ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ
Οι Υπέρμαχοι του
Γαλανού Φωτός
Μια Ιστορία από το Θρυμματισμένο Σύμπαν
© Κώστας Βουλαζέρης
http://www.fantastikosorizontas.gr/kostasvoulazeris
Για τα πνευματικά δικαιώματα αυτού του κειμένου ισχύουν οι όροι του Creative Commons – http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/
Αυτό το βιβλίο είναι λογοτεχνικό. Όλα τα ονόματα, τα πρόσωπα, και οι καταστάσεις είναι φανταστικά ή χρησιμοποιούνται με φανταστικό, λογοτεχνικό τρόπο. Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά ονόματα, πρόσωπα, ή καταστάσεις είναι καθαρά συμπτωματική.
Ο Σκιώδης Εχθρός
Στα δυτικότερα μέρη της διάστασης που ήταν γνωστή ως Απολλώνια, πυκνά δάση απλώνονταν, πυκνά και δύσβατα, τόσο που σε σημεία ήταν αδύνατον να βαδίσει άνθρωπος. Ακόμα κι οι αχτίνες του λαμπερού ήλιου της Απολλώνιας ήταν πολύ, πολύ δύσκολο να περάσουν και να φωτίσουν ετούτους τους τόπους. Σε ένα, όμως, συγκεκριμένο μέρος των δασών, το σκοτάδι που απλωνόταν δεν οφειλόταν στην πυκνότητα των φυλλωμάτων· κι αυτό ήταν κάτι που ακόμα κι ο πιο απλοϊκός χωρικός μπορούσε εύκολα να κατανοήσει. Το σκοτάδι εδώ ήταν… υπερφυσικό, θα έλεγε κανείς· ή, τουλάχιστον, αφύσικο. Ήταν ένα σκοτάδι που φαινόταν σκοτεινό ακόμα και μέσα στη σκοτεινότερη νύχτα.
Ήταν ένα σχίσμα στην πραγματικότητα της Απολλώνιας: μια δίοδος μέσα από την οποία ερχόταν ο ποταμός που σε τούτη τη διάσταση ονόμαζαν ο Μαύρος Πόταμος, ενώ στη Χάρνταβελ –απ’όπου προερχόταν– οι γηγενείς τον έλεγαν απλώς ο Μεγάλος Ποταμός.
Τώρα δεν ήταν νύχτα στην Απολλώνια· ήταν απόγευμα, και το σκοτάδι σ’εκείνο το συγκεκριμένο μέρος των δασών διακρινόταν σε όλο του το μελανό μεγαλείο. Έμοιαζε, κυριολεκτικά, με μια μεγάλη, τρισδιάστατη μελανιά επάνω στο δέρμα της ίδιας της πραγματικότητας.
Ο Μαύρος Ποταμός κυλούσε ορμητικά, καθώς έβγαινε μέσα από το σκοτάδι, και στην επιφάνειά του δε φαινόταν τίποτα το αξιοσημείωτο, τίποτα το ασυνήθιστο, τίποτα που δε θα έβλεπε κανείς πάντα εδώ. Κάτω από την επιφάνεια, όμως, βρισκόταν ένα υποβρύχιο σκάφος, το οποίο είχε μόλις έρθει από τη Χάρνταβελ.
Ονομαζόταν Δύτης, και μετέφερε τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο πίσω στην πατρίδα του. Πίσω στο βασίλειό του, που πρόσφατα είχε επαναστατήσει κατά της Συμπαντικής Παντοκρατορίας, αρνούμενο να υποταχθεί. Αυτή η ανταρσία, ο Ανδρόνικος υπέθετε, σήμαινε επίσης και το τέλος του γάμου του με την Παντοκράτειρα· γιατί, προτού οδηγήσει την πατρίδα του σε εξέγερση, ήταν ένας από τους συζύγους της.
Ο Δύτης ακολουθούσε το ρεύμα του ποταμού προς τα ανατολικά, πλέοντας κάτω από την επιφάνειά του· και, μέχρι να βγει από την περιοχή των πυκνών δασών, ο Ανδρόνικος ήξερε πως κανείς δε θα αντιλαμβανόταν την παρουσία του. Μετά, υπήρχαν κέντρα ελέγχου που εύκολα θα τον εντόπιζαν. Ο Ανδρόνικος, όμως, δε χρειαζόταν, φυσικά, να ανησυχεί γι’αυτά· βρισκόταν στη χώρα του τώρα, κι επιπλέον γνώριζε το κωδικοποιημένο σήμα που έπρεπε να δώσει, για να δηλώσει πως ήταν φίλος.
Έτσι, ο Δύτης έπλευσε για δύο ημέρες κάτω από την επιφάνεια του Μαύρου Ποταμού, συνεχίζοντας να έχει ανατολική πορεία και να πλησιάζει την Άπατη Θάλασσα, στο κέντρο της Απολλώνιας. Στην καρδιά του υποβρυχίου, στο ενεργειακό του κέντρο, η μάγισσα Άνμα’ταρ εργαζόταν έξι με οκτώ ώρες την ημέρα –ανάλογα με το πόσο θα κρατούσαν οι αντοχές της–, προκειμένου να ωθεί το σκάφος με μια Μαγγανεία Κινήσεως. Ήταν μόνη της, δεν είχε κάποιον άλλο μάγο για να τη βοηθά, κι έτσι η δουλειά της ήταν, ως εκ τούτου, και πιο κοπιαστική. Όταν, όμως, μίλησε στον Ανδρόνικο, το πρωί της τρίτης ημέρας, δεν ήταν για να του παραπονεθεί σχετικά με το πόσο κουραστική ήταν η δουλειά της.
Στεκόμενη αντίκρυ του, μέσα στη γέφυρα του σκάφους, ντυμένη μ’ένα μακρύ, μαύρο φόρεμα, και με το χρυσό της δέρμα να γυαλίζει στο φως των λαμπών, είπε: «Οι ενεργειακές φιάλες έχουν αρχίσει να τελειώνουν, Άρχοντά μου. Θα πρέπει να ανεφοδιαστούμε κάποια στιγμή σήμερα, αν δε θέλουμε να ξεμείνουμε.»
Ο Οδυσσέας, που ήταν Πρόμαχος της Επανάστασης, πιστός στον Ανδρόνικο από παλιά, και βρισκόταν επίσης στη γέφυρα, στράφηκε και πάτησε ένα πλήκτρο επάνω σε μια κονσόλα. Ο χάρτης της περιοχής παρουσιάστηκε σε μια οθόνη. Έδειχνε τον Μαύρο Ποταμό, τη θέση του Δύτη, και τις πόλεις στις όχθες.
Ο Ανδρόνικος κοίταξε τον χάρτη και είπε: «Εδώ όπου βρισκόμαστε, η Άωλρυς θα έλεγα πως είναι το λογικότερο μέρος για να σταματήσουμε και να ανεφοδιαστούμε. Τι λες κι εσύ, Οδυσσέα;»
«Συμφωνώ, Άρχοντά μου.»
«Βάζουμε πλώρη για εκεί, λοιπόν,» είπε ο Ανδρόνικος.
Η Άνμα’ταρ έφυγε απ’το δωμάτιο, πηγαίνοντας προς το ενεργειακό κέντρο του σκάφους· και, σε λίγο, ο Δύτης απέκτησε αρκετή ισχύ για να μπορεί να κινηθεί κάτω απ’τα νερά του Μαύρου Ποταμού.
Ο Οδυσσέας, που στεκόταν μπροστά στο πηδάλιο, ρύθμισε το σύστημα έτσι ώστε να ακολουθήσει αυτόματα μια προδιαγεγραμμένη πορεία προς την Άωλρυς.
Ο Ανδρόνικος καθόταν σιωπηλός στο κάθισμά του, βαστώντας ανάμεσα στον δείκτη και τον αντίχειρα του δεξιού του χεριού ένα μικροσκοπικό μεταλλικό αντικείμενο. Ένα αντικείμενο μοριακά πεπιεσμένο, το οποίο πρέπει να ήταν μια συσκευή αποθήκευσης πληροφοριών. Το αντικείμενο αυτό το είχε κρυμμένο επάνω του ο Αρίσταρχος, ένας από τους κατασκόπους του Ανδρόνικου, ο οποίος είχε βρεθεί νεκρός στη Διάσταση του Φωτός· κάποιος είχε σαμποτάρει το όχημά του, αφήνοντάς έτσι τη θανατηφόρα ακτινοβολία της εν λόγω διάστασης να περάσει και να τον σκοτώσει. Τουλάχιστον, αυτό είχε υποθέσει ο Ανδρόνικος, όταν η απεσταλμένη του –η Ιωάννα, μια γυναίκα που παλιά ήταν ανάμεσα στις Μαύρες Δράκαινες, προτού εγκαταλείψει την Παντοκράτειρα– του ανέφερε ότι δεν ήταν κάποιο όπλο που είχε σκοτώσει τον Αρίσταρχο: η μονωτική ιδιότητα του οχήματός του είχε χαλάσει, κι έτσι είχε πεθάνει. Ο Ανδρόνικος ήξερε πολύ καλά ότι ο Αρίσταρχος ποτέ δε θα έκανε τέτοιο λάθος, ποτέ δε θα άφηνε το όχημά του χωρίς επισκευές, ώστε να χαλάσει η μονωτική του ιδιότητα· επομένως, επρόκειτο για δολιοφθορά: κάποιος που γνώριζε ότι ο Αρίσταρχος θα περνούσε απ’τη Διάσταση του Φωτός είχε σαμποτάρει το όχημά του, για να τον σκοτώσει, χωρίς ο ίδιος να λερώσει τα χέρια του. Έμοιαζε, αναμφίβολα, με δουλειά ενός εκ των πρακτόρων της Παντοκράτειρας.
Κι εδώ μέσα, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος, γυρίζοντας το μοριακά πεπιεσμένο αντικείμενο ανάμεσα στα δάχτυλά του, ίσως να βρίσκεται η απάντηση σχετικά με το τι ακριβώς συνέβη. Ή, ίσως, κάποιο πολύ σημαντικό στοιχείο.
Αλλά, ακόμα κι αν δεν υπήρχε τίποτα από αυτά μέσα στο μικροσκοπικό αντικείμενο, οι πληροφορίες που μετέφερε ο Αρίσταρχος ήταν, αναμφίβολα, σημαντικές από μόνες τους. Κι ο Ανδρόνικος ακόμα δεν είχε καταφέρει –δεν είχε βρει το χρόνο– να αποσυμπιέσει τη συσκευή αποθήκευσης (γιατί τέτοια υπέθετε πως ήταν) και να μάθει τι περιείχε.
Εκείνος κι η ομάδα των επαναστατών του είχαν φύγει άρον-άρον από το υποποτάμιο άντρο τους στην Αλβέρια, κυνηγημένοι από τους πράκτορες της Παντοκράτειρας· δεν είχαν καθόλου χρόνο για να κάνουν ούτε μία αξιόλογη στάση. Και, αρχικά, μέσα στον Δύτη υπήρχαν δύο μάγοι, για να τον κινούν: η Άνμα’ταρ και ο Σέλιρ’χοκ. Ο Σέλιρ’χοκ, όμως, έπρεπε να τους εγκαταλείψει πολύ σύντομα, για να πάει σε μια αποστολή μαζί με την Ιωάννα –το να είσαι με την Επανάσταση σήμαινε ότι όφειλες συνεχώς να βρίσκεσαι εν κινήσει: τουλάχιστον, μέχρι να ηττηθεί η Παντοκράτειρα και το σύμπαν να ξαναγίνει ασφαλές από τα επεκτατικά της σχέδια. Έτσι, επί του παρόντος, μόνο η Άνμα’ταρ είχε μείνει στο υποβρύχιο σκάφος, για να το ωθεί με μια Μαγγανεία Κινήσεως· κι αυτή η διαδικασία την κούραζε, επομένως ο Ανδρόνικος δεν της είχε ακόμα ζητήσει να αποσυμπιέσει τη μοριακά πεπιεσμένη συσκευή του Αρίσταρχου.
Σύντομα, όμως, θα πρέπει να της το ζητήσω. Και ίσως τώρα, που θα κάνουμε στάση στην Άωλρυς, να είναι η καλύτερη ευκαιρία. Γιατί, μέχρι να έφταναν στην Απαστράπτουσα, την πρωτεύουσα του βασιλείου, είχαν πολύ δρόμο μπροστά τους.
Στην Άωλρυς έφτασαν το μεσημέρι, και ο Δύτης αναδύθηκε μέσα από τα νερά του Μαύρου Ποταμού.
Ο Ανδρόνικος είχε ήδη δώσει σήμα στον πύργο ελέγχου της πόλης ότι ήταν φίλος, και είχε επίσης δηλώσει την ταυτότητά του, εξηγώντας πως ερχόταν για ανεφοδιασμό. Έτσι, στο λιμάνι τώρα συγκεντρώνονταν ένα σωρό στρατιώτες, για να τον υποδεχτούν. Μπορούσε να τους δει από το φινιστρίνι της γέφυρας.
Η Άωλρυς δεν ήταν καμια σπουδαία πόλη. Ήταν μικρή σε έκταση, με λίγο πληθυσμό, και βασιζόταν κυρίως στην αλιευτική και αγροτική οικονομία της. Επίσης, δεν είχε παρά ελάχιστους πολεμιστές, ίσα-ίσα για να διατηρούν την τάξη στο εσωτερικό της. Οι περισσότεροι πολεμιστές της Απολλώνιας, σε τούτους τους δύσκολους καιρούς, βρίσκονταν είτε στο Βόρειο Μέτωπο, αντιμετωπίζοντας τις δυνάμεις της Παντοκρατορίας, είτε στο Νότιο Μέτωπο, μπροστά από το Κρήμνισμα, μαχόμενοι εναντίον των επικίνδυνων όντων που, σαν από κάποια αλλόκοτη κατάρα, είχαν τελευταία αρχίσει να έρχονται κατά συρροήν από την Απολεσθείσα Γη.
Παρά το μέγεθός της, η Άωλρυς διέθετε, όμως, ένα κέντρο ανεφοδιασμού για όσα σκάφη πιθανώς να περνούσαν από ετούτα τα μέρη. Γιατί, καθώς η Απολλώνια βρισκόταν πλέον ανοιχτά με την Επανάσταση, οι πάντες όφειλαν να είναι σε ετοιμότητα και να βοηθούν με ό,τι τρόπο μπορούσαν.
Ο Δύτης προσέγγισε το λιμάνι, και ο Ανδρόνικος άνοιξε μια καταπακτή και βγήκε, αφήνοντας τα μακριά, ξανθά του μαλλιά να δροσιστούν από τον γλυκό άνεμο της πατρίδας του.
«Χρειαζόμαστε καύσιμα,» φώναξε στον άντρα που στεκόταν αντίκρυ του, επάνω σε μία από τις ξύλινες προβλήτες. Ήταν ντυμένος με στρατιωτική στολή, και έμοιαζε γι’αρχηγός της τοπικής φρουράς. «Μερικές ενεργειακές φιάλες Υ-3.»
«Καλωσορίσατε στην Άωλρυς, Υψηλότατε,» αποκρίθηκε ο αξιωματικός, που είχε καφέ δέρμα, μαύρα μαλλιά, και μούσι. Στο μέτωπό του υπήρχε μια ευδιάκριτη ουλή· και ο Ανδρόνικος αναρωτήθηκε πού την είχε αποκτήσει σ’ένα ήσυχο μέρος όπως ετούτο. «Πόσες φιάλες επιθυμείτε; Και τι άλλο θα μπορούσαμε να κάνουμε για εσάς;»
«Οκτώ φιάλες θα μας φέρετε· και θέλουμε κι ένα μέρος για να μείνουμε σήμερα: το πλήρωμά μου χρειάζεται ξεκούραση.»
«Ασφαλώς,» είπε ο αξιωματικός· και ύστερα συστήθηκε στον Ανδρόνικο ως Πολυδέκτης, καθώς εκείνος κατέβαινε από το σκάφος.
Το πλήρωμα του Δύτη κατέβηκε επίσης στις αποβάθρες της Άωλρυς· και ανάμεσά τους ήταν, ασφαλώς, και ο Οδυσσέας κι η Άνμα’ταρ. Ο Ανδρόνικος μπορούσε να δει ότι η μάγισσα δεν ήταν τόσο κουρασμένη όσο άλλες φορές, ύστερα από τη δουλειά της στο ενεργειακό κέντρο του σκάφους, καθώς σήμερα είχε εργαστεί μόνο τη μισή ημέρα. Καλό αυτό. Θα μπορεί άνετα να μου αποσυμπιέσει τη συσκευή του Αρίσταρχου, υποθέτω.
Ο Πολυδέκτης και μερικοί άνθρωποι της φρουράς της Άωλρυς έκαναν κάποιες σύντομες συνεννοήσεις μέσω τηλεπικοινωνιακού πομπού και, έπειτα, ζήτησαν από τον Ανδρόνικο και τους υπόλοιπους να έρθουν μαζί τους.
«Ακολουθήστε μας, Υψηλότατε,» είπε ο Πολυδέκτης. «Θα σας πάμε στο ξενοδοχείο ‘Ο Νότιος Άνεμος’. Είναι το καλύτερο στην πόλη, και υπάρχει χώρος για όλους σας.»
«Ευχαριστούμε, κύριε διοικητά,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος.
Ο Πολυδέκτης υποκλίθηκε. «Υποχρέωσή μας, Υψηλότατε.»
Και τους οδήγησε προς τον Νότιο Άνεμο, ο οποίος δεν ήταν μακριά από εδώ, και μπορούσαν άνετα να πάνε με τα πόδια. Ο Ανδρόνικος έβλεπε το ξενοδοχείο από εκεί όπου είχε αράξει ο Δύτης. Ήταν ένα ψηλό οικοδόμημα, με τζάμια που γυάλιζαν στον μεσημεριανό ήλιο και όμορφα μπαλκόνια με φυτά. Σε ορισμένα από τα μπαλκόνια οι τέντες ήταν κατεβασμένες. Σε κάποια φαίνονταν άνθρωποι να στέκονται ή να κάθονται, ενώ άλλα έμοιαζαν έρημα. Το ξενοδοχείο ήταν χτισμένο με λευκή πέτρα, κι επάνω στην κορυφή του υπήρχε ένα μεγάλο λάξευμα: ένα καλλιτεχνικά φτιαγμένο βέλος που έδειχνε νότια, κάτω από τρεις ανάγλυφες λέξεις: Ο ΝΟΤΙΟΣ ΑΝΕΜΟΣ.
Φτάνοντας, ο Ανδρόνικος διαπίστωσε ότι τους περίμεναν και προετοιμασίες είχαν ήδη γίνει. Ένας υπηρέτης τού ζήτησε να τον ακολουθήσει, και τον οδήγησε στο ψηλότερο πάτωμα του ξενοδοχείου και σε μια πολυτελή σουίτα, στο εσωτερικό της οποίας υπήρχε μια μικρή πισίνα. Ο Ανδρόνικος είχε στη ζωή του γνωρίσει πολύ, πολύ καλύτερες σουίτες και διαμερίσματα –και πολύ μεγαλύτερες, επίσης–, αλλά καταλάβαινε ότι ετούτος ο χώρος ήταν πραγματικά ό,τι ποιοτικότερο είχε να προσφέρει μια μικρή πόλη περιορισμένων πόρων όπως η Άωλρυς. Επιπλέον, δεν τον ενδιέφεραν ιδιαίτερα οι υπερβολικές ανέσεις αυτή τη στιγμή· η σουίτα του ήταν υπεραρκετή, έκρινε. Αναμφίβολα, μακράν πιο άνετη από την καμπίνα του στον Δύτη ή τα διαμερίσματά του στο εσωτερικό του υποποτάμιου άντρου της Αλβέρια (το οποίο πλέον ήταν πλημμυρισμένο, γιατί ο Ανδρόνικος είχε προτιμήσει να το καταστρέψει, παρά να το αφήσει να πέσει στα χέρια των πρακτόρων της Παντοκράτειρας).
Ο υπηρέτης που τον είχε φέρει εδώ τον ρώτησε αν θα επιθυμούσε κάτι το ιδιαίτερο. Εκείνος αποκρίθηκε πως όχι, όλα ήταν εντάξει. Επομένως, ο υπηρέτης τον διαβεβαίωσε ότι το φαγητό του θα ερχόταν σύντομα, κι ύστερα αποχώρησε.
Ο Ανδρόνικος άνοιξε μια μπαλκονόπορτα και βγήκε στο μπαλκόνι. Η θέα ήταν καταπληκτική από εδώ: έβλεπε ολόκληρη την πόλη, καθώς και πολλά χιλιόμετρα προς κάθε κατεύθυνση, εκτός από ανατολικά, γιατί το μπαλκόνι ήταν δυτικό. Ένας ψυχρός αέρας ερχόταν από το Βορρά, θυμίζοντας στον Ανδρόνικο πως, στην Απολλώνια, ήταν τώρα η αρχή του χειμώνα.
Μπήκε πάλι στο εσωτερικό και έκλεισε την πόρτα, η οποία ήταν εξολοκλήρου φτιαγμένη από κρύσταλλο, αφήνοντας το φως να περνά χωρίς δυσκολία (εκτός αν, φυσικά, ο ένοικος της σουίτας τραβούσε τις κουρτίνες). Γδύθηκε από τα ρούχα που φορούσε εδώ και μέρες μέσα στον Δύτη και βούτηξε στην πισίνα, όπου το νερό ήταν χλιαρό και χαλαρωτικό.
Η πόρτα χτύπησε και μια γυναικεία φωνή ανακοίνωσε ότι το φαγητό του ήταν έτοιμο. Ο Ανδρόνικος τής είπε ότι μπορούσε να περάσει. Η κοπέλα μπήκε, σπρώχνοντας ένα κυλιόμενο τραπεζάκι. Σερβίρισε το γεύμα στο τραπέζι της σουίτας και έφυγε, αφότου ρώτησε αν ο Υψηλότατος θα επιθυμούσε τίποτε άλλο και πήρε αρνητική απάντηση.
Ο Ανδρόνικος τελείωσε το μπάνιο με την ησυχία του, βγήκε από την πισίνα, σκουπίστηκε με μια πετσέτα, φόρεσε μια ρόμπα, και κάθισε να φάει. Το γεύμα ήταν εξαιρετικό και το κρασί γλυκό αλλά ελαφρύ. Δεν μπόρεσε να φάει όλα τα φαγητά, καθώς ήταν, προφανώς, παραπάνω από όσα είχε τη δυνατότητα ένας άνθρωπος να καταναλώσει στην καθισιά του· του τα είχαν φέρει προκειμένου να μπορεί να επιλέξει. Κι ο Ανδρόνικος σκεφτόταν ότι, μάλλον, είχε μπροστά του λίγο από καθετί που υπήρχε στο μενού του ξενοδοχείου σήμερα.
Όταν είχε χορτάσει, κοιμήθηκε για καμια ώρα και, μετά, έδωσε εντολή να ζητήσουν από την Άνμα’ταρ να έρθει στη σουίτα του.
Η μάγισσα κατέφθασε, δίχως αργοπορία. Ήταν ντυμένη μ’ένα φαρδύ, μεταξωτό παντελόνι και μια εξίσου φαρδιά, μεταξωτή μπλούζα χωρίς μανίκια. Και τα δύο ήταν λευκά. Στα πόδια της φορούσε μαύρα, δερμάτινα παπούτσια. Στους καρπούς και στους βραχίονές της φορούσε αργυρά και μπρούντζινα βραχιόλια και περιβραχιόνια, τα οποία έκαναν έντονη αντίθεση πάνω στο χρυσαφένιο δέρμα της. Τα κοντά, σγουρά, μαύρα μαλλιά της ήταν καλοχτενισμένα και φρεσκολουσμένα.
«Με ζητήσατε, Πρίγκιπά μου,» είπε, κλείνοντας την πόρτα της σουίτας και κάνοντας μερικά βήματα πάνω στο πελώριο χαλί που σκέπαζε το πάτωμα του καθιστικού.
«Ναι.» Ο Ανδρόνικος καθόταν στον καναπέ, έχοντας στο χέρι του ένα ποτήρι δροσερό λευκό κρασί. Ήταν ντυμένος ακόμα με τη ρόμπα που είχε φορέσει βγαίνοντας από την πισίνα. «Θέλω να μου αποσυμπιέσεις τη συσκευή του Αρίσταρχου.» Προτείνοντας το χέρι του, με το οποίο βαστούσε το ποτήρι, έδειξε ένα τραπεζάκι.
Όπου δε φαινόταν να υπάρχει τίποτα.
Η Άνμα’ταρ το πλησίασε και πήρε το μοριακά πεπιεσμένο αντικείμενο από την ξύλινη επιφάνειά του. Ήταν τόσο μικρό, που έπρεπε να είσαι πολύ κοντά για να μπορείς να το δεις· επίσης, έμοιαζε να κολλά επάνω εκεί όπου το άφηνες.
Ή, μάλλον, δεν έμοιαζε μόνο. Ο Ανδρόνικος ήξερε ότι, όντως, κολλούσε. Η Ιωάννα τού το είχε φέρει κρυμμένο μέσα στα μακριά, ξανθά μαλλιά της: επάνω σε μία από τις τρίχες των μαλλιών της.
Η Άνμα’ταρ κράτησε το μικροσκοπικό αντικείμενο ανάμεσα στα δάχτυλά της, κοιτάζοντάς το.
«Μπορείς να το αποσυμπιέσεις, έτσι;» της είπε ο Ανδρόνικος.
«Ναι, φυσικά,» αποκρίθηκε η Άνμα’ταρ. «Οι Δράκαινες είμαστε προσανατολισμένες σε μαγείες που αφορούν τη μάχη, αλλά όχι τόσο πολύ ώστε να μην ξέρουμε τη Μαγγανεία Μοριακής Αποσυμπιέσεως. Είναι κάτι που μπορεί να σου φανεί χρήσιμο σε οποιαδήποτε αποστολή.»
Η Άνμα’ταρ, προτού μπει στην Επανάσταση, ήταν ανάμεσα στις Μαύρες Δράκαινες, όπως και η Ιωάννα, και υπηρετούσε την Παντοκράτειρα. Ήταν, για την ακρίβεια, μία από τις μάγισσες των Μαύρων Δρακαινών: μία από τις γυναίκες που ονομάζονταν, απλά, Δράκαινες. Αυτό σήμαινε κιόλας το ’ταρ στο τέλος του ονόματός της. Και δεν ήταν μια κατάληξη που συναντούσες πλέον συχνά, γιατί το τάγμα των Δρακαινών είχε διαλυθεί. Δε θα εκπαιδεύονταν άλλες Δράκαινες στο μέλλον· η Άνμα ήταν από τις τελευταίες του είδους της. Μια μάγισσα του πολέμου και του θανάτου.
Κρατώντας τώρα το μοριακά πεπιεσμένο αντικείμενο στο χέρι της, άρχισε να αρθρώνει μυστικιστικά λόγια που έκαναν τον Ανδρόνικο να απορεί πώς η γυναίκα δε στραμπουλούσε τη γλώσσα της. Το αντικείμενο λαμπύρισε και έφυγε απ’τα δάχτυλά της· αιωρήθηκε εμπρός της, λουσμένο σε μια αργυρόχρωμη ακτινοβολία. Η Άνμα’ταρ συνέχισε τη μαγγανεία της, υψώνοντας τα ανοιχτά χέρια της δεξιά κι αριστερά του αντικείμενου. Τα μάτια της ήταν τώρα κλειστά, και έμοιαζε απόλυτα συγκεντρωμένη σ’αυτό που έκανε.
Ο Ανδρόνικος ήπιε μια γουλιά κρασί, παρακολουθώντας σιωπηλά, μη θέλοντας να ενοχλήσει στο ελάχιστο· γιατί γνώριζε ότι, πολλές φορές, αντικείμενα καταστρέφονταν κατά τη μοριακή συμπίεση ή αποσυμπίεση: γίνονταν χίλια κομμάτια ή μια μη-αναγνωρίσιμη μάζα, ή δεν λειτουργούσαν όπως όφειλαν, ή λειτουργούσαν με τρόπο επικίνδυνο ή ακόμα και καταστροφικό.
Η Άνμα’ταρ άρχισε να απομακρύνει τα χέρια της από το αιωρούμενο, λαμπυρίζον αντικείμενο… και το αντικείμενο άρχισε να μεγαλώνει και να μεγαλώνει, σταδιακά. Ο Ανδρόνικος είδε ότι επρόκειτο για ένα κομμάτι χαρτί, τυλιγμένο κυλινδρικά. Παράξενο… Δεν ήταν ακριβώς αυτό που περίμενε.
Η αργυρή λάμψη διαλύθηκε, και το χαρτί έπεσε πάνω στο ξύλινο τραπεζάκι. Η Άνμα’ταρ άνοιξε τα μάτια της. «Τελείωσε,» είπε. «Ελπίζω όλα να έγιναν σωστά.»
Ο Ανδρόνικος σηκώθηκε απ’τον καναπέ και πλησίασε το τραπεζάκι. Άφησε το ποτήρι του στην ξύλινη, γυαλιστερή επιφάνεια και σήκωσε το τυλιγμένο χαρτί. Το άνοιξε.
Και συνοφρυώθηκε, παραξενεμένος.
Τι στις Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ είν’αυτό;
Το χαρτί ήταν γεμάτο με γράμματα και σύμβολα, τα οποία δεν έβγαζαν κανένα νόημα. Ορισμένα, μάλιστα, ο Ανδρόνικος δεν τα είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή του.
«Καταλαβαίνεις τίποτα;» ρώτησε την Άνμα’ταρ, δίνοντάς της το χαρτί.
Η μάγισσα το κοίταξε, και κούνησε το κεφάλι. «Όχι,» αποκρίθηκε. «Πρέπει να είναι κάποιου είδους κώδικας.» Το επέστρεψε στον Ανδρόνικο.
Εκείνος το τύλιξε πάλι. «Θα το μελετήσω περισσότερο όταν είμαστε στην Απαστράπτουσα.» Παράξενο, όμως, που ο Αρίσταρχος έγραψε αυτό το πράγμα. Γιατί να γράψει σε έναν κώδικα που δεν γνωρίζω; Γιατί να μη γράψει σε έναν απ’τους γνωστούς κώδικες της Επανάστασης;
Παραμερίζοντας τούτους τους συλλογισμούς και πείθοντας τον εαυτό του ν’αφήσει το αλλόκοτο κείμενο για αργότερα –αφού δε νόμιζε ότι μπορούσε να λύσει το μυστήριό του αυτή τη στιγμή–, ρώτησε τη μάγισσα: «Τι θα κάνεις τώρα;»
«Τι εννοείτε, Πρίγκιπά μου;»
«Εννοώ, θα πας στο δωμάτιό σου; Έχεις σχεδιάσει τίποτα;»
«Όχι.»
«Ωραία,» είπε ο Ανδρόνικος. «Αυτή η οθόνη έχει ένα σωρό ταινίες αποθηκευμένες» –πλησίασε μια οθόνη που ήταν προσαρτημένη σ’έναν απ’τους τοίχους του δωματίου– «και βαριέμαι να τις παρακολουθώ μόνος μου. Θα μείνεις;»
«Ναι,» αποκρίθηκε η Άνμα, ανασηκώνοντας τους ώμους. Και πρόσθεσε, μ’ένα στραβό μειδίαμα: «Αν πιστεύετε, Πρίγκιπά μου, ότι η Ιωάννα δε θα με παρεξηγήσει.» Η Ιωάννα ήταν γνωστό από όλους πως ήταν ερωμένη του Ανδρόνικου, πολύ προτού εκείνος δηλώσει επισήμως ότι βρισκόταν με την Επανάσταση και απομακρύνει την Απολλώνια από τη Συμπαντική Παντοκρατορία.
«Δε νομίζω,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος στην Άνμα’ταρ. «Εξάλλου, ποιος ξέρει τι κάνει εκείνη, όσο βρίσκεται μακριά από εμάς, μαζί με τον Σέλιρ’χοκ…»
Η Άνμα συνοφρυώθηκε, και η όψη της σκοτείνιασε· γιατί, όπως η Ιωάννα ήταν ερωμένη του Ανδρόνικου, έτσι κι ο Σέλιρ’χοκ –ένας μαυρόδερμος μάγος από το τάγμα των Διαλογιστών– ήταν δικός της εραστής, αν και όχι για πολύ καιρό. Τον είχε γνωρίσει πρόσφατα, μέσα στην Επανάσταση.
Ο Ανδρόνικος μειδίασε. «Σε πειράζω. Δεν έχω τον Σέλιρ’χοκ για πλάσμα πολυγαμικό.»
*
Η ταινία ήταν ακόμα στη μέση, όταν ο επικοινωνιακός δίαυλος του ξενοδοχείου χτύπησε και ο Ανδρόνικος σηκώθηκε απ’τον καναπέ και πήγε να μιλήσει. Ένας άντρας τον ενημέρωσε ότι ο Πρωθιερέας του Απόλλωνα βρισκόταν εδώ και ζητούσε να μιλήσει μαζί του.
Ο Πρωθιερέας του Απόλλωνα; παραξενεύτηκε ο Ανδρόνικος. Αυτό, σίγουρα, δεν ήταν κάτι το τυπικό ή το συνηθισμένο.
Είπε ότι θα τον δεχόταν σε πέντε λεπτά, και πήγε να ντυθεί, γιατί, φυσικά, δεν μπορούσε να συναντήσει τον Πρωθιερέα φορώντας μια ρόμπα.
Όταν ήταν έτοιμος, η Άνμα’ταρ τον ρώτησε αν θα ήθελε εκείνη να φύγει. Προτού, όμως, ο Ανδρόνικος απαντήσει, άκουσαν το κουδούνι της εξώπορτας να χτυπά, παράγοντας έναν μουσικό ήχο.
«Μάλλον,» είπε ο Ανδρόνικος, «είναι πλέον πολύ αργά γι’αυτό. Ας δούμε τι θέλει.
»Περάστε!» φώναξε.
Η πόρτα άνοιξε, και ένας άντρας πέρασε το κατώφλι. Το δέρμα του ήταν λευκό όπως του Ανδρόνικου, και είχε άσπρα μούσια και καθόλου μαλλιά. Φορούσε το ιερατικό ράσο των ιερέων του Απόλλωνα που βρίσκονταν ψηλά στην ιεραρχία. Πρέπει να ήταν αρκετά μεγάλος σε ηλικία.
«Σας χαιρετώ, Υψηλότατε,» είπε· «και απολογούμαι εάν ετούτη δεν είναι κατάλληλη ώρα. Ωστόσο, αισθανόμουν πως όφειλα να σας μιλήσω το συντομότερο δυνατό.»
«Δεν υπάρχει πρόβλημα, Πατέρα. Ελάτε μέσα, παρακαλώ. Καθίστε.»
«Ευχαριστώ,» αποκρίθηκε ο Πρωθιερέας, και βάδισε μες στο δωμάτιο, ενώ η εξώπορτα έκλεινε αυτόματα πίσω του. Πλησίασε μια πολυθρόνα και κάθισε.
«Θα θέλατε να σας κεράσω κάτι;» ρώτησε ο Ανδρόνικος.
«Ευχαριστώ, Υψηλότατε, αλλά όχι.»
Ο Ανδρόνικος κάθισε αντίκρυ του, ενώ η Άνμα’ταρ πήρε θέση στον καναπέ, με τους αγκώνες της στα γόνατά της και παρατηρώντας τον ιερωμένο.
«Ποιος ο λόγος της επίσκεψής σας, Πατέρα;» ρώτησε ο Ανδρόνικος.
«Αισθανόμουν πως όφειλα να σας προειδοποιήσω, Υψηλότατε, καθώς, απ’ό,τι έχω ακούσει, λείπετε αρκετό καιρό από την Απολλώνια.»
«Να με προειδοποιήσετε σχετικά με τι;»
Ο Πρωθιερέας έριξε ένα αβέβαιο βλέμμα στην Άνμα’ταρ. «Πρόκειται για κάποιο άτομο της εμπιστοσύνης σας;» ρώτησε τον Ανδρόνικο.
«Τολμώ να πω πως ναι. Θα θέλατε να αποχωρήσει;»
«Εάν πιστεύετε ότι είναι, όντως, άτομο εμπιστοσύνης, όχι,» απάντησε ο Πρωθιερέας.
«Τότε, παρακαλώ, συνεχίστε, Πατέρα.»
Ο Πρωθιερέας καθάρισε το λαιμό του. Δεν έμοιαζε και πολύ άνετος που θα έλεγε ό,τι σχεδίαζε να πει. «Ο αδελφός σας,» είπε, τελικά, «προέβη σε κάποιες… μεταρρυθμίσεις, εν τη απουσία σας, Υψηλότατε. Τουλάχιστον, έτσι έχουμε ακούσει εδώ, στην Άωλρυς, η οποία βρίσκεται πολύ μακριά από την Απαστράπτουσα.»
Ο Ανδρόνικος συνοφρυώθηκε. «Μεταρρυθμίσεις;»
«Πιστεύει πως έχει βρει έναν τρόπο για να μας δώσει την τελική και απόλυτη νίκη στο Βόρειο Μέτωπο.»
Ο Λούσιος έχει βρει τρόπο για να μας δώσει την τελική νίκη εναντίον της Παντοκράτειρας; «Και γιατί θα έπρεπε αυτό να με ανησυχήσει, Πατέρα;»
«Διότι ελάχιστοι φαίνεται να γνωρίζουν το ακριβές σχέδιό του· και διότι έχουν γίνει, όπως ήδη προείπα, αρκετές μεταρρυθμίσεις εντός του βασιλείου. Όσοι δεν υποστηρίζουν το σχέδιο του αδελφού σας έχουν χάσει τις θέσεις τους, πολλές φορές και τα υπάρχοντά τους, ή έχουν ακόμα και… εξαφανιστεί. Ο Πρίγκιπας Λούσιος έχει βάλει άλλους στα πόστα τους· δικούς του ανθρώπους, απόλυτα πιστούς σ’εκείνον. Έχει δημιουργήσει γύρω του μια… μια κάστα, σύμφωνα με ό,τι γνωρίζω, για την οποία πολλά ακούγονται.»
Περίεργο, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος. Γιατί να κάνει ο Λούσιος όλα αυτά; «Τι ακούγεται, δηλαδή;»
«Ακούγεται, Υψηλότατε, ότι δε θα είναι πρόθυμοι να σας δεχτούν στην εξουσία, όταν επιστρέψετε στην Απαστράπτουσα.»
«Πιστεύετε, Πατέρα, ότι ο αδελφός μου σκοπεύει να σφετεριστεί τον Κυανό Θρόνο;» Του έμοιαζε τρελό. Ειδικά μια περίοδο σαν ετούτη, που εχθροί σφυροκοπούσαν την Απολλώνια από δύο μέτωπα και ο αγώνας ήταν σκληρός.
«Πολλοί λένε ότι το έχει ήδη κάνει,» είπε ο Πρωθιερέας του Απόλλωνα. «Πρέπει, όμως, να σας τονίσω, επίσης, ότι εδώ, στην Άωλρυς, δεν γνωρίζουμε τα πάντα που συμβαίνουν στην Απαστράπτουσα. Είμαστε πολύ μακριά.» Φαινόταν διστακτικός να λάβει εξολοκλήρου την ευθύνη των όσων έλεγε.
«Ο πατέρας μου συνεχίζει να είναι ζωντανός;» ρώτησε ο Πρίγκιπας. Ο Βασιληάς της Απολλώνιας ήταν ηλικιωμένος και βαριά άρρωστος, γι’αυτό κιόλας ο Ανδρόνικος κυβερνούσε στη θέση του.
«Δεν έχω ακούσει ότι πέθανε, Υψηλότατε.»
Αλλά πιθανώς να μη γνωρίζει τίποτα για τις ενέργειες του Λούσιου. Η κατάστασή του δεν του επιτρέπει να αναμιγνύεται στην πολιτική ζωή της χώρας. «Σας ευχαριστώ για την ενημέρωση, Πατέρα. Υπάρχει κάτι άλλο που θα θέλατε να συζητήσουμε;»
«Όχι,» είπε ο Πρωθιερέας. «Ήρθα μόνο για να σας προειδοποιήσω, Υψηλότατε, ώστε, φτάνοντας στην Απαστράπτουσα, να μη βρεθείτε προ εκπλήξεως.»
«Και σας ευχαριστώ και πάλι,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, καθώς εκείνος κι ο Πρωθιερέας σηκώνονταν από τα καθίσματά τους.
Ο Πρίγκιπας οδήγησε τον γηραιότερο άντρα προς την πόρτα· και, προτού φύγει, αυτός είπε: «Να προσέχετε. Δεν ξέρω ποια πιθανώς να είναι η αντίδραση του Πρίγκιπα Λούσιου, όταν σας δει να εμφανίζεστε.»
Ο Ανδρόνικος υποσχέθηκε πως θα το είχε υπόψη του, και ο Πρωθιερέας του Απόλλωνα τού έδωσε την ευλογία του και αποχώρησε.
Η Άνμα’ταρ είχε σηκωθεί απ’τον καναπέ και, επί του παρόντος, στεκόταν στο κέντρο του καθιστικού. «Αυτό σημαίνει ότι θα έχουμε προβλήματα;» ρώτησε.
Ο Ανδρόνικος αποκρίθηκε: «Κατά πάσα πιθανότητα, ναι.»
Το επόμενο πρωί, έφυγαν από την Άωλρυς, μπαίνοντας στον Δύτη και συνεχίζοντας το υποβρύχιό τους ταξίδι προς την Απαστράπτουσα.
Δεν ήταν, όμως, μόνοι, όπως νόμιζαν.
Στο εσωτερικό του σκάφος δεν βρίσκονταν μόνο ο Ανδρόνικος, ο Οδυσσέας, η Άμνα’ταρ, και οι επαναστάτες από το πλημμυρισμένο πλέον άντρο στην Αλβέρια. Μαζί τους ήταν και μια άλλη οντότητα, που κρυβόταν σε μια από τις σκιερές γωνίες του οκτάγωνου δωματίου στην καρδιά του Δύτη: στο ενεργειακό κέντρο του υποβρυχίου, πίσω από μία από τις καινούργιες ενεργειακές φιάλες Υ-3.
Κι αυτή η οντότητα είχε συγκεκριμένες διαταγές εντυπωμένες στο νου της, όπως μια σφραγίδα είναι πατημένη πάνω σ’ένα κομμάτι χαρτί, αφήνοντας εκεί το ανεξίτηλο σημάδι της. Η οντότητα, αφού την είχαν βάλει κρυφά στο σκάφος (πράγμα το οποίο είχε επιτευχθεί πολύ εύκολα, καθότι ο Δύτης βρισκόταν, ουσιαστικά, αφύλακτος σ’ένα φιλικό και μικρό λιμάνι σαν της Άωλρυς), έπρεπε να περιμένει, ώσπου να περάσει κάποια ώρα, και μετά να δράσει. Να τραφεί.
Έτσι, τώρα το βιολογικό της ρολόι λειτουργούσε μέσα της, μετρώντας τα λεπτά.
Τικ… τακ… τοκ… τικ… τακ…
Η ώρα περνούσε. Ο χρόνος κυλούσε.
Και η Άνμα’ταρ, που καθόταν σε μια καρέκλα μπροστά απ’τον λάκκο στο κέντρο του δωματίου, δεν είχε αντιληφτεί τίποτα για την παρουσία της οντότητας. Δεν είχε δει, δεν είχε ακούσει, δεν είχε αισθανθεί το παραμικρό. Η δουλειά της την απορροφούσε, καθώς η μάγισσα, μέσω της Μαγγανείας Κινήσεως, έδινε ώθηση στον Δύτη.
Τα καλώδια και τα μικροσκοπικά κάτοπτρα μέσα στον λάκκο λαμπύριζαν, γυάλιζαν, και φώτιζαν, φορτισμένα από την ενέργεια, δημιουργώντας ένα ημίφως γεμάτο σκιές.
Και σ’αυτές τις σκιές η οντότητα δεν ήταν καθόλου δύσκολο να κρυφτεί.
Τικ… τακ… τοκ… τικ… τακ…
Η οντότητα ήταν μικρή, όχι μεγαλύτερη από δύο ανοιχτές, αντρικές παλάμες. Αλλά θα μεγάλωνε. Θα μεγάλωνε πολύ. Γιατί, επί του παρόντος, ήταν διπλωμένη.
Τικ… τακ… τοκ… τικ… τακ…
Η ώρα πλησίαζε…
…Ο Δύτης κολυμπούσε κάτω από την επιφάνεια του Μαύρου Ποταμού, σαν γιγάντιο μεταλλικό ψάρι· και τα πλάσματα που κατοικούσαν σε τούτους τους βυθούς παραμέριζαν, αποφεύγοντάς τον, μη θέλοντας να τον πλησιάσουν, φοβισμένα απ’την παρουσία του…
…Η ώρα είχε έρθει!
Η οντότητα ξεδιπλώθηκε.
Σαν κλεισμένη γροθιά, άνοιξε, απλώνοντας μακριά πλοκάμια πίσω από τις σκιές: πλοκάμια που έμοιαζαν να μεγαλώνουν και να μεγαλώνουν και να μεγαλώνουν, όπως ένας σωλήνας που βγαίνει μέσα από έναν άλλο σωλήνα που βγαίνει μέσα από έναν άλλο σωλήνα.
Στο πέρας κάθε πλοκαμιού υπήρχε ένα σκληρό και μυτερό κεντρί: και τα κεντριά μπήχτηκαν με δύναμη πίσω από τις φιάλες Υ-3, διαπερνώντες τες και μένοντας εκεί. Αρχίζοντας να ρουφάνε ενέργεια, όπως το μωρό ρουφά γάλα από το βυζί της μάνας του.
Η κατανάλωση της ενέργειας δεν ήταν απότομη. Ήταν σταδιακή. Δε θα την πρόσεχε κάποιος, εκτός αν ήταν στη γέφυρα του σκάφους και είχε τα μάτια του καρφωμένα επάνω στην ένδειξη για την ποσότητα ενέργειας.
Έτσι, ο Δύτης δε θα αργούσε να βρεθεί, ξαφνικά, εξαντλημένος στον βυθό του Μαύρου Ποταμού, χωρίς κανείς να έχει αντιληφτεί το γιατί. Κι αυτό, κατά πάσα πιθανότητα, θα σήμαινε το θάνατο όσων ήταν εντός του.
Η Άνμα’ταρ, αρχικά, δεν είχε καταλάβει τίποτα από όλα τούτα. Δεν είχε δει ούτε τα πλοκάμια να εξαπλώνονται, καθώς είχε τα μάτια της κλειστά, ούτε είχε αισθανθεί την ενέργεια να καταναλώνεται από κάτι άλλο εκτός από τον Δύτη. Κι επομένως, συνέχιζε τη Μαγγανεία Κινήσεως, κατευθύνοντας την ενέργεια από τις φιάλες έτσι ώστε να δίνει στο υποβρύχιο σκάφος την απαιτούμενη ώθηση.
Ωστόσο, ετούτη δεν ήταν η πρώτη φορά που η Άνμα’ταρ χρησιμοποιούσε τη Μαγγανεία Κινήσεως στη ζωή της· είχε κάποια εμπειρία, κι ύστερα από ώρα, αντιλήφτηκε κάτι το… ασυνήθιστο. Η ενεργειακή ροή δεν ήταν ακριβώς όπως όφειλε. Βέβαια, η ενεργειακή ροή, συνήθως, διέφερε από διάσταση σε διάσταση: σε ορισμένες διαστάσεις η ενέργεια καταναλωνόταν πιο γρήγορα, σε ορισμένες πιο αργά (και σε ορισμένες άλλες, φυσικά, υπήρχαν είδη ενέργειας που δεν λειτουργούσαν καθόλου). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, η Άνμα αισθανόταν ολοένα και πιο σίγουρη ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Στην Απολλώνια ο ρυθμός ενεργειακής ροής έπρεπε να είναι αργότερος. Τι είχε αλλάξει; Είχε συμβεί τίποτα στο σκάφος;
Η Άνμα άνοιξε τα μάτια της –μη σταματώντας τη Μαγγανεία Κινήσεως– και κοίταξε μέσα στο δωμάτιο. Το πρώτο ασυνήθιστο πράγμα που παρατήρησε ήταν το πού βρίσκονταν οι μετρητές επάνω στις ενεργειακές φιάλες.
Δεν μπορεί να έχουμε ξοδέψει τόση πολλή ενέργεια!
Κοίταξε το ρολόι της· και διαπίστωσε ότι, ναι, καλά το υπολόγιζε, ήταν μεσημέρι. Αδύνατον να έχουμε ξοδέψει τόση πολλή ενέργεια! Με τόση ενέργεια θα μπορούσαμε να κινούμαστε για μέρες.
Και τότε ήταν που πρόσεξε ότι, μέσα στις σκιές του δωματίου, υπήρχαν πράγματα που, παλιότερα, δε θυμόταν να υπάρχουν. Κάποιου είδους καλώδια… ή σχοινιά, ή σύρματα…
Η Άνμα βλεφάρισε, παραξενεμένη, και σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα της, σπάζοντας τη Μαγγανεία Κινήσεως και κάνοντας τον Δύτη να χάσει την κινητική του ενέργεια.
Πλησίασε ένα από τα παράξενα νήματα, τα οποία βρίσκονταν πίσω από τις φιάλες –κι αυτό κινήθηκε! Μαζεύτηκε προς τα πίσω. Και, την ίδια στιγμή, η Άνμα είδε κι άλλες σκιές να κινούνται μες στο οκτάγωνο δωμάτιο.
Στη ζώνη της υπήρχε ένα πιστόλι, αλλά δεν το τράβηξε, γιατί γνώριζε πόσο επικίνδυνο θα ήταν να πυροβολήσει εδώ μέσα, σ’έναν χώρο γεμάτο ενεργειακές φιάλες· μπορούσε να προκληθεί έκρηξη η οποία θα άνοιγε τρύπα στα τοιχώματα του Δύτη και θα πνίγονταν όλοι τους.
Έτσι, έσκυψε και, παραμερίζοντας την άκρη του φορέματός της, τράβηξε γρήγορα το ξιφίδιο που ήταν περασμένο σ’ένα θηκάρι στην κνήμη της.
Αλλά επίσης γρήγορα κινήθηκαν και τα παράξενα νήματα ολόγυρά της.
Ένα απ’αυτά τυλίχτηκε γύρω απ’τον αριστερό της αστράγαλο και την τράβηξε, βίαια, σωριάζοντάς την. Η Άνμα αισθάνθηκε τη ράχη της να χτυπά επώδυνα στο πάτωμα· όμως ήταν εκπαιδευμένη για τέτοιες δύσκολες καταστάσεις: όχι τόσο καλά εκπαιδευμένη όπως οι Μαύρες Δράκαινες, αλλά πολύ καλύτερα εκπαιδευμένη από οποιονδήποτε συνηθισμένο στρατιώτη. Τινάχτηκε σε καθιστή θέση, σχεδόν αμέσως μετά την πτώση της, και είδε ότι τα παράξενα νήματα δεν ήταν τίποτε άλλο από πλοκάμια. Το δεξί της χέρι κινήθηκε δίχως καθυστέρηση, και η λεπίδα που βαστούσε σπάθισε το πλοκάμι που βρισκόταν τυλιγμένο γύρω από τον αριστερό της αστράγαλο.
Το τραυμάτισε –και πράσινο αίμα πετάχτηκε–, μα δεν το έκοψε. Ήταν σκληρό σαν σύρμα.
Και τα υπόλοιπα πλοκάμια τώρα συγκεντρώνονταν γύρω της, για να τυλίξουν το άλλο της πόδι, και τα χέρια και τη μέση της.
Η Άνμα’ταρ ούρλιαξε, και σπάθισε πάλι, κόβοντας αυτή τη φορά εκείνο που είχε παγιδέψει τον αριστερό της αστράγαλο. Άκουσε μια διαπεραστική τσυρίδα από πίσω της. Την τσυρίδα του πλάσματος στο οποίο, προφανώς, ανήκαν τα πλοκάμια.
Τα πλοκάμια που τώρα την κρατούσαν σχεδόν ακινητοποιημένη και την έσφιγγαν με δύναμη, τραυματίζοντας το δέρμα της. Η Άνμα κατάφερε να βγάλει ένα ακόμα τελευταίο ουρλιαχτό, προτού ένα απ’αυτά τυλιχτεί γύρω απ’το λαιμό της, ζουλώντας τον, προσπαθώντας να τη στραγγαλίσει.
Η Άνμα είδε σκοτάδι να μαζεύεται, σαν σύννεφο, γύρω απ’το πεδίο όρασής της… και ήταν ανίκανη να κινηθεί, ανίκανη να χτυπήσει την οντότητα που έλεγχε τα πλοκάμια, ανίκανη να φύγει…
–Βιαστικά βήματα ακούστηκαν να έρχονται από τον διάδρομο, και ένας άντρας πετάχτηκε μες στο δωμάτιο, βαστώντας πιστόλι. Βλέποντας τα πλοκάμια να κρατούν παγιδευμένη την Άνμα’ταρ, ύψωσε το όπλο του και σημάδεψε. Εκείνη ήθελε να του φωνάξει, Όχι, ανόητε! Μη ρίξεις εδώ μέσα! μα δε μπορούσε να μιλήσει, καθώς ο λαιμός της πιεζόταν βάναυσα.
Ο άντρας πυροβόλησε.
Η σφαίρα αστόχησε το πλοκάμι που σημάδευε· χτύπησε στον τοίχο, εξοστρακίστηκε· χτύπησε στο πάτωμα, εξοστρακίστηκε πάλι· χτύπησε στο ταβάνι, εξοστρακίστηκε για τρίτη φορά· και μετά, έπεσε ξανά στο πάτωμα, έχοντας χάσει την ορμή της.
«ΟΧΙ!» αντήχησε μια φωνή πίσω απ’τον άντρα. «ΜΗ ΡΙΧΝΕΙΣ! ΟΙ ΦΙΑΛΕΣ ΘΑ ΕΚΡΑΓΟΥΝ!»
Τα μάτια του άντρα που είχε πυροβολήσει γούρλωσαν, και θηκάρωσε το πιστόλι του, για να τραβήξει ένα ξιφίδιο.
Την ίδια στιγμή ο Ανδρόνικος έμπαινε, τρέχοντας, στο οκτάγωνο δωμάτιο, παραμερίζοντάς τον. Στο χέρι του ήταν το σπαθί του.
«Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ!» αναφώνησε, βλέποντας τα πλοκάμια που είχαν τυλίξει την Άνμα’ταρ. Και ορμώντας προς τη μάγισσα, σπάθισε ένα απ’αυτά, κόβοντάς το–
–κι ελευθερώνοντας το λαιμό της. Εκείνη άρχισε να βήχει, σπασμωδικά.
Η επόμενη σπαθιά του Ανδρόνικου ελευθέρωσε το δεξί της χέρι, και η Άνμα, παρά τους σπασμούς της, είχε αρκετή ψυχραιμία για να δείξει πίσω της με τη λεπίδα που κρατούσε.
Ο Ανδρόνικος στράφηκε, και πίσω από μια φιάλη είδε μια σκιερή μορφή να ξεπροβάλλει. Ένα πλάσμα που ήταν μικρό, αλλά φουσκωμένο, σαν να ήταν έγκυος ή σαν απλά να είχε πιει πολύ, πολύ νερό. Του θύμιζε βάτραχο. Άσχημο, γλοιώδη βάτραχο. Φρύνο. Αλλά δεν είχε στόμα· είχε μονάχα δύο μικρά, στενά μάτια, που φωσφόριζαν καταπράσινα. Το πετσί του ήταν κιτρινιάρικο, και έμοιαζε άρρωστο· ο Ανδρόνικος, όμως, αισθανόταν βέβαιος πως δεν ήταν.
«Βοήθησε τη μάγισσα!» πρόσταξε τον άντρα που είχε μπει πρώτος στο δωμάτιο, και χίμησε καταπάνω στο βατραχοειδές πλάσμα, απ’το οποίο ξεκινούσαν όλα τα πλοκάμια που είχαν γεμίσει το δωμάτιο.
«Απολλώνια! Απολλώνια!» φώναξε ο Ανδρόνικος, βγάζοντας την πολεμική κραυγή των πολεμιστών του βασιλείου του, καθώς εφορμούσε.
Το πλάσμα πήρε τα πλοκάμια του, βιαστικά, από την Άνμα’ταρ και προσπάθησε να τα χρησιμοποιήσει για να προστατευτεί από τον Απολλώνιο ευγενή και, συγχρόνως, να τον ακινητοποιήσει. Το σπαθί, όμως, του Ανδρόνικου, που ήταν το όπλο αρχαίων βασιληάδων του λαού του και είχε περάσει από γενιά σε γενιά, τα έκοβε το ένα κατόπιν του άλλου, ενώ η λεπίδα του γυάλιζε με μια εσωτερική, γαλανόχρωμη ακτινοβολία.
Και δεν άργησε να φτάσει στον εχθρό και να μπηχτεί στο κιτρινιάρικο, γλοιώδες πετσί του.
Το πλάσμα τσύριξε, και η τσυρίδα του δεν ήταν ευδιάκριτο από πού ακριβώς βγήκε, αφού δεν είχε κανένα φανερό στόμα ή άλλη οπή. Ήταν σαν να βγήκε από τους ίδιους τους πόρους του αποκρουστικού του δέρματος.
Η λεπίδα του ξίφους του Ανδρόνικου μπήχτηκε βαθύτερα, διαπερνώντας το τέρας, σουβλίζοντάς το σαν γουρούνι. Κι αυτό πέθανε, ενώ σωματικά και ενεργειακά υγρά έτρεχαν από την παραφουσκωμένη και πλέον σχισμένη κοιλιά του.
Ο Ανδρόνικος το κλότσησε, για να ελευθερώσει το σπαθί του, κι ύστερα πήρε μια βαθιά ανάσα, ατενίζοντάς το απορημένος.
Τι στις Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ ήταν τούτο; αναρωτήθηκε, νιώθοντας, επί του παρόντος, τις σκέψεις του πολύ μπερδεμένες και μη μπορώντας να θυμηθεί την ύπαρξη κάποιας οντότητας όμοιας μ’αυτήν που είχε μόλις σκοτώσει.
«Πρίγκιπά μου!» Η φωνή του Οδυσσέα, από πίσω του.
Ο Ανδρόνικος στράφηκε και είδε τον Πρόμαχο να στέκεται στο κέντρο του δωματίου, πλάι στον λάκκο με τα καλώδια και τα κάτοπτρα. Πλάι του βρισκόταν ο χρυσόδερμος Φαρνέλιος, ο οποίος ήταν γιατρός και, όπως κι ο Οδυσσέας, παλιός έμπιστος άνθρωπος του Ανδρόνικου. Είχε μακριά, λευκή γενειάδα και επίσης μακριά, λευκά μαλλιά, δεμένα αλογοουρά. Τα μικρά, έξυπνα μάτια του βρίσκονταν πίσω από ένα ζευγάρι στρογγυλά γυαλιά. Το όλο του παρουσιαστικό δεν έκρυβε την προχωρημένη ηλικία του.
«Είστε καλά, Πρίγκιπά μου;» ρώτησε ο Οδυσσέας.
Ο άντρας που είχε μπει πρώτος στο οκτάγωνο δωμάτιο βοηθούσε την Άνμα’ταρ να σηκωθεί. Η μάγισσα ακόμα έβηχε, και το σώμα της διπλωνόταν, σπασμωδικά. Ο λαιμός της ήταν τραυματισμένος, αλλά ευτυχώς μόνο επιφανειακά, γιατί με το βήχα της δε φαινόταν να βγαίνει αίμα. Στα χέρια της υπήρχαν επίσης επιφανειακές πληγές, και το φόρεμά της είχε σκιστεί σε αρκετά σημεία και ήταν αιματοβαμμένο.
Ο Ανδρόνικος ένευσε. «Καλά είμαι. Αλλά δεν μπορώ να καταλάβω πώς αυτό το πράγμα μπήκε στο σκάφος!» Με τη λεπίδα του ξίφους του –η οποία τώρα δε γυάλιζε τόσο έντονα, αλλά ήταν λουσμένη από τα σωματικά και ενεργειακά υγρά του πλάσματος–, έδειξε το νεκρό πλοκαμοφόρο τέρας.
Τα μάτια του Οδυσσέα στένεψαν. «Θα πρέπει να μπήκε όσο ήμασταν αραγμένοι στην Άωλρυς· δεν υπάρχει άλλη εξήγηση.»
Ακριβώς αυτό που φοβόμουν, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος. Κάποιος το έβαλε στο σκάφος μας, ενώ ήταν αφύλαχτο.
«Τι πλάσμα είναι, όμως;» ρώτησε ο Οδυσσέας.
«Φαίνεται πως έχουμε την ίδια απορία,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος.
«Οι φιάλες…» παρενέβη η Άνμα’ταρ, προσπαθώντας να σταματήσει το βήχα της. «Οι φιάλ… Ρουφούσε… ενέργεια…»
Ο Ανδρόνικος και οι υπόλοιποι κοίταξαν τις φιάλες, και είδαν τις ενδείξεις επάνω τους.
«Ήθελαν να μας αφήσουν να πεθάνουμε στα βάθη του Μαύρου Ποταμού…!» μούγκρισε ο Οδυσσέας. «Όταν βρούμε αυτόν τον δαιμονισμένο προδότη–!» Έσφιξε τη γροθιά του, τρίζοντας τα δόντια. «Θα σπάσω, προσωπικά, κάθε κόκαλο επάνω στο σώμα του!»
«Υψηλότατε,» είπε ο άντρας που είχε μπει πρώτος στο δωμάτιο, «υπάρχει διαρροή στις φιάλες.» Έδειξε στο πάτωμα, και ο Ανδρόνικος είδε ότι κάτω απ’τις φιάλες υγρό μαζευόταν.
«Γρήγορα,» πρόσταξε, «σφραγίστε τις!»
Ο άντρας έτρεξε, φεύγοντας απ’το δωμάτιο, για να φέρει εργαλεία.
Σύντομα, στο ενεργειακό κέντρο του Δύτη μαζεύτηκαν αρκετοί από το πλήρωμα, αρχίζοντας αμέσως τις προσπάθειες να σφραγίσουν τα ανοίγματα στις φιάλες.
Τα ανοίγματα που, απ’ό,τι καταλάβαινε ο Ανδρόνικος, πρέπει να είχαν γίνει από τα σκληρά κεντριά στις άκριες των πλοκαμιών του τώρα νεκρού πλάσματος.
«Αυτό το τέρας,» είπε ο Φαρνέλιος, στεκόμενος πάνω απ’το βατραχοειδές σώμα του αποκρουστικού όντος, «μοιάζει με κάτι που θα περίμενε κανείς να δει να έρχεται από την Απολεσθείσα Γη.»
Ο Ανδρόνικος ένευσε. «Ναι,» συμφώνησε. «Αλλά δε βρίσκεις τέτοια τερατουργήματα τόσο δυτικά.»
«Εκτός αν κάποιος το έφερε εδώ,» είπε ο Οδυσσέας.
«Να το έφερε εδώ… για εμάς;» Ο Ανδρόνικος συνοφρυώθηκε. «Ήξερε εκ των προτέρων ότι ερχόμασταν;…»
«Αυτό το πλάσμα ρουφά ενέργεια όπως το κουνούπι ρουφά αίμα,» είπε ο Φαρνέλιος. «Επομένως, ναι, θα έλεγα πως είναι πολύ πιθανό να το είχαν εξαρχής φέρει στην Άωλρυς για εμάς. Προκειμένου να σαμποτάρει τον Δύτη.»
«Όποιος, όμως, κι αν είναι ο εχθρός μας, πώς το ήξερε ότι θα σταματήσουμε εκεί για να ανεφοδιαστούμε;» έθεσε το ερώτημα ο Ανδρόνικος.
«Υπάρχουν τρεις πιθανές απαντήσεις σ’αυτό, Υψηλότατε,» είπε η Άνμα’ταρ, που τώρα έμοιαζε νάχει συνέλθει: «έχει στήσει παγίδες για εμάς σε όλο το δρόμο μέχρι την Απαστράπτουσα· ή υπάρχει κάποια συσκευή μέσα στο υποβρύχιο η οποία του δίνει πληροφορίες· ή κάποιος εδώ μέσα είναι προδότης.»
*
Όταν οι φιάλες σφραγίστηκαν, ήταν πλέον πολύ αργά· ελάχιστη ποσότητα ενέργειας απέμενε.
«Θα επαρκέσει για να βγούμε από τον ποταμό;» ρώτησε ο Ανδρόνικος τον Οδυσσέα.
«Έτσι νομίζω,» αποκρίθηκε εκείνος. «Όμως όχι για τίποτα περισσότερο.»
Ο Ανδρόνικος ένευσε, και τους ζήτησε να τον ακολουθήσουν στη γέφυρα, προκειμένου να συζητήσουν για τις τρεις πιθανές εξηγήσεις της Άμνα’ταρ, οι οποίες, έτσι κι αλλιώς, όλοι τους συμφωνούσαν πως ήταν, μάλλον, οι μόνες πιθανές εξηγήσεις.
Συγκεντρώθηκαν στη γέφυρα και έκλεισαν την πόρτα, ώστε να απομονωθούν από το υπόλοιπο πλήρωμα. Καθώς έκλεινε, ο Ανδρόνικος είπε σε έναν από τους επαναστάτες: «Θα ξεκινήσουμε εντός ολίγου. Να είστε άπαντες σε επιφυλακή για τυχόν άλλους εισβολείς,» αν και, στην πραγματικότητα, δεν πίστευε ότι υπήρχε και δεύτερο παρόμοιο τέρας μέσα στο σκάφος.
Ύστερα, κάθισε σε μια πολυθρόνα μπροστά από τις οθόνες της γέφυρας και κοίταξε τον Οδυσσέα, τον Φαρνέλιο, και την Άνμα’ταρ, οι οποίοι είχαν πάρει θέσεις γύρω του σε άλλα καθίσματα. Η μάγισσα έμοιαζε, κυριολεκτικά, κουρελιασμένη, σαν πάνινη κούκλα που της είχε επιτεθεί γάτα· όμως εξακολουθούσε να στέκεται καλά γι’αυτό που είχε περάσει.
«Ας πάρουμε τα πράγματα ένα-ένα,» είπε ο Ανδρόνικος. «Αν υπάρχει προδότης στο σκάφος, θα πρέπει να έχει και τη δυνατότητα να επικοινωνεί με τους συμμάχους του έξω από το σκάφος· αλλιώς, δε θα μπορούσε να τους έχει ειδοποιήσει ότι κατευθυνόμαστε την Άωλρυς. Κι αυτό σημαίνει πως πρέπει είτε να έχει πρόσβαση εδώ, στη γέφυρα, για να δώσει κάποιο σήμα, ή πρέπει να έχει δική του συσκευή τηλεπικοινωνίας. Εάν έδωσε κάποιο σήμα από τη γέφυρα μπορούμε να το μάθουμε αμέσως…» Ο Ανδρόνικος πάτησε ένα πλήκτρο, και μια οθόνη έδειξε τα τελευταία εξερχόμενα σήματα που ήταν αποθηκευμένα στο σύστημα. «Δε βλέπω να υπάρχει κάτι το μη αναμενόμενο. Επομένως, αν όντως μιλάμε για προδότη, έχει δική του συσκευή.»
«Οι περισσότερες μικρές συσκευές τηλεπικοινωνίας δεν μπορούν να λειτουργήσουν σε τόσο βάθος κάτω από το νερό, Πρίγκιπά μου,» είπε ο Οδυσσέας.
«Ναι,» συμφώνησε ο Ανδρόνικος, «εκεί ήθελα να καταλήξω κι εγώ. Ωστόσο, οφείλουμε να κάνουμε μια έρευνα, σωστά;»
«Σωστά. Η έρευνα θα γίνει.»
«Πάμε, λοιπόν, στην άλλη περίπτωση: στην περίπτωση να υπάρχει μια κατασκοπευτική συσκευή προσαρτημένη στο σκάφος. Αυτό δε μου φαίνεται και πολύ εύκολο να έχει γίνει, αφού, προτού έρθουμε εδώ, ο Δύτης βρισκόταν στο υποποτάμιο άντρο της Αλβέρια, και κανένας πιθανός εχθρός δεν τον είχε πλησιάσει–»
«Εκτός αν πάλι υπάρχει κάποιος προδότης ανάμεσά μας,» τόνισε η Άνμα’ταρ.
«Ναι. Και φυσικά θα γίνει, επίσης, έλεγχος για το αν μια τέτοια συσκευή είναι προσαρτημένη στο σκάφος.»
«Θα πρέπει νάναι πολύ ισχυρή αυτή η συσκευή, για να μας εντοπίζει μέσα από τόσες διαστάσεις που έχουμε περάσει, μέχρι να φτάσουμε εδώ,» είπε ο Οδυσσέας. «Φύγαμε από την Αλβέρια, καταδυθήκαμε στο Σύμπλεγμα, βγήκαμε στη Χάρνταβελ, και μετά ήρθαμε στην Απολλώνια.»
«Και πάλι, έχεις δίκιο. Για να μας παρακολουθεί κάποιος, θα έπρεπε να βρίσκεται πίσω μας, προκειμένου να λαμβάνει το σήμα· και άρα, μάλλον, δε θα είχε χρόνο να ειδοποιήσει τους οποιουσδήποτε συνεργάτες του στην Απολλώνια ώστε να φέρουν αυτό το πλάσμα στην Άωλρυς.»
«Το πιθανότερο, Υψηλότατε,» είπε ο Φαρνέλιος, «είναι κάποιος να έχει προετοιμάσει παγίδες για εσάς, γνωρίζοντας ότι λείπατε από την Απολλώνια αλλά, σύντομα, θα επιστρέφατε.»
Ο Ανδρόνικος κατένευσε μελαγχολικά. «Ναι, αυτό πιστεύω κι εγώ. Κάποιος σαν τον αδελφό μου…»
«Τον αδελφό σας;» Η απορία ήταν έκδηλη στο πρόσωπο του Φαρνέλιου.
Ο Ανδρόνικος είπε σ’αυτόν και τον Οδυσσέα όσα τού είχε πει ο Πρωθιερέας του Απόλλωνα στην Άωλρυς.
«Σίγουρα, υπερβάλλει, Πρίγκιπά μου,» είπε ο Οδυσσέας. «Ο αδελφός σας δεν μπορεί να… να σχεδιάζει να σας βγάλει απ’τη μέση με τέτοιο τρόπο!»
Ο Ανδρόνικος, όμως, ήταν αβέβαιος. Ακούμπησε την πλάτη του στο κάθισμά του και σταύρωσε τα χέρια του εμπρός του. «Ο Λούσιος…. Ούτε κι εγώ, Οδυσσέα, ήθελα να το πιστέψω… Ήταν παράξενος πάντοτε ο Λούσιος, αλλά όχι κι έτσι… Και ίσως, βέβαια, τώρα να τον παρεξηγώ… ίσως να τον παρεξηγώ. Αλλά, ας σκεφτούμε για λίγο λογικά: Ποιος άλλος θα μπορούσε να δώσει εντολή να βάλουν ένα τέτοιο πλάσμα μέσα στον Δύτη; Και γιατί; Οι πράκτορες της Παντοκράτειρας έχουν ή εξολοθρευτεί ή διωχτεί από την Απολλώνια. Κι ακόμα κι αν ελάχιστοι απομένουν, το κατασκοπευτικό τους δίκτυο θα είναι κομματιασμένο· δε θα μπορούσαν ποτέ να κανονίσουν κάτι σαν αυτό που έγινε: γιατί αυτό που έγινε υποδηλώνει πως υπάρχουν κι αλλού παγίδες για εμένα.»
«Δεν υποδηλώνει, όμως, πως το έκανε ο αδελφός σας,» είπε ο Οδυσσέας.
«Ναι, δεν υποδηλώνει ότι το έκανε ο αδελφός μου. Αλλά υποδηλώνει πως ίσως να το έκανε. Και οι φήμες που κυκλοφορούν για τον Λούσιο δεν μπορούν παρά να με βάζουν σε υποψίες. Ο Πρωθιερέας του Απόλλωνα στην Άωλρυς δε θα ερχόταν να με βρει και να μου μιλήσει, αν δεν πίστευε ότι τα πράγματα έχουν όντως γίνει επικίνδυνα στην Απολλώνια.»
«Πώς πιστεύετε, λοιπόν, ότι οφείλουμε να ενεργήσουμε, Υψηλότατε;» ρώτησε ο Φαρνέλιος.
«Κατ’αρχήν, πρέπει να γίνει εξονυχιστικός έλεγχος στο σκάφος. Πρέπει να βεβαιωθούμε ότι δεν υπάρχει κάποια συσκευή εδώ μέσα η οποία θα μπορούσε να ειδοποιήσει τον εχθρό μας για οτιδήποτε.»
«Θα φροντίσω η ερεύνα να αρχίσει αμέσως, Πρίγκιπά μου,» είπε ο Οδυσσέας, και σηκώθηκε απ’την καρέκλα του.
«Κι ύστερα, τι θα κάνουμε;» ρώτησε ο Φαρνέλιος.
«Εσείς τι έχετε να προτείνετε;» θέλησε να μάθει ο Ανδρόνικος. «Υπάρχει κάτι στο μυαλό σας;»
«Εάν τα πράγματα έχουν όπως νομίζετε, Πρίγκιπά μου,» είπε ο Οδυσσέας, που δεν είχε φύγει ακόμα· «εάν, δηλαδή, κάποιος εχθρός σας –ο Πρίγκιπας Λούσιος, ίσως– έχει στήσει παγίδες για εσάς σ’όλο το δρόμο μέχρι την Απαστράπτουσα, τότε το καλύτερα που θα μπορούσαμε να κάνουμε είναι να κινηθούμε κρυφά, χωρίς να δηλώνουμε την παρουσία μας. Γιατί, όπου κι αν δηλώσουμε την παρουσία μας, οι κατάσκοποί του θα το μάθουν, και κάποιος θα μας κυνηγήσει, ή κάποια παγίδα θα ενεργοποιηθεί.»
«Αυτός,» είπε η Άνμα’ταρ, «μοιάζει να είναι ο λογικότερος τρόπος για να κινηθούμε, τουλάχιστον ώσπου να φτάσουμε σ’ένα σταθερό συμπέρασμα σχετικά με το τι ακριβώς συμβαίνει· διότι, πρέπει να το παραδεχτείτε, Υψηλότατε, ετούτη τη στιγμή δεν ξέρουμε απολύτως τίποτα για το ποιος πιθανώς να κρύβεται πίσω από αυτή την απόπειρα δολοφονίας εναντίον όλων μας.»
Αφού έγινε εξονυχιστική έρευνα για συσκευές παρακολούθησης, διαπιστώθηκε ότι καμία δεν υπήρχε προσαρτημένη στον Δύτη· ούτε κανένας από το πλήρωμα είχε μαζί του κάποια τηλεπικοινωνιακή συσκευή τόσο δυνατή ώστε να μπορεί να εκπέμπει από τα βάθη του Μαύρου Ποταμού. Επομένως, καθ’όλα τα φαινόμενα, κανένας προδότης δεν ήταν μέσα στο σκάφος.
Κι αυτό άφηνε μόνο μία πιθανή εξήγηση για ό,τι είχε συμβεί στην Άωλρυς: ο εχθρός γνώριζε ότι ο Ανδρόνικος, αργά ή γρήγορα, θα επέστρεφε στην Απολλώνια και του είχε στήσει παγίδες σε διάφορα σημεία, μέχρι την Απαστράπτουσα.
Θα έκανε ο Λούσιος κάτι τέτοιο; Είναι ποτέ δυνατόν να με θέλει νεκρό; αναρωτιόταν ο Ανδρόνικος. Ο αδελφός του δεν είχε αφήσει να διαφανεί στο παρελθόν καμία τέτοια επιθυμία. Δεν ήταν εχθρικός προς τον Ανδρόνικο· τουλάχιστον, όχι τόσο ώστε να δείχνει ότι μπορεί να ήθελε να τον σκοτώσει. Κι εξάλλου, οι δυο τους είχαν περάσει κι ένα σωρό καλές στιγμές μαζί. Όμως, έτσι όπως μου είπε τα πράγματα ο Πρωθιερέας του Απόλλωνα, δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. Κάποιος άνθρωπος του Λούσιου πρέπει να έβαλε αυτό το τερατούργημα μέσα στον Δύτη, όσο ήμασταν στο λιμάνι της Άωλρυς. Εκτός…
Εκτός αν ο πραγματικός εχθρός προσπαθεί να ενοχοποιήσει τον Λούσιο στα μάτια μου…
Ο Ανδρόνικος κούνησε το κεφάλι του. Δε θα βγάλω κανένα νόημα έτσι. Πρέπει να πάω, πρώτα, στην Απαστράπτουσα.
Έδωσε διαταγή να αναδυθούν, και ο Δύτης βγήκε στην επιφάνεια του Μαύρου Ποταμού.
Στη γέφυρα, όπου βρίσκονταν ο Ανδρόνικος και ο Οδυσσέας, η ένδειξη για την ποσότητα ενέργειας φάνηκε να φτάνει κοντά στο τέλος της.
«Δεν πρέπει να έχουμε αρκετή δύναμη για να βγάλουμε τα πόδια του σκάφους…» είπε ο Πρίγκιπας· γιατί ο Δύτης δεν ήταν μόνο υποβρύχιο: ήταν, θα μπορούσε να πει κανείς, αμφίβιο σκάφος. Χρησιμοποιώντας ένα Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος, οι μάγοι που του έδιναν ώθηση μπορούσαν να του αλλάξουν μορφή: να κάνουν τέσσερα πόδια να εμφανιστούν στα πλευρά του· και τότε, ο Δύτης βάδιζε άνετα στην ξηρά. Πράγμα το οποίο δεν ήταν μόνο χρήσιμο όταν ήθελε κάποιος να διασχίσει εδάφη, αλλά και όταν ήθελε να προσεγγίσει μια ακρογιαλιά ή τις όχθες ενός ποταμού –όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ο Ανδρόνικος σκεφτόταν πως, αν δεν μπορούσαν να μετασχηματίσουν τον Δύτη, θα έπρεπε να κολυμπήσουν ώς τις όχθες.
«Ίσως και να έχουμε,» διαφώνησε ο Οδυσσέας, κοιτάζοντας την ένδειξη για την ποσότητα ενέργειας. «Πιστεύω πως αξίζει να προσπαθήσουμε.»
Ο Ανδρόνικος ένευσε. «Εντάξει, ας το κάνουμε.» Και, μέσω ενός επικοινωνιακού διαύλου, έδωσε διαταγή στην Άνμα’ταρ (η οποία, φυσικά, βρισκόταν πάλι στο ενεργειακό κέντρο του σκάφους, για να του δίνει ώθηση) να μετασχηματίσει τον Δύτη.
Η μάγισσα χρησιμοποίησε το Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος, και ο Ανδρόνικος αισθάνθηκε την αλλαγή παντού γύρω του. Την αισθάνθηκε σαν ένα μυρμήγκιασμα στο δέρμα του· την αισθάνθηκε σαν ένα θερμό ρεύμα που έκανε τις τρίχες του να ανασηκωθούν· την αισθάνθηκε σαν ένα τρεμούλιασμα του πατώματος όπου πατούσαν τα μποτοφορεμένα πόδια του.
«Τα καταφέραμε,» είπε ο Οδυσσέας, χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό, αλλά με μιλιταριστική ικανοποίηση να χρωματίζει τη φωνή του. «Να προσεγγίσουμε τώρα την όχθη, Πρίγκιπά μου;»
Ο Ανδρόνικος κοίταξε την ένδειξη για την ποσότητα ενέργειας. «Μόλις και μετά βίας θα μας φτάσει…» μουρμούρισε. Και, πιο δυνατά: «Εντάξει, Οδυσσέα, ας προσεγγίσουμε.»
Ο Πρόμαχος οδήγησε το σκάφος στις όχθες του Μαύρου Ποταμού και εκεί το σταμάτησε, έξω απ’το νερό.
Ο Ανδρόνικος μπορούσε να δει ότι δεν απέμενε τίποτα περισσότερο από το 1,32% της αρχικής ενέργειας. Ξεμείναμε τελείως, λοιπόν…
Ανοίγοντας έναν επικοινωνιακό δίαυλο, είπε: «Πρίγκιπας Ανδρόνικος προς όλο το πλήρωμα: Συγκεντρώσατε όλο σας τον εξοπλισμό και εκκενώσατε το σκάφος.» Και πάτησε ένα πλήκτρο, για ν’ανοίξει την πλευρική θύρα του Δύτη.
«Θα εγκαταλείψουμε το υποβρύχιο εδώ, Πρίγκιπά μου;» ρώτησε ο Οδυσσέας.
«Δε βλέπω να έχουμε άλλη επιλογή,» είπε ο Ανδρόνικος. «Ειδικά αφού καλό θα ήταν να ταξιδέψουμε κρυφά ώς την Απαστράπτουσα.
*
Οι επαναστάτες συγκεντρώθηκαν έξω απ’το σταματημένο σκάφος, σε μια αμμουδερή όχθη, η οποία λίγο παραπέρα έδινε τη θέση της σε μια χορταριασμένη πεδιάδα με ελάχιστα δέντρα. Στο βάθος φαινόταν ένα δάσος και κάτι λόφοι. Επίσης φανερός ήταν ένας δρόμος τον οποίο, εκείνη τη στιγμή, διέσχιζε ένα όχημα με μεγάλη ταχύτητα.
Ο Ανδρόνικος εξήγησε στους συντρόφους του, συνοπτικά, πώς είχε η κατάσταση. Τους είπε ότι κάποιος τούς κυνηγούσε –αλλά δεν ανέφερε το όνομα του αδελφού του– κι έτσι έπρεπε να πάνε κρυφά στην Απαστράπτουσα. Ο σκιώδης εχθρός τους τους περίμενε, έχοντας στήσει παντού παγίδες γι’αυτούς: και ο μόνος τρόπος να αποφύγουν τις παγίδες και τους κατασκόπους του ήταν, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους, να μη δείχνουν ποιοι ήταν.
«Αυτός ο εχθρός μοιάζει πολύ δικτυωμένος, Υψηλότατε,» είπε ένας από τους επαναστάτες. «Πώς είναι δυνατόν κάτι τέτοιο να συμβαίνει μέσα στην ίδια τη διάστασή σας;»
«Κάποιος πράκτορας της Παντοκράτειρας πρέπει να είναι,» άκουσε ο Ανδρόνικος μια επαναστάτρια να ψιθυρίζει στον άντρα που είχε μόλις μιλήσει.
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Πρίγκιπας, «πολύ φοβάμαι ότι δεν είναι πράκτορας της Παντοκράτειρας. Οι πράκτορες της Παντοκράτειρας έχουν χάσει την ισχύ τους στην Απολλώνια;»
«Τότε, ποιος θα μπορούσε να είναι, Υψηλότατε;» ρώτησε η επαναστάτρια: μια κοντή, γαλανόδερμη γυναίκα.
«Κάποιος από την Απολλώνια πιστεύω πως είναι. Αλλά στο μυαλό μου δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο από μια υποψία, έτσι ας το αφήσουμε για τώρα· τουλάχιστον, μέχρι να έχω πιο πολλά στοιχεία στα χέρια μου. Πρέπει να ξεκινήσουμε το ταξίδι μας.»
«Με τα πόδια;» ρώτησε η Άνμα’ταρ. Δε φορούσε πλέον το κουρελιασμένο της φόρεμα· ήταν ντυμένη με μια μαύρη, δερμάτινη στολή, όπως αυτές που φορούσαν οι Μαύρες Δράκαινες –όπως αυτή που ο Ανδρόνικος είχε δει την Ιωάννα να φορά πολλές φορές. Η στολή έκρυβε τα τραύματα της μάγισσας, εκτός από εκείνο στο λαιμό της, που φαινόταν σαν ένα κόκκινο περιλαίμιο επάνω στο χρυσό δέρμα της.
«Γι’αρχή,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, «ναι, με τα πόδια. Αργότερα, ίσως καταφέρουμε να βρούμε κάποιο όχημα. Θα πρέπει, όμως, όλα να γίνουν κρυφά. Δε θα πρέπει κανείς να μάθει ότι μέσα σ’αυτό το όχημα είμαστε εμείς.»
«Κατανοητό,» είπε η Άνμα’ταρ, «και συνετό, Πρίγκιπά μου.»
*
Δεν ακολούθησαν τον μεγάλο, κεντρικό δρόμο· απομακρύνθηκαν από τις όχθες του ποταμού και οδοιπόρησαν στην ύπαιθρο, διασχίζοντας χορταριασμένες πεδιάδες, λόφους, και δάση. Καθοδόν, συναντούσαν μικρές πόλεις ή χωριά, και, ορισμένες φορές, κάποιος πήγαινε εκεί για ν’αγοράσει τρόφιμα, προτού επιστρέψει πάλι στους συντρόφους του. Οχήματα, όμως, δεν μπορούσαν να αγοράσουν από τούτα τα μέρη, γιατί οι ντόπιοι δεν ήταν πλούσιοι, και τα ελάχιστα ενεργειακά τροχοφόρα που είχαν δεν τα πουλούσαν, καθώς τους χρειάζονταν στις δουλειές τους. Ούτε, φυσικά, υπήρχαν έμποροι οχημάτων εδώ· τέτοιοι σύχναζαν μόνο σε μεγάλες πόλεις, όπου μπορούσαν να έχουν πωλήσεις.
Όμως τα μοναδικά τροχοφόρα που φτιάχνονταν στην Απολλώνια δεν ήταν τα ενεργοβόρα. Υπήρχαν πάντα και τροχοφόρα που τα έσερναν ζώα. Έτσι, ο Ανδρόνικος, χρησιμοποιώντας τις λιγοστές τους οικονομίες, προμηθεύτηκε δύο άμαξες, που την καθεμία έσερνε ένα Σερπετό. Τα Σερπετά ήταν ένα είδος πλασμάτων που, απ’όσο γνώριζε ο Ανδρόνικος τουλάχιστον, κατοικούσαν αποκλειστικά στην Απολλώνια. Είχαν μεγάλο και μυώδες σώμα, με τρομερή δύναμη, και οι αγρότες τα χρησιμοποιούσαν για διάφορες βαριές δουλειές. Τα τέσσερα πόδια τους ήταν επίσης μυώδη και χοντρά, με τρία πλατιά νύχια στην μπροστινή μεριά και ένα πίσω, στη φτέρνα. Το δέρμα τους ήταν γκρίζο και καλυμμένο με φολίδες, οι οποίες έκαναν παράξενες γαλανόχρωμες αντανακλάσεις στο φως της Γλαυκής –του ενός από τα δύο φεγγάρια της Απολλώνιας– και μόνο στο φως της Γλαυκής· λεγόταν, μάλιστα, πως τα Σερπετά είχαν κάποια ιδιαίτερη σχέση με το συγκεκριμένο φεγγάρι. Τα κεφάλια των Σερπετών ήταν επιμήκη, και διέθεταν μεγάλα σαγόνια. Πάνω από τη μουσούδα τους υπήρχε ένα μακρύ, επικίνδυνο κέρατο, το οποίο δε δίσταζαν να χρησιμοποιήσουν για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Δεν ήταν γρήγορα πλάσματα, προχωρούσαν με το πάσο τους, όμως ο Ανδρόνικος έκρινε σκόπιμο να τα αγοράσει, για να μπορούν, εκείνος κι οι σύντροφοί του, να κουβαλούν ευκολότερα τα πράγματά τους μέσα στις άμαξες. Επίσης, όποιος κουραζόταν από την οδοιπορία μπορούσε να ανεβεί σε ένα από τα οχήματα και να ξεκουραστεί για όσο επιθυμούσε. Τα Σερπετά, ευτυχώς, ήταν τόσο σκληροτράχηλα όντα που έμοιαζε ποτέ να μην κουράζονται. Ο Ανδρόνικος νόμιζε ότι θα μπορούσαν, άνετα, να σέρνουν εικοσιτέσσερις ώρες τις άμαξες, δίχως ούτε μία στάση. Ωστόσο, τα έβαζε να κάνουν στάσεις, το μεσημέρι και το βράδυ. Εξάλλου, δε χρειάζονταν μόνο αυτά ανάπαυση, αλλά κι οι σύντροφοί του.
Την όγδοη ημέρα του ταξιδιού τους, μπορούσαν, από την κορυφή ενός λόφου, να βιγλίσουν τη Νέλρυς: μια πόλη στις όχθες του Μαύρου Ποταμού, η οποία βρισκόταν πολλά χιλιόμετρα νότια της Άωλρυς. Ο Οδυσσέας είπε στον Ανδρόνικο ότι εκεί ίσως να έβρισκαν κάποιο ενεργειακό όχημα, αλλά ο Πρίγκιπας κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Καλύτερα ν’απομακρυνθούμε κι άλλο, προτού επιχειρήσουμε κάτι τέτοιο,» είπε. «Στις όχθες του Μαύρου Ποταμού, σίγουρα, θα μας περιμένουν.»
Έτσι, συνέχισαν. Μέσα στην ύπαιθρο. Προς τα βόρεια· προς την Απαστράπτουσα. Και, ταξιδεύοντας, αισθάνονταν το κρύο του Απολλώνιου χειμώνα να τους επιτίθεται χωρίς ενδοιασμούς. Ευτυχώς, δεν είχε βρέξει ούτε χιονίσει, ακόμα, αλλά ο άνεμος ήταν ψυχρός και γλιστρούσε μέσα στις ενδυμασίες τους, διαπερνώντας τους σαν μαχαίρια. Έπρεπε να φοράνε χοντρά ρούχα, για να προστατεύονται· και κάτω απ’τα χοντρά ρούχα, επίσης χοντρές μπλούζες, ενώ από πάνω έριχναν κάπες, και πολλές φορές σήκωναν και τις κουκούλες στο κεφάλι τους.
Εν τω μεταξύ, ο Ανδρόνικος είχε προστάξει όποιοι πήγαιναν σε πόλεις ή χωριά να έχουν τα μάτια και τ’αφτιά τους ανοιχτά για οτιδήποτε παράξενο μπορεί να έβλεπαν ή να άκουγαν, ειδικά αν αυτό το παράξενο είχε να κάνει με τον αδελφό του, Πρίγκιπα Λούσιο, ή με τη γενικότερη κατάσταση στο Βασίλειο της Απολλώνιας.
Αναπόφευκτα, κάποια μέρα έβρεξε, αφού είχαν πλέον απομακρυνθεί πολύ από τον Μαύρο Ποταμό· και ύστερα από μερικές μέρες ακόμα, έβρεξε πάλι· και μετά, έβρεξε για τρίτη φορά, μια νύχτα.
Ο Ανδρόνικος είχε στείλει δύο από τους επαναστάτες του σε μια μικρή πόλη, από το απόγευμα, για ν’αγοράσουν κάποια εφόδια, και τώρα τους έβλεπε να επιστρέφουν μέσα στον άνεμο και τη βροχή, τυλιγμένοι στις κάπες τους και μουσκεμένοι. Πλησίασαν την άμαξα όπου βρισκόταν ο Ανδρόνικος, μπήκαν, και άφησαν τους σάκους με τα εφόδια στο ξύλινο δάπεδο.
Έπειτα, ο ένας απ’αυτούς είπε, βγάζοντας την κουκούλα του: «Υψηλότατε, ακούσαμε κάτι για την ξαδέλφη σας, τη Δούκισσα Κορνηλία.»
«Πες μου,» τον προέτρεψε ο Ανδρόνικος, και, γεμίζοντας μια κούπα με ζεστό καφέ, του την έδωσε.
«Ευχαριστώ, Υψηλότατε.» Ο άντρας πήρε την κούπα και κάθισε σ’ένα ξύλινο σκαμνί. Στην άμαξα, εκτός από τους τρεις τους, βρίσκονταν και μερικοί άλλοι επαναστάτες, καθώς και η Άνμα’ταρ κι ο Φαρνέλιος. «Η ξαδέλφη σας λένε πως βρίσκεται στη Φλάνια, ανατολικά από εδώ, και ασχολείται με κάποια έρευνα των βυθών στην Άπατη Θάλασσα.»
«Τι είδους έρευνα;» ρώτησε ο Ανδρόνικος, που δεν ήξερε ποτέ την Κορνηλία να ενδιαφέρεται για κανενός είδους έρευνα.
«Δε γνωρίζω, Πρίγκιπά μου· και, μάλλον, ούτε κι αυτοί που μιλούσαν για την ξαδέλφη σας γνώριζαν. Έλεγαν, όμως, ότι ο Πρίγκιπας Λούσιος την έστειλε εκεί–»
«Μαζί με αρκετούς άλλους ανθρώπους,» πρόσθεσε ο άλλος επαναστάτης, που είχε βγάλει τη βρεγμένη κάπα του και την είχε κρεμάσει σ’ένα καρφί στα τοιχώματα της άμαξας, για να στεγνώσει. «Έχει πάει ολόκληρη αποστολή στη Φλάνια, γι’αυτές τις έρευνες.»
Ο Λούσιος, λοιπόν, πρέπει να τις θεωρεί σημαντικές, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος· και η Κορνηλία επίσης, αλλιώς δε θα πήγαινε. Τι μπορούσε να ήταν εκείνο που είχε τραβήξει έτσι την προσοχή της ξαδέλφης του; Ο Ανδρόνικος αδυνατούσε, επί του παρόντος, να υποθέσει.
«Σκέφτεστε να πάμε στη Φλάνια, Υψηλότατε;» ρώτησε Φαρνέλιος.
Ο Ανδρόνικος κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Θα συνεχίσουμε προς την Απαστράπτουσα. Κάτι μού λέει ότι εκεί βρίσκονται όλες οι απαντήσεις που ψάχνουμε.»
*
Είχε, περίπου, περάσει ένας μήνας από τότε που εγκατέλειψαν τον Δύτη στις όχθες του Μαύρου Ποταμού, όταν έφτασαν σε μια πόλη που ονομαζόταν Μακρόπολη. Δεν ήταν σαν τις προηγούμενες πόλεις που είχαν συναντήσει· ετούτη ήταν μεγάλη, με ψηλά οικοδομήματα και πολυκατοικίες που γυάλιζαν κοκκινωπά στο φως του απογευματινού ήλιου. Ένας φαρδύς δρόμος για οχήματα περνούσε από τη νότιά της άκρη, τη διέσχιζε, και έβγαινε από τη βόρεια.
Ο Ανδρόνικος και οι σύντροφοί του, όμως, δεν πλησίασαν τη Μακρόπολη από αυτόν τον δρόμο, αλλά από έναν πολύ μικρότερο, ο οποίος περνούσε μέσα από αγροικίες και δίπλα από ένα δάσος. Το κρύο ήταν τσουχτερό, μα, ευτυχώς, σήμερα δεν έβρεχε. Τα σύννεφα στον ουρανό ήταν πολλά και σκούρα, μοιάζοντας απειλητικά, αλλά δεν κατάφερναν να εμποδίσουν το ηλιακό φως απ’το να περνά σαν λόγχες φωτιάς ανάμεσά τους.
Ο Ανδρόνικος είπε, καθώς σταμάτησαν μερικά χιλιόμετρα απόσταση από την πόλη και στάθηκαν έξω απ’τις άμαξές τους: «Εδώ νομίζω πως είναι το κατάλληλο μέρος για ν’αγοράσουμε κάποιο ενεργειακό όχημα. Είμαστε αρκετά μακριά από τον Μαύρο Ποταμό και η Απαστράπτουσα βρίσκεται ακόμα πιο μακριά. Θα χρειαστούμε ένα ταχύτερο μεταφορικό μέσο από τούτες τις άμαξες.»
«Υψηλότατε,» είπε ο Φαρνέλιος, «μας έχουν μείνει ελάχιστα χρήματα.»
«Θα πουλήσουμε τις άμαξες και τα Σερπετά, και θα δώσουμε κι ό,τι μας έχει απομείνει από τις οικονομίες μας. Δε μπορεί, θα φτάσουν.»
«Το ελπίζω.» Ο Φαρνέλιος, ωστόσο, δεν ακουγόταν και τόσο βέβαιος.
Ο Οδυσσέας ατένιζε τη Μακρόπολη με τα χέρια του σταυρωμένα εμπρός του. «Ποιος θα πάει μέσα, για να κάνει τις διαπραγματεύσεις;»
«Όλοι,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Σ’αυτή την περίπτωση, δε νομίζω πως γίνεται αλλιώς. Κι επιπλέον, θέλω να είμαι παρών σε τούτες τις συναλλαγές.»
«Εάν, όμως, ο εχθρός σας έχει κατασκόπους του εδώ,» είπε η Άνμα’ταρ, «ίσως να σας εντοπίσει, Πρίγκιπά μου.»
«Δε νομίζω να με περιμένουν να μπω στην πόλη με άμαξες που τις τραβούν Σερπετά.»
«Η Άνμα’ταρ, ωστόσο, έχει κάποιο δίκιο,» είπε ο Φαρνέλιος. «Ίσως θα έπρεπε να βρίσκεστε στο εσωτερικό των αμαξών, Υψηλότατε, όχι στη θέση του οδηγού.»
«Δεν είναι μόνο αυτό το πρόβλημα,» τόνισε η μάγισσα. «Σκεφτείτε: Δύο άμαξες γεμάτες με ανθρώπους και καθόλου εμπόρευμα μπαίνουν σε μια μεγάλη πόλη. Δε θα τραβήξουν την προσοχή πολλών; Τι ήρθαν αυτοί να κάνουν εδώ; θα αναρωτηθούν. Έμποροι δεν είναι. Επομένως, τι είναι; Στρατιώτες–;»
«Ή, μήπως, διασκεδαστές;» τη διέκοψε ο Οδυσσέας.
«Με συγχωρείς;»
Ο Οδυσσέας μειδίασε, παίρνοντας το βλέμμα του από τη Μακρόπολη και στρέφοντάς το στους συντρόφους του. «Όταν ήμουν μικρός, περίμενα πώς και πώς να έρθει το καρναβάλι στην πόλη.»
«Δεν είμαστε καρναβάλι, Οδυσσέα,» είπε ο Ανδρόνικος. «Δεν έχουμε τους απαραίτητους εξοπλισμούς, ούτε, οφείλω να παρατηρήσω, και το ταλέντο.»
Ο Οδυσσέας μόρφασε, σκεπτικά. Κοίταξε τον Ανδρόνικο, κοίταξε τον Φαρνέλιο, την Άνμα’ταρ, τους υπόλοιπους επαναστάτες που βρίσκονταν τριγύρω, και μετά η ματιά του επέστρεψε στην Άνμα’ταρ. «Εσύ, μάγισσα, δεν μπορείς να κάνεις κάτι για να μας βοηθήσεις;»
Εκείνη στράβωσε τα χείλη. «Σαν τι; Δεν είμαι μάγισσα των καρναβαλιών. Τα ξόρκια που ξέρω αμφιβάλλω αν θα τα εκτιμούσε ένα κοινό που θέλει να περάσει καλά τη βραδιά του.»
«Αυτό που σκέφτεσαι δεν μπορεί να γίνει Οδυσσέα,» είπε ο Ανδρόνικος, κουνώντας το κεφάλι. «Δεν έχουμε κανέναν τρόπο για να δείξουμε πως είμαστε διασκεδαστές.»
«Δε θα ήταν συνετό να μπούμε όλοι στην πόλη, Υψηλότατε,» είπε η Άνμα’ταρ. «Επιμένω πως, αναμφίβολα, θα τραβήξουμε την προσοχή πολλών. Εγώ δε θα ήθελα να το ριψοκινδυνέψω, αν τα πράγματα έχουν όπως νομίζουμε και όντως κάποιος μας κυνηγά μες στο βασίλειο.»
«Τι προτείνεις, λοιπόν; Τι θα έκαναν οι Μαύρες Δράκαινες σ’αυτή την περίπτωση;»
«Οι Μαύρες Δράκαινες δε νομίζω ότι θα είχαν ποτέ να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε τώρα,» αποκρίθηκε η Άνμα’ταρ, με απόλυτη σοβαρότητα. «Στέλνονταν σε πολύ συγκεκριμένες αποστολές, με πολύ συγκεκριμένους σκοπούς. Και ποτέ δε θα τραβούσαν όλο αυτό το…» έδειξε γύρω της, τα κάρα και τους υπόλοιπους, «…το μπούγιο, Πρίγκιπά μου –με το συμπάθιο κιόλας.»
Ο Ανδρόνικος μειδίασε λοξά. «Έχεις δίκιο. Οι Μαύρες Δράκαινες, πράγματι, δε θα είχαν να αντιμετωπίσουν ποτέ μια τέτοια κατάσταση, όσο υπηρετούσαν την Παντοκράτειρα. Ωστόσο, η ερώτησή μου εξακολουθεί να ισχύει, Άνμα: Τι προτείνεις;»
Η μάγισσα ανασήκωσε τους ώμους. «Να μην πάρουμε τις άμαξες. Ούτε να μπούμε στην πόλη όλοι μαζί. Να πάνε μέσα μόνο δυο-τρεις και να κάνουν ό,τι συμφωνία είναι να κάνουν. Κι αυτός που θ’αγοράσει τις άμαξες και τα Σερπετά, ας έρθει έξω για να τα δει. Μπορούμε να του πούμε ότι δεν τα φέραμε στο εσωτερικό για να μην προκαλέσουμε προβλήματα στην κυκλοφορία.»
«Το οποίο κανένας δε θα πιστέψει,» τόνισε ο Οδυσσέας.
«Μάλλον,» αποκρίθηκε η Άνμα. «Αλλά δεν έχει σημασία· η δουλειά μας θα γίνει όπως τη θέλουμε, και με μεγαλύτερη ασφάλεια.»
«Επίσης, η δουλειά μας θα δυσκολέψει πολύ περισσότερο,» είπε ο Ανδρόνικος. «Γιατί άλλο είναι να έχεις αυτό που πουλάς μπροστά σου κι άλλο να ζητάς από τον πιθανό αγοραστή να έρθει μαζί σου έξω απ’την πόλη για να το δει. Ωστόσο, νομίζω πως θα έπρεπε να ακολουθήσουμε τη συμβουλή σου, Άνμα. Τουλάχιστον για αρχή. Κι αν διαπιστώσουμε ότι δε γίνεται αλλιώς, τότε φέρνουμε και τις άμαξες μέσα στην πόλη.»
Ο άνεμος ούρλιαζε, καθώς διέσχιζε τους νυχτερινούς δρόμους της Μακρόπολης, φέρνοντας το χειμερινό του ψύχος· η φωνή του, όμως, σχεδόν χανόταν μέσα στη βαβούρα του κόσμου, γιατί οι λεωφόροι ήταν κάθε άλλο παρά έρημοι. Η Μακρόπολη ήταν μια ιδιαιτέρως ζωντανή πόλη τη νύχτα, καθώς, εκτός των άλλων, ήταν πολύ γνωστή για τα καζίνο της. Το σκοτάδι διαλυόταν από τις ενεργειακές λάμπες και από τον φωτισμό ενεργειακών πινακίδων, που τα γράμματά τους άλλαζαν χρώματα ή τρεμόπαιζαν ή χόρευαν. Πάνω από τις εισόδους ορισμένων –ελάχιστων– καταστημάτων υπήρχαν γιγαντο-οθόνες που έδειχναν τι γινόταν στην κεντρική αίθουσα του καταστήματος: κι απ’αυτές μπορούσες να δεις ρουλέτες να γυρίζουν, ανθρώπους να χορεύουν, κόσμο γύρω από μπαρ, και κόσμο να τρώει σε πολυτελή τραπέζια, σαν να κρεμόσουν από το ταβάνι του δωματίου. Οι λεωφόροι ήταν χωρισμένες σε τρεις φαρδιές λωρίδες: μία για τους πεζούς, μία για τους οδηγούς οχημάτων, και μία για τους έφιππους, που περνούσαν καβάλα σε άλογα ή, σπανιότερα, σε Σερπετά. Στον ουρανό πάνω απ’την πόλη, αλλά πολλές φορές ανάμεσα απ’τις πολυκατοικίες, έβλεπες αερόστατα να περνάνε, τα οποία ήταν εκεί είτε για λόγους φύλαξης της Μακρόπολης είτε για διαφημιστικούς λόγους, αφού από αρκετά κρέμονταν μεγάλα πανό που διαφήμιζαν προϊόντα, διασημότητες της πόλης, ή καταστήματα.
