια δεν νομίζω ότι ήξερε πως ήμουν μαζί με τον Ύαν όταν εκείνος επιτέθηκε στη Χωροφυλακή για να πάρει τη Σαμάνθα από τα μπουντρούμια του Παλιόσκυλου.
«Τι πιστεύεις ότι συμβαίνει με την αδελφή σου;» ρωτά η Μελένια τον Ρίβη, όταν τελειώνω με τη διήγησή μου. «Τι έχει στο μυαλό της;»
«Δε μπορώ να μαντέψω,» αποκρίνεται εκείνος.
Η Κλεισμένη, που έχει ήδη κάνει τέσσερις, πέντε φορές τον γύρο του σαλονιού, έρχεται τώρα και πηδά στην αγκαλιά μου. «Ό,τι κι αν συμβαίνει είναι, γενικά, πολύ περίεργο, Μελένια,» λέω. «Εκείνο που ο Σουτούρης ο Τυχερός υποθέτει είναι πως κάποιοι προσπαθούν να διχάσουν τη Δυναστεία.»
Η Μελένια νεύει σιωπηλά.
«Μπορείς να υποθέσεις γιατί;» τη ρωτάω.
«Αν όντως είναι έτσι, θα υπάρχουν κάποια συμφέροντα, υποθέτω. Δε μπορώ να φανταστώ κανέναν άλλο λόγο. Αλλά εσύ, Ζορδάμη, χρωστάς σ’αυτή την Ασημίνα Νέρφελδιφ…»
«Ναι,» λέω, «δεν το έχω ξεχάσει…» Και συνεχίζω, πιο απότομα απ’ό,τι θα ήθελα: «Ελπίζω όλ’ αυτά που κάνω τώρα να τα λάβει κάποιος υπόψη του. Αν δεν της πήγαινα κόντρα, μπορεί σύντομα να είχα ξεχρεωθεί–»
«Θα ξεχρεωθείς,» με διακόπτει η Μελένια: και υπάρχει βεβαιότητα στη φωνή της.
Την ατενίζω συνοφρυωμένος.
«Θα ξεχρεωθείς μετά απ’ αυτά, ραλίστα· σ’το λέω. Μπορείς, μάλιστα, να θεωρείς τον εαυτό σου ήδη ξεχρεωμένο.»
«Έχω ξανακούσει παρόμοιες μαλακίες, Μελένια,» της λέω, επίπεδα.
«Δεν είναι μαλακίες,» μου αποκρίνεται. «Εξάλλου, σκέψου: δεν δρας ήδη σαν ελεύθερο μέλος της Δυναστείας;» Μειδιά, λεπτά, με τα προσεχτικά βαμμένα χείλη της.
«Κατά σύμπτωση,» αποκρίνομαι.
«Δεν υπάρχουν συμπτώσεις μέσα στην οικογένεια, ραλίστα.»
Δεν την πιστεύω. Είναι καλύτερα να μην πιστεύεις κανέναν όταν βρίσκεσαι μπλεγμένος με τη Σιδηρά Δυναστεία. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Τη ρωτάω, αλλάζοντας θέμα: «Πού έχουν πάει η Σαμάνθα και ο Ύαν;»
«Προς την Κάρντλας.»
«Εκεί τούς έστειλες; Εκεί είναι ο κύριος Ξενοκράτης;»
«Ναι. Έχει κάποιες δουλειές.»
«Κι εγώ, λοιπόν, στην Κάρντλας πρέπει να κατευθυνθώ,» λέω.
«Δε θα μείνεις εδώ απόψε;»
Κοιτάζω έξω από το παράθυρο, βλέποντας πως στον κήπο έχει σκοτεινιάσει. «Ναι· είναι ήδη αργά,» λέω χαϊδεύοντας τ’αφτιά της Κλεισμένης.
«Τη γάτα πού τη βρήκες;» με ρωτά η Μελένια.
«Αυτή,» αποκρίνομαι, «είναι μια ιστορία για άλλη φορά.» Ο Κρύος Ουρανός έχει τελειώσει στο ποτήρι δίπλα μου.
*
Αφού η Μελένια με οδηγεί σ’ένα δωμάτιο του ξενώνα της βίλας – το ίδιο δωμάτιο, νομίζω, όπου είχα φιλοξενηθεί και την προηγούμενη φορά που ήμουν εδώ – γδύνομαι και μπαίνω στο λουτρό για να πλυθώ, να ξεφορτωθώ τον ιδρώτα και τη σκόνη της ερήμου από πάνω μου, και να δροσιστώ. Όταν βγαίνω από το μπάνιο, με μια πετσέτα τυλιγμένη γύρω από τη μέση μου, δεν εκπλήσσομαι που η Κλεισμένη δεν βρίσκεται μόνη στο δωμάτιο.
Η Μελένια είναι μισοξαπλωμένη επάνω στο κρεβάτι, ντυμένη μ’ένα βαθυγάλαζο μεσοφόρι με ασημιές δαντέλες. Δε φορά τώρα τη χτένα που φορούσε πριν, αλλά οι δύο μπροστινές τούφες των ξανθών μαλλιών της είναι πιασμένες πίσω μ’ένα κοκαλάκι.
Μου χαμογελά σαγηνευτικά.
Της επιστρέφω το χαμόγελο.
«Είχε αφήσει ο κύριος Ξενοκράτης οδηγίες για εμένα, σε περίπτωση που ερχόμουν;» λέω, μεταξύ αστείου και σοβαρού, πλησιάζοντας το κρεβάτι.
«Τι ανόητος που είσαι,» μου αποκρίνεται, στον ίδιο τόνο.
Η Κλεισμένη μάς κοιτάζει καλά-καλά, από εκεί όπου βρίσκεται, κουλουριασμένη δίπλα στο αναμμένο τζάκι.
Γελάω και κάθομαι στο κρεβάτι, κοντά στη Μελένια. Εκείνη με περιεργάζεται με το βλέμμα της χωρίς να μιλά. Τα δύο δάχτυλα του δεξιού χεριού της διατρέχουν το δέρμα μου, από το στήθος προς την κοιλιά.
«Τραυματίστηκες,» παρατηρεί. Η ουλή είναι ακόμα φανερή.
«Ναι.»
«Πού;»
«Στο Μαύρο Δόντι, σε μια συμπλοκή. Παραλίγο να πεθάνω. Αλλά είμαι ακόμα ζωντανός.»
Η Μελένια παίρνει γονατιστή θέση πάνω στο κρεβάτι. «Τη γάτα πού τη βρήκες, τελικά;»
«Στην Άντχορκ. Παράξενη ιστορία.»
«Δε θέλεις να μου την πεις;»
«Βαριέμαι, για να είμαι ειλικρινής,» της λέω, και ξαπλώνω στο κρεβάτι. Είμαι κουρασμένος. Από το πρωί ταξιδεύουμε μαζί με τον Ρίβη.
Η Μελένια, εξακολουθώντας νάναι γονατιστή, σέρνει το χέρι της πάνω στο γόνατό μου: και μετά, το χέρι γλιστρά κάτω απ’την πετσέτα που είναι τυλιγμένη γύρω μου, ανεβαίνοντας ενώ χαϊδεύει το εσωτερικό του μηρού μου. Οι τρίχες μου ορθώνονται, και όχι μόνο οι τρίχες μου. Η Μελένια αγγίζει τη στύση μου κινώντας τα δάχτυλά της έμπειρα, ερεθίζοντας κάθε νεύρο μου, σαν μια ρευστή φωτιά να εξαπλώνεται από την κοιλιά μου προς ολόκληρο το σώμα μου. Ύστερα, λύνει την πετσέτα μου και μου γυρίζει την πλάτη. «Θα με βοηθήσεις με τα κουμπιά;» ρωτά καθώς βλέπω τα κουμπιά της ράχης του μεσοφοριού της.
Ανασηκώνομαι και τα ξεκουμπώνω ένα-ένα, φιλώντας το λευκό δέρμα της, από τον αυχένα ώς τη μέση. Μ’αρέσει ν’αγγίζω τα κόκαλα της σπονδυλικής της στήλης με τη γλώσσα μου: είναι σαν να αναζητώ να βρω κάτι κρυμμένο κάτω από την επιφάνεια. Την αισθάνομαι ν’αναπνέει πιο γρήγορα, καθώς την κρατάω κοντά μου. Πιάνω τις άκριες του μεσοφοριού της και το κατεβάζω, ενώ ακόμα βρίσκομαι πίσω της. Το δεξί μου χέρι παγιδεύει το αριστερό της στήθος, το αριστερό μου χέρι το δεξί της στήθος. Τα χείλη μου σέρνονται στο πλάι του λαιμού της, η γλώσσα μου αγγίζει το αφτί της. «Θα παίξουμε Η Λόρκη Δεμένη πάλι;» της ψιθυρίζω. Η Μελένια γελά· «Μετά ίσως,» μου απαντά, και το ένα της χέρι γλιστρά πίσω, ανάμεσα από τους μηρούς της, χαϊδεύοντάς με κι εμένα ανάμεσα στους μηρούς και κλέβοντάς μου την ανάσα. Ύστερα, η Μελένια στηρίζεται στα τέσσερα πάνω στο κρεβάτι, κι εγώ, ακόμα γαντζωμένος σαν μανδύας στην πλάτη της, γλιστρώ μέσα της. Τα χέρια της τώρα αρπάζουν τα κάγκελα του κρεβατιού καθώς τα σώματά μας λικνίζονται αργά, ρυθμικά, χωρίς βιασύνη. Το καταραμένο κοκαλάκι στο κεφάλι της με γρατσουνίζει στο μάγουλο ή στον ώμο κάθε τόσο· το πιάνω και το πετάω παραδίπλα, ελευθερώνοντας τα μαλλιά της, φιλώντας τα καθώς χύνονται στους ώμους της.
Νομίζω πως κι οι δύο καταφέρνουμε να καθυστερήσουμε όσο περισσότερο μπορούμε, να φτάσουμε όσο πιο ψηλά μπορούμε, προτού τα σώματά μας τελικά εξαντληθούν. Δεν είναι δύσκολο να το κατορθώσεις αυτό με τη Μελένια· ξέρει ακριβώς τι κάνει, όπως έχω διαπιστώσει και παλιότερα. Είναι εντυπωσιακή, με διάφορους τρόπους και για διάφορους λόγους.
Ξαπλώνω ανάσκελα στο κρεβάτι, ιδρωμένος και λαχανιασμένος, κι εκείνη ξαπλώνει παραδίπλα, μπρούμυτα, κοιτάζοντάς με στο πλάι και χαμογελώντας, με τα μάτια της να γυαλίζουν.
Η Κλεισμένη παρατηρώ πως έχει κοιμηθεί κοντά στο αναμμένο τζάκι, ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται, κουλουριασμένη καθώς είναι.
Μετά από λίγο ρωτάω τη Μελένια: «Την ξέρεις τη Σαμάνθα από παλιά;»
Εκείνη γελά, ακόμα ξαπλωμένη μπρούμυτα.
«Γιατί γελάς;»
«Μου φαίνεται αστείο που τη λες Σαμάνθα! Δεν ήξερα καν ότι χρησιμοποιεί αυτό το όνομα, ανάμεσα σ’όλα τα υπόλοιπα.»
«Επομένως, τη γνωρίζεις από παλιά.»
«Φυσικά και τη γνωρίζω. Αδελφή μου είναι. Δυστυχώς.»
«Τι!» Τινάζομαι πάνω, στηριζόμενος στον αγκώνα.
Η Μελένια γελά ξανά. «Δε θα το πίστευες ποτέ, ε;»
«Δε μπορεί να μιλάς σοβαρά,» λέω. «Δεν είναι δυνατόν να είστε αδελφές!»
«Αδελφές είμαστε.» Η Μελένια γυρίζει στο πλάι, στηριζόμενη κι εκείνη στον αγκώνα· τα στήθη της γέρνουν με τρόπο που τραβάνε το βλέμμα μου. «Αν και ετεροθαλείς.»
«Ο Ξενοκράτης είναι πατέρας σας αλλά έχετε άλλη μητέρα;»
«Ναι· ο μπαμπάς… δεν είναι σταθερός άνθρωπος. Σου μοιάζει.»
«Δε θα το φανταζόμουν,» λέω ειλικρινά.
«Το καλύτερο που μπορούσε να είχε κάνει ήταν να μείνει με τη μητέρα μου, πάντως,» λέει η Μελένια. «Αν ήταν ακόμα ζωντανή,» προσθέτει αποφεύγοντας τα μάτια μου.
«Λυπάμαι, Μελένια. Τι συνέβη;»
«Κάποιο… ατύχημα. Ήμουν πολύ μικρή τότε.» Η Μελένια ανασηκώνεται, πιάνει το μεσοφόρι από δίπλα, και το περνά πάνω απ’το κεφάλι της χωρίς να κουμπώσει τα κουμπιά στην πλάτη ή να μου ζητήσει να της τα κουμπώσω. «Αλλά δεν ήταν ανάγκη να είχε κάνει και την Αστερόπη πριν από εμένα!» λέει.
«Αστερόπη; Αυτό είναι το πραγματικό της όνομα;»
«Ναι.» Η Μελένια ξαπλώνει πάλι, ανάσκελα τώρα.
«Δε φαίνεται να τη συμπαθείς…» παρατηρώ.
Η Μελένια με λοξοκοιτάζει. «Έχεις κοιμηθεί μαζί της, ε;» Κι όταν διστάζω ν’απαντήσω: «Το είχα φανταστεί, από τον τρόπο που μιλούσες γι’αυτήν.»
«Δεν το ήξερα ότι ήταν αδελφή σου…»
«Δε θα κοιμόσουν μαζί της αν το ήξερες ότι ήταν αδελφή μου;»
«Γιατί δεν τη συμπαθείς;» τη ρωτάω. «Έχει συμβεί κάτι;»
«Δεν είναι δική σου αδελφή, Ζορδάμη,» μου λέει η Μελένια, λιγάκι απότομα ίσως, «δεν τη γνωρίζεις. Ούτε καν το αληθινό της όνομα δεν γνώριζες!»
«Δεν προθυμοποιήθηκε να μου το πει. Υποθέτω θα είχε τους λόγους της…»
Η Μελένια δεν μιλά.
Ξαπλώνω κι εγώ. Η Σαμάνθα – Αστερόπη! – κόρη του Ξενοκράτη… σκέφτομαι. Δεν το πιστεύω… Δεν το είχα ποτέ φανταστεί. Δεν μπορούσα να το φανταστώ, αν και είχα καταλάβει πως ο πατέρας της πρέπει να ήταν κάποιο σημαντικό πρόσωπο μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία. Όταν ήμουν τελευταία φορά στην Άντχορκ, ο μακαρίτης πλέον Σαρντάνης Βίνρασκιφ την είχε ρωτήσει αν ήταν εκεί για δουλειά του μπαμπά της, αν θυμάμαι καλά…
Πάντως, μου φαίνεται παράδοξο και ειρωνικό, συγχρόνως, που η Σαμάνθα – Αστερόπη! – είναι κόρη του Γρύπα Ξενοκράτη και ετεροθαλής αδελφή της Μελένιας. Κι αναρωτιέμαι γιατί εκείνη και η Μελένια δεν τα πηγαίνουν καλά. Σίγουρα, είναι πολύ διαφορετικές οι δυο τους, αλλά είναι αυτός ο μόνος λόγος;
Παράδοξο είναι, επίσης, το γεγονός ότι καμια τους δεν μοιάζει με τον Γρύπα στην εμφάνιση. Έχουν κι οι δύο δέρμα λευκό-ροζ ενώ το δέρμα του Ξενοκράτη είναι κατάμαυρο σαν μελάνι. Οι μητέρες τους, υποθέτω, πρέπει να ήταν λευκόδερμες…
Για τη μητέρα της Σαμάνθας – Αστερόπης! – ξέρω ότι ήταν κάποτε μάγισσα του τάγματος των Βιοσκόπων, προτού την αποβάλουν από το τάγμα· η ίδια η Αστερόπη μού το έχει πει. Για τη μητέρα της Μελένιας δεν γνωρίζω το παραμικρό. Αν ρωτήσω τη Μελένια, άραγε, θα μου απαντήσει;
Αλλά δεν προλαβαίνω να κάνω τίποτα, γιατί μετά με παίρνει ο ύπνος. Είμαι εξουθενωμένος πια.
Η Ξανθίππη σταματά το δίκυκλό της μπροστά από το μεσιτικό γραφείο Οικοκίνηση και κατεβαίνει από τη σέλα. Βαδίζει αποφασιστικά προς την είσοδο, χωρίς να κουτσαίνει καθόλου. Προτού έρθει εδώ χρησιμοποίησε τη μία από τις δύο σύριγγες ΑΘ.5 γιατί ξέρει πως ίσως να της χρειαστεί να μην αισθάνεται πόνο από το τραύμα της. Ίσως η κατάσταση να καταλήξει άγρια στο γραφείο του Άλκιμου.
Παραμερίζει τώρα την εξώπορτα της Οικοκίνησης και μπαίνει. Ένας άντρας στέκεται μέσα στο δωμάτιο, μπροστά στο γραφείο της Μυράνθης, κι εκείνη τού δίνει έναν φάκελο λέγοντας: «Αυτά είναι. Μπορείτε να τα κοιτάξετε με την ησυχία σας,» ενώ συγχρόνως λοξοκοιτάζει την Ξανθίππη. Και η ειδική ερευνήτρια έχει την εντύπωση ότι η γραμματέας την περίμενε. Ο Ζύρος; Την ειδοποίησε; Γαμώτο! Έπρεπε να το περιμένω. Έπρεπε να τον είχα ψάξει για τηλεπικοινωνιακό πομπό!
Ο άντρας – κουστουμαρισμένος, γαλανόδερμος, και σίγουρα άνω των πενήντα – ανοίγει τον φάκελο και μετρά τα χαρτιά μέσα. «Νόμιζα ότι ήταν δεκαπέντε. Αυτά είναι δεκατρία.»
«Ο κύριος Καλνάροφ δεν θεωρεί τα δύο τελευταία σε καλή κατάσταση,» αποκρίνεται η Μυράνθη.
«Μάλιστα,» λέει ο άντρας κλείνοντας τον φάκελο. «Ευχαριστώ.»
«Να είστε καλά,» χαμογελά η Μυράνθη, κι εκείνος φεύγει περνώντας δίπλα από την Ξανθίππη χωρίς να της δώσει ιδιαίτερη σημασία.
Η Ξανθίππη κλείνει την πόρτα πίσω του και ζυγώνει το γραφείο της Μυράνθης. «Τι νομίζεις ότι κάνεις;» της λέει. «Παρακολουθείς τις κινήσεις μου;»
«Τις κινήσεις σου; Τι εννοείς;»
Η Ξανθίππη χτυπά τις γροθιές της στο γραφείο και στηρίζεται επάνω τους καθώς τεντώνεται προς τη γραμματέα. «Είχες βάλει τον Ζύρο τον Ξενύχτη να παρακολουθεί εμένα και τον Κριτόλαο! Την ημέρα που ο Κριτόλαος σκοτώθηκε.»
«Δε νομίζω πως έχεις καταλάβει καλά,» αποκρίνεται ψύχραιμα η Μυράνθη. Τα μάτια της ούτε που βλεφαρίζουν καθώς ατενίζουν σταθερά μέσα στα μάτια της Ξανθίππης.
Η Ξανθίππη αισθάνεται το ΑΘ.5 να φορτίζει – να φλογίζει – κάθε νεύρο του σώματός της. «Τολμάς να μου λες τέτοια ψέματα!» συρίζει κι αρπάζει τη Μυράνθη, με το ένα χέρι, από τα μαλλιά.
Η Μυράνθη τραβά, από κάπου, ένα μικρό πιστόλι, αλλά η Ξανθίππη περίμενε μια τέτοια κίνηση (η γραμματέας του Καλνάροφ ήταν, άλλωστε, παιδί της πέτρας κάποτε) και πιάνει, με το άλλο χέρι, τον καρπό της Μυράνθης.
«Φύγε από δω, τρελή σκύλα της Λόρκης!» γρυλίζει η Μυράνθη, εξαγριωμένη, και το προσωπείο της επαγγελματικής γραμματέα εξαφανίζεται τελείως· αντικαθίσταται από μια όψη που τρομάζει.
«Εσύ έστειλες τους φονιάδες εναντίον μας;» ρωτά η Ξανθίππη εξακολουθώντας να σφίγγει τα μαλλιά της Μυράνθης, στρίβοντάς τα επώδυνα. «Εσύ; Πες μου!»
Μια πόρτα ανοίγει και η φωνή του Άλκιμου ακούγεται: «Ξανθίππη! Τι συμβαίνει εδώ; Μυράνθη· γιατί κρατάς πιστόλι;»
«Η τρελή σκύλα της Λόρκης ήρθε εδώ για να με σκοτώσει!»
«Να είσαι σίγουρη ότι θα σε σκοτώσω αν δεν μου πεις την αλήθεια! Εσύ έστειλες τους φονιάδες;»
Ο Άλκιμος πηγαίνει στην εξώπορτα του μεσιτικού γραφείου και την κλειδώνει ενώ οι δύο γυναίκες εξακολουθούν να είναι πιασμένες στα χέρια. «Δεν ξέρεις τι λες!» φωνάζει η Μυράνθη. «Τι έχεις πάρει; Ανάσα του Δράκοντα; Νίσβεν;»
Η Ξανθίππη τής αφήνει τα μαλλιά κι αμέσως τη χαστουκίζει, άγρια, στο μάγουλο κάνοντάς το κεφάλι της να γυρίσει απ’την άλλη. Συνεχίζει όμως να της κρατά το χέρι με το πιστόλι, και πιέζει τον καρπό οδυνηρά, επάνω στα νεύρα, αναγκάζοντας τη Μυράνθη να ρίξει το όπλο στην ξύλινη επιφάνεια του γραφείου.
Ο Άλκιμος έχει, εν τω μεταξύ, τραβήξει ένα δικό του πιστόλι και το υψώνει τώρα σημαδεύοντας την ειδική ερευνήτρια. «Δε νομίζω ότι έρχεσαι εδώ σταλμένη από τη Χωροφυλακή, Ξανθίππη. Έτσι δεν είναι; Αλλιώς, θέλω να δω το ένταλμα.»
Η Ξανθίππη στρέφεται να τον αντικρίσει. «Η γραμματέας σου βρισκόταν σε επικοινωνία με τον άνθρωπο που είχε εντολές να μας παρακολουθεί, την ημέρα που σκοτώθηκε ο Κριτόλαος! Και την προηγούμενη μέρα, εγώ κι ο Κριτόλαος είχαμε παρακολουθήσει έναν κατάσκοπο ο οποίος επέστρεψε εδώ, στο γραφείο σου!»
«Θέλεις να το συζητήσουμε πολιτισμένα;» Ο Άλκιμος δεν έχει ακόμα κατεβάσει το πιστόλι του.
Η Μυράνθη, τώρα που η Ξανθίππη έχει το βλέμμα της στραμμένο αλλού, κάνει να πιάσει το όπλο της ξανά από το γραφείο. Αλλά η ειδική ερευνήτρια δεν την έχει ξεχάσει· την κοιτάζει με τις άκριες των ματιών της και, μόλις τη βλέπει να κινείται, γυρίζει απότομα και τη γρονθοκοπεί στέλνοντάς την στο πάτωμα. «Αν ξαναπροσπαθήσεις τέτοια μαλακία, μαλακισμένη, θα σε λιώσω!» την απειλεί, καθώς εκείνη σκουπίζει αίματα και δάκρυα από το πρόσωπό της.
Ο Άλκιμος λέει στην Ξανθίππη: «Έλα στο γραφείο μου.» Κι από τον τρόπο με τον οποίο μιλά και, συγχρόνως, τη σημαδεύει, μάλλον δεν πρόκειται για φιλική πρόσκληση.
Η Ξανθίππη τον αγριοκοιτάζει αλλά υπακούει, βαδίζοντας προς την ανοιχτή πόρτα, γιατί υποπτεύεται ότι είναι πρόθυμος να χρησιμοποιήσει το όπλο του, έστω και για αναισθητοποίηση μόνο. Η ειδική ερευνήτρια έχει ήδη παρατηρήσει ότι είναι διπλής χρήσης, πυροβόλο και ενεργοβόλο.
Ο Άλκιμος την ακολουθεί μέσα στο γραφείο χωρίς να κλείσει την πόρτα πίσω του αλλά έχοντας κατεβάσει το πιστόλι. «Κάθισε,» της λέει.
«Δε θέλω να καθίσω. Γιατί μας παρακολουθούσες;»
«Ήθελα να ξέρω κάποια πράγματα.» Πηγαίνει και κάθεται πίσω απ’το γραφείο του, εξακολουθώντας να έχει το πιστόλι στο χέρι.
Η Ξανθίππη παραμένει όρθια. «Τι πράγματα; Μέσα στην οικογένεια δεν είμαστε; Νόμιζες ότι θα σου κρύβαμε τίποτα;»
«Μου είχες ήδη κρύψει πράγματα, όταν σου ζήτησα να μου μιλήσεις για τον φόνο–»
«Ειδική ερευνήτρια είμαι· δεν συζητάω για–»
«Ήμουν περίεργος, λοιπόν.»
«Και ποιος έστειλε τους δύο φονιάδες εναντίον μας, Άλκιμε; Ο Ζύρος ο Ξενύχτης βρισκόταν σε επαφή με τη Μυράνθη, και είχε πληροφορηθεί από ανθρώπους μέσα στον Γερόλυκο πού ήμασταν. Μόνο αυτός θα μπορούσε να ξέρει ακριβώς πού να κατευθύνει τους φονιάδες – αλλά δεν ήταν ο Ζύρος που τους έστειλε. Επομένως, τους έστειλε η Μυράνθη. Ή εσύ.» Το χέρι της πηγαίνει προς το εσωτερικό του πέτσινου πανωφοριού της, όπου κρύβεται το πιστόλι της.
Ο Άλκιμος αμέσως τη σημαδεύει με το δικό του πιστόλι. «Μην τραβήξεις όπλο, Ξανθίππη,» την προειδοποιεί. Και συνεχίζει: «Δε νομίζω πως ούτε καν στο δικαστήριο μπορούν να σταθούν τέτοιες… ασαφείς κατηγορίες–»
«Φυσικά και δεν μπορούν να σταθούν στο δικαστήριο. Το δικαστήριο δεν λαμβάνει υπόψη του μυστικές οργανώσεις του υπόκοσμου χωρίς αποδείξεις για την ύπαρξή τους. Εσύ κι εγώ, όμως, ξέρουμε τι συμβαίνει μέσα στη Δυναστεία, Άλκιμε. –Εσύ έβαλες να σκοτώσουν τον Κριτόλαο!»
«Γιατί να μην ήταν κάποιο τυχαίο περιστατι–;»
«Θα μπορούσαν να είχαν σκοτώσει κι εμένα, αλλά δεν με σκότωσαν. Ήθελαν μόνο να βγάλουν από τη μέση τον Κριτόλαο. Και ληστές, σίγουρα, δεν ήταν–»
«Μπορεί να επρόκειτο για υπόθεση εκδίκησης,» μορφάζει ο Άλκιμος. «Ο Κριτόλαος ήταν κάποτε πράκτορας της Παντοκράτειρας. Αν κάποιοι τον είχαν βάλ–»
«Αποκλείεται να τον εντόπιζαν εκεί όπου τον εντόπισαν! Αυτή ήταν δουλειά της Δυναστείας. Δική σου δουλειά κατά πάσα πιθανότητα! Αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί. Τι–;»
Ο Άλκιμος αναστενάζει. «Ξανθίππη. Δυστυχώς, φαίνεται να έχεις πάρει πολύ κακό δρόμο… Κάθισε στην καρέκλα.»
«Σου είπα: δε θέλω να καθίσω.»
«Κάθισε!» φωνάζει ο Άλκιμος, σημαδεύοντάς την.
Η Ξανθίππη δεν είχε ούτε στιγμή απομακρυνθεί από την πόρτα του δωματίου, η οποία είναι ακόμα ανοιχτή, και τώρα τινάζεται έξω και προς το πλάι, ώστε αν ο Άλκιμος πάει να της ρίξει να αστοχήσει.
Στο προηγούμενο δωμάτιο η Μυράνθη δεν φαίνεται πουθενά· πού πήγε;
«Ξανθίππη!» φωνάζει ο Άλκιμος.
Η Ξανθίππη τρέχει προς την εξώπορτα, κάνει να την ανοίξει, αλλά τη βρίσκει κλειδωμένη – και το κλειδί δεν είναι επάνω στην κλειδαριά· ο Καλνάροφ, όταν την κλείδωσε, το πήρε μαζί του.
Και τώρα βγαίνει από το γραφείο του–
Η Ξανθίππη γυρίζει, κάνοντας να τραβήξει το πιστόλι από το πέτσινο πανωφόρι της–
Ο Άλκιμος πυροβολεί πρώτος. Η ενεργειακή ριπή τη βρίσκει στο δεξί στήθος, καίγοντας την ελαφριά μπλούζα κάτω από το πανωφόρι και το δέρμα της κάτω από την ελαφριά μπλούζα, τραντάζοντάς την και κάνοντας έναν δυνατό, παραλυτικό πόνο να διατρέξει κάθε νεύρο της. Η Ξανθίππη σωριάζεται στο πάτωμα, νιώθοντας το σώμα της να μην την υπακούει.
Αλλά δεν έχει χάσει τις αισθήσεις της, όπως νομίζει ότι, κανονικά, θα έπρεπε.
Το ΑΘ.5! συνειδητοποιεί. Αυτό με κρατά ξύπνια!
Αποφασίζει, όμως, πως για την ώρα τη συμφέρει να παραστήσει τη λιπόθυμη. Κλείνει τα βλέφαρά της.
«Μυράνθη!» αντηχεί η φωνή του Άλκιμου. «Πού στο βρακί της Λόρκης είσαι, Μυράνθη;»
Η Ξανθίππη ακούει μια πόρτα ν’ανοίγει και βήματα να έρχονται. «Η γαμημένη σκρόφα μού έσπασε μισό δόντι!» λέει η Μυράνθη.
«Σίγουρα, δεν είναι το πρώτο που έχεις σπάσει.»
«Και λοιπόν!;» Μετά πρέπει να προσέχει την ξαπλωμένη Ξανθίππη γιατί λέει: «Την τακτοποίησες, βλέπω…»
«Κάλεσες βοήθεια;»
«Ναι. Πρέπει νάρχονται τώρα.»
«Αλλά δεν ξεκλείδωσες την πόρτα,» λέει ο Άλκιμος. «Πώς περίμενες ότι θα έμπαιναν;»
«Θα τους άνοιγα όταν έρχονταν!»
Ο Άλκιμος αναστενάζει. «Γιατί περιστοιχίζομαι από ανίκανους;»
«Κάνω ό,τι μπορώ! Τι περιμέν–;»
«Τον Βατράνο’χοκ τον κάλεσες;»
«Όχι.»
«Κάλεσέ τον. Τώρα.»
Τον Βατράνο’χοκ; σκέφτεται η Ξανθίππη, ξαφνιασμένη. Αυτός είναι ένας μάγος του τάγματος των Διαλογιστών – εκτός από μέλος της Δυναστείας, φυσικά. Είναι συνεννοημένος με τον Καλνάροφ; Τι σκατά συμβαίνει μέσα στη Νέσριβεκ;
«Πιάσ’ την από τα πόδια, να την πάμε στο γραφείο μου,» λέει ο Άλκιμος.
«Στο γραφείο σου; Γιατί να μην την πετάξουμε σε κανένα σοκάκι, καλύτερα;»
«Είσαι τρελή; Θα βγάλουμε από την είσοδο του καταστήματος μια λιπόθυμη γυναίκα σαν να μην τρέχει τίποτα και θα την πετάξουμε σ’ένα σοκάκι; Λες κανείς να μη μας δεις;» Η Ξανθίππη αισθάνεται αντρικά χέρια – τα χέρια του Καλνάροφ, αναμφίβολα – να την πιάνουν από τις μασκάλες και να την ανασηκώνουν. Το σώμα της είναι ακόμα μουδιασμένο, δεν το νιώθει· και προσπαθεί να μη δώσει κανένα σημάδι ότι είναι ξύπνια.
Κάποιος άλλος – η Μυράνθη, σίγουρα – πιάνει τα πόδια της, και μαζί οι δυο τους τη σηκώνουν και τη μεταφέρουν, τη βάζουν να καθίσει σε μια καρέκλα.
«Να τη δέσουμε;» ρωτά η Μυράνθη.
Όχι! σκέφτεται η Ξανθίππη. Όχι!
«Γιατί, έχουμε σχοινί εδώ πέρα;» λέει ο Άλκιμος.
«Μπορώ να πάω να φέρω.»
«Δε χρειάζεται. Θα την προσέχω εγώ. Και σύντομα θάναι εδώ ο Βατράνος’χοκ, εξάλλου.»
«Και τι θα κάνει;»
«Θα δεις.»
Τι θα κάνει ο μάγος; αναρωτιέται η Ξανθίππη, καθώς το κεφάλι της γέρνει επάνω στον ώμο της και δεν νομίζει πως θα μπορούσε να το σηκώσει, ακόμα κι αν δεν φοβόταν ότι αυτό θα αποτελούσε σημάδι ότι είναι ξύπνια. Τι θα μου κάνει ο μάγος;
«Πάω να ξεκλειδώσω την πόρτα,» λέει η Μυράνθη.
«Περίμενε. Καλύτερα όχι.»
«Εσύ δεν έλεγες τώρα–;»
«Ναι, αλλά μάλλον καλύτερα όχι. Το μεσιτικό γραφείο είναι κλειστό για την ώρα. Και στον τηλεπικοινωνιακό δίαυλο θα λες ότι είμαι απασχολημένος, πολύ απασχολημένος, δεν έχω χρόνο για κανέναν.»
«Εντάξει.»
Η εξώπορτα χτυπά.
«Πήγαινε να δεις ποιος είναι,» λέει ο Άλκιμος, και η Ξανθίππη ακούει τη Μυράνθη να φεύγει. Μετά, βήματα έρχονται, πολλά βήματα, όχι μόνο ενός ανθρώπου. Τρεις. Πρέπει νάναι τρεις.
«Τι γίνεται εδώ, Άλκιμε;» ρωτά μια γυναικεία φωνή. Γνωστή μου; Την ξέρω;
«Μας κατάλαβε, και ήρθε απαιτώντας να μάθει γιατί την παρακολουθούσα κι αν εγώ ήμουν που έστειλα τους φονιάδες να σκοτώσουν τον Παντοκρατορικό.»
«Και τώρα την έχεις αναισθητοποιήσει; Με τι;» ρωτά μια αντρική φωνή. Κι αυτόν τον ξέρω, μάλλον. Ποιος είναι; Ο Άλκιμος δεν μιλά· μάλλον υψώνει το πιστόλι του, δείχνοντάς το, ως απάντηση. Οπότε ο άλλος άντρας συνεχίζει: «Θα συνέλθει μετά από κανένα τέταρτο· το πολύ, μισή ώρα.» Φυσικά! σκέφτεται η Ξανθίππη. Αυτός είναι! Αυτός! Τον αναγνωρίζει, τελικά, από τη φωνή του. Ο Τζιν, ένας ταχυμεταφορέας, και μέλος της Δυναστείας φυσικά. Συνεργάζεται ο Τζιν με τον Καλνάροφ; Γιατί; Τι προσπαθούν να κάνουν;
«Ο Βατράνος’χοκ έρχεται,» αποκρίνεται ο Άλκιμος.
«Και λοιπόν; Τι θα κάνει ο μάγος;»
«Θα την κάνει να ξεχάσει.»
«Τι εννοείς;»
«Θα της σβήσει τη μνήμη, ανόητε,» λέει ο Άλκιμος.
«Μπορεί να–;»
«Φυσικά και μπορεί,» διακόπτει τον Τζιν η γυναικεία φωνή που είχε μιλήσει και πριν. «Του τάγματος των Διαλογιστών είναι. Γίνεται με κάποιες μαγγανείες.»
Θα μου σβήσουν τη μνήμη; σκέφτεται η Ξανθίππη, νιώθοντας να πανικοβάλλεται. Δε μπορώ να τους αφήσω να μου σβήσουν τη μνήμη! Πρέπει κάπως ν’αντιδράσω! Κι αισθάνεται ήδη το σώμα της ν’αρχίζει να ξεμουδιάζει. Κουνά τα δάχτυλα μέσα στις μπότες της. Δεν τολμά να κινηθεί πιο φανερά, όμως· όχι ακόμα.
«Γιατί δεν τη φέρνεις με το μέρος μας, Άλκιμε;» συνεχίζει η γυναικεία φωνή. «Δε θα ήταν προτιμότερο;» Ποια είναι αυτή; Ποια είναι; Η Ξανθίππη παλεύει με το μυαλό της.
«Δε νομίζω ότι θα μπορούσα,» αποκρίνεται ο Καλνάροφ. «Είναι εξοργισμένη που σκότωσα τον Κριτόλαο.»
«Ίσως θα ήταν καλύτερα αν τον είχες φέρει κι αυτόν με το μέρος μας.»
«Δε μας χρειαζόταν, και πιο πολύ επικίνδυνος για εμάς θα ήταν. Την Ξανθίππη θα τη φέρω με το μέρος μας, αλλά αφότου ο Βατράνος’χοκ τής σβήσει τη μνήμη. Θα την κάνω να καταλάβει ότι, τελικά, τη συμφέρει να έρθει μαζί μας.»
Το κάθαρμα! σκέφτεται η Ξανθίππη. Θα το σκοτώσω το κάθαρμα! Τι συμβαίνει, όμως, μέσα στη Νέσριβεκ; Η μισή Δυναστεία έχει ξαφνικά στραφεί εναντίον της άλλης μισής; Κι αν ναι, γιατί; Τι νομίζουν ότι έχουν να κερδίσουν, ο Άλκιμος και οι συνωμότες του;
Και ποια είν’ αυτή η γυναίκα;
«Ναι, μάλλον έχεις δίκιο,» λέει τώρα η γυναικεία φωνή. «Ήταν ανέκαθεν ξεροκέφαλη.» Και η Ξανθίππη την αναγνωρίζει! Μια χωροφύλακας είναι, η οποία εργάζεται στον Ειδήμονα, τη συνοικία όπου βρίσκεται και η Οικοκίνηση. Ονομάζεται Αριστέα. Για νάναι εδώ τώρα, η υπηρεσία της πρέπει νάχει τελειώσει. Πρέπει νάχει μόλις τελειώσει. Λόγω μεσημεριού, μάλλον.
«Εγώ λέω να τη βγάλουμε κι αυτήν απ’τη μέση και να ξεμπερδεύουμε,» ακούγεται μια καινούργια αντρική φωνή.
«Δε βγάζουμε απ’τη μέση όσους μπορούμε να μεταστρέψουμε,» αποκρίνεται ο Άλκιμος. «Τα έχουμε ξαναπεί.»
«Ναι αλλά δε νομίζω ότι αυτήν θα καταφέρεις να τη μεταστρέψεις, Άλκιμε, ακόμα κι αν ο μάγος τής σβήσει τη μνήμη.» Ποιος είναι αυτός, πάλι; Ποιος; σκέφτεται η Ξανθίππη.
«Γιατί; Τι έχει να κερδίσει παραμένοντας προσκολλημένη στους παλιούς;»
«Τάχει καλά με τον Βιβλιοπώλη, λένε.»
«Ο Βιβλιοπώλης σύντομα θα πάψει να υπάρχει και να μας απασχολεί, Μάρκε,» λέει ο Άλκιμος· και δύο σκέψεις περνάνε αμέσως από το μυαλό της Ξανθίππης: Μεγάλη Αρτάλη, σχεδιάζουν να δολοφονήσουν και τον Βραδύνικο! και: Ο Μάρκος Διδάχος – αυτός είναι. Ένας οδηγός επιβατηγού οχήματος. Η Ξανθίππη ποτέ δεν θα το φανταζόταν ότι κι αυτός θα ήταν μέσα σε μια τέτοια σκευωρία.
«Ο μάγος,» λέει ξαφνικά ο Τζιν, και βήματα ακούγονται να έρχονται, καθώς και, μετά, μια καινούργια φωνή: «Τι συγκέντρωση είναι αυτή, Άλκιμε;»
«Εξαιτίας της.» Η Ξανθίππη πάει στοίχημα ότι ο Άλκιμος την κοιτάζει ευθέως τώρα. «Κατάλαβε τι συμβαίνει. Ανακάλυψε ότι έβαλα να την παρακολουθούν και ότι έβαλα επίσης δυο μισθοφόρους να σκοτώσουν τον Παντοκρατορικό. Ήρθε εδώ εξοργισμένη, ρωτώντας με αν εγώ τον δολοφόνησα – δεν ήταν βέβαιη ακόμα. Στο τέλος αναγκάστηκα να την αναισθητοποιήσω με μια ενεργειακή ριπή. Θέλω να της σβήσεις τη μνήμη τώρα: να ξεχάσει αυτά που έχει ανακαλύψει.»
«Δε θάναι εύκολο,» λέει ο μάγος.
«Γιατί;»
«Γιατί τέτοιου είδους ανακαλύψεις βασίζονται σε διάφορα… στάδια. Αν σβήσω ένα κομμάτι, κάποια άλλα κομμάτια θα μοιάζουν ασύνδετα για τη λογική της. Θα μπορούσα, για παράδειγμα, να σβήσω την επίσκεψή της εδώ, που έγινε πριν από λίγο. Για τα άλλα…» Ακούγεται συλλογισμένος.
«Μα, τα άλλα είναι που έχουν σημασία, μάγε!»
«Η Ξανθίππη θα πρέπει να μου μιλήσει,» λέει ο Βατράνος’χοκ, «για να ξέρω τι να σβήσω. Πρέπει να την κάνουμε να μας πει τα πάντα, ένα-ένα. Σε διαφορετική περίπτωση, θα δημιουργηθεί ένα χάος μέσα στο μυαλό της – κι αυτό μπορεί να στραφεί εναντίον μας.»
Το σώμα της Ξανθίππης τσιτώνεται παρότι αισθάνεται τα νεύρα της και το δέρμα της να τη γαργαλάνε, ακόμα επηρεασμένα από την επίδραση της ενεργειακής ριπής. Βελόνες νομίζει ότι περνάνε μέσα από το δεξί της στήθος, εκεί όπου τη χτύπησε η ριπή, και νιώθει ένα κάψιμο. Προσπαθεί να το αγνοήσει.
Ακούει τον Άλκιμο να αναστενάζει. «Εντάξει. Θα εκμεταλλευτούμε το γεγονός ότι θέλει να μάθει τι συμβαίνει. Μυράνθη.»
«Τι;»
«Φέρε μας ένα ποτήρι νερό. Τζιν, Αριστέα, Μάρκε: βγείτε απ’το δωμάτιο· δεν θέλω να σας δει όταν ξυπνήσει. Αλλά να είστε έτοιμοι· ίσως να σας χρειαστώ μετά.»
Η Ξανθίππη τούς ακούει να φεύγουν, και έπειτα ακούει κάποιον να έρχεται, να ακουμπά κάτι πάνω στο γραφείο, και να αποχωρεί: Η Μυράνθη, μάλλον, που έφερε το ποτήρι με το νερό.
Η πόρτα κλείνει.
Νερό χτυπά το πρόσωπό της Ξανθίππης. Εκείνη βλεφαρίζει αργά, μουγκρίζει αδύναμα, κινεί το κεφάλι ελαφρά – ελπίζοντας το θέατρό της να είναι πειστικό.
Κι άλλο νερό τη χτυπά, και η φωνή του Άλκιμου αντηχεί: «Ξανθίππη!» Μάλλον το θέατρο ήταν πειστικό.
Η Ξανθίππη ορθώνει το κεφάλι, ζαλισμένα, ενώ ανοίγει τα μάτια αντικρίζοντας τον Άλκιμο να στέκεται μπροστά της και τον Βατράνο’χοκ παραδίπλα – έναν άντρα με κατάλευκο δέρμα, μαύρα κοντά μαλλιά, και στενά μαύρα μάτια. Στο δεξί χέρι βαστά ένα μακρύ ραβδί γεμάτο μικροσκοπικούς κρυστάλλους, κάτοπτρα, και κυκλώματα. Είναι ντυμένος με γκρίζο κοστούμι και βαθυγάλαζο μανδύα, επάνω στον οποίο είναι καρφιτσωμένο το έμβλημα του τάγματος των Διαλογιστών.
Η Ξανθίππη τρίζει τα δόντια. «Κάθαρμα!» λέει στον Άλκιμο.
«Ηρέμησε.» Ο Καλνάροφ τη σημαδεύει πάλι με το πιστόλι του. «Αλλιώς θα σου ξαναρίξω.»
«Μ’εκπλήσσει που δε μ’έχεις σκοτώσει ακόμα!»
«Σε αναισθητοποίησα επειδή αποδείχτηκε απαραίτητο–»
«Απαραίτητο;» καγχάζει η Ξανθίππη και κινεί τα χέρια της για να ξεμουδιάσουν, κινεί τα πόδια της, εξακολουθώντας να είναι καθισμένη. Τα νιώθει να ξεμουδιάζουν σχεδόν αμέσως με τις κινήσεις – λόγω του ΑΘ.5, αναμφίβολα – αλλά δεν το δείχνει. Δε θέλει να αντιληφτούν πόσο ετοιμοπόλεμη αισθάνεται.
«Ναι,» λέει ο Άλκιμος. «Γιατί πρέπει να μιλήσουμε.» Κάθεται πίσω απ’το γραφείο του.
Η Ξανθίππη ρωτά τον μάγο: «Τι θέλεις εσύ εδώ; Πώς βρέθηκες εδώ;»
«Έτυχε να έρχομαι να επισκεφτώ τον Άλκιμο,» αποκρίνεται ο Βατράνος’χοκ, «όταν είδα τι… τι είχε συμβεί. Ότι είχες χτυπηθεί…»
«Ξέρεις τι κάθαρμα είναι ο Άλκιμος; Σκότωσε τον Κριτόλαο’μορ! Παραλίγο να σκοτώσει κι εμένα!»
«Ανοησίες,» λέει ο Καλνάροφ. «Σίγουρα μ’έχεις παρεξηγήσει, Ξανθίππη–»
«Δεν έχω παρεξηγήσει τίποτα!»
«Πώς έφτασες στο συμπέρασμα ότι εγώ ευθύνομαι για τη δολοφονία του Κριτόλαου;»
Πρέπει να εκμεταλλευτώ το γεγονός ότι σκοπεύουν να μου σβήσουν τη μνήμη. Πρέπει να τους κάνω να μου πουν τα πάντα για τη συνωμοσία τους πιστεύοντας ότι δεν πειράζει, ότι μετά θα τα ξεχάσω όλα ούτως ή άλλως. Και φοβάται ότι ίσως όντως θα τα ξεχάσει. Πώς θα τους σταματήσει απ’το να της σβήσουν τη μνήμη; «Δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει μαζί σου, Άλκιμε,» λέει. «Γιατί σκότωσες τον Κριτόλαο; Ανησυχούσες ότι θα με βοηθούσε ν’ανακαλύψω την αλήθεια για την Ηλέννια; Εσύ σκότωσες και την Ηλέννια;»
«Είναι δυνατόν να πιστεύεις τέτοιες ανοησίες; Η Ηλέννια ήταν της οικογένειας! Θα τη σκότωνα; Γιατί, μα τους θεούς;»
Αυτό αναρωτιέμαι κι εγώ. «Εσύ πες μου.»
«Αφού φαίνεται νάσαι τόσο σίγουρη ότι είμαι δολοφόνος και δολοπλόκος, πες μου πώς το ανακάλυψες. Πώς ακριβώς έφτασες σ’αυτό το συμπέρασμα.»
Πρέπει να πάω με τα νερά του. Δεν πρόκειται αλλιώς να μου αποκαλύψει τίποτα. Η Ξανθίππη αρχίζει να του εξηγεί πώς ανακάλυψε ότι εκείνος ευθύνεται για τους φόνους. Βήμα-βήμα. Του λέει για τις υποψίες του Κριτόλαου. Του λέει για τον κατάσκοπο που εκείνη κι ο Κριτόλαος ακολούθησαν ώς εδώ, ώς την Οικοκίνηση– «Τι λόγο μπορεί να είχες να μας παρακολουθείς αν δεν έχεις κάτι να κρύψεις;»
«Ήμουν περίεργος, απλώς!»
Η Ξανθίππη τον αγνοεί και συνεχίζει να του μιλά. Του λέει για την επίθεση των δύο μισθοφόρων και για τις έρευνές της μετά. «Εκτός αν η Μυράνθη ενεργούσε μόνη της – που δεν το νομίζω – εσύ έβαλες να σκοτώσουν τον Κριτόλαο! Το ερώτημα είναι γιατί, Άλκιμε. Γιατί κάνεις αυτούς τους φόνους μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία;»
Ο Άλκιμος Καλνάροφ στρέφει το βλέμμα του στον μάγο. «Άκουσες αρκετά;»
Ο Βατράνος’χοκ, που ακόμα στέκεται όρθιος, νεύει καταφατικά. «Ναι.»
«Τι πάει να πει αυτό;» ρώτα αμέσως η Ξανθίππη – καταλαβαίνοντας ότι τώρα πρέπει να κινηθεί γρήγορα. Βλέπει ότι έχει αποτύχει να πάρει τις πληροφορίες που ήθελε· δεν έχει μάθει τίποτα!
«Ξέρεις κάτι;» της λέει ο Άλκιμος, σημαδεύοντάς την με το πιστόλι του. «Έχεις δίκιο: εγώ, πράγματι, φρόντισα να πεθάνουν και η Ηλέννια και ο Κριτόλαος–»
«Γιατί;»
«Διότι ό,τι δεν μπορείς να εκμεταλλευτείς το καταστρέφεις, ώστε να μη σε εμποδίζει, Ξανθίππη. Ευτυχώς, δε νομίζω ότι το ίδιο ισχύει και στη δική σου περίπτωση.»
«Τι προσπαθείς να κάνεις εδώ, Άλκιμε; Να πάρεις τον έλεγχο της Δυναστείας μέσα στη Νέσριβεκ; Δεν πρόκειται να πιάσει!»
Ο Άλκιμος και ο Βατράνος’χοκ γελάνε.
«Δεν είναι αυτό που νομίζεις,» της λέει ο πρώτος. «Όχι ακριβώς. Πρέπει απλώς να φύγουν τα παλιά στοιχεία.»
«Ποια παλιά στοιχεία;»
«Θα μάθεις όταν είσαι με το μέρος μας–»
«Δεν πρόκειται νάρθω με το μέρος σας.»
«Θα έρθεις. Τώρα που ο Βατράνος θα σβήσει κάποια πράγματα από τη μνήμη σου–»
«Τι;» Η Ξανθίππη παριστάνει την ξαφνιασμένη.
«Μην κάνεις να τραβήξεις όπλο,» της λέει ο Άλκιμος, που δεν έχει πάψει ούτε στιγμή να τη σημαδεύει.
Θέατρο ήταν, φυσικά, κι αυτό. Η Ξανθίππη επίτηδες είχε πάει το χέρι της προς το εσωτερικό του πανωφοριού της, και τώρα το απομακρύνει, μορφάζοντας δήθεν δυσαρεστημένα. Λοξοκοιτάζει το παράθυρο του δωματίου: τα παντζούρια είναι ανοιχτά, τα τζάμια κλειστά, γυαλίζοντας στο μεσημεριανό φως.
Ο Άλκιμος φωνάζει: «Έλα μέσα, Αριστέα!»
Η Αριστέα ανοίγει την πόρτα και μπαίνει.
«Εσύ!» κάνει η Ξανθίππη, παριστάνοντας πάλι την έκπληκτη. «Είσαι κι εσύ μπλεγμένη μ’αυτά τα καθάρματα; Γιατί;»
«Γιατί η συνεργασία μαζί τους με συμφέρει,» αποκρίνεται η χωροφύλακας – μια ψηλή, ξερακιανή γυναίκα με γαλανό δέρμα, κοντά μαύρα μαλλιά, και σχεδόν αόρατη μύτη. Φορά τη στολή της ακόμα· η υπηρεσία της πρέπει, πράγματι, να είχε μόλις τελειώσει όταν ο Καλνάροφ την κάλεσε εδώ.
Ο Άλκιμος τής λέει τώρα: «Ψάξ’ την και πάρε ό,τι όπλα έχει επάνω της.»
«Σήκω όρθια,» προστάζει η Αριστέα.
Η Ξανθίππη σηκώνεται, αργά, παριστάνοντας ότι κάθε σημείο του σώματός της πονά, αν και πλέον μόνο στο δεξί στήθος αισθάνεται πόνο και κάψιμο. Ούτε το τραυματισμένο πόδι της δεν την πονά. Το ΑΘ.5 είναι ακόμα πολύ ισχυρό μέσα στον οργανισμό της.
Η Αριστέα την πλησιάζει κι αρχίζει να την ψάχνει. Βρίσκει αμέσως το πιστόλι στο εσωτερικό του πανωφοριού, φυσικά, και το παίρνει. Το πιστόλι του Ζύρου του Ξενύχτι η Ξανθίππη το έχει περασμένο στην πίσω μεριά του παντελονιού της, και όταν τα χέρια της Αριστέας πηγαίνουν προς τα εκεί κρίνει πως ήρθε η ώρα να δράσει. Η Αριστέα βρίσκεται στο σημείο που τη θέλει – με την πλάτη στραμμένη στον Άλκιμο, ο οποίος τώρα στέκεται, δεν κάθεται, ακόμα κρατώντας το πιστόλι του. Ο Βατράνος’χοκ, ευτυχώς, δεν κρατά όπλο. Δε φαίνεται να θεωρούν την Ξανθίππη και πολύ επικίνδυνη τώρα.
Κάνουν λάθος!
Υψώνει απότομα, δυνατά, το γόνατο του αριστερού, ατραυμάτιστου ποδιού της και χτυπά την Αριστέα στο υπογάστριο. Τα μάτια της γαλανόδερμης χωροφύλακα γουρλώνουν καθώς η αναπνοή της κόβεται και η μέση της λυγίζει – και η Ξανθίππη, συγχρόνως, τη σπρώχνει προς τη μεριά του Άλκιμου, τινάζοντάς την. Ο Καλνάροφ, ξαφνιασμένος, πυροβολεί – και χτυπά την Αριστέα στη δεξιά ωμοπλάτη. Ενέργεια τυλίγει το σώμα της, κάνοντάς την να σπαρταρίσει σαν ψάρι έξω απ’το νερό, καθώς πέφτει πάνω στο γραφείο του Άλκιμου πετώντας χαρτιά, στιλογράφους, κι άλλα μικροαντικείμενα από δω κι από κει. Λίγο πιο ψηλά αν είχε στραμμένη την κάννη του πιστολιού του ο Καλνάροφ, ίσως η ριπή νάχε περάσει πάνω απ’τον ώμο της Αριστέας και να είχε χτυπήσει την Ξανθίππη. Αλλά αυτό δεν συνέβη–
Και τώρα η Ξανθίππη ήδη τρέχει προς το παράθυρο· σκύβει, βάζει τους πήχεις της προστατευτικά μπροστά από το κεφάλι της, και πηδά καταπάνω στο τζάμι· το τζάμι θρυμματίζεται και η ειδική ερευνήτρια πετάγεται έξω, στο δρομάκι πλάι στην Οικοκίνηση, κυλά κάτω κι αμέσως σηκώνεται όρθια, με το ΑΘ.5 να φορτίζεται ολόκληρο το σώμα της.
«ΞΑΝΘΙΠΠΗ!» αντηχεί πίσω της η κραυγή του Άλκιμου Καλνάροφ. Αλλά εκείνη δεν περιμένει για να του απαντήσει, ούτε καν για να στραφεί να τον κοιτάξει· τρέχει προς τη μπροστινή μεριά του μεσιτικού γραφείου, όπου έχει αφήσει το δίκυκλό της. Υποθέτει πως δεν θα το έχουν πάρει από εκεί. Και έχει δίκιο. Ακόμα εκεί είναι. Πηδά πάνω στη σέλα του, ενεργοποιεί τη μηχανή, και φεύγει ολοταχώς.
Και πού πάω τώρα; Πού πάω;
Κανένα μέρος μέσα στη Νέσριβεκ δεν της μοιάζει ασφαλές. Κανένα μέλος της Δυναστείας δεν της μοιάζει αξιόπιστο. Και από τη Σιδηρά Δυναστεία δεν μπορείς να κρυφτείς, ακόμα κι αν είσαι ειδική ερευνήτρια της Χωροφυλακής…
Η Μελένια έμεινε μαζί μου όλη τη νύχτα και, όταν ξημέρωσε, πήρε πρωινό μ’εμένα και τον Ρίβη σ’ένα από τα σαλόνια της βίλας του Ξενοκράτη ενώ συζητούσαμε τι πορεία θα ακολουθήσουμε ώς την Κάρντλας. Μετά, μας έδωσε εξοπλισμούς, τρόφιμα, και μερικά χρήματα, και μας πήγε μέχρι τον χώρο στάθμευσης όπου μας περίμενε το όχημά μου.
«Γιατί είναι ο κύριος Ξενοκράτης στην Κάρντλας;» τη ρώτησα προτού φύγουμε από την περιτειχισμένη βίλα της ερήμου.
«Έχει κάποιες δουλειές,» αποκρίθηκε η Μελένια, όπως μου είχε πει και χτες βράδυ. Δε νομίζω ότι ήταν πρόθυμη να μπει σε λεπτομέρειες – αν ήξερε καν λεπτομέρειες. Τη χαιρέτησα οπότε, καθισμένος μπροστά στο τιμόνι, και έβαλα τους τροχούς σε κίνηση.
Τώρα, εγώ, ο Ρίβης, και η Κλεισμένη ταξιδεύουμε προς τα βορειοδυτικά, μακριά από τις παρυφές της ερήμου, επάνω σε μια πεδιάδα με χαμηλό χόρτο η οποία μοιάζει άνυδρη καθώς το έδαφός της είναι ραγισμένο εδώ κι εκεί, και ούτε ζώα ούτε δέντρα φαίνονται. Φτάνοντας κοντά στις σιδηροδρομικές γραμμές, το τοπίο γίνεται πιο ζωντανό και λιγότερο άνυδρο. Για κανένα τέταρτο της ώρας οδηγώ παράλληλα των σιδηροδρομικών γραμμών και, ύστερα, βλέποντας πως κανένα τρένο δεν έρχεται, τις διασχίζω περνώντας βόρειά τους. Η κατεύθυνσή μου εξακολουθεί να είναι βορειοδυτική καθώς συνεχίζω να οδηγώ. Στην οθόνη της κονσόλας του οχήματος φαίνεται ο χάρτης της περιοχής.
Ο Ρίβης πατά μερικά κουμπιά πλάι στην οθόνη, βάζοντας το σύστημα να υπολογίσει την απόστασή μας από την Κάρντλας. «Εξακόσα-πενήντα χιλιόμετρα, περίπου, από εδώ όπου είμαστε, Ζορδάμη,» παρατηρεί, «και οδηγείς ήδη σχεδόν δυο ώρες.»
«Ναι,» του λέω. «Τι νόμιζες, ότι είναι κοντά;»
«Τουλάχιστον, απομακρυνόμαστε από τις ερήμους. Δεν άντεχα εκεί πέρα. Απορώ πώς ζουν άνθρωποι σ’αυτά τα μέρη χωρίς ειδικά συστήματα κλιματισμού όπως στη βίλα του Ξενοκράτη.»
Γελάω. «Συνηθίζεις.»
Η θερμότητα της ερήμου δεν μας χτυπά πλέον, καθώς έχουμε ξεμακρύνει από αυτήν, αλλά η ημέρα είναι ομολογουμένως ζεστή, ο καιρός καλός. Το τοπίο γύρω μας είναι πεδινό, με συστάδες δέντρων κάπου-κάπου και μικρά δάση, ενώ λοφότοποι φαίνονται εδώ κι εκεί, καθώς και μικρές λίμνες. Οι περιοχές δεν είναι ακατοίκητες: περνάμε κοντά από χωριά και μικρές πόλεις. Συναντάμε και κανένα άλλο όχημα κατά διαστήματα, όπως επίσης και καβαλάρηδες ή πεζοπόρους. Σε κάποια στιγμή πετάνε από πάνω μας δύο γρυποκαβαλάρηδες, κατευθυνόμενοι προς τα ανατολικά. Οι δρόμοι εδώ – εκεί όπου υπάρχουν δρόμοι – είναι, στην καλύτερη περίπτωση, ξεπετρωμένοι χωματόδρομοι. Ελάχιστη διαφορά έχει αν ταξιδεύεις επάνω τους ή επάνω σε κάποια πεδιάδα.
«Μ’αρέσουν αυτά τα μέρη, Ζορδάμη,» μου λέει ο Ρίβης, το μεσημέρι, όταν έχουμε σταματήσει πλάι σ’ένα χωριό και καθίσει σε μια ταβέρνα η οποία βρίσκεται στις παρυφές του και φαίνεται νάναι για ταξιδιώτες. Τα τραπεζάκια της είναι κάτω από ένα ξύλινο υπόστεγο και δίπλα από το μαγειρείο της υπάρχει ακόμα ένα μικρό οικοδόμημα με ενοικιαζόμενα δωμάτια, μήπως κάποιος θέλει να ξαπλώσει για να περάσει τη νύχτα ή το μεσημέρι. Εκτός από εμάς, άλλοι τρεις βρίσκονται τώρα εδώ: δύο άντρες που συνταξιδεύουν και έχουν αφήσει τα άλογα τους παραδίπλα, δεμένα σ’ένα δέντρο, και μια γυναίκα που έχει αφήσει το δίκυκλό της εκεί όπου έχουμε αφήσει κι εμείς το δικό μας όχημα. Οι πρώτοι μοιάζουν για ντόπιοι· άνθρωποι όχι ετούτου του χωριού αλλά ετούτων των περιοχών. Η γυναίκα πρέπει νάναι ταχυμεταφορέας ή μαντατοφόρος, υποθέτω· πάντως, ντόπια σίγουρα δεν είναι.
«Ναι,» αποκρίνομαι στον Ρίβη, «είναι ήσυχα εδώ, ε;» Ανάμεσά μας βρίσκεται το φαγητό που μας έχει φέρει ο ταβερνιάρης – βραστά χόρτα, ψητό τυρί, τραγανό ψωμί, τηγανητές πατάτες – καθώς και μια καράφα κρασί.
«Μου θυμίζουν τα Φέρνιλγκαν,» λέει ο Ρίβης, «αλλά αν τα Φέρνιλγκαν ήταν πιο… πιο γαλήνια· ξέρεις.» Χαμογελά. «Μπορεί και να λατρεύουν τον Κάρτωλακ εδώ πέρα, Ζορδάμη.»
«Τον λατρεύουν.»
«Πώς το ξέρεις;»
«Από αυτά τα μέρη κατάγομαι, το ξέχασες; Δηλαδή, όχι ακριβώς από εδώ, αλλά η Κόρλας βρίσκεται προς τα βόρεια και ανατολικά.»
«Ναι, σωστά,» συμφωνεί ο Ρίβης, και δείχνει σκεπτικός.
«Αυτές οι περιοχές ονομάζονται Ανεμοκοιλάδες,» του λέω. «Όταν φυσάει εδώ, φυσάει πολύ.»
«Φυσάει και τώρα, την άνοιξη;»
«Όλες τις εποχές, αλλά κυρίως το φθινόπωρο. Τότε γίνεται χαμός εδώ πέρα.»
Ο Ρίβης στρέφεται προς το μαγειρείο και, υψώνοντας το χέρι του, φωνάζει: «Ε, ταβερνιάρη!» ξαφνιάζοντάς με λιγάκι. Θέλει να παραγγείλει κάτι ακόμα;
Ο ταβερνιάρης – ένας εύσωμος, λευκόδερμος, καστανομάλλης άντρας – ζυγώνει. «Τι είναι, φίλε μου;»
«Να σου κάνω μια ερώτηση;»
«Φυσικά.»
«Υπάρχει ναός ή βωμός του Κάρτωλακ κάπου εδώ γύρω;»
«Ναι, αμέ, βέβαια. Στους Λόφους του Κυνηγού. Προς τα κει.» Δείχνει. «Βλέπεις αυτά τα υψώματα, κει δα πέρα; Αυτοί είν’ οι Λόφοι του Κυνηγού. Μόλις έχεις φτάσει εκεί κοντά θα δεις ένα μονοπάτι που δεν είναι για οχήματα σαν το δικό σας, είναι στενό. Άμα τ’ακολουθήσεις για λίγο, θα δεις ότι διχαλώνει, κι άμα πάρεις τη δεξιά διχάλα θα φτάσεις στο Ναό του Κάρτωλακ. Ένας ιερέας και μια ιέρεια μένουν εκεί μαζί με τους δυο γιους τους. Δεν τους πειράζει άμα θες να πας να προσκυνήσεις· καλοδέχονται τους ξένους.»
«Μάλιστα. Σ’ευχαριστώ.»
«Τίποτα, φίλε μου, νάσαι καλά κι η Μεγάλη Αρτάλη μαζί σου,» αποκρίνεται ο ταβερνιάρης, και απομακρύνεται ξανά, πηγαίνοντας στο μαγειρείο.
«Καταλαβαίνεις, βέβαια, ότι δεν έχουμε χρόνο για επισκέψεις σε ναούς,» λέω στον Ρίβη. «Μόνο αφότου βρούμε τη Σαμάνθα. Τώρα βιαζόμαστε.» (Γιατί συνεχίζω να τη λέω Σαμάνθα αφού ξέρω πια ότι το πραγματικό της όνομα είναι Αστερόπη; Σίγουρα όχι επειδή ο Ρίβης δεν το ξέρει.)
«Ναι,» αποκρίνεται, «εντάξει,» αν και μοιάζει δυσαρεστημένος.
«Γνωρίζεις για τους Απόστολους του Κάρτωλακ;» τον ρωτάω μετά από λίγο.
Ο Ρίβης συνοφρυώνεται. «Απόστολους του Κάρτωλακ; Όχι. Τι είν’ αυτοί;»
Του εξηγώ πως πρόκειται για μια καινούργια αίρεση, όπου ανήκει και ο Θεώνυμος με τον οποίο έχει κάνει συμφωνία η αδελφή του. «Γι’αυτό κυρίως τον ενδιαφέρει η συνεργασία με την Ασημίνα. Θέλει να μπορεί να χρηματοδοτήσει τους Απόστολους.»
«Δε μου το είχες πει αυτό, Ζορδάμη. Ούτε στη Μελένια το ανέφερες. Είπες μόνο ότι ο Θεώνυμος είναι ιερέας του Κάρτωλακ.»
«Ναι, δεν ήθελα να μπω σε λεπτομέρειες. Σημαντικότερα πράγματα μάς απασχολούν τώρα.»
«Τι ακριβώς, όμως, είναι οι Απόστολοι του Κάρτωλακ;» με ρωτά, ενώ τα μάτια του πηγαίνουν προς μια γυναίκα που έχει μόλις έρθει στην ταβέρνα, φανερά ντόπια, λευκόδερμη με καστανά μακριά μαλλιά, και ντυμένη μ’ένα καφεπράσινο φόρεμα με βαθύ, πλατύ ντεκολτέ και μεγάλο σκίσιμο στο αριστερό πόδι. Πλησιάζει τους δύο συνταξιδιώτες που κάθονται σ’ένα τραπέζι κάμποση απόσταση από το δικό μας και, χαμογελώντας, τους λέει κάτι. Εκείνοι τής απαντούν ενώ συγχρόνως κάνουν αρνητικά νεύματα.
«Σύμφωνα με ό,τι μου είπε ο Θεώνυμος,» αποκρίνομαι στον Ρίβη, «οι Απόστολοι θέλουν να δημιουργήσουν μια μεγάλη θρησκεία του Κάρτωλακ στα Φέρνιλγκαν. Θέλουν να δώσουν εκεί δύναμη στο ιερατείο τους παρόμοια με τη δύναμη που έχει το ιερατείο της Αρτάλης σ’όλη τη Σεργήλη.»
«Παράξενο…»
«Γιατί;»
«Γιατί η θρησκεία του Κάρτωλακ, γενικά, δεν…» ανασηκώνει τον έναν ώμο, «δεν είναι έτσι, Ζορδάμη. Ο κάθε ιερέας ή ιέρεια κάνει τις τελετές του στην περιοχή του…»
Η καστανομάλλα με το προκλητικό φόρεμα μάς πλησιάζει. «Θέλουν παρέα οι συμπαθητικοί ταξιδιώτες;» ρωτά.
Το βλέμμα του Ρίβη ταξιδεύει από τον ακάλυπτο αριστερό μηρό της προς τα πάνω, στο στήθος της. Και μετά κοιτάζει εμένα, ερωτηματικά.
Μορφάζω. «Δεν έχω πρόβλημα,» του λέω. «Το απόγευμα θα φύγουμε, εξάλλου, όχι από τώρα.»
Ο Ρίβης τυλίγει το δεξί, ατραυμάτιστο χέρι του γύρω από τη μέση της γυναίκας κι εκείνη κάθεται στα γόνατά του, γελώντας. «Το έλπιζα ότι αυτοί οι άλλοι θα μ’έδιωχναν, για νάρθω σ’εσάς!» λέει.
Αν είναι έτσι, σκέφτομαι, τότε γιατί δεν ήρθες πρώτα σ’εμάς; Αλλά, φυσικά, μένω σιωπηλός.
Ο Ρίβης χαϊδεύει τα πλευρά, την κοιλιά, και τον μηρό της. «Πώς σε λένε;» τη ρωτά. Αναρωτιέμαι από πότε έχει ν’αγκαλιάσει γυναίκα, τόσο καιρό που ήταν κλεισμένος στον Βράχο των Ουρλιαχτών.
«Ζαρνάφι. Εσένα;»
«Ρίβης.»
«Έχεις λεφτά;»
Προτού ο Ρίβης στραφεί σ’εμένα έχω ήδη τραβήξει μερικά χαρτονομίσματα (απ’ αυτά που μας έδωσε η Μελένια) και τα τείνω προς το μέρος του, κάτω απ’το τραπέζι. Εκείνος τα παίρνει, τυλίγει κυλινδρικά ένα χαρτονόμισμα των πέντε ήλιων, και το περνά μέσα στο ντεκολτέ της πόρνης.
Η Ζαρνάφι γελά. «Είσαι ανοιχτοχέρης,» παρατηρεί. Και μετά, οι δυο τους σηκώνονται από το τραπέζι και πηγαίνουν προς τα ενοικιαζόμενα δωμάτια της ταβέρνας.
Η Κλεισμένη πηδά πάνω στην καρέκλα όπου πριν από λίγο καθόταν ο Ρίβης. «Μιάααο!»
«Μόνοι πάλι, ε, αγάπη μου;» της λέω ανάβοντας τσιγάρο.
Το απόγευμα, αφού έχουμε ξεκουραστεί, φεύγουμε από το χωριό και συνεχίζω να οδηγώ προς τα βορειοδυτικά διασχίζοντας την ύπαιθρο. Ο Ρίβης μοιάζει ευχαριστημένος και χαλαρωμένος από την προσωπική του συνάντηση με την πόρνη της ταβέρνας, και καπνίζει ενώ ταξιδεύουμε. Ένας αρκετά δυνατός αέρας έχει σηκωθεί, φέρνοντας σκόνη και φύλλα, που μου προκαλούν πρόβλημα καθώς τα πλαϊνά τζάμια του οχήματος είναι σπασμένα, όπως και το πισινό. Ευτυχώς, το μπροστινό υπάρχει ακόμα, αλλιώς ίσως και να χρειαζόταν να σταματήσουμε. Στο ανοιχτό παράθυρο δίπλα μου κρεμάω μια μπλούζα για να μην έρχονται από κει τα όσα φέρνει ο άνεμος, αλλά και πάλι δεν μπορώ να τα εμποδίσω τελείως.
Όταν απομακρυνόμαστε από τις Ανεμοκοιλάδες, ο αέρας δεν μας χτυπά πια και έχει αρχίσει να σουρουπώνει, οπότε ανάβω τους προβολείς. Έχουμε ήδη αλλάξει ενεργειακή φιάλη από προτού φύγουμε από την ταβέρνα, έτσι το όχημα έχει αρκετά καύσιμα για κατανάλωση.
«Θα φτάσουμε στην Κάρντλας απόψε;» με ρωτά ο Ρίβης.
«Δε νομίζω,» του λέω. «Θα πρέπει να σταματήσουμε κάπου και να διανυκτερεύσουμε. Για κοίτα τον χάρτη, να δούμε τι μέρη υπάρχουν εδώ γύρω.»
Ο Ρίβης πατά κουμπιά στην κονσόλα, και η οθόνη εστιάζεται στην περιοχή που διασχίζουμε. Μερικές κουκίδες φωτίζουν, εκτός από αυτή που δείχνει το όχημά μας. «Δε νομίζω νάχει όλες τις πόλεις και τα χωριά,» λέει ο Ρίβης. «Ούτε αυτό όπου σταματήσαμε το μεσημέρι το έχει, είμαι σίγουρος.»
«Κανένας γενικός χάρτης δεν είναι πλήρης,» του λέω. «Αλλά αυτό δεν μας πειράζει τώρα.» Κοιτάζω την οθόνη με τις άκριες των ματιών μου ενώ συνεχίζω να οδηγώ μειώνοντας λιγάκι την ταχύτητα προσωρινά. «Θα σταματήσουμε στις όχθες του Σέρντιληθ, μάλλον. Εδώ.» Δείχνω μια κουκίδα με το δάχτυλό μου.
«Την έχεις ξαναεπισκεφτεί αυτή την πόλη;» με ρωτά ο Ρίβης.
«Ναι. Μικρή είναι, αλλά έχει πανδοχείο για ναυτικούς του ποταμού κι άλλους ταξιδιώτες.»
Όταν έχει νυχτώσει για τα καλά, φτάνουμε εκεί και πηγαίνω το όχημά μου στο μοναδικό γκαράζ της πόλης όπου ξέρω πως, εκτός από υπηρεσίες στάθμευσης, προσφέρουν και υπηρεσίες επισκευής. Λέω στον φύλακα ότι θέλω να μου βάλουν καινούργια τζάμια και να κάνουν ό,τι επισκευές προλαβαίνουν στα χτυπημένα μέταλλα του οχήματος ώς το πρωί.
«Ώς το πρωί;» λέει ο φύλακας, ξαφνιασμένος. «Ο μηχανουργός δεν δουλεύει τη νύχτα, κύριος.»
Βγάζω ένα χαρτονόμισμα των δέκα ήλιων και το δίνω στον φύλακα. «Θα πάρετε κι άλλα αν έχετε κάνει τις επισκευές όταν επιστρέψω.»
Ο φύλακας νεύει χαμογελώντας. «Εντάξει, κύριος! Έγινε! Μέχρι να ξημερώσει, τ’όχημά σας θάναι πεντάμορφο!»
«Ευχαριστώ,» του λέω χτυπώντας τον φιλικά στον ώμο· και εγώ, ο Ρίβης, και η Κλεισμένη φεύγουμε από το γκαράζ.
Πηγαίνουμε στο τοπικό πανδοχείο που είναι διώροφο και έχει κάμποσους πελάτες στην τραπεζαρία του. Ορισμένοι απ’ αυτούς είναι φανερά ναυτικοί του ποταμού, και παίζουν ζάρια βρίζοντας και βλαστημώντας μεγαλόφωνα. Περνάμε τη νύχτα εκεί και το πρωί πηγαίνουμε ξανά στο γκαράζ, όπου το όχημά μας μας περιμένει με καινούργια τζάμια και επισκευασμένα μέταλλα, φρεσκοβαμμένο και φρεσκοπλυμένο.
Ο φύλακας έχει αλλάξει τώρα· μια κοπέλα είναι εδώ. «Εσείς είστε ο κύριος που άφησε τους δέκα ήλιους, έτσι;» με ρωτά. Αποκλείεται νάναι πάνω από είκοσι χρονών αλλά φαίνεται να προσπαθεί να δείχνει επαγγελματική, ντυμένη καθώς είναι με δερμάτινα ρούχα κι έχοντας πιστόλι και ξιφίδιο περασμένα στη ζώνη της, ενώ μια καραμπίνα είναι ακουμπισμένη παραδίπλα, στον τοίχο, πλάι στο ξύλινο τραπεζάκι που επάνω του είναι ένα περιοδικό, μια μεγάλη κούπα καφές, και μια δαγκωμένη τυρόπιτα.
«Ναι,» της λέω.
«Μου είπαν ότι αυτή ήταν η μισή πληρωμή.»
Της δίνω άλλους δέκα ήλιους. «Σας ευχαριστώ.»
«Ευχαρίστησή μας, κύριε.»
Παίρνουμε το όχημα από το γκαράζ και φεύγουμε από την πόλη.
«Έκαναν, όμως, καλή δουλειά, ε;» παρατηρεί ο Ρίβης, καθισμένος δίπλα μου.
Η Κλεισμένη νιαουρίζει καθώς τεντώνεται πάνω στο πίσω κάθισμα.
Μετά από περίπου δυο ώρες οδήγησης φτάνουμε στην Κάρντλας, στις όχθες του ποταμού Σέρντιληθ, η οποία είναι αρκετά μεγάλη πόλη για τα δεδομένα της Δυτικής Σεργήλης. Αλλά όχι και για τα δεδομένα της Κεντρικής Σεργήλης. Δεν είναι ούτε κατά διάνοια τόσο μεγάλη όσο η Μέλβερηθ, για παράδειγμα. Τα οικοδομήματά της είναι πολύ πιο χαμηλά, οι δρόμοι της πολύ χειρότεροι – μερικοί δεν είναι καν στρωμένοι με πλάκες.
«Έχεις συνδέσμους εδώ;» με ρωτά ο Ρίβης καθώς μπαίνουμε ανάμεσα στις πολυκατοικίες της Κάρντλας.
«Όχι,» αποκρίνομαι. «Αλλά δε θυμάσαι τι μας είπε η Μελένια προτού φύγουμε; Να αναζητήσουμε τον Ξενοκράτη στο Δυτικό Άστρο.»
Το Δυτικό Άστρο, σκέφτομαι: εκεί όπου η Σιδηρά Δυναστεία με… έκλεψε μέσα από το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης. Εδώ ήταν που πρωτοσυνάντησα τη Σαμάνθα (η οποία τότε χρησιμοποιούσε το όνομα Ζαρνάφι Γαιόνομη)· εδώ ήταν που «εξαφανίστηκα» αφήνοντας μονάχα ένα σημείωμα στην Καλλιόπη, τη συνοδηγό μου, ζητώντας της να μην κάνει καμια προσπάθεια να με βρει· εδώ ήταν που νόμιζα ότι πια η τύχη μου με είχε εγκαταλείψει. Και μάλλον είχα δίκιο. Η τύχη μου, όντως, με είχε εγκαταλείψει. Είχα φάει την κλοτσιά της Λόρκης. Είχα μπλέξει πολύ άσχημα με τους άλλους ραλίστες, και η Ελοντί είχε – κάπως – κάνει τον δαίμονα μέσα στο όχημά μου να φύγει, στερώντας μου όλες του τις υπερφυσικές δυνάμεις. Αποκλείεται να έβγαινα νικητής, και η Σιδηρά Δυναστεία αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα να ξεπληρώσω αλλιώς το χρέος μου…
Κι ακόμα ξεπληρώνω.
Εκτός αν η Μελένια έχει δίκιο, και είναι σαν ουσιαστικά να έχω πλέον ξεχρεωθεί. Εξάλλου, τώρα είμαι ένα πιόνι που έχει ξεφύγει από τους κανόνες του παιχνιδιού, έτσι δεν είναι; Κάνω του κεφαλιού μου μέσα στη Δυναστεία, δεν ακολουθώ τις οδηγίες κανενός. Είναι η πρώτη φορά που μου συμβαίνει κάτι τέτοιο, και με σοκάρει· με τρομάζει, ίσως.
Οδηγώ το όχημά μου προς το ξενοδοχείο «Το Δυτικό Άστρο» και το σταματάω απέξω. «Πάμε,» λέω στον Ρίβη, και βγαίνουμε.
Η Κλεισμένη μάς ακολουθεί σιωπηλά. Μπαίνουμε στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου και ρωτάω την κοπέλα πίσω από τον πάγκο αν βρίσκεται εδώ ο κύριος Γρύπας Ξενοκράτης.
«Γιατί ρωτάτε, κύριε;»
«Θα ήθελα να του μιλήσω. Είναι επείγον.»
«Πώς ονομάζεστε;»
«Ζορδάμης Λιγνόρρυγχος.»
Η κοπέλα σηκώνει ένα ακουστικό και το φέρνει στο αφτί της. Πατά ένα κουμπί σ’έναν επικοινωνιακό δίαυλο και περιμένει. Μετά λέει: «Συγνώμη για την ενόχληση, κυρία. Είμαι από τη ρεσεψιόν. Βρίσκεται ο κύριος Ξενοκράτης εκεί;» (…) «Μάλιστα. Έχει έρθει ένας κύριος και τον ζητά. Λέει πως είναι επείγον. Ονομάζεται Ζορδάμης Λιγνόρρυγχος.» Με λοξοκοιτάζει καθώς αναφέρει το όνομά μου, σαν να περιμένει ότι ίσως να τη διορθώσω. «Ναι, εντάξει. Γεια σας.» Κλείνει τον δίαυλο και μου λέει: «Θα περιμένετε στο σαλόνι;»
«Ναι,» αποκρίνομαι. «Ευχαριστούμε.»
«Θέλετε να σας φέρουμε κάτι;»
Αλληλοκοιταζόμαστε με τον Ρίβη. «Έναν καφέ,» λέει εκείνος. «Μέτριο.»
«Κι άλλον έναν για εμένα,» προσθέτω, και πηγαίνουμε να καθίσουμε στην αίθουσα δίπλα από τη ρεσεψιόν, όπου εκτός από εμάς είναι κι άλλοι δύο άντρες, ο καθένας καθισμένος σε διαφορετικό τραπέζι. Ο ένας διαβάζει εφημερίδα, ο άλλος κοιτάζει έξω απ’το παράθυρο καπνίζοντας.
Η κοπέλα της ρεσεψιόν έρχεται, σύντομα, και μας φέρνει τους καφέδες. «Η γάτα ελπίζω να είναι φρόνιμη,» μας λέει χαμογελώντας.
«Φρόνιμη είναι,» της υπόσχομαι, κι εκείνη φεύγει.
Η Κλεισμένη νιαουρίζει πλάι μου.
«Μη φοβάσαι,» της λέω, «σε συμπαθεί κατά βάθος· το κατάλαβα.»
Μετά από λίγο, βλέπω μια γνώριμη, μαυρόδερμη, δαιμονομάτικη φυσιογνωμία να μπαίνει στο σαλόνι. Ο Ύαν, ντυμένος με γκρίζα μπλούζα και λευκό γιλέκο γεμάτο τσέπες και θήκες, μέσα στις οποίες αναμφίβολα κρύβονται αρκετά όπλα. Μια γυναίκα τον ακολουθεί: η Σαμάνθα – Αστερόπη, θυμίζω στον εαυτό μου – ντυμένη με κοντομάνικο, κίτρινο φόρεμα και φαρδιά, καφετιά ζώνη.
Μας πλησιάζουν.
«Ραλίστα,» λέει ο Ύαν. «Δεν περίμενα να σε συναντήσουμε εδώ. Και ποιος είν’ αυτός;» Κοιτάζει τον Ρίβη.
«Αυτός,» αποκρίνομαι, «ονομάζεται Ρίβης Νέρφελδιφ· της οικογένειας, φυσικά. Και είναι πολλά που πρέπει να πω σ’εσάς και στον κύριο Ξενοκράτη.»
«Τι εννοείς;» ρωτά η Αστερόπη.
«Έχω ανακαλύψει πράγματα που σίγουρα θα σας ενδιαφέρουν. Πράγματα όπως αυτά που συνέβησαν στη Νίρβεκ. Πολύ περίεργα.»
Η Αστερόπη και ο Ύαν αλληλοκοιτάζονται· μετά ο μισθοφόρος φέρνει έναν τηλεπικοινωνιακό πομπό στ’αφτί του, πατά ένα κουμπί, και λέει: «Μπορείτε να κατεβείτε, κύριε Ξενοκράτη. Είναι πράγματι ο ραλίστας, και ισχυρίζεται πως έχει να μας αναφέρει διάφορα περίεργα πράγματα – παρόμοια μ’αυτά που συνέβησαν στη Νίρβεκ.» Μένει σιωπηλός για μερικές στιγμές, και ύστερα: «Μάλιστα, κύριε Ξενοκράτη, θα έρθουμε εμείς επάνω.»
Σταματά το δίκυκλό της μέσα σ’ένα σοκάκι στις Βορειοδυτικές Αποβάθρες. Βάζει το ένα πόδι κάτω – το αριστερό, που δεν έχει τραυματιστεί – για να στηριχτεί, αλλά δεν κατεβαίνει από τη σέλα. Θέλει λίγο να σκεφτεί ήρεμα· θέλει ν’αποφασίσει τι θα κάνει τώρα. Γιατί ολόκληρος ο κόσμος της μοιάζει να έχει γυρίσει ανάποδα. Ολόκληρη η Σεργήλη μοιάζει, για εκείνη, να έχει γυρίσει ανάποδα.
Μέσα στο σοκάκι, που ανοίγεται ανάμεσα σε δύο πολυκατοικίες – μία ψηλότερη, μία χαμηλότερη – δεν βρίσκεται κανένας άλλος άνθρωπος: μόνο δύο κάδοι σκουπιδιών κι αρκετές γάτες. Η Ξανθίππη αναρωτιέται πού μπορεί να πάει τώρα. Ο Άλκιμος Καλνάροφ και οι συνωμότες του θα την κυνηγήσουν, είναι βέβαιο· θα έχουν ήδη ξεκινήσει να την κυνηγάνε· και θα την περιμένουν, κατ’ αρχήν, στα μέρη που ξέρουν ότι συχνάζει. Δε μπορεί να επιστρέψει στο σπίτι της στον Βαθύχρωμο· θα της έχουν στήσει ενέδρα. Αλλά ούτε και στο Γενικό Κέντρο της Χωροφυλακής νομίζει πως μπορεί να πάει· κι εκεί θα την περιμένουν. Επίσης, κανένας σύνδεσμός της με τη Σιδηρά Δυναστεία δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί αξιόπιστος· οι πάντες ίσως να είναι μέρος της συνωμοσίας του Καλνάροφ. Και η Ξανθίππη δεν έχει τρόπο να αναγνωρίσει ποιος είναι μαζί του και ποιος όχι. Οι τέσσερις άνθρωποι στην Οικοκίνηση – ο Τζιν, η Αριστέα, ο Μάρκος, ο Βατράνος’χοκ – ποτέ δεν θα φανταζόταν ότι θα βρίσκονταν μπλεγμένοι σε μια τέτοια συνωμοσία – μια συνωμοσία που έχει ως σκοπό – ως έναν απ’τους σκοπούς της, μάλλον – τη θανάτωση άλλων μελών της Δυναστείας!
Και άκουσε πως σκοπεύουν να δολοφονήσουν, σύντομα, και τον Τζακ Βραδύνικο. Να πάει να τον προειδοποιήσει; Ο Βιβλιοπώλης δεν μπορεί να είναι μέρος της συνωμοσίας αφού είναι στόχος της. Αλλά οι συνωμότες ίσως να υποπτεύονται ότι η Ξανθίππη θα τον αναζητήσει, ακόμα κι αν δεν υποπτεύονται ότι τους κρυφάκουγε παριστάνοντας τη λιπόθυμη. Το ξέρουν ότι τα έχει καλά με τον Τζακ, και αναμφίβολα θα σκέφτονται ότι μάλλον ο Τζακ είναι από τα λίγα μέλη της Δυναστείας που τώρα εκείνη μπορεί να εμπιστευτεί. Θα της έχουν στήσει καρτέρι κι εκεί, λοιπόν· σίγουρα.
Όλα τούτα τα συμπεράσματα, όμως, πού την οδηγούν;
Η Νέσριβεκ έχει γίνει επικίνδυνη για εμένα–
Έχει γίνει αδύνατο να συνεχίσω να μένω στη Νέσριβεκ. Αν έχει ξεκινήσει κάποιος κρυφός πόλεμος μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία, η Ξανθίππη δεν ξέρει ποιοι είναι φίλοι της και ποιοι όχι. Κάθε δρόμος και κάθε χτίριο μέσα στη Νέσριβεκ την Όμορφη έχει ξαφνικά μετατραπεί σε πιθανή παγίδα για εκείνη.
Πρέπει να φύγω, καταλήγει. Πρέπει να αναζητήσω βοήθεια αλλού, όπου το έδαφος είναι πιο σταθερό, όπου η Δυναστεία δεν είναι έτσι διαιρεμένη. Και το πρώτο μέρος που έρχεται στο μυαλό της είναι η Άντχορκ. Παλιότερα, είχε ταξιδέψει μόνο δύο φορές στην Άντχορκ, το Κόσμημα της Σεργήλης, τη μεγαλύτερη πόλη της διάστασης· δεν την ξέρει καθόλου καλά· ούτε καλά ξέρει το δίκτυο της Σιδηράς Δυναστείας εκεί. Γνωρίζει, όμως, έναν άνθρωπο της οικογένειας: τον Λαοκράτη Άλθαρνεφ, που είναι κεντρικός σύνδεσμος στην πόλη, και αυτός ήταν που έστειλε και τον Κριτόλαο. Ο Βιβλιοπώλης πρότεινε στην Ξανθίππη να καλέσει τον μάγο από την Άντχορκ μέσω μηνύματος στον Λαοκράτη Άλθαρνεφ – και έτσι έγινε.
Στην Άντχορκ. Εκεί πρέπει να πάω. Είναι η μόνη λύση, για την ώρα.
Μετά, όμως, έρχονται στο μυαλό της η Ράσρηβ και η Μόλκαρηβ – δύο πόλεις που βρίσκονται σαφώς πιο κοντά της Νέσριβεκ, η πρώτη προς τα ανατολικά, η δεύτερη προς τα βόρεια. Και η Ξανθίππη τις έχει επισκεφτεί αρκετές φορές στη ζωή της. Γνωρίζει πολλά μέλη της Δυναστείας εκεί. Αλλά αυτά τα μέλη δεν θα τα γνωρίζουν και οι συνωμότες του Καλνάροφ; Σίγουρα ναι. Και ίσως να τα έχουν επηρεάσει κάπως, ή ίσως να τα έχουν βάλει μέσα στο κόλπο – ό,τι κι αν είναι αυτό το κόλπο. Σ’ετούτες τις περιοχές, άλλωστε, η Νέσριβεκ είναι το κέντρο της Σιδηράς Δυναστείας, από εδώ, θα μπορούσε κανείς να πει, παίρνονται οι κεντρικές αποφάσεις και απλώνονται και προς τις γύρω πόλεις.
Στην Άντχορκ η Ξανθίππη νομίζει ότι θα είναι πιο ασφαλής, και, μιλώντας στον Λαοκράτη Άλθαρνεφ, ίσως μπορέσει να φέρει βοήθεια για τον Τζακ Βραδύνικο. Ίσως μπορέσει να ξεμπλέξει αυτή την κατάσταση και να νικήσει τους συνωμότες.
Κοιτάζει να δει τι λεφτά έχει επάνω της. Πολύ λίγα, διαπιστώνει. Ίσα για ν’αγοράσει μία ακόμα ενεργειακή φιάλη για το δίκυκλό της. Θα επαρκέσουν δύο φιάλες (μία γεμάτη και μία μισοτελειωμένη) για να φτάσει στην Άντχορκ; Αν δεν επαρκέσουν θα πάρω το τρένο από κάποιο σταθμό καθοδόν. Δεν μπορεί να το ριψοκινδυνέψει να επισκεφτεί τράπεζα για να τραβήξει λεφτά· οι συνωμότες θα έχουν ειδοποιήσει όλους τους συνδέσμους τους γι’αυτήν. Και δεν πρέπει να την εντοπίσουν.
Ακόμα και τώρα, που κάθεται εδώ, ακίνητη, κινδυνεύει! Ο Βατράνος’χοκ μπορεί να προσπαθεί να την ανιχνεύσει με τη μαγεία του. Η Ξανθίππη έχει, βέβαια, απομακρυνθεί πολύ από την Οικοκίνηση και θυμάται πως ο Κριτόλαος δεν μπορούσε να εντοπίσει μαγικά κάποιον που βρίσκεται μακριά· αλλά δεν χρειάζεται να το ρισκάρει άσκοπα. Έχει πάρει τις αποφάσεις της· καλύτερα να φεύγει.
Βάζει ξανά το δίκυκλό της μπροστά και βγαίνει απ’το σοκάκι. Κατευθύνεται προς την Κουρασμένη Γέφυρα, τη διασχίζει, και φτάνει στον Ζαχαρωτό, στην ανατολική μεριά της πόλης. Πηγαίνει σ’έναν σταθμό ενέργειας και ζητά μια ενεργειακή φιάλη τύπου Υ-1. Βγάζει χρήματα και πληρώνει γι’αυτήν. Το σώμα της είναι ακόμα σε μεγάλη υπερδιέγερση από το ΑΘ.5, δεν αισθάνεται κόπωση· νιώθει όμως βελόνες να περνάνε μέσα στο δεξί της στήθος και κάψιμο, εκεί όπου τη χτύπησε η ενεργειακή ριπή του Άλκιμου. Βάζει τη μικρή φιάλη στην πίσω μεριά του δίκυκλού της, κλείνοντάς την μέσα σ’ένα σιδερένιο κουτί για προστασία, και φεύγει από τον σταθμό ενέργειας, σκοπεύοντας να επισκεφτεί κάποιο κατάστημα για να αγοράσει μερικά τρόφιμα προτού αποχωρήσει από την πόλη.
Ξαφνικά, όμως, συνειδητοποιεί ότι δύο δίκυκλα είναι πίσω της. Την καταδιώκουν! Κάποιος παρατηρητής της Δυναστείας – κάποιος από τους προδότες του Άλκιμου – πρέπει να την είδε να περνά την Κουρασμένη Γέφυρα, ίσως. Κακώς έχασα χρόνο στον σταθμό ενέργειας! Η Ξανθίππη επιταχύνει, προσπαθώντας ν’απομακρυνθεί από τα δίκυκλα. Ρίχνοντας μια ματιά πάνω απ’τον ώμο της, νομίζει πως ο ένας είναι ο Τζιν. Ο άλλος δεν μπορεί να καταλάβει ποιος είναι· ίσως να μην τον ξέρει καν. Αν και δεν το πιστεύει· γνωρίζει τα περισσότερα μέλη της οικογένειας μέσα στη Νέσριβεκ.
Στρίβει, αφήνοντας πίσω της τον Ζαχαρωτό και μπαίνοντας στον Φιλοκτήτη. Οι διώκτες της την ακολουθούν, προσπαθώντας να τη φτάσουν. Η Ξανθίππη κατευθύνεται προς τις ράγες του Εναέριου Σιδηρόδρομου που στηρίζονται σε χοντρούς, ψηλούς κίονες καθώς περνάνε πάνω κι ανάμεσα από τα οικοδομήματα της Νέσριβεκ. Οι δρόμοι δεν έχουν πολλή κίνηση καθότι μεσημέρι, πράγμα που δεν βολεύει και τόσο την Ξανθίππη· μέσα στην κίνηση, ίσως να κατάφερνε πιο εύκολα να ξεφύγει από τους κυνηγούς της. Δεν θέλει να βγει από την πόλη έχοντάς τους στο κατόπι της, δεν θέλει να ξέρουν προς τα πού έχει πάει· θέλει να μην είναι σίγουροι αν ακόμα βρίσκεται μέσα στη Νέσριβεκ ή όχι.
Περνά κάτω από μια πελώρια καμάρα από πέτρα και μέταλλο η οποία στηρίζει τις εναέριες ράγες, και στρίβει απότομα αριστερά και ξανά αριστερά, και μετά δεξιά. Οι ξαφνικές στροφές έχουν φέρει κάποιο αποτέλεσμα, παρατηρεί· δεν βλέπει τώρα τους διώκτες στο κατόπι της. Τους ακούει, όμως· δεν είναι μακριά, απλώς πίσω από την προηγούμενη γωνία. Η Ξανθίππη περνά πάλι κάτω από μια γιγάντια καμάρα του Εναέριου Σιδηρόδρομου, επιστρέφοντας, ουσιαστικά, προς τη μεριά της πόλης από την οποία είχε έρθει. Κάνει κύκλο, ελπίζοντας πως ο κύκλος θα μπερδέψει τους διώκτες της και θα τη χάσουν. Πηγαίνει προς την πρώτη καμάρα και ξαναπερνά από κάτω της. Κοιτάζει πάνω απ’τον ώμο της και δεν βλέπει πια τα δύο δίκυκλα να έρχονται.
Μ’έχασαν!
Η Ξανθίππη τρέχει τώρα προς τα ανατολικά. Βγαίνει από τον Φιλοκτήτη, διασχίζει τον Ακρομάχο, περνά τα όρια της πόλης, και βρίσκεται στην ύπαιθρο. Δεν πλησιάζει τη δημοσιά (όπου το ξέρει πως η Σιδηρά Δυναστεία έχει παρατηρητές), πηγαίνει μέσα από τους αγρούς. Το δίκυκλό της δεν είναι από εκείνα που οι τροχοί τους είναι ειδικοί για την ύπαιθρο, αλλά ούτε και τελείως άχρηστο είναι για τέτοια εδάφη· μπορεί να τα διασχίσει εν ανάγκη. Και τώρα υπάρχει ανάγκη.
Μετά από καμια ώρα οδήγησης επάνω στην ύπαιθρο, άλλοτε μέσα από πιο δενδρώδεις περιοχές, άλλοτε μέσα από ανοιχτούς κάμπους όλο χορτάρι, η Ξανθίππη μπαίνει στην πλακόστρωτη δημοσιά. Βρίσκεται αρκετά μακριά από τη Νέσριβεκ τώρα· δεν υπάρχει άμεσος κίνδυνος. Συνεχίζει το ταξίδι της προς τα νοτιοανατολικά, ακολουθώντας τον μεγάλο δρόμο, ενώ εύχεται οι συνωμότες του Καλνάροφ να μην έχουν καταλάβει ακόμα ότι έχει φύγει από την πόλη. Μακάρι να την ψάχνουν μέσα στη Νέσριβεκ, να αναρωτιούνται πού έχει κρυφτεί.
Μια ώρα περνά ακόμα, χωρίς η Ξανθίππη να έχει συναντήσει κανέναν κίνδυνο, όταν αισθάνεται μια απρόσμενη αλλά πολύ έντονη εξάντληση, σαν να ήταν συσκευή που ένα καλώδιο τη συνέδεε με κάποια πηγή ενέργειας κι αυτό το καλώδιο τώρα κόπηκε. Το σώμα της γίνεται ξαφνικά αδύναμο· με το ζόρι μπορεί και κρατιέται πάνω στη σέλα του δίκυκλου. Τα χέρια της τρέμουν καθώς σφίγγουν το τιμόνι. Ο πόνος από το τραύμα στο δεξί της πόδι έχει επιστρέψει, πολλαπλάσιος, διατρέχοντας ολόκληρη τη ράχη της. Και ο πόνος από το χτυπημένο στήθος έχει ενταθεί επίσης· η Ξανθίππη νομίζει ότι έχει απλωθεί σ’όλο το στέρνο της, πιέζοντας τους πνεύμονές της, κόβοντάς της την αναπνοή. Από τ’αριστερά μια τρομαχτική θολούρα έχει αρχίσει να συγκεντρώνεται.
Το ΑΘ.5! συνειδητοποιεί. Τελείωσε η επίδρασή του. Αυτές είναι οι μετέπειτα παρενέργειες…
Μετά δυσκολίας – προσπαθώντας να μη λιποθυμήσει – βγάζει το δίκυκλό της από τη δημοσιά, το οδηγεί μέσα σ’ένα σύδεντρο. Κάνει να κατεβεί από τη σέλα, καθώς το σταματά, αλλά σκοντάφτει και πέφτει – και το μεταλλικό όχημα πέφτει επάνω της. Πλακώνοντας το δεξί της πόδι. Το τραυματισμένο πόδι. Η Ξανθίππη γρυλίζει από τον πόνο που την τραντάζει από πάνω ώς κάτω· η γεύση του αίματος γεμίζει το στόμα της – έχει δαγκώσει τα χείλη ή τη γλώσσα της, ή και τα δύο· δεν είναι σίγουρη. Η θολούρα που έρχεται από τ’αριστερά πυκνώνει πολύ, σκεπάζει το μισό οπτικό της πεδίο. Αναπνέει με μεγάλη δυσκολία: ο πόνος στο στήθος της συνθλίβει τους πνεύμονές της.
Πρέπει να πάρει κι άλλο ΑΘ.5 αλλιώς φοβάται ότι θα πεθάνει! Ο οργανισμός της θα καταρρεύσει. Ψάχνει μέσα στο πέτσινο πανωφόρι της και βρίσκει την τελευταία σύριγγα. Τα δάχτυλά της μπλέκονται και ξαναμπλέκονται, αλλά καταφέρνει να βγάλει το σκέπασμα της βελόνας. Σηκώνει τη μπλούζα της, τραβώντας την έξω από το παντελόνι, και, με τα χέρια της να τρέμουν, περνά τη βελόνα κάτω από το δέρμα της, στ’αριστερά πλευρά της. Πιέζει τη σύριγγα στέλνοντας το ΑΘ.5 μέσα στον οργανισμό της. Τραβά τη βελόνα έξω και την πετά παραδίπλα.
Για λίγο νομίζει ότι τίποτα δεν συμβαίνει, ότι το φάρμακο δεν τη βοηθά. Το μισό οπτικό της πεδίο έχει θολώσει τελείως, το σώμα της έχει γεμίσει κράμπες, ο πόνος την έχει τυλίξει, μασώντας τη με δαιμονικά νύχια και δόντια– Ύστερα, όμως, η θολούρα διαλύεται σαν να φύσηξε ξαφνικός άνεμος που διώχνει την ομίχλη· οι κράμπες λύνονται η μία μετά την άλλη σαν κόμποι σχοινιού· ο πόνος υποχωρεί σαν να τρόμαξε. Η Ξανθίππη μπορεί ξανά να αναπνεύσει ελεύθερα.
«Μεγάλη Αρτάλη…» μουρμουρίζει.
Το δίκυκλο εξακολουθεί να πλακώνει το δεξί της πόδι, αλλά η Ξανθίππη δεν νιώθει παρά ελάχιστο πόνο από το τραύμα εκεί. Ανασηκώνεται, σπρώχνει το δίκυκλο με τα δύο χέρια και με το ελεύθερο πόδι της, και το ανατρέπει, το ρίχνει από την άλλη μεριά. Σηκώνεται όρθια χωρίς δυσκολία.
«Θα με σκοτώσει αυτή η μαλακία,» μουρμουρίζει. «Στο τέλος θα με σκοτώσει.» Αλλά για τώρα είναι απαραίτητο. Και εννοεί το ΑΘ.5, φυσικά.
Πρέπει να απομακρυνθεί όσο περισσότερο μπορεί προτού σταματήσει για να ξεκουραστεί κάπου. Σηκώνει το δίκυκλο όρθιο και το καβαλά. Το ενεργοποιεί, και βλέπει ότι η ενέργειά του έχει πέσει στο 4,5%. «Γαμήσου,» μουγκρίζει. Κατεβαίνει ξανά από τη σέλα και αλλάζει τη φιάλη· βάζει την καινούργια που ευτυχώς πρόλαβε να αγοράσει από τη Νέσριβεκ προτού την κυνηγήσουν. Τώρα ο δείκτης της ενέργειας είναι στο 100%. Η Ξανθίππη καβαλά το δίκυκλό της και το οδηγεί έξω από το σύδεντρο κι επάνω στη δημοσιά. Αυξάνοντας ταχύτητα. Τρέχοντας. Προσπερνώντας άλλα οχήματα.
*
Δεν αργεί να φτάσει εκεί όπου οι ράγες του υπεραστικού σιδηρόδρομου της Σεργήλης διασταυρώνονται με τη δημοσιά, και υπάρχει μια πέτρινη γέφυρα που περνά από πάνω τους. Η Ξανθίππη τη διασχίζει και συνεχίζει την πορεία της. Δεν αναζητά σταθμό του τρένου τώρα· έχει αποφασίσει ότι θα φτάσει μόνη της στην Άντχορκ. Μέσα στα τρένα, εξάλλου, είναι γνωστό ότι κυκλοφορούν άνθρωποι της Σιδηράς Δυναστείας, και ίσως κάποιοι νάναι συνωμότες του Καλνάροφ. Αν κι αυτό πιθανώς νάναι υπερβολικό – πιθανώς να γίνομαι παρανοϊκή – ο Άλκιμος δεν μπορεί να έχει τόσο μεγάλη επιρροή – επιρροή που απλώνεται πέρα από τη Νέσριβεκ!
Η Ξανθίππη ακολουθεί τη δημοσιά τρέχοντας με εκατό χιλιόμετρα την ώρα, θέλοντας να εκμεταλλευτεί όσο το δυνατόν περισσότερο τον χρόνο που έχει κερδίσει με το ΑΘ.5, γιατί το ξέρει πως μετά οι παρενέργειες του φαρμάκου θα την αδρανοποιήσουν τελείως, αν δεν της κάνουν και τίποτα χειρότερο. Θα μπορέσει, τουλάχιστον, να φτάσει στον Λαοκράτη Άλθαρνεφ προτού πέσει από την εξάντληση; Πρέπει να φτάσω! σκέφτεται επίμονα. Πρέπει να φτάσω!
Οι μεταλλικοί τροχοί του δίκυκλού της τινάζουν σπίθες επάνω στο λιθόστρωτο της δημοσιάς καθώς το όχημα τρέχει, και η Ξανθίππη κρατιέται γερά επάνω του δίχως να αισθάνεται πόνο, φόβο, ή κούραση. Το ΑΘ.5 τη φορτίζει. Και το κράνος με την κρυστάλλινη προσωπίδα προστατεύει το πρόσωπό της από σκόνες του δρόμου και από διάφορα μικροπράγματα που φέρνει ο αέρας καταπάνω της.
Μία ώρα περνά από τότε που η Ξανθίππη άλλαξε την ενεργειακή φιάλη στο όχημά της, και βλέπει πως τώρα η ποσότητα ενέργειας έχει πέσει στο 76%.
Κι άλλη μια ώρα περνά. Η ποσότητα ενέργειας έχει πέσει στο 31,5%. Θα καταφέρει να φτάσει ώς την Άντχορκ; Το καταλαβαίνει πως έχει πλέον διανύσει παραπάνω από τη μισή απόσταση. Πολύ περισσότερο από τη μισή· τα δύο τρίτα, μάλλον. Αλλά η ενέργεια θα επαρκέσει; Αν δεν επαρκέσει θα πρέπει ν’αναζητήσω σιδηροδρομικό σταθμό. Οι ράγες είναι κοντά στη δημοσιά όσο πλησιάζεις στην Άντχορκ. Εκείνο που κυρίως την ανησυχεί είναι μην τυχόν και η ευεργετική επίδραση του ΑΘ.5 τελειώσει προτού φτάσει στον προορισμό της· γιατί τότε το ξέρει πως θα φάει την κλοτσιά της Λόρκης.
Μεγάλη Αρτάλη, βοήθησέ με!
Πόση ώρα έκανε να τελειώσει η επίδραση του ΑΘ.5 την προηγούμενη φορά; Δεν έχει σημασία! Δεν διαρκεί πάντα το ίδιο· εξαρτάται από διάφορους βιολογικούς παράγοντες. Ποτέ, όμως, δεν τελειώνει πιο γρήγορα από δύο ώρες.
Και τώρα η Ξανθίππη βρίσκεται στην αρχή της τρίτης ώρας επίδρασης του φαρμάκου.
Τρέχει επάνω στη λιθόστρωτη δημοσιά προσπερνώντας άλλα οχήματα σαν μέσα σε όνειρο. Το σώμα της είναι όπως μια μηχανή· δεν αισθάνεται πόνο ή κούραση, πείνα ή δίψα, καθώς το μυαλό της το καθοδηγεί.
Η ποσότητα ενέργειας πέφτει όσο ο χρόνος κυλά και το όχημά της βρίσκεται σε εντατική λειτουργία. Η Ξανθίππη κοιτάζει τον μετρητή κάθε τόσο:
27%
22%
15%
Οι ράγες είναι πια κοντά στη δημοσιά – τις βλέπει στα δεξιά της – δεν μπορεί ν’απέχει πολύ από την Άντχορκ. Δεν έχει έρθει ποτέ ξανά στο Κόσμημα της Σεργήλης οδηγώντας: παλιότερα, είχε έρθει μια φορά με τρένο και μια φορά με πλοίο. Πόσο μακριά να είναι η μεγαλούπολη; Τριάντα χιλιόμετρα ακόμα; Πενήντα;
7%
Δε θα φτάσω, γαμώ τα κωλομέρια της Λόρκης! Αλλά συνεχίζει· δεν παραιτείται. Όσο το όχημά της κινείται, η Ξανθίππη θα τρέχει με εκατό χιλιόμετρα την ώρα.
3%
Χίλιες κατάρες! Γιατί δεν είμαι ακόμα στην πόλη; Δεν τη βλέπει καν στον ορίζοντα, παρότι δεξιά της βρίσκονται οι ράγες του τρένου κι αριστερά της φαίνεται η θάλασσα να γυαλίζει στο φως του ανοιξιάτικου απογεύματος.
Το δίκυκλο χάνει ταχύτητα.
0% – τελείωσε η ενεργειακή φιάλη.
Η Ξανθίππη βγάζει το όχημα από τη δημοσιά, προς τα βόρεια, προς τη μεριά των ακτών. Και σκέφτεται ότι δεν έπρεπε νάχε πετάξει την προηγούμενη φιάλη. Είχε ακόμα λίγη ενέργεια μέσα της, κι αυτή η ενέργεια μπορεί τώρα να της φαινόταν χρήσιμη για να φτάσει στην Άντχορκ.
Πρέπει να πάω στον κοντινότερο σιδηροδρομικό σταθμό, σκέφτεται καθώς βγάζει το κράνος της και τινάζει τα μαύρα μαλλιά της στο απογευματινό αεράκι που φέρνει αλμύρα από τη θάλασσα.
Εγκαταλείπει το δίκυκλο με τη μηχανή του κλειδωμένη (σκοπεύει να επιστρέψει γι’αυτό μόλις μπορέσει) και βαδίζει προς τα ανατολικά, κοιτάζοντας τις ράγες του τρένου. Σε λίγο βλέπει μια αμαξοστοιχία να περνά γρήγορα, κατευθυνόμενη κι αυτή προς τ’ανατολικά, τρίζοντας και μουγκρίζοντας, γυαλίζοντας στο φως του ήλιου που έρχεται από πίσω της. Δε φαίνεται να σταματά πουθενά. Αν δεν σταματά πουθενά, τότε η Άντχορκ είναι κοντά, σκέφτεται η Ξανθίππη. Ίσως να φτάσω με τα πόδια, σύντομα.
Η σκιά της τεντώνεται μπροστά της σαν σωριασμένη κολώνα καθώς προχωρά χωρίς να αισθάνεται πόνο ή κούραση. Κάπου-κάπου βλέπει κανέναν οικισμό. Λες κάποιος εκεί να μπορούσε να τη βοηθήσει; Να την πάει ώς την Άντχορκ;
Μετά από κανένα δεκάλεπτο, όμως, βλέπει κάτι ακόμα καλύτερο: ένα χωριό ανάμεσα στη δημοσιά και στις ράγες του τρένου. Ένα χωριό με σιδηροδρομικό σταθμό. Τελικά, τα τρένα κάνουν στάση πριν από την Άντχορκ.
Χαμογελά. Έφτασα! σκέφτεται επιταχύνοντας τον βηματισμό της, και–
Οι δυνάμεις της την εγκαταλείπουν.
Η επίδραση του ΑΘ.5 τελειώνει σαν πάλι να κόπηκε απροειδοποίητα η παροχή ενέργειας σε μια συσκευή. Η Ξανθίππη παραπατά και πέφτει στο χαμηλό χορτάρι.
Όχι! Όχι τώρα!
Ο πόνος από το δεξί της πόδι σκαρφαλώνει στη ράχη της και την παραλύει. Τα πνευμόνια της συνθλίβονται. Τα χέρια της γεμίζουν κράμπες. Μια θολούρα έρχεται από τ’αριστερά, σκεπάζοντας το πεδίο της όρασής της.
Η Ξανθίππη σέρνεται για λίγο στη γη, αλλά σύντομα ούτε να συρθεί δεν μπορεί. Ούτε να φωνάξει. Είναι τελείως εξαντλημένη.
Και δεν ξέρει πόση ώρα περνά έτσι, ακίνητη, ξαπλωμένη μπρούμυτα, ενώ η μισή της όραση έχει χαθεί μέσα στην παράξενη θολούρα, αλλά κάποια στιγμή βλέπει δύο πόδια να την πλησιάζουν.
«Κοπελιά;» της λέει κάποιος. «Είσαι καλά, κοπελιά;»
Δεν μπορεί να του απαντήσει. Δεν μπορεί.
Ο άγνωστος γονατίζει και την κουνά από τον ώμο. «Είσαι καλά;»
Η Ξανθίππη προσπαθεί να μιλήσει, παλεύει με τον εαυτό της, παλεύει εναντίον του εαυτού της. «Αλθ… αρ… αρ…»
«Τι; Τι λες;» Ο άντρας τη γυρίζει ανάσκελα, ανασηκώνοντάς την μέσα στην αγκαλιά του. «Τι είπες;» Τραβά ένα παγούρι από τη ζώνη του.
Η Ξανθίππη δαγκώνει τα χείλη της. «Αλθ… Άλθαρνεφ…»
«Ποιος;»
Η Ξανθίππη τραυλίζει ακατανόητα.
Ο άγνωστος ανοίγει το παγούρι και της δίνει να πιει. Μια μικρή γουλιά νερό γεμίζει το στόμα της, και η Ξανθίππη βήχει, βρίσκοντάς το αδύνατο να καταπιεί. Το νερό τρέχει πάνω στο σαγόνι της. «Λίγο,» της λέει ο άντρας. «Πιες λίγο.» Και φέρνει πάλι το παγούρι στα χείλη της. Η Ξανθίππη ξέρει ότι έχει δίκιο, ξέρει ότι το νερό θα της κάνει καλό. Κι αυτή τη φορά καταφέρνει, με το ζόρι, να πιει.
«Λαοκράτης,» λέει στον άντρα, αρκετά σταθερά τώρα. «Άλθαρνεφ.»
«Λαοκράτης Άλθαρνεφ;»
«…Ναι.»
«Ποιος είν’ αυτός; Γνωστός σου;»
«…να πάω στον Αλθ… αρ… Άλθαρνεφ.»
«Πού είναι; Κάπου εδώ κοντά;»
«Άντχορκ.»
Ανεβαίνουμε στη σουίτα του Γρύπα Ξενοκράτη, που βρίσκεται στον τελευταίο όροφο του Δυτικού Άστρου, και τον συναντάμε εκεί, σ’ένα δωμάτιο με πισίνα στο κέντρο και αναπαυτικές πολυθρόνες γύρω από αυτήν. Ο Γρύπας – κατάμαυρος στο δέρμα και λευκομάλλης, γύρω στα πενήντα-πέντε στην ηλικία – στέκεται και μας περιμένει, φορώντας ένα φαρδύ λευκό πουκάμισο κι ένα καφετί παντελόνι, ξυπόλυτος. Παραδίπλα, σε μια πολυθρόνα κάθεται μια γυναίκα που δεν έχω ξαναδεί. Αν την είχα ξαναδεί θα τη θυμόμουν· είναι από εκείνες τις πολύ όμορφες γυναίκες που δεν ξεχνάς εύκολα. Έχει δέρμα χρυσό σαν το δικό μου και κόκκινα μαλλιά, μακριά ώς τη μέση· είναι ψηλή, και πρέπει νάναι τουλάχιστον καμια δεκαπενταετία μικρότερη του Ξενοκράτη. Μια λευκή ρόμπα την τυλίγει, και το ένα της πόδι βρίσκεται μέσα στην πισίνα, κάνοντας πέρα-δώθε. Μας ατενίζει ερευνητικά αλλά όχι καχύποπτα.
«Ζορδάμη,» με χαιρετά ο Γρύπας. «Ξανασυναντιόμαστε.»
«Κύριε Ξενοκράτη,» επιστρέφω τον χαιρετισμό.
«‘Γρύπας’, έχουμε πει,» μου θυμίζει. «Και ο κύριος;» Ατενίζει τον Ρίβη.
«Ρίβης Νέρφελδιφ,» τον συστήνω· «της οικογένειας–»
«Το ξέρω.»
Συνοφρυώνομαι.
Και ο Ρίβης συνοφρυώνεται. «Γνωριζόμαστε;»
«Γνωρίζω για την αδελφή σου, αν και δεν την έχω συναντήσει προσωπικά. Είχα συναντήσει τον πατέρα σου, όμως, τον Κρεμτέλβιο. Αξιόλογος επιστήμονας.»
«Δεν είναι πλέον ζωντανός,» λέει ο Ρίβης.
«Κι αυτό το γνωρίζω, φυσικά. Τι σε φέρνει τόσο μακριά από την Κιρβόνη, Ρίβη Νέρφελδιφ;»
«Δε βρισκόμουν στην Κιρβόνη,» αποκρίνεται εκείνος.
Ο Γρύπας υψώνει ένα φρύδι, ερωτηματικά.
«Γι’αυτό είμαστε εδώ,» εξηγώ. «Για να σας πούμε τι έχει γίνει· γιατί… έχουν γίνει πολλά. Η Σαμ– Η…» Κοιτάζω τη γυναίκα που μέχρι στιγμής ήξερα με πολλά ονόματα. «Έμαθα ότι σ’αυτά τα μέρη είσαι γνωστή ως Αστερόπη.»
Τα μάτια της στενεύουν. «Από ποιον το έμαθες;»
«Από τον Βερνάχ, κατ’ αρχήν. Πέρασα από την Ύγκρας καθώς σε αναζητούσα.»
«Γιατί με αναζητούσες; Νόμιζα ότι είχες άλλες δουλειές. Και μάλιστα, όταν ήμασταν στη Θακέρκοβ, δεν ήθελες να–»
«Θα σου πω τώρα,» τη διακόπτω. «Γι’αυτό είμαι εδώ.» Και στρέφομαι στον Ξενοκράτη. «Αυτά που έχω να πω σχετίζονται με ό,τι συνέβη στην Αστερόπη στη Νίρβεκ…»
«Μάλιστα,» λέει ο Γρύπας. «Καθίστε.» Δείχνει τις πολυθρόνες γύρω από την πισίνα.
«Η κυρία;» Κοιτάζω προς τη μεριά της χρυσόδερμης γυναίκας.
«Η σύζυγός μου, Ισμήνη,» εξηγεί ο Γρύπας.
Σύζυγός του; απορώ. Αποκλείεται να είναι μητέρα της Αστερόπης ή της Μελένιας! Είναι πολύ μικρή για νάναι μητέρα τους, εκτός του ότι δεν είναι λευκόδερμη όπως εκείνες.
«Της οικογένειας, προφανώς,» συνεχίζει ο Γρύπας και κάθεται σε μια πολυθρόνα.
Συγχρόνως, μια άλλη σκέψη περνά απ’το μυαλό μου καθώς βλέπω αυτόν και την Αστερόπη για πρώτη φορά μαζί στον ίδιο χώρο. Ο Γρύπας πρέπει νάναι, τελικά, μεγαλύτερος απ’ό,τι υπολόγιζα. Δεν μπορεί νάναι γύρω στα πενήντα-πέντε, γιατί η Αστερόπη είναι τουλάχιστον τριάντα-πέντε χρονών· δεν υπάρχει αμφιβολία. Ο Γρύπας πρέπει νάναι γύρω στα εξήντα, απλώς φαίνεται μικρότερος. Εκτός αν έκανε την Αστερόπη σε ηλικία κάτω των είκοσι. Είναι δυνατόν; Αναρωτιέμαι…
Καθόμαστε στις μαλακές πολυθρόνες γύρω από την πισίνα, και η Κλεισμένη πηδά στην αγκαλιά μου.
«Καινούργιο κατοικίδιο, Ζορδάμη;» ρωτά ο Γρύπας.
«Μ’έχει ερωτευθεί,» αποκρίνομαι χαϊδεύοντας το τρίχωμα της γάτας, «ύστερα από μια περίεργη ιστορία στην Άντχορκ.»
«Πολύ περίεργη,» προσθέτει η Αστερόπη.
«Ήσουν κι εσύ εκεί;» τη ρωτά ο πατέρας της.
«Ναι. Ήταν την ίδια περίοδο που σκοτώθηκε ο Σαρντάνης Βίνρασκιφ.»
Ο Γρύπας στρέφεται πάλι σ’εμένα. «Μίλησέ μας, Ζορδάμη. Έχει κι ο Ρίβης σχέση με τα γεγονότα;»
«Ναι,» λέω. «Άμεση.» Και τους διηγούμαι τι συνέβη αφότου χώρισα με την Αστερόπη και τον Ύαν στη Θακέρκοβ και πήγα στη Νιρικόνια Κλινική για να πάρω τον Ρίβη. Τους μιλάω για την απόπειρα δολοφονίας του Σουτούρη του Τυχερού, και μετά τους λέω για τη συνάντησή μου με τον Σερφάντη στη Μέλβερηθ και για το περιστατικό που μου ανέφερε ο Σερφάντης σχετικά με την επίθεση εναντίον του Βενμίλιου Απλόχερου. «Κάποιοι,» λέω, «έχουν βάλει στόχο διάφορα μέλη της Σιδηράς Δυναστείας. Κάποιοι μέσα από την ίδια τη Δυναστεία.»
«Σ’αυτό το συμπέρασμα είχα καταλήξει κι εγώ,» συμφωνεί ο Γρύπας.
«Αλλά τα παράξενα δεν τελειώνουν εδώ,» προσθέτω, και τους μιλάω για τη συμφωνία της Ασημίνας με τον Θεώνυμο και τον Χαρίλαο Τάρνελκωφ. «Αν καταλαβαίνω καλά, η Ασημίνα ήθελε να τους πάρει με το μέρος της. Προσπαθεί να δημιουργήσει διχασμό μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία, ή ίσως ήδη να υπάρχει διχασμός.»
«Ναι,» λέει σκεπτικά ο Γρύπας· και με ρωτά: «Πώς έφτασες εσύ ώς εδώ, Ζορδάμη; Πήγες στη βίλα μου και συνάντησες τη Μελένια;»
«Ναι. Κι εκείνο που με απασχολεί τώρα ξέρεις τι είναι; Πώς θα ξεχρεωθώ, αφού χρωστάω στην Ασημίνα Νέρφελδιφ;»
«Δεν ξέρω τι μπορεί να χρωστάς στην Ασημίνα Νέρφελδιφ,» μου λέει ο Γρύπας δίχως δισταγμό, «αλλά στη Σιδηρά Δυναστεία δεν χρωστάς τίποτα πλέον. Θεώρησε πως έχεις ξεχρεωθεί ύστερα από αυτά.»
Ο τρόπος του με ξαφνιάζει. «Σοβαρολογείς; Έτσι απλά;»
«Τι άλλο νομίζεις ότι χρειάζεται;»
«Κι αν… αν κάποιος μού ζητήσει να κάνω κάτι; Κάτι για την οικογένεια; Χωρίς πληρωμή;»
«Θα διαδώσω ότι δεν είσαι πια χρεωμένος, ραλίστα· κι αν κάποιος τύχει να σου ζητήσει κάτι χωρίς πληρωμή, πες του πως δεν χρωστάς στην οικογένεια πλέον.»
«Αν δεν με πιστέψει;»
«Να πάει να ρωτήσει άλλα μέλη της Δυναστείας. Να έρθει σε μένα, αν θέλει.»
Αισθάνομαι μουδιασμένος.
Τελείωσε; Πραγματικά, τελείωσε;
Αυτό ήταν;
Δεν είμαι πια δούλος της Σιδηράς Δυναστείας;
Γελάω, άθελά μου.
Ο Γρύπας Ξενοκράτης δεν γελά. «Λέμε κάτι αστείο, ραλίστα;»
«Συγνώμη,» αποκρίνομαι. «Απλά δεν μπορώ να το πιστέψω.»
«Νιάααρ;» νιαουρίζει η Κλεισμένη, μοιάζοντας να χαμογελά ύποπτα πίσω απ’τα μουστάκια της.
*
«Δεν καταλαβαίνω γιατί ορισμένα μέλη της Δυναστείας γίνονται στόχοι,» λέω, «ενώ άλλα όχι. Εντάξει, ο Φιλοπολίτης Τασνικέφ, στη Νίρβεκ, ήταν πλούσιος. Αλλά ο Σουτούρης ο Τυχερός… είναι απλά ένας τύπος στο Μαύρο Δόντι – αν και δεν γνωρίζω και πολλά γι’αυτόν. Και η Αστερόπη είναι το μόνο πρόσωπο που ξέρουμε ότι απήγαγαν αντί να σκοτώσουν, και…» Στρέφομαι προς τη μεριά της, εκεί όπου είναι καθισμένη σε μια από τις πολυθρόνες έχοντας βγάλει τα σανδάλια της και διπλώσει τα πόδια της επάνω στο κάθισμα. «Τι ήθελε τελικά ο Παλιόσκυλος από εσένα;» τη ρωτάω, γιατί είμαι σίγουρος πως κάτι μού έκρυβε όταν φύγαμε από τη Νίρβεκ.
«Δε σου είπα; Απλά με κρατούσε. Δε μ’άφηνε να φύγω. Ίσως να περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία για να με σκοτώσει. Δε μπορούσε να με δολοφονήσει μέσα στα Κεντρικά της Χωροφυλακής της Νίρβεκ!»
Γιατί έχω την αίσθηση ότι πάλι με παραμυθιάζει; Ο Γρύπας, άραγε, ξέρει την αλήθεια; «Είσαι σίγουρη ότι δεν ήθελε τίποτ’ άλλο;»
«Τι άλλο να ήθελε, Ζορδάμη;» ανασηκώνει τους ώμους της η Αστερόπη.
«Δεν ξέρω… Κάποια πληροφορία, ίσως;»
Μορφάζει με τα χείλη. «Δε μου ζήτησε κάτι συγκεκριμένο.»
Λες ψέματα, Σαμάνθα. Μπορώ να το καταλάβω. Λες ψέματα! Γιατί όμως; Κρύβει κάτι από όλους μας, ή μόνο από εμένα; Υπάρχει κανένας μέσα στο δωμάτιο που να ξέρει την αλήθεια; Αν υπάρχει, καταλήγω, είναι μαυρόδερμος και δεν είναι ο Ύαν.
Στρέφω το βλέμμα μου στον Γρύπα. «Ποιος μπορεί να είναι ο λόγος για την απόπειρα δολοφονίας του Σουτούρη του Τυχερού;»
«Αν η Δυναστεία έχει διχαστεί, πολλοί λόγοι μπορεί να υπάρχουν.»
Και ο Σουτούρης, όμως, μου είχε δώσει την αίσθηση ότι ίσως να έκρυβε κάτι. Και τώρα ο Ξενοκράτης μού δίνει την ίδια αίσθηση.
«Τέλος πάντων,» λέω. «Τι σκέφτεστε να κάνουμε;»
«Είσαι με το μέρος μας ή με το μέρος της Ασημίνας Νέρφελδιφ;» ρωτά ο Γρύπας.
«Η ερώτηση θα έπρεπε να είναι, γιατί να πολεμήσω με το μέρος της μιας παράταξης ή της άλλης. Δε χρωστάω πλέον· εσύ το είπες.»
«Εξακολουθείς, όμως, να είσαι μέλος της Δυναστείας. Αυτό είναι μόνιμο· δεν ξεγίνεται. Είσαι δικό μας, Ζορδάμη. Είτε το θέλεις είτε όχι, τούτος ο διχασμός μέσα στην οικογένεια σύντομα θα φτάσει και σ’εσένα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.»
Αυτό είναι, αναμφίβολα, αλήθεια. «Δεν έχω άλλη επιλογή απ’το να είμαι με το μέρος σας, λοιπόν.»
Ο Γρύπας νεύει σαν να ήξερε ήδη την απάντησή μου (πράγμα που δεν με εκπλήσσει καθόλου· δεν χρειαζόταν να είναι μάντης). Εστιάζει τώρα το βλέμμα του στον Ρίβη. «Κι εσύ; Θα στραφείς ενάντια στην αδελφή σου;»
«Θα το έκανα ούτως ή άλλως,» αποκρίνεται εκείνος.
Ο Γρύπας νεύει σαν, ξανά, να ήξερε την απάντηση (πράγμα που, γι’ακόμα μια φορά, δεν με εκπλήσσει).
«Αν είναι όμως να πολεμήσω στο πλευρό σας,» λέω στον Γρύπα, «πρέπει να ξέρω τα πάντα για εσάς.»
«Τι εννοείς, ραλίστα; Δεν ξέρεις για τη Σιδηρά Δυναστεία;»
«Κανένας δεν ξέρει τα πάντα για τη Σιδηρά Δυναστεία.»
«Ακριβώς. Ούτε κι εγώ, σε πληροφορώ,» αποκρίνεται ο Γρύπας.
«Δεν υπάρχει, δηλαδή, καμία… διαφορά ανάμεσα στη δική σας παράταξη και στην παράταξη της Ασημίνας Νέρφελδιφ;»
«Υπάρχει,» λέει ο Γρύπας Ξενοκράτης. «Αυτοί είναι, θα μπορούσες να πεις… αδελφοκτόνοι. Εμείς δεν είμαστε. Όχι ακόμα, τουλάχιστον.»
Μαλακίες, σκέφτομαι. Κάτι περισσότερο συμβαίνει.
*
Ο Γρύπας μάς προτείνει να πάμε να ξεκουραστούμε γιατί θέλει να μιλήσει μόνος με την Ισμήνη καθώς και τηλεπικοινωνιακά σε κάποιους άλλους ανθρώπους. Στην Αστερόπη λέει μόνο να μείνει στη σουίτα του· εγώ, ο Ύαν, ο Ρίβης, και η Κλεισμένη φεύγουμε.
«Τι κάνατε εδώ, λοιπόν, μέχρι να έρθω;» ρωτάω τον μισθοφόρο καθώς κατεβαίνουμε, μέσω του ανελκυστήρα, προς τη ρεσεψιόν.
«Τι να κάνουμε; Χτες βράδυ φτάσαμε κι εμείς. Πόσο καιρό νομίζεις ότι είμαστε στην Κάρντλας;»
«Σωστά,» λέω. Και ρωτάω: «Πώς πήρε αρχικά ο Ξενοκράτης τα νέα για τη φυλάκιση της Αστερόπης και για τη δολοφονία του Τασνικέφ;»
«Τι ακριβώς θες να μάθεις; Αν τσαντίστηκε;»
«Ναι… ή αν φοβήθηκε.»
Ο ανελκυστήρας μας φτάνει στο ισόγειο και βγαίνουμε. «Ο κύριος Ξενοκράτης δεν είναι από τους ανθρώπους που, σε τέτοιες περιπτώσεις, δείχνουν τα συναισθήματά τους. Ήταν ψύχραιμος. Αλλά μας είπε ότι θα πρέπει να δράσουμε γρήγορα.»
«Να κάνουμε τι;»
«Δεν το έχουμε αποφασίσει ακόμα.»
Πηγαίνουμε στην κοπέλα της ρεσεψιόν και κλείνω ένα δωμάτιο για τον εαυτό μου και ένα για τον Ρίβη.
*
Το μεσημέρι τρώμε σ’ένα εστιατόριο της Κάρντλας, εγώ, ο Ρίβης, ο Ύαν, και η Αστερόπη. Ο Γρύπας και η Ισμήνη δεν είναι μαζί μας· γευματίζουν στη σουίτα τους. Η Κλεισμένη περιφέρεται κοντά στα πόδια μου, κάτω απ’το τραπέζι, και περιμένει να της ρίχνω κομμάτια από τα ψητά ψάρια που έχουμε παραγγείλει. Νιαουρίζει απαιτητικά κάθε τόσο.
«Συνέβη τίποτ’ άλλο παράξενο με τη γάτα σου;» με ρωτά η Αστερόπη.
«Συνέβη,» της λέω.
«Σοβαρά;»
Της μιλάω για το περιστατικό στη Χαρπόβη, στον Στοιχειωμένο Νερόμυλο.
Η Αστερόπη γελά. «Μα τους θεούς! έχει τρομερές δυνάμεις.»
«Πιο μυστηριώδεις απ’ό,τι μπορείς να φανταστείς,» της λέω πίνοντας μια γουλιά κρασί. «Ρώτα όποιον μάγο του τάγματος των Ερευνητών θέλεις.»
Μετά από λίγο, ο Ύαν ρωτά τον Ρίβη: «Εσύ, δηλαδή, είσαι ιερέας του Κάρτωλακ;»
«Ναι,» αποκρίνεται εκείνος, «αν κι έχω κάποιο καιρό να κάνω κανονική τελετή προς τιμήν του.»
«Θα έχεις σύντομα την ευκαιρία, υποθέτω,» του λέω, και ο Ρίβης νεύει.
«Και πώς είναι δυνατόν να νόμιζες ότι αυτός ο Τζογαδόρος που υποτίθεται πως σε κυνηγούσε ήταν ο Σουτούρης ο Τυχερός;» ρωτά ο Ύαν.
Ο Ρίβης μοιάζει να βρίσκεται σε δύσκολη θέση. «Το νόμιζα…» αποκρίνεται απλώς.
«Ναι αλλά δεν είχες καμια ένδειξη ότι…»
«Με καταδίωκε τόσα χρόνια!»
«Έτσι νόμιζες.»
Τα μάτια του Ρίβη γυαλίζουν άγρια, βαθιά καθώς βρίσκονται μέσα στις κόγχες του κεφαλιού του. «Έχει καμια διαφορά;»
«Καμία απολύτως,» λέει η Αστερόπη. «Ό,τι πιστεύεις είναι πραγματικό για εσένα.» Και κάνει, με το χέρι της, νόημα στον Ύαν να σταματήσει αυτή την κουβέντα. Εκείνος δεν φέρνει αντίρρηση.
Ο Ρίβης την ατενίζει ερευνητικά. «Το λες σαν…»
«Σαν τι;» ρωτά η Αστερόπη.
«Σαν να το ξέρεις.»
«Έχω δει διάφορα παράξενα πράγματα στη ζωή μου, Ρίβη,» λέει η Αστερόπη. Κόβει ένα κομμάτι ψωμί, το βουτά στη σάλτσα του ψητού ψαριού μπροστά της, και το τρώει.
«Είναι και μάγισσα, επίσης,» προσθέτω.
«Μάγισσα;» λέει ο Ρίβης.
«Του τάγματος των Βιοσκόπων.»
«Δεν είμαι κανενός τάγματος!» λέει η Αστερόπη. «Το τάγμα των Βιοσκόπων δεν με αναγνωρίζει· δεν έχω ποτέ διδαχθεί τίποτα επισήμως από αυτούς. Αλλά ξέρω ό,τι ξέρει κι ένας Βιοσκόπος.»
Η μητέρα σου σου τα έμαθε, προσθέτω νοερά γιατί δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι η Αστερόπη θα ήθελε ο Ρίβης να το ακούσει αυτό. Αναρωτιέμαι ποια να είναι η μητέρα σου, και πώς τη γνώρισε ο Γρύπας… και πού να βρίσκεται τώρα. Είναι, άραγε, μεγαλύτερη από τον Γρύπα; Αν ο Γρύπας είναι, ηλικιακά, όσο δείχνει (πράγμα που μου φαίνεται δύσκολο), τότε η μητέρα της πρέπει νάναι μεγαλύτερη από εκείνον, σίγουρα. Αποκλείεται να έκανε την Αστερόπη σε τόσο μικρή ηλικία ενώ είχε, συγχρόνως, προλάβει να γίνει μάγισσα του τάγματος των Βιοσκόπων! Να είναι καμια εβδομηνταριά χρονών; Δεν είναι, πάντως, νεκρή· η Αστερόπη με είχε κάποτε διαβεβαιώσει γι’αυτό.
«Σου είπε ο Ξενοκράτης τι θα κάνουμε τώρα;» τη ρωτάω, αλλάζοντας θέμα.
«Θα μιλήσει σε όλους μας το απόγευμα. Πρέπει να σχεδιάσουμε προσεχτικά πώς θα κινηθούμε.»
Και γιατί, πιο πριν, κράτησε εσένα μαζί του ενώ εμάς μας έδιωξε; αναρωτιέμαι, αλλά δεν το λέω.
«Η κατάσταση είναι πολύ μπερδεμένη,» συνεχίζει η Αστερόπη.
«Αυτό είναι βέβαιο,» συμφωνώ, χρησιμοποιώντας τις δυνάμεις μου ως Ζορδάμης με τα Πολλά Πρόσωπα και ατενίζοντάς την με τρόπο που μαρτυρά έκδηλα ότι αυτό είναι υπονοούμενο για εκείνη προσωπικά και τη συμπεριφορά της.
Η Αστερόπη κάνει πως δεν με καταλαβαίνει, τρώγοντας το ψάρι της, παρότι το καταλαβαίνω πως με καταλαβαίνει.
Η Κλεισμένη νιαουρίζει πλάι στα πόδια μου, ζητώντας κι άλλο φαγητό. «Λαίμαργο γατί,» της λέω. «Δεν είπαμε ότι θα κάνουμε δίαιτα;»
«Νιάααρ!»
«Καλά, μην αγριεύεις τώρα…»
*
Μετά το φαγητό πηγαίνουμε στα δωμάτιά μας στο Δυτικό Άστρο. Αλλά εγώ δεν κάθομαι στο δικό μου για πολύ. Εξαρχής δεν σκόπευα να καθίσω για πολύ. Περιμένω κανένα πεντάλεπτο και μετά βγαίνω στον διάδρομο, κλείνοντας την Κλεισμένη μέσα. Πλησιάζω το δωμάτιο της Αστερόπης και χτυπάω με τις φάλαγγες της δεξιάς γροθιάς.
Η πόρτα μισανοίγει και βλέπω ένα μαύρο μάτι να με κοιτάζει.
«Να μπω;» ρωτάω.
«Έλα.» Μου ανοίγει και μπαίνω. Έχει βγάλει το κίτρινο φόρεμά της, παρατηρώ, και είναι ντυμένη μόνο με τα εσώρουχα. Δεν κάνει τον κόπο να ρίξει τίποτ’ άλλο επάνω της αφού κλείνει την πόρτα. Ίσως να πιστεύει ότι είμαι εδώ επειδή τη θέλω ερωτικά· ίσως κι εκείνη να με θέλει ερωτικά.
«Ξέρεις…» της λέω, σκεπτόμενος πώς καλύτερα να το εκφράσω. «Ξέρεις… Το καταλαβαίνω ότι μου έχεις πει ψέματα.» Κάποιες φορές ο καλύτερος τρόπος είναι ο ευθύς – ναι, ακόμα κι ο Ζορδάμης με τα Πολλά Πρόσωπα τον προτείνει.
Η Αστερόπη συνοφρυώνεται. «Τι εννοείς;»
«Μη μου λες σαχλαμάρες, Αστερόπη· το ξέρεις ότι μιλάω για τον λόγο που ο Παλιόσκυλος σε κρατούσε φυλακισμένη. Γνωρίζεις τον λόγο αλλά δεν θέλεις να τον αποκαλύψεις. Γιατί; Τι συμβαίνει;»
«Δε γνωρίζω τον λόγο· αλήθεια σου λέω,» επιμένει εκείνη, πλησιάζοντάς με με τρόπο προκλητικό.
«Να σε πιστέψω;»
«Φυσικά και να με πιστέψεις!»
«Γιατί ο Βερνάχ σε λέει Αστερόπη;» αλλάζω θέμα απότομα. «Αυτό είναι το πραγματικό σου όνομα;»
Η Αστερόπη γελά. «Όχι.»
«Ποιο είναι το πραγματικό σου όνομα;»
«Δεν έχει σημασία, έχει;»
«Μου λες ψέματα ξανά!»
Με σπρώχνει στο στήθος και με τα δύο χέρια. «Όλο μαλακίες είσαι, σήμερα!»
Παραπατώ ένα βήμα αλλά δεν πέφτω. «Το αληθινό σου όνομα είναι Αστερόπη, και είσαι κόρη του Ξενοκράτη,» της λέω.
Τα μάτια της γουρλώνουν προς στιγμή· ύστερα στενεύουν. «Αυτή!» συρίζει. «Αυτή η αλεπού της ερήμου! Αυτή σ’το είπε, έτσι;»
«Η αδελφή σου η Μελένια, ναι. Και, απ’ό,τι βλέπω, τα αισθήματα μεταξύ σας είναι αμοιβαία.»
«Η κόρη της Λόρκης!» γρυλίζει η Αστερόπη. «Ποιος – ποιος της έδωσε τέτοιο δικαίωμα;»
«Δεν πρόκειται να το πω σε κανέναν,» υπόσχομαι. «Ούτε καν στον Ρίβη δεν το έχω πει. Κι εμένα θα έπρεπε να με εμπιστεύεσαι πια, νομίζω…»
«Δεν είναι εκεί το θέμα! Σε εμπιστεύομαι, αλλά… Αυτή… Ποιος της έδωσε το δικαίωμα να λέει έτσι τέτοια πράγματα;» Η Αστερόπη είναι έκδηλα τσαντισμένη, δεν το κρύβει. «Η σκύλα! Καλά, δεν θα ξανασυναντηθούμε οι δυο μας;…» Βηματίζει μες στο δωμάτιο. «Θα πούμε μερικές κουβέντες μ’αυτήν!»
«Δε νομίζω ότι είναι και κανένα έγκλημα…» λέω.
Το βλέμμα της είναι άγριο. «Άποψή σου!»
Ανασηκώνω τους ώμους. «Προφανώς. Αλλά εσύ συνεχώς μου λες ψέματα, Αστερόπη.»
Η Αστερόπη πιάνει μια ταμπακιέρα από το κομοδίνο της κι ανάβει ένα τσιγάρο. Δεν προσφέρει και σ’εμένα. «Τι θέλεις τώρα; Να σου ζητήσω συγνώμη επειδή δεν σου είπα ότι με λένε Αστερόπη και είμαι κόρη του Ξενοκράτη;»
«Δεν είμαι τόσο παράξενος.»
«Καλό αυτό, γιατί δεν θα συνέβαινε ούτως ή άλλως.»
«Θα μπορούσες, όμως, να μου πεις την αλήθεια σχετικά με τον Παλιόσκυλο–»
«Την αλήθεια σού είπα!» επιμένει, φυσώντας καπνό απ’τα ρουθούνια.
Κουνάω το κεφάλι. «Περιμένετε να συμμαχήσω μαζί σας – εσύ κι ο πατέρας σου – αλλά μου κρύβετε πράγματα. Το θεωρείς συνετό;»
Η Αστερόπη αναστενάζει. «Είσαι απαράδεκτος, ραλίστα! Απαράδεκτος.»
«Θα μου πεις την αλήθεια αυτή τη φορά; Τι συμβαίνει που μου το κρύβεις; Ή μήπως πρέπει να πάω να ρωτήσω τον Ξενοκράτη; Μήπως κι εκείνος δεν ξέρει αυτό που κρύβεις και θα τον ενδιέφερε να το μάθει;»
Η Αστερόπη γελά, σχεδόν περιφρονητικά. «Προσπαθείς να με εκβιάσεις; Ακόμα δεν ξεπλήρωσες το χρέος σου στην οικογένεια κι αμέσως άρχισες τα άσχημα παιχνίδια, καταραμένε κωλοραλίστα;»
«Είχα καλή δασκάλα, ίσως,» αποκρίνομαι μειδιώντας.
Και το μειδίαμά μου πρέπει να είναι κολλητικό, γιατί κι εκείνη χαμογελά προς στιγμή. Ύστερα όμως η όψη της αγριεύει ξανά.
«Του Ύαν τού το έχεις πει;» τη ρωτάω. «Αυτό που κρύβεις από εμένα, του το έχεις πει;»
«Ο Ύαν δεν νομίζει ότι του κρύβω τίποτα.»
«Ο Ύαν είναι λιγότερο παρατηρητικός απ’ό,τι θα έπρεπε–»
«Ή λιγότερο καχύποπτος!»
«Σε έσωσα από τα μπουντρούμια του Παλιόσκυλου· δεν μου οφείλεις, τουλάχιστον, να μου πεις την αλήθεια;»
«Δε μ’έσωσες εσύ. Με σώσατε εσύ κι ο Ύαν–»
«Νομίζεις ότι ο Ύαν θα τα κατάφερνε μόνος του; Νομίζεις ότι θα μ’έπαιρνε μαζί του αν πίστευε ότι θα τα κατάφερνε μόνος του; Νομίζεις ότι κανένας άλλος θα ερχόταν μαζί του, μα τα κωλομέρια της Λόρκης; Κανένας δεν ήταν πρόθυμος να κάνει τέτοια τρέλα, Σαμάνθα!» (Μου ξεφεύγει το Σαμάνθα, αλλά δεν πειράζει.)
«Και τι θέλεις τώρα; Να μου πεις ότι είμαι υποχρεωμένη να σου αποκαλύψω κάτι που δεν ξέρω καν;»
«Πες μου την αλήθεια. Αυτό μόνο ζητάω. Θέλω να ξέρω. Δεν πρόκειται να πω τίποτα πουθενά αλλού, αν δεν θέλεις να πω τίποτα. Είδες ότι δεν είπα τίποτα στον Ρίβη για το πραγματικό σου όνομα ή για τη σχέση σου με τον Ξενοκράτη και τη Μελένια…»
Η Αστερόπη αναστενάζει. «Περίμενε μια στιγμή,» μου λέει, «και μετά θα σε πλακώσω στο ξύλο.» Ανοίγει τον επικοινωνιακό δίαυλο του δωματίου και φέρνει το ακουστικό στο αφτί της. Καλεί κάποιον. «Εγώ είμαι, μπαμπά. Μπορώ να έρθω λίγο από εκεί, να σε ρωτήσω κάτι; Είναι επείγον.» (…) «Εντάξει, έρχομαι.»
Κλείνει τον δίαυλο. «Μη φύγεις από εδώ,» μου λέει. Πιάνει το κίτρινο φόρεμά της από την καρέκλα, το φορά, βάζει τα σανδάλια της, και βγαίνει απ’το δωμάτιο κλείνοντας την πόρτα πίσω της.
Με τα χέρια μου σταυρωμένα στο στήθος, περιμένω. Φοβάμαι εν μέρει ότι μπορεί να πρόκειται για κάποιου είδους παγίδα. Έχω δει πολλά μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία. Πάρα πολλά. Αν κάποιο παραισθησιογόνο αέριο γέμιζε ξαφνικά το δωμάτιο δεν θα με εξέπληττε, ούτε αν δυο μπράβοι ορμούσαν από την πόρτα για να με ξυλοκοπήσουν. Ούτε καν αν κάποιος αλλόκοτος φτερωτός δαίμονας έμπαινε απ’το παράθυρο για να με απαγάγει!
Τίποτα απ’ αυτά, όμως, δεν συμβαίνει, και σύντομα η Αστερόπη επιστρέφει. «Ο κύριος Ξενοκράτης θέλει να σου μιλήσει, ραλίστα,» μου λέει.
«Κι εσύ τον μπαμπά σου κύριο Ξενοκράτη τον αποκαλείς;»
«Μη μου θυμίζεις αυτή τη δαιμονισμένη κόρη της Λόρκης! Αρκετά σ’έχω ανεχτεί σήμερα!»
Μαζί με την Αστερόπη πηγαίνουμε στη σουίτα του Γρύπα Ξενοκράτη, στον τελευταίο όροφο του Δυτικού Άστρου, και τον βρίσκουμε να μας περιμένει καθισμένος δίπλα στην πισίνα, καπνίζοντας ένα πούρο, με τα πόδια του τεντωμένα μπροστά του και σταυρωμένα στον αστράγαλο. Η Ισμήνη δεν φαίνεται πουθενά στο δωμάτιο· ίσως να κοιμάται.
«Ζορδάμη,» μου λέει ο Γρύπας, «κάθισε,» δείχνοντας μια πολυθρόνα πλάι στη δική του. Δε μοιάζει θυμωμένος μαζί μου.
Κάθομαι, σταυρώνοντας τα πόδια μου στο γόνατο. Η Αστερόπη κάθεται στο πάτωμα, κοντά στην πισίνα, βγάζοντας τα σανδάλια της και βάζοντας τα πόδια της στο νερό. Τα μάτια της είναι στραμμένα προς εμένα και τον Γρύπα – και εκείνη μοιάζει θυμωμένη. Ακόμα.
«Ποιο είναι το πρόβλημα, λοιπόν;» με ρωτά ο Ξενοκράτης. «Η Αστερόπη μού είπε ότι πιστεύεις πως κάτι σού κρύβει…»
«Αυτό πιστεύω,» αποκρίνομαι απλά.
«Γιατί;»
«Αληθεύει ή όχι; Υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος που ο Ρίβης Παλιόσυρμος την κρατούσε στα μπουντρούμια της Χωροφυλακής; Ήθελε να μάθει κάτι από εκείνη; Το ξέρει ότι είναι κόρη σου;»
Ο Γρύπας ρουφά καπνό από το πούρο του. «Ναι,» λέει, «το ξέρει. Πράγμα που με εκπλήσσει. Δε μπορώ να μαντέψω, από τώρα, από πού πήρε τις πληροφορίες του. Αλλά θα το ανακαλύψω· νάσαι σίγουρος γι’αυτό, Ζορδάμη.»
«Και τι ακριβώς ήθελε; Γιατί η Αστερόπη μού το έκρυβε από τότε που την πήραμε από τα μπουντρούμια της Χωροφυλακής της Νίρβεκ;»
«Υπάρχουν πράγματα,» μου λέει ο Γρύπας καπνίζοντας νωχελικά το πούρο του, «που ελάχιστοι μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία γνωρίζουν, ραλίστα. Πράγματα που… απορώ πώς ένα μαντρόσκυλο μιας τυχαίας χωροφυλακής στη Σεργήλη θα μπορούσε να έχει μάθει…»
Τον περιμένω να συνεχίσει, γιατί είμαι βέβαιος ότι θα συνεχίσει. Αποκλείεται να έκανε άσκοπα τέτοιο πρόλογο!
«Κανονικά,» μου λέει ο Γρύπας, «ούτε εσύ πρέπει να ξέρεις γι’αυτό. Αλλά αφού τώρα βρισκόμαστε στην κατάσταση που κάποιος σαν τον Ρίβη Παλιόσυρμο το ξέρει….» Το βλέμμα του πηγαίνει στην Αστερόπη, η οποία μένει σιωπηλή, παρατηρώντας μας. Δεν φέρνει αντίρρηση στη λογική του πατέρα της.
Τα μάτια του Ξενοκράτη επιστρέφουν πάλι σ’εμένα. «Ο Παλιόσυρμος ήθελε να μάθει από την Αστερόπη πού βρίσκεται το μέρος επαφής με τις οντότητες από το φεγγάρι.»
Συνοφρυώνομαι. «Τι πράγμα;» Ποιες οντότητες από το φεγγάρι; Ποιο μέρος επαφής;
Ο Γρύπας με ρωτά: «Πόσα χρόνια νομίζεις ότι υπάρχει η Σιδηρά Δυναστεία, Ζορδάμη;»
Με ξαφνιάζει μια τέτοια ερώτηση, κυρίως γιατί μου φαίνεται τελείως άσχετη με το θέμα – όχι πως οι οντότητες από το φεγγάρι φαίνονται σχετικές. Ακούγονται σαν κάτι από σενάριο κινηματογραφικής ταινίας. «Δε μπορεί νάναι καινούργια οργάνωση,» αποκρίνομαι μορφάζοντας. «Τουλάχιστον εκατό χρόνια ζωής πρέπει να έχει, θα έλεγα. Ίσως και διακόσια.» Ανασηκώνω τους ώμους.
«Η Σιδηρά Δυναστεία είναι ακόμα πιο παλιά,» με πληροφορεί ο Γρύπας. «Σύμφωνα με ό,τι γνωρίζουμε, υπήρχε στη Σεργήλη πολύ πριν από την Αρχαία Προφητεία των Αιώνων.»
«Από τότε που ο Προφήτης των Αιώνων έδωσε ονόματα στα χρόνια…» λέω.
Ο Γρύπας νεύει. «Ναι. Η Δυναστεία ξεκίνησε πολύ πιο πριν από αυτόν. Ο Προφήτης των Αιώνων ήταν Ιερομύστης της Σεργήλης. Και νομίζω ότι ξέρεις τι σημαίνει αυτό.»
«Άνθρωπος σαν τον Αναχωρητή των Κοκάλων, που συνάντησα στα νότια πέρατα της ερήμου…» λέω.
Ο Γρύπας νεύει ξανά. «Ακριβώς.»
«Πώς το ξέρεις με τόση σιγουριά;» τον ρωτάω. «Έχουν περάσει αιώνες από τότε. Πολλοί, μάλιστα, λένε ότι ο Προφήτης δεν είναι παρά ένας μύθος.»
Ο Γρύπας κουνά το κεφάλι. «Δεν είναι μύθος, ραλίστα. Έχει τύχει να τον δω.»
Συνοφρυώνομαι. «Να τον… δεις;»
«Θα καταλάβεις,» με διαβεβαιώνει ο Γρύπας και αφήνει το πούρο του παραδίπλα, μέσα σ’ένα μεγάλο τασάκι. «Η Σιδηρά Δυναστεία ξεκίνησε από μια κεντρική οικογένεια. Γι’αυτό κιόλας πήρε το όνομα ‘Σιδηρά Δυναστεία’· καταλαβαίνεις; Το όνομα αναφέρεται σ’εκείνη την αρχική οικογένεια, ουσιαστικά. Έβλεπαν τον εαυτό τους ως μια δυναστεία που προοριζόταν για να διοικεί τη Σεργήλη αθέατα. Οι κρυφοί άρχοντες της διάστασης.»
«Σαν τις συνωμοσιολογικές θεωρίες για το Χρυσό Ερπετό μού ακούγονται αυτά.»
«Το Χρυσό Ερπετό είναι ένας μύθος τον οποίο πρόσφατα έφτιαξαν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας, όσο είχαν δύναμη εδώ, προκειμένου ο κόσμος να ασχολείται με ανοησίες αντί να μπλέκεται στα πόδια τους.»
«Ακούγεσαι βέβαιος και γι’αυτό.»
«Είμαι βέβαιος,» μου λέει ο Γρύπας Ξενοκράτης. «Και ο Κριτόλαος’μορ, αν ήταν εδώ, το ίδιο θα σου έλεγε. Ήταν κι εκείνος μπλεγμένος στην υπόθεση εξάπλωσης του Χρυσού Ερπετού.»
«Σοβαρολογείς; Ο Κριτόλαος;»
«Ναι. Ήταν πράκτορας της Παντοκράτειρας, όπως ξέρεις. Το Χρυσό Ερπετό επινοήθηκε προκειμένου να γεμίζουν με ύλη τις σελίδες τους διάφορες φυλλάδες εκείνης της εποχής. Και ο μύθος πλέον έχει πάρει δική του ζωή.»
«Τέλος πάντων,» λέω. «Η Σιδηρά Δυναστεία, όμως, δεν είναι κάποια οργάνωση που διοικεί κρυφά τη Σεργήλη. Είναι μια οργάνωση του υπόκοσμου – αν και, μάλλον, η ισχυρότερη οργάνωση του υπόκοσμου.»
«Ναι,» αποκρίνεται ο Γρύπας. «Πολλά πράγματα έχουν αλλάξει από τότε που η Δυναστεία πρωτοδημιουργήθηκε. Αιώνες έχουν περάσει. Τα μέλη της δεν είναι καν μέλη κάποιας μεγάλης οικογένειας· είναι διάφοροι άνθρωποι σε διάφορες περιοχές της Σεργήλης.»
«Τους λέμε, όμως, ‘συγγενείς’.»
«Επειδή η Σιδηρά Δυναστεία ξεκίνησε απ’το να είναι πραγματική οικογένεια.»
«Η Παλιά Δυναστεία…» μουρμουρίζω.
«Κάτι έχεις ακούσει, λοιπόν,» παρατηρεί ο Γρύπας.
«Μια φήμη, βασικά. Ορισμένοι λένε ότι, μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία, υπάρχουν τα μέλη κάποιας οικογένειας που πραγματικά ελέγχει την οργάνωση, κι αυτοί οι άνθρωποι είναι ‘η Παλιά Δυναστεία’. Δε θυμάμαι ακριβώς πού το άκουσα, για νάμαι ειλικρινής. Δεν του είχα δώσει μέχρι στιγμής και τόση σημασία. Το είχα θεωρήσει κάτι σαν τα όσα λέγονται για το Χρυσό Ερπετό – κάτι που, μάλλον, δεν αληθεύει, ή αν αληθεύει δεν αφορά εμένα.»
«Η Παλιά Δυναστεία υπάρχει,» με διαβεβαιώνει ο Γρύπας πιάνοντας ξανά το πούρο του.
«Και ελέγχει όλη την υπόλοιπη οικογένεια;»
«Ανοησίες. Αυτά είναι μέρος της δυναστικής παράνοιας,» λέει ο Γρύπας υπομειδιώντας. «Η Παλιά Δυναστεία δεν έχει περισσότερο έλεγχο απ’ό,τι οποιοσδήποτε άλλος μέσα στην οικογένεια.»
«Γνωρίζεις μέλη της Παλιάς Δυναστείας;»
«Εγώ είμαι ένα από αυτά, Ζορδάμη,» με πληροφορεί ο Γρύπας, και οφείλω να πω ότι δεν ξαφνιάζομαι και τόσο.
«Και… τι κάνετε; Τι νόημα έχει που είστε της Παλιάς Δυναστείας;»
«Απλά είμαστε. Θέμα καταγωγής.»
«Εσύ, πάντως, σίγουρα έχεις αρκετό έλεγχο επάνω στην οργάνωση,» παρατηρώ.
«Ναι,» μου λέει ο Γρύπας, «αλλά αυτό δεν ισχύει για όλα τα μέλη της Παλιάς Δυναστείας.»
Μια σκέψη έρχεται ξαφνικά στο μυαλό μου. «Η Ασημίνα Νέρφελδιφ,» λέω. «Είναι κι εκείνη της Παλιάς Δυναστείας;»
«Βλέπεις τι σου έλεγα; Η δυναστική παράνοια, Ζορδάμη. Επειδή η Νέρφελδιφ έχει κάποια δύναμη πιστεύεις ότι ίσως νάναι της Παλιάς Δυναστείας. Αλλά δεν είναι.»
Μια άλλη σκέψη έρχεται ξαφνικά στο μυαλό μου. «Μα τους θεούς…» μουρμουρίζω. Και πιο δυνατά: «Προσπαθούν να βγάλουν απ’τη μέση τους ανθρώπους της Παλιάς Δυναστείας; Να τους εξολοθρεύσουν; Αυτό θέλουν οι εχθροί σας;»
«Το θεωρώ πιθανό,» συμφωνεί ο Γρύπας.
«Και ο Σουτούρης ο Τυχερός… είναι κι αυτός…;»
«Ναι, είναι της Παλιάς Δυναστείας, όπως και οι γονείς του.»
«Τα πόδια της Λόρκης…» μουρμουρίζω. Γι’αυτό ανέκαθεν μού έδινε μια περίεργη εντύπωση ο Τυχερός! «Και ο Τασνικέφ;» ρωτάω.
«Ο Φιλοπολίτης Τασνικέφ δεν ήταν της Παλιάς Δυναστείας.»
«Γιατί τον σκότωσαν, τότε;»
«Μάλλον επειδή δεν ήταν πρόθυμος να συμμαχήσει μαζί τους,» υποθέτει ο Γρύπας. «Δε νομίζω ότι σκοτώνουν μόνο μέλη της Παλιάς Δυναστείας, Ζορδάμη. Αλλά έχω την αίσθηση ότι, γενικά, την Παλιά Δυναστεία πρέπει να θεωρούν εχθρό τους.»
«Και τι ήταν αυτά που μου έλεγες πριν για οντότητες από το φεγγάρι; Τι σχέση έχουν;»
«Ο Ρίβης Παλιόσυρμος ήθελε να μάθει πού πηγαίνω για να έρχομαι σε επαφή με τους φίλους μας από το φεγγάρι,» λέει ο Ξενοκράτης τρίβοντας την άκρη του πούρου του μέσα στο τασάκι.
Τον κοιτάζω κατάπληκτος. Είναι δυνατόν να μιλά σοβαρά; να μην μου κάνει πλάκα; Απ’ό,τι έχω ακούσει, έχουν γίνει κάποιες αποστολές προς το φεγγάρι αλλά τα αεροσκάφη δεν μπορούσαν να φτάσουν εκεί. Παρά μονάχα σε μία περίπτωση. Και το πλήρωμα νομίζω ότι τρελάθηκε. Συνάντησαν κάποιον δαίμονα στο φεγγάρι. Όλα αυτά συνέβησαν επί Συμπαντικής Παντοκρατορίας, όταν ήμουν πολύ μικρός.
«Η Σιδηρά Δυναστεία,» εξηγεί ο Γρύπας, «από τις απαρχές της είχε επαφές με τους κατοίκους του φεγγαριού, και ακόμα και σήμερα τα μέλη της Παλιάς Δυναστείας έχουν επαφές. Πράγμα που, φυσικά, ελάχιστοι γνωρίζουν. Γι’αυτό, όπως σου είπα, απορώ πώς το έμαθε ο Ρίβης Παλιόσυρμος. Κι αν το ξέρει και η Ασημίνα Νέρφελδιφ, απορώ πώς το έμαθε κι αυτή.»
«Και πώς ακριβώς έρχεστε σε επαφή με τις οντότητες στο φεγγάρι;» τον ρωτάω. «Πετάτε ώς εκεί; Έχετε κάποιο αεροπλάνο που–;»
Ο Γρύπας κουνά το κεφάλι, διακόπτοντάς με. «Όχι, δεν γίνεται έτσι, ραλίστα. Είναι πολύ δύσκολο και πολυέξοδο να φτιάξεις τόσο δυνατό αεροσκάφος. Υπάρχουν καλύτεροι τρόποι. Υπάρχουν… σημεία στη Σεργήλη απ’ όπου μπορείς να έρθεις σε επαφή με τους κατοίκους του φεγγαριού, αν ξέρεις πώς.»
«Κι εσύ ξέρεις;»
«Ναι.»
«Τους έχεις μιλήσει, δηλαδή; Τους μιλάς, σε τακτική βάση;»
Ο Γρύπας γελά, μάλλον με την έκφρασή μου. «Δεν ‘μιλάνε’ ακριβώς, Ζορδάμη.»
«Τότε τι νόημα έχει η επαφή μαζί τους;»
«Σε παίρνουν στο φεγγάρι. Παίρνουν το μυαλό σου, όχι το σώμα σου, και έτσι μπορείς να γνωρίσεις ό,τι γνώριζαν αυτοί που ήταν εδώ, στη Σεργήλη, πριν από εσένα. Τα μέλη της Παλιάς Δυναστείας ονειρεύονται, θα μπορούσες να πεις, τους προγόνους τους. Θυμάσαι που σου είπα ότι έχω δει τον Προφήτη των Αιώνων; Έτσι τον έχω δει. Οι κάτοικοι του φεγγαριού έχουν στείλει το πνεύμα μου πίσω, στους προγόνους μου, και έχω αντικρίσει τον Προφήτη μέσα από τα δικά τους μάτια, τον έχω συναναστραφεί μέσα από τις δικές τους αισθήσεις, έχω σκεφτεί τις δικές τους σκέψεις.»
Όλα αυτά μού μοιάζουν πολύ παράξενα. Εξωπραγματικά, ίσως. Μου λέει αλήθεια; Γιατί, όμως, να πει ψέματα; Επιπλέον, γιατί να σκεφτεί τέτοιο περίπλοκο ψέμα, τέτοιο μύθευμα; Αν ήθελε να πει ψέματα, θα έλεγε κάτι πιο απλό, κάτι πιο πιστευτό.
«Και ο Παλιόσκυλος ήθελε να μάθει πώς έρχεστε σε επαφή με τις οντότητες του φεγγαριού…» λέω. «Γιατί; Για να έρθει κι αυτός σε επαφή μαζί τους;»
«Δεν ξέρω,» αποκρίνεται ο Γρύπας. «Δεν είπε στην Αστερόπη. Υποθέτω όμως πως δεν θέλει αυτή τη γνώση για τον εαυτό του.»
«Για ποιον, τότε;»
«Για την Ασημίνα Νέρφελδιφ, ίσως.»
Μπορεί να είναι πιθανό κάτι τέτοιο; Η Ασημίνα σίγουρα δεν μου ανέφερε ποτέ τίποτα για οντότητες από το φεγγάρι. Και το λέω αυτό στον Γρύπα.
«Ούτε για τα άλλα της σχέδια σού είπε,» μου θυμίζει εκείνος, και δεν μπορώ να διαφωνήσω μαζί του. «Καταλαβαίνεις τώρα γιατί η Αστερόπη σού έκρυβε αυτό που της ζήτησε ο Ρίβης Παλιόσυρμος;»
«Ναι.»
«Κανένας εκτός από εσένα δεν το γνωρίζει μέχρι στιγμής. Και θα ήθελα να μείνει έτσι.»
«Δεν υπάρχει πρόβλημα,» λέω. «Ούτως ή άλλως, και να το έλεγα, δεν θα με πίστευαν.»
Ο Γρύπας χαμογελά πίσω απ’τον καπνό του πούρου του. «Ακριβώς.»
Ακούω ένα απρόσμενο σπλατ! από δίπλα. Γυρίζω και βλέπω ότι η Αστερόπη έχει βγάλει το φόρεμά της και βουτήξει στην πισίνα, κολυμπώντας ευέλικτα. Δεν είναι και πολύ μεγάλη η πισίνα· σύντομα φτάνει στην αντικρινή μεριά.
«Πού είναι αυτά τα σημεία επαφής;» ρωτάω τον Γρύπα.
«Δεν είναι απαραίτητο να ξέρεις, ραλίστα,» μου απαντά εκείνος. «Και θα πρότεινα τώρα να πας να ξεκουραστείς, γιατί το απόγευμα πρέπει να μιλήσουμε για το πώς θα κινηθούμε. Η κατάσταση δεν είναι εύκολη.»
«Ο Ύαν;» ρωτάω. «Ο Ρίβης;»
«Τι;»
«Θα πεις και σ’αυτούς για την Παλιά Δυναστεία και για τις οντότητες από το φεγγάρι;»
«Για την Παλιά Δυναστεία μπορεί να τους πω, αν κρίνω ότι αυτό θα μας βοηθήσει. Για τους κατοίκους του φεγγαριού δεν υπάρχει λόγος να ξέρουν. Εσύ, πάντως, δεν θα τους αναφέρεις τίποτα, ούτε για το ένα θέμα ούτε για το άλλο. Θα κάνεις τον ανήξερο – πράγμα που, είμαι βέβαιος, δεν θα σου είναι δύσκολο.» Φυσικά. Ο Ζορδάμης με τα Πολλά Πρόσωπα.
«Εντάξει,» του λέω.
Ο Γρύπας νεύει ικανοποιημένα, και αφήνει το πούρο του στο τασάκι ξανά.
Σηκώνομαι από την πολυθρόνα μου και φεύγω από τη σουίτα. Η Αστερόπη μένει, εξακολουθώντας να πλατσουρίζει μέσα στην πισίνα.
*
Το απόγευμα συγκεντρωνόμαστε όλοι στη σουίτα του Ξενοκράτη: εγώ, ο Ρίβης, ο Ύαν, η Αστερόπη, ακόμα και η Κλεισμένη. Η σύζυγος του Γρύπα, η Ισμήνη, είναι επίσης εδώ. Αναρωτιέμαι πόσα να ξέρει για την Παλιά Δυναστεία και για τις οντότητες του φεγγαριού. Τι ρόλο παίζει μέσα στην οικογένεια; Τι ικανότητες έχει; – εκτός απ’το να είναι, καταφανώς, εκθαμβωτική καλλονή.
«Λοιπόν,» λέει ο Γρύπας, καθώς όλοι στεκόμαστε γύρω από ένα στρογγυλό τραπέζι που στο κέντρο του υπάρχει μια οθόνη ως μέρος της επιφάνειάς του, όχι κάποια συσκευή ακουμπισμένη επάνω του. Στη μεριά του τραπεζιού που βρίσκεται μπροστά στον Γρύπα είναι μια κονσόλα με πλήκτρα τα οποία, αναμφίβολα, ελέγχουν το σύστημα της οθόνης (που πρέπει νάναι κρυμμένο κάτω απ’το τραπέζι, υποθέτω). Η οθόνη, επί του παρόντος, δείχνει μονάχα έναν γρύπα να φτερουγίζει πάνω από μια ατελείωτη έρημο – αν και, στην πραγματικότητα, οι γρύπες δεν συχνάζουν στις ερήμους. «Κατ’ αρχήν πρέπει να μάθετε όλοι κάτι,» συνεχίζει ο Ξενοκράτης. «Για την Παλιά Δυναστεία.» Και μας λέει για τον αρχαίο πυρήνα της Σιδηράς Δυναστείας ο οποίος ακόμα υφίσταται.
«Νόμιζα,» λέει ο Ύαν, μετά, «πως δεν ήταν παρά άλλος ένας μύθος της δυναστικής παράνοιας.»
«Δεν είναι μύθος,» τον διαβεβαιώνει ο Γρύπας.
«Εγώ,» λέει ο Ρίβης, «δεν είχα ξανακούσει γι’αυτή την Παλιά Δυναστεία.»
«Η αδελφή σου, όμως, σίγουρα έχει ξανακούσει. Κι αυτός πρέπει να ήταν ο λόγος που σ’έστειλε να δολοφονήσεις τον Σουτούρη. Ο Τυχερός είναι της Παλιάς Δυναστείας.»
Ο Ύαν σταυρώνει τα χέρια του μπροστά του. «Και πώς οφείλουμε να κινηθούμε; Θα πάμε να τους σκοτώσουμε όλους;» Πάντοτε πρακτικός άνθρωπος…
«Κάτι τέτοιο θα ήταν… ασύμφορο,» αποκρίνεται ο Γρύπας. «Η κατάσταση είναι μπλεγμένη. Ανάμεσα στους εχθρούς πιθανώς να βρίσκονται και άτομα παραπλανημένα – άτομα που μπορεί να μην είναι αληθινά εχθροί μας, αν καταλαβαίνεις τι θέλω να πω.»
«Καταλαβαίνω,» νεύει ο μαυρόδερμος, δαιμονομάτης μισθοφόρος.
«Οι χειρισμοί μας πρέπει να είναι λεπτοί και συγκεκριμένοι. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, πως οι ικανότητές σου δεν θα μας φανούν πολύτιμες.»
Ο Ύαν δεν μοιάζει να ξαφνιάζεται καθόλου από τούτα τα λόγια.
Ο Γρύπας συνεχίζει: «Εκείνο που θέλω, αρχικά, είναι να ανακαλύψουμε τι ακριβώς συμβαίνει – ποιος είναι με ποιον – γιατί ξαφνικά το δίκτυο της Δυναστείας έχει γίνει ένας άγνωστος χάρτης.» Πατά δυο πλήκτρα στην κονσόλα μπροστά του και ένας γενικός χάρτης της Σεργήλης εμφανίζεται στην οθόνη στο κέντρο του τραπεζιού, σαν ο Ξενοκράτης να θέλει να παρουσιάσει κι έναν γνωστό χάρτη τώρα. «Μέχρι στιγμής έχουμε πληροφορίες για συμβάντα στη Μέλβερηθ» – πατά ακόμα ένα κουμπί και το σημείο στον χάρτη που δείχνει τη Μέλβερηθ φωτίζει κόκκινο – «στη Θακέρκοβ» – και η Θακέρκοβ φωτίζει κόκκινη – «στη Νίρβεκ, στην Αγκένροβ, και στην Κιρβόνη» – κι αυτές οι πόλεις φωτίζουν.
«Τι έγινε στην Αγκένροβ;» λέει ο Ύαν.
«Η υπόθεση με τον Χαρίλαο Τάρνελκωφ. Η Ασημίνα Νέρφελδιφ τον έχει πάρει με το μέρος της, προφανώς.»
«Θα μπορούσαμε να τον ξεκάνουμε.»
«Ναι αλλά είναι αρκετά σημαντικός έμπορος μικρών όπλων, ο οποίος μας εξυπηρετεί. Καλύτερα να τον μεταστρέψουμε. Επιπλέον, σκοτώνοντας τον Τάρνελκωφ θα δημιουργήσουμε διάσπαση ανάμεσα στους ανθρώπους του, που μπορεί επίσης κάποιοι από αυτούς να είναι με το μέρος της Νέρφελδιφ.»
«Από πού προτείνεις να ξεκινήσουμε;» τον ρωτάω. «Και κάνοντας τι;»
«Θέλω να μάθουμε, κατ’ αρχήν, ποιοι είναι εναντίον μας. Και ώς τώρα δεν βλέπω να έχουμε καμία πληροφόρηση από την Άντχορκ ή από τη Νέσριβεκ. Είναι, όμως, πολύ σημαντικές πόλεις για να τις έχουν αγνοήσει οι εχθροί μας· σίγουρα έχουν ξεκινήσει να κινούνται κι εκεί. Θέλω να πάτε στην Άντχορκ πρώτα και να μάθετε τι γίνετε στο Κόσμημα της Σεργήλης. Επίσης, έχω ακούσει πως σ’αυτά τα μέρη βρίσκεται ο Κριτόλαος’μορ. Να έρθετε σε επαφή μαζί του. Θα μπορεί να μας βοηθήσει.»
«Κι αν είναι προδότης κι αυτός;» θέτει το ερώτημα ο Ύαν.
«Δε νομίζω ότι είναι από τους ανθρώπους που θα ήθελαν διχασμό μέσα στη Δυναστεία,» λέει ο Ξενοκράτης. «Αυτή την εντύπωση μού έδωσε όσο συνεργαζόμασταν. Αν όμως ανακαλύψετε πως όντως είναι εναντίον μας, τότε πρέπει να πεθάνει.»
«Θα πάμε, λοιπόν, στην Άντχορκ για να δούμε αν κάτι συμβαίνει εκεί, και μετά θα πάμε στη Νέσριβεκ;» ρωτάω.
«Ναι, αλλά όχι όλοι μαζί. Εσύ, Αστερόπη, θέλω να πας να βρεις τον Σουτούρη τον Τυχερό και να του μιλήσεις γι’αυτό που συζητήσαμε.»
Μυστικά πάλι, παρατηρώ.
Η Αστερόπη νεύει καταφατικά. «Θα τον βρω.» Και στρέφεται σ’εμένα. «Σου είπε πού θα πάει;»
«Μου είπε ότι θα ερευνήσει – μόνο αυτό,» αποκρίνομαι. «Εικάζω πως ίσως να έχει κατευθυνθεί προς Νίρβεκ. Καλό, όμως, θα ήταν να περάσεις πρώτα από το Μαύρο Δόντι, νομίζω.»
Ο Γρύπας Ξενοκράτης με ρωτά: «Ζορδάμη, θα ήθελες να οδηγήσεις πάλι το ηχομορφικό όχημα;»
«Υποθέτω ότι αυτή δεν είναι ακαδημαϊκή ερώτηση…»
«Το έχω στη Μέλβερηθ,» με πληροφορηθεί ο Γρύπας. «Θα περάσετε από εκεί καθώς θα κατευθύνεστε βόρεια. Θέλω να πας να το πάρεις και να το οδηγήσεις.»
«Για… φονικούς σκοπούς;»
«Αν χρειαστεί.»
Μέσα στο μυαλό μου ακούω πάλι τη φωνή του Άφευκτου από τα όνειρά μου: ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΥΣ ΟΛΟΥΣ!
Κουνάω το κεφάλι μου για να το καθαρίσω.
«Συμβαίνει κάτι, Ζορδάμη;» ρωτά ο Ξενοκράτης παρατηρώντας την αντίδρασή μου.
«Τίποτα,» λέω. «Ούτως ή άλλως ήθελα να το ξαναοδηγήσω.» Κι αυτό δεν είναι ψέμα. Το ηχομορφικό όχημα είναι τρομερό εργαλείο. «Πού θα το βρω, μέσα στη Μέλβερηθ; Ποιος το φυλάει;»
Ο Γρύπας Ξενοκράτης μού απάντα, και μετά η συζήτησή μας συνεχίζεται μέχρι τη νύχτα, καθώς κάνουμε σχέδια και υποθέσεις. Ο χάρτης στην οθόνη του τραπεζιού εστιάζεται σε διάφορα μέρη κατά περίσταση, ενώ άλλες στιγμές η οθόνη παρουσιάζει φωτογραφίες μελών της Σιδηράς Δυναστείας και πληροφορίες γι’αυτά. Ο Γρύπας μάς αποκαλύπτει πράγματα που δεν νομίζω ότι σε καμια άλλη, λιγότερο δύσκολη περίπτωση θα μας αποκάλυπτε. Η κατάσταση στην οποία έχει τώρα βρεθεί η οικογένεια είναι άσχημη, και το ξέρει πως πρέπει να τα παίξει όλα για όλα αν είναι η Σιδηρά Δυναστεία να μην καταστραφεί, ή να μην μεταμορφωθεί, με καταστροφικό τρόπο, σε κάτι τελείως διαφορετικό απ’ό,τι ήταν μέχρι στιγμής.
Παρ’ όλ’ αυτά δεν λέει τίποτα για τις οντότητες από το φεγγάρι. Το συγκεκριμένο μυστικό το ξέρουμε μόνο εγώ και η Αστερόπη, και ίσως η Ισμήνη. Η οποία διαπιστώνω πως έχει αρκετά στρατηγικό μυαλό, καθώς η κουβέντα μας συνεχίζεται.
Δεν μπορώ, πάντως, παρά να απορώ με το πώς έχει εξελιχτεί η ζωή μου τα τελευταία χρόνια. Στην αρχή φοβόμουν ότι, αν δεν κατάφερνα να ξεπληρώσω το χρέος μου, η Σιδηρά Δυναστεία μπορεί και να με σκότωνε. Μετά, έγινα δούλος της – τυφλός δούλος που δεν ξέρει, και δεν καταλαβαίνει, τίποτα. Μετά, εγκλιματίστηκα. Μετά, ήμουν στα πρόθυρα να πάρω τον δρόμο του Άφευκτου. Μετά, νόμιζα πως επιτέλους η κλειδωμένη πόρτα άνοιξε. Μετά, έκανα εκείνο που φοβόμουν ότι ήταν η μεγαλύτερη βλακεία της ζωής μου, φεύγοντας από το μονοπάτι που φαινόταν ότι θα με απελευθέρωνε. Και τώρα, είμαι ελεύθερος από το χρέος: και όχι μόνο αυτό, αλλά γνωρίζω και πράγματα που λίγοι μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία γνωρίζουν.
Το γεγονός ότι αισθάνομαι, τούτη τη στιγμή, σαν ένας από τους κεντρικούς μοχλούς της Σιδηράς Δυναστείας είναι, μήπως, μονάχα μια αυταπάτη; Ή όχι;
Όταν η συνεδρίασή μας τελειώνει και πλησιάζουν μεσάνυχτα πια, ο Γρύπας Ξενοκράτης μού λέει: «Ζορδάμη, τώρα που δεν χρωστάς πλέον, νομίζω ότι χρειάζεσαι ένα κωδικό όνομα αν δεν θέλεις να αναφέρεται το κανονικό σου όνομα από άλλους συγγενείς.»
«Τι κωδικό όνομα;» ρωτάω. «Μπορώ εγώ να το διαλέξω;»
«Σ’το έχουμε ήδη διαλέξει, τόσο καιρό, ακούσια μάλλον,» απαντά ο Ξενοκράτης. «Αν δεν έχεις πρόβλημα, το κωδικό σου όνομα θα είναι ‘Ραλίστας’.»
Χαμογελάω συγκρατημένα. «Δε μπορώ να διαφωνήσω μ’αυτό.»
Ύστερα, φεύγουμε από τη σουίτα του Γρύπα Ξενοκράτη· μόνο η Ισμήνη μένει εκεί μαζί του.
Ο ραλίστας τον άφησε έξω από το Μαύρο Δόντι, έστριψε το όχημά του, και έφυγε, κατευθυνόμενος πάλι προς Θακέρκοβ, όπου του είχε πει πως σκόπευε να πάρει το τρένο μαζί με τον Ρίβη Νέρφελδιφ για να πάει νότια. Ο Σουτούρης ο Τυχερός κοίταζε το τετράκυκλο όχημα του Ζορδάμη καθώς απομακρυνόταν μέσα στην ύπαιθρο. Στο πρόσωπό του υπήρχε ένα μειδίαμα που κάποιοι είχαν, κατά καιρούς, χαρακτηρίσει ως ειρωνικό, αν και ο ίδιος δεν θεωρεί ότι ειρωνεύεται κανέναν.
Το όχημα του Ζορδάμη έχει τώρα εξαφανιστεί, το τοπίο το έχει κρύψει, και ο Σουτούρης μουρμουρίζει: «Καλή τύχη, ραλίστα. Όλοι μας θα χρειαστούμε καλή τύχη…» Ούτε για τη δική του τύχη δεν είναι βέβαιος πια. Αν ο Ζορδάμης δεν βρισκόταν στον Νερόλιθο χτες βράδυ, ο Σουτούρης θα ήταν νεκρός· δεν έχει παρά μια μικρή – ελάχιστη – αμφιβολία γι’αυτό. Οι πιθανότητες οι μισθοφόροι της Δυναστείας να προλάβαιναν να σταματήσουν τον Ρίβη προτού τον πυροβολήσει ήταν μικρές. Ο Ρίβης ήταν αυτοκτονικός δολοφόνος εκείνη τη νύχτα· η αδελφή του και ο καταραμένος ψυχίατρος είχαν φροντίσει να τον τρελάνουν. Κι ακόμα δεν μπορεί νάναι τελείως με τα καλά του· αλλά, τουλάχιστον, φαίνεται να ξέρει τι του γίνεται.
Ο Σουτούρης μπαίνει στους μικρούς δρόμους του Μαύρου Δοντιού και σύντομα φτάνει στον Νερόλιθο. Η Ναρλέθι τον περιμένει στην τραπεζαρία, καθισμένη σ’ένα από τα άδεια τραπέζια, καπνίζοντας. Του γνέφει να έρθει κοντά της, πράγμα που ούτως ή άλλως ο Τυχερός σκόπευε να κάνει. Πλησιάζει και κάθεται πλάι της.
«Τι έγινε;» τον ρωτά. «Βρήκατε τον Μικρόνυχο;»
«Ναι, και τώρα είναι νεκρός,» απαντά κουρασμένα, προβληματισμένα, ο Σουτούρης.
«Νεκρός; Σας επιτέθηκε; Τι έγινε;»
«Όπως είχαμε σχεδιάσει, τον απαγάγαμε και τον βγάλαμε από την πόλη. Αλλά πραγματικά περίμενες ότι ο Ρίβης θα τον άφηνε να ζήσει;»
«Τον σκότωσε προτού πάρετε πληροφορίες;»
«Όχι. Πήραμε τις πληροφορίες που θέλαμε. Ο γιατρός, όντως, είχε εντολές από την Ασημίνα Νέρφελδιφ να κρατά τον αδελφό της στον Βράχο των Ουρλιαχτών ενισχύοντας την πάθησή του. Ο Ρίβης δεν ήταν τρελός, ο Ζορδάμης είχε δίκιο· η αδελφή του είχε φροντίσει να τον οδηγήσει στην παραφροσύνη. Για κάποιο λόγο ήθελε να τον βγάλει από τη μέση, και μετά αποφάσισε να τον χρησιμοποιήσει εναντίον μου–»
«Γιατί; Τι είπε ο Μικρόνυχος;»
«Ο Μικρόνυχος δεν ήξερε τίποτα–»
Η Σερφάντια πλησιάζει, φεύγοντας από τον πάγκο του μπαρ. «Είσαι καλά;» ρωτά τον Σουτούρη. Βλέποντάς τον να μπαίνει στο πανδοχείο δεν μπορούσε να μην έρθει να του μιλήσει· ανέκαθεν τον συμπαθούσε. Είναι, ομολογουμένως, πάντοτε καλοντυμένος και φέρεται ωραία. Και το γεγονός ότι τώρα επέστρεψε χωρίς τον ραλίστα κι εκείνο τον περίεργο ξανθό τύπο ίσως να σημαίνει κάτι κακό. Η Σερφάντια θέλει να μάθει.
«Καλά είμαι, αφού ζω ακόμα.»
«Ο ραλίστας; Γιατί δεν είναι μαζί σου;»
«Αποφάσισε να πάει αλλού. Καλά είναι κι αυτός, όμως.»
«Θες ποτό;»
«Έναν Γλυκό Κρόνο.»
Η Σερφάντια πηγαίνει πάλι στο μπαρ. Το βλέμμα της Ναρλέθι την ακολουθεί· κοιτάζει τα όμορφα πισινά της που διαγράφονται μέσα από το στενό παντελόνι της. Η Ναρλέθι αναρωτιέται τι βρίσκει η Σερφάντια στους άντρες. Μαζί μου θα περνούσες καλύτερα…
Ο Σουτούρης λέει ξανά: «Ο Μικρόνυχος δεν ήξερε τίποτα – το παραμικρό – για τα σχέδια της Νέρφελδιφ.»
«Πώς είναι δυνατόν;» απορεί η Ναρλέθι στρέφοντας τώρα το βλέμμα της στο φρεσκοξυρισμένο γαλανόδερμο πρόσωπό του και διώχνοντας απ’το νου της τα οπίσθια της Σερφάντιας· έχει άλλα, σημαντικότερα πράγματα για να σκέφτεται. «Αφού τη βοηθούσε!»
«Ναι, είχε συμφωνήσει μαζί της να κρατά τον Ρίβη στην κλινική. Αλλά, πέρα απ’ αυτό, δεν ήξερε τίποτ’ άλλο.»
«Τον σκοτώσατε πολύ γρήγορα, μου φαίνεται.»
Ο Σουτούρης κουνά το κεφάλι. «Δε νομίζω. Θα μιλούσε αν είχε κάτι να πει· είμαι σίγουρος. Είχε τρομοκρατηθεί. Ο Ζορδάμης έδωσε το όπλο στον Ρίβη όταν πια είχαμε τελειώσει μαζί του.»
Η Σερφάντια έρχεται, αφήνει το ποτό μπροστά στον Σουτούρη, και φεύγει. Αυτή τη φορά τα μάτια της Ναρλέθι δεν την ακολουθούν. Η Ναρλέθι είναι συλλογισμένη.
«Και πού πήγε ο ραλίστας;» λέει. «Τι θα γίνει τώρα; Αν η Ασημίνα Νέρφελδιφ στείλει κι άλλο δολοφόνο εναντίον σου;»
«Δε θα με βρει εδώ,» αποκρίνεται ο Σουτούρης πίνοντας μια γουλιά Γλυκό Κρόνο.
«Πού θα πας;» Η Ναρλέθι σβήνει το τσιγάρο της μέσα στο τασάκι.
«Στη Νίρβεκ. Είναι προφανές πως αυτό που συνέβη εδώ πιθανώς να σχετίζεται με αυτά που συνέβησαν εκεί. Θέλω να μιλήσω στην Πάολα των Δρομολόγων. Επιπλέον, καλύτερα να μην είμαι στο Μαύρο Δόντι τώρα, για να μη δίνω στόχο.»
«Αυτό είναι αλήθεια…» παραδέχεται η Ναρλέθι. Δείχνει μπερδεμένη καθώς προσπαθεί να ξεδιαλύνει όλ’ αυτά μέσα στο μυαλό της. Ατενίζει το τραπέζι, αλλά το δεξί, αλλήθωρο μάτι της φαίνεται να κοιτάζει λιγάκι πιο δίπλα. Το γεγονός ότι το ένα μέλος της Δυναστείας προσπαθεί να σκοτώσει το άλλο την έχει τρομάξει βαθιά. Μπορεί πάντα να γίνονταν κάποιες παλιοϊστορίες (όπως με τον Θεώνυμο, πρόσφατα: τη συμπλοκή στο Μαύρο Δόντι όπου αρκετοί τραυματίστηκαν και σκοτώθηκαν) αλλά ποτέ δεν είχε συμβεί κάτι σαν αυτό. Η Ναρλέθι φοβάται ότι ίσως τούτο να είναι το τέλος της Σιδηράς Δυναστείας, και η μόνη ζωή που ξέρει είναι μέσα στη Δυναστεία. Μέσα στην οικογένεια, είναι αφέντρα του Μαύρου Δοντιού. Χωρίς την οικογένεια, δεν θα είναι τίποτα. Κατά πάσα πιθανότητα, οι άλλοι άνθρωποι του υπόκοσμου της Σεργήλης – οι άλλες συμμορίες και οργανώσεις – θα τη σκοτώσουν με την πρώτη ευκαιρία, αν καταλάβουν ότι έχει χάσει τη δύναμή της. Έχει δει πώς την κοιτάζουν πολλοί απ’ αυτούς…
«Ο Ζορδάμης,» της λέει ο Σουτούρης πίνοντας ακόμα μια γουλιά Γλυκό Κρόνο, «πηγαίνει νότια.»
Η Ναρλέθι συνοφρυώνεται, υψώνοντας πάλι το βλέμμα της στο πρόσωπό του. «Νότια;»
«Για να βρει τη Σαμάνθα και τον Ύαν.»
«Γιατί;»
«Για να τους πει αυτά που ανακάλυψε, φυσικά.»
«Και τι θα γίνει άμα τους τα πει;» μορφάζει η Ναρλέθι. «Μπορούν αυτοί να κάνουν πραγματικά κάτι για να σταματήσουν… να σταματήσουν αυτό που…» Δεν ξέρει πώς να το αποκαλέσει, και νιώθει έναν παγερό κόμπο στην κοιλιά της. Μακάρι να μπορούσε να πιει κι εκείνη έναν Γλυκό Κρόνο όπως ο Σουτούρης· αλλά δεν πίνει ποτά. Ποτέ. Την καταστρέφουν.
«Η Σαμάνθα, όπως γνωρίζεις, δεν είναι ένα οποιοδήποτε μέλος της Δυναστείας, Ναρλέθι,» λέει ο Σουτούρης.
«Τριγυρίζει από δω κι από κει, αυτό ξέρω, κι έχει πολλά ονόματα.»
«Δεν είναι ένα οποιοδήποτε μέλος,» επιμένει ο Τυχερός. «Έχει επαφές με πρόσωπα που έχουν επιρροή μέσα στην οικογένεια.»
«Γνωρίζεις ποια ακριβώς είναι η Σαμάνθα;» τον ρωτά η Ναρλέθι. «Γνωρίζεις το αληθινό της όνομα; Τι ξέρεις γι’αυτήν, Σουτούρη;»
Κόρη του Γρύπα Ξενοκράτη είναι, σκέφτεται ο Σουτούρης, και το αληθινό της όνομα είναι Αστερόπη. Αλλά δε νομίζει ότι η Αστερόπη θα το εκτιμούσε αν τα έλεγε αυτά στη Ναρλέθι. «Ελάχιστα,» αποκρίνεται. «Μόνο ότι έχει επαφές με πρόσωπα μεγάλης επιρροής και με διάφορους πράκτορες παντού στη Σεργήλη.»
«Πρόσωπα όπως τον Κύριλλο Νυχταστέρη;» Ένα πλούσιο μέλος της Σιδηράς Δυναστείας στη Θακέρκοβ· οι κάτοικοι του Μαύρου Δοντιού έχουν τακτικά συναναστροφές με ανθρώπους του.
«Ναι,» λέει ο Σουτούρης. «Πρόσωπα όπως τον Νυχταστέρη.» Και πίνει Γλυκό Κρόνο. Αναρωτιέμαι γιατί ο Ρίβης Παλιόσυρμος την κρατούσε στις φυλακές του, σκέφτεται. Ήθελε μέσω αυτής να εκβιάσει τον πατέρα της; Το θεωρεί πολύ πιθανό. Το πιθανότερο, βασικά. Αν η Ασημίνα Νέρφελδιφ σκοπεύει να βγάλει από τη μέση τον Γρύπα Ξενοκράτη, τι καλύτερη μέθοδος απ’το να αιχμαλωτίσει την κόρη του; Ο Σουτούρης δεν γνωρίζει λεπτομέρειες αλλά έχει ακούσει ότι ο Ξενοκράτης έκανε την Αστερόπη όταν ήταν μικρός – μικρότερος από είκοσι χρονών – και την αγαπά πολύ. Την αποκαλεί «κρυφή του δύναμη μέσα στη Σεργήλη». Η Αστερόπη είναι το χέρι του και τα μάτια του παντού.
Η Ναρλέθι αναστενάζει. «Και τώρα θα πας στη Νίρβεκ; Θα φύγεις απόψε;»
«Αν έχω τη δυνατότητα. Υπάρχει πλοίο στο λιμάνι; Γρήγορο πλοίο;»
Η Ναρλέθι ανάβει τσιγάρο ξανά. «Αν δεν υπάρχει, θα πας με όχημα; Είναι μακριά από ξηράς, να οδηγείς τόσες ώρες.»
«Υπάρχει πλοίο ή δεν υπάρχει;»
«Τα μεσάνυχτα περιμένω τη Λιαρνίδα, για να της δώσω κάποια πράγματα που θα πάει βόρεια.»
«Στη Νίρβεκ… Θα φύγω μαζί της, λοιπόν,» αποφασίζει, δίχως δισταγμό, ο Σουτούρης.
«Να την προσέχεις. Είπε ότι την άλλη φορά που θα σε δει θα σε δαγκώσει.» Η Ναρλέθι φυσά καπνό απ’τα ρουθούνια.
«Τι; Γιατί;»
«Νομίζει ότι παίζεις μαζί της και μετά φεύγεις.»
«Τι;» κάνει πάλι ο Σουτούρης.
«Μη με κοιτάς έτσι. Εγώ τής είπα ότι δεν ντύνεσαι με τα καλά σου μόνο όταν έρχεται εκείνη – έτσι ντύνεσαι πάντα. Ούτε το χαμόγελό σου είναι επειδή θες να την προσελκύσεις ή να την κοροϊδέψεις – έτσι χαμογελάς πάντα. Αλλά δε νομίζω ότι μ’έχει πιστέψει. Όχι τελείως.»
«Πρέπει ν’αρχίσω να κάνω παρέα με πιο λογικούς ανθρώπους…» λέει Σουτούρης ακουμπώντας την πλάτη του στην καρέκλα καθώς χαμογελά ειρωνικά.
Ορίστε, σκέφτεται η Ναρλέθι. Τώρα, αν ήθελα δεν μπορούσα να σε παρεξηγήσω; Όπως όλοι οι άντρες, είναι κι αυτός τελείως ανόητος! «Τέλος πάντων,» του λέει. «Εμένα ξέρεις τι μ’απασχολεί περισσότερο; Ότι δεν είμαι βέβαιη αν μπορώ πια να της έχω εμπιστοσύνη.»
Ο Σουτούρης συνοφρυώνεται.
«Εξαιτίας των όσων συμβαίνουν μέσα στην οικογένεια, εννοώ,» εξηγεί η Ναρλέθι.
«Το κατάλαβα. Αλλά αν αρχίσουμε να σκεφτόμαστε έτσι….»
«Τι;»
«Θα πρέπει να κλειστούμε μέσα σε μια ντουλάπα και να μη βγαίνουμε.» Πίνει μια γουλιά Γλυκό Κρόνο.
Έχει δίκιο, παραδέχεται η Ναρλέθι. Σ’αυτό έχει δίκιο. Το τσιγάρο δεν κάνει τίποτα για να διώξει τον παγερό φόβο από μέσα της, έτσι το σβήνει στο τασάκι, στρίβοντάς το βίαια.
*
Ο Σουτούρης πηγαίνει στο σπίτι του μέσα στο Μαύρο Δόντι για να ετοιμαστεί και να πλυθεί προτού έρθουν τα μεσάνυχτα και ο Δράκος του Ποταμού, το μηχανοκίνητο ποταμόπλοιο της Λιαρνίδας. Εν τω μεταξύ, σκέφτεται αν θα έπρεπε κάπως να ειδοποιήσει τους γονείς του γι’αυτά που έχουν συμβεί. Είναι κι οι δυο τους σημαντικά μέλη της Δυναστείας, και ίσως να κινδυνεύουν. Βρίσκονται, όμως, μακριά από εδώ: η μητέρα του στην Άντχορκ, ο πατέρας του στη Μέλβερηθ – χωρισμένοι επειδή κάποτε (αργά, μάλλον) διαπίστωσαν ότι ο τεράστιος εγωισμός του ενός δεν ταίριαζε με τον τεράστιο εγωισμό του άλλου.
Από τη Θακέρκοβ μόνο μπορώ να τους στείλω μήνυμα. Δε νομίζω ότι τώρα στο Μαύρο Δόντι είναι κανένας που–
Το κουδούνι της εξώπορτας του σπιτιού του χτυπά, και είναι σαν η Λόρκη να έδωσε απάντηση στην επιθυμία του. Ο Σουτούρης δεν ξέρει αν αυτό θα μπορούσε να οφείλεται στην παράξενη τύχη του ή όχι, καθώς ανοίγει την πόρτα και βλέπει τη Βλάστη τη γρυποκαβαλάρισσα να στέκεται στο κατώφλι του: μετρίου αναστήματος, γαλανόδερμη όπως εκείνος, με κοντά μαύρα μαλλιά, ατημέλητα ως συνήθως – ουρές πετάνε από δω κι από κει. Ένα αργυρό σκουλαρίκι στο σχήμα φτερών γυαλίζει στ’αριστερό της αφτί.
«Θα έφευγες χωρίς να μου το πεις;» του λέει, χαμογελώντας.
Ο Σουτούρης γελά και την αγκαλιάζει, τραβώντας την μέσα στο σπίτι. «Βλάστη! Δεν ήξερα ότι ήσουν εδώ.»
Καθώς φιλιούνται, η Βλάστη κλείνει με το πόδι την πόρτα πίσω τους. Μετά του λέει: «Μόλις ήρθα, και η Σερφάντια μού είπε ότι φεύγεις τα μεσάνυχτα, όταν τη ρώτησα πού είσαι.»
«Πρέπει να πάω στη Νίρβεκ,» αποκρίνεται ο Σουτούρης.
Η Βλάστη συνοφρυώνεται ατενίζοντας το πρόσωπό του. «Είναι… κάτι σημαντικό;»
«Αρκετά σημαντικό.»
«Κρίμα,» μορφάζει η Βλάστη· «σκεφτόμουν να περάσουμε τη νύχτα μαζί. Έχω αφήσει τον γρύπα μου να ξεκουραστεί. –Έχεις κανονίσει μέσο για να φύγεις; Θα μπορούσα εγώ να σε πετάξω ώς τη Νίρβεκ· έχω κάτι μηνύματα να παραδώσω στις περιοχές βόρεια της Θακέρκοβ.»
Ο Σουτούρης κάθεται σε μια από τις καρέκλες του τραπεζιού, πλάι στον μεγάλο ραδιοφωνικό δέκτη. «Χμμμ…»
«Σε βάζω σε πειρασμό;» λέει η Βλάστη, υψώνοντας ένα φρύδι κι ακουμπώντας το μποτοφορεμένο πόδι της στη βέργα που ενώνει τα μπροστινά πόδια της καρέκλας, ενώ σταυρώνει τα χέρια της επάνω στο γόνατο της και γέρνει προς τη μεριά του Σουτούρη.
«Δεν ξέρω,» αποκρίνεται εκείνος σοβαρά. «Σκοπεύω να φύγω με μηχανοκίνητο ποταμόπλοιο, τα μεσάνυχτα–»
«Μεγάλο ποταμόπλοιο;»
«Χρειάζεται μάγο για να ρυθμίζει την ενεργειακή ροή του· είναι αρκετά μεγάλο, δεν είναι βάρκα. Το ερώτημα είναι: ο γρύπας σου μπορεί να φτάσει στη Νίρβεκ πιο γρήγορα από το ποταμόπλοιο; Δε νομίζω, Βλάστη.»
«Εξαρτάται από το πόσες στάσεις θα κάνει το ποταμόπλοιο.»
«Απ’ό,τι μου είπε η Ναρλέθι πηγαίνει κατευθείαν στη Νίρβεκ. Το πολύ να σταματήσει και στην Έτρεβοθ. Μέσα στην επόμενη μέρα πρέπει να είμαι, λογικά, στον προορισμό μου. Με τον γρύπα σου, όμως, δεν θα κάνω τουλάχιστον δυο μέρες για να φτάσω στη Νίρβεκ;»
Η Βλάστη σουφρώνει τα χείλη. «Αλλά θα έχεις καλή παρέα.»
Ο Σουτούρης πιάνει το σαγόνι της ανάμεσα στον αντίχειρα και στον δείκτη του. «Δυστυχώς βιάζομαι,» λέει και τη φιλά. «Αλλά θα μπορούσες να με βοηθήσεις σε κάτι άλλο, αν θέλεις.»
«Τι;»
«Να μεταφέρεις δυο μηνύματα.»
«Σε ποιους;»
«Σ’έναν κύριο στη Μέλβερηθ και σε μια κυρία στην Άντχορκ.»
«Μακριά,» παρατηρεί η Βλάστη, παίρνοντας το πόδι της από την καρέκλα του και βηματίζοντας μες στο καθιστικό. «Και πρέπει να πάω πρώτα κάποια άλλα μηνύματα στις περιοχές βόρεια της Θακέρκοβ, όπως σου είπα.»
«Δε χρειάζεται να μεταφέρεις τα μηνύματά μου η ίδια,» εξηγεί ο Σουτούρης. «Δώσ’ τα σε συνδέσμους μας στη Θακέρκοβ, ταχυμεταφορείς. Τα άτομα για τα οποία προορίζονται είναι της Δυναστείας.» Η Βλάστη δεν ξέρει ποιοι είναι οι γονείς του Σουτούρη.
«Εντάξει, τότε,» αποκρίνεται εκείνη. «Δεν υπάρχει πρόβλημα. Πού είναι τα μηνύματα;»
«Τώρα θα τα γράψω.»
«Τώρα;»
«Δεν ήμουν σίγουρος αν θα τα έστελνα από εδώ ή από τη Νίρβεκ. Περίμενε λίγο.»
«Δε σκόπευα να φύγω.» Η Βλάστη κάθεται σε μια καρέκλα.
Ο Σουτούρης τής προσφέρει ένα ποτήρι Κρύο Ουρανό και πηγαίνει στο γραφείο του, όπου συντάσσει μία επιστολή για τον πατέρα του και μία για τη μητέρα του. Ύστερα επιστρέφει στο καθιστικό και δίνει τις επιστολές, σφραγισμένες, στη Βλάστη, εξηγώντας της πού ακριβώς πρέπει να παραδοθούν.
Εκείνη τραβά έναν δερμάτινο φάκελο από την τσάντα της, βάζει μέσα τα δύο μηνύματα, και τον κρύβει πάλι στην τσάντα. «Έχεις και τίποτ’ άλλες δουλειές μέχρι τα μεσάνυχτα;» ρωτά.
Ο Σουτούρης δεν έχει, και τα μεσάνυχτα απέχουν τρεις ώρες ακόμα, έτσι η Βλάστη δεν είναι δύσκολο να τον τραβήξει στην αγκαλιά της. Τα ρούχα της φεύγουν το ένα μετά το άλλο μέσα στο καθιστικό –γυριστές μπότες, δερμάτινο πανωφόρι, υφασμάτινο παντελόνι γεμάτο τσέπες, πουκάμισο χωρίς γιακά – αποκαλύπτοντας γαλανόδερμο σώμα και μαύρα εσώρουχα. Εκείνη κι ο Σουτούρης – που είχε λιγότερα ρούχα για να βγάλει – ξαπλώνουν στον καναπέ με τα μέλη τους μπλεγμένα και τα φιλιά τους ν’αντηχούν μες στο δωμάτιο. Αλλά ο Τυχερός δεν είναι καλός εραστής όταν ξέρει πως βιάζεται, όταν έχει άλλους προβληματισμούς στο μυαλό του, και η Βλάστη δεν βρίσκει σέλα για να ικανοποιήσει την επιθυμία της, πράγμα που την κάνει να δυσανασχετήσει. Προτού όμως σηκωθεί από τον καναπέ, ο Σουτούρης την τραβά πάλι πίσω, στην αγκαλιά του, και, γυρίζοντας την πλάτη της προς το μέρος του, διατρέχει όλο της το σώμα με τα χέρια του. Μετά από λίγο, η Βλάστη τρέμει και αναφωνεί σαν θηλυκός γρύπας σε έξαψη.
«Μ’έχεις βαρεθεί;» τον ρωτά ύστερα από κάποια ώρα, ενώ εκείνος στέκεται μπροστά στον καθρέφτη του καθιστικού τελειώνοντας με την ενδυμασία του – προσεχτικός με το πώς ντύνεται, όπως πάντα. Απορεί με τους ανθρώπους που δεν δίνουν σημασία στην εμφάνισή τους. Ποια αξία μπορεί να δίνει κάποιος στον εαυτό του όταν δεν δίνει σημασία στην εμφάνισή του;
Κοιτάζει τη Βλάστη μέσα από τον καθρέφτη. Είναι ακόμα ξαπλωμένη στον καναπέ, ντυμένη με το παντελόνι της και τον στηθόδεσμό της, καπνίζοντας. «Έχω πολλά στο μυαλό μου τώρα,» της αποκρίνεται στρώνοντας τον γιακά του πουκαμίσου του. «Συμβαίνουν… διάφορα.»
«Μη μου πεις ότι έχασες σε κανένα τυχερό παιχνίδι!» χαμογελά η Βλάστη.
Ο Σουτούρης γελά και στρέφεται να την αντικρίσει. «Όχι, δεν έχασα σε τυχερό παιχνίδι. Αλλά χτες βράδυ κάποιος προσπάθησε να με δολοφονήσει.»
«Τι; Δε μου το είπε αυτό η Σερφάντια!»
«Μάλλον δεν κάθισες πολύ στον Νερόλιθο.»
Η Βλάστη ανασηκώνει τους ώμους. «Αμέσως εδώ ήρθα. Ποιος προσπάθησε να σε σκοτώσει;»
«Είναι περίεργη υπόθεση,» της απαντά. «Θα σου πω άλλη φορά. Αλλά ο λόγος που πηγαίνω στη Νίρβεκ τώρα δεν είναι άσχετος μ’αυτήν. Καταλαβαίνεις;»
Η Βλάστη νεύει καταφατικά, ρουφώντας καπνό απ’το τσιγάρο της.
«Μην ξεχάσεις τα μηνύματά μου,» της λέει ο Σουτούρης.
«Είσαι σοβαρός; Με το ξημέρωμα θα πετάξω στη Θακέρκοβ. Να κοιμηθώ εδώ το βράδυ;»
«Κοιμήσου.»
*
Ο Δράκος του Ποταμού δεν καθυστερεί. Τα μεσάνυχτα η Καπετάνισσα Λιαρνίδα αράζει το πλοίο της στο Μαύρο Δόντι και, ενόσω κάποια πράγματα φορτώνονται στο αμπάρι, μιλά με τη Ναρλέθι καθώς οι δυο τους στέκονται στην προβλήτα. Η κουβέντα τους είναι σύντομη, κι όταν τελειώνει, η Ναρλέθι κάνει νόημα με το χέρι της, κι ένας ταξιδιώτης ντυμένος με κάπα και κουκούλα ξεπροβάλλει από τα σκοτάδια του μικρού λιμανιού πλησιάζοντας την καπετάνισσα του Δράκου του Ποταμού.
Η Λιαρνίδα είναι ψηλή γυναίκα με πλατύ πρόσωπο και κατάλευκο δέρμα σαν πανί. Τα μαλλιά της πέφτουν κατάμαυρα και σγουρά στους ώμους της. Φορά ένα γκρίζο φόρεμα από χοντρό δέρμα και καφετιά γάντια. Βαδίζει ξυπόλυτη όταν είναι πάνω σε κατάστρωμα ή σε προβλήτες – όπως τώρα.
«Καλώς τον,» λέει στον Σουτούρη, ατενίζοντας το σκιασμένο πρόσωπό του μέσα απ’την κουκούλα του.
«Καλησπέρα,» αποκρίνεται εκείνος· και ρωτά: «Σε πόση ώρα φεύγουμε;»
«Τώρα, μόλις φορτώσουν τα πράγματα.»
«Πού τα πηγαίνεις;»
«Πολλές ερωτήσεις κάνεις απόψε, τζογαδόρε,» παρατηρεί η καπετάνισσα.
«Θέλω να ξέρω πόσο σύντομα θα φτάσουμε στη Νίρβεκ,» εξηγεί εκείνος.
Η Λιαρνίδα δεν μπορεί να διακρίνει καθόλου καλά την όψη του μέσα από την κουκούλα του, αλλά κάποια πράγματα τα καταλαβαίνει. «Ανήσυχος φαίνεσαι…»
«Θα φτάσουμε αύριο;» επιμένει ο Σουτούρης.
Η Λιαρνίδα νεύει καταφατικά. «Με την εύνοια της Βιρινέθης.» Μόνο όσοι έχουν τη θάλασσα ή τους ποταμούς της Σεργήλης μέσα στην καθημερινότητά τους αναφέρονται στη Βιρινέθη ή τη λατρεύουν, και η Λιαρνίδα είναι μία απ’ αυτούς, καθώς το μεγαλύτερο ίσως μέρος της ζωής της το έχει περάσει πάνω σε πλεούμενα – και συνεχίζει έτσι.
«Εντάξει,» αποκρίνεται ο Σουτούρης. «Αυτό ήθελα να ξέρω.»
«Κάποια από τα πράγματά μας προορίζονται για την Πάολα των Δρομολόγων. Η Ναρλέθι μού λέει ότι την έχεις συναντήσει και παλιότερα…»
«Ναι,» παραδέχεται ο Σουτούρης, καθώς θυμάται την επίσκεψή του στη Νίρβεκ μαζί με τον ραλίστα, πριν από κάποιους μήνες. Έκανε το μεγαλύτερο καζίνο της πόλης, το Τυχερό Άστρο, να γονατίσει, και παραλίγο να τον δολοφονήσουν πάλι. Τότε, όμως, δεν τον έσωσε ο ραλίστας· ο Σουτούρης έσωσε τον εαυτό του. Η τύχη του – ή, μάλλον, η μαγεία του – τον βοήθησε. Καθώς εκείνο το στιλέτο ερχόταν προς το μέρος του, ο Τυχερός διέκρινε τη Σωστή Στιγμή – και γύρισε το σώμα του για να αποφύγει το μοιραίο χτύπημα. Μαχαιρώθηκε, βέβαια, αλλά όχι θανάσιμα.
«Θέλω και τώρα να συναντήσω την Πάολα,» λέει στη Λιαρνίδα.
Είμαι έτοιμος να πέσω για ύπνο όταν η πόρτα του δωματίου μου στο Δυτικό Άστρο χτυπά.
«Ποιος είναι;» ρωτάω, πλησιάζοντας.
«Εγώ,» ακούγεται η φωνή της Αστερόπης.
Της ανοίγω, βλέποντας πως στέκεται μόνη στο κατώφλι μου, με το ένα χέρι ακουμπισμένο στο πλαίσιο της πόρτας, ντυμένη με το κίτρινο, κοντομάνικο φόρεμά της, όπως πριν. «Να μιλήσουμε;» με ρωτά, ενώ το βλέμμα της με κοιτάζει προς στιγμή από πάνω ώς κάτω, καθώς εγώ δεν είμαι ντυμένος με τίποτα περισσότερο από την περισκελίδα μου.
Παραμερίζω από την πόρτα, αφήνοντάς την να περάσει, και κλείνω πίσω της. Η Κλεισμένη τη βλέπει και κρύβεται κάτω απ’το κρεβάτι.
«Συνέβη κάτι καινούργιο τόσο γρήγορα;» ρωτάω. Δεν είναι ακόμα μισή ώρα από τότε που φύγαμε απ’τη σουίτα του Ξενοκράτη έχοντας αποφασίσει πώς θα κινηθούμε στο σύντομο μέλλον.
«Όχι,» μου λέει η Αστερόπη, «τίποτα καινούργιο.» Και χαμογελά καθώς στρέφεται να μ’αντικρίσει. «Ακόμα απορώ, όμως… πώς το κατάλαβες;»
«Ποιο;»
«Ότι είπα ψέματα σχετικά με τον Παλιόσυρμο.»
Ανασηκώνω τους ώμους. «Από τον τρόπο σου. Πώς αλλιώς;»
«Είναι δυνατόν να με ξέρεις τόσο καλά;»
«Δε νομίζω ότι σε ξέρω καλά,» της λέω καθίζοντας στην άκρη του κρεβατιού. «Απλά ίσως τώρα να σε ξέρω λίγο καλύτερα από πριν.»
«Επειδή έμαθες ποιος είναι ο πατέρας μου;»
«Προφανώς.»
Η Αστερόπη με παρατηρεί συλλογισμένα καθώς ακόμα στέκεται, έχοντας τα χέρια της σταυρωμένα μπροστά της.
«Τι;» λέω. (Η Κλεισμένη νιαουρίζει κάτω απ’το κρεβάτι.)
«Μ’ενόχλησε πριν,» μου λέει, «γι’αυτό ήμουν έτοιμη να σου χιμήσω.»
«Δε θα είχα ποτέ πρόβλημα αν μου χιμούσες,» αποκρίνομαι. «Αλλά τι σ’ενόχλησε; Το ότι κατάλαβα πως μου είπες ψέματα;»
Η Αστερόπη χαμογελά ξανά. «Ναι.» Πλησιάζει και κάθεται πάνω μου, γονατισμένη στο κρεβάτι, το ένα γόνατο δεξιά μου, το άλλο αριστερά μου. «Αυτό ήταν μόνο;»
«Ποιο;» Τα χέρια μου γλιστράνε κάτω από το κίτρινο φόρεμα, χαϊδεύοντας τους μηρούς της.
«Απλά το κατάλαβες από τον τρόπο μου; Ότι σου έλεγα ψέματα;»
«Ναι. Αλήθεια σού λέω. Τι άλλο νομίζεις ότι μπορεί να ήταν;»
«Είσαι επικίνδυνος άνθρωπος, τελικά,» μου λέει.
«Να και κάτι που δεν θα μπορούσα να φανταστώ.»
Η Αστερόπη γελά. «Όταν καταλαβαίνεις τέτοια πράγματα, είσαι σίγουρα επικίνδυνος.» Τα δάχτυλά της αγγίζουν τις πλευρές του προσώπου μου σαν να προσπαθούν να το πλαισιώσουν. «Και δίχως αμφιβολία αποδείχτηκες επικίνδυνος για την Ασημίνα Νέρφελδιφ,» προσθέτει.
«Δε νομίζω να μπορούσε να κρατήσει τα σχέδιά της για πάντα κρυμμένα από εσάς.»
«Πιθανώς, όμως, να τα μαθαίναμε όταν ήταν πια πολύ αργά.»
Τα χείλη της πλησιάζουν τα δικά μου ενώ τα μάτια μας έχουν ήδη σμίξει. Οι γλώσσες μας παλεύουν άγρια για λίγο, και μετά στριφογυρίζουμε επάνω στο κρεβάτι για κάποια ώρα (η Κλεισμένη νιαουρίζει ενοχλημένα, κάπου-κάπου, από κάτω μας αλλά την αγνοούμε) προτού, κορεσμένοι κι οι δύο, πάψουμε να κινούμαστε. Μένουμε ξαπλωμένοι πλάι-πλάι, αντικριστά· το ένα πόδι της Αστερόπης είναι ακόμα γαντζωμένο πίσω από το γόνατό μου.
«Τι άλλα σού είπε αυτή η αλεπού της ερήμου για εμένα;» με ρωτά.
«Η αδελφή σου, εννοείς;»
«Ξέρεις πολύ καλά ποια εννοώ.»
«Τίποτα το ιδιαίτερο, βασικά. Απλά ούτε κι αυτή νομίζω πως σε συμπαθεί πολύ.»
«Για φαντάσου…» μορφάζει η Αστερόπη. Και με ρωτά: «Δε μου λες, έχεις κοιμηθεί μαζί της;»
«Παράξενο· την ίδια ερώτηση μού έκανε κι εκείνη για σένα.»
Τα μάτια της στενεύουν. «Δηλαδή, έχεις κοιμηθεί μαζί της!»
«Δεν έδωσα απάντηση ακόμα.»
Με χτυπά ελαφρά στα μπαλάκια με το αριστερό της χέρι.
«Α!»
«Είμαστε παντρεμένοι,» μου λέει.
«Είχαμε χωρίσει, όμως,» της θυμίζω, «εδώ και καιρό.» Ο γάμος μας, φυσικά, ήταν εικονικός, για μια έρευνα που είχαμε αναλάβει μαζί στη Θακέρκοβ. «Επιπλέον, πού να φανταστώ ότι ήταν αδελφή σου; Δεν έχετε και καμια ομοιότητα.»
«Αυτό έλειπε!» ρουθουνίζει η Αστερόπη. «Και δεν είμαστε αδελφές ακριβώς. Είμαστε ετεροθαλείς.»
«Το ξέρω· μου το είπε. Αλλά, ακόμα κι έτσι… με παραξενεύει, Αστερόπη. Εντάξει, η Μελένια είναι στη σωστή ηλικία για νάναι κόρη του Ξενοκράτη. Αποκλείεται νάναι πάνω από τριάντα χρονών–»
«Είκοσι-εφτά είναι τώρα,» με πληροφορεί η Αστερόπη.
«Όπως έλεγα, είναι στη σωστή ηλικία για νάναι κόρη του. Αλλά εσύ όχι. Πρέπει νάσαι σαν εμένα, περίπου, κι εγώ είμαι τριάντα-εννιά χρονών…»
Εκείνη χαμογελά. «Δεν είμαι περίπου στην ηλικία σου,» με πληροφορεί. «Τριάντα-εννιά είμαι κι εγώ.»
«Και ο Ξενοκράτης δε νομίζω νάναι πάνω από εξήντα…»
«Ο μπαμπάς με έκανε στα δεκαεννιά του χρόνια.»
«Σοβαρολογείς;»
«Φυσικά,» λέει η Αστερόπη. «Η μητέρα μου είναι οχτώ χρόνια μεγαλύτερή του. Τη συνάντησε, την ερωτεύτηκε, και εγώ ήμουν το αποτέλεσμα.»
«Το αποτέλεσμα είναι εκπληκτικό,» της λέω, τσιμπώντας το αριστερό της στήθος.
Η Αστερόπη γελά.
«Είναι και η μητέρα σου της Παλιάς Δυναστείας; Πού βρίσκεται τώρα;»
«Τα πάντα θέλεις να τα ξέρεις!» μου λέει επικριτικά, μεταξύ αστείου και σοβαρού. «Όχι, η μαμά μου δεν είναι της Παλιάς Δυναστείας. Δεν ήταν καν μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία όταν ο μπαμπάς τη γνώρισε–»
«Εκείνος την έβαλε στην οικογένεια;»
«Ναι. Κι ένα χρόνο μετά τη γέννησή μου την έδιωξαν από το μαγικό τάγμα των Βιοσκόπων.»
«Εξαιτίας του Ξενοκράτη;»
«Φυσικά και όχι. Έκανε κάποιο παράπτωμα.»
«Τι;»
«Δεν έχει σημασία.» Η Αστερόπη παίρνει το πόδι της από πάνω μου και ξαπλώνει ανάσκελα· τεντώνεται πάνω στο κρεβάτι, αναστενάζοντας.
«Γιατί δεν είναι ακόμα μαζί με τον Ξενοκράτη;» τη ρωτάω. «Γιατί είναι αυτή η Ισμήνη κι όχι η μητέρα σου; Ποια είναι η Ισμήνη, αλήθεια;»
«Ο μπαμπάς σού μοιάζει,» μου λέει η Αστερόπη· «δεν είναι σταθερός άντρας.» Απλώνει το χέρι της και πατά τον διακόπτη που σβήνει το φως.
Το ίδιο μού είπε κι η Μελένια! παρατηρώ, λιγάκι ξαφνιασμένος. Να το πάρω προσωπικά; «Τόσο ασταθής νομίζεις ότι είμαι;»
«Εσύ δεν το νομίζεις;»
«Εσύ νομίζεις ότι είσαι πιο σταθερή;»
«Εμένα δεν μπορείς να με κρίνεις έτσι.»
«Γιατί;»
«Δεν κοιμόμαστε τώρα; Αύριο θα σηκωθούμε πρωί.»
«Δε θα μου πεις, τουλάχιστον, ποια είναι η Ισμήνη;»
«Νυστάζω, Ζορδάμη.»
«Η μητέρα της Μελένιας ποια είναι;»
Η Αστερόπη δεν μιλά.
«Το ξέρω πως δεν κοιμάσαι,» της λέω.
Μόνο το σκοτάδι μού απαντά.
Τέλος πάντων. Ώρα για ύπνο.
*
Το πρωί φεύγουμε από το Δυτικό Άστρο, όλοι μας: εγώ, η Κλεισμένη, ο Ρίβης, η Αστερόπη, ο Ύαν, ο Γρύπας Ξενοκράτης, και η Ισμήνη. Μαζί με τον Ξενοκράτη είναι επίσης τέσσερις μισθοφόροι – τρεις άντρες, μία γυναίκα. Πηγαίνουμε στο μικρό αεροδρόμιο της Κάρντλας χρησιμοποιώντας δύο οχήματα – το δικό μου και του Γρύπα. Ένα ελικόπτερο μάς περιμένει εκεί, το οποίο ανήκει στον Ξενοκράτη. Βγαίνουμε από τα οχήματα και το πλησιάζουμε. Ένας από τους μισθοφόρους του Γρύπα το ξεκλειδώνει και επιβιβαζόμαστε. Ο ίδιος μισθοφόρος κάθεται στη θέση του πιλότου. Είμαστε αρκετοί άνθρωποι για το μικρό αεροσκάφος, αλλά μας χωρά χωρίς να βρισκόμαστε και πολύ στριμωγμένοι. Το όχημά μου ο Ξενοκράτης μού έχει ήδη πει, από χτες, ότι θα το φέρουν στην Ύγκρας, μέσω τρένου, άνθρωποι που εργάζονται γι’αυτόν. Τώρα δεν έχουμε χρόνο να χάσουμε ταξιδεύοντας από ξηράς. Το ελικόπτερο θα μας πετάξει ώς την έπαυλή του στις παρυφές της ερήμου πολύ πιο γρήγορα από οποιοδήποτε όχημα.
Οι έλικες μπαίνουν σε κίνηση, γεμίζοντας το αεροσκάφος με το βουητό τους. Υψωνόμαστε από το ελικοδρόμιο και πάνω από την Κάρντλας. Ο πιλότος παίρνει κατεύθυνση νοτιοανατολική και το εναέριο ταξίδι μας ξεκινά. Δεν μιλάμε πολύ κατά τη διάρκεια της πτήσης· ό,τι ήταν να πούμε το έχουμε ήδη πει. Έχω, βέβαια, ακόμα πολλές απορίες σχετικά με τη βιολογική οικογένεια του Ξενοκράτη, αλλά είμαι σίγουρος πως ούτε εκείνος ούτε η Αστερόπη είναι πρόθυμοι να μιλήσουν για τέτοια θέματα τώρα.
Μετά από πέντε ώρες προσγειωνόμαστε σε μια από τις οροφές της βίλας του Γρύπα όπου υπάρχει ελικοδρόμιο. Είναι μεσημέρι και η ζέστη της ερήμου ανυπόφορη. Βγαίνουμε απ’το αεροσκάφος νιώθοντας τις πύρινες λόγχες του ήλιου να προσπαθούν να τρυπήσουν το πετσί μας και να φτάσουν κόκαλα και ζωτικά όργανα.
Συναντάμε τη Μελένια στο εσωτερικό της βίλας – το οποίο είναι σαφώς πιο δροσερό, καθώς η θερμοκρασία του ρυθμίζεται από αυτόματα, πανάκριβα συστήματα – και παρατηρώ ότι εκείνη και η Αστερόπη δεν ανταλλάσσουν ούτε έναν τυπικό χαιρετισμό. Για την ακρίβεια, αγνοούν τελείως η μία την άλλη, αν και όχι επιδεικτικά. Ο Γρύπας μάς λέει να ξεκουραστούμε εδώ μερικές ώρες και, μόλις έχει πέσει λίγο ήλιος, να πάμε στην Ύγκρας για να πάρουμε το τρένο.
«Θα έρθεις μαζί μας;» τον ρωτάω.
Εκείνος κουνά το κεφάλι. «Όχι· έχω άλλες δουλειές. Σχετικές, βέβαια, με τα όσα μάς αφορούν.»
Υποθέτω πως θέλει να ειδοποιήσει κάποια μέλη της Δυναστείας. Ελπίζω να μην πέσει πάνω σε προδότες που θα προσπαθήσουν να τον σκοτώσουν. Αν και είναι ανόητο να σκέφτομαι, έστω και για λίγο, ότι ο Ξενοκράτης θα φανεί απρόσεχτος. Δεν του λέω τίποτα, φυσικά. Ξέρει τη Δυναστεία εκατό φορές καλύτερα από εμένα.
«Υπάρχει φαγητό για όλους;» ρωτά ο Γρύπας τη Μελένια.
«Φυσικά,» αποκρίνεται εκείνη.
«Έχεις φάει;»
«Ναι.»
Μας συνοδεύει, όμως, ώς την τραπεζαρία της βίλας και μετά πηγαίνει να ειδοποιήσει το υπηρετικό προσωπικό. Φαγητά και ποτά δεν αργούν να γεμίσουν το τραπέζι ανάμεσά μας, και η Μελένια κάθεται επίσης σε μια από τις καρέκλες αλλά δεν τρώει· πίνει μόνο μερικές γουλιές από ένα ποτήρι ελαφρύ Σεργήλιο οίνο. Παρατηρώ ότι η Αστερόπη κάπου-κάπου τη λοξοκοιτάζει, όμως εκείνη δεν κάνει το ίδιο.
Αργότερα, η Μελένια μάς οδηγεί στα δωμάτιά μας στον ξενώνα, κι αυτή τη φορά δεν έρχεται να με επισκεφτεί. Εξαιτίας της Αστερόπης; δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ.
Καθώς ξαπλώνω στο κρεβάτι, η Κλεισμένη πηδά δίπλα μου, νιαουρίζοντας και κουνώντας την ουρά της. «Σ’αρέσει άμα είμαστε μόνοι, ε;» της λέω, ισοπεδώνοντας τ’αφτιά της καθώς τη χαϊδεύω.
«Νιάρ!» αποκρίνεται.
Το απόγευμα, ενώ ο καυτός ήλιος της ερήμου γέρνει προς τη δύση, συναντιόμαστε στον χώρο στάθμευσης οχημάτων της βίλας, εγώ (μαζί με την Κλεισμένη, φυσικά), η Αστερόπη, ο Ρίβης, και ο Ύαν.
«Αυτό εδώ πρέπει να είναι που μας είπε ο Ξενοκράτης,» λέω κοιτάζοντας ένα όχημα με τέσσερις μεγάλους τροχούς, ειδικό για τις άμμους των ερήμων.
«Δεν υπάρχει άλλο με καφέ χρώμα και μαύρες ρίγες, Ραλίστα,» λέει ο Ύαν. «Επιπλέον, μ’αυτό ήρθαμε εγώ κι η Αγαρίστη.» (Ακόμα επιμένει να την αποκαλεί Αγαρίστη!)
Βγάζω από την τσέπη μου τα κλειδιά που μου έχει δώσει ο Ξενοκράτης, ξεκλειδώνω τις πόρτες του οχήματος, και επιβιβαζόμαστε. Κάθομαι στο τιμόνι και ενεργοποιώ τη μηχανή. Δίπλα μου κάθεται η Αστερόπη. Στην πίσω μεριά – μια αρκετά ευρύχωρη καρότσα, σκεπασμένη με ύφασμα που απωθεί τη θερμότητα – κάθονται ο Ύαν και ο Ρίβης, με την Κλεισμένη να περιφέρεται ανάμεσά τους κι ανάμεσα στα πράγματα και τους εξοπλισμούς που έχουμε πάρει μαζί μας.
Βγάζω το όχημα από τον χώρο στάθμευσης και το οδηγώ προς την πύλη της περιτειχισμένης βίλας. Τα δύο μεταλλικά φύλλα της χωρίζονται μπροστά μας και φεύγουμε από το σπίτι-φρούριο του Γρύπα Ξενοκράτη, ταξιδεύοντας επάνω στην έρημο, κατευθυνόμενοι προς τα ανατολικά, προς την Ύγκρας. Αναπτύσσω ταχύτητα, φυσικά· δεν βλάπτει να χαρώ λιγάκι οδήγηση. Σύννεφα άμμου σηκώνονται γύρω μας, η μηχανή γρυλίζει.
«Μην αρχίσουμε πάλι τα ίδια, Ραλίστα,» μου λέει ο Ύαν από πίσω, καθώς τον βλέπω, μέσα απ’τον καθρέφτη, να λαδώνει ένα τουφέκι.
«Μην είσαι περίεργος, Ύαν,» αποκρίνομαι. «Η Ύγκρας δεν είναι μακριά.»
Σε καμια ώρα, ενώ οι σκιές πληθαίνουν, φτάνουμε στη μεγαλούπολη στις παρυφές των νότιων ερήμων και βάζω το όχημά μας στους δρόμους της.
Η Αστερόπη ανοίγει τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της και καλεί τον Βερνάχ. Του λέει πως μόλις ήρθαμε στην Ύγκρας και πως έχουμε μαζί μας το όχημα που της έδωσε όταν εκείνη κι ο Ύαν ήθελαν να πάνε στη βίλα του Ξενοκράτη.
«Εντάξει,» μου λέει η Αστερόπη όταν κλείνει τον πομπό απομακρύνοντάς τον από το αφτί της, «θα έρθει να το παραλάβει.»
«Πού να το πάω;»
«Στην Πλατεία Νομάδων.»
Οδηγώ ώς εκεί και σταματάω σε μια άκρη της. Κάτι πλανόδιοι μουσικοί είναι συγκεντρωμένοι στην πλατεία και φαίνεται νάχουν μόλις αρχίσει να παίζουν κατ’φάτριχ – τις μακριές φλογέρες των νομάδων, αν και οι ίδιοι δεν μοιάζουν για νομάδες της ερήμου. Μπροστά τους έξι αμμόσαυρες χορεύουν στον ρυθμό της μουσικής, σαν υπνωτισμένες. Ένα μικρό πλήθος θεατών έχει μαζευτεί, παρακολουθώντας και ρίχνοντάς τους κάπου-κάπου κανένα νόμισμα μέσα στο υπερβολικά μεγάλο καπέλο που βρίσκεται παραδίπλα, ακριβώς γι’αυτό το σκοπό.
Ο Βερνάχ δεν αργεί να έρθει μαζί με τον Νιρμόδο’χοκ – τον μάγο που κάποτε μου έκλεψε τη μνήμη (με τη συγκατάθεσή μου) προκειμένου να ανακαλύψω ένα από τα μυστικά στα βάθη της ερήμου: την κατοικία του Αναχωρητή των Κοκάλων. Ο Βερνάχ, που κατάγεται από τους νομάδες της ερήμου και ήταν παλιά με την Επανάσταση, έχει καφετί δέρμα, μαύρα μαλλιά, μουστάκι, και όψη σκληρή και υποψιασμένη. Ο μάγος είναι γαλανόδερμος, πρασινομάλλης, και βαστά ένα κοντό ραβδί γεμάτο γυαλιστερούς κρυστάλλους, μικροσκοπικά κάτοπτρα, και μυστηριώδη κυκλώματα.
«Καλησπέρα,» μας χαιρετά ο Βερνάχ. Και μου λέει: «Τους βρήκες, τελικά – και τους έφερες και πίσω.»
«Έχουμε πολλές δουλειές, Βερνάχ,» αποκρίνομαι· «γι’αυτό είμαστε εδώ.»
«Τι δουλειές;»
«Δυστυχώς, δεν υπάρχει χρόνος για να μιλήσουμε. Ίσως να σου πει περισσότερα ο Ξενοκράτης.»
Ο Βερνάχ με κοιτάζει καχύποπτα. «Πού πηγαίνετε τώρα;» ρωτά.
«Στον σιδηροδρομικό σταθμό,» απαντώ· κι αφού αποχαιρετιόμαστε με τον Βερνάχ και τον Νιρμόδο’χοκ, εγώ και οι σύντροφοί μου αφήνουμε το όχημά μας και φεύγουμε από την Πλατεία Νομάδων.
Η μέρα είναι ηλιόλουστη, αλλά η Πάολα δεν αισθάνεται και πολύ ανέμελη. Δεν αισθάνεται καθόλου ανέμελη, καθώς έχει βγει από το τρίκυκλο όχημά της και πλησιάζει τις ανατολικές αποβάθρες του Χαμηλού Λιμανιού. Τελευταία, είναι σαν όλες οι κατάρες της Λόρκης να έχουν πέσει μαζεμένες. Πρώτα, ένα μυστηριώδες βέλος σκοτώνει τον Φιλοπολίτη Τασνικέφ. Μετά, ο Παλιόσκυλος κλειδώνει τη Βατράνια στα μπουντρούμια, και γενικά δεν είναι καθόλου συνεργάσιμος με τα υπόλοιπα μέλη της Σιδηράς Δυναστείας, ούτε σχετικά με τη Βατράνια ούτε σχετικά με την υπόθεση της δολοφονίας του Τασνικέφ. Μετά, η Νιρίφα – η μισητή εχθρός της Πάολας – έρχεται ο καιρός να ελευθερωθεί από τα Κελιά του Τρένου όπου το Δικαστήριο των Δρομολόγων τη φυλάκισε γι’αυτά που είχε κάνει όταν ο ραλίστας ήταν εδώ. Και μία ημέρα ύστερα από την απελευθέρωση της τρισκατάρατης κόρης της Λόρκης, ο ραλίστας επισκέπτεται ξανά τη Νίρβεκ σαν οι θεοί να παίζουν κάποιο αστείο: και μαζί με τον Ύαν επιτίθενται στα Κεντρικά της Χωροφυλακής. Κάνουν τα πάντα γυαλιά-καρφιά, παίρνουν τη Βατράνια, και φεύγουν – και η Πάολα τούς βοηθά αφού ζητάνε τη βοήθειά της. Τι να έκανε, να τους εγκατέλειπε; Είναι της οικογένειας. Επιπλέον, κάτι πολύ παράξενο συμβαίνει με τον Παλιόσκυλο· δεν υπάρχει αμφιβολία.
Τώρα, ο Ρίβης είναι εξοργισμένος, φυσικά. Τηλεοπτικοί πομποί κατέγραψαν τον Ζορδάμη και τον Ύαν κατά την επίθεσή τους στα Κεντρικά της Χωροφυλακής, και ο Παλιόσκυλος έχει δει τις φάτσες τους· ξέρει ακριβώς τι έγινε. Προχτές το βράδυ μίλησε στον Ζορζ τον Βουτηχτή, ή μάλλον, του έστησε ενέδρα. Παρουσιάστηκε κοντά του, μες στη νύχτα, καθώς εκείνος επέστρεφε από μια δουλειά στη θάλασσα, και του ζήτησε να μάθει τι ξέρει για την υπόθεση. Ο Ζορζ, παρότι γνώριζε για την επίθεση που είχαν σχεδιάσει ο Ύαν και ο Ζορδάμης, είπε ότι δεν ήξερε τίποτα, δεν ήξερε καν ότι ο ραλίστας ήταν εδώ εκείνη τη νύχτα. Ο Ρίβης τον απείλησε πως θα τον σκοτώσει αν μάθει ότι ο Ζορζ γνώριζε για τα σχέδιά τους και δεν τον ειδοποίησε: ο ραλίστας και ο μισθοφόρος δεν ήταν μόνο παράνομοι πλέον μέσα στη Νίρβεκ αλλά και εγκληματίες στα μάτια της Σιδηράς Δυναστείας – λες κι αυτό εκείνος μπορούσε να το αποφασίσει! σκέφτηκε η Πάολα όταν άκουσε για τούτα από τον Ζορζ. Ο Βουτηχτής αποκρίθηκε στον Ρίβη Παλιόσυρμο ότι δεν είχε ιδέα για το παραμικρό. «Και είμαι βέβαιος,» είπε στην Πάολα αργότερα, «ότι κάποιος με παρακολουθούσε ακροβολισμένος σε μια στέγη παραδίπλα. Ο Παλιόσκυλος δεν ήταν μόνος του.» Και ύστερα, πιο συγκεκριμένα: «Νομίζω ότι ίσως να ήταν ο Τοξότης, Πάολα…»
«Ας μη γινόμαστε παρανοϊκοί,» του είπε εκείνη.
«Νομίζω πως τον είδα να κρατά τόξο· και ποιος άλλος θα κρατούσε τόξο μες στη Νίρβεκ, ακροβολισμένος επάνω σε στέγη;»
«Είσαι σίγουρος, όμως – σίγουρος ότι κρατούσε τόξο;»
Ο Ζορζ ο Βουτηχτής δεν ήταν σίγουρος – ήταν νύχτα, άλλωστε – αλλά το θεωρούσε πολύ πιθανό.
Και τώρα, καθώς βαδίζει μέσα στο Χαμηλό Λιμάνι της Νίρβεκ, η Πάολα αναρωτιέται γι’ακόμα μια φορά αν είναι δυνατόν ο Παλιόσκυλος να συνεργάζεται με τον Τοξότη, αν είναι δυνατόν ο Παλιόσκυλος να είναι μπλεγμένος στη δολοφονία του Τασνικέφ. Γι’αυτό δεν φαίνεται να κάνει και πολλά για να βρει τον δολοφόνο;
Η Πάολα φοβάται ότι σύντομα ο Ρίβης θα έρθει και για εκείνη. Απλώς ίσως ακόμα να έχει άλλες δουλειές που τις θεωρεί σημαντικότερες. Εξάλλου, σήμερα δεν είναι παρά η τρίτη μέρα από τότε που ο Ζορδάμης και ο Ύαν επιτέθηκαν στα Κεντρικά της Χωροφυλακής. Και η Πάολα έχει ήδη μία φορά αγνοήσει την κλήση του στον τηλεπικοινωνιακό πομπό της. Ο Ρίβης δεν την έχει ξανακαλέσει, πράγμα που εκείνη θεωρεί μάλλον ύποπτο. Σίγουρα σκοπεύει να έρθει να τη βρει από κοντά…
Και δεν είναι μόνο ο Παλιόσκυλος που πρέπει τώρα να προσέχει· είναι κι αυτή η καταραμένη η Νιρίφα. Είναι μισότρελη από τότε που την έβγαλαν από τα Κελιά του Τρένου, και τα μάτια της τρομάζουν την Πάολα όποτε την κοιτάζουν. Η Πάολα είναι βέβαιη ότι ήδη η κόρη της Λόρκης σχεδιάζει την εκδίκησή της.
Φτάνει στις αποβάθρες και κοιτάζει τα αραγμένα ποταμόπλοια. Χωρίς δυσκολία εντοπίζει τον Δράκο του Ποταμού, το σκάφος της Λιαρνίδας, η οποία, πριν από λίγο, την ειδοποίησε τηλεπικοινωνιακά ότι μόλις μπήκε στη Νίρβεκ. «Θα συναντηθούμε στο Σημαδεμένο Καπηλειό, εντάξει;» τη ρώτησε. Η Πάολα δεν έφερε αντίρρηση, και τώρα στρέφεται και βαδίζει προς το Σημαδεμένο Καπηλειό, μια ταβέρνα μέτριας κατηγορίας. Τη διακρίνει ανάμεσα στα οχήματα και στα κάρα και ανάμεσα στον κόσμο που πηγαίνει κι έρχεται.
Σπρώχνει την πόρτα και μπαίνει. Η αίθουσα μυρίζει ποτά, φαγητά, και καπνό από τσιγάρα και τσιμπούκια. Μια θολούρα απλώνεται παντού. Φωνές και γέλια αντηχούν, ενώ μια ασταμάτητη καταιγίδα μουρμουρητών αποτελεί υπόβαθρο. Η μουσική που έρχεται από τα ηχεία του μαγαζιού σχεδόν χάνεται πίσω από όλη αυτή τη βαβούρα. Δικαιολογημένος, βέβαια, ο τόσος κόσμος· μεσημέρι είναι.
Η Πάολα ψάχνει για τη Λιαρνίδα περνώντας ανάμεσα από τα στριμωγμένα τραπέζια. Κάποιος «τυχαία» χουφτώνει τον δεξή της γλουτό· η Πάολα «τυχαία» τον χτυπά στο αφτί με τον αγκώνα της. «Ε! Τι κάνεις;» γρυλίζει εκείνος – ένας γαλανόδερμος ναυτικός που μοιάζει τετράγωνος στην όψη και στο σώμα. «Συγνώμη,» του λέει η Πάολα πάνω απ’τον ώμο της, ήδη φεύγοντας· «έχει πολύ κόσμο.»
Η κατάλευκη, μαυρομάλλα Λιαρνίδα κάθεται σ’ένα τραπέζι λίγο παρακάτω, και δεν είναι μόνη: μαζί της είναι κάποιος που φορά ελαφριά κάπα, με την κουκούλα σηκωμένη στο κεφάλι. Κουκούλα εδώ μέσα; απορεί η Πάολα. Δε μπορεί να κρυώνει… Προφανώς, θέλει να κρυφτεί. Αλλά γιατί; Είναι της οικογένειας, ή κάποιος άσχετος; Θα τον έφερνε εδώ η Λιαρνίδα αν ήταν άσχετος;
Η καπετάνισσα χαμογελά βλέποντας τη Δρομολόγο να ζυγώνει και να κάθεται στο τραπέζι. «Καλώς την. Όλα καλά;»
Η Πάολα βγάζει τα σκούρα μπλε γυαλιά της. «Σχετικά.» Κοιτάζει προς τη μεριά του κουκουλοφόρου.
Κι εκείνος στρέφεται να την κοιτάξει.
Η Πάολα γελά καθώς διακρίνει τώρα το πρόσωπό του. «Εσύ πάλι;»
Ο Σουτούρης ο Τυχερός χαμογελά ειρωνικά. «Υπόσχομαι να μη σας πάρω όλα τα λεφτά, αυτή τη φορά.»
«Μην τον πιστεύεις,» λέει η Λιαρνίδα. «Σε τίποτα.»
Ο Σουτούρης αναποδογυρίζει τα μάτια, μορφάζοντας κωμικά.
Η Πάολα μειδιά και φορά πάλι τα σκούρα μπλε γυαλιά της – μακρόστενα με λεπτό, αργυρόχρωμο σκελετό. «Η τρελή σκύλα απελευθερώθηκε πριν από μερικές μέρες,» τον προειδοποιεί. «Καλό θα ήταν να το έχεις υπόψη σου.» Και όχι μόνο εσύ, προσθέτει νοερά.
Ο Σουτούρης – περιμένοντας οτιδήποτε άλλο εκτός από μια τέτοια προειδοποίηση – συνοφρυώνεται παραξενεμένος. «Ποια;»
«Η Νιρίφα,» εξηγεί η Πάολα. «Αυτή που σε μαχαίρωσε στο Τυχερό Άστρο.»
«Γιατί όλοι προσπαθούν να με σκοτώσουν;…» μουγκρίζει ο Σουτούρης ο Τυχερός.
«Κάποιο λόγο θα έχουν,» σχολιάζει η Λιαρνίδα και πίνει μια γουλιά από τη μπίρα της.
«Έχεις καμια συγκεκριμένη δουλειά εδώ;» τον ρωτά η Πάολα.
«Για σένα είμαι εδώ. Θα σου εξηγήσω μόλις φύγουμε από την ταβέρνα.»
«Ο κύριος είναι μυστικοπαθής μαζί μου,» παρατηρεί η Λιαρνίδα, και πιάνει έναν παραφουσκωμένο σάκο από κάτω, σηκώνοντάς τον στην αγκαλιά της. «Σου έφερα τα πράγματα που μου ζήτησες,» λέει στην Πάολα.
«Πόσο θέλεις;» ρωτά εκείνη.
«Εικοσιπέντε.»
Η Πάολα βγάζει εικοσιπέντε ήλιους από το πορτοφόλι της και τους δίνει στη Λιαρνίδα, η οποία τους κρύβει μέσα στο φόρεμά της. Η Πάολα απλώνει τα χέρια της και παίρνει τον παραφουσκωμένο σάκο, που περιέχει ενδυμασίες νομάδων της νότιας ερήμου και κάποια μπιχλιμπίδια από τις Αιωρούμενες Νήσους του Πορφυρού Κενού. Η Λιαρνίδα τής έκανε πολύ καλή τιμή για αυτά τα πράγματα. Σίγουρα κοστίζουν περισσότερο από εικοσιπέντε ήλιους.
«Θα μείνεις στη Νίρβεκ;» τη ρωτά η Πάολα.
«Μερικές μέρες.»
Ύστερα, η Πάολα τη χαιρετά καθώς σηκώνεται από το τραπέζι. Ο Σουτούρης σηκώνεται μαζί της· βγαίνουν από το Σημαδεμένο Καπηλειό και βαδίζουν μέσα στους δρόμους του Χαμηλού Λιμανιού.
«Γιατί είσαι εδώ, λοιπόν;» τον ρωτά η Πάολα. «Και γιατί κρύβεσαι; Δε φαίνεται νάχες ακούσει ότι η Νιρίφα απελευθερώθηκε.»
«Ρωτάς γιατί είμαι εδώ μετά απ’ όσα συνέβησαν με τον Ύαν και τον ραλίστα;»
«Τα ξέρεις…» παρατηρεί η Πάολα.
«Από πρώτο χέρι,» λέει ο Σουτούρης. «Και, όχι, δεν είχα ακούσει ότι η Νιρίφα ελευθερώθηκε. Δεν κρύβομαι εξαιτίας της. Κρύβομαι επειδή κάποιος προσπάθησε να με δολοφονήσει στο Μαύρο Δόντι, και ίσως κάποιος να προσπαθήσει να με δολοφονήσει κι εδώ.»
«Τι εννοείς; Ποιος πήγε να σε δολοφονήσει; Και από ποιον έμαθες γι’αυτά που έγιναν εδώ;»
«Από τον ραλίστα. Πού πηγαίνουμε τώρα, Πάολα;»
«Στο όχημα μου, αν δεν έχεις πρόβλημα.»
«Δεν έχω πρόβλημα.»
Μετά από λίγο φτάνουν μπροστά στο τρίκυκλο το οποίο ο Σουτούρης θυμάται από την προηγούμενη φορά που είχε έρθει στη Νίρβεκ μαζί με τον Ζορδάμη. Μπλε, φιμέ, γυάλινο σκέπαστρο το κλείνει από μπροστά ώς τη μέση, κι από τη μέση και μετά σκεπάζεται από μεταλλική οροφή. Η Πάολα ανοίγει το γυάλινο σκέπαστρο και μπαίνει, καθίζοντας στη θέση του οδηγού. Πίσω της υπάρχουν άλλες δύο θέσεις, κι εκεί καθίζει ο Σουτούρης.
Η Πάολα πατά ένα κουμπί κλείνοντας πάλι το σκέπαστρο, και ενεργοποιεί τη μηχανή του οχήματος. «Πες μου τι ακριβώς έχει συμβεί. Πέρασε ο Ζορδάμης από το Μαύρο Δόντι;» Αρχίζει να οδηγεί, βάζοντας τους τρεις μεταλλικούς τροχούς σε κίνηση.
«Ναι,» αποκρίνεται ο Σουτούρης ο Τυχερός, και της εξηγεί τι έγινε με τον ραλίστα και τον Ρίβη, τον αδελφό της Ασημίνας Νέρφελδιφ.
Η Πάολα, εν τω μεταξύ, συνεχίζει να οδηγεί ακολουθώντας τυχαίες κατευθύνσεις μέσα στην ανατολική μεριά της Νίρβεκ, γιατί δεν ξέρει ακόμα πού θα αφήσει τον Σουτούρη και δεν θέλει να πάει στο σπίτι της μαζί του. Καλύτερα να μην τη δει κανένας ανεπιθύμητος να τον φέρνει εκεί.
«Την ξέρω την Ασημίνα Νέρφελδιφ,» του λέει. «Δηλαδή, όχι προσωπικά, αλλά έχω ακούσει γι’αυτήν. Έχει στείλει κατά καιρούς ανθρώπους της στη Νίρβεκ, για διάφορες δουλειές. Και τον αδελφό της τον ξέρω. Τον έχω συναντήσει, μάλιστα, μια φορά, πριν από χρόνια. Περίεργος τύπος αλλά όχι αντιπαθής. Τι πρόβλημα είχε μαζί του η Ασημίνα κι έστησε όλη αυτή την ιστορία εναντίον του; Ούτε εγώ δεν θα έκανα κάτι τέτοιο, μα τα μαλλιά της Λόρκης!»
«Δε γνωρίζω,» απαντά ο Σουτούρης. «Πρέπει, πάντως, να είχαν προσωπικά προβλήματα· δεν μπορεί από τότε να σχεδίαζε τη δολοφονία μου. Τρία χρόνια ήταν κλεισμένος στο Βράχο των Ουρλιαχτών.»
«Πριν από τέσσερα χρόνια νομίζω πως τον συνάντησα εγώ,» λέει η Πάολα, σκεπτική. Έπειτα ρωτά: «Και τι θέλεις τώρα να κάνουμε; Τι έχεις στο μυαλό σου; Για να ερευνήσουμε την υπόθεση του Τασνικέφ ήρθες;»
«Η υπόθεση του Τασνικέφ σχετίζεται με την απόπειρα δολοφονίας εναντίον μου, Πάολα. Υπάρχουν κάποιοι μέσα στη Δυναστεία που είναι εναντίον κάποιων άλλων.»
«Ποιοι είναι ενάντια σε ποιους; Έχεις καταλάβει;»
Έχω μια υποψία, σκέφτεται ο Σουτούρης: μια πολύ σοβαρή υποψία. Αλλά λέει: «Όχι· γι’αυτό θέλω να ερευνήσω. Τι συνέβη εδώ αφότου έφυγαν ο Ζορδάμης κι ο Ύαν;»
«Ο Παλιόσκυλος έχει λυσσάξει,» αποκρίνεται η Πάολα, και του λέει για το περιστατικό με τον Ζορζ τον Βουτηχτή, καθώς και ότι φοβάται πως ο Ρίβης Παλιόσυρμος σύντομα θα έρθει και για εκείνη. «Δε μπορεί να μη με υποπτεύεται. Εμένα πάντα με υποπτεύεται, για οτιδήποτε. Και το ξέρει πως κάποιος πήρε τον Ζορδάμη, τον Ύαν, και τη Βατράνια με όχημα καθώς έφευγαν από τα Κεντρικά της Χωροφυλακής· το ξέρει πως δεν ήταν μόνοι τους αλλά είχαν βοήθεια.»
«Δε σε είδε κανένας, όμως…»
Η Πάολα κουνά το κεφάλι. «Όχι. Ήμουν συνέχεια μέσα στο όχημα.»
*
Τον πηγαίνει στο Ζητούμενο, ένα ξενοδοχείο στην περιοχή που ονομάζεται Κεντρολίμανο, η οποία καταλαμβάνει μεγάλο μέρος του λιμανιού της θάλασσας καθώς και του κέντρου της πόλης. Ο Σουτούρης κλείνει ένα δωμάτιο στον πέμπτο όροφο και ανεβαίνει μαζί με την Πάολα.
«Η έρευνα για τη δολοφονία του Τασνικέφ πού έχει οδηγήσει μέχρι στιγμής;» τη ρωτά.
«Πουθενά, ουσιαστικά. Μονάχα ένα πρόσωπο υποπτευόμαστε: τον Τοξότη. Θα σ’το είπε κι ο Ζορδάμης, υποθέτω. Τον ξέρεις τον Τοξότη, έτσι;»
«Ναι.» Ο Σουτούρης αφήνει τον σάκο του πλάι στο κρεβάτι και ανάβει τσιγάρο.
«Από κοντά;»
«Τον έχω δει στο Μαύρο Δόντι, κάμποσες φορές. Έρχεται για βέλη και άλλους εξοπλισμούς.»
«Νόμιζα ότι τα βέλη του τα έφτιαχνε μόνος του.»
«Όχι όλα. Από το Μαύρο Δόντι περνάνε κάτι πολύ ειδικά βέλη, αδύνατον να τα φτιάξεις χωρίς εξειδικευμένο εργαστήριο.» Φυσά καπνό προς τα κάτω, συλλογισμένος. «Είπες ότι ο Ζορζ νομίζει πως τον είδε…»
«Ναι, αν και δεν είναι βέβαιος ότι ήταν όντως αυτός.»
«Όταν ο Τοξότης έρχεται στη Νίρβεκ, πού βρίσκεται συνήθως; Μπορούμε να πάμε να μάθουμε αν είναι εδώ;»
«Έχω ψάξει γι’αυτόν,» λέει η Πάολα. «Ύστερα από τη δολοφονία του Τασνικέφ εξαφανίστηκε.»
«Ήταν, δηλαδή, στην πόλη πριν;»
«Ναι.»
«Χμμμ.» Ο Σουτούρης καπνίζει σιωπηλά. «Λοιπόν,» της λέει. «Θέλω όλες τις πληροφορίες που έχεις για όλα τα μέλη της Δυναστείας στη Νίρβεκ.»
«Δεν ξέρω αν έχω όλες τις πληροφορίες για όλα τα μέλη,» αποκρίνεται η Πάολα. «Δεν ξέρω καν αν γνωρίζω όλα τα μέλη που υπάρχουν εδώ.»
«Αυτά που ξέρεις,» επιμένει ο Σουτούρης. «Και θέλω να με φέρεις σε επαφή και με τον Ζορζ τον Βουτηχτή. Ποιον άλλο θεωρείς άνθρωπο εμπιστοσύνης εδώ;»
«Έτσι όπως έχουν έρθει τα πράγματα; Ίσως τους δύο Δρομολόγους που είναι, συγχρόνως, της οικογένειας.»
«Ποιοι είν’ αυτοί; Ο ένας είναι ο Ριχάρδος, σωστά;»
«Τον ξέρεις;»
«Εσύ μας τον σύστησες την άλλη φορά που ήμουν εδώ μαζί με τον Ζορδάμη, δεν θυμάσαι; Ποιος άλλος είναι της Δυναστείας;»
«Ο Ναρκάμης.»
«Τι μέρος του λόγου είν’ αυτός;» Ο Σουτούρης κατεβάζει την κουκούλα του, την οποία ώς τώρα είχε ξεχάσει σηκωμένη. Λύνει την κάπα του και τη ρίχνει πάνω στο σκαμνί του δωματίου.
«Λαθρέμπορος, κυρίως. Έχει και επαφές με τη Λέα Μαυροειδή, από την Έτρεβοθ.»
«Μάλιστα,» λέει ο Σουτούρης. «Φέρε μου ένα αρχείο με πληροφορίες για όλους τους.»
«Δεν έχω γραπτό αρχείο.»
Ο Σουτούρης κάθεται στο σκαμνί, πάνω στην κάπα του. «Δεν έχεις αρχείο… Ποιος έχ–;»
«Τους θυμάμαι όμως,» τον διακόπτει η Πάολα, και κάθεται αντίκρυ του, στην άκρη του κρεβατιού.
«Θυμάσαι απέξω πληροφορίες για όλα τα μέλη;»
«Όσες πληροφορίες μού χρειάζονται.»
Ο Σουτούρης διαπιστώνει εκείνο που φοβόταν: ότι η Πάολα δεν είναι παρά ένα δευτερεύον μέλος της Δυναστείας στη Νίρβεκ, λίγο πιο πάνω στην άτυπη ιεραρχία από εκείνα τα μέλη που απλά κάνουν μερικές δουλειές γνωρίζοντας ελάχιστα για το τι συμβαίνει.
«Ας ακούσουμε, λοιπόν, τις πληροφορίες σου,» της λέει, καπνίζοντας.
«Τώρα;»
«Εκτός αν έχεις καμια άλλη, πιο σημαντική δουλειά… Θέλεις να πάμε κάπου να φάμε, παρεμπιπτόντως; Ψοφάω της πείνας. Δεν έχω φάει τίποτα από τα μεσάνυχτα που αποπλεύσαμε από το Μαύρο Δόντι.»
«Βασικά,» λέει η Πάολα, «σκόπευα να πάω σπίτι μου αφού θα έπαιρνα αυτά τα πράγματα από τη Λιαρνίδα» – αγγίζει τον παραφουσκωμένο σάκο που έχει αφήσει πλάι στα πόδια της – «οπότε πάμε. Πάμε για φαγητό.» Πιάνοντας τον σάκο σηκώνεται όρθια ξανά. «Κι εγώ πεινάω.»
«Σπίτι σου θα φάμε, δηλαδή;»
«Όχι. Αλλά ξέρω ένα ήσυχο εστιατόριο. Πολλά ήσυχα εστιατόρια, μάλλον,» διορθώνει τον εαυτό της, υπομειδιώντας.
Ο Σουτούρης ο Τυχερός σβήνει το τσιγάρο του, παίρνει την κάπα του από το σκαμνί, και φεύγουν.
*
Το σούρουπο, αφού ο Σουτούρης έχει ξεκουραστεί στο Ζητούμενο, ξανασυναντά την Πάολα στο Χαμηλό Λιμάνι για να πάνε να βρουν τον Ζορζ τον Βουτηχτή και να του μιλήσουν.
Πριν από μερικές ώρες, όταν η Πάολα επέστρεψε στο σπίτι της στον Παράπλευρο (μια συνοικία δίπλα στη δυτική μεριά του Χαμηλού Λιμανιού), τσακώθηκε άγρια με τον τελευταίο εραστή της και χώρισαν. Ήταν ένας νυχτοφύλακας του Μεγάλου Κήπου της Νίρβεκ, και ο λόγος του τσακωμού τους ήταν το γεγονός ότι περίμενε την Πάολα να φάνε μαζί το μεσημέρι κι εκείνη, όχι μόνο δεν είχε έρθει στο σπίτι της, αλλά ούτε καν του είχε αφήσει κάποιο μήνυμα για να ξέρει τι γινόταν. (Τον τηλεπικοινωνιακό κώδικα του πομπού της δεν τον είχε, φυσικά, για να την καλέσει· η Πάολα δεν ήθελε να τον έχει.) «Είχα δουλειές,» του εξήγησε η Πάολα. –«Και δε μπορούσες να μου το πεις, να το ξέρω;» –«Ήταν επείγουσες δουλειές, εντάξει; Νομίζεις ότι όλοι καθόμαστε και χαιρόμαστε, τα πρωινά, όπως εσύ;» –«Οι Δρομολόγοι δρουν τις νύχτες, άμα δεν κάνω λάθος!» –«Εγώ δρω όποτε θέλω, εντάξει;» Κι από κει και πέρα η συζήτηση πήγε απ’το κακό στο χειρότερο, και τελικά η Πάολα τον έδιωξε απ’το σπίτι της λέγοντάς του να της επιστρέψει το κλειδί που του είχε δώσει. Εκείνος το πέταξε μέσα σ’ένα μπολ με μακαρόνια και έφυγε, βρίζοντας. Η Πάολα επίσης τον έβρισε, και του είπε να μην ξαναπατήσει εδώ πέρα.
Το γεγονός δεν την έχει στεναχωρήσει και πολύ, απλώς τα νεύρα της είναι λιγάκι τσιτωμένα· δεν είναι ο πρώτος εραστής με τον οποίο χωρίζει τσακωμένη. Ορισμένοι άντρας – πολλοί άντρες – παραείναι ευαίσθητοι! Έπρεπε περισσότεροι να ήταν σαν τον ραλίστα. Ο ραλίστας είναι άνθρωπος με τον οποίο μπορείς να συνεννοηθείς και να κάνεις άνετα την πλάκα σου. Αν και η Πάολα θυμάται μια φορά που κι αυτός είχε θυμώσει μαζί της, όταν τον είχε μπλέξει σε μια από τις ραδιουργίες της σ’ένα πορνείο στον Ολάνοιχτο. Αλλά ο θυμός του δεν είχε κρατήσει για πολύ.
Ο Σουτούρης ο Τυχερός έχει μόλις κατεβεί από ένα επιβατηγό όχημα, στη στάση που η Πάολα τού είχε πει, και κοιτάζει γύρω-γύρω για να βρει τη Δρομολόγο. Δεν αργεί να δει το τρίκυκλο όχημά της σταματημένο σε μια γωνία, με το σκέπαστρό του ανοιχτό. Πηγαίνει και κάθεται πίσω της.
Η Πάολα πατά ένα κουμπί πλάι στο τιμόνι και το σκέπαστρο κλείνει από πάνω τους.
«Πού σου είπε να τον συναντήσουμε;» τη ρωτά ο Σουτούρης.
«Θα δεις τώρα,» αποκρίνεται εκείνη, βάζοντας τους τρεις τροχούς σε κίνηση και στρίβοντας το τιμόνι.
«Τσαντισμένη ακούγεσαι…» παρατηρεί ο Σουτούρης συνοφρυωμένος, αναρωτούμενος αν συνέβη κάτι σχετικό με την υπόθεση που ερευνά.
«Δεν κοιμήθηκα καλά,» αποκρίνεται η Πάολα.
Αφού ο εραστής της έφυγε και προτού πέσει να ξαπλώσει για κανένα δίωρο, η Πάολα κάλεσε τον Ζορζ τον Βουτηχτή στον τηλεπικοινωνιακό πομπό του. Ο Ζορζ ήταν εκείνη την ώρα στο σπίτι του, βοηθώντας την κόρη του με τα μαθήματά της. Ο πομπός του ακούστηκε να κουδουνίζει μέσα από τον σάκο με τα εργαλεία της δουλειάς του. «Για περίμενε λίγο,» είπε ο Βουτηχτής στην κόρη του, και σηκώθηκε απ’την καρέκλα. –«Γιατί σε καλούν τέτοιες ώρες, μπαμπά;» –«Το ξέρεις ότι οι δουλειές μου είναι περίεργες· δεν έχω σταθερά ωράρια σαν τη μαμά σου. Διάβασε την επόμενη σελίδα, εν τω μεταξύ, εσύ.» Η κόρη του άρχισε να κάνει σκιτσάκια με δύτες στο πλάι της σελίδας αντί να διαβάζει, ενώ ο Ζορζ πήγε στον σάκο του, πήρε τον πομπό, και, βλέποντας πως η Πάολα τον καλούσε, δέχτηκε την κλήση.
Την ίδια στιγμή, ένας τηλεπικοινωνιακός δέκτης έξω από τη μονοκατοικία του, σε μια μικρή γκαρσονιέρα, ειδοποιούσε ότι κάποιος καλούσε την υπό παρακολούθηση τηλεπικοινωνιακή συχνότητα. Η γυναίκα που είχε πρόσφατα νοικιάσει τη γκαρσονιέρα έκανε αμέσως ένα Ξόρκι Τηλεπικοινωνιακής Υποκλοπής, εστιάζοντας στον δικό της πομπό τη συχνότητα, την οποία ήξερε καλά. Το μυαλό της επικεντρώθηκε πλήρως στη δουλειά της, και, παρότι δεν ήταν η πιο έμπειρη Τεχνομαθής μάγισσα στη Νίρβεκ, ούτε η πιο άπειρη ήταν· προσπέρασε την κωδικοποίηση χωρίς να προκαλέσει προβλήματα στην τηλεπικοινωνία, χωρίς να προδώσει την παρακολούθησή της με κανέναν τρόπο, και κρυφάκουσε τους δύο συνομιλητές. Κρυφάκουσε την Πάολα και τον Ζορζ να μιλάνε. Όταν η συνομιλία τους τελείωσε, έκλεισε και η κατάσκοπος τον πομπό της και περίμενε οι ώρες να περάσουν. Έκανε ένα Ξόρκι Νοητικής Αφυπνίσεως και ξάπλωσε για να κοιμηθεί λίγο. Θα μπορούσε να είχε απλά βάλει το ρολόι της να την ειδοποιήσει, αλλά με το Ξόρκι Νοητικής Αφυπνίσεως πάντα ξυπνούσε αμέσως. Τράνταζε το νευρικό της σύστημα όπως κανένα άλλο ξυπνητήρι. Επρόκειτο για μια πρόσφατη ανακάλυψη του τάγματος των Διαλογιστών της Μαγικής Ακαδημίας της Άντχορκ, και πρέπει πια νάχε διαδοθεί σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν· άλλωστε, όπως πολλοί λένε, η Σεργήλη είναι το κέντρο του σύμπαντος.
Όταν το ξόρκι ξύπνησε τη μάγισσα, εκείνη σηκώθηκε και κοίταξε με τα κιάλια της τη μονοκατοικία του Ζορζ από το παράθυρο της γκαρσονιέρας της. Μετά από λίγο, τον είδε να βγαίνει από το σπίτι, να χαϊδεύει φευγαλέα τον μεγάλο γκρίζο σκύλο στη μικρή αυλή, και να φεύγει βαδίζοντας. Η κατάσκοπος ήταν ήδη έτοιμη· κρύβοντας τα κιάλια μέσα στην ελαφριά κάπα της, έκανε ένα Ξόρκι Λιθικής Έλξεως και βγήκε απ’το παράθυρο. Το δέρμα των χεριών και των ποδιών της (γυμνά τώρα και τα δύο) είχε αποκτήσει μαγνητικές ιδιότητες προς τις πέτρες. Η κατάσκοπος κατέβηκε γρήγορα τον τοίχο, σαν έντομο, φτάνοντας από τον δεύτερο όροφο της πολυκατοικίας σ’ένα δρομάκι παραδίπλα. Και μετά έτρεξε προς την κατεύθυνση όπου πήγε ο Ζορζ. Δεν άργησε να τον δει αντίκρυ της και να συνεχίσει να τον ακολουθεί. Εν τω μεταξύ, φόρεσε τα παπούτσια της.
*
Ο Ζορζ ο Βουτηχτής συναντά τον Σουτούρη τον Τυχερό και την Πάολα σε μια γωνία των δρόμων της δυτικής μεριάς του Χαμηλού Λιμανιού, κοντά σε μια ψαροταβέρνα. Η Πάολα έχει αφήσει το τρίκυκλό της εκεί κοντά, κι εκείνη κι ο Σουτούρης χαιρετάνε τον Ζορζ στον πεζόδρομο.
«Εσύ είσαι, λοιπόν, που κατέκλεψες το Τυχερό Άστρο,» λέει ο Βουτηχτής.
«Και μαχαιρώθηκα εκεί, επίσης,» αποκρίνεται ο Σουτούρης και, εξηγώντας του ότι έρχεται από το Μαύρο Δόντι, του ζητά να του πει τι συνέβη με τον Ρίβη Παλιόσυρμο.
Ο Ζορζ τού λέει, μην προσθέτοντας τίποτα περισσότερο απ’ όσα ήδη του έχει πει η Πάολα. Οπότε, ο Σουτούρης τού προτείνει να πάνε κάπου να καθίσουν για να συζητήσουν πιο άνετα. «Πρέπει κι εγώ να σου πω κάποια πράγματα· γιατί μέσα στην οικογένεια συμβαίνει κάτι πολύ άσχημο, και νομίζω πως εσύ είσαι από τα άτομα που μπορούμε να εμπιστευτούμε. Δεν είναι όλοι οι συγγενείς αξιόπιστοι πλέον, Ζορζ· να τόχεις υπόψη σου.»
Ο Ζορζ, θορυβημένος από τούτα τα λόγια (και όχι μόνο από τα λόγια αλλά κι από όσα έχουν συμβεί τελευταία), γνέφει καταφατικά. «Πάμε όπου θέλεις,» αποκρίνεται, «αλλά όχι στο σπίτι μου γιατί εκεί είναι τώρα η γυναίκα και η κόρη μου, και καμια απ’τις δυο τους δεν είναι της οικογένειας.»
«Στο ξενοδοχείο μου, τότε,» λέει ο Σουτούρης, και κανένας δεν φέρνει αντίρρηση. Επιστρέφουν στο όχημα της Πάολας και επιβιβάζονται.
(Η κατάσκοπος φοβάται ότι θα τους χάσει· η ίδια, άλλωστε, δεν έχει όχημα τώρα μαζί της. Πλησιάζει γρήγορα ένα δίκυκλο που είναι σταματημένο κοντά στην ψαροταβέρνα και το καβαλά. Κάνει ένα Ξόρκι Μηχανικής Εκκινήσεως και ενεργοποιεί τη μηχανή του χωρίς να χρειάζεται κλειδί. Πηγαίνει προς τα εκεί όπου έστριψε το τρίκυκλο· το βλέπει κι αρχίζει να το ακολουθεί, με την κουκούλα της κάπας της στο κεφάλι.)
Η Πάολα οδηγεί προς τα βόρεια, επιδέξια, μέσα στους δρόμους της Νίρβεκ, τους οποίους ξέρει καλά. Προτού φτάσουν στη Λεωφόρο Εκστρατείας, που βρίσκεται στα νότια όρια του Κεντρολίμανου, έχει καταλάβει ότι κάποιος επάνω σε δίκυκλο τούς ακολουθεί. Και το λέει στους επιβάτες της.
Ο Σουτούρης κοιτάζει, διακριτικά, από το μικρό στρογγυλό παράθυρο της πίσω μεριάς του τρίκυκλου, το οποίο δεν είναι πολύ μεγαλύτερο από τον φακό ενός ζευγαριού γυαλιών. «Έχεις δίκιο,» συμφωνεί.
«Τον είδα απ’τον καθρέφτη μου,» λέει η Πάολα. «Σε παρακολουθούσε κανένας, Ζορζ;»
«Όχι, δε νομίζω… αλλά… Ο Παλιόσκυλος!» μουγκρίζει ο Βουτηχτής.
«Ναι,» συμφωνεί η Πάολα, «κατά πάσα πιθανότητα. Ή τίποτα χειρότερο απ’τον Παλιόσκυλο.»
«Τι χειρότερο απ’τον Παλιόσκυλο υπάρχει στη Νίρβεκ;» λέει ο Ζορζ, μεταξύ αστείου και σοβαρού.
«Έτσι όπως έχουν εξελιχτεί τα πράγματα, μην είσαι σίγουρος για τίποτα.»
«Με τρομάζετε κι οι δυο σας, μ’αυτά τα καταραμένα υπονοούμενα,» λέει ο Ζορζ ο Βουτηχτής.
«Δεν έχεις τρομάξει αρκετά ακόμα, πίστεψέ με,» τον διαβεβαιώνει ο Σουτούρης. Και ρωτά την Πάολα: «Τι θα κάνουμε με τον καβαλάρη της νύχτας;»
«Μπορώ να προσπαθήσω να του ξεφύγω. Ξέρω τους δρόμους της Νίρβεκ καλά. Είμαι Δρομολόγος, μην ξεχνάς.»
«Κάν’ το, λοιπόν.»
Η Πάολα στρίβει ανατολικά καθώς πιάνει τη Λεωφόρο Εκστρατείας, κατευθυνόμενη προς τη μία από τις δύο γέφυρες του ποταμού Τάρνοφ. «Απλά… αναρωτιόμουν αν μήπως θα ήταν καλύτερα να τον μαγκώσουμε και να μάθουμε ποιος τον έστειλε.» Ένα κατεργάρικο, σχεδόν παιδικό χαμόγελο έχει σχηματιστεί στο πρόσωπό της. «Τι λέτε, κύριοι;»
«Γιατί όχι;» αποκρίνεται ο Σουτούρης. «Έτσι κι αλλιώς, να μας σκοτώσουν προσπαθούν. Τι χειρότερο μπορεί να συμβεί;»
«Μια στιγμή!» πετάγεται ο Ζορζ. «Τι σκατά λέτε; Ποιοι προσπαθούν να μας σκοτώσουν;»
«Θα καταλάβεις,» υπόσχεται η Πάολα· και λέει: «Ας τον μαγκώσουμε, λοιπόν, όποιος κι αν είναι!» Γελώντας, πλησιάζει τη γέφυρα.
Περνά στην αντίπερα όχθη του ποταμού και βρίσκεται στην περιοχή που ονομάζεται Μεσόπολη. Το δίκυκλο, φυσικά, εξακολουθεί να είναι πίσω της, διαπιστώνει με μια ματιά στον καθρέφτη. Ο κατάσκοπος διατηρεί κάποια απόσταση ασφαλείας, αλλά η Πάολα είναι πολύ υποψιασμένη για να μην τον προσέξει. Και νομίζει πως έχει αρχίσει να της αρέσει τούτη η ιστορία. Η Μεσόπολη είναι από τις πιο μπλεγμένες συνοικίες της Νίρβεκ· δεν θάναι δύσκολο να τον χορέψει τον χορό των δρόμων, εκτός αν κι εκείνος είναι τόσο καλός γνώστης της πόλης όσο η Πάολα.
Ας σε δοκιμάσουμε, σκέφτεται, κι αρχίζει να κινείται με περίεργους τρόπους μέσα στη Μεσόπολη. Θα μπορούσε να τον κάνει να τη χάσει, συμπεραίνει σύντομα, αλλά δεν θέλει. Έχει στο μυαλό της χειρότερα πράγματα γι’αυτόν.
«Ελπίζω να ξέρεις τι κάνεις,» της λέει ο Σουτούρης.
«Μη φοβάσαι,» του λέει ο Ζορζ, «είναι η πιο τρελή από τους Δρομολόγους.»
«Φήμες,» λέει η Πάολα μην παίρνοντας την προσοχή της από τους δρόμους. «Όλο φήμες είσαι.» Ο ήλιος έχει πέσει πια, έχει νυχτώσει· τόσο το καλύτερο για εκείνη. Οι Δρομολόγοι, άλλωστε, δρουν κυρίως τις νύχτες. Τις νύχτες είναι στο στοιχείο τους.
Η Πάολα πηγαίνει προς ένα υπόγειο γκαράζ που το ξέρει πως είναι εγκαταλειμμένο, αλλά αμφιβάλλει αν το ξέρει κι ο κατάσκοπος πίσω της. Κατεβαίνει τη ράμπα και καταλήγει σ’έναν χώρο όπου μερικές φωτιές είναι αναμμένες σε μαγκάλια και άστεγοι συγκεντρωμένοι γύρω τους καθώς και στις πυκνές σκιές. Στρίβει πίσω από μια κολόνα και σταματά το όχημά της μέσα σε βαθύ σκοτάδι. Σβήνει τα φώτα του. Πατά το κουμπί που ανοίγει το γυάλινο σκέπαστρο και πηδά έξω. Ο Σουτούρης και ο Ζορζ την ακολουθούν.
Το δίκυκλο σύντομα κατεβαίνει τη ράμπα με τον προβολέα του αναμμένο, διαλύοντας τις πυκνές σκιές του υπόγειου. Σταματά απότομα και ο αναβάτης του βάζει το ένα πόδι στη γη, κοιτάζοντας ολόγυρα, ψάχνοντας το τρίκυκλο, βλέποντας μονάχα αναμμένα μαγκάλια και αστέγους… Το χέρι του πηγαίνει στη ζώνη του, τραβώντας πιστόλι–
Ο Σουτούρης πετάγεται από δίπλα, αρπάζοντάς του τον καρπό και γρονθοκοπώντας τον καταπρόσωπο. Το όπλο φεύγει απ’το χέρι του και η κουκούλα απ’το κεφάλι του, και η όψη μιας γυναίκας αποκαλύπτεται: δέρμα λευκό-ροζ, κοντά ξανθά μαλλιά. Ο Σουτούρης δεν την έχει ξαναδεί, δεν του θυμίζει τίποτα.
Η κατάσκοπος έχει πέσει τώρα από τη σέλα του δικύκλου της και βρεθεί ανάσκελα στο πάτωμα, και η Πάολα γονατίζει αμέσως πίσω της και βάζει τη λεπίδα ενός στιλέτου στον λαιμό της. «Ποια είσαι και γιατί μας παρακολουθείς;» ρωτά.
«…Τι;» κάνει εκείνη, ξέπνοη, ξαφνιασμένη. «Δε… Κατέβαινα εδώ… Δεν…»
«Σε είχαμε δει από πριν,» της λέει η Πάολα. «Κι εδώ αποκλείεται να κατέβαινες για κανέναν άλλο λόγο εκτός αν μας ακολουθούσες. Μόνο άστεγοι έρχονται εδώ.»
Και τώρα οι άστεγοι τούς ατενίζουν θορυβημένοι από τις μεριές όπου είναι ζαρωμένοι. Κανένας δεν κινείται, ούτε μιλά.
«Δε σας ακολουθούσα! Μα την Αρτάλη, λέω αλήθεια!»
«Δε μας πείθεις,» της λέει η Πάολα, που, ενώ εξακολουθεί να πιέζει το στιλέτο στον λαιμό της, την κρατά με το άλλο χέρι από τα μαλλιά. Υψώνει το βλέμμα της στον Σουτούρη και τον Ζορζ. «Βγάλτε της τα ρούχα.» Κι όταν εκείνοι προς στιγμή διστάζουν: «Βγάλτε της τα ρούχα. Είμαι σίγουρη πως αυτοί» – δείχνει, με μια μικρή κίνηση του κεφαλιού, τους αστέγους – «τα χρειάζονται περισσότερο.»
Η κατάσκοπος αρχίζει να φωνάζει και να κλοτσά καθώς ο Ζορζ λύνει τη ζώνη της.
Η Πάολα τής πιέζει τον λαιμό με το στιλέτο. «Ήσυχα,» της λέει· «μπορεί να κοπείς.» Λίγο αίμα ήδη τρέχει.
«Κλέφτες!» φωνάζει η κατάσκοπος καθώς ο Ζορζ τη γδύνει με γρήγορες κινήσεις, παίρνοντας ζώνη, παπούτσια, παντελόνι. «Κλέφτες! ΚΛΕΦΤΕΣ!»
Η Πάολα γελά. «Κανένας δεν σε ακούει εδώ κάτω. Ή μάλλον, αυτοί που σε ακούνε δεν έχουν πρόβλημα με τους κλέφτες.» Και προς τον Σουτούρη: «Ψάξε τα ρούχα.» Αλλά εκείνος έχει ήδη αρχίσει να τα ψάχνει· τραβά αντικείμενα από τις τσέπες του παντελονιού.
Ο Ζορζ βγάζει την κάπα της κατάσκοπου και την πετά κι αυτή στον Σουτούρη. Η Πάολα απομακρύνει μετά, για λίγο, το στιλέτο απ’το λαιμό της γυναίκας προκειμένου να τραβήξει την κοντή, κίτρινη μπλούζα πάνω απ’το κεφάλι της, την οποία επίσης πετά στον Σουτούρη. Ο Τυχερός συνεχίζει να ψάχνει τα ενδύματα, διαδικαστικά.
«Και τα εσώρουχα,» λέει η Πάολα.
Η κατάσκοπος, που μόνο τα εσώρουχα φορά πλέον, φωνάζει: «Όχι! Δεν έχω τίποτα κρυμμένο! Όχι!»
«Θα μας πεις γιατί μας παρακολουθούσες;» τη ρωτά η Πάολα.
«Μα δεν σας παρακολουθούσα!»
Η Πάολα κάνει νόημα στον Ζορζ, κι εκείνος πιάνει την περισκελίδα της κατασκόπου τραβώντας την προς τα κάτω. «Όχι!» ουρλιάζει εκείνη, κλοτσώντας μάταια. «Εντάξει, σας παρακολουθούσα! σας παρακολουθούσα!»
«Θα μας πεις κι άλλα;» τη ρωτά η Πάολα ενώ ο Ζορζ έχει σταματήσει να τραβά την περισκελίδα. «Λεπτομέρειες, για παράδειγμα;»
«Ναι, εντάξει, θα σας πω,» κάνει ηττημένα η κατάσκοπος.
«Ωραία.» Η Πάολα τής αφήνει τα μαλλιά και τη χαστουκίζει ελαφρά στο μάγουλο. Παίρνει το στιλέτο απ’τον λαιμό της και, περνώντας τη λεπίδα κάτω απ’τον στηθόδεσμο της κατασκόπου, ανάμεσα στα στήθη της, τον κόβει στα δύο. Η κατάσκοπος ουρλιάζει και αμέσως πιάνει τα δύο κομμάτια του στηθόδεσμου προσπαθώντας να τα επαναφέρει στη θέση τους, να κρύψει τις θηλές της.
«Δε θάπρεπε νάσαι τόσο σεμνότυφη κοπέλα αφού κάνεις τέτοιες δουλειές,» της λέει η Πάολα γελώντας. Και μετά στρέφεται στον Σουτούρη. «Τι βρήκες;»
«Ταυτότητα μάγισσας,» αποκρίνεται εκείνος, βαστώντας ένα παραλληλόγραμμα αντικείμενο γεμάτο εσοχές, προεξοχές, και παράξενα χαράγματα.
«Μάγισσα;» λέει η Πάολα. «Είσαι μάγισσα;» ρωτά την αιχμάλωτή τους.
«…Ναι,» ξεροκαταπίνει εκείνη.
«Κλειδιά,» συνεχίζει να λέει ο Σουτούρης επιδεικνύοντας αντικείμενα, «ένα πορτοφόλι με κάτι χαρτονομίσματα και ελάχιστα κέρματα, ένας τηλεπικοινωνιακός πομπός, δύο πομποί παρακολούθησης – υποθέτω ότι τους είχε μήπως χρειαστεί να τους κολλήσει πάνω σε κάνα όχημα για να το ακολουθήσει μετά – ένα ενεργειακό μαχαίρι στο πίσω θηκάρι της ζώνης της, ένα ζευγάρι κιάλια μες στην κάπα. Αυτά.»
«Κοίτα και στο δίκυκλό της,» λέει η Πάολα.
«Δεν είναι δικό μου,» τους προλαβαίνει η κατάσκοπος.
«Τι;»
«Το έκλεψα για να σας ακολουθήσω· δεν είναι δικό μου.»
Ο Σουτούρης την αγνοεί και το ψάχνει, αλλά μετά από λίγο λέει: «Δίκιο έχει, μάλλον· δεν είναι δικό της. Τα κλειδιά της δεν ταιριάζουν στην κλειδαριά του.»
«Πρόλαβες να το διαρρήξεις τόσο γρήγορα;» τη ρωτά η Πάολα.
«Είμαι του τάγματος των Τεχνομαθών,» αποκρίνεται η κατάσκοπος. «Υπάρχουν ξόρκια για αυτόματη ενεργοποίηση μηχανισμών. Δώστε μου τα ρούχα μου τώρα – σας είπα ό,τι θέλατε!»
Η Πάολα γελά. «Δε μας έχεις πει τίποτα ακόμα!» Και προς τον Σουτούρη: «Ρίξ’ τα στους αστέγους. Και τα λεφτά, επίσης, αν δεν έχουν επάνω κάτι χρήσιμο για εμάς.»
«Δε νομίζω ότι έχουν τίποτα χρήσιμο,» αποκρίνεται ο Τυχερός, και πετά τα ρούχα και τα λεφτά προς τη μεριά των αστέγων. Εκείνοι αμέσως ορμούν για να τα πάρουν.
«Η Αρτάλη να σας έχει καλά!» λέει ένας, και μετά από μερικές στιγμές αρχίζουν να τσακώνονται αναμεταξύ τους για το πώς θα τα μοιράσουν – είναι αρκετοί άστεγοι εδώ μέσα. Η διαφωνία τους αγριεύει και εξελίσσεται σε ξυλοκοπήματα.
Οι άνθρωποι της Σιδηράς Δυναστείας τούς αγνοούν. Ας λύσουν μόνοι τους τις διαφορές τους.
Παίρνοντας μαζί τους την κατάσκοπο, μπαίνουν στο τρίκυκλο και η Πάολα κλείνει το σκέπαστρο από πάνω τους.
«Αν υποψιαστώ ότι πας να κάνεις κάποια μαγεία στο όχημά μου,» λέει στη μάγισσα, «θα βρεθείς ξεβράκωτη σ’ένα κλουβί μαζί με τα θηρία του Μεγάλου Κήπου.» Η κατάσκοπος μοιάζει τρομοκρατημένη καθώς είναι ζαρωμένη ανάμεσα στον Σουτούρη και τον Ζορζ, πίσω από τη Δρομολόγο.
Η Πάολα ενεργοποιεί το όχημα και φεύγουν από το εγκαταλειμμένο υπόγειο γκαράζ. Καθώς οδηγεί μες στους δρόμους, κάνουν κι οι τρεις συγχρόνως ερωτήσεις στην κατάσκοπο προσπαθώντας να της προκαλέσουν σύγχυση και να μάθουν την αλήθεια.
Σουτούρης: «Τον Ζορζ κατασκόπευες;»
«Ποιος είν’ ο Ζορζ;»
Ζορζ: «Ποιος σ’έβαλε;»
(…)
Πάολα: «Τον Ζορζ κατασκόπευες ή εμένα;»
«Τον Ζορζ.»
Σουτούρης: «Ποιος σ’έβαλε;»
Ζορζ: «Είσαι της Χωροφυλακής;»
«Δεν είμαι της Χωροφυλακής!»
Πάολα: «Ποιος σ’έβαλε;»
(…)
Σουτούρης: «Ποιος σ’έβαλε; Μην παίζεις με την υπομονή μας!»
«Θα μ’αφήσετε να φύγω;»
Σουτούρης: «Μάλλον όχι, έτσι όπως φαίνεται.»
«Μη με σκοτώσετε!»
Πάολα: «Σκέφτομαι να σε δώσω σ’ένα πορνείο του Χαμηλού Λιμανιού, πρώτα. Θα με πληρώσουν. Και μετά θα σε σκοτώσουμε.»
Ζορζ: «Για ποιον δουλεύεις;»
«Αυτό είναι,» λέει η κατάσκοπος· «απλά δουλεύω, εντάξει; Δεν έχω τίποτα μαζί σας.»
«Για ποιον;» επιμένει ο Σουτούρης.
«Ο Ρίβης Παλιόσυρμος μ’έστειλε· είναι λοχαγός της Χωρ–»
«Γνωρίζουμε ποιος είναι ο Παλιόσκυλος,» τη διακόπτει η Πάολα. «Ποιον σ’έβαλε να παρακολουθείς; Τον Ζορζ;»
«Ναι, δεν σας το είπα;»
«Και πού σε βρήκε εσένα ο Παλιόσκυλος, αφού δεν δουλεύεις για τη Χωροφυλακή; Μας λες ψέματα;»
«Όχι! Δεν δουλεύω για τη Χωροφυλακή. Είδατε νάχω μαζί μου ταυτότητα της Χωροφυλακής; Αν δούλευα θα είχα ταυτότητα–»
«Μπορεί να την ξέχασες σπίτι,» λέει η Πάολα, επίτηδες, για να την τρομάξει. «Γιατί να σε πιστέψουμε;»
«Δε δουλεύω για τη Χωροφυλακή, μα την Αρτάλη!» Δάκρυα γυαλίζουν στα μάτια της κατασκόπου.
«Πού σε βρήκε ο Παλιόσκυλος, λοιπόν; Στα σκουπίδια; Θες πραγματικά να το πιστέψουμε αυτό; Εσείς την πιστεύετε, κύριοι;»
«Σίγουρα όχι,» λέει ο Ζορζ.
«Με τίποτα,» προσθέτει ο Σουτούρης.
«Προτείνω να την πάμε για κατάδυση,» λέει ο Ζορζ.
«Να μια καλή ιδέα,» συμφωνεί η Πάολα, και στρίβει προς τη μεριά του ποταμού, διασχίζοντας τους δρόμους της ανατολικής Νίρβεκ.
«Σας παρακαλώ!» λέει η κατάσκοπος. «Σας λέω αλήθεια, δεν είμαι της Χωροφυλακής!»
«Πώς σε λένε;» τη ρωτά ο Σουτούρης.
«Δήμητρα Νιρλάδια. Δήμητρα’μορ.»
«Δήμητρα Νιρλάδια; Δε μπορεί νάσαι από τη Σεργήλη…»
«Οι γονείς μου ήταν από την Υπερυδάτια. Έχω έρθει πριν από πολλά χρόνια.»
«Και πού σε βρήκε ο Παλιόσκυλος;» ρωτά πάλι η Πάολα. «Στα σκουπίδια;»
«Δε με βρήκε στα σκουπίδια!» γρυλίζει, ξαφνικά προσβεβλημένη, η μάγισσα.
«Θα τη ρίξουμε στον ποταμό τώρα,» λέει ο Ζορζ, «κι ίσως κάποιος να την ψαρέψει ώς αύριο. Αφού είναι απ’την Υπερυδάτια δεν θάχει πρόβλημα, υποθέτω.»
«Ακόμα και με τα πόδια δεμένα σε πέτρα;» λέει η Πάολα.
«Δεν ξέρω πόσο καλοί κολυμβητές είναι οι Υπερυδάτιοι…»
«Τι θέλετε από μένα;» φωνάζει η Δήμητρα’μορ. «Σας είπα ό,τι θέλατε!»
«Δε μας είπες ακόμα σε ποιο σκουπιδοτενεκέ σε βρήκε ο Παλιόσκυλος,» της θυμίζει η Πάολα.
«Πού σε βρήκε;» την πιέζει ο Σουτούρης, κι ανοίγει τη λαβή του ενεργειακού μαχαιριού της για να δει τη μπαταρία στο εσωτερικό. Κλείνει πάλι το καπάκι και δοκιμάζει τη λεπίδα με το δάχτυλό του. «Πώς ήρθε σε επαφή μαζί σου;» Πατά το κουμπί στη λαβή και ενέργεια τρεμοπαίζει πάνω στη λεπίδα.
Η Δήμητρα την κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια.
«Δε μ’έχουν αγγίξει ποτέ με ενεργειακά φορτισμένη λεπίδα,» λέει ο Σουτούρης. «Πονάει;»
«Δεν ξέρω πώς με βρήκε, εντάξει; Με είχαν διώξει απ’τη δουλειά μου εξαιτίας ενός λάθους κι έψαχνα για άλλη δουλειά–»
«Πού δούλευες;»
«Στα ναυπηγεία στο Ακρολίμανο.»
«Και μετά;»
«Μια γυναίκα με πλησίασε. Χασρίνα είπε ότι την έλεγαν. Είπε ότι είχα μπλέξει άσχημα με το λάθος που είχα κάνει· θα ήμουν χρεωμένη, αλλά εκείνη μπορούσε να με βοηθήσει. Και μου εξήγησε ότι… ότι ανήκει σε μια οργάνωση που λέγεται Σιδηρά Δυναστεία, και ο Ρίβης Παλιόσυρμος είναι επίσης σ’αυτή την οργάνωση, κι όταν μου μίλησε μου είπε ότι υπάρχει τώρα… τώρα γίνεται μια αλλαγή μέσα στη Δυναστεία και εγώ θα είμαι από τους καινούργιους, το ‘νέο αίμα’, όπως το είπε, αρκεί να βοηθήσω σε κάποια πράγματα σχετικά με τους παλιούς.»
«Γνωρίζεις, δηλαδή, ότι ο Ζορζ είναι της οικογένειας;» λέει η Πάολα.
«Ποιας οικογένειας;» Πραγματική απορία στο τρομαγμένο πρόσωπο της μάγισσας.
«Α, κατάλαβα, είσαι τελείως άσχετη,» γελά η Πάολα. «Σου είπε ο Παλιόσκυλος ότι ο Ζορζ είναι της Δυναστείας;»
«Ναι, αυτό μού το είπε, και ότι έπρεπε να τον παρακολουθώ. Μια φορά ο Ρίβης τον κάλεσε στον πομπό του κι εγώ έπιασα τη συχνότητα του πομπού με Ξόρκι Εντοπισμού Τηλεπικοινωνιακού Σήματος, και μετά τον παρακολουθούσα, και… και έφτασα σ’εσάς.»
«Γιατί ήθελε να με παρακολουθείς, σου είπε;» τη ρωτά ο Ζορζ ο Βουτηχτής.
«Μου είπε απλώς να σε παρακολουθώ επειδή είσαι με τους παλιούς, αυτούς που δεν είναι καλοί για τη Σιδηρά Δυναστεία και που ίσως να κάνουν ύποπτες, παράνομες ενέργειες.»
Η Πάολα γελά. «Τελικά, εμείς είμαστε οι κακοί, φαίνεται!»
«Βασικά,» συνεχίζει η Δήμητρα’μορ, «ο Ρίβης ήθελε να μάθει αν ήξερες» – απευθύνεται στον Ζορζ – «για κάποιον Ζορδάμη (ραλίστα) και κάποιον Ύαν (μισθοφόρο) οι οποίοι εισέβαλαν πρόσφατα στα Κεντρικά της Χωροφυλακής. Εκείνοι μάλλον φταίνε για το μακελειό που έγινε εκεί πριν από–»
«Εντάξει,» τη διακόπτει η Πάολα. «Και τι νομίζεις εσύ για όλ’ αυτά; Τι νομίζεις για τη Δυναστεία;»
«Τι να νομίζω; Μη με σκοτώσετε· μια δουλειά έκανα! Θα με σκοτώνατε αν ήμουν μια απλή ιδιωτική ερευνήτρια;»
«Αν ήσουν μια απλή ιδιωτική ερευνήτρια,» λέει η Πάολα, «ναι, θα σε σκοτώναμε.»
Το τρένο μας φτάνει στη Μέλβερηθ μία ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Σταματά στο Κέντρο, στον μεγάλο σιδηροδρομικό σταθμό εκεί, και κατεβαίνουμε. Υπάρχει αρκετή κίνηση γύρω μας μέχρι που απομακρυνόμαστε από τον σταθμό, οπότε και η κίνηση λιγοστεύει, η πόλη γίνεται πιο απειλητική, με άλλα σημεία φωτισμένα, άλλα τυλιγμένα στο σκοτάδι. Η βασική δουλειά που έχουμε στη Μέλβερηθ είναι μία: να πάρουμε το ηχομορφικό όχημα που παλιότερα οδηγούσε ο Άφευκτος και που τώρα θα οδηγώ εγώ. Επίσης, θα δούμε αν έχει να μας μεταφέρει κανένα νέο ο Σερφάντης. Τώρα, όμως, είμαστε πολύ κουρασμένοι και για το ένα και για το άλλο. Παίρνουμε ένα επιβατηγό όχημα και πηγαίνουμε στο Σταυροδρόμι, όπου και κλείνουμε δωμάτια στο ξενοδοχείο «Η Καρδιά της Πόλης».
Καθώς κάνω ένα γρήγορο ντους, δεν μπορώ παρά να σκέφτομαι πώς θα είναι να κάθομαι ξανά πίσω από το τιμόνι εκείνου του τρομερού αγωνιστικού οχήματος που έχει τη δυνατότητα να μεταμορφώνεται σε ήχο – να γίνεται αόρατο, ουσιαστικά, και να περνά μέσα από κάθε είδους ύλη που θα περνούσε κι ο ήχος. Όταν βρίσκεσαι στο εσωτερικό του, ενώ έχει μορφή ήχου, βλέπεις τα πράγματα απέξω σε διάφορα επίπεδα διαφάνειας, αναλόγως τη μοριακή τους πυκνότητα. Αυτά μέσα από τα οποία μπορεί εύκολα να περάσει ο ήχος είναι σχεδόν άυλα· αυτά μέσα από τα οποία μπορεί να περάσει δυσκολότερα είναι περισσότερο υλικά· και μόνο αυτά μέσα από τα οποία δεν μπορεί να περάσει ο ήχος μοιάζουν να έχουν κανονική υλική υπόσταση. Με τέτοιο όχημα μπαίνεις και βγαίνεις από οπουδήποτε απαρατήρητος – μέχρι, τουλάχιστον, που να σου τελειώσει η ενέργεια. Και η αλήθεια είναι πως τρώει την ενέργεια με τρομερό ρυθμό.
Αλλά η μορφή ήχου δεν είναι το μοναδικό του πλεονέκτημα. Είναι επικίνδυνο και για άλλους λόγους. Είναι πολύ γρήγορο, και κατασκευασμένο από μέταλλα και κρύσταλλα πολύ ανθεκτικά. Οι κανονικές σφαίρες είναι σχεδόν αδύνατο να του προκαλέσουν ζημιά· κι ακόμα και μέσα από εκρήξεις μπορεί να περάσει άθικτο. Ο Γρύπας Ξενοκράτης το είχε φτιάξει ως φονικό εργαλείο, και τέτοιο είναι. Το έδωσε στον Άφευκτο επειδή ο Άφευκτος ήταν τότε δολοφόνος της Δυναστείας – σκότωνε ανθρώπους οδηγώντας, κάνοντάς το να φανεί σαν ατύχημα. Δεν ήταν, όμως, τόσο πιστός στην οικογένεια όσο ήθελαν κάποιοι να νομίζουν· η Σιδηρά Δυναστεία τον είχε κοροϊδέψει για να τον πάρει στις υπηρεσίες της, για να τον κάνει δούλο της, και ο Άφευκτος αποζητούσε εκδίκηση. Έτσι έκλεψε το ηχομορφικό όχημα και άρχισε να σκοτώνει μέλη της Σιδηράς Δυναστείας, το ένα κατόπιν του άλλου. Ήταν πολύ δύσκολο να βρεθεί και να εξοντωθεί. Στο τέλος, εγώ, ο Ύαν, και ο Κριτόλαος’μορ τον εξοντώσαμε.
Και ακόμα και τώρα αισθάνομαι άσχημα που βοήθησα στη θανάτωση του Άφευκτου. Ο Σίλας Ιερόπυργος, άλλωστε, ήταν κάποτε ραλίστας σαν εμένα. Απλώς έμπλεξε. Έμπλεξε χειρότερα απ’ό,τι εγώ, πολύ χειρότερα.
Πριν από λιγότερο από ένα μήνα, φοβόμουν ότι ίσως ακολουθούσα τον δρόμο του, μην έχοντας και πολλές επιλογές, νιώθοντας καταδικασμένος, παγιδευμένος. Τώρα, τα πράγματα άλλαξαν. Ωστόσο, δεν μπορώ παρά να παραδεχτώ ότι αισθάνομαι κάποιον ενδοιασμό να καθίσω στο τιμόνι του ηχομορφικού οχήματος που εκείνος οδηγούσε…
Βγαίνω από το μπάνιο, σκουπίζομαι, και ξαπλώνω στο κρεβάτι. Η Κλεισμένη είναι κουλουριασμένη στο πάτωμα, κοντά στο σύστημα θέρμανσης το οποίο έχω ανάψει γιατί απόψε έχει ψύχρα. Είναι κρύα βραδιά εδώ, στη Μέλβερηθ.
Κοιμάμαι και ονειρεύομαι ότι οδηγώ κάποιο όχημα μέσα σε ράλι. Όταν γυρίζω το κεφάλι για να κοιτάξω τον συνοδηγό μου, βλέπω – χωρίς αυτό να με εκπλήσσει – πως είναι ο Σίλας Ιερόπυργος. Στο πρόσωπό του φορά μια αποτρόπαια μάσκα που μοιάζει με κρανίο. Σκότωσέ τους όλους! μου λέει. Κι αρχίζω ν’αντικρίζω νεκρούς ανθρώπους στο δρόμο μου, με τα σώματά τους διαλυμένα, αίμα απλωμένο στο πλακόστρωτο–
Ξυπνάω.
Φως έρχεται από το παράθυρο· είναι πρωί. Ξημερώματα.
Η Κλεισμένη βηματίζει αθόρυβα μες στο δωμάτιο, με την ουρά της ορθωμένη και τις τρίχες και τ’αφτιά της τεντωμένα, σαν να διαισθάνεται κάτι. Τι, άραγε; Τι μπορεί να διαισθάνεται μια υπερδιαστασιακή γάτα; Τα μάτια της γυαλίζουν καθώς στρέφεται να με κοιτάξει. Νιαουρίζει.
«Ο φίλος μας;» λέω καθώς σηκώνομαι. «Το φάντασμα από τον κόσμο των νεκρών;»
«Νιάααα.»
«‘Ναι’ σημαίνει αυτό;»
Ετοιμάζομαι και πάω να συναντήσω τους άλλους στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου, όπως είχαμε συμφωνήσει. Διαπιστώνω πως είμαι ο πρώτος που ήρθε εδώ. Παραγγέλνω πρωινό, και η συμπαθητική σερβιτόρα μού το φέρνει.
«Να φέρω και κάτι για το γατάκι σας;» ρωτά.
«Αν έχετε την καλοσύνη.»
Μετά από λίγο έχει και η Κλεισμένη το πρωινό της. Η σερβιτόρα, επιπλέον, φαίνεται να την έχει συμπαθήσει καθώς σκύβει για να τη χαϊδέψει και με τα δύο χέρια. Το αίσθημα δεν μοιάζει αμοιβαίο, ωστόσο.
«Πολύ ωραίο το γατάκι σας,» μου λέει χαμογελώντας.
«Ευχαριστώ. Κλεισμένο μέσα σ’ένα μπαούλο το βρήκα.»
Η σερβιτόρα γελά (νομίζοντας μάλλον ότι της κάνω πλάκα) και φεύγει.
Η Αστερόπη και ο Ύαν έρχονται μαζί, πράγμα που με βάζει σε σκέψεις μήπως κοιμήθηκαν και μαζί. Γνωρίζω, άλλωστε, πως κάποτε ήταν εραστές. Κάθονται στο τραπέζι μου και παραγγέλνουν κι αυτοί πρωινό, και σύντομα κατεβαίνει κι ο Ρίβης.
«Λοιπόν,» λέω καθώς πίνω μια γουλιά καφέ, «πώς θα κινηθούμε τώρα; Θα φύγετε, πρώτα, ή θα έρθετε μαζί μου για το όχημα;»
«Θα έρθουμε μαζί σου για το όχημα, φυσικά,» αποκρίνεται η Αστερόπη· «μετά θα επικοινωνήσουμε με τον Σερφάντη· και μετά εγώ κι ο Ρίβης θα πάρουμε το τρένο ενώ εσείς θα πάτε προς Άντχορκ.»
Έχουμε ήδη αποφασίσει πως έτσι είναι το καλύτερο να χωριστούμε, γιατί η Αστερόπη θα ταξιδέψει με τελικό προορισμό τη Νίρβεκ, στην αναζήτησή της για τον Σουτούρη τον Τυχερό, και ο Ρίβης γνωρίζει καλύτερα τη Νίρβεκ και, γενικά, εκείνες τις περιοχές. Η Άντχορκ τού είναι ουσιαστικά άγνωστη. Όχι, όμως, και για εμένα και τον Ύαν. (Και η Κλεισμένη, βέβαια, στους δρόμους της τριγύριζε προτού μπλέξει πρώτα μ’έναν παράξενο μάγο και μετά μ’έναν πολύ παράξενο ραλίστα.)
«Να περάσεις κι απ’το Μαύρο Δόντι,» λέω στην Αστερόπη· «μην το παραβλέψεις. Γιατί μπορεί ακόμα εκεί να βρίσκεται ο Τυχερός. Δεν έχουν περάσει και τόσες μέρες από τότε που τον έσωσα.»
*
Το ηχομορφικό όχημα βρίσκεται σε μια αποθήκη στο Άπλωμα – μια περιοχή στα ανατολικά της Μέλβερηθ, η οποία συγκεντρώνει πολλούς ταξιδιώτες και πλανόδιους. Εκεί είναι τώρα κι ο θίασος του Βενμίλιου Απλόχερου· δεν νομίζω να έχει φύγει τόσο σύντομα. Αλλά επίσης δεν νομίζω ότι υπάρχει χρόνος για να τον επισκεφτώ. Και ούτε η Αστερόπη το πρότεινε. Μάλλον δεν πιστεύει ότι μπορούμε να μάθουμε κάτι περισσότερο για την επίθεση εναντίον του Βενμίλιου στο Παζάρι της Παραγκούπολης. Ή ίσως να το θεωρεί πιο σημαντικό να βρει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα τον Σουτούρη.
Το Άπλωμα δεν είναι κοντά στο Σταυροδρόμι· παίρνουμε επιβατηγό όχημα για να φτάσουμε εκεί, και μετά βαδίζουμε ώς τις αποθήκες που μας ενδιαφέρουν. Πλησιάζουμε αυτή που μας είπε ο Γρύπας Ξενοκράτης και, συναντώντας τον φρουρό εκεί, του λέμε ότι μας έχει στείλει ο κύριος Ξενοκράτης, πράγμα το οποίο αποδεικνύουμε μ’ένα έγγραφο σφραγισμένο και υπογεγραμμένο από τον ίδιο. Ο φρουρός δεν είναι άνθρωπος της Σιδηράς Δυναστείας και δεν ξέρει τίποτα για εμάς· μας αφήνει, όμως, να μπούμε χωρίς διαφωνία. Η αποθήκη είναι μεγάλη και περιέχει διάφορα πράγματα σκεπασμένα με υφάσματα και πλαστικά, καθώς και κάμποσα κιβώτια. Το ηχομορφικό όχημα βρίσκεται στο βάθος, καλυμμένο με μαύρη κουκούλα. Τη βγάζω, φανερώνοντάς το: ένα αγωνιστικό τετράκυκλο, πιο λιγνό μπροστά απ’ό,τι πίσω, γεμάτο επικίνδυνες αιχμές και γωνίες – αιχμές και γωνίες που μπορούν να σκοτώσουν με τη βοήθεια λίγης ταχύτητας. Είναι βαμμένο γκρι με τρεις φαρδιές μαύρες λωρίδες. Οι μεταλλικοί τροχοί του γυαλίζουν. Μου δίνεται η αίσθηση ότι εκπέμπει μια άγρια, αρχέγονη δύναμη – αν και καθόλου «αρχέγονο» όχημα δεν θα μπορούσες να το αποκαλέσεις. Είναι, αν μη τι άλλο, υπερσύγχρονο.
Ο φρουρός της αποθήκης με ρωτά: «Έχετε τα κλειδιά, κύριε;»
«Ναι,» αποκρίνομαι. Ο Ξενοκράτης μού τα έχει δώσει. «Εσύ δεν τα έχεις;»
«Όχι.»
Ακόμα ένα μέτρο ασφαλείας. Ο Γρύπας φοβόταν μη βρεθεί κανένας άλλος τρελός και κλέψει το όχημα. Και τώρα το δίνει σ’εμένα, σκέφτομαι ειρωνικά. Δεν είμαι αρκετά τρελός για να το κλέψω;
Μάλλον όχι.
Καθώς ο φρουρός απομακρύνεται, με τα βήματά του ν’αντηχούν μέσα στη μεγάλη αποθήκη, ξεκλειδώνω το ηχομορφικό όχημα και μπαίνουμε. Ο Ύαν βγάζει τρεις ενεργειακές φιάλες από τον σάκο του και τις προσαρμόζουμε στις ειδικές θυρίδες. Πατάω το κουμπί της ενεργοποίησης και τα συστήματα του οχήματος ανάβουν. Βάζω μπροστά τη μηχανή και την ακούω να γρυλίζει.
Σκότωσέ τους όλους!
Διώχνω τη φωνή του Άφευκτου απ’το μυαλό μου, ενώ ακούω την Κλεισμένη να νιαουρίζει πίσω μου, εκεί όπου κάθεται μαζί με την Αστερόπη και τον Ρίβη. Μπορεί πράγματι να διαισθανθεί, κάπως, το φάντασμα του Σίλα; Ας μη γινόμαστε παρανοϊκοί…
Πατώντας το πετάλι και κρατώντας το τιμόνι, βγάζω με προσοχή το όχημα από την αποθήκη· και, από τον καθρέφτη πλάι μου, βλέπω τον φρουρό να κλείνει τη μεγάλη συρόμενη πόρτα της.
Η Αστερόπη πατά μερικά κουμπιά στον τηλεπικοινωνιακό πομπό της και περιμένει, καλώντας μάλλον τον Σερφάντη. Δεν ακούω το σήμα της να βρίσκει ανταπόκριση.
«Δεν είναι στην πόλη;» μουρμουρίζει η κόρη του Ξενοκράτη, παραξενεμένη.
Θυμάμαι τότε κάτι που μου είχε πει ο Σερφάντης προτού φύγω. «Μπορεί να πήγε στην Αγκένροβ.»
«Γιατί;» ρωτά η Αστερόπη.
«Για να συναντήσει τον Τάρνελκωφ. Μου είπε ότι ίσως πήγαινε να του μιλήσει. Του είπα να προσέχει. Ο Τάρνελκωφ, άλλωστε, συμφώνησε με την Ασημίνα – αν και δεν ξέρω τι γνωρίζει για τα σχέδιά της. Ελάχιστα, πιθανώς. Ή τίποτα.»
«Ναι…» λέει σκεπτικά η Αστερόπη.
«Αλλάζει αυτό κάτι στα δικά μας σχέδια;» ρωτά ο Ύαν.
«Όχι,» λέει η Αστερόπη. «Θα πάμε να βρούμε τον Σουτούρη και μετά βλέπουμε. Κι εσείς θα πάτε στην Άντχορκ, κανονικά.»
«Σας αφήνω στον σιδηροδρομικό σταθμό, λοιπόν;» λέω.
«Ναι.»
Τους πηγαίνω στο Κέντρο της Μέλβερηθ και σταματάω μπροστά στον μεγάλο σταθμό των τρένων.
«Θα ξανασυναντηθούμε, Ζορδάμη,» μου λέει ο Ρίβης καθώς βγαίνει μαζί με την Αστερόπη. «Και σ’ευχαριστώ. Δε θα ξεχάσω τη βοήθειά σου.»
«Να προσέχεις σ’εκείνα τα μέρη που έχει επιρροή η αδελφή σου,» αποκρίνομαι. «Και πες μια προσευχή στον θεό σου και για μένα.»
Ο Ρίβης χαμογελά και νεύει καταφατικά. «Ο Άρχοντας των Δασών θα είναι στο πλευρό σου, Ραλίστα,» με διαβεβαιώνει κάνοντας ένα παράξενο σύμβολο με τα δάχτυλά του.
Η Αστερόπη απλά με χαιρετά με το ύψωμα του χεριού καθώς απομακρύνεται μαζί με τον αδελφό της Ασημίνας Νέρφελδιφ. Αναρωτιέμαι αν ακόμα είναι λιγάκι τσαντισμένη μ’εμένα. Μπα, δε νομίζω…
«Εκεί που πηγαίνουμε,» λέει ο Ύαν, ανάβοντας τσιγάρο δίπλα μου, «ο Άρχοντας των Δασών δεν μπορεί να μας βοηθήσει.»
Η Κλεισμένη νιαουρίζει από το πίσω κάθισμα.
«Ποτέ δεν ξέρεις,» αποκρίνομαι, και πατάω το πετάλι, στρίβοντας.
Μετά από λίγο αφήνουμε τη μεγαλούπολη πίσω μας καθώς αναπτύσσω ταχύτητα επάνω στη δημοσιά προς τα βορειοδυτικά.
«Δε δοκιμάσαμε ακόμα την ηχομορφική ιδιότητα,» παρατηρεί ο Ύαν, έχοντας πια τελειώσει το τσιγάρο του.
«Αμφιβάλλεις ότι λειτουργεί;»
«Να μην το ελέγξουμε;»
«Ας το ελέγξουμε.» Κατεβάζω έναν διακόπτη επάνω στην κονσόλα του οχήματος και η βλάστηση δεξιά κι αριστερά από τον δρόμο γίνεται ξαφνικά ημιϋλική. Η Κλεισμένη γρυλίζει, θορυβημένη.
Στρίβω δεξιά και μας βγάζω από τη δημοσιά. Βλέπω τα δέντρα να περνάνε από μέσα μας, ή μάλλον εμείς περνάμε μέσα από τα δέντρα. Είμαστε αόρατοι τώρα, είμαστε ήχος. Πλησιάζω τις σιδηροδρομικές γραμμές, τις διασχίζω, και καταλήγω στην άλλη μεριά. Τις ξαναδιασχίζω και επιστρέφω στη δημοσιά.
Ανεβάζω τον διακόπτη και γινόμαστε ύλη ξανά. Βλέποντας τον μετρητή της ενέργειας διαπιστώνω ότι χάσαμε περίπου δέκα τοις εκατό από αυτή τη δοκιμή.
«Λειτουργεί,» λέω χωρίς να στραφώ να κοιτάξω τον Ύαν.
Σε δύο ώρες είμαστε εκεί όπου η δημοσιά διχαλώνει, και στρίβω ακολουθώντας το παρακλάδι που πηγαίνει προς τα βορειοανατολικά. Η Άντχορκ είναι ακόμα μακριά. Δεν πρόκειται να φτάσουμε σήμερα. Υπολογίζω να διανυκτερεύσουμε στη Θακέρκοβ.
Κάθονται σ’ένα πίσω δωμάτιο του μπαρ Χορονυκτία. Δεν υπάρχουν ηχεία εδώ, αλλά η μουσική έρχεται έντονη μέσα από τους τοίχους. Η Πάολα, φυσικά, οδήγησε τους άλλους δύο σ’ετούτο το μέρος.
Όταν έχουν εξηγήσει στον Ζορζ τι συμβαίνει μέσα στη Δυναστεία – ή, τουλάχιστον, τι υποπτεύονται πως συμβαίνει – ο Σουτούρης ρωτά τη Δρομολόγο: «Την ξέρεις αυτή τη Χασρίνα που ανέφερε η μάγισσα;»
Η Πάολα κουνά το κεφάλι. «Όχι. Αλλά νομίζω…» Κάτι έρχεται στο μυαλό της και συνοφρυώνεται. Τα φρύδια της σμίγουν καθώς είναι καθισμένη σταυροπόδι στην καρέκλα. Το πρόσωπό της, που πάντα έχει μια σχεδόν αθώα όψη, τώρα ο Σουτούρης θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει ακόμα και χαριτωμένο. Η εμφάνιση της Πάολας είναι παραπλανητική, όταν δεν ξέρεις για το παμπόνηρο μυαλό που κρύβεται πίσω απ’ αυτό το πρόσωπο. Αλλά ο Σουτούρης, παρότι ξέρει, εξακολουθεί να τη βρίσκει συμπαθητική.
«Τι;» ρωτά.
«Νομίζω πως ο Ζορδάμης μού είπε γι’αυτήν, όταν ήταν εδώ. Τη συνάντησε κάποτε. Δούλευε και τότε για τον Ρίβη.»
«Η Χασρίνα;»
«Ναι.»
«Κι εσύ δεν την έχεις συναντήσει ποτέ; Είσαι σίγουρη;»
«Ναι,» λέει η Πάολα, «δεν την ξέρω καθόλου. Όπως σου είπα ήδη, δεν γνωρίζω όλα τα μέλη της Δυναστείας στη Νίρβεκ.»
«Εγώ την ξέρω,» δηλώνει ο Ζορζ, ξαφνιάζοντάς τους και τους δύο. «Της έδωσα, πριν από… κανένα μήνα, νομίζω, κάτι πράγματα που είχα πάρει από ένα εγκαταλειμμένο σκάφος στ’ανοιχτά της θάλασσας.»
«Εγκαταλειμμένο στ’ανοιχτά της θάλασσας;» απορεί ο Σουτούρης.
«Ναι, δεν είχε πέσει ακόμα σε ακτή. Μονάχα ένας άνθρωπος ήταν μέσα, κι αυτός νεκρός. Δεν ξέρω τι είχε συμβεί.»
«Η Χασρίνα σού είπε τι ήθελε αυτά τα πράγματα; Τι πράγματα ήταν, αλήθεια;»
«Μια βαλίτσα κι ένας σάκος, από την καμπίνα του καπετάνιου. Και όχι, η Χασρίνα δεν μου είπε τίποτα γι’αυτά. Ούτε άνοιξα για να δω τι περιείχαν.» Ο Ζορζ ανασηκώνει τους ώμους. «Ακόμα μια δουλειά για την οικογένεια – τίποτα περισσότερο. Πληρώθηκα· τελείωσε.» Πίνει μια γουλιά απ’τον Χρυσό Καύσωνα στο χέρι του.
«Η μάγισσα θα μπορούσε να μας οδηγήσει στη Χασρίνα,» λέει η Πάολα ατενίζοντας τον Σουτούρη.
Ο Τυχερός τραβά μια τζούρα απ’το τσιγάρο του. «Ναι… αλλά είναι κι εκείνος ο άλλος άνθρωπος που μου είπες ότι έχει συναναστροφές με την Ασημίνα Νέρφελδιφ στη Νίρβεκ.»
«Ο Νεογνός. Αυτός, όμως, μπορεί και να μην έχει καμία σχέση με τον Παλιόσκυλο και τη Χασρίνα.»
«Αν όλοι τους συνεργάζονται….»
«Συμφωνώ,» λέει η Πάολα, «αλλά δεν το ξέρουμε ακόμα· απλά το υποθέτουμε.»
Ο Σουτούρης μένει σιωπηλός για μερικές στιγμές. Ύστερα ρωτά: «Να χρησιμοποιήσουμε, λοιπόν, τη μάγισσα;»
«Να την πάρουμε με το μέρος μας,» προτείνει η Πάολα.
Ο Ζορζ την κοιτάζει συλλογισμένα. «Το θεωρείς εφικτό;»
«Γιατί όχι; Είναι αρκετά τρομαγμένη, δεν είναι;»
«Ο φόβος περνά, κάποια στιγμή. Τι θα την αποτρέψει απ’το να μας προδώσει;»
«Γιατί να μην είναι μ’εμάς αλλά με τους εχθρούς μας; Έχει να κερδίσει περισσότερα;»
Αποφασίζουν τελικά να κάνουν μια προσπάθεια μαζί της. Ποια είναι η εναλλακτική λύση, άλλωστε; Να τη σκοτώσουν; Ή να τη φυλακίσουν και να πρέπει να την ταΐζουν κιόλας; Κανένας τους – ούτε καν η Πάολα – δεν αισθάνεται καλά με το να σκοτώσει μια αβοήθητη γυναίκα. Και κανένας τους, επίσης, δεν το θεωρεί συμφέρον να την κρατάνε φυλακισμένη σε κάποιο μέρος.
Σηκώνονται και πηγαίνουν στο διπλανό δωμάτιο όπου, ξαπλωμένη σ’ένα μικρό κρεβάτι, βρίσκεται η Δήμητρα’μορ, δεμένη χειροπόδαρα και φιμωμένη. Η Πάολα φρόντισε να είναι πολύ καλά κλεισμένο το στόμα της και πολύ καλά παγιδευμένα τα χέρια της, για να μη μπορεί να κάνει ξόρκια που πιθανώς να αποδειχτούν επικίνδυνα. Επίσης, δεν έδωσε στη μάγισσα τίποτα για να φορέσει αφού είδε ότι την κάνει να αισθάνεται άσχημα το γεγονός ότι είναι σχεδόν γυμνή. Ο κομμένος στηθόδεσμος της δεν κρύβει τώρα τα στήθη της καθώς τα χέρια της είναι δεμένα πίσω από την πλάτη της και δεν τον συγκρατούν. Μονάχα η περισκελίδα της τη ντύνει.
Μουγκρίζει έντονα, βλέποντας τους να μπαίνουν στο δωμάτιο, και το μουγκρητό της μισοχάνεται πίσω από τη δυνατή μουσική που έρχεται από την κεντρική αίθουσα του μπαρ.
Η Πάολα τής γαργαλά πειραχτικά τις πατούσες, και η μάγισσα μαζεύεται πάνω στο κρεβάτι, μουγκρίζοντας ακόμα περισσότερο.
«Αν σε λύσω,» τη ρωτά η Πάολα, «υπόσχεσαι νάσαι φρόνιμη και να μιλήσουμε πολιτισμένα;»
Η Δήμητρα’μορ γνέφει καταφατικά.
Η Πάολα τη λύνει, και η μάγισσα αμέσως πιάνει τον κομμένο στηθόδεσμό της και κρύβει ξανά τις θηλές της. Η Πάολα κάνει νόημα στον Σουτούρη κι εκείνος δίνει στη Δήμητρα την κάπα του.
Η μάγισσα τυλίγεται μες στο ένδυμα. «Γιατί με κρατάτε εδώ; Δεν έχω τίποτ’ άλλο να σας πω.»
Η Πάολα και οι δύο άντρες κάθονται γύρω της, τραβώντας τις καρέκλες από το διπλανό δωμάτιο. «Θα της φέρεις ένα ποτό;» λέει η Δρομολόγος στον Ζορζ. «Έναν Γλυκό Κρόνο;»
«Όχι,» διαφωνεί η Δήμητρα. «Νερό.»
«Έναν Γλυκό Κρόνο,» επιμένει η Πάολα κοιτάζοντας τον Ζορζ, και ο Βουτηχτής φεύγει απ’το δωμάτιο.
Η Πάολα λέει στη Δήμητρα: «Κι εμείς της Σιδηράς Δυναστείας είμαστε. Της οικογένειας. Όπως εσύ.»
Η μάγισσα την ατενίζει αμίλητη, φοβισμένη.
«Μπορούμε να σε βοηθήσουμε,» συνεχίζει η Πάολα. «Δεν εγκαταλείπουμε τους συγγενείς μας. Όταν, φυσικά, δεν προσπαθούν να μας σκοτώσουν ή να μας κάνουν άλλο κακό.»
«Δε σας έκανα κακό!»
«Παρακολουθούσες τον Ζορζ υπό τις διαταγές του Παλιόσκυλου. Και ο Παλιόσκυλος, τελευταία, έχει αποδειχτεί… πολύ αναξιόπιστο σκυλί. Κρατούσε μια φίλη μας – της Δυναστείας, εννοείται – φυλακισμένη στα Κεντρικά της Χωροφυλακής χωρίς κανένα λόγο. Χωρίς να μας δώσει καμία εξήγηση. Κι ακόμα δεν έχουμε μάθει τι ακριβώς ήθελε από εκείνη. Γι’αυτό κιόλας ο Ζορδάμης και ο Ύαν επιτέθηκαν στα Κεντρικά της Χωροφυλακής: για να πάρουν από εκεί αυτή τη φίλη μας. Ο Ρίβης Παλιόσυρμος δεν ήταν συνεννοήσιμος. Δεν δεχόταν καν να μας μιλήσει.»
Η Δήμητρα’μορ την ακούει με μεγάλη προσοχή, και η Πάολα σκέφτεται: Ωραία· δίνει σημασία στα λόγια μου. Κάνει να συνεχίσει, αλλά ο ερχομός του Ζορζ τη διακόπτει.
Ο Βουτηχτής δίνει στην Πάολα ένα ποτήρι με Γλυκό Κρόνο, κι εκείνη το τείνει προς τη Δήμητρα. «Πιες.»
Η μάγισσα κουνά το κεφάλι. «Ευχαριστώ, όχι. Όχι.»
«Έχεις πρόβλημα υγείας με τα ποτά;»
«Όχι αλλά–»
«Πιες, τότε,» επιμένει η Πάολα.
Η μάγισσα δεν κινείται.
«Θες να με κάνεις να σε αναγκάσω να πιεις;»
Η Δήμητρα παίρνει το ποτήρι και κρατώντας το με τα δύο χέρια, που τρέμουν, πίνει μια γουλιά.
«Πιες το όλο.»
Η Δήμητρα πίνει ακόμα μια γουλιά.
«Όλο,» επιμένει η Πάολα.
Η μάγισσα, μετά από άλλες δύο γουλιές, έχει τελειώσει το ποτήρι, και ο Γλυκός Κρόνος φαίνεται ήδη να την έχει ζαλίσει λιγάκι.
«Ο Ρίβης Παλιόσυρμος,» της λέει η Πάολα, «μπορεί, επίσης, να είναι μπλεγμένος στη δολοφονία ενός πολύ σημαντικού ανθρώπου εδώ, στη Νίρβεκ. Τον έλεγα Φιλοπολιτή Τασνικέφ. Τον έχεις ακουστά;»
Η Δήμητρα συνοφρυώνεται. «Ναι. Άκουσα ότι… τον σκότωσαν. Ήταν… της οικογένειας;»
«Ναι,» λέει η Πάολα παρατηρώντας πως η γλώσσα της Δήμητρας έχει λυθεί κάπως από το ποτό. «Υπάρχουν άνθρωποι μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία που σκοτώνουν άλλους ανθρώπους της Σιδηράς Δυναστείας. Αυτό, Δήμητρα, δεν έπρεπε κανονικά να συμβαίνει. Οι συγγενείς αλληλοϋποστηρίζονται. Με καταλαβαίνεις; Αυτό είναι και το νόημα τού να είσαι ‘της οικογένειας’. Σ’το είχε πει αυτό ο Ρίβης, ή η Χασρίνα;»
Η Δήμητρα κουνά το κεφάλι αρνητικά. «Έχετε ένα τσιγάρο;» ρωτά.
Η Πάολα τής δίνει τσιγάρο και της το ανάβει. «Μπορούμε να είμαστε φίλοι σου. Θα θέλαμε, βασικά, να είμαστε φίλοι σου. Αλλά δεν το εκτιμούμε που παρακολουθούσες τον Ζορζ για λογαριασμό του Παλιόσκυλου.»
Η Δήμητρα ξεροκαταπίνει.
«Δεν ήξερες, όμως, και πολλά, έτσι δεν είναι;» της λέει ο Σουτούρης.
«Δεν ήξερα τίποτα,» λέει εκείνη. «Αλλά και η Χασρίνα… τα ίδια– παρόμοια πράγματα μού είπε. Ότι, δηλαδή, θα με βοηθούσαν. Αλλά όχι τόσα– τόσες λεπτομέρειες.»
«Γνωρίζεις πού μένει η Χασρίνα;» ρωτά η Πάολα.
«Όχι.»
«Μας λες αλήθεια, Δήμητρα;»
«Δεν ξέρω πού μένει. Επικοινωνούσα τηλεπικοινωνιακά μαζί της.»
«Θυμάσαι τον τηλεπικοινωνιακό κώδικά της;»
Η Δήμητρα’μορ τούς τον λέει.
«Θα μπορούσες να την εντοπίσεις μέσω του πομπού της;» ρωτά η Πάολα. «Με τη μαγεία σου;»
«Ναι, αλλά… Κοίτα, το Ξόρκι Εντοπισμού Τηλεπικοινωνιακού Σήματος ανιχνεύει τις συχνότητες ως αύρες. Δεν… Για να βρω τη θέση του πομπού της χρειάζομαι και κάποιο μηχάνημα.»
Ο Σουτούρης τη ρωτά: «Εκτός από τη Χασρίνα και τον Ρίβη Παλιόσυρμο, ποιους άλλους της Δυναστείας ξέρεις;»
«Χωρίς να υπολογίζω εσάς, σωστά;»
«Σωστά.»
«Κανέναν,» λέει η Δήμητρα’μορ. «Με τη Χασρίνα ήρθα αρχικά σε επαφή και τώρα δούλευα για τον Ρίβη. Σ’εκείνον θα έδινα τις πληροφορίες που συγκέντρωνα σχετικά με τον Ζορζ.»
«Δε σου έχουν αναφέρει κανένα άλλο μέλος που είναι της… κλίκας τους;» ρωτά η Πάολα.
«Δε θυμάμαι τίποτα,» αποκρίνεται η μάγισσα φυσώντας καπνό. Καθαρίζει τον λαιμό της. «Μου είχε πει ο Ρίβης ότι η Δυναστεία έχει προβλήματα, ότι υπάρχουν άτομα που είναι προδότες, και ότι…» Κομπιάζει καθώς τους ατενίζει τον έναν μετά τον άλλο.
«Ότι πρέπει να εξοντωθούν;» λέει η Πάολα.
«Ναι.»
«Νομίζεις ότι προσπαθούμε να σε κοροϊδέψουμε για να σε φέρ–;»
«Όχι!»
Η Πάολα χαμογελά σαν κατεργάρικο κοριτσάκι που μπορεί να κάνει τρομερές ζημιές αν το βάλει στο μυαλό του. «Μη μου λες ψέματα. Το έχεις σκεφτεί, δεν το έχεις σκεφτεί;»
Η Δήμητρα’μορ ξεροκαταπίνει. «Ναι αλλά… Τι θα σκεφτόσουν εσύ αν ήσουν στη θέση μου;»
Η Πάολα γελά. «Πολλά και διάφορα, πιθανώς.»
Η Δήμητρα ψάχνει για τασάκι, για να σβήσει το τσιγάρο. Η Πάολα το παίρνει από το χέρι της, το ρίχνει στο πάτωμα, και το πατά.
«Μπορείς να είσαι μαζί μας, τώρα, αν θέλεις,» της λέει. «Αλλά θα πρέπει να μας βοηθήσεις.»
«Κι αν δεν θέλω;» ρωτά με κάποιο δισταγμό, με κάποιο φόβο, η μάγισσα.
«Τα πράγματα δεν θα είναι ευχάριστα,» λέει απλά η Πάολα.
Η Δήμητρα αναστενάζει βαριά κάτω από την κάπα του Σουτούρη, μοιάζοντας προβληματισμένη, σχεδόν έτοιμη να βάλει τα κλάματα.
«Αυτά που σου είπαμε,» της λέει ο Τυχερός, «δεν είναι ψέματα. Ο Παλιόσυρμος κρατούσε φυλακισμένη, αναίτια, μια γυναίκα της Δυναστείας, και πιθανώς να είναι μπλεγμένος και στον φόνο του Τασνικέφ. Κι εμένα, προτού έρθω εδώ, στη Νίρβεκ, κάποιος επιχείρησε να με δολοφονήσει. Εμείς δεν τους έχουμε πειράξει αυτούς τους ανθρώπους, Δήμητρα. Θέλουν να μας βγάλουν από τη μέση για δικούς τους λόγους – επειδή προσπαθούν να πάρουν τον έλεγχο της Δυναστείας, ίσως.»
«Κι εμένα γιατί με μπλέκετε σ’αυτά;» φωνάζει ξαφνικά η μάγισσα, με δάκρυα να γυαλίζουν στα μάτια της.
«Δε σε μπλέκουμε. Είσαι ήδη μπλεγμένη. Θα μπορούσαμε απλά να σε σκοτώσουμε αφού σε βρήκαμε να είσαι με το μέρος του Παλιόσυρμου που είναι εχθρός μας. Αλλά βλέπουμε τώρα ότι δεν ήξερες τι έκανες…»
«Φυσικά και δεν ήξερα. Απλώς μια δουλειά ήταν.»
«Θα μπορούσες, λοιπόν, να δουλέψεις και για εμάς, δεν θα μπορούσες;»
Η Δήμητρα τον κοιτάζει με δισταγμό. «Κι αν… με πιάσει ο Παλιόσυρμος;»
«Αυτό,» της λέει ο Σουτούρης, «είναι ένα πρόβλημα που έχουμε όλοι μας. Αλλά, πίστεψέ με, πιο πολύ κινδυνεύουμε εμείς από τον Παλιόσυρμο παρά εσύ. Χωρίς να θέλω να σε προσβάλω, είμαστε, μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία, πιο σημαντικοί από εσένα.»
Η Δήμητρα’μορ είναι ξανά σιωπηλή, μαζεμένη κάτω από την κάπα.
«Θέλεις άλλο ένα ποτό;» τη ρωτά η Πάολα.
«Όχι.»
«Είσαι, λοιπόν, μαζί μας;»
Το βλέμμα της Δήμητρας’μορ αγριεύει. «Τι άλλο μπορώ να κάνω;»
«Θα δεις,» της λέει η Πάολα, «ότι είναι καλύτερα να είσαι μαζί μας.» Και της χαμογελά. «Θα παίξουμε πολύ περίεργα παιχνίδια στον Παλιόσκυλο! Χι-χιχιχιχι!» Και έχει πάλι αυτή την κατεργάρικη όψη στο πρόσωπό της, την οποία ο Σουτούρης έχει αρχίσει να βρίσκει συμπαθητική, αν όχι ερωτική.
*
Την επομένη, η Δήμητρα’μορ έρχεται σε τηλεπικοινωνιακή επαφή με τον Ρίβη Παλιόσυρμο και του λέει πως έχει ηχητικά δεδομένα που πιθανώς να τον ενδιαφέρουν. Μπορεί να του τα στείλει; Ή προτιμά να συναντηθούν κάπου; Ο Ρίβης τής δίνει τον κώδικα του τηλεπικοινωνιακού-πληροφοριακού συστήματος στο γραφείο του στα Κεντρικά της Χωροφυλακής και της λέει να στείλει τα δεδομένα εκεί. Η Δήμητρα τού τα στέλνει και ύστερα διακόπτει την επικοινωνία τους. Ο Ρίβης, αφού ακούει τους ήχους που κατέγραψε η μάγισσα, παραξενεύεται.
Τα δεδομένα περιλαμβάνουν μια τηλεπικοινωνιακή συνομιλία ανάμεσα στην Πάολα των Δρομολόγων και τον Ζορζ τον Βουτηχτή. Συζητάνε για τον Ρίβη – τον οποίο πάντα αποκαλούν Παλιόσκυλο – και πόσο μη-συνεργάσιμος είναι, τελευταία: σε σημείο που η έλλειψη συνεργασίας του να μπορεί να θεωρηθεί ύποπτη, όπως και το γεγονός ότι κρατούσε τόσες μέρες τη Βατράνια φυλακισμένη. Η Πάολα λέει πως δεν απορεί καθόλου που ο Ύαν κι ο ραλίστας αποφάσισαν να επιτεθούν στη Χωροφυλακή για να την πάρουν από εκεί, και ο Ζορζ συμφωνεί· αλλά κανένας τους δεν φαίνεται να γνώριζε από πριν για την εισβολή. (Παράξενο, σκέφτεται ο Ρίβης, πολύ παράξενο. Ο Ζορζ και η Πάολα είχαν στενές σχέσεις με τον Ζορδάμη, και ο Ύαν συνεργαζόταν μαζί τους αφότου ήρθε εδώ, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Ρίβη.) Μετά, η Πάολα και ο Ζορζ αναφέρουν ότι «έχουν ακούσει» (από πού δεν διευκρινίζουν) ότι ο Παλιόσκυλος έχει επαφές με τον Τοξότη· «και ούτε εγώ δεν μπορώ να τον βρω αυτόν,» λέει η Πάολα. Και ο Ζορζ συμφωνεί πως κάτι περίεργο μοιάζει να συμβαίνει με τον Τοξότη και τον Ρίβη. (Πώς έφτασαν σ’αυτό το συμπέρασμα, οι καταραμένοι;) Και λίγο προτού τελειώσουν την κουβέντα τους βρίζουν τον Παλιόσκυλο που «έστησε ενέδρα» στον Ζορζ μες στη νύχτα και που «έχει παλαβώσει τελείως τούτες τις μέρες» και δεν τους βοηθά καθόλου να ανακαλύψουν ποιος σκότωσε τον Τασνικέφ. Η Πάολα, μετά, λέει: «Και πού να ήξερε τι κάνει η γυναίκα του!» Ο Ζορζ γελά και αποκρίνεται: «Ναι…» Η Πάολα γελά επίσης και, ύστερα από μερικές ακόμα κουβέντες, η τηλεπικοινωνία τους τερματίζεται.
Τι εννοούν για τη γυναίκα μου; απορεί ο Ρίβης. Τι κάνει η γυναίκα μου; Του φάνηκε τελείως παράξενο αυτό το σχόλιο. Η Πάολα δεν είχε ποτέ επαφές ή σχέσεις με τη γυναίκα του. Ούτε ο Ζορζ. Η γυναίκα του Ρίβη δεν είναι καν στη Σιδηρά Δυναστεία.
Ανάβει τσιγάρο, νιώθοντας μπερδεμένος.
*
Τα ηχητικά δεδομένα που έλαβε ο Ρίβης Παλιόσυρμος ήταν, φυσικά, ψεύτικα. Η Πάολα και ο Ζορζ μιλούσαν ενώ ήξεραν ότι η Δήμητρα’μορ τούς κατέγραφε. Και μετά η μάγισσα έστειλε τη συζήτησή τους στον Παλιόσυρμο.
Βρίσκεται τώρα στο δωμάτιό της στο Ζητούμενο – ένα δωμάτιο που της έχει κλείσει η Πάολα – και η Δρομολόγος είναι μαζί της. Ο Ζορζ δεν είναι εδώ. Ο Σουτούρης ο Τυχερός είναι σ’ένα κοντινό δωμάτιο.
Η Πάολα γελά. «Ωραία!» λέει. «Αυτό είχε πλάκα, δεν είχε; Ο Παλιόσκυλος θα τρελαθεί! Χα-χα-χα-χα-χα-χα!» Είναι καθισμένη σε μια καρέκλα, με τα πόδια της σταυρωμένα στο γόνατο, ντυμένη με μαύρο υφασμάτινο παντελόνι, καφετιές μπότες, λευκή μπλούζα, και γκρίζο γιλέκο με πολλές τσέπες.
«Ναι,» συμφωνεί διστακτικά η Δήμητρα’μορ, μοιάζοντας με βρεγμένη γάτα καθώς κάθεται στην άκρη του κρεβατιού μ’ένα φορητό τηλεπικοινωνιακό-πληροφοριακό σύστημα στα γόνατά της.
«Μη φοβάσαι,» της λέει η Πάολα, «δεν πρόκειται να καταλάβει τίποτα. Αλλά δεν θα έρθεις ξανά σε επαφή μαζί του, εντάξει; Και θα μένεις εδώ, όχι στο σπίτι σου, όπως συμφωνήσαμε.»
Η Δήμητρα γνέφει καταφατικά.
«Εκείνο που θέλουμε τώρα να κάνεις είναι να μας βοηθήσεις να εντοπίσουμε τη Χασρίνα. Νομίζεις ότι μπορείς;» τη ρωτά η Πάολα.
«Χρειάζομαι έναν αισθητηριακό ανιχνευτή τηλεπικοινωνιακών συχνοτήτων,» εξηγεί η Δήμητρα.
«‘Αισθητηριακό’; Τι σημαίνει αυτό;»
«Σημαίνει ότι μπορεί να αποκωδικοποιήσει τις αισθήσεις μου.»
«Δηλαδή;»
Η Δήμητρα αναστενάζει κι ακουμπά το φορητό σύστημά της στο κομοδίνο. Διπλώνει το ένα της πόδι από κάτω της, καθώς είναι καθισμένη στο κρεβάτι, και λέει: «Όταν καλέσετε τη Χασρίνα θα κάνω ένα Ξόρκι Εντοπισμού Τηλεπικοινωνιακού Σήματος. Μ’αυτό το ξόρκι θα πιάσω, εγκεφαλικά, ως αύρα, την τηλεπικοινωνιακή συχνότητα της Χασρίνας. Θα πρέπει μετά να μεταφέρω την αύρα σ’ένα μηχάνημα που μπορεί να την αποκωδικοποιήσει ως κανονική συχνότητα για να βρούμε πού είναι ο πομπός. Και το μηχάνημα αυτό λέγεται αισθητηριακός ανιχνευτής τηλεπικοινωνιακών συχνοτήτων. Είναι αρκετά ακριβό, οφείλω να σε προειδοποιήσω. Μπορείς να το βρεις ολοκαίνουργιο στην αγορά του Κεντρολίμανου, ή μεταχειρισμένο στην αγορά της Μεσόπολης. Ίσως και σ’άλλα μέρη, μα δεν είμαι σίγουρη.»
«Όταν λες ‘αρκετά ακριβό’, για πόσους ήλιους μιλάμε;»
«Τριακόσιους-πενήντα, τετρακόσιους, καινούργιο. Μεταχειρισμένο μπορεί να το βρεις γύρω στους διακόσιους.»
«Θα πρέπει να γδυθούμε, δηλαδή…» μορφάζει η Πάολα. Σηκώνεται απ’την καρέκλα, πιάνει τον επικοινωνιακό δίαυλο του δωματίου, και καλεί το δωμάτιο του Σουτούρη. Όταν ο Τυχερός απαντά, του ζητά να έρθει εδώ.
Σύντομα η πόρτα χτυπά, η Πάολα ανοίγει, και ο Σουτούρης μπαίνει.
«Τι έγινε;» ρωτά. «Τσίμπησε ο Παλιόσκυλος;»
«Και με το παραπάνω,» χαμογελά η Πάολα, ενώ συγχρόνως παρατηρεί πως ο Τυχερός είναι ντυμένος σαν να σκοπεύουν να πάνε σε δεξίωση. Στην τρίχα, ως συνήθως. Της αρέσει αυτό. Οι άντρες που προσέχουν τόσο την εμφάνισή τους είναι ελάχιστοι. Αναρωτιέται πώς θα αντιδρούσε αν, εσκεμμένα, του έκανε κάποια ζημιά στα ρούχα του… Θα τσαντιζόταν; Θα είχε πλάκα;
«Ωραία,» λέει ο Σουτούρης, καταλαβαίνοντας ότι η Δρομολόγος τον παρατηρεί με κάποιο ενδιαφέρον και μη βρίσκοντάς το αυτό δυσάρεστο. «Και τώρα;»
Η Πάολα τού λέει για τη Χασρίνα και για τον πανάκριβο ανιχνευτή.
«Χμμ,» κάνει ο Σουτούρης. «Τριακόσιους ήλιους έχω, όλους κι όλους, μαζί μου.»
«Θα μπορούσες, όμως, να κερδίσεις περισσότερους, δεν θα μπορούσες;»
«Στο Τυχερό Άστρο πάλι; Άσ’ το καλύτερα.»
«Φοβάσαι τη Νιρίφα;»
«Τώρα που το λες, ναι. Εκτός του ότι ίσως να με θυμούνται ακόμα στο καζίνο.»
«Τέλος πάντων,» λέει η Πάολα. «Υπάρχουν κι άλλα μέρη για να παίξει κανείς.»
«Θες να μου πεις ότι έχεις πρόβλημα να συγκεντρώσεις τα λεφτά;»
«Μπορώ να τα συγκεντρώσω,» αποκρίνεται η Πάολα, «αλλά θα με εξυπηρετούσε αν μετά τα ξανακερδίζαμε. Δεν δέχεσαι την πρόκληση;» Αγγίζει, φευγαλέα, τα κουμπιά του πουκαμίσου του, το ένα κατόπιν του άλλου. «Σ’έχει εγκαταλείψει η τύχη σου;»
«Δε νομίζω,» αποκρίνεται ο Σουτούρης. «Θα δω τι μπορώ να κάνω.»
Η Πάολα νεύει. «Πάω ν’αγοράσω αυτό το μηχάνημα. Θα μείνεις εδώ, με τη φίλη μας;»
«Δεν έχω άλλη δουλειά.»
Η Πάολα νεύει ξανά. Παίρνει την τσάντα της και φεύγει.
Η Δήμητρα’μορ κοιτάζει τον Σουτούρη καλά-καλά, καθώς εκείνος βηματίζει μες στο δωμάτιο πηγαίνοντας προς τη μπαλκονόπορτα κι ανοίγοντάς την για να βγει στο μπαλκόνι. Ο Τυχερός ατενίζει κάτω, τον δρόμο, κι ανάβει τσιγάρο, περιμένοντας. Δε χρειάζεται να κάνει πολλή υπομονή· σύντομα βλέπει την Πάολα να βγαίνει από το ξενοδοχείο, να παίρνει το τρίκυκλό της από εκεί όπου το είχε προσωρινά σταθμεύσει, και να απομακρύνεται.
Επιστρέφει στο εσωτερικό του δωματίου.
Η Δήμητρα καθαρίζει τον λαιμό της νευρικά. «Δεν είσαι από εδώ;»
«Από πού το κατάλαβες;»
«…Γενικά, από… από αυτά που λες μέχρι τώρα, και που σου λέει η Πάολα…»
Ο Σουτούρης κάθεται στην καρέκλα. «Όχι, δεν είμαι από εδώ. Κανονικά, δε συχνάζω στη Νίρβεκ. Έχω έρθει εξαιτίας των όσων συνέβησαν.»
«Από πού είσαι;»
«Δεν έχει σημασία, αυτή τη στιγμή.» Δεν την εμπιστεύεται και τόσο.
Η Δήμητρα αναστενάζει και ξαπλώνει στο κρεβάτι, ανάσκελα, με τα χέρια της σταυρωμένα στο στήθος.
«Τι άλλες δουλειές έκανες προτού πιάσεις δουλειά στα ναυπηγεία;» τη ρωτά ο Σουτούρης, κι εκείνη τού λέει. Οι απαντήσεις της δεν τον εκπλήσσουν: συνηθισμένες δουλειές για μια μάγισσα του τάγματος των Τεχνομαθών. Και πουθενά δεν φαίνεται να ήταν καλοπληρωμένη. Η Νίρβεκ είναι μεγάλη πόλη· ακόμα κι οι μάγοι βρίσκονται σε αφθονία εδώ. Ειδικά οι Τεχνομαθείς.
Μετά από περίπου δυο ώρες, η Πάολα επιστρέφει έχοντας μαζί της ένα κουτί, το οποίο αφήνει πλάι στο κρεβάτι. «Τον αγόρασα καινούργιο,» λέει, «για να είμαστε σίγουροι ότι θα λειτουργεί.»
Η Δήμητρα’μορ παίρνει καθιστή θέση επάνω στο κρεβάτι κι ανοίγει το κουτί, βγάζοντας ένα μηχάνημα που είναι κανένα μέτρο στο μήκος, μισό μέτρο στο πλάτος, και γύρω στο ένα τρίτο του μέτρου στο ύψος. Μια κεραία ξεδιπλώνεται στην αριστερή μεριά του. Στη δεξιά μεριά υπάρχει μια θυρίδα όπου η μάγισσα τοποθετεί δοκιμαστικά το χέρι της και, μετά, το τραβά πίσω ξανά.
«Χρειαζόμαστε ενέργεια,» λέει. Σηκώνεται από το κρεβάτι και πηγαίνει στη ντουλάπα για να πάρει μια μικρή ενεργειακή φιάλη. Την ακουμπά στο πάτωμα και τη συνδέει, μέσω καλωδίου, με τον ανιχνευτή. Πατά ένα κουμπί και φωτάκια ανάβουν πάνω στο μηχάνημα. Η Δήμητρα’μορ βάζει πάλι το χέρι της μέσα στη θυρίδα και πατά ένα άλλο κουμπί. Ένα έντονο ΜΠΙΙΙΙΙΙΠ αντηχεί και μια μικρή οθόνη γράφει ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ.
«Τι σημαίνει αυτό;» ρωτά η Πάολα. «Μη μου πεις ότι είναι χαλασμένο!»
Η Δήμητρα γελά· η πρώτη φορά που γελά από τότε που τη γνώρισαν – δεν τους φοβάται πλέον. «Απλώς δεν υπάρχει καμια συχνότητα για να αποκωδικοποιήσει,» εξηγεί. «Αυτό είναι όλο.»
«Να καλέσουμε τώρα τη Χασρίνα, δηλαδή;»
«Μισό λεπτό.» Η Δήμητρα πατά μερικά κουμπιά επάνω στο μηχάνημα και τοποθετεί ξανά το χέρι της στη θυρίδα. Περιμένει ενώ φωτάκια αναβοσβήνουν κι ένα περίεργο βουητό ακούγεται από το εσωτερικό της συσκευής. Μετά η μικρή οθόνη γράφει: ΠΛΗΡΗΣ ΑΙΣΘΗΤΗΡΙΑΚΗ ΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑ. «Τώρα μπορείς να την καλέσεις, Πάολα.»
«Τι έκανες;» ρωτά η Δρομολόγος, περίεργη.
«Εεε… πώς να σ’το πω; Έκανα το μηχάνημα να με συνηθίσει, βασικά, για να μην έχουμε κανένα πρόβλημα στην αποκωδικοποίηση, ειδικά αφού θα πρέπει να βιαστούμε.»
Η Πάολα βγάζει τον πομπό της από μια τσέπη του γιλέκου της. «Το σήμα του είναι κωδικοποιημένο,» λέει στη μάγισσα. «Αν το ίδιο ισχύει και για τον πομπό της Χασρίνας;»
«Μην ανησυχείς· δεν έχει σημασία.»
«Την καλώ, λοιπόν.» Η Πάολα πατά πλήκτρα έχοντας τον πομπό ανοιχτό έτσι ώστε να μπορούν ν’ακούσουν κι οι τρεις τους.
Το σήμα της φτάνει τον καλούμενο πομπό κάπου μέσα στη Νίρβεκ.
Η Δήμητρα’μορ μουρμουρίζει τα λόγια για το Ξόρκι Εντοπισμού Τηλεπικοινωνιακού Σήματος, ενώ έχει το δεξί της χέρι μέσα στον ανιχνευτή.
Μια γυναικεία φωνή ακούγεται από τον πομπό της Πάολας: «Μάλιστα;»
«Ναι;» κάνει η Πάολα.
«Ποιος είναι;»
«Εγώ.»
«Ποια είστε;»
«Μιλήσαμε χτες, δεν μιλήσαμε;»
«Δε θυμάμαι κάτι… Το όνομά σας;»
Τα μάτια της Δήμητρας μοιάζουν να κοιτάζουν και, συγχρόνως, να μην κοιτάζουν, γυαλίζοντας σαν καθρέφτες, νομίζει ο Σουτούρης που την παρατηρεί· όμως η μάγισσα δεν βρίσκεται σε κατάσταση ύπνωσης αλλά σε πλήρη εγρήγορση. Το αριστερό της χέρι πατά τρία κουμπιά, το ένα κατόπιν του άλλου, γρήγορα, επάνω στον αισθητηριακό ανιχνευτή. Φωτάκια αρχίζουν ν’αναβοσβήνουν με ταχύ ρυθμό.
«Μια στιγμή,» λέει η Πάολα. «Για να καταλάβω. Μιλήσαμε χτες, δεν μιλήσαμε;»
«Δε μου έχετε πει το όνομά σας;» Η φωνή της Χασρίνας ακούγεται εκνευρισμένη. «Πού συναντηθήκαμε; Δε θυμάμαι τίποτα. Μάλλον λάθος κάνετε–»
«Περιμένετε! Δε νομίζω ότι κάνω λάθος.»
«Πού συναντηθήκαμε, τότε;»
Η Πάολα κοιτάζει ερωτηματικά τη Δήμητρα’μορ. Εκείνη τής κάνει νόημα που λέει: Λίγο ακόμα!
«Για το σπίτι δεν μιλήσαμε;»
«Ποιο σπίτι; Κάνετε λάθος.»
«Δεν κάνω λάθος. Θέλετε να σας πω τον τηλεπικοινωνιακό κώδικα που μου δώσατε;»
«Ναι, για πείτε μου.»
Η Πάολα τής τον λέει. «Αυτός δεν είναι;»
«Ναι, αλλά δεν μιλήσαμε, δεν σας θυμάμαι.»
Η Πάολα κοιτάζει τη Δήμητρα’μορ, και εκείνη νεύει. Το νεύμα της λέει: Τελείωσα.
«Η κυρία Νασάρλιεφ δεν είστε; Που θέλετε να μου πουλήσετε το σπίτι στην Οδό Εξωμάχου;»
«Κάποιο λάθος κάνετε, όπως σας είπα. Δεν ονομάζομαι Νασάρλιεφ. Έχετε μπερδέψει τον τηλεπικοινωνιακό κώδικα.»
«Χίλια συγνώμη!»
«Δεν πειράζει.»
«Γεια σας, και συγνώμη ξανά!» Η Πάολα τερματίζει την τηλεπικοινωνία.
«Τη βρήκα,» λέει η Δήμητρα’μορ και δείχνει τη μικρή οθόνη του μηχανήματος. «Μένει εντεκάμισι χιλιόμετρα προς τα ανατολικά. Αυτή εδώ δίπλα είναι η ακριβής κλίση της θέσης της ως προς τη δική μας θέση.»
«Αυτό είναι θεωρητικό!» λέει η Πάολα. «Χρειαζόμαστε χάρτη.»
«Περίμενε.» Η Δήμητρα’μορ φέρνει επάνω στο κρεβάτι το φορητό τηλεπικοινωνιακό-πληροφοριακό σύστημά της και καλεί τη Θήκη _Μεγάλος Χάρτης της Νίρβεκ_ που βρίσκεται αποθηκευμένη σ’έναν από τους δημόσιους διαύλους της πόλης. Ο χάρτης εμφανίζεται στην οθόνη του συστήματος της μάγισσας, και εκείνη πληκτρολογεί για να δώσει τις συντεταγμένες που θέλει. Ο χάρτης εστιάζεται σε μια περιοχή της συνοικίας Μεγάλος Κήπος, όπου βρίσκεται κι ο ίδιος ο Μεγάλος Κήπος της Νίρβεκ.
«Εδώ μένει,» λέει η Δήμητρα’μορ. «Σ’αυτό εδώ το τετράγωνο.» Δείχνει με το δάχτυλό της.
«Σε ποιο σπίτι ακριβώς;» ρωτά η Πάολα.
«Δεν είναι τόσο μεγάλης ακρίβειας ο χάρτης. Και ούτε κι ο εντοπισμός του ανιχνευτή, μάλλον. Επιπλέον, εδώ πέρα πρέπει νάναι όλο πολυκατοικίες, Πάολα.»
*
Μες στο μεσημέρι, ενώ η Πάολα τρώει μαζί με τον Σουτούρη και τη Δήμητρα στο δωμάτιο του Σουτούρη, ο Παλιόσκυλος την καλεί στον τηλεπικοινωνιακό πομπό της.
«Ναι;»
«Πρέπει να σου μιλήσω, επειγόντως.»
«Είμαι απασχολημένη αυτή τη στιγμή.»
«Μη μου λες ανοησίες. Τη μισή μέρα κοιμάσαι, και το βράδυ–»
«Δε μπορώ να σου μιλήσω τώρα. Τι θέλεις και γκαρίζεις σαν παλιόσκυλος;»
«Μη με τσαντίζεις, Πάολα,» γρυλίζει ο Ρίβης. «Είναι θέμα της οικογένειας. Πρέπει να σου μιλήσω–»
«Όπως μίλησες στον Ζορζ; Σχεδόν απειλώντας τον; Δε γνωρίζω τίποτα για τον ραλίστα – δεν τον συνάντησα καν όταν πέρασε από εδώ – αλλά, υποθέτω, δεν θα είναι πια στην πόλη. Εσύ ακόμα δεν μας έχεις πει γιατί κρατούσες τη Βατρ–»
«Τι ξέρεις για τη γυναίκα μου;»
«Ποια γυναίκα σου;»
«Μην παριστάνεις την ιέρεια της Αρτάλης! Τι συμβαίνει με τη γυναίκα μου; Το ξέρω πως κάτι ξέρεις!»
Η Πάολα γελά. «Εσύ όμως μάλλον δεν ξέρεις τι λες!»
«Τολμάς να μου αραδιάζεις μαλακίες, κιόλας!;»
«Απορώ πού έμαθες ότι ξέρω κάτι για τη γυναίκα σου. Ποιος σ’το είπε;»
«Τι σημασία έχει; Απάντησέ μου σ’αυτό που σε ρώτησα!»
«Δεν ξέρω τίποτα για τη γυναίκα σου. Κάποιο λάθος κάνεις. Φρόντισε να μην ακούς φήμες–»
«Πάολα–»
«Δε μπορώ να μιλήσω άλλο, τώρα· είμαι απασχολημένη.»
«Πάολα–»
Η Δρομολόγος τερματίζει την τηλεπικοινωνία τους και κατεβάζει τον πομπό από το αφτί της. «Τι επίμονος άνθρωπος…» σχολιάζει, μ’αυτή την κατεργάρικη όψη πάλι στο πρόσωπό της.
«Ελπίζω,» λέει ο Σουτούρης, «να μην έρθει να σε κυνηγήσει.»
«Μη φοβάσαι,» αποκρίνεται η Πάολα, «δεν θα είμαι στο σπίτι μου αυτές τις ημέρες. Για διάφορους λόγους.»
Ο Σουτούρης την ατενίζει ερωτηματικά.
«Το αποκλείεις αυτοί που ήθελαν εσένα και τον Τασνικέφ νεκρούς να θέλουν κι εμένα; Επιπλέον, είναι και η Νιρίφα ελεύθερη…»
Ο Τυχερός μασά σκεπτικά το κρέας του, χωρίς ν’αποκριθεί.
Η Πάολα λέει: «Αναρωτιέμαι αν σχεδιάζουν να δολοφονήσουν και τον Ριχάρδο. Και τον Ναρκάμη.»
«Σκέφτεσαι να τους μιλήσεις;»
(Η Δήμητρα’μορ τούς κοιτάζει συνοφρυωμένη καθώς τρώει, μην έχοντας ιδέα ποιοι είναι ο Ριχάρδος και ο Ναρκάμης.)
«Όχι,» απαντά η Πάολα.
«Δεν είσαι σίγουρη για την αξιοπιστία τους;»
«Πώς μπορώ να είμαι, Σουτούρη; Κανένας δεν έχει προσπαθήσει να τους σκοτώσει ακόμα.»
«Είναι όμως Δρομολόγοι· σίγουρα τους ξέρεις καλύτερα από άλλους συγγενείς.»
«Το ότι είναι Δρομολόγοι δεν σημαίνει και πολλά. Κανένας δεν πρέπει να θεωρείται πλέον αξιόπιστος μέχρι να αποδειχτεί το αντίθετο… Νομίζεις ότι, παλιότερα, αν μου έλεγαν ότι ο Παλιόσκυλος θα φερόταν έτσι θα το πίστευα; Ο Παλιόσκυλος ήταν που με έβαλε στη Δυναστεία, Σουτούρη. Πιστεύω πως σ’το είπα όταν ήσουν εδώ μαζί με τον ραλίστα.»
Ο Τυχερός νεύει. «Το θυμάμαι.»
«Ανέκαθεν θεωρούσα τον Παλιόσκυλο… παλιόσκυλο. Αλλά όχι κι ότι θα έκανε τέτοια πράγματα.»
Ο Σουτούρης αισθάνεται ένα ακούσιο ρίγος να τον διατρέχει, καθώς γι’ακόμα μια φορά συνειδητοποιεί πόσο άσχημη είναι τώρα η κατάσταση. Πόσο τυφλός είναι.
*
Η Πάολα ρωτά τη Δήμητρα’μορ αν γνωρίζει το Ξόρκι Ανιχνεύσεως – αυτό που εντοπίζει ανθρώπους γνωστούς στον μάγο – αλλά εκείνη λέει πως δεν το ξέρει. Επομένως θα πρέπει να πάνε στον Μεγάλο Κήπο και να ψάξουν για τη Χασρίνα με συμβατικές μεθόδους. Το απόγευμα, φεύγουν από το Ζητούμενο και ξεκινάνε, οι τρεις τους, μέσα στο τρίκυκλο της Πάολας.
«Το επώνυμό της το ξέρεις, τουλάχιστον;» ρωτά η Δρομολόγος.
«Όχι,» αποκρίνεται η μάγισσα, καθισμένη πλάι στον Σουτούρη.
Καθώς φτάνουν στον Μεγάλο Κήπο, ο τηλεπικοινωνιακός πομπός της κουδουνίζει και, κοιτάζοντας την οθόνη του, η Δήμητρα λέει, με ανησυχία στη φωνή της: «Ο Παλιόσκυλος είναι.»
«Μίλησέ του,» της λέει η Πάολα. «Αλλά έτσι ώστε ν’ακούμε κι εμείς.»
Η Δήμητρα’μορ δέχεται την κλήση. «Μάλιστα, κύριε Παλιόσυρμε.»
«Συνεχίζεις να παρακολουθείς τον Ζορζ, Δήμητρα;»
«Μάλιστα.»
«Δεν έχεις καταγράψει κάτι άλλο…»
«Όχι.»
«Λοιπόν, άκουσέ με. Θέλω να φύγεις από εκεί και να πας να παρακολουθήσεις ένα άλλο μέλος που είναι ύποπτο. Το όνομά της είναι Πάολα Νικόφωνη, και μένει στον Παράπλευρο. Είναι, επίσης, μέλος των Δρομολόγων. Έχεις ακούσει για τους Δρομολόγους;»
«Μάλιστα, κύριε Παλιόσυρμε.»
Ο Παλιόσκυλος τής δίνει οδηγίες για το πού ακριβώς να πάει ώστε να αρχίσει να παρακολουθεί την Πάολα. «Αν δεν βρεις να νοικιάσεις εκεί κοντά, έλα και πες μου. Θα σε βοηθήσω. Λεφτά έχεις;»
«Ναι, εντάξει.»
Και σύντομα η τηλεπικοινωνία τους τερματίζεται.
Η Πάολα γελά. «Ο Παλιόσκυλος τόχει πάρει πολύ σοβαρά ότι ξέρω κάτι για τη γυναίκα του!»
«Τι θα του πω, όμως, αύριο; Τι θα του πω μεθαύριο;»
«Μην ανησυχείς· λείπω από το σπίτι μου. Δεν είμαι εκεί.»
Μετά, σταματά το τρίκυκλό της στο οικοδομικό τετράγωνο όπου η μάγισσα εντόπισε τον πομπό της Χασρίνας. Βγαίνουν από το όχημα κι αρχίζουν να ψάχνουν. Στην περιοχή, πράγματι, υπάρχουν όλο πολυκατοικίες· κοιτάζουν, οπότε, τα ονόματα στα κουδούνια. Το γεγονός ότι δεν ξέρουν το επώνυμο της γυναίκας που θέλουν αποτελεί πρόβλημα· βρίσκουν τρεις Χασρίνες. Δεν είναι και τόσο σπάνιο όνομα.
«Να την ξανακαλέσουμε στον πομπό της;» λέει ο Σουτούρης.
«Όχι,» αποκρίνεται η Πάολα. «Θα τη βάλει σε υποψίες. Επιπλέον, σκέφτομαι…» Συνοφρυώνεται.
«Τι;»
«Υπάρχει, ξέρεις, η πιθανότητα να μην ήταν στο σπίτι της όταν την καλέσαμε.»
«Ναι, πράγματι, υπάρχει αυτή η πιθανότητα.»
Οι σκιές έχουν πληθύνει γύρω τους. Σουρουπώνει σιγά-σιγά. Το φως είναι κοκκινωπό ανάμεσα κι επάνω στις πολυκατοικίες.
«Κοίτα να δεις,» λέει η Πάολα, «που τσάμπα το αγόρασα το καταραμένο μηχάνημα!»
«Μπορεί να χρειαστεί σε κάτι άλλο,» υποθέτει η Δήμητρα’μορ.
«Σ’αρέσει το καινούργιο σου παιχνίδι, ε;»
Η μάγισσα δεν απαντά.
Καθώς βαδίζουν, η Πάολα λέει: «Μόνο ένας τρόπος μού φαίνεται τώρα να υπάρχει για να τη βρούμε. Να την καλέσεις και να της ζητήσεις να σε συναντήσει.»
«Μα, τότε…» κάνει η Δήμητρα’μορ. «Τότε, όλη η προκάλυψη… Αν δουν ότι σας συναναστρέφομαι…»
«Ναι, δεν θα μπορούμε πια να κοροϊδέψουμε τον Παλιόσκυλο με τη βοήθειά σου. Ίσως όμως νάναι σημαντικότερο να πιάσουμε τη Χασρίνα. Ίσως να ξέρει ποιοι άλλοι είναι με τους εχθρούς μας.» Και κοιτάζει τον Σουτούρη ερωτηματικά.
«Συμφωνώ,» λέει εκείνος. «Ήρθα εδώ για να δράσουμε, όχι για να περιμένουμε. Βασικά, όσο περιμένουμε τόσο το πράγμα χειροτερεύει· είμαι βέβαιος.»
Η Πάολα νεύει. «Κι εγώ.» Και προς τη Δήμητρα: «Κάλεσέ την.»
Η μάγισσα ξεροκαταπίνει. Φοβάται. «Κι αν…» ψελλίζει.
«Τέρμα οι υποθέσεις. Κάλεσέ την και πες της να σε συναντήσει…» Η Πάολα είναι σκεπτική. Πού συμφέρει να συναντήσουν τη Χασρίνα τώρα; Φυσικά! Πού άλλου; «Να σε συναντήσει μέσα στον Μεγάλο Κήπο, σε δυο ώρες – για νάχει νυχτώσει για τα καλά. Στο βόρειο τμήμα του Κήπου, κοντά στα κλουβιά με τα θηρία. Κοντά στο κλουβί με τον μεγάλο ανεμοβούβαλο.»
Η Δήμητρα’μορ είναι νευρική, τσιτωμένη, αλλά υπακούει. Ανοίγει τον πομπό της και καλεί τη Χασρίνα.
«Ναι;» ακούγεται η φωνή της Χασρίνας από το μεγάφωνο, καθώς οι τρεις τους έχουν σταματήσει σ’έναν μικρό δρόμο, ανάμεσα σε δύο ψηλές πολυκατοικίες με μικρές αυλές.
«Εγώ είμαι, Χασρίνα, η Δήμητρα’μορ.»
«Τι κάνεις, Δήμητρα· όλα εντάξει;»
«Πρέπει να σου μιλήσω.»
«Ακούγεσαι ανήσυχη. Τι συμβαίνει;»
«Θα σου εξηγήσω. Αλλά πρέπει να σε δω απόψε. Μπορείς σε δύο ώρες;»
«Πού θέλεις να συναντηθούμε;»
«Μέσα στον Μεγάλο Κήπο, μπροστά στο κλουβί του μεγάλου ανεμοβούβαλου. Ξέρεις ποιο λέω;»
«Ναι. Είσαι κοντά στον Μεγάλο Κήπο τώρα;»
«Γιατί ρωτάς;»
«Γιατί μπορούμε να συναντηθούμε πιο νωρίς, αν θέλεις.»
«Όχι,» λέει η Δήμητρα. «Σε δύο ώρες.»
«Εντάξει. Σε δύο ώρες θα είμαι εκεί. Σίγουρα δεν θες να μου πεις τίποτα προτού έρθω;»
«Θα σου εξηγήσω από κοντά.»
«Καλώς. Θα τα πούμε.»
Η επικοινωνία τερματίζεται.
Η Δήμητρα’μορ παίρνει μια βαθιά ανάσα. «Έγινε.»
«Δεν ήταν και τόσο δύσκολο, ήταν;» λέει η Πάολα. Και ρωτά: «Αν μας επιτεθεί, νομίζεις ότι μπορούμε να την τακτοποιήσουμε οι τρεις μας;»
«…Υποθέτω,» κομπιάζει η Δήμητρα’μορ. «Δεν… δεν την έχω δει να πολεμά, αλλά δε νομίζω νάναι τόσο… Έχετε όπλα μαζί σας, δεν έχετε;» Ρητορική ερώτηση· το ξέρει πως έχουν. Εκείνη μόνο δεν έχει· δεν της το επέτρεψαν, για λόγους ασφαλείας.
Η Πάολα κοιτάζει τον Σουτούρη ερωτηματικά.
«Τι;» λέει εκείνος.
«Να φέρω δυο, τρεις Δρομολόγους μαζί μας ή όχι; Τι λες;»
«Δε θα ήταν υπερβολή;»
«Μάλλον,» συμφωνεί η Πάολα, και βαδίζουν προς τα εκεί όπου έχει αφήσει το τρίκυκλό της.
*
Τα σκοτάδια είναι πυκνά μέσα στον Μεγάλο Κήπο. Μόνο μια ενεργειακή λάμπα είναι αναμμένη μπροστά στο κλουβί του μεγάλου ανεμοβούβαλου, κι αυτή όχι και πολύ δυνατή. Η Δήμητρα’μορ στέκεται κοντά της, ενώ η Πάολα και ο Σουτούρης βρίσκονται κρυμμένοι στη βλάστηση. Ο ανεμοβούβαλος φαίνεται να κοιμάται πίσω από τα κάγκελα: ένα γιγαντόσωμο θηρίο με χοντρό λαιμό, μυώδες σώμα, και πελώρια κέρατα επάνω σε κεφάλι που είναι αρκετά δυνατό για να τα σηκώνει με άνεση. Τα μάτια του είναι κλειστά, η αναπνοή του ακούγεται έντονη αλλά ρυθμική, μαζί με ξαφνικούς ρόγχους.
Η Πάολα ψιθυρίζει στ’αφτί του Σουτούρη: «Έχει καθυστερήσει.»
«Ναι.»
«Λες να κατάλαβε;»
Ο Σουτούρης δεν μιλά, αλλά είναι ανήσυχος. Και παρατηρεί πως και η Δήμητρα’μορ είναι ανήσυχη. Κάθε λίγο κοιτάζει το ρολόι της, κι ενώ στην αρχή στεκόταν ακίνητη, τώρα βηματίζει νευρικά. Σταυρώνει και ξεσταυρώνει τα χέρια της μπροστά της. Αγγίζει τη ζώνη της.
Ο Σουτούρης τραβά το πιστόλι του, για να το έχει σε ετοιμότητα, ρυθμισμένο στην αναισθητοποίηση. Είναι διπλής χρήσης.
Η Πάολα, παρότι δεν μπορεί να διακρίνει τις κινήσεις του μες στο σκοτάδι, τις αισθάνεται καθώς βρίσκεται δίπλα του, και βγάζει κι εκείνη το δικό της πιστόλι, που δεν είναι διπλής χρήσης αλλά μόνο πυροβόλο.
Βήματα ακούγονται, τελικά, επάνω στο λιθόστρωτο μονοπάτι. Πλησιάζουν… πλησιάζουν… Μια σκιερή μορφή διακρίνεται.
Η Δήμητρα’μορ στέκει τώρα ακίνητη, τσιτωμένη, με σμιγμένα χείλη.
Μια άλλη γυναίκα έρχεται στο φως της λάμπας, πρασινόδερμη, μελαχρινή, σαραντάρα σίγουρα. Η Χασρίνα. Η μάγισσα την έχει περιγράψει στην Πάολα και στον Σουτούρη, και οι δυο τους κρίνουν πως δε μπορεί να είναι άλλη από αυτήν. Οι άνθρωποι με πράσινο δέρμα δεν είναι και τόσοι πολλοί στη Σεργήλη, άλλωστε.
«Χασρίνα,» λέει η Δήμητρα’μορ, σαν να θέλει να επιβεβαιώσει ποια συναντά.
«Τι συμβαίνει, Δήμητρα; Μ’έχεις ανησυχήσει.»
Η Πάολα και ο Σουτούρης παρατηρούν ότι το χέρι της Χασρίνας πηγαίνει μέσα στην ελαφριά κάπα της – προς κάποιο όπλο, πιθανώς.
«Τώρα!» ψιθυρίζει έντονα η Πάολα, και μαζί με τον Τυχερό βγαίνουν απ’την κρυψώνα τους υψώνοντας τα πιστόλια.
«Ακίνητη!» λέει η Δρομολόγος στη Χασρίνα.
Εκείνη κάνει ένα βήμα όπισθεν, αν και η Πάολα κρίνει πως δεν μοιάζει τόσο ξαφνιασμένη. Όχι όσο θα έπρεπε, ίσως. Εκτός αν είναι συνηθισμένη σε τέτοιες δυσάρεστες εκπλήξεις… «Τι…; Ποιοι είστε;»
«Της οικογένειας είμαστε,» την πληροφορεί ο Σουτούρης.
«Και τι θέλετε;» ρωτά σταθερά η Χασρίνα, χωρίς να απομακρύνει το χέρι της από το εσωτερικό της κάπας της. «Γιατί με σημαδεύετε;»
«Γιατί γνωρίζουμε ότι δουλεύεις για τον Παλιόσκυλο,» απαντά η Πάολα.
«Και λοιπόν; Της οικογένειας δεν είναι κι αυτός;»
«Μέχρι στιγμής…»
«Εσένα σε αναγνωρίζω,» της λέει η Χασρίνα. «Αλλά εσένα,» λέει στον Σουτούρη, «όχι.»
«Με αναγνωρίζεις;» απορεί η Πάολα. «Παράξενο· δεν έχουμε ξανασυναντηθεί.»
«Σ’έχω δει, όμως.»
«Πού;»
«Έχει σημασία; Γιατί με σημαδεύετε; Γιατί μου στήσατε ενέδρα; Κι εσύ…» Στρέφει το βλέμμα της στη Δήμητρα.
Εκείνη οπισθοχωρεί, πάει να σταθεί πλάι στην Πάολα.
«Ο Παλιόσκυλος έχει βάλει στόχο διάφορα μέλη της Δυναστείας,» λέει η Δρομολόγος. «Και ξέρουμε ότι είσαι συνεννοημένη μαζί του. Θέλουμε να μας πεις ποιοι άλλοι είναι συνεννοημένοι.»
Ο Σουτούρης αισθάνεται τότε κάτι να κεντρίζει το μυαλό του, να τραβά την προσοχή του προς το πλάι – η μαγεία του, πιθανώς, η τύχη του – και, με την άκρια του δεξιού του ματιού, βλέπει μια γυαλάδα μέσα από τη βλάστηση. Μια κάννη!
«Πάολα!» φωνάζει, καθώς τινάζεται επάνω της, ρίχνοντάς την στο έδαφος–
Μια έντονη λάμψη, μαζί με τρίξιμο–
Η ενεργειακή ριπή χτυπά τα κάγκελα του κλουβιού, δονώντας τα, φωτίζοντας στιγμιαία τη νύχτα, και ο ανεμοβούβαλος ξυπνά. Ορθώνεται, μουγκρίζοντας.
«Χωροφυλακή!» φωνάζει κάποιος, κρυμμένος στα σκοτάδια. «ΑΚΙΝΗΤΟΙ!»
Ο Παλιόσκυλος! σκέφτεται η Πάολα, αναγνωρίζοντας αμέσως τη φωνή.
Ο Σουτούρης δεν αναγνωρίζει τη φωνή, αλλά δεν τον ενδιαφέρει ποιος είναι· στρέφοντας το πιστόλι του πατά τη σκανδάλη, εξαπολύοντας κι εκείνος μια ενεργειακή ριπή. Και αστοχώντας. Χτυπώντας τον κορμό του δέντρου πίσω απ’τον οποίο βρίσκεται ο εχθρός.
Η Χασρίνα τραβά ένα πιστόλι μέσα από την κάπα της, ενώ ο Παλιόσυρμος γκαρίζει: «Παραδώσου, Πάολα! Έχω τον Κήπο περικυκλωμένο!»
Η Δήμητρα’μορ εφορμά, κλοτσώντας. Το πόδι της βρίσκει τη Χασρίνα στο διάφραγμα, κάνοντάς τη να διπλωθεί προτού προλάβει να χρησιμοποιήσει το όπλο της.
Η Πάολα πυροβολεί προς τη μεριά του Ρίβη, καθώς σηκώνεται στο ένα γόνατο, κραυγάζοντας: «ΠΡΟΔΟΤΗ!» Οι σφαίρες της τινάζουν φλοίδες απ’τον κορμό του δέντρου.
«Πάμε!» φωνάζει ο Σουτούρης, ενώ τινάζεται όρθιος και τρέχει προς τα σκοτάδια.
Η Δήμητρα γρονθοκοπεί τη διπλωμένη Χασρίνα στο κεφάλι, της αρπάζει το πιστόλι απ’το χέρι, κι ακολουθεί αμέσως τον Τυχερό. Η Πάολα τον ακολουθεί ενώ ακόμα πυροβολεί προς τη μεριά του Παλιόσυρμου. Μετά, οι σφαίρες της τελειώνουν· και καθώς οι τρεις τους τρέχουν μέσα στον Μεγάλο Κήπο, ο Ρίβης γκαρίζει πίσω τους: «ΔΕ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΚΡΥΦΤΕΙΤΕ ΑΠΟ ΤΗ ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗ ΤΗΣ ΝΙΡΒΕΚ! ΟΙ ΔΡΟΜΟΛΟΓΟΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΣΕ ΣΩΣΟΥΝ ΑΠΟ ΕΜΕΝΑ, ΠΑΟΛΑ!» Και πυροβολισμοί αντηχούν, όχι ενεργειακές ριπές τώρα.
«Πώς… πώς θα φύγουμε;» κάνει η Δήμητρα’μορ, αγκομαχώντας. «Έχει κυκλώσει τον Κήπο!»
«Μαλακίες του Παλιόσκυλου,» γρυλίζει η Πάολα. «Μόνος του είναι ο μαλάκας. Για να μας φρικάρει το είπε. Ελάτε από δω. Δεν πρόκειται να μας βρει.»
Η Δρομολόγος γνωρίζει, φυσικά, άριστα όλα τα μονοπάτια του Μεγάλου Κήπου της Νίρβεκ. Αποφεύγοντας τα μέρη όπου ξέρει ότι περιφέρονται νυχτοφύλακες, οδηγεί τον Σουτούρη και τη μάγισσα μπροστά σε πέτρινα σκαλοπάτια κι αρχίζει να τα κατεβαίνει ενώ εκείνοι την ακολουθούν.
«Πηγαίνουμε στη νότια μεριά του Κήπου;» ρωτά ο Τυχερός.
«Ναι.» Φτάνοντας στο πέρας της σκάλας, τρέχουν μέσα στο υπόγειο πέρασμα με τις μακρόστενες ενεργειακές λάμπες που περνά κάτω από τη Λεωφόρο Σπάθης ενώνοντας τα δύο τμήματα του Μεγάλου Κήπου. Εκτός από αυτούς, ένα ζευγάρι διασχίζει τώρα το πέρασμα (χωρίς να τρέχει, φυσικά) και τους κοιτάζει με περιέργεια και κάποιο φόβο, ίσως.
Η Πάολα, ο Σουτούρης, και η Δήμητρα’μορ βγαίνουν στην άλλη μεριά του Μεγάλου Κήπου ανεβαίνοντας σκάλες ξανά. «Υπάρχει έξοδος από εδώ;» ρωτά ο δεύτερος.
«Μη φοβάσαι,» αποκρίνεται η Πάολα. Κι οι τρεις τους είναι λαχανιασμένοι από το τρέξιμο, και ιδρωμένοι. Ο Σουτούρης κοίταζε πίσω τους κάθε τόσο, αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει δει τον Παλιόσκυλο να έρχεται – δεν έχει δει κανέναν να έρχεται. Τους έχασε; Ή μήπως…;
«Ίσως να μας περιμένει στην είσοδο,» λέει στην Πάολα. «Στη Λεωφόρο Σπάθης.»
«Ναι. Αλλά μην ανησυχείς.»
Η Δρομολόγος τούς οδηγεί μέσα από σκοτάδια και βλάστηση· γνωρίζει τον Μεγάλο Κήπο τόσο καλά που μπορεί να πλοηγηθεί εδώ σχεδόν χωρίς να βλέπει. Φτάνουν σύντομα σ’ένα σημείο όπου τα εξωτερικά κάγκελα είναι λιγάκι λυγισμένα. «Από εδώ,» τους λέει. «Κανένας μας δεν είναι χοντρός, άρα χωράμε.» Και περνά πρώτη. Αναγκάζεται να τριφτεί πάνω στα σίδερα αλλά δεν δυσκολεύεται.
Ο Σουτούρης και η Δήμητρα’μορ έρχονται πίσω της, πρώτα η μάγισσα μετά ο τζογαδόρος. Δεν είναι στη Λεωφόρο Σπάθης, τώρα, αλλά σ’έναν άλλο δρόμο πλάι στη νότια μεριά του Μεγάλου Κήπου.
«Κάπου εδώ γύρω δεν άφησες το όχημά σου;» ρωτά ο Σουτούρης.
«Ναι,» λέει η Πάολα.
«Το υποπτευόσουν ότι…;»
«Καλό είναι να παίρνεις πάντα τα μέτρα σου.»
Πλησιάζουν με επιφύλαξη το τρίκυκλο όχημα και διαπιστώνουν ότι κανένας δεν το παρακολουθεί. Επιβιβάζονται και φεύγουν, με την Πάολα στο τιμόνι.
«Πού πάμε τώρα;» τη ρωτά ο Σουτούρης.
«Όχι στο σπίτι μου, πάντως.»
Χτες, διανυκτερεύσαμε στη Θακέρκοβ, όπως αρχικά σχεδίαζα. Θα μπορούσα να είχα κάνει το ηχομορφικό όχημα να τρέξει και πιο γρήγορα. Θα μπορούσα – αν πραγματικά ήθελα – να είχα φτάσει στην Άντχορκ από χτες το βράδυ. Αν πήγαινα με διακόσια χιλιόμετρα την ώρα. Το όχημα είναι αγωνιστικό και γρήγορο, φτιαγμένο για ράλι· δεν υπάρχει αμφιβολία για τις επιδόσεις του. Αλλά δεν το έκρινα απαραίτητο να βάλω τον εαυτό μου και τον Ύαν σε κίνδυνο. Διότι πάντα είναι επικίνδυνο να τρέχεις με τέτοια ταχύτητα για τόσες πολλές ώρες, ειδικά σε μέρη που δεν είναι για ράλι, που κανένας δεν ξέρει ότι έρχεσαι τρέχοντας σαν τρελός. Επομένως, έτρεχα μόνο με εκατό χιλιόμετρα την ώρα, κατά μέσο όρο.
Σήμερα, ταξιδεύοντας βόρεια της Θακέρκοβ, έχουμε φτάσει στο πανδοχείο Τροφή για τους Τροχούς, εκεί όπου η δημοσιά διχαλώνει, και το μεσημέρι δεν είναι μακριά.
«Θα σταματήσουμε εδώ;» με ρωτά ο Ύαν.
«Όχι,» αποκρίνομαι και στρίβω δυτικά, ακολουθώντας τη λιθόστρωτη δημοσιά και αυξάνοντας ταχύτητα. Ο δείκτης τινάζεται από τα 100 χλμ/ώρα στα 135 χλμ/ώρα, στα 150 χλμ/ώρα.
«Τι στα κωλομέρια της Λόρκης κάνεις, γαμημένε Ραλίστα;»
«Θέλω να είμαστε στην Άντχορκ ώς το μεσημέρι.»
180 χλμ/ώρα.
«Πόση ταχύτητα μπορεί ν’αναπτύξει αυτό το όχημα της Λόρκης;» ρωτά ο Ύαν.
«Τετρακόσια χιλιόμετρα την ώρα, σύμφωνα με το εγχειρίδιο.»
«Ελπίζω να μη σκοπεύεις να τα πιάσεις εδώ, πάνω στην κεντρική δημοσιά προς Άντχορκ!»
Γελάω καθώς προσπερνάω ένα τετράκυκλο φορτηγό, ένα μεγάλο τρίκυκλο, και δύο δίκυκλα. «Δε νομίζω να χρειαστεί.»
200 χλμ/ώρα.
«Άμα συνεχίσεις έτσι, μπορεί να μη με δει τελικά η γυναίκα μου,» μουγκρίζει ο Ύαν.
«Ποια γυναίκα σου;» Δε μου είχε πει ποτέ παλιότερα για γυναίκα· κι όπως μιλά τώρα, είναι σαν να υπονοεί τη σύζυγό του, όχι καμια τυχαία γκόμενα ή πόρνη της Άντχορκ.
«Είμαι παντρεμένος στην Άντχορκ.»
Γελάω. «Εσύ; Παντρεμένος;»
«Είπα κάτι αστείο;»
«Σίγουρα δεν με δουλεύεις;»
«Έχω και δύο παιδιά.»
«Σίγουρα με δουλεύεις!» λέω γυρίζοντας να τον κοιτάξω.
«Κοίτα μπροστά!» με προτρέπει.
Στρέφω πάλι το βλέμμα μου στον δρόμο, γιατί δεν έχω κόψει ταχύτητα. «Δε μου είχες πει ποτέ τίποτα… Ούτε είχα ακούσει από κανέναν άλλο τίποτα…»
«Δεν το λέω στον καθένα.»
«Κρυφό το έχεις;»
«Η δουλειά μου είναι επικίνδυνη, Ραλίστα. Δε θέλω ο καθένας να ξέρει πού είναι η οικογένειά μου· μπορεί να πάνε και να τη χτυπήσουν για λόγους εκδίκησης, ή για κάποιο άλλο λόγο. Να, δες τώρα τι συμβαίνει μέσα στη Δυναστεία. Ανησυχώ για τη γυναίκα μου, ξέρεις.»
«Αν κανένας δεν γνωρίζει γι’αυτήν, δεν έχεις λόγο ν’ανησυχείς,» του λέω.
«Ναι,» αποκρίνεται ο Ύαν, «αυτό προσπαθώ να πείσω κι εγώ τον εαυτό μου. Υπάρχουν, όμως, κι ελάχιστοι που ξέρουν, Ραλίστα…»
Κουνάω το κεφάλι, γελώντας.
«Αν δεν οδηγούσες, γαμημένε Ραλίστα, το σαγόνι σου θα είχε γνωρίσει τη γροθιά μου τώρα! Πού βλέπεις το αστείο;»
«Δε μπορώ να σε φανταστώ παντρεμένο και με παιδιά. Μου είναι αδύνατο!» Ο Ύαν σκοτώνει ανθρώπους σαν κοτόπουλα όταν χρειάζεται. Πώς μπορείς να τον φανταστείς μπαμπά; «Η οικογένειά σου, αλήθεια, σε βλέπει ποτέ;» τον ρωτάω. «Μέχρι στιγμής, σ’έχω συναντήσει στη Θακέρκοβ, σ’έχω συναντήσει στην Ύγκρας, σ’έχω συναντήσει στη Χαρπόβη… αλλά όχι στην Άντχορκ.»
«Περίμενες να σου λέω πότε επισκέπτομαι την οικογένειά μου;» αποκρίνεται ο Ύαν. «Την επισκέπτομαι όταν μπορώ. Και τους στέλνω χρήματα ακόμα πιο συχνά.»
«Τα παιδιά σου είναι μεγάλα;» τον ρωτάω μετά από λίγο.
«Το ένα είναι εφτά χρονών, το άλλο έξι.»
«Η γυναίκα σου τι επαγγέλλεται; Σκοτώνει ανθρώπους κι αυτή; Είναι της Δυναστείας;»
«Δεν είναι της Δυναστείας – δεν ξέρει καν για τη Δυναστεία – και δεν σκοτώνει ανθρώπους.»
«Το ξέρει ότι σκοτώνεις ανθρώπους;»
«Φυσικά και ξέρει πως είμαι μισθοφόρος. Δε σκοτώνω ανθρώπους όταν δεν είναι απαραίτητο, Ραλίστα!»
Σχετικά είναι τα πάντα σ’αυτό τον κόσμο…
«Ποιήτρια είναι,» μου λέει, μετά.
«Ποιήτρια; Απ’ αυτές που γράφουν ποιήματα;»
«Δεν ξέρω αν υπάρχουν και τίποτ’ άλλες που δεν γράφουν ποιήματα.»
Θα τρελαθούμε τελείως, γι’ακόμα μια φορά. Η Σιδηρά Δυναστεία ποτέ δεν παύει να με εκπλήσσει…
Δεν έχω άλλες ερωτήσεις να κάνω στον Ύαν, και ούτε εκείνος είναι ομιλητικός, έτσι συνεχίζω να οδηγώ χωρίς να κουβεντιάζουμε. Και, όπως υπολόγιζα, ώς το μεσημέρι φτάνουμε στην Άντχορκ. Εκεί, βέβαια, κόβω ταχύτητα για να μη με σταματήσουν οι αρχές της πόλης. Μπαίνω στους δρόμους, ανάμεσα από τις ψηλές πολυκατοικίες, κινούμενος όπως και τα υπόλοιπα οχήματα που δεν είναι αγωνιστικά.
«Λοιπόν,» λέω. «Πηγαίνουμε να βρούμε τον Λαοκράτη, έτσι;» Είναι ο πιο κεντρικός σύνδεσμος που ξέρω στην Άντχορκ.
«Ναι.» Ο Ύαν οπλίζει ένα από τα πιστόλια του.
«Ο Ξενοκράτης το θεωρεί απίθανο να μας έχει προδώσει.»
«Κι εγώ· αλλά καλύτερα να προσέχουμε, δε νομίζεις;»
Η Κλεισμένη νιαουρίζει πίσω μας. Πιο πριν ήταν συνέχεια σιωπηλή· ίσως να είχε τρομάξει από την ταχύτητα. Αναρωτιέμαι αν έχει καταλάβει ότι είμαστε στην πατρίδα της.
Δεν είναι η πρώτη φορά που επισκέπτομαι την Άντχορκ· την ξέρω αρκετά καλά πλέον. Διασχίζω τη συνοικία που ονομάζεται Ιερουργός και μπαίνω στον Πλάνητα. Τον διασχίζω κι αυτόν, και σ’ένα σημείο του περνάω από μια γέφυρα πάνω από τις σιδηροδρομικές γραμμές του υπεραστικού τρένου. Φτάνω στον Ξανθό όπου βρίσκεται και ο προορισμός μας: το μπαρ Ψηλές Νύχτες, του Λαοκράτη Άλθαρνεφ. Λειτουργεί μόνο το βράδυ, αλλά για συγγενείς είναι πάντα ανοιχτό.
«Τον ξέρεις τον Λαοκράτη, έτσι;» ρωτάω τον Ύαν. «Τον έχεις ξανασυναντήσει.»
«Φυσικά και τον έχω ξανασυναντήσει,» αποκρίνεται ο μαυρόδερμος δαιμονομάτης. «Πολλές φορές.»
Όταν φτάνουμε μπροστά στο μπαρ, σταματάω το όχημά μας αντίκρυ της εισόδου του. Η φωτεινή πινακίδα που γράφει ΨΗΛΕΣ ΝΥΧΤΕΣ είναι σβηστή τώρα, αλλά τα γράμματα επάνω της διακρίνονται άνετα.
«Μην έρθεις άοπλος, Ραλίστα,» με προειδοποιεί ο Ύαν.
Οπλίζω το πιστόλι μου και το κρύβω μέσα στην καπαρντίνα μου. Ύστερα βγαίνουμε από το ηχομορφικό όχημα, και η Κλεισμένη μάς ακολουθεί. Πλησιάζουμε την κλειστή πόρτα του μπαρ και χτυπάω συνθηματικά.
Καθώς η πόρτα ανοίγει περίμενα να δω την όψη της Κληματένιας, της κόρης του Λαοκράτη, αλλά αντί γι’αυτήν βλέπω μια άλλη, άγνωστη γυναίκα, γαλανόδερμη και κοκκινομάλλα. «Τι θέλετε;» ρωτά. «Το μπαρ είναι κλειστό τα πρωινά.»
«Ναι,» λέω, «αλλά ήρθαμε να μιλήσουμε στον κύριο Άλθαρνεφ.» Και ρίχνω ένα λοξό βλέμμα στον Ύαν για να δω μήπως εκείνος αναγνωρίζει αυτή τη γυναίκα· ο μισθοφόρος, όμως, δεν δίνει κανένα τέτοιο σημάδι.
«Τον κύριο Άλθαρνεφ…» λέει η γαλανόδερμη κοκκινομάλλα, που είναι ντυμένη μ’ένα κοντό μαύρο φόρεμα το οποίο αποκαλύπτει μακριά, καμπυλωτά πόδια. «Είστε μήπως… της οικογένειας;»
Για να ξέρει για την «οικογένεια» πρέπει να είναι μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία, όμως αυτό δεν σημαίνει τίποτα πλέον· μπορεί νάναι εχθρός μας. Αν δώσω αρνητική απάντηση, ωστόσο, σίγουρα δεν θα μας αφήσει να μπούμε.
«Ναι,» αποκρίνομαι.
Η άγνωστη χαμογελά. «Περάστε,» μας προσκαλεί βαδίζοντας στο εσωτερικό του μπαρ με θελκτικό τρόπο που τραβά το βλέμμα.
Την ακολουθούμε με επιφύλαξη, κι όταν πάω να κλείσω την πόρτα πίσω μας ο Ύαν με αποτρέπει. Θέλει νάχει μια έξοδο διαφυγής έτοιμη. Φοβάται ότι ίσως να πρόκειται για παγίδα;
Γιατί όχι;
Μέσα στο μπαρ, τέσσερις ύποπτες φυσιογνωμίες στρέφονται προς το μέρος μας: τρεις άντρες και μία γυναίκα. Κανένας άλλος δεν είναι εδώ· το μέρος είναι ήσυχο, ερημικό. Η Κληματένια δεν φαίνεται πουθενά. Ούτε κανένας άλλος άνθρωπος που αναγνωρίζω.
«Οι κύριοι,» λέει η γαλανόδερμη κοκκινομάλλα, «θέλουν τον κύριο Άλθαρνεφ. Είναι της οικογένειας.»
«Εσείς ποιοι είστε;» λέω, ενώ το χέρι μου πηγαίνει μέσα στην καπαρντίνα μου. Και τότε αναγνωρίζω τον έναν από τους άντρες! Έναν γκριζομάλλη, λευκόδερμο τύπο, μεγαλύτερο από εμένα. Ήταν μαζί με τον Ψηλό Αλλάνδρη, τον αρχηγό της συμμορίας Σεβαστοί Πορτιέρηδες!
Και μάλλον δεν τον αναγνώρισα μόνο εγώ, γιατί λέει, ατενίζοντάς με: «Εσύ…» Συγχρόνως, όλοι τους τραβάνε όπλα, κι ένας άλλος προστάζει: «Ακίνητοι κι οι δυο σας!»
Αλλά ο Ύαν έχει τραβήξει τα δικά του όπλα πρώτος: δύο πιστόλια, που αρχίζουν αμέσως να πυροβολούν ημικυκλικά, ολόγυρά μας, χωρίς να στοχεύουν κανέναν συγκεκριμένα. Οι εχθροί μας πέφτουν να καλυφτούν πίσω από τραπέζια και καρέκλες· η γαλανόδερμη κοκκινομάλλα πηδά πάνω απ’τον πάγκο του μπαρ για να βρεθεί από την άλλη μεριά του.
Όταν έχω κι εγώ τραβήξει το πιστόλι μου, είναι πια ανούσιο. Ο Ύαν μού φωνάζει «Έλα!» ενώ υποχωρεί προς την πόρτα που έχει αφήσει ανοιχτή. Τον ακολουθώ χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, πυροβολώντας πίσω μου.
Η Κλεισμένη έχει πεταχτεί έξω πριν από εμάς.
Τρέχουμε στο ηχομορφικό όχημα και μπαίνουμε.
«Ο Άλθαρνεφ είναι νεκρός, γαμώ τα κωλομέρια της Λόρκης!» γρυλίζει ο Ύαν.
«Ίσως,» λέω ενώ ενεργοποιώ τη μηχανή.
Από το παράθυρο του μπαρ κι από την πόρτα του οι εχθροί μάς αρχίζουν να μας πυροβολούν, αλλά οι σφαίρες τους εξοστρακίζονται σαν ενοχλητικές μύγες επάνω στα μέταλλα και στα κρύσταλλα του ηχομορφικού οχήματος.
«Αισθάνομαι τον πειρασμό να μπω μέσα με το όχημα και να τους λιώσω,» λέω στον Ύαν, περιμένοντας ν’ακούσω τη γνώμη του.
«Μπορεί και να μην είναι άσχημη ιδέα.»
Το χέρι μου πηγαίνει προς τον διακόπτη που μεταμορφώνει το όχημα σε ήχο, αλλά προτού τον κατεβάσω ένα φορτηγό έρχεται αντίκρυ μας και σταματά, κλείνοντάς μας τον δρόμο από τη μια μεριά. Κοιτάζω πίσω, από τον καθρέφτη, και βλέπω άλλο ένα φορτηγό να σταματά από την άλλη μεριά.
«Τους γαμιόληδες!» λέω. «Ολόκληρη η γαμημένη συμμορία των Πορτιέρηδων πρέπει νάναι εδώ.»
«Τι εννοείς;»
«Θα επιστρέψουμε άλλη φορά.» Κατεβάζω τον διακόπτη μετατρέποντας το όχημά μας σε ήχο.
Ακούω ξαφνιασμένες φωνές από το μπαρ, καθώς οι εχθροί μας μας βλέπουν να εξαφανιζόμαστε.
Πατάω το πετάλι και φεύγουμε, περνώντας μέσα από το φορτηγό μπροστά μας σαν να μην υπάρχει. Φαίνεται ημιυλικό, όπως μια οπτασία, όπως ένα ολόγραμμα.
Γελάω. «Ο Ψηλός Αλλάνδρης θα τα παίξει όταν τ’ακούσει αυτό!»
«Ο Ψηλός Αλλάνδρης; Τι σχέση έχει ο Ψηλός Αλλάνδρης, Ραλίστα; Τους γνώριζες αυτούς εκεί μέσα;»
«Τον έναν τον αναγνώρισα,» του λέω καθώς συνεχίζω να οδηγώ μέσα στην πόλη, σε μορφή ήχου. Τα άλλα οχήματα που συναντώ στον δρόμο μου δεν μπορούν να μου σταθούν εμπόδιο. Ούτε καν τα περισσότερα οικοδομήματα μπορούν να μου σταθούν εμπόδιο· απλώς, επειδή η μοριακή πυκνότητα των τοίχων τους είναι μεγαλύτερη, μειώνουν την ταχύτητά μου.
«Ποιον;»
«Εκείνον τον γκριζομάλλη με το λευκό δέρμα. Κι αυτός μ’αναγνώρισε, είμαι σίγουρος. Ήταν μαζί με τον Ψηλό Αλλάνδρη, όταν είχαμε πάει να του μιλήσουμε – εγώ, ο Κριτόλαος, και η Σαμάνθα – για την υπόθεση του Σαρντάνη Βίνρασκιφ. Τον σκότωσε, τελικά, τον Σαρντάνη, το κάθαρμα. Τον ήξερες τον Σαρντάνη; Ήταν ειδικός ερευνητής–»
«Τον είχα ακουστά. Γιατί όμως να τον θέλει ο Ψηλός Αλλάνδρης νεκρό;»
«Είχαν προσωπικές διαφορές. Τέλος πάντων, ήταν μπλεγμένη ιστορία.» Πλησιάζω τον ποταμό Σέρντιληθ και τρέχω καταπάνω του.
Ο Ύαν αναφωνεί: «Πού πας;»
«Δε βουλιάζουμε.» Το ηχομορφικό όχημα τρέχει κανονικότατα πάνω στο νερό όταν έχει μορφή ήχου. «Το έχεις ξεχάσει;»
«Σωστά…»
Καθώς διασχίζουμε τον ποταμό, λέω στον μισθοφόρο: «Όταν ο Ψηλός Αλλάνδρης σκότωσε τον Σαρντάνη μέσα στο μπαρ Κακές Κυράδες, τον πυροβόλησα–»
«Γι’αυτό είπες στον Ξενοκράτη ότι έχεις κάτι διαφορές με τον Ψηλό Αλλάνδρη στην Άντχορκ;»
«Ναι, και ο Ξενοκράτης, όπως άκουσες, το γνώριζε.»
«Είπε όμως ότι, λόγω της κατάστασης, η φιλονικία σου με τον Αλλάνδρη θα βρισκόταν σε δεύτερη μοίρα–»
«Δεδομένου ότι ο Αλλάνδρης είναι με το μέρος μας.» Βγαίνουμε στην αντικρινή όχθη του ποταμού, όπου η Άντχορκ, φυσικά, συνεχίζει να απλώνεται. «Αλλά δε νομίζω ότι είναι με το μέρος μας, Ύαν.»
«Ναι, η προδοσία του είναι έκδηλη…» λέει ο μισθοφόρος σκεπτικά. «Είχαν στήσει καρτέρι για όποιο μέλος της Δυναστείας ερχόταν στις Ψηλές Νύχτες. Αναρωτιέμαι σε ποιον ν’ανήκει το μπαρ τώρα…»
«Στον Ψηλό Αλλάνδρη, μάλλον. Βρήκε μαγαζί που ταιριάζει με το παρωνύμιό του, το κάθαρμα.»
Σταματάω το όχημά μας σ’ένα σοκάκι και του δίνω ξανά υλική μορφή. Ένας άστεγος που είναι κουλουριασμένος εκεί κοντά πετάγεται πάνω και φεύγει τρέχοντας, κατατρομαγμένος που ένα τετράκυκλο εμφανίστηκε από το πουθενά. Δε μπορώ παρά να χαμογελάσω. Μετά βλέπω πως η ενέργειά μας έχει πέσει στο 27% και το χαμόγελό μου σβήνει. Πρέπει ν’αλλάξουμε φιάλες, σύντομα. Και δεν έχουμε άλλες μαζί μας. Στους ενεργειακούς σταθμούς που συναντούσαμε στο ταξίδι μας, αγοράζαμε ακριβώς όσες μας χρειάζονταν για να συνεχίσουμε, όχι περισσότερες.
«Σκότωσε τον Λαοκράτη,» λέει ο Ύαν σαν να μονολογεί, «και αγόρασε το κατάστημα, για να τόχει για παγίδα…»
«Μισό λεπτό. Δεν το ξέρουμε ότι ο Λαοκράτης είναι νεκρός–»
«Νομίζεις ότι αλλιώς θα του πουλούσε το μπαρ;»
«Νομίζω ότι ίσως ο Ψηλός Αλλάνδρης να τον ανάγκασε να φύγει από το μπαρ. Οι Σεβαστοί Πορτιέρηδες έχουν μεγάλη επιρροή στον Ανώδρομο, στον Ιερουργό, στον Πλάνητα, και στον Ξανθό. Είναι από τις μεγαλύτερες συμμορίες της Άντχορκ. Μπορούν να διώξουν κάποιον απ’το κατάστημά του, αν θέλουν, σ’αυτές τις περιοχές.»
Ο Ύαν βγάζει τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του. «Θα τον καλέσω.» Με κοιτάζει ερωτηματικά.
Γνέφω καταφατικά.
Ο Ύαν πατά πλήκτρα και ο πομπός του στέλνει σήμα… το οποίο δεν βρίσκει καμία ανταπόκριση. «Ορίστε,» λέει.
«Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι νεκρός. Μπορεί νάχει αλλάξει τον τηλεπικοινωνιακό κώδικά του, ή νάχει άλλο πομπό τώρα, ή να έχει φύγει από την πόλη.»
«Ή μπορεί να είναι νεκρός,» τονίζει ο Ύαν.
«Μην είσαι πάντα τόσο αισιόδοξος.» Βγάζω τον δικό μου τηλεπικοινωνιακό πομπό. «Ο Ξενοκράτης είπε πως μπορούμε επίσης να έρθουμε σε επαφή με την κυρία Αμυθολόγητη, η οποία είναι της Παλιάς Δυναστείας και αποκλείεται νάχει στραφεί εναντίον μας.» Επιπλέον, μας ανέφερε ότι είναι μητέρα του Σουτούρη του Τυχερού και παλιά ηθοποιός της Άντχορκ. Το τελευταίο δεν χρειαζόταν να μου το πει, φυσικά. Αν δεν έχεις δει ποτέ την Αλκάρνη Αμυθολόγητη σημαίνει πως δεν έχεις δει ποτέ Σεργήλιο κινηματογράφο. Ειδικά στις παλιές ταινίες έπαιζε συνέχεια. Τώρα πια δεν παίζει τόσο συχνά, βέβαια· πρέπει να πλησιάζει τα εβδομήντα, αν δεν λαθεύω. Ευπαρουσίαστη ακόμα, όμως, δίχως καμία αμφιβολία.
Ο Ύαν ανασηκώνει τους ώμους. «Κάλεσέ την.»
«Την έχεις συναντήσει παλιότερα;»
«Όχι.»
«Ούτε εγώ, δυστυχώς, αλλά το είχα ακούσει ότι είναι της οικογένειας.»
«Θα την καλέσεις ή θα κάνουμε κουβέντα;» Έτοιμος να δαγκώσει ο δαιμονομάτης μισθοφόρος.
Πατάω κουμπιά πάνω στον τηλεπικοινωνιακό πομπό μου και περιμένω. Το σήμα μου βρίσκει ανταπόκριση. Ευτυχώς. Αν κι αυτό δεν είναι, απαραίτητα, σημάδι ότι η Αμυθολόγητη ζει.
Μια γυναικεία φωνή ακούγεται σύντομα από τον πομπό: «Μάλιστα;»
«Η κύρια Αμυθολόγητη;» ρωτάω.
«Μάλιστα. Ποιος είστε;» Αυτό είναι σημάδι πως ζει.
«Δε θα με γνωρίζετε, υποθέτω, αλλά είμαι της οικογένειας. Μπορούμε να μιλήσουμε μέσω πομπού, ή έχετε… κάποιες υποψίες;» Δε θέλω να ρωτήσω ευθέως αν υποπτεύεται πως παρακολουθούν τις τηλεπικοινωνίες της.
«Μπορούμε,» λέει, αλλά νομίζω ότι η φωνή της έχει γίνει ξαφνικά καχύποπτη, εχθρική ίσως. «Για ποιο λόγο με καλείτε;»
«Ονομάζομαι Ζορδάμης Λιγνόρρυγχος, κυρία Αμυθολόγητη. Έρχομαι σταλμένος από τον κύριο Ξενοκράτη. Γνωρίζω και τον γιο σας, τον Σουτούρη τον Τυχερό–»
«Ζορδάμης Λιγνόρρυγχος; Ο ραλίστας;»
«Με γνωρίζετε…»
«Το ξέρεις ότι έχουμε προβλήματα εδώ; Μεγάλα προβλήματα;»
«Πριν από λίγο βρισκόμουν στις Ψηλές Νύχτες–»
«Μεγάλη Αρτάλη! Αυτό το μέρος είναι επικίνδυνο πλέον!»
«Το διαπίστωσα. Και σκοπεύω να επιστρέψω εκεί, κάποια στιγμή σύντομα, για να δώσω ένα αιματηρό μήνυμα σ’έναν παλιό φίλο. Για την ώρα, όμως, θα ήθελα να σας συναντήσω αν είναι δυνατόν, γιατί θα προτιμούσα να μη βρεθώ μπροστά σ’άλλες εκπλήξεις στο Κόσμημα της Σεργήλης.»
«Φυσικά,» λέει η Αλκάρνη Αμυθολόγητη. «Αυτό ήμουν έτοιμη να σου προτείνω άλλωστε. Είσαι μόνος;»
«Είναι μαζί μου κι ο Ύαν Έπαρχος. Της οικογένειας. Μισθοφόρος. Ίσως να τον έχετε ακουστά κι αυτόν.»
«Δε νομίζω, αλλά υποθέτω πως είναι άτομο εμπιστοσύνης.»
«Είναι,» τη διαβεβαιώνω.
Και μετά η παλιά ηθοποιός μού δίνει κατευθύνσεις για το σπίτι της. Ευτυχώς, δεν είναι ούτε στον Ξανθό, ούτε στον Πλάνητα, ούτε στον Ιερουργό, ούτε στον Ανώδρομο. Θα είμαστε, επομένως, ασφαλείς από τους Σεβαστούς Πορτιέρηδες.
Τις ημέρες μετά από το δυσάρεστο περιστατικό στον Μεγάλο Κήπο, η Πάολα δεν κρύβεται από τους πάντες· συνεχίζει να έχει επαφές με τους Δρομολόγους κανονικά και να κάνει τις συνηθισμένες δουλειές της στον υπόκοσμο της Νίρβεκ. Δεν πηγαίνει, όμως, στο σπίτι της γιατί το θεωρεί βέβαιο πως ο Παλιόσκυλος το παρακολουθεί, είτε για να αποκτήσει πληροφορίες, είτε για να τη μαγκώσει, είτε για να την καθαρίσει. Και η Πάολα δεν σκοπεύει να του δώσει την ευκαιρία να κάνει τίποτα απ’ αυτά. Δεν διατηρεί σταθερό σπίτι για την ώρα: πότε μένει στο ένα ξενοδοχείο, πότε στο άλλο, πότε σε τίποτα ενοικιαζόμενα δωμάτια της πλάκας. Και αποφεύγει τα μέρη όπου ξέρει πως συχνάζουν μέλη της Σιδηράς Δυναστείας. Αν και φοβάται πως η Δυναστεία, ούτως ή άλλως, μπορεί να την εντοπίσει – ειδικά αν μείνει για πολύ σε ένα μέρος.
Τον Σουτούρη τον Τυχερό τον επισκέπτεται τακτικά, φυσικά, και έχει συχνή επαφή μαζί του, όπως επίσης και με τον Ζορζ. Δεν πηγαίνει, όμως, στο σπίτι του δεύτερου γιατί είναι πολύ πιθανό ο Ρίβης να έχει βάλει άλλο κατάσκοπο (της Δυναστείας ή μη) για να τον παρακολουθεί. Η Δήμητρα’μορ βρίσκεται στο Ζητούμενο και βοηθά τον Σουτούρη στις έρευνές του: και ούτε ο Σουτούρης ούτε η Πάολα νομίζουν πως έχει κατά νου να τους προδώσει.
Την ιδέα να πιάσουν τη Χασρίνα και να πάρουν πληροφορίες απ’ αυτήν την έχουν εγκαταλείψει, διότι τώρα η Χασρίνα αναμφίβολα θα φυλάγεται πολύ περισσότερο από πριν· κι επιπλέον, ο Παλιόσκυλος κατά πάσα πιθανότητα θα την παρακολουθεί. Το ίδιο, βέβαια, μπορεί να ισχύει τώρα για όλους τους συγγενείς που είναι προδότες: θα φυλάνε τα νώτα τους, καθώς ο Παλιόσκυλος σίγουρα θα τους έχει ειδοποιήσει ότι κάποιοι μέσα στη Νίρβεκ έχουν αρχίσει να κινούνται εναντίον τους. Ή μάλλον, όχι «κάποιοι» απλώς· ο Ρίβης είδε την Πάολα και τη Δήμητρα’μορ, και τις γνωρίζει καλά. Για τον Σουτούρη, όμως, η Πάολα δεν είναι βέβαιη· ίσως να μην τον έχει αναγνωρίσει. Και ο Σουτούρης το ίδιο πιστεύει. «Είμαι το κρυφό χαρτί στο μανίκι σου, τώρα,» της λέει, το δεύτερο σούρουπο ύστερα από το πιστολίδι στον Μεγάλο Κήπο, όταν η Πάολα έχει επισκεφτεί το δωμάτιό του στο Ζητούμενο και κάθονται οι δυο τους στο μπαλκόνι, ενώ η Δήμητρα είναι μέσα σκαλίζοντας το φορητό πληροφοριακό-τηλεπικοινωνιακό σύστημά της, ψάχνοντας πληροφορίες από τις Θήκες των δημόσιων διαύλων της Νίρβεκ.
«Ταιριαστή παρομοίωση για σένα,» του λέει η Πάολα, υπομειδιώντας. «Αλλά θα μπορούσες επίσης,» προσθέτει, «να είσαι το κρυμμένο χαρτί οπουδήποτε αλλού μέσα στα ρούχα μου.» Το χαμόγελό της γίνεται πονηρό. Και το χαμόγελο του Σουτούρη το ίδιο. Μετά από κανένα μισάωρο, λένε στη Δήμητρα’μορ να πάει στο δικό της δωμάτιο γιατί έχουν να συζητήσουν κάτι προσωπικό μεταξύ τους· κι όταν η μάγισσα φεύγει, αρπάζουν ο ένας τα ρούχα του άλλου και πέφτουν στο κρεβάτι. Κυλιούνται, και τα σώματά τους αποκαλύπτονται ολοένα και περισσότερο, λευκό-ροζ και γαλανό. Τώρα η Πάολα καβαλά τον Σουτούρη τρίβοντας τα χέρια της επάνω στο στέρνο του και χαμογελώντας· μετά ο Σουτούρης την έχει γυρίσει ανάσκελα, φιλώντας και πιπιλώντας τα ξαναμμένα στήθη της· ύστερα, η Πάολα είναι ξανά από πάνω, κρατώντας τον κοντά στον λαιμό της, από τα μαλλιά, ενώ τα χέρια του σφίγγουν τους γλουτούς της· έπειτα, ο Σουτούρης τη γυρίζει ανάσκελα πάλι– Πέφτουν απ’το κρεβάτι γελώντας… και η Πάολα πιάνει το ορθωμένο όργανό του δυνατά μέσα στο χέρι της και φιλιούνται βαθιά.
Οι άλλοι Δρομολόγοι σύντομα καταλαβαίνουν ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά με την Πάολα, κυρίως επειδή κανένας ποτέ δεν μπορεί να τη βρει στο σπίτι της και μόνο με τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της μπορούν να επικοινωνήσουν μαζί της – όταν δεν τον έχει απενεργοποιημένο. Και παρότι όλοι ξέρουν πως η Πάολα είναι παράξενη, αυτή της η συμπεριφορά τούς φαίνεται ασυνήθιστη. Η Νιρίφα, που πρόσφατα έχει απελευθερωθεί από τα Κελιά του Τρένου, την παρατηρεί με μίσος· η Πάολα τη βλέπει και τρομάζει από το βλέμμα της, όποτε τυχαίνει να περάσουν η μία κοντά από την άλλη σε κάποια από τις νυχτερινές διαδρομές των Δρομολόγων μέσα στη Νίρβεκ.
Η Μητέρα των Δρομολόγων (που είναι αρχηγός τους μαζί με τον Πατέρα) ρωτά, σε κάποια στιγμή, την Πάολα αν συμβαίνει κάτι, αν χρειάζεται μήπως βοήθεια. Ανέκαθεν τα πήγαιναν καλά οι δυο τους· η Νιρίφα, μάλιστα, πολλές φορές αποκαλούσε την Πάολα «η αγαπημένη σκυλίτσα της Μαμάς».
«Έχεις μπλεξίματα με καμια άλλη συμμορία;» λέει τώρα η Μητέρα στην Πάολα. Αλλά εκείνη το αρνείται· «Όχι,» αποκρίνεται, «όλα είναι εντάξει.» Η απάντησή της, όμως, δεν ικανοποιεί τη Μητέρα, η οποία της λέει πως, αν όντως έχει μπλεξίματα με κάποια συμμορία, να μην το κρύβει· είναι σοβαρή υπόθεση! Και οι Δρομολόγοι, προσθέτει, δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν από καμία συμμορία της Νίρβεκ. Η Πάολα χαμογελά μ’αυτό, για λόγους που η Μητέρα δεν μπορεί να φανταστεί. Δεν έχεις ιδέα τι είναι η Σιδηρά Δυναστεία, Μαμά… «Μην ανησυχείς, Μαμά, δεν είναι αυτό που νομίζεις.» Δε θα μπορούσες ποτέ να το φανταστείς αυτό. Κι αν κάτι συμβεί σ’εμένα, νάσαι σίγουρη πως δεν θα επηρεάσει τους Δρομολόγους γενικά. Η Πάολα, ούτως ή άλλως, δεν θα ήθελε να τους βάλει όλους σε κίνδυνο· αλλά ακόμα κι αν ήθελε δεν θα μπορούσε. Η Σιδηρά Δυναστεία δεν ασχολείται με συμμορίες όπως τους Δρομολόγους, εκτός αν της χρειάζονται ως πιόνια για τα μεγαλύτερα σχέδιά της.
Ο Ναρκάμης – που, εκτός από Δρομολόγος και λαθρέμπορος, είναι και μέλος της Δυναστείας – παρατηρεί επίσης την ασυνήθιστη συμπεριφορά της Πάολας και, την τρίτη νύχτα ύστερα από τη συνάντηση στον Μεγάλο Κήπο, όταν η Πάολα τον βοηθά με τη μεταφορά ενός φορτίου από το Χαμηλό Λιμάνι, τη ρωτά αν όλα είναι καλά. «Κι άλλοι έχουν προσέξει ότι τελευταία φαίνεσαι… ανήσυχη,» της λέει.
«Καλά είμαι,» αποκρίνεται η Πάολα, που πριν από λίγο στεκόταν σε μια γωνία, φυλώντας τσίλιες, αλλά τώρα βαδίζει μαζί με τον Ναρκάμη μέσα στους νυχτερινούς δρόμους του Χαμηλού Λιμανιού. Ο ποταμός είχε φουσκώσει πριν από μερικές ώρες και υπάρχουν νερά στο πλακόστρωτο τα οποία φτάνουν ώς τον αστράγαλο· οι μπότες τους πλατσουρίζουν.
«Αν έχεις κάποιο πρόβλημα, το ξέρεις ότι μπορείς να μου μιλήσεις,» επιμένει ο Ναρκάμης. «Μια οικογένεια είμαστε,» τονίζει. Είναι καμια δεκαετία μεγαλύτερός της, με δέρμα πορφυρό, μαλλιά πλούσια και μαύρα, και μούσι. Στο στόμα του έχει ένα αναμμένο τσιμπούκι, κρατώντας το με τα δόντια. Φημολογείται πως η καταγωγή του είναι από τη Σάρντλι, πως οι πρόγονοί του είχαν έρθει από αυτή τη διάσταση πριν από δύο ή τρεις γενεές.
«Ναι,» αποκρίνεται η Πάολα. «Αλλά δεν υπάρχει πρόβλημα.» Υπάρχει πρόβλημα, αλλά δεν ξέρω αν μπορώ να σε εμπιστευτώ, Ναρκάμη. Είναι δυνατόν να είσαι με τον Ρίβη; Ή μ’αυτή την Ασημίνα Νέρφελδιφ; Είναι δυνατόν να θέλεις το κακό άλλων μελών της οικογένειας; Το βλέμμα του η Πάολα θα μπορούσε να το ερμηνεύσει με πολλούς τρόπους – δεν μπορεί να βγάλει κανένα συμπέρασμα γι’αυτόν. Της είναι μυστηριώδης.
Να τον ρωτούσε, άραγε, για τον Νεογνό – τον άνθρωπο που έχει επαφές με την Ασημίνα Νέρφελδιφ; Θα ήταν συνετό; Μάλλον όχι. Όχι ακόμα.
Τον Νεογνό τώρα τον σκαλίζουν η Δήμητρα’μορ και ο Σουτούρης· ψάχνουν πληροφορίες γι’αυτόν, αποφεύγοντας να συναντήσουν άλλα μέλη της Δυναστείας. Επομένως, η αναζήτησή τους αποδεικνύεται δύσκολη. Γνωρίζουν πού μένει, αλλά δεν βλέπουν τίποτα ύποπτες κινήσεις στο σπίτι του· ούτε ακόμα το κρίνουν σκόπιμο να στήσουν επιχείρηση παρακολούθησης κοντά σ’αυτό, ή να τον παραφυλάξουν για να τον μαγκώσουν και να του ζητήσουν να πει τι ξέρει για την Ασημίνα. Έχουν, πάντως, υπόψη τους, αν το κάνουν αυτό, να τον ρωτήσουν και για τον Τοξότη. Ίσως ο Νεογνός να γνωρίζει πού βρίσκεται μέσα στη Νίρβεκ.
Καθώς νυχτώνει η τέταρτη ημέρα ύστερα από το πιστολίδι στον Μεγάλο Κήπο, ο Ριχάρδος μπαίνει στο μπαρ Χορονυκτία και, κοιτάζοντας μέσα στον κόσμο, εντοπίζει την Πάολα και την πλησιάζει.
Ο Ριχάρδος είναι Δρομολόγος και μέλος της Σιδηράς Δυναστείας. Εκτός από αυτόν, τον Ναρκάμη, και τον εαυτό της, η Πάολα δεν γνωρίζει κανένα άλλο μέλος της Δυναστείας μέσα στους Δρομολόγους: και δεν νομίζει ότι υπάρχει κανένα άλλο. Έχει δέρμα λευκό-ροζ σαν το δικό της, ελάχιστα μαλλιά στο κεφάλι, και μυτερό γένι. Το ασυνήθιστο όνομά του οφείλεται στο γεγονός ότι οι γονείς του ήρθαν από μια μακρινή διάσταση που ονομάζεται Χάρνταβελ, ως μετανάστες.
Η Πάολα έχει μόλις δώσει ένα σακουλάκι με νίσβεν (το ναρκωτικό που καλλιεργείται στις νότιες ερήμους και που οι Δρομολόγοι φέρνουν λαθραία, αποφεύγοντας τον βαρύ φόρο) σε μια γυναίκα η οποία τώρα απομακρύνεται, βαδίζοντας προς την πίσω μεριά του μπαρ και λικνίζοντας τα οπίσθιά της στον ρυθμό της μουσικής.
«Πάολα,» λέει ο Ριχάρδος. «Μπορούμε να μιλήσουμε;»
Καμπανάκια κινδύνου χτυπάνε μέσα στο μυαλό της. Είναι ο Ριχάρδος με τους προδότες; «Για τι πράγμα;»
«Θα σου εξηγήσω. Σε κάποιο πιο ήσυχο μέρος.»
«Όπως;»
Ο Ριχάρδος την κοιτάζει παρατηρητικά σαν να προσπαθεί να διαβάσει την έκφρασή της. Ύστερα κάνει να πει κάτι, αλλά το μετανιώνει, ό,τι κι αν ήταν, και λέει: «Στο Τυχερό Άστρο· ή εδώ, στα πίσω δωμάτια, αν προτιμάς. Κάπου που να μην έχει τόσο θόρυβο και που να μη μπορεί κανένας να μας κρυφακούσει.»
«Έχει σχέση με την οικογένεια;»
«Ναι.»
Δε μπορώ να αρνηθώ. «Πάμε εδώ, στα πίσω δωμάτια, να δούμε αν είναι άδεια.»
Πηγαίνουν στα πίσω δωμάτια του μπαρ, χωρίς κανένας να τους σταματήσει (οι υπάλληλοι γνωρίζουν ότι είναι Δρομολόγοι), και διαπιστώνουν ότι το καθιστικό είναι άδειο αλλά τα άλλα δύο δωμάτια δεν είναι: στο ένα, ένα ζευγάρι ερωτοτροπεί επάνω στο κρεβάτι· στο άλλο, είναι ξαπλωμένος ένας τύπος που βρίσκεται, έκδηλα, υπό την επήρεια ναρκωτικών, χαμογελώντας μόνος του.
«Να μιλήσουμε μες στο τρίκυκλό μου;» προτείνει η Πάολα.
Ο Ριχάρδος δεν φέρνει αντίρρηση. Φεύγουν από τη Χορονυκτία και μπαίνουν στο όχημα της Πάολα που περιμένει σταθμευμένο σ’έναν κοντινό δρόμο.
«Τι είναι, λοιπόν;» ρωτά εκείνη, αρχίζοντας να οδηγεί με εμπειρία μέσα στους δρόμους της Νίρβεκ.
«Υποθέτω το καταλαβαίνεις ότι όλοι έχουν παρατηρήσει το γεγονός πως δεν πηγαίνεις σπίτι σου και πως εξαφανίζεσαι περίεργα κάθε τόσο. Κανένας δεν ξέρει πού κοιμάσαι, Πάολα.»
«Και λοιπόν;»
«Κάτι συμβαίνει, και υποπτεύομαι ότι ίσως νάχει σχέση με την οικογένεια.»
«Γιατί το υποπτεύεσαι αυτό;» Η Πάολα τον κοιτάζει από τον καθρέφτη του οχήματος. Η έκφρασή του είναι προβληματισμένη, και λιγάκι διστακτική ίσως.
«Σου έχει μιλήσει κανένας; Κανένας από τη Δυναστεία, εννοώ.»
«Για ποιο θέμα;»
«Σου έχει πει, για παράδειγμα, ότι φοβάται για τη ζωή του; Ή, μήπως, σου έχει προτείνει να μπεις σε κάποια… κλίκα;»
Αναφέρεται σ’αυτό που νομίζω ότι αναφέρεται; Η Πάολα αισθάνεται ένα παγερό φίδι να σέρνεται στη ράχη της και, προς στιγμή, τα πόδια της παγώνουν πάνω στα πετάλια· μετά βρίσκουν πάλι τη ζωντάνια τους. Καθαρίζει τον λαιμό της. «Γιατί με ρωτάς;» Δεν της αρέσει καθόλου που τον έχει πίσω της. Κακή ιδέα, τελικά, να τον βάλει στο όχημά της. «Υπάρχει κανένας λόγος;»
«Πάολα,» λέει ο Ριχάρδος, «φοβάσαι ότι κάποιοι ίσως να σε κυνηγάνε;»
Η Πάολα σταματά απότομα το όχημά της μέσα σ’έναν παράπλευρο δρόμο που δεν έχει κίνηση. Στρέφεται να κοιτάξει τον Ριχάρδο ενώ το χέρι της πηγαίνει στο εσωτερικό της μπλούζας της, κάτω από την οποία είναι κρυμμένο ένα μικρό πιστόλι. «Γιατί μου κάνεις αυτές τις ερωτήσεις; Σου είπε κάποιος κάτι για μένα;»
Ο Ριχάρδος συνοφρυώνεται. «Κανένας δεν μου είπε τίποτα. Κι εκτός αν προσπαθείς να στρώσεις τον στηθόδεσμό σου, πάρε το χέρι σου απ’ αυτό το όπλο. Δεν είμαι εχθρός σου.»
Τα μάτια της στενεύουν. «Πώς το ξέρω;»
«Μα τους θεούς!» γρυλίζει ο Ριχάρδος. «Έχει πράγματι φτάσει το πράγμα ώς εκεί;… Ο Τασνικέφ… Τον σκότωσαν κάποιοι μέσα από τη Δυναστεία, έτσι δεν είναι; Ξέρεις ποιοι;»
Η Πάολα μένει σιωπηλή, και δεν απομακρύνει το χέρι της από τη λαβή του μικρού πιστολιού της· όμως δεν το τραβά κιόλας. «Πώς να ξέρω, Ριχάρδε;»
«Ούτε ο Παλιόσυρμος φαίνεται να ξέρει, παρότι κρατούσε φυλακισμένη τη Βατράνια μέχρι που κάποιοι άλλοι της οικογένειας ήρθαν και την ελευθέρωσαν. Ο ένας ήταν ο Ύαν, που υποτίθεται πως είχε έρθει για να μας βοηθήσει να μάθουμε ποιος σκότωσε τον Τασνικέφ· ο άλλος ήταν, λένε, ο Ζορδάμης Λιγνόρρυγχος, ο ραλίστας.»
«Ο Παλιόσκυλος,» λέει η Πάολα, «ξέρει πολλά που δεν αποκαλύπτει. Δε μας έλεγε καν γιατί κρατούσε τη Βατράνια τόσες μέρες!»
«Γνώριζες ότι ο Ύαν και ο Ζορδάμης σχεδίαζαν να επιτεθούν στη Χωροφυλακή;»
Ο Παλιόσκυλος τον έχει βάλει; Γαμώ τα κωλομέρια της Λόρκης! Ποτέ άλλοτε δεν υπήρχε τόσος φόβος και παράνοια ανάμεσα στα μέλη της Σιδηράς Δυναστείας! Η Πάολα αποκρίνεται: «Εγώ δεν ξέρω τίποτα.»
«Γιατί, τότε, κρύβεσαι;»
Η Πάολα δεν απαντά· μένει ακίνητη, με το χέρι της κάτω από τη μπλούζα της.
Ο Ριχάρδος αναστενάζει. «Νομίζω ότι κάποιοι σε κυνηγάνε, Πάολα.» Και προτού εκείνη μιλήσει, συνεχίζει: «Πριν από μερικές μέρες μίλησα με τον Βίκτωρα, τον δημοσιογράφο.» (Ένα μέλος της Δυναστείας το οποίο δουλεύει στην Αύρα, τον δημοφιλή ραδιοφωνικό σταθμό.) «Εκείνος, βασικά, επιδίωξε να με συναντήσει. Και μου είπε ότι φοβάται για τη ζωή του· φοβάται ότι κάποιοι πιθανώς να τον σκοτώσουν επειδή μια μυστηριώδης κλίκα έχει διαμορφωθεί μέσα στη Δυναστεία: μια κλίκα με δικούς της σκοπούς, άγνωστους – και, πιθανώς, βλαβερούς – για τα υπόλοιπα μέλη. Ο Βίκτωρας, μάλιστα, υποθέτει ότι ίσως αυτή η κλίκα να δολοφόνησε τον Τασνικέφ.»
Η Πάολα ατενίζει τον Ριχάρδο ερευνητικά. Προσπαθεί να με ψαρέψει; Να δει αν θ’αρχίσω κι εγώ να λέω πως κάτι τέτοιο υποπτεύομαι; Δεν μιλά.
Ο Ριχάρδος λέει: «Ο Ζορδάμης και ο Ύαν θα μπορούσαν ν’ανήκουν σ’αυτή την κλίκα, δεν θα μπορούσαν; Αφού έκαναν ό,τι έκαναν, εξαφανίστηκαν από τη Νίρβεκ – κανένας δεν ξέρει πού πήγαν.»
«Και νομίζεις ότι ο Παλιόσκυλος κρατούσε τη Βατράνια για να την κάνει να του πει για την κλίκα;»
«Δεν αποκλείεται.»
Μαλακίες, σκέφτεται η Πάολα, και ο Ριχάρδος βλέπει τη διαφωνία της στο πρόσωπό της. «Μάλλον δεν το νομίζεις,» λέει. Και συνεχίζει: «Τέλος πάντων. Μετά από τον Βίκτωρα μίλησα και με την Αμάντα, που έχει τη διαφημιστική εταιρεία Χρώματα.» (Ακόμα ένα μέλος της Σιδηράς Δυναστείας· αλλά η Πάολα δεν είχε ποτέ παρά ελάχιστες συναναστροφές μαζί της.) «Και ξέρεις τι μου είπε; Ότι η Δυναστεία αλλάζει, μεταμορφώνεται, το παλιό δίνει τη θέση του στο καινούργιο· και ότι όσοι συμπράξουν με το καινούργιο έχουν πολλά να κερδίσουν. Μου πρότεινε να είμαι κι εγώ ανάμεσα σ’αυτούς.»
«Ενώ ήσασταν κάθετα ή οριζόντια;» ρωτά καυστικά η Πάολα, που το ξέρει πως ο Ριχάρδος ήταν, κατά καιρούς, εραστής της Αμάντας.
«Έχει σημασία;» κάνει απότομα ο Ριχάρδος. «Καταλαβαίνεις τι μου είπε;»
«Καταλαβαίνω πολύ καλά.»
«Της ζήτησα να μου εξηγήσει τι ακριβώς εννοεί, να μου πει ποια είναι αυτά τα μέλη που θα φέρουν την αλλαγή, και ποια μέλη πρέπει να βγουν από τη μέση. Ήταν κι ο Τασνικέφ ένας από εκείνους που έπρεπε να βγουν απ’τη μέση; Αλλά η Αμάντα δεν μου απάντησε, και με προειδοποίησε να μην κάνω ανόητες υποθέσεις. Θα μου πει περισσότερα, υποσχέθηκε, αν ενταχθώ στους ‘αναμορφωτές’, όπως τους αποκάλεσε.»
«Και δέχτηκες;»
«Φυσικά και όχι. Η Δυναστεία δεν είναι αυτό το πράγμα, Πάολα! Μπορεί να είναι μια μυστική οργάνωση του υπόκοσμου της Σεργήλης, αλλά, πέρα από κάποιους αναμενόμενους διαπληκτισμούς, ανέκαθεν ήμασταν εσωτερικά ενωμένοι. Αλληλοϋποστηριζόμασταν. Αυτό που τώρα συμβαίνει δεν είναι η φυσική κατάσταση της Δυναστείας! Και βλέποντας τη συμπεριφορά σου, τις τελευταίες ημέρες…. Πάολα, αν νομίζεις ότι κάποιοι σε κυνηγάνε, ίσως να είναι αυτοί. Αν και δεν ξέρω ποιος θα μπορούσε να είναι ο λόγος για να κυνηγάνε ένα μέλος σαν εσένα.»
Η Πάολα κρίνει πως μπορεί πια να τον εμπιστευτεί. «Για τόσο ασήμαντη μ’έχεις, ε;» λέει υπομειδιώντας, ενώ βγάζει το χέρι της μέσα από τη μπλούζα της χωρίς να τραβήξει το μικρό πιστόλι μαζί.
«Το ξέρεις ότι δεν εννοώ αυτό,» της επιστρέφει το μειδίαμα ο Ριχάρδος.
«Νομίζω ότι γνωρίζω περισσότερα από εσένα γι’αυτή την κλίκα,» του λέει η Πάολα, «αν και μου έδωσες κάποιες πληροφορίες που δεν είχα.»
«Τι ξέρεις; Πες μου. Δεν είμαι μαζί τους.»
Η Πάολα νεύει. «Θα σου πω. Πάμε, όμως, να καθίσουμε κάπου ήσυχα.»
«Πού;»
«Στο καινούργιο δωμάτιο που νοίκιασα πριν από δυο ώρες.»
Η Αλκάρνη Αμυθολόγητη μένει στον Έγκριτο, μια συνοικία της Άντχορκ στις ανατολικές όχθες του ποταμού Σέρντιληθ. Δηλαδή, στην αντικρινή μεριά από εκεί όπου βρίσκομαι όταν της μιλάω τηλεπικοινωνιακά. Δεν υπάρχει πρόβλημα, όμως· θα φτάσουμε· και χωρίς κίνδυνο να συναντήσουμε τους Σεβαστούς Πορτιέρηδες. Οι περιοχές που θα διασχίσω δεν αποτελούν λημέρια τους.
Αφού αγοράζω καινούργιες ενεργειακές φιάλες για το ηχομορφικό όχημα από έναν κοντινό σταθμό ενέργειας, κατευθύνομαι νότια, μπαίνοντας τελικά στη Ζυγαριά και, μετά, στο Νέο Δώμα. Ανεβαίνω στη γέφυρα Έγκριτου που περνά πάνω από τον μεγάλο ποταμό και καταλήγω ανάμεσα στα πλούσια οικήματα του Έγκριτου. Η συνοικία αυτή είναι γεμάτη οικίες ευκατάστατων ανθρώπων: λουσάτες μονοκατοικίες με κήπους και πολυτελείς πολυκατοικίες με οροφοδιαμερίσματα και μεζονέτες. Οι κάτοικοι του Έγκριτου έχουν τη φήμη πως είναι, κατά κύριο λόγο, καλλιτέχνες, εκκεντρικοί τύποι, κομπιναδόροι, και μάγειρες. Ζωγράφοι, ποιητές, ηθοποιοί, γλύπτες, ολογραφιστές, αρχιτέκτονες, μόδιστροι· μυστικιστές, ερευνητές παραδοξοτήτων, συλλέκτες σπανιοτήτων, υπερδιαστασιακοί ταξιδευτές· τζογαδόροι, κλέφτες μεγάλων ποσών (νόμιμοι, πολλές φορές), άνθρωποι που παντρεύονται με σκοπό να χωρίσουν αφού έχουν αποκτήσει αγαθά, ενεχυροδανειστές που εκμεταλλεύονται όσους έχουν ανάγκη· και μάγειροι εξειδικευμένοι σε λαχανικά, ή σε ψάρια, ή σε κρέατα, ή σε «άγριες» τροφές από τα Φέρνιλγκαν, ή σε τροφές άλλων διαστάσεων. Τα δυτικά άκρα του Έγκριτου βρίσκονται επάνω στην όχθη του ποταμού Σέρντιληθ, και εκεί η συνοικία είναι γεμάτη μπαρ, καφετέριες, χορευτάδικα, και εστιατόρια που ξενυχτάνε κάθε μέρα. Τις νύχτες, αυτό το σημείο στις όχθες του Σέρντιληθ αστράφτει από τα φώτα κι αντηχεί από τα τραγούδια.
Τώρα είναι μεσημέρι, βέβαια. Διασχίζω τους δρόμους του Έγκριτου και φτάνω στο οίκημα όπου με κάλεσε η Αλκάρνη Αμυθολόγητη, μια τετραώροφη πολυκατοικία (όχι ψηλή, για τα δεδομένα της Άντχορκ). Σταθμεύω το ηχομορφικό όχημα σ’έναν διπλανό δρόμο και βγαίνουμε, εγώ, ο Ύαν, και η Κλεισμένη. Ο μισθοφόρος έχει πάλι οπλίσει τα πιστόλια του (φυσικά).
«Υποπτεύεσαι κι άλλη παγίδα;» τον ρωτάω.
«Μάλλον όχι,» μου λέει μόνο, καθώς βαδίζουμε προς την είσοδο της πολυκατοικίας. Ο δρόμος είναι ήσυχος γύρω μας· τίποτα δεν ακούγεται πέρα από τους μεταλλικούς τροχούς ενός απόμακρου οχήματος κι ένα ωδικό πτηνό που κελαηδά από ένα μπαλκόνι.
Παραμερίζω την ξύλινη πόρτα του κήπου της πολυκατοικίας και περνάμε το κατώφλι για να δούμε τουλάχιστον καμια δεκαριά γάτες συγκεντρωμένες ανάμεσα στις πέτρινες κολόνες, στα δέντρα, στα φυτά, και στα μικρά αγάλματα (άνθρωποι-ψάρια, κοχύλια, και ψάρια με φτερά). Τα αιλουροειδή, που ώς τώρα ήταν ξαπλωμένα τεμπέλικα, ορθώνονται απότομα.
Η Κλεισμένη γρυλίζει προς τη μεριά τους.
Οι γάτες της πολυκατοικίας γρυλίζουν προς τη μεριά της Κλεισμένης.
«Σ’άλλη συμμορία πέσαμε,» παρατηρεί ο Ύαν.
«Μην πυροβολήσεις,» του λέω.
«Είμαι φιλόζωος, δεν σου έχω πει;»
Πιάνω την Κλεισμένη από κάτω και τη σηκώνω στην αγκαλιά μου, περνώντας ανάμεσα από τις γάτες που έχουν ανησυχήσει. Ο Ύαν με ακολουθεί χωρίς να τραβήξει όπλο.
Στην είσοδο της πολυκατοικίας, πατάω το κουδούνι με το όνομα της Αλκάρνης Αμυθολόγητης ενώ κοιτάζω το ψυχρό μάτι ενός τηλεοπτικού πομπού.
«Ποιος είστε;» ακούω τη φωνή της από το μεγάφωνο.
«Ζορδάμης,» απαντώ, «ο ραλίστας. Αυτή είναι η Κλεισμένη, η γάτα μου· δεν την έκλεψα από την πολυκατοικία.» Της χαϊδεύω τ’αφτιά καθώς ακόμα την κρατάω στην αγκαλιά μου. («…Νιάααα,» κάνει η Κλεισμένη τινάζοντας το κεφάλι.)
Η πόρτα ανοίγει αυτόματα, και μαζί με τον Ύαν μπαίνουμε. Παίρνουμε τον ανελκυστήρα κι ανεβαίνουμε στον τέταρτο όροφο της πολυκατοικίας. Βγαίνοντας, βλέπουμε την Αλκάρνη Αμυθολόγητη να μας περιμένει στο κατώφλι της εξώπορτάς της: μια ψηλή, γαλανόδερμη γυναίκα με αστραφτερά μαύρα μαλλιά (βαμμένα προφανώς) η οποία ποτέ δεν θα φανταζόσουν ότι είναι γύρω στα εβδομήντα· θα ήταν έκανες, το πολύ, καμια πενηνταριά. Το πρόσωπό της είναι άψογα βαμμένο, αλλά όχι υπερβολικά. Από τον λαιμό της κρέμεται ένα χρυσό περιδέραιο με λαξεμένα άνθη. Ένα μακρύ φόρεμα τη ντύνει, πράσινο με νερά πιο σκούρου πράσινου χρώματος· το ντεκολτέ του είναι μικρό, αλλά έχει διακοσμητικά σταυρωτά κορδόνια σ’όλη τη μπροστινή μεριά.
«Περάστε,» μας λέει η Αλκάρνη, «περάστε,» και μπαίνει πρώτη στο σπίτι της.
Την ακολουθούμε και κλείνει την πόρτα πίσω μας. Δυσκολεύομαι να πάρω τα μάτια μου από πάνω της. Μου μοιάζει απίστευτο το γεγονός ότι στην πραγματικότητα φαίνεται πιο εντυπωσιακή απ’ό,τι στον κινηματογράφο.
Ο Ύαν όμως έχει ήδη κοιτάξει γύρω μας, και τον ακούω να λέει: «Λαοκράτη!»
Γυρίζω κι εγώ να κοιτάξω προς τα εκεί όπου κοιτάζει ο μισθοφόρος, και, καθισμένο σ’έναν καναπέ, αντικρίζω τον Λαοκράτη Άλθαρνεφ.
«Καλωσορίσατε, κύριοι,» μας χαιρετά καπνίζοντας ένα τσιγάρο.
«Σ’το είπα ότι ήταν ζωντανός,» λέω στον Ύαν, χαμογελώντας. Εκείνος δεν χαμογελά.
Το δωμάτιο στο οποίο κάθεται ο Λαοκράτης φαίνεται μετά από το χολ όπου τώρα βρισκόμαστε. Δίπλα μας είναι ένας ψηλός καθρέφτης από τη μια μεριά, κι από την άλλη μια κρεμάστρα.
Η Αλκάρνη μάς γνέφει να την ακολουθήσουμε και πηγαίνουμε στο δωμάτιο όπου είναι ο Λαοκράτης: ένα αρκετά μεγάλο σαλόνι με μαλακό χαλί στο πάτωμα, στρογγυλό τραπέζι με καρέκλες (όλα από γυαλιστερό ξύλο), μικρό τραπεζάκι με καναπέ κοντά του (όπου κάθεται επί του παρόντος ο Άλθαρνεφ, καπνίζοντας), πίνακες στους τοίχους με σκηνές από ταινίες όπου έχει παίξει η Αλκάρνη, κι ένα μεγάλο, αστραφτερό σκρίνιο. Ένα τζάκι βρίσκεται σε μια γωνία, με δύο διακοσμητικά σπαθιά σταυρωμένα από πάνω του, σβηστό τώρα. Από το ταβάνι ένα πολύφωτο κρέμεται, σβηστό κι αυτό. Στο βάθος είναι μια τζαμένια μπαλκονόπορτα. Στ’αριστερά υπάρχει μια σκάλα που κατεβαίνει. Το διαμέρισμα, λοιπόν, είναι μεζονέτα· και μάλλον πιάνει ολόκληρο τον τέταρτο όροφο, και ίσως κι ολόκληρο τον τρίτο.
Αφήνω την Κλεισμένη στο χαλί.
«Λαοκράτη,» λέω. «Φοβηθήκαμε ότι ίσως να ήσουν νεκρός.»
«Θα μπορούσα να είμαι,» αποκρίνεται εκείνος, και σβήνει το τσιγάρο του στο τασάκι. «Παραλίγο να είμαι.» Η όψη του είναι κουρασμένη. Οι ρυτίδες φαντάζουν πολύ βαθιές επάνω στο λευκόδερμο πρόσωπό του. Τα γκρίζα μαλλιά του φαντάζουν πιο γέρικα απ’ό,τι συνήθως. Αν και ο Λαοκράτης δεν πρέπει νάναι παρά γύρω στα πενήντα-πέντε, αν δε λαθεύω· σαφώς μικρότερος από την Αλκάρνη.
«Και μας εμπιστεύεσαι;» τον ρωτά ο Ύαν. «Τόσο εύκολα; Με τόσα που συμβαίνουν μες στη Δυναστεία;»
«Όχι,» λέει ο Λαοκράτης, «δεν σας εμπιστεύομαι…»
«Εγώ όμως σας εμπιστεύομαι,» προσθέτει η Αλκάρνη, πηγαίνοντας να καθίσει σε μια πολυθρόνα κοντά στον καναπέ και σταυρώνοντας τα πόδια της στο γόνατο κάτω από το μακρύ φόρεμά της. «Κι αυτό επειδή ο γιος μου μου έστειλε πρόσφατα μια επιστολή λέγοντάς μου για εσένα, Ζορδάμη.»
«Ο Σουτούρης ο Τυχερός;» λέω.
«Ναι.»
«Ευτυχώς, λοιπόν, μπορούμε να εμπιστευτούμε ο ένας τον άλλο. Ο κύριος Ξενοκράτης μάς έχει πει ότι εσείς, κυρία Αμυθολόγητη, δεν μπορεί να μας έχετε προδώσει.»
Η Αλκάρνη νεύει δείχνοντας να καταλαβαίνει αμέσως σε τι αναφέρομαι – στην Παλιά Δυναστεία. Αναρωτιέμαι αν κι ο Λαοκράτης γνωρίζει γι’αυτήν, μα δεν λέω τίποτα ασφαλώς.
«Καθίστε,» μας προτείνει η Αμυθολόγητη και, συγχρόνως, χτυπά τα χέρια της τρεις φορές – συνθηματικά, δεν μπορώ παρά να παρατηρήσω.
Ο Ύαν θορυβείτε, πάντα πανέτοιμος για μάχη: τραβά δύο πιστόλια.
«Δεν υπάρχει κίνδυνος!» λέει αμέσως η Αλκάρνη, ενώ από τη σκάλα ανεβαίνει μια κοπέλα την οποία γνωρίζω, κι από μια πόρτα μπαίνει μια γυναίκα την οποία δεν γνωρίζω. Η πρώτη είναι η κόρη του Λαοκράτη, η Κληματένια· μελαχρινή, με δέρμα λευκό-ροζ και γαλανά μάτια, μοιάζει αρκετά του πατέρα της· στο χέρι της βαστά ένα πιστόλι, κατεβασμένο. Η δεύτερη γυναίκα είναι επίσης μελαχρινή και λευκόδερμη, μα δεν μοιάζει καθόλου με την Κληματένια, και όχι μόνο επειδή δεν έχει γαλανά, αλλά μαύρα, μάτια. Φορά μελανόχρωμο παντελόνι και άσπρη μπλούζα, και το σώμα που διακρίνω κάτω από τα ρούχα φαίνεται γυμνασμένο. Κρατά κι εκείνη πιστόλι, κατεβασμένο πλάι της. Τα μάτια της, όμως, μας ατενίζουν με καχυποψία.
«Η Κληματένια και η Ξανθίππη επέμεναν να πάρουμε τα μέτρα μας,» εξηγεί η Αλκάρνη, «για την απίθανη περίπτωση που μπορεί να ήσασταν με τους εχθρούς.»
«Ακόμα δεν ξέρουμε ότι δεν είναι με τους εχθρούς μας,» λέει η γυναίκα που ονομάζεται Ξανθίππη. Πρέπει νάναι καμια δεκαετία μεγαλύτερη από την Κληματένια. Τριάντα χρονών, σίγουρα. «Μπορείτε να το αποδείξετε;» μας ρωτά.
«Μπορείς εσύ να αποδείξεις ότι δεν είσαι με τους εχθρούς μας;» της λέω.
«Παραλίγο να με σκοτώσουν.»
«Κι εμάς. Αποτελεί απόδειξη αυτό;»
Η Αλκάρνη μάς λέει ξανά: «Καθίστε. Όλοι.»
Η Ξανθίππη κάθεται σε μια από τις καρέκλες, ακουμπώντας το πιστόλι της στο τραπέζι κι έχοντας το χέρι της κοντά του. Η Κληματένια θηκαρώνει το δικό της πιστόλι στη ζώνη της και κάθεται κοντά στον πατέρα της, στον καναπέ. Εγώ παίρνω θέση σε μια από τις καρέκλες του τραπεζιού, αντίκρυ στην Ξανθίππη, ενώ ο Ύαν κάθεται σε μια πολυθρόνα. Τα πιστόλια του έχουν εξαφανιστεί αλλά δεν αμφιβάλλω ότι μπορεί να τα επανεμφανίσει στη στιγμή, σαν ταχυδακτυλουργός.
Η Αλκάρνη μάς λέει: «Η Ξανθίππη είναι από τη Νέσριβεκ την Όμορφη. Ήρθε εδώ πριν από μερικές ημέρες, αναζητώντας τον Λαοκράτη–»
«Και της επιτέθηκαν στο μπαρ του;» τη διακόπτει ο Ύαν.
«Όχι. Τότε ο Λαοκράτης ήταν ακόμα εκεί· τα πάντα ήταν όπως παλιά. Στη Νέσριβεκ, όμως, τα πράγματα είναι άσχημα. Πολύ άσχημα. Πες τους, Ξανθίππη.»
Η Ξανθίππη μάς κοιτάζει ακόμα με καχυποψία αλλά δεν διστάζει να μας διηγηθεί μια τελείως εξωφρενική ιστορία: μια ιστορία που παρόμοιά της δεν έχω ακούσει ποτέ μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία. Η Ηλέννια Σιγήκαιρη – μια πολύ βασική σύνδεσμος στη Νέσριβεκ, για την οποία μας έχει μιλήσει κι ο Ξενοκράτης – δολοφονήθηκε μυστηριωδώς, και ο Κριτόλαος’μορ πήγε να βοηθήσει την Ξανθίππη να εξιχνιάσει την υπόθεση. Η Ξανθίππη ήταν ειδική ερευνήτρια της Χωροφυλακής εκεί, και μας λέει πώς εκείνη κι ο Κριτόλαος έψαξαν για κάποια επαγγελματία δολοφόνο με το ψευδώνυμο Κλέφτρα της Πνοής, και πώς άρχισαν να υποπτεύονται ότι ο Άλκιμος Καλνάροφ – ένας άλλος βασικός σύνδεσμος της Δυναστείας – τους παρακολουθούσε με τρόπο πολύ ύποπτο. Μετά, ενώ πλησίαζαν ολοένα και περισσότερο στην αλήθεια, δύο μισθοφόροι εμφανίστηκαν από το πουθενά, πυροβολώντας μες στη μέση του δρόμου, μέρα-μεσημέρι, και σκοτώνοντας τον Κριτόλαο–
«Τι!» αναφωνώ, ξαφνιασμένος. «Ο Κριτόλαος είναι νεκρός;»
Η Κλεισμένη νιαουρίζει έντονα, και πηδά στην αγκαλιά μου σαν να έχει αντιληφτεί πλήρως το σάστισμά μου.
«Δε μπορεί να τον σκότωσαν!» συνεχίζω.
«Τον σκότωσαν,» με διαβεβαιώνει η Ξανθίππη. «Ήταν κι οι δυο τους καλοί σ’αυτή τη δουλειά.»
Το βλέμμα μου, άθελά μου, πάει στον Ύαν. Τόσο καλοί;
Ο Ύαν μού λέει: «Κανένας δεν είναι άτρωτος, ραλίστα.» Και προς την Ξανθίππη: «Ποιοι ήταν; Και γιατί δεν σκότωσαν κι εσένα;»
Η Ξανθίππη συνεχίζει με τη διήγησή της, λέγοντάς μας πώς κατέληξε στο μεσιτικό γραφείο του Άλκιμου Καλνάροφ χτυπημένη από μια ενεργειακή ριπή αλλά όχι λιπόθυμη. Μας μιλά για τα όσα άκουσε τον Άλκιμο να συζητά με τους άλλους συνωμότες-μέλη της Σιδηράς Δυναστείας: τη Μυράνθη τη γραμματέα του Καλνάροφ και παιδί της πέτρας, τον Τζιν τον ταχυμεταφορέα, την Αριστέα τη χωροφύλακα, τον Μάρκο τον οδηγό επιβατηγού οχήματος, και τον Βατράνο’χοκ που σκόπευε να σβήσει τη μνήμη της Ξανθίππης με τη μαγεία του.
«Μα τους θεούς,» λέω, «και πώς ξέφυγες;»
Η Ξανθίππη μάς το διηγείται κι αυτό, αφήνοντάς με γι’ακόμα μια φορά άναυδο.
«Είσαι τυχερή που ακόμα ζεις,» της λέω. «Ή η Λόρκη ή η Αρτάλη σε συμπαθεί πολύ.»
Η Ξανθίππη μού χαμογελά για πρώτη φορά από τότε που με είδε, αλλά συγκρατημένα. «Το ίδιο νομίζω κι εγώ,» παραδέχεται.
«Και πώς κατέληξες εδώ;» τη ρωτά ο Ύαν. «Και εννοώ εδώ, στο σπίτι της κυρίας Αμυθολόγητης.»
«Στην αρχή,» αποκρίνεται εκείνη, «πήγα στις Ψηλές Νύχτες, στον Λαοκράτη. Δηλαδή, με πήγαν: δεν ήμουν σε θέση να πάω μόνη μου. Και ο Λαοκράτης με βοήθησε να συνέλθω, και συζητήσαμε διάφορα θέματα της Δυναστείας, γιατί και στην Άντχορκ έχουν γίνει πολλά παράξενα– Ή μάλλον, είχαν γίνει πολλά παράξενα πριν από… προτού αναγκαστούμε να φύγουμε από τις Ψηλές Νύχτες.» Στρέφει το βλέμμα της στον Λαοκράτη.
Εκείνος μάς λέει: «Ο Ψηλός Αλλάνδρης – τον οποίο σίγουρα θυμάσαι, Ζορδάμη – ήρθε και μου πρότεινε να μπω σε μια κλίκα… αναμορφωτών: μια σέκτα που θέλει να δημιουργήσει μια νέα τάξη μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία, εξολοθρεύοντας ή φέρνοντας με το μέρος της παλιότερα μέλη. Είχα ήδη αρχίσει να υποψιάζομαι ότι κάτι τέτοιο συνέβαινε, γι’αυτό κιόλας ίσως να ήρθε τότε ο Αλλάνδρης να μου μιλήσει: έκρινε ότι ήταν καιρός ή να με τραβήξει με το μέρος τους ή να με εξολοθρεύσει κι εμένα. Τον ρώτησα ποια είναι τα μέλη που βρίσκονται μέσα σ’αυτή την κλίκα, αλλά – όπως το περίμενα, δυστυχώς – αρνήθηκε να μου δώσει απάντηση· μου είπε ότι θα μου απαντήσει μόνο αν δεχτώ να συμμαχήσω μαζί τους. Και μου έδωσε διορία μίας ημέρας για να το σκεφτώ και να αποφασίσω. Όταν δεν αποκρίθηκα, άρχισαν να συμβαίνουν διάφοροι ‘τυχαίοι’ βανδαλισμοί στο μπαρ μου, και σε κάποια στιγμή, μάλιστα, προσπάθησαν να με σκοτώσουν. Ένα ξιφίδιο ήρθε στροβιλιζόμενο προς το μέρος μου κι αστόχησε παρά τρίχα το κεφάλι μου, ενώ καβγάς είχε ξεκινήσει την ίδια ώρα μες στις Ψηλές Νύχτες – κάποιοι λεχρίτες έκαναν το μαγαζί μου κομμάτια. Την επομένη δύο αλήτες προσπάθησαν να στριμώξουν την Κληματένια σ’ένα σοκάκι. Ήταν βέβαιο ότι για όλα αυτά ευθύνονταν οι Σεβαστοί Πορτιέρηδες, η συμμορία του Ψηλού Αλλάνδρη, και δεν αμφέβαλλα ότι, αν δεν συμμορφωνόμουν με τις απαιτήσεις του, σύντομα θα με σκότωνε, και ίσως και την Κληματένια. Τι άλλη επιλογή είχα, λοιπόν; Έφυγα.»
«Και ήρθες εδώ,» λέω.
Ο Λαοκράτης νεύει. «Η Αλκάρνη ήταν αρκετά καλή ώστε να δεχτεί να με κρύψει.»
«Ήταν δυνατόν να μη σε δεχτώ, Λαοκράτη;» λέει η παλιά ηθοποιός.
«Και τώρα,» μας πληροφορεί ο Λαοκράτης, «χρησιμοποιούν αυτοί οι παλιάνθρωποι το μπαρ μου ως παγίδα για τα άλλα μέλη της Δυναστείας…» Αναστενάζει. Μοιάζει προβληματισμένος.
«Τι σκοπεύεις να κάνεις;»
«Δεν ξέρω ακόμα,» αποκρίνεται. «Χτες ήρθα εδώ.»
«Εσείς,» μας ρωτά η Αλκάρνη, «τι νέα φέρνετε από τον Γρύπα;»
Τι να πω τώρα; σκέφτομαι· και της λέω τελικά: «Να σας μιλήσω για μια στιγμή ιδιαιτέρως; Σε κάποιο άλλο δωμάτιο;»
«Γιατί έχεις πρόβλημα να μιλήσεις εδώ;» ρωτά αμέσως η Ξανθίππη, και το χέρι της πιάνει το πιστόλι πάνω στο τραπέζι.
«Ηρέμησε,» της λέει ο Ύαν. «Ο Ζορδάμης δε σκοπεύει να σκοτώσει την κυρία Αμυθολόγητη.»
Τα μάτια της Ξανθίππης στενεύουν.
Η Αλκάρνη σηκώνεται από την πολυθρόνα. «Πάμε,» μου λέει χωρίς δισταγμό. Υποψιάζεται, άραγε, τι θέλω να τη ρωτήσω;
Την ακολουθώ και η Κλεισμένη ακολουθεί εμένα. Μπαίνουμε σ’ένα μεγάλο υπνοδωμάτιο, πολύ πλούσια στολισμένο και με όμορφες ενδυμασίες κρεμασμένες σε μια μεριά. Ένας ψηλός καθρέφτης βρίσκεται κι εδώ, όπως και στο χολ, αλλά αυτός έχει λαξευτό πλαίσιο από κάποιου είδους μέταλλο που κάνει παράξενες ανταύγειες. Το ακόμα πιο παράξενο, όμως, είναι ότι αντικατοπτρίζει το δωμάτιο ανάποδα. Αλλά όχι εμένα και την Αλκάρνη· εμείς φαινόμαστε σαν να στεκόμαστε στο ταβάνι της κρεβατοκάμαρας (!). Η Κλεισμένη, ωστόσο, εξακολουθεί να φαίνεται στο πάτωμα, δηλαδή από πάνω μας και ανάποδα.
«Τι…;» κάνω, σαστισμένος.
«Α, ο καθρέφτης…» λέει η παλιά ηθοποιός, και γελά. «Μέσα στον καθρέφτη είν–» Σταματά καθώς η Κλεισμένη αντικατοπτρίζεται να πετά προς το μέρος του καθρέφτη ενώ στην πραγματικότητα απλά βαδίζει προς τα εκεί.
«Κλεισμένη! Μείνε πίσω!»
Αλλά η γάτα με αγνοεί. Ζυγώνει τον καθρέφτη και βουτά μέσα του σαν νάναι από νερό, όχι από κρύσταλλο!
Η Αλκάρνη αναφωνεί, ξαφνιασμένη. «Μεγάλη Αρτάλη!»
Η εικόνα στον καθρέφτη αλλάζει: δείχνει ένα δάσος μέσα στο σούρουπο κάποιας άλλης διάστασης – είμαι σίγουρος ότι πρόκειται για άλλη διάσταση – και θηρία ξεπροβάλλουν από τη βλάστηση, γρυλίζοντας. Δύο πλάσματα με μακρύ σώμα, μουσούδα, τέσσερα ψηλά πόδια, και δύο φτερά. Δεν τα έχω ξαναδεί ποτέ μου. Η Κλεισμένη βρίσκεται αντίκρυ τους· νιαουρίζει τρομαγμένα κι αρχίζει να τρέχει. Τα θηρία για λίγο την κυνηγάνε· ύστερα όμως εκείνη τούς ξεφεύγει μέσα στους θάμνους. Και το σκηνικό αλλάζει πάλι: δάσος όπως και πριν, αλλά τώρα γάτες συγκεντρώνονται γύρω από την Κλεισμένη, γάτες που όμοιές τους δεν νομίζω πως έχω ξαναντικρίσει. Έχουν σκούρο καφέ δέρμα και στενά, παρατηρητικά κόκκινα μάτια. Δείχνουν τρομερά επικίνδυνες καθώς ζυγώνουν με επιφύλαξη την Κλεισμένη. Η Κλεισμένη γρυλίζει, με το τρίχωμά της ορθωμένο, και μετά τρέχει πάλι ενώ την καταδιώκουν. Τρέχει και, σύντομα, πηδά έξω απ’τον καθρέφτη. Κρύβεται κάτω απ’το κρεβάτι.
Η Αλκάρνη γελά. «Τι είν’ αυτή η γάτα σου, Ζορδάμη;»
«Τι είναι ο καθρέφτης σας, κυρία Αμυθολόγητη;»
«Ένας θεός από τη Φεηνάρκια βρίσκεται φυλακισμένος μέσα του,» αποκρίνεται η παλιά ηθοποιός.
«Θεός από τη Φεηνάρκια;»
«Ναι. Στη Φεηνάρκια υπάρχουν πολλοί και διάφοροι θεοί. Κάποιος μάγος του τάγματος των Δεσμοφυλάκων τον έκλεισε μέσα στον καθρέφτη και ο καθρέφτης κατέληξε εδώ, στο Κόσμημα της Σεργήλης· τον βρήκα σε καλή τιμή και τον αγόρασα.»
«Δεν είναι επικίνδυνος; Αν σπάσει και ο θεός ελευθερωθεί;»
Κουνά το κεφάλι της. «Δε γίνεται. Αν ο καθρέφτης σπάσει, ο θεός θα πεθάνει.»
«Και όσο ζει, τι κάνει;»
«Μου δείχνει τοπία και πλάσματα από τις αναμνήσεις του, ή παιχνιδιάρικες στρεβλώσεις της πραγματικότητας που αντανακλάται στον καθρέφτη. Το ερώτημα είναι, τι είναι η γάτα σου. Πώς είναι δυνατόν να μπαίνει μέσα στον καθρέφτη;» Η Αλκάρνη αγγίζει το κρύσταλλο· το χέρι της δεν περνά στο εσωτερικό. Και ο καθρέφτης δείχνει τώρα την παλιά ηθοποιό αλλά ντυμένη με δέρματα σαν να είναι βάρβαρη από τα Φέρνιλγκαν.
«Η Κλεισμένη είναι… ειδική περίπτωση,» αποκρίνομαι, και της εξηγώ εν συντομία τι συμβαίνει με τη γάτα.
Η Αλκάρνη την κοιτάζει εκεί όπου είναι ζαρωμένη κάτω απ’το κρεβάτι. «Την πουλάς;»
«Εεεμμ… Δεν… δεν τη θεωρώ ότι είναι δική μου… ότι την έχω για πούλημα.»
Η Κλεισμένη γρυλίζει.
Η Αλκάρνη τής χαμογελά και γονατίζει πλάι το κρεβάτι. «Έλα εδώ, χρυσό μου!»
Η Κλεισμένη τινάζεται στην άλλη άκρη του δωματίου.
Γελάω, άθελά μου.
Η Αλκάρνη ορθώνεται, χαμογελώντας. «Φοβήθηκε λιγάκι.»
«Τέλος πάντων,» λέω. «Μπορώ να σας μιλήσω τώρα;»
Η όψη της σοβαρεύει αμέσως. «Ναι.»
«Ο κύριος Ξενοκράτης έχει πει σ’εμένα και τον Ύαν για την Παλιά Δυναστεία. Νομίζει ότι οι εχθροί μας έχουν βάλει στόχο όλα τα μέλη της Παλιάς Δυναστείας, εκτός από άλλα μέλη που επίσης ίσως να θέλουν να σκοτώσουν.»
Η Αλκάρνη νεύει. «Ναι, κι εγώ το υποπτεύομαι αυτό.»
«Ο Λαοκράτης, η Κληματένια, και η Ξανθίππη γνωρίζουν για την Παλιά Δυναστεία; Δεν ανέφερα τίποτα μπροστά τους επειδή δεν ήμουν σίγουρος τι ξέρουν και τι όχι. Ο κύριος Ξενοκράτης μάς είπε, βέβαια, ότι ο Λαοκράτης δεν γνωρίζει για την Παλιά Δυναστεία, αλλά ίσως εσείς τώρα, λόγω των περιστάσεων, να του έχετε μιλήσει γι’αυτήν…»
«Του έχω μιλήσει,» με διαβεβαιώνει η Αλκάρνη. «Όπως και στην κόρη του, και στην Ξανθίππη. Πρέπει να ξέρουν.»
«Συμφωνώ,» λέω, «και ο κύριος Ξενοκράτης είμαι βέβαιος πως επίσης θα συμφωνούσε. Υπάρχει όμως κι ένα άλλο θέμα – κάτι που ο κύριος Ξενοκράτης θέλει να μείνει κρυφό, εκτός αν δεν γίνεται αλλιώς.» Και της μιλάω για τις επαφές που έχουν τα μέλη της Παλιάς Δυναστείας με τους κατοίκους του φεγγαριού – πράγμα που μόνο εγώ γνωρίζω, όχι ο Ύαν.
«Ναι,» μου λέει η Αλκάρνη, «αυτό ο Λαοκράτης και η Ξανθίππη δεν το ξέρουν.»
«Εντάξει,» αποκρίνομαι, «τότε μπορούμε να πάμε μέσα να σας πω τι έγινε και πώς φτάσαμε εδώ.»
Η Αλκάρνη πλησιάζει την πόρτα του υπνοδωματίου, την ανοίγει, και–
Η Κλεισμένη πετάγεται έξω, τρέχοντας προς το σαλόνι.
Την ακολουθούμε με μειωμένη ταχύτητα.
«Υπήρχε περίπτωση να τη σκοτώσουν αυτά τα θηρία μέσα στον καθρέφτη;» ρωτάω.
«Δεν ξέρω. Δεν έχει ξανασυμβεί τέτοιο πράγμα.»
Οι άλλοι μάς κοιτάζουν παραξενεμένοι, ακούγοντας τα λόγια μας.
Κάθομαι εκεί όπου καθόμουν και πριν, και λέω στην Αλκάρνη, τον Λαοκράτη, την Κληματένια, και την Ξανθίππη τι έγινε από τότε που γνώρισα την Ασημίνα Νέρφελδιφ, αποφεύγοντας μόνο να μιλήσω για τις οντότητες από το φεγγάρι. Το μεσημέρι έχει πια προ πολλού περάσει όταν τελειώνω, και τα χρώματα του ουρανού σκουραίνουν. Όλοι μας έχουμε από κάποιο ποτό στο χέρι, και η Κλεισμένη γλείφει γάλα από ένα μπολ στο πάτωμα (το οποίο της έφερε η Κληματένια από την κουζίνα).
«Η κατάσταση,» παρατηρεί ο Λαοκράτης, «είναι κατουρημένη από τη Λόρκη – με το συμπάθιο κιόλας.» Έχει μόλις σβήσει το ενδέκατο τσιγάρο στο τασάκι μπροστά του. «Από πού σκέφτεστε να ξεκινήσουμε για να σταματήσουμε αυτή τη μάστιγα; Γιατί για μάστιγα πρόκειται!»
«Από τον Ψηλό Αλλάνδρη,» του λέω. «Από πού άλλου; Είναι, μέχρι στιγμής, το μόνο μέλος που έχει στραφεί τόσο ανοιχτά ενάντια στα άλλα μέλη.»
«Και μάλλον έχει καλό λόγο.»
Τον ατενίζω ερωτηματικά.
«Μάλλον,» εξηγεί ο Λαοκράτης, «πιστεύει ότι η κλίκα του έχει το πάνω χέρι στην Άντχορκ. Και το Κόσμημα της Σεργήλης είναι η μεγαλύτερη πόλη της διάστασης, Ζορδάμη…»
Την επόμενη νύχτα, η Πάολα καταφέρνει να συγκεντρώσει όλους όσους εμπιστεύεται ώστε να συζητήσουν. Τους μαζεύει σ’ένα δωμάτιο του ξενοδοχείου «Το Λευκό Κέρατο», που βρίσκεται στον Ιεροδιδάσκαλο, ανάμεσα στον Μεγάλο Κήπο και στον Αεροπόρο, στην ανατολική μεριά της Νίρβεκ, και ιδιοκτήτες του είναι ένα ζευγάρι από τα Φέρνιλγκαν που τα έχουν καλά με τους Δρομολόγους (αλλά, βέβαια, δεν γνωρίζουν το παραμικρό για τη Σιδηρά Δυναστεία). Έτσι τώρα είναι στον ίδιο περιορισμένο χώρο ο Σουτούρης ο Τυχερός, ο Ριχάρδος, ο Ζορζ ο Βουτηχτής, η Δήμητρα’μορ, και η Πάολα. Και στα μάτια της Πάολας αυτοί είναι οι μόνοι αξιόπιστοι συγγενείς πλέον μέσα στη Νίρβεκ. Για τους υπόλοιπους δεν ξέρει τίποτα. Ούτε καν για τον Ναρκάμη.
Η συζήτησή τους αρχίζει αμέσως να περιστρέφεται γύρω από τα άλλα μέλη της Δυναστείας που βρίσκονται στην πόλη. Προσπαθούν να φτιάξουν έναν κατάλογο με αυτούς που θεωρούν σίγουρα εχθρούς, αυτούς που θεωρούν αμφιλεγόμενους, κι αυτούς που θεωρούν ότι ίσως να μπορούσαν να τους φέρουν με το μέρος τους. Ο Σουτούρης ο Τυχερός παρατηρεί ότι ο Ριχάρδος των Δρομολόγων γνωρίζει για περισσότερους ανθρώπους της οικογένειας απ’ό,τι η Πάολα. Λογικό, άλλωστε, αφού ήταν στη Δυναστεία προτού η Πάολα μπει εξαιτίας του Ρίβη Παλιόσυρμου. Ευτυχώς που ο Ριχάρδος είναι με το μέρος μας. Αν ήταν εχθρός μας, θα ήταν απώλεια για εμάς και πλεονέκτημα για τους αντιπάλους μας.
«Για τον Ναρκάμη, τι νομίζεις;» τον ρωτά. «Ποιες είναι οι πιθανότητες να είναι προδότης, και ποιες να ξέρει τι συμβαίνει αλλά να είναι ανένταχτος;»
«Τι να σου πω;» αποκρίνεται ο Ριχάρδος. «Μέχρι πρότινος θα σου απαντούσα ότι ο Ναρκάμης αποκλείεται να ήταν προδότης. Τώρα όμως δεν ξέρω.»
«Δεν σου έχει πει τίποτα; Δεν σου έχει δώσει καμία ένδειξη;»
Ο Ριχάρδος κουνά το κεφάλι. «Όχι.»
«Έχεις προσπαθήσει να του μιλήσεις;»
«Δεν ήμουν βέβαιος αν έπρεπε. Στην Πάολα μίλησα επειδή την είδα να φέρεται παράξενα τούτες τις μέρες, σαν να ήθελε να αποφύγει κάποιους.»
«Με υποπτευόσουν;» τον ρωτά εκείνη.
«Εσύ δεν θα σε υποπτευόσουν;»
Θα με υποπτευόμουν, παραδέχεται η Πάολα σιωπηλά. «Πρέπει να μάθουμε αν ο Ναρκάμης είναι με τους εχθρούς μας ή όχι, Ριχάρδε. Με κάποιο τρόπο πρέπει να το μάθουμε.»
«Συμφωνώ.»
Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός του Σουτούρη, τότε, κουδουνίζει. Εκείνος τον τραβά από τη ζώνη του και κοιτάζει τη μικρή οθόνη συνοφρυωμένος. Αυτός που καλεί δεν είναι γνωστός.
«Τι συμβαίνει;» ρωτά η Πάολα, βλέποντας την έκφρασή του.
«Θα μάθουμε. Μη μιλάτε,» τους λέει ο Σουτούρης. Και δέχεται την κλήση, με την ένταση του μεγαφώνου δυνατή έτσι ώστε ν’ακούνε όλοι. «Μάλιστα;»
«Σουτούρη;» Γυναικεία φωνή.
«Μάλιστα. Ποια είσαι;»
«Ο Σουτούρης ο Τυχερός είσαι;»
«Ναι.»
«Μας ακούνε άλλοι;» Τι του θυμίζει η φωνή της;
«Ναι.»
«Φρόντισε να μη μας ακούνε.»
Ο Σουτούρης ρίχνει μια ματιά στους υπόλοιπους, που οι όψεις τους είναι καχύποπτες. Ύστερα φέρνει τον πομπό στ’αφτί του μειώνοντας την ένταση του μεγαφώνου. «Ποια είσαι;»
«Η Αστερόπη είμαι.»
«Και βρίσκεσαι στη Νίρβεκ; Είσαι τρελή; Ο ραλίστας μού είπε ότι–»
«Ο Ζορδάμης με συνάντησε και μου μίλησε για σένα. Ήρθα βόρεια για να σε βρω. Ο πατέρας μου με έστειλε. Μαζί μου είναι ο επίδοξος δολοφόνος σου, με τον οποίο έχω ακούσει πως είστε φίλοι πλέον.»
«Ας μην τα παραλέμε. Δεν έπρεπε πάντως νάρθεις εδώ–»
«Μην ανησυχείς· ο Παλιόσκυλος δεν μπορεί τόσο εύκολο να με εντοπίσει.»
«Και πάλι, είναι επικίνδυνο.»
«Πού βρίσκεσαι;»
«Μαζί με μερικούς… συμμάχους.»
«Εννοείς ότι είναι με το μέρος μας; Εναντίον του Παλιόσυρμου και της Ασημίνας Νέρφελδιφ;»
«Ναι. Προσπαθούμε να οργανωθούμε. Και, υποθέτω, καλό θα ήταν αν ήσουν κι εσύ εδώ–»
«Τι συμβαίνει;» τον διακόπτει η Πάολα. «Σε ποια μιλάς;»
«Στη Βατράνια,» της λέει ο Σουτούρης.
«Στη Βατράνια; Είναι εδώ; Επέστρεψε;»
«Ναι, και μαζί της είναι ο Ρίβης Νέρφελδιφ.»
«Η Πάολα είναι αυτή που ακούω;»
«Ναι, η Πάολα είναι.»
«Πόσοι είστε, Σουτούρη;»
«Εγώ, η Πάολα, ο Ζορζ, κι άλλοι δύο. Λοιπόν. Άκου πώς θα έρθεις. Γνωρίζεις το ξενοδοχείο ‘Το Λευκό Κέρατο’;»
«Ναι.»
Μετά από λίγη ώρα, ενώ όλοι περιμένουν με κάποια αγωνία, η πόρτα του δωματίου χτυπά. Μερικά πιστόλια βγαίνουν από θηκάρια, για λόγους ασφάλειας. Η Πάολα πλησιάζει την πόρτα και ρωτά: «Ποιος είναι;»
«Εμείς,» απαντά η Αστερόπη.
Η Πάολα ανοίγει την πόρτα, και η Αστερόπη κι ο Ρίβης μπαίνουν κοιτάζοντας τους παρευρισκόμενους. Ο Ριχάρδος τη γνωρίζει ως Βατράνια και τη χαιρετά. Η Δήμητρα’μορ, φυσικά, δεν τη γνωρίζει και στέκεται παράμερα, παρατηρώντας.
«Ποια είναι αυτή;» ρωτά η Αστερόπη, και η Πάολα κι ο Σουτούρης τής εξηγούν.
«Πού είναι ο ραλίστας;» ρωτά η Πάολα, μετά.
Η Αστερόπη τούς λέει τι συνέβη στα νότια, κοντά στις ερήμους, αλλά δεν αποκαλύπτει τίποτα για την Παλιά Δυναστεία. Κοιτάζει, όμως, στο τέλος τον Σουτούρη. Τον πλησιάζει και ψιθυρίζει στ’αφτί του: «Ο πατέρας μου πιστεύει ότι καλό θα ήταν να μάθουν για την Παλιά Δυναστεία. Τι λες κι εσύ;»
Ο Τυχερός σμίγει τα χείλη, προβληματισμένα.
Η Πάολα τούς ατενίζει συνοφρυωμένη. «Τι μυστικά είν’ αυτά;»
«Εντάξει,» λέει ο Σουτούρης στην Αστερόπη. «Εκεί που έχει φτάσει η κατάσταση, γιατί όχι;» Και στρεφόμενος προς τους άλλους: «Λοιπόν. Υποθέτω πως όλοι, εκτός από τη Δήμητρα, θα έχετε ακούσει για την Παλιά Δυναστεία…»
«Ένας μύθος της οικογένειας,» λέει η Πάολα, καθισμένη επάνω στο τραπεζάκι του δωματίου.
«Δεν είναι μύθος,» την πληροφορεί ο Σουτούρης. «Εγώ και η Βατράνια είμαστε της Παλιάς Δυναστείας. Και ο Γρύπας Ξενοκράτης, επίσης. Το ίδιο κι οι γονείς μου. Και φαίνεται πως αυτή η καινούργια κλίκα μάς έχει βάλει στόχο.»
«Ποιοι είναι οι γονείς σου, Σουτούρη;»
«Δεν έχει σημασία τώρα· δεν είναι εδώ. Η μητέρα μου είναι στην Άντχορκ, κι ο πατέρας μου στη Μέλβερηθ. Τους έχω στείλει μηνύματα για να τους ενημερώσω. Ελπίζω νάχουν φτάσει σ’αυτούς.»
«Μην κρατάς μυστικά,» του λέει η Πάολα. «Πες μας ποιοι είναι!»
«Αν δεν ξέρετε κάτι δεν μπορείτε να το προδώσετε σε κανέναν–»
«Νομίζεις ότι εμείς εδώ, τώρα, έχουμε σκοπό να προδώσουμε;»
«Μπορεί κάποιος από εσάς να αιχμαλωτιστεί,» τους λέει η Αστερόπη. «Ο Σουτούρης έχει δίκιο που είναι επιφυλακτικός. Εξάλλου, πρόκειται για μέλη που δεν βρίσκονται στην πόλη σας.»
«Ναι,» συμφωνεί ο Ριχάρδος, με τα χέρια του σταυρωμένα μπροστά του καθώς στέκεται, «καλό θα ήταν πρώτα να δούμε τι θα γίνει στη Νίρβεκ. Εκείνο, όμως, Βατράνια, που δεν μπορώ να καταλάβω είναι ποιο είναι το κεφάλι του δράκου. Ποιος ξεκίνησε τούτο τον πόλεμο;»
«Αυτό,» αποκρίνεται η Αστερόπη, «θέλω κι εγώ να το μάθω. Υποπτευόμαστε την Ασημίνα Νέρφελδιφ, μα δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι.»
Ο Ριχάρδος κοιτάζει τον Ρίβη.
«Δεν ξέρω,» λέει εκείνος ανασηκώνοντας τους ώμους. «Δεν ξέρω τα σχέδιά της. Δεν ήμουν καν μαζί της, τόσα χρόνια.»
Η Πάολα ρωτά: «Ποια άλλα μέλη της Παλιάς Δυναστείας υπάρχουν στη Νίρβεκ;»
«Για την ώρα,» λέει ο Σουτούρης, «η Βατράνια κι εγώ είμαστε τα μόνα μέλη της Παλιάς Δυναστείας στην πόλη. Εκτός να έχει έρθει και κανένας άλλος χωρίς να το γνωρίζουμε.»
«Θες να πεις ότι δεν υπάρχουν μόνιμοι κάτοικοι της Παλιάς Δυναστείας εδώ;»
«Ακριβώς. Η Σιδηρά Δυναστεία δεν χρειάζεται την Παλιά Δυναστεία για να λειτουργήσει, Πάολα. Απλώς η Παλιά Δυναστεία είναι, θα μπορούσες να πεις, ένας πυρήνας – και οι φήμες που κυκλοφορούν γι’αυτήν είναι παρατραβηγμένες.»
«Υπερβολικά παρατραβηγμένες,» τονίζει η Αστερόπη, καθισμένη στη γωνία του ενός από τα δύο κρεβάτια του δωματίου κι ανάβοντας τσιγάρο.
«Ο Τασνικέφ;» ρωτά η Πάολα.
«Δεν ήταν της Παλιάς Δυναστείας.»
«Τότε, ο πόλεμός τους δεν είναι εναντίον της Παλιάς Δυναστείας.»
«Ναι,» συμφωνεί η Αστερόπη, «ο πόλεμός τους δεν είναι μόνο εναντίον της Παλιάς Δυναστείας· απλώς την Παλιά Δυναστεία θέλουν οπωσδήποτε να τη βγάλουν από τη μέση.»
«Εσένα τότε γιατί ο Παλιόσκυλος σε κρατούσε φυλακισμένη; Γιατί δεν σε σκότωσε;»
«Ήθελε να με χρησιμοποιήσει για να παγιδεύσει τον πατέρα μου. Απ’ό,τι καταλαβαίνω, οι προδότες δεν είναι εξαπλωμένοι στα νότια. Στην Ύγκρας δεν έχουμε παρατηρήσει παράξενα περιστατικά. Ούτε στην Κάρντλας, στα νοτιοδυτικά. Η μεγαλύτερή τους δύναμη πρέπει να βρίσκεται εδώ, στον βορρά. Γι’αυτό κιόλας πολύ πιθανόν το κεφάλι του δράκου να είναι η Ασημίνα Νέρφελδιφ. Η βίλα της κοντά στην Κιρβόνη δεν είναι και τόσο μακριά από τη Νίρβεκ.»
«Δεν πας και με τα πόδια,» σχολιάζει η Πάολα.
Ο Σουτούρης λέει στην Αστερόπη: «Συζητούσαμε για τον Ναρκάμη. Τον ξέρεις τον Ναρκάμη;»
«Τον Δρομολόγο;»
«Ναι.»
«Όχι και τόσο καλά. Αλλά είμαι βέβαιη πως ο Ριχάρδος τον ξέρει.» Στρέφει το βλέμμα της στον Ριχάρδο.
«Τώρα,» της λέει εκείνος, «ούτε εγώ πια δεν τον ξέρω.»
«Είναι προδότης;»
«Αυτό θέλουμε να ανακαλύψουμε, Βατράνια.»
«Και τι έχετε κατά νου;» Φυσά καπνό προς το ταβάνι.
«Πρέπει να τον παρακολουθήσουμε, νομίζω.» Και ο Ριχάρδος τούς κοιτάζει όλους, τον έναν μετά τον άλλο. «Αν και ο Ναρκάμης έρθει με το μέρος μας, θα είναι ένα καλό κομμάτι σ’αυτό το ύπουλο παιχνίδι.»
Κανένας δεν διαφωνεί.
*
Από το επόμενο πρωί κιόλας ξεκινάνε να κατασκοπεύουν τον Ναρκάμη των Δρομολόγων. Παρακολουθούν το σπίτι του – ένα διώροφο στο Κεντρολίμανο – όπου μένει μαζί με τη γυναίκα του, τον γιο, και την κόρη του, κανένας από τους οποίους δεν είναι μέλος της Δυναστείας. Η γυναίκα του ήταν πόρνη προτού την παντρευτεί, αλλά τώρα πια δεν δουλεύει. Ο γιος του είναι μαθητευόμενος μάγος στη Μαγική Ακαδημία της Νίρβεκ. Η κόρη του πηγαίνει ακόμα στο σχολείο. Κανένας τους δεν θεωρείται Δρομολόγος, αλλά βρίσκονται υπό την προστασία των Δρομολόγων και οι Δρομολόγοι απαγορεύεται να τους πειράξουν για τον οποιονδήποτε λόγο.
Εκτός από το σπίτι του Ναρκάμη, ο Σουτούρης ο Τυχερός και οι άλλοι παρακολουθούν επίσης τις προβλήτες του Χαμηλού Λιμανιού όπου αράζει τα δύο πλοία του – το ένα εκ των οποίων είναι ιστιοφόρο και ποταμόπλοιο, ενώ το άλλο μπορεί να πλέει άνετα και σε ποταμό και σε θάλασσα και διαθέτει μηχανές που χρειάζονται μάγο για να ρυθμίζει την ενεργειακή ροή τους.
Επιπλέον, παρακολουθούν γενικά τις κινήσεις του Ναρκάμη μέσα στο δίκτυο των Δρομολόγων, προσπαθώντας να βγάλουν κάποιο συμπέρασμα γι’αυτόν. Είναι πιθανό να έχει συμμαχήσει με τους εχθρούς; Μήπως οι εχθροί τον απειλούν; Μήπως έχει καταλάβει τι συμβαίνει και παραμένει ουδέτερος αλλά επιφυλακτικός;
Με τον ερχομό της Αστερόπης και του Ρίβη, η Συμμαχία της Παλιάς Δυναστείας (όπως έχουν αρχίσει να βλέπουν τον εαυτό τους) αύξησε τα μέλη της και η κατασκοπία είναι, επομένως, ευκολότερη. Γιατί πέντε άνθρωποι δεν είναι αρκετοί για να βρίσκονται συνέχεια στο πόδι. Η Δήμητρα’μορ έχει αναλάβει την παρακολούθηση του σπιτιού του Ναρκάμη, βάζοντας σε χρήση τη μαγεία της, αφού η Πάολα τής βρήκε ένα διαμέρισμα εκεί κοντά για να νοικιάσει. Και ο Ρίβης μένει μαζί της, παριστάνοντας τον σύζυγό της. Η Αστερόπη, ο Ζορζ, και ο Σουτούρης αναλαμβάνουν την παρακολούθηση του Χαμηλού Λιμανιού, ενώ η Πάολα και ο Ριχάρδος μετακινούνται προς διάφορες κατευθύνσεις, διότι πρέπει και κάποιοι πράκτορες να είναι πιο ευέλικτοι, αν είναι τελικά να καταλάβουν τι συμβαίνει με τον Ναρκάμη.
Την τρίτη νύχτα της παρακολούθησης, η Πάολα βρίσκεται στο κατόπι του Ναρκάμη μέσα στους σκοτεινούς δρόμους του Ολάνοιχτου. Τον είχε ακολουθήσει ώς εδώ με το τρίκυκλό της ενώ εκείνος οδηγούσε ένα τετράκυκλο όχημα. Τώρα όμως κι οι δυο τους βαδίζουν, και η Πάολα διατηρεί απόσταση ασφαλείας από τον στόχο της, ο οποίος φορά κάπα με την κουκούλα σηκωμένη, κρύβοντας καλά την ταυτότητά του. Αν η Πάολα δεν τον είχε εντοπίσει από πριν, που είχαν μια σύντομη συναναστροφή οι δυο τους, τώρα δεν πρόκειται ποτέ να τον καταλάβαινε.
Τον βλέπει να πλησιάζει μια αποθήκη, να ξεκλειδώνει το λουκέτο της πόρτας, και να μπαίνει, αφήνοντάς τη μισάνοιχτη. Η Πάολα διασχίζει τον έρημο δρόμο με γρήγορα, αθόρυβα βήματα. Τα κοντά μποτάκια της είναι από μαλακό δέρμα και έχουν χαμηλό τακούνι, ιδανικά για τέτοιες δουλειές – και δεν τα φορά τυχαία τούτες τις νύχτες.
Τι αποθήκη είν’ αυτή; αναρωτιέται. Δεν το ήξερα ότι ο Ναρκάμης έχει αποθήκη εδώ. Δεν είναι καν στο Χαμηλό Λιμάνι, όπου αράζει τα σκάφη του!
Η Πάολα ζυγώνει τη μισάνοιχτη πόρτα και κοιτάζει μέσα. Βλέπει έναν χώρο με διάφορα κιβώτια και βαρέλια από δω κι από κει: σωρούς που παρεμποδίσουν το πεδίο της όρασής της σε πολλά σημεία. Μια ασθενική ενεργειακή λάμπα είναι αναμμένη στο ταβάνι, τρεμοπαίζοντας. Στα ρουθούνια της έρχεται μια ασυνήθιστη οσμή ψαρίλας. Ο Ναρκάμης δεν φαίνεται πουθενά. Η Πάολα μπαίνει στην αποθήκη νυχοπατώντας.
Όταν έχει απομακρυνθεί από την είσοδο, ακούει πίσω της ένα χαμηλό σφύριγμα. Γυρίζει, αιφνιδιασμένη, και στο κατώφλι της πόρτας βλέπει μια γυναίκα – μακριά ξανθά μαλλιά, κατάλευκο δέρμα, μαβιά μάτια που γυαλίζουν από μίσος – η Νιρίφα!
«Νόστιμη φαίνεσαι!» λέει στην Πάολα, γελώντας, καθώς κλείνει την πόρτα.
Η Πάολα τρέχει να την προλάβει, αλλά δεν τα καταφέρνει, κι ακούει από την άλλη μεριά κάποιον βαρύ σύρτη να τραβιέται. Η καρδιά της χτυπά δυνατά τώρα. Τι σκατά γίνεται εδώ; Την παρακολουθούσε η Νιρίφα; Ή ήταν συνεννοημένη με τον Ναρκάμη;
Πού είναι ο Ναρκάμης;
Η Πάολα στρέφεται ξανά στο εσωτερικό της αποθήκης για να τον δει, μήπως, να ξεπροβάλει, ειδοποιημένος από τον θόρυβο. Αλλά εξακολουθεί να μην τον βλέπει πουθενά. Τραβά το πιστόλι μέσα από την κοντή καπαρντίνα της και βηματίζει, με μεγάλη επιφύλαξη, ανάμεσα στα κιβώτια και στα βαρέλια. Διακρίνει, στο βάθος, μισοκρυμμένη, μια πόρτα, πολύ μικρότερη από την είσοδο που χρησιμοποίησε για να μπει. Από κει βγήκε ο Ναρκάμης; Ή είναι ακόμα μέσα;
Η Πάολα βαδίζει προς τη μικρότερη πόρτα–
Ένας θόρυβος από πάνω της!
Σταματά και κοιτάζει ψηλά. Το βλέμμα της πέφτει σε κάτι που γυαλίζει στην οροφή της αποθήκης: έναν φεγγίτη, που το τζάμι του σηκώνεται από κάποιο χέρι.
«Νιρίφα!» φωνάζει η Πάολα, αν και δεν μπορεί να διακρίνει ποιος είναι εκεί πάνω. Μονάχα μια σκιά βλέπει.
Και τώρα η σκιά εκτοξεύει κάτι μέσα από τον φεγγίτη – κι ευθύς αμέσως τον κλείνει ξανά. Το αντικείμενο χτυπά πάνω σε μερικά βαρέλια και, εν συνεχεία, καταλήγει στο πάτωμα της αποθήκης. Τσυρίζοντας δαιμονισμένα.
Η Πάολα παραπατά, αφήνοντας ακούσια το πιστόλι της να πέσει και κλείνοντας τ’αφτιά της και με τα δύο χέρια. Ηχητική χειροβομβίδα! Ηχοβομβίδα, όπως τη λένε οι πεπειραμένοι στα όπλα. Αλλά έπεσε σ’αρκετή απόσταση από την Πάολα· η Πάολα δεν νομίζει ότι θα χάσει τις αισθήσεις της. Παραπατώντας όμως χτυπά την πλάτη της σ’έναν σωρό από κιβώτια ρίχνοντάς τα άτακτα στο πάτωμα και ξαπλώνοντας άγαρμπα πάνω τους.
Ο διαπεραστικός ήχος παύει, αλλά τ’αφτιά της ακόμα βουίζουν.
«Γαμήσου!» γρυλίζει καθώς ορθώνεται. «Θα τη σφάξω με τα νύχια μου την καριόλα!» Κοιτάζει κάτω και βλέπει το πιστόλι της, πεσμένο.
Την ίδια στιγμή, όμως, νομίζει πως πίσω από το βουητό στ’αφτιά της έρχεται και κάποιος άλλος ήχος – θραύσης; Και με τις άκριες των ματιών της διακρίνει κάτι να κινείται. Γυρίζει κι αντικρίζει ένα πλάσμα που μοιάζει βγαλμένο από εφιάλτη!
Βηματίζει προς τα πίσω, νιώθοντας τα πόδια της να τρέμουν, την ανάσα της κομμένη.
Σε κάμποση απόσταση μπροστά της στέκεται ένα τέρας – γιατί αυτή είναι η μόνη λέξη που του ταιριάζει – κατάμαυρο και γλοιώδες, και στο ύψος δύο φορές όσο εκείνη. Στο πλάτος, επίσης. Αντί για κεφάλι έχει μια κουκούλα που από μέσα της ξεφυτρώνουν δύο μικρά πλοκάμια ή, ίσως, κεραίες. Τα χέρια του – ή, μάλλον, πλοκάμια είναι κι αυτά – απλώνονται δεξιά κι αριστερά του, έχοντας στο πέρας τους δύο δάχτυλα με κοφτερό νύχι. Πόδια δεν έχει, αλλά έχει δύο ουρές: επάνω στη μία, τη μεγαλύτερη, σέρνεται, ενώ η άλλη ορθώνεται μπροστά του σαν κέρατο ή σαν… Η Πάολα αισθάνεται αηδιασμένη. Όχι σαν· αυτό πρέπει, όντως, να είναι κάποιου είδους φριχτό γεννητικό όργανο.
Γύρω από το τέρας υπάρχουν ξύλινα θραύσματα, λες και διέλυσε κάτι για να πεταχτεί από μέσα του. Κάποιο κιβώτιο.
Η Πάολα τινάζεται, γρήγορη σαν αγριόγατα – τρομαγμένη σαν αγριόγατα που την κυνηγάνε δυο ντουζίνες αδέσποτα σκυλιά – κι αρπάζει το πιστόλι της από κάτω. Το υψώνει και πυροβολεί το τέρας που έρχεται καταπάνω της, που σέρνεται με μεγάλη ταχύτητα πάνω στην ουρά του.
Η οσμή ψαρίλας έχει δεκαπλασιαστεί μέσα στην αποθήκη. Από αυτό πρέπει να ερχόταν εξαρχής, συνειδητοποιεί η Πάολα: πρέπει να ήταν αναισθητοποιημένο μέσα σε κάποιο μεγάλο κιβώτιο, διπλωμένο εκεί μέσα, και η ηχοβομβίδα το ξύπνησε.
Οι σφαίρες του πιστολιού το τραντάζουν αλλά δεν το σταματούν. Το πετσί του μοιάζει τρομερά σκληρό – της θυμίζει το πετσί χταποδιών, καλαμαριών, σαλαχιών… Έχει, άραγε, ζωτικά όργανα;
Καθώς το πλάσμα απλώνει τα νυχάτα πλοκάμια του καταπάνω της με φανερό σκοπό να την αρπάξει, η Πάολα γυρίζει και τρέχει. Πηδά πάνω σ’έναν σωρό από κιβώτια, και ο σωρός διαλύεται από κάτω της καθώς τον χτυπούν τα μακριά μέλη του τέρατος. Η Πάολα προσγειώνεται όρθια, συνεχίζοντας να τρέχει. Γυρίζει πάλι και πυροβολεί, βιαστικά, σημαδεύοντας το εφιαλτικό γεννητικό όργανο του τέρατος, αλλά αστοχεί και χτυπά την ουρά του, πράγμα που δεν φαίνεται να το παρακωλύει καθόλου.
Μεγάλη Αρτάλη βοήθησέ με! σκέφτεται τρέχοντας προς τη μικρή πόρτα απ’την οποία μάλλον βγήκε ο Ναρκάμης. Λόρκη βοήθησέ με! Βοηθήστε με! Αλλά η πόρτα δεν είναι ανοιχτή. Όταν τη φτάνει διαπιστώνει πως είναι αμπαρωμένη ή λουκετωμένη από έξω. Ουρλιάζοντας, εξαγριωμένη, τρομοκρατημένη, η Πάολα κλοτσά την πόρτα, μία, δύο φορές, αλλά βέβαια δεν τη σωριάζει.
Και το φριχτό τέρας έρχεται. Τα πλοκάμια του απλώνονται. Η Πάολα τ’αποφεύγει και τρέχει ανάμεσα στα βαρέλια και στα κιβώτια· το πλάσμα τα τσακίζει και τα παραμερίζει στο πέρασμά του, και η Πάολα συνειδητοποιεί πως όλα είναι άδεια. Παγίδα. Ήταν παγίδα από την αρχή. Ο Ναρκάμης με πούλησε στη Νιρίφα – το κάθαρμα!
Αλλά τι είναι αυτό το τέρας; Αποκλείεται να είναι από τη Σεργήλη! Εξωδιαστασιακό είναι, σίγουρα. Από το Σύμπλεγμα, ίσως. Ναι, μάλλον από το Σύμπλεγμα. Όχι πως τώρα αυτό έχει σημασία. Πώς μπορώ να το σκοτώσω; Υπολογίζει ότι άλλες εννιά σφαίρες τής απομένουν. Είναι αρκετές για να το σκοτώσουν; Μπορούν καν να το βλάψουν;
Γυρίζει και το πυροβολεί, δύο φορές. Το τέρας τραντάζεται ξανά, αλλά δεν σταματά. Το δεξί του πλοκάμι φτάνει το αριστερό της πόδι – η Πάολα τινάζεται πίσω, με μια κραυγή που τ’αφτιά της ίσα που την ακούνε μέσα από το βουητό τους – το ένα από τα δύο νύχια σκίζει ένα κομμάτι από το παντελόνι και το μποτάκι της καθώς τη γδέρνει κάνοντας αίμα να πεταχτεί.
Η Πάολα τρέχει, πηδά πάνω σ’ένα κιβώτιο, κοιτάζει ψηλά– Πρέπει να φτάσω τον φεγγίτη! Τον πυροβολεί, ξοδεύοντας ακόμα μια σφαίρα, και το γυαλί του διαλύεται. Από την άκρη του κάτι γυαλίζει, και δεν είναι η κάννη πυροβόλου· είναι, συνειδητοποιεί η Πάολα, το μάτι είτε τηλεοπτικού πομπού είτε μηχανικού οφθαλμού. Η καταραμένη σκρόφα της Λόρκης θέλει να καταγράψει τον θάνατό μου! ΘΑ ΤΗ ΣΚΟΤΩΣΩ!
Γυρίζει και τρέχει ξανά, καθώς το τέρας έρχεται. Κλοτσά ένα κιβώτιο καταπάνω του, κι ένα βαρέλι. Αλλά η βαριά ουρά του τα τσακίζει από κάτω της, ενώ το γεννητικό του όργανο εξακολουθεί να είναι ορθωμένο – και η Πάολα έχει τη φριχτή αίσθηση ότι το τέρας τη βλέπει ερωτικά. Μα, είναι δυνατόν; Είναι δυνατόν τέτοιο έκτρωμα του Συμπλέγματος να αναπαράγεται με ανθρώπους; Σ’εκείνη τη διάσταση, που είναι όλο λαβυρινθώδη σπήλαια και νερό, δεν υπάρχουν άνθρωποι!
Η Πάολα το πυροβολεί ξανά – μία, δύο ριπές. Η δεύτερη σφαίρα πρέπει να το πετυχαίνει στο γεννητικό όργανο (αν όντως είναι γεννητικό όργανο) και το πλάσμα τσυρίζει. Το τσύριγμά του η Πάολα το ακούει για πρώτη φορά μέσα από το βουητό στ’αφτιά της. Αυτό πρέπει να πόνεσε. Αλλά το πλάσμα δεν σταματά· έρχεται τώρα πιο γρήγορα προς το μέρος της, απλώνοντας τα νυχάτα πλοκάμια του, ενώ τα πολύ μικρότερα πλοκάμια κάτω απ’την κουκούλα του τινάζονται άγρια, οργισμένα ίσως.
«ΠΙΣΩ!» ουρλιάζει η Πάολα. «ΠΙΣΩ!» Και το πυροβολεί ξανά, αλλά τώρα αστοχεί το αποτρόπαιο πέος του.
Γυρίζει και τρέχει. Αν δε λαθεύει, μόνο τρεις σφαίρες τής απομένουν. Δε μπορώ να το σκοτώσω! Μεγάλη Αρτάλη δε μπορώ να το σκοτώσω! Μεγάλη Αρτάλη – Λόρκη – βοηθήστε με!
Πρέπει να φτάσει τον φεγγίτη. Πρέπει, κάπως, να φτάσει τον φεγγίτη!
Αλλά όλα τα βαρέλια και τα κιβώτια είναι, πλέον, πεταμένα από δω κι από κει· και πολλά, μάλιστα, είναι διαλυμένα. Έπρεπε να είχε σκαρφαλώσει επάνω τους πιο πριν, όσο είχε ακόμα καιρό. Τώρα είναι αργά!
Μονάχα μία λύση υπάρχει, νομίζει η Πάολα. Και προσεύχεται σε όποια θεά, όποιο θεό, τυχαίνει τώρα να παρακολουθεί να τη βοηθήσει.
Συνεχίζει να τρέχει αποφεύγοντας τα πλοκάμια του τέρατος, ενώ κλοτσά και σπρώχνει κιβώτια και βαρέλια. Κάποια στιγμή, βρίσκεται ακριβώς εκεί που θέλει – κάτω από τον φεγγίτη – κι ένας σωρός από βαρέλια και κιβώτια είναι κοντά της – ένας σωρός που η ίδια έχει δημιουργήσει. Η Πάολα ρίχνει ένα κιβώτιο στην κορυφή του σωρού και, με δύο ευέλικτα άλματα, καταλήγει επάνω του.
«Έλα,» γρυλίζει τρίζοντας τα δόντια, ενώ υψώνει το πιστόλι της, σημαδεύοντας, «δείξε μου πόσο άντρακλας είσαι!» Και πυροβολεί το ερχόμενο τέρας στο πλοκάμι που ίσως να είναι γεννητικό όργανο. Αστοχεί τη συγκεκριμένη απόφυση αλλά χτυπά το σκληρόπετσο σώμα. Το τέρας συνεχίζει να έρχεται. Η Πάολα αδειάζει και τις τελευταίες της σφαίρες επάνω του, καθυστερώντας το, κάνοντας το να τη φτάσει καταπονημένο. Το τέρας ορθώνεται τώρα μπροστά της, και, καθώς η Πάολα στέκεται πάνω στο κιβώτιο, βρίσκονται στο ίδιο ύψος. Τα πλοκάμια του απλώνονται για να την περιτυλίξουν. Εκείνη έχει ήδη πετάξει το πιστόλι της και τραβήξει το ξιφίδιο μέσα από την καπαρντίνα της. Χωρίς καθυστέρηση – αηδιασμένη και μόνο στη σκέψη ότι αυτό το φριχτό τέρας προσπαθεί να την αγκαλιάσει – πηδά καταπάνω του–
Πέφτει, με την κοιλιά, πάνω στην κουκούλα του, νιώθοντας την ανάσα της να κόβεται από το χτύπημα–
Καρφώνει, δυνατά, το ξιφίδιό της στην πλάτη του: και καταφέρνει να το μπήξει γερά εκεί, αν και όχι μέχρι τη λαβή· η λεπίδα με το ζόρι διαπερνά το σκληρό πετσί.
Το τέρας τσυρίζει· η Πάολα αισθάνεται τα μικρά πλοκάμια κάτω απ’την κουκούλα του να σαλεύουν πάνω στην κοιλιά της. Θα ξερνούσε αν είχε τον χρόνο, αλλά δεν έχει χρόνο. Χρησιμοποιώντας τη λαβή του καρφωμένου ξιφιδίου της, τραβιέται πάνω στη ράχη του εκτρώματος. Το καβαλά.
Το τέρας τσυρίζει, τινάζοντας τα πλοκάμια του δεξιά κι αριστερά, εκτοξεύοντας κιβώτια και βαρέλια προς τυχαίες κατευθύνσεις.
«Τι;» γρυλίζει η Πάολα, τρίζοντας πάλι τα δόντια. «Δε σ’αρέσουν τα βιτσιόζικα πράγματα;» Υψώνει το βλέμμα της στον φεγγίτη – και πηδά ξανά, απλώνοντας τα χέρια της. Πιάνει τις άκριές του και τραβιέται. Αλλά δεν είναι εύκολο να βγει στην ταράτσα γιατί τα πόδια της δεν έχουν πού να πατήσουν για να την υποβοηθήσουν· κλοτσάνε μάταια από κάτω της.
Ευτυχώς, πάντως, στην οροφή της αποθήκης δεν είναι τώρα κανένας. Η Πάολα φοβόταν ότι ίσως κάποιος, ίσως η Νιρίφα, να ήταν, και τότε σίγουρα θα προσπαθούσε να την πετάξει κάτω ξανά. Αλλά η δειλή σκύλα δεν είναι εδώ.
Η Πάολα απλώνει τα χέρια της, γαντζώνοντας τα δάχτυλά της στην πέτρινη οροφή, τραβώντας το σώμα της για να το ανεβάσει ολόκληρο–
Ένα πλοκάμι τυλίγεται γύρω απ’το δεξί της πόδι.
«…Όχι!» κάνει ξέπνοα η Πάολα, και τραβιέται πιο δυνατά. Νιώθει τα νύχια του τέρατος να τη γδέρνουν, αλλά γλιστράνε προς τα κάτω. Το μποτάκι της φεύγει – και το πλοκάμι μαζί!
Η Πάολα βλέπει τότε το τρίποδο όπου είναι στερεωμένος ο μηχανικός οφθαλμός πλάι στον φεγγίτη. Το ένα της χέρι πιάνεται από εκεί ενώ το άλλο εξακολουθεί νάναι πιασμένο στις πέτρες της οροφής. Τραβά το σώμα της επάνω, ανεβάζει το αριστερό γόνατό της, και κυλά στην ταράτσα, ξέπνοη.
Αμέσως, όμως, τινάζεται σε γονατιστή θέση, φοβούμενη ότι ίσως η Νιρίφα να έρθει. Αλλά δεν τη βλέπει πουθενά.
Η Πάολα αποσυνδέει τον μηχανικό οφθαλμό από το τρίποδο και τον παίρνει μαζί της. Ύστερα κατεβαίνει από την ξύλινη σκάλα που βρίσκεται στο πλάι της οροφής της αποθήκης. Περιμένει ότι ίσως να συναντήσει τη Νιρίφα, αλλά πάλι δεν τη συναντά. Κι ευτυχώς, γιατί τώρα η Πάολα είναι τελείως άοπλη και κουρασμένη. Η δειλή σκύλα έφυγε, μάλλον με σκοπό να επιστρέψει μετά για να μαζέψει τον μηχανικό οφθαλμό. Ήθελε να με καταγράψει να πεθαίνω! Ή… ή να με βιάζει αυτό το τέρας! Αναριγεί καθώς τρέχει προς τα εκεί όπου έχει αφήσει το τρίκυκλό της.
*
Το πρωί, ο τηλεοπτικός σταθμός ΤηλεΝίρβεκ και κάποιοι ραδιοφωνικοί σταθμοί αναφέρουν ότι μες στη νύχτα ένα εξωδιαστασιακό πλάσμα έκανε ζημιές στη συνοικία του Ολάνοιχτου, καταστρέφοντας πόρτες, παράθυρα, οχήματα. Ευτυχώς οι δρόμοι ήταν έρημοι, λόγω της ώρας, και δεν χτύπησε τυχαίους ανθρώπους. Η Χωροφυλακή δεν μπορούσε να το βλάψει με κανονικές σφαίρες· χρειάστηκε να του επιτεθούν, τελικά, με ρουκετοβόλα για να το σκοτώσουν. Οι εμπειρογνώμονες λένε ότι πρόκειται για θηρίο από το Σύμπλεγμα, ονομαζόμενο Πλοκαμόνυχας.
Οι εφημερίδες δεν είχαν χρόνο να γράψουν τίποτα για το περιστατικό.
Όταν ο Ζορζ ο Βουτηχτής βλέπει το τέρας μέσω των οπτικών δεδομένων που μεταφέρει ο μηχανικός οφθαλμός σε μια οθόνη, λέει: «Ναι, Πλοκαμόνυχας σίγουρα.»
Η Πάολα είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι του δωματίου. Φορά μια υφασμάτινη λευκή τουνίκα που πέφτει ώς τα γόνατα. Τα πόδια της είναι γεμάτα κοψίματα από τα νύχια του τέρατος, και τυλιγμένα τώρα με επιδέσμους. «Και τι…;» λέει. «Τι ήθελε;… Αυτό το πράγμα» – δείχνει το πιθανό γεννητικό όργανο του πλάσματος, μέσα στην οθόνη – «είναι, είναι αυτό που νομίζω ότι είναι; Είναι πουλί;»
«Ναι,» αποκρίνεται ο Ζορζ. «Ο Πλοκαμόνυχας είναι παγγαμικός, Πάολα.»
«Τι σημαίνει αυτό;»
«Το είδος του δεν έχει θηλυκά· χρησιμοποιεί, όμως, τα θηλυκά πολλών άλλων ειδών.»
Η Πάολα αισθάνεται ξανά τα σωθικά της να αναποδογυρίζουν. «Θες να πεις ότι από εμένα ήθελε…;»
«Ναι, σε είχε συμπαθήσει. Αλλά μην το πάρεις προσωπικά.»
Εκτός από τον Ζορζ, ο Σουτούρης και η Αστερόπη βρίσκονται στο δωμάτιο, που είναι στο ξενοδοχείο Χαμηλός Πύργος, στο Χαμηλό Λιμάνι της Νίρβεκ.
Η Πάολα λέει: «Μα… είναι δυνατόν; Αν… αν γεννούσα…;»
«Δε θ’αργούσες να γεννήσεις,» της λέει ο Ζορζ. «Απ’ό,τι έχω ακούσει, ο μικρός Πλοκαμόνυχας θα έβγαινε από μέσα σου σε κανένα μισάωρο, σκίζοντας την κοιλιά σου.»
Η Πάολα παίρνει μια βαθιά ανάσα κι ανάβει τσιγάρο. «Να πας γαμήθεις. Δε χρειαζόταν να το ξέρω αυτό.»
«Εσύ με ρώτησες…»
«Θα τη σκοτώσω, τη σκρόφα. Θα τη γδάρω,» μονολογεί η Πάολα, φυσώντας καπνό απ’τα ρουθούνια, καθώς κοιτάζει τους επιδέσμους στα πόδια της.
«Δε μπορείς να την πας πάλι στο Δικαστήριο των Δρομολόγων;» ρωτά ο Σουτούρης.
«Και να μπορούσα – της αξίζουν χειρότερα! Αλλά τι αποδείξεις έχω, ούτως ή άλλως; Μόνο εγώ την είδα! Και μάλιστα για λίγο. Η καταραμένη θα υποστηρίξει ότι ήταν η ιδέα μου επειδή τη μισώ!»