Ο Ανδρόνικος, ο Οδυσσέας, και η Άνμα’ταρ εύκολα αναμίχθηκαν με το πλήθος. Ήταν κι οι τρεις τους ντυμένοι όσο καλύτερα μπορούσαν, για να μοιάζουν με ανθρώπους που είχαν έρθει να διασκεδάσουν, κι επομένως να μην τραβήξουν ανεπιθύμητη προσοχή. Ο Ανδρόνικος φορούσε λευκό, δαντελωτό πουκάμισο, μαύρο, δερμάτινο παντελόνι, ψηλές μπότες, και μαύρη κάπα με αργυρό σιρίτι· στο κεφάλι του ήταν ένα επίσης μαύρο, πλατύγυρο καπέλο. Ο Οδυσσέας ήταν ντυμένος παρόμοια, με τη διαφορά ότι όλα τα δικά του ρούχα ήταν λευκά και ότι δεν φορούσε κάπα· αντί για κάπα, φορούσε ένα πράσινο πανωφόρι που κούμπωνε μ’ένα μεγάλο κουμπί στην κοιλιά και είχε μακριά ουρά η οποία έφτανε μέχρι το πίσω των γονάτων του Οδυσσέα. Στο κεφάλι του δεν φορούσε καπέλο, αλλά είχε βάλει ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά, παρότι ήταν νύχτα· εξάλλου, οι εκκεντρικότητες δε σπάνιζαν, το βράδυ, στη Μακρόπολη. Η Άνμα’ταρ ήταν ντυμένη μ’ένα μεταξωτό, έξωμο, πράσινο φόρεμα και ψηλά, μαύρα γάντια που έφταναν ώς τον αγκώνα αλλά άφηναν τις άκριες των δαχτύλων της να ξεπροβάλλουν. Στους ώμους της έπεφτε ένα μάλλινο σάλι. Στη μέση της γυάλιζε μια αργυρή, αλυσιδωτή ζώνη, χαλαρά δεμένη· και στα πόδια της ήταν ένα ζευγάρι ψηλοτάκουνα παπούτσια. Το πρόσωπό της ήταν βαμμένο τόσο έντονα που έμοιαζε νάναι σχεδόν αγνώριστο.
Ένας μονόφθαλμος άντρας με δέρμα λευκό σαν το χιόνι τούς πήρε από πίσω σε κάποιο σημείο του δρόμου, προσπαθώντας να τους πουλήσει λαχνούς για μια κλήρωση που θα γινόταν τα μεσάνυχτα, στο κατάστημα «Η Νυχτερινή Φωλιά».
«Δεν ενδιαφερόμαστε,» του είπε ο Οδυσσέας.
«Κυρία, κυρία, κυρία!» φώναξε ο μονόφθαλμος, ασπρόδερμος άντρας, κοιτάζοντας την Άνμα’ταρ και μιλώντας τη Συμπαντική Γλώσσα σπαστά. «Κερδίσεις πολλά λεφτά, κυρία! Όμορφα ρούχα! Κοσμήματα!»
«Δεν ενδιαφερόμαστε,» επέμεινε, ήρεμα, ο Οδυσσέας.
«Κυρία, κυρία, κυρία! Μεγάλη ευκ–!»
«Δεν ενδιαφερόμαστε,» τον διαβεβαίωσε και η Άνμα’ταρ.
Ο ασπρόδερμος άντρας συνέχισε να τους ακολουθεί. «Μεγάλη ευκαιρία!» είπε, κουνώντας τους λαχνούς μπροστά του (και μπροστά τους). «Πλουτίσετε!»
Ο Ανδρόνικος άρπαξε τον μονόφθαλμο από τον γιακά του βρόμικου πουκαμίσου του και του κόλλησε την πλάτη σ’έναν τοίχο. «Λες αλήθεια; Πράγματι αυτά είναι λαχνοί;»
«Ναι, κύριος, λαχνοί είναι. Μεγάλη ευκ–!»
«Και όντως υπάρχει αυτή η Νυχτερινή Φωλιά;»
«Ναι, βέβαια, κύριος, υπάρχει! Υπάρχει!»
«Και όντως τα μεσάνυχτα γίνεται κλήρωση;»
«Ναι, κύριος, γίνεται! Δες!» Ο μονόφθαλμος ύψωσε το χέρι του.
Ο Ανδρόνικος –παρότι φοβόταν ότι ίσως ετούτο να ήταν κάποιο κόλπο για να του ξεγλιστρήσει ο ασπρόδερμος άντρας– έστρεψε το βλέμμα του και κοίταξε. Και είδε μια διαφήμιση επάνω σ’έναν τοίχο, η οποία λαμπύριζε, περιτριγυρισμένη από φωτάκια. Έδειχνε μια ημίγυμνη χορεύτρια να κρέμεται από δύο κρίκους, τον έναν απ’τους οποίους κρατούσε με το αριστερό χέρι, ενώ μέσα από τον άλλο είχε περασμένο το λιγνό, καλλίγραμμο πόδι της και, ουσιαστικά, τον κρατούσε με την κλείδωση του γονάτου της. Τα γράμματα της διαφήμισης ήταν μεγάλα και λαμπερά, και έγραφαν:
Η εικόνα με τη χορεύτρια άλλαξε: τώρα, έδειχνε τη χορεύτρια σε διαφορετική στάση επάνω στους κρίκους.
Ο Ανδρόνικος έστρεψε το βλέμμα του στον ασπρόδερμο άντρα. «Πόσο κάνει ο ένας λαχνός;»
«Μισή ανάδη, κύριος.»
«Μισή ανάδη;» έκανε ο Οδυσσέας, πλάι στον Ανδρόνικο. «Οι τιμές των λαχνών αυξήθηκαν, παρατηρώ.»
Ο ασπρόδερμος άντρας χαμογέλασε. «Ακριβή ζωής, κύριος…»
Ο Ανδρόνικος τού άφησε το πουκάμισο, έβγαλε δύο ανάδες απ’την τσέπη του παντελονιού του, και του τις έδωσε, παίρνοντας τους τρεις λαχνούς που ο μονόφθαλμος κρατούσε. «Τα ρέστα δικά σου.»
«Ευχαριστώ πολύ, κύριος! Πολύ καλός! Ευχαριστώ!» φώναξε πίσω τους ο ασπρόδερμος άντρας, καθώς απομακρύνονταν.
«Γιατί το κάνατε αυτό, Πρίγκιπά μου;» ρώτησε ο Οδυσσέας.
«Ποιος ξέρει,» είπε ο Ανδρόνικος, «ίσως ετούτη νάναι η τυχερή μας νύχτα.»
«Υψηλότατε,» είπε η Άνμα’ταρ, «με συγχωρείτε, αλλά αυτό ήταν πραγματικά ανόητο. Δεν έχουμε χρόνο για να πάμε στη Νυχτερινή Φωλιά· θα είναι άδικος κόπος.»
«Δε σκεφτόμουν να πάμε εκεί και να φάμε την ώρα μας, μάγισσα. Αν, όμως, τύχει να είμαστε κοντά τα μεσάνυχτα, δε βλάπτει να περάσουμε.»
Η Άνμα’ταρ αναποδογύρισε τα μάτια. Οι Δράκαινες δε βασίζονταν στην τύχη· μόνο στην ικανότητα και στη σωστή προετοιμασία. Ωστόσο, δεν είπε τίποτε άλλο.
«Από πού θα ξεκινήσουμε την αναζήτησή μας για ενεργειακά οχήματα;» ρώτησε ο Οδυσσέας. «Εδώ γύρω δε νομίζω πως μπορώ να δω κανένα κατάλληλο μέρος.» Διέσχιζαν μια λεωφόρο, και δεξιά κι αριστερά τους φαινόταν να υπάρχουν, ως επί το πλείστον, κέντρα διασκέδασης, μπαρ, εστιατόρια, και καζίνο.
Υπήρχαν, ωστόσο, και κάποια άλλα καταστήματα, τα οποία ή ήταν κλειστά ετούτη την ώρα (και είχαν τα ρολά τους κατεβασμένα) ή επρόκειτο για μικρές επιχειρήσεις που πουλούσαν ποτά, καπνό, γλυκά, ή ψιλικά.
Ο Ανδρόνικος πλησίασε ένα από αυτά τα μικρότερα καταστήματα, με την Άνμα’ταρ και τον Οδυσσέα στο κατόπι του. Αγόρασε ένα πακέτο τσιγάρα από το παραθυράκι και ρώτησε τη γυναίκα που βρισκόταν εκεί πού θα μπορούσε να προμηθευτεί κάποιο ενεργειακό όχημα· ή, μάλλον, καλύτερα, διόρθωσε τον εαυτό του, πού θα μπορούσε να κάνει μια ανταλλαγή: να δώσει μερικά δικά του πράγματα για να πάρει ένα όχημα.
Η γυναίκα αποκρίθηκε ότι, ετούτη την ώρα, οι περισσότερες μεγάλες επιχειρήσεις που εμπορεύονταν οχήματα ήταν κλειστές. Ωστόσο, ίσως στο Κέντρο να έβρισκε ανθρώπους που να ενδιαφέρονταν για μια ανταλλαγή, αν και ο κύριος θα έπρεπε να είναι προσεκτικός, καθώς πολλοί απ’αυτούς, ειδικά τη νύχτα, δεν ήταν νόμιμοι.
«Αυτή τη στιγμή, δε μ’απασχολεί τόσο το πόσο νόμιμοι είναι,» δήλωσε ο Ανδρόνικος (αν και θα όφειλε να μ’απασχολεί, σκέφτηκε· εξάλλου, ετούτη η πόλη είναι μέρος του βασιλείου μου)· «απλά, θέλω να κάνω τη δουλειά μου όσο πιο γρήγορα γίνεται. Έχεις κάποιον συγκεκριμένο άνθρωπο να προτείνεις;»
Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι και είπε πως, όχι, δεν είχε κανέναν συγκεκριμένο στο μυαλό της. Όμως οι περισσότεροι απ’αυτούς τώρα, τη νύχτα, σύχναζαν στον Δαίδαλο, που δεν ήταν και τόσο καλόφημο μέρος. Αν ο κύριος δεν ήξερε καλά την πόλη, θα έπρεπε να προσέχει.
Ο Ανδρόνικος δεν είχε ιδέα πού ήταν αυτός ο Δαίδαλος, έτσι ζήτησε ν’αγοράσει έναν χάρτη, αν υπήρχε. Η γυναίκα τού έδωσε έναν κι εκείνος την πλήρωσε, αφήνοντάς της λίγα χρήματα παραπάνω κι ευχαριστώντας την για τις πληροφορίες.
«Καλή τύχη, κύριε,» του ευχήθηκε η γυναίκα.
Μερικά μέτρα παρακάτω, στην αρχή ενός ήσυχου, σκιερού σοκακιού, ο Ανδρόνικος άνοιξε τον νεοαπόκτητο χάρτη του, για να μελετήσουν, εκείνος κι οι σύντροφοί του, τη Μακρόπολη.
Το σχήμα της πόλης δεν ήταν καθόλου μακρόστενο, και δεν δικαιολογούσε το όνομά της· αλλά αυτό ήταν το λιγότερο που απασχολούσε τον Ανδρόνικο τώρα. Ψάχνοντας μέσα στον χάρτη, βρήκε εύκολα το Κέντρο (το οποίο, αναμενόμενα, ήταν στο κεντρικότερο σημείο της πόλης), καθώς και ένα μέρος που ήταν σημειωμένο ως ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΔΑΙΔΑΛΟΥ [συνηθ. ΔΑΙΔΑΛΟΣ], και βρισκόταν στην ανατολική πλευρά του Κέντρου.
«Τι λέτε;» ρώτησε ο Ανδρόνικος. «Να πάμε;»
«Καλύτερα εκεί, παρά στη Νυχτερινή Φωλιά,» σχολίασε η Άνμα’ταρ.
«Είσαι εκνευριστική ορισμένες φορές, μάγισσα.»
«Ας πάμε,» είπε ο Οδυσσέας. «Αλλά καλά θα κάνουμε να έχουμε υπόψη μας και την προειδοποίηση της κυρίας στο κατάστημα.»
Ο Ανδρόνικος ένευσε. «Ναι, το μέρος ακούγεται σαν νάναι το άντρο κάποιας μαφίας.»
Βγήκαν απ’το σοκάκι και ξεκίνησαν να βαδίζουν, μπαίνοντας ξανά μέσα στο νυχτερινό πλήθος της Μακρόπολης.
Σε λίγο, ο Οδυσσέας είπε: «Σ’ένα σωρό διαστάσεις, η Επανάσταση έχει ολόκληρο δίκτυο ανθρώπων, οι οποίοι είναι εκεί για να βοηθούν άλλους επαναστάτες· και σ’ετούτη τη διάσταση, που είναι το προπύργιο της Επανάστασης, δεν υπάρχει ούτε ένας έμπιστος άνθρωπος για να μας βοηθήσει!…» Αναστέναξε.
«Δεν περίμενα ποτέ ότι θα με κυνηγάνε μέσα στην ίδια την Απολλώνια, Οδυσσέα,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Η Επανάσταση χρειάζεται τα μέλη της στις διαστάσεις που προσπαθούν να αποτινάξουν το ζυγό της Παντοκράτειρας, όχι στις διαστάσεις που τον έχουν ήδη αποτινάξει.»
«Το ξέρω, Πρίγκιπά μου· αλλά η κατάσταση εξακολουθεί να μου μοιάζει σαν ένα κακόγουστο αστείο.»
«Ναι,» ένευσε ο Ανδρόνικος, «καταλαβαίνω τι εννοείς. Κι όταν βρω εκείνον που μας παίζει αυτό το κακόγουστο παιχνίδι, θα τον κάνω να μαρτυρήσει την ώρα που γεννήθηκε… ακόμα κι αν είναι ο ίδιος μου ο αδελφός,» πρόσθεσε μέσα απ’τα δόντια του.
Το Κέντρο δεν ήταν δύσκολο να το βρουν –έπρεπε μονάχα ν’ακολουθήσουν μια μεγάλη λεωφόρο–, ούτε ήταν ιδιαιτέρως μακριά –με γρήγορο βάδισμα, έφτασαν σε μισή ώρα. Και τώρα, βρίσκονταν σ’ένα μέρος που δε διέφερε και τόσο από το μέρος όπου βρίσκονταν πριν, εκτός ίσως από το γεγονός ότι ο κόσμος ήταν περισσότερος, και ότι υπήρχαν δύο μεγάλα πάρκα με αρκετές εισόδους, εξόδους, και λιθόστρωτα μονοπάτια. Λάμπες ήταν αναμμένες παντού, φυσικά, όπως επίσης και πινακίδες που λαμπύριζαν, αναβόσβηναν, και τρεμόπαιζαν. Ένας άντρας, κοντά σε μια από τις εισόδους του ενός πάρκου, στεκόταν πίσω από ένα καροτσάκι και φώναζε: «Παγωτά! Παγωτά! Τα τελευταία παγωτά του χρόνου! Ο χειμώνας έρχεται! Ο χειμώνας έρχεται, και δε θάχετε άλλο παγωτό! Ελάτε για το τελευταίο σας!»
«Προς τα πού είναι αυτός ο Δαίδαλος τώρα;» είπε ο Οδυσσέας, κοιτάζοντας τριγύρω.
«Προς τα κει, νομίζω.» Η Άνμα’ταρ ύψωσε το γαντοφορεμένο της χέρι, για να δείξει.
Πλησίασαν τη μεριά που είχε δείξει η μάγισσα, και ο Ανδρόνικος είδε ένα ψηλό, πολυώροφο ξενοδοχείο που ονομαζόταν «Ο Ειρηνιστής». Το είχε εντοπίσει και στον χάρτη του, δίπλα στην είσοδο του Δαίδαλου. Λογικά, λοιπόν, η είσοδος πρέπει να είναι εκεί, σκέφτηκε, κοιτάζοντας τον δρόμο πλάι στο ξενοδοχείο.
Και, φτάνοντας κοντά, έπαψε να έχει την οποιαδήποτε αμφιβολία ότι από εδώ ξεκινούσε η Χώρα του Δαίδαλου. Ο δρόμος ήταν μικρός και όχι τόσο καλά φωτισμένος όσο οι δρόμοι γύρω από τα δύο πάρκα· ορισμένα σημεία του ήταν τυλιγμένα στο σκοτάδι. Ωστόσο, μέσα στη θολούρα, διακρίνονταν μερικά καταστήματα, καθώς και ανθρώπινες μορφές που περιφέρονταν· και μια μορφή Σερπετού, επίσης, πίσω από ένα σύννεφο καπνού.
Στην αρχή του δρόμου υπήρχε μια ψηλή, πέτρινη αψίδα, επάνω στην οποία γράμματα ήταν χαραγμένα στην Αρχαία Γλώσσα της Απολλώνιας. Ο Ανδρόνικος δεν είχε δυσκολία να τα διαβάσει:
«Τι γράφει;» ρώτησε η Άνμα’ταρ.
«Ένα φιλικό καλωσόρισμα,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, περνώντας κάτω από την πέτρινη αψίδα.
Η Άνμα’ταρ και ο Οδυσσέας τον ακολούθησαν.
Και, σύντομα, όλοι τους διαπίστωσαν ότι ετούτο το μέρος ήταν ένας λαβύρινθος από στενούς δρόμους, καμπυλωτές στροφές, και σήραγγες. Τα καταστήματα που υπήρχαν εδώ δεν ήταν τόσο φανταχτερά όπως στα άλλα σημεία της πόλης, και παντού οι φάτσες που σε κοίταζαν έμοιαζαν να έχουν ένα απειλητικό βλέμμα.
Αλλά, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος, δεν έχουμε άλλη επιλογή απ’το να μιλήσουμε σε κάποια απ’αυτές τις φάτσες. Γιατί, χωρίς να ρωτήσουν, δεν ήξεραν πού να πάνε για να κάνουν τη δουλειά τους.
Άνοιξε την πόρτα ενός μπαρ και εκείνος κι οι σύντροφοί του μπήκαν σ’έναν χώρο όπου έπαιζε απαλή μουσική και ο θόρυβος από τις ομιλίες του κόσμου δεν ήταν έντονος: ερχόταν στ’αφτιά τους σαν μια υπόκωφη βαβούρα. Οι φάτσες που στράφηκαν να τους κοιτάξουν δεν ήταν περισσότερο φιλικές απ’αυτές που τους κοίταζαν στους δρόμους του Δαίδαλου.
Ο Ανδρόνικος πήγε στον πάγκο του μπαρ και παράγγειλε ένα ποτό από τη γυναίκα εκεί. Ήταν ψηλή, με μαύρο, κατάμαυρο δέρμα και μακριά, γαλανά μαλλιά, τα οποία είχε δεμένα κοτσίδα ψηλά στο κεφάλι της. Φορούσε ένα λευκό, αμάνικο φόρεμα με κλειστό γιακά. Τα μάτια της ξεχώριζαν πολύ έντονα επάνω στο μελανόχρωμο πρόσωπό της.
«Χρειάζομαι μια πληροφορία,» της είπε ο Ανδρόνικος.
Εκείνη βλεφάρισε, σιωπηλά, αλλά δεν απομακρύνθηκε.
Ο Ανδρόνικος ήπιε μια γουλιά απ’το ποτό του. «Θέλω να πουλήσω δύο άμαξες και δύο Σερπετά, και ν’αγοράσω ένα ενεργειακό όχημα. Ξέρεις κανέναν εδώ γύρω που θα ενδιαφερόταν για μια τέτοια ανταλλαγή;»
«Απόψε;» ρώτησε η γυναίκα.
«Ναι, απόψε.»
Η γυναίκα συνοφρυώθηκε. «Βιάζεσαι;»
«Ίσως.»
«Θα βγεις από δω και θα κάνεις δυο στροφές αριστερά και μια δεξιά. Θα δεις μια σήραγγα. Θα χτυπήσεις, εκεί μέσα, την πρώτη πόρτα αριστερά και θα ζητήσεις τον κύριο Ευήμερο, ο οποίος ασχολείται με μεσιτικές δουλειές.»
«Ευχαριστώ.»
Ο Ανδρόνικος, η Άνμα’ταρ, και ο Οδυσσέας βγήκαν από το μπαρ και βάδισαν πάλι στους δρόμους του Δαίδαλου.
«Δε θα περίμενα οι άνθρωποι εδώ να είναι τόσο εξυπηρετικοί…» σχολίασε η μάγισσα.
«Ναι, πράγματι,» συμφώνησε ο Ανδρόνικος. «Ας έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά.»
Έκαναν την πρώτη στροφή αριστερά, και συνέχισαν σ’έναν δρόμο που ήταν γλιστερός κάτω απ’τα πόδια τους και γεμάτος με μια οξεία οσμή, η οποία έμοιαζε να προέρχεται από μηχανή. Επίσης, ένας μηχανικός ήχος ακουγόταν πίσω από μερικά πέτρινα χτίρια στα δεξιά τους, σαν κάποιο μεγάλο κατασκεύασμα με παλιά γρανάζια να βρισκόταν σε λειτουργία.
Έκαναν και τη δεύτερη στροφή αριστερά, και πέρασαν δίπλα απ’την ανοιχτή πόρτα ενός οικήματος που δεν μπορεί παρά να ήταν πορνείο, αν έκρινε κανείς απ’τις λιθογραφίες στους τοίχους του.
Προτού στρίψουν δεξιά, όπως τους είχε πει η γυναίκα στο μπαρ, αντιλήφτηκαν ότι τους παρακολουθούσαν, γιατί μια παράξενη πληθώρα από σκιερές μορφές είχε αρχίσει να συγκεντρώνεται πίσω τους.
«Πρίγκιπά μου,» είπε ο Οδυσσέας, «καλύτερα θα ήταν να φύγουμε.»
«Πιστεύεις ότι θα μας αφήσουν;» Το χέρι του Ανδρόνικου πήγε στο πιστόλι μέσα στην κάπα του.
«Πιστεύω ότι θα έχουν σοβαρές διαφωνίες επί του θέματος, αλλά κάτι πρέπει να κάνουμε, αν θέλουμε ν’αποφύγουμε μια σύγκρουση.»
«Δεν μπορούμε να την αποφύγουμε,» είπε η Άνμα’ταρ.
«Η αισιοδοξία σου με σκοτώνει, μάγισσα,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας.
«Περίμενε λίγο και δε θα χρειάζεσαι την αισιοδοξία μου για να σε σκοτώσει.»
Έφτασαν στη δεξιά στροφή, και έστριψαν.
Και είδαν ότι ο δρόμος εμπρός τους ήταν κατασκότεινος, χωρίς καμία λάμπα, χωρίς κανενός είδους φωτισμό· κι από μέσα του ερχόταν μια έντονη μυρωδιά ζώων, μαζί με τη μυρωδιά των ούρων και των περιττωμάτων.
«Η σκρόφα μάς έστησε παγίδα,» μούγκρισε ο Οδυσσέας, κάτω απ’την ανάσα του.
Πίσω τους τώρα ακούγονταν βήματα.
Ο Ανδρόνικος στράφηκε, για ν’αντικρίσει καμια εξάδα άντρες (ή, μήπως, ήταν περισσότεροι; –το σκοτάδι σ’ετούτο το μέρος δε βοηθούσε στον υπολογισμό του αριθμού τους). Οι τρεις τουλάχιστον κρατούσαν πιστόλια. «Θα μπορούσαμε κάπως να σας βοηθήσουμε, κύριοι;»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο ένας απ’αυτούς, βγάζοντας το μισοτελειωμένο τσιγάρο απ’το στόμα του και πετώντας το στο δρόμο. «Δώστε μας ό,τι έχετε. Χρήματα, ρούχα, τα πάντα.» Η μπότα του πάτησε το τσιγάρο, σβήνοντάς το. «Και μετά, θα δούμε τι θα κάνουμε μ’εσάς.»
Την ίδια στιγμή, η Άνμα’ταρ ψιθύρισε στ’αφτί του Ανδρόνικου: «Πυροβόλησε ανάμεσά τους.»
Ο Απολλώνιος Πρίγκιπας δεν ήξερε γιατί του το έλεγε αυτό η μάγισσα, αλλά υπέθετε ότι κάποιον καλό λόγο θα είχε. Επιπλέον, μπορούσε κιόλας να την ακούσει να υποτονθορύζει τα λόγια για ένα ξόρκι. Ναι, σίγουρα κάποιον καλό λόγο θα είχε.
«Ποιοι είστε;» ρώτησε ο Ανδρόνικος, σφίγγοντας τη λαβή του πιστολιού του μέσα στο χέρι του και απασφαλίζοντάς το.
«Τώρα!» σφύριξε η Άνμα’ταρ, πίσω του.
«Οι συστάσεις μετά–» αποκρίθηκε ο ληστής που είχε μιλήσει και πριν· αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τα λόγια του: ο Ανδρόνικος τράβηξε το πιστόλι μέσα απ’την κάπα του και πυροβόλησε ανάμεσα στους κακοποιούς–
Μια ξαφνική λάμψη.
Καπνός.
Κραυγές πόνου, και βήχας.
Οι κακοποιοί είχαν διπλωθεί. Ορισμένοι κρατούσαν το πρόσωπό τους· άλλοι έμοιαζαν απλά ζαλισμένοι.
Γαβγίσματα αντήχησαν απ’τον σκοτεινό δρόμο. Πολλά γαβγίσματα, τα οποία πλησίαζαν. Και μαζί τους ακούγονταν και βήματα. Ανθρώπινα.
«Πίσω!» φώναξε ο Οδυσσέας, πυροβολώντας μες στο σκοτάδι.
Για μια στιγμή, τρεις άντρες φάνηκαν, που ο καθένας κρατούσε ένα ή δύο μεγάλα κυνηγόσκυλα από τα λουριά τους· και ήταν προφανές ότι επρόκειτο για συμμάχους των υπόλοιπων κακοποιών.
«Απάνω τους, ρε!» γκάρισε κάποιος, καθώς το σκοτάδι τύλιγε πάλι τα πάντα· και τα σκυλιά ελευθερώθηκαν απ’τα λουριά τους, ορμώντας καταπάνω στον Ανδρόνικο και τους συντρόφους του.
Ο Οδυσσέας πυροβόλησε στο κεφάλι τον πρώτο σκύλο που παρουσιάστηκε· η σφαίρα έσπασε το κρανίο του, τινάζοντας τριγύρω μυαλά και αίμα. Τα υπόλοιπα σκυλιά δε φάνηκαν να εντυπωσιάζονται απ’αυτό, καθώς τινάζονταν προς τον Πρόμαχο και την Άνμα’ταρ.
Ο Ανδρόνικος πυροβόλησε έναν από τους κακοποιούς που είχαν χτυπηθεί απ’το ξόρκι της μάγισσας, σκοτώνοντάς τον προτού εκείνος προλάβει να σκοτώσει κάποιον απ’τους συμμάχους του. Ύστερα, πυροβόλησε έναν ακόμα, ο οποίος φαινόταν επίσης έτοιμος να επιτεθεί.
Και στράφηκε πίσω του, για να δει την Άνμα’ταρ πεσμένη ανάσκελα στον δρόμο, μ’ένα απ’τα κυνηγόσκυλα επάνω της. Το χέρι της μάγισσας ήταν στο λαιμό του ζώου και σταθερό, αλλά τα δόντια του έτριζαν μπροστά στο πρόσωπό της.
Ο Ανδρόνικος το πυροβόλησε στα πλευρά, πετώντας το παραδίπλα.
Ο Οδυσσέας, εν τω μεταξύ, έριχνε σ’έναν άλλο σκύλο, ενώ ένας τρίτος είχε δαγκώσει το δεξί του γόνατο.
Ένας πυροβολισμός αντήχησε μέσα απ’τον σκοτεινό δρόμο· ο Ανδρόνικος αισθάνθηκε κάτι να τον χτυπά δυνατά στο αριστερό χέρι· παραπάτησε και η πλάτη του κοπάνησε σ’έναν τοίχο. Το όπλο του το κράτησε γερά στη δεξιά του γροθιά· το ύψωσε και έριξε, επανειλημμένα, μες στο σκοτάδι, τρίζοντας τα δόντια.
Η Άνμα’ταρ έκανε ένα ξόρκι, και εκεί όπου πυροβολούσε ο Ανδρόνικος παρουσιάστηκε πάλι μια ξαφνική λάμψη και καπνός. Ουρλιαχτά αντήχησαν.
Ο Ανδρόνικος έφυγε απ’τη θέση του και καλύφτηκε σε μια γωνία. Η Άνμα’ταρ ήρθε κοντά του, και ο Οδυσσέας επίσης, καθώς τώρα είχε σκοτώσει και τον τελευταίο σκύλο που τους είχε επιτεθεί. Το δεξί του πόδι ήταν άσχημα τραυματισμένο από τα δόντια των θηρίων, και κούτσαινε. Ωστόσο, ο ίδιος δεν έμοιαζε να δίνει σημασία στις πληγές του. «Είστε χτυπημένος, Πρίγκιπά μου,» είπε στον Ανδρόνικο, ρίχνοντας μια ματιά στο αριστερό του χέρι. «Πρέπει να φύγουμε από δω, και να σας περιποιηθούμε. Ήταν παγίδα. Από την αρχή.»
«Οι άνθρωποι, πάντως, που μας ζήτησαν λεφτά έχουν εξαφανιστεί,» παρατήρησε η Άνμα’ταρ. «Μάλλον, δεν περίμεναν τέτοια αντίσταση.»
«Ναι,» είπε ο Οδυσσέας, «αλλά, και πάλι, τούτο δεν είναι ασφαλές μέρος. Ούτε πρόκειται οι οδηγίες αυτής της μαυρόδερμης σκύλας του μπαρ να μας οδηγήσουν πουθενά.»
Ο Ανδρόνικος θυμήθηκε την επιγραφή επάνω στην πέτρινη αψίδα, και σκέφτηκε: Μάλλον, δεν κάναμε μόνο μισό βήμα μπροστά. Πάντως, πρέπει να ρίξαμε τουλάχιστον δύο ματιές γύρω μας, αλλιώς δε θα ήμασταν τώρα ανάμεσα στους ζωντανούς.
«Μπορείς να βγάλεις τη σφαίρα;» ρώτησε τον Οδυσσέα.
Ο Πρόμαχος ένευσε. Στην Άνμα’ταρ είπε: «Έχε τα μάτια σου ανοιχτά, μάγισσα.»
Εκείνη κρατούσε ήδη ένα πιστόλι στο δεξί της χέρι. Δεν αποκρίθηκε, αλλά από την έκφρασή της ήταν φανερό ότι δεν πρόκειται ν’άφηνε κανέναν να πλησιάσει.
Ο Οδυσσέας έσκισε το πουκάμισο του Ανδρόνικου στο σημείο του μπράτσου και κοίταξε το τραύμα. Το πασπάτεψε λίγο, ενώ ο Πρίγκιπας έτριζε τα δόντια.
Η όψη του Οδυσσέα σφίχτηκε. «Αδύνατον να τη βγάλω τώρα, Πρίγκιπά μου,» είπε. «Χρειάζομαι κάποια λαβίδα. Πρέπει να φύγουμε απ’την πόλη και να–»
«Όχι,» τον διέκοψε ο Ανδρόνικος. «Ήρθαμε εδώ για να κάνουμε μια δουλειά, και θα την κάνουμε.»
«Μα, Πρίγκιπά μου–»
«Σκίσε το χέρι του πουκαμίσου μου και φτιάξε μου έναν πρόχειρο νάρθηκα.»
Ο Οδυσσέας υπάκουσε, καθώς δεν ήταν και τίποτα το δύσκολο· κι επιπλέον, ήταν απαραίτητο, έτσι κι αλλιώς. Ωστόσο, είπε: «Δεν μπορούμε να επιστρέψουμε σ’εκείνο το μπαρ, αν αυτό σκέφτεστε. Θα μας περιμένουν, και, κατά πάσα πιθανότητα, θα μας σκοτώσουν.»
«Ναι…» παραδέχτηκε ο Ανδρόνικος, νιώθοντας χαμένος, μην ξέροντας πού να στραφεί. Ο Οδυσσέας είχε δίκιο: δεν μπορούσαν να επιστρέψουν σ’εκείνο το μπαρ· αλλά ποιος τους εγγυάτο πως, αν πήγαιναν αλλού, τα πράγματα θα ήταν καλύτερα; Δεν ήξεραν τίποτα για τούτη τη Χώρα του Δαίδαλου. Ήταν μια ολόκληρη πόλη από μόνη της. Μια πόλη μέσα στη Μακρόπολη. Ο Ανδρόνικος δεν γνώριζε, παλιότερα, ότι υπήρχε αυτό το πράγμα στην επικράτεια του βασιλείου του. Δεν είχε ιδέα για τον Δαίδαλο. Και τώρα αναρωτιόταν πόσα άλλα παρόμοια μέρη ίσως να μη γνώριζε. Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ! Σ’ένα τέτοιο μέρος θα μπορούσαν να κρύβονται ακόμα και πράκτορες της Παντοκράτειρας, χωρίς να τους–
«Υψηλότατε,» τον ρώτησε ο Οδυσσέας, διακόπτοντας τις σκέψεις του μπερδεμένου μυαλού του, «τι θα κάνουμε;»
«Μου μοιάζετε γι’άνθρωποι π’αναζητούν κάτι.»
Ο Ανδρόνικος στράφηκε, ξαφνιασμένος. Το ίδιο κι ο Οδυσσέας και η Άνμα’ταρ. Γιατί η φωνή δεν ανήκε σε κανέναν απ’τους τρεις τους. Ήταν μια καινούργια φωνή.
Δυο μάτια γυάλιζαν μέσα στην τρύπα ενός πέτρινου τοίχου, κι ένα πρόσωπο μόλις που διακρινόταν. Πρέπει να είχε λευκό δέρμα, σαν του Ανδρόνικου και του Οδυσσέα: δηλαδή, δέρμα με απόχρωση του ροζ, όχι άσπρο σαν ύφασμα, όπως του μονόφθαλμου άντρα που είχαν συναντήσει μπαίνοντας στην πόλη.
«Ναι, εγώ σάς μιλάω. Δε με πιστεύετε;» Το πρόσωπο χαμογέλασε, και το πάνω χείλος του φάνηκε να σκίζεται στα δύο –κάποια παλιά ουλή. «Μπορώ να σας βοηθήσω. Αν αποφασίσετε να μην με σκοτώσετε. Χε-χε-χε…»
«Ποιος είσαι;» ρώτησε ο Ανδρόνικος.
«Κάποιος.»
«Και ποιο είναι το όνομά σου, Κάποιε;» είπε ο Οδυσσέας, με απειλητικό τόνο στη φωνή του. Το πιστόλι του το είχε θηκαρώσει, για να περιποιηθεί το τραύμα του Πρίγκιπά του, αλλά τώρα το τράβηξε πάλι.
«Ήρεμα, γείτονα! Ήρεμα!» είπε το πρόσωπο μέσα στην τρύπα, χωρίς όμως να φανεί να πανικοβάλλεται. «Το όνομά μου είναι Κάποιος. Έτσι με ξέρουν, κι έτσι με φωνάζουν. Και, για να σας το πω κι αλλιώς, αν έχω άλλο όνομα, ούτε εγώ δεν ξέρω ποιο είναι· χε-χε-χε…» Το μειδίαμά του ήταν, το λιγότερο, άσχημο· ή, για κάποιον ευαίσθητο, τουλάχιστον αποκρουστικό.
«Είπες ότι μπορείς να μας βοηθήσεις. Πώς;» ρώτησε ο Ανδρόνικος. «Και γιατί;»
«Πώς και γιατί…» μουρμούρισε το πρόσωπο μέσα στην τρύπα. «Το πώς εξαρτάται από το τι πραγματικά θέλετε. Το γιατί είναι απλό: Υποθέτω πως, σίγουρα, θα έχετε κάτι που θέλω, ε; Χε-χε.»
Τα μάτια του Ανδρόνικου στένεψαν. «Σαν τι;»
«Δεν ξέρω· εσύ πες μου, Πρίγκιπα Ανδρόνικε–»
Το πιστόλι του Οδυσσέα, πάραυτα, υψώθηκε, σημαδεύοντας το πρόσωπο ανάμεσα στα μάτια. «Κουνήσου απ’τη θέση σου και θα βρεις τα μυαλά σου πίσω σου. Πώς μας ξέρεις;»
«Δεν σας ξέρω,» είπε το πρόσωπο. «Ξέρω τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο. Και, στ’αλήθεια, ρωτάς πώς ξέρω τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο; Ε; Ε; Χα-χα-χα-χα-χα!…» Το πρόσωπο έδειχνε να διασκεδάζει.
Ο Οδυσσέας δεν κατέβασε το όπλο του. «Ναι, ρωτάω ακριβώς αυτό.»
«Η φάτσα του δεν είναι κρυφή. Οι πάντες στην Απολλώνια την ξέρουν. Την έχουμε δει σε άφησες, σε οθόνες, σε φυλλάδια, σε περιοδικά, σε βιβλία–»
«Παραδόξως, κανένας δεν αναγνώρισε τον Πρίγκιπα ώς τώρα.»
«Είσαι σίγουρος γι’αυτό; Χε-χε-χε…!»
Απρόσμενα, μίλησε η Άνμα’ταρ: «Δε μπορείς να μας κοροϊδέψεις τόσο εύκολα,» είπε, ήρεμα. «Μέσα σ’ετούτα τα σκοτεινά δρομάκια, δε θ’αναγνώριζε κανείς ούτε τον αδελφό του–»
«Ο Κάποιος, όμως, αναγνώρισε εσάς!»
«Κι επιπλέον, αυτή δεν είναι η συνηθισμένη εμφάνιση του Πρίγκιπα.» Η Άνμα έριξε ένα βλέμμα στον Ανδρόνικο, που το πάνω μισό της όψης του ήταν, ουσιαστικά, κρυμμένο στη σκιά του πλατύγυρου καπέλου του.
«Ίσως νάμαι πιο παρατηρητικός απ’τους άλλους ανθρώπους. Θέλετε τώρα τη βοήθειά μου, ή όχι;»
Για να δούμε τι έχεις να πεις… σκέφτηκε ο Ανδρόνικος. «Ψάχνουμε κάποιον για να κάνουμε μια ανταλλαγή. Να του δώσουμε δύο άμαξες και δύο Σερπετά, ώστε να μας δώσει ένα ενεργειακό όχημα. Έχεις κάποιο τέτοιο άτομο υπόψη σου;»
«Ίσως. Τι έχετε να μου προσφέρετε ως αντάλλαγμα για τη βοήθειά μου;»
«Δεν την είδαμε ακόμα τη βοήθειά σου,» είπε ο Οδυσσέας.
«Θα τη δείτε, όμως. Δεν πρέπει κι εγώ τώρα να ξέρω τι έχετε να μου δώσετε;»
«Τρεις λαχνούς,» είπε ο Ανδρόνικος. «Για την κλήρωση που θα γίνει απόψε τα μεσάνυχτα στη Νυχτερινή Φωλιά.»
«Υπέροχα!» αποκρίθηκε το πρόσωπο μέσα στην τρύπα, ξαφνιάζοντάς τους και τους τρεις.
«Πρίγκιπά μου,» είπε ο Οδυσσέας, «πρέπει να πρόκειται για κάποια παγίδα.»
Το πρόσωπο τον αγνόησε. «Θα σας οδηγήσω σ’έναν άνθρωπο που, σίγουρα, θα μπορεί να σας βοηθήσει. Στον ίδιο τον Δαίδαλο.»
Ο Ανδρόνικος συνοφρυώθηκε. «Στον Δαίδαλο; Ο Δαίδαλος δεν είναι μέρος; Δεν είναι αυτό το μέρος της πόλης όπου βρισκόμαστε;»
«Φυσικά και όχι. Αυτή είναι η Χώρα του Δαίδαλου. Γιατί νομίζεις ότι ονομάζεται έτσι; Γιατί, προφανώς, ανήκει στον Δαίδαλο! Οι περισσότεροι, βέβαια, λένε ότι ο Δαίδαλος δεν υπάρχει· ναι, το ξέρω· λένε ότι είναι παραμύθι. Χε-χε, τι ανόητοι! Εγώ τον γνωρίζω τον κύριο Δαίδαλο. Εγώ δουλεύω γι’αυτόν. Και είναι ο καλύτερος αφέντης! Ελάτε μαζί μου, και θα σας οδηγήσω. Ελάτε· περάστε την πόρτα που βλέπετε στ’αριστερά σας.»
Κρατώντας το πιστόλι του σε ετοιμότητα, ο Οδυσσέας έσπρωξε την πόρτα, ανοίγοντάς την. Πέρασε το κατώφλι προσεκτικά, εξακολουθώντας να αγνοεί τα τραύματα στο πόδι του. Ο Ανδρόνικος και η Άνμα’ταρ τον ακολούθησαν με την ίδια επιφύλαξη, και βρέθηκαν όλοι τους στο εσωτερικό ενός φαινομενικά εγκαταλειμμένου οικήματος, όπου μονάχα μια παλιά ενεργειακή λάμπα τρεμόπαιζε. Ο άντρας που τους είχε μιλήσει από την τρύπα του τοίχου στεκόταν από κάτω της. Το πρόσωπό του θα το αναγνώριζαν παντού, κακάσχημο καθώς ήταν. Επίσης, τώρα πρόσεξαν ότι μαλλιά δεν είχε στο κεφάλι του· ήταν τελείως καραφλός. Γένια, όμως, είχε, αραιά και άσχημα. Ήταν ντυμένος με παλιά δερμάτινα ρούχα και φορούσε φαρδιές και μεγάλες μπότες, μέσα στις οποίες τα πόδια του έπλεαν.
«Ακολουθήστε με,» είπε, γνέφοντάς τους, «και θα σας οδηγήσω στον Δαίδαλο.» Και, προτού κανείς τους προλάβει να μιλήσει, ο άντρας χώθηκε μέσα στο στρογγυλό στόμιο μιας σήραγγας, σκύβοντας.
Ο Ανδρόνικος, ο Οδυσσέας, και η Άνμα’ταρ τον ακολούθησαν. Ο στενός χώρος εδώ φωτιζόταν από μικρές λάμπες, οι οποίες βρίσκονταν πότε στους τοίχους, πότε στο ταβάνι, πότε στο πάτωμα, αναδίδοντας ένα ασθενικό, κατάλευκο φως. Καθώς προχωρούσαν, οι τρεις τους είχαν την αίσθηση ότι βάδιζαν μέσα σ’έναν πελώριο σωλήνα. Τα τοιχώματα γύρω τους ήταν καμωμένα από πέτρα, και πάνω σ’αρκετά τους σημεία υπήρχαν λειχήνες· έντομα και τρωκτικά ξεπρόβαλλαν από τρύπες, για να κοιτάξουν τους ανθρώπους που διέσχιζαν τις περιοχές τους.
«Αν σκέφτεσαι να μας οδηγήσεις σε κάποια παγίδα,» απείλησε ο Οδυσσέας τον οδηγό τους, «να ξέρεις πως εσύ θα είσαι ο πρώτος που θα πεθάνει.» Το πιστόλι του το είχε ακόμα στο χέρι, και τα δόντια του έτριζαν σαν τα δόντια των σκύλων που είχε πρόσφατα σκοτώσει –αναμφίβολα, από τον πόνο που του προκαλούσαν τα τραύματα στο πόδι του, σκεφτόταν ο Ανδρόνικος.
Ο υπηρέτης του Δαίδαλου δεν απάντησε στην απειλή του Οδυσσέα, και σύντομα βγήκαν από τη σήραγγα, για να βρεθούν σ’ένα κελάρι. Εδώ, ο κακάσχημος άντρας με το κομμένο πάνω χείλος άναψε μια ενεργειακή λάμπα και τους οδήγησε σε μια ξύλινη σκάλα.
«Είναι μακρύ το ταξίδι, ακόμα;» μούγκρισε ο Οδυσσέας, σφίγγοντας τη λαβή του πιστολιού στο χέρι του.
«Όχι πολύ,» είπε ο οδηγός τους. «Όχι πολύ. Ελάτε!»
Ανέβηκαν τη σκάλα, και εκείνος έσπρωξε μια σιδερένια πόρτα, ανοίγοντάς την και βάζοντάς τους σ’ένα άλλο δωμάτιο, όπου υπήρχε αρκετός φωτισμός. Έμοιαζε με κάποιου είδους αποθήκη, καθώς περιείχε ψηλά, μεταλλικά, κυλινδρικά δοχεία με βαθιές ραβδώσεις και σπείρες λαξεμένες επάνω.
Αμέσως, δύο γυναίκες πετάχτηκαν από μια γωνία. Η μία ήταν ψηλή με μαύρα, μακριά μαλλιά και κατάλευκο δέρμα· η άλλη ήταν κοντύτερη με κοντά, πορφυρά μαλλιά και δέρμα άσπρο σαν του Οδυσσέα και του Ανδρόνικου. Κι οι δύο βαστούσαν καραμπίνες, υψωμένες κι έτοιμες να ρίξουν.
«Ηρεμία, κορίτσια! Ηρεμία!» φώναξε ο υπηρέτης του Δαίδαλου. «Εγώ είμαι, και αυτοί εδώ είναι μαζί μου, οπότε δεν τρέχει τίποτα. Σωστά;»
Οι γυναίκες κατέβασαν τα όπλα τους, και η ψηλή, λευκόδερμη τύπισσα ένευσε. «Προχωρήστε.»
Ο υπηρέτης του Δαίδαλου πέρασε ανάμεσά τους, και ο Ανδρόνικος, ο Οδυσσέας, και η Άνμα’ταρ τον ακολούθησαν.
«Τι μέρος είν’αυτό;» ρώτησε ο Πρόμαχος, καθώς διέσχιζαν την αποθήκη με τα μεγάλα, κυλινδρικά δοχεία.
«Δεν έχω την παραμικρή ιδέα.»
Ο Ανδρόνικος αμφέβαλλε ότι ο άντρας έλεγε την αλήθεια, και ήταν βέβαιος πως κι ο Οδυσσέας το αμφέβαλλε επίσης.
«Ανήκει στον Δαίδαλο;» είπε ο Πρόμαχος.
«Φυσικά και ανήκει στον Δαίδαλο. Βρίσκεστε στη Χώρα του Δαίδαλου!» Ο άντρας άνοιξε μια μικρή πόρτα (που αποκλείεται να ήταν η κεντρική είσοδος της αποθήκης· γιατί, αν ήταν, τότε από πού έμπαιναν αυτά τα πελώρια κυλινδρικά δοχεία;) και βγήκαν σ’έναν σκοτεινό δρόμο.
«Πού είμαστε τώρα;» ρώτησε ο Οδυσσέας.
«Πλησιάζουμε.»
Ο υπηρέτης του Δαίδαλου τούς πήγε κοντά σ’άλλη μια μικρή πόρτα. Κοίταξε δεξιά κι αριστερά στον δρόμο, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι κανείς δεν τους παρακολουθούσε, έβγαλε μια αρμαθιά κλειδιά από τα ρούχα του, και έβαλε ένα από αυτά στην κλειδαριά. Το γύρισε δύο φορές, και δύο δυνατά κλακ ακούστηκαν. Ύστερα, άνοιξε την πόρτα και μπήκε σ’ένα στενόχωρο δωμάτιο. Σήκωσε μια καταπακτή και τους έκανε νόημα να κατεβούν τη σιδερένια σκάλα που παρουσιάστηκε.
«Εσύ πρώτος,» του είπε ο Οδυσσέας, σημαδεύοντάς τον.
Ο άντρας δεν έφερε αντίρρηση, και τον ακολούθησαν ξανά.
Κατέβηκαν τη σκάλα, επάνω στην οποία τα πόδια τους έκαναν έναν χαρακτηριστικό μεταλλικό ήχο, και έφτασαν σ’ένα στρογγυλό πέτρινο δωμάτιο. Τριγύρω υπήρχαν παράθυρα, που ήταν ανοιχτά· και από τα παράθυρα φαινόταν η πόλη από κάτω τους. Από κάτω τους! Σαν να μην είχαν μόλις κατεβεί μέσα σε μια τρύπα του εδάφους, αλλά να είχαν ανεβεί στον ψηλότερο πύργο ετούτης της περιοχής.
«Τι συμβαίνει εδώ;» μούγκρισε ο Οδυσσέας· και ήταν έτοιμος πάλι να υψώσει το πιστόλι του και να απειλήσει τον άντρα με το κομμένο χείλος–
Μια φωνή, όμως, τον πρόλαβε.
«Τους έφερες, Κάποιε. Εύγε, εύγε, παιδί μου! Τελικά, είσαι χρήσιμος και για κάτι.»
Ο Ανδρόνικος στράφηκε, για να δει έναν άντρα να βγαίνει από μια είσοδο την οποία δεν είχε προσέξει πριν. Ήταν ντυμένος μ’ένα μαύρο κοστούμι, το οποίο είχε ψηλό γιακά και φαρδιά μανίκια. Στη μέση του δενόταν μια αργυρή ζώνη. Στα πόδια του φορούσε γυαλιστερά παπούτσια.
Ήταν γέρος, πράγμα το οποίο φαινόταν από τις βαθιές ρυτίδες στο πρόσωπό του και από τα κάτασπρα, μακριά του γένια. Τα μαλλιά του ήταν κουρεμένα κοντά. Τα φρύδια του ήταν μεγάλα, και πετούσαν. Το δέρμα του ήταν λευκό με απόχρωση του ροζ.
Παρά τη φανερά μεγάλη ηλικία του, δε βάδιζε σαν γέροντας, αλλά ευθυτενής και χωρίς να έχει ανάγκη από κάποιο στήριγμα.
Ο άντρας που είχε φέρει εδώ τον Ανδρόνικο και τους συντρόφους του έκανε μια υπόκλιση μπροστά στον άντρα με τα λευκά μούσια. «Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, Μεγάλε Αφέντη Δαίδαλε,» είπε, δίχως κανένα ίχνος ειρωνείας στη φωνή του.
Ο Δαίδαλος τον αγνόησε. «Πρίγκιπα Ανδρόνικε,» είπε, «σε καλωσορίζω στο φτωχικό μου.» Και, πλησιάζοντας, έδωσε το χέρι του στον Πρίγκιπα.
Εκείνος το πήρε και το έσφιξε, διαπιστώνοντας ότι ήταν δυνατό. «Ευχαριστώ,» αποκρίθηκε. «Θα ήθελα, όμως, να ξέρω ποιος πραγματικά είστε.» Ο γέρος τού είχε μιλήσει στον ενικό· εκείνος, όμως, έβρισκε ότι δεν μπορούσε να κάνει το ίδιο.
Τα μεγάλα φρύδια του Δαίδαλου υψώθηκαν. «Δε σας είπε ο Κάποιος; Είμαι ο Δαίδαλος.»
«Ναι,» παραδέχτηκε ο Ανδρόνικος, «αυτό μάς το είπε…»
«Τότε, τι άλλο χρειάζεται να ξέρετε;»
«Για να είμαι ειλικρινής, δε γνώριζα τίποτα για εσάς ή για τη… Χώρα σας μέσα στη Μακρόπολη.»
«Δε με εκπλήσσει,» είπε ο Δαίδαλος. «Η Απαστράπτουσα είναι μακριά, και είμαι βέβαιος πως έχεις πολλά που σε απασχολούν, Πρίγκιπά μου.»
«Είστε, λοιπόν, ο άρχοντας αυτού του τόπου;» θέλησε να μάθει ο Ανδρόνικος. «Ο πραγματικός άρχοντας και της Μακρόπολης, ίσως;»
Ο Δαίδαλος κούνησε το κεφάλι. «Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Είμαι μονάχα ο δημιουργός της Χώρας μου. Η Μακρόπολη αναπτύχθηκε πολύ μετά.»
Ο Ανδρόνικος συνοφρυώθηκε, παραξενεμένος. «Μα, η Μακρόπολη είναι πολύ παλιά πόλη… Υπάρχει εδώ και αιώνες.»
«Ναι, πράγματι–»
«Μας κοροϊδεύεις;» παρενέβη ο Οδυσσέας. «Αποκλείεται να ζεις από τότε!»
«Πώς ζω, λοιπόν, αγαπητέ μου φίλε; Πώς, αφού αποκλείεται;»
«Μας λες ψέματα,» είπε ο Οδυσσέας. «Κι ετούτο το δωμάτιο» –έδειξε το χώρο γύρω τους με μια κίνηση του αριστερού του χεριού– «πρέπει να είναι φτιαγμένο με κάποια μαγεία. Πρέπει να είναι ψευδαίσθηση. Δεν μπορεί να βρισκόμαστε πάνω από την πόλη· μόλις κατεβήκαμε μέσα σε μια τρύπα!»
Ο Δαίδαλος γέλασε. «Κι όμως,» τόνισε, υψώνοντας τα φρύδια του, «είμαστε πάνω από την πόλη. Ή, μάλλον, πάνω από τη Χώρα μου. Κοιτάξτε πιο προσεκτικά από κάποιο παράθυρο. Τι μπορείτε να δείτε;»
Πλησίασαν ένα παράθυρο και κοίταξαν· ο Οδυσσέας έριχνε, συγχρόνως, ματιές πάνω απ’τον ώμο του, γιατί δεν εμπιστευόταν ετούτο τον παράξενο μάγο.
«Τι βλέπετε;» τους παρότρυνε να μιλήσουν ο Δαίδαλος. «Τι βλέπετε;»
«Η πόλη…» είπε ο Ανδρόνικος. «Δεν πρέπει ετούτη να είναι ολόκληρη η πόλη.»
«Φυσικά και όχι. Είναι μόνο η Χώρα μου. Βρισκόμαστε πάνω από τη Χώρα μου, και μόνο.»
Ο Οδυσσέας στράφηκε να τον αντικρίσει. «Πώς είναι δυνατόν;»
Ο Δαίδαλος τον ατένισε αυστηρά. «Είσαι, λοιπόν, από τους ανθρώπους που δεν έχουν ποτέ βγει από τη διάστασή τους; Δεν έχεις ταξιδέψει έξω από την Απολλώνια;»
«Ασφαλώς και έχω. Είμαι Πρόμαχος της Επανάστασης!» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας με κάποια περηφάνια. Ναι, συλλογίστηκε, ενστικτωδώς, ο Ανδρόνικος, παρατηρώντας τη φωτιά στη φωνή του, γι’αυτό σ’έχω στο πλευρό μου: γιατί το ξέρω πως θα αγωνιστείς μέχρι το τέλος, ό,τι κι αν συμβεί· κι αν τύχει να πεθάνεις, θα είσαι περήφανος που πεθαίνεις υπηρετώντας εμένα και το σκοπό της Επανάστασης.
«Τότε,» είπε ο Δαίδαλος, «γιατί εκπλήσσεσαι; Βρισκόμαστε σε μια διάσταση που συνυπάρχει με την Απολλώνια, αλλά όχι σε κάθε της σημείο. Επίσης, ο χρόνος κυλά διαφορετικά εδώ: πολύ, πολύ διαφορετικά· γι’αυτό κιόλας είμαι ακόμα ζωντανός. Ή, μάλλον, τούτος δεν είναι παρά μόνο ένας απ’τους λόγους. Ο σημαντικότερος, όμως, ίσως.»
«Και πώς ονομάζεται η διάσταση όπου βρισκόμαστε;» ρώτησε ο Οδυσσέας.
«Διάσταση του Δαίδαλου.»
«Εσείς την έχετε δημιουργήσει;» έκανε ο Ανδρόνικος.
«Ναι.» Ο Δαίδαλος έπιασε τα χέρια του πίσω από την πλάτη, παρατηρώντας τους τρεις επαναστάτες αντίκρυ του.
Ο Ανδρόνικος δεν ήξερε τι να πει, έτσι προτίμησε να μείνει σιωπηλός.
Ο Οδυσσέας απλά ανασήκωσε τους ώμους, και θηκάρωσε, επιτέλους, το πιστόλι του, κρίνοντας πως δεν υπήρχε άμεσος κίνδυνος.
Η Άνμα’ταρ είπε, μιλώντας για πρώτη φορά εδώ κι αρκετή ώρα: «Είστε μάγος, έτσι δεν είναι;»
«Τι πάει να πει αυτό, νεαρή κυρία;» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος.
«Δεν μπορώ να καταλάβω πώς είναι δυνατόν ένας μάγος να δημιούργησε μια διάσταση. Η μαγεία δεν δημιουργεί πράγματα που δεν υπάρχουν ήδη στο σύμπαν. Αυτός είναι ένας από τους βασικούς της νόμους.»
«Πράγματι,» είπε ο Δαίδαλος, «αλλά τα διαμορφώνει. Μπορεί κάτι που είναι μακριά να το φέρει κοντά, ή μπορεί κάτι που είναι κοντά να το απομακρύνει. Μπορεί κάτι που είναι μεγάλο να το μικρύνει, ή κάτι που είναι μικρό να το μεγεθύνει.
»Αλλά αρκετά μ’αυτές τις θεωρίες. Απ’ό,τι καταλαβαίνω, βρίσκεστε εδώ για κάποιον πολύ πιο συγκεκριμένο λόγο. Έτσι δεν είναι, Πρίγκιπα Ανδρόνικε;»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, και του εξήγησε ότι χρειάζονταν ένα όχημα, και ότι, για να το αποκτήσουν, ήταν πρόθυμοι να δώσουν δύο άμαξες και δύο Σερπετά που είχαν στην κατοχή τους, καθώς και κάποια επιπλέον χρήματα, αν ήταν ανάγκη.
«Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος, ο Αντιβασιλέας της Απολλώνιας, θέλει να παζαρέψει για ένα απλό ενεργειακό όχημα;» είπε ο Δαίδαλος. «Γιατί δεν το επιτάσσει από τις Αρχές της Μακρόπολης;»
«Υπάρχει λόγος–»
«Προσπαθείς να κρυφτείς. Αλλά από ποιον;»
«Εσύ, αλήθεια, πώς μας εντόπισες;» παρενέβη ο Οδυσσέας.
«Βρίσκεστε στη Χώρα μου· τι ερώτηση είναι αυτή, αγαπητέ μου φίλε;» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος, μ’ένα αχνό μειδίαμα να διακρίνεται μέσα απ’τα λευκά του γένια. Ύστερα, έστρεψε πάλι το βλέμμα του στον Ανδρόνικο. Τα μάτια του ήταν γκρίζα και γυαλιστερά, σαν ενεργειακά φορτισμένο μέταλλο. «Ποιος σε καταδιώκει, Πρίγκιπα Ανδρόνικε, μέσα στο ίδιο σου το βασίλειο; Είναι αλήθεια αυτά που έχω ακούσει;»
«Τι έχετε ακούσει;»
«Ότι ο αδελφός σου, Πρίγκιπας Λούσιος, έχει σφετεριστεί τον Κυανό Θρόνο, και ότι έχει συγκεντρώσει μια σέκτα γύρω του, της οποίας οι στόχοι είναι αμφίβολοι και, πιθανώς, επικίνδυνοι.»
«Δεν είμαι βέβαιος,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Δεν το έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια. Έλειπα απ’την Απολλώνια και, πριν από ένα μήνα περίπου, επέστρεψα, ερχόμενος από τη Χάρνταβελ.»
«Από τη Χάρνταβελ, ε; Πλέοντας πάνω στον Μαύρο Ποταμό, να υποθέσω;»
Ο Ανδρόνικος ένευσε.
«Και γιατί δεν είσαι ακόμα στην Απαστράπτουσα;»
«Δεχτήκαμε σαμποτάζ, και αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε το σκάφος μας. Από τότε κινούμαστε κρυφά μέσα στην Απολλώνια, γιατί είμαστε βέβαιοι ότι κάποιος μάς καταδιώκει, έχοντας κατασκόπους του σε διάφορα σημεία –κι αυτός ο κάποιος δε νομίζω ότι είναι η πρώην σύζυγός μου.»
«Επομένως,» είπε ο Δαίδαλος, «πρέπει, όντως, να είναι ο Πρίγκιπας Λούσιος. Γνωρίζεις τι λένε για τη σέκτα που έχει συγκεντρωθεί γύρω του, Πρίγκιπα Ανδρόνικε;»
«Δεν έχω καταφέρει να μάθω όσα θα ήθελα,» παραδέχτηκε ο Ανδρόνικος.
«Λένε πως, μέσα στους κόλπους της, κρύβει ιερείς του Μαύρου Νάρζουλ–»
«Αδύνατον! Ο Λούσιος ποτέ δε θα επέτρεπε κάτι τέτοιο–»
Ο Δαίδαλος γέλασε.
Η όψη του Ανδρόνικου αγρίεψε. «Ο αδελφός μου δεν είναι υπηρέτης του Μαύρου Νάρζουλ!»
«Ωστόσο, προσπαθεί να σε σκοτώσει!» Η φωνή του Δαίδαλου ήταν σκληρή.
«Δεν είμαι σίγουρος ακόμα.»
«Ποιος θα μπορούσε να είναι, λοιπόν; Ποιος άλλος από αυτόν που κάθεται τώρα στον Κυανό Θρόνο, ενώ εσύ λείπεις; Ποιος άλλος από αυτόν που έχουμε ακούσει ότι έχει κάνει τόσες αλλαγές στην πολιτική οργάνωση της Απολλώνιας; Ποιος άλλος από αυτόν που γύρω του έχει σχηματίσει μια κάστα φανατικών υποστηρικτών; Ο αδελφός σου, Πρίγκιπα Ανδρόνικε, ίσως να μην είναι ο άνθρωπος που πιστεύεις.»
«Θα το ανακαλύψω, αν είναι έτσι,» είπε, πεισματάρικα, ο Ανδρόνικος. «Μπορείτε τώρα να μας βοηθήσετε, ή όχι;»
«Δυστυχώς,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος, «δεν έχω οχήματα για να σας δώσω, ούτε μπορώ να προστάξω κάποιον να σας δώσει ένα: δεν είμαι ο άρχοντας της Χώρας μου, όσο παράξενο κι αν ακούγεται· είμαι μονάχα ο δημιουργός της. Ωστόσο, μπορώ να σας κατευθύνω στον κατάλληλο άνθρωπο· κι ελπίζω, Πρίγκιπα Ανδρόνικε, να μην παρεξηγήσεις το γεγονός ότι είναι πρόσωπο που δεν σέβεται και τόσο τους νόμους του βασιλείου σου, ή, τουλάχιστον, ορισμένους από αυτούς.»
«Ετούτη τη στιγμή, δεν έχω την πολυτέλεια να κυνηγήσω παρανόμους, κύριε Δαίδαλε. Έχω, όμως, την ανάγκη –και την επιθυμία– να ξεσκεπάσω και να καταστρέψω προδότες.»
«Πολύ καλά, τότε,» είπε ο Δαίδαλος· «δε νομίζω να έχεις παράπονο από το άτομο που έχω υπόψη μου.
»Ωστόσο,» πρόσθεσε, «προτού φύγετε από εδώ, πιστεύω πως θα ήταν συνετό να περιποιηθώ τα τραύματά σας. Τα δαγκώματα από σκύλους μπορεί να προκαλέσουν άσχημες μολύνσεις· και, ασφαλώς, δεν είναι ευχάριστο να έχεις μια σφαίρα φυτεμένη μέσα στο χέρι σου, ακόμα κι αν είναι μικρή σφαίρα πιστολιού.»
«Φαίνεται πως ξέρεις και πώς ακριβώς τραυματιστήκαμε…» σχολίασε ο Οδυσσέας.
«Την ίδια συζήτηση θα κάνουμε;» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος, μοιάζοντας λιγάκι ενοχλημένος. «Απ’αυτά τα παράθυρα,» ύψωσε το χέρι του για να δείξει μερικά, «μπορώ να δω τα πάντα μέσα στη Χώρα μου. Τα πάντα.»
Στράφηκε σε μια είσοδο του δωματίου, την οποία ο Ανδρόνικος πάλι δεν είχε προσέξει πριν· ή, μάλλον, ήταν σίγουρος πως πριν δεν υπήρχε. Ή, μήπως, υπήρχε, και τώρα απλά νόμιζε ότι πριν δεν υπήρχε; Βλεφάρισε, μπερδεμένος.
Ο Δαίδαλος έβγαλε ένα λεπτό σφύριγμα απ’τα χείλη του, και μια ανθρωπόμορφη οντότητα ξεπρόβαλε από την είσοδο. Ήταν μετρίου αναστήματος και ντυμένη μ’έναν φαρδύ χιτώνα. Το πρόσωπό της ήταν κενό: δεν είχε ούτε μάτια, ούτε μύτη, ούτε στόμα. Στο κεφάλι της υπήρχε ένα μεταλλικό καπέλο, που έμοιαζε να είναι ένα με το πετσί της. Το δέρμα της ήταν λευκό με μια μεταλλική απόχρωση, ακριβώς όπως το δέρμα του Ανδρόνικου και του Οδυσσέα ήταν λευκό αλλά με μια ροζ απόχρωση. Η φιγούρα δεν ήταν ξεκάθαρο αν ήταν αρσενική ή θηλυκή.
Ο Δαίδαλος τής μίλησε σε μια ακαταλαβίστικη γλώσσα.
Ο Ανδρόνικος κοίταξε ερωτηματικά την Άνμα’ταρ, μήπως η μάγισσα καταλάβαινε· εκείνη, όμως, ανασήκωσε τους ώμους, φανερώνοντας την άγνοιά της.
«Ο υπηρέτης μου θα περιποιηθεί τα τραύματά σας,» είπε ο Δαίδαλος, καθώς η απρόσωπη μορφή ζύγωνε τον Απολλώνιο Πρίγκιπα.
Ο Ανδρόνικος δεν απομακρύνθηκε, και εκείνη έλυσε τον νάρθηκα που είχε φτιάξει ο Οδυσσέας από το σχισμένο του πουκάμισο. Κράτησε το χτυπημένο χέρι του Πρίγκιπα με το ένα δικό της –το άγγιγμά της ήταν ψυχρό, σαν το άγγιγμα μετάλλου–, και το άλλο της χέρι υψώθηκε πάνω απ’το τραύμα του. Τα δάχτυλα του χεριού μετασχηματίστηκαν: έγιναν μια λαβίδα, η οποία χώθηκε επιδέξια μέσα στην πληγή –ο Ανδρόνικος γρύλισε από τον πόνο, αλλά καταλάβαινε ότι δεν ήταν κάτι που η παράξενη οντότητα έκανε επίτηδες– και τράβηξε έξω τη σφαίρα, για να την κρύψει στις πτυχές του χιτώνα της. Στη συνέχεια, το χέρι της οντότητας μετασχηματίστηκε ξανά: μετατράπηκε σε μια μεγάλη παλάμη, δίχως δάχτυλα: σ’έναν δίσκο, τον οποίο έθεσε μερικά εκατοστά πάνω απ’το τραύμα του Ανδρόνικου, και ο Πρίγκιπας αισθάνθηκε ένα θερμό κύμα να προέρχεται από αυτόν, ευχάριστο και καταπραϋντικό. Όταν η οντότητα πήρε το χέρι της από την πληγή του Ανδρόνικου, μια εφελκίδα είχε δημιουργηθεί εκεί.
«Πώς αισθάνεστε, Πρίγκιπά μου;» ρώτησε, καχύποπτα, ο Οδυσσέας.
Φοβάται ότι ίσως να πέρασαν κάποια επικίνδυνη ουσία στον οργανισμό μου, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος. Αλλά ο φόβος του είναι αβάσιμος. Αν ο Δαίδαλος ήθελε να τους βλάψει, σίγουρα, θα μπορούσε να το κάνει με κάποιον άλλον, πιο γρήγορο και πιο αποτελεσματικό τρόπο. Εξάλλου, βρίσκονταν μέσα σε μια διάσταση που ήταν αποκλειστικά δικό του δημιούργημα.
«Πολύ καλύτερα από πριν,» απάντησε ο Ανδρόνικος στον Πρόμαχο.
Κι ύστερα, η απρόσωπη οντότητα ζύγωσε τον Οδυσσέα. Το χέρι της μετατράπηκε πάλι σε δίσκο και κινήθηκε πάνω απ’τα τραύματα του ποδιού του, καταπραΰνοντάς τα.
«Ελπίζω να σας βοήθησα,» είπε ο Δαίδαλος.
«Είμαστε υπόχρεοι, κύριε Δαίδαλε,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος.
«Ανοησίες. Εγώ σού είμαι υπόχρεος, Πρίγκιπα Ανδρόνικε, αν και ίσως να μην το αντιλαμβάνεσαι.»
«Οφείλω να ομολογήσω πως δεν έχω ιδέα για τι πράγμα μιλάτε.»
«Η Απολλώνια είναι ελεύθερη. Τι άλλο λόγο χρειάζεται να έχω για να σου είμαι υπόχρεος;»
«Είχατε προβλήματα με τους ανθρώπους της Παντοκράτειρας;» ρώτησε ο Ανδρόνικος.
«Με τους ανθρώπους της, όχι, δεν είχα κανένα πρόβλημα,» δήλωσε ο Δαίδαλος. «Με τις δυνάμεις, όμως, που υπηρετεί… ναι, μ’αυτές είχα πρόβλημα. Με θεωρούσαν επικίνδυνο.»
«Ποιες δυνάμεις;»
«Πρίγκιπα Ανδρόνικε, ήσουν σύζυγός της· θα έπρεπε να ξέρεις.»
Να ξέρω τι; Η Παντοκράτειρα δεν υπηρετεί κανέναν παρά μόνο τον εαυτό της!
Ο Δαίδαλος μειδίασε, αχνά, παρατηρώντας την απορία στην όψη του Ανδρόνικου. «Αναμφίβολα, θα έχεις δει τους Υπερασπιστές της, σωστά;»
«Ασφαλώς.»
«Τους έχεις δει ποτέ και χωρίς την πανοπλία τους;»
Ο Ανδρόνικος κούνησε το κεφάλι, εξακολουθώντας να είναι παραξενεμένος. «Όχι.»
«Γνωρίζεις τα ονόματά τους;»
«Όχι.»
«Γνωρίζεις από πού έρχονται;»
«Όχι. Αλλά τι νόημα έχουν αυτές οι ερωτήσεις;»
«Οι Υπερασπιστές είναι πολύ πιο επικίνδυνοι απ’ό,τι φαντάζεσαι, Πρίγκιπα Ανδρόνικε.»
«Το ξέρω πως είναι άκρως επικίνδυνοι· δεν είστε ο πρώτος άνθρωπος που το έχει παρατηρήσει. Ωστόσο,» πρόσθεσε, «φαίνεται να υπονοείτε πως είναι και κάτι περισσότερο απ’ό,τι δείχνουν…» Και φαίνεται, επίσης, να υπονοείτε ότι η Παντοκράτειρα υπηρετεί αυτούς… το οποίο είναι, αναμφίβολα, αστείο!
«Είμαι βέβαιος γι’αυτό, Πρίγκιπά μου. Γιατί ήρθαν εδώ, στη διάστασή μου –εισέβαλαν όπως δεν έχει κανείς εισβάλει ποτέ–, και με απείλησαν. Είχαν το θράσος να με απειλήσουν, μέσα στον ίδιο μου το χώρο!» Τα μάτια του Δαίδαλου άστραψαν με ξαφνική οργή.
«Η Παντοκράτειρα και όσοι την υπηρετούν θα ηττηθούν, κύριε Δαίδαλε,» είπε ο Ανδρόνικος. «Αυτός είναι ο όρκος που έχω πάρει· και δε θα ησυχάσω μέχρι το σύμπαν να είναι ξανά ελεύθερο.»
Ο Δαίδαλος τον ατένισε σκεπτικά, σαν ο Πρίγκιπας να είχε μόλις προτείνει τη λύση ενός αδιανόητα δύσκολου γρίφου. Ύστερα, είπε: «Εις το επανιδείν, λοιπόν,» και έδωσε πάλι το χέρι του στον Ανδρόνικο. «Ο Κάποιος θα σας οδηγήσει εκεί όπου μπορείτε να προμηθευτείτε το όχημα που θέλετε.» Κοίταξε τον άντρα με το κομμένο χείλος. «Θυμάσαι το δρόμο, έτσι;»
«Ασφαλώς, Μεγάλε Αφέντη Δαίδαλε.»
Ο Δαίδαλος μισόκλεισε το ένα του μάτι, λυγίζοντας το μεγάλο, άσπρο φρύδι από πάνω. «Ακολουθήστε τον. Δεν είναι τόσο χαζός όσο φαίνεται· το εγγυώμαι προσωπικά.»
Όταν βγήκαν πάλι στους δρόμους της Χώρας του Δαίδαλου, διαπίστωσαν ότι ήταν σχεδόν ξημερώματα. Ο μάγος, λοιπόν, δεν είχε πει ψέματα, όταν υποστήριξε ότι, στη διάστασή του, ο χρόνος κυλούσε διαφορετικά απ’ό,τι στην Απολλώνια.
Φαίνεται σα να μείναμε ώρες ολόκληρες εκεί μέσα, ενώ δεν πρέπει να μείναμε παραπάνω από ένα τέταρτο της ώρας, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος.
«Ελάτε από δω!» τους είπε ο Κάποιος. «Ελάτε από δω!»
Και τους οδήγησε ξανά στην αποθήκη με τα μεγάλα, μεταλλικά, κυλινδρικά δοχεία. Ετούτη τη φορά, δε συνάντησαν τις δύο γυναίκες φρουρούς, αλλά δύο άντρες, οι οποίοι ήταν ντυμένοι παρόμοια και βαστούσαν κι αυτοί καραμπίνες. Είχαν κι οι δυο τους μαύρο δέρμα σαν το μελάνι, και του ενός τα μαλλιά ήταν γαλανά, ενώ του άλλου πράσινα. Δεν αντέδρασαν όπως τις γυναίκες: δεν ύψωσαν αμέσως τα όπλα τους, σημαδεύοντάς τους. Ρώτησαν τον υπηρέτη του Δαίδαλου τι ήθελε, κι εκείνος αποκρίθηκε:
«Οι άνθρωποι που φέρνω μαζί μου,» τους έδειξε με τον αντίχειρά του, καθώς εκείνοι στέκονταν πίσω του, «θέλουνε να κάνουν μια ανταλλαγή. Θα δώσουν μερικά δικά τους πράματα για να πάρουν ένα όχημα. Φωνάξτε την κυρά σας.»
«Δε βλέπεις τι ώρα είναι, ρε βλάκα;» αποκρίθηκε, κοφτά, ο γαλανομάλλης φύλακας. «Η Ρωξάνη κοιμάται.»
«Οι φίλοι μου βιάζονται.»
«Να σταματήσουν να βιάζονται.» Ο άντρας άναψε τσιγάρο, ακουμπώντας την πλάτη του σ’ένα απ’τα μεταλλικά δοχεία.
«Ο Μεγάλος Αφέντης επιμένει,» τόνισε ο Κάποιος, στενεύοντας τα μάτια.
Ο γαλανομάλλης άντρας ύψωσε το βλέμμα, για να κοιτάξει ερευνητικά τον Ανδρόνικο, τον Οδυσσέα, και την Άνμα’ταρ. Ο Απολλώνιος Πρίγκιπας δεν μπορούσε να καταλάβει αν ο φύλακας τον αναγνώριζε. Τουλάχιστον, δεν έδειχνε να τον αναγνωρίζει. Κι αυτό ήταν, αναμφίβολα, το καλύτερο· όσο λιγότεροι άνθρωποι ήξεραν για την παρουσία του εδώ, τόσο πιο ασφαλείς θα ήταν εκείνος κι οι σύντροφοί του.
«Καλώς,» είπε, τελικά, ο γαλανομάλλης άντρας, πετώντας κάτω το τσιγάρο του και σβήνοντάς το με το πόδι. «Θα τη φωνάξω.» Και έφυγε.
Ο υπηρέτης του Δαίδαλου στράφηκε στον Ανδρόνικο και τους συντρόφους του. «Βλέπετε; Κανένα πρόβλημα!» είπε, χαμογελώντας, και κάνοντας το πάνω χείλος του να χωριστεί ξανά με αποκρουστικό τρόπο.
Όταν ο γαλανομάλλης φύλακας επέστρεψε, δεν ήταν μόνος. Μαζί του ήταν άλλοι τρεις άντρες και δύο γυναίκες. Η μία από τις γυναίκες βάδιζε πρώτη και έδειχνε νάναι αρχηγός τους. Επίσης, ήταν η μόνη που δεν κρατούσε όπλο. Ήταν ψηλή και λιγνή, αλλά μυώδης· είχε μακριά, ξανθά μαλλιά, που έπεφταν λυτά και αχτένιστα στην πλάτη της· και φορούσε μια εφαρμοστή, μαύρη μπλούζα, ένα δερμάτινο, καφετί παντελόνι, και μπότες. Στη ζώνη της ήταν θηκαρωμένο ένα πιστόλι. Το πρόσωπό της ήταν στρογγυλό, και είχε στενά, παρατηρητικά μάτια· στο αριστερό της μάγουλο φαινόταν μια παλιά ουλή.
«Ποιοι είστε;» ρώτησε, κοιτάζοντας πίσω από τον Κάποιο, δίχως να τους χαιρετήσει ή να συστηθεί.
«Εσύ πρέπει να είσαι η Ρωξάνη…» είπε ο Ανδρόνικος.
«Δεν άκουσες την ερώτησή μου;»
«Την άκουσα–»
«Τότε, απάντησέ μου. Δε σηκώνομαι μες στη μαύρη νύχτα για τον καθένα.»
Ο Ανδρόνικος μειδίασε κάτω απ’τη σκιά του πλατύγυρου καπέλου του. «Δεν είμαι ο καθένας. Ο Δαίδαλος με έστειλε εδώ. Μου είπε ότι θα έβρισκα κάποιον πρόθυμο να κάνει μια ανταλλαγή μαζί μου. Χρειάζομαι ένα όχημα–»
«Και ποιο είναι τ’όνομά σου;» ρώτησε πάλι, επίμονα, η γυναίκα, που δεν μπορεί να ήταν άλλη από τη Ρωξάνη, την κυρά ετούτου του μέρους.
«Το όνομά μου δεν έχει σημασία–»
«Λυπάμαι, τότε. Κάνω παζάρια μόνο μ’ανθρώπους που τ’όνομά τους έχει σημασία,» είπε η Ρωξάνη, και τους έστρεψε τα νώτα, για να φύγει.
«Ο Μεγάλος Αφέντης επιμένει!» τόνισε ο Κάποιος.
Η Ρωξάνη δεν απομακρύνθηκε, αλλά δεν στράφηκε και να τον κοιτάξει. «Τότε, πες του να στείλει κάποιον που τ’όνομά του έχει σημασία.»
Ο Κάποιος ψιθύρισε στον Ανδρόνικο: «Μην την παρεξηγείς· πάντα έτσι είναι όταν την ξυπνάνε!» Η αναπνοή του δεν ήταν πιο ευχάριστη από την όψη του, διαπίστωσε ο Απολλώνιος Πρίγκιπας.
Ο Ανδρόνικος αναστέναξε. Και είπε στη Ρωξάνη: «Θα σου πω το όνομά μου, αν διώξεις τους φρουρούς σου.»
Εκείνη γέλασε, και στράφηκε να τον κοιτάξει. «Τι είν’αυτό; Κάποιου είδους παγίδα;»
Ο Ανδρόνικος δεν απάντησε στο προφανές. Σταύρωσε μονάχα τα χέρια του στο στήθος και περίμενε τη δική της απάντηση.
Η Ρωξάνη άργησε ν’αποκριθεί, αλλά, τελικά, είπε: «Εντάξει, επειδή μου έχεις κινήσει την περιέργεια. Αλλά θα πρέπει κι εσύ να διώξεις τους φρουρούς σου.» Υψώνοντας το χέρι της, έδειξε τον Οδυσσέα και την Άνμα’ταρ.
«Σύμφωνοι,» είπε ο Ανδρόνικος.
«Πρίγκιπά μου,» του ψιθύρισε ο Οδυσσέας, «δε νομίζω ότι αυτό είναι συνετό. Άλλωστε, όλη ετούτη η αποθήκη είναι δική της.»
«Χρειαζόμαστε, όμως, το όχημα,» του αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, στον ίδιο τόνο.
Η Ρωξάνη είπε, προτού ο Οδυσσέας προλάβει να συνεχίσει τη διαφωνία του: «Ακολούθησέ με.» Και βάδισε ανάμεσα σε δύο μεγάλα κυλινδρικά δοχεία, κάνοντας νόημα στους φρουρούς της να μείνουν πίσω.
Ο Ανδρόνικος την ακολούθησε, και σύντομα βρέθηκαν μόνοι, σ’ένα σκιερό σημείο της αποθήκης.
«Ποιος είσαι, λοιπόν, και κρύβεσαι;» τον ρώτησε η Ρωξάνη, βάζοντας το ένα της χέρι στη μέση κι ακουμπώντας την παλάμη του άλλου επάνω σ’ένα απ’τα κυλινδρικά δοχεία.
Ο Ανδρόνικος έβγαλε το καπέλο του, αφήνοντάς την να τον παρατηρήσει.
Εκείνη ήταν έτοιμη να μιλήσει, μάλλον για να του ζητήσει πάλι να της αποκαλύψει το όνομά του, όμως σταμάτησε τον εαυτό της. Τα στενά της μάτια διαστάλθηκαν, κι ύστερα στένεψαν περισσότερο. Μια παραξενεμένη όψη πέρασε από το πρόσωπό της: μια όψη έκδηλης απορίας.
«Ή είσαι αυτός που νομίζω,» είπε, «ή είσαι ο γαμημένος σωσίας του!»
«Δεν είμαι ο γαμημένος σωσίας του,» τη διαβεβαίωσε ο Ανδρόνικος.
Ένα λοξό μειδίαμα διαγράφηκε στο πρόσωπό της. «Μεγάλη μου τιμή, τότε,» είπε, και, παίρνοντας το χέρι της από το δοχείο, έκανε μια σύντομη υπόκλιση, μάλλον αδέξια, αφού, κατά πάσα πιθανότητα, πρέπει να ήταν η πρώτη υπόκλιση που έκανε στη ζωή της.
«Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να συζητήσουμε περισσότερο, ελπίζω,» είπε η Ανδρόνικος.
«Ναι… Αλλά μου φαίνεται περίεργο το γεγονός ότι έρχεστε εδώ κρυμμένος, Πρίγκιπά μου.»
«Ο λόγος που κινούμαι κρυφά αφορά εμένα και μόνο εμένα.»
«Καλώς,» αποκρίθηκε η Ρωξάνη.
«Χρειάζομαι ένα ενεργειακό όχημα,» της είπε ο Ανδρόνικος. «Κατά προτίμηση μεγάλο, γιατί έχω αρκετούς ανθρώπους να μεταφέρω. Είμαι πρόθυμος να σου δώσω δύο άμαξες και δύο Σερπετά γι’αυτό.»
«Δύο άμαξες και δύο Σερπετά, ε; Μπορώ να τα δω;»
«Τα έχω έξω απ’την πόλη.»
«Εντάξει,» είπε η Ρωξάνη· «θα κάνουμε την ανταλλαγή εκεί, λοιπόν.»
«Θα φέρεις το όχημα μαζί σου;»
«Ναι. Βόρεια της πόλης. Συμφωνείτε;»
«Αυτή τη στιγμή,» είπε ο Ανδρόνικος, «έχω τις άμαξες και τα Σερπετά στα νότια· αλλά δεν υπάρχει πρόβλημα: θα τα φέρω βόρεια και θα σε συναντήσω εκεί.»
«Ίσως να μην έρθω η ίδια.»
«Δε με πειράζει, αρκεί να γίνει η δουλειά μου.»
Η Ρωξάνη ένευσε. «Θα γίνει. Και να θυμάστε, Υψηλότατε, ότι η Ρωξάνη της Μακρόπολης σάς εξυπηρέτησε άμεσα και όμορφα, χωρίς πολλά-πολλά.»
Σκέφτεσαι να έρθεις και στην Αυλή της Απαστράπτουσας, κάποια στιγμή στο μέλλον, Ρωξάνη; «Δε θα το ξεχάσω.»
*
«Υψηλότατε!» είπε ο Φαρνέλιος, βλέποντας τον Ανδρόνικο, τον Οδυσσέα, και την Άνμα’ταρ να πλησιάζουν. «Πού ήσασταν τόσες ώρες; Ανησυχήσαμε.»
Ξημέρωνε· ο ήλιος της Απολλώνιας είχε αρχίσει να ξεπροβάλλει από την Ανατολή.
«Δυστυχώς, αναγκαστήκαμε να αργήσουμε, Φαρνέλιε,» είπε ο Ανδρόνικος, ζυγώνοντας τον χρυσόδερμο, ασπρομάλλη άντρα, ο οποίος στεκόταν μπροστά σε μια από τις άμαξες. Παραδίπλα, βρίσκονταν δύο επαναστάτες, καθώς κι ένα Σερπετό, το οποίο ατένιζε ατάραχα τον Απολλώνιο Πρίγκιπα, ενώ το κέρατο στη μουσούδα του γυάλιζε στο πρώτο φως της ημέρας. «Όμως,» συνέχισε ο Ανδρόνικος, «βρήκαμε ακριβώς ό,τι ζητούσαμε. Το όχημά μας μας περιμένει βόρεια της Μακρόπολης, οπότε καλύτερα να ξεκινήσουμε.»
Ο Φαρνέλιος κοίταξε το χέρι του Πρίγκιπα και το πόδι του Οδυσσέα. «Τραυματιστήκατε…» παρατήρησε.
«Ναι,» είπε ο Ανδρόνικος, «αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Μη χάνουμε τώρα χρόνο.»
Έδεσαν τα Σερπετά στις άμαξες και τις ξεκίνησαν. Ο Ανδρόνικος μπήκε σε μία από αυτές μόνο για ν’αλλάξει ρούχα και μετά κατέβηκε, προτιμώντας να βαδίζει, έχοντας μια κάπα ριγμένη στους ώμους του και την κουκούλα σηκωμένη, για να κρύβει το πρόσωπό του. Ο Οδυσσέας κάθισε δίπλα στη θέση του οδηγού της πρώτης άμαξας, αφού άλλαξε κι εκείνος ρούχα· δεν ήθελε να περπατά και να κουράζει το τραυματισμένο του πόδι αχρείαστα. Η Άνμα’ταρ εξαφανίστηκε στο εσωτερικό της δεύτερης άμαξας, και δεν ξαναπαρουσιάστηκε· μάλλον, ήθελε κι εκείνη ν’αλλάξει ρούχα και να ξεκουραστεί για λίγο.
Διέσχισαν τα εδάφη ανατολικά της Μακρόπολης –για να έχουν τον ήλιο δεξιά τους και, από τη μεριά της πόλης, να μη φαίνονται σαν τίποτα παραπάνω από μερικές σκοτεινές φιγούρες– και έφτασαν στα βόρειά της, όπου, έξω από τον κεντρικό δρόμο, τους περίμενε ένα μεγάλο, ψηλό όχημα με μικρά παράθυρα που έμοιαζαν με φινιστρίνια. Αναμφίβολα, επρόκειτο για κάποιο φορτηγό.
Ο Ανδρόνικος υπέθετε πως ήταν σταλμένο εδώ από τη Ρωξάνη, και έκανε νόημα στους ανθρώπους του να σταματήσουν· ωστόσο, τους έκανε, επίσης, νόημα να μην πλησιάσουν. Γιατί ποτέ δεν ξέρεις… Καλύτερα να είμαστε επιφυλακτικοί. Ας περιμένουμε να δούμε αν αυτοί θα μας πλησιάσουν πρώτοι.
Και, πράγματι, τους πλησίασαν.
Μια απ’τις πόρτες του ψηλού, τετράκυκλου οχήματος άνοιξε, και μια γυναίκα βγήκε, βαδίζοντας προς το μέρος του Ανδρόνικου, ο οποίος στεκόταν μπροστά από τους συντρόφους του και ανάμεσα στα δύο μεγάλα Σερπετά.
Την έχω ξαναδεί, δεν την έχω ξαναδεί; Ναι, φυσικά! Ήταν η μία από τις δύο γυναίκες που βρίσκονταν στην αποθήκη με τα κυλινδρικά δοχεία, όταν εκείνος, η Άνμα’ταρ, και ο Οδυσσέας είχαν πρωτομπεί εκεί, μαζί με τον Κάποιο.
Η γυναίκα ήταν ψηλή, με μαύρα, μακριά μαλλιά, και είχε κατάλευκο δέρμα. Από τον ώμο της κρεμόταν μια καραμπίνα. «Έρχομαι από τη Ρωξάνη,» είπε.
«Ναι,» ένευσε ο Ανδρόνικος.
«Θα πάρουμε τις άμαξες και τα Σερπετά, και θα σας δώσουμε το όχημά μας.» Έδειξε το φορτηγό πίσω της με τον αντίχειρα του δεξιού της χεριού.
«Ακριβώς.»
Ο Ανδρόνικος έκανε νόημα στους επαναστάτες του να βγουν από τις άμαξες, και εκείνοι υπάκουσαν, παίρνοντας όλα τους τα πράγματα από μέσα. Η Άνμα’ταρ δε φορούσε πλέον το έξωμο φόρεμα που φορούσε μέσα στη Μακρόπολη· είχε βάλει ξανά μια μαύρη στολή παρόμοια μ’αυτές που φορούσαν οι Μαύρες Δράκαινες.
Μια ακόμα γυναίκα βγήκε από το φορτηγό, και ο Ανδρόνικος είδε πως κι αυτήν την αναγνώριζε. Ήταν η δεύτερη φρουρός από την αποθήκη με τα κυλινδρικά δοχεία: εκείνη με τα κοντά, πορφυρά μαλλιά και το ροζ δέρμα.
Οι δύο γυναίκες έλεγξαν τις άμαξες και τα Σερπετά, και ο Πρίγκιπας τις ρώτησε: «Είναι όλα εντάξει;»
Η μελαχρινή κατένευσε. «Όλα εντάξει.»
Ο Ανδρόνικος κι οι σύντροφοί του επιβιβάστηκαν στο μεγάλο, τετράτροχο όχημα με τα μικρά παράθυρα, και διαπίστωσαν ότι στο εσωτερικό του υπήρχε αρκετός χώρος για να βολευτούν όλοι τους, χωρίς να είναι αναγκασμένοι να βρίσκονται ο ένας επάνω στον άλλο. Ενεργειακές φιάλες ήταν αποθηκευμένες μέσα στο φορτηγό, και ο Ανδρόνικος έκρινε πως θα επαρκούσαν και με το παραπάνω για να τους πάνε μέχρι την Απαστράπτουσα. Επιπλέον, εδώ δεν υπήρχε λόγος να δουλεύει η Άνμα’ταρ για να κινεί το όχημα, όπως γινόταν με τον Δύτη· το φορτηγό ήταν ένα κατασκεύασμα απλής λειτουργίας, το οποίο μπορούσε να ενεργοποιηθεί από μόνο του, χωρίς να έχει ανάγκη τη Μαγγανεία Κινήσεως.
Ένας επαναστάτης που είχε κοιμηθεί το βράδυ κάθισε στη θέση του οδηγού και, σύντομα, άφησαν τη Μακρόπολη πίσω τους, καθώς ο ήλιος της Απολλώνιας υψωνόταν στον ουρανό.
Το καινούργιο τους όχημα δεν μπορούσαν παρά να το οδηγούν επάνω στους μεγάλους δρόμους της Απολλώνιας, γιατί, λόγω του μεγέθους του, δεν ήταν φτιαγμένο για να κινείται σε μικρότερους δρόμους, ούτε, φυσικά, ήταν φτιαγμένο για να διασχίζει άτσαλες περιοχές. Κι αυτό ο Ανδρόνικος το θεωρούσε ως ένα από τα μειονεκτήματά του, καθώς ο ίδιος θα προτιμούσε να μην πήγαινε από τους μεγάλους δρόμους, οι οποίοι ελέγχονταν εύκολα από κατασκόπους κάθε είδους. Από την άλλη, βέβαια, ο εχθρός του –όποιος κι αν ήταν–, μάλλον, δεν τον περίμενε να πάει στην Απαστράπτουσα μέσα σ’ένα φορτηγό.
Ίσως, μάλιστα, να νομίζει πως είμαι νεκρός, σκεφτόταν, καθισμένος στο εσωτερικό του μεγάλου οχήματος. Ίσως να νομίζει πως, με το σαμποτάζ που προκάλεσε στον Δύτη, σκοτώθηκα, και εγώ και όλοι οι σύντροφοί μου. Εξάλλου, έχει περάσει ένας μήνας από τότε, κι ακόμα δεν έχω παρουσιαστεί δημοσίως…
Σύντομα, όμως, θα παρουσιαζόταν. Όταν έφτανε στην Απαστράπτουσα, θα παρουσιαζόταν, και τότε… τότε, ο εχθρός του θα έπρεπε επίσης να παρουσιαστεί. Αν ήταν –όπως φοβόταν ο Ανδρόνικος– ο Λούσιος, θα έπρεπε να παρουσιαστεί. Θα έπρεπε να κινηθεί. Αλλιώς, αν ο Ανδρόνικος διαφωνούσε με την τακτική που είχε εκείνος ακολουθήσει, μπορούσε άνετα να ακυρώσει τις αποφάσεις του.
Ο Δαίδαλος είχε πει ότι ο αδελφός του ίσως ακόμα και να έκρυβε ιερείς του Μαύρου Νάρζουλ στους κόλπους της σέκτας που λεγόταν πως είχε διαμορφώσει γύρω του… Μπορεί αυτό να ήταν αλήθεια; Μπορεί να ήταν αλήθεια κάτι τόσο αποτρόπαιο; Γιατί ο Λούσιος να έκρυβε ποτέ ιερείς του Μαύρου Νάρζουλ; Ποιος θα μπορούσε να είναι ο λόγος; Ο Ανδρόνικος αισθανόταν απορημένος, και μπερδεμένος.
Και η Κορνηλία; Τι ασυνήθιστο γι’αυτήν να πάει να ερευνήσει τους βυθούς της Άπατης Θάλασσας… και, μάλιστα, σε μια αποστολή που έστειλε ο Λούσιος στη Φλάνια, τόσο μακριά από τη Βανκάρη, όπου είναι το Δουκάτο της.
Ο Ανδρόνικος, πραγματικά, δεν μπορούσε να δώσει καμία καλή εξήγηση σ’όλα τούτα. Δεν μπορούσε να δώσει ούτε καν μια λογική εξήγηση. Νόμιζε ότι βρισκόταν σε άλλη διάσταση, όχι στην Απολλώνια που ήξερε.
Ο Λούσιος είχε κάνει πολιτικές αλλαγές όσο εκείνος έλειπε…
Ο Λούσιος είχε συγκεντρώσει μια σέκτα γύρω του…
Ο Λούσιος, λέγανε, είχε ουσιαστικά σφετεριστεί τον Κυανό Θρόνο…
Ο Λούσιος, λέγανε, έκρυβε ιερείς του Μαύρου Νάρζουλ…
Η Κορνηλία ερευνούσε τους βυθούς κοντά στη Φλάνια…
Και, μέσα στον Δύτη, ο Ανδρόνικος είχε βρει εκείνο το αλλόκοτο πλάσμα, που δεν είχε ιδέα τι μπορεί να ήταν. Ούτε αυτός ούτε κανένας από τους συντρόφους του. Μονάχα μια υποψία περνούσε απ’το μυαλό τους: ότι έμοιαζε με τα όντα που έρχονταν από την Απολεσθείσα Γη. Μια τρομακτική σκέψη.
Ποιος θα μπορούσε να είχε φέρει ένα πλάσμα της Απολεσθείσας Γης στην Άωλρυς; Το Κρήμνισμα –η δίοδος που οδηγούσε στη διάσταση η οποία ονομαζόταν Απολεσθείσα Γη– βρισκόταν παραπάνω από χίλια-πεντακόσια χιλιόμετρα μακριά από την Άωλρυς!
Κι όμως, έπρεπε να υπάρχει κάποια εξήγηση για όλα τούτα. Κάποια εξήγηση που ήταν και καλή και λογική. Έπρεπε όλα, κάπως, να συνδέονταν: το πλάσμα που ήταν, πιθανώς, από την Απολεσθείσα Γη· η παράξενη συμπεριφορά της Κορνηλίας· οι πολιτικές μεταρρυθμίσεις του Λούσιου· ο σκιώδης εχθρός που κυνηγούσε τον Ανδρόνικο μέσα στην ίδια του τη διάσταση…
*
«Πρίγκιπά μου,» είπε ο Φαρνέλιος, πλησιάζοντάς τον, «θα μπορούσα κάπως να βοηθήσω;»
Ο Ανδρόνικος καθόταν στο πάτωμα του φορτηγού, επάνω σε μια κουβέρτα, και τα μάτια του έμοιαζαν να κοιτάζουν κάπου αλλού. Τώρα, όμως, στράφηκαν στον Φαρνέλιο και εστιάστηκαν σ’αυτόν. «Δεν ξέρω,» είπε.
Ο Φαρνέλιος κάθισε κοντά του. «Τι σε απασχολεί;» Όταν ήταν οι δυο τους, πολλές φορές σταματούσε να του μιλά επίσημα, στον πληθυντικό, και του μιλούσε οικεία, στον ενικό –κάτι που ο Οδυσσέας, εν αντιθέσει, παρότι ήταν επίσης παλιός γνωστός του Ανδρόνικου, ποτέ δεν έκανε· ήταν πάντοτε τυπικός μαζί του.
«Η όλη κατάσταση,» αποκρίθηκε ο Πρίγκιπας. «Η όλη κατάσταση στην Απολλώνια. Μπορείς εσύ να δώσεις κάποια εξήγηση σ’όλ’αυτά, Φαρνέλιε; Μια εξήγηση –έστω και μια υπόθεση– θα με βοηθούσε.»
Ο Φαρνέλιος έσμιξε τα χείλη και έτριψε τα άσπρα του γενιά με το αριστερό του χέρι. «Δυστυχώς, εξήγηση μού είναι πολύ δύσκολο να δώσω. Και, μάλλον, θα πρέπει να ερευνήσουμε την κατάσταση περισσότερο, προτού κάνουμε έστω και μια υπόθεση. Πιστεύω, όμως, πως η αρχή καλό θα ήταν να γίνει από τον αδελφό σου, Πρίγκιπά μου. Αν είναι να μιλήσεις σε κάποιον, σ’αυτόν να μιλήσεις πρώτα–»
«Κι αν ο Πρίγκιπας Λούσιος είναι ο άνθρωπος που προσπαθεί να μας σκοτώσει, πώς λέτε να αντιδράσει, κύριε Φαρνέλιε;»
Η φωνή δεν ήταν του Ανδρόνικου. Η Άνμα’ταρ –η οποία είχε, προφανώς, κρυφακούσει την κουβέντα τους– πλησίασε. Ο Πρίγκιπας δεν την είχε δει να βρίσκεται κοντά, πριν, κι αναρωτήθηκε αν η μάγισσα είχε χρησιμοποιήσει κάποιο ξόρκι, για ν’ακούσει αυτά που έλεγαν. Όπως και νάχε, την εμπιστευόταν, και δε θα θύμωνε μαζί της, ακόμα κι αν είχε κάνει κάτι τέτοιο.
Η Άνμα’ταρ κάθισε δίπλα τους, μαζεύοντας τα γόνατά της και τυλίγοντας τα χέρια της γύρω τους. Εξακολουθούσε να φορά τη στολή των Μαύρων Δρακαινών.
«Δεν μπορώ να γνωρίζω,» αποκρίθηκε ο Φαρνέλιος στη μάγισσα. «Ωστόσο, δεν πιστεύω να επιχειρήσει να βλάψει τον Πρίγκιπά μας ευθέως.»
«Ακόμα κι όταν έχει ολόκληρη σέκτα γύρω του;» είπε η Άνμα’ταρ. «Γιατί νομίζετε πως έκανε τόσες πολιτικές αλλαγές; Γιατί νομίζετε ότι απομάκρυνε τους υποστηρικτές του Ανδρόνικου και έφερε πλάι του ανθρώπους πιστούς σ’εκείνον; Εγώ, τουλάχιστον, νομίζω πως το έκανε για να μπορεί να κρατήσει την εξουσία, ό,τι κι αν γίνει.»
«Αυτό που λες δεν είναι αβάσιμο, Άνμα,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Δεν είναι καθόλου αβάσιμο. Η Ιστορία μάς έχει διδάξει ότι τέτοιου είδους μεταρρυθμίσεις γίνονται μόνο σε περιπτώσεις ανατροπής του καθεστώτος.»
Η μάγισσα ένευσε. «Ακριβώς, Πρίγκιπά μου. Καταλαβαίνω, βέβαια, ότι ο αδελφός σας είναι… ο αδελφός σας, και δε θέλετε –δεν μπορείτε–, έτσι απλά, να δεχτείτε πως θα στρεφόταν εναντίον σας, μα ο Δαίδαλος είχε δίκιο: τα πάντα μάς οδηγούν σ’ένα άσχημο, πολύ άσχημο, συμπέρασμα…»
«Τι προτείνεις, λοιπόν; Όταν φτάσουμε στην Απαστράπτουσα, πώς να κινηθώ;»
«Ίσως θα ήταν συνετό να παραμείνετε κρυμμένος για λίγο καιρό, Πρίγκιπά μου, και να κατασκοπεύσετε τον αδελφό σας.»
«Αυτό είναι αδύνατον να γίνει τώρα,» είπε ο Ανδρόνικος, «γιατί δε θα ξέρω ποιους ανθρώπους να εμπιστευτώ, ύστερα από τις αλλαγές που έχει κάνει ο Λούσιος.»
«Εάν δεν έχετε αρκετούς έμπιστους ανθρώπους εδώ, τότε ίσως θα έπρεπε να φέρουμε κάποιους,» αποκρίθηκε η Άνμα’ταρ.
Ο Ανδρόνικος ύψωσε ένα του φρύδι, ερωτηματικά.
«Επαναστάτες,» εξήγησε η μάγισσα, «από άλλες διαστάσεις–»
«Οι επαναστάτες που βρίσκονται εκεί δεν βρίσκονται χωρίς λόγο.»
«Το αντιλαμβάνομαι πολύ καλά, Πρίγκιπά μου· αλλά ετούτη είναι μια ειδική περίπτωση. Αν χάσουμε εσάς, χάνουμε ένα από τα σημαντικότερα μέλη της Επανάστασης. Και ίσως κι ολόκληρη την Απολλώνια. Δεν ξέρουμε ακόμα τι σχέδια έχει στο νου του ο αδελφός σας· μπορεί μέχρι και νάχει συμμαχήσει με την Παντοκράτειρα.»
Ο Λούσιος με την Παντοκράτειρα;… σκέφτηκε ο Ανδρόνικος. Κι όμως… είναι απίθανο; Με τόσα που είχε δει, δεν μπορούσε πλέον να θεωρεί τίποτα απίθανο. Δεν αποκλειόταν, μάλιστα, η Παντοκράτειρα να είχε πάρει τον Λούσιο για σύζυγό της και να έκρυβαν τη συμμαχία τους, προς το παρόν, ώσπου να παγιδέψουν τον Ανδρόνικο.
Ήταν βέβαια όλα τούτα; Φυσικά και όχι. Όμως, μέχρι να μαθευόταν η αλήθεια, οτιδήποτε μπορούσε να ισχύει. Η πολιτική κατάσταση στην Απολλώνια είχε αλλάξει τόσο πολύ, που πλέον τίποτα δε θα έπρεπε να θεωρείται δεδομένο.
«Πιστεύω πως έχεις δίκιο, Άνμα,» είπε ο Ανδρόνικος. «Μάλλον, θα ήταν χρήσιμο να φέρουμε μερικούς επαναστάτες στην Απολλώνια.»
«Πρίγκιπά μου,» είπε ο Φαρνέλιος, «έχουμε ήδη τόσους συντρόφους μαζί μας…» Και ήταν αλήθεια: όλοι οι επαναστάτες από το κατεστραμμένο υποποτάμιο άντρο της Αλβέρια –συνολικά, είκοσι-δύο άνθρωποι– βρίσκονταν μέσα στο φορτηγό που τους είχε δώσει η Ρωξάνη της Μακρόπολης.