«Το βασικό ερώτημα τώρα,» λέει η Αστερόπη, που στέκεται όρθια με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και τον ώμο ακουμπισμένο στον τοίχο, «είναι τι ακριβώς έγινε χτες βράδυ. Δε νομίζω ότι η Νιρίφα σε παρακολουθούσε, Πάολα. Ήταν συνεννοημένη με τον Ναρκάμη, ο οποίος έχει, αναμφίβολα, καταλάβει ότι τον κατασκοπεύεις.»
Η Πάολα νεύει. «Αυτό νομίζω κι εγώ.»
«Επομένως, είναι με τους εχθρούς μας,» λέει ο Σουτούρης.
«Ή,» τονίζει ο Ζορζ, «με τη Νιρίφα.»
«Πιστεύεις,» λέει η Πάολα, «ότι η Νιρίφα τον κατάφερε να συμφωνήσει να με ρίξουν σ’αυτή την παγίδα;»
«Προφανώς συμφώνησε, Πάολα.»
«Η Νιρίφα, μέχρι στιγμής, δεν ήταν της οικογένειας,» τους λέει η Αστερόπη, «αλλά αυτό ίσως να μην ισχύει πλέον.»
«Υποθέτεις ότι ίσως ο Ναρκάμης να την έβαλε στη Δυναστεία;» λέει ο Σουτούρης.
«Το αποκλείεις; ‘Έλα μαζί μας και θα σε βοηθήσω να πάρεις ό,τι εκδίκηση θέλεις από την Πάολα…’ Γιατί όχι;»
Κανένας δεν μιλά, αλλά κανένας δεν διαφωνεί κιόλας με την Αστερόπη.
«Πρέπει ν’αρχίσουν να βγαίνουν απ’τη μέση κάποιοι εχθροί μας,» λέει τελικά ο Σουτούρης ο Τυχερός. «Δε γίνεται αλλιώς. Δε νομίζω ότι είναι δυνατόν να τους μεταστρέψουμε.»
Ο μόνος τρόπος για να νικήσουμε σ’αυτό τον σκοτεινό πόλεμο είναι να μάθουμε ποιοι είναι εναντίον μας και ποιοι όχι: και να μεταστρέψουμε όσους περισσότερους από τους εναντίον μας μπορούμε. Τους υπόλοιπους θα πρέπει, υποχρεωτικά, να τους εξολοθρεύσουμε. Ακόμα κι ο Λαοκράτης Άλθαρνεφ συμφωνεί. Ακόμα και η κυρία Αμυθολόγητη. Αν και προτιμούν τη μεταστροφή από τη δολοφονία. Η Σιδηρά Δυναστεία, άλλωστε, βασίζεται στα ζωντανά μέλη της. Μυστική οργάνωση χωρίς μέλη δεν υπάρχει. Δεν είμαστε στρατός που προσπαθεί να εξοντώσει έναν άλλο στρατό προκειμένου να καταλάβει μια περιοχή. Η κατάσταση είναι πολύ πιο μπερδεμένη.
Το βράδυ μένουμε στο σπίτι της Αλκάρνης Αμυθολόγητης, εγώ, ο Ύαν, και η Κλεισμένη, σ’ένα δωμάτιο του τρίτου ορόφου της τετραώροφης πολυκατοικίας. Η κυρία Αμυθολόγητη μάς έχει εξηγήσει ότι ολόκληρη η πολυκατοικία τής ανήκει, αλλά τα δύο πρώτα οροφοδιαμερίσματα τα νοικιάζει. Στα δύο επάνω (που αποτελούν μεζονέτα) κατοικεί η ίδια, μόνη της συνήθως. Οι κλειδωνιές, όμως, είναι προστατευμένες με μαγεία και υπάρχουν συναγερμοί και συστήματα ασφαλείας παντού. Η κυρία Αμυθολόγητη πληρώνει μια μισθοφορική ομάδα για να την προφυλάσσει αθέατα. Αν κάτι συμβεί εδώ, πάραυτα ένα ελικόπτερο θα έρθει πάνω από την πολυκατοικία κατεβάζοντας οπλισμένους μισθοφόρους. Μας τα λέει όλ’ αυτά για να μην ανησυχούμε, αλλά νομίζω πως απλά προσπαθεί να πείσει τον εαυτό της ότι δεν μπορούν εύκολα να τη σκοτώσουν ή να την απαγάγουν μες στο σπίτι της.
Το πρωί, όταν πηγαίνω προς το δωμάτιο της Ξανθίππης, ακούω ήχους από χτυπήματα και, βρίσκοντας την πόρτα μισάνοιχτη, κοιτάζω. Βλέπω την Ξανθίππη να γρονθοκοπεί και να κλοτσά έναν φουσκωτό σάκο δεμένο στον τοίχο κοντά στον υπνόσακό της, ντυμένη με αμάνικη μπλούζα και κοντό παντελόνι. Πάνω από τον δεξή αστράγαλό της διακρίνω στο λευκό-ροζ δέρμα την ουλή από τη σφαίρα, εκεί όπου τραυματίστηκε όταν σκότωσαν τον Κριτόλαο. (Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο μάγος είναι νεκρός!)
Το δωμάτιο όπου τώρα εξασκείται η Ξανθίππη δεν είναι κρεβατοκάμαρα· είναι μια μικρή βιβλιοθήκη-σαλόνι: υπάρχουν ράφια με βιβλία και με πλακέτες ήχου και εικόνας, καθώς και μια οθόνη σε μια γωνία.
Χτυπάω την πόρτα.
Η Ξανθίππη στρέφεται αμέσως στο μέρος μου.
«Καλημέρα,» λέω. «Θα έρθεις μαζί μας, τελικά;»
Βγάζει τα κοντά δερμάτινα γάντια της. «Φυσικά και θα έρθω.» Λύνει τα μαλλιά της, αφήνοντας τα να πέσουν, μαύρα και μακριά, στους ώμους της. «Μια στιγμή μόνο, να πλυθώ.»
«Εννοείται· δε βιαζόμαστε τόσο.»
Όταν είμαστε έτοιμοι, εγώ, ο Ύαν, και η Ξανθίππη φεύγουμε από το σπίτι της κυρίας Αμυθολόγητης μέσα στο ηχομορφικό όχημα. Την Κλεισμένη την αφήνουμε στα χέρια της Κληματένιας· φαίνεται να υπάρχει μια αμοιβαία συμπάθεια ανάμεσα στη γάτα και στην κόρη του Λαοκράτη.
Η Ξανθίππη κάθεται δίπλα μου καθώς οδηγώ μέσα στους δρόμους της Άντχορκ· ο Ύαν κάθεται στο πίσω κάθισμα, σκαλίζοντας κάποια όπλα του οπλοστασίου που έχουμε μαζί μας. Ο προορισμός μας δεν είναι μακριά· βρίσκεται στη συνοικία που ονομάζεται Κλητός, βόρεια του Έγκριτου, κοντά στη Μαγική Ακαδημία της Άντχορκ, σε σημείο απ’το οποίο δεν φαίνεται το Κρεμαστό Πάρκο που αιωρείται πάνω από τη μεγάλη Λεωφόρο Κλητού. Αν και δεν νομίζουμε ότι κανένας θα μας επιτεθεί εδώ, βγαίνουμε από το ηχομορφικό όχημα έτοιμοι για κάθε ενδεχόμενο και, φυσικά, με όπλα κρυμμένα επάνω μας. Μπαίνουμε στη μεγάλη πολυκατοικία και ανεβαίνουμε στον τρίτο όροφο. Χτυπάμε το κουδούνι της πόρτας που γράφει
ΚΑΛΟΦΥΣΙΤΗΣ
ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ.
Μια κοπέλα ανοίγει – χρυσόδερμη και γαλανομάλλα, με μεγάλα γυαλιά – κοιτάζοντάς μας από πάνω ώς κάτω. «Τι θα θέλατε;» Η φωνή της είναι λιγάκι τσυριχτή.
«Να μιλήσουμε στον κύριο Καλοφυσίτη,» αποκρίνομαι. Μέχρι στιγμής δεν ήξερα ότι, μετά το θάνατο του Σαρντάνη Βίνρασκιφ, έγινε ιδιωτικός ερευνητής, αλλά δεν με εκπλήσσει καθόλου για να είμαι ειλικρινής. Το να είσαι ιδιωτικός ερευνητής, υποθέτω, δεν διαφέρει και τόσο απ’το να είσαι βοηθός ειδικού ερευνητή της Χωροφυλακής.
«Έχετε ραντεβού;»
«Όχι,» λέω, «αλλά βιαζόμαστε. Πρόκειται για μια πολύ επείγουσα και εμπιστευτική υπόθεση.» Και παίρνω μια έκφραση που φανερώνει, συγχρόνως, ανησυχία και κάποιο φόβο.
«Περάστε,» αποκρίνεται η κοπέλα, και παραμερίζει από το κατώφλι, αφήνοντάς μας να μπούμε σ’έναν μικρό προθάλαμο όπου βρίσκεται και το γραφείο της. «Το όνομά σας;» ρωτά, πιάνοντας το ακουστικό του επικοινωνιακού διαύλου του γραφείου και φέρνοντάς το στ’αφτί της.
«Λιγνόρρυγχος.»
Η κοπέλα κάθεται στη μεγάλη περιστρεφόμενη πολυθρόνα πίσω απ’το γραφείο και μας γυρίζει την πλάτη της πολυθρόνας καθώς μιλά χαμηλόφωνα στον δίαυλο. Δεν αργεί να τελειώσει, όμως, και να γυρίσει πάλι την πολυθρόνα προς το μέρος μας. «Ο κύρ–»
Το άνοιγμα μιας πλαϊνής πόρτας τη διακόπτει, και βλέπουμε τον Νιρμόδο Καλοφυσίτη να στέκεται εκεί, ο οποίος, προτού γίνει βοηθός ειδικού ερευνητή της Χωροφυλακής, ήταν εξερευνητής και είχε κάποτε χαθεί στο Πορφυρό Κενό, όπου μισοτρελάθηκε και χρειάστηκε να περάσει κάποιο καιρό σε ψυχιατρείο μέχρι να συνέλθει. Ο Κριτόλαος’μορ, η Αστερόπη, κι εγώ, πριν από μερικούς μήνες, τον βοηθήσαμε να γλιτώσει από μια δύσκολη περίσταση στις εγκαταλειμμένες σήραγγες της Άντχορκ. Ήταν λίγο προτού σκοτωθεί ο Σαρντάνης Βίνρασκιφ, από το χέρι του Ψηλού Αλλάνδρη. Και ο Νιρμόδος ήταν σε χάλια κατάσταση. Τώρα φαίνεται πολύ καλύτερα.
«Ζορδάμη!» λέει, ατενίζοντάς με. «Είσαι πράγματι εσύ.» Κοιτάζει τους δύο συντρόφους μου με κάποια περιέργεια. Μετά μας γνέφει να τον ακολουθήσουμε, και μπαίνουμε στο γραφείο του.
«Της οικογένειας είναι,» του εξηγώ δείχνοντας, με το σαγόνι, προς τον Ύαν και την Ξανθίππη.
«Το φαντάστηκα.» Ο Νιρμόδος δεν κάθεται, ούτε μας προτείνει να καθίσουμε.
«Μπορείς να φανταστείς και γιατί είμαστε εδώ;»
Ο Νιρμόδος με κοιτάζει παραξενεμένος. «Όχι,» λέει τελικά.
Να θεωρήσω ύποπτη τη λιγάκι καθυστερημένη απάντησή του; «Δεν ξέρεις τι έγινε στις Ψηλές Νύχτες;»
«Τι έγινε στις Ψηλές Νύχτες;»
Μάλλον δεν το έχει μάθει ακόμα. Εξάλλου, προχτές ο Λαοκράτης πήγε στο σπίτι της κυρίας Αμυθολόγητης για να γλιτώσει από τους ανθρώπους του Ψηλού Αλλάνδρη.
Αλλάζω θέμα: «Τι γίνεται όμως μέσα στην οικογένεια, τον τελευταίο καιρό, θα ξέρεις, υποθέτω…»
«Εννοείς ότι…» Ο Νιρμόδος συνοφρυώνεται. «Μιλάς γι’αυτό που λένε, ότι μια καινούργια φατρία έχει διαμορφωθεί μέσα στη Δυναστεία;»
«Ναι. Δε σ’έχουν πλησιάσει εσένα;»
«Όχι. Ίσως νάναι αστικός μύθος, Ζορδάμη–»
«Δεν είναι αστικός μύθος, Νιρμόδε. Αλλά δεν με εκπλήσσει που δεν σ’έχουν ακόμα πλησιάσει. Δεν είσαι κεντρικός σύνδεσμος.»
Ο Νιρμόδος κάθεται πίσω απ’το γραφείο του. «Έχω ακούσει να λένε ότι ο Αίολος είναι μπλεγμένος σ’αυτή τη φατρία – ξέρεις, ο τιμονιέρης.»
Ο αρχιτιμονιέρης, σκέφτομαι. Τιμονιέρηδες αποκαλούν στην Άντχορκ τούς οδηγούς επιβατηγών οχημάτων, χαϊδευτικά. Η Δυναστεία έχει κάμποσους τιμονιέρηδες της Άντχορκ ανάμεσα στα μέλη της· ολόκληρο δίκτυο, για την ακρίβεια· κι αρχηγός αυτού του δικτύου είναι ο Αίολος. Και, απ’ό,τι ακούω, δεν είναι πια δικός μας άνθρωπος…
«Ποιος σ’το είπε;» ρωτάω τον Νιρμόδο, κι εκείνος μού αναφέρει δύο συγγενείς που βρίσκονται στα κατώτερα σκαλοπάτια της οικογένειας, που απλά κάνουν δουλειές. Τους είχα γνωρίσει παλιά, όταν κι εγώ απλά δουλειές έκανα στην Άντχορκ, χρωστώντας.
«Είναι κι αυτοί της… φατρίας;»
«Δεν ξέρω,» μορφάζει ο Νιρμόδος.
«Και να είναι,» λέω, κοιτάζοντας όχι μόνο αυτόν αλλά και τον Ύαν και την Ξανθίππη, «ίσως να μην το γνωρίζουν.» Τέτοιοι άνθρωποι απλά καθοδηγούνται, δεν κάνουν επιλογές· κι αν αυτοί που τους καθοδηγούν είναι με τους εχθρούς μας….
«Τι ακριβώς συμβαίνει, Ζορδάμη;» ρωτά ο Νιρμόδος.
«Λοιπόν,» του λέω. «Αφού δεν φαίνεται να είσαι με τον εχθρό, καλό θα ήταν να σε πάρουμε με το μέρος μας.»
«Το… Ποιο μέρος; Τι…;»
Του εξηγώ, εν συντομία, τι γίνεται, χωρίς να του μιλήσω για την Παλιά Δυναστεία. Του λέω ότι ορισμένα μέλη της Σιδηράς Δυναστείας θέλουν να πάρουν τον έλεγχο ολόκληρου του δικτύου για προσωπικό τους όφελος. Του αναφέρω τι έγινε στις Ψηλές Νύχτες, καθώς και ότι ο Φιλοπολίτης Τασνικέφ, στη Νίρβεκ, είναι νεκρός, δολοφονημένος.
«Δεν καταλαβαίνω,» λέει ο Νιρμόδος. «Ποιοι το κάνουν αυτό; Τι έχουν να κερδίσουν; Εντάξει, ας πούμε ότι ο Ψηλός Αλλάνδρης τρελάθηκε τελείως πια – δεν θα με εξέπληττε. Αλλά εσύ μιλάς για κάτι εξαπλωμένο σ’ολόκληρη τη Σεργήλη, σωστά;»
«Ακριβώς.» Και του λέω πως έχουν συμβεί κάποια περιστατικά και στη Νέσριβεκ: μια βασική σύνδεσμός μας εκεί δολοφονήθηκε επίσης. Αλλά δεν μπαίνω σε λεπτομέρειες. Δεν τον εμπιστεύομαι πλήρως – όχι ακόμα. «Θα μας βοηθήσεις να επαναφέρουμε ισορροπία μέσα στην οικογένεια;»
«Αν μπορώ να κάνω κάτι, θα το κάνω. Αν και…»
«Τι;»
«Δεν ξέρω τι θα μπορούσα να κάνω εγώ, Ζορδάμη. Θα ξεκινήσετε πόλεμο;»
«Θέλουμε να μάθουμε ποιοι είναι με ποιους, για αρχή, και να γυρίσουμε τη ζυγαριά προς το μέρος μας. Θέλουμε, επίσης, να μάθουμε ποιοι είναι οι αρχηγοί, τα κεφάλια, αυτής της συνωμοσίας.»
«Αν ανακαλύψω κάτι, θα σ’το πω. Θα μου δώσεις τον τηλεπικοινωνιακό κώδικά σου;»
«Όχι,» του λέω. «Λόγω των περιστάσεων δεν μπορώ. Όχι ακόμα. Αλλά θα βρισκόμαστε σε επαφή, Νιρμόδε. Θα σε ξαναεπισκεφτώ.»
«Μισό λεπτό. Κι αν θέλω να μιλήσω σε κάποιον; Ποιος είναι εμπιστοσύνης;»
Αναστενάζω. «Αυτή τη στιγμή, κανένας μες στην Άντχορκ. Εκτός από εμένα, τον Ύαν, και την Ξανθίππη. Αλλά τους δικούς μας τηλεπικοινωνιακούς κώδικες δεν μπορείς να τους έχει ακόμα, όπως σου είπα. Μείνε, όμως, πιστός στην οικογένεια, Νιρμόδε· μη συμμαχήσεις μ’αυτούς που προσπαθούν να προκαλέσουν διαίρεση–»
«Δεν θα έκανα τέτοιο πράγμα, Ζορδάμη.»
«Θα δεις ότι έχεις να κερδίσεις περισσότερα από τη Δυναστεία όπως ήταν ανέκαθεν.»
Δεν το πιστεύω ότι έχω βρεθεί σε θέση που υπερασπίζομαι τη Σιδηρά Δυναστεία. Μου μοιάζει αδιανόητο. Σχεδόν σαν όνειρο. Σχεδόν σαν αυτός να μην είμαι εγώ αλλά κάποιος άλλος. Κάποιος ηθοποιός που παριστάνει τον Ζορδάμη Λιγνόρρυγχο. Ο Ραλίστας που δεν είναι ο ραλίστας που ήξερα.
*
Ένα σημαντικό μέλος που κατοικεί στην Άντχορκ είναι ο Κλεόβουλος Σιριλάμνης – ο βασικός άνθρωπος που ο Άφευκτος ήθελε να σκοτώσει όταν κυνηγούσε συγγενείς. Πρόκειται για έναν πλούσιο ο οποίος έχει ορυχεία ενέργειας στα βόρεια της Ραχοκοκαλιάς, κοντά στη Θακέρκοβ, αλλά προτιμά να μένει στο Κόσμημα της Σεργήλης. Πρέπει να μάθουμε αν έχει στραφεί εναντίον μας ή όχι, όμως δεν μπορούμε να το ρισκάρουμε να τον επισκεφτούμε, γιατί, αν όντως είναι προδότης, τότε μάλλον δεν θα βγούμε ζωντανοί από το σπίτι του. Ή, αν βγούμε, θα βγούμε πολύ δύσκολα. Επομένως, η πληροφόρησή μας γι’αυτόν πρέπει να έρθει από άλλους, από μέλη που έχουν επαφές μαζί του.
Η λογίστρια Νικίτα Φόμανκωφ θα ξαναδεί το ηχομορφικό όχημα να παρουσιάζεται απρόσμενα μπροστά της. Ελπίζω να μην πανικοβληθεί πολύ…
Της στήνουμε καρτέρι στον Επίκτιστο, μια νοτιοανατολική συνοικία της Άντχορκ όπου η Νικίτα έχει το σπίτι της και το μεσημέρι επιστρέφει εκεί από το λογιστικό της γραφείο. Εκτός από τα λογιστικά άλλων, αναλαμβάνει και τα λογιστικά του Σιριλάμνη, γι’αυτό κιόλας μας ενδιαφέρει· αλλιώς μάλλον θα ήταν μια από εκείνους τους συγγενείς που είναι σχετικά ασήμαντοι.
Τη βλέπουμε τώρα να διασχίζει τον δρόμο, μια γυναίκα μετρίου αναστήματος με δέρμα λευκό-ροζ, μακριά καστανά μαλλιά, και λεπτά μακρόστενα γυαλιά, ντυμένη με γκρίζο ταγέρ αποτελούμενο από σακάκι και φούστα. Ένας μαύρος χαρτοφύλακας κρέμεται από τον ώμο της.
Το ηχομορφικό όχημα υλοποιείται ξαφνικά μπροστά της–
Η Νικίτα πετάγεται πίσω, κραυγάζοντας.
Ανοίγω το παράθυρο πλάι μου. «Μη φοβάσαι, το φάντασμα δεν επέστρεψε,» της λέω. «Έλα μαζί μου, όμως. Τώρα.»
Η Νικίτα ξεροκαταπίνει, ατενίζοντάς με με γουρλωμένα μάτια πίσω από τα γυαλιά της.
«Της οικογένειας είμαι,» τονίζω. «Μπες στο όχημα.» Γνέφω, με το κεφάλι, προς τη θέση δίπλα μου.
Η Νικίτα δεν φέρνει αντίρρηση· κάνει τον γύρο του οχήματος κι ανοίγοντας την άλλη πόρτα κάθεται στη θέση του συνοδηγού. «Για λίγο,» λέει, ξέπνοα, «νόμιζα ότι ήσουν ο Άφευκτος. Ποιος είσαι;»
Πατάω το πετάλι, ξεκινώντας το όχημα. «Ο Ραλίστας,» της λέω.
«Κωδικό όνομα;»
«Ναι.»
«Και τι θέλεις από εμένα; Εσύ έχεις το όχημα του Άφευκτου τώρα;» Την ίδια στιγμή προσέχει, από τον καθρέφτη, τους δύο συντρόφους μου που κάθονται πίσω. Γυρίζει και τους κοιτάζει. Ο Ύαν και η Ξανθίππη δεν τη χαιρετάνε. Έχουν κι οι δυο τους φάτσες που τρομάζουν δαίμονα των Φέρνιλγκαν, γαμώ τα πόδια της Λόρκης.
«Για τον κύριο Σιριλάμνη θέλω να κουβεντιάσουμε,» λέω στη Νικίτα, κι εκείνη στρέφει ξανά το βλέμμα της στη δική μου, πολύ πιο φιλική φάτσα. Αλλά δεν μιλά· με περιμένει να συνεχίσω.
«Γνωρίζεις τον Ψηλό Αλλάνδρη;» τη ρωτάω, και η ερώτηση μου δείχνει να την ξαφνιάζει αφού μόλις τώρα της είπα ότι θέλω να κουβεντιάσουμε για τον Σιριλάμνη.
«Τον… Ψηλό Αλλάνδρη; Τον αρχηγό των Σεβαστών Πορτιέρηδων;»
«Έχεις συναναστροφές μαζί του, λοιπόν,» λέω, χωρίς ερωτηματικό αυτή τη φορά, προκειμένου να την κάνω να το παραδεχτεί αν όντως αληθεύει. «Τον ξέρεις.»
«Δεν τον ξέρω!» λέει αμέσως η Νικίτα. «Δηλαδή, τον ξέρω, αλλά όχι όπως εννοείς. Δεν έχω συναναστροφές μαζί του.»
«Πώς ακριβώς τον ξέρεις, τότε;»
«Τον έχω δει με τον κύριο Σιριλάμνη.»
«Σοβαρά; Έχουν συναναστροφές αυτοί μεταξύ τους;»
«Δεν…» Κομπιάζει. «Απλώς τους είδα. Της οικογένειας δεν είναι και ο Ψηλός Αλλάνδρης;»
«Ναι.»
«Γιατί με ρωτάς γι’αυτόν; Δεν καταλαβαίνω. Και πού με πηγαίνεις;»
«Μια βόλτα, απλώς· θα σε γυρίσω σπίτι σου, μετά. Δεν πρόκειται για απαγωγή, αν αυτό φοβάσαι.»
«Γιατί με ρωτάς για τον Ψηλό Αλλάνδρη;» επιμένει.
«Ποια είναι η σχέση του με τον Κλεόβουλο Σιριλάμνη;» ζητώ να μάθω.
«Η… σχέση του;» Η Νικίτα συνοφρυώνεται πίσω από τα λεπτά γυαλιά της.
«Ναι. Συνεργάζονται;»
«Εννοείς αν έχω κάτι στα λογιστικά βιβλία μου για… για κάποια συνεργασία τους; Ακόμα κι αν έχω δεν μπορώ να–»
«Δεν εννοώ αυτό.»
«Τότε;»
Έχω την αίσθηση ότι δεν ξέρει τίποτα για την κλίκα που μας ενδιαφέρει. Ή, αν ξέρει, το κρύβει καλά. Μόνο ευθέως μπορώ να τη ρωτήσω. Και τη ρωτάω (προτού το κάνει ο Ύαν ή η Ξανθίππη).
«Μέσα στη Δυναστεία έχει δημιουργηθεί μια κλίκα, μια φατρία, που προσπαθεί να παραγκωνίσει άλλα, παλιότερα μέλη: προσπαθεί να πάρει τον έλεγχο. Το ξέρεις, έτσι; Και το ξέρεις ότι γι’αυτό ήρθαμε να σε βρούμε.» Τα λέω μ’έναν τρόπο σαν να είμαι σίγουρος, για να την πανικοβάλω και να την κάνω να το παραδεχτεί αν όντως γνωρίζει κάτι.
«Τι;» λέει η Νικίτα, φανερά παραξενεμένη. «Ποια φατρία; Δεν έχω ακούσει τίποτα για καμια φατρία! Κοίτα, δεν ξέρω τι σου έχουν πει για εμένα, αλλά εγώ απλώς κάτι λογιστικά βιβλία κρατάω. Δε γνωρίζω τι κάνει ο καθένας–»
«Πώς είδες, τότε, τον Σιριλάμνη μαζί με τον Ψηλό Αλλάνδρη;» Η Ξανθίππη είναι που κάνει αυτή την ερώτηση, από πίσω. «Πού τους είδες μαζί;»
«Σε μια δεξίωση που είχε κάνει ο κύριος Σιριλάμνης μεταξύ ατόμων της Δυναστείας.»
«Δεξίωση μεταξύ ατόμων της Δυναστείας;» λέει η Ξανθίππη. «Ποιοι ήταν εκεί; Πριν από πόσες μέρες έγινε;»
«Πριν από…» Η Νικίτα τρίβει το μέτωπό της, αναστενάζοντας, έκδηλα αγχωμένη. «Πριν από καμια δεκαριά μέρες πρέπει να ήταν, αν δεν κάνω λάθος.»
«Πρόσφατα, δηλαδή,» παρατηρώ.
«Ναι.»
«Και ποιοι ήταν εκεί;» ρωτά η Ξανθίππη. Είναι καταφανές ότι υποπτεύεται πως εκεί ήταν συγκεντρωμένοι οι εχθροί μας.
«Γιατί θέλετε να ξέρετε;»
Η Ξανθίππη τραβά πιστόλι.
«Εντάξει!» λέει η Νικίτα, τσυριχτά. «Μα τους θεούς! Θα σας πω. Εκτός από εμένα, τον κύριο Σιριλάμνη, και τον Ψηλό Αλλάνδρη, εκεί ήταν – απ’ό,τι θυμάμαι – ο Αίολος ο τιμονιέρης, η Μαρκέλλα Ασράντιφ–»
«Η οπλουργός;» ρωτάω. Απ’ό,τι ξέρω, έχει βιομηχανία όπλων εδώ, στην Άντχορκ.
«Ναι.»
«Ποιοι άλλοι;» την προτρέπω να συνεχίσει.
«Εεε… ο Άνθιμος Γενναιόχειρος, ο δημοσιογράφος.»
Ένας δημοσιογράφος της εφημερίδας «Τα Νέα του Κοσμήματος», ο οποίος γράφει και στην ΠανΣεργήλιο, την εφημερίδα που κυκλοφορεί σ’όλη τη Σεργήλη. Τον έχω ξανακούσει – το ξέρω ότι είναι στη Δυναστεία – αλλά δεν έχει τύχει ποτέ να τον συναντήσω.
«Ο Νόρτεκ-Ριθ, ένας μισθοφόρος,» συνεχίζει η Νικίτα.
Δεν τον έχω ξανακούσει. Κοιτάζω τον Ύαν από τον καθρέφτη, για να δω την αντίδρασή του – μήπως εκείνος τον ξέρει – αλλά η έκφρασή του δεν μου μαρτυρά τίποτα.
«Η… Κάτσε να δεις πώς τη λένε… Η Λυκία η Λύκαινα (παρατσούκλι, εννοείται, όχι επίθετο) που είναι αρχηγός μιας συμμορίας στο Νέο Δώμα.»
Ποια συμμορία είν’ αυτή που δεν την ξέρω;
«Και…» συνεχίζει η Νικίτα, «κάποιοι άλλοι.»
«Ποιοι;» την πιέζει η Ξανθίππη, που δεν έχει ακόμα κρύψει το πιστόλι της.
«Δε θυμάμαι τα ονόματά τους. Άλλοι πέντε πρέπει να ήταν. Δεν έμεινα και πολύ στη δεξίωση.»
«Τι έλεγαν;» τη ρωτάω.
«Τι να λένε;»
«Πρόσεξες να λέγεται κάτι που σου έκανε εντύπωση;»
«Δεν καταλαβαίνω γιατί υφίσταμαι αυτή την ανάκριση!» λέει η Νικίτα, παραμερίζοντας τον φόβο της για λίγο. «Δε σας ξέρω καν· μπορεί να μου λέτε ψέματα ότι είστε της οικογένειας!»
Γελάω. «Πώς αλλιώς θα σε ξέραμε; Πώς αλλιώς θα ξέραμε για τη Σιδηρά Δυναστεία; Ή για τον Ψηλό Αλλάνδρη. Ή για τον Σιριλάμνη. Πώς αλλιώς θα οδηγούσα τώρα το όχημα του Άφευκτου; – μέσα στο οποίο γνωρίζω ότι έχεις ξαναβρεθεί, μαζί με τη δική του παρέα.»
Η Νικίτα ξεροκαταπίνει. «Είστε…;»
«Τι;»
«Σαν τον Άφευκτο;»
«Εγώ,» της λέω, «κι ο μαυρόδερμος κύριος από πίσω σκοτώσαμε τον Άφευκτο μαζί με τη βοήθεια ενός ανθρώπου ακόμα.»
Τα μάτια της γουρλώνουν ξανά. «Είσαι ο…; Είστε…;»
«Ναι,» τη διαβεβαιώνω, «αυτοί είμαστε.»
«Και τώρα γιατί με ρωτάτε αυτά που με ρωτάτε;»
«Θα μου απαντήσεις αν πρόσεξες κάτι ασυνήθιστο στη δεξίωση, ή όχι; Είπε κανένας τίποτα εναντίον άλλων μελών; Είπε κανένας τίποτα για την…» – πώς το είπε ο Λαοκράτης; – «αναμόρφωση της Δυναστείας; Για μια αλλαγή;»
«Α… ναι, τώρα που το λες, ναι,» κομπιάζει η Νικίτα. «Ο κύριος Σιριλάμνης είπε ότι τα πράγματα θα καλυτερέψουν μέσα στην οικογένεια για όλους. Δεν θα παρουσιάζονται πια φαινόμενα όπως αυτά του Άφευκτου, ο οποίος μας είχε τρομοκρατήσει. Τα πράγματα θα είναι πιο… πιο ελεγχόμενα. Προς το συμφέρον όλων.»
«Αυτά είπε ο Σιριλάμνης, ε;»
«Ναι, αυτά θυμάμαι. Περίπου αυτά.»
Το καθίκι. Γιατί σταματήσαμε τον Σίλα απ’το να τον δολοφονήσει; Έπρεπε να περιμένουμε λίγο μέχρι να τον βρει και να τον πατήσει. Και μετά μπορούσαμε να σκοτώσουμε τον Άφευκτο με την ησυχία μας.
«Μάλιστα,» λέω. «Τίποτ’ άλλο;»
«Εεε… δεν, δεν θυμάμαι κάτι.»
Η Ξανθίππη την αρπάζει απ’τα μαλλιά, τραβώντας της το κεφάλι πίσω και βάζοντας το πιστόλι της πλάι στον κρόταφο της λογίστριας, η οποία ουρλιάζει τρομαγμένα.
«Είσαι σίγουρη;» ρωτά η Ξανθίππη.
«Σας παρακαλώ, μη με σκοτώσετε!» σκούζει η Νικίτα. «Μα τους θεούς, τι θέλετε; Δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει!» Δάκρυα κυλάνε απ’τις άκριες των ματιών της.
«Δε νομίζω πως ξέρει τίποτ’ άλλο,» λέω κοιτάζοντας μπροστά καθώς οδηγώ άνετα.
Η Ξανθίππη ελευθερώνει τη Νικίτα, κι εκείνη ψηλαφεί το κεφάλι της μέσα από τα καστανά μαλλιά της.
«Θα σε πάμε σπίτι σου,» λέω στη λογίστρια, «όπως σου υποσχέθηκα. Αλλά μην αναφέρεις σε κανέναν τίποτα για εμάς.»
«Το υπόσχομαι!» αποκρίνεται αμέσως. Και είμαι βέβαιος ότι λέει ψέματα. Αλλά δεν έχει σημασία. Τι να κάνουμε, να τη σκοτώσουμε; Αν, σαν τον Άφευκτο, αρχίσουμε να καθαρίζουμε τους πάντες θα διαλύσουμε τη Δυναστεία στο τέλος.
*
«Όλοι αυτοί που ήταν στη δεξίωση είναι, σίγουρα, προδότες,» λέει η Ξανθίππη, καθώς οδηγώ τυχαία μέσα στους δρόμους της Άντχορκ, ανάμεσα σε ουρανοξύστες και σε πιο χαμηλές πολυκατοικίες.
«Μην είσαι και τόσο σίγουρη,» διαφωνώ. «Και η Νικίτα ήταν εκεί, και δεν ξέρει τι ακριβώς συμβαίνει.»
«Ή έτσι λέει.»
«Πιστεύεις ότι είπε ψέματα;»
«…Μάλλον όχι,» παραδέχεται η Ξανθίππη μετά από δισταγμό μιας στιγμής.
«Αυτόν τον Νόρτεκ-Ριθ, τον μισθοφόρο, τον ξέρεις, Ύαν;» ρωτάω.
«Ναι. Πρώην Παντοκρατορικός είναι. Η Σιδηρά Δυναστεία τον έσωσε από την οργή της Επανάστασης, και τώρα διευθύνει μια μικρή ομάδα από επίλεκτους πολεμιστές.»
«Παντοκρατορικοί κι αυτοί;»
«Ορισμένοι ναι.»
«Πόσο μεγάλη ομάδα;»
«Όχι πολύ μεγάλη. Καμια τριανταριά. Αλλά επίλεκτοι.»
«Το Νόρτεκ-Ριθ δεν είναι Σεργήλιο όνομα…» παρατηρώ.
«Από τη Ρελκάμνια είναι. Ένα κάθαρμα,» προσθέτει.
«Χειρότερος από εσένα;» τον πειράζω.
«Μη με προσβάλλεις, Ραλίστα. Εγώ είμαι επαγγελματίας, δεν είμαι κάθαρμα.»
Ποια η διαφορά όταν κι οι δύο πληρώνεστε για να σκοτώνετε ανθρώπους; Αλλά το θεωρώ συνετότερο να μην το πω αυτό.
«Λέω να επισκεφτούμε τον Αίολο,» προτείνω. «Συμφωνείτε;»
«Καλύτερα να μιλήσουμε με την κυρία Αμυθολόγητη πρώτα,» αποκρίνεται η Ξανθίππη.
«Πάμε,» λέω, στρίβοντας το τιμόνι. Είναι μεσημέρι, εξάλλου, και πεινάω. Ελπίζω η Αλκάρνη Αμυθολόγητη να έχει παραγγείλει τίποτα για φαγητό. Το πρωί μάς είχε έτοιμο πρωινό (αγορασμένο από έξω, υποθέτω) το οποίο δεν αγγίξαμε παρά ελάχιστα.
Κατευθύνομαι προς το σπίτι της χρησιμοποιώντας τις ιδιαίτερες ιδιότητες του οχήματός μου για κάλυψη: δηλαδή, το μεταμορφώνω σε ήχο για να περάσουμε μέσα από κάποια οικοδομήματα και να βγούμε από την άλλη, ώστε αν κάποιος τυχαίνει να μας κατασκοπεύει (που δεν το νομίζω) να μας χάσει.
Όταν φτάνουμε στην οικία της Αμυθολόγητης, συναντάμε εκεί τον Λαοκράτη και την Κληματένια, η οποία, καθισμένη στο πάτωμα, παίζει με την Κλεισμένη χρησιμοποιώντας ένα κουβάρι μαλλί, δύο μπαλάκια, κι έναν προβολέα ο οποίος παρουσιάζει ολογράμματα φτιαγμένα από καλλιτέχνες ολογραφιστές.
«Δε σε είχα για τόσο μικρή,» της λέω.
Η Κληματένια γελά και τα μάγουλά της κοκκινίζουν. «Μ’αρέσει η γάτα σου, Ραλίστα!» Δεν είναι και πολύ μεγάλη, βέβαια: γύρω στα είκοσι.
«Πού είναι η Αμυθολόγητη;» ρωτάω τον Λαοκράτη.
«Φτιάχνει φαγητό.» Ο Άλθαρνεφ ήταν που μας άνοιξε την πόρτα, και τώρα κάθεται στον καναπέ όπου καθόταν και χτες, καπνίζοντας κι έχοντας ένα ποτήρι Σεργήλιο οίνο από κοντά.
«Φαγητό; Αυτό είναι που μυρίζει εδώ μέσα;»
«Εσύ τι νόμιζες, ότι ερχόταν από κάνα εστιατόριο έξω από το σπίτι;» γελά ο Λαοκράτης.
«Δε μπορώ να το δεχτώ να φτιάχνει ολόκληρη Αλκάρνη Αμυθολόγητη φαγητό για εμένα και για εσάς τους λεχρίτες,» λέω. «Είσαι σοβαρός;»
«Λεχρίτες; Να μιλάς για τον εαυτό σου, Ραλίστα! Επιπλέον, η μαγειρική είναι προσωπική ενασχόληση για εκείνη.»
«Με δουλεύεις;»
«Πήγαινε στην κουζίνα και δες.»
Πηγαίνω, ενώ πίσω μου ακούω τον Λαοκράτη να ρωτά την Ξανθίππη και τον Ύαν: «Μάθατε τίποτα χρήσιμο;»
*
Γνωρίζω ότι, μετά τη δουλειά, ο Αίολος αφήνει το επιβατηγό όχημά του σ’ένα συγκεκριμένο γκαράζ στον Κλητό. Το έχω μάθει από τότε που ήμουν παλιότερα στην Άντχορκ, χρωστώντας ακόμα στη Σιδηρά Δυναστεία. Το γκαράζ αυτό είναι μεγάλο: έχει ισόγειο, δύο υπόγεια, και έναν όροφο. Και φυλάσσεται από φρουρούς. Δεν θα είναι, όμως, δύσκολο να μπούμε αθέατοι με το όχημά μας· απλά θα πάρουμε μορφή ήχου και θα γλιστρήσουμε ανάμεσα στα υπόλοιπα οχήματα. Το μόνο που με απασχολεί είναι μήπως ο Αίολος έχει πάψει πια να σταθμεύει το επιβατηγό του εκεί τις νύχτες.
Η ανησυχία μου αποδεικνύεται αβάσιμη, γιατί, καθώς έχουμε σταματήσει στο πρώτο υπόγειο του γκαράζ και περιμένουμε, έχοντας υλική μορφή τώρα, βλέπω το όχημα του Αίολου να έρχεται και να σταθμεύει σε απόσταση τριών μέτριων οχημάτων από το δικό μας. Δίχως καθυστέρηση, εγώ, ο Ύαν, και η Ξανθίππη βγαίνουμε από το ηχομορφικό και ζυγώνουμε το επιβατηγό του Αίολου από γύρω, ανοίγοντας τις πόρτες και μπαίνοντας ενώ τραβάμε πιστόλια μέσα από τα ρούχα μας.
Εγώ κάθομαι δίπλα στον τιμονιέρη, ο Ύαν και η Ξανθίππη πίσω του.
«Γεια σου, Αίολε,» χαιρετώ.
«Ζορδάμη…» κάνει ξαφνιασμένος εκείνος, και το βλέμμα του πηγαίνει στο όπλο στο χέρι μου. «Σου έκανα κάτι που δεν το ξέρω;» Διατηρεί την ψυχραιμία του· κανένας ποτέ δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει τον Αίολο ότι δεν είναι ψύχραιμος. Στο γαλανόδερμο πρόσωπό του δεν υπάρχει κανένα σημάδι φόβου. Τα μάτια του είναι εστιασμένα σ’εμένα και μόνο, αν και δεν αμφιβάλλω ότι έχει καταλάβει πολύ καλά πως κι αυτοί πίσω μας κρατάνε όπλα.
«Σ’εμένα προσωπικά, όχι, δεν έχεις κάνει τίποτα,» αποκρίνομαι. «Γνωρίζω, όμως, ότι έχεις πάρει έναν πολύ κακό δρόμο–»
Το βλέμμα του αγριεύει. «Έχεις αρχίσει να κρίνεις τον δρόμο του καθενός, τώρα, ραλίστα; Είσαι μέλος που χρωστά και–»
«Όχι πια,» του λέω. «Δεν χρωστάω πια. Και γνωρίζω ότι βρίσκεσαι μπλεγμένος μέσα σε μια κλίκα όπου είναι μπλεγμένος κι ο Ψηλός Αλλάνδρης. Αληθεύει, δεν αληθεύει;»
«Ποιος σ’έστειλε;»
Η Ξανθίππη τού λέει, από πίσω: «Εμείς θα ρωτάμε, όχι εσύ!»
«Ποια είν’ αυτή;» με ρωτά ο Αίολος, κοιτάζοντας τους δύο πισινούς επιβάτες από τον καθρέφτη. Τον Ύαν, μάλλον, τον γνωρίζει.
«Της οικογένειας είναι,» του λέω. «Περισσότερα δεν χρειάζεται να ξέρεις. Γιατί έχεις προδώσει τη Δυναστεία, Αίολε; Τι σου προσφέρει αυτή η κλίκα που δεν μπορούσε να σου προσφέρει η Δυναστεία όπως ήταν; Συνεργάζεσαι με μέλη που έχουν σκοπό να σκοτώσουν άλλα μέλη! Που έχουν ήδη σκοτώσει άλλα μέλη.»
«Και θα σκότωναν κι εμένα πολύ εύκολα, ραλίστα!» γρυλίζει ο Αίολος. «Καταλαβαίνεις πόσο λεπτή είναι η θέση μου εδώ, μέσα στους δρόμους της Άντχορκ; Όταν ο Ψηλός Αλλάνδρης με πλησίασε, είχε ήδη μεταστρέψει αρκετούς τιμονιέρηδες του δικτύου μου – και δεν ήξερα ποιους. Θα έβγαινα γρήγορα από το παιχνίδι, αν δεν έπαιζα κι εγώ. Εκτός του ότι θα ήταν αδύνατο να περάσω από όσες περιοχές ελέγχονται από τους Σεβαστούς Πορτιέρηδες. Ακόμα απορείς, λοιπόν, γιατί είμαι μαζί τους;»
«Και δεν σκέφτηκες ότι οι άνθρωποι που αποτελούν στόχο αυτών των καθαρμάτων θα αντιδράσουν;»
«Δεν ξέρω ποιοι αποτελούν στόχο, ραλίστα. Κι εγώ μπορεί να αποτελ–»
«Ναι,» τον διαβεβαιώνω, «αποτελούσες στόχο· δεν υπάρχει αμφιβολία. Ή θα σ’έπαιρναν μαζί τους ή θα σε σκότωναν.»
«Και τι έχεις να προτείνεις; Να έφευγα από την Άντχορκ; Είμαι χρονιά εδώ, Ζορδάμη! Χρόνια τιμονιέρης στο Κόσμημα της Σεργήλης. Δε θα τα παρατήσω τώρα για να τρέξω στην ύπαιθρο!»
«Αν λοιπόν εξαναγκάστηκες, όπως λες, να πας με το μέρος τους, είσαι πρόθυμος να πάρεις πάλι τον ίσιο δρόμο;»
«Σταματά τις μαλακίες, ραλίστα! Ποιος είναι ο ‘ίσιος δρόμος’; Μες στη Δυναστεία είμαστε· σίγουρα αυτός, εκ φύσεως, δεν είναι ο ίσιος δρόμος, όπως τον εννοούν οι περισσότεροι κάτοικοι της Άντχορκ κι όλης της Σεργήλης! Γιατί δε μου λες, καλύτερα, για ποιους δουλεύετε τώρα, εσύ, ο Ύαν, κι αυτή η τύπισσα;»
«Για τη Σιδηρά Δυναστεία δουλεύουμε, Αίολε.»
«Μην το γυρίζεις στο θρησκευτικό τώρα!» γελά ο Αίολος. «Η Σιδηρά Δυναστεία δεν είναι η Μεγάλη Αρτάλη! Από πού παίρνετε τις διαταγές σας;»
«Το θέμα δεν είναι από πού παίρνουμε τις διαταγές μας,» του λέω. «Το θέμα είναι πως, όντως, είτε το πιστεύεις είτε όχι, δουλεύουμε για το καλό της Σιδηράς Δυναστείας. Η Δυναστεία ανέκαθεν πρόσφερε υποστήριξη σ’όλα τα μέλη της. Μια φατρία που προσπαθεί να προωθήσει τα δικά της συμφέροντα ενώ εξολοθρεύει άλλα μέλη είναι… κάτι το αφύσικο για τη Δυναστεία. Κάτι που, στο τέλος, θα τη διαλύσει, και το ξέρεις πολύ καλά. Θα δημιουργήσει βλαβερό παράδειγμα που, πιθανώς, κι άλλοι θ’ακολουθήσουν.»
«Δεν ξέρω,» λέει ο Αίολος αποφεύγοντας το βλέμμα μου. «Έχεις αρχίσει να μπλέκεσαι με βαριά φιλοσοφία, ραλίστα. Πολύ βαριά, γαμώ τα κωλομέρια της Λόρκης. Και τι θέλεις από εμένα; Ήρθατε να με καθαρίσετε, αλλά πρώτα μου λες τον λόγο – για να ξέρω γιατί θα πεθάνω;»
«Εμείς,» του λέω, κρύβοντας το πιστόλι μου (το ξέρω, άλλωστε, πως ο Ύαν και η Ξανθίππη προσέχουν τον τιμονιέρη σαν άγριοι γρύπες έτοιμοι για επίθεση), «δεν σκοτώνουμε τους άλλους συγγενείς. Θέλουμε να εγκαταλείψεις αυτούς τους κακοποιούς και νάρθεις μαζί μας–»
«Δε μου είπες καν ποιον υπηρετείτε!»
«Σου είπα ότι υπηρετούμε τη Δυναστεία – τη θέλουμε όπως ήταν παλιά. Είσαι μαζί μας ή όχι;»
«Ιδεολογικά,» μου απαντά ο Αίολος, «ναι, είμαι μαζί σας. Πρακτικά, όμως, δεν μπορώ να είμαι. Μόλις βγω στους δρόμους, τα τσιράκια του Ψηλού Αλλάνδρη θα με καθαρίσουν. Κι αν αποφεύγω συνέχεια τις περιοχές των Σεβαστών Πορτιέρηδων, τότε… άλλοι θα με καθαρίσουν.»
«Ποιοι;»
Ο Αίολος με κοιτάζει καχύποπτα.
«Δεν είσαι πρόθυμος ούτε καν να μας δώσεις μερικές πληροφορίες;» του λέω.
Ο Αίολος αναστενάζει. «Κι αν κάποιοι αρχίσουν ν’αναρωτιούνται από πού πήρατε τις πληροφορίες σας;»
«Δεν είσαι ο μόνος που έχουμε επισκεφτεί, και ούτε κανένας θα μάθει ότι σε επισκεφτήκαμε.»
Ο Αίολος ρουθουνίζει, γνωρίζοντας φυσικά πώς κυκλοφορούν οι πληροφορίες μέσα στη Δυναστεία. Τα μυστικά δύσκολα κρατιούνται, εκτός αν πρόκειται για κάτι που το ξέρουν μόνο δυο-τρεις άνθρωποι και δεν μιλάνε γι’αυτό σε κανέναν.
«Ποιοι άλλοι φοβάσαι ότι μπορεί να σε καθαρίσουν;» επιμένω.
Ο Αίολος μορφάζει. «Μισθοφόροι,» μου λέει.
«Του Σιριλάμνη;»
«Γνωρίζεις και για τον Σιριλάμνη, λοιπόν…»
«Αυτός ξεκίνησε τούτη την ιστορία;» ρωτάω.
«Δεν είμαι σίγουρος ποιος την ξεκίνησε, ραλίστα.»
«Είχες πάει στη δεξίωσή του, όμως.»
«Από πού μάζεψες όλες αυτές τις πληροφορίες;» με ρωτά. «Ήσουν κι εσύ στο παιχνίδι αλλά αποφάσισες πως δεν σου άρεσε;»
«Περίπου,» του λέω. «Αλλά δεν ήξερα για ποιους έπαιζα. Αν δεν ξεκίνησε ο Σιριλάμνης τούτη την προδοσία, ποιος την ξεκίνησε, Αίολε; Έχεις ακούσει; Κάποια φήμη, έστω;»
Ο Αίολος κουνά το κεφάλι. «Πραγματικά, δεν ξέρω. Οι αναμορφωτές, πάντως, δεν είναι μόνο στην Άντχορκ· γι’αυτό είμαι σίγουρος.»
«Γι’αυτό κι εγώ είμαι σίγουρος. Αλλά ποιος το ξεκίνησε;»
«Σου είπα – δεν ξέρω. Θα με σκοτώσετε, τώρα, ή θα μ’αφήσετε να πάω στο σπίτι μου;»
«Όχι ακόμα.»
«Σε ποια από τις δύο ερωτήσεις μού απαντάς;»
«Και στις δύο,» του λέω, και του ζητάω να μου πει για τα άλλα μέλη της κλίκας τα οποία ξέρει. Ο Αίολος όμως αρνείται. Αποκρίνεται πως θα τον σκοτώσουν αν μαθευτεί ότι τους πρόδωσε.
«Θα σε σκοτώσουμε τώρα αν δεν τους προδώσεις,» τον πληροφορεί ο Ύαν. «Τι λες, λοιπόν: θα βγεις από το όχημά σου ζωντανός, απόψε, ή όχι, τιμονιέρη;»
Ο Αίολος αναστενάζει, και μας λέει τα ίδια ονόματα που μας είπε και η Νικίτα Φόμανκωφ. Επίσης, μας αναφέρει κι άλλους πέντε – αυτούς που μάλλον δεν θυμόταν η Νικίτα – οι οποίοι είναι μικρότερα ψάρια της Δυναστείας. Μόνο ένα πρόσωπο ανάμεσά τους είναι σημαντικότερο: η Τζούλη, η οποία παλιότερα, αρκετές φορές, με είχε προμηθεύσει στην Άντχορκ με εξοπλισμούς και ψεύτικες ταυτότητες. Ακόμα κι αυτή την πήραν με το μέρος τους, τα καθάρματα.
«Και οι τιμονιέρηδες;» τον ρωτάω. «Ποιοι τιμονιέρηδες είναι στο παιχνίδι;»
«Μη με ανακατεύεις τώρα με τέτοια, ραλίστα, γιατί, ειλικρινά σου λέω, δεν ξέρω. Πράγμα που έχει γίνει επίτηδες, μάλλον. Θέλουν να φοβάμαι ότι οι άλλοι τιμονιέρηδες με παρακολουθούν, ή ότι κάποιος απ’ αυτούς ίσως να με καθαρίσει, ή ότι κάποιος απ’ αυτούς θα πάρει τη θέση μου, ως αρχηγός των οδηγών της οικογένειας, όταν άλλοι με καθαρίσουν.»
«Ποιοι άλλοι;» τον ρωτά ο Ύαν. «Ακόμα δεν μας είπες τίποτα συγκεκριμένο. Αναφέρεσαι στους μισθοφόρους του Νόρτεκ-Ριθ;»
«Ναι,» παραδέχεται ο Αίολος. «Είναι κι αυτοί μες στο παιχνίδι.»
Κοιτάζω την Ξανθίππη και τον Ύαν ερωτηματικά: Θέλετε να τον ρωτήσετε τίποτ’ άλλο; Η πρώτη κουνά ελαφρώς το κεφάλι της· ο δεύτερος μένει ακίνητος και αμίλητος. Ώρα, λοιπόν, να φεύγουμε.
«Θα τα ξαναπούμε,» λέω στον Αίολο, κι ανοίγοντας την πόρτα πλάι μου βγαίνω απ’το όχημά του.
Η Ξανθίππη κι ο Ύαν με ακολουθούν καθώς βαδίζω γρήγορα προς το ηχομορφικό όχημα. Μπαίνουμε και το μεταμορφώνω σε ήχο. Το ανεβάζω εύκολα στο ισόγειο του γκαράζ (δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο για εμένα τώρα) και φεύγουμε από εκεί. Μέσα στους δρόμους της Άντχορκ, του δίνω ξανά υλική μορφή.
«Αυτό θα κυκλοφορήσει, σίγουρα,» μου λέει ο Ύαν.
«Ποιο;»
«Ο Αίολος θα τους πει ότι τον στριμώξαμε. Και θα τους πει ότι είδε το όχημά μας να εξαφανίζεται.»
«Το ξέρουν ήδη ότι το όχημά μας εξαφανίζεται,» του θυμίζω.
Η Ξανθίππη λέει: «Μπορεί να μην τους πει ότι τον στριμώξαμε. Από φόβο μην τον σκοτώσουν.»
«Ναι,» συμφωνώ, «ίσως. Αλλά καλύτερα να μη βασιστούμε σ’αυτό.»
Και πηγαίνουμε ν’αγοράσουμε καύσιμα προτού επιστρέψουμε στο σπίτι της Αλκάρνης Αμυθολόγητης. Το ηχομορφικό όχημα ρουφά την ενέργεια σαν πορτοκαλάδα.
Η ημέρα ύστερα από την επίθεση εναντίον της Πάολας από τον Πλοκαμόνυχα είναι η Τελευταία Ημέρα του Εαρινού του Δευτέρου, η Πανήγυρις της Ζωοδότειρας Μητέρας του Ήλιου, η μεγαλύτερη γιορτή της Αρτάλης. Τα νέα σχετικά με την παρουσία του εξωδιαστασιακού τέρατος στον Ολάνοιχτο, μες στη νύχτα, δεν ανησυχούν παρά ελάχιστους πολίτες της Νίρβεκ (το είδος των ανθρώπων που γενικά ανησυχούν με το παραμικρό ούτως ή άλλως)· οι περισσότεροι απλώς σχολιάζουν το γεγονός ως αξιοπερίεργο (άλλωστε, η Σεργήλη είναι σταυροδρόμι ανάμεσα στις διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος και πολλές παραδοξότητες παρουσιάζονται εδώ, κατά καιρούς) και επιδίδονται στους πανηγυρισμούς που διαρκούν ολόκληρη την ημέρα. Κανένας στη Νίρβεκ δεν δουλεύει σήμερα. Όλοι, σύμφωνα με το έθιμο, γιορτάζουν την κορυφή της άνοιξης και τη ζωή. Ο φόνος – αν κάποιος είναι τόσο τρελός ώστε να σκοτώσει σήμερα στη Νίρβεκ – τιμωρείται με άμεσο πνιγμό στον ποταμό Τάρνοφ· τον βάζουν σ’ένα στενό κλουβί και τον κατεβάζουν μέσα στο νερό, με συνοπτικές διαδικασίες. Τα τελευταία πενήντα χρόνια δεν έχει ακουστεί να έχει γίνει φόνος την Τελευταία Ημέρα του Εαρινού του Δευτέρου.
Το Ύπατο Συμβούλιο της Νίρβεκ και διάφοροι χορηγοί επιχορηγούν τα εστιατόρια, τα πανδοχεία, και τις ταβέρνες ώστε να δίνουν δωρεάν φαγητά και ποτά σε όλους. Δωρεάν είναι επίσης το νίσβεν και η Ανάσα του Δράκοντα, αλλά όχι άλλες ουσίες, και δεν υφίστανται ποινές για την κατάχρηση καμίας ουσίας. Το έθιμο λέει πως όλοι μέσα στη Νίρβεκ πρέπει να κάνουν έρωτα τουλάχιστον μία φορά σήμερα: και όσες πιο πολλές φορές κάνουν έρωτα τόσο μεγαλύτερη εύνοια θα έχουν από την Αρτάλη, τη Μεγάλη Ζωοδότειρα Μητέρα του Ήλιου, για ολόκληρο τον χρόνο.
Η γιορτή κρατά από την ανατολή της Τελευταίας Ημέρας του Εαρινού του Δευτέρου έως την ανατολή της Πρώτης Ημέρας του Εαρινού του Τρίτου. Το Άρμα της Θεάς – ένα μεγάλο, αργοκίνητο όχημα με καρότσα και τέσσερις ψηλούς τροχούς από σίδερο και χρυσάφι, το οποίο οδηγούν οι ιέρειες της Αρτάλης – περιφέρεται συνεχώς στους δρόμους της Νίρβεκ μοιράζοντας δωρεάν ποτά, διάφορες διεγερτικές ουσίες, φυλαχτά, εγκόλπια με προσευχές, φίλτρα, ελιξίρια, και προφυλακτικά φτιαγμένα από λάστιχο ή ζωικές ίνες και ευλογημένα από τις ιέρειες (τα οποία πολλοί θεωρούν τυχερά). Πλήθη συγκεντρώνονται στους ναούς της Αρτάλης για να προσευχηθούν στη Μεγάλη Θεά της Σεργήλης, και τελετουργίες γίνονται εκεί από τις ιέρειες από την ανατολή μέχρι τη δύση. Οι ιέρειες, επίσης, ξορκίζουν κακοποιά πνεύματα και δαιμονικές ενέργειες, ευλογούν έγκυες γυναίκες, και παντρεύουν δεκάδες ζευγάρια (διότι θεωρείται, φυσικά, τυχερό να παντρευτεί κανείς σήμερα). Οι ίδιες οι ιέρειες της Αρτάλης ποτέ δεν παντρεύονται αλλά, κατά τη Γιορτή της Ζωοδότειρας Μητέρας, ύστερα από τη δύση του ήλιου, λέγεται πως επιδίδονται σε τρομερά ερωτικά όργια με άντρες, αφού έχουν πια κλείσει τις πόρτες των ναών. Κυκλοφορεί η φήμη ότι πολλοί απ’ αυτούς τους άντρες επιλέγονται είτε με τρόπο τυχαίο είτε με τρόπο θεόπνευστο και μυστηριακό.
Η Πάολα, ύστερα από ό,τι της συνέβη χτες βράδυ, δεν έχει όρεξη για εορτασμούς σήμερα. Την περισσότερη ημέρα την περνά στο δωμάτιό της στον Χαμηλό Πύργο, αλλά καλεί εκεί τον Σουτούρη τον Τυχερό και κάνουν έρωτα δύο φορές, μία το μεσημέρι και μία λίγο πριν από τα μεσάνυχτα. Η Πάολα δεν είναι προληπτική, μα δεν θέλει κιόλας να το ρισκάρει να μην έχει τύχη τον χρόνο που θ’ακολουθήσει. Ρωτά, γελώντας, τον Σουτούρη αν η τύχη της θα είναι καλύτερη αφού πλάγιασε με κάποιον που τον λένε «ο Τυχερός». Εκείνος αποκρίνεται, νηφάλια, πως ελπίζει όλων τους η τύχη να είναι καλύτερη στο σύντομο μέλλον· και η Πάολα ξέρει ακριβώς τι εννοεί.
Τις ώρες που δεν είναι στον Χαμηλό Πύργο, περιφέρεται στους δρόμους της Νίρβεκ, ανάμεσα στους Δρομολόγους. Τα τραυματισμένα πόδια της την πονάνε, αλλά όχι τόσο ώστε να μη μπορεί να βαδίσει, και τα έχει κρυμμένα μέσα σ’ένα φαρδύ παντελόνι. Αποφεύγει, με έξυπνους τρόπους, όσους άντρες επιχειρούν να την πλησιάσουν ερωτικά, και συζητά με τον Ριχάρδο για το χτεσινοβραδινό επεισόδιο. Παρατηρεί πως ο Ναρκάμης δεν δίνει κανένα σημάδι εχθρότητας προς το μέρος της· της μιλά φιλικά και αστειεύεται μαζί της, σαν τίποτα να μην έχει συμβεί. Η Νιρίφα, βέβαια, την ατενίζει με μίσος, δεν της μιλά, αλλάζει διάφορους παρτενέρ, και καπνίζει νίσβεν. Η Πάολα σκέφτεται να της στήσει κάποια απάτη, όμως δεν επιχειρεί τίποτα, γιατί λένε ότι είναι γρουσουζιά να κάνεις τέτοια πράγματα σήμερα.
Ο Σουτούρης ο Τυχερός, όταν δεν είναι με την Πάολα στον Χαμηλό Πύργο, παίζει τυχερά παιχνίδια σε διάφορα στέκια – αποφεύγοντας το Τυχερό Άστρο – και, αναμενόμενα, συγκεντρώνει κάμποσα χρήματα. Δεν κάθεται πουθενά για πολύ, για να μην τραβήξει ανεπιθύμητη προσοχή. Σε κάποια στιγμή έχει την εντύπωση πως τον παρακολουθούν μέσα στους δρόμους του Μεγάλου Κήπου – καμια συμμορία, μάλλον – αλλά εύκολα τούς κάνει να τον χάσουν.
Η Αστερόπη έχει δωμάτιο στον Χαμηλό Πύργο, όπως και η Πάολα, διότι τη βολεύει να είναι κοντά στις προβλήτες όπου ο Ναρκάμης αράζει τα πλοία του, αφού τις κατασκοπεύει. Δεν φεύγει καθόλου απ’το δωμάτιό της σήμερα, φοβούμενη ότι, αν δεν τη δει κανένας άνθρωπος της Δυναστείας, ίσως να τη δει κανένας χαφιές της Χωροφυλακής· ο Ρίβης Παλιόσυρμος, αναμφίβολα, θα δίνει ανταμοιβή για τη σύλληψή της.
Ο Ζορζ ο Βουτηχτής γιορτάζει μαζί με τη γυναίκα και την κόρη του.
Ο Ρίβης Νέρφελδιφ και η Δήμητρα’μορ εξακολουθούν να κατοικούν στο διαμέρισμα κοντά στο σπίτι του Ναρκάμη παριστάνοντας τους παντρεμένους – και μέχρι στιγμής μόνο παριστάνοντας· δεν έχει γίνει τίποτα ερωτικό μεταξύ τους. Ο Ρίβης, ωστόσο, δεν θα ήταν τελείως αντίθετος σε μια τέτοια εξέλιξη. Δεν θεωρεί τη Δήμητρα και τόσο όμορφη, του φαίνεται λιγάκι κοκαλιάρα για τα γούστα του, αλλά και πάλι την επιθυμεί. Ίσως να φταίει ο καιρός που ήταν κλεισμένος στον Βράχο των Ουρλιαχτών, χωρίς καμία γυναικεία παρέα, σκέφτεται. Υπήρχε εκεί, βέβαια, μια γυναίκα που συνεχώς τον κυνηγούσε, αλλά ήταν καταφανώς θεότρελη και του έλεγε ένα σωρό ασυναρτησίες όποτε τον συναντούσε. Του έλεγε: «Μη βλέπεις που ο άνεμος είναι βορινός σήμερα και κάνει τα παντζούρια να τρίζουν, τα μαλλιά μου είναι μαύρα, όχι ξανθά!» Του έλεγε: «Ο αδελφός μου έχει ένα σαυράκι που γεννήθηκε μέσα από το αφτί του· άμα πάμε σπίτι μου μόλις βγούμε από δω θα σ’το δείξω!» Του έλεγε: «Όταν αγαπηθούμε, ο άνεμος θα φυσήξει τόσο δυνατά που οι πόρτες θα πέσουν και θα φύγουμε από δω και θα πάμε να σου δείξω το σαυράκι που γεννήθηκε από τη μύτη του αδελφού μου ο οποίος μένει κοντά στον υπόγειο σιδηρόδρομο της Θακέρκοβ.» Του έλεγε: «Έλα να σου δείξω ένα μυστικό πέρασμα που βρήκα, για να βγούμε από δω!» αλλά πάντα το μυστικό πέρασμα είχε εξαφανιστεί… Μια νύχτα αυτή η γυναίκα – που είχε συστηθεί, μια φορά, ως Βατράνια και, μια άλλη φορά, ως Σατμάφρι από τη Σάρντλι – κατάφερε κάπως να εισβάλει στο δωμάτιο του, ολόγυμνη, προσπαθώντας να τον καβαλήσει. Ο Ρίβης, τρομαγμένος, έβαλε τις φωνές· οι φύλακες της κλινικής μαζεύτηκαν, μεγάλη φασαρία έγινε. Η γυναίκα δάγκωσε έναν φύλακα στα παπάρια και, μετά, την κλείδωσαν σ’ένα υπόγειο κελί και ο Ρίβης δεν την ξαναείδε.
Μα τον Μεγάλο Κάρτωλακ, τον Άρχοντα των Δασών! Και να φανταστεί κανείς ότι, για λίγο, ο Ρίβης είχε πιστέψει πως κι εκείνος ίσως – ίσως – να ήταν τρελός σαν αυτούς εκεί μέσα! Αναριγούσε και μόνο στη σκέψη τώρα. Πώς δεν είχε αυτοκτονήσει τόσο καιρό; Ακόμα ένα θαύμα του Μεγάλου Κάρτωλακ, αναμφίβολα. Ο Άρχοντας των Δασών τού είχε προσφέρει υπεράνθρωπες αντοχές, σωματικά και ψυχικά.
Τις τελευταίες ημέρες, ενώ παρακολουθούσε το σπίτι του Ναρκάμη μαζί με τη Δήμητρα’μορ, είχε ορισμένες φορές κρυφοκοιτάξει τη μάγισσα όταν εκείνη ντυνόταν. Άθελά του, βέβαια. Ή, ίσως, όχι και τόσο άθελά του, όφειλε να παραδεχτεί. Όπως και νάχε, προσπαθούσε να το αποφεύγει· δεν ήταν και ματάκιας, μα τους θεούς!
Η Δήμητρα’μορ, από τη δική της μεριά, ούτε που είχε προσέξει τον Ρίβη ερωτικά. Ήταν, ούτως ή άλλως, πολύ σοκαρισμένη από όσα είχαν, τελευταία, συμβεί στη ζωή της. Αλλά, επιπλέον, ο Ρίβης δεν την προσέλκυε. Και το θεωρούσε δεδομένο πως κι εκείνος σίγουρα αισθανόταν το ίδιο. Δεν έκανε καν τον κόπο να κλείνει τελείως την πόρτα της όταν ντυνόταν· δεν το πίστευε δυνατό ότι ο Ρίβης θα ερχόταν να κρυφοκοιτάξει. Της έμοιαζε πολύ περίεργος τύπος, εξάλλου· απ’ αυτούς που δεν εντυπωσιάζονται εύκολα από τις γυναίκες.
Σήμερα, Πανήγυρις της Ζωοδότειρας Μητέρας του Ήλιου, κι οι δυο τους γνωρίζουν το έθιμο σχετικά με τις ερωτικές δραστηριότητες αλλά συστηματικά κάνουν πως το έχουν ξεχάσει κι επικεντρώνονται στην παρακολούθηση του σπιτιού του Ναρκάμη, παρότι από το μεσημέρι και μετά κανείς δεν είναι εκεί: όλη η οικογένεια έχει φύγει, έχει πάει αλλού να γιορτάσει. Κατά το σούρουπο, ο Ρίβης φέρνει, από μια τοπική ταβέρνα, ένα μπουκάλι Σεργήλιο οίνο της Νέσριβεκ (το καλύτερο κρασί της διάστασης, που φημίζεται για το κρασί της σ’ολόκληρο το Γνωστό Σύμπαν) και αρχίζουν να πίνουν το ένα ποτήρι κατόπιν του άλλου.
«Νομίζεις ότι αυτό θα αναπληρώσει τη χαμένη εύνοια της Αρτάλης;» ρωτά ο Ρίβης, μετά το τρίτο ποτήρι.
Η Δήμητρα’μορ, που είναι στο τέλος του δεύτερου ποτηριού, γελά. «Δεν ξέρω. Ίσως.» Κάθονται στο μπαλκόνι του διαμερίσματος, με το σπίτι του Ναρκάμη να φαίνεται αντίκρυ τους ανάμεσα σε άλλα οικοδομήματα.
«Δε νομίζω…»
«Δε γίνετ’ όμως να φύγουμε από δω. Μπορεί κάτι να συμβεί.» Η Δήμητρα τελειώνει το ποτήρι της και το ξαναγεμίζει. Ελάχιστο κρασί απομένει στο μπουκάλι. «Μπορεί να συμβεί κάτι πολύ σημαντικό.»
«…Ναι.» Ο Ρίβης κοιτάζει τη μπροστινή μεριά της μπλούζας της, συγκρίνοντας νοητικά τα στήθη που διαγράφονται εκεί με τα στήθη που είδε, φευγαλέα, όταν την κρυφοκοίταξε να ντύνεται μετά από ένα ντους. Μοιάζουν διαφορετικά, δεν μοιάζουν διαφορετικά;
«Θα μπορούσες να πας στον Ναό της Αρτάλης στο Κεντρολίμανο· δεν είναι μακριά από δω. Ίσως να τον προλάβεις προτού κλείσει, κι ίσως οι ιέρειες να σε διαλέξουν,» γελά η Δήμητρα. «Ίσως νάχεις τύχη, τελικά!»
«Ή ίσως όχι. Γιατί να διαλέξουν εμένα;»
Η Δήμητρα τον ατενίζει σκεπτικά. Γιατί, όντως; αναρωτιέται, προσπαθώντας να βρει μια καλή απάντηση. «Γιατί…» λέει. «Γιατί όχι;» γελά, και πίνει μια γουλιά κρασί. «Γιατί όχι;»
«Γιατί να πάω τόσο μακριά;» λέει ο Ρίβης και τραβά την καρέκλα του πιο κοντά στη δική της.
Η Δήμητρα γελά κα σηκώνεται όρθια. «Μην κάνεις αστεία!» Φεύγει απ’το μπαλκόνι, μπαίνοντας στο διαμέρισμα.
Ο Ρίβης την ακολουθεί. «Δεν κάνω αστεία,» λέει αγκαλιάζοντάς την από πίσω και φιλώντας δυνατά τον λαιμό της. Η Δήμητρα ξαφνιάζεται, αντιστέκεται, λέει «Όχι! Τι κάνεις;» αλλά ο Ρίβης συνεχίζει να την κρατά κοντά του κι εκείνη το βρίσκει ευχάριστο τώρα, παύει να αντιστέκεται, γυρίζει μέσα στην αγκαλιά του και τον αγκαλιάζει επίσης, τα χείλη τους συναντιούνται. Μετά, όμως, όταν ο Ρίβης φιλά πάλι τον λαιμό της και τα χέρια του κάνουν να σηκώσουν τη μπλούζα της, η Δήμητρα σκέφτεται ξαφνικά ότι αυτό δεν είναι σωστό, δεν έπρεπε να συμβαίνει, και αλλάζει γνώμη: προσπαθεί ξανά να του ξεφύγει, λέγοντάς του να σταματήσει· αλλά ο Ρίβης δεν σταματά, την κρατά κοντά του ζόρικα, και η Δήμητρα τελικά τον γρονθοκοπεί ανάμεσά στους μηρούς, νιώθοντας τα μπαλάκια του κάτω από τη γροθιά της.
Ο Ρίβης διπλώνεται, βογκώντας, τρεκλίζοντας με τα γόνατα λυγισμένα. Πέφτει στον καναπέ, μουγκρίζοντας.
«Συγνώμη,» λέει αμέσως η Δήμητρα’μορ, «αλλά είπαμε ότι θα παριστάνουμε τους παντρεμένους, όχι… όχι τίποτα, τίποτα, ξέρεις, τίποτα τέτοιο.»
«Δε θάταν, γαμώτο, μόνιμη κατάσταση!» μουγκρίζει ο Ρίβης, χτυπώντας το κεφάλι του πάνω σ’ένα μαξιλάρι.
«Τι;… Εννοείς, μόνο για σήμερα;»
«…Ναι. Λόγω γιορτής,» βογκά ο Ρίβης.
«Γιατί δεν το είπες;»
«Δε ρώτησες!» κάνει ξέπνοα ο Ρίβης.
«Αν είναι μόνο για σήμερα, δεν έχω πρόβλημα,» τον πληροφορεί η Δήμητρα, καθίζοντας πλάι του στον καναπέ, χαμογελώντας για να του δείξει ότι δεν κρατά κακία.
«Λίγο αργά, τώρα,» μουγκρίζει ο Ρίβης.
«Μπορώ να περιμένω.»
Ο Ρίβης λέει κάτι άναρθρο.
«Θα περιμένω,» λέει η Δήμητρα’μορ. Σηκώνεται από τον καναπέ, γδύνεται τελείως, και ξανακάθεται, ανάβοντας τσιγάρο. Περιμένοντας.
Αργότερα, πηγαίνουν μαζί στο υπνοδωμάτιο του διαμερίσματος και όλες τους οι παρεξηγήσεις λύνονται.
*
Το σούρουπο της επόμενης ημέρας, κοιτάζοντας από το παράθυρο του διαμερίσματός τους, ο Ρίβης και η Δήμητρα’μορ βλέπουν κάποιον να έρχεται στο σπίτι του Ναρκάμη, ενώ ο Ναρκάμης είναι εκεί – τουλάχιστον, δεν τον έχουν δει να φεύγει πιο πριν. Η Δήμητρα, κρατώντας ένα ζευγάρι κιάλια στα μάτια της και παρατηρώντας, σκέφτεται ότι τώρα θα της ήταν πολύ χρήσιμο αν ήξερε το Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως που έχει ακούσει άλλοι μάγοι να χρησιμοποιούν, αλλά δυστυχώς δεν το ξέρει. Ακόμα κι έτσι, όμως, νομίζει πως αυτός που διακρίνει μέσα από τις σκιές είναι ο Ρίβης Παλιόσυρμος.
«Ο Παλιόσυρμος,» λέει στον άλλο Ρίβη, πλάι της, ο οποίος χτες αποδείχτηκε καλύτερος εραστής απ’ό,τι εκείνη φανταζόταν. «Ο Παλιόσυρμος είναι!»
«Είσαι σίγουρη;» Κι ο Ρίβης τον κοιτάζει με τα κιάλια του αλλά δεν τον αναγνωρίζει.
«Ναι, τον έχω δει πολλές φορές από κοντά.»
Ο Ρίβης τον έχει δει μόνο στη φωτογραφία που του έδειξε η Πάολα.
Η Δήμητρα’μορ τού λέει: «Γύρνα τον δέκτη μας στη συχνότητα που σου είπα κι άρχισε να ηχογραφείς μόλις αρχίσουν να έρχονται ήχοι. Πάω στα καλώδια, κάτω.» Κι έχοντας ήδη αφήσει τα κιάλια της στο τραπέζι, τρέχει στην εξώπορτα του διαμερίσματος, βγαίνοντας.
Ο Ρίβης, εξακολουθώντας να στέκεται μπροστά στο παράθυρο, βλέπει τον Παλιόσυρμο να χτυπά το κουδούνι της πόρτας του Ναρκάμη· ο Ναρκάμης τού ανοίγει αμέσως, σαν να τον περίμενε, και μετά μπαίνουν στο οίκημα κι οι δυο τους.
Αυτή η συζήτηση ίσως νάχει ενδιαφέρον, σκέφτεται ο Ρίβης, γιατί πολλά έχουν γίνει τελευταία.
Η Δήμητρα’μορ, εν τω μεταξύ, έχει κατεβεί στο ισόγειο της πολυκατοικίας και τώρα βγαίνει από την είσοδο. Κοιτάζει προς το σπίτι του Ναρκάμη και δεν βλέπει κανέναν να στέκεται μπροστά στην εξώπορτά του, επομένως ο Παλιόσκυλος πρέπει νάχει μπει, υποθέτει. Και βαδίζει γρήγορα, μέσα στις πυκνές σκιές του σούρουπου, προς το κουτί με τα τηλεπικοινωνιακά καλώδια που περνάνε από το διώροφο οίκημα.
Φτάνοντας εκεί, μουρμουρίζει ένα Ξόρκι Ξεκλειδώματος, στέλνοντας το μυαλό της μέσα στην κλειδωνιά του κουτιού και, με ευκολία, κάνοντάς την να γυρίσει. Η Τ.Υ.Τ.Ν. – η Τεχνική Υπηρεσία Τηλεπικοινωνιών Νίρβεκ – δεν βάζει στα κουτιά της και τις καλύτερες κλειδαριές που μπορούν να φτιαχτούν. Η Δήμητρα ανοίγει το μεταλλικό φύλλο, αγγίζει τα καλώδια που την ενδιαφέρουν (έχει βρει από πριν, από την αρχή της παρακολούθησης του σπιτιού, ποια είναι αυτά), και υποτονθορύζει ένα Ξόρκι Ελέγχου Επικοινωνιακών Διαύλων. Έτσι θα μετατρέψει όλους τους διαύλους μέσα στο σπίτι του Ναρκάμη σε κοριούς: ό,τι ακούγεται εκεί όπου τα μικρόφωνα των διαύλων μπορούν να το πιάσουν θα μεταφέρεται στα καλώδια. Και η Δήμητρα θα συνδέσει έναν μικρό πομπό επάνω στα καλώδια ο οποίος θα στέλνει αυτές τις ακουστικές πληροφορίες στον δέκτη του Ρίβη στο νοικιασμένο διαμέρισμά τους, όπου και θα ηχογραφούνται.
Προτού όμως η μάγισσα ολοκληρώσει το ξόρκι της, μια σκιερή φιγούρα την πλησιάζει από πίσω. Η Δήμητρα’μορ, εστιασμένη στη δουλειά της, δεν την αντιλαμβάνεται· ο Ρίβης, όμως, έχοντας μόλις γυρίσει τον δέκτη στη σωστή συχνότητα και κοιτάζοντας τώρα από το παράθυρο ξανά, βλέπει τη σκοτεινή μορφή που ζυγώνει τη μάγισσα από τα νώτα. Και βλέπει, επίσης, πως κάτι γυαλίζει στο χέρι της – ένα πιστόλι!
Ο Ρίβης τραβά το δικό του πιστόλι. Δεν είναι κακός κυνηγός – κυνηγούσε στα Φέρνιλγκαν – και πιστεύει ότι ίσως καταφέρει να σκοτώσει – ή, τουλάχιστον, να τραυματίσει – τον εχθρό προτού εκείνος σκοτώσει τη Δήμητρα. Αλλά ο εχθρός δεν πυροβολεί. Πλησιάζει απλώς τη μάγισσα, και ο Ρίβης περιμένει να δει τι θα γίνει…
Η Δήμητρα’μορ βρίσκεται προς το τέλος του Ξορκιού Ελέγχου Επικοινωνιακών Διαύλων, όταν αισθάνεται ένα ξαφνικό χτύπημα πίσω από το αριστερό γόνατα. Παραπατά, ξαφνιασμένη, πέφτοντας στο πλακόστρωτο.
«Μην κάνεις να τραβήξεις όπλο,» ακούει μια γνώριμη φωνή πίσω της, προτού προλάβει να πιάσει το πιστόλι της. Γυρίζοντας το κεφάλι, βλέπει μια γυναίκα να στέκεται κοντά της σημαδεύοντάς την με πιστόλι. Η Χασρίνα!
«Τι κάνεις εδώ, σιχαμένη προδότρια;» ρωτά τη Δήμητρα. «Παρακολουθείς ανθρώπους για την Πάολα τώρα;»
Η Δήμητρα’μορ δεν ξέρει τι να απαντήσει. Μεγάλη Αρτάλη, θα με σκοτώσει… σκέφτεται.
Ο Ρίβης σημαδεύει, από το παράθυρο, τη σκιερή φιγούρα που απειλεί τη Δήμητρα αλλά δεν τολμά να τραβήξει τη σκανδάλη γιατί δεν είναι βέβαιος ότι θα σκοτώσει ακαριαία τον στόχο του· μπορεί απλά να τον τραυματίσει κι εκείνος να πυροβολήσει και να χτυπήσει τη μάγισσα – μοιραία, ίσως…
Χρειάζομαι βοήθεια!
Ανοίγει τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του και καλεί τον Σουτούρη τον Τυχερό, που το ξενοδοχείο του, το Ζητούμενο, δεν βρίσκεται μακριά από εδώ.
*
Από το παράθυρο του γραφείου του Ναρκάμη, στον δεύτερο όροφο του διώροφου οικήματος, ο Ρίβης Παλιόσυρμος και ο Ναρκάμης των Δρομολόγων ατενίζουν τη Χασρίνα να απειλεί με το πιστόλι της κάποιον κοντά στο κουτί με τα τηλεπικοινωνιακά καλώδια.
«Ορίστε,» λέει ο λοχαγός της Χωροφυλακής, μοιάζοντας ευχαριστημένος με τον εαυτό του, «το ψάρι τσίμπησε.»
«Έτσι φαίνεται,» μουρμουρίζει ο Ναρκάμης, καπνίζοντας το τσιμπούκι του.
«Να δεις τώρα που θα μαζευτεί και το υπόλοιπο κοπάδι.» Το χαμόγελο του Ρίβη είναι άγριο, και τα γαλανά μάτια του γυαλίζουν, καθώς γελά.
Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός του κουδουνίζει. Ο Ρίβης δέχεται την κλήση, με την ηχητική ένταση υψωμένη έτσι ώστε ν’ακούνε από το μεγάφωνο και εκείνος και ο Ναρκάμης.
«Ξέρεις ποια είναι εδώ, Ρίβη;» λέει η φωνή της Χασρίνας. «Η Δήμητρα’μορ. Προσπαθούσε να κάνει κάτι με τη μαγεία της στα καλώδια.»
«Πολύ ενδιαφέρον,» αποκρίνεται ο Παλιόσυρμος. «Συνέχισε, όπως είπαμε.»
Η τηλεπικοινωνία τερματίζεται.
*
Ο Σουτούρης είναι μαζί με την Πάολα παίζοντας χαρτιά όταν δέχεται την κλήση, και μόλις ακούνε από τον Ρίβη Νέρφελδιφ τι συμβαίνει έξω από το σπίτι του Ναρκάμη φεύγουν αμέσως από το Ζητούμενο και, μπαίνοντας στο τρίκυκλο όχημα της Πάολας, κατευθύνονται προς τα εκεί. Εκείνη οδηγεί, ενώ ο Τυχερός καλεί με τον πομπό του τον Ριχάρδο και την Αστερόπη – αν και αυτοί οι δύο είναι μακριά και, μάλλον, δεν θα προλάβουν να έρθουν εγκαίρως.
*
«Τι πήγαινες να κάνεις εκεί;» ρωτά η Χασρίνα τη μάγισσα, αφού κλείνει τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της, εξακολουθώντας να τη σημαδεύει.
Μεγάλη Αρτάλη, είπε «Ρίβη», σκέφτεται η Δήμητρα’μορ. Μιλούσε στον Παλιόσκυλο. Ήταν παγίδα εξαρχής! Περίμεναν ότι θα παρακολουθούσαμε το σπίτι – ίσως νάναι κι άλλοι κατάσκοποι εδώ γύρω…
«Σε ρωτάω!» φωνάζει η Χασρίνα. «Τι πήγαινες να κάνεις εκεί;»
«Τίποτα,» αποκρίνεται η Δήμητρα, και η Χασρίνα την κλοτσά στα πλευρά καθώς εκείνη είναι ακόμα γονατισμένη στο πλακόστρωτο. Η μάγισσα διπλώνεται, νιώθοντας την αναπνοή της να κόβεται. Η Χασρίνα την ξανακλοτσά, στον μηρό, μη βρίσκοντας πιο ευάλωτο στόχο καθώς η Δήμητρα είναι μαζεμένη.
«Τι πήγαινες να κάνεις εκεί; Θα μου πεις ή θα πεθάνεις, σιχαμένη σκυλίτσα;»
Η Χασρίνα, ουσιαστικά, προσπαθεί να κερδίσει χρόνο, όπως έχει συμφωνήσει με τον Παλιόσυρμο, προκειμένου να συγκεντρωθούν κι άλλοι από τους εχθρούς εδώ και να πέσουν στην παγίδα. Φοβάται, όμως, ότι ίσως να είναι ευάλωτη ακόμα και μες στις πυκνές σκιές. Άλλωστε, μπορεί κάποιος να είναι ακροβολισμένος και να τη σημαδεύει. Όπως ο Τοξότης είναι ακροβολισμένος και περιμένει τους εχθρούς. Αλλά αν υπάρχει κι άλλος ακροβολισμένος κάπου εδώ γύρω, ο Τοξότης δε θα τον δει; Δε θα τον σκοτώσει; Σίγουρα, δε θα τον αφήσει να με πυροβολήσει!
«Μίλα!» Η Χασρίνα κλοτσά τη Δήμητρα ξανά, αλλά πιο αδύναμα τώρα. «Τι πήγαινες να κάνεις στα καλώδια; Θες να τινάξω τα μαγικά μυαλά σου στον αέρα, μαλακισμένη;» Γονατίζει, αρπάζοντας τη Δήμητρα από τα κοντά ξανθά μαλλιά της με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο κρατά το πιστόλι της στρέφοντάς το στον κρόταφο της μάγισσας. (Η Χασρίνα, συγχρόνως, ελπίζει πως γονατισμένη αποτελεί μικρότερο στόχο για κάποιον ακροβολισμένο που ίσως να τη σημαδεύει.)
Η Δήμητρα’μορ παίρνει μερικές ανάσες με δυσκολία. «Προσπαθούσα… Έκανα… ένα ξόρκι…»
«Ναι, προφανώς. Τι ήθελες, όμως, να κάνεις ακριβώς; Να παρακολουθήσεις το σπίτι του Ναρκάμη;»
«…Ναι.»
«Πώς; Πες μου πώς!» Η Χασρίνα πάλι προσπαθεί να κερδίσει χρόνο. Γιατί δεν έρχονται ακόμα οι άλλοι, ώστε να κλείσει η παγίδα και να μπορεί να φύγει από δω;
Απρόσμενα, ακούει μεταλλικούς τροχούς επάνω στο πλακόστρωτο. Γυρίζοντας αντικρίζει ένα τρίκυκλο νάρχεται καταπάνω της. Το τρίκυκλο της Πάολας.
Η Χασρίνα τινάζεται όρθια, πετάγεται μακριά, πέφτει στο πλακόστρωτο χτυπώντας τον ώμο της επώδυνα και κυλώντας. Καθώς το τρίκυκλο σταματά μπροστά στην ξαφνιασμένη Δήμητρα’μορ, η Χασρίνα σηκώνεται στο ένα γόνατα και πυροβολεί με το πιστόλι της το μπλε, φιμέ σκέπαστρο του οχήματος. Γυαλιά σπάνε.
Η Πάολα σκύβει πάνω απ’το τιμόνι για να μη χτυπηθεί. Πατά το κουμπί που ανοίγει το σκέπαστρο ενώ, συγχρόνως, φωνάζει στη Δήμητρα: «Έλα μέσα! Έλα μέσα!»
Ο Σουτούρης, καθισμένος πίσω από την Πάολα, στρέφει το πιστόλι του και πυροβολεί τη Χασρίνα, αναγνωρίζοντάς την μες στις σκιές – δεν είναι και πολλοί αυτοί που έχουν πράσινο δέρμα στη Νίρβεκ. Μια σφαίρα του αστοχεί, χτυπώντας το πλακόστρωτο· μια άλλη βρίσκει την προδότρια στον αριστερό ώμο, τινάζοντάς την κάτω με μια κραυγή.
Την ίδια στιγμή, ο Σουτούρης ο Τυχερός διαισθάνεται έναν μεγάλο κίνδυνο, διαισθάνεται ότι τώρα – τώρα – ΤΩΡΑ! – είναι η Σωστή Στιγμή για να κινηθεί: και κινείται, αλλάζει θέση.
Το βέλος περνά ξυστά από το μάγουλό του, τινάζοντας αίμα, αλλά μην προκαλώντας παρά μόνο μια γρατσουνιά.
Η Δήμητρα πηδά μέσα στο όχημα, πλάι στον Σουτούρη, ενώ εκείνος φωνάζει στην Πάολα: «Πάμε! Ο Τοξότης είναι εδώ!»
*
Αδύνατον!
Ο Ζορδάμης, ο άντρας με το κωδικό όνομα Τοξότης μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία, δεν μπορεί να το πιστέψει ότι αστόχησε! Η βολή ήταν καθαρή. Τι έγινε, μα τον Κάρτωλακ τον Μεγάλο Κυνηγό;
Καθώς στέκεται πάνω σε μια ταράτσα, αντίκρυ στους στόχους του, τραβά αμέσως άλλο ένα βέλος και το περνά στη χορδή του τόξου του–
*
Η Πάολα πατά το πετάλι και το όχημα πάραυτα φεύγει: τινάζεται σαν τρίποδη γάτα με πόδια-τροχούς, ενώ δύο βλήματα το καταδιώκουν.
Το ένα είναι το βέλος του Τοξότη, το οποίο καρφώνεται στο κάθισμα της Πάολας, μερικά εκατοστά απόσταση από το κεφάλι της, κάνοντας την αναπνοή της να κοπεί.
Το δεύτερο είναι η σφαίρα του Ρίβη Παλιόσυρμου, ο οποίος είχε υψώσει ένα τουφέκι με σιγαστήρα σημαδεύοντας το τρίκυκλο μόλις αυτό εμφανίστηκε. Η σφαίρα χτυπά το όχημα σ’έναν από τους πισινούς τροχούς του κι εξοστρακίζεται. Ο Παλιόσυρμος πυροβολεί ξανά, και ξανά, πετυχαίνοντας την πίσω μεριά του τρίκυκλου που έχει κλειστή μεταλλική οροφή, όχι γυάλινο σκέπαστρο.
Στο εσωτερικό του οχήματος, ο Σουτούρης και η Δήμητρα σκύβουν καθώς ακούνε τις σφαίρες να χτυπάνε το ταβάνι από πάνω τους σαν χαλάζι.
Ο Ρίβης Νέρφελδιφ, ακόμα ακροβολισμένος στο παράθυρο του κοντινού διαμερίσματος, πυροβολεί δύο φορές με το πιστόλι του τη Χασρίνα καθώς εκείνη προσπαθεί να σηκωθεί: και τη βλέπει να σωριάζεται ξανά, και να μένει ακίνητη.
Ο Τοξότης, που στέκεται σε μια οροφή αντίκρυ στον Ρίβη, τον έχει ήδη εντοπίσει και τώρα εξαπολύει ένα βέλος καταπάνω του, θεωρώντας τον εύκολο στόχο, πολύ πιο εύκολο από το όχημα που φεύγει τρέχοντας.
Ο Ρίβης αισθάνεται κάτι να τον χτυπά επώδυνα στο δεξί στήθος. Καθώς παραπατά, βλέπει ένα μεταλλικό παλούκι να προεξέχει από το σώμα του. Και καταλαβαίνει ποιος τον χτύπησε. Και ξέρει πόσο καλός σκοπευτής είναι…
Σωριάζεται στο πάτωμα, νομίζοντας ότι ήδη μπορεί να διακρίνει, πίσω από παράξενες σκιές, τον Νεκροφύλακα, τον απεσταλμένο της Αρτάλης, να έρχεται γι’αυτόν. Πατά όμως το κουμπί του τηλεπικοινωνιακού πομπού του και κρώζει, όσο πιο δυνατά μπορεί, προς το μικρόφωνο: «…βοήθεια…»
*
«Γαμώ τα πόδια της Λόρκης!» καταριέται ο Παλιόσυρμος, πετώντας οργισμένα το τουφέκι του πάνω σε μια καρέκλα.
Ο πομπός του κουδουνίζει.
Τον ανοίγει. «Τι σκατά θέλεις;»
«Κάποιος ήταν ακροβολισμένος σε μια αντικρινή πολυκατοικία,» του λέει ο Τοξότης. «Από κει πρέπει να παρακολουθούσαν.»
«Ερχόμαστε να μας δείξεις.»
*
Η Πάολα, ο Σουτούρης, και η Δήμητρα’μορ μπαίνουν στο νοικιασμένο διαμέρισμα και τρέχουν κοντά στον Ρίβη, βλέποντας το βέλος που προεξέχει από τη δεξιά μεριά του στήθους του.
Δεν είναι, όμως, νεκρός ακόμα. Κρώζει κάτι καθώς φτύνει αίμα.
«Σσς!» του λέει ο Σουτούρης γονατίζοντας δίπλα του. «Μη μιλάς, μην κινείσαι. Θα σε φροντίσουμε.»
«Κλείσε τα παντζούρια,» προστάζει η Πάολα τη Δήμητρα’μορ, «και του παραθύρου και της μπαλκονόπορτας – κουνήσου!»
Η μάγισσα τα κλείνει, το ένα μετά το άλλο.
Ο Σουτούρης λέει στην Πάολα: «Έχει τρυπηθεί ο πνεύμονάς του, σίγουρα. Πρέπει να τον πάμε σε νοσοκομείο, και– Στάσου.» Βγάζει τον πομπό του, καλεί την Αστερόπη· της ζητά εκείνη κι ο Ριχάρδος νάρθουν στο νοικιασμένο διαμέρισμα γιατί ο Ρίβης έχει χτυπηθεί από βέλος, πολύ άσχημα.
«Δεν είμαι μακριά,» αποκρίνεται η Αστερόπη, που ο Τυχερός το ξέρει ότι καβαλά δίκυκλο, νοικιασμένο μέσω συνδέσμων των Δρομολόγων, γνωστών της Πάολας. «Θα ειδοποιήσω και τον Ριχάρδο. Μην κάνετε τίποτα στον Ρίβη μέχρι νάρθω.»
Καθώς η τηλεπικοινωνία τερματίζεται, η Πάολα ρωτά τον Σουτούρη: «Να τον σηκώσουμε; Να τον πάμε στον καναπέ;»
«Όχι,» λέει εκείνος· «μπορεί νάναι επικίνδυνο. Περίμενε νάρθει η Βατράνια. Βιοσκόπος είναι – κάτι περισσότερο ξέρει από εμάς.»
Προτού όμως έρθει η Αστερόπη, ένας πυροβολισμός αντηχεί έξω από το διαμέρισμα, από τον δρόμο, αλλά καμια κραυγή δεν τον συνοδεύει. Τι συμβαίνει; Περιμένουν κι οι τρεις τους, ακίνητοι, με τα πιστόλια τους στα χέρια. Μετά από λίγο, ακόμα ένας πυροβολισμός αντηχεί, ο οποίος τραντάζει την κλειδαριά της εισόδου του διαμερίσματος. Και στη συνέχεια κάποιος κλοτσά την πόρτα δυνατά, μία, δύο φορές, κι αυτή ακούγεται ν’ανοίγει με γδούπο. Τον οποίο μια άγρια φωνή ακολουθεί:
«ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗ! Ακίνητοι!»
Ο Παλιόσκυλος.
Ο Σουτούρης έχει ήδη τραβήξει μια πολυθρόνα μπροστά από τον τραυματισμένο Ρίβη και τώρα καλύπτεται πίσω της. Η Πάολα και η Δήμητρα’μορ κολλάνε στους τοίχους, δεξιά κι αριστερά του ανοίγματος του σαλονιού που βλέπει προς την είσοδο του διαμερίσματος.
«Βγείτε έξω με τα χέρια σας ψηλά!» προστάζει ο Παλιόσυρμος.
«Έλα να μας βγάλεις, παλιόσκυλο!» του φωνάζει προκλητικά η Πάολα, και πυροβολεί προς την είσοδο.
Ο Σουτούρης πυροβολεί επίσης, παρότι δεν βλέπει κανέναν εκεί· οι εχθροί έχουν κι αυτοί κρυφτεί δεξιά κι αριστερά της εξώπορτας. Μετά όμως από τη δική του ριπή και της Πάολας, οι προδότες επιτίθενται. Ριπές από δύο πιστόλια αντηχούν, και δύο βέλη καρφώνονται στην πολυθρόνα πίσω απ’την οποία καλύπτεται ο Σουτούρης, το ένα κατόπιν του άλλου.
Πόσο γρήγορα μπορεί να ρίχνει με το τόξο του αυτός ο τρελός! σκέφτεται ο Τυχερός, αμφιβάλλοντας για την πραγματικότητα του όλου θέματος.
Η Πάολα και η Δήμητρα’μορ πυροβολούν συνεχόμενα, χωρίς να χτυπήσουν κανέναν.
«Βγείτε έξω με τα χέρια σας ψηλά!» φωνάζει ο Παλιόσυρμος. «Η Χωροφυλακή σύντομα θάρθει και μαντέψτε ποιου την ιστορία θα πιστέψει όταν μας βρει εδώ!»
Έχει δίκιο, σκέφτεται ο Σουτούρης. Πρέπει να φύγουμε – γρήγορα! Πυροβολεί πάνω απ’την πολυθρόνα–
Ένα μεταλλικό βέλος χτυπά το πιστόλι του, τινάζοντάς το από το χέρι του.
Γαμήσου! Δεν το πιστεύω! –Γαμήσου!
Ο Σουτούρης πιάνει από κάτω το πιστόλι του τραυματισμένου Ρίβη. Δε μπορεί να κάνει κάτι η Δήμητρα’μορ με τη μαγεία της; αναρωτιέται. Βιαζόμαστε, δεν έχουμε χρόνο!
Πυροβολισμοί αντηχούν ξανά, αλλά από το βάθος, από– Φυσικά! Η Αστερόπη, συνειδητοποιεί ο Σουτούρης.
Κραυγές και βρισιές ακούγονται πέρα από την εξώπορτα.
Η Αστερόπη ήρθε πριν από τη Χωροφυλακή. Ο Σουτούρης χαμογελά, καθώς πυροβολεί κι εκείνος, και φωνάζει: «Ρίξτε τους! Τώρα! ΤΩΡΑ!»
Ο χώρος μπροστά από την είσοδο του διαμερίσματος γεμίζει σφαίρες.
Μετά, η Πάολα και η Δήμητρα’μορ αλλάζουν γεμιστήρες στα πιστόλια τους και τρέχουν προς τα εκεί, αφού βλέπουν πως κανένας δεν τις πυροβολεί. Ο Σουτούρης τις ακολουθεί.
Δίπλα από το κατώφλι της διαλυμένης εξώπορτας, δύο αιμόφυρτοι άντρες είναι πεσμένοι. Ο Ναρκάμης είναι τελείως ακίνητος, με το λευκό του πουκάμισο να έχει γίνει πιο κόκκινο από το δέρμα του. Ο Παλιόσυρμος έχει χτυπηθεί στο πόδι και σέρνεται προς το πιστόλι του.
«Μείνε στη θέση σου!» του λέει η Πάολα, σημαδεύοντάς τον.
Ο Τοξότης δεν φαίνεται πουθενά. Η Αστερόπη ξεπροβάλλει από τις σκάλες, με το πιστόλι της υψωμένο.
«Η Χωροφυλακή έρχεται, Πάολα,» μουγκρίζει ο Παλιόσυρμος, παύοντας να κινείται. «Δε μπορείς να ξεφύγεις αυτή τη φορά!»
Η Αστερόπη τον σημαδεύει και τραβά τη σκανδάλη. Ενέργεια τινάζεται από το πιστόλι διπλής χρήσης και τον χτυπά. Ο Ρίβης τραντάζεται, κραυγάζοντας, και χάνει τις αισθήσεις του.
«Πού είν’ ο Τοξότης;» ρωτά η Πάολα.
«Έτρεξε προς τα κει.» Η Αστερόπη δείχνει. «Πυροβόλησα τους άλλους δυο πρώτα γιατί τα πυροβόλα ρίχνουν πιο γρήγορα απ’το τόξο, ακόμα και στα χέρια του Ζορδάμη.»
Η Πάολα κοιτάζει προς τη μεριά που έδειξε η Αστερόπη και βλέπει ένα ανοιχτό παράθυρο στο πέρας του διαδρόμου. Πήδησε από κει; αναρωτιέται. Είμαστε στον τρίτο όροφο!
«Πρέπει να τον πάρουμε μαζί μας – ξέρει πολλά,» λέει η Αστερόπη κοιτάζοντας τον Παλιόσυρμο. «Γρήγορα, προτού πλακώσει εδώ η Χωροφυλακή!»
«Κι ο Ρίβης;» πετάγεται η Δήμητρα. «Είναι χτυπημένος εκεί μέσα!» Δείχνει στο εσωτερικό του διαμερίσματος. «Από βέλος. Στο στήθος!»
Η Αστερόπη αναστενάζει. Δε μπορεί να τον αφήσει να πεθάνει, και δε νομίζει πως οι άλλοι θα την ακούσουν, ούτως ή άλλως, αν τους πει να τον αφήσουν. «Μεταφέρτε τον στο όχημα της Πάολας,» λέει στον Σουτούρη και στη Δήμητρα, κι εκείνοι αμέσως τρέχουν στο εσωτερικό του διαμερίσματος. «Θ’αναλάβω εγώ τον Παλιόσκυλο, τώρα που θάρθει κι ο Ριχάρδος–»
«Μη λες βλακείες!» τη διακόπτει η Πάολα. «Θα σας πιάσει η Χωροφυλακή–»
«Έχει πολλές πληροφορίες που χρειαζόμαστε, Πάολα–»
Η Πάολα τον σημαδεύει καθώς είναι λιπόθυμος. «Θα τις τινάξω όλες έξω απ’το κεφάλι του–»
Η Αστερόπη τής αρπάζει το χέρι στρέφοντας την κάννη αλλού. «Δε μπορείς να τον σκοτώσεις! Ξέρει πολλά για τους εχθρούς μας!»
«Ούτε εσύ μπορείς να τον πάρεις μαζί σου! Πάμε – αλλιώς θα σε πιάσουν πάλι. Μην είσαι ανόητη!»
Ο Σουτούρης και η Δήμητρα’μορ φέρνουν τον Ρίβη, σηκώνοντάς τον ανάμεσά τους.
Η Αστερόπη αναστενάζει ξανά, καταλαβαίνοντας ότι, δυστυχώς, η Πάολα έχει δίκιο. «Πάμε,» λέει. «Αλλά μην τον σκοτώσεις – άσ’ τον.»
Καθώς μπαίνουν στον ανελκυστήρα και πατάνε το κουμπί, αρχίζοντας να κατεβαίνουν, η Πάολα λέει: «Μαλακία έκανες που τον άφησες να ζήσει. Θα μας στήσει κι άλλες πουστιές, τώρα.»
«Τον θέλω ζωντανό, Πάολα,» αποκρίνεται ψύχραιμα η Αστερόπη. «Ξέρει πολλά, σίγουρα.»
Βγαίνουν απ’τον ανελκυστήρα και τρέχουν προς την είσοδο της πολυκατοικίας, όπου βλέπουν πως η κλειδαριά είναι διαλυμένη από σφαίρες. Ανοίγουν και βγαίνουν. Πηγαίνουν στο τρίκυκλο της Πάολας που είναι σταματημένο σ’έναν δρόμο παραδίπλα· η Δρομολόγος μπαίνει πρώτη, και ο Σουτούρης κι η Δήμητρα κάθονται πίσω της, με τον Ρίβη επάνω στα γόνατά τους.
«Θα τον πάμε στο Μεγάλο Δυτικό Νοσοκομείο,» λέει η Πάολα στην Αστερόπη, που στέκεται έξω από το όχημα· «στην αδελφή μου, τη Μαργκώ.»
Η κόρη του Ξενοκράτη νεύει. «Εντάξει,» αποκρίνεται, και τρέχει προς το δίκυκλό της. Το καβαλά και φεύγει.
Η Πάολα, κλείνοντας το σκέπαστρο, ξεκινά το τρίκυκλό της.
Απόμακρα, οχήματα της Χωροφυλακής ακούγονται να έρχονται. Αλλά όταν φτάνουν στην πολυκατοικία η Πάολα, η Αστερόπη, και οι άλλοι είναι ήδη μακριά. Οι χωροφύλακες ανεβαίνουν στον τρίτο όροφο, απ’ όπου τους έχουν ειδοποιήσει ότι ακούγονταν οι πυροβολισμοί, και βρίσκουν δύο αιμόφυρτους άντρες πεσμένους στον διάδρομο ανάμεσα σε σφαίρες και κάλυκες.
Τον έναν τον αναγνωρίζουν αμέσως.
*
Μετά από κάποια ώρα, η Μαργκώ και η Αστερόπη τούς συναντούν στο δωμάτιο όπου κάθονται και περιμένουν, σε μια ήσυχη πτέρυγα του Μεγάλου Δυτικού Νοσοκομείου.
«Το έβγαλα το βέλος,» λέει η γιατρός, «και τράβηξα και το αίμα έξω από τον πνεύμονα. Λογικά, πρέπει να ζήσει, αν και το τραύμα είναι βαθύ.»
«Ναι,» συμφωνεί η Αστερόπη, «φαίνεται πως θα ζήσει. Το έλεγξα και με τη μαγεία μου.»
Η Μαργκώ νεύει, και λέει στους άλλους: «Χωρίς τη βοήθειά της, ίσως να μην τα είχα καταφέρει.» Ρωτά την Αστερόπη: «Γιατί δεν δουλεύεις σε νοσοκομείο; Πώς σε λένε;»
«Βατράνια,» αποκρίνεται εκείνη, «και… δεν είμαι Βιοσκόπος, βασικά.»
Η Μαργκώ συνοφρυώνεται. «Για Βιοσκόπος μοιάζεις, πάντως, με τη μαγεία που χειρίζεσαι.»
«Δεν είμαι Βιοσκόπος,» επαναλαμβάνει εκείνη.
«Φίλη της Πάολας, υποθέτω;»
«Ναι.»
Η Μαργκώ στρέφει το βλέμμα της στην Πάολα. Μετά στον Σουτούρη. «Εσύ, ευτυχώς, αυτή τη φορά δεν είσαι μαχαιρωμένος,» του λέει υπομειδιώντας, αναφερόμενη στο περιστατικό στο Τυχερό Άστρο, παλιότερα, όταν του είχε επιτεθεί η Νιρίφα. «Αλλά τι έχει το μάγουλό σου;»
Ο Τυχερός αγγίζει το γδάρσιμο. «Τίποτα,» λέει. «Ένα βέλος πέρασε ξυστά.»
«Κι άλλο βέλος; Από πού ήρθατε; Από τα Φέρνιλγκαν;» ρωτά η Μαργκώ. Και μετά συνοφρυώνεται. «Και ο Φιλοπολίτης Τασνικέφ με βέλος δεν δολοφονήθηκε;»
«Ναι,» λέει η Πάολα, «αλλά δε νομίζω να υπάρχει καμια σύνδεση.»
«Σίγουρα όχι,» προσθέτει η Αστερόπη, ενισχύοντας το ψέμα. «Αυτή ήταν τελείως διαφορετική υπόθεση.»
«Γνωρίζετε, δηλαδή, ποιος σας έριξε τα βέλη…»
«Ναι,» λέει η Πάολα. «Ένα κάθαρμα απ’τα Φέρνιλγκαν.»
«Το ξέρουν οι άλλοι Δρομολόγοι;»
«Όχι, και δεν χρειάζεται να τους πεις τίποτα. Εντάξει; Το υπόσχεσαι;» Η Πάολα πλησιάζει την αδελφή της.
«Γιατί;»
«Γιατί… δεν θέλω να ξέρουν. Εντάξει;»
«Εντάξει,» λέει η Μαργκώ, ανασηκώνοντας τους ώμους. «Αν όμως κινδυνεύεις, θα μπορούσαν να σε βοηθήσουν…»
«Το ξέρω. Αλλά όχι τώρα.»
«Λοιπόν,» λέει η Αστερόπη. «Σχετικά με τον Ρίβη. Μπορούμε να σ’τον αφήσουμε εδώ, Μαργκώ; Θα τον κρατήσεις κρυμμένο για την ώρα;»
«Ναι, δεν υπάρχει πρόβλημα,» συμφωνεί εκείνη. Γνωρίζει το Μεγάλο Δυτικό Νοσοκομείο πολύ καλά: και τα φανερά μέρη του και τα κρυφά.
Η Δήμητρα’μορ προθυμοποιείται να μείνει μαζί με τον Ρίβη.
«Όχι,» της λέει η Αστερόπη. «Θα έρθεις μαζί μας.»
«Γι’απόψε μόνο,» επιμένει η Δήμητρα’μορ. «Τι να με κάνετε απόψε; Πρόκειται να παρακ–» Διακόπτει τον εαυτό της γιατί, φυσικά, η Μαργκώ δεν ξέρει τίποτα για την παρακολούθηση του σπιτιού του Ναρκάμη. «Πρόκειται να κάνουμε τίποτα απόψε;»
«Καλώς,» συμφωνεί η Αστερόπη. «Μείνε. Αλλά να είσαι συνέχεια μαζί του, και να έχεις από κοντά τον πομπό σου.»
Καθώς βγαίνουν από το νοσοκομείο, η Αστερόπη, ο Σουτούρης, και η Πάολα συναντούν τον Ριχάρδο απέξω, τον οποίο είχαν ειδοποιήσει από πριν.
«Τι έγινε;» τους ρωτά, στεκόμενος πλάι στο τετράκυκλο όχημά του.
«Θα σου πούμε,» αποκρίνεται η Πάολα, «όμως όχι εδώ.»
«Είναι ζωντανός;»
«Ζωντανός είναι. Αλλά παραλίγο να μην ήταν.»
*
Μέσα στο Μεγάλο Δυτικό Νοσοκομείο, η Μαργκώ μεταφέρει τον αναισθητοποιημένο Ρίβη προς ένα κρυφό δωμάτιο, έχοντας τον πάνω σε κυλιόμενο κρεβάτι. Η Δήμητρα’μορ την ακολουθεί, παρατηρώντας πως οι διάδρομοι εδώ είναι όλοι τόσο ήσυχοι που την κάνουν ν’ανατριχιάζει. Μοιάζουν σχεδόν στοιχειωμένοι. Μονάχα απόμακροι ήχοι έρχονται από άλλα μέρη του νοσοκομείου. Τριγύρω, πίσω από όσες πόρτες είναι ανοιχτές ή μισάνοιχτες, φαίνονται μόνο έρημα, εγκαταλειμμένα δωμάτια, ή δωμάτια που χρησιμοποιούνται ως αποθήκες για διάφορους ιατρικούς εξοπλισμούς.
Η Μαργκώ αφήνει τον Ρίβη σ’ένα από τα εγκαταλειμμένα δωμάτια. Ψηλά στον τοίχο υπάρχει ένας φεγγίτης απ’ όπου έρχεται ελάχιστο από το νυχτερινό φως της πόλης, φιλτραρισμένο μέσα από θολό τζάμι. Η γιατρός απλώνει το χέρι της και πατά έναν διακόπτη, ανάβοντας μια μικρή λάμπα στο ταβάνι.
«Μπορείς να καθίσεις εκεί, αν θέλεις,» λέει στη Δήμητρα δείχνοντας μια παλιά σκουριασμένη καρέκλα. «Μη στέκεσαι όλο το βράδυ. Τουαλέτα δεν έχει εδώ, αλλά έχει δυο πόρτες παραδίπλα. Έλα να σου δείξω.» Αφού της δείχνει από το κατώφλι του δωματίου, της λέει: «Θες να σου φέρω τίποτα να φας;»
Η Δήμητρα νεύει. «Ναι, ευχαριστώ.»
«Να τον παρακολουθείς, κι αν δεις καμια αλλαγή στην κατάστασή του να με ειδοποιήσεις αμέσως.» Και της λέει τον τηλεπικοινωνιακό κώδικά της.
«Εντάξει.»
Η γιατρός σφίγγει τη μάγισσα φιλικά στο μπράτσο και μετά φεύγει. Τα βήματά της απομακρύνονται μέσα στους έρημους διαδρόμους ώσπου χάνονται τελείως.
Η Δήμητρα’μορ ατενίζει σιωπηλά το κοιμισμένο πρόσωπο του Ρίβη, κι ύστερα κάθεται στη σκουριασμένη καρέκλα.
Μέσα στη νύχτα, συζητάμε με την Αλκάρνη Αμυθολόγητη και τον Λαοκράτη Άλθαρνεφ για τους προδότες, τους πιθανούς προδότες, και αυτούς που υπηρετούν τους προδότες χωρίς να ξέρουν ακριβώς τι κάνουν. Συζητάμε πώς πρέπει να κινηθούμε για να μάθουμε, πρώτον, πώς ξεκίνησε αυτή η σέκτα· δεύτερον, πώς πληροφορήθηκε για τα μέλη της Παλιάς Δυναστείας· και τρίτον, ποια είναι η κεφαλή της σέκτας. Επίσης, συζητάμε για το πώς μπορούμε να διαλύσουμε τη σέκτα προτού αυτή διαλύσει, με τις ενέργειές της, τη Σιδηρά Δυναστεία.
Η κουβέντα μας κρατά ώς τις τέσσερις μετά τα μεσάνυχτα, και δεν έχουμε καταστρώσει παρά μόνο ένα πολύ γενικό σχέδιο. Τον Ψηλό Αλλάνδρη έχουμε αποφασίσει να τον βγάλουμε από τη μέση, ως επικίνδυνο και κακοποιό στοιχείο – αλλά θα πρέπει να βρούμε έναν τρόπο για να του στήσουμε ενέδρα. Τον Κλεόβουλο Σιριλάμνη τον θέλουμε ζωντανό, μόνο και μόνο επειδή μάλλον θα έχει να μας δώσει αρκετές πληροφορίες. Πρέπει, όμως, να βρούμε έναν τρόπο να στήσουμε ενέδρα και σ’αυτόν ώστε να τον αιχμαλωτίσουμε. Τους υπόλοιπους αποφασίσαμε ή να τους φέρουμε με το μέρος μας ξανά ή να τους εξολοθρεύσουμε αν μας σταθούν εμπόδιο· δεν φαίνεται να υπάρχει άλλη λύση. Επίσης, αναρωτιόμαστε πώς θα μπορούσαμε, ίσως, να τους χρησιμοποιήσουμε προκειμένου να παγιδέψουμε είτε τον Ψηλό Αλλάνδρη είτε τον Σιριλάμνη.
Ο Ψηλός Αλλάνδρης μένει στον Οίκο των Πορτών, το αρχηγείο των Σεβαστών Πορτιέρηδων, στον Ανώδρομο, και δεν θα είναι εύκολο να τον πετύχουμε σε τέτοια θέση που να μπορούμε εύκολα να τον σκοτώσουμε. Ακόμα και το ηχομορφικό όχημα πρέπει να έχει χώρο για να κινηθεί, σε υλική μορφή, ώστε να πατήσει κάποιον. Δεν μπορώ να εισβάλω στον Οίκο των Πορτών και ν’αρχίσω να σκοτώνω όποιον βλέπω μπροστά μου. Δεν είναι καν σίγουρο ότι έτσι θα συναντήσω τον Αλλάνδρη προτού αυτός φύγει.
Ο Κλεόβουλος Σιριλάμνης δεν ξέρω καν πού μένει. Γνωρίζει, όμως, η κυρία Αμυθολόγητη: κατοικεί στον Ανθώνα, μια πλούσια συνοικία νοτιοδυτικά του Νέου Δώματος, στα άκρα της Άντχορκ. Αλλά ισχύει και γι’αυτόν ό,τι ισχύει και για τον Ψηλό Αλλάνδρη. Επιπλέον – ειδικά με την κατάσταση που ισχύει τώρα – ο Κλεόβουλος δεν αμφιβάλλω ότι θα έχει μεγάλη φύλαξη γύρω του. Άσε που μπορεί να έχει εξαφανιστεί, όπως έκανε όταν τον κυνηγούσε ο Άφευκτος. Είχε πάει στη Θακέρκοβ, τότε, και δεν έλεγε ούτε καν σ’εμάς – εμένα, τον Ύαν, και τον Κριτόλαο’μορ – πού μέσα στην πόλη έμενε. Είναι δειλός, νομίζω. Πράγμα που είμαι βέβαιος πως δεν οφείλεται στο γεγονός ότι είναι ομοφυλόφιλος. Έχω δει (σε αγώνες ράλι, κυρίως) ομοφυλόφιλους πολύ πιο γενναίους από «κανονικούς» άντρες.
Ύστερα από τη συζήτησή μας, πηγαίνουμε όλοι να κοιμηθούμε ζαλισμένοι. Η Κλεισμένη έρχεται πάνω στο κρεβάτι μου και ξαπλώνει μέσα στην αγκαλιά μου. Δεν τη διώχνω. Η ζεστασιά του αιλουροειδούς σώματος κάτω από το τρίχωμά της με ανακουφίζει.
Στον ύπνο μου βλέπω τον καταραμένο τον Σίλα Ιερόπυργο να με προτρέπει να τους σκοτώσω όλους, και πρώτο αυτό τον γαμημένο μπάσταρδο τον Κλεόβουλο Σιριλάμνη που κάποτε έβαλε τον Σίλα να δολοφονήσει τον ίδιο του τον αδελφό, τον Βίκτωρα.
Τα όνειρα αυτά, παραδόξως ίσως, δεν με τρομάζουν.
*
Το πρωί, βάζουμε σε εφαρμογή το ατελές σχέδιό μας γιατί ξέρουμε ότι δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο. Οι προδότες δεν έχουν επιχειρήσει ακόμα να σκοτώσουν την κυρία Αμυθολόγητη, αλλά ώς πότε θα περιμένουν; Είναι της Παλιάς Δυναστείας, κι επομένως πρέπει να βγει από τη μέση.
Εκτός από αυτήν, στην Άντχορκ υπάρχουν άλλοι δύο άνθρωποι της Παλιάς Δυναστείας: ο ένας ονομάζεται Βατράνος Γισκάλβης και είναι αρχιτέκτονας· η άλλη ονομάζεται Κλαρίσσα Ελντέγκοφ και ο καλύτερος χαρακτηρισμός γι’αυτήν είναι πως είναι τυχοδιώκτρια πέρα, φυσικά, από συγγραφέας. Ορισμένα βιβλία της τα είχα ακούσει από παλιά (κάποια λογοτεχνικά, κάποια μελέτες – διαφόρων ειδών) μα δεν ήξερα ότι ήταν μέλος της Σιδηράς Δυναστείας. Η Αλκάρνη Αμυθολόγητη μού εξήγησε χτες βράδυ ότι ο Βατράνος και η Κλαρίσσα είναι μακρινά ξαδέλφια της, και είναι κι οι δύο μικρότεροι από εκείνη. Ο Λαοκράτης ήδη τους γνώριζε (αλλά όχι και ότι ήταν της Παλιάς Δυναστείας, βέβαια). Ο Ύαν ήξερε την Κλαρίσσα.
Η κυρία Αμυθολόγητη μάς είπε ότι τον Βατράνο τον βρήκε χτες και μίλησε τηλεπικοινωνιακά μαζί του, μέσα από κωδικοποιημένη συχνότητα, για λόγους ασφάλειας· τον ενημέρωσε για το τι συμβαίνει και του πρότεινε να κρυφτεί. Την Κλαρίσσα, όμως, δεν μπόρεσε να τη βρει πουθενά. Θα πρέπει, λοιπόν, να τη βρούμε εμείς. Αλλά αργότερα. Πρώτα έχουμε άλλη δουλειά.
Αφού εξοπλιζόμαστε κατάλληλα, εγώ, ο Ύαν, και η Ξανθίππη βγαίνουμε από τη μεζονέτα της κυρίας Αμυθολόγητης και παίρνουμε τον ανελκυστήρα, κατεβαίνοντας στο υπόγειο γκαράζ όπου έχουμε αφήσει το ηχομορφικό όχημα σκεπασμένο με μαύρη κουκούλα, ανάμεσα σε άλλα οχήματα που δεν ανήκουν όλα στην παλιά ηθοποιό. Το ξεσκεπάζουμε, επιβιβαζόμαστε, και το οδηγώ επάνω στη ράμπα και έξω από το γκαράζ.
Μόλις έχουμε βγει και κυλάμε στους δρόμους της Άντχορκ, ανάμεσα από τις ψηλές πολυκατοικίες της, αντιλαμβανόμαστε ότι ένα δίκυκλο μάς παρακολουθεί. Ο Ύαν και η Ξανθίππη, ασφαλώς, το βλέπουν πριν από εμένα.
«Παρακολουθούν το σπίτι της Αμυθολόγητης, λοιπόν,» παρατηρώ.
«Δε με εκπλήσσει,» λέει η Ξανθίππη. «Σας το είπα χτες βράδυ πως το υποψιαζόμουν, δεν σας το είπα;»
Πράγματι, μας το είπε, και κανένας μας δεν το θεώρησε υπερβολικό. Οι εχθροί μας δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για όλα τα μέλη της Παλιάς Δυναστείας. Πώς ακριβώς έμαθαν ποια είναι αυτά τα μέλη, αποτελεί ένα μυστήριο βέβαια… Η Αλκάρνη δεν μπορεί να φανταστεί κάποιον συγγενή της παλιάς οικογένειας να είναι προδότης. Τι να έχει να κερδίσει;
«Θα μας επιτεθούν με την πρώτη ευκαιρία, Ραλίστα,» λέει ο Ύαν, πρακτικός όπως πάντα. «Κάνε μας αόρατους, να μας χάσει ο χαφιές προτού φάμε καμια βόμβα.»
Δεν έχει άδικο. Καθόλου άδικο. Κάτι τέτοιο είναι αναμενόμενο από ανθρώπους σαν τον Ψηλό Αλλάνδρη, τον Σιριλάμνη, και τον Νόρτεκ-Ριθ. Κατεβάζω τον διακόπτη στην κονσόλα μπροστά μου και παίρνουμε μορφή ήχου. Περνάω μέσα από άλλα οχήματα και ισόγεια οικοδομημάτων χωρίς καμια δυσκολία και, άνετα, ο κατάσκοπος μάς χάνει. Δίνω ξανά υλική μορφή στο όχημά μας και συνεχίζουμε.
*
Παλιότερα, όταν ήμουν στην Άντχορκ υπηρετώντας τη Δυναστεία, χρωστώντας ακόμα, ερχόμουν τηλεπικοινωνιακά σε επαφή με τη Τζούλη κι εκείνη μού έλεγε πού θα με συναντήσει προκειμένου να μου δώσει διάφορα πράγματα που χρειαζόμουν, όπως εξοπλισμούς και ψεύτικες ταυτότητες. Τώρα δεν μπορώ να επικοινωνήσω μαζί της με τον ίδιο τρόπο· είναι πολύ ριψοκίνδυνο. Ίσως, όταν την καλέσω, να ειδοποιήσει τους εχθρούς μας για να μας στήσουν ενέδρα.
Ευτυχώς, η κυρία Αμυθολόγητη και ο Λαοκράτης γνωρίζουν περισσότερα από εμένα και τον Ύαν για τη Τζούλη, και μας είπαν ακριβώς πού να πάμε για να τη βρούμε. Μένει σε μια μικρή συνοικία που ονομάζεται Σκηνορράφος και βρίσκεται ανάμεσα στις Γραμμές και στον Ανεμοσκόπο. Σταματάω, λοιπόν, το όχημά μας σ’έναν δρόμο κοντά στο σπίτι της, που είναι στον τέταρτο όροφο μιας πολυκατοικίας, και την περιμένουμε μέχρι να εμφανιστεί. Απ’ό,τι μας είπαν η Αμυθολόγητη και ο Λαοκράτης, η μόνη δουλειά που κάνει η Τζούλη είναι να ενεργεί ως πράκτορας για τη Σιδηρά Δυναστεία, επομένως όλη μέρα τριγυρίζει στην πόλη.
Το μεσημέρι, τη βλέπουμε να έρχεται προς την πολυκατοικία επάνω στο δίκυκλό της, το οποίο και κατεβάζει στο γκαράζ. Δίχως καθυστέρηση μπαίνουμε στο όχημά μας (που έχουμε αφήσει σε κάποια απόσταση από την πολυκατοικία, μην τυχόν και το εντοπίσουν κατάσκοποι των εχθρών μας), το μεταμορφώνω σε ήχο, και το πηγαίνω κατευθείαν προς το υπόγειο γκαράζ. Η μεταλλική πόρτα είναι κατεβασμένη, αλλά αυτό δεν αποτελεί εμπόδιο όταν δεν έχεις υλική υπόσταση. Μπαίνουμε στο γκαράζ και βλέπουμε τη Τζούλη – μια ψηλή, γαλανόδερμη γυναίκα με πράσινα μαλλιά μακριά ώς τον ώμο, ντυμένη με παντελόνι και κοντό πανωφόρι – να βαδίζει προς τη σκάλα που οδηγεί στο ισόγειο της πολυκατοικίας. Σανιδώνοντας το πετάλι, περνάω από μέσα της και σταματάω απότομα μπροστά της.
Σταματά κι εκείνη, αλλά όχι επειδή μας βλέπει: μάλλον επειδή άκουσε τον παράξενο ήχο μας.
Δίνω υλική μορφή στο όχημά μας και πεταγόμαστε έξω αμέσως, με τα όπλα μας στα χέρια.
«Να μιλήσουμε θέλουμε,» της λέω.
Η Τζούλη έχει κοκαλώσει στη θέση της αλλά δεν μοιάζει να έχει χάσει την ψυχραιμία της. «Δεν το δείχνετε, πάντως,» αποκρίνεται ξερά.
Κατεβάζω το πιστόλι μου. «Έλα μέσα,» της λέω δείχνοντας, με μια κίνηση του κεφαλιού, το όχημά μας.
Η Τζούλη δεν φέρνει αντίρρηση: έρχεται και κάθεται δίπλα μου, ενώ ο Ύαν και η Ξανθίππη είναι καθισμένοι πίσω. Της λέω πως ξέρουμε για τη σχέση της με τον Σιριλάμνη και ότι είναι με την καινούργια, δολοφονική σέκτα. Η Τζούλη δεν αρνείται τίποτα· δεν μιλά καν. Τελειώνω πληροφορώντας την πως θα προτιμούσαμε να την πάρουμε με το μέρος μας αντί να τη σκοτώσουμε.
«Τι έχετε στο μυαλό σας;» μας ρωτά όλους, κοιτάζοντας και εμένα και τους συντρόφους μου στο πίσω κάθισμα. «Ποιοι άλλοι είναι μαζί σας;»
«Διάφοροι άνθρωποι πιστοί στη Δυναστεία,» αποκρίνομαι. Η Αμυθολόγητη μάς έχει εξηγήσει ότι η Τζούλη δεν ξέρει για την Παλιά Δυναστεία – ή, τουλάχιστον, δεν ήξερε μέχρι στιγμής.
«Αυτή δεν είναι απάντηση.»
Αποφασίζω να γίνω πιο ανοιχτός μαζί της. «Η Αλκάρνη Αμυθολόγητη,» της λέω. Ούτως ή άλλως, οι εχθροί μας την έχουν σίγουρα στόχο· τίποτα δεν πρόκειται ν’αλλάξει. «Και ο Λαοκράτης.» Το ίδιο ισχύει και για τον Άλθαρνεφ.
«Αποφάσισε να αντεπιτεθεί ο Λαοκράτης, ε; Ελπίζω νάναι καλά οργανωμένος.»
«Γιατί είσαι μαζί τους;» τη ρωτάω.
«Για να μείνω ζωντανή, κι επειδή με συμφέρει, νομίζω, η αλλαγή που θέλουν να κάνουν–»
«Σε συμφέρει; Πώς ακριβώς σε συμφέρει, Τζούλη; Θα διαλύσουν τη Δυναστεία!»
«Τι ξέρεις εσύ για τη Δυναστεία, ραλίστα; Είσαι πιο πολύ καιρό μέσα στη Δυναστεία απ’ό,τι εγώ; Το δίκτυο έχει πλέον φθαρεί – έχουν δίκιο σ’αυτό.»
«Έχει φθαρεί; Τι εννοείς;»
«Έχει μετατραπεί σ’ένα ανεξέλεγκτο χάος! Δε μπορεί, ακόμα κι εσύ πρέπει να τόχεις καταλάβει!»
«Μα… αυτό δεν είναι η Σιδηρά Δυναστεία;» απορώ.
Η Τζούλη κοιτάζει τον Ύαν. «Εσένα σού αρέσει όπως είναι τα πράγματα;»
«Εγώ,» της απαντά ο μισθοφόρος, «απλά δουλεύω και πληρώνομαι. Δε μ’ενδιαφέρουν αυτές οι… πολιτικές λεπτομέρειες.»
Η Τζούλη γελά. «Είστε ανόητοι κι οι δύο! Κι εσύ…» Κοιτάζει την Ξανθίππη. «Δεν ξέρω καν ποια είσαι εσύ–»
«Δεν είμαι από εδώ,» της λέει η Ξανθίππη. «Αλλά ξέρω ποια είσαι εσύ. Είδα το είδος σου και στη Νέσριβεκ.» Τα μάτια της στενεύουν καθώς την ατενίζει με έκδηλη εχθρότητα.
Η Τζούλη την αγνοεί. «Το δίκτυο της Δυναστείας έχει φθαρεί και έχει γίνει ανεξέλεγκτο,» μας λέει. «Αυτό είναι γεγονός. Ίσως να φταίει και το ότι είναι ένα τόσο παλιό δίκτυο. Ξέρετε πόσο παλιό είναι;»
«Γνωρίζουμε,» της απαντώ. «Και τι θέλουν να κάνουν οι προδότες;»
«Ποιοι ‘προδότες’; Δεν είμαστε καμια συμμορία–»
«Είναι προδότες και εγκληματίες, Τζούλη· μην κάνεις πως–»
«Εγκληματίες, Ζορδάμη, είναι τα τρία τέταρτα της οικογένειας ούτως ή άλλως!»
«Μέχρι στιγμής, όμως, δεν σκοτώναμε ο ένας τον άλλο!»
«Και ο Άφευκτος; Ξεχνάς τον Άφευκτο;»
«Ο Άφευκτος ήταν–»
«–εξαίρεση; Ιδιαίτερη περίπτωση; Πολλές τέτοιες ‘ιδιαίτερες περιπτώσεις’ έχουν δημιουργηθεί, και δημιουργούνται. Και γι’αυτό φταίει το ότι το δίκτυο είναι χαοτικό και ανεξέλεγκτο. Αν υπήρχε μια κεντρική αρχή τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα. Δες, για παράδειγμα, τι γίνεται με τους χρεώστες. Μπορεί να χρωστάνε ή στον έναν συγγενή ή στον άλλο, αλλά ξεπληρώνουν υπηρετώντας τους πάντες, και κανένας δεν είναι βέβαιος πότε θα ξεχρεωθεί. Κυκλοφορούν ένα σωρό περίεργες φήμες, ότι, όταν χρωστάς στη Δυναστεία, ποτέ δεν ξεχρεώνεσαι. Μη μου πεις πως δεν τις έχεις ακούσει!»
«Τις έχω ακούσει,» παραδέχομαι. «Και σ’αυτό έχεις, όντως, κάποιο δίκιο. Αν κι εγώ δεν χρωστάω πλέον, για λίγο ήμουν απεγνωσμένος και έτοιμος να– Τέλος πάντων. Όπως και νάχει, η λύση δεν νομίζω πως είναι ν’αρχίσουμε να αλληλοσκοτωνόμαστε. Ποιος θέλει να γίνει ‘κεντρική αρχή’ της Δυναστείας, Τζούλη; Ο Σιριλάμνης;»
«Ζητάς πληροφορίες τώρα από εμένα…»
«Μπορούμε, εύκολα, να σε σκοτώσουμε αν προτιμάς,» της λέει η Ξανθίππη.
Η Τζούλη τη λοξοκοιτάζει. «Μην οπλίζεις το πιστόλι σου από τώρα.»
«Οπλισμένο το έχω.»
«Χρειαζόμαστε τη βοήθειά σου,» λέω στη Τζούλη. «Προτιμάς να πεθάνεις γι’αυτή την τρελή κλίκα ή να βοηθήσεις για να σταματήσουμε τους σκοτωμούς που σίγουρα θ’ακολουθήσουν;»
Η Τζούλη αναστενάζει. «Τι ακριβώς θέλετε να κάνω; Να σας πω αν ο Σιριλάμνης είναι ο αρχικακός που φαντάζεστε; Ναι, ο Σιριλάμνης, όταν τελειώσουν όλ’ αυτά, θα είναι η Σιδηρά Αρχή της Άντχορκ–»
«Σιδηρά Αρχή;»
«Αυτή η ονομασία μάλλον θα χρησιμοποιηθεί για τον επόπτη της Δυναστείας σε κάθε πόλη.»
«Θες να πεις ότι κάθε πόλη θα έχει κι έναν… έναν ελεγκτή της Σιδηράς Δυναστείας;»
«Ναι. Άσχημα θα είναι;»
Ο Ύαν τής λέει: «Η Δυναστεία δεν λειτουργεί έτσι, Τζούλη. Ποτέ δεν λειτουργούσε έτσι. Δεν είναι στρατός, ούτε δίκτυο κατασκόπων. Δεν είμαστε οι πράκτορες της Παντοκράτειρας.»
«Θα μπορούσαμε, όμως, να είχαμε μάθει κάποια πράγματα από τους πράκτορες της Παντοκράτειρας.»
«Έχεις μπερδέψει τα πράγματα–»
«Περίμενε,» τον διακόπτω. «Άσ’ το αυτό, τώρα.» Και προς τη Τζούλη: «Ποια θα είναι η γενική κεντρική αρχή σ’όλη τη Σεργήλη; Θα υπάρχει τέτοιο πράγμα;»
«Δεν το γνωρίζω αυτό, ραλίστα. Δηλαδή, θα υπάρχει κεντρική αρχή αλλά δεν γνωρίζω ποια θα είναι.»
«Ψέματα λέει,» ακούγεται η φωνή της Ξανθίππης από πίσω.
«Δε λέω ψέματα. Δεν ξέρω.»
«Θες να συνεχιστούν οι σκοτωμοί, λοιπόν,» τη ρωτάω, «ή θα μας βοηθήσεις τώρα να τους σταματήσουμε; Γιατί να είσαι βέβαιη πως δεν θα πεθάνουν μόνο όσοι δεν αποφασίσουν να συμμαχήσουν μ’αυτή την κλίκα του Σιριλάμνη. Έχει ήδη οργανωθεί ολόκληρη αντεπίθεση. Πολύ σύντομα χάος θα ξεσπάσει παντού. Θα είδες, βέβαια, ότι έχουμε μαζί μας το ηχομορφικό όχημα του Άφευκτου. Μάντεψε τι σκοπεύουμε να το κάνουμε…»
«Τι ακριβώς θέλετε από εμένα;» λέει η Τζούλη.
«Θέλουμε να μας βοηθήσεις να παγιδέψουμε τον Ψηλό Αλλάνδρη. Και μετά, τον Κλεόβουλο Σιριλάμνη.»
Η Τζούλη γελά. «Είστε τρελοί, γαμώ τα κέρατα του Κάρτωλακ!»
*
Έχω αρχίσει να καταλαβαίνω τώρα κάποια πράγματα για τους εχθρούς. Απεχθάνονται το δίκτυο της Σιδηράς Δυναστείας όπως είναι. Το φοβούνται, ίσως. Νιώθουν αβεβαιότητα, ανασφάλεια. Ακόμα και οι πιο πλούσιοι ανάμεσά τους, όπως ο Σιριλάμνης.
Δεν τους αδικώ. Κι εγώ βρισκόμουν στα πρόθυρα της παραφροσύνης προτού ξεχρεωθώ. Ήμουν έτοιμος να κάνω παλαβά πράγματα, γιατί δεν είχα κανένα σημείο αναφοράς. Μπορεί να ήμουν δούλος για πάντα. Μπορεί να πέθαινα υπηρετώντας κάτι τελείως απρόσωπο και ανούσιο για εμένα. Αν τότε με πλησίαζαν τα μέλη αυτής της καινούργιας κλίκας, αναρωτιέμαι, δεν θα ήταν εύκολο να με στρατολογήσουν; Ή μάλλον, αυτό ακριβώς είχε γίνει, συνειδητοποιώ. Η Ασημίνα χρησιμοποίησε την απόγνωσή μου. Θυμάμαι πολύ καλά πως δεν με ένοιαζε καθόλου τι θα έκανα γι’αυτήν αρκεί να έπαυα, στο τέλος, να είμαι δούλος της Δυναστείας. Το μόνο που με σταμάτησε ήταν ο Σουτούρης ο Τυχερός. Η όψη του. Όταν είδα την όψη του σ’εκείνη τη φωτογραφία που κρατούσε ο Ρίβης Νέρφελδιφ. Όταν κατάλαβα ότι η Ασημίνα έστελνε τον τρελό αδελφό της ως δολοφόνο εναντίον του Σουτούρη – ενός ανθρώπου που γνώριζα και θεωρούσα, ως έναν βαθμό, φίλο. Δεν μπορούσα να τον αφήσω να πεθάνει έτσι.
Ήμουν τυχερός, ίσως. Ήταν σαν τότε να ξύπνησα από έναν βαθύ, δηλητηριώδη ύπνο, μια ομίχλη που με κρατούσε στα δίκτυα της.
Αυτό δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα συμβεί και σ’άλλα μέλη της Δυναστείας τα οποία χρωστάνε ή που έχουν διαφορετικούς λόγους για να είναι δυσαρεστημένα από το χαώδες, τρομακτικό δίκτυο.
Ο Σιριλάμνης πάω στοίχημα πως θέλει να βάλει μια τάξη στη Δυναστεία, αν μη τι άλλο, για να μην ξαναπαρουσιαστεί κάτι σαν τον Άφευκτο. Είχε τρομοκρατηθεί τότε που ο Σίλας Ιερόπυργος τον κυνηγούσε. –Και καλύτερα ο Σίλας να το είχε σκοτώσει το κάθαρμα! Του άξιζε, σίγουρα.
Όπως και νάχει, αυτά είναι τώρα περασμένα. Έχουμε άλλες δουλειές επί του παρόντος.
Ρωτάμε τη Τζούλη να μας πει πώς μπορούμε να βρούμε την Κλαρίσσα Ελντέγκοφ, κι εκείνη γελά ξανά.
«Μακάρι να ήξερα! Έχει εξαφανιστεί.»
«Γιατί;» ζητώ να μάθω.
«Γιατί προσπάθησαν να τη σκοτώσουν οι μισθοφόροι του Νό– οι μισθοφόροι του Σιριλάμνη. Τους ξέφυγε και–»
«Μη μας κρύβεις το κάθαρμα τον Νόρτεκ-Ριθ,» τη διακόπτει ο Ύαν. «Το ξέρουμε ήδη πως είναι μπλεγμένος σε τούτη την ιστορία.»
«Εντάξει!» γρυλίζει η Τζούλη ρίχνοντάς του ένα άγριο βλέμμα προς τα πίσω. «Ήταν μισθοφόροι του Νόρτεκ-Ριθ· και λοιπόν; Για τον Σιριλάμνη δουλεύουν. Η Κλαρίσσα από τότε εξαφανίστηκε, και μάλιστα τραυματισμένη, και κανένας δεν μπορεί να την εντοπίσει. Πιστεύουμε ότι κρύβεται κάπου μέσα στην Άντχορκ, όμως.»
«Υπέροχα…» μορφάζω.
Η Ξανθίππη λέει: «Τώρα, πρέπει να συζητήσουμε πώς μπορούμε να παγιδέψουμε τον Ψηλό Αλλάνδρη και τον Σιριλάμνη. Και καλύτερα να φύγουμε από εδώ, Ζορδάμη. Πάμε αλλού μαζί με την κυρία.» Το κυρία, φυσικά, ακούγεται ειρωνικό.
«Είστε πραγματικά ανόητοι!» λέει η Τζούλη. «Νομίζετε ότι είναι έτσι απλό να παγιδ–»
«Θα κάνεις το παν για να μας βοηθήσεις· είμαι σίγουρη γι’αυτό.» Η Ξανθίππη τής αρπάζει τα μαλλιά, τραβώντας το κεφάλι της πίσω.
«Πάρ’ τα χέρια σου από πάνω μου!» γρυλίζει η Τζούλη, και το δικό της χέρι πηγαίνει στην τσάντα της. Αλλά της πιάνω τον καρπό προτού τραβήξει κανένα όπλο από κει μέσα κι έχουμε άσχημα επακόλουθα.
«Άφησέ την,» λέω στην Ξανθίππη.
Εκείνη την αφήνει, αν και απότομα, εσκεμμένα βίαια.
Η Τζούλη λέει: «Μπορεί δύο άλλα πράγματα να σας ενδιαφέρουν περισσότερο απ’το πώς να παγιδέψετε τον Σιριλάμνη και τον Ψηλό Αλλάνδρη. Πρώτον: απόψε σχεδιάζουν να δολοφονήσουν τον Βατράνο Γισκάλβη.» (Ευτυχώς που η Αμυθολόγητη πρόλαβε τουλάχιστον να τον προειδοποιήσει για τους εχθρούς, σκέφτομαι.) «Δεύτερον: ο Ψηλός Αλλάνδρης έχει αιχμάλωτη την κόρη της Αμυθολόγητης.»
«Τι;» κάνω, ξαφνιασμένος. Ο Γρύπας Ξενοκράτης μάς έχει πει πως, εκτός από τον Σουτούρη, η Αμυθολόγητη και ο άντρας της έχουν ακόμα δύο παιδιά. Ο γιος τους μένει με τον πατέρα του, στη Μέλβερηθ. Η κόρη τους είναι μισθοφόρος, περιφερόμενη στη Σεργήλη. «Πώς την έπιασε;»
«Στις Ψηλές Νύχτες,» αποκρίνεται η Τζούλη.
«Φυσικά… Πού αλλού; Και πού την έχει; Ξέρεις, έτσι δεν είναι;»
«Εσύ πού λες να την έχει; Στον Οίκο των Πορτών.»
«Ο Σιριλάμνης το ξέρει;»
«Εννοείται. Ο Σιριλάμνης είναι που τη θέλει ζωντανή, βασικά, αλλιώς θα την είχαν ήδη σκοτώσει. Απ’ό,τι ακούω, δεν είναι συνεργάσιμη. Ο Σιριλάμνης σκοπεύει να τη χρησιμοποιήσει για να πάρει κάποια πληροφορία από την Αμυθολόγητη, όταν την έχουμε αιχμαλωτίσει κι αυτήν.»
Γιατί μου φαίνεται ότι η περίπτωση της φυλάκισης της Αστερόπης από τον Παλιόσκυλο επαναλαμβάνεται αλλά με διαφορετικούς ηθοποιούς, σε διαφορετικά σκηνικά;
«Τι πληροφορία;» ρωτά η Ξανθίππη.
«Δεν ξέρω,» αποκρίνεται η Τζούλη.
Θέλει να μάθει πώς μπορεί να έρθει σε επαφή με τις οντότητες στο φεγγάρι, σκέφτομαι.
«Ο Σιριλάμνης δεν μου λέει τα πάντα,» προσθέτει η Τζούλη, αμυντικά, φοβούμενη μάλλον ότι θα την αποκαλέσουμε ψεύτρα ξανά.
Γυρίζω να κοιτάξω τον Ύαν. «Είσαι έτοιμος γι’άλλη μια διάσωση;»
«Μην κάνεις πλάκα, Ραλίστα,» μου λέει ο μαυρόδερμος μισθοφόρος. «Αυτή τη φορά δεν θα είναι περίπατος.» Προφανώς έχει κι εκείνος κάνει τον παραλληλισμό με την Αστερόπη.
Αλλά με εκπλήσσει. «Η επίθεση στα Κεντρικά της Χωροφυλακής της Νίρβεκ ήταν περίπατος;»
«Οι Σεβαστοί Πορτιέρηδες είναι χειρότεροι από χωροφύλακες. Να είσαι σίγουρος γι’αυτό. Είναι απρόβλεπτοι, όπως πολλές επικίνδυνες συμμορίες· δεν έχουν συγκεκριμένο σύστημα που μπορείς να σπάσεις.»
«Δε μου φάνηκε σαν τότε να σπάσαμε κανέναν σύστ–»
Η Τζούλη λέει: «Πρέπει, επίσης, να σας προειδοποιήσω ότι ο Ψηλός Αλλάνδρης έχει κάνει τους μισούς της συμμορίας του συγγενείς.»
«Τους έχει βάλει στη Δυναστεία!; Είναι τρελός;» απορώ.
«Για να είμαι ειλικρινής, ούτε εγώ συμφωνούσα μ’αυτή την τακτική του. Αλλά ο Σιριλάμνης δεν νομίζω πως έχει πρόβλημα· πιστεύει ότι χρειαζόμαστε μέλη που είναι τελείως δικά μας.»
Όταν επιστρέφουμε στην κυρία Αμυθολόγητη, έχουμε και τη Τζούλη μαζί μας. Και δεν πηγαίνουμε στην τετραώροφη πολυκατοικία σε υλική μορφή αλλά σε μορφή ήχου, για να μη μας δουν οι κατάσκοποι των εχθρών μας. Μπαίνουμε στο υπόγειο γκαράζ περνώντας μέσα από την κλειστή πόρτα και τότε μόνο δίνω στο όχημά μας υλική μορφή, το σταθμεύω, και βγαίνουμε.
Όταν η κυρία Αμυθολόγητη ακούει για την απαγωγή της κόρης της, της Σιρενέκα, από τον Ψηλό Αλλάνδρη δεν μοιάζει να ξαφνιάζεται, ούτε όταν ακούει ότι σχεδιάζουν να σκοτώσουν τον Βατράνο Γισκάλβη απόψε κιόλας. Αν μη τι άλλο, ο Λαοκράτης δείχνει περισσότερο συναίσθημα από την παλιά ηθοποιό.
«Τα καθάρματα της Λόρκης!» γρυλίζει. Και προς τη Τζούλη: «Τολμάς να είσαι με το μέρος τους; Δε σημαίνει τίποτα για σένα η Δυναστεία;»
Μετά απ’ αυτό, λογομαχούν για λίγο οι δυο τους. Η Τζούλη λέει, περίπου, τα ίδια που είπε και σ’εμάς σχετικά με το πώς έχει εξελιχτεί το δίκτυο της Δυναστείας, ενώ ο Λαοκράτης την κατηγορεί ως προδότρια και ελεεινή.
«Τι να έκανα, λοιπόν;» του λέει εκείνη, οργισμένη. «Να τους έλεγα όχι και να με σκότωναν; Όπως έκανες εσύ;»
«Εγώ δεν είμαι νεκρός!»
«Ακόμα!»
Η Αλκάρνη Αμυθολόγητη τούς διακόπτει προτού συνεχίσουν, και ρωτά τη Τζούλη πώς μπορεί να πάρει την κόρη της από τα χέρια τους.
«Δεν ξέρω,» αποκρίνεται εκείνη. «Ίσως αν τους δίνατε την πληροφορία που θέλουν…. Αλλά, βέβαια, σκοπεύουν να σας αιχμαλωτίσουν πρώτα… Δεν ξέρω. Δεν έχω πρόσβαση στον Οίκο των Πορτών παρά μόνο μέσω του Ψηλού Αλλάνδρη.»
Έχοντας μια ξαφνική ιδέα, τη ρωτάω αν ο Σέλκιος’σαρ είναι με την κλίκα του Σιριλάμνη ή όχι. Πρόκειται για τον μάγο που εξαιτίας του η Κλεισμένη κατέληξε στο μπαούλο όπου τη γνώρισα· τον μάγο με τον οποίο αργότερα συνεργάστηκα για λίγο, ώστε εκείνος να μπει σε μια ενδοδιάσταση που αλλάζει θέσεις μέσα στην Άντχορκ.
Η Τζούλη μορφάζει, ξαφνιασμένη. «Δε… Δεν είμαι σίγουρη αν… Δεν πρέπει να είναι συνεννοημένος – όχι όπως εγώ κι ο Αίολος.»
«Θα μπορούσε να μας βοηθήσει, λοιπόν,» λέω στην Αλκάρνη Αμυθολόγητη.
«Σε τι;» με ρωτά η παλιά ηθοποιός.
«Στο να σώσουμε την κόρη σας. Πιθανώς να γνωρίζει το Ξόρκι Ανιχνεύσεως. Δεν έχουμε κανέναν καλύτερο τρόπο για να βρούμε πού ακριβώς μέσα στον Οίκο των Πορτών είναι η Σιρενέκα.»
«Θα πρέπει να μπούμε μέσα στον Οίκο των Πορτών, όμως,» τονίζει ο Ύαν. «Κι αυτό είναι το πραγματικό πρόβλημα, Ραλίστα.»
«Μια στιγμή,» μας λέει η Αλκάρνη Αμυθολόγητη, και φεύγει απ’το καθιστικό.
Για λίγη ώρα τσακωνόμαστε αναμεταξύ μας (οι άλλοι, δηλαδή, όχι εγώ!) σχετικά με το τι πρέπει να κάνουμε και ποιος φταίει για τι. Η Κλεισμένη μάς παρατηρεί κρυμμένη κάτω από το τραπεζάκι. Μετά, η Αμυθολόγητη επιστρέφει και μας λέει ότι ειδοποίησε τον Βατράνο Γισκάλβη.
«Τι θα κάνει;» τη ρωτάω. «Θα έρθει εδώ;»
«Όχι,» μου λέει. «Θα… πάρει άλλα μέτρα για την ασφάλεια του.» Ίσως να μη θέλει να πει περισσότερα μπροστά στη Τζούλη.
Ύστερα συζητάμε κι άλλο για το πώς να κινηθούμε στο άμεσο μέλλον.
*
Ο Σέλκιος’σαρ, όταν τον συναντάμε έξω από το σπίτι του και μιλάμε μαζί του, δείχνει μπερδεμένος από όλα αυτά αλλά δεν αρνείται να μας βοηθήσει. Γνωρίζει το Ξόρκι Ανιχνεύσεως και, αν του δώσουμε μια φωτογραφία της Σιρενέκα, μπορεί να το χρησιμοποιήσει για να τη βρει. Ωστόσο, έχει αμφιβολία για ένα σημείο του σχεδίου μας: δεν είναι σίγουρος αν το ξόρκι θα έχει καμια επίδραση μέσα από τη μορφή ήχου του ηχομορφικού οχήματος. «Πρέπει να το δοκιμάσουμε,» μας λέει.
Βρισκόμαστε στους δρόμους του Καταγάλανου, και η Ξανθίππη βγαίνει από το όχημά μας και βαδίζει πέρα από μια γωνία, φεύγοντας από τα μάτια μας. Κατεβάζω τον διακόπτη και βλέπουμε έξω από τα παράθυρα τα περισσότερα πράγματα να γίνονται ημιδιαφανή. Μόνο εγώ, ο Σέλκιος, και ο Ύαν είμαστε τώρα επιβάτες· η Τζούλη δεν είναι μαζί μας.
«Θεοί…» αρθρώνει ο μάγος, καθισμένος πλάι μου. «Είναι… καταπληκτικό! Πώς έφτιαξαν τέτοιο μηχάνημα, ραλίστα;»
«Με πολύ κόπο, είμαι σίγουρος. Θα δοκιμάσεις τώρα το ξόρκι σου;»
«Ναι, φυσικά,» λέει ο Σέλκιος’σαρ σαν να το είχε ξεχάσει τελείως για μερικές στιγμής. Σβήνει την οθόνη της κονσόλας του οχήματος και, αγγίζοντάς την με δύο δάχτυλα του ενός χεριού, κλείνει τα μάτια και ψιθυρίζει λόγια που για τα δικά μου, καθόλου μαγικά αφτιά είναι ασυναρτησίες. Μια κόκκινη κουκίδα εμφανίζεται, σύντομα, πάνω στην οθόνη.
Τα βλέφαρα του Σέλκιου ανοίγουν. «Τη βρήκα. Πήγαινε προς τα κει και στρίψε δεξιά μετά.» Δείχνει προς τη μεριά όπου εξαφανίστηκε η Ξανθίππη.
Ακολουθώ τις οδηγίες του, ενώ είμαστε ήχος ακόμα, και βρίσκουμε τη φίλη μας να κάθεται σε μια πεζούλα πλάι σ’ένα δέντρο, καπνίζοντας τσιγάρο. Δε μας έχει πάρει είδηση.
«Μια χαρά δουλεύει, λοιπόν,» συμπεραίνω.
«Ναι,» λέει ο Σέλκιος, «αν και…»
«Τι;»
«Νομίζω ότι δυσκολεύτηκα περισσότερο απ’ό,τι κανονικά. Η εμβέλεια του ξορκιού ίσως νάναι μειωμένη.»
«Δε θα είμαστε μακριά από την κόρη της Αμυθολόγητης,» του λέω. «Απλά ο χώρος θάναι μπερδεμένος.»
«Σωστά.»
Ανεβάζω τον διακόπτη και παίρνουμε υλική υπόσταση. Το βλέμμα της Ξανθίππης στρέφεται προς το μέρος μας. Ένας αδέσποτος σκύλος τινάζεται όρθιος και φεύγει τρέχοντας.
«Με βρήκατε,» παρατηρεί η Ξανθίππη.
«Ναι,» της λέω ανοίγοντας το παράθυρό μου. «Έλα μέσα.»
*
Η Τζούλη, για σήμερα τουλάχιστον, για λόγους ασφαλείας, θα βρίσκεται όλη την ημέρα και όλη τη νύχτα στο σπίτι της Αμυθολόγητης, υπό την επίβλεψη του Λαοκράτη, της Κληματένιας, και της Κλεισμένης. Δε μπορούμε να την αφήσουμε να επιστρέψει στο δικό της σπίτι γιατί δεν την εμπιστευόμαστε να μη μας προδώσει.
Όταν η νύχτα πέφτει, ξεκινάμε για να σώσουμε τη Σιρενέκα.
Το σχέδιό μας – το οποίο εκπονήσαμε κυρίως εγώ κι ο Ύαν – είναι παράτολμο, τρελό ίσως, και μπορεί και να αποτύχει. Αλλά τι άλλο να κάνουμε; Ακόμα κι αν δεν καταφέρουμε να σώσουμε την κόρη της Αμυθολόγητης, θα καταφέρουμε να τρομάξουμε τον Ψηλό Αλλάνδρη και τους συμμάχους του. Αν είμαστε πολύ τυχεροί, μάλιστα, ίσως καταφέρουμε και να σκοτώσουμε τον Ψηλό Αλλάνδρη.
Έχοντας μαζί μας όπλα και ενεργειακές φιάλες για ν’αλλάζουμε στο όχημα, εγώ, η Ξανθίππη, ο Ύαν, και ο Σέλκιος’σαρ κατευθυνόμαστε προς τον Οίκο των Πορτών, στον Ανώδρομο. Το αρχηγείο των Σεβαστών Πορτιέρηδων δεν είναι σε κανένα απόμερο σημείο της συγκεκριμένης συνοικίας· ο δρόμος μπροστά του είναι περαστικός και έχει διάφορα καταστήματα. Η εξώπορτά του είναι ψηλή, ξύλινη, και διπλή, με το έμβλημα των Πορτιέρηδων λαξεμένο επάνω. Κοντά της φρουροί στέκονται οι οποίοι φοράνε κάπες κι αλεξίσφαιρα γιλέκα, και από τις ζώνες τους κρέμονται πιστόλια και κοντόσπαθα. Τα κεφάλια όλων των αντρών είναι ξυρισμένα γουλί· μόνο οι γυναίκες έχουν μαλλιά. Δεν είναι η πρώτη φορά που τους βλέπω. Την προηγούμενη φορά, όμως, δεν είχα έρθει με σκοπό να ανταλλάξω σφαίρες μαζί τους.
Καθώς πλησιάζουμε την είσοδο του Οίκου των Πορτών, έχουμε μορφή ήχου. Κανένας δεν μας βλέπει. Περνάω μέσα από τους φρουρούς και μέσα από την κλειστή ξύλινη πόρτα, μπαίνοντας σε μια πλούσια στολισμένη αίθουσα με καναπέδες κι ένα τζάκι που εκατέρωθέν του στέκονται δυο αγάλματα – ένας γρύπας κι ένας δράκος. Στο βάθος είναι μια φαρδιά σκάλα. Ο χώρος δεν έχει αλλάξει από τότε που ήμουν εδώ μαζί με την Αστερόπη και τον Κριτόλαο’μορ, πριν από μερικούς μήνες.
Ο Σέλκιος’σαρ, καθισμένος πίσω μου, πλάι στην Ξανθίππη, έχει ήδη αρχίσει να μουρμουρίζει τα λόγια για το Ξόρκι Ανιχνεύσεως κρατώντας στα χέρια του έναν καθρέφτη.
Οι άνθρωποι που βρίσκονται μέσα στην αίθουσα δεν φαίνεται να μας έχουν προσέξει: τέσσερις φρουροί, που στέκονται στην περιφέρεια του δωματίου, και τρεις άλλοι που κάθονται στα καθίσματα, καπνίζοντας και με ποτά στα χέρια. Η μία είναι η Ισμήνη’λι, η μάγισσα του Ψηλού Αλλάνδρη, την οποία έχω ξανασυναντήσει – αυτήν και τον δαίμονα που ελέγχει. Ο δεύτερος είναι ο Άνθιμος Γενναιόχειρος, ο δημοσιογράφος που μας έχει προδώσει. Ο τρίτος δεν ξέρω ποιος είναι.
«Τη βρήκα,» λέει ο Σέλκιος’σαρ και, από τον καθρέφτη μου, τον βλέπω να κοιτάζει τον δικό του καθρέφτη όπου πρέπει, λογικά, να έχει παρουσιαστεί κάποια κουκίδα.
«Προς τα πού;» ρωτάω. Και την ίδια στιγμή η Ισμήνη’λι σηκώνεται όρθια και στρέφει το βλέμμα της καταπάνω μας. Μας κατάλαβε; Δεν είναι δυνατόν!
«Προς τα κει,» λέει ο Σέλκιος’σαρ δείχνοντας.
Η Ισμήνη’λι εξακολουθεί να κοιτάζει παραξενεμένη προς το μέρος μας. Μήπως ο δαίμονάς της μας μυρίστηκε; αναρωτιέμαι. Τη βλέπω να διαγράφει, με τα δάχτυλα, παράξενα σύμβολα μπροστά της ενώ μουρμουρίζει. Στο ένα της χέρι φορά μαύρο γάντι που μέσα στην παλάμη έχει πρασινόγκριζο λίθο.
Ο Ύαν, καθισμένος πλάι μου, έχει έτοιμο ένα κοντό τουφέκι. «Μπορείς να πυροβολήσεις μέσα από τη μορφή ήχου;» ρωτά.
«Δεν ξέρω,» λέω, «αλλά καλύτερα όχι.»
«Μας έχει καταλάβει, Ραλίστα!»
«Όχι. Όχι ακριβώς.» Πατάω το πετάλι με προσοχή και στρίβω το τιμόνι, κατευθυνόμενος προς τα εκεί όπου μου έδειξε ο Σέλκιος’σαρ, προς έναν διάδρομο. «Απλώς πρέπει, κάπως, νάχει αντιληφτεί κάτι που την έχει παραξενέψει.
»Προς τα πού, μάγε;» Γύρω μας βλέπω πόρτες.
«Επάνω.»
«Πού επάνω;»
«Από πάνω μας πρέπει να είναι.»
«Δεν υπάρχει καμια σκάλα εδώ!»
«Το ξόρκι μου εντοπίζει μόνο τη θέση της Σιρενέκα, Ζορδάμη· δεν είναι χάρτης του οικήματος.»
«Γαμήσου!» γρυλίζω και στρίβω προς τα πίσω, αγνοώντας τους τοίχους. Παρότι είμαστε ήχος, δεν μπορώ να μας κάνω να πετάξουμε. Οδηγώ το όχημα όπως θα οδηγούσα κάθε άλλο όχημα· απλώς τα περισσότερα πράγματα που βλέπω απέξω είναι ημιυλικά για εμένα, σαν ολογράμματα.
Ο Ύαν ρωτά: «Εσύ τι λες, μάγε; Μπορούμε να πυροβολήσουμε στόχους έξω από τη μορφή ήχου;»
«Δεν είμαι σίγουρος, Ύαν. Δε νομίζω. Σκέψου: Μπορείς να βγεις εσύ από το όχημα ενώ έχει μορφή ήχου;»
«Δεν το έχω επιχειρήσει ποτέ.»
«Και καλά θα κάνεις να μην το επιχειρήσεις,» τον προειδοποιεί ο Σέλκιος’σαρ. «Δε νομίζω ότι το σώμα σου θα μπορεί ν’αντέξει την ανώμαλη μετάβαση από ήχο σε ύλη. Και μάλλον το ίδιο ισχύει και για τις σφαίρες από τ–»
«Μας έχουν καταλάβει, Ζορδάμη!» λέει η Ξανθίππη. «Πώς αλλιώς εξηγείται αυτό;»
Έχει αρχίσει να γίνεται χαμός μέσα στον Οίκο των Πορτών. Φρουροί τρέχουν από δω κι από κει, με όπλα στα χέρια· διάφοροι άνθρωποι της συμμορίας μοιάζουν ανήσυχοι, μιλώντας αναμεταξύ τους και κρατώντας επίσης όπλα πολλοί απ’ αυτούς. Τα λόγια τους δεν φτάνουν καθόλου καθαρά στ’αφτιά μου· δεν μπορώ να καταλάβω τι λένε. Μάλλον η μορφή ήχου φταίει γι’αυτό· διαστρεβλώνει τους εξωτερικούς ήχους.
Βλέπω ξανά την Ισμήνη’λι στην πρώτη αίθουσα, και τώρα η μάγισσα στρέφει το αριστερό, γαντοφορεμένο χέρι της προς εμάς και μας δείχνει. Μέσα στον πρασινόγκριζο λίθο της παλάμης της πρέπει νάναι κλεισμένος ο δαίμονάς της. Νομίζω πως η Ισμήνη’λι φωνάζει Εκεί! Διάφοροι γυρίζουν να μας κοιτάξουν μα κανένας δεν μας βλέπει, φυσικά.
Ρίχνω μια ματιά στην ποσότητα ενέργειας που μας απομένει. 73,5%. Καλά είμαστε ακόμα.
Ανεβαίνω τη φαρδιά σκάλα στο βάθος της αίθουσας. «Πώς πάω τώρα, μάγε;»
Ο Σέλκιος’σαρ κοιτάζει τον καθρέφτη του. «Καλά φαίνεται να πηγαίνεις. Στρίψε αριστερά.»
Στρίβω αριστερά, περνώντας μέσα από ημιδιαφανή τοίχο, και μπαίνουμε σ’ένα δωμάτιο όπου δύο άντρες – ο ένας με δέρμα κατάλευκο και μαύρα μαλλιά και μούσια, κι ο άλλος με δέρμα πράσινο και κόκκινα μακριά μαλλιά – κάνουν έρωτα, ολόγυμνοι. Περνάμε από μέσα τους χωρίς να μας δώσουν την παραμικρή σημασία, ό,τι κι αν άκουσαν.
«Προς τα πού, μάγε;» ρωτάω καθώς μπαίνουμε σ’ένα άλλο δωμάτιο, κατασκότεινο.
«Σε μπουρδέλο θα μας βγάλεις, στο τέλος,» σχολιάζει χαριτωμένα ο Ύαν.
Ο Σέλκιος’σαρ λέει: «Ευθεία λίγο και, μετά, δεξιά.»
«Τι πάει να πει ‘λίγο’;»
«Κάνα-δυο μέτρα, ραλίστα!»
Βάζω το όχημά μας να προχωρήσει μερικά μέτρα μες στο σκοτάδι–
«Τώρα,» λέει ο μάγος. «Στρίψε δεξιά, τώρα.»
Στρίβω δεξιά και βγαίνω σ’έναν διάδρομο όπου κανονικά αποκλείεται να μπορούσε να χωρέσει το όχημά μας. «Δε βλέπω καμια κόρη της Αμυθολόγητης εδώ, μάγε.»
«Λίγο πιο μπροστά, ραλίστα!»
Περνάω μέσα από τοίχο, μπαίνοντας σ’ένα σαλονάκι όπου δύο γυναίκες κι ένας άντρας παίζουν χαρτιά, ενώ τριγύρω όπλα είναι κρεμασμένα. Το παιχνίδι τους, όμως, φαίνεται να έχει σταματήσει από πριν· μάλλον έχουν ακούσει τη φασαρία από κάτω. Και τώρα σηκώνονται όρθιοι, ακούγοντας μάλλον και τον παράξενο ήχο του οχήματός μας. Μιλάνε αναμεταξύ τους αλλά δεν καταλαβαίνω τι λένε.
«Ούτε εδώ είναι, μάγε, γαμώ τα μυαλά σου! Τι κάνεις;»
«Λίγο πιο δεξιά, ραλίστα!»
«Με δουλεύεις;»
«Πήγαινε λίγο πιο δεξιά, γαμώτο!»
Στρίβω, περνώντας μέσα από τον τοίχο, και μπαίνω σ’ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρο, με μια ενεργειακή λάμπα αναμμένη στο ταβάνι. Μια γυναίκα είναι μισοξαπλωμένη σ’ένα μικρό κρεβάτι, ντυμένη με μαύρη μπλούζα και γκρίζο παντελόνι, ξεφυλλίζοντας ένα περιοδικό. Σ’ένα τραπεζάκι είναι ένα σάντουιτς κι ένα κουτάκι Φλεγόμενος Γρύπας. Το μέρος μοιάζει με φυλακή, και η γυναίκα είναι, δίχως αμφιβολία, η Σιρενέκα. Έχει λευκό-ροζ δέρμα και πυρόξανθα μαλλιά, μακριά ώς τους ώμους, ακριβώς όπως και στη φωτογραφία που μας έδειξε η μητέρα της. Δε μοιάζουν καθόλου με την Αλκάρνη· πρέπει νάχει μοιάσει στον πατέρα της.
Ακούγοντας τον παράξενο ήχο του οχήματός μας να γεμίζει τη φυλακή της, παύει να ξεφυλλίζει το περιοδικό. Παίρνει καθιστή θέση πάνω στο κρεβάτι, συνοφρυωμένη.
«Δε μπορώ να μας δώσω υλική μορφή εδώ μέσα,» λέω. «Είναι πολύ στενός ο χώρος· θα σκοτωθούμε, ίσως, και σίγουρα θα σκοτώσουμε τη Σιρενέκα.» Κοιτάζω την ποσότητα ενέργειας που μας απομένει: 58%.
«Πήγαινε σ’άλλο δωμάτιο!» μου λέει ο Ύαν.
Στρίβω, φεύγοντας, αναζητώντας χώρο αρκετά μεγάλο για να πάρουμε υλική μορφή. Βλέπω διάφορους ανθρώπους, ανάμεσα στους οποίους και τον Ψηλό Αλλάνδρη που κατεβαίνει τρέχοντας προς το ισόγειο. Φασαρία γίνεται μέσα στον Οίκο των Πορτών, αναμφίβολα εξαιτίας μας.
Σταματάω το όχημά μας σ’ένα σαλόνι του πρώτου ορόφου – έρημο, ευτυχώς, λόγω της φασαρίας που γίνεται. Αυτοί που ήταν εδώ πρέπει να έφυγαν αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή: επάνω στο τραπέζι υπάρχουν ποτά και τασάκια με τσιγάρα στις άκριες.
«Εδώ,» λέω στους συντρόφους μου. «Εντάξει;» Η ενέργεια είναι στο 49%.
«Ναι,» λέει ο Ύαν, μοιάζοντας ανυπόμονος να χρησιμοποιήσει το κοντό τουφέκι του.
Ανεβάζω τον διακόπτη και παίρνουμε υλική μορφή. Το τραπέζι παραμερίζεται από την υλοποίησή μας και σπάει, καθώς και αρκετές καρέκλες. Ποτήρια, μπουκάλια, τασάκια, κι άλλα μικροαντικείμενα τινάζονται από δω κι από κει. Αποκλείεται αυτό να μην ακούστηκε σ’ολόκληρο τον Οίκο των Πορτών.
«Γρήγορα τώρα!» λέει ο Ύαν, και βγαίνει από το όχημα. «Ραλίστα, μείνε εδώ εσύ! Κι εσύ, μάγε!» Ο Σέλκιος δεν έμοιαζε, ούτως ή άλλως, πρόθυμος να ακολουθήσει τον δαιμονομάτη μισθοφόρο.
Η Ξανθίππη, φυσικά, τον ακολουθεί. Τους βλέπω να φεύγουν από το ρημαγμένο σαλόνι με τα κοντά τουφέκια τους στα χέρια, φορώντας αλεξίσφαιρα γιλέκα, ασφαλώς, όπως εγώ κι ο μάγος. Στα κεφάλια τους έχουν, επιπλέον, κράνη, με τις προσωπίδες κατεβασμένες. Τους χάνω από τα μάτια μου πολύ γρήγορα, κι αμέσως μετά πυροβολισμοί αρχίζουν ν’αντηχούν.
«Το πανηγύρι ξεκίνησε,» λέω στον Σέλκιο’σαρ, ο οποίος βαστά το πιστόλι του και δαγκώνει αγχωμένα τα χείλη του. Μάλλον δεν είναι συνηθισμένος σε τέτοιες καταστάσεις.
«Μην αγχώνεσαι,» του λέω οπλίζοντας κι εγώ το πιστόλι μου. «Το πολύ-πολύ να σκοτωθούμε.»
Μετά από κανένα λεπτό, ένας άντρας φαίνεται στο κατώφλι του σαλονιού, κοιτάζοντάς μας με γουρλωμένα μάτια. Γυρίζει αμέσως, τρέχοντας, φωνάζοντας. Τον πυροβολώ από το παράθυρο, χτυπώντας τον στην πλάτη, σωριάζοντάς τον· αλλά χωρίς, δυστυχώς, να τον σκοτώσω. Ο Πορτιέρης ουρλιάζει. Τον ξαναπυροβολώ, αποτελειώνοντάς τον.
Τώρα όμως ακούω, πίσω από τους πυροβολισμούς, κι άλλους να έρχονται. Τρεις φρουροί ξεπροβάλλουν, με πιστόλια και κοντόσπαθα στα χέρια. Μας πυροβολούν δίχως καθυστέρηση, μα οι σφαίρες τους ούτε που γρατσουνίζουν τα μέταλλα και τα τζάμια του ηχομορφικού οχήματος. Θα ήθελα πολύ να τους πατήσω αλλά δεν μπορώ γιατί στέκονται πέρα απ’το κατώφλι, και το όχημά μου δεν χωρά να περάσει από την πόρτα.
Τους πυροβολώ απ’το παράθυρο, και ο μάγος επίσης. Απομακρύνονται, ενώ ο ένας έχει τραυματιστεί στο πόδι. Τα αλεξίσφαιρα γιλέκα τους τους προστάτεψαν από χειρότερους τραυματισμούς.
Μια χειροβομβίδα πέφτει μέσα στο δωμάτιο, τραντάζοντάς το, κάνοντας τα πάντα κομμάτια και θρύψαλα – πιο κομμάτια και θρύψαλα, δηλαδή, απ’ό,τι ήδη τα έκανα εγώ πριν από λίγο. Ο Σέλκιος’σαρ ουρλιάζει, τρομαγμένος. Αλλά δεν παθαίνουμε ούτε γρατσουνιά, φυσικά. Το ηχομορφικό όχημα έχει πανίσχυρη θωράκιση.
«Μην αγχώνεσαι, λέμε, μάγε.» Αλλάζω γεμιστήρα στο πιστόλι μου.
Οι πυροβολισμοί εντείνονται πέρα από το κατώφλι, κραυγές αντηχούν. Κάτι μού λέει ότι ο Ύαν και η Ξανθίππη επιστρέφουν· μαζί με τη Σιρενέκα, ελπίζω.
Ναι, πράγματι. Τους βλέπω τώρα, και τους τρεις τους.
«Με το πάσο σου, ε, Ύαν;» φωνάζω στον μισθοφόρο, εσκεμμένα, για να τον πειράξω. Δεν πρέπει να έκαναν πάνω από πέντε, δέκα λεπτά μέχρι να επιστρέψουν.
Ο Ύαν και η Ξανθίππη πυροβολούν προς τα πίσω, ενώ η Σιρενέκα τρέχει προς την πόρτα που της έχει μόλις ανοίξει ο Σέλκιος’σαρ και μπαίνει στο όχημα, πλάι στον μάγο.
«Δεν καταλαβαίνω,» την ακούω να λέει. «Πώς σκατά θα φύγουμε από δω; Πώς βρέθηκε αυτό το όχημα εδώ μέσα;» Η φωνή της μοιάζει με της Αμυθολόγητης, παρατηρώ.
«Θα καταλάβεις,» της απαντώ. Και προς τον Ύαν και την Ξανθίππη, φωνάζω: «Ελάτε μέσα!»
Ο μισθοφόρος εκτοξεύει μια σκοτοβομβίδα πέρα από το κατώφλι, σκεπάζοντας με αφύσικο σκοτάδι τον διάδρομο, και εκείνος κι η Ξανθίππη έρχονται στο όχημά μας – ο πρώτος καθίζοντας δίπλα μου, όπως πριν.
«Περάσατε καλά;» ρωτάω καθώς κατεβάζω τον διακόπτη και μας μεταμορφώνω σε ήχο.
«Ευτυχώς ήταν τελείως αποπροσανατολισμένοι,» λέει ο Ύαν. «Η μάγισσά τους, απ’ό,τι κατάλαβα, έλεγε πως κάποιος δαίμονας είναι μέσα στο οίκημα. Πάμε τώρα να δοκιμάσουμε αν μπορούμε να πυροβολήσουμε έξω από τη μορφή ήχου; Ξέρω πού είναι ο Ψηλός Αλλάνδρης.»
«Πάμε,» λέω, και βγάζω το όχημά μας από το ρημαγμένο σαλόνι περνώντας μέσα από τοίχους.
«Μεγάλη Αρτάλη!» αναφωνεί η Σιρενέκα. «Τι…;»
Η Ξανθίππη γελά. «Όπως βλέπεις, είμαστε αέρας.»
«Τι σκατά έχετε κάνει; Τι είναι το όχημά σας;»
Ο Ύαν μού δείχνει προς τα πού να πάω, και υπακούω ενώ λέω στη Σιρενέκα: «Δεν είχες ακούσει για τον Άφευκτο;»
«Φυσικά και…»
«Μέσα στο όχημά του βρίσκεσαι–»
Σταματάω στην αρχή της μεγάλης σκάλας καθώς επάνω σ’ένα από τα σκαλοπάτια αντικρίζω τον Ψηλό Αλλάνδρη κοντά στην Ισμήνη’λι, περιτριγυρισμένους από φρουρούς και άλλους Σεβαστούς Πορτιέρηδες. Χαμός γίνεται, όλοι μιλάνε, αλλά δεν καταλαβαίνω τίποτα.
Ο Ύαν ανοίγει το παράθυρο πλάι του–
«Πρόσεχε!» τον προειδοποιεί ο Σέλκιος’σαρ. «Μη βγάλεις το χέρι σου έξω! Μη βγάλεις καν την κάννη του όπλου σου!»
Ο μισθοφόρος υπακούει. Από το εσωτερικό του οχήματος, πυροβολεί – και κάτι περίεργα μεταλλικά θραύσματα πετάγονται σαν χαρτοπόλεμος, χωρίς ορμή ή δύναμη να προκαλέσουν ζημιά. Τα βλέπω να πέφτουν άκακα πάνω στα σκαλοπάτια. Οι Σεβαστοί Πορτιέρηδες τα δείχνουν, ξαφνιασμένοι. Η Ισμήνη’λι υψώνει το γαντοφορεμένο χέρι της προς τη μεριά μας και λέει κάτι στον Ψηλό Αλλάνδρη.
«Αναμενόμενο,» σχολιάζει ο Σέλκιος’σαρ. «Η ύλη βγαίνει διασκορπισμένη από την ηχομορφή.»
Η σκάλα είναι αρκετά φαρδιά για να χωρέσει ίσα-ίσα το αγωνιστικό όχημά μας, νομίζω. Και η ποσότητα ενέργειας βλέπω πως είναι στο 31%. Επομένως προλαβαίνω…
«Ετοιμαστείτε,» λέω, «για πραγματική επίθεση. Ή θα τον πατήσω τώρα ή ποτέ.»
Ανεβάζω τον διακόπτη και το όχημά μας γίνεται υλικό. Ακούω τώρα καθαρά τις κραυγές και τα λόγια των Πορτιέρηδων.
«…το όχημα!…» ξεχωρίζω τη φωνή του Ψηλού Αλλάνδρη.
Σανιδώνω το πετάλι.
Ο Αλλάνδρης πηδά από το πλάι της σκάλας, περνώντας πάνω από την ξύλινη κουπαστή και τραβώντας και την Ισμήνη’λι μαζί του, η οποία ουρλιάζει ξαφνιασμένη. Οι μεταλλικοί τροχοί μου λιώνουν από κάτω τους έναν φρουρό κι άλλον έναν Πορτιέρη, αλλά τον αρχηγό τους ούτε που τον αγγίζουν, και η μάγισσα απλώς χτυπά το πλάι του οχήματός μας με το πόδι της προτού πέσει από τη σκάλα.
Σκοτώνω κι άλλους Πορτιέρηδες μέχρι να βρεθώ κάτω, στη μεγάλη, πλούσια αίθουσα με το τζάκι. Από παντού μάς πυροβολούν, φυσικά, αλλά η θωράκισή μας είναι ανυπέρβλητη. Ακόμα κι ο Ύαν, όμως, έχει κλείσει το παράθυρό του για να μην τον πάρει καμια σφαίρα.
«Φύγε, Ζορδάμη,» λέει η Ξανθίππη κοιτάζοντας πίσω. «Ο Αλλάνδρης κι η μάγισσα μπήκαν σε μια πόρτα κι έκλεισαν. Άλλη φορά. Μην παγιδευτούμε εδώ πέρα!»
Μια χειροβομβίδα πέφτει μπροστά από το μπροστινό τζάμι του οχήματός μας και μας τραντάζει πατόκορφα. Το κρύσταλλο ραγίζει αλλά – αν είναι δυνατόν! – αντέχει. Ο Ξενοκράτης έχει κάνει θεϊκή δουλειά μ’αυτό το όχημα. Έχει δώσει και θεϊκά λεφτά, βέβαια, όπως πολύ καλά ξέρω.
Κατεβάζω τον διακόπτη και γινόμαστε ήχος. Βγαίνουμε από τον Οίκο των Πορτών και φεύγουμε ολοταχώς.
Η ενέργεια πέφτει αστραπιαία. Αναγκαστικά σταματάω μέσα σ’έναν μικρό δρόμο του Ανώδρομου, παίρνοντας υλική μορφή, για ν’αλλάξουμε ενεργειακές φιάλες. Πράγμα που κάνουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε, και μετά δίνω πάλι ηχητική μορφή στο όχημα και κατευθυνόμαστε προς το σπίτι της Αμυθολόγητης στον Έγκριτο, μακριά από τούτες τις γειτονιές και κοντά στον ποταμό Σέρντιληθ.
Κάτι μού λέει πως από δω και πέρα, θα γίνει το γλέντι της Λόρκης μέσα στην Άντχορκ. Ο Ψηλός Αλλάνδρης θα κινήσει ουρανό και γη για να μας βρει και να μας εξοντώσει. Με όλη την καταραμένη κλίκα των αναμορφωτών στο πλευρό του.
Επιστρέφοντας στο σπίτι της Αμυθολόγητης, είμαστε όλοι κουρασμένοι, εξοντωμένοι, και δεν υπάρχει διάθεση από κανέναν για κουβέντα. Θέλουμε μονάχα να ξεκουραστούμε. Εξαίρεση αποτελεί η Σιρενέκα που, αφού αγκαλιάζεται με τη μητέρα της, αμέσως πιάνουν κουβέντα οι δυο τους σχετικά με όσα συμβαίνουν. Ο Λαοκράτης και η Κληματένια μιλάνε επίσης, μοιάζοντας να έχουν όρεξη για συζήτηση και να ξέρουν τη Σιρενέκα από παλιά.
Ο Σέλκιος’σαρ θα διανυκτερεύσει απόψε μαζί μας· έχει ειδοποιήσει την οικογένειά του ότι, λόγω κάποιας μαγικής δουλειάς, δεν θα μπορέσει να πάει στο σπίτι του. Το πρωί θα τον πάω εγώ όπου θέλει, με το ηχομορφικό όχημα, γιατί, φυσικά, δεν είναι να φύγει μόνος του από την οικία της κυρίας Αμυθολόγητης, με τόσους κατασκόπους των εχθρών μας τριγύρω. Καλό είναι κανείς να μη μάθει ότι ο Σέλκιος’σαρ μάς βοηθά. Και μέχρι στιγμής κανένας δεν τον έχει δει· τα παράθυρα του ηχομορφικού οχήματος είναι φιμέ.
Η Τζούλη αποτελεί πρόβλημα. Δεν την εμπιστευόμαστε αρκετά για να την αφήσουμε να φύγει – ίσως να μας προδώσει. Αλλά, επίσης, δεν την εμπιστευόμαστε αρκετά για να την αφήσουμε να μείνει εδώ αφύλαχτη· μπορεί να δράσει εναντίον μας όσο κοιμόμαστε. Πρέπει, λοιπόν, ή να τη φυλάμε ή να φροντίσουμε να είναι περιορισμένη. Επιλέγουμε το δεύτερο. Την έχουμε ήδη ψάξει για όπλα, φυσικά, αλλά την ξαναψάχνουμε· η Ξανθίππη το κάνει, με φανερή εμπειρία στη σωματική έρευνα. Η Τζούλη, όπως σύντομα αποκαλύπτεται, δεν έχει πλέον τίποτα επάνω της το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως όπλο· ούτε έχει κανέναν πομπό ή άλλο εργαλείο επικοινωνίας. Αποφασίζουμε να τη βάλουμε σ’ένα υπνοδωμάτιο και να της δέσουμε το ένα χέρι στο κρεβάτι, με μια χειροπέδα του Ύαν. (Ο δαιμονομάτης μισθοφόρος κουβαλά μαζί του ό,τι μπορείς να φανταστείς.) Η πόρτα του δωματίου θα είναι, επιπλέον, κλειδωμένη.
Η Τζούλη, αναμενόμενα, διαμαρτύρεται· δεν της αρέσει αυτή η μεταχείριση. Το γαλανό δέρμα του προσώπου της σκουραίνει από οργή. «Και τι θα γίνει αν θέλω να πάω στην τουαλέτα μες στη νύχτα;» μας λέει, τελικά, όταν όλα τα άλλα επιχειρήματα τής έχουν τελειώσει. «Να κατουρήσω στο στρώμα; Ή ν’αρχίσω να ουρλιάζω για να σηκωθείτε;»
Ο Ύαν τής δίνει έναν τηλεπικοινωνιακό πομπό που είναι κλειδωμένος έτσι ώστε να μπορεί να καλέσει μόνο τον δικό του τηλεπικοινωνιακό πομπό με το πάτημα ενός κουμπιού, και της λέει να τον ειδοποιήσει αν θέλει να πάει στην τουαλέτα· θα έρθει και θα της ξεκλειδώσει τη χειροπέδα.
«Με υποχρέωσες,» αποκρίνεται η Τζούλη, αγριοκοιτάζοντάς τον, καθώς παίρνει τον πομπό από το χέρι του. «Αναρωτιέμαι τι θα κάνατε μαζί μου αν δεν σας είχα βοηθήσει κιόλας!»
«Δε θες να μάθεις,» της λέει η Ξανθίππη, χωρίς να αστειεύεται. Δεν καταλαβαίνω γιατί δείχνει να την αντιπαθεί τόσο. Δεν γνωρίζονταν από παλιά· δεν είχαν καμία ιδέα η μία για την ύπαρξη της άλλης.
Ύστερα από ένα σύντομο γεύμα (φτιαγμένο από τα χέρια της ίδιας της Αλκάρνης Αμυθολόγητης, μάλιστα) και μια μπίρα, κατευθύνομαι προς το δωμάτιο που μοιράζομαι με τον Ύαν. Ο μισθοφόρος είναι ήδη εκεί, ξαπλωμένος στο διπλανό κρεβάτι. Δεν ξέρω αν κοιμάται, πάντως δεν κουνιέται.
Αφού βγάζω τα περισσότερα ρούχα μου και ξαπλώνω, τον ρωτάω: «Κοιμάσαι;»
«Ναι,» μουγκρίζει με τα μάτια κλειστά.
«Την οικογένεια που μου έλεγες ότι έχεις εδώ, στην Άντχορκ, σκοπεύεις να πας να την επισκεφτείς;»
«Καλύτερα όχι, έτσι όπως είναι τα πράγματα. Και μη λες πολλά, Ραλίστα.»
«Εδώ μέσα; Ποιος θα μας ακούσει;»
«Κοιμήσου.»
Τέλος πάντων. Γυρίζω από την άλλη και, σύντομα, με παίρνει ο ύπνος.
Όταν ξυπνάω αισθάνομαι ένα γνώριμο σώμα κοντά μου. Χαϊδεύω το τρίχωμα της Κλεισμένης και η γάτα τεντώνεται πλάι μου, νιαουρίζοντας και κουνώντας την ουρά της. Γουργουρίζοντας.
Ο Ύαν παρατηρώ πως έχει ήδη σηκωθεί· δεν είναι στο δωμάτιο. Σηκώνομαι κι εγώ και δεν αργώ να πάω στο σαλόνι για να συναντήσω τους άλλους. Ο μισθοφόρος είναι εδώ, όπως επίσης και η Τζούλη. Παίρνουν πρωινό μαζί, καθισμένοι στο τραπέζι. Ο Λαοκράτης πίνει μια κούπα καφέ, στον καναπέ, καπνίζοντας, και με χαιρετά μ’ένα νεύμα. Στο τραπεζάκι μπροστά του ένας ραδιοφωνικός δέκτης είναι ανοιχτός.
«Λένε για τα χτεσινοβραδινά κατορθώματά σας,» με πληροφορεί.
Μια γυναικεία φωνή ακούγεται από τον ραδιοφωνικό δέκτη: «…χωρίς να πάρετε καμία απάντηση, δηλαδή…» Κι ένας άντρας λέει: «Όχι, καμία.»
Ο Λαοκράτης κλείνει τη συσκευή. «Η Χωροφυλακή ρώτησε τους Σεβαστούς Πορτιέρηδες τι έγινε, αλλά εκείνοι αρνήθηκαν να δώσουν στοιχεία, λέγοντας πως ήταν δική τους υπόθεση και δεν θέλουν να καταγγείλουν κανέναν.»
«Αναμενόμενο,» σχολιάζει η Τζούλη. «Τι να πουν; ότι τους επιτέθηκε ένας ραλίστας που το όχημά του εξαφανίζεται;»
«Θα τους περνούσαν για τρελούς,» λέει ο Λαοκράτης. «Ή, το πιθανότερο, για ψεύτες. Κακούς ψεύτες.»
Τέλος πάντων. Πηγαίνω στην κουζίνα για να ψήσω έναν καφέ για τον εαυτό μου και να φτιάξω ένα πρόχειρο σάντουιτς. Προτού τελειώσω, έρχεται εκεί και η Ξανθίππη για τον ίδιο λόγο.
Καθώς ετοιμάζουμε μαζί το πρωινό μας, τη ρωτάω: «Πώς έμπλεξες εσύ με τη Δυναστεία; Χρωστούσες;»
«Περίπου. Όχι ακριβώς. Όχι, δηλαδή, με χρήματα.»
Την περιμένω να συνεχίσει.
«Περίεργη ιστορία,» μου λέει, αποφεύγοντας το βλέμμα μου. «Και παλιά. Ήμουν μικρή τότε. Πάμε μέσα;» Έχουμε σχεδόν τελειώσει πια τα σάντουιτς.
Αναρωτιέμαι τι κρύβει, αλλά δεν θέλω να την πιέσω. Δεν είναι δική μου δουλειά, εξάλλου.
Στο σαλόνι, έχουν έρθει τώρα και οι υπόλοιποι: ο Σέλκιος’σαρ, η Αλκάρνη Αμυθολόγητη, η Σιρενέκα, και η Κληματένια.
«Υποσχέθηκες να με πας στο σπίτι μου τώρα, ραλίστα,» μου λέει ο μάγος.
«Μην ανησυχείς, θα σε πάω. Περίμενε μόνο να πιω τον καφέ μου.»
«Πρέπει να σας πω κάτι, όσο ο Σέλκιος είναι ακόμα εδώ,» ανακοινώνει η Αμυθολόγητη, καθισμένη σε μια πολυθρόνα και δείχνοντας στενοχωρημένη. Η Σιρενέκα μοιάζει να ξέρει τον λόγο της στενοχώριας της μητέρας της· τουλάχιστον, η έκφρασή της αυτό υποδηλώνει, νομίζω. Στέκεται δίπλα στην πολυθρόνα της Αμυθολόγητης με το ένα χέρι ακουμπισμένο στην πλάτη του καθίσματος.
«Τι συμβαίνει;» ρωτά ο Λαοκράτης, συνοφρυωμένος.
«Λίγο μετά τα ξημερώματα, κάποιος με κάλεσε τηλεπικοινωνιακά. Ίσως ν’ακούσατε το κουδούνισμα…»
Κανένας δεν μιλά. Εγώ, πάντως, δεν άκουσα τίποτα. Η Αλκάρνη κοιμόταν στο πάνω πάτωμα της μεζονέτας ενώ εγώ στο κάτω.
«Ένας άνθρωπός μας ήταν,» συνεχίζει η Αμυθολόγητη. «Και μου ανέφερε ότι ο Βατράνος Γισκάλβης είναι νεκρός.»
«Νεκρός;» κάνει ο Λαοκράτης. «Μα, τον ειδοποίησες χτες! Είπες ότι πήρε μέτρα…»
Η Αλκάρνη νεύει καταφατικά. «Ναι, πήρε μέτρα. Μου είπε ότι θα έφευγε από το σπίτι του, για να μη βάλει σε κίνδυνο την οικογένειά του. Μου είπε πού θα πήγαινε, σε περίπτωση που μπορεί να τον ήθελα… Και εκεί τον σκότωσαν, Λαοκράτη. Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό;» Η παλιά ηθοποιός είναι πολύ ταραγμένη: τα χέρια της σφίγγουν τους βραχίονες της πολυθρόνας της, νευρικά· το βλέμμα της είναι έντονο, η όψη της τσιτωμένη. «Παρακολουθούν τις τηλεπικοινωνίες μου!»
«Δεν είναι βέβαιο ότι…» κομπιάζει ο Λαοκράτης.
«Αποκλείεται να τον έβρισκαν αλλιώς τόσο γρήγορα! Άκουσαν τι μου είπε.
»Και οι τηλεπικοινωνίες μου είναι όλες κωδικοποιημένες, Λαοκράτη. Έχουν καταφέρει να σπάσουν την κωδικοποίηση… Ίσως να μπορούν να διαπεράσουν κι άλλα συστήματα ασφαλείας του σπιτιού μου.»
«Ας μην πανικοβαλλόμαστε τόσο εύκολα,» της λέει ο Ύαν, παρεμβαίνοντας. «Αν επιχειρήσουν να εισβάλουν, εδώ είμαστε. Θα σας προστατέψουμε.»
Ο Λαοκράτης ρωτά την Αμυθολόγητη: «Ποιος σου είπε για τον θάνατο του Γισκάλβη;»
«Ο Μικρόποδος. Της Χωροφυλακής. Βρήκαν το πτώμα τα ξημερώματα.»
Δεν τον έχω ξανακούσει αυτόν τον Μικρόποδο, αλλά είναι μέλος της Δυναστείας αναμφίβολα. Ο Λαοκράτης δείχνει να τον ξέρει καθώς νεύει.
«Είστε σίγουροι πως δεν είναι προδότης;» τους ρωτάω.
«Όχι,» μου απαντά η Αμυθολόγητη.
«Δεν του έχετε πει, δηλαδή, ότι είμαστε εδώ, μαζί σας…»
«Φυσικά και όχι. Με κάλεσε απλώς για να μου αναφέρει τον θάνατο του Βατράνου.»
«Μπορεί,» εικάζει η Ξανθίππη, «να το έκανε επίτηδες για να σας πανικοβάλει.»
«Μπορεί…» αποκρίνεται σκεπτικά η Αμυθολόγητη, «αν και δεν το νομίζω… Δεν…» Κουνά το κεφάλι. Αναστενάζει.
«Ποιος τον σκότωσε;» ρωτά η Ξανθίππη. «Υπάρχει καμια υπόθεση;»
«Ο Μικρόποδος δεν μου είπε κάτι.»
«Ο Νόρτεκ-Ριθ, πιθανώς,» λέει ο Ύαν, και διακρίνω έντονη αντιπάθεια πίσω από την επαγγελματική, ψυχρή ουδετερότητα της φωνής του.
«Ή,» προσθέτει η Τζούλη, «η Λυκία η Λύκαινα.»
Η Λυκία, όπως έχω πρόσφατα μάθει, είναι αρχηγός μιας συμμορίας στο Νέο Δώμα. Δεν είναι μεγάλη συμμορία αλλά είναι επικίνδυνη. Ονομάζονται Λυκάνθρωποι και αναλαμβάνουν διάφορες βρομοδουλειές σ’όλη την Άντχορκ: ξυλοκοπούν, σκοτώνουν, βιάζουν, ευνουχίζουν. Εξυπηρετούν κομπιναδόρους, απατεώνες, κλέφτες, εκβιαστές, λαθρεμπόρους, και άλλα τέτοια διαπρεπή πρόσωπα.
«Μπορούμε να μάθουμε;» ρωτάω.
«Έχει σημασία;» λέει η Αλκάρνη Αμυθολόγητη. «Το ίδιο κάνει, όποιος κι αν τον σκότωσε. Γνωρίζουμε ποιοι είναι οι εχθροί μας.»
«Να προετοιμαζόμαστε για να δώσουμε τέλος στον Ψηλό Αλλάνδρη, λοιπόν;» Οφείλω να παραδεχτώ – στον εαυτό μου, τουλάχιστον – ότι θέλω να τον βγάλω γρήγορα από τη μέση γιατί ξέρω πως το αίσθημα είναι αμοιβαίο. Από τότε που τον πυροβόλησα μ’έχει βάλει στο μάτι. Θα νιώθω πιο βολικά μέσα στην Άντχορκ όταν ο Ψηλός Αλλάνδρης δεν υπάρχει πια – ακόμα και τώρα, μ’αυτό τον πόλεμο που κατασπαράζει σαν δαιμονικό παράσιτο τη Σιδηρά Δυναστεία.
Η Αμυθολόγητη δεν μου απαντά αμέσως· είναι πάλι συλλογισμένη.
Ο Ύαν ρωτά τη Σιρενέκα: «Τι ήθελε ο Αλλάνδρης από εσένα;»
«Να παγιδέψει τη μητέρα μου.»
«Η Τζούλη μάς είπε ότι ήθελε να εκβιάσει τη μητέρα σου ώστε εκείνη να του δώσει κάποια πληροφορία.»
«Αν είναι έτσι, εμένα δεν μου ανέφερε τίποτα.»
Αναρωτιέμαι αν λέει αλήθεια, κι αν ξέρει για τις οντότητες στο φεγγάρι ή όχι. Μάλλον ξέρει· δεν μπορεί να μην ξέρει.
«Τέλος πάντων,» λέει ο Ύαν. «Απ’ όσα είδες, όσο ήσουν αιχμάλωτη στον Οίκο των Πορτών, κι απ’ όσα άκουσες, νομίζεις ότι μπορείς να μας βοηθήσεις κάπως για να στήσουμε ενέδρα στον Αλλάνδρη;»
Η Σιρενέκα είναι σκεπτική για λίγο, σταυρώνοντας τα χέρια της μπροστά της, τα οποία παρατηρώ ότι είναι γυμνασμένα, όπως και της Ξανθίππης. Δεν έχουν καμια σχέση με τα ντελικάτα χέρια της μητέρας της. Τελικά, κουνά το κεφάλι της. «Δε νομίζω,» λέει. «Πάντως, κατά πάσα πιθανότητα, ο Ψηλός Αλλάνδρης δεν θα είναι πλέον στα συνηθισμένα του μέρη. Ίσως να μην πηγαίνει καν στον Οίκο των Πορτών. Θα φοβάται ότι μπορεί πάλι να του επιτεθείτε εκεί.»
«Ναι, λογικά,» συμφωνώ. «Πού μπορεί νάχει πάει για να κρυφτεί;»
Η Σιρενέκα ανασηκώνει τους ώμους. «Οπουδήποτε. Οι Σεβαστοί Πορτιέρηδες είναι εξαπλωμένοι σε… πόσες συνοικίες;»
«Τέσσερις,» της λέω. «Στον Ανώδρομο, στον Πλάνητα, στον Ξανθό, και στον Ιερουργό.»
«Βλέπεις; Και ακόμα κι ο Κλεόβουλος Σιριλάμνης μπορεί τώρα νάναι κάπου κρυμμένος,» αλλάζει θέμα.
«Ίσως νάχει φύγει κι από την πόλη,» προσθέτω. «Ίσως νάχει πάει στη Θακέρκοβ, όπως έκανε όταν τον κυνηγούσε ο Άφευκτος.»
«Δεν το νομίζω,» διαφωνεί η Αλκάρνη Αμυθολόγητη. «Λόγω αυτής της φατρίας που έχει σχηματιστεί, δεν το νομίζω. Θα χάσει το κύρος του εδώ, την επιρροή του, τον έλεγχο που έχει.»
«Ναι,» λέει η Τζούλη. «Αν φύγει, θα είναι σαν να παραδίδει τον έλεγχο στον Ψηλό Αλλάνδρη. Δεν θα φύγει. Αλλά σίγουρα θα κρυφτεί μέχρι να σας βρουν και να σας σκοτώσουν.»
«Δε σκοπεύουμε να σκοτωθούμε,» της λέει η Ξανθίππη.
Μετά, αρχίζουμε πάλι να συζητάμε για το πώς θα προχωρήσουμε. Και καταλήγουμε ότι χρειαζόμαστε κάποιον ικανό να εντοπίζει ανθρώπους μέσα στην τεράστια μεγαλούπολη της Άντχορκ. Κι αυτός δεν είναι ο Σέλκιος’σαρ· το Ξόρκι Ανιχνεύσεως έχει πολύ μικρή εμβέλεια.
Προτού οι άλλοι τελειώσουν την κουβέντα τους – μια κουβέντα που, προφανώς, δεν τελειώνει γρήγορα, ούτε εύκολα, έτσι όπως έχουν μπλεχτεί τα πράγματα – αποφασίζω να πάω τον μάγο στο σπίτι του με το ηχομορφικό όχημα. Κατεβαίνουμε στο γκαράζ της πολυκατοικίας με τον ανελκυστήρα και φεύγουμε έχοντας μορφή ήχου, για να μη μας δει κανένας κατάσκοπος. Επιστρέφω μόνος μου με τον ίδιο τρόπο.
Οι άλλοι διαπιστώνω πως έχουν καταλήξει σε κάποιο σχέδιο: Δεν θα κινηθούμε εναντίον κάποιου ακόμα. Θα προσπαθήσουμε να μάθουμε πού κρύβονται οι στόχοι μας. Κι αυτή είναι μια δουλειά την οποία θα αναλάβει ο φίλος μας ο Νιρμόδος Καλοφυσίτης, καθότι ιδιωτικός ερευνητής. Μέχρι στιγμής δεν έχει εναντιωθεί στη σέχτα των αναμορφωτών, έτσι θα μπορεί εύκολα να τους πλησιάσει. Θα μπορεί εύκολα ακόμα και να προσποιηθεί πως είναι με το μέρος τους.
Η Αλκάρνη Αμυθολόγητη λέει, βέβαια, να μην επικοινωνήσουμε μαζί του από το σπίτι της αφού μάλλον γίνονται υποκλοπές στις τηλεπικοινωνίες της· να πάμε να τον βρούμε όπως και πριν.
Φαίνεται να έχει χάσει την εμπιστοσύνη της στην ασφάλεια του σπιτιού της. Στον χώρο όπου συζητάμε τώρα δεν υπάρχει κανένας καλωδιακός δίαυλος επειδή όλοι ξέρουμε πως οι καλωδιακοί δίαυλοι μπορούν να μετατραπούν σε κοριούς από Τεχνομαθείς μάγους.
Προτού ξεκινήσουμε για το γραφείο του Καλοφυσίτη, η Τζούλη μάς λέει: «Εγώ έχω μια ολόκληρη μέρα να πάω στο σπίτι μου, καθώς και να ανοίξω τον τηλεπικοινωνιακό πομπό μου. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως θα έχουν καταλάβει ότι ή με έχετε σκοτώσει ή αιχμαλωτίσει.»
«Πού θέλεις να καταλήξεις;» τη ρωτάω.
«Ότι είμαι με το μέρος σας πλέον, είτε το θέλω είτε όχι.»
«Δε σ’εμπιστευόμαστε ακόμα,» της λέει η Ξανθίππη. «Μπορεί να αποφασίσεις να μας προδώσεις σ’αυτούς για να εξιλεωθείς στα μάτια τους.»
«Δεν περίμενα ότι θα μ’αφήσετε να φύγω,» αποκρίνεται ουδέτερα η Τζούλη. «Βασικά, δεν είμαι καν σίγουρη αν θα ήθελα να φύγω, έτσι όπως έχει εξελιχτεί η κατάσταση. Αν οι αναμορφωτές με συναντούσαν, δεν θα μπορούσα παρά να σας προδώσω. Θα με σκότωναν σε διαφορετική περίπτωση.»
«Κι αν μας πρόδιδες θα σε σκοτώναμε εμείς,» τονίζει η Ξανθίππη.
«Ακριβώς,» συμφωνεί ατάραχα η Τζούλη. «Καταλαβαίνεις, λοιπόν, τη θέση μου.» Δεν είναι ερώτηση.
Η Ξανθίππη νεύει καταφατικά, και είναι σαν ξαφνικά να έχει καταρρεύσει κάποιο τείχος ανάμεσά τους. Νομίζω πως μπορώ σχεδόν να το διακρίνω οπτικά. Αυτό δεν σημαίνει κιόλας ότι άρχισαν να συμπαθιούνται. Αλλά, αν δεν συμπαθιούνται, τουλάχιστον καταλαβαίνονται.
«Λοιπόν,» ρωτάω τον Ύαν. «Θα πάμε εσύ κι εγώ στον Καλοφυσίτη;»
Προτού απαντήσει ο μισθοφόρος, η Τζούλη λέει: «Δεν έχετε σκεφτεί ότι μπορεί να παρακολουθούν το γραφείο του;»
«Ιδιωτικός ερευνητής είναι…» λέω.
«Και τι έγινε; Ακόμα κι αν μπορεί να προστατέψει το εσωτερικό του γραφείου του, σίγουρα δεν μπορεί να προστατέψει τον δρόμο μπροστά από την πολυκατοικία. Ίσως ήδη να σας έχουν δει να μπαίνετε εκεί – και μονάχα ένας συγγενής μας βρίσκεται σ’αυτή την πολυκατοικία, οπότε δεν θα υπάρχει αμφιβολία ποιον πήγατε να επισκεφτείτε.»
«Εσύ,» τη ρωτά ο Ύαν, «δεν ξέρεις αν η πολυκατοικία του παρακολουθείτε;»
«Δεν είμαι παντογνώστρια, Ύαν.»
«Νόμιζα πως ήξερες τα πάντα στην Άντχορκ…» Δεν είμαι βέβαιος αν ο μισθοφόρος αστειεύεται ή όχι.
«Κι εγώ νόμιζα ότι ο Λαοκράτης ήξερε τα πάντα. Αλλά, μέσα στην οικογένεια, κανείς δεν ξέρει τα πάντα, φυσικά. Μην ξεχνάς πως η σέχτα των αναμορφωτών διαμορφώθηκε χωρίς να το πάρουμε είδηση παρά μόνο όταν ήταν πολύ αργά.»
«Τελικά,» τη ρωτά η Ξανθίππη, «είσαι μαζί τους ή όχι;»
Πράγματι, τώρα η Τζούλη μίλησε σαν να μην είναι μαζί τους.
«Δεν ξέρω πλέον με ποιον είμαι,» παραδέχεται. «Μαζί σας είμαι, το πιθανότερο.» Μορφάζει αδιάφορα. «Με τη Δυναστεία είμαι. Όπως πάντα.» Αναρωτιέμαι αν αυτό σημαίνει πως σκοπεύει να παρακολουθεί μέχρι να δει ποιος αρχίζει να βγαίνει νικητής σε τούτο το παιχνίδι, έχοντας υπόψη της μόνο τότε να δράσει πηγαίνοντας με το μέρος του.
Η Ξανθίππη την ατενίζει ξανά καχύποπτα. Μάλλον έκανε τις ίδιες, ή παρόμοιες, σκέψεις μ’εμένα.
«Θα προσέχουμε,» λέω. «Τι άλλη επιλογή έχουμε; Να μην πάμε καθόλου στον Καλοφυσίτη;»
«Να μεταμφιεστείτε,» τονίζει η Τζούλη. «Μπορώ εγώ να σας μεταμφιέσω, αν θέλετε.»
«Γιατί όχι; – αν η μεταμφίεσή σου δεν έχει τίποτα ύποπτο που μας προδίδει.»
«Δεν περίμενα εσύ να μου πεις κάτι τέτοιο, ραλίστα,» αποκρίνεται η Τζούλη, υπομειδιώντας. Αστειευόμενη, προφανώς. Ποτέ δεν την εμπιστευόμουν, παρότι πάντοτε ήταν χρήσιμη μέσα στο Κόσμημα της Σεργήλης.
«Μην τον λες έτσι ‘ραλίστα’,» της λέει ο Ύαν, «όπως λες τον Σέλκιο’σαρ ‘μάγε’.»
«Τι εννοείς;»
«Το κωδικό του όνομα είναι πλέον Ραλίστας. Το αποφασίσαμε όταν σβήστηκε το χρέος του.»
Η Τζούλη με κοιτάζει από πάνω ώς κάτω σαν να με βλέπει για πρώτη φορά. «Καλωσόρισες στην οικογένεια,» μου λέει.
«Καλώς σας βρήκα,» αποκρίνομαι, με εσκεμμένη, έκδηλη ειρωνεία στη φωνή μου.
*
Η μεταμφίεση της Τζούλης είναι άψογη. Κοιτάζοντάς με στον καθρέφτη, δεν με αναγνωρίζω. Το δέρμα μου δεν είναι χρυσό πλέον, είναι κατάλευκο· και τα μαλλιά μου δεν είναι ούτε μαύρα ούτε σγουρά, αλλά λεία και ξανθά. Επιπλέον, έχω στριφτό μουστάκι – τελείως γελοίο στριφτό μουστάκι. Και είμαι, αναμενόμενα, πολύ λιγότερο όμορφος απ’ό,τι συνήθως· το επιβεβαιώνει και η Κληματένια, καθώς και η Κλεισμένη η οποία με ατενίζει με κάποιο τρόμο, νομίζω.
Ο Ύαν έχει γίνει επίσης αγνώριστος. Το μαύρο δέρμα του είναι τώρα λευκό-ροζ· τα καστανά κοντά μαλλιά του είναι μαύρα και μακριά· τα μαβιά μάτια του (που μοιάζουν κλεμμένα από εξωδιαστασιακό δαίμονα) έχουν μετατραπεί σε ανοιχτά γκρίζα.
Επιπλέον, είμαστε κι οι δύο ντυμένοι πολύ διαφορετικά από άλλες φορές.
Η Τζούλη μάς λέει να μην αργήσουμε: μετά από τρεις ώρες, οι δερματικές σκόνες που έβαλε επάνω μας (και τις οποίες πήγα εγώ ο ίδιος να αγοράσω, βγαίνοντας πάλι με το ηχομορφικό όχημα) θα διαλυθούν.
Είναι απόγευμα όταν τελικά πηγαίνουμε να επισκεφτούμε το γραφείο του Νιρμόδου Καλοφυσίτη· κι όταν ο Νιρμόδος μάς βλέπει αρνείται ότι είμαστε εμείς, ζητά αποδείξεις. Του λέω, επομένως, πώς εγώ, ο Κριτόλαος’μορ, και η Αστερόπη (γνωστή ως Νιρίφα σ’εκείνον) τον σώσαμε από τις εγκαταλειμμένες σήραγγες κάτω από τους δρόμους της Άντχορκ πριν από μερικούς μήνες. Μετά απ’ αυτό δεν μπορεί να αμφιβάλλει πια ότι είμαι ο Ζορδάμης.
«Επικοινωνιακό δίαυλο έχεις εδώ μέσα;» τον ρωτάω μετά.
«Μόνο μπροστά, στο γραφείο της γραμματέα. Εδώ έχω τον πομπό μου.»
«Εντάξει,» λέω, «γιατί αλλιώς θα έπρεπε να βγάλουμε το καλώδιο. Μπορεί να σε παρακολουθούν.»
«Λες να έχουν βάλει μάγο για να κάνει τέτοια ιστορία; Αυτά δεν γίνονται για όλους, Ζορδάμη.»
«Τέλος πάντων,» αποκρίνομαι. «Κλείσε τον πομπό για καλό και για κακό. Πρέπει να μιλήσουμε. Χρειαζόμαστε τη βοήθειά σου.» Μετά, του εξηγώ τι συμβαίνει και του λέω ότι θέλουμε να εντοπίσει τον Κλεόβουλο Σιριλάμνη και τον Ψηλό Αλλάνδρη για εμάς.
«Και τους δύο;»
«Ει δυνατόν. Αλλά, τουλάχιστον, ή τον έναν ή τον άλλο.»
Ο Νιρμόδος καπνίζει σκεπτικά ένα τσιγάρο καθώς είναι καθισμένος πίσω απ’το γραφείο του. Ο Ύαν, έχοντας κρυφοκοιτάξει πίσω από την πόρτα μήπως η γραμματέας κρυφακούει, επιστρέφει πάλι στην καρέκλα του, πλάι στη δική μου. Το έκανε αυτό τακτικά όσο μιλούσαμε, για νάχουμε το κεφάλι μας ήσυχο.
«Τι λες, λοιπόν;» ρωτάω τον Νιρμόδο.
«Θα προσπαθήσω,» αποκρίνεται εκείνος. «Η εναλλακτική λύση είναι να μην κάνω τίποτα ενώ η Δυναστεία διαλύεται γύρω μου – κι αυτό δεν μ’αρέσει. Επιπλέον, σου χρωστάω, Ζορδάμη.»
«Μη λες ανοησίες. Κανείς δεν χρωστά σ’εμένα.»
Ο Ύαν τον ρωτά: «Πόσο καλά ξέρεις τη γραμματέα σου; Υπάρχει περίπτωση νάναι κατάσκοπός τους;»
«Δεν έχει ιδέα για την οικογένεια.»
«Ή, τουλάχιστον, εσύ δεν ξέρεις αν έχει.»
Ο Νιρμόδος ανασηκώνει τους ώμους. «Πράγματι.»
«Πού τη βρήκες;»
«Δούλευε ως χωροφύλακας παλιά. Μετά είχε ένα ατύχημα και δεν μπορούσε πια να τρέχει στους δρόμους, αλλά ούτε ήθελε να δουλεύει για τη Χωροφυλακή σε γραφείο.»
«Τι ατύχημα;»
«Τη μαχαίρωσε στην κοιλιά ένας τύπος από μια συμμορία. Παρά τρίχα έζησε.»
Η επόμενη μέρα είναι παραμονή της Γιορτής της Ζωοδότειρας Μητέρας (ή Πανήγυρις της Ζωοδότειρας Μητέρας του Ήλιου). Δεν έχουμε τίποτα σχέδια να βάλουμε σε δράση, παραδόξως. Περιμένουμε να δούμε τι πληροφορίες θα συγκεντρώσει για εμάς ο Νιρμόδος Καλοφυσίτης, γιατί χωρίς να ξέρουμε πού βρίσκονται ο Σιριλάμνης και ο Ψηλός Αλλάνδρης δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά. Έχουμε αποφασίσει ότι πρέπει να χτυπήσουμε το κεφάλι του δράκου· δεν έχει νόημα να χτυπάμε την ουρά· όσα κομμάτια κι αν την κόψεις, το θηρίο εξακολουθεί να ζει.
Περνάμε την ημέρα στη μεγάλη μεζονέτα της Αλκάρνης Αμυθολόγητης, φυσικά. Βγαίνω μόνο μία φορά μαζί με τη Τζούλη και τον Ύαν για να αγοράσουμε φαγώσιμα, ποτά, ρούχα, πυρομαχικά (γεμιστήρες για τα όπλα μας, κυρίως), ενεργειακές φιάλες, και μπαταρίες. Θα ήθελα, επίσης, να επισκευάσω το ραγισμένο τζάμι του ηχομορφικού οχήματος, αλλά τώρα σίγουρα δεν είναι η ώρα για να το αφήσω σε κανένα γκαράζ μέσα στην Άντχορκ.
Η Αλκάρνη Αμυθολόγητη βάζει μουσική στο σπίτι της, η οποία, εκτός του ότι βελτιώνει την ομολογουμένως σκοτεινή μας διάθεση, καλύπτει και τα λόγια μας από πιθανούς ωτακουστές. Επίσης, μαγειρεύει, και η Κληματένια τη βοηθά. Η κόρη της, η Σιρενέκα, δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται για τη μαγειρική. Μας αφηγείται, όμως, πώς ακριβώς την αιχμαλώτισαν στις Ψηλές Νύχτες, και φαίνεται να ξέρει και κάποιους ανθρώπους της Δυναστείας από τη Νέσριβεκ. Εκείνη και η Ξανθίππη συζητάνε γι’αυτούς. Αργότερα, μέσα στο απόγευμα, η Σιρενέκα με ρωτά τι κάνει ο αδελφός της, ο Σουτούρης ο Τυχερός, γιατί η ίδια ομολογεί ότι έχει πολύ καιρό να τον δει. «Αφού δεν είναι νεκρός, καλά είναι,» της λέω. «Κι ελπίζω να μείνει έτσι.»
Τη ρωτάω πού δουλεύει συνήθως ως μισθοφόρος και μου απαντά ότι έχει περιπλανηθεί σε πολλά μέρη της Σεργήλης: από τη Νέσριβεκ ώς τη Χαρπόβη. «Στις ερήμους μόνο δεν έχω πάει, και στην Άκρη, στις ακτές του Πορφυρού Κενού.» Και μου ζητά μετά να της πω ιστορίες από ράλι. «Δεν έχω ποτέ ξανά συναντήσει ραλίστα!»
Το ίδιο μού λέει και η Ξανθίππη. Οπότε δεν φέρνω αντίρρηση· τους λέω ιστορίες από ράλι, από τη μια άκρη της Σεργήλης ώς την άλλη. Η Αλκάρνη Αμυθολόγητη, καθισμένη στην πολυθρόνα της, με ακούει καπνίζοντας ένα μακρύ τσιγάρο. Η Κλεισμένη γουργουρίζει μέσα στην αγκαλιά μου.
Ο Ύαν και η Τζούλη δεν μου δίνουν καμία σημασία, καθώς κάθονται στο τραπέζι και παίζουν Συνδυαστικά Αθροίσματα, στοιχηματίζοντας ξηρούς καρπούς. Ο Λαοκράτης διαβάζει το τελευταίο μυθιστόρημα του σουρεαλιστή συγγραφέα Κρεμτέλβιου Πολύγωνου, Η Βίβλος των Απόμακρων Ονείρων. Η Κληματένια είναι στο μεγάλο λουτρό που μπορείς να πας μόνο μέσω του υπνοδωματίου της κυρίας Αμυθολόγητης· η Αλκάρνη τής το έχει παραχωρήσει.
Χρειάζεται σε όλους μας αυτή η χαλάρωση· τα νεύρα μας ήταν συνεχώς τσιτωμένα ετούτες τις ημέρες. Πρέπει να ξαναφορτίσουμε τις μπαταρίες μας, τρόπος του λέγειν – γιατί δε νομίζω πως ούτε η Κλεισμένη βάζει μπαταρίες.
Σε κάποια στιγμή, ενώ έχω πάψει να μιλάω και πίνω μια γουλιά Κρύο Ουρανό από το μπουκάλι πλάι μου, η Αλκάρνη μού λέει: «Θα ήθελα να έχω έναν γιο σαν εσένα, Ζορδάμη. Έναν ραλίστα!» Χαμογελώντας λες κι είναι τουλάχιστον είκοσι χρόνια μικρότερη.
«Δεν ξέρω τι να πω, κύρια Αμυθολόγητη,» αποκρίνομαι επιστρέφοντάς της το χαμόγελο. «Σας έβλεπα στον κινηματογράφο όταν ήμουν μικρός… Δε φανταζόμουν ποτέ ότι θ’άκουγα κάτι τέτοιο. Δε φανταζόμουν καν ότι θα σας συναντούσα από κοντά!»
«Μη μιλάς έτσι – με κάνεις να αισθάνομαι μεγάλη!» Η Αλκάρνη ανάβει άλλο ένα μακρύ τσιγάρο. «Θα παντρευόσουν την κόρη μου;»
«Μαμά!» διαμαρτύρεται η Σιρενέκα. «Τι… τι είναι τώρα αυτά;»
Ενώ τα έχω χαμένα, η Αλκάρνη συνεχίζει: «Κανονικά έπρεπε ήδη να είχε παντρευτεί κάποιον. Αλλά είναι πολύ παράξενη.»
«Αρκετά!» λέει η Σιρενέκα, αγριοκοιτάζοντας τη μητέρα της.
«Και δεν θέλει καν να γνωρίσει όσους τής έχω προ–»
«Αρκετά, λέω!»
«Να, βλέπεις πώς αντιδρά;»
Καθαρίζω τον λαιμό μου· πίνω ακόμα μια γουλιά Κρύο Ουρανό· λέω: «Ακούστε μια άλλη περίεργη περίπτωση, σ’ένα ράλι βόρεια της Μέλβερηθ.»
Η Αμυθολόγητη κουνά το κεφάλι της, υπομειδιώντας, αλλά δεν με διακόπτει καθώς ξεκινώ την καινούργια μου ιστορία.
Η νύχτα έρχεται και ο Νιρμόδος Καλοφυσίτης δεν έχει επικοινωνήσει μαζί μας. Έχουμε συμφωνήσει πως αν έχει κάτι να μας πει θα στείλει έναν συγκεκριμένο κωδικό στον τηλεπικοινωνιακό πομπό μου και θα πάμε μετά εμείς να τον συναντήσουμε στο γραφείο του. Κι αυτό επειδή η Αμυθολόγητη δεν εμπιστεύεται κανενός είδους τηλεπικοινωνία από το σπίτι της πλέον, ούτε καν μέσω δικών μας πομπών. Θεωρεί ότι μπορεί όλες οι συσκευές να παρακολουθούνται. Λίγο παρανοϊκό, ίσως, αλλά δικαιολογημένο ύστερα από ό,τι συνέβη με τον Βατράνο Γισκάλβη.
Καθόμαστε ξύπνιοι σχεδόν μέχρι τα μεσάνυχτα, όμως τώρα δεν λέω πια ιστορίες από ράλι· έχω κουραστεί. Κυρίως ακούμε μουσική, τρώμε, πίνουμε, και παρακολουθούμε στον μεγάλο τηλεοπτικό δέκτη του σαλονιού αυτά που δείχνουν τα κανάλια Φωνή του Κοσμήματος και Οπτική Πόλη. Το βασικότερο θέμα στις οθόνες είναι, αναμενόμενα, η Πανήγυρις της Ζωοδότειρας Μητέρας του Ήλιου. Ο Πολιτειάρχης Μάσνερτιφ λέει στους δημοσιογράφους ότι έχει ήδη επιχορηγήσει με αρκετά χρήματα πολλά εστιατόρια, ταβέρνες, και πανδοχεία ώστε αύριο να δίνουν δωρεάν φαγητά και ποτά σε όλους. Επίσης, θα υπάρχουν κινητές καντίνες σε κάθε μεγάλο δρόμο της πόλης, πληρωμένες από τον ίδιο – και, φυσικά, θα προσφέρουν τα πάντα δωρεάν: πρόχειρα φαγητά, κάθε είδους ποτά, ακόμα και νίσβεν και Ανάσα του Δράκοντα.
«Οι εκλογές πλησιάζουν,» σχολιάζει ο Λαοκράτης, «γι’αυτό τον βλέπετε τόσο γενναιόδωρο τον κύριο Πολιτειάρχη.»
«Ναι;» ρωτά η Σιρενέκα. «Πότε είναι;»
«Σε τέσσερις μήνες.»
Όταν τελικά αποφασίζουμε να πάμε για ύπνο, έχω την ευχάριστη ψευδαίσθηση ότι μόνο αυτή η σημερινή μέρα ήταν πραγματική κι όλες οι προηγούμενες απλώς άσχημα όνειρα.
Τη Τζούλη τη δένουμε ξανά στο κρεβάτι της, φυσικά, προτού πέσουμε να κοιμηθούμε. Εκείνη διαμαρτύρεται αλλά όχι πολύ έντονα· είναι λιγάκι ζαλισμένη από τα ποτά και τον καπνό. Ο Ύαν τής δίνει πάλι τον πομπό που είναι κλειδωμένος σε μία συχνότητα, για να τον ειδοποιήσει αν θέλει να σηκωθεί μες στη νύχτα.
Μετά, εγώ κι ο μισθοφόρος πηγαίνουμε στο δωμάτιό μας και ξαπλώνουμε.
«Ραλίστα,» μου λέει ενώ έχουμε σβήσει το φως.
«Τι;»
«Αν δεν κάνουμε τίποτ’ άλλο αύριο – καμια δουλειά για τη Δυναστεία – μπορείς να μου κάνεις μια χάρη;»
«Τι χάρη;»
«Να με πας να δω την οικογένειά μου: με το ηχομορφικό όχημα, ώστε να μη μ’εντοπίσει κανείς και τους βάλω σε κίνδυνο.»
«Φυσικά,» του λέω, και σηκώνομαι απ’το κρεβάτι.
«Πού πας;» με ρωτά.
«Θα κάνω ένα μπάνιο.»
«Καλά. Καληνύχτα.» Τον ακούω να γυρίζει πάνω στο κρεβάτι του.
Βαδίζω ώς την πόρτα του δωματίου και βγαίνω από το σκοτεινό εσωτερικό του. Μπαίνω στο μπάνιο απέναντί μας, διώχνω την Κλεισμένη που με έχει ακολουθήσει ώς εδώ χωρίς να την καταλάβω, κλείνω την πόρτα, και βάζω το νερό να τρέξει.
Ενώ είμαι κάτω από το ντους ακούω έναν ξαφνικό ήχο θραύσης από έξω.
Τι στα κέρατα του Κάρτωλακ συμβαίνει;
Η Κλεισμένη γρυλίζει, γρατσουνίζοντας την πόρτα του μπάνιου.
Αρπάζω το παντελόνι μου, το φοράω, κι ανοίγω–
Το σαλόνι του τρίτου ορόφου (όχι το σαλόνι που χρησιμοποιούμε συνήθως, το οποίο βρίσκεται στον τέταρτο όροφο) είναι φωτισμένο, όπως πριν, αλλά όχι και άδειο. Αντικρίζω μια γυναίκα ντυμένη με μαύρα πολεμικά ρούχα· στο κεφάλι φορά κουκούλα με οριζόντιο άνοιγμα μόνο για τα μάτια· στο χέρι της βαστά ένα πιστόλι. Πίσω της βλέπω κι άλλους, παρόμοια ντυμένους και οπλισμένους.
«Ακίνητος!» μου λέει η γυναίκα, στρεφόμενη προς το μέρος μου, ξαφνιασμένη όπως κι εγώ.
Δίχως καθυστέρηση πετάγομαι πίσω, στο μπάνιο, και η Κλεισμένη μ’ακολουθεί. Καθώς και μια σφαίρα η οποία χτυπά την πόρτα. Ο πυροβολισμός αντηχεί έντονα μέσα στη μεζονέτα παρότι το όπλο έχει σιγαστήρα.
«ΥΑΝ!» φωνάζω όσο πιο δυνατά μπορώ, ενώ κλείνω την πόρτα και τραβάω τον σύρτη. «ΞΑΝΘΙΠΠΗ!» Αν και σίγουρα πρέπει νάχουν ξυπνήσει από τον θόρυβο.
Κι άλλοι πυροβολισμοί έρχονται από έξω, κι απομακρύνομαι από την πόρτα που τα ξύλα της τραντάζονται. Η Κλεισμένη γρυλίζει και νιαουρίζει.
Πώς μπήκαν τόσο εύκολα στο σπίτι; αναρωτιέμαι. Η Αμυθολόγητη έλεγε πως έχει άψογα συστήματα ασφαλείας εδώ. Κατάφεραν να απενεργοποιήσουν τον συναγερμό;
Οι πυροβολισμοί πολλαπλασιάζονται έξω από το μπάνιο, αλλά τώρα κανένας δεν πυροβολεί την πόρτα μου.
«Ραλίστα!» ακούω τη φωνή του Ύαν, και ξεμυτίζω, για να τον δω να βρίσκεται απέναντί μου, στην πόρτα του δωματίου μας, γονατισμένος στο ένα γόνατο, πυροβολώντας με το πιστόλι του.
Μου πετάει το δικό μου πιστόλι, το οποίο πιάνω από το πάτωμα κι αρχίζω να ρίχνω στους εχθρούς που βλέπω στο σαλόνι.
Και δεν πρέπει να είμαστε οι μόνοι που τους πυροβολούμε· φαίνεται να δέχονται πυρά κι από την άλλη μεριά. Η Ξανθίππη τούς ρίχνει.
«Πρέπει να ελευθερώσουμε τη Τζούλη!» λέω στον Ύαν.
«Ναι,» γρυλίζει εκείνος.
Οι μισθοφόροι υποχωρούν προς την εξώπορτα του οροφοδιαμερίσματος, που από εδώ δεν μπορώ να δω σε τι κατάσταση βρίσκεται. Εγώ κι ο Ύαν βγαίνουμε από την κάλυψή μας και προχωράμε προς το σαλόνι, επιφυλακτικά. Στο πάτωμα υπάρχουν δύο νεκροί, διάφορα θραύσματα από διαλυμένα αντικείμενα, λεκέδες από αίματα, κάλυκες, σφαίρες. Η εξώπορτα βλέπω τώρα πως είναι σπασμένη· την κλότσησαν για να μπουν, δεν κάθισαν να την ξεκλειδώσουν. Κι αυτός πρέπει να ήταν ο κρότος που άκουσα στην αρχή. Νόμιζαν ότι θα μας έπιαναν στον ύπνο αφού απενεργοποίησαν – με τη βοήθεια μάγων, αναμφίβολα – τους συναγερμούς.
Η Ξανθίππη στέκεται στην άλλη πλευρά του σαλονιού, στην πόρτα της βιβλιοθήκης όπου έχει τον υπνόσακό της και τον φουσκωτό σάκο που πλακώνει στο ξύλο κάθε πρωί. Κρατά δύο πιστόλια στα χέρια της.
Από την πάνω μεριά της μεζονέτας, από τον τέταρτο όροφο της πολυκατοικίας, πυροβολισμοί αντηχούν. Από το δωμάτιό της η Τζούλη ακούγεται να φωνάζει: «Ύαν! Ζορδάμη! Λύστε με! Ξανθίππη! ΥΑΝ!»
Ο Ύαν κοιτάζει πέρα από την εξώπορτα. «Έχουν φύγει από δω,» λέει, «αλλά προσέχετε.» Και τρέχει πίσω στο υπνοδωμάτιό μας. Επιστρέφει πολύ γρήγορα, κουβαλώντας όπλα και ρούχα, τα οποία ρίχνει στο πάτωμα, λέγοντάς μου «Πάρ’ τα, Ραλίστα», και πηγαίνει στο δωμάτιο της Τζούλης.
«Τι γίνετ’ εκεί έξω;» ακούω τη φωνή της. «Ποιοι πυροβολούν; Τόση ώρα σού φωνάζω νάρθεις να με λύσεις! Πάτησα και τον γαμημένο πομπό σου!» Ο Ύαν δεν απαντά, και δεν αργούν καθόλου να βγουν απ’το δωμάτιο ενώ η Τζούλη είναι ντυμένη πρόχειρα όπως όλοι μας – κι εγώ πιο πρόχειρα απ’ όλους. Εκτός απ’το παντελόνι μου δεν φοράω τίποτ’ άλλο, κι αυτό είναι μουσκεμένο. Πιάνω τώρα μια μπλούζα και τη βάζω στα γρήγορα, ενώ δένω γύρω μου μια ζώνη με όπλα.
Η Ξανθίππη έχει ήδη τρέξει στον πάνω όροφο, και την ακολουθώ. Τη βλέπω στην κορυφή της σκάλας, γονατισμένη, να πυροβολεί μαυροντυμένους, κουκουλοφόρους εισβολείς που έχουν γεμίσει το σαλόνι όπου, πριν από λίγη ώρα, λέγαμε ιστορίες, τρώγαμε, πίναμε, και διασκεδάζαμε. Αντίκρυ μας, πίσω από μια μισάνοιχτη πόρτα, είναι ο Λαοκράτης μ’ένα πιστόλι στο χέρι, πυροβολώντας κι αυτός. Στο βάθος κάποιος άλλος πυροβολεί – η Σιρενέκα, αναμφίβολα – καλυμμένη πίσω από την πόρτα του υπνοδωματίου της μητέρας της. Και προς τα εκεί τώρα οι μισθοφόροι πετάνε μια βόμβα αερίου και αμέσως όλοι τους βάζουν μάσκες.
Εκμεταλλευόμαστε αυτή τους τη μικρή καθυστέρηση καθώς τους πυροβολούμε.
«Πάνε να απαγάγουν την Αμυθολόγητη και τη Σιρενέκα!» λέει η Ξανθίππη. «Πρέπει να–!»
«Κάντε άκρη, γαμώτο!» γρυλίζει ο Ύαν πίσω μας, και περνώντας ανάμεσά μας εκτοξεύει μια χειροβομβίδα μέσα στο σαλόνι. Κομμάτια και θρύψαλα γίνονται τα πάντα, αντικείμενα και άνθρωποι. Αίματα τινάζονται στο ταβάνι και στους τοίχους. Ένα κομμένο χέρι καταλήγει κοντά στη σκάλα, ένα κομμένο πόδι προς τη μεριά της κουζίνας, ένα διαλυμένο σώμα πέφτει πάνω στο τραπέζι ανατρέποντάς το, διάφοροι άλλοι νεκροί και τραυματίες σωριάζονται από δω κι από κει.
«Μπορεί να χτυπούσες και δικούς μας!» συρίζει η Ξανθίππη. «Είσαι τρελός;»
«Είναι όλοι τους στα δωμάτια – μόνο αυτοί είναι έξω!» Ο Ύαν πετάγεται πάνω, πέρα από τη σκάλα, πυροβολώντας σαν μανιακός, με δυο πιστόλια στα χέρια, κυλώντας στο πάτωμα ανάμεσα στα θραύσματα, στους νεκρούς, στα κομμένα μέλη, και στα αίματα. Οι εισβολείς που μπορούν ακόμα να υποχωρήσουν υποχωρούν προς την εξώπορτα του τέταρτου ορόφου.
Το αέριο που εκτόξευσαν εξαπλώνεται μέσα στο σαλόνι, βγαίνοντας από το δωμάτιο της Αμυθολόγητης.
«Πάρτε μάσκες!» λέει ο Ύαν, παίρνοντας κι αυτός μια μάσκα από τους νεκρούς.
Ακολουθούμε το παράδειγμά του δίχως δισταγμό, και το ίδιο κάνουν κι ο Λαοκράτης κι η κόρη του καθώς βγαίνουν από το δωμάτιό τους.
Ο Ύαν τρέχει στην κρεβατοκάμαρα της Αμυθολόγητης. Κι αμέσως, «Ραλίστα!» φωνάζει.
Τρέχω κι εγώ εκεί, καταλαβαίνοντας ότι μάλλον χρειάζεται βοήθεια. Τα πάντα σκεπάζονται από μια αραιή μοβ ομίχλη, αλλά δεν δυσκολεύομαι να διακρίνω τα δύο σώματα που είναι ξαπλωμένα στο πάτωμα: η Αλκάρνη Αμυθολόγητη και η Σιρενέκα. Και η δεύτερη είναι φανερά τραυματισμένη· αίμα κυλά από κάτω της.
«Πάρε την Αμυθολόγητη,» μου λέει ο Ύαν, ενώ θηκαρώνει το ένα του πιστόλι και σηκώνει την κόρη της ηθοποιού στα χέρια.
Πλησιάζω την Αλκάρνη και την παίρνω από κάτω. Δεν είναι βαριά, κι ευτυχώς δεν μοιάζει τραυματισμένη.
«Πάμε στο γκαράζ,» μου λέει ο Ύαν, «και προσευχήσου να μην έχουν πάει πρώτοι αυτοί.»
«Το ηχομορφικό όχημα δεν χωρά εννιά ανθρώπους, Ύαν,» του θυμίζω.
«Θα πάρουμε κι άλλα οχήματα. Κουνήσου! Αυτοί που επιτέθηκαν ήταν του Νόρτεκ-Ριθ· τους ξαφνιάσαμε γιατί περίμεναν να μας πιάσουν στον ύπνο, αλλά σύντομα θα αναδιοργανωθούν και θα ξανάρθουν.»
*
Ο Ύαν δεν έχει άδικο. Μόλις κάνουμε να βγούμε στον διάδρομο του τέταρτου ορόφου δεχόμαστε πυρά από τη μεριά της σκάλας της πολυκατοικίας κι αναγκαζόμαστε να υποχωρήσουμε στο εσωτερικό του διαμερίσματος.
«Πρέπει να ήρθαν από πάνω,» λέει ο Ύαν. «Είδατε που τώρα κατέβαιναν τη σκάλα;»
«Από πού πάνω;» ρωτά ο Λαοκράτης. «Είμαστε στον τελευταίο όροφο!»
«Από την οροφή, Λαοκράτη. Ήρθαν από την οροφή. Μάλλον με κάποιο ελικόπτερο, ή με γρύπες, ή και με τα δύο.»
Η Ξανθίππη εν τω μεταξύ πυροβολεί έξω από την πόρτα για να κρατά τους εχθρούς μακριά. «Πρέπει να κάνουμε κάτι για να φτάσουμε τον ανελκυστήρα απέναντι,» μας λέει πάνω απ’τον ώμο της. «Φέρτε έπιπλα να τα ρίξουμε στον διάδρομο για κάλυψη.»
Κανένας μας δεν έχει καμια καλύτερα ιδέα, και το σίγουρο είναι ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε μέχρι να καταφτάσει η Χωροφυλακή για να μας σώσει. Ώσπου να έρθει εδώ θα είμαστε νεκροί ή αιχμάλωτοι των εχθρών μας. Και ούτε οι μισθοφόροι της Αμυθολόγητης πρόκειται να παρουσιαστούν, όπως φαίνεται· οι συναγερμοί έχουν τελείως αδρανοποιηθεί. Η ηθοποιός είχε δίκιο, τελικά, που φοβόταν για την ασφάλεια του σπιτιού της μετά από εκείνη την υποκλοπή. Οι εχθροί μας πρέπει νάχουν κάποιους πολύ ικανούς Τεχνομαθείς μάγους στις υπηρεσίες τους.
«Παραδοθείτε!» ακούγεται ξαφνικά μια φωνή από τον διάδρομο. «Παραδοθείτε, αλλιώς θα σας ανατινάξουμε με χειροβομβίδες!»
«Ο Νόρτεκ-Ριθ,» μας πληροφορεί ο Ύαν. «Αρχίστε να βάζετε τα έπιπλα.» Και πιάνει μια δική του χειροβομβίδα. «Τώρα!»
Καθώς αρπάζουμε ό,τι έπιπλο βρίσκουμε στο σαλόνι και το ρίχνουμε στον διάδρομο, ανάμεσα σ’εμάς και τους μαυροντυμένους μισθοφόρους, ο Ύαν εκτοξεύει τη βόμβα του προς τους εχθρούς μας. Κραυγές αντηχούν – κρότος/λάμψη – κι άλλες κραυγές.
«Αυτή ήταν η τελευταία σας ευκαιρία!» ουρλιάζει ο Νόρτεκ-Ριθ.
Ο Ύαν πετάγεται αμέσως πίσω από τα έπιπλα, και κρατώντας ένα κοντό τουφέκι αρχίζει να πυροβολεί συνεχόμενα. «Τρέξτε!» μας λέει.
Οι εχθροί μας ανταποδίδουν τα πυρά.
Έχοντας την Αλκάρνη Αμυθολόγητη στα χέρια τινάζομαι ώς τον ανελκυστήρα και πατώντας το κουμπί τον καλώ επάνω. Δεν ήταν εδώ, ήταν στον δεύτερο όροφο, αλλά έρχεται γρήγορα. Ανοίγω την πόρτα και μπαίνω–
Μια χειροβομβίδα πέφτει πίσω μου· ο Ύαν την αρπάζει εγκαίρως και την πετά προς τους μαυροντυμένους μισθοφόρους. Κρότος/λάμψη – κραυγές.
Ο Λαοκράτης μ’ακολουθεί στον ανελκυστήρα, με τη Σιρενέκα στα χέρια, ενώ φωνάζει στην κόρη του, στην Ξανθίππη, στη Τζούλη, και στον Ύαν να πάνε πίσω στο διαμέρισμα προτού σκοτωθούν.
Πατάω το κουμπί για το υπόγειο γκαράζ και κατεβαίνουμε. Φτάνοντας κάτω φοβάμαι ότι θα συναντήσουμε κι άλλους εχθρούς, μα εδώ δεν είναι κανένας· ο Ύαν είχε δίκιο, ήρθαν από την οροφή. Τραβάω την κουκούλα από το ηχομορφικό όχημα, το ξεκλειδώνω, και βάζουμε μέσα την Αμυθολόγητη και την κόρη της. Η δεύτερη αιμορραγεί άσχημα από ένα τραύμα στα πλευρά. Ο Λαοκράτης, που τη μετέφερε, έχει γεμίσει αίματα.
Και τώρα κάνει να πάει στον ανελκυστήρα–
Τον αρπάζω από τον ώμο. «Μην είσαι ανόητος–»
«Η κόρη μου είναι πάνω, Ραλίστα!»
«Θα έρθει μόνη της. Μείνε εδώ!»
Ο ανελκυστήρας αρχίζει ν’ανεβαίνει.
«Ορίστε,» λέω στον Λαοκράτη, «τώρα θα έρθουν.»
Όταν, όμως, ο ανελκυστήρας κατεβαίνει ξανά και η πόρτα ανοίγει, μια βόμβα αερίου πετάγεται από μέσα και μαυροντυμένοι άνθρωποι με πιστόλια βγαίνουν.
Δυστυχώς, ερχόμενος στο γκαράζ, είχα βγάλει τη μάσκα μου. Παύοντας ν’αναπνέω και πέφτοντας στο ένα γόνατο πίσω από το ηχομορφικό όχημα, πυροβολώ τους μισθοφόρους. Πετυχαίνω έναν στο κεφάλι, σκοτώνοντάς τον. Χτυπώ μια άλλη στο χέρι, κάνοντάς την να πετάξει το πιστόλι της. Εσκεμμένα δεν σημαδεύω θώρακες και κοιλιές γιατί είμαι σίγουρος πως εκεί είναι ντυμένοι με αλεξίσφαιρα ρούχα.
Οι μισθοφόροι μάς πυροβολούν επίσης, φυσικά, καθώς τους ρίχνουμε, και ο Λαοκράτης δεν φάνηκε τόσο γρήγορος όσο εγώ – ίσως να έφταιγε κι η ηλικία του – δεν γονάτισε πίσω από το όχημά μας, και δυο σφαίρες τον βρίσκουν στο στήθος, σωριάζοντάς τον.
Μα τους θεούς! τι κάνω τώρα; Δε μπορώ να τον σώσω.
Μπαίνω στο όχημα και κατεβάζω τον θαυματουργό διακόπτη· γίνομαι ήχος.
Οι τρεις μισθοφόροι που είναι ακόμα όρθιοι φωνάζουν, σαστισμένοι.
Έχοντας συνέλθει από το ξάφνιασμα της απρόσμενης επίθεσης, δίνω ξανά υλική μορφή στο όχημα και πατάω το πετάλι, στρίβοντας το τιμόνι καταπάνω στους μαυροντυμένους φονιάδες. Προσπαθούν να μου ξεφύγουν ενώ συγχρόνως με πυροβολούν, αλλά τίποτα δεν τους σώζει· οι τροχοί μου τους λιανίζουν, τα ουρλιαχτά τους αντηχούν.
Γίνομαι ξανά ήχος και κατευθύνομαι προς τη σκάλα που κανονικά δεν χωρά στο φάρδος το όχημά μου. Τώρα όμως μπορώ να την ανεβώ· ο μισός περνάω μέσα από αέρα, ο άλλος μισός μέσα από τις πέτρες του τοίχου.
Πρώτος όροφος: κανένας μαυροντυμένος φονιάς.
Δεύτερος όροφος: κανένας μαυροντυμένος φονιάς.
Τρίτος όροφος. Μαυροντυμένοι φονιάδες μπροστά στον ανελκυστήρα. Από εδώ ήρθαν, λοιπόν, οι καταραμένοι. Και βλέπω τώρα κάποιους να μπαίνουν στη μεζονέτα της Αμυθολόγητης, σκοπεύοντας μάλλον να περικυκλώσουν τους φίλους μου που είναι στον πάνω όροφο.
Θα τους πατούσα όλους εδώ που τους βλέπω, αλλά ο διάδρομος δεν χωρά το όχημά μου· μόνο σε μορφή ήχου μπορώ να τον διασχίσω, περνώντας ο μισός μέσα απ’τους τοίχους.
Ανεβαίνω τη σκάλα.
Τέταρτος όροφος. Στον διάδρομο βλέπω μόνο δύο μαυροντυμένους μισθοφόρους, πολλά κομμάτια από διαλυμένα έπιπλα, κι ένα πτώμα.
Το πτώμα του Ύαν.
Γαμώ την τύχη της Λόρκης. Αυτό ήταν. Ο δαιμονομάτης συνάντησε κάποιους χειρότερους από τον ίδιο. Αποκλείεται να είναι ζωντανός· είναι γεμάτος αίματα από πάνω ώς κάτω, το μισό του πρόσωπο είναι διαλυμένο, το ένα του πόδι λείπει. Αισθάνομαι σαν να έχω μόλις χάσει έναν παλιό, καλό φίλο, παρότι ξέρω πως αυτό είναι παράλογο. Ο Ύαν ήταν απλώς… άλλος ένας συγγενής.
ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΥΣ ΟΛΟΥΣ! με προτρέπει το φάντασμα του Άφευκτου, γελώντας μέσα στο κεφάλι μου.
«Ναι,» μουρμουρίζω, «θα τους σκοτώσω όλους.»
Στρίβω, μπαίνοντας στο οροφοδιαμέρισμα του τέταρτου ορόφου της πολυκατοικίας, στην επάνω μεριά της μεζονέτας της Αμυθολόγητης. Στο σαλόνι αντικρίζω κομμάτια, αίματα, και νεκρούς. Αλλά όχι μόνο. Πολλοί μαυροντυμένοι άντρες και γυναίκες στέκονται όρθιοι με όπλα στα χέρια. Το αναισθητικό αέριο μοιάζει νάχει διαλυθεί, είτε από μόνο του είτε επειδή έριξαν κάτι άλλο για να το διαλύσει. Ανάμεσα στους μισθοφόρους βρίσκονται η Ξανθίππη, η Κληματένια, και η Τζούλη, όλες τους στα γόνατα, άοπλες αλλά ευτυχώς όχι τραυματισμένες. Η Κλεισμένη δεν φαίνεται πουθενά. Η Τζούλη μιλά σ’έναν από τους μισθοφόρους – έναν ξανθό, κατάλευκο άντρα που έχει βγάλει την κουκούλα του – μα δεν μπορώ να καταλάβω τα λόγια της λόγω της ηχομορφής μου.
«Ήρθε η ώρα σας, γαμιόληδες,» λέω, και ανεβάζω τον διακοπή.
Οι μισθοφόροι κραυγάζουν, ξαφνιασμένοι, βλέποντας το όχημά μου να παρουσιάζεται από το πουθενά. Οι τροχοί του γρυλίζουν δαιμονισμένα, η μηχανή του μουγκρίζει, καθώς το οδηγώ καταπάνω τους. Σκοτώνω έναν, σκοτώνω άλλον έναν· σκοτώνω δύο ακόμα μαζί· κι άλλη μία. Με πυροβολούν αλλά οι σφαίρες τους δεν μου προκαλούν ζημιά.
Η Ξανθίππη βρίσκει την ευκαιρία να κινηθεί: τινάζεται σαν θηρίο, κλοτσώντας και γρονθοκοπώντας, σωριάζοντας εχθρούς γύρω της. Αρπάζει ένα πιστόλι και πυροβολεί. Πετά ένα πιστόλι στη Τζούλη κι ένα στην Κληματένια.
Ο άντρας με τον οποίο μιλούσε η Τζούλη – ο Νόρτεκ-Ριθ, αναμφίβολα – τρέχει προς το υπνοδωμάτιο όπου κοιμόνταν ο Λαοκράτης και η κόρη του, και μπαίνει εκεί μαζί μ’άλλους δύο· κλείνουν την πόρτα πίσω τους, νομίζοντας ότι αυτό θα τους γλιτώσει από εμένα. Μεταμορφώνω το όχημά μου σε ήχο ξανά και περνάω μέσα από τον τοίχο σαν να μην υπάρχει. Ακούγοντας τον παράξενο θόρυβο που κάνει η ηχομορφή, οι μαυροντυμένοι φονιάδες κοιτάζουν ολόγυρά τους, σαστισμένοι. Δίνω υλική μορφή στο όχημά μου ενώ βρίσκομαι ακριβώς από πάνω τους, και η υλοποίησή μου τους τινάζει απότομα στο πλάι, σωριάζοντάς τους στο πάτωμα. Με πυροβολούν αμέσως, αλλά, στρίβοντας, τους λιώνω κάτω από βαρείς μεταλλικούς τροχούς, ακούω τις σπαραχτικές κραυγές τους. Αίματα τινάζονται παντού· κομμένα χέρια και κομμένα πόδια, κι ένα κεφάλι, πετάγονται πέρα. Ενεργοποιώ τους υαλοκαθαριστήρες για να καθαρίσω τα τζάμια.
Μετά γίνομαι ήχος και βγαίνω από το δωμάτιο. Γίνομαι ύλη και παρουσιάζομαι μπροστά στην Ξανθίππη, τη Τζούλη, και την Κληματένια. Η Κλεισμένη μοιάζει να παρουσιάζεται εξίσου θαυματουργικά από όπου κι αν ήταν ώς τώρα κρυμμένη.
«Ελάτε!» τους λέω, πατώντας ένα κουμπί ώστε ν’ανοίξουν όλες οι πόρτες.
Καμια τους δεν καθυστερεί, ούτε οι γυναίκες ούτε η γάτα. Μπαίνουν στο όχημα και κλείνουν.
«Πού είναι ο μπαμπάς μου;» ρωτά η Κληματένια.
«Λυπάμαι, Κληματένια,» λέω ενώ κατεβάζω τον διακόπτη δίνοντάς μας μορφή ήχου.
«Μεγάλη Αρτάλη…» Η Κληματένια αρχίζει να κλαίει με λυγμούς, κρύβοντας το πρόσωπό της μέσα στα χέρια της. «Τα καθάρματα!»
Πατάω το πετάλι, οδηγώντας προς την κουζίνα. Τη διασχίζω και πηγαίνω προς το παράθυρο.
«Θα πέσουμε!» αναφωνεί η Ξανθίππη.
«Και τι θα πάθουμε αν πέσουμε;» λέω.
Περνάω μέσα από τον τοίχο και πεταγόμαστε έξω από τον τέταρτο όροφο της πολυκατοικίας. Το έδαφος έρχεται αργά προς το μέρος μας, σαν να μην έχουμε και πολύ βάρος, σαν να έχουμε, υπολογίζω, περίπου το βάρος μιας χαρτοσακούλας.
Όταν βρισκόμαστε στο έδαφος, κοιτάζω ψηλά και βλέπω γρύπες γαντζωμένους στην ταράτσα της πολυκατοικίας. Ναι, ο Ύαν είχε δίκιο ξανά. Εύχομαι ο Νεκροφύλακας να του φερθεί καλά στο τελευταίο του ταξίδι.
Αντίο, δαιμονομάτη. Κρίμα που δεν πρόλαβες να δεις τη γυναίκα σου για μια ακόμα φορά.
Η Τζούλη είναι καθισμένη δίπλα μου, στη θέση του συνοδηγού, με την Αλκάρνη Αμυθολόγητη λιπόθυμη στην αγκαλιά της. Πίσω μου κάθονται η Ξανθίππη και η Κληματένια, με τη Σιρενέκα ξαπλωμένη στα γόνατά τους, γεμίζοντάς τες – και το όχημά μου – με αίμα. Η Κλεισμένη στέκεται ανάμεσα σ’εμένα και τη Τζούλη, νιαουρίζοντας.
«Ραλίστα,» μου λέει η Κληματένια, με βαριά φωνή και δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλά της, «πρέπει να την πάμε στο νοσοκομείο. Θα πεθάνει! Θα πεθάνει κι αυτή!»
«Όχι,» λέει η Ξανθίππη, νηφάλια· «είναι ήδη νεκρή.»
«Τι;» κάνει η Κληματένια.
«Είσαι σίγουρη;» ρωτάω την Ξανθίππη, καθώς έχουμε ακόμα μορφή ήχου και οδηγώ προς τον ποταμό Σέρντιληθ. Βλέπω τώρα τα μπαρ και τα κέντρα διασκέδασης που ξενυχτάνε στις όχθες του Έγκριτου: δυνατά φώτα μες στη νύχτα, πινακίδες που αναβοσβήνουν, φανταχτερά ολογράμματα.
«Δεν αναπνέει, Ζορδάμη,» αποκρίνεται η Ξανθίππη, «ούτε μπορώ πουθενά πάνω της να βρω σφυγμό.»
«Γαμώ τα κέρατα του Κάρτωλακ…» μουρμουρίζω. Φτάνω στις όχθες του Σέρντιληθ και συνεχίζω ευθεία, οδηγώντας τώρα επάνω στην επιφάνεια του ποταμού λες κι είναι οδόστρωμα. Η ηχομορφή δεν βουλιάζει στο νερό. Κατευθύνομαι δυτικά, προς την αντικρινή όχθη.
«Όχι!» λέει η Κληματένια στην Ξανθίππη. «Δε μπορεί νάναι νεκρή! Πρέπει να την πάμε στο νοσοκομείο! Δεν είσαι γιατρός!»
«Δεν είμαι γιατρός,» αποκρίνεται η Ξανθίππη, «αλλά ξέρω πώς είναι ένας νεκρός άνθρωπος, Κληματένια. Δεν έχει σφυγμό. Να, δες…» Από τον καθρέφτη μου βλέπω την Ξανθίππη να πιάνει το χέρι της Κληματένιας, βάζοντάς το πρώτα στον λαιμό της Σιρενέκα και μετά στον καρπό της. «Αισθάνεσαι σφυγμό; Η καρδιά της δεν χτυπά πια, Κληματένια. Δυστυχώς είναι νεκρή. Λυπάμαι αλλά αυτή είναι η αλήθεια.»
Μέσα στη νύχτα, διακρίνω στη δυτική όχθη του ποταμού τον Ναό της Βιρινέθης, της θέας των υδάτων της Σεργήλης, που λίγοι λατρεύουν. Η θρησκεία της δεν είναι ούτε κατά διάνοια τόσο διαδεδομένη όσο της Αρτάλης, ή της Λόρκης, ή του Κάρτωλακ. Ο ναός είναι κατά το ήμισυ μέσα στο νερό, και πλάι του στέκεται το άγαλμα μιας γυναίκας-ψάρι μ’ένα μεγάλο σκήπτρο στα χέρια.
Αφήνοντας τον ποταμό πίσω μου βάζω το όχημά μου ξανά στην ξηρά, στους δρόμους της μεγαλούπολης, στο Νέο Δώμα τώρα. Και του δίνω υλική μορφή. Η ενέργειά του βλέπω πως είναι πεσμένη στο 34,5%. Σταματώ τους τροχούς μέσα σ’ένα σοκάκι.
Λέω στη Τζούλη: «Μπορείς να ξυπνήσεις την Αμυθολόγητη;»
«Θα προσπαθήσω,» αποκρίνεται εκείνη. Η όψη της είναι σκοτεινή, προβληματισμένη. Δεν μπορώ να υποθέσω τι ακριβώς περνά απ’το μυαλό της, αλλά σίγουρα δεν είναι τίποτα το ευχάριστο. Τι έλεγε στον Νόρτεκ-Ριθ, αλήθεια, προτού επιτεθώ και τους λιώσω όλους κάτω από τους τροχούς μου;
Χτυπά τώρα την Αλκάρνη στο πρόσωπο, ελαφρά. Την ταρακουνά. Λέει το όνομά της. Τη χτυπά στο πρόσωπο δυνατότερα.
Η Αμυθολόγητη μουγκρίζει, σαλεύει μέσα στην αγκαλιά της Τζούλης. Βήχει. Τα μάτια της είναι δακρυσμένα – από το αέριο, αναμφίβολα. Βλεφαρίζει έντονα. Βήχει κι άλλο.
«…Τζούλη;» κρώζει. Και μετά, βλέπει εμένα. «Ραλίστα;… Τι…; Πού είμαστε;»
«Στην αντικρινή όχθη του Σέρντιληθ, κύρια Αμυθολόγητη, στο Νέο Δώμα,» αποκρίνομαι.
«Τι συνέβη; Μας έριξαν κάποιο αέριο, έτσι δεν είναι;»
«Ναι,» λέω, και της εξηγώ τι έγινε.
Πολύ προτού φτάσω στο σημείο που η Ξανθίππη διαπίστωσε ότι η Σιρενέκα είναι νεκρή, η Αμυθολόγητη έχει δει την αιμόφυρτη κόρη της στην πίσω μεριά του οχήματός μου, και με διακόπτει λέγοντας: «Μην καθόμαστε! Πρέπει να πάμε τη Σιρενέκα σε κάποιο νοσοκομείο! Γιατί κάθεσαι, Ζορδάμη;»
Η Ξανθίππη παρεμβαίνει, εξηγώντας της σταθερά ότι η Σιρενέκα δεν είναι ζωντανή.
«Όχι…» λέει η Αλκάρνη, κομπιάζοντας. «Κάνεις λάθος!»
«Δεν είναι ζωντανή,» επιμένει η Ξανθίππη. «Λυπάμαι, κυρία Αμυθολόγητη.»
Τα δάκρυα που τώρα κυλάνε στο πρόσωπο της Αλκάρνης σίγουρα δεν είναι από το αέριο που τη χτύπησε. Και μου φαίνεται σαν κάποια μυστηριώδη μάσκα να καταρρέει και να μπορώ ξαφνικά να διακρίνω την πραγματική ηλικία της Αμυθολόγητης που μέχρι στιγμής ήταν κρυμμένη. Είναι αληθινά γερασμένη. «Τα καθάρματα…» τραυλίζει η παλιά ηθοποιός, μισοκρύβοντας το πρόσωπό της μέσα στα χέρια της.
«Και δεν είναι η μόνη νεκρή,» της λέει η Τζούλη, μιλώντας πιο ψυχρά απ’ό,τι νομίζω πως θα έπρεπε.
«…Τι…;» Η Αλκάρνη σκουπίζει δάκρυα από τα μάγουλά της. Της δίνω ένα μαντήλι από ένα ντουλάπι του οχήματος.
«Ο Λαοκράτης σκοτώθηκε επίσης,» της εξηγώ, και συνεχίζω τη διήγησή μου ώσπου να τελειώσω με τον θάνατο του Ύαν και τη φυγή μας από το σπίτι της.
«Οι φρουροί μου,» λέει η Αλκάρνη, μην κλαίγοντας τώρα κι έχοντας σκουπίσει τα δάκρυά της. «Έπρεπε να είχαν έρθει! Έπρεπε να είχαν έρθει προτού κανένας μας σκοτωθεί!»
«Αδρανοποίησαν τα συστήματα ασφαλείας,» λέει η Τζούλη. «Είχαν τουλάχιστον έναν Τεχνομαθή μάγο που αδρανοποίησε όλα τα συστήματα ασφαλείας. Κανένας συναγερμός δεν χτύπησε, ούτε στο σπίτι ούτε στη βάση των μισθοφόρων που είχατε προσλάβει.»
«Θα πληρώσουν γι’αυτό,» ορκίζεται η Αλκάρνη Αμυθολόγητη, και αντικρίζοντας τώρα την όψη της νομίζω ότι τη βλέπω ξανά να υποδύεται την ηρωίδα Βατράνια Χρυσόψυχη από την ταινία «Ο Λησμονημένος Οίκος».
«Ναι,» αποκρίνομαι, «θα πληρώσουν.» Και το εννοώ.
Η Αμυθολόγητη λέει: «Θέλω πρώτα να κηδέψουμε την κόρη μου, Ζορδάμη.»
*
Με την ανατολή ξεκινά η Πανήγυρις της Ζωοδότειρας Μητέρας του Ήλιου. Οι ναοί της Αρτάλης προετοιμάζονται για τη γιορτινή ημέρα, και σίγουρα δεν περιμένουν επισκέπτες μες στην άγρια νύχτα: πόσω μάλλον, επισκέπτες που ζητούν να γίνει κηδεία.
Αλλά ένας τουλάχιστον ναός θα τους έχει, είτε τους θέλει είτε όχι.
Αφού οδηγώ το ηχομορφικό όχημα (σε υλική μορφή) στον Ναό της Αρτάλης στη Ζυγαριά, βόρεια του Νέου Δώματος, σταματάω και βγαίνουμε. Ανεβαίνουμε τα μεγάλα σκαλοπάτια του Ναού ενώ κρατάω τη νεκρή Σιρενέκα στα χέρια μου. Χτυπάμε την ψηλή πόρτα και λέμε στη δόκιμη που ανοίγει τι θέλουμε. Η κοπέλα μάς απαντά ότι τη νύχτα οι ιέρειες δεν κηδεύουν–
«Είναι επείγον,» τη διακόπτει η Αλκάρνη. «Δεν μπορούμε να περιμένουμε.»
«Λυπάμαι αλλά δεν–»
Η Αλκάρνη σπρώχνει το ανοιχτό φύλλο της πόρτας προτού η δόκιμη το κλείσει. «Θα πληρώσουμε. Είναι επείγον.»
Η κοπέλα κομπιάζει.
«Θέλω να μιλήσω στην Αρχιέρεια,» της λέει η Αλκάρνη.
«Εντάξει,» αποκρίνεται εκείνη, αν και διστακτικά. «Περάστε.»
Κάνω νόημα στην Ξανθίππη να μείνει κοντά στο όχημά μας, για καλό και για κακό, κι εκείνη δεν φέρνει αντίρρηση. Καθώς οι υπόλοιποι μπαίνουμε στον Ναό, μένει έξω.
Ο σηκός του Ναού της Αρτάλης είναι μεγάλος και πέτρινος. Στη θολωτή οροφή του είναι ζωγραφισμένος ένας ήλιος με οκτώ τεθλασμένες ακτίνες. Επάνω στο περίγραμμα του ήλιου και των ακτινών του υπάρχουν αναμμένα ενεργειακά φώτα, γεμίζοντας τον χώρο με απαλό, λευκό φως. Στα σημεία όπου τελειώνουν οι ζωγραφιστές ηλιακές ακτίνες φτάνουν οι κορυφές των οκτώ κιόνων που στηρίζουν την αίθουσα. Στο κέντρο του μεγάλου δωματίου στέκεται ένα ψηλό άγαλμα της Αρτάλης, μ’έναν βωμό στα πόδια του. Επάνω στον βωμό είναι απλωμένες διάφορες προσφορές – διακρίνω φρούτα, κούπες, φιαλίδια, γυαλιστερά αντικείμενα, τυλιγμένα χαρτιά – και θυμιάματα καίνε, εκεί και σ’άλλα σημεία του σηκού, μέσα σε μικρά μαγκάλια, γεμίζοντας τον χώρο με μια γλυκιά μεθυστική οσμή. Ιέρειες είναι συγκεντρωμένες μπροστά στον βωμό και γύρω από το άγαλμα, άλλες γονατιστές, άλλες όρθιες, και νομίζω πως δεν είναι τυχαίες οι θέσεις τους, νομίζω πως δημιουργούν κάποιον προκαθορισμένο, ιερό σχηματισμό. Δύο ανάμεσά τους ψέλνουν· τέσσερις παίζουν μουσικά όργανα, παράγοντας έναν αργόσυρτο ήχο. Οι περισσότερες δεν μας βλέπουν να μπαίνουμε, αλλά ορισμένων τα μάτια στρέφονται προς το μέρος μας και μας λοξοκοιτάζουν.
Εκτός από αυτές, γύρω-γύρω στην αίθουσα στέκονται κι άλλες γυναίκες που νομίζω πως είναι δόκιμες, όπως εκείνη που μας άνοιξε. Η οποία τώρα πλησιάζει μια από τις όρθιες ιέρειες μπροστά στον βωμό, αγγίζει την άκρη του λευκού χιτώνα της, και της ψιθυρίζει κάτι στ’αφτί. Η μεγαλύτερη γυναίκα στρέφεται και μας κοιτάζει. Μετά πλησιάζει μια άλλη ιέρεια και της ψιθυρίζει στ’αφτί, όπως έκανε η δόκιμη σ’εκείνη.
Η δεύτερη ιέρεια υψώνει απότομα το χέρι της. Οι ψαλμωδίες παύουν, το ίδιο και η μουσική από τα όργανα. Οι ιέρειες που ήταν γονατιστές ορθώνονται, και όλες στρέφονται και μας ατενίζουν. Γυναικεία μάτια που γυαλίζουν σαν γατίσια στο φως των ενεργειακών λαμπών.
Η Αλκάρνη Αμυθολόγητη στέκεται πλάι μου και τους ζητά να κηδέψουν την κόρη της, την οποία κρατάω στα χέρια μου. «Σκοτώθηκε από κακοποιούς,» εξηγεί, «μερικές ώρες πριν από την Πανήγυρι της Ζωοδότειρας Μητέρας του Ήλιου.»
Οι ιέρειες μουρμουρίζουν αναμεταξύ τους. Μου μοιάζουν όλες ίδιες μέσα στους χιτώνες τους, σαν λευκά φαντάσματα. Αναρωτιέμαι αν έχουν αναγνωρίσει την παλιά ηθοποιό. Ακόμα κι οι ιέρειες της Αρτάλης δεν μπορεί να μη βλέπουν καθόλου κινηματογράφο!
Τελικά, μία ανάμεσά τους μιλά: «Δεν κηδεύουμε νύχτα, κυρία Αμυθολόγητη.» (Την ξέρουν επομένως, παρατηρώ· γιατί η Αλκάρνη δεν συστήθηκε.) «Ούτε αύριο κηδεύουμε, λόγω της Πανηγύρεως. Πρέπει να περιμένετε. Μπορείτε να μεταφέρετε το σώμα της κόρης σας–»
«Δεν καταλαβαίνετε, Σεβασμιότατη,» τη διακόπτει η Αλκάρνη. «Δεν μπορώ να περιμένω. Δεν έχω τη… δυνατότητα. Υπάρχει λόγος. Διαφορετικά δεν θα ερχόμουν εδώ τέτοια ώρα. Γνωρίζω το έθιμο, φυσικά. Αν δεν δεχθείτε να κηδέψετε την κόρη μου, θα πρέπει να μείνει ακήδευτη, και… δεν θα το ήθελα αυτό.»
Οι ιέρειες συζητάνε πάλι αναμεταξύ τους. Εκείνη που μας μίλησε υποθέτω πως είναι η Αρχιέρεια του Ναού, δεν μπορεί να είναι κάποια κατώτερη. Και μετά από λίγο μιλά ξανά στην Αλκάρνη: «Εντάξει,» λέει. «Η κόρη σας θα κηδευτεί απόψε, κυρία Αμυθολόγητη. Ελάτε μαζί μας.»
Η Αρχιέρεια κι άλλες τέσσερις βαδίζουν προς το βάθος του σηκού, και εγώ, η Αλκάρνη, η Κληματένια, και η Τζούλη τις ακολουθούμε. Μας οδηγούν σ’έναν διάδρομο και, μετά, σε μια αυλή στην πίσω μεριά του Ναού: μια περιτειχισμένη αυλή με τέσσερις πέτρινους βωμούς στο κέντρο της κι ανάμεσα στους βωμούς ένα απρόσωπο, κουκουλοφόρο άγαλμα το οποίο, είμαι σίγουρος, παριστάνει τον Νεκροφύλακα. Ο χώρος αυτός, όπως ξέρω, ονομάζεται νεκρόναος. Διαφέρει από ναό σε ναό, αλλά πάντα έτσι περίπου είναι, και πάντα εδώ γίνονται οι κηδείες. Οι νεκροί καίγονται πάνω στους βωμούς και έτσι η ψυχή τους στέλνεται στον πνευματικό ήλιο της Σεργήλης που τη φορτίζει με δύναμη και ζωή. Τις νύχτες ο φυσικός ήλιος είναι κρυμμένος και υποτίθεται πως και η ισχύς του πνευματικού ήλιου της Αρτάλης είναι μειωμένη.
«Είστε βέβαιη, κυρία Αμυθολόγητη, πως επιθυμείτε η κηδεία να γίνει τώρα;» ρωτά η Αρχιέρεια. «Δεν μπορείτε να περιμένετε ούτε μέχρι την αυγή;» Οι άλλες ιέρειες την κοιτάζουν λιγάκι έκπληκτες, παρατηρώ, μάλλον επειδή από την αυγή ξεκινά η Πανήγυρις της Ζωοδότειρας Μητέρας του Ήλιου και δεν γίνονται κηδείες τότε.
«Καλύτερα όχι,» αποκρίνεται βαριά, φανερά στεναχωρημένη, η Αλκάρνη. «Σας παρακαλώ, Σεβασμιότατη. Τώρα, αν μπορείτε.»
Η Αρχιέρεια στρέφεται στις άλλες ιέρειες, νεύοντας, και δύο απ’ αυτές με πλησιάζουν για να πάρουν στα χέρια τους τη Σιρενέκα. Την παραδίδω με προσοχή, και οι γυναίκες την αποθέτουν επάνω σ’έναν από τους βωμούς και βγάζουν τα ρούχα της ιεροτελεστικά ενώ μουρμουρίζουν προσευχές. Η Αρχιέρεια ψιθυρίζει κάτι στ’αφτί μιας άλλης ιέρειας, κι εκείνη φεύγει. Επιστρέφει όμως σύντομα, και μαζί της είναι δύο ιέρειες με μουσικά όργανα, αυλό και λύρα, οι οποίες αρχίζουν να παίζουν μια αργόσυρτη, θρηνητική μουσική.
Δάκρυα κυλάνε ξανά από τα μάτια της Αλκάρνης Αμυθολόγητης, καθώς κι από τα μάτια της Κληματένιας. Μόνο το πρόσωπο της Τζούλης είναι πέτρινο. Και το δικό μου. Δεν ξέρω πώς να αισθανθώ· ίσως να είμαι πολύ σοκαρισμένος από όλα όσα έγιναν. Ή ίσως να έχω γίνει πια χειρότερος από τον Ύαν. Ίσως να έχω γίνει σαν τον Άφευκτο.
ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΥΣ ΟΛΟΥΣ! νομίζω πως ο καταραμένος ο Σίλας Ιερόπυργος μού φωνάζει από το κουκουλοφόρο άγαλμα ανάμεσα στους τέσσερις βωμούς. Αλλά διώχνω γρήγορα τη φωνή του από το μυαλό μου. Δεν είναι ώρα τώρα για επικλήσεις εκδικητικών φαντασμάτων…
Οι δύο ιέρειες γδύνουν τελείως τη Σιρενέκα και, μετά, πλένουν το λευκόδερμο σώμα της με νερό και σαπούνι. Το τραύμα στα πλευρά της είναι μεγάλο, παρατηρώ. Ή μάλλον, δεν είναι μόνο ένα τραύμα: πρέπει να δέχτηκε δύο σφαίρες εκεί, μα τους θεούς. Ίσως να ήταν νεκρή από τότε που τη βάλαμε μέσα στο ηχομορφικό όχημα, στο γκαράζ.
Ενώ οι δύο ιέρειες πλένουν το νεκρό σώμα, οι άλλες δύο ανάβουν θυμιάματα μέσα σε μαγκάλια, και οι οσμές τους με κάνουν να ζαλίζομαι ελαφρώς.
Μετά από το ιεροτελεστικό πλύσιμο της Σιρενέκα, ακολουθεί επάλειψη με λάδια που κάνουν το σώμα της να γυαλίζει, να μοιάζει σχεδόν ζωντανό. Όταν κι αυτή η διαδικασία τελειώνει, η Αρχιέρεια πλησιάζει τη νεκρή, σκύβει, και τη φιλά στα χείλη. Ύστερα στέκεται πάνω από το κεφάλι της και αρθρώνει έναν ψαλμό, επικαλούμενη τον Νεκροφύλακα για να μεταφέρει το πνεύμα της Σιρενέκα στον κόσμο των νεκρών. Οι άλλες τέσσερις ιέρειες, εν τω μεταξύ, ανάβουν μακρείς δαυλούς και στέκονται γύρω από τον βωμό, σε κάποια απόσταση. Η Αρχιέρεια τελειώνει με τον ψαλμό της, κάνει ένα ιερό σύμβολο πάνω από το κεφάλι, πάνω από την καρδιά, και πάνω από την κοιλιά της νεκρής, και μετά αποτραβιέται.
Οι τέσσερις δαυλοί κατεβαίνουν. Οι φλόγες αγγίζουν οριακά το σώμα που γυαλίζει από τα έλαια, και το σώμα αμέσως αρπάζει φωτιά. Όλες οι ιέρειες – εκτός από αυτές που παίζουν μουσική – αρχίζουν να ψέλνουν. Η Αμυθολόγητη κλαίει με λυγμούς, κι αγκαλιάζω τους ώμους της, την κρατάω κοντά μου, προσπαθώντας να την παρηγορήσω ενώ καταλαβαίνω ότι αυτό είναι αδύνατο. Αισθάνομαι εγώ σαν ηθοποιός τώρα. Ο Ζορδάμης με τα Πολλά Πρόσωπα. Όπως συνήθως.
*
Η Ξανθίππη μάς περιμένει έξω από το ηχομορφικό όχημα, καπνίζοντας, όταν βγαίνουμε τελικά από τον Ναό της Αρτάλης. Η Κλεισμένη είναι κλεισμένη μέσα στο όχημα· τη βλέπω να μου νιαουρίζει από το τζάμι, δυσαρεστημένη.
Η Αλκάρνη Αμυθολόγητη βαδίζει δίπλα μου σαν μαριονέτα που έχουν σπάσει τα μισά από τα σχοινιά της, καθώς έχω το χέρι μου τυλιγμένο γύρω από τη μέση της για να τη στηρίζω. Η Κληματένια μού θυμίζει κοριτσάκι που ξαφνικά βρέθηκε χαμένο στους δρόμους μιας απέραντης μεγαλούπολης χωρίς τους γονείς του. Δεν κλαίει πια, μα η όψη της φανερώνει αποπροσανατολισμό, απόλυτο αποπροσανατολισμό για τα πάντα. Η Τζούλη έχει ακόμα εκείνη την πέτρινη, υπολογιστική έκφραση, και τώρα ανάβει κι αυτή τσιγάρο.
«Πού θα πάμε;» ρωτά η Ξανθίππη. «Υπάρχει κανένα μέρος που μπορούμε να εμπιστευτούμε;»
Περιμένω απάντηση από την Αλκάρνη. Όλοι μας περιμένουμε απάντηση από την Αλκάρνη. Αλλά η Αμυθολόγητη λέει, τελικά, με αδύναμη φωνή: «Δεν ξέρω.»
«Σε κάποιο τυχαίο ξενοδοχείο,» προτείνει η Τζούλη.
«Τυχαίο ξενοδοχείο;» λέει η Ξανθίππη κοιτάζοντάς την καχύποπτα. «Το οποίο θα μας συστήσεις εσύ;»
«Κανένα δεν θα σας συστήσω αφού με φοβάστε–»
«Ήσουν έτοιμη να μας προδώσεις στον Νόρτεκ-Ριθ, λίγο προτού ο Ραλίστας εμφανιστεί!»
«Προσπαθούσα να σε γλιτώσω, εσένα και τη μικρή!»
«Και το τομάρι σου–»
«Ναι, το παραδέχομαι, δεν ήθελα να σκοτωθώ,» αποκρίνεται ειρωνικά η Τζούλη. «Αλλά, αν ήμουν πραγματικά με το μέρος του Νόρτεκ-Ριθ, λες να περίμενα ώς τότε για να δράσω; Γιατί να μη σας επιτεθώ πιο πριν; Γιατί να μη σας επιτεθώ από τα νώτα ενώ οι μισθοφόροι του σας–;»
«Εντάξει,» τη διακόπτω, «αρκετά. Δεν είναι ώρα για τέτοια, τώρα.» Κα προσθέτω: «Η σκέψη της Τζούλης δεν είναι κακή. Ας πάμε σε κάποιο τυχαίο ξενοδοχείο. Ή μάλλον, καλύτερα, σε πανδοχείο. Σ’ένα πανδοχείο όπου δεν ξέρουμε η οικογένεια νάχει καμια επιρροή.»
«Παντού,» μου λέει η Τζούλη, «μπορεί η οικογένεια να έχει επιρροή, ακόμα κι αν δεν το ξέρουμε.»
«Ναι,» αποκρίνομαι, «αυτό είναι το πρόβλημα με την οικογένεια. Αλλά θα πρέπει να το ρισκάρουμε. Αλλιώς, ποιες εναλλακτικές λύσεις έχουμε;»
«Γιατί δεν πάμε έξω από την πόλη;» προτείνει η Ξανθίππη. «Μπορούμε να μείνουμε στην ύπαιθρο, μέσα στο όχημα, μέχρι ν’αποφασίσουμε τι θα κάνουμε.»
«Μέσα στο όχημα; Όλοι μας;» κάνει η Κληματένια.
Η Ξανθίππη ανασηκώνει τους ώμους. «Ας αγοράσουμε και καμια σκηνή, εν ανάγκη. Για λίγο θα είναι. Μέχρι ν’αποφασίσουμε τι θα κάνουμε,» επαναλαμβάνει.
Μα τους θεούς, έτσι δεν δρούσε κι ο Άφευκτος; Έξω από τις πόλεις δεν έμενε, επειδή φοβόταν τη Δυναστεία;
Η πρόταση της Ξανθίππης, όμως, νομίζω πως είναι η καλύτερη. Καλύτερη από τη δική μου και της Τζούλης. Ασφαλέστερη.
«Ναι,» λέω, «αυτό θα κάνουμε. Πρώτα, όμως… Πόσα λεφτά έχουμε μαζί μας; Εγώ δεν έχω τίποτα πέρα από δέκα ήλιους που είχα αφήσει μες στο όχημα.»
Η Ξανθίππη λέει: «Εγώ πήρα το πορτοφόλι μου.» Το βγάζει για να μας το δείξει.
«Κι εγώ έχω την τσάντα μου,» προσθέτει η Τζούλη.
Η Αμυθολόγητη δεν μιλά, ούτε η Κληματένια· μάλλον δεν έχουν ακτίνιο μαζί τους.
«Δηλαδή,» ρωτάω, «πόσα λεφτά συνολικά;»
Η Ξανθίππη μετρά τα χρήματά της. «Είκοσι-οκτώ ήλιοι και τριάντα-δύο ακτίνια.»
Η Τζούλη μετρά τη δική της περιουσία. «Πενήντα-τρεις ήλιοι και δεκαπέντε ακτίνια.»
«Έχω τρεις ενεργειακές φιάλες ρεζέρβα,» τους λέω. «Και οι τρεις που είναι ήδη μέσα στο όχημα έχουν σχεδόν τελειώσει. Θα χρειαστούμε κι άλλες.»
«Εντάξει,» προθυμοποιείται η Τζούλη, «θα τις πληρώσουμε. Σκέφτεσαι να πάμε ν’αγοράσουμε απόψε;»
«Ναι, καλύτερα απόψε, για να έχουμε.»
«Το όχημα δεν έχει και πολύ μεγάλο αποθηκευτικό χώρο, Ζορδάμη.»
«Χωράνε τρεις φιάλες ακόμα, όμως.»
Σταματάω το όχημά μας έξω από την Άντχορκ, προς τα νοτιοδυτικά, και κατασκηνώνουμε εκεί, στην ύπαιθρο, σ’ένα μοναχικό μέρος όπου αποκλείεται οι εχθροί μας να ψάξουν ώς το πρωί. Ή, τουλάχιστον, έτσι ελπίζουμε.
Ανάβουμε μια φωτιά και καθόμαστε γύρω της, πλάι στο ηχομορφικό όχημα. Στήνουμε παραδίπλα τις δύο σκηνές που έχουμε αγοράσει από ένα κατάστημα ταξιδιωτικών εξοπλισμών που βρήκαμε να διανυκτερεύει. Η Αλκάρνη Αμυθολόγητη και η Κληματένια είναι τυλιγμένες σε κουβέρτες· η πρώτη κρατά μια κούπα με ζεστό τσάι στα χέρια της, η δεύτερη καπνίζει ένα τσιγάρο. Η Τζούλη κάθεται πάνω στη μπροστινή μεριά του αγωνιστικού οχήματος, ενώ η Κλεισμένη κάθεται στην οροφή του, με τα μάτια της να γυαλίζουν γατίσια μες στη νύχτα. Εγώ κάθομαι αντίκρυ στην παλιά ηθοποιό και στην κόρη του Λαοκράτη, σ’έναν μικρό βράχο, φορώντας το πέτσινο πανωφόρι μου. Η Ξανθίππη στέκεται όρθια, κοιτάζοντας ολόγυρα με τα κιάλια που της έδωσα από ένα ντουλάπι του οχήματος. Μετά, τα κατεβάζει από τα μάτια της και κάθεται δίπλα μου. Έχω ήδη ξετυλίξει το φαγητό που αγοράσαμε από ένα πανδοχείο στις παρυφές της μεγαλούπολης και το έχω αφήσει κοντά στη φωτιά· κανείς δεν το έχει αγγίξει ακόμα. Απλώνω το χέρι μου και παίρνω πρώτος ένα σακουλάκι με καρύδια και μέλι, κι ένα αναψυκτικό. Η Ξανθίππη με μιμείται, παίρνοντας κι εκείνη φαγητό. Το ίδιο και η Κληματένια. Η Αμυθολόγητη και η Τζούλη δεν κουνιούνται από τις θέσεις τους. Η Κλεισμένη πηδά απ’την οροφή του οχήματος και με πλησιάζει, νιαουρίζοντας. Πιάνω το χάρτινο κουτί μέσα στο οποίο βρίσκονται τα κομμάτια ψητού ψαριού, το ανοίγω, και το αφήνω μπροστά της. Τα μυρίζει κι αρχίζει να τρώει.
Μετά από λίγο λέω: «Θα μπορούσαμε να πάμε στη Νίρβεκ… Ο Σουτούρης ο Τυχερός είναι μάλλον εκεί, και η Αστερόπη θα έχει πια προ πολλού φτάσει, υποθέτω…»
Τα μάτια της Αμυθολόγητης γυαλίζουν άγρια. «Όχι!» λέει. «Ο Σιριλάμνης και ο Ψηλός Αλλάνδρης πρέπει να πληρώσουν γι’αυτό που έκαναν! Θα μας εγκαταλείψεις τώρα, Ζορδάμη;»
Αναστενάζω. Αν ήμουν πιο έξυπνος, ίσως και να σας εγκατέλειπα, σκέφτομαι. «Όχι, δεν θα σας εγκαταλείψω. Όμως ο Σιριλάμνης και ο Ψηλός Αλλάνδρης αναμφίβολα κρύβονται. Πώς θα τους βρούμε;»
«Γι’αυτό δεν βάλαμε τον Καλοφυσίτη;» λέει η Κληματένια.
«Ναι,» αποκρίνομαι, «αλλά εδώ όπου είμαστε δεν είμαι σίγουρος αν φτάνει καν το σήμα του πομπού του.»
«Φτάνει,» με διαβεβαιώνει η Αμυθολόγητη. «Δεν είμαστε και τόσο μακριά από την Άντχορκ. Υπάρχουν κεραίες.»
«Ακόμα κι έτσι…» λέω.
«Τι σε προβληματίζει;» με ρωτά η Ξανθίππη.
«Εσένα δεν σε προβληματίζει τίποτα; Μέχρι πότε μπορούμε να περιμένουμε έτσι; Δεν έχουμε κανένα σταθερό, ή ασφαλές, μέρος για να μείνουμε!»
Η Αλκάρνη μάς λέει: «Αύριο είναι η Πανήγυρις της Ζωοδότειρας Μητέρας του Ήλιου.» Αφήνει την κούπα της με το τσάι παραδίπλα, πιάνει ένα μπουκαλάκι Κρύο Ουρανό, το ανοίγει, και πίνει μια μεγάλη γουλιά. «Και όλοι ξέρετε τι συμβαίνει τότε. Η πόλη γιορτάζει. Κανείς δεν θα περιμένει να κινηθούμε εναντίον του.»
«Αν δεν κάνω λάθος,» της λέω, «ο φόνος τιμωρείται αυστηρότερα κατά τη Γιορτή της Ζωοδότειρας Μητέρας…»
«Ναι, αν σε πιάσουν οι αρχές. Αλλά αυτό είναι το ελάχιστο από τα προβλήματά μας τώρα, δεν νομίζεις; Επιπλέον, δεν ισχύει στην Άντχορκ.»
«Τι εννοείτε, κυρία Αμυθολόγητη;»
«Ναι,» διαβεβαιώνει η Τζούλη. «Δεν ισχύει στην Άντχορκ. Ο φόνος εδώ τιμωρείται κανονικά, ακόμα κι αν γίνει κατά τη Γιορτή της Ζωοδότειρας Μητέρας. Αλλά, όπως είπε και η κυρία Αμυθολόγητη, αυτό είναι το λιγότερο που θα πρέπει να μας απασχολεί.»
«Προτείνετε, δηλαδή, να κινηθούμε όσο η πόλη θα γιορτάζει…» λέω.
«Ναι,» αποκρίνεται η Αμυθολόγητη, και πίνει ακόμα μια γουλιά Κρύο Ουρανό.
«Και να κάνουμε τι ακριβώς;» ρωτάω. «Αν ο Καλοφυσίτης δεν μας ειδοποιήσει ότι βρήκε ή τον Σιριλάμνη ή τον Ψηλό Αλλάνδρη….»
Αρχίζουμε να συζητάμε.
Κι όταν τελειώνουμε με τα σχέδιά μας, διανυκτερεύουμε στην ύπαιθρο αποφασίζοντας εγώ και η Ξανθίππη να φυλάμε σκοπιές εναλλάξ. Προθυμοποιείται και η Κληματένια να φυλάξει σκοπιά, αλλά της λέμε ν’αφήσει τις σαχλαμάρες και να πέσει για ύπνο. Τη Τζούλη η Ξανθίππη ακόμα δεν την εμπιστεύεται και της δένει τα χέρια πίσω απ’την πλάτη για το βράδυ. Η Τζούλη το ανέχεται αλλά είναι φανερό ότι δεν της αρέσει.
«Θα συνεχιστούν για πολύ αυτές οι μαλακίες;» ρωτά.
«Θα δούμε,» αποκρίνεται η Ξανθίππη, και της λέει να πάει να ξαπλώσει κάτω από μία απ’τις σκηνές. Η Τζούλη πηγαίνει.
Η Αλκάρνη Αμυθολόγητη ξαπλώνει στο πίσω κάθισμα του ηχομορφικού οχήματος· η Κληματένια επάνω στα μπροστινά καθίσματα. Στην άλλη σκηνή θα κοιμόμαστε μια εγώ μια η Ξανθίππη.
*
Πανήγυρις της Ζωοδότειρας Μητέρας του Ήλιου.
Κανένας δεν δουλεύει σήμερα, εκτός από όσους έχουν επείγουσες δουλειές που δεν σχετίζονται με το χρήμα. Όπως εμείς. Οι υπόλοιποι γλεντάνε, τρώνε δωρεάν, πίνουν δωρεάν, και κάνουν έρωτα τουλάχιστον μία φορά για να έχουν την εύνοια της Αρτάλης. Εγώ, όπως φαίνεται, φέτος δεν θα έχω την εύνοια της Αρτάλης. Δε νομίζω πως οι γυναίκες που είναι στο όχημα μαζί μου έχουν διάθεση για ερωτικά παιχνίδια. Ούτε καν η Κλεισμένη. Μοιάζει πιο φρικαρισμένη από τότε που την έβγαλα από το μπαούλο· ίσως να διαισθάνεται τη δική μας διάθεση. Είναι διαισθητική γάτα, αναμφίβολα.
Οδηγώ μέσα στους δρόμους της Άντχορκ, μια ώρα πριν από το μεσημέρι, σε μορφή ήχου, αόρατος, με μεγάλη ταχύτητα. Περνάμε αστραπιαία μέσα από άλλα οχήματα, διαβάτες, και οικοδομήματα. Τίποτα δεν μπορεί να μας σταματήσει – ή, μάλλον, ελάχιστα πράγματα. Φτάνουμε σύντομα στον Έγκριτο, αφού έχω διασχίσει τον ποταμό Σέρντιληθ σαν τα νερά του να είναι οδόστρωμα. Πηγαίνουμε στο σπίτι της κυρίας Αμυθολόγητης. Κατεβάζω το όχημά μας στο υπόγειο γκαράζ, περνώντας άνετα μέσα από την κλειστή πόρτα, και ανεβαίνω τις σκάλες όπως και χτες βράδυ. Ανεβαίνω ώσπου φτάνουμε στον τρίτο όροφο της πολυκατοικίας – στο πρώτο πάτωμα της μεζονέτας της Αμυθολόγητης. Βλέπουμε πως η εξώπορτα είναι κλειστή κι επάνω της υπάρχει κολλημένη μια ταινία που γράφει: ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ – ΔΙΕΞΑΓΕΤΑΙ ΕΡΕΥΝΑ ΑΠΟ ΤΗ ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗ. Κανένας χωροφύλακας όμως δεν είναι στον διάδρομο.
Περνώντας μέσα από τον τοίχο μπαίνω στη μεζονέτα και, συνεχίζοντας να οδηγώ το ηχομορφικό όχημα, ρίχνουμε μια ματιά σ’όλα τα δωμάτια. Κανένας δεν είναι εδώ.
Αναμενόμενα.
Η Χωροφυλακή δεν κάνει τέτοιες έρευνες κατά τη Γιορτή της Ζωοδότειρας Μητέρας.
Κοιτάζω τον δείκτη της ενέργειας. Είμαστε στο 10,5%. Και γαμώ. Πάνε άλλες τρεις ενεργειακές φιάλες. Πρέπει ν’αλλάξουμε σύντομα, αλλιώς δεν θα μπορούμε να φύγουμε από το οίκημα.
Βγαίνω ξανά στον διάδρομο και ανεβαίνω, από τη σκάλα, στο δεύτερο πάτωμα της μεζονέτας. Η εξώπορτα είναι πάλι κλειστή και υπάρχει κολλημένη επάνω της μια ταινία παρόμοια με την προηγούμενη. Περνάω από μέσα και αρχίζω να ερευνώ και το δεύτερο πάτωμα της μεζονέτας.
Χωροφύλακες δεν υπάρχουν στο σαλόνι, αλλά μόλις μπαίνω στο μεγάλο υπνοδωμάτιο της Αλκάρνης αντικρίζουμε μια γυναίκα να ψάχνει εκεί. Μετρίου αναστήματος, κατάλευκη στο δέρμα, με μαύρα μαλλιά μακριά ώς τους ώμους. Φορά μαύρο παντελόνι, καφετί πέτσινο πανωφόρι, και μαύρα γάντια.
«Η Κλαρίσσα!» λέει αμέσως η Αλκάρνη, καθισμένη δίπλα μου.
«Τη γνωρίζετε, κυρία Αμυθολόγητη;» ρωτάω.
«Φυσικά. Είναι η Κλαρίσσα Ελντέγκοφ, που χάθηκε μετά από την απόπειρα να τη σκοτώσουν!»
Τώρα θυμάμαι. Η συγγραφέας. Κοιτάζω τη Τζούλη, που είναι στο πίσω κάθισμα μαζί με την Κληματένια και την Ξανθίππη. «Είπες ότι ήταν τραυματισμένη.»
«Ναι, έτσι ξέρω, ότι ήταν τραυματισμένη.»
Η Κλαρίσσα κοιτάζει ολόγυρα, έχοντας πάψει τώρα να ψαχουλεύει στο δωμάτιο. Έχει μάλλον ακούσει τον παράξενο ήχο του ηχομορφικού οχήματος, κι αναρωτιέται από πού έρχεται. Τραβά ένα όπλο από το εσωτερικό του πανωφοριού της: ένα πιστόλι με λεπίδα επάνω αλλά μαζεμένη.
Κάνοντας όπισθεν, επιστρέφω στο σαλόνι. «Να της μιλήσουμε;» λέω.
Καμια τους δεν αποκρίνεται.
Κοιτάζω τον μετρητή της ενέργειας. Είναι στο 4% τώρα. «Αποφασίστε γρήγορα· δεν υπάρχει χρόνος. Θα χάσουμε σύντομα την ηχομορφή.»
«Φυσικά και θα της μιλήσουμε,» λέει η Αλκάρνη.
Ανεβάζω τον μαγικό διακόπτη και μας δίνω υλική μορφή.
Βγαίνουμε από το όχημα, και η Αμυθολόγητη λέει δυνατά: «Κλαρίσσα; Εγώ είμαι, Κλαρίσσα, η Αλκάρνη.»
Η κατάλευκη, μαυρομάλλα γυναίκα, που δεν μπορεί νάναι μικρότερη από σαράντα χρονών, βγαίνει επιφυλακτικά απ’το δωμάτιο, με το πιστόλι της ακόμα στο χέρι. Δεν είναι συνηθισμένα τα πιστόλια με ξιφολόγχη στη Σεργήλη· πρέπει νάναι εισαγμένο από κάποια άλλη διάσταση – πράγμα φανερό, άλλωστε, από το όλο του σχήμα. Μοιάζει… άγριο.
«Αλκάρνη;» λέει η Κλαρίσσα, συνοφρυωμένη. «Έμαθα… Πώς…;» Κοιτάζει το όχημά μας, έκπληκτη.
«Τι κάνεις εδώ;» τη ρωτά η Αμυθολόγητη.
«Είχα έρθει να ερευνήσω… για εσένα. Άκουσα πως οι μισθοφόροι του Νόρτεκ-Ριθ σού επιτέθηκαν. Δηλαδή, δεν άκουσα ακριβώς αυτό, αλλά έμαθα για την επίθεση, και κατάλαβα ότι αυτοί πρέπει να ήταν.»
«Ο Νόρτεκ-Ριθ δεν είναι πια ζωντανός,» της λέω.
Με κοιτάζει υπολογιστικά. «Ποιος είσαι εσύ;»
«Ζορδάμης,» συστήνομαι. Και προς την Αμυθολόγητη: «Ας μην καθυστερούμε εδώ. Πάρτε ό,τι πράγματα θέλετε κι ας φεύγουμε. Εγώ θ’αλλάξω τις φιάλες.»
«Ναι,» συμφωνεί η Αλκάρνη.
«Τι… τι συμβαίνει ακριβώς;» ρωτά η Κλαρίσσα.
«Βοήθησέ μας,» της λέει η Τζούλη.
Η Κλαρίσσα τη σημαδεύει με το πιστόλι της. «Τι κάνεις εσύ εδώ, προδότρια; Είσαι μαζί τους!»
«Οι πάντες σε συμπαθούν…» λέω στη Τζούλη.
«Είναι μαζί μας τώρα,» πληροφορεί η Αλκάρνη την Κλαρίσσα. «Πάμε. Ο Ζορδάμης έχει δίκιο: δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο.»
Ενώ αλλάζω τις τρεις ενεργειακές φιάλες, οι γυναίκες τριγυρίζουν στο σπίτι μαζεύοντας πράγματα και φέρνοντάς τα στο όχημα. Όταν τελειώνω με την αλλαγή καυσίμων – και δεν αργώ – τις βοηθάω κι εγώ. Αλωνίζουμε ολόκληρη τη μεζονέτα, συγκεντρώνοντας οτιδήποτε θα μπορούσε να μας φανεί χρήσιμο: ρούχα, όπλα, συσκευές, μπαταρίες, ενεργειακές φιάλες, τρόφιμα, λεφτά. Η Χωροφυλακή, ευτυχώς, δεν έχει πειράξει τίποτα. Σε τέτοιου είδους έρευνες αφήνουν τα πράγματα όπως τα βρίσκουν, συνήθως· κι όταν έγινε το μακελειό εδώ ήταν λίγο πριν από την Πανήγυρι, επομένως καμια ουσιαστική έρευνα δεν θα έχει διεξαχθεί ακόμα.
«Πώς μπήκες στην πολυκατοικία;» ακούω την Αλκάρνη να ρωτά τη Κλαρίσσα. «Δεν έχεις κλειδί…»
«Σκαρφάλωσα,» αποκρίνεται εκείνη, σαν να είναι το πιο φυσικό πράγμα στη Σεργήλη. Και τότε θυμάμαι ότι, εκτός από συγγραφέας, είναι και τυχοδιώκτρια. Σκαλίζει διάφορες υποθέσεις από περιέργεια, περιπλανιέται, ψάχνει· πνεύμα ανήσυχο, αναμφίβολα.
«Σκαρφάλωσες; Από πού;»
Η Κλαρίσσα ανασηκώνει τους ώμους. «Από το μπαλκόνι. Δεν ήταν δύσκολο. Μπήκα στην αυλή της πολυκατοικίας, έριξα ένα σχοινί, και σύντομα ανέβηκα στον τρίτο όροφο. Το ήξερα πως δεν θα συναντούσα ερευνητές της Χωροφυλακής· δεν δουλεύουν τέτοια μέρα.»
Η Αλκάρνη γελά. «Πρέπει κάποτε κάποιος να γράψει ένα σενάριο για σένα, Κλαρίσσα! Και θα παίξω εγώ τον ρόλο σου.»
«Δεν είσαι πολύ μεγάλη για τον ρόλο μου, Αλκάρνη;» λέει η Κλαρίσσα, με τρόπο που είναι αδύνατον η παλιά ηθοποιός να την παρεξηγήσει.
«Μπορεί να είμαι αλλά δεν φαίνομαι πως είμαι όταν δεν θέλω να φαίνομαι,» αποκρίνεται η Αμυθολόγητη υπομειδιώντας.
«Αν πάντως κάποιος κάνει ταινία μ’εμένα πες του να μη χρησιμοποιήσει το πραγματικό μου όνομα, εντάξει; Γιατί θα του κάνω μήνυση.»
«Εννοείται αυτό.»
Κοίτα κουβέντα που πιάνει ο κόσμος κάτι τέτοιες ώρες, γαμώ τα μυαλά της Λόρκης!
Όταν έχουμε βάλει στο όχημα ό,τι θέλουμε, λέω: «Λοιπόν. Μέχρι στιγμής, χωρούσαμε ίσα-ίσα. Τώρα είναι και μία παραπάνω.» Και προς την Κλαρίσσα: «Και ούτε στον αποθηκευτικό χώρο δεν χωράς, έτσι όπως τον έχουμε γεμίσει.»
«Μπορούν να με πάρουν στα γόνατά τους οι τρεις που θα κάθονται πίσω, δεν μπορούν;»
«Θα πάρουμε την Κληματένια,» λέει η Ξανθίππη. «Εσύ θα καθίσεις.»
Αφού μπαίνουμε στο όχημα και κλείνουμε τις πόρτες, λέω: «Με τόσο βάρος η ταχύτητα θάναι μειωμένη.»
«Δε σκοπεύουμε να πάμε σε ράλι, Ραλίστα,» αποκρίνεται η Αμυθολόγητη, πάλι καθισμένη δίπλα μου.
«Απλώς λέω.» Ενεργοποιώ τη μηχανή και όλα τα συστήματα, κατεβάζω τον μαγικό διακόπτη, και χάνουμε την υλική μας μορφή.
«Τι γίνεται εδώ;» ακούω τη φωνή της Κλαρίσσας από πίσω, παρότι ήδη της έχουμε εξηγήσει κάποια πράγματα για το ηχομορφικό όχημα.
Οδηγώ προς το μεγάλο υπνοδωμάτιο της Αμυθολόγητης, περνάω μέσα από τους τοίχους, και πετάγομαι έξω από την πολυκατοικία.
«Γαμώ τα πόδια της Λόρκης!» αναφωνεί η Κλαρίσσα, τρομαγμένη.
Προσγειωνόμαστε σαν φτερό στον πλακόστρωτο δρόμο κάτω από το τετραώροφο οικοδόμημα.
«Δεν πιστεύω καμία να ανησύχησε,» λέω, λοξοκοιτάζοντας προς τα πίσω, πάνω από τον ώμο μου.
Οι άλλες, εκτός από την Κλαρίσσα, χαζογελάνε σαν γάτες που τους έχουν μόλις προσφέρει ψάρια μέσα σε τεράστια πιατέλα. Η Κλεισμένη, παραδόξως, είναι απίστευτα σοβαρή.
*
Μέχρι να σκοτεινιάσει, περιμένουμε σ’έναν μικρό δρόμο πίσω από τον Ναό της Βιρινέθης, στο Νέο Δώμα, ενώ η Κλαρίσσα Ελντέγκοφ μάς διηγείται τι της συνέβη κι εμείς διηγούμαστε σ’εκείνη τι συνέβη σ’εμάς, αφού την πληροφορούμε πως ξέρουμε ότι είναι μέλος της Παλιάς Δυναστείας.
Οι μισθοφόροι του Νόρτεκ-Ριθ προσπάθησαν να σκοτώσουν την Κλαρίσσα σ’έναν από τους δρόμους των Μελανθίδων, βόρεια του Ξανθού, του Πλάνητα, και του Ιερουργού. Αλλά δεν τα κατάφεραν. Είναι η φύση της τέτοια που πάντα περιμένει κίνδυνο – «Επιπλέον, έχω πολλούς εχθρούς,» μας λέει – και ήταν τυχερή. Τους είδε λίγο προτού την πυροβολήσουν, και οι ριπές τους αστόχησαν. Εκτός από μία, που την πήρε ξηστά στο αριστερό μπράτσο. Η σφαίρα δεν καρφώθηκε μέσα της, όμως· το τραύμα δεν ήταν σοβαρό. Από τότε, η Κλαρίσσα περιπλανιόταν στους δρόμους της Άντχορκ, έχοντας καταλάβει πως κάτι περίεργο συμβαίνει. Προσπάθησε, κάποια στιγμή, να έρθει σε επαφή με συνδέσμους της μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία, αλλά αυτοί οι ίδιοι επιχείρησαν να την αιχμαλωτίσουν. Προδότες! Και η Κλαρίσσα δεν μπορούσε να καταλάβει ποιος ο λόγος τούτης της προδοσίας. Μια μέρα προτού την πυροβολήσουν είχε ακούσει για ό,τι έγινε στις Ψηλές Νύχτες, για το γεγονός ότι ο Λαοκράτης είχε διωχτεί από εκεί. Μια άλλη σύνδεσμός της της το είχε αναφέρει, και τώρα η Κλαρίσσα σκέφτηκε ότι ίσως αυτή να μην ήταν προδότρια, οπότε πήγε να την επισκεφτεί. Αλλά τη βρήκε νεκρή. Ό,τι κι αν συνέβαινε, ήταν πολύ, πολύ άσχημο. Όμως η Κλαρίσσα θα μάθαινε τι ακριβώς ήταν!
«Και μετά άκουσα για την επίθεση στο σπίτι σου,» λέει στην Αλκάρνη, ρίχνοντας το τσιγάρο της στο πλακόστρωτο και σβήνοντάς το με τη μπότα της. «Η Άντχορκ ανέκαθεν ήταν ένας λαβύρινθος όλο παγίδες και κίνδυνους, αλλά τώρα έχει χειροτερέψει. Πολύ.»
*
Το άντρο των Λυκανθρώπων στο Νέο Δώμα αποτελείται από δύο οικοδομήματα, το ένα τριώροφο, το άλλο διώροφο· και μια ξύλινη γέφυρα, φτιαγμένη από τη συμμορία, συνδέει την ταράτσα του διώροφου με τον δεύτερο όροφο του άλλου οικήματος. Σήμερα, όπως όλοι μέσα στην Άντχορκ, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και οι Λυκάνθρωποι θα έχουν αφήσει τις εγκληματικές δουλειές τους για να γλεντήσουν. Μπορεί να είναι περισσότερο πιστοί στη Λόρκη απ’ό,τι στην Αρτάλη, αλλά αυτό δεν τους απασχολεί και πολύ, μας έχει διαβεβαιώσει η Τζούλη.
Είναι νύχτα όταν σταματάω σε απόσταση ενός τετραγώνου από το άντρο των Λυκανθρώπων – το Λυκαρχείο, όπως οι ίδιοι το ονομάζουν. Σκεπάζουμε το ηχομορφικό όχημα με μια μαύρη κουκούλα – μην τύχει και το δει κανένα κακό μάτι, σταλμένο απ’τη Λόρκη – και η Κληματένια μένει πίσω μαζί με την Αμυθολόγητη και την Κλεισμένη, για να το φυλάνε. Η Αλκάρνη, ασφαλώς, εξαρχής διαφωνούσε μ’αυτό το σχέδιο· έλεγε ότι έπρεπε κι εκείνη να έρθει στο Λυκαρχείο, αφού το θέμα την αφορά άμεσα. «Η Λυκία μπορεί να μη σας πιστέψει αν δεν με δει!» μας είπε ενώ ήμασταν ακόμα έξω από την Άντχορκ, το προηγούμενο βράδυ. Αλλά τελικά πείστηκε ότι το πιο συνετό ήταν να μείνει πίσω. Αν ερχόταν, ο κίνδυνος θα ήταν πολύ σοβαρός για εκείνη, κατά πρώτον· μπορεί να τη σκότωναν με το πού θα την έβλεπαν. Και, κατά δεύτερον, είναι μεγάλη γυναίκα – γύρω στα εβδομήντα – παρότι μοιάζει νέα· δεν μπορεί να τρέχει σαν κεραμιδόγατα μέσα στα άντρα επικίνδυνων συμμοριών.
Πηγαίνουμε, επομένως, εγώ, η Τζούλη, η Ξανθίππη, και η Κλαρίσσα, εξοπλισμένοι κατάλληλα. Και χαίρομαι τώρα που έχουμε και την παράξενη τυχοδιώκτρια-συγγραφέα μαζί μας· αναμφίβολα θα φανεί χρήσιμη αν συμβεί καμια μαλακία εκεί μέσα. Και οι πιθανότητες η Λόρκη να μας στραβοκοιτάξει δεν είναι μικρές.
Η Τζούλη γνωρίζει μια κρυφή είσοδο, φυσικά, γι’αυτό πλησιάζουμε πιστεύοντας ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε. Και τώρα οι Λυκάνθρωποι αποκλείεται να φυλάνε αυτή την είσοδο, μας έχει πει· θα είναι, κατά πάσα πιθανότητα, τελείως μαστουρωμένοι πια από τα ποτά, τα ναρκωτικά, και το σεξ, τέτοια ώρα.
Ζυγώνουμε το Λυκαρχείο από δίπλα, και μπαίνουμε στο κατασκότεινο σοκάκι πίσω από το διώροφο οίκημα.
«Βλέπεις την πόρτα;» ρωτά η Τζούλη, μιλώντας στην Κλαρίσσα, που είναι η μόνη ανάμεσά μας η οποία μπορεί να δει τώρα. Στα μάτια της φορά ένα ζευγάρι γυαλιά νυχτερινής όρασης.
«Μετά βίας,» ακούγεται η σιγανή φωνή της. «Είναι από ξύλο; Στενή;»
«Ναι. Πολύ στενή. Μπορείς εύκολα να τη μπερδέψεις για τμήμα του τοίχου.»
«Ε αυτή είναι, τότε. Ελάτε.»
Ακούω ξύλο να τρίβεται πάνω σε πέτρα και βλέπω ένα κατασκότεινο σημείο να διαλύεται και έναν διάδρομο να παρουσιάζεται, φωτισμένος από ενεργειακό φως που έρχεται από το βάθος. Κανένας δεν τον φρουρεί. Η Κλαρίσσα μπαίνει πρώτη, με ένα ενεργειακό πιστόλι στο χέρι – όχι το παράξενο πιστόλι με την ξιφολόγχη. Η Τζούλη την ακολουθεί, η Ξανθίππη ακολουθεί τη Τζούλη, κι εγώ ακολουθώ την Ξανθίππη, τραβώντας το δικό μου πιστόλι μέσα από το πανωφόρι μου. Από το βάθος, από τα δωμάτια του ισόγειου του οικήματος, ακούμε φωνές, γέλια, μουσική, και αλυχτήματα που θυμίζουν αυτά λύκων. Αλλά είμαι βέβαιος πως όλους τούτους τους λεχρίτες εδώ ο Θεώνυμος ο Πράσινος Γδάρτης θα τους αποκαλούσε «σκυλάκια της πόλης» και θα τους έτρωγε για πρόγευμα.
«Να,» λέει χαμηλόφωνα η Τζούλη, «η σκάλα!»
Ανεβαίνουμε μια ξύλινη στριφτή σκάλα που τρίζει επίφοβα κάτω από τα πόδια μας και φτάνουμε στον πρώτο όροφο του οικήματος. Συνεχίζουμε, χωρίς να σταματήσουμε, και καταλήγουμε στον δεύτερο όροφο. Εκεί ακούω κάποιον να μιλά δίχως να μπορώ να τον δω· είμαι πίσω απ’τη στροφή της σκάλας.
«Ε! Τι είστ’ εσείς;»
Η φωνή της Τζούλης: «Η Λυκία μάς κάλεσε. Γουστάρει παιχνίδια.»
«Στ’άλλο σπίτι είναι, το διπλανό, ρε· τα μπερδέψατε!»
«Ναι; Ε, θα περάσουμε απ’τη γέφυρα. Δεν πειράζει, έτσι;»
«Όχι, ρε· κάντε τη δουλειά σας. Αουουου-ΟΥΟΥΟΥΟΥ!»
Καθώς συνεχίζουμε ν’ανεβαίνουμε τη σκάλα δεν βλέπω τελικά τον άντρα που μίλησε· πρέπει να προχώρησε πιο μέσα στον δεύτερο όροφο. Ακούω γέλια περνώντας δίπλα από το άνοιγμα της σκάλας. Και μετά φτάνουμε στην ταράτσα, όπου είναι προσγειωμένος ένας γρύπας και δεμένος με αλυσίδα σ’ένα σιδερένιο παλούκι. Μπροστά του είναι μια γαβάθα γεμάτη τροφή. Βλέποντάς μας, κρώζει σε χαιρετισμό.
Τον αγνοούμε και διασχίζουμε τη σχοινένια γέφυρα που, αν μη τι άλλο, μου μοιάζει πολύ πιο επικίνδυνη από την ξύλινη σκάλα και, για να είμαι ειλικρινής, με κάνει να ζαλίζομαι όσο στέκομαι πάνω της. Ευτυχώς, όμως, δεν είναι μεγάλη· το άλλο σπίτι βρίσκεται δίπλα ακριβώς. Φτάνουμε σ’ένα μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου του, περνάμε από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα, και μπαίνουμε σ’ένα δωμάτιο όπου τρεις άντρες και μια γυναίκα κάθονται γύρω από ένα τραπέζι γεμάτο ποτήρια και μπουκάλια με διάφορα ποτά. Ο αέρας μυρίζει καπνό νίσβεν, κι αυτό που καπνίζουν οι δύο άντρες είναι σίγουρα νίσβεν· δείχνουν μαστουρωμένοι.
«Γεια,» λέει η Τζούλη.
«ΑΟΥΟΥΟΥΟΥ!» κάνει ο ένας καπνιστής, κι ο άλλος γελά λέγοντας: «Φαγητό; Φαγητό;»
«Τι γουστάρετε;» μας ρωτά ο άλλος, που δεν καπνίζει.
Η Τζούλη μάς έχει προειδοποιήσει ότι εδώ θα πρέπει να κινηθούμε γρήγορα. «Για τη Λυκία ερχόμαστε,» λέει τώρα. «Πού είναι; Στο δωμάτιό της;»
«Ναι, αλλά ποιες είστε εσείς;»
Η Τζούλη, η Κλαρίσσα, η Ξανθίππη, κι εγώ τραβάμε πιστόλια και τους χτυπάμε με ενεργειακές ριπές, ξαπλώνοντάς τους όλους αναίσθητους στο πάτωμα προτού προλάβουν να αντιδράσουν.
«Πιο εύκολο απ’ό,τι φοβόμουν,» παρατηρώ, γυρίζοντας το πιστόλι μου στη λειτουργία πυροβόλου.
«Δε φύγαμε ακόμα, Ραλίστα,» μου λέει η Τζούλη.
Η Κλαρίσσα ανοίγει την πόρτα του δωματίου και κοιτάζει έξω. Μας κάνει νόημα να έρθουμε. Την ακολουθούμε και βρισκόμαστε σ’έναν μικρό διάδρομο.
«Εκεί,» λέει η Τζούλη, δείχνοντας μια πόρτα.
Την ανοίγουμε και μπαίνουμε σ’ένα άλλο δωμάτιο.
Ένα κρεβάτι είναι μπροστά μας κι επάνω του βρίσκεται ξαπλωμένος ανάσκελα ένας ολόγυμνος γαλανόδερμος άντρας. Τα χέρια του είναι δεμένα στους στύλους του κρεβατιού. Μια χρυσόδερμη γυναίκα τον καβαλά, ντυμένη μόνο μ’έναν σφιχτό, κόκκινο στηθόδεσμο και γάντια με μακριά μεταλλικά νύχια. Το σώμα της είναι γεμάτο δερματοστιξίες με λύκους και, καθώς λικνίζεται πάνω από τον άντρα, οι μύες της πάλλονται. Τα μαλλιά της είναι μαύρα με μια λευκή τούφα στη μέση, και πέφτουν ώς τα μέσα της πλάτης της. Η Λυκία η Λύκαινα, σίγουρα· μου την έχουν περιγράψει, και έχω επίσης δει και τη φωτογραφία του προσώπου της. Τώρα, βέβαια, δεν μπορώ να κοιτάξω το πρόσωπό της καθώς η πλάτη της είναι στραμμένη προς εμένα και τις συντρόφισσές μου. Τα γάντια της είναι, σύμφωνα με τις φήμες, καμωμένα από δέρμα βασιλικού λύκου των Φέρνιλγκαν – σπάνιο και επικίνδυνο θηρίο.
Το γαλανό δέρμα του άντρα παρατηρώ πως είναι γεμάτο χαρακιές από τη μέση και πάνω – αναμφίβολα, από τα μεταλλικά νύχια αυτών των γαντιών. Η τύπισσα είναι ανώμαλη, γαμώ τα κωλομέρια της Λόρκης!
Ουρλιάζει σαν λύκαινα καθώς συνεχίζει να καβαλά τον δεμένο εραστή, χωρίς να μας έχει πάρει είδηση. Εκείνος όμως μας έχει δει· βλέπω προς τα πού πηγαίνει το βλέμμα του.
Η Ξανθίππη αρπάζει τη Λυκία από τα μαλλιά και την τραβά, απότομα, βίαια, ρίχνοντάς την στο ξύλινο πάτωμα του δωματίου. Η Λύκαινα κάνει να γυρίσει, ξαφνιασμένη, να σηκωθεί, αλλά η Ξανθίππη την κλοτσά δυο φορές στα πλευρά, κι εκείνη διπλώνεται, ξέπνοη. Η Ξανθίππη την αρπάζει πάλι απ’τα μαλλιά και βάζει ένα ξιφίδιο στον λαιμό της. «Αν κάνεις να φωνάξεις είσαι νεκρή!» της γρυλίζει.
Η Λυκία δεν μιλά, βήχει.
Η Τζούλη, κοιτάζοντας προς τη μεριά του δεμένου άντρα, βάζει το δάχτυλό της μπροστά στα κλειστά χείλη της. Ησυχία. Εκείνος δεν μιλά. Το ορθωμένο του όργανο γέρνει προς το πλάι.
«Γεια σου, Λυκία,» χαιρετά η Κλαρίσσα, έχοντας βγάλει το παράξενο πιστόλι της και πατώντας ένα κουμπί στη λαβή για να κάνει τη λεπίδα του να ξεπροβάλει μπροστά από την κάννη. Προφανώς γνωρίζει από παλιά τη Λύκαινα.
«…Εσύ,» καταφέρνει να αρθρώσει η Λυκία. «Τι…;»
Η Τζούλη σκύβει, κάνοντάς να της πάρει τα γάντια. Η Λυκία αντιστέκεται, αλλά η Ξανθίππη τής λέει: «Δώσ’ τα ήρεμα,» εξακολουθώντας να έχει το ξιφίδιο στον λαιμό της. Η Λυκία δεν φέρνει άλλη αντίσταση· η Τζούλη τής παίρνει τα λεπιδοφόρα γάντια και τα πετά σε μια γωνία του δωματίου.
«Θέλουμε να μιλήσουμε,» της λέει. «Μπορούμε να μιλήσουμε; Χωρίς φασαρίες;»
«Εντάξει,» κρώζει η Λυκία, και τα γουρλωμένα μάτια της στενεύουν τώρα που συνέρχεται. Όπως τα είχα δει και στη φωτογραφία, το ένα είναι μαύρο και το άλλο πράσινο. Στην πραγματικότητα, σε φρικάρουν περισσότερο.
Η Ξανθίππη την αφήνει να σηκωθεί όρθια, αλλά δεν θηκαρώνει το ξιφίδιό της.
Η Τζούλη πιάνει από κάτω μια γκρίζα τουνίκα και την πετά στη Λυκία, η οποία την πιάνει και την περνά πάνω απ’το κεφάλι της για να κρύψει τη γύμνια της – αν και αυτό το κάνουν, ούτως ή άλλως, εν μέρει οι δερματοστιξίες λύκων που τη γεμίζουν από τους ώμους ώς τους αστραγάλους.
«Ακόμα ζωντανή;» ρωτά την Κλαρίσσα.
«Προσευχήσου εσύ να μείνεις ζωντανή,» της λέει η συγγραφέας με το παράξενο πιστόλι.
Η Λυκία κοιτάζει εμένα, από πάνω ώς κάτω. «Μου φέρατε δώρο;» ρωτά τις άλλες.
«Δεν είναι για τα νύχια σου,» της λέει η Κλαρίσσα.
«Τι θέλετε; Αν θέλατε να με σκοτώσετε–»
«Ναι, θα ήσουν ήδη νεκρή.»
«Μας πρόδωσες, Τζούλη,» παρατηρεί η Λυκία στρέφοντας το βλέμμα της στην Τζούλη τώρα, έχοντας μάλλον καταλάβει ότι εκείνη μάς οδήγησε εδώ.
Η Τζούλη δεν μιλά, αλλά, κρίνοντας από την έκφρασή της, πρέπει νάχει πια βαρεθεί όλοι να την αποκαλούν προδότρια.
«Θα πληρώσεις γι’αυτό,» συνεχίζει η Λυκία.
Η Ξανθίππη τη γρονθοκοπεί στην κοιλιά, κάνοντάς τη να διπλωθεί.
«Σκρόφα!» γρυλίζει η Λύκαινα. «Αν με ξαναχτυπήσεις–!»
«Γνωρίζεις την Αλκάρνη Αμυθολόγητη, δεν τη γνωρίζεις;» τη διακόπτει η Κλαρίσσα.
Τα ανόμοια μάτια της Λυκίας την αγριοκοιτάζουν.
«Τη γνωρίζεις,» λέει η Κλαρίσσα.
«Όχι προσωπικά.»
«Δε μ’ενδιαφέρει αυτό. Θέλουμε να ειδοποιήσεις το αφεντικό σου, τον Κλε–»
«Η Λύκαινα δεν έχει αφεντικά!» δείχνει τα δόντια της η Λυκία.
«Τον Κλεόβουλο Σιριλάμνη,» λέει η Κλαρίσσα. «Θέλουμε να τον ειδοποιήσεις, το συντομότερο δυνατό. Να του πεις ότι η Αλκάρνη Αμυθολόγητη είναι πρόθυμη να του δώσει την πληροφορία που ζητά από εκείνη.»
Η Λυκία ακούει τώρα χωρίς να μιλά. Ξέρει, σίγουρα, ότι ο Σιριλάμνης και η κλίκα του κυνηγάνε την Αμυθολόγητη, ακόμα κι αν δεν ξέρει άλλες λεπτομέρειες.
Η Κλαρίσσα τής λέει πάλι να ειδοποιήσει τον Κλεόβουλο, να μάθει αν είναι πρόθυμος να συναντήσει την Αμυθολόγητη για να μιλήσουν. Και μετά, της λέει πού πρέπει να έρθει για να μας βρει, όταν έχει απάντηση από τον Σιριλάμνη, ώστε να κανονίσουμε τότε συνάντηση με τον ίδιο, σε άλλο μέρος, ουδέτερο προς όλους.
«Κατάλαβες ή έχεις απορίες;»
«Κατάλαβα,» λέει η Λυκία.
«Είσαι σίγουρη;»
«Δεν είμαι χαζή!»
«Ωραία,» λέει η Κλαρίσσα. «Ώρα να πηγαίνουμε.»
Η Ξανθίππη γρονθοκοπεί, ξαφνικά, τη Λυκία μέσα στη γυναικεία φύση της κι εκείνη διπλώνεται ξανά, τσυρίζοντας, τρίζοντας τα δόντια. Μια δεύτερη γροθιά της Ξανθίππης τη βρίσκει στο πλάι του κεφαλιού και την ξαπλώνει στο ξύλινο πάτωμα. Αναίσθητη.
«Ελπίζω να μην τη χτύπησες πολύ δυνατά,» λέει η Κλαρίσσα.
«Γιατί;»
«Για να μην ξεχάσει όσα τής είπαμε.»
Η Ξανθίππη στρέφει τώρα το βλέμμα της στον άντρα στο κρεβάτι, γιατί βέβαια ούτε αυτόν μπορούμε να τον αφήσουμε ξύπνιο. Ίσως να ειδοποιήσει τους άλλους. Προτού όμως κάνουμε τίποτα, εκείνος λέει:
«Λύστε με!»
«Δεν είσαι της συμμορίας;» τον ρωτά η Ξανθίππη.
«Της συμμορίας; Σου μοιάζω να είμαι της συμμορίας; Με άρπαξαν μέσ’ απ’το δρόμο!»
Η Ξανθίππη πλησιάζει και κόβει τα σχοινιά των χεριών του, ελευθερώνοντάς τον.
«Ευχαριστώ,» λέει εκείνος, καθώς σηκώνεται απ’το κρεβάτι κι αρχίζει αμέσως να ντύνεται με τα ρούχα που είναι στο πάτωμα. «Εσείς δεν είστε της συμμορίας, έτσι;»
«Σου μοιάζουμε ‘της συμμορίας’;» του λέει η Τζούλη. «Έλα μαζί μας και θα σε βγάλουμε έξω χωρίς πρόβλημα. Ελπίζω.» Ανασηκώνει τους ώμους καθώς στρέφεται προς την πόρτα.
Μία μέρα μετά τη Γιορτή της Ζωοδότειρας Μητέρας. Σούρουπο.
Είμαι μέσα στο ηχομορφικό όχημα μαζί με την Κληματένια και την Κλεισμένη, επάνω σ’ένα μικρό ύψωμα, και κοιτάζουμε από κάτω μας τις γραμμές του υπεραστικού σιδηρόδρομου της Σεργήλης, έναν μικρό οικισμό των δέκα, είκοσι ανθρώπων, και το μέρος συνάντησης με τη Λυκία τη Λύκαινα. Η Αλκάρνη Αμυθολόγητη, η Ξανθίππη, η Κλαρίσσα Ελντέγκοφ, και η Τζούλη βρίσκονται εκεί· μπορώ να διακρίνω, μετά βίας, τις μορφές τους μέσα από τις σκιές του σύδεντρου.
Προς τα ανατολικά φαίνεται η μεγαλούπολη της Άντχορκ, το Κόσμημα της Σεργήλης. Οι ουρανοξύστες της γυαλίζουν στο τελευταίο φως της ημέρας. Αερομεταφορείς γρυποκαβαλάρηδες φαίνονται να φτερουγίζουν ανάμεσα και πάνω από τα ψηλά οικοδομήματα. Ένα αεροπλάνο προσγειώνεται στον Δυτικό Αερολιμένα (που, όταν η Παντοκράτειρα ζούσε και βασίλευε, ονομαζόταν Παντοκρατορικός Αερολιμένας). Ένα ελικόπτερο κάνει βόλτες στη νοτιοδυτική μεριά της πόλης. Δύο πλοία αποπλέουν από το λιμάνι· τα ενεργειακά φώτα τους διαλύουν το σκοτάδι που έχει αρχίζει να συγκεντρώνεται πάνω από τα νερά της θάλασσας. Στον ποταμό Σέρντιληθ τα σκάφη που φαίνονται είναι σαφώς περισσότερα, και σαφώς μικρότερα: φωτεινές και σκοτεινές κουκίδες. Η υπεραστική αμαξοστοιχία έρχεται τρέχοντας προς την Άντχορκ, μουγκρίζοντας και τρίζοντας επάνω στις ράγες. Οχήματα κινούνται πάνω στη μεγάλη, λιθόστρωτη δημοσιά που περνά ανάμεσα από τις ράγες και τις ακτές της θάλασσας.
Ένα όχημα – τετράκυκλο με ψηλή οροφή και ψηλούς τροχούς, καλούς για την ύπαιθρο – βγαίνει από τη δημοσιά και ακολουθεί τους χωματόδρομους, ερχόμενο προς τη μεριά μας, χωρίς βιασύνη.
«Αναρωτιέμαι αν είν’ αυτή,» λέω, και φέρνω τα κιάλια μου στα μάτια.
«Νιάαααοο,» κάνει η Κλεισμένη, κουλουριασμένη μες στην αγκαλιά της Κληματένιας η οποία κάθεται δίπλα μου και δεν μιλά.
Διακρίνω, με τα κιάλια, πως μέσα στο όχημα βρίσκονται τουλάχιστον δύο άνθρωποι: κάποιος που οδηγεί και κάποιος πλάι του. Οι μορφές τους φαίνονται πίσω από το μπροστινό τζάμι.
Ελπίζω η Λύκαινα να μην έχει καμια απάτη στο μυαλό της. Αλλά, βέβαια, δεν μπορούμε να βασιστούμε στην ελπίδα μόνο· γι’αυτό κιόλας περιμένω εδώ, σε τούτο το ύψωμα. Αν δω ότι κάτι συμβαίνει, θα επέμβω.
Για την ώρα, απλώς ανοίγω τον τηλεπικοινωνιακό πομπό μου καλώντας την Ξανθίππη. Και μόλις εκείνη δέχεται την κλήση, της λέω: «Νομίζω πως τη βλέπω νάρχεται.»
«Ναι,» αποκρίνεται, «κι εγώ. Αφήνω τον πομπό ανοιχτό για ν’ακούς. Γιατί μπορεί η απάτη που θα επιχειρήσει νάναι λεκτική.»
«Ναι,» λέω, «καταλαβαίνω. Εντάξει. Θ’ακούω.» Και γαντζώνω τον πομπό μου σε μια θέση στην κονσόλα μπροστά μου.
Το τετράκυκλο όχημα πλησιάζει το σύδεντρο με χαμηλή ταχύτητα, φωτίζοντας με τους προβολείς του. Έκδηλα, ψάχνοντας για κάτι. Εγώ συνεχίζω να κοιτάζω με τα κιάλια μου, φυσικά.
Η Ξανθίππη και η Τζούλη βγαίνουν από τις σκιές.
Το όχημα σταματά. Η μια του πόρτα ανοίγει – αυτή του συνοδηγού – και η Λυκία η Λύκαινα πηδά έξω. Τα μαύρα μαλλιά της με τη λευκή τούφα στη μέση είναι πιασμένα χαλαρά πίσω απ’το κεφάλι της μ’ένα τσιμπιδάκι. Φορά ρούχα από μαύρο δέρμα, κι από τη ζώνη της κρέμονται ένα πιστόλι κι ένα κοντόσπαθο.
«Πού είναι η Αμυθολόγητη;» την ακούω να ρωτά μέσα από τον πομπό μου, καθώς πλησιάζει την Ξανθίππη και τη Τζούλη. Δεν πάει όμως πολύ κοντά τους· διατηρεί απόσταση ενός, ενάμιση μέτρου, ετοιμοπόλεμη. Το ένα της χέρι είναι στη λαβή του κοντόσπαθού της.
«Εδώ είμαι, Λυκία,» λέει η Αλκάρνη ξεπροβάλλοντας από το σύδεντρο μαζί με την Κλαρίσσα η οποία έχει στο χέρι το παράξενο πιστόλι της, με τη λεπίδα του ανοιχτή. «Τι απάντηση φέρνεις από τον Κλεόβουλο Σιριλάμνη;»
«Θα σε συναντήσει,» αποκρίνεται η Λυκία. «Αλλά όχι τώρα. Σε τέσσερις, πέντε μέρες–»
«Γιατί τόση καθυστέρηση;»
«Δεν ξέρω. Σου λέω μόνο ό,τι μου είπε. Σε τέσσερις, πέντε μέρες θα σε συναντήσει, σε μέρος που θα επιλέξει εκείνος.»
«Και ποιος θα με ενημερώσει γι’αυτό;»
«Υποθέτω δεν θα μας δώσεις τον τηλεπικοινωνιακό κώδικα του πομπού σου…»
«Ακριβώς,» λέει η Αλκάρνη.
«Θα ξαναβρεθούμε εδώ, λοιπόν,» λέει η Λυκία. «Την ίδια ώρα.»
Η Κλαρίσσα ρωτά: «Σε τέσσερις ή σε πέντε ημέρες;»
«Ελάτε σε τέσσερις ημέρες, κι αν δεν με βρείτε εδώ, ελάτε πάλι την επομένη.»
«Δε μ’αρέσει όλη αυτή η αβεβαιότητα, Λυκία,» δηλώνει η Κλαρίσσα. «Ούτε μ’αρέσει το γεγονός ότι ο Σιριλάμνης καθυστερεί! Τι λόγο μπορεί να έχει; Κρυολόγησε στη Γιορτή;»
«Σας είπα ήδη, δεν ξέρω. Εγώ μόνο το μήνυμα φέρνω.» Η Λυκία οπισθοχωρεί προς το τετράκυκλο όχημα. «Θέλετε κάτι άλλο;» Ακούω τη φωνή της απόμακρη μέσα απ’τον πομπό μου.
«Να του πεις,» αποκρίνεται η Αλκάρνη, «πως, αν προσπαθήσει να μας παγιδέψει, θα το πληρώσει πολύ ακριβά. Η κίνησή μου είναι κίνηση καλής θέλησης.»
«Θα του το πω.» Η Λυκία ανεβαίνει στο τετράκυκλο όχημα και κλείνει την πόρτα. Ο οδηγός του βάζει τους τροχούς σε κίνηση, κάνοντας όπισθεν. Μετά διαγράφει ημικύκλιο και απομακρύνεται από το σύδεντρο και τον μικρό οικισμό.
Βάζω κι εγώ τους τροχούς μου σε κίνηση και κατεβαίνω από το ύψωμα, πηγαίνοντας πλάι στην Αμυθολόγητη και τις άλλες.
«Δε μ’αρέσει καθόλου αυτό,» τους λέω, από το ανοιχτό παράθυρο. «Για να καθυστερεί, ο Σιριλάμνης ετοιμάζει κάτι.»
«Το ίδιο νομίζω κι εγώ,» συμφωνεί η Κλαρίσσα. Και προς την Αλκάρνη: «Ίσως θάπρεπε ν’αλλάξουμε τα σχέδιά μας, ξαδέλφη.»
«Και τι άλλο να κάνουμε;» διαφωνεί η Αμυθολόγητη. Και κουνά το κεφάλι. «Όχι. Αυτή είναι η καλύτερη πιθανότητα που έχουμε για να αιχμαλωτίσουμε τον Κλεόβουλο.»
«Δε θα μας αφήσει να τον αιχμαλωτίσουμε, Αλκάρνη. Μας έχει καταλάβει–»
«Τη θέλει, όμως, αυτή την πληροφορία· είμαι σίγουρη.»
«Τι πληροφορία είναι;» ρωτά η Κλαρίσσα. «Ακόμα δεν μου έχεις πει.»
«Μια υπόθεση είναι,» αποκρίνεται η Αλκάρνη. «Αλλά… είμαι σίγουρη, Κλαρίσσα. Θέλει να μάθει. Αυτός ήταν κι ο λόγος που είχε αιχμαλωτίσει τη Σιρενέκα· ήθελε μια πληροφορία.»
Η Τζούλη ρωτά: «Υποπτεύεστε κάτι συγκεκριμένο, κυρία Αμυθολόγητη;» Καμια τους δεν ξέρει για τις οντότητες στο φεγγάρι – εκτός από την Κλαρίσσα, υποθέτω, που είναι της Παλιάς Δυναστείας.
«Δεν έχει σημασία,» λέει η Αλκάρνη στη Τζούλη· και παίρνει την Κλαρίσσα παράμερα, απομακρύνοντάς την από εμάς, μέσα στο σύδεντρο. Τις βλέπω να μιλάνε χαμηλόφωνα, και είμαι βέβαιος πως η Αμυθολόγητη λέει στην τυχοδιωκτική συγγραφέα ότι νομίζουμε πως ο Κλεόβουλος θέλει να μάθει πού πάνε τα μέλη της Παλιάς Δυναστείας για να έρχονται σε επαφή με τις οντότητες του φεγγαριού. Υποθέτω πως, επίσης, της εξηγεί ότι εγώ ξέρω γι’αυτό ενώ οι άλλες δεν ξέρουν το παραμικρό.
Η Τζούλη λέει σ’εμάς που είμαστε κοντά της: «Ο Σιριλάμνης ετοιμάζει παγίδα· δεν υπάρχει αμφιβολία.» Και κάθεται πάνω στη μπροστινή μεριά του οχήματός μου, με τα χέρια της σταυρωμένα στο στήθος.
«Δε μπορώ να φανταστώ, όμως, τι είδους παγίδα θα έπιανε εναντίον του ηχομορφικού οχήματος,» λέω από το παράθυρο. «Ό,τι κι αν στήσει, θα περάσουμε από μέσα του και θα φύγουμε.»
«Μην υποτιμάς τον εχθρό, Ραλίστα,» με προειδοποιεί η Ξανθίππη. «Μπορεί να μας ζητήσει να τον συναντήσουμε μέσα σε κάποιο χτίριο, ή σε κάποιο στενό υπόγειο. Σε μέρος όπου το όχημά σου δεν μπορεί εύκολα να κινηθεί.»
«Αν μπορεί να περάσει ο ήχος….»
«Αποκλείεται το σχέδιο του Σιριλάμνη νάναι τόσο απλό,» λέει η Τζούλη. «Αν ήταν τόσο απλό, δεν θα καθυστερούσε.»
«Τι μπορεί να είναι, τότε;» τη ρωτά η Ξανθίππη. «Εσύ τον ξέρεις καλύτερα από εμάς.» Το βλέμμα της είναι λιγάκι επικριτικό.
Η Τζούλη κάνει πως δεν το προσέχει – ή ίσως όντως να μην το προσέχει. Ανασηκώνει τους ώμους. «Δε μπορώ να υποθέσω κάτι, Ξανθίππη.»
Η Αλκάρνη και η Κλαρίσσα επιστρέφουν μέσα από τις πυκνές σκιές του σύδεντρου, και η δεύτερη μού ρίχνει ένα βλέμμα που μου μαρτυρά πως τώρα ξέρει ότι ξέρω για τις οντότητες του φεγγαριού.
«Ο Σιριλάμνης δεν έχει πιστέψει ότι θα του δώσουμε καμια πληροφορία που θέλει,» λέει η Κλαρίσσα. «Ετοιμάζει παγίδα–»
«Αυτό λέω κι εγώ,» συμφωνεί η Τζούλη.
«Ωστόσο,» συνεχίζει η Κλαρίσσα, «αυτή ίσως να εξακολουθεί να είναι η καλύτερη ευκαιρία μας να τον αιχμαλωτίσουμε.»
«Εκτός αν ο Καλοφυσίτης μάς ειδοποιήσει πρώτα,» προσθέτει η Ξανθίππη. «Μέσα σε τέσσερις, πέντε μέρες πιθανώς να έχει μάθει πού κρύβεται ο Σιριλάμνης, ή ο Ψηλός Αλλάνδρης.»
Πράγματι· αυτό είναι ένα θέμα.
*
Περιμένουμε, κατοικώντας στην ύπαιθρο ανατολικά και δυτικά της Άντχορκ. Δεν έχουμε πρόβλημα να διασχίζουμε τον ποταμό Σέρντιληθ μέσα στο ηχομορφικό όχημα και να βρισκόμαστε πότε από τη μια όχθη του, πότε από την άλλη. Πράγμα που μας διευκολύνει αφάνταστα, γιατί το θεωρούμε σημαντικό να αλλάζουμε συνεχώς τον τόπο διαμονής μας. Το βασικότερό μας πρόβλημα, επομένως, είναι τα λεφτά, αλλά ευτυχώς πήραμε αρκετά από το σπίτι της Αμυθολόγητης κατά την Πανήγυρι της Ζωοδότειρας Μητέρας του Ήλιου. Θα μας φτάσουν για τουλάχιστον πέντε μέρες ακόμα, και με το παραπάνω. Διότι, φυσικά, δεν θέλουμε να επισκεφτούμε τράπεζες μέσα στην Άντχορκ· εκεί πολύ πιθανόν να μας εντοπίσουν οι πράκτορες των εχθρών μας.
Ο χρόνος μας στην ύπαιθρο περνά με το να βρίσκουμε κατάλληλα σημεία για να στήσουμε τις σκηνές μας, με το να φτιάχνουμε φαγητό (ή να το αγοράζουμε από οικισμούς ή χωριά), με το να εντοπίζουμε μέρη για να πλυθούμε (είτε μικρά πανδοχεία της υπαίθρου είτε σημεία στις όχθες του μεγάλου ποταμού), και με το να λέμε διάφορες ιστορίες γύρω από τη φωτιά μας. Ορισμένες φορές συναντάμε κι ανθρώπους: χωρικούς που μας κοιτάζουν με περιέργεια αλλά δεν μας πλησιάζουν· πλανόδιους που μας χαιρετάνε ή μας αγνοούν· εμπόρους που μας ρωτάνε αν θέλουμε να μας πουλήσουν τίποτα. Τη δεύτερη νύχτα, ενώ ξεκουραζόμαστε στ’ανατολικά του μεγάλου ποταμού, κάτι κλέφτες πλησιάζουν τον καταυλισμό μας, αλλά εξαφανίζονται μόλις η Ξανθίππη τούς σημαδεύει με το πιστόλι της και φωνάζει για να σηκωθούμε κι οι υπόλοιποι με τα όπλα μας στα χέρια. Τα όπλα μας ποτέ δεν είναι μακριά από τα χέρια μας. Οι περιοχές γύρω από την Άντχορκ σίγουρα δεν είναι άγριες όπως τα Φέρνιλγκαν, μα ούτε και τελείως ακίνδυνες είναι. Μπορεί να σε ληστέψουν. Ευτυχώς, οι ληστές σ’ετούτα τα μέρη δεν είναι σαν τους συμμορίτες του Θεώνυμου του Πράσινου Γδάρτη. Σκυλάκια της πόλης, σκέφτομαι υπομειδιώντας καθώς βλέπω αυτούς που τρέπονται σε άτακτη φυγή μέσα στη νύχτα, φωνάζοντάς μας «Εντάξει! Απλώς κοιτούσαμε, απλώς κοιτούσαμε! Μη ρίχνετε!» Ναι, σκυλάκια της πόλης, Θεώνυμε. Γελάω ενώ κρύβω το πιστόλι μου, και οι άλλες με κοιτάζουν παραξενεμένες.
Η Τζούλη φοβάται τα έντομα – τα απεχθάνεται – και τώρα, καθότι άνοιξη, έχει πολλά στην ύπαιθρο. Το βράδυ της πρώτης ημέρας κιόλας, βρίσκει ένα σκαθάρι να περιφέρεται μέσα στον υπνόσακό της και πετάγεται πάνω τσυρίζοντας, φωνάζοντας να τη λύσουμε (η Ξανθίππη ακόμα της δένει τα χέρια) γιατί θα μας σκοτώσει όλους! Δεν το περίμενα ποτέ ότι θα τη φρίκαραν τόσο τα έντομα. Από εκείνη τη βραδιά και μετά συμφωνούμε να μην τη δένουμε τις νύχτες, αλλά η Ξανθίππη μού λέει να την προσέχουμε συνεχώς όταν φυλάμε σκοπιά. Δε νομίζω όμως πως είναι πιθανό πλέον να μας προδώσει – όχι ύστερα απ’ όλα όσα συνέβησαν. Επίσης, μετά από εκείνη τη νύχτα, η Τζούλη αγοράζει κάτι εντομοαπωθητικές σκόνες και αλοιφές από ένα χωριό στα νοτιοδυτικά της Άντχορκ, κοντά στις όχθες του Σέρντιληθ.
Η Κλαρίσσα κάθεται, πολλές φορές, μέσα στο ηχομορφικό όχημα γράφοντας ακατάπαυστα σ’ένα τετράδιο. «Τι γράφεις;» τη ρωτάω σε κάποια στιγμή. «Καινούργιο βιβλίο;»
«Γι’αυτή την κατάσταση γράφω, φυσικά,» μου απαντά. «Δεν ξέρω αν θα είναι βιβλίο, τελικά, ή όχι. Θα μου πεις μερικά πράγματα που θέλω, Ραλίστα;»
«Ναι, αν μπορώ…» Κάθομαι δίπλα της στο πίσω κάθισμα του οχήματος.
Το πρωί της τρίτης ημέρας, ο τηλεπικοινωνιακός πομπός μου κουδουνίζει ανησυχητικά. Κοιτάζω την οθόνη και βλέπω πως έχω λάβει έναν κωδικό. Είναι ο κωδικός που είχαμε συμφωνήσει να μου στείλει ο Νιρμόδος Καλοφυσίτης όταν πιστεύει πως έχει μάθει κάτι και θέλει να τον συναντήσουμε στο γραφείο του.
Το λέω στις κυρίες, κι αυτό τις κάνει όλες να φανούν προβληματισμένες. (Εκτός από την Κλεισμένη, η οποία κυνηγά έναν αρουραίο μέσα στο χορτάρι.)
«Να πάμε, λοιπόν, ή όχι;» ρωτάω.
«Μπορεί νάναι παγίδα,» υποθέτει η Τζούλη.
«Παντού παγίδες βλέπεις;» της λέω.
Εκείνη ανασηκώνει τους ώμους, αμίλητα.
«Καλύτερα να βλέπουμε παγίδες παντού, παρά να μην βλέπουμε παγίδες πουθενά,» λέει η Κλαρίσσα, «έτσι όπως είναι η κατάσταση.»
«Να μην πάμε να του μιλήσουμε, λοιπόν;»
«Να του πεις να μας συναντήσει κάπου αλλού, όχι στο γραφείο του,» μου προτείνει η Ξανθίππη. «Και μόνο εσύ κι εγώ θα πάμε να τον βρούμε.»
«Κι αν σας πιάσουν ή σας σκοτώσουν, εμείς τι θα κάνουμε;» θέτει το ερώτημα η Αλκάρνη.
«Τουλάχιστον δεν θα είστε μαζί μας, κυρία Αμυθολόγητη,» της λέω.
Έτσι, εγώ και η Ξανθίππη μπαίνουμε στο ηχομορφικό όχημα και κατευθυνόμαστε πάλι προς τη μεγαλύτερη μεγαλούπολη της Σεργήλης. Λίγο προτού φτάσουμε στους δρόμους της μας κάνω αόρατους· μετά, μας κάνω πάλι ορατούς. Σταματάμε σε μια γωνία και καλώ τον Νιρμόδο με τον πομπό μου, έχοντάς τον ανοιχτό έτσι ώστε ν’ακούει και η Ξανθίππη που κάθεται πλάι μου. Ο Καλοφυσίτης δέχεται την κλήση, και τον ρωτάω αν μπορεί να μας συναντήσει σε μια συγκεκριμένη καφετέρια στον Ανεμοσκόπο σε μισή ώρα. Δεν φέρνει αντίρρηση.
Πηγαίνουμε στην καφετέρια και περιμένουμε απέξω. Σύντομα βλέπουμε τον Νιρμόδο να πλησιάζει. Δεν τον αφήνουμε να μπει μέσα. Ξεπροβάλλουμε από εκεί όπου είμαστε κρυμμένοι και τον συναντάμε στον πεζόδρομο.
«Έλα μαζί μας,» του λέει η Ξανθίππη, κι εκείνος πάλι δεν φέρνει αντίρρηση· μας ακολουθεί στον μικρό δρόμο όπου έχουμε σταματήσει το όχημά μας.
«Είχα αμφιβολίες αν βρισκόσασταν ακόμα στην Άντχορκ,» μας λέει.
«Έμαθες για ό,τι συνέβη στο σπίτι της Αμυθολόγητης…» παρατηρώ.
«Ναι. Τώρα είμαι μέσα στη φατρία του Σιριλάμνη και του Ψηλού Αλλάνδρη. Και σας είδαν και τη δεύτερη φορά που πήγατε στο σπίτι. Είδαν και την Κλαρίσσα Ελντέγκοφ.»
«Τι; Πώς μας είδαν;»
«Είχαν βάλει τηλεοπτικούς κοριούς, φυσικά. Το περίμεναν ότι θα επιστρέφαμε.»
Η Ξανθίππη λέει: «Έπρεπε να το περιμένουμε.»
«Δεν τολμούσαν να σας επιτεθούν, ούτως ή άλλως,» λέει ο Νιρμόδος. «Απλά ήθελαν να δουν τι θα κάνατε. Δεν τους δώσατε και κανένα σπουδαίο στοιχείο, απ’ό,τι κατάλαβα.»
«Δε μείναμε και πολύ στο σπίτι,» προσθέτω. «Τι έχεις μάθει εσύ, λοιπόν; Ξέρεις πού βρίσκεται ο Σιριλάμνης; Ο Ψηλός Αλλάνδρης;»
Ο Νιρμόδος κουνά το κεφάλι. «Όχι. Κρύβονται καλά. Δε μπορείς να φανταστείς πόσο σε φοβούνται, Ζορδάμη! Ξέρεις πώς σ’αποκαλεί τώρα ο Σιριλάμνης; Άφευκτο. ‘Ο Νέος Άφευκτος’· έτσι σε λέει.» Και νομίζω πως ακούω το γέλιο του Σίλα Ιερόπυργου μέσα στο κεφάλι μου.
Η όψη μου αγριεύει· το καταλαβαίνω πως αγριεύει. «Δεν είμαι ο Άφευκτος, Νιρμόδε!» λέω, πιο απότομα απ’ό,τι θα έπρεπε.
«Τους έχεις τρομάξει, πάντως.»
Η Ξανθίππη τον ρωτά: «Γι’αυτό ζήτησες να μας δεις; Για να μας πεις ότι λένε τον Ζορδάμη ‘Νέο Άφευκτο’;»
«Φυσικά και όχι. Έχω μάθει κάτι που, υποθέτω, σας ενδιαφέρει. Ο Σιριλάμνης και οι άλλοι σάς ετοιμάζουν παγίδα. Θέλετε να τον συναντήσετε, έτσι δεν είναι; Η Αλκάρνη Αμυθολόγητη ζήτησε να τον συναντήσει για κάποιο λόγο, σωστά;»
«Ναι,» λέει η Ξανθίππη. «Τι σχεδιάζει να κάνει;»
«Να καταστρέψει το ηχομορφικό όχημα. Αυτός κι ο Ψηλός Αλλάνδρης έχουν προσλάβει πολεμικούς μάγους του τάγματος των Τεχνομαθών: μάγους που μπορούν να ρυθμίζουν τη ροή ενεργειακών κανονιών. Κι έχουν αγοράσει και δύο ενεργειακά κανόνια. Ή μάλλον, δεν τάχουν αγοράσει ακριβώς· η Μαρκέλλα Ασράντιφ – η έμπορος όπλων – τους τα έχει παραχωρήσει, απ’ό,τι κατάλαβα.»
«Μετά από τον μεγάλο πόλεμο με τους Παντοκρατορικούς, νόμιζα ότι κανένας πια δεν χρησιμοποιούσε ενεργειακά κανόνια!» λέω. Είναι, ίσως, τα πιο καταστροφικά όπλα που υπάρχουν στη Σεργήλη. Μπορεί και σ’ολόκληρο το Γνωστό Σύμπαν. (Αλλά δεν είμαι και ειδικός στους πολεμικούς οπλισμούς. Ραλίστας είμαι.)
«Κάποιοι τα χρησιμοποιούν, προφανώς.»
Η Ξανθίππη με ρωτά: «Η θωράκιση του ηχομορφικού οχήματος μπορεί να αποκρούσει ριπές από ενεργειακά κανόνια;»
«Δεν ξέρω. Δε νομίζω. Τι να σου πω;»
«Αποκλείεται να μπορεί,» λέει ο Νιρμόδος.
«Τέλος πάντων,» λέω. «Δε θα μας δουν καν για να μας ρίξουν–»
«Περίμενε, δεν τελείωσα. Έχουν τρόπο να εντοπίσουν την ηχομορφή σας.»
«Δε σοβαρολογείς…»
«Σοβαρολογώ. Γνωρίζεις μια γυναίκα που λέγεται Τζίνα Εύορκη;»
«Φυσικά και την ξέρω–»
«Σας βοήθησε, λέει, κάποτε να φτιάξετε μια συσκευή που εντόπιζε το όχημα του Άφευκτου–»
«Η σκρόφα,» μουγκρίζω. «Μας έχεις προδώσει;»
«Έτσι φαίνεται. Δε νομίζω ότι το κάνει ψέματα. Ο Σιριλάμνης την έχει βάλει να του φτιάξει μια συσκευή σαν αυτή με την οποία εντοπίσατε τον Άφευκτο.»
«Χρειάζεται και Τεχνομαθής μάγος· δεν μπορεί να τη φτιάξει μόνη της.»
«Έχουν και Τεχνομαθείς μάγους, όπως σου είπα. Παραπάνω από έναν.»
Η Ξανθίππη ρωτά: «Οι ίδιοι που θα ρυθμίζουν και τα κανόνια;»
«Μπορεί, δεν αποκλείεται.»
Αναστενάζω. «Σ’ευχαριστούμε, Νιρμόδε,» λέω αγγίζοντας τον ώμο του. «Είναι πολύτιμες οι πληροφορίες που μας έφερες.»
«Να προσέχετε, Ζορδάμη,» αποκρίνεται εκείνος.
«Κι εσύ,» τονίζει η Ξανθίππη. «Μην ξεχνάς ότι μπορεί να σε παρακολουθούν.»
«Το έχω υπόψη μου. Αυτή είναι η δουλειά μου.»
Όταν επιστρέφουμε στην Αμυθολόγητη και τις άλλες, αρχίζει μια έντονη, μακροσκελής συζήτηση για το τι θα κάνουμε τώρα… και, στο τέλος, δεν φτάνουμε σε κανένα συμπέρασμα.
Περιμένουμε να δούμε αν αύριο, το σούρουπο, θα έρθει να μας συναντήσει ξανά η Λυκία η Λύκαινα.
Ο Ρίβης Παλιόσυρμος καταλαβαίνει πως είναι τυχερός που έζησε. Μπορούσαν να τον σκοτώσουν αλλά δεν το έκαναν. Αναρωτιέται γιατί. Από φόβο της Χωροφυλακής; Δεν το νομίζει. Από φόβο των αναμορφωτών; Ούτε αυτό το νομίζει. Αν μας φοβόνταν, άλλωστε, δεν θα είχαν στραφεί εναντίον μας· θα είχαν φροντίσει να συμμορφωθούν.
Γιατί με άφησαν να ζήσω;
Αυτή η τρισκατάρατη σκύλα, η Βατράνια – που έχει τολμήσει να ξαναπαρουσιαστεί στη Νίρβεκ! – μπορούσε άνετα να του είχε ρίξει σφαίρες αντί για ενεργειακή ριπή. Τι έχει στο μυαλό της;
Τώρα είναι η επόμενη μέρα μετά από τους πυροβολισμούς κοντά στο σπίτι του Ναρκάμη των Δρομολόγων (ο οποίος είναι, δυστυχώς, νεκρός) και ο Ρίβης Παλιόσυρμος βγαίνει από το τετράκυκλο όχημά του και, κουτσαίνοντας από την αριστερή μεριά, βαδίζει προς τη μονοκατοικία της Αμάντας Αερόπλευρης στο Ακρολίμανο της Νίρβεκ. Κρατά ένα μπαστούνι για να τον βοηθά στο βάδισμα, αν και μάλλον δεν θα χρειάζεται να το κρατά για καιρό. Για τις πρώτες ημέρες, όμως, του είπε ο γιατρός της Χωροφυλακής, είναι καλό να μη ρίχνει όλο του το βάρος πάνω στο τραυματισμένο πόδι του.
Στην πύλη της μονοκατοικίας, αφού χτυπά το κουδούνι, ένας υπηρέτης τον υποδέχεται ενώ ένας μισθοφόρος φρουρός παρατηρεί από δίπλα. Η Αμάντα τον περιμένει σ’ένα σαλόνι του πρώτου ορόφου, ο ένας τοίχος του οποίου είναι ολόκληρος από κρύσταλλο και από εκεί φαίνονται, πανοραμικά, η Λεωφόρος Παραλίας, το λιμάνι, και η θάλασσα. Είναι μεσημέρι, ο καιρός καλός, και το νερό αστράφτει κάτω από τις ακτίνες του Σεργήλιου ήλιου.
Η Αμάντα λέει στον Ρίβη: «Κάθισε. Μοιάζεις… ταλαιπωρημένος.» Η ίδια είναι καθισμένη σε μια μοντέρνα μαύρη, φουσκωτή πολυθρόνα, με τα πόδια της σταυρωμένα στο γόνατο, κάτω από την κοντή φούστα της. Το δέρμα της είναι λευκό με απόχρωση του ροζ· τα μαλλιά της μαύρα, σπαστά, και μακριά· τα χείλη της βαμμένα πράσινα, έντονα· τα μάτια της βαμμένα μοβ, διακριτικά. Μια ελιά υπάρχει στην άκρη του σαγονιού της, μοιάζοντας με καλλιτεχνική απροσεξία ζωγράφου. Είναι ευτραφής γυναίκα η Αμάντα Αερόπλευρη, αλλά καλλίγραμμη παρ’ όλ’ αυτά, και φορά πάντα ρούχα που την κολακεύουν. Πάνω από την κοντή φούστα της, τώρα, πέφτει μια μπλούζα φαρδιά στην κοιλιά, στενή στο στήθος, με βαθύ καμπυλωτό ντεκολτέ, και καθόλου μανίκια.
Η Αμάντα είναι ιδιοκτήτρια της διαφημιστικής εταιρείας Χρώματα – μιας από τις μεγαλύτερες διαφημιστικές εταιρείες στη Νίρβεκ – και, φυσικά, μέλος της Σιδηράς Δυναστείας.
Ο Ρίβης Παλιόσυρμος κάθεται στην πολυθρόνα αντίκρυ της, κουρασμένα.
«Να κεράσουμε κάτι;» τον ρωτά η Αμάντα.
«Δε θέλω τίποτα,» αποκρίνεται εκείνος, αγέλαστα, με την κατάλευκη όψη του αγριωπή ως συνήθως.
Η Αμάντα στρέφεται στον πορφυρόδερμο υπηρέτη που οδήγησε τον Ρίβη ώς εδώ. «Φέρε μας δύο ποτήρια Κρύο Ουρανό, Κλεόβουλε.»
«Μάλιστα, κυρία.»
Μετά από λίγο, έχουν δύο ψηλά ποτήρια κοντά τους, και η Αμάντα κάνει νόημα στον Κλεόβουλο να αποχωρήσει. Εκείνος φεύγει από το σαλόνι κλείνοντας τη διπλή συρόμενη πόρτα με ελάχιστο θόρυβο.
Η Αμάντα αναστενάζει. «Τραυματίστηκες,» παρατηρεί, ανάβοντας ένα μακρύ τσιγάρο.
«Το γνώριζες ήδη, προφανώς, αφού με κάλεσες εδώ για να μιλήσουμε για τα χτεσινά επεισόδια,» λέει ο Ρίβης. «Ποιος σου είπε τι έγινε;»
«Ο Τοξότης. Ο Ναρκάμης είναι νεκρός, απ’ό,τι έμαθα.»
«Ναι, δυστυχώς.»
«Και η Χασρίνα.»
«Ναι.»
«Το σχέδιό σου δεν ήταν και πολύ καλό, τελικά,» παρατηρεί η Αμάντα, ατενίζοντας τον επικριτικά.
Ποια νομίζει πως είναι που θα κρίνει τη δουλειά μου; σκέφτεται θυμωμένα ο Ρίβης. «Θα τους είχα πιάσει ή θα τους είχα αποτελειώσει,» της λέει, «αν αυτή η καταραμένη – η Βατράνια – δεν παρουσιαζόταν ξανά, από πίσω μας!»
«Η Βατράνια; Η κόρη του Ξενοκράτη;»
«Ναι. Ήρθε από την άλλη μεριά, από τις σκάλες της πολυκατοικίας· μας πυροβόλησε από πίσω. Αυτή σκότωσε τον Ναρκάμη, αυτή με τραυμάτισε–»
«Ο Τοξότης δεν μου το είπε. Δεν μου είπε ότι ήταν η Βατράνια…» συνοφρυώνεται η Αμάντα.
«Δεν την είδε, μάλλον. Μόλις άρχισαν οι πυροβολισμοί από πίσω μας και χτυπήθηκε ο Ναρκάμης, ο Τοξότης έφυγε τρέχοντας. Νομίζω πως πήδησε απ’το παράθυρο του διαδρόμου.»
Η Αμάντα μορφάζει. «Είναι… δυστυχές που σκοτώθηκε ο Ναρκάμης. Μας ήταν πολύ χρήσιμος. Πολύτιμος, ίσως.»
«Εγώ,» λέει ο Ρίβης, «απορώ γιατί είμαι ακόμα ζωντανός.»
«Τι εννοείς;»
«Μπορούσαν να με είχαν σκοτώσει, Αμάντα. Αλλά η Βατράνια με χτύπησε με ενέργεια και με αναισθητοποίησε. Όταν ξύπνησα, νόμιζα ότι θα βρισκόμουν κάπου αιχμάλωτός τους, αλλά ήμουν στο νοσηλευτήριο της Χωροφυλακής–»
«Και τι είπες για το επεισόδιο; Στη Χωροφυλακή, εννοώ. Πώς το δικαιολόγησες;»
«Το δικαιολόγησα, μην ανησυχείς. Έχω τους τρόπους μου.»
«Αν κίνησες υποψίες–»
«Δεν κίνησα υποψίες,» τη διαβεβαιώνει ο Ρίβης. «Όταν ένας λοχαγός της Χωροφυλακής δέχεται πυροβολισμούς από κακοποιούς, δεν κινεί υποψίες! Το ερώτημα είναι γιατί η Βατράνια, η Πάολα, και οι συνεργάτες τους δεν με σκότωσαν. Τι θέλουν από εμένα;»
«Δε σκέφτεσαι να μας προδώσεις, έτσι;» Ο Ρίβης δεν είναι σίγουρος αν η Αμάντα αστειεύεται ή όχι, καθώς τον ατενίζει πίσω απ’τον καπνό του τσιγάρου της.
Την κοιτάζει αμίλητος.
Η όψη του της δίνει την απάντηση που χρειάζεται. «Ποιοι άλλοι ήταν μαζί με την Πάολα και τη Βατράνια;» αλλάζει θέμα, τινάζοντας στάχτη σ’ένα τασάκι δίπλα της.
«Αυτή η προδότρια, η Δήμητρα’μορ, κι άλλοι δύο. Τον έναν τον χτύπησε ο Τοξότης μ’ένα βέλος, αλλά εγώ δεν τον είδα από κοντά. Τον άλλο τον είδα από κοντά όταν ήμουν πια τραυματισμένος· όμως… δεν μου θυμίζει κάτι.»
«Μπορείς να μου τον περιγράψεις;»
«Γαλανόδερμος ήταν. Καστανός, νομίζω, με μαλλιά μακριά ώς τους ώμους. Ξυρισμένος. Δεν πρόσεξα τίποτ’ άλλο.»
Η Αμάντα φυσά καπνό, σκεπτική.
«Τον ξέρεις;» τη ρωτά ο Ρίβης.
«Δεν είμαι σίγουρη.»
«Πρέπει νάναι της οικογένειας.»
«Δεν το αμφιβάλλω,» λέει η Αμάντα, «αλλιώς δεν θα ήταν μαζί τους.» Και προσθέτει: «Ξέρεις τι νομίζω; ότι θέλουν να μάθουν πράγματα από εσένα.»
Ο Ρίβης συνοφρυώνεται, μην καταλαβαίνοντας αρχικά τι εννοεί.
«Γι’αυτό δεν σε σκότωσαν,» εξηγεί η Αμάντα: «επειδή θέλουν να μάθουν πράγματα από εσένα.»
«Γιατί, τότε, δεν με πήραν μαζί τους, αφού με αναισθητοποίησαν;»
«Δεν προλάβαιναν, ίσως. Πρέπει ν’άκουσαν ή να είδαν τη Χωροφυλακή να έρχεται.»
Ο Ρίβης δεν είναι βέβαιος γι’αυτό. Αλλά πώς θα μπορούσε να είναι; Ήταν λιπόθυμος τότε. Είναι πιθανή η υπόθεση της Αμάντας, δεν είναι;
Η Αμάντα λέει, βλέποντάς τον σιωπηλό: «Πρέπει να βγουν από τη μέση αυτοί, ή να συμμαχήσουν μαζί μας.»
«Θα τους εμπιστευόσουν, ακόμα κι αν έλεγαν πως ήθελαν να έρθουν με το μέρος μας;»
Η Αμάντα τινάζει στάχτη στο τασάκι. «Ανάλογα. Την Πάολα δεν θα την εμπιστευόμουν. Μέχρι στιγμής έχει κάνει πολλά εναντίον μας. Ούτε θα εμπιστευόμουν αυτή τη Δήμητρα’μορ.»
«Θα τις βρω,» λέει ο Ρίβης.
«Δεν πιστεύω να έχεις δώσει τα ονόματά τους στη Χωροφυλακή.»
«Φυσικά και τα έχω δώσει στη Χωροφυλακή–»
«Είσαι ανόητος;» Η Αμάντα τεντώνεται ξαφνικά μπροστά επάνω στην πολυθρόνα της.
«Τι νομίζεις ότι θα συμβεί;» της λέει ο Ρίβης. «Η Πάολα είναι, μάλιστα, γνωστή ως μέλος των Δρομολόγων. Όταν τις έχω στη φυλακή, θα πουν όλα όσα ξέρουν για τους φίλους τους, κι αυτή η συνωμοσία θα διαλυθεί. Η πόλη θα μας ανήκει.»
«Εγώ,» λέει η Αμάντα, «θα σου πρότεινα να τις σκοτώσεις. Βάλε τον Τοξότη να το κάνει.»
«Πρέπει να τις βρω πρώτα,» της θυμίζει ο Ρίβης.
Η Αμάντα τον ατενίζει παρατηρητικά. Σκέφτεται: Από τώρα νομίζει πως κάνει κουμάντο μέσα στην πόλη. Νομίζει πως, όταν η Νίρβεκ βρίσκεται υπό τον έλεγχό μας, εκείνος θα είναι η Σιδηρά Αρχή· δεν έχει αμφιβολία. Αλλά εγώ θα είμαι η Σιδηρά Αρχή της Νίρβεκ, όταν η αναστάτωση τελειώσει και η Δυναστεία έχει αναμορφωθεί εδώ! Η Αμάντα ξέρει πως, με τον θάνατο του Τασνικέφ, είναι από τα πλουσιότερα μέλη στην πόλη, και έχει τη μεγαλύτερη επιρροή. Οι διαφημίσεις της πάνε παντού: στα περιοδικά, στις εφημερίδες, στους δρόμους, στους ραδιοφωνικούς σταθμούς, στον ΤηλεΝίρβεκ τον μοναδικό τηλεοπτικό σταθμό της πόλης, στον Υπόγειο Σιδηρόδρομο… Είναι πανίσχυρη εδώ. Και της αρέσει. Αυτό θέλει να είναι: πανίσχυρη και όμορφη. Όλα τα άλλα είναι δευτερεύοντα.
«Ναι,» λέει στον Ρίβη, «πρέπει να τις βρεις πρώτα. Πράγμα που κανονικά όφειλες να έχεις ήδη κάνει.»
Την κοιτάζει με στενεμένα μάτια. «Αν το θεωρείς τόσο εύκολο, προσπάθησε να τις βρεις εσύ.»
«Εγώ δεν είμαι της Χωροφυλακής!» αποκρίνεται απότομα η Αμάντα, και σβήνει το τσιγάρο της στο τασάκι. «Δε μου λες,» αλλάζει θέμα ξανά, «τον Ριχάρδο των Δρομολόγων δεν τον είδες μαζί τους;»
«Χτες; Όχι. Αλλά, σου είπα, ο Ναρκάμης υποψιαζόταν ότι ο Ριχάρδος τον παρακολουθούσε, όπως και η Πάολα.»
«Μάλιστα,» λέει η Αμάντα, ξεσταυρώνοντας τα πόδια της καθώς σηκώνεται από την πολυθρόνα και βαδίζει ώς τον κρυστάλλινο τοίχο, κοιτάζοντας πέρα, το λιμάνι και τη θάλασσα. «Θα μείνεις για μεσημεριανό;» ρωτά χωρίς να στραφεί ν’αντικρίσει τον Ρίβη.
Τον ακούει να ορθώνεται πίσω της. «Όχι.»
Τον κοιτάζει πάνω απ’τον ώμο της. «Πας σπίτι;»
«Η γυναίκα μου με περιμένει,» λέει ο Ρίβης, καθώς θυμάται εκείνη την ελεεινή απάτη που η Πάολα είχε προσπαθήσει να στήσει εναντίον της συζύγου του, θέλοντας να τον κάνει να πιστέψει ότι κάτι συνέβαινε μαζί της χωρίς, στην πραγματικότητα, να συμβαίνει τίποτα! Κι αυτή η προδότρια, η Δήμητρα’μορ, είχε συνεργαστεί με την ανώμαλη Δρομολόγο. Όταν ο Ρίβης την έπιανε θα φρόντιζε να σαπίσει στις φυλακές της Νίρβεκ!
«Και λοιπόν;» λέει η Αμάντα. «Δε θα μπορούσες να έχεις δουλειά στα Κεντρικά της Χωροφυλακής;»
«Δεν έχω, όμως.»
«Δεν εννοούσα ότι όντως έχεις,» του λέει, ενώ το μάτι της γυαλίζει και τα βαμμένα πράσινα χείλη της χαμογελούν. «Θα μπορούσα να σου μάθω πράγματα που η γυναίκα σου δεν έχει ποτέ της φανταστεί.»
Ο Ρίβης σκέφτεται ότι η Αμάντα είναι αναίσχυντη. Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που του έχει κάνει τέτοιες προτάσεις, παρότι το γνωρίζει πως είναι παντρεμένος! Παρότι εκείνος έχει ήδη αρνηθεί! «Είναι καλή μαγείρισσα, αλλά εμένα ούτως ή άλλως δεν μ’ενδιαφέρει η μαγειρική,» απαντά, ενοχλημένος.
Η Αμάντα γελά σιγανά. «Δεν αναφερόμουν στη μαγειρική,» του λέει. Το γνώριζε εξαρχής πως ο Ρίβης θα αρνιόταν την πρόσκλησή της, φυσικά. Απλώς ήθελε να τον πειράξει για λίγο. Ο άνθρωπος είναι κολλημένος! Τον βρίσκει γουστόζικο, όμως. Και είναι, αναμφίβολα, χρήσιμος μέσα στη Νίρβεκ.
«Πρέπει να πηγαίνω,» αποκρίνεται ο Ρίβης, και βαδίζει προς την έξοδο του σαλονιού.
Η Αμάντα στρέφεται τώρα για να ατενίσει την πλάτη του. «Ο Ζορζ ο Βουτηχτής ήταν εκεί, χτες βράδυ;»
«Δεν τον είδα.» Ο Ρίβης ανοίγει τη συρόμενη πόρτα. «Δε νομίζω πως ήταν. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία πως είναι εναντίον μας.»
«Πρέπει να τον φέρουμε με το μέρος μας, αν μπορούμε,» του λέει η Αμάντα.
«Ναι, αν μπορούμε. Αλλά δεν φαίνεται συνεργάσιμος.» Ύστερα, ο Ρίβης φεύγει από το σαλόνι.
Η Αμάντα σταυρώνει τα χέρια της στο στήθος και σκέφτεται για μερικές στιγμές. Έπειτα, φεύγει κι εκείνη από το σαλόνι και ανεβαίνει στο γραφείο της, στον δεύτερο όροφο του σπιτιού. Πιάνει τον τηλεπικοινωνιακό πομπό μέσα από το συρτάρι και πατά μερικά κουμπιά. Περιμένει.
«Μάλιστα;» ακούγεται σύντομα η φωνή του Ριχάρδου των Δρομολόγων.
«Ριχάρδε! Τι κάνεις;» ρωτά ευχάριστα η Αμάντα.
«Καλά είμαι, Αμάντα. Εσύ;»
«Έφαγα κάτι που μου έπεσε βαρύ και είμαι ξαπλωμένη εδώ στον καναπέ και προσπαθώ να χαλαρώσω,» λέει ψέματα η Αμάντα, γελώντας. «Κάποιος πρέπει να με προσέχει όταν τρώω…»
«Ναι, ίσως,» αποκρίνεται ο Ριχάρδος.
«Ξέρεις τι σκεφτόμουν;» Η Αμάντα κάθεται στην πολυθρόνα πίσω απ’το γραφείο της, βγάζει τα γοβάκια της, και ανεβάζει τα πόδια της πάνω στην άκρη του γραφείου, σταυρώνοντάς τα στον αστράγαλο.
«Τι;»
«Είσαι απασχολημένος απόψε;» Η Αμάντα κοιτάζει τα πρασινοβαμμένα νύχια των ποδιών της με βλέμμα κριτικό.
«Εξαρτάται. Τι έχεις στο μυαλό σου;»
«Να έρθεις απ’το σπίτι μου να καθίσουμε στην ταράτσα αγναντεύοντας τη θάλασσα. Και να μιλήσουμε.»
«Μόνο να μιλήσουμε;»
Η Αμάντα γελά. «Και ό,τι προκύψει, υπονοείται, αγάπη μου.»
Ο Ριχάρδος κομπιάζει για λίγο, και τελικά λέει: «Επειδή υπάρχουν και κάτι δουλειές με τους Δρομολόγους σήμερα… όχι επείγουσες, βέβαια, αλλά… Τι ακριβώς θέλεις να πούμε;»
Η Αμάντα αναστενάζει. «Αυτό πρέπει να το πούμε από κοντά.»
«Έχει σχέση με την πρόταση που μου έκανες την προηγούμενη φορά; Είναι σχετικό με τους… αναμορφωτές;»
«Ναι,» του λέει ευθέως, «είναι.»
«Τι ώρα θέλεις να είμαι εκεί;»
«Στις εφτάμισι;» Κοιτάζει τα νύχια των ποδιών της ξανά.
«Θα έχεις τάο βις;» τη ρωτά.
«Νομίζεις ότι μου λείπουν ποτά από τη Σάρντλι, αγάπη μου;»
*
Βαδίζει μέσα στον κήπο του ναού του, βλέποντας σημάδια βεβήλωσης παντού. Δεν είναι ο ναός του πια· του τον έχουν κλέψει. Αλλά θα τον πάρει πίσω ξανά!
Ακούει κάποιους να έρχονται προς το μέρος του, και ξέρει, ενστικτωδώς, ότι είναι άνθρωποι της αδελφής του που έχει σφετεριστεί τον τόπο. Πρέπει να τους κρυφτεί, δεν πρέπει να τον δουν!
Ένας βασιλικός λύκος, ξαφνικά, ξεπροβάλλει μέσα από τη βλάστηση!
Βασιλικός λύκος; Εδώ; Μέσα στη βίλα του πατέρα του; Αδύνατον! Αναμφίβολα πρόκειται για απεσταλμένο του ίδιου του Άρχοντα των Δασών.
Δίχως καθυστέρηση, ακολουθεί το ιερό θηρίο· και απρόσμενα συνειδητοποιεί ότι αυτός δεν είναι βασιλικός λύκος, είναι ο σκύλος του, ο Πρασινομάτης, κατάμαυρος στο τρίχωμα, μεγαλόσωμος, και, φυσικά, πρασινομάτης. Ο παλιός, πιστός του σκύλος, που θυμίζει λύκο. Σταλμένος τώρα από τον Κάρτωλακ για να τον βοηθήσει.
Τον οδηγεί σε μέρη μέσα στον κήπο της βίλας που εκείνος δεν είχε ιδέα ότι υπήρχαν. Μονοπάτια ανοίγονται μπροστά στα μάτια του που δεν φανταζόταν ποτέ.
Οι άνθρωποι της αδελφής του δεν τον βλέπουν. Περνά από δίπλα τους απαρατήρητος.
Κοιτάζει τα ιερά λαξεύματα πάνω στους τοίχους της βίλας, και κάνει μια γρήγορη προσευχή στον Κάρτωλακ. Ο Πρασινομάτης δεν είναι πια δίπλα του, αλλά μια ανοιχτή πόρτα στέκει μπροστά του. Μια πλευρική πόρτα του κεντρικού οικήματος της βίλας.
Μπαίνει στο σπίτι του, ύστερα από τόσο καιρό, και τα πάντα τού μοιάζουν ανέγνωρα. Έχουν αλλάξει πολύ… Τα αισθάνεται εχθρικά.
Αλλά αισθάνεται και τη δύναμη του Κάρτωλακ να είναι μαζί του.
Πλησιάζει μια αίθουσα και κρυφοκοιτάζει μέσα. Βλέπει την αδελφή του να κρατά στο χέρι της μια αλυσίδα που είναι τυλιγμένη γύρω από τους καρπούς και γύρω από τον λαιμό ενός μυώδη πρασινόδερμου γίγαντα με μακριά καστανή χαίτη και μούσια. Το σώμα της τρεμουλιάζει από ενθουσιασμό· τα χείλη της ψιθυρίζουν λόγια στην άκρη της αλυσίδας, και τα λόγια της μετατρέπονται σε ενέργεια επάνω στην αλυσίδα, φτάνοντας ώς τον πρασινόδερμο γίγαντα.
Ο Θεώνυμος ο Πράσινος Γδάρτης κουνά το κεφάλι καταφατικά, και βαδίζει προς τα εκεί όπου κρύβεται ο Ρίβης.
Τα μάτια του τον ατενίζουν.
Σκότωσέ τον! φωνάζει η Ασημίνα, δείχνοντας τον αδελφό της. Σκότωσέ τον! Θέλει το κακό μας!
Ο Πράσινος Γδάρτης υψώνει τα πελώρια χέρια του που ο Ρίβης είναι βέβαιος ότι μπορούν να τσακίσουν άνετα το κρανίο του ανάμεσά τους.
Ο Ρίβης κάνει ένα βήμα όπισθεν.
Και σταματά.
Ο Κάρτωλακ είναι μαζί του.
Ένα γρύλισμα αντηχεί από δίπλα του. Ο Πρασινομάτης βρίσκεται πάλι εδώ. Ο βασιλικός λύκος, ο απεσταλμένος του Άρχοντα των Δασών, βρίσκεται πάλι εδώ.
Ο Ρίβης απλώνει το χέρι του και χαϊδεύει το μαύρο τρίχωμα του άγριου θηρίου.
Θεώνυμε, λέει σταθερά, δεν είσαι εχθρός μου. Είσαι σύμμαχός μου. Είσαι υπηρέτης του Κυρίου μας των Άγριων Δασών!
Και τα μυώδη χέρια του Πράσινου Γδάρτη κατεβαίνουν. Τα μάτια του ξεθολώνουν. Οι αλυσίδες του σπάνε, πέφτοντας στο πάτωμα.
Η Ασημίνα ουρλιάζει και τρέχει, φεύγοντας από μια πόρτα στο βάθος της αίθουσας.
–Ο Ρίβης αισθάνεται κάτι να τον αρπάζει από τη μέση και να τον τραβά.
Όχι!
Όχι! Δεν πρέπει να φύγει τώρα!
Κάτι τον χτυπά στο στήθος, κάνοντάς τον να παραπατήσει. Κοιτάζει και βλέπει ένα μεταλλικό βέλος καρφωμένο επάνω του. Αίματα κυλάνε από το σώμα του.
Ατενίζει τη μορφή ενός σκοτεινού τοξότη επάνω σε μια αντικρινή οροφή–
Τα μάτια του ανοίγουν καθώς το όνειρο σκορπίζεται σαν ομίχλη στον άνεμο.
«…Ασημίνα…» μουρμουρίζει ο Ρίβης. Ένα παλιό, σκασμένο ταβάνι είναι από πάνω του, και μια αναμμένη ενεργειακή λάμπα. «…Ο Τοξότης…»
Κάποιος ορθώνεται ξαφνικά δίπλα του. «Μη φοβάσαι. Είσαι καλά τώρα,» λέει μια γνώριμη φωνή, κι ένα χέρι αγγίζει το μέτωπό του, χαϊδεύει τα μαλλιά του, παραμερίζοντάς τα.
Το πρόσωπο που ο Ρίβης αντικρίζει είναι θολό στην αρχή, αλλά μετά το αναγνωρίζει. «…Δήμητρα;»
«Ναι,» του λέει εκείνη χαμογελώντας. «Είσαι καλά, μην ανησυχείς. Δηλαδή, όχι τελείως καλά. Είσαι τραυματισμένος. Αλλά είμαστε στο νοσοκομείο. Η αδελφή της Πάολας, η Μαργκώ, σ’έφερε εδώ. Είναι κρυφό αυτό το μέρος· κανένας δεν θα σε βρει. Είμαστε ασφαλείς. Θα γίνεις καλά.»
Τα λόγια της τον μπερδεύουν. Του λέει τόσα πολλά πράγματα μαζί… Ο Ρίβης γλείφει τα ξεραμένα χείλη του. «…Ο Πρασινομάτης,» καταφέρνει να πει.
«Ποιος;»
«Ο σκύλος μου.»
Η Δήμητρα χαμογελά. «Τι λες; Ποιος σκύλος σου;»
«Ήταν μαζί μου,» κρώζει ο Ρίβης.
Η Δήμητρα γελά. «Ονειρευόσουν, ανόητε!» Χαϊδεύει τα μαλλιά του ξανά. «Θες λίγο νερό να πιεις;»
«Ναι.»
«Λίγο, όμως,» τονίζει η μάγισσα. «Και με προσοχή.» Φέρνει ένα ποτήρι στα χείλη του.
*
«Δεν έχει υπέροχο καιρό απόψε;» λέει η Αμάντα.
«Ναι, είναι καλός,» συμφωνεί ο Ριχάρδος, ατενίζοντας προς τη θάλασσα, καθώς οι δυο τους είναι καθισμένοι στην ταράτσα της μονοκατοικίας της, αντικριστά, μ’ένα τραπέζι γεμάτο φαγητά ανάμεσά τους. «Γλυκός.» Ο Ριχάρδος πιάνει το ποτήρι με το τάο βις και πίνει μια γουλιά. «Δε νομίζω να κρατήσει.»
«Ούτε κι εγώ το νομίζω. Το καλοκαίρι είναι μακριά ακόμα. Αλλά φαίνεται πως μερικοί επωφελούνται. Δες εκεί!» Υψώνει το χέρι της, δείχνοντας. «Κάνουν μπάνιο στη θάλασσα!»
«Ναι.»
«Το νερό είναι κρύο τώρα,» λέει η Αμάντα. «Δεν είναι και για μπάνιο στη θάλασσα!» Καρφώνει με το πιρούνι της ένα μύδι, το σέρνει μέσα στη σάλτσα της πιατέλας, και το βάζει στο στόμα της, μασώντας αργά.
Ο Ριχάρδος πίνει ακόμα μια γουλιά τάο βις, καθώς στρέφει τώρα το βλέμμα του αποκλειστικά επάνω της – με κολακευτικό τρόπο, νομίζει η Αμάντα. Σχεδόν αισθάνεται τα μάτια του να χαϊδεύουν το ντεκολτέ της τουαλέτας της.
«Ριχάρδε,» λέει. «Άκουσες τι έγινε χτες βράδυ;»
Το βλέμμα του σκοτεινιάζει. «Μέσες-άκρες.»
«Δηλαδή;» Υψώνει ένα φρύδι της.
«Εσύ τι ξέρεις, Αμάντα; Τι σου είπαν;»
«Άνθρωποι σκοτώθηκαν. Άνθρωποι της Δυναστείας… Ο Ναρκάμης.»
«Ναι,» λέει ο Ριχάρδος. «Ο Ναρκάμης.»
«Είναι θλιβερό. Τον γνώριζα, όπως ξέρεις. Τον συναναστρεφόμουν.»
«Το ξέρω,» αποκρίνεται ο Ριχάρδος. «Και δεν είναι ο πρώτος που σκοτώνεται…»
«Δε νομίζεις ότι αυτό πρέπει να σταματήσει – όσο πιο γρήγορα τόσο το καλύτερο;»
«Την προηγούμενη φορά που συναντηθήκαμε, που σου μίλησα για τον Βίκτωρα, μου είπες ότι κάτι ξέρεις για όλ’ αυτά· ότι η Δυναστεία… αλλάζει.»
«Ναι, αλλά δεν φάνηκε να σ’ενδιαφέρει,» του λέει ήπια.
«Έτσι νομίζεις; Ότι σκοτώνονται συγγενείς για άγνωστους λόγους και δεν μ’ενδιαφέρει;»
«Εννοούσα ότι δεν σ’ενδιαφέρει να βοηθήσεις στην αναμόρφωση της Δυναστείας. Σου το πρότεινα και αρνήθηκες, Ριχάρδε.»
«Ίσως να μην πιστεύω ότι η Δυναστεία χρειάζεται αναμόρφωση, Αμάντα,» αποκρίνεται εκείνος.
«Το θεωρείς καλύτερο να σκοτώνονται άνθρωποι;»
«Δε θα σκοτώνονταν αν κάποιοι δεν τους σκότωναν!»
«Και ποιοι είναι αυτοί που τους σκοτώνουν; Άκουσα πως η Πάολα των Δρομολόγων ήταν μπλεγμένη στο χτεσινοβραδινό επεισόδιο!»
«Θες να μου πεις ότι η Πάολα είναι που τους σκοτώνει;»
«Όχι βέβαια,» αποκρίνεται η Αμάντα. «Το πρόβλημα δεν είναι η Πάολα, Ριχάρδε. Η Πάολα είναι απλά μέρος του προβλήματος.»
«Δεν καταλαβαίνω πώς η Πάολα μπορεί να είναι μέρος του προβλήματος.» Ο Ριχάρδος πίνει λίγο ακόμα τάο βις, και το βλέμμα του τώρα δεν φανερώνει ερωτικό ενδιαφέρον καθώς την ατενίζει.
«Δε βλέπεις τι γίνεται μέσα στη Δυναστεία; Δεν το βλέπεις εδώ και χρόνια; Η οικογένεια είναι ανεξέλεγκτη. Ο καθένας δρα κατά το δοκούν, γι’αυτό κιόλας συμβαίνουν όλα αυτά που συμβαίνουν. Πράγματα… άσχημα.»
«Η φύση της Δυναστείας είναι τέτοια που δεν μπορεί να είναι ελεγχόμενη.»
«Αυτό είναι το λάθος που έχει γίνει!» λέει η Αμάντα έντονα. «Έχουν μπει πολλά… στοιχεία μέσα στην οικογένεια που δεν της κάνουν καθόλου καλό. Κι επίσης, πολλά από τα παλιότερα στοιχεία είναι επιβλαβή. Πολύ επιβλαβή. Αυτά ήταν που οδήγησαν την κατάσταση εδώ που την οδήγησαν, άλλωστε. Η Σιδηρά Δυναστεία, Ριχάρδε, χρειάζεται κατεύθυνση: αυτό είναι που της λείπει–»
«Η Σιδηρά Δυναστεία αποτελείται από διαφόρων ειδών άτομα που απλά αλληλοϋποστηρίζονται–»
«Η Σιδηρά Δυναστεία έχει καταντήσει να καταστρέφει τον εαυτό της έτσι! Δε θυμάσαι τι έγινε με τον Άφευκτο, πρόσφατα; Θα έπρεπε να υπάρχει κάποιος σαν τον Άφευκτο ανάμεσά μας; Ξέρεις γιατί υπήρχε ο Άφευκτος, Ριχάρδε; Για να σκοτώνει διάφορους που είχαν παρεκτραπεί–»
«Δεν ήταν μόνο–»
«Αλλά γιατί να υπάρχουν κάποιοι που έχουν παρεκτραπεί; Γιατί το δίκτυο να είναι ανεξέλεγκτο; Εγώ δεν θέλω να ζω μέσα σ’έναν επικίνδυνο λαβύρινθο όπου δεν ξέρω τι γίνεται δίπλα μου! Θέλω να ζω μέσα σ’ένα καλά οργανωμένο οικοδόμημα. Και η Σιδηρά Δυναστεία μπορεί να γίνει αυτό το καλά οργανωμένο οικοδόμημα. Δε συμφωνείς, Ριχάρδε;»
Εκείνος την κοιτάζει συλλογισμένα. «Και ποιο θα είναι το κόστος;» ρωτά.
Η Αμάντα σκέφτεται πως καλύτερα να μην αρχίσουν από το κόστος. «Θα σταματήσουν οι σκοτωμοί,» του λέει. «Δε θέλεις να σταματήσουν οι σκοτωμοί;»
«Ναι, θέλω να σταματήσουν οι σκοτωμοί.» Ο Ριχάρδος ανάβει ένα πούρο. «Αλλά αναρωτιέμαι πώς θα το πετύχετε αυτό.»
«Μα δεν θα υπάρχει λόγος κανένας να σκοτώνει κανέναν, όταν η αλλαγή έχει ολοκληρωθεί. Θα έχουν παραμεριστεί τα ενοχλητικά στοιχεία και οι υπόλοιποι θα μπορούμε να δράσουμε οργανωμένα, χωρίς προβλήματα.»
«Ποια είναι τα ‘ενοχλητικά στοιχεία’ και ποιοι είστε εσείς που θέλετε να επιφέρετε την αλλαγή;» ρωτά ο Ριχάρδος.
Η Αμάντα σκέφτεται: Πρέπει να τον προσέχω. Ο Ναρκάμης είχε υποπτευθεί ότι τον παρακολουθούσε. Είχε υποπτευθεί πως ο Ριχάρδος συνεργάζεται με την Πάολα. «Δε μπορώ να σου πω τα πάντα τόσο γρήγορα,» αποκρίνεται καρφώνοντας ακόμα ένα μύδι με το πιρούνι της και σέρνοντάς το μέσα στη σάλτσα της πιατέλας. «Πρέπει ν’αποφασίσεις ή να είσαι μαζί μας ή όχι. Και θα ήθελα πολύ να είσαι μαζί μας, Ριχάρδε. Σε χρειαζόμαστε. Για να φέρουμε την τάξη μέσα στη Δυναστεία. Για να επιτύχουμε κάτι καλό, επιτέλους. Για να κάνουμε τη Δυναστεία αυτό που μπορεί πραγματικά να είναι!» Συνειδητοποιώντας ότι ακούγεται σαν πολιτικός, σταματά. Τρώει το μύδι και περιμένει τον Ριχάρδο να μιλήσει.
«Η Πάολα…» λέει εκείνος καπνίζοντας σκεπτικά. «Τι μπορεί να συνέβη ανάμεσα σ’αυτήν και τον Ναρκάμη;»
Δεν ξέρει, ή προσποιείται πως δεν ξέρει; «Η Πάολα,» του λέει, «είναι από τα πρόσωπα που θεωρώ επικίνδυνα, Ριχάρδε. Δεν έχεις παρατηρήσει πόσο… ασταθής είναι;»
«Παράξενο που εσύ το έχεις παρατηρήσει, Αμάντα, δεδομένου ότι δεν την ξέρεις καθόλου.»
«Όχι καθόλου· την έχω συναντήσει μερικές φορές. Λίγες, πράγματι. Αλλά έχω ακούσει πολλά γι’αυτήν. Μια οικογένεια είμαστε, δεν είμαστε;»
«Χμμ.»
«Τι πάει να πει ‘Χμμ’, αγάπη μου; Διαφωνείς;»
«Η Πάολα,» λέει ο Ριχάρδος, «είναι όντως ασταθές πρόσωπο. Δεν διαφωνώ σ’αυτό.» Ανασηκώνει τους ώμους. «Και ίσως… Ίσως, πράγματι, να μην κάνει καλό στη Σιδηρά Δυναστεία. Αλλά δεν ξέρω αν θα έπρεπε να βγει από τη μέση. Δε θα σκότωνα την Πάολα. Εκτός των άλλων, είναι και Δρομολόγος. Για εμένα, είναι δύο φορές οικογένεια.»
«Δεν είναι ανάγκη να σκοτωθεί,» αποκρίνεται η Αμάντα.
«Είναι, πάντως… περίεργη,» συνεχίζει ο Ριχάρδος. «Τις προάλλες…» Σκεπτικός, σταματά. Μετά συνεχίζει: «Τις προάλλες, ξέρεις τι μου είπε;»
«Τι;» Η Αμάντα, ακουμπώντας τον αγκώνα της στο τραπέζι, τεντώνεται ελαφρώς προς το μέρος του.
«Ότι υποπτεύεται τον Ναρκάμη, ότι ο Ναρκάμης ίσως να ήταν επικίνδυνος.»
«Γιατί;»
«Πιθανώς να ήταν μπλεγμένος στον φόνο του Τασνικέφ.»
«Αν είναι δυνατόν!»
«Ποιος σκότωσε τον Τασνικέφ, αλήθεια, Αμάντα; Ξέρεις;»
«Όχι ο Ναρκάμης, πάντως· είμαι σίγουρη. Τι άλλα σού είπε η Πάολα; Τι έχει στο μυαλό της;»
«Πού να ξέρω τι έχει στο μυαλό της, έτσι παράξενη όπως είναι;» γελά ο Ριχάρδος, κι αφήνει το πούρο του στο τασάκι. «Μου προξένησε, όμως, την περιέργεια το ενδιαφέρον της σχετικά με τον Ναρκάμη. Τον… είχα υπόψη μου, τις τελευταίες ημέρες.»
«Και παρατήρησες τίποτα αξιοσημείωτο;» Οι δυο τους βρίσκονται τώρα πιο κοντά ο ένας στον άλλο, καθώς τεντώνονται πάνω και κάτω απ’το μικρό τραπέζι. Η Αμάντα μπορεί να μυρίσει τάο βις και καπνό στην αναπνοή του Ριχάρδου· αισθάνεται το πόδι του πλάι στο δεξί της πόδι.
«Αξιοσημείωτο; Όχι… Ό,τι έκανε πάντα, αυτά έκανε και τώρα. Ήταν όπως τον ήξερα. Δε μπορώ να καταλάβω γιατί τον υποπτευόταν η Πάολα.»
«Η Πάολα,» του λέει η Αμάντα, «έχει παρεξηγήσει πολλά πράγματα, Ριχάρδε. Ή αυτό ή συνεργάζεται με κακοποιά στοιχεία που θέλουν να αποτρέψουν την αλλαγή της Δυναστείας – δεν θέλουν να επέλθει η τάξη που επιθυμούμε γιατί επωφελούνται από το χάος που κυριαρχεί.»
«Και ποιοι είναι αυτοί;»
«Σου εξήγησα: δεν γίνεται να σου πω από τώρα.»
«Αν είναι να σας βοηθήσω, πρέπει να ξέρω. Πώς αλλιώς μπορώ να κάνω το οτιδήποτε;»
Είναι ειλικρινής; αναρωτιέται η Αμάντα. Άξιος εμπιστοσύνης; Δεν έχει σημασία! Θα τον δοκιμάσουμε! «Αν είσαι μαζί μας, σιγά-σιγά θα μάθεις διάφορα πράγματα. Είσαι μαζί μας;»
«Αυτό μού φαίνεται να είναι το λογικότερο, έτσι όπως έχει εξελιχτεί η κατάσταση.»
Η Αμάντα χαμογελά. «Ωραία. Αλλά θα πρέπει πρώτα να μας αποδείξεις ότι είσαι πρόθυμος όντως να μας βοηθήσεις, Ριχάρδε.»
Το χέρι του αγγίζει το γόνατό της κάτω απ’το τραπέζι, σέρνεται πάνω στον μηρό της. «Και πώς θα το αποδείξω αυτό;»
Η Αμάντα χτυπά το χέρι του με το δικό της, απομακρύνοντάς το γελώντας. «Όχι όπως φαίνεται να νομίζεις!»
«Δεν ισχύει πια το ‘ό,τι προκύψει’;»
«Ας μη μπερδεύουμε τις δουλειές μας με την καλοπέρασή μας,» λέει η Αμάντα.
«Τι πρέπει να κάνω, λοιπόν;»
«Να μου πεις, κατά πρώτον, τι άλλο ξέρεις για τις ενέργειες της Πάολας. Ποιους συναναστρέφεται;»
«Αυτούς που συναναστρεφόταν πάντα. Τους Δρομολόγους… και διάφορους άλλους ανθρώπους, της οικογένειας και μη.»
«Πες μου,» τον παροτρύνει η Αμάντα.
Ο Ριχάρδος τής αναφέρει μερικά ονόματα που της είναι γνωστά. «Τους θεωρείς ύποπτους αυτούς;» τη ρωτά, τελικά.
«Δεν συναναστρέφεται και κανέναν καινούργιο;»
«Τι καινούργιο;»
«Έχω πληροφορίες για έναν γαλανόδερμο άντρα με μακριά καστανά μαλλιά. Δεν έχει μούσι, ούτε μουστάκι. Σου λέει κάτι;»
Ο Ριχάρδος μορφάζει. «Όχι… δε νομίζω.»
Μου λέει αλήθεια; Η Αμάντα δεν είναι βέβαιη αν πρέπει να τον πιστέψει. Τον υποπτεύεται· το ξέρει πως είναι πονηρός ο Ριχάρδος των Δρομολόγων. Δεν γίνεται να είσαι τόσο σημαντικό μέλος της μεγαλύτερης συμμορίας της Νίρβεκ χωρίς να είσαι πονηρός. Ο Ριχάρδος είναι, μάλιστα, ένας από τους Δικαστές των Δρομολόγων – αυτούς που κρίνουν τους άλλους της συμμορίας όταν κάνουν κάποιο παράπτωμα. Της το είχε πει κάποτε, παλιότερα, όταν ήταν στο κρεβάτι μαζί.
Η Αμάντα το θεωρεί πολύ βασικό να τον φέρει με το μέρος της, αλλά πρέπει πρώτα να είναι σίγουρη γι’αυτόν.
«Ξέρεις τι θέλω από σένα;» του λέει. «Ξέρεις τι μπορείς να κάνεις εσύ που δεν μπορεί να κάνει κανένας άλλος;»
Ο Ριχάρδος την παρατηρεί, περιμένοντάς τη να συνεχίσει, ενώ ακραγγίζει το ποτήρι του όπου απομένει ελάχιστο τάο βις.
«Να πιάσεις την Πάολα,» απαντά στο δικό της ερώτημα η Αμάντα.
«Νόμιζα πως είπαμε ότι….»
«Ναι, να μην τη σκοτώσουμε. Κι εγώ είμαι εναντίον των θανάτων. Απόλυτα εναντίον των θανάτων,» λέει ψέματα η Αμάντα, που το θεωρεί επωφελές να βγουν μερικοί λεχρίτες από τη μέση ώστε τα πράγματα να ισιώσουν στη Νίρβεκ. «Αλλά ας την αιχμαλωτίσουμε, τουλάχιστον. Δεν μπορούμε να την αφήσουμε να περιφέρεται ελεύθερη και να κάνει… να κάνει πράγματα όπως αυτό που έγινε χτες, Ριχάρδε! Ο Ναρκάμης έχασε τη ζωή του, μα το Φως της Αρτάλης! Θέλεις και σ’άλλους να συμβεί αυτό;»
«Και νομίζεις ότι αιχμαλωτίζοντας την Πάολα θα το αποτρέψουμε;»
«Είναι μια αρχή, δεν είναι; Η Πάολα είναι ασταθής χαρακτήρας, και κακοποιό στοιχείο μέσα στη Δυναστεία.»
Ο Ριχάρδος πίνει λίγο ακόμα τάο βις.
«Λοιπόν;» τον ρωτά η Αμάντα.
«Εντάξει,» λέει ο Ριχάρδος. «Θα φροντίσω να πιάσουμε την Πάολα. Δεν θα είναι δύσκολο.»
Η Αμάντα χαμογελά. «Είσαι θησαυρός, αγάπη μου.» Πιάνει το πούρο του από το τασάκι και ρουφά καπνό· σχηματίζει ένα χαριτωμένο Ο με τα βαμμένα κόκκινα χείλη της και τον φυσά προς τον ουρανό.
Μία μέρα μετά τη συνάντησή του με την Αμάντα Αερόπλευρη, ο Ριχάρδος κατευθύνεται πάλι προς τη μονοκατοικία της οδηγώντας το τετράκυκλο όχημά του μέσα στου δρόμους της Νίρβεκ. Είναι σούρουπο, και το φως του ήλιου της Σεργήλης λιγοστό· το φεγγάρι είναι ήδη ευδιάκριτο στους ουρανούς.
Κλεισμένη μέσα στον αποθηκευτικό χώρο του οχήματος βρίσκεται η Πάολα, με τα χέρια της δεμένα πίσω από την πλάτη και τα πόδια της δεμένα στους αστραγάλους. Τα γόνατά της είναι μαζεμένα προς τα πάνω, για να χωρά. Δεν έχει τις αισθήσεις της· βρίσκεται σε λήθαργο ακόμα.
Πριν από δύο ώρες, είχε φωτογραφήσει τον άντρα μιας κοσμηματοπώλη να φιλιέται μ’έναν άλλο άντρα, σε μια από τις συνοικίες του Θώρακα όπου πολλές φορές συχνάζουν ομοφυλόφιλα ζευγάρια. Η κοσμηματοπώλης δεν είναι μέλος των Δρομολόγων αλλά θα πλήρωνε την Πάολα, φυσικά, και μέρος των χρημάτων αυτών θα πήγαιναν στους Δρομολόγους. Της είχε ζητήσει να διαπιστώσει αν όντως ο άντρας της την απατούσε. Η Πάολα ήταν βέβαιη ότι ποτέ δεν θα φανταζόταν ότι την απατούσε με άλλο άντρα. Κι ο άλλος άντρας ήταν, ομολογουμένως, κούκλος, όφειλε να παραδεχτεί: ένας ψηλός, λυγερός, κατάλευκος τύπος με μακριά μαύρα μαλλιά, σαν ηθοποιός από την τηλεοπτική σειρά Μεγάλες Απαιτήσεις που πρόβαλε ο σταθμός ΤηλεΝίρβεκ κάθε τρεις ημέρες.
Ο Ριχάρδος συνάντησε την Πάολα κοντά στο τρίκυκλο όχημά της, μετά τη φωτογράφιση, και η όψη του την έβαλε αμέσως σε υποψίες ότι κάτι συνέβαινε. Έμοιαζε προβληματισμένος.
«Να σου μιλήσω;» τη ρώτησε.
«Ναι. Τι είναι;»
«Δεν έχεις άλλες δουλειές εδώ, έτσι;»
«Όχι, έφευγα.»
«Πάμε, τότε. Θα σου πω καθώς θα οδηγείς.»
Η Πάολα δεν έφερε αντίρρηση· άνοιξε το σκέπαστρο του οχήματός της και κάθισε στη θέση του οδηγού. Ο Ριχάρδος κάθισε πίσω της. Η Πάολα έκλεισε το σκέπαστρο κι ενεργοποιήσει τη μηχανή–
Είδε τον Ριχάρδο να κάνει μια ξαφνική κίνηση. Αλλά δεν είχε χρόνο να τον ρωτήσει τίποτα· ένα μαντήλι βρέθηκε ξαφνικά μπροστά στο πρόσωπό της, γεμίζοντας τα ρουθούνια της με μια οσμή που η Πάολα αμέσως αναγνώρισε. Ανθός της Λησμονιάς. Αναισθητικό από ένα φυτό των Φέρνιλγκαν.
Η Πάολα έχασε τις αισθήσεις της, βουλιάζοντας σ’έναν βαθύ ύπνο.
Κι ακόμα κοιμάται, μην καταλαβαίνοντας τίποτα.
Ο Ριχάρδος, οδηγώντας το τετράκυκλο όχημά του, διασχίζει τη βορειότερη γέφυρα του ποταμού Τάρνοφ και μπαίνει στη Μεσόπολη. Περνά γρήγορα από εδώ, γνωρίζοντας καλά όλους τους δρόμους της Νίρβεκ, και φτάνει στο Ακρολίμανο και, τελικά, στη μονοκατοικία της Αμάντας Αερόπλευρης. Στην πύλη του κήπου, φωνάζει στον φρουρό να ειδοποιήσει την κυρία του, αμέσως.
Εκείνος την καλεί μέσω του επικοινωνιακού διαύλου που βρίσκεται στο μικρό φυλάκιό του.
Η Αμάντα, εκείνη την ώρα, είναι στο γραφείο της, μ’ένα σωρό χαρτιά και διαγράμματα μπροστά της, καθώς κρατά σημειώσεις για ένα διαφημιστικό μήνυμα που ετοιμάζει για μια εταιρεία. Δεν τα αφήνει όλα στους υπαλλήλους της· κάνει δουλειά κι η ίδια. Έχει διαπιστώσει πως αυτό την κρατά σε εγρήγορση. Κι επιπλέον, δεν μπορείς όλα να τ’αφήνεις στους υπαλλήλους, πιστεύει· θα σε καταστρέψουν.
Το κουδούνισμα του διαύλου τη βγάζει από τις σκέψεις της. «Ποιος διάολος του Κάρτωλακ είναι;» μουγκρίζει, και πατά το κουμπί της αποδοχής. «Ναι;»
Ο φρουρός της πύλης τής λέει πως ο κύριος Ριχάρδος είναι εδώ και ζητά άδεια να βάλει ένα τετράκυκλο όχημα στο γκαράζ. Ισχυρίζεται ότι της φέρνει κάτι που είχαν οι δυο τους συζητήσει.
Την έπιασε; σκέφτεται η Αμάντα. Τόσο γρήγορα; Την έχει μαζί του; «Να περάσει,» λέει στον φρουρό. «Θα τον συναντήσω στο γκαράζ, πες του.» Η Αμάντα κλείνει τον επικοινωνιακό δίαυλο και παίρνει ένα πιστόλι διπλής χρήσης από ένα συρτάρι – ενεργειακό και πυροβόλο. Το ρυθμίζει στην αναισθητοποίηση και το αφήνει στο γραφείο της. Πιάνει το σακάκι της από την κρεμάστρα, το φορά, και κρύβει το πιστόλι μέσα. Δεν εμπιστεύεται τον Ριχάρδο, όχι ακόμα. Αν και το θεωρεί απίθανο να της επιτεθεί μέσα στο ίδιο της το σπίτι, τίποτα δεν αποκλείεται. Χτες βράδυ πέρασαν όμορφα οι δυο τους στην κρεβατοκάμαρά της, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως είναι αδύνατο να την προδώσει, ούτε πως εκείνη θα διστάσει να τον πυροβολήσει αν συνειδητοποιήσει ότι συνεργάζεται με τους εχθρούς της.
Η Αμάντα φορά τα παπούτσια της που έχει αφήσει παραδίπλα, παίρνει τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της, και φεύγει απ’το γραφείο. Καθώς κατεβαίνει προς το ισόγειο του σπιτιού της καλεί την άλλη μισθοφόρο φρουρό ασφαλείας που βρίσκεται στη μονοκατοικία και της ζητά να τη συναντήσει αμέσως στο χολ. Και όντως, όταν η Αμάντα φτάνει στο χολ, η πρασινόδερμη, ξανθιά γυναίκα με τα κοντά μαλλιά και τη γκρίζα στολή είναι εκεί. Επάνω στη ζώνη της είναι πιασμένα ένα θηκαρωμένο ξιφίδιο κι ένα πιστόλι.
«Τι μπορώ να κάνω για εσάς, κυρία;» ρωτά.
Η φρουρός είναι μέλος της Σιδηράς Δυναστείας. Από τα μέλη που δεν ξέρουν και πολλά για το τι συμβαίνει μέσα στην οικογένεια, από τα μέλη που κυρίως υπηρετούν χωρίς ερωτήσεις. Αλλά η Αμάντα την εμπιστεύεται. Γνωρίζει πως η Βιρίκα δεν έχει σχέσεις με τους Δρομολόγους κι άλλα τέτοια στοιχεία της Δυναστείας.
«Πηγαίνω να συναντήσω έναν άνθρωπο της οικογένειας,» της λέει, «τον Ριχάρδο. Τον έχεις δει, φυσικά…»
«Μάλιστα, κυρία.»
«Αν σε χρειαστώ, αν παρουσιαστεί κίνδυνος, θα σε καλέσω έτσι.» Η Αμάντα πατά παρατεταμένα ένα κουμπί επάνω στον πομπό της, κι ένας συριστικός ήχος έρχεται από τον πομπό στη ζώνη της Βιρίκα.
«Πού ακριβώς θα βρίσκεστε, κυρία;»
«Στο γκαράζ, γι’αρχή, και μετά, μάλλον, στο υπόγειο. Στο πίσω υπόγειο, καταλαβαίνεις;»
«Μάλιστα, κυρία. Θα… κάνω μια βόλτα στον κήπο.»
Η Αμάντα νεύει. «Ναι, κάνε μια βόλτα στον κήπο.»
Η Βιρίκα βγαίνει από το οίκημα, και η Αμάντα την ακολουθεί. Οι δρόμοι τους αμέσως χωρίζουν, καθώς η δεύτερη βαδίζει προς το γκαράζ.
Ο Ριχάρδος στέκεται πλάι στο τετράκυκλο όχημά μου, κάτω από το υπόστεγο. Παραδίπλα είναι σταθμευμένα τα δύο τετράκυκλα οχήματα της Αμάντας, το μικρό και το μεγάλο.
«Τι είναι;» ρωτά η διαφημίστρια τον Δρομολόγο, πλησιάζοντάς τον αλλά χωρίς να πάει να σταθεί πολύ κοντά του. «Μη μου πεις ότι την…;»
«Την έχω μαζί μου, Αμάντα. Αλλά μου υποσχέθηκες ότι δεν θα τη σκοτώσεις.»
Τόσο γρήγορα! Της μοιάζει απίστευτο. «Δεν πρόκειται να πεθάνει,» λέει. Όχι ακόμα, προσθέτει νοερά. Όχι προτού μου δώσει τις πληροφορίες που θέλω. «Το συμφωνήσαμε, δεν το συμφωνήσαμε;»
Ο Ριχάρδος νεύει και πλησιάζει το σκέπασμα του αποθηκευτικού χώρου στην πίσω μεριά του οχήματός του.
Η Αμάντα αγγίζει το πιστόλι που είναι κρυμμένο μες στο σακάκι της. Πολύ γρήγορα… σκέφτεται. Πολύ γρήγορα δεν την έφερε;
Ο Ριχάρδος ανοίγει τον αποθηκευτικό χώρο και σηκώνει μια γυναίκα από μέσα. Μια γυναίκα δεμένη χειροπόδαρα, που τα μακριά ξανθά μαλλιά της κρέμονται στο πλάι καθώς μοιάζει να κοιμάται στα χέρια του Ριχάρδου.
Η Πάολα.
«Πώς…;» κάνει η Αμάντα. «Μου την έφερες τόσο γρήγορα!» λέει.
«Σου είπα ότι δεν θα ήταν δύσκολο,» αποκρίνεται εκείνος.
«Για άλλους,» λέει η Αμάντα, «είχε αποδειχτεί δύσκολο.»
«Δρομολόγος είμαι.»
Και ο Ναρκάμης Δρομολόγος ήταν, σκέφτεται καχύποπτα η Αμάντα. Αλλά βέβαια τον Ναρκάμη η Πάολα δεν τον εμπιστευόταν…
«Πού θα την πάμε;» ρωτά ο Ριχάρδος.
Και τότε η Πάολα σαλεύει μέσα στα χέρια του καθώς οι φωνές τους φτάνουν στο μουδιασμένο μυαλό της. Η υπνωτική επίδραση του Ανθού της Λησμονιάς αρχίζει να διαλύεται. Η Πάολα κάνει να κινηθεί και συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί. Παλεύει. Τα μάτια της ανοίγουν· κοιτάζει και βλέπει ότι ο Ριχάρδος την κρατά στην αγκαλιά του, και ότι παραδίπλα στέκεται μια γυναίκα με λευκό-ροζ δέρμα και μαύρα μαλλιά. Η Πάολα νομίζει ότι κάπου την έχει ξαναδεί. Κάνει να μιλήσει, αλλά δεν μπορεί. Είναι φιμωμένη!
Μουγκρίζει, εξοργισμένη.
Ο Ριχάρδος την πρόδωσε!
Παλεύει να του ξεφύγει, αλλά εκείνος την κρατά γερά. Και η Πάολα δεν μπορεί να κάνει πολλά, με τα χέρια και τα πόδια της δεμένα.
«Ας μην καθυστερούμε,» λέει ο Ριχάρδος στην Αμάντα. «Ξύπνησε, όπως βλέπεις.»
«Ναι,» αποκρίνεται εκείνη. «Έλα από δω.» Βαδίζει προς το βάθος του γκαράζ.
Ο Ριχάρδος την ακολουθεί, κρατώντας την Πάολα δυνατά μέσα στα χέρια του.
Γαμιόλη! σκέφτεται η Δρομολόγος. Θα σε σκοτώσω! Μας πρόδωσες! Θα σε σκοτώσω! Παλεύει με τα δεσμά της, προσπαθώντας μάταια να τα χαλαρώσει. Τα πόδια της πονάνε, καθότι ακόμα τραυματισμένα από τα νύχια του εξωδιαστασιακού Πλοκαμόνυχα. Τελευταία, όλο μαλακίες τής συμβαίνουν, συνειδητοποιεί. Ούτε καμια ιέρεια της Λόρκης να την έχει καταραστεί! Θα τον σκοτώσω τον ελεεινό μπάσταρδο! Θα του ξεριζώσω τα μάτια με τα νύχια μου!
Και ανησυχεί και για τους άλλους – για τον Σουτούρη, για τον Ζορζ, για την Αστερόπη, για τον Ρίβη και τη Δήμητρα’μορ. Μπορεί όλους να τους έχει αιχμαλωτίσει αυτό το άθλιο κάθαρμα!
Η γυναίκα με το λευκό-ροζ δέρμα και τα μαύρα μαλλιά γονατίζει στο ένα γόνατο, ξεκλειδώνει μια καταπακτή, και την ανοίγει. Και τότε η Πάολα θυμάται πού την έχει ξαναδεί. Την έχει συναναστραφεί ελάχιστες φορές, αλλά σίγουρα αυτή είναι: η Αμάντα Αερόπλευρη, που έχει τη διαφημιστική εταιρεία Χρώματα. Ο Ριχάρδος είχε πει στην Πάολα, πριν από κάμποσες μέρες, ότι η Αμάντα τού είχε προτείνει να συμμαχήσει με τους «αναμορφωτές», αλλά εκείνος δεν είχε δεχτεί. Μάλλον τώρα άλλαξε γνώμη. Το κάθαρμα! Η Πάολα αναρωτιέται αν την πήρε την απόφαση ξαπλωμένος μαζί της ή όρθιος μαζί της. Θα τον σκοτώσω. Μα τα νύχια της Λόρκης, θα τον σκοτώσω!
«Κατέβασέ την εδώ,» λέει η Αμάντα στον Ριχάρδο.
«Τι είναι εκεί;»
«Το υπόγειο του σπιτιού μου· τι να είναι;»
Ο Ριχάρδος κατεβαίνει τη μικρή ξύλινη σκάλα, που τρίζει κάτω από το βάρος του και το βάρος της Πάολας, και φτάνει σ’ένα κατασκότεινο μέρος. Η Αμάντα τον ακολουθεί, πατά ένα διακόπτη παραδίπλα, και μια ενεργειακή λάμπα ανάβει, αποκαλύπτοντας διάφορα πράγματα ολόγυρα: παλιά έπιπλα, κουτιά, ξύλινα κιβώτια, παλιούς εξοπλισμούς, ανταλλακτικά οχημάτων.
«Από δω,» λέει η Αμάντα, και βαδίζει μέσα σ’αυτό τον λαβύρινθο.
Ο Ριχάρδος έρχεται πίσω της, περνώντας με δυσκολία ανάμεσα από τα πράγματα, καθώς κρατά την Πάολα στα χέρια. Και η Πάολα κλοτσά άγρια, επίτηδες, ανατρέποντας ένα κουτί και κάνοντας μαχαιροπίρουνα να χυθούν στο πάτωμα.
«Μη χτυπιέσαι!» της λέει ο Ριχάρδος, κι εκείνη παλεύει περισσότερο. «Σταματά!» Την τραντάζει, σφίγγοντάς την επώδυνα. Η Πάολα κλοτσά ένα βαρέλι, αλλά δεν το ρίχνει.
«Γιατί δεν την αναισθητοποιείς ξανά;» ρωτά η Αμάντα.
«Δε θα την ξυπνήσεις για να της μιλήσεις;»
«Τέλος πάντων.» Η Αμάντα πλησιάζει έναν τοίχο. Γονατίζει πάλι στο ένα γόνατο, πιάνει τις άκριες μιας πλάκας του πατώματος, και τη σηκώνει. Από κάτω είναι ένας μοχλός. Τον πιάνει με δύναμη, και με τα δύο χέρια – γιατί είναι σκληρός – και τον τραβά. Μουγκρίζει νιώθοντας τους μύες της να πονάνε.
Ο μοχλός γυρίζει, και ο τοίχος μπροστά της γυρίζει επίσης, ανοίγοντας. Η Αμάντα ορθώνεται, περνώντας το κατώφλι και πατώντας ακόμα ένα διακόπτη. Το φως που ανάβει στο ταβάνι αποκαλύπτει τώρα ένα υπόγειο μικρότερο από το προηγούμενο – το «πίσω υπόγειο» του σπιτιού της, όπως η ίδια το ονομάζει. Δεν υπάρχουν και πολλά πράγματα εδώ. Το μέρος είναι σχεδόν άδειο. Η Αμάντα το έχει για ειδικές χρήσεις μόνο.
Πιάνει μια σιδερένια καρέκλα και την τραβά κοντά στον τοίχο στο βάθος. «Φέρ’ την εδώ. Βάλ’ τη να καθίσει,» λέει στον Ριχάρδο.
Εκείνος, πασχίζοντας ακόμα να συγκρατήσει την Πάολα που παλεύει σαν αγρίμι, πλησιάζει την καρέκλα και αφήνει τη Δρομολόγο επάνω της. «Μην κάνεις ανοησίες!» της λέει, έντονα, προσπαθώντας να την κοιτάξει στα μάτια. Η Πάολα επιχειρεί να τον κλοτσήσει, αλλά τα δεμένα, τραυματισμένα πόδια της δεν τη βοηθάνε.
Ο Ριχάρδος τραβά τα χέρια της έτσι ώστε να τα φέρει πίσω απ’την πλάτη της καρέκλας. Η Πάολα μουγκρίζει νιώθοντας τους ώμους, τους αγκώνες, και τους καρπούς της να πονάνε λες κι είναι έτοιμοι να ξεριζωθούν.
«Σχοινί;» λέει ο Ριχάρδος στην Αμάντα.
«Ναι.» Εκείνη πιάνει μια κουλούρα που είναι κρεμασμένη στον τοίχο και του την πετά.
Ο Ριχάρδος χρησιμοποιεί το σχοινί για να δέσει την Πάολα πάνω στην καρέκλα, περνώντας το γύρω από την κοιλιά της και από την πλάτη της καρέκλας. «Μην κάνεις καμια ανοησία,» της λέει πάλι.
Όταν καταφέρω να λυθώ θα δεις πόσες «ανοησίες» θα σου κάνω, κωλοπροδότη! σκέφτεται η Πάολα.
*
Ο Σουτούρης ο Τυχερός περιμένει την Πάολα στο δωμάτιό του, στο Ζητούμενο. Του είπε ότι θα τον συναντούσε εδώ μετά από μια δουλειά που είχε αναλάβει για τους Δρομολόγους. Αλλά έχει αργήσει.
Σε διαφορετική περίπτωση, ο Σουτούρης ίσως να νόμιζε ότι του ετοίμαζε κάποιο από τα παράξενα πειράγματά της· όμως, δεδομένης της κατάστασης τώρα, δεν μπορεί παρά να ανησυχεί. Ανοίγει τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του και την καλεί. Η Πάολα δεν απαντά. Το σήμα του δεν φτάνει καν στον δικό της πομπό, σαν αυτός να μην υπάρχει. Είναι τελείως απενεργοποιημένος. Ή ο τηλεπικοινωνιακός κώδικας έχει αλλάξει. Αλλά το δεύτερο τού μοιάζει αδύνατο. Γιατί να άλλαξε τον κώδικά της;
Η ανησυχία του μεγαλώνει.
Καλεί τη Δήμητρα’μορ. Τη ρωτά αν η Πάολα είναι εκεί, στο νοσοκομείο. «Όχι,» αποκρίνεται η μάγισσα. «Το πρωί πέρασε για λίγο.»
Καλεί τον Ζορζ τον Βουτηχτή. Τον ρωτά αν ξέρει πού βρίσκεται η Πάολα. «Δεν την έχω δει καθόλου,» λέει εκείνος. «Συμβαίνει κάτι;»
«Μπορεί· δεν είμαι σίγουρος.»
Καλεί την Αστερόπη, αλλά ούτε εκείνη έχει συναντήσει την Πάολα το απόγευμα.
«Ίσως κάτι άσχημο να της έχει συμβεί,» λέει ο Σουτούρης.
«Υποπτεύεσαι τίποτα συγκεκριμένο;»
«Όπως τον Παλιόσκυλο;»
«Αυτός εννοείται. Λέω για κάτι ακόμα πιο συγκεκριμένο. Σου είπε πού θα ήταν προτού έρθει στο δωμάτιό σου;»
«Ναι. Να συναντηθούμε, καλύτερα;»
Η Αστερόπη συμφωνεί.
Ο Σουτούρης ετοιμάζεται γρήγορα και φεύγει από το ξενοδοχείο του, κατευθύνεται προς τον Θώρακα.
Εν τω μεταξύ, καλεί τηλεπικοινωνιακά και τον Ριχάρδο. Αλλά ούτε αυτός απαντά. Το σήμα δεν φτάνει καθόλου στον πομπό του. Θα μπορούσε κάτι να συνέβη και στους δυο τους, ενώ ήταν μαζί; Η Πάολα, όμως, δεν είχε πει στον Σουτούρη ότι θα συναντούσε τον Ριχάρδο… Αλλά, βέβαια, είναι Δρομολόγοι κι οι δύο· δεν αποκλείεται να συνεργάζονταν.
*
Η Αμάντα τραβά απότομα το κολλημένο φίμωτρο από το στόμα της Πάολας, κάνοντας τα χείλη και τα μάγουλά της να πονέσουν.
«Γεια σου, Πάολα.»
«Άντε γαμήσου, μαλακισμένη.»
Η Αμάντα τη χαστουκίζει, δυνατά, κάνοντας το πρόσωπό της να γυρίσει στο πλάι. «Μπορούμε να μιλήσουμε πολιτισμένα, δεν μπορούμε;»
Η Πάολα γελά. «Μ’έχεις δεμένη σε μια καρέκλα!» παρατηρεί. Και μετά, το βλέμμα της πηγαίνει στον Ριχάρδο, και τα μάτια της μοιάζουν να σπινθηροβολούν από οργή καθώς δάκρυα γυαλίζουν γύρω τους. Η δική του όψη δεν φανερώνει τίποτα.
«Καλύτερα να συνεργαστείς,» της λέει μόνο. «Ποιος σ’έβαλε να μου ζητήσεις να παρακολουθώ τον Ναρκάμη; Γιατί σίγουρα αυτό δεν το σκέφτηκες μόνη σου!»
Η Πάολα συνοφρυώνεται. Τι λέει; Τρελάθηκε;
«Για ποιον δουλεύεις, Πάολα; Και ποιοι ήταν μαζί σου όταν σκοτώσατε τελικά τον Ναρκάμη;» συνεχίζει ο Ριχάρδος. «Νόμιζες πως δεν θα το μάθαινα ότι ήσουν μπλεγμένη σ’αυτή την ιστορία; Εκτός του ότι σκότωσες μέλος της Δυναστείας, σκότωσες επίσης έναν Δρομολόγο – και ξεχνάς ότι είμαι ένας από τους Δικαστές των Δρομολόγων; Όταν η Αμάντα τελειώσει μαζί σου, θα λογοδοτήσεις γι’αυτό. Προσευχήσου στη Λόρκη να μη μ’έχεις τσαντίσει πολύ ώς τότε.»
Η Πάολα σκέφτεται, μπερδεμένη: Αυτά που λέει… είναι… μαλακίες. Τι πραγματικά συμβαίνει εδώ; Έχει τρελαθεί ο Ριχάρδος; Έχει χάσει τη μνήμη του; Κάποιος δαίμονας της Λόρκης έχει πάρει τη μορφή του; Ή προσπαθεί να κοροϊδέψει κάπως την Αμάντα; Το τελευταίο μοιάζει νάναι το πιθανότερο.
Η Πάολα ξεροκαταπίνει, νιώθοντας την οργή της να καταλαγιάζει – λίγο. Ελάχιστα. Γιατί, ο άθλιος, δεν τη ρώτησε αν ήθελε να τη χρησιμοποιήσει έτσι μέσα στα σχέδιά του; «Δεν καταλαβαίνω τι σκατά λες,» αποκρίνεται.
«Μη μας κάνεις τη δύσκολη, Πάολα,» της λέει η Αμάντα. «Έχουμε πολλούς τρόπους για να σε αναγκάσουμε να μιλήσεις. Τρόπους που δεν θα σ’αρέσουν καθόλου. Πες μας ποιοι είναι μαζί σου. Πες μας ποιοι είναι εναντίον μας.»
«Πες μου εσύ γιατί σκοτώνεις άλλους ανθρώπους της Δυναστείας, σκρόφα!» γρυλίζει η Πάολα. «Εσύ και η κλίκα σου!»
Η Αμάντα αρπάζει το σαγόνι της Πάολας μέσα στο χέρι της. «Η… κλίκα μου προσπαθεί να βάλει μια τάξη στη Δυναστεία – κάτι που εσύ, σίγουρα, ούτε ξέρεις τι σημαίνει ούτε το επιθυμείς! Τώρα, ΠΕΣ ΜΟΥ,» φωνάζει, «ποιοι είναι οι σύμμαχοί σου; Ξέρω ήδη για τη Δήμητρα’μορ. Ξέρω ήδη για τον Ζορζ. Ξέρω ήδη ότι η Βατράνια είναι και πάλι στην πόλη. Αλλά έχεις κι άλλους μαζί σου. Άλλους δύο, τουλάχιστον. Ο ένας είναι γαλανόδερμος και καστανομάλλης· ο άλλος… ο άλλος ίσως νάναι νεκρός, αλλά ακόμα κι έτσι θέλω να μάθω ποιος ήταν.»
Ο Παλιόσκυλος πρέπει να της τα είπε αυτά, σκέφτεται η Πάολα. Καλά έλεγα στη Βατράνια να τον σκοτώσουμε τον καριόλη, αλλά δεν μ’άκουγε! Κανένας δεν μου δίνει σημασία, και δες πώς μπλέκουμε τώρα! Γαμώ τα κέρατα του Κάρτωλακ, γαμώ!
«Πες μου!» φωνάζει η Αμάντα, συνεχίζοντας να κρατά το σαγόνι της Πάολας και σκύβοντας πάνω από το πρόσωπό της.
Η Πάολα τη φτύνει κατάμουτρα.
Η Αμάντα τινάζεται πίσω, τσυρίζοντας. Και τη χαστουκίζει άγρια. Ένα δαχτυλίδι γδέρνει το μάγουλο της Πάολας. Αίμα κυλά από το κόψιμο κι από το σπασμένο χείλος της Δρομολόγου· ακούσια δάκρυα στάζουν από τα μάτια της.
Η Αμάντα τραβά ένα μαντήλι από το σακάκι της και σκουπίζει το σάλιο από το πρόσωπό της. «Ελπίζω να μην πάθω τίποτα από σένα,» λέει καυστικά.
«Ελπίζω να ψοφήσεις σα σκυλί,» της λέει η Πάολα.
Η Αμάντα τη χαστουκίζει ξανά.
Ο Ριχάρδος ρωτά: «Αυτό το δωμάτιο δεν κλείνει από μέσα;»
Η Αμάντα στρέφεται να τον κοιτάξει. «Φυσικά και κλείνει. Γιατί;»
«Δε θα ήταν καλύτερα να κλείσουμε; Μπορεί κάποιος να δει ή ν’ακούσει κάτι.»
«Κανένας δεν πρόκειται–»
«Καλύτερα να κλείσουμε, Αμάντα,» επιμένει εκείνος. «Μην είσαι αφελής.»
Τον ατενίζει παρατηρητικά για λίγο. Ύστερα λέει: «Εντάξει. Σπρώξε την πόρτα και κλείσ’ τη. Είναι βαριά, έχε υπόψη σου.»
Ο Ριχάρδος πλησιάζει το μέρος του τοίχου που είναι μισάνοιχτο και το σπρώχνει, κλείνοντάς το ξανά. «Και μετά πώς ανοίγει από μέσα;» ρωτά.
Η Αμάντα συνοφρυώνεται. «Έχει σημασία τώρα;»
«Δε θα μ’άρεσε να κλειστώ εδώ κάτω.»
«Θα δεις όταν είναι ώρα να βγούμε. Λες να σου έλεγα να κλείσεις αν υπήρχε κίνδυνος να μη μπορούμε ν’ανοίξουμε πάλι;»
Ο Ριχάρδος ανασηκώνει τους ώμους. «Εντάξει.» Στρέφεται στην Πάολα. «Θα μας ταλαιπωρήσεις κι άλλο, ή θα μας πεις ποιοι είναι οι σύμμαχοί σου;»
«Δεν πρόκειται να μάθετε τίποτα από μένα, προδότες! Έχετε προδώσει ολόκληρη τη Δυναστεία!»
Η Αμάντα γελά. «Εσύ έχεις προδώσει τη Δυναστεία, με τις ενέργειες σου.»
«Ποιες ενέργειές μου;» φωνάζει η Πάολα. «Είσαι μαζί με τον Παλιόσκυλος, δεν είσαι; Αυτός κι ο Τοξότης δολοφόνησαν τον Τασνικέφ!»
«Τι ξέρεις εσύ για όλ’ αυτά, Πάολα; Τίποτα. Είσαι ακόμα μία απ’ αυτές του δρόμου που παίρνει, από σφάλμα, η οικογένεια στους κόλπους της.»
«Κι εσύ είσαι μία απ’ αυτές τις πουτάνες της Λόρκης που παίρνει η οικογένεια στους κόλπους της επειδή τυχαίνει να κολυμπάνε στους ήλιους και να βάζουν ηλίθια διαφημιστικά μηνύματα στις γωνίες της πόλης!»
«Μη δοκιμάζεις την υπομονή μου, Πάολα.» Η Αμάντα πλησιάζει μια άκρη του δωματίου όπου βρίσκονται κάτι δοχεία. Ανοίγει το πώμα ενός μπουκαλιού και γεμίζει ένα γυάλινο κύπελλο ώς τη μέση. «Ξέρεις τι είναι αυτό, Πάολα;»
Η Πάολα παρατηρεί πως το υγρό έχει έντονο γαλανό χρώμα που γυαλίζει σαν μέταλλο, ενώ μέσα του μικρά κομμάτια σπινθηρίζουν κι εξαφανίζονται σαν αστέρια. Η Πάολα ξεροκαταπίνει. Ξέρει, όντως, τι είναι.
Η Αμάντα χαμογελά βλέποντας την αντίδρασή της, βλέποντας το χρώμα του λευκού-ροζ προσώπου της να γίνεται λιγάκι πιο ανοιχτό. «Ναι,» την πληροφορεί, «είναι τριτοδυναμικό κισλένιο. Δεν καίει ισχυρά μέταλλα, αλλά εσένα θα σε κάψει ώς το κόκαλο. Θες να δούμε πόσο δυνατά είναι τα κόκαλά σου, Πάολα;»
Το βλέμμα της Πάολας πάει προς στιγμή στον Ριχάρδο, αλλά εκείνος δεν κινείται ούτε μιλά. Στέκεται με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος.
Η Αμάντα την πλησιάζει, χαμογελώντας. «Ποιοι είναι οι σύμμαχοί σου, θέλεις να μας πεις;»
Η Πάολα μένει σιωπηλή. Νομίζει ότι ξαφνικά τα δεσμά της τη σφίγγουν περισσότερο, η αναπνοή της έχει γίνει δύσκολη. Φοβάται. Ένα ρίγος διατρέχει τη ράχη της. Αισθάνεται τον ιδρώτα κάτω από τις μασχάλες της πολύ έντονα.
Η Αμάντα λέει: «Να ρίξω μερικές σταγόνες στο πρόσωπό σου; Ή μέσα στο παντελόνι σου; Τι προτιμάς;»
Η Πάολα δεν μιλά. Αποφεύγει το βλέμμα της Αμάντας. Προσπαθεί να σκεφτεί τι να κάνει, πώς να φύγει. Αρχίζει να τραντάζει την καρέκλα για να τη ρίξει στο πλάι.
Η Αμάντα τής λέει: «Μην κάνεις βλακείες!» γελώντας.
Η Πάολα συνεχίζει να τραντάζει την καρέκλα: το σιδερένιο κάθισμα κουνιέται πέρα-δώθε.
«Σταματά, Αμάντα!» λέει ο Ριχάρδος. «Είπες ότι δε θα τη σκοτώσεις!»
«Δε θα πεθάνει απ’ αυτό. –Πάψε να κουνιέσαι, Πάολα!» Η Αμάντα πιέζει τον δεξή ώμο της Δρομολόγου, σταθεροποιώντας πάλι την καρέκλα.
Η Πάολα την κλοτσά, με τα δεμένα πόδια της, στην κνήμη. Η Αμάντα γρυλίζει παραπατώντας λιγάκι, προσέχοντας μη χύσει το επικίνδυνο υγρό.
«Θες να δεις πώς είναι;» συρίζει.
«Αμάντα–!» φωνάζει ο Ριχάρδος. Αλλά προτού την προλάβει εκείνη χύνει λίγο απ’το οξύ στον δεξή ώμο της Πάολας.
Η Πάολα ουρλιάζει, νιώθοντας σαν το δέρμα της να έχει αρπάξει φωτιά – φωτιά που τη λιώνει, τη διαλύει. Χτυπά τα δεμένα πόδια της στο πάτωμα, τραντάζει την καρέκλα, τη ρίχνει στο πλάι και πέφτει μαζί της. Και συνεχίζει να ουρλιάζει. Βλέπει χρώματα να χορεύουν μπροστά της, πίσω από τα θολωμένα μάτια της.
«Αρκετά, Αμάντα!» λέει ο Ριχάρδος. «Αυτό δεν χρειαζόταν!»
«Έπρεπε να της δώσω ένα μάθημα συμπεριφοράς,» αποκρίνεται η Αμάντα, χαμογελώντας, καθώς βλέπει την Πάολα να σφαδάζει στο πάτωμα.
«Βάλ’ το πίσω στο μπουκάλι.»
«Τόσο πολύ σ’ενδιαφέρει μην της χαλάσω τη μούρη;»
«Θα μιλήσει αργά ή γρήγορα. Νομίζεις ότι θα μιλήσει πιο γρήγορα έτσι; Όταν θεωρεί πως δεν έχει τίποτα να χάσει, δε θα μπορείς πια να την απειλήσεις.»
Η Πάολα έχει πάψει να ουρλιάζει. Βαριανασαίνει, μην έχοντας ακούσει τίποτα από τα τελευταία λόγια του Ριχάρδου και της Αμάντας· το κεφάλι της ήταν γεμάτο από τα ουρλιαχτά της και τον τρομερό, καυτό πόνο. Ο πόνος ακόμα υφίσταται, αν και ελαφρώς ελαττωμένος. Η Πάολα γυρίζει τον λαιμό της για να κοιτάξει τον ώμο της και βλέπει τη μπλούζα της διαλυμένη, και το δέρμα της επίσης. Διακρίνει το κόκαλο. Ω Μεγάλη Αρτάλη!… Μεγάλη Αρτάλη!…
«Λοιπόν,» λέει ο Ριχάρδος. «Θα την αφήσουμε εδώ, έτσι όπως είναι, για όλο το βράδυ. Και θάρθουμε πάλι να της μιλήσουμε το πρωί. Νομίζεις ότι δεν θα έχει ξανασκεφτεί το θέμα ώς τότε;»
Η Αμάντα τον κοιτάζει διστακτικά. «Μπορεί,» λέει σκεπτικά.
«Πάμε,» την προτρέπει ο Ριχάρδος. «Βάλ’ το υγρό στο μπουκάλι και πάμε. Δεν πρόκειται να φύγει από δω. Ούτε πρόκειται κανένας να τη βρει. Ακόμα και με μαγεία δεν τη βρίσκεις εδώ κάτω.»
Η Αμάντα πλησιάζει την Πάολα ξανά. «Μας ακούς;» της λέει. «Είσαι τυχερή απόψε. Αλλά, αν έρθω αύριο και μου λες τις ίδιες μαλακίες, θ’αδειάσω ολόκληρο το μπουκάλι του τριτοδυναμικού κισλένιου στον κώλο σου!» Και την κλοτσά στην κοιλιά, κάνοντάς τη να διπλωθεί, βογκώντας.
Μετά βαδίζει προς τη γωνία του δωματίου και ανοίγει πάλι το μπουκάλι για να χύσει μέσα το περιεχόμενο του κυπέλλου.
Ο Ριχάρδος γονατίζει πίσω από την πεσμένη στο πλάι Πάολα–
«Τι κάνεις εκεί;» τον ρωτά η Αμάντα.
«Ελέγχω τα δεσμά της, μην τυχόν κι έχουν χαλαρώσει.» Σηκώνεται όρθιος ξανά. «Εντάξει είναι. Πάμε. Άσ’ την έτσι, να σκεφτεί μόνη της για μερικές ώρες. Το πρωί η γλώσσα της θάναι πιο ευκίνητη.»
Η Αμάντα παίρνει το μπουκάλι με το τριτοδυναμικό κισλένιο και κάποια άλλα πράγματα και τα βάζει σε μια παλιά υφασμάτινη τσάντα που κρεμόταν από ένα αγκίστρι στον τοίχο. «Για να μη γίνει τίποτα απρόοπτο,» εξηγεί στον Ριχάρδο, περνώντας την τσάντα στον ώμο. «Δεν την εμπιστεύομαι.»
Ο Ριχάρδος ρουθουνίζει. «Σιγά μη μπορέσει να λυθεί.» Γονατίζει πάλι πίσω από την πεσμένη Πάολα, ελέγχοντας τα σχοινιά στα χέρια της. «Άνοιξε να βγούμε. Φρικάρω εδώ κάτω, γαμώ τα μαλλιά της Λόρκης.»
Η Αμάντα πλησιάζει την κρυφή πόρτα. Αγγίζει μια πέτρα που προεξέχει δίπλα της: την πιάνει με τα δύο χέρια και, βάζοντας δύναμη, τη γυρίζει.
Η Πάολα ακούει τον Ριχάρδο να της ψιθυρίζει στ’αφτί: «Δες πώς την ανοίγει.»
Ο τοίχος κινείται, δημιουργώντας πάλι ένα άνοιγμα.
Ο Ριχάρδος έχει ήδη σηκωθεί όρθιος, και ακολουθεί την Αμάντα έξω από το δωμάτιο, αφού εκείνη σβήνει το φως στο ταβάνι.
Η κρυφή πόρτα κλείνει.
Αφήνοντας την Πάολα στο σκοτάδι.
Εκτός όμως από τον καυτό πόνο στον ώμο της, εκείνη αισθάνεται έντονα και κάτι άλλο: το κλειστό στιλέτο που έβαλε στο χέρι της ο Ριχάρδος την πρώτη φορά που γονάτισε πίσω της. Και γύρω από τη λαβή του όπλου, η Πάολα αισθάνεται επίσης ένα τυλιγμένο κομμάτι χαρτί.
Ο καριόλης! Έπρεπε να με είχε ρωτήσει πρώτα. Μ’έφερε εδώ χωρίς να μου πει τίποτα!
Παραλίγο να με κάψει ζωντανή αυτή η σιχαμερή σκύλα!
Η Πάολα όμως οφείλει τώρα να εστιάσει τις σκέψεις της σε ένα και μόνο πράγμα: να ελευθερωθεί.
Ξετυλίγοντας το χαρτί από τη λαβή του στιλέτου, το αφήνει από τα χέρια της. Πατά το κουμπί του όπλου και η λεπίδα του πετάγεται, μακριά και κοφτερή. Η Πάολα τη χρησιμοποιεί για να ροκανίσει επίμονα τα δεσμά της. Μετά από λίγο, το σχοινί στους καρπούς της πέφτει. Η Πάολα φέρνει τα χέρια της μπροστά, νιώθοντάς τις κλειδώσεις της να πονάνε, νιώθοντας τον ώμο της να την καίει ανυπόφορα. Κόβει και το σχοινί που είναι δεμένο γύρω από τη μέση της και την πλάτη της καρέκλας. Κόβει κι αυτό στους αστραγάλους της.
Σηκώνεται όρθια, πονώντας παντού – και κυρίως στον ώμο. Σκύβει και ψάχνει, ψηλαφώντας, για το χαρτί· το πιάνει από κάτω και το κρύβει μέσα στο παντελόνι της. Βαδίζει προς τα εκεί όπου θυμάται πως είναι ο διακόπτης για το φως. Ψηλαφεί πάλι. Τον βρίσκει και τον πατά. Η ενεργειακή λάμπα ανάβει.
Η Πάολα αναπνέει ελεύθερα. Εντάξει ώς τώρα.
Δε θα τον σκοτώσω, αλλά σίγουρα θα τον δείρω όταν ξεμπερδέψουμε. Τι σκατά έχει στο μυαλό του;
Τραβά το χαρτί έξω από το παντελόνι της. Είναι διπλωμένο. Το ξεδιπλώνει και διαβάζει τα γράμματα του Ριχάρδου.
Συγνώμη που δεν σε προειδοποίησα – έπρεπε να το κάνω να φανεί αληθινό. Η Αμάντα μού ζήτησε να σε αιχμαλωτίσω για να πιστέψει ότι είμαι με το μέρος τους. Αλλά το ξέρεις ότι είμαι μαζί σας – μην το αμφιβάλλεις. Η Αμάντα ξέρει πολλά – είμαι σίγουρος. Ξέρει μάλλον ποιος είναι η κεφαλή της κλίκας. Και θέλω να μάθω όλα όσα ξέρει.
Εσύ πρέπει να φύγεις από εδώ τώρα. Πρόσεχε πώς θα κινηθείς μες στο σπίτι της! Γνωρίζω πως υπάρχουν δύο φρουροί συνήθως – ένας στην πύλη (ο οποίος αλλάζει βάρδιες με άλλους) και μία πάντα μέσα στο σπίτι (η οποία είναι «της οικογένειας»). Υπηρέτες υπάρχουν δύο – ένα ζευγάρι πορφυρόδερμοι από τη Σάρντλι. Δε νομίζω ότι είναι αξιόμαχοι αλλά απόφυγέ τους.
Πήγαινε στο γκαράζ και πάρε το όχημά μου. Η πόρτα δεν είναι τελείως κλειστή – την άφησα μισάνοιχτη. Και τα κλειδιά είναι επάνω. Πάρε το όχημα και φύγε. Αν στην πύλη ο φρουρός πάει να σε σταματήσει χτυπά την πύλη με το όχημα – δεν νομίζω ν’αντέξει το χτύπημα.
Μην ανησυχείς για εμένα. Από δω και μπρος θα είμαι ο κατάσκοπός σας ανάμεσα στους εχθρούς μας.
(Μέσα στο στιλέτο υπάρχει νήμα στραγγαλισμού.)
(Το στιλέτο έχει μπαταρία. Όταν είναι ανοιχτό και πατήσεις ξανά παρατεταμένα το κουμπί, γίνεται ενεργειακό. Διαρκεί κανένα πεντάλεπτο.)
Η Πάολα βάζει πάλι το χαρτί μέσα στο παντελόνι της. Κοιτάζει τη λαβή του στιλέτου και βλέπει το νήμα που προεξέχει από την άκρη. Διακρίνει επίσης τη θέση για τη μπαταρία. Πατά το κουμπί, παρατεταμένα, και ενεργειακό ρεύμα τυλίγει τη λεπίδα. Ξαναπατά το κουμπί και το ρεύμα διακόπτεται. Η Πάολα κλείνει τη λεπίδα και στρέφεται στην κρυφή πόρτα.
Γυρίζει την πέτρα που προεξέχει: βάζει δύναμη, πιέζοντας και με τα δύο χέρια. Είναι σκληρός ο μοχλός, πολύ σκληρός. Μετά από λίγη προσπάθεια όμως ο τοίχος ανοίγει αυτόματα.
Η Πάολα κοιτάζει έξω. Το υπόγειο είναι κατασκότεινο. Ο Ριχάρδος και η καριόλα έχουν φύγει.
Καλό θα ήταν τώρα να βρει κι εδώ τον διακόπτη για το φως· και δεν έχει ιδέα πού μπορεί να είναι. Αυτό το μέρος, απ’ό,τι θυμάται, είναι πολύ πιο μεγάλο από το προηγούμενο. Και γεμάτο πράγματα.
Με μεγάλη προσοχή, η Πάολα αρχίζει να κινείται μες στο σκοτάδι, έχοντας τα χέρια απλωμένα…
*
Ο Ριχάρδος και η Αμάντα κάθονται στο σαλόνι του πρώτου ορόφου, σ’έναν φουσκωτό καναπέ, πίνοντας Κρύο Ουρανό.
«Δεν έπρεπε να την είχες κάψει τόσο γρήγορα.»
«Μ’εκνεύρισε η ανώμαλη.» Η Αμάντα βγάζει τα παπούτσια της με τα πόδια καθώς πίνει μια γουλιά από το ποτήρι της.
«Θα μιλήσει ώς το πρωί, θα δεις. Η Πάολα μπορεί να κάνει τη σκληρή αλλά, κατά βάθος, φοβάται πολύ εύκολα. Μέχρι αύριο θα μας παρακαλεί να την αφήσουμε να μας πει όλα όσα ξέρει. Νομίζεις ότι είναι ευχάριστο να είσαι όλη νύχτα δεμένος μέσα σ’ένα σκοτεινό δωμάτιο; Και καμένος από οξύ, επίσης;»
«Μιλάς σαν από εμπειρία…» παρατηρεί η Αμάντα, συνοφρυωμένη.
«Ας πούμε ότι έχω κάποια εμπειρία.» Ο Ριχάρδος δεν προθυμοποιείται να εξηγήσει· κοιτάζει τον Κρύο Ουρανό μέσα στο ποτήρι του.
Η Αμάντα σηκώνεται από τον καναπέ, βηματίζοντας ξυπόλυτη μέσα στο σαλόνι. «Τα κατάφερες πολύ καλά,» λέει, πίνοντας ακόμα μια γουλιά από το ποτό της. «Τόσο καιρό προσπαθούσαμε να πιάσουμε την Πάολα…»
«Σου είπα: εγώ είμαι Δρομολόγος. Μ’εμπιστεύεσαι τώρα;»
«Μπορεί,» αποκρίνεται η Αμάντα γυρίζοντας για να τον ατενίσει αντίκρυ της.
«Θα μου πεις ποιοι άλλοι είναι στο κόλπο; Δε μπορώ να είμαι μαζί σας χωρίς να ξέρω ποιοι είστε, Αμάντα. Τι νομίζεις ότι είμαι; Κανένας λακές, χρεώστης της Δυναστείας;»
Η Αμάντα γελά. «Όχι, αγάπη μου, σίγουρα δεν είσαι λακές. Αλλά δεν είσαι και αξιόπιστος ακριβώς…»
«Τι άλλο πρέπει να κάνω;» Ο Ριχάρδος αφήνει το ποτήρι του παραδίπλα. «Σου έφερα την Πάολα, όπως μου ζήτησες. Δεν πρόκειται να σας εξυπηρετήσω άλλο χωρίς να μάθω περισσότερα για εσάς. Ποιος ξεκίνησε αυτή την ιστορία, Αμάντα; Ήταν δική σου η ιδέα;»
«Όχι,» λέει εκείνη, «δεν ήταν δική μου η ιδέα.»
«Του Παλιόσυρμου;»
Η Αμάντα γελά ξανά. «Ο Ρίβης δεν είναι και τόσο… καλός πολιτικός.»
«Δε βλέπω καμια πολιτική ώς τώρα. Πολιτικός είναι αυτός που το ξεκίνησε; Κάποιος του Ύπατου Συμβουλίου; Υπάρχει συγγενής εκεί και δεν το ξέρω;»
Η Αμάντα σμίγει τα χείλη. «Ριχάρδε,» λέει αφήνοντας το ποτήρι της στο τραπέζι, «θα ήθελα πολύ να είσαι μαζί μας. Αλλά δεν είσαι.» Τραβά το πιστόλι μέσα από το σακάκι της, σημαδεύοντάς τον.
«Τι–;»
«Μην κάνεις να σηκωθείς.»
Ο Ριχάρδος μένει στη θέση του. «Τι εννοείς; Σου έφερα την–»
«–Πάολα, ναι. Αλλά, λίγο προτού βγούμε από το υπόγειο, έβαλες κάτι στο χέρι της. Τι ήταν, Ριχάρδε;»
«Κάποιο λάθος κάνεις.»
Η Αμάντα γελά. «Δεν κάνω λάθος, αγάπη μου. Δεν είμαι τυφλή. Μπορεί να μη σ’έβλεπα αν η καρέκλα ήταν όρθια, αλλά δεν ήταν όρθια, ήταν πεσμένη στο πλάι. Επιπλέον, σε πρόσεχα. Από τότε που μου ζήτησες να κλείσω την κρυφή πόρτα και μετά να σου δείξω πώς ανοίγει από μέσα. Γιατί μπορεί να ήθελες να το ξέρεις αυτό, Ριχάρδε;»
«Μη γίνεσαι παρανοϊκή, Αμάντα. Δε συμβαίνει εκείνο που νομίζεις.»
«Φυσικά και συμβαίνει εκείνο που νομίζω. Μου έφερες την Πάολα για να σε εμπιστευτώ. Το είχατε συμφωνήσει οι δυο σας. Πίστευες ότι έτσι θα με ξεγελούσες ώστε να σου πω όλα όσα ξέρω για τους αναμορφωτές–»
«Το μυαλό σου κάνει–» Σηκώνεται από τον καναπέ.
«Δεν κάνει τίποτα το μυαλό μου! Κάτσε κάτω!»
«Δεν κάθομαι, γιατί λες ανοησίες.»
Η Αμάντα, έχοντας τον πομπό της στην τσέπη του σακακιού της, πατά παρατεταμένα το κουμπί του καλώντας τη Βιρίκα. «Θέλω να μάθω τι έχετε σχεδιάσει εσύ και η Πάολα. Της έδωσες κάτι για να ελευθερωθεί από μόνη της, έτσι δεν είναι; Είμαι πολύ περίεργη να δω πού θα πάει μες στο σπίτι μου.»
Τραβά τη σκανδάλη και ενέργεια εκτοξεύεται από το πιστόλι.
Ο Ριχάρδος κραυγάζει καθώς η ριπή τον βρίσκει στην κοιλιά τραντάζοντάς τον πατόκορφα. Ενώ σωριάζεται στο πάτωμα, το χέρι του ρίχνει κάτω το ποτήρι από εκεί όπου το είχε αφήσει. Γυαλιά σπάνε, Κρύος Ουρανός χύνεται.
Η Βιρίκα πετάγεται μέσα στο δωμάτιο βαστώντας πιστόλι και ξιφίδιο. Σταματά. Κοιτάζει την Αμάντα με στενεμένα μάτια.
«Εντάξει,» λέει η διαφημίστρια. «Κοιμάται αυτός. Έχουμε άλλη δουλειά τώρα, Βιρίκα.»
*
Η Πάολα βρίσκει τελικά τον διακόπτη. Τον πατά και το υπόγειο γεμίζει φως. Μέχρι να φτάσει εδώ, δύο φορές παραλίγο ν’ανατρέψει κάποια πράγματα. Παραλίγο. Έχει εμπειρία στο να κινείται μέσα στο σκοτάδι, με την αφή, την οσμή, και την ακοή της για οδηγούς μόνο· είναι Δρομολόγος, δεν είναι καμια τυχαία αλήτισσα της Νίρβεκ.
Από εδώ μ’έφεραν. Κοιτάζει την ξύλινη σκάλα. Την ανεβαίνει και φτάνει στην καταπακτή. Τη σπρώχνει αλλά δεν μπορεί να την ανοίξει. Είναι κλειδωμένη.
Όπως το φοβόταν.
Αλλά αυτή δεν είναι η μοναδική έξοδος. Η Πάολα έχει ήδη δει άλλη μια σκάλα στο βάθος. Και πηγαίνει τώρα προς τα εκεί. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι αυτή η σκάλα, μάλλον, θα οδηγεί κάπου μέσα στο σπίτι, όχι στο γκαράζ, κι επομένως η Πάολα θα πρέπει να κινηθεί αθόρυβα και προσεχτικά για να φτάσει στο όχημα του Ριχάρδου.
Βγάζοντας τα παπούτσια της (και παίρνοντάς τα στο χέρι) για να μην κάνει φασαρία πάνω στα ξύλινα σκαλοπάτια, ανεβαίνει τη σκάλα και βλέπει πως όντως καταλήγει μέσα σε κάποια πολυτελή οικία. Δεν έχει ξανάρθει εδώ, στο σπίτι της Αμάντας, δυστυχώς, οπότε δεν το γνωρίζει καθόλου. Αλλά πόσο δύσκολο μπορεί νάναι να βρει τον δρόμο της;
Βαδίζει επάνω στο παρκέ του διαδρόμου, νυχοπατώντας.
Προς στιγμή αναρωτιέται μήπως είναι ανόητο που φεύγει όπως της ζήτησε ο Ριχάρδος. Αναρωτιέται: δεν είναι τώρα μια πολύ καλή ευκαιρία να κάνει αυτή την ελεεινή σκύλα, την Αμάντα, να το μετανιώσει πικρά για το τριτοδυναμικό κισλένιο που έριξε επάνω της;
Η Πάολα σταματά στα μέσα του διαδρόμου. Αναποφάσιστη. Ο πόνος στον ώμο της κεντρίζει το μυαλό της επώδυνα, και το μυαλό ζητά εκδίκηση. Ένα άλλο μέρος του μυαλό της, όμως, της λέει ν’ακούσει τον Ριχάρδο και να φύγει από εδώ. Ο Ριχάρδος θα είναι τώρα κατάσκοπός τους ανάμεσα στους εχθρούς, και θα μάθουν πολλά έτσι–
Αλλά εκείνος δεν με ρώτησε όταν μ’έφερε εδώ! Να πάει να γαμηθεί! Θα την κάνω να φτύσει αίμα, τη σκύλα! Θα την απαγάγω από εδώ και τότε ούτως ή άλλως θα μας πει όλα όσα ξέρει.
Η Πάολα στρέφεται και πηγαίνει προς το υπόγειο ξανά. Κατεβαίνει τη σκάλα με γρήγορα βήματα και, μετά, πλησιάζει μια υφασμάτινη τσάντα που είδε αφημένη επάνω σ’ένα κιβώτιο, και είναι σίγουρη πως πρόκειται για την τσάντα όπου η Αμάντα έβαλε το μπουκάλι με το τριτοδυναμικό κισλένιο και άλλα πράγματα από εκείνο το κρυφό δωμάτιο.
Την ανοίγει και κοιτάζει μέσα. Ναι, εδώ είναι το μπουκάλι. Η Πάολα περνά την τσάντα στον ατραυμάτιστο ώμο της και βαδίζει μες στο υπόγειο ψάχνοντας και για άλλα πιθανώς χρήσιμα πράγματα. Δε βιάζεται τώρα. Καλύτερα να περιμένει να νυχτώσει για τα καλά, και να πιάσει τη σκύλα στον ύπνο–
Βήματα από τη σκάλα!
Γαμώ τα κρεμασμένα βυζιά της Λόρκης!
Η Πάολα κρύβεται πίσω από ένα βαρέλι, γονατίζοντας. Τα τραυματισμένα πόδια της πονάνε. Αλλά όχι όσο ο καμένος ώμος της. Ο καμένος ώμος της φορτίζει το μυαλό της με λύσσα.
Τα βήματα φτάνουν κάτω. Βήματα δύο ανθρώπων…
«Βγες έξω, Πάολα!» Η φωνή της Αμάντας.
Η Πάολα δεν κουνιέται. Πώς το κατάλαβε, η καταραμένη κόρη της Λόρκης; Έχει τηλεοπτικούς πομπούς εδώ κάτω; Πατά το κουμπί του στιλέτου, κάνοντας τη λεπίδα ν’ανοίξει. Ένα κλικ αντηχεί μες στο υπόγειο – κι αμέσως μετανιώνει για την κίνησή της.
«Πάολα!» φωνάζει η Αμάντα, έχοντας ακούσει τον λεπτό αλλά έντονο ήχο, προφανώς. «Το ξέρω πως είσαι εδώ! Βγες έξω!»
Η Πάολα δεν κινείται.
«Ο Ριχάρδος είναι αιχμάλωτός μου, και θα τον σκοτώσω αν δεν παρουσιαστείς!»
Η Πάολα κρυφοκοιτάζει από μια άκρη του βαρελιού, κι ανάμεσα από τα πράγματα του υπογείου καταφέρνει να διακρίνει την Αμάντα μαζί με μια πρασινόδερμη, ξανθιά γυναίκα. Η μισθοφόρος, μάλλον – αυτή που είναι της οικογένειας. Κι οι δυο τους κρατάνε πιστόλια.
Ο Ριχάρδος έπρεπε να μου είχε δώσει πιστόλι, όχι στιλέτο!
Η Αμάντα κάνει νόημα στη μισθοφόρο, κι αρχίζουν να βηματίζουν προσεχτικά μες στο υπόγειο, η μία μακριά από την άλλη, με τα πιστόλια τους υψωμένα.
Η Πάολα ανοίγει το πώμα του μπουκαλιού με το τριτοδυναμικό κισλένιο. Αυτό, σκέφτεται, έπρεπε κανονικά να πάει για τη σκύλα. Αλλά η άλλη είναι σίγουρα πιο επικίνδυνη από τη χοντρή διαφημίστρια. Η Πάολα περνά το ανοιχτό στιλέτο στη ζώνη της και, με το μπουκάλι στα χέρια, κινείται αθόρυβα πίσω από τα διάφορα πράγματα του υπογείου.
Η μισθοφόρος δεν είναι τώρα μακριά της. Η Πάολα εκτοξεύει το μπουκάλι. Η πρασινόδερμη γυναίκα χτυπιέται στο κεφάλι και το καυστικό υγρό χύνεται πάνω της. Ουρλιάζοντας, αρχίζει να σφαδάζει, ρίχνοντας πράγματα από δω κι από κει.
Η Αμάντα στρέφεται αμέσως, πυροβολώντας. Η Πάολα σκύβει και τρέχει. Αντικείμενα διαλύονται από τις σφαίρες.
«Παραδώσου, Πάολα!» φωνάζει η Αμάντα, με τη φωνή της να χάνεται σχεδόν πίσω από τα ουρλιαχτά της μισθοφόρου. «Θα τον σκοτώσω! Είναι αιχμάλωτός μου!»
Η Πάολα σβήνει την ενεργειακή λάμπα του υπογείου. Το μοναδικό φως τώρα προέρχεται από τη μισάνοιχτη κρυφή πόρτα.
«Πάολα!» τσυρίζει η Αμάντα. «Παραδώσου!» Πυροβολεί στα τυφλά, τρομοκρατημένη, ξέροντας ότι έχει χάσει κάθε πλεονέκτημα που είχε εδώ μέσα. Η Βιρίκα είναι κάτω και δεν μπορεί να τη βοηθήσει, και η Πάολα αναμφίβολα είναι πολύ καλύτερη από εκείνη στο να κινείται μες στο σκοτάδι. Η Αμάντα πρέπει να τη σκοτώσει, τώρα!
Οι σφαίρες της τελειώνουν.
Κλικ κλικ κλικ, κάνει το άδειο πιστόλι.
Η Αμάντα τρέχει προς τη σκάλα του υπογείου – σκοντάφτει πάνω σε κάτι – πράγματα ανατρέπονται χτυπώντας τα πόδια της – πέφτει, μπουρδουκλωμένη. Προσπαθεί να σηκωθεί, χάνοντας το ένα της παπούτσι, πέφτοντας πάλι.
Η Πάολα δεν δυσκολεύεται καθόλου να την εντοπίσει μες στο σκοτάδι. Είναι σχεδόν σαν να τη βλέπει, τόση φασαρία που κάνει, παρά τα ουρλιαχτά της πρασινόδερμης μισθοφόρου. Φτάνει γρήγορα τη διαφημίστρια και την κλοτσά στα πλευρά, μία, δύο, τρεις φορές. Η Αμάντα διπλώνεται σκούζοντας· προσπαθεί να απειλήσει ότι θα σκοτώσει τον Ριχάρδο, αλλά δεν μπορεί να αρθρώσει λέξη. Η Πάολα την καβαλά, γρονθοκοπώντας την στο κεφάλι και καταλαβαίνοντας ότι τη βρίσκει σε κάποιο μάτι.
Πετάγεται όρθια, μετά, και πηγαίνει προς τον διακόπτη του φωτός. Ανάβει τη λάμπα και πλησιάζει τη μισθοφόρο που ακόμα ουρλιάζει. Εκείνη προσπαθεί να σηκωθεί, κάνοντας σπασμούς· τα ρούχα της από τη μέση κι επάνω είναι διαλυμένα, το πράσινο δέρμα της κοκκινισμένο, καμένο: αίμα και πύον κυλάνε· κόκαλα φαίνονται σε κάποια σημεία. Η Πάολα την κλοτσά στο κεφάλι, και η μισθοφόρος παύει να κινείται.
Θεοί… σκέφτεται η Πάολα κοιτάζοντας την όψη της πρασινόδερμης γυναίκας. Πώς έγινε έτσι… Κι αναριγεί καθώς θυμάται ότι μπορεί κι εκείνη να γινόταν έτσι. Πιάνει το πιστόλι της μισθοφόρου από κάτω και βαδίζει προς την Αμάντα.
Η Αμάντα σέρνεται προς τη σκάλα, μη μπορώντας ακόμα ν’αναπνεύσει, φοβούμενη ότι η μέση της έχει σπάσει από τα χτυπήματα της τρελής Δρομολόγου. Δάκρυα θολώνουν τα μάτια της.
Η Πάολα τη φτάνει και, γονατίζοντας πλάι της, την αρπάζει από τα μαλλιά ενώ στο άλλο χέρι κρατά το πιστόλι της μισθοφόρου. «Φεύγεις από τώρα, Αμάντα; Τώρα που γίναμε φίλες;»
«…Ο…» τραυλίζει ξέπνοα η διαφημίστρια. «Ριχάρδ… ος…»
«Ναι. Πού είναι ο Ριχάρδος; Θα με πας σ’αυτόν, έτσι δεν είναι;»
Βήματα από τη σκάλα. Γρήγορα βήματα.
Ένας άντρας κατεβαίνει, με πιστόλι στο χέρι – ο άλλος φρουρός, σίγουρα, σκέφτεται η Πάολα, αυτός της πύλης του κήπου.
Η Πάολα τον πυροβολεί, κι εκείνος τινάζεται πίσω και πάνω. «Ποιος είναι εκεί;» φωνάζει.
«Έχω την Αμάντα Αερόπλευρη!» του λέει η Πάολα. «Θα τη σκοτώσω, εκτός αν κατεβείς ήρεμα, χωρίς όπλο.»
«Πώς το ξέρω ότι λες αλήθεια;»
«Πες του να κατεβεί,» προστάζει η Πάολα την Αμάντα.
Κι εκείνη, τρομοκρατημένη, υπακούει.
«Είστε καλά, κυρία Αερόπλευρη;» ρωτά ο άντρας, χωρίς να κινείται ακόμα.
«Κατέβα αλλιώς θα πάψει νάναι καλά!» προστάζει η Πάολα, και η Αμάντα τον ικετεύει να κατεβεί, να κάνει ό,τι του λέει.
Ο φρουρός, αν και διστακτικά, κατεβαίνει, αφήνοντας το όπλο του πίσω, πάνω σ’ένα σκαλοπάτι. Με τα χέρια του ψηλά, ρωτά: «Τι θέλεις; Να κλέψεις; Πάρε ό,τι–»
Η Πάολα γελά οργισμένα. «Θα πάρω ό,τι θέλω, μη φοβάσαι. Γύρνα μου τώρα την πλάτη και γονάτισε, με τα χέρια σου ψηλά.»
Ο φρουρός υπακούει. Η Πάολα ορθώνεται, τραβώντας το στιλέτο της και πατώντας το κουμπί του για να κάνει ενέργεια να διατρέξει τη λεπίδα. Πλησιάζει τον άντρα και τον καρφώνει στον ώμο· εκείνος τραντάζεται, γρυλίζοντας, από την ενέργεια που τον διαπερνά και σωριάζεται αναίσθητος.
Η Πάολα ξαναπατά το κουμπί, διακόπτοντας τη ροή του ρεύματος.
Ξέρει ότι δεν έχει χρόνο. Οι υπηρέτες θα έχουν καταλάβει ότι κάτι άσχημο γίνεται. Και ίσως να έχουν ήδη καλέσει τη Χωροφυλακή.
*
Νερό χτυπά το πρόσωπο του Ριχάρδου, ξυπνώντας τον. Βλεφαρίζει καθώς βρίσκεται ξαπλωμένος στο πάτωμα. Μουγκρίζει αγγίζοντας την κοιλιά του. Το πουκάμισό του είναι καμένο εκεί, αλλά το έγκαυμα που φαίνεται από κάτω, στο δέρμα του, δεν είναι ούτε κατά διάνοια τόσο σοβαρό όσο αυτά από το τριτοδυναμικό κισλένιο.
Από πάνω του, ο Ριχάρδος βλέπει την Πάολα – και τη γροθιά της νάρχεται προς το μέρος του – χτυπώντας τον στο σαγόνι. Δαγκώνει τα χείλη και τη γλώσσα του, γεύεται αίμα.
«Σήκω πάνω για να μη σε σκοτώσω, γαμώ τη μάνα σου τη Λόρκη, Ριχάρδε,» γρυλίζει η Δρομολόγος.
Ο Ριχάρδος σηκώνεται, φανερά καταπονημένος, και βλέπει παραδίπλα την Αμάντα να στέκεται, με το πρόσωπό της μελανιασμένο, το στόμα της φιμωμένο με κάτι παλιά πανιά, και τα χέρια της δεμένα πίσω από την πλάτη.
«Πάμε να φύγουμε προτού πλακώσουν εδώ οι χωροφύλακες κι ο Παλιόσκυλος,» λέει η Πάολα.
Ο Ριχάρδος δεν κάνει ερωτήσεις, απλά την ακολουθεί καθώς εκείνη αρπάζει την Αμάντα από το μπράτσο κι αρχίζει να τρέχει βγαίνοντας από το σαλόνι. Η Πάολα θεωρεί συνετή την αντίδρασή του· αν είχε τολμήσει να της κάνει ερωτήσεις θα τον είχε καρφώσει με το γαμημένο στιλέτο του ενεργειακά φορτισμένο.
Κατεβαίνουν στο ισόγειο και, χωρίς να συναντήσουν κανέναν – οι υπηρέτες μάλλον κρύβονται – βγαίνουν στον κήπο, πηγαίνουν στο γκαράζ, και ανοίγουν το τετράκυκλο όχημα του Ριχάρδου. Την Αμάντα η Πάολα τη σπρώχνει στο πίσω κάθισμα, και του λέει: «Πρόσεχέ την,» ενώ η ίδια κάθεται στο τιμόνι και ενεργοποιεί τη μηχανή.
«Έχε υπόψη σου τον φρουρό στην πύλη,» της λέει ο Ριχάρδος, καθισμένος δίπλα της.
«Είχε έρθει κάτω, στο υπόγειο, νομίζω. Τον τακτοποίησα.» Η Πάολα βγάζει το όχημα από το γκαράζ και το οδηγεί προς την πύλη. Πράγματι, κανένας δεν είναι εκεί. Αναπτύσσοντας ταχύτητα, κουτουλά την πύλη κι αυτή ανοίγει απότομα και χωρίς δυσκολία.
Φεύγουν από τη μονοκατοικία, και στο δρόμο τους συναντούν τέσσερα δίκυκλα της Χωροφυλακής που έρχονται τρέχοντας προς τα εκεί, ακολουθούμενα από ένα τετράκυκλο. Οι χωροφύλακες δεν προσπαθούν να τους σταματήσουν, και η Πάολα αναπνέει ξανά.
«Τι μαλακία ήταν αυτή που έκανες;» ρωτά τον Ριχάρδο. «Και δεν φτάνει που έκανες τη μαλακία σου, αυτή η καριόλα σε κατάλαβε κιόλας!»
«Δεν το είχα σχεδιάσει να με καταλάβει,» αποκρίνεται ξερά ο Ριχάρδος, τρίβοντας το έγκαυμα στην κοιλιά του. Κάθε νεύρο του σώματός του πονά από την ενεργειακή ριπή που δέχτηκε, και κάπου-κάπου χρώματα χορεύουν μπροστά στα μάτια του.
«Αυτό σού έλειπε, να το είχες σχεδιάσει κιόλας! Κανονικά έπρεπε να σε είχα αφήσει εκεί να σε περιλάβει ο Παλιόσκυλος!»
Μια από τις πίσω πόρτες ανοίγει, ξαφνικά.
Η Αμάντα κατάφερε να την ανοίξει με τα πόδια της, και τώρα κάνει να πηδήσει έξω από το όχημα που τρέχει. Αλλά ο Ριχάρδος απλώνει τα χέρια του, την αρπάζει, και την τραβά μέσα. Κλείνει την πόρτα αμέσως. Η Αμάντα μουγκρίζει ξέφρενα πίσω από το φίμωτρό της.
«Μην αναστατώνεσαι, γλυκιά μου,» της λέει η Πάολα, κοιτάζοντάς την από τον καθρέφτη, «θ’ασχοληθούμε σύντομα και μ’εσένα.» Και προς τον Ριχάρδο: «Δεν έχεις άλλο Ανθό της Λησμονιάς εδώ μέσα;»
«Έχω.»
«Δώσ’ της να μυρίσει, τότε· τι κάθεσαι;»
Όταν ξυπνά βλέπει μια στρογγυλή ενεργειακή λάμπα στο ταβάνι από πάνω της, και μετά συνειδητοποιεί πως βρίσκεται ξαπλωμένη μέσα σ’ένα άγνωστο δωμάτιο. Τα χέρια της είναι δεμένα στο πλάι του κρεβατιού, τα πόδια της στο πέρας του· το στόμα της είναι φιμωμένο.
Μια γυναίκα την πλησιάζει από δίπλα, ντυμένη με τα ρούχα γιατρού και μια πλαστική μάσκα στο πρόσωπο. Μόνο τα μάτια της φαίνονται. Στα χέρια της φορά λευκά γάντια, και το δεξί κρατά ένα νυστέρι.
Η Αμάντα ουρλιάζει, τρομοκρατημένη, πίσω από το φίμωτρό της, παλεύοντας μάταια με τα δεσμά, κάνοντας το μεταλλικό κρεβάτι να τρίζει από κάτω της.
«Μην ανησυχείτε,» λέει η γιατρός· «είναι μια απλή επέμβαση.» Πιάνει, με το ένα χέρι, τη μπλούζα της Αμάντας, και με το νυστέρι τη σκίζει κάθετα, στη μέση.
«ΜΜΜΜΜΜ!» σκούζει η Αμάντα πίσω από φίμωτρο, μην καταλαβαίνοντας τι συμβαίνει, πώς έχει βρεθεί εδώ πέρα. Ονειρεύεται; Είναι εφιάλτης;
Η γιατρός αγγίζει, με το γαντοφορεμένο χέρι της, την κοιλιά της Αμάντας. «Μου ζητήσατε να αφαιρέσω λίγο βάρος,» λέει.
«ΜΜΜΜΜΜΜΜ!»
«Αλλά νομίζω πως» – η γιατρός κόβει στη μέση τον στηθόδεσμο της Αμάντας με το νυστέρι – «ξέρω τι σας βαραίνει περισσότερο. Να αφαιρέσω το αριστερό ή το δεξί;» Η λεπίδα ακραγγίζει τη δεξιά θηλή.
«ΜΜΜΜΜΜ!»
«Ή,» ρωτά η γιατρός, «μπορούμε να μιλήσουμε;»
Η Αμάντα βαριανασαίνει, τρέμοντας, νιώθοντας κρύο ιδρώτα να τη λούζει. «Μμμμμμ…»
«Να μιλήσουμε;»
Η Αμάντα νεύει, αν και δεν καταλαβαίνει πώς βρέθηκε εδώ. Ποια είναι αυτή η γιατρός; Δεν μπορεί να είναι πραγματική γιατρός!
Η Πάολα βγάζει την πλαστική μάσκα από το πρόσωπό της· την πετά παραδίπλα. «Θα μιλήσουμε;»
Αυτή! Φυσικά· ποια άλλη; Η σκύλα η Δρομολόγος!
Η Αμάντα νεύει ξανά.
«Θα μου πεις τα πάντα; Ό,τι θέλω;»
Η Αμάντα νεύει για τρίτη φορά, έντονα.
«Να μην αφαιρέσω λίγο βάρος, πρώτα;»
«Μμμ!»
Η Πάολα ξεκολλά το φίμωτρο, απότομα, επώδυνα, από το πρόσωπο της Αμάντας, κι εκείνη αισθάνεται αμέσως δάκρυα να πλημμυρίζουν τα μάτια της. «Λύσε με,» ζητά με πνιχτή φωνή.
Η Πάολα μαζεύει τη σκισμένη μπλούζα μπροστά στα στήθη και στην κοιλιά της Αμάντας, κρύβοντας τη σάρκα της. «Στο νοσοκομείο είμαστε, μην ανησυχείς.»
«Λύσε με!» φωνάζει η Αμάντα και χτυπιέται, κάνοντας το κρεβάτι να τρίζει.
«Να σε ελαφρύνω;»
Η Αμάντα παύει να κουνιέται. «Τι θες να μάθεις;» ρωτά κλαίγοντας με λυγμούς. «Θα σου πω ό,τι θέλεις!»
Η Πάολα κάθεται δίπλα της στο κρεβάτι, παίζοντας με το νυστέρι μέσα στα γαντοφορεμένα χέρια της. «Κατά πρώτον, θέλω να μάθω αν είσαι συνεννοημένη με τον Παλιόσκυλο. Ξέρεις σε ποιον Παλιόσκυλο αναφέρομαι, έτσι;»
«Ναι,» λέει η Αμάντα καταπίνοντας δάκρυα, τρέμοντας.
«Το ναι αυτό είναι για τη μία ερώτηση ή για την άλλη;»
«Και για τις δύο. Ναι, είμαστε μαζί με τον Ρίβη Παλιόσυρμο.»
«Σχεδιάσατε μαζί τον φόνο του Φιλοπολίτη Τασνικέφ;»
«Ο – ο Ζορδάμης τον σκότωσε, ο Τοξότης.»
«Το είχατε, όμως, σχεδιάσει μαζί με τον Παλιόσκυλο, έτσι;»
«Ναι, αλλά – αλλά όχι μόνο εμείς.»
«Πάμε στην επόμενη ερώτηση, δηλαδή. Ποιοι άλλοι είναι μέσα στην κλίκα σας; Ποιοι παίρνουν τέτοιες αποφάσεις, όπως εσείς οι δύο;»
«Ο Νεογνός Βίσκερνιφ. Και ο Ναρκάμης των Δρομολόγων· αλλά ο Ναρκάμης είναι – είναι–»
«–νεκρός, ναι. Και μάλλον πέθανε πιο ανώδυνα απ’ό,τι θα πεθάνεις εσύ–»
«Σου λέω ό,τι θέλεις, Πάολα! Σε παρακαλώ!»
«Μη φοβάσαι,» της λέει η Πάολα χαϊδεύοντας τα μαλλιά της, παραμερίζοντάς τα από το ιδρωμένο μέτωπό της, «θα σε φροντίσω, Αμάντα.»
Τα μάτια της Αμάντας την ατενίζουν γεμάτα τρόμο. Το αριστερό είναι πρησμένο, μισόκλειστο, από τη γροθιά που της έδωσε η Πάολα στο υπόγειο του σπιτιού της.
«Ποιος είναι ο αρχηγός της κλίκας σας μέσα στη Νίρβεκ;» τη ρωτά τώρα.
«Μ-μέσα στη Νίρβεκ; Δεν, δεν υπάρχει αρχηγός μέσα στη Νίρβεκ. Μετά… μετά θα υπάρχει Σιδηρά Αρχή. Όταν – όταν τελειώσει η, το, το ξεκαθάρισμα.»
«Όταν έχετε σκοτώσει όσους δεν θέλετε να υπάρχουν κι έχετε φέρει με το μέρος σας τους υπόλοιπους…»
Η Αμάντα μένει σιωπηλή προς στιγμή· μετά λέει, αδύναμα: «Ναι.»
Η Πάολα ρωτά: «Ποιος ξεκίνησε αυτή την ιστορία; Γιατί δεν είναι κάτι που συμβαίνει μόνο στη Νίρβεκ, όπως ξέρω πολύ καλά.»
«Η Ασημίνα Νέρφελδιφ.»
«Είσαι σίγουρη;»
«Ναι. Έχω μιλήσει μαζί της. Εγώ κι ο Νεογνός. Εγώ κι ο Νεογνός κυρίως έχουμε επαφές μαζί της.» Καταπίνει δάκρυα. «Και ο Τοξότης. Λύσε με, Πάολα, σε παρακαλώ.»
Η Πάολα κάνει πως δεν το άκουσε αυτό το τελευταίο. «Και γιατί σκοτώνετε εκείνους που σκοτώνετε; Ποιο είναι το κριτήριο; Δεν προσπαθείτε όλους, πρώτα, να τους φέρετε με το μέρος σας.»
«Λύσε με, Πάολα, και θα σου πω τα πάντα!» Η Αμάντα τραντάζει νευρικά το κρεβάτι.
Η Πάολα υψώνει το νυστέρι· η λεπίδα του γυαλίζει στο φως της ενεργειακής λάμπας.
Η Αμάντα παύει να κουνιέται. «Τα μέλη της Παλιάς Δυναστείας, κατά πρώτον, πρέπει να βγουν από τη μέση,» λέει αμέσως. «Και άλλοι που αποκλείεται να συμφωνήσουν με, με το να γίνει αυτό που πρέπει να γίνει.»
«Μάλιστα,» λέει η Πάολα. «Γνωρίζεις για την Παλιά Δυναστεία, λοιπόν…»
Η Αμάντα ξεροκαταπίνει. «Ναι.» Και απορεί που κι η Πάολα ξέρει για την Παλιά Δυναστεία. Δεν είναι μέλος της, σωστά;
«Πώς το έμαθες;»
«Η Παλιά Δυναστεία υπάρχει, Πάολα, δεν είναι μύθος, και ελέγχει όλη τη Σιδηρά Δυναστεία. Είναι ένας μικρός πυρήνας που την έλεγχε ανέκαθ–»
«Γνωρίζω πως υπάρχει· δεν το αμφιβάλλω. Αν και δεν ελέγχει τη Σιδηρά Δυναστεία τόσο όσο φαίνεται να νομίζεις. Πώς, όμως, έμαθες εσύ για την Παλιά Δυναστεία; Γνωρίζεις ποια είναι τα μέλη της;»
«Ναι, ξέρω… ξέρω για κάποια μέλη. Δεν ξέρω αν είναι όλα…»
«Και πώς το έμαθες;» Η Πάολα παραμερίζει πάλι τη σκισμένη μπλούζα μπροστά από την Αμάντα, και το νυστέρι της κατεβαίνει.
Η Αμάντα ουρλιάζει. «Θα σου πω! Θα σου πω! Δεν είπα πως δεν θα σου πω!»
Η λεπίδα αγγίζει το μεγάλο αριστερό στήθος της Αμάντας. «Είμαι όλο αφτιά…»
«Η Ασημίνα Νέρφελδιφ. Αυτή ξέρει για την Παλιά Δυναστεία. Αυτή το έμαθε και μας το είπε. Ξέρει ποια είναι τα μέλη. Και ξέρει κι ότι έρχονται σ’επαφή με κάποιες οντότητες στο φεγγάρι.»
Η Πάολα γελά. «Μη μου λες παραμύθια, τώρα, Αμάντα!»
«Αλήθεια είναι. Έτσι, τουλάχιστον, μας έχει πει η Ασημίνα.»
«Ναι, Πάολα, είναι αλήθεια.»
Η Πάολα γυρίζει και βλέπει στην πόρτα του δωματίου να στέκεται η γυναίκα που γνωρίζει ως Βατράνια, παρακολουθώντας την ανάκριση.
«Θα σου εξηγήσω,» λέει η Αστερόπη.
*
Η Πάολα, φεύγοντας από τη μονοκατοικία της Αμάντας Αερόπλευρης μαζί με τον Ριχάρδο, κάλεσε με τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της (τον οποίο ο Ριχάρδος είχε κρατήσει απενεργοποιημένο μες στο όχημά του) τον Σουτούρη τον Τυχερό, κι εκείνος τής είπε ότι βρισκόταν στο Μεγάλο Δυτικό Νοσοκομείο με τη Βατράνια και τη Δήμητρα’μορ, και ανησυχούσαν γι’αυτήν.
«Μην ανησυχείτε,» τους είπε η Πάολα· «έρχομαι εκεί τώρα. Με τον Ριχάρδο και… μια φίλη.»
Μετά, κάλεσε την αδελφή της, τη Μαργκώ, για να την ειδοποιήσει ότι θα έφερνε μια αιχμάλωτη στο νοσοκομείο και να της πει, επίσης, ότι χρειαζόταν βοήθεια. Είχε επάνω της έγκαυμα από τριτοδυναμικό κισλένιο.
«Μα τους θεούς, Πάολα! Πώς έπεσε τέτοιο πράγμα πάνω σου;»
«Μην το ψάχνεις· θα σου εξηγήσω άλλη φορά. Ευτυχώς είναι μόνο στον ώμο. Αλλά θέλω να το φροντίσεις.»
«Εννοείται. Θα σε συναντήσω στο νοσοκομείο.»
Και τη συνάντησε χωρίς καθυστέρηση. Όταν η Πάολα και ο Ριχάρδος έφτασαν στο Μεγάλο Δυτικό Νοσοκομείο της Νίρβεκ, η Μαργκώ ήταν ήδη εκεί, και περιποιήθηκε το έγκαυμα της Πάολας, βάζοντας επάνω του μια αλοιφή και κλείνοντάς το με γάζες. Επίσης, έβαλε αντισηπτικό στο κόψιμο στο μάγουλό της και αλοιφή στο πολύ πιο ελαφρύ έγκαυμα στην κοιλιά του Ριχάρδου.
«Ποια είναι αυτή;» ρώτησε για την Αμάντα. Αλλά η Πάολα τής ζήτησε να μην κάνει ερωτήσεις τώρα. Και μετέφεραν τη ναρκωμένη διαφημίστρια στην εγκαταλειμμένη πτέρυγα του νοσοκομείο, όπου κρυβόταν κι ο Ρίβης Νέρφελδιφ.
Εκεί συνάντησαν τον Σουτούρη τον Τυχερό, την Αστερόπη (που η Πάολα γνώριζε ως Βατράνια), και τη Δήμητρα’μορ. Και έβαλαν την Αμάντα σ’ένα δωμάτιο ώστε να την ανακρίνουν.
Τώρα, η ανάκριση έχει τελειώσει. Η Πάολα έχει φιμώσει πάλι τη διαφημίστρια και την έχει αφήσει δεμένη στο κρεβάτι, πηγαίνοντας στο δωμάτιο του Ρίβη, όπου είναι συγκεντρωμένοι όλοι τους εκτός από τη Μαργκώ. Η Πάολα τής ζήτησε να φύγει, υποσχόμενη ότι θα της εξηγήσει μετά. Εκείνη δεν έφερε αντίρρηση, αλλά είπε: «Και την άλλη φορά τα ίδια δεν μου έλεγες, αδελφούλα; Ελπίζω να μη με βάλεις σε μπελάδες. Δεν είναι ιδιοκτησία μου το νοσοκομείο.»
«Γιατί δεν μας είπατε εξαρχής γι’αυτές τις οντότητες του φεγγαριού;» ρωτά η Πάολα.
«Για προφανείς λόγους, Πάολα,» αποκρίνεται ο Σουτούρης. «Είναι… προσωπική υπόθεση.»
«Η ‘υπόθεσή’ σας έχει πάψει να είναι προσωπική από τότε που άρχισε να γίνεται πόλεμος μες στη Δυναστεία για χάρη σας!»
«Δεν γίνεται για χάρη μας, Πάολα,» της λέει η Αστερόπη· «μην αφήνεις τα λόγια της Αμάντας να σε παραπλανούν. Και δεν ισχυρίζομαι πως το κάνει επίτηδες· ίσως κι η ίδια νάναι παραπλανημένη. Όπως σας είπαμε και την άλλη φορά, δεν ελέγχουμε εμείς τη Δυναστεία· απλώς καταγόμαστε από την πρώτη οικογένεια που η Δυναστεία ξεκίνησε πριν από εκατοντάδες χρόνια.»
«Εντάξει,» λέει η Πάολα, κουρασμένα, και βγάζει τσιγάρο.
Η Δήμητρα’μορ τής πιάνει το χέρι προτού η Δρομολόγος το ανάψει. «Όχι εδώ μέσα.» Ρίχνει μια ματιά στον Ρίβη.
«Δεν ενοχλούμαι,» λέει εκείνος, αδύναμα, από το κρεβάτι.
«Δεν έχει σημασία!» επιμένει η Δήμητρα.
Η Πάολα επιστρέφει το τσιγάρο στην ταμπακιέρα της.
Η Αστερόπη λέει: «Καλό θα ήταν, επιπλέον, να ξέρετε και το αληθινό μου όνομα πια, το οποίο είναι Αστερόπη.»
«Αστερόπη…» λέει η Πάολα, μορφάζοντας. «Όχι και τόσο συνηθισμένο. Τέλος πάντων. Αν δεν ήσουν εσύ, Αστερόπη, και ο Σουτούρης που μου λέγατε για τις οντότητες του φεγγαριού δεν πρόκειται να τα πίστευα αυτά τα πράγματα – με τίποτα.»
Η Αστερόπη νεύει. «Ναι· μοιάζουν εξωφρενικά. Αλλά είναι αλήθεια. Η Παλιά Δυναστεία, εδώ και αιώνες, μπορεί, σε ορισμένα μέρη της Σεργήλης, να έρχεται σε επαφή με τις οντότητες στο φεγγάρι.»
«Και τι είδους ‘απαγορευμένες γνώσεις’ παίρνει;» Έτσι είπε η Αμάντα λίγο πριν από το τέλος της ανάκρισης: ότι η Ασημίνα Νέρφελδιφ ισχυριζόταν πως οι κάτοικοι του φεγγαριού προσφέρουν απαγορευμένες γνώσεις στην Παλιά Δυναστεία.
«Δεν ξέρω αν οι γνώσεις είναι απαγορευμένες ή όχι. Οι οντότητες του φεγγαριού μάς καθοδηγούν πνευματικά έτσι ώστε να ερχόμαστε σε επαφή με τους προγόνους μας που έζησαν πριν από πολλά χρόνια. Είναι σαν… ο χρόνος να διαλύεται, και το μυαλό μας να γίνεται ένα μαζί τους.»
Η Πάολα την ατενίζει με φανερή δυσπιστία. «Και η Ασημίνα Νέρφελδιφ πώς μπορεί να έμαθε για όλ’ αυτά;» Η Αμάντα είπε ότι δεν γνώριζε: και όσο κι αν η Πάολα την απείλησε, η απάντησή της δεν άλλαξε· οπότε δεν μπορεί να έλεγε ψέματα. Ήταν, αναμφίβολα, τρομοκρατημένη.
«Δεν ξέρω,» αποκρίνεται η Αστερόπη. «Το αποκλείω, πάντως, η Ασημίνα Νέρφελδιφ να είναι της Παλιάς Δυναστείας.» Και στρέφεται να κοιτάξει τον Ρίβη.
«Δεν είμαστε της Παλιάς Δυναστείας,» τη διαβεβαιώνει εκείνος, ξαπλωμένος στο κρεβάτι.
Ο Σουτούρης τον ρωτά: «Πώς, τότε, γνωρίζει η αδελφή σου για τους κατοίκους του φεγγαριού; Πώς γνωρίζει καν ποια είναι τα μέλη της Παλιάς Δυναστείας, μα τα κέρατα του Κάρτωλακ;»
«Δεν ξέρω, Σουτούρη. Δεν έχω ιδέα. Σε ψυχιατρείο ήμουν κλεισμένος τα τελευταία τρία χρόνια. Και μη βλασφημάς στο όνομα του Άρχοντα των Δασών!»
«Κάτι δεν πηγαίνει καθόλου καλά εδώ,» μουρμουρίζει η Πάολα.
«Σώπα…» της λέει η Αστερόπη.
Η Πάολα ρωτά: «Θα μπορούσε να υπάρχει κάποιος προδότης μέσα στην Παλιά Δυναστεία;»
«Δε νομίζω. Γιατί να μας προδώσει; Η Παλιά Δυναστεία δεν είναι καμια αχανής οργάνωση όπως η Σιδηρά Δυναστεία. Μερικοί άνθρωποι είναι, Πάολα· κι έχουν δεσμούς κοντινής συγγένειας.»
Ο Ριχάρδος, που ήταν σιωπηλός ώς τώρα, ρωτά: «Με την Αμάντα τι θα κάνουμε;»
«Να μην της κάνω εγχείρηση;» λέει η Πάολα, με διαβολική έκφραση στο φαινομενικά αθώο πρόσωπό της.
Ο Σουτούρης λέει: «Ζωντανή μάς είναι πιο χρήσιμη.»
«Σίγουρα,» συμφωνεί η Αστερόπη. «Το θέμα είναι πού να τη βάλουμε. Υποθέτω η αδελφή σου, Πάολα, δεν θα συμφωνήσει να την αφήσουμε εδώ, δεμένη μες στο νοσοκομείο. Και ούτε στο σπίτι της μπορούμε να της επιτρέψουμε να πάει.»
«Θα κανονίσουμε κάτι,» υπόσχεται η Πάολα. Και προς τον Ριχάρδο: «Έτσι δεν είναι;»
Εκείνος νεύει. «Δε θάναι δύσκολο.»
«Δρομολόγοι είμαστε, Αστερόπη,» λέει η Πάολα, «μην το ξεχνάς. Αυτά τα πράγματα είναι η ειδικότητά μας.»
*
Οι δυνάμεις της Χωροφυλακής έχουν περικυκλώσει τη μονοκατοικία στο Ακρολίμανο, αλλά είναι πλέον φανερό ότι οι δράστες έχουν προ πολλού εξαφανιστεί και, μάλιστα, παίρνοντας την Αμάντα Αερόπλευρη μαζί τους. Οι δύο πορφυρόδερμοι υπηρέτες του σπιτιού – ο Κλεόβουλος και η γυναίκα του – ισχυρίζονται πως δεν είδαν τίποτα. Άκουσαν μόνο φωνές και πυροβολισμούς από το υπόγειο και, τρομαγμένοι, προσπάθησαν να βρουν την κυρία Αερόπλευρη και τη Βιρίκα, τη σωματοφύλακά της. Αντί γι’αυτές – που δεν φαινόταν να είναι πουθενά – συνάντησαν τον φύλακα της πύλης που, ακούγοντας κι εκείνος τους θορύβους, είχε έρθει μέσα στην οικία. Τους είπε να καλέσουν τη Χωροφυλακή, και ο ίδιος κατέβηκε προς το υπόγειο.
Η Χωροφυλακή τον βρήκε πεσμένο μπρούμυτα με μια μαχαιριά στην ωμοπλάτη. Και το τραύμα ήταν καμένο. Η λεπίδα που τον χτύπησε ήταν, αναμφίβολα, ενεργειακά φορτισμένη. Ο ίδιος ο φρουρός λέει πως τον τράνταξε και έχασε τις αισθήσεις του· και αναφέρει, επίσης, στη Χωροφυλακή πως η κυρία Αερόπλευρη ήταν στο υπόγειο, αιχμάλωτη μιας άγνωστης γυναίκας – την οποία και περιγράφει όσο καλύτερα μπορεί. Και εξηγεί ότι αναγκάστηκε να κατεβεί άοπλος και, τελικά, αυτή η γυναίκα τον αναισθητοποίησε με το ενεργειακό όπλο της.
Η Βιρίκα είναι λιπόθυμη, και το σώμα της, από τη μέση κι επάνω, έχει τρομερά εγκαύματα από τριτοδυναμικό κισλένιο. Ένα νοσοκομειακό όχημα έρχεται και τη μεταφέρει στην Πολυκλινική Ολάνοιχτου. Ο Ολάνοιχτος είναι δίπλα από το Ακρολίμανο, στις ανατολικές όχθες του ποταμού Τάρνοφ, έτσι δεν αργούν καθόλου να φτάσουν εκεί και να περιποιηθούν την τραυματισμένη μισθοφόρο.
Μερικές ώρες μετά τα μεσάνυχτα, ο Ρίβης Παλιόσυρμος μπαίνει στο δωμάτιό της, ειδοποιημένος για τα γεγονότα στη μονοκατοικία της Αερόπλευρης μέσω του δικτύου της Σιδηράς Δυναστείας.
Η πρασινόδερμη γυναίκα έχει ξυπνήσει· τα μάτια της είναι ανοιχτά.
«Βιρίκα,» λέει ο Ρίβης καθίζοντας δίπλα της, σε μια καρέκλα. Το σεντόνι που κρύβει το γυμνό σώμα της στηρίζεται σε μεταλλικά υποστηρίγματα ώστε να μην ακουμπά στο καμένο δέρμα.
«Κύριε λοχαγέ…» Η φωνή της είναι ξερή, αδύναμη, κουρασμένη.
«Οι γιατροί μού είπαν ότι, όταν τα εγκαύματα επουλωθούν, θα είσαι καλά, όπως ήσουν πριν.»
«Θα είμαι σημαδεμένη παντού.» Τα μάτια της ατενίζουν ανέκφραστα το ταβάνι.
«Θα το φροντίσουμε αυτό,» της λέει ο Ρίβης, όσο πιο καθησυχαστικά μπορεί. «Η οικογένεια φροντίζει τους ανθρώπους της,» προσθέτει με χαμηλή φωνή. «Μπορείς να μου πεις, τώρα, τι έγινε στη μονοκατοικία; Ποιοι ήταν εκεί;»
«Ο Ριχάρδος των Δρομολόγων, και η Πάολα…»
Όταν ο Ρίβης Παλιόσυρμος βγαίνει, τελικά, από την Πολυκλινική Ολάνοιχτου και βαδίζει κουτσαίνοντας προς το τετράκυκλο όχημά του, ένας καβαλάρης επάνω σε άλογο τον πλησιάζει τροχάζοντας.
Ο Ρίβης στρέφεται, με το χέρι του στη λαβή του πιστολιού του. Αλλά δεν είναι άλλος από τον Τοξότη, τυλιγμένος στην κάπα του και με την κουκούλα στο κεφάλι. Το τόξο και η φαρέτρα του κρέμονται από τη σέλα του αλόγου, κρυμμένα κάτω από δέρμα λύκου.
«Τι έγινε, Παλιόσυρμε; Είναι νεκρή η Αερόπλευρη;»
«Αιχμάλωτη, απ’ό,τι καταλαβαίνω,» αποκρίνεται ο λοχαγός της Χωροφυλακής· και προσθέτει: «Θα χρειαστούμε τα εύστοχα βέλη σου, πολύ σύντομα.»
Την επόμενη μέρα κιόλας, ο Ρίβης Παλιόσυρμος εξέδωσε ένταλμα σύλληψης για την Πάολα Νικόφωνη που δεν ήταν άγνωστο σε πολλούς μέσα στη Χωροφυλακή ότι ανήκε στους Δρομολόγους. Το ένταλμα το βάσισε στις περιγραφές της Βιρίκα και του άλλου φρουρού της μονοκατοικίας της Αμάντας Αερόπλευρης, καθώς και σε μια φωτογραφία. Πήγε τη φωτογραφία της Πάολας στον φρουρό της πύλης και στη Βιρίκα και τους ρώτησε: «Είναι αυτή η γυναίκα που είδατε;» Κι εκείνοι έδωσαν θετική απάντηση. Ο Ρίβης μπορούσε, λοιπόν, να προστάξει τώρα τη Χωροφυλακή να κυνηγήσει την Πάολα ως βασική ύποπτη.
Για τον Ριχάρδο δεν έκανε τίποτα μέσω της ιδιότητάς του ως λοχαγός της Χωροφυλακής, γιατί ήξερε πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ο φρουρός της πύλης απλά τον είχε δει να μπαίνει στην οικία, όχι να δρα με τρόπο ύποπτο· και η Βιρίκα είχε δει την Αμάντα να χτυπά με ενεργειακή ριπή τον Ριχάρδο, όχι το αντίστροφο. Επομένως, ο Ρίβης το θεώρησε πιο συμφέρον να τον αγνοήσει τελείως. Ζήτησε μάλιστα από τη Βιρίκα να μην αναφέρει σε κανέναν χωροφύλακα το γεγονός ότι η Αμάντα πυροβόλησε τον Ριχάρδο.
Τώρα, λοιπόν, οι χωροφύλακες της Νίρβεκ πηγαίνουν στο σπίτι της Πάολας στον Παράπλευρο. Διαρρηγνύουν την πόρτα αλλά δεν βρίσκουν την ύποπτη μέσα, γιατί η Δρομολόγος δεν μένει πια εκεί (όπως, άλλωστε, ξέρει ο Παλιόσυρμος από άτυπη παρακολούθηση του σπιτιού). Αφήνουν ανθρώπους τους για να κατασκοπεύουν το σπίτι και φεύγουν. Αρχίζουν να αναζητούν την Πάολα σ’ολόκληρη τη Νίρβεκ και, κυρίως, σε μέρη όπου είναι γνωστό πως συχνάζει η συμμορία των Δρομολόγων.
Επισκέπτονται την αδελφή της, τη Μαργκώ, στο Μεγάλο Δυτικό Νοσοκομείο, και της λένε πως ζητάνε την Πάολα για μια πολύ σημαντική υπόθεση της Χωροφυλακής· γνωρίζει πού είναι; Η γιατρός αποκρίνεται πως δεν έχει ιδέα. Δεν τη βρήκαν στο σπίτι της;
Οι χωροφύλακες ρωτάνε, μετά, τον αδελφό της Πάολας, τον Ζακ, που έχει τυπογραφείο στην Οδό Καλόπατου. Γνωρίζει πού βρίσκεται; Τη ζητάνε για μια πολύ σημαντική υπόθεση της Χωροφυλακής. Ο Ζακ απαντά πως δεν ξέρει πού είναι η Πάολα· υπόσχεται, όμως, πως θα την ειδοποιήσει μόλις τη δει. Τον ρωτάνε μήπως έχει κάποιον τηλεπικοινωνιακό κώδικά της, αλλά εκείνος αποκρίνεται πως δεν έχει.
Οι χωροφύλακες συνεχίζουν να αλωνίζουν τα μέρη των Δρομολόγων προσπαθώντας να εντοπίσουν την Πάολα, μέχρι που, αναπόφευκτα, κατά το απόγευμα, τραβάνε την προσοχή του Πατέρα και της Μητέρας των Δρομολόγων, που είναι αρχηγοί της συμμορίας, καθώς και την προσοχή του Γρύπα’χοκ, ο οποίος είναι αρχηγός των Δρομονόμων, της προσωπικής «χωροφυλακής» των Δρομολόγων. Ο Πατέρας αντικρίζει τους χωροφύλακες και απαιτεί να μάθει γιατί τόσο μεγάλη συγκέντρωση των ανθρώπων τους στις περιοχές των Δρομολόγων. Συμβαίνει κάτι; Αν όχι, τότε καλύτερα να φύγουν από εδώ προτού αρχίσουν να γίνονται δυσάρεστα επεισόδια.
Η Μητέρα δεν είναι μαζί του, καθώς εκείνος μιλά με τρεις λοχίες της Χωροφυλακής σ’έναν πεζόδρομο, αλλά παρακολουθεί μέσα από ένα όχημα. Ούτε ο Γρύπας’χοκ είναι μαζί του, αλλά κι αυτός παρακολουθεί από έναν παράπλευρο δρόμο, επάνω στο ασημόχρωμο δίκυκλό του· και κοντά του είναι και μερικοί άλλοι Δρομονόμοι, με όπλα κρυμμένα μέσα στα ρούχα τους.
Οι χωροφύλακες απαντούν στον Πατέρα ότι έχει εκδοθεί ένταλμα σύλληψης για την Πάολα Νικόφωνη, κι έρχονται εδώ για να την αναζητήσουν επειδή είναι γνωστό πως ανήκει στους Δρομολόγους. Στο σπίτι της δεν έχει παρουσιαστεί ακόμα.
Για ποιο λόγο εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης; τους ρωτά ο Πατέρας, κι εκείνοι τού εξηγούν ότι η Πάολα επιτέθηκε σε δύο φρουρούς μιας μονοκατοικίας ώστε να απαγάγει από εκεί ένα άτομο. Περισσότερα δεν μπορούν να του πουν.
«Γνωρίζετε πού βρίσκεται η Πάολα; Αν μας πείτε, δεν θα υπάρχει πια λόγος να είμαστε εδώ,» λέει στον Πατέρα μια λοχίας της Χωροφυλακής.
«Δεν έχω ιδέα πού είναι η Πάολα,» αποκρίνεται ο Πατέρας (γιατί, φυσικά, το ένα μέλος των Δρομολόγων πάντα βοηθά το άλλο)· «έχω να τη δω μέρες. Αλλά, αν δεν πάρετε τους ανθρώπους και τα οχήματά σας από τις περιοχές μας, σας το λέω πως μπορεί να γίνουν παράξενα επεισόδια. Έχετε γεμίσει τους δρόμους με ένοπλους. Μέχρι στιγμής νόμιζα ότι ζούσα σε μια φιλήσυχη πόλη· τώρα έχω αρχίσει να φοβάμαι να βγω απ’την πόρτα μου! Και δε μ’αρέσει.» Και με τούτα τα λόγια η μυώδης, ψηλή, απειλητική φιγούρα του Πατέρα των Δρομολόγων απομακρύνεται από τους χωροφύλακες.
Οι χωροφύλακες ειδοποιούν τον Ρίβη Παλιόσυρμο τηλεπικοινωνιακά και, τελικά, διαλύονται από τις περιοχές των Δρομολόγων. Παίρνουν από εκεί τους ένστολους και τα οχήματα με τα σήματα της Χωροφυλακής, για να στείλουν, αμέσως μετά, ανθρώπους χωρίς στολές και οχήματα χωρίς σήματα. Κατασκόπους.
Οι Δρομολόγοι, φυσικά, καταλαβαίνουν κάμποσους από αυτούς και ενημερώνουν τον Πατέρα και τη Μητέρα, που τους λένε να μην τους κάνουν τίποτα το σοβαρό αλλά να φροντίσουν η ζωή τους να δυσκολέψει.
Η νύχτα που ακολουθεί αποδεικνύεται περιπετειώδης για πολλούς από τους κατασκόπους της Χωροφυλακής της Νίρβεκ…
*
Η Πάολα ειδοποιείται από νωρίς κιόλας ότι η Χωροφυλακή την αναζητά. Η Μαργκώ την καλεί στον τηλεπικοινωνιακό πομπό της και της το λέει· και μετά την καλεί κι ο Ζακ. Λίγο αργότερα, την καλεί η Μητέρα, που είναι ξαδέλφη της Πάολας και τα πάνε καλά οι δυο τους. Τη ρωτά πού έχει μπλέξει.
«Εδώ και καιρό δεν πηγαίνεις στο σπίτι σου! Από πότε σε κυνηγάνε;»
«Μην ανησυχείς, Μαμά, δεν είναι τίποτα σοβαρό–»
«Δεν είναι σοβαρό; Έχουν εκδώσει ένταλμα σύλληψης για σένα! Λένε πως σε είδαν να χτυπάς τους δύο φρουρούς μιας μονοκατοικίας, και πως μάλλον απήγαγες κάποιο πρόσωπο από εκεί το οποίο έχει εξαφανιστεί! Είναι αλήθεια;»
«Δεν είναι τα πράγματα ακριβώς όπως ακούγονται, Μαμά–»
«Μη μου λες μαλακίες, Πάολα! Πού βρίσκεσαι τώρα;»
«Καλύτερα να μην ξέρεις πού κοιμάμαι. Αλλάζω μέρη, πάντως.»
Η Μητέρα ακούγεται ν’αναστενάζει μέσα από τον πομπό. «Θα σε καλύψουμε όσο μπορούμε· το ξέρεις αυτό. Αλλά, αν η Χωροφυλακή σε πιάσει στο δρόμο, δεν έχουμε τη δυνατότητα να σε βοηθήσουμε. Να προσέχεις, Πάολα.»
«Θα προσέχω.»
«Χρειάζεσαι κάποια βοήθεια; Κάτι συγκεκριμένο που θα μπορούσαμε να κάνουμε;»
Η Πάολα το σκέφτεται προς στιγμή, αλλά λέει: «Όχι. Όχι, δε νομίζω ότι τώρα μπορείτε να κάνετε τίποτα. Καλύτερα απλά να μην ανακατευτείτε.»
Η Μητέρα τής εύχεται καλή τύχη, και η τηλεπικοινωνία τους τερματίζεται.
Η Πάολα αφήνει τον πομπό στο κομοδίνο του δωματίου του Σουτούρη στο Ζητούμενο.
«Αυτό μάς έλειπε τώρα,» λέει ο Τυχερός, μισοξαπλωμένος στο κρεβάτι και καπνίζοντας, ντυμένος μόνο με το παντελόνι του. Άκουσε τα λόγια της Μητέρας γιατί η Πάολα είχε τον πομπό σε υψηλή ένταση, όχι κοντά στ’αφτί της.
«Δεν υπάρχει πρόβλημα,» αποκρίνεται η Δρομολόγος βηματίζοντας ξυπόλυτη μέσα στο δωμάτιο ενώ μια ελαφριά, κοντή ρόμπα κυματίζει γύρω της. «Απλά θα μεταμφιέζομαι όταν βγαίνω στους δρόμους. Δεν πρόκειται να μ’αναγνωρίσουν. Ξέρεις μόνο τι φοβάμαι;»
«Τι;»
«Τη Νιρίφα. Θα έχει ακούσει γι’αυτό, αναμφίβολα, και θα σκέφτεται πώς μπορεί να το χρησιμοποιήσει εναντίον μου.» Πλησιάζει τον καθρέφτη και κοιτάζει τη γρατσουνιά που άφησε στο μάγουλό της το δαχτυλίδι της Αμάντας. Μετά στρέφεται στον Σουτούρη, γελώντας. «Τώρα δεν είσαι ο μόνος με σημαδεμένο μάγουλο!» του λέει.
Εκείνος αγγίζει το αριστερό του μάγουλο, που είχε γδαρθεί από το βέλος του Τοξότη πριν από τρεις μέρες. Χαμογελά, και σβήνει το τσιγάρο του στο τασάκι παραδίπλα.
«Ίσως θα ήταν καλύτερα να μην έρθεις μαζί μας απόψε,» της λέει.
«Μην ακούω ανοησίες!»
«Δεν το λέω μόνο επειδή σε κυνηγά η Χωροφυλακή, Πάολα. Είσαι τραυματισμένη.»
«Δεν έχω τίποτα! Μερικές γρατσουνιές μονάχα!»
«Κι ένα έγκαυμα.»
«Το έγκαυμα δεν με παρακωλύει παρά μόνο όταν θέλω να υψώσω το δεξί μου χέρι.» Το υψώνει, δοκιμαστικά, και μορφάζει. «Κυρίως, λόγω του επιδέσμου της Μαργκώς.»
«Μην βγάλεις τον επίδεσμο, όμως.»
«Δεν το σκόπευα.»
Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός του Σουτούρη κουδουνίζει. Εκείνος τον πιάνει από το κομοδίνο και λέει: «Η Αστερόπη είναι.» Αποδέχεται την κλήση με το πάτημα ενός κουμπιού.
«Σουτούρη;» ακούγεται η φωνή της.
«Ναι. Τι έγινε;»
«Τους έχουμε τους εξοπλισμούς.» Μαζί με τον Ζορζ και τον Ριχάρδο είχαν πάει να αγοράσουν πράγματα που θα τους φανούν χρήσιμα το βράδυ.
«Καλώς,» αποκρίνεται ο Σουτούρης. «Για την Πάολα μάθατε;»
«Τι να μάθουμε;»
«Ο Παλιόσκυλος εξέδωσε ένταλμα σύλληψης γι’αυτήν.»
Η Αστερόπη αναστενάζει. «Και τι σημαίνει αυτό τώρα;»
«Δε νομίζω ότι θ’αλλάξει τίποτα στα σχέδιά μας. Η Πάολα λέει ότι θα μεταμφιεστεί.»
*
Όταν έχει νυχτώσει, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, πηγαίνουν στον Αεροπόρο, μια από τις ανατολικότερες συνοικίες της Νίρβεκ όπου βρίσκεται και ο Αερολιμένας της πόλης. Δεν πλησιάζουν όλοι μαζί, μην τύχει και τραβήξουν ανεπιθύμητη προσοχή. Πρώτα έρχονται η Αστερόπη κι ο Ζορζ ο Βουτηχτής, μετά ο Ριχάρδος και η Δήμητρα’μορ, και τέλος ο Σουτούρης ο Τυχερός και η Πάολα. Κρυμμένοι μέσα στα σκοτάδια ενός μικρού πάρκου βγάζουν από τις τσάντες τους εξοπλισμούς τους και ετοιμάζονται. Φοράνε αλεξίσφαιρα γιλέκα κάτω από τα ρούχα τους και γυαλιά νυχτερινής όρασης στα μάτια τους, και θηκαρώνουν επάνω τους ενεργειακά στιλέτα και ενεργειακά πιστόλια, ή πιστόλια διπλής χρήσης ρυθμισμένα σε ενεργειακή λειτουργία – δεν σκοπεύουν να κάνουν φασαρία με πυροβολισμούς αυτή τη φορά. Επίσης, όλοι έχουν από μια σκοτοβομβίδα μήπως χρειαστεί να ξεφύγουν από κάποιους. Τα ρούχα τους είναι μαύρα και σφιχτοδεμένα επάνω τους, για να τους κρύβουν μες στη νύχτα και να μην τους δυσκολεύουν στις κινήσεις.
«Ξεκινάμε,» λέει η Αστερόπη.
Πλησιάζουν μια πολυκατοικία. Μπαίνουν στον κήπο της και πηγαίνουν στην πόρτα της εισόδου. Η Δήμητρα’μορ αγγίζει την κλειδαριά και μουρμουρίζει ένα Ξόρκι Ξεκλειδώματος· ο μηχανισμός γυρίζει χωρίς την επέμβαση κλειδιού, και η μάγισσα κι οι άλλοι περνάνε το κατώφλι. Φοράνε αμέσως κουκούλες στα κεφάλια οι οποίες έχουν τρύπες μόνο για τα μάτια, τη μύτη, και το στόμα.
Ο Σουτούρης, η Πάολα, και η Δήμητρα’μορ μπαίνουν στον ανελκυστήρα και πατάνε το κουμπί για τον τέταρτο όροφο· η Αστερόπη, ο Ζορζ, και ο Ριχάρδος ανεβαίνουν τις σκάλες, γρήγορα. Όταν συναντιούνται επάνω, πλησιάζουν την πόρτα του διαμερίσματος του Νεογνού Βίσκερνιφ. Η Δήμητρα’μορ αγγίζει πάλι την κλειδαριά, μουρμουρίζει το Ξόρκι Ξεκλειδώματος–
–και πετάγεται πίσω, κραυγάζοντας, παραπατώντας, ενώ το σώμα της τραντάζεται.
Ο Ζορζ την πιάνει προτού πέσει στο πάτωμα.
«Τι έγινε;» ρωτά η Αστερόπη. «Τι έπαθες;»
Η Δήμητρα’μορ είναι ζαλισμένη. «Κάποιος… έχει–»
Η πόρτα μισανοίγει, απότομα, κι ένα αντικείμενο πετάγεται στον διάδρομο εξαπολύοντας μοβ αέριο. Αλλά όλοι τους ήταν έτοιμοι για παγίδα: από τη στιγμή που η Δήμητρα χτυπήθηκε από κάτι, όλοι τους είχαν τραβήξει πιστόλια. Και τώρα ο Ριχάρδος τινάζεται πάνω στη μισάνοιχτη πόρτα, με τον ώμο, γρυλίζοντας σαν αγριόσκυλος των δρόμων της μεγαλούπολης. Κάποιος βρίσκεται πίσω από την ξύλινη θύρα, μα δεν μπορεί να συγκρατήσει την ορμή του Δρομολόγου.
Η είσοδος του σπιτιού ανοίγει.
Δυο μασκοφόροι – ένας άντρας και μια γυναίκα – παραπατάνε από το δυνατό σπρώξιμο, ενώ ο Ριχάρδος πέφτει στο ένα γόνατο. Οι μάσκες τους είναι μάσκες αερίων· στα χέρια τους έχουν πιστόλια, αλλά δεν προλαβαίνουν να τα χρησιμοποιήσουν.
Η Αστερόπη πυροβολεί πρώτη, και ο Σουτούρης επίσης, πάνω από τον ώμο της. Δύο ενεργειακές ριπές. Η μασκοφόρος χτυπιέται στο αριστερό μπράτσο και, ενώ ακόμα παραπατά από το σπρώξιμο, σωριάζεται στο πάτωμα· ο μασκοφόρος χτυπιέται στον δεξή ώμο και πέφτει κι αυτός.
Η Αστερόπη κι οι άλλοι εισβάλλουν στο σπίτι, κλείνοντας την πόρτα πίσω τους, προτού το αέριο εξαπλωθεί στον διάδρομο και αρχίσει νάχει αποτελέσματα επάνω τους.
Από μια ανοιχτή μεσόπορτα του διαμερίσματος μια γυναίκα ξεπροβάλλει με πιστόλι στα χέρια, σημαδεύοντας–
Η Αστερόπη την πυροβολεί, πετυχαίνοντάς την στα χέρια και μουδιάζοντάς τα με την ενεργειακή ριπή. Η γυναίκα τραντάζεται, ρίχνοντας το πιστόλι της κάτω, τσυρίζοντας. Η Αστερόπη συνειδητοποιεί πως δεν της είναι άγνωστη. Είναι της Σιδηράς Δυναστείας.