Ωστόσο…
«Χρειαζόμαστε κι άλλους, Φαρνέλιε,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τον εχθρό μας– τον Λούσιο, γιατί αυτός είναι, κατά πάσα πιθανότητα, ο εχθρός μας– δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τον Λούσιο με τόσους λίγους ανθρώπους· όχι όταν εκείνος ελέγχει τώρα ολόκληρη την Απολλώνια.
»Υπάρχει, όμως, ένα πρόβλημα στο σχέδιό σου, Άνμα.»
«Τι πρόβλημα;»
«Θα χρειαστεί χρόνος ώσπου να έρθουν οι επαναστάτες εδώ. Εν τω μεταξύ, εγώ πού θα βρίσκομαι;»
«Γιατί δε φεύγετε από την Απολλώνια;»
Ο Ανδρόνικος γέλασε πικρά, κουνώντας το κεφάλι. «Είναι ειρωνικό! Κινηθήκαμε κρυφά μέχρι στιγμής, προκειμένου να φτάσουμε στην Απαστράπτουσα, και τώρα μου προτείνεις να φύγω χωρίς να πάω εκεί;»
«Αν υπάρχει κίνδυνος, όμως….»
«Πρίγκιπά μου,» είπε ο Φαρνέλιος, «εγώ εξακολουθώ να πιστεύω πως καλό θα ήταν να μιλήσετε με τον Λούσιο. Δεν ξέρω με τι τρόπο ακριβώς, αλλά πρέπει κάπως να επικοινωνήσετε μαζί του. Ίσως οι υποθέσεις μας γι’αυτόν να μην είναι σωστές. Ίσως τα πράγματα να μην είναι όπως φαίνονται.»
Ο Ανδρόνικος το σκέφτηκε. Ο Φαρνέλιος γνώριζε και εκείνον και τον Λούσιο από παλιά. Όπως επίσης κι ο Οδυσσέας. Ήταν κι οι δυο τους συναισθηματικά δεμένοι και με τον Ανδρόνικο και με τον αδελφό του. Και, όπως κι εγώ, είναι φυσικό να μη θέλουν να πιστέψουν ότι ο Λούσιος έχει στραφεί εναντίον μου, σκοπεύοντας να σφετεριστεί την εξουσία. Ή, τουλάχιστον, για να το πιστέψουν, χρειάζονται κάτι σοβαρότερο από μια απλή υποψία.
Και η αλήθεια είναι πως κι εγώ το ίδιο χρειάζομαι.
*
Αν πήγαιναν από τη Μακρόπολη στην Απαστράπτουσα οδοιπορώντας, θα χρειάζονταν παραπάνω από έναν ακόμα μήνα μέχρι να φτάσουν. Με το όχημα που τους είχε δώσει η Ρωξάνη, όμως, και αλλάζοντας βάρδιες στο τιμόνι, δε χρειάζονταν περισσότερο από δεκατέσσερις ώρες· κι αυτό σήμαινε ότι θα βρίσκονταν στην Απαστράπτουσα το απόγευμα.
Επομένως, ο Ανδρόνικος δεν είχε πολύ χρόνο για ν’αναπτύξει τη στρατηγική του. Εκτός αν αποφάσιζε να επιμηκύνει επίτηδες το ταξίδι. Πράγμα το οποίο δε θεωρούσε συνετό, γιατί πιθανώς να είχε ήδη αργήσει. Πιθανώς κάτι πολύ άσχημο να συνέβαινε στην Απολλώνια και εκείνος να χρονοτριβούσε άσκοπα, αντί να προσπαθούσε να το σταματήσει.
Μερικές ώρες μετά το μεσημέρι, είπε στον άντρα που οδηγούσε το όχημα τους να το σταματήσει στο πλάι του δρόμου, και ζήτησε από όλους να συγκεντρωθούν γύρω του, για να τους μιλήσει. Όταν συγκεντρώθηκαν, τους εξήγησε ακριβώς την κατάσταση και τους είπε πώς είχε αποφασίσει ότι έπρεπε να κινηθούν.
«Θα πάω στην Απαστράπτουσα,» δήλωσε, «παρότι αντιλαμβάνομαι ότι ίσως να υπάρχει κίνδυνος, γιατί η Απολλώνια είναι η πατρίδα μου, καθώς επίσης και η καρδιά της Επανάστασης, και δεν μπορώ να την αφήσω στο έλεος του αδελφού μου, ή, σε περίπτωση που δεν είναι εκείνος ο εχθρός μας, στο έλεος όλης ετούτης της επικίνδυνης κατάστασης.
»Εν τω μεταξύ, ορισμένοι από εσάς θα φύγετε από την Απολλώνια και θα πάτε να ειδοποιήσετε επαναστάτες που βρίσκονται σε άλλες διαστάσεις, γιατί χρειάζομαι τη βοήθειά τους. Άνμα,» είπε, στρέφοντας το βλέμμα του στη χρυσόδερμη γυναίκα, «αρχικά σκεφτόμουν να στείλω εσένα σ’ετούτη την αποστολή, αλλά, ύστερα, σκέφτηκα ότι χρειάζομαι οπωσδήποτε μια μάγισσα μαζί μου· έτσι, δεν μπορώ να σε διώξω. Και θα πρέπει να πας εσύ, Οδυσσέα.» Τώρα, έστρεψε το βλέμμα του στον Πρόμαχο της Επανάστασης. «Επειδή θέλω να στείλω έναν άνθρωπο που θεωρώ ικανό και εμπιστεύομαι πλήρως. Και τους υπόλοιπους, φυσικά, σας εμπιστεύομαι με τη ζωή μου, και δεν αμφισβητώ ούτε για μια στιγμή την αφοσίωσή σας στο σκοπό της Επανάστασης· όμως ο Οδυσσέας πιστεύω πως μας έχει αποδείξει την αξία του πολλές φορές: σε όλους μας και σ’εμένα προσωπικά.»
«Πρίγκιπά μου,» είπε ο Οδυσσέας, «θα προτιμούσα να ήμουν μαζί σας.»
«Το ξέρω,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Αλλά πρέπει να πας. Και μην ξεχνάς πως η αποστολή σου είναι το ίδιο σημαντική σαν να βρισκόσουν στο πλευρό μου. Χωρίς την υποστήριξη της Επανάστασης, δε νομίζω ότι θα καταφέρω να διορθώσω την κατάσταση στην Απολλώνια.»
«Κατανοητό, Πρίγκιπά μου,» ένευσε ο Οδυσσέας.
«Δε θα σε στείλω, όμως, μόνο,» συνέχισε ο Ανδρόνικος. «Μαζί σου θα έρθουν ο Ράθνης,» κοίταξε έναν ψηλόλιγνο άντρα με κατάλευκο δέρμα και μαλλιά και γένια γκρίζα σαν τη γούνα λύκου, «και η Νελμίρα»· το βλέμμα του στράφηκε σε μια ερυθρόδερμη γυναίκα με μαύρα μαλλιά κι ένα δικτυωτό τατουάζ στη δεξιά μεριά του προσώπου. «Αν, φυσικά, κι οι ίδιοι συμφωνούν.»
Ο Ράθνης κατένευσε. «Θα συντροφεύσω με χαρά μου τον Πρόμαχο, Υψηλότατε,» αποκρίθηκε με τη χαρακτηριστικά βαριά του φωνή.
«Δεν υπάρχει λόγος να μην πάω,» δήλωσε απλά η Νελμίρα.
«Καλώς,» είπε ο Ανδρόνικος, και έβγαλε από τα ρούχα του μια δερμάτινη θήκη. Μέσα σ’αυτή τη θήκη είχε το χαρτί του Αρίσταρχου με τον παράξενο κώδικα· αλλά δεν είχε μόνο αυτό: είχε κι ένα άλλο χαρτί, επάνω στο οποίο είχε γράψει ο ίδιος, πριν από λίγη ώρα. Άνοιξε τη θήκη και το τράβηξε έξω, δίνοντάς το στον Οδυσσέα. «Εδώ είναι τα πρόσωπα που πρέπει να ειδοποιήσεις.»
«Θα ειδοποιηθούν το ταχύτερο δυνατό, Πρίγκιπά μου· και, σύντομα, θα έχετε στην Απολλώνια όσους συμμάχους χρειάζεστε. Ωστόσο, πρέπει να κάνω κάποιες ερωτήσεις, προτού φύγω.»
«Σ’ακούω, Οδυσσέα.»
«Κατά πρώτον, από πού θα φύγουμε; Και, κατά δεύτερον, σε ποιο μέρος θα σας συναντήσουμε, επιστρέφοντας;»
«Το δεύτερο, δυστυχώς, δεν είναι εύκολο να το απαντήσω,» είπε ο Ανδρόνικος. «Βλέποντας και κάνοντας. Το πιο λογικό, φυσικά, θα ήταν να με βρείτε στην Απαστράπτουσα· αλλά, δεδομένης της σημερινής κατάστασης στην Απολλώνια, ετούτο δεν είναι πλέον βέβαιο.
»Η απάντηση στο πρώτο σου ερώτημα, όμως, είναι πιο απλή: Αν κοιτάξεις μέσα στο χαρτί τα μέρη που σας λέω να επισκεφτείτε, θα δεις ότι σας συμφέρει να φύγετε από την Απολλώνια μέσω Αιθέρα.»
«Για να φύγουμε μέσω Αιθέρα, Πρίγκιπά μου, πρέπει να βρούμε αεροσκάφος ικανό να ταξιδέψει στον Αιθέρα…»
«Ναι.»
«Μας λέτε, λοιπόν, ότι πρέπει να κατευθυνθούμε προς τον Βασιλικό Αερολιμένα.»
«Νομίζω ότι αυτή είναι η προφανής απάντηση.»
«Αν, όμως, τα πράγματα έχουν όπως υποθέτετε, τότε το αεροδρόμιο, αναμφίβολα, θα ελέγχεται.»
«Θα πας και θα μιλήσεις στη Βικτώρια Κατήνεμη.»
«Κι αν δεν έχει πλέον τη θέση που είχε;» έθεσε το ερώτημα ο Οδυσσέας.
«Τότε, θα πρέπει να αυτοσχεδιάσετε.»
«Μάλιστα,» είπε ο Οδυσσέας. «Σίγουρα, πάντως, δε θα είναι η πρώτη φορά, Πρίγκιπά μου.»
Ο Ανδρόνικος μειδίασε. «Όχι, δε θα είναι.»
Αντάλλαξαν μια δυνατή χειραψία.
«Να προσέχετε, Πρίγκιπά μου. Και νάχετε τα μάτια σας ανοιχτά· εγώ, προσωπικά, δεν είμαι πεπεισμένος ότι ο Λούσιος φταίει για όλα.»
«Ούτε εγώ είμαι πεπεισμένος, Οδυσσέα, γι’αυτό πηγαίνω στην Απαστράπτουσα. Θα τα ξαναπούμε σύντομα, φίλε μου. Οι θεοί μαζί σου.»
Ο Κύριος του Γαλανού Φωτός
Η κοπέλα αποκρίθηκε με ήπιο, ευγενικό, και επαγγελματικό τρόπο: «Η κυρία Βικτώρια Κατήνεμη δεν εργάζεται πλέον στον αερολιμένα, κύριε.»
Κατάρες! σκέφτηκε ο Οδυσσέας. Αρχίσαμε από νωρίς τα περίεργα! Τη Βικτώρια την ήξερε χρόνια. Δε θα μπορούσε ποτέ να πει ότι οι δύο τους ήταν ακριβώς φίλοι –είχαν πολύ διαφορετικά γούστα, διαφωνούσαν σε πάρα πολλά μικροπράγματα–, μα αναμφίβολα ήταν καλοί συνεργάτες, και την εμπιστευόταν πλήρως. Η Βικτώρια ήταν ανάμεσα στους πρώτους ανθρώπους που είχαν βοηθήσει την Επανάσταση εδώ, στην Απολλώνια· ανάμεσα στους πρώτους ανθρώπους που είχαν βοηθήσει τους Απολλώνιους να αποτινάξουν τον ζυγό της Παντοκράτειρας. Και το γεγονός ότι ετούτη η κοπέλα στο γραφείο πληροφοριών τού έλεγε πως η Βικτώρια είχε χάσει τη θέση της του έμοιαζε με κακόγουστο αστείο.
«Δεν είναι δυνατόν…!» μούγκρισε.
Η κοπέλα ανοιγόκλεισε τα μάτια της με τις μεγάλες βλεφαρίδες. «Με συγχωρείτε;»
«Ποιος είναι ο Υπεύθυνος Αφίξεων και Αναχωρήσεων τώρα;» ρώτησε ο Οδυσσέας.
«Ο κύριος Αρχιτέκτων.»
«Αρχιτέκτων;»
«Μάλιστα. Νικόδημος Αρχιτέκτων. Θα επιθυμούσατε να του αφήσετε κάποιο μήνυμα; Διότι, αυτή τη στιγμή, λόγω της προχωρημένης ώρας, λείπει.»
Ποιος είναι αυτός ο τύπος; Ο Οδυσσέας δεν τον είχε ξανακούσει ποτέ του. «Πότε έγινε η αλλαγή;»
«Πριν από τρεις μήνες περίπου.»
«Για ποιο λόγο;»
«Φοβάμαι πως αυτή η πληροφορία είναι απόρρητη, κύριε. Αν επιθυμείτε να μάθετε περισσότερα, θα πρέπει να μιλήσετε σε κάποιον υπεύθυνο.»
«Την απέλυσαν;» ρώτησε ο Οδυσσέας, μην μπορώντας να κρύψει την έκπληξη και το θυμό από τη φωνή του.
«Κύριε, σας παρακαλώ,» είπε η κοπέλα. «Περιμένει τόσος κόσμος πίσω σας. Υπάρχει κάτι άλλο που θα θέλατε να σας πληροφορήσω;»
Ο Οδυσσέας έριξε μια γρήγορη ματιά πάνω απ’τον ώμο του. Πράγματι, υπήρχε μια ουρά τουλάχιστον οκτώ ανθρώπων πίσω από εκείνον, τον Ράθνη, και τη Νελμίρα. «Όχι,» αποκρίθηκε στην κοπέλα, «σ’ευχαριστώ.» Και, φεύγοντας από το γραφείο πληροφοριών, «Με υποχρέωσες,» μουρμούρισε μέσα απ’τα δόντια του.
«Αυτό σημαίνει ότι θα έχουμε πρόβλημα;» ρώτησε η Νελμίρα.
«Δεν ξέρω,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας. «Δε νομίζω. Αν και…. Τέλος πάντων.» Στράβωσε τα χείλη, παίρνοντας μια έκφραση απορίας και εκνευρισμού συγχρόνως.
«Τι είναι;» επέμεινε η Νελμίρα.
«Δεν είναι φυσιολογικό το γεγονός ότι έδιωξαν τη Βικτώρια. Με κάνει να ανησυχώ. Αυτόν τον τύπο που ανέφερε η κοπέλα, αυτόν τον Νικόδημο Αρχιτέκτονα, δεν τον γνωρίζω καθόλου. Δεν μπορώ να καταλάβω από πού ξεφύτρωσε για να την παραγκωνίσει.»
Ο Ράθνης είπε, ήρεμα: «Ο Πρίγκιπας Λούσιος έκανε πολλές μεταρρυθμίσεις· το ξέρουμε αυτό.»
«Ναι, αλλά γιατί να διώξει τη Βικτώρια από το πόστο της; Αδυνατώ να κατανοήσω σε τι πιθανώς να τον ενοχλούσε!» Ο Οδυσσέας κούνησε το κεφάλι του. «Όπως και νάχει, δε μπορούμε να καθυστερήσουμε εδώ για να μάθουμε. Αν και θα ήθελα να μάθω. Πρέπει να πάμε να κλείσουμε εισιτήρια με το πρώτο αεροπλάνο που φεύγει για την Υπερυδάτια.»
Και ξεκίνησε να βαδίζει με τη Νελμίρα και τον Ράθνη στο κατόπι του, περνώντας ανάμεσα από τους επιβάτες που ήταν καθισμένοι στις καρέκλες του αεροδρομίου ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, ξαπλωμένοι στο πάτωμα, επάνω στις αποσκευές τους. Ένας απ’αυτούς, τους ξαπλωμένους, είχε δίπλα του μια πελώρια, τριχωτή γάτα, η οποία ήταν επίσης ξαπλωμένη, μα δεν πρέπει να κοιμόταν, όπως ο κύριός της, γιατί, καθώς ο Οδυσσέας περνούσε από κοντά, άνοιξε το ένα γυαλιστερό της μάτι και τον παρατήρησε. Ύστερα, το έκλεισε πάλι.
Ο Οδυσσέας πλησίασε μια υπάλληλο στα γραφεία των εισιτηρίων και της είπε πως εκείνος κι οι δύο σύντροφοί του ήθελαν να κλείσουν θέσεις για Υπερυδάτια με την επόμενη πτήση.
Η κοπέλα πάτησε μερικά πλήκτρα στην κονσόλα εμπρός της και κοίταξε την οθόνη. «Η επόμενη πτήση είναι στις δέκα και μισή–»
(Δηλαδή, σ’ένα τέταρτο, σκέφτηκε ο Οδυσσέας· σταθήκαμε τυχεροί)
«–αλλά όλες οι θέσεις φαίνεται να είναι κλεισμένες.»
«Κλεισμένες; Όλες οι θέσεις; Ούτε μία άδεια;»
«Δυστυχώς, κύριε, είναι όλες κλεισμένες.»
Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ! Αν η Βικτώρια ήταν εδώ, δε θα είχαμε τέτοιο πρόβλημα τώρα! Αποκλείεται όλες οι θέσεις νάναι κλεισμένες! «Η δουλειά μας είναι επείγουσα,» τόνισε ο Οδυσσέας. «Είσαι απολύτως βέβαιη ότι δεν υπάρχει ούτε ένα εισιτήριο;»
«Ασφαλώς, κύριε.»
«Η επόμενη πτήση για Υπερυδάτια πότε είναι;»
Η κοπέλα πληκτρολόγησε κάτι στην κονσόλα, και είπε: «Στις μία μετά τα μεσάνυχτα.»
«Θα φύγουμε, τότε, λοιπόν. Κλείσε μας τρεις θέσεις.»
«Τα ονόματά σας, παρακαλώ.»
Ο Οδυσσέας τής έδωσε τα ονόματά τους. Τα πραγματικά τους ονόματα, γιατί δεν έκρινε σκόπιμο να χρησιμοποιήσει ψεύτικες ταυτότητες. Εξάλλου, αν ο σκιώδης εχθρός που καταδίωκε τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο είχε κατασκόπους του εδώ και έψαχνε γι’αυτούς, σίγουρα θα τους είχε εντοπίσει ώς τώρα. Δεν μπορούσαν να κάνουν και πολλά για να κρυφτούν μέσα στον Βασιλικό Αερολιμένα. Κατ’αρχήν, υπήρχαν παντού τηλεοπτικοί πομποί· ολόκληρο το μέρος ελεγχόταν.
Η κοπέλα έκοψε τρία εισιτήρια και τους τα έδωσε, λέγοντάς τους: «Καλό ταξίδι,» μ’ένα χαμόγελο που έμοιαζε πλαστό.
Ο Οδυσσέας αισθανόταν τις τρίχες του ορθωμένες, καθώς έπαιρνε τα εισιτήρια. Υπήρχε κάτι εδώ πέρα που δεν του άρεσε: κάτι που δε φαινόταν άμεσα, μα ήταν παντού γύρω του, στον αέρα. Κάτι δεν πήγαινε καλά, και το ένστικτό του τον προειδοποιούσε πως τα πράγματα θα χειροτέρευαν, παρότι εκείνος κι οι σύντροφοί του έμοιαζε να είχαν βρει θέσεις.
Δεν ήταν φυσιολογικό το γεγονός ότι είχαν τελειώσει τα εισιτήρια για την πτήση των 10.30. Η Υπερυδάτια δεν ήταν και τόσο δημοφιλής διάσταση. Επομένως, ή πέσαμε στην περίπτωση ή… κάποιος είχε δώσει εντολή να μας καθυστερήσουν επίτηδες. Και ο μόνος που, λογικά, θα μπορούσε να το κάνει αυτό, σκεφτόταν ο Οδυσσέας, ήταν ο Υπεύθυνος Αφίξεων και Αναχωρήσεων. Ο Νικόδημος Αρχιτέκτων.
Εκτός αν η εντολή είχε έρθει από ακόμα πιο ψηλά.
Οι τρίχες του Οδυσσέα ηλεκτρίστηκαν περισσότερο.
«Ας καθίσουμε,» είπε στη Νελμίρα και τον Ράθνη, και κάθισαν σε μια γωνία της αίθουσας αναμονής, σε τρεις καρέκλες που ανάμεσά τους βρισκόταν ένα τραπεζάκι με σταχτοδοχείο επάνω.
Ο Οδυσσέας άναψε τσιγάρο.
«Τους υποπτεύεσαι,» του είπε, σε λίγο, η Νελμίρα, ατενίζοντάς τον με στενεμένα μάτια. Δεν ήταν ερώτηση.
«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνος. «Νομίζω ότι μας καθυστερούν επίτηδες. Και πολύ φοβάμαι ότι το κάνουν για να μας παγιδέψουν κάπως.»
Ο Ράθνης κοίταξε τους τηλεοπτικούς πομπούς οι οποίοι γυάλιζαν στους τοίχους· κοίταξε τους πάνοπλους φρουρούς που βρίσκονταν στις εισόδους και κοντά στα γραφεία· κοίταξε έναν τύπο ο οποίος δεν μπορεί παρά να ήταν μάγος, αν έκρινε κανείς απ’τη στολή του. «Πιστεύεις, Οδυσσέα, ότι χρειάζεται να μας καθυστερήσουν για να μας παγιδέψουν;»
«Δε θέλουν να κάνουν τίποτα το φανερό,» είπε εκείνος, «γιατί κι εμείς δεν έχουμε επάνω μας τίποτα με το οποίο μπορούν να μας ενοχοποιήσουν. Πρέπει, επομένως, νάχουν κάποιο άλλο σχέδιο στο μυαλό τους.»
Ο Ράθνης έμοιαζε δύσπιστος. «Αν ισχύει αυτό που λες, ξέρεις σε τι συμπέρασμα μάς οδηγεί;»
«Σε τι συμπέρασμα μάς οδηγεί;»
«Ότι ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος έχει χάσει τελείως τον έλεγχο της Απολλώνιας. Ότι κάποιος άλλος –κάποια άλλη δύναμη– ελέγχει πλήρως ακόμα και τον ίδιο τον Βασιλικό Αερολιμένα.»
Ο Οδυσσέας βλεφάρισε, καθώς τα λόγια του Ράθνη τον χτύπησαν κατακέφαλα, σαν σφυρί. Ο λευκόδερμος άντρας, πράγματι, είχε δίκιο: Αν ίσχυαν όσα υποπτευόταν ο Πρόμαχος, τότε ο Ανδρόνικος είχε χάσει τελείως τον έλεγχο της πατρίδας του. Ο εχθρός δεν ήταν κάποιο δικτυωμένο πρόσωπο που κινιόταν στις σκιές, προκειμένου να επιτύχει τους σκοπούς του· ήταν κάποιο πρόσωπο που είχε στα χέρια του τον κρατικό μηχανισμό.
Κι αυτό αυξάνει τις πιθανότητες το συγκεκριμένο πρόσωπο να είναι ο Πρίγκιπας Λούσιος.
Ο Οδυσσέας αισθάνθηκε μια πικρή γεύση στο στόμα. Ο Πρίγκιπας Λούσιος… πώς είναι δυνατόν να έχει κάνει τέτοια πράγματα; Πώς είναι δυνατόν να στράφηκε έτσι εναντίον του αδελφού του; Ο Οδυσσέας τούς ήξερε και τους δύο Πρίγκιπες από μικρή ηλικία. Και δεν ήταν κι ο ίδιος πολύ μεγαλύτερος από αυτούς: περνούσε τον Λούσιο κατά ένα χρόνο, και τον Ανδρόνικο κατά τρία. Δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι οι δυο τους θα έφταναν στο σημείο να γίνουν εχθροί…
Αναστέναξε. «Θα δούμε,» είπε στον Ράθνη. «Να έχετε, πάντως, τα μάτια σας δεκατέσσερα.»
Σε λίγο, η Νελμίρα είπε ότι πεινούσε και ότι θα πήγαινε να πάρει κάτι να φάει. Ήθελαν κι εκείνοι να τους φέρει τίποτα; Ο Οδυσσέας και ο Ράθνης αποκρίθηκαν ναι. Η Νελμίρα έφυγε από κοντά τους, πλησιάζοντας την καντίνα του αεροδρομίου· και, όταν επέστρεψε, είχε μαζί της τρία σάντουιτς και τρεις καφέδες.
Ο χρόνος δεν έμοιαζε να περνά, καθώς περίμεναν. Δεν ήταν μικρή η αναμονή από τις 10.30 μέχρι τις 1.00, και ο Οδυσσέας αναρωτιόταν πότε ο εχθρός τους θα ενεργοποιούσε την παγίδα του. Εκτός, βέβαια, αν δεν υπήρχε παγίδα. Εκτός αν το μόνο που ήθελε ήταν να τους καθυστερήσει μερικές ώρες· γιατί αποκλείεται να ήταν όλες οι θέσεις πιασμένες για την πτήση προς Υπερυδάτια. Αλλά, από την άλλη, τι λόγο μπορεί να είχε για να θέλει να τους καθυστερήσει; Τι θα κέρδιζε έτσι; Ο Οδυσσέας αδυνατούσε να δώσει απάντηση.
Κάποια στιγμή, οι ώρες, αναπόφευκτα, πέρασαν και τα ρολόγια έδειξαν 1.00. Εν τω μεταξύ, καμία φανερή παγίδα δεν είχε ενεργοποιηθεί, ούτε οι φρουροί του μέρους είχαν κάνει καμία ύποπτη κίνηση. Είχαν μονάχα αλλάξει βάρδια, και αυτοί και ο μάγος. Ο Οδυσσέας, η Νελμίρα, και ο Ράθνης σηκώθηκαν από τις θέσεις τους και, μαζί με άλλους επιβάτες, βάδισαν προς την αίθουσα αναχώρησης, όπου, όπως γνώριζαν, θα γινόταν έλεγχος του καθενός ξεχωριστά, και ό,τι όπλα είχαν επάνω τους θα τους τα έπαιρναν, για να τους τα δώσουν πάλι όταν το αεροσκάφος θα έβγαινε απ’τον Αιθέρα και θα προσγειωνόταν στην Υπερυδάτια.
Ο έλεγχος, όμως, δεν πρόλαβε να γίνει. Οι τρεις τους παρατήρησαν ότι η πόρτα της αίθουσας αναχωρήσεων, στην αρχή της ουράς των επιβατών, ήταν κλειστή.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Οδυσσέας έναν από τους επιβάτες.
Εκείνος –ένας ψηλός άντρα με καφέ δέρμα και πράσινα μαλλιά– ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν ξέρω.»
Ένας φρουρός του αεροδρομίου πλησίασε την ουρά των επιβατών και είπε, αρκετά δυνατά για να τον ακούσουν όλοι: «Δυστυχώς, το αεροσκάφος έχει κάποια σοβαρή βλάβη, και θα αργήσει να επισκευαστεί. Μας συγχωρείτε για την καθυστέρηση.»
«Σε πόση ώρα θα είναι έτοιμο;» ρώτησε μια γυναίκα.
«Δεν γνωρίζω. Πάντως, αν δεν είναι έτοιμο μέχρι τις έξι, έχει άλλη πτήση για την Υπερυδάτια τότε, και ίσως ορισμένοι από εσάς να μπορέσετε να αλλάξετε τα εισιτήριά σας.»
Οι επιβάτες άρχισαν να μιλούν αναμεταξύ τους, εκνευρισμένοι από την καθυστέρηση.
«Δεν καταλαβαίνω!» μούγκρισε ο Οδυσσέας, καθώς εκείνος κι οι δύο σύντροφοί του είχαν απομακρυνθεί από τους υπόλοιπους. «Κάποιος ανέβαλε ολόκληρη την πτήση προκειμένου να σταματήσει εμάς;»
«Ίσως, όντως, να υπάρχει βλάβη,» είπε ο Ράθνης με τα χέρια του σταυρωμένα εμπρός του.
Ο Οδυσσέας κούνησε το κεφάλι. «Όχι, δεν το πιστεύω. Παραείναι συμπτωματικό κι αυτό.»
«Και δε φαίνεται να μπορούμε να κάνουμε τίποτα παρά να περιμένουμε,» είπε η Νελμίρα, περνώντας τους αντίχειρές της μέσα στη ζώνη της και κοιτάζοντας τριγύρω, τους αναστατωμένους επιβάτες και τους φρουρούς, οι οποίοι της έμοιαζε ότι, ξαφνικά, είχαν πληθύνει. Αναρωτήθηκε αν ετοιμάζονταν να ενεργοποιήσουν την παγίδα που φοβόταν ο Οδυσσέας ότι τους είχαν στήσει. Χρειάζονται, όμως, κάποια αφορμή για να μας πλησιάσουν, σωστά; Δεν μπορούν να έρθουν και να μας συλλάβουν χωρίς λόγο. Τουλάχιστον, όχι στην Απολλώνια. Αυτά γίνονταν μονάχα στις διαστάσεις που βρίσκονταν υπό τον πλήρη έλεγχο της Παντοκράτειρας· και η Απολλώνια, αν και είχε υποστεί αλλαγές –όπως υποστήριζαν άνθρωποι σαν τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο και τον Οδυσσέα, που γνώριζαν την εν λόγω διάσταση πολύ καλύτερα από τη Νελμίρα–, δεν έμοιαζε να βρίσκεται ξανά υπό την κυριαρχία της Παντοκράτειρας…
Αναπάντεχα, η άκρια του αριστερού της ματιού έπιασε μια φιγούρα να ζυγώνει. Η Νελμίρα έστρεψε το βλέμμα της και είδε έναν άντρα με λευκό δέρμα σαν του Οδυσσέα. Ήταν μετρίου αναστήματος και είχε μαύρα μαλλιά και αξύριστο πρόσωπο. Φορούσε άσπρο πουκάμισο, μαύρο γιλέκο, και γκρίζο παντελόνι. Το βήμα του ήταν άνετο και έδειχνε να πλησιάζει με φιλικό τρόπο· στη Νελμίρα, όμως, δεν άρεσε καθόλου ετούτος ο άνθρωπος: της θύμιζε κάποια θηρία από τη διάστασή της, τη Φεηνάρκια, τα οποία σε ζύγωναν ακριβώς έτσι, με τρόπο φιλικό, ώστε να ρίξεις την άμυνά σου και, μόλις είχαν φτάσει αρκετά κοντά, να σου χιμήσουν, για να σε κάνουν κομμάτια με κοφτερά νύχια και αιχμηρά δόντια.
«Καλησπέρα,» της είπε ο άντρας, καθώς εκείνην συνάντησε πρώτη, από τη μεριά που ερχόταν. «Μου είπαν ότι είστε φίλοι της κύριας Βικτώριας Κατήνεμης.»
Ο Οδυσσέας, ακούγοντας τα λόγια του, στράφηκε να τον αντικρίσει, λιγάκι ξαφνιασμένος, γιατί δεν τον είχε αντιληφτεί να πλησιάζει. «Ποιος είστε, κύριε;» ρώτησε.
«Ονομάζομαι Αλέξιος. Είναι αλήθεια ότι είστε φίλοι της Βικτώριας;»
«Αλήθεια είναι,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας. «Γιατί ρωτάτε, όμως;»
«Γιατί μου είπαν ότι ζητούσατε να της μιλήσετε, και ότι επίσης επείγεστε να πάτε στην Υπερυδάτια.»
Η Νελμίρα μίλησε πριν από τον Οδυσσέα: «Ποιος σας το είπε αυτό;»
Ο Αλέξιος χαμογέλασε με τον απότομο τρόπο της. «Δεν είμαι κατάσκοπος κανενός,» τη διαβεβαίωσε, υψώνοντας τα χέρια του. «Οι κοπελιές στα γραφεία μού το ανέφεραν. Καθώς εγώ ερχόμουν, αυτές έφευγαν· και τις γνωρίζω τις περισσότερες κοπελιές που εργάζονται εδώ, στον Βασιλικό Αερολιμένα. Είμαι τακτικός, βλέπετε.» Χαμογέλασε πάλι.
«Τακτικός;» είπε ο Οδυσσέας.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Αλέξιος, ανασηκώνοντας τους ώμους· «έχω δικό μου αεροσκάφος. Μικρό, βέβαια, αλλά, μπορώ να σας διαβεβαιώσω, ταξιδεύει παντού. Ποιο είναι το όνομά σας, κύριε;»
Δε σ’το ανέφεραν αυτό οι κοπελιές που συνάντησες καθώς ερχόσουν; σκέφτηκε η Νελμίρα, που ακόμα δεν τον εμπιστευόταν καθόλου τούτο τον τύπο. Εξακολουθούσε να της θυμίζει εκείνα τα ύπουλα θηρία από τη Φεηνάρκια.
«Οδυσσέας,» συστήθηκε ο Οδυσσέας, και του έδωσε το χέρι του, για ν’ανταλλάξουν μια χειραψία.
Ο Αλέξιος συνοφρυώθηκε. «Οδυσσέας; Δε θυμάμαι η Βικτώρια να σας έχει αναφέρει ποτέ…»
«Τη γνωρίζω, ωστόσο. Έχουμε συνεργαστεί αρκετές φορές οι δυο μας, για διάφορες κρατικές δουλειές. Το επίθετό μου είναι Επίμετρος· ίσως να μ’έχει αναφέρει μ’αυτό.»
«Χμμ, ναι, ίσως… Ναι, νομίζω ότι σας έχει αναφέρει, τώρα που το λέτε.»
«Γιατί η Βικτώρια δεν εργάζεται πια εδώ;» ρώτησε ο Οδυσσέας. «Συνέβη κάτι;»
Ο Αλέξιος έσμιξε τα χείλη. «Η αλήθεια είναι πως, ναι, κάτι άσχημο τής συνέβη και δεν μπορούσε να συνεχίσει τη δουλειά της.»
Ο Οδυσσέας συνοφρυώθηκε. Κάτι άσχημο τής συνέβη;
«Την είχαν πιάσει κάποιες ψυχώσεις, τον τελευταίο καιρό, και δεν μπορούσε καθόλου να ηρεμήσει. Υπήρχαν στιγμές, μάλιστα, που έβλεπε παραισθήσεις, ή νόμιζε πως άκουγε ήχους ανύπαρκτους. Περνούσε νύχτες ολόκληρες άυπνη. Όπως καταλαβαίνετε, κύριε Οδυσσέα, αυτό την ανάγκασε να παραιτηθεί από τη δουλειά της, τουλάχιστον για κάποιο καιρό, μέχρι να συνέλθει.»
Ο Οδυσσέας παραξενεύτηκε. Η Βικτώρια δεν ήταν άνθρωπος ψυχωτικός, απ’όσο γνώριζε. Εργαζόταν σκληρά και με συνέπεια, και πάντοτε έμοιαζε να ήξερε ακριβώς τι έλεγε και τι έκανε. Πώς είναι δυνατόν να έπαθε τέτοια πράγματα;
«Σας φαίνεται περίεργο–» άρχισε ο Αλέξιος.
«Εξαιρετικά περίεργο.»
Ο Αλέξιος ένευσε. «Κι εμένα έτσι μου φάνηκε, αρχικά. Αλλά, μετά, είδα ο ίδιος την κατάστασή της. Η Βικτώρια, δυστυχώς, είναι πολύ άρρωστη, κύριε Οδυσσέα. Ωστόσο, αφού είστε γνωστός της, θα προσπαθήσω να σας εξυπηρετήσω όσο καλύτερα μπορώ, καθώς της έχω μεγάλη εκτίμηση.»
«Εκείνο που θέλουμε είναι να πάμε στην Υπερυδάτια, κι αυτό, μάλλον, δεν είναι στο χέρι σας. Θα πρέπει να περιμένουμε να επισκευαστεί το αεροσκάφος που έχει πάθει βλάβη. Σας ευχαριστώ, όμως, για το ενδιαφέρον σας.»
Η Νελμίρα σκέφτηκε: Έτσι μπράβο, απομάκρυνέ τον. Δεν τον θέλουμε κοντά μας. Ήταν βέβαιη πως ο Οδυσσέας είχε καταλάβει ό,τι είχε καταλάβει κι εκείνη: ότι τούτος ο άνθρωπος δεν ήταν εμπιστοσύνης.
Ο Αλέξιος είπε: «Μα, νομίζω ότι μπορώ να σας βοηθήσω. Όπως σας εξήγησα, έχω δικό μου σκάφος.»
«Το οποίο ταξιδεύει στον Αιθέρα;» απόρησε ο Οδυσσέας.
«Ναι.»
«Πόσο μεγάλο είναι;»
«Δεν είναι μεγάλο,» είπε ο Αλέξιος. «Είναι σχετικά μικρό. Για να καταλάβετε, δεν έχει ανάγκη από μάγους για να πετάξει. Το οδηγό μόνος μου.»
«Πολύ επικίνδυνο, τότε, για ταξίδι στον Αιθέρα.»
«Είμαι καλός πιλότος, κύριε Οδυσσέα· δε χρειάζεται να φοβάστε. Διασχίζω τον Αιθέρα συχνά-πυκνά.»
Ο Οδυσσέας τον ατένισε συνοφρυωμένος. «Και θα μας πάτε στην Υπερυδάτια αφιλοκερδώς;»
«Δε σας μίλησα ακόμα για αμοιβή, για να μην το θεωρήσετε αγενές από μέρους μου. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι, ναι, θα ήθελα να πληρωθώ για ένα τέτοιο ταξίδι. Όπως φαίνεται ότι γνωρίζετε πολύ καλά κι ο ίδιος, κανένας δεν διασχίζει τον Αιθέρα απερίσκεπτα.»
Ο Οδυσσέας ένευσε. «Και ποια είναι η τιμή σας;»
«Δέκα λίδρες.»
«Μας κάνετε καλή τιμή, κύριε Αλέξιε.»
«Λόγω της Βικτώριας. Ενδιαφέρεστε;»
«Ναι,» είπε ο Οδυσσέας. «Σε πόση ώρα αναχωρούμε;»
Μα τους θεούς! σκέφτηκε η Νελμίρα. Είναι τυφλός;
Ο Αλέξιος ανασήκωσε τους ώμους. «Αμέσως, αν θέλετε.»
«Εντάξει, οδηγήστε μας.»
Ο Αλέξιος ξεκίνησε να βαδίζει, και τον ακολούθησαν.
Η Νελμίρα ψιθύρισε στον Οδυσσέα: «Κάτι δεν πάει καλά μ’ετούτον.»
«Γιατί το λες αυτό;»
«Γιατί το αισθάνομαι.»
«Κάποιο λάθος κάνεις–»
«Δεν κάνω λάθος! Αυτή πρέπει νάναι η παγίδα που περίμενες!»
Ο Οδυσσέας κούνησε το κεφάλι. «Δεν το νομίζω. Αυτός ο άνθρωπος είναι μόνος του· πώς να μας παγιδέψει;»
Ανόητε! γρύλισε εντός της η Νελμίρα. Και στράφηκε στον Ράθνη. «Ούτε εσύ το βλέπεις;» τον ρώτησε.
Ο λευκόδερμος άντρας ανασήκωσε τους ώμους μονάχα.
Ο Αλέξιος τούς έβγαλε από το οικοδόμημα όπου βρίσκονταν και τους οδήγησε έξω, στον χώρο στάθμευσης των ιδιωτικών αεροσκαφών. Ο ουρανός ήταν σκοτεινός από πάνω τους. Το γαλανό φεγγάρι της Απολλώνιας, η Γλαυκή, ήταν κρυμμένο πίσω από πυκνά σύννεφα, ενώ το άλλο της φεγγάρι, η Αθώρητη, που ανέδιδε έναν αδύναμο, γκρίζο φωτισμό, τώρα θα έλεγε κανείς ότι είχε εξαφανιστεί τελείως από τον κόσμο.
Το αεροσκάφος του Αλέξιου ήταν ακριβώς όπως το περίμενε ο Οδυσσέας: μικρό και χαμηλό, με τα φτερά μαζεμένα στις πλευρές του, όπως οι φτερούγες ενός πουλιού από μέταλλο· στην πίσω μεριά του είχε δύο δυνατούς προωθητήρες, και στεκόταν σε τρία πόδια με ρόδες. Ήταν χρωματισμένο έτσι ώστε να θυμίζει γκρίζο πουλί. Στην μπροστινή του μεριά ήταν ζωγραφισμένα δύο μάτια και ένα ράμφος.
«Ο Γκρίζος Αετός σάς χαιρετά!» είπε ο Αλέξιος, και ξεκλείδωσε τη θύρα του σκάφους. «Περάστε.»
Ο Οδυσσέας γνώριζε πώς να πιλοτάρει αεροπλάνο, και όχι μόνο θεωρητικά: το είχε κάνει κάμποσες φορές στη ζωή του· έτσι, καταλάβαινε ότι ετούτο το σκάφος που βρισκόταν τώρα μπροστά του δεν ήταν καθόλου εύκολο να το οδηγήσει κανείς μέσα στον Αιθέρα. Τα αιθερικά ρεύματα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνα, και τα μικρά σκάφη –εκτός του ότι όφειλαν, φυσικά, να είναι ειδικά κατασκευασμένα για να ταξιδέψουν εκεί– έπρεπε να έχουν πολύ δυνατές μηχανές για να τα αντεπεξέλθουν. Επίσης, ο πιλότος έπρεπε να είναι άριστος.
Ο Οδυσσέας ευχόταν να μην κατέληγαν όλα τούτα σε κάποια μεγάλη καταστροφή… Ο Αλέξιος είπε ότι έχει ξαναταξιδέψει στον Αιθέρα πολλές φορές, έτσι δεν είπε; Επομένως, είναι έμπειρος. Κι όσο για την υποψία της Νελμίρα, δεν μπορεί νάναι παγίδα το όλο θέμα, γιατί, αν είναι παγίδα, τότε ο Αλέξιος καταδικάζει και τον εαυτό του –και δε μου φαίνεται για αυτοκτονικός.
Περνώντας την ανοιχτή θύρα, ο Οδυσσέας μπήκε σκυφτός στο μικρό αεροπλάνο και κάθισε στην πίσω θέση. Η Νελμίρα και ο Ράθνης τον ακολούθησαν, καθίζοντας δεξιά κι αριστερά του.
«Δεν κάνουμε καθόλου καλά,» ψιθύρισε η ερυθρόδερμη γυναίκα. «Καθόλου καλά!»
«Σσς,» της είπε ο Οδυσσέας. «Δε θέλουμε να προσβάλουμε τον πιλότο μας.»
Η Νελμίρα αναστέναξε και γρύλισε μέσα στο λαιμό της.
Ο Αλέξιος τούς ακολούθησε στο εσωτερικό του σκάφους, και ζήτησε να λάβει την ανταμοιβή του. «Με συγχωρείτε,» είπε, «αλλά, για ένα τέτοιο ταξίδι μες στη νύχτα, θα ήθελα τα χρήματα προκαταβολικά.»
«Κατανοητό,» είπε ο Οδυσσέας, και τον πλήρωσε.
Ο Αλέξιος κάθισε στη μπροστινή θέση του Γκρίζου Αετού και ενεργοποίησε τις οθόνες στον πίνακα ελέγχου.
Παρατηρώντας τις, ο Οδυσσέας σκέφτηκε: Το σκάφος, πράγματι, φαίνεται να έχει όλα τα κατάλληλα εξαρτήματα για να ταξιδέψει στον Αιθέρα.
Ο Αλέξιος άναψε τις μηχανές, και το δυνατό βούισμά τους γέμισε τα αφτιά των επιβατών. Το μικρό αεροπλάνο άρχισε να κινείται επάνω στον αεροδιάδρομο, αναπτύσσοντας ολοένα και μεγαλύτερη ταχύτητα. Τα φτερά του άνοιξαν. Σύντομα, οι ρόδες του ακούστηκαν να τρίζουν, και μετά το σκάφος υψώθηκε στον σκοτεινό ουρανό.
Ο Οδυσσέας, η Νελμίρα, και ο Ράθνης μπορούσαν τώρα να δουν τον Βασιλικό Αερολιμένα σαν μικρογραφία από κάτω τους. Έπειτα, μπορούσαν να δουν μονάχα τα φώτα του μέσα στο σκοτάδι. Ο Γκρίζος Αετός χώθηκε στα μαύρα σύννεφα, και οι επιβάτες του έχασαν κάθε οπτική επαφή με το έδαφος· τώρα, γύρω τους έβλεπαν μονάχα μια πυκνή, μελανή απεραντοσύνη. Τα αφτιά τους είχαν, προ πολλού, βουλώσει από την πίεση.
Ο Οδυσσέας κοίταζε, πάνω από τον ώμο του Αλέξιου, μία από τις οθόνες: την οθόνη που έδειχνε την απόσταση του σκάφους τους από το σημείο μετάβασης στον Αιθέρα. Το πλησίαζαν… Καθώς υψώνονταν και υψώνονταν και υψώνονταν στους ουρανούς της Απολλώνιας, το πλησίαζαν…
Άφησαν πίσω τους τα σύννεφα και πέταξαν σ’έναν ανοιχτό, αν και νυχτερινό, ουρανό. Το φως της Γλαυκής τούς έλουζε εδώ, χωρίς να παρεμποδίζεται· γλιστρούσε από τα παράθυρα του αεροπλάνου τους και τους τύλιγε με τη γαλανή του ακτινοβολία. Ακόμα και η Αθώρητη φαινόταν: μια αχνή, γκρίζα σφαίρα μέσα στη σκοτεινή απεραντοσύνη των ουρανών. Το μαύρο φεγγάρι της Απολλώνιας.
Και το σημείο μετάβασης βρισκόταν ολοένα και πιο κοντά. Δεν απείχαν πολύ τώρα…
Ο Οδυσσέας εστίασε το βλέμμα του έξω απ’το μπροστινό παράθυρο του Γκρίζου Αετού και είδε, στο βάθος, μια αλλαγή στον ουρανό. Μια αλλαγή που δεν ήταν εύκολο να προσδιοριστεί. Ήταν μια μικρή μεταβολή στο χρώμα: μια απόχρωση. Μια μεταβολή στους κυματισμούς του αέρα, σαν υδρατμοί. Ένα βαθούλωμα, σαν ρουφήχτρα μέσα στο νερό. Μια κλίση προς κάποια διάσταση που δεν ήταν ούτε μήκος, ούτε πλάτος, ούτε ύψος.
Το μικρό αεροσκάφος πλησίασε το σημείο μετάβασης… και βούτηξε μέσα του. Οι επιβάτες του αισθάνθηκαν ένα τράνταγμα, σαν η ίδια η πραγματικότητα να είχε ταλαντευτεί γύρω τους, και μια στιγμιαία ζαλάδα τούς έπιασε, μια ναυτία. Η Νελμίρα ακούμπησε το κεφάλι της πίσω, παίρνοντας μερικές βαθιές ανάσες· δεν της άρεσαν τα αεροπορικά ταξίδια, κι ακόμα περισσότερα τα αιθερικά ταξίδια.
Έξω από τα παράθυρα, φαινόταν τώρα η διάσταση που ονομαζόταν Αιθήρ, η οποία ήταν μία από τις λεγόμενες «ενδιάμεσες διαστάσεις», αυτές που χρησιμοποιούνταν, κυρίως, για μετάβαση από μια κατοικημένη διάσταση σε μια άλλη. Ο Αιθήρ έμοιαζε με έναν ατελείωτο αργυρογάλανο ουρανό με νεφελώματα που δεν ήταν σαν τα συνηθισμένα σύννεφα των περισσότερων διαστάσεων. Ο Οδυσσέας δεν μπορούσε να καταλάβει ακριβώς τη διαφορά τους, μα την έβλεπε και την αισθανόταν. Επίσης, γνώριζε ότι ορισμένα από αυτά τα νεφελώματα ήταν ζωντανές, επικίνδυνες οντότητες, που μπορούσαν να καταπιούν άνετα ακόμα και μεγάλα αεροσκάφη, πόσω μάλλον ετούτο εδώ το μικρό αεροπλάνο με το οποίο ταξίδευαν τώρα εκείνος κι οι σύντροφοί του.
Ο Γκρίζος Αετός τρανταζόταν και κλυδωνιζόταν από τα αιθερικά ρεύματα πολύ περισσότερο από ό,τι θα τρανταζόταν και θα κλυδωνιζόταν ένα μεγαλύτερο σκάφος, όμως, σε γενικές γραμμές, ο Αλέξιος τον πιλόταρε καλά. Αυτό ο Οδυσσέας όφειλε να το παραδεχτεί, καθώς ήξερε τη δυσκολία πλοήγησης ενός τέτοιου μικρού αεροπλάνου στον Αιθέρα.
«Πώς είναι το ταξίδι σας μέχρι στιγμής;» ρώτησε ο Αλέξιος με ευχάριστο τόνο στη φωνή του.
«Μια χαρά,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας.
«Χαίρομαι που το απολαύσατε, γιατί θα είναι το τελευταίο σας!»
Και, μ’ετούτα τα λόγια, ο Αλέξιος στράφηκε να τους κοιτάξει, κι εκείνοι είδαν ότι το πρόσωπό του δεν ήταν όπως πριν. Είχε παραμορφωθεί! Τα μάτια του είχαν στενέψει και τραβηχτεί, αφύσικα, προς τις πλευρές του κεφαλιού του, ενώ το δόντια του είχαν μεγαλώσει: είχαν γίνει μακριά και αιχμηρά, μην αφήνοντας το στόμα του να κλείσει κανονικά.
Υψώνοντας το χέρι του πάνω απ’το κάθισμά του, ο Αλέξιος σημάδεψε τον Οδυσσέα μ’ένα πιστόλι.
Η Νελμίρα, προετοιμασμένη για κάποια ύπουλη ενέργεια από τον πιλότο τους, σήκωσε το μποτοφορεμένο της πόδι και του κλότσησε τον καρπό με δύναμη. Το χέρι του Αλέξιου τινάχτηκε πάνω, και η ριπή από το πιστόλι του χτύπησε το ταβάνι. Το άλλο πόδι της Νελμίρα σηκώθηκε επίσης, και η σόλα της μπότας της κοπάνησε τον πιλότο καταπρόσωπο, στέλνοντάς τον πάνω στην κονσόλα πλοήγησης του σκάφους, ενώ εκείνος γρύλισε, αγριεμένα.
Ο Οδυσσέας είχε ήδη τραβήξει το δικό του πιστόλι, και πυροβόλησε τον Αλέξιο κατακέφαλα, πετυχαίνοντάς τον στο αριστερό μάτι.
Δεν πετάχτηκε, όμως, αίμα, αλλά ένα παχύρρευστο, διαφανές υγρό· και εκεί όπου, κανονικά, θα έπρεπε να υπάρχει ένα αποκρουστικό τραύμα στο πρόσωπο του πιλότου φαινόταν μονάχα ένα παράξενο υλικό κάτω από την κατεστραμμένη σάρκα. Ένα υλικό σαν ρευστό ασήμι, το οποίο άρχισε αμέσως να αναπλάθει την πληγή.
Ένα Δημιούργημα!
Και οι τρεις επαναστάτες ήξεραν τι ήταν αυτό που αντίκριζαν: Ένα Δημιούργημα, όπως αυτά που έφτιαχνε η Παντοκράτειρα, χρησιμοποιώντας κάποια κρυφή διαδικασία, άγνωστη στον υπόλοιπο κόσμο. Δεν ήταν άνθρωποι τα Δημιουργήματα, αν και έμοιαζαν με ανθρώπους. Ήταν φτιαγμένα από αυτό το ασημόχρωμο, ρευστό υλικό, και δεν μπορούσαν να σκοτωθούν από σφαίρες ή από λεπίδες· έπρεπε κανείς να τα χτυπήσει με φωτιά ή διαβρωτικά οξέα, που κατέστρεφαν την ύλη.
Ο Οδυσσέας πυροβόλησε το Δημιούργημα ξανά, χτυπώντας το αυτή τη φορά στο δεξί μάτι και τυφλώνοντάς το τελείως. «Ανοίξτε τη θύρα! Πρέπει να το πετάξουμε έξω!»
Ο Ράθνης υπάκουσε. Πετάχτηκε όρθιος και γύρισε τη χειρολαβή που κρατούσε τη θύρα κλεισμένη. Αυτή άνοιξε, και τα αιθερικά ρεύματα μπήκαν στο σκάφος: οι επαναστάτες τα αισθάνθηκαν να καίνε το δέρμα και τα μάτια τους· τα αισθάνθηκαν να γλιστρούν μέσα στα ρουθούνια τους και να καίνε το λαιμό και τους πνεύμονές τους.
«Πετάξτε το έξω!» γρύλισε ο Οδυσσέας, τρίζοντας τα δόντια και ορμώντας καταπάνω στο Δημιούργημα.
Το τέρας ακόμα κρατούσε το πιστόλι του και, παρότι τυφλό, προσπάθησε να το στρέψει προς τον Πρόμαχο. Το αριστερό του μάτι είχε ήδη αρχίσει να θεραπεύεται· το ρευστό ασήμι το ανάπλαθε. Ο Οδυσσέας άρπαξε τον καρπό του Δημιουργήματος, ακινητοποιώντας το χέρι του με το όπλο και κάνοντάς το να πυροβολήσει το δερμάτινο κάθισμα.
Η Νελμίρα χίμησε, έχοντας περάσει μια σιδερογροθιά στο δεξί της χέρι και γρονθοκοπώντας το πλάσμα στο σαγόνι και μετά στο διάφραγμα, αν και γνώριζε πως τα Δημιουργήματα δεν είχαν ζωτικά όργανα που μπορούσε να βλάψει.
Ο Ράθνης άρπαξε το Δημιούργημα από το ένα πόδι και το σήκωσε, παρότι εκείνο σπαρταρούσε. «Πιάστε του και το άλλο πόδι!» φώναξε. «Και το άλλο πόδι!»
Ο Οδυσσέας, καταλαβαίνοντας ότι αυτή ήταν, αναμφίβολα, καλή ιδέα, υπάκουσε.
Το Δημιούργημα έκανε πάλι να στρέψει το πιστόλι του προς τον Πρόμαχο, αλλά η Νελμίρα τού άρπαξε το χέρι και γύρισε την κάννη του όπλου στο κάθισμα. Πίεσε μέσα τη σκανδάλη και το έβαλε να εξαντλήσει όλες του τις σφαίρες επάνω στο μαλακό δέρμα.
Το πιστόλι, όμως, δεν ήταν το μόνο όπλο του τέρατος. Τα Δημιουργήματα, εκτός από αιχμηρά δόντια, είχαν και γαμψά νύχια στα χέρια· και τώρα ο πιλότος Αλέξιος ύψωσε το αριστερό του χέρι και έμπηξε τα νύχια του στα πλευρά της ερυθρόδερμης επαναστάτριας.
«Ναααργκχ!…» βόγκησε η Νελμίρα· κι ύστερα, ο αγκώνας της κοπάνησε το Δημιούργημα στο δεξί του μάτι, καταστρέφοντας τον βολβό που αναπλαθόταν.
«Θα πεθάνετε!» γρύλισε το τέρας. «Θα πεθάνετε!»
Ο Οδυσσέας και ο Ράθνης το τραβούσαν τώρα προς την ανοιχτή θύρα του σκάφους. Όταν το έφτασαν από κάτω, ο Πρόμαχος το άρπαξε απ’τα μαλλιά και του έβγαλε το κεφάλι από το άνοιγμα, ενώ ο λευκόδερμος άντρας το έσπρωχνε από τα πόδια. Το Δημιούργημα κλοτσούσε και βρυχιόταν και καταριόταν, αλλά δεν μπορούσε να υπερνικήσει τους δύο επαναστάτες. Ειδικά ο Οδυσσέας ήταν πολύ μυώδης και δυνατός: πιο δυνατός από τους περισσότερους άντρες, εκτός ίσως από τους πραγματικά γιγαντόσωμους.
Το Δημιούργημα εκτοξεύτηκε έξω από το αεροπλάνο, μέσα στον Αιθέρα, κουνώντας τα χέρια και τα πόδια, σπασμωδικά, και ουρλιάζοντας. Σύντομα, το έχασαν από τα μάτια τους.
Ο Οδυσσέας κάθισε αμέσως στη θέση του πιλότου και έπιασε το πηδάλιο, γιατί το σκάφος είχε χάσει τελείως την κατεύθυνσή του όσο μάχονταν με το τέρας.
«Μην ανησυχείτε,» είπε στους συντρόφους του, ενώ ο Ράθνης έκλεινε την καταπακτή, για να μην τους χτυπάνε τα αιθερικά ρεύματα. «Μπορώ να το οδηγήσω. Θα μας πάω εγώ στην Υπερυδάτ–»
Αναπάντεχα, ένας δυνατός ήχος θραύσης ακούστηκε πίσω τους. Μια έκρηξη.
«Μα τους θεούς!…» έκανε η Νελμίρα, που κρατούσε τα τραυματισμένα της πλευρά. «Τι ήταν αυτό;» Κοιτάζοντας πίσω, δεν μπορούσε να δει τίποτα.
«Η ενέργεια…» είπε ο Οδυσσέας, κοιτάζοντας τις ενδείξεις μπροστά του. «Ήταν προγραμματισμένο! Κατάρες!»
«Ποιο πράγμα;» ρώτησε η Νελμίρα. «Τι έγινε;»
«Ήταν προγραμματισμένο οι φιάλες να σκάσουν. Κάποιος μηχανισμός πρέπει να υπήρχε επάνω τους. Δεν έχουμε ενέργεια!»
Η ένδειξη ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ έπεφτε με δραματικά ταχύ ρυθμό:
95%
78%
62%
53%
«Κατάρες!» γρύλισε ο Οδυσσέας, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι, χωρίς ενέργεια, ήταν καταδικασμένοι στον Αιθέρα.
Και τότε, σαν τα πράγματα να ήθελαν να χειροτερέψουν ακόμα περισσότερο, μια διαπεραστική κραυγή αντήχησε· κι από το μπροστινό τζάμι του αεροπλάνου οι επαναστάτες είδαν μια από τις οντότητες του Αιθέρα να τους ζυγώνει. Το πλάσμα δεν έμοιαζε να αποτελείται από στερεά ύλη, ή, τουλάχιστον, όχι εξολοκλήρου: ήταν ένα νεφέλωμα σε μορφή γιγαντιαίου πτηνού με τέσσερα φτερά· μέσα από το νεφέλωμα, όμως, φαίνονταν να γυαλίζουν δύο μάτια, κι ορισμένα από τα νύχια του άστραφταν σαν να ήταν από το σκληρότερο ατσάλι του σύμπαντος.
Ο Οδυσσέας γύρισε απότομα το πηδάλιο, κάνοντας το αεροπλάνο του να στριφογυρίσει μέσα στον Αιθέρα, κι αναγκάζοντας τους συντρόφους του να κρατηθούν γερά για να μη χτυπήσουν στα τοιχώματα του σκάφους.
Η κραυγή της αιθερικής οντότητας αντήχησε πίσω τους.
Η ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ εξακολουθούσε να μειώνεται ραγδαία:
33%
26%
17%
Ο Οδυσσέας, εντοπίζοντας το κοντινότερο σημείο μετάβασης στην οθόνη εμπρός του, έβαλε τις μηχανές στο μέγιστο και κατευθύνθηκε προς τα εκεί, μην έχοντας, αυτή τη στιγμή, την παραμικρή ιδέα προς ποια διάσταση πήγαινε τον εαυτό του και τους συντρόφους του. Σε οποιαδήποτε διάσταση, όμως, θα ήταν καλύτερα από εδώ.
Ας προσευχηθούμε μόνο να καταφέρουμε να φτάσουμε στο σημείο μετάβασης…
Η γιγαντιαία οντότητα συνέχιζε να κραυγάζει πίσω τους, αλλά, ευτυχώς, δεν ήταν αρκετά κοντά ακόμα για να τους χτυπήσει ή να τους καταπιεί.
Η ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ έπεφτε:
8%
5%
2%
0,7%
0,1%
0%
Οι προωθητήρες του μικρού αεροσκάφους έσβησαν· το ίδιο κι όλες οι οθόνες και οι ενδείξεις.
Ο Οδυσσέας κρατούσε το πηδάλιο σταθερό προς την κατεύθυνση που θυμόταν ότι ήταν το σημείο μετάβασης, ελπίζοντας ότι τα αιθερικά ρεύματα θα τον βοηθούσαν να διασχίσει τη λίγη απόσταση που του είχε απομείνει.
–Η πραγματικότητα τραντάχτηκε γύρω από τους επαναστάτες· το αεροπλάνο τους βγήκε απ’τον Αιθέρα, περνώντας σ’έναν καταγάλανο ουρανό με δυνατό ήλιο.
Και τώρα, μην έχοντας καμία μορφή ενέργειας για να το κρατά στον αέρα, άρχισε να πέφτει γρήγορα προς το έδαφος.
Ο Οδυσσέας προσπάθησε να το κρατήσει όσο το δυνατόν πιο ψηλά, ώστε να βρει κάποιο καλό μέρος για προσεδάφιση. Καλό μέρος για προσεδάφιση: σαν αστείο τού φαινόταν αυτό, έτσι όπως έπεφταν! Θεοί, βοηθήστε μας!
«Δεν υπάρχουν αλεξίπτωτα!» γρύλισε ο Ράθνης, ψάχνοντας σαν μανιακός. «Οι θέσεις είναι κενές από κάτω!»
«Εσύ τι περίμενες, ηλίθιε;» σφύριξε η Νελμίρα· η φωνή της ακουγόταν πνιχτή, τρομοκρατημένη.
Οι περιοχές κάτω από το αεροπλάνο περνούσαν τόσα γρήγορα, που τα πάντα έμοιαζαν να λιώνουν το ένα μέσα στο άλλο: η πραγματικότητα έμοιαζε να γίνεται ένα μίγμα από χρώματα, όπως στον καμβά ενός τρελού καλλιτέχνη.
«Νερό!» φώναξε, ξαφνικά, ο Οδυσσέας. «ΝΕΡΟ!»
Οι σύντροφοί του, αρχικά, δεν κατάλαβαν τι εννοούσε. Ύστερα, όμως, το είδαν κι εκείνοι.
Μια μεγάλη λίμνη, την οποία πλησίαζαν.
Ο Οδυσσέας ώθησε το αεροπλάνο προς τα κάτω, βάζοντάς το να βουτήξει. Γνωρίζοντας πως ετούτη ήταν η τελευταία τους ελπίδα για σωτηρία.
«Ανοίξτε τη θύρα!» φώναξε. «Ανοίξτε τη θύρα προτού πέσουμε!» Γιατί, αν δεν την άνοιγαν από τώρα, η υποβρύχια πίεση θα τους παγίδευε–
Το νερό της λίμνης κατάπιε το μικρό αεροσκάφος μ’έναν δυνατό βρόντο κι έναν ψηλό πίδακα.
Ο ήλιος της Απολλώνιας έδυε, όταν το μεγάλο φορτηγό σταμάτησε μερικά χιλιόμετρα νότια της Απαστράπτουσας, πριν από τις όχθες του ποταμού Οροκέλωρ, που το όνομά του σήμαινε γιος των βουνών. Η οπίσθια πόρτα του οχήματος άνοιξε, και ο Ανδρόνικος, Πρίγκιπας της Απολλώνιας και Αντιβασιλέας μέχρι που ο αδελφός του σφετερίστηκε τον Κυανό Θρόνο, βγήκε, μαζί με τη χρυσόδερμη μάγισσα Άνμα’ταρ, η οποία ήταν ντυμένη με μια μελανή, δερμάτινη στολή, σαν Μαύρη Δράκαινα, και είχε μια γκρίζα κάπα ριγμένη στους ώμους της, με την κουκούλα σηκωμένη. Ο Ανδρόνικος φορούσε επίσης κάπα και είχε και τη δική του κουκούλα σηκωμένη, ενώ από τη ζώνη του, εκτός από ένα πιστόλι, κρεμόταν και το βασιλικό σπαθί του, το οποίο ονομαζόταν Κελευστής και ήταν πανάρχαιο, έχοντας περάσει από πολλές γενεές Απολλώνιων βασιλέων. Επιπλέον, λεγόταν πως η λεπίδα ήταν μαγεμένη με αρχαίες μαγγανείες που οι σύγχρονοι μάγοι δεν ήξεραν· ο Ανδρόνικος δεν είχε ποτέ επιχειρήσει να διαπιστώσει αν αυτό αλήθευε, αλλά είχε δει πολλές φορές τη λεπίδα να γυαλίζει με μια γαλανή ακτινοβολία μέσα στη μάχη: και δεν είχε τρόπο για να εξηγήσει τη συγκεκριμένη γυαλάδα, επομένως υπέθετε ότι κάποια βάση πρέπει να είχαν τα όσα λέγονταν για το ξίφος. Όπως και νάχε, όμως, ήταν σύμβολο εξουσίας· της ανώτατης εξουσίας στο Βασίλειο της Απολλώνιας, και γι’αυτό απόψε το ήθελε οπωσδήποτε μαζί του.
Ο Ανδρόνικος έστρεψε το βλέμμα του, και κοίταξε τον Οροκέλωρα ποταμό και την Απαστράπτουσα. Στις νότιες όχθες του ποταμού ήταν οικοδομημένα αρκετά χτίρια της πόλης, αλλά τα περισσότερα ήταν στη βόρεια όχθη και πέρα απ’αυτήν. Ψηλές, γυάλινες πολυκατοικίες και πύργοι γυάλιζαν στο ενεργειακό φως των λαμπών της Απαστράπτουσας· οχήματα φαίνονταν να κινούνται στους δρόμους της πόλης και στις γέφυρες του Οροκέλωρα· βάρκες πηγαινοέρχονταν επάνω στον ποταμό, ενώ στο λιμάνι, το οποίο έβλεπε στην Άπατη Θάλασσα, ήταν αραγμένα μεγάλα σκάφη, ιστιοφόρα και μη.
«Καλή τύχη, Πρίγκιπά μου. Ο Απόλλων μαζί σου.»
Ο Ανδρόνικος στράφηκε, για ν’αντικρίσει το γενειοφόρο πρόσωπο του Φαρνέλιου. Η όψη του ήταν μελαγχολική, και η δυσαρέσκειά του ήταν έκδηλη που δε θα ερχόταν μαζί τους.
Ο Πρίγκιπας τον είχε προστάξει να μείνει πίσω, και αυτόν και τους υπόλοιπους επαναστάτες. «Αν δεν εμφανιστώ μέχρι την αυγή,» τους είχε πει, «σημαίνει ότι κάτι κακό μού συνέβη.»
«Μα, αν είμαστε μαζί σας, Υψηλότατε, ίσως καταφέρουμε να αποτρέψουμε αυτό το κακό,» είχε διαφωνήσει ένας από τους επαναστάτες.
«Δεν το νομίζω. Αν τα πράγματα είναι όπως φοβόμαστε, δεν το νομίζω. Επιπλέον, πιστεύω πως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, όσο περισσότεροι είμαστε τόσο δυσκολότερο θα είναι να ξεφύγουμε, αν η κατάσταση στραφεί εναντίον μας. Έχω την πεποίθηση, όμως, ότι όλα θα πάνε καλά και θα σας δω με την αυγή.»
Έτσι, τώρα ο Ανδρόνικος ένευσε προς τη μεριά του Φαρνέλιου, δίχως να μιλήσει, και, με την Άνμα’ταρ δίπλα του, ξεκίνησε να βαδίζει στο πλάι του μεγάλου δρόμου που οδηγούσε στη νότια είσοδο της Απαστράπτουσας.
Ο άνεμος ήταν ψυχρός και η νύχτα σκοτεινή. Η Γλαυκή ήταν μισοκρυμμένη πίσω από μαύρα σύννεφα, και η Αθώρητη δεν φαινόταν καθόλου, σαν να είχε, αυτή τη φορά, εξαφανιστεί τελείως απ’τους ουρανούς.
Ο Ανδρόνικος και η Άνμα’ταρ προχώρησαν, δίχως να βιάζονται, και σύντομα τα λίγα χιλιόμετρα που τους χώριζαν από την πρωτεύουσα του Βασιλείου της Απολλώνιας εξαφανίστηκαν κάτω από τα μποτοφορεμένα πόδια τους. Είχαν φτάσει στην Απαστράπτουσα, στις νότιες όχθες του Οροκέλωρα ποταμού, και τα ψηλά της οικοδομήματα ορθώνονταν γύρω τους. Η κίνηση στους δρόμους δεν ήταν λίγη· το βράδυ δεν σταματούσε η ζωή στην πόλη, παρά μόνο σε συγκεκριμένες συνοικίες. Οι μεγάλες λεωφόροι ήταν χωρισμένες κι εδώ, όπως και στη Μακρόπολη, σε τρεις λωρίδες: μία για τους πεζούς, μία για τα οχήματα, και μία για τους έφιππους. Οι μικρότεροι δρόμοι, βέβαια, δεν είχαν τέτοιο διαχωρισμό, και εκεί έπρεπε κανείς να είναι πιο προσεκτικός όταν βάδιζε.
Ο Ανδρόνικος και η Άνμα διέσχισαν τη νότια περιφέρεια της πόλης και πλησίασαν τον ποταμό. Εκεί, μίσθωσαν μια βάρκα με κουπιά, και ο βαρκάρης τούς πέρασε στην αντίπερα όχθη και προς τη δυτική μεριά της πόλης, όπου, πάνω απ’τα υπόλοιπα χτίρια, φαινόταν το παλάτι, μεγαλόπρεπο και αστραφτερό, με σημαίες να κυματίζουν στους πύργους του.
Ο Ανδρόνικος πλήρωσε τον βαρκάρη και αποβιβάστηκαν, μπαίνοντας πάλι στους δρόμους της Απαστράπτουσας και βαδίζοντας προς τη Βασιλική Οικία.
Καθώς προχωρούσε, αγνοώντας τη βαβούρα του κόσμου γύρω του, ο Απολλώνιος Πρίγκιπας αναρωτιόταν για ολόκληρη την οικογένειά του, όχι μόνο για τον αδελφό του, Λούσιο. Αναρωτιόταν για τη μητέρα του, τη Βασίλισσα Γλυκάνθη· πώς είχε, άραγε, δει εκείνη την κίνηση του Λούσιου να σφετεριστεί τον Κυανό Θρόνο; Ποια ήταν η αντίδρασή της; Και ποια θα ήταν η αντίδρασή της τώρα, βλέποντας τον Ανδρόνικο να επιστρέφει;
Και η αδελφή του, η Βασιλική; Τι είχε πει για όλα τούτα; Ήταν η πιο μικρή, και ο Λούσιος ποτέ δεν τα πήγαινε καλά μαζί της· έτσι, ο Ανδρόνικος τώρα φοβόταν γι’αυτήν. Γιατί, αν ο αδελφός του ήταν φονιάς, αν ο αδελφός του ήταν που είχε προσπαθήσει να τον σκοτώσει, τότε τι θα τον σταματούσε απ’το να κάνει το ίδιο και στη Βασιλική; Ειδικά αν εκείνη τού είχε εναντιωθεί, όταν ο Λούσιος σφετερίστηκε τον θρόνο;
Ίσως, όμως, όλες μου οι υποθέσεις να είναι τραγικά λανθασμένες, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος. Ίσως ο Λούσιος να μην έχει γίνει το τέρας που φοβάμαι πως έχει γίνει. Ο Φαρνέλιος έχει δίκιο: πρέπει να του μιλήσω για να μάθω την αλήθεια, ή, τουλάχιστον, για να καταλάβω την αλήθεια, από το φέρσιμό του, από τις αντιδράσεις του. Τον ξέρω καλά τον Λούσιο· δεν μπορεί να κρύψει πολλά από μένα.
Όταν έφτασαν μπροστά στην πύλη του παλατιού, τη βρήκαν κλειστή. Ο Ανδρόνικος, όμως, γνώριζε ότι πίσω της πάντα στέκονταν δύο πάνοπλοι φύλακες, όπως επίσης γνώριζε ότι, αυτή τη στιγμή, υπήρχαν τηλεοπτικοί πομποί που κοίταζαν εκείνον και την Άνμα’ταρ. Αλλά κανείς, μάλλον, δε θα μπορεί να μας αναγνωρίσει, έτσι όπως είμαστε ντυμένοι.
Ο Ανδρόνικος ύψωσε τη γροθιά του και χτύπησε την πόρτα, δυνατά, δύο φορές.
«Ποιος είναι;» ακούστηκε μια αντρική φωνή από μέσα.
«Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος.»
Σιγή έπεσε για μερικές στιγμές.
Ο Ανδρόνικος περίμενε, αμίλητος, την απόκριση του φύλακα.
Η Άνμα’ταρ ετοίμαζε στο μυαλό της ένα ξόρκι, σε περίπτωση που χρειαζόταν να πολεμήσουν. Ήταν εκπαιδευμένη στον πόλεμο. Το καλύτερο πράγμα που ήξερε να κάνει ήταν να πολεμά, είτε με τα ίδια της τα χέρια και τα πόδια, είτε με όπλα, είτε με μαγεία.
Ο φύλακας, τελικά, αποκρίθηκε: «Βγάλτε τις κουκούλες σας, να δούμε τα πρόσωπά σας! Και μας συγχωρείτε, αν είστε πράγματι ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος, αλλά οφείλουμε να πάρουμε τα μέτρα μας, Υψηλότατε.»
«…Ασφαλώς,» μουρμούρισε ο Ανδρόνικος μέσα απ’τα δόντια του. Και στην Άνμα’ταρ είπε, στον ίδιο τόνο: «Υπάρχουν τηλεοπτικοί πομποί που μας παρακολουθούν· μπορείς να τους μπερδέψεις; Δε θέλω να μας δει κανένας άλλος εκτός απ’τους δύο φρουρούς πίσω απ’την πόρτα.»
Η Δράκαινα κατένευσε. «Μπορώ.»
«Θα βγάλουμε τις κουκούλες μας όταν ανοίξεις την πόρτα,» είπε ο Ανδρόνικος στον φύλακα. «Θέλω εσύ ο ίδιος να δεις το πρόσωπό μου. Το προστάζω!»
Συγχρόνως, η Άνμα ψιθύριζε, έντονα, τα λόγια για ένα Ξόρκι Τηλεοπτικής Ασυνέχειας, διαγράφοντας σύμβολα στον αέρα με τα δάχτυλά της. Το συγκεκριμένο ξόρκι θα έκανε τους τηλεοπτικούς πομπούς να μεταδώσουν εικόνες που συνέβησαν πριν από ένα λεπτό. Δηλαδή, όποιος κοίταζε τώρα την οθόνη που ήταν ο δέκτης των πομπών θα συνέχιζε να βλέπει δύο κουκουλοφόρες μορφές να στέκονται έξω απ’την είσοδο του παλατιού, ακόμα κι όταν ο Ανδρόνικος και η Άνμα είχαν φύγει.
Η διπλή θύρα άνοιξε στο ελάχιστο, και το πρόσωπο του φύλακα παρουσιάστηκε ανάμεσα από τα δύο φύλλα της. Ο Ανδρόνικος μπορούσε να καταλάβει, από τη στάση του άντρα, ότι είχε το πιστόλι του σε ετοιμότητα, αν και κρυμμένο πίσω από την πόρτα.
Ο Πρίγκιπας παραμέρισε την κουκούλα του, αφήνοντας τον φρουρό να δει το πρόσωπό του.
Τα μάτια εκείνου διαστάλθηκαν προς στιγμή. «Υψηλότατε!» είπε. «Μας συγχωρείτε για την καθυστέρηση. Περάστε.» Και παραμέρισε, ανοίγοντας διάπλατα το ένα φύλλο της θύρας.
Ο Ανδρόνικος και η Άνμα’ταρ μπήκαν, για να δουν ότι υπήρχε άλλος ένας φύλακας πίσω από την είσοδο.
Και αυτός, ο δεύτερος, πολύ πιο καχύποπτος από τον πρώτο, είπε: «Ίσως να είναι κόλπο. Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος δε θα ερχόταν έτσι.»
«Θέλεις να ελέγξεις αν φοράω μάσκα;» Ο Ανδρόνικος κατέβασε τελείως την κουκούλα του. «Έλα να ελέγξεις.»
«Πρόσεχέ τους,» είπε ο δεύτερος φρουρός στον πρώτο, και πλησίασε, αγγίζοντας τις άκριες του προσώπου του Ανδρόνικου και κοιτάζοντάς τον από κοντά.
«Φοράω μάσκα, λοιπόν;»
Ο φρουρούς υποκλίθηκε. «Όχι, Υψηλότατε. Πρέπει να είστε, όντως, εσείς.»
«Γιατί τέτοια επιφύλαξη;» απαίτησε ο Ανδρόνικος.
Οι φρουροί αλληλοκοιτάχτηκαν· κι αυτός που είχε ανοίξει την πόρτα είπε: «Είναι… δύσκολοι καιροί, Υψηλότατε. Και δε σας περιμέναμε να έρθετε τώρα. Ούτε μ’αυτό τον τρόπο.»
«Είχαμε ακούσει,» πρόσθεσε ο δεύτερος φρουρός, «ότι βρισκόσασταν στην Άωλρυς, πριν από κανένα μήνα τουλάχιστον… και μετά, εξαφανιστήκατε. Δεν είχαμε άλλα νέα σας, από καμία πηγή.»
«Πού είναι ο αδελφός μου;» ρώτησε ο Ανδρόνικος.
Οι δύο φρουροί αλληλοκοιτάχτηκαν πάλι.
«Συμβαίνει κάτι που θα έπρεπε να ξέρω;» είπε ο Ανδρόνικος.
«Ο αδελφός σας, Υψηλότατε, μάλλον βρίσκεται στα διαμερίσματά του, ετούτη την ώρα.»
«Δεν λείπει από το παλάτι, δηλαδή.»
«Όχι, Υψηλότατε.»
Ο Ανδρόνικος προσπέρασε τους φύλακες και βάδισε μέσα στον μεγάλο κήπο του παλατιού, ακολουθούμενος από την Άνμα’ταρ.
«Δε μου φάνηκαν και τόσο εχθρικοί,» είπε η μάγισσα· «απλά ξαφνιασμένοι. Ή, ίσως, και αναστατωμένοι.»
«Αναρωτιέμαι πώς θα αντιδράσουν όταν καταλάβουν ότι μπερδέψαμε τους τηλεοπτικούς πομπούς έξω απ’την είσοδο.»
«Κανονικά, πώς θα έπρεπε να αντιδράσουν;»
«Θα έπρεπε να τρέξουν και να συλλάβουν όποιον μπήκε με τέτοιο ύπουλο τρόπο. Αλλά εγώ είμαι ο Αντιβασιλέας της Απολλώνιας, οπότε τα πράγματα αλλάζουν. Εκτός αν θεωρούμαι πλέον ύποπτος για προδοσία…»
Διέσχισαν τον κήπο και μπήκαν στο παλάτι, που ήταν στρωμένο με λευκό μάρμαρο και είχε όμορφα σκαλισμένους κίονες, ενώ αγάλματα, πίνακες, και γλάστρες με φυτά στόλιζαν πολλές αίθουσες, δωμάτια, και διαδρόμους του. Η Άνμα δεν είχε έρθει πολλές φορές εδώ, αλλά όσες φορές είχε έρθει το μέρος πάντοτε της έκοβε την ανάσα. Δε θα μπορούσε να αποκαλέσει το παλάτι της Απολλώνιας παρά μονάχα εκθαμβωτικό και μεγαλειώδες. Αυτοί οι ευγενείς ήταν πολύ τυχεροί, σε ορισμένες διαστάσεις…
Σε διάφορα σημεία του παλατιού συνάντησαν φρουρούς, αλλά κανένας δεν επιχείρησε να τους σταματήσει, καθώς όλοι τους αναγνώριζαν το πρόσωπο του Ανδρόνικου, κι εκείνος δεν έκανε καμία προσπάθεια να το κρύψει, επειδή ήξερε πως, αν το προσπαθούσε, τότε σίγουρα θα τους σταματούσαν, για να τους ελέγξουν. Καλύτερα, λοιπόν, να μάθουν πως ήρθα, σκέφτηκε. Ναι, άστους να μάθουν ότι ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος, ο νόμιμος Αντιβασιλέας της Απολλώνιας, επέστρεψε· κι όσοι μ’έχουν προδώσει ας αρχίσουν να τρέμουν!
Το δεξί του χέρι ήταν ακουμπισμένο στη λαβή του θηκαρωμένου ξίφους του, καθώς πλησίαζε τα διαμερίσματα όπου έμενε ο Λούσιος, μαζί με τη σύζυγό του, Δομινίκη, και τα δύο μικρά παιδιά του.
Σ’έναν απ’τους διαδρόμους κοντά στα διαμερίσματα, ένας φρουρός στάθηκε αντίκρυ στον Ανδρόνικο. Ήταν ψηλός και πρασινόδερμος: ένας δερματικός χρωματισμός σπάνιος στην Απολλώνια, εκτός αν ετούτος ο άντρας καταγόταν από τα Ελκόβρια Έλη, στις ανατολικές ακτές της Άπατης Θάλασσας. Τα μαλλιά του ήταν κατάμαυρα, σγουρά, και μακριά, και είχε ένα φουντωτό μούσι. Η στολή του έδειχνε ότι δεν ήταν ένας απλός παλατιανός φύλακας· ήταν μέλος της Βασιλικής Φρουράς. Ο Ανδρόνικος, όμως, δε θυμόταν να τον έχει ξαναδεί ποτέ στη ζωή του. Ήταν, αναμφίβολα, καινούργιος. Κάποιος που, μάλλον, είχαν φέρει εδώ οι μεταρρυθμίσεις του αδελφού του.
«Αααλτ!» φώναξε ο πρασινόδερμος άντρας, αντικρίζοντας τον Πρίγκιπα. «Απαγορεύεται η είσοδος.» Τράβηξε το πιστόλι απ’τη ζώνη του. «Εδώ είναι τα διαμερίσματα του Αντιβασιλέα, και ο Αντιβασιλέας αναπαύεται επί του παρόντος.»
«Κάνεις λάθος,» αντιγύρισε ο Ανδρόνικος, παύοντας να βαδίζει και ατενίζοντας τον φρουρό με σκληρό βλέμμα. «Εδώ δεν είναι τα διαμερίσματα του Αντιβασιλέα· εδώ είναι τα διαμερίσματα του αδελφού μου, Πρίγκιπα Λούσιου. Και τώρα κάνε πέρα, αλλιώς θα σε κρεμάσω από τη γλώσσα!»
«Δεν μπορείς να περάσεις,» είπε ο πρασινόδερμος, υψώνοντας το πιστόλι του και σημαδεύοντάς τον.
(Η Άνμα’ταρ άρχισε να μουρμουρίζει τα λόγια για ένα ξόρκι, ώστε να το έχει σε ετοιμότητα.)
«Δεν με αναγνωρίζεις;» είπε ο Ανδρόνικος.
«Σε αναγνωρίζω.»
«Τότε, κατέβασε το όπλο σου, θηκάρωσέ το, και γονάτισε.»
«Βρίσκομαι εδώ με εντολή του Αντιβασιλέα–»
«Εγώ είμαι ο νόμιμος Αντιβασιλέας της Απολλώνιας! Κατέβασε το όπλο σου.»
«Απομακρύνσου, Πρίγκιπα Ανδρόνικε,» απείλησε ο φρουρός, «γιατί μην αμφιβάλλεις ότι θα χρησιμοποιήσω το όπλο μου.»
Ο Ανδρόνικος τράβηξε τον Κελευστή από το θηκάρι του και διέγραψε με τη λεπίδα το Κάλεσμα στον αέρα εμπρός του: το σύμβολο που δήλωνε ότι ο Πρίγκιπας καλούσε τον πρασινόδερμο άντρα αντίκρυ του σε μονομαχία. Και στην Απολλώνια έπαιρναν όλοι το Κάλεσμα πολύ σοβαρά, ειδικά αν ήταν μέλη της Βασιλικής Φρουράς ή κατάγονταν από ευγενικές οικογένειες. Ο φρουρός δε θα μπορούσε, κανονικά, να αρνηθεί τη μονομαχία… εκτός, αν μετά το σφετερισμό του Κυανού Θρόνου από τον αδελφό μου, έχουν οι πάντες χάσει κάθε ίχνος τιμής –ακόμα και οι Βασιλικοί Φρουροί.
Όμως, όπως αποδείχτηκε, εξακολουθούσαν να υπολογίζουν την τιμή τους. Ο πρασινόδερμος άντρας επέστρεψε το πιστόλι στη ζώνη του και τράβηξε το σπαθί του.
«Πρίγκιπά μου, τι συμβαίνει;» ρώτησε η Άνμα’ταρ, η οποία δεν είχε ιδέα για το συγκεκριμένο έθιμο της Απολλώνιας.
«Θα μονομαχήσουμε,» της είπε ο Ανδρόνικος. «Μην προσπαθήσεις να παρέμβεις.»
Η Άνμα δεν καταλάβαινε. Τρελάθηκε; απόρησε. Τι τον έπιασε;
«Πρίγκιπα Ανδρόνικε,» είπε ο Βασιλικός Φρουρός, κρατώντας το σπαθί του με τα δύο χέρια· η μακριά, πλατιά λεπίδα γυάλιζε στο φως των ενεργειακών λαμπών του διαδρόμου. «Δε θέλω να σε βλάψω· δεν είναι αυτές οι διαταγές μου. Αλλά δε μου αφήνεις άλλη επιλογή. Εκτός αν αποσύρεις το Κάλεσμα…»
«Το Κάλεσμα ισχύει,» τον διαβεβαίωσε ο Ανδρόνικος, λύνοντας την κάπα απ’τους ώμους του κι αφήνοντάς τη να πέσει πίσω του, στο μαρμάρινο πάτωμα. Πήρε πολεμική στάση, με το ξίφος του υψωμένο πάνω απ’τον δεξή του ώμο.
«Όπως επιθυμείς,» είπε ο πρασινόδερμος άντρας, και επιτέθηκε.
Το ατσάλι του σπαθιού του έγινε μια αστραφτερή θολούρα στα χέρια του. Αλλά και το ξίφος του Ανδρόνικου δεν πήγαινε πίσω, δεν πήγαινε καθόλου πίσω· κινιόταν, μάλιστα, ακόμα πιο γρήγορα και, συγχρόνως, γυάλιζε από μια εσωτερική γαλανή γυαλάδα.
Η Άνμα’ταρ παραμέρισε, για να κάνει χώρο στους δύο άντρες που ξιφομαχούσαν μανιασμένα μέσα στον διάδρομο με το μαρμάρινο πάτωμα και τις λαξευτές κολόνες. Κινούνταν κι οι δυο τους σαν χορευτές, και οι συγκρούσεις των όπλων τους πρέπει ν’αντηχούσαν απ’τη μια άκρη του παλατιού στην άλλη.
Ούτε οι Μαύρες Δράκαινες δε θα μπορούσαν να πολεμήσουν έτσι, σκέφτηκε η Άνμα. Ήταν, ασφαλώς, εκπαιδευμένες στο ξίφος, όπως και σε κάθε άλλο όπλο, μα ετούτοι δω οι Απολλώνιοι έμοιαζαν να έχουν κάνει την ξιφομαχία επιστήμη. Υπό διαφορετικές συνθήκες, η Άνμα ίσως να θεωρούσε το συγκεκριμένο έθιμο βαρβαρικό· όμως, βλέποντας τους δύο άντρες που μονομαχούσαν μπροστά της, δεν θα μπορούσε ποτέ να το αποκαλέσει τέτοιο.
Αναπάντεχα, μια λεπίδα έσπασε· τινάχτηκε στο πάτωμα και σύρθηκε εκεί, με μεγάλη ταχύτητα, βγάζοντας έναν έντονο συριστικό ήχο.
Ο πρασινόδερμος άντρας πισωπάτησε, κοιτάζοντας έκπληκτος το κομμένο σπαθί του. Η γαλανή ακτινοβολία στο ξίφος του Ανδρόνικου είχε δυναμώσει.
«Εκπληκτικό!» αντήχησε μια φωνή. «Πάντοτε πίστευα ότι αυτό το όπλο είναι εκπληκτικό, αδελφέ.»
Η Άνμα στράφηκε και είδε έναν άντρα να στέκεται στο κατώφλι μιας πόρτας. Απόρησε πώς δεν τον είχε αντιληφτεί να την ανοίγει, και θύμωσε με τον εαυτό της, που η ξιφομαχία του Ανδρόνικου με τον πρασινόδερμο την είχε συνεπάρει τόσο.
«Λούσιε…» είπε ο Ανδρόνικος.
«Καλωσήρθες, Ανδρόνικε,» αποκρίθηκε ο άντρας που στεκόταν στην πόρτα.
*
Ο Πρίγκιπας Λούσιος ήταν ξανθός, όπως ο Ανδρόνικος, αλλά τα μαλλιά του, αν και πλούσια, ήταν κομμένα κοντά και το πρόσωπό του ξυρισμένο. Είχε μύτη μεγάλη και γαμψή, και όψη μακριά και επιβλητική. Ήταν μετρίου αναστήματος και λιγνός. Η όλη του εμφάνιση θύμιζε όρνεο.
«Είναι αλήθεια, λοιπόν!» είπε ο Ανδρόνικος. «Σφετερίστηκες τον Κυανό Θρόνο για τον εαυτό σου! Αναρωτιέμαι τι άλλο είναι αλήθεια από αυτά που έχω ακούσει…»
«Η χώρα χρειαζόταν έναν βασιληά, και της τον έδωσα,» αντιγύρισε ο Λούσιος, ενώ ο πρασινόδερμος άντρας απομακρυνόταν από τον Ανδρόνικο, πισωπατώντας και πετώντας το σπασμένο του ξίφος στο πάτωμα. «Τα πράγματα έχουν δυσκολέψει, αδελφέ, και στο Βόρειο Μέτωπο και στο Νότιο· κι εσύ δεν ήσουν εδώ για να βοηθήσεις. Εγώ, όμως, ήμουν.»
Ο Ανδρόνικος και η Άνμα’ταρ μπορούσαν ν’ακούσουν βήματα να έρχονται από τους παράπλευρους διαδρόμους. Παλατιανοί φρουροί, αναμφίβολα.
«Αυτό σημαίνει ότι τώρα που είμαι πάλι εδώ, θα μου παραχωρήσεις τον Κυανό Θρόνο;» ρώτησε ο Ανδρόνικος τον αδελφό του.
«Θα το ήθελα,» αποκρίθηκε ο Λούσιος· «πραγματικά, θα το ήθελα.» Μια σκιερή φιγούρα παρουσιάστηκε στο πλευρό και ελαφρώς πίσω του: μια γυναίκα, περίπου τόσο ψηλή όσο εκείνος, με καστανά μαλλιά και γυαλιστερά πράσινα μάτια, που θύμιζαν μάτια γάτας –η σύζυγός του, Δομινίκη. «Αλλά η κατάσταση έχει διαμορφωθεί έτσι που πολύ φοβάμαι, αδελφέ, ότι θα ήταν αδύνατον για εσένα να την ελέγξεις.»
Οι φρουροί του παλατιού είχαν πλέον παρουσιαστεί από διάφορα ανοίγματα του διαδρόμου, μα δεν πλησίαζαν· διατηρούσαν την απόστασή τους, μέχρι να λάβουν διαταγή.
«Εγώ θα το κρίνω αυτό,» είπε ο Ανδρόνικος. «Δεν ζητώ παρά μόνο ό,τι είναι δικαιωματικά δικό μου, Λούσιε–»
«Δικαιωματικά δικό σου, Ανδρόνικε;» τον διέκοψε η Δομινίκη. «Ο Λούσιος είναι ο μεγαλύτερος διάδοχος, ηλικιακά!»
Ήταν αλήθεια· αλλά αυτό το έθιμο ήταν παλιό: οι σύγχρονοι Απολλώνιοι άρχοντες αποφάσιζαν σε ποιο παιδί τους θα παραχωρήσουν την εξουσία· δεν την έδιναν απαραιτήτως στο μεγαλύτερο. Το μεγαλύτερο παιδί έπαιρνε την εξουσία μόνο αν ο γονιός πέθαινε προτού προλάβει να αποφασίσει.
«Ο πατέρας μας, Δομινίκη, έχει πάρει την απόφασή του από καιρό. Το έγγραφο υπάρχει. Και ο Λούσιος συναίνεσε, τότε–»
«Ο πατέρας σας ήταν ήδη πολύ άρρωστος, όταν αποφάσισε!» είπε εκείνη.
«Και ο Λούσιος συναίνεσε,» τόνισε πάλι ο Ανδρόνικος. «Έτσι δεν είναι, αδελφέ;»
«Αυτό είναι αλήθεια,» παραδέχτηκε εκείνος· «πράγματι, συναίνεσα. Ωστόσο, τότε, οι συνθήκες ήταν πολύ διαφορετικές. Κι επιπλέον, Ανδρόνικε, είμαι βέβαιος πως ο πατέρας δε θα σε ονόμαζε Πρώτο Κληρονόμο του αν γνώριζε ότι θα εγκατέλειπες το βασίλειο στο έλεος των θεών και τριγύριζες σ’ένα σωρό άλλες διαστάσεις–»
Αυτό παραπήγαινε! «Φαίνεται πως ξεχνάς σε ποιον οφείλει η Απολλώνια την απελευθέρωσή της από τη Συμπαντική Παντοκρατορία!» φώναξε ο Ανδρόνικος, δείχνοντας τον Λούσιο και τη σύζυγό του με τη λεπίδα του Κελευστή. «Εγώ ήμουν που απελευθέρωσα την Απολλώνια! Και τώρα, δεν… τριγυρίζω σε άλλες διαστάσεις. Συνεχίζω να μάχομαι εκεί όπου πηγαίνω–»
«Συνεχίζεις να μάχεσαι για άλλους λαούς, ενώ ο λαός της Απολλώνιας βρίσκεται πολιορκημένος από Βορρά και Νότο!» τον διέκοψε ο Λούσιος.
«Αν δεν πολεμήσουμε την Παντοκράτειρα σε όλες τις διαστάσεις, τότε η Απολλώνια δε θ’αργήσει να ξαναβρεθεί στα χέρια της!»
«Η Απολλώνια είναι ήδη σε εξαιρετικά μεγάλο κίνδυνο, αδελφέ, και εγώ μπορώ να τη βοηθήσω. Μπορώ να διαλύσω και το Βόρειο και το Νότιο Μέτωπο. Αλλά, δυστυχώς, δε νομίζω ότι εσύ είσαι σε θέση να χειριστείς αυτή την κατάσταση.»
«Τα λόγια ενός προδότη…» είπε ο Ανδρόνικος, αηδιασμένα.
«Προδότης;» γρύλισε ο Λούσιος, σφίγγοντας τη γροθιά του.
Η Δομινίκη ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του και ψιθύρισε κάτι σ’αφτί του. Συγχρόνως, λοξοκοίταζε τον Ανδρόνικο με τις άκριες των ματιών της.
Εκείνος είπε: «Λούσιε, δε χρειάζεται τα πράγματα να είναι έτσι μεταξύ μας. Παραχώρησε πάλι τον Κυανό Θρόνο σε μένα και ό,τι σχέδιο έχεις στο μυαλό σου μπορούμε να το συζητήσουμε, αδελφέ. Μπορούμε να διαλύσουμε μαζί το Βόρειο και το Νότιο Μέτωπο. Θα σε βοηθήσω.»
Ο Λούσιος κούνησε το κεφάλι. «Όχι, δε νομίζω ότι θα με βοηθήσεις. Δυστυχώς, όχι.»
Τα μάτια του Ανδρόνικου στένεψαν. «Πώς το ξέρεις; Πώς το ξέρεις;»
«Το ξέρω,» είπε ο Λούσιος. «Και τώρα, αδελφέ,» πρόσθεσε, «δε μου αφήνεις άλλη επιλογή απ’το να σε φυλακίσω.
»Συλλάβετέ τον!» πρόσταξε τους φρουρούς. «Και αυτόν και τη γυναίκα μαζί του!»
Ο πρώτος που ζύγωσε τον Ανδρόνικο δέχτηκε, καταπρόσωπο, μια σπαθιά από τον Κελευστή, και σωριάστηκε, ουρλιάζοντας. Δε θα με συλλάβουν μέσα στο ίδιο μου το παλάτι!
Συγχρόνως, η Άνμα’ταρ χτυπούσε με τον αγκώνα της τον φρουρό που επιχείρησε να την αρπάξει απ’το μπράτσο. Ο άντρας διπλώθηκε.
Ο Ανδρόνικος έβλεπε μονάχα μία διέξοδο από τούτο το μπλέξιμο. Υψώνοντας το ξίφος του, όρμησε προς ένα άνοιγμα γεμάτο φρουρούς, κραυγάζοντας. Γνώριζε ότι δε θα τον πυροβολούσαν, γιατί δεν είχαν διαταγές να τον σκοτώσουν, και ήλπιζε πως θα αντιδρούσαν…
…ακριβώς όπως αντέδρασαν: παραμερίζοντας από το διάβα της λεπίδας του, που άστραφτε με γαλανό φως.
Ο Ανδρόνικος πέρασε ανάμεσά τους και έτρεξε κατά μήκος του διαδρόμου πίσω τους. Η Άνμα’ταρ, έχοντας αντιληφτεί αμέσως το σχέδιό του, τον ακολούθησε· αλλά εκείνη δεν κρατούσε σπαθί, και οι φρουροί μπορούσαν εύκολα να την πλησιάσουν. Ένας απ’αυτούς άρπαξε την κάπα της και την τράβηξε πίσω, ενώ ένας άλλος έκλεισε τη μεγάλη του γροθιά γύρω απ’τον αριστερό της καρπό.
Η Άνμα γρύλισε και κλότσησε καταπρόσωπο έναν τρίτο άντρα, που παρουσιάστηκε εμπρός της. Στιγμιαία, στράφηκε και κλότσησε στην κοιλιά εκείνον που κρατούσε το αριστερό χέρι της, αναγκάζοντάς τον να την ελευθερώσει. Αλλά, τότε, ένας άλλος άρπαξε το δεξί της χέρι, και κάποιοι τραβούσαν την κάπα της, με αποτέλεσμα να τη ρίξουν στο μαρμάρινο πάτωμα.
Ένας πυροβολισμός αντήχησε, και η Άνμα είδε έναν απ’τους φρουρούς να σωριάζεται αιμόφυρτος.
Ο Ανδρόνικος δεν είχε φύγει· στεκόταν στο πέρας του διαδρόμου με το πιστόλι του υψωμένο.
«Όχι!» ούρλιαξε η Άνμα. «Φύγετε, Πρίγκιπά μου!» Και, τραβώντας το πιστόλι απ’τη ζώνη της, πάτησε τη σκανδάλη, διαλύοντας το γόνατο ενός παλατιανού φύλακα.
Συγχρόνως, ο Ανδρόνικο πυροβολούσε, και οι φρουροί υποχώρησαν.
Οι οργισμένες κραυγές του Λούσιου ακούγονταν από το βάθος, μα ούτε η Άνμα ούτε ο αδελφός του καταλάβαιναν τι ακριβώς έλεγε ο σφετεριστής.
Η μάγισσα πετάχτηκε, αμέσως, στα πόδια της και έτρεξε κοντά στον Ανδρόνικο. Έστριψαν μαζί σ’έναν άλλο διάδρομο του παλατιού και συνέχισαν να τρέχουν.
«Υπάρχει κάποια γρήγορη διέξοδος;» ρώτησε η Άνμα, λαχανιασμένη. «Κάποιο μυστικό πέρασμα;»
«Όχι ακριβώς.»
Ο Ανδρόνικος σταμάτησε να τρέχει. Τράβηξε το σπαθί του και έσπασε μια χρωματιστή τζαμαρία. Από έξω, ήρθε ο κρύος αέρας του χειμώνα· και από κάτω τους, ο Πρίγκιπας και η μάγισσα μπορούσαν τώρα να δουν ένα μεγάλο μπαλκόνι, πλαισιωμένο από ψηλά αγάλματα.
«Αυτό, τουλάχιστον,» είπε ο Ανδρόνικος, «είναι εκεί όπου το θυμόμουν.»
Βήματα ακούστηκαν να πλησιάζουν.
Η Άνμα έφερε στο μυαλό της το Ξόρκι Καπνογόνου Θραύσεως Πυρών, και είπε στον Πρίγκιπα: «Πυροβολήστε ανάμεσά τους.»
Ο Ανδρόνικος υπάκουσε, καθώς τους έβλεπε να ξεπροβάλλουν από μια γωνία.
Η Άνμα ολοκλήρωσε το ξόρκι της την ίδια στιγμή που ο Πρίγκιπας πυροβολούσε. Η σφαίρα από το πιστόλι του φορτίστηκε, και, μόλις βρέθηκε κοντά στους παλατιανούς φύλακες, εξερράγη. Διαλύθηκε σε εκατοντάδες θραύσματα, σαν βόμβα, παράγοντας μια στιγμιαία λάμψη και πυκνό καπνό.
«Μαζί μου!» είπε ο Ανδρόνικος· και, πατώντας στην άκρη του ανοίγματος που είχε δημιουργήσει, πήδησε στο μπαλκόνι από κάτω.
Η Άνμα’ταρ τον ακολούθησε, δίχως δυσκολία.
«Δεν είμαστε πολύ ψηλά από τον κήπο τώρα,» είπε ο Ανδρόνικος, κοιτάζοντας ξανά κάτω. Ανέβηκε στο στηθαίο του μπαλκονιού, βγήκε από την έξω μεριά, και, στη συνέχεια, πήδησε στον κήπο. Τα πόδια του πάτησαν γερά στο χώμα, καθώς τα γόνατά του λύγιζαν.
Η Άνμα’ταρ πήδησε απ’το μπαλκόνι με την ίδια ευκολία.
Ο Ανδρόνικος τής έκανε νόημα, και έτρεξαν μες στη βλάστηση.
Σύντομα, έφτασαν στο πέτρινο τείχος που περιέκλειε τον κήπο του παλατιού.
Η Άνμα’ταρ άγγιξε την επιφάνειά του με το δεξί της χέρι. «Αδύνατον να το σκαρφαλώσουμε–»
«Υπάρχει κι άλλος τρόπος–»
«Ναι,» ένευσε η Άνμα, «υπάρχει ένα ξόρκι.»
Δεν εννοούσα αυτό, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος, αλλά την άφησε να δει τι θα έκανε.
Η Άνμα ύψωσε τα χέρια της και υποτονθόρυσε τα λόγια για το Ξόρκι Λιθικής Έλξεως, το οποίο έκανε μια μορφή ύλης να έλκεται από την πέτρα, όπως ο μαγνήτης· κι αν αυτή η ύλη ήταν το δέρμα κάποιου, τότε εκείνος μπορούσε άνετα να σκαρφαλώσει έναν πέτρινο τοίχο, σαν έντομο.
Με τα χέρια της φορτισμένα από ενέργεια, η Άνμα’ταρ έκανε να αγγίξει πάλι το τείχος που περιέκλειε τον κήπο–
–και τινάχτηκε πίσω με μια κραυγή, καθώς αισθάνθηκε μια άλλη μορφή ενέργειας να τη διαπερνά πατόκορφα. Έχασε την ισορροπία της και σωριάστηκε στο χώμα.
«Τι έγινε;» ρώτησε ο Ανδρόνικος, βοηθώντας τη να σηκωθεί, ενώ εκείνη ακόμα αισθανόταν το σώμα της ηλεκτρισμένο.
«Το τείχος… είναι προστατευμένο. Και δε νομίζω ότι έχω χρόνο να διαλύσω τη μαγγανεία επάνω του, ή ότι μπορώ.»
«Δεν υπάρχει λόγος. Μπορούμε να βγούμε κι αλλιώς. Βλέπεις αυτό το δέντρο; Είναι αρκετά ψηλό. Σκαρφαλώνοντάς το, μπορούμε άνετα να πηδήσουμε στην κορυφή του τείχους και, μετά, έξω.»
Η Άνμα ένευσε, βλέποντας ότι ήταν σωστό αυτό που έλεγε ο Απολλώνιος Πρίγκιπας και βρίζοντας εσωτερικά τον εαυτό της που δεν το είχε δει κι εκείνη.
Αναπάντεχα, φώτα φάνηκαν από απόσταση μέσα στον σκοτεινό κήπο, και μια φωνή αντήχησε: «Πρίγκιπα Ανδρόνικε! Σας παρακαλώ, παραδοθείτε, διαφορετικά έχουμε διαταγές να σας πυροβολήσουμε!»
«Ο χρόνος μας τελειώνει,» είπε ο Ανδρόνικος στην Άνμα’ταρ, και ξεκίνησαν να σκαρφαλώνουν το δέντρο, το οποίο τους πρόσφερε αρκετές εσοχές και προεξοχές, ώστε να μην έχουν πρόβλημα στην ανάβαση.
Φτάνοντας λίγο πιο ψηλά από την κορυφή του τείχους, πήδησαν, πιάστηκαν από εκεί, και κρεμάστηκαν, ενώ οι παλατιανοί φρουροί συγκεντρώνονταν από κάτω τους.
Όπλα υψώθηκαν, και πυροβόλησαν.
Η Άνμα αισθάνθηκε έναν ξαφνικό, έντονο πόνο στο δεξί της χέρι, και ήξερε ότι μια σφαίρα την είχε πετύχει. Τα νεύρα της παρέλυσαν στιγμιαία, και έπεσε από το τείχος, σπάζοντας τα κλαδιά ενός θάμνου από κάτω της και χτυπώντας επώδυνα στο έδαφος του κήπου.
Ο Ανδρόνικος αισθάνθηκε επίσης ένα χτύπημα, στον μηρό· αλλά ήταν βέβαιος πως δεν επρόκειτο για σφαίρα. Ήταν ένα δυνατό, πολύ δυνατό τσίμπημα, λες και κάποιο μεγάλο κεντρί να τον είχε τρυπήσει. Και, προτού καν στραφεί να κοιτάξει, είχε καταλάβει: ένα μικρό βέλος τον είχε πετύχει, και προεξείχε από τον μηρό του, αρκετά εκατοστά πάνω από την πίσω μεριά του γονάτου. Ο Ανδρόνικος έπιασε το βέλος και το τράβηξε έξω, μα δεν αμφέβαλλε πως η παραλυτική ουσία είχε ήδη περάσει στο αίμα του. Αισθανόταν το μούδιασμα σε όλο του το σώμα, ενώ η ακοή και η όρασή του θόλωναν. Δεν μπορούσε πλέον να κρατιέται απ’το τείχος· τα χέρια του το άφησαν, και ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος άρχισε να πέφτει σ’ένα ατελείωτο σκοτεινό πηγάδι…
Το αεροσκάφος πλημμύρισε αμέσως, αλλά οι επιβάτες του δεν παγιδεύτηκαν μέσα. Ο Ράθνης είχε προλάβει να ανοίξει τη θύρα, και οι τρεις τους βγήκαν χωρίς καθυστέρηση, κλοτσώντας το νερό και κολυμπώντας προς την επιφάνεια.
Σύντομα, τα κεφάλια τους ξεπρόβαλαν και κοίταξαν γύρω, προσπαθώντας να προσανατολιστούν, να καταλάβουν πού βρίσκονταν. Δεν μπορούσαν να δουν όλες τις όχθες της λίμνης· μπορούσαν να δουν μονάχα αυτή κοντά στην οποία είχαν πέσει· και τούτο σήμαινε πως η λίμνη ήταν μεγάλη: μεγαλύτερη απ’ό,τι νόμιζαν, βλέποντάς την από ψηλά. Στην όχθη φαινόταν ψηλό χορτάρι και δέντρα με απλωτά κλαδιά που έμοιαζαν με τα χέρια ιερέων οι οποίοι έκαναν δέηση σε κάποιον θεό της βροχής. Στον ουρανό φεγγοβολούσε ένας δυνατός ήλιος· κι αν έκρινε κανείς από τη θέση του, πρέπει να πλησίαζε μεσημέρι σε τούτη τη διάσταση.
Η Νελμίρα ξεκίνησε να κολυμπά προς την όχθη, και οι δύο άντρες την ακολούθησαν, κολυμπώντας ο Οδυσσέας δεξιά και ο Ράθνης αριστερά της. Βγαίνοντας από το νερό, βρέθηκαν σε μια μικρή αμμουδιά, η οποία δεν εκτεινόταν περισσότερο από τρία μέτρα, προτού το χορτάρι αρχίσει νάναι πυκνό και δέντρα να ξεφυτρώνουν από μέσα του, σε αραιή διάταξη.
«Νομίζω πως ξέρω πού βρισκόμαστε,» είπε η Νελμίρα, παραμερίζοντας τα μακριά, λεία, μαύρα της μαλλιά απ’το μέτωπό της. «Αυτή η διάσταση, αν κρίνω από τη βλάστηση, πρέπει νάναι– ΑΑΑαααα!»
Ένα μεγάλο, τετράποδο πλάσμα πήδησε μέσα από το χορτάρι, όπου ήταν κρυμμένο, και έπεσε πάνω στην ερυθρόδερμη γυναίκα, σωριάζοντάς την ανάσκελα. Το πλατύ στόμα του άνοιξε μπροστά στο πρόσωπό της, αποκαλύπτοντας σουβλερά δόντια και μακριά γλώσσα. Αποκρουστικά φλέγματα κρέμονταν από τον ουρανίσκο του.
Η Νελμίρα, προσπαθώντας να μην πανικοβληθεί, το γρονθοκόπησε καταπρόσωπο με τη σιδερογροθιά που ακόμα φορούσε στο δεξί της χέρι. Το πλάσμα έκανε πίσω μ’ένα πονεμένο γρύλισμα· μα δεν έφυγε από πάνω της. Τα πόδια του εξακολουθούσαν να την πιέζουν στην άμμο.
Και δεν ήταν μόνο του· καθώς αυτό καβαλούσε τη Νελμίρα, ο Οδυσσέας και ο Ράθνης είδαν άλλα τρία να πετάγονται απ’τα ψηλά χόρτα και να έρχονται καταπάνω τους. Το δέρμα τους ήταν κιτρινοπράσινο και τα πίσω πόδια τους ήταν μεγαλύτερα από τα μπροστινά, πράγμα που τους επέτρεπε να κάνουν μεγάλα άλματα. Οι ουρές τους ήταν μικρές· μόλις που φαίνονταν. Τα κεφάλια τους ήταν πλατιά και χαμηλά, σαν να τα είχε πατήσει πόδι γίγαντα. Τα μάτια τους ήταν στενά, αλλά τα στόματά τους ήταν τεράστια, όταν άνοιγαν.
Ο Ράθνης τράβηξε το πιστόλι του και πυροβόλησε, πετυχαίνοντας ένα από τα θηρία στο στήθος και σωριάζοντάς το, αιμόφυρτο. Το επόμενο, όμως, χίμησε επάνω του, κλοτσώντας τον βίαια με τα μπροστινά του πόδια και στέλνοντάς τον πίσω, μέσα στο νερό της λίμνης.
Ο Οδυσσέας πυροβόλησε αυτό που ερχόταν καταπάνω του, και του ανατίναξε το κεφάλι, σκοτώνοντάς το ακαριαία.
Η Νελμίρα ανασηκώθηκε, όσο μπορούσε, και γρονθοκόπησε το εχθρικό πλάσμα ξανά και ξανά με τη σιδερογροθιά της, μέχρι που εκείνο έφυγε από πάνω της με το πρόσωπό του γεμάτο αίμα.
Ο Οδυσσέας έκανε να στραφεί στο πλάσμα που είχε τινάξει τον Ράθνη στη λίμνη και να το πυροβολήσει, αλλά εκείνο πήδησε μακριά και χάθηκε πάλι μες στο χορτάρι.
Το θηρίο που αντιμετώπιζε η Νελμίρα αντέδρασε με ακριβώς τον ίδιο τρόπο. Προφανώς, δεν ήταν η φύση τους να μάχονται μέχρι το τέλος, αλλά να ενεδρεύουν και να πιάνουν τα θύματά τους απροετοίμαστα.
Ο Ράθνης βγήκε απ’τη λίμνη. «Τι ήταν αυτά;» ρώτησε.
«Δεν ξέρω,» αποκρίθηκε η Νελμίρα· «πάντως, η ανάσα τους είναι άσχημη.»
«Σαλ’φάι,» είπε ο Οδυσσέας.
Η Νελμίρα στράφηκε να τον κοιτάξει. «Πώς το είπες αυτό;»
«Σαλ’φάι, ονομάζονται: ‘Ενεδρευτές της Λίμνης’. Στη Σάρντλι βρισκόμαστε.»
Η Νελμίρα ένευσε. «Ναι, αυτό ήθελα να πω κι εγώ, προτού μας ορμήσουν.» Κλότσησε στα πλευρά το πλάσμα που είχε πυροβολήσει ο Ράθνης· το θηρίο δε σάλεψε: ήταν νεκρό. «Το μέρος μού θύμιζε τη Σάρντλι.» Κι ύστερα, άγγιξε τα δικά της πλευρά, που αιμορραγούσαν από τη νυχιά του Δημιουργήματος μέσα στο αεροσκάφος. Ευτυχώς, το τραύμα δεν έμοιαζε να είναι πολύ βαθύ· θα το περιποιόταν και εύκολα θα έκλεινε.
Ο Ράθνης ανασήκωσε τους ώμους. «Εγώ δεν έχω ξανάρθει στη Σάρντλι.»
«Δεν είναι και πολύ ευχάριστη διάσταση,» τον διαβεβαίωσε η Νελμίρα. «Είναι γεμάτη αλλόκοτα θηρία, και οι άνθρωποί της έχουν κάτι έθιμα που πιο παράξενα δε θα δεις πουθενά αλλού.»
Ο Οδυσσέας τη λοξοκοίταξε. «Γεμάτη αλλόκοτα θηρία; Η Φεηνάρκια πάει πίσω;»
«Στη Φεηνάρκια, τα θηρία δεν είναι αλλόκοτα!» αντιγύρισε η Νελμίρα. «Δεν είναι σαν ετούτα!» Έδειξε τον νεκρό σαλ’φάι με το δεξί της χέρι που φορούσε τη ματωμένη σιδερογροθιά.
«Ας το αφήσουμε καλύτερα αυτό…» είπε ο Οδυσσέας, που, σύμφωνα με τη δική του γνώση και εμπειρία, η Φεηνάρκια ήταν μία από τις πιο επικίνδυνες και άγριες κατοικημένες διαστάσεις. «Πρέπει να μάθουμε πού ακριβώς βρισκόμαστε μέσα στη Σάρντλι και να έρθουμε σε επαφή με τους επαναστάτες εδώ. Ευτυχώς, δεν είμαστε τελείως εκτός σχεδίου· ο Ανδρόνικος ήθελε να περάσουμε κι από τούτη τη διάσταση: επομένως, ας επωφεληθούμε από την ευκαιρία.»
«Ναι,» αποκρίθηκε η Νελμίρα. «Αλλά δεν έπρεπε να τον είχαμε εμπιστευτεί αυτόν τον πιλότο. Σ’το είπα, που να σε πάρουν οι Λάμιες! Σ’το είπα!»
«Δεν είχες, όμως, πραγματικό λόγο για να τον υποπτεύεσαι. Λογικά, δεν–»
«Φυσικά και είχα! Φαινόταν ο άνθρωπος! Φαινόταν.»
«Από τι;»
«Από…. Κοίτα, δεν περιμένω να το καταλάβεις αυτό –όχι αφού μου λες ότι τα ζώα της Φεηνάρκια σού μοιάζουν αλλόκοτα–, αλλά ο Αλέξιος μού θύμιζε, εξαρχής, αιμοβόρο θηρίο. Στη Φεηνάρκια υπάρχουν θηρία που προσπαθούν να σε πλησιάσουν με τρόπο φιλικό, ώστε μετά να χιμήσουν επάνω σου και να σε κατασπαράξουν. Ο Αλέξιος είχε ακριβώς αυτό το ύφος.»
Ο Ράθνης μειδίασε. «Μπορείς να διακρίνεις το ύφος των θηρίων, Νελμίρα; Και να το συγκρίνεις με το ύφος των ανθρώπων;»
«Φυσικά και μπορώ. Νομίζεις ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στα θηρία και στους ανθρώπους;»
Ο Ράθνης ανασήκωσε τους ώμους. «Θα έλεγα πως ναι.»
«Κάνεις μεγάλο λάθος, φίλε μου.»
«Τέλος πάντων,» τους διέκοψε ο Οδυσσέας, «δεν είναι επί του παρόντος. Εκείνο που απασχολεί περισσότερο εμένα είναι τι δουλειά είχε ένα Δημιούργημα στον Βασιλικό Αερολιμένα της Απολλώνιας. Τα Δημιουργήματα φτιάχνονται μόνο από την Παντοκράτειρα, και από κανέναν άλλο.»
«Δε νομίζω ότι το θέμα χρειάζεται και ιδιαίτερη σκέψη, Οδυσσέα,» είπε ο Ράθνης. «Προφανώς, ο αδελφός του Πρίγκιπα Ανδρόνικου έχει πουλήσει τη διάστασή του πίσω στην Παντοκράτειρα.»
«Αν είναι έτσι, δε σου μοιάζει περίεργο που η Παντοκράτειρα δεν έχει δηλώσει ανοιχτά την παρουσία της; Σε όλες τις υπόλοιπες διαστάσεις που βρίσκονται υπό την κυριαρχία της δεν κρύβεται· φωνάζει ότι της ανήκουν.»
«Σωστά,» συμφώνησε η Νελμίρα. «Οι ενέργειες αυτές δε θυμίζουν τις δικές της ενέργειες. Φέρνουν στο μυαλό κάποιον άλλο εχθρό–»
«Τι άλλο εχθρό;» ρώτησε ο Ράθνης. «Έχουμε κι άλλο εχθρό και δεν το ξέραμε;»
«Ίσως. Η Παντοκράτειρα, πάντως, δεν πολεμά έτσι. Ναι μεν έχει κατασκόπους, πράκτορες, και ρουφιάνους της παντού, μα, όταν μια διάσταση τής ανήκει, το δηλώνει ανοιχτά.»
Ο Ράθνης κοίταξε μια τη Νελμίρα μια τον Οδυσσέα. «Υπονοείτε, επομένως, ότι υπάρχει κάποιος άλλος που γνωρίζει πώς να φτιάχνει Δημιουργήματα;»
«Γιατί όχι;» είπε ο Οδυσσέας. «Προφανώς, πρόκειται για ενός είδους τεχνική. Όταν τη μάθεις, μπορείς να την εφαρμόσεις.»
«Μέχρι στιγμής, όμως, μόνο η Παντοκράτειρα τη γνώριζε.»
«Ή, τουλάχιστον, έτσι ξέρουμε,» είπε η Νελμίρα.
«Εκτός,» τόνισε ο Οδυσσέας, «αν κάποιος έχει προδώσει την Παντοκράτειρα. Κάποιος που βρισκόταν αρκετά κοντά της ώστε να γνωρίζει την τεχνική.»
Η Νελμίρα ύψωσε ένα της φρύδι. «Κάποιος σαν τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο; Ένας από τους συζύγους της;»
«Ο Ανδρόνικος δεν ξέρει πώς φτιάχνονται τα Δημιουργήματα.»
«Ίσως, όμως, αυτός ο άλλος σύζυγος να ξέρει.»
«Μπορεί,» είπε ο Οδυσσέας. «Μπορεί… Αλλά δε νομίζω ότι θα βρούμε απαντήσεις με το να καθόμαστε εδώ και να κάνουμε διάφορες υποθέσεις. Καλύτερα να ξεκινήσουμε. Και, πρώτ’απ’όλα, πρέπει να πάρουμε πίσω ό,τι αφήσαμε μέσα στο αεροπλάνο του Αλέξιου.» Είχαν αφήσει τους σάκους τους, οι οποίοι περιείχαν προμήθειες και άλλα χρήσιμα πράγματα· γιατί, όταν το σκάφος βούτηξε στη λίμνη, το είχαν θεωρήσει σαφώς σημαντικότερο να κολυμπήσουν στην επιφάνεια όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, και με όσο το δυνατόν λιγότερο βάρος επάνω τους.
Ο Οδυσσέας άρχισε να γδύνεται, για να πέσει και πάλι στο νερό.
Ο Ράθνης τον μιμήθηκε.
Η Νελμίρα είπε ότι θα έμενε στην όχθη, για να φυλά τα ρούχα και τα όπλα τους, και για να περιποιηθεί, πρόχειρα, το τραύμα στα πλευρά της. Οι δύο άντρες συμφώνησαν, και βούτηξαν στη λίμνη.
Η οποία αποδείχτηκε βαθύτερη απ’ό,τι υπολόγιζαν, όχι όμως τόσο βαθιά ώστε να μη μπορούν να φτάσουν στον πυθμένα της, όπου είχε βυθιστεί το μικρό τους αεροσκάφος. Ο Οδυσσέας πέρασε από την ανοιχτή θύρα και τράβηξε έξω δύο σάκους. Ο Ράθνης πήρε τον έναν σάκο που απέμενε, και κολύμπησαν γρήγορα προς την επιφάνεια.
Βγήκαν από τη λίμνη λαχανιασμένοι και βαριανασαίνοντας. Η Νελμίρα καθόταν σε μια πέτρα, έχοντας βγάλει κι εκείνη τα ρούχα της κι έχοντάς τα αφήσει να στεγνώσουν επάνω στα κλαδιά ενός δέντρου, μαζί με τα ρούχα του Οδυσσέα και του Ράθνη. Γύρω απ’τα χτυπημένα της πλευρά είχε τυλίξει ένα σκισμένο κομμάτι από το πουκάμισό της. Τα όπλα τους τα είχε όλα κοντά της, και τα στέγνωνε μ’ένα κομμάτι ύφασμα.
«Δεν είμαστε μόνοι,» τους είπε, βλέποντάς τους να βγαίνουν στην όχθη.
«Εμφανίστηκαν κι άλλοι από τους γείτονές μας;» Ο Ράθνης έδειξε με το πηγούνι του προς το χορτάρι.
«Όχι. Αλλά, από απόσταση, είδα ανθρώπους να παρουσιάζονται και μετά να φεύγουν.»
«Κακό σημάδι τούτο,» είπε ο Οδυσσέας, αφήνοντας τους σάκους του στην άμμο και γονατίζοντας, για να τους ανοίξει και να ελέγξει τα πράγματα μέσα τους: να δει ποια απ’αυτά μπορούσε να διασώσει και ποια είχαν καταστραφεί, λόγω της βύθισής τους στη λίμνη.
Ο Ράθνης έκανε το ίδιο, παραδίπλα. «Γιατί;» ρώτησε.
«Γιατί η Σάρντλι είναι μια διάσταση που ελέγχεται πολύ στενά από τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας· ή, τουλάχιστον, όσο στενά μπορεί να ελεγχθεί μια διάσταση σαν τη Σάρντλι. Η Παντοκράτειρα παίρνει από εδώ μεγάλο μέρος των μεταλλευμάτων που χρειάζεται. Δεν έχεις ακούσει για τον Οίκο των Ορειβατών;»
«Νομίζω πως κάτι έχω ακούσει, ναι. Είναι σύμμαχοί της, σωστά;»
«Σωστά. Είναι οι ισχυρότεροι ευγενείς στη Σάρντλι, και έχουν τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα ορυχεία εδώ.»
«Πιστεύεις, λοιπόν, ότι αυτοί που μας είδαν πιθανώς να ήταν κατάσκοποί τους;»
«Ακόμα και κατάσκοποί τους να μην ήταν, ήταν κάποιοι άνθρωποι που, υποθέτω, ξέρουν να μιλάνε· και, άρα, οι ρουφιάνοι του Οίκου των Ορειβατών δε θ’αργήσουν να μάθουν ότι κάποιοι έπεσαν σε τούτη τη λίμνη· κι αυτό θάχει ως αποτέλεσμα να το μάθουν, αργά ή γρήγορα, κι οι πράκτορες της Παντοκράτειρας, οι οποίοι σίγουρα θα θέλουν να ερευνήσουν το συμβάν.
»Ασφαλώς, μιλάω πάντα για την περίπτωση που είμαστε τυχεροί· γιατί, αν δεν είμαστε τυχεροί, τότε αυτοί που μας είδαν μπορεί να πάνε και να δώσουν την πληροφορία –ακούσια, πιθανώς– κατευθείαν στους πράκτορες της Παντοκράτειρας. Ή, ακόμα χειρότερα, ίσως οι ίδιοι να είναι πράκτορες της Παντοκράτειρας.»
«Οδυσσέα,» είπε ο Ράθνης, «εκείνο που μ’αρέσει σ’εσένα είναι ότι είσαι γεμάτος αισιοδοξία.»
«Είμαι, όμως, ζωντανός,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας· και, έχοντας αδειάσει τους σάκους και τακτοποιήσει τα πράγματα, κάθισε στην άμμο, να ξαποστάσει λίγο.
«Ευτυχώς,» είπε η Νελμίρα, «δεν είναι χειμώνας εδώ.»
«Και χειμώνας να ήταν, δε θα έκανε τόσο κρύο στη Σάρντλι.»
«Δε μπορεί, όμως, νάναι χειμώνας. Έχει πολλή ζέστη για χειμώνα.»
Ο Οδυσσέας ένευσε. «Ναι.» Το βλέμμα του έψαξε τον ορίζοντα, μήπως παρατηρήσει κι εκείνος κάποιον να τους παρακολουθεί. Δεν είδε, όμως, κανέναν, εκτός από μερικά πουλιά που φτερούγιζαν κοντά στο έδαφος, μάλλον αναζητώντας λεία ανάμεσα στα ψηλά χόρτα.
«Κάποιος από μας,» είπε ο Οδυσσέας, «πρέπει να κατοπτεύσει την περιοχή, να μάθουμε τι βρίσκεται κοντά μας. Γιατί, για να μας είδαν άνθρωποι, αυτό σημαίνει ότι κάπου εδώ θα είναι καμια πόλη, ή κάποιο χωριό, ή… κάποια βάση –το οποίο είναι και το χειρότερο.»
Η Νελμίρα σηκώθηκε απ’την πέτρα όπου είχε καθίσει. «Θα πάω εγώ.»
«Είσαι σίγουρη;» Ο Οδυσσέας κοίταξε τα χτυπημένα πλευρά της.
«Ναι.»
Τώρα που είχε πάλι τα πράγματά της από το αεροσκάφος, ξετύλιξε το σκισμένο κομμάτι πουκαμίσου από γύρω της και περιποιήθηκε το τραύμα της καλύτερα. Ύστερα, φόρεσε τα ρούχα και τις μπότες της, αν και ακόμα βρεγμένα, ζώστηκε τη ζώνη με το πιστόλι της, και γονάτισε ξανά πλάι στα πράγματα του σάκου της. Από εκεί, συγκέντρωσε τα κομμάτια ενός διαλυμένου κυνηγετικού τουφεκιού και το συναρμολόγησε, προτού το περάσει λοξά στην πλάτη της. Πήρε ένα ζευγάρι κιάλια, έδεσε τα μαύρα της μαλλιά κότσο, και έφυγε.
Ο Οδυσσέας και ο Ράθνης έβγαλαν κάτι να φάνε, όσο περίμεναν. Συγχρόνως, όμως, είχαν τα μάτια τους ανοιχτά, μήπως δουν κανέναν άνθρωπο να παρουσιάζεται από απόσταση, ή μήπως κανένας σαλ’φάι τούς επιτιθόταν ξανά. Τα όπλα τους τα είχαν δίπλα τους, σε ετοιμότητα.
Ο ήλιος βρισκόταν ακόμα ψηλά στον ουρανό, όταν η Νελμίρα επέστρεψε. Την είδαν να έρχεται σαν μια σκιά μέσα από το ψηλό χορτάρι· καθώς, όμως, πλησίαζε, η μορφή της γινόταν ολοένα και πιο ευδιάκριτη: δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν εκείνη.
Έβγαλε το τουφέκι της από την πλάτη και γονάτισε στο ένα γόνατο επάνω στην άμμο. «Δεν υπάρχει πόλη εδώ κοντά, ούτε χωριό, ούτε βάση. Αυτοί που είδα πριν πρέπει να ήταν νομάδες.»
«Τους είδες ξανά;» ρώτησε ο Οδυσσέας.
Η Νελμίρα ένευσε. «Κατασκηνωμένους. Έχουν μαζί τους ταύρους, για να τραβούν άμαξες και κάρα.»
«Τους πλησίασες;»
«Όχι.»
«Οι νομάδες,» είπε ο Οδυσσέας, «αναμφίβολα, θα γνωρίζουν ετούτες τις περιοχές. Ίσως θα ήταν συνετό να τους πλησιάσουμε και να τους μιλήσουμε.»
«Πιστεύεις ότι θα αποδειχτούν φιλικοί;» ρώτησε η Νελμίρα.
«Εσύ τούς είδες. Τι λες;»
Η Νελμίρα ανασήκωσε τους ώμους. «Είχαν φρουρούς γύρω απ’τον καταυλισμό τους. Αλλά αυτό δε λέει πολλά· είναι φυσικό να είναι προσεκτικοί: ένα σωρό επικίνδυνα πλάσματα τριγυρίζουν.»
«Τι όπλα είχαν; Σαν ετούτα;» Ο Οδυσσέας άγγιξε το τουφέκι της, που ήταν στην άμμο ανάμεσά τους.
Η Νελμίρα κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Βαλλίστρες κρατούσαν, και είχαν ξίφη και τσεκούρια.»
«Χμμ…» Ο Οδυσσέας ακούμπησε το σαγόνι του στις ενωμένες του γροθιές, καθώς ήταν καθισμένος στην πέτρα όπου πριν ήταν καθισμένη η Νελμίρα. «Αν είχαν συναναστροφές με ανθρώπους της Παντοκράτειρας, μάλλον θα διέθεταν καλύτερα όπλα. Θα τα ζητούσαν από τους πράκτορες, ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες τους. Ή, τουλάχιστον, αυτό είναι το λογικό.»
«Ναι,» συμφώνησε η Νελμίρα.
«Επομένως,» είπε ο Οδυσσέας, «μπορούμε να υποθέσουμε ότι δεν έχουν σχέση με την Παντοκράτειρα. Ωστόσο, δε βλάπτει να είμαστε επιφυλακτικοί.»
«Ασφαλώς.»
*
Ο Οδυσσέας ύψωσε τα κιάλια και κοίταξε, γονατισμένος επάνω στον χορταριασμένο λοφίσκο.
Ο καταυλισμός των νομάδων ήταν κυκλικός, και περιτριγυρισμένος από τις σταματημένες τους άμαξες, οι οποίες έμοιαζαν να σχηματίζουν ξύλινο τείχος. Οι ταύροι ήταν σταβλισμένοι παραδίπλα, και φρουρούνταν. Οι νομάδες είχαν, κυρίως, κόκκινο δέρμα, αλλά υπήρχαν και κάμποσοι χρυσόδερμοι ανάμεσά τους –δύο δερματικοί χρωματισμοί πολύ κοινοί στη Σάρντλι. Τα όπλα τους ήταν, όπως είχε πει η Νελμίρα, απλά: οι φρουροί κρατούσαν οπλισμένες βαλλίστρες, και είχαν ξίφη περασμένα στη ζώνη ή μεγάλους πέλεκεις ριγμένους στην πλάτη. Τα ρούχα τους ήταν καμωμένα από δέρματα ζώων, αλλά καλοφτιαγμένα, όχι πρωτόγονα. Μια σημαία κυμάτιζε στο κέντρο του καταυλισμού, και είχε επάνω της ζωγραφισμένους δύο διασταυρωμένους κυρτούς κυνόδοντες.
Ο Οδυσσέας κατέβασε τα κιάλια του. «Ας πλησιάσουμε. Μη βγάλετε όπλα, αλλά νάστε σε ετοιμότητα.» Ορθώθηκε, και ο Ράθνης κι η Νελμίρα τον ακολούθησαν, καθώς άρχισε να βαδίζει προς τον καταυλισμό των νομάδων.
Οι φρουροί τούς αντιλήφτηκαν αμέσως, πράγμα φανερό απ’το γεγονός ότι ορισμένοι απ’αυτούς ύψωσαν τα χέρια τους, για να τους δείξουν. Μετά από τα χέρια, βαλλίστρες υψώθηκαν, επίσης. Βέλη, όμως, δεν εκτοξεύτηκαν· όχι από τώρα, τουλάχιστον.
Ο Οδυσσέας σταμάτησε να βαδίζει αρκετή απόσταση από τον καταυλισμό, και, δίχως να στραφεί για να κοιτάξει τους συντρόφους του, είπε: «Κάντε ό,τι κάνω.» Και έσκυψε, λύνοντας τις μπότες του.
Η Νελμίρα και ο Ράθνης παραξενεύτηκαν, μα υπάκουσαν.
Ο Οδυσσέας έβγαλε τις μπότες του και τις κράτησε ψηλά με το δεξί χέρι. Το αριστερό του χέρι το σήκωσε από την άλλη μεριά. Η Νελμίρα κι ο Ράθνης τον μιμήθηκαν.
«Αισθάνομαι τελείως γελοία,» μούγκρισε η Νελμίρα, καθώς ο Οδυσσέας άρχισε πάλι να βαδίζει κι εκείνοι να τον ακολουθούν. «Να υποθέσω ότι ετούτη είναι κάποιου είδους κίνηση καλής θέλησης, για την οποία δεν γνωρίζω;»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Πρόμαχος. «Ανάμεσα στους νομάδες της Σάρντλι, σημαίνει ότι ερχόμαστε ειρηνικά, ως ταξιδευτές, κουρασμένοι από το δρόμο.»
Οι φρουροί αντίκρυ τους κατέβασαν τις βαλλίστρες.
«Καλό σημάδι,» σχολίασε ο Ράθνης.
«Ναι,» συμφώνησε ο Οδυσσέας. «Οι περισσότεροι Σάρντλιοι νομάδες δεν αγνοούν αυτό το έθιμο.»
«Υπάρχουν, δηλαδή, και κάποιοι που το αγνοούν;» ρώτησε η Νελμίρα, ανήσυχα.
«Ναι.»
«Κι αν έχει τύχει να πέσουμε σε τέτοιους;»
Εκείνη τη στιγμή, ο ένας απ’τους φρουρούς φώναξε κάτι. Η Νελμίρα κι ο Ράθνης δεν το κατάλαβαν, γιατί ήταν στη Γλώσσα της Σάρντλι· ο Οδυσσέας, όμως, το κατάλαβε, γιατί την ήξερε τη συγκεκριμένη γλώσσα.
Ήταν ένας χαιρετισμός.
Ο Πρόμαχος της Επανάστασης αντιχαιρέτισε, και ρώτησε, στην ίδια γλώσσα: «Μιλάτε τη Συμπαντική;»
«Μόνον αν απαραίτητο,» αποκρίθηκε ο ερυθρόδερμος φρουρός –ένας γιγαντόσωμος άντρας με τσεκούρι στην πλάτη– στη Συμπαντική Γλώσσα.
«Δυστυχώς, είναι απαραίτητο,» του είπε ο Οδυσσέας, μιλώντας κι αυτός στη Συμπαντική τώρα, «γιατί δε γνωρίζουμε καλά τη γλώσσα σας.»
«Γνωρίζει όμως νάν’τριβ.» Ο ερυθρόδερμος έδειξε τις μπότες που κρατούσε ο Οδυσσέας.
Ο Πρόμαχος τις κατέβασε. «Ναι,» αποκρίθηκε, «γνωρίζουμε ορισμένα από τα έθιμά σας· και ερχόμαστε ειρηνικά.»
«Τι θέλεις;»
«Τίποτα περισσότερο από το να μας πείτε πού βρισκόμαστε. Έχουμε χαθεί.»
Ο άντρας συζήτησε χαμηλόφωνα με άλλους δύο άντρες και δύο γυναίκες· η μία από τις τελευταίες ήταν χρυσόδερμη, πορφυρομάλλα, και εκθαμβωτικής ομορφιάς. Ο Οδυσσέας δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγαν· ήλπιζε, όμως, να μη σχεδίαζαν πώς θα τους κάνουν κομμάτια. Γιατί, σε μια τέτοια περίπτωση, οι τρεις επαναστάτες δε θα είχαν πιθανότητες επιβίωσης, παρότι διέθεταν όπλα ανώτερης τεχνολογίας από αυτά των νομάδων.
Ο ερυθρόδερμος άντρας στράφηκε ξανά στον Πρόμαχο και είπε: «Κάποιοι εμείς μεγάλο πουλί είδανε πέφτει.» Έδειξε τον ουρανό. «Πουλί με σίδερο. Σε λίμνη μέσα. Δικό σας;»
Ο Οδυσσέας ένευσε. «Ναι, το δικό μας αεροπλάνο ήταν που έπεσε. Έχουμε χάσει τελείως το δρόμο μας. Πού βρισκόμαστε;»
«Κοντά λίμνη Κρούκ’φα. Βόρεια λίμνη.»
«Βόρεια της λίμνης Κρούκ’φα;»
«Ναι.»
«Σ’ευχαριστούμε,» είπε ο Οδυσσέας.
Ο ερυθρόδερμος χαμογέλασε. «Καλός δρόμος.»
Οι τρεις επαναστάτες έβαλαν τις μπότες τους και απομακρύνθηκαν από τους νομάδες, επιστρέφοντας στον χορταριασμένο λοφίσκο από τον οποίο είχαν έρθει. Ο ήλιος τώρα είχε αρχίσει να γέρνει προς τη Δύση, μα χρειαζόταν ακόμα κάμποσες ώρες μέχρι να βασιλέψει.
«Γνωρίζεις πού είναι αυτή η λίμνη Κρούκ’φα;» ρώτησε η Νελμίρα.
Ο Οδυσσέας έβγαλε έναν χάρτη απ’το σάκο του. Δεν είχε καταστραφεί από το νερό, γιατί βρισκόταν μέσα σε μια αδιάβροχη θήκη, μαζί με άλλους χάρτες· επίσης, ήταν ειδικά ενισχυμένος με μαγγανείες, ώστε να αντέχει στις φθορές πολύ περισσότερο από ό,τι το κανονικό χαρτί, για τουλάχιστον μισό χρόνο ακόμα.
Ο Οδυσσέας κράτησε τον χάρτη ανοιχτό εμπρός του και έδειξε τη λίμνη στη Νελμίρα και τον Ράθνη. «Εδώ είμαστε.»
«Και πρέπει να πάμε εδώ.» Η Νελμίρα έδειξε μια πόλη που ονομαζόταν Φανχάι, και βρισκόταν παραπάνω από διακόσια χιλιόμετρα ανατολικά της λίμνης, μετά από τρεις ποταμούς, κάμποσες πεδιάδες, και μια μεγάλη ελώδη περιοχή.
«Ναι,» ένευσε ο Οδυσσέας. Στη Φανχάι ήταν ο σύνδεσμος της Επανάστασης με τον οποίο έπρεπε να επικοινωνήσουν.
«Θα μπορούσαμε να φτάσουμε εκεί χρησιμοποιώντας τους ποταμούς,» είπε ο Ράθνης.
«Δεν έχουμε βάρκα, όμως,» του θύμισε η Νελμίρα.
«Δεν μπορούμε να προμηθευτούμε μία;»
«Οι νομάδες ίσως να έχουν κάποιες σχεδίες,» είπε ο Οδυσσέας, «γιατί, ορισμένες φορές, χρειάζεται να περάσουν ποταμούς.»
«Και τι θα τους δώσουμε για να πάρουμε τη σχεδία;» ρώτησε Νελμίρα. «Έχουμε μαζί μας ελάχιστα χρήματα.»
Ο Οδυσσέας συνοφρυώθηκε, σκεπτικός. Ύστερα, είπε: «Πάμε πίσω στη λίμνη. Κι ας ελπίσουμε τα πτώματα των σαλ’φάι να μην έχουν περιέργως εξαφανιστεί.»
*
«Σκατά!…» μούγκρισε ο Οδυσσέας.
Τα πτώματα είχαν εξαφανιστεί.
«Είσαι σίγουρος ότι έχουν κάποια αξία για τους νομάδες;» τον ρώτησε η Νελμίρα.
«Ναι,» απάντησε εκείνος. «Τα δόντια τους τα χρησιμοποιούν για στολίδια και για εργαλεία. Από τη γλώσσα τους φτιάχνουν κάποιου είδους γλυκό. Και το μακρύ κόκαλο των πίσω ποδιών τους λένε πως τους φέρνει τύχη.»
«Αφού είναι έτσι,» είπε η Νελμίρα, «θα σου βρω ποιος έκλεψε τα πτώματα.» Παραμερίζοντας το ψηλό χορτάρι, κοίταξε το χώμα.
«Τι κάνεις εκεί;»
«Αυτός που τα πήρε σίγουρα θ’άφησε ίχνη καθώς τα έσερνε. Εκτός αν ήταν τόσο δυνατός ώστε να τα σηκώσει στα χέρια. Αλλά, απ’ό,τι βλέπω, δεν ήταν…»
«Ποιος μπορεί να τα πήρε;» είπε ο Ράθνης. «Ήμασταν σε τούτο το μέρος συνέχεια· δεν απομακρυνθήκαμε για πολλή ώρα. Αν ήταν κάποιος άλλος εδώ κοντά, θα τον είχαμε εντοπίσει.»
Η Νελμίρα τού απάντησε καθώς ακολουθούσε τα ίχνη μέσα στο ψηλό χορτάρι: «Γιατί είσαι τόσο σίγουρος ότι ήταν άνθρωπος που πήρε τα πτώματα;»
«Θες να πεις ότι ήταν κάποιο ζώο;»
«Έτσι μου φαίνεται, απ’τα σημάδια.»
Ο Οδυσσέας και ο Ράθνης τράβηξαν τα πιστόλια τους, και ακολούθησαν τη Νελμίρα.
Σε λίγο, μια θηριώδης μορφή πετάχτηκε μέσα απ’το ψηλό χορτάρι και έτρεξε μακριά τους. Ένας σαλ’φάι. Ο Οδυσσέας και ο Ράθνης τον σημάδεψαν, μα δεν τον πυροβόλησαν.
«Τα ίχνη συνεχίζονται;» ρώτησε ο δεύτερος.
«Ναι,» είπε η Νελμίρα. «Και πάνε προς τα κει που πήγε κι ο πηδηχτός μας φίλος. Έχω μια υποψία για την όλη ιστορία…»
«Τι υποψία;»
«Οι σαλ’φάι είναι που πήραν τα πτώματα;»
«Για ποιο λόγο;»
«Δεν ξέρω. Ο Οδυσσέας ίσως να ξέρει.»
«Δεν έχω ιδέα,» τη διαβεβαίωσε ο Οδυσσέας.
«Υπέροχα.»
Συνεχίζοντας, έφτασαν σ’ένα μέρος κοντά στη λίμνη όπου δεν υπήρχε καθόλου αμμουδιά και το ψηλό χορτάρι έμπαινε μέσα στο νερό. Επίσης, εδώ φύτρωναν και πολλά δέντρα με απλωτά κλαδιά, επάνω στα οποία ήταν καθισμένα πουλιά που ατένιζαν τους τρεις επαναστάτες δίχως να βλεφαρίζουν. Ένα απ’αυτά έβγαλε ένα διαπεραστικό κρώξιμο, σα να ήθελε να τους χαιρετίσει, ή να τους εκφοβίσει και να τους διώξει. Εάν προσπαθούσε να επιτύχει το δεύτερο, δεν τα κατάφερε, πάντως.
Μια έντονη δυσωδία ερχόταν από παντού, και δεν ήταν δύσκολο οι επαναστάτες να καταλάβουν γιατί. Ανάμεσα στα δέντρα και στο ψηλό χορτάρι φαίνονταν να βηματίζουν ή να κάθονται ή να κοιμούνται τουλάχιστον μια ντουζίνα σαλ’φάι.
«Αυτά τα πλάσματα πρέπει να έχουν τη συνήθεια να θάβουν τους νεκρούς τους,» είπε η Νελμίρα, σταματώντας να βαδίζει. «Τα ίχνη οδηγούν μέσα στη φωλιά τους.»
Ο ήλιος τώρα βρισκόταν πιο κοντά στη Δύση· τα χρώματα της φύσης είχαν αρχίσει να σκουραίνουν και οι σκιές να πυκνώνουν και να μακραίνουν.
«Δε νομίζω ότι μπορούμε να μπούμε εκεί μέσα και να βγούμε ζωντανοί,» είπε ο Ράθνης. «Θα μας κατασπαράξουν.»
«Ήδη μας κοιτάζουν,» παρατήρησε η Νελμίρα, «και τα βλέμματά τους δε μου φαίνονται φιλικά.»
«Κάτι θα ξέρεις εσύ…» μουρμούρισε ο Ράθνης.
«Το άκουσα αυτό,» είπε η Νελμίρα, νομίζοντας ότι μπορούσε να διακρίνει ειρωνεία στη φωνή του. Δε στράφηκε να τον αντικρίσει, όμως.
«Δεν προσπάθησα να το κρύψω.»
«Χρειαζόμαστε τουλάχιστον έναν νεκρό σαλ’φάι,» είπε ο Οδυσσέας, αγνοώντας τη σύντομη αντιδικία των συντρόφων του. «Και, μάλλον, θα πρέπει να του στήσουμε παγίδα.»
«Με τι τρόπο;» ρώτησε ο Ράθνης.
«Ένας από μας θα παριστάνει πως πλένεται στο νερό της λίμνης, το πλάσμα θα τον πλησιάσει, κι οι άλλοι δύο θα το σκοτώσουν από απόσταση. Ύστερα, θα αρπάξουμε το πτώμα του και θα απομακρυνθούμε.»
«Δεν ακούγεται άσχημο σχέδιο,» είπε η Νελμίρα. «Τι γίνεται, όμως, αν δεν κυνηγάνε ατομικά αλλά ομαδικά; Πριν, μας επιτέθηκαν τέσσερα από δαύτα.»
«Ήμασταν, όμως, τρεις, όχι ένας.»
«Σωστά, αλλά δεν άργησαν να παρουσιαστούν. Μας χίμησαν μόλις βγήκαμε απ’τη λίμνη. Αυτό σημαίνει ότι ενέδρευαν όλα μαζί, όχι ότι μας πλησίασαν αφότου υπολόγισαν τον αριθμό μας· γιατί σ’αυτή την περίπτωση θα υπήρχε κάποια καθυστέρηση.»
Ο Οδυσσέας το σκέφτηκε. «Πρέπει νάχεις δίκιο,» παραδέχτηκε. Η Νελμίρα ήταν, αναμφίβολα, καλή κυνηγός, και ο Πρόμαχος την εμπιστευόταν σε ό,τι αφορούσε τα θηρία. Μπορούσε να καταλάβει εύκολα τις συνήθειές τους και τις μεθόδους τους, ακόμα κι ύστερα από λίγη μόνο παρατήρηση.
«Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι πρέπει να παρατήσουμε το σχέδιό σου,» συνέχισε η Νελμίρα.
«Θα είναι επικίνδυνο, όμως. Ίσως να μην προλάβουμε να τα σκοτώσουμε και τα τέσσερα, προτού χιμήσουν στο δόλωμα.»
«Το δόλωμα μπορεί επίσης να κρατά πιστόλι· κι οι άλλοι δύο θα έχουν τουφέκια. Επομένως, τρία από τα θηρία θα σκοτωθούν αμέσως· και μετά, το τέταρτο, πιστεύω, δε θάχουμε πρόβλημα να το τακτοποιήσουμε. Κάποιος από μας θα φανεί αρκετά γρήγορος ώστε να ρίξει μία ακόμα εύστοχη ριπή.»
«Εντάξει,» είπε ο Οδυσσέας, «ας το κάνουμε. Ποιος θα είναι το δόλωμα;»
Αλληλοκοιτάχτηκαν, σιωπηλά, για μια στιγμή.
Ο Ράθνης είπε: «Η Νελμίρα φαίνεται να ξέρει πολλά για τα θηρία…»
Εκείνη συνοφρυώθηκε. «Και λοιπόν;»
«Θα είσαι καλό δόλωμα, αφού θα ξέρεις τι να κάνεις για να τα προσελκύσεις.»
Η Νελμίρα γέλασε, κοφτά. «Λες βλακείες, και το καταλαβαίνεις.»
«Όχι, δεν το καταλαβαίνω.»
«Θλιβερό.»
«Δειλιάζεις να παριστάνεις το δόλωμα;»
«Δε δειλιάζω, ανόητε! Σου λέω ότι λες βλακείες.»
«Θα κάνεις, λοιπόν, το δόλωμα;»
«Όχι.»
«Γιατί;»
«Γιατί είμαι καλύτερη στο σημάδι από σένα, και άρα θα μείνω έξω για να σκοτώσω τα ζώα που θα έρθουν να σε φάνε. Αυτό σημαίνει ότι εσύ θα είσαι το δόλωμα.»
«Γιατί εγώ; Το δέρμα μου είναι άσπρο, και στη Σάρντλι οι γηγενείς δεν έχουν άσπρο δέρμα. Έχουν, όμως, κόκκινο. Και βλέπω μονάχα μία γυναίκα με κόκκινο δέρμα ανάμεσά μας.»
«Τι σημασία έχει το δέρμα μου;»
«Αυτά τα πλάσματα, προφανώς, έχουν συνηθίσει να τρώνε ανθρώπους από ετούτη τη διάσταση–»
«Δε μου φάνηκε να είχαν πρόβλημα να επιτεθούν και στους τρεις μας, πριν.»
«Δεν ξέρεις, όμως, πώς θα αντιδράσουν όταν είναι να ορμήσουν σε έναν μόνο.»
«Λες να τον φοβηθούν;»
«Αρκετά!» μούγκρισε ο Οδυσσέας, που τους κοίταζε με τα χέρια σταυρωμένα εμπρός του και με άγρια όψη στο πρόσωπό του. «Θα κάνω εγώ το δόλωμα. Και φροντίστε το σημάδι σας να είναι καλό.»
*
Ο Οδυσσέας μπήκε στη λίμνη, φορώντας μόνο την περισκελίδα του και κρατώντας το πιστόλι του στο δεξί χέρι.
Η Νελμίρα τον παρατηρούσε από απόσταση, κρυμμένη ανάμεσα στα ψηλά χόρτα. Το μυώδες σώμα του γυάλιζε σαν μπρούντζος στις ακτίνες του βασιλεύοντος ήλιου της Σάρντλι, και η Νελμίρα άφησε τα μάτια της να το χορτάσουν για λίγο, προτού κρυφτεί μέσα στο νερό της λίμνης. Η μάπα του είναι σα να την έχουν κλοτσήσει οι Λάμιες, αλλά ο υπόλοιπος είναι για να τον φας κομμάτι-κομμάτι.
Εστίασε πάλι την προσοχή της στο ψηλό χορτάρι, περιμένοντας να δει κάποια αναταραχή μέσα του. Περιμένοντας τους σαλ’φάι, τους Ενεδρευτές της Λίμνης, να ζυγώσουν. Το κυνηγετικό της τουφέκι το είχε υψωμένο στο επίπεδο του ώμου της και έτοιμο.
Ο Ράθνης βρισκόταν αρκετά μέτρα παραδίπλα, και η Νελμίρα έκρινε πως δεν ήταν καθόλου καλά κρυμμένος, ο ηλίθιος μπάσταρδος· αλλά, ευτυχώς, αυτό μάλλον δεν είχε ιδιαίτερη σημασία τώρα. Οι σαλ’φάι δε θα κάθονταν να ψάξουν να βρουν εκείνον, ούτε εκείνη· θα πήγαιναν για τον προφανή στόχο στη λίμνη.
Ο Οδυσσέας κολύμπησε, για λίγη ώρα, μέσα στο νερό… και η Νελμίρα είδε μερικά από τα ψηλά χόρτα να κουνιούνται. Οι σαλ’φάι ζύγωναν, αργά και προσεκτικά. Δεν έκαναν μεγάλα άλματα τώρα· πηδούσαν μόνο όταν ήθελαν να απομακρυνθούν γρήγορα, ή να ξαφνιάσουν τα θηράματά τους. Δεν είναι κουτά ζώα.
Οι κινήσεις των χόρτων έπαψαν. Τον περιμένουν τώρα. Τον περιμένουν να βγει, για να του χιμήσουν.
Ο Οδυσσέας κολύμπησε για κάποια ώρα ακόμα, κι ύστερα πήγε προς την όχθη. Τα γυμνά του πόδια βάδισαν στην αμμουδιά. Το νερό γυάλιζε επάνω στο σώμα του. Τα μάτια της Νελμίρα εστιάστηκαν προς στιγμή σ’αυτόν· μετά στράφηκαν, αμέσως, στο ψηλό χορτάρι–
Ένας σαλ’φάι πετάχτηκε, πηδώντας κανένα μέτρο πάνω απ’το έδαφος.
Η Νελμίρα πάτησε τη σκανδάλη του τουφεκιού της, και τον πέτυχε, σωριάζοντάς τον.
Άλλοι δύο τινάχτηκαν πίσω απ’τον πρώτο, και η επαναστάτρια νόμιζε ότι μπορούσε να διακρίνει και το κεφάλι ενός τέταρτου ανάμεσα απ’τα χόρτα.
Ο Οδυσσέας πυροβόλησε το ένα θηρίο, και το άλλο χτυπήθηκε από τον Ράθνη· δε σκοτώθηκε, όμως: τραυματίστηκε μονάχα, κι απομακρύνθηκε με μεγάλα πηδήματα.
Το τέταρτο το ακολούθησε. Η Νελμίρα το στόχευσε και πάτησε τη σκανδάλη, μα δεν το πέτυχε εκεί όπου υπολόγιζε, εξαιτίας των απότομων αλμάτων του, έτσι το τραυμάτισε κι εκείνη, δίχως να το σκοτώσει· οπότε, το πλάσμα απομακρύνθηκε αρκετά, ώστε να βγει από το πεδίο βολής της.
Η Νελμίρα σηκώθηκε και πλησίασε τον Οδυσσέα, ο οποίος ξαναπυροβολούσε τον σαλ’φάι που είχε πυροβολήσει και πριν, μάλλον για να βεβαιωθεί ότι ήταν νεκρός, ή για να τον αποτελειώσει.
«Τα πράγματα πήγαν καλά,» είπε η επαναστάτρια.
Ο Πρόμαχος ένευσε. «Ναι.»
Ο Ράθνης ήρθε κοντά τους. «Γνωρίζεις πώς να τους βγάζεις τα δόντια και τα λοιπά;» ρώτησε τον Οδυσσέα.
«Δεν τόχω ξανακάνει,» αποκρίθηκε εκείνος, «αλλά πόσο δύσκολο θα είναι;»
«Θα το κάνω εγώ,» δήλωσε η Νελμίρα. «Δεν είναι η πρώτη φορά που παίρνω κομμάτια από κάποιο ζώο.»
«Τρομακτική σκέψη,» σχολίασε ο Ράθνης.
«Άλλη μια λέξη από σένα και θα σε σαπίσω στο ξύλο!»
«Απειλή ήταν αυτό;»
Η Νελμίρα τον αγνόησε. Είπε στον Οδυσσέα: «Και καλύτερα ν’απομακρυνθούμε από δω, γιατί δεν ξέρουμε αν αυτά τα θηρία είναι εκδικητικά.»
«Δεν μπορείς να το μαντέψεις, από τον τρόπο με τον οποίο η ουρά αυτού του φιλαράκου εδώ φαίνεται νάναι κουλουριασμένη;» είπε ο Ράθνης, δείχνοντας έναν απ’τους νεκρούς σαλ’φάι.
Η Νελμίρα στράφηκε, απότομα, για να τον κοπανήσει καταπρόσωπο με την πίσω μεριά του τουφεκιού της. Ο Ράθνης το έπιασε με το αριστερό χέρι, μερικά εκατοστά από το σαγόνι του. Η Νελμίρα έκανε να τον κλοτσήσει· εκείνος έπιασε το πόδι της με το δεξί χέρι και την έσπρωξε μέσα στη λίμνη.
Η Νελμίρα πετάχτηκε έξω σχεδόν αμέσως και όρμησε καταπάνω του. Έπεσαν μέσα στα χόρτα, παλεύοντας.
Ο Οδυσσέας πήρε μια πετσέτα από τον σάκο του στην αμμουδιά και σκουπίστηκε, αγνοώντας τους. Όταν τελείωσε, αυτοί ακόμα βρίσκονταν ανάμεσα στο ψηλό χορτάρι, γρυλίζοντας σαν θηρία. Ο Πρόμαχος αναστέναξε. Μάλλον, τους έχει επηρεάσει το υπέροχο φυσικό περιβάλλον της Σάρντλι, σκέφτηκε, και τους πλησίασε.
Ο Ράθνης είχε καταφέρει να βάλει τη Νελμίρα κάτω και να στρίψει το δεξί της χέρι πίσω απ’την πλάτη της. «Είσαι νεκρός!» γρύλιζε εκείνη. «Μόλις μ’αφήσεις, είσαι νεκρός! Θα ευχηθείς οι Λάμιες να είχαν καλύτερα ρουφήξει το μεδούλι απ’τ’άθλια κόκαλά σου!»
«Στην Αρβήντλια,» της είπε ο Ράθνης, «έχουμε ένα ρητό–»
«Δε μ’ενδιαφέρουν τα καταραμένα ρητά που έχετε στην Αρβήντλια! Θα πεθάνεις!»
«‘Μην απειλείς τον λεοντόσαυρο που έχει την ουρά του τυλιγμένη γύρω απ’το λαιμό σου’,» συνέχισε ο Ράθνης.
«Όταν σταματήσετε να παίζετε,» τους διέκοψε ο Οδυσσέας, «μπορούμε και να συνεχίσουμε τη δουλειά μας.»
«Δεν είναι παιχνίδι,» αντιγύρισε η Νελμίρα. «Θα τον σκοτώσω τον μπάσταρδο!»
«Άφησέ την,» είπε ο Οδυσσέας στον Ράθνη.
«Να μην τη δέσω πρώτα;»
«Είπα: άφησέ την. Κι αρκετά μ’αυτές τις ανοησίες! Είστε με τα καλά σας, ή ο ήλιος της Σάρντλι σάς παλάβωσε και τους δύο;»
Τα λόγια του φάνηκαν, κάπως, να τους συνεφέρνουν. Αλλά όχι τελείως. Δεν έφυγε τελείως η αγριάδα απ’τα μάτια τους. Ο Ράθνης, πάντως, άφησε το χέρι της Νελμίρα και σηκώθηκε από πάνω της. Εκείνη ορθώθηκε, τρίβοντας τον πήχη της και κοιτάζοντας τον λευκόδερμο επαναστάτη με δολοφονικό βλέμμα.
Ο Οδυσσέας ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της. «Πρέπει να πάρουμε τα κομμάτια των σαλ’φάι,» της θύμισε.
*
Νύχτωσε, μέχρι η Νελμίρα να ξεριζώσει τα δόντια των σαλ’φάι, να κόψει τις γλώσσες τους, και να βγάλει και να καθαρίσει το μακρύ κόκαλο των πίσω ποδιών τους. Ωστόσο, η εργασία ηρέμησε τα νεύρα της και δεν έδειχνε πλέον να θέλει να δολοφονήσει τον Ράθνη. Ο Ράθνης, επίσης, ήταν τώρα πιο ήρεμος και σιωπηλός, όπως συνήθως. Ο Οδυσσέας απορούσε τι τον είχε πιάσει και είχε προκαλέσει έτσι τη Νελμίρα. Δεν ήταν, κατά κανόνα, εριστικός. Ήταν από τους ανθρώπους που περισσότερο πράττουν και λιγότερο μιλούν.
Ίσως να τη συμπαθεί, σκέφτηκε ο Οδυσσέας, και να μην ξέρει πώς αλλιώς να την πλησιάσει. Ίσως… Αλλά δεν ήταν σίγουρος. Καθόλου σίγουρος. Ο Ράθνης ήταν μυστηριώδης για τον Πρόμαχο. Οι Αρβήντλιοι –που ήταν ή λευκοί σαν κιμωλία ή μαύροι σαν πίσσα– ήταν, γενικά, μυστηριώδης λαός, και κρυψίνοες. Χειρότεροι από τους Μοργκιανούς (οι οποίοι ήταν σχεδόν όλοι μαυρόδερμοι).
«Θα πάμε στους νομάδες μέσα στη νύχτα;» ρώτησε η Νελμίρα, όταν έπλυνε τα χέρια της και το μαχαίρι της στο νερό της λίμνης και επέστρεψε κοντά στους συντρόφους της. Φορούσε μόνο τα εσώρουχά της· τα ρούχα της τα είχε κρεμάσει πάλι για να στεγνώσουν.
Ναι, σκέφτηκε ο Οδυσσέας, δεν είναι καθόλου άσχημη. Ο Ράθνης ίσως νάκανε όλη αυτή τη φασαρία επειδή τη γουστάρει. Λοξοκοίταξε τον λευκόδερμο άντρα, μα εκείνος δεν έμοιαζε να δίνει σημασία μήτε στον Πρόμαχο μήτε στη Νελμίρα.
Ο Οδυσσέας είπε: «Νομίζω πως καλύτερα θα ήταν να τους επισκεφτούμε το πρωί. Ο καταυλισμός τους δεν είναι και πολύ κοντά μας, και τριγυρίζουν επικίνδυνα θηρία μες στο σκοτάδι. Επιπλέον, ίσως να μη δουν με καλό μάτι το γεγονός ότι θα τους πλησιάσουμε νύχτα.»
«Θα πιστέψουν πως θέλουμε να τους εξαπατήσουμε;» ρώτησε η Νελμίρα.
«Ίσως. Καλύτερα να περιμένουμε την αυγή για να πάμε να τους βρούμε.»
Η Νελμίρα πλησίασε τα ρούχα της, για να δει αν είχαν στεγνώσει. Διαπίστωσε πως δεν είχαν, έτσι πήρε μια κουβέρτα, τυλίχτηκε σ’αυτήν, και κάθισε κοντά στη φωτιά που είχε ανάψει ο Οδυσσέας όταν είχε αρχίσει να πέφτει η νύχτα.
«Οι σαλ’φάι κυνηγάνε το βράδυ;» ρώτησε η Νελμίρα.
«Δε νομίζω,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας. «Θα φυλάμε, όμως, βάρδιες.»
Ο Φαρνέλιος άδειασε τις στάχτες της πίπας του επάνω στα χόρτα και τις πάτησε, για να σβήσει κάποια τυχόν σπίθα που μπορεί ακόμα να υπήρχε.
Η αυγή είχε έρθει. Ο ήλιος της Απολλώνιας ξεπρόβαλλε από την Ανατολή. Αλλά ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος δεν είχε ακόμα επιστρέψει· ούτε ο Φαρνέλιος τον έβλεπε να έρχεται από μακριά. Έβλεπε μονάχα σποραδικά οχήματα –ή καβαλάρηδες– να πηγαίνουν προς την πόλη ή να φεύγουν από εκεί· και είχε δει, μάλιστα, και κάναν-δυο οδοιπόρους· μα κανένας απ’αυτούς δεν ήταν ο Ανδρόνικος.
Και ο Φαρνέλιος είχε αρχίσει να φοβάται για το χειρότερο.
Εγώ φταίω, σκέφτηκε, κατεβάζοντας το κεφάλι μελαγχολικά και βαριαναστενάζοντας. Εγώ φταίω. Εγώ ώθησα τον Πρίγκιπα να πάει και να μιλήσει στον αδελφό του. Εγώ τού είπα πως, πρώτα, όφειλε να συζητήσει με τον Λούσιο, προτού πράξει οτιδήποτε. Και φαίνεται πως έκανα λάθος. Τραγικό λάθος. Θα έπρεπε να τον είχα συμβουλέψει να αποφύγει τον αδελφό του, όχι να τον συναντήσει.
Γιατί ορίστε τι έγινε τώρα… Ο Φαρνέλιος ύψωσε πάλι το βλέμμα του, για ν’αντικρίσει την άδεια έκταση μέχρι τη νότια είσοδο της Απαστράπτουσας… Ο Πρίγκιπας χάθηκε. Είπε πως θα επέστρεφε με την αυγή, μα δεν επέστρεψε. Κι ο Ανδρόνικος δεν είναι από τους ανθρώπους που αργούν.
Κάτι άσχημο τού είχε συμβεί. Ο Φαρνέλιος το αισθανόταν. Το ήξερε.
Δεν ήξερε, όμως, τι έπρεπε εκείνος να κάνει για να βοηθήσει.
Κι επιπλέον, είχε μαζί του ένα σωρό ανθρώπους από την Επανάσταση. Τι θα γινόταν μ’αυτούς; Πού θα τους πήγαινε;
Δεν ήταν σημαντικό. Το έδιωξε απ’το μυαλό του.
Το σημαντικό, για την ώρα, ήταν να μάθει τι είχε συμβεί στον Ανδρόνικο και δεν είχε παρουσιαστεί με την αυγή, όπως είχε πει ότι θα παρουσιαζόταν. Κανένας από τους δυο τους δεν είχε παρουσιαστεί: ούτε εκείνος ούτε η μάγισσα.
Καλύτερα να είχε πάρει κάποιον άλλο επαναστάτη μαζί του, όχι την Άνμα’ταρ. Ίσως κάποιος άλλος να μπορούσε πραγματικά να τον βοηθήσει. Ο Φαρνέλιος δεν τους εμπιστευόταν τους μάγους. Σίγουρα, ήταν χρήσιμοι, ορισμένες φορές· και, χωρίς αυτούς, πολλά μηχανήματα δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν, ούτε πολλά από τα σημερινά επιτεύγματα θα ήταν εφικτά, αν δεν υπήρχαν οι μάγοι, αν δεν υπήρχαν άνθρωποι που να μπορούν να χειριστούν τις αόρατες δυνάμεις που συγκροτούν το σύμπαν. Ωστόσο, όσο περισσότερο βασιζόταν κανείς σ’αυτές τις δυνάμεις, τόσο μεγαλύτερη ήταν η πιθανότητα να τον απογοητεύσουν, πίστευε ο Φαρνέλιος, γιατί κανένας δεν μπορούσε να τις γνωρίζει, ούτε να τις προβλέψει, απόλυτα. Κατά συνέπεια, λοιπόν, όσο περισσότερο κάποιος βασιζόταν στους μάγους –στους ανθρώπους που χειρίζονταν τις συγκεκριμένες δυνάμεις–, τόσο μεγαλύτερη ήταν η πιθανότητα να απογοητευθεί. Ο Φαρνέλιος –γιατρός στο επάγγελμα και ορθολογιστής– εμπιστευόταν μόνο τα σίγουρα, τα σταθερά, πράγματα. Εμπιστευόταν την πρόσθεση των αριθμών και τον πολλαπλασιασμό τους· και δεν εμπιστευόταν καθόλου τη ρίψη του ζαριού. Ούτε τα αποτελέσματα που εξαρτιόνταν εν μέρει από σταθερούς αριθμούς και εν μέρει από τυχαίες μεταβλητές.
Αναστέναξε πάλι, και κοίταξε τη μεγάλη πόλη αντίκρυ του, η οποία αγκάλιαζε τις όχθες του Οροκέλωρα ποταμού και χανόταν προς το Βορρά, γυαλίζοντας στις ακτίνες του πρωινού ήλιου: γυαλίζοντας τόσο ώστε να δικαιολογεί το όνομά της: Απαστράπτουσα.
Με την άκρια του ματιού του, ο Φαρνέλιος είδε κάποιον να τον ζυγώνει. Στράφηκε και αντίκρισε τον Θελλέδη, έναν γαλανόδερμο επαναστάτη με μαύρα, σγουρά μαλλιά, ο οποίος καταγόταν από την Αλβέρια.
«Ο Πρίγκιπας δεν έχει φανεί…» είπε ο Θελλέδης· και δε χρειαζόταν να συνεχίσει: δε χρειαζόταν να διατυπώσει τις υποψίες του, που ήταν φανερές από την έκφρασή του.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Φαρνέλιος, αργά, «δεν έχει φανεί.»
«Τι θα κάνουμε;»
Αναπόφευκτα, κάποιος θα ερχόταν να το ρωτήσει αυτό… «Πρέπει να μάθουμε τι του συνέβη. Δεν έχουμε άλλη επιλογή, νομίζω.»
«Υποθέτω, έχετε κάποιο σχέδιο στο μυαλό σας, κύριε Φαρνέλιε.»
Ο Φαρνέλιος σηκώθηκε από την πέτρα όπου καθόταν. «Όχι, δεν έχω κανένα σχέδιο.»
Ο Θελλέδης τον ατένισε αμήχανα.
Ο Φαρνέλιος έκρυψε την πίπα του μέσα στην κάπα του και πήρε από κάτω ένα πλατύγυρο καπέλο, το οποίο και φόρεσε. «Δε χρειάζεται, όμως, σχέδιο για να πάρουμε μερικές πληροφορίες,» πρόσθεσε, για να εμψυχώσει τον επαναστάτη. «Θα πάμε στην Απαστράπτουσα και θα δούμε τι μπορούμε να μάθουμε.»
«Θα μπούμε όλοι στην πόλη;» ρώτησε Θελλέδης. Μέσα στο φορτηγό που τους είχε δώσει η Ρωξάνη της Μακρόπολης βρίσκονταν τώρα είκοσι επαναστάτες.
«Δε νομίζω ότι είναι απαραίτητο,» είπε ο Φαρνέλιος.
*
Το γαλανό φως έρχεται καταπάνω μου.
Στο πρόσωπό μου.
Στα μάτια μου.
Με τυφλώνει. Γεμίζει το σύμπαν μου.
Ο πόνος πλημμυρίζει την ύπαρξή μου. Είμαι βέβαιος ότι πεθαίνω–––
Το γαλανό φως έρχεται καταπάνω μου.
Κραυγάζω, καθώς γλιστρά μέσα μου.
Πέφτω–––
Το γαλανό φως έρχεται καταπάνω μου.
Τόσο γρήγορα, τόσο πολύ, πολύ γρήγορα. Δεν υπάρχει τρόπος να το αποφύγω· αποκλείεται ποτέ να προλάβω.
Και δεν μπορώ να το σταματήσω. Με τίποτα.
Γιατί εκείνος είναι που το κρατά. Εκείνος που του ανήκει.
Ουρλιάζω, καθώς το συνειδητοποιώ.
Και βυθίζομαι–––
Το γαλανό φως έρχεται καταπάνω μου.
Με χτυπά στο πρόσωπο.
Διαπερνά το κεφάλι μου, το μυαλό μου.
Πεθαίνω–––
Το γαλανό φως έρχεται καταπάνω μου–––
Το γαλανό φως έρχεται–––
Το γαλανό φως–––
ΤΟ ΓΑΛΑΝΟ ΦΩΣ!
Ο ασθενής πετάγεται, ουρλιάζοντας, από το κρεβάτι του.
«Τι του συμβαίνει;» λέει μια νοσοκόμα.
«Εφιάλτης, μάλλον,» της απαντά ένας νοσοκόμος. Και πλησιάζει, γρήγορα, τον ασθενή. «Ηρέμησε, φίλε μου· δεν είναι τίποτα. Είσαι καλά.»
Εκείνος συνεχίζει να ουρλιάζει. Γύρω απ’το κεφάλι του υπάρχουν επίδεσμοι· προσπαθεί να τους βγάλει.
Ο νοσοκόμος τον εμποδίζει, πιάνοντάς του τα χέρια. «Ηρέμησε, ηρέμησε! Δεν είναι τίποτα. Ήσουν πολύ τυχερός.»
Αλλά ο ασθενής δε σταματά, και ο νοσοκόμος αναγκάζεται να φωνάξει βοήθεια. Σύντομα, μαζεύεται κόσμος γύρω από τον ασθενή· προσπαθούν να τον συγκρατήσουν, να τον γαληνέψουν.
«Μετατραυματικές παραισθήσεις,» λέει κάποιος. «Δεν ξέρει τι του γίνεται. Ζει αλλού.»
Κάποιος άλλος κάνει μια ένεση στον ασθενή.
Ο ασθενής χάνει τη δύναμή του–––
Το γαλανό φως έρχεται καταπάνω μου.
Διεισδύει μέσα στα μάτια μου, στο μυαλό μου.
Σκίζει το πρόσωπό μου.
Ο χειριστής του γαλανού φωτός είναι ο κύριός του –είναι ο κύριός μου–––
Το γαλανό φως έρχεται καταπάνω μου–––
Το γαλανό φως έρχεται–––
*
Ο Λούσιος δεν είχε κλείσει μάτι όλη τη νύχτα. Καθόταν σε μια πολυθρόνα και κάπνιζε, κοιτάζοντας την Απαστράπτουσα από ένα παράθυρο των διαμερισμάτων του.
Δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Όχι ύστερα από όσα είχαν συμβεί με τον Ανδρόνικο. Πριν από κάποιο καιρό, νόμιζε πως, όταν ερχόταν ετούτη η στιγμή– αν ερχόταν ετούτη η στιγμή, θα ήταν εύκολη. Μα δεν ήταν.
Εξάλλου, ο Ανδρόνικος εξακολουθούσε νάναι αδελφός του, παρ’όλα του τα μειονεκτήματα, παρ’όλες τις αδικίες που είχαν συμβεί, παρά το γεγονός ότι έπρεπε να παραμεριστεί, προκειμένου το σχέδιο του Λούσιου να συνεχιστεί και να ολοκληρωθεί με επιτυχία.
Ναι, ο Ανδρόνικος ήταν αδελφός του, παρ’όλα τούτα· και ο Λούσιος αισθανόταν χάλια για ό,τι είχε τώρα, έτσι ανοιχτά, δημιουργηθεί μεταξύ τους. Θα προτιμούσε ό,τι ήταν να γίνει να είχε γίνει χωρίς μια τέτοια απευθείας σύγκρουση. Θα προτιμούσε ο Ανδρόνικος να είχε παραμεριστεί με πλάγιο τρόπο· και καλύτερα ποτέ να μην ήξερε ότι ο αδελφός του ήταν που τον είχε παραμερίσει.
Ίσως να είμαι δειλός που έχω τέτοιες… προτιμήσεις, σκεφτόταν ο Λούσιος, καθισμένος στην καρέκλα του και σβήνοντας ακόμα ένα τσιγάρο μέσα στο τασάκι στο περβάζι του παραθύρου, αλλά, αν είμαι δειλός, τουλάχιστον είμαι δειλός που κάνει εκείνο που οφείλει, για τον εαυτό του, για την οικογένειά του, για την πατρίδα του.
Δε μετάνιωνε για όσα είχαν συμβεί απόψε· αν ήταν αναγκασμένος, θα έκανε και πάλι τα ίδια. Απλά, μετάνιωνε που τα πράγματα είχαν φτάσει ώς εδώ. Μετάνιωνε που ο Ανδρόνικος είχε φτάσει ώς εδώ.
Και ήταν ανόητο να μετανιώνει για κάτι τέτοιο. Δεν έχει νόημα να μετανιώνεις για κάτι που δεν μπόρεσες να εμποδίσεις παρά τις καλύτερές σου προσπάθειες. Δεν είναι θέμα επιλογής.
Τα γεγονότα, όμως, αρνούνταν να φύγουν απ’το μυαλό του. Έμεναν εκεί, κολλημένα, σαν βδέλλες. Επίμονα, χίλιες κατάρες, τόσο επίμονα!
Η Δομινίκη τού είχε προτείνει να πάει για ύπνο, ώστε να καθαρίσει το κεφάλι του· μα δεν τον είχε πείσει. Η Δομινίκη είχε μείνει μαζί του, σιωπηλή, για κάποια ώρα, περιμένοντάς τον ν’αλλάξει γνώμη· μα εκείνος δεν είχε αλλάξει γνώμη. Η Δομινίκη είχε προσπαθήσει να τον διεγείρει ερωτικά, για να τον φέρει στο κρεβάτι· μα δεν τα είχε καταφέρει. Τελικά, η Δομινίκη είχε πάει να κοιμηθεί μόνη, αφήνοντάς τον μπροστά στο παράθυρο.
Τώρα, η αυγή είχε έρθει, και ο Λούσιος καθόταν ακόμα εκεί, καπνίζοντας το τελευταίο τσιγάρο της αργυρής, λαξευτής ταμπακέρας του. Όταν το τελείωσε, το έσβησε μέσα στο πλημμυρισμένο από στάχτη και αποτσίγαρα τασάκι…
…και πρόσεξε ότι κάποιος στεκόταν στην πόρτα του μικρού καθιστικού.
Η Δομινίκη, ντυμένη με μια πράσινη, σατέν ρόμπα. Τα καστανά της μαλλιά ήταν βρεγμένα· πρέπει να είχε κάνει μπάνιο: εκείνος δεν το είχε αντιληφτεί, απορροφημένος στις σκέψεις του καθώς ήταν.
«Στέκεσαι πολλή ώρα εκεί;» τη ρώτησε, και διαπίστωσε ότι ο λαιμός του ήταν ξεραμένος απ’τον καπνό.
«Όχι,» αποκρίθηκε η Δομινίκη· και, μπαίνοντας στο δωμάτιο, κάθισε σ’έναν σοφά, διπλώνοντας το ένα της πόδι από κάτω της. «Γιατί είσαι τόσο μελαγχολικός;»
«Μα τους θεούς, Δομινίκη! Είναι αδελφός μου.»
Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους. «Νόμιζα ότι είχες πάρει τις αποφάσεις σου…»
«Τις έχω πάρει. Αλλά εξακολουθεί να μην είναι εύκολο. –Δαίμονες!» γρύλισε, «δεν περίμενα ότι θα έφτανε ώς εδώ, ο καταραμένος.»
«Ο Δύτης βρέθηκε άδειος. Εσύ τι νόμιζες, ότι ο Ανδρόνικος ήταν νεκρός;»
Ο Λούσιος δεν απάντησε· έστρεψε πάλι το βλέμμα του στο παράθυρο. Η Απαστράπτουσα στραφτάλιζε από κάτω του, καθώς ο πρωινός ήλιος χτυπούσε τα ψηλά, γυάλινα οικοδομήματά της.
«Δος μου ένα τσιγάρο,» είπε η Δομινίκη.
Ο Λούσιος έδειξε την άδεια ταμπακέρα.
Ύστερα, σηκώθηκε και βάδισε προς ένα μικρό, κυλιόμενο κιβώτιο που ήταν τελείως αταίριαστο με τα υπόλοιπα πράγματα μέσα στο δωμάτιο. Ένας φρουρός το είχε φέρει, αφότου συνέλαβαν τον Ανδρόνικο. Περιείχε όλα τα αντικείμενα που κουβαλούσε ο αδελφός του Λούσιο, την ώρα της σύλληψής του. Και, μέχρι στιγμής, είχε μείνει κλειστό.
Τώρα, ο Λούσιος άνοιξε το ένα του καπάκι και κοίταξε στο εσωτερικό του.
Η Δομινίκη ήρθε να σταθεί πλάι του, για να κοιτάξει κι εκείνη.
Ο Λούσιος δεν ψαχούλεψε ούτε τα ρούχα ούτε τα άλλα αντικείμενα· έπιασε το θηκαρωμένο ξίφος, τον Κελευστή, και το πήρε, κάνοντας μερικά βήματα μέσα στο δωμάτιο. Το ξεθηκάρωσε και πέταξε το θηκάρι στην πολυθρόνα όπου, πριν από λίγο, καθόταν. Κράτησε τη λαβή και με τα δύο χέρια, και διέγραψε μερικά ημικύκλια στον αέρα εμπρός του, μαχόμενος αόρατους αντιπάλους.
«Τι εξαίρετο όπλο!» είπε με τα μάτια του ν’αστράφτουν. «Τι εξαίρετο όπλο!» Κοίταξε τη σύζυγό του, η οποία στεκόταν ακόμα πλάι στο κιβώτιο. «Η λεπίδα, λένε, είναι μαγεμένη. Είδες πώς γυάλιζε όταν ο Ανδρόνικος μαχόταν; Είδες πώς γυάλιζε, εκπέμποντας εκείνο το γαλανό φως;»
«Την έχουν εξετάσει οι μάγοι του παλατιού;»
Ο Λούσιος κούνησε το κεφάλι. «Δεν έχει νόημα. Οι μαγγανείες που έχουν υφανθεί επάνω σε τούτο το όπλο είναι τόσο αρχαίες που οι σημερινοί μάγοι δεν έχουν ιδέα πώς είναι φτιαγμένες.»
«Και τι κάνουν; Τη λεπίδα πιο κοφτερή;»
«Δεν ξέρω,» παραδέχτηκε ο Λούσιος. «Δεν έχουν κάποιο φανερό αποτέλεσμα, εκτός απ’το γεγονός ότι το ξίφος γυαλίζει στη μάχη.»
«Τότε, μου μοιάζουν ολίγον άχρηστες,» είπε η Δομινίκη μ’ένα μικρό μειδίαμα στα χείλη.
Ο Λούσιος κούνησε πάλι το κεφάλι του. «Δεν καταλαβαίνεις. Αυτό το όπλο είναι κάτι το εξαιρετικό. Είναι όπλο βασιληάδων.» Έπιασε το θηκάρι απ’την πολυθρόνα και θηκάρωσε τον Κελευστή. «Και τώρα, είναι δικό μου.»
Η Δομινίκη ανασήκωσε τους ώμους. «Αφού σε κάνει ευτυχισμένο…»
Ο Λούσιος άφησε το θηκαρωμένο όπλο στην πολυθρόνα και πλησίασε πάλι το κιβώτιο, για να δει τι άλλο υπήρχε εκεί μέσα. Τα υπόλοιπα πράγματα διαπίστωσε πως ήταν ασήμαντα: τα ρούχα του Ανδρόνικου, μερικά χρήματα, και ένα πιστόλι.
Άνοιξε το δεύτερο καπάκι του κιβωτίου. Εδώ ήταν τα πράγματα της γυναίκας που συντρόφευε τον αδελφό του: της μάγισσας Άνμα’ταρ, η οποία παλιότερα ανήκε στο μυστικιστικό τάγμα Δράκαινες, ένα τάγμα άμεσα συνδεόμενο με τη στρατιωτική ελίτ θηλέων Μαύρες Δράκαινες, της Παντοκράτειρας. Οι Μαύρες Δράκαινες, βέβαια, είχαν διαλυθεί πλέον· η Παντοκράτειρα είχε εξοστρακίσει ή εξολοθρεύσει τις περισσότερες από αυτές, για τον έναν ή τον άλλο λόγο –λόγους που ο Λούσιος δεν ήξερε επακριβώς, κι ούτε τον ενδιέφεραν. Ο αδελφός του, όμως, είχε δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις Μαύρες Δράκαινες· είχε στρατολογήσει πολλές από αυτές στην Επανάσταση, και τώρα υπηρετούσαν εκείνον, όχι την πρώην σύζυγό του. Ασφαλώς, ήταν αναμενόμενο να τις συμπαθεί, αφού μία ανάμεσά τους –μια Ιωάννα– ήταν ερωμένη του.
Ο Λούσιος έψαξε τα πράγματα της Άνμα’ταρ, και ούτε εδώ βρήκε τίποτα το αξιοσημείωτο: στο κιβώτιο ήταν μόνο τα ρούχα της, ένα πιστόλι, και δύο ξιφίδια.
«Δε φαίνεται να υπάρχει εδώ κάτι που να μας ενδιαφέρει,» παρατήρησε η Δομινίκη, έχοντας, προφανώς, φτάσει στο ίδιο συμπέρασμα με τον σύζυγό της. «Κι εξάλλου, τι να υπήρχε; Ο Ανδρόνικος δεν έχει κάποια πληροφορία που να θέλουμε. Το σημαντικό ήταν να βγει απ’τη μέση, κι αυτό έγινε.»
«Δεν είναι νεκρός,» της θύμισε ο Λούσιος.
Η Δομινίκη μόρφασε αδιάφορα. «Μπορείς να τον σκοτώσεις, όποτε το επιθυμείς, αγάπη μου.»
«Θα μαθευτεί ότι σκότωσα τον αδελφό μου· και τότε πώς θα με αποκαλούν στην Απολλώνια; Λούσιος ο Αδελφοκτόνος; Ήδη θα έχει γίνει γνωστό σ’ολόκληρη την Απαστράπτουσα ότι ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος επέστρεψε, και ότι τον φυλάκισα. Πάω στοίχημα πως όποια εφημερίδα και να διαβάσεις σήμερα αυτό θα έχει για πρωτοσέλιδο. Και στο Φως της Απολλώνιας–»
«Μην ανησυχείς για το Φως,» του είπε η Δομινίκη. «Έχω ήδη επικοινωνήσει με τον Χρύσιππο. Σήμερα, στο κανάλι, θα λένε, όλη μέρα, ότι ο Ανδρόνικος πυροβόλησε, σκότωσε, και τραυμάτισε φρουρούς του παλατιού, και ότι ήρθε, κατά πάσα πιθανότητα, με σκοπό να σε δολοφονήσει, αγνοώντας τους αγώνες που έχεις δώσει για το βασίλειο όσο εκείνος τριγύριζε σε άλλες διαστάσεις.»
Τα μάτια του Λούσιου γυάλισαν, και ένα λοξό μειδίαμα παρουσιάστηκε στο μακρύ πρόσωπό του. «Ναι,» είπε, «πολύ σωστά. Πολύ σωστά. Δομινίκη,» τύλιξε τα χέρια του γύρω απ’τη μέση της, «τι θα έκανα χωρίς εσένα;»
«Μάλλον,» αποκρίθηκε η Δομινίκη, πειραχτικά, ενώ σταύρωνε τους πήχεις της πίσω απ’το λαιμό του, «θα είχες χάσει τον θρόνο, το στέμμα, και το παλάτι, και θα βρισκόσουν, εξόριστος από την Απολλώνια, σε κάποια μίζερη διάσταση για αγρίους, όπως τη Φεηνάρκια.»
Φιλήθηκαν.
«Και μην ανησυχείς για το γεγονός ότι ο Ανδρόνικος είναι ζωντανός,» είπε η Δομινίκη, μετά. «Μπορούμε να κανονίσουμε το θάνατό του έτσι που κανείς δε θα καταλάβει τίποτα· γιατί μην ξεχνάς ότι δεν υπάρχει μόνο θάνατος του σώματος, αλλά και του νου.»
*
Τα χέρια της ήταν δεμένα στα κάγκελα του κρεβατιού, το κεφάλι της ριγμένο πίσω, τα βλέφαρά της κλειστά, και τα δόντια της δάγκωναν το κάτω της χείλος, καθώς ένα ηδονικό μουγκρητό έβγαινε από μέσα της.
Ο γυμνός άντρας από πάνω της, που έσφιγγε τους μηρούς της και έσερνε τα χείλη του στο λαιμό και στο σαγόνι της, ανασηκώθηκε, λαχανιασμένος, και ατένισε το πρόσωπό της, στηριζόμενος στις παλάμες των χεριών του.
Η Βασιλική άνοιξε τα βλέφαρά της και τον κοίταξε. «Αυτό ήταν;»
Ο Άγγελος χαμογέλασε πλατιά. «Μη με βάζεις σε πειρασμό, Πριγκίπισσα.» Έσκυψε και φίλησε τα χείλη της.
Η Βασιλική γέλασε. «Γιατί; Τι θα κάνεις, τότε;»
«Θα σε κρατήσω δεμένη εδώ όλη μέρα, για να σου μάθω τρόπους.»
«Αυτό είναι τρομακτικό. Γιατί θέλω να πάω να κατουρήσω.»
«Σοβαρά;»
«Σοβαρότατα.»
«Πες ‘παρακαλώ’.»
«Όχι.»
«Πες ‘παρακαλώ’.» Ο Άγγελος άρχισε να γαργαλά τα πλευρά της και τις εκτεθειμένες μασκάλες της.
«Χα-χα-χαχαχα, όχι! χαχαχαχαχαχα-χιχιχιχι, σταμάτα! –α-χαχαχα-χιχι-χαχαχαχαχαχα– σε παρακαλώ, εντάξει, χαχαχαχαχα, σε παρακαλώ! χαχαχαχα, σε παρακαλώ, χαχαχαχαχα…!»
Ο Άγγελος σταμάτησε. Φίλησε τα χείλη της. Σύρθηκε προς τα κάτω, φίλησε πρώτα τη δεξιά της ρόγα κι ύστερα την αριστερή. Σηκώθηκε και έλυσε τα χέρια της από τα κάγκελα του κρεβατιού.
Η Βασιλική έμπλεξε τα δάχτυλά της μέσα στα πυκνά, μαύρα μαλλιά του και τον φίλησε, πειράζοντας τη γλώσσα του με τη δική της. Έπειτα, σηκώθηκε απ’το κρεβάτι και έτρεξε στο μπάνιο.
Όταν βγήκε, είχε μια κοντή ρόμπα ριγμένη επάνω της και δεμένη γύρω απ’τη μέση της. Τα μακριά, σγουρά, ξανθά της μαλλιά ήταν χτενισμένα.
Ο Άγγελος είχε επίσης ντυθεί, παρατήρησε η Βασιλική, αλλά πολύ πιο καλά απ’ό,τι εκείνη. Είχε φορέσει το παντελόνι του, το πουκάμισό του, και τώρα έδενε τα παπούτσια του. Είχε ανοίξει τις γρίλιες του παραθύρου, και το πρωινό φως του ήλιου έκανε το χρυσό του δέρμα να χρυσαφίζει ακόμα περισσότερο.
«Δε θα καθίσεις για πρωινό;» τον ρώτησε η Βασιλική.
«Πρέπει να πάω στα γραφεία του περιοδικού από νωρίς σήμερα,» αποκρίθηκε εκείνος. «Κλείνουμε τεύχος.» Ο Άγγελος εξέδιδε ένα περιοδικό για τη μουσική, το Ήχος στο Φως, το οποίο, τον τελευταίο καιρό, είχε προσανατολιστεί σε πολεμικά και εμψυχωτικά άσματα, καθώς ο αδελφός του Άγγελου βρισκόταν στο Βόρειο Μέτωπο της Απολλώνιας, αντιμετωπίζοντας τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας. Ο Άγγελος έλεγε πως και τόσων άλλων ανθρώπων οι συγγενείς βρίσκονταν σ’ένα από τα μέτωπα, έτσι ο κόσμος χρειαζόταν κάτι για να του δίνει κουράγιο, για να τον εμψυχώνει, για να τον εμπνέει να συνεχίζει τον αγώνα –και δεν υπήρχε τίποτα καλύτερο γι’αυτό από τη μουσική.
«Εντάξει,» είπε η Βασιλική, και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, σταυρώνοντας τα πόδια της στο γόνατο.
«Μη μουτρώνεις,» είπε ο Άγγελος, καθώς τελείωνε με τα παπούτσια του και σηκωνόταν όρθιος.
«Δε μουτρώνω. Απλά, είπα ‘εντάξει’.»
Ο Άγγελος έπιασε το πανωφόρι του από την κρεμάστρα. «Τι θα κάνεις, λοιπόν, σήμερα;»
«Δεν ξέρω. Θα δω.» Η Βασιλική πλησίασε το παράθυρο, και το άνοιξε, αφήνοντας τον κρύο, χειμωνιάτικο αέρα να χτυπήσει το πρόσωπό της. Από κάτω, φαινόταν η Απαστράπτουσα, πανέμορφη στο πρωινό φως της Απολλώνιας. Πανέμορφη εξωτερικά, τουλάχιστον, σκέφτηκε η Βασιλική, γιατί, από τότε που ο μεγάλος της αδελφός είχε αρπάξει την εξουσία, μαζί μ’αυτή τη σκύλα τη γυναίκα του, κάτι πολύ άσχημο, αποτρόπαιο, και άρρωστο κατέτρωγε τα σωθικά της πρωτεύουσας του βασιλείου και όλης της Απολλώνιας. Η Βασιλική το γνώριζε. Αλλά δεν γνώριζε και πώς να το αντιμετωπίσει. Μακάρι ο Ανδρόνικος να ήταν εδώ. Ο Ανδρόνικος, σίγουρα, θα ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει, για να βάλει τα πράγματα στη σωστή τους θέση.
«Αν θες νάρθεις από το γραφείο, έλα,» της είπε ο Άγγελος, πλησιάζοντάς την από πίσω και φιλώντας τον ώμο της πάνω απ’τη μεταξένια ρόμπα.
Η Βασιλική έστρεψε το κεφάλι της, για να τον κοιτάξει. «Θα με δέσεις κι εκεί;»
«Φυσικά και όχι. Στη δουλειά, είμαι σοβαρός.»
«Τότε, γιατί να έρθω;» τον πείραξε η Βασιλική.
«Εντάξει,» είπε ο Άγγελος· «εγώ απλά έκανα μια πρόταση.» Φίλησε το πλάι του λαιμού της, κάτω από τ’αφτί.
Απομακρύνθηκε, για να κουμπώσει το πανωφόρι του μπροστά στον καθρέφτη και να χτενίσει λίγο ακόμα τα μαλλιά του.
«Νομίζεις ότι οι πριγκίπισσες δεν έχουν τίποτα απολύτως να κάνουν, ε;» του είπε η Βασιλική, έχοντας στρέψει την πλάτη της στο ανοιχτό παράθυρο και κοιτάζοντάς τον.
«Δεν ξέρω· δεν είμαι πριγκίπισσα.»
«Αν ήσουν, δε θα κοιμόμουν μαζί σου.»
Ο Άγγελος μειδίασε και, παίρνοντας την τσάντα του από κάτω, την πέρασε στον ώμο. «Χαιρετώ,» είπε, πλησιάζοντας την εξώπορτα του διαμερίσματος. «Κι ελπίζω να μη μάθω πάλι τα νέα σου στις εφημερίδες.»
«Εξαφανίσου!» αποκρίθηκε η Βασιλική, χτυπώντας τη φτέρνα της στον τοίχο. «Τώρα!»
Ο Άγγελος έφυγε.
Η Βασιλική σταύρωσε τα χέρια της εμπρός της, χαμογελώντας. Ήταν αλήθεια ότι οι εφημερίδες είχαν γράψει πρόσφατα γι’αυτήν. Είχε πάει να παίξει κάτι λεφτά σ’ένα καζίνο, και είχε διαπιστώσει ότι ο συμπαίκτης της έκλεβε, έτσι είχε κάνει φασαρία. Και οι δημοσιογράφοι είχαν παρουσιαστεί αμέσως. Αμέσως, οι καταραμένοι μπάσταρδοι. Λες και το ήξεραν ότι θα τσακωνόταν.
Και ίσως να το ήξεραν, σκέφτηκε η Βασιλική, νιώθοντας το χαμόγελό της να χάνεται. Από τότε που είχε πάψει να μένει στο παλάτι, εξαιτίας των διαφωνιών που είχε με τον αδελφό της και τη γυναίκα του, είχε την εντύπωση ότι την παρακολουθούσαν και ότι, μάλιστα, ορισμένες καταστάσεις ήταν στημένες γι’αυτήν, σαν παγίδες.
Ήταν παράξενο, γιατί ποτέ ξανά δεν της είχε συμβεί κάτι παρόμοιο.
Υποψιαζόταν, όμως, ότι για όλα ευθυνόταν η κάστα που είχε διαμορφωθεί γύρω απ’τον Λούσιο και τη Δομινίκη. Ήταν ένα μάτσο γλοιώδεις, ελεεινοί μπάσταρδοι· και δεν ήταν κρυφό –τουλάχιστον, όχι από τη Βασιλική– ότι προσπαθούσαν να ελέγχουν τις εφημερίδες. Για το Φως της Απολλώνιας, δε, ούτε συζήτηση: το κανάλι ήταν πλήρως ελεγχόμενο από τους λακέδες του αδελφού της. Οι πιο υποψιασμένοι πολίτες το γνώριζαν, και το αγνοούσαν, συστηματικά και επιδεικτικά.
Η Βασιλική έπαψε να στηρίζει την πλάτη της στο περβάζι του παραθύρου και, γυρίζοντας, έκλεισε το τζάμι. Ο κρύος αγέρας την είχε παγώσει, χωρίς να το αντιληφτεί.
Βαδίζοντας μες στο δωμάτιο, έλυσε τη ρόμπα της και την άφησε να πέσει στο πάτωμα. Ύστερα, άρχισε να ντύνεται και, σύντομα, είχε τελειώσει. Φορούσε τώρα ένα ζευγάρι κοντές μπότες, χοντρό καλσόν, κοντή, μαύρη δερμάτινη φούστα, λευκό δαντελωτό πουκάμισο, μαύρο πέτσινο πανωφόρι με ψηλό γιακά, και ένα μικρό γκρίζο καπέλο της τελευταίας μόδας. Τα μαλλιά της ήταν λυτά, και χύνονταν στους ώμους και στην πλάτη της.
Βγήκε απ’το διαμέρισμα της, κλείδωσε, και μπήκε στον ανελκυστήρα της πολυκατοικίας, κατεβαίνοντας. Όταν έφτασε κάτω, στους δρόμους της Απαστράπτουσας, βάδισε ανάμεσα στον κόσμο και πλησίασε ένα περίπτερο. Εκεί, κοίταξε τις εφημερίδες.
Στα πρωτοσέλιδα δεν είδε, αυτή τη φορά, τον εαυτό της. Διάβασε, όμως, για κάποιο πολύ, πολύ γνωστό της πρόσωπο, και δεν μπορούσε να το πιστέψει!
*
«Στην Απαστράπτουσα,» είπε ο Φαρνέλιος στους συντρόφους του, «ο γρηγορότερος τρόπος για να μάθεις τα τελευταία νέα είναι να κοιτάξεις τις εφημερίδες. Όλες τις εφημερίδες. Αλλά, στη συγκεκριμένη περίπτωση, φαίνεται πως, όποια εφημερίδα κι αν κοιτάξεις, το ίδιο έχει για πρωτοσέλιδο.»
Ήταν καθισμένος σε μια καφετέρια της νότιας όχθης του Οροκέλωρα. Μαζί του, στο ίδιο τραπέζι, κάθονταν ο Θελλέδης και η Σαρφάλλη. Η γυναίκα ήταν γαλανόδερμη, σαν τον Θελλέδη, και καταγόταν επίσης από την Αλβέρια. Είχε πορφυρά μαλλιά και ήταν κοντή στο ανάστημα. Και, ενώ ο Θελλέδης ήταν από τους ανθρώπους που ζούσαν στα πιο πολιτισμένα μέρη της Αλβέρια (και εργάζονταν στις –ή, πολλές φορές, διεύθυναν τις– ξενοδοχειακές επιχειρήσεις της εν λόγω διάστασης), η Σαρφάλλη ήταν από εκείνους που ζούσαν στα βαθύτερα σημεία, μέσα στα πυκνά δάση. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν, συνήθως, μικροκαμωμένοι και δεν ήθελαν πολλές επαφές με τον έξω κόσμο. Επίσης, ήταν εξαιρετικά προληπτικοί και με δεκάδες ταμπού.
Επάνω στο τραπέζι, ανάμεσα στους επαναστάτες, βρίσκονταν όλες οι σημερινές εφημερίδες της Απαστράπτουσας, τις οποίες ο Φαρνέλιος είχε, πριν από λίγο, αγοράσει από ένα περίπτερο. Επί του παρόντος, κρατούσε ανοιχτή εμπρός του τη Φωνή της Απολλώνιας: μια από τις μεγαλύτερες εφημερίδες, η οποία δεν έμενε μόνο στην πρωτεύουσα, αλλά ταξίδευε σ’όλο το βασίλειο.
Ο Φαρνέλιος σήκωσε την κούπα με τον καφέ του και ήπιε μια γουλιά. «Η επιστροφή του Πρίγκιπά μας, λοιπόν, δεν πέρασε καθόλου απαρατήρητη. Ούτε εκείνος αποδείχτηκε ιδιαιτέρως ανεχτικός με τους σφετεριστές.»
Ο Θελλέδης και η Σαρφάλλη είχαν μείνει σιωπηλοί για κάμποση ώρα, νιώθοντας παραλυμένοι από τα νέα. Τώρα, όμως, ο πρώτος είπε: «Κύριε Φαρνέλιε, φαίνεστε πολύ ήρεμος… Δε θα έπρεπε να, εμμμ… να–;»
«Φαίνομαι μόνο· σε διαβεβαιώνω, καλέ μου Θελλέδη,» αποκρίθηκε ο Φαρνέλιος.
«Δηλαδή, έχετε ανησυχήσει;»
Ο Φαρνέλιος άφησε κάτω την εφημερίδα. «Εσύ τι λες; Να μην έχω ανησυχήσει;»
«Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος, επομένως, έχει μπλέξει άσχημα…»
«Δε θα μπορούσα να το θέσω καλύτερα.» Ο Φαρνέλιος πήρε το βλέμμα του από τον Θελλέδη και το έστρεψε πάλι στις εφημερίδες, κοιτάζοντας τα πρωτοσέλιδά τους εναλλάξ. «Αξιοπερίεργο, δε, είναι το γεγονός πως, παρότι όλοι λένε τα ίδια, ο ένας λέει τελείως διαφορετικά πράγματα από τον άλλο.»
Ο Θελλέδης συνοφρυώθηκε. «Πώς είναι αυτό δυνατόν, κύριε Φαρνέλιε;»
Ο Φαρνέλιος γέμισε την πίπα του με καπνό και την άναψε. «Είστε τυχεροί, που δεν έχετε εφημερίδες στην Αλβέρια. Γλιτώνετε από τους δημοσιογράφους, που, αναμφίβολα, είναι η χειρότερη φάρα μετά τους ζηλωτές του Μαύρου Νάρζουλ.
»Ακούστε αυτό,» είπε, ρίχνοντας μια ματιά στον Θελλέδη και μια στη Σαρφάλλη, η οποία ακόμα δεν είχε βγάλει άχνα. «Η Φωνή της Απολλώνιας γράφει, με μεγάλα γράμματα, στην πρώτη σελίδα: ‘Η επιστροφή ενός πολύ ταραγμένου Πρίγκιπα!’ Πολύ διπλωματικό, έτσι; Δεν αναφέρει το όνομα του Ανδρόνικου, αλλά αυτός είναι ο μόνος Πρίγκιπας της Απολλώνιας που μπορεί να επιστρέψει, αφού ο άλλος είναι ήδη εδώ και βασιλεύει. Επίσης, λέει: πολύ ταραγμένου. Τι να σημαίνει, άραγε, αυτό; Ότι είναι εξοργισμένος, ή, μήπως, τρελός; Στα άρθρα που ακολουθούν γίνονται διάφορες υποθέσεις. Η Φωνή της Απολλώνιας πάντοτε ήταν η εφημερίδα των διπλών μονοπατιών.
»Και ακούστε αυτό τώρα.» Ο Φαρνέλιος τράβηξε μια άλλη εφημερίδα. «Ο Κήρυκας της Απαστράπτουσας γράφει, με μεγάλα γράμματα, στο πρωτοσέλιδό του: ‘Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος επιστρέφει, δολοφονώντας!’ Δε χρειάζεται να αναρωτηθούμε με ποιου το μέρος είναι ο καλός μας Κήρυκας…»
Ο Φαρνέλιος τράβηξε άλλη εφημερίδα. «Τα Απολλώνια Νέα έχουν για τίτλο: ‘Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος δεν κρύβει την οργή του.’ Η Κουβέντα λέει: ‘Σύγκρουση μεταξύ Βασιλικών Αδελφών!’ Και ο Πλανόδιος γράφει: ‘Διαμάχη για τον Κυανό Θρόνο!’
»Όπως βλέπετε, ο καθένας έχει και τη δική του βίδα. Ελπίζω να πήρατε μια γεύση τού τι σημαίνει εφημερίδα στην Απολλώνια.»
«Ναι,» είπε ο Θελλέδης· «αλλά, εντάξει, αυτά είναι ορισμένα πράγματα που λένε κάποιοι και θέλουν να τα δημοσιεύουν. Σημασία έχει το τι πραγματικά έγινε.»
«Κάνεις λάθος,» διαφώνησε ο Φαρνέλιος. «Σημασία έχει το πώς κάνεις να φαίνεται αυτό που πραγματικά συνέβη. Εσύ, για παράδειγμα, νόμιζες ότι ήμουν ήρεμος, επειδή φαινόμουν ήρεμος. Ο περισσότερος κόσμος, δυστυχώς, δε θα καθίσει να ψάξει την αλήθεια· θα χάψει ό,τι του σερβίρουν οι περισσότερες πηγές πληροφόρησης.»
«Έστω,» αποκρίθηκε ο Θελλέδης. «Τι μπορούμε, όμως, να κάνουμε τώρα για να βοηθήσουμε τον Πρίγκιπα και την Άνμα’ταρ;»
Ο Φαρνέλιος μάσησε την άκρη της πίπας του. «Δύσκολα ερωτήματα μού θέτεις, Θελλέδη…»
*
«Καλημέρα, μητέρα,» είπε ο Λούσιος. «Πέρασε.»
«Είναι αλήθεια;» ρώτησε αμέσως η Βασίλισσα Γλυκάνθη. «Είναι αλήθεια;»
Ο Λούσιος παραμέρισε απ’το κατώφλι της εισόδου των διαμερισμάτων του, κάνοντάς της χώρο να περάσει.
Η μητέρα του μπήκε. «Είναι αλήθεια; Ο Ανδρόνικος είναι εδώ; Και τον φυλάκισες, για όνομα του Απόλλωνα;»
Ο Λούσιος έκλεισε την πόρτα. «Ήταν αναγκαίο, μητέρα. Δεν είχε καμία λογική, ετούτη τη φορά–»
«Τι θες να πεις, ‘δεν είχε καμία λογι–’;»
«Μητέρα, ηρέμησε!» τη διέκοψε ο Λούσιος. «Ο Ανδρόνικος δεν ήταν καθόλου καλά, όταν ήρθε εδώ. Παρουσιάστηκε μες στη νύχτα, κουκουλωμένος. Πέρασε από την κεντρική πύλη του κήπου, βάζοντας τη μάγισσά του να μπερδέψει τον τηλεοπτικό πομπό απέξω. Και, όταν πλησίασε τα διαμερίσματά μου, Κάλεσε τον Λάθμιο, χρησιμοποιώντας τον Κελευστή, και ήταν έτοιμος να τον σκοτώσει! Ευτυχώς, εμφανίστηκα εγκαίρως, για να σταματήσω αυτή την παραφροσύνη. Αλλά ο Ανδρόνικος δε δέχτηκε να λογικευτεί· επιτέθηκε στους φρουρούς του παλατιού, τραυματίζοντας και σκοτώνοντας, χωρίς να τον ενδιαφέρει ότι χτυπούσε τους δικούς του ανθρώπους! Μητέρα, με ανάγκασε να τον φυλακίσω.»
Η Γλυκάνθη κοιτούσε τον γιο της με μάτια ορθάνοιχτα και τις μικρές της γροθιές σφιγμένες. «Δεν μπορώ να το καταλάβω,» είπε. «Ο Ανδρόνικος… δε θα επιτιθόταν ποτέ στους φρουρούς του παλατιού!»
«Πήγαινε να ρωτήσεις, μητέρα, αν δε με πιστεύεις. Φρουροί τραυματίστηκαν και σκοτώθηκαν μες στη νύχτα.»
«Μα τους θεούς…» ψιθύρισε η Γλυκάνθη. «Γιατί;…»
Ο Λούσιος ανασήκωσε τους ώμους, μορφάζοντας. «Ίσως να αποτρελάθηκε στις διαστάσεις όπου–»
Η Γλυκάνθη τον χαστούκισε, όχι δυνατά, αλλά αρκετά για να τον σταματήσει. «Μη μιλάς έτσι για τον αδελφό σου, Λούσιε!» είπε, έντονα. «Δεν είναι τρελός–»
«Μα, μητέρα, επιτέθηκε–»
«Θα παρεξήγησε την κατάσταση, προφανώς!» είπε η Γλυκάνθη. «Θα άκουσε παράλογα πράγματα για σένα –αυτά που εξαπλώνουν οι λασπολόγοι–, και θα ήρθε εδώ αρνητικά φορτισμένος. Εξοργισμένος.»