«Βγάλτε τις μάσκες!» προστάζει ο Σουτούρης τους δύο πεσμένους, σημαδεύοντάς τους με το πιστόλι του.
Εκείνοι υπακούνε, και τα πρόσωπά τους αποκαλύπτονται. Το ένα είναι του Νεογνού, λευκόδερμο με ξανθά κοντά μαλλιά και μούσι. Το άλλο είναι κάποιας γυναίκας που δεν γνωρίζουν.
«Ποια είσαι συ;» τη ρωτά η Πάολα. «Είσαι της οικογένειας;»
«Της οικογένειας είναι,» λέει ο Νεογνός.
Η Αστερόπη κοιτάζει πίσω της και βλέπει ότι το αέριο αρχίζει να μπαίνει από την κάτω χαραμάδα της κλειστής πόρτας. «Σηκωθείτε πάνω,» λέει στον Νεογνό και στην άγνωστη. «Πάμε μέσα, στο σαλόνι. Κι εσύ!» προσθέτει, σημαδεύοντας τη γυναίκα που χτύπησε στα χέρια. Καμια ενεργειακή ριπή δεν απομένει στο πιστόλι διπλής λειτουργίας της Αστερόπης· πρέπει ν’αλλάξει τη μπαταρία· αλλά αυτό οι εχθροί της δεν το ξέρουν, φυσικά.
Όταν ο Νεογνός κι οι δύο γυναίκες βρίσκονται στο σαλόνι του διαμερίσματος χωρίς όπλα στα χέρια, ο Ριχάρδος και η Αστερόπη τούς ψάχνουν για να δουν μήπως κρύβουν τίποτ’ άλλο επάνω τους, και σύντομα τραβάνε δύο στιλέτα και τ’αφήνουν στο τραπέζι. Οι υπόλοιποι, εν τω μεταξύ, προσέχουν μη δεχτούν επίθεση από κανέναν άλλο που ίσως να κρύβεται στο σπίτι.
«Θα ρίξω μια ματιά στα γύρω δωμάτια,» λέει ο Ριχάρδος τελικά.
«Όχι μόνος σου,» επιμένει η Πάολα, και οι δυο τους φεύγουν απ’το σαλόνι.
Η Αστερόπη βγάζει την κουκούλα της και ρωτά τον Νεογνό: «Μας περιμένατε;»
«Μετά απ’ό,τι συνέβη στην Αμάντα Αερόπλευρη; Ναι,» αποκρίνεται εκείνος. «Και είχαμε δίκιο, όπως φαίνεται. Τι θέλεις, Βατράνια; Θα με απαγάγετε κι εμένα;»
«Για την Ασημίνα Νέρφελδιφ θέλουμε να μάθουμε,» του λέει η Αστερόπη. «Η Αμάντα είπε ότι την ξέρεις καλά.»
«Σχετικά,» παραδέχεται ο Νεογνός.
«Μπορείς να μας πεις πώς έμαθε για την Παλιά Δυναστεία; Πώς έμαθε ποια είναι τα μέλη της, και πώς έμαθε για την επαφή με τους κατοίκους του φεγγαριού;»
Οι γυναίκες που είναι μαζί με τον Νεογνό κοιτάζουν την Αστερόπη με έκδηλη απορία στα μάτια τους· μάλλον δεν έχουν ιδέα ούτε για την Παλιά Δυναστεία ούτε για τους κατοίκους του φεγγαριού.
Ο Νεογνός, φυσικά, δεν έχει παρόμοια έκφραση στο πρόσωπό του. «Δεν ξέρω,» αποκρίνεται. «Η Ασημίνα μάς είπε ότι έχει τις μεθόδους της. Έτσι ακριβώς απάντησε όταν τη ρώτησα – το θυμάμαι καλά. ‘Έχω τις μεθόδους μου,’ μου είπε. Κι εμένα μού φάνηκαν περίεργα αυτά, για νάμαι ειλικρινής…»
«Γιατί συμμάχησες μαζί της, τότε;» τον ρωτά ο Σουτούρης.
Ο Νεογνός τον κοιτάζει ερευνητικά, μάλλον προσπαθώντας να τον αναγνωρίσει παρά την κουκούλα που κρύβει το πρόσωπό του.
«Γιατί συμμάχησες μαζί της;» τον ρωτά και η Αστερόπη. «Μη μας κάνεις να σε σκοτώσουμε.»
«Συμμάχησα μαζί της γιατί… γιατί και η Αμάντα το θεωρούσε καλή ιδέα, και ο Ρίβης Παλιόσυρμος επίσης. Και… γιατί όχι; Δεν ξέρω αν όντως κάποιος κρυφός πυρήνας κάνει κουμάντο στη Δυναστεία, Βατράνια, αλλά η Δυναστεία τώρα είναι ένα χάος, και δε θα μας βλάψει όταν τα πράγματα οργανωθούν λιγάκι καλύτερα.»
«Όταν υπάρχει Σιδηρά Αρχή σε κάθε πόλη;»
«Η Αμάντα βλέπω δεν κράτησε τίποτα κρυφό.»
«Ούτε εσύ θα κρατούσες, αν ήσουν στη θέση της,» του λέει η Πάολα, καθώς εκείνη κι ο Ριχάρδος επιστρέφουν από τα άλλα δωμάτια μην έχοντας βρει κανέναν εκεί.
«Τη σκοτώσατε;» ρωτά ο Νεογνός.
Η Αστερόπη τού λέει: «Η Σιδηρά Δυναστεία δεν είναι προσωπικό δίκτυο κανενός, Νεογνέ. Δεν είμαστε σαν τους πράκτορες της Παντοκράτειρας. Ποτέ δεν ήμασταν – ακόμα κι όταν οι Παντοκρατορικοί βρίσκονταν εδώ.» Και ρωτά: «Ποιος είναι ο αρχηγός της συνωμοσίας σας; Η Ασημίνα Νέρφελδιφ;»
«Δεν ξέρω για κανέναν άλλο, Βατράνια. Απ’ αυτήν ξεκίνησε το πράγμα, και δεν μας έχει πει ότι συνεργάζεται με κάποιον, ή ότι παίρνει διαταγές από κάποιον.»
Ο Ραλίστας είχε δίκιο που το θεωρούσε πιθανό η Ασημίνα να είναι η κεφαλή τους, σκέφτεται η Αστερόπη, και αλλάζει μπαταρία στο πιστόλι της. «Η κλειδαριά τι είχε;» ρωτά.
«Μαγική προστασία,» αποκρίνεται ο Νεογνός, «προφανώς.»
«Δεν είσαι μάγος, όμως.»
«Αλλά η Ζαμέλκα’σαρ είναι,» λέει ο Νεογνός, δείχνοντας με το βλέμμα του τη γυναίκα που τους είναι άγνωστη.
«Τι θα γίνει τώρα;» ρωτά ο Ριχάρδος την Αστερόπη.
«Ό,τι συμφωνήσαμε,» λέει εκείνη, και υψώνοντας το πιστόλι της πυροβολεί τον Νεογνό στο στήθος. Το σώμα του τραντάζεται από την ενεργειακή ριπή, και πέφτει κάτω, αναίσθητος.
«Όχι!» φωνάζει η Ζαμέλκα’σαρ· «εμείς δεν ξέραμε τίποτα!» ενώ η άλλη γυναίκα της Δυναστείας λέει, συγχρόνως: «Βατράνια, εμένα με απειλούσαν!»
Αλλά ο Σουτούρης και ο Ριχάρδος τις πυροβολούν κι αυτές, αναισθητοποιώντας τες.
Στιλέτα βγαίνουν από θηκάρια.
«Δε μ’αρέσει καθόλου αυτό…» λέει ο Σουτούρης.
«Δε μπορούμε να τους φυλακίσουμε κι αυτούς ώσπου ο κρυφός πόλεμος να τελειώσει,» λέει η Αστερόπη, που ούτε εκείνης τής αρέσει ο ψυχρός φόνος. «Και σίγουρα δεν μπορούμε να τους εμπιστευτούμε.»
Η Δήμητρα’μορ, που έχει πια συνέλθει από το ενεργειακό χτύπημα της κλειδαριάς, λέει: «Εγώ ήμουν μαζί τους αλλά μετά ήρθα μαζί σας, δεν ήρθα;»
«Δεν είναι το ίδιο,» αποκρίνεται η Αστερόπη. Σκύβει πάνω από τον Νεογνό και του σκίζει τον λαιμό με το στιλέτο της, αφήνοντάς τον να πεθάνει.
Ο Σουτούρης και ο Ριχάρδος κάνουν το ίδιο στις άλλες δύο γυναίκες, γρήγορα και όσο μπορούν πιο ψυχρά, χωρίς να σκέφτονται.
«Ο αριθμός των εχθρών μας πρέπει ν’αρχίσει να μειώνεται,» λέει η Αστερόπη, «προτού γείρει η πλάστιγγα. Δυστυχώς.» Σκουπίζει το στιλέτο και το θηκαρώνει ξανά.
Καθώς βγαίνουν από την πολυκατοικία, φορώντας πάλι όλοι τις κουκούλες τους, ένα μεταλλικό βέλος έρχεται σαν πουλί θανάτου και καρφώνεται στ’αριστερά πλευρά του Ζορζ του Βουτηχτή.
Ο Ζορζ γρυλίζει, ξαφνιασμένος, παραπατά. Ο Σουτούρης κι ο Ριχάρδος τον πιάνουν και τον σηκώνουν, ενώ η Αστερόπη φωνάζει «Τρέξτε!» και, συγχρόνως, πυροβολεί προς τη μεριά απ’ όπου ήρθε το βέλος. Νομίζει πως μπορεί να διακρίνει μια σκιερή φιγούρα πάνω σε μια ταράτσα – ο Τοξότης, σίγουρα. Μας περίμενε κι αυτός εδώ; Ή είχαν κοριούς μες στο σπίτι του Νεογνού και ήρθε τώρα;
Καθώς τρέχουν προς ένα οικοδόμημα που θα τους προσφέρει κάλυψη από τον θανατηφόρο κυνηγό, ακόμα ένα μεταλλικό βλήμα εκτοξεύεται περνώντας μερικά εκατοστά πίσω απ’το κεφάλι της Πάολας η οποία δεν μπορεί να τρέξει τόσο γρήγορα όσο οι άλλοι με τα τραυματισμένα πόδια της. Και μετά έρχεται κι άλλο βέλος – που δεν αστοχεί. Καρφώνεται πάνω στον αριστερό μηρό της Αστερόπης, κι εκείνη πέφτει στο οδόστρωμα γρυλίζοντας.
«Αστερόπη!» φωνάζει ο Σουτούρης, καθώς εκείνος κι ο Ριχάρδος έχουν μόλις μεταφέρει τον χτυπημένο Ζορζ πίσω από το οικοδόμημα.
Η Αστερόπη τραβά τη σκοτοβομβίδα από τη ζώνη της και γυρίζει τον διακόπτη στην κορυφή της. Πυκνό, αδιαπέραστο σκοτάδι την καλύπτει αμέσως, απαγορεύοντας πρόσβαση σε κάθε είδους φως. Η Αστερόπη νομίζει ότι έχει βρεθεί ξαφνικά σε άλλη διάσταση: μια διάσταση απόλυτου σκότους. Αλλά δεν μένει στη θέση της, γιατί ξέρει ότι ο Τοξότης είναι εξαίρετος σκοπευτής· κυλά στο πλάι, για να του χαλάσει το σημάδι, και τρίζει τα δόντια για να μην ουρλιάξει από τον πόνο στο πόδι της. Το βέλος τη διαπέρασε βαθύτερα εξαιτίας της κίνησης της.
Η Αστερόπη ακούει κάτι να πέφτει παραδίπλα – μέταλλο πάνω σε πλάκες. Το επόμενο βέλος. Αυτό που θα την είχε, μάλλον, πετύχει αν είχε μείνει στη θέση της.
«Αστερόπη!» ακούει τη φωνή του Σουτούρη.
Μην κάνεις τη μαλακία νάρθεις προς τα δω, σκέφτεται η Αστερόπη, και ζαλισμένη από τον πόνο καταφέρνει να σηκωθεί όρθια και να τρέξει, κουτσαίνοντας, προς το οικοδόμημα που προσφέρει κάλυψη. Αναγκαστικά βγαίνει από την περιοχή του σκοταδιού το οποίο καλύπτει μόνο δυο μέτρα γύρω της· δεν είχε χρόνο να ρυθμίσει τη σκοτοβομβίδα σε μεγαλύτερη εμβέλεια.
Ο Σουτούρης και ο Ριχάρδος εκτοξεύουν πάραυτα τις δύο δικές τους σκοτοβομβίδες, τυλίγοντας την Αστερόπη ξανά στο σκοτάδι καθώς εκείνη έρχεται προς το μέρος τους.
Η Αστερόπη ακούει βέλη να χτυπάνε το πλακόστρωτο πίσω της και μπροστά της, αλλά κανένα δεν την πετυχαίνει· και, προσπαθώντας να διατηρήσει την πορεία της ευθεία παρά το αφύσικο σκοτάδι, φτάνει τελικά πίσω από το οικοδόμημα και μπροστά στον Τυχερό και τον Δρομολόγο.
«Θεοί!» λέει ο Σουτούρης κοιτάζοντας το βέλος στον μηρό της.
Η Αστερόπη κατεβάζει το βλέμμα της για να το κοιτάξει κι εκείνη, και βλέπει πως, με την κίνηση που έκανε για να κυλήσει στο οδόστρωμα, το βλήμα την έχει διαπεράσει από τη μια μεριά ώς την άλλη. Το αίμα που αναβλύζει έχει μουσκέψει το μαύρο παντελόνι της ώς τον αστράγαλο.
Ένα όχημα έρχεται και σταματά απότομα κοντά τους: το όχημα του Ριχάρδου, που τώρα η Πάολα το οδηγεί και τους φωνάζει: «Ελάτε!»
Ο Τυχερός κι ο Δρομολόγος βάζουν τον χτυπημένο Ζορζ στο πίσω κάθισμα. Ο Βουτηχτής δεν φαίνεται να έχει τις αισθήσεις του. Η Αστερόπη κάθεται πλάι στην Πάολα, και η Δρομολόγος λέει στους άλλους τρεις: «Φύγετε, γρήγορα! Με τ’όχημά μου.» Και πετά το κλειδί του στα χέρια του Σουτούρη.
«Και το δίκυκλό μου!» προσθέτει η Αστερόπη. «Μην τ’αφήσετε εδώ!» Και πετά κι εκείνη το κλειδί του οχήματός της προς τον Τυχερό ο οποίος εύκολα το πιάνει.
Μετά, ο Σουτούρης, ο Ριχάρδος, και η Δήμητρα’μορ φεύγουν τρέχοντας.
Η Πάολα πατά το πετάλι και γυρίζει το τιμόνι, κι απομακρύνεται από την περιοχή. Λοξοκοιτάζοντας το βέλος που έχει διαπεράσει τον μηρό της Αστερόπης, λέει: «Σκατά… Μου φαίνεται πως κι εσύ χρειάζεσαι άμεση ιατρική βοήθεια.»
Η Αστερόπη προσπαθεί να σταματήσει την αιμορραγία μ’ένα μαντήλι. Μάταια.
«Μην το τραβήξεις μόνη σου,» την προειδοποιεί η Πάολα.
«Δεν το σκόπευα,» αποκρίνεται η κόρη του Ξενοκράτη. «Στην αδελφή σου θα πάμε;»
«Εννοείται.» Η Πάολα ανοίγει τον πομπό της για να το πει και στους άλλους: για να την ακολουθήσουν ώς το Μεγάλο Δυτικό Νοσοκομείο της Νίρβεκ.
Όταν φτάνουν στο Μεγάλο Δυτικό Νοσοκομείο, η Μαργκώ τούς περιμένει στην πύλη. Δεν είχε βάρδια απόψε, αλλά ήρθε όταν η τηλεπικοινωνιακή κλήση της Πάολας την ξύπνησε: και δεν φαίνεται καθόλου αγουροξυπνημένη. Αντιθέτως, η όψη της είναι σε πλήρη εγρήγορση.
Η Πάολα σταματά το τετράκυκλο όχημα του Ριχάρδου πλάι στη Μαργκώ, κι από το παράθυρο τής λέει: «Εδώ είναι κι οι δύο, μαζί μου.» Το τρίκυκλό της, που το οδηγεί ο Σουτούρης, έχει σταματήσει πίσω της· και το δίκυκλο της Αστερόπης, που το οδηγεί ο Ριχάρδος, έχει σταματήσει δίπλα της. Η Δήμητρα’μορ είναι μέσα στο τρίκυκλο, μαζί με τον Τυχερό. «Πού να τους μεταφέρω;»
Η Μαργκώ τής δείχνει ένα σημείο στον περίβολο. «Εκεί. Κι εσύ,» λέει στον Ριχάρδο, «κι οι άλλοι πηγαίνετε μαζί της για να με βοηθήσετε.»
Η Πάολα οδηγεί το τετράκυκλο στο σημείο που της έδειξε η αδελφή της και το σταματά. Ο Ριχάρδος κι ο Σουτούρης την ακολουθούν. Η Μαργκώ τρέχει πίσω τους, με τον ιατρικό της χιτώνα ν’ανεμίζει γύρω της. Τα μακριά πράσινα μαλλιά της είναι δεμένα κότσο πίσω από το κεφάλι της. Το γαλανό δέρμα της μοιάζει πολύ σκούρο μέσα στα λιγοστά φώτα του περιβόλου του νοσοκομείου.
Δύο κυλιόμενα φορεία βρίσκονται εκεί κοντά, και ο Ριχάρδος, με τη βοήθεια του Σουτούρη, βγάζει τον Ζορζ τον Βουτηχτή από την πίσω μεριά του τετράκυκλου και τον αφήνει πάνω στο ένα από αυτά. Η Αστερόπη βγαίνει από το όχημα με τη βοήθεια της Πάολας, ζαλισμένη – πράγμα φανερό από τις κινήσει της. Το λευκό-ροζ δέρμα της πλησιάζει να γίνει τελείως λευκό. Αίμα εξακολουθεί να τρέχει από τον τραυματισμένο μηρό της.
«Βάλτε τη στ’άλλο φορείο,» λέει η Μαργκώ, και ο Ριχάρδος κι ο Σουτούρης ανεβάζουν την Αστερόπη εκεί, παρότι εκείνη διαμαρτύρεται λιγάκι.
«Δε μπορείς να βαδίσεις,» της λέει η Πάολα. «Μην είσαι ανόητη.»
Και μετά, σπρώχνουν τα φορεία στο εσωτερικό του νοσοκομείου, μέσα στους μπερδεμένους διαδρόμους, ακολουθώντας τις οδηγίες της Μαργκώς.
Τα οχήματά τους τ’αφήνουν στον περίβολο.
Και ο κατάσκοπος της Σιδηράς Δυναστείας τα πλησιάζει. Το ένα είναι σίγουρα αυτό της Πάολας των Δρομολόγων, νομίζει. Κι επάνω στο δίκυκλο, πιο πριν, είδε τον Ριχάρδο των Δρομολόγων, ενώ από το εσωτερικό του τετράκυκλου έβγαλαν κάποιον που μάλλον ήταν ο Ζορζ ο Βουτηχτής, μ’ένα βέλος καρφωμένο επάνω του. Ο κατάσκοπος τούς θυμάται καλά από τις φωτογραφίες τους. (Θα αναγνώριζε και την Πάολα, κανονικά, αλλά η Πάολα ήταν μεταμφιεσμένη όταν βγήκε από το όχημα· φορούσε περούκα με κοντά μαύρα μαλλιά.) (Την Αστερόπη – γνωστή ως Βατράνια σε τούτα τα μέρη – θα την είχε επίσης αναγνωρίσει ο κατάσκοπος μα δεν μπόρεσε, μέσα στις σκιές, να διακρίνει το πρόσωπό της. Και το ίδιο ισχύει και για τη Δήμητρα’μορ.) (Τον Σουτούρη τον Τυχερό ο κατάσκοπος δεν τον ξέρει· δεν τον έχει δει ποτέ στη ζωή του.)
Τραβά τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του και καλεί τον Ρίβη Παλιόσυρμο.
*
Τα γαντοφορεμένα χέρια της Μαργκώς αγγίζουν για λίγο τον Ζορζ τον Βουτηχτή, που είναι ακίνητος πάνω στο φορείο. Αγγίζουν το τραύμα, το βέλος, τον καρπό του, τον λαιμό του.
Η Μαργκώ γυρίζει να κοιτάξει τους υπόλοιπους που στέκονται μέσα στο δωμάτιο. «Δε μπορώ να κάνω τίποτα,» τους λέει. «Είναι νεκρός.»
«Τι;» αναφωνεί ο Ριχάρδος. «Δεν…» Η φωνή του σπάει. Τον ήξερε από παλιά τον Ζορζ τον Βουτηχτή.
«Είσαι σίγουρη;» ρωτά η Πάολα, νιώθοντας δάκρυα να κυλάνε από τις άκριες των ματιών της. Κι εκείνη τον ήξερε από παλιά τον Ζορζ.
«Λυπάμαι,» λέει η Μαργκώ. Και πλησιάζει το φορείο όπου βρίσκεται ξαπλωμένη η Αστερόπη. Παίρνει ένα νυστέρι και σκίζει το παντελόνι της για να αποκαλύψει το τραύμα. Το βέλος έχει μπει από την εξωτερική μεριά του αριστερού μηρού κι έχει βγει από την εσωτερική, κεντρίζοντας και τον δεξή μηρό – αλλά το τραύμα εκεί δεν είναι παρά επιφανειακό.
Η Αστερόπη αισθάνεται να βρίσκεται στα όρια της λιποθυμίας. Βλέπει σκιές να συγκεντρώνεται γύρω της, πυκνές σκιές, και είναι κουρασμένη, τόσο κουρασμένη…
«Λοιπόν,» ακούει τη Μαργκώ να της λέει. «Θα σε αναισθητοποιήσω. Δε μπορώ αλλιώς να βγάλω το βέλος.»
«Εντάξει,» αποκρίνεται αδύναμα η Αστερόπη.
Η Μαργκώ ποτίζει ένα πανί με αναισθητικό και το βάζει μπροστά στη μύτη της Αστερόπης, η οποία αμέσως πέφτει σε λήθαργο. Η γιατρός απομακρύνει το πανί και κοιτάζει το βέλος. Στρεφόμενη στους άλλους, λέει: «Δε μπορώ να το σπάσω· είναι από μέταλλο. Χρειάζομαι έναν ενεργειακό κοπτήρα. Περιμένετε εδώ. Φυλάτε την.» Και φεύγει απ’το δωμάτιο, βαδίζοντας βιαστικά.
Η Πάολα πλησιάζει τον Ζορζ. Χαϊδεύει το μέτωπό του, παραμερίζοντας τα μαλλιά. Μεγάλη Αρτάλη, τι θα κάνουμε μαζί του; σκέφτεται. Και λέει στους υπόλοιπους: «Δε μπορούμε απλά να τον εξαφανίσουμε σαν να ήταν κάποιος εχθρός μας. Πρέπει να τον επιστρέψουμε στην οικογένειά του.» Σκουπίζει δάκρυα με την ανάστροφη του χεριού της.
«Ναι,» συμφωνεί ο Ριχάρδος. «Θα τον επιστρέψουμε, Πάολα. Θα βρούμε έναν τρόπο.»
Ο Σουτούρης ο Τυχερός αναστενάζει βαριά, νιώθοντας μια πικρή γεύση στο στόμα. Πολλοί άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους, σκέφτεται. Πάρα πολλοί. Και φοβάται και για τη ζωή της Αστερόπης. Έχει δει πόσο αίμα τρέχει από τον μηρό της. Κάποια βασική αρτηρία πρέπει νάχει χτυπηθεί. Τι κάνει τόση ώρα η Μαργκώ;
Προλαβαίνει δεν προλαβαίνει να ολοκληρωθεί αυτή η σκέψη μες στο μυαλό του και η αδελφή της Πάολας επιστρέφει στο δωμάτιο κρατώντας ένα κοπτικό εργαλείο στο ένα χέρι και μια ενεργειακή φιάλη στο άλλο. Πλησιάζει το φορείο της Αστερόπης, αφήνει τη φιάλη στο πάτωμα, και τη συνδέει, μέσω καλωδίου, με το κοπτικό εργαλείο. Πατά ένα κουμπί επάνω του και μια στρογγυλή λεπίδα αρχίζει να περιστρέφεται, βουίζοντας. Η Μαργκώ την ακουμπά στο μεταλλικό στέλεχος του βέλους, λίγο πριν από την αιχμή του, και σπίθες πετάγονται ενώ ένας συριστικός ήχος γεμίζει το δωμάτιο.
Το βέλος κόβεται, και η γιατρός απενεργοποιεί το κοπτικό εργαλείο και το αφήνει παραδίπλα. Τραβά το βλήμα, με προσοχή, έξω από τον μηρό της Αστερόπης. Το αίμα πετάγεται σαν πίδακας. Η Μαργκώ αμέσως προσπαθεί να το σταματήσει με γάζες, αλλά δεν φαίνεται να τα καταφέρνει.
«Τι συμβαίνει;» ρωτά ο Σουτούρης.
«Μείνετε μακριά!» λέει εκείνη, χωρίς να στραφεί να τους κοιτάξει. Και τη βλέπουν τώρα να χρησιμοποιεί ένα νυστέρι πάνω στον μηρό της Αστερόπης, σκίζοντας τη σάρκα της περισσότερη.
«Τι κάνει, μα τους θεούς;» μουρμουρίζει η Πάολα, αν και είναι βέβαιη πως η αδελφή της ξέρει ακριβώς τι κάνει.
«Έχει κοπεί η βασική αρτηρία, Πάολα,» λέει ο Ριχάρδος. «Είναι η μόνη εξήγηση για τόσο αίμα. Η Μαργκώ προσπαθεί να τη βρει για να τη δέσει. Κι αν δεν βιαστεί, η Αστερόπη θα πεθάνει.»
*
Ο Ρίβης Παλιόσυρμος μπαίνει στο Μεγάλο Δυτικό Νοσοκομείο μαζί με δύο χωροφύλακες, δείχνοντας την ταυτότητά του στον φύλακα της πύλης και λέγοντας πως βρίσκεται εδώ για δουλειά της Χωροφυλακής. Ο φύλακας δεν τον εμποδίζει, και ο λοχαγός βαδίζει προς τα εγκαταλειμμένα οχήματα στηριζόμενος στο ραβδί του, κουτσαίνοντας από το αριστερό πόδι αλλά χωρίς να καθυστερεί και πολύ. Οι δύο χωροφύλακες μαζί του είναι μέλη της Σιδηράς Δυναστείας – καινούργια μέλη, πλήρως υπό τον έλεγχό του.
Ο κατάσκοπος που τον ειδοποίησε – ένας φύλακας της φαρμακαποθήκης του νοσοκομείου – τον περιμένει πλάι στα οχήματα. «Προς τα κει πήγαν,» του λέει δείχνοντας με το σαγόνι, και μετά απομακρύνεται, γιατί εδώ ο ρόλος του τελειώνει.
Ο Ρίβης και οι δύο χωροφύλακες παραμερίζουν την πόρτα και μπαίνουν στο εσωτερικό του νοσοκομείου.
Μια νυχτερινή νοσοκόμα, την οποία σύντομα συναντούν, τους ρωτά τι θέλουν εδώ. Ο Παλιόσυρμος τής δείχνει την ταυτότητά του και της λέει: «Δουλειά της Χωροφυλακής. Μην κάνεις φασαρία.»
Η νοσοκόμα τον κοιτάζει αβέβαια, σαστισμένα.
Ο Ρίβης, κρύβοντας πάλι την ταυτότητά του, τη ρωτά: «Είδες να περνάνε από εδώ κάποιοι άλλοι, πιο πριν; Κάποιοι που έσπρωχναν δύο φορεία;»
«Ναι,» λέει η νοσοκόμα. «Ήταν δύο τραυματίες. Η γιατρός, η κυρία Νικόφωνη, τους έχει αναλάβει–»
«Πού βρίσκονται;»
«Δε μπορείτε να πάτε εκεί, κύριε. Η γιατρός τούς περιποι–»
«Πού βρίσκονται;» επιμένει ο Ρίβης τραβώντας το πιστόλι του και οπλίζοντάς το.
Η νοσοκόμα ξεροκαταπίνει, και δείχνει το άνοιγμα ενός διαδρόμου.
*
Η Μαργκώ βρίσκει τη χτυπημένη αρτηρία και τη ράβει, με βελόνα, ειδικό νήμα, και γρήγορες, έμπειρες κινήσεις των γαντοφορεμένων δαχτύλων της.
Η ακατάσχετη αιμορραγία παύει.
Η Μαργκώ τώρα πλένει το τραύμα και το αποστειρώνει. Πιάνει μια μεγάλη γάζα από δίπλα–
Η πόρτα του δωματίου ανοίγει με μια δυνατή κλοτσιά–
«ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗ! ΑΚΙΝΗΤΟΙ ΟΛΟΙ!» γκαρίζει ο Παλιόσυρμος, καθώς εκείνος και οι δύο χωροφύλακες πετάγονται μέσα, με πιστόλια στα χέρια.
Ο Σουτούρης ο Τυχερός είχε μια άσχημη αίσθηση μερικά δευτερόλεπτα πιο πριν: η μαγική του διαίσθηση τον είχε προειδοποιήσει, τον είχε προετοιμάσει· και δεν ξαφνιάζεται όπως οι υπόλοιποι. Μάλιστα, καταλαβαίνει πως αυτή είναι η Σωστή Στιγμή. Καθώς τυχαίνει (ή, μήπως, είναι κάτι περισσότερο από σύμπτωση;) να βρίσκεται από τ’αριστερά του Παλιόσκυλου, αρπάζει έναν δίσκο γεμάτο φάρμακα ο οποίος είναι κοντά του και τον πετά πάνω στον λοχαγό της Χωροφυλακής και τους άλλους δύο χωροφύλακες, βίαια. Φιαλίδια, κουτάκια, και σύριγγες σκορπίζονται στον αέρα. Ο Ρίβης παραπατά, κραυγάζοντας· χάνει την ισορροπία του, λόγω του τραυματισμένου ποδιού του, και πέφτει. Η ριπή απ’το πιστόλι του χτυπά το ταβάνι.
Οι άλλοι δύο χωροφύλακες τα χάνουν προς στιγμή, και τα πάντα γίνονται αστραπιαία, και τελείως ακανόνιστα, μέσα στο δωμάτιο, όπως μια έκρηξη: Ο Ριχάρδος εκτοξεύει ένα στροβιλιζόμενο στιλέτο, βρίσκοντας τον έναν χωροφύλακα στο μάτι· ο χωροφύλακας πετάγεται όπισθεν, ουρλιάζοντας, πυροβολώντας τυχαία (μια σφαίρα του περνά κοντά από τη Μαργκώ, μια άλλη κοντά από τη Δήμητρα’μορ)· η Πάολα τινάζεται, χιμώντας στον άλλο χωροφύλακα, στρέφοντας το πιστόλι του προς το ταβάνι· η κάννη πυροβολεί χτυπώντας τη μεγάλη ενεργειακή λάμπα, σπάζοντάς την και τυλίγοντας τα πάντα στο σκοτάδι· η Δήμητρα’μορ σημαδεύει στα τυφλά με το ενεργειακό πιστόλι της, θυμούμενη πού είναι περίπου ο Παλιόσυρμος: τραβά τη σκανδάλη, ενέργεια στραφταλίζει μες στο σκοτάδι, και ο λοχαγός ακούγεται να κραυγάζει.
Ο Σουτούρης φορά αμέσως τα γυαλιά νυχτερινής όρασης και βλέπει τα πάντα σε αποχρώσεις του πράσινου. Βλέπει την Πάολα να παλεύει με δυσκολία να συγκρατήσει τον ένα χωροφύλακα· είναι τραυματισμένη, άλλωστε· σύντομα εκείνος θα τη σωριάσει. Ο Σουτούρης τού ορμά, γρονθοκοπώντας τον κατακέφαλα και ρίχνοντάς τον στο πάτωμα.
Ο Ριχάρδος φορά επίσης τα γυαλιά νυχτερινής όρασης, και το ίδιο κι οι άλλοι – εκτός από τη Μαργκώ, που δεν έχει. Ο μόνος εχθρός που βλέπουν να κινείται είναι ο Παλιόσυρμος. Αλλά η ενεργειακή ριπή της Δήμητρας’μορ φαίνεται να τον έχει βρει στο ατραυμάτιστο πόδι του, και δεν μπορεί να σηκωθεί όρθιος. Γρυλίζει σαν θηρίο.
Η Πάολα τραβά το πιστόλι της – το πυροβόλο πιστόλι της – και του ρίχνει, μία, δύο, τρεις φορές.
Ο Ρίβης Παλιόσυρμος παύει να κινείται, ενώ μια λίμνης αίματος απλώνεται γύρω του, σκούρα πράσινη πίσω από τα γυαλιά νυχτερινής όρασης, σχεδόν μαύρη.
Η Πάολα στρέφει την κάννη του όπλου της και πυροβολεί στο κεφάλι τον χωροφύλακα που γρονθοκόπησε ο Σουτούρης. Ο άλλος χωροφύλακας, μάλλον, είναι νεκρός με το στιλέτο του Ριχάρδου καρφωμένο στο μάτι του, αλλά η Πάολα τον πυροβολεί κι αυτόν δύο φορές στο στήθος.
«Δεν ήταν ανάγκη να τους σκοτώσεις όλους,» της λέει ο Ριχάρδος.
«Γιατί όχι; Αρκετούς από εμάς δεν έχουν σκοτώσει αυτά τα καθάρματα;»
Η Μαργκώ ρωτά: «Τι συμβαίνει; Βλέπετε; Πώς βλέπετε;» Είναι γονατισμένη πλάι στο φορείο της Αστερόπης.
Η Πάολα πιάνει τα γυαλιά νυχτερινής όρασης από την τσέπη του Ζορζ και της τα δίνει, εξηγώντας της τι είναι. Η Μαργκώ τα φορά και τώρα βλέπει κι εκείνη τα πάντα σε αποχρώσεις του πράσινου.
«Η μπαταρία,» της λέει η Πάολα, «δεν κρατά για πολύ. Προλαβαίνεις να τελειώσεις;»
«Είχα ουσιαστικά τελειώσει όταν παρουσιάστηκαν.» Η Μαργκώ στέκεται ξανά μπροστά στην Αστερόπη. Αποστειρώνει το τραύμα της και πάλι, για καλό και για κακό, το σκεπάζει με γάζες, και το δένει σφιχτά. «Την κομμένη αρτηρία την έδεσα. Θα ζήσει. Αλλά πρέπει να ξεκουραστεί. Πού έχεις μπλέξει, Πάολα; Σκοτώσατε χωροφύλακες εδώ μέσα, γαμώ τα κωλομέρια της Λόρκης, γαμώ!»
Ο Σουτούρης τής λέει: «Πάμε στην εγκαταλειμμένη πτέρυγα; Μπορούμε από δω να πάμε στην εγκαταλειμμένη πτέρυγα χωρίς κανείς να μας δει;»
«Ανάλογα,» αποκρίνεται η Μαργκώ. «Με τόση φασαρία– Και θάναι κι άλλη χωροφύλακες εδώ πέρα!»
«Δεν είναι άλλοι,» της λέει ο Ριχάρδος. «Αν ήταν θα είχαν ήδη ορμήσει. Αυτοί δεν ήταν ακριβώς χωροφύλακες – είμαι σίγουρος.»
«Τι εννοείς, Ριχάρδε; –Όπως και νάχει, οι πυροβολισμοί θ’αντήχησαν παντού!»
«Πάμε λοιπόν στην εγκαταλειμμένη πτέρυγα,» λέει η Πάολα – «τώρα!»
Σπρώχνοντας τα φορεία με την Αστερόπη και τον Ζορζ, διασχίζουν τους διαδρόμους του νοσοκομείου όσο πιο γρήγορα μπορούν. Στο δρόμο τους συναντούν τρεις από τους μισθοφόρους φύλακες του νοσοκομείου, και η Μαργκώ αμέσως τους λέει, δείχνοντας: «Από κει! Από κει ήρθαν οι πυροβολισμοί!» Οι φύλακες τρέχουν, πηγαίνοντας προς τελείως λάθος κατεύθυνση. Όταν βρουν τους νεκρούς θα είναι πολύ αργά.
*
Στην εγκαταλειμμένη πτέρυγα του Μεγάλου Δυτικού Νοσοκομείου, η οποία είναι γεμάτη με παρατημένους νοσοκομειακούς εξοπλισμούς, εργαλεία, παλιά έπιπλα, και παλιά κρεβάτια, ο Ρίβης Νέρφελδιφ έχει ξυπνήσει τρομαγμένος. Νομίζοντας πως ονειρεύτηκε ανθρώπους να πυροβολούν.
Ή μήπως δεν ήταν όνειρο; Μήπως κάτι κακό συμβαίνει μες στο νοσοκομείο;
Αφουγκράζεται, μα δεν ακούει τίποτα.
Προσπαθεί να ανασηκωθεί πάνω στο κρεβάτι, αλλά δεν τα καταφέρνει. Το τραύμα στο στήθος του είναι σαν ένας πελώριος βράχος που τον πιέζει κάτω.
Αναστενάζει. Η Δήμητρα δεν έχει επιστρέψει ακόμα. Τι ώρα είναι;
Καθώς πάει να κοιτάξει το ρολόι του, ακούει βήματα: πολλά βήματα: βιαστικά βήματα. Και τροχούς να κυλάνε πάνω στο πάτωμα.
Πολύ παράξενο, σε τούτο το εγκαταλειμμένο μέρος.
Ο Ρίβης πιάνει το πιστόλι που είναι κρυμμένο δίπλα του, απασφαλίζοντάς το. Αν και το ξέρει πως δεν έχει, ουσιαστικά, τη δυνατότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Εδώ ούτε ο Κάρτωλακ, ο Μέγας Άρχοντας των Δασών, δεν μπορεί να τον βοηθήσει.
Αφουγκράζεται, και περιμένει μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο όπου το νυχτερινό φως της πόλης εισβάλει δειλά από τον θολό φεγγίτη.
Η πόρτα ανοίγει απότομα, και ο Ρίβης βλέπει τη μορφή της Δήμητρας. Η μάγισσα πατά τον διακόπτη, ανάβοντας το ενεργειακό φως.
«Μας άκουσες…» παρατηρεί.
«Τι έγινε;» τη ρωτά.
«Ο Παλιόσκυλος ήταν εδώ–»
«Τι!»
«Τον σκοτώσαμε–»
«Τι;»
Η Δήμητρα’μορ χαμογελά. «Όλο απορίες είσαι, απόψε.» Ύστερα σοβαρεύει, η όψη της σκοτεινιάζει. «Η Αστερόπη τραυματίστηκε άσχημα, κι ο Ζορζ είναι νεκρός. Αλλά δε χτυπήθηκαν εδώ, δε χτυπήθηκαν από τον Παλιόσκυλο.»
Ο Ρίβης συνοφρυώνεται. «Δεν καταλαβαίνω…»
«Θα καταλάβεις.»
*
Σ’ένα άλλο δωμάτιο της εγκαταλειμμένης πτέρυγας, η Μαργκώ κάνει μια ένεση στον ατραυμάτιστο μηρό της Αστερόπης και η Αστερόπη, μέσα σ’ένα, δυο λεπτά, έχει πλήρως ξυπνήσει από την επίδραση του αναισθητικού.
«Πού… πού είμαστε;» ρωτά καθώς ανασηκώνεται.
Ο Σουτούρης και η Πάολα τής εξηγούν τι συνέβη όσο εκείνη ήταν αναισθητοποιημένη.
«Και τον σκοτώσατε;» λέει η Αστερόπη.
«Μη μου πεις ότι πάλι τον ήθελες ζωντανό!» λέει η Πάολα.
«Πάολα,» τους διακόπτει η Μαργκώ. «Τι συμβαίνει μαζί σας; Τι…; Είναι… είναι δυνατόν; Μόλις σκοτώσατε τον Ρίβη Παλιόσυρμο, έναν λοχαγό της Χωροφυλακής! Και ποιος είναι αυτός που κάθε φορά σάς χτυπά με μεταλλικά βέλη;»
Ο Ριχάρδος αναστενάζει. «Νομίζω πως πρέπει να της πούμε,» λέει στους άλλους.
Εκείνοι αλληλοκοιτάζονται.
Τελικά, η Αστερόπη λέει: «Ναι. Μετά απ’ αυτά, είναι πλέον της οικογένειας.»
«Ποιας οικογένειας;» απορεί η Μαργκώ.
«Καλύτερα, όμως, να φύγουμε πρώτα,» λέει η Πάολα. «Πολύ σύντομα, η Χωροφυλακή ίσως να χτενίσει ολόκληρο το νοσοκομείο. Και δε μπορούμε να τους αφήσουμε να βρουν τον Ρίβη εδώ. Παρότι δεν τον κυνηγάνε, θα φανεί περίεργο – και η Μαργκώ ίσως να μπλέξει.»
«Ναι,» συμφωνεί ο Ριχάρδος. «Ήρθε η ώρα να φύγουμε. Και όχι από τη μπροστινή πύλη του νοσοκομείου.» Στρέφεται στη Μαργκώ. «Υπάρχει άλλη έξοδος;»
«Θα πρέπει να πηδήσουμε πάνω από τα κάγκελα του περιβόλου. Αλλά, με δύο τραυματίες μαζί μας….»
«Θα τα σπάσουμε,» της λέει ο Ριχάρδος. «Δεν υπάρχει εδώ κανένα κοπτικό εργαλείο σαν αυτό με το οποίο έκοψες το βέλος;»
«Νομίζω πως πρέπει να υπάρχει.»
*
Μακριά από το Μεγάλο Δυτικό Νοσοκομείο, μέσα στο εγκαταλειμμένο μηχανουργείου όπου έχουν κλεισμένη την Αμάντα, η Σιδηρά Δυναστεία αποκτά ακόμα ένα μέλος.
Η Μαργκώ κοιτάζει την Πάολα και τον Ριχάρδο σαν να τους αντικρίζει για πρώτη φορά. «Κι εσείς οι δυο από πότε ήσασταν μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία; Πόσα χρόνια;»
«Πολλά χρόνια, Μαργκώ,» τη διαβεβαιώνει ο Ριχάρδος. «Εγώ ήμουν μέσα πιο παλιά από την Πάολα.»
«Εμένα,» λέει η Πάολα, «ο Παλιόσκυλος μ’έβαλε στη Δυναστεία.»
Η Μαργκώ συνοφρυώνεται. «Μα αυτός τώρα…. Ήταν κι αυτός στη Δυναστεία;»
«Ναι,» λέει η Αστερόπη, καθισμένη επάνω σ’έναν μεγάλο, οξειδωμένο τροχό. «Παλιό μέλος, και με αρκετά μεγάλη επιρροή στη Νίρβεκ.»
«Γιατί, τότε, ήταν εναντίον σας; Γιατί σας κυνηγούσε;»
«Μέσα στη Δυναστεία,» εξηγεί η Αστερόπη, «έχει δημιουργηθεί ένα… σχίσμα, ας πούμε.»
«Εννοείς ότι η μισή Δυναστεία είναι εναντίον της άλλης μισής;»
«Δεν ξέρω αν είναι ακριβώς η μισή ή όχι, και δεν έχει σημασία,» λέει κουρασμένα η Αστερόπη. «Αλλά…» Αναστενάζει. «Μου φέρνετε λίγο νερό;»
Ο Σουτούρης τής δίνει ένα μπουκάλι, κι εκείνη πίνει.
«Καλύτερα να ξεκουραστείς,» της λέει η Μαργκώ.
«Ναι,» συμφωνεί ο Σουτούρης. «Θα εξηγήσω εγώ στη Μαργκώ ό,τι χρειάζεται να της εξηγήσω.»
Η Αστερόπη νεύει σιωπηλά, σκουπίζοντας ιδρώτα από το μέτωπό της. Είναι εξαντλημένη.
*
Το επόμενο πρωί, ένας ειδικός ερευνητής της Χωροφυλακής της Νίρβεκ ανακρίνει τη Μαργκώ Νικόφωνη θεωρώντας την ύποπτη για τον φόνο του Ρίβη Παλιόσυρμου και των δύο άλλων χωροφυλάκων. Εκείνη, φυσικά, διαμαρτύρεται. Απαιτεί να μάθει γιατί τη νομίζουν ύποπτη. Ο ερευνητής απαντά ότι μια νοσοκόμα ανέφερε πως μίλησε με τον Παλιόσυρμο, ο οποίος τη ρώτησε προς τα πού είχαν μεταφερθεί κάποιοι τραυματίες. «Τραυματίες που εσείς περιποιόσασταν.»
Η Μαργκώ τού εξηγεί πως δέχτηκε μια ανώνυμη κλήση μες στη νύχτα. Μια γυναικεία φωνή τής ζήτησε να έρθει αμέσως στο νοσοκομείο για να φροντίσει δύο τραυματίες που είχαν χτυπηθεί σε κάποια συμπλοκή με συμμορίες–
«Τι συμμορίες; Ήταν οι Δρομολόγοι μπλεγμένοι;»
«Όχι. Δεν διευκρίνισε σε ποιες συμμορίες αναφερόταν.»
«Είστε μέλος των Δρομολόγων, έτσι δεν είναι;»
«Μάλιστα. Έχει καμια σημασία;»
«Συνεχίστε, παρακαλώ.»
Η Μαργκώ, καθισμένη πίσω από το γραφείο της μέσα στο Μεγάλο Δυτικό Νοσοκομείο της Νίρβεκ, συνεχίζει λέγοντας πως ήρθε εδώ μες στη νύχτα και περίμενε λίγο στον περίβολο, υποπτευόμενη ότι ίσως και να επρόκειτο για φάρσα. Μετά όμως κατέφτασαν τρία οχήματα: ένα τετράκυκλο, ένα τρίκυκλο, κι ένα δίκυκλο. Δε γνώριζε κανέναν από τους επιβάτες αλλά δύο ήταν όντως τραυματισμένοι, χτυπημένοι από μεταλλικά βέλη. Οι άλλοι τής ζήτησαν να τους περιποιηθεί αμέσως· «και κρατούσαν πιστόλια, αν και κρυμμένα μέσα στα ρούχα τους· δεν μπορούσα να τους αρνηθώ τίποτα.» Η Μαργκώ τούς έβαλε στο νοσοκομείο και περιποιήθηκε τους τραυματίες. Προτού όμως τελειώσει την περιποίηση, πυροβολισμοί άρχισαν ν’αντηχούν, έτσι αναγκάστηκε να απομακρυνθεί μαζί με τους υπόλοιπους, φοβούμενη για τη ζωή της και τη ζωή των ασθενών της. Καθοδόν, μάλιστα, συνάντησε τρεις φρουρούς του νοσοκομείου και τους έδειξε από πού ακούστηκαν οι πυροβολισμοί.
«Μιλήσαμε με τους φρουρούς, κυρία Νικόφωνη. Μας είπαν ότι προς τα εκεί δεν βρήκαν τίποτα. Οι νεκροί βρέθηκαν στην πτέρυγα όπου αρχικά είχατε πάει για να περιποιηθείτε τους τραυματίες.»
«Θα έκανα λάθος, τότε. Είχα τρομάξει.» Η Μαργκώ ανάβει τσιγάρο.
«Δεν υπήρχε, όμως, κανένας άλλος σ’εκείνη την πτέρυγα, κυρία Νικόφωνη, εκτός από τρεις νοσοκόμες και πέντε ασθενείς. Και λένε πως κανένας τους δεν είδε τους χωροφύλακες – εκτός από τη μία νοσοκόμα, φυσικά, η οποία μίλησε με τον κύριο Παλιόσυρμο. Μονάχα πυροβολισμούς και κραυγές άκουσαν.»
«Κι εγώ,» λέει η Μαργκώ, «μόνο πυροβολισμούς και κραυγές άκουσα. Κι έφυγα αμέσως. Τι περιμένατε να κάνω;»
«Τι έγινε μετά; Πού βρίσκονται τώρα οι τραυματίες;»
Η Μαργκώ τού εξηγεί πως τους πήγε σε ένα άλλο, ασφαλέστερο μέρος του νοσοκομείου για να τελειώσει τη δουλειά της, και ύστερα, όταν είχε δέσει πια τα τραύματά τους, αυτοί την απείλησαν με πιστόλια και έφυγαν παίρνοντάς την μαζί τους. Βγήκαν από την πίσω μεριά του νοσοκομείου, από τα κάγκελα.
«Από τα κάγκελα;»
«Μάλιστα. Τα έκοψαν μ’ένα εργαλείο. Μπορούμε να πάμε να σας τα δείξω.»
«Πείτε μου τι έγινε μετά.» Ο ειδικός ερευνητής κρατά σημειώσεις ενώ την ακούει.
«Με ανάγκασαν να βαδίσω μαζί τους ώς έναν δρόμο του Κεντρολίμανου. Μετά μου έδεσαν τα μάτια και μου είπαν να μετρήσω μέχρι το διακόσια προτού τα λύσω, αλλιώς θα με πυροβολούσαν. Φυσικά υπάκουσα. Κι όταν έλυσα τα μάτια μου, είχαν εξαφανιστεί. Ορίστε και το πανί· το κράτησα.» Βγάζει μια μαύρη ταινία από μια τσέπη του ιατρικού χιτώνα της και τη δίνει στον ειδικό ερευνητή.
Εκείνος την ψηλαφεί. «Θα το πάρω αν δεν έχετε πρόβλημα.»
«Κανένα πρόβλημα.»
«Θα μπορούσαμε τώρα να δούμε τα κομμένα κάγκελα;»
Η Μαργκώ τον οδηγεί στην πίσω μεριά του περιβόλου του Μεγάλου Δυτικού Νοσοκομείου και του δείχνει τα τέσσερα κάγκελα που είναι κομμένα πίσω από κάτι δέντρα. Ο ειδικός ερευνητής φωτογραφίζει το μέρος.
«Τα οχήματα που εγκατέλειψαν στη μπροστινή μεριά του περιβόλου,» της λέει καθώς επιστρέφουν στο εσωτερικό του νοσοκομείου, «δεν είναι τελείως άγνωστα στη Χωροφυλακή.»
«Είναι κάποιοι τους οποίους κυνηγάτε;» Η Μαργκώ αρχίζει ν’ανησυχεί ότι η μπλόφα της δεν θα πιάσει.
«Το τρίκυκλο μοιάζει πολύ μ’αυτό της αδελφής σας, της Πάολας.»
«Ναι, τώρα που το λέτε, ίσως να μοιάζει. Δεν το είχα προσέξει. Δεν είχα τον χρόνο.»
«Είστε βέβαιη πως δεν είναι το ίδιο όχημα;»
«Αν το φέρετε για να το ξανακοιτάξω…. Δε γνωρίζω πού βρίσκεται η Πάολα αυτή τη στιγμή, πάντως.»
«Ελάτε μαζί μου.»
Η Μαργκώ τον ακολουθεί. Διασχίζουν το νοσοκομείο, που τώρα, καθότι πρωί, έχει πολύ κόσμο, και βγαίνουν στον περίβολό του, από τη μπροστινή μεριά. Ο ειδικός ερευνητής κάνει νόημα σε μερικούς άλλους χωροφύλακες που βρίσκονται εκεί, κι αυτοί πλησιάζουν.
«Η γιατρός θα έρθει μαζί μας,» τους λέει, «στα Κεντρικά της Χωροφυλακής.»
Η Μαργκώ κάνει ένα βήμα πίσω. «Μισό λεπτό! Γιατί;»
Ο ειδικός ερευνητής σφίγγει τον αγκώνα της, επώδυνα, χτυπώντας το νεύρο. «Επειδή δεν νομίζω ότι μου λέτε όλη την αλήθεια, κυρία Νικόφωνη. Εκτός από την παράξενη περίπτωση του τρίκυκλου οχήματος (που μπορεί να είναι και σύμπτωση, το παραδέχομαι), εσείς κι αυτοί μαζί σας ήσασταν οι μόνοι στην πτέρυγα που μπορούσατε να επιτεθείτε στον κύριο Παλιόσυρμο και τους άλλους δύο χωροφύλακες.»
«Υπονοείτε ότι εγώ σκότωσα ανθρώπους της Χωροφυλακής;» φωνάζει η Μαργκώ. «Σας παρακαλώ – αφήστε με!»
«Δεν ξέρω αν τους σκοτώσατε,» λέει ο ειδικός ερευνητής, «ή αν καλύπτετε αυτούς που τους σκότωσαν. Πάντως, θα έρθετε μαζί μας. Αλλιώς θα πρέπει να σας πάρουμε με τη βία.»
Το σούρουπο της τέταρτης ημέρας από τότε που συναντήσαμε τη Λυκία τη Λύκαινα έξω από την Άντχορκ, την περιμένουμε ξανά στο ίδιο μέρος, ελπίζοντας πως θα παρουσιαστεί σήμερα και όχι αύριο. Σε τέσσερις ή πέντε μέρες είχε πει ότι θα έρθει πάλι να μας βρει.
Οι σκιές πυκνώνουν, ο ήλιος είναι μισοχαμένος στον δυτικό ορίζοντα. Προς τ’ανατολικά γυαλίζουν τα τζάμια των ψηλών ουρανοξυστών της Άντχορκ στο τελευταίο, κοκκινωπό φως της ημέρας. Η μεγαλύτερη μεγαλούπολη της Σεργήλης φαντάζει μαγευτική από εδώ, αν δεν ξέρεις τι σαπίλα και ανωμαλία κρύβεται μέσα στους δρόμους και στα οικοδομήματά της. Κάπου-κάπου, όμως, θέλω να γίνομαι ρομαντικός.
Η Αλκάρνη, η Κλαρίσσα, η Ξανθίππη, και η Τζούλη είναι κρυμμένες στο σύδεντρο αντίκρυ μου, το οποίο δεν βρίσκεται και πολύ μακριά από τον μικρό οικισμό και τις σιδηροδρομικές γραμμές. Δεν μπορώ να διακρίνω καθόλου τις τέσσερις γυναίκες· το σκοτάδι είναι πυκνό εκεί. Εγώ βρίσκομαι επάνω σ’ένα ύψωμα, μέσα στο ηχομορφικό όχημα, μαζί με την Κληματένια και την Κλεισμένη. Η δεύτερη είναι κουλουριασμένη στην αγκαλιά της πρώτης, που κάθεται δίπλα μου.
«Νομίζεις ότι θα έρθει;» με ρωτά η κόρη του Λαοκράτη.
Μορφάζω. «Ό,τι ξέρεις ξέρω. Και μάλλον εσύ ξέρεις περισσότερα για τη Λυκία τη Λύκαινα απ’ό,τι εγώ.»
«Δεν την είχα ξαναδεί, παλιότερα,» με πληροφορεί η Κληματένια, και η Κλεισμένη γουργουρίζει μέσα στην αγκαλιά της.
Μετά από κανένα τέταρτο, όταν έχει σκοτεινιάσει κι άλλο, ένα τετράκυκλο όχημα με ψηλούς τροχούς βγαίνει από τη δημοσιά και, ακολουθώντας τους χωματόδρομους, πηγαίνει προς την κρυψώνα της Αλκάρνης και των άλλων. «Το ίδιο πρέπει νάναι,» λέω. Και φέρνω τα κιάλια μου στα μάτια. «Ναι, το ίδιο είναι.» Ανοίγω τον τηλεπικοινωνιακό πομπό μου και ειδοποιώ την Ξανθίππη πως η Λυκία έρχεται.
«Εντάξει,» αποκρίνεται η Ξανθίππη, και, όπως την προηγούμενη φορά, αφήνει τον πομπό της ανοιχτό για να μπορώ ν’ακούσω αυτά που θα λένε.
Το όχημα πλησιάζει το σύδεντρο και, με τα κιάλια μου, νομίζω ότι μπορώ να διακρίνω στο εσωτερικό του δύο φιγούρες.
Το όχημα σταματά, περιμένοντας.
Η Αλκάρνη, η Κλαρίσσα, η Ξανθίππη, και η Τζούλη βγαίνουν από το σύδεντρο. Η Λυκία η Λύκαινα βγαίνει από το όχημα.
«Τι απάντηση μάς φέρνεις;» ακούω την Κλαρίσσα να τη ρωτά, μέσα από το μεγάφωνο του πομπού μου.
«Ο κύριος Σιριλάμνης θα σας συναντήσει αύριο το μεσημέρι,» αποκρίνεται η Λυκία, «δίπλα στο εγκαταλειμμένο πανδοχείο ‘Νέα Διαδρομή’. Ξέρετε πού είναι; Ενενήντα-πέντε χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Άντχορκ.»
«Γνωρίζουμε,» λέει η Κλαρίσσα. «Σου ζήτησε να μας πεις τίποτ’ άλλο;»
«Ναι. Να μην έχετε στο νου σας κανένα βρόμικο παιχνίδι γιατί θα το μετανιώσετε.»
«Το ίδιο ισχύει και για εκείνον,» λέει η Αλκάρνη.
Η Λυκία, χωρίς άλλες κουβέντες, ανεβαίνει πάλι στο όχημά της. Το όχημα στρίβει και φεύγει.
Κατεβάζω το ηχομορφικό από το ύψωμα και συναντώ την Αμυθολόγητη και τις άλλες κοντά στο σύδεντρο.
«Την άκουσες, έτσι;» μου λέει η Ξανθίππη, καθώς τις κοιτάζω από το ανοιχτό παράθυρο πλάι μου.
«Ναι.»
«Το ξέρεις αυτό το πανδοχείο;»
«Πρώτη φορά τ’ακούω, για νάμαι ειλικρινής.» Στρέφω το βλέμμα μου στην Κλαρίσσα. «Από πότε είναι εγκαταλειμμένο;»
«Εδώ και χρόνια.»
«Εσύ το ξέρεις;» ρωτάω τη Τζούλη.
«Ναι.»
«Πού μπορεί να κρύψει ο Σιριλάμνης τα ενεργειακά κανόνια σ’αυτό το μέρος;»
«Δε μπορώ να είμαι σίγουρη,» λέει η Τζούλη. «Ο γύρω χώρος, απ’ό,τι θυμάμαι, έχει κάμποση βλάστηση. Αλλά υποθέτω πως σίγουρα ένα από τα κανόνια πρέπει να το κρύψει μέσα στο ίδιο το πανδοχείο. Είναι ερείπιο, αλλά όχι τελείως διαλυμένο.»
Ανοίγουν τις πόρτες του ηχομορφικού οχήματος και κάθονται πίσω μου κι οι τέσσερις, στριμωγμένες. Βάζω τους τροχούς σε κίνηση. Κατεβάζω τον μαγικό διακόπτη και φεύγουμε από το σημείο συνάντησης ως ήχος.
«Τι λέτε, λοιπόν: να τον συναντήσουμε ή όχι;» ρωτάω.
Είναι όλες τους σιωπηλές για κάμποσες στιγμές. Ακόμα δεν έχουμε πάρει απόφαση σχετικά μ’αυτό το θέμα.
Βλέποντας πως έχουμε πια απομακρυνθεί αρκετά, μετατρέπω πάλι το όχημά μας σε ύλη. «Θα προσπαθήσουμε να τον απαγάγουμε ή όχι;» ρωτάω ξανά.
Η Αλκάρνη αναστενάζει. «Τι άλλη επιλογή έχουμε, Ραλίστα;» Και προσθέτει: «Βασικά, αφήνω την απόφαση σ’εσένα.»
«Στο χειρότερο άτομο που μπορούσατε να φανταστείτε;» λέω, χωρίς να αστειεύομαι τελείως. «Δεν είμαι κατάσκοπος εγώ, κυρία Αμυθολόγητη.»
«Εσύ όμως οδηγείς το ηχομορφικό όχημα,» μου λέει η Κλαρίσσα.
Και η Τζούλη συμφωνεί: «Σωστά· η απόφαση πρέπει να είναι δική σου, Ζορδάμη.»
«Ναι,» λέει και η Ξανθίππη. «Αν νομίζεις ότι μπορεί να γίνει, θα το προσπαθήσουμε.»
Ρουθουνίζω. «Έχετε τρελαθεί όλες σας! Σας έχει δαγκώσει η Λόρκη!»
Γελάνε – και αυτές και η Κληματένια δίπλα μου. Νομίζω πως ακόμα και η Κλεισμένη γελά.
«Ναι, γελάστε,» τους λέω. «Εγώ δεν μπορώ ν’αποφασίσω για τέτοιο πράγμα. Δεν παίζεται μόνο η ζωή μου, αλλά η ζωή όλων σας.
»Να πάμε, τουλάχιστον, να ρίξουμε μια ματιά σ’αυτό το πανδοχείο της Νέας Διαδρομής;» ρωτάω ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα σιωπής. «Να δούμε πώς είναι το έδαφος εκεί;»
«Ναι,» συμφωνεί η Ξανθίππη. «Αυτή είναι καλή ιδέα, όντως.»
«Βλέπεις;» μου λέει η Κλαρίσσα. «Είσαι ο κατάλληλος άνθρωπος για να πάρει την απόφαση.»
Αρχίσαμε τις μαλακίες πάλι…
*
Η Νέα Διαδρομή δεν μοιάζει ούτε με νέα ούτε με διαδρομή. Βρίσκεται στο σταυροδρόμι κάτι μικρών δρόμων, τελείως εγκαταλειμμένη: ένα ερειπωμένο οικοδόμημα που φαίνεται να κατέληξε έτσι ύστερα από πυρκαγιά. Από τη μια μεριά του απλώνεται ένας τόπος δασώδης· από την άλλη, ένας τόπος θαμνώδης. Η Τζούλη είχε δίκιο: υπάρχουν κάμποσα μέρη για να κρυφτεί κανείς και να στήσει ενέδρα.
Έχουμε μορφή ήχου, φυσικά, για παν ενδεχόμενο. Φοβόμουν ότι ίσως ο Σιριλάμνης νάχει από σήμερα ανθρώπους του εδώ, αν και το απέκλεια να έχει έρθει ο ίδιος. Ρίχνοντας όμως τώρα μια ματιά ολόγυρα, σκέφτομαι πως μάλλον κανένας δεν είναι σε τούτη την περιοχή. Δε βλέπω ούτε φωτιά ούτε ενεργειακό φως. Οδηγώ, ωστόσο, το όχημά μου μέσα από τους τοίχους του ερειπωμένου πανδοχείου και μετά μέσα στη βλάστηση. Δεν συναντώ τίποτα πιο ύποπτο από έναν λαγό που φεύγει έντρομος από τον θόρυβο που κάνει η ηχομορφή μας.
Απομακρύνομαι και παίρνω πάλι υλική μορφή.
«Το είδατε,» λέω. «Σε τι συμπέρασμα φτάσατε;»
«Το θέμα είναι εσύ σε τι συμπέρασμα έφτασες,» μου λέει η Αλκάρνη. «Μπορείς να μας βοηθήσεις να απαγάγουμε τον Σιριλάμνη ή όχι;»
Αναστενάζω. «Έχω μια ιδέα,» αποκρίνομαι. «Η οποία δεν είναι και τόσο σπουδαία.»
«Σ’ακούμε,» λέει η Κλαρίσσα.
«Η κυρία Αμυθολόγητη και όποια άλλη θέλει να είναι μαζί της θα πλησιάσουν το πανδοχείο βαδίζοντας, ενώ εγώ θα έρθω από την αντίθετη μεριά μεταμορφωμένος σε ήχο. Ακόμα κι αν καταφέρουν να μ’εντοπίσουν με τη συσκευή τους, αυτό δεν θα το περιμένουν – δεν θα περιμένουν ότι γνωρίζουμε για την παγίδα τους – οπότε θα έχω χρόνο να χτυπήσω τα κανόνια.
»Το σχέδιό μου δεν είναι ακίνδυνο, όπως καταλαβαίνετε. Μπορεί και να με σκοτώσουν, ή μπορεί να χτυπήσουν εσάς, κυρία Αμυθολόγητη, που θα είστε σε ευάλωτο σημείο μπροστά τους.»
«Δε νομίζω ο Κλεόβουλος να με σκοτώσει, αφού θέλει να πάρει πληροφορίες από εμένα.»
«Υπάρχει και κάτι άλλο που μπορούμε να κάνουμε,» λέει η Ξανθίππη.
«Τι;» ρωτάω.
«Να έρθουμε – ορισμένοι από εμάς – σε τούτο το μέρος πριν από τον Σιριλάμνη ώστε να δούμε πού ακριβώς θα στήσει τα ενεργειακά κανόνια. Αυτό σημαίνει, βέβαια, πως τουλάχιστον δύο από εμάς θα πρέπει να κοιμηθούν εδώ σήμερα.»
Η Τζούλη παρεμβαίνει: «Κι αν ο Σιριλάμνης έχει προβλέψει ότι ίσως να κάνουμε κάτι τέτοιο;»
«Να υποθέσω ότι έχεις κάποια άλλη πρόταση να κάνεις;» λέω.
«Να μην το υποθέσεις. Γιατί δεν έχω.»
«Επομένως, η πρόταση της Ξανθίππης δεν μου φαίνεται άσχημη. Θα κατασκηνώσουμε κάπου εδώ γύρω και θα πάμε, οι δυο μας, στο ερείπιο για να κατασκοπεύσουμε.»
«Εννοείς,» ρωτά η Κλαρίσσα, «ότι εσύ θα πας μαζί με την Ξανθίππη;»
«Ναι.»
«Και θα πάρετε και το όχημα μαζί σας;»
«Καλύτερα όχι. Δε μπορούμε να το διατηρούμε συνεχώς σε μορφή ήχου, και σε υλική μορφή ίσως να μας προδώσει. Θα πάμε με τα πόδια, και θα επιστρέψουμε σ’εσάς πριν από το μεσημέρι.»
*
Βρίσκουμε ένα καλυμμένο μέρος για να διανυκτερεύσουν η Αλκάρνη και οι υπόλοιπες, και εγώ κι η Ξανθίππη ετοιμαζόμαστε για να φύγουμε. Παίρνουμε μαζί μας κιάλια, όπλα, κάποια λίγα τρόφιμα, και κουμπώνουμε τα πανωφόρια μας γιατί κάνει ψύχρα. Το σημείο όπου έχω σταματήσει το όχημά μου είναι πίσω από τη δασώδη περιοχή και πίσω από μια μικρή πλαγιά. Ο νυχτερινός αέρας κάνει τις φυλλωσιές των δέντρων να θροΐζουν.
«Σε περίπτωση κινδύνου,» λέω στην Κλαρίσσα, «πάρε το όχημα και φύγετε.»
Εκείνη νεύει καταφατικά καθώς, γονατισμένη στο ένα γόνατο, προσπαθεί ν’ανάψει φωτιά.
«Μην περιμένετε εμάς,» τονίζω, «και μην κινδυνέψετε προκειμένου να προσπαθήσετε να μας ειδοποιήσετε.» Στους τόπους που βρισκόμαστε δεν απλώνεται το τηλεπικοινωνιακό δίκτυο της Άντχορκ, και η Νέα Διαδρομή απέχει γύρω στα πέντε χιλιόμετρα από τον πρόχειρο καταυλισμό μας, οπότε θα είναι αδύνατο να επικοινωνήσουμε με τους πομπούς.
«Εντάξει,» μου απαντά η Κλαρίσσα ενώ τα ξύλα μπροστά της αρχίζουν να πιάνουν φωτιά, «αλλά δε νομίζω να συμβεί τίποτα, ούτως ή άλλως.»
Η Ξανθίππη τής λέει: «Αυτή να τη δέσετε προτού πέσετε για ύπνο,» δείχνοντας με το σαγόνι τη Τζούλη, η οποία εκείνη τη στιγμή κάνει να πιει μια γουλιά νερό από ένα μπουκάλι–
–και το φτύνει απότομα. «Τι; Όχι πάλι τα ίδια! Δεν σηκώθηκα να σας σκοτώσω τις προηγούμενες νύχτες και ούτε αυτή το σκοπεύω! Επιπλέον, νομίζεις ότι μπορώ πια να επιστρέψω στην κλίκα του Σιριλάμνη και του Ψηλού Αλλάνδρη, ύστερα απ’ό,τι έγινε με τη Λυκία;»
Είμαι βέβαιος πως αυτή η αντίδρασή της είναι, εν μέρει, επειδή φοβάται τα έντομα. Αλλά λέω στην Ξανθίππη: «Έχει δίκιο. Ας μην υπερβάλλουμε.»
Η Ξανθίππη και η Τζούλη αγριοκοιτάζονται για λίγο.
Λέω στην πρώτη: «Πάμε,» και ξεκινάω να βαδίζω, με τον μικρό σάκο μου στον ώμο.
Η Ξανθίππη μ’ακολουθεί, και σύντομα συνειδητοποιώ πως και η Κλεισμένη βαδίζει κοντά μας, καθώς διασχίζουμε την κατάφυτη περιοχή, φωτίζοντας με τους φακούς μας.
«Δεν την εμπιστεύομαι,» μου λέει η Ξανθίππη. «Ακόμα.»
«Δε νομίζω να μας προδώσει.»
«Νομίζεις ότι ο Σιριλάμνης θα την έδιωχνε, αν του έφερνε δώρο την Αμυθολόγητη, δεμένη με φιόγκο;»
«Η Κλαρίσσα είναι εκεί. Και η Κληματένια.»
«Η Κληματένια είναι αμελητέα· η Τζούλη μπορεί να τη βγάλει από τη μέση όποτε θέλει, είμαι σίγουρη.»
«Ίσως,» λέω. «Αλλά σίγουρα το ίδιο δεν ισχύει και για την Κλαρίσσα. Και ούτε η Αμυθολόγητη είναι καμια γάτα του καναπέ.»
Η Κλεισμένη νιαουρίζει δίπλα μου.
«Δε λέμε για σένα,» τη διαβεβαιώνω.
Τα μάτια της γυαλίζουν μες στο σκοτάδι. (Γυαλίζουν περισσότερο από των κανονικών γατών, ή είναι απλά η ιδέα μου; Πρώτη φορά περνά απ’το μυαλό μου.)
Διασχίζουμε το δάσος με αργό ρυθμό παρότι δεν βαδίζουμε αργά. Συνεχώς τα πόδια μας μπλέκονται σε ρίζες και σκληρό χορτάρι, ενώ το έδαφος κάνει περίεργα σκαμπανεβάσματα και πρέπει να προσέχουμε για λακκούβες. Ούτε εγώ ούτε η Ξανθίππη δεν είμαστε συνηθισμένοι σε τέτοιο περιβάλλον. Σκυλάκια της πόλης θα μας έλεγε ο Θεώνυμος ο Πράσινος Γδάρτης, φυσικά.
Φτάνουμε, τελικά, σ’ένα σημείο απ’ όπου μπορούμε να δούμε το ερειπωμένο πανδοχείο, και σταματάμε εκεί, καλυμμένοι μέσα στη βλάστηση. Η Ξανθίππη κοιτάζει με τα κιάλια της, ερευνώντας το τοπίο.
«Βλέπεις τίποτα;» τη ρωτάω, καθισμένος πάνω σ’ένα βράχο.
«Τίποτα,» αποκρίνεται, κι έρχεται να καθίσει κοντά μου.
Δεν ανάβουμε φωτιά, φυσικά· απλώς βγάζουμε κάτι πρόχειρο να φάμε και να πιούμε: δύο σάντουιτς και δύο κουτάκια Φλεγόμενο Γρύπα. Το κρύο είναι τσουχτερό εδώ πέρα, παρότι έχουν περάσει τα μέσα της άνοιξης. Ο αέρας κάνει τα φύλλα του δάσους να θροΐζουν, φέρνοντας στο νου ιστορίες για στοιχειά και τελώνια που συνήθως ακούς στα Φέρνιλγκαν, όχι σε τούτες τις περιοχές.
Η Ξανθίππη μού λέει: «Αν πλησιάσουν θάχουν φώτα μαζί τους. Σίγουρα. Θα τους δούμε αμέσως.»
«Ναι,» συμφωνώ πίνοντας μια γουλιά Φλεγόμενο Γρύπα και νιώθοντας το αναψυκτικό να δροσίζει ευχάριστα τον λαιμό μου· «και, επίσης, δεν μπορεί νάρθουν με τα πόδια.»
Η Ξανθίππη νεύει καταφατικά καθώς δαγκώνει το σάντουίτς της.
Η Κλεισμένη έχει εξαφανιστεί. Κοιτάζω τριγύρω και φωνάζω τ’όνομά της, όχι πολύ δυνατά. Δεν τη βλέπω να παρουσιάζεται. «Πού πήγε τώρα;» μουγκρίζω, ενοχλημένα. Δεν έχω όρεξη να την ψάχνω.
Η Ξανθίππη χαμογελά και δείχνει στ’αριστερά μου.
Γυρίζω και βλέπω την Κλεισμένη μες στο σκοτάδι, να με κοιτάζει με τα γυαλιστερά μάτια της και, ίσως, υπομειδιώντας κάτω απ’τα μουστάκια της. Κοντά της είναι ένα σκοτωμένο ποντίκι.
«Μαγειρεύει μόνη της, όπως βλέπεις,» λέω στην Ξανθίππη.
«Είναι αλήθεια ότι τη βρήκες κλεισμένη μέσα σ’ένα μπαούλο;»
«Ναι. Ο Σέλκιος’σαρ – ο μάγος που μας βοήθησε να σώσουμε τη Σιρενέκα από τους Πορτιέρηδες – αυτός έφταιγε που κατέληξε εκεί.» Και της διηγούμαι, εν συντομία, εκείνη την παράξενη ιστορία με την υπερδιαστασιακή γάτα και την ενδοδιάσταση που μετακινείται μέσα στην Άντχορκ.
«Κανονικά δεν πρέπει να σε πιστέψω,» λέει η Ξανθίππη, πίνοντας την τελευταία γουλιά από τον Φλεγόμενο Γρύπα της καθώς έχουμε τελειώσει με τα σάντουιτς.
«Είναι αλήθεια. Ρώτα και τον Σέλκιο αν θέλεις. Αν τον ξαναδούμε, δηλαδή,» προσθέτω μουντά.
«Θα τον ξαναδούμε, εκτός αν αυτός πεθάνει.»
Μ’αρέσει που είναι αισιόδοξη, έτσι όπως είναι η κατάσταση.
Σηκώνεται όρθια. «Θέλω να πάω να κατουρήσω και φρικάρω εδώ πέρα,» μου λέει.
«Νάρθω για παρέα;»
«Ευχαριστώ, εξυπνάκια, αλλά όχι, δεν χρειάζεται.»
Η Ξανθίππη γλιστρά πίσω από τα δέντρα, μέσα στις σκιές.
Περιμένω, σκεπτόμενος πως αν αργήσει θα πάω να την αναζητήσω. Δάσος είναι εδώ· ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να γίνει. Δεν αργεί, όμως· μετά από λίγο επιστρέφει και κάθεται πάλι κοντά μου.
«Από πού είσαι, Ζορδάμη;» με ρωτά. «Εννοώ, η καταγωγή σου.»
«Από την Κόρλας.»
Συνοφρυώνεται, μορφάζοντας με τα χείλη. «Πού είναι αυτό;»
Αναστενάζω. Συνηθισμένη ερώτηση. Κανένας δεν ξέρει την Κόρλας! Και δεν είναι και τόσο μικρή πόλη, γαμώτο! «Πού είναι η Ύγκρας ξέρεις;»
«Φυσικά.»
«Γύρω στα τετρακόσια-πενήντα χιλιόμετρα βόρεια της Ύγκρας βρίσκεται η Κόρλας. Στις όχθες του ποταμού Σέρντιληθ, ο οποίος φτάνει ώς εδώ, στην Άντχορκ.»
«Μάλιστα. Και έχετε πολλούς ραλίστες εκεί;»
«Τι να σου πω; Μόνο εμένα ξέρω.»
Η Ξανθίππη χαμογελά.
«Εσύ είσαι από τη Νέσριβεκ, έτσι;» λέω.
«Ναι.»
«Εκεί γεννήθηκες;»
«Ναι.»
«Οι γονείς σου εκεί είναι;»
Το βλέμμα της αγριεύει. «Θες, μήπως, και τον φάκελο με το ιστορικό μου;» κάνει απότομα.
«Εντάξει,» λέω, «συγνώμη· απλώς… ρώτησα.»
Το βλέμμα της μαλακώνει. «Όχι, όχι. Βασικά, εγώ… Δεν έπρεπε… Τέλος πάντων.» Αναστενάζει. «Οι γονείς μου έχουν πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια.»
«Λυπάμαι,» λέω. «Δεν έπρεπε να είχα ρωτήσει. Ήμουν αδιάκριτος.»
Η Ξανθίππη κοιτάζει το έδαφος μπροστά της. Το πιέζει, το σκάβει, με τη μπότα της. «Εγώ τον σκότωσα. Τον πατέρα μου,» μου εκμυστηρεύεται, και υψώνει πάλι το βλέμμα της στο πρόσωπό μου. Μέσα στο σκοτάδι της νύχτας διακρίνω οργή ξανά στα μάτια της, αλλά άλλου είδους οργή, τελείως διαφορετική από την προηγούμενη.
Δεν τη ρωτάω γιατί έκανε ό,τι έκανε. Υποθέτω θα είχε τους λόγους της. Δε μου μοιάζει για φόνισσα: κι έχω δει κάμποσους φονιάδες μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία. Η Ξανθίππη είναι, σίγουρα, βίαιη αλλά… δε νομίζω ότι είναι κάποια που θα σκότωνε τον πατέρα της επειδή απλά τσαντίστηκε ή για να τον κληρονομήσει.
«Ξέρω τι πρέπει τώρα να σκέφτεσαι για μένα,» μου λέει.
«Όχι,» τη διακόπτω.
«Αλλά δεν είναι αυτό,» συνεχίζει. «Δεν… Ό,τι κι αν σκέφτεσαι… Ήμουν δεκαπέντε χρονών, τότε, Ζορδάμη, και βασικά δεν τον σκότωσα επίτηδες. Δεν ήθελα να τον σκοτώσω. Αμύνθηκα. Δούλευε στις αποβάθρες της Νέσριβεκ, ερχόταν κάτι νύχτες τύφλα στο μεθύσι, και… μου φερόταν άσχημα. Έτσι τον χτύπησα, και συνέχισα να τον χτυπάω, μέχρι που δεν κινιόταν άλλο…»
«Η μητέρα σου;»
«Είχε ήδη πεθάνει. Μπορεί ο θάνατός της να ήταν που τον είχε κάνει έτσι. Δεν ξέρω· ήμουν μικρή, σου είπα.» Δε βλέπω δάκρυα στα μάτια της, ούτε μεγάλη λύπη στο πρόσωπό της. Είναι ξεκάθαρο ότι τάχει αφήσει όλα αυτά πίσω της. Περασμένα, αν όχι ξεχασμένα.
«Θα με φυλάκιζαν – το λιγότερο,» μου λέει. «Κι έτσι ήταν που έμπλεξα με τη Δυναστεία. Η Σιδηρά Δυναστεία μ’έσωσε από τη δικαιοσύνη της Νέσριβεκ, κι από τότε έγινα δική τους. Και κατέληξα ειδική ερευνήτρια της Χωροφυλακής της Νέσριβεκ, προτού καταλήξω… κυνηγημένη.»
Ο άνεμος φυσά ψυχρός ανάμεσα στα δέντρα. Μονάχα η Κλεισμένη τώρα ακούγεται καθώς τρώει το σκοτωμένο ποντίκι της.
*
Κοιμόμαστε φυλώντας βάρδιες: δυο ώρες εγώ, δυο ώρες η Ξανθίππη.
Κανένας δεν φαίνεται να έρχεται στο ερειπωμένο πανδοχείο μέσα στη νύχτα – πράγμα αναμενόμενο, αλλά δεν μπορούσαμε και να το αφήσουμε στην τύχη. Τρεις ώρες μετά την αυγή, όμως, ενώ το μέρος εξακολουθεί να είναι τόσο έρημο όσο και τη νύχτα, δύο αρκετά μεγάλα, κλειστά τετράκυκλα φορτηγά πλησιάζουν το εγκαταλειμμένο οικοδόμημα και σταματάνε κοντά του. Εγώ κι η Ξανθίππη κρυβόμαστε καλύτερα πίσω από τη βλάστηση, φέρνοντας τα κιάλια μας στα μάτια, παρατηρώντας.
Οι πόρτες των ψηλών οχημάτων ανοίγουν και μισθοφόροι – άντρες και γυναίκες με αλεξίσφαιρους θώρακες και όπλα κρεμασμένα επάνω τους – βγαίνουν, αρχίζοντας να σχηματίζουν περίμετρο γύρω από το πανδοχείο, ανιχνεύοντας το έδαφος.
«Πάμε!» μου λέει αμέσως η Ξανθίππη, εσπευσμένα· και την ακολουθώ καθώς απομακρύνεται πρώτη από την κάλυψή μας. Κι οι δύο βαδίζουμε σκυφτοί, όσο πιο γρήγορα μπορούμε. Η Κλεισμένη τρέχει πλάι μας, ευέλικτη όπως πάντα. Δε θα ήταν καθόλου ωφέλιμο για εμάς να συναντήσουμε αυτούς τους μισθοφόρους, όποιοι κι αν είναι, γιατί αναμφίβολα δουλεύουν για τον Σιριλάμνη και, όπως φαίνεται, θέλουν να βεβαιωθούν ότι κανένας δεν κρύβεται γύρω από το σημείο συνάντησης.
Όταν έχουμε απομακρυνθεί κάμποσο, βρισκόμενοι μέσα στο δάσος ακόμα, η Ξανθίππη μού κάνει νόημα να σταματήσουμε, και στρεφόμαστε για να κοιτάξουμε προς τα πίσω, να δούμε αν οι μισθοφόροι πλησιάζουν. Κανένας δεν έρχεται.
«Δε μπορούμε να πάμε πιο κοντά,» μου λέει η Ξανθίππη. «Θα μας εντοπίσουν.»
«Η Τζούλη είχε δίκιο,» παρατηρώ. «Ο Σιριλάμνης το σκέφτηκε ότι ίσως να πηγαίναμε στη Νέα Διαδρομή πριν απ’ αυτόν.»
«Ναι, μάλλον,» αναγκάζεται να παραδεχτεί η Ξανθίππη.
«Θα πρέπει να βρω τα κανόνια πλησιάζοντας με το ηχομορφικό,» της λέω· «δεν υπάρχει άλλη λύση.»
Η Ξανθίππη δεν διαφωνεί, έτσι αρχίζουμε να επιστρέφουμε προς την Αμυθολόγητη και τις άλλες. Ελπίζω να μη βρεθούμε μπροστά σε καμια δυσάρεστη έκπληξη φτάνοντας στον καταυλισμό μας.
*
«Μάλιστα,» λέει σκεπτικά η Αλκάρνη, ακούγοντας όσα είχαμε να της πούμε. Είναι καθισμένη κάτω από ένα μεγάλο δέντρο, καπνίζοντας ένα μακρύ τσιγάρο, τυλιγμένη στην ανοιξιάτικη κάπα της. Μοιάζει να υποδύεται κάποιο ρόλο, ακόμα και τώρα. Τα βαμμένα, αστραφτερά μαλλιά της, όμως, έχουν χάσει πλέον το περισσότερο χρώμα τους: είναι γκρίζα και μαύρα, ανάκατα. Και γενικά δείχνει πολύ πιο γερασμένη από όταν την πρωτοσυνάντησα στο σπίτι της.
«Θα το κάνουμε, λοιπόν, ή όχι;» ρωτά η Κληματένια, ανήσυχα, στεκόμενη παραδίπλα.
«Νιάαααοοοοο,» εκφέρει τη γνώμη της η Κλεισμένη.
«Θα το κάνουμε,» λέει η Αμυθολόγητη. Σηκώνεται όρθια, ρίχνει το τσιγάρο της κάτω, και το πατά. «Κληματένια, εσύ θα πας με τον Ζορδάμη. Και, βασικά, όλες καλύτερα να πάτε με τον Ζορδάμη. Δε χρειάζεται να κινδυνέψετε άσκοπα.»
«Δεν πρόκειται να σ’αφήσουμε μόνη,» της λέει η Κλαρίσσα, οπλίζοντας το παράξενο πιστόλι της με τη μαζεμένη ξιφολόγχη.
«Ναι,» συμφωνεί η Ξανθίππη, «θα έρθουμε.»
«Όχι,» λέει κατηγορηματικά η Αμυθολόγητη. «Αν κάτι πάει στραβά, ο Σιριλάμνης μπορεί να σας σκοτώσει. Εμένα, όμως, με χρειάζεται για πληροφορίες.»
«Δεν έχεις μόνο εσύ τις πληροφορίες που θέλει, ξαδέλφη,» της θυμίζει η Κλαρίσσα.
«Κλαρίσσα,» της λέει η Αλκάρνη, «και μόνο επειδή είσαι της Παλιάς Δυναστείας, δεν πρέπει να έρθεις μαζί μου. Δε θα τους αφήσουμε να μας εξαφανίσουν από τη Σεργήλη!»
«Δεν υπάρχει περίπτωση να μην έρθω μαζί σου, Αλκάρνη.»
«Κι εγώ θα έρθω,» επιμένει η Ξανθίππη.
Παρατηρώ πως η Τζούλη δεν βγάζει άχνα· μάλλον δεν έχει πρόβλημα να μην πάει μαζί τους.
Η Αμυθολόγητη διαφωνεί ξανά, κι όταν εκείνες πάλι φέρνουν αντίρρηση, τους λέει: «Μία μόνο. Μία μόνο θα έρθει μαζί μου.»
Η Κλαρίσσα και η Ξανθίππη αλληλοκοιτάζονται. «Θα πρέπει ν’αποφασίσουμε τυχαία,» λέει η πρώτη, και η δεύτερη νεύει καταφατικά. Και μετά κοιτάζουν τη Τζούλη.
Εκείνη κάνει ένα βήμα πίσω. «Εγώ δεν είπα ότι θέλω νάρθω.»
Τα βλέμματά τους αγριεύουν.
«Πράγματι,» λέει η Ξανθίππη, «καλύτερα να μην έρθεις εσύ.»
Η Κλαρίσσα βγάζει το κέρμα ενός ήλιου από την τσέπη της. «Λοιπόν. Παλάμη, πηγαίνω εγώ με την Αλκάρνη· ήλιος, πηγαίνεις εσύ, Ξανθίππη.»
«Εντάξει,» συμφωνεί η Ξανθίππη.
Η Κλαρίσσα τινάζει το νόμισμα στον αέρα, με τον αντίχειρά της. Αυτό περιστρέφεται για λίγο, γυαλίζοντας· μετά, καθώς πέφτει, η Κλαρίσσα το πιάνει επιδέξια, κρύβοντάς το ανάμεσα στα χέρια της. Ανοίγει τα χέρια και η πάνω όψη του κέρματος δείχνει μια ανοιχτή παλάμη – το σύμβολο της ανοιχτής οικονομίας στη Σεργήλη.
«Εγώ θα πάω,» λέει η συγγραφέας.
Η Αμυθολόγητη αναστενάζει. «Γαμώ τα πόδια της Λόρκης, Κλαρίσσα!»
«Αποφασίστηκε. Θα έρθω μαζί σου, Αλκάρνη.» Η Κλαρίσσα έχει μια φλογερή γυαλάδα στα μάτια κι ένα άγριο χαμόγελο στα χείλη. Δείχνει ευχαριστημένη που θα βάλει τον εαυτό της σε θανάσιμο κίνδυνο. Είναι σίγουρα μερικά χρόνια μεγαλύτερη μου – σίγουρα μεγαλύτερη από σαράντα χρονών – αλλά μοιάζει πιο ριψοκίνδυνη και τρελή από εμένα. Δε μπορείς παρά να τη θαυμάσεις. Νομίζω ότι είναι η πιο ζωντανή από όλους μας σ’αυτή την ομάδα.
Δεν πρόκειται να την αφήσω στα χέρια των μισθοφορικών σκυλιών του Σιριλάμνη, ό,τι κι αν γίνει. Αυτή τη φορά κανένας δικός μου άνθρωπος δεν θα πεθάνει, ακόμα κι αν χρειαστεί να σκοτώσω τους πάντες – και τη Τζίνα μαζί, που μας πρόδωσε, η καταραμένη σκρόφα.
*
Δεν ξεκινάω αμέσως το ηχομορφικό όχημα, αφού φεύγουν η Αλκάρνη και η Κλαρίσσα, γιατί μέχρι να κάνουν τον γύρο του δάσους, βαδίζοντας, και να πλησιάσουν το ερειπωμένο πανδοχείο από έναν από τους δρόμους του σταυροδρομιού, θα χρειαστούν κάμποση ώρα. Περιμένω, λοιπόν, καθισμένος μπροστά στο τιμόνι. Η Ξανθίππη κάθεται δίπλα μου, λαδώνοντας ένα κοντό τουφέκι· οι κινήσεις της μου θυμίζουν τον Ύαν. Πίσω μας κάθονται η Κληματένια, η Τζούλη, και η Κλεισμένη. Μοιάζουν όλες τους αγχωμένες.
Όταν νομίζω πως έχει περάσει αρκετή ώρα, λέω: «Ξεκινάμε, κοπελιές.»
«Ναι,» λέει η Ξανθίππη, και οπλίζει το κοντό τουφέκι.
Κατεβάζω τον μαγικό διακόπτη και μας δίνω μορφή ήχου. Οδηγώ προς το δάσος και αρχίζουμε να το διασχίζουμε χωρίς κανένα απολύτως πρόβλημα (ενώ κανονικά είναι αδύνατο να περάσει τετράκυκλο όχημα από εδώ μέσα – όχι αν δεν μπορεί να γκρεμίζει δέντρα, τουλάχιστον). Φτάνουμε σύντομα σ’ένα σημείο απ’ όπου μπορούσε ν’ατενίσουμε το ερειπωμένο πανδοχείο, και βλέπουμε την περιοχή περιτριγυρισμένη από μισθοφόρους. Τα ενεργειακά κανόνια δεν φαίνονται πουθενά. Ένα ελικόπτερο αιωρείται πάνω από το κατεστραμμένο οικοδόμημα, σπαθίζοντας τον αέρα με τον έλικά του και γεμίζοντας τον τόπο με θόρυβο.
«Γαμήσου…» μουγκρίζω. «Λες εκεί πάνω νάχει βάλει τα κανόνια, το κάθαρμα; Μες στο αεροσκάφος;»
«Και τα δύο;» λέει η Ξανθίππη. «Αποκλείεται. Δε χωράνε δύο ενεργειακά κανόνια μέσα σ’ένα τόσο μικρό ελικόπτερο, Ζορδάμη.»
Η Αλκάρνη και η Κλαρίσσα φαίνονται να έρχονται, βαδίζοντας, από τον δρόμο στ’αριστερά μας, και οι μισθοφόροι έχουν τα βλέμματά τους στραμμένα προς τα εκεί.
«Δε θα ψάξουμε τριγύρω;» λέει η Κληματένια.
«Περιμένω να δω από πού θα παρουσιαστεί ο Σιριλάμνης,» αποκρίνομαι.
Η Αλκάρνη και η Κλαρίσσα φτάνουν μπροστά στο ερειπωμένο οικοδόμημα, και το ελικόπτερο χάνει ύψος, η πόρτα του ανοίγει, και μια φιγούρα στέκεται εκεί. Ένας γαλανόδερμος άντρας με μούσι, και κεφάλι τελείως καραφλό. Ο Κλεόβουλος Σιριλάμνης.
«Ο ανώμαλος!» σχολιάζω. «Φοβάται τόσο πολύ το όχημά μας που προτίμησε να πετά.» Πατάω το πετάλι κι αρχίζω να ψάχνω την περιοχή γύρω από το πανδοχείο.
Δεν αργώ να εντοπίσω ένα μεταλλικό κανόνι κρυμμένο ανάμεσα στα δέντρα. Η μουσούδα του είναι μακριά, η κάννη του παραλληλόγραμμη, και πίσω του, σε μια ειδική θέση, μπροστά σ’έναν πίνακα ελέγχου, κάθεται ένας άντρας. Παραδίπλα, ανάμεσα σε δύο ψηλές μεταλλικές πλάκες γεμάτες καλώδια και κυκλώματα, στέκεται μια γυναίκα. Το ένα της χέρι αγγίζει τη μία πλάκα, το άλλο της χέρι την άλλη, και η όψη της φανερώνει πλήρη αυτοσυγκέντρωση. Κάποια καλώδια που ξεκινούν από τις πλάκες καταλήγουν στο κανόνι, ενώ άλλα καλώδια συνδέουν το κανόνι με μια διπλή σειρά από έξι μεγάλες ενεργειακές φιάλες.
«Αυτή,» μου λέει η Κλαρίσσα, «είναι η μάγισσα που ρυθμίζει τη ροή του κανονιού.»
«Ναι,» λέω, ενώ βρισκόμαστε από πίσω τους. Γύρω από το κανόνι, τον χειριστή του, και τη μάγισσα βρίσκονται μερικοί οπλισμένοι μισθοφόροι, καθώς και μια γυναίκα που αναγνωρίζω. Γαλανόδερμη, μαλλιά πράσινα που πέφτουν λεία στους ώμους της, μικρά παραλληλόγραμμα γυαλιά με παχύ μαύρο σκελετό, ρούχα απλά. «Κι αυτή είναι η Τζίνα Εύορκη.» Στα χέρια της βαστά μια συσκευή παρόμοια μ’εκείνη που είχε φτιάξει μαζί με τον Κριτόλαο’μορ προκειμένου να βρούμε τον Άφευκτο. «Κι αυτό που κρατάει είναι το μαραφέτι που μας εντοπίζει.»
«Τι κάθεσαι, τότε;» λέει απότομα η Τζούλη.
«Το αισθητήριο όργανό του είναι στραμμένο απ’την άλλη,» της εξηγώ· «δεν μας μυρίζεται εδώ που είμαστε. Αλλά, πράγματι, δεν έχω σκοπό να περιμένω άλλο.» Ανεβάζω ξαφνικά τον διακόπτη, δίνοντάς μας υλική μορφή. Και πατώντας το πετάλι της επιτάχυνσης, ενώ συγχρόνως κρατάω πατημένο το φρένο, κάνω τη μηχανή του οχήματος να γρυλίσει σαν εξοργισμένο δαιμονικό θηρίο από άλλη διάσταση.
Οι μισθοφόροι και η Τζίνα στρέφονται προς τη μεριά μας, αναφωνώντας πανικόβλητοι. Το κανόνι, φυσικά, δεν έχει χρόνο να γυρίσει.
Αφήνω το φρένο, και το ηχομορφικό όχημα τινάζεται σαν φονική βολίδα. Μερικοί από τους μισθοφόρους προλαβαίνουν να μας πυροβολήσουν αλλά οι σφαίρες τους ούτε που γρατσουνίζουν τη θωράκισή μας. Οι μεταλλικοί τροχοί τούς καταβροχθίζουν, τινάζοντας αίμα και κομμένα μέλη από δω κι από κει. Χτυπάω τη μάγισσα που στέκεται ανάμεσα στις πλάκες με τα καλώδια, διαλύοντας και αυτήν και τις πλάκες· και στη συνέχεια χτυπάω το κανόνι, τινάζοντάς το παραδίπλα, με τα μέταλλά του στραβωμένα. Ο χειριστής του εκτοξεύεται στον αέρα σαν κούκλα που την έχει κλοτσήσει τσαντισμένο παιδί, κοπανά πάνω σ’ένα δέντρο, και μένει ακίνητος.
Βλέπω τη Τζίνα να τρέχει να φύγει, μαζί με τρεις άλλους μισθοφόρους. Για κάποιο διεστραμμένο λόγο δεν μου κάνει καρδιά να την καταδιώξω σαν ζώο για να την πατήσω. Ίσως να φταίει το γεγονός ότι έχουμε κοιμηθεί κάμποσες φορές μαζί. Ίσως να φταίει το γεγονός ότι, τελικά, κατά βάθος, δεν είμαι σαν το Σίλα Ιερόπυργο. Ακόμα κι αν είμαι ο Νέος Άφευκτος – όπως θέλουν να με αποκαλούν ο Σιριλάμνης και οι δικοί του – σίγουρα δεν είμαι ο παλιός Άφευκτος.
Αλλά η Ξανθίππη δεν έχει τους ίδιους ενδοιασμούς μ’εμένα. Έχοντας ήδη ανοίξει το παράθυρο δίπλα της, βγάζει το κοντό τουφέκι και πυροβολεί. Βλέπω τη Τζίνα κι έναν από τους μισθοφόρους να πέφτουν από τις ριπές της. Αδειάζει ολόκληρο τον γεμιστήρα, και τώρα βάζει καινούργιο, ενώ κατεβάζω τον διακόπτη και μας δίνω ξανά μορφή ήχου.
Πλησιάζοντας το ερειπωμένο πανδοχείο παρατηρώ πως αναστάτωση επικρατεί ανάμεσα στους μισθοφόρους. Κάποιοι απ’ αυτούς έχουν περιτριγυρίσει την Αλκάρνη και την Κλαρίσσα, και δύο τις κρατάνε από το μπράτσο. Ο Κλεόβουλος ακόμα στέκεται στην πόρτα του ελικοπτέρου του – το οποίο δεν έχει αγγίξει το έδαφος – και φωνάζει. Νομίζω πως, αν πάρω φορά και βρω κάποιο καλό σημείο ώστε να βάλω το αγωνιστικό μου όχημα να πηδήσει, μπορώ να πέσω επάνω του και να τον κάνω ένα με το χώμα, τον γαμημένο. Αλλά για τώρα, δυστυχώς, έχω άλλη δουλειά. Πρέπει να εντοπίσω και το δεύτερο κανόνι. Και μάλλον είναι μέσα στο ερείπιο.
Περνώντας χωρίς δυσκολία από τους μισθοφόρους μπαίνω στο πανδοχείο και, πράγματι, βλέπω το εργαλείο ενεργειακού θανάτου να βρίσκεται εκεί, με την κάννη του να κοιτάζει έξω από ένα παράθυρο. Ένας χειριστής κάθεται πίσω του, κι ένας μάγος στέκεται πάλι ανάμεσα σ’αυτές τις δύο πλάκες. Κανένας άλλος δεν είναι κοντά τους.
Ο χώρος όπου βρίσκονται είναι στενός· ίσα που θα χωρά το όχημά μου όταν του δώσω υλική μορφή, και το ξέρω πως υπάρχει κίνδυνος σε τέτοιες περιπτώσεις. Αν κατά λάθος το υλοποιήσω μέσα σε κανέναν τοίχο, τα αποτελέσματα δεν θάναι ευχάριστα για εμάς.
Ανεβάζω τον διακόπτη κι ακούω αντικείμενα να σπάνε και να τινάζονται γύρω μας καθώς ο ήχος γίνεται ύλη.
Ο μάγος κι ο χειριστής του κανονιού στρέφονται, ξαφνιασμένοι.
Πατάω το πετάλι και πέφτω επάνω τους. Ανθρώπινα σώματα και μεταλλικά εργαλεία τσακίζονται από την επίθεσή μου, κι ένας τοίχος του εγκαταλειμμένου πανδοχείου γκρεμίζεται, σηκώνοντας σκόνη και χώμα.
Κατεβάζω πάλι τον διακόπτη και γινόμαστε ήχος.
«Δεν πρόκειται να καταφέρουμε να πιάσουμε τον Σιριλάμνη,» ακούω τη Τζούλη να λέει πίσω μου.
«Εσύ τότε θα την πληρώσεις,» της λέει η Ξανθίππη, χωρίς να στραφεί να την κοιτάξει.
«Εγώ απλά λέω ό,τι βλέπω!»
Εκείνο που βλέπω εγώ τώρα, καθώς έχουμε βγει από το ερειπωμένο πανδοχείο, είναι τους μισθοφόρους να βάζουν με το ζόρι την Αλκάρνη Αμυθολόγητη στο ελικόπτερο, που έχει κατεβεί σχεδόν ώς το έδαφος – δεν αιωρείται παρά μερικά εκατοστά πάνω από τη γη. Τα μαλλιά της Αμυθολόγητης ανεμίζουν άγρια από τον αέρα που σηκώνει ο έλικας.
Η Κλαρίσσα παλεύει με κάποιους άλλους μισθοφόρους. Τραβά το πιστόλι της, εμφανίζει την ξιφολόγχη του, και καρφώνει έναν στο στήθος.
Ανεβάζω τον μαγικό διακόπτη. «Πυροβόλησέ τους,» λέω στην Ξανθίππη· κι ενώ οδηγώ καταπάνω τους, εκείνη πυροβολεί από το παράθυρο με το κοντό τουφέκι της. Η Τζούλη πυροβολεί επίσης, από πίσω μας, μ’ένα πιστόλι.
Οι μισθοφόροι σκορπίζονται, κάποιοι πέφτοντας από τις ριπές μας, κάποιοι τρέχοντας για να μην πατηθούν από τους τροχούς μου. Δεν πηγαίνω και πολύ γρήγορα γιατί δεν θέλω να γίνει καμια στραβή και χτυπήσω την Κλαρίσσα. Ακόμα κι οι καλύτεροι ραλίστες κάνουν τραγικά λάθη, όπως πολύ καλά ξέρω.
Η Κληματένια ανοίγει την πόρτα πλάι της καθώς φτάνουμε κοντά στην Κλαρίσσα, κι εκείνη βουτά μέσα στο αγωνιστικό όχημα, πάνω στα γόνατα της Κληματένιας και της Τζούλης. Η Κλεισμένη νιαουρίζει δυνατά, γρυλίζει, συρίζει.
Οι μισθοφόροι έχουν βάλει πια την Αμυθολόγητη μέσα στο ελικόπτερο, και το αεροσκάφος υψώνεται πάνω από τη γη.
«Την Αλκάρνη!» φωνάζει η Κλαρίσσα. «Την Αλκάρνη!»
«ΚΛΕΟΒΟΥΛΕ!» κραυγάζω από το παράθυρό μου. «ΑΦΗΣΕ ΤΗ ΝΑ ΚΑΤΕΒΕΙ, ΣΙΧΑΜΕΝΟ ΑΡΧΙΔΙ!»
Το ελικόπτερο συνεχίζει να υψώνεται, αγνοώντας με.
«ΘΑ ΣΕ ΒΡΩ ΚΑΙ ΘΑ ΤΕΛΕΙΩΣΩ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΤΟΥ ΑΦΕΥΚΤΟΥ, ΚΛΕΟΒΟΥΛΕ!» φωνάζω.
Πυροβόλα αρχίζουν να μας ρίχνουν από το ελικόπτερο. Οι σφαίρες τους πέφτουν σαν χαλάζι πάνω στην οροφή και στα τζάμια του οχήματός μας – και το μπροστινό παράθυρο είναι ακόμα ραγισμένο από εκείνη τη χειροβομβίδα που φάγαμε μέσα στον Οίκο των Πορτών. Αν το ηχομορφικό δεν είχε τη θωράκιση που έχει θα είχαμε εγκαταλείψει τούτο τον κόσμο στη στιγμή μετά από τέτοια θύελλα θανάτου.
Πατάω το πετάλι κι απομακρυνόμαστε.
Το ελικόπτερο απομακρύνεται επίσης, πετώντας πάνω από περιοχές όπου κανονικό όχημα δεν μπορεί να τρέξει. Το δικό μας όχημα, όμως, δεν είναι κανονικό. Το μεταμορφώνω σε ήχο και ακολουθώ το αεροσκάφος, με μεγάλη ταχύτητα. Η βλάστηση δεν μπορεί να μου σταθεί εμπόδιο· τη βλέπω διαφανή μπροστά μου.
Το ελικόπτερο πηγαίνει, αναμενόμενα, προς τα βορειοανατολικά, προς την Άντχορκ. Το καταδιώκω με την άνεσή μου.
Ο ρυθμός κατανάλωσης της ενέργειας του οχήματός μας είναι πολύ γρήγορος, όσο το έχω σε μορφή ήχου. Μετά από κανένα πεντάλεπτο βρισκόμαστε χωρίς καθόλου ενέργεια. Παίρνουμε ακούσια υλική μορφή και σταματάμε μέσα σ’ένα χωράφι. Πρόβατα στρέφονται ξαφνιασμένα προς το μέρος μας, σκυλιά αρχίζουν να γαβγίζουν.
Η Κλαρίσσα βγαίνει από το όχημα, φέρνει από τον αποθηκευτικό χώρο πίσω του τρεις φιάλες, και μου τις δίνει από το παράθυρο. Βγάζω τις παλιές, πετώντας τες στο χωράφι, και βάζω τις καινούργιες, τη μία μετά την άλλη. Η Κλαρίσσα έχει ήδη επιβιβαστεί ξανά. Κατεβάζω τον μαγικό διακόπτη, για να γίνουμε ήχος, και κυνηγάμε το ελικόπτερο του Κλεόβουλου.
Το όχημά μου μπορεί να τρέξει πιο γρήγορα απ’ό,τι μπορεί να πετάξει το αεροσκάφος, αλλά δεν έχει νόημα να αναπτύξω τέτοια ταχύτητα τώρα, γιατί θέλω να δω πού θα πάει ο καταραμένος μπάσταρδος, ο σιχαμένος γιος της Λόρκης.
Τον καταδιώκω για ένα τέταρτο της ώρας ακόμα, και η ενέργεια μού τελειώνει ξανά: το όχημά μου υλοποιείται, σταματώντας. Χωρίς καθυστέρηση, η Κλαρίσσα μού φέρνει τις τρεις τελευταίες φιάλες από τον αποθηκευτικό χώρο. Τις αλλάζω με τις εξαντλημένες, παίρνω μορφή ήχου, και ακολουθώ πάλι το ελικόπτερο. Σύντομα, το βλέπω να ζυγώνει την Άντχορκ, να περνά πάνω από τα περίχωρα της μεγαλούπολης. Και μετά, πετά πάνω κι ανάμεσα από τις ψηλές πολυκατοικίες του Κοσμήματος της Σεργήλης. Το καταδιώκω· τα οικοδομήματα δεν αποτελούν εμπόδιο για εμένα, δεν χρειάζεται ν’ακολουθώ τους δρόμους.
Βλέπω, τελικά, το ελικόπτερο να προσγειώνεται στην οροφή μιας πολυκατοικίας στον Ανθώνα.
«Εδώ είμαστε,» λέω και, μπαίνοντας σ’έναν μικρό δρόμο της πλούσιας συνοικίας, ανεβάζω τον διακόπτη και κάνω το όχημά μου υλικό ξανά. Η ενέργειά του είναι στο 7%, σύμφωνα με τον μετρητή της κονσόλας.
Δε γίνεται να επιτεθούμε στον Κλεόβουλο με 7% ενέργεια μόνο μέσα στο ηχομορφικό όχημα· πρέπει ν’αγοράσουμε καύσιμα. Τους το λέω και καμια τους δεν φέρνει αντίρρηση· δεν έχουμε άλλη επιλογή, όσο κι αν θέλουμε να βοηθήσουμε την Αμυθολόγητη.
«Μια αποθήκη ενέργειας δεν είναι μακριά από εδώ, Ραλίστα,» μου λέει η Τζούλη, και μου δίνει οδηγίες καθώς οδηγώ μέσα στους δρόμους του Ανθώνα.
«Ξέρει καμια σας τι είναι αυτή η πολυκατοικία όπου προσγειώθηκε το ελικόπτερο του καριόλη;» ρωτάω. «Του ανήκει; Είναι δική του;»
«Ναι,» λέει η Τζούλη. «Το ισόγειο έχει καταστήματα. Ο πρώτος, ο δεύτερος, και ο τρίτος όροφος έχουν ενοικιαζόμενα διαμερίσματα. Και τον– Από κει στρίβεις. Και τον τέταρτο και τον πέμπτο όροφο ο Κλεόβουλος τούς έχει για προσωπική χρήση.»
«Υπάρχει σκάλα που να οδηγεί από το ισόγειο στους επάνω ορόφους, έτσι;»
«Ναι. Σκοπεύεις ν’ανεβείς με το όχημα;»
«Σε μορφή ήχου, φυσικά.»
«Η σκάλα, πάντως, δεν είναι αρκετά πλατιά για να χωρέσει τετράκυκλο όχημα σαν το δικό μας.»
«Αυτή είναι η αποθήκη ενέργειας;» Δείχνω έξω από το μπροστινό παράθυρο.
«Ναι.»
«Ούτε οι σκάλες στην πολυκατοικία της Αμυθολόγητης ήταν αρκετά πλατιές για να χωρέσει το όχημα, αλλά σε μορφή ήχου μπορούσε να τις ανεβεί. Αν χωρά περισσότερο από το μισό πλάτος του, ο χώρος είναι αρκετός για να ισορροπήσει η ηχομορφή. Το άλλο μισό όχημα απλά περνά μέσα από τον τοίχο.» Σταματάω σ’έναν δρόμο πλάι στην αποθήκη ενέργειας. «Αγοράστε εννιά ενεργειακές φιάλες,» τους λέω. «Γρήγορα.»
Η Ξανθίππη και η Τζούλη βγαίνουν από το όχημα και μπαίνουν στην αποθήκη. Όταν επιστρέφουν, κουβαλάνε μαζί τους εννιά ενεργειακές φιάλες ενώ εγώ έχω ήδη βγάλει τις τρεις σχεδόν τελειωμένες και τις έχω αφήσει στον δρόμο, παραδίπλα. Τοποθετούμε τις έξι στον αποθηκευτικό χώρο του οχήματος, και τις υπόλοιπες τις βάζω στις ειδικές θυρίδες. Ενεργοποιώ τα συστήματα και ο μετρητής της ενέργειας είναι τώρα στο 100%.
Πάμε για τον Κλεόβουλο. Και για την Αλκάρνη Αμυθολόγητη.
Κατεβάζω τον διακόπτη και μας δίνω μορφή ήχου. Στρίβω το τιμόνι και πατάω το πετάλι στο τέρμα. Εκτοξευόμαστε σαν σφαίρα, περνώντας μέσα από ανθρώπους, άλλα οχήματα, και τοίχους. Προτού προλάβεις να μετρήσεις ώς το δέκα φτάνουμε έξω από την πολυκατοικία όπου προσγειώθηκε το ελικόπτερο. Η Κλεισμένη νιαουρίζει ανήσυχα μέσα στην αγκαλιά της Κληματένιας. Η Ξανθίππη έχει έτοιμο το κοντό τουφέκι στα χέρια της, ενώ η Τζούλη και η Κλαρίσσα έχουν έτοιμα τα πιστόλια τους.
Στο ισόγειο της πολυκατοικίας, πράγματι, υπάρχουν καταστήματα, τα οποία τώρα έχουν αρχίσει να κλείνουν καθότι μεσημέρι. Βλέπω ένα ενδυματοπωλείο ακριβών ρούχων, κι ένα κοσμηματοπωλείο. Ανάμεσά τους ανοίγεται ένας διάδρομος όπου δύο γυναίκες βαδίζουν μαζί μ’ένα αγόρι. Το αγόρι κρατά στο χέρι του ένα χωνάκι παγωτό· οι γυναίκες συζητάνε ενώ βαστούν τσάντες από αγορές. Στο βάθος του διαδρόμου φαίνεται μια σκάλα και πλάι της η πόρτα ενός ανελκυστήρα. Δεξιά κι αριστερά υπάρχουν μικρά καταστήματα: το ένα πουλά παγωτά.
Βάζω το όχημά μας στον διάδρομο, κατευθυνόμενος προς τη σκάλα, περνώντας μέσα από τις γυναίκες και το αγόρι σαν να μην είναι εκεί. Η σκάλα είναι, όντως, αρκετά πλατιά για να μπορώ να τη χρησιμοποιήσω όσο έχω μορφή ήχου.
«Έχω τυφλωθεί, Ραλίστα,» ακούω την Ξανθίππη να λέει δίπλα μου καθώς ανεβαίνουμε, και χαμογελάω, βλέποντάς τη να βρίσκεται μέσα στον ημιδιαφανή τοίχο, μοιάζοντας με σκιά.
«Υπομονή,» λέω. «Δε θ’αργήσουμε.»
«Σα νάχεις πάρει ναρκωτικά είναι,» μουγκρίζει η Ξανθίππη.
Έχουμε ήδη φτάσει στον πρώτο όροφο – όπου μόνο κλειστές πόρτες διαμερισμάτων υπάρχουν – και πηγαίνουμε στον δεύτερο. Περνάμε και τον δεύτερο – όπου, επίσης, μόνο κλειστές πόρτες διαμερισμάτων υπάρχουν – και πάμε προς τον τρίτο–
–όπου η διαδρομή μας τελειώνει απότομα.
Όπως και η σκάλα.
Μπροστά μας βρίσκεται ένας σωρός από πέτρες, τον οποίο δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω για ν’ανεβώ στον τέταρτο όροφο. Ακόμα και σε μορφή ήχου το όχημα δεν πετά.
«Γαμήσου!» γρυλίζω. «Αποκλείεται ο Κλεόβουλος να γκρέμισε τη σκάλα τώρα!»
«Ναι,» συμφωνεί η Τζούλη. «Μάλλον την έχει γκρεμίσει εδώ και κάποιες μέρες. Σ’ετούτη την πολυκατοικία πρέπει να κρυβόταν από τότε που άκουσε για το όχημά σου.»
«Πάμε από τον ανελκυστήρα!» προτείνει η Κληματένια. «Δε μπορεί το όχημα να μπει στον ανελκυστήρα;»
«Μπορεί,» της λέω. «Αλλά πώς θα πατήσουμε το κουμπί για να κάνουμε τον ανελκυστήρα να ανεβεί στον τέταρτο όροφο; Όσο είμαστε σε μορφή ήχου, δεν έχουμε υλική υπόσταση. Κι αν πάρουμε υλική μορφή μέσα στον ανελκυστήρα, θα σκοτωθούμε.»
«Θα βγω εγώ,» λέει η Ξανθίππη. «Θα έχω εγώ υλική μορφή, και θα μπω μαζί σας στον ανελκυστήρα και θα πατήσω το κουμπί για τον πέμπτο όροφο. Έτσι θα ανεβούμε όλοι μαζί, δεν θα ανεβούμε;»
«Ναι,» παραδέχομαι, «αυτό πρέπει να μπορεί να γίνει. Κατεβαίνουμε πάλι, λοιπόν.» Στρίβω το όχημα, περνάω μέσα από τοίχους, μέσα από ένα διαμέρισμα, και βουτάω έξω από την πολυκατοικία. Πέφτουμε σαν πούπουλο, φτάνοντας τελικά στον δρόμο από κάτω.
«Δε μπορούσες να του δώσεις υλική μορφή επάνω;» με ρωτά η Τζούλη.
«Πολύ ριψοκίνδυνο. Ο διάδρομος μάς χωρούσε και δεν μας χωρούσε.»
«Δεν μας χωρούσε,» λέει η Ξανθίππη. «Εγώ έβλεπα συνέχεια μέσα στα διαμερίσματα.»
«Εντάξει,» της λέω. «Τώρα βγαίνεις.» Πηγαίνω σ’έναν δρόμο παραδίπλα, ανεβάζω τον διακόπτη, και παίρνουμε υλική μορφή.
Η Ξανθίππη κρύβει το κοντό τουφέκι μέσα στο πανωφόρι της, βγαίνει από το όχημα, και βαδίζει γρήγορα προς τον διάδρομο ανάμεσα από τα καταστήματα. Παίρνω πάλι μορφή ήχου και την ακολουθώ. Η ενέργειά μας έχει πέσει στο 63%.
Η Ξανθίππη πατά το κουμπί του ανελκυστήρα, καλώντας τον κάτω. Σταματάω επάνω της, έτσι ώστε να μπορεί ν’ακούσει τον παράξενο θόρυβο της ηχομορφής και να ξέρει ότι είμαστε μαζί της.
Ο ανελκυστήρας έρχεται στο ισόγειο. Η Ξανθίππη ανοίγει την πόρτα, μπαίνει, και μπαίνουμε μαζί της. Πατά το κουμπί για τον πέμπτο όροφο. Η πόρτα κλείνει αυτόματα και ανεβαίνουμε. Ευτυχώς που δεν έχουμε βάρος σε μορφή ήχου, αλλιώς θα είχαμε, αναμφίβολα, ρίξει τον ανελκυστήρα.
Η Κλαρίσσα έχει ήδη έρθει κι έχει καθίσει δίπλα μου, και τώρα μού λέει: «Τρομάζω εδώ που είμαι, Ραλίστα. Οι τοίχοι περνάνε από μέσα μου, ή εγώ περνάω μέσα από τους τοίχους.»
Ο ανελκυστήρας σταματά. Είμαστε στον πέμπτο όροφο.
Η Ξανθίππη ανοίγει την πόρτα και βγαίνει. Την ακολουθώ δίχως καθυστέρηση.
Οι δύο μισθοφόροι που στέκονται στον διάδρομο τής μιλάνε, κάτι τη ρωτάνε, αλλά δεν μπορώ ν’ακούσω τι. Και, επίσης, δεν μπορώ εδώ να πάρω υλική μορφή· ο χώρος είναι πολύ στενός. Όμως ο ήχος μου πρέπει σίγουρα να αντηχεί μέσα στ’αφτιά όλων τους, και η Ξανθίππη, έξυπνη κοπέλα, το χρησιμοποιεί αυτό προς όφελός της. Γονατίζει κρατώντας το κεφάλι της, προσποιείται πως κάτι την ενοχλεί.
Οι μισθοφόροι μιλάνε για μια στιγμή αναμεταξύ τους· ο ένας πλησιάζει την Ξανθίππη–
Εκείνη βγάζει το κοντό τουφέκι μέσα από το πανωφόρι της και πυροβολεί, σκοτώνοντάς τον. Ο άλλος τραβά το πιστόλι του, αλλά η Ξανθίππη τον προλαβαίνει, σκοτώνοντάς τον κι αυτόν.
Και τώρα, δίχως αμφιβολία, θ’αρχίσει το γλέντι της Λόρκης.
Δεν χάνω άλλο χρόνο. Περνάω μέσα από την πόρτα που φρουρούσαν οι μισθοφόροι και καταλήγω σ’ένα αρκετά μεγάλο σαλόνι, όπου βρίσκονται κι άλλοι μισθοφόροι, και όχι μόνο. Εδώ είναι, επίσης, η Λυκία η Λύκαινα, και ο Ψηλός Αλλάνδρης, και – εκπλήσσομαι λιγάκι – ο Νιρμόδος Καλοφυσίτης, εκτός από μερικά άλλα μέλη της Σιδηράς Δυναστείας, λιγότερο σημαντικά. Η Αλκάρνη Αμυθολόγητη κάθεται σε μια καρέκλα, μ’ένα ποτήρι κρασί στο χέρι, και ο Κλεόβουλος στέκεται δίπλα της, ενώ πιο πριν είναι προφανές ότι κι αυτός καθόταν στην καρέκλα πίσω του.
Οι μισθοφόροι έχουν τραβήξει τα όπλα τους, καθώς και πολλοί από τους άλλους, έχοντας ακούσει τους πυροβολισμούς απέξω.
Ανεβάζω τον μαγικό διακόπτη, δίνοντας υλική μορφή στο όχημά μου. Σπρώχνοντας διάφορα αντικείμενα από δω κι από κει μέσα στο σαλόνι, καθώς κι έναν μισθοφόρο ο οποίος, χάνοντας την ισορροπία του, σωριάζεται.
Σφαίρες πέφτουν προς τη μεριά μου, χτυπώντας πάνω στα τζάμια και στα μέταλλα του οχήματος χωρίς να του προκαλούν ιδιαίτερες βλάβες.
Πατάω το πετάλι, συνθλίβοντας μια μισθοφόρο, κι άλλον έναν. Άνθρωποι τρέχουν προς κάθε κατεύθυνση. Το σαλόνι γίνεται κομμάτια και θρύψαλα ολόγυρά μου. Κραυγές και ουρλιαχτά αντηχούν πίσω από τους πυροβολισμούς
«Μην ανοίξετε κανένα παράθυρο!» λέω στις συμμάχους μου, γιατί με τόσες σφαίρες που πέφτουν καταπάνω μας δεν είναι να παίρνεις τέτοια ρίσκα.
Η Λυκία η Λύκαινα πηδά ξαφνικά στην οροφή του οχήματος: τη βλέπω να τινάζεται και μετά ακούω το βάρος της να χτυπά από πάνω μου. Γάμα την· δεν υπάρχει περίπτωση να καταφέρει να μπει.
Στρίβω προς τη μεριά του Ψηλού Αλλάνδρη και τον βλέπω να βρίσκεται μπροστά το κατώφλι μιας πόρτας, την οποία έχει μόλις ανοίξει ένας μισθοφόρος και προς την οποία κατευθύνεται ο Κλεόβουλος τραβώντας την Αμυθολόγητη από το μπράτσο μαζί του.
Δεν σκέφτηκα, όμως, μόνο εγώ τον Ψηλό Αλλάνδρη: κι εκείνος σκέφτηκε εμένα. Τα συναισθήματα είναι αμοιβαία. Στα χέρια του βαστά ένα τουφέκι με κωνοειδή κάννη – ένα ηχητικό όπλο, και τελευταίας τεχνολογίας, απ’ό,τι φαίνεται.
Πατά τη σκανδάλη, σημαδεύοντας με, και το όχημα μου τραντάζεται από το έντονο ηχητικό κύμα· αισθάνομαι τ’αφτιά μου και το κεφάλι μου να βουίζουν, να πονάνε· αίμα τρέχει από τη μύτη μου. Αλλά το πόδι μου είναι πατημένο στο πετάλι–
Το μπροστινό τζάμι – που είχε ραγίσει από την επίθεση στον Οίκο των Πορτών – σπάει σε δεκάδες κρυσταλλικά θραύσματα. Το ήξερα πως έπρεπε να το είχα φτιάξει!
Γρυλίζοντας από τον πόνο στο κεφάλι μου σκύβω πάνω στο τιμόνι.
Το όχημά μας τραντάζεται καθώς χτυπάμε στον τοίχο όπου βρίσκεται η ανοιχτή πόρτα – καθώς διαλύουμε τον τοίχο και μπαίνουμε, μέσα σε σκόνη και σε πέτρες, στο άλλο δωμάτιο.
Η Κλαρίσσα βήχει δίπλα μου και κάτι λέει που δεν μπορώ ν’ακούσω· με ταρακουνά με το ένα της χέρι, ενώ στο άλλο κρατά το παράξενο πιστόλι της. Είμαι ζαλισμένος, δεν ξέρω τι να κάνω.
Η Κλαρίσσα κατεβάζει τον διακόπτη και γινόμαστε ήχος.
Βλέπω μισθοφόρους να συγκεντρώνονται γύρω μας. Πού είναι ο Ψηλός Αλλάνδρης; Τον σκότωσα, τον μπάσταρδο, ή είναι ακόμα ζωντανός;
Αντιστρέφω τη φορά των τροχών και πηγαίνω όπισθεν, βγαίνω πάλι στο σαλόνι, όπου αναστάτωση επικρατεί. Το καταλαβαίνω πως με ακούνε, μα κανένας δεν με βλέπει. Σκουπίζω το αίμα από τη μύτη μου με το μανίκι της μπλούζας μου.
Ο καταραμένος ο Ψηλός Αλλάνδρης ζει ακόμα! Πρέπει να πετάχτηκε μακριά προτού τον λιώσω. Η Λυκία η Λύκαινα είναι πεσμένη στο πάτωμα, αναίσθητη μάλλον. Μισθοφόροι είναι σκορπισμένοι από δω κι από κει, άλλοι όρθιοι, άλλοι όχι, άλλοι ζωντανοί, άλλοι όχι.
Ένας απ’ αυτούς ανοίγει την εξώπορτα του διαμερίσματος ενώ ο Κλεόβουλος τραβά την Αμυθολόγητη προς τα εκεί. Σφαίρες χτυπάνε απρόσμενα τον μισθοφόρο που άνοιξε την πόρτα, και η Ξανθίππη παρουσιάζεται, συνεχίζοντας να πυροβολεί.
Ο Κλεόβουλος βάζει ένα πιστόλι στο πλάι του κεφαλιού της Αμυθολόγητης, φωνάζοντας. Δεν καταλαβαίνω τι λέει – ακόμα και μορφή ήχου να μην είχα, πάλι δεν θα μπορούσα να τον ακούσω ύστερα από την ηχητική επίθεση του Αλλάνδρη – αλλά υποθέτω πως απειλεί ότι θα σκοτώσει την Αλκάρνη αν η Ξανθίππη δεν παραδοθεί.
Τι σκατά κάνουμε τώρα; Ούτε εγώ μπορώ να του επιτεθώ έτσι.
Κοιτάζω τον μετρητή ενέργειας και βλέπω ότι έχει πέσει στο 34%. Δεν έχουμε πολύ χρόνο.
Ο Νιρμόδος Καλοφυσίτης αποδεικνύεται αόρατος φύλακάς μας γι’ακόμα μια φορά. Υψώνοντας το πιστόλι του, πυροβολεί τον Κλεόβουλο Σιριλάμνη στο κεφάλι. Αίμα και μυαλά τινάζονται· η Αλκάρνη ουρλιάζει (όχι ότι την ακούω, αλλά τη βλέπω πώς κάνει) ξεφεύγοντας από τη λαβή του Κλεόβουλου, καθώς το σώμα του σωριάζεται στο πάτωμα.
Και χάος, στιγμιαία, ακολουθεί.
Η Ξανθίππη πυροβολεί με το κοντό τουφέκι της, πέφτοντας κι εκείνη στο πάτωμα, κυλώντας για να μην τη χτυπήσουν οι σφαίρες των εχθρών μας.
Ανεβάζω τον διακόπτη και μας δίνω υλική μορφή. Πατάω το πετάλι, κατευθυνόμενος καταπάνω στον Ψηλό Αλλάνδρη. Εκείνος τρέχει προς την εξώπορτα, αλλά δεν προλαβαίνει να φτάσει: τον λιώνω κάτω από τον δεξή τροχό μου, ενώ συνθλίβω κι έναν μισθοφόρο στο δρόμο μου. Δεν έχω, όμως, χρόνο να σταματήσω προτού κοπανήσουμε ξανά στον τοίχο, κι αυτή τη φορά δεν τον γκρεμίζουμε. Τον ραγίζουμε και τρανταζόμαστε άγρια. Παραλίγο να χτυπήσω τη μύτη μου πάνω στο τιμόνι.
Κάνω όπισθεν, επιστρέφοντας στο κέντρο του σαλονιού με προσοχή. Κανένας εχθρός μας τώρα δεν είναι όρθιος. Μονάχα ο Νιρμόδος, η Αλκάρνη, και η Ξανθίππη στέκονται. Μας μιλάνε κι οι τρεις συγχρόνως, αλλά δεν μπορώ ν’ακούσω τίποτα, όπως υποθέτω ότι κι οι άλλες μέσα στο όχημά μου δεν μπορούν ν’ακούσουν τίποτα.
«Δεν ακούμε!» φωνάζω. «Ο Ψηλός Αλλάνδρης μάς χτύπησε μ’ένα ηχητικό όπλο! Δεν ακούμε! Ελάτε μέσα! Τώρα! Μέσα! Να φύγουμε!» Σκουπίζω, με το χέρι, αίμα από τη μύτη μου. Ζαλίζομαι, γαμώ τα κέρατα του Κάρτωλακ. Νομίζω πως ολόκληρο το δωμάτιο κουνιέται περίεργα γύρω μου.
Η Αμυθολόγητη, η Ξανθίππη, κι ο Νιρμόδος μπαίνουν στο πίσω κάθισμα του οχήματος μαζί με τη Τζούλη και την Κληματένια. Ο ένας πάνω στον άλλο. Με το ζόρι χωράνε. Το κάθισμα είναι, κανονικά, για τρεις, όχι για πέντε!
Ελπίζοντας να μη λιποθυμήσω μέχρι να είμαστε πολύ μακριά από εδώ, κατεβάζω τον διακόπτη και μας μεταμορφώνω σε ήχο. Η ενέργεια είναι στο 27%. Σκατίσια κατάσταση. Πατώντας το πετάλι οδηγώ προς έναν από τους τοίχους του μεγάλου διαμερίσματος. Βγαίνω σ’ένα δωμάτιο. Συνεχίζω να οδηγώ προς τοίχο. Και τώρα βγαίνω από την πολυκατοικία. Τιναζόμαστε έξω από τον πέμπτο όροφο του οικοδομήματος…
…και πέφτουμε σαν πούπουλο, σαν χαρτοσακούλα.
Χάνω τις αισθήσεις μου προτού φτάσουμε κάτω.
Ο πατέρας της ποτέ δεν ήθελε παρέα όταν ασχολιόταν με τους πειραματισμούς του. Αλλά από τότε που η μητέρα είχε παρθεί από τους ανθρώπους της Παντοκράτειρας, ο Κρεμτέλβιος Νέρφελδιφ είχε γίνει ακόμα πιο μονόχνοτος, ακόμα πιο μυστηριώδεις, ακόμα πιο παράξενος. Δεν μοιραζόταν τίποτα με τα παιδιά του, απολύτως τίποτα.
Η Ασημίνα, όμως, είχε μεγάλη περιέργεια. Ήθελε να μάθει τι τον έβαζαν να κάνει αυτά τα καθάρματα της Παντοκράτειρας. Όταν τον ρωτούσε, εκείνος δεν της έδινε απάντηση· της έλεγε πως καλύτερα να μην ασχολείται με τέτοια πράγματα. Λες κι ήταν ακόμα κοριτσάκι! Ο μπαμπάς της πάντοτε θα την έβλεπε σαν κοριτσάκι, όσο χρονών κι αν ήταν! Τον Ρίβη, αντιθέτως, πάντοτε τον έβλεπε σαν να ήταν μεγαλύτερος από εκείνη, παρότι η Ασημίνα ήταν ουσιαστικά μεγαλύτερη, κατά έναν ολόκληρο χρόνο. Το είχε πει αυτό στον πατέρα τους: του είχε πει ότι δεν ήταν μικρή, και ήθελε να ξέρει τι τον έβαζαν να κάνει οι Παντοκρατορικοί – η ζωή της μαμάς εξαρτιόταν από τις πράξεις του!
«Να είσαι βέβαιη πως κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για να πάρω τη μαμά από τα χέρια τους,» της είχε αποκριθεί μια φορά. «Δε βλέπεις τι βάρος πρέπει να κουβαλάω εξαιτίας αυτής της υπόθεσης; Μέρα-νύχτα φοβάμαι για εκείνη. Σε παρακαλώ, μη με πιέζεις κι εσύ.»
«Πότε θα την ελευθερώσουν;»
«Θα την ελευθερώσουν.»
«Πότε, μπαμπά;»
Ο Κρεμτέλβιος απέφυγε το βλέμμα της, βηματίζοντας κουρασμένα μέσα στο σαλόνι. «Μόλις έχω τελειώσει κάποιες δουλειές γι’αυτούς…»
«Μην τον βασανίζεις, Ασημίνα,» της είπε ο Ρίβης, καθισμένος σε μια πολυθρόνα.
Η Ασημίνα τον αγριοκοίταξε. «Δε σ’ενδιαφέρει για τη μαμά;»
«Φυσικά και– Πώς είναι δυνατόν να το αμφιβάλλεις; Αλλά… τι νόημα έχουν τώρα αυτά που ρωτάς;»
«Εντάξει,» τους διέκοψε ο Κρεμτέλβιος. «Αρκετά ειπ–»
Η Ασημίνα τινάχτηκε από τον καναπέ κι έφυγε απ’το σαλόνι, βαδίζοντας θυμωμένα μέσα στους διαδρόμους της βίλας.
Και η περιέργειά της σχετικά με τα πειράματα του Κρεμτέλβιου δεν είχε, φυσικά, σβήσει. Ήθελε να μάθει τι ακριβώς τον έβαζαν οι Παντοκρατορικοί να κάνει. Παρακολουθούσε τακτικά το εργαστήριό του και, ένα βράδυ, τον είδε να μπαίνει και να κλείνει την πόρτα, αλλά δεν τον άκουσε να την κλειδώνει. Η ευκαιρία που περίμενε είχε έρθει!
Μέτρησε σιωπηλά μέχρι το εκατό (για να περάσει κάποιος εύλογος χρόνος προτού κινηθεί) και μετά, βγάζοντας τα παπούτσια της (για να μην κάνει τον παραμικρό θόρυβο), ζύγωσε την πόρτα. Έπιασε τη χειρολαβή και τη γύρισε. Πράγματι – ήταν ξεκλείδωτα! Μπορούσε ν’ανοίξει, και άνοιξε, αλλά δημιουργώντας μια χαραμάδα μόνο ανάμεσα στη μεταλλική θύρα και στον πέτρινο τοίχο. Με το δεξί μάτι, η Ασημίνα κοίταξε στο εσωτερικό του εργαστηρίου, το οποίο είχε ατενίσει ελάχιστες φορές στη ζωή της – κι αυτές προτού οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας απαγάγουν τη μητέρα της. Είδε μηχανήματα διάφορων μορφών και μεγεθών· οθόνες που έδειχναν σύμβολα και αριθμούς, ή διαγράμματα και σχήματα αδύνατον να κατονομάσει· σειρές από ενεργειακές φιάλες, καθώς και δοχεία που περιείχαν άγνωστα υγρά και αέρια· καλώδια στους τοίχους, στα μηχανήματα, στο πάτωμα, στο ταβάνι· σωλήνες που έμοιαζαν να σχηματίζουν λαβυρίνθους. Αλλόκοτοι ήχοι και ανέγνωρες οσμές έρχονταν από το εσωτερικό του εργαστηρίου. Ο Κρεμτέλβιος Νέρφελδιφ στεκόταν μπροστά σε μια οθόνη και κοίταζε κάτι που η Ασημίνα, από τη μεριά που βρισκόταν, δεν μπορούσε να δει. Πίσω του ήταν ένας ψηλός, γυάλινος κύβος που έφτανε από το πάτωμα ώς το ταβάνι και μέσα του τρεμόπαιζαν ξαφνικές λόγχες φωτός, διαγράφοντας τεθλασμένες γραμμές και γεωμετρικά σχήματα. Κάπου-κάπου, θύμιζαν παράξενα πλάσματα ή εφιαλτικά πρόσωπα, και είχαν διάφορα χρώματα: κίτρινο, μοβ, γαλάζιο, κόκκινο… Ένας σωλήνας έβγαινε από ένα μηχάνημα και κατέληγε σ’ένα από τα τοιχώματα του γυάλινου κύβου, κι από μέσα του η Ασημίνα νόμιζε πως πρέπει να ερχόταν κάποιο αέριο. Πολλά καλώδια ένωναν τον κύβο με άλλες συσκευές, πεσμένα στο πάτωμα σαν πόδια εντόμων.
Η Ασημίνα, βέβαιη πως ο πατέρας της αποκλείεται να την έβλεπε, μπήκε αθόρυβα στο εργαστήριο και βάδισε ανάμεσα στα μηχανήματα που σύριζαν και γρύλιζαν γύρω της. Τα φωτάκια που άναβαν κι έσβηναν έμοιαζαν με μάτια που την παρατηρούσαν. Οι λάμψεις είχαν ενταθεί μέσα στον γυάλινο κύβο. Η Ασημίνα έκανε τον γύρο του για να σταθεί από τη μια μεριά του και να δει τι κοίταζε ο πατέρας της σ’αυτή την οθόνη. Εκείνο που αντίκρισαν τα μάτια της δεν έβγαζε κανένα νόημα. Ήταν ένα σχήμα που επάνω του έτρεχαν κουκίδες και σύμβολο, ενώ μια μπάρα γέμιζε στο ανώτατο τμήμα της οθόνης.
«Γιατί όχι;» μουρμούρισε ξαφνικά ο Κρεμτέλβιος, και η Ασημίνα φοβήθηκε προς στιγμή ότι την είχε αντιληφτεί – αλλά, φυσικά, δεν ήταν έτσι· δεν είχε ιδέα πως η κόρη του τον κατασκόπευε. «Γιατί όχι;» Ο Κρεμτέλβιος γύρισε έναν διακόπτη και πάτησε ένα πλήκτρο δύο φορές. Η μπάρα στην κορυφή της οθόνης φάνηκε να γεμίζει περισσότερο, και οι κουκίδες και τα σύμβολα έτρεχαν τώρα πιο γρήγορα πάνω στο παράξενο σχήμα. Συγκεντρώθηκαν σε μια μεριά του και άλλαξαν χρώμα – έγιναν, από μαύρα, πράσινα – και μετά, κόκκινα–
…ΚΚΚΡΡΑΚΚ…
Η Ασημίνα στράφηκε δεξιά ακούγοντας τον απρόσμενο ήχο θραύσης.
Το γυαλί του κύβου πλάι της είχε ραγίσει. Και οι λάμψεις ήταν εκτυφλωτικές, αλλά συγχρόνως έμοιαζαν να παγιδεύουν το βλέμμα της, να μην την αφήνουν να κοιτάξει αλλού. Η όρασή της γέμισε με μια πανδαισία χρωμάτων και ονειρικών σχηματισμών.
«Μπαμπά!» φώναξε.
«Ασημίνα!» άκουσε τη φωνή του. «ΦΥΓΕ ΑΠΟ ΚΕΙ, ΜΑ ΤΟΥΣ ΘΕΟΥΣ!»
!ΚΡΑΚ!
Το γυαλί του κύβου θρυμματίστηκε από τη μεριά της, και η Ασημίνα ούρλιαξε νιώθοντας το σώμα της να τυλίγεται από τις αλλόκοτες ενέργειες, να τραντάζεται από πάνω ώς κάτω. Νόμιζε πως κάτι είχε φτάσει ώς τα κόκαλά της και τα ταρακουνούσε από μέσα. Νόμιζε πως κάτι ταρακουνούσε από μέσα το ίδιο της το κρανίο.
Για λίγο βρισκόταν τόσο τσιτωμένη που ήταν λες κι είχε μετατραπεί σε άγαλμα, και μετά–
χαλάρωσε
αισθάνθηκε να πέφτει
και ήταν τόσο ελαφριά!
Τη μια στιγμή έπεφτε
την άλλη, πετούσε…
Η Ασημίνα είδε το σώμα της από ψηλά. Το είδε πεσμένο στο πάτωμα του εργαστηρίου, να τραντάζεται από τις ενέργειες που ακόμα το τύλιγαν. Ο γυάλινος κύβος είχε σπάσει από τη μεριά της, καθώς κι από μια άλλη μεριά. Ευτυχώς όχι από τη μεριά του πατέρα της. Εκείνος δεν είχε χτυπηθεί, και τώρα πατούσε κουμπιά σαν τρελός, τραβούσε καλώδια, ενώ φώναζε, μιλούσε, αλλά η Ασημίνα δεν άκουγε τι έλεγε–
Κάτι την τράβηξε επάνω, απότομα, λες κι είχε σχοινί στο κεφάλι. Το εργαστήριο εξαφανίστηκε πολύ γρήγορα. Η Ασημίνα πετούσε τώρα πάνω από τη βίλα του πατέρα της, και μετά ακόμα πιο ψηλά. Έβλεπε και την Κιρβόνη! Κι ακόμα πιο ψηλά: Έβλεπε μεγάλη έκταση των δασότοπων Φέρνιλγκαν! Κι ακόμα πιο ψηλά: Έβλεπε μεγάλη έκταση ολόκληρης της Σεργήλης!
Πού πήγαινε; Ποιος την τραβούσε;
Ύψωσε το βλέμμα της και είδε τον νυχτερινό ουρανό, και το ολόγιομο φεγγάρι. Κατευθυνόταν προς το φεγγάρι λες και κάποιο γιγάντιο, πανίσχυρο κανόνι να την είχε εκτοξεύσει! Και η Ασημίνα δεν μπορούσε ν’αποφασίσει αν ήταν τρομοκρατημένη ή εκστασιασμένη.
Είμαι νεκρή;
Πού πηγαίνω; Κανένας δεν με τραβά. Κανένας δεν φαίνεται να με τραβά.
Ομίχλες περιτριγυρίζουν το φεγγάρι, πυκνές, μυστηριώδεις ομίχλες, καθώς φτάνω κοντά του. Περνάω από μέσα τους, με μεγάλη ταχύτητα, νιώθοντάς τες να με χαϊδεύουν από πάνω ώς κάτω. Αλλά πώς είναι δυνατόν, αφού άφησα το σώμα μου στη βίλα; (Τι κάνει τώρα ο μπαμπάς; Νομίζει ότι είμαι νεκρή; Φοβάμαι γι’αυτόν!)
Πίσω από την ομίχλη ένα τοπίο με πέτρες απλώνεται. Πέτρες που είναι σαν καθρέφτες. Στερεώνομαι ανάμεσα σε δύο απ’ αυτές· είναι το καλύτερο σημείο για να στερεωθώ – δεν ξέρω γιατί. Σταματάω να πετάω· απλά είμαι εκεί, τώρα.
Κι αντικρίζω ένα φως να με πλησιάζει– Όχι, δεν είναι φως. Είναι κάποιο πλάσμα· κάποιου είδους οντότητα. Έχει χρώμα αργυρό, και φτερά, και μοιάζει και λιγάκι με άνθρωπο, αν και είναι περισσότερο σαν πουλί. Τα μάτια του είναι άστρα· το στόμα του είναι ουρανός· μέσα από το κρανίο του ένας μικρός ήλιος στραφταλίζει.
Έρχονται κι άλλα δύο τέτοια όντα πίσω από το πρώτο. Φτερουγίζουν όλα προς το μέρος μου.
Η πρώτη οντότητα μού μιλά αλλά χωρίς να μου μιλά· απλά ξέρω κατευθείαν τι μου λέει. Με ρωτά από πού ήρθα.
Από κάτω, του απαντώ.
Από πού κάτω;
Από τη βίλα του πατέρα μου, κοντά στην Κιρβόνη. Τους ρωτάω γιατί με έφεραν εδώ.
Η οντότητα μού λέει ότι εγώ ήρθα, από μόνη μου, και με ρωτά ποιο Σημείο Επαφής χρησιμοποίησα.
Της απαντώ πως δεν καταλαβαίνω. Σε τι «Σημείο Επαφής» αναφέρεται;
Δεν είχα χρησιμοποιήσει Σημείο Επαφής για να έρθω;
Εξηγώ πως έγινε κάποιο ατύχημα.
Η οντότητα με ρωτά αν είμαι της Οικογένειας.
Ποιας Οικογένειας;
Οι τρεις οντότητες μιλάνε αναμεταξύ τους έτσι που δεν καταλαβαίνω τίποτα, και μετά η Δεύτερη οντότητα (δεν έχω άλλο τρόπο να τις ξεχωρίζω παρά μόνο ως Πρώτη, Δεύτερη, Τρίτη) με ρωτά αν ξέρω τον Αρχαίο Κώδικα.
Ποιον Αρχαίο Κώδικα;
Η Πρώτη οντότητα μού λέει ότι δεν είμαι της Οικογένειας και, άρα, δεν θα έπρεπε να είμαι εδώ. Τι κάνω εδώ;
Τους ζητάω να μου πουν γι’αυτή την Οικογένεια· τους λέω πως ίσως να είμαι της Οικογένειας χωρίς να το ξέρω.
Η Δεύτερη οντότητα μού εξηγεί πως δεν είναι δυνατόν να μην το ξέρω. Αν ήμουν θα το ήξερα.
Επιμένω να μου πουν! Θα ήθελα να μάθω!
Η Τρίτη οντότητα γελά, και είναι σαν να λέει Γιατί όχι; Είναι σαν να λέει Θα είχε πλάκα!
Αμέσως αρχίζουν να μιλάνε έντονα οι τρεις τους, να τσακώνονται· είμαι σίγουρη ότι τσακώνονται, αλλά δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς λένε.
Μεγάλη Αρτάλη, είναι σαν να ονειρεύομαι. Μάλλον ονειρεύομαι. Αποκλείεται να μην ονειρεύομαι. Γελάω.
Η Τρίτη οντότητα με ρωτά αν θέλω να μάθω για την Οικογένεια.
Θέλω!
Τι ακριβώς θέλω να μάθω;
(Οι άλλες δύο οντότητες κοιτάζουν επικριτικά την Τρίτη, και καταλαβαίνω ότι τώρα η Πρώτη λέει στην Τρίτη κάτι σαν Σταμάτα, γέρο-κατεργάρη! Μην είσαι ανόητος!)
Απαντώ πως θέλω να μάθω ποιοι ανήκουν στην Οικογένεια (διασκεδάζοντας μ’αυτά τα παράξενα όντα που είναι σίγουρα όνειρο).
Η Τρίτη οντότητα με ρωτά: Στην εποχή σου;
Ναι, φυσικά!
Και η Τρίτη οντότητα πετά ξαφνικά καταπάνω μου· τα φτερά της με τυλίγουν, και βουλιάζω, σκορπίζομαι… βλέπω διάφορους ανθρώπους… διάφορα πρόσωπα… άγνωστα πρόσωπα…
*
Όταν η Ασημίνα ξύπνησε ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, στο υπνοδωμάτιο της, και η υπηρέτρια πού βρισκόταν κοντά της, αφού τη ρώτησε πώς είναι, έτρεξε αμέσως να ειδοποιήσει τον πατέρα της.
Η Ασημίνα αισθανόταν δεκάδες μικρά ενοχλήματα σ’όλο της το σώμα. Ύψωσε απότομα το γόνατό της γιατί ένιωθε κάτι επάνω του που ήθελε ν’αποτινάξει, ενώ συγχρόνως κουνούσε το αριστερό της χέρι. Κοίταξε το χέρι για να δει τι ήταν τυλιγμένο γύρω του, μα δεν μπορούσε να δει τίποτα. Ό,τι κι αν ήταν, ήταν αόρατο…
Ο πατέρας της δεν άργησε να έρθει, καθώς κι ο αδελφός της, και ένας γιατρός που άρχισε να της κάνει ερωτήσεις για το πώς ένιωθε. Η Ασημίνα τού είπε ότι ένιωθε ολόκληρο το σώμα της να μη μπορεί να ηρεμήσει, λες και συνεχώς ακατονόμαστα πράγματα έτρεχαν επάνω στο δέρμα της – επάνω στα κόκαλά της! Ο γιατρός, τελικά, πρότεινε κάποια φάρμακα για την Ασημίνα, αλλά της εξήγησε πως ακόμα και με τα φάρμακα θα έπρεπε να αποφεύγει τις δραστηριότητες που απαιτούσαν μεγάλη σωματική ακρίβεια. Για παράδειγμα, ζωγραφική–
«Δεν ζωγραφίζω,» του είπε.
–κυνήγι–
«Δεν κυνηγάω.»
–οδήγηση–
«Τι;»
«Καλύτερα να μην οδηγείς, ή, τουλάχιστον, να μην τρέχεις.»
Αλλά η Ασημίνα λάτρευε τα γρήγορα οχήματα. Δεν μπορούσε να τα παρατήσει! Μετά από κάποιο καιρό, όμως, ανακάλυψε ότι, αντιθέτως, δεν μπορούσε να μην τα παρατήσει. Κι η ίδια καταλάβαινε ότι ήταν αδύνατον να ελέγξει ένα όχημα που έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα. Τα αντανακλαστικά της δεν ήταν το ίδιο καλά με πριν, και τα χέρια της δεν μπορούσε να τα εμπιστευτεί ότι θα έμεναν ακίνητα όταν έπρεπε να μείνουν ακίνητα – ακόμα και με τα φάρμακα.
Ο Κρεμτέλβιος αισθανόταν καταρρακωμένος από αυτό που είχε συμβεί στην κόρη του. Κατηγορούσε τον εαυτό του. Παραπάνω από μια φορά τής ζήτησε συγνώμη για ό,τι είχε πάθει, αλλά εκείνη δεν ήθελε ν’ακούσει συγνώμες. Όποτε ο πατέρας της άρχιζε τέτοια κουβέντα, η Ασημίνα αμέσως έφευγε: και η αντίδρασή της έκανε τον Κρεμτέλβιο να νιώθει χειρότερα, χωρίς εκείνη να το καταλαβαίνει.
Παλιότερα, η Ασημίνα αγαπούσε το σώμα της· τώρα το μισούσε. Ήταν σαν ένα ξένο μηχάνημα, ανεξέλεγκτο. Κάτι που κατά λάθος ήταν δικό της. Δεν ήθελε να θυμάται τι της είχε συμβεί, αλλά το σώμα της της το θύμιζε ακατάπαυστα.
Εκείνη την περίοδο είχε σχέση μ’έναν νεαρό από την Κιρβόνη ο οποίος πήγαινε τακτικά για κυνήγι στις παρυφές των μεγάλων δασότοπων Φέρνιλγκαν. Η Ασημίνα τον απομάκρυνε, μη θέλοντάς τον πλέον κοντά της. Τα δώρα που της έστελνε τα έκαιγε μέσα στο τζάκι. Δεν καταλάβαινε πώς ήταν δυνατόν να επιθυμεί να έχει επαφή μ’ένα τέρας σαν εκείνη. Τη λυπόταν – αυτή ήταν η μοναδική εξήγηση! Και δεν ήθελε πια να τον βλέπει ούτε από μακριά!
Άρχισε να συλλέγει φωτογραφίες από ράλι, μινιατούρες αγωνιστικών οχημάτων, αγωνιστικά οχήματα, οπτικοακουστικές πλακέτες με αγώνες δρόμου, άρθρα από εφημερίδες και περιοδικά που μιλούσαν για ράλι, πληροφορίες για διάφορους ραλίστες…
*
Προτού η Ασημίνα ξυπνήσει μέσα στο δωμάτιό της, το σώμα της βρισκόταν σε έξαλλη κατάσταση. Η ίδια δεν θυμόταν τίποτα από αυτά αλλά της είπαν ότι, εκείνες τις δύο ημέρες, αφότου τη χτύπησαν οι ενέργειες από τον γυάλινο κύβο, μιλούσε σε ακατανόητες γλώσσες και έκανε σχήματα και σύμβολα επάνω σε χαρτιά, χρησιμοποιώντας στιλογράφους. Ήταν σαν κάποιος δαίμονας να την είχε καταλάβει. Δεν έδινε σχεδόν καμία σημασία σε ό,τι κι αν της έλεγαν ο πατέρας της, ο αδελφός της, ο γιατρός, ή κανένας άλλος. Ακόμα κι έναν μάγο και μια μάγισσα είχαν φέρει για να την κοιτάξουν – ο πρώτος του τάγματος των Δεσμοφυλάκων, η δεύτερη του τάγματος των Διαλογιστών – μα δεν είχαν βρει τίποτα. Και η Ασημίνα (σύμφωνα με ό,τι της είπαν μετά) δεν τους ήθελε κοντά της· τους έδιωχνε, δεν τους άφηνε να ολοκληρώσουν τα ξόρκια τους, έτρεχε να φύγει. Ήταν σαν τρελή. Ο Κρεμτέλβιος φοβόταν ότι ίσως, στο τέλος, χρειαζόταν να τη στείλει σε κάποια ψυχιατρική κλινική.
Αλλά μετά η Ασημίνα είχε συνέλθει. Και δεν είχε κανένα πρόβλημα πέρα από το ταραγμένο νευρικό της σύστημα. Ούτε θυμόταν τίποτα από τα τρελά πράγματα που είχε κάνει. Ύστερα από αρκετές μέρες, όταν της είπαν πόσο παράξενα είχε φερθεί, εκείνη ρώτησε να μάθει αν είχαν κρατήσει αυτά που είχε ζωγραφίσει. Ο Κρεμτέλβιος τής είπε: «Τα έχουμε κρατήσει, και όχι μόνο αυτά. Αποθηκεύσαμε ηχητικά και κάποια από τα λόγια σου. Αλλά… είσαι σίγουρη πως…;»
«Ναι, μπαμπά, είμαι σίγουρη.»
Της έβαλαν ν’ακούσει τον εαυτό της, και με το ζόρι μπορούσε ν’αναγνωρίσει τη φωνή της. Ούτε καταλάβαινε, φυσικά, τι ήταν αυτά που έλεγε· μιλούσε σε γλώσσες άγνωστες, ανύπαρκτες ίσως. Της έδειξαν τα σχήματα και τα σύμβολα που είχε ζωγραφίσει: και δεν έβγαζαν κανένα νόημα για εκείνη, όπως κανένα νόημα δεν έβγαζαν και τα σχήματα που είχε δει στις οθόνες του εργαστηρίου του πατέρα της…
Η Ασημίνα τα έκλεισε όλ’ αυτά σ’ένα μπαούλο και τ’άφησε να ξεχαστούν. Εξάλλου, δεν θυμόταν ποτέ να έχει κάνει τέτοια πράγματα.
Θυμόταν, όμως, τη συζήτησή της με τις αργυρόχρωμες οντότητες στο φεγγάρι. Τη θυμόταν πολύ καλά. Όπως επίσης θυμόταν και τα πρόσωπα της Οικογένειας. Ήταν όνειρο ή, όντως, υπήρχαν αυτοί οι άνθρωποι;
Μετά από κανένα χρόνο, ο πατέρας τους έφερε την Ασημίνα και τον Ρίβη σ’ένα μικρό δωμάτιο μέσα στη βίλα και τους μίλησε για τη Σιδηρά Δυναστεία. Τους είπε ότι από χρόνια ανήκε σ’αυτή την οργάνωση του υπόκοσμου της Σεργήλης: τον εξυπηρετούσαν και τους εξυπηρετούσε–
«Γιατί δεν σώζουν τη μαμά, τότε;» ρώτησε αμέσως ο Ρίβης.
«Δεν μπορούν, δυστυχώς,» αποκρίθηκε ο Κρεμτέλβιος. «Τους το ζήτησα, αλλά δεν μπορούν. Δεν πηγαίνουν κόντρα στους πράκτορες της Παντοκράτειρας. Για την ακρίβεια, κάποιοι πράκτορες και στρατιωτικοί της Συμπαντικής Παντοκρατορίας βρίσκονται μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία, Ρίβη.»
Αλλά η Δυναστεία πρόσφερε πολλά στα μέλη της. Τα εξυπηρετούσε με διάφορους τρόπους, κι εκείνα εξυπηρετούσαν άλλα μέλη με διάφορους τρόπους. Ήταν ένα δίκτυο αλληλοϋποστήριξης που υπερέβαινε τους νόμους των πόλεων της Σεργήλης.
Η Ασημίνα το βρήκε αυτό πολύ ενδιαφέρον, και απορούσε, μάλιστα, γιατί ο πατέρας τους δεν τους το είχε πει ώς τότε. «Η μαμά το ξέρει;» ρώτησε.
«Η μητέρα σας δεν ξέρει τίποτα για τη Σιδηρά Δυναστεία. Θεώρησα, όμως, ότι εσείς πρέπει να ξέρετε, γιατί… αν κάτι συμβεί σ’εμένα–»
«Μη μιλάς έτσι, μπαμπά,» τον διέκοψε ο Ρίβης. «Τι να συμβεί;»
«Οτιδήποτε μπορεί να συμβεί. Αλλά,» αναστέναξε ο Κρεμτέλβιος, «ούτως ή άλλως είναι καλό να ξέρετε για την… οικογένεια,» τόνισε. «Κι όταν ξέρεις για την οικογένεια, είσαι μέλος της οικογένειας. Η Σιδηρά Δυναστεία είναι–»
«Οικογένεια;» παρενέβη η Ασημίνα. «Γιατί την είπες ‘οικογένεια’;» Στο μυαλό της είχαν έρθει αμέσως οι αργυρόχρωμες οντότητες από το φεγγάρι.
Ο Κρεμτέλβιος εξήγησε ότι έτσι ονόμαζαν τη Σιδηρά Δυναστεία τα μέλη της, για ν’αποφεύγουν να την κατονομάζουν, ειδικά σε χώρους που κάποιος μπορεί να κρυφάκουγε, αλλά όχι μόνο. Μετά, τους εξήγησε και διάφορα άλλα πράγματα για τη Δυναστεία, και τους είπε ότι θα τους γνώριζε και ορισμένα από τα μέλη της με τα οποία ο ίδιος ερχόταν τακτικά σε επαφή.
*
Με τον καιρό, η Ασημίνα έμαθε ότι η Οικογένεια που της είχε δείξει η Τρίτη οντότητα από το όνειρό της πράγματι υπήρχε. Και ήταν όλοι τους μέλη της Σιδηράς Δυναστείας. Προσπαθώντας – με πολύ μεγάλη προσοχή – να ανακαλύψει αν υφίστατο κάποιος κρυφός πυρήνας μέσα στη Δυναστεία, άκουσε για τον μύθο της Παλιάς Δυναστείας, και συμπέρανε ότι δεν ήταν ένας μύθος μόνο. Η Παλιά Δυναστεία ήταν η Οικογένεια για την οποία της είχε μιλήσει η Τρίτη οντότητα.
Η Ασημίνα θα ήθελε πολύ να ξαναπάει στο φεγγάρι και να συζητήσει με τις οντότητες εκεί, αλλά δεν ήξερε πώς. Η Πρώτη οντότητα είχε αναφέρει κάποια Σημεία Επαφής. Πού ήταν αυτά τα Σημεία; Η Παλιά Δυναστεία σίγουρα τα κρατούσε κρυφά. Πρέπει να έπαιρναν μυστηριώδεις δυνάμεις, μυστηριώδεις γνώσεις, από τις οντότητες στο φεγγάρι, τις οποίες, φυσικά, εκμεταλλεύονταν. Τις εκμεταλλεύονταν για να έχουν τον πλήρη έλεγχο της Σιδηράς Δυναστείας!
Μα τους θεούς, η Οικογένεια ουσιαστικά διοικούσε τους πάντες, και τι είχε καταφέρει; Να δημιουργήσει μια μυστική οργάνωση χωρίς καμία… οργάνωση! Ένα σκέτο χάος! Δε θα ήταν πολύ καλύτερα αν ένας άνθρωπος διοικούσε τη Σιδηρά Δυναστεία; Η Σιδηρά Δυναστεία θα ήταν αυτοκράτειρα της Σεργήλης, τότε!
Όταν ο πατέρας της Ασημίνας πέθανε, ολοένα και πιο παράξενες ιδέες άρχισαν να μπαίνουν στο μυαλό της…
Την επόμενη μέρα, αφού ο Ραλίστας, ο Ύαν, η Αστερόπη, και ο Ρίβης Νέρφελδιφ έχουν ήδη εγκαταλείψει τη βίλα στις παρυφές της ερήμου, ο Γρύπας Ξενοκράτης λέει στην Ισμήνη:
«Θα πάω στην έρημο. Για δυο, τρεις μέρες ίσως. Ανάλογα.»
Κάθονται αντικριστά, καθώς παίρνουν το πρωινό τους σ’ένα μικρό τραπέζι – εκείνος κατάμαυρος στο δέρμα, με λευκά μούσια και λευκά μαλλιά που έχουν δυο μαύρες τούφες στους κροτάφους, ντυμένος με φαρδύ γκρίζο παντελόνι και λευκό πουκάμισο, ξεκούμπωτο, με τα μανίκια σηκωμένα· εκείνη χρυσόδερμη, με κόκκινα μαλλιά μακριά ώς την πλάτη, καλλονή, και φανερά πολύ μικρότερη από τον άντρα της, ντυμένη μ’ένα ημιδιαφανές νυχτικό χωρίς μανίκια και μυτερό ντεκολτέ. Πλάι τους είναι ένα μεγάλο παράθυρο, κλειστό για να μη μπαίνει η πρωινή θερμότητα. Η θερμοκρασία του εσωτερικού χώρου ρυθμίζεται από αυτόματα συστήματα κλιματισμού.
«Γιατί;» ρωτά η Ισμήνη.
«Πρέπει να βρω έναν άνθρωπο. Πρέπει να μιλήσω μαζί του.»
Η Ισμήνη συνοφρυώνεται. Δεν της αρέσει που είναι, πολλές φορές, έτσι κρυψίνους μαζί της. Αφού της έχει πει για την Παλιά Δυναστεία, δεν θεωρεί πια, ύστερα από τόσο καιρό που είναι παντρεμένοι, ότι μπορεί να της πει τα πάντα;
«Ποιον άνθρωπο;» τον ρωτά. «Τον ξέρω;»
«Τον Νεσράχ, τον Καφετή Γέρακα.»
Η Ισμήνη γελά.
Ο Γρύπας σκουπίζει το στόμα του με μια πετσέτα. «Γιατί γελάς;»
«Γιατί, έτσι όπως το έκρυβες, νόμιζα ότι η συνάντησή σου θα ήταν με κανέναν άνθρωπο που δεν ήξερα,» λέει η Ισμήνη.
«Δεν έκρυβα τίποτα.»
Η Ισμήνη τον κοιτάζει υπομειδιώντας.
«Μη με κοιτάς έτσι,» της λέει ο Γρύπας καθώς σηκώνεται από το τραπέζι. «Σου μπαίνουν ιδέες εξαιτίας της παλιάς σου δουλειάς.»
«Δεν το νομίζω,» αποκρίνεται η Ισμήνη, ανάλαφρα, ανάβοντας ένα τσιγάρο. Ήταν πράκτορας της Παντοκράτειρας όταν παντρεύτηκε τον Ξενοκράτη.
Ο Γρύπας απομακρύνεται απ’το παράθυρο και το τραπεζάκι κι αρχίζει να ντύνεται για ταξίδι. «Ειδοποίησε να έχουν έτοιμο τον Τίγρη της Ερήμου, αν θέλεις,» της λέει.
Η Ισμήνη σηκώνεται, πηγαίνει στο γραφείο, και μιλά στον επικοινωνιακό δίαυλο εκεί. Όταν επιστρέφει κοντά στον Γρύπα, εκείνος είναι σχεδόν έτοιμος.
«Θα περιμένω εδώ;» τον ρωτά.
«Ναι, με τη Μελένια. Κι όταν γυρίσω, θα φύγουμε κι οι τρεις μας.»
«Δεν της αρέσει όταν είμαι εγώ στο σπίτι χωρίς να είσαι κι εσύ,» λέει η Ισμήνη, φυσώντας καπνό απ’την άκρη του στόματός της. «Και μη μου πεις ότι πάλι μου μπαίνουν ιδέες εξαιτίας της παλιάς μου δουλειάς· το ξέρεις πως έτσι είναι.»
Ο Γρύπας φιλά το μάγουλό της. «Ακόμα δεν μ’έχει συγχωρέσει για τον θάνατο της μητέρας της.»
«Όχι,» κουνά το κεφάλι η Ισμήνη, «το πρόβλημά της δεν είναι μαζί σου, Γρύπα–»
«Κι όμως,» επιμένει εκείνος τελειώνοντας με την ενδυμασία του κι αρχίζοντας να βάζει μερικά πράγματα σ’έναν σάκο, «κατά βάθος δεν μ’έχει συγχωρέσει.»
«Δεν έφταιγες εσύ, πάντως.»
«Το ξέρω, αλλά δεν έχει σημασία για εκείνη. Ήταν κοριτσάκι τότε, Ισμήνη.» Αναστενάζει. «Τέλος πάντων.» Παίρνει ένα πιστόλι από ένα συρτάρι καθώς κι ένα μακρύ ξιφίδιο, και τα ρίχνει κι αυτά στον σάκο, ανάμεσα στα άλλα πράγματα. Τον κλείνει και τον περνά στον ώμο. «Θα προσπαθήσω να τον εντοπίσω όσο πιο γρήγορα μπορώ,» λέει στην Ισμήνη.
Εκείνη νεύει, έχοντας μόλις σβήσει το τσιγάρο της στο τασάκι στο κομοδίνο. Πλησιάζει τον Γρύπα και, τυλίγοντας τα χέρια της πίσω απ’τον λαιμό του, τον φιλά δυνατά, εξερευνώντας το στόμα του με τη γλώσσα της.
«Σταμάτα,» της λέει ο Γρύπας, «γιατί θα σε σκέφτομαι συνέχεια σ’όλο το ταξίδι.»
Η Ισμήνη χαμογελά και τον ελευθερώνει από την αγκαλιά της.
Ο Γρύπας φεύγει από το υπνοδωμάτιο και πηγαίνει να μιλήσει στους ανθρώπους της βίλας του. Ύστερα επισκέπτεται την κόρη του στο προσωπικό της μέρος του κήπου.
Τη βρίσκει να κάνει τις πρωινές της ασκήσεις – τις ασκήσεις που κάνει πάντα όταν δεν έχει αναλάβει άλλη δουλειά αυτή την ώρα. Τα ξανθά μαλλιά της είναι δεμένα κότσο, σφιχτά, πίσω από το κεφάλι της, και το λευκόδερμο σώμα της είναι ντυμένο με μια γαλανή στολή που εφαρμόζει τέλεια επάνω της, καλύπτοντας το στήθος και την κοιλιά κι αφήνοντας τα χέρια, τα πόδια, και την πλάτη ακάλυπτα. Οι κινήσεις της είναι περίπλοκες και άψογες μέσα στο καυτό πρωινό της ερήμου, μοιάζοντας ν’ακολουθούν κάποια μυστηριώδη αρμονία που μονάχα το μυαλό της κατανοεί. Ο Γρύπας σκέφτεται, ακούσια, ότι αν η κόρη του δεν ήταν κόρη του θα ήταν ερωτευμένος μαζί της.
«Καλημέρα, Μελένια.»
Η Μελένια στηρίζεται στο δεξί χέρι, γυρισμένη ανάποδα, με τα πόδια της να σχηματίζουν ένα 6 από πάνω της, ενώ το αριστερό χέρι είναι τεντωμένο παράλληλα ως προς το έδαφος.
«Καλημέρα, κύριε Ξενοκράτη.»
Ακόμα κι όταν είναι μόνοι οι δυο τους, συνήθως κύριε Ξενοκράτη τον αποκαλεί για να μη χαλαρώνει την πειθαρχεία της.
«Θα φύγω,» της λέει ο Γρύπας. «Για δυο, τρεις μέρες το πολύ. Η Ισμήνη θα είναι εδώ.»
Η Μελένια τη μια στιγμή στηριζόταν στο δεξί χέρι, την άλλη στιγμή – τώρα – βρίσκεται όρθια, πατώντας στα γυμνά πόδια της. Το βλέμμα της είναι ερωτηματικό.
«Πρέπει να μιλήσω με τον Καφετή Γέρακα, να τον ενημερώσω γι’αυτό που συμβαίνει,» εξηγεί ο Γρύπας.
«Εντάξει,» αποκρίνεται η Μελένια. «Θέλεις να κάνω κάτι, εν τω μεταξύ;»
«Τίποτα ιδιαίτερο. Ξεκουράσου, και έχε το νου σου για οτιδήποτε ασυνήθιστο.»
Ο Γρύπας γυρίζει να φύγει, αλλά η φωνή της τον σταματά.
«Μπαμπά;»
Την αντικρίζει πάλι, ξαφνιασμένος που τον φώναξε μπαμπά. Τον φωνάζει μπαμπά μόνο όταν έχει να του πει κάτι που θεωρεί πολύ σοβαρό.
«Την εμπιστεύεσαι;» τον ρωτά.
«Ποια;»
«Την Ισμήνη, φυσικά.»
«Μην είσαι ανόητη, Μελένια. Η Ισμήνη δεν είναι με τους εχθρούς μας,» της λέει ο Γρύπας. «Και σε συμπαθεί πολύ. Το ξέρεις, έτσι δεν είναι;»
Η Μελένια δεν μιλά· ανασηκώνει τους ώμους μονάχα, και γυρίζει ξανά ανάποδα, στηριζόμενη στο δεξί χέρι.
Ο Γρύπας πηγαίνει στον χώρο στάθμευσης οχημάτων, όπου τον περιμένουν τρεις από τους ανθρώπους του, οπλισμένοι και έτοιμοι για ταξίδι, δίπλα στο όχημα που ακούει στο όνομα Τίγρης της Ερήμου: ένα τετράκυκλο με ψηλούς τροχούς ειδικούς για να κυλάνε πάνω στις ατελείωτες αμμώδεις εκτάσεις και στις θίνες, ακούραστο και δυνατό, με μεγάλο αποθηκευτικό χώρο στην πίσω μεριά.
Οι δύο από τους τρεις ανθρώπους που θα συνοδέψουν τον Ξενοκράτη είναι νομάδες των ερήμων που εργάζονται ως μισθοφόροι για εκείνον. Ο τρίτος δεν είναι νομάδας, αλλά είναι πολύ καλός οδηγός. Αφού ανταλλάσσουν σύντομους χαιρετισμούς με τον Γρύπα, επιβιβάζονται όλοι στο όχημα.
Η σιδερένια πύλη της περιτειχισμένης βίλας-φρουρίου ανοίγει, και το τετράκυκλο με τους ψηλούς τροχούς βγαίνει, κατευθυνόμενο νότια, μέσα στις αχανείς ερήμους, κάτω από τον καυτό ήλιο. Η άμμος δεν φαίνεται να το παρακωλύει στο ελάχιστο.
*
Ο Γρύπας Ξενοκράτης λείπει δύο ημέρες από τη βίλα του στις παρυφές της ερήμου, και σ’αυτό το χρονικό διάστημα η Μελένια κατασκοπεύει την Ισμήνη, γιατί δεν είναι τόσο σίγουρη γι’αυτήν όσο ο πατέρας της. Εισβάλει ακόμα και στα δωμάτιά τους για να ψάξει μέσα στα πράγματά της, κι εκεί είναι που η Ισμήνη την πιάνει, βγαίνοντας από το μπάνιο πιο γρήγορα απ’ό,τι η Μελένια υπολόγιζε. Η Μελένια, βέβαια, προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από μια κουρτίνα αλλά η Ισμήνη την καταλαβαίνει και ρωτά ποιος είναι εκεί. Βγαίνοντας απ’την κρυψώνα της, η Μελένια τη βλέπει να βαστά ένα μικρό πιστόλι καθώς είναι τυλιγμένη σε μια καφετιά πετσέτα. Τα μακριά κόκκινα μαλλιά της είναι μουσκεμένα και στάζουν στο πάτωμα.
Τα μάτια της στενεύουν. «Τι θέλεις εδώ πέρα;»
«Κάτι χαρτιά μού είπε ο κύριος Ξενοκράτης να πάρω από το γραφείο του.» Η Μελένια βαδίζει προς την έξοδο.
«Και γιατί κρυβόσουν;» Η Ισμήνη έχει κατεβάσει το πιστόλι.
«Σκέφτηκα ότι δε θα με ήθελες εδώ.» Η Μελένια βρίσκεται πια κοντά στο κατώφλι της εξώπορτας.
«Μισό λεπτό!» λέει η Ισμήνη. «Πότε σου ζήτησε ο Γρύπας να πάρεις αυτά τα χαρτιά; Είναι η δεύτερη μέρα που λείπει!»
«Το είχα ξεχάσει πριν. Συγνώμη!» Η Μελένια φεύγει απ’τα δωμάτιά τους, βαδίζοντας γρήγορα.
Η Ισμήνη δεν την ακολουθεί. Και φυσικά δεν την έχει πιστέψει. Τι ήρθε να κάνει εδώ; σκέφτεται. Με κατασκοπεύει; Το είχε ήδη υποψιαστεί, μα δεν ήταν σίγουρη. Το μυαλό αυτής της κοπέλας είναι σαλεμένο!
Το ίδιο βράδυ κιόλας, ο Γρύπας Ξενοκράτης επιστρέφει στη βίλα του. Δεν βρήκε αμέσως τον Νεσράχ – τον νομάδα που, μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία, έχει το κωδικό όνομα Καφετής Γέρακας – αλλά δεν δυσκολεύτηκε και πολύ. Γνωρίζει τις οάσεις όπου συχνάζει ο Νεσράχ. Και καθοδόν συνάντησε και την Άφθαρτη Σαύρα των Άμμων – τη γυναίκα που παλιά ονομαζόταν Κιρτέφκι Βένκαρκωφ και κατοικούσε στη Νίρβεκ, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τις ερήμους. Ενημέρωσε και αυτήν και τον Νεσράχ για το τι συμβαίνει, και τους ρώτησε μήπως έχουν παρατηρήσει τίποτα παράξενο τελευταία. Κανένας τους δεν ανέφερε κάτι. Όπως ο Γρύπας έχει ήδη υποθέσει, αυτό το κακό πρέπει να ξεκίνησε από τον βορρά, και εκεί έχει περισσότερη δύναμη. Εδώ, στον νότο, ίσως οι εχθροί της Παλιάς Δυναστείας να μην έχουν κανένα πράκτορά τους. Στον Νεσράχ και στην Άφθαρτη Σαύρα, φυσικά, δεν είπε τίποτα για την Παλιά Δυναστεία (δεν ξέρουν αυτοί για τέτοια πράγματα, και δεν θα έπρεπε να ξέρουν)· τους είπε μόνο για τους καιροσκόπους που θέλουν να διαλύσουν τη Σιδηρά Δυναστεία δολοφονώντας όσους δεν μπορούν να τραβήξουν με το μέρος τους.
Ο Γρύπας Ξενοκράτης βγαίνει τώρα από τον Τίγρη της Ερήμου και, διασχίζοντας τον κήπο, μπαίνει στο κεντρικό οίκημα της βίλας του, όπου σύντομα συναντά την Ισμήνη στην τραπεζαρία, να τρώει μόνη, ακούγοντας ελαφριά μουσική.
Του χαμογελά. «Και σκεφτόμουν τώρα ότι έχει πολύ φαγητό εδώ για να το φάω όλο εγώ.»
Ο Γρύπας αφήνει τον σάκο του στο πάτωμα, βγάζει το γιλέκο του, που είναι γεμάτο τσέπες και θήκες, το κρεμά σε μια καρέκλα, και κάθεται σε μια άλλη καρέκλα, κοντά στη γυναίκα του. «Πού είναι η Μελένια;»
«Την κάλεσα αλλά δεν ήρθε.» Η Ισμήνη γεμίζει ένα ποτήρι τάο βις για τον Γρύπα.
Εκείνος πίνει μια γουλιά, συλλογισμένος.
«Όλα εντάξει στην έρημο;» τον ρωτά.
«Ναι. Δεν έχουν δει τίποτα περίεργο να συμβαίνει.»
«Το μεσημέρι,» του λέει η Ισμήνη, «η Μελένια ήρθε να πάρει από το γραφείο σου τα χαρτιά που της είχες ζητήσει.»
Ο Γρύπας συνοφρυώνεται. «Ποια χαρτιά;»
«Το φαντάστηκα,» λέει η Ισμήνη, και πίνει μια γουλιά από το δικό της τάο βις.
Μετά το φαγητό, ο Γρύπας Ξενοκράτης κάνει ένα ντους, για να διώξει τον ιδρώτα και την άμμο της ερήμου από πάνω του, και πηγαίνει να μιλήσει στην κόρη του. Τη βρίσκει στη βιβλιοθήκη της βίλας, να διαβάζει ένα παλιό ρομάντζο, την Παπαρούνα του Ασημένιου Μάγου, καθισμένη αναπαυτικά σε μια πολυθρόνα, με τα πόδια της διπλωμένα χαριτωμένα από κάτω της.
«Καλησπέρα, κύριε Ξενοκράτη,» τον χαιρετά, γυρίζοντας σελίδα.
Το ξέρει ότι επέστρεψα, παρατηρεί ο Γρύπας. Ίσως να με είδε κρυφοκοιτάζοντας. Ή, το πιθανότερο, οι υπηρέτες τής το είπαν. «Καλησπέρα, Μελένια.» Ο Γρύπας κάθεται σε μια από τις τρεις καρέκλες που είναι γύρω απ’το μικρό τραπέζι.
Η Μελένια βάζει έναν σελιδοδείκτη μέσα στο βιβλίο και το κλείνει. «Θέλεις κάτι από εμένα;»
«Θα φύγουμε αύριο το πρωί. Ή, τουλάχιστον, ώς το μεσημέρι. Θέλω να είσαι έτοιμη.»
«Θα έρθω μαζί, δηλαδή;»
«Ναι.»
«Θα είναι κι αυτή μαζί μας;»
«Ναι, θα είναι κι αυτή μαζί μας,» λέει, επικριτικά, ο Γρύπας.
Η Μελένια ανασηκώνει τους ώμους, χαριτωμένα. «Εντάξει.» Είναι ντυμένη, βαμμένη, και στολισμένη άψογα, ως συνήθως: μια πράσινη τουαλέτα σκεπάζει το σώμα της σαν δεύτερο δέρμα, κοσμήματα στραφταλίζουν επάνω της. Τα μαλλιά της είναι καλοχτενισμένα και γυαλιστερά.
«Βρήκες τα χαρτιά στο γραφείο μου;»
Η Μελένια αναστενάζει.
Ο Γρύπας την ατενίζει έντονα, περιμένοντας απάντηση.
«Εντάξει,» λέει η Μελένια, «ήθελα να ρίξω μια ματιά. Να δω αν κρύβει κάτι.»
«Και σε τι συμπέρασμα έφτασες;» ρωτά σοβαρά ο Γρύπας, ανάβοντας ένα πούρο.
«Δε βρήκα τίποτα.» Η Μελένια σηκώνεται από την πολυθρόνα, βαδίζει ώς ένα ράφι της βιβλιοθήκης, και επιστρέφει την Παπαρούνα του Ασημένιου Μάγου στη θέση της. Όταν γυρίζει να ξανακοιτάξει τον πατέρα της, ο Γρύπας χαμογελά.
Η Μελένια τού επιστρέφει το χαμόγελο.
Ο Γρύπας τής κάνει νόημα να έρθει κοντά του. Η Μελένια έρχεται. Εκείνος τής τσίμπα τη μικρή της μύτη και, μετά, τη φιλά στο μάγουλο. «Τέρμα αυτές οι ανοησίες,» της λέει. «Σύμφωνοι;»
«Απλά σε προσέχω, μπαμπά,» αποκρίνεται η Μελένια, με σοβαρό ύφος, και φεύγει από τη βιβλιοθήκη.
*
Ο Γρύπας ζητά να ειδοποιήσουν τον μάγο Νιρμόδο’χοκ, απόψε κιόλας, ώστε αύριο να είναι εδώ, στη βίλα, έτοιμος να ταξιδέψουν, εκτός αν έχει άλλες, σημαντικότερες δουλειές. Και σ’αυτή την περίπτωση, πάλι να έρθει για να συζητήσουν και να δουν πώς μπορεί να τις αναβάλει. Το θέμα είναι όσο πιο σημαντικό μπορεί να είναι για τη Σιδηρά Δυναστεία.
Το πρωί, οι φρουροί της βίλας βλέπουν ένα ελικόπτερο να πλησιάζει και ετοιμάζουν τα όπλα τους, γιατί δεν έχουν καμια ένδειξη ότι είναι φιλικό. Μετά από λίγο, το αεροσκάφος προσγειώνεται καμια διακοσαριά μέτρα απόσταση από τα τείχη της βίλας και η μορφή του αλλάζει: ο έλικάς του βουλιάζει μέσα στην οροφή του· τα φτερά του κλείνουν μέσα στα πλευρά του μέχρι που εξαφανίζονται· τα πόδια του λυγίζουν, χάνονται, ενώ τέσσερις τροχοί ξεπροβάλλουν· η ουρά του μαζεύεται προς τα μέσα· και το όλο του σουλούπι γίνεται τελείως διαφορετικό. Τα μέταλλά του μοιάζουν ρευστά, όχι στέρεα. Αλλά, ύστερα από μερικές στιγμές, στερεοποιούνται ξανά: και τώρα δεν είναι ελικόπτερο, μα τετράκυκλο όχημα με ατρακτοειδείς τροχούς. Το πισινό του μέρος είναι πιο ψηλό από το μπροστινό και κλειστό με μεταλλική οροφή· το μπροστινό μέρος κλείνει με κρυστάλλινο, φιμέ σκέπαστρο.
Το όχημα πλησιάζει τη βίλα, αργά.
Ο Γρύπας το έχει ήδη δει από το παράθυρό του και, μιλώντας τηλεπικοινωνιακά στους φρουρούς, τους λέει να το αφήσουν να περάσει.
Η πύλη ανοίγει, και το όχημα μπαίνει στο εσωτερικό της βίλας-φρουρίου στις παρυφές της ερήμου. Σταματά στον χώρο στάθμευσης του κήπου, κι από μέσα του βγαίνουν ένας γαλανόδερμος άντρας με μακριά πράσινα μαλλιά και ξυρισμένο πρόσωπο, κι ένας άντρας με λευκό-ροζ δέρμα, κοντά μαύρα μαλλιά, και μουστάκι. Ο πρώτος ονομάζεται Νιρμόδος’χοκ, και είναι μάγος του τάγματος των Διαλογιστών (εκτός από μέλος της Σιδηράς Δυναστείας)· ο δεύτερος ονομάζεται Βινάρης, και είναι πιλότος, οδηγός, μηχανικός, κάποτε αερομεταφορέας στη Μέλβερηθ, και κατά περίσταση εξερευνητής των ερήμων (εκτός από μέλος της Σιδηράς Δυναστείας, φυσικά). Επίσης, είναι πολύ καλός στη χρήση του ίτρατ, του μεγάλου κυρτού ξίφους των νομάδων.
Ο Γρύπας Ξενοκράτης δεν αργεί να κατεβεί στον χώρο στάθμευσης, μαζί με την Ισμήνη και τη Μελένια, και να χαιρετήσει τους δύο άντρες.
«Συγνώμη αν ήταν πολύ ξαφνικό, κύριοι,» λέει.
«Δεν υπάρχει πρόβλημα, κύριε Ξενοκράτη,» αποκρίνεται ο Νιρμόδος’χοκ. «Γνωρίζουμε ότι τα πράγματα είναι δύσκολα μέσα στην οικογένεια, τελευταία. Ο Ζορδάμης μάς ενημέρωσε, και η Αστερόπη. Υποθέτω πως η δουλειά μας έχει να κάνει μ’αυτές τις δυσκολίες, σωστά;»
Ο Γρύπας νεύει. «Ναι.»
«Πότε ξεκινάμε;»
«Τώρα.»
Ο Γρύπας, η Ισμήνη, και η Μελένια έχουν τους σάκους τους μαζί τους, και είναι ντυμένοι για ταξίδι.
Είναι τρεις ώρες πριν από το μεσημέρι, όχι και πολύ νωρίς. Ο Βινάρης εξηγεί πως έπρεπε να κάνουν κάποιους ελέγχους στο μεταβαλλόμενο όχημα προτού το φέρουν εδώ. «Πρέπει κανείς πάντα νάναι προσεχτικός με τέτοια… ασυνήθιστα μηχανήματα, κύριε Ξενοκράτη.»
«Φυσικά,» συμφωνεί ο Γρύπας. Το μεταβαλλόμενο όχημα δεν είναι ένα οποιοδήποτε μεταβαλλόμενο όχημα. Όχι πως αυτό, από μόνο του, είναι μικρή υπόθεση· χρειάζονται πολλά λεφτά για να κατασκευαστεί. Αλλά το συγκεκριμένο όχημα θα μπορούσε να ονομαστεί πειραματικό, σύμφωνα με τα κριτήρια κάποιων. Ο Ξενοκράτης χρηματοδότησε κάμποσους μάγους – Τεχνομαθείς και Ερευνητές, κυρίως – για να το φτιάξει. Περιέχει μια ενδοδιάσταση η οποία κινείται μαζί του. Βρίσκεται μέσα στην ψηλή, κλειστή πίσω μεριά του, και είναι πολύ μεγαλύτερη από το όχημα. Όταν το μεταβαλλόμενο έχει μορφή ελικοπτέρου, η ενδοδιάσταση βρίσκεται πάλι στην πίσω μεριά του αεροσκάφους.
Ο Γρύπας και οι υπόλοιποι επιβιβάζονται τώρα. Ο Βινάρης κάθεται στη θέση του οδηγού, στη μπροστινή μεριά, και ο Νιρμόδος’χοκ στο ενεργειακό κέντρο, πίσω από τον Βινάρη, κάνοντας τη Μαγγανεία Κινήσεως και ελέγχοντας τη ροή της ενέργειας μέσα στο όχημα με το μυαλό του. Ο Βινάρης, με το πάτημα ενός κουμπιού, κλείνει το κρυστάλλινο, φιμέ σκέπαστρο από πάνω τους.
Εν τω μεταξύ, ο Ξενοκράτης, η Ισμήνη, και η Μελένια έχουν ανοίξει την πίσω πόρτα του οχήματος και αντικρίζουν μπροστά τους έναν μεταλλικό χώρο γεμάτο καλώδια και κάτοπτρα που αντανακλούν μυριάδες χρώματα – κάποια από αυτά ακατονόμαστα – χωρίς να υπάρχει καμια φανερή αρχική πηγή για την αντανάκλαση.
Ο Γρύπας λέει στην κόρη του, που δεν έχει ξαναμπεί εδώ: «Θα αισθανθείς λίγο περίεργα. Μην τρομάξεις.»
«Δεν τρομάζω εύκολα,» αποκρίνεται η Μελένια.
Ο Γρύπας μπαίνει πρώτος στο όχημα, και η κόρη και η γυναίκα του τον βλέπουν να γίνεται δύο Γρύπες ανάμεσα στους καθρέφτες, τέσσερις Γρύπες, οκτώ Γρύπες, δεκάξι Γρύπες, ακόμα περισσότεροι Γρύπες – και όσο πολλαπλασιάζονται τόσο μικραίνουν, μέχρι που χάνονται μες στους καθρέφτες με τα αμέτρητα χρώματα.
Η Ισμήνη κάνει να τον ακολουθήσει αλλά η Μελένια την προλαβαίνει· πηδά πρώτη μέσα στο όχημα, και γύρω της βλέπει άπειρους ακατονόμαστους χρωματισμούς, νιώθει σαν αόρατοι μαγνήτες να τραβάνε το σώμα της από δω κι από κει θέλοντας να το διαλύσουν, και για λίγο χάνει την αίσθηση του εαυτού της, νομίζει ότι αντικρίζει τον εαυτό της από έξω, από αμέτρητες μεριές ταυτόχρονα· ύστερα, είναι πάλι μία, και βρίσκεται μέσα σ’ένα όμορφα στολισμένο σαλόνι. Έχει μπει εκεί από τον ψηλό, πλατύ καθρέφτη πίσω της ο οποίος καταλαμβάνει έναν ολόκληρο τοίχο και είναι γεμάτος χρώματα και παράξενα σχήματα.
Ο πατέρας της στέκεται στο κέντρο του σαλονιού και την περιμένει.
Η Μελένια γελά. «Έχει πλάκα!» Παρατηρεί ότι το δωμάτιο φωτίζεται από κάποια αόρατη πηγή φωτός και έχει δύο πόρτες αλλά κανένα παράθυρο.
Η Ισμήνη έρχεται από τον καθρέφτη.
«Τι είναι πέρα από τους τοίχους του δωματίου;» ρωτά η Μελένια.
«Τίποτα,» λέει ο Ξενοκράτης.
Επάνω στο τραπέζι υπάρχει ένας τηλεπικοινωνιακός δίαυλος με κονσόλα και οθόνη. Η οθόνη τώρα ανάβει και το πρόσωπο του Βινάρη παρουσιάζεται.
«Να ξεκινήσουμε, κύριε Ξενοκράτη;» ρωτά.
«Ναι,» αποκρίνεται ο Γρύπας.
«Πού πηγαίνουμε;»
«Βόρεια.»
«Πετώντας;»
«Όχι· δεν θέλω να τραβήξω την προσοχή κανενός. Καλύτερα από ξηράς.»
Ταξιδεύουν στις περιοχές βόρεια της Ύγκρας και νότια της Μέλβερηθ, αλλά δεν ακολουθούν τη δημοσιά που οδηγεί προς τη δεύτερη από αυτές τις δύο μεγαλουπόλεις της Σεργήλης· πηγαίνουν δυτικά και, μετά, ανατολικά και, μετά, πάλι δυτικά, ενώ η βασική τους πορεία εξακολουθεί να είναι βόρεια. Ο Γρύπας και η οικογένειά του μένουν στο εσωτερικό της ενδοδιάστασης, αλλά βλέπουν άνετα, συνεχώς, πού οδηγεί ο Βινάρης. Η οθόνη του τηλεπικοινωνιακού συστήματος βρίσκεται σε επαφή με τηλεοπτικούς πομπούς που κοιτάζουν γύρω από το όχημα. Ο Γρύπας, η Ισμήνη, και η Μελένια μπορούν να δουν προς όποια μεριά θέλουν, ή μπορούν να χωρίσουν την οθόνη στα τέσσερα ώστε να βλέπουν απ’ όλες τις μεριές συγχρόνως. Επίσης, στην οθόνη μπορεί να εμφανιστεί κι ένας χάρτης της Σεργήλης όπου το όχημά τους φαίνεται ως μια κόκκινη κουκίδα που κινείται.
Οι δύο πόρτες που υπάρχουν στο σαλόνι της ενδοδιάστασης, όπως σύντομα η Μελένια ανακαλύπτει, οδηγούν σε μια μικρή κρεβατοκάμαρα και σε μια τουαλέτα με ντους στη γωνία.
«Πού πηγαίνουν τα νερά;» ρωτά τον πατέρα της.
«Εξατμίζονται· έτσι μου είπαν οι μάγοι που το έφτιαξαν.»
«Κι από πού έρχεται το νερό;»
«Υπάρχει μια κάποια ποσότητα αποθηκευμένη στο υδρευτικό σύστημα της ενδοδιάστασης, αλλά όχι και πολύ μεγάλη· μην κάνεις κατάχρηση.» Ο Γρύπας πατά μερικά κουμπιά στην κονσόλα του συστήματος, και στην οθόνη παρουσιάζεται η ένδειξη της ποσότητας του νερού. 100%, για την ώρα.
«Δεν κάνω τέτοιες καταχρήσεις,» λέει ψέματα η Μελένια, που της αρέσει να κάθεται και να μουλιάζει με τις ώρες όταν έχει την ευκαιρία.
«Δε θα είμαστε συνέχεια μέσα στην ενδοδιάσταση, ούτως ή άλλως,» προσθέτει ο Γρύπας. «Έχουμε πολλές στάσεις να κάνουμε.»
Και πράγματι, έχουν. Το ταξίδι τους τους πηγαίνει από την Κόρλας και τις όχθες του ποταμού Σέρντιληθ μέχρι τους πρόποδες της Ραχοκοκαλιάς και διάφορες μικρές πόλεις και οικισμούς που βρίσκονται εκεί. Ο Γρύπας μιλά με ανθρώπους της Σιδηράς Δυναστείας σε πανδοχεία και σε καταστήματα, σε σπίτια και σε γκαράζ, σε πλατείες και σταυροδρόμια, σε απομονωμένες αγροικίες και σ’έναν βωμό της Λόρκης, και σ’ένα χωριό που βρίσκεται κοντά σε μεταλλωρυχεία στα ριζά της Ραχοκοκαλιάς. Μιλά με λαθρέμπορους και κλέφτες, με αλχημιστές και βοτανολόγους, με καταστηματάρχες και πανδοχείς, με μισθοφόρους και φονιάδες, με κατασκόπους και μάγους, με οδηγούς και βαρκάρηδες, με μια νεαρή ιέρεια του Κάρτωλακ κι έναν γέρο-ιερέα της Λόρκης. Κανέναν δεν προειδοποιεί για τον ερχομό του· τους επισκέπτεται όλους όσο πιο ξαφνικά, όσο πιο απροειδοποίητα, μπορεί, προσπαθώντας να τους κρίνει από τις αντιδράσεις τους, και να μάθει για τους προδότες, τους εχθρούς της Παλιάς Δυναστείας. Ζητά να του πουν φήμες που έχουν ακούσει, και πληροφορίες που έχουν φτάσει στ’αφτιά τους από αξιόπιστα στόματα.
Είναι μεγάλη η έκταση που καλύπτει ο Γρύπας Ξενοκράτης, εκατοντάδες και εκατοντάδες και εκατοντάδες χιλιόμετρα, μέσα από πεδιάδες, λοφότοπους, κοιλάδες, βαλτοτόπια, ξερότοπους, θαμνώδεις και δασώδεις τόπους. Φοβάται ότι ίσως κάποιος προδότης να του επιτεθεί, και έχει προετοιμαστεί για ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Όπως αποδεικνύεται, είναι συνετός.
Το μεσημέρι της τρίτης ημέρας, ενώ βρίσκεται γύρω στα τριακόσια χιλιόμετρα δυτικά της Μέλβερηθ και κάπου εκατό χιλιόμετρα ανατολικά του ποταμού Σέρντιληθ, καθισμένος στην τραπεζαρία του τοπικού πανδοχείου μιας πόλης, ο Νιρμόδος’χοκ τού λέει:
«Το φαγητό που μας έφερε είναι δηλητηριασμένο.»
Ο μάγος είχε πριν από λίγο μουρμουρίσει ένα ξόρκι. Ο Ξενοκράτης τού είχε ζητήσει πάντα να ελέγχει το φαγητό που τους δίνουν.
«Είσαι σίγουρος;» τον ρωτά τώρα.
«Ναι. Υπάρχει κάποια ανωμαλία στο φαγητό.»
«Ανωμαλία;»
«Το Ξόρκι Αναλύσεως Συστάσεως Τροφής ελέγχει αν το φαγητό είναι συμβατό με τον οργανισμό μου,» εξηγεί ο Νιρμόδος’χοκ. «Κι εδώ, μέσα σ’αυτή τη σούπα, υπάρχει κάτι που δεν θα μου κάνει καλό – και, υποθέτω, ούτε και σ’εσάς.»
«Θα μας σκοτώσει;» ρωτά η Ισμήνη, μέσα από την κουκούλα της ελαφριάς ανοιξιάτικης κάπας της.
«Δεν είμαι σίγουρος. Μπορεί να είναι υπνωτικό. Αλλά, και πάλι, καλύτερα να μην το φάμε.»
Ο Βινάρης λέει: «Είναι προδότης, λοιπόν,» και το βλέμμα του στρέφεται προς τον πανδοχέα, ο οποίος στέκεται πίσω από το μπαρ μιλώντας μ’έναν άλλο άντρα.
«Τον ξέρετε από παλιά, κύριε Ξενοκράτη;» ρωτά ο Νιρμόδος’χοκ.
«Ναι. Ήταν ληστής κάποτε.»
«Και μάλλον δεν άλλαξε πολύ από τότε,» λέει η Ισμήνη.
«Να τον… πλησιάσουμε;» ρωτά ο Βινάρης, ατενίζοντας τον πανδοχέα με άγριο βλέμμα. Μέσα στην τραπεζαρία δεν είναι πολλοί πελάτες: άλλοι πέντε εκτός από εκείνους.
«Όχι,» λέει ο Γρύπας. «Θα γίνει φασαρία. Θα ξεσηκωθεί όλ’ η πόλη.» Δεν είναι μεγάλη πόλη. Λίγο μεγαλύτερη από χωριό, στην άκρη ενός έλους που τρέφεται παρασιτικά από τον ποταμό Σέρντιληθ.
«Αν δεν φάμε τη σούπα που μας έδωσε, θα μας υποψιαστεί αμέσως,» τονίζει η Ισμήνη.
«Μπορώ να προκαλέσω αντιπερισπασμό ώστε να του μιλήσετε,» προτείνει η Μελένια. Το τραγούδι που ακούγεται από το ηχοσύστημα είναι ιδανικό, νομίζει – Με τις Ουρές στον Αέρα και τα Μάτια στη Γη, του συγκροτήματος Κραυγαλέες Αλεπούδες – όχι πως οποιοδήποτε τραγούδι δεν θα την εξυπηρετούσε.
Ψιθυρίζουν για λίγο ακόμα αναμεταξύ τους, και μετά ο Ξενοκράτης υψώνει το χέρι του προς τον πανδοχέα. Εκείνος αφήνει την κουβέντα του με τον άλλο άντρα και πλησιάζει το τραπέζι τους – λευκόδερμος με καράφλα στο κέντρο του κεφαλιού και άγρια μαύρα γένια· γύρω στα πενήντα. Το όνομά του είναι Φαιός.
«Φίλοι μου,» λέει χαμογελώντας σαν ύαινα. «Είναι κάτι ακόμα που θα θέλατε;» Πριν από λίγο τελείωσε η σύντομη κουβέντα του με τον Γρύπα.
«Ναι,» αποκρίνεται ο Ξενοκράτης· «έχουμε κι άλλα να πούμε, νομίζω, Φαιέ. Κάθισε.»
«Θα ήταν συνετό να φανεί ότι γνωριζόμαστε τόσο καλά;»
Η Μελένια, τότε, βγάζοντας την κάπα και τα μποτάκια της, σηκώνεται από την καρέκλα της κι αρχίζει να χορεύει στον ρυθμό του τραγουδιού που τώρα έρχεται από τα μεγάλα ηχεία – Χωρίς Γνωστούς Σταθμούς, της Έκπτωτης Ελοντί – στριφογυρίζοντας επιδέξια ανάμεσα στα τραπέζια και χρησιμοποιώντας αυτά και τις καρέκλες για να επαυξάνει την παράστασή της. Τα βλέμματα όλων μέσα στο πανδοχείο στρέφονται επάνω της· χαμογελάνε και μιλάνε αναμεταξύ τους· της σφυρίζουν και της κλείνουν το μάτι ύποπτα. Η ομάδα του Ξενοκράτη και ο Φαιός έχουν γίνει αόρατοι.
Ο Γρύπας βγάζει ένα πιστόλι μέσα από την κάπα του, σημαδεύοντας τον Φαιό κάτω από τη ζώνη. «Είναι ρυθμισμένο στην αναισθητοποίηση,» του λέει, «αλλά δεν θα είναι ευχάριστο. Καλύτερα να καθίσεις και να μιλήσουμε.»
Το λευκό-ροζ δέρμα του πανδοχέα αρχίζει να γίνεται σαν των ανθρώπων που έχουν κατάλευκο δέρμα. Ξεροκαταπίνει. «Τι…; Τι…;»
«Θα καθίσεις;» επιμένει ο Γρύπας, ήρεμα.
Ο Φαιός κάθεται στην καρέκλα που άδειασε η Μελένια.
Ο Γρύπας εξακολουθεί να τον σημαδεύει, αλλά κάτω απ’το τραπέζι τώρα. «Τι μας έριξες στο φαγητό;»
«…Τι εννοείτε, κύριε Ξενοκ–;»
«Μη μας καθυστερείς, βρομιάρη!» γρυλίζει ο Βινάρης. «Νομίζεις ότι θα διστάσουμε να σου ανοίξουμε χαμόγελο στο λαιμό; Τι έριξες μες στη σούπα;»
«Αναισθητικό είναι, μονάχα,» ψελλίζει ο Φαιός. «Δεν είναι δηλητήριο!»
«Καλοσύνη σου,» λέει η Ισμήνη. «Γιατί μας θέλεις ζωντανούς;»
«Τον… Ο… Δηλαδή, τον κύριο Ξενοκρ– Δηλαδή, θέλω να πω–»
«Για ποιον δουλεύεις, Φαιέ;» ρωτά ο Γρύπας. «Σου λέει τίποτα το όνομα Ασημίνα Νέρφελδιφ;»
Ο Φαιός κουνά το κεφάλι αρνητικά.
«Για ποιον δουλεύεις;» ρωτά πάλι ο Γρύπας, και η κατάμαυρη όψη του είναι δολοφονική μέσα από την κουκούλα της κάπας του.
Η Μελένια συνεχίζει να χορεύει μέσα στο πανδοχείο, μαγνητίζοντας όλα τα βλέμματα. Δυο άντρες τής παίζουν παλαμάκια τώρα, ένας άλλος σφυρίζει.
«Με τον Χείρωνα Στρατηλάτη έχω μιλήσει,» λέει ο Φαιός. «Αυτός–»
«Τον λαθρέμπορα από τη Μέλβερηθ;» τον διακόπτει ο Γρύπας.
«Ναι. Μου είπε ότι κάτι αλλάζει μες στην οικογένεια, κι είναι κάποια πρόσωπα που δεν… δεν τα θέλουμε πια, και κάποια που τα θέλουμε για να μάθουμε κάτι – δηλαδή, ο Στρατηλάτης, όχι εγώ.»
«Κι εγώ είμαι μέσα στα πρόσωπα που θέλετε;»
«Ναι.»
«Ποιοι άλλοι είναι με τον Στρατηλάτη;»
Ο Φαιός αναφέρει τρία ονόματα ανθρώπων αυτών των περιοχών. «Μη με σκοτώσετε, κύριε Ξενοκράτη,» λέει. «Ίσως να έχει γίνει λάθος. Δεν ήξερα και πολλά…»
«Σε είχα βοηθήσει κάποτε να φτιάξεις τούτο το πανδοχείο,» του λέει ο Γρύπας.
«Ναι, το θυμάμαι, δεν τόχω ξεχάσει!»
Ο Γρύπας τον αγριοκοιτάζει· ύστερα σηκώνεται από την καρέκλα του, και οι υπόλοιποι, εκτός από τον Φαιό, σηκώνονται μαζί του. Η Μελένια, βλέποντας πως ο πατέρας της ετοιμάζεται να φύγει, επιστρέφει στο τραπέζι και παίρνει την κάπα και τα μποτάκια της. Οι φανατικοί οπαδοί που απέκτησε της φωνάζουν να μείνει, να συνεχίσει – θα την πληρώσουν! Η Μελένια τούς κουνά το χέρι, χαμογελώντας, αλλά φεύγει.
Ο Ξενοκράτης και η ομάδα του βγαίνουν από το πανδοχείο· και, καθώς βαδίζουν στον μικρό δρόμο απέξω, ο Γρύπας λέει στον Νιρμόδο’χοκ: «Εντόπισε τον Φαιό. Κάτι μού λέει πως δεν θα μείνει για πολύ εδώ.»
Ο μάγος υποτονθορύζει τα λόγια ενός ξορκιού μέσα από τα δόντια του και μετά κοιτάζει τα μικροσκοπικά κάτοπτρα πάνω στο ραβδί του, όπου μια κόκκινη κουκίδα έχει παρουσιαστεί.
Βγαίνοντας από τη μικρή πόλη στις παρυφές του έλους, πλησιάζουν το σταματημένο όχημά τους και κάθονται πίσω του, καλυμμένοι από αυτό. Ο μάγος συνεχίζει να ατενίζει τα κάτοπτρα πάνω στο ραβδί του, αυτοσυγκεντρωμένος στη δουλειά του. Η κόκκινη κουκίδα δεν κουνιέται παρά ελάχιστα. Μετά από κανένα δεκάλεπτο, όμως, η κίνησή της γίνεται πολύ πιο γρήγορη.
«Φεύγει,» λέει ο Νιρμόδος’χοκ. «Από την άλλη μεριά της πόλης. Επάνω σε όχημα, απ’ό,τι καταλαβαίνω απ’την ταχύτητα.»
«Θα τον πιάσουμε,» του λέει ο Γρύπας, «και θα του σβήσεις τη μνήμη. Μπορείς;»
«Δε νομίζω νάναι δύσκολο.»
Επιβιβάζονται στο όχημα – ο Γρύπας και η οικογένειά του μέσα στην ενδοδιάσταση, ο μάγος στο ενεργειακό κέντρο, ο Βινάρης στο τιμόνι – και κάνουν τον γύρο της πόλης. Ο Ξενοκράτης, η Ισμήνη, και η Μελένια δεν αργούν να δουν από την οθόνη τους ένα δίκυκλο μ’έναν καβαλάρη επάνω ο οποίος είναι ντυμένος με κάπα και κουκούλα.
«Αυτός πρέπει νάναι,» λέει ο Βινάρης μέσα από το σύστημα επικοινωνίας.
«Ναι,» αποκρίνεται ο Γρύπας. «Κόψε του τον δρόμο.»
Το τετράκυκλο όχημα αναπτύσσει ταχύτητα, προλαβαίνει το δίκυκλο, και προσπαθεί να βγει μπροστά του. Αλλά και ο Φαιός αυξάνει ταχύτητα, για ν’αποφύγει το άλλο όχημα. Και, συγχρόνως, τραβά πιστόλι.
«Χτύπα τον,» λέει ο Γρύπας στον Βινάρη, κι εκείνος στρίβει απότομα το τιμόνι, την ίδια στιγμή που ο Φαιός πυροβολεί. Η ριπή χτυπά το φιμέ σκέπαστρο, που είναι αλεξίσφαιρο και την αντέχει, μ’ένα μικρό ράγισμα μονάχα. Το τετράκυκλο όχημα πλευροκοπά το δίκυκλο και το ανατρέπει. Ο Φαιός πέφτει από τη σέλα, κουτρουβαλά.
Ο Βινάρης σταματά δίπλα του και πατά το κουμπί που ανοίγει το σκέπαστρο. Πηδά έξω από το όχημα με το ίτρατ του στο χέρι, και βάζει τη μεγάλη, κυρτή λεπίδα στον λαιμό του Φαιού προτού εκείνος συνέλθει από την πτώση.
«Μην κάνεις καμια ανοησία, προδότη!»
Ο Νιρμόδος’χοκ ακολουθεί τον Βινάρη έξω από το όχημα, και σύντομα έρχονται κι ο Γρύπας, η Ισμήνη, και η Μελένια.
«Μη με σκοτώσεις!» λέει ο Φαιός στον Ξενοκράτη. «Έκανα μια μαλακία! Δεν είμαι μαζί τους! Δεν ξέρω καν ποιοι είναι! Θα γίνω πράκτοράς σου – θα σε βοηθήσω!»
«Δυστυχώς, αυτό δεν γίνεται,» του λέει ο Γρύπας.
«Γιατί;» τσυρίζει ο Φαιός, φοβισμένα.
«Γιατί δεν θα θυμάσαι τίποτα.»
Ο Φαιός τον κοιτάζει απορημένος, με μάτια γουρλωμένα. Τραυλίζει κάτι ακατανόητο.
Ο Νιρμόδος’χοκ γονατίζει πλάι του κι αρπάζει το πρόσωπό του ανάμεσα στα χέρια του. Ο Φαιός κάνει να του ξεφύγει αλλά εκείνος τον κρατά γερά. «Μην κουνιέσαι αν δεν θέλεις να πεθάνεις,» του λέει. «Κοίτα με! Κοίτα τα μάτια μου!» Και αρθρώνει τα περίπλοκα λόγια για τη Μαγγανεία Μνημονικής Διαγραφής. Ο Φαιός κοιτάζει τώρα τα μάτια του μάγου σαν υπνωτισμένος, σαν μαγνητισμένος. Φαίνεται να συμβαίνει κάτι έντονο ανάμεσά τους, αλλά και αόρατο συγχρόνως. Βλέποντάς τους η Μελένια σκέφτεται πως ο Νιρμόδος’χοκ είναι όπως το φίδι που έχει, με το βλέμμα, αιχμαλωτίσει το θύμα του. Τους παρατηρεί. Ο Γρύπας και η Ισμήνη δεν δείχνουν το ίδιο εντυπωσιασμένοι· έχουν ξαναδεί τέτοιες μαγικές διαδικασίες πολλές φορές στη ζωή τους.
Μετά από κανένα δεκάλεπτο, η μαγγανεία έχει τελειώσει. Ο Νιρμόδος’χοκ αφήνει το πρόσωπο του Φαιού από τα χέρια του, κι εκείνος καταρρέει στη γη, κοιμισμένος. Ο μάγος σηκώνεται όρθιος, λέγοντας: «Όταν ξυπνήσει δεν θα θυμάται ότι ήρθαμε στο πανδοχείο του.»
«Ούτε ότι τον κυνηγήσαμε με το όχημα;» ρωτά ο Βινάρης.
«Φυσικά. Τώρα, όμως, θέλω να ξεκουραστώ. Δε θα πρότεινα να ταξιδέψουμε παραπάνω από μισή ώρα,» λέει ο Νιρμόδος’χοκ στον Ξενοκράτη, γιατί η Μαγγανεία Κινήσεως είναι απαραίτητη για τη λειτουργία του μεταβαλλόμενου οχήματος.
*
Ένας από τους ανθρώπους που ο Φαιός ανέφερε ως προδότες έχει ήδη μιλήσει με τον Γρύπα, και ο Γρύπας τότε δεν κατάλαβε τίποτα γι’αυτόν. Ή μάλλον, γι’αυτήν. Είναι μια γιατρός που εργάζεται στις περιοχές νοτιοδυτικά της Μέλβερηθ, επισκεπτόμενη διάφορα χωριά και μικρές πόλεις. Δεν είναι, όμως, μόνο γιατρός: γνωρίζει διάφορα βοτάνια, δηλητήρια, και αλχημείες που δεν μπορεί κανείς να βρει εύκολα – και τα πουλά ακριβά (και κρυφά, συνήθως) σε όσους τα θέλουν. Όσον αφορά την ιατρική της, ισχυρίζεται ότι μπορεί να θεραπεύσει από απλά κρυολογήματα και αναφυλαξίες μέχρι τραύματα, σπασμένα κόκαλα, ψυχικές ασθένειες, στειρότητα, και ανικανότητα. Εν ολίγοις, κομπογιαννίτισσα, αλλά έμπειρη κομπογιαννίτισσα.
Η Ισμήνη και ο Βινάρης την απαγάγουν, μες στη νύχτα, από ένα σπίτι που της έχουν παραχωρήσει οι κάτοικοι ενός χωριού. Δεν είναι δύσκολο ούτε να μπουν στο σπίτι ούτε να πιάσουν και να δέσουν την κοιμισμένη Χαραυγή, όπως ονομάζεται. Σε τούτες τις περιοχές είναι επίσης γνωστή και ως η Φαρμακογιατρός, αν κι αυτό είναι μονάχα ένα παρατσούκλι, όχι ένα όνομα που το χρησιμοποιεί η ίδια.
Ο Βινάρης και η Ισμήνη την παίρνουν από το χωριό φιμωμένη και δεμένη χειροπόδαρα και την πηγαίνουν στον θαμνώδη τόπο παραδίπλα, όπου περιμένει το όχημα του Ξενοκράτη, με τον ίδιο να στέκεται απέξω μαζί με τη Μελένια και τον Νιρμόδο’χοκ.
Όταν της λύνουν το στόμα, ο Γρύπας τής λέει ότι έχει δύο επιλογές. Πρώτη επιλογή: να του πει όλα όσα ξέρει για τους προδότες. Δεύτερη επιλογή: να καταπιεί όλα τα φάρμακα και τα βοτάνια που έχει στην τσάντα της. Αναμενόμενα, η Χαραυγή επιλέγει το πρώτο. Του λέει για τον Φαιό και για τον Χείρωνα Στρατηλάτη, και αναφέρει και τα άλλα ονόματα που ήδη ανέφερε ο Φαιός. Δηλαδή, δεν αποκαλύπτει τίποτα καινούργιο.
«Γνωρίζεις ποια είναι η Ασημίνα Νέρφελδιφ;» τη ρωτά ο Γρύπας.
«Πρώτη φορά την ακούω, κύριε Ξενοκράτη.»
Ο Γρύπας κάνει νόημα στον Νιρμόδο’χοκ, κι εκείνος γονατίζει πλάι στη δεμένη γιατρό κι αρπάζει το πρόσωπό της ανάμεσα στα χέρια του. Η Χαραυγή πανικοβάλλεται, παλεύει. «Δε θα σε σκοτώσω,» της λέει ο μάγος, «αν δεν μ’αναγκάσεις,» κι αυτό την κάνει να πάψει να κινείται. «Κοίτα μέσα στα μάτια μου.» Κι όταν εκείνη αποφεύγει το βλέμμα του: «Κοίτα μέσα στα μάτια μου! Ναι, έτσι…» Ο Νιρμόδος’χοκ αρθρώνει τη Μαγγανεία Μνημονικής Διαγραφής.
«Το δίκτυό τους, όπως το περίμενα, τώρα μόλις έχει αρχίσει ν’απλώνει τα πλοκάμια του προς τα νότια,» λέει ο Γρύπας, αργότερα, όταν η Χαραυγή είναι λιπόθυμη πάνω στο χορτάρι, με τις μνήμες τούτης της νυχτερινής συνάντησης σβησμένες. «Δεν πρέπει νάχουν πολλούς δικούς τους ανθρώπους εδώ.»
«Γιατί δεν σκοτώνετε τους προδότες, κύριε Ξενοκράτη;» ρωτά ο Βινάρης.
«Γιατί δεν θέλω να αποδεκατίσω τη Δυναστεία, Βινάρη. Προτιμώ να βρω από πού άρχισε το κακό κι εκεί να χτυπήσω, ανατρέποντας την κατάσταση κι επαναφέροντας τα πράγματα όπως ήταν.»
«Δύσκολο μού φαίνεται,» λέει η Ισμήνη. Και διευκρινίζει: «Να επαναφέρουμε τα πράγματα όπως ήταν.»
«Τι θα κάνουμε μαζί της, λοιπόν;» ρωτά ο Βινάρης κοιτάζοντας την κοιμισμένη Χαραυγή. «Θα την πάμε πίσω πάλι;»
«Λύστε την, απλώς, κι αφήστε την εδώ. Δε θα θυμάται πώς ήρθε, αλλ’ αυτό θα είναι δικό της πρόβλημα.»
*
Την επόμενη μέρα συνεχίζουν να αλωνίζουν τις περιοχές νότια της Μέλβερηθ και να μιλάνε με ανθρώπους της Σιδηράς Δυναστείας. Μιλάνε και με τους προδότες που ανέφεραν ο Φαιός και η Χαραυγή: τους απειλούν για να πουν ό,τι ξέρουν και μετά τους σβήνουν τη μνήμη. Δεν μαθαίνουν απ’ αυτούς τίποτα καινούργιο, και αποφασίζουν να πάνε αύριο στη Μέλβερηθ.
«Αύριο,» λέει η Μελένια, «είναι η Πανήγυρις της Ζωοδότειρας Μητέρας του Ήλιου. Θα γιορτάζουν εκεί.»
«Ναι,» αποκρίνεται ο Γρύπας, καθώς οι τρεις τους βρίσκονται μέσα στην ενδοδιάσταση του οχήματος, «κι αυτό ίσως να μας εξυπηρετήσει σε κάποια πράγματα. Μπορείς πιο εύκολα να κρυφτείς όταν μια πόλη γιορτάζει. Η Μέλβερηθ είναι επικίνδυνη για εμάς, μην το αμφιβάλλετε.» Κοιτάζει και τη Μελένια και την Ισμήνη, που η μία είναι μισοξαπλωμένη στον καναπέ ενώ η άλλη καθισμένη σε μια πολυθρόνα μ’ένα ποτήρι Σεργήλιο οίνο στα χέρια.
«Φυσικά,» λέει η Ισμήνη. «Εδώ αποδείχτηκαν επικίνδυνες οι υπαίθριες περιοχές νότιά της. Καλύτερα να μην ειδοποιήσεις κανέναν για την άφιξή μας.»
«Αυτό εννοείται.»
«Ποιον έχεις υπόψη σου να επισκεφτούμε πρώτο; Τον Χείρωνα Στρατηλάτη;»
Ο Γρύπας κουνά το κεφάλι του αρνητικά. «Τον Σαρκομάχο,» λέει. «Αναρωτιέμαι αν αυτός κι ο γιος του είναι ακόμα ζωντανοί. Και η κόρη του επίσης – αν βρίσκεται στη Μέλβερηθ.»
«Επειδή επιτέθηκαν στον Σουτούρη τον Τυχερό υποθέτεις ότι θα έχουν επιτεθεί και σ’αυτούς;»
«Δεν είναι λογικό; Ο Σαρκομάχος είναι πατέρας του. Και πολύ θα ήθελα τώρα, μάλιστα, να μάθω τι έχουν ανακαλύψει ο Ραλίστας και ο Ύαν για την Αλκάρνη Αμυθολόγητη, στην Άντχορκ. Κι αυτή μπορεί να είναι νεκρή…» Ο Γρύπας ανάβει ένα πούρο, συλλογισμένος. Υπάρχουν τόσες πολλές παράμετροι, τόσες πολλές μεταβλητές, που είναι δύσκολο να υπολογίσει τι μπορεί να συμβεί. Η Σιδηρά Δυναστεία είναι, ομολογουμένως, ένα χαός… αλλά ποτέ ξανά δεν θυμάται να είχε τέτοιο πρόβλημα.
Ίσως, όμως, θα ήταν χρήσιμο να μάθω. Ταξιδεύοντας στο φεγγάρι.
Η Μελάνια και η Ισμήνη τον ατενίζουν παρατηρητικά, καθώς βρίσκονται αντίκρυ του, σαν να προσπαθούν να διεισδύσουν στο μυαλό του.
«Υπάρχει, βέβαια, κι ένα άλλο ενδεχόμενο,» λέει η Ισμήνη, καταφέρνοντας, ίσως, εν μέρει να μπει στις σκέψεις του. «Μπορεί να θέλουν να τους απαγάγουν, όπως εσένα, για να μάθουν πώς πηγαίνετε στο φεγγάρι.» Η ίδια δεν ξέρει πώς να ταξιδεύει εκεί. Κάποτε, ο Γρύπας την είχε ρωτήσει αν θα ήθελε να μάθει. Είσαι της Παλιάς Δυναστείας τώρα, της είχε πει. Αν θέλεις θα σου δείξω. Αλλά η Ισμήνη είχε προτιμήσει να μην έχει αυτή τη γνώση. Είχε παραδεχτεί πως και μόνο η σκέψη ενός τέτοιου αλλόκοτου ταξιδιού την τρόμαζε.
«Ναι, μπορεί,» παραδέχεται ο Γρύπας, καπνίζοντας.
«Γνωρίζουν όλοι τους πώς να φεγγαροταξιδεύουν;»
«Δεν είμαι σίγουρος. Η Αλκάρνη ίσως να μην το έμαθε στον άντρα της ή στα παιδιά της.»
Η Ισμήνη λοξοκοιτάζει τη Μελένια, η οποία είναι σιωπηλή, μοιάζοντας νυσταγμένη πάνω στον καναπέ. Η Μελένια ξέρει πώς να ταξιδεύει στο φεγγάρι. Το έχει κάνει ήδη δύο φορές.
«Νομίζω, όμως,» συνεχίζει ο Γρύπας, «ότι ο Σουτούρης θα ήθελε να μάθει. Αλλά θα το ανακαλύψουμε σύντομα. Η Αστερόπη ήδη θα τον έχει ρωτήσει. Είναι καλό, τώρα, να ξέρουν πώς να φεγγαροταξιδεύουν όσο το δυνατόν περισσότεροι από εμάς.»
«Γιατί;» λέει η Ισμήνη, σμίγοντας τα όμορφα κόκκινα φρύδια της.
«Διότι δεν γνωρίζουμε ποιοι από εμάς θα είναι ζωντανοί όταν αυτός ο κρυφός πόλεμος έχει πια τελειώσει.»
Το επόμενο πρωί, χρησιμοποιούν τη μορφή ελικοπτέρου για πρώτη φορά, επειδή δεν θέλουν να καθυστερήσουν. Προσγειώνονται γύρω στα τριάντα χιλιόμετρα νότια της Μέλβερηθ, παίρνουν μορφή τετράκυκλου οχήματος, και από εκεί πλησιάζουν τη μεγαλούπολη από το έδαφος, γιατί ο Ξενοκράτης δεν θέλει να τραβήξει την προσοχή κανενός – και ένα αεροσκάφος πάντα τραβάει πολύ πιο εύκολα την προσοχή απ’ό,τι ένα τροχοφόρο.
Μέσα στην ενδοδιάσταση, ο Γρύπας, η Ισμήνη, και η Μελένια δεν καταλαβαίνουν τίποτα όποτε γίνονται οι μεταμορφώσεις· δεν αισθάνονται το παραμικρό τράνταγμα, ούτε ο χώρος γύρω τους αλλάζει με κανέναν τρόπο. Αν ο Βινάρης δεν τους έλεγε, μέσω του επικοινωνιακού συστήματος, ότι έχουν πάρει άλλη μορφή, δεν θα το ήξεραν.
«Τι γίνεται αν καταστραφεί το όχημα,» ρωτά η Ισμήνη τον Γρύπα, «ή αν χτυπηθούν οι καθρέφτες και τα συστήματα που αποτελούν είσοδο και έξοδο γι’αυτή την ενδοδιάσταση;»
«Η ενδοδιάσταση, σύμφωνα μ’ό,τι μου έχουν πει οι μάγοι που το έφτιαξαν, θα συνεχίσει να υφίσταται, αλλά δεν θα μπορούμε να βγούμε από εδώ.»
«Θα παγιδευτούμε, δηλαδή;» Η ιδέα δεν μοιάζει να της αρέσει καθόλου. «Δε θα έχουμε κανέναν τρόπο να φύγουμε;»
«Δε νομίζω,» αποκρίνεται ο Γρύπας.
Η Μελένια – που μέχρι στιγμής δεν είχε σκεφτεί τι μπορεί να συνέβαινε αν το όχημα καταστρεφόταν ή πάθαινε ζημιές – κοιτάζει ανήσυχα τον μεγάλο καθρέφτη όπου φαίνονται περίεργα χρώματα και σχήματα. «Θα πάψει να λειτουργεί;» ρωτά τον πατέρα της, δείχνοντας το κάτοπτρο.
«Υποθέτω,» λέει εκείνος. «Αλλά τι σας έπιασε και τις δυο; Δεν πρόκειται να πάμε σε μάχη μ’αυτό το όχημα! Δεν είναι για πόλεμο.»
Όταν μπαίνουν στη Μέλβερηθ, οι εορτασμοί της Πανηγύρεως της Ζωοδότειρας Μητέρας του Ήλιου έχουν ήδη ξεκινήσει. Κανένας δεν δουλεύει στην πόλη. Ακόμα κι ο μεγάλος σιδηροδρομικός σταθμός στην καρδιά της Μέλβερηθ, όπου συναντιούνται τέσσερις σιδηροδρομικές γραμμές, σήμερα δεν λειτουργεί. Τα φαγητά και τα ποτά δίνονται δωρεάν. Πυροτεχνήματα σκάνε στον ουρανό, πάνω κι ανάμεσα από τις ψηλές πολυκατοικίες: και είναι διαφόρων ειδών πυροτεχνήματα: ορισμένα απλά μοιάζουν με πολύχρωμες εκρήξεις· άλλα δημιουργούν ποικιλόχρωμα σχήματα ζώων, πουλιών, τρένων, αεροπλάνων· άλλα παράγουν καπνό, γκρίζο ή κόκκινο, μπλε ή πράσινο· κάποια εμφανίζουν ολογράμματα στον ουρανό: Από την οθόνη τους, που είναι τώρα χωρισμένη στα τέσσερα για να κοιτάζουν προς κάθε κατεύθυνση, ο Γρύπας, η Ισμήνη, και η Μελένια βλέπουν ένα γιγάντιο ολογραφικό σύμβολο της Αρτάλης να παρουσιάζεται πάνω από δύο πολυκατοικίες· βλέπουν ένα ολογραφικό ζευγάρι να κάνει έρωτα· βλέπουν έναν χορευτή να χορεύει, και έναν δράκο να στριφογυρίζει γύρω από μια γυναίκα. Τα πυροτεχνήματα της Μέλβερηθ, κατά τη Γιορτή της Ζωοδότειρας Μητέρας, είναι περιώνυμα σ’όλη τη Σεργήλη.
«Πού θέλετε να πάμε, κύριε Ξενοκράτη;» ρωτά ο Βινάρης, καθώς το πρόσωπό του παρουσιάζεται στο ένα τέταρτο της οθόνης. «Βρισκόμαστε επί της Λεωφόρου Αρχίδρομου και κατευθυνόμαστε προς το Σταυροδρόμι.»
«Στη βίλα του Ευγένιου Σαρκομάχου, στον Λιθοξόο,» αποκρίνεται ο Γρύπας.
«Ελπίζω να ξέρετε πώς να φτάσουμε εκεί…»
«Φυσικά και ξέρω. Θα σου δείξω αμέσως.» Ο Γρύπας πατά μερικά πλήκτρα στην κονσόλα και η οθόνη παύει να είναι χωρισμένη στα τέσσερα, παρουσιάζοντας τώρα έναν χάρτη της Μέλβερηθ. Ο Γρύπας συνεχίζει να πληκτρολογεί, και μια πορεία διαγράφεται πάνω στον χάρτη, με κόκκινη διακεκομμένη γραμμή, από το σημείο που βρίσκεται το όχημά τους ώς τη βίλα του Σαρκομάχου.
«Εντάξει,» ακούγεται η φωνή του Βινάρη, που κι εκείνος προφανώς βλέπει τον χάρτη καθώς είναι καθισμένος μπροστά στο τιμόνι του οχήματος.
Ο Γρύπας πατά ένα πλήκτρο και η οθόνη χωρίζεται ξανά στα τέσσερα, δείχνοντας σκηνές γύρω από το όχημα, τρεφόμενη από τα οπτικά δεδομένα των τηλεοπτικών πομπών έξω από την ενδοδιάσταση.
Οι δρόμοι είναι συνωστισμένοι από άλλα οχήματα, διαβάτες, και καβαλάρηδες, ειδικά στο Σταυροδρόμι και στις περιοχές γύρω του, έτσι ο Ξενοκράτης και η ομάδα του κάνουν κάμποση ώρα μέχρι να ξεμπλέξουν και να πλησιάσουν τη βίλα του Σαρκομάχου. Στον Λιθοξόο, ευτυχώς, η κυκλοφορία δεν είναι τόση πολλή και μπορούν να κινηθούν πιο εύκολα. Πάνω από τις πολυκατοικίες και τις μονοκατοικίες τα πυροτεχνήματα είναι μαγευτικά.
Το όχημα του Ξενοκράτη σταματά έξω από την πύλη που επάνω της υπάρχει η επιγραφή ΟΙΚΙΑ ΣΑΡΚΟΜΑΧΟΥ. Ο χώρος είναι περιτριγυρισμένος από ψηλά κάγκελα, πίσω από τα οποία διακρίνονται τα δέντρα ενός όμορφου κήπου – αν και η Μελένια αμφιβάλλει ότι είναι τόσο όμορφος όσο ο κήπος της βίλας του πατέρα της στις παρυφές της ερήμου.
Ο Βινάρης σηκώνει ώς τη μέση το φιμέ σκέπαστρο και μιλά στον φύλακα της πύλης, ενώ ο Γρύπας, η Ισμήνη, και η Μελένια παρακολουθούν από την οθόνη τους. Ο φύλακας μοιάζει διστακτικός να τους αφήσει να μπουν, ειδικά αφού ο οδηγός του οχήματος δεν του λέει ποιος έρχεται να επισκεφτεί τον κύριο Σαρκομάχο αλλά ζητά ο κύριος Σαρκομάχος να έρθει για να δει μόνος του τον σημαντικό επισκέπτη.
«Σας περιμένει;» ρωτά ο φρουρός.
«Όχι, αλλά είμαι βέβαιος ότι θέλει πολύ να μιλήσει στον κύριό μου,» αποκρίνεται ο Βινάρης. «Ειδοποίησέ τον, άνθρωπέ μου, και μη μας καθυστερείς άλλο!»
Ο φρουρός αναστενάζει. «Μισό λεπτό, παρακαλώ.» Και, μέσα στο μικρό φυλάκιό του, φαίνεται να μιλά σε κάποιον δίαυλο. Μετά, λέει στον Βινάρη: «Περιμένετε λίγο.»
Και περιμένουν.
Μέσα σε λιγότερο από πέντε λεπτά, η πύλη μισανοίγει και ένας άντρας παρουσιάζεται. Έχει δέρμα λευκό-ροζ και μαλλιά γκρίζα και σγουρά, κομμένα κοντά. Πρόσωπο φρεσκοξυρισμένο. Μάτια γαλανά. Είναι ντυμένος κομψά με γυαλιστερό κόκκινο σακάκι, λευκό παντελόνι, και δαντελωτό πουκάμισο. Πρέπει νάναι γύρω στα εξήντα, αλλά δείχνει πολύ πιο νέος, κυρίως λόγω της ενδυμασίας του και του χαμόγελού του.
«Καλημέρα,» χαιρετά. «Μου είπαν ότι με ζητάτε.» Ο Γρύπας, η Ισμήνη, και η Μελένια τον ακούνε να μιλάει μέσα από το σύστημά της ενδοδιάστασης.
«Αυτός είναι ο Σαρκομάχος;» ρωτά η τελευταία τον πατέρα της, γιατί δεν έχει τύχει να τον ξαναδεί.
«Ναι,» απαντά ο Γρύπας και, πιάνοντας την κάπα του, βαδίζει προς τον καθρέφτη που καλύπτει ολόκληρο τον τοίχο.
Ο Βινάρης ακούγεται να αποκρίνεται στον Σαρκομάχο: «Κάποιος της οικογένειας είναι μαζί μας. Να περάσουμε; Ερχόμαστε από τα νότια.»
Ο Γρύπας βυθίζεται μέσα στον καθρέφτη, και η Μελένια, πιάνοντας κι εκείνη την κάπα της, τον ακολουθεί. Αισθάνεται ακριβώς όπως όταν μπαίνει στην ενδοδιάσταση: αόρατοι μαγνήτες τραβάνε το σώμα της από δω κι από κει, τη διασκορπίζουν, και η Μελένια νομίζει ότι βλέπει τον εαυτό της από διάφορες μεριές, προτού είναι πάλι μία και βρίσκεται μέσα στον κλειστό χώρο του οχήματος ο οποίος είναι γεμάτος κάτοπτρα, καλώδια, και κυκλώματα. Ο Γρύπας έχει ήδη ανοίξει την πόρτα και βγει. Η Μελένια τον ακολουθεί, κι ακούει και την Ισμήνη να έρχεται, χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει. Συνέχεια πίσω από τον πατέρα της είναι αυτή! εκτός από όταν εκείνος τής ζητά συγκεκριμένα να μην είναι μαζί του.
Ο Γρύπας έχει την κουκούλα της κάπας του σηκωμένη στο κεφάλι καθώς πλησιάζει τον Σαρκομάχο, αλλά εκείνος συνοφρυώνεται βλέποντάς τον, δείχνει να τον αναγνωρίζει.
«Καλημέρα, Ευγένιε,» χαιρετά ο Ξενοκράτης, τείνοντας το χέρι του.
Ανταλλάσσουν μια δυνατή χειραψία, και ο Σαρκομάχος γελά. «Τι κάνεις εσύ εδώ, τέτοια μέρα; Έπρεπε να με είχες ειδοποιήσει! Ειδικά αφού έρχεσαι με την όμορφη σύζυγό σου,» προσθέτει, στρέφοντας το βλέμμα του προς τη μεριά της Ισμήνης. Παίρνει το χέρι της μέσα στο χέρι του και το φιλά. «Και η κοπέλα;» ρωτά, κοιτάζοντας τη Μελένια.
«Της οικογένειας, φυσικά,» αποκρίνεται ο Γρύπας, χωρίς να διευκρινίσει ότι είναι κόρη του. Ο Σαρκομάχος δεν τη γνωρίζει.
«Μπορείτε να με λέτε Μελένια, κύριε Σαρκομάχε,» συστήνεται εκείνη, δίνοντάς του το χέρι της με άνετο και γοητευτικό τρόπο, ενώ χαμογελά χαριτωμένα μέσα από την κουκούλα της ελαφριάς κάπας της.
Ο Ευγένιος παίρνει το χέρι της Μελένιας και το φέρνει κοντά στα χείλη του, κρατώντας το λίγο περισσότερο εκεί απ’ό,τι της Ισμήνης. «Χαίρω πολύ,» λέει, με γυαλιστερά γαλανά μάτια και φιλήδονο χαμόγελο. Ο Γρύπας έχει ήδη προειδοποιήσει τη Μελένια ότι ο Σαρκομάχος είναι ένας γέρο-μπερμπάντης, πράγμα που εκείνη βρίσκει διασκεδαστικό και το θεωρεί πρόκληση για την εκπαίδευσή της.
«Περάστε,» λέει ο Ευγένιος. «Περάστε.» Και κάνει νόημα στον φύλακα ν’ανοίξει την πύλη για να μπει το όχημα στη βίλα. «Θα μείνετε μαζί μου όλη την ημέρα; Από το μεσημέρι ξεκινά δεξίωση! Δυστυχώς δεν κατάφερα να έχω εδώ την καινούργια μας Πολιτειάρχη – την πρόλαβε αυτός ο τρισκατάρατος ο Λάρεμβοχ, που έχει την επιχείρηση Φυσίοσμος – αλλά θα έρθουν διάφορα άλλα σημαντικά πρόσωπα της καλής κοινωνίας της Μέλβερηθ.» Ο Σαρκομάχος μιλά καθώς εκείνος, ο Γρύπας, η Ισμήνη, και η Μελένια μπαίνουν στον κήπο της βίλας του ακολουθούμενοι από το όχημα που ο Βινάρης οδηγεί προσεχτικά.
«Δεν ξέρω αν θα καθίσω όλη την ημέρα εδώ, Ευγένιε,» αποκρίνεται ο Γρύπας.
«Τι κρίμα!» λέει ο Σαρκομάχος. «Γιατί; Θα μπορούσες, τουλάχιστον, ν’αφήσεις την πολύ συμπαθητική κοπέλα να απολαύσει την–»
«Δεν έχεις μάθει τι συμβαίνει μέσα στην οικογένεια, τον τελευταίο καιρό, Ευγένιε;» τον διακόπτει ο Γρύπας. «Ο γιος σου παραλίγο να δολοφονηθεί.»
Ο Σαρκομάχος γελά. «Πού άκουσες τέτοιες ανοησίες, φίλε μου; Ο Νικόδωρος είναι μια χαρά. Και θα βρίσκεται κι αυτός στη δεξίωση, φυσικά!»
«Δεν αναφέρομαι στον γιο σου που είναι εδώ, στη Μέλβερηθ,» εξηγεί ο Γρύπας, καθώς το όχημά του στρίβει αριστερά, κατευθυνόμενο προς το γκαράζ, ενώ εκείνος κι οι υπόλοιποι συνεχίζουν να βαδίζουν ευθεία μέσα στον κήπο, προς το κεντρικό οίκημα της βίλας. Στο μεγάλο μπαλκόνι που βρίσκεται πάνω από την είσοδό του μια γυναίκα στέκεται και τους κοιτάζει, ντυμένη με έξωμη τουαλέτα και καπνίζοντας ένα μακρύ τσιγάρο. Η τελευταία κατάκτηση του Ευγένιου, πολύ πιθανόν, εικάζει ο Γρύπας. Και δεν είναι καθόλου άσχημη: λυγερή, μαυρόδερμη, και πρασινομάλλα· και σίγουρα έχει τα μισά χρόνια του Ευγένιου, αν όχι λιγότερα. Δεν είναι να απορεί κανείς που η Αμυθολόγητη τον χώρισε στο τέλος τον λεχρίτη, νομίζει ο Ξενοκράτης.
Αλλά αυτές οι φευγαλέες σκέψεις διαλύονται από το νου του, καθώς ο Σαρκομάχος λέει: «Τι; Σε ποιον αναφέρεσαι; Στον Σουτούρη;»
«Τον θυμάσαι ακόμα, ε;»
«Μην αστειεύεσαι, Γρύπα! Ο μεγάλος μου γιος είναι απαράδεκτος, γενικά, αλλά τον αγαπώ πολύ. Είσαι σίγουρος πως–;»
«Ναι, είμαι σίγουρος. Προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν. Και είμαι επίσης σίγουρος,» προσθέτει, «πως το κακό είναι γενικευμένο μέσα στην οικογένεια. Υπάρχουν κάποια… άτομα που, αν δεν κάνω λάθος, θέλουν να ξεπαστρέψουν την Παλιά Δυναστεία.»
«Δεν είναι δυνατόν!»
«Κι όμως, είναι.» Έχουν σταματήσει να βαδίζουν καμια δεκαριά βήματα απόσταση από την είσοδο της βίλας. «Φοβόμουν, μάλιστα, ότι μπορεί να μη σ’έβρισκα εδώ. Φοβόμουν ότι μπορεί να ήσουν νεκρός.»
«Για όνομα της Αρτάλης!» Η όψη του Σαρκομάχου τώρα είναι ανήσυχη, γιατί γνωρίζει ότι ο Ξενοκράτης δεν θα ερχόταν να πει τέτοια πράγματα χωρίς πολύ καλό λόγο. Δεν είναι από τους ανθρώπους που κάνουν πλάκες.
Οδηγεί αυτόν και την οικογένειά του μέσα στη βίλα και στο γραφείο του, όπου μπορούν να μιλήσουν με την ησυχία τους.
«Η Μελένια γνωρίζει για την Παλιά Δυναστεία;» ρωτά τον Γρύπα, βλέποντας πως εκείνος δεν διώχνει την κοπέλα.
«Γνωρίζει· μη σ’απασχολεί αυτό,» του λέει ο Ξενοκράτης, καθισμένος σε μια πολυθρόνα, και του διηγείται εν συντομία τι έχει συμβεί. Του διηγείται τι έγινε με την κόρη του, την Αστερόπη, και τι έγινε με τον Ζορδάμη Λιγνόρρυγχο ο οποίος έχει το κωδικό όνομα Ραλίστας.
Ο Σαρκομάχος δεν είχε ακούσει παλιότερα για τον Λιγνόρρυγχο. «Ραλίστας δεν είν’ αυτός; Εννοώ, κανονικά. Κανονικός ραλίστας. Νομίζω πως έχω δει τ’όνομά του σε–»
«Ναι,» τον διαβεβαιώνει ο Γρύπας, «ραλίστας είναι.»
«Δεν το ήξερα ότι ήταν μέσα στη Δυναστεία.»
«Το έμαθες τώρα. Ο Γηραιώνυμος, αλήθεια, δεν σου είπε τίποτα για όλ’ αυτά;»
«Ο Σερφάντης έχει χαθεί τις τελευταίες μέρες. Όσες φορές έχω προσπαθήσει να επικοινωνήσω μαζί του δεν απαντά, και ούτε κανένας άλλος της οικογένειας ξέρει πού βρίσκεται.»
Ο Γρύπας σκέφτεται: Ο Ζορδάμης είπε πως ο Σερφάντης είχε αναφέρει ότι ίσως να πήγαινε να μιλήσει στον Τάρνελκωφ, στην Αγκένροβ. Είναι, άραγε, ακόμα εκεί; Του έχει συμβεί κάτι άσχημο, μήπως;
Ο Σαρκομάχος τον βλέπει προβληματισμένο και ρωτά: «Φοβάσαι ότι ίσως να τον σκότωσαν κι αυτόν;»
«Δεν ξέρω. Τίποτα δεν αποκλείεται, όμως. Ποιους έχεις καλέσει στη δεξίωσή σου, Ευγένιε; Ποιους της Δυναστείας;»
Ο Σαρκομάχος αναφέρει μερικά ονόματα.
«Τον Χείρωνα Στρατηλάτη δεν τον κάλεσες;» λέει ο Γρύπας.
«Εντάξει,» γελά ο Σαρκομάχος, «δεν καλώ και τέτοια πρόσωπα στις δεξιώσεις μου, μα το Φως της Αρτάλης!»
Ο Γρύπας τού λέει τι ανακάλυψε για τον Στρατηλάτη μέχρι να φτάσει εδώ.
«Το κάθαρμα!» γρυλίζει ο Σαρκομάχος. «Θα φροντίσω–»
«Δε θα κάνεις τίποτα, ακόμα,» τον διακόπτει ο Γρύπας. «Ίσως να έχει πολύτιμες πληροφορίες να μας δώσει. Μπορεί, μάλιστα, να ξέρει τι συνέβη στον Γηραιώνυμο.»
«Χμμ…» Ο Σαρκομάχος φαίνεται βαθιά προβληματισμένος καθώς κάθεται πίσω απ’το γραφείο του, τρίβοντας το σαγόνι του με το ένα χέρι. Το βλέμμα του πηγαίνει μια στην Ισμήνη, μια στη Μελένια, που κάθονται αριστερά του Ξενοκράτη, αλλά δεν μένει εκεί για πολύ, ούτε μοιάζει πραγματικά να τις κοιτάζει.
«Να σε ρωτήσω κάτι άλλο, Ευγένιε;» λέει ο Γρύπας.
«Τι;»
«Ξέρεις πώς να ταξιδεύεις στο φεγγάρι;»
Ο Σαρκομάχος κουνά το κεφάλι. «Όχι.»
«Δε σ’το έμαθε ποτέ η Αλκάρνη;»
«Δε μ’ενδιαφέρουν τέτοια… αποκρυφιστικά πράγματα, Γρύπα. Είμαι άνθρωπος της εργασίας, όπως πολύ καλά ξέρεις.»
«Ο γιος σου; Γνωρίζει πώς να φεγγαροταξιδεύει;»
«Ο Σουτούρης;»
«Ο Νικόδωρος.»
«Ο Νικόδωρος; Όχι, φυσικά.»
Υπέροχα… σκέφτεται ειρωνικά ο Γρύπας.
«Ο Σουτούρης,» συνεχίζει ο Σαρκομάχος, «δεν είμαι βέβαιος αν ξέρει ή όχι, για να είμαι ειλικρινής. Αλλά δεν θα το απέκλεια καθόλου να του το έχει μάθει η μάνα του.»
«Η κόρη σου;»
«Ούτε γι’αυτήν είμαι σίγουρος. Μπορεί η Αλκάρνη να της το έχει μάθει.»
«Πού βρίσκεται η Σιρενέκα, τώρα;» ρωτά ο Γρύπας.
«Δεν ξέρω. Πάντως, δε νομίζω να είναι στη Μέλβερηθ. Όταν είναι εδώ πάντα με ειδοποιεί. Δεν έχει ξεχάσει τον πατέρα της, όπως ο Σουτούρης! Αν και είναι… πολύ ανήσυχο κορίτσι.
»Θα μείνεις εδώ, τελικά, Γρύπα, στη Μέλβερηθ, ή θα φύγεις;» ρωτά ξαφνικά.
«Για την ώρα εδώ θα είμαι. Αλλά όχι στο σπίτι σου.»
«Μπορώ να σε φιλοξενήσω. Άνετα.»
«Το ξέρω. Ίσως μετά τη Γιορτή της Ζωοδότειρας Μητέρας, αν δεν αποφασίσω να φύγω,» λέει ο Γρύπας. «Στη δεξίωση, πάντως, να έχεις το νου σου στους άλλους της Δυναστείας. Προσπάθησε να μάθεις μήπως κανένας απ’ αυτούς έχει πάει με τους εχθρούς, αλλά με πλάγιο τρόπο. Μην του μιλήσεις ευθέως, γιατί αυτό μπορεί να σε βάλει σε κίνδυνο πιο γρήγορα.»
«Εσύ τι θα κάνεις;»
«Ξέρεις πού θα μπορούσα να βρω τον Χείρωνα Στρατηλάτη;»
«Ο Νικόδωρος σίγουρα ξέρει. Έχει πάρε-δώσε μαζί του. Ο Χείρωνας τού φέρνει κάτι πράγματα που θέλει κατά καιρούς.»
*
Ο μικρός γιος του Σαρκομάχου είναι στη βίλα του, έτσι ο Ξενοκράτης δεν χρειάζεται να τον αναζητήσει. Ο Ευγένιος απλά τον καλεί στο γραφείο του κι εκείνος έρχεται. Δεν μοιάζουν και τόσο οι δυο τους στην εμφάνιση: περισσότερο στην Αμυθολόγητη μοιάζει ο Νικόδωρος με το γαλανό δέρμα του και τα καστανά μαλλιά του. Αλλά δεν έχει πάρει τίποτα από τον τρόπο της· δεν θυμίζει καλλιτεχνική φυσιογνωμία. Και ούτε όμορφα σαν τον πατέρα του ντύνεται· δεν έχει την ίδια αίσθηση του ντυσίματος με αυτόν. Για την ακρίβεια, δείχνει νάναι αδιάφορος σχετικά με την εμφάνισή του. Επί του παρόντος, φορά μια πράσινη μπλούζα κάτω από ένα ανοιχτό, λευκό πουκάμισο με σηκωμένα μανίκια, ένα φαρδύ γκρίζο παντελόνι, και καφετιά δερμάτινα παπούτσια. Ζώνη δεν τυλίγεται γύρω από τη μέση του. Τα μαλλιά του είναι κομμένα κοντά. Τα μούσια του είναι καλοψαλιδισμένα, παρατηρεί η Μελένια. Αλλά δεν της αρέσει, γενικά, ως άντρας. Κρίμα, γιατί είχε κατά νου, ίσως, να ερωτοτροπήσει μαζί του αν αποτελούσε νεώτερη εκδοχή του πατέρα του. Σήμερα, Γιορτή της Ζωοδότειρας Μητέρας γαρ, θεωρείται κακοτυχία για όλο τον χρόνο αν δεν κάνεις έρωτα τουλάχιστον μία φορά.
Ο Ευγένιος Σαρκομάχος εξηγεί στον γιο του τι συμβαίνει μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία, και του λέει να είναι πολύ προσεχτικός, γιατί, ακόμα και σήμερα, μέρα που είναι, μπορεί κάποιος να επιχειρήσει να τους σκοτώσει.
«Μα στη Γιορτή της Ζωοδότειρας Μητέρας δεν γίνονται φόνοι, πατέρα!» αποκρίνεται ο Νικόδωρος. «Ο φόνος τιμωρείται με δέσιμο στις γραμμές του τρένου.»
«Κανένας, λοιπόν, δεν θα περιμένει να δεχτεί επίθεση,» του λέει ο Γρύπας. «Ιδανική μέρα για να σε σκοτώσουν, δε νομίζεις;»
Ο Νικόδωρος τον ατενίζει συνοφρυωμένος. Αν και ο Ξενοκράτης δεν του είναι άγνωστος, τον έχει δει ελάχιστες φορές, και είναι φανερό πως η όψη του τον φέρνει σε κάποια αμηχανία.
«Ο Σουτούρης πού βρίσκεται τώρα;» ρωτά, αλλάζοντας θέμα. «Στο Μαύρο Δόντι;»
«Στη Νίρβεκ μού είπαν ότι ίσως να έχει κατευθυνθεί,» αποκρίνεται ο Γρύπας. «Μην ανησυχείς γι’αυτόν, όμως· ν’ανησυχείς περισσότερο για τον εαυτό σου και για τον πατέρα σου.» Και τον ρωτά: «Γνωρίζεις πού μπορεί να είναι ο Χείρωνας Στρατηλάτης σήμερα;»
«Ναι,» λέει ο Νικόδωρος. «Αλλά ποτέ…» Κομπιάζει. «Δεν είχα ποτέ υποψιαστεί ότι μπορεί να ήταν προδότης. Πάντοτε οι επαφές μου μαζί του ήταν άψογες. Και θεωρείται αρκετά σημαντικό μέλος της Δυναστείας στη Μέλβερηθ, κύριε Ξενοκράτη.»
«Αυτούς να φοβάσαι,» του λέει ο Γρύπας· και η Μελένια χαμογελά από μέσα της, χωρίς τα χείλη της να κινηθούν, αναρωτούμενη αν ο πατέρας της προσπαθεί επίτηδες να φρικάρει τον γιο του Σαρκομάχου.
*
Όταν φεύγουν από το σπίτι του Σαρκομάχου και βρίσκονται πάλι μέσα στην ενδοδιάσταση του οχήματός τους, η Μελένια ρωτά τον πατέρα της: «Είναι παντρεμένος ο Νικόδωρος;»
«Σ’αρέσει;» της λέει η Ισμήνη, και η Μελένια την αγριοκοιτάζει. Εκείνη ανασηκώνει τους ώμους. «Απλώς είπα….»
«Δεν μου αρέσει, αν θέλεις να ξέρεις,» απαντά η Μελένια με δεικτικό τρόπο, σαν να προσθέτει εμμέσως πλην σαφώς: Όχι πως αυτό είναι δική σου δουλειά, ούτως ή άλλως!
Ο Γρύπας λέει: «Παντρεμένος είναι, απ’ό,τι ξέρω.» Και στρεφόμενος στην οθόνη του μηχανικού συστήματος πατά ένα κουμπί και μιλά στον Βινάρη: του εξηγεί πού θα πάνε για να μείνουν.
Μετά από καμια ώρα, έχοντας διασχίσει την κοσμοπλημμυρισμένη, εορτάζουσα Μέλβερηθ από τα δυτικά ώς τα ανατολικά, φτάνουν σ’ένα πανδοχείο στα άκρα του Απλώματος, στις ανατολικές παρυφές της μεγαλούπολης. Καθώς όμως κατευθύνονται προς τα εκεί, βλέπουν καθοδόν αφίσες που διαφημίζουν έναν θίασο τον οποίο ο Γρύπας, η Ισμήνη, και η Μελένια γνωρίζουν καλά. Ο πλανόδιος θίασος του Βενμίλιου Απλόχερου.
«Ο Ζορδάμης το είπε ότι ο Βενμίλιος ήταν εδώ,» λέει η Μελένια.
«Και ότι δέχτηκε επίθεση στο Παζάρι της Παραγκούπολης,» προσθέτει η Ισμήνη.
Μετά από λίγο περνάνε από ένα μέρος του Απλώματος όπου φαίνεται ο θίασος. Μουσικές αντηχούν και ακροβάτες διακρίνονται, καθώς και ολογράμματα, φώτα, και πυροτεχνήματα. Πολύς κόσμος είναι συγκεντρωμένος εδώ. Ο Γρύπας δεν ζητά από τον Βινάρη να σταματήσει. «Θα μιλήσουμε στον Βενμίλιο αργότερα,» λέει στην κόρη και στη σύζυγό του, «προτού πάμε για τον Χείρωνα.» Ο Νικόδωρος τούς είπε ότι καλύτερα ν’αναζητήσουν τον Στρατηλάτη τη νύχτα, σ’ένα συγκεκριμένο κέντρο διασκέδασης.
Το πανδοχείο όπου σταθμεύουν, τελικά, το όχημά τους ονομάζεται Ανατολική Στάση, και δίπλα του υπάρχει ένας σταθμός ενέργειας, όπου ο Βινάρης πηγαίνει για ν’αγοράσει μερικές ενεργειακές φιάλες, τις οποίες αποθηκεύουν μέσα στην ενδοδιάσταση. Από την ενδοδιάσταση, επίσης, το όχημα αντλεί την ενέργειά του. Στο πάτωμά της υπάρχουν θυρίδες για έξι φιάλες που τροφοδοτούν το μεταβαλλόμενο βρισκόμενες σε ασφαλές μέρος. Δεν μπορούν να χτυπηθούν κατά λάθος από έξω και να εκραγούν.
Ο Γρύπας και η ομάδα του περνάνε το μεσημέρι στην Ανατολική Στάση, ανάμεσα σε πολύ άλλο κόσμο, αόρατοι μέσα σε τόσους ανθρώπους. Το φαγητό είναι δωρεάν, φυσικά, όπως και τα ποτά. Για τα δωμάτια πρέπει να πληρώσεις τον πανδοχέα, αλλά χωρίς να περιμένεις καμια περαιτέρω εξυπηρέτηση από αυτόν – σήμερα, μόνο εξαιρέσεις ανθρώπων δουλεύουν. Από τα μεγάλα ηχεία της τραπεζαρίας δυνατή μουσική αντηχεί: Ελάσσονες Ανεμοβούβαλοι, Νυκτόβιοι Εργατοπατέρες, Πολίτες Απολίτιστοι, Κεκλιμένα Εργοστάσια, Κλόντια Νέρνηχ, Βίκτωρας ο Χαμηλός Θεός – ένα σωρό συγκροτήματα και τραγουδιστές. Οι πελάτες, που περισσότερο με φιλοξενούμενους μοιάζουν ή ανθρώπους που έχουν συγκεντρωθεί σε μια φιλική πλατεία, γελάνε, συζητούν, χορεύουν, παίζουν τυχερά παιχνίδια, φλερτάρουν. Δύο ζευγάρια, μάλιστα, κάνουν έρωτα κανονικότατα, παρατηρεί η Μελένια, το ένα κάτω από ένα τραπέζι, το άλλο κάτω από τη σκάλα του πανδοχείου. Αισθάνεται πως κι εκείνη θέλει ν’αναζητήσει κάποιον άντρα – η όλη διάθεση της γιορτής την έχει καταλάβει σαν μυστηριακή τελετή – αλλά αναρωτιέται αν έχει χρόνο. Από την άλλη, βέβαια, ο πατέρας της είπε ότι θα μείνουν εδώ όλο το μεσημέρι. Και ο Γρύπας τώρα είναι αγκαλιασμένος με την Ισμήνη και πίνουν μαζί από μια μεγάλη κούπα κρασί καθώς ανταλλάσσουν φιλιά και χάδια. Η Μελένια δεν βρίσκει αυτή την εικόνα ευχάριστη. Κανονικά, η μητέρα της θα έπρεπε να ήταν μαζί του, όχι αυτή η άγνωστη γυναίκα! Αν και στην πραγματικότητα γνωρίζει πιο καλά την Ισμήνη απ’ό,τι γνώρισε ποτέ τη μητέρα της, η Μελένια νιώθει σαν να μην την ξέρει καθόλου.
Ο Γρύπας και η σύζυγός του ανεβαίνουν, τελικά, στο δωμάτιο που έχουν κλείσει. Ο Βινάρης και ο Νιρμόδος’χοκ έχουν βρει τρεις γυναίκες που μοιάζουν με ταξιδιώτισσες και παίζουν μαζί τους Χαμένο Σημάδι: ένα παιχνίδι τράπουλας με κλειστά φύλλα, όπου οι παίχτες αναζητούν το φύλλο που έχει οριστεί ως Χαμένο Σημάδι. Ένας άντρας πλησιάζει τη Μελένια προτείνοντάς της να την κεράσει ποτό· αλλά εκείνη αρνείται. Είναι ακόμα τσαντισμένη για τη μητέρα της, που ποτέ δεν τη γνώρισε όπως θα έπρεπε να την είχε γνωρίσει. Μετά, ένας άλλος τύπος – πολύ πιο νέος από τον προηγούμενο – τη ρωτά αν θα ήθελε να πάνε μια βόλτα στους αγρούς έξω από τη Μέλβερηθ, επάνω στο καινούργιο του άλογο. Η Μελένια, ξανά, αρνείται.
Ύστερα, όμως, θυμάται το έθιμο των γρυποκαβαλάρηδων της Μέλβερηθ, το έθιμο της Αγάπης στον Αέρα, όπως το λένε. Έχει ακούσει ότι δεν συμβαίνει πουθενά αλλού στη Σεργήλη· μόνο στη Μέλβερηθ, και μόνο, φυσικά, κατά τη Γιορτή της Ζωοδότειρας Μητέρας.
Η Μελένια βγαίνει από την Ανατολική Στάση και αναζητά κάποια εξέδρα σηματοδότησης. Δεν αργεί να βρει μία η οποία είναι άδεια. Φτιαγμένη από ξύλο φτάνει περίπου ώς τον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας δίπλα της, κι επάνω της βρίσκεται πεσμένη μια σημαία. Οι εξέδρες σηματοδότησης χρησιμοποιούνται για να καλεί κάποιος τους αερομεταφορείς που πετάνε πάνω από την πόλη καβαλώντας τους γρύπες τους. Πιάνεις τη σημαία και την κουνάς στον αέρα μέχρι ένας απ’ αυτούς να κατεβεί και να σε πάρει. Σήμερα, όμως, οι εξέδρες σηματοδότησης, για τους τολμηρούς, έχουν και μια άλλη χρήση. Μπορείς να καλέσεις αερομεταφορέα για το έθιμο της Αγάπης στον Αέρα. Δεν είναι κάτι που κάνουν όλοι οι αερομεταφορείς, βέβαια· μόνο ορισμένοι από αυτούς. Και, σίγουρα, δεν είναι κάτι που τολμούν να κάνουν όλοι οι μη ιπτάμενοι εορτάζοντες της Μέλβερηθ.
Η Μελένια, όμως, ξέρει τις ικανότητές της και δεν φοβάται. Επιπλέον, έχει την περιέργεια να δει πώς γίνεται. Κατεβάζει την περισκελίδα της μέσα από την πτυχωτή φούστα της και, παίρνοντάς την στο χέρι, ανεβαίνει τα σκαλιά της εξέδρας. Κουνά στον αέρα την περισκελίδα περιμένοντας κάποιον γρυποκαβαλάρη να έρθει. Δύο περνάνε χωρίς να ανταποκριθούν, και η Μελένια αρχίζει να νιώθει σαν χαζή. Τσαντίζεται, και ίσως να κατέβαινε από την εξέδρα και να έφευγε αν δεν ερχόταν μετά ένας άλλος αερομεταφορέας, κατεβάζοντας τον γρύπα του και βάζοντάς τον να φτερουγίσει μπροστά της. Χαμογελά αντικρίζοντάς την. Είναι χρυσόδερμος και καστανομάλλης, με μακρύ πρόσωπο και γυαλιά πτήσης.
«Αγάπη στον Αέρα;» ρωτά.
Η Μελένια πετά την περισκελίδα της παραδίπλα. «Αγάπη στον Αέρα,» αποκρίνεται, και τεντώνει τα χέρια της προς τη μεριά του.
Ο γρυποκαβαλάρης την αρπάζει από τη μέση και την ανεβάζει στη σέλα του φτερωτού θηρίου του, κρατώντας την μπροστά του. Ο γρύπας φτεροκοπά, σηκώνοντάς τους στον αέρα, πάνω από την εξέδρα, πάνω από τον κοσμοπλημμυρισμένο δρόμο, πάνω από τις πολυκατοικίες.
Ο αερομεταφορέας δίνει στη Μελένια ένα ζευγάρι γυαλιά, γιατί ο αέρας κάνει τα μάτια να τσούζουν εδώ. «Ευχαριστώ,» αποκρίνεται εκείνη, γελώντας, και φορά τα γυαλιά.
«Είσαι σίγουρη πως θες να το κάνεις αυτό;» τη ρωτά ο αερομεταφορέας.
«Ναι! Εγώ δεν σε κάλεσα;»
Ο αερομεταφορέας τραβά ένα χάπι από μια τσέπη του γιλέκου του και της το δίνει.
«Δεν παίρνω ναρκωτικά,» λέει η Μελένια, αν και η αλήθεια είναι πως έχει δοκιμάσει νίσβεν καθώς και Ανάσα του Δράκοντα.
Ο αερομεταφορέας γελά. «Δεν είναι ναρκωτικό. Είναι για την ερωτική διάθεση. Πολλές γυναίκες τρομάζουν εδώ πάνω.»
«Εγώ δεν τρομάζω,» αποκρίνεται ειλικρινά η Μελένια. Παίρνοντας το χάπι από τα δάχτυλά του, το επιστρέφει στην τσέπη του και τον φιλά δυνατά, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω του.
«Δεν αστειεύεσαι, ε;» λέει, ξέπνοα, ο αερομεταφορέας, μ’ένα χαμόγελο ώς τ’αφτιά.
Ο γρύπας τούς πηγαίνει βόλτα πάνω κι ανάμεσα από τις ψηλές πολυκατοικίες της Μέλβερηθ ενώ εκείνοι ερωτοτροπούν επικίνδυνα πιασμένοι στη σέλα του. Το φτερωτό θηρίο δεν έχει κανένα πρόβλημα ν’αποφεύγει ψύχραιμα και έμπειρα τα διαφόρων ειδών πυροτεχνήματα που ξεπηδάνε στον ουρανό της μεγαλούπολης, παρότι ο οδηγός του είναι απασχολημένος.
Η Μελένια χάνει και τα δυο της γοβάκια, το ένα μετά το άλλο· πέφτουν κάπου στους δρόμους του Κέντρου, ή στις οροφές των οικοδομημάτων εκεί, ή ίσως στις ράγες των τρένων. «Συγνώμη,» της λέει ο αερομεταφορέας ανάμεσα από φιλιά· «έπρεπε να προσέχω.» Αλλά η Μελένια απαντά: «Έχω κι άλλα!» Ο γρύπας κρώζει κάπου-κάπου, σαν να θέλει να πει ότι τον έχουν κουράσει, ή σαν να τους κάνει πλάκα.
Όταν τελειώνουν βρίσκονται πια κάπου πάνω από το Χαμηλό Παζάρι, και ο αερομεταφορέας ρωτά τη Μελένια, καθώς την κρατά στην αγκαλιά του: «Πρέπει νάσαι ακροβάτισσα, σωστά;»
Εκείνη γελά. «Δεν είμαι ακροβάτισσα!»
«Μη μου λες ψέματα.»
«Δε σου λέω ψέματα! Δεν είμαι ακροβάτισσα.»
«Είσαι καλύτερη από ακροβάτισσα, πάντως,» της λέει. «Μια φορά, πριν από δυο χρόνια, είχα πάρει μια ακροβάτισσα για Αγάπη στον Αέρα και είχε φρικάρει. Αποκλείεται να μπορούσε να κάνει τα πράγματα που έκανες εσύ.»
Η Μελένια δεν απαντά, κοιτάζοντας κάτω, τη μεγαλούπολη να απλώνεται προς κάθε κατεύθυνση. Ένα πυροτέχνημα ενεργοποιείται κάπου δέκα μέτρα απόσταση από εκείνη, τον αερομεταφορέα, και τον γρύπα τους, δημιουργώντας το τεράστιο ολόγραμμα ενός γαλανού αετού με κατακόκκινα μάτια.
Ο αερομεταφορέας ρωτά: «Πού θέλεις να σε πάω;»
«Μπορείς να μ’επιστρέψεις εκεί όπου με βρήκες;»
«Φυσικά.» Ο αερομεταφορέας στρέφει τον γρύπα του προς τα ανατολικά, και πετάνε.
*
Η Μελένια κοιμήθηκε στο δωμάτιό της στην Ανατολική Στάση, ύστερα από τη συνάντησή της με τον αερομεταφορέα, και το απόγευμα ο πατέρας της την ξύπνησε κουδουνίζοντας τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της. Τώρα βρίσκονται όλοι τους πάλι μέσα στο μεταβαλλόμενο όχημα, κατευθυνόμενοι προς τον θίασο του Βενμίλιου Απλόχερου, ο οποίος δεν είναι μακριά. Σύντομα φτάνουν και ο Βινάρης σταματά εκεί κοντά. Ο Γρύπας, η Ισμήνη, και η Μελένια βγαίνουν από την ενδοδιάσταση, και ο Ξενοκράτης λέει στον οδηγό και στον μάγο να τους περιμένουν εδώ.
Οι τρεις τους μπαίνουν μέσα στα πλήθη που γεμίζουν τον υπαίθριο θίασο. Χορευτές και χορεύτριες λικνίζονται πάνω σε σκηνές λουσμένες από φώτα διάφορων χρωμάτων και γεμάτες ολογράμματα· ακροβάτες στριφογυρίζουν πιασμένοι σε στύλους, ή κάνουν νούμερα επάνω σ’ένα γιγάντιο κατασκεύασμα που θυμίζει λαβύρινθο από κάγκελα· θηριοδαμαστές βάζουν ζώα να πηδάνε, να τρέχουν, και να κάθονται. Μουσικές αντηχούν. Δύο γρυποκαβαλάρηδες πετάνε πάνω από τον θίασο· οι γρύπες κρατάνε ανάμεσά τους μια μεταλλική ράβδο με κορδέλες, από την οποία κρέμονται κρίκοι κι άλλες ράβδοι, κι επάνω τους είναι πιασμένοι ένας ακροβάτης και μια ακροβάτισσα, κι οι δύο νάνοι. Άλλοτε είναι γαντζωμένοι με τα πόδια, άλλοτε με τα χέρια, άλλοτε χαιρετάνε, άλλοτε σκαρφαλώνουν.
Ο Ξενοκράτης, η κόρη του, και η σύζυγός του αναζητούν τον Βενμίλιο Απλόχερο μέσα σ’αυτή την πανδαισία, και σύντομα τον βρίσκουν να στέκεται πλάι σε μια σκηνή, με τα μυώδη χέρια του σταυρωμένα μπροστά του. Πρασινόδερμος και μαυρομάλλης, με πλούσια πεταχτά φρύδια, μεγάλη μύτη, κι ένα μεγάλο αργυρό σκουλαρίκι στο αριστερό αφτί. Τα μάτια του βρίσκονται βαθιά μέσα στις κόγχες του κεφαλιού του, και η όλη του εμφάνιση δίνει την αίσθηση ανθρώπου πρωτόγονου και αδάμαστου. Της Μελένιας ανέκαθεν τής θύμιζε κάτι παραμύθια που μπορεί ν’ακούσεις για γίγαντες των Φέρνιλγκαν. Εξάλλου, μόνο στα Φέρνιλγκαν υπάρχουν πρασινόδερμοι άνθρωποι, ή τουλάχιστον από εκεί υποτίθεται πως κατάγονται οι πρασινόδερμοι της Σεργήλης.
Ο Γρύπας πλησιάζει τον Βενμίλιο και τον χαιρετά.
«Καλωσήρθατε, κύριε Ξενοκράτη. Τι σας φέρνει εδώ;»
«Ήρθα να σε προειδοποιήσω για κάποια προβλήματα μες στην οικογένεια. Αν και νομίζω πως κι εσύ έχεις ήδη συναντήσει… δυσκολίες.»
«Σε τι ακριβώς αναφέρεστε;»
«Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε σε πιο ιδιαίτερο χώρο;»
Ο Βενμίλιος νεύει καταφατικά, και οδηγεί τον Γρύπα, τη Μελένια, και την Ισμήνη στο εσωτερικό της σκηνής, που είναι γεμάτη με διάφορα πράγματα χρήσιμα για τον θίασο. Η Μελένια κοιτάζει κάτι πελώριες μάσκες στ’αριστερά της· η καθεμιά τους είναι πιο ψηλή από την ιδία (!) και οι όψεις τους είναι τερατώδεις. Τα μάτια της Μελένιας γυαλίζουν. Οι μάσκες τής αρέσουν· τις βρίσκει τρομαχτικές και αστείες συγχρόνως. Ύστερα από τη συνάντησή της με τον αερομεταφορέα και τον ύπνο στην Ανατολική Στάση, η διάθεσή της είναι πιο ανάλαφρη.
Ο Γρύπας λέει στον Βενμίλιο πως άκουσε για την επίθεση εναντίον του στο Παζάρι της Παραγκούπολης, προ ημερών.
«Ναι, είναι αλήθεια,» παραδέχεται ο θιασάρχης. «Και είναι παράξενο. Δε ζήτησαν καν λεφτά. Απλώς μου επιτέθηκαν με λοστούς, λες κι είχαμε προηγούμενα. Αλλά δεν τους είχα ξαναδεί ποτέ μου, κι ούτε από τότε τους ξαναείδα.»
«Νομίζεις ότι μπορεί κάποιος να τους έστειλε; Κάποιος με τον οποίο είχες τσακωθεί;»
«Δεν είχα τσακωθεί με κανέναν,» του λέει ο Βενμίλιος. «Γνωρίζετε κάτι που δεν ξέρω εγώ, κύριε Ξενοκράτη;»
Ο Γρύπας τού μιλά για όσα συμβαίνουν μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία, χωρίς να αναφέρει, φυσικά, τίποτα για την Παλιά Δυναστεία.
«Και ποιοι είν’ αυτοί;» ρωτά ο Βενμίλιος. «Γιατί θέλουν το κακό των υπόλοιπων;»
«Το μόνο που μπορώ να υποθέσω είναι ότι προσπαθούν να πάρουν τον έλεγχο της Δυναστείας, και βγάζουν από τη μέση όσους πιστεύουν ότι τους είναι άχρηστοι, επιβλαβείς, ή δύσκολο να ελεγχθούν.»
«Και νομίζετε ότι αυτός είν’ ο λόγος που δέχτηκα επίθεση στο Παζάρι της Παραγκούπολης;»
«Αφού δεν υπήρχε κανένας άλλος λόγος, ναι, αυτός είναι ο μοναδικός λόγος που μπορώ να σκεφτώ. Ούτε ο Σουτούρης ο Τυχερός ήξερε γιατί τον ήθελαν νεκρό.»
Μια γυναίκα του θιάσου παραμερίζει, τότε, την κουρτίνα της σκηνής και λέει στον Βενμίλιο: «Εδώ είσαι! Να σε ρωτήσω–»
«Όχι τώρα,» τη διακόπτει εκείνος. «Πήγαινε.» Χειρονομεί. «Πήγαινε· έχω επισκέπτες. Θα βγω σε λίγο.»
Η γυναίκα φεύγει, και ο Βενμίλιος λέει στον Γρύπα: «Θα μπορούσε ο Χείρωνας Στρατηλάτης να κανόνισε την επίθεση εναντίον μου;»
«Θα μπορούσε, νομίζω,» αποκρίνεται ο Γρύπας. «Αλλά δεν έχω αποδείξεις. Πόσο καλά τον ξέρεις;»
«Καθόλου καλά. Ακουστά τον έχω, μόνο· δεν τον έχω συναντήσει ποτέ μου.»
«Με τον Σερφάντη μίλησες τις τελευταίες ημέρες;»
«Όχι.»
«Δεν μπορώ να τον βρω,» λέει ο Γρύπας. «Δε φαίνεται νάναι στην πόλη.»
«Παράξενο,» σχολιάζει ο Βενμίλιος. «Ο Σερφάντης δεν φεύγει από τη Μέλβερηθ. Πολύ σπάνια μόνο.»
Δεν έχουν πολλά να πουν ακόμα, έτσι σύντομα ο Γρύπας, η Ισμήνη, και η Μελένια βγαίνουν από τη σκηνή και διασχίζουν πάλι τον θίασο, επιστρέφοντας στο όχημά τους. Το απόγευμα έχει δώσει τη θέση του σε μια γλυκιά ανοιξιάτικη νύχτα χρωματισμένη από τα φώτα και τα σκοτάδια της πόλης.
Ο Βινάρης και ο Νιρμόδος’χοκ περιμένουν δίπλα στο όχημα, και ο μάγος ρωτά τον Ξενοκράτη τι έγινε με τον θιασάρχη.
«Τίποτα το μη αναμενόμενο,» αποκρίνεται εκείνος. «Δε μου είπε κάτι που να μην ξέρω ήδη. Πάμε τώρα στην Οροφή των Τρένων.»
*
Η Οροφή των Τρένων είναι ένα κέντρο διασκέδασης στην Ομοιότυπη, μια περιοχή της Μέλβερηθ νοτιοανατολικά του Λιθοξόου και βορειοδυτικά του Κέντρου, η οποία συγκεντρώνει πολύ κόσμο· και ειδικά τώρα, μέσα στη Γιορτή της Ζωοδότειρας Μητέρας, γίνεται χαμός εδώ. Πυροτεχνήματα, προβολείς, ολογράμματα, και λαμπερές πινακίδες φωτίζουν τη νύχτα. Γρυποκαβαλάρηδες και αερόστατα πετάνε ανάμεσα από τις πολυκατοικίες. Οχήματα, ζώα, και άνθρωποι γεμίζουν τους δρόμους.
Η Οροφή των Τρένων είναι χτισμένη πάνω από τις ράγες του τρένου, σαν γέφυρα, και έχει χώρο για πολλούς πελάτες. Περιέχει τρία μεγάλα μπαρ, μια τεράστια τραπεζαρία, μια ευρύχωρη πίστα όπου ο καθένας μπορεί να σηκωθεί για να χορέψει, και μια σκηνή για επαγγελματίες χορευτές ή τραγουδιστές. Το πάτωμα της πίστας είναι από χοντρό κρύσταλλο, ώστε να φαίνονται από κάτω τα τρένα που περνάνε.
Η ομάδα του Ξενοκράτη κάθεται στο ένα από τα τρία μπαρ, γύρω από δύο ψηλά τραπεζάκια με εξίσου ψηλά σκαμνιά. Δεν φοράνε κουκούλες εδώ μέσα γιατί θα φαινόταν παράξενο, αλλά ο φωτισμός είναι τέτοιος που είναι δύσκολο κανείς να τους προσέξει αν δεν ψάχνει συγκεκριμένα γι’αυτούς. Τα φωτορρυθμικά προκαλούν σύγχυση στο μάτι.
Ο Γρύπας και οι σύντροφοί του, όμως, αναζητούν με τα βλέμματά τους τον στόχο τους. Δυσκολεύονται να τον βρουν, αλλά τελικά ο Βινάρης τον εντοπίζει. «Αυτός εκεί πρέπει νάναι,» λέει. Δεν έχει ποτέ συναντήσει τον Χείρωνα Στρατηλάτη, όμως τον είδε στη φωτογραφία που τους έδειξε ο Σαρκομάχος. «Αυτός που τώρα έχει σηκωθεί και χορεύει ανάμεσα στις τρεις γυναίκες – δύο ολόλευκες, μία καφετόδερμη. Εκεί.» Υψώνει διακριτικά το χέρι του με το ποτό, για να δείξει.
«Ναι,» λέει ο Γρύπας, «τον βλέπω. Έχεις δίκιο, αυτός είναι.» Και στρέφει το βλέμμα του στη Μελένια.
Το έχουν ήδη συζητήσει, οπότε εκείνη τώρα απλά λέει: «Δε θάναι δύσκολο, κύριε Ξενοκράτη. Να πάω;»
Ο Γρύπας γνέφει καταφατικά, και η Μελένια φεύγει από το μπαρ και μπαίνει στην πίστα, λικνίζοντας το σώμα της στον ρυθμό της μουσικής. Τα ρούχα της μοιάζουν να συνωμοτούν με τις κινήσεις της για να επαυξάνουν την παράστασή της. Τραβά τα βλέμματά πολλών, και κάποιοι, μάλιστα, επιχειρούν να την πλησιάσουν, μα εκείνη επιδέξια τούς αποφεύγει χωρίς να δείχνει ότι το κάνει επίτηδες. Της αρέσει αυτή η εξάσκηση των ικανοτήτων της· τη φτιάχνει. Χαμογελά μέσα στα γρήγορα φωτορρυθμικά και στη δυνατή μουσική. Τα μαλλιά της χορεύουν γύρω από το κεφάλι της, συγχρονισμένα με το υπόλοιπο σώμα της. Προσποιείται ότι απλά διασκεδάζει, αλλά στην πραγματικότητα πλησιάζει τον Χείρωνα ολοένα και περισσότερο. Όταν παρατηρεί πως το βλέμμα του στρέφεται επάνω της, παρά τις τρεις άλλες γυναίκες γύρω του, η Μελένια ξέρει πως η ώρα να κάνει την κίνησή της είναι κοντά… Συνεχίζει να λικνίζεται εκεί όπου ο Χείρωνας μπορεί να τη δει. Τα μάτια του την καταβροχθίζουν.
Δεν είναι άσχημος, οφείλει να παραδεχτεί η Μελένια. Αν δεν ήταν από τα καθάρματα, μπορεί και να τον συμπαθούσε. Ψηλός και λιγνός, με φανερά γυμνασμένο σώμα· δέρμα καφέ σαν των νομάδων της ερήμου· μακριά, μαύρα μαλλιά και μικρό γένι στο σαγόνι. Το ανοιχτό του πουκάμισο φανερώνει σκληρούς κοιλιακούς μύες και όμορφο στήθος· η Μελένια αισθάνεται μια παρόρμηση να πιέσει τα νύχια της εκεί, να σύρει τις παλάμες της επάνω του, ν’αγγίξει το δέρμα του με τα χείλη της…
Πηγαίνει προς το μέρος του, εσκεμμένα, και ο Χείρωνας καταλαβαίνει αμέσως την πρόθεσή της. Αγνοεί τις άλλες τρεις γυναίκες ολοένα και περισσότερο, μέχρι που βρίσκεται μπροστά στη Μελένια, κι εκείνη τώρα λικνίζει το σώμα της κοντά του, ακραγγίζοντας το στήθος του. Οι άλλες τρεις γυναίκες δεν ανήκουν πια παρά στο υπόβαθρο, όπως κι οι υπόλοιποι χορευτές της πίστας, και σε λίγο εξαφανίζονται, ενώ η Μελένια χορεύει με τον Χείρωνα, χαμογελώντας και παίζοντας ερωτικά παιχνίδια. Τα χέρια της τον αγγίζουν, και μετά απομακρύνονται· τον αφήνει ν’αγκαλιάσει τη μέση της, κι ύστερα του ξεγλιστρά και περιστρέφεται· τυλίγει το ένα της πόδι γύρω του, κάνοντάς το να ξεπροβάλει απρόσμενα μέσα από το φόρεμά της, ενώ κρατιέται επάνω του, αλλά έπειτα βρίσκεται πάλι μερικά εκατοστά απόσταση από αυτόν, λικνίζοντας το σώμα της σαγηνευτικά…
«Πώς σε λένε;» φωνάζει μες στ’αφτί του για ν’ακουστεί πίσω από την εκκωφαντική μουσική.
«Χείρωνας. Θες να σου δείξω το δωμάτιό μου;»
«Δε θέλω να φύγω από τώρα!» γελά η Μελένια.
«Δε θα φύγουμε!» Με το χέρι του γύρω από τη μέση της, την κρατά κοντά του· η Μελένια νιώθει τη στύση του επάνω της.
«Έχεις δωμάτιο εδώ;»
«Ναι.»
«Πάμε!»
Καθώς εγκαταλείπουν την πιστά, τα μάτια του Γρύπα, της Ισμήνης, του Βινάρη, και του Νιρμόδου’χοκ τούς κοιτάζουν. Οι τέσσερίς τους απομακρύνονται από το μπαρ και ακολουθούν, εξ αποστάσεως, τη Μελένια και τον Χείρωνα που διασχίζουν το πλήθος κατευθυνόμενοι προς ένα άλλο από τα τρία μπαρ. Στην πίσω μεριά του υπάρχει μια πόρτα, την οποία ο Χείρωνας παραμερίζει και μπαίνουν. Μετά απ’το κατώφλι είναι μια σκάλα. Η πόρτα κλείνει ξανά, κρύβοντάς τους.
Ένας μπράβος στέκεται δίπλα της θυμίζοντας ογκόλιθο, ακίνητος και τεράστιος, με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά του. Το δέρμα του είναι κόκκινο και το κεφάλι του τελείως ξυρισμένο.
Καθώς ο Γρύπας πλησιάζει την πόρτα, το ένα χέρι του μπράβου κινείται για να του κλείσει τον δρόμο. «Απαγορεύεται, κύριε. Έχετε άδεια;»
Ο Γρύπας βγάζει ένα χαρτονόμισμα των είκοσι ήλιων (όχι και μικρό πόσο) από το πορτοφόλι του και το δίνει στον μπράβο.
Εκείνος κουνά το κεφάλι πέρα-δώθε. «Έχετε άδεια;» ρωτά ξανά.
Ο Γρύπας βγάζει ένα χαρτονόμισμα των πενήντα ήλιων.
Ο μπράβος το κοιτάζει φανερά δελεασμένος, αλλά λέει: «Φύγετε, κύριε.»
Ο Γρύπας βγάζει ένα χαρτονόμισμα των εκατό ήλιων και το δίνει στον μπράβο μαζί μ’αυτό των πενήντα. «Αν δεν τα δεχτείς θα πρέπει να σε σκοτώσω,» του λέει με σοβαρό ύφος.
Ο μπράβος τον κοιτάζει συνοφρυωμένος, με άγρια όψη. Ύστερα γελά. Παίρνει τα λεφτά και, κρύβοντάς τα μες στο παντελόνι του, λέει: «Νάστε καλά, κύριε! Η Μεγάλη Αρτάλη να σας δίνει ζωή!»
Ο Γρύπας και η ομάδα του περνάνε την πόρτα κι ανεβαίνουν τη σκάλα. Φτάνουν σ’έναν στενό διάδρομο με άλλες, μικρότερες πόρτες δεξιά κι αριστερά. Κλειστές.
Ο Νιρμόδος’χοκ μουρμουρίζει γρήγορα ένα ξόρκι ενώ διαγράφει ένα περίεργο σύμβολο με τα δάχτυλά του μπροστά από το στόμα του, κάτω από τα μάτια. Τα οποία στενεύουν, καθώς το μέτωπό του αυλακώνει. Μετά λέει στον Ξενοκράτη: «Εκεί, εκεί, κι εκεί» – δείχνοντας τρεις πόρτες – «υπάρχουν από δύο άνθρωποι.»
Η Ισμήνη αρχίζει ν’ανοίγει διακριτικά τις πόρτες – μια χαραμάδα μόνο – κρυφοκοιτάζοντας μέσα. Στη δεύτερη σταματά, και κάνει νόημα στον σύζυγό της.
Ο Γρύπας τραβά το πιστόλι του κι ανοίγει την πόρτα κανονικά, μπαίνοντας στο δωμάτιο. Ο φωτισμός είναι πράσινος και χαμηλός, κι ένα διπλό κρεβάτι βρίσκεται αντίκρυ. Πλάι στο κρεβάτι στέκεται ο Χείρωνας με το παντελόνι του κατεβασμένο και το πουλί του ορθωμένο. Η Μελένια είναι γονατισμένη μπροστά του, αγγίζοντας το ξαναμμένο όργανο.
Ο Γρύπας αισθάνεται οργή και αποστροφή ξαφνικά να τον φορτίζουν, και μια παρόρμηση να πυροβολήσει τον καφετόδερμο λαθρέμπορο στο κεφάλι· αλλά μετά θυμίζει στον εαυτό του ότι η Μελάνια απλά εξασκεί την εκπαίδευσή της. Δεν είναι προσωπικό γι’αυτήν, ούτε νιώθει άσχημα. Το κάνει όπως ένας επαγγελματίας δολοφόνος σκοτώνει: επειδή αυτό είναι που ξέρει να κάνει καλά.
Ο Χείρωνας κοιτάζει τον Γρύπα με γουρλωμένα μάτια, ξαφνιασμένος.
Ο Γρύπας τον σημαδεύει με το πιστόλι του. «Πρέπει να μιλήσουμε,» του λέει.
Η Μελένια χτυπά τον Χείρωνα στα μαλακά, όχι πολύ δυνατά, αλλά αρκετά δυνατά για να τον κάνει να διπλωθεί, τρεκλίζοντας, με το παντελόνι του ακόμα πεσμένο.
«Τι θέλεις εδώ;» γρυλίζει ο λαθρέμπορος.
Η Ισμήνη μπαίνει επίσης στο μικρό δωμάτιο, κλείνοντας πίσω της, ενώ ο Βινάρης κι ο Νιρμόδος’χοκ μένουν έξω, φυλώντας τσίλιες.
«Μας πρόδωσες,» λέει ο Γρύπας στον Χείρωνα.
«Τι εννοείς; Ποιους πρόδωσα;»
«Γνωρίζω για σένα, Χείρωνα. Γνωρίζω τι έχεις συζητήσει με τον Φαιό, τη Φαρμακογιατρό, και τους άλλους. Για ποιον δουλεύεις;»
«Για κανέναν! Πρώτη φορά ακούω–»
«Το όνομα Ασημίνα Νέρφελδιφ τι σου λέει;»
«Τίποτα, γαμώτο! Κάποιος σε έχει παραπληροφορήσει– ΟΟΟοοοο!» Ο Χείρωνας έκανε να ορθωθεί ξανά και να σηκώσει το παντελόνι του, αλλά η Μελένια, που στεκόταν τώρα δυο βήματα πίσω του, τον κλότσησε στα χαμηλά, κι αυτή τη φορά εκείνος πέφτει στα γόνατα καθώς διπλώνεται.
«Αν δεν φανείς συνεργάσιμος δεν έχω λόγο να μη σε σκοτώσω,» του λέει ο Γρύπας. «Το ξέρω ότι μου λες ψέματα. Τι γνωρίζεις για την Ασημίνα Νέρφελδιφ;»
Ο Χείρωνας βογκά, μουγκρίζει. Μετά αποκρίνεται: «Δεν της έχω μιλήσει ο ίδιος… Μ’έναν άνθρωπό της. Ενδιάμεσο,» τρίζει τα δόντια. «Δε μένει εδώ. Έρχεται όμως.»
«Πώς τον λένε;»
«Κασρίμ. Είναι από την Κιρβόνη. Και μαζί του έρχεται και μια μάγισσα. Σερφάντια’χοκ.» Ο Χείρωνας ξεροκαταπίνει, βαριανασαίνοντας, ακόμα γονατιστός.
«Η Ασημίνα Νέρφελδιφ ξεκίνησε αυτή τη σκευωρία;»
«Μάλλον.»
«Τι έχεις συμφωνήσει μαζί της, Χείρωνα;»
«Εμπόριο. Έχει διασυνδέσεις. Μπορώ να δίνω πράγματα ώς την Κιρβόνη με τη βοήθειά της. Από εδώ ώς την Κιρβόνη. Θακέρκοβ, Έτρεβοθ, Νίρβεκ, Νίρκωφ – ώς την Κιρβόνη.»
«Και ποιο είναι το σχέδιό της; Τι θέλει να καταφέρει;»
«Να οργανώσει τη Δυναστεία.»
«Να… οργανώσει τη Δυναστεία;»
«Ναι, έτσι είπε ο Κασρίμ. Η κυρία Νέρφελδιφ θέλει να οργανώσει τη Δυναστεία, να κάνει τα πάντα καλύτερα για όλους. Αλλά πρώτα κάποια άτομα πρέπει να… απομακρυνθούν, αν δεν είναι συνεργάσιμα.»
«Κι εγώ γιατί πρέπει να αιχμαλωτιστώ;»
Ο Χείρωνας ξεροκαταπίνει. Μάλλον δεν περίμενε ότι ο Ξενοκράτης θα το ήξερε αυτό.
«Γιατί;» επιμένει ο Γρύπας, σημαδεύοντάς τον. «Δεν έχω ούτε πολύ χρόνο ούτε πολλή υπομονή, Χείρωνα!»
«Δεν ξέρω – λέω αλήθεια. Στην αρχή, τ’όλο πράγμα ξεκίνησε με την οργάνωση της Δυναστείας. Η κυρία Νέρφελδιφ θα με βοηθούσε με το εμπόριό μου, κι εγώ θα βοηθούσα με την οργάνωση της Δυναστείας – για το καλό όλων μας. Αλλά μετά μου ζητήθηκε να αιχμαλωτίσω, αν μπορέσω, και κάποια άτομα, ώστε να μεταφερθούν βόρεια.»
«Πού βόρεια; Στην Κιρβόνη;»
«Στην Άντχορκ ή στη Νίρβεκ ή στη Θακέρκοβ, νομίζω.»
«Ποια άτομα είναι που σου ζήτησαν να αιχμαλωτίσεις αν μπορείς;»
«Εσάς, κατά πρώτον. Και μια γυναίκα που παρουσιάζεται με διάφορα ονόματα αλλά τελευταία είχε έρθει εδώ ως Κυράλη.»
Η Αστερόπη, σκέφτεται ο Γρύπας.
Ο Χείρωνας συνεχίζει: «Μια μισθοφόρο, επίσης, που είναι γνωστή ως Σιρενέκα.»
Η κόρη του Σαρκομάχου και της Αμυθολόγητης.
«Αυτοί,» λέει ο Χείρωνας.
«Και ποιοι πρέπει να βγουν από τη μέση; Ο Σαρκομάχος και ο γιος του, ο Νικόδωρος;»
Ο Χείρωνας τον ατενίζει έκπληκτος.
«Αναρωτιέσαι πώς το κατάλαβα, ε;»
Ο Χείρωνας δεν μιλά.
«Έχω δίκιο ή δεν έχω; Είναι στη λίστα για εξόντωση;»
«Ναι,» παραδέχεται ο Χείρωνας. «Αλλά δεν βιάζομαι. Δεν… Με τον Νικόδωρο έχουμε επικερδείς συναλλαγές, και…»
«Ο Βενμίλιος Απλόχερος;»
«Ναι, κι αυτός,» λέει ο Χείρωνας, εξακολουθώντας ν’απορεί με τις γνώσεις του Ξενοκράτη – η όψη του το φανερώνει ξεκάθαρα.
«Ποιοι άλλοι;»
Ο Χείρωνας αναφέρει μερικά ακόμα ονόματα μελών της Δυναστείας στη Μέλβερηθ. Ο Γρύπας τον ρωτά μετά ποιοι άλλοι μέσα στη Μέλβερηθ είναι στη συνωμοσία, και ο Χείρωνας αναφέρει πάλι κάποια ονόματα.
«Και στις άλλες πόλεις; Τι ξέρεις γι’αυτούς που είναι στις άλλες πόλεις;»
«Δεν ξέρω πολλά ονόματα, αλλά ξέρω ότι η κυρία Νέρφελδιφ έχει μεγάλη επιρροή μες στη Δυναστεία. Μόνο για τη Θακέρκοβ ξέρω, και για την Αγκένροβ. Αλλά λίγα πράγματα.»
«Πες μου.»
Στη Θακέρκοβ, μια γυναίκα που ονομάζεται Αλκυόνη Νόρτκωφ είναι σύμμαχος της Ασημίνας Νέρφελδιφ – μια ιέρεια της Λόρκης και δηλητηριάστρια. Ο Γρύπας τη γνωρίζει, αν και ποτέ δεν την έχει συναντήσει ο ίδιος.
Στην Αγκένροβ, σύμμαχος της Νέρφελδιφ είναι κάποια Μοιράνθη Καλόγαιη, μια δημοσιογράφος. Ο Γρύπας πρώτη φορά την ακούει. Ακόμα κι αυτός δεν ξέρει όλα τα μέλη της Σιδηράς Δυναστείας – κανένας δεν ξέρει όλα τα μέλη της Σιδηράς Δυναστείας.
Κάνει ακόμα μερικές ερωτήσεις στον Χείρωνα, κι όταν συμπεραίνει πως δεν υπάρχει πια τίποτ’ άλλο να μάθει απ’ αυτόν, τον χτυπά με μια ενεργειακή ριπή από το πιστόλι του, αναισθητοποιώντας τον. Δυστυχώς, δεν μπορεί να του σβήσει τη μνήμη και να τον αφήσει να ζήσει, όπως τους άλλους. Είναι πολύ επικίνδυνος· θα βάλει σε εφαρμογή φονικές ενέργειες εναντίον άλλων μελών της Σιδηράς Δυναστείας. Είναι, απ’ό,τι κατάλαβε ο Γρύπας, ο πιο σημαντικός πράκτορας της Ασημίνας Νέρφελδιφ στη Μέλβερηθ. Γιατί, ναι, η Νέρφελδιφ φαίνεται, τελικά, να είναι η κεφαλή τούτης της προδοσίας, όπως αρχικά ο Γρύπας υποψιαζόταν.
Λέει στην Ισμήνη: «Ανθό της Λησμονιάς και στα δύο ρουθούνια.»
Η σύζυγός του, καταλαβαίνοντας αμέσως τι θέλει, ποτίζει δύο μικρά κομμάτια βαμβάκι με Ανθό της Λησμονιάς από ένα φιαλίδιο, και μετά τα χώνει στα ρουθούνια του Χείρωνα. Αυτό θα τον κρατήσει σε ύπνωση για τουλάχιστον ώς αύριο το μεσημέρι, αν κανένας δεν έρθει να βγάλει τα βουλώματα από τη μύτη του.
Το δωμάτιο έχει ένα παράθυρο, όχι και πολύ μεγάλο, αλλά αρκετά μεγάλο για να χωρέσει άνθρωπος. Ο Γρύπας το ανοίγει και κοιτάζει από κάτω τις ράγες του τρένου. Απόψε, Πανήγυρις της Ζωοδότειρας Μητέρας του Ήλιου γαρ, δεν περνάνε τρένα, αλλά θα αρχίσουν να περνάνε ξανά από τα ξημερώματα – σε μερικές ώρες, δηλαδή.
Ζητά τη βοήθεια της Μελένιας και σηκώνουν τον Χείρωνα μαζί, ρίχνοντάς τον έξω από το παράθυρο. Το σώμα του πέφτει χτυπώντας πάνω στις σιδηροδρομικές γραμμές, χωρίς να ξυπνήσει. Εκεί όπου βρίσκεται τώρα δεν πρέπει να φαίνεται από το κρυστάλλινο δάπεδο της πίστας της Οροφής των Τρένων, νομίζει ο Γρύπας, οπότε είναι απίθανο ότι θα έρθει κανένας να τον σώσει. Με την αυγή, κάποια αμαξοστοιχία θα περάσει τρέχοντας από εδώ – δίνοντας τέλος στη ζωή του Χείρωνα Στρατηλάτη.
«Πάμε,» λέει ο Γρύπας. «Η δουλειά μας τελείωσε.»
*
Την επόμενη μέρα, ο Γρύπας Ξενοκράτης την περνά στη Μέλβερηθ για να ειδοποιήσει τον Ευγένιο Σαρκομάχο, τον Νικόδωρο, τον Βενμίλιο Απλόχερο, και άλλα μέλη της Σιδηράς Δυναστείας γι’αυτούς που του είπε ο Χείρωνας Στρατηλάτης. Δεν προτείνει να τους σκοτώσουν, γιατί μάλλον δεν είναι αρχηγοί της προδοσίας και δεν πρόκειται να δράσουν από μόνοι τους, αλλά σίγουρα πρέπει να τους προσέχουν, να τους έχουν υπόψη τους. Ρωτά, επίσης, τον Σαρκομάχο, τον γιο του, και τον Βενμίλιο αν γνωρίζουν αυτή τη Μοιράνθη Καλόγαιη στην Αγκένροβ. Ο Βενμίλιος μόνο λέει πως την έχει ακούσει, αλλά δεν ήξερε ότι ήταν μέλος της Δυναστείας. Μια δημοσιογράφος είναι, της εφημερίδας Ματιά της Πόλης.
Ο Ξενοκράτης τον ρωτά, μετά, πού θα πάει τώρα που πέρασε η Πανήγυρις της Ζωοδότειρας Μητέρας του Ήλιου, κι ο Βενμίλιος απαντά πως σκοπεύει να βάλει τον θίασό του στο τρένο και να κατευθυνθεί προς Θακέρκοβ. Ο Γρύπας τού θυμίζει πάλι ότι εκεί η Αλκυόνη Νόρτκωφ είναι σύμμαχος της Ασημίνας Νέρφελδιφ· «αλλά δεν ξέρουμε τίποτα για κανέναν άλλο σύμμαχό της, οπότε ίσως η πόλη νάναι επικίνδυνη για εσένα. Θα σου πρότεινα να μείνεις στη Μέλβερηθ όσο μπορείς.» Ο Βενμίλιος αποκρίνεται ότι θα το σκεφτεί.
Προτού εγκαταλείψει τη Μέλβερηθ, ο Γρύπας ακούει στις ειδήσεις του ραδιοφωνικού σταθμού Αόρατος Μαντατοφόρος ότι τα ξημερώματα κάποιος πατήθηκε από αμαξοστοιχία κάτω από το γνωστό κέντρο διασκέδασης Οροφή των Τρένων – ένα μάλλον τραγικό γεγονός ύστερα από τη μεγάλη γιορτή. Εικάζεται πως ήταν μεθυσμένος και είχε πέσει από πριν πάνω στις ράγες. Η χωροφυλακή ερευνά την υπόθεση…
Με το χάραμα ο Γρύπας και η ομάδα του αναχωρούν από την Ανατολική Στάση. Φεύγουν από τη Μέλβερηθ κατευθυνόμενοι ανατολικά, επάνω στη μεγάλη δημοσιά. Προορισμός τους είναι η Αγκένροβ, όμως δεν σκοπεύουν να πάνε από εδάφους, γιατί η απόσταση είναι μεγάλη και δεν έχουν υπόψη τους να ερευνούν για προδότες καθοδόν. Ο Γρύπας δεν θέλει να χάσει χρόνο· θέλει να μάθει τι έγινε ο Σερφάντης Γηραιώνυμος, και πιστεύει ότι ίσως να έχει ταξιδέψει στην Αγκένροβ για να μιλήσει με τον Χαρίλαο Τάρνελκωφ. Όταν, λοιπόν, το μεταβαλλόμενο όχημα έχει απομακρυνθεί κάμποσο από τη Μέλβερηθ, ο Βινάρης το βγάζει από τη δημοσιά και ο Νιρμόδος’χοκ κάνει ένα Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος δίνοντάς του τη μορφή ελικοπτέρου. Μέσα στην ενδοδιάσταση, ο Γρύπας, η Ισμήνη, και η Μελένια δεν αισθάνονται τίποτα ιδιαίτερο από τη μεταμόρφωση· βλέπουν, όμως, από την οθόνη τους ότι υψώνονται πάνω από τη γη. Υπάρχει ένας τηλεοπτικός πομπός στην κάτω μεριά του αεροσκάφους ο οποίος τους επιτρέπει να κοιτάζουν προς εκείνη τη μεριά μέσω του συστήματός τους.
Ο Βινάρης οδηγεί το ελικόπτερο πάνω από τα βουνά της Ραχοκοκαλιάς, και πιλοτάρει με φανερή εμπειρία και άνεση, παρότι λέει στον Γρύπα ότι οι άνεμοι δεν είναι καθόλου ευνοϊκοί. Ο Ξενοκράτης, η Ισμήνη, και η Μελένια βλέπουν ορεινά τοπία να περνάνε από την οθόνη τους: βουνοπλαγιές, κρημνούς, δάση, οροπέδια, μέρη γεμάτα από το πράσινο της άνοιξης, με ζώα να τρέχουν από δω κι από κει. Αρκετές φορές, επίσης, βλέπουν και άγριους γρύπες να κάθονται σε ακριανά σημεία, ή να κυνηγούν άλλα θηρία, ή να φτεροκοπούν στον αέρα, παίζοντας αναμεταξύ τους.
«Πού είναι οι σιδηροδρομικές γραμμές;» ρωτά, σε κάποια στιγμή, η Μελένια. «Δε φαίνονται καθόλου.»
«Βόρειά μας είναι,» της λέει ο Γρύπας. «Ο Βινάρης τις αποφεύγει για λόγους ασφάλειας. Από εκεί μπορεί κάποιος να μας δει· από εδώ, μόνο τα άγρια θηρία των βουνών.»
Όταν αφήνουν τα ορεινά τοπία πίσω τους, πετάνε πάνω από πεδιάδες, λοφότοπους, και δάση, μικρές πόλεις και χωριά, σκορπισμένα μέσα στην ύπαιθρο, συνδεδεμένα με χωματόδρομους και μονοπάτια. Ο Βινάρης δεν πλησιάζει τη δημοσιά και τις σιδηροδρομικές γραμμές παρά μόνο όταν είναι πια μεσημέρι, οπότε λέει στον Γρύπα και στην οικογένειά του ότι δεν βρίσκονται μακριά από την Αγκένροβ και πρέπει σύντομα να προσγειωθούν· «ο μάγος είναι κουρασμένος, κι εγώ επίσης, κύριε Ξενοκράτη.»
Το ελικόπτερο κατεβαίνει πίσω από ένα δάσος, στα δυτικά της Αγκένροβ, και μεταμορφώνεται σε τετράκυκλο όχημα. Ο Γρύπας, η Ισμήνη, και η Μελένια βγαίνουν από την ενδοδιάσταση και συναντούν τον Βινάρη και τον Νιρμόδο’χοκ έξω. «Θα ξεκουραστούμε εδώ,» τους λέει ο πρώτος, «και μετά θα συνεχίσουμε, εκτός αν πρέπει οπωσδήποτε να βιαστούμε, κύριε Ξενοκράτη.»
Ο Γρύπας βλέπει πως και ο οδηγός και ο μάγος είναι όντως εξαντλημένοι, οπότε δεν φέρνει αντίρρηση. Ούτως ή άλλως, και στην Αγκένροβ να βρίσκονταν τώρα δεν νομίζει ότι θα είχε καμια διαφορά. Αφότου ξεκουράζονταν θα έψαχναν για τον Σερφάντη.
Ο καιρός είναι καλός, έτσι στήνουν μια πρόχειρη κατασκήνωση πλάι στο όχημά τους και τρώνε, ενώ συζητάνε για την κατάσταση όπως φαίνεται να έχει διαμορφωθεί. Ο Γρύπας, η Ισμήνη, και η Μελένια δεν αναφέρουν, φυσικά, τίποτα για την Παλιά Δυναστεία γιατί ο Νιρμόδος’χοκ και ο Βινάρης δεν ξέρουν γι’αυτήν και ούτε θα έπρεπε να μάθουν αν δεν υπάρχει πολύ καλός λόγος.
Μετά το φαγητό, ο Γρύπας και η Ισμήνη κοιμούνται κάτω από τη σκιά ενός δέντρου, ενώ ο μάγος και ο οδηγός λίγο παραδίπλα. Η Μελένια μόνο μένει ξύπνια, υποσχόμενη να φυλά σκοπιά επειδή ούτως ή άλλως δεν μπορεί να κοιμηθεί – δεν αισθάνεται κουρασμένη – και θέλει να κάνει και μερικές ασκήσεις. Βγάζει τα μποτάκια της, φορά πιο άνετα ρούχα, κι αρχίζει να ασκείται.
Όταν το ρολόι στον καρπό της την ειδοποιεί, σκουπίζει τον ιδρώτα από πάνω της, αλλάζει ενδυμασία, και ξυπνά τους άλλους. Είναι απόγευμα πια. Επιβιβάζονται στο όχημα και διανύουν τη λίγη απόσταση που τους χωρίζει από την Αγκένροβ. Η Μελένια αναρωτιέται τι να κάνει ο Ραλίστας τώρα. Τι γίνεται στην Άντχορκ; Ελπίζει να μην του έχει συμβεί τίποτα κακό· τον συμπαθεί. Ακόμα και στην Αστερόπη ελπίζει να μην έχει συμβεί τίποτα κακό· μπορεί να μην τη συμπαθεί αλλά είναι, δυστυχώς, ετεροθαλής αδελφή της και της παλιάς οικογένειας. Η Μελένια δεν μπορεί να μην παραδεχτεί την αξία και την πίστη της Αστερόπης στη Σιδηρά Δυναστεία.
Το μεταβαλλόμενο όχημα μπαίνει στις λεωφόρους της Αγκένροβ, και ο Γρύπας καλεί, μέσω του τηλεπικοινωνιακού συστήματος της ενδοδιάστασης, τον πομπό του Σερφάντη.
«Μάλιστα;» απαντά κάποιος μετά από μερικές στιγμές. Η οθόνη δείχνει τον χάρτη της Αγκένροβ· η φωνή έρχεται από τα ηχεία χωρίς να φαίνεται πρόσωπο. Και δεν είναι γνωστή στον Γρύπα. Δε νομίζει ότι είναι η φωνή του Σερφάντη Γηραιώνυμου.
«Σε ποιον μιλάω;» ρωτά.
«Εσείς ποιος είστε; Θέλετε κάποιον άλλο;»
Ο Γρύπας αναρωτιέται τι μπορεί να συμβαίνει εδώ. Είναι αιχμάλωτος ο Σερφάντης; Πρόκειται για κάποιο κόλπο; Κάποια παγίδα; Αν είναι παγίδα, σίγουρα δεν θα του δώσουν καμια πληροφορία, και δεν θέλει να προδώσει ούτε ποιος είναι ούτε τη θέση του. Με το πάτημα ενός κουμπιού τερματίζει την τηλεπικοινωνία.
«Αιχμάλωτος, μάλλον,» λέει γυρίζοντας να κοιτάξει την Ισμήνη και τη Μελένια. «Ή νεκρός.»
*
Ο Βινάρης οδηγεί το όχημά τους στο ξενοδοχείο «Ο Λευκός Δρόμος» και κλείνουν δωμάτια εκεί, χρησιμοποιώντας ψεύτικα ονόματα. Ο Γρύπας τούς συγκεντρώνει όλους στο δωμάτιό του και της Ισμήνης και ρωτά τον Νιρμόδο’χοκ αν μπορεί να εντοπίσει πού βρίσκεται ο πομπός του Σερφάντη.
«Θα πρέπει να τον ξανακαλέσετε, όμως, κύριε Ξενοκράτη.»
«Ασφαλώς.»
«Μπορώ να ακολουθήσω τη συχνότητα πνευματικά, για να δω πού θα με οδηγήσει.»
Ο Γρύπας νεύει. «Ας το κάνουμε,» λέει, και παίρνει τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του στα χέρια.
Καλεί ξανά τον Σερφάντη Γηραιώνυμο, ενώ ο Νιρμόδος’χοκ υποτονθορύζει κάποιο ξόρκι καθισμένος στη μία από τις δύο καρέκλες του δωματίου και κρατώντας το κοντό ραβδί του επάνω στα γόνατά του. Η όψη του φανερώνει πλήρη προσήλωση στη μαγική δουλειά του.
Από τον πομπό του Γρύπα μια γυναικεία φωνή ακούγεται αυτή τη φορά: «Ναι;»
«Καλησπέρα,» λέει ο Ξενοκράτης, προσπαθώντας ν’αλλάξει λίγο τη δική του φωνή. «Ποια είστε;»
«Ποιον θέλετε;»
Ο Νιρμόδος’χοκ βρίσκεται τώρα σε μια κατάσταση που δίνει την εντύπωση ότι κοιμάται με τα βλέφαρα ανοιχτά, ακίνητος τελείως επάνω στην καρέκλα του. Οι κόρες των ματιών του έχουν εξαφανιστεί, μόνο άσπρο φαίνεται. Η αναπνοή του είναι σταθερή.
«Συγνώμη κιόλας,» λέει ο Γρύπας, προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο για τον μάγο, «αλλά δικός σας είναι αυτός ο πομπός;»
«Περιμένατε κάποιος άλλος να σας απαντήσει;»
«Μπορεί και να μου έχουν δώσει λάθος τηλεπικοινωνιακό κώδικα… Ποιος είναι ο κώδικάς σας;»
Η γυναίκα τού λέει τον κώδικα του Σερφάντη.
«Και είναι δικός σας αυτός ο κώδικας; Από παλιά;»
«Ποιον ζητάτε, κύριε; Θα μου πείτε; Μπορεί αυτός που ζητάτε να είναι εδώ…»
Αποκλείεται να ήταν τυχαίο αυτό το σχόλιο, σκέφτεται ο Γρύπας. Το καταλαβαίνει πως είμαι της Δυναστείας, πως ψάχνω τον Σερφάντη. Θέλει να με παγιδέψει. Κι αναρωτιέται αν κι εκείνη έχει κάποιον μάγο κοντά της που κάνει παρόμοια μαγεία με τον Νιρμόδο’χοκ. Δεν έχει σημασία, όμως· ο Ξενοκράτης μπορεί εύκολα ν’αλλάξει μέρος διαμονής.
«Ποιον νομίζετε ότι ζητάω;» τη ρωτά.
Η γυναίκα γίνεται πιο τολμηρή. «Είστε της οικογένειας;»
«Κι αν είμαι;»
«Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε από κοντά…»
«Σε ποιο μέρος;»
«Θα το κανονίσουμε εύκολα αυτό. Πώς σας λένε;»
Ο Γρύπας μπορεί, φυσικά, να δώσει ψεύτικο όνομα· αλλά, και πάλι, είναι πρόθυμος να συναντήσει αυτή την άγνωστη;
Κλείνει τον πομπό, και στρέφει το βλέμμα του στον Νιρμόδο’χοκ. Οι κόρες εμφανίζονται πάλι μέσα στα μάτια του γαλανόδερμου μάγου, κι εκείνος τρίβει τα βλέφαρά του, αναστενάζοντας.
«Τι βρήκες;» τον ρωτά ο Γρύπας.
«Οδηγήθηκα,» αποκρίνεται εκείνος, «σ’ένα σπίτι, κάπου μέσα στην πόλη. Δεν ξέρω πού· δε γνωρίζω την Αγκένροβ, δυστυχώς. Είδα δρόμους να περνάνε από γύρω μου χωρίς να τους αναγνωρίζω. Στο σπίτι, πάντως, όπου βρέθηκα ήταν μια γυναίκα, κι αυτή ήταν που σας μιλούσε. Το τηλεπικοινωνιακό μονοπάτι κατέληγε στον πομπό της. Έχει λευκό-ροζ δέρμα. Μακριά μαύρα μαλλιά. Λεπτή. Ντυμένη με μαύρο παντελόνι και λευκή πουκαμίσα. Δε θυμάμαι κάτι άλλο. Αλλά δεν ήταν μόνη στο δωμάτιο. Παραδίπλα ήταν ένας γαλανόδερμος άντρας. Ψηλός και λιγνός· μαύρα μακριά μαλλιά· γένι στο σαγόνι.» Ο Νιρμόδος’χοκ μιλά σαν να προσπαθεί να αφηγηθεί ένα όνειρο.
«Δεν είναι ο Σερφάντης,» παρατηρεί ο Γρύπας.
«Ήταν κι άλλος ένας εκεί,» συνεχίζει ο Νιρμόδος’χοκ, «και πρέπει να έκανε την ίδια δουλειά μ’εμένα.»
«Προσπαθούσε να μας εντοπίσει, εννοείς; Μάγος;»
«Ναι. Καθόταν σε μια πολυθρόνα και έμοιαζε να βρίσκεται σε κάποιου είδους ύπνωση με τα μάτια ανοιχτά.»
«Πώς ήταν η όψη του, Νιρμόδε;»
«Κοντά μαύρα μαλλιά, δέρμα κατάλευκο. Φορούσε ένα μπλε πουκάμισο. Δεν πρέπει να είναι του τάγματος των Διαλογιστών, όπως εγώ, πάντως.»
«Γιατί;»
«Δεν κρατούσε τίποτα τέτοιο.» Ο Νιρμόδος’χοκ υψώνει το ραβδί του με τα μικροσκοπικά κάτοπτρα, τα κυκλώματα, και τους κρυστάλλους. «Του τάγματος των Τεχνομαθών πρέπει, μάλλον, να ήταν.»
Ο Γρύπας λέει: «Όλοι αυτοί είναι σίγουρα της οικογένειας, αλλά εδώ, στην Αγκένροβ, έχουμε τώρα ένα πολύ βασικό πρόβλημα: Δεν ξέρουμε ποιον να εμπιστευτούμε για να πάρουμε πληροφορίες και να μάθουμε περισσότερα γι’αυτούς.
»Πού είναι το σπίτι όπου οδηγήθηκες, Νιρμόδε; Ούτε καν στο περίπου δεν ξέρεις;»
Ο Νιρμόδος’χοκ συνοφρυώνεται προσπαθώντας να θυμηθεί. «Πρέπει νάναι βόρεια από εδώ, νομίζω, και ανατολικά.»
Η Ισμήνη ανοίγει έναν χάρτη της Αγκένροβ επάνω στο κρεβάτι, και κοιτάζουν.
«Πολλές περιοχές είναι βόρεια και ανατολικά από εδώ,» παρατηρεί ο Βινάρης. Και ρωτά τον μάγο: «Είναι μακριά το σπίτι;»
«Δεν είμαι σίγουρος. Οι αποστάσεις μπερδεύονται όπως μέσα στα όνειρα. Αν ήξερα καλά την πόλη, θα καταλάβαινα πού βρίσκεται· αλλά δεν την ξέρω καθόλου.»
Ο Γρύπας τούς λέει πως καλύτερα θα ήταν να φύγουν από τούτο το ξενοδοχείο, και κανένας δεν φέρνει αντίρρηση. Μαζεύουν τα πράγματά τους και πηγαίνουν ν’αναζητήσουν άλλο μέρος για να περάσουν τη νύχτα.
*
Διανυκτερεύουν στο Αστικό Υπόβαθρο, ένα ξενοδοχείο βόρεια της Λεωφόρου Νομοθέτη, και το πρωί ο Γρύπας στέλνει τον Βινάρη ν’αγοράσει το τελευταίο φύλλο της Ματιάς της Πόλης. Όταν εκείνος επιστρέφει με την εφημερίδα, ο Γρύπας την ξεφυλλίζει ψάχνοντας για το όνομα αυτής της δημοσιογράφου. Μοιράνθη Καλόγαιη. Δεν αργεί να βρει τη στήλη της, ‘Τα Μοιράνθια’, κι εκεί είναι και η φωτογραφία του προσώπου της. Μελαχρινή, μακριά μαλλιά, δέρμα λευκό με απόχρωση του ροζ.
Τη δείχνει στον Νιρμόδο’χοκ. «Αυτή ήταν η γυναίκα που μου μιλούσε χτες;»
Ο μάγος συνοφρυώνεται συλλογισμένα. «Ναι, θα μπορούσε να ήταν αυτή…»
«Μπορείς να την εντοπίσεις με τη μαγεία σου, τώρα που έχουμε τη φωτογραφία της;»
«Η συγκεκριμένη φωτογραφία δεν είναι και τόσο καλή για χρήση με το Ξόρκι Ανιχνεύσεως,» λέει ο Νιρμόδος’χοκ. «Είναι πολύ μικρή και δεν φαίνονται λεπτομέρειες. Επιπλέον, δείχνει μόνο το πρόσωπό της. Αλλά ακόμα κι αν η φωτογραφία ήταν καλή, η Αγκένροβ είναι πολύ μεγάλη πόλη, κύριε Ξενοκράτη, και σίγουρα ξέρετε ότι δεν είναι εύκολο να εντοπιστεί κάποιος με μαγεία σε τόσο μεγάλη περιοχή. Αν ξέραμε σε ποια συνοικία μένει, ίσως να μπορούσα να προσπαθήσω να κάνω κάτι…»
«Κανονικά,» λέει ο Γρύπας, «δε θα ήταν δύσκολο να μάθουμε, μέσω των συνδέσμων μας, πού μένει. Αλλά τώρα που δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε κανέναν….» Αφήνει τα λόγια του ανολοκλήρωτα.
Το μεσημέρι, όμως, ύστερα από αρκετή σκέψη, αποφασίζει ότι ίσως πρέπει τελικά να επικοινωνήσουν με κάποιους γιατί δεν φαίνεται να υπάρχει άλλος δρόμος. Αν δεν επικοινωνήσουν θα αναγκαστούν να εγκαταλείψουν την πόλη – καθώς και τον Σερφάντη, που πάντοτε ήταν καλός και χρήσιμος πράκτορας της Σιδηράς Δυναστείας.
Πηγαίνουν, το απόγευμα, να μιλήσουν στον Χανς, έναν άνθρωπο της οικογένειας ο οποίος έχει μηχανουργείο σε κεντρικό σημείο της πόλης. Ο Γρύπας τον έχει συναντήσει και παλιότερα, και τώρα του μιλά σ’ένα μέρος του μηχανουργείου όπου κανένας από τους άλλους μηχανικούς δεν μπορεί να τους κρυφακούσει. Μαζί με τον Ξενοκράτη είναι η κόρη και η σύζυγός του· ο Βινάρης και ο Νιρμόδος’χοκ βρίσκονται στο μεταβαλλόμενο όχημα.
Ο Γρύπας ρωτά τον Χανς αν ήρθε ο Σερφάντης Γηραιώνυμος στην πόλη, κι εκείνος απαντά ότι ήρθε και πέρασε από εδώ για να μάθει νέα. Φάνηκε να τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα αν έχει συμβεί καμια δολοφονία μέσα στην οικογένεια της Αγκένροβ.
«Έχει συμβεί;» λέει ο Γρύπας.
«Απ’όσο ξέρω, όχι, κύριε Ξενοκράτη.» Και ρωτά, κάπως ανήσυχα: «Υπάρχει λόγος για να φοβόμαστε κάτι τέτοιο;» Αναμφίβολα, ακόμα θυμάται πολύ καλά τον Άφευκτο.
Ο Γρύπας δεν είναι βέβαιος αν πρέπει να τον εμπιστευτεί. Ίσως κι ο Χανς νάναι μαζί με τους προδότες. Αλλά, απ’την άλλη, αυτή τη στιγμή δεν μοιάζει να έχει τίποτα να χάσει. Πρώτα, όμως… «Ξέρεις πού είναι τώρα ο Σερφάντης;»
«Δεν έχω ιδέα, για να είμαι ειλικρινής. Μπορεί και νάχει φύγει από την πόλη. Εκτός από το αν έχουν γίνει δολοφονίες, πάντως, με ρωτούσε και για τον κύριο Τάρνελκωφ: αν έχω προσέξει κάτι… ασυνήθιστο σχετικά μ’αυτόν. Φυσικά, απάντησα πως τίποτα ασυνήθιστο δεν έχω προσέξει. Αλλά ίσως ο Σερφάντης να πήγε μετά να μιλήσει στον ίδιο τον κύριο Τάρνελκωφ. Τον έχετε συναντήσει;»
«Όχι ακόμα,» λέει ο Γρύπας. Και τον ρωτά αν η Μοιράνθη Καλόγαιη, η δημοσιογράφος που γράφει στη Ματιά της Πόλης, είναι της οικογένειας.
Ο Χανς μοιάζει ξαφνιασμένος. «Της οικογένειας; Δεν έχω ξανακούσει κάτι τέτοιο.»
Ο Γρύπας τον ευχαριστεί και φεύγει από το μηχανουργείο του, χωρίς τελικά να του εξηγήσει τίποτα για όσα συμβαίνουν στη Δυναστεία. Αργότερα, ίσως.
Μέσα στην ενδοδιάσταση του μεταβαλλόμενου οχήματος, συζητά με την Ισμήνη και τη Μελένια, και λέει πως μάλλον θα επικοινωνήσει και μ’άλλα μέλη της Σιδηράς Δυναστείας προκειμένου να του βρουν πού μένει αυτή η Μοιράνθη Καλόγαιη. Αν είναι όντως της οικογένειας, δεν μπορεί να είναι από παλιά· πρόσφατα πρέπει να έγινε μέλος.
Η Ισμήνη λέει: «Αν η Ασημίνα έχει δικούς της εδώ, ίσως να ακούσουν ότι ψάχνουμε για τη δημοσιογράφο. Δεν υπάρχει λόγος να βρούμε το σπίτι της, Γρύπα· μπορούμε να της στήσουμε καρτέρι έξω από τα γραφεία της εφημερίδας, αφού ξέρουμε την εμφάνισή της.»
«Και να την απαγάγουμε;»
«Αν είναι μέσα στη Δυναστεία, δεν θα χρειαστεί. Θα την πλησιάσουμε απλώς και θα της πούμε ότι είμαστε της οικογένειας και θέλουμε να μιλήσουμε μαζί της. Γιατί να αρνηθεί;»
Ο Γρύπας παραδέχεται ότι αυτό είναι σωστό, αλλά λέει πως αμφιβάλλει ότι σε μια φιλική κουβέντα η δημοσιογράφος θα τους αποκαλύψει τίποτα για την Ασημίνα Νέρφελδιφ και τους συνεργάτες της στην πόλη.
«Δε νομίζω να έχει πολλούς συνεργάτες πέραν του Τάρνελκωφ,» αποκρίνεται η Ισμήνη. «Αν είχε, γιατί να στείλει εδώ τον Ραλίστα για να μεταφέρει εκείνο το μήνυμα;»
«Για να μην ξέρει ο Τάρνελκωφ ποιους ανθρώπους έχει η Ασημίνα στην Αγκένροβ, σε περίπτωση που αρνιόταν τη συμφωνία που του πρότεινε.»
Η Ισμήνη χτυπά τα χείλη της συλλογισμένα με το δάχτυλό της, μη διαφωνώντας.
Η Μελένια κάθεται σιωπηλή καθώς παρακολουθεί τον πατέρα της και την πρώην πράκτορα της Παντοκράτειρας. Παρότι κι εκείνη έχει εκπαιδεύσει το μυαλό της σε παιχνίδια κατασκόπων και απάτης, αισθάνεται έξω απ’τα νερά της, ανίδεη, βλέποντάς τους να μιλάνε.
Η Ισμήνη λέει τελικά: «Αναρωτιέμαι τι είδους συμφωνία να είναι. Εμπορική, όπως και με τον Χείρωνα; Ο Τάρνελκωφ, άλλωστε, είναι έμπορος μικρών όπλων…»
«Το ίδιο υποψιάζομαι κι εγώ.»
«Θα μπορούσε, νομίζεις, ο Τάρνελκωφ να μην γνωρίζει για τα πιο… σκοτεινά σχέδια της Ασημίνας;»
«Για τις δολοφονίες, εννοείς.»
«Ναι. Όπως φαίνεται, δεν έχουν γίνει σκοτωμοί στην Αγκένροβ.»
«Προτείνεις να προσεγγίσω τον Τάρνελκωφ;»
«Μισθώνοντας σωματοφύλακες, πρώτα. Τουλάχιστον μισή ντουζίνα. Και να τον συναντήσεις σε ουδέτερο μέρος. Κάποιο εστιατόριο, ίσως.»
Ο Γρύπας ανάβει ένα πούρο. Τραβά καπνό, χωρίς βιασύνη, και τον φυσά προς το πάτωμα του σαλονιού της ενδοδιάστασης. «Ναι,» λέει, «μπορεί έτσι να πάρουμε κάποιες πληροφορίες. Και ίσως – ίσως – να μεταστρέψουμε τον Τάρνελκωφ. Αλλά, από την άλλη, οι άνθρωποι της Νέρφελδιφ θα μάθουν πού βρίσκομαι τώρα, και ότι έχω αρχίσει να κινούμαι ενεργά εναντίον τους. Δε μπορούμε να σβήσουμε τη μνήμη του Τάρνελκωφ, όπως κάναμε με τους άλλους.»
«Προτιμάς, λοιπόν, να ψάξεις να βρεις πού μένει αυτή η δημοσιογράφος; Κατά πάσα πιθανότητα, έτσι οι πράκτορες της Νέρφελδιφ πάλι θα μάθουν για την παρουσία σου, και ίσως, μάλιστα, να σου στήσουν κάποια παγίδα στο σπίτι της Καλόγαιης.»
Ο Γρύπας καπνίζει σιωπηλά για λίγο. Ύστερα λέει: «Ας προσπαθήσουμε να μιλήσουμε με τον Τάρνελκωφ.»
*
Μέχρι να νυχτώσει βρίσκει και προσλαμβάνει μερικούς μισθοφόρους για την προσωπική του ασφάλεια, και το πρωί καλεί τηλεπικοινωνιακά τον Χαρίλαο Τάρνελκωφ και, χωρίς να κρύψει την ταυτότητα του φυσικά, του ζητά να τον συναντήσει σ’ένα μεγάλο εστιατόριο στην Οδό Εσπερίδων το μεσημέρι. Ο Χαρίλαος τον ρωτά γιατί δεν τον ειδοποίησε από χτες; Σήμερα ήρθε; Βιάζεται; Ο Γρύπας απαντά ότι, ναι, βιάζεται· σύντομα θα φύγει από την πόλη, και πρέπει να του μιλήσει οπωσδήποτε. Οπότε ο Τάρνελκωφ συμφωνεί να τον συναντήσει το μεσημέρι.
Όταν έρχεται στο εστιατόριο, ο Γρύπας Ξενοκράτης είναι ήδη εκεί, καθισμένος σ’ένα από τα τραπέζια μαζί με την Ισμήνη και τη Μελένια. Αλλά ούτε ο Χαρίλαος Τάρνελκωφ είναι μόνος του· πλάι του βαδίζει μια γυναίκα που ο Γρύπας ξέρει πως ονομάζεται Νίκη. Κι οι δυο τους έχουν δέρμα λευκό-ροζ και κοντά μαλλιά, αλλά ο Χαρίλαος είναι ξανθός ενώ εκείνη καστανή. Επίσης, είναι σίγουρα καμια πενταετία μικρότερή του. Ο Τάρνελκωφ είναι ντυμένος μ’ένα ελαφρύ γκρίζο κοστούμι· η Νίκη μ’ένα φαρδύ φόρεμα, στενό γύρω από τη μέση, με δαντελωτό ντεκολτέ. Κανένας τους δεν έχει φανερά όπλα επάνω του, αλλά ο Γρύπας δεν αμφιβάλλει ότι κάποιο όπλο (πιστόλι, ξιφίδιο, ή στιλέτο) πρέπει να κρύβεται μέσα στα ρούχα τους. Επιπλέον, νομίζει ότι πέντε άνθρωποι που μπήκαν στο εστιατόριο πριν από αυτούς είναι, μάλλον, σωματοφύλακες του Τάρνελκωφ. Ο Γρύπας δεν έχει στρέψει ούτε στιγμή το βλέμμα του προς τους τέσσερις δικούς του μισθοφόρους που κάθονται χωρισμένοι σε δύο τραπέζια, παριστάνοντας απλούς πελάτες, αν και φοράνε αλεξίσφαιρους θώρακες κάτω από τα ρούχα τους κι έχουν όπλα κρυμμένα επάνω τους.
Ο Ξενοκράτης υψώνει το ποτήρι του με τον Σεργήλιο οίνο προς τη μεριά του Τάρνελκωφ, κι εκείνος πλησιάζει το τραπέζι του μαζί με τη Νίκη. Ανταλλάσσει μια χειραψία με τον Γρύπα και κάθονται.
«Θα θυμάσαι τη σύζυγό μου, σίγουρα, Χαρίλαε, την Ισμήνη.»
«Ασφαλώς.» Ο Τάρνελκωφ κλίνει το κεφάλι του προς τη μεριά της, κι εκείνη χαμογελά ευγενικά.
«Κι από δω η Μελένια,» λέει ο Γρύπας. «Της οικογένειας, ασφαλώς.»
«Χαίρω πολύ.»
Η Μελένια χαμογελά στον Τάρνελκωφ. «Παρομοίως, κύριε Τάρνελκωφ.»
Ένας σερβιτόρος πλησιάζει το τραπέζι, ρωτώντας αν ο κύριος και η κυρία θα ήθελαν να παραγγείλουν. (Ο Γρύπας και η οικογένειά του έχουν ήδη φαγητά μπροστά τους.) Όταν ο Τάρνελκωφ και η Νίκη παραγγέλνουν γεμιστές μελιτζάνες και ψητό συκώτι αλεπούς με σάλτσα, ο σερβιτόρος φεύγει.
«Για τι πράγμα θα ήθελες, λοιπόν, να μιλήσουμε;» ρωτά ο Χαρίλαος τον Γρύπα. «Χρειάζεσαι κάτι με το οποίο θα μπορούσα να σε προμηθεύσω;» Ανάβει πούρο, και προσφέρει ένα και στον Ξενοκράτη.
Εκείνος λέει: «Όχι, ευχαριστώ,» κι ανάβει ένα δικό του πούρο. «Δεν έχω ανάγκη να με προμηθεύσεις με τίποτα,» διευκρινίζει. «Άκουσα, όμως, ότι συνεργάζεσαι με κάποια και θα ήθελα πληροφορίες γι’αυτήν.»
Ο Τάρνελκωφ τον περιμένει να συνεχίσει, παρατηρώντας τον πίσω απ’τον καπνό του.
«Το όνομά της είναι Ασημίνα Νέρφελδιφ,» λέει ο Γρύπας.
Ο Τάρνελκωφ δεν μιλά αμέσως. Μετά ρωτά: «Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι συνεργάζομαι μαζί της;»
«Ας πούμε ότι έχω κάποια πληροφόρηση. Είναι αλήθεια, δεν είναι;»
Ο Τάρνελκωφ ανασηκώνει τους ώμους. «Έχουμε κάνει μια συμφέρουσα συμφωνία.»
«Τι είδους συμφωνία;»
«Γιατί θέλεις να ξέρεις, Γρύπα;»
«Διότι έχω λόγο να πιστεύω ότι η Ασημίνα Νέρφελδιφ δεν επιθυμεί το καλό της οικογένειας.»
«Τι λόγο;»
«Δε νομίζω ότι δεν ξέρεις τίποτα γι’αυτήν,» λέει ευθέως ο Ξενοκράτης. «Με τι τρόπο σε πλησίασε;»
«Δεν καταλαβαίνω ποιο είναι το πρόβλημά σου, Γρύπα, αν εγώ θέλω να συνεργάζομαι με την κυρία Νέρφελδιφ,» αποκρίνεται ο Χαρίλαος Τάρνελκωφ, και όλοι γύρω από το τραπέζι μπορούν να αισθανθούν την ένταση της συζήτησης να αυξάνεται σχεδόν σαν να πρόκειται για κάποιου είδους υλική δύναμη στον αέρα.
«Το πρόβλημα,» λέει ο Ξενοκράτης, μετά από μερικές στιγμές σιγής, κατά τις οποίες τρίβει την άκρη του πούρου του στο τασάκι, «είναι ότι η Ασημίνα Νέρφελδιφ έχει ανθρώπους στη δούλεψή της – ανθρώπους της οικογένειας – πρόθυμους να δολοφονήσουν άλλους ανθρώπους της οικογένειας.»
«Συγκεκριμένο παράδειγμα;»
«Ο Χείρωνας Στρατηλάτης. Τον έχεις ακουστά;»
«Ο λαθρέμπορος από τη Μέλβερηθ;»
«Ναι. Ο οποίος, δυστυχώς, έπεσε στις ράγες του τρένου, το βράδυ της Πανηγύρεως της Ζωοδότειρας Μητέρας του Ήλιου.»
Σιωπή απλώνεται για λίγο ανάμεσά τους, και τότε ο σερβιτόρος επιστρέφει φέρνοντας το συκώτι αλεπούς, τις γεμιστές μελιτζάνες, κι ένα μπουκάλι κρασί. Ο Τάρνελκωφ τού δίνει ένα χαρτονόμισμα των τριών ήλιων κι εκείνος λέει ευχαριστώ και φεύγει.
Ο Χαρίλαος, ύστερα, ανοίγει το μπουκάλι και γεμίζει με κρασί το ποτήρι του και το ποτήρι της Νίκης. «Μου μίλησες για έναν άνθρωπο που δολοφονήθηκε, όχι για έναν άνθρωπο που δολοφονεί άλλους.»
«Ήταν άνθρωπος της Ασημίνας Νέρφελδιφ, απ’ό,τι έμαθα, και σκόπευε να σκοτώσει γι’αυτήν.»
«Από ποιον το έμαθες;»
«Από πολύ έγκυρη πηγή.»
Ο Χαρίλαος τον ατενίζει ερωτηματικά, επίμονα.
«Από τον ίδιο,» αποκρίνεται ο Γρύπας.
«Λίγο πριν τον πατήσει το τρένο, να υποθέσω;»
«Γνωρίζεις γι’αυτά τα σχέδια της Ασημίνας Νέρφελδιφ, ή όχι, Χαρίλαε; Γνωρίζεις τι είδους πρόσωπο συναναστρέφεσαι;»
«Οι εμπορικές μου συναναστροφές δεν έχουν σχέση με τέτοια πράγματα.»
«Εμπορικές συναναστροφές;»
«Ναι.» Ο Τάρνελκωφ πίνει μια γουλιά κρασί.
«Σου πουλάει ή της πουλάς;»
«Ούτε το ένα ούτε το άλλο.»
«Τι είδους εμπορικές συναναστροφές είναι, τότε, αυτές;» απαιτεί ο Γρύπας.
«Για να είμαι ειλικρινής,» λέει ο Τάρνελκωφ, «δεν μ’αρέσει ο τρόπος σου σήμερα. Υπάρχει ξαφνικά κάποια… χωροφυλακή μέσα στην οικογένεια, χωρίς να το γνωρίζω; Πρέπει να δίνω λογαριασμό για τις ενέργειές μου; Για τις δοσοληψίες μου;»
Τα μάτια του Γρύπα στενεύουν. «Σου μιλάω για μια γυναίκα που έχει προδώσει την οικογένεια! Για κάποια που βάζει συγγενείς να σκοτώνουν συγγενείς!»
«Δε νομίζω ότι είχαμε κανένα τέτοιο δυσάρεστο περιστατικό στην Αγκένροβ. Ίσως να συμβαίνει σε άλλες πόλεις, αλλά όχι εδώ.»
«Η Ασημίνα Νέρφελδιφ προσπαθεί να πάρει τον έλεγχο της Δυναστείας, Χαρίλαε. Μην πιστεύεις ό,τι άλλο κι αν σου έχει πει.»
Ο Τάρνελκωφ ακουμπά τους αγκώνες του στο τραπέζι. «Δεν πιστεύω κανέναν και τίποτα, Γρύπα. Όμως, όταν μια συμφωνία με συμφέρει, την κάνω, όπως γνωρίζεις πολύ καλά. Και μέχρι στιγμής η κυρία Νέρφελδιφ δεν μου έχει προτείνει τίποτα που να μη με συμφέρει.»
«Και δεν θα μπορούσα να μάθω τι είδους συμφωνία είναι αυτή;»
«Για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, Γρύπα, δεν είναι δική σου δουλειά. Σε ρωτάω εγώ για τις δουλειές σου; Μη με ρωτάς για τις δικές μου, όταν δεν σε αφορούν.»
«Αυτή η υπόθεση μάς αφορά όλους!»
«Η γενικότερη υπόθεση, ίσως. Όχι και η δική μου συμφωνία.»
Ο Γρύπας αποφασίζει να τον ξαφνιάσει. «Κι αυτή η γυναίκα; Η Μοιράνθη Καλόγαιη;»
Ο Τάρνελκωφ όντως ξαφνιάζεται· φαίνεται από την όψη του. «Τι…;»
Την ξέρει, λοιπόν, παρατηρεί ο Γρύπας. Δεν του είναι άγνωστη. «Από πότε είναι μέλος της οικογένειας; Εσύ την έβαλες στη Δυναστεία;»
Ο Χαρίλαος κουνά το κεφάλι. «Εγώ δεν είχα παρά ελάχιστες συναναστροφές μαζί της παλιά. Όχι, δεν την έβαλα εγώ στη Δυναστεία.» Το ξάφνιασμα τού περνά. «Γιατί ρωτάς γι’αυτήν, όμως;»
«Γιατί,» αποκρίνεται ο Γρύπας, «έχει τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του Σερφάντη Γηραιώνυμου.»
«Φοβάμαι πως δεν καταλαβαίνω.» Ο Τάρνελκωφ δεν έχει αγγίξει το φαγητό στο τραπέζι· ούτε η Νίκη, η οποία κοιτάζει, υπολογιστικά, μια αυτόν μια τον Ξενοκράτη.
«Δεν ξέρεις τον Σερφάντη;» λέει ο Γρύπας.
«Τον ξέρω. Και λοιπόν;»
«Δεν ήρθε να σε επισκεφτεί;»
Ο Τάρνελκωφ διστάζει για μια στιγμή. Μάλλον (υποθέτει ο Γρύπας) αναρωτιέται αν θα τον ωφελούσε να πει ψέματα. Τελικά λέει: «Ναι, ήρθε. Αλλά δεν είναι πια εδώ.»
«Για τι ήθελε να σου μιλήσει;»
«Γιατί δεν ρωτάς τον ίδιο, Γρύπα; Η Μέλβερηθ δεν είναι και τόσο μακριά από την Αγκένροβ!»
«Ο Σερφάντης έχει εξαφανιστεί από τη Μέλβερηθ, και οι άνθρωποί μας τον είδαν τελευταία φορά εδώ, να αναζητά εσένα. Όταν όμως τον κάλεσα στον τηλεπικοινωνιακό πομπό του, απάντησε αυτή η γυναίκα, η Μοιράνθη Καλόγαιη, που πρόσφατα έχει μπει στην οικογένεια – υπηρετώντας την Ασημίνα Νέρφελδιφ.»
«Κοίτα,» του λέει ο Τάρνελκωφ, «δεν θέλω προβλήματα μέσα στην πόλη, εντάξει;»
«Ο τρόπος σου είναι εχθρικός, όμως–»
«Δεν είναι εχθρικός! Διαχωρίζω απλώς τι είναι δική σου δουλειά και τι είναι δική του. Η Μοιράνθη Καλόγαιη» – και, καθώς λέει το όνομα, ο Γρύπας καταλαβαίνει ότι μάλλον δεν τη συμπαθεί – «είναι μια δημοσιογράφος της Ματιάς της Πόλης που, πριν από κανένα χρόνο, είχε αρχίσει να με σκαλίζει και να βρίσκεται ίσως στα ίχνη της Δυναστείας. Ζήτησα, τότε, βοήθεια έξω από την πόλη προκειμένου να την απαγάγω. Βοήθεια που ήρθε από τον Σερφάντη της Μέλβερηθ, αν θες να μάθεις. Μου έστειλε εδώ τον Ζορδάμη Λιγνόρρυγχο μαζί με κάτι άλλους, κι αυτοί έστησαν καρτέρι στη δημοσιογράφο, την απήγαγαν, και μου την έφεραν δεμένη. Την τρομάξαμε λιγάκι και την κάναμε να πάψει να με σκαλίζει, αλλά δεν της αποκαλύψαμε τίποτα για την οικογένεια, ούτε φυσικά την κάναμε συγγενή. Πώς ακριβώς έγινε μία από εμάς, δεν γνωρίζω. Κι εγώ πρόσφατα το έμαθα.»
«Πρόσφατα; Σα να λέμε από τότε που άρχισες να συνεργάζεσαι με την Ασημίνα Νέρφελδιφ;»
«Ναι,» παραδέχεται ο Τάρνελκωφ.
«Η Νέρφελδιφ, λοιπόν, έχει ανθρώπους της μέσα στην Αγκένροβ για τους οποίους δεν γνωρίζεις.»
«Κανένας δεν γνωρίζει τα πάντα για την οικογένεια, Γρύπα!» κάνει απότομα ο Τάρνελκωφ. «Εσύ γνωρίζεις τα πάντα; Γιατί να μ’απασχολεί κάτι τέτοιο; Κι εγώ έχω δικούς μου ανθρώπους μες στην Αγκένροβ τους οποίους η κυρία Νέρφελδιφ δεν ξέρει. Και ούτε εσύ ξέρεις.»
«Δε σ’αρέσει, όμως, που αυτή η δημοσιογράφος είναι στην οικογένειά μας,» παρατηρεί ο Γρύπας.
Ο Τάρνελκωφ τον αγριοκοιτάζει. «Δεν είναι η μοναδική συγγενής που δεν μου αρέσει.»
«Να προσέχεις,» του λέει ο Γρύπας. «Οι άνθρωποι της Ασημίνας Νέρφελδιφ έχουν το συνήθειο να σε κρατάνε στη συντροφιά τους όσο τους είσαι χρήσιμος και να σε εξολοθρεύουν όταν παύεις να τους είσαι χρήσιμος.»
«Δε χρειάζομαι τέτοιου είδους… συμβουλές,» αποκρίνεται ο Τάρνελκωφ δίχως να κρύβει τη δυσαρέσκειά του.
«Κάνε ό,τι νομίζεις· αλλά εγώ θέλω να μάθω πού βρίσκεται ο Σερφάντης. Ήταν ανέκαθεν πιστός στη Δυναστεία.»
«Δε μπορώ να σε βοηθήσω. Δεν ξέρω πού είναι. Ήρθε, μου μίλησε, και έφυγε.»
«Για τι θέμα σού μίλησε; Για την Ασημίνα Νέρφελδιφ;»
«Ναι,» παραδέχεται ο Χαρίλαος Τάρνελκωφ. «Είχε τις ίδιες ανησυχίες μ’εσένα. Τον διαβεβαίωσα ότι τίποτα το ύποπτο δεν συμβαίνει.» Πίνει μια γουλιά απ’το κρασί του.
«Και μετά εξαφανίστηκε.» Ή ίσως εσύ να τον εξαφάνισες, με τη βοήθεια της Μοιράνθης Καλόγαιης.
«Δε γνωρίζω τίποτα γι’αυτό. Μπορεί να μην έχει επιστρέψει ακόμα στη Μέλβερηθ επειδή είχε κι άλλες δουλειές, αλλού.»
«Σου είπα ότι η Μοιράνθη Καλόγαιη έχει τον πομπό του! Τον κάλεσα εδώ, στην Αγκένροβ, κι απάντησε εκείνη!»
«Σου ανέφερε το όνομά της;»
«Το ανακάλυψα με δικές μου μεθόδους.»
«Τι μεθόδους;»
«Δικές μου μέθοδοι, δική μου δουλειά,» του απαντά, εσκεμμένα, ο Γρύπας.
Ο Τάρνελκωφ πίνει ακόμα μια γουλιά κρασί. «Αν δεν έχουμε τίποτ’ άλλο να πούμε, καλύτερα να μην καθυστερώ άλλο εδώ…»
«Νόμιζα ότι θα έτρωγες.»
«Τα φαινόμενα απατούν, Γρύπα.»
«Προφανώς.» Και τον ρωτά: «Γνωρίζεις πού μένει η Μοιράνθη Καλόγαιη;»
Ο Τάρνελκωφ τού δίνει τη διεύθυνσή της. «Εκεί, τουλάχιστον, έμενε όταν έστειλα τον Ζορδάμη και τους συντρόφους του να την απαγάγουν. Δεν αποδείχτηκε εύκολος στόχος, όμως, όπως οι ίδιοι μού ανέφεραν.»
*
Μέσα στην ενδοδιάσταση του οχήματός τους, μετά από τη συνάντηση με τον Χαρίλαο Τάρνελκωφ.
Η Ισμήνη βγάζει τα παπούτσια της και ξαπλώνει στον καναπέ, προλαβαίνοντας τη Μελένια που πάντα κάθεται πρώτη εκεί. «Ελπίζω να μη σκέφτεσαι να πάμε να απαγάγουμε τώρα αυτή τη δημοσιογράφο.»
Ο Γρύπας κάθεται πλάι στην Ισμήνη. «Θα μας περιμένουν, το ξέρω.»
Η Μελένια κάθεται σε μια καρέκλα, ανάβοντας τσιγάρο ενώ σταυρώνει τα πόδια της στο γόνατο, χαριτωμένα, εκπαιδευμένα.
«Δε μένει τίποτ’ άλλο να κάνουμε εδώ,» λέει ο Γρύπας. «Η κατάσταση δεν είναι έκρυθμη, ακόμα, και ούτε έχουμε συγκεκριμένους συμμάχους στους οποίους μπορούμε να βασιστούμε. Μόνο ένα πράγμα, όμως, με προβληματίζει…»
«Η εξαφάνιση του Σερφάντη,» λέει η Ισμήνη.
«Ναι. Ή είναι νεκρός ή τον έχουν κλειδωμένο κάπου. Η Μοιράνθη Καλόγαιη είμαι σίγουρος πως γνωρίζει. Θα μπορούσαμε, ίσως, να την παρακολουθήσουμε, με τη βοήθεια της μαγείας του Νιρμόδου’χοκ, τώρα που ξέρουμε πού μένει–»
«Κι εκείνη, όμως, ξέρει ότι ξέρουμε πού μένει. Θα πάρει τα μέτρα της. Μπορεί ακόμα και ν’αλλάξει σπίτι.»
«Ναι,» λέει ο Γρύπας. «Αλλά, ούτως ή άλλως, ήθελα να καταλήξω ότι δεν έχουμε χρόνο για κάτι τέτοιο. Καλύτερα να κινηθούμε. Κι επιπλέον, δεν μ’αρέσει που τώρα οι άνθρωποι της Ασημίνας Νέρφελδιφ γνωρίζουν ότι βρίσκομαι εδώ. Θα με αναζητήσουν, αναμφίβολα.»
Την ίδια μέρα κιόλας ο Ξενοκράτης φεύγει από την Αγκένροβ. Ο Βινάρης οδηγεί το μεταβαλλόμενο όχημα έξω από την πόλη και ο Νιρμόδος’χοκ το μεταμορφώνει σε ελικόπτερο. Υψώνονται στον αέρα και πετάνε βορειοδυτικά, προς Θακέρκοβ, καθώς το απόγευμα έρχεται και ο ήλιος της Σεργήλης γέρνει πίσω από τον δυτικό ορίζοντα. Τα ανοιξιάτικα βουνά της Ραχοκοκαλιάς, από κάτω τους, γεμίζουν σκοτεινές αποχρώσεις και κοκκινωπές ανταύγειες.
Η Ισμήνη, κοιτάζοντας την οθόνη του συστήματος της ενδοδιάστασης, παρατηρεί: «Ένα ελικόπτερο είναι πίσω μας, Γρύπα.»
Ο Ξενοκράτης σηκώνεται από τον καναπέ κι έρχεται για να κοιτάξει πάνω από τον ώμο της. Πράγματι, μια κουκίδα διακρίνεται στον νότιο ουρανό: μια κουκίδα που κάτι μοιάζει να περιστρέφεται από πάνω της.
«Μας κατασκοπεύουν,» λέει η Ισμήνη. «Έχει όπλα το αεροσκάφος μας, αγάπη μου;»
«Όχι.»
«Ούτε καν δύο ρουκέτες κάτω απ’τα φτερά;» Η Ισμήνη δεν το έχει δει από έξω.
«Δεν είναι πολεμικό σκάφος,» αποκρίνεται ο Γρύπας. Και στρέφει το βλέμμα του στην κλειστή πόρτα του υπνοδωματίου. Αναρωτιέται αν πρέπει να ξυπνήσει τη Μελένια που έχει ξαπλώσει μέσα. Ίσως η κατάσταση να αγριέψει.
«Ο Τάρνελκωφ μάλλον έβαλε ανθρώπους του να μας παρακολουθήσουν όταν φύγαμε απ’το εστιατόριο,» λέει η Ισμήνη. «Και μετά πρέπει ν’ακολούθησαν το όχημά μας μες στους δρόμους της πόλης.»
«Παράξενο που οι μισθοφόροι μας δεν τους είδαν.» Οι έξι σωματοφύλακες που είχε προσλάβει ο Γρύπας καβαλούσαν δίκυκλα γύρω από το όχημά του.
«Μισθοφόροι ήταν, αγάπη μου, όχι κατάσκοποι. Επιπλέον, μην αποκλείεις ακόμα κι αυτοί να μας πρόδωσαν. Μας συνόδεψαν μέχρι που βγήκαμε από την Αγκένροβ.»
«Τέλος πάντων,» λέει ο Γρύπας, παρατηρώντας την ιπτάμενη κουκίδα μέσα στην οθόνη, το αεροσκάφος που ατενίζει ο πισινός τηλεοπτικός πομπός του ελικοπτέρου του. «Το θέμα είναι τι θα κάνουμε τώρα μ’ετούτο το πρόβλημα…»
Η Ισμήνη ανασηκώνει τους ώμους. «Πες στον Βινάρη να το αποφύγει, τι άλλο; Είναι καλός πιλότος.»
Ο Γρύπας πατά ένα κουμπί και η όψη του Βινάρη παρουσιάζεται στην οθόνη τους. «Μας παρακολουθούν, το ξέρεις;»
Ο πιλότος ξαφνιάζεται. «Δε νομίζω, κύριε Ξενοκράτη…»
«Για κοίτα καλύτερα από τον πίσω τηλεοπτικό πομπό.»
Ο Βινάρης φαίνεται να πατά κάποιο κουμπί στην κονσόλα του. Συνοφρυώνεται. «Ναι, πράγματι…» παραδέχεται.
«Ελικόπτερο, μάλλον· σωστά;»
«Ναι, μάλλον.»
«Μπορείς να το αποφύγεις;»
«Τα βουνά είναι σύμμαχός μας, κύριε Ξενοκράτη.»
Η Ισμήνη χωρίζει την οθόνη στα πέντε, και το κάθε πέμπτο της μεταδίδει τα δεδομένα που πιάνει ο καθένας από τους πέντε τηλεοπτικούς πομπούς του αεροσκάφους – ένας μπροστά, ένας πίσω, ένας δεξιά, ένας αριστερά, κι ένας από κάτω. Οι εικόνες δεν είναι καθόλου σταθερές, καθώς ο Βινάρης κάνει ευέλικτες μανούβρες μέσα στα βουνά, χρησιμοποιώντας τις βουνοπλαγιές και τους κρημνούς για να ξεφύγει από το κατασκοπευτικό ελικόπτερο όπως κάποιος θα χρησιμοποιούσε τα δέντρα σ’ένα δάσος. Η οδήγησή του είναι επικίνδυνη, αλλά είναι, ομολογουμένως, άριστος πιλότος. Ο Γρύπας δεν φοβάται ότι κινδυνεύουν.
Η ενδοδιάσταση, φυσικά, παραμένει ακλόνητη. Ούτε ο Γρύπας ούτε η Ισμήνη αισθάνονται το παραμικρό τράνταγμα. Τα πάντα είναι ακίνητα γύρω τους, σαν να βρίσκονται σε κάποιο δωμάτιο της περιτειχισμένης βίλας τους στις παρυφές της ερήμου.
Μετά από πτήση καμιας ώρας, ο Βινάρης αναφέρει στον Γρύπα και στην Ισμήνη ότι πρέπει να έχουν ξεφύγει από τον κατάσκοπο, κι αρχίζει τώρα να πετά πιο σταθερά.
Η Ισμήνη εστιάζει την οθόνη στον πίσω τηλεοπτικό πομπό, κοιτάζοντας με προσοχή τον σκοτεινιασμένο ουρανό. Δεν βλέπει τίποτα να τους ακολουθεί. «Πρέπει νάχει δίκιο,» λέει στον σύζυγό της. «Πρέπει να μας έχασαν.»
«Θα το υποθέτουν, όμως, ότι σκοπεύω να πάω στη Θακέρκοβ…» λέει συλλογισμένα ο Γρύπας.
«Σκέφτεσαι να πάμε αλλού, για να τους μπερδέψουμε;» Το μυαλό της, εκπαιδευμένο στην κατασκοπία των Παντοκρατορικών, πάντα λειτουργεί με βάση τον αποπροσανατολισμό.
Ο Γρύπας κουνά το κεφάλι. «Όχι· θέλω να μάθω τι συμβαίνει στη Θακέρκοβ.»
*
Τεσσερισήμισι ώρες αφότου ξεκίνησαν από την Αγκένροβ φτάνουν στη μεγαλούπολη στις όχθες του ποταμού Κάλμωθ, και ο Βινάρης λέει, μέσω της οθόνης, στον Ξενοκράτη ότι άργησαν επειδή έπρεπε να αποφύγουν τον κατάσκοπο, αλλιώς θα βρίσκονταν ήδη εδώ.
«Δεν πειράζει,» αποκρίνεται ο Γρύπας. «Δεν έχει καμια διαφορά. Και, σε κάθε περίπτωση, προτιμώ κανένας να μη μ’ακολουθεί.»
Ο Βινάρης προσγειώνει το ελικόπτερό τους έξω από την πόλη, ο Νιρμόδος’χοκ το μεταμορφώνει σε όχημα, και μετά μπαίνουν στη Θακέρκοβ από τα βόρεια· γιατί, αν κάποιος κατάσκοπος της Ασημίνας τούς περιμένει εδώ, θα νομίζει λογικά ότι θα έρθουν από τα νότια.
Κλείνουν δωμάτια στον Περίοικο – ένα καλό ξενοδοχείο της περιοχής που ονομάζεται Γαιοδόμος – και, ύστερα από ένα σύντομο γεύμα, πηγαίνουν να ξεκουραστούν. Όταν ξημερώνει, ο Γρύπας έχει υπόψη του να επισκεφτεί δύο μέλη της Σιδηράς Δυναστείας: την Αλκυόνη Νόρτκωφ και τον Κύριλλο Νυχταστέρη. Και είναι διστακτικός πού να κατευθυνθεί πρώτα. Μετά, όμως, σκέφτεται πως για την Αλκυόνη ξέρει ότι είναι σύμμαχος της Ασημίνας Νέρφελδιφ· για τον Κύριλλο δεν ξέρει ακόμα τίποτα που δεν ήξερε από παλιά: δηλαδή, ότι είναι ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της Θακέρκοβ, άνω των εβδομήντα πλέον, ο οποίος αγόρασε πρόσφατα μεγάλος μέρος του Άστρου, του μοναδικού τηλεοπτικού σταθμού της πόλης. Η Ασημίνα, αναμφίβολα, θα ήθελε να έχει με το μέρος της τον Κύριλλο· το έχει καταφέρει, όμως;
Ο Γρύπας λέει για τον προβληματισμό του στην Ισμήνη, καθώς εκείνη βάφεται μπροστά στον καθρέφτη τους, και η Ισμήνη τού δίνει την απάντηση που υπέθετε:
«Καλύτερα να ξεκινήσουμε από εκεί όπου έχουμε τις περισσότερες πληροφορίες, αγάπη μου, δε νομίζεις;» Κλείνει το κραγιόν και πιέζει τα χείλη της επάνω σε ένα μαντήλι, το οποίο ύστερα πετά στον μικρό κάδο παραδίπλα.
«Ναι,» αποκρίνεται ο Γρύπας, «αυτό σκεφτόμουν κι εγώ. Υπάρχει, όμως, ένα πρόβλημα.»
«Τι πρόβλημα;»
«Δεν ξέρω πού μένει η Αλκυόνη Νόρτκωφ. Δεν την έχω ποτέ συναντήσει ο ίδιος. Αν είναι να τη βρούμε, πρέπει να τη βρούμε μέσω του δικτύου μας–»
«Και ίσως να τραβήξουμε πάλι την προσοχή των ανθρώπων της Νέρφελδιφ,» λέει η Ισμήνη γυρίζοντας προς το μέρος του.
«Ναι… Η Αστερόπη, μόνο, μπορεί να ξέρει πού ακριβώς μένει η Αλκυόνη, αλλά η Αστερόπη δεν είναι τώρα εδώ.»
Η Ισμήνη χτυπά για λίγο τα δάχτυλα του δεξιού χεριού της επάνω στο τραπεζάκι, σκεπτική. Μετά ανασηκώνει τους ώμους. «Πάμε, τότε, να μιλήσουμε στον Νυχταστέρη πρώτα. Αλλά η συνάντησή μας να γίνει όπως και με τον Τάρνελκωφ, σε δημόσιο χώρο.»
«Και πού θα καταλήξουμε αν είναι με το μέρος της Νέρφελδιφ; Να πρέπει πάλι να φύγουμε από την πόλη;»
«Έχεις καμια καλύτερη η ιδέα;»
Η αλήθεια είναι πως δεν έχει, οπότε πιάνει τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του και καλεί τον προσωπικό τηλεπικοινωνιακό πομπό του Κύριλλου Νυχταστέρη. Τον ακούει να κουδουνίζει, μα κανένας δεν απαντά. Και του Γρύπα δεν του αρέσει αυτό. Του θυμίζει την περίπτωση του Σερφάντη.
Κλείνει τον πομπό του, και κοιτάζει την Ισμήνη.
Εκείνη καταλαβαίνει τι σκέφτεται ο σύζυγός της, από το βλέμμα του. «Μπορεί απλά να μην είναι εκεί,» του λέει.
«Τον κάλεσα στον προσωπικό πομπό του.»
«Ίσως να μην τον έχει πάρει μαζί του.»
«Σπάνια είσαι τόσο… μη καχύποπτη,» παρατηρεί ο Γρύπας.
Η Ισμήνη μειδιά με τα φρεσκοβαμμένα χείλη της. «Δεν είμαι καχύποπτη ποτέ χωρίς καλό λόγο.»
Ο Γρύπας καλεί τώρα την οικία του Κύριλλου Νυχταστέρη, τη βίλα του στη Γραμμή – μια πλούσια περιοχή της Θακέρκοβ.
«Οικία Νυχταστέρη· λέγετε, παρακαλώ,» έρχεται μια γυναικεία φωνή από το μεγάφωνο του πομπού, τον οποίο ο Γρύπας έχει ανοιχτό έτσι ώστε να μπορούν ν’ακούσουν και εκείνος και η Ισμήνη.
«Καλημέρα,» λέει στο μικρόφωνο της συσκευής. «Βρίσκεται εκεί ο κύριος Κύριλλος Νυχταστέρης; Θα ήθελα να του μιλήσω. Είναι κάτι επείγον.»
Η γυναικεία φωνή ακούγεται να κομπιάζει. «Κύριε… Δεν έχετε ακούσει;»
Του Γρύπα αυτό τού αρέσει ακόμα λιγότερο από το γεγονός ότι ο Κύριλλος δεν απάντησε στον προσωπικό τηλεπικοινωνιακό πομπό του. «Τι εννοείτε; Μόλις ήρθα στην πόλη.»
«Ο κύριος Νυχταστέρης είναι νεκρός,» αποκρίνεται η γυναίκα, με φωνή που δεν φανερώνει και μεγάλη θλίψη – μάλλον, είναι κάποια υπηρέτρια της βίλας, όχι συγγενής του Κύριλλου. «Χτες βράδυ πέθανε. Οι γιατροί δεν μπόρεσαν να τον σώσουν. Είπαν πως τον δηλητηρίασαν.»
«Ποιος τον δηλητηρίασε;» ρωτά αμέσως ο Γρύπας.
«Δε γνωρίζουμε, κύριε. Η Χωροφυλακή το ερευνά. Θα θέλατε να μιλήσετε σε κάποιον άλλο; Ποιος είστε;»
Ο Γρύπας κλείνει τον πομπό του χωρίς ν’απαντήσει, και τώρα το βλέμμα του είναι σκοτεινό καθώς στρέφεται στην Ισμήνη.
Ονειρεύομαι ότι οδηγώ μέσα στους δρόμους κάποιας τεράστιας μεγαλούπολης. Αλλά είναι λαβύρινθος· δεν μπορώ να βρω την πορεία που πρέπει ν’ακολουθήσω.
Μετά, ακούω ομιλίες. Αρκετοί άνθρωποι μιλάνε κάπου κοντά μου.
Με ξυπνάνε.
Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω ότι βρίσκομαι ξαπλωμένος σ’ένα δωμάτιο. Φως είναι αναμμένο στο κομοδίνο δίπλα μου. Τα παντζούρια του παραθύρου είναι κλειστά, αλλά ανάμεσά τους διακρίνω σκοτάδι· πρέπει νάναι νύχτα.
Πού είμαι; Το μέρος δεν μου θυμίζει κάτι. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι να οδηγώ το ηχομορφικό όχημα: να το οδηγώ έξω από τον πέμπτο όροφο εκείνης της πολυκατοικίας του Κλεόβουλου Σιριλάμνη, να πέφτω σαν χαρτοσακούλα προς τον δρόμο από κάτω…
Οι φωνές έρχονται από το διπλανό δωμάτιο. Και νομίζω πως τις αναγνωρίζω. Ναι, σίγουρα δεν είναι άγνωστες. Η Κλαρίσσα… Η Αλκάρνη…
Σηκώνομαι από το κρεβάτι διαπιστώνοντας ότι δεν αισθάνομαι άσχημα, αν κι ακόμα το κεφάλι μου βουίζει από εκείνη την ηχητική επίθεση του Ψηλού Αλλάνδρη. Είμαι ντυμένος μόνο με το παντελόνι μου. Δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ ποια απ’ όλες τους με έγδυσε. Η Ξανθίππη; Η Κλαρίσσα; Πλησιάζω τον καθρέφτη και κοιτάζομαι. Σαν να μ’έχει πατήσει τρένο είμαι. Χτενίζω τα μαλλιά μου με τα δάχτυλα και βαδίζω προς την πόρτα του δωματίου, που είναι μισάνοιχτη.
Την παραμερίζω κι αντικρίζω ένα καθιστικό όπου βρίσκονται καθισμένες όλες τους – η Ξανθίππη, η Κληματένια, η Τζούλη, η Αλκάρνη – εκτός από την Κλαρίσσα, που βηματίζει νευρικά μ’ένα ποτήρι στο χέρι. Ο Νιρμόδος Καλοφυσίτης είναι επίσης εδώ.
Με βλέπουν αμέσως, φυσικά, διακόπτοντας την κουβέντα τους. Χαμογελάνε. «Ραλίστα,» λέει ο Νιρμόδος. «Καιρός ήταν να σηκωθείς,» λέει η Τζούλη. «Ζορδάμη· είσαι καλά;» λέει η Ξανθίππη. «Ζορδάμη!» λέει η Κληματένια. «Ραλίστα. Κάθισε,» λέει η Αλκάρνη. Η Κλεισμένη πετάγεται πίσω από μια καρέκλα κι έρχεται τρέχοντας προς το μέρος μου, τρίβεται πάνω στα γυμνά πόδια μου, νιαουρίζοντας.
«Ζαλίζεσαι ακόμα;» με ρωτά η Κλαρίσσα.
«Όχι,» της λέω. «Λιγάκι, ίσως. Αλλά κι εσείς χτυπηθήκατε από το όπλο του Αλλάνδρη…» Το βλέμμα μου πάει από την Κλαρίσσα στη Τζούλη, στην Κληματένια.
«Εγώ ακόμα ζαλίζομαι,» παραδέχεται η Τζούλη, «και δεν ακούω καλά.» Πίνει μια γουλιά απ’το ποτό της. «Θα περάσει, υποθέτω.»
Κάθομαι στον καναπέ, πλάι στην Ξανθίππη που κάθεται πλάι στη Τζούλη. «Πού είμαστε;» ρωτάω.
«Σε μια σουίτα του ξενοδοχείου ‘Το Κλασικό’,» αποκρίνεται η Αλκάρνη Αμυθολόγητη. «Σ’ευχαριστώ για ό,τι έκανες, Ζορδάμη. Αν δεν ήσουν εσύ, δεν ξέρω τι θα είχε συμβεί.»
«Οποιοσδήποτε με το ηχομορφικό όχημα μπορούσε να κάνει τα ίδια μ’εμένα,» λέω, αχαρακτήριστα μετριοφρόνως. Ίσως να φταίει η ζαλάδα μου και το βούισμα στ’αφτιά μου.
«Είναι καλύτερα, όμως, όταν έχεις έναν ραλίστα για να οδηγεί.»
«Πού είναι τώρα το όχημα;»
«Στο γκαράζ του ξενοδοχείου,» λέει η Κλαρίσσα. «Εγώ το οδήγησα όταν έχασες τις αισθήσεις σου, αν και ήμουν στα όρια της λιποθυμίας. Με το που ήρθαμε εδώ, έπεσα για ύπνο. Πριν από λίγο ξύπνησα. Είχα ξαπλώσει στ’άλλο δωμάτιο της σουίτας, μαζί με την Κληματένια.»
Ρωτάω την Αλκάρνη: «Τι ήθελε τελικά ο Σιριλάμνης από εσάς, κύρια Αμυθολόγητη;»
«Εκείνο που νομίζαμε,» μου αποκρίνεται. «Να μάθει πώς ταξιδεύουμε στο φεγγάρι.»
Την κοιτάζω έκπληκτος. Μέχρι στιγμής, μόνο εγώ, εκείνη, και η Κλαρίσσα ξέραμε για την επαφή των μελών της Παλιάς Δυναστείας με τους κατοίκους του φεγγαριού.
«Τους το είπα,» μου εξηγεί η Αμυθολόγητη. «Ο Νιρμόδος ήδη το γνώριζε. Το είχε μάθει από τον Σιριλάμνη και τους συνεργούς του.»
«Σήμερα μόλις,» προσθέτει ο ίδιος. «Και δεν μπορούσα να το χωνέψω, για νάμαι ειλικρινής. Νόμιζα ότι πίστευαν σε κάτι που δεν είναι πραγματικό. Κι ακόμα δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς συμβαίνει…»
«Δεν υπάρχει λόγος να ξέρεις περισσότερα,» του λέει η Αλκάρνη, ήπια. «Και όσο λιγότεροι γνωρίζουν γι’αυτό τόσο το καλύτερο,» τονίζει, υπονοώντας εμμέσως πλην σαφώς ότι ο Καλοφυσίτης δεν πρέπει να διαδώσει αυτή του τη γνώση.
Ο Νιρμόδος νεύει. «Ναι, σίγουρα,» συμφωνεί, και φαίνεται να το εννοεί.
Η Αλκάρνη στρέφει το βλέμμα της σ’εμένα. «Ξέρεις τι συζητούσαμε προτού ξυπνήσεις, Ραλίστα;»
«Δεν έχω τέτοιες μαντικές δυνάμεις,» λέω περνώντας το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά μου.
«Θέλεις καφέ;» με ρωτά η Κληματένια.
«Ναι,» αποκρίνομαι, κι εκείνη σηκώνεται και πηγαίνει να μου φτιάξει.
Η Αλκάρνη μού λέει: «Αναρωτιόμασταν τι θα κάνουμε τώρα. Ο Κλεόβουλος είναι νεκρός, και ο Ψηλός Αλλάνδρης το ίδιο. Και η Λυκία η Λύκαινα, επίσης. Νομίζω ότι αυτό είναι αρκετό για να βάλει φρένο στις δραστηριότητες των εχθρών μας μέσα στην Άντχορκ. Ωστόσο, δεν καταφέραμε εκείνο που θέλαμε – να αιχμαλωτίσουμε τον Κλεόβουλο για να πάρουμε πληροφορίες από αυτόν. Εξακολουθούμε να μην ξέρουμε, ουσιαστικά, τίποτα για τους εχθρούς μας. Ούτε ποιος οργάνωσε αυτή την προδοσία, ούτε πώς έμαθαν για την Παλιά Δυναστεία και την επαφή μας με τις οντότητες του φεγγαριού.»
«Ναι,» λέω σκεπτικά. Και ρωτάω: «Δεν υπάρχει κανένας άλλος που ίσως να ξέρει;»
«Μέσα στην Άντχορκ;» λέει η Τζούλη. «Μάλλον όχι. Ο Σιριλάμνης ήταν που κανόνιζε τα πράγματα, κυρίως. Και ο Ψηλός Αλλάνδρης ενεργούσε ως στρατηγός του, μπορείς να πεις. Ο Σιριλάμνης θα γινόταν Σιδηρά Αρχή της Άντχορκ, όταν ξεμπέρδευε με όσους τού αντιστέκονταν.»
«Επομένως,» μου λέει η Αλκάρνη, «σκεφτόμουν να φύγουμε από την Άντχορκ.»
«Και να πάμε πού;» ρωτάω.
«Στη Νίρβεκ. Εκεί δεν είναι ο γιος μου, ο Σουτούρης;»
«Ναι. Τουλάχιστον, έτσι νομίζω. Νομίζω ότι εκεί θα πήγαινε. Και η Αστερόπη έχει πάει να τον βρει, όπως σας είπα, μαζί με τον Ρίβη Νέρφελδιφ.»
Η Αλκάρνη νεύει. «Δεν το έχω ξεχάσει. Θα φύγουμε από την Άντχορκ και θα τους αναζητήσουμε. Εγώ, εσύ, και η Ξανθίππη.»
Η Κλεισμένη νιαουρίζει και πηδά στην αγκαλιά μου, σαν να θέλει να πει ότι, φυσικά, κι εκείνη θα έρθει.
«Η Τζούλη,» συνεχίζει η Αμυθολόγητη, «η Κλαρίσσα, ο Νιρμόδος, και η Κληματένια θα μείνουν εδώ, για να παρακολουθούν πώς θα εξελιχτεί η κατάσταση και για να… συνεφέρουν την οικογένεια, όσο μπορούν.»
«Γιατί δεν μένετε κι εσείς εδώ, κύρια Αμυθολόγητη;» ρωτάω. «Μπορεί να υπάρχει κίνδυνος στη Νίρβεκ. Δεν ξέρουμε τι γίνεται εκεί.»
Η Κληματένια μού φέρνει τον καφέ μου και την ευχαριστώ παίρνοντάς τον από το χέρι της. Πίνω μια μικρή γουλιά.
Η Αλκάρνη μού λέει: «Αν μείνω εδώ, θα έχω μπλεξίματα με τη Χωροφυλακή κατά πρώτον. Μετά την επίθεση στο σπίτι μου κανένας δεν ξέρει πού βρίσκομαι, κι όταν εμφανιστώ ξαφνικά θα πρέπει να δώσω κάποιες εξηγήσεις στις αρχές της πόλης. Δεν είναι αυτό κάτι που με τρομάζει, βέβαια· θα τα καταφέρω. Εξάλλου, δεν έχω να κρύψω κανένα έγκλημα· δέχτηκα επίθεση, δεν επιτέθηκα σε κανέναν. Ωστόσο, βαριέμαι αυτές τις διαδικασίες, και δεν θέλω τώρα να χάσω χρόνο, όταν η Δυναστεία πιθανώς να με χρειάζεται αλλού.» Γυρίζει νευρικά ένα δαχτυλίδι επάνω στον δείκτη του αριστερού της χεριού. «Επιπλέον, θέλω να μάθω αν ο Σουτούρης μου είναι καλά, καθώς και, γενικά, τι συμβαίνει στη Νίρβεκ. Έχω έναν πολύ καλό φίλο εκεί.»
«Ποιον, αν επιτρέπεται, κυρία Αμυθολόγητη;» ρωτάω.
«Τον Ριχάρδο των Δρομολόγων.»
Νομίζω πως τον θυμάμαι. Τον είχα δει όταν ήμουν παλιότερα στη Νίρβεκ μαζί με τον Σουτούρη τον Τυχερό. Είναι κι αυτός μέλος της Σιδηράς Δυναστείας, σαν την Πάολα.
«Δεν είναι της Παλιάς Δυναστείας, έτσι;»
«Όχι,» μου λέει η Αλκάρνη, «δεν είναι, ούτε γνωρίζει γι’αυτήν.» Και προσθέτει: «Αν διαφωνείς με το σχέδιό μου, περιμένω ν’ακούσω τη γνώμη σου, Ραλίστα.»
Πίνω ακόμα μια γουλιά απ’τον καφέ μου. «Όχι,» αποκρίνομαι, «δεν διαφωνώ.» Εξάλλου, θα ήθελα κι εγώ να μάθω τι κάνει η Αστερόπη. Και ο Σουτούρης, βέβαια. Και ο Ρίβης Νέρφελδιφ. «Θα ξεκινήσουμε αύριο;»
«Ναι,» λέει η Αλκάρνη. «Αν αισθάνεσαι καλά.»
«Μέχρι το πρωί, ακόμα κι αυτό το βουητό στ’αφτιά μου μάλλον θα έχει πια σταματήσει,» αποκρίνομαι. Και κοιτάζω την Ξανθίππη δίπλα μου. «Εσύ είσαι σίγουρη πως θες να έρθεις;»
Εκείνη υψώνει τους ώμους, μορφάζοντας. «Πού αλλού να πάω; Στη Νέσριβεκ; Εκεί ολόκληρη η πόλη είναι θανάσιμη παγίδα για μένα.»
«Τα πράγματα σύντομα θ’αλλάξουν,» τη διαβεβαιώνει η Αμυθολόγητη. «Μόλις ανακαλύψουμε ποιο είναι το κεφάλι αυτού του… χταποδιού, θα το κόψουμε, και τα πλοκάμια θα πάψουν να κινούνται.»
«Η Ασημίνα Νέρφελδιφ είναι το κεφάλι, κατά πάσα πιθανότητα,» της λέω πίνοντας καφέ.
«Δεν αποκλείεται,» παραδέχεται η Αλκάρνη. «Αλλά πρέπει να βεβαιωθούμε. Μην ξεχνάς ότι ο εχθρός μας έχει κάπως μάθει για την Παλιά Δυναστεία και για τις επαφές μας με τους κατοίκους του φεγγαριού. Μπορείς να φανταστείς πώς η Ασημίνα θα μπορούσε να έχει πληροφορηθεί για κάτι τέτοιο;»
«Καμία ιδέα δεν έχω,» αποκρίνομαι. «Το μόνο που η ίδια μού εκμυστηρεύτηκε, όσο ήμουν μαζί της, είναι ότι της αρέσουν τα ράλι. Κι αυτό δεν έχει σχέση ούτε με την Παλιά Δυναστεία ούτε με μυστηριώδεις οντότητες από το φεγγάρι.»
Η Αλκάρνη μένει σιωπηλή, ανάβοντας τσιγάρο.
Και τότε θυμάμαι ότι το μπροστινό τζάμι του ηχομορφικού οχήματος διαλύθηκε τελείως ύστερα από την ηχητική ριπή του Ψηλού Αλλάνδρη. Το λέω στην Αμυθολόγητη, και προσθέτω: «Πρέπει να το αντικαταστήσουμε προτού ξεκινήσουμε για τη Νίρβεκ. Ακόμα και με απλό κρύσταλλο – γιατί δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα βρούμε τόσο ανθεκτικό όσο το αρχικό. Ο κύριος Ξενοκράτης έκανε ειδική δουλειά για να φτιαχτεί αυτό το όχημα.»
«Ναι,» συμφωνεί η Αλκάρνη, «όντως πρέπει να επιδιορθωθεί το τζάμι. Δεν το είχα υπολογίσει αυτό. Θα το πάμε σε μηχανουργείο μόλις ξημερώσει. Κι όταν είναι έτοιμο θα φύγουμε.»
«Καλό θα ήταν να γίνουν κι άλλες επισκευές στο όχημα,» προσθέτω. «Έχει χτυπηθεί άσχημα, ύστερα από τόσες συγκρούσεις. Και θέλω να είμαι εκεί όταν θα το φτιάχνουν, για να δω τι δουλειά θα κάνουν.»
Η Αμυθολόγητη χαμογελά. «Ραλίστες…» λέει, κουνώντας το κεφάλι, καθώς φυσά καπνό απ’την άκρη του στόματός της.
*
Ο Νιρμόδος δεν κάθεται να περάσει τη νύχτα μαζί μας· πηγαίνει στο σπίτι του. Η Τζούλη, όμως, ακόμα φοβάται να επιστρέψει στο δικό της σπίτι, οπότε μένει εδώ. Η σουίτα είναι αρκετά μεγάλη, αλλά εξακολουθούμε να είμαστε πολλοί για το μέγεθός της. Η Κλαρίσσα και η Αμυθολόγητη ξαπλώνουν στο υπνοδωμάτιο όπου η Κλαρίσσα είχε κοιμηθεί και πριν μαζί με την Κληματένια. Η Κληματένια τώρα ξαπλώνει στον καναπέ του καθιστικού, ενώ η Τζούλη ενώνει τις δυο πολυθρόνες και ξαπλώνει επάνω τους. Η Ξανθίππη ξαπλώνει στο πάτωμα του καθιστικού, στο χαλί. Προθυμοποιούμαι να παραχωρήσω το δωμάτιό μου σε δύο από αυτές για να κοιμηθούν μαζί στο κρεβάτι, αλλά αρνούνται και δεν θέλουν ούτε να το συζητήσουν. «Θα οδηγείς αύριο,» μου λέει η Ξανθίππη· «δεν το ρισκάρω νάσαι κουρασμένος και να μας σκοτώσεις!» Με τσαντίζει που με προσέχουν, αλλά το κρεβάτι είναι μαλακό και δελεαστικό, οπότε δεν διαμαρτύρομαι και πολύ έντονα.
Η Κλεισμένη, φυσικά, κοιμάται πλάι μου.
Σε κάποια στιγμή, όμως, την αισθάνομαι να κινείται μέσα στον ύπνο μου: να κινείται σαν να έχει ξυπνήσει. Και συγχρόνως νιώθω ένα βάρος να έρχεται και να κάθεται στα δεξιά μου, πάνω στο κρεβάτι.
Γυρίζω, ανοίγοντας τα μάτια.
«Συγνώμη,» μου λέει η Ξανθίππη, «δεν ήθελα να σε ξυπνήσω. Ήρθα νυχοπατώντας.» Έχει ήδη ξαπλώσει κατά το ήμισυ.
«Η γάτα με ξύπνησε.»
Η Κλεισμένη νιαουρίζει και κατεβαίνει απ’το κρεβάτι· κουλουριάζεται στο πάτωμα.
«Να φύγω;» λέει η Ξανθίππη.
«Όχι. Αν θέλεις ξάπλωσε. Δεν πειράζει. Σ’το πρότεινα από πριν, δεν σ’το πρότεινα; Εγώ δεν είχα πρόβλημα να κοιμηθώ και στο καθιστικό.»
«Μη λες ανοησίες.» Η Ξανθίππη ξαπλώνει στα δεξιά μου. Και σαν να θέλει να εξηγηθεί: «Ροχαλίζει σαν χαλασμένο φορτηγό αυτή εκεί μέσα, και το πάτωμα δεν είναι και το καλύτερο μέρος για να με πάρει ο ύπνος και να πάψω να την ακούω.»
«Ποια; Η Τζούλη;»
«Ναι.» Η Ξανθίππη τεντώνεται πάνω στο κρεβάτι και μου γυρίζει την πλάτη. «Τέλος πάντων. Εδώ είναι καλύτερα.»
«Ελπίζω να μη ροχαλίζω κι εγώ.»
«Πιο καλά ν’ακούς κάποιον να ροχαλίζει όταν είσαι ξαπλωμένη σε κρεβάτι παρά όταν είσαι ξαπλωμένη στο πάτωμα.»
«Νιάαα,» κάνει η Κλεισμένη, κουλουριασμένη στο πάτωμα. Ορισμένες φορές θα ορκιζόμουν ότι καταλαβαίνει τι λέμε!
Μετά από λίγο, λέω: «Να σε ρωτήσω κάτι;»
«Τι;»
«Όταν με φέρατε εδώ, εσύ με έγδυσες;»
«Γιατί ρωτάς;» Εξακολουθεί να μου έχει γυρισμένη την πλάτη.
«Από περιέργεια. Ποια με έγδυσε;»
Η Ξανθίππη γελά. «Είσαι άτακτος, Ραλίστα! Κοιμήσου. Μπορεί, εξάλλου, να σε έγδυσε ο Νιρμόδος.»
«Μη μου πεις ότι το θεωρείς περίεργο που αναρωτιέμαι…»
«Μμμ.»
«Δε θα μου απαντήσεις;»
Η Ξανθίππη γυρίζει για να με κοιτάξει μέσα στο σκοτάδι. «Η Τζούλη και η Κλαρίσσα σε έγδυσαν,» μου λέει.
«Α.»
«Είχες άλλες προτιμήσεις;»
«Σου είπα, απλή περιέργεια.»
Η Ξανθίππη γελά.
«Γιατί γελάς;»
«Θα σου πω κάτι, αλλά θα το κρατήσεις μυστικό, εντάξει; Μην πεις ότι σ’το είπα!»
«Εντάξει,» λέω. «Τι είναι; Είναι τόσο τραγικό; Τι έκαναν;»
«Η Τζούλη, βασικά,» εξηγεί η Ξανθίππη, γελώντας ξανά μες στο σκοτάδι. «Δεν την είχα για τόσο πρόστυχη. Δεν την ξέρω κιόλας, βέβαια…»
«Τι έκανε; Μη μου πεις ότι έβγαλε το παντελόνι μου και μετά μου το ξανάβαλε.»
«Όχι, αλλά σου έπιασε το… καταλαβαίνεις τι σου έπιασε. Κι όταν η Κλαρίσσα τη ρώτησε ‘Τι σκατά κάνεις στον άνθρωπο εκεί;’ η Τζούλη τής είπε ‘Έχει μια κάποια φήμη, δεν τόχεις ακούσει;’ Και μετά είπε ότι, αφού δεν ξύπνησες ύστερα απ’ αυτό, μάλλον είσαι όντως άσχημα χτυπημένος. ‘Απλά τον δοκίμαζα,’ είπε.»
«Θα την πλακώσω στο ξύλο,» λέω.
Η Ξανθίππη γελά. «Μην πεις ότι σ’το είπα! Συμφώνησες!»
«Καλά, εντάξει,» μουγκρίζω.
Το νιαούρισμα της Κλεισμένης είναι σαν να μας ρωτά Θα κοιμηθείτε καμια ώρα, επιτέλους;
*
Το πρωί, η Τζούλη μάς οδηγεί σ’ένα καλό μηχανουργείο της Άντχορκ το οποίο γνωρίζει. Βρίσκεται στον Σκηνορράφο, δηλαδή όχι και τόσο μακριά από το ξενοδοχείο μας που είναι στο Νέο Δώμα, στις όχθες του ποταμού Σέρντιληθ. Παραδίδουμε το ηχομορφικό όχημα στα χέρια των μηχανικών και τους πληρώνουμε γενναιόδωρα, με τα λεφτά της Αμυθολόγητης, ώστε να κάνουν όσο καλύτερη δουλειά μπορούν, και όσο το δυνατόν πιο γρήγορη. Επιπλέον, εγώ, όπως είπα στην Αλκάρνη, δεν φεύγω από το μηχανουργείο, θέλοντας να δω πώς θα φτιάξουν το όχημα. Και η Τζούλη κι η Ξανθίππη, που μ’έχουν συνοδέψει ώς εδώ, μένουν επίσης μαζί μου.
«Θα πας στο σπίτι σου, όταν έχουμε φύγει;» ρωτάω την πρώτη, καθώς οι μηχανικοί έχουν αρχίσει να αντικαθιστούν το μπροστινό τζάμι του οχήματος.
«Με μεγάλη προσοχή,» μου λέει, κοιτάζοντάς με σαν χτες να μη με χούφτωνε όσο ήμουν λιπόθυμος. «Μπορεί ο Σιριλάμνης κι ο Ψηλός Αλλάνδρης να είναι νεκροί, αλλά ίσως ακόμα κάποιοι να με περιμένουν εκεί.»
Οι επιδιορθώσεις στο αγωνιστικό όχημα δεν γίνονται γρήγορα, καθότι είναι άσχημα χτυπημένο και απαιτείται ολόκληρη διαδικασία για να φτιαχτεί κάθε χτύπημα και να ελεγχθούν οι τροχοί, τα φρένα, η μηχανή του… «Τρομερό εργαλείο, πάντως,» μου λέει ένας από τους μηχανικούς, σε κάποια στιγμή. «Από πού το αγόρασες;»
«Μου το έφτιαξε ένας φίλος,» αποκρίνομαι. «Είναι ειδικής κατασκευής.»
«Ναι, σίγουρα. Φαίνεται. Σαν άρμα μάχης μοιάζει, από μια άποψη!» Χτυπά το μεταλλικό περίβλημα του οχήματος με τις φάλαγγες της γροθιάς του. «Τέτοια θωράκιση…»
«Ναι, δεν είναι συνηθισμένη, το ξέρω,» χαμογελάω.
«Αλήθεια, δε μου λες, αυτός εκεί ο διακόπτης» – σκύβει για να δείξει τον μαγικό διακόπτη στο εσωτερικό – «σε τι χρειάζεται; Δεν μπορώ να καταλάβω.»
«Καλύτερα να μην τον πειράξεις,» του λέω σοβαρά.
Με κοιτάζει συνοφρυωμένος. «Υπάρχει κίνδυνος;»
«Ναι. Σχετικά.»
«Τέλος πάντων. Ό,τι μας λες εσύ κάνουμε. Το εργαλείο είναι, το δίχως άλλο, περίεργο κομμάτι. Να το χαίρεσαι, πάντως – τρομερό.»
«Ευχαριστώ.»
Το έχουν επισκευάσει πλήρως μία ώρα μετά το μεσημέρι, και δεν μπορώ να πω ότι καθυστέρησαν. Τους δίνουμε τα λεφτά που τους υποσχεθήκαμε, μπαίνουμε στο ηχομορφικό, και το οδηγώ προς το Κλασικό, ενώ κι οι τρεις μασουλάμε από ένα σάντουιτς. Δε νομίζω η Αμυθολόγητη νάχει φτιάξει φαγητό σήμερα, παρότι της αρέσει να μαγειρεύει.
Όταν φτάνουμε στο ξενοδοχείο κι ανεβαίνουμε στη σουίτα, βρίσκουμε την Αλκάρνη, την Κλαρίσσα, την Κληματένια, και την Κλεισμένη να τρώνε. Ο Νιρμόδος είναι επίσης εκεί, αλλά δεν τρώει· καπνίζει ένα τσιγάρο.
«Εντάξει το όχημα;» με ρωτά η Αμυθολόγητη σκουπίζοντας τα χείλη της με μια πετσέτα. Είναι βαμμένη και περιποιημένη όπως την πρώτη φορά που τη συνάντησα. Μοιάζει νέα ξανά παρότι πλησιάζει τα εβδομήντα.
«Ναι,» λέω, παρατηρώντας πως, όπως υποψιαζόμουν, το φαγητό το έχουν πάρει από έξω.
«Η Κλαρίσσα έμαθε κάτι δυσάρεστο.»
Κοιτάζω την τυχοδιωκτική συγγραφέα. «Τι;»
Η Κλαρίσσα πίνει μια γουλιά από το αναψυκτικό της. «Στη Νέσριβεκ, ο άνθρωπός μας που έχει το κωδικό όνομα Βιβλιοπώλης είναι νεκρός,» μου απαντά.
«Τα καθάρματα!» γρυλίζει η Ξανθίππη, γρονθοκοπώντας τον τοίχο πλάι της δυο φορές, απανωτά. «Τα καθάρματα!» Ο τοίχος τρώει και μια κλοτσιά.
«Τον ήξερες…» λέω.
«Φυσικά και τον ήξερα. Σ’το έχω πει, δε σ’το έχω πει; Αυτό το ελεεινό κάθαρμα, ο Καλνάροφ, θα τον δολοφόνησε, όπως δολοφόνησε και τον Κριτόλαο!» Στρέφεται στην Κλαρίσσα. «Από πού το έμαθες εσύ;»
«Από συνδέσμους μας,» αποκρίνεται η συγγραφέας. «Ανθρώπους που μετακινούνται ανάμεσα στην Άντχορκ και στη Νέσριβεκ. Δε μου είπαν, όμως, ποιος τον σκότωσε. Μου είπαν ότι ήταν ατύχημα–»
«Μαλακίες!»
«Τουλάχιστον, έτσι φάνηκε – ατύχημα. Καθώς ο Τζακ Βραδύνικος έβγαινε από μια καφετέρια πλάι στο βιβλιοπωλείο του, δύο οχήματα συγκρούστηκαν, σκοτώνοντάς τον ανάμεσά τους.»
«Μεγάλη Αρτάλη! Σαν… σαν κακόγουστο αστείο! Ο Καλνάροφ το έκανε, επίτηδες!» τρίζει τα δόντια η Ξανθίππη. «Το κάθαρμα!»
«Τι εννοείς;» ρωτά η Κλαρίσσα, παραξενεμένη. «Τι εννοείς ‘σαν κακόγουστο αστείο’, Ξανθίππη;»
«Η καφετέρια αυτή ονομάζεται Πρόσκρουση κι έχει επάνω στην ταμπέλα της ζωγραφισμένα δυο οχήματα που συγκρούονται μετωπικά,» εξηγεί εκείνη, με τα μάτια της να γυαλίζουν από οργή. «Θα τον σκοτώσω, τον άθλιο γιο της Λόρκης, ακόμα κι αν αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνω πάνω στη Σεργήλη προτού πεθάνω!»
«Μη χάνεις την ψυχραιμία σου,» της λέει η Κλαρίσσα. «Θα έρθει και η ώρα του Άλκιμου Καλνάροφ.»
«Τώρα θα έχει πια τον πλήρη έλεγχο στη Νέσριβεκ, Κλαρίσσα! Ποιος θα του εναντιωθεί;»
«Ο έλεγχός του δεν θα έχει νόημα,» λέει η Αμυθολόγητη, «όταν έχουμε διαλύσει τους εχθρούς μας σ’όλα τ’άλλα κέντρα τους. Θα αναγκαστεί να υποχωρήσει.»
«Να υποχωρήσει;» φωνάζει η Ξανθίππη. «Μετά απ’ όλα όσα έκανε θα τον αφήσουμε ζωντανό;»
«Αν αρχίσουμε να σκοτώνουμε τα μέλη της Δυναστείας–»
«Ορισμένοι πρέπει να πεθάνουν, κυρία Αμυθολόγητη! Αλλιώς–»
«Το ίδιο δεν λένε κι οι εχθροί μας; Ότι ορισμένοι πρέπει να πεθάνουν προκειμένου να φτιάξουν μια καλύτερη Σιδηρά Δυναστεία. Αυτό δεν είναι το σχέδιό τους; Το ερώτημα είναι: Θα γίνουμε σαν εκείνους;»
«Μα… πώς μπορείς να εμπιστεύεσαι ανθρώπους όπως τον Καλνάροφ;»
«Δεν είναι ο μόνος που μας πρόδωσε,» της λέει η Αμυθολόγητη. «Και μην έχεις αυταπάτες, Ξανθίππη: η Σιδηρά Δυναστεία είναι μια οργάνωση του υπόκοσμου της Σεργήλης. Ουσιαστικά, κανέναν μας δεν μπορείς να εμπιστεύεσαι.»
Ο Γρύπας Ξενοκράτης δεν έχει ξανάρθει στο Μαύρο Δόντι, ούτε κανένας άλλος από την ομάδα του, αλλά δεν δυσκολεύονται να το εντοπίσουν γύρω στα εξήντα-πέντε χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Θακέρκοβ.
«Αυτή εκεί η μικρή πόλη πρέπει να είναι, κύριε Ξενοκράτη,» λέει ο Βινάρης, που το πρόσωπό του φαίνεται από τη δεξιά μεριά της οθόνης, ενώ από την αριστερή φαίνεται, από ψηλά, μια πόλη στις νότιες όχθες του ποταμού Κάλμωθ, λίγο μεγαλύτερη από χωριό. Το μέρος μοιάζει σχεδόν εγκαταλειμμένο, αν εξαιρέσεις κάποια κίνηση που διακρίνεται στο λιμάνι. Δύσκολα θα φανταζόταν κανείς ότι εδώ διακινούνται από τις πιο επικίνδυνες ουσίες μέχρι τα πιο απαγορευμένα πράγματα.
«Προσγείωσέ μας σε κάποια απόσταση,» λέει ο Γρύπας, «και θα την πλησιάσουμε σε μορφή οχήματος.»
«Μάλιστα, κύριε Ξενοκράτη,» αποκρίνεται ο Βινάρης, και προσγειώνει το ελικόπτερο νότια της μικρής πόλης, όπου ο Νιρμόδος’χοκ το μεταμορφώνει σε όχημα.
Ο Γρύπας, η Μελένια, και η Ισμήνη, φυσικά, δεν νιώθουν τίποτα από τη μεταμόρφωση καθώς βρίσκονται μέσα στην ενδοδιάσταση. Και βλέπουν, από την οθόνη του συστήματός τους, τον Βινάρη να οδηγεί το όχημα τώρα προς το Μαύρο Δόντι. Οι δρόμοι της πόλης είναι μικροί και το τροχοφόρο ίσα που χωρά σε ορισμένους.
Ο Γρύπας έχει ακούσει για τον Νερόλιθο από την Αστερόπη και τον Ζορδάμη, και ξέρει περίπου πού βρίσκεται. Λέει στον Βινάρη να αναζητήσει το πανδοχείο στην ανατολική μεριά του λιμανιού.
Η οθόνη, χωρισμένη στα τέσσερα, δείχνει διάφορα χαμηλά οικήματα γύρω από το όχημα, και από τα παράθυρα ορισμένων από αυτά πρόσωπα φαίνονται να παρατηρούν το τροχοφόρο του Ξενοκράτη. Άνθρωποι της Δυναστείας, ίσως, ή άλλων οργανώσεων του υπόκοσμου. Διότι το Μαύρο Δόντι δεν ελέγχεται απόλυτα από τη Σιδηρά Δυναστεία· είναι ένα μέρος που συγκεντρώνει πολλούς και διάφορους, από εμπόρους και μισθοφόρους μέχρι κλέφτες και φονιάδες. Όλοι κάνουν συναλλαγές εδώ.
Ο Νερόλιθος δεν αποδεικνύεται δύσκολο να εντοπιστεί, όπως και το Μαύρο Δόντι δεν είναι δύσκολο να εντοπιστεί όταν ξέρεις για τι ψάχνεις. Ο Βινάρης σταματά το όχημα δίπλα από την είσοδο του πανδοχείου.
«Θα μας περιμένετε εδώ,» του λέει ο Γρύπας.
«Όπως επιθυμείτε, κύριε Ξενοκράτη.»
Ο Γρύπας, η Ισμήνη, και η Μελένια μπαίνουν στον καθρέφτη της ενδοδιάστασης, με τη σειρά, και βγαίνουν στην πίσω μεριά του οχήματος, ανάμεσα σε καλώδια και κάτοπτρα που αντανακλούν μυριάδες παράξενα χρώματα. Ανοίγουν την πόρτα και κατεβαίνουν από το τροχοφόρο. Μπαίνουν στην τραπεζαρία του Νερόλιθου, όπου είναι συγκεντρωμένος αρκετός κόσμος καθώς πλησιάζει μεσημέρι.
Ο Γρύπας γνωρίζει ότι εδώ κάνει κουμάντο μια γυναίκα που ονομάζεται Ναρλέθι, όμως δεν έχει δει ποτέ του την όψη της και δεν ξέρει αν τώρα βρίσκεται στο δωμάτιο ανάμεσα στον κόσμο. Θα μπορούσε, φυσικά, να είχε βρει τη φωτογραφία της από τη Θακέρκοβ, αν είχε έρθει σε επαφή με το δίκτυο της Δυναστείας· αλλά το όλο θέμα είναι να μην έρθει σε επαφή με ανθρώπους που πιθανώς να τον προδώσουν στους εχθρούς του. Γι’αυτό κιόλας βρίσκεται τώρα εδώ.
Πίσω από το μπαρ, στο βάθος, στέκεται μια γαλανόδερμη γυναίκα με μακριά, ξανθά σγουρά μαλλιά. Στο κάτω της χείλος είναι περασμένος ένας μικρός, αργυρός κρίκος. Η μπλούζα που φορά έχει δεξί μανίκι αλλά όχι κι αριστερό, έτσι ώστε στο αριστερό της χέρι να φαίνεται μια μεγάλη δερματοστιξία που ξεκινά από το μπράτσο και τελειώνει στον καρπό – άνθη και φυτά που σχηματίζουν πλέγμα αναμεταξύ τους και γύρω από το χέρι της γυναίκας.
Ο Γρύπας κάνει να βαδίσει προς το μέρος της, αλλά η Ισμήνη τον πιάνει από τον αγκώνα. «Στάσου,» του λέει. «Θα της μιλήσω εγώ.»
«Δε νομίζω να μ’αναγνωρίσει.» Η κουκούλα της ελαφριάς ανοιξιάτικης κάπας του είναι σηκωμένη, όπως επίσης και της Ισμήνης και της Μελένιας.
«Καλύτερα να προσέχουμε,» επιμένει η Ισμήνη. «Είσαι πιο γνωστός από εμένα μέσα στην οικογένεια. Κι αν έχουν εντολές να κυνηγήσουν κάποιον, μάντεψε ποιος θα είναι αυτός. Όχι εμένα ή τη Μελένια, πάντως.»
Η Ισμήνη βαδίζει πρώτη προς το μπαρ, και ο Γρύπας δεν φέρνει αντίρρηση. Πράκτορας της Παντοκράτειρας ήταν, σκέφτεται, τι περιμένεις; Αν και δεν μπορεί να χαρακτηρίσει την επιφυλακτικότητά της παράλογη· έχει όντως κάποια βάση.
Η Ισμήνη ακουμπά τα χέρια της στο μπαρ. «Μια Πράσινη Γαλανή. Χωρίς πάγο.»
Η γαλανόδερμη κοπέλα τής γεμίζει ένα ψηλό ποτήρι και το αφήνει μπροστά της. «Εσείς;» ρωτά τον Γρύπα και τη Μελένια, που στέκονται πίσω από την Ισμήνη, ενώ παραμερίζει τα ξανθά μαλλιά από το μέτωπό της με το αριστερό χέρι, κάνοντας τα άνθη της δερματοστιξίας να μοιάσουν προς στιγμή ζωντανά.
Η Ισμήνη λέει: «Θέλουμε να μιλήσουμε στη Ναρλέθι. Είμαστε της οικογένειας.»
«Για ποιο λόγο;»
«Αυτό μπορούμε να το πούμε μόνο στην ίδια. Την ενδιαφέρει, όμως· να είσαι βέβαιη.»
Η γαλανόδερμη κοπέλα υψώνει το χέρι της προς μια μεριά της τραπεζαρίας, και μια γυναίκα σηκώνεται από ένα τραπέζι και πλησιάζει το μπαρ. Πορφυρόδερμη και ξανθιά, με το δεξί μάτι λιγάκι αλλήθωρο. «Τι συμβαίνει, Σερφάντια;» ρωτά.
Η γαλανόδερμη κοπέλα του μπαρ απαντά: «Η κυρία θέλει να σου μιλήσει. Είναι της οικογένειας.»
Η Ναρλέθι στρέφεται στην Ισμήνη, κοιτάζοντας το πρόσωπό της διαπεραστικά. «Δε νομίζω ότι γνωριζόμαστε…»
«Όχι,» αποκρίνεται εκείνη, «δεν γνωριζόμαστε–»
«Γνωρίζεις, όμως, τον Σουτούρη τον Τυχερό,» λέει ο Γρύπας. «Και τον Ζορδάμη Λιγνόρρυγχο. Σωστά;»
Τα μάτια της Ναρλέθι στενεύουν αντικρίζοντας τη μαυρόδερμη όψη του Ξενοκράτη μέσα στη σκιά της κουκούλας του. «Κι αν τους ξέρω;»
«Γι’αυτούς ήρθαμε να σου μιλήσουμε,» της λέει ο Γρύπας. «Και όχι μόνο. Ίσως να μ’έχεις ακουστά.» Την πλησιάζει ώστε να συστηθεί χαμηλόφωνα, για τα δικά της αφτιά και μόνο: «Γρύπας Ξενοκράτης ονομάζομαι.»
Τα μάτια της Ναρλέθι γουρλώνουν ξαφνικά και μετά στενεύουν πάλι.
«Ο Ζορδάμης μού μίλησε για ό,τι συνέβη εδώ, με τον Σουτούρη,» λέει ο Γρύπας. «Μου είπε για την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του.»
Η Ναρλέθι νεύει. «Ναι. Ελάτε από δω, κύριε Ξενοκράτη.»
Τους οδηγεί σ’ένα δωμάτιο πίσω από την τραπεζαρία, όπου υπάρχει ένα μικρό τραπέζι και μερικές καρέκλες γύρω του. Η Ισμήνη παίρνει την Πράσινη Γαλανή μαζί της, πίνοντας μια γουλιά καθοδόν.
«Καθίστε,» προτείνει η Ναρλέθι.
«Δεν ήρθαμε για να καθίσουμε,» λέει ο Γρύπας. «Είναι εδώ ο Σουτούρης ο Τυχερός;»
Η Ναρλέθι κουνά το κεφάλι. «Όχι.»
«Πήγε στη Νίρβεκ; Για να μάθει τι συμβαίνει εκεί;»
«Γνωρίζετε, βλέπω…»
«Σου είπα: με ενημέρωσε ο Ραλίστας.
»Πριν από μερικές μέρες ήρθαν εδώ δύο άνθρωποι και αναζητούσαν τον Σουτούρη, σωστά; Ο ένας ήταν ο επίδοξος δολοφόνος του, ο Ρίβης Νέρφελδιφ, και είχε και μια γυναίκα μαζί του…»
«Ναι,» αποκρίνεται η Ναρλέθι. «Η Σαμάνθα. Έχουν περάσει δέκα μέρες από τότε.»
«Πήγαν στη Νίρβεκ;»
«Τους ψάχνετε;»
«Όχι, δεν είμαι γι’αυτό το λόγο εδώ. Αλλά θέλω να ξέρω.»
Η Ναρλέθι νεύει. «Έτσι είπαν, ότι θα κατευθυνθούν στη Νίρβεκ. Δεν έχω άλλα νέα τους από τότε.»
«Χτες βράδυ,» αλλάζει θέμα ο Ξενοκράτης, «δολοφονήθηκε ο Κύριλλος Νυχταστέρης.»
«Το έμαθα,» λέει η Ναρλέθι, «πριν από λίγο. Γνωρίζετε κάτι περισσότερο;»
«Μια υποψία έχω, μόνο. Μου ανέφεραν ότι ο Νυχταστέρης δηλητηριάστηκε, και ίσως να ξέρω ποια τον δηλητηρίασε.»
Η Ναρλέθι τον κοιτάζει ερωτηματικά.
«Ίσως κι εσύ να την ξέρεις,» της λέει ο Γρύπας. «Γι’αυτό έρχομαι σ’εσένα, βασικά. Δεν είμαι σίγουρος ποιον άλλο μπορώ να εμπιστευτώ σε τούτες τις περιοχές. Κυκλοφορούν προδότες μέσα στη Δυναστεία.»
«Αυτό είναι γνωστό, κύριε Ξενοκράτη. Και μ’έχει ανησυχήσει πολύ.»
Ο Γρύπας νομίζει ότι μπορεί να διακρίνει φόβο στα μάτια της. Τη ρωτά: «Έχεις υπόψη σου μια γυναίκα που λέγεται Αλκυόνη Νόρτκωφ;»
«Ναι. Αυτή…;»
«Είναι σύμμαχος της Ασημίνας Νέρφελδιφ που κρύβεται πίσω από τους άλλους εχθρούς μας.»
Η Ναρλέθι συνοφρυώνεται. «Πιστεύετε ότι ίσως να δηλητηρίασε τον κύριο Νυχταστέρη;»
«Το θεωρώ πιθανό. Είναι, άλλωστε, δηλητηριάστρια εκτός από ιέρεια της Λόρκης.»
Η Ναρλέθι νεύει. «Ναι, ασχολείται με δηλητήρια. Έρχεται ορισμένες φορές κι εδώ, στο Μαύρο Δόντι.»
«Το φαντάστηκα,» λέει ο Γρύπας. «Γνωρίζεις πού μπορώ να τη βρω μέσα στη Θακέρκοβ;»
*
Σκιές έχουν αρχίσει να γεμίζουν τους δρόμους, όταν το μεταβαλλόμενο όχημα του Ξενοκράτη μπαίνει στο Λημέρι. Από την οθόνη του συστήματος της ενδοδιάστασης, που είναι χωρισμένη στα τέσσερα, ο Γρύπας, η Μελένια, και η Ισμήνη βλέπουν τυχαίους περαστικούς και άτομα που είναι, φανερά, μέλη συμμοριών. Αυτή η συνοικία της Θακέρκοβ δείχνει να είναι όλο συμμορίες, και τα βλέμματά τους δεν αρέσουν καθόλου στη Μελένια· της προκαλούν μια πολύ δυσοίωνη αίσθηση, σαν ένα φίδι να σέρνεται πάνω στη ράχη της. Ακόμα και όπλα κουβαλάνε πολλοί απ’ αυτούς, σε κοινή θέα! Η Μελένια βλέπει έναν ψηλόλιγνο τύπο με ξυρισμένο κεφάλι και πρόσωπο ο οποίος θυμίζει σκελετό κι έχει ένα σπαθί περασμένο στην πλάτη. Βλέπει μια γυναίκα που απ’τη ζώνη της κρέμεται ένα πιστόλι. Βλέπει έναν άλλο άντρα, ντυμένο με μαύρα δέρματα, που έχει καραμπίνα στο χέρι και, κρίνοντας απ’την άγρια όψη του, μοιάζει τσαντισμένος κι έτοιμος να τη χρησιμοποιήσει.
Εκτός από μέλη συμμοριών και τυχαίοι περαστικοί, μέσα από την οθόνη της ενδοδιάστασης φαίνονται και πολλοί άστεγοι καθισμένοι σε γωνίες των δρόμων, ή κάτω από σκάλες, ή μέσα σε εγκαταλειμμένα οικήματα. Μαγκάλια είναι αναμμένα κοντά σε αρκετούς από αυτούς.
«Δε μ’αρέσει τούτο το μέρος, κύριε Ξενοκράτη,» λέει η Μελένια.
«Το Λημέρι της Θακέρκοβ δεν ήταν ποτέ καλή περιοχή, απ’ό,τι ξέρω,» λέει η Ισμήνη, «αλλά, τουλάχιστον, όταν η Παντοκράτειρα διοικούσε ακόμα τη διάσταση, δεν βρισκόταν και σε τέτοια χάλια.»
Ο Γρύπας ακουμπά το χέρι του στους ώμους της. «Ελπίζω, αγάπη μου, να μην εκφράσεις παρόμοιες πολιτικές απόψεις και σε πιο δημόσιο χώρο.»
Η Ισμήνη υπομειδιά. «Αφού ξέρεις πόσο προσεχτική είμαι, αγάπη μου.»
«Δε μ’αρέσει αυτό το μέρος, κύριε Ξενοκράτη,» επαναλαμβάνει η Μελένια.
«Δεν ερχόμαστε για να μείνουμε,» της λέει ο Γρύπας, και οπλίζει το πιστόλι του, που είναι τριπλής λειτουργίας: πυροβόλο, ενεργοβόλο, ηχητικό. Πολύ περίπλοκος μηχανισμός.
Ο Βινάρης, μετά από λίγο, σταματά το όχημά τους στον δρόμο που τους είπε η Ναρλέθι. «Εδώ πρέπει να είμαστε, κύριε Ξενοκράτη,» ακούγεται η φωνή του από το σύστημα της ενδοδιάστασης.
Η πινακίδα με το όνομα του δρόμου φαίνεται από το ένα τέταρτο της οθόνης, μισοκρυμμένη πίσω από τυχαίες τοιχογραφίες. «Ναι,» αποκρίνεται ο Γρύπας. «Βγαίνουμε.» Και προς τη Μελένια και την Ισμήνη: «Πάρτε όπλα μαζί σας.»
Η Ισμήνη κρύβει επάνω της ένα ξιφίδιο κι ένα πιστόλι. Η Μελένια κρύβει ένα πιστόλι κάτω από την πουκαμίσα της, και φορά στο δεξί της χέρι ένα γάντι με καλυμμένη ενεργειακή σιδερογροθιά. Το γάντι σκεπάζει και τον πήχη, κι εκεί βρίσκεται η μπαταρία του μηχανισμού. Η Μελένια μπορεί να τον ενεργοποιήσει πατώντας το κουμπί στην παλάμη της, κάτω από το γάντι. Τα μέταλλα τότε φορτίζονται από ενέργεια, και η γροθιά της γίνεται πολύ πιο επώδυνη απ’ό,τι θα ήταν κανονικά.
Ο Γρύπας περνά μέσα απ’τον καθρέφτη της ενδοδιάστασης, και η Μελένια κι η Ισμήνη τον ακολουθούν, βγαίνοντας από το όχημα. Ο Βινάρης και ο Νιρμόδος’χοκ είναι ήδη έξω. Ο Ξενοκράτης, όμως, τους λέει να περιμένουν εδώ.
«Κύριε Ξενοκράτη, η περιοχή είναι επικίνδυνη,» τον προειδοποιεί ο Βινάρης.
«Γι’αυτό ακριβώς θέλω να φυλάτε το όχημά μας. Το σπίτι της Αλκυόνης δεν είναι μακριά.» Το δείχνει με το βλέμμα του. «Αν δείτε ή ακούσετε κάτι να συμβαίνει, ελάτε.»
Η Μελένια δεν ξέρει αν συμφωνεί ή διαφωνεί με την απόφαση του πατέρα της. Καλύτερα, όμως, αυτή η ιέρεια της Λόρκης να μη δει πολλούς μαζί να έρχονται, γιατί μπορεί να θορυβηθεί και να την κοπανήσει, ή ακόμα και να τους επιτεθεί εν όψει. Σ’ένα τέτοιο μέρος η Μελένια δεν θα το απέκλειε. Βλέπει ότι και σε τούτο τον δρόμο, φυσικά, υπάρχουν άστεγοι και συμμορίτες, και ποιος ξέρει τι κλέφτες και φονιάδες.
Ο Γρύπας, η Ισμήνη, και η Μελένια πλησιάζουν την πράσινη πόρτα που επάνω της είναι ζωγραφισμένες εφτά μαύρες βούλες ενωμένες με μαύρες γραμμές, έτσι ώστε να σχηματίζεται ένα Ζ που μια γραμμή περνά οριζόντια από το κέντρο του. Ένα σημάδι της Λόρκης που χρησιμοποιείται τακτικά στον υπόκοσμο της Σεργήλης.
Ο Γρύπας χτυπά την πόρτα με τη γροθιά του γιατί δεν φαίνεται κουδούνι εκεί κοντά. Κανένας δεν απαντά, έτσι ξαναχτυπά, δυνατότερα. Και σύντομα μια γυναικεία φωνή ρωτά από μέσα: «Ποιος είναι;»
«Κάποιος της οικογένειας, που ζητά τις υπηρεσίες της ιέρειας.»
Η πόρτα μισανοίγει, και μια γυναίκα φανερώνεται, κατάμαυρη σαν τον Γρύπα και με μαλλιά σκούρα μπλε, κομμένα στο επίπεδο του ώμου. Είναι ντυμένη μ’ένα καφετί, αμάνικο φόρεμα με μυτερό ντεκολτέ. Στους βραχίονες και στους πήχεις της τυλίγονται λαξευτά περικάρπια και βραχιόλια, όχι μεγάλης αξίας – μπρούντζινα, ξύλινα, σιδερένια.
«Η Αλκυόνη Νόρτκωφ;» ρωτά ο Γρύπας, αν και σίγουρα αυτή είναι. Έτσι ακριβώς την περιέγραψε η Ναρλέθι.
«Ναι,» αποκρίνεται η ιέρεια της Λόρκης. «Κι εσείς;» Τα μάτια της ατενίζουν το πρόσωπό του παρατηρητικά κάτω απ’την κουκούλα του.
«Να περάσουμε; Της οικογένειας είμαστε κι οι τρεις.»
Η Αλκυόνη παραμερίζει από το κατώφλι, αφήνοντάς τους να μπουν σ’ένα σαλονάκι γεμάτο πράγματα: ένα τραπέζι, καρέκλες, έναν καναπέ, στοίβες από βιβλία και περιοδικά, λουλούδια και φυτά, πίνακες, και διάφορα άλλα αντικείμενα, ανάμεσα στα οποία κι ένα κρανίο που αμφίβολο είναι αν ανήκε ποτέ σε άνθρωπο αλλά μοιάζει ανθρώπινο.
Η Αλκυόνη κλείνει την πόρτα. «Πώς θα μπορούσα να σας εξυπηρετήσω;» ρωτά, βηματίζοντας ώστε να σταθεί μπροστά τους.
Μια κατάμαυρη γάτα βγάζει το κεφάλι της πίσω από μια στοίβα βιβλίων, ατενίζοντάς τους με πράσινα, αστραφτερά μάτια.
Ο Γρύπας τραβά το πιστόλι του και σημαδεύει την ιέρεια της Λόρκης, ενώ συγχρόνως κατεβάζει την κουκούλα του.
Η Αλκυόνη κάνει ένα βήμα πίσω. «Τι…;»
«Μην κάνεις καμια επιθετική κίνηση,» της λέει ο Γρύπας. «Να μιλήσουμε θέλω.»
«Δε χρειάζεται όπλο για να μιλήσεις μαζί μου!»
«Με αναγνωρίζεις;» τη ρωτά ο Γρύπας.
Η Αλκυόνη κουνά το κεφάλι. «Όχι. Θα έπρεπε;»
Ο Γρύπας δεν νομίζει ότι του λέει αλήθεια. Έχει την αίσθηση ότι η ιέρεια τον αναγνωρίζει. Έχει την αίσθηση ότι ίσως ακόμα και να τον περίμενε. Μπορεί, άραγε, οι σύμμαχοι της Νέρφελδιφ στην Αγκένροβ να ήρθαν εδώ για να την ειδοποιήσουν;
«Ονομάζομαι Γρύπας Ξενοκράτης.»
Η Ισμήνη, που δεν έχει τραβήξει το πιστόλι της αλλά κρατά τη λαβή του κάτω από την κάπα της, δεν νομίζει ότι ήταν και πολύ συνετό ο Γρύπας να πει το όνομά του. Δεν διαισθάνεται, όπως εκείνος, ότι η ιέρεια τον είχε αναγνωρίσει.
Η Μελένια κοιτάζει γύρω-γύρω, το δωμάτιο, ενώ αναρωτιέται αν είναι και κανένας άλλος στο σπίτι.
Η Αλκυόνη λέει: «Έχω ακούσει για εσάς, κύριε Ξενοκράτη. Αλλά δεν έχουμε ποτέ συναντηθεί… Δεν καταλαβαίνω τι μπορεί να έχετε εναντίον μου! Αν κάποιοι με κακολόγησαν–»
«Γνωρίζω για τη συμφωνία σου με την Ασημίνα Νέρφελδιφ,» τη διακόπτει ο Γρύπας. «Αν και δεν ξέρω λεπτομέρειες.»
Η Αλκυόνη αναστενάζει. Σταυρώνει τα χέρια της μπροστά της. «Υποθέτω ότι δεν θα είχε νόημα να το αρνηθώ…»
Ο Γρύπας διαισθάνεται πως ακόμα κι ετούτα τα λόγια είναι παράσταση. «Τι ακριβώς συμφώνησες μαζί της; Τι σου υποσχέθηκε;»
Η Αλκυόνη τραβά κάτι από ένα περιβραχιόνιό της–
«Τι κάνεις εκεί;» Ο Γρύπας εξακολουθεί να τη σημαδεύει με το πιστόλι του. «Μη μ’αναγκάσεις να σε–!»
Η Αλκυόνη κρατά ένα χάπι ανάμεσα στα δάχτυλά της. «Φάρμακο είναι. Για μένα. Έχω κρυολογήσει. Να το πάρω;» Δεν περιμένει την άδειά του· το βάζει στο στόμα της και το καταπίνει.
Παράξενο… σκέφτεται ο Γρύπας, συνεχίζοντας να νιώθει ότι όλα τούτα είναι παράσταση.
Και η Ισμήνη αρχίζει τώρα να έχει επίσης την ίδια αίσθηση. Τραβά το πιστόλι της, αλλά το κρατά κατεβασμένο.
Η Αλκυόνη βλέπει την κίνησή της και γελά. «Γιατί τέτοια ανησυχία; Θέλετε να μιλήσουμε, δεν θέλετε να μιλήσουμε; Δεν πρόκειται να εκραγώ επειδή πήρα ένα χάπι για το κρυολόγημα!»
«Τι συμφώνησες με την Ασημίνα Νέρφελδιφ;» ρωτά ξανά ο Γρύπας.
«Έχουμε μια… αμοιβαία σχέση. Η κυρία Νέρφελδιφ θέλει να αναμορφώσει τη Δυναστεία, να την κάνει καλύτερη· και αυτό μού φαίνεται καλό.»
«Ποιοι άλλοι υπηρετούν τη Νέρφελδιφ μέσα στη Θακέρκοβ;»
«Δεν είναι πολλοί…» Η Αλκυόνη βηματίζει μέσα στο δωμάτιο.
«Μείνε στη θέση σου!» της λέει η Ισμήνη, σημαδεύοντάς την τώρα κι εκείνη.
Η Μελένια εξακολουθεί να κοιτάζει ολόγυρα, αλλά δεν βλέπει κανέναν άλλο να έρχεται από τις δύο εξόδους του σαλονιού. Μονάχα η μαύρη γάτα φαίνεται να τριγυρίζει μέσα στον λαβύρινθο των αντικειμένων.
«Να πάρω ένα τσιγάρο πηγαίνω!» αποκρίνεται η ιέρεια της Λόρκης, ακραγγίζοντας μια ταμπακιέρα πάνω σε κάτι ράφια. «Ν’ανάψω ένα τσιγάρο; Ούτε αυτό είναι εκρηκτικό, το ορκίζομαι στην Κυρά της Τύχης.» Και κάνει ένα σύμβολο της Λόρκης με το αριστερό της χέρι, φιλώντας τα δάχτυλά της.
«Εντάξει,» της λέει ο Γρύπας. «Αλλά απάντησέ μου: Ποιοι άλλοι είναι με το μέρος της Νέρφελδιφ μέσα στη Θακέρκοβ;»
«Ο Κίμωνας Εύτροχος, κατά πρώτον. Ο αλχημιστής. Τον γνωρίζετε;» Η Αλκυόνη ανάβει ένα τσιγάρο.
Ο Γρύπας δεν τον έχει ξανακούσει, αλλά είναι βέβαιος ότι η Ναρλέθι θα τον ξέρει. «Ποιος άλλος;»
Η Αλκυόνη ρουφά καπνό και τον φυσά δυνατά. «Ο Χρίστος Κίρντεφ, ένας μπράβος των δρόμων των Λιμανοκατοικιών. Τον γνωρίζετε;»
Επίτηδες κάνει αυτή την ερώτηση πάλι; αναρωτιέται ο Γρύπας. «Συνέχισε,» την προτρέπει. Η Ναρλέθι πρέπει, λογικά, να ξέρει κι αυτόν τον Χρίστο Κίρντεφ.
Η Αλκυόνη ρουφά κι άλλο καπνό και τον φυσά μέσα στο δωμάτιο. Και ο Γρύπας νομίζει ότι το σαλόνι έχει γεμίσει καπνό. Αλλά όχι, δεν μπορεί! Η όρασή του είναι που έχει θολώσει. Και ζαλίζεται.
Η Ισμήνη ζαλίζεται επίσης. «Το τσιγάρο!» αναφωνεί.
Η Αλκυόνη ορμά, ξαφνικά, καταπάνω στον Γρύπα, παραμερίζοντας το πιστόλι του και σπρώχνοντάς τον. Εκείνος, αποδυναμωμένος, ζαλισμένος, από τον καπνό, παραπατά και πέφτει πάνω στην Ισμήνη. Σωριάζονται στο πάτωμα κι οι δυο τους.
Η Μελένια δεν ήταν, όμως, τόσο κοντά στην ιέρεια όσο ο πατέρας της και η σύζυγός του. Κι εκείνη έχει ζαλιστεί, βέβαια, αλλά όχι το ίδιο. Και καταλαβαίνει ακριβώς τι έχει συμβεί. Δίχως να χάσει καιρό, χιμά στην Αλκυόνη γρονθοκοπώντας την στον πήχη με τη σιδερογροθιά της ενεργειακά φορτισμένη.
«ΑΑΑΑΑΑΑ!» ουρλιάζει η ιέρεια της Λόρκης, καθώς διπλώνεται κρατώντας το χέρι της. Το τσιγάρο της έχει πέσει, και η Μελένια αμέσως το πατά κάτω από το πόδι της, σβήνοντάς το.
Ο Γρύπας και η Ισμήνη ανασαλεύουν στο πάτωμα, μουγκρίζοντας, βήχοντας. Η επίδραση του καπνού δεν φαίνεται νάχει περάσει. Και τώρα και η Μελένια αισθάνεται άσχημα. Η όρασή της είναι θολή, και νομίζει πως θέλει να ξεράσει.
«Τι μας έκανες;» φωνάζει στην ιέρεια της Λόρκης, αρπάζοντάς την απ’τον λαιμό με το αριστερό χέρι και σπρώχνοντάς την πάνω στο τραπέζι, ενώ υψώνει το δεξί γαντοφορεμένο χέρι της, με τη γροθιά σφιγμένα, με τα μέταλλα ακόμα ενεργειακά φορτισμένα. «Τι μας έκανες;»
Η μαύρη γάτα ακούγεται να γρυλίζει από δίπλα.
«Σκότωσέ με και θα πεθάνετε όλοι!» κρώζει η Αλκυόνη. «Είναι δηλητήριο! Είναι δηλητήριο αυτός ο καπνός!»
Το χάπι! σκέφτεται η Μελένια. «Δώσε μου το χάπι που πήρες πριν!»
«Δεν έχω άλλο.»
Η Μελένια πατά το κουμπί στην παλάμη της για να απενεργοποιήσει την ενεργειακή φόρτιση της σιδερογροθιάς και κάνει να ψάξει με το γαντοφορεμένο χέρι της τα περιβραχιόνια της ιέρειας ενώ εξακολουθεί να της κρατά τον λαιμό με το αριστερό χέρι. Η Αλκυόνη, όμως, δεν μένει ακίνητη· τη σπρώχνει και την κλοτσά, και η Μελένια παραπατά και παραλίγο να πέσει. Ζαλίζεται, το δωμάτιο στριφογυρίζει γύρω της. Πατά πάλι το κουμπί στην παλάμη της, για να φορτίσει ενεργειακά τη σιδερογροθιά που κρύβει το γάντι της.
Η ιέρεια της Λόρκης γυρίζει κι απλώνει το χέρι της, μάλλον για να πιάσει κάποιο όπλο από τα ράφια – η Μελένια τής ορμά ξανά, τη γρονθοκοπεί στη ράχη – η Αλκυόνη ουρλιάζει καθώς το σώμα της τραντάζεται από το χτύπα κι από την ενέργεια: πέφτει στο πάτωμα, λιπόθυμη, τραβώντας μαζί της ένα σωρό μικροαντικείμενα. Η Μελένια ψάχνει γρήγορα τα περιβραχιόνια της· βρίσκει αυτό που πριν είχε αγγίξει η ιέρεια και διαπιστώνει ότι καμια δεκαριά χάπια υπάρχουν μέσα του. Παίρνει το ένα και το βάζει στο στόμα της, το καταπίνει.
Πλησιάζει τον πατέρα της και την Ισμήνη και, γονατίζοντας κοντά τους, τους δίνει από ένα χάπι και τους λέει να το καταπιούν, γρήγορα! «Αυτό πρέπει νάναι το αντίδοτο!»
Ο Γρύπας και η Ισμήνη υπακούουν, νιώθοντας κι οι δύο σαν να βρίσκονται μέσα σε όνειρο, μέσα σε εφιάλτη, μη μπορώντας να κουνήσουν εύκολα τα σώματά τους, λες και βάρη είναι πιασμένα επάνω τους, τραβώντας τους κάτω.
Δυνατοί χτύποι έρχονται από την εξώπορτα. Κάποιος την κοπανά άγρια.
«Γρύπα!» φωνάζει. «Μελένια!»
Ο Βινάρης! συνειδητοποιεί η Μελένια. Και σηκώνεται όρθια, νιώθοντας λίγο καλύτερα τώρα· το αντίδοτο πρέπει νάχει αρχίσει να λειτουργεί. Πλησιάζει την πόρτα και την ανοίγει.
Ο Βινάρης μπαίνει στο δωμάτιο ακολουθούμενος από τον Νιρμόδο’χοκ. Αμέσως τραβά το ίτρατ από τη ζώνη του, βλέποντας τον Ξενοκράτη και την Ισμήνη πεσμένους. «Τα κέρατα του Κάρτωλακ! Τι–;»
«Μας έριξε δηλητήριο,» του λέει η Μελένια. «Αλλά πήραμε το αντίδοτο. Πρέπει να συνέλθουν τώρα. Πρέπει να συνέλθουν.» Γονατίζει πάλι πλάι στον πατέρα της. «Κύριε Ξενοκράτη; Μ’ακούτε;»
«…Ναι,» μουγκρίζει μετά δυσκολίας ο Γρύπας, καταφέρνοντας να βάλει τον έναν αγκώνα από κάτω του, να ανασηκωθεί. «Η ιέρεια…»
«Ο καπνός του τσιγάρου της ήταν δηλητηριώδης,» λέει η Μελένια.
«Ναι, αλλά πού… είναι;»
«Εδώ είναι,» αποκρίνεται η Μελένια. «Τη χτύπησα. Έχασε τις αισθήσεις της.» Δείχνει με το γαντοφορεμένο χέρι της την πεσμένη Αλκυόνη.
«Θα την πάρουμε μαζί μας,» λέει ο Γρύπας, καθώς ο Βινάρης τον πιάνει από τη μασχάλη και τον βοηθά να σταθεί.
Η Ισμήνη είναι ακόμα στο πάτωμα, αλλά κι εκείνη μοιάζει τώρα καλύτερα. Έχει πάρει καθιστή θέση και τρίβει το πρόσωπό της, παραμερίζοντας τα μαλλιά από το μέτωπό της. Ο Νιρμόδος’χοκ τής δίνει το χέρι του για να πιαστεί και να σηκωθεί.
Το απόγευμα φεύγουμε από την Άντχορκ, εγώ, η Ξανθίππη, η Αλκάρνη Αμυθολόγητη, και η Κλεισμένη. Η Ξανθίππη είναι ακόμα έκδηλα στεναχωρημένη για τον θάνατο του Τζακ Βραδύνικου, του Βιβλιοπώλη, για τον οποίο πρώτη φορά άκουσα σήμερα, παρότι υποτίθεται πως ήταν αρκετά σημαντικός συγγενής στη Νέσριβεκ την Όμορφη. Καθώς η Ξανθίππη κάθεται δίπλα μου, στη θέση του συνοδηγού, καπνίζει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, κι έχω συνέχεια την αίσθηση ότι θα ήθελε πολύ να δείρει κάποιον ή κάτι. Η Αμυθολόγητη κάθεται στο πίσω κάθισμα, με την Κλεισμένη στα γόνατά της, η οποία χασμουριέται κάθε τόσο – το βλέπω από τον καθρέφτη.
Οδηγώ μέχρι το πανδοχείο «Τροφή για τους Τροχούς», εκεί όπου η μεγάλη δημοσιά διχαλώνει και το ένα της παρακλάδι πηγαίνει νότια, προς Θακέρκοβ, ενώ το άλλο ανατολικά, προς Νίρβεκ. Πατάω το φρένο, σταματώντας. Σκοτάδι απλώνεται γύρω μας· η νύχτα έχει έρθει. Τα φώτα του πανδοχείου φαίνονται αντίκρυ μας. Ρωτάω την Αμυθολόγητη αν θα το θεωρούσε συνετό να διανυκτερεύσουμε εδώ.
«Εσύ θα το θεωρούσες συνετό, Ραλίστα;» μου λέει.
Την κοιτάζω από τον καθρέφτη. Είναι ντυμένη ταξιδιωτικά, όπως στην ταινία «Εχθρικός Χρόνος», στην οποία έχει παίξει παλιά. «Υπάρχει πιθανότητα οι εχθροί μας να έχουν κάποιον πράκτορά τους εδώ, δεν υπάρχει; Είναι πολύ περαστικό μέρος.»
«Ναι,» συμφωνεί η Αλκάρνη. «Ας διανυκτερεύσουμε στην ύπαιθρο, μέσα στο όχημα.»
Δεν φέρνω αντίρρηση. Προσπερνώ την Τροφή για τους Τροχούς και, όταν έχω διανύσει γύρω στα δέκα χιλιόμετρα και είμαι σίγουρος ότι κανείς δεν μας παρακολουθεί, βγάζω το όχημά μου από τη δημοσιά και σταματάω πάνω σ’ένα λοφίσκο. Από κάτω του φαίνεται ένα χωριό.
*
Φυλάμε βάρδιες εναλλάξ, εγώ και η Ξανθίππη, αλλά τίποτα δυσάρεστο δεν συμβαίνει όλη τη νύχτα. Και το πρωί βάζω ξανά το όχημά μας στη δημοσιά και ταξιδεύω προς τα ανατολικά. Τρέχοντας με εκατό χιλιόμετρα την ώρα, φτάνουμε ώς το μεσημέρι στη Νίρβεκ, και προειδοποιώ την Αμυθολόγητη και την Ξανθίππη ότι εδώ οι αρχές με κυνηγάνε. «Μαζί με τον Ύαν επιτεθήκαμε στα Κεντρικά της Χωροφυλακής για να σώσουμε την Αστερόπη,» τους θυμίζω. Έχω ήδη φορέσει ένα μικρό καπέλο και μαύρα γυαλιά, για κάθε ενδεχόμενο – αν και, βέβαια, τα τζάμια του ηχομορφικού οχήματος είναι φιμέ: ακόμα και το καινούργιο που βάλαμε χτες.
«Να επικοινωνήσω με τον Ριχάρδο,» με ρωτά η Αμυθολόγητη, «ή θα επικοινωνήσεις εσύ με αυτή την Πάολα;» Κρατά στο χέρι της τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της.
«Για τον Ριχάρδο δεν ξέρουμε πολλά,» της λέω. «Δεν ξέρουμε αν είναι μαζί μας ή αν έχει πάει με τους εχθρούς–»
«Δε νομίζω ο Ριχάρδος να έκανε κάτι τέτοιο, Ραλίστα.»
«Καλύτερα, όμως, να μην το διακινδυνέψουμε, κυρία Αμυθολόγητη.»
Η Αλκάρνη αναστενάζει. «Μάλλον έχεις δίκιο. Κάλεσε εσύ την Πάολα, λοιπόν. Εγώ δεν είχα ποτέ επαφές μαζί της.»
Βγάζω τον πομπό μου και, έχοντας τον ανοιχτό ώστε ν’ακούν και οι δύο επιβάτισσές μου, καλώ την Πάολα.
«Ναι;» αντηχεί σύντομα η φωνή της.
«Μάντεψε ποιος ήρθε πάλι στην πόλη σου,» της λέω.
Γελάει. «Ραλίστα… Γιατί άργησες τόσο;»
«Με περίμενες;» λέω, παραξενεμένος.
«Πλάκα σού κάνω,» αποκρίνεται η Πάολα. «Μου είχαν πει ότι είσαι στην Άντχορκ.»
«Εκεί ήμουν. Αλλά, έχοντας τελειώσει με κάποιες δουλειές στο Κόσμημα της Σεργήλης, αποφάσισα να έρθω σε πιο παρακμιακά μέρη–»
«Παρακμιακά μέρη, ε!» γελά η Πάολα.
«Πού μπορώ να σε συναντήσω;»
Μου λέει να πάω στο Ζητούμενο, σ’ένα δωμάτιο στον πέμπτο όροφο του ξενοδοχείου. «Δε θα είμαι μόνη μου,» με προειδοποιεί.
«Ποιος άλλος θα είναι εκεί;»
«Έκπληξη.»
«Καλά. Σε λίγο θα έρθουμε.»
«Δηλαδή, έχεις κι άλλους μαζί σου;»
«Έκπληξη,» της λέω, και μετά χαιρετιόμαστε και η τηλεπικοινωνία μας τερματίζεται.
«Τελείως χαζοβιόλα ακούγεται,» σχολιάζει η Ξανθίππη. «Σίγουρα την εμπιστεύεσαι;»
Χαμογελάω. «Μην την κρίνεις τόσο βιαστικά.»
Οδηγώ το ηχομορφικό όχημα ώς το Ζητούμενο και το σταματάω σ’έναν δρόμο παραδίπλα. Βγαίνουμε, το σκεπάζουμε με μια μαύρη κουκούλα, και πηγαίνουμε στο ξενοδοχείο. Στη ρεσεψιόν μια κοπέλα μάς ρωτά τι θέλουμε, κι όταν της λέω σε ποιο δωμάτιο κατευθυνόμαστε, το καλεί μέσω διαύλου για να επιβεβαιώσει ότι είμαστε όντως καλεσμένοι. Μετά, παίρνουμε τον ανελκυστήρα και ανεβαίνουμε στον πέμπτο όροφο.
Η Πάολα μάς περιμένει στην πόρτα, και μας υποδέχεται χαμογελώντας. «Ελάτε, περάστε,» λέει, κοιτάζοντας τις συντρόφισσές μου με κάποια περιέργεια, μάλλον μην αναγνωρίζοντας καμια τους. Η Αμυθολόγητη φορά καπέλο και σκούρα γυαλιά, όπως κι εγώ, αλλιώς η Πάολα σίγουρα θα την αναγνώριζε· είναι πολύ γνωστή ηθοποιός.
Η Κλεισμένη νιαουρίζει. «Γεια σου, Κλεισμένη,» λέει η Δρομολόγος, και τη σηκώνει στην αγκαλιά της.
Στο εσωτερικό του δωματίου βλέπω πως μας περιμένει ο Σουτούρης ο Τυχερός, καθισμένος σε μια καρέκλα. Αλλά δεν είναι μόνος του. Στο κρεβάτι είναι μισοξαπλωμένη η Αστερόπη, και το αριστερό της πόδι μοιάζει τραυματισμένο.
«Καλωσήρθες στη Νίρβεκ, Ραλίστα,» μου λέει, μειδιώντας.
«Περίμενα να σε βρω καλύτερα,» της λέω.
«Βασικά, τυχερή είμαι που ζω.»
Ο Σουτούρης πετάγεται όρθιος. «Μητέρα;» κάνει, ξαφνιασμένος, καθώς βλέπει την Αλκάρνη να βγάζει το καπέλο και τα γυαλιά της.
Η Αμυθολόγητη πλησιάζει τον γιο της και τον αγκαλιάζει σφιχτά. «Είσαι καλά;» τον ρωτά αφού φιλά ηχηρά το μάγουλό του.
«Ναι,» αποκρίνεται εκείνος.
Η Αλκάρνη χαϊδεύει το άλλο του μάγουλο που έχει επάνω ένα επουλωμένο γδάρσιμο. «Τι είν’ αυτό; Είσαι τόσο απρόσεχτος!»
Ο Σουτούρης γελά. «Ένα μικρό δώρο του Τοξότη, μητέρα. Ξέρεις τον Τοξότη;»
«Τον έχω ακουστά,» αποκρίνεται η Αλκάρνη, και η όψη της σκοτεινιάζει.
«Σου έστειλα ένα μήνυμα· το έλαβες;»
«Το έλαβα. Όταν ο Ζορδάμης ήρθε στο σπίτι μου, ήξερα ήδη τι συνέβαινε. Τι γίνεται όμως εδώ, στη Νίρβεκ; Πώς είναι τα πράγματα;»
«Για την ώρα, νομίζουμε πως έχουμε νικήσει, μητέρα,» αποκρίνεται ο Σουτούρης.
Η Πάολα τον ρωτά, ξαφνικά: «Αυτή είναι η μητέρα σου; Η Αλκάρνη Αμυθολόγητη;» λες κι η ίδια η ηθοποιός δεν είναι παρούσα.
Ο Σουτούρης γελά. «Ναι,» αποκρίνεται σαν να μην είναι τίποτα το σπουδαίο.
Η Πάολα τον κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια. «Και τώρα μού το λες; Τώρα;»
Ο Σουτούρης μορφάζει, αποκρινόμενος: «Δεν είναι κάτι το τόσο τρομερό… είναι;»
Αφού καθόμαστε όλοι σε καρέκλες και στο κρεβάτι, η Πάολα, ο Τυχερός, και η Αστερόπη μάς εξηγούν τι έγινε στη Νίρβεκ τις τελευταίες ημέρες. Με λυπεί ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο Ζορζ ο Βουτηχτής είναι νεκρός, και καθόλου το ότι ο Παλιόσκυλος είναι επίσης νεκρός. Τον Νεογνό δεν τον ήξερα καν. Για τη Χασρίνα λυπάμαι που ήταν με το μέρος του Παλιόσκυλου μέχρι το τέλος της. Για την Αμάντα Αερόπλευρη είχα ακούσει και παλιότερα, αλλά δεν είχε τύχει ποτέ να τη συναντήσω. Ο Ρίβης Νέρφελδιφ, ευτυχώς, είναι ζωντανός, όπως και η Αστερόπη. Θα το έπαιρνα προσωπικά αν τον είχα σώσει από τα χέρια της αδελφής του μόνο και μόνο για νάρθει να σκοτωθεί εδώ.
«Και η Μαργκώ;» ρωτάω την Πάολα. «Την πήρε η Χωροφυλακή;» Την έχω γνωρίσει την αδελφή της Πάολας παλιότερα, στο Τυχερό Άστρο, όταν η Νιρίφα μαχαίρωσε τον Σουτούρη μέσα στο μεγάλο καζίνο και η γιατρός έπρεπε να τον βοηθήσει.
«Την κράτησαν δυο μέρες και μετά την άφησαν,» αποκρίνεται η Δρομολόγος. «Για να την εκφοβίσουν, βασικά. Μήπως τους έλεγε ψέματα. Δεν είχαν αρκετά στοιχεία για να τη φυλακίσουν. Εκείνο που υποπτεύονταν ήταν ότι η Μαργκώ είχε καλύψει αυτούς που πυροβόλησαν τον Παλιόσυρμο και τους άλλους χωροφύλακες και μετά την απήγαγαν. Η Μαργκώ, όμως, δεν άλλαξε την ιστορία της· έμεινε σταθερή ώς το τέλος· και η Χωροφυλακή δεν είχε καμια απόδειξη ότι ήταν ένοχη για κάτι πέρα από το ότι βοήθησε μερικούς τραυματίες που κρατούσαν όπλα.»
Η Αμυθολόγητη αλλάζει θέμα: «Απ’ όλα αυτά που μας είπατε, λοιπόν, βγαίνει το συμπέρασμα ότι η Ασημίνα Νέρφελδιφ είναι η κεφαλή των εχθρών μας. Σωστά;»
«Ναι,» αποκρίνεται ο Σουτούρης, «έτσι φαίνεται, μητέρα.»
Η Πάολα δεν μιλά στην Αμυθολόγητη, έχω παρατηρήσει· την αποφεύγει, σαν η Αλκάρνη να τη φέρνει σε αμηχανία για κάποιο λόγο. Φταίει το γεγονός ότι είναι μια πασίγνωστη ηθοποιός, ή ότι είναι μητέρα του Σουτούρη;
«Και όχι μόνο αυτό,» συνεχίζει η Αμυθολόγητη, «αλλά η Νέρφελδιφ έχει μάθει, κάπως, ποια είναι τα μέλη της Παλιάς Δυναστείας και ότι μπορούν να έρθουν σε επαφή με τους κατοίκους του φεγγαριού.»
«Ναι,» αποκρίνεται ξανά ο Σουτούρης. «Αλλά δεν ξέρουμε πώς τα έχει μάθει όλ’ αυτά. Και ούτε ο αδελφός της, ο Ρίβης, μπορεί να υποθέσει τίποτα.
»Θα μας πείτε τώρα τι γίνεται στην Άντχορκ; Δε φύγατε από εκεί κυνηγημένοι, έτσι;» Αν και ο τόνος της φωνής του μαρτυρά πως φοβάται κάτι τέτοιο.
Η Αλκάρνη τον διαβεβαιώνει ότι δεν είναι έτσι, και τους διηγούμαστε όσα συνέβησαν στο Κόσμημα της Σεργήλης. Ο θάνατος του Ύαν και του Λαοκράτη τούς σοκάρουν όλους, αλλά τον Σουτούρη τον θλίβει ιδιαίτερα ο θάνατος της Σιρενέκα, της αδελφής του. Τα μάτια του βουρκώνουν, και καταριέται τη Λόρκη και την Αρτάλη. Το γεγονός ότι πήραμε εκδίκηση για τον φόνο της δεν φαίνεται να τον κάνει να αισθάνεται καλύτερα.
Τον καταλαβαίνω.
Η Αστερόπη λέει, όταν τελειώνουμε: «Τα πράγματα είναι, δηλαδή, υπό έλεγχο και στην Άντχορκ…»
«Ναι,» αποκρίνεται η Αλκάρνη, «έτσι δείχνει. Οι βασικοί συνωμότες είναι νεκροί. Οι άλλοι που είχαν μπει στην κλίκα τους σύντομα θα μεταστραφούν. Οι θάνατοι, όμως, που προκάλεσαν αυτοί οι άνθρωποι με τις ανοησίες τους…» Η παλιά ηθοποιός κουνά θλιμμένα το κεφάλι της.
«Νομίζω,» λέει ο Σουτούρης, «ότι ήρθε ο καιρός να επισκεφτούμε την Ασημίνα Νέρφελδιφ.» Και στρέφεται σ’εμένα. «Γνωρίζεις πού είναι η έπαυλή της, Ραλίστα.» Δεν είναι ερώτηση.
«Ναι,» λέω. «Αλλά είμαι βέβαιος πως η Ασημίνα τώρα θα περιμένει κάτι τέτοιο. Θα έχει, μάλλον, ήδη μάθει για την καταστροφή του δικτύου της στην Άντχορκ και στη Νίρβεκ. Θα προετοιμάζεται για εμάς.»
«Σίγουρα,» συμφωνεί η Αστερόπη. «Κι επειδή νικήσαμε το δίκτυό της στη Νίρβεκ και στην Άντχορκ, αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα έχει κι άλλες δυνάμεις. Θυμάσαι τι μας είπες για τον Θεώνυμο, Ραλίστα;»
«Ναι,» λέω, νεύοντας μουντά, «θυμάμαι.»
«Επίσης,» προσθέτει η Αστερόπη, «καλό θα ήταν να περιμένουμε λίγο, για δύο λόγους. Πρώτον: και εγώ και ο Ρίβης Νέρφελδιφ είμαστε τραυματισμένοι. Δεύτερον: θα ήθελα να μάθω νέα του πατέρα μου, ο οποίος μου είπε ότι θα ερευνήσει τι γίνεται στη Μέλβερηθ, στην Αγκένροβ, και στη Θακέρκοβ.»
«Ο πατέρας σου, επίσης, σου είπε να ρωτήσεις κάτι τον Σουτούρη, νομίζω. Ή κάνω λάθος;» Δεν είμαι βέβαιος αν θυμάμαι καλά. Έχουν περάσει κάμποσες μέρες από τότε που κάναμε σχέδια μαζί με τον Ξενοκράτη, κι έχουν συμβεί πολλά ώς τώρα.
«Τον ρώτησα.»
«Και πάλι κρατάς μυστικά;»
Η Αστερόπη γελά. «Τι νομίζεις ότι ήταν; Ο μπαμπάς απλά ήθελε να ξέρει αν ο Σουτούρης μπορεί να φεγγαροταξιδέψει.»
«Της Παλιάς Δυναστείας δεν είναι;»
«Δεν φεγγαροταξιδεύουν όλοι όσοι είναι της Παλιάς Δυναστείας, Ζορδάμη. Μερικοί δεν ξέρουν πώς. Ο πατέρας μου ήθελε να μάθει αν ο Σουτούρης ξέρει γιατί φοβάται τι μπορεί να συμβεί. Φοβάται ότι ίσως βρεθούμε χωρίς άτομα με την ικανότητα να ταξιδεύουν στο φεγγάρι.»
«Φοβάται ότι θα σας σκοτώσουν όλους;»
«Πόλεμο έχουμε, ουσιαστικά,» λέει η Αστερόπη.
Στρέφομαι στον Σουτούρη. «Μπορείς να ταξιδέψεις στο φεγγάρι, ή όχι;»
«Έχω ταξιδέψει πέντε φορές ώς τώρα,» μου λέει εκείνος. «Τις τρεις η εμπειρία ήταν σχετικά ευχάριστη· τις άλλες δύο όχι.»
Συνοφρυώνομαι. «Είναι, δηλαδή, επικίνδυνο;»
«Ανάλογα. Αν ξέρεις τι κάνεις, όχι. Και είχα καλή δασκάλα, ευτυχώς.» Ρίχνει μια ματιά στην Αμυθολόγητη, η οποία δεν λέει τίποτα. «Όπως και νάχει,» συνεχίζει ο Σουτούρης, «δεν είναι κάτι που το κάνεις για πλάκα, Ραλίστα. Το μυαλό φτάνει στα όριά του μετά από μια τέτοια υπέρβαση.»
«Εσείς πόσες φορές έχετε ταξιδέψει στο φεγγάρι, κυρία Αμυθολόγητη;» ρωτάω, καθαρά από περιέργεια.
Η Αλκάρνη σβήνει στο τασάκι το τσιγάρο που είχε αρχίσει να καπνίζει από τότε που τελειώσαμε να διηγούμαστε τι συνέβη στην Άντχορκ. «Δώδεκα,» μου απαντά.
Τα μυαλά της, ευτυχώς, δεν φαίνονται πειραγμένα. Αναρωτιέμαι πόσες φορές να έχει ταξιδέψει στο φεγγάρι ο Ξενοκράτης. Λιγότερες; Περισσότερες;
«Εσύ;» ρωτάω την Αστερόπη.
Εκείνη γελά. «Τα πάντα θες να τα ξέρεις, Ραλίστα;»
«Ει δυνατόν.»
«Τέσσερις φορές,» μου λέει η Αστερόπη.
Εγώ, η Πάολα, και η Ξανθίππη φαίνεται πως είμαστε οι μόνοι σ’ετούτο το δωμάτιο που τα μυαλά μας δεν έχουν φύγει ποτέ από το κεφάλι μας για να πάνε στο φεγγάρι. Πράγμα που, για κάποιο λόγο, με κάνει να αισθάνομαι περίεργα.
*
Το απόγευμα, πηγαίνουμε στο εγκαταλειμμένο μηχανουργείο όπου έχουν την Αμάντα Αερόπλευρη και τον τραυματισμένο Ρίβη Νέρφελδιφ. Η Δήμητρα’μορ είναι επίσης εδώ, καθισμένη δίπλα στο κρεβάτι του αδελφού της Ασημίνας. Η Αμάντα είναι δεμένη σε μια καρέκλα, σε μια γωνία του μηχανουργείου, ντυμένη με μια ρόμπα και ξυπόλυτη. Η όψη της φαντάζει άγρια καθώς μας ατενίζει μέσα από τις σκιές.
«Φέρατε και καινούργιους φίλους σας;» συρίζει. «Λύσε με επιτέλους, Πάολα!» φωνάζει. «Ώς πότε θα με κρατάς δεμένη εδώ;»
«Θες να σε πάμε πάλι στο νοσοκομείο;» της λέει η Δρομολόγος. «Ή προτιμάς να σε εξετάσω εδώ;» Αυτό τη σωπαίνει, αλλά το βλέμμα της εξακολουθεί να είναι άγριο.
Πλησιάζω το κρεβάτι του Ρίβη, κι εκείνος χαμογελά που με βλέπει. «Ραλίστα,» λέει, «είσαι σε καλύτερη κατάσταση από εμένα.»
«Σε λίγο θα σηκωθείς, απ’ό,τι μου λένε, για να πάμε για κυνήγι στα Φέρνιλγκαν,» αποκρίνομαι καθώς ανταλλάσσουμε μια χειραψία.
Ο Ρίβης γελά. «Ελπίζω να μπορώ να σταθώ.»
«Η Μαργκώ,» τον πληροφορεί η Πάολα, «λέει ότι, κανονικά, σε τρεις, τέσσερις μέρες ακόμα δεν πρέπει νάχεις πρόβλημα να σηκωθείς.»
Η Δήμητρα’μορ λέει: «Ήδη έχει σηκωθεί. Το πρωί ήταν όρθιος.»
«Για λίγο,» τονίζει ο Ρίβης.
«Μην περιμένεις θαύματα,» του λέει η Πάολα.
Η Αστερόπη έχει καθίσει σε μια καρέκλα γιατί φαίνεται ότι το χτυπημένο πόδι της την ενοχλεί, ακόμα και με το μπαστούνι που χρησιμοποιεί για να στηρίζεται. «Θα πάμε σύντομα να επισκεφτούμε την αδελφή σου,» λέει στον Ρίβη.
Εκείνος με κοιτάζει ερωτηματικά.
«Ναι,» τον διαβεβαιώνω, «θα πάμε.»
«Όχι χωρίς εμένα!» αναφωνεί ο Ρίβης.
«Φυσικά και όχι,» του λέω. «Θα σε περιμένουμε. Εξάλλου» – ρίχνω μια ματιά στην Αστερόπη – «δεν είσαι ο μόνος τραυματίας εδώ.»
Η Ξανθίππη, δείχνοντας τη δεμένη Αμάντα, μας ρωτά: «Είστε σίγουροι ότι θάπρεπε να λέμε τέτοια πράγματα μπροστά της;»
«Δεν πρόκειται να πάει πουθενά, για την ώρα,» αποκρίνεται η Πάολα.
«Η Χωροφυλακή με ψάχνει!» της λέει η Αμάντα, από τη σκοτεινή γωνία. «Κάποια στιγμή θα με βρει, Πάολα!»
«Εσένα ή το κακοποιημένο πτώμα σου;»
Τα μάτια της Αμάντας γυαλίζουν οργισμένα.
Η Αμυθολόγητη την πλησιάζει, αργά, όπως θα πλησίαζε ένα επικίνδυνο θηρίο μέσα σε κλουβί.
Το βλέμμα της Αμάντας μαρτυρά ότι αναγνωρίζει την παλιά ηθοποιό και ότι ξέρει ακριβώς ποια είναι.
«Πόσο καλά γνωρίζεις την Ασημίνα Νέρφελδιφ;» τη ρωτά η Αλκάρνη.
«Είχαμε κάποιες συναναστροφές, εδώ και καιρό,» απαντά η Αμάντα μετά από μια στιγμή δισταγμού.
«Νομίζεις ότι θα μπορούσες να μας βοηθήσεις εναντίον της;»
Η Αμάντα γλείφει νευρικά τα σκασμένα χείλη της. «Τι θέλετε να κάνω;»
«Έχεις να μοιραστείς πληροφορίες μαζί μας;»
«Ό,τι είχα να πω το είπα στην Πάολα.»
«Έχεις πάει ποτέ στην Κιρβόνη; Ή στην έπαυλη της Ασημίνας, έξω από την Κιρβόνη;»
Η Αμάντα κουνά το κεφάλι. «Όχι.»
«Τότε,» λέει η Αλκάρνη, «μας είσαι όντως άχρηστη.» Και της στρέφει την πλάτη καθώς απομακρύνεται απ’ αυτήν.
«Περίμενε! Εσύ φαίνεσαι λογική γυναίκα. Θα μπορούσαμε να κάνουμε μια συμφωνία, δε θα μπορούσαμε; Δεν έχω κανένα λόγο να είμαι με το μέρος της Ασημίνας–»
«Γιατί ήσουν, τότε, με το μέρος της;» τη ρωτά η Αλκάρνη, γυρίζοντας απότομα, για να την αντικρίσει ξανά.
«Γιατί…» Κομπιάζει. «Ήθελα το καλό της Δυναστείας… Ήθελα… Έκανα λάθος. Ήταν λάθος μου. Μπορώ να σας βοηθήσω εναντίον της Ασημίνας, με ό,τι τρόπο θέλετε.»
«Δεν είναι αξιόπιστη, κύρια Αμυθολόγητη,» παρεμβαίνει η Ξανθίππη. «Προφανώς δεν είναι αξιόπιστη.»
«Δε θα σας προδώσω!» φωνάζει η Αμάντα αμέσως.
«Μας πρόδωσες ήδη,» της θυμίζει η Ξανθίππη, «όταν πήγες με το μέρος της Ασημίνας. Και τώρα προδίδεις την Ασημίνα. Γιατί να μην το κάνεις ακόμα μια φορά;»
Η Αμάντα ξεροκαταπίνει. «Είμαστε όλοι της οικογένειας,» λέει αδύναμα. «Δε θα σας προδώσω. –Λύστε με!» ουρλιάζει, χάνοντας ξαφνικά την ψυχραιμία της, τραντάζοντας την καρέκλα όπου είναι δεμένη. Δάκρυα κυλάνε από τα μάγουλά της. «Λύστε με! Θα σας βοηθήσω – τ’ορκίζομαι στο Φως της Μεγάλης Αρτάλης!»
Η Αμυθολόγητη στρέφεται στην Πάολα. «Λύσε την.»
Η Δρομολόγος κοιτάζει ξαφνιασμένη την παλιά ηθοποιό. «Τι;»
«Λύσε την,» επαναλαμβάνει ήρεμα η Αλκάρνη. «Κι ας δούμε αν μπορεί, τελικά, να μας φανεί χρήσιμη.»
Η Πάολα διστάζει αλλά, ύστερα, πιάνει ένα κλειδί που βρίσκεται πλάι στο κρεβάτι του Ρίβη και το πετά στην Αμυθολόγητη. «Αυτό ανοίγει τις χειροπέδες της. Αλλά κανονικά τη λύνουμε μόνο για να φάει και για να κάνει τις ανάγκες της.»
Η Αλκάρνη πλησιάζει την Αμάντα και, πηγαίνοντας πίσω από την καρέκλα, ξεκλειδώνει τις χειροπέδες της. Την ελευθερώνει. Σκύβει από πάνω της και της ψιθυρίζει κάτι στ’αφτί, κάτι που δεν μπορώ ν’ακούσω. Και ούτε, υποθέτω, κανένας άλλος μέσα στο μηχανουργείο.
Ο Ξενοκράτης πήρε τη λιπόθυμη ιέρεια της Λόρκης από το σπίτι της στη Θακέρκοβ και τη μετέφερε έξω από την πόλη και, στη συνέχεια, στο Μαύρο Δόντι. Την παρέδωσε εκεί στη Ναρλέθι, η οποία την κλείδωσε σ’ένα υπόγειο, αφού της έδεσε τα χέρια πίσω από την πλάτη ενώ ήταν ακόμα αναίσθητη.
«Θα την αφήσουμε να περάσει τη νύχτα εδώ,» είπε στον Γρύπα, «και το πρωί θα της μιλήσουμε. Ο φόβος θα την έχει κάνει πιο συνεργάσιμη.»
«Είσαι σίγουρη ότι δεν θα ξεφύγει κάπως ώς το πρωί;» ρώτησε η Ισμήνη.
Η Ναρλέθι γέλασε. «Από δω μέσα; Αποκλείεται. Επιπλέον, θα βάλω κι ανθρώπους μου να την προσέχουν.»
«Θα σε βοηθήσω,» της είπε ο Νιρμόδος’χοκ, καθώς όλοι τους στέκονταν έξω από την πόρτα του υπογείου η οποία βρίσκεται στο τέλος μερικών σκαλοπατιών που κατεβαίνουν.
Η Ναρλέθι κοίταξε τον μάγο ερωτηματικά.
«Με τη μαγεία μου, φυσικά.» Ο Νιρμόδος’χοκ κατέβηκε πάλι τα σκαλιά και, στεκόμενος μπροστά στην ξύλινη θύρα, ύψωσε το ραβδί του και άρχισε να υποτονθορύζει λόγια στη γλώσσα της μαγείας. Οι κρύσταλλοι επάνω στο ραβδί στραφτάλισαν έντονα.
Μετά από κανένα δίλεπτο, ο μάγος επέστρεψε στην κορυφή της σκάλας.
«Τι έκανες;» τον ρώτησε ο Γρύπας.
«Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως. Αν κάποιος περάσει από αυτό το κατώφλι μέσα στη νύχτα, θα το καταλάβω αμέσως. Ακόμα κι αν βρίσκομαι σε βαθύ ύπνο, θα ξυπνήσω.» Και προς τη Ναρλέθι: «Πες στους ανθρώπους που θα βάλεις φρουρούς εδώ να μην πλησιάσουν το κατώφλι, γιατί τότε η μαγγανεία μου θα με ειδοποιήσει για λάθος λόγο.»
Η Ναρλέθι κατένευσε. «Εντάξει.»
Και μετά οδήγησε τον Ξενοκράτη και τους συντρόφους του σ’ένα άδειο σπίτι για να διανυκτερεύσουν.
Τώρα είναι πρωί, και ο Γρύπας έχει μόλις ξυπνήσει νιώθοντας ακόμα λιγάκι ζαλισμένος από το δηλητήριο της Αλκυόνης. Καταλαβαίνει, όμως, ότι δεν είναι τίποτα. Θα του περάσει.
Η Ισμήνη βρίσκεται ξαπλωμένη στ’αριστερά του, μπρούμυτα· ακόμα κοιμάται. Το σεντόνι έχει γλιστρήσει από τη χρυσόδερμη πλάτη της, όπου τα μαλλιά της απλώνονται σαν κόκκινα, αλληλοσυνδεόμενα ποτάμια προερχόμενα από την ίδια πηγή.
Από το παράθυρο στα δεξιά του Ξενοκράτη φως μπαίνει ανάμεσα από τις γρίλιες. Ο Γρύπας σέρνει τα δάχτυλά του επάνω στην πλάτη της Ισμήνης, παίζοντας με τα μαλλιά της, αλλάζοντας τη ροή των κόκκινων ποταμών.
Η Ισμήνη ξυπνά, χαμογελώντας, και γυρίζει στο ένα πλευρό για να τον αντικρίσει. Ανασηκώνεται, στηριζόμενη στον αγκώνα, και τα λυτά στήθη της γέρνουν προς το πλάι.
«Παραλίγο να πεθάνουμε χτες,» της λέει ο Γρύπας. «Είχα… χρόνια να βρεθώ σε τέτοια περίσταση.»
«Ναι,» αποκρίνεται η Ισμήνη. «Η μικρή, όμως, αντέδρασε γρήγορα, και έξυπνα.»
Ο Γρύπας χαμογελά. «Της χρωστάμε τη ζωή μας.»
«Την έχεις εκπαιδεύσει καλά.»
«Κανέναν δεν μπορείς να εκπαιδεύσεις καλά αν ο ίδιος δεν το επιθυμεί.» Παραμερίζει, με το χέρι του, τα κόκκινα μαλλιά από το πλάι του προσώπου της, πιάνοντάς τα πίσω από το αφτί της. Τεντώνεται και τη φιλά. Η Ισμήνη έρχεται πρόθυμα κοντά του· τυλίγεται γύρω του, και τα σεντόνια φεύγουν από πάνω τους…
Όταν τελικά σηκώνονται από το κρεβάτι, ο Γρύπας αισθάνεται και την τελευταία επίδραση του δηλητηρίου να έχει υποχωρήσει από τον οργανισμό του. Αφού ντύνονται, εκείνος και η Ισμήνη βγαίνουν από το δωμάτιό τους και πηγαίνουν στο σαλονάκι του σπιτιού.
Η Μελένια είναι ήδη εκεί, ντυμένη ταξιδιωτικά και όμορφα βαμμένη. Καθισμένη στο τραπέζι, έχει μια κούπα καφέ μπροστά της και βουτά ένα μπισκότο μέσα.
Ο Γρύπας και η Ισμήνη την πλησιάζουν μ’έναν αέρα σοβαρότητας που την παραξενεύει. Δαγκώνοντας το βρεγμένο μπισκότο της, τους κοιτάζει παρατηρητικά. «Τι;» ρωτά.
«Δεν είχαμε χρόνο να σ’το πούμε αυτό χτες – έγιναν όλα πολύ γρήγορα και ήμασταν εξαντλημένοι – αλλά σου χρωστάμε τη ζωή μας, Μελένια,» της λέει ο πατέρας της.
«Δε μπορούσα να σας αφήσω να πεθάνετε, κύριε Ξενοκράτη,» αποκρίνεται εκείνη, χαμογελώντας.
Ο Γρύπας και η Ισμήνη γελάνε. Ο πρώτος σκύβει και αγκαλιάζει σφιχτά την κόρη του, φιλώντας το μάγουλό της ενώ τρίβει την πλάτη της.
«Με κακομαθαίνετε, κύριε Ξενοκράτη!» διαμαρτύρεται η Μελένια, έχοντας μέσα της μια πολύ ευχάριστη, ζεστή αίσθηση από αυτή την αντίδραση του πατέρα της. Μέχρι χτες, που κινδύνεψε να τον χάσει, δεν είχε καταλάβει πόσο τον αγαπούσε.
Η Ισμήνη αγγίζει τον ώμο της Μελένιας, όταν ο Γρύπας την αφήνει από την αγκαλιά του, και της λέει: «Ούτε εγώ θα ξεχάσω ό,τι έκανες.»
Η Μελένια τής χαμογελά, αλλά τυπικά. Δεν το έκανα για σένα, σκέφτεται. Δεν ήταν δυνατόν να την αφήσει να πεθάνει αφού είναι σύζυγος του πατέρα της.
«Θα μπορούσαμε να είμαστε φίλες,» της λέει η Ισμήνη. «Θα μπορούσες να ήσουν κόρη μου.»
Αυτό δεν της αρέσει της Μελένιας. «Δεν είμαι κόρη σου,» αποκρίνεται.
Η Ισμήνη ανασηκώνει τους ώμους κι απομακρύνεται μερικά βήματα. Ο Γρύπας διαισθάνεται την ένταση ανάμεσά τους. Η Μελένια ποτέ δεν θα τη συμπαθήσει, σκέφτεται, ό,τι και να γίνει. Αλλά το ξέρω πως η Ισμήνη δεν της λέει ψέματα… Το καταλαβαίνει ότι, όντως, θα ήθελε η Μελένια να είναι φίλη και κόρη της. Η ίδια η Ισμήνη δεν μπορεί να κάνει παιδιά, ύστερα από έναν τραυματισμό της όσο υπηρετούσε την Παντοκράτειρα.
Ο Βινάρης και ο Νιρμόδος’χοκ δεν αργούν να έρθουν στο σαλονάκι του σπιτιού, και καθώς φτιάχνουν καφέ για τον εαυτό τους η εξώπορτα χτυπά. Η Ισμήνη ρωτά ποιος είναι. «Η Ναρλέθι,» απαντά μια γνώριμη φωνή από έξω. Η Ισμήνη τής ανοίγει και η πορφυρόδερμη γυναίκα μπαίνει στο σπίτι και ρωτά τον Ξενοκράτη αν θα ήθελε ο ίδιος να ανακρίνει την Αλκυόνη.
«Δε μ’ενδιαφέρει ποιος θα την ανακρίνει,» αποκρίνεται ο Γρύπας, καθισμένος πλάι στη Μελένια, στο τραπέζι. «Θέλω απλά να μάθουμε ποιοι είναι οι πράκτορες της Ασημίνας Νέρφελδιφ στη Θακέρκοβ. Μας ανέφερε δύο, όσο ήμασταν στο σπίτι της, μα δεν ξέρω αν έλεγε αλήθεια, αφού είχε σκοπό να μας δηλητηριάσει.»
«Αντιθέτως,» διαφωνεί η Ισμήνη, «αφού είχε σκοπό να μας δηλητηριάσει, μάλλον αλήθεια θα είπε· γιατί να πει ψέματα;»
«Τέλος πάντων.»
«Ποιους ανέφερε;» ρωτά η Ναρλέθι.
«Κίμωνας Εύτροχος,» απαντά ο Γρύπας, «και Χρίστος Κίρντεφ.» Ανάβει ένα πούρο.
«Τους ξέρω.»
«Ένας αλχημιστής κι ένας μπράβος των δρόμων των Λιμανοκατοικιών.»
«Ναι.»
«Τους θεωρούσες ύποπτους;» Ο Γρύπας ρουφά καπνό.
«Ποτέ δεν θα τους υποψιαζόμουν,» λέει η Ναρλέθι. «Αλλά ούτε και την Αλκυόνη θα την υποψιαζόμουν,» προσθέτει, και, καθώς έχει τα χέρια της σταυρωμένα μπροστά της κι ακόμα στέκεται όρθια, το αριστερό της μάτι κοιτάζει τις κούπες με τον καφέ στο τραπέζι ενώ το δεξί κοιτάζει λίγο παραδίπλα. Η έκφρασή της είναι προβληματισμένη.
Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός της κουδουνίζει. Η Ναρλέθι τον τραβά από τη ζώνη της φέρνοντάς τον στ’αφτί της. «Ναι;» Ακούει για λίγο, αμίλητη, και μετά λέει: «Εντάξει, έρχομαι.» Κλείνει τον πομπό και τον επιστρέφει στη ζώνη της.
«Η Αλκυόνη χτυπά την πόρτα,» λέει στον Ξενοκράτη, «και φωνάζει.»
«Θα πας να της μιλήσεις εσύ;»
«Ναι, δεν έχω πρόβλημα.»
«Πήγαινε,» της λέει ο Γρύπας, «και μην της αναφέρεις αν είμαι ζωντανός ή όχι. Άσ’ τη ν’αναρωτιέται. Ρώτα τη για τους πράκτορες της Νέρφελδιφ στη Θακέρκοβ, και δες αν θα σου πει για τα ίδια πρόσωπα.»
Η Ναρλέθι νεύει καταφατικά, και φεύγει από το σπίτι.
*
Ο Γρύπας Ξενοκράτης και η ομάδα του μένουν στο Μαύρο Δόντι ολόκληρη εκείνη την ημέρα. Από τη Ναρλέθι μαθαίνουν ότι η Αλκυόνη ανέφερε διάφορα ονόματα, ανάμεσα στα οποία ο Κίμωνας Εύτροχος και ο Χρίστος Κίρντεφ. Δεν χρειάστηκε καν να την… πείσουν να γίνει συνεργάσιμη· ήταν συνεργάσιμη εξαρχής. Έχει καταλάβει πως έχει μπλέξει πολύ άσχημα. Ήταν όντως τρομαγμένη όταν ξύπνησε μέσα στην αποθήκη με τα χέρια της δεμένα, όπως είχε προβλέψει η Ναρλέθι. Αλλά δεν ανάκτησε τις αισθήσεις της κατά τη διάρκεια της νύχτας, παρά το πρωί, τότε που οι φύλακες της αποθήκης ειδοποίησαν τηλεπικοινωνιακά τη Ναρλέθι. Το ενεργειακό χτύπημα της Μελένιας επάνω στη ράχη της ιέρειας της Λόρκης φαίνεται πως την είχε ρίξει σε βαθύ λήθαργο για τα καλά, κλονίζοντας άγρια το νευρικό της σύστημα.
Ο Γρύπας, η Ισμήνη, και η Ναρλέθι συζητούν πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί η κατάσταση με τους πράκτορες της Ασημίνας Νέρφελδιφ, και καταλήγουν ότι καλύτερα είναι, για την ώρα, να μην τους σκοτώσουν αλλά να τους προσέχουν, να παρατηρούν τις κινήσεις τους. Να οργανώσουν μια κλίκα που θα κατασκοπεύει την άλλη κλίκα.
Όταν τελειώνουν μ’αυτά τα σχέδια, η Ναρλέθι κατεβαίνει ξανά στο υπόγειο όπου κρατά φυλακισμένη την Αλκυόνη, κι αυτή τη φορά ο Ξενοκράτης είναι μαζί της. Η ιέρεια της Λόρκης τον βλέπει και σηκώνεται όρθια, οπισθοχωρώντας προς μια γωνία του σκοτεινού δωματίου, με τα χέρια της ακόμα δεμένα πίσω από την πλάτη της. Τα μάτια της είναι γουρλωμένα.
Ο Γρύπας αναρωτιέται αν η Αλκυόνη νόμιζε πως ήταν νεκρός, ή αν τώρα νομίζει πως αντικρίζει το φάντασμά του.
«Καπνίζεις βαρύ τσιγάρο, Αλκυόνη,» της λέει.
Η ιέρεια ξεροκαταπίνει. Το κατάμαυρο δέρμα της μοιάζει να γίνεται ένα με τις πυκνές σκιές του υπογείου.
«Το ίδιο τσιγάρο ήταν που σκότωσε και τον Κύριλλο Νυχταστέρη;» ρωτά ο Γρύπας.
Η Αλκυόνη δεν απαντά, μένοντας σιωπηλή.
«Εσύ τον δηλητηρίασες, έτσι δεν είναι;»
Η Αλκυόνη κουνά το κεφάλι. «Δεν ξέρω ποιος…»
«Αφού δεν ξέρεις,» λέει ο Γρύπας τραβώντας το πιστόλι του και οπλίζοντάς το, «δεν έχουμε λόγο να σε κρατάμε άλλο εδώ–»
«Μια στιγμή! Για όνομα της Λόρκης, μια στιγμή! Έχω πολλά να σας πω!»
«Ποιος σκότωσε τον Νυχταστέρη; Εσύ δεν τον σκότωσες;»
Η Αλκυόνη αναστενάζει και πέφτει στα γόνατα. «Αν σου πω, υπόσχεσαι να μη με σκοτώσεις;»
«Το υπόσχομαι.» Αλλά δεν θηκαρώνει το πιστόλι του.
«Εγώ τον δηλητηρίασα.»
«Πώς;»
«Με… με το τσιγάρο. Είχα πάρει το αντίδοτο και το κάπνιζα–»
«Πού είχατε συναντηθεί; Τι ήθελε από εσένα;»
«Δηλητήριο,» λέει η Αλκυόνη μ’ένα κοφτό γέλιο. «Και δεν εννοώ αυτό που εισέπνευσε. Με συνάντησε σε μια πλατεία στον Παλαιοπώλη, για να του πουλήσω κάτι δηλητήρια που ζητούσε. Καθώς μιλούσαμε κάπνιζα, και μόλις έκανε να απομακρυνθεί, έπεσε κάτω, μη μπορώντας ν’αναπνεύσει. Εγώ, φυσικά, έφυγα αμέσως, και ήρθαν άνθρωποι από γύρω για να τον μαζέψουν. Κανείς δεν είδε την όψη μου.»
«Μάλιστα,» λέει ο Γρύπας. «Και πώς ξεκίνησε η σχέση σου με την Ασημίνα Νέρφελδιφ; Της έχεις μιλήσει η ίδια;»
«Ναι,» απαντά η Αλκυόνη. «Είχε έρθει στη Θακέρκοβ κάποτε και ήθελε να της πουλήσω δηλητήρια. Είχε μάθει για μένα μέσω του δικτύου της Δυναστείας. Συζητήσαμε και… συμφώνησα.»
«Τι ακριβώς συζητήσατε;»
«Η κυρία Νέρφελδιφ θέλει να αναμορφώσει τη Δυναστεία. Θέλει να βάλει μια τάξη στη Δυναστεία, να κάνει το δίκτυο πιο ισχυρό–»
«Με τον εαυτό της ως κεφαλή του δικτύου;» τη διακόπτει η Ναρλέθι.
«Ναι,» απαντά η Αλκυόνη, «απ’ό,τι κατάλαβα. Δε θα είναι, όμως, μόνη της. Σε κάθε περιοχή θα υπάρχει και μια Σιδηρά Αρχή, που θα ελέγχει την περιοχή, και όλοι οι πράκτορες της Δυναστείας θα δίνουν αναφορά σ’αυτή την Αρχή. Η Σιδηρά Αρχή, βέβαια, θα είναι κάποιος άνθρωπος, όχι κανένα συμβούλιο.»
«Και σου είχε υποσχεθεί ότι εσύ θα ήσουν Σιδηρά Αρχή στη Θακέρκοβ;» τη ρωτά ο Γρύπας.
«Ναι,» παραδέχεται η δηλητηριάστρια.
«Η Σιδηρά Δυναστεία δεν είναι προσωπικό δίκτυο κατασκόπων, Αλκυόνη· θάπρεπε να το ξέρεις αυτό, τόσα χρόνια που είσαι ανάμεσά μας.»
«Ναι αλλά, σύμφωνα με την κυρία Νέρφελδιφ, θα μπορούσε να είναι. Ή, μάλλον, όχι δίκτυο κατασκόπων ακριβώς, αλλά μια οργάνωση που είναι πραγματικά οργανωμένη. Η κυρία Νέρφελδιφ πιστεύει ότι δεν υπάρχει καμία τάξη μέσα στη Δυναστεία–»
«Επειδή η Δυναστεία είναι ένα δίκτυο ελεύθερων ανθρώπων του υπόκοσμου που απλά υποστηρίζουν ο ένας τον άλλο!» λέει ο Γρύπας. «Μα τους θεούς, τι ανοησίες είναι αυτές! Πώς είναι δυνατόν η Ασημίνα Νέρφελδιφ να σας έχει πείσει ότι η Δυναστεία θα μπορούσε ποτέ να ήταν κάτι άλλο; Αν ήταν κάτι άλλο, δεν θα ήταν η Σιδηρά Δυναστεία. Θα ήταν το προσωπικό δίκτυο της Ασημίνας Νέρφελδιφ. Μέσα στη Δυναστεία δεν υπάρχει μία και μόνο κεφαλή–»
«Γιατί μου λέτε ψέματα ακόμα και τώρα, κύριε Ξενοκράτη; Είμαι αιχμάλωτή σας, μα τη Μεγάλη Κυρά της Απάτης!»
«Ψέματα; Δε σου λέω ψέματα, Αλκυόνη!»
«Είστε μέλος της Παλιάς Δυναστείας· αυτή δεν είναι η αλήθεια; Η Παλιά Δυναστεία υπάρχει, δεν είναι μύθος, και ελέγχει – ανέκαθεν έλεγχε – ολόκληρη τη Σιδηρά Δυναστεία χωρίς κανένας να ξέρει τίποτα!»
Ο Γρύπας γελά, πραγματικά διασκεδασμένος μ’αυτές τις ανόητες αντιλήψεις. «Ναι,» της λέει, «η Παλιά Δυναστεία υπάρχει· και, ναι, είμαι μέλος της. Αλλά, όχι, δεν ελέγχουμε ολόκληρη τη Σιδηρά Δυναστεία περισσότερο απ’ό,τι την έλεγχε ο Νυχταστέρης που δεν ήταν ανάμεσά μας.»
«Ποιος ο ρόλος της Παλιάς Δυναστείας, τότε;»
Ο Γρύπας αναστενάζει. «Δεν πρόκειται να καθίσω να σου εξηγήσω ποιος είναι ο ρόλος μας. Η Παλιά Δυναστεία, πάντως, απλά υπάρχει. Είναι απομεινάρι του παρελθόντος, αν θέλεις. Δεν ελέγχουμε κανέναν με κρυφούς τρόπους – αυτοί είναι αστικοί μύθοι, μα τη γλώσσα της Λόρκης! Υπάρχουν, μάλιστα, άνθρωποι μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία με πολύ μεγαλύτερη επιρροή από εμάς.
»Τι άλλο σού έχει πει η Ασημίνα για εμάς;» τη ρωτά, περίεργος να μάθει αν της έχει μιλήσει για την ικανότητά τους να ταξιδεύουν στο φεγγάρι.
«Τίποτ’ άλλο,» λέει η Αλκυόνη. «Αυτό μόνο.»
«Σου έχει πει ποιοι είμαστε, έτσι δεν είναι; Ποια είναι τα μέλη μας.»
Η Αλκυόνη νεύει.
Η Ναρλέθι κοιτάζει τον Ξενοκράτη κατάπληκτη. «Είναι αλήθεια όλ’ αυτά; Η Παλιά Δυναστεία…;»
«Ναι,» της λέει εκείνος. «Αλλά υποθέτω πως μπορείς να το κρατήσεις κρυφό.»
«Ναι, ασφαλώς,» αποκρίνεται η Ναρλέθι αμέσως.
«Θα σου πω και κάτι ακόμα που δεν ξέρεις. Ο Σουτούρης ο Τυχερός είναι της Παλιάς Δυναστείας.»
Τα μάτια της γουρλώνουν. «Ο Τυχερός;…»
«Ναι. Γι’αυτό τον ήθελαν νεκρό.»
Η Ναρλέθι συνοφρυώνεται, μοιάζοντας να ξανασκέφτεται τα πάντα από την αρχή.
«Θέλουν να βγάλουν από τη μέση όλα τα μέλη της Παλιάς Δυναστείας,» της εξηγεί ο Γρύπας.
«Είστε τόσο επικίνδυνοι;»
Ο Ξενοκράτης ρουθουνίζει. «Όπως είπα στην Αλκυόνη, δεν είμαστε περισσότερο επικίνδυνοι από οποιοδήποτε άλλο μέλος της Σιδηράς Δυναστείας.»
«Κύριε Ξενοκράτη,» λέει η Αλκυόνη, καθώς σηκώνεται όρθια ξανά, «δεν ήξερα… δεν ήξερα τίποτα… Αν ήξερα δεν θα είχα συμφωνήσει με την κυρία Νέρφελδιφ.»
Ο Γρύπας στρέφει το βλέμμα του επάνω της. Το αμφιβάλλω, σκέφτεται. Η Αλκυόνη μοιάζει από εκείνες τις γυναίκες οι οποίες είναι έτοιμες να αρπαχτούν από την παραμικρή ευκαιρία που μπορεί να τους παρουσιαστεί, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως θα βλάψουν πολλούς άλλους ανθρώπους. Και δυστυχώς η Σιδηρά Δυναστεία, όπως πολύ καλά γνωρίζει ο Γρύπας, είναι γεμάτη από τέτοια άτομα σαν την Αλκυόνη…
«Σου είπα, δεν θα σε σκοτώσω. Αλλά ούτε και θα σ’αφήσω ελεύθερη μέχρι τούτη η ιστορία να τελειώσει. Μέχρι να δώσουμε ένα όσο το δυνατόν πιο αναίμακτο τέλος σ’αυτό τον παράλογο πόλεμο.»
«Ευχαριστώ, κύριε Ξενοκράτη,» αποκρίνεται η Αλκυόνη.
«Ποιος άλλος μέσα στη Θακέρκοβ γνωρίζει για την Παλιά Δυναστεία;»
«Ο Κίμωνας Εύτροχος. Μόνο γι’αυτόν ξέρω. Για κανέναν άλλο.»
Ο Γρύπας λέει στη Ναρλέθι: «Ο αλχημιστής πρέπει να βγει από τη μέση.»
«Να τον σκοτώσουμε, ή να τον αιχμαλωτίσουμε κι αυτόν;»
«Θα προτιμούσα το δεύτερο. Αλλά αν δεν μπορείτε, τότε το πρώτο.»
*
Ο Ξενοκράτης δεν μένει στο Μαύρο Δόντι για να δει πώς θα διαχειριστεί η Ναρλέθι την υπόθεση· της έχει εμπιστοσύνη. Δεν την ήξερε παλιά αλλά τώρα που τη γνώρισε κατάλαβε ότι είναι καλή στη δουλειά της, και έμπειρη. Η γνώμη του Ραλίστα και της Αστερόπης γι’αυτήν είναι σωστή.
Το επόμενο πρωί, η ομάδα του Ξενοκράτη φεύγει από τη μικρή πόλη του υπόκοσμου στις όχθες του ποταμού Κάλμωθ και κατευθύνεται ανατολικά, πετώντας μέσα στο μεταβαλλόμενο ελικόπτερο. Πηγαίνοντας προς ένα από τα σημεία επαφής με το φεγγάρι.
Η Μελένια δεν ήξερε ότι υπάρχει Σημείο Επαφής σε τούτα τα μέρη. Ο πατέρας της την είχε οδηγήσει στην έρημο και τις δύο φορές που εκείνη είχε φεγγαροταξιδέψει. Την είχε πάει σ’έναν τόπο που οι νομάδες αποφεύγουν γιατί θεωρούν καταραμένο από τον Μεχρέτ. Πριν από αιώνες, λένε, ένας διάπυρος θεός έπεσε εκεί από τους ουρανούς: ένας νεκρός θεός· και τώρα μόνο τα απολιθωμένα απομεινάρια του απομένουν. Η αλήθεια, όπως εξήγησε ο Γρύπας στη Μελένια, είναι πως ένα κομμάτι από το φεγγάρι έπεσε σ’εκείνο το μέρος πριν από αιώνες.
«Γιατί έπεσε;» ρώτησε η Μελένια. «Τι έγινε; Έκρηξη;»
«Ένας μεγάλος πόλεμος,» της είπε ο πατέρας της, καθώς ήταν νύχτα και καβαλούσαν καμήλες μες στην έρημο. «Ένας πόλεμος στους ουρανούς. Κάποιοι… εισβολείς είχαν έρθει στη Σεργήλη. Οντότητες πέρα από τη διάστασή μας. Και είχαν συγκρουστεί με τις οντότητες στο φεγγάρι, καθώς και με οντότητες που τότε βρίσκονταν σ’άλλα ουράνια σώματα τα οποία πλέον δεν υπάρχουν.»
«Οι εισβολείς τα κατέστρεψαν;»
Ο πατέρας της ένευσε. «Ναι. Και το φεγγάρι αυτοί επίσης το χτύπησαν. Και ορισμένα από τα κομμάτια από εκείνη την επίθεση έπεσαν στη γη της Σεργήλης, σε διάφορα μέρη.»
«Κι εκεί είναι τα Σημεία Επαφής…»
«Ακριβώς. Είσαι έξυπνο κορίτσι.» Το βλέμμα του Γρύπα πήγε στον ορίζοντα. «Να, δες, φτάνουμε.» Ύψωσε το χέρι του για να δείξει πέρα από τους σκοτεινούς αμμόλοφους της ψυχρής νύχτας της ερήμου…
Το ελικόπτερο του Ξενοκράτη πετά τώρα προς τα ανατολικά ενώ η Μελένια κοιτάζει το τοπίο από κάτω μέσω της οθόνης του συστήματος της ενδοδιάστασης. «Είμαστε μακριά ακόμα;» ρωτά.
«Όχι πολύ,» αποκρίνεται ο Γρύπας. Ταξιδεύουν πάνω από μισή ώρα.
«Θα πάρεις και τον Βινάρη και τον Νιρμόδο’χοκ μαζί σου;» λέει η Ισμήνη.
«Φυσικά και όχι. Μην ανησυχείς, δε θα δουν τίποτα.»
Ο Γρύπας πατά το πλήκτρο που τον φέρνει σε επαφή με τον πιλότο, και το πρόσωπο του Βινάρη παρουσιάζεται στην οθόνη. «Στρίψε νότια,» του λέει ο Ξενοκράτης.
Εκείνος στρίβει (και, φυσικά, μέσα στην ενδοδιάσταση δεν αισθάνονται τίποτα από τη μεταβολή της κατεύθυνσης). «Πού ακριβώς πηγαίνουμε, κύριε Ξενοκράτη;»
«Θα σου πω όταν είναι να προσγειωθείς,» αποκρίνεται ο Γρύπας. «Θα παρακολουθώ και θα σε κατευθύνω.»
«Γιατί δεν διαγράφετε την πορεία επάνω στον χάρτη;»
«Όταν δω το μέρος θα το αναγνωρίσω. Πρέπει νάναι γύρω στα διακόσια χιλιόμετρα νοτιοανατολικά από εδώ, απ’ό,τι υπολογίζω.»
«Μέσα στα βουνά της Ραχοκοκαλιάς, δηλαδή.»
«Ναι.»
Το ένα πέμπτο της οθόνης δείχνει πως τώρα το ελικόπτερο περνά πάνω από τους πρόποδες.
«Δεν καταλαβαίνω, κύριε Ξενοκράτη,» λέει ο Βινάρης. «Τι μέρος είναι αυτό; Πώς το ξέρετε τόσο καλά χωρίς να μπορείτε να το σημειώσετε πάνω σε χάρτη;»
«Δεν θέλω να το σημειώσω πάνω σε χάρτη,» εξηγεί ο Γρύπας. «Και το ξέρω καλά επειδή το θυμάμαι. Είναι ένας κρατήρας στην πλαγιά ενός βουνού. Όταν τον δεις θα τον καταλάβεις κι εσύ, είμαι σίγουρος.»
«Θα το έχω κατά νου. Είναι καλό να ξέρω πού πηγαίνουμε. Γιατί όμως πηγαίνουμε εκεί, αν επιτρέπεται, κύριε Ξενοκράτη;»
«Θέλω να… συναντήσω κάποιον.»
«Ο οποίος μένει μέσα στα βουνά;»
«Από εκεί θα τον συναντήσω,» λέει ο Γρύπας, ασαφώς, και ο Βινάρης δεν κάνει άλλες ερωτήσεις καταλαβαίνοντας προφανώς ότι ο εργοδότης του δεν θέλει να δώσει άλλες απαντήσεις.
Η Μελένια ρωτά τον πατέρα της, μετά από λίγο: «Μπορώ να έρθω κι εγώ μαζί, όταν θα φεγγαροταξιδέψεις;»
«Δε γίνεται να ταξιδέψουμε μαζί. Δεν έχω ακούσει ποτέ δύο άτομα να ταξιδεύουν μαζί. Ίσως, μάλιστα, να είναι και επικίνδυνο. Πρέπει να πάω μόνος μου, Μελένια… ελπίζοντας ότι θα πάρω κάποιες απαντήσεις.»
«Τι απαντήσεις;» λέει η Ισμήνη, παρότι ξέρει τον λόγο που ο σύζυγός της θέλει να ταξιδέψει στο φεγγάρι. «Αυτή η υπόθεση δεν έχει κανένα νόημα, Γρύπα. Απλά χάνουμε χρόνο.»
Εκείνος όμως κουνά το κεφάλι. «Όχι. Από τους προγόνους μου μπορεί να μάθω πράγματα που θα μου φανούν πολύτιμα για την αντιμετώπιση της τωρινής κατάστασης.»
Η Ισμήνη δεν μιλά, αλλά δεν της αρέσει καθόλου αυτό. Τα ταξίδια στο φεγγάρι την τρομάζουν. Έχει ήδη δει δύο φορές τον Γρύπα να βρίσκεται έξω από το σώμα του, και νόμιζε και τις δύο φορές ότι ήταν νεκρός, ότι είχε μπροστά της ένα πτώμα. Η όψη του έκανε τις τρίχες της να ορθώνονται κι ένα ρίγος να διατρέχει τη ράχη της.
*
Όταν φαίνεται από κάτω τους ένα βουνό με μεγάλο κρατήρα στην πλαγιά του, ο Γρύπας Ξενοκράτης λέει στον Βινάρη να προσγειωθεί.
«Πού;» ρωτά εκείνος από το ένα πέμπτο της οθόνης του συστήματος. «Επάνω στην πλαγιά;»
«Ναι, κοντά στον κρατήρα. Δεν υπάρχει κίνδυνος.»
Το ελικόπτερο κατεβαίνει διαγράφοντας κύκλους στον ουρανό, μέχρι που τελικά ακουμπά στο έδαφος. Ο Γρύπας, η Ισμήνη, και η Μελένια εξοπλίζονται και, ο ένας μετά τον άλλο, περνάνε μέσα από τον καθρέφτη της ενδοδιάστασης, καταλήγοντας σ’έναν χώρο με κάτοπτρα, καλώδια, και κυκλώματα. Εκεί ανοίγουν μια πόρτα και βγαίνουν κάτω από την ουρά του ελικοπτέρου, στο ορεινό τοπίο. Παρότι μεσημέρι, ο καιρός δεν είναι και τόσο ζεστός εδώ. Κάνει ψύχρα. Το μέρος έχει χαμηλή βλάστηση και πολλές μεγάλες πέτρες. Ο κρατήρας, που φαινόταν σαν παιχνίδι από τον ουρανό, εδώ φαντάζει τεράστιος και απειλητικός.
Η Μελένια, κοιτάζοντάς τον, σκέφτεται: Τα κομμάτια του φεγγαριού που έπεσαν από τον ουρανό πρέπει να τον δημιούργησαν· κι ακόμα, ύστερα από τόσους αιώνες, το τραύμα επάνω στο έδαφος δεν έχει επουλωθεί… Της προκαλεί μια αίσθηση δέους, ακριβώς επειδή ξέρει τι είναι αυτό που ατενίζουν τα μάτια της.
Ο Νιρμόδος’χοκ και ο Βινάρης έχουν επίσης βγει από το μεταβαλλόμενο σκάφος, και ο Γρύπας τούς λέει: «Για την ώρα θα περιμένουμε να σουρουπώσει. Μετά, θα πάμε μέσα. Αλλά εσείς οι δύο θα μείνετε εδώ.»
«Εννοείτε ότι θα πάτε εκεί μέσα;» Ο Βινάρης δείχνει τον κρατήρα.
«Ναι.»
Ο Βινάρης συνοφρυώνεται. «Είναι ακίνδυνο το μέρος;»
«Ναι. Αλλά μην επιχειρήσετε να μας ακολουθήσετε.»
Παρότι ο μάγος και ο πιλότος μοιάζουν παραξενεμένοι, ο δεύτερος λέει: «Όπως επιθυμείτε, κύριε Ξενοκράτη. Περίπου πόση ώρα θα μείνετε εκεί;»
«Αν αργήσουμε περισσότερο από δύο ώρες, τότε ίσως θα έπρεπε να ανησυχήσετε,» αποκρίνεται ο Γρύπας.
Και μετά κατασκηνώνουν κοντά στο ελικόπτερο, βγάζοντας από τους σάκους τους κάτι να φάνε και να πιουν. Πρέπει να περάσουν ακόμα αρκετές ώρες προτού το φεγγάρι φανεί στους ουρανούς της Σεργήλης.
Ο χρόνος κυλά σιωπηλά, κυρίως, καθώς ο Ξενοκράτης και η οικογένειά του δεν θέλουν να συζητήσουν για τα ταξίδια στο φεγγάρι μπροστά στους άλλους δύο. Σε κάποια στιγμή, η Μελένια παίζει χαρτιά με τον Νιρμόδο’χοκ και τον Βινάρη: ένα παιχνίδι που λέγεται Καραβάνια και είναι διαδεδομένο στην Ύγκρας κι άλλες περιοχές κοντά στις ερήμους.
Όταν έρχεται το απόγευμα και ο ουρανός σκουραίνει, και το φεγγάρι ξεπροβάλλει από την ανατολή, ο Γρύπας σηκώνεται από μια μεγάλη πέτρα όπου ήταν καθισμένος καπνίζοντας το πούρο του και λέει: «Ήρθε η ώρα.»
Αρχίζει να βαδίζει προς τον κρατήρα, βγάζοντας από μια τσέπη του έναν φακό κι ανάβοντάς τον.
Η Μελένια και η Ισμήνη τον ακολουθούν, και βλέπουν ότι μέσα στον κρατήρα υπάρχουν αρκετά ομαλές πλαγιές τις οποίες μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς για να κατεβεί στο βάθος του. Είναι γεμάτες πέτρες και χαμηλή βλάστηση, αλλά όχι πολύ δύσβατες.
Ο Γρύπας κατεβαίνει πρώτος, και η σύζυγος κι η κόρη του τον ακολουθούν. Μικρά πλάσματα σκορπίζονται στο διάβα τους. Όταν φτάνουν στο βάθος του κρατήρα, μπαίνουν σ’ένα μέρος που μοιάζει με σπηλιά αλλά σίγουρα δεν είναι φυσική σπηλιά: δημιουργήθηκε από την πτώση των κομματιών από το φεγγάρι. Και μέσα της, πράγματι, η Μελένια αντικρίζει λίθινα θραύσματα παρόμοια μ’αυτά που είχε αντικρίσει στην έρημο. Εκεί ήταν χωμένα στην άμμο· εδώ είναι καρφωμένα στη σάρκα του βουνού, μοιάζοντας πλέον με προέκτασή του. Το χρώμα τους είναι γαλανόγκριζο και αναδίδουν μια αραιά ομίχλη.
Ο Γρύπας δίνει τον φακό στην κόρη του. «Λοιπόν,» λέει. «Θα ταξιδέψω. Να με φυλάτε.»
«Να προσέχεις,» του λέει η Ισμήνη, και τον φιλά δυνατά στα χείλη.
Ο Γρύπας γελά. «Δεν είναι η πρώτη μου φορά, αγάπη μου.»
Στρέφεται στις πέτρες που πριν από αιώνες έπεσαν από το φεγγάρι και τις πλησιάζει, γλιστρώντας μέσα στην ομίχλη που αναδίδουν, νιώθοντάς την επάνω στο δέρμα του σαν αδύναμο ενεργειακό άγγιγμα που κάνει τις τρίχες του να ορθώνονται – μια αίσθηση οριακά ευχάριστη, γαργαλιστική.
Απλώνει το δεξί του χέρι και κρατά την παλάμη του μερικά εκατοστά απόσταση από μια φεγγαρόπετρα· νιώθει τώρα το ενεργειακό άγγιγμα πιο έντονο. Φέρνει σε επαφή την παλάμη του με το πέτρωμα και αισθάνεται την τραχιά του επιφάνεια επάνω στη μαυρόδερμη σάρκα του. Αισθάνεται, επίσης, την ενέργεια που φορτίζει τη φεγγαρόπετρα να περνά μέσα από το χέρι του και να τον διατρέχει πατόκορφα. Ο Γρύπας στέκεται γερά στα πόδια του για να μην πέσει, αντιστεκόμενος όπως θα αντιστεκόταν σ’έναν δυνατό αέρα. Η αίσθηση εξακολουθεί να είναι οριακά ευχάριστη.
Οι ομίχλες αναδεύονται σπασμωδικά ολόγυρά του, ενώ πριν ήταν σχεδόν ακίνητες.
Ο Γρύπας κλείνει τα βλέφαρά του και, όπως τον είχε διδάξει παλιά ο θείος του, φέρνει στο νου του το Είδος της Ουράνιας Γεφύρωσης. Το βλέπει τόσο έντονα σαν να ήταν μπροστά του. Το χρωματίζει, με το μυαλό του, καφέ στη μία άκρη και γαλανόγκριζο στην άλλη.
Καθώς η ενέργεια της φεγγαρόπετρας κάνει όλα τα νεύρα στο σώμα του να δονούνται, σαν να πρόκειται για μουσικό όργανο, ο Γρύπας έχει φανατικά στο μυαλό του το Είδος της Ουράνιας Γεφύρωσης. Τα μάτια του είναι κλειστά αλλά, μετά, ξαφνικά, αρχίζει να μπορεί να δει. Βλέπει τη φεγγαρόπετρα, βλέπει τις ομίχλες που στροβιλίζονται γύρω του… και υψώνεται σαν κάτι να τον τραβά προς τα πάνω. Βλέπει από κάτω το σώμα του, πεσμένο στο έδαφος, τυλιγμένο από τις ομίχλες. Βλέπει τη Μελένια και την Ισμήνη να τον ατενίζουν ακίνητες· το ένα χέρι της Ισμήνης είναι στο στόμα της, ανησυχώντας ανόητα για εκείνον. Ο Γρύπας υψώνεται κι άλλο: βγαίνει από τον κρατήρα και βλέπει τώρα από κάτω του το μεταβαλλόμενο ελικόπτερο, τον Βινάρη, και τον Νιρμόδο’χοκ. Συνεχίζει να υψώνεται: βλέπει τα βουνά της Ραχοκοκαλιάς να απλώνονται προς κάθε κατεύθυνση. Και μετά είναι ακόμα πιο ψηλά: βλέπει τη Θακέρκοβ, βόρεια της Ραχοκοκαλιάς, και την Αγκένροβ, νότια της Ραχοκοκαλιάς. Και σύντομα αγναντεύει ολόκληρη τη Σεργήλη.
Ο Γρύπας στρέφει το βλέμμα του στον σκοτεινιασμένο ουρανό, κι αντικρίζει το φεγγάρι ανάμεσα στα σύννεφα. Περνά μέσα από τα σύννεφα και το βλέπει ακόμα πιο κοντά του, και πιο κοντά, ολοένα και μεγαλύτερο. Ο Γρύπας διασχίζει τους ουρανούς με τρομερή ταχύτητα.
Το φεγγάρι τώρα καλύπτει ολόκληρο το πεδίο της όρασής του. Και είναι τυλιγμένο από ομίχλες, όπως ήταν κι οι φεγγαρόπετρες, αλλά οι ομίχλες του φεγγαριού είναι πυκνότερες και περισσότερες και μοιάζουν να διαμορφώνουν παράξενους σχηματισμούς που προσπαθούν να τον τρομοκρατήσουν. Ο Γρύπας δεν τρομοκρατείται. Ασώματος, περνά από μέσα τους κι ατενίζει μια πεδιάδα γεμάτη πέτρες που θυμίζουν καθρέφτες οι οποίοι προκαλούν μυριάδες αντανακλάσεις. Ανάμεσα σε δύο από αυτές τις πέτρες ο Γρύπας στερεώνεται, καταλαβαίνοντας ότι εκεί είναι το σωστό μέρος για να σταματήσει, εκεί είναι κάτι σαν αεροδρόμιο για το ιπτάμενο πνεύμα του.
Ένα φως έρχεται γρήγορα προς το μέρος του. Ένας από τους κατοίκους του φεγγαριού, φτεροκοπώντας, λαμποκοπώντας. Τα μάτια του στραφταλίζουν. Μέσα από το κεφάλι του μια πανίσχυρη ακτινοβολία τινάζεται σαν παγωμένη έκρηξη.
Το ασώματο πνεύμα του Γρύπα Ξενοκράτη σχηματίζει τον Αρχαίο Κώδικα, ώστε η οντότητα να τον αναγνωρίσει.
Και η οντότητα τον αναγνωρίζει ως έναν της Οικογένειας. Δεν μιλά· απλώς του μεταβιβάζει τις σκέψεις της. Τον ρωτά αν επιθυμεί Προγονική Ανάκληση;
Ο Γρύπας τού λέει ότι, ναι, γι’αυτό είναι εδώ.
Η ακτινοβολία μέσα στο κεφάλι της οντότητας δυναμώνει, γίνεται εκτυφλωτική ακόμα και για κάποιον χωρίς μάτια. Ο Γρύπας αποκολλείται από τις πέτρες που τον κρατούν σταθερό, βυθίζεται μέσα στις άλλες πέτρες που μοιάζουν με καθρέφτες. Βυθίζεται και βυθίζεται και βυθίζεται. Φωνές και αναμνήσεις τον πλημμυρίζουν: ταξιδεύει μέσα σ’έναν λαβύρινθο, έναν ωκεανό, από αυτές. Δεν πανικοβάλλεται· είναι έμπειρος πλοηγός.
Αναζητά, χρονοταξιδεύοντας…
Αναζητά να μάθει πότε παλιότερα η Σιδηρά Δυναστεία είχε βρεθεί σε παρόμοιο κίνδυνο μ’αυτόν που τώρα αντιμετωπίζει. Πότε παλιότερα είχε αντιμετωπίσει τον κίνδυνο της βίαιης διαίρεσης. Πότε παλιότερα συγγενείς είχαν στραφεί εναντίον συγγενών…
Παρασύρεται από χρονικά ρεύματα και καταλήγει μέσα στις αναμνήσεις ενός πανάρχαιου πρόγονού του. Το όνομά του είναι Σαργάθλης Ιχθυομάχος, και τώρα στέκεται στις ακτές της Σεργήλης και κοιτάζει προς τους ουρανούς μέσα στη νύχτα, βλέποντας τρομαχτικές οντότητες να συγκρούονται εκεί, βλέποντας ένα από τα ουράνια σώματα να περιδινείται και να χάνεται λες και το ρούφηξε κάποια επουράνια ρουφήχτρα. Το φεγγάρι – το φεγγάρι που υπάρχει ακόμα και σήμερα – δεν είναι μακριά από αυτή τη ρουφήχτρα, και γύρω του ενεργειακές λάμψεις φαίνονται καθώς πανίσχυρα όντα μάχονται.
Ο Σαργάθλης Ιχθυομάχος καβαλά το δίκυκλό του και φεύγει γρήγορα, τρέχοντας, για να ειδοποιήσει τους άλλους της Σιδηράς Δυναστείας για την εμφάνιση ενός συγκεκριμένου πλάσματος που έχει αναγνωρίσει. Σκέφτεται ότι θα πρέπει να βάλουν σε εφαρμογή ένα απελπισμένο σχέδιο για να αντιμετωπίσουν αυτό το εξωδιαστασιακό τέρας, αλλιώς δεν θα είναι μόνο ο Μοβ Μιν’ράθμος που χάθηκε, αλλά κι ολόκληρη η Σεργήλη σύντομα θα καταστραφεί.
Ο Γρύπας Ξενοκράτης ταξιδεύει μαζί με τον πρόγονό του, ξέροντας ότι τότε η οικογένεια ήταν προστάτες της Σεργήλης, όχι οργάνωση του υπόκοσμου. Τι διαφορετικές ημέρες! Ακόμα κι αυτό το δίκυκλο που τώρα ο Γρύπας οδηγεί– όχι! ο Σαργάθλης οδηγεί– Ακόμα κι αυτό το δίκυκλο δεν λειτουργεί όπως τα σημερινά δίκυκλα. Δεν χρησιμοποιεί καν την ίδια μορφή ενέργειας. Είναι φορτισμένο με ηλιακή ενέργεια. Πριν από αιώνες, οι κάτοικοι της Σεργήλης χρησιμοποιούσαν την ηλιακή ενέργεια για διάφορους λόγους, αλλά, απ’ό,τι έχει καταλάβει ο Γρύπας, αργότερα διαπίστωσαν ότι αυτό αποδυνάμωνε τον ήλιο της διάστασης. Του έκλεβε τη δύναμή του. Και στο τέλος θα τον σκότωνε. Σταμάτησαν έτσι να χρησιμοποιούν την ηλιακή ενέργεια, και κάθε είδους τεχνολογία που αντλούσε δύναμη από τον ήλιο απαγορεύτηκε. Σήμερα πια κανένας δεν ξέρει πώς να το κάνει. Και ο ήλιος έχει θεραπευτεί.
Αλλά ο Γρύπας δεν βρίσκεται εδώ, θυμίζει στον εαυτό του, για να χαθεί σε μνήμες του παρελθόντος. Βρίσκεται εδώ για να πάρει πληροφορίες. Και δε νομίζω ότι είμαι στη σωστή χρονική περίοδο. Δεν υπήρχε διαίρεση τότε. Υπήρχε;
Ψαχουλεύει τις αναμνήσεις του Σαργάθλη Ιχθυομάχου και δεν βρίσκει τίποτα χρήσιμο. Επιπλέον, η αναζήτηση είναι δύσκολη γιατί ο Σαργάθλης τώρα έχει άλλα στο μυαλό του. Ο Γρύπας χρησιμοποιεί τις μνήμες του Σαργάθλη και τη νόησή του για να φύγει από το σώμα του και να γλιστρήσει πάλι στη θάλασσα που είναι γεμάτη με αναμνήσεις αμέτρητων προγόνων.
«Προδότες!» ακούει τη Μισμέρια Επίλυτη να φωνάζει καθώς αναδύεται μέσα στο μυαλό της και βλέπει από τα μάτια της τρεις άντρες τους οποίους αναγνωρίζει. Μέλη της Δυναστείας, αρχαία μέλη, αλλά όχι τόσο αρχαία όσο ο Ιχθυομάχος· ο Γρύπας βρίσκεται σε μια νεότερη εποχή τώρα. Οι δύο απ’ αυτούς κρατάνε ηλιακά σπαθιά, ο τρίτος έχει τα χέρια του σταυρωμένα μπροστά του.
«Συγνώμη, Μισμέρια,» λέει, «αλλά δεν μπορούμε να σ’αφήσουμε να φύγεις. Η κατάσταση έχει παρεκτραπεί–»
«Εξαιτίας σας! Υποθάλπατε φονιάδες τόσο καιρό!» Η Μισμέρια τραβά το δικό της ηλιακό σπαθί από το θηκάρι και κατεβάζει τα προστατευτικά γυαλιά της.
«Δε θέλουμε να σε σκοτώσουμε–»
«Αλλά ίσως να χρειαστεί να το κάνετε, αν θέλετε να με σταματήσετε!» φωνάζει η Μισμέρια καθώς ορμά καταπάνω τους και ηλιακές λεπίδες συγκρούονται με ηλιακές λεπίδες, τινάζοντας επικίνδυνες σπίθες παντού. Τα γυαλιά που φοράνε η Μισμέρια και οι δύο άντρες με τα σπαθιά είναι για να προστατεύουν τα μάτια τους από αυτές.
Ο Γρύπας ψάχνει μέσα στις αναμνήσεις της Μισμέριας. Τι συμβαίνει εδώ; Ποιοι πρόδωσαν τη Δυναστεία; Γιατί; Και ανακαλύπτει ότι δεν πρόκειται παρά για μια προσωπική υπόθεση, όχι για κάτι που απειλεί να διαιρέσει ολόκληρη την οργάνωση.
Λάθος χρόνος και λάθος τόπος, ξανά.
Ο Γρύπας βουτά μέσα στη χαώδη θάλασσα των προγονικών αναμνήσεων. Κολυμπά ακολουθώντας τα λαβυρινθώδη ρεύματα, αναζητώντας με τις ψυχικές του αισθήσεις…
Αναδύεται μέσα στο μυαλό του Νικόδωρου Μόρκαλνεθ, ο οποίος είναι φυλακισμένος μέσα στους Ατσαλόντυτους Πύργους, δεμένος επάνω σε μια μηχανή βασανιστηρίων. Ουρλιάζει καθώς το σώμα του τραντάζεται από τους πόνους, και ο Γρύπας ουρλιάζει μαζί του. Αντίκρυ του στέκονται οι τέσσερις Αφέντες των Πύργων, δύο άντρες και δύο γυναίκες, όλοι τους ντυμένοι με φανταχτερά ρούχα και κομμάτια από ατσάλι σε διάφορα μέρη του σώματός τους. Ο Γρύπας έχει ξανακούσει γι’αυτούς, από άλλα του ταξίδια στο παρελθόν. Γνωρίζει ότι έλεγχαν ολόκληρη την περιοχή γύρω από τη Θακέρκοβ, πριν από πολλά χρόνια αλλά αφού πια η Σιδηρά Δυναστεία ήταν οργάνωση του υπόκοσμου και αφού πια η ηλιακή ενέργεια είχε απαγορευτεί και ο ήλιος ήταν αδυνατισμένος.
Ο Νικόδωρος δεν αντέχει άλλο στα δαιμονικά μαρτύρια των Αφεντών των Πύργων: τους αποκαλύπτει ότι ανήκει σε μια οργάνωση που ονομάζεται Σιδηρά Δυναστεία, τους λέει ονόματα ανθρώπων, περιοχές· τους λέει για την Παλιά Δυναστεία, τους λέει για τους φεγγαροταξιδευτές και για την Ουράνια Συμφωνία με τις οντότητες του φεγγαριού, τη συμφωνία που έγινε την περίοδο μετά την Εισβολή– Ο Γρύπας χρησιμοποιεί αυτές τις αναμνήσεις του για ν’ακολουθήσει άλλα ρεύματα μέσα στη θάλασσα του χρόνου, να δει τι έκαναν οι Αφέντες των Πύργων τις πληροφορίες που τους έδωσε. Επισκέπτεται τον έναν πρόγονό του μετά τον άλλο. Συγκεντρώνει κομμάτια γνώσης από δω κι από κει, τα συναρμολογεί μέσα στο μυαλό του, και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι Αφέντες των Πύργων προσπάθησαν τότε να πάρουν τον έλεγχο της Σιδηράς Δυναστείας. Προσπάθησαν να κάνουν κάτι παρόμοιο μ’αυτό που κάνει τώρα η Ασημίνα Νέρφελδιφ. Αλλά η Παλιά Δυναστεία τούς σταμάτησε, όχι σκοτώνοντάς τους – αφομοιώνοντάς τους. Τους έκανε μέλη της. Τους έμαθε να φεγγαροταξιδεύουν.
Ο Γρύπας, περιφερόμενος μέσα στην ψυχική θάλασσα των προγονικών αναμνήσεων, σκέφτεται: Θα μπορούσαμε, άραγε, να κάνουμε το ίδιο με την Ασημίνα; Θα το δεχόταν; Και το άλλο ερώτημα, βέβαια, είναι: θα το δεχόμασταν εμείς ύστερα απ’ όσα έχει κάνει εναντίον μας;
Ο Γρύπας, όμως, δεν μπορεί να καταλάβει πώς η Ασημίνα έμαθε για την Παλιά Δυναστεία και για τα ταξίδια στο φεγγάρι. Οι Αφέντες των Ατσαλόντυτων Πύργων είχαν αιχμαλωτίσει ένα μέλος της Παλιάς Δυναστείας και το είχαν βασανίσει. Σήμερα, όμως, δεν συνέβη τίποτα τέτοιο. Ή, μάλλον, συνέβη κάτι παρόμοιο, με την Αστερόπη. Ο Ρίβης Παλιόσυρμος την έπιασε και ήθελε να πάρει πληροφορίες από εκείνη. Αλλά ήδη ήξερε για τα ταξίδια στο φεγγάρι. Απλά ζητούσε να του αποκαλύψει πού βρίσκονται τα Σημεία Επαφής.
Πώς είναι δυνατόν η Ασημίνα Νέρφελδιφ, ή κάποιος από τους συνεργάτες της, να έμαθε για όλα τα μέλη της Παλιάς Δυναστείας και για την ικανότητά μας να ταξιδεύουμε στο φεγγάρι;
Ο Γρύπας αρχίζει να αισθάνεται την ψυχή του να αραιώνει καθώς η θάλασσα των προγονικών αναμνήσεων προσπαθεί να την απορροφήσει, κι αντιλαμβάνεται αμέσως τον κίνδυνο. Πρέπει να είναι κανείς προσεχτικός όταν χρονοταξιδεύει, αλλιώς μπορεί να χαθεί για πάντα εδώ. Βέβαια, αν ξέρεις τι κάνεις, ο κίνδυνος δεν είναι μεγάλος. Και ο Γρύπας καταλαβαίνει πως τώρα έχει έρθει η ώρα να φύγει.
Αναδύεται μέσα στο μυαλό ενός συγγενή του που πλησιάζει μια φεγγαρόπετρα και βλέπει, από τα πνευματικά του μάτια, το Είδος της Ουράνιας Γεφύρωσης–
–πράγμα που τον στέλνει αμέσως στο φεγγάρι, στη δική του εποχή, πιασμένο ανάμεσα στις δύο πέτρες που αποτελούν άγκιστρο για το ασώματο πνεύμα του.
Ο κάτοικος του φεγγαριού εξακολουθεί να βρίσκεται αντίκρυ του, φτερουγίζοντας.
Ο Γρύπας, εξουθενωμένος, τον ρωτά αν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την Ουράνια Συμφωνία για να του ζητήσει μια πληροφορία.
Τι πληροφορία;
Πώς θα μπορούσε κάποιος να μάθει για την Οικογένεια και για την Ουράνια Γεφύρωση χωρίς να έχει επαφή με την ίδια την Οικογένεια; Υπάρχει τρόπος;
Η οντότητα, φωτεινή και ασημόχρωμη, φτερουγίζει για λίγο σιωπηλή, αναδίδοντας δυνατή ακτινοβολία μέσα από το κεφάλι της. Μετά του λέει πως κανονικά δεν υπάρχει γνωστός τρόπος. Μπορεί όμως να ταξίδεψε κάποιος στο φεγγάρι από λάθος…
Ο Γρύπας τον ρωτά (νομίζει πως είναι αρσενική η οντότητα – δεν ξέρει γιατί) τι εννοεί. Ξέρει κάτι; Ο Γρύπας τού τονίζει πως είναι σημαντικό να μάθει· η Οικογένεια κινδυνεύει!
Η οντότητα αποκρίνεται πως, πριν από κάποια χρόνια – όπως υπολογίζουν τα χρόνια οι άνθρωποι – μια γυναίκα ήρθε στο φεγγάρι. Τη ρώτησαν αν ήταν της Οικογένειας, αλλά εκείνη δεν ήξερε τι εννοούσαν. Της ζήτησαν τον Αρχαίο Κώδικα, αλλά δεν τον γνώριζε. Είχε έρθει εδώ από λάθος. Θέλησε όμως να μάθει για την Οικογένεια, και ένας από τους κατοίκους του φεγγαριού τής απάντησε. Το βρήκε… διασκεδαστικό να της απαντήσει. Αλλά ήταν ασύνετος – δεν έπρεπε να το είχε κάνει!