«Δεν το νομίζω, μητέρα. Ο Ανδρόνικος έχει αλλάξει. Το είχα πληροφορηθεί και παλιότερα, αλλά δε σου είχα πει τίποτα.»
Η Γλυκάνθη συνοφρυώθηκε. «Τι εννοείς;»
«Ο Ανδρόνικος έχει παθιαστεί με τον αγώνα του εναντίον της Παντοκράτειρας. Δεν τον ενδιαφέρει πλέον τόσο για την Απολλώνια όσο για την εκδίκησή του. Είναι προσωπικό ζήτημα για εκείνον. Και το ξέρεις, μητέρα, πως οι φανατικοί άνθρωποι είναι επικίνδυνοι. Αν ο πατέρας μπορούσε τώρα να τον δει, το ίδιο θα σου έλεγε.»
Η Γλυκάνθη τον ατένιζε με δυσπιστία να καθρεπτίζεται στα μάτια της, και ο Λούσιος σκέφτηκε: Γιατί δε με πιστεύεις, μητέρα; Γιατί; Τον Ανδρόνικο πάντοτε τον πίστευες, ό,τι κι αν σου έλεγε! Παρότι ήταν ο μικρότερος από τους δυο μας, πάντοτε τον είχες για μεγαλύτερο· ενώ ό,τι κι αν έλεγα εγώ, έπρεπε να ελεγχθεί και να ξαναελεγχθεί!
«Θέλω να τον δω,» είπε η Γλυκάνθη. «Πού κρατείται;»
Ο Λούσιος αναστέναξε. «Δυστυχώς, δεν μπορείς να τον δεις. Οι φρουροί αναγκάστηκαν να τον χτυπήσουν με αναισθητικό, προκειμένου να τον ηρεμήσουν, και ίσως ακόμα να βρίσκεται ναρκωμένος.»
«Νάρκωσες τον αδελφό σου;»
«Αφού δεν παραδινόταν, τι να έκανα; Να τον σκότωνα; Έτσι, ούτε αυτός τραυμάτισε κανέναν άλλο, ούτε κανένας τραυμάτισε αυτόν.»
«Μόλις ξυπνήσει, θέλω να με ειδοποιήσεις. Θέλω να τον δω.»
«Εντάξει, μητέρα,» ένευσε ο Λούσιος, «θα σε ειδοποιήσω.»
«Αυτό που συνέβη απόψε είναι ντροπή για ολόκληρη την οικογένειά μας!» τόνισε η Γλυκάνθη.
«Το καταλαβαίνω, μητέρα.»
Η Γλυκάνθη έφυγε απ’τα διαμερίσματα του γιου της.
«Γιατί δεν σε εμπιστεύεται; Αναρωτιέμαι.»
Ο Λούσιος στράφηκε, για να δει τη Δομινίκη να στέκεται στο κατώφλι μιας πόρτας. Δεν ήταν πλέον ντυμένη με τη σατέν, πράσινη ρόμπα· είχε φορέσει ένα μακρύ, μαύρο φόρεμα με εφαρμοστά μανίκια, τετράγωνο ντεκολτέ, και μικρές πέρλες ραμμένες επάνω σε αρκετά σημεία του υφάσματός του, έτσι ώστε να φτιάχνουν διάφορα σχήματα.
«Δεν ξέρω,» αποκρίθηκε ο Λούσιος, βηματίζοντας μέσα στο δωμάτιο. «Και μη μου πεις ότι ετούτη είναι η πρώτη φορά που το πρόσεξες.»
«Σίγουρα,» παραδέχτηκε η Δομινίκη, «δεν είναι η πρώτη φορά. Όμως πίστευα ότι, ύστερα από τόσα που έχεις κάνει για το βασίλειο, η εμπιστοσύνη της για σένα θα είχε αυξηθεί.»
«Η μητέρα είναι πολύ μεγάλη γι’αυτά τα διοικητικά ζητήματα. Τον περισσότερό της χρόνο τον περνά κοντά στον πατέρα μου, δε βλέπεις; Κι εκείνος αμφίβολο είναι αν αντιλαμβάνεται την παρουσία της.»
«Και πάλι, αυτό δε δικαιολογεί τη στάση της απέναντί σου…»
«Τέλος πάντων!» έκανε, εκνευρισμένα, ο Λούσιος. «Γιατί το συζητάμε τούτο το θέμα; Δε βλέπω νάχει κανένα νόημα.»
«Κι όμως.» Η Δομινίκη τον ζύγωσε με γρήγορα βήματα, πιάνοντας τον δεξή του πήχη, μπήγοντας τα νύχια της επίμονα στο ύφασμα του πουκαμίσου του και στο δέρμα του από κάτω. «Κι όμως, ίσως να έχει. Ίσως να έχει πολύ μεγάλη σημασία. Αν δεν σε εμπιστεύεται, τότε μπορεί νάναι πρόθυμη να πιστέψει τον Ανδρόνικο, ό,τι τρέλα κι αν της πει.»
Πράγματι… σκέφτηκε ο Λούσιος. Πράγματι. Αυτό είναι αλήθεια. Αλλά πώς να τη σταματήσω απ’το να του μιλήσει;
Και, σαν να είχε διαβάσει το μυαλό του, η Δομινίκη τόνισε: «Δεν πρέπει να μιλήσει στον αδελφό σου.»
«Αν το θέλει, θα του μιλήσει–»
«Μπορούμε να τη σταματήσουμε–»
«Δε θα της κάνω κακό. Αυτό αποκλείεται.»
«Δε χρειάζεται να της κάνεις κακό,» είπε η Δομινίκη. «Βρες μια δικαιολογία–»
Ο Λούσιος γέλασε.
Η Δομινίκη τον ατένισε με στενεμένα μάτια, οργισμένη.
«Καμία δικαιολογία δεν πρόκειται να τη σταματήσει,» της είπε ο Λούσιος. «Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να την καθυστερήσουμε λίγο.»
«Και μετά, τι θα γίνει;»
«Θα του μιλήσει.»
«Και;»
«Τι και;»
«Και τι θα της πει ο Ανδρόνικος; Δεν ξέρεις τι θα της πει;»
«Για να είμαι ειλικρινής,» αποκρίθηκε ο Λούσιος, «όχι, δεν ξέρω ακριβώς τι θα της πει. Ωστόσο, υποπτεύομαι πως θα ισχυριστεί ότι θέλω να κρατήσω την εξουσία για τον εαυτό μου, κι ότι αυτός είναι ο λόγος που τον έχω φυλακίσει. Επίσης, ίσως να της πει ότι υποψιάζεται πως προσπάθησα να τον σκοτώσω μέσα στον Δύτη.»
«Και πώς νομίζεις ότι θα τα πάρει αυτά τα λόγια η Βασίλισσα Γλυκάνθη; Θυμάσαι τι της είχαμε πει εμείς όταν αλλάξαμε το καθεστώς στην Απολλώνια;»
«Εσύ λες να το ξέχασα;»
«Της είχαμε πει πως θα καθίσεις στον Κυανό Θρόνο προσωρινά. ‘Προσωρινά’, Λούσιε, σημαίνει πως, όταν ο Ανδρόνικος επέστρεφε, θα του παραχωρούσες τον θρόνο. Και η μητέρα σου θα απαιτήσει ακριβώς αυτό: να του τον παραχωρήσεις.»
«Ορισμένες φορές, Δομινίκη, μου δίνεις την αίσθηση ότι νομίζεις πως είμαι ηλίθιος.»
«Ορισμένες φορές, φέρεσαι σαν ηλίθιος! Έχεις σκεφτεί τι θα κάνεις όταν η Βασίλισσα ζητήσει να παραχωρήσεις τον θρόνο στον Ανδρόνικο; Δεν το έχεις σκεφτ–!»
«Φυσικά και το έχω σκεφτεί.»
Η Δομινίκη συνοφρυώθηκε.
«Θα αρνηθώ,» είπε απλά ο Λούσιος· «και θα κρατήσω τον Ανδρόνικο αιχμάλωτό μου.»
Η Δομινίκη κούνησε το κεφάλι. «Δε συμφέρει. Είναι πολύ εμφανές. Ουσιαστικά, έτσι θα δηλώσεις φανερά ότι είσαι εναντίον του Ανδρόνικου.»
«Το δήλωσα ήδη, όταν τον φυλάκισα–»
«Δεν είναι το ίδιο! Και η Βασίλισσα Γλυκάνθη δεν είναι ανίσχυρη· έχει κι αυτή τους συνδέσμους της μέσα στο βασίλειο. Μπορεί να μας προκαλέσει προβλήματα.»
«Δομινίκη, μου ζητάς να κάνω κάτι ενεργά εναντίον της μητέρας μου –κι αυτό δεν πρόκειται να το κάνω.»
Η Δομινίκη χτύπησε το πόδι της στο πάτωμα. «Μα τους Οκτώ–!»
Ο Λούσιος τής έκλεισε το στόμα με το δεξί χέρι. «Έχεις τρελαθεί;» της ψιθύρισε. «Τι είν’αυτά τα ονόματα που φωνάζεις;» Πήρε το χέρι του απ’το πρόσωπό της.
«Ποιος θα μ’ακούσει εδώ μέσα, Λούσιε; Εσύ, σίγουρα, δεν με ακούς!»
«Και οι τοίχοι έχουν αφτιά. Όπως κι η ίδια είπες, η μητέρα μου εξακολουθεί να διατηρεί πολλούς συνδέσμους, και μέσα στο παλάτι και έξω απ’αυτό –και δεν είναι ανόητη: γνωρίζει τα Μαύρα Ονόματα, ακριβώς όπως κι εμείς–»
«Όχι ακριβώς όπως κι εμείς–»
«Ίσως. Αλλά το ίδιο κάνει, και το ξέρεις. Επιπλέον,» έδειξε μια κλειστή πόρτα, «τα παιδιά μας κοιμούνται παραδίπλα.»
«Σταμάτα αυτές τις βλακείες, Λούσιε,» αντιγύρισε η Δομινίκη, «και μην προσπαθείς ν’αλλάξεις την κουβέντα–»
«Δεν προσπαθώ ν’αλλάξω την κουβέντα–»
«Αλλά το κάνεις. Το θέμα μας είναι τι θα γίνει με τη Βασίλισσα Γλυκάνθη.»
«Τίποτα απολύτως δε θα γίνει μαζί της,» είπε ο Λούσιος. «Κι αν παρουσιαστεί πρόβλημα, θα δούμε τότε πώς θα το αντιμετωπίσουμε.»
*
Η Βασιλική βγήκε φουριόζα από το τρίκυκλο όχημά της, μπήκε στην πολυκατοικία, κάλεσε τον ανελκυστήρα, τον περίμενε να κατεβεί, ανέβηκε στον ανελκυστήρα, πάτησε το κουμπί του τρίτου ορόφου, και το μηχάνημα άρχισε να την πηγαίνει στον προορισμό της, ενώ εκείνη βαστούσε στο δεξί της χέρι μερικές τυλιγμένες εφημερίδες και χτυπούσε το πόδι της, νευρικά, στο ξύλινο πάτωμα.
Ο ανελκυστήρας σταμάτησε, η Βασιλική έσπρωξε την πόρτα και βγήκε, βάδισε βιαστικά μέσα στον διάδρομο, με τα χαμηλά τακούνια των κοντών της μποτών να αντηχούν, έφτασε μπροστά σε μια πόρτα που η πινακίδα επάνω της έγραφε ΗΧΟΣ ΣΤΟ ΦΩΣ, έσπρωξε την πόρτα χωρίς να τη χτυπήσει, μπήκε σ’ένα δωμάτιο με γραφεία (διάφοροι άντρες και γυναίκες στράφηκαν, ξαφνιασμένοι, να την κοιτάξουν, σηκώνοντας τα κεφάλια τους από τις δουλειές τους), το διέσχιζε αγνοώντας τους πάντες, έσπρωξε άλλη μια πόρτα, και βρέθηκε σ’ένα πολύ μικρότερο δωμάτιο. Εδώ, υπήρχε μόνο ένα γραφείο και πίσω του καθόταν ο Άγγελος. Μπροστά από το γραφείο, σε μια καρέκλα, ήταν καθισμένος ένας άλλος άντρας, μεγαλύτερος σε ηλικία, τον οποίο η Βασιλική δεν γνώριζε.
Κι οι δυο τους την ατένισαν παραξενεμένοι.
Ο άγνωστος άντρας συνοφρυώθηκε έντονα· μάλλον, εκείνος την είχε αναγνωρίσει. Η όψη της Πριγκίπισσας της Απολλώνιας δεν ήταν και τόσο σπάνιο θέαμα.
Η Βασιλική αισθάνθηκε αμήχανα, καταλαβαίνοντας ότι, μέσα στη βιασύνη της, είχε διακόψει κάποια συζήτηση.
Ο Άγγελος μειδίασε. «Βλέπω, άλλαξες γνώμη.»
«Κάτι συνέβη,» είπε, σοβαρά, η Βασιλική.
«Μπορείς να περιμένεις λίγο;»
«Εντάξει.»
Η Βασιλική βγήκε και έκλεισε την πόρτα. Στο άλλο δωμάτιο, οι άνθρωποι στα γραφεία εξακολουθούσαν να την κοιτάζουν παράξενα. Εκείνη ακούμπησε την πλάτη της σ’έναν τοίχο –επάνω στον οποίο περνούσαν διάφορα καλώδια– και σταύρωσε τα χέρια της εμπρός της, αγκαλιάζοντας τις εφημερίδες.
«Καθίστε,» της είπε μια κοπέλα με κατάλευκο δέρμα, δείχνοντας μια άδεια καρέκλα. «Μη στέκεστε.»
«Ευχαριστώ, όχι,» αποκρίθηκε η Βασιλική.
«Να σας φέρουμε έναν καφέ;»
«Όχι, όχι.»
«Θα πρέπει να σας ανησύχησαν τα πρωτοσέλιδα,» είπε ένας άντρας με μούσι και δέρμα λευκό-ροζ, σαν το δικό της. Το κεφάλι του ήταν τελείως καραφλό.
Η Βασιλική δεν του απάντησε· απλά, τον κοίταξε κι ύστερα έστρεψε το βλέμμα της αλλού.
«Ίσως να μην είναι τίποτα περισσότερο από μια οικογενειακή διαφωνία,» συνέχισε ο άντρας, ανάβοντας τσιγάρο.
«Δεν το νομίζω,» είπε η Βασιλική, ψυχρά.
«Ναι, βέβαια… έχει ακουστεί να συμβαίνουν και αποτρόπαια πράγματα στις οικογενειακές διαφωνίες.» Μειδίασε. Τράβηξε μια γερή τζούρα απ’το τσιγάρο του.
Η Βασιλική τον αγνόησε.
«Ένας τρίτος μου ξάδελφος είχε μια έντονη διαφωνία με την αδελφή του,» είπε ο άντρας, εξακολουθώντας να μιλά παρότι ήταν προφανές ότι η Πριγκίπισσα δεν ήθελε ν’ακούσει τίποτα περισσότερο απ’αυτόν, «κι εκείνη έφυγε απ’το σπίτι και γύριζε από δω κι από κει. Είχε αλητέψει κανονικά. Τελικά, εγκατέλειψε την Απαστράπτουσα και πήγε στη Μακρόπολη, κι από τότε δεν ξανακούσαμε γι’αυτήν…» Ανασήκωσε τους ώμους του, μορφάζοντας.
Η Βασιλική τον αγριοκοίταξε, γιατί ο άνθρωπος έμοιαζε να το έχει βάλει σκοπό να της σπάσει τα νεύρα.
Εκείνος γέλασε, κοφτά. «Τέλος πάντων,» είπε, «έχουμε και δουλειά εδώ.» Έστρεψε το βλέμμα του σε κάτι χαρτιά και πήρε έναν χάρακα από δίπλα, για να μετρήσει. «Κακό πράγμα, πάντως, να είσαι στους δρόμους, όταν δεν τα πηγαίνεις καλά με την οικογένεια,» μουρμούρισε, τινάζοντας στάχτη στο τασάκι πλάι του, χωρίς να κοιτάζει τη Βασιλική.
Άντε γαμήσου, ρε καραφλέ μαλάκα! σκέφτηκε, θυμωμένα, εκείνη, μα προτίμησε να μη μιλήσει. Ωστόσο, αισθανόταν τα νεύρα της τσιτωμένα, καθώς περίμενε.
«Οι σελίδες αυτές φαίνονται εντάξει,» είπε, μετά από λίγο, ο καραφλός άντρας με το μούσι, και έδωσε τα χαρτιά εμπρός του σε μια κοπέλα.
Η Βασιλική τον κοίταξε με την άκρια του ματιού της. Ποιος είν’αυτός ο τύπος; Ο Άγγελος δε μου έχει ποτέ πει τίποτα γι’αυτόν. Τι ηλίθιος άνθρωπος!
Η πόρτα πλάι της άνοιξε, και ο άντρας που ήταν μαζί με τον Άγγελο βγήκε, περνώντας ανάμεσα απ’τα γραφεία και πηγαίνοντας προς την έξοδο.
Η Βασιλική μπήκε στο γραφείο του Άγγελου και έκλεισε την πόρτα πίσω της.
Εκείνος σηκώθηκε απ’την καρέκλα του. «Υποθέτω, είδες τις εφημερίδες.»
«Τις είδες κι εσύ;»
«Φυσικά.»
«Και δεν… και δεν έχεις…; Θέλω να πω, ύστερα από κάτι τέτοιο, συνεχίζεις τη δουλειά σου κανονικά;»
«Τι να κάνω; Το τεύχος πρέπει να κυκλοφορήσει–»
«Μα τους θεούς!» φώναξε η Βασιλική. «Μα τον Απόλλωνα τον ίδιο! Ο αδελφός μου είναι φυλακισμένος, κι ένας σφετεριστής κάθεται στον Κυανό Θρόνο της Απολλώνιας–!»
«Ο σφετεριστής είναι επίσης αδελφός σου,» της θύμισε ο Άγγελος.
«Δε μ’ενδιαφέρει! Δες τι έκανε!» Κράτησε μια εφημερίδα ανοιχτή μπροστά της, έτσι ώστε να φαίνεται το πρωτοσέλιδο. «Φυλάκισε τον Ανδρόνικο! Τον ονόμασε τρελό, και προδότη, και δολοφόνο!»
Ο Άγγελος αναστέναξε. «Εντάξει, ίσως νάχεις δίκιο–»
«Ίσως;»
«Βασιλική, τι θέλεις εγώ να κάνω; Δεν εκδίδω καμια μεγάλη εφημερίδα· εκδίδω ένα περιοδικό για τη μουσική, που κυκλοφορεί μόνο μέσα στην Απαστράπτουσα–»
«Σου έχω ξαναπεί,» τόνισε η Βασιλική, χαμηλώνοντας τη φωνή της, «κάτι περίεργο συμβαίνει με τον αδελφό μου, τον Λούσιο. Κάτι πολύ περίεργο. Και τώρα αυτό επιβεβαιώνεται. Ο Ανδρόνικος επέστρεψε, κι ο Λούσιος τον φυλάκισε· και το γιατί είναι προφανές: θέλει, πάση θυσία, να κρατήσει, παράνομα, τον Κυανό Θρόνο. Και έχει διαμορφώσει τα πράγματα γύρω του έτσι ώστε να μπορεί να το κάνει!»
«Ναι,» είπε ο Άγγελος, πηγαίνοντας να ξανακαθίσει στην καρέκλα του πίσω απ’το γραφείο. «Ναι. Αλλά, και πάλι, εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα, και το ξέρεις. Κάθισε,» πρόσθεσε, δείχνοντας την καρέκλα αντίκρυ του, «να ηρεμήσεις.»
«Δε θέλω να καθίσω,» αποκρίθηκε η Βασιλική, «ούτε να ηρεμήσω. Πρέπει να κάνω κάτι! Αυτό δεν είναι ένα περιστατικό που μπορώ να αγνοήσω–»
«Στο παλάτι, μπορείς να επιστρέψεις;» τη ρώτησε ο Άγγελος.
Εκείνη κούνησε το κεφάλι. «Ω όχι, δεν πρόκειται να επιστρέψω στο παλάτι, να μείνω μαζί μ’αυτούς τους παλαβούς που έχει μαζέψει ο αδελφός μου γύρω του.»
«Δηλαδή, ουσιαστικά, μπορείς, αλλά δεν θέλεις.»
«Πού προσπαθείς να καταλήξεις;»
«Είσαι Πριγκίπισσα της Απολλώνιας, Βασιλική. Είσαι η μοναδική Πριγκίπισσα της Απολλώνιας. Επομένως, ίσως να είσαι από τα ελάχιστα άτομα που έχουν τη δύναμη να κάνουν κάτι για την κατάσταση. Αλλά δεν πρόκειται να κάνεις αυτό το ‘κάτι’ εξ αποστάσεως, διαβάζοντας τις εφημερίδες.»
«Προτείνεις, λοιπόν, να επιστρέψω στο παλάτι…» Δεν ήταν ερώτηση.
Ο Άγγελος δε φαινόταν πρόθυμος να απαντήσει ευθέως, ίσως γιατί δεν ήθελε να πάρει την ευθύνη μιας τέτοιας απόφασης. Είπε: «Δεν ξέρω. Σκέψου το. Αφού κανένας δε σου έχει απαγορέψει να επιστρέψεις–»
«Μην είσαι αστείος. Κανένας δεν μπορεί να μου το απαγορέψει, εκτός κι αν συμβεί κάτι τρομερό: όπως αν αποδειχτεί ότι είμαι μπλεγμένη σε εσχάτη προδοσία κατά του Στέμματος.»
«Τότε,» είπε ο Άγγελος, «ίσως θα έπρεπε να πας στο παλάτι. Αν μη τι άλλο, για να μάθεις τι συμβαίνει.»
Η Βασιλική κούνησε το κεφάλι. «Δεν μπορώ να σταματήσω τον Λούσιο απ’το να κάνει ό,τι θέλει. Οι πάντες γύρω του είναι ελεγχόμενοι, και αφοσιωμένοι σ’αυτόν. Όπως επίσης και πολλά άλλα πρόσωπα σε θέσεις-κλειδιά. Δεν έχω τίποτα να χρησιμοποιήσω εναντίον του–»
Ο Άγγελος φάνηκε, ξαφνικά, ανήσυχος. Η Βασιλική το παρατήρησε. «Τι είναι;» τον ρώτησε.
Εκείνος σηκώθηκε απ’την καρέκλα του, την πλησίασε. «Καλύτερα να σταματήσουμε να μιλάμε γι’αυτό το θέμα. Δε θέλω κανένας να νομίσει ότι σ’ετούτο το γραφείο συζητώ για το πώς να εκθρονίσω τον αδελφό σου.»
«Μα τους θεούς, Άγγελε! Ο Λούσιος είναι σφετεριστής.»
«Είναι, όμως, και ο άνθρωπος που τώρα κυβερνά την Απολλώνια.» Και, με πιο μαλακή φωνή: «Με συγχωρείς, Βασιλική, αλλά, πραγματικά, δεν μπορώ να κάνω τίποτα σ’αυτή την περίπτωση. Σε παρακαλώ, μη με μπλέκεις σε κάτι τέτοιο.»
Η Βασιλική αναστέναξε. «Εντάξει, θα τα πούμε το απόγευμα. Να περάσεις απ’το σπίτι μου.»
«Θα περάσω.»
Η Βασιλική στράφηκε να φύγει.
Εκείνος την έπιασε απ’το μπράτσο. «Να προσέχεις, Πριγκίπισσα.»
Η Βασιλική τον φίλησε. «Είσαι ελεεινός,» του είπε, και έφυγε απ’τα γραφεία του Ήχος στο Φως.
Κάλεσε τον ανελκυστήρα και κατέβηκε στο ισόγειο της πολυκατοικίας, λιγάκι πιο ήρεμη απ’ό,τι όταν είχε έρθει. Το μυαλό της τώρα δεν ήταν συγχυσμένο· είχε αρχίσει να αναρωτιέται πώς όφειλε να δράσει. Βγήκε απ’την πολυκατοικία και πλησίασε το παρκαρισμένο τρίκυκλο όχημά της.
Μπροστά του ήταν δύο νεαροί με εκκεντρικά κουρέματα και βρόμικα ρούχα. Καθώς η Βασιλική έκανε να περάσει από δίπλα τους, άκουσε τον έναν να λέει στον άλλο: «Δικιά μου, σ’το λέω, τα οικογενειακά προβλήματα θα σε σκοτώσουν! Θα σε σκοτώσουν!»
Ξαφνικά, η Βασιλική σταμάτησε να βαδίζει, νιώθοντας σαν κάποιος να είχε χτυπήσει ένα καμπανάκι μέσα στο κεφάλι της. Ο καραφλός άντρας στα γραφεία του Ήχος στο Φως δεν της είχε επίσης πει κάτι για–;
Ο άλλος νεαρός γέλασε. «Και τι σου είπε η γκόμενα, ρε;»
«Τι να πει, ρε φίλε;» απάντησε ο πρώτος νεαρός, κι άρχισαν ν’απομακρύνονται. «Δεν μπορούσε πια να πει και τίποτα!»
Ο άλλος νεαρός γέλασε πάλι, κι έστριψαν σε μια γωνία, φεύγοντας απ’τα μάτια της Βασιλικής.
Τι στις Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ ήταν αυτό; σκέφτηκε η Πριγκίπισσα, νιώθοντας αποπροσανατολισμένη. Ύστερα, κούνησε το κεφάλι της. Κάποια ανόητη σύμπτωση, προφανώς.
Άνοιξε το όχημά της, κάθισε στη θέση του οδηγού, και έφυγε.
Έχοντας φτάσει στον προορισμό τους, ο Φαρνέλιος, ο Θελλέδης, και η Σαρφάλλη βγήκαν απ’το επιβατηγό όχημα που είχαν μισθώσει και το είδαν να απομακρύνεται, για να στρίψει σε μια γωνία του μεγάλου δρόμου, ανάμεσα σε άλλα οχήματα.
Από εδώ όπου τώρα βρίσκονταν οι τρεις επαναστάτες φαινόταν καθαρά το παλάτι της Απαστράπτουσας να ορθώνεται πάνω απ’τα περισσότερα από τα υπόλοιπα οικοδομήματα. Είχαν περάσει τον Οροκέλωρα ποταμό και ήταν στη βόρεια και δυτική μεριά της πρωτεύουσας του Βασιλείου της Απολλώνιας.
«Πού πηγαίνουμε;» ρώτησε ο Θελλέδης, καθώς άφησαν τη μεγάλη λεωφόρο και μπήκαν σ’έναν μικρότερο δρόμο.
«Στο γαμπρό μου,» αποκρίθηκε ο Φαρνέλιος, που, μέχρι στιγμής, δεν είχε αποκαλύψει στους συντρόφους του τον ακριβή προορισμό τους. Κι ακόμα κι αυτό που τους έλεγε τώρα δεν σήμαινε τίποτα για εκείνους. Δεν ήξεραν τον Λαομάχο ούτε ονομαστικά. Ο Φαρνέλιος, όμως, τον εκτιμούσε πολύ ως άνθρωπο· ήταν από τους καλύτερους γιατρούς που είχε γνωρίσει, και πάντοτε τίμιος και σωστός. Δεν ήταν δυνατόν να είχε συμμαχήσει με τον Λούσιο. Ή, τουλάχιστον, έτσι εύχομαι. Γιατί, αν έχει συμβεί κάτι τέτοιο– όσο απίθανο κι αν μοιάζει, αν έχει συμβεί, τότε είναι σαν να πηγαίνουμε κατευθείαν προς το ανοιχτό στόμα ενός μεταλλαγμένου τέρατος από την Απολεσθείσα Γη…
Ο Φαρνέλιος και οι σύντροφοί του πλησίασαν μια πολυτελή πολυκατοικία και μπήκαν στον κατάφυτο κήπο της. Ένας σκύλος τούς γάβγισε από τον πρώτο όροφο, αλλά εκείνοι τον αγνόησαν· κι αμέσως μετά, μια γυναικεία φωνή ακούστηκε, επίσης από τον πρώτο όροφο, η οποία έλεγε στον Μυταρά (τον σκύλο, προφανώς) να σωπάσει, γιατί ήταν μεσημέρι κι ο κόσμος ήθελε να ξεκουραστεί απ’τις δουλειές του.
Ο Φαρνέλιος χτύπησε ένα από τα κουδούνια στην είσοδο της πολυκατοικίας, και περίμενε.
«Ποιος είναι;» ρώτησε μια γυναίκα απ’το μεγάφωνο του συστήματος των κουδουνιών.
«Εγώ είμαι, Άτια, ο Φαρνέλιος.»
Ένας συριστικός ήχος ακούστηκε, και η είσοδος της πολυκατοικίας άνοιξε.
«Ανέβα, Φαρνέλιε, ανέβα.»
Ο Φαρνέλιος μπήκε στην πολυκατοικία, μαζί με τον Θελλέδη και τη Σαρφάλλη. Χρησιμοποίησαν τον ανελκυστήρα και, σύντομα, έφτασαν στο ρετιρέ, όπου μια γυναίκα τούς περίμενε, μπροστά από μια ανοιχτή πόρτα. Ήταν μετρίου αναστήματος και είχε καστανά μαλλιά και χρυσό δέρμα. Ο Φαρνέλιος διαπίστωσε πως η μικρή του αδελφή δεν είχε αλλάξει σχεδόν καθόλου, παρότι είχε κάποιο καιρό να τη δει. Πλησίασε και την αγκάλιασε, φιλώντας τα μάγουλα και το μέτωπό της.
«Πώς είσαι, Άτια; Όλα καλά;»
«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνη· και μετά, σα να το ξανασκέφτηκε: «Σχεδόν. Αλλά τι κάνεις εσύ εδώ, Φαρνέλιε; Νόμιζα ότι ήσουν με τον» –ψιθύρισε το όνομα– «Πρίγκιπα Ανδρόνικο· και ακούσαμε ότι ο Πρίγκιπας παραφρόνησε και εισέβαλε στο παλάτι, σκοτώνοντας τους φρουρούς.»
«Ο Ανδρόνικος δεν παραφρόνησε,» αποκρίθηκε ο Φαρνέλιος· «ο αδελφός του τον παγίδεψε, κι εξαπλώνει παντού τις λασπολογίες του, μέσα από τα μέσα μαζική ενημέρωσης της Απαστράπτουσας. Εγώ, ευτυχώς, δεν ήμουν μαζί με τον Πρίγκιπα, όταν το κακό συνέβη.»
«Έλα, πέρασε,» είπε η Άτια. «Πέρασε. Και…» Κοίταξε τους δύο γαλανόδερμους επαναστάτες από την Αλβέρια. «Φίλοι σου;»
Ο Φαρνέλιος κατένευσε. «Δικοί μου και του Πρίγκιπα.»
«Περάστε,» είπε η Άτια. «Περάστε.» Αν και τώρα η όψη της έμοιαζε σφιγμένη. Μάλλον, σκέφτηκε ο Φαρνέλιος, φοβάται μήπως μπλέξει, που μας βάζει στο σπίτι της. Μα όλους τους θεούς, η Απολλώνια έχει καταντήσει χειρότερη απ’τη Ρελκάμνια, την πατρίδα της Παντοκράτειρας, μ’αυτές τις ανοησίες που ξεκίνησε ο Λούσιος! Του χρειάζεται ξύλο μ’ένα βρεγμένο ραβδί!
Οι τρεις επαναστάτες μπήκαν σ’ένα σαλόνι του μεγάλου διαμερίσματος της αδελφής του Φαρνέλιου, το οποίο καταλάμβανε ολόκληρο τον πέμπτο όροφο της πολυκατοικίας.
«Ο Λαομάχος είναι εδώ;» ρώτησε ο Φαρνέλιος.
«Ναι,» αποκρίθηκε η Άτια. «Αλλά είναι ξαπλωμένος. Είναι πολύ κουρασμένος…» Και υπήρχε κάτι το ιδιαίτερο στον τρόπο με τον οποίο έλεγε αυτό το πολύ κουρασμένος. Κάτι το ιδιαίτερο, που ο Φαρνέλιος δεν μπορούσε να συγκεκριμενοποιήσει.
«Θα ήθελα να του μιλήσω,» είπε στην αδελφή του. «Σίγουρα, δε θάχει πρόβλημα να μιλήσει μαζί μου.»
Η Άτια έγλειψε τα χείλη της, διστακτικά. «Ναι, εντάξει. Θα τον φωνάξω. Καθίστε εσείς. Καθίστε.» Έφυγε από το δωμάτιο, κλείνοντας μια πόρτα πίσω της.
Ο Φαρνέλιος πήρε θέση σε μια μαλακή πολυθρόνα, και άναψε την πίπα του. Ο Θελλέδης και η Σαρφάλλη, βλέποντάς τον εκείνον να φέρεται τόσο άνετα, κάθισαν σ’έναν καναπέ. Το δωμάτιο γύρω τους ήταν όμορφα στολισμένο με πίνακες και άλλα διακοσμητικά αντικείμενα.
Η πόρτα που είχε κλείσει η Άτια δεν άργησε να ξανανοίξει, για να βγει πάλι η αδελφή του Φαρνέλιου και, μαζί της, ένας άντρας, μεγαλύτερος από εκείνη αλλά μικρότερος από τον Φαρνέλιο. Αυτός ο άντρας είχε δέρμα λευκό και μαλλιά μαύρα και σγουρά, τα οποία είχαν αρχίσει να γκριζάρουν σε μπόλικα σημεία.
Ένα χαμόγελο παρουσιάστηκε στο πρόσωπό του. «Φαρνέλιε! Καλωσόρισες, φίλε μου! Καλωσόρισες! Ποιος καλός άνεμος σε φέρνει εδώ;»
Ο Φαρνέλιος παρατήρησε ότι ο Λαομάχος ήταν αξύριστος για τουλάχιστον τρεις ημέρες, πράγμα πολύ παράξενο γι’αυτόν, που πάντοτε πήγαινε φρεσκοξυρισμένος στο νοσοκομείο. «Καλώς σε βρίσκω, Λαομάχε,» είπε, καθώς σηκωνόταν απ’την πολυθρόνα του, για να του σφίξει το χέρι. «Δυστυχώς, όμως, φοβάμαι ότι δεν είναι καλός ο άνεμος που με φέρνει εδώ…»
«Καταλαβαίνω,» αποκρίθηκε ο Λαομάχος, και η όψη του σκοτείνιασε. «Διάβασα τις εφημερίδες, και είδα τι λένε και στο Φως της Απολλώνιας. Ελεεινοί ρουφιάνοι, όλοι τους!»
Η Άτια τον ατένισε έντονα. «Δε χρειάζονται τέτοια.»
«Γιατί;» αντιγύρισε ο Λαομάχος. «Τι άλλο μπορούν να μου κάνουν;»
Ο Φαρνέλιος συνοφρυώθηκε. «Συνέβη κάτι που δεν ξέρω;»
«Έχουν συμβεί πολλά που, υποθέτω, δεν ξέρεις, φίλε μου,» αποκρίθηκε ο Λαομάχος. «Έλα μαζί μου. Πρέπει να συζητήσουμε. Ήθελα καιρό να σου μιλήσω –να μιλήσω σε κάποιον έμπιστο άνθρωπο· μα κανείς δεν ήταν εδώ.»
«Δεν είναι δυνατόν να χάθηκαν όλοι οι έμπιστοι άνθρωποι από γύρω σου, Λαομάχε.»
«Κι όμως. Έλα μαζί μου, και θα καταλάβεις.»
Ο Φαρνέλιος τον ακολούθησε προς έναν διάδρομο, και η Άτια έκανε επίσης να έρθει μαζί· ο Λαομάχος, όμως, της έγνεψε να μείνει πίσω. «Θέλω να μιλήσω μόνος με τον Φαρνέλιο,» είπε. Εκείνη δεν αποκρίθηκε· στράφηκε και έφυγε.
Ποιο είναι το πρόβλημα εδώ; αναρωτήθηκε ο Φαρνέλιος. Η αδελφή μου ποτέ δεν ήταν τσακωμένη με τον σύζυγό της. Ή, τουλάχιστον, εγώ τούς ήξερα πάντα για αγαπημένους.
Ακολούθησε τον Λαομάχο σ’ένα μισοσκότεινο δωμάτιο, όπου υπήρχε ένα γραφείο πλημμυρισμένο από βιβλία και χαρτιά. Τα ράφια των βιβλιοθηκών τριγύρω ήταν επίσης πλημμυρισμένα. Τα παραθυρόφυλλα του παραθύρου δεν ήταν παρά ελάχιστα ανοιχτά: μονάχα μια χαραμάδα σχηματιζόταν ανάμεσά τους.
«Φαρνέλιε,» είπε ο Λαομάχος με βαριά φωνή, «δεν εργάζομαι πλέον στο νοσοκομείο.»
«Σε έδιωξαν; Για ποιο λόγο;»
«Δε χρειάζονται λόγο. Τους φτάνει το ότι ήμουν πάντοτε πιστός υποστηρικτής του Ανδρόνικου, πράγμα το οποίο δεν έκρυβα–»
«Και γι’αυτό σε έδιωξαν απ’τη δουλειά σου; Δε βρήκαν ούτε καν μία πρόφαση;» Μα τους θεούς! αν τα γεγονότα είναι όπως μου τα λες, τότε έχουμε στην Απολλώνια μια δικτατορία παρόμοια με της Παντοκράτειρας!
«Δε με απέλυσαν, Φαρνέλιε,» εξήγησε ο Λαομάχος, πλησιάζοντας το γραφείο του· «με ανάγκασαν να παραιτηθώ.»
«Με τι τρόπο;» Το πράγμα γίνεται ολοένα και πιο παράξενο…
«Αν δεν έφευγαν, θα με τρέλαιναν.»
Ο Φαρνέλιος προσπάθησε να ρουφήξει καπνό απ’την πίπα του, αλλά ανακάλυψε ότι είχε σβήσει. Την άναψε και πάλι. «Θα σε τρέλαιναν;»
«Μάλλον, δε γνωρίζεις και πολλά για τις τακτικές των ακόλουθων του Μαύρου Νάρζουλ–»
«Του Μαύρου Νάρζουλ;»
Ο Λαομάχος ένευσε. «Ναι. Σου μοιάζει απίθανο, έτσι;»
«Τολμώ να ομολογήσω πως ναι… αν και… αν και ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος η αλήθεια είναι ότι είχε ακούσει κάποιες φήμες, καθώς ερχόμασταν προς την Απαστράπτουσα.»
«Δεν είναι φήμες,» τον διαβεβαίωσε ο Λαομάχος. «Αυτή είναι η αλήθεια: ο Λούσιος είναι υπηρέτης του Μαύρου Νάρζουλ.»
«Είσαι σίγουρος; Μα τους θεούς, είσαι σίγουρος;»
«Ναι,» είπε ο Λαομάχος, και ύψωσε το χέρι του πάνω απ’τα βιβλία και τα χαρτιά στο γραφείο του. «Αφότου με έδιωξαν απ’το νοσοκομείο, έψαξα και βρήκα πολλά ενδιαφέροντα πράγματα. Μελέτησα τις μεθόδους με τις οποίες ενεργούν οι ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ, και διαπίστωσα ότι ταιριάζουν απόλυτα μ’αυτές που χρησιμοποιήθηκαν εναντίον μου, Φαρνέλιε. Απόλυτα.»
«Για τι μεθόδους μιλάμε; Τι σου έκαναν;»
Ο Λαομάχος ύψωσε ένα κλειστό βιβλίο. «Ο Μαύρος Νάρζουλ δεν είναι πλέον για εμάς παρά ένα όνομα. Οι ακόλουθοί του καταπολεμήθηκαν πριν από αιώνες· αναγκάστηκαν να κρυφτούν στα βαθύτερα σκοτάδια της κοινωνίας της Απολλώνιας· η θρησκεία τους συρρικνώθηκε, και δεν μπορούσαν να ενεργήσουν. Δεν ξέχασαν, όμως. Εμείς ξεχάσαμε, εκείνοι όχι. Γνωρίζουν ακριβώς τι υπηρετούν, και τι είδους δύναμη μπορεί να προέλθει απ’τη λατρεία του σκοτεινού τους θεού.
»Εμείς, Φαρνέλιε, και ο περισσότερος άλλος κόσμος της Απολλώνιας, πιστεύουμε ότι ο Μαύρος Νάρζουλ δεν είναι παρά κάποια μικρή θεότητα του κακού: ενός κακού το οποίο δεν μπορούμε καν να προσδιορίσουμε. Λέμε ‘κακό’ και έχουμε στο νου μας μια συγκεχυμένη έννοια βίαιων και ανήθικων πράξεων. Το κακό του Μαύρου Νάρζουλ είναι, όμως, πολύ πιο συγκεκριμένο.
»Σε παλιότερες εποχές, ήταν γνωστός ως ο Άρχοντας της Παραφροσύνης, ο Δάσκαλος του Τρόμου, ο Λαξευτής των Ψευδαισθήσεων, η Κατάρα του Νου. Οι ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ παρακάμπτουν το συμβατικό κοινωνικό σύστημα· πολεμούν το μυαλό. Πώς νομίζεις ότι έγιναν όλες αυτές οι μεταρρυθμίσεις του Λούσιου; Τους έδιωξε όλους απ’τις θέσεις τους; Φυσικά και όχι. Τους μισούς τούς τρέλανε· τους υπόλοιπους τούς ανάγκασε να παραιτηθούν.» Ο Λαομάχος κάθισε στην καρέκλα πίσω απ’το γραφείο.
Ο Φαρνέλιος παρέμεινε όρθιος. «Τι ακριβώς συμβαίνει, όμως; Οι ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ χρησιμοποιούν κάποιου είδους μαγεία;»
«Όχι μόνο. Η μαγεία τους πιάνει όταν το μυαλό είναι αποπροσανατολισμένο. Με τη βοήθεια του Λούσιου, έχουν καταφέρει να αποκτήσουν ένα απίστευτα εκτεταμένο δίκτυο κατασκόπων, το οποίο απλώνεται σαν ιστός αράχνης επάνω σ’όλη την Απολλώνια. Μπορείς να βρεις ανθρώπους τους σε οποιοδήποτε μέρος· ακόμα και τα πιο απίθανα άτομα μπορούν να δωροδοκηθούν ή να εκβιαστούν για να τους υπηρετήσουν. Κι αφού οι ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ έχουν στήσει τα πάντα γύρω σου όπως τα θέλουν, αρχίζουν να παίζουν με το μυαλό σου. Παρακολουθούν κάθε σου βήμα, κάθε σου συνομιλία, κάθε σου κίνηση, και βάζουν τους ρουφιάνους τους να σου κάνουν ψυχολογικό πόλεμο. Βρίσκεις τυχαίους ανθρώπους στο δρόμο να μιλάνε αναμεταξύ τους και να συζητούν για κάποιο θέμα που έχει συμβεί και σ’εσένα πριν από μερικές ώρες. Ανακαλύπτεις ξαφνικά ότι ο ένας γνωστός σου γνωρίζει ακριβώς τι είπες με κάποιον άλλο γνωστό· και δε σ’το λέει, φυσικά, ευθέως, αλλά συνεχώς αφήνει αιχμές και υπονοούμενα. Κι αν τον ρωτήσεις πώς τα έμαθε αυτά, θα σε κοιτάξει σαν να είσαι τρελός, αρνούμενος κάθετα ότι έχει πληροφορίες για εσένα τις οποίες δεν θα έπρεπε να έχει.
»Φαντάσου να συμβαίνει αυτό γύρω σου για μέρες και μέρες, δεκαήμερα και δεκαήμερα. Στην αρχή, δεν ξέρεις καν τι ακριβώς γίνεται. Αρχίζεις να αμφισβητείς τον εαυτό σου. Αναρωτιέσαι μήπως είσαι ταραγμένος και τα νομίζεις όλ’αυτά. Κι όσο αμφισβητείς και μπερδεύεσαι, τόσο οι ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ εντείνουν το παιχνίδι τους… μέχρι που να θεωρήσουν ότι ο νους σου έχει αποπροσανατολιστεί αρκετά, ότι βρίσκεσαι στα όρια της παράνοιας· και τότε, χρησιμοποιούν τη μαγεία τους.»
«Η μέθοδος που μου περιγράφεις δε χρησιμοποιείται μόνο από τους ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ,» του είπε ο Φαρνέλιος, φυσώντας καπνό απ’τα ρουθούνια και βγάζοντας την πίπα του απ’το στόμα.
Ο Λαομάχος βλεφάρισε, παραξενεμένος.
«Φυσικά,» πρόσθεσε ο Φαρνέλιος, «οι περισσότεροι απλοί πολίτες, σαν εσένα, δεν γνωρίζουν για τέτοια πράγματα, αλλά αυτές είναι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται από πολλές μυστικές υπηρεσίες, για να ταλαιπωρούν το μυαλό των στόχων τους. Ούτε εγώ τις ήξερα, προτού αναμιχθώ με την Επανάσταση· πάντως, είναι αρκετό να σου πω πως αυτό που μου περιγράφεις το κάνουν και οι πράκτορες της Παντοκράτειρας, σε διαστάσεις τις οποίες κρατούν γερά υπό τον έλεγχό τους κι επομένως μπορούν εύκολα να παρακολουθούν τα θύματά τους.»
«Δεν είχα ιδέα, Φαρνέλιε.»
Ο Φαρνέλιος ένευσε. «Το φαντάζομαι. Και, μάλιστα, είμαι βέβαιος πως δε θα μπορούσες να πιστέψεις ότι αυτό το πράγμα είναι δυνατόν να συμβεί, αν δεν το είχες δει με τα ίδια σου τα μάτια.»
«Ακριβώς.»
«Και, για να συμπληρώσω στα όσα ήδη είπες, οι ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ δεν είχαν βάλει μόνο ανθρώπους να σε παρενοχλούν συστηματικά· το έκαναν και μέσα από πινακίδες στους δρόμους όπου περνούσες, καθώς και από διαφημιστικές καταχωρήσεις σε έντυπα που ήξεραν ότι διάβαζες.»
«Μα τον Απόλλωνα, Φαρνέλιε, γνωρίζεις όντως τι ακριβώς συμβαίνει με δαύτους.»
Ο Φαρνέλιος άναψε ξανά την πίπα του. «Δεν είναι δύσκολο να στηθεί αυτό το παιχνίδι, όταν έχεις σε μια διάσταση απλωμένο το κατασκοπευτικό σου δίκτυο και την ελέγχεις πλήρως. Απλά, βάζεις ορισμένους απ’τους ρουφιάνους σου να παρακολουθούν τον στόχο, και ορισμένους άλλους να του παρουσιάζουν –δήθεν τυχαία– κομμάτια απ’την προσωπική και επαγγελματική του ζωή. Η ‘παρουσίαση’ αυτή μπορεί να γίνεται είτε μέσα από τα λόγια κάποιων ανθρώπων –συνήθως, γνωστών, συνεργατών, ή φίλων, που έχουν δωροδοκηθεί ή απειληθεί– είτε μέσα από έντυπα, διαφημίσεις, και κανάλια που γνωρίζεις ότι ο στόχος παρακολουθεί σε μόνιμη βάση.
»Ωστόσο,» πρόσθεσε ο Φαρνέλιος, «εσύ είπες και κάτι για μαγεία· κι αυτό δεν τόχω ξανακούσει.»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Λαομάχος. «Όταν οι ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ έχουν βεβαιωθεί ότι το θύμα έχει καταληφθεί από έναν βαθμό παράνοιας, τότε υφαίνουν τα μάγια τους γύρω του· και το θύμα αρχίζει να έχει παραισθήσεις. Βλέπει εικόνες που νομίζει ότι είναι αληθινές, μα δεν είναι. Ακούει ήχους που είναι, επίσης, ψευδείς. Όλος ο κόσμος μοιάζει να αποσταθεροποιείται γύρω σου, όπως το σίδερο που λιώνει απ’τη μεγάλη θερμότητα.»
«Και δέχτηκες κι εσύ μια τέτοια επίθεση;»
«Ναι.»
«Πώς την αντιμετώπισες; Ή…» ο Φαρνέλιος στένεψε τα μάτια, «ή ακόμα…;»
Ο Λαομάχος κούνησε το κεφάλι. «Όχι, δεν έχω ακόμα παραισθήσεις. Οι παραισθήσεις τελειώνουν όταν το μυαλό ηρεμήσει ξανά. Η μαγεία του Μαύρου Νάρζουλ επηρεάζει μόνο τον στόχο που ο νους του είναι ταραγμένος. Γι’αυτό κιόλας κάποτε ονόμαζαν τον συγκεκριμένο θεό και Άρχοντα της Παραφροσύνης. Υπάρχουν όλα εδώ, Φαρνέλιε.» Ο Λαομάχος ύψωσε πάλι το χέρι του πάνω απ’τα χαρτιά και τα βιβλία στο γραφείο. «Μπορείς να τα διαβάσεις κι ο ίδιος.»
Ο Φαρνέλιος κάπνισε, για λίγο, την πίπα του. Ύστερα, είπε: «Χρησιμοποιούν κι άλλες μεθόδους οι υπηρέτες του Μαύρου Νάρζουλ; Μεθόδους για να αποπροσανατολίζουν το μυαλό, εννοώ.»
«Ναι,» είπε ο Λαομάχος. «Το έχουν, πράγματι, κάνει επιστήμη. Αμφιβάλλω αν ακόμα κι οι ψυχίατροι γνωρίζουν τόσα πολλά για το θέμα.»
Ο Φαρνέλιος, που μέχρι στιγμής στεκόταν, κάθισε αντίκρυ στον συνάδελφό του. «Διαφώτισέ με,» είπε.
*
Το γαλανό φως έρχεται καταπάνω μου.
Με χτυπά.
(πόνος!)
Γλιστρά μέσα στα μάτια μου, στο μυαλό μου.
Με καίει.
Με κάνει να δω–––
Το γαλανό φως έρχεται καταπάνω μου.
Καθώς εκείνος το κραδαίνει, ο Κύριός του.
Κόβει το πρόσωπό μου στα δύο.
Διεισδύει στην ψυχή μου–––
Το γαλανό φως έρχεται καταπάνω μου–––
Το γαλανό φως έρχεται–––
Το γαλανό φως–––
Τα μάτια του ασθενή ανοίγουν. Κοιτάζει γύρω του, ταραγμένος. Ο χώρος είναι άδειος. Δωμάτιο νοσοκομείου· το αναγνωρίζει αμέσως. Το ξέρει πως έχει χτυπηθεί. Και θυμάται από ποιον έχει χτυπηθεί.
Το δικό του όνομα είναι θολό στο μυαλό του, όμως.
Προσπαθεί να το θυμηθεί κι αυτό· μα δεν τα καταφέρνει. Πρέπει να ηρεμήσει.
Προσπαθεί να ηρεμήσει, να κάνει το μυαλό του να πάψει να φλέγεται, να πάψει να παραδέρνει σαν πλοίο μέσα σε θύελλα. Να πάψουν τα νεύρα του να είναι τόσο τσιτωμένα.
Να ηρεμήσει…
Να ηρεμήσει…
Αναπνέει ρυθμικά…
Μέσα, έξω…
Μέσα, έξω…
Μέσα, έξω…
Ηρέμησε.
Τα νεύρα του δεν ήταν πλέον τόσο τεντωμένα όσο πριν. Το μυαλό του δεν παράδερνε σαν μέσα σε θύελλα–
Εκείνη η φωτιά, όμως, δεν είχε σβήσει. Όχι, δεν είχε σβήσει καθόλου. Ήταν το ίδιο δυνατή με πριν. Όπως και η γνώση που είχε αποκτήσει, ύστερα από το γαλανό φως. Εκείνη η ιερή γνώση. Η πεποίθηση.
Το όνομά του τώρα το θυμόταν. Αυγερινό, τον ονόμαζαν. Αυγερινό Αντίρρυθμο. Ήταν παλατιανός φρουρός στο Βασιλικό Παλάτι της Απαστράπτουσας.
Και ο κόσμος, το σύμπαν, είχε αλλάξει εντός του. Είχε γίνει τόσο ξεκάθαρο. Το γαλανό φως είχε σκίσει το παραπέτασμα του σκότους, και τον είχε κάνει να δει.
Ο Αυγερινός ανασηκώθηκε επάνω στο κρεβάτι και άγγιξε το πρόσωπό του. Όπως το περίμενε, ήταν τυλιγμένο με επιδέσμους. Οι γιατροί το είχαν τυλίξει, για να θεραπευτεί το τραύμα από το σπαθί του Κυρίου του Γαλανού Φωτός. Ο Αυγερινός, όμως, ένιωθε πως ήταν ήδη καλά· η πληγή δε χρειαζόταν περισσότερη περιποίηση. Ύψωσε τα χέρια του και ξετύλιξε τους επιδέσμους.
Σηκώθηκε απ’το κρεβάτι και πλησίασε έναν καθρέφτη. Κοίταξε την όψη του, και είδε την ουλή. Ένα λοξό σκίσιμο στο πρόσωπό του, από επάνω δεξιά ώς κάτω αριστερά, από το μέτωπό του ώς το σαγόνι του. Οι γιατροί τού είχαν κάνει ράμματα, για να κλείσει, αλλά αυτό παρέμενε κατακόκκινο· και ο Αυγερινός ήξερε ότι ποτέ δε θα έφευγε.
Χαμογέλασε, και τα μάτια του γυάλισαν.
Γυάλισαν με μια γαλανή λάμψη.
*
Η Βασιλική ήταν αναποφάσιστη ως προς το τι όφειλε να κάνει. Οδήγησε το τρίκυκλο όχημά της κοντά στη βόρεια όχθη του Οροκέλωρα και το σταμάτησε εκεί. Άνοιξε το γυάλινο σκέπαστρό του, άναψε ένα τσιγάρο, και κάθισε να σκεφτεί, ενώ κοίταζε τα πλοιάρια και τις βάρκες που διέσχιζαν τα νερά του ποταμού.
Όταν πήρε κάποιες αποφάσεις, έκλεισε πάλι το σκέπαστρο του οχήματος της και πήγε σ’ένα εστιατόριο, για να φάει. Δεν ήταν πολλή ώρα που είχε έρθει το μεσημέρι, έτσι τα τραπέζια του εστιατορίου δεν ήταν ακόμα γεμάτα. Εκτός από τη Βασιλική, μονάχα σε άλλα τρία κάθονταν πελάτες. Τα γκαρσόνια του μέρους τη γνώριζαν, και την καλωσόρισαν, χαιρετώντας την με την πρέπουσα επισημότητα για μια πριγκίπισσα της Απολλώνιας. Η Βασιλική τούς αποκρίθηκε ευγενικά, κι ύστερα παράγγειλε ένα ελαφρύ γεύμα. Τα γκαρσόνια τής έφεραν παραπάνω φαγητά, ακριβώς όπως ήξερε ότι θα έκαναν.
Η Βασιλική έφαγε ήρεμα, και, όταν τελείωσε, άφησε τα χρήματα του λογαριασμού στο τραπέζι, μαζί με ένα γενναιόδωρο φιλοδώρημα –ένα φιλοδώρημα που, εκτός αν ήσουν πριγκίπισσα της Απολλώνιας, μάλλον δε θ’άφηνες τόσο απλόχερα.
Βγήκε απ’το εστιατόριο και πήγε προς το όχημά της. Προτού, όμως, φτάσει εκεί, είδε, επάνω σε μια κολόνα, μια αφίσα κολλημένη. Η αφίσα έγραφε με μεγάλα, έντονα γράμματα: ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ, και διαφήμιζε μια θεατρική παράσταση. Η Βασιλική μόρφασε, καθώς, άθελά της, ήρθαν στο νου της τα λόγια του ενοχλητικού καραφλού άντρα στα γραφεία του Άγγελου και το εντελώς ηλίθιο, τυχαίο περιστατικό με τους δύο νεαρούς, έξω απ’την πολυκατοικία των γραφείων.
Πώς είναι δυν–;
Το έβγαλε απ’το μυαλό της και συνέχισε να βαδίζει προς το όχημά της. Πρέπει να ηρεμήσεις, Βασιλική, γιατί δεν πας καλά. Κάποιος –δε θυμόταν ποιος– είχε πει: Όταν ψάχνεις για κάτι, το βρίσκεις παντού στο σύμπαν.
Μπήκε στο όχημά της και το οδήγησε σ’έναν σταθμό ενέργειας, γιατί η ένδειξη ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ εμπρός της έδειχνε 27,3%, και εκεί όπου θα πήγαινε ίσως να της χρειαζόταν περισσότερη. Αγόρασε μια επιπλέον ενεργειακή φιάλη και την έβαλε πίσω από το κάθισμά της.
Ύστερα, έστριψε σε μια μεγάλη λεωφόρο της Απαστράπτουσας και κατευθύνθηκε προς τη δυτική έξοδο της πόλης. Λόγω της ώρας, η κίνηση ήταν αυξημένη στη λωρίδα των οχημάτων, έτσι άργησε λίγο να φτάσει στον προορισμό της. Όταν, όμως, έφτασε, είδε τον δρόμο ν’ανοίγει μπροστά της, καθώς άφησε την απέραντη μάζα χτιρίων της Απαστράπτουσας πίσω της. Από εδώ και πέρα, υπήρχαν μονάχα μικρά προάστια, και μπορούσε κανείς εύκολα να δει τον ορίζοντα. Της Βασιλικής τής άρεσε η ύπαιθρος, παρότι ήταν παιδί της πόλης· τη μάγευε, τη γαλήνευε.
Εκεί, βέβαια, που πήγαινε τώρα δεν πήγαινε για να γαληνέψει. Δεν ήταν ένα μέρος γαλήνης, ούτε ψυχικής ηρεμίας. Η Πριγκίπισσα της Απολλώνιας πήγαινε να επισκεφτεί μια φίλη, η οποία είχε αρρωστήσει, και της οποίας η αρρώστια πάντοτε έμοιαζε παράξενη στη Βασιλική. Όχι, δηλαδή, πως όλες οι αρρώστιες του μυαλού δεν ήταν παράξενες, μα… σ’ένα άτομο σαν τη Βικτώρια… πώς ήταν δυνατόν αυτό να είχε συμβεί σ’ένα άτομο σαν τη Βικτώρια; Η Βικτώρια ήταν πάντοτε τόσο συγκροτημένη, και τόσο σταθερή ως προσωπικότητα. Η Βασιλική υποπτευόταν πως η ασθένειά της δεν ήταν καθόλου τυχαία, γιατί είχε ακούσει κι άλλους να «αρρωσταίνουν», τον τελευταίο καιρό, και να φεύγουν απ’τις θέσεις τους. Φαίνεται πως όσοι δε συμπαθεί ο Λούσιος κάτι παθαίνουν. Κάτι τούς πιάνει και ταλαιπωρούνται από ψυχικές ασθένειες, ή από ξαφνικούς –και φαινομενικά αδικαιολόγητους– φόβους.
Τους απειλεί, είμαι σίγουρη. Κάπως, τους απειλεί. Ή, τους ποτίζει με ψυχοτρόπους ουσίες, που καταστρέφουν το μυαλό τους.
Είναι, όμως, καιρός να μάθουμε τι ακριβώς συμβαίνει μ’εσένα, Λούσιε. Το έχεις πλέον παρακάνει. Έχεις ξεπεράσει το όριο.
Η Βασιλική οδηγούσε τώρα το όχημά της ανάμεσα από ψηλά δέντρα με λιγνούς κορμούς, τα οποία της έκαναν σκιά. Δεν είμαι μακριά πλέον… Τον γνώριζε τον δρόμο γιατί είχε ξανάρθει εδώ, για να επισκεφτεί τη Βικτώρια. Οι γιατροί, τότε, δεν την είχαν αφήσει να μείνει μαζί της όσο εκείνη θα ήθελε· ετούτη τη φορά, όμως, θα με αφήσουν. Δεν πρόκειται να φύγω, αν δε μάθω ακριβώς τι της συνέβη. Και δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναδεχτεί εκείνες τις βλακείες που της είχαν πει, ότι η Βικτώρια ήταν κουρασμένη απ’τη δουλειά της κι όλες τούτες οι ψυχικές διαταραχές είχαν προέλθει από υπερκόπωση.
–Ξαφνικά, αντιλήφτηκε κάποιον να έρχεται πίσω της.
Από τον καθρέφτη του οχήματός της, είδε ένα άλλο όχημα: ένα δίκυκλο, στη σέλα του οποίου καθόταν ένας άντρας με κράνος. Το πρόσωπό του δε φαινόταν. Στη μπροστινή μεριά του δίκυκλου υπήρχε ένα μεγάλο, λαξευτό κρανίο, φτιαγμένο από άργυρο, το οποίο γυάλιζε στις ακτίνες του ήλιου που περνούσαν ανάμεσα από τις φυλλωσιές των ψηλών δέντρων.
Από πού ξεπετάχτηκε αυτός ο ανώμαλος; απόρησε η Βασιλική· κι άθελά της, αισθάνθηκε ένα ρίγος να τη διατρέχει πατόκορφα.
Το δίκυκλο επιτάχυνε, φτάνοντας δίπλα στο όχημα της Πριγκίπισσας, και ο οδηγός του ύψωσε το δεξί του χέρι και τη χαιρέτισε.
Με ξέρει;
Η Βασιλική έκανε ν’ανοίξει το σκέπαστρο του οχήματός της και να του φωνάξει «Ποιος είσαι;» αλλά εκείνος επιτάχυνε περισσότερο, και το δίκυκλο, σύντομα, άφησε το τρίκυκλό της πίσω του και έστριψε σ’έναν χωματόδρομο, αριστερά.
Ο δρόμος της Βασιλικής δεν ήταν από εκεί, και δεν αισθανόταν καμία επιθυμία ν’αρχίσει να κυνηγά αυτόν τον παλαβό. Εξάλλου, κατά πάσα πιθανότητα, ή κάποιος μαλάκας ήταν ή την είχε περάσει για άλλη.
Εκτός αν είναι κατάσκοπος του Λούσιου… Αλλά, αν ίσχυε αυτό, γιατί να παρουσιαστεί έτσι; Για να την προειδοποιήσει ότι την παρακολουθούν; Η Βασιλική γέλασε, εσωτερικά. Τι κάθομαι και σκέφτομαι; Το όλο περιστατικό, προφανώς, δεν είχε κανένα νόημα.
Και είχε σημαντικότερα πράγματα για ν’απασχολούν το μυαλό της.
Το όχημά της ακολούθησε ένα βόρειο παρακλάδι του μεγάλου δρόμου και η Βασιλική, σύντομα, ατένισε τη Χρυσάνθια Κλινική. Σταμάτησε το τρίκυκλο της κοντά στην είσοδο, και είδε ότι η ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ είχε πέσει στο 12,1%. Ίσως να την έφτανε και για να επιστρέψει, τελικά. Τέλος πάντων.
Κλείδωσε το όχημα και βάδισε μέχρι τη μεγάλη, διπλή πόρτα της εισόδου της κλινικής. Το ένα φύλλο ήταν ανοιχτό, έτσι πέρασε στην αίθουσα υποδοχής και πλησίασε το γραφείο της θυρωρού.
«Καλησπέρα,» είπε. «Είμαι η Πριγκίπισσα Βασιλική, του Οίκου των Ευφρόνων–»
Η κοπέλα στο γραφείο αμέσως σηκώθηκε κι έκανε μια επίσημη, βαθιά υπόκλιση. «Υψηλοτάτη!» Μάλλον, δεν την είχε αναγνωρίσει, βλέποντάς τη να μπαίνει. «Πώς θα μπορούσα να σας εξυπηρετήσω;»
«Θα ήθελα να δω την κυρία Βικτώρια Κατήνεμη.»
«Αυτή τη στιγμή;»
«Ναι.»
«Θα πρέπει να ρωτήσω τους γιατρούς, Υψηλοτάτη. Η κυρία Κατήνεμη είναι σε άσχημη κατάσταση.»
Πάλι τα ίδια… «Ρώτησέ τους, τότε.»
«Περιμένετε λίγο, παρακαλώ. Θα επιστρέψω αμέσως.» Η κοπέλα έφυγε, μπαίνοντας σ’έναν διάδρομο. Τα βήματά της αντηχούσαν μέσα στη μεσημεριανή ησυχία της κλινικής.
Μετά, απόλυτη σιγή.
Η Βασιλική περίμενε σιωπηλά, με τα χέρια της σταυρωμένα εμπρός της.
Τελικά, βήματα ακούστηκαν πάλι από τον διάδρομο· ετούτη τη φορά περισσότερα, όμως. Η Πριγκίπισσα είδε την κοπέλα να επιστρέφει, και μαζί της ήταν ένας άντρας με κοιλιά που έκρυβε τη ζώνη του. Είχε καστανά μαλλιά και μούσια. Φορούσε ένα ζευγάρι μεγάλα γυαλιά, και το δέρμα του ήταν κατάλευκο.
«Υψηλοτάτη,» είπε με βαριά φωνή, «πώς είστε;»
«Υγιής, γιατρέ,» αποκρίθηκε η Βασιλική, που τον είχε ξανασυναντήσει και παλιότερα. Ονομαζόταν Αγησίλαος, και ήταν ψυχίατρος. «Θα ήθελα να επισκεφτώ τη Βικτώρια.»
«Η Βικτώρια βρίσκεται ακόμα στην ίδια κατάσταση, δυστυχώς. Δεν έχει βελτιωθεί.»
«Παρ’όλ’αυτά, θα ήθελα να τη δω,» επέμεινε η Βασιλική.
Ο Αγησίλαος φάνηκε διστακτικός για λίγο· μετά, όμως, είπε: «Ακολουθήστε με, Υψηλοτάτη.»
Η Βασιλική τον ακολούθησε μέσα στους διαδρόμους της κλινικής. Και τον ρώτησε, καθώς βάδιζαν: «Την έχει επισκεφτεί κανένας άλλος, τελευταία;»
«Ο σύζυγός της.»
«Αλήθεια; Νόμιζα ότι δεν τα πήγαιναν καλά.»
«Ναι, είχαν κάποια οικογενειακά προβλήματα, απ’ό,τι έχω καταλάβει–»
(οικογενειακά προβλήματα –τι σκατά; αυτές οι δύο λέξεις την κυνηγούσαν σήμερα;)
«–αλλά όχι τίποτα το σοβαρό.»
«Η Βικτώρια μού είχε πει ότι σκέφτονταν να χωρίσουν,» είπε η Βασιλική.
«Ίσως,» αποκρίθηκε ο Αγησίλαος· «δεν το γνωρίζω.» Σταμάτησε μπροστά σε μια πόρτα. «Εδώ είναι το δωμάτιό της.»
Η Βασιλική ένευσε. «Το θυμάμαι.»
Ο Αγησίλαος ξεκλείδωσε την πόρτα και την άνοιξε.
Η Βασιλική μπήκε σ’ένα δωμάτιο όπου το πάτωμα ήταν στρωμένο με μαλακό, λευκό χαλί. Οι τοίχοι ήταν επίσης επενδυμένοι με παρόμοιο μαλακό ύφασμα. Σ’έναν απ’αυτούς υπήρχε ένα μικρό παράθυρο. Σε μια γωνία, μια γυναίκα ήταν καθισμένη, με τα χέρια της τυλιγμένα γύρω απ’τα γόνατά της. Τα μαλλιά της ήταν καστανά και κοντά (παλιά, ήταν μακριά, αλλά, όταν την είχαν βάλει στην κλινική, τα είχαν κουρέψει). Τα μάτια της κοίταζαν διασταλμένα. Φορούσε μια γαλανόχρωμη στολή, και ήταν ξυπόλυτη.
«Βασιλική;» ψιθύρισε.
Η Βασιλική την πλησίασε και γονάτισε πλάι της, ενώ άκουγε την πόρτα να κλείνει. «Γεια σου, Βικτώρια.»
«Ποιος σε έφερε εδώ;» ρώτησε η Βικτώρια.
«Ο γιατρός.»
«Δεν τον εμπιστεύομαι· να τον προσέχεις.»
«Γιατί;»
«Είναι μαζί τους!» ψιθύρισε έντονα η Βικτώρια.
«Με ποιους;»
«Αυτούς που υπηρετούν τον άντρα με το κέρατο στο μέτωπο.»
«Τον άντρα με το κέρατο στο μέτωπο;»
«Ναι! Είσαι κουφή; Τον βλέπεις όταν κοιτάζεις πίσω απ’τις γωνίες. Είναι προσεκτικός, πολύ προσεκτικός. Κρύβεται στο σκοτάδι. Βασιλική, πρέπει να προσέχεις!»
«Βικτώρια,» η Βασιλική άγγιξε τους ώμους της, «δεν πιστεύω ότι είσαι τρελή. Αλλά πες μου τι ακριβώς συνέβη· δεν καταλαβαίνω έτσι. Και δεν έχω δει κανέναν άντρα με κέρατο στο μέτωπο.»
«Εκείνος, όμως, ίσως να βλέπει εσένα! Είναι κάποιος που αλλάζει μορφές. Δεν ξέρεις ποιος είναι, αλλά μπορεί να είναι παντού! Εμφανίζεται και, μετά, εξαφανίζεται πάλι. Σε χαιρετά στο δρόμο, κι ύστερα τον βλέπεις να σε κοιτάζει από τις σκιές μιας πόρτας. Ακόμα κι εδώ μέσα μπορεί να μπει, Βασιλική! Με μισεί! Γιατί με μισεί τόσο πολύ;» Δάκρυα έτρεχαν τώρα στα μάγουλά της.
Θεοί, σκέφτηκε η Βασιλική, δεν μπορώ να καταλάβω. Το μυαλό της είναι χαμένο μέσα στους δικούς του λαβυρίνθους. Σίγουρα, υπάρχει κάποια αλήθεια σ’αυτά που λέει –σίγουρα–, μα δεν μπορώ να την ξεχωρίσω. «Βικτώρια,» είπε, «σε παρακαλώ, ηρέμησε, και εξήγησέ μου τι ακριβώς σου συνέβη, από την αρχή. Κάποιοι σ’το έκαναν αυτό, και πρέπει να το–»
«Ναι! οι άνθρωποι που υπηρετούν τον άντρα με το κέρατο στο μέτωπο. Ή ίσως να μην είναι πολλοί, ίσως νάναι μόνο αυτός! Μόνο ο άντρας με το κέρατο στο μέτωπο, γιατί αλλάζει τόσες πολλές μορφές…»
«Βικτώρια, αυτός ο άντρας δε νομίζω ότι υπάρχει. Σ’έχουν απλά κάνει να πιστεύεις ότι–»
«Όχι! Υπάρχει, υπάρχει! Δε με πιστεύεις; Γιατί δε με πιστεύεις;» Άρχισε να κλαίει πιο έντονα από πριν.
«Σε πιστεύω,» είπε η Βασιλική, βλέποντας πως αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος να μιλήσει μαζί της, «αλλά πρέπει να μου πεις από πού άρχισαν όλα, Βικτώρια. Το πρώτο παράξενο πράγμα που είδες ήταν αυτός ο άντρας με το κέρατο;»
Η Βικτώρια κούνησε το κεφάλι. «Όχι…»
«Τότε, ποια ήταν η αρχή; Πώς άρχισαν όλα;»
Η Βικτώρια έπαψε να κλαίει· τα μάτια της κοίταξαν κάτω, και μια σκεπτική έκφραση υπήρχε τώρα στο πρόσωπό της: μια λογική έκφραση, σκέφτηκε η Βασιλική. Επιτέλους, μια λογική έκφραση.
«Δε… δε θυμάμαι ακριβώς,» ψέλλισε η Βικτώρια. «Πρέπει να ήταν στο αεροδρόμιο, νομίζω… Διάφορα πράγματα εμφανίζονταν, ξανά και ξανά…»
«Τι πράγματα;»
«Γνώριζε τι έκανα… είμαι σίγουρη πως γνώριζε τι έκανα…»
«Ποιος;»
«Ο άντρας με το κέρατο στο μέτωπο.»
«Μα, είπες ότι τότε δεν είχε εμφανιστεί.»
«Ναι, δεν είχε εμφανιστεί, όμως υπήρχε.»
«Και τι έκανε;» ρώτησε η Βασιλική.
«Έπαιρνε διάφορες μορφές, και γυναικείες και αντρικές· ακόμα και παιδικές. Τον έβλεπα ακόμα και σε κείμενα· τον διάβαζα, διάβαζα τα λόγια του. Μου μιλούσε. Αλλά αργότερα εμφανίστηκε. Στην αρχή, δεν τον πίστευα κι εγώ· δεν πίστευα ότι υπήρχε. Πρέπει να προσέχεις, Βασιλική. Δεν ξέρω γιατί έρχεται, ή πότε.»
Τα λόγια της ήταν τρομαχτικά, όφειλε να παραδεχτεί η Βασιλική. Αλλά, μα τους θεούς, δεν μπορεί να ήταν αληθινός αυτός ο άντρας με το κέρατο στο μέτωπο. Ήταν αδύνατον! Αν υπήρχε τέτοιο τέρας που περιέγραφε η Βικτώρια, κάποιος θα το είχε ανακαλύψει εδώ και χρόνια. Κάτι τής έκαναν για να τα θεωρεί αληθινά αυτά, αλλά δεν καταλαβαίνω τι…
Η Βασιλική άκουσε την πόρτα ν’ανοίγει πίσω της, και κοίταξε πάνω απ’τον ώμο της, για να δει τον Αγησίλαο να στέκεται στο κατώφλι.
«Υψηλοτάτη,» είπε, «νομίζω πως θα ήταν καλύτερα να την αφήσετε να ηρεμήσει τώρα.»
Η Βασιλική σκέφτηκε να αρνηθεί να φύγει· σκέφτηκε να μείνει εδώ μέχρι να μάθει την αλήθεια. Αλλά, μάλλον, αυτό δε θα την ωφελούσε και πολύ. Η Βικτώρια δεν μπορούσε να της αποκαλύψει την αλήθεια, όσο το μυαλό της ήταν έτσι θολωμένο. Τι κάνουν, τέλος πάντων, σ’ετούτη την κλινική; Γιατί δεν την έχουν βοηθήσει να συνέλθει;
Η Βασιλική ψιθύρισε στ’αφτί της Βικτώριας: «Θα ξανάρθω, άλλη μέρα. Εν τω μεταξύ, προσπάθησε να θυμηθείς από πού ακριβώς άρχισαν όλα. Από πού ακριβώς. Θα προσπαθήσεις, Βικτώρια; Μου το υπόσχεσαι;»
Εκείνη ένευσε. «Ναι.»
Η Βασιλική ορθώθηκε και βγήκε απ’το δωμάτιο.
Ο Αγησίλαος έκλεισε την πόρτα και την κλείδωσε.
Ξεπροβόδισε τη Βασιλική ώς την κεντρική είσοδο της Χρυσάνθιας Κλινικής και της ευχήθηκε καλό ταξίδι μέχρι την πόλη.
«Πότε υπολογίζετε ότι η Βικτώρια θα είναι καλά, γιατρέ;» ρώτησε η Πριγκίπισσα, προτού φύγει.
«Πραγματικά, δεν μπορώ να γνωρίζω, Υψηλοτάτη.»
«Σήμερα δε μου φάνηκε καλύτερα από την προηγούμενη φορά που την είχα δει,» παρατήρησε η Βασιλική.
«Δυστυχώς, η κατάστασή της είναι άσχημη…»
«Από τι πιστεύετε ότι προήλθαν όλ’αυτά, γιατρέ; Πιστεύετε ότι προήλθαν από μόνα τους;» Αναρωτιέμαι τι θα μου απαντήσεις, σκέφτηκε η Βασιλική, επειδή, ακόμα κι αυτόν, δεν τον εμπιστευόταν. Ίσως να ήταν από τους ελεγχόμενους ανθρώπους του Λούσιου· γιατί όχι;
«Από μόνα τους;» αποκρίθηκε ο Αγησίλαος. «Τίποτα δεν έρχεται από μόνο του, Υψηλοτάτη. Για τα πάντα υπάρχει μια αιτία.»
«Η Βικτώρια ήταν ανέκαθεν πολύ συγκροτημένο άτομο. Ποτέ δε θα πίστευα ότι θα πάθαινε κάτι τέτοιο. Φαίνεται να έχει αποκτήσει αδικαιολόγητες εμμονές, και παραισθήσεις.»
«Η δουλειά της θα την κούρασε, υποθέτω. Επίσης, το γεγονός ότι δεν τα πήγαινε και τόσο καλά με τον σύζυγό της, ίσως κι αυτό να συνέβαλε,» είπε ο Αγησίλαος. «Το ανθρώπινο μυαλό χρειάζεται τακτική ανάπαυση, Υψηλοτάτη· κι απ’ό,τι έχω καταλάβει, η Βικτώρια, δυστυχώς, δεν ξεκουραζόταν αρκετά. Ήταν πολύ εργατική γυναίκα.»
«Θα ξαναπεράσω σύντομα, γιατρέ. Θέλω να μαθαίνω για την πρόοδό της. Είναι φίλη μου.»
«Ναι, το γνωρίζω. Ελάτε όποτε επιθυμείτε, Πριγκίπισσά μου· η κλινική μας είναι ανοιχτή για εσάς.»
Η Βασιλική πήγε στο όχημά της, το άνοιξε, και μπήκε, καθίζοντας στη θέση του οδηγού. Αυτά που της έλεγε ο Αγησίλαος δεν της άρεσαν. Δεν της άρεσαν καθόλου. Είχε την αίσθηση ότι κάτι τής έκρυβε. Πώς ήταν ποτέ δυνατόν ο άνθρωπος να πιστεύει ότι αυτό που συνέβαινε στη Βικτώρια ήταν φυσιολογικό; Ότι ήταν μια ψυχική ασθένεια που μπορούσε να πάθει ο οποιοσδήποτε από υπερβολική κόπωση;
Για την ώρα, όμως, η Βασιλική δε νόμιζε πως μπορούσε να κάνει κάτι. Αλλά θα επέστρεφε. Σίγουρα, θα επέστρεφε. Μέσα στα τρελά πράγματα που έλεγε η Βικτώρια, κρυβόταν κάποια αλήθεια. Κάποια αλήθεια για τον αδελφό της, τον Λούσιο· κι ο καιρός ήρθε να τη μάθω.
Η Βασιλική είχε βάλει το όχημά της μπροστά και είχε απομακρυνθεί από τη Χρυσάνθια Κλινική, οδηγώντας ανάμεσα στα ψηλά δέντρα. Την τελευταία φορά που είχε κοιτάξει την ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ είχε δει ότι ήταν στο 12,1%· έτσι τώρα ξαφνιάστηκε, ακούγοντας τον ήχο ειδοποίησης και βλέποντας την εν λόγω ένδειξη να αναβοσβήνει εμπρός της.
Η ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ είχε πέσει στο 2,2%!
Αδύνατον! Δεν έκανα τόσο δρόμο.
Έπρεπε, όμως, να σταματήσει, για ν’αλλάξει φιάλη. Τελικά, ευτυχώς που την αγόρασα.
Σταμάτησε το όχημά της στο πλάι του δρόμου και κοίταξε πίσω απ’το κάθισμά της, για να πιάσει την επιπλέον φιάλη. Δεν τη βρήκε, όμως. Είχε εξαφανιστεί.
Πού πήγε; Πού σκατά πήγε;
Ανασηκώθηκε πάνω στο κάθισμα, για να κοιτάξει σε όλο το εσωτερικό του μικρού της οχήματος. Η φιάλη δεν ήταν πουθενά. Κάποιος την είχε κλέψει· δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Και–
Ο ήχος ειδοποίησης δεν είχε σταματήσει, και η Βασιλική, κοιτάζοντας τώρα την ένδειξη ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ, είδε ότι είχε πέσει στο 0,3%. Η ενέργεια μειωνόταν, παρότι το όχημα ήταν ακίνητο!
Άνοιξε και βγήκε, πηγαίνοντας στην πίσω μεριά του τρίκυκλου, για να ανακαλύψει τι είχε συμβεί με την ενεργειακή φιάλη εκεί. Και, όπως το φοβόταν, τη βρήκε τρυπημένη. Το υγρό κυλούσε στο δρόμο.
Όσο βρισκόμουν μέσα στην κλινική, κάποιος ήρθε, τρύπησε ετούτη τη φιάλη, και έκλεψε και την άλλη που είχα στο εσωτερικό του οχήματος. Κι όλ’αυτά τα είχε κάνει ανοίγοντας και ξανακλείνοντας τις κλειδαριές. Ετούτη δεν ήταν η δουλειά ερασιτέχνη. Κάποιος πρέπει να την παρακολουθούσε–
Απ’το μυαλό της πέρασε η εικόνα του άντρα επάνω στο δίκυκλο με το λαξευτό κρανίο.
Όχι, δεν μπορεί να ήταν αυτός. Αυτός ακολούθησε άλλο δρόμο, τελείως αντίθετο απ’τον δικό μου.
Ποιος, τότε;
Δεν μπορούσε ν’απαντήσει. Δεν είχε την παραμικρή υποψία.
Και τώρα, σκέφτηκε, έχω ξεμείνει σε τούτη την τρισκατάρατη ερημιά… Κι αν υπολόγιζε την απόσταση σωστά, πρέπει να βρισκόταν κάπου είκοσι χιλιόμετρα από την Απαστράπτουσα.
Υπήρχαν, λοιπόν, δύο επιλογές: να επιστρέψει στην κλινική και να ζητήσει από εκεί βοήθεια· ή να πάει στην πρωτεύουσα με τα πόδια.
Η κλινική, υπολόγιζε, απείχε τώρα καμια δεκαριά χιλιόμετρα. Και ο άνθρωπος που είχε σαμποτάρει το όχημά της πρέπει ακόμα να βρισκόταν εκεί· τουλάχιστον, η Βασιλική δεν είχε εντοπίσει κανέναν να την ακολουθεί καθώς έφευγε.
Η Απαστράπτουσα ήταν σαφώς πιο μακριά, αλλά η Πριγκίπισσα, τώρα που το ξανασκεφτόταν, συμπέραινε ότι, μάλλον, δε θα ήταν αναγκασμένη να κάνει όλο το δρόμο με τα πόδια· ήλπιζε ότι θα συναντούσε κάποιο όχημα και ότι ο οδηγός θα δεχόταν να την πάρει μαζί του.
Επιπλέον, αν ο σαμποτέρ ήταν στην κλινική ακόμα, ίσως να πόνταρε στο ότι η Βασιλική θα επέστρεφε εκεί, επειδή ήταν πιο κοντά. Με περιμένει, λοιπόν; Και σκοπεύει να κάνει τι; Να με σκοτώσει; Δεν της έμοιαζε και πολύ πιθανό. Κάτι άσχημο, όμως, πρέπει να είχε στο μυαλό του.
Όπως και νάχε το πράγμα, η Βασιλική θα κατευθυνόταν προς την Απαστράπτουσα· αυτό τής έμοιαζε το πιο λογικό να κάνει, επί του παρόντος. Κι επιπλέον, είχε πει στον Άγγελο να τη συναντήσει στο διαμέρισμά της, το απόγευμα.
Μάζεψε τα πράγματά της από το τρίκυκλο όχημα και ξεκίνησε να βαδίζει στο πλάι του δρόμου, ανάβοντας ένα τσιγάρο για παρέα.
Υπέροχα. Η μοναδική Πριγκίπισσα της Απολλώνιας μόλις ξέμεινε από καύσιμα και είναι υποχρεωμένη να γυρίσει σπίτι ποδαρόδρομο… Να δούμε τι άλλη μαλακία θα μας τύχει σήμερα…
Σήμερα, φαίνεται, ήταν η μέρα των απίθανων συμπτώσεων.
Πρόλαβε δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη σκέψη της και άκουσε πίσω της κάποιο όχημα να έρχεται. Η μηχανή του βούιζε δυνατά και οι τροχοί του έτριζαν επάνω στις πέτρες του δρόμου. Η Βασιλική κοίταξε πάνω απ’τον ώμο της και –Δεν το πιστεύω!– είδε να έρχεται καταπάνω της ο άντρας με το δίκυκλο. Το αργυρό, λαξευτό κρανίο του οχήματος γυάλιζε στις ακτίνες του μεσημεριανού ήλιου, και ο οδηγός είχε πάλι την όψη του κρυμμένη μέσα στο κράνος του.
Πλησίαζε με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Η Βασιλική πετάχτηκε παραδίπλα, νιώθοντας την καρδιά της να βροντοκοπά.
Αλλά το δίκυκλο δεν είχε σκοπό να τη χτυπήσει. Πέρασε αρκετά μέτρα απόσταση από εκείνη και χάθηκε πίσω από μια στροφή του δρόμου.
Το γαμημένο καθίκι! γρύλισε εσωτερικά η Βασιλική, νιώθοντας τα δάχτυλά της να τρέμουν. Πήρε μια γερή τζούρα απ’το τσιγάρο της, για να ηρεμήσει τα νεύρα της. Δεύτερη φορά που περνά έτσι από δίπλα μου! Αυτός πρέπει νάναι που σαμπόταρε το όχημά μου. Δεν μπορεί νάναι άλλος.
Αλλά, αν ήταν αυτός, γιατί να παρουσιάζεται; Τι σκατά ήθελε; Σίγουρα, δεν ήθελε να τη σκοτώσει· δεν είχε προσπαθήσει να την πατήσει: απλά, πέρασε γρήγορα από τον ίδιο δρόμο που περνούσε κι εκείνη. Τίποτα περισσότερο. Προφανώς, ήταν συμπτωματικό. Ο τύπος ίσως να έκανε βόλτες στην περιοχή για να γουστάρει–
Συμπτωματικό; Όπως και οι συνεχείς συμπτωματικές αναφορές για τα οικογενειακά προβλήματα; είπε μια φωνή αμφιβολίας μέσα της.
Ναι, φυσικά! Τι άλλο μπορούσαν να είναι;
Η Βασιλική αισθανόταν μπερδεμένη.
Συνέχισε την οδοιπορία της στο πλάι του δρόμου, σκεπτόμενη ότι ετούτη ήταν μια απίστευτη κωλομέρα. Πρώτα, είχε μάθει στις εφημερίδες ότι ο Λούσιος είχε φυλακίσει τον Ανδρόνικο. Μετά, είχαν τύχει εκείνες οι αηδίες με τα οικογενειακά προβλήματα· τελείως γελοία! –είχε δει ακόμα και μια αφίσα που διαφήμιζε μια θεατρική παράσταση με τίτλο Οικογενειακά Προβλήματα. Μετά, είχε παρουσιαστεί αυτός ο μαλάκας με το δίκυκλο. Μετά, κάποιο γαμημένο καθίκι είχε σαμποτάρει το όχημά της έξω απ’τη Χρυσάνθια Κλινική! Και τώρα, ο μαλάκας με το δίκυκλο ξανάχε παρουσιαστεί! Ήταν σαν το σύμπαν να συνωμοτούσε εναντίον της. Και όφειλε να ομολογήσει ότι, ως ένα βαθμό, την τρόμαζε, γιατί δεν μπορούσε να διακρίνει ακριβώς ποια απ’αυτά τα γεγονότα ήταν συμπτωματικά και ποια επιτηδευμένα. Το σαμποτάζ του οχήματός της ήταν σίγουρα επιτηδευμένο· δεν μπορούσε να είναι κάτι άλλο. Η εμφάνιση, όμως, του τύπου με το δίκυκλο;
Σταμάτα, Βασιλική, σταμάτα! πρόσταξε τον εαυτό της. Έβγαλε το καπέλο της και έτριψε το μέτωπό της. Δε θα βγάλεις άκρη έτσι. Ταλαιπωρείς μονάχα το μυαλό σου. Προχώρα και μη σκέφτεσαι.
Λίγο παρακάτω, συνάντησε μια σπασμένη ενεργειακή φιάλη στο πλάι του δρόμου.
Μια ενεργειακή φιάλη που θα μπορούσε νάναι η δική της: αυτή που της είχαν κλέψει.
Γρυλίζοντας, την κλότσησε παραπέρα. Αηδίες! σκέφτηκε, συνεχίζοντας το δρόμο της με πιο γρήγορο και έντονο βάδισμα. Σιγά μη σου πέταξαν τη δική σου φιάλη μπροστά σου! Γιατί σκέφτεσαι αυτές τις ανόητες μαλακίες;
*
Όταν συνήλθε και τα βλέφαρά του άνοιξαν, το μόνο που μπορούσε να δει ήταν σκοτάδι· και, για λίγο, φοβήθηκε ότι, ίσως, είχε τυφλωθεί. Δεν ήταν τυφλός, όμως, γιατί, γυρίζοντας το κεφάλι του προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, διέκρινε φως. Ένα τετράγωνο άνοιγμα, και τίποτα περισσότερο· αλλά ήταν φως. Από ενεργειακή λάμπα.
Το πάτωμα ήταν κρύο από κάτω του. Αισθανόταν τις πέτρες επάνω στο πετσί του– Άγγιξε το σώμα του και διαπίστωσε πως ήταν γυμνός. Δε φορούσε το παραμικρό ρούχο επάνω του.
Είμαι νεκρός; Αυτός είναι ο κόσμος των νεκρών;
Οι ανόητες σκέψεις ενός μουδιασμένου μυαλού. Φυσικά και δεν ήταν νεκρός. Αφού ανέπνεε, και αφού μπορούσε να κινηθεί, και αφού κρύωνε, και αφού ένιωθε τις πέτρες από κάτω του, εξακολουθούσε νάναι ανάμεσα στους ζωντανούς.
Ο Ανδρόνικος ανασηκώθηκε, για να δοκιμάσει τις δυνάμεις του. Πάτησε στις γυμνές του πατούσες και έμεινε για λίγο εκεί, με τα γόνατά του λυγισμένα, αβέβαιος αν έπρεπε να ορθωθεί περισσότερο μέσα στο σκοτάδι. Ύψωσε τα χέρια του, να δει αν μπορούσε ν’αγγίξει το ταβάνι. Δεν μπορούσε. Ήταν, επομένως, ασφαλές να σταθεί όρθιος, και στάθηκε, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.
Είμαι σε κάποιου είδους κελί. Ο Λούσιος με πέταξε σ’ένα σκοτεινό, κρύο κελί. Ο ίδιος μου ο αδελφός. Πρέπει να έχει τρελαθεί τελείως. Πρέπει να έχει χάσει το μυαλό του.
Και η Άνμα’ταρ; Πού ήταν η μάγισσα; Ήταν κι αυτή φυλακισμένη; Ή την είχαν σκοτώσει;
Ο Ανδρόνικος φώναξε τ’όνομά της, μα δεν πήρε απάντηση, πέραν απ’την ηχώ της φωνής του.
«Άνμα;»
—Άνμααααα… Άνμαααα… Άνμααα… Άνμαα… Άνμα… Αν…
«Άνμα!»
—Άνμααααα… Άνμαααα… Άνμααα… Άνμαα… Άνμα… Αν…
Δεν ήταν εδώ. Αν ήταν, θα του απαντούσε. Επομένως, την είχαν σκοτώσει· ή την κρατούσαν φυλακισμένη σ’άλλο μέρος–
Αναπάντεχα, μια φιγούρα: ο Ανδρόνικος την είδε να περνά φευγαλέα από το άνοιγμα του φωτός.
«Ποιος είν’εκεί;» φώναξε.
Καμια απάντηση.
«Άνμα; Εσύ είσαι;»
Η σκοτεινή μορφή ξαναπαρουσιάστηκε, αλλά πιο φευγαλέα από πριν: φάνηκε σαν πίσω από κάποια γωνία.
Το άνοιγμα δεν ήταν πλάι στον Ανδρόνικο· έμοιαζε νάναι περίπου τέσσερα με πέντε μέτρα απόσταση, αν μπορούσε να υπολογίσει σωστά μέσα σε τούτο το σκοτάδι. Βημάτισε, όμως, αποφασιστικά προς αυτό, ελπίζοντας να προλάβει τη σκοτεινή φιγούρα, όποια κι αν ήταν.
Έκανε μερικά βήματα, και μετά–
–κενό.
«ΑΑΑΑΑΑΑ!» κραύγασε, πέφτοντας.
Και γλίστρησε πάνω σε κάτι που δεν μπορεί να ήταν παρά κάποιο επικλινές επίπεδο.
Ήταν ανίκανος να σταματήσει την πτώση του.
Βούτηξε μέσα σε νερό –ή, τουλάχιστον, ήλπιζε να ήταν νερό. Πάντως, σίγουρα ήταν παγωμένο, και ακόμα μια κραυγή βγήκε από μέσα του, καθώς το κρύο διαπέρασε το γυμνό του σώμα.
Μέσα στο υγρό, κατάλαβε αμέσως ότι δεν ήταν μόνος. Κάποιου είδους πλάσματα –ψάρια; ερπετά;– κινούνταν, και σέρνονταν επάνω στο δέρμα του.
Ο Ανδρόνικος τινάχτηκε, ουρλιάζοντας· πιάστηκε απ’το επικλινές επίπεδο, προσπάθησε να σκαρφαλώσει, γλίστρησε (ήταν τόσο καταραμένα γλιστερό!) προς τα κάτω, ξαναπροσπάθησε να σκαρφαλώσει, πιέζοντας τρεμάμενα δάχτυλα χεριών και ποδιών πάνω στις πέτρες– Έπρεπε ν’ανεβεί! έπρεπε ν’ανεβεί! ν’ανεβεί! ν’ανεβεί!
Και παντού ήταν σκοτάδι· δεν έβλεπε τίποτα, το παραμικρό.
Τρίζοντας τα δόντια, σκαρφάλωσε, σκαρφάλωσε, σκαρφάλωσε… και έφτασε σε στέρεο έδαφος, όπου και έμεινε ακίνητος για κάμποση ώρα, λαχανιασμένος, εξουθενωμένος, τρέμοντας από το ψύχος κι από τον τρόμο.
Το φως στο άνοιγμα ήταν επίτηδες αναμμένο, συνειδητοποίησε, καθώς συνερχόταν κάπως: ήταν αναμμένο για να τον τραβήξει προς εκείνη την κατεύθυνση και να τον κάνει να πέσει στο λάκκο με το νερό και μ’αυτά τα… τα πλάσμα, ό,τι κι αν ήταν.
Πού βρίσκομαι; Δεν μπορεί να βρίσκομαι στο παλάτι της Απαστράπτουσας. Δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα στο παλάτι μου. Πρέπει να μ’έχουν μεταφέρει σε κάποιο άλλο μέρος.
«Λούσιε!» βρήκε τη δύναμη να φωνάξει. «Λούσιε! ΛΟΥΣΙΕ! ΛΟΥΣΙΕΕΕΕΕΕΕ!»
Αλλά ξανά μονάχα η ηχώ τού απάντησε.
Το φως στο άνοιγμα έσβησε.
*
Ο διοικητής της φρουράς τον κοίταξε με δυσπιστία. «Είσαι σίγουρος;» τον ρώτησε. «Μόλις βγήκες απ’το νοσοκομείο.»
«Μάλιστα,» αποκρίθηκε ο Αυγερινός. «Είμαι σίγουρος. Θα ήθελα να αναλάβω τα καθήκοντά μου στο παλάτι, το συντομότερο δυνατό, κύριε Διοικητά.» Ήταν ντυμένος με τη στολή του τώρα, και είχε επάνω του όλα του τα όπλα. Το τραύμα στο πρόσωπό του το αισθανόταν πολύ έντονα, μα, κατά έναν παράδοξο τρόπο, αυτό δεν τον ενοχλούσε· ήταν σαν να του θύμιζε ποιος ήταν, πώς είχε χάσει το δρόμο του, και τι έπρεπε να κάνει. Ο Κύριος του Γαλανού Φωτός είναι ο Κύριός μου…
Ο διοικητής της φρουράς του παλατιού εξακολουθούσε να τον κοιτάζει με δυσπιστία, καθώς στεκόταν πίσω απ’το γραφείο του. Τα φουντωτά, γκρίζα φρύδια του ήταν σουφρωμένα. «Εντάξει,» αποκρίθηκε, «θα αναλάβεις και πάλι τα καθήκοντά σου, Αυγερινέ. Αλλά από αύριο. Ξεκουράσου σήμερα· πήγαινε στην οικογένειά σου. Δεν υπάρχει καμία βιασύνη, και το χτύπημα που δέχτηκες δεν είναι μικρό.»
«Άλλοι χτυπήθηκαν χειρότερα, απ’ό,τι μου είπαν…»
«Ναι, αυτό είναι αλήθεια,» παραδέχτηκε ο διοικητής. «Ωστόσο, κι εσύ χρειάζεσαι ανάπαυση. Και δεν πρόκειται να επιτρέψω να κάνεις βάρδια απόψε.»
Ο Αυγερινός χαιρέτισε στρατιωτικά. «Μάλιστα, κύριε Διοικητά.»
«Μπορείς να πηγαίνεις.»
Ο Αυγερινός έκανε να φύγει, αλλά, όταν είχε πιάσει το πόμολο της πόρτας, ρώτησε: «Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος έχει φυλακιστεί, κύριε Διοικητά;»
«Ασφαλώς.»
«Στο παλάτι;»
«Ναι. Ο Πρίγκιπας Λούσιος θέλει να τον έχει κοντά του. Γιατί ρωτάς, Αυγερινέ;»
«Από ενδιαφέρον, κύριε Διοικητά. Πιστεύετε ότι υπάρχει πιθανότητα να δραπετεύσει;»
«Δε νομίζω ότι χρειάζεται ν’ανησυχούμε γι’αυτό, Αυγερινέ.»
Ο Αυγερινός έφυγε απ’το γραφείο του διοικητή της φρουράς του παλατιού.
*
Βράδιαζε, και ο Λούσιος ήταν στην αίθουσα του θρόνου, μαζί με την παρέα αρκετών έμπιστων ανθρώπων του, όταν η Βασίλισσα Γλυκάνθη αποφάσισε να κάνει την εμφάνισή της. Όλων τα κεφάλια στράφηκαν στο μέρος της και την ατένισαν με περιέργεια –και, πιθανώς, καχυποψία–, καθώς δεν ήταν συνηθισμένο για εκείνη να έρχεται συχνά στην αίθουσα του θρόνου πλέον· τον περισσότερό της καιρό τον περνούσε κοντά στον άρρωστο σύζυγό της. Επί του παρόντος, το βλέμμα της δεν πήγε σε κανέναν από τους υπόλοιπους· εστιάστηκε κατευθείαν στον Λούσιο, και τα μάτια του Πρίγκιπα κοίταξαν τα δικά της.
Τα μάτια της μοιάζουν με του Ανδρόνικου… σκέφτηκε εκείνος, κι ένιωσε ένα κύμα απέχθειας να διαπερνά, σαν λόγχη, την ψυχή του. Και είμαι βέβαιος πως έρχεται εδώ γι’αυτόν· για να μου μιλήσει γι’αυτόν.
Η Βασίλισσα δεν πλησίασε περισσότερο· κράτησε την απόστασή της από τον περίγυρο του γιου της, αλλά εξακολούθησε να τον κοιτάζει επίμονα, περιμένοντας εκείνος να έρθει κοντά της.
Ο Λούσιος παρατήρησε ότι οι άνθρωποι γύρω του είχαν αρχίσει να μουρμουρίζουν αναμεταξύ τους· ορισμένοι, δε, φανέρωναν εκνευρισμό. Κανείς τους δεν πολυσυμπαθούσε τη μητέρα του, καθώς όλοι την έβλεπαν ως απειλή· όχι άμεση απειλή, βέβαια, αλλά εν δυνάμει. Επειδή εκείνη δεν ήταν μέρος του σχεδίου τους, δεν γνώριζε για το σχέδιό τους, και δεν πίστευε στον ίδιο θεό.
«Τι θέλει εδώ;» ψιθύρισε η Δομινίκη στ’αφτί του Λούσιου. Εκείνος μπορούσε να μυρίσει το κρασί στην αναπνοή της.
Απομακρύνθηκε απ’τη σύζυγό του και πλησίασε τη μητέρα του, στην άλλη μεριά της αίθουσας.
«Μου υποσχέθηκες ότι θα μπορούσα να δω τον Ανδρόνικο,» του είπε η Βασίλισσα, χωρίς ούτε καν να τον καλησπερίσει, χωρίς ούτε καν να τον ρωτήσει πώς ήταν. Ανέκαθεν νοιαζόταν για μένα λιγότερο απ’ό,τι για τον Ανδρόνικο. Εγώ, όμως, είμαι αυτός που τώρα σώζει το βασίλειο, ακόμα κι αν δεν το γνωρίζει.
«Και θα τον δεις, όταν έχει συνέλθει–»
«Θες να πεις ότι δεν έχει συνέλθει ακόμα, Λούσιε;»
«Το ναρκωτικό ήταν ισχυρό. Αλλά δε χρειάζεται ν’ανησυχείς, μητέρα· δεν μπορεί να του προκαλέσει κανένα κακό. Απλώς κοιμάται.»
«Τότε, θέλω να τον δω να κοιμάται,» επέμεινε η Βασίλισσα Γλυκάνθη.
«Μητέρα, μην είσαι υπερβολική. Θα τον δεις τον Ανδρόνικο, όταν είναι καιρός–»
«Γιατί μου τον κρύβεις; Τι του έχεις κάνει;»
«Τίποτα απολύτως. Εκείνος είναι που τραυμάτισε και σκότωσε τόσους φρουρούς. Εμείς δεν του κάναμε τίποτα απολύτως.»
«Γιατί, τότε, μου τον κρύβεις;» ξαναρώτησε η Γλυκάνθη.
«Δε σου τον κρύβω, μητέρα. Θα τον δεις όταν έρθει η ώρα–»
«Το πρωί! Θέλω να τον δω το πρωί.»
Ο Λούσιος ένευσε. «Εντάξει, θα–»
«Το πρωί θα τον δω. Υποσχέσου το. Μη δοκιμάζεις άλλο την υπομονή μου, Λούσιε.»
«Το πρωί θα τον δεις.»
«Το υπόσχεσαι;»
«Το υπόσχομαι.»
«Θα περιμένω, λοιπόν. Δε θα ξανάρθω. Αύριο, μόλις ξημερώσει, θα στείλεις έναν φρουρό, για να με οδηγήσει στον γιο μου,» είπε η Βασίλισσα Γλυκάνθη, και, στρεφόμενη, έφυγε απ’την αίθουσα του θρόνου.
«Τι ήθελε;» ψιθύρισε η Δομινίκη στον Λούσιο, όταν εκείνος επέστρεψε κοντά της.
«Εσύ τι λες να ήθελε;»
«Να δει τον αδελφό σου;»
«Φυσικά.»
«Τι της είπες;»
«Ότι δεν μπορεί να τον δει ακόμα.»
«Ωραία.» Η Δομινίκη ήπιε μια γουλιά κρασί απ’την κούπα της.
«Θα τον δει, όμως, το πρωί.»
Η ικανοποιημένη όψη έσβησε απ’το πρόσωπό της. «Όχι,» είπε.
«Δε γίνεται αλλιώς. Το πρωί είπε πως θα περιμένει να της στείλω έναν φρουρό, για να την οδηγήσει στον Ανδρόνικο.»
«Δε θα της τον στείλεις.»
«Θα τον στείλω. Γιατί, αν δεν τον στείλω, θ’αρχίσει να ψάχνει από μόνη της· είμαι σίγουρος.»
Τα μάτια της Δομινίκης στένεψαν, οργισμένα. «Ο Ανδρόνικος είναι στα Σκοτεινά Κελιά!» του θύμισε με χαμηλωμένη φωνή. «Πώς θα την πας εκεί; Δεν ξέρει καν για την ύπαρξή τους!»
«Θα τον φέρω αλλού, θα τον ναρκώσω, και θα τον δει.»
*
Ο Φαρνέλιος δεν κατάλαβε για πότε ήρθε το βράδυ, καθώς διάβαζε τα κείμενα που του έδινε ο Λαομάχος και τα έβρισκε ολοένα και πιο ενδιαφέρονταν. Παλιότερα, θα έλεγε ότι αυτό το ενδιαφέρον ήταν μονάχα ακαδημαϊκό –εξάλλου, μιλούσαν για μια θρησκεία εξαφανισμένη πλέον από την Απολλώνια–, μα σήμερα όχι. Σήμερα, το ενδιαφέρον του δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου, ακαδημαϊκό, γιατί, σύμφωνα μ’όλες τις ενδείξεις, η θρησκεία του Μαύρου Νάρζουλ είχε αναζωπυρωθεί και προσπαθούσε να πάρει τον έλεγχο της Απολλώνιας, χρησιμοποιώντας τον τρόμο, το ψέμα, και την παραφροσύνη ως τα βασικά της όπλα.