Ο Γρύπας, νιώθοντας εξαντλημένος, νιώθει επίσης να εξοργίζεται. Αυτοί ευθύνονται για τις γνώσεις της Ασημίνας Νέρφελδιφ; Αυτοί – οι κάτοικοι του φεγγαριού – πρόδωσαν την Οικογένεια;
Η οντότητα πολύ φοβάται πως ο Γρύπας έχει δίκιο. Και ντρέπεται λιγάκι για ό,τι έγινε. Ήταν… ασύνετο. Απερίσκεπτο. Εκείνος που το έκανε είναι γνωστός κατεργάρης, και δεν έπρεπε να είχε αντιδράσει έτσι!
Η Ουράνια Συμφωνία, του θυμίζει ο Γρύπας, βασίζεται σε σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης ανάμεσα στη Σιδηρά Δυναστεία της Σεργήλης και στους κατοίκους του φεγγαριού! Οι κάτοικοι του φεγγαριού πρόδωσαν την εμπιστοσύνη τους!
Η αργυρή οντότητα ζητά συγνώμη εκ μέρους όλων του είδους της. Το φοβόταν ότι η απερισκεψία του άλλου κατοίκου του φεγγαριού θα προκαλούσε, ίσως, προβλήματα ανάμεσα στους ανθρώπους της Σεργήλης.
Ο Γρύπας τού ζητά Αντίστροφη Γεφύρωση, και η οντότητα, μέσω κάποιας αόρατης δύναμης, τον τινάζει ξαφνικά πέρα από τις πέτρες που τον συγκρατούν ανάμεσά τους. Τον τινάζει πέρα από το φεγγάρι, στον νυχτερινό ουρανό. Και ο Γρύπας πέφτει ομαλά προς τη Σεργήλη, περνώντας μέσα από σύννεφα, βλέποντας τη γη να απλώνεται από κάτω του σαν ανάγλυφος χάρτης. Νιώθει εξαντλημένος από τα προγονικά του ταξίδια, αλλά το ξέρει πως αυτή η κόπωση, ευτυχώς, δεν έχει καμια σχέση με το πόσο ομαλά θα καταλήξει στο σώμα του. Βλέπει τη Ραχοκοκαλιά, τη Θακέρκοβ και την Αγκένροβ. Βλέπει τα βουνά, βλέπει τον κρατήρα και το ελικόπτερο πλάι του, βλέπει τη Μελένια και την Ισμήνη καθισμένες μέσα στη σπηλιά, βλέπει το σώμα του τυλιγμένο στις ομίχλες που αναδίδουν οι φεγγαρόπετρες–
Ανοίγει τα βλέφαρά του και, μουγκρίζοντας, γυρίζει στο πλάι.
«Γρύπα!» ακούει την Ισμήνη. «Είσαι καλά;»
«…Ναι,» λέει αδύναμα, και η Ισμήνη και η Μελένια τον βοηθάνε να σηκωθεί όρθιος, να απομακρυνθεί από τις φεγγαρόπετρες, και να καθίσει μέσα στη σπηλιά.
«Ξέρεις πόσες ώρες λείπεις;» του λέει η Ισμήνη. «Τρεις ώρες! Ακούσαμε τον Νιρμόδο’χοκ και τον Βινάρη να κατεβαίνουν τον κρατήρα και να μας φωνάζουν, και η Μελένια βγήκε απ’τη σπηλιά για να τους διαβεβαιώσει ότι όλα είναι εντάξει, ότι τίποτα κακό δεν συμβαίνει. Πάω στοίχημα, όμως, πως σύντομα θα ξανάρθουν.»
«Μου φάνηκαν πολύ παραξενεμένοι, κύριε Ξενοκράτη,» λέει η Μελένια.
Ο Γρύπας τρίβει το πρόσωπό του, μουγκρίζοντας. «Εντάξει…»
«Είσαι καλά;» τον ρωτά ξανά η Ισμήνη, κι ανοίγει ένα παγούρι με νερό, τείνοντας το προς το μέρος του.
Ο Γρύπας το παίρνει στα χέρια και πίνει μια γουλιά. «Ναι.» Αισθάνεται τα πάντα γύρω του ασταθή, και βλέπει τη σπηλιά να ταλαντεύεται αργά – πέρα-δώθε, πέρα-δώθε. Ακούει ένα απόμακρο συριγμό που τρυπά το κρανίο του, αλλά όχι επώδυνα. Γύρω από τα μάτια του ασημόχρωμες λάμψεις και φασματικές ομίχλες χορεύουν. Οι αναμνήσεις των προγόνων του βυθίζονται μέσα στο μυαλό του σαν μισοξεχασμένα όνειρα…
Αλλά δεν έχει ξεχάσει εκείνα που δεν θέλει να ξεχάσει.
«Έμαθες τίποτα, τουλάχιστον;» τον ρωτά η Ισμήνη.
«Ναι,» αποκρίνεται ο Γρύπας. «Κάτι πολύ σημαντικό. Αλλά… πάμε πάνω τώρα. Θέλω να πάρω καθαρό αέρα.» Προσπαθεί να σηκωθεί και παραπατά· η Ισμήνη κι η Μελένια τον πιάνουν προτού πέσει.
«Το παράκανες, νομίζω, μπαμπά,» του ψιθυρίζει η δεύτερη.
«Μπορεί,» παραδέχεται ο Ξενοκράτης.
Βγαίνουν από τη σπηλιά κι αρχίζουν ν’ανεβαίνουν μια από τις πλαγιές του κρατήρα. Αργά, γιατί ο Γρύπας δεν μπορεί να ανεβεί πιο γρήγορα.
Ο Βινάρης τούς πλησιάζει αμέσως μόλις φτάνουν επάνω. «Τι συνέβη; Κύριε Ξενοκράτη, χτυπήσατε;»
«Όχι,» αποκρίνεται εκείνος. «Καλά είμαι. Λιγάκι κουρασμένος απλώς.»
Ο Νιρμόδος’χοκ ρώτα: «Τι είναι εκεί κάτω; Υπάρχει κάποιου είδους ισχυρή μορφή ενέργειας…»
Ο Γρύπας τον κοιτάζει ερωτηματικά, ενώ το ένα του χέρι είναι γύρω από τους ώμους της Μελένιας και το άλλο γύρω από τη μέση της Ισμήνης.
«Μπήκα στον πειρασμό να χρησιμοποιήσω κάποια ανιχνευτικά ξόρκια,» παραδέχεται ο μάγος.
«Μη μου κάνεις ερωτήσεις,» του λέει ο Γρύπας. «Δεν μπορώ να σας πω περισσότερα.»
Όταν φεύγουμε από το μηχανουργείο, η Αμάντα Αερόπλευρη είναι μαζί μας. Την έχω μέσα στο ηχομορφικό όχημα, καθισμένη στο πίσω κάθισμα, παρέα με την Αστερόπη που θέλει να έχει χώρο για να ακουμπά άνετα το τραυματισμένο πόδι της. Δίπλα μου κάθεται η Ξανθίππη, και η Κλεισμένη είναι κουλουριασμένη στα γόνατά της.
Το καινούργιο τρίκυκλο όχημα της Πάολας (γιατί το παλιό το κατάσχεσε η Χωροφυλακή μετά από τους πυροβολισμούς στο Μεγάλο Δυτικό Νοσοκομείο της Νίρβεκ) μας ακολουθεί· το βλέπω από τον καθρέφτη. Στο εσωτερικό του βρίσκονται η Πάολα, ο Σουτούρης, και η Αμυθολόγητη.
«Εσύ μάς οδηγείς, χοντρούλα,» λέω στην Αμάντα. «Δεν ξέρω το δρόμο για το σπίτι σου.»
«Η Λόρκη να σου δαγκώσει τη γλώσσα, καριόλη!» αποκρίνεται εκείνη, πικαρισμένη. «Δεν είμαι χοντρή!»
Δεν ξέρω αν είναι «χοντρή» αλλά δεν θα μπορούσα να την χαρακτηρίσω και λεπτή. Σίγουρα, πάντως, δεν είναι άσχημη, παρ’ όλη την ταλαιπωρία που έχει περάσει. «Δεν το είπα για να σε προσβάλω,» της λέω.
«Μαλακίες!»
«Δεν είναι κακό να έχεις μερικά κιλά παραπάνω,» την πειράζω, ενώ η Αστερόπη και η Ξανθίππη χαμογελάνε.
«Στο Ακρολίμανο δεν ξέρεις πώς να πας;» μου λέει η Αμάντα, αγριοκοιτάζοντάς με, αλλάζοντας θέμα.
«Ξέρω.»
«Εκεί είναι το σπίτι μου. Όταν φτάσουμε στο Ακρολίμανο, θα σου πω πού ακριβώς να κατευθυνθείς.»
«Εντάξει,» λέω, οδηγώντας προς τα ανατολικά, προς τον ποταμό Τάρνοφ.
Η Αστερόπη λέει στην Αμάντα: «Κι όταν είσαι στο σπίτι σου, μην περάσει απ’το μυαλό σου να μας προδώσεις, γιατί αυτή τη φορά κανείς δεν πρόκειται να σε λυπηθεί.»
«Εκτός απ’το να με απειλείτε και να με προσβάλλετε, έχετε τίποτ’ άλλο να μου πείτε;» γρυλίζει η Αμάντα.
«Μετά από την προδοσία σου, να χαίρεσαι που το μόνο που έχουμε κάνει είναι να σε προσβάλλουμε και να σε απειλούμε,» της λέει η Αστερόπη. «Εξαιτίας σου σκοτώθηκαν τόσοι συγγενείς.»
«Δεν τους σκότωσα εγώ!»
«Βοηθούσες, όμως, τους φονιάδες. Ήσουν με το μέρος τους.»
Ρωτάω την Αμάντα: «Αυτός ο Τοξότης, αλήθεια, ο συνονόματός μου, πού μένει μέσα στη Νίρβεκ;»
«Σας το είπα ήδη!»
«Πράγματι, μας το είπε,» μου λέει η Αστερόπη. «Αλλά όταν πήγαμε να τον βρούμε, ύστερα από τον θάνατο του Παλιόσκυλου, δεν ήταν εκεί. Όπως το περιμέναμε, άλλωστε.»
«Νομίζετε ότι είναι ακόμα στην πόλη;»
«Μπορεί ναι, μπορεί όχι. Μάλλον όχι.»
«Θα έχει επιστρέψει στην Ασημίνα, υποθέτεις;»
«Πολύ πιθανό. Εδώ το δίκτυό της έχει καταστραφεί.»
Διασχίζω τη γέφυρα που περνά πάνω από τον ποταμό Τάρνοφ και μπαίνω στη Μεσόπολη. Οδηγώ μέσα στους μπλεγμένους δρόμους της και σύντομα φτάνω στο Ακρολίμανο. Είναι νύχτα πια, και τα φώτα της Νίρβεκ αναμμένα.
«Πες μου πώς να πάω στο σπίτι σου, όμορφη,» λέω στην Αμάντα.
Εκείνη, εξακολουθώντας να με αγριοκοιτάζει, μου δίνει κατευθύνσεις, και δεν αργούμε να βρεθούμε σ’έναν δρόμο κοντά στη μονοκατοικία της. Εκεί σταματάω, και η Πάολα σταματά το τρίκυκλό της πίσω μου.
«Η Χωροφυλακή,» τονίζει η Αστερόπη στην Αμάντα, «μην ξεχνάς ότι δεν πρέπει να μάθει το παραμικρό για την αλήθεια.»
«Τα είπαμε αυτά, δεν τα είπαμε;»
«Μην τυχόν και αναφέρεις την Πάολα–»
«Μη φοβάστε: η ελεεινή Δρομολόγος είναι ασφαλής από εμένα! Μπορώ να βγω, τώρα;»
«Βγες,» της λέει η Αστερόπη· «δε σε κρατά κανείς.»
Η Αμάντα ανοίγει την πόρτα πλάι της και βγαίνει από το όχημα. Τη βλέπω να βαδίζει γρήγορα προς το σπίτι της σα να φοβάται ότι ίσως ν’αλλάξουμε γνώμη και να την απαγάγουμε πάλι.
Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός μου κουδουνίζει. Κοιτάζοντας τη μικρή οθόνη του παρατηρώ πως η Αμυθολόγητη με καλεί. Αποδέχομαι την κλήση, έχοντας το μεγάφωνο της συσκευής σε υψηλή ένταση ώστε ν’ακούμε όλοι.
«Ναι,» λέω.
«Ζορδάμη,» με ρωτά η Αλκάρνη, «όλα εντάξει με την Αμάντα;»
«Ναι.»
«Φεύγουμε, λοιπόν. Ακολούθησέ μας.»
Βλέπω, από τον καθρέφτη, το καινούργιο τρίκυκλο της Πάολας ν’αρχίζει να κινείται, και το ακολουθώ δίχως καθυστέρηση. «Πού πάμε;» ρωτάω.
«Στο Ακρωτήρι, ένα ξενοδοχείο στον Ολάνοιχτο.»
«Γιατί;»
«Για να διανυκτερεύσουμε, φυσικά.»
Ο Ολάνοιχτος είναι δυτικά του Ακρολίμανου και περιλαμβάνει μέρος του λιμανιού της θάλασσας και του λιμανιού του ποταμού. Σ’αυτή την περιοχή ήταν που σκοτώθηκε και ο Φιλοπολίτης Τασνικέφ από τον Τοξότη που έχει το όνομά μου.
Το Ακρωτήρι είναι ένα από τα καλύτερα ξενοδοχεία της Νίρβεκ. Μέσα στη νύχτα τα φώτα του μοιάζουν να αποτελούν φάρο, καθώς βρίσκεται κοντά στη θάλασσα. Σταματάμε απέξω και μπαίνουμε στη ρεσεψιόν, για να κλείσουμε μια σουίτα στον δωδέκατο, και τελευταίο, όροφο, για την οποία πληρώνει η Ξανθίππη με λεφτά της Αμυθολόγητης και ψεύτικη ταυτότητα. Η ίδια η Αλκάρνη προτιμά να φορά στο κεφάλι την κουκούλα της κάπας της όταν μπαίνουμε στο ξενοδοχείο, κρύβοντας την πασίγνωστη όψη της. Δε θέλει κανένας να ξέρει ότι βρίσκεται εδώ.
Ο Σουτούρης και η Πάολα μάς χαιρετάνε και φεύγουν. Η Αστερόπη μένει μαζί μας· θα συγκατοικήσουμε προς το παρόν. Αφού κατεβάζω το ηχομορφικό όχημα στο γκαράζ και το καλύπτω με τη μαύρη κουκούλα, ανεβαίνουμε με ανελκυστήρα στον δωδέκατο όροφο και ξεκλειδώνουμε τη σουίτα μας, η οποία περιλαμβάνει ακόμα και πισίνα στο ευρύχωρο καθιστικό της.
Παραγγέλνουμε ένα γεύμα από το ξενοδοχείο και, όταν έχουμε φάει, ρωτάω την Αλκάρνη: «Τι είπατε στην Αμάντα, κυρία Αμυθολόγητη;»
Με κοιτάζει συνοφρυωμένη.
«Της ψιθυρίσατε κάτι στ’αφτί, προτού φύγουμε απ’το εγκαταλειμμένο μηχανουργείο,» της θυμίζω.
«Α, αυτό… Δεν ήταν τίποτα το σπουδαίο, Ραλίστα. Της είπα τι έκανα κάποτε σε μια διαφημίστρια που ήταν πληρωμένη για να σαμποτάρει την ταινία που γύριζε ένας φίλος μου και στην οποία έπαιζα.»
«Υποθέτω πως δεν ήταν κάτι το καλό…» λέω πίνοντας μια γουλιά Σεργήλιο οίνο.
«Πολύ σωστά υποθέτεις, Ραλίστα.»
«Εγώ,» λέει η Ξανθίππη, «εξακολουθώ να νομίζω ότι δεν θάπρεπε να την εμπιστευτούμε. Πώς μπορούμε να ελέγξουμε τι θα κάνει, τώρα που είναι στο σπίτι της;»
«Φοβάται να μας προδώσει,» τη διαβεβαιώνει η Αλκάρνη. «Κι επιπλέον, δεν έχει καμία υποστήριξη εδώ, στη Νίρβεκ, ύστερα από τον θάνατο του Παλιόσυρμου και του Νεογνού.» Σηκώνεται από την καρέκλα. «Θα πάω να κοιμηθώ τώρα,» μας λέει.
«Δε σας πειράζει αν βουτήξω στην πισίνα, έτσι;» ρωτάω.
«Η πισίνα μου είναι πισίνα σου, Ραλίστα. Καλό μπάνιο.» Η Αμυθολόγητη βαδίζει προς μια από τις πόρτες της σουίτας και χάνεται από τα μάτια μας.
Η Αστερόπη και η Ξανθίππη πηγαίνουν σύντομα κι αυτές στο δωμάτιο που μοιράζονται, κι έτσι μένω μόνος με την Κλεισμένη, η οποία ακόμα γλείφει το πιάτο που της έχουμε βάλει στο πάτωμα. Μου νιαουρίζει, υψώνοντας τη μουσούδα της.
Βγάζω τα ρούχα μου και βυθίζομαι στην πισίνα στο κέντρο του σαλονιού. Το νερό είναι χαλαρωτικό καθώς πλατσουρίζω για λίγο και ύστερα κάθομαι αναπαυτικά.
Μετά, ακούω μια πόρτα ν’ανοίγει και βήματα να έρχονται προς το μέρος μου. Δεν γυρίζω να κοιτάξω· μαντεύω πως πρέπει να είναι η Ξανθίππη. Η Αλκάρνη σίγουρα δεν είναι – δεν ακούγονται έτσι τα πόδια της επάνω στα σανίδια. Και η Αστερόπη κουτσαίνει και βαδίζει με μπαστούνι.
«Να σου κάνω παρέα, Ραλίστα;»
«Δεν είναι ιδιωτική πισίνα.»
Η Ξανθίππη λύνει την κοντή μαύρη ρόμπα της και, μένοντας μ’ένα μαύρο μεσοφόρι, κατεβαίνει μέσα στο νερό. Τα μαλλιά της είναι δεμένα κότσο πίσω από το κεφάλι της.
«Η Αστερόπη κοιμάται;» τη ρωτάω.
Η Ξανθίππη χαμογελά σαν κάτι άλλο να σκέφτεται. «Ναι.» Ρίχνει νερό στο πρόσωπό της, πλατσουρίζει λίγο, και μετά κάθεται αντίκρυ μου. Χαμογελά ξανά. «Ξέρεις τι μου είπε;»
«Τι;»
«Είναι αλήθεια ότι έχεις παίξει μαζί της Ο Υπηρέτης της Λόρκης;»
«Δεν κρατάει κανένα μυστικό;»
«Είναι αλήθεια, λοιπόν, ε;»
«Ναι,» λέω. «Μια φορά, πριν από καιρό, παίξαμε Ο Υπηρέτης της Λόρκης, στη Θακέρκοβ. Αλλά δεν ήταν μόνο η Σαμάνθ– η Αστερόπη. Ήταν κι άλλες δυο γυναίκες εκεί.»
«Ναι, μου το είπε. Της οικογένειας, υποθέτω.»
«…Ναι,» λέω με κάποιο δισταγμό, αν και δεν ξέρω αν θα έπρεπε να θεωρήσω εκείνες τις γυναίκες «της οικογένειας» ακριβώς. Τι να γίνονται, άραγε, οι τρεις Πριγκίπισσες που ήταν μία Πριγκίπισσα; Δεν έχω ξανακούσει τίποτα γι’αυτές.
«Μου είπε,» συνεχίζει η Ξανθίππη, «ότι θα είχε πλάκα να παίζαμε ξανά μαζί σου Ο Υπηρέτης της Λόρκης, τώρα που είμαστε τρεις γυναίκες κι εσύ.»
«Ξεχνάς την Κλεισμένη.» Λοξοκοιτάζω τη γάτα που με λοξοκοιτάζει, κουλουριασμένη στην άκρη της πισίνας.
«Αλλά η Αστερόπη βαριέται επειδή είναι τραυματισμένη. Και η Αλκάρνη…» Γελάει. «Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να παίξω τέτοιο παιχνίδι μαζί με την Αλκάρνη Αμυθολόγητη!»
«Έχεις ξαναπαίξει Ο Υπηρέτης της Λόρκης;»
Η Ξανθίππη κουνά το κεφάλι, κοκκινίζοντας λίγο. «Όχι.»
«Δεν είναι τόσο αισχρό όσο νομίζουν κάποιοι. Αν και δεν είναι και σαν τα Συνδυαστικά Αθροίσματα.»
Γελάει ξανά. «Προφανώς!»
Μετά από λίγο, μου λέει, χωρίς να γελά: «Όλες οι γυναίκες της Δυναστείας σε γνωρίζουν ερωτικά, Ραλίστα;»
«Κι αυτό σ’το είπε η Αστερόπη;» Η Αστερόπη έχει αρχίσει να με τσαντίζει.
«Δε μου είπε τίποτα. Δηλαδή, δε μου είπε αν μαζί της…. Αλλά, έτσι όπως μου μίλησε, το υπέθεσα.»
«Κάποτε,» της λέω, «παριστάναμε τους παντρεμένους οι δυο μας. Και μερικές φορές ξεχάσαμε ότι ήταν θέατρο.»
Ύστερα από μια στιγμή με ρωτά: «Θα την παντρευόσουν στ’αλήθεια;»
«Την Αστερόπη;» Δεν το είχα ποτέ σκεφτεί. «Δεν ξέρω… Νομίζεις ότι η Αστερόπη θα με παντρευόταν; Τις προάλλες μου είπε ότι πιστεύει πως είμαι ‘ασταθής άντρας’. Και το ίδιο – συμπτωματικά! – μου είπε κι η αδελφή της, πιο πριν.»
«Η αδελφή της; Έχεις σχέση και με την αδελφή της; Ποια είναι η αδελφή της;»
Δεν ξέρω αν η Μελένια, ο Ξενοκράτης, ή ακόμα και η Αστερόπη θα ήθελαν να το αποκαλύψω αυτό στην Ξανθίππη, οπότε λέω: «Δε γνώριζα τότε ότι ήταν αδελφή της. Και δεν έχω ‘σχέση’ μαζί της· απλώς έτυχε μια φορά….» Ανασηκώνω τους ώμους, παίρνοντας μια εσκεμμένα αθώα έκφραση.
Η Ξανθίππη γελά. «Η Τζούλη έχει δίκιο για σένα!»
«Φύγαμε από την Άντχορκ προτού προλάβω να την πλακώσω στο ξύλο,» παρατηρώ.
«Αυτό, όμως, που είπε για σένα αληθεύει. Είσαι ανήσυχο γατί.»
«Τι είμαι;»
«Μια έκφραση που χρησιμοποιούμε στη Νέσριβεκ,» εξηγεί η Ξανθίππη.
«Όπως λέμε ‘ασταθής άντρας’, ε;»
Η Ξανθίππη γελά. «Κάτι τέτοιο.» Μετά μοιάζει σκεπτική για μερικές στιγμές. Μετά λέει: «Για κάποιο καιρό έμενες στη βίλα της Ασημίνας Νέρφελδιφ…»
«Γιατί είχα μια υποψία ότι το μυαλό σου θα πήγαινε εκεί;»
«Μη μου πεις ότι εσύ και η Ασημίνα….»
«Για να είμαι ειλικρινής, ναι, μια φορά συνέβη κάτι.»
«Μα τους θεούς! – και μ’αυτήν;» μορφάζει η Ξανθίππη.
Τώρα γελάω εγώ. «Εντάξει,» λέω, «δεν είναι τέρας. Αν και είναι κάπως περίεργη…»
«Τη συμπαθείς, δηλαδή, ε;»
«Όχι ακριβώς. Όχι ύστερα απ’ό,τι ανακάλυψα. Αλλά στην αρχή… βασικά, ναι, ίσως και να την είχα συμπαθήσει,» λέω, συλλογισμένα, κοιτάζοντας την αντανάκλαση του προσώπου μου στο νερό της πισίνας, φέρνοντας στο μυαλό μου τις συζητήσεις μου με την Ασημίνα. Ναι, είναι σίγουρα πολύ περίεργη… Και θα με μισεί τώρα πλέον. Θα έχει καταλάβει ότι την πρόδωσα.
«Έτσι όπως μου τα λες, αρχίζω να αισθάνομαι στην απέξω,» λέει η Ξανθίππη, κάπως απότομα. Αλλά όταν υψώνω τα μάτια μου για να την κοιτάξω αποφεύγει το βλέμμα μου· στρέφει τα δικά της μάτια παραδίπλα, στην πισίνα, και παρατηρώ ότι το λευκό-ροζ δέρμα της έχει κοκκινίσει ξανά.
«Τι;» της λέω, εσκεμμένα προκλητικά. «Θες να δοκιμάσεις κι εσύ; Να δεις αν οι φήμες αληθεύουν;»
«Καλύτερα να πάω για ύπνο.» Η Ξανθίππη πιάνεται από την άκρη της πισίνας και πηδά επάνω, στάζοντας. Το βρεγμένο μεσοφόρι πιάνεται με τέτοιο τρόπο επάνω στο γυμνασμένο σώμα της που μοιάζει ν’αποκαλύπτει πιο πολλά απ’ό,τι κρύβει.
«Περίμενε,» της λέω. «Συγνώμη. Δεν ήθελα να σε προσβάλω. Μη φεύγεις· θα πάω εγώ στο δωμάτιό μου.»
«Όχι.» Η Ξανθίππη πιάνει τη ρόμπα της από κάτω και την τυλίγει γύρω της, δένοντάς τη στη μέση. «Μείνε. Και… δε χρειάζεται να μου ζητάς συγνώμη. Εγώ έφταιγα. Το τι κάνεις είναι δική σου δουλειά, προφανώς. Απλώς… δε μπορώ να καταλάβω πώς είναι δυνατόν να κοιμήθηκες ακόμα και με κάποια σαν την Ασημίνα Νέρφελδιφ!»
«Σου είπα, δεν είναι τέρας.»
«Τέλος πάντων. Καληνύχτα.» Βαδίζει προς το δωμάτιο που μοιράζεται με την Αστερόπη.
«Καληνύχτα.»
Η Κλεισμένη νιαουρίζει πάνω απ’το κεφάλι μου.
«Μαζί και πάλι, αγάπη μου,» της λέω, πιάνοντας την ουρά της.
Συρίζει έντονα. Δεν της αρέσει να της πιάνουν την ουρά.
Ύστερα, καθώς κάθομαι εκεί, μέσα στην πισίνα, μουλιάζοντας, το μυαλό μου πάει στην Ασημίνα, στις μέρες που πέρασα στη βίλα της, σ’αυτά που μου είπε για τον εαυτό της, σ’αυτά που είδα για εκείνη. Αναρωτιέμαι πώς ανακάλυψε για τα μέλη της Παλιάς Δυναστείας, πώς ανακάλυψε για τα ταξίδια στο φεγγάρι. Και τι την οδήγησε να στραφεί εναντίον της Παλιάς Δυναστείας. Τι την έκανε να εκπονήσει όλο αυτό το παράλογο σχέδιο. Θα μου έλεγε, άραγε, αν την ξανασυναντούσα μόνος μου, ή απλά θα με πυροβολούσε;
*
Την επομένη, ο Ριχάρδος των Δρομολόγων έρχεται να μας επισκεφτεί στη σουίτα, έχοντας πληροφορηθεί για εμάς από την Πάολα. Η Αλκάρνη φαίνεται να χαίρεται που τον βλέπει, κι εκείνος να χαίρεται που βλέπει την Αλκάρνη. Αγκαλιάζονται, φιλιούνται, αλλά όχι ερωτικά. Αναρωτιέμαι αν ήταν ποτέ εραστές ή απλά και μόνο καλοί φίλοι, όπως μου είπε η Αμυθολόγητη.
Συζητάμε με τον Ριχάρδο για τα πρόσφατα γεγονότα, καθώς και για την απελευθέρωση της Αμάντας, και μετά, χρησιμοποιώντας τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της Αλκάρνης, καλούμε την Αμάντα στο σπίτι της. Εκείνη δεν αργεί καθόλου να αποδεχτεί την κλήση.
«Μάλιστα;» ακούμε τη φωνή της.
«Καλημέρα, Αμάντα,» λέει η Αμυθολόγητη. «Είσαι καλά;»
«Ναι, εντάξει.»
«Τα κανόνισες όλα σχετικά με το σπίτι σου;»
«Ναι· δεν παρουσιάστηκε πρόβλημα.»
«Επικοινώνησε μαζί σου κανένας από τους… παλιούς σου φίλους;» Παρατηρώ ότι η Αλκάρνη είναι προσεχτική στο τι λέει, σαν να πιστεύει ότι ίσως κάποιος να παρακολουθεί τη συζήτησή της.
«Όχι,» αποκρίνεται η Αμάντα, «κανένας.»
«Αν κάποιος επικοινωνήσει, να με ενημερώσεις αμέσως.»
«Εντάξει, δεν υπάρχει πρόβλημα.»
«Καλή σου μέρα,» της λέει η Αμυθολόγητη, «και νάχεις πάντα τον πομπό σου από κοντά. Αν σε καλέσω και δεν σε βρω, μπορεί ν’ανησυχήσω.»
Μετά απ’ αυτό η τηλεπικοινωνία τους τερματίζεται, και συνεχίζουμε να μιλάμε με τον Ριχάρδο για όσα έχουν συμβεί και συμβαίνουν μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία. Μας λέει, επιπλέον, πως ανακάλυψε πρόσφατα ότι η Νιρίφα η Δρομολόγος, η μισητή εχθρός της Πάολας, είναι πια μέλος της Δυναστείας. Το επιβεβαίωσε, δηλαδή, γιατί εξαρχής το υποψιαζόταν. Ο Ναρκάμης τής είχε όντως μιλήσει για την οικογένεια, την είχε κάνει μία από εμάς.
«Τι προτείνεις να γίνει μαζί της;» ρωτά ο Ριχάρδος την Αμυθολόγητη.
«Θα πρότεινες να τη σκοτώσουμε;» αντιστρέφει το ερώτημα εκείνη.
«Δεν ξέρω…» Μοιάζει προβληματισμένος.
«Η Δυναστεία δεν σκοτώνει τα μέλη της χωρίς καλό λόγο, Ριχάρδε. Αν μπορούσαμε να τη χρησιμοποιήσουμε, δεν θα ήταν καλύτερα; Νομίζεις ότι είναι αδύνατο να τη χρησιμοποιήσουμε;»
«Όχι,» αποκρίνεται εκείνος, «δεν νομίζω ότι είναι αδύνατο. Με την Πάολα, πάντως, ποτέ δεν πρόκειται να τα πάνε καλά.»
«Για χάρη της οικογένειας, θα πρέπει να προσπαθήσουν. Εξάλλου, πολλοί που είναι μέσα στη Δυναστεία δεν συμπαθιούνται αλλά εξακολουθούν να συνεργάζονται.»
«Κι έχουν γίνει δυσάρεστα επεισόδια, κατά περίσταση,» λέω αυθόρμητα, προτού προλάβω να σταματήσω τον εαυτό μου.
«Αυτό,» αποκρίνεται η Αλκάρνη, «είναι αναπόφευκτο, Ραλίστα. Η Σιδηρά Δυναστεία είναι μια τεράστια οργάνωση, απλωμένη απ’τη μια άκρη της Σεργήλης ώς την άλλη.»
Ο Ριχάρδος μένει μαζί μας για μεσημεριανό, το οποίο παραγγέλνουμε να μας φέρουν στη σουίτα μας. Καθώς όμως ένας σερβιτόρος και μια σερβιτόρα αφήνουν το φαγητό μας στο τραπέζι του σαλονιού, ο τηλεπικοινωνιακός πομπός της Αστερόπης κουδουνίζει και, πιάνοντάς τον, εκείνη χαμογελά. Αλλά δεν αποδέχεται την κλήση αμέσως· περιμένει να φύγουν οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου πρώτα.
Μετά, πατώντας ένα κουμπί του πομπού, λέει: «Εσύ είσαι, μπαμπά;»
«Ναι,» αποκρίνεται η φωνή του Γρύπα Ξενοκράτη απ’το μεγάφωνο της συσκευής. «Είσαι καλά; Άργησες να απαντήσεις.»
«Καλά είμαι,» λέει η Αστερόπη. «Απλώς έπρεπε να περιμένω κάτι ανθρώπους να φύγουν από εδώ.»
«Είσαι σε δημόσιο χώρο;»
«Όχι· μαζί με τον Ραλίστα είμαι–»
«Τον Ραλίστα; Δεν είναι στην Άντχορκ αυτός;»
Η Αλκάρνη βγαίνει από την πόρτα του δωματίου της, όπου είχε πάει για να κρυφτεί όταν μας έφεραν το φαγητό. Ποτέ δεν ξέρεις ποιος μπορεί να αναγνωρίσει μια τόσο παλιά και γνωστή ηθοποιό.
«Εκεί ήταν,» αποκρίνεται η Αστερόπη στον Ξενοκράτη, «αλλά ήρθε χτες. Εσύ πότε ήρθες;»
«Σήμερα. Τώρα. Πού να σας συναντήσω;»
«Στο Ακρωτήρι είμαστε – το μεγάλο ξενοδοχείο στον Ολάνοιχτο. Πες μου πού ακριβώς είσαι και θα σου εξηγήσω πώς νάρθεις εδώ.»
«Στη Λεωφόρο Εκστρατείας είμαστε.»
Η Αστερόπη τού δίνει κατευθύνσεις για το πώς να έρθει, και ο Γρύπας Ξενοκράτης δεν αργεί να φτάσει στο ξενοδοχείο μας και να ανεβεί στη σουίτα στον δωδέκατο όροφο. Δεν είναι μόνος· μαζί του είναι η σύζυγός του, Ισμήνη, η Μελένια, ο Νιρμόδος’χοκ, κι ένας λευκόδερμος, μελαχρινός, μυστακοφόρος άντρας που δεν αναγνωρίζω αλλά ο Γρύπας συστήνει ως Βινάρη και δεν λέει τίποτα περισσότερο γι’αυτόν.
Αφού ο Ξενοκράτης χαιρετά εμένα, την Αμυθολόγητη, την Αστερόπη, και τον Ριχάρδο (τον οποίο πρέπει να ξέρει από παλιά, απ’ό,τι καταλαβαίνω), ζητά από τον Νιρμόδο’χοκ και τον Βινάρη να πάνε στο δωμάτιό τους γιατί έχει κάτι ιδιαίτερο να συζητήσει τώρα με την κυρία Αμυθολόγητη. Ο μάγος και ο μελαχρινός, μυστακοφόρος άντρας φεύγουν από τη σουίτα. Και ο Γρύπας πλησιάζει την Αλκάρνη και ψιθυρίζει κάτι στ’αφτί της.
Εκείνη χαμογελά. «Μην ανησυχείς,» του λέει. «Όλοι εδώ γνωρίζουν για τα ταξίδια στο φεγγάρι.»
Ο Ξενοκράτης συνοφρυώνεται. Κοιτάζει την Ξανθίππη, την οποία προφανώς δεν γνωρίζει. Η Αλκάρνη τού εξηγεί ποια είναι, και προσθέτει: «Δεν ήταν δυνατόν να τους το κρατήσουμε κρυφό. Έπρεπε να μάθουν.»
«Πώς καταλήξατε στη Νίρβεκ, αλήθεια;»
«Θα σου πούμε. Καθίστε.»
Κι αφού καθόμαστε και η Αμυθολόγητη αφηγείται γι’ακόμα μια φορά τι έγινε στην Άντχορκ, και η Αστερόπη αφηγείται τι έγινε στη Νίρβεκ, ο Ξενοκράτης βγάζει από το στόμα του το πούρο που κάπνιζε τόση ώρα και τρίβει την άκρη του μέσα στο τασάκι. «Μάλιστα,» λέει. «Τα πράγματα ήταν άσχημα, λοιπόν… Λυπάμαι για την κόρη σου, Αλκάρνη.»
Εκείνη ξεροκαταπίνει, σμίγει τα χείλη. «Ό,τι έγινε, έγινε,» λέει με ξερή φωνή. «Τώρα δεν αλλάζει. Μπορούσαν να είχαν συμβεί και χειρότερα…»
«Πράγματι,» συμφωνεί ο Γρύπας, «μπορούσαν.»
«Τι ανακάλυψες εσύ, μπαμπά;» τον ρωτά η Αστερόπη. «Βρήκες ανθρώπους της Ασημίνας Νέρφελδιφ στις πόλεις στα νότια;»
Ο Γρύπας νεύει. «Ναι,» αποκρίνεται, και μας διηγείται τις πρόσφατες περιπέτειές του.
Όταν η αφήγησή του φτάνει στη Θακέρκοβ, τον διακόπτω: «Και τι θα γίνει με τον Σερφάντη, κύριε Ξενοκράτη;»
«Δεν ξέρω, Ραλίστα. Πολύ φοβάμαι ότι ίσως να τον έχουν σκοτώσει.»
«Αυτή τη δημοσιογράφο, τη Μοιράνθη Καλόγαιη, πράγματι την είχαμε απαγάγει, παλιότερα, επειδή ο Τάρνελκωφ πίστευε ότι τον σκάλιζε και πλησίαζε ν’ανακαλύψει για τη Σιδηρά Δυναστεία. Αλλά… απορώ πού τη βρήκε η Ασημίνα. Πρέπει, ίσως, νάχει κάποιον πράκτορά της κοντά στον Τάρνελκωφ.»
«Μπορεί,» λέει ο Γρύπας. «Αλλά ακούστε τι συνέβη μετά.» Και μας μιλά τώρα για τα γεγονότα στη Θακέρκοβ: για τον φόνο του Κύριλλου Νυχταστέρη, για τη συνάντησή του με τη Ναρλέθι στο Μαύρο Δόντι, και για τη σύγκρουσή του με την Αλκυόνη Νόρτκωφ. Κι αφού τελειώνει μ’αυτά, μας λέει για το πώς ταξίδεψε στο φεγγάρι και τι πληροφορήθηκε εκεί, από τους κατοίκους του φεγγαριού–
«Δηλαδή,» ρωτάω έκπληκτος, «η Ασημίνα έμαθε για εσάς επειδή μια απ’ αυτές τις οντότητες ήθελε… ήθελε να κάνει πλάκα;»
«Περίπου,» αποκρίνεται ο Γρύπας. «Δεν ξέρω τι άλλους σκοπούς μπορεί να είχε. Δεν κατανοώ τους κατοίκους του φεγγαριού, Ραλίστα. Αλλά, απ’ό,τι κατάλαβα, η οντότητα που μίλησε στην Ασημίνα ήταν κάποιος γνωστός κατεργάρης ανάμεσά τους…» Πίνει μια γουλιά από τον Κρύο Ουρανό που του έχει προσφέρει, πριν από λίγο, η Μελένια από την κάβα μας.
«Και η Ασημίνα,» ρωτάω, «πώς ακριβώς κατέληξε στο φεγγάρι;»
«Δεν ξέρω. ‘Κατά λάθος,’ μου είπε ο κάτοικος του φεγγαριού με τον οποίο επικοινώνησα. Και υποθέτω ότι η Ασημίνα θέλει τώρα να βρει τρόπο για να μπορεί να ξαναταξιδέψει στο φεγγάρι, γι’αυτό προσπαθεί να ανακαλύψει πού είναι τα Σημεία Επαφής.»
«Από την Έτρεβοθ πέρασες;» τον ρωτά η Αστερόπη, αλλάζοντας ξαφνικά θέμα στην κουβέντα μας.
Ο Ξενοκράτης κουνά το κεφάλι. «Όχι. Προτίμησα νάρθω πρώτα εδώ, για να σε βρω. Μετά από το ταξίδι μου στο φεγγάρι, ήμουν πολύ κουρασμένος. Επιστρέψαμε στο Μαύρο Δόντι και καθίσαμε εκεί μια μέρα, για να ξεκουραστώ και να μάθουμε τι γίνεται στη Θακέρκοβ.
»Οι άνθρωποι της Ναρλέθι απήγαγαν τον Κίμωνα Εύτροχο, τον αλχημιστή, και τον έφεραν, τη νύχτα, στο Μαύρο Δόντι. Μίλησα μαζί του και έμαθα ότι ξέρει και για την Παλιά Δυναστεία και για τα ταξίδια στο φεγγάρι, σ’αντίθεση με την Αλκυόνη η οποία δεν ξέρει για τα ταξίδια στο φεγγάρι. Μου υποσχέθηκε πως θα σταματήσει να υπηρετεί την Ασημίνα Νέρφελδιφ, αλλά, φυσικά, δεν τον άφησα να φύγει – όχι ακόμα. Η Ναρλέθι θα τον κρατά στο Μαύρο Δόντι μέχρι να της πω να τον ελευθερώσει.»
Ο Ξενοκράτης πίνει ακόμα μια γουλιά Κρύο Ουρανό. «Την άλλη μέρα – σήμερα, δηλαδή – πετάξαμε προς τα βόρεια και φτάσαμε στη Νίρβεκ. Δεν περιμέναμε να σε βρούμε εδώ, Ραλίστα, ούτε εσένα, Αλκάρνη. Ο Σουτούρης ο Τυχερός, αλήθεια, πού είναι τώρα;»
«Σ’ένα άλλο ξενοδοχείο,» του λέει η Αστερόπη. Και ρωτά: «Τι σκέφτεσαι να κάνουμε, μπαμπά;»
«Εσείς τι σκεφτόσασταν, προτού έρθω;»
«Σε περιμέναμε να έρθεις, βασικά. Σκεφτόμασταν να πάμε στην Κιρβόνη, για να επισκεφτούμε την Ασημίνα Νέρφελδιφ στη βίλα της.»
«Αν και,» προσθέτω, «φοβόμαστε ότι θα μας περιμένει. Ότι, ίσως, δεν θα είναι καν εκεί αλλά θα έχει φύγει.»
«Το ίδιο φοβάμαι κι εγώ, Ραλίστα,» παραδέχεται ο Ξενοκράτης. «Τώρα που ξέρει ότι την κυνηγάμε, σίγουρα δεν θα βρίσκεται σ’ένα μέρος όπου μπορούμε εύκολα να την εντοπίσουμε. Επιπλέον, υποθέτω ότι ίσως να μας έχει στήσει και κάποια παγίδα εκεί.»
«Στη βίλα της;»
«Ή στη βίλα της ή στην Κιρβόνη.»
Η Αστερόπη ρωτά: «Τι προτείνεις, λοιπόν, να κάνουμε;»
«Να πάμε στην Έτρεβοθ, να δούμε τι γίνεται εκεί. Δεν έχω μιλήσει καθόλου με τη Λέα Μαυροειδή, και θα ήθελα. Ο Θεώνυμος, άλλωστε, μέχρι στιγμής δούλευε για εκείνη. Αναρωτιέμαι αν η Μαυροειδής θα μπορούσε, κάπως, να μας βοηθήσει. Αναρωτιέμαι, μάλιστα, αν γνωρίζει ότι ο Θεώνυμος δουλεύει τώρα για την Ασημίνα.»
«Πιστεύετε ότι ο Θεώνυμος ίσως να δουλεύει και για τις δύο συγχρόνως;» τον ρωτάω.
«Γιατί όχι; Η Ασημίνα πάω στοίχημα πως θα το ενθάρρυνε, για να έχει έναν πράκτορά της κοντά στη Λέα Μαυροειδή.»
«Εκτός,» τονίζει η Αλκάρνη Αμυθολόγητη, «αν η Λέα μάς έχει προδώσει.»
«Μπορεί να έχει συμβεί κι αυτό,» συμφωνεί ο Γρύπας· «δεν αποκλείεται. Γι’αυτό λέω ότι πρέπει να πάμε να δούμε τι συμβαίνει στην Έτρεβοθ. Είναι σημαντική πόλη.»
Η Αμυθολόγητη λέει: «Να σε ρωτήσω κάτι, Γρύπα, τώρα που το θυμήθηκα; Όταν μίλησες με τον Σαρκομάχο στη Μέλβερηθ, δεν σου είπε ότι ο Σουτούρης τον είχε ειδοποιήσει;» Παρατηρώ ότι δεν αποκαλεί τον πρώην σύζυγό της με το μικρό του· μιλά γι’αυτόν σαν να μην ήταν ποτέ παντρεμένοι.
Ο Γρύπας κουνά το κεφάλι. «Όχι· θα έπρεπε;»
«Ο Σουτούρης μού έστειλε μήνυμα,» εξηγεί η Αλκάρνη, «που έλεγε μέσα ότι έχει στείλει μήνυμα και στον Σαρκομάχο.»
«Μάλλον, ποτέ δεν έφτασε.»
Η Αλκάρνη πιάνει τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της. «Θα τον καλέσω,» λέει, και πατά μερικά κουμπιά πάνω στη συσκευή.
«Ναι;» ακούγεται η φωνή του Τυχερού.
«Εγώ είμαι, Σουτούρη.»
«Ναι. Συμβαίνει κάτι, μητέρα;»
«Ο κύριος Ξενοκράτης είναι εδώ. Μόλις ήρθε στην πόλη. Και μας λέει ότι συνάντησε τον Σαρκομάχο στη Μέλβερηθ, καθώς και τον αδελφό σου τον Νικόδωρο, αλλά κανένας τους δεν είχε λάβει μήνυμα από εσένα. Δεν ήξεραν τίποτα για το τι συμβαίνει.»
«Παράξενο…» Η φωνή του ακούγεται προβληματισμένη.
«Ποιος υποτίθεται πως θα του μετέφερε το μήνυμα;»
«Στη Βλάστη έδωσα και τα δύο μηνύματα, αλλά, επειδή εκείνη δεν πετά τόσο μακριά, θα τα έδινε σε άλλους να τα μεταφέρουν.»
«Ποια είναι η Βλάστη, παιδί μου;»
«Μια γρυποκαβαλάρισσα που μεταφέρει μηνύματα στις περιοχές γύρω από τη Θακέρκοβ. Της οικογένειας, ασφαλώς. Και δε νομίζω να μας έχει προδώσει, αφού το δικό σου μήνυμα έφτασε κανονικά.»
«Επομένως, ίσως νάναι προδότης αυτός που θα πήγαινε το μήνυμα στον Σαρκομάχο…»
«Ναι, ίσως. Πού είστε, στο Ακρωτήρι; Νάρθω από εκεί;»
«Ναι, έλα, αν θέλεις. Είναι κι η Πάολα μαζί σου;»
«Ναι. Θα έρθει κι εκείνη, αν δε υπάρχει πρόβλημα…»
Η Αμυθολόγητη κοιτάζει τον Ξενοκράτη. Εκείνος γνέφει καταφατικά. «Ας έρθει,» λέει η Αλκάρνη στον πομπό της.
Και μετά από κανένα εικοσάλεπτο, ο Σουτούρης και η Πάολα είναι στη σουίτα μας, και η Αμυθολόγητη τούς συστήνει τον Γρύπα και την οικογένειά του. Δεν λέει ότι η Μελένια είναι κόρη του, κι αναρωτιέμαι αν το ξέρει ή όχι.
Εξηγούμε, επί τροχάδην, στον Τυχερό και στη Δρομολόγο τι ανακάλυψε ο Γρύπας ερχόμενος προς τα βόρεια και, έπειτα, η Αλκάρνη ρωτά τον γιο της αν μπορεί να βρει αυτή τη Βλάστη και να μάθει σε ποιον έδωσε το μήνυμα του Σαρκομάχου.
«Έχει καμια σημασία πλέον, μητέρα; Έτσι όπως έχει εξελιχτεί η κατάσταση, την Ασημίνα Νέρφελδιφ πρέπει να κυνηγήσουμε τώρα, όχι κάποιον τυχαίο πράκτορά της.»
«Μπορεί νάχεις δίκιο,» του λέει ο Ξενοκράτης, σκεπτικά, έχοντας ανάψει πάλι το πούρο του και καπνίζοντας. «Καλό, όμως, θα ήταν να μάθουμε σε ποιον έδωσε το μήνυμα, αν μπορούμε. Πηγαίνει συχνά η Βλάστη στο Μαύρο Δόντι;»
«Ναι. Ας ειδοποιήσουμε τη Ναρλέθι, ώστε να την περιμένει και να τη ρωτήσει,» προτείνει ο Σουτούρης.
Ο Γρύπας νεύει. «Αυτό θα κάνουμε.» Και ρωτά: «Έχετε φάει για μεσημέρι;» Είναι απόγευμα πλέον, ύστερα από τόσες αφηγήσεις και συζητήσεις.
Η Αλκάρνη κοιτάζει το φαγητό που μας έφεραν οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου, το οποίο βρίσκεται ανέγγιχτο στο τραπέζι μας. «Υποτίθεται πως θα τρώγαμε όταν ήρθες…»
«Εμείς έχουμε φάει,» λέει ο Σουτούρης, αναφερόμενος προφανώς στον εαυτό του και στην Πάολα.
«Πάμε κάπου για φαγητό, λοιπόν;» προτείνει ο Γρύπας. «Εμείς δεν έχουμε φάει τίποτα απ’το πρωί.»
«Γιατί όχι;» λέει η Αλκάρνη. «Κι εμείς πεινάμε.»
Ο Γρύπας στρέφει το βλέμμα του στην Πάολα και στον Ριχάρδο. «Ποιο ήσυχο και κρυφό, αλλά καλό, μέρος έχουν να μας προτείνουν οι Δρομολόγοι;»
Όταν ξύπνησε, νόμιζε ότι ήταν νεκρή.
Γύρω της, νύχτα. Ύπαιθρος.
Δίπλα της, μια φωτιά. Και δίπλα στη φωτιά μια σκιερή φιγούρα, κοντοκαθισμένη: μια γυναίκα με πράσινο δέρμα και άγρια μαύρα μαλλιά που έπεφταν ώς την πλάτη της. Το πρόσωπό της ήταν γεμάτο μαύρα σχήματα ζωγραφισμένα με μπογιά ή κάρβουνο.
Η Τζίνα προς στιγμή δεν την αναγνώρισε. Μετά, όμως, θυμήθηκε ότι την είχε ξαναδεί, φυσικά – αν και τότε χωρίς τα παράξενα σχήματα στο πρόσωπο. Της Δυναστείας ήταν. Μια μαντατοφόρος, σωστά;
Προσπάθησε να μιλήσει, αλλά μονάχα ένα αδύναμο κρώξιμο βγήκε από το στόμα της.
Τα μάτια της πρασινόδερμης γυναίκας στράφηκαν να την αντικρίσουν. «Ξύπνησες,» παρατήρησε.
«Πού…;» κατάφερε να αρθρώσει η Τζίνα. «Τι…;»
Η γυναίκα γέμισε μια ξύλινη κούπα και την πλησίασε. «Είσαι τραυματισμένη. Είχες μια σφαίρα στην αριστερή ωμοπλάτη, μια σφαίρα στα αριστερά πλευρά, και μια σφαίρα στη δεξιά κνήμη. Κι ο μόνος λόγος που είσαι ακόμα ζωντανή νομίζω πως είναι επειδή ένας από τους μισθοφόρους βρισκόταν ανάμεσα σ’εσένα και τα πυρά των εχθρών σου.»
Η Τζίνα ξεροκατάπιε καθώς οι αναμνήσεις γέμιζαν το μυαλό της: Η απρόσμενη εμφάνιση του ηχομορφικού οχήματος πίσω τους… Από αλλού το περίμεναν, από αλλού είχε έρθει… Η επίθεσή του εναντίον του ενεργειακού κανονιού… Όλοι οι μισθοφόροι είχαν σκορπιστεί, τρομαγμένοι… Η Τζίνα φοβόταν ότι είχε έρθει το τέλος της. Το μόνο που μπορούσε να ελπίζει ήταν ότι ο Ζορδάμης, που μάλλον οδηγούσε το όχημα, δεν θα δεχόταν να την πατήσει χάρη του καλού καιρού που είχαν κάποτε περάσει μαζί. Αλλά τελικά δεν ήταν ο Ζορδάμης που της επιτέθηκε· κάποιος την πυροβόλησε από ένα παράθυρο του οχήματος. Και η Τζίνα τότε έχασε τις αισθήσεις της.
«Εσύ…» είπε τώρα στην πρασινόδερμη γυναίκα πλάι της. «Πού;»
Εκείνη τής έδωσε να πιει λίγο από το νερό στην κούπα, που μέσα του πρέπει να περιείχε κάποιο βοτάνι γιατί ήταν πικρό.
«Πού ήμουν;» είπε η πρασινόδερμη γυναίκα. «Δεν ήμουν εκεί, αλλά ήρθα σύντομα. Ο κύριος Σιριλάμνης είναι νεκρός, ξέρεις.»
«Σκοτώθηκε;»
«Ναι. Το ίδιο κι ο Ψηλός Αλλάνδρης και η Λυκία η Λύκαινα.»
«Μα…»
«Δε σκοτώθηκαν στο ερειπωμένο πανδοχείο,» της είπε η πρασινόδερμη γυναίκα. «Μέσα στην Άντχορκ σκοτώθηκαν. Ο κύριος Σιριλάμνης επέστρεψε αλλά ο Νέος Άφευκτος τον κυνήγησε, και τώρα είναι όλοι τους νεκροί.»
«Μεγάλη Αρτάλη,» μουρμούρισε η Τζίνα. Και τι θα γίνω εγώ; Αν με βρουν…. Πολύ φοβόταν ότι θα τη σκότωναν αν την έβρισκαν. Είχε συμμαχήσει με τους εχθρούς τους. Ακόμα κι ο Ζορδάμης δεν θα μπορούσε να τη σώσει – αν ήθελε καν να τη σώσει. Γιατί πάντα είμαι τόσο γαμημένα άτυχη;
Σα να είχε ακούσει τις σκέψεις της, η πρασινόδερμη γυναίκα είπε: «Θα έρθεις μαζί μου. Δε μπορείς να μείνεις εδώ. Αυτά που ξέρεις θα φανούν χρήσιμα στην κυρία Νέρφελδιφ.»
«Στην…;» Η Τζίνα είχε ακούσει για την Ασημίνα Νέρφελδιφ από τον Κλεόβουλο Σιριλάμνη. Ήταν η γυναίκα που είχε ξεκινήσει την αναμόρφωση της Σιδηράς Δυναστείας. Κάποια πλούσια που κατοικούσε κάπου κοντά στα Φέρνιλγκαν και είχε αποκαλύψει τον σκοτεινό έλεγχο της Σιδηράς Δυναστείας από μια μικρή φατρία ανθρώπων που ονομαζόταν Παλιά Δυναστεία. Η Παλιά Δυναστεία δεν ήταν, τελικά, μύθος. Όσο για το πώς η κυρία Νέρφελδιφ είχε ανακαλύψει αυτά τα πράγματα, κανένας δεν φαινόταν να ξέρει. Ή, όσοι ήξεραν δεν έλεγαν. Η Τζίνα είχε, μάλιστα, ακούσει ορισμένους να εικάζουν ότι η Ασημίνα Νέρφελδιφ είχε προφητικές δυνάμεις. Φήμες, σίγουρα.
«Ναι,» της είπε η πρασινόδερμη γυναίκα. «Θα φύγουμε με την αυγή, αφού έχεις ξεκουραστεί.»
Η Τζίνα ξεροκατάπιε. «Πώς σε λένε;» ρώτησε.
«Δε θυμάσαι τ’όνομά μου, ε; Δρυάδα με λένε.»
Η Τζίνα συνοφρυώθηκε. «Πραγματικό όνομα;»
«Ναι. Αλλά πολύ σπάνιο εδώ, μακριά από τα Φέρνιλγκαν,» αποκρίθηκε η Δρυάδα. «Κοιμήσου τώρα, για να είσαι ξεκούραστη. Αν θέλεις, πιες κι άλλο.» Άφησε την ξύλινη κούπα πλάι της. «Θα σου κάνει καλό.»
Η Τζίνα ανασηκώθηκε μετά δυσκολίας – τα τραύματά της τη λόγχιζαν με πόνο – και ήπιε μια γουλιά ακόμα. Ύστερα ξάπλωσε, εξαντλημένη από αυτή την απλή κίνηση, και ο ύπνος δεν άργησε να την πάρει.
Όταν η Δρυάδα την ξύπνησε ήταν ξημερώματα. Ο ήλιος είχε μόλις ξεμυτίσει από τον ανατολικό ορίζοντα.
«Μπορείς να σηκωθείς;»
«Αστειεύεσαι;» ρώτησε η Τζίνα, με ξερό λαιμό. «Πονάω παντού…»
«Πρέπει, όμως, να σηκωθείς. Έλα, πιες.» Η Δρυάδα τής έδωσε κι άλλο πικρό φαρμακόνερο.
Η Τζίνα έβηξε, νομίζοντας ότι θα ξερνούσε. Αλλά δεν ξέρασε. «Δε μπορώ να σηκωθώ,» μουρμούρισε.
«Θα σε βοηθήσω. Πιάσου επάνω μου.»
Η Τζίνα δεν ανταποκρίθηκε.
«Πιάσου επάνω μου! Πρέπει να φύγω, και δεν σ’αφήνω εδώ.»
Η Τζίνα άπλωσε το χέρι της και γαντζώθηκε στον ώμο της Δρυάδας. Εκείνη τύλιξε το δικό της χέρι γύρω από τη μέση της Τζίνας και την τράβηξε επάνω, για να τη σηκώσει. Η Τζίνα αισθανόταν τα πόδια της να τρέμουν καθώς πάτησε στο έδαφος.
«Τα παπούτσια μου…» είπε μετά δυσκολίας.
«Τα έχω εγώ τα παπούτσια σου,» της αποκρίθηκε η Δρυάδα. «Αλλά δε θα τα χρειαστείς. Δε θα πάμε βαδίζοντας στα Φέρνιλγκαν.»
«Στα… Φέρνιλγκαν;»
«Δε σου είπα ότι θα πάμε στην κυρία Νέρφελδιφ; Η κυρία Νέρφελδιφ μένει κοντά στην Κιρβόνη. Ξέρεις πού είναι η Κιρβόνη;»
«Όχι,» έτριξε τα δόντια η Τζίνα καθώς η Δρυάδα τη βοηθούσε να βαδίσει προς ένα σταματημένο δίκυκλο με μεγάλους, ατρακτοειδείς τροχούς, προφανώς καλό για να διασχίζει την άγρια ύπαιθρο.
«Ανέβα,» της είπε η Δρυάδα, και τη βοήθησε τώρα να καθίσει στη σέλα του δίκυκλου. «Πιάσου καλά – μην πέσεις!»
Η Τζίνα κρατήθηκε πάνω στη σέλα, γερά, ενώ αισθανόταν να ζαλίζεται. Τα γυμνά πόδια της δεν ακουμπούσαν στη γη· το δίκυκλο ήταν ψηλό.
Η Δρυάδα έπιασε από κάτω έναν σάκο και τον κρέμασε στο πλάι της σέλας. Ύστερα ανέβηκε κι εκείνη, και είπε στη Τζίνα να πιαστεί επάνω της, να τυλίξει τα χέρια γύρω της. Η Τζίνα υπάκουσε, νιώθοντας ολόκληρη την αριστερή μεριά του σώματός της να πονά.
«Πονάω,» είπε στη Δρυάδα. «Δεν έχεις κάτι… κάποιο παυσίπονο;»
«Σου έχω δώσει παυσίπονο. Τι νομίζεις ότι ήταν μέσα στο νερό;»
Η Δρυάδα σήκωσε τα μεταλλικά πόδια που στήριζαν όρθιο το δίκυκλο και ενεργοποίησε τη μηχανή. Καθώς διέσχιζαν την ύπαιθρο, η Τζίνα είδε την Άντχορκ σε αρκετή απόσταση προς τα δυτικά. Η Δρυάδα οδηγούσε προς την αντίθετη κατεύθυνση, ανατολικά. Το φως της αυγής ερχόταν έντονα από μπροστά τους. Η Τζίνα έκλεισε τα μάτια, μην αντέχοντας να το αντικρίζει, ενώ ακουμπούσε το κεφάλι της στον ώμο της Δρυάδας.
Σύντομα έπιασαν τη δημοσιά. Η Τζίνα το κατάλαβε από τον ήχο που έκαναν οι μεταλλικοί τροχοί του οχήματός τους επάνω στο οδόστρωμα, καθώς και από το πώς αισθανόταν το όχημα να κινείται, γιατί φυσικά είχε ακόμα κλειστά τα μάτια της. Φοβόταν πως αν τα άνοιγε θα ξερνούσε.
Το μεσημέρι ξεκουράστηκαν στην ύπαιθρο ξανά, και η Τζίνα κοιμήθηκε σχεδόν αμέσως, ύστερα από μερικές μπουκιές φαγητό που της έδωσε η Δρυάδα. Στον ύπνο της είδε άσχημα όνειρα: είδε ότι ένα τετράκυκλο αγωνιστικό όχημα την κυνηγούσε μέσα σε μια μεγάλη πόλη. Τη μια ήταν πίσω της, την άλλη μπροστά της· μετά δεξιά της, ύστερα αριστερά της. Εμφανιζόταν κι εξαφανιζόταν. Και κάτω από τους τροχούς του κυλούσε αίμα.
Όταν η Δρυάδα την ξύπνησε, η Τζίνα αισθανόταν τώρα λιγάκι πιο δυνατή από τις άλλες φορές, αν και δεν μπορούσε να φανταστεί γιατί. Ίσως τα γιατροσόφια της άγριας, πρασινόδερμης γυναίκας να είχαν αρχίσει να πιάνουν.
Ταξίδεψαν πάλι προς τα ανατολικά, περνώντας από τη Νίρβεκ και σταματώντας πολλά χιλιόμετρα μακριά από αυτήν, για να διανυκτερεύσουν στην ύπαιθρο ξανά. Είχε τίποτα η Δρυάδα εναντίον των πόλεων και των πανδοχείων; δεν μπόρεσε παρά να αναρωτηθεί η Τζίνα. Σίγουρα θα μου έκανε καλό να κοιμηθώ σε κρεβάτι. Τι να της έλεγε, όμως; Έμοιαζε να έχει ήδη αποφασίσει για την πορεία τους.
Η Τζίνα κοιμήθηκε πλάι στη φωτιά, τυλιγμένη στην κουβέρτα της, ενώ η Δρυάδα καθόταν παραδίπλα, οκλαδόν, με μια καραμπίνα στα γόνατα.
Τώρα, σούρουπο της επόμενης ημέρας, πλησιάζουν τη βίλα της Ασημίνας Νέρφελδιφ έχοντας προσπεράσει την Κιρβόνη. Η Τζίνα, κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο της Δρυάδας, βλέπει έναν ψηλό πέτρινο φράχτη γεμάτο αναρριχώμενα φυτά, και μια μεταλλική πύλη.
Η Δρυάδα ζυγώνει την πύλη και κοιτάζει το μηχανικό μάτι ενός τηλεοπτικού πομπού δίπλα της. «Εγώ είμαι!» λέει, κατεβάζοντας την κουκούλα της κάπας της. «Η Δρυάδα. Φέρνω σημαντικά νέα για την κυρία Νέρφελδιφ!»
Η πύλη ανοίγει, αυτοματοποιημένα· η Τζίνα δεν βλέπει κανέναν άνθρωπο πίσω της. Η Δρυάδα οδηγεί μέσα στον κήπο της βίλας, ακολουθώντας ένα μονοπάτι στρωμένο με χαλίκια. Σταματά, τελικά, το δίκυκλό της κάτω από ένα υπόστεγο, όπου είναι σταματημένα κι άλλα οχήματα. Κατεβαίνει από τη σέλα ευέλικτα και βοηθά και τη Τζίνα να κατεβεί. Της δίνει, ύστερα, ένα ραβδί για να μπορεί να στηριχτεί και να περπατήσει χωρίς να κρατά τη Δρυάδα. «Έλα,» της λέει.
Βγαίνουν από το υπόστεγο και βαδίζουν μέσα στον κήπο, πηγαίνοντας προς ένα οικοδόμημα που πρέπει νάναι το κεντρικό της έπαυλης. Η Τζίνα βλέπει δύο πυργίσκους και πράσινα κεραμίδια επάνω σε οροφές. Καθώς πλησιάζουν τους τοίχους αυτού του οικήματος, διακρίνει πως είναι γεμάτοι λαξεύματα με θηρία, σκηνές από κυνήγι, και δαίμονες των Φέρνιλγκαν. Σαν ναός του Κάρτωλακ, σκέφτεται η Τζίνα, που έχει ξαναδεί παρόμοια πράγματα στη Χαρπόβη, πριν από χρόνια.
Στην είσοδο ένας άντρας τις συναντά – ξανθός, γαλανομάτης, με κατάλευκο δέρμα. «Ποια είν’ αυτή, Δρυάδα;» ρωτά.
«Το όνομά της είναι Τζίνα Εύορκη. Γνωρίζει πράγματα που θα φανούν χρήσιμα στην κυρία Νέρφελδιφ. Επιπλέον, φέρνω σημαντικά νέα από την Άντχορκ. Δυσάρεστα νέα.»
Τα μάτια του άντρα στενεύουν. «Κι άλλα δυσάρεστα νέα;»
«Γιατί το λες αυτό;»
«Ελάτε,» αποκρίνεται μόνο ο άντρας, και βαδίζει μέσα στο οίκημα.
Η Δρυάδα και η Τζίνα τον ακολουθούν, όχι και πολύ γρήγορα, κυρίως επειδή η δεύτερη δεν μπορεί να περπατά παρά μόνο αργά. Οι διάδρομοι είναι διακοσμημένοι με αγάλματα που απεικονίζουν πλάσματα βγαλμένα από εφιάλτες των Φέρνιλγκαν.
«Ναός είναι εδώ;» ρωτά, ψιθυριστά, η Τζίνα τη Δρυάδα. «Του Κάρτωλακ;»
«Όχι,» αποκρίνεται εκείνη. «Αν και λένε πως παλιά ήταν.»
Φτάνουν, τελικά, σε μια αίθουσα επιπλωμένη σαν σαλόνι, με μεγάλο τζάκι στον έναν τοίχο και πίνακες κρεμασμένους. Σε μια πολυθρόνα κάθεται μια γυναίκα με λευκό-ροζ δέρμα και ξανθά μαλλιά, πιασμένα με κοκαλάκι από τη δεξιά μεριά ώστε να κρατιούνται μακριά από το πρόσωπό της. Είναι ντυμένη με άσπρο φόρεμα και, καθώς έχει τα πόδια της σταυρωμένα στο γόνατο, το από πάνω πόδι κάνει νευρικές κινήσεις.
«Δρυάδα,» λέει. «Τι νέα μού φέρνεις; Και ποια είναι αυτή;»
«Αυτή, κυρία Νέρφελδιφ, είναι η Τζίνα Εύορκη, και είμαι σίγουρη πως έχει να σας δώσει ένα σημαντικό όπλο εναντίον των εχθρών σας.»
«Σημαντικό όπλο; Τι εννοείς;» Το δεξί φρύδι της Ασημίνας Νέρφελδιφ συσπάται παράξενα, τα χείλη της λυγίζουν. Οι κινήσεις της, για κάποιο λόγο, φρικάρουν τη Τζίνα. Της δίνουν την αίσθηση ότι έντομα κυκλοφορούν κάτω από το δέρμα αυτής της παράξενης γυναίκας.
«Πρέπει να σας πω, πρώτα, ότι μεγάλη καταστροφή έγινε στην Άντχορκ,» αποκρίνεται η Δρυάδα. «Ο κύριος Σιριλάμνης είναι νεκρός. Το ίδιο και ο Ψηλός Αλλάνδρης, και η Λυκία η Λύκαινα–»
«ΤΙ!» Η Ασημίνα πετάγεται όρθια. «Κι άλλοι νεκροί;» ουρλιάζει.
Η Δρυάδα συνοφρυώνεται. «Γιατί, ποιοι άλλοι…;»
«Ο Ρίβης Παλιόσυρμος, στη Νίρβεκ, είναι νεκρός,» λέει μια αντρική φωνή από δίπλα, και η Τζίνα γυρίζει, ξαφνιασμένη, απορώντας που δεν είχε προσέξει αυτόν τον άντρα να στέκεται τόση ώρα εκεί. Δεν είναι μικρόσωμος, άλλωστε! Έχει δέρμα κατάλευκο και μαλλιά μαύρα και μακριά, δεμένα αλογοουρά. Το πρόσωπό του είναι ξυρισμένο, τα μάτια του στενά και σκοτεινά, πολύ παρατηρητικά. Νομίζεις ότι σε σημαδεύουν. Από την πλάτη του κρέμεται λοξά ένα μεγάλο τόξο. «Και ο Νεογνός, επίσης,» συνεχίζει ο άντρας. «Και η Αμάντα Αερόπλευρη, ίσως.»
«Οι εχθροί μου είναι παντού!» λέει, οργισμένα, η Ασημίνα, και το αριστερό της χέρι κάνει μια περίεργη, νευρική κίνηση επάνω στη ζώνη της. Στρέφει τα μάτια της στη Τζίνα. «Τι όπλο μού φέρνεις εσύ; Ποια είσαι;»
«Εγώ…» κομπιάζει η Τζίνα, που την τρομάζει αυτή η παράξενη γυναίκα. «Εγώ ήμουν με τον κύριο Σιριλάμνη… Ήταν… Για το ηχομορφικό όχημα–»
«Τι λέει;» ρωτά η Ασημίνα, ανυπόμονα, τη Δρυάδα. «Είναι τραυματισμένη; Κάτι δεν πάει καλά μαζί της!»
«Ναι,» αποκρίνεται η Δρυάδα, «είναι τραυματισμένη, κυρία Νέρφελδιφ. Παραλίγο να τη σκοτώσουν, όπως σκότωσαν και πολλούς άλλους. Οι εχθροί σας έχουν ένα πολύ επικίνδυνο εργαλείο στην κατοχή τους – ένα όχημα που μεταμορφώνεται σε ήχο, που εμφανίζεται και εξαφανίζεται. Το ίδιο όχημα που, παλιότερα, οδηγούσε ο Άφευκτος. Τώρα, όμως, το οδηγεί ένας άλλος άντρας. Ένας ραλίστας που ονομάζεται Ζορδάμης Λιγνόρρυγχος–»
Τα πράσινα μάτια της Ασημίνας στραφταλίζουν σαν να θέλει να σκοτώσει κάποιον· αλλά δεν μιλά.
Έτσι, η Δρυάδα συνεχίζει: «Τον αποκαλούν ‘Νέο Άφευκτο’. Ο κύριος Σιριλάμνης και ο Ψηλός Αλλάνδρης, τουλάχιστον, έτσι τον έλεγαν. Αλλά η Τζίνα μπορεί να μας φτιάξει έναν μηχανισμό που εντοπίζει το όχημα που γίνεται ήχος.»
Τα μάτια της Ασημίνας τώρα στρέφονται στη Τζίνα ξανά, η οποία νομίζει ότι δεν αντέχει άλλο, ότι θα λιποθυμήσει από την κούραση. «Μπορώ να καθίσω;» ρωτά, εξουθενωμένη, με το γαλανό δέρμα του προσώπου της αδυνατισμένο.
*
Η Ασημίνα μένει ξάγρυπνη ώς την αυγή, αφού ακούει λεπτομερειακά όσα έχουν να της πουν η Δρυάδα και η Τζίνα. Τους παραχωρεί δωμάτια μέσα στη βίλα της, για να ξεκουραστούν, αλλά η ίδια είναι πολύ αναστατωμένη για να κοιμηθεί. Συζητά με τον Ζορδάμη τον Τοξότη, τον Λειρνόο, τη Σερφάντια’χοκ, και τον Κασρίμ: και όλοι τής προτείνουν να μη μείνει στη βίλα της, να φύγει από εδώ, να κρυφτεί. Τα πράγματα φαίνεται να πηγαίνουν άσχημα. Πρώτα, οι καταστροφές στη Νίρβεκ· μετά, η παρουσία του Γρύπα Ξενοκράτη στην Αγκένροβ· και τώρα, τα γεγονότα στην Άντχορκ.
«Η Παλιά Δυναστεία προσπαθεί να μας εξολοθρεύσει,» λέει ο Λειρνόος. «Είναι προφανές.»
«Ναι, είναι,» συμφωνεί ο Τοξότης. «Και θα έχουν πλέον μάθει για εσάς, κυρία Νέρφελδιφ. Η Αμάντα, κατά πρώτον, σίγουρα θα μίλησε όταν την απήγαγαν.»
«Ο Ξενοκράτης,» του θυμίζει ο Λειρνόος, «γνώριζε ήδη για την κυρία Νέρφελδιφ όταν συζήτησε με τον κύριο Τάρνελκωφ!»
«Ακόμα χειρότερα, τότε,» λέει ο Τοξότης. Και προς την Ασημίνα: «Όταν οι εχθροί σου προετοιμάζονται για επίθεση, δεν σε συμφέρει να είσαι εκεί που ξέρουν ότι μπορούν να σε βρουν. Σε συμφέρει να κρυφτείς και να τους στήσεις ενέδρα. Να τους αφήσεις να ψάχνουν για σένα ενώ εσύ τους εξολοθρεύσεις τον έναν μετά τον άλλο, από μακριά, από κάλυψη!»
Τα δάχτυλα των χεριών της Ασημίνας παλεύουν αναμεταξύ τους, καθώς είναι καθισμένη στη μεγάλη πολυθρόνα. Τα νεύρα της δεν μπορούν να ησυχάσουν. Νομίζει ότι άλλη μια Ασημίνα βρίσκεται κάτω απ’το πετσί της, μια ανεξέλεγκτη Ασημίνα.
«Θα τους σκοτώσω όλους!» λέει. «Και τον καταραμένο τον ραλίστα πρώτο! Εξαιτίας του ίσως να ξεκίνησαν τα πάντα να πηγαίνουν στραβά! Υποτίθεται ότι θα έπαιρνε τον αδελφό μου από τη Νιρικόνια Κλινική, ώστε εκείνος να δολοφονήσει τον Σουτούρη τον Τυχερό στο Μαύρο Δόντι. Αλλά με πρόδωσε! Και δεν καταλαβαίνω γιατί! Ίσως να ήταν πράκτορας της Παλιάς Δυναστείας εξαρχής. Δεν είναι πιθανό;»
«Δεν έχει σημασία τώρα,» της λέει ο Λειρνόος. «Σημασία έχει να αντιμετωπίσουμε τους εχθρούς μας. Αν τους ξεπαστρέψουμε, τότε ίσως μπορέσουμε πάλι να γυρίσουμε την κατάσταση προς όφελός μας.»
«Ναι,» συμφωνεί ο Τοξότης, «ακριβώς.»
«Εσείς τι λέτε;» ρωτά απότομα η Ασημίνα τη Σερφάντια’χοκ και τον Κασρίμ.
Εκείνοι αλληλοκοιτάζονται προς στιγμή, και μετά η μάγισσα αποκρίνεται: «Συμφωνούμε. Σίγουρα δεν είναι συνετό να μείνετε εδώ, αφού πλέον ξέρουν για εσάς, κυρία Νέρφελδιφ.»
Η Ασημίνα ρωτά τον Λειρνόο: «Πού είναι ο Θεώνυμος;»
«Τον έχουμε ειδοποιήσει. Πρέπει να έρχεται.»
«Θα τον βρούμε τον Θεώνυμο και πέρα από τούτη τη βίλα,» λέει ο Τοξότης με βεβαιότητα. «Δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Για την ώρα, το βασικό είναι να φύγετε από εδώ, κυρία Νέρφελδιφ. Όσο πιο σύντομα τόσο το καλύτερο. Γιατί οι εχθροί σας μπορεί να έρθουν ακόμα και μ’αυτό το ηχομορφικό όχημα – και τότε τι θα γίνει; Πώς θα το αντιμετωπίσουμε;»
«Ναι,» συμφωνεί η Ασημίνα, «έχεις δίκιο, δεν μπορώ να μείνω άλλο εδώ.» Δεν της αρέσει καθόλου που θα αφήσει τη βίλα της, αλλά είναι αναγκαίο. Ή θα νικήσει σ’ετούτο τον πόλεμο ή θα τη σκοτώνουν· τώρα δεν γίνεται πια να κάνει πίσω.
Και είναι πρόθυμη να χρησιμοποιήσει όλη την περιουσία της για να νικήσει. Θα δώσει κάθε ήλιο – κάθε ακτίνιο – αν είναι να βγάλει από τη μέση τον προδότη τον Ζορδάμη Λιγνόρρυγχο κι αυτούς τους σκοτεινούς δολοπλόκους της Παλιάς Δυναστείας, τον Ξενοκράτη και την Αμυθολόγητη και τους άλλους!
Το πρωί, φεύγουμε από τη Νίρβεκ κατευθυνόμενοι προς Έτρεβοθ, ταξιδεύοντας νοτιοανατολικά, σε δρόμους που ανοίγονται κοντά στις όχθες του ποταμού Τάρνοφ. Μέσα στο ηχομορφικό όχημα, εκτός από εμένα που το οδηγώ, βρίσκονται η Ξανθίππη, καθισμένη πλάι μου, και ο Σουτούρης ο Τυχερός, καθισμένος στο πίσω κάθισμα μαζί με την Κλεισμένη. Στο μεταβαλλόμενο όχημα του Ξενοκράτη είναι όλοι οι υπόλοιποι: ο Βινάρης και ο Νιρμόδος’χοκ, που το οδηγούν με χέρια, πόδια, και μαγεία, και μέσα στην ενδοδιάσταση ο Γρύπας, η Ισμήνη, η Μελένια, η Αστερόπη, και η Αμυθολόγητη. Η Πάολα, φυσικά, δεν έχει έρθει μαζί μας, ούτε ο Ριχάρδος. Κάποιοι πρέπει να μείνουν στη Νίρβεκ, και όχι μόνο για να προσέχουν την Αμάντα Αερόπλευρη. Επίσης εκεί είναι ο Ρίβης Νέρφελδιφ και η Δήμητρα’μορ. Ο πρώτος θύμωσε όταν του είπαμε πως θα φύγουμε χωρίς εκείνον. Του υποσχεθήκαμε, όμως, ότι θα επιστρέψουμε σύντομα. Δεν πάμε ακόμα για να κυνηγήσουμε την αδελφή του, αλλά για ένα ταξίδι στην Έτρεβοθ μόνο.
Φτάνουμε στον προορισμό μας μέσα σε τρεις ώρες. Το ηχομορφικό όχημα, βέβαια, θα μπορούσε να είχε περάσει το όχημα του Ξενοκράτη και να είχε φτάσει εδώ πολύ πιο πριν, αλλά δεν είχα κανέναν λόγο να βιάζομαι. Αντικρίζουμε τώρα μπροστά μας τη συμβολή των ποταμών Κάλμωθ και Τάρνοφ, και την Έτρεβοθ που είναι οικοδομημένη ανάμεσά τους. Ανεβαίνουμε στη μεγάλη γέφυρα που περνά πάνω από τον Κάλμωθ και μπαίνουμε στην πόλη, μαζί με μερικά άλλα οχήματα και καβαλάρηδες. Η Έτρεβοθ, λόγω της θέσης της, έχει αρκετή κίνηση, και από ξηράς και από τους ποταμούς.
Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός μου κουδουνίζει και τον ανοίγω, έχοντάς τον γαντζωμένο πάνω στην κονσόλα του οχήματος, πλάι στο τιμόνι. «Ναι;»
«Ζορδάμη,» μου λέει ο Ξενοκράτης, «θα καλέσω τώρα τη Λέα Μαυροειδή για να κανονίσω συνάντηση μαζί της.»
«Εντάξει.»
«Αν αφήσεις ανοιχτό τον πομπό σου θ’ακούς κι εσύ.» Και μετά ένας ήχος κλήσης έρχεται από το μεγάφωνο· ο Ξενοκράτης, προφανώς, καλεί τη Μαυροειδή.
Δεν έχει τύχει να τη δω ποτέ μου, αλλά ξέρω κάποια πράγματα γι’αυτήν: (α) Είναι πλούσια· (β) είναι λαθρέμπορος κοσμημάτων, ακριβών υφασμάτων, και ναρκωτικών· (γ) ο Θεώνυμος ο Πράσινος Γδάρτης δουλεύει γι’αυτήν (ή, τουλάχιστον, δούλευε μέχρι που άρχισε να δουλεύει για την Ασημίνα)· (δ) ο Άφευκτος κάποτε προσπάθησε να τη σκοτώσει αλλά ήταν μια από τις λίγες φορές που ο στόχος του του ξέφυγε.
Μια γυναικεία φωνή ακούγεται από τον πομπό μου: «Μάλιστα;»
Η φωνή του Ξενοκράτη: «Η κυρία Λέα Μαυροειδής;»
«Μάλιστα. Ποιος είστε;»
«Το όνομά μου είναι Γρύπας Ξενοκράτης. Έχουμε επικοινωνήσει και παλιότερα, αλλά όχι από κοντά.»
«Ναι, φυσικά,» αποκρίνεται η Λέα. «Βρίσκεστε στην Έτρεβοθ, κύριε Ξενοκράτη;»
«Ναι, και θα ήθελα να μιλήσουμε για ένα θέμα της οικογένειας. Θα μπορούσα να σας δω στο εστιατόριο ‘Ο Καιρός του Κυνηγού’;»
«Μπορείτε να έρθετε στη βίλα μου, αν επιθυμείτε.»
«Θα προτιμούσα στο εστιατόριο, αν δεν υπάρχει πρόβλημα.»
«Εντάξει. Σε καμια ώρα;»
«Σύμφωνοι. Θα σας περιμένω εκεί. Ξέρετε πώς να με αναγνωρίσετε;»
«Το μόνο που έχω ακούσει για εσάς, κύριε Ξενοκράτη, είναι ότι έχετε μαύρο δέρμα και άσπρα μαλλιά με μαύρες τούφες στους κροτάφους.»
«Μάλλον, λοιπόν, έχετε δει φωτογραφία μου, δεν έχετε ‘ακούσει’ μόνο για εμένα…»
Η Λέα γελά. «Αυτό είναι αλήθεια· έχω δει φωτογραφία σας. Υποθέτω πως κι εσείς έχετε δει δική μου.»
«Δε θα έχουμε πρόβλημα να αναγνωρίσουμε ο ένας τον άλλο, επομένως.»
Κι αφού χαιρετιούνται, η τηλεπικοινωνία τους τερματίζεται και ο Ξενοκράτης με ρωτά: «Γνωρίζεις πού είναι ο Καιρός του Κυνηγού, Ραλίστα;»
«Γνωρίζω,» αποκρίνομαι, κι αρχίζω να οδηγώ προς τα εκεί ενώ το μεταβαλλόμενο όχημα έρχεται πίσω μου.
Όταν φτάνουμε στο εστιατόριο, δεν μπαίνουμε όλοι μαζί. Πρώτοι μπαίνουν ο Βινάρης, η Ξανθίππη, και η Αστερόπη (η τελευταία στηριζόμενη στο ραβδί της) ώστε να πιάσουν ένα τραπέζι και να βρίσκονται σε ετοιμότητα, για την περίπτωση που ο Ξενοκράτης δεχτεί επίθεση με το που μπει στο μαγαζί. Μετά απ’ αυτούς μπαίνουν ο Σουτούρης (με μεγάλο πλατύγυρο καπέλο στο κεφάλι), η Αμυθολόγητη (με μαντήλι στο κεφάλι, μαύρα γυαλιά στα μάτια, και την Κλεισμένη στην αγκαλιά της), και ο Νιρμόδος’χοκ. Τελευταίοι μπαίνουμε εγώ, η Μελένια, ο Ξενοκράτης, και η Ισμήνη. Εγώ και η Μελένια παριστάνουμε ότι είμαστε παντρεμένοι, πράγμα όχι και τόσο δύσκολο με τις ικανότητες της Μελένιας και με τις μυστηριώδεις δυνάμεις του Ζορδάμη με τα Πολλά Πρόσωπα. Δεν καθόμαστε στο ίδιο τραπέζι με τον Γρύπα και την Ισμήνη, αλλά σ’ένα τραπέζι πολύ κοντά τους.
Εκτός από εμάς, φυσικά, είναι κι άλλος κόσμος στο εστιατόριο καθότι πλησιάζει μεσημέρι. Οι μυρωδιές από τα ψητά κρέατα και τα κρασιά γεμίζουν τον αέρα, και από τα ηχεία του καταστήματος ακούγεται το τραγούδι Κάτω από των Θεών τα Μάτια, του συγκροτήματος Ελάσσονες Ανεμοβούβαλοι.
Αφού έχουμε παραγγείλει φαγητό και καμια ώρα έχει πια περάσει, η Λέα Μαυροειδής μπαίνει από την είσοδο του εστιατορίου. Εγώ και η Μελένια έχουμε σχεδόν τελειώσει το γεύμα μας, αν και δεν τρώγαμε με καμια ιδιαίτερη βιασύνη. Από το ηχοσύστημα τώρα ακούγεται το τραγούδι Κραυγές Σκίζουν τη Νύχτα, των Κραυγαλέων Αλεπούδων.
Η Λέα Μαυροειδής είναι μια γυναίκα που σίγουρα έχει πατήσει τα πενήντα. Το δέρμα της είναι χρυσό σαν το δικό μου, και τα μαλλιά της μαύρα και λυτά καθώς πέφτουν στους ώμους της. Το ντύσιμό της είναι, δίχως αμφιβολία, ακριβό αλλά όχι εξεζητημένο. Μια μεγάλη καρφίτσα, σκαλισμένη σαν έντομο, είναι πιασμένη πάνω από το αριστερό της στήθος, στην πτυχωτή μπλούζα της.
Μαζί με την κυρία Μαυροειδή έρχονται και δύο άντρες που πρέπει οπωσδήποτε να είναι σωματοφύλακές της. Πάω στοίχημα πως πολλά μικρά όπλα κρύβονται κάτω απ’τα γιλέκα τους.
Η Μελένια μού ψιθυρίζει: «Έχει κι άλλους μαζί της· δεν είναι μόνο αυτοί. Την παρέα που ήρθε πριν από λίγο τη θυμάσαι; Κάθεται προς τα δεξιά μας. Μη γυρίσεις απότομα να κοιτάξεις.»
Κοιτάζω με τις άκριες των ματιών μου. Ναι, όντως, τη θυμάμαι αυτή την παρέα να μπαίνει. Αποτελείται από τρεις άντρες και μία γυναίκα. «Είσαι σίγουρη;»
«Δεν υπάρχει αμφιβολία,» μου λέει η Μελένια· «κι αυτοί άνθρωποί της είναι.»
Την ίδια στιγμή, ο Γρύπας κάνει νόημα στη Λέα Μαυροειδή, κι εκείνη πλησιάζει το τραπέζι του.
«Ο κύριος Ξενοκράτης,» λέει.
«Η κυρία Μαυροειδής. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε μόνοι;»
Η Λέα κάνει νόημα στους σωματοφύλακές της ν’απομακρυνθούν, κι αυτοί πηγαίνουν και κάθονται σ’ένα τραπέζι κοντά στο δικό μας. Η Μαυροειδής κάθεται στο τραπέζι του Γρύπα.
«Η σύζυγός μου Ισμήνη,» συστήνει εκείνος την κοκκινομάλλα γυναίκα πλάι του.
«Χαίρω πολύ,» λέει η Λέα.
Ένας σερβιτόρος πλησιάζει το τραπέζι τους ρωτώντας αν η κυρία θα ήθελε κάτι, αλλά η Λέα Μαυροειδής αποκρίνεται ότι, όχι, δεν θα ήθελε τίποτα, κι εκείνος αποχωρεί.
«Οφείλω να ομολογήσω ότι ξαφνιάστηκα από την πρόσκλησή σας, κύριε Ξενοκράτη,» την ακούω, μετά δυσκολίας, να λέει πίσω από τη μουσική του καταστήματος. «Μου φα…» Τα υπόλοιπα λόγια της τ’αφτιά μου δεν τα πιάνουν.
«Και είναι,» λέει ο Γρύπας. «Σίγουρα θα έχετε ακούσει ότι (…) ανησυχητικά.» Και τα λόγια του Ξενοκράτη πνίγονται από τη μουσική. Το τραγούδι τώρα αλλάζει: Του Πρωινού οι Αγέρηδες, του Βίκτωρα του Χαμηλού Θεού.
Η Λέα μού μοιάζει διστακτική, κρίνοντας από την όψη της. Μετά λέει: «Θα αναφέρεστε σ’αυτό που συνέβη στη Νίρβεκ, υποθέτω, στον κύριο (…) Δεν έχω (…) άλλο.»
«Έχουν συμβεί όμως πολλά. Το όνομα Ασημίνα Νέρφελδιφ (…)»
«Νομίζω πως (…) στην Κιρβόνη, αν δεν κάνω λάθος.»
«Δεν έχει τύχει να μιλήσετε μαζί της; Ή με κάποιον (…) της;»
(Έχει αρχίσει να γίνεται ενοχλητικός αυτός ο διάλογος! Δεν ξέρω αν τ’αφτιά της Μελένιας πιάνουν περισσότερα από τα δικά μου, αλλά εγώ τα μισά τουλάχιστον τα χάνω.)
«Όχι.» Η Λέα γεμίζει ένα ποτήρι κρασί για τον εαυτό της από το μπουκάλι του Ξενοκράτη και της Ισμήνης και πίνει μια μικρή γουλιά. Είναι λιγάκι νευρική, ή είναι η ιδέα μου;
«Η Ασημίνα Νέρφελδιφ είναι (…) μέσα στην οικογένεια,» λέει ο Ξενοκράτης, και μετά συνεχίζει εξηγώντας κάποια πράγματα για τις δραστηριότητες της Ασημίνας, απ’ό,τι καταλαβαίνω.
Η Λέα Μαυροειδής τον ακούει σιωπηλά, και τελικά αποκρίνεται: «Πώς τα ανακαλύψατε όλ’ αυτά;»
«Με διάφορους τρόπους. Επίσης, έχω ανακαλύψει ότι ο Θεώνυμος, τον οποίο (…) την Ασημίνα τώρα. Εσείς συνεχίζετε να έχετε επαφές μαζί του;»
«Φυσικά. Δεν είχα ιδέα γι’αυτό που μου λέτε. Είστε βέβαιος;»
«Δυστυχώς ναι. (…) θα πρόσεχα.» Και στη συνέχεια – απ’ό,τι μπορώ να καταλάβω – τη ρωτά αν είναι πρόθυμη να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της απειλής που παρουσιάζει η Ασημίνα.
«Πρέπει να το σκεφτώ,» αποκρίνεται η Λέα Μαυροειδής, διστακτική ξανά, και όχι μόνο. Κοιτάζοντας το πρόσωπό της, νομίζω πως κάποια εσωτερική πάλη διεξάγεται εντός της. Κάτι δεν πηγαίνει καλά· το διαισθάνομαι.
Και τότε η Λέα με παρατηρεί ότι την παρατηρώ. Τα μαύρα μάτια της στρέφονται επάνω μου, συναντούν τα δικά μου. Απομακρύνω το βλέμμα μου, διακριτικά, αγγίζοντας το χέρι της Μελένιας και λέγοντάς της κάτι άσχετο για τη διακόσμηση του Καιρού του Κυνηγού. Η Μελένια, φυσικά, καταλαβαίνει γιατί κάνω ό,τι κάνω.
Το πόδι της αγγίζει την κνήμη μου κάτω απ’το τραπέζι. «Μην ξενοκοιτάζεις, αγάπη μου,» μου ψιθυρίζει πίσω από τη μουσική. «Τραβάς ανεπιθύμητη προσοχή.»
Δεν ακούω τι λέει ο Γρύπας στη Μαυροειδή καθώς μιλάμε με τη Μελένια, αλλά η Λέα σύντομα σηκώνεται απ’το τραπέζι του και φεύγει, κάπως βιαστικά νομίζω. Οι δύο σωματοφύλακές της την ακολουθούν.
Κανένας από εμάς δεν σηκώνεται από το τραπέζι του, και μετά από λίγο βλέπω πως και η παρέα με τους τρεις άντρες και τη μία γυναίκα πληρώνει τον λογαριασμό και φεύγει. Η Μελένια είχε δίκιο· ήταν άνθρωποι της Μαυροειδούς.
*
Όταν είμαστε μέσα στην ενδοδιάσταση του οχήματος του Ξενοκράτη, εκείνος μάς λέει όλα όσα συζήτησε με τη Λέα Μαυροειδή και προσθέτει: «Νομίζω ότι κάτι προσπαθούσε να μου κρύψει.»
«Δεν υπάρχει αμφιβολία,» λέει η Ισμήνη, καθισμένη σε μια πολυθρόνα. «Κάτι μάς έκρυβε. Και, μάλλον, φοβόταν. Δε μπορώ να πιστέψω ότι δεν ξέρει πού βρίσκεται το άντρο του Θεώνυμου, ύστερα από τόση συνεργασία μαζί του.»
«Δεν αποκλείεται, όμως,» της λέω. «Όταν πήγα εγώ τον Θεώνυμο προς το άντρο του, αυτός δεν θέλησε να τον αφήσω μπροστά στην είσοδό του αλλά απλά σ’εκείνη την περιοχή. Είναι μυστικοπαθής σχετικά με το πού κρύβονται οι συμμορίτες του.»
«Ακόμα κι έτσι,» αποκρίνεται η Ισμήνη. «Ακόμα κι αν η Λέα δεν ξέρει πού είναι το άντρο του, πάλι σίγουρα κάτι κρύβει. Και, μάλλον, είναι φοβισμένη. Δε μπορώ να είμαι βέβαιη αλλά θα έλεγα ότι ίσως η Ασημίνα να την εκβιάζει με κάποιο τρόπο.»
«Μέσω του Θεώνυμου;» λέει ο Σουτούρης ο Τυχερός.
«Μπορεί,» συμφωνεί ο Ξενοκράτης. «Ο Θεώνυμος, αναμφίβολα, γνωρίζει αρκετά για τις δουλειές της Μαυροειδούς ώστε να της προκαλέσει καταστροφές αν θέλει.» Και αλλάζοντας θέμα: «Της είπα ότι θα την ξανασυναντήσω στο σύντομο μέλλον για να μιλήσουμε πάλι. Αλλά για την ώρα δεν θα είμαι στην Έτρεβοθ. Όταν επιστρέψω εδώ, θα την καλέσω τηλεπικοινωνιακά.»
«Θα φύγουμε, δηλαδή;» ρωτά η Αστερόπη. «Από τώρα;»
«Όχι,» λέει ο Ξενοκράτης. «Αλλά, αν η Λέα βρίσκεται σε επαφή με τους εχθρούς μας, καλό είναι να νομίζει ότι θα φύγουμε.»
Σύμφωνα με τις πληροφορίες της Ασημίνας, ο Γρύπας Ξενοκράτης δεν είχε περάσει καθόλου από την Έτρεβοθ. Ούτε κανένας άλλος εχθρός είχε παρουσιαστεί εκεί. Οι άνθρωποι που υπηρετούν την Ασημίνα δεν είχαν αντιμετωπίσει ώς τώρα κανένα εμπόδιο στη συγκεκριμένη πόλη. Είχαν καταφέρει να φέρουν με το μέρος τους κάποια σημαντικά πρόσωπα, και είχαν βγάλει από τη μέση και δύο που μάλλον θα παρουσίαζαν πρόβλημα. Στη μία περίπτωση το είχαν κάνει να φανεί σαν ατύχημα, και στην άλλη το συγκεκριμένο άτομο είχε… εξαφανιστεί μυστηριωδώς από την πόλη.
Επιπλέον, το γεγονός ότι ο Θεώνυμος ο Πράσινος Γδάρτης είχε έρθει με το μέρος της Ασημίνας την είχε εξυπηρετήσει αφάνταστα σε ό,τι αφορούσε την Έτρεβοθ. Ο Θεώνυμος ασκούσε αρκετά μεγάλο έλεγχο στον υπόκοσμο της εν λόγω πόλης, ειδικά σ’αυτούς που δεν είχαν τις δυνάμεις του και, άρα, είχαν λόγο να τον φοβούνται. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ο Θεώνυμος είχε φέρει και τη Λέα Μαυροειδή με το μέρος της Ασημίνας.
Προτού ο Ζορδάμης επιστρατεύσει τον Θεώνυμο, η Ασημίνα είχε μιλήσει μια φορά αυτοπροσώπως με τη Λέα, σε μια από τις πόλεις στις όχθες του Τάρνοφ. Της είχε πει για το πώς σχεδίαζε να βελτιώσει τη Σιδηρά Δυναστεία, αλλά η Λέα δεν είχε φανεί πρόθυμη να συμμετάσχει στα σχέδιά της. Είχε αποκριθεί ότι εκείνη δεν έβλεπε κανένα πρόβλημα έτσι όπως ήταν η Δυναστεία. Γιατί να την αλλάξουν; Αυτό που πρότεινε η Ασημίνα απλά θα προκαλούσε φασαρίες. Η Λέα τής είπε να βγάλει τέτοιες ανοησίες από το μυαλό της, σαν η Ασημίνα να ήταν κόρη της και να ήθελε να τη συμβουλέψει. Τι θράσος! Η Ασημίνα δεν ήταν, άλλωστε, και τόσα χρόνια πιο μικρή από εκείνη. «Μην κάνεις προβλήματα,» της είπε η Λέα. «Όλοι επωφελούμαστε από τη Δυναστεία. Και εσύ και εγώ. Είσαι πλούσια εξαιτίας της Δυναστείας. Αυτές τις σαχλαμάρες τις λένε κάτι συγγενείς που βρίσκονται στα κατώτερα σκαλοπάτια της οικογένειας, όχι στα ανώτερα!» Η Ασημίνα είχε θυμώσει από τούτα τα λόγια της Μαυροειδούς. Επιπλέον, της δινόταν η εντύπωση πως, λόγω της ασθένειας των νεύρων της, η Λέα τη θεωρούσε τρελή ή, τουλάχιστον, διαταραγμένη, ότι τα μυαλά της ήταν κουνημένα. Κι αυτό εξόργιζε την Ασημίνα ακόμα περισσότερο.
Όταν ο Θεώνυμος συμμάχησε τελικά μαζί της, φρόντισε να βάλει την ξεπαρμένη λαθρέμπορο στη θέση της, όπως της άξιζε! Η ανόητη η Λέα νόμιζε πως ο Πράσινος Γδάρτης ήταν του χεριού της, ότι δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να στραφεί εναντίον της! Αυτό που συνέβη, υπέθετε η Ασημίνα, πρέπει να ήταν βγαλμένο από τους χειρότερούς της εφιάλτες – αν είχε καν εφιάλτες τέτοιου είδους. Η συμμορία του Θεώνυμου τη στρίμωξε και ο Πράσινος Γδάρτης είπε μερικές κουβέντες μαζί της. Κουβέντες που έκαναν τη Λέα Μαυροειδή να καταλάβει, επιτέλους, γιατί το δίκτυο της Σιδηράς Δυναστείας χρειάζεται εξυγίανση και καλή οργάνωση!
Η Ασημίνα δεν αμφιβάλλει πλέον πως η Έτρεβοθ, ως πόλη, βρίσκεται πλήρως υπό τον έλεγχό της. Και τίποτα δυσάρεστο δεν έχει συμβεί εκεί, όπως στη Νίρβεκ. Επομένως, όταν η Δρυάδα και η Τζίνα ήρθαν και της ανέφεραν τα γεγονότα στην Άντχορκ, η Ασημίνα αποφάσισε να πάει στην Έτρεβοθ. Εκεί θα κρυβόταν από τους εχθρούς της, για την ώρα. Και εκεί θα φρόντιζε να προσλάβει ανθρώπους για να κατασκευάσουν μερικούς από αυτούς τους ανιχνευτές που η Τζίνα λέει ότι μπορούν να εντοπίσουν το ηχομορφικό όχημα. Η Ασημίνα, όμως, δεν θέλει να το καταστρέψει. Θέλει, ει δυνατόν, να το πάρει για τον εαυτό της. Θα το προσθέσει στη συλλογή της από αγωνιστικά οχήματα. Είναι εξαιρετικό κομμάτι! Και τρομερά σπάνιο. Μονάχα ένα υπάρχει σ’όλη τη Σεργήλη, απ’ό,τι καταλαβαίνει.
Θα μπορούσε, άραγε, να φτιάξει κι άλλα, όταν το έχει στην κατοχή της και βάλει ανθρώπους να το μελετήσουν;
Το σημαντικό τώρα, όμως, είναι να κατασκευαστούν οι ανιχνευτές ήχου. Η Ασημίνα έχει συγκεντρώσει ανθρώπους γι’αυτή τη δουλειά από χτες κιόλας. Όταν έχεις ήλιους να διαθέσεις, τα εξειδικευμένα άτομα βρίσκονται. Οι Τεχνομαθείς μάγοι της Μαγικής Σχολής της Έτρεβοθ προθυμοποιήθηκαν να την εξυπηρετήσουν, καθώς και κάποιοι τεχνουργοί. Σ’ένα άριστα εξοπλισμένο τεχνουργείο της πόλης, τώρα, έχουν αρχίσει να φτιάχνουν τους ανιχνευτές σύμφωνα με τις οδηγίες της Τζίνας Εύορκης, και υπό την επίβλεψή της φυσικά. Η Ασημίνα, επίσης, τους έχει ζητήσει να βρουν έναν τρόπο για να παγιδέψουν το ηχομορφικό όχημα, αν μπορούν – για να το ακινητοποιήσουν, ίσως, ή για να μπλοκάρουν την ενεργειακή ροή του. «Το θέλω!» τους έχει πει. «Θέλω να γίνει δικό μου.»
Η Ασημίνα έχει τώρα καλέσει τηλεπικοινωνιακά τη Τζίνα, ενώ παίρνει το μεσημεριανό της στην καινούργια βίλα που έχει αγοράσει στις νοτιοανατολικές παρυφές της Έτρεβοθ.
«Ακόμα;» ρωτά. «Γιατί αργείτε τόσο; Δεν καταλαβαίνουν τις οδηγίες σου;»
«Τις καταλαβαίνουν, κύρια Νέρφελδιφ, αλλά δεν γίνεται να φτιάξουμε τους ανιχνευτές πιο γρήγορα. Υπάρχει μια κάποια διαδικασία…» Η Τζίνα ακούγεται κουρασμένη. Εξαιτίας των τραυμάτων της, μάλλον. Η Δρυάδα τη γλίτωσε από τα δόντια του Νεκροφύλακα, σύμφωνα με ό,τι είπε στην Ασημίνα.
«Σε πόσες μέρες θα είναι έτοιμοι οι ανιχνευτές μου;»
«Σε δυο, τρεις μέρες, υποθέτω. Ίσως και νωρίτερα, αλλά… εξαρτάται. Εξαρτάται από διάφορους παράγοντες. Στην Άντχορκ είχαμε στήσει τα πάντα όπως έπρεπε. Εδώ, όμως, ξεκινάω ουσιαστικά από την αρχή. Πρέπει να ετοιμαστούν κάποια μηχανήματα, να γίνουν κάποιες ρυθμίσεις… Ακόμα κι οι άνθρωποι που έχω εδώ δεν ξέρουν τίποτα, ενώ στην Άντχορκ ήξεραν. Οι μάγοι πρέπει να κατανοήσουν ορισμένα πράγματα για το–»
«Τέλος πάντων,» τη διακόπτει η Ασημίνα. «Βιαστείτε, έτσι; Δε σας πληρώνω για πλάκα.»
«Κάνουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε, κυρία Νέρφελδιφ.»
Η Ασημίνα τη χαιρετά και κλείνει τον τηλεπικοινωνιακό πομπό. Το πρόσωπό της συσπάται από τη δεξιά μεριά. Αναστενάζει και κόβει ένα ακόμα κομμάτι από το φιλέτο της. Τα ωδικά πτηνά κελαηδούν έντονα έξω απ’το παράθυρό της. Την ενοχλούν. Το χέρι της που κρατά το πιρούνι κάνει μια απότομη, ακούσια κίνηση καθώς το άλλο χέρι κόβει το κρέας με το μαχαίρι. Ένα κομμάτι από το φιλέτο τινάζεται έξω από το πιάτο.
«Τα δόντια της Λόρκης!» γρυλίζει η Ασημίνα, και σπρώχνει το φαγητό μακριά της. Αισθάνεται μια άλλη Ασημίνα να χορεύει κάτω απ’το δέρμα της – μια Ασημίνα που ξύπνησε ύστερα από εκείνο το ταξίδι στο φεγγάρι. Παίρνει μια βαθιά ανάσα. Πιάνει ξανά το πιρούνι, καρφώνει το κρέας που έχει πεταχτεί έξω από το πιάτο, και το βάζει στο στόμα της. Το μασά προσεχτικά. Πολύ προσεχτικά. Το καταπίνει. Πίνει μια γουλιά από το βαθυκόκκινο τάο βις στο πλατύ ποτήρι της. Η γλυκιά γεύση του εξωδιαστασιακού ποτού γεμίζει ευχάριστα το στόμα της, γλιστρά ευχάριστα στον λαιμό της.
Η Ασημίνα ακουμπά την πλάτη της στην καρέκλα, κλείνει τα μάτια. Και στο μυαλό της έρχονται τα πρόσωπα των μελών της Παλιάς Δυναστείας, τα πρόσωπα για τα οποία έμαθε στο φεγγάρι, όταν αυτά που είδε δεν ήξερε αν ήταν όνειρο ή πραγματικότητα. Τώρα ξέρει ότι ήταν πραγματικά, φυσικά.
Τα πρόσωπα διαλύονται, σκορπίζονται, κι ένα άλλο πρόσωπο παρουσιάζεται. Αυτό του αδελφού της, του Ρίβη. Είναι ζωντανός, ο καταραμένος; Είναι ελεύθερος; Σύμφωνα με τις πληροφορίες της (που ήρθαν μέσω του αναξιόπιστου δικτύου της Σιδηράς Δυναστείας) ο Ρίβης έφυγε από το Μαύρο Δόντι μαζί με τον Ζορδάμη. Μπορεί να βρίσκεται οπουδήποτε τώρα… Έχει καταλάβει, άραγε, τι συνέβη; Έχει καταλάβει για μένα; Ή το μυαλό του είναι τελείως χαμένο και δεν καταλαβαίνει πια τίποτα; Η Ασημίνα ελπίζει το δεύτερο. Γιατί, διαφορετικά, ο Ρίβης θα ζητά εκδίκηση, και τώρα είναι μαζί με τους εχθρούς της· δεν υπάρχει αμφιβολία.
Ο Ζορδάμης… Αυτός φταίει για όλα.
Γιατί την πρόδωσε; Η Ασημίνα νόμιζε πως την αγαπούσε! Προτού τον στείλει να βρει τον Ρίβη, νόμιζε πια – ήταν σίγουρη πια – ότι πρέπει να την αγαπούσε. Γιατί με πρόδωσε;
Μάλλον ήταν πράκτορας της Παλιάς Δυναστείας εξαρχής. Αυτό τα εξηγεί όλα. Αλλιώς, γιατί να ακολουθήσει τον Ρίβη μέσα στο Μαύρο Δόντι, παρακούγοντάς την; Τι είχε να κερδίσει από κάτι τέτοιο; Η Ασημίνα θα του έδινε την ελευθερία του· δεν θα χρωστούσε πια στη Σιδηρά Δυναστεία. Κι αργότερα είχε κι άλλα σχέδια γι’αυτόν. Θα τον παντρευόταν, αν κι εκείνος ήθελε. Και γιατί να μη θέλει; Είναι πλούσια! Και ο Ζορδάμης είναι ραλίστας. Η Ασημίνα θα του αγόραζε ό,τι αγωνιστικό όχημα επιθυμούσε. Θα πλήρωνε ακόμα και για να του φτιάξουν το πιο εξειδικευμένο αγωνιστικό όχημα που μπορούσε να φτιαχτεί στη Σεργήλη!
Δεν είναι δυνατόν να με πρόδωσε. Πρέπει να ήταν πράκτοράς τους εξαρχής. Και αναρωτιέται ποιοι άλλοι μπορεί νάναι μυστικοί πράκτορες της Παλιάς Δυναστείας. Η Παλιά Δυναστεία σίγουρα έχει πολλούς τέτοιους, για να διατηρεί τη δύναμή της μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία, για νάναι ο πυρήνας μέσα σ’ένα δίκτυο ανοργάνωτο και χαοτικό.
Η Ασημίνα πιάνει μια φράουλα από το μπολάκι, τη βουτά στη λευκή κρέμα, και τη δαγκώνει. Μασά συλλογισμένα, με το δεξί της φρύδι να συσπάται χωρίς να το καταλαβαίνει. Το αριστερό της πόδι κλοτσά νευρικά το πόδι της καρέκλας, με τη φτέρνα.
Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός κουδουνίζει.
«Ποιος είναι, τώρα;»
Η Ασημίνα πιάνει τη συσκευή και κοιτάζει τη μικρή οθόνη. Χαμογελά νευρικά. «Αυτή η σκύλα…» λέει, βλέποντας πως είναι η Λέα Μαυροειδής. Αποδέχεται την κλήση. «Μάλιστα;»
«Ασημίνα–»
«Λέα. Πώς είσαι;»
«Ο Γρύπας Ξενοκράτης είναι εδώ, στην Έτρεβοθ–»
«Τι; Πότε ήρθε; Πώς το ξέρεις;»
«Μίλησα μαζί του μόλις τώρα. Με κάλεσε στον Καιρό του Κυνηγού, το εστιατόριο. Με ρώτησε αν γνωρίζω για τα σχέδιά σου. Ξέρει τα πάντα, Ασημίνα!»
«Τι του είπες; Αν με πρόδωσες–»
«Δε σε πρόδωσα, σ’τ’ορκίζομαι στο όνομα της Λόρκης! Του είπα ότι μόνο για τον φόνο του Τασνικέφ στη Νίρβεκ έχω ακούσει, ότι δεν ξέρω για τίποτ’ άλλο περίεργο που να συμβαίνει μέσα στη Δυναστεία. Του είπα ότι εσένα δεν σε γνωρίζω· ή μάλλον, σε γνωρίζω αλλά όχι από κοντά. Δεν του είπα τίποτα, ουσιαστικά, Ασημίνα.»
«Πού μένει; Σε ποιο ξενοδοχείο;»
«Δεν ξέρω. Μου είπε ότι θα φύγει τώρα από την Έτρεβοθ αλλά, όταν επιστρέψει, θα επικοινωνήσει ξανά μαζί μου. Δεν είμαι σίγουρη ότι με πίστεψε, Ασημίνα. Πιθανώς να κατάλαβε ότι κάτι τού κρύβω.»
«Μάλιστα…» Τα νύχια του αριστερού της χεριού τρίβονται βίαια πάνω στο τραπεζομάντηλο. «Είναι ακόμα σ’αυτό το εστιατόριο; Στον Καιρό του Κυνηγού;»
«Ναι. Δηλαδή, νομίζω. Μπορεί και νάφυγε τώρα, δεν ξέρω.»
«Μάλιστα,» λέει πάλι η Ασημίνα. «Ποιοι άλλοι ήταν μαζί του;»
«Η γυναίκα του, η Ισμήνη. Πολύ όμορφη. Χρυσόδερμη, με–»
«Έχω δει τη φωτογραφία της,» τη διακόπτει η Ασημίνα. «Ποιος άλλος ήταν μαζί του, εκτός απ’ αυτήν;»
«Δεν… Δεν είδα κανέναν άλλο στο τραπέζι όπου κάθισα και μίλησα με τον Ξενοκράτη, αλλά… αλλά δίπλα ήταν κάποιος που, σε μια στιγμή, με κοιτούσε έντονα. Ίσως να ήταν άνθρωπός του.»
«Μπορείς να μου τον περιγράψεις;»
«Χρυσόδερμος με μαύρα σγουρά μαλλιά. Καμια σαρανταριά χρονών, ίσως. Αρκετά ωραίος τύπος.»
Ο Ζορδάμης; σκέφτεται η Ασημίνα. Μπορεί να ήταν ο Ζορδάμης! «Θα σου στείλω μια φωτογραφία στο τηλεπικοινωνιακό σύστημα στο γραφείο σου, και θέλω να μου πεις αν ήταν αυτός ο άντρας που είδες.»
«Εντάξει. Σε λίγο θα είμαι εκεί.»
Η τηλεπικοινωνία τους τερματίζεται, και η Ασημίνα πηγαίνει στο δικό της γραφείο βαδίζοντας βιαστικά, χτυπώντας νευρικά τα πόδια της στο πάτωμα. Χρησιμοποιώντας το τηλεπικοινωνιακό-αποθηκευτικό σύστημα εκεί, ανασύρει μια φωτογραφία από τη μνήμη του μηχανισμού και τη στέλνει στη Λέα. Μετά, κάθεται στην πολυθρόνα και περιμένει, ανάβοντας τσιγάρο.
Ο Λειρνόος χτυπά την ανοιχτή πόρτα της. «Κύρια;»
«Τι;»
«Συμβαίνει κάτι; Θα μπορούσα να βοηθήσω;»
«Ο Ξενοκράτης είναι εδώ,» του λέει η Ασημίνα, φυσώντας καπνό με μια απότομη κίνηση των χειλιών της.
«Δεν καταλαβαίνω…»
Η Ασημίνα τού εξηγεί.
«Μπορούμε να τον παρακολουθήσουμε,» της λέει ο Λειρνόος. «Να στείλω ανθρώπους στον Καιρό του Κυνηγού;»
«Στείλε.»
Ο Λειρνόος φεύγει και, μετά από λίγο, ο πομπός της Ασημίνας κουδουνίζει. Η Λέα ξανά.
Η Ασημίνα αποδέχεται την κλήση. «Αυτός ήταν;»
«Ναι,» αποκρίνεται η Μαυροειδής, «αυτός νομίζω πως ήταν.»
Η Ασημίνα κλείνει τον πομπό και τον εκτοξεύει στον αντικρινό τοίχο του γραφείου, επάνω στον πίνακα με τα φρούτα.
*
Μετά από κανένα πεντάλεπτο, ένα ελικόπτερο προσγειώνεται στο μικρό ελικοδρόμιο. Η Ασημίνα βγαίνει από τη βίλα για να δει τον Αχιλλέα, που έχει το κωδικό όνομα Μαστροκλέφτης μέσα στη Δυναστεία, να κατεβαίνει από το αεροσκάφος. Δεν μπορεί να διακρίνει το πρόσωπό του γιατί έχει την κουκούλα της κάπας του σηκωμένη, όπως συνηθίζει, αλλά αποκλείεται να είναι άλλος από αυτόν.
Βαδίζοντας προς το μέρος της, λέει: «Η κυρία Νέρφελδιφ;»
«Η ίδια.»
Δεν έχουν ποτέ ξανά συναντηθεί από κοντά, αν και την έχει υπηρετήσει πολλές φορές στην περιοχή των Φέρνιλγκαν. Ειδικά στη Χαρπόβη.
«Βγάλε την κουκούλα σου,» του ζητά. «Θέλω να δω το πρόσωπό σου.»
«Συγνώμη,» λέει ο Αχιλλέας. «Οι συνήθειες, ξέρετε…» Κατεβάζει την κουκούλα, αποκαλύπτοντας ένα πρόσωπο γαλανόδερμο, με μαύρα μαλλιά, και αφτιά σχεδόν αόρατα.
«Ναι, ξέρω,» αποκρίνεται η Ασημίνα. «Το γράφει στον φάκελό σου. Πάντα κυκλοφορείς με κουκούλα. Γιατί, αλήθεια;»
Ο Αχιλλέας ανασηκώνει τους ώμους. «Οι συνήθειες,» ξαναλέει.
Η Ασημίνα υποθέτει πως οι συνήθειές του οφείλονται στο ότι είναι κλεφταποδόχος και έμπορος διάφορων αμφιλεγόμενων και μη ουσιών. Σταυρώνει τα χέρια της μπροστά της, και τα δάχτυλά της κινούνται σαν οργισμένες αράχνες πάνω στους αγκώνες της. «Πάνω στην ώρα ήρθες,» του λέει.
Ο Μαστροκλέφτης την ατενίζει ερωτηματικά.
«Τον θυμάσαι τον Ζορδάμη Λιγνόρρυγχο, σίγουρα…»
«Ασφαλώς και τον θυμάμαι,» λέει ο Αχιλλέας.
«Με πρόδωσε–»
«Δε φταίω εγώ γι’αυτό, κυρία Νέρφελδιφ. Δε φανταζόμουν ότι….»
«Δε σε κατηγορώ,» τον διαβεβαιώνει η Ασημίνα. «Είχαμε πάντα άριστες σχέσεις οι δυο μας.»
Ο Μαστροκλέφτης νεύει προς το μέρος της, αμίλητα.
Η Ασημίνα τού λέει: «Ο Ζορδάμης βρίσκεται τώρα εδώ, στην Έτρεβοθ.»
Τα μάτια του Αχιλλέα στενεύουν. «Και θέλετε να γίνει κάτι γι’αυτό;»
«Όχι. Όχι ακόμα. Περιμένω πληροφορίες σχετικά με την ακριβή θέση του.»
Βγαίνουμε από την Έτρεβοθ κατευθυνόμενοι ανατολικά, μέσα στο ηχομορφικό και στο όχημα του Ξενοκράτη. Αν κάποιοι μάς παρακολουθούσαν στο εστιατόριο, θα μας δουν να φεύγουμε. Θα νομίσουν ότι ο Γρύπας είπε αλήθεια στη Λέα Μαυροειδή. Αλλά, φυσικά, δεν σκοπεύουμε να φύγουμε από τώρα. Θέλουμε να ερευνήσουμε τι γίνεται στην πόλη. Σκεφτόμαστε να σταματήσουμε κάπου στην ύπαιθρο, σε καλυμμένο σημείο, και μετά να ξαναμπούμε στην Έτρεβοθ, είτε με οχήματα είτε χωρίς, και όχι απαραίτητα όλοι μαζί.
Καθώς όμως έχουμε αφήσει πίσω μας τις πολυκατοικίες της μεγαλούπολης και κινούμαστε πάνω σ’έναν εξοχικό δρόμο, η Ξανθίππη, καθισμένη δίπλα μου, μου λέει: «Μας ακολουθούν, Ζορδάμη.»
Κοιτάζω από τον καθρέφτη, βλέποντας δύο δίκυκλα με κρανοφόρους καβαλάρηδες.
«Άνθρωποι της Μαυροειδούς;» λέω.
«Ίσως,» λέει ο Σουτούρης ο Τυχερός, καθισμένος πίσω μας.
«Νιάαααρ!» λέει η Κλεισμένη, που επίσης πίσω κάθεται.
«Υποθέτεις ότι μπορεί νάναι της Ασημίνας, ε;» ρωτάω τον Σουτούρη. «Ποιος, όμως, ήξερε ότι είχαμε έρθει στην πόλη; Μόνο η Μαυροειδής· κανένας άλλος. Ακόμα και δικοί της άνθρωποι να μην είναι, αυτό σημαίνει πως η Λέα ήταν που ειδοποίησε τους πράκτορες της Ασημίνας.»
«Αν η Λέα είναι σύμμαχος της Ασημίνας,» λέει ο Σουτούρης, «τότε σίγουρα θα έχει αρχηγική θέση εδώ. Είναι πλούσια, και τα μέλη της Δυναστείας ένα πράγμα καταλαβαίνουν καλά – κι αυτό είναι τα χρήματα.»
«Ναι, το έχω μάθει πια.»
Καλώ με τον πομπό μου τον Ξενοκράτη και του λέω ότι δύο δίκυκλα είναι πίσω μας. Προτείνω, μάλιστα, κι ένα σχέδιο. Ο Γρύπας συμφωνεί, αλλά μου λέει να προσέχω. Να μην κάνω τίποτα ανόητο. «Σε θέλω ζωντανό, Ραλίστα.»
Και επίσης δεν θέλεις να χάσω το ηχομορφικό όχημα, πάω στοίχημα, σκέφτομαι.
Η φωνή της Μελένιας ακούγεται τότε από τον πομπό: «Θα έρθω μαζί σου, Ραλίστα. Ίσως να με χρειαστείς.»
Ξαφνιασμένος, δεν προλαβαίνω να απαντήσω προτού ο Γρύπας πει: «Μη λες ανοησίες, Μελένια! Κατ’αρχήν, πώς να σταματήσουμε εδώ για ν’αλλάξεις όχημα;»
«Αφού μας παρακολουθούν θα σταματήσουν κι αυτοί, κύριε Ξενοκράτη, και θα περιμένουν. Τι θα κάνουν, θα μας επιτεθούν;»
«Ακόμα κι έτσι, δεν νομίζω ότι ο Ζορδάμης σε χρειάζεται–»
«Μπορεί να με χρειαστεί!» επιμένει η Μελένια. «Ίσως μέσα στην πόλη να με χρειαστεί. Δε μπορείτε να τον αφήσετε να πάει μόνος του με τον Σουτούρη και την Ξανθίππη!»
«Δε μ’αρέσει αυτό,» λέει ο Ξενοκράτης, «αλλά… Τέλος πάντων. Πήγαινε μαζί του.
»Ζορδάμη, μόλις μας δεις να σταματάμε, σταμάτα κι εσύ.»
«Εντάξει,» λέω, και η τηλεπικοινωνία μας διακόπτεται.
Το όχημα του Ξενοκράτη βγαίνει στο πλάι του δρόμου, σταματά, και η πίσω πόρτα του ανοίγει για να πηδήσει έξω η Μελένια και να την ξανακλείσει, κρύβοντας καλώδια και κάτοπτρα που αντανακλούν παράξενα χρώματα. Το κεφάλι της κόρης του Ξενοκράτη είναι κρυμμένο μέσα στην κουκούλα της καλοκαιρινής κάπας της, καθώς τρέχει αμέσως προς το ηχομορφικό όχημα. Ο Σουτούρης τής ανοίγει μια από τις πίσω πόρτες κι εκείνη πηδά μέσα. Η Κλεισμένη νιαουρίζει και πέφτει στην αγκαλιά της. Η Μελένια γελά.
Η Ξανθίππη, κοιτάζοντας απ’τον καθρέφτη πλάι της, λέει: «Η Μελένια είχε δίκιο. Όπως ήταν αναμενόμενο, σταμάτησαν και μας κοιτάζουν από απόσταση.»
Καλώ τον Γρύπα με τον πομπό μου και λέω: «Κύριε Ξενοκράτη, νομίζω ότι μπορούμε να ξεκινήσουμε το σχέδιό μου.»
«Ναι,» αποκρίνεται, και βλέπω τα μέταλλα του οχήματός του να αλλοιώνονται αντίκρυ μου. Μοιάζουν να είναι ρευστά τώρα, όχι στέρεα. Το σχήμα του οχήματος αλλάζει. Οι τροχοί του βυθίζονται μέσα στο σώμα του, ενώ μεταλλικά πόδια ξεπροβάλλουν. Φτερά βγαίνουν από τα πλευρά του και ουρά από πίσω του. Η μουσούδα του μακραίνει. Ένας έλικας βρίσκεται τώρα στην οροφή του, κι αρχίζει να περιστρέφεται.
Το ελικόπτερο υψώνεται στον αέρα και πετά προς τα νότια, προς κάτι δεντρόφυτους λοφίσκους.
Πατάω το πετάλι της επιτάχυνσης και το ακολουθώ, στρίβοντας. Από τον καθρέφτη μου βλέπω πως οι δύο καβαλάρηδες με τα δίκυκλα έρχονται στο κατόπι μου. Διασχίζω την ύπαιθρο, η οποία είναι άτσαλη κάτω από τους τροχούς του οχήματός μου. Οι καβαλάρηδες εξακολουθούν να είναι πίσω μου. Το ελικόπτερο πετά πέρα από τους καταπράσινους λοφίσκους. Εγώ επιταχύνω ξαφνικά. Το αγωνιστικό όχημα μουγκρίζει και αναπηδά πάνω στο άτσαλο έδαφος, αλλά τρέχει. Η Κλεισμένη νιαουρίζει, έχοντας ανησυχήσει.
Οι καβαλάρηδες προσπαθούν με τα χίλια ζόρια να με ακολουθήσουν.
Χαμογελάω. Δεν ξέρουν ότι παίζουν με τη ζωή τους. Μπορούσα άνετα να τους είχα ήδη σκοτώσει και τους δύο. Αλλά δεν είναι εκεί το νόημα τώρα. Και δεν είμαι ο Άφευκτος.
Στρίβω δίπλα από την άκρη των δεντρόφυτων λοφίσκων, και παύω να βλέπω τους καβαλάρηδες απ’τον καθρέφτη μου. Ελπίζω κι αυτοί να παύουν να βλέπουν εμένα. Κατεβάζω τον μαγικό διακόπτη και μεταμορφώνω το όχημά μου σε ήχο.
Πατάω το φρένο, σταματώντας.
Οι καβαλάρηδες έρχονται, περνάνε από μέσα μας χωρίς να μας καταλάβουν, και συνεχίζουν, ψάχνοντας.
Τους ακολουθώ.
Το ελικόπτερο, εν τω μεταξύ, απομακρύνεται πάνω από αδιάβατες περιοχές.
Οι καβαλάρηδες σταματούν τα δίκυκλά τους, συγχυσμένοι. Σταματάω κι εγώ δίπλα τους. Μιλάνε αναμεταξύ τους αλλά δυστυχώς δεν μπορώ ν’ακούσω τι λένε· έχει και τ’αρνητικά του το να βρίσκεσαι μέσα στην ηχομορφή.
Σύντομα, όμως – ούτε ένα λεπτό δεν περνά, δηλαδή – οι καβαλάρηδες κάνουν εκείνο που ήλπιζα ότι θα έκαναν: εκείνο που θα δώσει νόημα στο σχέδιό μου. Αρχίζουν να φεύγουν, τρέχοντας προς τον εξοχικό δρόμο, διασχίζοντας τη δύσβατη ύπαιθρο.
Τους ακολουθώ με άνεση.
Ευτυχώς είχα βάλει καινούργιες ενεργειακές φιάλες στο όχημα προτού φύγουμε από την Έτρεβοθ, αλλά, και πάλι, ο δείκτης της ενέργειας έχει πέσει ήδη στο 70%. Είναι πολυέξοδο να είσαι ήχος.
Οι καβαλάρηδες πιάνουν τον εξοχικό δρόμο και επιταχύνουν. Συνεχίζω να τους ακολουθώ και σύντομα μπαίνουμε στις λεωφόρους ανάμεσα στις πολυκατοικίες της Έτρεβοθ. Περνάω μέσα από μερικά άλλα οχήματα και διαβάτες.
Οι δύο καβαλάρηδες με οδηγούν σε μια πλατεία που γύρω της βρίσκονται αρκετά κρεοπωλεία. Η ενέργειά μου έχει πέσει στο 26%, και συνεχίζει να πέφτει.
Οι καβαλάρηδες σταματούν τα δίκυκλά τους επάνω στην πλατειά, πίσω από κάτι δέντρα. Πηγαίνω κι εγώ προς τα εκεί, και τους βλέπω να σηκώνουν τις κρυστάλλινες προσωπίδες τους και να μιλάνε σε δυο άντρες. Τον έναν δεν τον αναγνωρίζω. Τον άλλο, όμως, τον έχω ξαναδεί. Είναι ο Λειρνόος.
«Αυτός ο άνθρωπος είναι της Ασημίνας,» λέω στους συντρόφους μου, δείχνοντάς τον. «Ήταν στη βίλα της, την τελευταία φορά που τον είδα. Ονομάζεται Λειρνόος. Ο άλλος δεν ξέρω ποιος είναι.»
«Ο άλλος,» με πληροφορεί ο Σουτούρης, «ονομάζεται Μερίκιος, και είναι άνθρωπος της Μαυροειδούς.»
«Η Μαυροειδής, λοιπόν, είναι σύμμαχος της Ασημίνας Νέρφελδιφ,» καταλήγει η Ξανθίππη.
«Πρέπει ν’αλλάξουμε φιάλες,» τους λέω, και στρίβω, κατευθυνόμενος προς έναν μικρό δρόμο ανάμεσα σε δύο κρεοπωλεία. Τρία σκυλιά βρίσκονται εκεί, παλεύοντας για κάτι μεγάλα κόκαλα· μόλις ακούνε, όμως, τον ήχο του οχήματός μας τρέχουν αμέσως να φύγουν, εγκαταλείποντας το φαγητό τους.
«Δε μπορούσες ν’αλλάξεις φιάλες στην πλατεία;» λέει η Μελένια. «Τώρα ίσως να μας ξεφύγουν!»
Ανεβάζω τον διακόπτη δίνοντάς μας υλική μορφή. Ακούω διάφορα σκουπίδια να τινάζονται δεξιά κι αριστερά, καθώς αναγκάζονται να μας κάνουν χώρο για να εμφανιστούμε. «Δε γίνεται ν’αλλάξεις φιάλες ενώ έχεις μορφή ήχου,» λέω στη Μελένια, ενώ συγχρόνως ανοίγω τη θυρίδα για τις φιάλες και η Ξανθίππη βγαίνει από το όχημα για να πάει πίσω, στον αποθηκευτικό χώρο. «Με το πού θα βγάλεις τις παλιές θα πάρεις υλική μορφή. Και ίσως, μάλιστα, οι συνέπειες να είναι άσχημες επειδή δεν θα το κάνεις με τον διακόπτη. Δεν ξέρω, δεν το έχω δοκιμάσει ποτέ, ούτε σκοπεύω.»
Η Ξανθίππη επιστρέφει μαζί με τρεις ενεργειακές φιάλες. Εγώ, στο μεταξύ, έχω βγάλει τις τρεις προηγούμενες από τις θέσεις τους, και τώρα βάζουμε εκεί τις καινούργιες. Κλείνουμε τη θυρίδα και ενεργοποιώ τα συστήματα του οχήματος. Κατεβάζω τον διακόπτη και μας δίνω μορφή ήχου.
Βγαίνω από τον μικρό δρόμο ανάμεσα στα δύο κρεοπωλεία και πλησιάζω γρήγορα την πλατεία. Οι καβαλάρηδες με τα δίκυκλα έχουν εξαφανιστεί. Ο Μερίκιος είναι ακόμα εδώ, ενώ ο Λειρνόος ανεβαίνει σ’ένα δικό του δίκυκλο και το ενεργοποιεί, φεύγοντας. Λίγο ακόμα αν είχα αργήσει θα είχε εξαφανιστεί κι αυτός.
Τον ακολουθώ, αθέατος. Μονάχα με την ακοή μπορεί κάποιος να με καταλάβει, αλλά τ’αφτιά του Λειρνόου δεν είναι σαν τ’αφτιά των σκύλων για να μ’ακούσει από τέτοια απόσταση πίσω του.
Η ενέργεια του οχήματός μου πέφτει με τον συνηθισμένο γοργό ρυθμό καθώς διασχίζω την Έτρεβοθ προς τα νότια και τα ανατολικά. Η Μελένια, βλέποντας κι εκείνη τον μετρητή, ρωτά: «Έχουμε άλλες φιάλες μαζί μας;»
«Όχι,» της λέω. «Δε φαντάστηκα ότι θα χρειαζόμασταν περισσότερες.»
«Έπρεπε να μου πεις να φέρω από το όχημα του κυρίου Ξενοκράτη!»
«Δεν το σκέφτηκα εκείνη την ώρα,» παραδέχομαι. «Και ίσως αυτό ν’αποδειχτεί μεγάλη μαλακία. Αλλά θα δούμε… Αναρωτιέμαι πού να πηγαίνει το κάθαρμα.»
Ο Λειρνόος φτάνει στις νοτιοανατολικές παρυφές της Έτρεβοθ, όπου υπάρχουν πολλά ψηλά δέντρα ανάμεσα στα οικοδομήματα και μέσα σε αυλές και πλατείες. Ο Σουτούρης ο Τυχερός μάς λέει ότι αυτή η περιοχή ονομάζεται Δάσος.
«Την ξέρεις καλά την Έτρεβοθ;» τον ρωτάω, ενώ με το ένα μάτι βλέπω τον μετρητή ενέργειας να έχει πέσει στο 43%.
«Σχετικά,» αποκρίνεται ο Τυχερός.
Ο Λειρνόος πλησιάζει μια βίλα που μοιάζει αρκετά παλιά και ο κήπος της είναι περιτριγυρισμένος από ψηλά κάγκελα. Η πύλη της είναι μεταλλική, δίφυλλη, τοξωτή, και επίσης ψηλή. Ο Λειρνόος πρέπει να φωνάζει, απ’ό,τι καταλαβαίνω, και κάποιος τού ανοίγει το ένα φύλλο της πύλης από μέσα. Το δίκυκλο μπαίνει γρήγορα στην έπαυλη, και το φύλλο της πύλης κλείνει ξανά.
Η ενέργειά μου είναι πεσμένη στο 31%. Δεν έχουμε πολύ χρόνο. Το λέω στους συντρόφους μου και τους ρωτάω: «Τον ακολουθούμε;»
«Μπες μέσα να δούμε τι είναι και μετά φεύγουμε,» μου λέει η Ξανθίππη. Ο Σουτούρης και η Μελένια δεν μιλάνε· ούτε καν η Κλεισμένη δεν νιαουρίζει.
Πατάω το πετάλι, οδηγώντας προς τα κάγκελα που περιτριγυρίζουν τον κήπο. Αποφεύγω να πάω από την πύλη, μήπως είναι κανένας από πίσω και ακούσει τον παράξενο ήχο μας. Έναν παράξενο ήχο για τον οποίο η Ασημίνα και οι άνθρωποί της πολύ πιθανόν να γνωρίζουν πλέον, ύστερα από ό,τι έγινε στην Άντχορκ.
Καθώς όμως κάνω να περάσω μέσα από τα κάγκελα, κάτι απρόοπτο συμβαίνει. Ένας δυνατός, διαπεραστικός συριστικός θόρυβος ακούγεται, και το ηχομορφικό όχημα συναντά εμπόδιο!
«Τι στα κέρατα του Κάρτωλακ!» γρυλίζω, μην έχοντας ξαναδεί τίποτα παρόμοιο. Προσπαθώ πάλι να περάσω μέσα από τα κάγκελα και, πάλι, ο συριστικός ήχος ακούγεται και η ηχομορφή σταματά σαν νάχει συναντήσει τοίχο! «Τι σκατά γίνεται, γαμώ τα πόδια της Λόρκης γαμώ!»
«Η ενέργειά μας είναι στο είκοσι τοις εκατό, Ζορδάμη!» λέει ο Σουτούρης. «Πάμε να φύγουμε!»
«Δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει…» Στρίβω το τιμόνι κι απομακρύνομαι από τα κάγκελα. «Δεν καταλαβαίνω!» Δε μου φαίνεται νάχουν τίποτα περίεργο επάνω τους. Με κανονικά κάγκελα μοιάζουν. Λογικά, η ηχομορφή θάπρεπε να μπορεί να περάσει από μέσα τους.
«Φύγε, Ραλίστα!» επιμένει ο Σουτούρης. «Κάτι έχουν κάνει για να προφυλάξουν το μέρος. Φύγε!»
Έχει δίκιο· δεν μπορώ να το ρισκάρω να μείνω άλλο εδώ. Σανιδώνοντας το πετάλι, απομακρύνομαι. Περνάω μέσα από οικήματα, δέντρα, οχήματα, ανθρώπους… Τίποτα δεν με εμποδίζει.
Εκτός από εκείνα τα παράξενα κάγκελα.
Γιατί;
Ο συναγερμός αντηχεί σ’ολόκληρη τη βίλα.
Ο συναγερμός εσχάτου κινδύνου.
Και η Ασημίνα ξέρει ότι αυτό μπορεί να σημαίνει μονάχα ένα πράγμα: το ηχομορφικό όχημα προσπάθησε να περάσει μέσα από τον ηχητικό φράχτη του κήπου. Τον φράχτη που της πρότεινε η Τζίνα να φτιάξει, για καλό και για κακό. Δεν ήταν καν δύσκολο να κατασκευαστεί. Μέσα σε μισή μέρα τον είχαν έτοιμο. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν – όπως της είπε η Τζίνα – να βάλουν ηχητικούς πομπούς επάνω στα κάγκελα, σε συγκεκριμένα διαστήματα, και να τους συνδέσουν με συνεχή τροφοδοσία ενέργειας. Οι πομποί αυτοί θα ανέδιδαν έναν ήχο που ο άνθρωπος ακούει μόνο αν βρίσκεται πολύ κοντά στα κάγκελα: έναν ήχο που σχηματίζει φράγμα για άλλους ήχους. Κανένας ήχος δεν μπορεί να περάσει από μέσα του. Και μάλλον – υπέθετε η Τζίνα – ούτε το ηχομορφικό όχημα.
Τελικά πρέπει να είχε δίκιο, σκέφτεται η Ασημίνα καθώς τρέχει τώρα προς την είσοδο της καινούργιας βίλας της. Το ηχομορφικό όχημα συνάντησε εμπόδιο επάνω στον ηχητικό φράχτη, κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ενεργοποιηθεί ο συναγερμός εσχάτου κινδύνου.
Εκτός αν ο συναγερμός ενεργοποιήθηκε κατά λάθος. Αλλά η Τζίνα είχε εξηγήσει στην Ασημίνα ότι αυτό είναι πολύ δύσκολο. Για να συμβεί, πρέπει κάποιος δυνατός ήχος να πέσει, εστιασμένα, επάνω στον φράχτη.
Η Ασημίνα φτάνει στο κατώφλι της εισόδου της βίλας, με τον Αχιλλέα στο κατόπι της. Δεν είναι πολλή ώρα που ο Μαστροκλέφτης ήρθε, και οι δυο τους συζητούσαν καθισμένοι στο ευήλιο σαλόνι της βίλας.
«Μείνετε μέσα, κυρία Νέρφελδιφ!» της λέει ο Κασρίμ, που στέκεται κοντά στην είσοδο, έχοντας ένα μεγάλο ηχητικό τουφέκι στα χέρια του. Πίσω του είναι η Σερφάντια’χοκ, κρατώντας μια χειροβομβίδα – ηχητική κι αυτή, μάλλον. Μισθοφόροι τρέχουν από δω κι από κει μέσα στον κήπο, με όπλα στα χέρια. Σκυλιά γαβγίζουν. Και η Ασημίνα έχει φέρει εδώ αρκετά σκυλιά, επειδή η Τζίνα τής είπε ότι αυτά πρέπει να μπορούν ν’ακούσουν τον θόρυβο του ηχομορφικού οχήματος προτού είναι πολύ κοντά τους· και σίγουρα θ’ανησυχήσουν: είναι παραφυσικός θόρυβος.
«Τι έγινε;» ρωτά η Ασημίνα, μένοντας στο κατώφλι. «Ο Ζορδάμης είναι; Ο Ζορδάμης;»
«Δεν ξέρουμε. Μείνετε μέσα.»
«Καλύτερα,» του λέει η Σερφάντια’χοκ, «να πάμε όλοι προς το ελικόπτερο, αν καταφέρει το ηχομορφικό όχημα να μπει στη βίλα. Αν ο φράχτης δεν το σταματήσει, τίποτα δεν μπορεί να το σταματήσει.»
«Θα το χτυπήσουμε συγχρονισμένα, με τα ηχητικά όπλα!»
«Δεν είναι βέβαιο ότι θα το καταστρέψουν, Κασρίμ, προτού μας σκοτώσει όλους!»
Ο Λειρνόος έρχεται τότε, τρέχοντας, από τον χώρο στάθμευσης οχημάτων της βίλας.
«Επέστρεψες;» του λέει η Ασημίνα, ξαφνιασμένη.
«Μόλις,» αποκρίνεται εκείνος.
«Εξαιτίας σου ενεργοποιήθηκε ο συναγερμός;» τον ρωτά ο Κασρίμ.
«Δεν έκανα εγώ τίποτα.»
Ο συναγερμός παύει· ησυχία απλώνεται στη βίλα. Μονάχα τα σκυλιά ακούγονται να γαβγίζουν, αλλά κι αυτά σύντομα σταματούν. Το ηχομορφικό όχημα δεν πρέπει να είναι μέσα στον κήπο. Δεν πρέπει να κατάφερε να περάσει τον φράχτη.
«Σε ακολούθησαν,» λέει ο Αχιλλέας στον Λειρνόο.
Ο Λειρνόος στρέφεται να τον κοιτάξει. «Εσύ πότε ήρθες;»
«Πριν από λίγο, με το ελικόπτερο.» Και επαναλαμβάνει: «Ο Ζορδάμης σε ακολούθησε· δεν υπάρχει άλλη εξήγηση.»
Ο Λειρνόος συνοφρυώνεται, σκεπτικός. «Μπορεί,» παραδέχεται. «Μπορεί…»
«Τι συνέβη;» τον ρωτά η Ασημίνα. «Πες μου!» Το χέρι της σφίγγει νευρικά τη ζώνη της, σαν να θέλει να τη λιώσει.
«Δύο άνθρωποί μας κατασκόπευαν τον Ξενοκράτη και τους άλλους. Ακολουθούσαν, δηλαδή, δύο οχήματα, τα οποία φωτογράφησαν κιόλας με τη φωτογραφική μηχανή που είναι ενσωματωμένη στο κράνος του ενός. Δύο τετράκυκλα οχήματα: το ένα έμοιαζε με αγωνιστικό, το άλλο ήταν πιο μεγάλο. Τέλος πάντων – θα τα δούμε. Τα ακολούθησαν έξω από την πόλη, προς τα ανατολικά. Κι εκεί τα οχήματα σταμάτησαν προς στιγμή. Κάποιος κατέβηκε από την πίσω μεριά του μεγάλου και μπήκε στο αγωνιστικό. Μετά, το μεγάλο όχημα μεταμορφώθηκε σε ελικόπτερο–»
«Μεταβαλλόμενο όχημα;»
«Προφανώς, κυρία Νέρφελδιφ. Μεταμορφώθηκε σε ελικόπτερο και πέταξε νότια. Το αγωνιστικό όχημα το ακολούθησε, και οι άνθρωποί μας, επάνω στα δίκυκλά τους, ακολούθησαν το αγωνιστικό όχημα. Το έχασαν, όμως, πλάι σε κάτι δεντρόφυτους λοφίσκους. Και τους παραξένεψε γιατί ήταν σαν να είχε εξαφανιστεί. Επέστρεψαν στην πόλη, μου έδωσαν τον δίσκο με τις φωτογραφίες» – τον βγάζει από μια εσωτερική τσέπη του γιλέκου του – «και έφυγαν. Κι εγώ ήρθα εδώ.
»Εκείνο που υποθέτω τώρα είναι ότι το αγωνιστικό όχημα έγινε ήχος και τους ακολούθησε καθώς γύριζαν στην Έτρεβοθ. Και μετά, το αγωνιστικό όχημα ακολούθησε εμένα. Αν, μάλιστα, ο Ζορδάμης το οδηγούσε πρέπει να με αναγνώρισε. Ήρθε ώς εδώ και προσπάθησε να περάσει από τα κάγκελα, αλλά ο ηχητικός φράχτης τον σταμάτησε.»
«Αν προσπαθούσε να περάσει μέσα από την πύλη;» ρωτά ο Αχιλλέας, που η Ασημίνα τού έλεγε για τον κίνδυνο του ηχομορφικού οχήματος λίγο προτού χτυπήσει ο συναγερμός.
«Και η πύλη μέρος του ηχητικού φράχτη είναι, φυσικά,» του αποκρίνεται τώρα η Ασημίνα. «Γι’αυτό είναι μεταλλική κι όχι ξύλινη.»
«Γνωρίζουν τώρα τη θέση μας, λοιπόν,» λέει ο Κασρίμ. «Καλύτερα να φύγετε, κυρία Νέρφελδιφ.»
«Ξανά;» μορφάζει εκείνη. Τα χείλη της συσπώνται παράξενα· το αριστερό της μάτι στενεύει επίμονα, μισοκρυμμένο πίσω από τα ξανθά μαλλιά της. «Δε μπορώ να φύγω κι από εδώ, Κασρίμ! Πρέπει να περιμένω τη Τζίνα να φτιάξει τους ηχητικούς ανιχνευτές.»
«Κυρία Νέρφελδιφ,» λέει ο πορφυρόδερμος, πρασινομάλλης μισθοφόρος, «ίσως βρουν κάποιο τρόπο για να σαμποτάρουν τον ηχητικό φράχτη. Το ίδιο κόλπο πιθανώς να μην πιάσει και δεύτερη φορά. Καλύτερα να φύγετε.»
«Ο Κασρίμ μιλά σωστά, κυρία Νέρφελδιφ,» τον υποστηρίζει η Σερφάντια’χοκ. «Καλύτερα να φύγετε. Όχι απαραίτητα από την Έτρεβοθ αλλά από τούτη τη βίλα.»
Η Ασημίνα αναστενάζει. «Μόλις την αγόρασα!»
Συναντάμε τον Ξενοκράτη και τους άλλους νότια των δεντρόφυτων λοφίσκων. Έχουν προσγειώσει το ελικόπτερο και είναι συγκεντρωμένοι γύρω του.
Η ενέργεια του ηχομορφικού οχήματος είναι πεσμένη στο 7,5%. Και εννοείται πως δεν ήρθαμε ώς εδώ σε μορφή ήχου. Όταν απομακρύνθηκα από εκείνη την παράξενη βίλα, μας έδωσα υλική μορφή.
Σταματάω μπροστά στον Γρύπα και βγαίνουμε από το όχημα.
«Περίεργη κατάσταση,» του λέω.
Παρατηρώντας τις όψεις μας, συνοφρυώνεται. «Τι συνέβη, Ραλίστα;»
«Νομίζω πως πέσαμε σε παγίδα–»
«Παγίδα;» κάνει η Αστερόπη, στηριζόμενη στο ραβδί της.
«Ή, τέλος πάντων, το περίμεναν ότι μπορεί να ερχόμουν με το ηχομορφικό.» Και τους εξηγώ τι συναντήσαμε.
Ο Γρύπας στρέφεται στο μόνο άτομο ανάμεσά μας που ίσως να ξέρει τι συμβαίνει. «Τι μπορεί να ήταν αυτά τα κάγκελα;»
«Δεν είμαι σίγουρος,» αποκρίνεται ο Νιρμόδος’χοκ. Και με ρωτά: «Είπες πως ακούσατε έναν συριστικό ήχο, Ραλίστα;»
«Ναι.»
«Υποθέτω, τότε, πως ήταν κάποιου είδους ηχητικός φράχτης.»
«Ηχητικός φράχτης;» λέω. «Υπάρχει τέτοιο πράγμα;»
«Μπορεί να κατασκευαστεί,» αποκρίνεται στωικά ο Νιρμόδος’χοκ. «Δε νομίζω να είναι καν δύσκολο. Κάποιος εστιασμένος ήχος – κάποιος ήχος σε μορφή φράχτη – που παρεμποδίζει άλλους ήχους απ’το να περάσουν. Μπορεί να γίνει, σίγουρα. Αλλά, υπό φυσιολογικές συνθήκες, τι να τον κάνεις; Ένας μάγος του τάγματος των Τεχνομαθών θα μπορούσε να σας πει περισσότερες λεπτομέρειες· εγώ δεν έχω ασχοληθεί και τόσο με τέτοια πράγματα.»
Ο Γρύπας κοιτάζει ερωτηματικά την Αστερόπη, που κι αυτή είναι μάγισσα: Βιοσκόπος.
«Μην κοιτάς εμένα, μπαμπά,» λέει εκείνη. «Εγώ έχω λιγότερη σχέση με τέτοια πράγματα απ’ό,τι ο Νιρμόδος.»
Ο Γρύπας στρέφεται ξανά στον Διαλογιστή. «Ο Ραλίστας είπε ότι ήταν κάγκελα, όμως, όχι κάποιο αόρατο πεδίο.»
«Ο ήχος κάπου πρέπει να εστιάζεται, κύριε Ξενοκράτη, και το μέταλλο είναι καλός αγωγός. Ήταν και η πύλη μεταλλική, δεν ήταν, Ζορδάμη;»
«Ναι.»
«Ορίστε, λοιπόν,» λέει ο Νιρμόδος’χοκ. «Αυτό είναι.»
«Αναρωτιέμαι,» λέει ο Ξενοκράτης, «αν κάποιος το είχε σκεφτεί κι όταν ο Άφευκτος τριγύριζε σκοτώνοντας μέλη της Δυναστείας.»
«Το όλο πρόβλημα, τότε, ήταν πως δεν ξέραμε πού θα χτυπήσει κάθε φορά,» του θυμίζω. «Η Ασημίνα, όμως, ξέρει ότι την κυνηγάμε.»
«Και ξέρει πώς να προφυλαχτεί, προφανώς,» προσθέτει ο Γρύπας. «Πάω στοίχημα ότι είναι εκεί μέσα, σ’αυτή τη βίλα.»
«Παράξενη σύμπτωση, τότε,» παρατηρεί η Ισμήνη. «Είναι λες και γνώριζε ότι θα ερχόμασταν στην Έτρεβοθ…»
«Αποκλείεται να το γνώριζε! Ούτε εμείς δεν το γνωρίζαμε. Δηλαδή, το είχαμε υπόψη, αλλά….»
Η Αλκάρνη Αμυθολόγητη λέει: «Μπορεί να υπέθεσε ότι, μετά, εδώ θα ερχόμασταν. Ξέρει τι έγινε στην Άντχορκ και στη Νίρβεκ, και θα έχει ακούσει από τον Τάρνελκωφ ότι πέρασες από την Αγκένροβ, Γρύπα. Πιθανώς, μάλιστα, να έχει μάθει και ότι πήγες και στη Θακέρκοβ. Η Αλκυόνη Νόρτκωφ και ο Κίμωνας Εύτροχος εξαφανίστηκαν από εκεί εξαιτίας σου. Πού αλλού, επομένως, να πήγαινες τώρα; Στην Έτρεβοθ, λογικά.»
«Ναι,» παραδέχεται ο Ξενοκράτης, «δεν αποκλείεται να σκέφτηκε έτσι.»
«Και φαίνεται να έχει καλό δίκτυο στην Έτρεβοθ,» λέει η Αστερόπη. «Με όποιο μέλος της Δυναστείας κι αν επικοινωνήσουμε εδώ, η Ασημίνα θα το μάθει, θα μας εντοπίσει αμέσως.»
«Τι θα κάνουμε, λοιπόν;» ρωτά ο Σουτούρης. «Μπορούμε, κάπως, να απενεργοποιήσουμε αυτό τον ηχητικό φράχτη, μάγε;»
Η Ισμήνη γελά. «Και νομίζεις ότι η Ασημίνα θα είναι ακόμα μέσα στη βίλα; Θα έχει ήδη φύγει.»
«Εκτός αν θεωρεί τον εαυτό της ασφαλή εκεί μέσα,» λέει ο Γρύπας.
Η Ισμήνη κουνά το κεφάλι. «Το πιο λογικό είναι να έχει φύγει, να έχει αλλάξει σπίτι. Είναι πλούσια· εύκολα μπορεί να πάει οπουδήποτε.»
«Θέλω να βεβαιωθώ, όμως,» επιμένει ο Γρύπας. «Αν εξακολουθεί να βρίσκεται μέσα στη βίλα, αυτή είναι μια καλή ευκαιρία για να την ξεπαστρέψουμε και να τελειώνουμε μαζί της. Δε μπορούμε να την αγνοήσουμε, Ισμήνη.» Και προς τον Νιρμόδο’χοκ: «Υπάρχει δυνατότητα να σαμποτάρουμε τον φράχτη;»
«Ο φράχτης χρειάζεται ενέργεια για να λειτουργεί. Καλώδια θα συνδέουν τους ηχητικούς πομπούς με ενεργειακές πηγές–»
«Τους ηχητικούς πομπούς;»
«Για να δημιουργηθεί ο φράχτης, επάνω στα κάγκελα θα έχουν προσαρτηθεί ηχητικοί πομποί, υποθέτω. Αν κόψουμε τα καλώδια που τους τροφοδοτούν με ενέργεια, ο φράχτης θα διαλυθεί.»
«Δεν ακούγεται δύσκολο,» σχολιάζει η Ξανθίππη.
«Σίγουρα, όμως, είναι,» προειδοποιεί ο Νιρμόδος’χοκ.
«Ο ηχητικός φράχτης μπορεί να σταματήσει και ανθρώπους; Δηλαδή, αν πάω να περάσω τα χέρια μου ανάμεσα από τα κάγκελα–;»
«Δεν είναι εκεί το θέμα. Όχι, ο ηχητικός φράχτης μάλλον δεν είναι από αυτούς που μπορούν να σταματήσουν ανθρώπους. Αλλά οι φύλακες της βίλας θα έχουν προετοιμαστεί για τέτοια σαμποτάζ. Θα έχουν τηλεοπτικούς πομπούς σε διάφορα σημεία του φράχτη, ή αισθητήρες, ή φρουρούς που θα περιπολούν πίσω από τα κάγκελα. Με το που θα πας να κόψεις τα καλώδια, θα σε δουν.»
«Εκτός αν είμαι προσεχτική,» λέει η Ξανθίππη. Και μετά: «Μάγος δεν είσαι; Δεν έχεις ξόρκια που απενεργοποιούν τέτοια πράγματα; Τηλεοπτικούς πομπούς, αισθητήρες. Ο Κριτόλαος’μορ μάς είχε κρύψει μια φορά από έναν τηλεοπτικό πομπό…»
«Μπορώ να προσπαθήσω,» αποκρίνεται ο Νιρμόδος’χοκ. «Αλλά, και πάλι, μου μοιάζει ριψοκίνδυνο.»
«Χωρίς να ριψοκινδυνέψουμε δεν πρόκειται να καταφέρουμε τίποτα,» λέει ο Γρύπας Ξενοκράτης. «Πρέπει να πάμε. Και καλύτερα, μόλις σκοτεινιάσει.»
Η Ισμήνη επιμένει: «Η Ασημίνα αποκλείεται να είναι εκεί, αγάπη μου. Αλλά το ξέρω πως δεν θα με ακούσεις.»
*
Όταν νυχτώνει, μπαίνουμε πάλι στην Έτρεβοθ από τα νότια, έτσι ώστε να βγούμε κατευθείαν στο Δάσος, τη συνοικία όπου βρίσκεται η βίλα με τον ηχητικό φράχτη. Μέσα στο ηχομορφικό όχημα, μαζί μου, είναι η Ξανθίππη, ο Σουτούρης ο Τυχερός, η Μελένια, και η Κλεισμένη. Το όχημα του Ξενοκράτη μάς ακολουθεί.
Φτάνοντας σ’έναν δρόμο κοντά στη βίλα, σταματάμε. Η Ξανθίππη και ο Νιρμόδος’χοκ βγαίνουν και πλησιάζουν με προσοχή το οίκημα με τον ηχητικό φράχτη, ενώ η Μελένια, η Ισμήνη, κι εγώ τούς ακολουθούμε από απόσταση, και μένουμε μακριά τους, στις σκιές, παρακολουθώντας. Παρατηρώ πως οι κινήσεις της συζύγου του Ξενοκράτη είναι πεπειραμένες, πολύ περισσότερο από τις δικές μου. Εκείνη, ουσιαστικά, μας οδηγεί. Αναρωτιέμαι, γι’ακόμα μια φορά, τι ακριβώς να είναι η Ισμήνη. Κατάσκοπος; Θα μπορούσε. Αν και βλέποντάς την καλοντυμένη και όμορφη στο πλευρό του Γρύπα είναι αδύνατο να τη θεωρήσεις τέτοια.
Στεκόμαστε στα σκοτάδια μιας γωνίας των δρόμων, κάτω από πυκνόφυλλα δέντρα, εισπνέοντας έντονες οσμές από ανοιξιάτικα άνθη, και ατενίζουμε αντίκρυ μας δύο σκιερές φιγούρες – την Ξανθίππη και τον Νιρμόδο’χοκ – να ζυγώνουν τα κάγκελα του ηχητικού φράχτη. Δεν μπορώ να διακρίνω τι ακριβώς κάνουν, αλλά υποθέτω πως ο μάγος χρησιμοποιεί τη μαγεία του ενώ η Ξανθίππη τα ερευνητικά μάτια της.
Δεν αργούν να έρθουν προς το μέρος μας. Και καθώς βαδίζουν δεν νομίζω ότι μας βλέπουν. Η Ισμήνη τούς κάνει νόημα και τότε μας πλησιάζουν.
«Δεν υπάρχει τίποτα,» μας λέει ο Νιρμόδος’χοκ.
«Τι εννοείς ‘τίποτα’;» ρωτά η Ισμήνη.
«Δε βρήκα ενεργούς αισθητήρες, ούτε τηλεοπτικούς πομπούς. Αλλά και, γενικά, ούτε ενέργεια εντόπισα να κυλά πουθενά. Ο ηχητικός φράχτης δεν πρέπει να είναι σε λειτουργία.»
«Είσαι σίγουρος;»
«Χωρίς ενέργεια δεν μπορεί να λειτουργεί.»
«Το έλεγα, δεν το έλεγα;» λέει η Ισμήνη. «Η Ασημίνα έχει φύγει.»
«Μπορούμε, επομένως, να περάσουμε τώρα μέσα από τα κάγκελα για να ρίξουμε μια ματιά στο εσωτερικό,» προτείνω. «Ίσως ν’άφησε πίσω της κάτι που θα μας φανεί χρήσιμο.»
«Ναι,» συμφωνεί η Ισμήνη.
Επιστρέφουμε στον Γρύπα και τους άλλους, και τους πληροφορούμε τι ανακάλυψαν ο Νιρμόδος’χοκ και η Ξανθίππη.
Ο Γρύπας μού λέει: «Θα έρθω μαζί σου, Ζορδάμη. Θέλω κι εγώ να δω τι είναι μέσα σ’αυτή τη βίλα.»
Η Ισμήνη είναι έτοιμη νάρθει κι εκείνη, καθώς ανοίγουμε τις πόρτες του ηχομορφικού οχήματος. Το ίδιο και η Μελένια. Αλλά ο Γρύπας τις σταματά. «Αφού θα πάω εγώ, δεν χρειάζεται νάρθετε κι εσείς. Δεν υπάρχει λόγος. Εγώ, ο Ζορδάμης, η Ξανθίππη, και ο Σουτούρης είμαστε υπεραρκετοί, νομίζω.» (Και ξεχνά και τη γάτα μου.)
Η Ισμήνη και η Μελένια δεν φέρνουν αντίρρηση, αν και μέσα στο σκοτάδι μπορώ να διακρίνω ότι η όψη της πρώτης είναι προβληματισμένη. Τι σκέφτεται, άραγε;
Κλείνουμε τις πόρτες του αγωνιστικού οχήματος και κατεβάζω τον διακόπτη. Γινόμαστε ήχος, και οδηγώ προς τα κάγκελα της βίλας – όχι με μεγάλη ταχύτητα· επιφυλακτικά. Αλλά τελικά δεν υπάρχει ηχητικός φράχτης, όπως μας είπε ο Νιρμόδος’χοκ. Περνάμε μέσα από τα κάγκελα και μπαίνουμε στον κήπο.
Σκυλιά αρχίζουν αμέσως να γαβγίζουν δαιμονισμένα, παντού γύρω μας. Πολλά σκυλιά.
«Τι σκατά…;» μουγκρίζω.
«Μας ακούνε,» λέει ο Γρύπας.
«Ναι, αλλά τι θέλουν τόσα σκυλιά εδώ; Η βίλα δεν είναι εγκαταλειμμένη, προφανώς!»
«Πάμε στο εσωτερικό. Γρήγορα. Να ρίξουμε μια ματιά. Να δούμε ποιοι είναι εδώ.»
Διασχίζω τον κήπο – αγνοώντας τα σκυλιά που ξεσηκώνουν τη νύχτα με τα γαβγίσματά τους – και μπαίνω στη βίλα. Ορισμένα από τα φώτα των δωματίων της είναι αναμμένα, αλλά κανένας άνθρωπος δεν υπάρχει πουθενά. Το μέρος είναι εγκαταλειμμένο. Εκτός από τους σκύλους.
Γιατί;
«Κάτι δεν πάει καλά,» παρατηρεί η Ξανθίππη. «Το διαισθάνομαι.»
«Δε χρειάζεται νάσαι ειδική ερευνήτρια για να το διαισθανθείς αυτό,» της λέω.
«Πάμε να φύγουμε, Ζορδάμη. Κάποιος μπορεί να έρθει ακούγοντας τα σκυλιά. Ίσως γι’αυτό, μάλιστα, να τάχουν εδώ. Ίσως να είναι παγίδα.»
Δεν ακούω ο Ξενοκράτης να φέρνει αντίρρηση, και ούτε εγώ διαφωνώ με την Ξανθίππη. Οπότε, στρίβω και βγαίνω μέσα από έναν τοίχο της βίλας. Κατευθύνομαι προς τα κάγκελα του κήπου–
Συναντώ εμπόδιο, ενώ ένας έντονος συριστικός ήχος γεμίζει το όχημά μας.
«Ο φράχτης!» γρυλίζω. «Λειτουργεί ξανά!»
«Παγίδα ήταν,» λέει η Ξανθίππη.
Παγίδα ή όχι, αν νομίζουν ότι πρόκειται να τους αφήσω να μας κλείσουν εδώ είναι πολύ γελασμένοι. Το ηχομορφικό όχημα είναι πανίσχυρο. Μπορεί άνετα να γκρεμίσει τη μεταλλική πύλη αυτού του κήπου!
Ανεβάζοντας τον διακόπτη μάς δίνω υλική μορφή, και οδηγώ προς την πύλη–
Ένας ξαφνικός ήχος διαπερνά το κρανίο μου, τραντάζοντάς με και το όχημά μας μαζί. Αναγκάζομαι να σταματήσω ενώ ένα δυνατό βουητό έχει γεμίσει τ’αφτιά μου – αλλά όχι τόσο δυνατό όσο τη φορά που ο Ψηλός Αλλάνδρης με χτύπησε από κοντά μ’εκείνο το ηχητικό τουφέκι.
«Ποιος μας επιτίθεται;» φωνάζω.
Και προτού κανένας έχει την ευκαιρία να μου απαντήσει ακούω έντονα χτυπήματα πάνω στην οροφή και στα τζάμια του οχήματος, σαν χαλάζι.
Σφαίρες.
Κάποιος– κάποιοι μάς ρίχνουν σφαίρες από ψηλά!
Το μπροστινό τζάμι – αυτό που είχαμε αντικαταστήσει στην Άντχορκ – θρυμματίζεται. Και τινάζομαι πίσω, καλύπτοντας το πρόσωπό μου με τους πήχεις μου, για να μη χτυπηθώ.
«ΦΥΓΕ, ΖΟΡΔΑΜΗ!» κραυγάζει η Ξανθίππη δίπλα μου, για ν’ακουστεί παρά το βουητό στ’αφτιά μας.
Τότε, όμως, ακόμα ένα άγριο ηχητικό κύμα μάς χτυπά, τραντάζοντας το όχημά μας ολόκληρο, και εμάς επίσης. Το παράθυρο πλάι μου έχει ραγίσει – είναι έτοιμο να σπάσει. Ευτυχώς που οι επιθέσεις δεν έρχονται από πιο κοντά, αλλιώς είμαι βέβαιος ότι η μύτη μου και τ’αφτιά μου θα είχαν αρχίσει πάλι να αιμορραγούν.
Αλλά από πού μας επιτίθενται; Δεν είδαμε κανέναν άνθρωπο μες στη βίλα!
Πατάω το πετάλι, κατευθυνόμενος προς την κλειστή πύλη, επιταχύνοντας όσο πιο γρήγορα μπορεί να επιταχύνει το όχημά μου. Το αισθάνομαι τραυματισμένο ολόγυρά μου. Δεν είναι καθόλου αστείο το σφυροκόπημα που έχει δεχτεί.
Το ρίχνω πάνω στην πύλη, και η πύλη δονείται και τα μέταλλά της τρίζουν. Αλλά δεν πέφτει. Είναι πιο ανθεκτική απ’ό,τι υπολόγιζα!
«ΑΠΟ ΤΑ ΚΕΡΑΜΙΔΙΑ!» φωνάζει ο Σουτούρης. «ΑΠΟ ΤΑ ΚΕΡΑΜΙΔΙΑ ΜΑΣ ΡΙΧΝΟΥΝ!»
«ΧΤΥΠΑ ΠΑΛΙ ΤΗΝ ΠΥΛΗ!» με προτρέπει η Ξανθίππη.
Κάνω όπισθεν, για ν’αναπτύξω ταχύτητα ξανά.
Οι σφαίρες πέφτουν βροχή επάνω μας. Το τζάμι δίπλα μου θρυμματίζεται.
Μια έκρηξη μάς κλονίζει, κάνοντας το όχημα να αναπηδήσει. Κι άλλα τζάμια σπάνε. Ο Γρύπας στρέφεται πίσω και πυροβολεί, με το πιστόλι του, από το κατεστραμμένο οπίσθιο παράθυρο. Και ο Σουτούρης το ίδιο.
Πατάω το πετάλι, τρέχοντας προς την πύλη. Τη χτυπάω και τη βλέπω να βουλιάζει μπροστά μου. Αλλά ακόμα στέκεται.
«ΤΟ ΕΛΙΚΟΠΤΕΡΟ!» ακούω τη φωνή του Σουτούρη.
Ποιο ελικόπτερο;
«ΧΤΥΠΑ ΤΗΝ ΠΑΛΙ!» μου λέει η Ξανθίππη.
Κάνω όπισθεν, κι αυτή τη φορά, παραδόξως, κανένας δεν μας επιτίθεται, ούτε με σφαίρες ούτε με ηχητικά όπλα. Σταματάω. Πατάω το πετάλι στο τέρμα. Ρίχνω το θωρακισμένο όχημα πάνω στην πύλη, και φεύγουν και τα δύο φύλλα της από τη θέση τους. Καθώς περνάω από μέσα της, όμως, φεύγει επίσης από τη θέση του ένας από τους τροχούς μας. Αυτός που είναι μπροστά κι αριστερά. Το όχημα γέρνει και σέρνεται πάνω στο οδόστρωμα· τα μέταλλά του ουρλιάζουν. Τ’ακούω ακόμα και πίσω από το βουητό στ’αφτιά μου.
Αναγκάζομαι να σταματήσω.
Η Ξανθίππη ανοίγει την πόρτα της και βγαίνει. Μου φωνάζει να βγω κι εγώ. Η Κλεισμένη, που μέχρι στιγμής ήταν κουλουριασμένη στα πόδια της, την ακολουθεί. Κι εγώ το ίδιο, παρότι δεν θέλω ν’αφήσω εδώ το ηχομορφικό όχημα.
Ο Γρύπας και ο Σουτούρης έρχονται μαζί μας καθώς τρέχουμε μέσα στα σκοτάδια του Δάσους, κάτω από τα δέντρα. Κοιτάζοντας ψηλά, στον ουρανό, βλέπω ένα ελικόπτερο να πετά. Και το αναγνωρίζω. Είναι το μεταβαλλόμενο ελικόπτερο του Ξενοκράτη. Η Ισμήνη και οι άλλοι ήρθαν να μας βοηθήσουν μόλις άκουσαν τους πυροβολισμούς από τη βίλα. Αλλά δεν βλέπω το αεροσκάφος να πυροβολεί· δεν έχει όπλα επάνω του. Η παρουσία του, πάντως, ήταν αρκετή για να αποπροσανατολίσει προς στιγμή τους εχθρούς μας και να χτυπήσω την πύλη ώστε να φύγουμε. Αν δεν είχε έρθει, μπορεί και να ήμασταν τώρα νεκροί.
Το αεροσκάφος προσγειώνεται σ’έναν από τους νυχτερινούς δρόμους του Δάσους, σηκώνοντας δυνατό αέρα γύρω του. Η πίσω πόρτα του, αυτή κάτω από την ουρά, ανοίγει και η Ισμήνη μάς κάνει νόημα να έρθουμε. Δε διστάζουμε, την ακολουθούμε μέσα. Κι αυτή είναι η πρώτη φορά που και η Κλεισμένη μπαίνει στην ενδοδιάσταση του μεταβαλλόμενου οχήματος· τις άλλες φορές την είχα αφήσει έξω, γιατί είναι περίεργη γάτα, ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί μ’αυτήν σε τέτοιες περιπτώσεις.
Και πράγματι, κάτι παράξενο συμβαίνει. Μέσα από τον καθρέφτη της ενδοδιάστασης δεν βγαίνει μία αλλά τέσσερις Κλεισμένες.
«ΖΟΡΔΑΜΗ!» φωνάζει η Ξανθίππη τραβώντας το μανίκι μου.
«ΝΑΙ, ΤΙΣ ΕΙΔΑ,» αποκρίνομαι.
Ο Ξενοκράτης μιλά στον Βινάρη μέσω της οθόνης του συστήματος της ενδοδιάστασης: «ΦΥΓΕ! ΠΕΤΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΝΟΤΙΑ! ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΗ, ΜΑΚΡΙΑ!»
Καταλαβαίνω τι φοβάται. Τις αρχές της Έτρεβοθ, όχι τους μισθοφόρους της Ασημίνας. Δε θέλει να μπλέξει μαζί τους.
Το ελικόπτερό μας απομακρύνεται από την πόλη χωρίς κανένα δυσάρεστο επεισόδιο, ενώ καθόμαστε στα αναπαυτικά καθίσματα της ενδοδιάστασης για να ξεκουραστούμε από τη σύγκρουση στη βίλα. Το βούισμα στ’αφτιά μου καταλαγιάζει σιγά-σιγά.
Οι γάτες παραμένουν τέσσερις. Δεν πρόκειται για κάποιου είδους παραίσθηση. Τις αγγίζω τη μία μετά την άλλη. Είναι όλες σαν την Κλεισμένη. Ποια είναι η πραγματική Κλεισμένη, όμως; Ή, μήπως, είναι κι οι τέσσερις πραγματικές;
«Αφήσαμε το ηχομορφικό όχημα…» λέω στον Ξενοκράτη, που κάθεται αντίκρυ μου. Δε χρειάζεται να φωνάζουμε τώρα για ν’ακουγόμαστε, αν και το βουητό στ’αφτιά μας δεν έχει πάψει τελείως.
«Τι άλλο μπορούσαμε να κάνουμε, Ραλίστα;» Ο Γρύπας πίνει μια γουλιά από τον Κρύο Ουρανό που του έχει προσφέρει η Μελένια.
«Τι ακριβώς έγινε εκεί μέσα;» μας ρωτά η Ισμήνη. «Γιατί δεν φεύγατε παίρνοντας μορφή ήχου;»
Της εξηγώ γιατί. «Ήταν παγίδα εξαρχής,» λέω. «Χειρότερη παγίδα απ’ό,τι φανταζόμασταν. Αλλά δεν καταλαβαίνω πώς αυτοί οι καριόληδες βρέθηκαν στην οροφή. Δεν ήταν κανένας μες στο σπίτι!»
«Από την αρχή στην οροφή θα ήταν, Ραλίστα,» μου λέει ο Γρύπας. «Θα είχαν σκαρφαλώσει εκεί από πριν, με κάποια εξωτερική σκάλα. Και μας περίμεναν γαντζωμένοι στα κεραμίδια.»
«Και τα σκυλιά;»
«Τα είχαν βάλει στον κήπο για να τους ειδοποιήσουν για την παρουσία μας. Μόλις άρχισαν να γαβγίζουν, αυτοί πρέπει να ενεργοποίησαν τον ηχητικό φράχτη μέσω κάποιου πομπού, ή διακόπτη συνδεδεμένου με καλώδιο που έφτανε ώς την οροφή.»
«Προέβλεψαν σωστά την κίνησή μας,» παρατηρεί η Ισμήνη. «Το κατάλαβαν ότι θα πηγαίναμε στη βίλα για να ελέγξουμε, ότι θα βρίσκαμε τον ηχητικό φράχτη ανενεργό, και ότι θα μπαίναμε εκεί με το ηχομορφικό όχημα. Αυτό είναι κακό. Πολύ καλό. –Το γεγονός ότι είμαστε προβλέψιμοι γι’αυτούς,» διευκρινίζει. Η φωνή της φτάνει στ’αφτιά μου αλλοιωμένη πίσω από το βουητό που ακόμα τα βασανίζει.
Ο Γρύπας τη ρωτά: «Ποιοι ήταν στην οροφή; Τους είδες;»
«Δυο άντρες. Μάλλον άντρες. Δε μπορούσα να διακρίνω τίποτ’ άλλο· φορούσαν κουκούλες. Και είχαν αρκετά όπλα μαζί τους.»
«Αναρωτιέμαι τι εξηγήσεις θα δώσει στις αρχές της πόλης η Ασημίνα γι’αυτό το επεισόδιο,» λέω.
«Μην ανησυχείς,» μου λέει ο Γρύπας, «θα βρει τρόπο να ξεμπλέξει χωρίς πρόβλημα. Εξάλλου, δεν έγιναν ζημιές σε δημόσια περιουσία, ούτε στην περιουσία κανενός άλλου ανθρώπου. Κι επιπλέον, μπορεί πάντα να χρηματίσει τη Χωροφυλακή.»
«Κύριε Ξενοκράτη,» λέει ο Βινάρης, από την οθόνη του συστήματος. «Πού θέλετε να πάμε;»
Ο Γρύπας μοιάζει σκεπτικός, έτσι βρίσκω ευκαιρία να μιλήσω: «Το ηχομορφικό όχημα. Αν πέσει στα χέρια της Ασημίνας;»
Το βλέμμα του Ξενοκράτη στρέφεται επάνω μου. «Ναι, αυτό είναι ένα πρόβλημα, Ραλίστα. Δεν πρέπει να πέσει στα χέρια της.»
*
Επιστρέφουμε ξανά στην Έτρεβοθ, αλλά όχι με τη μορφή ελικοπτέρου: με τη μορφή τετράκυκλου οχήματος. Ο Βινάρης μάς βάζει στην πόλη από τα νότια, από το Δάσος, και πηγαίνουμε προς τη βίλα της Ασημίνας. Αναμενόμενα, βλέπουμε μέσα από την οθόνη του συστήματος της ενδοδιάστασης χωροφύλακες και οχήματα της Χωροφυλακής συγκεντρωμένα γύρω από το σπίτι. Ο κήπος του έχει αρπάξει φωτιά, και κάποιοι χτυπάνε τις φλόγες με αντλίες.
Το ηχομορφικό όχημα δεν φαίνεται πουθενά. Ούτε καν ο τροχός του που έφυγε.
Δε σταματάμε, φυσικά, για να κοιτάξουμε περισσότερο. Ο Βινάρης προσπερνά τη βίλα και τους χωροφύλακες και συνεχίζει προς τα βόρεια. Δε θέλουμε να τραβήξουμε ανεπιθύμητη προσοχή.
«Η Χωροφυλακή το πήρε;» αναρωτιέμαι φωναχτά.
Ο Γρύπας κουνά το κεφάλι. «Δε νομίζω. Δε θα το είχε μεταφέρει αλλού τόσο γρήγορα. Η Ασημίνα το πήρε.»
«Μα, πώς να πρόλαβε;»
«Πώς να πρόλαβε;» Ο Γρύπας γελά κοφτά. «Εκείνη δεν μας έστησε αυτή την παγίδα, Ραλίστα; Προφανώς, είχε στο μυαλό της ή να καταστρέψει το ηχομορφικό όχημα ή να το πάρει για τον εαυτό της αν μπορούσε. Κάποιο φορτηγό πρέπει να περίμενε εδώ κοντά, ακριβώς γι’αυτή τη δουλειά.»
Δεν ακούω κανέναν να διαφωνεί με την υπόθεση του Ξενοκράτη, οπότε πρέπει κι εγώ να συμφωνήσω. Δεν είναι παράλογη, άλλωστε. Επιπλέον, η Ασημίνα το ξέρω πως έχει τρέλα με τα αγωνιστικά οχήματα· σίγουρα θα το ήθελε για τον εαυτό της. Και όχι μόνο για τη συλλογή της.
«Πώς μπορούμε να το βρούμε;» ρωτάω. «Πού μπορεί να το έχει πάει;»
«Κανονικά, θα σου απαντούσα ότι ίσως καταφέρουμε να το εντοπίσουμε ζητώντας πληροφορίες από το δίκτυό μας μέσα στην Έτρεβοθ. Αλλά το δίκτυό μας εδώ δεν είναι πια ασφαλές…»
«Ολόκληρη η Έτρεβοθ,» τονίζει η Αλκάρνη Αμυθολόγητη, «δεν μου φαίνεται ασφαλής για εμάς, Γρύπα. Καλύτερα να φύγουμε.»
«Δε μπορούμε ν’αφήσουμε το όχημα στα χέρια της Ασημίνας!» λέω. «Δεν…!»
«Και τι προτείνεις να κάνουμε, Ραλίστα;» με ρωτά η Αστερόπη. «Πώς να το βρούμε χωρίς τη βοήθεια του δικτύου μας;»
«Η Ασημίνα θα το χρησιμοποιήσει εναντίον μας!» τους προειδοποιώ – όχι πως δεν θα μπορούν να το φανταστούν και μόνοι τους, δηλαδή.
«Προφανώς,» λέει ο Γρύπας. «Θα πρέπει να προετοιμαστούμε να το καταστρέψουμε.» Πατά ένα κουμπί στην κονσόλα του συστήματος και η όψη του Βινάρη παρουσιάζεται στην οθόνη. «Φεύγουμε από την Έτρεβοθ,» του λέει ο Ξενοκράτης, «αμέσως. Πηγαίνουμε προς Νίρβεκ.»
«Από ξηράς ή από αέρος;»
«Πετώντας. Βιαζόμαστε.»
Η οθόνη, χωρισμένη στα τέσσερα, αρχίζει πάλι να δείχνει δρόμους και οικοδομήματα της πόλης.
«Εξακολουθώ να νομίζω ότι δεν είναι καθόλου καλή ιδέα που εγκαταλείπουμε το ηχομορφικό όχημα στα χέρια της Ασημίνας,» λέω, καθισμένος σε μια από τις καρέκλες της ενδοδιάστασης. Μια Κλεισμένη τρίβεται πάνω στο αριστερό μου πόδι· μια άλλη πηδά ξαφνικά στην αγκαλιά μου.
«Δε γίνεται να το βρούμε τώρα, Ραλίστα,» μου λέει ο Ξενοκράτης. «Αν μείνουμε κι άλλο εδώ, απλά θα βάλουμε τον εαυτό μας σε κίνδυνο. Δεν έχουμε καμια υποστήριξη στην πόλη.»
«Κι από τη Νίρβεκ τι θα κάνουμε;»
Ο Ξενοκράτης είναι σκεπτικός, καθώς κάθεται αντίκρυ μου, μπροστά στην οθόνη του συστήματος. «Κάτι έχω στο μυαλό μου…» αποκρίνεται τελικά, αλλά δεν εξηγεί περισσότερα.
Η Αλκάρνη με ρωτά: «Τι έγινε με τη γάτα σου, Ζορδάμη; Πώς… πολλαπλασιάστηκε έτσι;»
«Σας είχα προειδοποιήσει ότι κάτι περίεργο μπορεί να συνέβαινε αν η Κλεισμένη έμπαινε στην ενδοδιάσταση, δεν σας είχα προειδοποιήσει;»
Η Μελένια λέει: «Θα γίνει πάλι μία γάτα όταν βγει από την ενδοδιάσταση;»
«Δεν ξέρω.»
«Υπάρχει περίπτωση,» ρωτά η Ξανθίππη, «να πολλαπλασιαστεί ακόμα περισσότερο;»
«Ελπίζω πως όχι!» Κοιτάζω την Κλεισμένη που είναι στην αγκαλιά μου και τις άλλες τρεις που περιφέρονται στο πάτωμα. Γυρίζουν και με κοιτάζουν όλες μαζί, σαν να είναι μία. Νιαουρίζοντας.
Το εξάτροχο φορτηγό μπαίνει στην πίσω μεριά του μεγάλου τεχνουργείου, όπου βρίσκεται μια μάντρα με διάφορα μηχανικά κομμάτια και εξαρτήματα. Στην καρότσα του μεταφέρει ένα μικρότερο τετράκυκλο όχημα, φανερά θωρακισμένο και φανερά σφυροκοπημένο από καταστροφικά όπλα. Ο ένας τροχός του λείπει. Τα τζάμια του είναι όλα σπασμένα.
Η Ασημίνα, που στεκόταν στην άκρη της μάντρας, στο κατώφλι μιας πόρτας, πλησιάζει τώρα το φορτηγό και κοιτάζει το όχημα στην καρότσα του. «Αυτό είναι;» ρωτά. «Αυτό είναι;» Νομίζει ότι είναι το ίδιο που είδε στη φωτογραφία, αλλά, λόγω της νύχτας, δεν μπορεί να είναι σίγουρη.
Μια πόρτα του φορτηγού ανοίγει και ο Κασρίμ πηδά έξω. «Αυτό είναι, κυρία Νέρφελδιφ,» λέει. «Δεν υπάρχει αμφιβολία. Και μετά δυσκολίας καταφέραμε να το πάρουμε.»
«Ο Ζορδάμης είναι νεκρός;»
«Κανένας τους δεν είναι νεκρός. Έφυγαν. Το όχημα κατόρθωσε να σπάσει την πύλη του κήπου παρά τις ριπές μας. Αλλά, βγαίνοντας, έφυγε ο ένας τροχός του, έτσι αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν. Το ελικόπτερό τους, επίσης, παρουσιάστηκε λίγο προτού το όχημα σπάσει την πύλη και όρμησε καταπάνω μας ενώ ήμασταν στην οροφή. Χρειάστηκε να σκύψουμε για να μη μας χτυπήσει με τα πόδια του και μας ρίξει κάτω.»
Η Ασημίνα τον ακούει και δεν τον ακούει, καθώς εκείνος μιλά. Τα πράσινα μάτια της είναι εστιασμένα, γυαλίζοντας, στο ηχομορφικό όχημα στην καρότσα του φορτηγού. Τα χείλη της συσπώνται σχηματίζοντας κάτι που θα μπορούσε να ονομαστεί χαμόγελο. Το αριστερό της χέρι κάνει μια ακούσια νευρική κίνηση ενώ τα δάχτυλά του παιχνιδίζουν.
Η Ασημίνα γελά. «Δικό μου! Τώρα είναι δικό μου!» φωνάζει, ικανοποιημένη. Και στρέφεται στον Κασρίμ. «Δε χρειάζεται πια να φτιάξουμε ηχητικούς ανιχνευτές. Το όπλο των εχθρών μας έφυγε από τα χέρια τους.
»Και πρέπει να το επισκευάσουμε.» Τραβά τον τηλεπικοινωνιακό πομπό από την τσέπη του παντελονιού της και καλεί τη Τζίνα.
«Νομίζω ότι χρειαζόμαστε τη βοήθειά σου,» λέει ο Γρύπας Ξενοκράτης στον Ρίβη Νέρφελδιφ.
Ο Ρίβης δεν μένει πια σ’εκείνο το εγκαταλειμμένο μηχανουργείο· μένει σ’ένα διαμέρισμα στον τρίτο όροφο μιας πολυκατοικίας του Ιεροδιδάσκαλου, το οποίο του έχουν βρει η Πάολα και ο Ριχάρδος. Μένει μαζί με τη Δήμητρα’μορ. Και δεν φαίνεται πλέον σε τόσο άσχημη κατάσταση. Έχουν περάσει καμια δεκαριά μέρες από τον τραυματισμό του, απ’ό,τι καταλαβαίνω, και ο αδελφός της Ασημίνας μπορεί να σηκωθεί και να βαδίσει, αν και λέει πως το στήθος του αισθάνεται να τον βαραίνει κάπως.
Επί του παρόντος, είναι καθισμένος στον καναπέ, και η Δήμητρα’μορ κάθεται δίπλα του. Οι επισκέπτες του – εμείς, δηλαδή – έχουν γεμίσει το υπόλοιπο σαλόνι: όλοι όσοι ήρθαμε από την Έτρεβοθ, καθώς και η Πάολα κι ο Ριχάρδος. Και ευτυχώς που η Κλεισμένη δεν είναι πια τέσσερις γάτες αλλά μία· βγαίνοντας από την ενδοδιάσταση του μεταβαλλόμενου οχήματος, οι μορφές της μειώθηκαν δραματικά.
Είναι μεσημέρι, και ο καιρός ζεστός. Έχουμε την πόρτα του μπαλκονιού ανοιχτή για να κάνει ρεύμα, κι αρκετοί κρατάμε ποτά στα χέρια. Προσωπικά έχω στο δικό μου χέρι ένα κουτάκι Θαλασσινή Αύρα.
«Το ήξερα,» αποκρίνεται ο Ρίβης, «ότι θα βάζατε μυαλό. Δεν μπορείτε ν’αντιμετωπίσετε την αδελφή μου χωρίς εμένα.» Δεν είμαι βέβαιος αν αστειεύεται τελείως. «Τι ακριβώς θέλετε;»
«Έτσι όπως έχει έρθει η κατάσταση,» του λέει ο Γρύπας, «πρέπει να βιαστούμε, γιατί η Ασημίνα πολύ σύντομα πιθανώς να χρησιμοποιήσει το ηχομορφικό όχημα όπως το χρησιμοποιούσε ο Άφευκτος. Πρέπει να χτυπήσουμε την αδελφή σου προτού εκείνη χτυπήσει εμάς. Και νομίζω πως κάτι που δεν θα περίμενε είναι ο Θεώνυμος και αυτοί οι Απόστολοι του Κάρτωλακ να στραφούν εναντίον της.»
Ο Ρίβης τον κοιτάζει συνοφρυωμένος. «Ναι,» μουρμουρίζει, και η όψη του μου κάνει εντύπωση, επειδή μου δημιουργεί την αίσθηση ότι περίμενε ν’ακούσει κάτι τέτοιο. Πώς είναι δυνατόν, όμως; Το είχε σκεφτεί κι εκείνος;
«Καταλαβαίνεις, λοιπόν, γιατί μπορείς να μας βοηθήσεις, έτσι;» του λέει ο Γρύπας. «Ήσουν κάποτε ιερέας του Κάρτωλακ, δεν ήσουν;»
«Ναι. Αλλά δεν είχα σχέση με τους Απόστολους του Κάρτωλακ. Δε νομίζω να υπήρχαν καν, τότε. Τελευταία πρέπει να παρουσιάστηκαν. Ο Ζορδάμης μού είπε γι’αυτούς.»
«Τον Θεώνυμο τον ήξερες;»
«Όχι προσωπικά, αλλά είχα ακούσει γι’αυτόν.»
«Γνώριζες άλλους υπηρέτες του Κάρτωλακ στα Φέρνιλγκαν;»
«Ναι. Στην περιοχή γύρω από την Κιρβόνη, κυρίως.»
«Θα σε αναγνώριζαν, αν σε έβλεπαν σήμερα;»
«Φυσικά και θα με αναγνώριζαν!» λέει ο Ρίβης. «Αυτό είναι που θέλω, βασικά. Να επιστρέψω στην Κιρβόνη. Να υπηρετήσω πάλι τον Άρχοντα των Δασών.»
«Θα έχεις πολύ σύντομα την ευκαιρία,» αποκρίνεται ο Γρύπας Ξενοκράτης. «Εκείνο που χρειαζόμαστε μόνο είναι να φέρεις τον Θεώνυμο με το μέρος μας. Να τον κάνεις να εγκαταλείψει την αδελφή σου και να συμμαχήσει μ’εσένα. Ακόμα και να της στήσει κάποια παγίδα, ει δυνατόν. Νομίζεις ότι μπορείς να το καταφέρεις;»
Ο Ρίβης το σκέφτεται. Πίνει μια γουλιά από τον Κρύο Ουρανό στο ποτήρι του. «Θα πρέπει να του υποσχεθώ πως εγώ μπορώ να τον βοηθήσω καλύτερα απ’ό,τι η Ασημίνα· πως εγώ, όταν έχω την περιουσία των Νέρφελδιφ στα χέρια μου, θα βοηθήσω τους Απόστολους του Κάρτωλακ. Και ναι… νομίζω πως ο Θεώνυμος θα με προτιμήσει, αν μη τι άλλο επειδή είμαι ιερέας του Κάρτωλακ.»
Ο Ξενοκράτης νεύει. «Ακριβώς αυτό σκεφτόμουν κι εγώ, Ρίβη.»
Η Αστερόπη ρωτά τον αδελφό της Ασημίνας: «Η περιουσία σου τώρα δεν είναι δική σου; Η αδελφή σου σ’έχει αποκλείσει κάπως από αυτήν;»
«Δεν είμαι σίγουρος,» παραδέχεται εκείνος. «Όσο ήμουν κλεισμένος στη Νιρικόνια Κλινική, στη Θακέρκοβ, σίγουρα η Ασημίνα είχε την κυριότητα ολόκληρης της περιουσίας. Τώρα, όμως… δε νομίζω πλέον να ισχύει αυτό. Όχι νομικά, τουλάχιστον.»
«Τι μέρος της περιουσίας των Νέρφελδιφ έχεις εσύ, και τι μέρος η Ασημίνα;»
«Μισή-μισή την έχουμε,» εξηγεί ο Ρίβης. «Ή μάλλον, και οι δύο έχουμε ολόκληρη την περιουσία, αλλά εγώ έχω πρώτη κυριότητα της μισής περιουσίας και η Ασημίνα έχει πρώτη κυριότητα της άλλης μισής. Ο πατέρας μας δεν είχε ευνοούμενο παιδί.» Ανασηκώνει τους ώμους. «Μας αγαπούσε και τους δύο εξίσου.» Κοιτάζει το ποτήρι στα χέρια του. «Θα λυπόταν πολύ, αν τώρα μας έβλεπε έτσι… διαιρεμένους. Αν έβλεπε την Ασημίνα να έχει στραφεί εναντίον μου… κι εμένα τώρα να σκέφτομαι πώς να την εξολοθρεύσω.» Κουνά το κεφάλι του, σαν για να το καθαρίσει από βαριές σκέψεις, και πίνει ακόμα μια γουλιά από τον Κρύο Ουρανό.
«Η αδελφή σου φταίει,» του λέει η Δήμητρα’μορ, «όχι εσύ.»
«Ναι, μάλλον. Αλλ’ αυτό δεν αλλάζει την κατάσταση.»
Ο Γρύπας Ξενοκράτης τού λέει: «Αν είναι να κινηθούμε πρέπει να κινηθούμε γρήγορα, Ρίβη· κι αυτό σημαίνει πως σήμερα θα ξεκινήσουμε για την Κιρβόνη. Νομίζεις ότι μπορείς να ταξιδέψεις;»
«Φυσικά,» αποκρίνεται εκείνος. «Έχω πια βαρεθεί νάμαι ξαπλωμένος.»
Ο Γρύπας στρέφει το βλέμμα του στη Δήμητρα’μορ. «Εσύ είσαι του τάγματος των Τεχνομαθών, σωστά;»
«Μάλιστα.»
«Πόσο ικανό στη μαγεία θεωρείς τον εαυτό σου;»
Η μάγισσα κομπιάζει προς στιγμή. «Δεν ξέρω,» λέει τελικά. «Αρκετά, υποθέτω. Έχω κάνει διάφορες δουλειές στη Νίρβεκ.»
«Θα μπορούσες να μας φτιάξεις ανιχνευτές που εντοπίζουν το ηχομορφικό όχημα, αν σου έφερνα κάποια δεδομένα γι’αυτό;»
Η Δήμητρα’μορ κομπιάζει ξανά. «Δεν… δεν ξέρω, κύριε Ξενοκράτη. Θα πρέπει να το μελετήσω…»
«Αυτό είναι το πρόβλημα,» λέω στον Γρύπα. «Δεν γίνεται εύκολα. Ο Κριτόλαος και η Τζίνα το είχαν ψάξεις κάμποσες μέρες προτού καταλάβουν πώς να φτιάξουν τον ανιχνευτή. Και τώρα, μόνο η Τζίνα γνωρίζει τη διαδικασία. Η Δήμητρα θα πρέπει να την εφεύρει από την αρχή.»
Ο Γρύπας αναστενάζει. «Χρόνος…»
«Ναι,» συμφωνώ, «χρόνος. Τον οποίο δεν ξέρουμε αν έχουμε.»
Η Αλκάρνη Αμυθολόγητη προτείνει: «Γιατί δεν χρησιμοποιούμε ηχητικό φράχτη κι εμείς;»
«Δε σκοπεύουμε να μείνουμε στάσιμοι,» της λέει ο Γρύπας. «Κι επιπλέον, η περίπτωση είναι πάλι σαν του Άφευκτου. Η Ασημίνα μπορεί να χτυπήσει τον οποιονδήποτε με το ηχομορφικό όχημα. Θα καθίσουν όλα τα μέλη της Δυναστείας κλεισμένα πίσω από έναν ηχητικό φράχτη;»
«Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να αδρανοποιήσουμε το ηχομορφικό όχημα, πάντως,» λέω. «Αλλιώς, αν οι κατάσκοποι της Ασημίνας μάς εντοπίσουν, μπορεί να μας σκοτώσει όλους. Ακόμα και στον ύπνο μας. Το ηχομορφικό όχημα μπαίνει μέσα σε οικήματα με λίγη προσπάθεια· το έχω διαπιστώσει ο ίδιος. Το μόνο που χρειάζεται είναι να μην πέσεις μέσα σε κανέναν τοίχο όταν πάρεις υλική μορφή. Αυτό σημαίνει πως καλύτερα είναι να αποφεύγουμε να κοιμόμαστε σε ευρύχωρα δωμάτια. Μέσα σ’ένα ευρύχωρο δωμάτιο, το όχημα μπορεί να εμφανιστεί και να σε λιώσει κάτω από τους τροχούς του. Μέσα σ’ένα μικρό δωμάτιο, όμως, αν εμφανιστεί, θα διαλυθεί, γιατί θα πέσει στους τοίχους.»
Η Δήμητρα’μορ λέει: «Μπορείτε να διαμορφώνετε κάθε φορά έναν ηχητικό φράχτη γύρω σας. Δεν είναι δύσκολο.»
Όλων τα βλέμματα στρέφονται επάνω της.
«Το μόνο που χρειάζεται είναι να έχετε ηχητικούς πομπούς, ενέργεια, και τη δυνατότητα να δημιουργήσετε ένα μεταλλικό πλέγμα για καλή μεταβίβαση του ήχου,» εξηγεί η μάγισσα.
«Κάγκελα, δηλαδή;» ρωτάω.
«Όχι απαραίτητα κάγκελα, που είναι βαριά και δύσκολο να μεταφερθούν. Ένα πλέγμα από ελαφρύ μέταλλο το οποίο τυλίγεται και ξετυλίγεται κυλινδρικά. Θα μπορείτε να το βάλετε στους τοίχους ενός σπιτιού, γύρω-γύρω, ώστε να το κάνετε απόρθητο για το ηχομορφικό όχημα.»
«Δεν είναι άσχημη ιδέα,» λέει ο Γρύπας. «Αλλά μη μιλάς στο δεύτερο πληθυντικό, μάγισσα. Θα έρθεις μαζί μας. Πιθανώς να σε χρειαστούμε.»
«Δεν έχω πρόβλημα,» αποκρίνεται η Δήμητρα’μορ. «Ήθελα να το προτείνω, μάλιστα.»
*
Προετοιμαζόμαστε, τραβώντας χρήματα από τράπεζες και αγοράζοντας εξοπλισμούς και διάφορα εφόδια. Είναι απόγευμα όταν έχουμε πια συγκεντρώσει ό,τι θέλουμε και φεύγουμε από τη Νίρβεκ. Μαζί μας έρχονται ο Ρίβης και η Δήμητρα’μορ, όπως συμφωνήσαμε. Η Πάολα και ο Ριχάρδος μένουν στη Νίρβεκ, φυσικά. Και η Αλκάρνη Αμυθολόγητη επίσης· της το προτείνει ο Γρύπας, και το καταλαβαίνει κι η ίδια πως δεν είναι η ηλικία της για τόσο άγριες περιπέτειες. Θα μας περιμένει στη Νίρβεκ, για την ώρα, σ’ένα σπίτι που θα της βρει ο Ριχάρδος, κρυμμένη, ώστε να μη μπορεί να την εντοπίσει η Ασημίνα και να της επιτεθεί. Αν και αυτό είναι λίγο απίθανο τώρα· το δίκτυο της Νέρφελδιφ έχει διαλυθεί στη Νίρβεκ.
Βγαίνουμε από την πόλη σε μορφή οχήματος, αλλά ύστερα το όχημα μεταμορφώνεται σε ελικόπτερο και πετάμε προς τα ανατολικά, προς την Κιρβόνη. Στη μπροστινή μεριά του αεροσκάφους βρίσκονται ο Νιρμόδος’χοκ, ο Βινάρης, ο Σουτούρης ο Τυχερός, και η Ξανθίππη. Οι δύο τελευταίοι για να μην έχει τόσο μεγάλη πολυκοσμία στην ενδοδιάσταση. Αλλά ακόμα και χωρίς αυτούς είμαστε εκεί εφτά άνθρωποι και τέσσερις γάτες – γιατί, ναι, η Κλεισμένη έχει πάλι γίνει τέσσερις Κλεισμένες που η μία μοιάζει να μιμείται την άλλη.
Καθώς ταξιδεύουμε, συζητάμε με τον Ρίβη για το πώς θα κινηθούμε όταν φτάσουμε στην πατρίδα του και, προτού νυχτώσει, έχουμε πάρει κάποιες βασικές αποφάσεις. Για τα υπόλοιπα θα πρέπει να αυτοσχεδιάσουμε. Όπως πάντα. Αν δεν έχεις την ικανότητα να αυτοσχεδιάζεις, είσαι χαμένος. Ειδικά μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία.
Μια ώρα αφότου έχει πέσει η νύχτα, βλέπουμε τα φώτα της Κιρβόνης μέσα από την οθόνη του συστήματος της ενδοδιάστασης, και ο Ξενοκράτης λέει, τηλεπικοινωνιακά, στον Βινάρη να μας προσγειώσει έξω από την πόλη και να μετατρέψουν το ελικόπτερο σε όχημα ξηράς.
Όταν έχουμε κατεβεί στο έδαφος, ο Ρίβης μάς δίνει κατευθύνσεις για το πώς να πάμε σ’έναν ναό του Κάρτωλακ που βρίσκεται έξω από την Κιρβόνη, προς τα ανατολικά. Ενώ συζητούσαμε πριν, τον ρωτήσαμε αν το μέρος θα είναι ασφαλές για εμάς ή αν, μήπως, η Ασημίνα μπορεί να έχει πράκτορές της εκεί. Ο Ρίβης γέλασε. «Δεν το νομίζω,» είπε. «Αμφιβάλλω αν καν γνωρίζει γι’αυτό τον ναό.»
«Είναι κρυφός;» ρώτησε η Αστερόπη.
«Δεν είναι κρυφός, αλλά η Ασημίνα απεχθάνεται τη θρησκεία του Κάρτωλακ. Τη θεωρεί άγρια. Δεν της αρέσει. Την τρομάζει. Δεν ασχολείται με ναούς του Άρχοντα των Δασών· γι’αυτό να είστε βέβαιοι.»
Το όχημά μας τώρα διασχίζει το νυχτερινό τοπίο που βλέπουμε μέσα από την οθόνη του συστήματος η οποία είναι χωρισμένη στα τέσσερα. Η βλάστηση γύρω μας γίνεται ολοένα και πιο πυκνή, αν και ακολουθούμε ένα μονοπάτι που διακρίνεται αρκετά καλά στο φεγγαρόφωτο και στο φως των προβολέων μας. Σε κάποια σημεία βλέπουμε σημάδια χαραγμένα επάνω στα δέντρα ή σε μεγάλους βράχους, και ο Ρίβης μάς τα δείχνει και λέει πως δηλώνουν την ύπαρξη ναού του Κάρτωλακ εδώ κοντά, στο τέλος του μονοπατιού.
Και στο τέλος του μονοπατιού, όντως τον βλέπουμε. Έναν ναό του Κάρτωλακ. Ένα οικοδόμημα πέτρινο που η είσοδός του θυμίζει στόμιο σπηλιάς. Θα νόμιζες ότι είναι κομμάτι του φυσικού τοπίου, όχι κάτι κατασκευασμένο από άνθρωπο – και ίσως, εν μέρει, να είναι κομμάτι του φυσικού τοπίου. Γύρω από την είσοδό του υπάρχουν διάφορα λαξεύματα που απεικονίζουν κυνήγι, θηρία, και δαίμονες. Μπροστά από την είσοδο, και εκατέρωθέν της, ορθώνονται δύο κολόνες που αποκλείεται να φτάνουν πάνω από το στήθος μου σε ύψος: και στην κορυφή καθεμίας είναι ένα αναμμένο μαγκάλι.
Απρόσμενα, κάτι πετάγεται από τα σκοτάδια – ένα πλάσμα που θυμίζει άνθρωπο και ζώο, συγχρόνως – και, στεκόμενο στο κατώφλι του Ναού, ρίχνει το κεφάλι πίσω και ουρλιάζει.
«Μην ανησυχείτε. Ένα τελώνιο είναι. Φυλά τον Ναό,» μας λέει ο Ρίβης. «Μόλις με δει θα ησυχάσει.» Βαδίζει προς τον καθρέφτη της ενδοδιάστασης, και τον ακολουθούμε, ενώ η Μελένια λέει: «Τελώνιο; Υπάρχουν τελώνια;» Μοιάζει εντυπωσιασμένη. Από τις λίγες φορές που χάνει τον αυτοέλεγχό της.
Έχοντας βγει από την ενδοδιάσταση του οχήματος και βλέποντας τώρα το παράξενο πλάσμα εκ του φυσικού, παρατηρώ πως είναι σαν κοντός, καμπούρης άνθρωπος. Είναι τυλιγμένο σε μια μεγάλη κάπα και η κουκούλα του είναι σηκωμένη στο κεφάλι. Από πίσω του ξεπροβάλλει μια ουρά που μοιάζει φιδίσια.
Η Ξανθίππη ανοίγει το σκέπαστρο της μπροστινής μεριάς του οχήματος, ρωτώντας: «Τι σκατά είναι αυτό, Ρίβη;»
«Ένας παλιός φίλος,» αποκρίνεται ο αδελφός της Ασημίνας, και βαδίζει προς το πλάσμα κάνοντάς μας νόημα να μείνουμε πίσω. «Άσρακμαθ!» λέει. «Δε μ’αναγνωρίζεις, Άσρακμαθ; Εγώ είμαι, ο Ρίβης. Ο Ρίβης!»
Το τελώνιο, χωρίς ν’αλυχτά πλέον, τον ατενίζει με μάτια που γυαλίζουν μέσα από τον κουκούλα του. Και λέει, με φωνή που δεν ακούγεται φτιαγμένη για να αρθρώνει την ανθρώπινη λαλιά: «Ρόοβς;»
«Ναι,» γελά ο Ρίβης, «εγώ είμαι. Χαίρομαι που είσαι καλά, Άσρακμαθ.»
«Ρόοβς!» Το τελώνιο τον πλησιάζει και γαντζώνει νυχάτα χέρια πάνω στα ρούχα του, αγκαλιάζοντάς τον. Η φιδίσια ουρά του κάνει πέρα-δώθε, ανασηκώνοντας την κάπα του. Το πρόσωπό του τρίβεται πάνω στον ώμο του Ρίβη. Και μετά απομακρύνεται. «Πλέηγ’…»
«Ναι,» αποκρίνεται ο Ρίβης, «είμαι τραυματισμένος.» Το τελώνιο πρέπει κάπως να κατάλαβε – να μύρισε, ίσως – την πληγή του, κάτω από τα ρούχα του.
Μια άλλη φιγούρα τώρα παρουσιάζεται από την είσοδο του Ναού. «Ρίβη!»
«Λάρνε,» λέει ο Ρίβης ατενίζοντας τον άντρα που ξεπροβάλλει από το εσωτερικό του Ναού, κατάλευκος στο δέρμα και με μαλλιά τόσο σκούρα πράσινα που, στο φως των μαγκαλιών, μοιάζουν σχεδόν μαύρα. (Ο Βινάρης έχει ήδη σβήσει τους προβολείς του οχήματός μας – ίσως για να μη θορυβήσει το τελώνιο, μπορώ μόνο να υποθέσω.)
Ο Λάρνος γελά, ζυγώνοντας τον Ρίβη και κλίνοντας το κεφάλι σε ένδειξη σεβασμού. «Ιεροθήρα. Νομίζαμε ότι ήσουν νεκρός. Ακούσαμε ότι τρελάθηκες, αλλά δεν το πιστέψαμε. Οι ακόλουθοί σου διώχτηκαν από τον Ναό σου. Τι συνέβη; Πού ήσουν τόσο καιρό;»
«Η αδελφή μου, η Ασημίνα,» του λέει ο Ρίβης, «με εξαπάτησε, για να με διώξει από τον Ναό μου. Αλλά τώρα επέστρεψα. Θα με βοηθήσεις;»
«Μα την Ιερή Καρδιά του Κάρτωλακ, δεν θάπρεπε καν να ρωτάς! Ο Ναός της Σπηλιάς είναι σπίτι σου.» Μετά, το βλέμμα του στρέφεται σ’εμάς. «Ακόλουθοί σου;»
Κι ο Ρίβης στρέφεται να μας κοιτάξει. «Φίλοι,» λέει. «Όχι ακόλουθοι.»
«Δεν πιστεύουν στον Βασιλέα της Πλάσης;»
«Δεν έχουν τόσο συγκεκριμένες θρησκευτικές πεποιθήσεις, Λάρνε. Αλλά είναι δικοί μου άνθρωποι, μην το αμφιβάλλεις. Έχουμε κοινό σκοπό.»
«Οι φίλοι σου είναι φίλοι μας, Ιεροθήρα,» δηλώνει ο Λάρνος.
«Φ’λοι! Φ’λοι! Φ’λοι!» φωνάζει το τελώνιο που ονομάζεται Άσρακμαθ, κι έρχεται προς το μέρος μας με μεγάλα πηδήματα, τινάζοντας την ουρά του.
Η Μελένια κρύβεται πίσω μου. Η Κλεισμένη κρύβεται πίσω από το πόδι μου, συρίζοντας έντονα. Το τελώνιο σκύβει και την παρατηρεί, με γυαλιστερά μάτια, μέσα από την κουκούλα του.
«Σινι’σίριν,» μουρμουρίζει, και νομίζω ότι διακρίνω δέος στη φωνή του. «Σινι’σίριν.» Δεν καταλαβαίνω τι μπορεί να σημαίνει αυτό, αλλά φαίνεται κάπως να αναγνωρίζει την Κλεισμένη…
Ο Ρίβης διανυκτερεύει στον Ναό της Σπηλιάς, αλλά οι υπόλοιποι πηγαίνουμε και κατασκηνώνουμε πλάι σ’ένα χωριό εκεί κοντά, γιατί ο Ναός δεν είναι αρκετά μεγάλος ώστε να μας χωρέσει με άνεση όλους και ήδη κάποιοι πιστοί του Κάρτωλακ μένουν εκεί. Οι άνθρωποι του χωριού είναι, προφανώς, «από τα Φέρνιλγκαν» και δεν έχουν συνηθίσει να φιλοξενούν ταξιδιώτες. Δεν έχουν συνηθίσει καν τόσοι ταξιδιώτες (και με όχημα, μάλιστα, μαζί τους) να κατασκηνώνουν κοντά τους. Ο Λάρνος, όμως – που πρέπει να είναι ιερέας του Κάρτωλακ, απ’ό,τι καταλαβαίνω, και γνωστός τους – τους μιλά και δεν μας προκαλούν κανένα πρόβλημα. Μας φέρνουν, αντιθέτως, ένα πανέρι με φρούτα της άνοιξης κι ένα ψητό γουρούνι. Τους ευχαριστούμε.
Ύστερα, περιτριγυρίζουμε τον πρόχειρο καταυλισμό μας με ένα μεταλλικό πλέγμα που έχει επάνω του ηχητικούς πομπούς και συνδέεται με δύο ενεργειακές φιάλες, δημιουργώντας ηχητικό φράχτη. Δεν το θεωρούμε και πολύ πιθανό κατάσκοποι της Ασημίνας να μας είδαν, ούτε το θεωρούμε πιθανό, ακόμα και να μας είδαν, να προλάβει να στείλει το ηχομορφικό όχημα εναντίον μας· αλλά δεν βλάπτει να συνηθίζουμε να είμαστε επιφυλακτικοί. Φυλάμε και βάρδιες, φυσικά, ώς το πρωί, ενώ η Αστερόπη υφαίνει γύρω μας μια Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως, για επιπλέον προστασία. Ο Νιρμόδος’χοκ την ξέρει καλύτερα αυτή τη μαγγανεία, όπως καταλαβαίνω, αλλά τώρα είναι κουρασμένος ύστερα από τόσες ώρες δουλειά στο κέντρο ισχύος του μεταβαλλόμενου οχήματος.
Όταν ξημερώνει, ο Ρίβης έρχεται να μας βρει και καθόμαστε όλοι γύρω από μια φωτιά, πίνοντας κούπες με τσάι που έχει βράσει η Μελένια. Ο Ρίβης μάς λέει ότι ρώτησε τον Λάρνο για τον Θεώνυμο, κι εκείνος αποκρίθηκε ότι δεν ξέρει πού ακριβώς να τον βρούμε αλλά μπορεί να μας κατευθύνει σε άνθρωπο που ξέρει.
«Δεν του αρέσουν, όμως, οι Απόστολοι του Κάρτωλακ – και έχει δίκιο. Η θρησκεία του Άρχοντα των Δασών δεν ήταν ποτέ έτσι: τόσο… ιεραρχική, οργανωμένη. Οι Απόστολοι είναι σαν να προσπαθούν να κάνουν στη θρησκεία του Κάρτωλακ εκείνο που η Ασημίνα προσπαθεί να κάνει στη Σιδηρά Δυναστεία. Ο Λάρνος με ρώτησε τι θέλω τον Θεώνυμο, και με προειδοποίησε πως ο Θεώνυμος είναι μπλεγμένος με τους Απόστολους τώρα. Του απάντησα τι τον θέλω· δεν του έκρυψα τίποτα. Και ο Λάρνος, φυσικά, διαφώνησε μαζί μου. Δεν είναι σύμφωνος με το να χρηματοδοτήσω τον Θεώνυμο όπως έκανε η Ασημίνα–»
«Δε θα μας βοηθήσει, λοιπόν;» ρωτά ο Ξενοκράτης.
«Θα μας βοηθήσει,» λέει ο Ρίβης, «γιατί του είπα: ‘Ποιος προτιμάς να χρηματοδοτήσει τον Θεώνυμο, εγώ ή η αδελφή μου; Αν τον χρηματοδοτήσω εγώ, θα ελέγχουμε τους Απόστολους του Κάρτωλακ· αν τον χρηματοδοτήσει η Ασημίνα, όμως, οτιδήποτε μπορεί να συμβεί.’ Του είχα ήδη εξηγήσει, ασφαλώς, πώς η Ασημίνα με πρόδωσε, και τη συμπαθεί, πλέον, λιγότερο από τον Θεώνυμο. Τη θεωρεί ιερόσυλη, βασικά.» Ο Ρίβης πίνει μια γουλιά από το τσάι του.
«Γιατί σε αποκαλεί ‘Ιεροθήρα’;» τον ρωτάω. «Κάποιου είδους τίτλος;»
«Ναι,» αποκρίνεται ο Ρίβης. «Ιερέας και κυνηγός. Κάποιος που είναι ιερωμένος του Κάρτωλακ κι έχει κυνηγήσει και επικίνδυνα θηρία των δασότοπων, σε τούτα τα μέρη ονομάζεται Ιεροθήρας και του αποδίδεται σεβασμός.»
«Είσαι κυνηγός, δηλαδή;» λέει η Ξανθίππη.
«Ναι,» αποκρίνεται ο Ρίβης.
«Θα σε βοηθήσει, λοιπόν, ο φίλος σου να έρθεις σε επαφή με τον Θεώνυμο;» ρωτά ο Γρύπας.
«Σας απάντησα ήδη ότι δέχτηκε να με βοηθήσει, κύριε Ξενοκράτη. Μου είπε ποιον να πάμε να βρούμε για να μας φέρει σε επαφή με τον Πράσινο Γδάρτη.»
«Και ποιος είναι αυτός;»
«Ένας τύπος που μένει σε μια μικρή πόλη στις νότιες όχθες του ποταμού Τάρνοφ. Φυλάει τις βάρκες του Θεώνυμου. Τις βάρκες που χρησιμοποιεί η συμμορία του για να διασχίζει τον ποταμό.»
«Μάλιστα. Και θα πάμε τώρα να τον βρούμε, ή θα επισκεφτούμε πρώτα την Κιρβόνη, όπως λέγαμε;»
«Θα επισκεφτούμε την Κιρβόνη, φυσικά. Θέλω να μάθω τι ακριβώς έχει γίνει με την περιουσία μου, κύριε Ξενοκράτη.»
*
Στην Κιρβόνη φοβόμαστε ότι η Ασημίνα μπορεί να μας έχει στήσει κάποια παγίδα, έτσι μπαίνουμε με προσοχή, αφήνοντας το όχημά μας απέξω. Και δεν μπαίνουμε όλοι: μόνο ο Ρίβης, εγώ, η Ξανθίππη, η Δήμητρα’μορ, και η Αστερόπη, που τώρα πια μπορεί να βαδίζει χωρίς μπαστούνι, αν και αμφιβάλλω αν μπορεί να τρέξει με άνεση. Η Κλεισμένη είναι επίσης μαζί μας, ακολουθώντας από απόσταση μέσα στους δρόμους της μικρής πόλης που ανέκαθεν έβρισκα συμπαθητική.
Φοράμε όλοι (εκτός από τη γάτα) πράγματα που καλύπτουν το κεφάλι και κρύβουν το πρόσωπό μας, για λόγους ασφάλειας από τους πράκτορες της Ασημίνας. Εγώ, ένα καπέλο και μαύρα γυαλιά· το ίδιο και η Ξανθίππη· ο Ρίβης, την κουκούλα της κάπας του, όπως και η Αστερόπη κι η Δήμητρα’μορ.
«Να σε ρωτήσω κάτι άσχετο;» λέω στον Ρίβη.
«Τι;»
«Χτες βράδυ, στον Ναό, εκείνο το τελώνιο φάνηκε ν’αναγνωρίζει την Κλεισμένη. Και την αποκάλεσε κάπως – δεν θυμάμαι πώς ακριβώς. Γιατί;»
Ο Ρίβης χαμογελά μέσα από την κουκούλα του. «Σινι’σίριν.»
«Ναι, έτσι νομίζω πως την είπε.»
«Τη θεωρεί ιερό ζώο του Κάρτωλακ.»
«Την Κλεισμένη;» απορώ. «Δε νομίζω ότι είχε ποτέ καμια σχέση με ιερείς του Κάρτωλακ!»
«Τα τελώνια μπορούν να διακρίνουν πράγματα που εμείς δεν μπορούμε, Ζορδάμη. Κι αυτή η γάτα, σίγουρα, δεν είναι συνηθισμένο ζώο, έτσι;»
«Ναι, όντως, δεν είναι.»
«Προφανώς, αυτό διακρίνει ο Άσρακμαθ.»
Η Αστερόπη λέει: «Είναι πράγματι τελώνιο, Ρίβη; Υπάρχουν τελώνια;»
«Φυσικά και υπάρχουν.»
«Δεν είχα ξαναδεί ποτέ πριν. Ούτε τώρα το είδα καλά, δηλαδή, έτσι κουκουλωμένο όπως ήταν. Μήπως είναι απλά ένας παραμορφωμένος άνθρωπος;»
«Παραμορφωμένος άνθρωπος;» της λέω. «Με φιδίσια ουρά;»
Η Αστερόπη ανασηκώνει τους ώμους. «Έχουν συμβεί και πιο περίεργα πράγματα…»
«Υπάρχουν τελώνια,» επαναλαμβάνει ο Ρίβης, «και ο Άσρακμαθ είναι ένα απ’ αυτά. Απλά, σπάνια τα συναντάς εδώ, στις παρυφές των δασότοπων. Αν ταξιδέψεις, όμως, πολύ βαθιά μέσα στα Φέρνιλγκαν, λένε πως εκεί μπορείς να συναντήσεις ολόκληρες φυλές από τελώνια, καθώς και άλλα πολύ παράξενα πλάσματα.»
«Δεν έχεις ταξιδέψει εκεί, υποθέτω…» λέω.
«Σωστά υποθέτεις, Ραλίστα.»
Η Αστερόπη λέει: «Αν ακολουθήσεις το Φίδι, τον μεγάλο δρόμο που διασχίζει τους δασότοπους και φτάνει ώς τα βάθη των Φέρνιλγκαν, καταλήγεις σε μια διαστασιακή δίοδο που σε βγάζει στη Σάρντλι. Επομένως, δεν είναι και τόσο σπουδαίο να φτάσει κανείς ώς εκεί. Υπάρχουν έμποροι που συχνά κάνουν αυτή τη διαδρομή. Και δεν έχω ακούσει να λένε για φυλές από τελώνια.»
«Τα τελώνια,» της λέει ο Ρίβης, «δεν πλησιάζουν το Φίδι. Και τα Φέρνιλγκαν εκτείνονται ακόμα πιο πέρα από το διαστασιακό πέρασμα που οδηγεί προς Σάρντλι. Φτάνουν ώς τα πέρατα της Σεργήλης.»
Όταν βρισκόμαστε μπροστά στο οίκημα όπου στεγάζεται το δικηγορικό γραφείο του κυρίου Νάρφλη Περίτεχνου, ο Ρίβης μάς λέει ότι θα μπει μόνος. Αλλά διαφωνώ κι επιμένω να πάω μαζί του. Ανεβαίνουμε τη σκάλα πλάι στο οίκημα και φτάνουμε στον πρώτο (και μοναδικό) όροφό του. Χτυπάμε το κουδούνι της πόρτας του δικηγορικού γραφείου κι ένας γαλανόδερμος άντρας με αραιά γκρίζα μαλλιά μάς ανοίγει. Τα μάτια του διαστέλλονται προς στιγμή, αντικρίζοντας τον Ρίβη.
«Κύριε Νέρφελδιφ! Επιστρέψατε…»
«Ναι,» λέει ο Ρίβης, «επέστρεψα. Μπορώ να περάσω;»
«Ασφαλώς.»
Ο δικηγόρος (γιατί, σίγουρα, αυτός είναι) παραμερίζει από το κατώφλι και μπαίνουμε στο γραφείο του. Γύρω-γύρω υπάρχουν ράφια με φακέλους και βιβλία. Παραδίπλα είναι το ξύλινο, λαξευτό έπιπλο ενός γραφείου, με ένα πληροφοριακό σύστημα επάνω, καθώς και χαρτιά, στιλογράφους, σημειωματάρια. Σε μια γωνία του δωματίου στέκει το άγαλμα ενός γρύπα, μ’ένα ρολόι στα νύχια του – ένα κανονικό ρολόι, που οι δείκτες του λειτουργούν, όχι πέτρινο.
«Κύριε Νέρφελδιφ,» λέει ο Νάρφλης. «Νόμιζα ότι… ήσασταν άρρωστος.»
«Η αδελφή μου, αναμφίβολα, αυτό θα είπε.»
«Δεν ήσασταν άρρωστος;»
Ο Ρίβης τού λέει, χωρίς να απαντήσει: «Θα ήθελα να μάθω τι έχει κάνει η Ασημίνα με την περιουσία μας, κύριε Περίτεχνε. Έχει γίνει κάποια αλλαγή στην κυριότητα;»
Ο Νάρφλης κουνά το κεφάλι. «Όχι. Τα πράγματα είναι όπως ήταν. Δε μου ζήτησε ν’αλλάξω τίποτα. Απλά, όσο λείπατε, η Ασημίνα διαχειριζόταν και το δικό σας μέρος της περιουσίας επειδή δεν ήσασταν σε θέση να το διαχειριστείτε ο ίδιος.» Ο δικηγόρος τον ατενίζει ερευνητικά, αναρωτούμενος ίσως αν είναι ακόμα τρελός.
«Μάλιστα,» λέει ο Ρίβης. «Υπάρχει κάτι άλλο το οποίο θα έπρεπε να γνωρίζω;»
Ο Νάρφλης Περίτεχνος τρίβει το καραφλό κεφάλι του. «Εεε… δε νομίζω, κύριε Νέρφελδιφ. Δεν έγινε κάτι… ιδιαίτερο. Που να έχει σχέση μαζί μου, δηλαδή.»
«Ευχαριστώ,» λέει ο Ρίβης. «Δε θα σας απασχολήσω άλλο.» Στρέφεται στην πόρτα ξανά.
«Θα μείνετε τώρα εδώ, στην Κιρβόνη, ξανά, κύριε Νέρφελδιφ;»
«Θα δούμε,» αποκρίνεται μόνο ο Ρίβης, κι ανοίγει την πόρτα.
Τον ακολουθώ έξω από το δικηγορικό γραφείο και κατεβαίνουμε τη σκάλα στο πλάι του οικήματος. Η Ξανθίππη, η Αστερόπη, η Δήμητρα’μορ, και η Κλεισμένη μάς περιμένουν κάτω.
Η Ξανθίππη παρατηρεί: «Γρήγορα γυρίσατε» – πράγμα που μοιάζει να θεωρεί ύποπτο.
«Ναι,» λέει ο Ρίβης. «Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Εξακολουθώ να έχω πρώτη κυριότητα της μισής περιουσίας. Απλώς η Ασημίνα διαχειριζόταν και το δικό μου μέρος όσο έλειπα.»
Καθώς απομακρυνόμαστε από το δικηγορικό γραφείο, διασχίζοντας την ήσυχη πόλη της Κιρβόνης, ο Ρίβης μάς λέει πως, προτού φύγουμε, θέλει να μιλήσει σε κάποιους ανθρώπους.
«Ποιους;» τον ρωτά η Αστερόπη.
«Παλιούς φίλους, και πιστούς στον Άρχοντα των Δασών. Ήταν ακόλουθοί μου όσο η βίλα ήταν Ναός μου. Προτού η Ασημίνα τούς διώξει από εκεί.»
Δεν φέρνουμε αντίρρηση· τον ακολουθούμε μέσα στους δρόμους της Κιρβόνης που μοιάζουν να αναπνέουν πολύ περισσότερο από τους δρόμους των μεγαλουπόλεων της Σεργήλης. Τα οικοδομήματα δεν είναι πανύψηλα και απειλητικά· δεν υπάρχουν βρομιές και σκουπίδια στις γωνίες και στα σοκάκια· οι κάτοικοι φαίνονται πιο φιλικοί και ανέμελοι· τα μηχανοκίνητα οχήματα είναι λιγότερα, τα κάρα και οι καβαλάρηδες περισσότερα· υπάρχουν αρκετά δέντρα, θάμνοι, και λουλούδια στις πλευρές των δρόμων, στις αυλές, στα μπαλκόνια, στα παράθυρα, στις ταράτσες. Όταν γεράσω, εδώ θα έρθω να μείνω. Δεδομένου ότι η Ασημίνα δεν θα είναι πια ζωντανή. Και δεδομένου ότι θα προλάβω να γεράσω – πράγμα καθόλου βέβαιο, γιατί δεν σκοπεύω να πάψω να συμμετάσχω σε αγώνες ράλι όταν τούτη η παλιοϊστορία με τη Σιδηρά Δυναστεία τελειώσει.
«Τη βλέπεις αυτή εκεί την πολυκατοικία;» μου λέει ο Ρίβης, δείχνοντας μια από τις λίγες ψηλές πολυκατοικίες που υπάρχουν στην Κιρβόνη.
«Ναι.»
«Δική μου είναι. Μέρος της περιουσίας μου.»
«Σοβαρολογείς;»
«Ναι. Τα μισά διαμερίσματα, βέβαια, τάχω πουλήσει. Τ’άλλα μισά τα νοικιάζω, και τα λεφτά πάνε κατευθείαν στην τράπεζα. Ο Νάρφλης Περίτεχνος φροντίζει όλα να κυλάνε ομαλά με τα οικονομικά μας. Ο πατέρας μας τον εμπιστευόταν από παλιά· και πριν απ’ αυτόν, τη μητέρα του Νάρφλη.»
«Με παραξενεύετε εσείς οι πλούσιοι,» του λέω. «Από τη μια σάς ζηλεύω, από την άλλη δεν θα ήθελα νάμαι σαν εσάς.»
«Τι εννοείς, Ραλίστα;»
«Κανονικά θάπρεπε να ζείτε άνετα, χωρίς καμια έννοια. Αλλά δεν ζείτε έτσι. Συνέχεια, κάτι τεράστια προβλήματα έχετε, ακόμα κι αν είναι μόνο στο μυαλό σας.»
Ο Ρίβης γελά. «Δεν έχεις άδικο, ίσως.»
«Μας παρακολουθούν,» μας προειδοποιεί η Ξανθίππη.
Αναστενάζω. «Πάλι τα ίδια αρχίσαμε…»
«Ποιος;» ρωτά ο Ρίβης.
«Μην κοιτάξεις πίσω μας,» του λέει η Ξανθίππη, «αλλά εκεί είναι μια γυναίκα που μας έχει πάρει στο κατόπι από τότε που φύγαμε απ’το δικηγορικό γραφείο.»
«Να τη βγάλουμε απ’τη μέση;»
«Θα το πρότεινα.»
Ο Ρίβης μάς οδηγεί σ’ένα μέρος της Κιρβόνης κοντά στη Σκεπαστή Αγορά, η οποία τώρα, λόγω της ώρας, έχει πολλή κίνηση. Το μέρος, όμως, όπου μας πηγαίνει ο Ρίβης, παραδόξως, δεν έχει πολλή κίνηση. Είναι πίσω από κάτι αποθήκες εμπόρων και παλαιοπωλεία. «‘Η Παλιογειτονιά,’ τη λέμε οι ντόπιοι,» μας πληροφορεί. «Δεν είναι νάρχεσαι εδώ τα βράδια. Είναι από τα χειρότερα σημεία της Κιρβόνης.»
Ρουθουνίζω. «Καμια σχέση με τα χειρότερα μέρη άλλων πόλεων…» Η περιοχή είναι ειδυλλιακή σε σύγκριση με κάτι παλιογειτονιές της Μέλβερηθ ή της Θακέρκοβ.
«Δεν είναι μεγαλούπολη η Κιρβόνη, Ραλίστα. Εδώ πέρα τα βράδια, όμως, έρχονται διάφοροι παλαβοί και παίρνουν ναρκωτικά και λατρεύουν τη Λόρκη. Είναι μια πολύ κακή περιοχή της Κιρβόνης, πίστεψέ με. Οι φιλήσυχοι άνθρωποι δεν την πλησιάζουν όταν πέσει ο ήλιος.»
«Η κατάσκοπος είναι ακόμα πίσω μας, αγοράκια,» μας πληροφορεί η Ξανθίππη. Ακούγεται λιγάκι ενοχλημένη που έχουμε πιάσει ψιλή κουβέντα σαν να μην τρέχει τίποτα.
Ο Ρίβης μάς οδηγεί σ’ένα σοκάκι και μας λέει πού να κρυφτούμε. Χωρίς καθυστέρηση, κρυβόμαστε. Ακόμα κι η Ξανθίππη φαίνεται να νομίζει ότι οι κρυψώνες είναι άψογες. Οι τοίχοι είναι σχεδόν σαν νάχουν τρύπες, έτσι όπως σκάλες περνάνε από πάνω τους, και μια παλιά πέτρινη καμάρα, γεμάτη λειχήνες, ενώνει δύο οικήματα.
Η κατάσκοπος πλησιάζει με επιφύλαξη αλλά συγχρόνως βαδίζοντας γρήγορα, φοβούμενη, μάλλον, μη μας χάσει.
Σύντομα, καταλήγει δεμένη χειροπόδαρα κάτω από μια ξύλινη, μουχλιασμένη σκάλα. Το στιλέτο της Ξανθίππης βρίσκεται κοντά στο δεξί της μάτι, γυαλίζοντας.
«Για την Ασημίνα Νέρφελδιφ δουλεύεις;» ρωτά η ειδική ερευνήτρια από τη Νέσριβεκ την Όμορφη.
«Ναι,» παραδέχεται η κατάσκοπος, με το λευκό-ροζ δέρμα της κάτωχρο και τα καστανά μάτια της διασταλμένα σαν πιατάκια. «Μου είχε ζητήσει να παρακολουθώ ποιος επισκέπτεται το γραφείο του κυρίου Περίτεχνου, του δικηγόρου. Να δω μήπως, δηλαδή, πάει να τον επισκεφτεί ο αδελφός της, ο Ρίβης Νέρφελδιφ. Δεν ξέρω ποιοι είστε εσείς, αλλά επειδή δεν φαίνονταν τα πρόσωπά σας σκέφτηκα να σας ακολουθήσω. Σας παρακαλώ, πρέπει να έγινε λάθος, μη με σκοτώσετε!»
«Είσαι της οικογένειας;» τη ρωτά η Ξανθίππη.
«Των Νέρφελδιφ; Όχι, δεν έχω καμια συγγένεια μαζί τους! Απλά με πληρ–»
«Είσαι της οικογένειας;» ρωτά, πιο επίμονα, η Ξανθίππη.
«Ποιας οικογένειας; Δεν καταλαβαίνω! Δεν εννοείς τους Νέρφελδιφ;»
Η Ξανθίππη τής κλείνει το στόμα μ’ένα πανί και το δένει σφιχτά πίσω από το κεφάλι της.
Την αφήνουμε κάτω απ’τη σκάλα και φεύγουμε.
«Πού πηγαίνουμε τώρα, Σεβασμιότατε;» ρωτά η Ξανθίππη τον Ρίβη, με χαριτολόγο διάθεση.
*
Ο Ρίβης Νέρφελδιφ μάς πηγαίνει στους παλιούς του ακόλουθους, τον έναν μετά τον άλλο. Δεν τους επισκεπτόμαστε όλους, φυσικά, αλλά αρκετούς από αυτούς. Έναν πρασινόδερμο έμπορο στη Σκεπαστή Αγορά ο οποίος πουλά ερπετά των δασότοπων Φέρνιλγκαν για διάφορες χρήσεις· μια γυναίκα που εργάζεται σε οπλουργείο κι έχει επάνω της ένα φυλαχτό ευλογημένο από τον ίδιο τον Ρίβη· έναν άντρα που δουλεύει στο πανδοχείο «Τα Σπλάχνα της Πόλης»· έναν γοργοπόδαρο νεαρό που τρέχει ξυπόλυτος μέσα στην Κιρβόνη μεταφέροντας μηνύματα… Όλοι τους δείχνουν μεγάλη χαρά που ξαναβλέπουν τον Ιεροθήρα, κι όλοι τους μιλάνε με μεγάλη αντιπάθεια για την αδελφή του, η οποία τους έδιωξε κακήν-κακώς από τον Αρχαίο Οίκο (έτσι αποκαλούν τον ναό στον οποίο είχε μετατρέψει τη βίλα των Νέρφελδιφ ο Ρίβης). Του λένε πως η Ασημίνα έβαλε, μια βραδιά, κάποιους ανθρώπους της να τους ξαφνιάσουν και να τους αρπάξουν δια της βίας. Αυτούς που αντιστάθηκαν τους χτύπησαν με παραλυτικά βέλη από χειροβαλλίστρες. Τους έβγαλαν όλους από τον Αρχαίο Οίκο. Και αργότερα, όταν ξημέρωσε και είχαν συνέλθει, και προσπάθησαν να επιστρέψουν, οι άνθρωποι της Ασημίνας δεν τους άφησαν. Τους απειλούσαν, μάλιστα, ότι αν επέμεναν θα τους σκότωναν. Αλλά εκείνοι επέμειναν, γιατί αγαπούσαν τον Ιεροθήρα και ήταν πιστοί στον Κάρτωλακ. Και η Ασημίνα αναγκάστηκε να τους μιλήσει, κρυμμένη πίσω από τους μπράβους της, και να τους πει ότι ο Ρίβης ήταν άρρωστος και δεν μπορούσαν να τον δουν. Το μυαλό του είχε αρρωστήσει, δεν ήξερε τι του γινόταν. Δεν το είχαν προσέξει τόσες μέρες, που νόμιζε ότι κάποιο φάντασμα τον κυνηγούσε; Κάποιος Τζογαδόρος; Οι ακόλουθοι του Ρίβη, αν και δεν είχαν δει οι ίδιοι τον Τζογαδόρο, πίστευαν ότι όντως υπήρχε αφού ο ιερέας τους το έλεγε, και διαφώνησαν με την Ασημίνα. Αλλά εκείνη δεν τους άφησε να μπουν στον Αρχαίο Οίκο, κι από τότε ο Ρίβης εξαφανίστηκε και δεν ήξεραν τι είχε γίνει μαζί του. Ορισμένοι απ’ αυτούς άκουσαν φήμες ότι είχε τρελαθεί και τον είχαν μεταφέρει σε κάποια κλινική σε άλλη πόλη, μακριά από την Κιρβόνη. Οι περισσότεροι, όμως, δεν το πίστευαν· νόμιζαν ότι η Ασημίνα είχε σκοτώσει τον Ρίβη και είχε εξαφανίσει το πτώμα του. Αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για να το αποδείξουν, ή για να πάρουν εκδίκηση.
Ο Ρίβης τούς λέει πως θα τους εξηγήσει τι έγινε, και τους ζητά να τον βρουν έξω από την Κιρβόνη, το μεσημέρι, που θα έχουν τελειώσει τις δουλειές τους. Να ειδοποιήσουν και τους άλλους, ώστε όλοι να συγκεντρωθούν εκεί.
Μια από τους ακόλουθούς του που συναντάμε δείχνει περισσότερη χαρά από τους υπόλοιπους που τον βλέπει. Είναι ποιήτρια, μένει στις βόρειες παρυφές της Κιρβόνης, και ονομάζεται Σαλαρνίδα Χρυσότοπη. Βγαίνει από τον κήπο της και, με μια ενθουσιώδη κραυγή, πέφτει πάνω στον Ρίβη, αγκαλιάζοντάς τον και φιλώντας τον παθιασμένα. Εκείνος ανταποκρίνεται με παρόμοιο τρόπο, γελώντας.
Η Δήμητρα’μορ σταυρώνει τα χέρια μπροστά της, ατενίζοντάς τους και τους δύο με βλέμμα σκοτεινό, άγριο. Είχα καταλάβει σωστά, λοιπόν, ότι η μάγισσα και ο αδελφός της Ασημίνας είναι εραστές.
Η Σαλαρνίδα, όμως, προφανώς τον ήξερε από πιο παλιά, και τώρα του ζητά να έρθει μαζί της, μέσα στο σπίτι, να της πει τι συνέβη. «Νόμιζα ότι ήσουν νεκρός!» λέει ενώ δάκρυα κυλάνε από τα μάτια της. «Και η αδελφή σου… η Ασημίνα έχει αλλάξει πολύ, Ρίβη. Δεν ήθελε καν να μου μιλήσει· με έδιωχνε. Έχει τρελαθεί! Κι έλεγε ότι εσύ έχεις τρελαθεί. Φοβόμουν ότι σε είχε σκοτώσει!»
«Ζωντανός είμαι,» της λέει ο Ρίβης, γελώντας, έχοντας το χέρι του τυλιγμένο γύρω από τη λυγερή μέση της. «Αλλά δεν μπορώ νάρθω στο σπίτι σου τώρα. Μπορείς, όμως, εσύ να έρθεις μαζί μας αν θέλεις, έξω από την Κιρβόνη. Θα συγκεντρωθούν σύντομα κι οι άλλοι πιστοί εκεί.»
Η Σαλαρνίδα δεν φέρνει αντίρρηση. Τον φιλά δυνατά, του λέει να περιμένει λίγο για να πάρει κάποια πράγματα, και εξαφανίζεται μέσα στο σπίτι της.
Η Δήμητρα’μορ λέει στον Ρίβη, θυμωμένα: «Όλο εκπλήξεις είσαι, Σεβασμιότατε!»
«Η Σαλαρνίδα…» αποκρίνεται εκείνος, «είναι… μια παλιά φίλη–»
«Ναι, η σχέση σας είναι, καταφανώς, πολύ φιλική!»
«Είμαι σίγουρος ότι θα τη συμπαθήσεις,» λέει, μπερδεμένα, ο Ρίβης.
«Το αμφιβάλλω!» Η Δήμητρα’μορ, στρέφοντάς του την πλάτη, απομακρύνεται μερικά βήματα από εμάς, αλλά δεν φεύγει. Περιμένει στην άλλη άκρη του δρόμου, ακουμπώντας την πλάτη της σε μια πέτρινη κολόνα, απ’ όπου κρέμεται ένα σβηστό φανάρι, κι ανάβοντας ένα τσιγάρο.
Η Σαλαρνίδα Χρυσότοπη σύντομα βγαίνει από το σπίτι της έχοντας μια ελαφριά, ανοιξιάτικη κάπα ριγμένη στους ώμους κι έναν σάκο στο χέρι. Τα πράσινα μαλλιά της είναι πιασμένα πίσω με μια ξύλινη χτένα. Το κατάλευκο δέρμα της μοιάζει κοκκινισμένο στα μάγουλα.
Καθώς διασχίζουμε την Κιρβόνη, βαδίζοντας προς τα νότια, ο Ρίβης μάς πληροφορεί ότι η Σαλαρνίδα έχει γράψει καταπληκτικούς ύμνους για τη θρησκεία του Κάρτωλακ, κι ένα έπος επίσης. Η Δήμητρα’μορ βαδίζει στην άκρη της παρέας μας, κάνοντας πως δεν ακούει. Ο Ρίβης θα έπρεπε να την είχε προειδοποιήσει γι’αυτό, νομίζω, αλλά μάλλον φοβόταν την αντίδρασή της. Δε σκεφτόταν, όμως, πως η αντίδρασή της θα ήταν χειρότερη αν έβλεπε ξαφνικά τη Σαλαρνίδα; Και ποια θα είναι η αντίδραση της Σαλαρνίδας όταν μάθει για τη Δήμητρα’μορ; αναρωτιέμαι.
Ο Γρύπας Ξενοκράτης και οι άλλοι μάς περιμένουν έξω από την Κιρβόνη, πέρα από τις νότιες παρυφές της, κατασκηνωμένοι κοντά στο μεταβαλλόμενο όχημά μας και περιτριγυρισμένοι από το μεταλλικό πλέγμα που αποτελεί ηχητικό φράχτη.
Η Σαλαρνίδα το κοιτάζει με περιέργεια. «Για τα άγρια ζώα είναι αυτό;»
«Όχι,» αποκρίνεται ο Ρίβης. «Άλλη είναι η χρησιμότητά του.» Και μετά τη συστήνει στον Γρύπα και τους άλλους, και αντιστρόφως. Εννοείται, βέβαια, πως δεν της αναφέρει τίποτα απολύτως για τη Σιδηρά Δυναστεία· της λέει μόνο ότι είμαστε φίλοι του και έχουμε λόγο να είμαστε εναντίον της αδελφής του.
Οι υπόλοιποι ακόλουθοι του Ιεροθήρα δεν αργούν να έρθουν. Καθώς μεσημεριάζει και οι δουλειές τους στην Κιρβόνη τελειώνουν, συγκεντρώνονται εδώ, όπως είχαν υποσχεθεί. Είναι, στο σύνολό τους, καμια ντουζίνα, απ’ό,τι βλέπω· όχι και τόσοι πολλοί. Όλοι τους, όμως, μοιάζουν να αγαπούν ειλικρινά τον Ρίβη· δε νομίζω ότι πρέπει ν’ανησυχούμε για προδότες ανάμεσά τους. Μερικοί από τους άλλους, ωστόσο, παρατηρώ ότι τους κοιτάζουν με κάποια καχυποψία: η Ξανθίππη, η Ισμήνη, ο Βινάρης. Και η Δήμητρα’μορ δεν δείχνει να συμπαθεί κανέναν τους – όχι ύστερα από την εμφάνιση της Σαλαρνίδας.
Ο Ρίβης εξηγεί στους ακόλουθούς του τι έγινε με την Ασημίνα, πώς εκείνη τον εξαπάτησε για να νομίζει ότι ο Τζογαδόρος τον κυνηγούσε, και πώς τον φυλάκισε, προκειμένου να καταστρέψει τον ναό του και να εκμεταλλευτεί ολόκληρη την περιουσία των Νέρφελδιφ. Την οποία τώρα χρησιμοποιεί για να κάνει πράγματα που θα τους βλάψουν όλους.
«Τι γνωρίζετε για τους Απόστολους του Κάρτωλακ;» τους ρωτά, και οι ακόλουθοί του απαντούν ότι έχουν ακούσει γι’αυτούς. Είναι εξαπλωμένοι σ’όλα τα Φέρνιλγκαν και επιθυμούν να δημιουργήσουν μια μεγάλη θρησκεία του Κάρτωλακ παρόμοια με της Αρτάλης. Ορισμένοι Απόστολοι, μάλιστα, πλησίασαν τρεις από τους ακόλουθους του Ρίβη, προτείνοντάς τους να γίνουν κι εκείνοι Απόστολοι: αλλά αυτοί αρνήθηκαν. Οι επιδιώξεις των Απόστολων δεν τους μοιάζουν φυσικές για τη θρησκεία του Κάρτωλακ.
Ο Ρίβης τούς λέει ότι συμφωνεί μαζί τους, «αλλά θα πρέπει να καβαλήσουμε αυτό το θηρίο για να το υποτάξουμε στη θέλησή μας,» προσθέτει. Και τώρα όλοι τους τον ακούνε πολύ προσεχτικά, καθώς είναι συγκεντρωμένοι μπροστά του, καθισμένοι στο ανοιξιάτικο χορτάρι, ανάμεσα στα λουλούδια. «Η αδελφή μου έχει συμμαχήσει με τον Θεώνυμο τον Πράσινο Γδάρτη, προκειμένου οι Απόστολοι του Κάρτωλακ να κυριαρχήσουν και να πραγματοποιήσουν το όραμά τους. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να αποτρέψουμε. Όμως δεν μπορούμε να σταθούμε στο πέρασμα τέτοιου θηρίου· θα μας πατήσει. Όπως σας είπα – πρέπει να το καβαλήσουμε για να το υποτάξουμε. Και μάλλον θα χρειαστώ τη βοήθειά σας γι’αυτό. Ποιοι από εσάς είστε πρόθυμοι να φύγετε σήμερα κιόλας από την Κιρβόνη και να μ’ακολουθήσετε νότια, ώς τις όχθες του ποταμού Τάρνοφ;»
Χωρίς πολύ δισταγμό, ο ένας μετά τον άλλο οι ακόλουθοί του δηλώνουν ότι όλοι είναι πρόθυμοι να τον ακολουθήσουν. Και βλέπω τα μάτια τους να γυαλίζουν, τις όψεις τους γεμάτες ενθουσιασμό, ανεξαρτήτως της ηλικίας τους. Είμαι σίγουρος πως αισθάνονται ότι ο Ρίβης τούς υπόσχεται μια περιπέτεια βγαλμένη από τους μύθους και τους θρύλους των Φέρνιλγκαν. Και ίσως να έχουν δίκιο. Ίσως απλά εγώ να έχω γίνει πια πολύ κυνικός, ύστερα από τόσες μαλακίες που έχω δει, και να μη νιώθω το ίδιο. Ή ίσως να φταίει που εγώ δεν είμαι πιστός του Κάρτωλακ, και δεν καταλαβαίνω γιατί αυτοί πιστεύουν με τέτοιο πάθος σ’έναν άγριο θεό των δασών και των θηρίων.
Ο Ρίβης τούς εξηγεί τώρα ότι πρέπει να συμμαχήσει με τον Θεώνυμο προκειμένου να αποτινάξει τον έλεγχο της αδελφής του από τον Πράσινο Γδάρτη. «Και για να το κάνω αυτό θα χρειαστεί να του υποσχεθώ τα ίδια πράγματα που του υποσχέθηκε η Ασημίνα: ότι, δηλαδή, θα τον βοηθήσω οικονομικά για να εξαπλώσει την επιρροή των Απόστολων του Κάρτωλακ. Δεν γίνεται αλλιώς. Δεν θα συμμαχήσει αλλιώς μαζί μου, ακόμα κι αν μάθει πώς φέρθηκε η Ασημίνα σ’έναν ιερέα του Βασιλέα της Πλάσης.»
«Και μετά τι θα κάνεις, Ιεροθήρα;» τον ρωτά ο πρασινόδερμος έμπορος που πουλούσε ερπετά στη Σκεπαστή Αγορά της Κιρβόνης. «Θα προδώσεις τον Πράσινο Γδάρτη; Θα σε σκοτώσει· δεν υπάρχει αμφιβολία. Θα μας σκοτώσει όλους, ίσως!»
Ο Ρίβης λέει: «Όταν οι Απόστολοι του Κάρτωλακ χρηματοδοτούνται από εμένα – έναν ιερέα του Κάρτωλακ, όχι κάποιον τυχαίο πλούσιο – τότε θα βρίσκονται, ουσιαστικά, υπό τον έλεγχό μου. Θα διαλύσω την αίρεσή τους με τρόπο, όχι βιαστικά. Κι αν χρειαστεί να σκοτώσω εγώ τον Θεώνυμο για να το πετύχω αυτό, θα τον σκοτώσω.»
Το ξέρω πως ο Ρίβης θέλει να πάει να δει τη βίλα των Νέρφελδιφ βόρεια της Κιρβόνης, αλλά έχουμε ήδη συμφωνήσει να μην το κάνουμε αυτό, γιατί είναι σχεδόν βέβαιο ότι η Ασημίνα θα μας έχει στήσει κάποια παγίδα εκεί. Θα περιμένει μια τέτοια κίνηση από εμάς. Κι επιπλέον, αυτή τη στιγμή δεν έχουμε τίποτα να κερδίσουμε με το να επισκεφτούμε τη βίλα.
Θα κατευθυνθούμε νότια, προς τον ποταμό Τάρνοφ, για να βρούμε τον άνθρωπο που μπορεί να μας οδηγήσει στον Θεώνυμο τον Πράσινο Γδάρτη. Οι ακόλουθοι του Ρίβη θα έρθουν μαζί μας ώστε εκείνος να έχει κάποιο κύρος και υποστήριξη ως ιερέας του Κάρτωλακ. Διότι ο Θεώνυμος, μάλλον, δεν θα πάρει σοβαρά κάποιον τυχόντα που θα τον επισκεφτεί δηλώνοντας ότι είναι ιερωμένος του Άρχοντα της Πλάσης. Και δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι έχει ακούσει για τον Ρίβη όπως ο Ρίβης έχει ακούσει για τον Θεώνυμο. «Επιπλέον,» μας έχει ήδη πει ο Ρίβης, «αν ήξερε τι κακό έχει κάνει η αδελφή μου σ’έναν ιερέα του Κάρτωλακ δεν νομίζω ότι τόσο εύκολα θα συμμαχούσε μαζί της.» Και πιστεύω ότι πρέπει νάχει δίκιο. Ο Θεώνυμος δεν πρέπει να ξέρει τίποτα γι’αυτόν. Θυμάμαι πως, όταν τον είχα φέρει στη βίλα των Νέρφελδιφ και είχε δει τα ιερατικά λαξεύματα στους τοίχους της, είχε εντυπωσιαστεί, αλλά δεν είχε ξανακούσει για το συγκεκριμένο οικοδόμημα. Δεν μπορεί να γνωρίζει για τον Ρίβη.
Το πρόβλημα, όμως, με τους ακόλουθους είναι ότι είναι πολλοί. Αρχικά, τους είχα υπολογίσει καμια ντουζίνα και δεν είχα πέσει έξω· είναι δεκαπέντε. Πράγμα που σημαίνει ότι δεν χωράνε στο μεταβαλλόμενο όχημα του Ξενοκράτη· ούτε καν μέσα στην ενδοδιάσταση. Τους ρωτάμε αν έχουν δικά τους οχήματα, γιατί η απόσταση που πρέπει να καλύψουμε ώς τον προορισμό μας είναι πάνω από τριακόσια χιλιόμετρα· δεν μπορούμε, και δεν μας συμφέρει, να πάμε βαδίζοντας. Θα κάνουμε κανένα δεκαήμερο για να φτάσουμε έτσι στον ποταμό Τάρνοφ.
Από τους ακόλουθους, όπως αποδεικνύεται, μόνο οι τρεις έχουν οχήματα, κι αυτά όχι μεγάλα: το ένα δίκυκλο και τ’άλλα δύο τετράκυκλα – το ένα με καρότσα, το άλλο χωρίς. Δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη μεταφορά δεκαπέντε ανθρώπων. Η επόμενη καλύτερη λύση, λοιπόν, μοιάζει να είναι να πάρουν άλογα. Αλλά ο Γρύπας Ξενοκράτης διακόπτει τη συζήτησή τους πάνω στο θέμα λέγοντας πως θα τους αγοράσει εκείνος ένα όχημα από τη Νίρκωφ, μια πόλη νοτιοδυτικά της Κιρβόνης και μεγαλύτερη από αυτήν.
«Εκτός αν ξέρετε κανέναν εδώ πέρα που να πουλά φορτηγά,» τους λέει.
Τον κοιτάζουν σαν χαζοί. Δεν μπορούν να το πιστέψουν ότι προτείνει, τόσο άνετα, να αγοράσει ολόκληρο φορτηγό για να μετακινηθούν.
Ο Ρίβης στρέφεται στον Γρύπα: «Θα το πληρώσω εγώ, κύριε Ξενοκράτη. Δε χρειάζεται να–»
«Καλύτερα όχι,» του λέει εκείνος. «Μη δείξεις ακόμα ότι έχεις χρησιμοποιήσει την περιουσία σου για αγορές. Εγώ θα το αγοράσω και μετά, όταν δεν μας χρειάζεται πια, θα το πουλήσω. Δε χάνω τίποτα. Το θέμα, λοιπόν, είναι πώς θα πάμε στη Νίρκωφ. Ή, μήπως, υπάρχει κανένας εδώ που να πουλά φορτηγά;»
«Δεν υπάρχουν τόσο μεγάλες επιχειρήσεις στην Κιρβόνη,» αποκρίνεται ο Ρίβης. «Ίσως, όμως, θα μπορούσαμε να βρούμε κάποιον ιδιώτη που έχει φορτηγό και το πουλά–»
«Δε θα το πρότεινα,» λέει η Ξανθίππη, κι όλοι στρεφόμαστε για να την κοιτάξουμε. «Η αδελφή σου έχει ανθρώπους της εδώ οι οποίοι περιμένουν για εμάς,» εξηγεί εκείνη. «Και η κατάσκοπος που δέσαμε δεν θα μείνει για πάντα δεμένη.»
«Σωστά,» συμφωνεί ο Ρίβης. «Θα πάμε στη Νίρκωφ, λοιπόν.»
«Πόσο απέχει από την Κιρβόνη;» ρωτά ο Ξενοκράτης.
«Γύρω στα εκατόν-είκοσι χιλιόμετρα.»
«Δεν είναι μικρή απόσταση. Αν τη διασχίσουμε με άλογα–»
«Μισό λεπτό,» τους διακόπτω. «Είστε σίγουροι ότι με τα οχήματά σας» – κοιτάζω τους ακόλουθους – «δεν μπορείτε να ταξιδέψετε όλοι, αν και λιγάκι στριμωγμένα;»
Αλληλοκοιτάζονται αναμεταξύ τους, σαν να προσπαθούν να μετρηθούν. Μουρμουρίζουν.
«Νομίζεις ότι χωράνε, Ζορδάμη;» μου λέει ο Ξενοκράτης.
«Νομίζω πως ναι, με λίγη καλή θέληση. Σκεφτείτε: Δύο θα πάνε με το δίκυκλο. Πέντε θα μπουν στο τετράκυκλο που δεν έχει καρότσα.» Και ρωτάω τη Σαλαρνίδα Χρυσότοπη (γιατί σ’αυτήν ανήκει το συγκεκριμένο όχημα): «Χωράνε πέντε άνθρωποι, δεν χωράνε;»
Εκείνη συνοφρυώνεται. «Ναι. Δύο μπροστά και τρεις πίσω. Αν και οι τρεις πίσω θα είναι στριμωγμένοι.»
Συνεχίζω: «Και στο τετράκυκλο με την καρότσα θα μπουν οι οκτώ που απομένουν.» Κοιτάζω τον πρασινόδερμο έμπορο που πουλούσε ερπετά στη Σκεπαστή Αγορά της Κιρβόνης, στον οποίο ανήκει το εν λόγω όχημα και ο οποίος ονομάζεται Τζακ. «Δε χωράνε οκτώ;»
Ο Τζακ φαίνεται να το σκέφτεται για λίγο. «Νομίζω ότι μπορούν να τα καταφέρουν να χωρέσουν,» λέει τελικά. «Το όχημα έχει δυο θέσεις μπροστά, και το υπόλοιπο είναι καρότσα. Στην καρότσα κάθονται άλλοι έξι – με το ζόρι – οπότε θα είμαστε οκτώ. Οι έξι στην καρότσα, πάντως, δεν θα μπορούν ν’απλώσουν ούτε τα χέρια ούτε τα πόδια τους.»
«Εντάξει,» λέω. «Για εκατό χιλιόμετρα, ώς τη Νίρκωφ, θ’αντέξουν. Κι εκεί βλέπουμε. Μπορούμε ν’αγοράσουμε φορτηγό, όπως πρότεινε ο κύριος Ξενοκράτης, αν το θεωρείτε απαραίτητο.»
Κανένας δεν διαφωνεί με το σχέδιό μου, οπότε αποφασίζουμε να ξεκουραστούμε για μεσημέρι και οι ακόλουθοι να πάνε να ετοιμαστούν για το ταξίδι και να φέρουν τα οχήματά τους εδώ. Ο Ρίβης τούς προειδοποιεί να κινηθούν με όσο περισσότερη μυστικότητα μπορούν, και να μην πουν σε κανέναν πού θα ταξιδέψουν. Τους βάζει να ορκιστούν στο όνομα του Κάρτωλακ, Άρχοντα των Δασών, Βασιλέα της Πλάσης, και Αφέντη των Θηρίων.
Ενώ ξεκουραζόμαστε μέσα στον ηχητικό φράχτη, φυλάμε σκοπιές φυσικά, μήπως δούμε να μας πλησιάζει κανένας ανεπιθύμητος. Η Ξανθίππη κάνει την πρώτη βάρδια, μαζί μου. Και, καθώς στέκομαι και καπνίζω, παρατηρώ ότι ο Ρίβης προσπαθεί να πλησιάσει τη Δήμητρα’μορ για να της μιλήσει, αλλά εκείνη τού λέει κάτι απότομο (δεν καταφέρνω ν’ακούσω τι) κι απομακρύνεται, προφανώς ακόμα τσαντισμένη για τη Σαλαρνίδα.
Η οποία Σαλαρνίδα δεν αργεί να επιστρέψει κοντά μας. Είναι η πρώτη που έρχεται, μέσα στο τετράκυκλο όχημά της. Το αφήνει έξω από τον ηχητικό φράχτη και ο Ρίβης τής λέει να έρθει πίσω από το μεταλλικό πλέγμα, πράγμα που εκείνη κάνει πρόθυμα.