«Κανείς δε θα το πίστευε,» είπε ο Φαρνέλιος, σε κάποια στιγμή. «Κανείς δε θα το πίστευε αυτό.»
«Ναι,» συμφώνησε ο Λαομάχος, νεύοντας. «Ούτε καν εγώ. Για να είμαι ειλικρινής, ακόμα και τώρα δε θα το πίστευα, αν δεν το είχα δει με τα ίδια μου τα μάτια.»
Και μετά, είχε δώσει στον Φαρνέλιο ένα άλλο βιβλίο, το οποίο ήταν γραμμένο από κάποιον αρχαίο ιερέα του Μαύρου Νάρζουλ, νεκρό πλέον, εδώ και αιώνες.
«Πού το βρήκες αυτό, Λαομάχε;»
«Στα παλιά βιβλιοπωλεία της Απαστράπτουσας μπορείς να βρεις οτιδήποτε, φίλε μου.»
Αργότερα, ο Φαρνέλιος ρώτησε: «Οι ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ έχουν αντιληφτεί ότι τους ψαχουλεύεις;»
«Δεν είμαι σίγουρος. Ίσως. Πάντως, το βέβαιο είναι ότι δεν προσπαθούν πλέον να μου προκαλέσουν σύγχυση, ούτε με τους πράκτορές τους ούτε με τα μάγια τους.»
«Δε θα το κατάφερναν τόσο εύκολα τώρα,» είπε ο Φαρνέλιος. «Οι ψευδαισθήσεις λειτουργούν καλύτερα στον ανυποψίαστο νου: στον νου που δεν θέλει –δεν μπορεί– να πειστεί ακόμα ότι όλα όσα συμβαίνουν γύρω του είναι ψεύτικα. Για να σε επηρεάσουν εσένα, Λαομάχε, έχω την υποψία ότι θα έπρεπε τώρα να χρησιμοποιήσουν μία από τις άλλες τους μεθόδους που περιγράφονται σε τούτα τα βιβλία.»
«Ναι. Αλλά δε νομίζω ότι θα το τολμήσουν.»
«Να προσέχεις, όμως. Το φίδι δαγκώνει απρόσμενα και δυνατά, όταν θεωρήσει ότι απειλείται.»
«Δεν μπορώ να τους απειλήσω. Όχι ακόμα,» είπε ο Λαομάχος. «Κανείς δε θα με πιστέψει. Αν δημοσιοποιήσω τις υποψίες μου, θα με βγάλουν τρελό.»
«Πράγματι,» συμφώνησε ο Φαρνέλιος. «Γι’αυτό πρέπει να πολεμήσουμε τη φωτιά με τη φωτιά.»
Και συνέχισε να διαβάζει τα απόκρυφα κείμενα που είχε παρουσιάσει ο Λαομάχος εμπρός του. Κι όσο τα διάβαζε, τόσο αισθανόταν έναν δυνατό τρόμο να τον καταλαμβάνει, γιατί αντιλαμβανόταν πόσο άσχημα μπορούσαν να γίνουν τα πράγματα για την Απολλώνια. Ή, μάλλον, ίσως ήδη να ήταν πολύ, πολύ άσχημα…
Ή ίσως αυτά τα κείμενα να είναι μία ακόμα μέθοδος των ακόλουθων του Μαύρου Νάρζουλ για να επηρεάζουν το νου και να προκαλούν φόβο και παράνοια, συλλογίστηκε ο Φαρνέλιος. Ίσως να πέφτω θύμα μιας παγίδας, δίχως να το καταλαβαίνω.
Ωστόσο, δεν μπορούσε να σταματήσει να διαβάζει. Το ενδιαφέρον του είχε κεντριστεί. Ήθελε να μάθει όσο το δυνατόν περισσότερα για τον σκιερό εχθρό που τους απειλούσε όλους.
Τον ερχομό του βραδιού τον κατάλαβε απ’το χτύπημα στην πόρτα του γραφείου, κι απ’τη φωνή του Θελλέδη:
«Κύριε Φαρνέλιε; Είστε μέσα;»
Ο Φαρνέλιος έβγαλε τα γυαλιά του και έτριψε τα μάτια του. «Ναι, Θελλέδη. Τι είναι;»
«Να περάσω;»
Ο Φαρνέλιος κοίταξε ερωτηματικά τον Λαομάχο, ο οποίος κατένευσε. «Ναι, Θελλέδη, έλα.»
Η πόρτα άνοιξε, και ο γαλανόδερμος επαναστάτης παρουσιάστηκε στο κατώφλι. «Με συγχωρείτε για την ενόχληση· νυχτώνει, όμως, κύριε Φαρνέλιε. Ίσως θα έπρεπε να επιστρέψουμε. Αν μη τι άλλο, για να μην ανησυχήσουμε τους υπόλοιπους.»
«Έχεις δίκιο,» παραδέχτηκε ο Φαρνέλιος· «καλύτερα να πηγαίνουμε.» Και προς τον Λαομάχο: «Θα ξαναπεράσω, φίλε μου. Στο μεταξύ, να είσαι προσεκτικός.»
«Θα προσέχω, Φαρνέλιε. Εσύ πού θα πας τώρα;»
«Σε κάποιους φίλους, εκτός πόλης. Θα μπορούσα να δανειστώ μερικά από τούτα τα βιβλία;»
«Ναι.»
Ο Φαρνέλιος πήρε τα βιβλία που ήθελε και βγήκε απ’το γραφείο, μαζί με τον Λαομάχο.
Στο καθιστικό, τους περίμεναν η Σαρφάλλη και η Άτια.
«Αδελφή, λυπάμαι που δεν μπορώ να μείνω περισσότερο,» είπε ο Φαρνέλιος. «Θα ξανάρθω, όμως.»
«Να ξανάρθεις,» αποκρίθηκε εκείνη. «Αλλά, σε παρακαλώ, Φαρνέλιε, μην αρχίσεις κι εσύ να ψάχνεις τις ανοησίες που ψάχνει ο Λαομάχος. Δε θα σε οδηγήσουν πουθενά· και ίσως να υπάρχει κίνδυνος–»
«Ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος όταν δεν γνωρίζουμε τίποτα, όχι όταν γνωρίζουμε,» παρενέβη ο Λαομάχος.
Η σύζυγός του του έριξε ένα βλέμμα που φανέρωνε ανάμικτο θυμό και ανησυχία για εκείνον. «Είσαι γιατρός,» του θύμισε. «Δεν είναι αυτή η δουλειά σου.»
Ο Φαρνέλιος καθάρισε το λαιμό του. «Λοιπόν,» είπε, διακόπτοντάς τους. «Να σας αφήνουμε εμείς.» Πλησίασε την Άτια και φίλησε τα μάγουλα και το μέτωπό της. «Να είσαι καλά, αδελφή.» Ύστερα, στράφηκε στον Λαομάχο και αντάλλαξε μια χειραψία μαζί του. «Δεν έχουν χαθεί όλα,» τον διαβεβαίωσε. «Θ’αγωνιστούμε. Και όπως σου είπα: νάχεις το νου σου.»
Εκείνος ένευσε, και ξεπροβόδισε τον Φαρνέλιο και τους δύο γαλανόδερμους συντρόφους του.
Οι τρεις επαναστάτες μπήκαν στον ανελκυστήρα κι άρχισαν να κατεβαίνουν.
«Η γυναίκα του σας κρυφάκουγε,» είπε η Σαρφάλλη στον Φαρνέλιο.
«Πώς το ξέρεις;»
«Πλησίαζε, συχνά-πυκνά, την πόρτα όπου είχατε μπει. Την παρατήρησα, γιατί οι κινήσεις της μου φάνηκαν περίεργες μέσα στο σπίτι.»
Η Άτια ανησυχεί, σκέφτηκε ο Φαρνέλιος· αυτό είναι όλο. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι η αδελφή του ήταν κατάσκοπος του Λούσιου ή των ακόλουθων του Μαύρου Νάρζουλ. Θα ήταν εξωφρενικό.
«Και δεν ήμασταν μόνοι στο σπίτι,» συνέχισε η Σαρφάλλη, καθώς ο ανελκυστήρας έφτανε στο ισόγειο και άνοιγαν την πόρτα, για να βγουν.
«Ποιος άλλος ήταν;»
«Ένας νεαρός. Τον είδα μέσα σ’ένα δωμάτιο, όταν είχα πάει στην τουαλέτα.»
«Ο γιος τους θα ήταν,» είπε ο Φαρνέλιος, και βγήκαν απ’την πολυκατοικία, βαδίζοντας στους νυχτερινούς δρόμους της Απαστράπτουσας. «Μπορείς να μου τον περιγράψεις;»
Η Σαρφάλλη το έκανε.
«Ναι,» είπε ο Φαρνέλιος, «ο μικρός τους γιος.» Άναψε την πίπα του και φόρεσε το καπέλο του.
«Τι θα κάνουμε τώρα, κύριε Φαρνέλιε;» ρώτησε ο Θελλέδης. «Υποθέτω, δεν μπορούμε να σώσουμε τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο απόψε.»
«Ναι, κι εγώ το ίδιο υποθέτω, Θελλέδη. Και νομίζω πως το μόνο που μας μένει είναι να κάνουμε εκείνο που πρότεινες κι εσύ: να επιστρέψουμε στους υπόλοιπους, ώστε να μην ανησυχούν για εμάς. Και το πρωί… το πρωί, βλέπουμε. Ίσως θα έπρεπε, κατ’αρχήν, να πάμε κάπου άλλου, όλοι μας. Ή, μάλλον, ίσως θα έπρεπε να ξεκινήσουμε από τώρα…»
«Να πάμε άλλου;» απόρησε ο Θελλέδης. «Πού;»
«Σε κάποιο ασφαλέστερο μέρος. Γιατί εκεί, κοντά στον μεγάλο δρόμο, νότια της Απαστράπτουσας, πολύ πιθανόν να τραβήξουμε ανεπιθύμητη προσοχή.»
*
Τα οχήματα που διέσχιζαν το δρόμο δυτικά της Απαστράπτουσας δεν ήταν πολλά, και, όσο περνούσε η ώρα, ολοένα και λιγόστευαν. Η Βασιλική είχε κάνει σήμα σε μερικά να σταματήσουν και να την πάρουν, μα την είχαν αγνοήσει, την είχαν προσπεράσει, και είχαν χαθεί απ’τα μάτια της. Το απόγευμα περνούσε, και η νύχτα πλησίαζε.
Σε κάποιο σημείο του δρόμου, η Πριγκίπισσα συνάντησε ένα κάρο, το οποίο ξεπρόβαλε από έναν παράπλευρο χωματόδρομο και μπήκε στον κεντρικό. Το τραβούσε ένα μικρόσωμο αλλά γεροδεμένο άλογο, και στη θέση του οδηγού καθόταν ένας άντρας με κάπα και κουκούλα, για να προστατεύεται από το κρύο. Πλάι του, είχε μια λάμπα λαδιού, σβηστή, γιατί δεν του χρειαζόταν ακόμα· το τελευταίο φως του απογεύματος ήταν αρκετό για να βλέπει το δρόμο. Πίσω του, στην καρότσα, ήταν φορτωμένα κάποια πράγματα που η Βασιλική δεν μπορούσε να διακρίνει, καθώς τα σκέπαζε ένα χοντρό, καφετί ύφασμα.
Η εμφάνιση του αμαξά τη θορύβησε, αρχικά, γιατί –αν και παράλογα– φοβήθηκε ότι ίσως κι αυτός να ήταν μία από εκείνες τις παράξενες, ηλίθιες συμπτώσεις που της τύχαιναν όλη μέρα σήμερα, ή ίσως να ήταν κανένας παλαβός, όπως τον τύπο με το δίκυκλο (τον οποίο, ευτυχώς, δεν είχε ξαναδεί).
Ο αμαξάς έστρεψε το κουκουλωμένο του κεφάλι προς το μέρος της και την κοίταξε. Το πρόσωπό του ήταν τυλιγμένο στις σκιές. Δεν της μίλησε, και συνέχισε το δρόμο του.
Η Βασιλική αναστέναξε. Δεν ήταν συνηθισμένη στις πεζοπορίες, και είχε ήδη βαδίσει πολλά χιλιόμετρα. Δεν ήξερε πόσα ακριβώς, αλλά το σίγουρο ήταν ότι τα πόδια της την πονούσαν, και οι κοντές της μπότες τής χτυπούσαν τα δάχτυλα και τις φτέρνες, πληγιάζοντας το δέρμα της. Ούτε οι μπότες ήταν φτιαγμένες για πεζοπορίες, προφανώς· ήταν από τα υποδήματα που φοράς για να κάνεις μικρές αποστάσεις μέσα στην πόλη.
Ο άνεμος ήταν ψυχρός, και, όσο βράδιαζε, ψύχραινε ακόμα περισσότερο. Η Βασιλική, μη υπολογίζοντας ότι το όχημά της θα χαλούσε, δεν είχε πάρει κάπα μαζί της· φορούσε τα ρούχα που φορούσε και το πρωί: δαντελωτό πουκάμισο, πέτσινο πανωφόρι, δερμάτινη φούστα, χοντρό καλσόν. Και ένα μικρό, γκρίζο καπέλο ήταν στο κεφάλι της. Αυτά, όμως, δεν ήταν αρκετά για να την προστατέψουν, τη νύχτα, από τον Απολλώνιο χειμώνα.
Έπρεπε να επιστρέψει στην Απαστράπτουσα, όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Μα, κανένας δε σταματούσε για να την πάρει στο όχημά του· και η ήδη λιγοστή κίνηση του δρόμου ολοένα και λιγόστευε με τον ερχομό του βραδιού.
Ετούτος ο αμαξάς ίσως να ήταν η τελευταία της ευκαιρία για να φτάσει στην πόλη προτού τα πόδια της γεμίσουν πληγές και προτού αρπάξει καμια πνευμονία.
Απ’την άλλη, όμως, ο άντρας με την κουκούλα τής έμοιαζε τρομαχτικός μέσα στο ημίφως. Εξάλλου, δε θα μπορούσε να είναι ο τύπος με το δίκυκλο; Δεν είχε ποτέ δει το πρόσωπό του, για να μπορεί να τον αναγνωρίσει. Και ίσως να ήταν αυτός που είχε σαμποτάρει το όχημά της. Ίσως να ήθελε τώρα να τη βάλει στην άμαξά του, για να την απαγάγει–
Μην είσαι ανόητη, Βασιλική! Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι εκείνος που σαμπόταρε το όχημά σου. Δεν μπορεί να είναι εκείνος με το δίκυκλο. Κι επιπλέον, δεν ξέρεις ότι ο άντρας με το δίκυκλο ήταν που σαμπόταρε το όχημά σου!
Αλλά αν έκανε λάθος;…
Θα τον αφήσω να με παρασύρει στην παγίδα του; Να με απαγάγει, ή να με σκοτώσει;
Ίσως, τελικά, αυτό να ήταν που προσπαθούσαν να κάνουν εξαρχής: να την εξουθενώσουν και να την παγιδέψουν, ώστε εκείνη να μη μπορεί ν’αντισταθεί, να μη μπορεί να κάνει τίποτα για να τους ξεφύγει. Ίσως να φοβόνταν ότι είχε κάποιο όπλο επάνω της και θα το χρησιμοποιούσε, αν ήταν ξεκούραστη. Και η αλήθεια ήταν ότι είχε ένα όπλο: είχε ένα μικρό πιστόλι (με έξι και μόνο σφαίρες) μέσα στην τσάντα που κρεμόταν απ’τον ώμο της. Και, μάλλον, θα το γνωρίζουν αυτό. Αν μ’έχουν παρακολουθήσει, θα το γνωρίζουν, και γι’αυτό θέλουν να με κουράσουν, προτού με απαγάγουν–
Αλλά, μα τους θεούς! πώς είναι δυνατόν να γνωρίζουν τι έχω μες στην τσάντα μου; Όχι, δεν μπορεί να το γνωρίζουν. Το υποθέτουν μονάχα, το υποθέτουν…
Η άμαξα την είχε προσπεράσει, πηγαίνοντας προς τη γενικότερη κατεύθυνση της Απαστράπτουσας.
Η Βασιλική την έβλεπε να φεύγει, και δεν έκανε τίποτα, νιώθοντας παραλυμένη από την αβεβαιότητα, γέρνοντας, τη μια στιγμή, προς το Να φωνάξω στον αμαξά να σταματήσει και να με πάρει και, την άλλη στιγμή, προς το Άστον να φύγει καλύτερα, ποτέ δεν ξέρεις.
Εξάλλου, ήταν η Πριγκίπισσα της Απολλώνιας –η μοναδική Πριγκίπισσα της Απολλώνιας– και ο καθένας μπορεί να ήθελε να τη χρησιμοποιήσει για τους δικούς του σκοπούς, εξαιτίας του τίτλ–
Αν, όμως, τον αφήσω να φύγει, θα φτάσω ποτέ στην Απαστράπτουσα;
–Θα φτάσω! Δε μπορεί νάμαι μακριά ακόμα.
Ανόητη, ταλαιπωρείσαι άδικα, είπε μια φωνή μέσα της. Ο αμαξάς είναι μόνος του, και, κατά πάσα πιθανότητα, δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένας άνθρωπος της υπαίθρου.
Δεν την άκουγε, όμως, αυτή τη φωνή. Ύστερα από όλα τα παράξενα περιστατικά σήμερα, προτίμησε να επιλέξει την ασφαλή οδό.
Και συνέχισε να βαδίζει, καθώς το σκοτάδι πύκνωνε γύρω της.
Τα φεγγάρια παρουσιάστηκαν στον ουρανό της Απολλώνιας: η φωτεινή Γλαυκή και η αχνή Αθώρητη, το σχήμα της οποίας ίσα που φαινόταν, και η ακτινοβολία της δεν ήταν ικανή να φωτίσει τίποτα.
Από τα δεξιά της, η Βασιλική παρατήρησε φως μες στη νύχτα. Σταμάτησε, ξαφνιασμένη, γιατί, σίγουρα, δεν ήταν φως από ενεργειακή λάμπα, ούτε από δαυλό ή λάμπα λαδιού· ούτε φωτιά ήταν. Ήταν ένας ασυνήθιστος φωτισμός.
Με τα μάτια της διασταλμένα, η Πριγκίπισσα της Απολλώνιας είδε μια μεγάλη μορφή να τεντώνεται. Μια μορφή που γυάλιζε με μια γαλανόχρωμη ακτινοβολία, και είχε ένα μακρύ κέρατο στο μέτωπό της.
Από το μυαλό της Βασιλικής πέρασαν αυτά που της είχε πει η Βικτώρια, για τον άντρα με το κέρατο στο μέτωπο, και προς στιγμή παρέλυσε· τα πόδια της ρίζωσαν στο έδαφος. Μετά, όμως, ήρθε στα συγκαλά της, και είδε το πλάσμα για αυτό που πραγματικά ήταν: ένα Απολλώνιο Σερπετό, που οι γκρίζες φολίδες τους ήταν γνωστό ότι γυάλιζαν γαλανόχρωμα στις ακτίνες της Γλαυκής.
Η Βασιλική ανέπνευσε ελεύθερα· και, θυμωμένη με τον εαυτό της, άρπαξε το καπέλο της και το πέταξε κάτω. Ηλίθια! σκέφτηκε. Τι σκατά έχεις πάθει;
Στεκόμενη εκεί, στο πλάι του μεγάλου, εξοχικού δρόμου, άναψε ένα τσιγάρο και πήρε μια γερή τζούρα, ενώ αισθανόταν τον ψυχρό αέρα να παιχνιδίζει με τα μαλλιά της.
Το Σερπετό έστρεψε τα μάτια του προς το μέρος της. Την ατένισε, σιωπηλά. Ύστερα, άρχισε να την πλησιάζει με αργά βήματα των χοντρών ποδιών του.
Η Βασιλική περίμενε, νιώθοντας τους προηγούμενους φόβους της να λιώνουν, σαν ομίχλη. Το θηρίο δεν την τρόμαζε· ήταν κάτι υπαρκτό, που μπορούσε να το δει μπροστά της: δεν ήταν κάποια σκοτεινή υποψία που κατέτρωγε το μυαλό της. Επιπλέον, τα Σερπετά δεν επιτίθονταν χωρίς λόγο: αυτό ήταν γνωστό· κι ακόμα και σήμερα, μια τέτοια παράξενη ημέρα, η Βασιλική ήταν απολύτως βέβαιη πως δεν κινδύνευε από το πλάσμα αντίκρυ της.
Ήταν φιλικό, και τη ζύγωνε σα να καταλάβαινε ότι η Πριγκίπισσα χρειαζόταν βοήθεια.
Η Βασιλική πέταξε το τσιγάρο της παραδίπλα και το πάτησε· τα πληγιασμένα δάχτυλα του ποδιού της πόνεσαν, καθώς πιέστηκαν μες στη μπότα της. Ύψωσε το χέρι της προς το Σερπετό.
Εκείνο ήρθε, και η μουσούδα του άγγιξε την παλάμη της. Η γλώσσα του έγλειψε τα δάχτυλά της. Από το λαιμό του βγήκε ένα αργόσυρτο μουγκρητό. Κι έπειτα, το πλάσμα λύγισε τα μεγάλα του πόδια και γονάτισε μπροστά στη Βασιλική, σκύβοντας το κεφάλι, προσκαλώντας τη να το καβαλήσει.
Σα να με αναγνωρίζει… Σα να με αναγνωρίζει ως Πριγκίπισσα της Απολλώνιας… Τι παράξενο…
Αλλά δεν υπήρχε κανένας φόβος μέσα της. Κανένας φόβος ότι κι ετούτη μπορεί να ήταν παγίδα. Σαν –κάπως– να ήξερε, βαθιά μέσα της, ότι κανείς δε θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ένα Σερπετό εναντίον της, για έναν τέτοιο δόλιο σκοπό.
Η Βασιλική το καβάλησε, και, καθώς εκείνο ορθωνόταν, κρατήθηκε απ’το κέρατό του, για να μην πέσει.
Η Πριγκίπισσα παρατήρησε ότι επάνω στο πλάσμα δεν υπήρχε ούτε λουρί ούτε ηνία. Επομένως, δεν πρέπει να ανήκε σε κανέναν· πρέπει να ήταν ένα από τα άγρια Σερπετά, που τριγύριζαν στην Απολλώνια. Και είχε έρθει για εκείνη…
«Στην Απαστράπτουσα,» του ψιθύρισε. «Στην Απαστράπτουσα.»
Και το Σερπετό άρχισε να βαδίζει προς την πρωτεύουσα του Βασιλείου της Απολλώνιας.
Η Βασιλική έσκυψε επάνω του και τύλιξε τα χέρια της γύρω απ’τον φαρδύ λαιμό του. Και, καθώς το πλάσμα προχωρούσε κι εκείνη λικνιζόταν από το ήρεμο, σταθερό βάδισμά του, την πήρε ο ύπνος, άθελά της.
Ξύπνησε όταν αισθάνθηκε το Σερπετό να σταματά. Ανασηκώθηκε επάνω του και είδε ότι βρισκόταν κανένα χιλιόμετρο απόσταση από την Απαστράπτουσα, γιατί μπορούσε να δει από κοντά τα φώτα της και τα ψηλά οικοδομήματά της μέσα στη νύχτα.
«Πήγαινέ με μέσα,» είπε στο πλάσμα· μα εκείνο δεν κινήθηκε.
Μάλλον, εδώ τελειώνει η βόλτα μου, συμπέρανε η Βασιλική, και κατέβηκε απ’τη ράχη του.
«Σ’ευχαριστώ,» του ψιθύρισε, και νόμισε ότι τα μάτια του Σερπετού γυάλισαν μ’ένα γαλανόχρωμο φως, όπως γυάλιζαν κι οι φολίδες του στις ακτίνες της Γλαυκής.
Η Βασιλική οδοιπόρησε πάλι προς την Απαστράπτουσα, και ανακάλυψε πως, τώρα που είχε ξεκουραστεί λίγο και τα πόδια της δεν ήταν τόσο ζεστά όσο πριν, την πονούσαν ακόμα περισσότερο, καθώς πιέζονταν μέσα στις μπότες της. Δεν είμαι μακριά, όμως. Σύντομα, θα είμαι σπίτι…
Διάνυσε το χιλιόμετρο που τη χώριζε από την πρωτεύουσα και μπήκε στις φαρδιές οδούς της, όπου η κυκλοφορία ήταν πολύ περισσότερη, όχι όπως στον εξοχικό δρόμο.
Κατάφερε να βρει και να μισθώσει ένα επιβατηγό όχημα, και ο οδηγός την πήγε έξω απ’την πολυκατοικία της. Η Βασιλική τον πλήρωσε και βγήκε, παραπατώντας. Μπήκε στην πολυκατοικία, πήρε τον ανελκυστήρα, και ανέβηκε στο διαμέρισμά της. Έβγαλε το κλειδί της και ξεκλείδωσε την εξώπορτα–
«Μα τους θεούς, Βασιλική! Πού ήσουν;»
Ο Άγγελος στεκόταν μέσα στο καθιστικό μ’ένα αναμμένο τσιγάρο στο χέρι. Το τασάκι επάνω στο τραπέζι ήταν γεμάτο με αποτσίγαρα και στάχτες. Το παράθυρο ήταν ανοιχτό, αφήνοντας τον κρύο αέρα να μπαίνει. Ο τηλεοπτικός πομπός ήταν ανοιχτός, επίσης· η Βασιλική παρατήρησε ότι έδειχνε εικόνες των αδελφών της.
«Μου είπες ότι θα ήσουν εδώ το απόγευμα, και τώρα είναι μεσάνυχτα!» συνέχισε ο Άγγελος.
Εκείνη έκλεισε την πόρτα και βάδισε μες στο δωμάτιο. «Είχα πάει…. Χάλασε το όχημά μου, έξω απ’την πόλη… Είμαι πολύ κουρασμένη, Άγγελε. Πολύ κουρασμένη. Θέλω μόνο να κάνω ένα μπάνιο και να κοιμηθώ…» Κάθισε στον καναπέ –ή, ίσως, σωριάστηκε εκεί.
«Πού είχες πάει έξω απ’την πόλη;» ρώτησε ο Άγγελος, καθίζοντας δίπλα της.
Η Βασιλική έσκυψε και έβγαλε τις μπότες της, τη μία μετά την άλλη. Οι κάλτσες της ήταν σκισμένες και βαμμένες με αίμα.
«Μα τους θεούς, ήρθες περπατώντας; Από πόσο μακρ–;»
«Σου είπα, το όχημά μου χάλασε!» αποκρίθηκε απότομα η Βασιλική. «Το σαμπόταραν.»
«Το σαμπόταραν;»
«Θέλω να ξεκουραστώ· θα σου πω το πρωί.»
«Εντάξει,» είπε ο Άγγελος, «ξεκουράσου. Απλά… δεν… δεν καταλαβαίνω τι έγινε.»
Η Βασιλική σηκώθηκε απ’τον καναπέ και πήγε προς το μπάνιο. Αισθανόταν το μυαλό της να παραδέρνει, και το σώμα της το ένιωθε σαν ερείπιο. Σήμερα, πραγματικά, έμοιαζε όλο το σύμπαν να είχε συνωμοτήσει εναντίον της… εκτός απ’αυτό το Σερπετό, που την είχε συναντήσει έξω απ’την πόλη. Αυτό το Σερπετό τής είχε φερθεί όπως ένας καλός συγγενής.
Ο Οδυσσέας στάθηκε επάνω στον χορταριασμένο λοφίσκο όπου είχε σταθεί και χτες το απόγευμα, και ατένισε τον καταυλισμό των νομάδων.
«Τίποτα δε φαίνεται νάχει αλλάξει,» παρατήρησε. Οι σκηνές ήταν περιτριγυρισμένες από τις σταματημένες άμαξες, και κοντά στις άμαξες στέκονταν οπλισμένοι φρουροί. Η σημαία των νομάδων –δύο διασταυρωμένοι κυρτοί κυνόδοντες– κυμάτιζε στο ανάλαφρο αεράκι του πρωινού. «Ας τους πλησιάσουμε.»
«Θα βγάλουμε πάλι τις μπότες μας και θα σηκώσουμε τα χέρια;» ρώτησε η Νελμίρα.
«Ασφαλώς. Καλύτερα να είμαστε επιφυλακτικοί μαζί τους· δεν τους ξέρουμε, ούτε εκείνοι μάς ξέρουν.»
Επομένως, ακολούθησαν το έθιμο που, ανάμεσα στους νομάδες της Σάρντλι, ονομαζόταν νάν’τριβ: έβγαλαν τις μπότες τους και, κρατώντας τες υψωμένες με το δεξί τους χέρι, άρχισαν να ζυγώνουν τον καταυλισμό, ενώ, συγχρόνως, είχαν και το αριστερό τους χέρι υψωμένο, δίχως να βαστούν τίποτα μ’αυτό. Τα όπλα τους, φυσικά, τα είχαν όλα θηκαρωμένα. Με το νάν’τριβ ήταν σαν να λένε: Ερχόμαστε κουρασμένοι από το δρόμο και όχι με εχθρικές διαθέσεις.
Οι φρουροί του καταυλισμού τούς είδαν, αλλά δε σήκωσαν τις βαλλίστρες τους.
Οι τρεις επαναστάτες έφτασαν κοντά, χωρίς κανείς να τους πειράξει. Ο Οδυσσέας κοίταξε τους νομάδες αντίκρυ του, και διαπίστωσε ότι, όπως το περίμενε, δεν είχαν βγει να τον συναντήσουν εκείνοι που τον είχαν συναντήσει και το απόγευμα· προφανώς, την πρωινή βάρδια την είχαν άλλοι.
Ο Οδυσσέας χαιρέτισε στη Γλώσσα της Σάρντλι, και πρόσθεσε, στη Συμπαντική: «Είμαστε ξένοι σε τούτα τα μέρη. Περάσαμε από δω και χτες.»
Μια ερυθρόδερμη γυναίκα αντιχαιρέτισε και είπε: «Γνωρίζουμε.» Ήταν ντυμένη με δερμάτινο φόρεμα, και απ’τη μέση της κρεμόταν ένα κοντό, κυρτό ξίφος. Τα σκούρα-μπλε μαλλιά της ήταν δεμένα κότσο πίσω απ’το κεφάλι της.
«Θα θέλαμε να εμπορευτούμε μαζί σας.»
Η γυναίκα τον κοίταξε συνοφρυωμένη.
«Χρειαζόμαστε μια σχεδία,» εξήγησε ο Οδυσσέας, «για να περάσουμε τον ποταμό. Μπορείτε να μας δώσετε μία;»
«Σχεδία;» έκανε η γυναίκα. Μάλλον, δεν ήξερε αυτή τη λέξη στη Συμπαντική.
«Σχεδία. Βάρκα. Πλοίο. Κάτι που επιπλέει στο νερό.»
Η γυναίκα ένευσε, καταλαβαίνοντας τώρα. «Έχουμε. Τι δίνεις;»
«Κομμάτια από σαλ’φάι. Δόντια, γλώσσες, κόκαλα.»
«Ναι. Θέλουμε.»
«Θα μας δείξεις τη σχεδία;»
Η γυναίκα στράφηκε σε δύο άντρες και τους μίλησε στη γλώσσα της· ο Οδυσσέας δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγαν, όμως είδε τους δύο άντρες να φεύγουν και υπέθεσε ότι πήγαιναν να φέρουν τη σχεδία.
Όπως αποδείχτηκε, είχε δίκιο. Πράγματι, επιστρέφοντας, έσερναν μαζί τους μια αρκετά μεγάλη σχεδία. Οι νομάδες αναγκάστηκαν να παραμερίσουν τις άμαξες, για να την περάσουν ανάμεσά τους.
«Πώς σας φαίνεται;» ρώτησε ο Οδυσσέας τούς συντρόφους του.
«Δεν έχει πανί,» παρατήρησε η Νελμίρα.
«Οι νομάδες, μάλλον, δεν το χρειάζονται. Κάνουν τη δουλειά τους και με τα κουπιά.»
Η Νελμίρα ανασήκωσε τους ώμους. «Δε νομίζω ότι θα βρούμε τίποτα καλύτερο.»
Ο Ράθνης κατένευσε μόνο. «Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο, Οδυσσέα.»
Ο Οδυσσέας είπε στην ερυθρόδερμη νομάδα: «Θα την πάρουμε τη σχεδία.» Και, βγάζοντας έναν σάκο απ’τον ώμο του: «Εδώ είναι τα κομμάτια των σαλ’φάι.»
Η γυναίκα άνοιξε τον σάκο και κοίταξε στο εσωτερικό του. Ύστερα, ένευσε, του είπε «Περιμένεις», και έφυγε, περνώντας πίσω από τις άμαξες και μπαίνοντας στον καταυλισμό. Οι υπόλοιποι φρουροί, φυσικά, παρέμειναν στις θέσεις τους, κοιτάζοντας τους τρεις επαναστάτες με επιφύλαξη, παρότι είχαν πλησιάσει σύμφωνα με το νάν’τριβ.
Σε λίγο, η ερυθρόδερμη γυναίκα επέστρεψε, και είπε στον Οδυσσέα: «Εντάξει. Πάρετε σχεδία, πάρουμε σαλ’φάι.»
«Σύμφωνοι,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας.
Η ερυθρόδερμη γυναίκα σήκωσε τον σάκο από κάτω, ενώ εκείνος κι οι δύο σύντροφοί του έπιασαν τη σχεδία κι άρχισαν να την τραβάνε από τα σχοινιά της, απομακρυνόμενοι από τον καταυλισμό των νομάδων. Το ψηλό χορτάρι τσακιζόταν κάτω από το βαρύ, ξύλινο κατασκεύασμα.
Οι τρεις επαναστάτες μετέφεραν τη σχεδία, σιωπηλοί, προς τη λίμνη Κρούκ’φα, ενώ ο ήλιος σκαρφάλωνε ολοένα και ψηλότερα στον ουρανό και τους έκανε να ιδρώνουν κάτω απ’τα ρούχα τους. Όταν έφτασαν στη λίμνη, έσπρωξαν τη σχεδία μέσα στο νερό και πήδησαν επάνω της, για να ξαποστάσουν.
«Μοιάζει αρκετά ασφαλής,» είπε η Νελμίρα.
«Δε νομίζω ότι θ’άντεχε σε ταραγμένο νερό,» παρατήρησε ο Ράθνης.
Η Νελμίρα τον αγνόησε, ακόμα οργισμένη από τη χτεσινή τους αντιδικία.
«Μάλλον,» είπε η Οδυσσέας, «δε θα χρειαστεί να διασχίσουμε ταραγμένο νερό, Ράθνη.» Και πρόσθεσε: «Θα πάρω πρώτος τα κουπιά.» Έβγαλε το πανωφόρι του και το πουκάμισό του, και κάθισε στη μέση της σχεδία. Έπιασε τα κουπιά και ξεκίνησε να κωπηλατεί, κατά μήκος της βόρειας όχθης της μεγάλης λίμνης.
Η κατεύθυνση προς την οποία πήγαινε γνώριζε –από τον χάρτη που είχε για τη διάσταση της Σάρντλι– ότι θα τον οδηγούσε στις εκβολές ενός ποταμού που ονομαζόταν Ραντ. Στις ανατολικές όχθες αυτού του ποταμού και στις όχθες της Κρούκ’φα ήταν χτισμένη η πόλη Ράντ’κα, όπου ζούσαν, κυρίως, ψαράδες, κτηνοτρόφοι, και κυνηγοί. Δεν ήταν από τα μέρη που ελέγχονταν στενά από τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας, μα δεν ήταν κι ένα μέρος τελείως ελεύθερο από τον έλεγχό της. Κοντά στη Ράντ’κα, μάλιστα, ο Οδυσσέας γνώριζε ότι υπήρχε μια στρατιωτική βάση των Παντοκρατορικών.
Ας ελπίσουμε ότι θα περάσουμε απαρατήρητοι, σκέφτηκε· και είπε στους συντρόφους του να κρύψουν τα όπλα τους, ενώ ο ίδιος έκρυψε τα δικά του. Σε περίπτωση, επομένως, που κάποιος κατασκόπευε τις όχθες με τηλεσκόπιο ή κιάλια, θα τους έβλεπε άοπλους, όχι οπλισμένους, και πιθανώς να τους περνούσε για ντόπιους. Εκτός από τον Ράθνη. Το κατάλευκο δέρμα ήταν εξαιρετικά σπάνιο στη Σάρντλι. Όχι πως και το δικό μου είναι το πιο κοινό –οι πιο κοινοί Σάρντλιοι δερματικοί χρωματισμοί ήταν το χρυσό, το κόκκινο, και το μαύρο–, αλλά δεν είναι και τόσο σπάνιο. Πρότεινε, λοιπόν, στον Ράθνη να φορέσει ένα καπέλο που θα έκρυβε την όψη του στη σκιά, και του είπε, επίσης, να μη βγάλει τα ρούχα του. Εκείνος δεν έφερε αντίρρηση.
«Σε πόση ώρα θα είμαστε κοντά στη Ράντ’κα;» ρώτησε, βάζοντας το καπέλο.
«Δε νομίζω ότι θα είμαστε εκεί σήμερα,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας· «πρέπει να βρισκόμαστε αρκετά μακριά. Ωστόσο, καλύτερα να είσαι καλυμμένος από τώρα· ποτέ δεν ξέρεις ποιος μπορεί να μας κατασκοπεύσει από απόσταση, όσο κωπηλατούμε κοντά στις όχθες της Κρούκ’φα.»
Για τέσσερις ώρες ο Οδυσσέας συνέχισε να βρίσκεται στα κουπιά, προωθώντας τη σχεδία τους πάνω στα ήρεμα νερά της λίμνης και κάνοντας τα νούφαρα –εκεί όπου υπήρχαν– να παραμερίζουν. Τα ψάρια και τα υδρόβια πλάσματα απομακρύνονταν από το πέρασμα του μεγάλου, ξύλινου κατασκευάσματος. Στις όχθες, οι τρεις επαναστάτες παρατήρησαν, μερικές φορές, σαλ’φάι να κινούνται ανάμεσα στα ψηλά χόρτα ή πίσω απ’τα σποραδικά δέντρα. Στα βαθιά νερά της λίμνης, κατά το μεσημέρι, ατένισαν μια βάρκα.
«Φαίνεται πως δεν είμαστε μόνοι,» σχολίασε η Νελμίρα.
«Κάποιος ψαράς πρέπει νάναι,» υπέθεσε ο Οδυσσέας.
Ο Ράθνης πήρε τα κιάλια του και κοίταξε. «Ναι, ψαράς είναι. Γιατί, όμως, βρίσκεται τόσο μακριά από τη Ράντ’κα;»
«Μπορεί να μην είναι από εκεί,» είπε ο Οδυσσέας· «υπάρχουν κι άλλοι οικισμοί και χωριά στις όχθες της λίμνης. Η Κρούκ’φα είναι μεγάλη. Εκατόν-εβδομήντα-πέντε χιλιόμετρα απ’τη Δύση ώς την Ανατολή, και ογδόντα-πέντε απ’το Βορρά ώς το Νότο.»
Και μετά, τους θύμισε ότι ήταν ώρα κάποιος από εκείνους να πάρει τη θέση του στα κουπιά.
«Θα τα πάρω εγώ,» είπε η Νελμίρα, και, καθώς ο Οδυσσέας σηκωνόταν, κάθισε στη μέση της βάρκας και άρχισε να κωπηλατεί.
Ο Οδυσσέας και ο Ράθνης έβγαλαν να φάνε από τις προμήθειές τους.
Η Νελμίρα ασχολήθηκε άλλες τέσσερις ώρες με τα κουπιά και, μετά, τα πήρε ο Ράθνης. Κατά τη διάρκεια της κωπηλασίας του, είδαν ένα χωριό στις όχθες της Κρούκ’φα. Ορισμένοι απ’τους κατοίκους τούς παρατήρησαν και τους έδειξαν σε μερικούς άλλους, μα κανείς δεν τους χαιρέτησε, ούτε επιχείρησε να τους πλησιάσει. Κοντά στο χωριό, επάνω σε ξύλινα πλαίσια, δέρματα ήταν τεντωμένα· κι απ’την εμφάνισή τους, οι επαναστάτες έκριναν ότι δεν μπορεί παρά να ήταν δέρματα από σαλ’φάι.
Όταν άρχισε να βραδιάζει, σταμάτησαν τη σχεδία τους σε μια απ’τις όχθες της λίμνης και ετοιμάστηκαν να περάσουν τη νύχτα. Μέχρι στιγμής, τα πράγματα είχαν πάει καλά, και όλοι τους ήλπιζαν να συνεχίσουν να πηγαίνουν έτσι. Μετά από την καταστροφή του αεροπλάνου τους, δε χρειάζονταν κι άλλα εμπόδια στο δρόμο τους. Ήδη έχουμε καθυστερήσει, σκεφτόταν ο Οδυσσέας, και ο Ανδρόνικος έχει ανάγκη τη βοήθειά μας στην Απολλώνια.
Την επομένη, ξεκίνησαν να κωπηλατούν από την αυγή, και δύο ώρες μετά το μεσημέρι έφτασαν στις εκβολές του ποταμού Ραντ και κοντά στις αποβάθρες της πόλης Ράντ’κα. Η βάση των Παντοκρατορικών δεν φαινόταν από εδώ· ο Οδυσσέας ήξερε, όμως, ότι η λίμνη και ο ποταμός φαίνονταν από τη βάση.
Η Νελμίρα, που είχε τώρα τα κουπιά, οδήγησε τη σχεδία τους επάνω στον Ραντ και έξω από τη λίμνη Κρούκ’φα· κι εδώ, διαπίστωσε, η αντίσταση του νερού ήταν πολύ μεγαλύτερη, καθώς έπρεπε να κωπηλατεί ενάντια στο ρεύμα.
Ο Ράθνης πήρε τη θέση της μετά από κανένα μισάωρο, γιατί η βάρδια της στα κουπιά βρισκόταν προς το τέλος. Στο κεφάλι του είχε το πλατύγυρο καπέλο του, για να κρύβει το πρόσωπό του στη σκιά, όπως τον είχε συμβουλέψει ο Οδυσσέας.
Όταν πέρασαν τέσσερις ώρες, και σηκώθηκε απ’τα κουπιά, είπε: «Μ’αυτό το ρυθμό θ’αργήσουμε να διασχίσουμε τούτο το ποτάμι. Είναι μακρύ, Οδυσσέα;»
Ο Οδυσσέας άνοιξε τον χάρτη του και τους έδειξε τον ποταμό Ραντ. «Εκατόν-σαράντα χιλιόμετρα, μέχρι να συναντήσουμε τον πολύ μεγαλύτερο ποταμό Ράντραμ· κι εκεί, το ρεύμα θα είναι μαζί μας.»
«Εκατόν-σαράντα χιλιόμετρα είναι πολλά,» είπε η Νελμίρα. «Θα φτύσουμε αίμα ώσπου να τα διασχίσουμε.»
«Ναι,» συμφώνησε ο Οδυσσέας. «Έχεις, όμως, καμια καλύτερη ιδέα;»
Η αλήθεια ήταν πως δεν είχε, έτσι κούνησε το κεφάλι μονάχα.
Ο Οδυσσέας είπε: «Είναι νωρίς ακόμα· εγώ θα ξαναπιάσω τα κουπιά.» Και, πράγματι, ήταν νωρίς· δεν είχε αρχίσει να βραδιάζει. Σήμερα, έχοντας ξεκινήσει απ’την αυγή, μπορούσαν να ταξιδέψουν περισσότερο. Χτες, που έπρεπε να διαπραγματευτούν με τους νομάδες κι έπειτα να τραβήξουν τη σχεδία ώς τη λίμνη, είχαν χάσει πολύ χρόνο.
Ο Οδυσσέας κάθισε στα κουπιά και κωπηλάτησε για δύο ώρες ακόμα, οπότε η Νελμίρα προσφέρθηκε να τον ξεκουράσει, καθώς έπεφτε η νύχτα. Εκείνος δεν αρνήθηκε, γιατί ήταν, όντως, κουρασμένος. Η Νελμίρα κωπηλάτησε δύο ώρες και, μετά, ο Ράθνης άλλες δύο. Έτσι, ήρθαν τα μεσάνυχτα, και άραξαν τη σχεδία τους στις δυτικές όχθες του ποταμού, για να διανυκτερεύσουν.
*
Κατά τη διάρκεια του υπόλοιπου ταξιδιού τους επάνω στον ποταμό Ραντ, ακολούθησαν την εξής τακτική: Ξυπνούσαν με την αυγή· ο Οδυσσέας καθόταν στα κουπιά για τέσσερις ώρες· η Νελμίρα έπαιρνε τη θέση του και κωπηλατούσε άλλες τέσσερις ώρες· ο Ράθνης έπιανε τα κουπιά και κινούσε τη σχεδία τους για τέσσερις ώρες ακόμα· μετά, ο Οδυσσέας κωπηλατούσε πάλι για δύο ώρες· η Νελμίρα για άλλες δύο· και, τέλος, ο Ράθνης, μέχρι τα μεσάνυχτα· οπότε, έβγαζαν το σκάφος τους στην όχθη και κοιμόνταν, φυλώντας σκοπιές εναλλάξ.
Μ’αυτό το ρυθμό, κατάφεραν να διασχίσουν τον ποταμό Ραντ σε τρεισήμισι μέρες, και το μεσημέρι της τέταρτης, ενώ η Νελμίρα δεν είχε ακόμα σηκωθεί από τα κουπιά, βρέθηκαν στον ποταμό Ράντραμ κι αισθάνθηκαν το ρεύμα με το μέρος τους.
Η Νελμίρα έβγαλε μια πρωτόγονη κραυγή, και είπε: «Από δω και πέρα, θάναι παιχνιδάκι!»
Στη νότια όχθη του Ράντραμ, και εκεί όπου αυτός διακλαδιζόταν με τον Ραντ, ήταν χτισμένη μια πόλη: η Ράντ’κλι. Και ο Οδυσσέας πρότεινε στους συντρόφους του να σταματήσουν στο λιμάνι της για λίγο, γιατί χρειάζονταν τρόφιμα.
«Πρέπει να είμαστε προσεχτικοί, όμως,» τους τόνισε· «οι πράκτορες της Παντοκράτειρας έχουν περισσότερη επιρροή εδώ, γιατί τώρα πλησιάζουμε τα κεντρικά μέρη της Σάρντλι.»
Έδεσαν τη σχεδία τους στις αποβάθρες της Ράντ’κλι και μπήκαν στο λιμάνι της. Η πόλη φαινόταν νάναι πολύ μεγαλύτερη από τη Ράντ’κα και, λογικά, πρέπει εδώ να γινόταν και περισσότερο εμπόριο. Τα οικοδομήματα ήταν χτισμένα από καφετιά πέτρα και ξύλο, και ελάχιστα ξεπερνούσαν τους δύο ορόφους. Οι δρόμοι δεν ήταν φαρδείς, εκτός από τους πολύ κεντρικούς· οχήματα δεν μπορούσαν να περάσουν με άνεση, και σε μερικούς δεν μπορούσαν να περάσουν καθόλου. Οι περισσότεροι δεν ήταν τίποτα παραπάνω από χωματόδρομοι· ορισμένοι μόνο ήταν λιθόστρωτοι. Στο λιμάνι, στην αγορά, και σ’άλλα κεντρικά σημεία της πόλης, μπορούσε κανείς να συναντήσει περιπολίες στρατιωτών της Παντοκρατορίας· κι αυτοί οι πολεμιστές δεν ήταν οπλισμένοι όπως τους νομάδες: είχαν όπλα ανώτερης τεχνολογίας. Επίσης, στην αγορά, οι τρεις επαναστάτες είδαν μια γυναίκα που, απ’το ντύσιμό της και απ’το γεγονός ότι βρισκόταν κοντά στους φρουρούς, έκριναν πως πρέπει να ήταν μάγισσα στην υπηρεσία της Παντοκράτειρας.
Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του ήταν ιδιαίτερα προσεκτικοί να μην τραβήξουν την προσοχή των στρατιωτών. Πήγαν σ’έναν έμπορο που εμπορευόταν τρόφιμα, αγόρασαν ό,τι ήθελαν, και έφυγαν, δίχως να μείνουν περισσότερο στην πόλη.
Ο Ράθνης κάθισε τώρα στα κουπιά και ξεκίνησε να κωπηλατεί, ενώ το ρεύμα ήταν με το μέρος τους, σπρώχνοντάς τους προς τον προορισμό τους: τη Φανχάι, όπου θα έβρισκαν τον σύνδεσμο της Επανάστασης με τον οποίο έπρεπε να επικοινωνήσουν.
Και μετά, σκέφτηκε ο Οδυσσέας, θα πρέπει να βρούμε έναν τρόπο για να φύγουμε από τη Σάρντλι… Έβγαλε το χαρτί που του είχε δώσει ο Ανδρόνικος: το χαρτί με τα μέρη που όφειλαν να επισκεφτούν, ώστε να ζητήσουν βοήθεια από τους επαναστάτες εκεί.
Οι εξής διαστάσεις ήταν σημειωμένες: Υπερυδάτια, Σάρντλι, Μοργκιάνη, Βίηλ.
Απ’όσο γνώριζε ο Οδυσσέας, η Σάρντλι είχε εξόδους προς τη Διάσταση του Φωτός, τη Φεηνάρκια, τη Σεργήλη, και την Αρβήντλια. Επίσης, συνδεόταν και με τον Αιθέρα. Επομένως, θα μπορούσαν να πάνε στη Φεηνάρκια και, από εκεί, να φτάσουν στη Βίηλ. Μετά, όμως, πώς θα πήγαιναν στην Υπερυδάτια και στη Μοργκιάνη; Η Βίηλ δεν συνδεόταν με τον Αιθέρα. Αλλά έχει μια μονόδρομη δίοδο προς τη Σάρντλι, θυμήθηκε ο Οδυσσέας. Και, καθώς ο Ράθνης κωπηλατούσε, εκείνος βάλθηκε να φτιάξει την καλύτερη δυνατή πορεία μέσα στο μυαλό του.
Έτσι, έφτασε στο συμπέρασμα ότι τους συνέφερε, τελικά, να πάνε στη Φεηνάρκια κι έπειτα στη Βίηλ. Από εκεί, θα επέστρεφαν στη Σάρντλι και θα έπαιρναν αεροσκάφος για να βγουν στον Αιθέρα. Από τον Αιθέρα, θα έφταναν στην Υπερυδάτια· κι έπειτα, υπήρχαν δύο τρόποι για να φτάσουν στη Μοργκιάνη: ο ένας ήταν να πάνε από την Υπερυδάτια στο Σύμπλεγμα, και από το Σύμπλεγμα στη Μοργκιάνη· ο άλλος ήταν να περάσουν πάλι στον Αιθέρα, να μπουν στην Αλβέρια, και από εκεί να πάνε στη Μοργκιάνη. Βλέποντας και κάνοντας, λοιπόν…
Το σημαντικό ήταν να μην τους τύχαιναν κι άλλες αναποδιές στο ταξίδι τους κι αναγκάζονταν να λοξοδρομήσουν.
*
Η πλεύση επάνω στον ποταμό Ράντραμ ήταν πολύ πιο εύκολη απ’ό,τι επάνω στον ποταμό Ραντ, καθώς δε χρειαζόταν να πηγαίνουν ενάντια στο ρεύμα, παρά το είχαν με το μέρος τους, να τους σπρώχνει προς την κατεύθυνση που ήθελαν. Ωστόσο, δε χαλάρωσαν το ρυθμό τους: εξακολούθησαν να δουλεύουν ο καθένας από τέσσερις ώρες τα κουπιά και, ύστερα πάλι, από άλλες δύο ώρες. Έτσι, έφτασαν στο λιμάνι της Φανχάι το απόγευμα της μεθεπόμενης ημέρας.
Η Φανχάι ήταν μια πόλη ακόμα μεγαλύτερη από τη Ράντ’κλι. Απλωνόταν στη βόρεια όχθη του ποταμού Ράντραμ, και δεν αποτελείτο μόνο από χαμηλά οικοδομήματα πέτρας και ξύλου, αλλά διέθετε και ψηλές πολυκατοικίες και πύργους, που ορθώνονταν γυαλίζοντας στον ουρανό, με σημαίες να κυματίζουν επάνω τους. Στη νότιά της μεριά υπήρχε μια γέφυρα η οποία περνούσε τον ποταμό και έβγαζε στην αντίπερα όχθη, που ήταν γεμάτη βαλτόνερα και ελώδη βλάστηση. Ένας μεγάλος, στρωμένος με πέτρα δρόμος φαινόταν να διασχίζει αυτά τα λασπώδη μέρη: ένας δρόμος όχι μόνο για πεζούς και έφιππους, αλλά και για οχήματα κάθε είδους.
Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του έδεσαν τη σχεδία τους στις αποβάθρες και μπήκαν στην πόλη. Ο Ράθνης δε χρειαζόταν εδώ να φορά καπέλο, για να κρύβει το πρόσωπό του στη σκιά, γιατί η Φανχάι ήταν ένα μέρος όπου σύχναζαν διάφοροι άνθρωποι, από πολλές διαστάσεις· έτσι, δεν ήταν περίεργο κάποιος να έχει κατάλευκο δέρμα. Εκείνος, όμως, συνέχισε να φορά το καπέλο του, παρότι ο Οδυσσέας τού διευκρίνισε πώς είχε η κατάσταση. Ίσως να το συνήθισε, σκέφτηκε ο Πρόμαχος.
Οι τρεις επαναστάτες βάδισαν μέσα στις μεγάλες οδούς της πόλης, περιτριγυρισμένοι από κόσμο, Σάρντλια πλάσματα που χρησιμοποιούνταν για ιππασία, και οχήματα. Οι δρόμοι της Φανχάι ήταν, αναμφίβολα, ένα χάος από την κίνηση ανθρώπων, ζώων, και εμπορευμάτων.
Ο Οδυσσέας οδήγησε τους συντρόφους του σ’ένα κατάστημα που πουλούσε λουλούδια και φυτά. Η πινακίδα του έγραφε:
“ΑΡΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΒΟΤΑΝΙΑ”
Διαθέτουμε κάθε είδους φυτό που υπάρχει στη Σάρντλι και πέρα απ’αυτήν!
Κι όσα δεν έχουμε μπορούμε να τα βρούμε.
Γύρω απ’την είσοδό του υπήρχαν γλάστρες, γεμάτες με φυτά, κάθε μεγέθους, σχήματος, και χρώματος. Ένα απ’αυτά, μάλιστα, είχε μάτια επάνω σε μερικά απ’τα φύλλα του· και έκλεισε ένα απ’τα μάτια του στον Οδυσσέα, σαν να τον είχε αναγνωρίσει.
«Παλιός σου φίλος;» ρώτησε ο Ράθνης.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας, «ήμασταν μαζί στο στρατό της Απολλώνιας…» Και, περνώντας ανάμεσα απ’τα φυτά, έσπρωξε την πόρτα του καταστήματος και μπήκε.
Ένα καμπανάκι κουδούνισε, γεμίζοντας τον χώρο με τη γλυκιά μελωδία του: γκλινκ-γκλονκ γκλινκ-γκλονκ γκλινκ.
Το δωμάτιο όπου βρέθηκαν οι επαναστάτες ήταν πλημμυρισμένο στα λουλούδια και στα δέντρα. Μια γυναίκα πότιζε, εκείνη τη στιγμή, μια γλάστρα, κρατώντας ένα ποτιστήρι. Ακούγοντας το καμπανάκι, στράφηκε να τους κοιτάξει, και χαμογέλασε.
«Οδυσσέα! Καλωσήρθες!» Ήταν ερυθρόδερμη με σγουρά, μαύρα μαλλιά και μούσι στο σαγόνι, το οποίο είχε δεμένο σε τρεις μικρές, λεπτές κοτσίδες. Φορούσε ένα πρασινοκίτρινο, φαρδύ φόρεμα πάνω από το καθόλου ευκαταφρόνητου όγκου σώμα της.
«Τάφκι,» είπε η Οδυσσέας, «καλώς σε βρίσκω. Μπορούμε να μιλήσουμε;»
«Για τους καπνοπαραγωγούς;»
«Ναι.»
Οι «καπνοπαραγωγοί» ήταν, ασφαλώς, συνθηματικό, όταν ήθελαν να πουν για την Επανάσταση.
Η Τάφκι πήγε στην πόρτα του καταστήματος, την κλείδωσε, και γύρισε τη μικρή πινακίδα επάνω στο τζάμι, έτσι ώστε απέξω να φαίνεται η λέξη ΚΛΕΙΣΤΟΝ.
«Ελάτε μαζί μου,» είπε, και πλησίασε μια άλλη πόρτα. Την άνοιξε κι άρχισε να κατεβαίνει σκάλες, οι οποίες ίσα που τη χωρούσαν.
Ο Οδυσσέας, η Νελμίρα, και ο Ράθνης την ακολούθησαν, κι έφτασαν σ’ένα υπόγειο, όπου οι μυρωδιές ήταν αποπνιχτικές, καθώς το μέρος ήταν γεμάτο με σάκους και κιβώτια που, μάλλον, περιείχαν λιπάσματα, φυτοφάρμακα, και άλλα παρόμοια. Η Τάφκι παραμέρισε ένα κιβώτιο, αποκαλύπτοντας ακόμα μια πόρτα, μικρότερη από την προηγούμενη. Την άνοιξε και, σκύβοντας, μπήκε.
Το δωμάτιο στο οποίο οδηγούσε η πόρτα, παραδόξως, δεν ήταν μικρό· ούτε έμοιαζε καθόλου με αποθήκη. Ήταν επενδυμένο με πέτρα –και στο πάτωμα και στους τοίχους και στο ταβάνι– και στο κέντρο του υπήρχε ένα τραπέζι. Τριγύρω ήταν ράφια με βιβλία, όπλα, και διάφορους εξοπλισμούς. Ο Οδυσσέας γνώριζε ότι, μέσα σε τούτο το δωμάτιο, οι πράκτορες της Παντοκράτειρας δεν μπορούσαν να τους παρακολουθήσουν με κανέναν τρόπο· ήταν προστατευμένο από κάθε είδους γνωστό μέσο παρακολούθησης.
«Οδυσσέα, έχεις τα χάλια σου,» παρατήρησε η Τάφκι. «Κατακίτρινος, ταλαιπωρημένος, και αξύριστος! Να σου φτιάξω ένα τσάι; Να σας φτιάξω σε όλους;»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας, «θα το έπινα. Δεν ήρθα, όμως, για να καθίσω· έχω πολύ σημαντικά πράγματα να σου πω.»
«Το φαντάζομαι.» Η Τάφκι πήγε σ’ένα ντουλάπι και, ανοίγοντάς το, έβγαλε ένα βαζάκι και άρχισε να φτιάχνει το τσάι. «Σπανίως πλέον έρχεσαι εδώ, αν δεν έχεις κάτι σημαντικό να μου πεις.» Έμοιαζε με παράπονο.
«Δυστυχώς, ο Ανδρόνικος με χρειάζεται σε άλλες διαστάσεις,» είπε ο Οδυσσέας, καθίζοντας σε μια από τις καρέκλες του τραπεζιού. Ο Ράθνης και η Νελμίρα κάθισαν δεξιά κι αριστερά του.
«Όλο δικαιολογίες είσαι,» του είπε η Τάφκι. Κάποτε οι δυο τους ήταν εραστές, για ένα μικρό χρονικό διάστημα.
«Ο Ανδρόνικος έχει προβλήματα,» την πληροφόρησε ο Οδυσσέας, αλλάζοντας θέμα.
«Πες μου κάτι που δεν συμβαίνει συνέχεια.»
«Αυτό που συμβαίνει ετούτη τη φορά, σίγουρα, δεν συμβαίνει συνέχεια,» τόνισε ο Οδυσσέας.
Η Τάφκι ετοίμασε το τσάι και τους έφερε τρεις κούπες επάνω σ’έναν μικρό δίσκο. «Υποπτεύομαι πως αυτό είναι το σημαντικό που ήρθες να μου πεις.»
«Ναι,» παραδέχτηκε ο Οδυσσέας, «αυτό είναι.» Και της εξήγησε πώς είχε η κατάσταση στην Απολλώνια, προσθέτοντας ότι ο Ανδρόνικος χρειαζόταν έμπιστους ανθρώπους, και ότι οι μόνοι άνθρωποι που μπορούσε τώρα να θεωρεί έμπιστους ήταν οι άνθρωποι της Επανάστασης.
«Ο αδελφός του, δηλαδή, έχει στραφεί εναντίον του; Είναι σίγουρο;»
Ο Οδυσσέας ήπιε μια γουλιά τσάι. «Έτσι φαίνεται. Και είναι κάτι που κι εμένα μ’έχει εντυπωσιάσει, για να είμαι ειλικρινής. Τους ξέρω και τους δύο από παλιά. Από μικρούς.»
«Ο Λούσιος πρέπει να έχει συμμαχήσει με την Παντοκράτειρα· δεν εξηγείται αλλιώς.»
«Ίσως,» είπε ο Οδυσσέας, σκεπτικά, αναλογιζόμενος το Δημιούργημα που τους είχε επιτεθεί στον Αιθέρα.
«Αυτές τις μέρες, ή είσαι με την Παντοκράτειρα ή με την Επανάσταση. Κι αν στρέφεσαι εναντίον της Επανάστασης, σημαίνει ότι είσαι με την Παντοκράτειρα. Όπως επίσης αν στρέφεσαι εναντίον της Παντοκράτειρας, σημαίνει ότι είσαι με την Επανάσταση.»
«Η Παντοκράτειρα, όμως, δεν κρύβει τον έλεγχό της επάνω σε μια διάσταση, Τάφκι,» είπε ο Οδυσσέας. «Και, μέχρι στιγμής, στην Απολλώνια δεν έχουμε κανένα σημάδι της παρουσίας της.»
«Μπορεί ν’αποφάσισε ν’αλλάξει τις μεθόδους της. Οι πράκτορές της παραέχουν γίνει προβλέψιμοι, αν θες τη δική μου γνώμη.»
Ο Οδυσσέας δεν αισθανόταν πεπεισμένος. «Τέλος πάντων,» είπε. «Το ζητούμενο είναι τώρα να προσφέρουμε στον Ανδρόνικο όση βοήθεια χρειάζεται. Γιατί, όπως καταλαβαίνεις, αν ο Πρίγκιπας χαθεί, κι αν η Απολλώνια χαθεί, τότε όλη η Επανάσταση θα καταρρεύσει.»
Η Τάφκι ένευσε, με μια σκοτεινή όψη στο πρόσωπό της. Αναμφίβολα, καταλάβαινε πολύ καλά τι συνέπειες μπορούσε να έχει όλη τούτη η παράξενη κατάσταση που της είχε εκθέσει ο Οδυσσέας. «Θα κανονίσω να σταλούν άνθρωποί μας στην Απολλώνια. Δε νομίζω κανένας να διστάσει να συντρέξει τον Ανδρόνικο. Ωστόσο, υπάρχει ένα πρόβλημα…» πρόσθεσε.
«Νομίζω πως ξέρω τι θα πεις.»
«Σε ποιο μέρος θα συναντήσουν τον Πρίγκιπα; Το παλάτι της Απολλώνιας, σύμφωνα με τα νέα που μου φέρνεις, ίσως να μην είναι πλέον φιλικό προς εμάς.»
Πράγματι, ο Οδυσσέας ήξερε ακριβώς τι ήθελε να του πει. Κι αυτό ήταν, όντως, ένα βασικό πρόβλημα. «Η απάντηση είναι: δεν γνωρίζω. Δυστυχώς, στην Απολλώνια, δεν έχουμε οργανωμένα κέντρα συγκέντρωσης για τους επαναστάτες.»
«Δεν υπήρχε λόγος. Ολόκληρη η διάσταση ήταν ένα κέντρο συγκέντρωσης.»
«Ακριβώς,» συμφώνησε ο Οδυσσέας. «Δεν είχαμε προβλέψει, όμως, ότι πιθανώς κάτι να πήγαινε πολύ, πολύ στραβά…»
«Και τι θα γίνει τώρα; Πού θα τους πω να συναντήσουν τον Ανδρόνικο;»
«Θα τους πεις να ψάξουν να τον βρουν. Και να αποφύγουν το παλάτι στην Απαστράπτουσα· ο Πρίγκιπας Λούσιος θεωρείται ύποπτος για σφετερισμό και συμμαχία με την Παντοκράτειρα.»
«Δε θα τους αρέσει αυτό,» αποκρίθηκε η Τάφκι. «Το γεγονός ότι θα πρέπει να ψάξουν για να βρουν τον Ανδρόνικο, εννοώ.»
«Το καταλαβαίνω. Μα δε γίνεται αλλιώς.»
«Εντάξει,» είπε η Τάφκι. «Θα το κανονίσω· μην ανησυχείς για τίποτα.»
Η πόρτα χτύπησε, και η μικρόσωμη, μελαχρινή υπηρέτρια άνοιξε. Ο άντρας απέξω ήταν ένας από τους παλατιανούς φρουρούς, ντυμένος με τη φρεσκοσιδερωμένη στολή του, καλοχτενισμένος, και ξυρισμένος.
«Καλημέρα,» είπε, επίσημα. «Πρέπει να μιλήσω με τη Βασίλισσα. Με περιμένει.»
«Θα την ειδοποιήσω,» αποκρίθηκε η υπηρέτρια· αλλά, κάνοντας να στραφεί, είδε ότι η κυρά της ήδη πλησίαζε· και δεν ήταν ντυμένη με τη ρόμπα της ή το νυχτικό της, παρότι πρωί. Φορούσε ένα μακρύ, μαύρο φόρεμα με γούνα γύρω απ’τα μανίκια, ενώ στη μέση της ήταν δεμένη μια αργυρή ζώνη. Στα πόδια της φορούσε δερμάτινα παπούτσια χωρίς τακούνι, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι την έκαναν να φαίνεται κοντή. Τα βαμμένα ξανθά μαλλιά της ήταν πιασμένα κότσο, και το πρόσωπό της μακιγιαρισμένο διακριτικά, για να κρύβει τις ρυτίδες της ηλικίας της.
«Μεγαλειοτάτη…» είπε η υπηρέτρια, κάνοντας μια σύντομη υπόκλιση.
Η Γλυκάνθη αντίκρισε τον φρουρό έξω απ’την πόρτα.
Εκείνος υποκλίθηκε επίσης, και είπε: «Μεγαλειοτάτη, καλημέρα σας. Ο γιος σας, ο Αντιβασιλέας Λούσιος, με έστειλε για να σας οδηγήσω στον Πρίγκιπα Ανδρόνικο.»
«Σε περίμενα,» αποκρίθηκε η Γλυκάνθη.
«Ακολουθήστε με, παρακαλώ.»
Η Βασίλισσα έκανε νόημα στην υπηρέτρια να μείνει πίσω και βγήκε απ’τα διαμερίσματά της, βαδίζοντας στο κατόπι του φρουρού. Αισθανόταν ένα σφίξιμο εντός της, και καταλάβαινε από πού προερχόταν αυτή η ακούσια αντίδραση του σώματός της.
Φόβος.
Φοβόταν τι θα αντίκριζε όταν έβλεπε τον Ανδρόνικο. Φυσικά, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο γιος της είχε παραφρονήσει, όπως υποστήριζε ο Λούσιος· όμως, κάπου βαθιά μέσα της, υπήρχε και μια μικρή αμφιβολία. Μια βασανιστική, τρομαχτική αμφιβολία.
Ωστόσο, αυτό δεν ήταν το μόνο που φοβόταν η Βασίλισσα Γλυκάνθη. Φοβόταν, επίσης, μήπως είχαν φερθεί άσχημα στον Ανδρόνικο· μήπως τον είχαν χτυπήσει ή κακοποιήσει με οποιονδήποτε τρόπο· γιατί ο Λούσιος δε φαινόταν να δίνει και πολύ σημασία στο τι θα συνέβαινε στον αδελφό του.
Ο Λούσιος είναι που μοιάζει νάχει αλλάξει, όχι ο Ανδρόνικος…
Από την άλλη, βέβαια, τον Ανδρόνικο δεν τον είχε δει ακόμα. Και είχε πολύ καιρό να τον δει. Ο Λούσιος σε ένα πράγμα και μόνο είχε δίκιο: η Επανάσταση είχε απορροφήσει πολύ τον αδελφό του.
Δε θάπρεπε, όμως, να φοβάμαι γι’αυτόν, ακριβώς για τούτο το λόγο: έχει περάσει από πολλά, από πάρα πολλά, ο γιος μου. Δεν είναι κανένα παιδάκι. Παντρεύτηκε την ίδια την Παντοκράτειρα και, μετά, επαναστάτησε εναντίον της.
Η Βασίλισσα Γλυκάνθη προσπάθησε να αντλήσει κουράγιο απ’αυτό, καθώς ακολουθούσε τον φρουρό στα υπόγεια του παλατιού της Απαστράπτουσας…
Κι εκεί, σ’έναν απ’τους υπόγειους διαδρόμους του παλατιού, οι οποίοι ήταν φωτισμένοι με ενεργειακές λάμπες, ένας άντρας την παρατηρούσε. Ένας άντρας ντυμένος με τη στολή παλατιανού φρουρού. Ένας άντρας που είχε μια αποκρουστική ουλή στο πρόσωπό του: ένα τραύμα πρόσφατα ραμμένο, το οποίο ξεκινούσε από το μέτωπό του, επάνω δεξιά, και τελείωνε στο σαγόνι του, κάτω αριστερά.
Η Βασίλισσα, χαμένη στις σκέψεις και στους φόβους της καθώς ήταν, ούτε που τον πρόσεξε.
Ο Αυγερινός Αντίρρυθμος, όμως, είχε τα μάτια του κολλημένα επάνω της με τον συνηθισμένο τρόπο των φρουρών, που φανερώνει απλή παρατήρηση για λόγους προστασίας και μόνο –σίγουρα όχι, πάντως, για προσωπικούς λόγους· ή, πόσω μάλλον, για κατασκοπευτικούς λόγους.
Ο Αυγερινός άφησε τη θέση του στη διακλάδωση δύο περασμάτων και ακολούθησε τη Βασίλισσα και τον συνοδό της.
Η Γλυκάνθη εξακολουθούσε, ασφαλώς, να μην έχει αντιληφτεί τίποτα το ασυνήθιστο. Το λιγότερο που την απασχολούσε, ετούτη τη στιγμή, ήταν ένας οποιοσδήποτε φρουρός· το παλάτι ήταν γεμάτο από τέτοιους.
Η Βασίλισσα, βέβαια, γνώριζε ότι οι φρουροί έκαναν τους καλύτερους κατασκόπους, όχι μόνο επειδή κανείς δεν τους υποψιαζόταν εύκολα, αλλά κι επειδή βρίσκονταν, συνήθως, σε σημεία που μπορούσαν να παρατηρούν πολύ κόσμο να περνά. Και η ίδια είχε κάμποσους παλατιανούς φρουρούς για κατασκόπους. Τελευταία, ωστόσο, αυτοί οι κατάσκοποι ελάχιστες φορές τής ανέφεραν κάτι το αληθινά ενδιαφέρον. Οι άνθρωποι που πλαισίωναν τον Λούσιο, έμοιαζαν να έχουν πλέον τον πραγματικό έλεγχο του παλατιού. Πράγμα που, αναπόφευκτα, έβαζε τη Γλυκάνθη σε άσχημες υποψίες· όμως δεν μπορούσε να πει τίποτα, γιατί δεν είχε πληροφορίες πως αυτοί που περιστοίχιζαν τον γιο της έκαναν κάτι επιβλαβές για το βασίλειο, ούτε ότι οι ενέργειές τους ήταν ενάντιες στη νομιμοφροσύνη.
Εκτός από τώρα, σκέφτηκε. Εκτός από τώρα, που φυλάκισαν τον Ανδρόνικο.
Κανονικά, μια τέτοια ενέργεια ήταν παράνομη. Ήταν σφετερισμός από μέρους του Λούσιου, και εσχάτη προδοσία από μέρους των υποστηρικτών του. Γιατί ο Ανδρόνικος ήταν Αντιβασιλέας της Απολλώνιας κατόπιν διατάγματος του συζύγου της, του Βασιληά. Κι ένα τέτοιο διάταγμα δεν μπορούσε να ακυρωθεί, παρά μόνο σε ακραίες περιστάσεις.
Όπως αν ο γιος της είχε τρελαθεί.
Το σωστό ερώτημα, όμως, είναι, ποιος από τους δύο γιους μου έχει τρελαθεί; Η Γλυκάνθη δεν αισθανόταν καθόλου βέβαιη για τα όσα τής έλεγε ο Λούσιος, επειδή ήξερε τον Ανδρόνικο. Τον ήξερε καλά, όπως μόνο μια μάνα μπορεί να γνωρίζει το παιδί της· και ήξερε ότι δεν ήταν άνθρωπος που θα ερχόταν να προξενήσει φασαρίες στο παλάτι δίχως καλό λόγο. Για τη Βασιλική, ναι, ίσως να το πίστευε· η Βασιλική ήταν πάντοτε εξαιρετικά ατίθαση, εκ φύσεως, και δεν μπορούσε να γίνει κάτι για να διορθωθεί αυτό. Ο Ανδρόνικος, όμως, ήταν σταθερός χαρακτήρας, συνετός και ευθύς. Αντιθέτως, ο Λούσιος ήταν ύπουλος, σκοτεινός, και μια τα έλεγε έτσι μια αλλιώς· γι’αυτό κιόλας, από τα τρία παιδιά τους, ο σύζυγός της είχε επιλέξει το δεύτερο για Κληρονόμο του Κυανού Θρόνου.
«Βασίλισσά μου, φτάσαμε,» της είπε ο φρουρός, διακόπτοντας τους συλλογισμούς της και σταματώντας να βαδίζει.
Η Γλυκάνθη είδε ότι βρισκόταν μπροστά σε μια κλειστή πόρτα, δεξιά κι αριστερά της οποίας στέκονταν δύο άλλοι φρουροί, ένας άντρας και μια γυναίκα. Κι οι δύο υποκλίθηκαν στη Βασίλισσα, και η γυναίκα άνοιξε την πόρτα.
Η Γλυκάνθη διάβηκε το κατώφλι, μπαίνοντας σ’ένα μικρό δωμάτιο, που ήταν άδειο, εκτός από ένα τραπέζι στο κέντρο και δύο καρέκλες. Στη μία από τις καρέκλες καθόταν ο Ανδρόνικος, ντυμένος μ’έναν μακρύ, λευκό χιτώνα. Έμοιαζε περισσότερο να κοιμάται, παρά να είναι ξύπνιος.
Η Γλυκάνθη τον πλησίασε, λέγοντας τ’όνομά του.
Εκείνος μουρμούρισε: «Μητέρα;» Το βλέμμα του ήταν θολό.
«Μα τους θεούς!» είπε η Γλυκάνθη, «σ’έχουν ακόμα ναρκωμένο…» Τράβηξε την άδεια καρέκλα κοντά του και κάθισε. «Τι συνέβη, Ανδρόνικε; Μπορείς να μου πεις; Τι συνέβη;»
Ο Ανδρόνικος ύψωσε το χέρι του, για ν’αγγίξει το μάγουλό της. «…Τι κάνεις εδώ; Κι εσύ…;»
«Με έφεραν να σε δω,» εξήγησε η Γλυκάνθη, σφίγγοντας το χέρι του ανάμεσα στα δύο δικά της. «Τι συνέβη με τον Λούσιο, Ανδρόνικε; Γιατί έγιναν όλα αυτά;»
«…Σ’έχουν κι εσένα εδώ…;» μουρμούρισε ο γιος της.
«Στο παλάτι είσαι, Ανδρόνικε. Με καταλαβαίνεις; Στο παλάτι είσαι. Στην Απαστράπτουσα.»
«…Στο παλάτι;» Ο Ανδρόνικος συνοφρυώθηκε. «Η Άνμα;… Πού είναι η Άνμα’ταρ;»
Η Γλυκάνθη κούνησε το κεφάλι της. «Δεν ξέρω. Ο Λούσιος δε μου είπε. Είναι αλήθεια ότι επιτέθηκες στους φρουρούς του παλατιού;»
«Μας επιτέθηκαν, ναι…»
Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, σκέφτηκε η Γλυκάνθη. Μάλλον, με βλέπει σαν μέσα σε όνειρο. Λούσιε, μου είπες ότι δε θα ήταν πια ναρκωμένος! Μου είπες ότι δε θα ήταν πια ναρκωμένος, μα τις Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ!
«Σου επιτέθηκαν οι φρουροί του παλατιού;» ρώτησε, έντονα, η Γλυκάνθη. «Σου επιτέθηκαν ενώ ήξεραν ότι ήσουν εσύ;»
«…Θα κρατούσαν την Άνμα, έτσι πυροβόλησα… Μετά, προσπαθήσαμε, αλλά στο τείχος…..» Η φωνή του έσβησε, αργά, κι ένας μορφασμός πέρασε απ’το πρόσωπό του.
Δεν είναι δυνατόν να συζητήσουμε έτσι! Δεν είναι δυνατόν! Η Γλυκάνθη σηκώθηκε απ’την καρέκλα, οργισμένη. Άνοιξε την πόρτα και πρόσταξε τους φρουρούς: «Θέλω να φέρετε το γιο μου στα διαμερίσματά μου. Αμέσως. Αναλαμβάνω κάθε ευθύνη γι’αυτόν, από εδώ και στο εξής.»
Οι φύλακες αλληλοκοιτάχτηκαν, διστακτικά.
«Δεν ακούσατε τι σας είπα;»
«Βασίλισσά μου,» αποκρίθηκε εκείνος που την είχε φέρει εδώ, «πολύ φοβάμαι πως αυτό είναι αδύνατον. Έχουμε συγκεκριμένες διαταγές από τον γιο σας–»
«Σας δίνω εγώ άλλες διαταγές!»
«Μητέρα, γιατί φέρεστε έτσι;»
Η Γλυκάνθη στράφηκε, για ν’αντικρίσει τη Δομινίκη να ξεπροβάλει απ’τις σκιές, ντυμένη μ’ένα πορφυρό φόρεμα. Δεν είμαι μητέρα σου. Και τι κάνεις εσύ εδώ; Αλλά δεν είπε ούτε το ένα ούτε το άλλο. «Τολμάς και ρωτάς γιατί φέρομαι έτσι; Ο Λούσιος μού είχε πει ότι ο Ανδρόνικος δε θα ήταν τώρα ναρκωμένος!»
Η Δομινίκη ύψωσε τα φρύδια σας. «Σας το είχε πει αυτό; Είστε βέβαιη;»
«Τι σημασία έχει;» σφύριξε η Γλυκάνθη, νιώθοντας το αίμα να χτυπά στους κροτάφους της.
Η Δομινίκη χαμογέλασε, φιλικά. «Ο Ανδρόνικος δεν ήταν ακόμα έτοιμος να σας δεχτεί, μητέρα. Όμως ο Λούσιος, βλέποντας πως θέλατε οπωσδήποτε να τον δείτε, αποφάσισε–»
«Μη μου λες αυτές τις ανοησίες εμένα!» τη διέκοψε η Γλυκάνθη, στενεύοντας τα μάτια. «Το ναρκωτικό που του έχετε δώσει είναι καινούργιο. Δεν μπορεί ακόμα νάναι επηρεασμένος από τότε που τον αιχμαλωτίσατε.»
«Η αλήθεια είναι, μητέρα, πως–»
«Και μη μ’αποκαλείς ‘μητέρα’.»
Η όψη της Δομινίκης πάγωσε και το χαμόγελό της εξαφανίστηκε. «Όπως επιθυμείτε, Βασίλισσά μου,» αποκρίθηκε. «Η αλήθεια είναι πως ο Ανδρόνικος χρειάστηκε να ναρκωθεί και πάλι, καθώς κρίθηκε επικίνδυνος–»
«Επικίνδυνος; Από ποιον κρίθηκε επικίνδυνος;»
«Ο Ανδρόνικος επιτέθηκε στους φρουρούς του παλατιού–»
«Ή, μήπως, οι φρουροί επιτέθηκαν σ’αυτόν;»
«Είναι προφανές ότι είστε ταραγμένη, Βασίλισσά μου–»
Η Γλυκάνθη τής γύρισε την πλάτη και απομακρύνθηκε μέσα στον υπόγειο διάδρομο. Έστριψε σε μια γωνία και χάθηκε απ’τα μάτια της.
Η Δομινίκη, βλέποντάς την να φεύγει, σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος. Καταραμένη σκύλα! σκέφτηκε. Θα σε κάνω κομμάτια! Θα λιανίσω το μυαλό σου! Θα καταβροχθίσω την ψυχή σου! Μα τον Μαύρο Νάρζουλ και τους Οκτώ, το ορκίζομαι!
Έστρεψε το βλέμμα της στον Ανδρόνικο, μέσα στο δωμάτιο, και τον είδε να έχει το κεφάλι του σκυμμένο επάνω στο τραπέζι. Ήταν τελείως αποβλακωμένος· δεν υπήρχε αμφιβολία γι’αυτό. Δε γινόταν, όμως, αλλιώς. Αν τον άφηναν να της μιλήσει ελεύθερα– Καλύτερα να μην τον αφήναμε να της μιλήσει καθόλου! Το είχα πει του Λούσιου! Του το είχα πει! Αλλά είναι ηλίθιος!
Έκανε νόημα στους φρουρούς να επιστρέψουν τον Ανδρόνικο εκεί απ’όπου τον είχαν φέρει, κι η ίδια έφυγε, ακολουθώντας τον διάδρομο που είχε ακολουθήσει κι η Βασίλισσα Γλυκάνθη.
Οι δύο φύλακες που στέκονταν εκατέρωθεν της πόρτας μπήκαν στο μικρό δωμάτιο και σήκωσαν τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο απ’την καρέκλα, βάζοντας τα χέρια του στους ώμους τους. Ο άλλος –αυτός που είχε φέρει τη Βασίλισσα εδώ– ξεκίνησε να βαδίζει, κι εκείνοι βάδισαν στο κατόπι του. Ο Ανδρόνικος μουρμούριζε, καθώς τον μετέφεραν…
…αλλά ο Αυγερινός Αντίρρυθμος δεν ήταν αρκετά κοντά για να μπορεί ν’ακούσει τι έλεγε ο Πρίγκιπας. Στεκόταν πιο πίσω, στη στροφή του διαδρόμου απ’όπου είχαν φύγει η Βασίλισσα Γλυκάνθη και η Αρχόντισσα Δομινίκη, δίχως καμια τους να του δώσει σημασία, παρά το παραμορφωμένο πρόσωπό του.
Η αποστολή μου είναι ιερή· είμαι αόρατος στα μάτια τους.
Ο Αυγερινός ακολούθησε, από απόσταση, τους φρουρούς που μετέφεραν τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο μέσα στους υπόγειους διαδρόμους του παλατιού της Απαστράπτουσας· και τους είδε να πηγαίνουν σε μέρη που ο ίδιος δεν είχε πάει ποτέ στη ζωή του. Σ’ένα σημείο, συνάντησαν δύο άντρες από τη Βασιλική Φρουρά: ο ένας ήταν ο πρασινόδερμος Λάθμιος, που καταγόταν από τα Ελκόβρια Έλη· ο άλλος ήταν ο χρυσόδερμος Φαιόνυχος, που καταγόταν από τα Νότια Δουκάτα, τα οποία δε βρίσκονταν μακριά από το Κρήμνισμα και τη βλάσφημη διάσταση της Απολεσθείσας Γης. Κι οι δύο αυτοί άντρες ήταν καινούργιοι στη Βασιλική Φρουρά· τους είχε φέρει ο Πρίγκιπας Λούσιος με τις μεταρρυθμίσεις του.
«Θα τον αναλάβουμε εμείς από δω και κάτω,» είπε ο Φαιόνυχος στους φρουρούς, και πήρε τον Ανδρόνικο απ’τα χέρια τους, πιάνοντάς τον από τη μέση.
Ο Λάθμιος τον βοήθησε. «Μπορείτε να πηγαίνετε.»
Οι παλατιανοί φρουροί αποχώρησαν, δίχως να μιλήσουν.
Ο Αυγερινός τούς απέφυγε εύκολα, και είδε τον Φαιόνυχο και τον Λάθμιο να συνεχίζουν να καταδύονται μέσα στους υπόγειους διαδρόμους, που εδώ δεν ήταν τόσο καλά φωτισμένοι όσο αλλού.
Ακολούθησε τους δύο Βασιλικούς Φρουρούς με προσοχή. Παλιότερα, δεν είχε ιδέα για τούτα τα μέρη. Δεν ήξερε ότι υπήρχαν. Μάλλον, επρόκειτο για κάποιο κομμάτι των υπογείων του παλατιού που είχε πέσει σε αχρηστία αλλά τώρα χρησιμοποιείτο και πάλι.
Ένα μεταλλικό κιγκλίδωμα φάνηκε στο πέρας ενός διαδρόμου, μα ο Φαιόνυχος και ο Λάθμιος δε σταμάτησαν να βαδίζουν, παρότι έμοιαζε να τους φράζει το δρόμο. Ο Αυγερινός τούς παρακολουθούσε, γεμάτος περιέργεια.
Οι δύο άντρες στάθηκαν μπροστά στο κιγκλίδωμα, και ο Λάθμιος φώναξε: «Φύλακα!»
Μια σκιερή φιγούρα παρουσιάστηκε πίσω απ’τα κάγκελα: μια φιγούρα τυλιγμένη σε μανδύα και με κουκούλα στο κεφάλι. Απρόσωπη όπως το σκοτάδι. «Ο αριθμός τρεις φορές,» ψιθύρισε, κι ο ψίθυρος του έφτασε μέχρι τ’αφτιά του Αυγερινού, μέσα στη σιγή των υπογείων.
«Είκοσι-τέσσερα,» απάντησε ο Λάθμιος. «Και μη μας καθυστερείς άσκοπα. Μας ξέρεις.»
Ο φύλακας δεν απάντησε, αλλά το κιγκλίδωμα σηκώθηκε, τρίζοντας, κι επιτρέποντας στους δύο Βασιλικούς Φρουρούς να περάσουν. Ύστερα, έκλεισε πάλι.
Ο αριθμός τρεις φόρες; σκέφτηκε ο Αυγερινός, απορημένος. Είκοσι-τέσσερα;
Τρεις φορές το οκτώ μάς κάνει είκοσι-τέσσερα. Ένα ρίγος τον διέτρεξε, διότι το οκτώ θεωρείτο κακός αριθμός στην Απολλώνια· καταραμένος αριθμός. Ο Αυγερινός, όμως, δε θυμόταν γιατί υπήρχαν αυτές οι προκαταλήψεις. Ανέκαθεν τον παραξένευαν.
Επί του παρόντος, έφυγε από τα υπόγεια του παλατιού.
*
Τα μάτια της άνοιξαν. Και διαπίστωσε ότι αυτό που ονειρευόταν δεν ήταν αλήθεια: δεν βάδιζε ξυπόλυτη επάνω σ’έναν ατελείωτο εξοχικό δρόμο ο οποίος ήταν στρωμένος με μικρές, μυτερές πέτρες. Βρισκόταν στο διαμέρισμά της, στην Απαστράπτουσα, ξαπλωμένη ανάσκελα, και δίπλα της ήταν ο Άγγελος, ανασηκωμένος και κοιτάζοντάς την.
Η Βασιλική χαμογέλασε. «Τι είναι; Ροχάλιζα;»
«Όχι.»
Το χαμόγελό της έσβησε. «Παραμιλούσα;»
«Όχι.»
«Γιατί, τότε, είσαι ξύπνιος; Και γιατί με κοιτάς έτσι;»
«Δεν κοιμήθηκα και πολύ απόψε,» παραδέχτηκε ο Άγγελος.
«Γιατί;»
«Αναρωτιόμουν τι σου συνέβη χτες βράδυ.»
Η Βασιλική αναστέναξε. Αναποδογύρισε τα μάτια. «Πίστεψέ με, δε θες να ξέρεις…»
«Κι αν θέλω;»
«Ήταν η πιο παράξενη μέρα που έχω ζήσει, ίσως. Πρώτα, μαθαίνω ότι ο Ανδρόνικος είναι φυλακισμένος· μετά, συμβαίνουν όλα αυτά τα περίεργα. Και το όχημά μου χαλάει· ή, μάλλον, δε χαλάει: το σαμποτάρουν.»
«Το σαμποτάρουν;»
«Ναι. Κάποιος με παρακολουθούσε· είμαι σίγουρη. Είχα, βασικά, πάει να δω τη Βικτώρια Κατήνεμη, έξω απ’την πόλη, στη Χρυσάνθια Κλινική. Και έφτασα κανονικά εκεί…» Ή σχεδόν κανονικά, σκέφτηκε, καθώς θυμήθηκε τον τρελό πάνω στο δίκυκλο με το κρανίο. Αλλά ήταν πραγματικά σημαντικό να το αναφέρει αυτό; «Μετά, όμως, όταν βγήκα από την κλινική και μπήκα στο όχημά μου, διαπίστωσα, στο δρόμο, ότι η ποσότητα ενέργειας έπεφτε ραγδαία. Σύντομα, δε θα μπορούσα να κινηθώ. Το γεγονός με παραξένεψε πάρα πολύ, όπως καταλαβαίνεις, γιατί νόμιζα πως είχα αρκετή ενέργεια για να επιστρέψω. Κοίταξα, λοιπόν, τη φιάλη του οχήματός μου, και είδα ότι κάποιος την είχε τρυπήσει. Κι εκτός αυτού, η άλλη φιάλη που είχα μαζί μου είχε χαθεί. Κάποιος την είχε κλέψει. Έτσι, δεν μπορούσα παρά να γυρίσω περπατώντας στην πόλη.»
«Δεν περνούσε κανένα άλλο όχημα, για να σε πάρει μαζί του;» ρώτησε ο Άγγελος με μια παραξενεμένη όψη στο πρόσωπό του.
«Περνούσαν οχήματα, αλλά δε σταματούσαν. Πηγαίνουν γρήγορα στους εξοχικούς δρόμους. Κι επιπλέον…» Δίστασε. Ήταν οι φόβοι της βάσιμοι; Ή θα την περνούσε για χαζή;
«Τι;»
«Σκεφτόμουν ότι… Σχετικά με το σαμποτάζ του οχήματός μου. Έλεγα ότι ίσως να ήθελαν κάποιοι να μ’αφήσουν στο δρόμο επίτηδες, προκειμένου να με απαγάγουν. Επομένως, μπορεί να ήταν καλύτερα αν ερχόμουν βαδίζοντας.»
Ο Άγγελος συνοφρυώθηκε. «Και γιατί να μη σου ορμήσουν ενώ βάδιζες μόνη σου μες στη νύχτα;»
Ναι, σωστό κι αυτό… «Δεν ξέρω, αλλά… Είχα δει κάτι παράξενα πράγματα χτες, Άγγελε. Πολύ παράξενα.»
«Όπως;»
«Ένας άντρας πάνω σε δίκυκλο με είχε προσπεράσει, όταν πήγαινα προς την κλινική. Φορούσε κράνος που έκρυβε το πρόσωπό του, και στη μπροστινή μεριά του οχήματός του υπήρχε ένα λαξευτό, ασημένιο κρανίο.»
«Και λοιπόν;» Έμοιαζε να προσπαθεί να καταλάβει.
«Ο ίδιος τύπος με προσπέρασε πάλι, όταν επέστρεφα βαδίζοντας.»
«Σε πείραξε;»
«Όχι. Απλά, την πρώτη φορά με χαιρέτισε, περνώντας από δίπλα μου…»
«Ήταν κάποιος γνωστός, δηλαδή;» ρώτησε ο Άγγελος.
«Δεν το πιστεύω. Μάλλον, με νόμισε για κάποια άλλη. Αλλά μετά με προσπέρασε κι όταν επέστρεφα, όπως σου είπα.»
«Με μπέρδεψες. Θες να πεις ότι, τελικά, υποπτεύεσαι πως ίσως ο τύπος να σε γνώριζε;»
«Όχι. Δεν ξέρω. Μπορεί. Κι εγώ είμαι μπερδεμένη. Σου είπα, συνέβησαν πολλά παράξενα χτες… Να, για παράδειγμα, όταν ήμουν στα γραφεία του Ήχος στο Φως και σε περίμενα να τελειώσεις να μιλάς μ’εκείνο τον κύριο, ένας άντρας που είναι στα γραφεία– δεν ξέρω πώς τον λένε, αλλά είναι καραφλός και έχει μούσι, και δέρμα σαν το δικό μου–»
«Ο Χαρίλαος. Παλιός συνεργάτης.»
«Μου είπε κάτι περίεργα για έναν… εμμ, ξάδελφό του που είχε μια διαφωνία με την αδελφή του, και μετά εκείνη χάθηκε. Είχαν οικογενειακά προβλήματα, είπε· και σαν να προσπάθησε κάπως να το παραλληλίσει αυτό με το γεγονός ότι εγώ δεν τα πάω καλά με τον αδελφό μου, τον Λούσιο. Κι ύστερα, όταν βγήκα απ’τα γραφεία του περιοδικού και πλησίαζα το όχημά μου, δύο νεαροί ήταν εκεί κοντά και ο ένας έλεγε στον άλλο ότι είπε σε κάποια πως τα οικογενειακά προβλήματα θα τη σκοτώσουν· και, εκείνη την ώρα, έφυγαν κι οι δύο νεαροί μαζί.»
«Και τι σχέση έχουν αυτά με το σαμποτάζ του οχήματός σου στη Χρυσάνθια Κλινική και με τον τύπο στο δίκυκλο;» απόρησε ο Άγγελος.
«Δεν το βλέπεις; Αυτός ο καραφλός με το μούσι– πώς τον είπες;»
«Χαρίλαος.»
«Ναι, αυτός. Είπε κάτι για οικογενειακά προβλήματα, και μετά είδα αυτούς τους δύο νεαρούς που ο ένας έλεγε πάλι για οικογενειακά προβλήματα–»
«Και λοιπόν;»
«Και μετά, αργότερα, όταν είχα πάει να φάω και βγήκα απ’το εστιατόριο, είδα μια αφίσα απέξω που έγραφε για μια θεατρική παράσταση με τίτλο ‘Οικογενειακά Προβλήματα’· και, μέσα στην κλινική, ο Αγησίλαος –ένας γιατρός– είπε πως η Βικτώρια είχε οικογενειακά προβλήματα με τον σύζυγό της –πράγμα το οποίο είναι αλήθεια, βέβαια· όντως, δεν τα πήγαιναν καλά.»
«Ωραία,» είπε ο Άγγελος, «και πού θες να καταλήξεις; Ότι ο Χαρίλαος, δύο τυχαίοι νεαροί στο δρόμο, μια αφίσα που διαφημίζει μια θεατρική παράσταση, και ένας γιατρός της Χρυσάνθιας Κλινικής έχουν κάποια σχέση μεταξύ τους;»
Η Βασιλική βλεφάρισε. Ακούγομαι σαν τρελή… «Όχι,» αποκρίθηκε, «όχι ακριβώς. Απλώς, σου είπα: ήταν περίεργη μέρα.» Σηκώθηκε απ’το κρεβάτι. Πάτησε στα πόδια της–
–και μόρφασε. Οι πατούσες της ακόμα την πονούσαν από τη νυχτερινή της πεζοπορία. Είχαν κάνει πληγές.
«Τουλάχιστον, εκείνο το Σερπετό με βοήθησε…»
«Ποιο Σερπετό;» ρώτησε ο Άγγελος πίσω της.
«Καθώς επέστρεφα στην Απαστράπτουσα,» είπε η Βασιλική, καθίζοντας σε μια πολυθρόνα και τυλίγοντας το νυχτικό της γύρω της, «συνάντησα ένα άγριο Σερπετό, το οποίο με πήρε στην πλάτη του και με έφερε στην πόλη.»
«Βασιλική, αυτό είναι, πραγματικά, το πιο παράξενο απ’όλα όσα έχεις μέχρι τώρα αναφέρει.»
Η Βασιλική το σκέφτηκε, και: Έχει δίκιο, συλλογίστηκε. Όντως, έτσι πρέπει ν’ακούγεται. Κι όμως, η εμφάνιση του Σερπετού, για κάποιο λόγο, δεν της είχε φανεί καθόλου παράξενη μπροστά σ’όλα τα υπόλοιπα…
«Απορώ,» είπε ο Άγγελος, «πώς δε μου ανέφερες αυτό πρώτο.»
«Το σαμποτάζ του οχήματός μου, δηλαδή, δε σου φάνηκε παράξενο;»
«Ναι, και αυτό ήταν παράξενο· αλλά τα άλλα που είπες…. Για να είμαι ειλικρινής, δεν καταλαβαίνω γιατί τα θεωρείς παράξενα, ή γιατί τα πρόσεξες καν.»
Η Βασιλική συνοφρυώθηκε. Κι εγώ το ίδιο. Δεν καταλαβαίνω… Ήταν περίεργη μέρα. Πολύ περίεργη. «Ποιος νομίζεις ότι σαμπόταρε το όχημά μου;»
«Δεν ξέρω. Είσαι βέβαιη ότι ήταν σαμποτάζ; Καμια φορά, οι φιάλες τρυπάνε από μόνες τους.»
«Δεν εξαφανίζονται, όμως, κι από μόνες τους. Σου είπα: είχα άλλη μία μέσα στο όχημα, και κάποιος την έκλεψε.»
Ο Άγγελος σηκώθηκε απ’το κρεβάτι κι έριξε μια ρόμπα επάνω του. «Θυμάσαι πού έχει μείνει το όχημά σου;»
«Ναι.»
«Μπορούμε, επομένως, να πάμε να το βρούμε και να το φέρουμε πίσω, στην πόλη.»
«Δεν έχεις δουλειά σήμερα;»
«Δεν είναι απαραίτητο να πάω από τόσο νωρίς. Θα φτιάξω πρωινό,» είπε, και βάδισε προς την κουζίνα.
Η Βασιλική παρέμεινε στην πολυθρόνα όπου καθόταν. Κι έφερε πάλι στο μυαλό της τη Βικτώρια. Τι μπορούσε να κάνει για να τη βοηθήσει; Τι μπορούσε να κάνει για ν’ανακαλύψει τι πραγματικά της είχε συμβεί; Και πώς μπορούσε, κατ’επέκταση, να χρησιμοποιήσει όλα αυτά για να βοηθήσει τον Ανδρόνικο;
Η αλήθεια για τον Λούσιο. Πρέπει να μάθω την αλήθεια για τον Λούσιο. Κρύβει πολλά· είμαι σίγουρη γι’αυτό. Κι όταν ξέρω τα μυστικά του, τότε μόνο θα μπορέσω να κάνω κάτι.
*
Ο Φαρνέλιος είχε πάρει, μέσα στη νύχτα, τους επαναστάτες από τον κεντρικό δρόμο στα νότια της Απαστράπτουσας και τους είχε βάλει να οδηγήσουν το όχημά τους προς τα δυτικά. Προς μια πόλη που ονομαζόταν Λακράνη, η οποία βρισκόταν επίσης στις όχθες του Οροκέλωρα. Ήταν αρκετά μεγάλη, αλλά, φυσικά, όχι τόσο μεγάλη όσο η πρωτεύουσα της Απολλώνιας. Και, ήλπιζε ο Φαρνέλιος, λιγότερο ελεγχόμενη από τους ανθρώπους του Λούσιου και τους ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ.
Το φορτηγό των επαναστατών πέρασε μέσα από τη Λακράνη και πάνω από τη γέφυρα του Οροκέλωρα και βγήκε στα εδάφη βόρεια του ποταμού και δυτικά της Απαστράπτουσας. Εκεί, ο Φαρνέλιος οδήγησε τους συντρόφους του σ’ένα μέρος που ήταν βέβαιος ότι πλέον κανείς δε χρησιμοποιούσε: ένα παλιό, εγκαταλειμμένο εργοστάσιο κατασκευής οχημάτων ξηράς.
Το οικοδόμημα ήταν ερείπιο, ακριβώς όπως το περίμενε, και ήταν επίσης αρκετά ευρύχωρο ώστε ολόκληρο το φορτηγό των επαναστατών να χωρά για να μπει. Ωστόσο, ο Φαρνέλιος δεν είχε υπολογίσει ότι το παλιό εργοστάσιο θα είχε μετατραπεί σε φωλιά νυκτόπτερων…
Μόλις οι επαναστάτες είχαν σταματήσει το όχημά τους και είχαν βγει από αυτό, τα γιγάντια, μαυρότριχα πτηνά, που το καθένα ήταν τόσο μεγάλο όσο περίπου ένας άνθρωπος, έπεσαν από την κατεστραμμένη οροφή του οικοδομήματος, γεμίζοντας τον αέρα με τις συριστικές τους φωνές και τον δυνατό χτύπο των δερμάτινων φτερών τους. Τα μάτια τους φωσφόριζαν μες στο σκοτάδι, και τα δόντια τους κροτάλιζαν. Μακριές γλώσσες έβγαιναν απ’τα στόματά τους, προσπαθώντας να τυλιχτούν γύρω απ’τα κεφάλια των θυμάτων τους, να τα τραβήξουν ανάμεσα στα σαγόνια τους, και να τα κόψουν απ’το λαιμό.
Ευτυχώς, οι επαναστάτες ήταν πάντοτε ετοιμοπόλεμοι· και, ενώ οι νυκτόπτεροι περίμεναν ανυποψίαστα θηράματα, βρέθηκαν να αντιμετωπίζουν τον δάσκαλό τους. Οι άνθρωποι τράβηξαν αμέσως όπλα, αρχίζοντας να σπαθίζουν και να πυροβολούν. Μέσα σε δευτερόλεπτα, η σύγκρουση είχε λήξει· οι νυκτόπτεροι είχαν υποχωρήσει στις φωλιές τους, στα ψηλά σημεία του οικοδομήματος, λουφάζοντας εκεί και βγάζοντας μονάχα μερικές απειλητικές κραυγές, προτού σιωπήσουν τελείως. Τρεις απ’αυτούς είχαν σκοτωθεί και κείτονταν στο βρώμικο, γεμάτο πέτρες, σκόνη, στάχτη, και σιδερικά πάτωμα του εργοστασίου. Αρκετοί άλλοι είχαν τραυματιστεί. Οι επαναστάτες ήταν όλοι ζωντανοί, και μονάχα τέσσερις είχαν πληγωθεί ελαφριά απ’τα νύχια των νυκτόπτερων.
«Τι σκατά ήταν αυτά;» γρύλισε η Σαρφάλλη.
«Νυκτόπτεροι,» απάντησε ο Φαρνέλιος. «Δε γνώριζα ότι είχαν κάνει λημέρι εδώ.»
«Υπάρχει μια πινακίδα απ’την άλλη μεριά του εργοστασίου,» είπε ο Θελλέδης, θηκαρώνοντας το πιστόλι του. «Την είδα καθώς ερχόμασταν. Ίσως εκεί να είναι γραμμένη κάποια προειδοποίηση για τους νυκτόπτερους.»
«Ναι, ίσως. Τέλος πάντων· δεν έγινε κανένα μεγάλο κακό, ευτυχώς. Όμως θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στο εξής, γιατί, μάλλον, θα μείνουμε εδώ για αρκετές μέρες, και οι νυκτόπτεροι είναι εκδικητικά πλάσματα.»
Οι επαναστάτες πέρασαν τη νύχτα μέσα στο φορτηγό τους, φυλώντας σκοπιές. Ο Φαρνέλιος κοιμήθηκε μερικές ώρες, αλλά η αυγή τον ξύπνησε αμέσως, σχεδόν σαν κάποιο καμπανάκι να είχε χτυπήσει πλάι στ’αφτί του. Η αλήθεια, όμως, ήταν ότι το μυαλό του και μόνο τον είχε ξυπνήσει. Το μυαλό του, που δεν μπορούσε να ησυχάσει, ύστερα από όσα είχε μάθει απ’τον Λαομάχο. Και τα βιβλία που εκείνος τού είχε δώσει τον προσέλκυαν να τα διαβάσει περισσότερο.
Έτσι, ο Φαρνέλιος, τυλιγμένος στην κάπα του, φορώντας το καπέλο του στο κεφάλι, και έχοντας έναν σάκο στον ώμο, βγήκε απ’το φορτηγό και απ’το εργοστάσιο και κάθισε επάνω σ’έναν παλιό, μεγάλο, μεταλλικό τροχό απέξω, καθώς ο ήλιος ξεπρόβαλλε απ’την Ανατολή. Επίσης από εκείνη τη μεριά ο Φαρνέλιος μπορούσε να δει, από μεγάλη απόσταση, τα ψηλά οικοδομήματα της Απαστράπτουσας να γυαλίζουν στο πρώτο φως του πρωινού. Το τοπίο ήταν, πράγματι, όμορφο, παρατήρησε· όμως δεν κάθισε να χορτάσει την ομορφιά της ανατολής. Υπήρχαν σκοτεινότερα πράγματα που τον ενδιέφεραν τώρα. Άνοιξε το σάκο του, έβγαλε τα βιβλία του Λαομάχου, και άρχισε να διαβάζει για τους ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ, τη θρησκεία τους, και τις μεθόδους τους.
Η ώρα κύλησε, δίχως να την αντιλαμβάνεται.
Και, τελικά, ο Θελλέδης τον πλησίασε, διακόπτοντάς τον. «Κύριε Φαρνέλιε…»
Ο Φαρνέλιος πήρε τα μάτια του απ’το βιβλίο εμπρός του και κοίταξε τον γαλανόδερμο επαναστάτη. Έβγαλε τα γυαλιά του και ρώτησε: «Τι είναι, Θελλέδη;»
«Οι υπόλοιποι θέλουν να μάθουν τι θα κάνουμε.»
«Θα περιμένουμε.»
«Αυτό μόνο;»
«Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο, Θελλέδη. Βρισκόμαστε, θα έλεγα, σε ένα προσωρινό αδιέξοδο. Στείλε, όμως, κάποιον να πάρει όλες τις σημερινές εφημερίδες από την Απαστράπτουσα.»
*
«Δε νομίζω ότι η στρατηγική σου πέτυχε!»
Ο Λούσιος, που κοίταζε τον ανοιχτό τηλεοπτικό δέκτη μέσα στο καθιστικό των διαμερισμάτων του, πήρε το βλέμμα του από εκεί και το έστρεψε στη Δομινίκη. «Ποια στρατηγική;»
«Ναι, αυτή είναι μια πολύ καλή ερώτηση! Ποια στρατηγική;» Ήταν θυμωμένη· δε χρειαζόταν καμια ιδιαίτερη φαντασία για να το καταλάβει κανείς. Εκτός απ’τον απότομο τρόπο με τον οποίο μιλούσε, το πρόσωπό της είχε γίνει όπως γινόταν πάντα όταν θύμωνε: γωνιώδες, κατά κάποιο τρόπο.
Ο Λούσιος σταύρωσε τα χέρια του εμπρός του. «Εξήγησέ μου.»
«Η μητέρα σου δε χάρηκε και τόσο, όταν είδε τον Ανδρόνικο ναρκωμένο!»
Ο Λούσιος μόρφασε. «Κι αυτό θάπρεπε να με εκπλήσσει;»
«Μα, εσύ την άφησες να τον δει!»
«Και;…»
«Και αυτό έκανε τα πράγματα χειρότερα, όχι καλύτερα!»
«Γιατί;»
«Γιατί τώρα… τώρα είναι βέβαιη ότι κάτι παράξενο συμβαίνει. Και δε θα μείνει άπραγη.»
Ο Λούσιος έκλεισε τον τηλεοπτικό πομπό, και βημάτισε μέσα στο δωμάτιο με το σαγόνι του ακουμπισμένο στη γροθιά του. «Θα γινόταν, αργά ή γρήγορα, Δομινίκη…»
«Πρέπει να δράσουμε, να την προλάβουμε!»
Ο Λούσιος στράφηκε, για να την αντικρίσει. «Να την προλάβουμε προτού κάνει τι;»
«Ό,τι κι αν σχεδιάζει.»
«Δε νομίζω ότι σχεδιάζει κάτι ακόμα. Και δε νομίζω ότι μπορεί να μας βλάψει άμεσα–»
«Φυσικά και μπορεί!» γρύλισε η Δομινίκη, αρπάζοντάς τον απ’το πουκάμισο και τραβώντας τον. «Θα βάλει λόγια για σένα –ότι είσαι σφετεριστής! ότι επίτηδες φυλάκισες τον αδελφό σου, για να κρατήσεις την εξουσία! Και θα την πιστέψουν! Η Βασίλισσα Γλυκάνθη δεν είναι ο οποιοσδήποτε· είναι η σύζυγός του Βασιληά Αρχίμαχου. Θα την πιστέψουν! Είσαι τυφλός ή ανόητος; Πρέπει να κάνουμε κάτι, όσο είναι καιρός, Λούσιε! Και μη με κοιτάς έτσι, πανάθεμά σε! Σου είπα, μη με κοιτάς έτσι!» Τον χαστούκισε, δυνατά.
Ο Λούσιος άρπαξε τους καρπούς της και την έσπρωξε, σωριάζοντάς την στο χαλί. «Έχεις πανικοβληθεί! Ηρέμησε, και θα συζητήσουμε.»
Η Δομινίκη σηκώθηκε, ατενίζοντάς τον οργισμένα. Το πρόσωπό της εξακολουθούσε νάναι γωνιώδες.
«Δεν έχεις ηρεμήσει,» είπε ο Λούσιος.
«Αυτή η γυναίκα είναι σαν φίδι, έτοιμο να μας δαγκώσει! Πώς να ηρεμήσω;»
«Τη φοβάσαι,» παρατήρησε ο Λούσιος.
«Δεν τη φοβάμαι,» είπε η Δομινίκη, ενώ το πρόσωπό της έπαιρνε, ξαφνικά, μια κόκκινη απόχρωση. «Μπορώ να τη βγάλω πολύ εύκολα από τη μέση, και το ξέρεις. Εξαιτίας σου καθυστερώ.» Πήγε κοντά του, ψιθυρίζοντας: «Ας ξαμολήσουμε σκιές στο μυαλό της. Ας την κάνουμε ν’ανησυχεί για πράγματα που δεν μπορεί να δει.»
«Η μητέρα μου είναι εξήντα-ενός χρονών,» αποκρίθηκε ο Λούσιος, «και σώφρων. Δε θα την τρελάνω τώρα.»
«Θα την αφήσεις, λοιπόν, να καταστρέψει όλο μας το έργο;»
«Θα βρω άλλο τρόπο για να την αδρανοποιήσω–»
«Το βέβαιο είναι πως ό,τι και να της πεις δεν πρόκειται να σε πιστέψει. Λούσιε, δεν είναι ανάγκη να την τρελάνουμε· μπορούμε απλά να την κάνουμε να φύγει απ’το παλάτι, να πάει στην εξοχή, για να ξεκουράσει το μυαλό της.» Κι εκεί, πρόσθεσε νοερά η Δομινίκη, στην εξοχή, οτιδήποτε μπορεί να της συμβεί. Οτιδήποτε…
Ο Λούσιος δεν αποκρίθηκε, αναποφάσιστος. Απομακρύνθηκε από τη σύζυγό του και βάδισε προς ένα παράθυρο, όπου ακούμπησε τα χέρια του στο περβάζι και κοίταξε κάτω, την Απαστράπτουσα. Ίσως η Δομινική να έχει δίκιο, σκέφτηκε. Ίσως να είμαι ανόητος. Γιατί, σίγουρα, δεν είμαι τυφλός. Μπορούσε να δει ότι, όντως, η μητέρα του πιθανώς να τους προκαλούσε προβλήματα. Εξακολουθούσε να είναι ένα σημαντικό πρόσωπο στην Απολλώνια, παρά την ηλικία της και παρότι είχε, κατά κύριο λόγο, παραιτηθεί από τα πολιτικά δρώμενα. Ο Λούσιος, όμως, δεν μπορούσε, έτσι απλά, να προστάξει να την… παραμερίσουν… όπως είχαν παραμερίσει τόσους άλλους απ’τις θέσεις τους, είτε αναγκάζοντάς τους να φύγουν είτε καταστρέφοντας το μυαλό τους. Είμαι ανόητος…
Και πρέπει να σταματήσω να είμαι. Όταν επέλεξα αυτόν τον δρόμο, δεν τον επέλεξα χωρίς να γνωρίζω ότι θα έπρεπε να κάνω θυσίες. Οι θυσίες είναι απαραίτητες. Μονάχα έτσι θα λυτρώσουμε την Απολλώνια, και από τους εχθρούς της στο Βορρά και από τους εχθρούς της στο Νότο. Αν η μητέρα, εξαιτίας των ενεργειών της, μας προκαλέσει προβλήματα, αυτό πιθανώς να χαλάσει όλο μας το σχέδιο… Κι αν το σχέδιό μας χαλάσει, ποιος θα προστατέψει την Απολλώνια, τότε; Σίγουρα όχι ο αδελφός μου με τις… επαναστατικές περιπλανήσεις του.
Αλλά, φυσικά, η μητέρα πάντοτε εμπιστευόταν εκείνον περισσότερο από εμένα… Τόσο παράλογο… Τόσο παράλογο… Ο Λούσιος έσφιξε τη γροθιά του και την κοπάνησε στο περβάζι του παραθύρου. Αναστέναξε, βαριά.
Εγώ είμαι ο Βασιληάς της Απολλώνιας τώρα. Μονάχα εγώ μπορώ να τη λυτρώσω απ’τους εχθρούς της. Κι αν η μητέρα δεν το καταλαβαίνει αυτό, τότε το πρόβλημα είναι δικό της.
Στράφηκε. «Δομινίκη…» είπε.
Η Δομινίκη είχε καθίσει στην άκρη του καναπέ και κάπνιζε ένα μακρύ, λευκό τσιγάρο με την πλάτη της καμπουριασμένη. Τα λυτά καστανά της μαλλιά έκρυβαν το πρόσωπό της, καθώς εκείνος την κοίταζε απ’το πλάι. «Τι;» του ψιθύρισε.
«Ας γίνει,» είπε ο Λούσιος.
Η Δομινίκη τον κοίταξε. Τα μάτια της γυάλισαν. «Ας γίνει τι;»
«Γνωρίζεις τι. Αυτό που πρότεινες.»
Η Δομινίκη έσβησε το τσιγάρο της σ’ένα τασάκι. «Επιτέλους, έβαλες μυαλό.» Σηκώθηκε και τον πλησίασε. «Επιτέλους, έβαλες μυαλό.» Το βλέμμα της ακόμα φανέρωνε θυμό.
«Ορισμένες φορές, σε μισώ,» της είπε ο Λούσιος.
«Δε μου τόχεις ξαναπεί αυτό…» Τα μάτια της μαλάκωσαν, όπως και η φωνή της. Ακουγόταν σχεδόν πληγωμένη.
«Για όλα υπάρχει η πρώτη φορά.»
«Και ποια ήταν η πρώτη φορά που με μίσησες;»
«Δε θυμάμαι.»
«Μη με μισείς,» είπε η Δομινίκη, αγγίζοντας το μάγουλό του και χαϊδεύοντας το πλάι του λαιμού του με τα δάχτυλά της. «Σ’αγαπώ.» Τον φίλησε. «Σ’αγαπώ.»
Η ζεστασιά του σώματός της ήταν τόσο κοντά του, και ο Λούσιος αισθανόταν τα στήθη της να τον γαργαλούν. Η αναπνοή της μύριζε καπνό, αλλά αυτό δεν τον ενοχλούσε, γιατί τα χείλη που φιλούσε ήταν τα δικά της χείλη, και η γλώσσα που άγγιζε η γλώσσα του ήταν η δική της γλώσσα. Την έσφιξε στην αγκαλιά του, κι ένιωσε την κοιλιά της να πιέζεται πάνω στη στύση του. Η Δομινίκη λίκνισε τη μέση της, πρώτα δεξιά κι ύστερα αριστερά, αργά. Ο Λούσιος μούγκρισε, κι εκείνη γέλασε καθώς φιλιόνταν.
Ο Λούσιος την παρέσυρε προς μια πολυθρόνα. Η Δομινίκη τού έλυσε τη ζώνη και τράβηξε κάτω το παντελόνι του, και τον έσπρωξε για να τον βάλει να καθίσει. Σηκώνοντας τη φούστα της, τον καβάλησε, και κατέβασε το φόρεμά της μέχρι τη μέση, αφήνοντάς τον να τρίψει το πρόσωπό του πάνω στα ξαναμμένα στήθη της–
Η πόρτα ακούστηκε ν’ανοίγει.
Τινάχτηκαν, κι οι δυο τους, ξαφνιασμένοι.
Στο κατώφλι στεκόταν ο Αλεξίλυπος, ο μικρός τους γιος, που ήταν μόλις δύο χρονών. Στα χέρια του κρατούσε ένα μεγάλο, πάνινο, φουσκωτό Σερπετό.
Η Δομινίκη, αμέσως, τράβηξε πάνω το φόρεμά της και σηκώθηκε απ’την πολυθρόνα με τέτοιο τρόπο ώστε να κρύβει τον Λούσιο απ’το δίχρονο αγόρι.
«Μαμά,» είπε ο Αλεξίλυπος, που ήταν γενικά σιωπηλός και, όταν μιλούσε, μιλούσε πάντοτε σιγανά, «η Αρχιμάχη μού έχει πάρει το μεγάλο βιβλίο με τις εικόνες!»
Η Δομινίκη αναστέναξε. Χαμογέλασε. «Πες της να σου το δώσει.»
«Της το είπα, αλλά δε μου το δίνει.» Το πάνινο Σερπετό τού έπεσε. Έσκυψε και το ξανασήκωσε. «Έλα να της πεις κι εσύ!»
Η κατάρα τού να έχεις παιδιά, υποθέτω, σκέφτηκε η Δομινίκη. Αλλά πώς μπορείς να μην τα λατρεύεις; «Εντάξει, γλύκα μου,» αποκρίθηκε, «θα έρθω.»
Ο Αλεξίλυπος πήρε μια αποφασιστική όψη.
Η Δομινίκη χαμογέλασε ξανά. Ύστερα, στράφηκε στον Λούσιο, ο οποίος τώρα είχε δέσει το παντελόνι του και σηκωθεί απ’την πολυθρόνα. «Μην τολμήσεις να μου φύγεις,» του είπε.
Εκείνος έβγαλε το ρολόι απ’την τσέπη του γιλέκου του και κοίταξε την ώρα. «Το ξέρεις πως σε δέκα λεπτά πρέπει να είμαι στην Αίθουσα του Κυανού Θρόνου;»
Η Δομινίκη αναποδογύρισε τα μάτια. Του έστρεψε την πλάτη και πλησίασε τον Αλεξίλυπο. «Έλα,» του είπε, «πάμε να δούμε τι έχει κάνει η κακιά η αδελφή σου.»
*
Μπήκαν στο τρίκυκλο όχημα του Άγγελου με εκείνον για οδηγό. Διέσχισαν τις μεγάλες λεωφόρους της Απαστράπτουσας και βγήκαν από τη δυτική έξοδο της πόλης.
«Δε θυμάμαι πού ακριβώς είναι η Χρυσάνθια Κλινική,» είπε ο Άγγελος. «Θα πρέπει να με βοηθήσεις.»
«Μη φοβάσαι, δεν είναι τίποτα το δύσκολο,» αποκρίθηκε η Βασιλική.
Καθώς το όχημά τους κυλούσε πάνω στον εξοχικό δρόμο, κοίταζε τριγύρω, ψάχνοντας να δει μήπως πάλι εκείνος ο παράξενος τύπος με το δίκυκλο παρουσιαζόταν. Γιατί, αν παρουσιαζόταν και τρίτη φορά, δεν μπορεί η εμφάνισή του πλέον να ήταν τυχαία– Σταμάτα να σκέφτεσαι αυτό τον μαλάκα και τις υπόλοιπες αηδίες που σου έτυχαν χτες. Δεν έχουν κανένα νόημα. Όπως είπε κι ο Άγγελος, το πιο περίεργο ήταν το Σερπετό. Το μόνο πραγματικά περίεργο.
Η Βασιλική έψαξε με το βλέμμα της τις εκτάσεις δεξιά κι αριστερά του δρόμου, μήπως το ξαναδεί. Μα δεν το ξαναείδε· το Σερπετό είχε φύγει. Είχε επιστρέψει εκεί απ’όπου είχε έρθει. Σαν από παραμύθι ήταν η εμφάνισή του, χτες βράδυ… Το άγριο Σερπετό που έρχεται να συντρέξει μια ταλαιπωρημένη πριγκίπισσα… Η Βασιλική χαμογέλασε, άθελά της. Μα τους θεούς…
Δεν άργησαν να μπουν στο δρόμο που βρισκόταν ανάμεσα στα ψηλά δέντρα, και δεν άργησαν να συναντήσουν το παρατημένο της όχημα. Ο Άγγελος άρχισε να κόβει ταχύτητα, προτού καν η Βασιλική τού πει να σταματήσει. Το είχε κι εκείνος αναγνωρίσει αμέσως.
«Εδώ είναι, λοιπόν, ο τόπος του εγκλήματος,» είπε, καθώς έβγαιναν απ’το όχημά του και πλησίαζαν αυτό της Πριγκίπισσας.
«Δεν έγινε εδώ το σαμποτάζ,» τόνισε εκείνη. «Στην κλινική πρέπει να έγινε.»
«Κι εσύ δεν πήρες είδηση τίποτα;» Πήγαν στο πίσω μέρος του οχήματός της, και άνοιξαν τη θυρίδα όπου έμπαινε η φιάλη.
«Τι θα έπρεπε να είχα πάρει είδηση, δηλαδή; Εγώ ήμουν μέσα στην κλινική, για να μιλήσω με τη Βικτώρια, όχι έξω.»
Στο εσωτερικό της θυρίδας ήταν η φιάλη του οχήματος, και, φυσικά, ήταν τρυπημένη και τελείως άδεια. Η Βασιλική την έβγαλε απ’τη θέση της και την αντικατέστησε με μια καινούργια. Ύστερα, μπήκε στο τρίκυκλο και κάθισε στη θέση του οδηγού.
«Προσεκτικά,» της είπε ο Άγγελος. «Ο άνθρωπος που τρύπησε τη φιάλη δεν ξέρεις τι άλλο μπορεί να έκ–» Σταμάτησε, απότομα.
«Τι είναι;» Η Βασιλική τον κοίταξε πάνω απ’τον ώμο της.
«Μου είπες ότι σου έκλεψαν και τη δεύτερη φιάλη που είχες μαζί σου, έτσι δε μου είπες;»
«Ναι, φυσικά.»
«Κοίτα πίσω σου, Βασιλική.»
«Πού πίσω μου;»
«Πίσω απ’το κάθισμά σου.»
Η Βασιλική κοίταξε… και είδε τη φιάλη, σαν ποτέ να μην είχε κλαπεί. Αμέσως ανασηκώθηκε, τεντώθηκε, και την πήρε στα χέρια της. «Αδύνατον…» μουρμούρισε. «Αδύνατον…!» Βγήκε απ’το όχημα, ακόμα κρατώντας την. «Άγγελε, αλήθεια σου λέω: μου την είχαν κλέψει.»
«Και πώς είναι τώρα εδώ;»
«Κάποιος την ξανάφερε.»
Ο Άγγελος χαμογέλασε, αυθόρμητα. «Βασιλική–»
«Δε σε κοροϊδεύω!» έκανε εκείνη. «Την είχαν κλέψει!»
«Και την ξανάφεραν μέσα;»
«Ναι!»
«Γιατί;» ρώτησε ο Άγγελος. «Μα τους θεούς, γιατί να το κάνουν αυτό;»
«Δεν ξέρω. Αλλά το έκαναν.»
«Βασιλική, μάλλον, εσύ είχες χάσει τη φιάλη και–»
«Είσαι με τα καλά σου!» φώναξε η Βασιλική. «Πώς να χάσω τη φιάλη! Ολόκληρη φιάλη!» Την ύψωσε εμπρός της. «Την είχαν κλέψει.»
Ο Άγγελος σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος. «Και σ’την ξανάφεραν… Γιατί; Για να μη θυμώσεις;»
«Άγγελε, ξέρω πολύ καλά τι βλέπω,» είπε η Βασιλική· «και σου λέω: η φιάλη είχε χαθεί. Δεν ήταν εδώ, χτες βράδυ, όταν σταμάτησα στο πλάι του δρόμου.» Επέστρεψε στη θέση του οδηγού και έβαλε ξανά τη φιάλη πίσω της. Αναρωτιέμαι ποιος ανώμαλος πούστης έκανε αυτές τις μαλακίες! σκέφτηκε. Δε θα το πίστευα, αν δε μου είχε συμβεί! Δε θα το πίστευα.
Ο Άγγελος πήγε στο δικό του όχημα, και ξεκίνησαν μαζί να οδηγούν επάνω στον εξοχικό δρόμο, κατευθυνόμενοι προς την Απαστράπτουσα.
Όταν μπήκαν στις μεγάλες λεωφόρους της πόλης, ο Άγγελος είπε στη Βασιλική, από το παράθυρο του τρίκυκλού του: «Θα πάω στα γραφεία του περιοδικού. Θες να έρθεις;»
«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνη. «Θα τα πούμε αργότερα.» Ήθελε να καθαρίσει λίγο το μυαλό της, να σκεφτεί, ώστε να μπορέσει να διακρίνει τι στις Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ είχε, τελικά, συμβεί χτες. Τα γεγονότα είχαν τόσο πολύ μπερδευτεί αναμεταξύ τους, που… που δημιουργούσαν ένα αμάλγαμα το οποίο έμοιαζε να αψηφά την πραγματικότητα.
Ο Άγγελος έστριψε σ’έναν παράπλευρο δρόμο, αφήνοντας τη Βασιλική μόνη της στη λεωφόρο. Μόνη, μαζί με δεκάδες αγνώστους. Οι μεγάλες πόλεις, σκέφτηκε η Πριγκίπισσα, πάντοτε έτσι ήταν: ήσουν τόσο πολύ περιστοιχισμένος από ανθρώπους, αλλά και, συγχρόνως, τόσο μόνος.
Η Βασιλική κατευθύνθηκε προς τον Μεγάλο Ναό του Απόλλωνα, και, όταν ήταν σ’έναν δρόμο κοντά στο μεγαλειώδες, μαρμάρινο οικοδόμημα με τις ψηλές κολόνες, σταμάτησε το όχημά της και βγήκε, για να βαδίσει. Τα πόδια της, ασφαλώς, ακόμα την πονούσαν, μα της χρειαζόταν λίγο βάδισμα αυτή τη στιγμή.
Γιατί έβαλαν πάλι τη φιάλη μέσα στο όχημά μου; αναρωτήθηκε, καθώς περπατούσε με τα χέρια της στις τσέπες του πανωφοριού της. Τι νόημα είχε αυτό; Τι προσπαθούν να επιτύχουν;
Πλησιάζοντας την πλατεία του Ναού, βρέθηκε περιτριγυρισμένη από κόσμο: νεαρούς, μικρά παιδιά, μεσήλικες, γέρους. Ένας άντρας πουλούσε πρόχειρο φαγητό από ένα καροτσάκι. Μπροστά στα σκαλοπάτια του Ναού, μια ζητιάνα ήταν καθισμένη, έχοντας ένα πήλινο κύπελλο κοντά της με μερικά νομίσματα ριγμένα μέσα. Ένας άντρας που κουβαλούσε τέσσερις ενεργειακές φιάλες, μοιάζοντας να πηγαίνει σε κάποια δουλειά, στάθηκε για μια στιγμή και κοίταξε τη Βασιλική από πάνω ώς κάτω· έπειτα, συνέχισε το δρόμο του, βαδίζοντας γρηγορότερα.
Η Βασιλική συνοφρυώθηκε. Ποιος–;
Τι καθόταν και σκεφτόταν; Τι σχέση μπορεί νάχε αυτός ο τύπος; Στράφηκε αλλού. Πλησίασε μια καφετέρια και κάθισε σ’ένα τραπεζάκι. Το γκαρσόνι πρέπει να την αναγνώρισε, γιατί αμέσως έσπευσε να την εξυπηρετήσει. Η Βασιλική ήπιε τον καφέ της αργά, στρέφοντας τους συλλογισμούς της στη Βικτώρια: αναρωτούμενη πώς μπορούσε να την κάνει να της πει ξεκάθαρα τι ακριβώς της είχε συμβεί. Η Βικτώρια δεν είχε πάθει τυχαία ό,τι είχε πάθει· ο Λούσιος, κάπως, της είχε προκαλέσει όλη αυτή την κατάσταση.
Κι αν ο Λούσιος την έβγαλε απ’τη μέση επειδή τον ενοχλούσε, τότε, σίγουρα, δε θα θέλει να θεραπευτεί και να επιστρέψει στο αεροδρόμιο. Επομένως, πόσο απίθανο είναι οι άνθρωποι στη Χρυσάνθια Κλινική να λειτουργούν υπό τις διαταγές του αδελφού μου; Πόσο απίθανο είναι να μην θέλουν να θεραπεύσουν τη Βικτώρια, αλλά να θέλουν να την κρατήσουν σε μια ψυχικά διαταραγμένη κατάσταση;
Καθόλου απίθανο, συμπέρανε η Βασιλική.
Θα μπορούσα, όμως, να πάρω τη Βικτώρια από εκεί, δε θα μπορούσα; Φυσικά και θα μπορούσε. Ως Πριγκίπισσα της Απολλώνιας, μπορούσε ουσιαστικά να κάνει οτιδήποτε· μπορούσε ακόμα και να παραβεί ορισμένους νόμους. Δε χρειαζόταν να δώσει εξηγήσεις στους ανθρώπους της κλινικής. Εκείνοι, όμως, αναμφίβολα θα παραπονιόνταν στον Λούσιο, και ο Λούσιος είχε τη νομική δύναμη να πάρει πάλι τη Βικτώρια απ’τα χέρια της. Εκτός αν την κρύψω, κάπως…
Δεν ήταν, όμως, βέβαιη ότι έπρεπε να προβεί σε τέτοιες ενέργειες. Πρέπει να το σκεφτώ κι άλλο. Αν είναι να το κάνω, πρέπει τα πάντα να τάχω καλά οργανωμένα.
Τελείωσε τον καφέ της, πλήρωσε (αφήνοντας ένα γενναιόδωρο φιλοδώρημα, όπως ήταν απαραίτητο για μια πριγκίπισσα), και βάδισε προς τον δρόμο όπου είχε σταθμεύσει το όχημά της. Προτού, όμως, φτάσει εκεί, σταμάτησε· γιατί επάνω σ’έναν τοίχο είδε γραμμένο: ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ ΝΑ ΜΕ ΔΕΝΟΥΝ.
Αδύνατον… σκέφτηκε, αρχικά.
Και μετά: Πώς δεν το είδα, πριν; Η απάντηση ήταν προφανής: Επειδή ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση, χωρίς, φυσικά, να κοιτάζει πίσω της. Τα γράμματα υπήρχαν εδώ εξαρχής, απλά εκείνη δεν τα είχε προσέξει.
Ή, μήπως, κάποιος τα είχε γράψει τώρα;
Πάψε πια! Συνέχισε να βαδίζει. Τι σ’έχει πιάσει;
Ήταν σαν κάποιος να ήξερε τι έκανε στο κρεβάτι της–
Αδύνατον!
–και να το είχε γράψει στον τοίχο, ώστε εκείνη να το δει–
Αδύνατον. Και ανούσιο. Ποιος ο λόγος; Αποκλείεται. Σε μια τόσο μεγάλη πόλη, όπως η Απαστράπτουσα, χίλια-δύο τυχαία περιστατικά μπορούσαν να συμβούν.
Και όλα τα τυχαία περιστατικά έχουν επικεντρωθεί επάνω μου;
Όχι, δεν είναι αυτό· απλά, εγώ δεν τα πρόσεχα πριν. Ναι, απλά εγώ δεν τα πρόσεχα πριν.
Μπήκε στο όχημά της. Κοίταξε πίσω της, για να δει ότι η ενεργειακή φιάλη εξακολουθούσε να βρίσκεται εκεί όπου την είχε αφήσει. Και εκεί ήταν. Φυσικά. Πού να είχε πάει; Να είχε πετάξει;
Η Βασιλική έβαλε μπροστά και έφυγε.
*
Η επήρεια του ναρκωτικού είχε αρχίσει να τελειώνει. Ο Ανδρόνικος μπορούσε να το καταλάβει απ’το γεγονός ότι οι αισθήσεις του δεν ήταν τόσο μουδιασμένες όσο πριν. Μπορούσε να το καταλάβει, ακόμα κι εδώ μέσα, σε τούτο το κατασκότεινο μέρος όπου τον είχαν ξαναφέρει.
Θυμόταν ότι είχε δει τη μητέρα του, τη Βασίλισσα Γλυκάνθη. Την είχε δει σαν σε όνειρο… ή, μήπως, ήταν πραγματικά όνειρο; Η όψη της ήταν θολή, και τα λόγια έβγαιναν συρτά από τα χείλη της, και βαριά· αργά, σαν από χαλασμένο όργανο ηχητικής αποθήκευσης. Ναι, θα μπορούσε και να μην ήταν αληθινή. Το ναρκωτικό που του είχαν δώσει ίσως να του προκαλούσε παραισθήσεις.
Μακάρι να ήταν έτσι. Γιατί, αν δεν ήταν, σήμαινε ότι η μητέρα του τον είχε δει σ’αυτά τα χάλια· και, σίγουρα, η καρδιά της θα είχε σκιστεί στα δύο.
Αναρωτιέμαι τι να της έχει πει ο Λούσιος. Αν η συνάντησή μου μαζί της ήταν αληθινή, τότε πρέπει κάτι να της έχει πει… Τι, όμως;
Κι επίσης, αν η συνάντηση με τη μητέρα του ήταν αληθινή, αυτό σήμαινε ότι ο Ανδρόνικος βρισκόταν στο παλάτι της Απαστράπτουσας. Κάπου μέσα στο παλάτι, σε κάποιο μέρος που παλιότερα δεν γνώριζε…
Τι είχε πει η Βασίλισσα Γλυκάνθη; Είχε, όντως, πει «Στο παλάτι είσαι. Στην Απαστράπτουσα»; Το είχε, όντως, πει; Ή εκείνος το νόμιζε;
Ο Ανδρόνικος έβηξε, δυνατά, και διπλώθηκε επάνω στο ψυχρό, πέτρινο πάτωμα που πάγωνε το γυμνό του σώμα. Ναι, οι αισθήσεις του είχαν αρχίσει να επανέρχονται πλήρως…
«Λούσιε!» φώναξε. «Λούσιε!»
Ασφαλώς, καμία απάντηση.
Και δεν έχει νόημα να φωνάζω. Κανένα απολύτως νόημα.
Ανασηκώθηκε… και είδε ένα άνοιγμα. Ένα φωτεινό άνοιγμα, στο βάθος. Ήταν το ίδιο άνοιγμα, όπως πριν, ή άλλο;
Ο Ανδρόνικος ορθώθηκε. Σίγουρα, ήταν παγίδα. Προσπαθούσαν πάλι να τον ρίξουν σ’εκείνον το λάκκο, που βρισκόταν κάπου μες στο σκοτάδι. Το φως, όμως, έμοιαζε να τον καλεί. Έμοιαζε σχεδόν να του φωνάζει να πλησιάσει. Η μοναδική έξοδος… Η μοναδική έξοδος…
Ο Ανδρόνικος το αγνόησε. Του έστρεψε την πλάτη, και κάθισε στο πάτωμα με την παγωνιά της πέτρας να διαπερνά το σώμα του.
Πριν από κάποιες ώρες (δεν ήξερε ακριβώς πόσος χρόνος είχε περάσει· υπέθετε, όμως, ότι πρέπει να ήταν ώρες), άλλο ένα φωτεινό άνοιγμα είχε παρουσιαστεί μέσα στο σκοτάδι, κι από εκεί είχαν έρθει τέσσερις φρουροί, οι οποίοι του είχαν αφήσει φαγητό και ποτό –μερικά κομμάτια ψωμί και κρέας, και ένα ποτήρι νερό– και μετά είχαν φύγει. Δεν είχαν πέσει σε κανέναν λάκκο. Θα πρέπει να είχαν χρησιμοποιήσει διαφορετικό άνοιγμα, προφανώς· όχι εκείνο που είχε εμφανιστεί στην αρχή. Ο Ανδρόνικος ήταν, όμως, αποπροσανατολισμένος μες στο σκοτάδι· δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τη μια κατεύθυνση από την άλλη.
Όταν έφαγε το άνοστο φαγητό που του είχαν πετάξει, προσπάθησε να βάλει το μυαλό του να λειτουργήσει, για να σκεφτεί κάποιο σχέδιο απόδρασης· μα ανακάλυψε ότι η κούραση, το κρύο, και το απόλυτο σκοτάδι δεν τον άφηναν: χτυπούσαν και το νου του και το σώμα του με τρόπο οδυνηρό. Έτσι, άθελά του, έπεσε σε λήθαργο, απ’τον οποίο τον ξύπνησαν πάλι οι φρουροί. Συνήλθε νιώθοντας τα χέρια τους επάνω του· πάλεψε να τους ξεφύγει, μα ήταν, από τις ταλαιπωρίες του, πολύ αδύναμος για να το καταφέρει· τον κράτησαν εύκολα κολλημένο στο πάτωμα και του έκαναν μια ένεση, στέλνοντας το ναρκωτικό στον καταπονημένο οργανισμό του. Ύστερα, ενώ οι αισθήσεις του μούδιαζαν, τον έντυσαν πρόχειρα –ή, τουλάχιστον, αυτή την εντύπωση είχε, ότι τον έντυσαν–, τον σήκωσαν ανάμεσά τους, και τον πήραν απ’τον σκοτεινό χώρο, για να τον μεταφέρουν, μέσα από διαδρόμους και σκάλες, σ’ένα τόσο, μα τόσο, πολύ φωτεινό μέρος. Όπου συνάντησε τη μητέρα του. Σαν όνειρο δεν ήταν εκείνο το μέρος; Τέτοιο φως… Ή ήταν μονάχα η ιδέα μου, από το ναρκωτικό;
Καθώς βρισκόταν τώρα καθισμένος στο πέτρινο πάτωμα, ο Ανδρόνικος έτριψε το πρόσωπό του με τις παλάμες του. Λύση. Ποια είναι η λύση; Πώς θα δραπέτευε; Και ήξερε ότι, αν ήταν να δραπετεύσει, έπρεπε να το κάνει σύντομα, γιατί, όσο ο χρόνος κυλούσε εδώ πέρα, τόσο οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν, όχι μονάχα οι σωματικές, αλλά και οι νοητικές. Δεν μπορείς να σκεφτείς και πολύ καθαρά, όταν βρίσκεσαι μες στο σκοτάδι, κρυώνεις, είσαι γυμνός, πεινάς, και φοβάσαι ότι ίσως, με το επόμενό σου βήμα, καταλήξεις σ’έναν λάκκο με νερό και παράξενα –πολύ πιθανόν, επικίνδυνα– πλάσματα.
Ο Ανδρόνικος είδε μια έξοδο να ανοίγει αντίκρυ του. Μια φωτεινή έξοδο, σαν κάποιος τοίχος στο βάθος να είχε παραμερίσει. Χίλιες κατάρες επάνω τους! Πιστεύουν ότι θα καταφέρουν πάλι να μου κάνουν τα ίδια; Έστρεψε την πλάτη του στο φωτεινό άνοιγμα, ατενίζοντας το σκοτάδι–
–και είδε άλλη μια έξοδο ν’ανοίγει, ακριβώς ίδια με την προηγούμενη.
«Δεν έρχομαι!» φώναξε. «Μην ελπίζετε!»
Καμία απάντηση. Η έξοδος παρέμεινε ανοιχτή.
Ο Ανδρόνικος ορθώθηκε και έκανε μερικά βήματα μες στο σκοτάδι, στρεφόμενος αλλού.
Ακόμα ένα φωτεινό άνοιγμα παρουσιάστηκε. Καλώντας τον με την παρουσία του.
Μπάσταρδοι.
Έμεινε ακίνητος.
Το άνοιγμα δεν έκλεισε. Το φως ήταν το μοναδικό σημείο αναφοράς μες στο απόλυτο σκοτάδι.
Εντάξει, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος, για να δούμε τι έχετε στο διαστρεβλωμένο μυαλό σας…
Ετούτη δεν ήταν η πρώτη φορά που βρισκόταν στα σκοτεινά. Είχε ξαναβρεθεί σε παρόμοια κατάσταση, απλά τότε δεν ήταν φυλακισμένος. Ο βασικός τρόπος κίνησης μες στο σκοτάδι, όμως, παρέμενε ο ίδιος· δεν άλλαζε.
Ο Ανδρόνικος λύγισε τα γόνατά του και βάδισε με μικρά, αργά βήματα, ενώ συγχρόνως είχε τα χέρια του απλωμένα μπροστά, ψηλαφώντας: το δεξί ήταν υψωμένο, για να εντοπίζει εμπόδια που βρίσκονταν ψηλά· το αριστερό ήταν κάτω, στο πέτρινο πάτωμα, για να εντοπίζει πιθανούς λάκκους. Ό,τι κι αν έχετε στο νου σας, δε θα πιάσει… και ίσως –ίσως– καταφέρω να δραπετεύσω, επειδή με υποτιμήσατε.
Ο Ανδρόνικος πλησίαζε έτσι το φωτεινό άνοιγμα, νιώθοντας μια ζωηρή ελπίδα να έχει φουντώσει εντός του: μια ελπίδα ότι θα ξέφευγε από τούτο τον ελεεινό, σκοτεινό χώρο.
Παραδόξως, τα χέρια του δεν συνάντησαν κανέναν λάκκο. Και, γενικότερα, δεν έμοιαζε να υπάρχει καμία παγίδα στο δρόμο του.
Τώρα, βρισκόταν τόσο κοντά στο φως… Βρισκόταν μπροστά στο άνοιγμα, και έβλεπε μέσα του. Έναν τοίχο.
Σηκώθηκε όρθιος, παραξενεμένος, και βάδισε αργά, επιφυλακτικά, περιμένοντας την παγίδα που δεν είχε παρουσιαστεί ακόμα.
Πέρασε το κατώφλι, και είδε δεξιά του έναν διάδρομο, κι αριστερά του άλλον έναν. Πέτρινοι διάδρομοι, που φωτίζονταν από ενεργειακές λάμπες.
Πού βρίσκομαι; Σε ποιο μέρος του παλατιού;
Δεν έβλεπε κανέναν άνθρωπο. Δεν υπάρχουν φρουροί; Ακόμα ένα από τα παράξενα τούτης της ιστορίας…
Μήπως ονειρεύομαι; Μήπως δεν έχω ακόμα ξεφύγει απ’την επήρεια του ναρκωτικού;
Έκανε μερικά βήματα προς τ’αριστερά, νιώθοντας το πάτωμα κρύο, όπως πριν, κάτω απ’τις πατούσες του. Πίσω του, άκουσε έναν ξαφνικό, δυνατό θόρυβο, που τον έκανε να στραφεί απότομα–
–για να δει ότι το άνοιγμα που οδηγούσε στο σκοτεινό δωμάτιο είχε κλείσει, από μια ατσάλινη πόρτα.
Ο Ανδρόνικος, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, αισθάνθηκε να τρομάζει από αυτό. Τελείως παράλογο. Εξάλλου, η πόρτα του κελιού του είχε κλείσει ενώ εκείνος βρισκόταν έξω απ’το κελί. Κανονικά, δε θάπρεπε ν’ανησυχεί. Σωστά;
Κι όμως, κάτι δεν πήγαινε καλά εδώ. Δεν είχε καταφέρει να δραπετεύσει. Τον είχαν αφήσει. Ποιοι; Και γιατί;
Συνέχισε να βαδίζει στον στενό διάδρομο· και, μετά από μερικά βήματα, άκουσε πίσω του ένα τσαφ!
Κοίταξε πάνω απ’τον ώμο του: Μια ενεργειακή λάμπα είχε σβήσει.
Τσαφ! Άλλη μία.
Τσαφ! Μια τρίτη.
Το σκοτάδι εξαπλωνόταν. Ερχόταν καταπάνω του.
Ο Ανδρόνικος έτρεξε προς την αντίθετη κατεύθυνση, νιώθοντας απειλημένος. Σαν το σκοτάδι να ήταν κάποιου είδους ζωντανή οντότητα που τον καταδίωκε.
Τσαφ! – Τσαφ! – Τσαφ! Οι λάμπες έσβηναν πίσω του, η μία κατόπιν της άλλης.
Ο Ανδρόνικος συνέχισε να τρέχει. Μπέρδεψε τα πόδια του και έπεσε, χτυπώντας τα γόνατα και τους αγκώνες του στο πέτρινο πάτωμα.
Τσαφ! – Τσαφ! – Τσαφ! – Τσαφ! Οι λάμπες έσβησαν.
Όλες.
Το σκοτάδι τον τύλιξε, γι’ακόμα μια φορά.
Ο Ανδρόνικος κραύγασε, άναρθρα, σαν θηρίο. Καταλάβαινε τώρα την παγίδα όπου τον είχε οδηγήσει. Καταλάβαινε πολύ καλά.
Ορθώθηκε και, αγγίζοντας τον τοίχο, προχώρησε αργά μες στο σκοτάδι, προσπαθώντας να βρει κάποια διέξοδο.
Για να πάω πού; Είμαι φυλακισμένος. Πού προσπαθώ να πάω; Να επιστρέψω στο προηγούμενο κελί μου;
Από μακριά νόμισε πως άκουσε έναν βρυχηθμό. Σαν από λιοντάρι, ή κάποιο παρόμοιο ζώο. Ή σαν από τον άνεμο. Ή σαν από κάτι πολύ, πολύ χειρότερο από οποιοδήποτε ζώο.
Κοκάλωσε. Τον είχαν φέρει εδώ για να τον καταβροχθίσει κάποιο θηρίο; Κάποιο θηρίο που τον μυριζόταν μες στο σκοτάδι;
Άρχισε να περπατά πιο γρήγορα, ενώ, συγχρόνως, αφουγκραζόταν. Βήματα ήταν αυτά που άκουγε; Τα προσεκτικά βήματα ενός σαρκοβόρου; Ή δεν ήταν τίποτα περισσότερο από φαντάσματα του μυαλού του;
Άθελά του, έτρεμε· και δεν μπορούσε να σταματήσει να τρέμει, γιατί ήταν μόνος και γυμνός και άοπλος, και μέσα στο σκοτάδι, ενώ ό,τι κι αν ήταν αυτό που τον κυνηγούσε ήταν, αναμφίβολα, δυνατότερο από εκείνον· πολύ δυνατότερο, ικανό να τον κάνει κομμάτια σε δευτερόλεπτα.
–Ένας θόρυβος!
Όχι από το θηρίο. Ένας μεταλλικός θόρυβος. Σαν πόρτα που ανοίγει.
Δίπλα μου;
Ο Ανδρόνικο προχώρησε ακόμα πιο γρήγορα από πριν, ψηλαφώντας τον τοίχο.
Οι πατούσες του πάτησαν σε κάτι μυτερό. Μούγκρισε απ’τον πόνο.
Καρφιά; Κοφτερές πέτρες;
Έτριξε τα δόντια, συνεχίζοντας την πορεία του, κι ανακαλύπτοντας πως το έδαφος δεν βελτιωνόταν: ό,τι κι αν ήταν αυτά που βρίσκονταν στο πάτωμα εξακολουθούσαν να υπάρχουν.
–Ένας βρυχηθμός πίσω του. Το θηρίο! Και πρέπει να ήταν πιο κοντά από πριν.
Πού ήταν αυτή η καταραμένη πόρτα;
Πρόλαβε δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη σκέψη του και τα χέρια του βρήκαν ένα άνοιγμα επάνω στον τοίχο. Δεν πρέπει, όμως, να ήταν πολύ μεγάλο. Χωρίς να χάσει καιρό, έψαξε να βρει με την αφή τις άκριές του· και διαπίστωσε ότι ήταν ένα κυκλικό άνοιγμα, αρκετό για να τον χωρέσει, αν σερνόταν μέσα του. Κι απ’ό,τι φαινόταν, δεν είχε άλλη επιλογή.
Μπήκε, και σύρθηκε στο εσωτερικό ενός πέτρινου αγωγού, ενώ από το βάθος, πίσω του, συνέχιζε ν’ακούει γρυλίσματα. Οι πατούσες των ποδιών του πονούσαν, και πρέπει να αιμορραγούσαν. Πολλά από τα κοφτερά αντικείμενα που βρίσκονταν στο προηγούμενο πάτωμα νόμιζε ότι είχαν μπηχτεί στη σάρκα του.
Ο αγωγός τελείωσε, απρόσμενα–
Ο Ανδρόνικος έπεσε με μια κραυγή. Χτύπησε επώδυνα τον ώμο του.
Ανασηκώθηκε.
Το πάτωμα εδώ ήταν καλυμμένο με λάσπη.
Ο Ανδρόνικος άγγιξε τον ώμο του, για να βεβαιωθεί ότι δεν τον είχε σπάσει. Και, όχι, δεν πρέπει να τον είχε σπάσει. Όμως πονούσε.
Ολόκληρο το σώμα του έτρεμε. Έμεινε καθισμένος στο λασπώδες πάτωμα και, παίρνοντας βαθιές ανάσες, προσπάθησε να καλμάρει τα νεύρα του.
Τα πάντα γύρω του ήταν σκοτεινά. Δεν ήξερε πού να πάει. Έτσι, καλύτερα να έμενε εδώ όπου βρίσκονταν, για λίγο. Καλύτερα να έμενε εδώ όπου βρισκόταν. Αισθανόταν ασφαλής εδώ…
*
Στο Βόρειο Μέτωπο τα πράγματα πήγαιναν άσχημα. Αυτό, τουλάχιστον, είχε να πει ο λοχαγός που είχε έρθει για να ενημερώσει το παλάτι.
Ο Λούσιος καθόταν στον Κυανό Θρόνο και άκουγε την αναφορά του, η οποία συνοδευόταν από μια εικονική αναπαράσταση ενός χάρτη του Βόρειου Μετώπου. Η αναπαράσταση ήταν μια προβολή επάνω στον τοίχο· και, χρησιμοποιώντας τα κουμπιά ενός προβολέα, ο λοχαγός μπορούσε να μεγεθύνει τον χάρτη στα σημεία που ήθελε, καθώς και να δημιουργεί καμπύλες, για να δείχνει τις πορείες των στρατευμάτων.
Ένα σημαντικό φρούριο είχε πέσει στα χέρια της Παντοκράτειρας, τις τελευταίες ημέρες. Το λεγόμενο Φρούριο του Σμαραγδένιου Βουνού. Ο λοχαγός, πατώντας ένα πλήκτρο, έκανε το φρούριο να παρουσιαστεί επάνω στον χάρτη και να διαγραφεί από ένα μεγάλο, κόκκινο Χ. Οι δυνάμεις της Παντοκρατορίας είχαν, επιτέλους, καταφέρει να λυγίσουν την άμυνά του και να το πορθήσουν.
«Λυπάμαι, Μεγαλειότατε,» είπε ο λοχαγός στον Λούσιο. «Δεν υπήρχε κάτι που μπορούσαμε να κάνουμε.»
Οι σύμβουλοι που βρίσκονταν στην Αίθουσα του Κυανού Θρόνου ήταν όλοι αμίλητοι, καθώς γνώριζαν τη σημαντική θέση του Φρουρίου του Σμαραγδένιου Βουνού. Η απώλειά του μπορούσε να σημαίνει μονάχα ένα πράγμα: η Παντοκράτειρα βρισκόταν τώρα ένα βήμα πιο κοντά στην επανάκτηση της Απολλώνιας.
Χίλιες κατάρες! σκέφτηκε ο Λούσιος. Έχουμε αργήσει πολύ! Πρέπει να κινηθούμε πιο γρήγορα! Πρέπει να βρούμε πιο γρήγορα τα μέσα για να κατατροπώσουμε την Παντοκράτειρα. Γιατί οι πάντες καθυστερούν; Γιατί η Κορνηλία καθυστερεί; Ακόμα να επικοινωνήσει μαζί μου! Δεν έχει καταφέρει να φέρει στο φως τίποτα;
«Μεγαλειότατε;»
Ο Λούσιος στράφηκε, για να κοιτάξει τον Αναξίμανδρο, τον νέο Στρατάρχη του βασιλείου του. Τον προηγούμενο τον είχε… απομακρύνει, καθώς ήταν βέβαιος ότι, λόγω της πίστης του στον Ανδρόνικο, θα του προκαλούσε προβλήματα. Ωστόσο, ήταν καλός στρατηγός. Ετούτος εδώ, ο Λούσιος υποψιαζόταν, δεν ήταν και τόσο.
«Τι είναι;» ρώτησε από τον Κυανό Θρόνο.
«Πώς προτείνετε να ενεργήσουμε, Μεγαλειότατε;» είπε ο Αναξίμανδρος.
«Κανονικά,» αποκρίθηκε ο Λούσιος, «θα περίμενα εσύ να μου προτείνεις κάτι, Στρατάρχη, όχι εγώ σ’εσένα.»
Σιγή έπεσε, για μερικές στιγμές.
Ύστερα, ο Αναξίμανδρος –μάλλον, φοβούμενος ότι θα πληγεί η υπόληψή του, αν δε μιλήσει– είπε: «Θα πρότεινα να ενισχυθούν όλα τα οχυρά γύρω από το Φρούριο του Σμαραγδένιου Βουνού, Μεγαλειότατε.»
Ναι, συλλογίστηκε ο Λούσιος, σ’ευχαριστώ, Στρατάρχη. Αυτό κι εγώ το είχα σκεφτεί, από μόνος μου.
Στράφηκε στον άντρα απ’το Βόρειο Μέτωπο. «Λοχαγέ.»
«Μάλιστα, Μεγαλειότατε.»
«Θύμισέ μου πάλι το όνομά σου.»
«Λοχαγός Βύριος Επταπυρίτης, Μεγαλειότατε.»
«Πες μου τη δική σου άποψη, Λοχαγέ. Πώς πρέπει να ενεργήσουμε;»
Ο Λοχαγός Επταπυρίτης, που, όπως φάνηκε, γνώριζε το Βόρειο Μέτωπο πολύ καλύτερα απ’τον Στρατάρχη, άρχισε να τους κάνει μια ανάλυση των θέσεων των στρατευμάτων, χρησιμοποιώντας τον εικονικό χάρτη, προτού προβεί σε μερικές προτάσεις πιθανών κινήσεων.
*
Η μικρόσωμη, μελαχρινή υπηρέτρια βάδιζε στον άδειο διάδρομο, μέσα στις πυκνές σκιές του απογεύματος. Τα βήματα των μαλακών, δερμάτινων παπουτσιών της δεν έκαναν παρά τον ελάχιστο θόρυβο. Τα μαλλιά της ήταν δεμένα κότσο πίσω απ’το κεφάλι της, και πιασμένα με μια αργυρή καρφίτσα. Βαστούσε ένα μικρό, δερματόδετο βιβλίο.
Ένα χέρι πετάχτηκε απ’τις σκιές· την άρπαξε απ’τη μέση και την τράβηξε μες στο σκοτάδι.
Ένα άλλο χέρι τής έκλεισε το στόμα.
«ΜΜΜ!» έσκουξε η υπηρέτρια, κλοτσώντας τον αέρα. Το μικρό βιβλίο τής είχε πέσει.
«Σσς,» έκανε μια αντρική φωνή κοντά στ’αφτί της. «Σσς. Δε θέλω να σε πειράξω· σταμάτα να παλεύεις. Θέλω μόνο να παραδώσεις ένα μήνυμα στην κυρά σου, τη Βασίλισσα.»
Η υπηρέτρια έπαψε να χτυπιέται. «Μμμμ…» Ο άγνωστος εξακολουθούσε να κρατά το στόμα της κλειστό. Η κοπέλα νόμιζε ότι μπορούσε ν’ακούσει την καρδιά της να χτυπά ανάμεσα στ’αφτιά της, μέσα στο κεφάλι της.
«Θέλω να της πεις ότι πρέπει να τη δω. Σκοπεύω να της μιλήσω για τον γιο της, τον Ανδρόνικο. Να με συναντήσει απόψε στον παλιό στάβλο, μόλις δύσει ο ήλιος. Με καταλαβαίνεις;»
«Μμμμ.»
«Ωραία. Θυμήσου: θα της μιλήσω για τον Ανδρόνικο· και πρέπει να με βρει στον παλιό στάβλο, όταν πέσει η νύχτα. Εντάξει;»
«Μμμμ.»
Τα δυνατά χέρια την άφησαν, και η κοπέλα πρόλαβε μονάχα να δει, πάνω απ’τον ώμο της, μια σκιά ν’απομακρύνεται βιαστικά και να χάνεται μέσα στους σκοτεινιασμένους διαδρόμους του παλατιού.
Ακόμα τρομαγμένη από τούτη την παράξενη συνάντηση, πήρε από κάτω το μικρό βιβλίο που της είχε πέσει, επέστρεψε –όσο πιο γρήγορα μπορούσε, χωρίς όμως να φανεί ότι έτρεχε– στα διαμερίσματα της Βασίλισσας, και έκλεισε την πόρτα καλά πίσω της.
Ησυχία έπεσε, για κάμποση ώρα, στον άδειο διάδρομο απέξω. Μονάχα τα απόμακρα βήματα κανενός φρουρού ή υπηρέτη ακούγονταν.
Όταν, όμως, ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από τον δυτικό ορίζοντα, η πόρτα άνοιξε πάλι, και μια γυναικεία μορφή βγήκε, ντυμένη με μακρύ φόρεμα, μπότες, και κάπα στους ώμους.
Η Βασίλισσα Γλυκάνθη κοίταξε γύρω της, δήθεν αδιάφορα, και είδε τα μάτια ενός φρουρού να την κοιτάζουν. Τα μάτια ενός κατασκόπου; αναρωτήθηκε. Ενός κατασκόπου του Λούσιου; Μα, φυσικά, δε θ’άφηνε αυτό να τη σταματήσει.
Δίχως να δώσει σημασία στον νεαρό, πέρασε από δίπλα του και συνέχισε να προχωρά μέσα στους διαδρόμους του παλατιού, ακολουθώντας μια συνηθισμένη πορεία, ώστε να μη φανεί ότι έκανε τίποτα περισσότερο από μια βόλτα.
Όταν βγήκε στον κήπο, πήγε σ’ένα κατάφυτο μέρος όπου ήξερε πως, αν την παρακολουθούσαν, θα τους αντιλαμβανόταν, καθώς εδώ δεν είχε δουλειά κανένας να βρίσκεται. Κοιτάζοντας, όμως, πάνω από τον ώμο της, αλλά και γύρω-γύρω, η Βασίλισσα Γλυκάνθη δεν είδε καμία ύποπτη κίνηση. Έτσι, φόρεσε την κουκούλα της κάπας της και συνέχισε, ακολουθώντας μονοπάτια όπου οι φρουροί δε σύχναζαν.
Δεν άργησε να φτάσει στον εγκαταλειμμένο στάβλο, που τώρα πλέον δεν ήταν παρά ένα μέρος για να κάνουν τις φωλιές τους τα πουλιά και άλλα μικρά ζώα του κήπου. Παλιότερα, εδώ σταβλίζονταν περήφανα άτια και όμορφα Σερπετά· η Βασίλισσα το θυμόταν.
Στάθηκε μπροστά στην είσοδο και κοίταξε μέσα, το σκοτάδι. Ούτε μία λάμπα δεν ήταν αναμμένη, ενεργειακή ή μη.
Τα μάτια μιας γάτας γυάλισαν. Και τα μάτια ακόμα μίας. Μετά, και τα δύο ζευγάρια μάτια χάθηκαν.
Η Γλυκάνθη έβγαλε, διστακτικά, την κουκούλα της, για να δει εκείνος που την περίμενε ότι ήταν όντως αυτή, ότι δεν είχε προσπαθήσει να τον κοροϊδέψει, στήνοντάς του κάποια παγίδα.
Μια λάμπα άναψε μέσα στο σκοτάδι, μια λάμπα λαδιού, και μια κουκουλοφόρος μορφή φάνηκε να την κρατά.
«Ποιος είσαι;» ρώτησε η Γλυκάνθη, προσπαθώντας να διατηρεί τη φωνή της σταθερή.
Ο άντρας τής έκανε νόημα να πλησιάσει. «Ελάτε, Βασίλισσά μου. Καλύτερα να μη στέκεστε εκεί, όπου μπορούν εύκολα να σας δουν.»
Τη φωνή του δεν την αναγνωρίζω. Δε μου θυμίζει τίποτα απολύτως. Η Γλυκάνθη δίστασε να περάσει το κατώφλι του παλιού στάβλου, φοβούμενη ποιος μπορεί να ήταν αυτός ο άνθρωπος που έκρυβε το πρόσωπό του. Είμαι μεγάλη πια· δεν είμαι για τέτοια, σκέφτηκε. Κανονικά, θα έπρεπε όλα να κυλάνε ομαλά στο βασίλειο, και να γερνάω πίνοντας ήρεμα το τσάι μου, πλάι στον Αρχίμαχο–
«Βασίλισσά μου, ελάτε!» επέμεινε ο άγνωστος, παρατηρώντας το δισταγμό της.
Η Γλυκάνθη –σκεπτόμενη ότι, αν υπήρχε έστω και μία πιθανότητα να βοηθήσει έτσι τον Ανδρόνικο, όφειλε να πάρει το ρίσκο– πέρασε το κατώφλι και μπήκε στον εγκαταλειμμένο στάβλο, ακούγοντας το παλιό ξύλο του πατώματος, το χώμα, και τα σκόρπια χαλίκια να τρίζουν κάτω απ’τις μπότες της.
Ο άντρας με τη λάμπα κατέβασε την κουκούλα της κάπας του, και η Βασίλισσα τρόμαξε, προς στιγμή, από την όψη του.
Ο άνθρωπος ήταν τραυματισμένος. Μια πρόσφατη –πολύ πρόσφατη– ουλή ξεκινούσε απ’το μέτωπό του και τελείωνε στο σαγόνι του, διατρέχοντας το πρόσωπό του λοξά. Τα ράμματα των γιατρών ήταν φανερά· δεν τα είχαν ακόμα βγάλει.
Παρά την τρομαχτική του όψη, όμως, μέσα στα μάτια αυτού του άντρα υπήρχε κάτι που αμέσως μάγεψε τη Γλυκάνθη. Ένα εσώτερο φως. Ένα πράγμα που η Βασίλισσα της Απολλώνιας δε νόμιζε ότι είχε ξαναδεί σε άνθρωπο. Θα μπορούσα να είχα ονειρευτεί κάτι τέτοιο· ή να είχε γράψει γι’αυτό κάποιος ευφάνταστος ποιητής.
«Δε σε γνωρίζω,» είπε στον άντρα.
«Το όνομά μου είναι Αυγερινός Αντίρρυθμος, Μεγαλειοτάτη,» αποκρίθηκε εκείνος, «και είμαι ένας από τους φρουρούς του παλατιού.»
Παγίδα, λοιπόν! Ο Λούσιος τα είχε κανονίσει όλα τούτα, ή αυτή η γυναίκα του, η Δομινίκη–
«Βασίλισσά μου,» διέκοψε τις σκέψεις της ο Αυγερινός, «δεν είναι αυτό που νομίζετε. Δεν είμαι εχθρός σας. Ούτε εχθρός του γιου σας. Είμαι πιστός στον Πρίγκιπα Ανδρόνικο. Ετούτο που βλέπετε,» ακράγγιξε την ουλή στο πρόσωπό του, «το ξίφος του ήταν που μου το προκάλεσε, όταν ο Σφετεριστής μάς πρόσταξε να του ορμήσουμε.»
«Ο Σφετεριστής;» έκανε, άθελά της, η Γλυκάνθη. Ήταν προφανές ότι μιλούσε για τον Λούσιο, μα και πάλι η λέξη τη σόκαρε· ίσως γιατί δεν περίμενε να την ακούσει από τα χείλη ενός παλατιανού φρουρού. Ωστόσο, αμέσως συνέχισε: «Ο Ανδρόνικος σε χτύπησε κι εσύ, παρ’όλ’αυτά, εξακολουθείς να είσαι πιστός σ’εκείνον;» Συνοφρυώθηκε.
«Βασίλισσά μου, ήμουν παραπλανημένος, και παραστρατημένος. Αλλά το φως του μου έδειξε σε ποιον οφείλω υποταγή. Ο Κύριος του Γαλανού Φωτός είναι ο άρχοντας μου, και μόνο ο Κύριος του Γαλανού Φωτός. Η Απολλώνια είναι δική του.»
Τι λέει αυτός ο άνθρωπος; απόρησε η Γλυκάνθη. Ετούτα τα λόγια τής ακούγονταν σαν τα λόγια ενός τρελού.
Ο Αυγερινός συνέχισε: «Όταν κατεβήκατε στα υπόγεια του παλατιού, για να δείτε τον γιο σας, ήμουν εκεί. Ασφαλώς, δε με προσέξατε. Κανείς δε με πρόσεξε. Εγώ, όμως, παρακολούθησα τα πάντα. Σας είδα να έρχεστε και να φεύγετε, και μετά ακολούθησα τους φρουρούς, καθώς έπαιρναν τον Πρίγκιπα από το κελί όπου τον είχαν βάλει και τον μετέφεραν σε μέρη των υπογείων όπου ποτέ ξανά δεν είχα πάει. Σ’έναν απ’αυτούς τους διαδρόμους, παρέδωσαν τον γιο σας σε δύο Βασιλικούς Φρουρούς, τον Λάθμιο και τον Φαιόνυχο, και έφυγαν. Αλλά εγώ δεν έφυγα· ακολούθησα τώρα τους Βασιλικούς Φρουρούς, και τους είδα να φτάνουν μπροστά σ’ένα κιγκλίδωμα. ‘Φύλακα!’ φώναξε ο Λάθμιος, και μια σκιερή φιγούρα παρουσιάστηκε πίσω απ’τα κάγκελα, ζητώντας τους να του πουν τον αριθμό τρεις φορές, χωρίς να διευκρινίσει για ποιον αριθμό μιλούσε. Εκείνοι απάντησαν ‘Είκοσι-τέσσερα’, και ο φύλακας τούς άφησε να περάσουν, μαζί με τον Ανδρόνικο, ο οποίος, φυσικά, ήταν ναρκωμένος. Το κιγκλίδωμα έπεσε πίσω τους, κι έτσι ήταν αδύνατον να τους ακολουθήσω.»
Είκοσι-τέσσερα; παραξενεύτηκε η Γλυκάνθη. Ο αριθμός τρεις φορές; Είκοσι-τέσσερα; Τρεις φορές το οκτώ, δε μας κάνει είκοσι-τέσσερα;
«Το οκτώ…» μουρμούρισε.
«Ναι, Βασίλισσά μου,» ένευσε ο Αυγερινός. «Ο αριθμός ήταν το οκτώ.»
Ο Καταραμένος Αριθμός. Η Γλυκάνθη θυμήθηκε τρομαχτικές ιστορίες μ’αυτόν τον αριθμό. Ιστορίες, μύθους, και παραδώσεις. Προλήψεις… Έγλειψε τα ξεραμένα της χείλη. «Τι μέρος ήταν αυτό που πήγαν το γιο μου;»
«Δεν ξέρω, Βασίλισσά μου, αλλά πρέπει να μάθω.»
«Και γιατί ήρθες σε μένα;»
«Γιατί θέλω να γνωρίζετε πως μάχομαι για εσάς, και πως θα κάνω οτιδήποτε για τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο.»
Αυτός ο άνθρωπος είναι δώρο του Απόλλωνα. Ή είναι μια τόσο καλοστημένη παγίδα που είναι αδύνατον να τη διακρίνεις. «Τι έχεις στο μυαλό σου;» ρώτησε η Γλυκάνθη. «Σκοπεύεις να τον ελευθερώσεις;»
«Ασφαλώς.»
«Τότε,» είπε η Βασίλισσα της Απολλώνιας, «νομίζω πως, πράγματι, θα μπορούσαμε να βοηθήσουμε πολύ ο ένας τον άλλο, Αυγερινέ.»
*
Όταν ο ήλιος έδυσε, το σκοτάδι απλώθηκε στην ύπαιθρο έξω από την Απαστράπτουσα, και οι νυκτόπτεροι έγιναν ανήσυχοι στις φωλιές τους στα ψηλά μέρη του ερειπωμένου εργοστασίου.
Οι επαναστάτες περιτριγύρισαν τον Φαρνέλιο, που ακόμα καθόταν και διάβαζε τα βιβλία του Λαομάχου, καπνίζοντας την πίπα του.
«Κύριε Φαρνέλιε,» είπε ο Θελλέδης.
Εκείνος ύψωσε τα μάτια του και τον ατένισε, βγάζοντας το γυαλιά του. Ο γαλανόδερμος επαναστάτης είχε τα χέρια του σταυρωμένα εμπρός του και μια αποφασισμένη όψη στο πρόσωπό του. Ο Φαρνέλιος κοίταξε και τους υπόλοιπους γύρω του, οι οποίοι είχαν παρόμοιες όψεις και στέκονταν με παρόμοιο τρόπο.
«Τι συμβαίνει;» τους ρώτησε.
«Αποφασίσαμε να μην περιμένουμε άλλο,» είπε ο Θελλέδης. «Αποφασίσαμε να εισβάλουμε στο παλάτι της Απαστράπτουσας και να ελευθερώσουμε τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο.»
«Μην είστε ανόητοι,» αποκρίθηκε ο Φαρνέλιος, όχι απότομα, ούτε δυνατά.
«Κύριε Φαρνέλιε,» είπε ένας άλλος επαναστάτης, «ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος είναι η κορυφή της Επανάστασης.»
«Δεν μπορούμε να μείνουμε αμέτοχοι, μην κάνοντας τίποτα!» τόνισε μια επαναστάτρια.
«Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος κάτι θα είχε κάνει, σε παρόμοια περίπτωση. Δεν ήταν ποτέ δειλός,» είπε κάποιος άλλος.
«Έχουμε αντιμετωπίσει και χειρότερες καταστάσεις. Έχουμε αντιμετωπίσει τις δυνάμεις της ίδιας της Παντοκράτειρας!»
«Σωστά. Έχουμε διεισδύσει σε φρούρια–»
«Σιωπή!» τους διέκοψε ο Φαρνέλιος, που είχαν αρχίσει να τον ζαλίζουν. Και πιο σιγανά: «Σιωπή. Εκείνο που δεν έχετε μάθει, παρ’όλα τα κατορθώματά σας, είναι η υπομονή. Δεν πρόκειται να επιτεθούμε στο παλάτι–»
«Δε μπορείτε να μας προστάζετε, κύριε Φαρνέλιε,» είπε ένας μαυρόδερμος επαναστάτης. «Δεν είστε ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος. Δεν είστε καν Πρόμαχος της Επανάστασης.»
Ο Φαρνέλιος ορθώθηκε. «Νεαρέ, γνωρίζω την Απολλώνια πολύ καλύτερα από εσένα. Πολύ καλύτερα από τον οποιοδήποτε από εσάς. Και ακόμα περισσότερο γνωρίζω το παλάτι. Σας το λέω: είναι αδύνατον να εισβάλετε εκεί, να βρείτε τον Ανδρόνικο, να τον ελευθερώσετε, και να ξαναβγείτε.»
«Δε θα το μάθουμε ποτέ αν δεν προσπαθήσουμε!» επέμεινε ο μαυρόδερμος άντρας, που ονομαζόταν Φέτανιρ.
«Μονάχα μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων μπορώ να σκεφτώ να έχει πιθανότητες να καταφέρει αυτό που σχεδιάζετε,» είπε ο Φαρνέλιος. «Οι Μαύρες Δράκαινες. Καμια απ’αυτές, όμως, δε βρίσκεται ανάμεσά μας. Η τελευταία ήταν μαζί με τον Ανδρόνικο, και δεν επέστρεψε. Πράγμα το οποίο θα πρέπει να σας λέει κάτι.»
«Ο Ανδρόνικος έπεσε σε παγίδα, κύριε Φαρνέλιε,» διαφώνησε ο Θελλέδης. «Εμείς θα είμαστε προετοιμασμένοι.»
«Νομίζεις ότι ο Ανδρόνικος δεν ήταν προετοιμασμένος, Θελλέδη; Μην είσαι ανόητος! Το παλάτι της Απαστράπτουσας ανέκαθεν ήταν πολύ καλά φρουρούμενο· και τώρα που ο Λούσιος έχει σφετεριστεί την εξουσία, κάτι μού λέει ότι θα είναι ακόμα καλύτερα φρουρούμενο. Γι’αυτό αφήστε τα ασύνετα σχέδια και έχετε υπομονή. Θα τον ελευθερώσουμε τον Ανδρόνικο, αλλά πρέπει πρώτα να γνωρίζουμε τι έχουμε να αντιμετωπίσουμε και να είμαστε παρατηρητικοί.»
Κανείς δεν αποκρίθηκε, και ο Φαρνέλιος κάθισε πάλι εκεί όπου καθόταν και πριν, φόρεσε τα γυαλιά του, και άνοιξε το βιβλίο του.
Οι επαναστάτες απομακρύνθηκαν λίγο, μουρμουρίζοντας αναμεταξύ τους, αλλά δεν του ξαναείπαν για το θέμα.
Εκείνος, όμως, μπορούσε να διακρίνει ότι η αναμονή τούς ενοχλούσε· και ακόμα περισσότερο τούς ενοχλούσε το γεγονός ότι αισθάνονταν ανίκανοι να βοηθήσουν τον Ανδρόνικο. Δε θα μπορώ να τους συγκρατώ για πάντα. Θα έρθει η στιγμή που θα αγνοήσουν τις προειδοποιήσεις μου και θα πάνε στο παλάτι… και θα χαραμίσουν τις ζωές τους άσκοπα.
Γι’αυτό, Φαρνέλιε, είπε στον εαυτό του, πρέπει να βρεις έναν τρόπο να κινηθείς προτού να είναι πολύ αργά.
Έπρεπε, τουλάχιστον, να βρει κάτι που θα έπαιρνε το μυαλό των συντρόφων του από την αναμονή: κάτι που θα τους έκανε να πιστέψουν ότι προχωρούσαν κάπως, όχι ότι ήταν στατικοί.
Εκείνη την ημέρα αποφάσισαν να ξεκουραστούν. Είχαν φτάσει μεσημέρι στη Φανχάι, και, ύστερα από τόση κωπηλασία, πραγματικά τους χρειαζόταν η ξεκούραση. Θα έφευγαν από την πόλη με την αυγή. Χρησιμοποιώντας ψεύτικες ταυτότητες, έκλεισαν τρία δωμάτια στο ξενοδοχείο «Η Φωλιά»: ένα ψηλό οικοδόμημα οκτώ ορόφων με σκεπαστά μπαλκόνια και παράθυρα με μεγάλα περβάζια. Στις στέγες που δημιουργούνταν από τις οροφές των μπαλκονιών και από τα περβάζια, πολλών ειδών πτηνά είχαν τις φωλιές τους: κι ορισμένοι έλεγαν ότι από εκεί είχε το ξενοδοχείο πάρει το όνομά του. Αυτό δεν ήταν, όμως, αλήθεια. Η Τάφκι είχε, παλιότερα, πει στον Οδυσσέα ότι το ξενοδοχείο ονομαζόταν «Η Φωλιά» επειδή είχε ξεκινήσει από πολύ, πολύ μικρό, και, μάλλον, ο τότε ιδιοκτήτης του δε φανταζόταν ότι θα κατέληγε τόσο πολύ, πολύ μεγάλο.
Οι τρεις επαναστάτες έκαναν μπάνιο, μέχρι να τους φέρουν το φαγητό στα δωμάτιά τους, όπως είχαν παραγγείλει. Όταν το φαγητό ήρθε, κάθισαν όλοι μαζί στο ίδιο δωμάτιο, για να γευματίσουν. Και ο Οδυσσέας είπε στη Νελμίρα και τον Ράθνη το σχέδιό του για το πώς όφειλαν να κινηθούν: ότι σκεφτόταν να πάνε, πρώτα, στη Φεηνάρκια, ύστερα στη Βίηλ, από τη Βίηλ να επιστρέψουν στη Σάρντλι, να μπουν στον Αιθέρα, να βγουν στην Υπερυδάτια, κι έπειτα ή να περάσουν στο Σύμπλεγμα, προκειμένου να φτάσουν στη Μοργκιάνη, ή να μπουν πάλι στον Αιθέρα, να βγουν στην Αλβέρια, κι από εκεί να πάνε στη Μοργκιάνη.
Η Νελμίρα συμφώνησε με το σχέδιο, δηλώνοντας πως δεν έβλεπε η ίδια κανέναν καλύτερο τρόπο για να φτάσουν στους προορισμούς τους και πως ο Οδυσσέας, αναμφίβολα, γνώριζε να πλοηγείται μέσα στις διαστάσεις καλύτερα από τους τρεις τους. Ο Ράθνης ανασήκωσε μονάχα τους ώμους· και, καθώς έτρωγε, τα γκρίζα μαλλιά και τα γένια του τον έκαναν να μοιάζει με λύκο που μασουλούσε την τροφή του.
Την υπόλοιπη ημέρα την πέρασαν στο ξενοδοχείο. Κανένας τους δεν είχε διάθεση να βγει και να πάει οπουδήποτε μέσα στη Φανχάι· το ταξίδι στον ποταμό τούς είχε εξουθενώσει όλους. Η Νελμίρα, κατά το βράδυ, ρώτησε τον Οδυσσέα πώς ακριβώς θα πήγαιναν στη Φεηνάρκια. «Αν δε λαθεύω,» του είπε, καθώς οι δυο τους βρίσκονταν στο δωμάτιό του, «μπορεί κανείς να πάει εκεί από τη δυτική ζούγκλα της Σάρντλι.»
Ο Οδυσσέας ένευσε, και έβγαλε τον χάρτη του, απλώνοντάς τον σ’ένα μικρό, ξύλινο τραπεζάκι. «Ναι,» είπε, «από εδώ θα πάμε στη Φεηνάρκια.» Και έδειξε μια δασώδη περιοχή, η οποία βρισκόταν στις δυτικές όχθες του ποταμού Ράντραμ και βόρεια της λίμνης Κρούκ’φα.
«Και πώς θα φτάσουμε ώς εκεί;» ρώτησε η Νελμίρα. «Κωπηλατώντας πάλι;»
Ο Οδυσσέας μειδίασε, γιατί, από την όψη της, έκρινε ότι δε θεωρούσε την κωπηλασία και πολύ ελκυστική ιδέα. Είπε: «Όχι, δε νομίζω ότι θα χρειαστεί. Θα επιβιβαστούμε σε κάποιο ατμόπλοιο.»
«Ατμόπλοιο;» Η Νελμίρα έκανε πέρα-δώθε μες στο δωμάτιο, και τώρα σταμάτησε για να τον κοιτάξει.
Ο Οδυσσέας καθόταν σ’ένα σκαμνί μπροστά στο χάρτη του. «Ναι. Καθώς κατεβαίναμε τον ποταμό Ράντραμ, δεν πρόσεξες εκείνα τα μεγάλα σκάφη με τους τροχούς στα πλάγια και τις καπνοδόχους, που πέρασαν δυο-τρεις φορές από κοντά μας;»
«Αυτά είναι;»
«Ναι.»
«Και πώς λειτουργούν;»
«Καίνε κάποιο ορυκτό από τα ορυχεία της Σάρντλι, κι έτσι κινούν τις μηχανές τους.»
«Δε χρησιμοποιούν ενεργειακές φιάλες;»
«Όχι.»
Η Νελμίρα κάθισε σε μια πολυθρόνα. «Να υποθέσω και ότι δεν έχουν ανάγκη από μάγους για να διευθύνουν την ενεργειακή ροή;»
«Ναι,» είπε ο Οδυσσέας, «γιατί, πολύ απλά, δεν υπάρχει ενεργειακή ροή όπως την εννοούμε όταν χρησιμοποιούνται φιάλες. Ωστόσο, το ορυκτό που καίνε –καπνόλιθος, το ονομάζουν– είναι επικίνδυνο. Έχει, σε πολλές περιπτώσεις, προκαλέσει εκρήξεις που έχουν βυθίσει ολόκληρα πλοία.»
«Δεν έχω ποτέ ακούσει γι’αυτό έξω από τη Σάρντλι,» παραδέχτηκε η Νελμίρα.
«Γιατί οι ιδιότητές του λειτουργούν μόνο μέσα στη Σάρντλι. Είναι από εκείνα τα πράγματα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο εσωδιαστασιακά· οι δυνάμεις των άλλων διαστάσεων δεν τα υποστηρίζουν.»
«Τέλος πάντων. Ελπίζω μονάχα να μην εκραγεί το πλοίο στο οποίο θα ταξιδέψουμε.»
«Μην το γρουσουζεύεις.»
«Είστε προληπτικοί στην Απολλώνια;» ρώτησε η Νελμίρα μ’ένα ελαφρύ συνοφρύωμα επάνω στο κοκκινόδερμο πρόσωπό της.
Ο Οδυσσέας μειδίασε. «Όχι περισσότερο από εσάς στη Φεηνάρκια.»
*
Το επόμενο πρωί, πήγαν στο λιμάνι της Φανχάι, έχοντας τα όπλα και τους εξοπλισμούς τους κρυμμένα μέσα σε ειδικές βαλίτσες, που θα τα προστάτευαν από τις περισσότερες ανιχνευτικές συσκευές, μαγγανείες, ή ξόρκια. Πλησίασαν ένα από τα ατμόπλοια, στο οποίο φορτώνονταν εμπορεύματα και μπροστά από το οποίο ήταν συγκεντρωμένος κάμποσος κόσμος. Πολλές από τις γυναίκες κρατούσαν ομπρέλες, για να σκιάζονται από τον δυνατό ήλιο: μια μόδα πολύ διαδεδομένη στη Σάρντλι. Εκεί κοντά ήταν, επίσης, και μερικοί φρουροί του λιμανιού, για να επιβλέπουν· και, σε μεγαλύτερη απόσταση, ο Οδυσσέας μπορούσε να διακρίνει και κάποιους πολεμιστές με τα διακριτικά της Παντοκρατορίας –μάλλον, έτοιμοι να επέμβουν, αν μια κατάσταση γινόταν έκρυθμη. Κι ένας μάγος μαζί τους… παρατήρησε ο Οδυσσέας, που πάντοτε ήταν επιφυλακτικός με τους μάγους, γιατί ποτέ δεν μπορούσες να ξέρεις τι χαρτί ίσως να είχαν κρυμμένο στο μανίκι τους.
Οι επαναστάτες πλησίασαν τον μαυρόδερμο άντρα με τα χρυσαφένια μαλλιά, ο οποίος φαινόταν να έχει αναλάβει την κοπή των εισιτηρίων. Η στολή του ήταν καλοσιδερωμένη και επίσημη.
«Καλή σας ημέρα,» είπε.
«Καλή σου ημέρα κι εσένα,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας, και ζήτησε τρία εισιτήρια με προορισμό τη Νάλβι.
Ο μαυρόδερμος άντρας έκοψε τα εισιτήρια, του τα έδωσε, και του είπε ότι το πλοίο αναχωρούσε σε μια ώρα.
Ο Οδυσσέας, η Νελμίρα, και ο Ράθνης απομακρύνθηκαν από τις αποβάθρες, κάθισαν σ’ένα από τα εξωτερικά τραπεζάκια ενός καταστήματος, και παράγγειλαν κάτι να πιουν. Καθώς περίμεναν, ο Οδυσσέας αναρωτιόταν για το Δημιούργημα που τους είχε επιτεθεί στον Αιθέρα. Τι μπορούσε να σημαίνει; Πώς ήταν δυνατόν ένα Δημιούργημα να είχε εμφανιστεί στον Βασιλικό Αερολιμένα της Απολλώνιας; Την τεχνολογία για την κατασκευή Δημιουργημάτων κατείχε μόνο η Παντοκράτειρα, και αποκλείεται η Απολλώνια να βρισκόταν ξανά υπό τον δικό της έλεγχο. Ο Οδυσσέας δεν μπορούσε να το πιστέψει. Αν η πρώην σύζυγος του Ανδρόνικου ξανάχε κερδίσει την εν λόγω διάσταση, δε θα το έκρυβε: θα υπήρχαν στρατιώτες της στους δρόμους, και στις σημαίες δε θα κυμάτιζε το έμβλημα του Οίκου των Ευφρόνων· ή, αν κυμάτιζε, θα συνοδεύονταν από το έμβλημα της Παντοκρατορίας. Κάποιος, σκεφτόταν ο Οδυσσέας, πρέπει να ανακάλυψε μια τεχνολογία παρόμοια μ’εκείνη που κατέχει η Παντοκράτειρα, προκειμένου να φτιάχνει Δημιουργήματα. Κι αυτός ο κάποιος πιθανώς να είναι ο Λούσιος.
Ελπίζω ο Ανδρόνικος να καταφέρει να βγάλει μια άκρη σ’όλα τούτα… Ο Οδυσσέας σιχαινόταν το γεγονός ότι δεν μπορούσε νάναι κοντά στον Πρίγκιπά του ετούτη την περίοδο, γιατί είχε την αίσθηση ότι τώρα εκείνος τον χρειαζόταν περισσότερο από ποτέ.
Καλύτερα, λοιπόν, να τελειώνουμε γρήγορα με την αποστολή μας, ώστε να μπορέσουμε να επιστρέψουμε στην Απολλώνια.
Μετά από καμια ώρα, σηκώθηκαν από το τραπέζι όπου κάθονταν και πήγαν στο ατμόπλοιο, το οποίο ήταν έτοιμο να φύγει. Το φουγάρο του έστελνε παχιά σύννεφα μαύρου καπνού στον καταγάλανο ουρανό της Σάρντλι. Πλάι στη ράμπα του στεκόταν ο ίδιος άντρας που τους είχε κόψει τα εισιτήρια· τώρα, όμως, δεν έκοβε εισιτήρια: έπαιρνε αυτά που του έδιναν οι επιβάτες και τα έσκιζε στην άκρη. Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του του έδωσαν τα δικά τους και επιβιβάστηκαν στο ατμόπλοιο, μαζί με τους υπόλοιπους.
Το εσωτερικό του σκάφους ήταν επενδυμένο με ξύλο, και γεμάτο με κόσμο. Επίσης, υπήρχαν τόσα πολλά Σάρντλια ζώα ώστε να γίνονται ενοχλητικά. Ένας μεγάλος παπαγάλος, που είχε δύο μικρά κέρατα και ήταν κλεισμένος σ’ένα θολωτό κλουβί, έβριζε συνεχώς θεούς και δαίμονες, και καταριόταν τους πάντες να τους πέσουν τα δόντια, τα μάτια, και τα γεννητικά όργανα. Μια μαϊμού καθόταν στον φαρδύ ώμο του αφέντη της και παρατηρούσε τους επιβάτες εκνευριστικά με μεγάλα, ολοστρόγγυλα μάτια. Ένας μικροσκοπικός σκύλος γάβγιζε σαν παλαβός προς όποιον πλησίαζε την κυρά του παραπάνω από μισό μέτρο· και ό,τι κι αν έκανε εκείνη, δεν έμοιαζε να μπορεί να καταλαγιάσει το νευρικό ζώο. Ένας ψηλός, τριχωτός σκύλος με χαυλιόδοντες βρομούσε σαν τρία άλογα μαζί, καθώς στεκόταν πλάι στον κύριό του, φτάνοντας μέχρι τον ώμο του· ωστόσο, ήταν τόσο σιωπηλός και ακίνητος, που έμοιαζε σχεδόν βαλσαμωμένος. Ένας λιγνός, ερυθρόδερμος άντρας, ντυμένος με άπλυτα ράσα που σέρνονταν στο πάτωμα, βαστούσε ένα σφαιρικό, διχτυωτό κλουβί, πλημμυρισμένο από μικρά φίδια με αστραφτερά μάτια.
Η Νελμίρα ψιθύρισε στ’αφτί του Οδυσσέα: «Βλέπεις, λοιπόν, γιατί δε συμπαθώ τα πλάσματα της Σάρντλι;»
Ναι, σκέφτηκε εκείνος, δίχως να μιλήσει, θα δούμε και τα πλάσματα της Φεηνάρκια, τώρα που θα πάμε εκεί… τα οποία ήταν πασίγνωστα για την αγριότητά τους. Δεν ήταν ενοχλητικά, ασφαλώς –τουλάχιστον, δε φημίζονταν γι’αυτό–, αλλά μπορούσαν να σε καταβροχθίσουν προτού προλάβεις να βλεφαρίσεις.
Το ατμόπλοιο ξεκίνησε, όταν όλοι οι επιβάτες είχαν επιβιβαστεί και τα εμπορεύματα φορτωθεί. Οι μεγάλοι τροχοί στις πλευρές του, ένας δεξιά κι ένας αριστερά, άρχισαν να περιστρέφονται, ωθώντας το αντίθετα στο ρεύμα του ποταμού Ράντραμ. Από τα μεταλλικά βάθη της κοιλιάς του ακουγόταν ο δυνατός θόρυβος της μηχανής του· και η Νελμίρα δε φαινόταν να συμπαθεί καθόλου αυτό τον θόρυβο, καθώς, όποτε δυνάμωνε λίγο ή άλλαζε κάπως, έριχνε ματιές στον Οδυσσέα, που έμοιαζαν να λένε: Θα εκραγεί τώρα; Ο Ράθνης, ως συνήθως, ήταν αμίλητος και στωικός. Ωστόσο, αν κοίταζες τα μάτια του, μπορούσες εκεί να διακρίνεις ότι το έβρισκε μάλλον εκνευριστικό να είναι κλεισμένος σ’έναν χώρο με τόσους πολλούς ενοχλητικούς ανθρώπους και ζώα.
«Θα είναι μακρύ το ταξίδι;» ρώτησε τον Οδυσσέα, σε κάποια στιγμή.
«Καμια μέρα, το υπολογίζω, συνολικά,» αποκρίθηκε εκείνος. «Αύριο το πρωί πρέπει, λογικά, να έχουμε φτάσει στη Νάλβι.»
*
Η ημέρα πέρασε αργά και βασανιστικά, καθώς όπου κι αν πήγαιναν, είτε στο κατάστρωμα ανέβαιναν είτε μέσα έμεναν, φαίνεται πως υπήρχε και κάτι για να τους ενοχλεί. Απέξω η ζέστη ήταν δυνατή, και ο κόσμος δεν ήταν λίγος, ούτε τα ζώα. Στο εσωτερικό, πάλι, η κατάσταση δεν ήταν καθόλου καλύτερη. Και, σα να μην έφταναν όλα τούτα, δύο χρυσόδερμοι άντρες –που, απ’ό,τι κατάλαβαν οι επαναστάτες, δεν πρέπει καν να γνωρίζονταν πρωτύτερα– πιάστηκαν στα χέρια, κατά το μεσημέρι, γρονθοκοπώντας και κλοτσώντας ο ένας τον άλλο. Οι φρουροί του ατμόπλοιου ίσα που πρόλαβαν να ακινητοποιήσουν τον έναν, καθώς εκείνος τραβούσε το πιστόλι του. Ένας φρουρός τού σήκωσε απότομα το χέρι ψηλά, κάνοντας τη σφαίρα να φύγει μακριά, προς τον ουρανό και τον ποταμό, ενώ το πλήθος των επιβατών που ήταν συγκεντρωμένο στο κατάστρωμα φώναζε, έντρομο, πανικόβλητο, και εκνευρισμένο. Ο καβγάς, ευτυχώς, δε συνεχίστηκε μετά την επέμβαση των υπεύθυνων του ατμόπλοιου. Ωστόσο, για να επιτευχθεί αυτό, οι φρουροί αναγκάστηκαν να κλειδώσουν τον έναν χρυσόδερμο άντρα στο μπαλαούρο, ώστε να ησυχάσει.
Το βράδυ, το ατμόπλοιο έφτασε στη Ράντ’κλι, και έκανε μια μικρή στάση, για να ξεφορτωθούν εμπορεύματα, να βγουν ορισμένοι επιβάτες, και να αλλάξουν βάρδιες οι μηχανικοί και οι φρουροί. Μετά, συνέχισε το ταξίδι του.
Ο Οδυσσέας, η Νελμίρα, και ο Ράθνης έκαναν αρκετές φιλότιμες προσπάθειες να κοιμηθούν, κατά τη διάρκεια της νύχτας, αλλά, με τόση φασαρία που είχε στο πλοίο (ακόμα κι ετούτες τις ώρες, ορισμένα από τα ζώα δεν ησύχαζαν· ειδικά αυτός ο καταραμένος παπαγάλος με τα μικρά κέρατα δεν έμοιαζε να κοιμάται ποτέ, ούτε να παύει να μιλάει!), δεν κατόρθωσαν παρά να κάνουν ταραγμένο ύπνο, καθώς κάθε τρεις και λίγο ξυπνούσαν από κάποιον θόρυβο.
«Τα δόντια σου θα μαυρίσουν και θα πέσουν! Θα πεθάνεις από οδυνηρές και ακατονόμαστες ασθένειες!» έλεγε ο παπαγάλος, όταν το πρωί είχε έρθει και το ατμόπλοιο ζύγωνε το λιμάνι της Νάλβι.
Από τα δυτικά παράθυρα, οι τρεις επαναστάτες μπορούσαν να δουν μια ατελείωτη έκταση με ζούγκλες· και ήξεραν ότι εκεί, μέσα σ’αυτές τις ζούγκλες, όφειλαν να πάνε, προκειμένου να βρουν τη διαστασιακή δίοδο για τη Φεηνάρκια. Η Νάλβι ήταν οικοδομημένη στην αντίπερα όχθη του ποταμού, την ανατολική· έτσι, για να φτάσουν στον προορισμό τους, θα έπρεπε να πάρουν βάρκα και να διασχίσουν κάθετα τον ποταμό, πράγμα το οποίο –ο Οδυσσέας ήταν σίγουρος– δε θα ήταν δύσκολο.
Το ατμόπλοιο μπήκε στο λιμάνι της πόλης, άραξε σε μια αποβάθρα, και σταμάτησε τις μηχανές του. Οι επιβάτες άρχισαν να βγαίνουν, και το στριμωξίδι ήταν, ασφαλώς, το κάτι άλλο. Ωστόσο, μπορούσες να πάρεις κουράγιο από το γεγονός ότι ήξερες πως ετούτο το καταραμένο ταξίδι είχε –επιτέλους– τελειώσει.
Οι επαναστάτες στάθηκαν στο λιμάνι της Νάλβι, ενώ ο κόσμος περνούσε σαν ποτάμι γύρω τους. Η Νάλβι δεν ήταν καμια τόσο μεγάλη πόλη όπως η Φανχάι, αλλά ούτε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και μικρή. Είχε κάποιες πολυκατοικίες, είχε όμως και αρκετές ισόγειες οικίες και καταστήματα. Η παρουσία της Παντοκράτειρας ήταν, ασφαλώς, αισθητή και εδώ: δεν ήταν δύσκολο να διακρίνεις τους πολεμιστές και τους μάγους της· και, αναμφίβολα, υπήρχαν και πράκτορές της, τους οποίους δεν μπορούσες να διακρίνεις.
Ο Οδυσσέας, όμως, ενδιαφερόταν τώρα μόνο για τη δίοδο που οδηγούσε στη Φεηνάρκια. Το πρόβλημα, βέβαια, ήταν πως κι η δίοδος είχε φρουρούς της Παντοκρατορίας, και εκείνος κι οι σύντροφοί του θα έπρεπε να βρουν τρόπο να τους προσπεράσουν. Η μετάβαση από τη μία διάσταση στην άλλη δεν ήταν πάντοτε ελεύθερη, ειδικά εκεί όπου η Παντοκράτειρα διατηρούσε γερό έλεγχο. Τρεις τυχαίους ανθρώπους θα τους σταματούσαν, εκτός αν ήταν έμποροι ή αν είχαν κάποια ιδιαίτερη άδεια για να περάσουν. Αν, δε, αντιλαμβάνονταν επίσης ότι οπλοφορούσαν, τότε θα τους κρατούσαν για περαιτέρω ανάκριση, και μπορεί να μην ξέμπλεκαν ποτέ, ή να κατέληγαν ακόμα και στη Ρελκάμνια, τη διάσταση που αποτελούσε έδρα της Παντοκρατορίας.
Ο Οδυσσέας πήγε τους συντρόφους του σ’ένα εστιατόριο, για να φάνε πρωινό· κι εκεί, καθισμένοι σ’ένα γωνιακό τραπέζι, με κανέναν άλλο κοντά τους, συζήτησαν για το πρόβλημα. Ο Οδυσσέας εξήγησε στον Ράθνη και τη Νελμίρα πώς ακριβώς είχε η κατάσταση στη δίοδο· ή, τουλάχιστον, πώς γνώριζε ότι είχε, σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες της Επανάστασης. Η δίοδος δεν ήταν παρά ένα συγκεκριμένο μονοπάτι μέσα στη ζούγκλα, το οποίο μπορούσες να αναγνωρίσεις από κάποια σημάδια στο περιβάλλον· ακολουθώντας το μονοπάτι, και χωρίς να λοξοδρομήσεις καθόλου από αυτό, έφτανες στη Φεηνάρκια. Οι φρουροί της Παντοκράτειρας βρίσκονταν σε διάφορα σημεία του μονοπατιού, από την αρχή ώς το τέλος. Αραίωναν, όμως, καθώς η ζούγκλα πύκνωνε. Δηλαδή, η μεγαλύτερη δυσκολία θα ήταν στην αρχή του μονοπατιού.
Ο Ράθνης, έπειτα από κάποια σκέψη, πρότεινε ένα σχέδιο· κι ύστερα, η Νελμίρα πρότεινε ένα άλλο. Ο Οδυσσέας παρατήρησε πως, συνδυάζοντας ένα μέρος από κάθε σχέδιο, μπορούσε να φτιάξει ένα τρίτο σχέδιο που πραγματικά θα έπιανε… με λίγη τύχη, πάντα.
Αλλά οι επαναστάτες δε φοβόνταν τον αστάθμητο παράγοντα της τύχης, αλλιώς δε θα είχαν ποτέ μπλεχτεί στην Επανάσταση.
*
Μέσα στη νύχτα, μια βάρκα έφυγε από τις αποβάθρες της Νάλβι. Επάνω της ήταν η Νελμίρα, σκιερή στο φεγγαρόφωτο. Στα χέρια της κρατούσε κουπιά, και κωπηλατούσε προς τη δυτική όχθη του ποταμού Ράντραμ.
Απέναντί της, μπορούσε να δει τους φρουρούς της Παντοκράτειρας, καθώς στέκονταν κοντά στους ενεργειακούς προβολείς τους, οι οποίοι έκαναν αργές περιστροφές, φωτίζοντας τον γύρω χώρο. Οι φρουροί ήταν τέσσερις, μία γυναίκα, τρεις άντρες· και ο ένας πρέπει να ήταν μάγος, αν έκρινε σωστά η Νελμίρα από την ενδυμασία του. Αν το σχέδιο του Οδυσσέα δεν πιάσει, κάτι μού λέει πως την έχουμε πολύ άσχημα. Η δική μου μέθοδος θα ήταν πιο αποτελεσματική. Αυτός ο Ράθνης παραείναι γραφικός…
Η βάρκα της έφτασε στη δυτική όχθη, και η Νελμίρα είδε πως οι φρουροί την είχαν παρατηρήσει. Οι δύο απ’αυτούς έκαναν μερικά βήματα προς το μέρος της· η τρίτη όπλισε το τουφέκι της· ο μάγος έμεινε ακίνητος.
Ο Οδυσσέας κρυβόταν κάτω από τη βάρκα, μέσα στο νερό, και ανέπνεε με ένα απλό καλάμι. Επί του παρόντος, πετάχτηκε στην επιφάνεια, πιάστηκε απ’την άκρη του μικρού σκάφους, και, πηδώντας επάνω, χίμησε στη Νελμίρα. Στο δεξί του χέρι βαστούσε ένα μαχαίρι, που η λεπίδα του γυάλιζε.
Η Νελμίρα ούρλιαξε: «Βοήθεια! ΒΟΗΘΕΙΑ!»
Ο Οδυσσέας την άρπαξε με το ένα χέρι απ’τα μαλλιά, ενώ με το άλλο έβαλε το μαχαίρι του στο λαιμό της.
Οι δύο φρουροί έτρεξαν κοντά, υψώνοντας τα τουφέκια τους. «Ε, εσύ! Ακίνητος! Πέτα το μαχαίρι και ακίνητος!» πρόσταξε ο ένας.
Ο Οδυσσέας δεν άφησε τα μαλλιά της Νελμίρα. Ούτε πέταξε το μαχαίρι του. «Αυτή η γυναίκα μού έκλεψε τα λεφτά μου!» τους είπε.
«Βγες έξω απ’τη βάρκα και άστην!»
«Μου έκλεψε τα λεφτά μου!» γρύλισε ο Οδυσσέας.
«Λέει ψέματα!» διαμαρτυρήθηκε η Νελμίρα. «Βοηθήστε με!»
«Ερχόταν στη ζούγκλα, για να θάψει τα λεφτά μου! Τάχει κρυμμένα στη βάρκα της!»
«Δεν τα έχω! Λέει ψέματα!»
Ο Οδυσσέας τη χαστούκισε, σωριάζοντάς τη μέσα στη βάρκα.
«Σταμάτα!» τον πρόσταξε ο ένας φρουρός και πλησίασε, μαζί με τον άλλο.
Ο μάγος και η γυναίκα έρχονταν επίσης. «Θα ελέγξουμε τη βάρκα, να δούμε αν όντως λες αλήθεια,» είπε ο πρώτος.
«Εσείς γιατί λέτε να ερχόταν εδώ, μες στη νύχτα;» Ο Οδυσσέας πήδησε έξω απ’τη βάρκα, την έπιασε απ’την πλώρη, και την τράβηξε στην άμμο.
Η Νελμίρα είχε ανασηκωθεί. «Αυτός ο άνθρωπος λέει ψέματα! Δεν έχω τα λεφτά του! Δεν τον ξέρω καν!»
«Και τι κάνεις εδώ, μες στη νύχτα;» τη ρώτησε ένας φρουρός.
«Ήθελα απλά να καθίσω λίγο στην όχθη–»
«Και γιατί όχι στην άλλη όχθη;»
«Πιστεύετε πραγματικά ότι έχω τα λεφτά αυτού του τρελού;»
«Ελέγξτε τη βάρκα,» πρόσταξε ο μάγος, προτού κανείς άλλος προλάβει να μιλήσει. «Δείτε αν υπάρχουν λεφτά μέσα.»
Ο φρουρός που μιλούσε στη Νελμίρα μπήκε στη βάρκα–
Μια ξαφνική γυαλάδα, και μια μεγάλη, πορφυρή χαρακιά παρουσιάστηκε στο λαιμό του φρουρού, καθώς ο Ράθνης πετάχτηκε έξω από την κουβέρτα που τον σκέπαζε. Στο χέρι του βαστούσε ένα ξίφος.
Προτού ο φρουρός καν σωριαστεί, ο λευκόδερμος επαναστάτης τινάχτηκε καταπάνω στον άλλο και τον σπάθισε επίσης στο λαιμό. Το όπλο του έμοιαζε να μην έχει σταματήσει καθόλου να κινείται· η λεπίδα έμοιαζε να έχει γίνει κάτι ρευστό μέσα στον αέρα.
Η φρουρός ύψωσε το τουφέκι της, για να του ρίξει· αλλά ο Οδυσσέας την πρόλαβε, αρπάζοντας το όπλο της, υψώνοντας απότομα την κάννη, και καρφώνοντάς τη γυναίκα στην κοιλιά με το μαχαίρι του.
Ο μάγος δεν είχε ούτε χρόνο να τραβήξει το πιστόλι του· πόσω μάλλον να κάνει κάποιο ξόρκι. Το ξίφος του Ράθνη τον διαπέρασε στο στήθος. Τα μάτια του μάγου γούρλωσαν, καθώς ατένιζε τη λυκίσια όψη του φονιά του· τα χείλη του κινήθηκαν σπασμωδικά, και αίμα έτρεξε στο σαγόνι του. Ο Ράθνης τράβηξε πίσω το λεπίδι του, κι άφησε τον άντρα να σωριαστεί στην άμμο, νεκρός.
Η Νελμίρα ερεύνησε τη σκοτεινή ζούγκλα με το βλέμμα της. «Δε νομίζω ότι έχει ειδοποιηθεί κανείς,» είπε. «Όχι ακόμα, τουλάχιστον.»
Ο Οδυσσέας ένευσε. «Σύντομα, όμως, θα έρθουν, γιατί θα δουν ότι ο χώρος κοντά στις ενεργειακές λάμπες είναι άδειος. Οπότε, πρέπει να βιαστούμε. Πέταξέ μου τα ρούχα μου.»
Η Νελμίρα τα πήρε από το εσωτερικό της βάρκας (ήταν κρυμμένα κάτω απ’την κουβέρτα όπου είχε καλυφτεί ο Ράθνης) και του τα έδωσε. Κρίμα, σκέφτηκε, γιατί ο κώλος του ήταν, σίγουρα, χάρμα οφθαλμών, και οι μύες του γυάλιζαν θελκτικά στο φεγγαρόφωτο.
Καθώς ο Οδυσσέας ντυνόταν –και η Νελμίρα τον παρατηρούσε–, ο Ράθνης έβγαλε τα πυροβόλα όπλα τους από το εσωτερικό της βάρκας (τα οποία ήταν επίσης κρυμμένα κάτω απ’την κουβέρτα, σε μια θυρίδα του πατώματος του μικρού σκάφους). Το σπαθί του το θηκάρωσε στην πλάτη του.
«Δεν ήξερα ότι ήσουν τόσο καλός ξιφομάχος,» του είπε η Νελμίρα, παίρνοντας τα μάτια της από τον Οδυσσέα, τώρα που, έτσι κι αλλιώς, ο περισσότερος ήταν καλυμμένος από ρούχα.
«Στην Αρβήντλια δεν λειτουργούν τα πυροβόλα όπλα,» απάντησε εκείνος, σαν αυτό να τα εξηγούσε όλα.
«Και πάλι…» είπε η Νελμίρα.
«Μην καθυστερούμε,» τους διέκοψε ο Οδυσσέας, παίρνοντας το τουφέκι του από τον σωρό των όπλων και των σάκων. «Έχουμε ένα μονοπάτι ν’ακολουθήσουμε και σε μια άλλη διάσταση να πάμε.»
*
Ακολουθώντας το μονοπάτι, έβλεπες γύρω σου τη ζούγκλα σαν να θόλωνε, σαν να είχε μαζευτεί μια αραιή ομίχλη ή πολλοί, πάρα πολλοί, υδρατμοί. Αυτή η θολούρα ολοένα και πύκνωνε, καθώς πλησίαζες να φτάσεις στη Φεηνάρκια, και, όταν έφτανες εκεί, αραίωνε πάλι, ώσπου χανόταν. Αν σε οποιοδήποτε σημείο έβγαινες από το μονοπάτι, η θολούρα διαλυόταν και έχανες το δρόμο για τη Φεηνάρκια· και ήταν πολύ δύσκολο να τον ξαναβρείς· συνήθως, έπρεπε να επιστρέψεις σε κάποιο σημείο πολύ πιο πριν, ή ακόμα και στην αρχή του μονοπατιού.