«Γιατί το έχετε αυτό γύρω σας;» ρωτά η Σαλαρνίδα. «Ακόμα δεν μου είπες.»
«Υπάρχει ένας κίνδυνος,» εξηγεί ο Ρίβης. «Ένας πολύ συγκεκριμένος κίνδυνος, που παίρνει μορφή ήχου.»
«Μορφή ήχου;»
«Η αδελφή μου έχει στην κατοχή της ένα παράξενο όπλο, το οποίο έκλεψε από τους φίλους μου…» Κοιτάζει προς τη μεριά μου. Ερωτηματικά.
Του γνέφω καταφατικά. Πες της.
Ο Ρίβης εξηγεί, εν συντομία, στη Σαλαρνίδα για το ηχομορφικό όχημα, αν και δεν λέει λεπτομέρειες. Λέει απλά ότι μεταμορφώνεται σε ήχο και ότι είναι πολύ επικίνδυνο.
«Σαν παραμύθι ακούγεται,» παρατηρεί η Σαλαρνίδα. «Σίγουρα υπάρχει;»
«Υπάρχει,» της λέω. «Το έχω–»
Η Ξανθίππη τινάζεται ξαφνικά, πέφτοντας πάνω μου και βάζοντάς μου τρικλοποδιά, ρίχνοντάς με στο έδαφος, ενώ κραυγάζει: «Πέστε κάτω – όλοι!»
Ένα βέλος καρφώνεται στη γη, παραδίπλα. Ένα μεταλλικό βέλος.
Ευτυχώς δεν είναι όλοι έξω από το μεταβαλλόμενο όχημα. Ο Ξενοκράτης και η Ισμήνη είναι στην ενδοδιάσταση, το ίδιο κι η Αστερόπη, ενώ ο Σουτούρης και ο Βινάρης βρίσκονται μέσα στη μπροστινή μεριά του οχήματος.
Η Ξανθίππη, πεσμένη κατά το ήμισυ επάνω μου, υψώνει το τουφέκι της και πυροβολεί. Εγώ τραβάω το πιστόλι μου, προσπαθώντας να διακρίνω τον στόχο της πίσω από το μεταλλικό πλέγμα.
Ακούω κι άλλους πυροβολισμούς, από τη μεριά μας αλλά και από μακριά. Βλέπω και μεταλλικά βέλη να πέφτουν.
«Ο Τοξότης είναι εδώ!» αντηχεί η φωνή του Σουτούρη.
«Μέσα στο όχημα!» φωνάζει ο Βινάρης. «Όλοι! ΓΡΗΓΟΡΑ!»
Η Μελένια, χωρίς να σηκωθεί από κάτω, με μια αστραπιαία, ακροβατική κίνηση των ποδιών της ανοίγει την πίσω πόρτα του οχήματος. Ενώ πυροβολούμε προς τους εχθρούς μας – που πρέπει νάναι καλυμμένοι πίσω από κάτι δέντρα και θάμνους, απ’ό,τι βλέπω – μπαίνουμε, σκυφτοί, στον χώρο με τα καλώδια και τα κάτοπτρα, ο ένας μετά τον άλλο. Μεταφερόμαστε στην ενδοδιάσταση. Η Κλεισμένη γίνεται ξανά τέσσερις γάτες.
«Τι μέρος είν’ αυτό;» κάνει η Σαλαρνίδα, σαστισμένη. Τα μάτια της είναι γουρλωμένα. «Πού είμαστε;»
«Ενδοδιάσταση είναι,» της εξηγεί ο Ρίβης, ενώ η Αστερόπη έχει σηκωθεί ξαφνιασμένη από τον καναπέ του σαλονιού και ο Γρύπας κι η Ισμήνη βγαίνουν από την πόρτα του υπνοδωματίου.
Ο Βινάρης μάς ρωτά από την οθόνη του συστήματος: «Είστε όλοι μέσα;»
«Ναι,» του λέω.
Η Ισμήνη έρχεται πλάι μου, πατώντας το κουμπί που χωρίζει την οθόνη στα τέσσερα, εστιάζοντάς την στους τηλεοπτικούς πομπούς που κοιτάζουν έξω από το όχημα. «Τι συμβαίνει; Ποιοι μας επιτίθενται;»
«Ο Τοξότης είναι, μάλλον,» της λέω, και υψώνω ένα μεταλλικό βέλος το οποίο άρπαξα προτού μπω στην ενδοδιάσταση.
Από την οθόνη βλέπουμε το όχημα να γκρεμίζει τον ηχητικό φράχτη και να κατευθύνεται προς την κάλυψη όπου βρίσκονται οι εχθροί μας. Δεν πρέπει νάναι πολλοί, απ’ό,τι έχω καταλάβει. Ένας, δυο άνθρωποι πέρα από τον Τοξότη. Και τώρα βλέπουμε δύο δίκυκλα να φεύγουν ολοταχώς πίσω από τα δέντρα.
Παρατηρώ ότι δεν είχα κάνει λάθος στην εκτίμησή μου. Το ένα δίκυκλο έχει έναν αναβάτη, το άλλο έχει δύο.
«Να τους κυνηγήσω, κύριε Ξενοκράτη;» ρωτά ο Βινάρης, από ένα πέμπτο τμήμα της οθόνης ανάμεσα στα άλλα τέσσερα.
«Όχι,» του λέει ο Γρύπας. «Επίστρεψε εκεί όπου ήμασταν. Θα περιμένουμε και τους υπόλοιπους ακόλουθους του Ρίβη, και μετά θα φύγουμε από δω.»
«Μα τον Μεγάλο Κάρτωλακ,» ακούω τη Σαλαρνίδα να λέει στον Ρίβη, «αυτοί μπορεί να τους σκοτώσουν προτού έρθουν!»
«Δε φαίνεται νάναι άλλοι εδώ γύρω,» αποκρίνεται εκείνος, «και δε νομίζω να τολμήσουν να τους επιτεθούν μες στην πόλη.» Αλλά τον ακούω ανήσυχο.
Επιστρέφουμε εκεί όπου ήμασταν και περιμένουμε. Ορισμένοι βγαίνουν από το όχημα, ορισμένοι μένουν μέσα. Εγώ είμαι μ’αυτούς που βγαίνουν: τον Ρίβη, τη Σαλαρνίδα, την Ξανθίππη, την Αστερόπη, και τη Δήμητρα’μορ. Η τελευταία ελέγχει με τη μαγεία της τον ηχητικό φράχτη και μας λέει ότι το μεταλλικό πλέγμα έχει σπάσει εκεί όπου το χτύπησε το όχημα αλλά το κύκλωμα δεν έχει καταστραφεί. Ο φράχτης εξακολουθεί να μπλοκάρει ήχους. Τον στήνουμε κανονικά, λοιπόν, και περιμένουμε πίσω του.
Οι ακόλουθοι του Ρίβη δεν αργούν να έρθουν, μαζί με τα οχήματά τους. Οι δύο πρώτοι που καταφτάνουν, καβαλώντας το δίκυκλο, μας ρωτάνε τι ήταν αυτοί οι πυροβολισμοί που άκουσαν, και τους εξηγούμε ότι μάλλον ήταν άνθρωποι της Ασημίνας Νέρφελδιφ.
Η Σαλαρνίδα λέει: «Εμένα πρέπει ν’ακολούθησαν. Σας έβαλα όλους σε κίνδυνο!»
«Δεν πειράζει,» την καθησυχάζει ο Ρίβης σφίγγοντας τους ώμους της· «το ξέρουμε ότι δεν το έκανες επίτηδες. Έπρεπε να το είχα σκεφτεί ότι ίσως να σε παρακολουθούσαν.»
«Αν την παρακολουθούσαν,» ρωτά η Ξανθίππη, «τότε γιατί δεν μας ακολούθησαν ώς εδώ την πρώτη φορά που ήρθαμε μαζί της;»
«Μπορεί να μας ακολούθησαν αλλά να μην τους είδαμε.»
«Ήμουν προσεχτική· θα τους έβλεπα. Το τοπίο αυτό δεν έχει και πολλές κρυψώνες.»
«Ναι,» λέει ο Ρίβης, κοιτάζοντας γύρω, «πράγματι δεν έχει πολλές κρυψώνες.» Κουνά το κεφάλι του. «Δεν ξέρω. Ίσως ο κατάσκοπος που παρακολουθούσε το σπίτι της να μη μας ακολούθησε αλλά να πήγε να ειδοποιήσει τον Τοξότη.»
«Ναι,» συμφωνώ, «αυτό είναι ίσως το πιθανότερο.»
Οι υπόλοιποι ακόλουθοι του Κάρτωλακ βρίσκονται σύντομα μαζί μας, κι αποφασίζουμε να μην καθυστερήσουμε άλλο. Επιβιβαζόμαστε στα οχήματα, ενώ δεν έχει σκοτεινιάσει ακόμα, και φεύγουμε από την ύπαιθρο νότια της Κιρβόνης, κατευθυνόμενοι προς Νίρκωφ.
*
Μετά από δύο ώρες, ενώ σουρουπώνει, φτάνουμε στη Νίρκωφ, που βρίσκεται στο πλάι της μεγάλης δημοσιάς η οποία, συνεχίζοντας προς τα ανατολικά, αποκτά το όνομα «το Φίδι» και καταλήγει στο διαστασιακό πέρασμα που βγάζει στη Σάρντλι.
Στη Νίρκωφ δεν υπάρχουν βιομηχανίες που φτιάχνουν φορτηγά. Υπάρχουν, όμως, μεταπωλητές διαφόρων οχημάτων.
«Είστε σίγουροι πως χρειάζεστε άλλο όχημα;» ρωτάω τους πιστούς του Κάρτωλακ, καθώς έχουμε σταματήσει στα όρια της πόλης.
Ο Ρίβης μού λέει: «Καλύτερα να έχουν ένα φορτηγό, γιατί δεν ξέρουμε πόσο ίσως χρειαστεί να ταξιδέψουμε. Το ταξίδι μας δεν θα τελειώσει στις όχθες του ποταμού Τάρνοφ, Ζορδάμη.»
Πηγαίνουμε, λοιπόν, μαζί με τον Γρύπα Ξενοκράτη και επισκεπτόμαστε έναν πωλητή φορτηγών οχημάτων που έχει το κατάστημά του επί της δημοσιάς. Ο Γρύπας τον πληρώνει με μετρητά – δεσμίδες χαρτονομισμάτων – και αγοράζει ένα τετράκυκλο ημιφορτηγό που χωρά και με το παραπάνω τους ακόλουθους του Ρίβη, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα οχήματά τους.
Δεν μένουμε άλλο στη Νίρκωφ. Με τους προβολείς μας αναμμένους κατευθυνόμαστε νότια, μέσα σε άγριους τόπους με ελάχιστους και κακοτράχαλους δρόμους. Όταν νυχτώνει για τα καλά, σταματάμε και κατασκηνώνουμε. Ο ηχητικός φράχτης, φυσικά, μας περιτριγυρίζει όλους εκτός από τα οχήματα των ακόλουθων του Ρίβη, και ο Νιρμόδος’χοκ υφαίνει μια Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως για επιπλέον προστασία. Η Αστερόπη λέει πως δεν θα μπορούσε να υφάνει εκείνη αυτή τη μαγγανεία γύρω από τόσους πολλούς ανθρώπους, γιατί δεν την ξέρει καλά.
Ο Ρίβης παρατηρώ ότι κοιμάται στην ίδια κουβέρτα με τη Σαλαρνίδα, και η Δήμητρα’μορ μοιάζει, αναμενόμενα, πολύ τσαντισμένη καθώς κάθεται στην άλλη άκρη του καταυλισμού μας. Δεν κοιμάται. Η καύτρα του τσιγάρου της γυαλίζει μες στη νύχτα. Ο Σεβασμιότατος δεν είναι και πολύ διπλωματικός, συμπεραίνω.
Όταν η βάρδια μου τελειώνει, πλησιάζω τη μικρή σκηνή που έχω στήσει για τον εαυτό μου, σκύβω, και μπαίνω. Διαπιστώνω, ξαφνιασμένος, ότι δεν είμαι μόνος μες στο σκοτάδι.
Ένα γνώριμο γέλιο ακούγεται. «Πρόσεχε, Ραλίστα! Θα με λιώσεις!»
«Τι κάνεις εδώ;» τη ρωτάω καθώς ανασηκώνομαι από πάνω της.
Το χέρι της Αστερόπης με χαϊδεύει στα χαμηλά. «Τι νομίζεις εσύ ότι κάνω;»
«Νόμιζα ότι ήσουν τραυματισμένη.» Προσπαθεί να μου σηκωθεί αλλά μπλέκεται μέσα στο παντελόνι μου.
«Δεν είμαι τόσο τραυματισμένη.» Λύνει τη ζώνη μου και ανοίγει το κουμπί του παντελονιού. Κατεβάζει το φερμουάρ.
Ξαπλώνω διπλά της· δηλαδή, επάνω της ουσιαστικά: ο χώρος μέσα στη σκηνή είναι πολύ στενός. «Ο καταυλισμός είναι μικρός,» της λέω. «Θα τους ξυπνήσουμε όλους.»
«Δε θα κάνουμε φασαρία,» μου ψιθυρίζει, φιλώντας με.
«Είσαι σίγουρη;» Το χέρι μου ψαχουλεύει την πλάτη της, βρίσκει τον στηθόδεσμό της, και γλιστρά από κάτω.
«Ναι. Θα σε δαγκώσω.» Με δαγκώνει δοκιμαστικά στον ώμο, πάνω από τα ρούχα μου.
*
Το πρωί, συνεχίζουμε νότια και δυτικά, και σε δύο ώρες φτάνουμε στις βόρειες όχθες του ποταμού Τάρνοφ.
«Το μεταβαλλόμενο,» λέω στον Ρίβη, καθώς είμαστε μέσα στην ενδοδιάσταση, «μπορεί να περάσει απέναντι. Οι ακόλουθοί σου πώς θα περάσουν;»
«Υπάρχει γέφυρα εδώ κοντά,» αποκρίνεται ο Ρίβης, και εξηγεί, μέσω της οθόνης, στον Βινάρη πώς να πάει εκεί.
Ο Βινάρης ακολουθεί τις οδηγίες του και σύντομα φτάνουμε στη γέφυρα, η οποία είναι πέτρινη και όχι πολύ μεγάλη. Το ημιφορτηγό με το ζόρι θα χωράει, υποθέτω.
Αλλά δεν είναι αφύλαχτη. Και στις δύο όχθες της στέκονται άνθρωποι που μονάχα ληστές θα μπορούσα να τους χαρακτηρίσω, κρίνοντας από τις ενδυμασίες τους και τα όπλα που κουβαλάνε. Έχουν και μια βάρκα μαζί τους, ξύλινη και όχι μηχανοκίνητη απ’ό,τι φαίνεται, αλλά επάνω της είναι ένα αρκετά μεγάλο πυροβόλο που ίσως νάχει ξεμείνει εδώ από τους Παντοκρατορικούς.
«Ποιοι είναι αυτοί οι καριόληδες, Σεβασμιότατε;» ρωτάω.
«Ζητάνε φόρο,» αποκρίνεται ο Ρίβης.
«Στο όνομα ποιου;» λέει ο Ξενοκράτης.
«Στο δικό τους όνομα. Λέγονται ‘η Αδελφότητα της Πέτρινης Γέφυρας’, και είναι μια συμμορία που από παλιά εκμεταλλεύεται αυτή τη γέφυρα. Μην ανησυχείτε, όμως· η Σαλαρνίδα έχει φέρει κάποια άμφια που μπορούν να με αναγνωρίσουν ως ιερέα του Κάρτωλακ. Κι όταν η συμμορία δει ότι είμαι ιερέας του Άρχοντα των Δα–»
«Δε χρειάζεται να μάθουν τόσα πολλά για εμάς, ούτε να δουν το πρόσωπό σου,» τον διακόπτει η Ισμήνη. «Θα τους πληρώσουμε. Πόσο παίρνουν;»
«Θα σας κοστίσει,» τους προειδοποιεί ο Ρίβης, «για τόσα οχήματα.»
Ο Γρύπας όμως δείχνει να συμφωνεί με τη σύζυγό του, κι εκείνη τού λέει: «Θα το κανονίσω εγώ.»
Ο Ξενοκράτης γνέφει καταφατικά, και της δίνει μια χοντρή δεσμίδα χαρτονομίσματα. «Πες στον Σουτούρη και στην Ξανθίππη νάρθουν μαζί σου.»
«Εντάξει.»
Η Ισμήνη γλιστρά μέσα στον καθρέφτη που είναι γεμάτος με αλλόκοτα χρώματα και παράδοξα σχήματα, κι εξαφανίζεται. Τη βλέπουμε από την οθόνη του συστήματος τώρα, και μετά βλέπουμε και τον Σουτούρη και την Ξανθίππη να βγαίνουν από τη μπροστινή μεριά του οχήματος. Πλησιάζουν οι τρεις τους τους φύλακες της πέτρινης γέφυρας, και η Ισμήνη τούς μιλά. Είναι άντρες όλοι τους, και τη γλυκοκοιτάζουν – πράγμα αναμενόμενο, για μια γυναίκα όμορφη σαν την Ισμήνη. Στο τέλος παίρνουν τα χαρτονομίσματα που τους δίνει, και εκείνη επιστρέφει στην ενδοδιάσταση, ενώ ο Σουτούρης και η Ξανθίππη στη μπροστινή μεριά του οχήματος.
«Μπορούμε να περάσουμε,» λέει η κοκκινομάλλα σύζυγος του Ξενοκράτη, δίνοντάς του τα χρήματα που απέμειναν.
«Πόσο πλήρωσες;» τη ρωτά η Αστερόπη.
«Είκοσι-πέντε ήλιους. Πέντε για κάθε όχημα, μου είπαν.»
«Ληστές είναι, τελικά,» συμπεραίνω.
Η γέφυρα φαίνεται σταθερή αλλά και παλιά· δεν τη διασχίζουμε όλοι μαζί για να μην τη βαρύνουμε και γίνει κανένα ατύχημα. Πρώτα περνά το ημιφορτηγό, που είχα δίκιο ότι ίσα-ίσα χωρά επάνω της. Μετά, περνά το τετράκυκλο της Σαλαρνίδας, και μετά απ’ αυτό το δίκυκλο και το τετράκυκλο του Τζακ. Τελευταίοι ακολουθούμε εμείς, μέσα στο μεταβαλλόμενο.
Οι ληστές δεν μας ενοχλούν στο ελάχιστο καθώς απομακρυνόμαστε.
Και τώρα ο Ρίβης δίνει ξανά κατευθύνσεις στον Βινάρη, ο οποίος οδηγεί προς τα δυτικά για καμια εικοσαριά χιλιόμετρα προτού φτάσουμε κοντά σε μια μικρή πόλη στις νότιες όχθες του Τάρνοφ.
«Εδώ θα βρούμε τον άνθρωπό μας,» μας λέει ο ιερέας του Κάρτωλακ.
«Τον άνθρωπο του Θεώνυμου, εννοείς,» τονίζει η Αστερόπη. «Και καλύτερα να είμαστε προσεχτικοί μαζί του. Πολύ προσεχτικοί.»
«Δεν πρότεινα το αντίθετο.»
Αποφασίζουμε να μην πάμε όλοι μαζί στη μικρή πόλη στις όχθες του ποταμού. Έτσι, βγαίνουμε από το όχημα εγώ, ο Ρίβης, η Ξανθίππη, ο Σουτούρης ο Τυχερός, η Αστερόπη, και η Δήμητρα’μορ. Και παίρνουμε και την Κλεισμένη, για γούρι. Μόλις είμαστε έξω, η Σαλαρνίδα βγαίνει από το δικό της όχημα και μας ρωτά αν μπορεί να έρθει μαζί μας. Ο Ρίβης τής απαντά πως καλύτερα να μείνει εδώ, με τους υπόλοιπους ακόλουθους. Θα τους ειδοποιήσει μόλις έχει επικοινωνήσει με τον άνθρωπο του Θεώνυμου. Η Σαλαρνίδα δεν φέρνει αντίρρηση, οπότε αφήνουμε εκείνη και τους άλλους πίσω μας και μπαίνουμε στη μικρή πόλη με τα χαμηλά οικήματα και τους στενούς δρόμους. Θα μπορούσες να την αποκαλέσεις και χωριό.
Ο άνθρωπος που αναζητάμε ονομάζεται Βατράνος ο Βάτραχος, και ο Λάρνος είπε στον Ρίβη ότι έχει αποκτήσει αυτό το παρατσούκλι όχι μόνο επειδή ασχολείται με τον ποταμό αλλά και λόγω της όψης του. Συχνάζει στο μοναδικό καπηλειό του λιμανιού της μικρής πόλης, και εκεί οφείλουμε να τον αναζητήσουμε.
Δε δυσκολευόμαστε καθόλου να βρούμε το συγκεκριμένο κατάστημα. Δεν έχει καν πινακίδα, αφού δεν φαίνεται να χρειάζεται όνομα, αλλά το αναγνωρίζουμε αμέσως. Έχει τραπέζια στην αυλή του η οποία σκεπάζεται από μια ξύλινη πέργκολα γεμάτη αναρριχώμενα άνθη και φυτά. Δεν είναι ακόμα μεσημέρι και δεν έχει πολύ κόσμο. Τρεις, τέσσερις άνθρωποι είναι εδώ. Ο ταβερνιάρης μοιάζει να χαίρεται που μας βλέπει να μπαίνουμε στο μαγαζί του. Χαμογελά καθώς στρέφει το βλέμμα του προς τη μεριά μας. Πελατεία! σκέφτεται, αναμφίβολα. Η όψη του, όμως, φανερώνει απογοήτευση όταν καταλαβαίνει πως δεν θα καθίσουμε. Τον πλησιάζουμε και ο Ρίβης τον ρωτά πού θα μπορούσαμε να βρούμε τον Βατράνο τον Βάτραχο.
«Τι τονε θέλετε;»
«Έχουμε μια δουλειά μαζί του. Δεν είναι στην πόλη;»
«Ναι, εδώ είναι.»
Ο Ρίβης τού δίνει έναν ήλιο. «Πού;»
Ο ταβερνιάρης δαγκώνει το κέρμα για να βεβαιωθεί για τη γνησιότητά του. Χαμογελά λυκίσια και μας λέει, δείχνοντας: «Προς τα κει, μάγκα μου. Στη δυτική άκρη του λιμανιού έχει το σπίτι του, πλάι στο ψαράδικο. Θα το καταλάβετε.»
Ο Ρίβης τον ευχαριστεί και φεύγουμε, βαδίζοντας προς τα δυτικά. Ένας σκύλος γαβγίζει πίσω μας. Η Κλεισμένη τον αγνοεί επιδεικτικά.
«Αναρωτιέμαι πού βρίσκονται οι βάρκες της συμμορίας του Θεώνυμου,» λέω. «Μπροστά απ’το σπίτι αυτού του Βάτραχου; Σ’ετούτες τις αποβάθρες;»
«Ή εδώ,» μου απαντά ο Ρίβης, «ή λίγο πιο έξω από την πόλη, υποθέτω.»
Φτάνοντας στη δυτική άκρη του λιμανιού, βλέπουμε ότι εκεί σχηματίζεται ένα κοίλωμα στην όχθη του ποταμού, και μέσα σ’αυτό το κοίλωμα είναι αραγμένες κάμποσες βάρκες, ορισμένες με μηχανή, ορισμένες όχι. Αυτός πρέπει νάναι ο στόλος του Πράσινου Γδάρτη, νομίζω.
Το ψαράδικο που ανέφερε ο ταβερνιάρης βρωμοκοπά, και εκεί είναι τώρα συγκεντρωμένοι τρεις ψαράδες του ποταμού οι οποίοι πουλάνε ψάρια σε αρκετούς ανθρώπους που έρχονται και φεύγουν. Η Κλεισμένη νιαουρίζει πεινασμένα.
«Μη με κοιτάς έτσι,» της λέω. «Δεν έχω λεφτά για πρόγευμα.»
Η Κλεισμένη εξαφανίζεται για λίγο ανάμεσα στα πόδια των πελατών και, προτού πλησιάσουμε το σπίτι που μάλλον είναι του Βάτραχου, εμφανίζεται πλάι μας ξανά μ’ένα ψάρι στο στόμα, μοιάζοντας να χαμογελά πίσω απ’τα μουστάκια της.
«Αυτό,» της λέω, «ελπίζω να μην το έκλεψες.»
Το σπίτι του Βατράνου θυμίζει καλύβι, αν και είναι, αναμφίβολα, μεγαλύτερο από καλύβι. Είναι φτιαγμένο από ξύλο, ισόγειο, και πλάι του υπάρχουν διάφορα εξαρτήματα για βάρκες, σχηματίζοντας έναν μεγάλο σωρό. Σε μια προβλήτα κοντά στο σπίτι είναι γονατισμένος ένας άντρας μπροστά σε μια μηχανή (βγαλμένη από βάρκα, μάλλον) και τη σκαλίζει μ’ένα εργαλείο. Αυτός πρέπει νάναι ο Βάτραχος. Τουλάχιστον, μοιάζει με βάτραχο, και είναι πρασινόδερμος όπως είπε ο Λάρνος στον Ρίβη.
Καθώς τον πλησιάζουμε, στρέφεται να μας κοιτάξει, συνοφρυωμένος, και σηκώνεται όρθιος. Είναι κοντός και πλατύς, αν και όχι πλαδαρός. Ωστόσο, ναι, μπορείς αμέσως να καταλάβεις γιατί τον αποκαλούν «ο Βάτραχος». Τα μαλλιά του είναι μαύρα και λιγδιασμένα καθώς πέφτουν στους ώμους του. Στο σαγόνι και στα μάγουλά του φυτρώνουν μερικές τρίχες από δω κι από κει, σα να μη μπορεί να φυτρώσει κανονικό μούσι.
«Τι θέλετε, μάγκες;» ρωτά, ατενίζοντάς μας με επιφύλαξη. Τα μάτια του είναι θολά αλλά όχι χαζά. Είναι τα μάτια μαχαιροβγάλτη.
«Είσαι ο Βατράνος ο Βάτραχος;» λέει ο Ρίβης.
«Και λοιπόν;»
«Θέλουμε να μας εξυπηρετήσεις σε κάτι.» Ο Ρίβης βγάζει ένα χαρτονόμισμα των δέκα ήλιων από μια τσέπη του – ένα χαρτονόμισμα του Ξενοκράτη – αλλά δεν το τείνει ακόμα προς τον Βατράνο.
«Ναι, άμα μπορώ…» Ο Βάτραχος περιμένει, παρατηρητικός.
«Γνωρίζουμε ότι φυλάς τις βάρκες του Θεώνυμου του Πράσινου Γδάρτη εδώ…»
«Και λοιπόν;»
«Είσαι έμπιστος άνθρωπος του Θεώνυμου, έτσι δεν είναι;»
«Και λοιπόν;» Πρέπει να του αρέσει αυτή η έκφραση.
«Θέλω να με οδηγήσεις σ’αυτόν. Είμαι ιερέας του Κάρτωλακ και πρέπει να του μιλήσει για κάτι πολύ σημαντικό. Να τον προειδοποιήσω, και να του κάνω μια συμφέρουσα πρόταση.»
«Θα του πω για σένα. Πώς σε λένε;»
Ο Ρίβης κουνά το κεφάλι. «Όχι, δεν θέλω να του ‘πεις’ για μένα. Θέλω να με οδηγήσεις σ’αυτόν – τώρα, ει δυνατόν.»
«Αυτό δεν γίνεται,» ρουθουνίζει ο Βατράνος. «Δε μπορείς να περιμένεις λίγο;»
«Υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να μ’εμποδίσουν απ’το να μιλήσω με τον Θεώνυμο γιατί παίζουν άσχημο παιχνίδι μαζί του. Πρέπει να φτάσω σ’αυτόν όσο πιο γρήγορα και ξαφνικά γίνεται. Με καταλαβαίνεις;»
Ο Βατράνος συνοφρυώνεται. «Όχι. Σα μπαγαπόντης μού τα λες. Συγνώμη κιόλας, άμα όντως είσαι ιερέας.»
«Σου εξηγώ, άνθρωπέ μου,» λέει, επίμονα, ο Ρίβης. «Υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να με σταματήσουν απ’το να μιλήσω στον Θεώνυμο επειδή τον εκμεταλλεύονται και επειδή εγώ σκοπεύω να τον ενημερώσω γι’αυτό που συμβαίνει και να του κάνω μια πολύ συμφέρουσα πρόταση. Με καταλαβαίνεις καλύτερα τώρα;»
Ο Βάτραχος κάνει πίσω τα λιγδιασμένα μαλλιά του. «Και τι είναι το θέμα, ακριβώς;»
«Το ‘θέμα’ δεν μπορώ να το πω σ’εσένα, όπως αντιλαμβάνεσαι. Αλλά» – και τείνει τώρα το χαρτονόμισμα των δέκα ήλιων προς το μέρος του – «ο Θεώνυμος θα σ’ευχαριστήσει για τη βοήθειά σου, πίστεψέ με.»
Ο Βάτραχος κοιτάζει το νόμισμα με δισταγμό. «Και θες να σε πάω σ’αυτόν τώρα; Αμέσως;»
«Ναι.»
«Μα, δεν είναι στην πόλη, φίλε μου.»
«Το φανταζόμουν πως δεν θα ήταν. Θέλω να με πας στο άντρο του. Εκεί δεν είναι;»
«Μπορεί. Αλλά το άντρο δεν είναι εδώ δίπλα, για να πάμε βόλτα βαδίζοντας. Είναι προς τα νότια, κάμποσος δρόμος.»
«Έχεις χάρτη; Μπορείς να μας καθοδηγήσεις, κάπως, εκεί;»
«Κοίτα, φίλε μου, εγώ δεν ξέρω ποιοι είστε. Λες εσύ ότι είσαι ιερέας του Κάρτωλακ και τα λοιπά, αλλά άμα δεν λες αλήθεια εγώ θα βρω την οργή του Κάρτωλακ απ’τον Θεώνυμο.»
«Τότε θα πάμε στο άντρο όλοι μαζί. Τώρα.» Ο Ρίβης κάνει νόημα με το κεφάλι, και η Ξανθίππη τραβά ένα πιστόλι μέσα από την κάπα της και σημαδεύει τον Βατράνο.
«Το ήξερα!» μουγκρίζει εκείνος. «Είστε μπαγαπόντηδες!»
«Δεν είμαστε ‘μπαγαπόντηδες’,» του λέει ο Ρίβης. «Είμαι, πράγματι, ιερέας του Κάρτωλακ και, πράγματι, θέλω να μιλήσω με τον Θεώνυμο. Τώρα, έλα μαζί μας κι όχι άλλες φασαρίες.» Του περνά το χαρτονόμισμα σε μια τσέπη.
Απομακρυνόμαστε από την αποβάθρα και διασχίζουμε την πόλη ενώ κοιτάμε γύρω μας για σημάδια ότι μπορεί κάποιοι να μας παρακολουθούν ή να ετοιμάζονται να μας χιμήσουν. Τίποτα τέτοιο, όμως, δεν βλέπουμε, και βγαίνουμε από την πόλη για να συναντήσουμε τους υπόλοιπους, που μας περιμένουν έξω από τα οχήματα.
«Τι συμβαίνει εδώ, ρε;» κάνει ο Βατράνος ο Βάτραχος. «Συμμορία είστε;»
«Δεν είμαστε συμμορία,» του λέει ο Ρίβης. «Αυτοί είναι οι ακόλουθοί μου. Μπες εκεί μέσα.» Του δείχνει το ημιφορτηγό, και τον ακολουθεί κι ο ίδιος στο εσωτερικό του, καθώς και η Ξανθίππη. Οι υπόλοιποι επιβιβαζόμαστε στα οχήματά μας όπως πριν, με την εξαίρεση ότι ο Σουτούρης δεν κάθεται τώρα στη μπροστινή μεριά του μεταβαλλόμενου αλλά έρχεται πίσω, στην ενδοδιάσταση.
Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός μου κουδουνίζει και τον ανοίγω έτσι ώστε να μπορούμε ν’ακούσουμε όλοι. Πώς πιάνει σήμα από δω μέσα δεν ξέρω, αλλά υποθέτω πως υπάρχει κάποιο ειδικό τηλεπικοινωνιακό σύστημα που συνδέει την ενδοδιάσταση με τον έξω κόσμο.
Η φωνή του Ρίβη λέει από τον πομπό: «Μ’ακούς, Ραλίστα;»
«Ναι.»
«Εμείς θα πηγαίνουμε μπροστά κι εσείς θα ακολουθείτε. Όταν είναι να συναντήσω τον Θεώνυμο δεν χρειάζεται να βγείτε. Και, βασικά, καλύτερα να μην βγείτε.»
«Ναι, καταλαβαίνουμε τι λες,» αποκρίνομαι, και στρέφω το βλέμμα μου στον Ξενοκράτη, ο οποίος γνέφει καταφατικά.
Τα οχήματά μας ξεκινούν, ακολουθώντας το ημιφορτηγό προς τα νότια, στην άγρια ύπαιθρο των Φέρνιλγκαν.
*
Ταξιδεύουμε μέσα από περιοχές όπου τα οχήματά μας μετά δυσκολίας περνάνε, παρότι οι τροχοί τους δεν είναι τροχοί για δρόμους πόλεων αλλά μεγάλοι, ατρακτοειδείς, και δυνατοί. Καθώς κοιτάζω τους τόπους από την οθόνη του συστήματος της ενδοδιάστασης, μετά από καμια ώρα νομίζω πως αρχίζουν να μου θυμίζουν κάτι, γιατί κάποτε είχα φέρει τον Θεώνυμο σε τούτα τα μέρη, αλλά δεν με είχε οδηγήσει ώς το άντρο του, επιφυλακτικός μαζί μου.
Το ημιφορτηγό μπαίνει σ’ένα δάσος, και το ακολουθούμε. Τα δέντρα, ευτυχώς, είναι αρκετά αραιά ώστε να μην υπάρχει ιδιαίτερο πρόβλημα στην κίνησή μας.
«Αυτό το κάθαρμα μπορεί να μας οδηγήσει σε καμια παγίδα,» λέει η Αστερόπη.
«Θα είναι τότε ο πρώτος που θα πεθάνει,» λέει ο Σουτούρης.
«Το όλο θέμα είναι να μην πεθάνουμε εμείς.»
Παρεμβαίνω, λέγοντας: «Δε νομίζω ότι είναι από τους ανθρώπους που θα ρισκάρουν τη ζωή τους.»
«Ναι,» λέει ο Σουτούρης, «συμφωνώ, Ραλίστα.»
Λίγο παρακάτω, ενώ το δάσος έχει αρχίσει να πυκνώνει ολόγυρά μας, τα δέντρα να αφήνουν πιο στενά διαστήματα ανάμεσά τους, οι θάμνοι να είναι περισσότεροι, και το χόρτο πιο πολύ και πιο ψηλό, το ημιφορτηγό σταματά. Τα άλλα τρία οχήματα των ακόλουθων και το δικό μας σταματάνε επίσης. Έχουν περάσει δυο ώρες από τότε που φύγαμε από την πόλη στις όχθες του ποταμού.
«Τι συμβαίνει, Σεβασμιότατε;» ρωτάω από τον πομπό μου.
«Εδώ λέει πως είμαστε,» μου απαντά ο Ρίβης. «Δεν ξέρει πώς να μας οδηγήσει στην είσοδο του άντρου αλλά ξέρει πώς να καλέσει τους φύλακές του. Θα βγω εγώ μαζί με την Ξανθίππη και τους δικούς μου. Εσείς μείνετε στη θέση σας.»
Ρίχνω ένα βλέμμα στον Γρύπα και στους άλλους γύρω μου. Κανένας δεν διαφωνεί, έτσι λέω στον Ρίβη: «Όπως νομίζεις. Αλλά πρόσεχε.»
Ο Ρίβης αισθάνεται κάποιο άγχος καθώς κατεβαίνει από το ημιφορτηγό. Αλλά και, συγχρόνως, ενθουσιασμό. Πολύ δυνατό ενθουσιασμό, ο οποίος σβήνει τελείως το άγχος. Από τότε που πήγαν στον Ναό της Σπηλιάς και ύστερα, ο Ρίβης νιώθει φορτισμένος από μια εσωτερική δύναμη που μπορεί να προέρχεται μονάχα από τον Άρχοντα των Δασών. Ο Κάρτωλακ είναι ξανά στο πλευρό του! Τον συντρέχει.
Και ο Ρίβης αντιλαμβάνεται ότι τώρα γράφει ιστορία. Κάνει κάτι που θα αλλάξει την κατάσταση στα Φέρνιλγκαν. Το ξέρει πως είναι έτσι. Το ξέρει πως από εκείνον εξαρτάται τι θα γίνει τελικά με την αίρεση που ονομάζεται Απόστολοι του Κάρτωλακ. Ο Άρχοντας της Πλάσης τον έχει στείλει για να εμποδίσει εκείνους που σκοπεύουν να διαστρεβλώσουν τη θρησκεία του προκειμένου ν’αποκτήσουν εξουσία και δύναμη που δεν έπρεπε να έχουν.
Η Ξανθίππη ακολουθεί τον Ρίβη έξω από το ημιφορτηγό σπρώχνοντας τον Βατράνο τον Βάτραχο μπροστά της ενώ ακόμα έχει το πιστόλι στο χέρι της.
Ο Ρίβης κάνει νόημα στους ακόλουθούς του να κατεβούν από τα οχήματά τους, κι εκείνοι κατεβαίνουν. Η Σαλαρνίδα έρχεται κοντά του. «Εδώ είναι το άντρο του Θεώνυμου;» ρωτά.
«Σύμφωνα με τον φίλο μας, ναι.» Ο Ρίβης στρέφεται στον Βατράνο. «Λοιπόν;» του λέει. «Πώς θα καλέσεις τους φρουρούς;»
«Θα σφυρίξω,» αποκρίνεται εκείνος. «Θα μας έχουν πάρει χαμπάρι ήδη, μάλλον. Αλλά θα σφυρίξω για να δώσω σήμα ότι είμαστε δω για το άντρο. Εντάξει;» Είναι φοβισμένος, έκδηλα. «Και δε χρειάζεται να μ’απειλείτε πια. Σας βοηθάω, δε σας βοηθάω;»
«Δε σ’απειλούμε.»
Ο Βατράνος στρέφει το βλέμμα του στην Ξανθίππη, η οποία ακόμα τον σημαδεύει με το πιστόλι της. Ο Ρίβης τής γνέφει να το κατεβάσει, κι εκείνη υπακούει, αν και διστακτικά. Δεν το θηκαρώνει, όμως· το κρατά στο χέρι της.
Ο Βατράνος καθαρίζει τον λαιμό του, βάζει δυο δάχτυλα του δεξιού του χεριού στο στόμα, και σφυρά τρεις φορές και τρεις φορές και τρεις φορές, συνθηματικά.
Σιγή απλώνεται, μετά. Κανένας δεν μιλά.
«Ποιος είν’ εκεί;» αντηχεί ξαφνικά μια φωνή, και ο Ρίβης στρέφει το βλέμμα του προς τ’αριστερά, για ν’αντικρίσει μέσα από τη βλάστηση δύο άντρες να στέκονται, έχοντας όπλα κρεμασμένα επάνω τους, αλλά και στα χέρια τους επίσης. Ο ένας κρατά μια καραμπίνα, ο άλλος ένα οπλοπολυβόλο που μοιάζει πολύ επικίνδυνο.
«Ένας ιερέας του Κάρτωλακ,» αποκρίνεται μεγαλόφωνα ο Ρίβης, χωρίς δισταγμό, εξακολουθώντας να νιώθει φορτισμένος από τον Άρχοντα της Πλάσης. «Θέλω να μιλήσω στον Θεώνυμο τον Πράσινο Γδάρτη. Τώρα. Πρόκειται για θέμα πολύ σημαντικό. Κάποιοι τον έχουν εξαπατήσει.»
«Πώς λέγεσαι;»
«Το όνομά μου δεν έχει σημασία. Είμαι ιερέας του Κάρτωλακ, κι αυτοί είναι οι ακόλουθοί μου.» Χειρονομεί προς τη μεριά των ανθρώπων που είναι συγκεντρωμένοι πίσω του.
«Θα πρέπει να περιμένεις λίγο.»
«Μην καθυστερήσετε,» αποκρίνεται ο Ρίβης, και οι δύο συμμορίτες εξαφανίζονται μες στη βλάστηση.
Ο Ρίβης λέει σ’έναν απ’τους ακόλουθούς του: «Τα άμφια»· κι εκείνος, ο γοργοπόδαρος νεαρός που ονομάζεται Χλοερός, μπαίνει στο ημιφορτηγό κι επιστρέφει με τα ιερατικά άμφια. Ο Ρίβης τα φορά πάνω από τα υπόλοιπα ρούχα του: ένας μανδύας με κεντήματα από σκηνές κυνηγιού, ένα ζευγάρι μαύρα γάντια με αργυρόχρωμα ιερά σύμβολα ραμμένα στις παλάμες, κι ένα περιδέραιο από ασήμι και μπρούντζο.
Οι δύο συμμορίτες δεν αργούν να εμφανιστούν ξανά, κι αυτή τη φορά είναι και μια γυναίκα μαζί τους, παρόμοια ντυμένη και οπλισμένη μ’αυτούς. «Θα μας ακολουθήσεις με τα μάτια δεμένα,» λέει στον Ρίβη εκείνος που είχε μιλήσει και πριν.
«Εντάξει, αλλά θα έρθουν κι οι ακόλουθοί μου.»
«Ας έρθουν.»
Οι συμμορίτες τούς δένουν τα μάτια με μαύρα πανιά, ενώ συγχρόνως η γυναίκα μιλά στον Βατράνο· φαίνεται να τον έχει ξανασυναντήσει.
«Εσύ τούς έφερες εδώ;»
«Δε μπορούσα να κάνω αλλιώς,» κομπιάζει ο Βάτραχος. «Επέμεναν.» Ο Ρίβης δεν βλέπει αν δένουν κι αυτού τα μάτια, αλλά υποθέτει πως τα δένουν.
Όταν τους έχουν τυφλώσει όλους, τους δίνουν έναν σχοινί για να κρατάνε κι αρχίζουν να το τραβάνε ώστε να μπορούν να τους ακολουθήσουν. Ο Ρίβης αισθάνεται τη βλάστηση γύρω τους να γίνεται ολοένα και πιο πυκνή καθώς προχωρούν. Και έχει την αίσθηση ότι υπάρχουν κι άλλοι συμμορίτες που τους παρακολουθούν. Ακούει ορισμένους ήχους που δεν πρέπει νάναι από ζώα. Και δε νομίζει ότι κάνει λάθος. Είναι κυνηγός, άλλωστε· γνωρίζει από τέτοια.
Μετά από κανένα δεκάλεπτο βαδίσματος μες στο δάσος, τους λύνουν τα μάτια. Έχουν φτάσει μπροστά σ’ένα βαθούλωμα της γης το οποίο οδηγεί στο στόμιο μιας σπηλιάς. Από το εσωτερικό της ο Ρίβης διακρίνει ενεργειακά φώτα. Οι τρεις συμμορίτες αρχίζουν να κατεβαίνουν, κι εκείνος τούς ακολουθεί μαζί με τους δικούς του. Το έδαφος κάτω από τις μπότες του είναι τραχύ, πετρώδες, και γεμάτο φύλλα διαφόρων ειδών, χώματα, και σκληρούς καρπούς αειθαλών δέντρων. Θα μπορούσε, όμως, να κατεβεί όχημα εδώ μέσα, καταλαβαίνει ο Ρίβης· υπάρχει χώρος για να περάσει τροχοφόρο ακόμα και μεγαλύτερο από το ημιφορτηγό που αγόρασε ο Ξενοκράτης.
Ο Ρίβης αισθάνεται ένα ρίγος να τον διατρέχει από τη μέση ώς τον αυχένα, αλλά είναι ένα ευχάριστο ρίγος. Ένα ρίγος ενθουσιασμού. Είναι η δύναμη του Κάρτωλακ που τον φορτίζει. Οι ακόλουθοί του μοιάζουν το ίδιο φορτισμένοι μ’εκείνον· το αντιλαμβάνεται, ρίχνοντας μονάχα μια ματιά πάνω απ’τον ώμο του. Τα μάτια τους γυαλίζουν. Ακολουθούν τον Ιεροθήρα σε μια τρομερή περιπέτεια!
Η Ξανθίππη, αντιθέτως, δεν επιδεικνύει τέτοιο ενθουσιασμό. Είναι επαγγελματική, όμως. Και δεν φαίνεται φοβισμένη.
Μονάχα ο Βατράνος ο Βάτραχος φαίνεται φοβισμένος, αν και είναι ο μοναδικός από την ομάδα τους που έχει ξανάρθει εδώ. Ο Ρίβης υποθέτει πως ίσως, εκτός των άλλων, να φοβάται και την αντίδραση του Θεώνυμου σ’όλα αυτά.
Φτάνοντας στο στόμιο της σπηλιάς, μπαίνουν σε μια αίθουσα που μπορεί είτε να είναι φυσική, είτε λαξεμένη μέσα στο βράχο, είτε λίγο κι από τα δύο – ο Ρίβης δεν μπορεί να είναι σίγουρος, και δεν είναι αυτό που τραβά κυρίως την προσοχή του τώρα. Μέσα στην αίθουσα στέκονται καμια ντουζίνα άνθρωποι που είναι, αναμφίβολα, συμμορίτες. Όλοι τους οπλισμένοι, αν και κανένας δεν έχει το όπλο του υψωμένο. Ανάμεσά τους στέκεται ένας άντρας ψηλός, γεροδεμένος, πρασινόδερμος, με σκούρα καστανά μακριά μαλλιά και πυκνά μούσια. Αντικρίζοντάς τον ο Ρίβης δεν έχει αμφιβολία ότι αυτός είναι ο Θεώνυμος ο Πράσινος Γδάρτης. Φαντάζει ως ο πιο άγριος απ’ όλους εδώ μέσα. Ένα στοιχείο της φύσης, σχεδόν. Ένας δαίμονας του Κάρτωλακ. Ο Ρίβης διαισθάνεται τη δύναμη του Άρχοντα των Δασών να εκπέμπεται από τούτο τον βάρβαρο άντρα.
«Θεώνυμε,» λέει η συμμορίτισσα που έφερε, μαζί με τους άλλους δύο, τον Ρίβη και τους ακόλουθούς του εδώ, «αυτοί είναι. Κι αυτός» – δείχνει τον Ρίβη, συγκεκριμένα – «είναι ο ιερέας τους.» Η γυναίκα είναι κατάλευκη στο δέρμα κι έχει σγουρά πρασινόξανθα μαλλιά, μακριά ώς τη μέση. Όμορφη και άγρια, συγχρόνως, σαν τα δάση του Κάρτωλακ.
Τα μάτια του Θεώνυμου – ο οποίος φαντάζει δέκα φορές πιο άγριος από τη συμμορίτισσα – στρέφονται στον Ρίβη. «Ποιος είσαι, και γιατί με ζητάς;»
Ο Ρίβης κάνει νόημα στους ακόλουθούς του να μείνουν πίσω, και βαδίζει προς τον Θεώνυμο. Νιώθει απειλημένος από το βλέμμα του, από την ίδια του την παρουσία. Νιώθει σαν κάτι να προσπαθεί να τυλίξει την ψυχή του, να την πιέσει, και να την κάνει να ζαρώσει από φόβο. Αλλά αυτό δεν μπορεί να συμβεί, γιατί ο Κάρτωλακ είναι μαζί του.
Με τις άκριες των ματιών του, βλέπει γύρω του τους συμμορίτες να σφίγγουν τα όπλα στα χέρια τους, έτοιμοι να υπερασπιστούν τον αρχηγό τους εν ανάγκη.
Ο Ρίβης, όταν βρίσκεται μπροστά στον Θεώνυμο, λέει, όχι πολύ δυνατά: «Έρχομαι από την οικογένεια. Μπορούμε να μιλήσουμε χωρίς τόσο πολύ κόσμο κοντά μας;»
Τα μάτια του Θεώνυμου στενεύουν, παρατηρώντας τον. Μοιάζει με βράχος μπροστά στον Ρίβη, πιο ψηλός από αυτόν και χίλιες φορές πιο δυνατός. «Δε σ’έχω ξαναδεί.»
«Ούτε εγώ εσένα, αλλά έχω ακούσει πολλά. Και είμαι πράγματι ιερέας του Κάρτωλακ, κι έρχομαι να σε ενημερώσω για κάτι σημαντικό και να σου κάνω μια πρόταση που σε συμφέρει.»
Το βλέμμα του Θεώνυμου μοιάζει καχύποπτο, και ο Ρίβης σκέφτεται ότι μάλλον ξέρει για τους ανθρώπους που είναι εναντίον της Ασημίνας και υποπτεύεται πως ίσως να πρόκειται για κάποια απάτη, κάποιο σκοτεινό κόλπο.
Τελικά, ο Πράσινος Γδάρτης λέει: «Έλα,» και βαδίζει ανάμεσα από τους συμμορίτες του οι οποίοι ανοίγουν δρόμο στο πέρασμά του.
Ο Ρίβης τον ακολουθεί, και ο Θεώνυμος τον οδηγεί σε μια άλλη σπηλιά, πιο μικρή από την πρώτη και γεμάτη κιβώτια και κάποιους τεχνικούς εξοπλισμούς.
«Αν σκέφτεσαι να προσπαθήσεις να κοροϊδέψεις τον Θεώνυμο τον Πράσινο Γδάρτη, η μοίρα σου θα είναι πολύ άσχημη.»
«Απειλείς έναν ιερέα του Κάρτωλακ;»
«Αν είσαι όντως ιερέας του Κάρτωλακ, τότε δεν είσαι ο μόνος εδώ μέσα. Ο Άρχοντας των Δασών ακούει το κάλεσμά μου, κι εγώ το δικό του!»
Ο Ρίβης στρέφει το βλέμμα του σε μια σκονισμένη οθόνη που μοιάζει χαλασμένη. Την πλησιάζει και πάνω στο κρύσταλλό της, πάνω στη σκόνη, διαγράφει ένα από τα έξι σημάδια του καλέσματος που χρησιμοποιούνται για την επίκληση διάφορων δαιμόνων του Κάρτωλακ. Ο Ρίβης λέει το όνομα του σημαδιού και κοιτάζει ξανά τον Θεώνυμο.
Ο Θεώνυμος διαγράφει ένα άλλο από τα έξι σημάδια πάνω στην οθόνη, και περιμένει.
Ο Ρίβης λέει κι αυτού το όνομα, και προσθέτει: «Αν εξακολουθείς να αμφισβητείς ότι είμαι ιερέας του Κάρτωλακ, μπορείς να ρωτήσεις τους ακόλουθούς μου!» Δεν προσποιείται ότι έχει αρχίσει να θυμώνει.
Ο Θεώνυμος χαμογελά μέσα από τα μούσια του. «Τι επιθυμείς, λοιπόν, από τον Πράσινο Γδάρτη; Είπες ότι είσαι της οικογένειας…»
«Ναι, της Σιδηράς Δυναστείας,» διευκρινίζει ο Ρίβης. «Το όνομά μου είναι Ρίβης Νέρφελδιφ.»
Ο Θεώνυμος συνοφρυώνεται. «Νέρφελδιφ;»
«Το έχεις ξανακούσει αυτό το όνομα, σωστά; Γνωρίζεις την Ασημίνα Νέρφελδιφ.»
«Είσαι συγγενής της;»
«Αδελφός της.»
«Δεν μου είχε πει ότι έχει αδελφό ιερέα του Κάρτωλακ.»
«Επειδή με πρόδωσε και με ήθελε νεκρό.»
Το συνοφρύωμα του Θεώνυμου βαθαίνει. «Τι εννοείς; Μίλα καθαρά!»
Ο Ρίβης τού λέει για τη βίλα των Νέρφελδιφ και για το πώς η Ασημίνα τον εξαπάτησε προκειμένου να τον φυλακίσει στη Θακέρκοβ και να διώξει τους πιστούς του Κάρτωλακ.
«Μιλάς για ανοσιουργήματα!» γρυλίζει ο Θεώνυμος, με τα μάτια του να στραφταλίζουν άγρια.
Τον έστρεψα εναντίον της, παρατηρεί ο Ρίβης. Αυτό ήταν αρκετό.
«Γιατί να σε πιστέψω;» ρωτά ο Θεώνυμος.
«Γιατί αυτή είναι η αλήθεια. Και γιατί έχω να σου κάνω μια πρόταση που σε συμφέρει.»
«Τι πρόταση;»
«Αν συμμαχήσεις μαζί μου και στραφείς εναντίον της αδελφής μου, θα σου δώσω ό,τι έχει υποσχεθεί πως θα σου έδινε εκείνη. Χρήματα για να εξαπλώσουμε μαζί τη θρησκεία του Κάρτωλακ.»
Ο Θεώνυμος τον ατενίζει για λίγο αμίλητος, ασάλευτος. Ο Ρίβης δεν μπορεί να βγάλει κανένα συμπέρασμα από την όψη του.
Τον ρωτά: «Τι προτιμάς; Να είσαι σύμμαχος της αδελφής μου, που διαπράττει βλασφημίες εναντίον του Άρχοντα των Δασών; Ή να είσαι δικός μου σύμμαχος, που είμαστε πνευματικά αδέλφια;
»Η Ασημίνα, επιπλέον, δεν πρόκειται ν’αντέξει για πολύ, Θεώνυμε. Έχει ήδη χάσει πολλούς πράκτορές της. Έχει χάσει τελείως την επιρροή που είχε στη Νίρβεκ, στην Άντχορκ, στη Θακέρκοβ, και στη Μέλβερηθ. Η Σιδηρά Δυναστεία θα την αφανίσει! Θα λυπόμουν αφάνταστα αν αφάνιζε κι εσένα μαζί της–»
«Κανένας δεν αφανίζει τον Θεώνυμο τον Πράσινο Γδάρτη!»
«Μην είσαι ανόητος. Γνωρίζεις τις δυνάμεις της Δυναστείας. Σου δίνω την ευκαιρία να είσαι με τους νικητές – χωρίς να χάσεις απολύτως τίποτα. Η περιουσία των Νέρφελδιφ, εξάλλου, είναι και δική μου, όχι μόνο της Ασημίνας.»
«Σίγουρα δεν έχετε κι άλλα αδέλφια που μου τα κρύβετε;» μουγκρίζει ο Θεώνυμος.
Ο Ρίβης γελά δυνατά, χωρίς να προσποιείται. «Όχι, δεν υπάρχουν άλλα αδέλφια, Θεώνυμε. Εμείς οι δύο είμαστε μόνο.»
Ο Θεώνυμος σταυρώνει τα μυώδη χέρια του μπροστά του. «Το βασικό ερώτημα δεν έχει απαντηθεί ακόμα, όμως.»
Ο Ρίβης υψώνει ένα φρύδι. «Και ποιο είν’ αυτό;»
«Πώς ξέρω ότι λες αλήθεια; Δεν αμφιβάλλω ότι είσαι ιερέας του Κάρτωλακ, αλλά γιατί να μη σ’έχουν στείλει οι εχθροί της Ασημίνας Νέρφελδιφ για να με εξαπατήσεις στρέφοντάς με εναντίον της;»
«Θέλεις να σου αποδείξω, δηλαδή, ότι είμαι αδελφός της;»
«Ναι. Γιατί, αν δεν έχεις κανέναν έλεγχο πάνω στην περιουσία της, δεν πρόκειται να συμμαχήσω μαζί σου.»
«Δυστυχώς,» λέει ο Ρίβης, «δεν έχω ταυτότητα μαζί μου–»
Το γέλιο του Θεώνυμου τον διακόπτει. «Νομίζεις ότι είμαι σκυλάκι των πόλεων; Μ’ένα χαρτί θα μου αποδείξεις ποιος είσαι; Το ξέρω πως κυκλοφορούν ψεύτικα κι αληθινά χαρτιά αυτού του είδους!»
Ο Ρίβης αναστενάζει. «Τότε, ο Άρχοντας των Δασών θα σου δώσει απάντηση.»
«Με τι τρόπο;» Ο Θεώνυμος τον κοιτάζει με άγρια καχυποψία.
Ο Ρίβης δεν έχει κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό του, αλλά ξέρει πως σε όλα τα μέρη των Φέρνιλγκαν υπάρχουν διάφοροι ιεροί τόποι του Κάρτωλακ και διάφορες δοξασίες. «Το αφήνω αυτό σ’εσένα, Πράσινε Γδάρτη. Οδήγησέ με εκεί όπου νομίζεις ότι ο Κάρτωλακ μπορεί να αποδείξει την αλήθεια των λόγων μου.» Η πίστη μου είναι δυνατή, σκέφτεται ο Ρίβης. Ο Άρχοντας της Πλάσης δεν θα με εγκαταλείψει τώρα!
Το βλέμμα του Θεώνυμου γίνεται, από καχύποπτο, συλλογισμένο. «Κάτω από τούτα τα σπήλαια,» λέει τελικά, «περνά ένας υπόγειος ποταμός. Μπορείς να καλέσεις τη Θαλμωρμάτνα, τη νύμφη του Κάρτωλακ, την κυρά των λιμνών και των ρεμάτων;»
«Μπορώ,» αποκρίνεται ο Ρίβης, που γνωρίζει την επωδό και το έχει ξανακάνει.
«Θα πάμε τότε στο υπόγειο ρέμα και θα την καλέσεις, κι εκείνη θα μου αποκαλύψει αν είσαι όντως αυτός που λες. Συμφωνείς;»
«Συμφωνώ,» λέει ο Ρίβης, μην αφήνοντας ούτε μια σκέψη αμφιβολίας να περάσει απ’το νου του. Η πίστη του είναι δυνατή!
Ο Θεώνυμος τον οδηγεί έξω από τη σπηλιά που μοιάζει με αποθήκη και μέσα σε άλλα υπόγεια περάσματα φωτισμένα από ενεργειακά φώτα. Στο δρόμο τους συναντούν μερικούς συμμορίτες αλλά ο Θεώνυμος τούς γνέφει ότι δεν υπάρχει πρόβλημα. Ο Ρίβης τον ακολουθεί σιωπηλά, ακλόνητα, όπως θα ακολουθούσε έναν δαίμονα του Κάρτωλακ που τον οδηγεί σε κάποια δοκιμασία. Ο Θεώνυμος, άλλωστε, αυτό κάνει τώρα· και τι διαφορά έχει από έναν δαίμονα του Κάρτωλακ; Σαν στοιχειό ετούτων των σπηλαίων είναι, όχι σαν άνθρωπος!
Ο Πράσινος Γδάρτης κατεβαίνει, τελικά, μια πέτρινη σκάλα με γλιστερά στενά σκαλοπάτια γεμάτα λειχήνες, και ο Ρίβης βαδίζει πίσω του. Τα πάντα φαίνονται σκοτεινά προς το βάθος, αλλά δεν μιλά, δεν ρωτά τίποτα για το φως. Και το φως έρχεται σ’εκείνον: Σ’ένα από τα σκαλοπάτια στην αρχή της σκάλας ο Θεώνυμος σταματά, ψαχουλεύει μέσα σ’ένα κοίλωμα του τοίχου, τραβά έξω έναν δαυλό, και τον ανάβει. Ύστερα, συνεχίζει να κατεβαίνει.
Ο Ρίβης υποθέτει ότι εδώ κάτω απαγορεύονται τα ενεργειακά φώτα επειδή θεωρείται ιερό μέρος. Ή, ίσως, επειδή τα καλώδια δεν μπορούν εύκολα να φτάσουν.
Στο τέλος της σκάλας υπάρχει μια βαθιά σπηλιά που από μέσα της περνά ένας ποταμός ο οποίος χάνεται στα υπόγεια σκοτάδια. Σταλακτίτες κρέμονται από την οροφή, στάζοντας. Σπλιτ-σπλατ, σπλιτ-σπλατ, ακούγονται οι σταγόνες καθώς χτυπάνε τις πέτρες από κάτω τους αλλά και τα νερά του ποταμού.
Ο Ρίβης λέει στον Θεώνυμο: «Χρειάζομαι έξι λείες πέτρες από τον ποταμό.»
Ο Πράσινος Γδάρτης στερεώνει τον δαυλό ανάμεσα σε δύο βράχους, του βρίσκει έξι λείες πέτρες από την όχθη του ποταμού, και του τις δίνει, χωρίς καμια διαφωνία. Καταλαβαίνει πως τώρα ο Ρίβης είναι ιερουργός και έχει δικαίωμα να του ζητά πράγματα για την τελετή του. Ο Ρίβης, μάλιστα, υποπτεύεται ότι ο Θεώνυμος δεν γνωρίζει πώς ο ίδιος να καλέσει τη Θαλμωρμάτνα.
Έχοντας τις έξι λείες πέτρες στα χέρια του, ο Ρίβης κάθεται σ’έναν βράχο, τις αφήνει παραδίπλα, και τραβά ένα ξιφίδιο από τη ζώνη του, ενώ ο Θεώνυμος τον παρατηρεί. Πιάνει, μετά, μία από τις πέτρες και λαξεύει επάνω της, με τη χρήση του ξιφιδίου, το ένα από τα έξι σημάδια του καλέσματος, λέγοντας από μέσα του ιερά λόγια.
Όταν τελειώνει, πιάνει μια άλλη πέτρα και χαράσσει επάνω της το δεύτερο από τα έξι σημάδια, λέγοντας πάλι από μέσα του ιερά λόγια.
Το κάνει αυτό και με τις υπόλοιπες τέσσερις πέτρες, ενώ ο Θεώνυμος περιμένει, αμίλητος, με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά του, ακίνητος σαν βράχος. Όταν ο Ρίβης έχει ετοιμάσει όλες τις πέτρες, όταν έχει χαράξει ένα σημάδι του καλέσματος επάνω σε καθεμία, τις κρύβει μέσα στην κάπα του και σηκώνεται όρθιος.
Ζυγώνει την όχθη του υπόγειου ποταμού, υψώνει τη μία πέτρα και την εκτοξεύει ανάλαφρα προς το νερό, φωνάζοντας το όνομα του πρώτου σημαδιού: «Ιάερν!»
Η πέτρα χάνεται μέσα στο σκοτεινό ρέμα.
Ο Ρίβης πετά, στη συνέχεια, αυτή με το δεύτερο σημάδι του καλέσματος, φωνάζοντας το όνομά του: «Ιίερν!»
Μετά, πετά την πέτρα με το τρίτο σημάδι. «Άιερν!»
Και την πέτρα με το τέταρτο σημάδι. «Έιαρ!»
Και με το πέμπτο σημάδι. «Έαϊρ!»
Και με το έκτο σημάδι. «Ίεϊρ!»
Έπειτα από τους θορύβους που έκαναν οι πέτρες πέφτοντας στο νερό και τις φωνές του Ρίβη, σιγαλιά απλώνεται στο υπόγειο σπήλαιο πλαισιωμένη από το μυστηριακό μουρμουρητό του ποταμού.
Ο Ρίβης λέει από μέσα του ιερά λόγια, κι όταν τα ιερά λόγια τελειώνουν στο μυαλό του, αρθρώνει την επωδό της επίκλησης της Θαλμωρμάτνα:
«Θαλμωρμάτνα, σε καλώ
μέσ’ από ρεματιές και ποταμούς
σπηλιές και κρημνούς
όπου κυλούν νερά
σε δάση και σε βουνά!
Θαλμωρμάτνα, σε καλώ
ιερός άντρας του Κάρτωλακ εγώ
μ’αίμα θεριών στα χέρια μου
φωτιά στην καρδιά μου!
Θαλμωρμάτνα, σε καλώ
μέσ’ απ’το γάργαρο νερό!
Θαλμωρμάτνα!
Θαλμωρμάτνα!
ΘΑΛΜΩΡΜΑΤΝΑ!
Δείξε μου τη μορφή σου την πανώρια,
Νύφη του Βασιλέα της Πλάσης
Κυρά των Λιμνών
Αφέντρα των Ποταμών!
Θαλμωρμάτνα, σε καλώ!
Ιερέας του Κάρτωλακ εγώ!
Μ’αίμα θεριών στα χέρια μου –
κυνηγός!»
Τα νερά του υπόγειου ποταμού ταράζονται άγρια, σαν ξαφνικά άνεμος νάχει φυσήξει παρότι άνεμος δεν φυσά. Ένα απόμακρο μουγκρητό, ή ίσως βουητό, αντηχεί – ένας ήχος βγαλμένος από βούκινο ή από απάνθρωπο στόμα.
Τα νερά ανοίγουν μπροστά στον Ρίβη, και μια πανέμορφη γυναίκα πετάγεται, η οποία από τη μέση και κάτω δεν έχει πόδια αλλά την ουρά γαλανού, φολιδωτού ερπετού που οι φολίδες του στραφταλίζουν πρασινωπά. Το δέρμα της είναι κάτι ανάμεσα σε γαλανό, πράσινο, και λευκό-ροζ, ενώ τα μαλλιά της, που πέφτουν σαν μανδύας γύρω της, είναι γαλαζοπράσινα και μοιάζουν να κινούνται από μόνα τους σαν μυριάδες φίδια. Τα μάτια της γυαλίζουν, τα χείλη της χαμογελούν. Η παρουσία της γεννά μεγάλη, βίαιη ερωτική επιθυμία μέσα στον Ρίβη· αισθάνεται το όργανό του να ορθώνεται επώδυνα μέσα στο παντελόνι του, τους όρχεις του να πιέζονται προς τα πάνω.
Τι ζητάς, ιερέα του Παντοδύναμου Άρχοντα, από τη Θαλμωρμάτνα; αντηχεί η φωνή της: και ο Ρίβης δεν είναι βέβαιος αν απλά την ακούει στο μυαλό του, ή αν έρχεται από τον ποταμό, ή από τα χείλη της, ή από τις πέτρες του σπηλαίου, ή από το ίδιο το υπόγειο σκοτάδι.
«Μια απάντηση,» λέει, «στον Θεώνυμο τον Πράσινο Γδάρτη.» Τον δείχνει με το γαντοφορεμένο χέρι του. «Απάντησέ του, είμαι πράγματι ιερέας του Κάρτωλακ και αδελφός της Ασημίνας Νέρφελδιφ, όπως του είπα;»
Ο Θεώνυμος στέκει και ατενίζει τη Θαλμωρμάτνα αγαλματωμένος, με τα μυώδη χέρια του τώρα πλάι του, όχι σταυρωμένα μπροστά του. Σιωπηλός.
Η Θαλμωρμάτνα λέει: Ιερέας ότι είσαι δεν υπάρχει αμφιβολία, παρά μόνο για τους άφρονες! Και γελά. Και προσθέτει: Δώσε μου το αίμα σου για να σου απαντήσω στο άλλο σου ερώτημα!
Ο Ρίβης, δίχως δισταγμό, τραβά το ξιφίδιο από τη ζώνη του, βγάζει το αριστερό του γάντι, και σκίζει το δέρμα της παλάμης του. Αίμα τη γεμίζει, και ο Ρίβης το τινάζει προς τη νύμφη του Κάρτωλακ και τον υπόγειο ποταμό.
Το αίμα φαίνεται να απλώνεται παράξενα στον αέρα, σαν πουλί που ανοίγει τις φτερούγες του και φτερουγίζει πηγαίνοντας στα μακρυδάχτυλα χέρια της Θαλμωρμάτνα, όπου απορροφιέται από το δέρμα της και εξαφανίζεται.
«Είμαι αδελφός της Ασημίνας Νέρφελδιφ, ή όχι;» φωνάζει ο Ρίβης.
Τα μάτια της Θαλμωρμάτνα πετάνε πρασινογάλαζο φως καθώς η φωνή της αντηχεί πανίσχυρη μέσα στο σπήλαιο: ΕΙΣΑΙ Ο ΡΙΒΗΣ ΝΕΡΦΕΛΔΙΦ, ΑΔΕΛΦΟΣ ΤΗΣ ΑΣΗΜΙΝΑΣ ΝΕΡΦΕΛΔΙΦ. ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ. Και με πιο χαμηλή φωνή, που έρχεται πάλι από παντού γύρω αλλά όχι με την ίδια ένταση: Δώσε μου το τραυματισμένο χέρι σου, ιερέα.
Ο Ρίβης υπακούει, απλώνοντας το χέρι του προς τη νύμφη του Κάρτωλακ. Εκείνη το πιάνει ανάμεσα στα δύο δικά της χέρια, και ο Ρίβης αισθάνεται τον πόθο του να θεριεύει, ολόκληρο το σώμα του να δονείται από ερωτική επιθυμία για την απόκοσμη δαιμόνισσα.
Η Θαλμωρμάτνα σκύβει και φιλά την παλάμη του, και το τραύμα εκεί αφρίζει και εξαφανίζεται σαν να ξεπλύθηκε ξαφνικά από θαυματουργικό νερό. Την ίδια στιγμή, ο Ρίβης άθελά του εκσπερματίζει μέσα στο παντελόνι του, και η ερωτική ένταση εγκαταλείπει το σώμα του.
Η Θαλμωρμάτνα βυθίζεται πάλι κάτω από τα σκοτεινά νερά του υπόγειου ποταμού, που δεν είναι πια ταραγμένος.
Ο Ρίβης ξεροκαταπίνει, παίρνοντας μερικές βαθιές αναπνοές, συγκεντρώνοντας το σαστισμένο μυαλό του, προτού στραφεί στον Θεώνυμο για να τον αντικρίσει.
Ο Πράσινος Γδάρτης εξακολουθεί να στέκει ακίνητος, αμίλητος.
«Με πιστεύεις τώρα;» τον ρωτά ο Ρίβης.
Ο Θεώνυμος νεύει μονάχα, και πιάνει τον αναμμένο δαυλό ανάμεσα από τις δύο πέτρες όπου τον είχε γαντζώσει.
Από την οθόνη του συστήματος της ενδοδιάστασης βλέπουμε τους συμμορίτες να δένουν τα μάτια του Ρίβη, της Ξανθίππης, του Βατράνου του Βάτραχου, και των ακόλουθων του Ρίβη και να τους παίρνουν μαζί τους μέσα στη βλάστηση. Δεν έχουμε, μετά, τίποτ’ άλλο να κάνουμε απ’το να περιμένουμε. Και η αναμονή μας μάλλον δεν θα είναι μικρή, γιατί το άντρο του Θεώνυμου πρέπει να απέχει κάμποσο από εδώ, και ο Ρίβης λογικά θα συζητήσει για κάποια ώρα μαζί του.
Περιμένουμε, λοιπόν…
Η Μελένια, άλλοτε γονατισμένη άλλοτε καθισμένη στο πάτωμα, παίζει με τις τέσσερις Κλεισμένες που μοιάζουν να σκέφτονται με ένα μυαλό. Τη συμπαθούν, νομίζω. Τη βλέπουν σαν μια πολύ μεγάλη γάτα.
Η Αστερόπη τη λοξοκοιτάζει περιφρονητικά αλλά δεν λέει τίποτα.
Ο Γρύπας Ξενοκράτης καπνίζει ένα πουρό· η Ισμήνη πίνει, αργά, κρασί από ένα ψηλό ποτήρι.
Ο Σουτούρης ο Τυχερός ανακατεύει επιδέξια μια τράπουλα, και προτείνει στη Δήμητρα’μορ να παίξουν Μεγάλο Οικοδόμημα. Εκείνη, που μέχρι στιγμής καθόταν και δάγκωνε τα νύχια της, δέχεται. Ο Σουτούρης με ρωτά: «Θα παίξεις κι εσύ, Ραλίστα;»
«Ναι,» λέω, «γιατί όχι;» Και κάθομαι δίπλα στη μάγισσα.
Καθώς η ώρα περνά, η ανησυχία όλων μας για τον Ρίβη, την Ξανθίππη, και τους πιστούς από την Κιρβόνη αυξάνεται.
Η Δήμητρα’μορ είναι που μιλά πρώτη γι’αυτό. «Δεν αργούν πολύ;» λέει, ενώ έχουμε τελειώσει το Μεγάλο Οικοδόμημα και ο Σουτούρης ανακατεύει πάλι την τράπουλα.
«Θα έχουν πολλά να πουν ο Ρίβης και ο Θεώνυμος…» αποκρίνομαι. «Θα πρέπει να τον πείσει…»
«Κι αν δεν τα καταφέρει να τον πείσει;» Η μάγισσα φαίνεται να νοιάζεται ακόμα για τον Ρίβη παρότι έχει τσαντιστεί εξαιτίας της παρουσίας της Σαλαρνίδας.
«Αν δεν είχε καταφέρει να τον πείσει,» παρεμβαίνει η Αστερόπη, «τώρα οι συμμορίτες του Θεώνυμου θα είχαν συγκεντρωθεί εδώ για να κλέψουν τα οχήματα.»
«Ναι, μπορεί,» λέω.
«Ή ίσως ακόμα να συζητάνε,» υποθέτει ο Γρύπας, που έχει πλέον σβήσει το πούρο του.
Η Ισμήνη, που κοιτάζει την οθόνη, λέει: «Κάποιοι έρχονται.»
Στρέφουμε όλοι τα βλέμματά μας προς τα εκεί. Η Μελένια σηκώνεται, ευέλικτα και γρήγορα, από το πάτωμα. Οι Κλεισμένες νιαουρίζουν συγχρονισμένα.
Μέσα από τη βλάστηση ξεπροβάλλει ο Θεώνυμος ο Πράσινος Γδάρτης, και μαζί του είναι πέντε από τους συμμορίτες του. Ο ένας απ’ αυτούς είναι ο Κίριθος, ένας γαλανόδερμος άντρας με ξυρισμένο κεφάλι και μαύρη γενειάδα, τον οποίο έχω ξαναδεί. Είναι μέλος της Σιδηράς Δυναστείας· και το λέω τώρα στον Ξενοκράτη και τους υπόλοιπους, που πιθανώς δεν θα το ξέρουν. Αναγνωρίζω επίσης κι άλλη μία από τους συντρόφους του Θεώνυμου: μια γυναίκα με κατάλευκο δέρμα και πρασινόξανθα μαλλιά, μακριά ώς τη μέση. Είχα κάνει έρωτα μαζί της την προηγούμενη φορά που την είχα συναντήσει, σ’εκείνη την παράξενη τελετή μες στους δασότοπους. Το όνομά της είναι Μαρλιέσσα, αν θυμάμαι καλά.
Ο Θεώνυμος και οι συμμορίτες του τραβάνε πίσω τους ένα σχοινί, το οποίο κρατάνε ο Ρίβης, η Ξανθίππη, και οι πιστοί από την Κιρβόνη επειδή τα μάτια τους είναι δεμένα με μαύρα πανιά. Ο Πράσινος Γδάρτης λέει κάτι, και όλοι βγάζουν τώρα τα πανιά από τα μάτια τους, βλεφαρίζοντας. Ο Ρίβης μιλά με τον Θεώνυμο, και μετά μιλά στους ακόλουθούς του, οι οποίοι πηγαίνουν προς τα οχήματά τους. Ο Ρίβης, η Ξανθίππη, ο Θεώνυμος, και ο Κίριθος έρχονται προς το μεταβαλλόμενο όχημα.
«Πες τους να βγουν,» λέει ο Ρίβης στον Βινάρη, που μάλλον έχει το μπροστινό σκέπαστρο ανοιχτό. «Πρέπει να μιλήσουμε. Ο Θεώνυμος συμφώνησε.»
Ένα τμήμα της οθόνης μας δείχνει τώρα το πρόσωπο του Βινάρη. «Κύριε Ξενοκράτη–» αρχίζει.
«Ναι,» τον διακόπτει ο Γρύπας, «ακούσαμε. Ερχόμαστε.»
Και, ο ένας μετά τον άλλο, περνάμε μέσα από τον μεγάλο καθρέφτη της ενδοδιάστασης και βγαίνουμε από το μεταβαλλόμενο όχημα. Η Κλεισμένη είναι πάλι μία γάτα.
Ο Θεώνυμος μάς κοιτάζει όλους ερευνητικά, και το βλέμμα του στέκεται σ’εμένα. «Εσύ… Εσύ ήσουν με την Ασημίνα Νέρφελδιφ, την άλλη φορά.»
«Ναι. Δε σου είπε ο Ρίβης για μένα;»
Ο Θεώνυμος νεύει. «Μου είπε.»
Ο Γρύπας προτείνει να απομακρυνθούμε από τους ακόλουθους και τους άλλους συμμορίτες, κι έτσι πηγαίνουμε πιο πέρα από τα σταματημένα οχήματα, μέσα στη βλάστηση.
«Μπορούμε να σε θεωρούμε με το μέρος μας, Θεώνυμε;» ρωτά.
«Ο μόνος λόγος που είμαι με το μέρος σας είναι επειδή η Ασημίνα Νέρφελδιφ φέρθηκε βλάσφημα σ’έναν ιερέα του Κάρτωλακ, κι επειδή ο Ρίβης μού έδωσε τις ίδιες υποσχέσεις μ’εκείνη.»
«Ασφαλώς,» αποκρίνεται ο Γρύπας. «Δεν θα περιμέναμε να συμμαχήσεις μαζί μας αν αυτό δεν σε συνέφερε. Σου έχει πει ο Ρίβης ποιος είμαι εγώ;»
«Όχι,» λέει ο Θεώνυμος, «αλλά σε αναγνωρίζω. Μου έχει δείξει φωτογραφία σου η Ασημίνα Νέρφελδιφ. Είσαι ο Γρύπας Ξενοκράτης.»
Ο Ξενοκράτης γνέφει καταφατικά. «Ναι. Τι σου έχει πει για εμένα;»
«Να σε σκοτώσω.»
«Δεν περίμενα κάτι λιγότερο.»
«Και τι περιμένεις τώρα από εμένα; Να σκοτώσω την Ασημίνα για σένα;»
«Το ζητούμενο είναι να την παγιδέψεις. Και θα έχεις μόνο μία ευκαιρία. Αν δεν το πετύχεις, μετά θα ξέρει πλέον ότι είσαι εχθρός της.»
«Ναι,» λέει ο Θεώνυμος. «Τι ακριβώς έχετε στο μυαλό σας, όμως; Η Ασημίνα, απ’ό,τι ξέρω, είναι τώρα στην Έτρεβοθ. Θα με καλέσει όταν με χρειάζεται. Σας έχει στήσει παγίδες. Και η μία απ’ αυτές είναι στην έπαυλή της στην Κιρβόνη.»
«Το ξέρουμε,» τον πληροφορεί ο Ρίβης. «Περάσαμε από την Κιρβόνη, αν και όχι από τη βίλα.»
«Ήταν αναμενόμενο ότι θα μας είχε στήσει παγίδα εκεί,» προσθέτει η Ισμήνη.
Ο Γρύπας ρώτα τον Θεώνυμο: «Μπορείς να στείλεις ένα μήνυμα στην Ασημίνα, στην Έτρεβοθ;»
«Ναι.»
«Θα της στείλεις ένα μήνυμα, επομένως, όπου θα γράφεις ότι προσπαθήσαμε να σε πλησιάσουμε για να σε πάρουμε με το μέρος μας, και ότι κι ο Ρίβης ήταν μαζί μας. Εσύ όμως δεν δέχτηκες να συμμαχήσεις μ’εμάς και μας σκότωσες. Τα πτώματά μας τα έχεις σε κάποιο μέρος και ζητάς από την Ασημίνα να έρθει για να τα δει η ίδια.»
«Σε ποιο μέρος;»
«Αυτό,» του λέει ο Γρύπας, «εσύ θα το αποφασίσεις. Θα προτιμούσαμε, πάντως, να ήταν κάποιο απομονωμένο μέρος, κάπου εδώ, στις ερημιές των Φέρνιλγκαν, ώστε να στήσουμε εύκολα ενέδρα στην Ασημίνα. Θα έχεις μερικά ανδρείκελα τυλιγμένα με πανιά τα οποία θα παριστάνουν τα πτώματά μας. Θα την αφήσεις να τα πλησιάσει, κι εμείς θα παρουσιαστούμε από γύρω.»
«Κι αν δεν έρθει η ίδια; Αν στείλει έναν απ’τους ανθρώπους της – τον Λειρνόο, για παράδειγμα;»
«Τότε,» απαντά ο Γρύπας, «θα τον αιχμαλωτίσουμε, και θα δούμε πώς θα κινηθούμε από κει και πέρα.»
Ο Θεώνυμος τρίβει τα πυκνά, άγρια μούσια του, σκεπτικά. «Αν μου ζητήσει να της φέρω τα πτώματα στην Έτρεβοθ;»
«Να τα κάνει τι; Μες στην πόλη, απλά θάναι πιο δύσκολο να τα ξεφορτωθεί.»
Ο Κίριθος παρεμβαίνει: «Μπορεί να μη θέλει να τα δει καθόλου. Μπορεί απλά να μας πιστέψει ότι σας σκοτώσαμε. Τότε τι θα γίνει;»
«Ή,» προσθέτει η Ξανθίππη, «μπορεί να τους ζητήσει να φωτογραφίσουν τα πτώματα και να της στείλουν τις φωτογραφίες. Κύριε Ξενοκράτη, το σχέδιό σας δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα πετύχει.»
«Το ξέρω,» παραδέχεται ο Γρύπας. «Αλλά έχεις να προτείνεις κάτι εναλλακτικό; Κάτι καλύτερο; Ο σκοπός είναι να χρησιμοποιήσουμε τον Θεώνυμο προς όφελός μας όσο η Ασημίνα δεν ξέρει ακόμα ότι είναι με το μέρος μας.»
Η Ξανθίππη σταυρώνει τα χέρια της μπροστά της και δείχνει συλλογισμένη. Αλλά δεν μιλά. Μάλλον δεν έχει κανένα καλύτερο σχέδιο να προτείνει. Κοιτάζει το έδαφος, συνοφρυωμένη.
«Η Ασημίνα,» λέω, «σίγουρα θα θέλει απόδειξη ότι είμαστε νεκροί. Αλλά ακόμα και τον Λειρνόο να στείλει δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε. Ο Λειρνόος, μάλιστα, θα ξέρει πού έχει η αφέντρα του το ηχομορφικό όχημα.» Και στρέφω το βλέμμα μου στον Ξενοκράτη.
«Πράγματι,» συμφωνεί εκείνος, «αυτό είναι αλήθεια.»
Η Ξανθίππη λέει: «Κι αν απλά τους ζητήσει να τραβήξουν φωτογραφίες των πτωμάτων;»
«Το αμφιβάλλω ότι θα το ζητήσει. Όμως στο μήνυμά του ο Θεώνυμος μπορεί να γράψει ότι θα μας φωτογράφιζε αλλά δεν έχει φωτογραφική μηχανή στη διάθεσή του εδώ, στα Φέρνιλγκαν.» Και τον κοιτάζω ερωτηματικά.
Ο Πράσινος Γδάρτης χαμογελά μέσα από τα μούσια του. «Η αλήθεια είναι πως έχω φωτογραφική μηχανή, σκυλάκι των πόλεων. Παραπάνω από μία.»
«Και η Ασημίνα το ξέρει αυτό;»
«Δε νομίζω.»
«Έχεις ενδοιασμούς να της πεις ψέματα;»
«Σου φαίνομαι για τέτοιος άνθρωπος;»
«Το φανταζόμουν,» λέω.
«Κι αν η Ασημίνα απλά τον πιστέψει ότι είμαστε νεκροί και δεν κάνει τίποτα;» ρωτά η Ξανθίππη.
«Το αποκλείω. Σίγουρα θα θέλει να διαπιστώσει τον θάνατό μας. Ειδικά του Ρίβη και του κύριου Ξενοκράτη.»
*
Ο Θεώνυμος συντάσσει ένα μήνυμα την ίδια νύχτα κιόλας. Το γράφει επάνω σ’ένα κομμάτι περγαμηνή, με στιλογράφο, και τα γράμματά του είναι απαίσια. Χοντροκομμένα και τετραγωνισμένα. Κανένας δεν θα μπορούσε να μπερδέψει τον γραφικό του χαρακτήρα.
Όταν τελειώνει, τυλίγει την περγαμηνή, τη δένει, και τη δίνει σ’έναν από τους συμμορίτες του, ο οποίος φεύγει με δίκυκλο κατευθυνόμενος προς την Έτρεβοθ. Εμείς αμέσως αρχίζουμε τις προετοιμασίες για την ενέδρα.
Το μέρος συνάντησης που έχει γράψει στο μήνυμά του ο Θεώνυμος είναι ένας λόφος βορειοδυτικά από εδώ, προς την Έτρεβοθ. Κοντά του, αλλά όχι πολύ κοντά, υπάρχει ένα χωριό. Και τώρα, μέσα στη νύχτα, ο Θεώνυμος μάς πηγαίνει σ’αυτό τον λόφο. Το τετράκυκλο όχημά του προπορεύεται ενώ τα δικά μας ακολουθούν. Στο εσωτερικό του, εκτός από τον Θεώνυμο, είναι ο Κίριθος κι οι άλλοι τέσσερις συμμορίτες, ο ένας εκ των οποίων οδηγεί.
Όταν φτάνουμε στον λόφο βλέπουμε πως γύρω του, αλλά κι επάνω του, υπάρχει αρκετή θαμνώδη βλάστηση, κι επομένως το μέρος είναι όντως καλό για ενέδρα αλλά και πιστευτό για σημείο συνάντησης. Το χωριό που μας είπε ο Θεώνυμος φαίνεται προς τα νότια, δυσδιάκριτο μέσα στη νύχτα, με ελάχιστα φώτα.
Ερευνούμε την περιοχή, για να δούμε όσο καλύτερα μπορούμε τις λεπτομέρειές της, ενώ οι ακόλουθοι του Ρίβη ετοιμάζουν έντεκα ανδρείκελα που θα παριστάνουν τα πτώματά μας: τίποτα περισσότερο από μαύρα υφάσματα φουσκωμένα με ανοιξιάτικο χορτάρι και κλαδιά, έτσι ώστε να έχουν τη γενική μορφή ανθρώπων.
Τα οχήματά μας τα κρύβουμε μέσα στη βλάστηση, σ’αρκετή απόσταση από τον λόφο. Οι προετοιμασίες μας τελειώνουν πολύ πριν από την αυγή, και ο Θεώνυμος, ο Κίριθος, κι οι άλλοι συμμορίτες κάθονται στην κορφή του λόφου κι ανάβουν μια φωτιά, κατασκηνώνοντας. Πλάι τους βρίσκονται τα πτώματα από ύφασμα, χόρτα, και κλαδιά. Οι ακόλουθοι του Ρίβη μπαίνουν στα οχήματά τους, για να διανυκτερεύσουν, και ο ιερέας τούς λέει να μείνουν εκεί και να μην κάνουν τίποτα παρά μόνο αν εκείνος τούς φωνάξει. Οι υπόλοιποι κρυβόμαστε μέσα στη βλάστηση στις πλαγιές του λόφου και περιμένουμε, φυλώντας βάρδιες, γιατί δεν ξέρουμε τι ώρα μπορεί να έρθει η Ασημίνα ή ο Λειρνόος. Ίσως, μάλιστα, να έρθουν μαζί με τον μαντατοφόρο που έστειλε ο Θεώνυμος.
Χρησιμοποιώντας κιάλια κοιτάζω τακτικά προς τα βορειοδυτικά ενώ κάθομαι πλάι στην Ξανθίππη η οποία έχει κουλουριαστεί μέσα στην κάπα της και κοιμάται. Θα την ξυπνήσω μετά από τρεις ώρες.
Η αυγή έρχεται και ούτε ο μαντατοφόρος του Θεώνυμου επιστρέφει, ούτε κανένας άνθρωπος της Ασημίνας μάς επισκέπτεται, ούτε η ίδια η Ασημίνα.
Από τον τηλεπικοινωνιακό πομπό μου ακούγεται η φωνή του Ξενοκράτη ο οποίος μιλά στον Θεώνυμο: «Νομίζεις ότι μπορεί να σε κατάλαβε, Θεώνυμε;»
«Δε μου φαίνεται πιθανό. Ούτε καν ο άνθρωπος που έστειλα δεν ξέρει για το σχέδιό μας. Το μόνο που του είπα ήταν να μεταφέρει το μήνυμα και να πει πως δεν γνωρίζει τίποτα απολύτως, αν του γίνει η οποιαδήποτε ερώτηση.»
Όλοι οι πομποί μας είναι συγχρονισμένοι, για να επικοινωνούμε χωρίς να βγαίνουμε από τις κρυψώνες μας, και τώρα η φωνή της Ισμήνης ακούγεται: «Θα περιμένουμε ώς το μεσημέρι, κι αν μέχρι τότε δεν έχει έρθει κανένας σημαίνει πως κάτι δεν πήγε καλά και πρέπει να φύγουμε.»
«Ναι,» συμφωνεί ο Γρύπας, και κανείς δεν φέρνει αντίρρηση.
Η αναμονή μας, όμως, τελειώνει πολύ πριν από το μεσημέρι. Τρεις ώρες μετά την αυγή, βλέπω με τα κιάλια μου δύο δίκυκλα να έρχονται. Τον έναν αναβάτη τον αναγνωρίζω: είναι ο άνθρωπος που έστειλε ο Θεώνυμος. Ο άλλος φορά κάπα και κουκούλα· μπορεί να είναι οποιοσδήποτε.
Πλησιάζουν τον λόφο και, κόβοντας ταχύτητα, ανεβαίνουν μια πλαγιά του, φτάνοντας στην κορυφή, όπου ο Θεώνυμος και οι άλλοι έχουν ήδη σηκωθεί όρθιοι.
Ο άντρας με την κουκούλα κατεβαίνει από το δίκυκλό του και τον ακούω, απόμακρα, να λέει: «Γιατί τους έχετε τυλιγμένους έτσι; Ξετυλίξτε τους.»
«Τώρα!» αντηχεί η φωνή της Ξανθίππης, και πεταγόμαστε όλοι από τις κρυψώνες μας στις πλαγιές του λόφου, ανεβαίνοντας γρήγορα στην κορυφή, με όπλα στα χέρια.
Ο άντρας με την κουκούλα μοιάζει σαστισμένος. «Τι σημαίνει αυτό, Θεώνυμε;» φωνάζει. Και τώρα τον αναγνωρίζω.
«Το παιχνίδι άλλαξε, Λειρνόε!» του λέω ενώ τον σημαδεύω με το πιστόλι μου. «Βγάλε την κουκούλα σου.»
Εκείνος στρέφεται να με κοιτάξει, και ρίχνει την κουκούλα στους ώμους του. «Ζορδάμη… Τελικά δεν είσαι νεκρός.»
«Όχι ακόμα.»
«Αλλά εσύ,» προσθέτει η Ξανθίππη, «ίσως πολύ σύντομα να είσαι.»
Ο Λειρνόος γελά. «Τόσοι άνθρωποι για να πιάσετε μόνο εμένα; Πάω στοίχημα ότι περιμένατε περισσότερους!»
«Περιμέναμε την αδελφή μου,» του λέει ο Ρίβης, ατενίζοντάς τον με μάτια άγρια, οργισμένα. Ο Λειρνόος ήταν ένας απ’ αυτούς που προσπάθησαν να τον τρελάνουν στη βίλα των Νέρφελδιφ, στην Κιρβόνη. «Αλλά κι εσύ θα μας φανείς χρήσιμος.»
«Η κυρία Νέρφελδιφ,» αποκρίνεται ο Λειρνόος, «το σκεφτόταν να έρθει. Όμως της είπα ότι καλύτερα να πήγαινα εγώ…»
«Κι αυτό θ’αποδειχτεί το τελευταίο σου λάθος, αν δεν είσαι συνεργάσιμος.»
Ο Λειρνόος στρέφει το βλέμμα του στον Θεώνυμο. «Σ’απειλούν κι εσένα; Τους φοβάσαι;»
Τα μάτια του Θεώνυμου γυαλίζουν. «Ο Πράσινος Γδάρτης δεν φοβάται κανέναν, σκυλάκι των πόλεων! Ούτε κανένας μπορεί να τον απειλήσει! Η συμφωνία μου μαζί τους δεν αφορά εσένα.» Και γνέφει στους συμμορίτες του να φύγουν, εκτός από τον Κίριθο που είναι της Σιδηράς Δυναστείας. Εκείνοι δεν φέρνουν αντίρρηση, φυσικά, ούτε κάνουν ερωτήσεις· μοιάζει να υπακούουν τυφλά τον Θεώνυμο.
«Η κυρία Νέρφελδιφ,» λέει ο Λειρνόος, «θα απογοητευτεί πολύ όταν μάθει ότι την πρόδωσες.»
Πρέπει να τον θαυμάσω, τον δαιμονισμένο γιο της Λόρκης· επιδεικνύει θάρρος παρότι καταφανώς την έχει γαμήσει. Μονάχα εχθροί υπάρχουν γύρω του, και δεν νομίζω ότι έχει κανένα κρυφό χαρτί στο μανίκι για να μας ξεφύγει. Αν κάνει να καβαλήσει το δίκυκλό του, στην καλύτερη περίπτωση θα φάει ξύλο· στη χειρότερη, σφαίρες.
«Θα απογοητευτεί περισσότερο,» του λέει ο Ξενοκράτης, «όταν μάθει ότι εσύ την πρόδωσες, Λειρνόε.»
Και η όψη του Λειρνόου ξαφνικά σκοτεινιάζει, σαν τώρα να συνειδητοποιεί πλήρως την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Σαν πριν να νόμιζε ότι απλώς έβλεπε έναν εφιάλτη απ’τον οποίο σύντομα θα ξυπνούσε.
Ο Λειρνόος μάς δίνει όλες τις πληροφορίες που του ζητάμε. Δεν έχει, άλλωστε, και καμια άλλη επιλογή. Αν δεν υπακούσει θα τον σκοτώσουμε, ή θα του κάνουμε τίποτα χειρότερο. Είμαι σίγουρος πως ειδικά ο Ρίβης δεν θα τον λυπόταν καθόλου.
Ουσιαστικά, δύο πράγματα θέλουμε να μάθουμε από τον Λειρνόο: πού μένει τώρα η Ασημίνα, και πού έχει το ηχομορφικό όχημα. Μας απαντά και στα δύο αυτά ερωτήματα· δεν μπορώ, όμως, να πάψω να υποπτεύομαι ότι πολύ πιθανόν να μας έχει κρύψει κάτι κιόλας.
Και μάλλον δεν είμαι ο μόνος μ’αυτή την υποψία, γιατί η Αστερόπη τον προειδοποιεί: «Αν μας έχεις πει ψέματα θα το μετανιώσεις.»
«Δε σας έχω πει ψέματα,» αποκρίνεται εκείνος, καθισμένος ανάμεσά μας στην κορφή του λόφου, επάνω στα ψεύτικα πτώματα από ύφασμα, χόρτο, και κλαδιά. «Υπάρχει, όμως, μια περίπτωση η κυρία Νέρφελδιφ να έχει φύγει…»
«Τι εννοείς;» τον ρωτάω.
«Μ’έστειλε εδώ για να δω και να φωτογραφίσω τα πτώματά σας. Αν δεν επιστρέψω σύντομα, θ’αρχίσει να υποψιάζεται διάφορα.»
«Ναι,» λέει ο Γρύπας Ξενοκράτης, «αυτό είναι αλήθεια. Επομένως, καλύτερα να μην αργήσουμε να δράσουμε. Τι νομίζετε; Να πάμε για το ηχομορφικό όχημα, πρώτα;»
«Σίγουρα,» αποκρίνομαι. «Αν εξαφανιστεί δεν είναι εύκολο να το ξαναβρείς, όπως όλοι ξέρουμε.»
Οι άλλοι συμφωνούν. Αλλά η Ισμήνη τονίζει: «Χωρίς να καθυστερήσουμε, όμως. Γιατί όσο η ώρα περνά τόσο οι πιθανότητες αυξάνονται η Ασημίνα να φύγει από την Έτρεβοθ.»
*
Αφήνουμε τον Λειρνόο, με τα χέρια δεμένα, μαζί με τον Θεώνυμο και τους ακόλουθους του Ρίβη, και οι υπόλοιποι μπαίνουμε στο μεταβαλλόμενο όχημα. Ο Νιρμόδος’χοκ το μεταμορφώνει σε ελικόπτερο και απογειωνόμαστε: πετάμε προς τα βορειοδυτικά, προς την Έτρεβοθ.
Σε λιγότερο από μια ώρα, ενώ το μεσημέρι πια πλησιάζει, βλέπουμε τη μεγαλούπολη αντίκρυ μας, μέσα στη διχάλα των μεγάλων ποταμών Τάρνοφ και Κάλμωθ. Ο Βινάρης προσγειώνει το αεροσκάφος και ο Νιρμόδος’χοκ το μεταμορφώνει σε τετράκυκλο όχημα ξανά.
Το ηχομορφικό όχημα βρίσκεται, σύμφωνα με τα λόγια του Λειρνόου, σ’ένα τεχνουργείο στα κεντρικά της πόλης, στην περιοχή που ακούει στο όνομα Πυρήνας. Η Ασημίνα μένει στα δυτικά της Έτρεβοθ σ’ένα οροφοδιαμέρισμα που κρέμεται, εν μέρει, πάνω από τον ποταμό Κάλμωθ, στη συνοικία Λευκοκύματη.
Ο Βινάρης οδηγεί τώρα το όχημά μας μέσα στους μεσημεριανούς δρόμους της μεγαλούπολης, που έχουν αρκετή κίνηση, και όσο πλησιάζουμε προς τον Πυρήνα η κίνηση μεγαλώνει. Εκτός από τον οδηγό και τον μάγο, κανένας άλλος δεν είναι στη μπροστινή μεριά του τροχοφόρου· όλοι οι υπόλοιποι βρισκόμαστε στην ενδοδιάσταση, και έχουμε ήδη εξοπλιστεί, φορώντας αλεξίσφαιρα γιλέκα, θηκαρώνοντας ξιφίδια επάνω μας, οπλίζοντας πυροβόλα, και φροντίζοντας να έχουν φορτισμένες μπαταρίες τα ενεργειακά όπλα. Η Μελένια περνά στο χέρι της ένα γάντι που κρύβει μέσα του ενεργειακή σιδερογροθιά: το γάντι με το οποίο χτύπησε την Αλκυόνη Νόρτκωφ. Πραγματικά, δεν θέλεις να σε γρονθοκοπήσει μ’αυτό.
Ο Γρύπας μάς λέει: «Σε περίπτωση που πλακώσει η Χωροφυλακή της Έτρεβοθ, φεύγουμε αμέσως. Δεν κάνουμε ανόητους ηρωισμούς. Συνεννοηθήκαμε;»
Γνέφουμε άπαντες καταφατικά.
«Νομίζεις ότι θα χρειαστεί ν’ανταλλάξουμε πυρά μ’αυτούς στο τεχνουργείο;» ρωτά η Ισμήνη.
«Εσύ δεν το νομίζεις;»
«Όχι.»
«Πιστεύεις ότι η Ασημίνα θάχει αφήσει το ηχομορφικό όχημα αφρούρητο;»
«Οι φρουροί δεν νομίζω να είναι πολλοί, αφού βασίζεται στη μυστικότητα.»
Προσωπικά, συμφωνώ με τον Γρυπά, όχι με την Ισμήνη. Η Ασημίνα λατρεύει τα αγωνιστικά οχήματα και, σίγουρα, θα είναι τελείως παρανοϊκή με το συγκεκριμένο.
«Αυτό πρέπει να είναι, κύριε Ξενοκράτη,» λέει ο Βινάρης, από την οθόνη του συστήματος, όταν έχουμε φτάσει στον Πυρήνα της Έτρεβοθ και στον δρόμο που μας είπε ο Λειρνόος.
Κοιτάζουμε από το τέταρτο της οθόνης όπου φαίνεται ένα μέρος που δεν μπορεί παρά να είναι τεχνουργείο. Η πόρτα του είναι μεταλλική και κλειστή.
«Πάμε από πίσω,» λέει ο Γρύπας στον Βινάρη. «Ο Λειρνόος ανέφερε ότι πίσω έχει μάντρα που χωρά όχημα.»
Ο Βινάρης υπακούει, μπαίνοντας σ’έναν δρόμο πλάι στο τεχνουργείο, κάνοντας τον κύκλο, και καταλήγοντας στην πίσω μεριά του οικοδομήματος. Από την οθόνη μας τώρα βλέπουμε, όντως, μια μάντρα περιτριγυρισμένη από πέτρινο τοίχο. Η πόρτα της είναι καγκελωτή και λουκετωμένη. Στο εσωτερικό φαίνονται διάφορα μηχανήματα, εξαρτήματα, τροχοί, σωλήνες, καλώδια, αλλά όχι το ηχομορφικό όχημα. Μονάχα δύο δίκυκλα είναι σταματημένα εκεί. Και τέσσερις μισθοφόροι στέκονται μέσα στη μάντρα, με τουφέκια να κρέμονται από τους ώμους τους.
«Όπως βλέπεις…» λέει ο Γρύπας στην Ισμήνη.
«Δεν είναι πολλοί,» επιμένει εκείνη, αλλά φορά το κράνος της και τραβά το πιστόλι της από το θηκάρι.
«Θα τους χτυπήσουμε από τα κάγκελα,» λέει η Ξανθίππη, «ελπίζοντας να τους αιφνιδιάσουμε. Και συγχρόνως θα ανατινάξουμε το λουκέτο.»
Ο Γρύπας συμφωνεί, έτσι ο Βινάρης σταματά το όχημά μας σ’έναν παράπλευρο δρόμο και βγαίνουμε. Κανένας δεν μένει πίσω καθώς κατευθυνόμαστε προς την καγκελόπορτα της μάντρας. Και μόλις είμαστε σε σημείο που μπορούμε να δούμε τους μισθοφόρους ανοίγουμε πυρ, φωνάζοντας: «Παραδοθείτε! Παραδοθείτε!» Η Ξανθίππη, ο Ξενοκράτης, η Αστερόπη, ο Ρίβης, και ο Βινάρης κρατάνε κοντά τουφέκια. Εγώ, η Ισμήνη, η Μελένια, ο Σουτούρης, η Δήμητρα’μορ, και ο Νιρμόδος’χοκ κρατάμε πιστόλια. Μόνο η Κλεισμένη είναι άοπλη.
Οι μισθοφόροι πανικοβάλλονται· αναζητούν κάλυψη πίσω από τις σαβούρες της μάντρας. Ένας πέφτει από τα πυρά μας.
Η Ξανθίππη πετά μια χειροβομβίδα προς την καγκελόπορτα ενώ απομακρυνόμαστε απ’ αυτήν, πεταγόμαστε δεξιά κι αριστερά της. Η έκρηξη την τραντάζει, η αλυσίδα που κρατά τα δύο φύλλα της ενωμένα διαλύεται.
«ΠΑΡΑΔΟΘΕΙΤΕ!» φωνάζει η Ξανθίππη, καθώς ο Βινάρης κλοτσά την πόρτα και μπαίνουμε πυροβολώντας, γεμίζοντας τα πάντα με σφαίρες.
«Εντάξει!» αντηχεί η φωνή ενός μισθοφόρου. «Παραδινόμαστε!»
«Βγείτε ήρεμα,» προστάζει η Ξανθίππη, ενώ παύουμε να τους ρίχνουμε. «Χωρίς όπλα, και με τα χέρια σας υψωμένα.»
Οι τρεις μισθοφόροι υπακούουν. Ο τέταρτος είναι ξαπλωμένος στο έδαφος, αιμόφυρτος, με αίμα γύρω του. Αλλά δεν είναι νεκρός· σέρνεται. Μάλλον τα πόδια του έχουν χτυπηθεί.
«Με τα ενεργειακά!» λέει ο Ξενοκράτης, και πρώτος εκείνος τραβά ένα ενεργειακό πιστόλι από τη ζώνη του και πυροβολεί έναν φρουρό. Ο άντρας συσπάται καθώς η ενέργεια τον τυλίγει και μετά πέφτει κάτω, ακίνητος.
Οι υπόλοιποι έχουν τη ίδια μοίρα από τις ενεργειακές ριπές μας.
Δίχως να καθυστερήσουμε, διασχίζουμε τη μάντρα και μπαίνουμε στο τεχνουργείο. Αντικρίζουμε μια μεγάλη αίθουσα γεμάτη μηχανήματα, καλώδια, σωλήνες, κιβώτια, δοχεία… Στο κέντρο της βρίσκεται κάτι που αμέσως αναγνωρίζουμε: το ηχομορφικό όχημα. Και τώρα κανένας τροχός δεν του λείπει. Τα τζάμια του έχουν, επίσης, επισκευαστεί. Μονάχα το μεταλλικό, θωρακισμένο περίβλημά του φαίνεται ακόμα χτυπημένο.
Δυο άντρες τρέχουν να απομακρυνθούν από το αγωνιστικό όχημα.
«Ακίνητοι!» τους φωνάζει η Ξανθίππη σημαδεύοντάς τους. «Μείνετε στη θέση σας!»
Οι δυο άντρες σταματούν, με τα χέρια υψωμένα. «Μηχανικοί είμαστε, για όνομα της Αρτάλης!» λέει ο ένας. «Τι θέλετε; Δεν έχουμε όπλα!»
«Ποιος είν’ εκεί;» φωνάζει ο Σουτούρης ο Τυχερός, στρέφοντας το πιστόλι του προς τ’αριστερά μας, στις σκιές κάτω από ένα πατάρι της ψηλής αίθουσας. «Βγες έξω!»
«Μη μου ρίξετε!» ακούγεται μια φωνή που νομίζω πως αναγνωρίζω. «Δε μπορούσα να κάνω αλλιώς – έπρεπε να την υπηρετήσω. Μη μου ρίξετε!»
Η μορφή της δεν φαίνεται καλά μέσα στις σκιές, αλλά αυτή είναι. Σίγουρα. «Βγες έξω, Τζίνα!» της λέω, στρέφοντας κι εγώ το πιστόλι μου προς το μέρος της.
«Μη νομίζεις ότι είμαι κάτι περισσότερο από ένα πιόνι εδώ, Ζορδάμη,» λέει εκείνη.
«Νόμιζα ότι ήσουν νεκρή.»
«Παραλίγο. Εξαιτίας σου!»
«Δε σε πυροβόλησα εγώ,» την πληροφορώ. «Αλλά τι περίμενες να κάνουμε, αφού μας είχατε στήσει ενέδρα;»
«Η επιλογή δεν ήταν δική μου, Ζορδάμη. Δούλευα για τον Κλεόβουλο Σιριλάμνη εκείνη την περίοδο που παρουσιάστηκε ξανά το ηχομορφικό όχημα στην Άντχορκ, και δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, έπρεπε να τον εξυπηρετήσω. Και τώρα την Ασημίνα Νέρφελδιφ.»
«Εντάξει,» της λέω. «Αλλά βγες έξω.»
Η Τζίνα βγαίνει από την κρυψώνα της, και παρατηρώ ότι στηρίζεται σ’ένα μπαστούνι. Είναι φανερά τραυματισμένη. Η Ξανθίππη, τελικά, μπορεί να μην τη σκότωσε αλλά τη χτύπησε άσχημα.
«Ραλίστα,» μου λέει ο Ξενοκράτης, «πήγαινε να ελέγξεις το όχημα, και πάρ’ το από εδώ.»
Βαδίζω προς το ηχομορφικό ενώ οι υπόλοιποι βρίσκονται ολόγυρά μου, προσέχοντας μήπως κανένας εχθρός πεταχτεί από τις σκιές στις άκριες της μεγάλης αίθουσας.
Κανένας δεν μας επιτίθεται, αλλά η Τζίνα φωνάζει: «Ζορδάμη, όχι! Μην πλησιάσεις το όχημα!»
Σταματάω. Στρέφομαι να την αντικρίσω. «Γιατί;»
«Βλέπεις αυτό τον διακόπτη εκεί;» Δείχνει έναν διακόπτη που προεξέχει επάνω σε μια συσκευή προσαρτημένη σε μια σιδερένια κολόνα. «Τον κατέβασαν μόλις άκουσαν τους πυροβολισμούς απέξω.» Κοιτάζει προς τη μεριά των δύο μηχανικών–
«Τι να κάναμε, Τζίνα;» λέει ο ένας – εκείνος που μίλησε και σ’εμάς: ένας άντρας με κατάλευκο δέρμα και κοντά μαύρα μαλλιά. «Έτσι μας είχε ζητήσει!»
«Ποιος;» ρωτάω.
«Η κυρία Νέρφελδιφ.»
«Τι κάνει ο διακόπτης, Τζίνα;»
«Δες πού πηγαίνουν τα καλώδια.» Μου τα δείχνει. Ξεκινούν από τη συσκευή στην κολώνα και καταλήγουν κάτω από το ηχομορφικό όχημα. «Με το κατέβασμα του διακόπτη ενεργοποιήθηκε ένα ειδικό σύστημα ασφαλείας μέσα στο όχημα. Το εγκατέστησε ένας μάγος του τάγματος των Τεχνομαθών, χτες. Μόλις μπεις στο όχημα, θα σε χτυπήσει ενέργεια, αρκετή για να ψήσει το νευρικό σου σύστημα· κι επίσης, το όχημα θα βουλιάξει μέσα σε μια χωρική αναδίπλωση.»
«Χωρική αναδίπλωση; Εννοείς ότι θα εξαφανιστεί;»
«Ναι. Και θα πρέπει να έρθει μάγος για να ξεδιπλώσει τον χώρο και να το βγάλει έξω.»
«Γιατί,» ρωτά η Αστερόπη, «δεν ανεβάζεις λοιπόν τον διακόπτη τόση ώρα, Τζίνα;»
«Αν ανεβάσω τον διακόπτη θα ανατιναχτούμε όλοι, και το σύστημα ασφαλείας του οχήματος δεν θα απενεργοποιηθεί.»
«Λίγη σημασία θα έχει αυτό πια…» παρατηρεί η Αστερόπη.
«Πράγματι,» συμφωνεί η Τζίνα. «Επιπλέον, με το κατέβασμα του διακόπτη ένας συναγερμός χτύπησε στο σπίτι της Ασημίνας Νέρφελδιφ–»
«Τι!» κάνω, ξαφνιασμένος, τσαντισμένος. «Και τώρα περίμενες να μας το πεις;»
«Δεν άργησα! Έπρεπε να σας εξηγ–»
«Πώς μπορούμε να απενεργοποιήσουμε το σύστημα ασφαλείας του οχήματος;» τη ρωτά ο Ξενοκράτης.
«Δεν μπορείτε,» λέει η Τζίνα. «Μόνο ο μάγος που το εγκατέστησε μπορεί να το απενεργοποιήσει, με κάποιο νοητικό κώδικα. Η Ασημίνα δεν ήθελε να–»
«Νομίζω,» παρεμβαίνει ο Σουτούρης ο Τυχερός, «πως αυτή θα ήταν μια πολύ καλή στιγμή να φύγουμε.»
«Όχι χωρίς το όχημα!» λέω. Η αλήθεια είναι πως το έχω ερωτευτεί λιγάκι. Ίσως να φταίει που είμαι ραλίστας εδώ και χρόνια.
«Τι λες, ρε Ραλίστα;» μουγκρίζει ο Σουτούρης. «Πώς θα το πάρουμε; Πάμε να φύγουμε!»
«Ναι, πρέπει να φύγουμε,» συμφωνεί ο Γρύπας. «Κι εσύ,» δείχνει τη Τζίνα, «θάρθεις μαζί μας.»
«Μα ήθελα να έρθω μαζί σας, έτσι κι αλλιώς,» αποκρίνεται εκείνη. «Ήθελα να–»
Ο Βινάρης την αρπάζει στα χέρια του, γιατί είναι φανερό πως μόνη της δεν μπορεί να βαδίσει γρήγορα. «Πάμε!» λέει.
Βγαίνουμε από το τεχνουργείο και, τρέχοντας, επιστρέφουμε στο όχημά μας. Ο Βινάρης αφήνει τη Τζίνα να σταθεί στα πόδια και στο μπαστούνι της και μπαίνει στη μπροστινή μεριά του τροχοφόρου μαζί με τον Νιρμόδο’χοκ. Οι υπόλοιποι ανοίγουμε την πίσω πόρτα και περνάμε στην ενδοδιάσταση.
Η Τζίνα δείχνει εντυπωσιασμένη από την ύπαρξη μιας ενδοδιάστασης προσαρτημένης σε τροχοφόρο.
«Φύγε, Βινάρη! Μακριά από δω!» λέει ο Γρύπας στην οθόνη. Αλλά ο Βινάρης έχει ήδη ξεκινήσει να απομακρύνεται, γρήγορα.
«Το καθίκι ο Λειρνόος!» γρυλίζει ο Ρίβης. «Μας το έκρυψε αυτό! Όταν τον ξαναδώ θα τον γδάρω ζωντανό – τ’ορκίζομαι στον Κάρτωλακ!»
«Μπορεί να μην το ήξερε…» υποθέτει η Δήμητρα’μορ.
«Δεν είναι αστεία αυτά που κάνεις,» της λέει η Αστερόπη.
«Πού πηγαίνουμε, κύριε Ξενοκράτη; Έξω από την πόλη ή μέσα στην πόλη;» ρωτά ο Βινάρης, από την οθόνη.
«Αν δεν επιτεθούμε τώρα στην Ασημίνα, δεν πρόκειται να την ξαναβρούμε στην Έτρεβοθ,» αποκρίνεται ο Γρύπας.
«Θέλετε να μας πάω στο σπίτι της;»
«Δε θα μας περιμένει εκεί, τώρα που ο συναγερμός στο τεχνουργείο χτύπησε.»
«Θα έχει, όμως, σίγουρα κι άλλες παγίδες για εμάς στο σπίτι της,» λέει η Ισμήνη. «Παγίδες για τις οποίες ο Λειρνόος δεν μας ανέφερε το παραμικρό.»
«Προτείνεις, δηλαδή, να μην πάμε;» τη ρωτά Γρύπας.
«Αντιθέτως. Τώρα, πράγματι, είναι μια πλέον κατάλληλη στιγμή για να της επιτεθούμε. Χωρίς να το έχουμε σχεδιάσει, κάναμε αντιπερισπασμό. Χτυπάς άσκοπα ένα μέρος ενώ θέλεις, στην πραγματικότητα, να χτυπήσεις ένα άλλο μέρος.»
Γι’ακόμα μια φορά δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ τι είναι η Ισμήνη. Κατάσκοπος; Στρατιωτικός; Πού τη βρήκε ο Ξενοκράτης;
Η Ισμήνη προτείνει να μην πλησιάσουμε το σπίτι της Ασημίνας μέσα στο όχημά μας επειδή μπορεί να έχει πράκτορές της στη γύρω περιοχή οι οποίοι αμέσως θα το εντοπίσουν. «Μην ξεχνάτε ότι το έχουν ξαναδεί.»
Συμφωνούμε ομόφωνα μαζί της, και ο Γρύπας λέει στον Βινάρη, μέσω της οθόνης, τι να κάνει. Οπότε εκείνος οδηγεί το μεταβαλλόμενο όχημα ώς τη Λευκοκύματη και το σταματά σ’έναν δρόμο δύο τετράγωνα απόσταση από τον δρόμο όπου βρίσκεται το σπίτι της Ασημίνας Νέρφελδιφ.
«Εσύ,» λέει ο Γρύπας στη Τζίνα, που κάθεται σε μια από τις καρέκλες της ενδοδιάστασης με το μπαστούνι της ακουμπισμένο ανάμεσα στα γόνατά της, «δεν μπορείς να έρθεις μαζί μας.» Και είναι προφανές ότι μιλά κυριολεκτικά: η Τζίνα είναι πολύ τραυματισμένη για να έρθει μαζί μας.
«Θα περιμένω εδώ,» αποκρίνεται εκείνη αμέσως, μοιάζοντας να φοβάται ότι θ’ακούσει αυτό που τελικά όντως ακούει.
«Δε μπορούμε να σ’αφήσουμε εδώ έτσι, λυτή,» της λέει η Ισμήνη. «Πριν από λίγη ώρα υπηρετούσες την Ασημίνα Νέρφελδιφ.»
«Ναι αλλά αυτό δεν ισχύει πια!» κουνά το κεφάλι η Τζίνα.
Η Ισμήνη λέει στην Ξανθίππη και στη Μελένια. «Δέστε την.»
«Δεν υπάρχει λόγος! Αλήθεια!» διαμαρτύρεται η Τζίνα. «Δε θα πειράξω τίποτα!»
Η Μελάνια κοιτάζει ερωτηματικά τον Γρύπα. «Κύριε Ξενοκράτη;»
Η Ξανθίππη πιάνει ένα ζευγάρι χειροπέδες.
Ο Γρύπας γνέφει καταφατικά, και σε λίγο η Τζίνα έχει τα χέρια της παγιδευμένα πίσω από την πλάτη της καρέκλας της και τα πόδια της δεμένα στους αστραγάλους. «Με πονά ο ώμος μου,» διαμαρτύρεται. «Είμαι τραυματισμένη, γαμώτο!»
«Δε θα πεθάνεις,» της λέει η Ξανθίππη, και προτού προλάβει η Τζίνα να διαμαρτυρηθεί κι άλλο τής κλείνει το στόμα μ’ένα φίμωτρο και το δένει πίσω απ’τον αυχένα της.
Η Τζίνα μουγκρίζει. Αναστενάζει.
Δε νομίζω ότι θα μας πρόδιδε, ακόμα κι αν την αφήναμε λυτή, αλλά ούτε εγώ θα μπορούσα να την εμπιστευτώ, φυσικά.
Φορώντας καπέλα, γυαλιά, και κάπες με κουκούλες, αφήνουμε τη Τζίνα δεμένη μέσα στην ενδοδιάσταση και βγαίνουμε από το όχημα. Συναντάμε τον Βινάρη και τον Νιρμόδο’χοκ να μας περιμένουν απέξω, παρόμοια ντυμένοι κι έχοντας κι εκείνοι όπλα κρυμμένα επάνω τους.
Η Κλεισμένη νιαουρίζει ανήσυχα, σαν να αντιλαμβάνεται τη φόρτιση που όλοι αισθανόμαστε.
Αρχίζουμε να βαδίζουμε προς την οδό όπου βρίσκεται η πολυκατοικία με το οροφοδιαμέρισμα της Ασημίνας Νέρφελδιφ, πλάι στις όχθες του ποταμού. Οι δρόμοι γύρω μας δεν έχουν κίνηση. Είναι μεσημέρι, και η Λευκοκύματη δεν είναι καμια πολύ εμπορική συνοικία· μονάχα περίπτερα βλέπεις εδώ και ελάχιστα άλλα καταστήματα. Και τώρα όλα όσα τυχαίνει να δω ή έχουν ήδη κλείσει ή κλείνουν. Δεν είναι καλό αυτό, σκέφτομαι: το γεγονός ότι οι δρόμοι είναι έρημοι. Γιατί έντεκα άνθρωποι όπως εμείς δίνουμε αμέσως στόχο. Πώς να το αποφύγουμε, όμως; Να πλησιάζαμε λίγοι-λίγοι την πολυκατοικία της Ασημίνας; Δεν ξέρω αν θα έπρεπε να το προτείνω. Εξάλλου, αν ήταν προτιμότερο δεν θα το είχε ήδη προτείνει η Ισμήνη; Ή η Ξανθίππη;
Ακούω τον ήχο του ποταμού ύστερα από μια στροφή. Βρισκόμαστε κοντά στις όχθες τώρα. Προχωράμε λίγο ακόμα, και ανάμεσα από τα οικήματα αντικρίζω τα νερά του Κάλμωθ. Οι δρόμοι είναι καθαροί εδώ, και τα σπίτια φαίνονται πλούσια. Καλή περιοχή, αναμφίβολα.
«Αυτό εκεί πρέπει νάναι,» λέει η Ξανθίππη, ατενίζοντας μια πολυκατοικία αλλά μην υψώνοντας το χέρι της για να δείξει – μη θέλοντας να δώσει στόχο, προφανώς.
«Ναι,» συμφωνεί ο Γρύπας.
Η εν λόγω πολυκατοικία είναι δίπλα στην όχθη του ποταμού, και τα διαμερίσματά της κρέμονται εν μέρει πάνω από τα τρεχούμενα νερά.
Ένας γρυποκαβαλάρης περνά φτερουγίζοντας, σκεπάζοντάς μας προς στιγμή με τη σκιά του. Κοιτάζω ψηλά, ξαφνιασμένος, φοβούμενος επίθεση από τον αέρα. Αλλά δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας αερομεταφορέας, που απομακρύνεται. Ίσως, τελικά, να παραείμαστε προσεχτικοί και τσιτωμένοι μ’αυτή την ιστορία. Ίσως η Ασημίνα να μην έχει κάνει το δρόμο προς το σπίτι της ναρκοπέδιο…
Δεν έχω ολοκληρώσει τούτη τη σκέψη μες στο κεφάλι μου, όταν τρεις άντρες και μια γυναίκα έρχονται καταπάνω μας, βαδίζοντας γρήγορα. Οι σύντροφοί μου θορυβούνται· το καταλαβαίνω από τον τρόπο που σταματούν, βάζοντας τα χέρια τους μέσα στα ρούχα τους, στα όπλα τους. Εγώ πιάνω το πιστόλι που κρύβεται κάτω από το πέτσινο πανωφόρι μου.
Αυτοί που μας ζυγώνουν δεν μοιάζουν για μισθοφόροι, ούτε κρατάνε όπλα. «Ε, συγνώμη!» λέει ο ένας, δυνατά. «Τι κάνεις εδώ, ρε παλιολεχρίτη Αλλάνδρη;» Κι αρπάζει το καπέλο του Σουτούρη, ρίχνοντάς το παραδίπλα. Την ίδια στιγμή, οι άλλοι δύο άντρες απλώνουν τα χέρια τους προς εμένα και την Ισμήνη, ενώ η γυναίκα προσπαθεί να πιάσει την κουκούλα της Μελένιας.
«Τι κάνεις εκεί, ρε φίλε;» μουγκρίζω καθώς ο άντρας πετά το καπέλο απ’το κεφάλι μου. Δεν ξέρω αν θα ήταν συνετό να τραβήξω το πιστόλι μου – ίσως απλά νάναι μεθυσμένοι!
Η Ισμήνη, όμως, δεν έχει ενδοιασμούς· κλοτσά στο γόνατο τον άντρα που την πλησιάζει, κάνοντάς τον να παραπατήσει με μια κραυγή. Και η Μελένια απομακρύνεται επιδέξια, σαν χορεύτρια, από τα χέρια της γυναίκας.
«Τι σκατά θέλετε;» φωνάζει η Ξανθίππη, αρπάζοντας από το πέτο τον άντρα που μου πέταξε το καπέλο και σπρώχνοντάς τον όπισθεν.
«Συγνώμη, λάθος!» λέει εκείνος, χαμογελώντας πλατιά. «Χα-χα-χα-χα, δεν είστε εσείς! Λάθος, κυρία! Συγνώμη – να είστε καλά!» Και οπισθοχωρεί, βιαστικά, ενώ κι οι άλλοι τρεις τον ακολουθούν – αυτός που δέχτηκε την κλοτσιά της Ισμήνης κουτσαίνοντας.
«Παγίδα είναι!» μας προειδοποιεί η σύζυγος του Ξενοκράτη, βγάζοντας το πιστόλι μέσα από τις πτυχώσεις του φορέματός της.
Και την ίδια στιγμή, ενώ οι τέσσερις παράξενοι οδοιπόροι οπισθοχωρούν κάνοντας τους χαζούς ή τους μεθυσμένους, διάφοροι άλλοι ξεπροβάλλουν από μικρούς δρόμους γύρω από την πολυκατοικία της Ασημίνας Νέρφελδιφ. Κι έχουν όπλα στα χέρια – κοντά τουφέκια, πιστόλια. Στραμμένα προς το μέρος μας.
«Ζορδάμη!» φωνάζει ένας. «Καιρό είχαμε να ειδωθούμε!» Φορά κάπα και κουκούλα, αλλά κάτι μού θυμίζει. Ποιος είναι;
Δεν υπάρχει χρόνος για σκέψεις, όμως, τώρα.
«ΚΑΤΩ!» κραυγάζει η Ξανθίππη, πέφτοντας στο ένα γόνατο ενώ πυροβολεί με δύο πιστόλια – το ένα βάλλοντας δεξιά, το άλλο αριστερά, γιατί έχουμε εχθρούς από παντού γύρω.
Οι υπόλοιποι τη μιμούμαστε, πάραυτα. Εγώ πέφτω στο πλακόστρωτο του πεζόδρομου, τραβώντας το πιστόλι μέσα από το πανωφόρι μου και ρίχνοντας προς έναν από τους μισθοφόρους. Πυροβολισμοί αντηχούν πανταχόθεν μέσα στο μεσημέρι, καθώς και κραυγές. Ορισμένοι από τους συντρόφους μου χρησιμοποιούν στοιχεία του δρόμου για κάλυψη: ο Σουτούρης πίσω από έναν σκουπιδοτενεκέ· ο Ξενοκράτης και η Ισμήνη πίσω από ένα τετράκυκλο όχημα· ο Ρίβης πίσω από ένα δίκυκλο.
«Φύγε από κει, Ραλίστα!» μου φωνάζει η Αστερόπη, ενώ εκτοξεύει μια σκοτοβομβίδα που τυλίγει σε πυκνό σκοτάδι το πεδίο μπροστά μου, τυφλώνοντας τους ανθρώπους που μου ρίχνουν.
Στρέφομαι στη μεριά της βλέποντάς την πλάι σε μια γωνία, γονατισμένη. Σηκώνομαι και, σκυφτός, τρέχω προς τα εκεί, ενώ η Αστερόπη με καλύπτει πυροβολώντας με κοντό τουφέκι. Ακούω μια σφαίρα να σφυρίζει δίπλα απ’το αριστερό μου αφτί σαν δολοφονική μύγα.
Φτάνοντας δίπλα στην Αστερόπη βλέπω δύο νεκρούς πίσω της: δύο αιμόφυρτους άντρες. Πρέπει να τους σκότωσε εκείνη προτού καλυφτεί εδώ. Δε φαίνεται κανένας άλλος κοντά μας, ευτυχώς.
Οι πυροβολισμοί συνεχίζονται προς κάθε κατεύθυνση: οι δρόμοι μπροστά απ’την πολυκατοικία της Ασημίνας έχουν μετατραπεί σε πεδίο μάχης. Ολόκληρο στράτευμα είχε συγκεντρωμένο εδώ, η καταραμένη!
Μια έκρηξη με κάνει να στραφώ προς τον Ρίβη. Τον βλέπω να τινάζεται πίσω και να κυλά, ενώ το δίκυκλο που χρησιμοποιούσε για κάλυψη διαλύεται. Η ενεργειακή φιάλη μέσα του πρέπει να χτυπήθηκε.
«ΕΔΩ!» φωνάζω. «ΡΙΒΗ! ΕΔΩ!»
Ο αδελφός της Ασημίνας, μαυρισμένος και καψαλισμένος από την έκρηξη, σηκώνεται και τρέχει προς τη μεριά μου. Χρησιμοποιώντας το πιστόλι μου, τον καλύπτω. Και παρατηρώ πως πετυχαίνω έναν εχθρό μας στο δεξί μάτι, σπάζοντας τον έναν φακό των μαύρων γυαλιών του και σκοτώνοντάς τον.
«Ευχαριστώ, Ραλίστα,» μου λέει ο Ρίβης, λαχανιασμένα, βήχοντας. «Αυτή τη φορά, ίσως να μη γλίτωνα απ’τα νύχια του θανάτου.»
«Δε θα πεθάνεις από τώρα,» αποκρίνομαι, αλλάζοντας γεμιστήρα στο πιστόλι μου. «Έχεις δουλειές ακόμα σ’αυτή τη διάσταση, Σεβασμιότατε.»
Ο Ρίβης γελά ξερά.
Η Κλεισμένη παρουσιάζεται ξαφνικά ανάμεσά μας.
Έχοντας αλλάξει γεμιστήρα, προσπαθώ να διακρίνω τι σκατά γίνεται στο πεδίο μάχης που έχουν μετατραπεί οι ήσυχοι μεσημεριανοί δρόμοι. Βλέπω καπνούς, φωτιές, αφύσικα σκοτάδια προερχόμενα από σκοτοβομβίδες. Και νομίζω πως οι σύντροφοί μου είναι καλά. Δεν ατενίζω κανέναν νεκρό. Αλλά, μέσα σ’αυτό το χαλασμό, δεν είμαι και σίγουρος…
Η Αστερόπη πυροβολεί, γονατισμένη στο ένα γόνατο. «Μου φαίνεται ότι αποτραβιούνται. Τους έχουμε– ΣΟΥΤΟΥΡΗ!»
Ο Τυχερός – ίσως επειδή είναι τυχερός – γλιτώνει τον θάνατο από βέλος γι’ακόμα μια φορά. Τον βλέπω να τινάζεται μακριά από τον σκουπιδοτενεκέ και να κυλά στον πεζόδρομο, ενώ ένα μεταλλικό βέλος πέφτει πίσω του.
Κοιτάζω ψηλά και βλέπω σ’ένα μπαλκόνι του τρίτου ορόφου της πολυκατοικίας της Ασημίνας – σ’ένα μπαλκόνι του οροφοδιαμερίσματός της, δηλαδή – τον Τοξότη να στέκεται. Και ρίχνει βέλη ξανά, κυνηγώντας τον Σουτούρη καθώς εκείνος τρέχει, σκυφτός. Ο Τυχερός βουτά κάτω από ένα σταματημένο φορτηγό, κι ένα από τα βέλη του συνονόματού μου σπάει το μπροστινό παράθυρο του οχήματος–
Θόρυβος πίσω μου!
Γυρίζω.
Ο Ρίβης παλεύει με κάποιον, κρατώντας το πιστόλι του στραμμένο στον ουρανό. Ο εχθρός είναι κουκουλοφόρος και φορά κάπα· είναι εκείνος που μου φώναξε πριν. Και τώρα τον αναγνωρίζω. Ο Αχιλλέας ο Μαστροκλέφτης!
«Μακριά είσαι από τη Χαρπόβη!» γρυλίζω, καθώς ορμώ καταπάνω του, γρονθοκοπώντας τον στα πλευρά.
Ο Αχιλλέας τινάζεται, κοπανώντας στον τοίχο.
«Ερχόταν για να σε σκοτώσει από πίσω,» μου λέει ο Ρίβης.
Και μάλλον ο Μαστροκλέφτης δεν έχει αλλάξει γνώμη· κάνει να υψώσει το πιστόλι του προς το μέρος μου. Το κλοτσάω από το χέρι του, πετώντας το πέρα. Το όπλο εκπυρσοκροτεί στον αέρα, ευτυχώς χωρίς να χτυπήσει κανέναν μας.
«Ήσουν με την Ασημίνα Νέρφελδιφ απ’την αρχή, καθίκι;» ρωτάω τον Αχιλλέα.
«Εγώ δε σ’έστειλα σ’αυτήν;» Τραβά ένα μακρύ ξιφίδιο απ’τη ζώνη του, πατώντας ένα κουμπί στη λαβή: ενέργεια αρχίζει να τρεμοπαίζει κατά μήκος της λεπίδας.
«Μην κάνεις μαλακίες,» του λέω, υψώνοντας το πιστόλι μου.
Αλλά είναι κοντά. Είμαστε σχεδόν ο ένας πλάι στον άλλο. Θα προλάβω να του ρίξω προτού με μαχαιρώσει;
«Έχεις δίκιο μου,» αποκρίνεται, αναστενάζοντας, κατεβάζοντας τη λεπίδα του. «Δε χρειάζονται άλλοι σκοτωμοί. Η Ασημίνα είναι πια χαμένη από χέρι, ούτως ή άλλως.» Πατά το κουμπί στη λαβή ξανά, διακόπτοντας τη ροή της ενέργειας.
Κατεβάζω κι εγώ το πιστόλι μου.
Μια κραυγή από την άλλη μεριά με κάνει να στραφώ. Η κραυγή του Ξενοκράτη, συνειδητοποιώ. Και τον βλέπω να κρατά την Ισμήνη στα χέρια, ενώ ένα βέλος προεξέχει από πάνω της.
Αυτό το κάθαρμα!
Κάποιος μ’αρπάζει ξαφνικά από τα μαλλιά, τραβώντας το κεφάλι μου πίσω. Μια λεπίδα αστράφτει μπροστά στα μάτια μου, κατεβαίνοντας προς τον λαιμό μου–
Ένα χέρι την αρπάζει.
Όχι το δικό μου.
Χτυπάω προς τα πίσω, με τον αγκώνα μου. Βρίσκω τον Μαστροκλέφτη στο διάφραγμα, αναγκάζοντάς τον να παραπατήσει, ξέπνοος.
Ο Ρίβης ήταν που μ’έσωσε. Η παλάμη του αιμορραγεί.
«Τώρα εγώ σου χρωστάω, Σεβασμιότατε,» του λέω, και υψώνοντας το πιστόλι μου πυροβολώ τον Αχιλλέα στο κεφάλι. Μυαλά και αίματα τινάζονται, και το σώμα του Μαστροκλέφτη σωριάζεται στο πλακόστρωτο, σφαδάζοντας νευρικά προτού μείνει ακίνητο.
Οι σύντροφοί μας συγκεντρώνονται προς τη μεριά μας. Ο Γρύπας κρατά την Ισμήνη στα χέρια· το αίμα της κυλά πάνω στο πουκάμισό του, στο παντελόνι του, στο πλακόστρωτο. Το μεταλλικό βέλος είναι καρφωμένο στο στήθος της. Ο Βινάρης είναι επίσης τραυματισμένος από βέλος, παρατηρώ· προεξέχει από τον αριστερό ώμο του. Και η Ξανθίππη είναι τραυματισμένη στο δεξί μπράτσο, αλλά από σφαίρα.
Οι εχθροί μας, όμως, φαίνεται να υποχωρούν· δεν μας ρίχνουν πια, και βλέπω πως πολλοί απ’ αυτούς είναι νεκροί. Πόσοι; Πάνω από δέκα; Δε μπορώ να διακρίνω μέσα απ’τους καπνούς, τις φωτιές, τα αφύσικα σκοτάδια. Πόσους φρουρούς είχε εδώ η Ασημίνα;
Η Αστερόπη πυροβολεί προς τα πάνω, προς το μπαλκόνι όπου βρίσκεται ο Τοξότης. Η Δήμητρα’μορ το ίδιο, καθώς και η Μελένια και ο Σουτούρης. Ο συνονόματός μου αναγκάζεται να σκύψει, να καλυφτεί τελείως. Αλλά και πάλι ένα βέλος του εκτοξεύεται, ψηλοκρεμαστά, διαγράφοντας ημικύκλιο στον αέρα κι ερχόμενο καταπάνω μας με τρομαχτική ακρίβεια. Πέφτει ανάμεσα σ’εμένα και την Ξανθίππη που έχει μόλις σταθεί πλάι μου.
«Πάμε πάνω,» λέει η Αστερόπη αλλάζοντας γεμιστήρα στο κοντό τουφέκι της. «Το θέλω νεκρό αυτό το κάθαρμα!» Η πολυκατοικία της Ασημίνας δεν είναι μακριά μας· μια πόρτα απόσταση βρίσκεται η είσοδος του μικρού κήπου της.
Αλλά προτού κανένας μας μιλήσει ακούμε τον ήχο έλικα από ψηλά. Υψώνω το βλέμμα μου και ατενίζω ένα μικρό ελικόπτερο να φεύγει από την οροφή της πολυκατοικίας.
«Η Ασημίνα!» λέω.
«Πάμε στο μεταβαλλόμενο!» λέει ο Γρύπας. Και δεν έχω ξαναδεί ποτέ τέτοια όψη στο πρόσωπό του. Δεν ξέρω αν μπορώ να τη χαρακτηρίσω τρομοκρατημένη ή εξαγριωμένη.
«Ναι,» αποκρίνεται ο Βινάρης, που παρατηρώ – αρκετά έκπληκτος – πως έχει τραβήξει το βέλος απ’τον ώμο του. «Μόνο έτσι θα την πιάσουμε.»
Η Αστερόπη λέει: «Εγώ πάω για τον Τοξότη.» Και τρέχει προς την πολυκατοικία, συνεχίζοντας να πυροβολεί το μπαλκόνι.
«Αστερόπη!» φωνάζω, ακολουθώντας την.
«Ραλίστα!» Ο Σουτούρης ακολουθεί εμένα.
Η Αστερόπη κλοτσά τη μικρή καγκελόπορτα της αυλής και μπαίνει στην πολυκατοικία, τρέχει προς την είσοδο. Την προφταίνω, και ο Σουτούρης προφταίνει εμένα. Μαζί με τη Μελένια, παρατηρώ. Και είναι και η Κλεισμένη δίπλα της, συρίζοντας οργισμένα.
Η Αστερόπη στρέφει την κάννη του κοντού τουφεκιού της στην κλειδαριά της πόρτας, αλλά η ετεροθαλής αδελφή της της λέει: «Όχι. Στάσου.» Και σφίγγει τη γροθιά του δεξιού, γαντοφορεμένου χεριού της. Γρονθοκοπεί την κλειδαριά κι ένα δυνατό τρίξιμο ακούγεται, καθώς ενέργεια χτυπά τον μηχανισμό.
Κλοτσάω την πόρτα και η πόρτα ανοίγει.
Πλησιάζουμε τον ανελκυστήρα, αλλά η Αστερόπη λέει: «Μπορεί να κατεβεί από τις σκάλες.» Κι αρχίζει να τις ανεβαίνει. «Έλα μαζί μου, Ραλίστα. Εσύ, μικρή, κι ο Τυχερός πάρτε τον ανελκυστήρα.»
«‘Μικρή’;» την αγριοκοιτάζει η Μελένια, και δεν μπορώ παρά να χαμογελάσω με την όρεξή τους για τσακωμούς ακόμα και τώρα.
Ακολουθώ την Αστερόπη στις σκάλες, έχοντας το πιστόλι μου έτοιμο. Είμαστε κι οι δύο σκυμμένοι και προσέχουμε πριν από κάθε στροφή· η Κλεισμένη έρχεται πίσω μας. Δεν υπάρχουν και πολλά μέρη που μπορεί να κρυφτεί ο εχθρός μας. Ή οι εχθροί μας. Δεν ξέρουμε ότι μόνο ο Τοξότης είναι εκεί πάνω.
Δεν αργούμε να φτάσουμε στον τρίτο όροφο και να συναντήσουμε τον Σουτούρη και τη Μελένια που έχουν, αναμενόμενα, έρθει πριν από εμάς. Με εκπλήσσει που δεν αντικρίσαμε κανέναν ένοικο ώς εδώ, κανέναν που να έχει βγει από το σπίτι του για να δει τι συμβαίνει· αλλά ίσως δεν θα έπρεπε να με εκπλήσσει και τόσο. Οι άνθρωποι έχουν την τάση να κρύβονται και να περιμένουν η καταιγίδα να περάσει. Δεν είναι όλοι τρελοί σαν εμάς. Αναμφίβολα, πάντως, η Χωροφυλακή θα έχει ειδοποιηθεί ώς τώρα. Αναρωτιέμαι τι θα κάνουμε αν είμαστε μέσα όταν έρθουν– Προβληματισμοί για άλλη στιγμή, Ραλίστα.
«Κανένας;» λέει ο Σουτούρης.
«Κανένας,» αποκρίνομαι.
Η Αστερόπη στρέφει το βλέμμα της στην πόρτα του οροφοδιαμερίσματος. Στο κουδούνι γράφει ΚΥΡΙΟΣ ΓΕΡΑΡΔΟΣ ΕΥΚΑΛΥΠΤΟΣ, όπως μας είχε πει ο Λειρνόος ότι θα έγραφε. Η Ασημίνα έχει καλύψει καλά τη θέση της.
Η Αστερόπη λέει: «Κάνε πάλι το κόλπο σου, μικρή.»
«Αν με ξαναπείς ‘μικρή’ θα κάνω το επόμενο κόλπο μου επάνω σου!» αποκρίνεται η Μελένια, αλλά υψώνει τη γαντοφορεμένη γροθιά της και, πλησιάζοντας την πόρτα, γρονθοκοπεί την κλειδαριά. Ο μηχανισμός τρίζει, καθώς ενέργεια παιχνιδίζει πάνω στα μέταλλά του, και ήχοι θραύσης ακούγονται. Η Μελένια αμέσως πετάγεται πίσω, βάζοντας την πλάτη της στη γωνία, ενώ κρατά το πιστόλι της έτοιμο στο αριστερό της χέρι.
Η πόρτα έχει ανοίξει λίγο. Μονάχα μια χαραμάδα. Εγώ, η Αστερόπη, και ο Σουτούρης τη σημαδεύουμε, γονατισμένοι. Αλλά καμια κίνηση δεν διακρίνω από μέσα.
Κανένας μας δεν τολμά να πλησιάσει την πόρτα για να τη σπρώξει.
Η Κλεισμένη αποδεικνύεται πιο θαρραλέα από εμάς. Πηγαίνει προς την πόρτα και περνά μέσα από τη χαραμάδα.
Φοβάμαι ότι κάποιο βέλος θα τη σκοτώσει. Αλλά δεν βλέπω τίποτα τέτοιο να συμβαίνει.
Πυροβολώ την πόρτα, και η πόρτα σπρώχνεται από την ορμή της σφαίρας μου. Ανοίγοντας.
Μονάχα η Κλεισμένη φαίνεται μέσα στο διαμέρισμα, και την ακολουθούμε, με τα όπλα μας υψωμένα.
Το σαλόνι στο οποίο μπαίνουμε είναι μεγάλο, κι έχει μια επίσης μεγάλη μπαλκονόπορτα που είναι κλειστή κατά το ήμισυ με τραβηγμένο πατζούρι. Στ’αριστερά βρίσκεται μια πελώρια οθόνη με ψηλά ηχεία εκατέρωθέν της. Στα δεξιά κρέμεται ένας πίνακας με μια βουκολική σκηνή από τα Φέρνιλγκαν. Ένα τραπέζι είναι στο κέντρο του δωματίου.
Έχω την παράξενη αίσθηση ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά, κάτι δεν ταιριάζει εδώ, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω τι.
«Στο μπαλκόνι,» ψιθυρίζει η Αστερόπη, και στρέφει την κάννη του κοντού τουφεκιού της προς τα εκεί.
«Δεν είναι το ίδιο μπαλκόνι όπου στεκόταν ο Τοξότης,» της λέω, επίσης ψιθυριστά. «Αυτό εδώ πρέπει να βλέπει στον ποταμό.»
Η Κλεισμένη τότε νιαουρίζει έντονα. Τρέχει προς τον τοίχο όπου είναι κρεμασμένος ο πίνακας με τη βουκολική σκηνή και βουτά μέσα του σαν να είναι νερό ή ολόγραμμα, ή– Όχι!
«Κουρτίνα!» λέω, καθώς ξαφνικά συνειδητοποιώ τι διαισθανόμουν ότι δεν πήγαινε καλά. Ο τοίχος δεν είναι τοίχος: είναι μια κουρτίνα μ’έναν πίνακα ζωγραφισμένο επάνω! Πώς ήταν δυνατόν να μην το έχω καταλάβει αμέσως; Νομίζω πως κάποιου είδους επίδραση διαλύεται από το μυαλό μου–
Ένας πυροβολισμός πίσω από τον «τοίχο»–
Η Κλεισμένη, νιαουρίζοντας, πετάγεται έξω, τρέχοντας, ενώ πυρά την ακολουθούν.
Γονατίζοντας αμέσως, στρέφουμε τα όπλα μας προς την κουρτίνα και ρίχνουμε. Το παραπέτασμα κουρελιάζεται. Ένα μεταλλικό βέλος το σκίζει και καρφώνεται σ’ένα από τα μεγάλα ηχεία πίσω μας.
Η Αστερόπη πυροβολεί το κουρτινόξυλο και η κουρελιασμένη κουρτίνα πέφτει, αποκαλύπτοντας και το υπόλοιπο σαλόνι. Ο Τοξότης βρίσκεται εκεί, πίσω από ένα τραπέζι. Και ο Κασρίμ, πίσω από μια πολυθρόνα, γονατισμένος, με το πιστόλι του στα χέρια. Πίσω από έναν σοφά βλέπω την Ασημίνα – δεν ήταν τελικά στο ελικόπτερο, μα τα πόδια της Λόρκης! Και μαζί της πίσω από τον καναπέ βρίσκεται η Σερφάντια’χοκ, η οποία τώρα φαίνεται να ολοκληρώνει κάποιο ξόρκι. Οι κρύσταλλοι επάνω στο ραβδί της φεγγοβολούν δυνατά.
Και μετά, ένας φωτεινός δίσκος παρουσιάζεται στην οροφή του σαλονιού: και συνειδητοποιούμε, ξαφνιασμένοι, ότι τα πυρά μας έλκονται προς τα εκεί. Οι σφαίρες που εκτοξεύονται από τις κάννες μας πηγαίνουν στον φωτεινό δίσκο σαν να είναι μαγνήτης γι’αυτές!
Δεν ισχύει, όμως, το ίδιο και για τα βέλη του Τοξότη. Τεντώνει το τόξο του και ρίχνει. Και το μεταλλικό βλήμα του δεν αστοχεί. Μια κραυγή βγαίνει από τα χείλη της Μελένιας καθώς σωριάζεται κρατώντας το φονικό στέλεχος που έχει καρφωθεί στα δεξιά της πλευρά.
Ο Σουτούρης, αμέσως, ρίχνει το τραπέζι στο πλάι ώστε ν’αποτελέσει ασπίδα για όλους μας, και το επόμενο βέλος του Τοξότη καρφώνεται εκεί.
«Μελένια!» φωνάζω, καθώς αγκαλιάζω τη μικρή κόρη του Ξενοκράτη και την τραβάω μαζί μου πίσω από την κάλυψη, σκυφτός.
Ένα βέλος σφυρίζει από πάνω μου.
Η Αστερόπη προσπαθεί να πυροβολήσει, αλλά οι σφαίρες της εξακολουθούν να πηγαίνουν στον φωτεινό δίσκο. «Γαμημένη μάγισσα!» γρυλίζει, πετώντας το κοντό τουφέκι της κάτω και τραβώντας ένα ξιφίδιο.
«…Ραλίστα,» κάνει ξέπνοα η Μελένια, απλώνοντας το αριστερό της χέρι για ν’αγγίξει το πρόσωπό μου. Τα δάχτυλα και η παλάμη της είναι αιματοβαμμένα.
«Μη μιλάς, μην κουνιέσαι,» της λέω.
Ακόμα ένα βέλος καρφώνεται στο τραπέζι· η αιχμή του ξεπροβάλει απ’την πίσω μεριά. Παραλίγο να περάσει. Ευτυχώς που το έπιπλο έχει αρκετό πάχος.
«Μ’έχει τσαντίσει αυτό το κάθαρμα,» γρυλίζει ο Σουτούρης. «Πηγαίνετε προς τα κει» – δείχνει δεξιά – «για να μη μπορεί να σας πετύχει. Θα κυλήσω το τραπέζι καταπάνω του.»
«Ίσως να–» αρχίζει η Αστερόπη.
«Τώρα! Δεν έχουμε χρόνο!»
Η Αστερόπη τινάζεται προς τα δεξιά. Την ακολουθώ, με τη Μελένια στα χέρια.
Ο Σουτούρης κυλά το τραπέζι προς τον Τοξότη, σκυμμένος, καλυμμένος όσο καλύτερα μπορεί πίσω από το βαρύ έπιπλο. Ελπίζω η τύχη του να τον βοηθήσει. Τώρα είναι, σίγουρα, κρίσιμη στιγμή.
Ο συνονόματός μου είναι επίσης καλυμμένος πίσω από ένα τραπέζι, και βλέπω, από την άκρη του τοίχου, τα δυο τους να συγκρούονται. Ο Τοξότης έχει, εν τω μεταξύ, εξαπολύσει δύο βέλη, αλλά ούτε ένα δεν έχει πετύχει τον Τυχερό. Και τώρα ρίχνει κάτω το μεγάλο τόξο του ενώ τραβά ένα κοντόσπαθο από τη ζώνη του.
Ο Κασρίμ βγαίνει πίσω από την πολυθρόνα όπου ήταν καλυμμένος και ορμά κι αυτός στον Σουτούρη, βαστώντας κοντόσπαθο όπως ο Τοξότης.
«Κασρίμ!» φωνάζω, τρέχοντας καταπάνω του, ενώ αλλάζω τη ρύθμιση στο πιστόλι μου, γυρίζοντάς το στην αναισθητοποίηση. «Σταμάτα!» Και τον σημαδεύω.
Αλλά, την ίδια στιγμή, η Σερφάντια’χοκ σημαδεύει εμένα μ’ένα πιστόλι που κι αυτό ενεργειακό μάλλον είναι. Δεν έπρεπε να είχα έρθει έτσι ακάλυπτος–
Ένα στιλέτο παρουσιάζεται ξαφνικά επάνω της. Καρφωμένο ανάμεσα στα στήθη της. Η μάγισσα παραπατά, πατώντας νευρικά τη σκανδάλη. Η ενεργειακή ριπή περνά ξυστά απ’τον ώμο μου καθώς σκύβω.
Και πυροβολώ κι εγώ. Η δική μου ενεργειακή ριπή δεν χάνει τον στόχο της τελείως. Χτυπά τον Κασρίμ στο δεξί πόδι, σωριάζοντάς τον στο χαλί.
Η Αστερόπη μπαίνει στο δωμάτιο, μ’ένα μακρύ ξιφίδιο στο χέρι της, ενώ η Σερφάντια’χοκ πέφτει, φτύνοντας αίμα.
Ο Τοξότης σπαθίζει εναντίον του Σουτούρη, αλλά εκείνος τινάζεται πίσω, αποφεύγοντας οριακά τη θανάσιμη τροχιά που διαγράφει η λεπίδα του εχθρού του. Συγχρόνως, τραβά ένα ξιφίδιο από τη ζώνη του.
Η Ασημίνα, ακόμα καλυμμένη πίσω από τον σοφά, μου φωνάζει: «Ζορδάμη, έλα μαζί μου και δε θα το μετανιώσεις! Χτύπα τους κι έλα μαζί μου!»
Στρέφω το πιστόλι μου προς το μέρος της, πατώντας τη σκανδάλη. Η Ασημίνα, ουρλιάζοντας, κρύβεται πίσω από τον σοφά, και η ενεργειακή βολή καψαλίζει μονάχα το κάθισμα.
Δυστυχώς, το όπλο μου δεν έχει άλλες ριπές μέσα του.
Η Αστερόπη έχει ήδη χιμήσει στον πεσμένο Κασρίμ, βάζοντας το γόνατό της πάνω στην κοιλιά του, ενώ το ξιφίδιό της τον καρφώνει στον λαιμό.
Ο Σουτούρης αποκρούει την επόμενη σπαθιά του Τοξότη με το δικό του ξιφίδιο, αλλά ο εχθρός του τον σπρώχνει και τον κοπανά με το γόνατό του στα πλευρά. Ο Τυχερός διπλώνεται, παραπατώντας.
Πετάω το πιστόλι μου καταπάνω στον Τοξότη, ξαφνιάζοντάς τον, βρίσκοντάς τον στο κεφάλι. Το χτύπημα τον ζαλίζει, και του ορμάω τραβώντας το ξιφίδιό μου. Ο συνονόματός μου αποκρούει τη λεπίδα μου με τη δική του και με γρονθοκοπεί στο σαγόνι, στέλνοντάς με στον σοφά, άοπλο. Είναι δυνατός, ο δαιμονισμένος γιος του Κάρτωλακ! Τον βλέπεις λεπτό, αλλά είναι σαν λιγνό ατσάλι. Παραλίγο να μου σπάσει τη μασέλα.
Η Ασημίνα παρουσιάζεται ξαφνικά από πάνω μου, πίσω από την πλάτη του χαμηλού καναπέ, αρπάζοντάς με απ’τα μαλλιά με το ένα χέρι ενώ με το άλλο βάζει την κόψη ενός ξιφιδίου στον λαιμό μου.
«Ρίξτε τα όπλα σας!» φωνάζει. «Ρίξτε τα όπλα σας – θα τον σκοτώσω!»
Η Αστερόπη, που έχει μόλις σηκωθεί όρθια τραβώντας τη λεπίδα της έξω από τον λαιμό του Κασρίμ, δείχνει σαστισμένη, μουδιασμένη. Και ο Σουτούρης το ίδιο καθώς ορθώνεται, μετά δυσκολίας, ύστερα από το χτύπημα του Τοξότη. Ο ίδιος ο Τοξότης ανεμίζει το κοντόσπαθό του, γελώντας. Ο ενεργειακός δίσκος της μάγισσας εξακολουθεί να στραφταλίζει στο ταβάνι, παρότι η Σερφάντια’χοκ είναι, μάλλον, νεκρή.
Ένα γρύλισμα καθαρής οργής – μια θηριώδη φωνή που θα νόμιζε κανείς ότι ήρθε από άλλη διάσταση – ένα ηρωικό νιαούρισμα ηχεί απρόσμενα από τ’αριστερά μου, ξαφνιάζοντας και εμένα και την Ασημίνα και όλους μας, νομίζω.
Η Κλεισμένη, πηδώντας ευέλικτα πάνω απ’το κεφάλι μου, πέφτει πάνω στο κεφάλι της Ασημίνας, γρατσουνίζοντας και δαγκώνοντας. Ουρλιάζοντας εξαγριωμένα, η Ασημίνα τινάζεται όπισθεν, το ξιφίδιο φεύγει από το χέρι της. Παλεύοντας με τη γάτα, σωριάζεται πάλι πίσω από τον καναπέ.
Ο Σουτούρης και η Αστερόπη εφορμούν πάραυτα στον Τοξότη, εκείνος απ’τη μια, εκείνη απ’την άλλη. Ο συνονόματός μου αποκρούει το ξιφίδιο του Τυχερού ενώ επιχειρεί να κλοτσήσει την κόρη του Ξενοκράτη στην κοιλιά. Η Αστερόπη κάνει στο πλάι, αποφεύγοντας το χτύπημα, και η λεπίδα της καρφώνεται στα πλευρά του Τοξότη, βαθιά. Ο Ζορδάμης παραπατά, κραυγάζοντας. Και ο Σουτούρης τον λογχίζει στο στήθος, και τον σπρώχνει, στέλνοντάς τον κάτω. Ο Τοξότης μένει ακίνητος, ανάσκελα, με το ξιφίδιο του Τυχερού ακόμα μπηγμένο στο σώμα του.
Η Ασημίνα έχει ώς τώρα αποτινάξει την Κλεισμένη, και τη βλέπω να περνά δίπλα απ’τον Σουτούρη και την Αστερόπη, τρέχοντας. Τινάζομαι όρθιος και την κυνηγάω μαζί με την Κλεισμένη.
Η Ασημίνα ανοίγει τη μπαλκονόπορτα, βγαίνει στο μπαλκόνι.
Την ακολουθώ έξω, πάνω απ’τα νερά του μεγάλου ποταμού Κάλμωθ.
Πηγαίνει στην άκρη, πλάι στα κάγκελα, κι απρόσμενα στρέφεται προς το μέρος μου. Έχοντας ένα μικρό πιστόλι υψωμένο.
Κι εδώ ο φωτεινός δίσκος της μάγισσας πάω στοίχημα πως δεν έχει επίδραση στις σφαίρες–
Πέφτω στο πάτωμα, κυλώντας, ενώ η Ασημίνα πυροβολεί. Ακούω το τζάμι της μπαλκονόπορτας να θρυμματίζεται πίσω μου.
Η Κλεισμένη γρυλίζει–
«Μείνε μακριά της!» της φωνάζω. Αλλά η γάτα την έχει δει ηρωίδα σήμερα, γαμώ τα πόδια της Λόρκης και τα κέρατα του Κάρτωλακ! – ορμά καταπάνω στην Ασημίνα, πηδώντας, για να φτάσει ξανά στο ματωμένο πρόσωπό της.
Η Ασημίνα πυροβολεί.
Η Κλεισμένη πέφτει.
«ΟΧΙ!» κραυγάζω, και τινάζομαι όρθιος, χιμώντας στην Ασημίνα, χτυπώντας το πιστόλι και πετώντας το από το χέρι της.
«Άντε γαμήσου, ραλίστα!» ουρλιάζει, και το άλλο της χέρι με κοπανά στη μύτη, ζαλίζοντάς με. Καβαλά τα κάγκελα και είναι προφανές πως σκοπεύει να πηδήσει κάτω, στον ποταμό.
Κάνω να την αρπάξω, για να την τραβήξω πίσω, αλλά το πόδι της προσπαθεί να με κλοτσήσει στα παπάρια. Το πιάνω με το αριστερό χέρι, σταματώντας το. Όμως η Ασημίνα, τότε, τινάζεται πέρα.
Πέρα από το μπαλκόνι.
Πέφτει προς τον ποταμό. Ξανθά μαλλιά και λευκό φόρεμα ανεμίζουν, στραφταλίζοντας στο μεσημεριανό φως του ήλιου της Σεργήλης.
Το νερό την καταπίνει. Και δεν τη βλέπω να βγαίνει στην επιφάνεια.
Κάτι κρατάω ακόμα στο χέρι μου. Το παπούτσι της.
«Ραλίστα!»
Γυρίζοντας, βλέπω την Αστερόπη στη διαλυμένη μπαλκονόπορτα.
«Είναι ζωντανή;» με ρωτά.
«Δεν ξέρω…» Κοιτάζω το παπούτσι.
«Πρέπει να φύγουμε. Η Χωροφυλακή θάρθει σύντομα,» λέει η Αστερόπη, «αν δεν έχει ήδη έρθει.»
Πίσω της βλέπω τον Σουτούρη να κρατά στην αγκαλιά του τη Μελένια. Και πρέπει νάναι ακόμα ζωντανή, δόξα στη Μεγάλη Αρτάλη· το χέρι της κουνιέται.
Το βλέμμα μου πηγαίνει μετά στην Κλεισμένη, που είναι πεσμένη στο πάτωμα του μπαλκονιού, αιμορραγώντας.
Γονατίζω δίπλα της.
Μου νιαουρίζει, αδύναμα.
«Δε θα σ’αφήσω να πεθάνεις,» της υπόσχομαι, χαϊδεύοντας το τρίχωμά της που κολλά από το αίμα. Την παίρνω στα χέρια, καθώς σηκώνομαι όρθιος ξανά.
«ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗ!» αντηχεί μια φωνή από την είσοδο του οροφοδιαμερίσματος. «ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗ!»
«Γαμήσου!» γρυλίζει η Αστερόπη, και πηγαίνει στην άκρη του μπαλκονιού, κοιτάζοντας τον ποταμό. Σκαρφαλώνει στα κάγκελα. «Ελάτε! Αυτός είν’ ο μόνος δρόμος!»
«Δε μπορεί να σοβαρολογείς!» της λέω, ενώ κι ο Σουτούρης έχει έρθει τώρα στο μπαλκόνι, με τη Μελένια στην αγκαλιά του.
«ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗ! ΠΑΡΑΔΟΘΕΙΤΕ!»
Η Αστερόπη πηδά. Πηδά, γαμώ τα κέρατα του Κάρτωλακ!
Τα νερά του ποταμού την καταπίνουν όπως, πριν από λίγο, κατάπιαν την Ασημίνα.
Πηδάω κι εγώ, ακολουθώντας την. Παίρνοντας και την Κλεισμένη μαζί μου.
Το νερό με χτυπά πιο βίαια απ’ό,τι περίμενα.
Όταν βγάζω το κεφάλι μου επάνω, βλέπω και το κεφάλι της Αστερόπης στον αφρό, καθώς και του Σουτούρη και της Μελένιας.
«Αστερόπη!» λέει ο Τυχερός, ξέπνοα. «Χρειάζομαι βοήθεια.» Και η Αστερόπη, κολυμπώντας, τον πλησιάζει και πιάνει τα πόδια της Μελένιας.
Απόμακρα, βλέπω ένα ακόμα κεφάλι. Ένα ξανθό κεφάλι. Η Ασημίνα! Και παρά τα χαλασμένα νεύρα της μπορεί και κολυμπά.
Η Κλεισμένη δεν μου φαίνεται πια ζωντανή. Ούτε κουνιέται, ούτε νιαουρίζει. «Αντίο,» της λέω, και την παραδίδω στον ποταμό. Στρέφω το βλέμμα μου στη δολοφόνο της, κι αρχίζω να κολυμπάω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Βγάζοντας το πανωφόρι μου. Κυνηγώντας την.
Την προλαβαίνω. Αρπάζω το ένα πόδι της, από τον αστράγαλο. Η Ασημίνα ουρλιάζει και χτυπιέται μέσα στο νερό. Φοβάμαι ότι μπορεί καμια βάρκα νάρθει κοντά μας για να τη βοηθήσει. Αλλά τι σκατά να κάνω; Να την πνίξω; Δε μπορώ να την πνίξω, μα τους θεούς! Δε μπορώ!
«Σταμάτα!» της λέω. «Τελείωσε! Σταμάτα!» προσπαθώντας να την ακινητοποιήσω.
Τα χέρια της γαντζώνονται επάνω μου, τρέμοντας. «Έλα μαζί μου, Ζορδάμη,» μου προτείνει, «και θα νικήσουμε! Θ’αλλάξουμε τη Δυναστεία!»
«Η Δυναστεία δεν χρειάζεται αλλαγή,» της λέω, «και όλοι σου οι σύμμαχοι ή είναι νεκροί ή σ’έχουν προδώσει. Ο Θεώνυμος σε πρόδωσε–»
«Ψέματα!»
«Γιατί νομίζεις ότι σου είπε πως είμαστε νεκροί ενώ δεν είμαστε; Ήταν παγίδα, για να σε πιάσουμε. Αλλά ήρθε ο Λειρνόος αντί για σένα.»
Τα πράσινα μάτια της μ’ατενίζουν γεμάτα πανικό και οργή. Το ματωμένο πρόσωπό της συσπάται άγρια καθώς δάκρυα κυλάνε στα μάγουλά της.
«Εσύ φταις!» συρίζει. «Γιατί με πρόδωσες; Σου είχα πει τι να κάνεις! Γιατί δεν το έκανες;»
«Περίμενες ότι θ’άφηνα τον αδελφό σου να σκοτώσει τον Σουτούρη;»
«Δεν περίμενα πως θα καταλάβαινες ότι ήταν ο Σουτούρης…»
«Είδα τη φωτογραφία που είχες μέσα στο κουτί, όταν ο Ρίβης το άνοιξε!»
«Δεν έπρεπε να με είχες προδώσει!» φωνάζει η Ασημίνα, και παλεύει να μου ξεφύγει.
Δεν την αφήνω. «Θα σε σκοτώσουν,» της λέω. «Το ξέρεις, έτσι δεν είναι; Δε μπορείς να τους ξεφύγεις. Κι αν δεν σε σκοτώσουν ο Ξενοκράτης κι οι άλλοι, θα σε σκοτώσει ο αδελφός σου.»
Η Ασημίνα ξεροκαταπίνει, και τα πράσινα μάτια της μου απαντούν πως, ναι, το ξέρει. Έχει χάσει το παιχνίδι. Αλλά αντιμετωπίζει καλά τον φόβο της, νομίζω. Δεν έχει παραλύσει, ούτε βρίσκεται σε υστερική κατάσταση. Οι συσπάσεις στο πρόσωπό της δεν είναι παρά κάτι το συνηθισμένο για εκείνη.
Μου λέει: «Θα με σκοτώσεις εσύ, ραλίστα;»
«Δε μπορώ να σε σκοτώσω. Αλλά ούτε και να σ’αφήσω να φύγεις μπορώ.»
«Σκότωσέ με,» μου ζητά, έντονα, με τα μάτια της να γυαλίζουν σαν νάχουν αρπάξει φωτιά. Τα χέρια της σφίγγουν τα ρούχα μου, δυνατά, τρέμοντας. «Σκότωσέ με εσύ. Αλλά μη με πνίξεις. Σε παρακαλώ, μη με πνίξεις. Μπορείς να κολυμπήσεις μαζί μου ώς την αντικρινή όχθη;» Κοιτάζει προς τη δυτική όχθη του Κάλμωθ, που δεν είναι οικοδομημένη από τους κατοίκους της Έτρεβοθ αλλά ούτε και τόσο κοντά βρίσκεται.
«Γιατί;»
«Για να με σκοτώσεις εκεί.»
Αναρωτιέμαι αν σχεδιάζει κάπως να μου ξεφύγει.
Μια βάρκα έρχεται προς το μέρος μας. Μηχανοκίνητη.
Η Ασημίνα υψώνει το χέρι της και φωνάζει στον άντρα που την οδηγεί.
Υπέροχα. Μόνο αυτό μάς έλειπε…
Κοιτάζω πίσω μου, για να δω πού βρίσκονται η Αστερόπη και ο Σουτούρης. Είναι μακριά ακόμα, καθώς κρατάνε τη Μελένια ανάμεσά τους και κολυμπάνε.
Η βάρκα σταματά μπροστά μας. «Ελάτε πάνω!» μας λέει ο άντρας που την οδηγεί – ένας γαλανόδερμος, καστανομάλλης τύπος με μούσια. «Σας είδα να πέφτετε από μια πολυκατοικία, μα τους θεούς! Τι κάνατε;» Απλώνει το χέρι του για να βοηθήσει την Ασημίνα να σκαρφαλώσει πάνω· και συγχρόνως πιάνομαι κι εγώ από την άκρη του πλεούμενου κι ανεβαίνω, γιατί φοβάμαι ότι ίσως η Ασημίνα να ωθήσει τον άγνωστο να μ’αφήσει στο νερό.
Με ξαφνιάζει όταν τον ρωτά: «Θα μας πας ώς την αντικρινή όχθη;» Και βγάζει ένα ακριβό βραχιόλι από το χέρι της, δίνοντάς του το.
Εκείνος γελά. «Κυρία, δεν υπάρχει λόγος να με πληρώσετε γι’αυτό!»
«Θέλω, επίσης, να δώσεις στον φίλο μου ένα πιστόλι, αν έχεις μαζί σου. Ή, αν δεν έχεις, ένα άλλο όπλο. Οτιδήποτε.»
Ο βαρκάρης την ατενίζει συνοφρυωμένος.
«Θέλουμε και κάτι άλλο,» του λέω. «Να πάρεις αυτούς τους ανθρώπους από εκεί.» Δείχνω τον Σουτούρη, την Αστερόπη, και τη Μελένια. «Γρήγορα. Έχουν τραυματία μαζί τους.»
Ο βαρκάρης δεν φέρνει αντίρρηση. Βάζει μπροστά τη μηχανή ξανά και στρέφει το δοιάκι. Σταματάμε κοντά στην Αστερόπη και τον Σουτούρη και τους βοηθάμε, πρώτα, ν’ανεβάσουν τη Μελένια και, μετά, ν’ανεβούν οι ίδιοι.
Ευτυχώς, η τραυματισμένη κόρη του Ξενοκράτη είναι ακόμα ζωντανή, παρατηρώ. Παρά την πτώση στον ποταμό, είναι ζωντανή.
Το βλέμμα μου στρέφεται στην Ασημίνα, και νιώθω οργή εντός μου καθώς θυμάμαι πάλι όλα όσα έχει κάνει. Εξαιτίας της τόσοι άνθρωποι είναι νεκροί. Και η Κλεισμένη επίσης – μια μάλλον εξαιρετική γάτα.
Η Ασημίνα κάνει μια νευρική κίνηση με το χέρι της, προτείνοντας πάλι το βραχιόλι προς τον βαρκάρη. «Πήγαινέ μας στην αντικρινή όχθη! Τώρα!»
«Εντάξει,» αποκρίνεται εκείνος, και γυρίζει το δοιάκι ώστε το πλεούμενο να πάρει δυτική κατεύθυνση.
Η Αστερόπη λέει: «Όχι! Όχι δυτικά. Γιατί δυτικά;»
Ακουμπάω το χέρι μου στον ώμο της. «Δυτικά,» της λέω.
Η Αστερόπη μ’ατενίζει συνοφρυωμένη. «Ακούς τι σου λέει αυτή τώρα;»
«Υπάρχει λόγος,» εξηγώ. «Θα καταλάβεις. Ελπίζω.»
«Μπορεί να μας έχει στήσει παγίδα!»
Με τις άκριες των ματιών μου βλέπω τον βαρκάρη να μας κοιτάζει σαστισμένος απ’ αυτά που ακούει.
«Μην ανησυχείς,» λέω στην Αστερόπη, «δεν είναι παγίδα.»
«Και η Μελένια;» μας διακόπτει ο Σουτούρης. «Είστε με τα καλά σας; Πρέπει να την πάμε κάπου να την περιποιηθούν!»
Μεγάλη Αρτάλη! Έχω γίνει ανόητος. Το κεφάλι μου πρέπει να χτυπήθηκε πιο άσχημα απ’ό,τι νόμιζα, όταν έπεσα στον ποταμό. Ο Τυχερός έχει, φυσικά, δίκιο.
«Ναι,» λέω νιώθοντας σαν να ξυπνάω από όνειρο. Και προς τον βαρκάρη: «Γύρνα τη βάρκα. Πάμε στην πόλη.»
«Όχι!» παρεμβαίνει η Ασημίνα. «Ζορδάμη – μου το υποσχέθηκες! Θα το κάνεις εσύ!»
«Τι θα γίνει;» ρωτά ο βαρκάρης. «Δεν καταλαβαίνω· πού θέλετε να σας πάω, τελικά;»
Η Αστερόπη τραβά το πιστόλι της. «Στην Έτρεβοθ. Τώρα.»
Η Ασημίνα, ουρλιάζοντας, κάνει να πηδήσει στον ποταμό ξανά. Ο Σουτούρης την αρπάζει από τη μέση και την τραβά πίσω, σωριάζοντάς την μέσα στη βάρκα. Η Αστερόπη την κλοτσά στα πλευρά, άγρια, και η Ασημίνα διπλώνεται.
«Τι… τι σκατά κάνετε;» λέει ο βαρκάρης, έχοντας ήδη γυρίσει τη βάρκα του προς την Έτρεβοθ.
«Πήγαινέ μας στις αποβάθρες στα βόρεια,» του λέει η Αστερόπη, μοιάζοντας να έχει ανακτήσει πλήρως την ψυχραιμία της. «Στον ποταμό Τάρνοφ. Γρήγορα. Έχουμε τραυματισμένη γυναικά μαζί μας!»
«Ναι, εντάξει, πηγαίνω,» αποκρίνεται ο βαρκάρης, επιταχύνοντας.
Το πλεούμενο τινάζει αφρούς πίσω του καθώς τρέχει προς τη συμβολή των ποταμών Κάλμωθ και Τάρνοφ. Στρίβει δεξιά όταν φτάνει εκεί και πλησιάζουμε τις αποβάθρες που είναι φτιαγμένες στις όχθες του δεύτερου ποταμού. Πλησιάζουμε μια προβλήτα, και η Αστερόπη λέει στον Σουτούρη:
«Πάρ’ τη Μελένια και πήγαινέ την στο Βόρειο Νοσοκομείο της Έτρεβοθ.»
«Κι εσείς;»
«Θα επικοινωνήσουμε μέσω πομπού.»
Ο Σουτούρης δεν φέρνει αντίρρηση, ούτε εγώ μιλάω. Υποθέτω πως η Αστερόπη έχει κάποιο σχέδιο στο μυαλό της. Κάτι για την Ασημίνα.
Ο Τυχερός σηκώνει τη Μελένια στα χέρια του και βγαίνει στην προβλήτα. «Να προσέχετε,» μας λέει, και φεύγει τρέχοντας.
Η Αστερόπη λέει στον βαρκάρη: «Πήγαινέ μας στις βόρειες όχθες του Τάρνοφ.» Ακόμα κρατά το πιστόλι της.
Η Ασημίνα είναι κουλουριασμένη μέσα στη βάρκα, και οι μόνες κινήσεις που κάνει είναι οι συνηθισμένες νευρικές, ανεξέλεγκτες κινήσεις του σώματός της. Αναρωτιέμαι τι να περνά απ’το μυαλό της τώρα.
Ο βαρκάρης απλώς νεύει προς τη μεριά της Αστερόπης, φοβούμενος μάλλον για τη ζωή του (πρέπει νάχει καταλάβει πια ότι είμαστε άνθρωποι του υπόκοσμου), και ενεργοποιώντας ξανά τη μηχανή στρέφει τη βάρκα προς τα βόρεια, διασχίζοντας τον ποταμό Τάρνοφ.
Ο βαρκάρης, υπό την καθοδήγηση της Αστερόπης, σταματά τη βάρκα του σ’ένα σημείο της βόρειας όχθης του Τάρνοφ με λίγες πέτρες αλλά αρκετή βλάστηση. Εκεί βγαίνουμε από το πλεούμενο, εγώ, η Αστερόπη, και η Ασημίνα. Η τελευταία, παρατηρώ, έχει πλέον χάσει και τα δύο παπούτσια της.
Η Αστερόπη τής παίρνει, επίσης, και τα δύο βραχιόλια που φορά και τα δίνει στον βαρκάρη. Είναι καμωμένα από συμπαγή άργυρο κι έχουν επάνω τους όμορφα λαξεύματα και ημιπολύτιμους λίθους. «Η Χωροφυλακή δεν χρειάζεται να μάθει τίποτα για εμάς,» του λέει η Αστερόπη. «Σύμφωνοι; Ο μόνος λόγος που έβγαλα το πιστόλι μου ήταν επειδή υπήρχε ανάγκη να πάμε γρήγορα τη φίλη μας σε νοσοκομείο. Δεν είμαστε παράνομοι.»
«Εντάξει,» αποκρίνεται ο βαρκάρης παίρνοντας τα ακριβά κοσμήματα. «Δεν πρόκειται να τρέξω να πάω στη Χωροφυλακή. Δεν υπάρχει πρόβλημα, κυρία.»
«Κι αν κάποιος σε είδε να μας παίρνεις στο σκάφος σου και σε ρωτήσει για εμάς, πες του την αλήθεια. Αλλά τα πρόσωπά μας δεν τα θυμάσαι καλά. Εντάξει;»
«Εντάξει,» λέει πάλι ο βαρκάρης, και μετά βάζει μπροστά τη μηχανή της βάρκας του κι απομακρύνεται από τη βόρεια όχθη, πλέοντας προς τη νότια, προς την Έτρεβοθ.
Η Ασημίνα στρέφεται να μ’αντικρίσε ενώ το δεξί της βλέφαρο πεταρίζει νευρικά. «Ζορδάμη, υποσχέθηκες ότι θα με σκοτώσεις εσύ. Εσύ!»
Αναστενάζω. «Τίποτα δεν άλλαξε,» της λέω.
Η Αστερόπη με κοιτάζει συνοφρυωμένη. «Της υποσχέθηκες τέτοιο πράγμα;»
«Ναι, γιατί; Έχετε υπόψη σας να την κρατήσετε ζωντανή;»
«Φυσικά και όχι. Αλλά…» Η Αστερόπη μοιάζει παραξενεμένη. «Δεν περίμενα…» Κοιτάζει την Ασημίνα σαν να προσπαθεί να την αποκωδικοποιήσει. Να αποκωδικοποιήσει το μυαλό της. «Κανονικά,» της λέει, «θάπρεπε ν’αφήσουμε τον αδελφό σου ν’αποφασίσει τι θα γίνει μ’εσένα.»
Το χέρι της Ασημίνας κάνει μια παράξενη, σπασμωδική κίνηση. «Ο Ζορδάμης υποσχέθηκε πως θα με σκοτώσει εκείνος. Αλλά,» προσθέτει κοιτάζοντας εμένα ξανά, «θέλω να σου ζητήσω μια χάρη–»
Η Αστερόπη γελά. «Συμφωνίες; Χάρες; Τι νομίζεις ότι γίνεται εδώ; Νομίζεις ότι θα καταφέρεις να μας τουμπάρεις;»
Τα χείλη της Ασημίνας στραβώνουν νευρικά. «Το ξέρω πως δεν θα μ’αφήσετε να ζήσω–»
«Και έχεις δίκιο. Αλλά το πότε και το πώς θα πεθάνεις δεν θα το αποφασίσεις εσύ!»
Η Ασημίνα ξαφνικά μού μοιάζει με παγιδευμένο ζώο· τα πράσινα μάτια της κοιτάζουν γύρω-γύρω, σαν να ψάχνει δρόμο διαφυγής.
Η Αστερόπη τραβά το πιστόλι της.
«Θα πεθάνει,» της λέω. «Θα βγει από τη μέση. Τα βασανιστήρια δεν είναι απαραίτητα.»
«Ποιος μίλησε για βασανιστήρια, Ραλίστα; Και μη μου πεις ότι συμπαθείς αυτή την ανώμαλη!» Με λοξοκοιτάζει, λιγάκι εχθρικά νομίζω.
«Αν σκοπεύεις να τη σκοτώσεις, τουλάχιστον δώσε το πιστόλι σε μένα.»
Η Αστερόπη με αγνοεί· ρωτά την Ασημίνα: «Το ελικόπτερο που έφυγε από το σπίτι σου, τι ήταν, αντιπερισπασμός;»
«Ναι,» αποκρίνεται κοφτά εκείνη, ενώ το αριστερό της πόδι μοιάζει να προσπαθεί να τρυπήσει το έδαφος καθώς τα δάχτυλά της πιέζονται επίμονα στο χώμα.
«Και πού πηγαίνει; Σε παγίδα; Ο πατέρας μου το ακολούθησε· κι αν τον οδηγεί σε επικίνδυνο μέρος, μα τους θεούς, θα φροντίσω ο θάνατός σου να είναι άσχημος!»
«Δεν πηγαίνει σε παγίδα,» λέει η Ασημίνα. «Βόρεια πηγαίνει, στη Νίρβεκ. Για παραπλάνηση. Για να νομίσετε ότι έφυγα από την Έτρεβοθ. Δεν περίμενα ότι, μετά απ’ αυτό, θα ερχόσασταν στο διαμέρισμά μου.»
«Και κανονικά,» λέω, «δεν θα ερχόμασταν.» Ρίχνω μια ματιά στην Αστερόπη, γιατί εξαιτίας της ανεβήκαμε στον τρίτο όροφο της πολυκατοικίας. Επειδή ήθελε να κυνηγήσει τον Τοξότη. «Αλλά ήσουν προετοιμασμένη και γι’αυτό το ενδεχόμενο,» συνεχίζω, κοιτάζοντας την Ασημίνα. «Τι συνέβαινε μ’εκείνη την κουρτίνα; Νομίζαμε ότι ήταν τοίχος, στην αρχή.»
«Η Σερφάντια’χοκ είχε υφάνει κάποια μαγγανεία επάνω της,» αποκρίνεται η Ασημίνα, και κάθεται, κουρασμένα, σε μια πέτρα της όχθης. «Μπορείς να μου κάνεις, λοιπόν, μια χάρη, ραλίστα; Και θα σε ξεπληρώσω γι’αυτήν.»
«Σου είπαμε–» αρχίζει η Αστερόπη, αλλά τη διακόπτω:
«Στάσου,» της λέω. «Να την ακούσουμε.» Και προς την Ασημίνα: «Τι χάρη;»
«Θα πάρω ένα δηλητήριο που σε λίγη ώρα θα με σκοτώσει· αλλά μέχρι να πεθάνω θέλω να με πας βόλτα μέσα σ’ένα αγωνιστικό όχημα, τρέχοντας σαν ραλίστας. Συμφωνείς;»
Η Αστερόπη ρουθουνίζει. «Ξέχνα το!»
Το δεξί χέρι της Ασημίνας σφίγγει νευρικά το γόνατό της. «Και δεν θα είναι ένα οποιοδήποτε όχημα,» μου λέει σαν η Αστερόπη να μη μίλησε. «Θα είναι το ηχομορφικό όχημα. Μόνο εγώ μπορώ να το ελευθερώσω από το τεχνουργείο, Ζορδάμη. Οι τεχνικοί εκεί μού είπαν ότι η Τζίνα σάς μίλησε για τον μάγο που το έχει ασφαλίσει. Μπορώ εύκολα να τον βρω και να του ζητήσω να ελευθερώσει το όχημα. Αν συμφωνήσεις να με πας αυτή την τελευταία βόλτα, θα επικοινωνήσω τώρα με τον μάγο.»
«Νομίζεις ότι είσαι σε θέση να κάνεις παζάρια μαζί μας;» γρυλίζει η Αστερόπη. «Θα ελευθερώσεις το όχημα ούτως ή άλλως, χωρίς συμφωνίες!»
«Όχι,» λέει η Ασημίνα, «δεν θα το ελευθερώσω αν δεν συμφωνήσει ο Ζορδάμ–»
Η Αστερόπη τη χτυπά στο κεφάλι με το πιστόλι της, και η Ασημίνα πέφτει από την πέτρα όπου είχε καθίσει. Τα ξανθά της μαλλιά κρύβουν τη ματωμένη όψη της.
Η Αστερόπη κάνει να την κλοτσήσει στα πλευρά, αλλά την τραβάω πίσω. «Γιατί όχι;» τη ρωτάω.
Με αγριοκοιτάζει. «Σοβαρολογείς; Γιατί ναι, Ζορδάμη; Εξαιτίας αυτής της σκρόφας έχουμε κινδυνέψει να σκοτωθούμε τόσες φορές!»
Ανασηκώνω τους ώμους. «Θα τη σκοτώσουμε έτσι κι αλλιώς. Τι νόημα έχουν όλ’ αυτά; Ας πεθάνει όπως θέλει.» Αλλά η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω ακριβώς γιατί υπερασπίζομαι την Ασημίνα Νέρφελδιφ. Ίσως να τη λυπάμαι κατά βάθος, λόγω του ατυχήματός της και της ασθένειας των νεύρων της. Ή ίσως να τη βλέπω σαν αδελφή ψυχή επειδή κι εκείνη έχει την ίδια αγάπη για τους αγώνες δρόμου όπως εγώ.
«Δε σε καταλαβαίνω,» μου λέει η Αστερόπη.
«Ούτε εγώ με καταλαβαίνω, ώρες-ώρες,» αποκρίνομαι.
Η Αστερόπη στρέφεται στην Ασημίνα, που είναι ακόμα στο έδαφος, στα γόνατα και στα χέρια, παραμερίζοντας τα ξανθά της μαλλιά από το πρόσωπό της ενώ τα μέλη της τρεμουλιάζουν. «Θα πάμε στην Έτρεβοθ, αφού θέλεις,» της λέει η κόρη του Ξενοκράτη. «Κι εκεί θα επικοινωνήσω με τον Σουτούρη· θα τον ρωτήσω για τη Μελένια. Κι αν μου πει ότι είναι νεκρή, θα σε σκοτώσω όπως νομίζω εγώ. Σήκω πάνω τώρα!»
Καθώς η Μελένια έρχεται στο μυαλό μου, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω σιωπηλά με την Αστερόπη. Πράγματι, αν είναι νεκρή… αν είναι νεκρή…!
*
Διασχίζουμε τη μεγάλη γέφυρα που περνά πάνω από τον ποταμό Τάρνοφ και μπαίνουμε ξανά στους δρόμους της Έτρεβοθ. Η Ασημίνα παραπατά, κι έχω το χέρι μου περασμένο γύρω από τη μέση της για να τη βοηθάω να στέκεται. Η Αστερόπη με αγριοκοιτάζει, αλλά τι περίμενε να κάνω; Ν’αφήσω την Ασημίνα να πέφτει και να σηκώνεται κάθε τρεις και λίγο; Τα νεύρα της μοιάζουν νάναι σε χειρότερη κατάσταση απ’ό,τι συνήθως. Αναρωτιέμαι αν η επίδραση των φαρμάκων της τελειώνει.
«Πάμε πρώτα ν’αγοράσουμε το δηλητήριο,» μου λέει. «Και μετά θα επικοινωνήσω με τον μάγο και–»
«Σκασμός,» τη διακόπτει η Αστερόπη. Και καλεί με τον πομπό της τον Σουτούρη.
«Ναι;» ακούγεται η φωνή του απ’το μεγάφωνο της συσκευής.
«Εγώ είμαι. Τι κάνει η Μελένια;»
«Στο Βόρειο Νοσοκομείο είμαστε. Την ανέλαβαν οι γιατροί–»
«Θα ζήσει;»
«Ναι, έτσι μου λένε. Έχουν βγάλει το βέλος από μέσα της κι έχουν περιποιηθεί το τραύμα. Κοιμάται τώρα. Εσείς πού είστε;»
«Στην πόλη. Και μαζί μας είναι η Ασημίνα. Ο Ραλίστας έχει κάνει μια… συμφωνία μ’αυτήν.» Η δυσαρέσκεια είναι έκδηλη στη φωνή της.
«Τι συμφωνία;»
«Η Ασημίνα θα μας δώσει το ηχομορφικό. Θα το ελευθερώσει από εκείνη την προστατευτική μαγεία. Τέλος πάντων. Μπορείς να μας συναντήσεις;»
«Ναι. Πού;»
«Θα έρθουμε εμείς έξω από το Βόρειο Νοσοκομείο. Να μας περιμένεις κοντά στην πύλη.»
Η τηλεπικοινωνία μας με τον Σουτούρη τερματίζεται, και ψάχνουμε για ιδιωτικό επιβατηγό όχημα. Δεν αργούμε να δούμε ένα να περνά και του κάνουμε νόημα. Σταματά μπροστά μας και επιβιβαζόμαστε: εγώ και η Ασημίνα πίσω, η Αστερόπη πλάι στον οδηγό.
«Στο Βόρειο Νοσοκομείο,» του λέει.
«Χτυπήσατε;» ρωτά εκείνος, ξεκινώντας. Είναι πασιφανές ότι έχουμε τα χάλια μας, ειδικά η Ασημίνα.
«Ναι,» του απαντώ. «Ένα μικρό ατύχημα.»
«Συμβαίνουν αυτά, κύριε. Αρκεί, με τη χάρη της Αρτάλης, να μην είναι τίποτα σοβαρό.»
Φτάνοντας στο Βόρειο Νοσοκομείο της Έτρεβοθ, η Αστερόπη τον πληρώνει και βγαίνουμε. Πλησιάζουμε τον Σουτούρη ο οποίος μας περιμένει σε μια γωνία, πλάι σ’ένα περίπτερο, καπνίζοντας.
«Τι σκατά συμβαίνει;» μας ρωτά. «Γιατί είν’ αυτή ακόμα ζωντανή;»
«Της υποσχέθηκα να τη σκοτώσω εγώ,» του λέω.
«Γιατί αργείς, τότε; Θες να μας ξεφύγει; Έχει πράκτορές της μες στην πόλη, Ραλίστα!»
«Δεν πρόκειται να την αφήσουμε να πάει πουθενά,» τον διαβεβαιώνω. «Θα καλέσει τον μάγο που ασφάλισε το ηχομορφικό όχημα, για να το ελευθερώσει από εκείνη τη μαγεία.»
«Το δηλητήριο, πρώτα,» λέει η Ασημίνα. «Πρώτα θα αγοράσουμε το δηλητήριο, και μετά θα επικοινωνήσω με τον μάγο, όπως σας υποσχέθηκα. Εντάξει, Ζορδάμη;»
«Ποιο δηλητήριο;» κάνει ο Σουτούρης.
Του εξηγώ.
«Είσαι χαζός;» μου λέει. «Έχει κάποιο σχέδιο στο μυαλό της για να σου ξεφύγει!»
Η Ασημίνα γελά ξερά. «Πώς να του ξεφύγω; Δε θα έχω όπλα μαζί μου, και δεν μπορώ να οδηγήσω μόνη μου!»
«Μην κάνεις μαλακίες, Ραλίστα,» μου λέει ο Σουτούρης. «Είναι τρελή!»
«Δεν είμαι τρελή!» γρυλίζει η Ασημίνα. Και προς εμένα: «Μου υποσχέθηκες να τρέξουμε προτού πεθάνω!»
«Λοιπόν,» λέει ο Σουτούρης. «Όχι μαλακίες, γαμώ τα κωλομέρια της Λόρκης!» Ρίχνει κάτω το τσιγάρο του και το πατά. «Δεν πρόκειται να την πάμε ν’αγοράσει κανένα δηλητήριο από την πόλη. Έχει επαφές με τον υπόκοσμο που μπορεί να χρησιμοποιήσει εναντίον μας–»
«Δε θα–!» αρχίζει η Ασημίνα.
«Θ’αγοράσω εγώ το δηλητήριο που θέλεις,» τη διακόπτει ο Τυχερός. «Πώς το λένε;»
«Εντάξει,» συμφωνεί εκείνη, «αγόρασέ το εσύ. Δρακοντικός οίνος λέγεται. Το ξέρεις;»
«Το ξέρω. Μετά πώς ακριβώς σκοπεύεις να καλέσεις τον μάγο;»
«Τηλεπικοινωνιακά, φυσικά.»
«Και, στη συνέχεια, θα πάμε στο τεχνουργείο;»
«Ναι.»
«Το οποίο θα φυλάνε οι μισθοφόροι σου;»
«Θα τους πω να παραμερίσουν.»
Ο Σουτούρης κουνά το κεφάλι. «Δεν πηγαίνουμε εκεί. Αποκλείεται.» Και ξαφνικά συνοφρυώνεται. «Εκείνο το ελικόπτερο, αλήθεια – εκείνο που έφυγε απ’το σπίτι σου – πού πήγε;»
Η Αστερόπη είναι που απαντά: «Προς τη Νίρβεκ. Για να μας παραπλανήσει. Και ο πατέρας μου κι οι άλλοι, μάλλον, το ακολουθούν ακόμα.»
«Δηλαδή,» συμπεραίνει ο Σουτούρης, «είμαστε μόνοι μας στην Έτρεβοθ. Αυτό δεν είναι καθόλου καλό, Αστερόπη.»
«Στον Ραλίστα πες το.»
Ο Σουτούρης με κοιτάζει σαν να προσπαθεί ν’αποφασίσει αν έχω τρελαθεί ή όχι. Μετά λέει στην Ασημίνα: «Θα πεις στον μάγο να πάρει το όχημα από το τεχνουργείο και να το φέρει κοντά στη γέφυρα του ποταμού Τάρνοφ.»
Η Ασημίνα συμφωνεί: «Εντάξει.»
Ο Σουτούρης την ατενίζει καχύποπτα. Ύστερα με ρωτά: «Γιατί συμφώνησες να γίνει αυτή η ηλίθια ιστορία;»
«Μπορείς εσύ να τη σκοτώσεις εν ψυχρώ;»
Η Σουτούρης κοιτάζει προς στιγμή την Ασημίνα και μετά πάλι εμένα. «Μπορώ να προσπαθήσω, αν θέλεις.»
*
Ο Σουτούρης ο Τυχερός πηγαίνει να προμηθευτεί δρακοντικό οίνο από τον υπόκοσμο της Έτρεβοθ, ενώ εγώ, η Αστερόπη, και η Ασημίνα επισκεπτόμαστε ένα φαρμακείο για να αγοράσουμε αντισηπτικό. Ο φαρμακοποιός, καταλαβαίνοντας ότι μάλλον το θέλουμε για το πρόσωπο της Ασημίνας, προθυμοποιείται να μας βοηθήσει. «Τι έγινε; Κάποιο ζώο;» ρωτά.
«Ναι,» του λέω, «μια πολύ θυμωμένη γάτα.» Αλλά αρνούμαστε ευγενικά τη βοήθειά του και φεύγουμε.
Καθόμαστε σ’ένα παγκάκι, βρέχω ένα κομμάτι μπαμπάκι με το αντισηπτικό, και το πιέζω πάνω στα κοψίματα που έχει η Ασημίνα στο πρόσωπό της. Τυχερή είναι που δεν έχασε κανένα μάτι από τα νύχια και τα δόντια της Κλεισμένης, παρατηρώ. Μουγκρίζει και κάνει απότομες, νευρικές κινήσεις καθώς την περιποιούμαι, αλλά δεν απομακρύνεται.
Όταν τελειώνω, γελά.
«Πού είναι το αστείο;» τη ρωτάω.
«Περιποιείσαι τα τραύματά μου για να με σκοτώσεις μετά. Αυτό είναι το αστείο.»
«Δε θέλουμε να μας ψοφήσεις καθοδόν,» της λέει ειρωνικά η Αστερόπη, που δεν είναι καθισμένη στο παγκάκι· στέκεται πίσω του, με τα χέρια της σταυρωμένα στο στήθος, κοιτάζοντας καχύποπτα τον δρόμο. Φοβάται, μάλλον, μήπως έρθει να βοηθήσει την Ασημίνα κανένας πράκτοράς της. Αλλά, βέβαια, για να συμβεί αυτό, πρέπει οι πράκτορές της να ξέρουν ότι είναι εδώ· και η Ασημίνα δεν έχει τηλεπικοινωνιακό πομπό επάνω της. Την έχουμε ψάξει. Δε μπορεί να ειδοποιήσει κανέναν.
Τη βοηθάω να σηκωθεί από το παγκάκι και λέω: «Πάμε στην ταβέρνα όπου είπαμε στον Σουτούρη ότι θα τον περιμένουμε.»
«Πάμε,» συμφωνεί η Αστερόπη, και κατευθυνόμαστε προς τα εκεί.
Η ταβέρνα είναι ένα πολυσύχναστο μέρος στον Πυρήνα της Έτρεβοθ, και τώρα, μες στο μεσημέρι, έχει αρκετό κόσμο. Βρίσκουμε, ωστόσο, ένα τραπέζι και καθόμαστε. Τα ρούχα μας έχουν σχεδόν στεγνώσει ύστερα από τόσο βάδισμα μέσα στην πόλη· το ίδιο και τα μαλλιά μας. Οι πελάτες και οι σερβιτόροι δεν μας κοιτάζουν περίεργα.
Παραγγέλνουμε ένα απλό γεύμα κι ένα μπουκάλι κρασί και περιμένουμε τον Σουτούρη. Η Αστερόπη, εν τω μεταξύ, ρωτά την Ασημίνα ποιος είναι ο μάγος που ασφάλισε το ηχομορφικό όχημα.
Αλλά η Ασημίνα δεν δίνει απάντηση. «Ίσως να μην κρατήσετε τον λόγο σας αν σας πω. Αν ήταν μόνο ο Ζορδάμης θα του το έλεγα.»
«Βέβαια,» αποκρίνεται η Αστερόπη. «Φαίνεται να τα πηγαίνετε καλά οι δυο σας.»
Την έχω τσαντίσει, είμαι σίγουρος.
Ανοίγω το μπουκάλι και γεμίζω τα ποτήρια μας με κρασί, για να ηρεμήσουμε όλοι λιγάκι, όσο αυτό είναι δυνατό.
«Τι ήταν εκείνο το ξόρκι που χρησιμοποίησε η Σερφάντια’χοκ για να δημιουργήσει τον φωτεινό δίσκο που τραβούσε τις σφαίρες μας;» ρωτάω, για ν’αλλάξουμε κουβέντα. «Δεν έχω ξαναδεί ποτέ μου τίποτα παρόμοιο.»
Η Ασημίνα λέει, μορφάζοντας σπασμωδικά: «Δεν ξέρω ακριβώς. Άλλη μια φορά κι εγώ την έχω δει να το κάνει.»
«Ξόρκι Έλξεως Πυρών ονομάζεται,» μου εξηγεί η Αστερόπη, «και απαιτεί αρκετή ενέργεια για να γίνει. Αυτοί που είναι του τάγματος των Διαλογιστών, όπως η Σερφάντια’χοκ, το κάνουν αντλώντας την ενέργεια από τους ειδικούς κρυστάλλους στα ραβδιά τους. Γενικά, πάντως, δεν είναι συνηθισμένο ξόρκι.»
«Δεν το γνωρίζεις, υποθέτω…»
«Σωστά υποθέτεις.» Η Αστερόπη πίνει μια γουλιά κρασί. Τραβά ένα από τα τσιγάρα της, προσπαθεί να το ανάψει, αλλά δεν τα καταφέρνει. Είναι μουλιασμένο από τα νερά του ποταμού.
Λέει στην Ασημίνα: «Είσαι τυχερή, το ξέρεις;»
Εκείνη δεν μιλά· το χέρι της κινείται πάνω στο τραπέζι σαν αράχνη που έχει χτυπηθεί από ενεργειακό ρεύμα.
«Αν ήταν ο πατέρας μου εδώ, δεν θα συμφωνούσε μ’αυτές τις μαλακίες του Ραλίστα,» συνεχίζει η Αστερόπη. «Ειδικά αφού η Ισμήνη χτυπήθηκε και ίσως νάναι νεκρή.»
«Δεν…» κομπιάζει η Ασημίνα. «Δεν έκανα εγώ τίποτα στην Ισμήνη!»
«Ο φίλος σου ο Τοξότης, όμως, έκανε. Και τόξεψε, επίσης, και τη Μελένια. Κι αν ήταν νεκρή η Μελένια, σου λέω ότι, μα όλους τους θεούς στο Γνωστό Σύμπαν–»
«Εντάξει,» τη διακόπτω. «Τι νόημα έχουν τώρα αυτά;»
«Θα σε κλοτσήσω, Ραλίστα!» γρυλίζει η Αστερόπη, και με κλοτσά κάτω απ’το τραπέζι.
Ύστερα από λίγο, ο τηλεπικοινωνιακός πομπός μου κουδουνίζει, λειτουργικός ακόμα παρά τη βουτιά στον ποταμό. Τον τραβάω από τη ζώνη μου και βλέπω πως είναι η Μελένια. Παραξενεύομαι.
Δέχομαι την κλήση. «Ναι;»
«Ραλίστα;» ακούγεται η αδύναμη φωνή της Μελένιας.
«Πού είσαι;» τη ρωτάω. «Ο Σουτούρης είπε ότι σ’άφησε στο νοσοκομείο!»
«Γι’αυτό είμαι σε νοσοκομείο; Μ’έφερε σε νοσοκομείο;»
«Ναι,» της λέω. «Μην ανησυχείς. Όλα είναι εντάξει.»
«Πού είστε;»
«Σε μια ταβέρνα μέσα στην Έτρεβοθ.»
«Η Ασημίνα; Ο Τοξότης;» Είχε λοιπόν χάσει την επαφή της με τον έξω κόσμο από προτού βουτήξουμε στον ποταμό.
«Η Ασημίνα είναι μαζί μας,» της λέω. «Οι άλλοι δεν υπάρχουν πια. Μείνε στο νοσοκομείο και σύντομα θάρθουμε να σε βρούμε. Μη φύγεις, εντάξει;»
«Εντάξει. Ο κύριος Ξενοκράτης;»
«Δεν είναι στην πόλη. Κυνηγά ένα ελικόπτερο-δόλωμα. Εσύ μείνε στο νοσοκομείο,» επαναλαμβάνω, «κι αν χρειαστείς κάτι κάλεσέ μας πάλι.»
«Εντάξει.»
Η τηλεπικοινωνία μας τερματίζεται, και στο πρόσωπο της Αστερόπης διακρίνω ανακούφιση. Τελικά, μπορεί να αντιπαθεί την ετεροθαλή αδελφή της αλλά σίγουρα δεν τη μισεί. Νοιάζεται γι’αυτήν. Και πάω στοίχημα πως και η Μελένια θα ενδιαφερόταν για την Αστερόπη αν τα πράγματα ήταν αντίστροφα.
Ο Σουτούρης έρχεται μετά από καμια ώρα στην ταβέρνα και κάθεται στο τραπέζι μας.
«Το έχεις;» τον ρωτά η Ασημίνα.
Εκείνος βγάζει ένα φιαλίδιο από τα ρούχα του. «Ναι.»
«Δώσ’ το μου.»
Ο Σουτούρης τής το δίνει, και η Ασημίνα ανοίγει το πώμα του φιαλιδίου και μυρίζει το δηλητήριο, θέλοντας μάλλον να επιβεβαιώσει ότι είναι όντως δρακοντικός οίνος. Μετά, γνέφει καταφατικά και κλείνει πάλι το φιαλίδιο. Δεν το επιστρέφει στον Τυχερό.
«Λοιπόν,» της λέει η Αστερόπη. «Θα καλέσεις τώρα τον μάγο, όπως συμφωνήσαμε, για να μας συναντήσει μαζί με το ηχομορφικό όχημα κοντά στη γέφυρα του Τάρνοφ.»
«Θα τον καλέσω,» αποκρίνεται η Ασημίνα.
Η Αστερόπη τής δίνει τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της κι εκείνη πατά κουμπιά. Μετά από λίγο, μια αντρική φωνή ακούγεται και η Ασημίνα μιλά με τον Τεχνομαθή, εξηγώντας του τι θέλει να κάνει.
«Θα με περιμένουν στο τεχνουργείο;» ρωτά ο μάγος. «Τους έχετε ειδοποιήσει;»
«Θα τους ειδοποιήσω τώρα, μην ανησυχείς.»
Η επικοινωνία της μαζί του τερματίζεται, και η Ασημίνα πατά ξανά κουμπιά πάνω στον πομπό.
«Μάλιστα;» ακούγεται μια άλλη αντρική φωνή.
«Εγώ είμαι, Κλεόβουλε, η κυρία Νέρφελδιφ. Είναι όλα καλά στο τεχνουργείο;»
«Ναι, βεβαίως. Ύστερα από εκείνη την εισβολή δεν ξαναπροσπάθησαν να έρθουν. Αλλά η Τζίνα δεν ξέρουμε ακόμα πού βρίσκεται. Την καλέσαμε στον πομπό της αλλά δεν–»
«Άκουσέ με,» τον διακόπτει η Ασημίνα. «Θα έρθει σε λίγο ο Αλκίνοος’μορ για να απενεργοποιήσει τη μαγική ασφάλεια του οχήματος και να το πάρει μαζί του.»
«Θα το πάρει από το τεχνουργείο;»
«Ναι. Να τον περιμένετε.»
«Καλώς, κυρία Νέρφελδιφ.»
Η Ασημίνα τερματίζει την τηλεπικοινωνία και επιστρέφει τον πομπό στην Αστερόπη. «Μπορούμε να πάμε στη γέφυρα τώρα,» λέει. «Και μετά,» προσθέτει έντονα, «να αφήσετε τον Ζορδάμη να τηρήσει τη συμφωνία μας.» Τα πράσινα μάτια της γυαλίζουν άγρια.
*
Το αγωνιστικό όχημα σταματά σε μια γωνία των δρόμων κοντά στη μεγάλη γέφυρα του ποταμού Τάρνοφ. Μια πόρτα του ανοίγει και ένας ψηλόλιγνος άντρας βγαίνει θυμίζοντας μπαστούνι. Γαλανόδερμος και μελαχρινός, με μακριά μαλλιά. Κοιτάζει ολόγυρα, κι αμέσως μας βλέπει να ερχόμαστε προς το μέρος του.
Συνοφρυώνεται αντικρίζοντας το τραυματισμένο πρόσωπο της Ασημίνας. «Κυρία Νέρφελδιφ, είστε καλά;»
«Ναι,» αποκρίνεται εκείνη. «Σ’ευχαριστώ, Αλκίνοε. Μπορείς να πηγαίνεις τώρα. Θα μιλήσουμε αργότερα για την αμοιβή σου.»
Ο μάγος κοιτάζει καχύποπτα εμένα, την Αστερόπη, και τον Σουτούρη. «Δε χρειάζεται αμοιβή, κυρία Νέρφελδιφ,» λέει στην Ασημίνα. «Όχι για κάτι τέτοιο. Σας είχα πει πως αν θέλατε να απενεργοποιήσω την ασφάλεια δεν είχατε παρά να με καλέσετε.
»Σίγουρα είστε εντάξει;»
«Ναι,» αποκρίνεται η Ασημίνα. «Πήγαινε.»
Ο μάγος κλίνει το κεφάλι του σε χαιρετισμό και αποχωρεί, βαδίζοντας γρήγορα, με το μακρύ σακάκι ν’αναδεύεται γύρω του.
Η Ασημίνα βγάζει το φιαλίδιο με τον δρακοντικό οίνο μέσα από το φόρεμά της. «Πάμε, Ζορδάμη;»
«Πάμε,» λέω, και μπαίνω στο όχημα, καθίζοντας στη θέση του οδηγού.
Η Ασημίνα ανοίγει την άλλη πόρτα και κάθεται δίπλα μου.
«Καλύτερα να έρθουμε κι εμείς,» λέει η Αστερόπη.
Αλλά η Ασημίνα αμέσως πετάγεται: «Όχι! Δεν ήταν αυτή η συμφωνία μας, Ζορδάμη! Σου ζήτησα να είμαστε εμείς οι δύο!»
«Μου φαίνεται ύποπτη τούτη η ιστορία,» παρατηρεί ο Σουτούρης. «Ακόμα μου φαίνεται ύποπτη.»
«Είπατε ότι θα τηρήσετε τη συμφωνία μας!» Μοιάζει να υπάρχει κάποια συγκαλυμμένη απειλή στα λόγια της Ασημίνας, αν και δεν είναι δυνατόν να νομίζει πως μπορεί να κάνει πλέον τίποτα εναντίον μας. Βρίσκεται στο έλεός μας. Χωρίς συμμάχους κοντά της. Άοπλη. Και χωρίς κανέναν τρόπο για να μας ξεφύγει.
«Θα τηρήσουμε τη συμφωνία,» της λέω.
Ο Σουτούρης μού δίνει το πιστόλι του και το ξιφίδιό του απ’το παράθυρο. Αλλά δεν τα παίρνω. «Νομίζεις ότι θα είμαι πιο ασφαλής αν υπάρχουν όπλα εδώ μέσα;» τον ρωτάω ρητορικά. Και κατεβάζω τον μαγικό διακόπτη.
Τα περισσότερα πράγματα γύρω από το όχημα γίνονται ημιδιαφανή, συμπεριλαμβανομένου του Σουτούρη του Τυχερού και της Αστερόπης.
Η Ασημίνα χαμογελά. «Είμαστε ήχος τώρα;»
«Ναι. Δεν είχες ξαναμπεί στο όχημα;»
«Όχι.»
Πατάω το πετάλι, ξεκινώντας. Βγαίνω από την πόλη και περνάω πάνω από τον ποταμό σαν νάναι οδόστρωμα.
«Δε βουλιάζει στο νερό;» κάνει, έκπληκτη, η Ασημίνα.
«Όχι,» της λέω. «Ήχος είναι. Αλλά έχεις ξεχάσει να πιεις κάτι…»
«Βιάζεσαι να με ξεφορτωθείς, ραλίστα;»
«Αυτή δεν ήταν η συμφωνία μας;» τη ρωτάω εγώ τώρα.
Η Ασημίνα ανοίγει το πώμα του φιαλιδίου, φέρνει το στόμιο στα χείλη της, και πίνει όλο τον δρακοντικό οίνο. «Σε δέκα λεπτά δεν θα βρίσκομαι πια εδώ,» λέει, σαν κι η ίδια να μη μπορεί να το πιστέψει, σαν να της μοιάζει ψέμα.
Έχουμε φτάσει στην αντικρινή όχθη του ποταμού, τώρα, και απομακρυνόμαστε ενώ τρέχω με τετρακόσια χιλιόμετρα την ώρα, περνώντας μέσα από δέντρα, βράχους, ένα σταματημένο κάρο, τρεις οδοιπόρους.
Η Ασημίνα μοιάζει εκστασιασμένη. Γελά. Το σώμα της κάνει περίεργους σπασμούς.
«Άσε με να οδηγήσω εγώ!» μου λέει.
Την κοιτάζει διστακτικά.
«Δε μπορώ να συγκρουστώ με τίποτα όσο είμαστε ήχος!» επιμένει η Ασημίνα. «Άσε με να οδηγήσω, Ζορδάμη!»
«Εντάξει,» αποκρίνομαι, και αλλάζουμε θέσεις. Κάθομαι εγώ στη θέση του συνοδηγού ενώ εκείνη στη θέση του οδηγού. Τα χέρια της πιάνουν το τιμόνι, τα πόδια της ακουμπάνε στα πετάλια, και τη βλέπω να πιέζει μόνο το πετάλι της επιτάχυνσης.
Γελά καθώς οδηγεί το όχημά μας με εξωφρενική ταχύτητα. Γελά, και δάκρυα κυλάνε από τα μάτια της.
Τα χέρια της κάνουν κάποιες απότομες, σπασμωδικές κινήσεις που θα ήταν επικίνδυνες αν δεν ήμασταν ήχος, παρατηρώ. Αλλά τώρα δεν υφίσταται κανένας κίνδυνος. Η Ασημίνα μπορεί να τρέξει όπως στα όνειρά της.
Κι αισθάνομαι ότι έκανα καλά που της έδωσα αυτή την ευκαιρία.
Την καταλαβαίνω. Είναι κι εκείνη ερωτευμένη με τα ράλι. Η ταχύτητα την ξετρελαίνει. Θα ήταν ραλίστρια αν τα νεύρα της δεν ήταν χαλασμένα· δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία.
«Αν ήσουν ραλίστρια,» της λέω, «θα ήθελα να σε είχα για αντίπαλο.»
Η Ασημίνα γελά ξανά. Το πρόσωπό της φεγγοβολεί. Τα τραύματα εκεί είναι σαν νάχουν εξαφανιστεί. Τα πράσινα μάτια της στραφταλίζουν σαν σμαράγδια.
Συνεχίζει να οδηγεί μανιωδώς, τρέχοντας με τετρακόσια χιλιόμετρα την ώρα, ενώ τα τοπία περνούν γύρω μας όπως τα ολογράμματα. Μετά από κανένα δεκάλεπτο, όμως, αρχίζει να βήχει, βίαια, και αίμα τινάζεται από τη μύτη και το στόμα της.
«…Όχι,» ψιθυρίζει. «Όχι από τώρα–» Βήχει πιο δυνατά. Ολόκληρο το σώμα της τραντάζεται καθώς κρατά γερά το τιμόνι. Το όχημα χάνει ταχύτητα.
Τυλίγω τα χέρια μου γύρω της και τη φέρνω στην αγκαλιά μου, ενώ σιγά-σιγά σταματάμε μέσα σε κάτι ερημιές. Η Ασημίνα εξακολουθεί να βήχει και να φτύνει αίμα. Το δέρμα της είναι ιδρωμένο αλλά παγωμένο.
Προσπαθεί να χαμογελάσει, μα τα χείλη της φαίνεται περισσότερο να κάνουν ακόμα έναν σπασμό. «Είμαι καλή ραλίστρια, Ζορδάμη;»
«Ναι,» της λέω. «Είσαι πολύ καλή.» Και παραμερίζω τα μαλλιά από το πρόσωπό της.
Το χέρι της ακραγγίζει το δικό μου πρόσωπο. «Δεν έπρεπε…» μου λέει αδύναμα, «να είσαι… μαζί τους…»
Σκουπίζω το αίμα από τα χείλη και τη μύτη της, με τον αντίχειρά μου. Με παραξενεύει η Ασημίνα Νέρφελδιφ. Κανονικά θα έπρεπε να την αντιπαθώ έντονα, να τη μισώ ίσως. Αλλά δεν μπορώ.
Βήχει γι’ακόμα μια φορά και, μετά, μένει ακίνητη μέσα στα χέρια μου. Τελείως ακίνητη. Όπως τότε που είχαμε κάνει έρωτα και είχα φοβηθεί ότι ίσως να ήταν νεκρή.
Αλλά τώρα είναι όντως νεκρή.
Της κλείνω τα μάτια, που έχουν πάψει να γυαλίζουν.
Όταν επιστρέφω στην Έτρεβοθ, το μεσημέρι δίνει τη θέση του στο απόγευμα· ο ήλιος δεν είναι πια ψηλά στον ουρανό. Οδηγώ ήρεμα το ηχομορφικό όχημα. Κουρασμένος. Ψυχικά, περισσότερο, παρά σωματικά.
Καλώ με τον πομπό μου την Αστερόπη. «Πού είσαι;» τη ρωτάω.
«Έξω από την πόλη,» μου απαντά. «Στα νοτιοανατολικά. Εκεί όπου, προ ημερών, παραπλανήσαμε τους κατασκόπους με τα δίκυκλα.»
«Γιατί είσαι εκεί;»
«Ο πατέρας μου έχει επιστρέψει. Και είναι σε άσχημη διάθεση, Ραλίστα. Η Ισμήνη σκοτώθηκε.»
«Γαμήσου…» μουρμουρίζω.
«Έλα να μας βρεις. Γρήγορα.»
Η ενέργεια μέσα στο όχημά μου τελειώνει. Βρίσκεται στο 16%. Τα δέκα λεπτά που η Ασημίνα οδηγούσε, σε μορφή ήχου, ήταν αρκετά για να ρουφήξουν το περισσότερο από το περιεχόμενο των ενεργειακών φιαλών. Καταφέρνω, όμως, να φτάσω εκεί όπου η Αστερόπη, ο Σουτούρης, ο Ξενοκράτης, και οι άλλοι με περιμένουν, συγκεντρωμένοι δίπλα στο μεταβαλλόμενο όχημα. Οι σκιές του απογεύματος μακραίνουν. Το τοπίο είναι χορταριασμένο και ειδυλλιακό.
Σταματάω το ηχομορφικό όχημα και βγαίνω, ενώ έχουν όλοι τους σηκωθεί όρθιοι, ακόμα κι η Τζίνα, στηριζόμενη στο ραβδί της. Μόνο η Μελένια μένει ξαπλωμένη μέσα στον υπνόσακό της, αλλά υψώνει το χέρι της και με χαιρετά από απόσταση, χαμογελώντας. Ένα χαμόγελο που μαρτυρά ότι χαίρεται που με βλέπει, και ότι χαίρεται που ζει ακόμα.
«Πού είναι;» με ρωτά ο Ξενοκράτης, με όψη σκοτεινή – πιο σκοτεινή απ’ό,τι θα μπορούσε ποτέ να την κάνει το κατάμαυρο δέρμα του. «Δεν την άφησες να ξεφύγει, έτσι; Θέλω να δω το πτώμα της!»
«Το έχω μαζί μου,» του λέω. Και στρέφω το βλέμμα μου στον Ρίβη. «Σκέφτηκα ότι μπορεί να ήθελες να την κηδέψεις. Ήταν αδελφή σου…»
«Ναι,» αποκρίνεται εκείνος, μοιάζοντας μουδιασμένος. «Αν και… Ήθελα να την αντίκριζα ζωντανή ακόμα, Ραλίστα… Ήθελα να της μιλούσα. Προτού τη σκότωνα, ήθελα να μάθω τι την ώθησε να στραφεί έτσι εναντίον μου.
»Γιατί συμφώνησες μ’αυτό;» με ρωτά απότομα, υψώνοντας τη φωνή του. «Δεν έπρεπε να είχες συμφωνήσει! Το ξέρω πως σου χρωστάω τη ζωή μου και… και δεν μπορώ να πω τίποτα, αλλά – μα τα κέρατα του Κάρτωλακ, Ραλίστα! – γιατί συμφώνησες με την Ασημίνα; Δεν έπρεπε να την είχες αφήσει να πεθάνει έτσι! Δεν ήταν μόνο δική σου η απόφαση!»
«Ναι,» παραδέχομαι, κουρασμένα, «ίσως. Ίσως νάχεις δίκιο, Ρίβη.» Κάθομαι σε μια πέτρα, ακουμπώντας τους αγκώνες μου στα γόνατα. «Ίσως θα έπρεπε να σου ζητήσω συγνώμη. Σε όλους σας,» προσθέτω, κοιτάζοντας ξανά τον Ξενοκράτη, και τη Μελένια, και τον Σουτούρη. «Αλλά… Ήταν αιχμάλωτή μας. Ήταν άοπλη. Και δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ δεν θα μπορούσα να τη σκοτώσω έτσι – εν ψυχρώ. Να τραβήξω ένα πιστόλι, να το βάλω στο κεφάλι της, και να πατήσω τη σκανδάλη. Και…» Κομπιάζω, όμως στα βλέμματα ορισμένων από τους συγγενείς της Δυναστείας διακρίνω ότι με καταλαβαίνουν: στο βλέμμα του Σουτούρη, στο βλέμμα του Ρίβη, της Μελένιας, της Δήμητρας’μορ. Ακόμα και της Αστερόπης. Το ξέρω πως κι εκείνοι θα δυσκολεύονταν να σκοτώσουν την Ασημίνα Νέρφελδιφ εν ψυχρώ, παρότι αυτό δεν είναι κάτι ασυνήθιστο μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία.
«Και,» προσθέτω, «θα μπορούσε να ήταν – σίγουρα θα ήταν – πολύ καλή ραλίστρια, αν δεν της είχε συμβεί εκείνο το ατύχημα εξαιτίας ενός πειράματος του πατέρας της. Δε μπορούσε να οδηγήσει όχημα τώρα λόγω των τραυματισμένων νεύρων. Αλλά είχε τρέλα με τα ράλι. Στη βίλα της, έξω από την Κιρβόνη, είχε ένα σωρό φωτογραφίες από ράλι· πληροφορίες από περιοδικά και εφημερίδες· πλακέτες εικόνας με αγώνες δρόμου· μινιατούρες αγωνιστικών οχημάτων· ακόμα και κανονικά αγωνιστικά οχήματα–»
«Ναι,» λέει ο Ρίβης, «της άρεσαν τα ράλι, είναι αλήθεια. Εγώ την κόλλησα, βασικά, όταν ήμασταν μικροί. Αλλά εμένα έπαψαν μετά να μ’αρέσουν τα ράλι. Της Ασημίνας ακόμα της άρεσαν. Όμως δεν μπορούσε να οδηγήσει…» Κοιτάζει το έδαφος, μοιάζοντας χαμένος σε αναμνήσεις.
«Δε νομίζω πως ήταν έγκλημα που συμφώνησα να την αφήσω να πεθάνει οδηγώντας ένα αγωνιστικό όχημα,» λέω.
«Οδηγώντας;» κάνει ο Ρίβης, ξαφνιασμένος. «Την άφησες να το οδηγήσει, Ραλίστα; Είσαι πιο τρελός απ’ό,τι νόμιζα!»
Χαμογελάω γιατί εκείνος ήταν που βρισκόταν σε τρελοκομείο πριν από λίγο καιρό. «Δε μπορούσε να μας ρίξει πάνω σε τοίχο όσο ήμασταν ήχος.»
Η Ξανθίππη μού λέει: «Ήταν, πάντως, ριψοκίνδυνο αυτό που έκανες.»
Ανασηκώνω τους ώμους. «Δεν είναι το μόνο ριψοκίνδυνο πράγμα που έχω κάνει, τελευταία.» Και στρέφω το βλέμμα μου στον Γρύπα ξανά. «Κύριε Ξενοκράτη, λυπάμαι για την Ισμήνη.»
Εκείνος κουνά το κεφάλι, σιωπηλά. Κανένας άλλος δεν μιλά. Ύστερα ο Γρύπας μού λέει: «Όταν την έβαλα μέσα στο μεταβαλλόμενο όχημα ήταν ήδη νεκρή, Ραλίστα. Δεν ανέπνεε, δεν είχε σφυγμό. Είπα στον Βινάρη να καταδιώξει το ελικόπτερο, να μην το αφήσει να ξεφύγει. Ήμουν αποφασισμένος να πιάσω την Ασημίνα Νέρφελδιφ και να την κάνω να μετανιώσει γι’αυτό. Αλλά… μέσα στο ελικόπτερο βρισκόταν μόνο ένας άσχετος πιλότος, όπως διαπιστώσαμε όταν φτάσαμε στη Νίρβεκ. Ήταν για να μας παραπλανήσει. Και τώρα αναρωτιέμαι… Αν, αντί να κυνηγήσω το ελικόπτερο που νόμιζα ότι ήταν μέσα η Ασημίνα, είχα πάει την Ισμήνη σε κάποιο νοσοκομείο….»
«Κύριε Ξενοκράτη,» λέει η Ξανθίππη, «ήταν νεκρή. Αποκλείεται να μπορούσαν να κάνουν τίποτα.»
«Δεν το ξέρω. Ούτε εσύ το ξέρεις,» της λέει, ήπια, ο Γρύπας. «Μόνο η Αστερόπη θα μπορούσε να το ανακαλύψει, με τη μαγεία της· αλλά δεν ήταν μαζί μας.»
Η Αστερόπη δεν μιλά.
«Νιάααοο…»
Ξαφνιασμένος – νομίζοντας πως αναγνωρίζω αυτό το νιαούρισμα – γυρίζω το κεφάλι μου προς το μεταβαλλόμενο όχημα, και από την πίσω πόρτα του, από την πόρτα που οδηγεί στην ενδοδιάσταση, βλέπω την Κλεισμένη να βγαίνει.
Την Κλεισμένη!
«Τι…;» κάνω.
«Από πού ήρθε…;» ψελλίζει ο Σουτούρης.
«Η γάτα σου δεν είναι αυτή, Ζορδάμη;» ρωτά η Μελένια. «Η Αστερόπη είπε ότι τη σκότωσε η Ασημίνα.»
«Μα,» λέω, «τη σκότωσε η Ασημίνα!»
Η Κλεισμένη τρέχει προς το μέρος μου· πηδά στην αγκαλιά μου, νιαουρίζοντας και κουνώντας την ουρά της.
Γελάω. «Αν είναι δυνατόν!… Δε θάπρεπε εσύ να είσαι νεκρή;» Χαϊδεύοντάς την, εντοπίζω κάτι το ασυνήθιστο πάνω στο σώμα της. Παραμερίζω, με τα δάχτυλά μου, το μαύρο τρίχωμα της με τις γκρίζες ραβδώσεις και βλέπω ένα σημάδι στο δέρμα της. Θυμίζει παλιά ουλή, και βρίσκεται, νομίζω, εκεί όπου η σφαίρα της Ασημίνας χτύπησε την άλλη Κλεισμένη.
Την άλλη; Υπάρχει– Υπήρχε άλλη;
«Πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό;» λέω. Και υψώνω το βλέμμα μου προς τον Νιρμόδο’χοκ, που μάλλον είναι ο μόνος εδώ πέρα που μπορεί να δώσει κάποια εξήγηση.
«Δεν ξέρω,» αποκρίνεται ο μάγος. «Ίσως θάπρεπε να ρωτήσεις κάποιον του τάγματος των Ερευνητών. Αλλά η γάτα γινόταν τέσσερις γάτες μέσα στην ενδοδιάσταση, οπότε πιθανώς αυτή που κρατάς στα χέρια σου να είναι μία από εκείνες.»
«Μία από τις τέσσερις γάτες;»
«Ναι. Τι άλλο να υποθέσει κανείς;»
«Μα, αυτές οι γάτες δεν ήταν πραγματικές, μάγε! Η Κλεισμένη είναι μία!»
«Τι θα πει ‘δεν ήταν πραγματικές’, Ραλίστα; Δε μπορούσες να τις αγγίξεις, όπως αγγίζεις τώρα αυτήν;»
«Μπορούσα, αλλά…» Δεν ξέρω τι άλλο να πω.
Η Κλεισμένη νιαουρίζει και γουργουρίζει μέσα στην αγκαλιά μου, και δεν έχει καμια διαφορά από την άλλη Κλεισμένη. Εκτός από αυτό το παράξενο σημάδι κάτω από το τρίχωμά της.
Το οποίο, τώρα, αναφέρω στον Νιρμόδο’χοκ.
«Το πράγμα γίνεται ολοένα και πιο παράξενο, Ραλίστα,» παρατηρεί ο μάγος, συλλογισμένα. «Είσαι σίγουρος ότι το συγκεκριμένο σημάδι δεν ήταν εκεί από πριν;»
«Εεε… νομίζω πως δεν ήταν. Δεν μπορεί να ήταν!»
Η Κλεισμένη νιαουρίζει, και μοιάζει να χαμογελά κατεργάρικα πίσω από τα μουστάκια της.
«Τι έκανες πάλι, πονηρό αιλουροειδές της Λόρκης;» της λέω, τσιμπώντας τ’αφτιά της.
«Νιάρ!»
Ο Ρίβης καθαρίζει τον λαιμό του. «Ραλίστα. Συγνώμη που σου χαλάω το γατίσιο ειδύλλιο, αλλά θα μπορούσα να δω το πτώμα της αδελφής μου;»
«Ναι,» λέω, «φυσικά.» Αφήνοντας την Κλεισμένη στο χορτάρι, σηκώνομαι από την πέτρα όπου είχα καθίσει και βαδίζω προς το ηχομορφικό όχημα.
Ο Ρίβης με ακολουθεί, καθώς κι ο Γρύπας, η Αστερόπη, και ο Σουτούρης.
Ανοίγω τον αποθηκευτικό χώρο στην πίσω μεριά του οχήματος και τους δείχνω το πτώμα της Ασημίνας.
Η Αστερόπη ρωτά τον Ρίβη: «Θα την κηδέψεις;»
«Ναι. Είναι αδελφή μου.»
«Θέλεις να την κηδέψεις στα βόρεια, στην Κιρβόνη;»
«Ναι.»
«Θα κάνω τότε μια Μαγγανεία Σηπτικής Επιβραδύνσεως για να μείνει το πτώμα όπως είναι. Συμφωνείς;»
Ο Ρίβης γνέφει καταφατικά, και απομακρυνόμαστε καθώς η Αστερόπη υψώνει τα χέρια της πάνω από τη νεκρή και μουρμουρίζει λόγια στη γλώσσα της μαγείας. Όταν τελειώνει με τη δουλειά της, κοιτάζω το πτώμα της Ασημίνας και δεν παρατηρώ καμία διαφορά. Η επίδραση της μαγείας είναι τελείως αόρατη. Κλείνω πάλι τον αποθηκευτικό χώρο του οχήματος.
«Λοιπόν,» ρωτάω, «τι γίνεται τώρα;»
«Ό,τι γινόταν πάντα, Ραλίστα,» μου απαντά ο Ξενοκράτης.
«Αλλά,» προσθέτει η Αστερόπη αγγίζοντας τον αγκώνα μου, «δεν χρωστάς σε κανέναν πλέον.»
Αυτό το τρισκατάρατο κάθαρμα, ο Άλκιμος Καλνάροφ, που ευθύνεται για τον φόνο της Ηλέννιας Σιγήκαιρης, για τον φόνο του Κριτόλαου, και για τον φόνο του Τζακ Βραδύνικου, του Βιβλιοπώλη, εξαφανίζεται από τη Νέσριβεκ την Όμορφη ύστερα από τον θάνατο της Ασημίνας Νέρφελδιφ. Όταν η Ξανθίππη επιστρέφει εκεί, αναζητώντας τον, δεν τον βρίσκει, και το μόνο που καταφέρνει να μάθει είναι ότι, φοβούμενος πως η Σιδηρά Δυναστεία θα τον σκότωνε, μάλλον πήγε σε άλλη διάσταση. Στην Υπερυδάτια, πιθανώς, πλέοντας βόρεια επάνω στη θάλασσα· ή στο Σύμπλεγμα, και από εκεί, οπουδήποτε. Γιατί κανένας δεν μένει στο Σύμπλεγμα, έχει ακούσει η Ξανθίππη· είναι μια από εκείνες τις διαστάσεις που ονομάζουν «ενδιάμεσες», όπως και ο Αιθέρας που βρίσκεται πάνω και πέρα από τους ουρανούς της Σεργήλης. Η Ξανθίππη δεν έχει ποτέ της ταξιδέψει ούτε στο Σύμπλεγμα ούτε στον Αιθέρα. Δεν έχει ποτέ της φύγει από τη Σεργήλη.
Τα υπόλοιπα καθάρματα που υπηρετούσαν τον Άλκιμο είναι ακόμα εδώ, ακόμα στη Νέσριβεκ, αλλά το παίζουν όλοι τους θύματα ή αθώοι. Ισχυρίζονται πως δεν ήξεραν τι ακριβώς συνέβαινε, δεν ήξεραν πόσο σημαντικά ήταν τα πράγματα. Ή λένε πως οι άλλοι τούς εκβίαζαν. Ή πως δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Η Ξανθίππη ίσως και να καθάριζε ορισμένους από αυτούς, αλλά ο κύριος Ξενοκράτης και η κυρία Αμυθολόγητη έχουν ζητήσει να μη γίνουν άλλες αιματοχυσίες. Δεν είναι καιρός τώρα για να χάνει η Σιδηρά Δυναστεία κι άλλα μέλη. Το δίκτυό της έχει ήδη τραυματιστεί άσχημα απ’ αυτόν τον παράλογο εμφύλιο πόλεμο.
Η Ξανθίππη δεν σκοπεύει να μείνει στη Νέσριβεκ την Όμορφη· η πόλη τούτη την αηδιάζει πλέον. Όμως, προτού την εγκαταλείψει, θέλει να μάθει ποιοι σκότωσαν τον Κριτόλαο.
Καταφέρνει να εντοπίσει τη Μυράνθη, που ήταν γραμματέας του Άλκιμου στην Οικοκίνηση αλλά δεν εξαφανίστηκε μαζί του, και τώρα δουλεύει ως πόρνη στον Γερόλυκο. Αυτό το επάγγελμα δεν πρέπει να της είναι πρωτόγνωρο. Είναι παιδί της πέτρας – έχει μεγαλώσει στον δρόμο, χωρίς οικογένεια.
Η Ξανθίππη τη συναντά νύχτα, στο πανδοχείο όπου εργάζεται. Μπαίνει στο δωμάτιο όπου η Μυράνθη ψυχαγωγεί έναν πελάτη, και τραβώντας το πιστόλι της του λέει: «Βγες έξω.» Εκείνος την κοιτάζει σαστισμένος, αναρωτούμενος ίσως αν η εμφάνισή της είναι μέρος της διασκέδασης για την οποία έχει πληρώσει.
Η Μυράνθη, όμως, αναγνωρίζει αμέσως την Ξανθίππη, και το χρυσό δέρμα της χάνει το χρώμα του. Ξεροκαταπίνει. «Βγες,» λέει στον πελάτη.
«Τι;» κάνει εκείνος. «Έχω δώσει λεφτά!»
«Βγες,» επιμένει η Μυράνθη, «προτού σε πυροβολήσει.»
«Θέλω τα λεφτά μου πίσω!»
Η Μυράνθη ανοίγει το συρτάρι του κομοδίνου και του επιστρέφει τα χρήματα, οπότε εκείνος βάζει τα ρούχα του, βιαστικά, βρίζοντάς την χυδαία, και φεύγει. Στην Ξανθίππη δεν τολμά να μιλήσει, καθώς ακόμα έχει το πιστόλι της υψωμένο και η όψη της μαρτυρά πως δεν σηκώνει αστεία.
Η Μυράνθη λέει: «Ένα πιόνι του Άλκιμου ήμουν. Δε μπορούσα να–»
Η Ξανθίππη τη σπάει στο ξύλο, κλοτσώντας και γρονθοκοπώντας την. Και μετά τη ρωτά ποιοι σκότωσαν τον Κριτόλαο’μορ. Ποιοι το έκαναν;
Η Μυράνθη, με πρόσωπο μελανιασμένο, ματωμένο, και δακρυσμένο, καταφέρνει να ψελλίσει τα ονόματα Νάρφλης και Σερφάντης. Καταφέρνει να πει ότι είναι παλιοί επαναστάτες, από τον καιρό της Συμπαντικής Παντοκρατορίας, ενώ βρίσκεται κουλουριασμένη πάνω στο κρεβάτι, τρέμοντας, φοβούμενη ότι θα δεχτεί κι άλλα άγρια χτυπήματα.
«Πού μπορώ να τους βρω;» ρωτά η Ξανθίππη.
«Στους Κίτρινους Μύλους, έξω από την πόλη… αν δεν έχουν φύγει από κει.» Η Μυράνθη σκουπίζει, με το χέρι, το αίμα που κυλά από τη μύτη της.
*
Ο Σερφάντης και ο Νάρφλης σημαδεύουν σκιάχτρα στους Κίτρινους Μύλους. Ο πρώτος, κατάμαυρος στο δέρμα, ψηλός, μυώδης, γυμνός από τη μέση κι επάνω, με πορφυρά μακριά μαλλιά, βαστά ένα τουφέκι και πυροβολεί τα ανδρείκελα, εύστοχος και γρήγορος. Ο δεύτερος, γαλανόδερμος, με μαλλιά μαύρα και καλύπτρα στο αριστερό μάτι, επάνω στην οποία είναι κεντημένο ένα λευκό κρανίο, εκτοξεύει στιλέτα και ξιφίδια καταπάνω στα σκιάχτρα, τραβώντας τα όπλα από θήκες στο γιλέκο του. Είναι κι αυτός εύστοχος και γρήγορος. Και στο πρόσωπό του έχει μια άσχημη ουλή.
Σε κάποια στιγμή, πηγαίνει να μαζέψει τις λεπίδες του που είναι καρφωμένες στα ανδρείκελα από χόρτο, ξύλο, και πανί, ενώ ο Σερφάντης αλλάζει γεμιστήρα στο τουφέκι του. Ο Νάρφλης ξεκαρφώνει ένα ξιφίδιο και το θηκαρώνει πάνω στο γιλέκο του – και τότε παρατηρεί πως εκείνος κι ο σύντροφός του δεν είναι μόνοι.
Γυρίζει και βλέπει την Ξανθίππη να στέκεται πίσω τους, σε απόσταση μερικών μέτρων, φορώντας ένα ζευγάρι σκούρα γυαλιά για την απογευματινή αντηλιά. Τα μακριά μαύρα μαλλιά της πλαισιώνουν το λευκόδερμο πρόσωπό της. Τα χείλη της χαμογελούν ψυχρά.
«Να σας κάνω παρέα;» ρωτά.
Ο Νάρφλης δεν την αναγνωρίζει. «Σε ξέρουμε;»
Ο Σερφάντης στρέφεται κι εκείνος να την αντικρίσει. Ούτε αυτός φαίνεται να την αναγνωρίζει.
«Ήσασταν με την Επανάσταση, σωστά;» τους ρωτά η Ξανθίππη. «Σερφάντης και Νάρφλης;»
«Ναι,» απαντά ο Νάρφλης, επιφυλακτικά. «Τι θέλεις;» Τραβά ακόμα ένα καρφωμένο ξιφίδιο από τα σκιάχτρα.
«Σκοτώσατε ένα Παντοκρατορικό κάθαρμα, άκουσα…»
«Έχουμε σκοτώσει πολλά Παντοκρατορικά καθάρματα, κοπελιά,» της λέει ο Σερφάντης, οπλίζοντας το τουφέκι του.
Η Ξανθίππη τον θεωρεί πιο επικίνδυνο από τον άλλο, εξαιτίας του τουφεκιού. «Αυτός, όμως, ήταν φίλος μου.» Τραβά το πιστόλι της και πυροβολεί τον Σερφάντη στο στήθος. Αίμα τινάζεται, και ο μαυρόδερμος, γεροδεμένος άντρας καταρρέει.
«Παντοκρατορική σκρόφα!» γρυλίζει ο Νάρφλης καθώς τινάζεται: και ήδη δύο λεπίδες του βρίσκονται στον αέρα, στροβιλιζόμενες προς την Ξανθίππη.
Η οποία πέφτει στο χορτάρι έγκαιρα για να γλιτώσει το στήθος και το κεφάλι της.
Πυροβολεί τον Νάρφλη, που τρέχει ανάμεσα στα σκιάχτρα· τον πετυχαίνει στο πόδι κι εκείνος σωριάζεται.
«Δεν είμαι Παντοκρατορική, κάθαρμα!» του φωνάζει, αν και είχε πολεμήσει για τους Παντοκρατορικούς παλιότερα, καθοδηγούμενη από τη Σιδηρά Δυναστεία. «Και ο πόλεμος έχει πια τελειώσει!»
Ο Νάρφλης ανασηκώνεται, τρίζοντας τα δόντια· σέρνεται πίσω από ένα σκιάχτρο και τραβά το πιστόλι του, αποφεύγοντας τις δύο επόμενες ριπές της Ξανθίππης.
Την πυροβολεί, αλλά ούτε αυτός την πετυχαίνει, κρυμμένη καθώς είναι μες στο χορτάρι. «Ο Σερφάντης ήταν σύντροφός μου εδώ και χρόνια!» φωνάζει. «Και τον σκότωσες! Δε θ’αφήσω άλλο ένα Παντοκρατορικό καθίκι σαν εσένα να ζήσει!»
«Δεν είμαι Παντοκρατορική, ανώμαλε!» επαναλαμβάνει η Ξανθίππη, ενώ κι εκείνη πυροβολεί χωρίς να τον πετυχαίνει. «Δεν υπάρχουν πια Παντοκρατορικοί! Ο Κριτόλαος δεν ήταν εχθρός σας!»
«Ο ποιος;»
«Δεν ξέρεις ποιον σκοτώσατε πριν από δυο μήνες;»
Οι πιστολιές παύουν καθώς κι οι δυο τους αλλάζουν γεμιστήρα.
«Αα… είσαι αυτή,» λέει ο Νάρφλης. «Αυτή που ήταν μαζί του! Έπρεπε να σε είχαμε σκοτώσει κι εσένα, Παντοκρατορική καριόλα, αλλά εμείς φταίμε που είμαστε επαγγελματίες και–»
«Δεν είμαι Παντοκρατορική, γαμώ τη μάνα σου τη Λόρκη, μαλάκα!»
Οι πυροβολισμοί συνεχίζονται πάλι για κάποια ώρα, μέχρι που ξανά οι σφαίρες τους τελειώνουν. Και η Ξανθίππη δεν έχει επάνω της άλλο γεμιστήρα. Αλλά ούτε κι ο Νάρφλης φαίνεται να έχει.
«Αφού δεν είσαι Παντοκρατορική, τι σκατά ήθελες μ’ένα Παντοκρατορικό κάθαρμα;» της φωνάζει.
«Αυτή είναι δική μου δουλειά!»
Ο Νάρφλης σηκώνεται όρθιος, αρπάζοντας το σκιάχτρο για βοήθεια, θέλοντας μάλλον να δει αν η Ξανθίππη έχει κι άλλες σφαίρες να του ρίξει.
Η Ξανθίππη επίσης σηκώνεται όρθια.
Ο Νάρφλης τραβά ένα στιλέτο από το σκιάχτρο.
Η Ξανθίππη, έχοντας πλησιάσει το πτώμα του Σερφάντη, πιάνει το τουφέκι του από κάτω.
Ο Νάρφλης υψώνει το στιλέτο πάνω απ’τον ώμο του, κρατώντας το από τη μύτη της λεπίδας.
Η Ξανθίππη υψώνει το τουφέκι, που είναι οπλισμένο, σημαδεύοντάς τον. Δεν πατά, όμως, τη σκανδάλη.
Και ούτε εκείνος εκτοξεύει το στιλέτο.
Αρχίζω να καταλαβαίνω τον Ραλίστα, σκέφτεται η Ξανθίππη. Μοιάζει τόσο ανούσιο τώρα… Τόσο ανούσιο…
«Φρόντισε να μη σε ξανασυναντήσω, μονόφθαλμε,» φωνάζει στον Νάρφλη και κατεβάζει το τουφέκι. Αλλά δεν του γυρίζει την πλάτη καθώς απομακρύνεται.
Εκείνος, απρόσμενα, εκτοξεύει το στιλέτο, κραυγάζοντας: «ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΕΡΦΑΝΤΗΗΗΗΗ!»
Η Ξανθίππη ίσα που προλαβαίνει να το αποφύγει. Η λεπίδα περνά μερικά εκατοστά πλάι από το δεξί μάτι της, κόβοντας μαύρες τούφες από τα μαλλιά της και τραυματίζοντας το αφτί της.
«Στη Λόρκη η ψυχή σου!» γρυλίζει, και τον πυροβολεί συνεχόμενα με το τουφέκι, τρίζοντας τα δόντια, εξαγριωμένη.
Το σώμα του Νάρφλη τραντάζεται, προς στιγμή, μοιάζοντας να έχει μικρή διαφορά από το σκιάχτρο πλάι του, και μετά καταρρέει και μένει ακίνητο.
Η Ξανθίππη πετά κάτω το τουφέκι και φεύγει από τους Κίτρινους Μύλους, που, αν εξαιρέσεις κάτι παλαβούς σαν τον Νάρφλη και τον Σερφάντη, είναι γενικά ήσυχη περιοχή, νομίζει.
*
Μετά από τη συνάντησή της με τους δυο φονιάδες του Κριτόλαου’μορ δεν μένει για πολύ ακόμα στη Νέσριβεκ την Όμορφη. Δεν αντέχει πλέον αυτή την πόλη, παρά την υποτιθέμενη ομορφιά της, γιατί ξέρει τι μαυρίλα κρύβεται από πίσω. Παίρνει το τρένο και πηγαίνει στην Άντχορκ, όπου, ούτως ή άλλως, η Αλκάρνη Αμυθολόγητη τής έχει προτείνει να δουλέψει. Και ο Νιρμόδος Καλοφυσίτης δείχνει να τη συμπαθεί. Κι ακόμα και με τη Τζούλη η Ξανθίππη είναι σίγουρη ότι, στο τέλος, θα τα βρουν μεταξύ τους.
Και ίσως να ξαναδεί και τον Ραλίστα όταν εκείνος περνά από το Κόσμημα της Σεργήλης, όπως οι κάτοικοι της Άντχορκ αποκαλούν την πόλη τους – τη μεγαλύτερη μεγαλούπολη στη διάσταση.
Μερικές μέρες ύστερα από τα γεγονότα στην Έτρεβοθ, ενώ βρισκόμαστε στη Θακέρκοβ, η Αστερόπη με καλεί για φαγητό στην ταράτσα ενός εστιατορίου. Είναι γλυκιά ανοιξιάτικη νύχτα, και από κάτω μας βλέπουμε να κυλά ο ποταμός Κάλμωθ. Βάρκες πλέουν επάνω στα νερά του, μικρότερες και μεγαλύτερες, καθώς και κανένα ποταμόπλοιο που ή έρχεται ή φεύγει από τη Θακέρκοβ.
«Δεν περίμενα ότι θα ήμασταν μόνοι,» λέω.
«Σου είχα πει ότι θα ήταν κανένας άλλος;»
«Όχι, αλλά υπέθετα ότι ίσως να ήταν ο Σουτούρης εδώ…»
«Πήγε στο Μαύρο Δόντι.»
«Βρήκε σε ποιον έδωσε, τελικά, εκείνο το μήνυμα η Βλάστη;»
«Ναι. Ένας ειδικός μαντατοφόρος που κάνει διαδρομές από Θακέρκοβ ώς Ύγκρας, με το τρένο. Και ισχυρίζεται ότι το έχασε.»
«Το έχασε;»
«Ψέματα, φυσικά. Ανακαλύψαμε ότι είχε πάρε-δώσε με τον Χείρωνα Στρατηλάτη, τον λαθρέμπορο στη Μέλβερηθ που ήταν σύμμαχος της Ασημίνας και πλέον δεν είναι σύμμαχος κανενός.»
«Μάλιστα…»
Αφού το φαγητό μας έρχεται και τρώμε μερικές μπουκιές, πίνοντας γλυκό Σεργήλιο οίνο από τη Νέσριβεκ – το καλύτερο κρασί της διάστασής μας – η Αστερόπη με ρωτά:
«Θα ήθελες να γίνεις μέλος της παλιάς οικογένειας, Ζορδάμη;»
Με πιάνει απροετοίμαστο. «Νόμιζα ότι δεν γινόσουν μέλος της Παλιάς Δυναστείας επειδή κάποιος το αποφάσιζε,» λέω. «Νόμιζα ότι έπρεπε να παντρευτείς. Κανονικά.»
«Ναι,» μου αποκρίνεται, «έτσι γίνεται. Κανονικά.» Και με κοιτάζει ευθέως.
Είναι δυνατόν να μου προτείνει εκείνο που φαντάζομαι ότι μου προτείνει; «Έχεις υπόψη σου κάποια που θα ήθελε να με παντρευτεί;»
Η Αστερόπη χαμογελά. «Εσύ δεν έχεις υπόψη σου καμία;»
«Δηλαδή, εννοείς ότι δεν θα το κάνουμε στα ψέματα αυτή τη φορά;»
«Ακριβώς.»
«Δε μπορώ να ταξιδεύω στο φεγγάρι σαν εσάς,» της λέω.
«Δε χρειάζεται, αν δεν θέλεις. Αλλά δεν έχεις την περιέργεια;»
Πίνω μια γουλιά κρασί, παρατηρώντας την. Η πρότασή της μ’έχει ξαφνιάσει και δεν ξέρω τι να σκεφτώ. Μετά από την Κλεισμένη, η Αστερόπη είναι σίγουρα η πιο σταθερή μου σχέση τα τελευταία χρόνια. Αλλά και πάλι…
«Ο Ξενοκράτης σ’έβαλε;» τη ρωτάω. Δε θα το απέκλεια να της έχει ζητήσει να με παντρευτεί, τώρα που ξέρω για την Παλιά Δυναστεία ούτως ή άλλως. Τώρα που ξέρω, ίσως, περισσότερο απ’ό,τι θα έπρεπε, εγώ, ένας τυχαίος ραλίστας. Ή, έστω, όχι και τόσο τυχαίος πλέον.
Η Αστερόπη με αγριοκοιτάζει. «Συνέχεια μαλακίες πρέπει να είσαι;» Και μετά, πιο ήπια: «Δε νομίζεις ότι μπορεί να ήταν δική μου ιδέα; Το θεωρείς τελείως απίθανο;»
«Δεδομένης της… κακής φήμης μου….»
«Ναι, πράγματι,» λέει η Αστερόπη. «Αυτό είναι ένα θέμα. Αν συμφωνήσεις να παντρευτούμε, συμφωνείς επίσης να αλλάξεις νοοτροπία. Αλλιώς δεν συμφωνώ εγώ να παντρευτούμε.»
Την κοιτάζω προβληματισμένος για λίγο. «Και πώς σου ήρθε αυτή η ιδέα; Εννοώ για γάμο.»
Η Αστερόπη κόβει ένα κομμάτι από το φιλέτο της, μεθοδικά. Το κάνει πέρα-δώθε μέσα στη σάλτσα. Το βάζει στο στόμα της και το μασά. «Κατά πρώτον,» μου λέει, «νομίζω ότι έχουμε περάσει καλά μαζί…» Και με κοιτάζει ερωτηματικά.
«Ναι,» συμφωνώ χαμογελώντας, «δίχως αμφιβολία.» Τα πόδια μας συναντιούνται, με δική τους θέληση, κάτω απ’το τραπέζι.
Η Αστερόπη μού επιστρέφει το χαμόγελο. «Κι επιπλέον,» μου λέει, «γιατί όχι; Είμαστε κι οι δύο σαραντάρηδες πια. Έχουμε αρχίσει να γερνάμε.»
«Να μιλάς για τον εαυτό σου!» της λέω. «Έχω να τρέξω σε πολλά ράλι ακόμα.»
Η Αστερόπη γελά. «Δεν έχω πρόβλημα με τα ράλι.»
Την ατενίζω παρατηρητικά. Έχει κάποιο μυστηριώδες σχέδιο κατά νου ξανά; «Και τι θα κάνουμε μαζί; Εννοώ εγώ κι εσύ, ως σύζυγοι;»
Υψώνει ένα φρύδι. «Δε μπορείς να φανταστείς τίποτα;»
«Μιλάω σοβαρά. Εσύ συνεχώς τριγυρίζεις απ’τη μια άκρη της διάστασης στην άλλη, για δουλειές του πατέρα σου. Κι εγώ… κι εγώ το ίδιο θα κάνω, τώρα που έχω ξεχρεωθεί και θ’ασχολούμαι πάλι με τα ράλι.»
«Βλέπεις;» μου λέει η Αστερόπη. «Ταιριάζουμε.»
«Χμμ.» Πίνω μια γουλιά κρασί.
Και μετά φιλιόμαστε πάνω από το τραπέζι.
Ακούμε ένα νιαούρισμα πλάι μας και, γυρίζοντας, βλέπουμε την Κλεισμένη να έχει ανεβεί στη μοναδική άδεια καρέκλα του τραπεζιού.
«Δεν την είδα να έρχεται μαζί σου!» γελά η Αστερόπη.
«Δεν το ήξερα ότι ήταν μαζί μου,» της λέω.
Η Αστερόπη συνοφρυώνεται.
«Μη μου κάνεις ζήλιες από τώρα,» την προειδοποιώ.
Η Κλεισμένη μοιάζει να χαμογελά πίσω από τα μουστάκια της.
Μετά τον γάμο, που γίνεται σ’έναν ναό της Αρτάλης στην Ύγκρας, επισκεπτόμαστε τη βίλα των Νέρφελδιφ κοντά στην Κιρβόνη, όπου ο Ρίβης μάς φιλοξενεί για μερικές ημέρες.
Είναι παντρεμένος κι αυτός τώρα, με τη Σαλαρνίδα, και η Δήμητρα’μορ, απ’ό,τι καταλαβαίνω, δεν του μιλά πια, βρισκόμενη μάλλον στη Νίρβεκ και συνεργαζόμενη με την Πάολα και τα άλλα ρεμάλια εκεί. Η βίλα, φυσικά, έχει μετατραπεί σε Ναό του Κάρτωλακ και έχει πάρει το όνομα Αρχαίος Οίκος. Οι ακόλουθοι του Ρίβη πηγαίνουν κι έρχονται τακτικότατα. Τον Λειρνόο δεν τον βλέπω πουθενά στην Κιρβόνη ή στα περίχωρά της, και ρωτάω τον Ρίβη τι συνέβη μαζί του. Εκείνος μού απαντά πως του έδωσε την επιλογή ή να φύγει για πάντα από τούτα τα μέρη ή να πεθάνει, και μάντεψε τι διάλεξε ο Λειρνόος. Βρίσκεται τώρα κάπου αλλού στη Σεργήλη, μπλεγμένος, αναμφίβολα, σε κάποια δουλειά της Σιδηράς Δυναστείας.
«Με τους Απόστολους του Κάρτωλακ τι γίνεται;» ρωτάω τον Ρίβη, ενώ εγώ, εκείνος, η Αστερόπη, και η Σαλαρνίδα καθόμαστε σ’ένα μπαλκόνι της βίλας, πίνοντας κρασί και καπνίζοντας χόρτο των Φέρνιλγκαν μέσα σε όμορφα λαξεμένες ξύλινες πίπες. Η Κλεισμένη είναι κουλουριασμένη στα πόδια μου.
«Δεν έχω ακόμα ξεμπερδέψει μαζί τους, Ραλίστα,» μου απαντά ο Σεβασμιότατος. «Αν κάνω βιαστικές κινήσεις, μπορεί και να με σκοτώσουν. Έχουν φανατικούς ακόλουθους. Πρέπει να τους διαλύσω με το μαλακό. Και θα χρειαστεί χρόνο.»
«Ναι,» λέω. «Είμαι βέβαιος πως εσύ ξέρεις καλύτερα γι’αυτά τα θέματα.»
«Είναι πολύ επικίνδυνοι,» επιβεβαιώνει η Σαλαρνίδα. «Δεν είναι απλά άλλη μια συμμορία των Φέρνιλγκαν.»
«Φυσικό είναι, αφού τους χρηματοδοτείτε…»
«Αν σταματούσα τώρα να τους χρηματοδοτώ,» μου λέει ο Ρίβης, «θα εξοργίζονταν.»
«Και πώς σκοπεύεις, στο μέλλον, να τους βάλεις φρένο;»
«Θα βρω τρόπο.» Καπνίζει την πίπα του σκεπτικά, αλλά είμαι βέβαιος ότι δεν έχει κανένα συγκεκριμένο σχέδιο κατά νου.
*
Τη νύχτα προτού φύγουμε από τη βίλα των Νέρφελδιφ, καθώς είμαστε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι του δωματίου που μας έχει παραχωρήσει ο Ρίβης, ρωτάω την Αστερόπη: «Ποια είναι η στάση της οικογένειας προς αυτούς τους Απόστολους του Κάρτωλακ;»
«Τι εννοείς;»
«Εννοώ, είμαστε μαζί τους ή εναντίον τους, επισήμως;»
«Ακόμα δεν έχεις καταλάβει πώς λειτουργεί η Δυναστεία, αγάπη μου;»
«Δεν είμαστε, λοιπόν, ούτε μαζί τους ούτε εναντίον τους,» καταλήγω.
«Με όλες τις θρησκείες ισχύει αυτό,» μου λέει η Αστερόπη. «Και με όλα τα πολιτικά πρόσωπα και οργανώσεις. Η Δυναστεία κοιτάζει μόνο το συμφέρον της· δεν έχει τίποτα άλλες πεποιθήσεις. Έχουμε αφήσει τέτοιες ιδεολογίες πίσω μας εδώ και αιώνες. Όταν φεγγαροταξιδέψεις θα καταλάβεις.»
«Δε μου χρειάζεται τέτοια κατανόηση,» της λέω, και με πειράζει, γι’ακόμα μια φορά, ότι φοβάμαι να ταξιδέψω στο φεγγάρι. Στο τέλος, θα τα καταφέρει να με προκαλέσει αρκετά ώστε να το επιχειρήσω…
«Αν, λοιπόν, οι Απόστολοι του Κάρτωλακ κατορθώσουν να δημιουργήσουν στα Φέρνιλγκαν μια θρησκεία παρόμοια με της Αρτάλης, εμείς δεν θα κάνουμε τίποτα γι’αυτό;» τη ρωτάω.
«Φυσικά και όχι.»
«Ο Ρίβης, όμως, είναι της οικογένειας.»
«Ναι, αλλά και ο Θεώνυμος επίσης.»
«Ο Θεώνυμος μάς πρόδωσε, πηγαίνοντας με την Ασημίνα.»
«Αυτά είναι περασμένα, αγάπη μου. Ο Θεώνυμος είναι της οικογένειας – τέλος. Επομένως, έχουμε ένα μέλος που είναι υπέρ των Απόστολων του Κάρτωλακ και ένα μέλος που είναι κατά. Δε μπορούμε, ως οργάνωση, να είμαστε ούτε υπέρ ούτε κατά. Θα τους αφήσουμε να το λύσουν μόνοι τους… και βλέπουμε. Η Σιδηρά Δυναστεία θα συνεχίσει να είναι ισχυρή, ό,τι κι αν γίνει.»
«Ναι…» λέω, μην κρύβοντας μια κάποια δυσαρέσκεια. Ακόμα δεν μ’αρέσει η νοοτροπία της Σιδηράς Δυναστείας. Παρότι δεν είμαι χρεώστης πλέον, εξακολουθώ να αισθάνομαι σαν ένα πιόνι χαμένο επάνω στον απέραντο, τελείως μπερδεμένο πίνακα του πιο παράξενου παιχνιδιού που υπάρχει στη Σεργήλη.
«Τι πρόβλημα έχεις, αγάπη μου;» με ρωτά η Αστερόπη.
«Κανένα πρόβλημα,» λέω. Κι αλλάζοντας θέμα: «Άκουσα πως κάποιος οργανώνει ένα ράλι κοντά στη Νίρβεκ. Σκέφτομαι να συμμετάσχω.»
Χαμογελάω.
Είμαι ξανά ο παλιός μου εαυτός, νομίζω.