Ο Οδυσσέας και ο Ράθνης έβλεπαν τη θολούρα να είναι ακόμα αραιή γύρω τους, καθώς έμπαιναν στη ζούγκλα και ακολουθούσαν το μονοπάτι, που έκανε ζικ-ζακ ανάμεσα στα δέντρα. Δεν έχαναν τον προσανατολισμό τους, γιατί ο δρόμος τους ήταν σχεδόν σαν μια σήραγγα, αν τον σκεφτόσουν από μια άποψη.
Η Νελμίρα δεν ήταν μαζί τους. Τους παρακολουθούσε από το πλάι, διασχίζοντας τη ζούγκλα όπως εκείνη νόμιζε, δίχως ν’ακολουθεί κάποια συγκεκριμένη πορεία. Στα μάτια της, ο Οδυσσέας και ο Ράθνης δεν ήταν κρυμμένοι από καμία θολούρα ή ομίχλη· αλλά στα μάτια εκείνων η Νελμίρα ήταν πολύ, πολύ δυσδιάκριτη. Ή, μάλλον, θα ήταν δυσδιάκριτη, αν στεκόταν σε ορατό σημείο· η ερυθρόδερμη επαναστάτρια, όμως, κινιόταν πίσω από την πυκνή βλάστηση, και από κορμό σε κορμό: και ακόμα και κάποιος που έβλεπε κανονικά, χωρίς να τον παρακωλύει κανενός είδους θολούρα, θα δυσκολευόταν εξαιρετικά να την εντοπίσει. Η Νελμίρα, έχοντας μεγαλώσει στη Φεηνάρκια, γνώρισε ακριβώς πώς όφειλε να κινείται μέσα σε μια κατάφυτη περιοχή. Ήταν εκπαιδευμένη ιχνηλάτρια και κυνηγός· και πολύ καλή στη δουλειά της. Επί του παρόντος, κρατούσε στα χέρια της το κυνηγετικό της τουφέκι και ετοιμαζόταν να το χρησιμοποιήσει, μόλις υπήρχε ανάγκη.
«Αααλτ!» αντήχησε η φωνή ενός φρουρού, και ένας πυροβολισμός την ακολούθησε.
Η ριπή ήταν προειδοποιητική· χτύπησε το έδαφος μπροστά στα πόδια του Οδυσσέα και του Ράθνη, κάνοντάς τους να σταματήσουν. Εκείνοι ύψωσαν τα χέρια τους, δείχνοντας ότι δεν κρατούσαν όπλα.
«Οι φρουροί κοντά στην όχθη δεν είναι εκεί που θάπρεπε να είναι,» φώναξε ο Οδυσσέας. «Τι συμβαίνει;»
Η Νελμίρα, στενεύοντας τα μάτια, κατάφερε να διακρίνει τη μορφή του φύλακα που είχε μιλήσει. Ήταν σκαρφαλωμένος σ’ένα δέντρο και καλυμμένος ανάμεσα στα κλαδιά και τις φυλλωσιές. Αλλά, σίγουρα, αυτός δεν μπορεί να ήταν ο μοναδικός φρουρός. Σύμφωνα με τις οδηγίες του Οδυσσέα, πρέπει κάπου εδώ γύρω να υπήρχε άλλος ένας.
Μια ενεργειακή λάμπα έκανε, μηχανικά, πέρα-δώθε, σε ακτίνα εκατόν-ογδόντα μοιρών, φωτίζοντας μια κωνοειδή περιοχή. Η Νελμίρα απέφυγε το φως της, πέφτοντας στο χώμα, και σύρθηκε κάτω από μια μεγάλη ρίζα που ανασηκωνόταν από το έδαφος σαν πλοκάμι γιγάντιου χταποδιού.
Την ίδια στιγμή, ο φρουρός που είχε φωνάξει Αλτ! έλεγε: «Τι εννοείς; Ποιοι είστε;»
«Οι φρουροί δεν είναι στις θέσεις τους, φίλε μου,» του απάντησε ο Οδυσσέας, χωρίς να δώσει άλλη διευκρίνιση. Προφανώς, ήθελε να κερδίσει χρόνο.
Χρόνο, σκέφτηκε η Νελμίρα, για να εντοπίσω και τον άλλο φρουρό. Και σύρθηκε, γρήγορα, ευέλικτα, και επιδέξια, εξακολουθώντας να έχει το κυνηγετικό τουφέκι έτοιμο στα χέρια της.
«Σε ρώτησα ποιος είσαι!» φώναξε ο άντρας επάνω στο δέντρο. «Και τι θέλεις εδώ, εσύ κι ο σύντροφός σου! Δε φοράτε στολές φρουρών.»
«Δεν είμαστε φρουροί. Για ένα μήνυμα ήρθαμε. Αλλά δε βρήκαμε τους φρουρούς.»
«Τι μήνυμα;»
«Πρέπει να το δώσω στον μάγο στην όχθη. Δε μ’έχουν πληροφορήσει τ’όνομά του, αλλά σ’αυτόν έχω εντολή να το μεταφέρω.»
«Για έλα πιο κοντά.»
Ο Οδυσσέας πλησίασε, εξακολουθώντας να έχει τα χέρια του υψωμένα.
«Είσαι οπλισμένος!» παρατήρησε ο φρουρός.
Η Νελμίρα, εν τω μεταξύ, έψαχνε για τον άλλο φρουρό, και, επιτέλους, τον βρήκε: ήταν κρυμμένος σε έναν λάκκο, σκεπασμένο μ’ένα δίχτυ από φύλλα. Η κάννη του όπλου του προεξείχε. Κι αν η Νελμίρα έκρινε σωστά, επρόκειτο για οπλοπολυβόλο. Αν αποφασίσει να πατήσει τη σκανδάλη, θα τους θερίσει και τους δύο, προτού προλάβουν να καταλάβουν τι τους χτύπησε.
Η Νελμίρα σύρθηκε, γρήγορα, προς την κατεύθυνσή του.
Ένα μικρό τρωκτικό έφυγε, βιαστικά και τρομαγμένα, απ’το δρόμο της –ευτυχώς, χωρίς να τραβήξει την προσοχή των φρουρών, καθώς αυτοί είχαν τα βλέμματά τους στραμμένα στους δύο παράξενους άντρες που είχαν παρουσιαστεί.
Ο Οδυσσέας είπε: «Ναι, είμαι οπλισμένος. Υπάρχει πρόβλημα μ’αυτό;»
«Δεν είσαι πολίτης;»
«Είμαι μαντατοφόρος. Αυτό είναι αρκετό για σένα.»
«Δείξε μου το μήνυμά σου.»
«Είναι προφορικό, και δεν είναι για τ’αφτιά σου.»
«Βγάλτε τα όπλα σας και αφήστε τα κάτω. Κι οι δυο σας. Σιγά-σιγά.»
«Δε νομίζω ότι θα χρειαστεί–»
Ο φρουρός πυροβόλησε πάλι προειδοποιητικά. «Είπα, πετάξτε κάτω τα όπλα σας!»
Η Νελμίρα άφησε το τουφέκι της παραδίπλα και τράβηξε το μαχαίρι απ’τη ζώνη της.
Ο Οδυσσέας και ο Ράθνης άρχισαν να βγάζουν τα όπλα τους, για να τα ακουμπήσουν στο έδαφος.
Η Νελμίρα χίμησε μέσα στον λάκκο, κλείνοντας με το ένα χέρι το στόμα του φρουρού εκεί και σχίζοντας το λαιμό του με το μαχαίρι της. Καθώς τον σκότωνε, συνειδητοποίησε ότι ήταν γυναίκα, και γαλανόδερμη: πράγματα που πριν δεν μπορούσε να διακρίνει μες στο σκοτάδι.
Ο φρουρός που ήταν πάνω στο δέντρο δεν αντιλήφτηκε τίποτα· και, περιμένοντας τον Οδυσσέα και τον Ράθνη να αφοπλιστούν, κατέβηκε και στάθηκε αντίκρυ τους, σημαδεύοντάς τους με το τουφέκι του.
Η Νελμίρα μπορούσε άνετα να τον τουφεκίσει τώρα, αλλά, φυσικά, δεν το έκανε, γιατί –παρότι ο φρουρός είχε ήδη πυροβολήσει δύο φορές, προηγουμένως– προτίμησε να μην ακουστεί ο ήχος της ριπής της μέσα στη ζούγκλα. Εξάλλου, το όλο νόημα αυτής της επιχείρησης ήταν να μην ειδοποιήσουν τους φρουρούς που βρίσκονταν μετά από αυτούς τους δύο. Έτσι, τινάχτηκε και προσπάθησε να τον ζυγώσει πισώπλατα–
Ο μπάσταρδος την άκουσε!
Στράφηκε, ξαφνιασμένος, με το τουφέκι του υψωμένο.
Το μαχαίρι της Νελμίρα εκτοξεύτηκε. Τον βρήκε στο μάτι, κάνοντας το κεφάλι του να τιναχτεί όπισθεν.
Σωριάστηκε, νεκρός.
Ο Οδυσσέας ένευσε. Ένα νεύμα που έλεγε: Καλή δουλειά.
Ύστερα, συνέχισαν την πορεία τους.
*
Χρειάστηκε να ξεπαστρέψουν άλλους δύο φρουρούς, καθώς η θολούρα πύκνωνε γύρω απ’τον Οδυσσέα και τον Ράθνη και το μονοπάτι έμοιαζε πραγματικά με σήραγγα: οι κορμοί, οι φυλλωσιές, τα κλαδιά, ο ουρανός, το χώμα, έμοιαζαν όλα να λιώνουν το ένα μέσα στο άλλο, για να φτιάξουν μια τελείως διαφορετική μορφή ύλης, αμάλγαμα των υπολοίπων: κάτι που θα μπορούσε, ίσως, να είναι η αρχική ύλη του Ενιαίου Κόσμου, για όσους υποστήριζαν αυτές τις θεωρίες.
Η Νελμίρα, που βρισκόταν έξω απ’το μονοπάτι, εξακολουθούσε να βλέπει τους δύο συντρόφους της κανονικά, δίχως τίποτα να παρακωλύει τη δική της όραση. Κι έτσι, είδε τον Οδυσσέα να κάνει με το δεξί χέρι το σύνθημα που είχαν συμφωνήσει, προκειμένου εκείνη να τους πλησιάσει, και να μη μείνει πίσω καθώς αυτοί θα μεταφέρονταν στη Φεηνάρκια.
Η Νελμίρα πλησίασε, κι αισθάνθηκε ένα ρίγος να τη διατρέχει, λίγο προτού φτάσει πλάι τους, σαν να είχε περάσει από ένα αόρατο, παχύρρευστο παραπέτασμα. Τώρα, μπορούσε κι εκείνη να δει τη σήραγγα ολόγυρά της.
Οι τρεις επαναστάτες ακολούθησαν το μονοπάτι, και, για μερικές στιγμές, τα πάντα έχασαν κάθε κατανοητό σχήμα γύρω τους. Δεν έβλεπαν πια ούτε φυλλωσιές, ούτε κλαδιά, ούτε ουρανό, ούτε γη, παρά μονάχα μια ακατάληπτη γεωμετρία, που μπέρδευε το μάτι και, αν επιχειρούσε κανείς να την κατανοήσει, αναμφίβολα θα τρέλαινε και το μυαλό. Σ’ετούτα τα σημεία του μονοπατιού, ήταν κρίσιμο να μην παραστρατήσει κανείς. Κρίσιμο για τη ζωή του.
Σύντομα, όμως, τα αλλόκοτα σχήματα διαμορφώθηκαν· άρχισαν και πάλι να παίρνουν κατανοητές μορφές, να γίνονται ουρανός και φυλλωσιές και κορμοί και κλαδιά.
«Προσοχή, τώρα,» είπε ο Οδυσσέας στους συντρόφους του. «Η Παντοκράτειρα έχει φρουρούς της κι εδώ, στην άλλη άκρη της διόδου.»
«Να πάρω θέση;» ρώτησε η Νελμίρα.
«Ναι.»
Η ερυθρόδερμη γυναίκα έφυγε από κοντά τους· πέρασε μέσα απ’τη θολούρα και γλίστρησε στη βλάστηση, που ήταν τόσο διαφορετική από τη βλάστηση της Σάρντλι, και… οικεία. Ετούτο ήταν ένα από τα δάση της πατρίδας της.
Παρακολούθησε τον Οδυσσέα και τον Ράθνη απ’το πλάι, κρυμμένη ανάμεσα στις φυλλωσιές και κρατώντας το κυνηγετικό της τουφέκι.
Οι φρουροί της Παντοκράτειρας δεν βρίσκονταν παρά καμια δεκαριά μέτρα παρακάτω. Ήταν τέσσερις, και ο ένας τους καβαλούσε έναν λυκόχοιρο: ένα πλάσμα γηγενές της Φεηνάρκια, το οποίο θύμιζε αγριόχοιρο και λύκο συγχρόνως. Είχε τρίχες, κεφάλι, και μουσούδα λύκου· αλλά το σώμα του ήταν παχύ σαν αγριόχοιρου, τα πόδια του κοντά, κι απ’το στόμα του μακρείς χαυλιόδοντες ξεπρόβαλλαν. Οι λυκόχοιροι, γνώριζε η Νελμίρα, ήταν πολύ επικίνδυνοι, ακόμα και εξημερωμένοι –ή, μάλλον, υποταγμένοι, γιατί ποτέ δεν εξημερώνονταν πραγματικά.
«Σταθείτε!» πρόσταξε μια γυναίκα που ήταν ντυμένη σαν ντόπια μάγισσα. Στο δεξί της χέρι βαστούσε ένα κοντό ραβδί, πάνω στο οποίο γυάλιζε ένας κρύσταλλος. Δεσμοφύλακας, σκέφτηκε η Νελμίρα: μία από τις μάγισσες που φυλάκιζαν δαιμονικούς θεούς της Φεηνάρκια και τους χρησιμοποιούσαν σαν δούλους.
Ο Οδυσσέας και ο Ράθνης σταμάτησαν να βαδίζουν.
«Ποιοι είστε;» απαίτησε η μάγισσα, ενώ οι δύο πεζοί φρουροί όπλιζαν και ύψωναν τα τουφέκια τους, σημαδεύοντας τους επαναστάτες. Εκείνος που καβαλούσε τον λυκόχοιρο δεν κινήθηκε καθόλου… και δίνει καλό στόχο, σκέφτηκε η Νελμίρα.
«Μισθοφόροι είμαστε,» απάντησε ο Οδυσσέας. «Ζητάμε να ενταχθούμε στο στρατό της Παντοκράτειρας στη Φεηνάρκια. Μας έστειλαν εδώ από τη Σάρντλι.»
«Τα αποδειχτικά σας;» ζήτησε η μάγισσα.
Η Νελμίρα παρατήρησε ότι ο άντρας επάνω στον λυκόχοιρο βρισκόταν λίγο πιο πίσω από τους υπόλοιπους. Πάτησε τη σκανδάλη του όπλου της και χτύπησε το ζώο του στα οπίσθια. Ο λυκόχοιρος –ένα πλάσμα που δε φημιζόταν για τον ήρεμο χαρακτήρα του– τινάχτηκε μπροστά, ουρλιάζοντας και κουτουλώντας τη μάγισσα στη ράχη, εκτοξεύοντάς την κάπου πέντε μέτρα παραπέρα, και κάνοντας τη μούρη της να χτυπήσει στο χώμα.
Οι άλλοι δύο φρουροί ταράχτηκαν· πήδησαν παραδίπλα, τρομαγμένοι, και κοίταξαν τριγύρω. Συγχρόνως, αυτός που καβαλούσε τον λυκόχοιρο καταριόταν και προσπαθούσε να τον χαλιναγωγήσει, τραβώντας τα ηνία του.
Ο Οδυσσέας και ο Ράθνης, βγάζοντας αμέσως τα πιστόλια τους, πυροβόλησαν, χτυπώντας τους δύο πεζούς και σωριάζοντάς τους.
Η Νελμίρα πυροβόλησε τον καβαλάρη. Ο λυκόχοιρος τον πέταξε απ’τη ράχη του και όρμησε, εξοργισμένα, καταπάνω στον Οδυσσέα. Οι χαυλιόδοντές του ήταν σε τέτοια θέση που απειλούσαν να τον ξεκοιλιάσουν.
Όχι! σκέφτηκε η Νελμίρα, και πάτησε ξανά τη σκανδάλη του κυνηγετικού τουφεκιού της.
Χτύπησε το πλάσμα στην πλάτη, μα αυτό δε σταμάτησε την πορεία του.
Ο Οδυσσέας προσπάθησε να πεταχτεί στο πλάι, για ν’αποφύγει τους θανατηφόρους χαυλιόδοντες· μα δεν ήταν καθόλου βέβαιο ότι θα τα κατάφερνε, αν ο Ράθνης δεν ξεθηκάρωνε αστραπιαία το ξίφος του, διαπερνώντας τη μουσούδα του λυκόχοιρου και φέρνοντάς του αντίσταση. Η φόρα και η δύναμη του ζώου έκαναν τον ασπρόδερμο άντρα να παραπατήσει και να σωριαστεί· καθώς, όμως, εκείνος σωριαζόταν, ο λυκόχοιρος σωριάστηκε επίσης, πλάι του. Νεκρός, σαν όλη η θηριώδη ζωή να είχε εξαντληθεί ξαφνικά από μέσα του.
Η Νελμίρα είδε τη μάγισσα να προσπαθεί να σηκωθεί απ’το έδαφος, ενώ, ταυτόχρονα, κοίταζε τριγύρω με μάτια γουρλωμένα. Το ερυθρό πρόσωπό της ήταν λερωμένο απ’το χώμα, και αίμα έτρεχε απ’τη μύτη της.
Η Νελμίρα απεχθανόταν όσους συμπατριώτες της είχαν προδώσει τη Φεηνάρκια και συμμαχήσει με την Παντοκράτειρα. Έτρεξε καταπάνω στη μάγισσα και, προτού εκείνη προλάβει να σηκωθεί, την κλότσησε κατακέφαλα, σωριάζοντάς την ξανά, αυτή τη φορά αναίσθητη.
«Βορά για τα θηρία!» είπε, δείχνοντας τα δόντια της. «Δε σου αξίζει τίποτα καλύτερο.» Πέρασε το τουφέκι της στον ώμο, τράβηξε το μαχαίρι της, και έσκισε τα ρούχα της αναίσθητης γυναίκας. Τα έκοψε σε λωρίδες και την έδεσε μ’αυτά επάνω στον κορμό ενός δέντρο. Καθώς εκείνη συνερχόταν και έκανε να φωνάξει, η Νελμίρα τη φίμωσε. Η μάγισσα άρχισε να χτυπιέται και να σκούζει.
«Τι νόημα έχει τούτο;» ρώτησε ο Ράθνης, ατενίζοντας τη Νελμίρα. Είχε τώρα καθαρίσει και ξαναθηκαρώσει το ξίφος του. Ο Οδυσσέας στεκόταν πλάι του.
Η Νελμίρα έφτυσε τη μάγισσα καταπρόσωπο, και είπε: «Προδότες!» Ύστερα, άρχισε να βαδίζει μες στο δάσος, και οι δύο σύντροφοί της την ακολούθησαν.
*
Η Νελμίρα τούς οδήγησε μέσα στα δάση της Φεηνάρκια, καθώς εκείνη τα γνώριζε, ασφαλώς, καλύτερα από τους τρεις τους. Ετούτα τα μέρη βρίσκονταν στο κέντρο της Φεηνάρκια και ονομάζονταν οι Πυκνοί Τόποι, γιατί, πραγματικά, ήταν πυκνοί, όχι μόνο σε βλάστηση, αλλά και σε επικίνδυνα θηρία και δαιμονικούς, χαοτικούς θεούς. Καθώς οι επαναστάτες ταξίδεψαν μέσα τους για παραπάνω από έξι μέρες, είδαν σημάδια –ή, μάλλον, όχι μόνο σημάδια– και επικίνδυνων θηρίων και δαιμονικών θεών. Η Νελμίρα, ευτυχώς, γνώριζε πώς να γλιτώσουν από τις περισσότερες παγίδες. Γνώριζε πώς έπρεπε να φερθούν προς τα ζώα της Φεηνάρκια, για να μην τους επιτεθούν, για να τα αποφύγουν, ή για να τα σκοτώσουν ευκολότερα. Και όσο για τους θεούς, οι θεοί της Φεηνάρκια δεν ήταν ακριβώς όπως οι θεοί άλλων διαστάσεων· αλλού, παρόμοια όντα ίσως να ονομάζονταν, από τους γηγενείς, πνεύματα, πλάσματα, ή δαίμονες. Στη Φεηνάρκια, όμως, ήταν θεοί. Επρόκειτο, συνήθως, για άυλες ή ημιυλικές οντότητες που είχαν τρομερές δυνάμεις και κυνηγούσαν τα θύματά τους βάσει κάποιων κριτηρίων που έβγαζαν νόημα μονάχα στον δικό τους νου. Ή, πολλές φορές, προσπαθούσαν μονάχα να παραπλανήσουν τους θνητούς και να τους ταλαιπωρήσουν, ή να τους οδηγήσουν στην καταστροφή τους. Ευτυχώς, οι τρεις επαναστάτες δε χρειάστηκε να έχουν να κάνουν με θεούς· μόνο σε μία περίπτωση η Νελμίρα προειδοποίησε τους συντρόφους της να μη δώσουν καμία σημασία σ’ένα τραγούδι που ακουγόταν μέσα από τα δάση, όσο δελεαστικό κι αν τους έμοιαζε, όσο κι αν ήθελαν να δουν ποιος τραγουδούσε, όσο κι αν τους έρχονταν στο μυαλό διάφορες εικόνες για τη μορφή του τραγουδιστή· γιατί δεν ήταν τραγουδιστής, τους είπε: ήταν ένας μοχθηρός θεός, που προσπαθούσε να τους στείλει στα μέρη όπου φώλιαζαν τα αιμοβόρα σκυλιά του, για να τα ταΐσει.
Όταν βγήκαν από τους Πυκνούς Τόπους, βρέθηκαν σε μια ανοιχτή πεδιάδα με σποραδικές συστάδες δέντρων εδώ κι εκεί. Μακριά, στο βάθος του ορίζοντα, φαίνονταν πανύψηλα βουνά· η Φεηνάρκια ήταν μια διάσταση γνωστή για τα μεγάλα βουνά της. Ήταν μια διάσταση γεμάτη βουνά· αλλά οι γηγενείς της, φυσικά, προτιμούσαν να κατοικούν στις κοιλάδες που σχηματίζονταν ανάμεσά τους. Τα βουνά ήταν εξαιρετικά επικίνδυνα, και πολλά από αυτά, όπως θα περίμενε κανείς, αποτελούσαν κατοικίες θεών.
«Πού βρισκόμαστε τώρα;» ρώτησε ο Οδυσσέας, βγάζοντας έναν χάρτη απ’τον σάκο του και ανοίγοντάς τον εμπρός του.
«Εδώ,» αποκρίθηκε η Νελμίρα, δείχνοντας τη βορειοανατολική άκρη των Πυκνών Τόπων.
«Θα πάμε, λοιπόν, στη Λάεντριλ, για να προμηθευτούμε κάποιο όχημα από εκεί,» είπε ο Οδυσσέας, αναφερόμενος σε μια πόλη που βρισκόταν περίπου πενήντα χιλιόμετρα βόρεια από τη θέση τους.
Η Νελμίρα ένευσε.
Ο Οδυσσέας δίπλωσε τον χάρτη και τον επέστρεψε στο σάκο του. Στη Λάεντριλ γνώριζε πως υπήρχε ένα κρυφό κέντρο της Επανάστασης, το οποίο ήλπιζε να μην είχε ανακαλυφθεί από τους Παντοκρατορικούς· γιατί η Φεηνάρκια, παρά την άγρια φύση της, ήταν μια από τις διαστάσεις που ελέγχονταν στενά από την Παντοκράτειρα. Βέβαια, δεν ήταν τόσο ελεγχόμενη όσο η Ρελκάμνια, η Αλβέρια, ή η Σεργήλη· μα, και πάλι, ήταν πολύ εχθρική για τους επαναστάτες. Το μόνο πράγμα που έσωζε την κατάσταση ήταν ότι εδώ υπήρχαν ένα σωρό δάση, βουνά, κρημνοί, σπηλιές, και λαγκάδια, όπου μπορούσαν να κρυφτούν και να αποφύγουν τον εντοπισμό.
Ο Οδυσσέας, η Νελμίρα, και ο Ράθνης άρχισαν να διασχίζουν την πεδιάδα, οδοιπορώντας.
Κατά το μεσημέρι, είδαν ένα ορνιθόπτερο να φτερουγίζει κάπου τέσσερα, πέντε χιλιόμετρα προς τα ανατολικά. Ήταν ένα κατασκεύασμα από μέταλλο και δέρμα πτεροδάκτυλου, και χρησιμοποιείτο, κυρίως, στη Φεηνάρκια· σε άλλες διαστάσεις ήταν πολύ σπάνιο να συναντήσεις τέτοιο τεχνούργημα. Τροφοδοτείτο με ενέργεια από μια ειδικά κατασκευασμένη μπαταρία που βρισκόταν καλά καλυμμένη πίσω από το κάθισμα του οδηγού, καθώς ήταν, ουσιαστικά, το αδύνατό του σημείο. Αν μια σφαίρα πετύχαινε τη μπαταρία, το ορνιθόπτερο γινόταν παρανάλωμα πυρός.
«Κρυφτείτε,» είπε η Νελμίρα στους συντρόφους της, καθώς γνώριζε ότι τα ορνιθόπτερα πλέον χρησιμοποιούνταν κυρίως από τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας.
Ο Οδυσσέας το ήξερε επίσης, επομένως δεν έφερε καμία αντίρρηση. Την ακολούθησε, και ο Ράθνης ακολούθησε εκείνον.
Καλύφτηκαν μέσα σε μια συστάδα δέντρων, γονατισμένοι και πίσω από πυκνές φυλλωσιές. Γύρω τους συγκεντρώθηκαν μικρά αιλουροειδή με σκούρο-καφέ τρίχωμα, τα οποία δεν έδειχναν να τους φοβούνται. Είχαν στενά, πορφυρά μάτια που τους παρατηρούσαν, και δεν έμοιαζαν για συνηθισμένες γάτες. Ο Οδυσσέας και ο Ράθνης δεν τα είχαν ξαναδεί ποτέ τους· η Νελμίρα, όμως, τα γνώριζε: Ονομάζονταν γατίδες, και ήταν επικινδυνότερες απ’ό,τι φαίνονταν, όταν αισθάνονταν απειλημένες.
Το ορνιθόπτερο έκανε μερικούς κύκλους πάνω απ’την περιοχή. Ήταν φανερό πως κάτι έψαχνε.
«Υπάρχει περίπτωση να ψάχνει για εμάς;» ρώτησε ο Ράθνης.
«Δεν είμαι σίγουρη,» αποκρίθηκε η Νελμίρα.
«Κατά πάσα πιθανότητα για εμάς ψάχνει,» είπε ο Οδυσσέας. «Κάποια στιγμή δε θα βρέθηκαν οι φρουροί που σκοτώσαμε;»
«Σωστά,» αναγκάστηκε να συμφωνήσει η Νελμίρα. «Και, μάλλον, σχετικά νωρίς. Όταν ήταν ν’αλλάξουν βάρδια.»
Ο Οδυσσέας μούγκρισε, γνέφοντας καταφατικά.
Ύστερα, έμειναν σιωπηλοί, περιμένοντας το ορνιθόπτερο να απομακρυνθεί και να χαθεί απ’τα μάτια τους. Όταν αυτό έγινε, βγήκαν απ’την κάλυψη και συνέχισαν να ταξιδεύουν επάνω στην πεδιάδα.
Το βράδυ, σταμάτησαν μέσα σ’ένα σύδεντρο, καθώς η νυχτερινή σιγαλιά της Φεηνάρκια είχε απλωθεί παντού και μονάχα απόμακρα γρυλίσματα από θηρία και οι φωνές ανήσυχων θεών αντηχούσαν, ανάμικτες με τον άνεμο. Στον σκοτεινό ουρανό φώτιζαν τρία αργυρόχρωμα φεγγάρια, που σχημάτιζαν ένα οξυγώνιο τρίγωνο.
«Ας μην ανάψουμε φωτιά, καλύτερα,» πρότεινε η Νελμίρα.
Ο Οδυσσέας συμφώνησε. Ο Ράθνης παρέμεινε σιωπηλός, καθίζοντας στο έδαφος με την πλάτη του ακουμπισμένη στον κορμό ενός δέντρου.
Έβγαλαν κάτι να φάνε –το ψημένο και αλατισμένο κρέας ενός σκοτωμένου ζώου από τους Πυκνούς Τόπους–, και τότε ήταν που άκουσαν τον χτύπο δερμάτινων φτερών. Στον σκοτεινό ουρανό δεν ήταν εύκολο να διακρίνει κανείς τι πετούσε· ο Οδυσσέας, όμως, έφερε ένα ζευγάρι κιάλια στα μάτια του και κοίταξε.
Δύο ορνιθόπτερα με προβολείς.
Το είπε στους συντρόφους του.
«Είμαστε καλά κρυμμένοι εδώ,» αποκρίθηκε η Νελμίρα· «δε νομίζω να μας εντοπίσουν.»
Και, πράγματι, δεν τους εντόπισαν.
Η νύχτα πέρασε χωρίς κανένα απρόσμενο επεισόδιο. Το πρωί, συνέχισαν το ταξίδι τους, και δεν άργησαν να φτάσουν κοντά στα βουνά και στην πόλη που ονομαζόταν Λάεντριλ, η οποία ήταν περιτριγυρισμένη από ένα ψηλό τείχος από καφετιά πέτρα. Ένας μεγάλος δρόμος έφτανε στη νότιά της πύλη, κατασκευασμένος κατάλληλα για απλά οχήματα: ένας από τους λίγους τέτοιους δρόμους που υπήρχαν στη Φεηνάρκια.
Στην πύλη, θα γινόταν έλεγχος· οι επαναστάτες το ήξεραν αυτό πολύ καλά. Έτσι, έθαψαν τα περισσότερα όπλα τους σ’ένα σύδεντρο έξω απ’την πόλη, πήραν ψεύτικες ταυτότητες, και μετά πλησίασαν τη Λάεντριλ ως ταξιδιώτες. Μαζί τους τώρα είχαν μόνο κάποια βασικά όπλα και εξοπλισμούς, που δε θεωρούνταν παράξενο να τα κουβαλά κανείς σε μια επικίνδυνη διάσταση σαν τη Φεηνάρκια. Ακόμα κι η Παντοκράτειρα το επέτρεπε, καθώς εδώ περιφέρονταν ένα σωρό αιμοβόρα θηρία· δε μπορούσες να ταξιδεύεις άοπλος.
Οι φρουροί της πύλης τούς έκαναν έναν πρόχειρο έλεγχο και τους άφησαν να περάσουν, χωρίς να παρουσιαστεί πρόβλημα. Δεν είχαν βρει επάνω τους τίποτα για να τους κινήσει τις υποψίες.
Τα οικοδομήματα στο εσωτερικό της Λάεντριλ δεν ήταν ψηλές πολυκατοικίες, όπως αλλού, αλλά ούτε και μικρές καλύβες. Υπήρχαν μέχρι και τετραώροφα χτίρια, διαφόρων μεγεθών. Τα περισσότερα ήταν χτισμένα από πέτρα, καφετιά ή γκρίζα, και διέθεταν διακοσμητικά λαξεύματα πάνω από τις πόρτες και τα παράθυρα, καθώς και πάνω στο γείσο. Ορισμένες πόρτες δεν έκλειναν παρά μόνο με δερμάτινες κουρτίνες, που είχαν καλλιτεχνικά κεντήματα από σκηνές κυνηγιού, μαχόμενων πολεμιστών, ή θηρίων: ένα έθιμο που θα παραξένευε οποιονδήποτε δεν ήταν από τη Φεηνάρκια.
Ο παράδεισος του κλέφτη! είχε κάποτε πει ο Οδυσσέας, αστειευόμενος, όταν είχε πρωτοέρθει στη Φεηνάρκια. Του είχαν, όμως, εξηγήσει πως δεν ήταν έτσι. Όσοι έκλειναν τις πόρτες τους με δέρματα δεν ήταν ανόητοι. Οι κουρτίνες ήταν κατασκευασμένες από ειδικά πετσιά ζώων και ποτισμένες με ουσίες που τα σκλήραιναν σε τέτοιο βαθμό ώστε να είναι το ίδιο δύσκολο σαν να προσπαθούσε κανείς να κόψει ξύλο, ή ακόμα δυσκολότερο κάποιες φορές.
Οι τρεις επαναστάτες κατευθύνθηκαν στο κέντρο της Λάεντριλ, που ήταν γεμάτο κόσμο και υποζύγια για μεταφορές. Τα οχήματα ήταν λίγα, και κυρίως φορτηγά.
Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του πήγαν σ’ένα πανδοχείο που ονομαζόταν «Ο Κόκκινος Αρουραίος» και κάθισαν σ’ένα τραπέζι, ανάμεσα σε πολλούς άλλους πελάτες. Αφού παράγγειλαν κάτι λιτό να φάνε και να πιουν, ο Ράθνης ρώτησε: «Εδώ είναι ο σύνδεσμός μας;»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας, και έψαξε την τραπεζαρία με το βλέμμα του…
…το οποίο, σύντομα, σταμάτησε σ’έναν μαυρόδερμο σερβιτόρο με γαλανά μαλλιά. Ναι, σκέφτηκε ο Πρόμαχος της Επανάστασης, αυτός πρέπει να είναι. Ο σύνδεσμος δεν ήταν πάντοτε ο ίδιος· άλλαζε, κατά καιρούς, για να μη μπορούν να τον εντοπίσουν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας. Είχε, όμως, επάνω του πάντα κάποια συγκεκριμένα χρώματα. Κι ετούτος ο σερβιτόρος ταίριαζε στην περιγραφή που είχε ο Οδυσσέας. Δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος στο δωμάτιο με τον κατάλληλο χρωματικό συνδυασμό.
Ο Οδυσσέας έκανε νόημα στον σερβιτόρο να έρθει, κι εκείνος πλησίασε.
«Τι θα θέλατε;»
«Το ποτό της θάλασσας.»
«Καταλαβαίνω,» είπε ο σερβιτόρος, και έφυγε.
Σε λίγο επέστρεψε, φέρνοντας μια μπίρα στον Οδυσσέα. Και έφυγε πάλι.
«Θα χρειαστεί να περιμένουμε κάποια ώρα, προφανώς,» είπε ο Πρόμαχος στους συντρόφους του.
Η Νελμίρα, που γνώριζε τη διαδικασία, ένευσε.
Ο σερβιτόρος επέστρεψε μετά από αρκετή ώρα, για να μαζέψει τα άδεια ποτήρια τους· και, καθώς τα μάζευε, άφησε στο χέρι του Οδυσσέα ένα μικρό κομμάτι χαρτί. Κοιτάζοντάς το μέσα στη χούφτα του, εκείνος είδε μια διεύθυνση γραμμένη επάνω, καθώς κι ένα σύμβολο που σήμαινε απόγευμα.
«Νομίζω,» είπε στους συντρόφους του, «πως μπορούμε να κλείσουμε δωμάτια και να ξεκουραστούμε.»
*
Το απόγευμα, καθώς ο ήλιος έγερνε προς τη Δύση, τρεις φιγούρες μπήκαν σ’έναν μικρό, άδειο δρόμο, ρίχνοντας εμπρός τους μακριές σκιές. Προχώρησαν, ώσπου έφτασαν σε μια ξύλινη πόρτα, που επάνω της ήταν χαραγμένος ο αριθμός 7.
Ο Οδυσσέας ύψωσε το χέρι του και χτύπησε, συνθηματικά, σύμφωνα μ’έναν γνωστό κωδικό της Επανάστασης, που, αν οι μέσα ήταν επαναστάτες, αναμφίβολα θα καταλάβαιναν.
Η πόρτα άνοιξε μια σπιθαμή, αποκαλύπτοντας το ερυθρόδερμο πρόσωπο ενός γέρου. Τα μάτια στένεψαν, παρατηρώντας τον Οδυσσέα, και φάνηκαν να τον αναγνωρίζουν. Οι Πρόμαχοι της Επανάστασης δεν ήταν άγνωστοι στους κύκλους των επαναστατών.
«Περάστε, περάστε,» είπε ο γέρος με βραχνή φωνή, και η πόρτα άνοιξε διάπλατα, επιτρέποντάς τους να μπουν σ’ένα ημισκότεινο δωμάτιο με αναμμένο τζάκι.
Μπροστά απ’τη φωτιά, σε μια πολυθρόνα, ήταν καθισμένος ένας πορφυρόδερμος άντρας. Είχε μακριά, μαύρα μαλλιά και μουστάκι, και ήταν ντυμένος σαν κυνηγός. Στο δεξί του χέρι βαστούσε μια αναμμένη πίπα.
«Οδυσσέα…» είπε.
«Καλησπέρα, Φάργκιελ.»
«Νελμίρα,» είπε ο άντρας που ονομαζόταν Φάργκιελ. «Κι εσύ εδώ; Και ποιος είν’ο κύριος;» Ατένισε τον Ράθνη.
«Ονομάζεται Ράθνης,» τον σύστησε ο Οδυσσέας, «και κατάγεται από την Αρβήντλια. Είναι, όπως καταλαβαίνεις, δικός μας άνθρωπος.»
«Ασφαλώς.» Ο Φάργκιελ τράβηξε, ήρεμα, μια τζούρα από την πίπα του. «Πώς θα μπορούσα να σας εξυπηρετήσω;»
«Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος έχει προβλήματα στην Απολλώνια,» εξήγησε ο Οδυσσέας.
«Στην Απολλώνια;» τον διέκοψε ο Φάργκιελ, παραξενεμένος.
«Φοβάμαι πως ναι. Συνέβησαν πράγματα μάλλον… απρόσμενα. Τέλος πάντων· δε βρίσκομαι εδώ για να σε ενημερώσω σχετικά μ’αυτό το θέμα, εκτός, βέβαια, αν θέλεις.»
«Θα το ήθελα. Αλλά ποιος είναι ο λόγος για τον οποίο βρίσκεσαι εδώ, Οδυσσέα;»
«Πηγαίνω στη Βίηλ, και χρειάζομαι ένα όχημα, για να φτάσω εκεί όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Μπορεί να κανονιστεί;»
«Όχημα ξηράς;»
«Ναι. Δε νομίζω ότι έχεις στη διάθεσή σου κάποιο αεροσκάφος. Ή, μήπως, έχεις;»
«Θα μπορούσα να σε προμηθεύσω μ’ένα ορνιθόπτερο,» εξήγησε ο Φάργκιελ. «Ωστόσο, εγώ δεν τα πολυεμπιστεύομαι αυτά τα τεχνουργήματα, Οδυσσέα, το ξέρεις. Αν πιάσει κακός καιρός, αν κάποιος σου επιτεθεί, αν οτιδήποτε απρόοπτο συμβεί, μπορεί νάχεις μεγάλο πρόβλημα. Δεν είναι σταθερά μηχανήματα.»
Ο Οδυσσέας ένευσε, γνωρίζοντας πως αυτά που έλεγε ο Πρόμαχος αντίκρυ του ήταν αλήθεια. «Τι άλλο έχεις, λοιπόν;»
«Ένα όχημα με έξι τροχούς, ιδανικό για τα άτσαλα εδάφη της Φεηνάρκια. Στις άλλες διαστάσεις, βέβαια, ίσως οι δρόμοι να σπάσουν κάτω απ’τις ρόδες του…» Ο Φάργκιελ μειδίασε· και, μειδιώντας, έμοιαζε μ’ένα απ’τα θηρία της Φεηνάρκια.
«Καλώς,» είπε ο Οδυσσέας. «Θα το πάρουμε.»
Ο Φάργκιελ έκανε νόημα στον γέρο να τον πλησιάσει. Εκείνος υπάκουσε, και ο Πρόμαχος τού ψιθύρισε κάτι σ’αφτί. Ο ηλικιωμένος, ερυθρόδερμος άντρας αποχώρησε, λιώνοντας μέσα στις σκιές του δωματίου.
«Σύντομα,» είπε ο Φάργκιελ στον Οδυσσέα, «θα έχετε ό,τι ζητήσατε. Πες μου τώρα τι συμβαίνει στην Απολλωνία. Καθίστε, βέβαια· μη στέκεστε.» Έδειξε την πολυθρόνα αντίκρυ του, καθώς και μερικές καρέκλες κι έναν καναπέ. «Όπου σας βολεύει καλύτερα.»
Ο Οδυσσέας πήρε θέση στην πολυθρόνα, ενώ ο Ράθνης και η Νελμίρα έφεραν τις καρέκλες κοντά στο τζάκι και κάθισαν εκεί.
*
Το εξάτροχο όχημα είχε ιδιότητες χαμαιλέοντα. Το μέταλλό του ήταν μαγεμένο έτσι ώστε να μπορεί να γίνεται ένα με το περιβάλλον και να δυσκολεύει το μάτι να το αντιληφτεί, ειδικά αν βρισκόταν κρυμμένο ανάμεσα σε φυλλωσιές ή αν ήταν νύχτα. Ο Οδυσσέας, η Νελμίρα, και ο Ράθνης δε θα κατάφερναν να το εντοπίσουν, αν ο Φάργκιελ δεν τους είχε εξηγήσει ακριβώς πού να πάνε για να το βρουν.
Οι τρεις επαναστάτες ήταν τώρα σ’ένα κατάφυτο φαράγγι, ανατολικά της Λάεντριλ. Γύρω τους, η βλάστηση ήταν πυκνή και ζωντανή: διάφορες αδύναμες και τσυριχτές φωνές ζώων αντηχούσαν, κι ορισμένοι θόρυβοι από κινήσεις ακούγονταν: σουρσίματα ή γρήγορα περπατήματα. Το φεγγαρόφωτο με δυσκολία διαπερνούσε το σκοτάδι.
Ο Οδυσσέας άνοιξε μια πόρτα του οχήματος. «Θα οδηγήσεις εσύ, Νελμίρα;»
Η ερυθρόδερμη γυναίκα, που γνώριζε τα εδάφη της διάστασής της καλύτερα από τους δύο συντρόφους της, κατένευσε, και μπήκε, καθίζοντας στη θέση του οδηγού.
Ο Οδυσσέας και ο Ράθνης φόρτωσαν στο εσωτερικό του οχήματος τα πράγματά τους (τα οποία είχαν ξεθάψει από το σύδεντρο, όπου τα είχαν αφήσει το πρωί) και μπήκαν κι αυτοί.
«Το εργαλείο μοιάζει υπέροχο,» παρατήρησε ο Οδυσσέας, κοιτάζοντας γύρω του. «Ακόμα και τα τζάμια φαίνεται να έχουν ιδιότητες χαμαιλέοντα.»
Η Νελμίρα ένευσε. «Ναι. Αναρωτιέμαι από πού να το έκλεψε ο Φάργκιελ.»
«Το αποκλείεις να είναι δικό του;»
Η Νελμίρα έβγαλε τις μπότες της και πάτησε τα γυμνά της πόδια στα πετάλια. «Οι βιομηχανίες κατασκευής οχημάτων δεν είναι πολλές στη Φεηνάρκια· και τώρα όλες ελέγχονται από την Παντοκράτειρα.» Έβαλε μπροστά τη μηχανή, και το όχημα ακούστηκε να βρυχιέται.
«Σωστά,» αναγκάστηκε να συμφωνήσει ο Οδυσσέας.
«Ωστόσο,» πρόσθεσε η Νελμίρα, «οι ιδιότητες χαμαιλέοντα μπορεί να οφείλονται όντως στον Φάργκιελ.» Γυρίζοντας το τιμόνι, πήγε το όχημα προς την έξοδο του φαραγγιού: μια απότομη πλαγιά που ένα άλλο όχημα, μη κατασκευασμένο για τέτοια εδάφη, δε θα είχε τη δυνατότητα να ανεβεί.
«Ο Φάργκιελ,» συνέχισε η Νελμίρα, καθώς βγήκαν απ’το φαράγγι και κινούνταν τώρα επάνω σε μια κοιλάδα ανάμεσα στα βουνά, «πρέπει νάχει φυλακίσει κάποιον θεό μέσα σε τούτο το όχημα.»
«Τι πράγμα;»
«Δεν είναι όλοι οι Δεσμοφύλακες με την Παντοκράτειρα.»
«Ναι, το ξέρω,» είπε ο Οδυσσέας, «αλλά και πάλι…»
«Δεν είναι αδύνατο,» εξήγησε η Νελμίρα· «μπορεί να γίνει. Ένας από τους θεούς της Φεηνάρκια μπορεί να φυλακιστεί μέσα σ’ένα μηχάνημα.»
«Κι αν κάποια στιγμή αυτός ο θεός καταφέρει να αποδράσει;»
«Δε νομίζω οι μαγγανείες που έχει υφάνει ο Φάργκιελ να είναι τόσο ανίσχυρες. Αλλά, αν συμβεί αυτό που λες, τότε την έχουμε άσχημα.»
Υπέροχα… σκέφτηκε ο Οδυσσέας. Αλλά προτίμησε να μη μιλήσει και ν’ανάψει ένα τσιγάρο.
*
Το καινούργιο τους όχημα άρχισε να καταπίνει τα χιλιόμετρα των άτσαλων εδαφών της Φεηνάρκια όπως οι επιβάτες του, οδοιπορώντας, δε θα μπορούσαν να τα διασχίσουν ποτέ. Τίποτα δεν έμοιαζε να το σταματά: ούτε οι απότομες πλαγιές, ούτε οι βραχώδεις εκτάσεις, ούτε τα δάση, ούτε οι ποταμοί. Ήταν σαν να είχε την ευελιξία ζωντανού πλάσματος. Κι επιπλέον, κινιόταν χωρίς να τραβά εύκολα την προσοχή· επομένως, οι επαναστάτες πίστευαν ότι κανένας από τους πράκτορες της Παντοκράτειρας δε θα τους έπαιρνε είδηση.
Η Νελμίρα κάθισε τρεις ώρες στο τιμόνι, ενώ οι σύντροφοί της κοιμόνταν· μετά, ξύπνησε τον Οδυσσέα για να οδηγήσει εκείνος. Τον χάρτη τους τον είχαν αποθηκεύσει στο σύστημα του οχήματος, έτσι, με τη χρήση της μικρής οθόνης, μπορούσαν να βλέπουν πού βρίσκονταν. Ο Πρόμαχος δεν είχε πρόβλημα να ακολουθήσει τη σωστή κατεύθυνση, παρότι δε γνώριζε ετούτα τα εδάφη τόσο καλά όσο η Νελμίρα. Ωστόσο, εκείνη τού είπε, πριν πέσει για ύπνο: «Αν με χρειαστείς, να με ξυπνήσεις.»
Ο Οδυσσέας οδήγησε για περίπου τρεις ώρες ακόμα, αποφεύγοντας τις κατοικημένες περιοχές της Φεηνάρκια και προτιμώντας να διασχίζει τους άγριους τόπους. Σε ορισμένα σημεία, θηρία άρχισαν να ακολουθούν το εξάτροχο όχημα, τρέχοντας πίσω ή πλάι του· κανένα, όμως, δεν του επιτέθηκε. Και ο Οδυσσέας δε θορυβήθηκε σε καμία περίπτωση… ή, μάλλον, μόνο σε μία: Πλησίαζαν τη δίοδο της Βίηλ, όταν είδε ένα πελώριο μάτι να ανοίγει στα δεξιά τους· ένα μάτι που έμοιαζε να ανήκει στο ίδιο το βουνό που βρισκόταν από εκείνη τη μεριά. Κοιτάζοντας, όμως, καλύτερα μέσα στο σκοτάδι, ο Οδυσσέας παρατήρησε ότι, φυσικά, το μάτι δεν ανήκε στο βουνό, αλλά σ’ένα θεόρατο πλάσμα που κοιμόταν κουλουριασμένο και που είχε ανοίξει το ένα απ’τα δύο του βλέφαρα, για να δει τι ήταν αυτό που περνούσε από κοντά του κάνοντας θόρυβο. Διαπιστώνοντας, προφανώς, ότι δεν ήταν τίποτα το επικίνδυνο ή απειλητικό, το πλάσμα έκλεισε πάλι το μάτι του και συνέχισε ατάραχα τον ύπνο του. Καθώς ο Οδυσσέας απομακρυνόταν, νόμιζε, μάλιστα, πως άκουσε ένα ροχαλητό πίσω του. Τι ήταν αυτό το πράγμα; αναρωτήθηκε. Κάποιος απ’τους θεούς της Φεηνάρκια; Ή, μήπως, απλά ένα απ’τα θηρία της που μπορούν να ποδοπατήσουν πόλεις;
Η δίοδος προς τη Βίηλ δεν ήταν παρά ένα άνοιγμα ανάμεσα στα ψηλά βουνά της Φεηνάρκια. Ένα πέρασμα, που στο βάθος του ο ουρανός φαινόταν να τρεμοπαίζει, όπως τρεμοπαίζει το νερό μιας λίμνης όταν φυσά ελαφρό αεράκι.
Και, ασφαλώς, τη δίοδο φρουρούσαν οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας.
Ο Οδυσσέας ξύπνησε τους συντρόφους του, προτού φτάσουν εκεί, ώστε να είναι όλοι τους σε ετοιμότητα. «Θα πρέπει να προσπεράσουμε τους φρουρούς,» τους είπε. «Βγάλτε τα όπλα σας κι αρχίστε να ρίχνετε, μόλις δείτε ότι μας πήραν είδηση.»
Δεν είχε ακόμα αρχίσει να ξημερώνει, έτσι υπήρχε σκοτάδι, το οποίο συνέφερε τους τρεις επαναστάτες γενικά· πόσω μάλλον τώρα, με τις χαμαιλεοντικές ιδιότητες του οχήματός τους. Ωστόσο, ο Οδυσσέας φοβόταν ότι οι πολεμιστές της Παντοκράτειρας θα είχαν κι άλλους μηχανισμούς, εκτός από τα μάτια τους και μερικά τηλεσκόπια, για να εντοπίσουν ένα όχημα που ζύγωνε.
Αποδείχτηκε, όμως, πως είχε άδικο –ή ίσως το όχημά τους να ήταν φορτισμένο και με μαγγανείας που βοηθούσαν στο να αποφεύγει τον εντοπισμό, πέρα από τις χαμαιλεοντικές του ιδιότητες–, γιατί οι φρουροί δεν τους αντιλήφτηκαν παρά μόνο όταν βρίσκονταν πλέον πολύ κοντά. Τους φώναξαν να σταματήσουν, αλλά, φυσικά, ο Οδυσσέας δε σταμάτησε. Τουναντίον, επιτάχυνε.
Και η Νελμίρα κι ο Ράθνης άρχισαν να πυροβολούν από μισάνοιχτα παράθυρα.
Οι φρουροί ανταπέδωσαν.
Σφαίρες σφύριζαν παντού. Ορισμένες χτυπούσαν το περίβλημα του οχήματος και εξοστρακίζονταν. Ο Οδυσσέας είχε την αίσθηση ότι μπορούσε ν’ακούσει το μηχάνημα να βρυχιέται δυνατότερα από πριν, σαν ο θεός μέσα του να διαμαρτυρόταν· ή ίσως να μην ήταν παρά η ιδέα του.
Ένα μεγάλο κιγκλίδωμα άρχισε να κλείνει μπροστά από το πέρας της διόδου. Ένα κιγκλίδωμα που εκτεινόταν από έναν μεταλλικό πύργο επίβλεψης μέχρι έναν άλλο.
Δεν προλαβαίνουμε, παρατήρησε ο Οδυσσέας. Δεν προλαβαίνουμε…
Και λοξοδρόμησε. Γυρίζοντας το τιμόνι απότομα, έκανε το όχημά του να σκαρφαλώσει σε μια απότομη πλαγιά.
Οι φρουροί συνέχιζαν να βάλλουν εναντίον του με τουφέκια και πολυβόλα: τζάμια είχαν σπάσει, και εξακολουθούσαν να σπάνε· και ζημιές είχαν προκληθεί στο περίβλημα του οχήματος, ολόκληρες τρύπες. Όμως οι μηχανές του δεν είχαν χτυπηθεί, ούτε οι τροχοί του είχαν καταστραφεί· και συνέχιζε να κινείται.
Η Νελμίρα και ο Ράθνης ανταπέδιδαν τα πυρά.
Ο Οδυσσέας οδήγησε τους συντρόφους του πέρα απ’τον δυτικό πύργο επίβλεψης και βγήκε από πίσω του, πραγματοποιώντας μια πραγματικά απίστευτη και άκρως επικίνδυνη μανούβρα, ακόμα και για ένα ειδικό, εξάτροχο όχημα σαν αυτό που χειριζόταν.
Το κιγκλίδωμα δεν αποτελούσε πλέον εμπόδιο.
Ο Ράθνης, χρησιμοποιώντας ένα οβιδοβόλο, εκτόξευσε μια βόμβα καταπάνω στον πύργο, και μια δυνατή έκρηξη έγινε, καθώς το πολυβόλο εκεί χτυπήθηκε.
Ο Οδυσσέας επιτάχυνε όσο ήταν δυνατόν να επιταχύνει, και είδε την πραγματικότητα να λιώνει εμπρός του. Το φως, το φως της νύχτας, απορροφήθηκε από μια μαύρη τρύπα. Ένα απόλυτο μαύρο τύλιξε τα πάντα. Το όχημα, όμως, έδινε ακόμα την αίσθηση ότι κινιόταν–
–κι ύστερα, οι τροχοί του γρύλισαν, καθώς συνάντησαν πέτρες και χώμα.
Και οι τρεις επαναστάτες ανακάλυψαν ότι δεν είχαν βρεθεί μονάχα στη Βίηλ, αλλά και μες στη μέση μιας μάχης εν εξελίξει.
Το γιγάντιο βέλος μιας βαλλίστρας ήρθε καταπάνω τους, χτύπησε το όχημά τους, και το ανέτρεψε, γυρίζοντάς το στο πλάι.
Χάος, παντού. Φωνές, κραυγές, πυροβολισμοί, κλαγγή, και ιαχές…
Η Πριγκίπισσα Βασιλική ζούσε τις πιο παράξενες ημέρες της ζωής της.
Είχε την αίσθηση πως, όπου κι αν πήγαινε, κάτι ή κάποιος την παρακολουθούσε· αλλά ποτέ δεν μπορούσε να εντοπίσει ποιος ή τι. Ήταν σαν η ίδια η πόλη, η ίδια η Απαστράπτουσα, να είχε μυριάδες μικρά μάτια καρφωμένα επάνω της, και μυριάδες μικροσκοπικά αφτιά στους τοίχους όλων των χτιρίων της.
Το πιο αλλόκοτο, όμως, δεν ήταν ότι είχε αυτή την άσχημη αίσθηση πως την παρακολουθούσαν· εξάλλου, ο αδελφός της, ο Λούσιος, πιθανώς να είχε βάλει τους κατασκόπους του να μαθαίνουν τις κινήσεις της, τώρα που εκείνη έμενε έξω απ’το παλάτι. Το πιο αλλόκοτο ήταν ότι, διαρκώς, απίθανες, ανεξήγητες συμπτώσεις την περιτριγύριζαν. Έβρισκε τυχαίους ανθρώπους στο δρόμο να συζητούν θέματα που νόμιζε ότι κι η ίδια είχε συζητήσει πριν από μερικές ώρες με κάποιον άλλο –κάποιον άνθρωπο που δεν μπορεί να ήταν κατάσκοπος. Έβρισκε γκράφιτι στους τοίχους τα οποία έμοιαζαν να θέλουν να πουν κάτι σ’εκείνη και μόνο σ’εκείνη. Έβλεπε διαφημιστικές αφίσες που της προκαλούσαν την ίδια αίσθηση: πράγμα το οποίο ήταν τελείως παράλογο, γιατί δεν μπορεί ένα διαφημιστικό να ήταν φτιαγμένο για εκείνη, σωστά; Κι εκτός αυτών, άτομα που γνώριζε εδώ και καιρό –εδώ και χρόνια ολόκληρα, σε πολλές περιπτώσεις– είχαν αρχίσει να της μιλούν σαν να ήξεραν πράγματα γι’αυτήν που, κανονικά, δε θα έπρεπε να ξέρουν: σαν να την παρακολουθούσαν –άνθρωποι που, και πάλι, δεν μπορεί να ήταν κατάσκοποι του αδελφού της. Αλλά το χειρότερο απ’όλα ήταν ότι η Βασιλική καταλάβαινε πως είχε αρχίσει να χάνει την ξεκάθαρη αντίληψη του πραγματικού και του ψεύτικου. Είχε αρχίσει να μπλέκει την πραγματικότητα με τη φαντασία. Γιατί, ήταν σίγουρη, ορισμένα από αυτά που της τύχαιναν κάποιος –κάπως– πρέπει να τα είχε στήσει· δεν μπορεί να είχαν δημιουργηθεί αλλιώς. Ορισμένα άλλα, όμως, αποκλείεται να ήταν στημένα. Ήταν του μυαλού της. Σίγουρα, του μυαλού της. Σωστά;
Η μοναδική Πριγκίπισσα της Απολλώνιας ένιωθε μπερδεμένη και αποπροσανατολισμένη, και ψυχικά καταπονημένη· και φοβόταν πως ίσως να τρελαινόταν. Αν και αδυνατούσε να κατανοήσει από πού πιθανώς να είχε προέλθει αυτή η παραφροσύνη. Έμοιαζε να είχε έρθει απ’το πουθενά. Απ’τον ίδιο τον φορτισμένο αέρα της Απαστράπτουσας. Δεν είχε χρόνο πλέον να σκέφτεται για τον Ανδρόνικο ή για τη Βικτώρια. Ή, μάλλον, δεν μπορούσε να σκέφτεται γι’αυτούς· είχε πρόβλημα να επικεντρώσει τις σκέψεις της σε οτιδήποτε. Της φαινόταν σαν να ζούσε μέσα σ’ένα όνειρο.
Το όνειρο κάποιου άλλου, ίσως. Το όνειρο που κάποιος άλλος είχε ετοιμάσει γι’αυτήν. Είχε στήσει γι’αυτήν, όπως κανείς στήνει μια παγίδα.
Αλλά τούτο ήταν τελείως, μα τελείως, εξωφρενικό. Πώς ήταν δυνατόν να ίσχυε;
Και μετά, τα πράγματα χειροτέρεψαν.
Ακόμα κι ο Άγγελος άρχισε να της φέρεται παράξενα. Όχι συνέχεια, αλλά σε ορισμένες στιγμές. Η Βασιλική δεν μπορούσε ακριβώς να καθορίσει τι σήμαινε αυτό το παράξενα –το μυαλό της παράδερνε μέσα σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα–, αλλά πρέπει να σχετιζόταν με κάποιες συγκεκριμένες λέξεις. Ο Άγγελος χρησιμοποιούσε κάποιες λέξεις. Έλεγε πράγματα που εκείνη είχε ξανακούσει συχνά, από ανθρώπους που την κατασκόπευαν– που νόμιζε ότι την κατασκόπευαν– ή, μήπως, ήταν αλήθεια; Γιατί, αν δεν ήταν αλήθεια, τότε γιατί αυτές οι λέξεις–; Δεν μπορούσε να βγάλει συμπέρασμα. Πάντως, ο Άγγελος κάτι έκανε. Της έλεγε κάποια πράγματα –λέξεις ή φράσεις– που έκαναν ολόκληρο τον ψυχισμό της να αναποδογυρίζει. Και η όψη του… ήταν κάπως… ήταν κάπως ένοχη, όταν της έλεγε αυτά τα πράγματα; Ήταν ο τόνος της φωνής του διαφορετικός;
Ή ήταν όλα στο μυαλό της;
Εξάλλου, γιατί ο Άγγελος να κάνει κάτι τέτοιο; Τι νόημα θα είχε;
Μια φορά, τον ρώτησε τι εννοούσε. Εκείνος συνοφρυώθηκε, και της είπε: «Τι να εννοώ, δηλαδή;» Και η αλήθεια ήταν πως, όντως, η προηγούμενη φράση του δεν είχε, από μόνη της, τίποτα το ασυνήθιστο· η Βασιλική, όμως, αισθανόταν ότι της έλεγε κάτι πέρα από αυτό που μπορούσε ν’ακούσει ο καθένας. «Εσύ πες μου τι εννοείς!» του αποκρίθηκε, λιγάκι θυμωμένα. «Δε σε καταλαβαίνω, Βασιλική,» της είπε· αλλά απέφυγε τα μάτια της. Πράγμα που, κανονικά, δε θα έπρεπε να είχε κάνει, σωστά;
Αλλά, και πάλι, πώς μπορούσε να είναι σίγουρη; Πώς μπορούσε να τον κατηγορήσει ευθέως; Και να τον κατηγορήσει για τι ακριβώς; Για τι;
Ακόμα και στον ύπνο της, δεν μπορούσε να ησυχάσει η Πριγκίπισσα Βασιλική. Τα όνειρά της ήταν ταραγμένα. Έβλεπε, συνεχώς, ότι την κυνηγούσαν· ότι της μιλούσαν και προσπαθούσαν να της δώσουν κάποια μηνύματα που εκείνη αδυνατούσε να καταλάβει· ότι διάφορα πρόσωπα από διαφημιστικές αφίσες τής έκλειναν το μάτι συνωμοτικά· ότι άνθρωποι συζητούσαν πίσω απ’την πλάτη της· ότι ο Άγγελος ήθελε να τη σκοτώσει…
Και μετά, μετά από μέρες ταλαιπωρίας, είδε ένα όνειρο τελείως διαφορετικό από όλα αυτά. Ένα όνειρο που, ήταν σίγουρη, ήταν κάτι πολύ περισσότερο από κάποιο παιχνίδι του κουρασμένου, υπερφορτισμένου μυαλού της…
*
Ακριβώς απέναντι από την πολυκατοικία της Πριγκίπισσας Βασιλικής βρισκόταν μια άλλη πολυκατοικία, και ακριβώς απέναντι από το διαμέρισμά της βρισκόταν ένα άλλο διαμέρισμα. Τίποτα απ’αυτά, ασφαλώς, δεν ήταν παράξενο. Η Απαστράπτουσα ήταν γεμάτη πολυκατοικίες και διαμερίσματα, πολλά από τα οποία βρίσκονταν, αναπόφευκτα, το ένα απέναντι στο άλλο.
Στο συγκεκριμένο, όμως, διαμέρισμα, οι ένοικοι είχαν δεχτεί κάμποσες ασυνήθιστες επισκέψεις.
Και τώρα, μες στη νύχτα, η πόρτα τους χτύπησε ξανά. Το κουδούνι έκανε οκτώ απανωτά ντριιιιν, πλημμυρίζοντας τα δωμάτια μ’έναν ήχο που ήταν σχεδόν δαιμονικός.
Η μητέρα ψιθύρισε στα παιδιά να πέσουν πάλι για ύπνο· αύριο, θα έπρεπε να πάνε στο σχολείο. Ο πατέρας πήγε ν’ανοίξει, γιατί ήξερε ποιοι είχαν έρθει.
Ανοίγοντας την εξώπορτα, αντίκρισε τρεις άντρες. Οι δύο ήταν άνθρωποι της φρουράς, ντυμένοι με στολές. Ο τρίτος ήταν ένας τύπος με μαύρη γκαμπαρντίνα και μάτια σαν λάκκους σκοταδιού.
«Καλησπέρα, πολίτη,» χαιρέτησε ο ένας από τους δύο φρουρούς.
«Κ-καλησπέρα,» χαιρέτησε ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος.
«Πώς είναι τα παιδιά σου;»
«Καλά. Κοιμούνται.»
Το χαμόγελο του φρουρού ήταν ψεύτικο· τίποτα περισσότερο από μια γκριμάτσα. «Ωραία. Πρέπει να χρησιμοποιήσουμε πάλι εκείνο το δωμάτιο.» Δίχως να ρωτήσουν, οι δύο φρουροί και ο άντρας με τα σκοτεινά μάτια είχαν ήδη μπει στο σπίτι και κλείσει την πόρτα.
«Ασφαλώς,» αποκρίθηκε ο ιδιοκτήτης. «Περάστε, περάστε.»
«Ποτέ δεν μας είδες,» τόνισε ο φρουρός.
Ο ιδιοκτήτης ένευσε. «Ποτέ.»
Οι τρεις άντρες πήγαν στην κουζίνα και έκλεισαν την πόρτα πίσω τους. Δεν άναψαν το φως, έτσι ο χώρος φωτιζόταν μόνο από τα φώτα της πόλης που έμπαιναν από το τζάμι του παραθύρου του.
Ο φρουρός που είχε μιλήσει στον ιδιοκτήτη ύψωσε ένα κιάλι στο δεξί του μάτι και κοίταξε απέναντι, το παράθυρο του υπνοδωματίου της Πριγκίπισσας. «Μέσα είναι,» είπε.
«Φυσικά και είναι μέσα,» είπε ο άντρας με τα σκοτεινά μάτια. «Αν δεν ήταν, λες να μην το ξέραμε;»
Ο φρουρός έμεινε σιωπηλός, κατεβάζοντας το κιάλι του.
Ο άντρας με τα σκοτεινά μάτια ατένισε το παράθυρο της Πριγκίπισσας. Έκλεισε τα βλέφαρα, και πήρε μια βαθιά ανάσα. Έμεινε ακίνητος, για μερικές στιγμές· τελείως ακίνητος. Ύστερα, άρχισε να ανοίγει την γκαμπαρντίνα του με τα δύο χέρια. Αργά.
Μέσα, δε φάνηκε κάποιο ρούχο. Ούτε καν ένα γυμνό σώμα.
Μέσα, φάνηκε μονάχα ένα παλλόμενο σκοτάδι, που στο βάθος του κάτι λαμπύριζε, ανασαλεύοντας.
Το σώμα του άντρα έμοιαζε να έχει μετατραπεί σε κάποιου είδους δίοδο προς άλλη διάσταση.
Το σημάδι που λαμπύριζε άρχισε να πλησιάζει, να αναδύεται από τα βάθη, τινάζοντας την ουρά του σαν σαύρα, αν και σαύρα δεν ήταν.
Το σημάδι μεγάλωνε. Και ήταν πορφυρό, όπως μια καρδιά.
Είχε ένα μικρό κεφάλι, και επάνω στο κεφάλι δύο μαύρα μάτια. Κι από το σώμα του ξεπρόβαλλαν αποφύσεις, σαν χέρια ή πόδια.
Ο άντρας συνέχιζε να κρατά την γκαμπαρντίνα του ανοιχτή, και αυτό το πλάσμα –ή πνεύμα– βγήκε απ’το σκοτάδι· και, καθώς βγήκε, το χρώμα του άλλαξε: Το πορφυρό του σώμα έγινε μαύρο, κατάμαυρο, κι έπαψε να λαμπυρίζει· τα μαύρα του μάτια έγιναν κόκκινα και γυαλιστερά. Σε μέγεθος ήταν όσο ο άντρας, και η ουρά του ήταν ένα ημιυλικό κορδόνι που το συνέδεε με το στέρνο του άντρα –ή, μάλλον, το μέρος όπου θα ήταν το στέρνο του, αλλά τώρα υπήρχε μονάχα απύθμενο σκότος.
Το πλάσμα πέρασε μέσα από το τζάμι του παραθύρου και βγήκε στην Απολλώνια νύχτα. Έφτασε στην πολυκατοικία της Πριγκίπισσας Βασιλικής και πέρασε μέσα από το τζάμι του δικού της παραθύρου, εισβάλλοντας στο υπνοδωμάτιό της, όπου εκείνη κοιμόταν, έχοντας την πλάτη της γυρισμένη στον Άγγελο.
*
Βρίσκομαι σε μια ανοιχτή πεδιάδα, γεμάτη ψηλό χορτάρι. Σε μια μεριά του ορίζοντα, μπορώ να δω μεγάλα βουνά, που όσες κορφές τους φαίνονται είναι σκεπασμένες με χιόνι· οι υπόλοιπες είναι κρυμμένες μέσα στα σύννεφα. Σε μια άλλη μεριά του ορίζοντα, απλώνεται ένα δάσος, σκοτεινό αλλά –το καταλαβαίνω– φιλικό.
Είμαι γυμνή, κι αισθάνομαι το χορτάρι να με χαϊδεύει. Δεν κρυώνω· νιώθω σαν στο σπίτι μου. Βρίσκομαι στα γόνατα, και οι παλάμες μου ακουμπούν το μαλακό χώμα. Δε θυμάμαι πώς ήρθα εδώ. Έχω την αίσθηση ότι ανέκαθεν ήμουν εδώ.
Σηκώνομαι όρθια και κάνω μερικά βήματα.
Νομίζω ότι κάτι με προσέχει. Με παρατηρεί, αλλά όχι κακόβουλα, παρά για να με προστατέψει. Από τι, όμως; Δε φαίνεται πουθενά να υπάρχει κίνδυνος…
–Ένας άνεμος!
Ένας τόσο ξαφνικός άνεμος. Ένας κρύος άνεμος, ερχόμενος από τα βουνά. Πρώτη φορά θυμάμαι να κρυώνω σε τούτο το μέρος. Τυλίγω τα χέρια μου γύρω από τον εαυτό μου.
Κάτι πλησιάζει. Με γεμίζει με τρόμο.
Μια σκιά έρχεται από τα βουνά. Ιπτάμενη, κάνοντας το ψηλό χορτάρι να μαραίνεται από κάτω της.
Τρέχω να της ξεφύγω. Δεν πρέπει να με φτάσει! Όχι! Ποτέ!
Είναι, όμως, πολύ γρήγορη. Πολύ, πολύ γρήγορη. Γλιστράει μέσα στον αέρα, και τα πορφυρά της μάτια γυαλίζουν. Από τις άκρες της προεξέχουν χέρια και πόδια, που μπερδεύονται αναμεταξύ τους· δεν καταλαβαίνω ποια είναι, όντως, χέρια και ποια πόδια. Και πίσω της, η σκιά έχει μια μακριά, μακριά ουρά: μια ουρά που φτάνει μέχρι τα βουνά, μέχρι το σημείο απ’όπου η σκιά ήρθε.
Γνωρίζω ότι δε θα της ξεφύγω. Γνωρίζω ότι είμαι δική της.
Η σκιά παρουσιάζεται, ξαφνικά, εμπρός μου· και ουρλιάζω. Πετάγομαι πίσω, για να την αποφύγω. Παραπατώ, και πέφτω.
Η σκιά με αγκαλιάζει. Τι κρύο!…
–Κάποιο θηρίο βρυχάται.
Ο φύλακάς μου.
Η σκιά στρέφει το βλέμμα της. Στρέφω κι εγώ το βλέμμα μου. Και βλέπω το Σερπετό. Οι φολίδες του γυαλίζουν γαλανόχρωμα, σαν να τις λούζει το φως της Γλαυκής, αν και στον ουρανό δε νομίζω ότι υπάρχει κανένα φεγγάρι: ούτε η Γλαυκή, ούτε η Αθώρητη. Εξάλλου, είναι πρωί. Το Σερπετό ατενίζει τη σκιά, και τα μάτια του είναι γεμάτα από γαλανό φως. Αστράφτουν. Το μακρύ του κέρατο οριζοντιώνεται. Ετοιμάζεται για επίθεση.
Η σκιά πετάγεται από πάνω μου, ελευθερώνοντάς με.
Το Σερπετό εφορμά, τρέχοντας πιο γρήγορα απ’ό,τι θυμάμαι να έχω δει ποτέ τα Σερπετά να τρέχουν.
Η σκιά δεν προλαβαίνει να απομακρυνθεί έγκαιρα. Το κέρατο κόβει την ουρά της.
Η σκιά ουρλιάζει, σπαραχτικά, και εξαφανίζεται, σαν να ήταν εικονική προβολή που κάποιος πάτησε ένα πλήκτρο και την έσβησε.
Ανασηκώνομαι και ατενίζω το Σερπετό. Τον φύλακά μου.
Είναι κοντά μου, αλλά ανησυχεί για μένα. Κάτι πολύ άσχημο συμβαίνει. Κάτι δαιμονικό——
Η Βασιλική ξύπνησε.
*
Στην απέναντι πολυκατοικία, η σκιά ήρθε με μεγάλη ταχύτητα καταπάνω στον άντρα. Βούλιαξε μέσα στο σκοτάδι του σώματός του και χάθηκε. Κι εκείνος παραπάτησε, γρυλίζοντας και κλείνοντας την γκαμπαρντίνα του, σαν ξίφος να τον είχε χτυπήσει και να του είχε προκαλέσει τρομερό πόνο. Τα μάτια του ήταν τώρα ανοιχτά, αλλά στενεμένα.
Σωριάστηκε στο πάτωμα της κουζίνας, μουγκρίζοντας.
*
Το ξύπνημα της Βασιλικής δεν ήταν απότομο, ούτε τρομαγμένο. Ξύπνησε ήρεμα –ή όσο πιο ήρεμα μπορούσε να ξυπνήσει, δεδομένης της κατάστασης στην οποία βρισκόταν τις τελευταίες ημέρες. Τα βλέφαρά της άνοιξαν, και κοίταξε το σκοτεινιασμένο δωμάτιο, το οποίο φωτιζόταν μόνο από τα φώτα της πόλης που γλιστρούσαν από το παράθυρο.
Το όνειρό της το θυμόταν. Το θυμόταν πολύ καλά. Πολύ έντονα. Και ήξερε, είχε την απόλυτη βεβαιότητα μέσα στο μυαλό της, ότι δεν ήταν ένα απλό όνειρο.
Το Σερπετό, σκέφτηκε. Ήταν το ίδιο Σερπετό που συνάντησα έξω από την πόλη. Το ίδιο Σερπετό που με βοήθησε και τότε.
Κι η επόμενη σκέψη της ήταν μια σκέψη επιτακτική: Πρέπει να ξαναβρώ το Σερπετό!
Σηκώθηκε αμέσως απ’το κρεβάτι, λες και, ξαφνικά, το σώμα της να είχε αποκτήσει ελατήριο.
Πρέπει να βρω το Σερπετό. Τώρα. Απόψε.
Έβγαλε το νυχτικό της με μια γρήγορη κίνηση, κι άνοιξε τη ντουλάπα με τα ρούχα, αρπάζοντας ένα παντελόνι κι ένα πουκάμισο.
Μόλις είχε φορέσει το παντελόνι, είδε τη μορφή του Άγγελου στον καθρέφτη εμπρός της. Την είδε να ανασηκώνεται επάνω στο κρεβάτι· και, για κάποιο λόγο που δεν μπορούσε να συγκεκριμενοποιήσει, αισθάνθηκε έναν βαθύ φόβο να την καταλαμβάνει, να τρυπά την ψυχή της.
«Βασιλική; Τι συμβαίνει;» Η φωνή του ήταν βαριά, από τον ύπνο.
«Πρέπει να πάω κάπου,» του απάντησε γρήγορα· και, εσωτερικά, καταράστηκε τον εαυτό της, γιατί πίστευε ότι η φωνή της ακούστηκε αδύναμη.
«Μες στη νύχτα;» Ο Άγγελος σηκώθηκε απ’το κρεβάτι.
Η Βασιλική στράφηκε να τον αντικρίσει. «Ναι.»
Εκείνος την πλησίασε. «Θα έρθω μαζί σου–»
«Όχι!»
Ο Άγγελος συνοφρυώθηκε. «Γιατί; Πού – πού θα πας;»
«Δε χρειάζεται να ξέρεις.» Η Βασιλική έκανε να του γυρίσει την πλάτη και ν’απομακρυνθεί, να πάει προς την πόρτα του υπνοδωματίου. Μια πολύ έντονη τάση φυγής την είχε καταλάβει, σαν, κάπου εντός της, να ήξερε ότι ήταν σημαντικό –θέμα ζωής και θανάτου– να φύγει τώρα από εδώ. Τώρα! Και να μην αφήσει τον Άγγελο να έρθει μαζί της. Κάτι δεν πήγαινε καλά με τον Άγγελο–
Ο Άγγελος την έπιασε απ’το μπράτσο. «Βασιλική–»
Η Βασιλική τον χαστούκισε, δυνατά, και τον έσπρωξε, στέλνοντάς τον πάνω στο κρεβάτι. «Είσαι ψεύτης!» φώναξε. «Μου λες ψέματα!»
Ο Άγγελος έκανε να ανασηκωθεί. «Βασιλική, δεν ξέ–»
Εκείνη τον κλότσησε· ύψωσε το πόδι της και η πατούσα της κοπάνησε τη μύτη του. Ο Άγγελος διπλώθηκε, μουγκρίζοντας και κρατώντας το πρόσωπό του.
Η Βασιλική αισθάνθηκε τον πανικό της να μεγαλώνει. Μια φωνή μέσα της έλεγε, επιτακτικά και συνεχόμενα: Φύγε! φύγε! φύγε! φύγε! Κρατώντας το πουκάμισό της στο αριστερό χέρι κι αρπάζοντας ένα ζευγάρι παπούτσια από κάτω, έτρεξε έξω απ’το υπνοδωμάτιο, νιώθοντας την καρδιά της να βροντοχτυπά σαν ταμπούρλο. Στο καθιστικό του διαμερίσματος, άρπαξε άλλα δύο πράγματα: την τσάντα της και το πανωφόρι της, που ήταν κρεμασμένο στην κρεμάστρα. Ούτε στιγμή, όμως, δε σταμάτησε να τρέχει, και, ανοίγοντας την εξώπορτα, βγήκε στην πολυκατοικία κι άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες, πηδώντας τα σκαλοπάτια τρία-τρία.
Σε κάποιο σημείο, έκοψε ταχύτητα, για να φορέσει το πουκάμισο και το πανωφόρι της. Το πρώτο δεν κάθισε να το κουμπώσει· τράβηξε, όμως, το φερμουάρ του δεύτερου μέχρι το λαιμό. Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι έξω απ’την πολυκατοικία μπορούσε ν’ακούσει έναν δυνατό θόρυβο· κι επίσης, μπορούσε ν’ακούσει πολλά μικρά χτυπήματα πάνω στα τζάμια των διαδρόμων της. Χαλάζι. Ρίχνει χαλάζι! Ο καιρός είχε βρει την ώρα να χαλάσει!
Η Βασιλική έφτασε στην είσοδο της πολυκατοικίας και κατέβηκε στο γκαράζ. Το μέρος ήταν έρημο και ημιφωτισμένο· μονάχα δυο μεγάλες λάμπες λαδιού υπήρχαν για να το φωτίζουν –οι ένοικοι δεν ήθελαν να σπαταλούν ενεργειακούς πόρους χωρίς καλό λόγο. Τα γυμνά πόδια της Βασιλικής αντηχούσαν, καθώς έτρεχε προς το τρίκυκλο όχημά της. Έβγαλε το κλειδί απ’την τσάντα της και ξεκλείδωσε την πόρτα. Έριξε τα παπούτσια της μέσα και μπήκε, κλείνοντας. Προσπάθησε να βάλει μπροστά τη μηχανή, μα εκείνη αρνήθηκε να ξεκινήσει.
Μη μου το κάνεις αυτό! Μη μου το κάνεις αυτό!
Ακόμα μια προσπάθεια.
Η μηχανή πήρε μπροστά, και η Βασιλική ανέπνευσε ελεύθερα.
Το όχημα ξεκίνησε, βγαίνοντας από το υπόγειο γκαράζ της πολυκατοικίας και τρέχοντας μέσα στους δρόμους της Απαστράπτουσας, που, εξαιτίας της νυχτερινής ώρας και της κακοκαιρίας, δεν είχαν και τόση κίνηση. Το χαλάζι χτυπούσε πάνω στο σκέπαστρο και στο περίβλημα του τρίκυκλου της Απολλώνιας Πριγκίπισσας, κάνοντας δυνατό θόρυβο· ορισμένες φορές, μάλιστα, έμοιαζε ν’απειλεί να σπάσει το γυαλί.
Ο Άγγελος… Μα τον Απόλλωνα, ο Άγγελος… σκέφτηκε η Βασιλική, καθώς οδηγούσε και αισθανόταν τα νεύρα της να ηρεμούν κάπως και τον πανικό της να καταλαγιάζει. Ίσως να του φέρθηκα πολύ απότομα– Ίσως, όμως, και να είναι ό,τι υποπτεύομαι… Αλλά αν δεν είναι; Τότε, σίγουρα, θα μ’έχει περάσει για τρελή– Αλλά αν είναι, τότε, τότε δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα προσπαθούσε να μ’εμποδίσει, σωστά;
Ωστόσο, δεν μπόρεσε παρά να αναρωτηθεί: Να είναι ό,τι υποπτεύεσαι, Βασιλική; Δηλαδή, τι; Τι να είναι;
Καλή ερώτηση, και δεν είχε την απάντηση. Ήξερε, όμως, ότι κάτι συνέβαινε. Κάτι συνέβαινε! Δεν μπορεί να ήταν της φαντασίας της–
Κι αυτό το όνειρο… Ήταν το ίδιο Σερπετό. Στο όνειρο, ήταν το ίδιο Σερπετό που με είχε συναντήσει έξω απ’την πόλη. Κανονικά, δε θα μπορούσε να το αναγνωρίσει· όλα τα Σερπετά, εξάλλου, της έμοιαζαν όμοια. Παραδόξως, όμως, ήξερε ότι ήταν το ίδιο Σερπετό. Το ήξερε.
Αλλά με τον Άγγελο τι θα γίνει; Αν είναι άσχετος με το θέμα; Αν απλά εγώ έχω νομίσει ότι… ότι… ότι τα λόγια του, ότι με τα λόγια του κάπως προσπάθησε να μ’επηρεάσει, ότι κάτι γνωρίζει που δε θα έπρεπε, ότι με κάποιο τρόπο με απειλεί–
Το μυαλό της ήταν μπερδεμένο.
Πρέπει να βρω το Σερπετό!
*
Η μύτη του αιμορραγούσε, αλλά ο Άγγελος σηκώθηκε μόλις η όρασή του καθάρισε από τα χρώματα που είχαν αρχίσει να χορεύουν μπροστά στα μάτια του μετά από την κλοτσιά της Πριγκίπισσας. Άνοιξε το παράθυρο και κοίταξε έξω, καθώς ο ουρανός μούγκριζε και άστραφτε, και ξεκινούσε να ρίχνει χαλάζι.
Είδε το όχημα της Βασιλικής να βγαίνει απ’το υπόγειο γκαράζ και να φεύγει. Καταράστηκε κάτω απ’την ανάσα του.
Χωρίς να καθυστερήσει, άρπαξε τα ρούχα του και έτρεξε, ενώ σκεφτόταν: Ο γαμημένος μπάσταρδος! Στον Μαύρο Νάρζουλ η ψυχή του!
*
Η Βασιλική βγήκε απ’τη βορειοδυτική έξοδο της Απαστράπτουσας και οδήγησε το όχημά της επάνω στον εξοχικό δρόμο, ο οποίος ήταν επικίνδυνος από το χαλάζι· οι τροχοί του τρίκυκλου γλιστρούσαν σα δαιμονισμένοι.
Πρέπει να βρω το Σερπετό… αλλά από πού ν’αρχίσω να ψάχνω; Μπορεί νάναι οπουδήποτε. Πάντως, το βέβαιο ήταν ότι δε θα το έβρισκε μέσα στον δρόμο, αλλά έξω απ’αυτόν, κάπου στην ύπαιθρο. Πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε ν’αφήσει το όχημά της· δε γινόταν αλλιώς.
Το οδήγησε στην άκρη του δρόμου και το σταμάτησε.
Ίσως να είμαι τρελή, σκέφτηκε, φορώντας τα παπούτσια της. Ίσως να είμαι τρελή. Αλλά, αν είμαι, τότε το Σερπετό μπορεί να με βοηθήσει να θεραπευτώ.
Βγήκε απ’το όχημά της, μέσα στη δυνατή χαλαζόπτωση, και καταράστηκε τον εαυτό της που δεν είχε πάρει μαζί της ένα καπέλο. Το χαλάζι τη βαρούσε σα γροθιές. Η Βασιλική έβγαλε την κουκούλα του πανωφοριού της απ’το φερμουάρ όπου ήταν κλεισμένη και τη φόρεσε. Αυτό, βέβαια, δεν μπορούσε να τη γλιτώσει απ’τα χτυπήματα, αλλά, τουλάχιστον, μπορούσε να τη γλιτώσει απ’το βρέξιμο.
Η Πριγκίπισσα της Απολλώνιας άρχισε να τρέχει μέσα στην ύπαιθρο, έχοντας το κεφάλι σκυμμένο και το χέρι της σηκωμένο από πάνω του, για να προστατεύεται όσο ήταν δυνατόν. Τα μάτια της κοίταζαν τριγύρω, στα σκοτάδια, προσπαθώντας να εντοπίσουν το Σερπετό, τη γαλανόχρωμη γυαλάδα των φολίδων του.
Αλλά οι φολίδες του θα γυάλιζαν απόψε; Ατενίζοντας ψηλά, στον ουρανό, η Βασιλική μπορούσε να δει μονάχα μαύρα σύννεφα· η Γλαυκή ήταν κρυμμένη από πίσω τους.
Απόλλωνα, προσευχήθηκε, σε παρακαλώ, βοήθησέ με! Βοήθησέ με!
Από απόσταση, είδε μερικά φώτα. Τα φώτα ενός οικισμού. Αλλά δεν ήταν στέγη που έψαχνε. Δεν την ενδιέφερε να βρει μέρος για να προστατευτεί από τη χαλαζόπτωση. Την ενδιέφερε να συναντήσει πάλι το Σερπετό. Εκείνο το Σερπετό που την είχε συντρέξει όταν ήταν στο δρόμο, και που την είχε συντρέξει κι απόψε, στο όνειρό της, όταν η μοχθηρή σκιά είχε επιχειρήσει να… να της κάνει τι; Να την καταβροχθίσει; Ίσως. Η Βασιλική δεν ήξερε ακριβώς, και δεν μπορούσε να μαντέψει.
Τα πόδια της είχαν γεμίσει νερό και λάσπες. Έπρεπε να είχε πάρει μπότες από το σπίτι της, όχι αυτά τα μικρά παπούτσια· αλλά, τότε, δε γνώριζε ότι θα έριχνε χαλάζι, κι ακόμα κι αν, κάπως, μπορούσε να το γνωρίζει, πάλι δεν ήταν βέβαιη ότι θα είχε την ψυχραιμία να επιλέξει υπόδηση, προτού φύγει τρέχοντας από το διαμέρισμα.
Πού ήταν το Σερπετό; Γιατί δεν ερχόταν; Έπρεπε, μήπως, να κάνει κάτι για να τραβήξει την προσοχή του; Τι, όμως;
Συνέχισε να βαδίζει. Δεν έτρεχε πια. Δεν μπορούσε να τρέχει. Τα πόδια της τα αισθανόταν βαριά. Και μια απελπισία είχε πλακώσει την ψυχή της.
Έχω χάσει το μυαλό μου… Κανένα Σερπετό δε θα έρθει… Ονειρευόμουν… Ονειρευόμουν μονάχα… Και ο Άγγελος… δεν έπρεπε να είχα κάνει ό,τι έκανα…
Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της, μπερδεμένα με το νερό της χαλαζόπτωσης.
Γονάτισε πλάι σ’ένα δέντρο. Άγγιξε τον κορμό του, για να στηριχτεί. Ήταν κατάκοπη. Δεν ήξερε πόσο μακριά είχε προχωρήσει, ούτε για πόση ώρα. Τα πάντα είχαν γίνει ένα κουβάρι εντός της. Ο χρόνος, η απόσταση, η λογική η ίδια· τα πάντα.
Η καταιγίδα τη χτυπούσε σα να ήθελε να την τιμωρήσει για κάποιο έγκλημα.
Η Βασιλική έκλαιγε. Το άλλο της χέρι έσφιγγε τη γη, το χώμα, βίαια.
Ένας θόρυβος τη συνέφερε. Ένας θόρυβος που δεν ήταν βροντή, ούτε ο χτύπος του χαλαζιού επάνω σε κάποιο αντικείμενο. Όχι, αυτός ήταν ο θόρυβος μηχανής.
Η Βασιλική στράφηκε· πήρε το χέρι της απ’το χώμα και, με την ανάστροφη, σκούπισε τα δάκρυα απ’τα μάτια της· και είδε…
Είδε το δίκυκλο να έρχεται καταπάνω της, με τα φώτα του αναμμένα και το αργυρό, λαξευτό κρανίο του να γυαλίζει. Ο άντρας που το καβαλούσε φορούσε κράνος, και ήταν σχεδόν ένα με το σκοτάδι.
Μα τους θεούς!
Η Βασιλική πετάχτηκε όρθια· πιάστηκε από ένα κλαδί του δέντρου και ανέβηκε πάνω.
Το δίκυκλο πέρασε, ολοταχώς, από κάτω της, βρυχούμενο. Οι τροχοί του έγδαραν τον κορμό του δέντρου· έκαναν κομμάτια ξύλου να τιναχτούν.
Οι τροχοί του;
Η Βασιλική τούς παρατήρησε καλύτερα, καθώς το όχημα απομακρυνόταν, και είδε ότι δεν ήταν οι τροχοί ακριβώς που είχαν κάνει τη ζημιά, αλλά κάποιες λεπίδες που ήταν προσαρτημένες στους τροχούς. Σκόπευε να με κόψει στα δύο, ο ανώμαλος μπάσταρδος!
Τρέμοντας, η Βασιλική προσπάθησε να σταθεροποιήσει τον εαυτό της επάνω στο κλαδί και ν’ανοίξει την τσάντα της, για να πάρει το μικρό πιστόλι που βρισκόταν εκεί.
Το δίκυκλο ερχόταν ξανά, πιο γρήγορα. Οι λεπίδες στους τροχούς του έσχιζαν το χορτάρι –και ακόμα κι ο κορμός του δέντρου δε θ’άντεχε για πάντα απ’τα χτυπήματά τους.
Η Βασιλική έβγαλε το πιστόλι της.
Πυροβόλησε.
Αστόχησε.
Άλλες πέντε σφαίρες τής έμεναν.
Το όχημα χτύπησε το δέντρο, κάνοντάς το να τρίξει, δυνατά, και να τρανταχτεί απ’την κορφή ώς τις ρίζες. Η Βασιλική έχασε την ισορροπία της πάνω στο κλαδί. Έπεσε, κοπανώντας την πλάτη της στο έδαφος.
Πανικόβλητη, έκανε αμέσως να σηκώσει το πιστόλι της· αλλά διαπίστωσε ότι της είχε φύγει απ’το χέρι –και πού ήταν; Πού ήταν;
Οι θανατηφόροι τροχοί του δίκυκλου σταμάτησαν, όχι πολλά μέτρα απόσταση από εκείνη, και ο κρανοφόρος καβαλάρης κατέβηκε. Έσκυψε και σήκωσε το πιστόλι της.
Η Βασιλική σύρθηκε προς τα πίσω, προσπαθώντας, συγχρόνως, να σηκωθεί, αλλά γλιστρώντας στο υγρό χώμα.
Αναπάντεχα, κάποιος πετάχτηκε πίσω απ’τον κρανοφόρο άντρα. Τύλιξε το ένα του χέρι γύρω απ’το λαιμό του, ενώ με το άλλο τού άρπαξε τον καρπό και απέστρεψε το πιστόλι απ’τη Βασιλική.
Ο κρανοφόρος πάλεψε, άγρια, και πέταξε τον άλλο άντρα στο έδαφος. Πάτησε πάνω στην κοιλιά του και τον σημάδεψε με το όπλο που ακόμα κρατούσε.
Η Βασιλική, όμως, είχε τώρα προλάβει να σηκωθεί, και, παρατηρώντας ότι ο κρανοφόρος είχε πάρει την προσοχή του από εκείνη, κατάφερε να βρεθεί πίσω του. Τον κλότσησε, δυνατά, στην κλείδωση του ποδιού, κι αυτός μούγκρισε κι έπεσε στα τέσσερα.
Καθώς η μορφή του παραμέρισε, η Βασιλική είδε ότι ο άλλος άντρας ήταν ο Άγγελος. Μα τους θεούς, ο Άγγελος!
Αλλά δεν υπήρχε χρόνος τώρα για ν’αναρωτηθεί πώς και γιατί. Ο κρανοφόρος –ακόμα στα τέσσερα, μην μπορώντας να χρησιμοποιήσει το γόνατό του, ύστερα από το δυνατό χτύπημα– προσπαθούσε να γυρίσει, για να τη σημαδέψει και να την πυροβολήσει με το ίδιο της το πιστόλι. Η Βασιλική τον ξανακλότσησε, αυτή τη φορά μέσα στη διχάλα των μηρών του, νιώθοντας τους όρχεις του να συνθλίβονται ανάμεσα στο πόδι της και στη λεκάνη του. Ο άντρας πυροβόλησε, σπασμωδικά, πετυχαίνοντας μονάχα τον αέρα. Ένα μακρόσυρτο βογκητό βγήκε από μέσα του, και διπλώθηκε, καθώς το άλλο του χέρι πήγαινε στα γεννητικά του όργανα.
Ο Άγγελος, έχοντας σηκωθεί απ’το χώμα, του χίμησε. Του τράβηξε το κράνος και άρχισε να τον γρονθοκοπεί καταπρόσωπο, ώσπου εκείνος έχασε τις αισθήσεις του με την όψη του αιματοβαμμένη.
Η Βασιλική παρατήρησε τον άντρα, και διαπίστωσε πως της ήταν τελείως άγνωστος. Ποτέ ξανά δεν τον είχε δει.
Ο Άγγελος ορθώθηκε, λαχανιασμένος.
«Τι κάνεις εδώ;» τον ρώτησε η Βασιλική. «Μ’ακολούθησες;»
«Ναι,» είπε ο Άγγελος, «φυσικά και σ’ακολούθησα. Έτσι όπως έφυγες, ανησύχησα για σένα.» Ήταν ντυμένος με το παντελόνι του και μ’ένα πουκάμισο, πρόχειρα κουμπωμένο, το οποίο ήταν τώρα νοτισμένο από το χαλάζι· παπούτσια δε φορούσε. Πρέπει να την είχε κυνηγήσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. «Και,» πρόσθεσε, «είναι και κάτι…. Βασιλική, δεν έχεις απόλυτα άδικο… Θέλω να πω, με υποπτεύθηκες, το ξέρω. Αλλά δεν ξέρω τι ακριβώς συμβαίνει. Όμως κάτι κατάλαβες–»
Εκείνη συνοφρυώθηκε. Ω θεοί… Ω θεοί! «Τι είναι, Άγγελε; Τι θα έπρεπε να καταλάβω;»
Ο Άγγελος συνοφρυώθηκε, επίσης. Το στόμα του ανοιγόκλεισε για λίγο, αμήχανα, σα να μην ήξερε πώς να συνεχίσει.
Κι ύστερα, η Βασιλική είδε τις σκιερές φιγούρες να ζυγώνουν. Πέντε σκιερές φιγούρες, πάνω σ’άλογα. Η μία κρατούσε προβολέα, και τον έστρεψε πάνω στην Πριγκίπισσα και τον Άγγελο.
Η Βασιλική στένεψε τα μάτια, μισοτυφλωμένη απ’τον ξαφνικό φωτισμό.
Ο Άγγελος στράφηκε, αιφνιδιασμένος.
Οι καβαλάρηδες ζύγωσαν. Είχαν όλοι τους όπλα. Εκτός από έναν, ο οποίος διέθετε τα πιο σκοτεινά μάτια που η Βασιλική είχε δει ποτέ της, ακόμα και μέσα σε μια νύχτα σαν κι ετούτη. Φορούσε μαύρη γκαμπαρντίνα και καπέλο.
«Κύριε Επίκυκλε,» είπε αυτός ο άντρας, αναφερόμενος στον Άγγελο. «Δεν είστε άνθρωπος του λόγου σας.»
Ο Άγγελος έφτυσε. «Δεν είμαι άνθρωπος του χεριού σας.»
«Κρίμα,» είπε ο άντρας με τα σκοτεινά μάτια. «Πολύ φοβάμαι, λοιπόν, πως η συμφωνία μας μόλις έληξε.»
Οι οπλοφόροι ύψωσαν τα τουφέκια τους–
–και τότε, το έδαφος τραντάχτηκε από βαριά, γρήγορα βήματα.
Η Βασιλική στράφηκε και, μέσα απ’το σκοτάδι, είδε το Σερπετό να ξεπροβάλει –το ίδιο Σερπετό! το ίδιο Σερπετό!– με το μοναδικό του κέρατο προτεταμένο για επίθεση, και με τις φολίδες του να γυαλίζουν με γαλανό φως.
Η Γλαυκή είχε παρουσιαστεί ανάμεσα από τα μαύρα σύννεφα.
Τα άλογα και οι οπλοφόροι πανικοβλήθηκαν, βλέποντας το Σερπετό να έρχεται καταπάνω τους. Εκτός των άλλων, πρέπει, αναμφίβολα, να ήταν και η πρώτη φορά που έβλεπαν ένα πλάσμα του είδους του να τρέχει με τέτοια ταχύτητα.
Μονάχα στο όνειρό μου έτρεχε έτσι, σκέφτηκε η Βασιλική.
Ένας από τους οπλοφόρους πρόλαβε να πυροβολήσει εναντίον του Σερπετού, αλλά ή αστόχησε ή η σφαίρα εξοστρακίστηκε πάνω στις σκληρές φολίδες του πλάσματος. Κι ύστερα, το Σερπετό ήταν ανάμεσά τους, βρυχούμενο και χτυπώντας με το κέρατο, το κεφάλι, τα πόδια, και τα δόντια του. Τα άλογα αφήνιαζαν, εκτοξεύοντας τους καβαλάρηδές τους, και οι καβαλάρηδες ούρλιαζαν έντρομοι.
Αλλά η Βασιλική ήξερε μέσα της πως έπρεπε να φύγει, τώρα! Να τρέξει και να κρυφτεί, μαζί με τον Άγγελο. Το ήξερε αυτό τόσο ξεκάθαρα, λες και μια φωνή να είχε μιλήσει στο εσωτερικό του κεφαλιού της. Λες και το Σερπετό, με κάποιον μυστηριώδη τρόπο, να την είχε προστάξει.
Άρπαξε το χέρι του Άγγελου και τον τράβηξε. «Έλα!» του είπε. «Έλα!»
«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνος, φέρνοντας αντίσταση. «Έχουμε όχημα.» Και, πλησιάζοντας το δίκυκλο του αναίσθητου κακοποιού, το καβάλησε.
Μειδιώντας, παρά την ελεεινότητα της όλης κατάστασης, η Βασιλική τον ακολούθησε και κάθισε πίσω του.
Ο Άγγελος έβαλε μπροστά τη μηχανή, και η Πριγκίπισσα είπε: «Μακριά. Μακριά απ’την Απαστράπτουσα.»
Οι τροχοί γρύλισαν πάνω στο χώμα, και οι δυο τους χάθηκαν μες στη νυχτερινή ύπαιθρο, ενώ το χαλάζι συνέχιζε να τους μαστιγώνει ανελέητα.
*
«Πού πηγαίνουμε;» ρώτησε, σε λίγο, ο Άγγελος.
«Δεν έχω ιδέα.»
«Βασιλική, πρέπει να σου εξηγήσω κάτι… Ούτε κι εγώ δεν ξέρω τι σκατά ακριβώς συμβαίνει, αλλά–»
«Αργότερα. Κάποιοι έρχονται.»
Από τα δεξιά τους. Δύο δίκυκλα μες στην καταιγίδα, με τους προβολείς αναμμένους.
«Σκατά…» μούγκρισε ο Άγγελος «Σου έχω πει ότι δεν τα πηγαίνω καλά με τα δίκυκλα;»
«Εννοείς με το να τα οδηγείς;»
«Εσύ τι λες; Με το να τα βλέπω;»
«Τρομερή στιγμή διάλεξες για να μου το εκμυστηρ–»
Πυροβολισμοί ήρθαν απ’τους κυνηγούς τους. Φωτιές μέσα στο σκοτάδι και στο χαλάζι. Η Βασιλική νόμισε ότι άκουσε μια σφαίρα να σφυρίζει πλάι στ’αφτί της. Χώμα πετάχτηκε λίγο παραδίπλα. Φύλλα και ξύλα εκτοξεύτηκαν από κάποιο δέντρο.
«Πες μου ότι πήρες το όπλο εκείνου του λεχρίτη, καθώς φεύγαμε,» είπε ο Άγγελος.
«Δεν το πήρα.»
Κι άλλοι πυροβολισμοί.
Η Βασιλική κοίταξε πάνω απ’τον ώμο της. «Νομίζω ότι πλησιάζουν!»
«Σου είπα, δεν τα πάω καλά με τα δίκυκλα– Το δάσος…»
«Τι πράγμα;» Η Βασιλική γύρισε το βλέμμα της, για να κοιτάξει μπροστά, και είδε ότι όντως υπήρχε ένα δάσος.
«Εκεί θα τους ξεφύγουμε.»
«Οι τροχοί–»
«Ακριβώς. Ακόμα κι ετούτα τα καταραμένα δίκυκλα θα δυσκολευτούν εκεί μέσα.»
Ο Άγγελος οδήγησε το όχημά τους στο δάσος, κόβοντας ταχύτητα.
«Προσεχτικά…» ψιθύρισε η Βασιλική, βλέποντας κορμούς και κλαδιά να περνάνε επικίνδυνα κοντά τους. «Προσεχτικά…» Τα χέρια της έσφιγγαν, δυνατά, τη μέση του.
Ύστερα, ένας απ’τους τροχούς του οχήματός τους βρήκε εμπόδιο κάπου: σε κάποια χοντρή ρίζα, ίσως, ή σε κάποια πέτρα, ή σε κάποιον λάκκο. Το αποτέλεσμα, πάντως, ήταν το δίκυκλο να γείρει απότομα στο πλάι και να τιναχτούν κι οι δύο από πάνω του.
Η Βασιλική κατρακύλησε στο υγρό χώμα και στα χόρτα, και κατέληξε μέσα σ’έναν θάμνο. Ένα κλωνάρι, γεμάτο φύλλα, κατέβηκε για να σκεπάσει τη μύτη της. Εκείνη το παραμέρισε, βίαια, σπάζοντάς το. Ανασηκώθηκε και κοίταξε ολόγυρα. Πού ήταν ο Άγγελος; Δεν τον έβλεπε κοντά της.
Από κάπου μπορούσε ν’ακούσει τον ήχο μηχανής και τροχών. Οι διώκτες τους δεν πρέπει να βρίσκονταν μακριά. Ήλπιζε, όμως, να τους είχαν χάσει.
Πού είναι ο Άγγελος;
Η Βασιλική σηκώθηκε και, βαδίζοντας σκυφτή, έψαξε γι’αυτόν, δίχως να φωνάζει. Δεν ήθελε να δίνει στόχο.
Πού είσαι; Πού είσαι; Πού είσαι;
Πλάι σ’ένα δέντρο, παρατήρησε έναν ακίνητο, μαύρο όγκο. Αυτός είναι! Τον πλησίασε, γονατίζοντας πλάι του. Ναι, ήταν ο Άγγελος. Και ήταν χτυπημένος στο κεφάλι· αγγίζοντας τα μαλλιά του, έβαψε τη χούφτα της με αίμα.
Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ, σκατά! Σκατά! Τι θα κάνω τώρα, γαμώ την ατυχία μου;
Έσφιξε τα δάχτυλά της επάνω στο πουκάμισό του και του ψιθύρισε, έντονα, κοντά στ’αφτί: «Άγγελε! Άγγελε! Μ’ακούς; Πρέπει να σηκωθείς, αγάπη μου.»
Τα βλέφαρά του κινήθηκαν· άνοιξαν. Το σώμα του κινήθηκε· ανασηκώθηκε. «Βασιλική…»
«Σσς!» του έκανε εκείνη. «Μας έχουν χάσει. Πρέπει να φύγουμε, όσο έχουμε χρόνο.»
Ο Άγγελος ένευσε. Άγγιξε το κεφάλι του και είδε το αίμα στο χέρι του, αλλά δε φάνηκε να πανικοβάλλεται από αυτό. Το χτύπημα δεν πρέπει να ήταν πολύ σοβαρό. Ευτυχώς, σκέφτηκε η Βασιλική. Ευτυχώς, ευτυχώς.
Σηκώθηκαν και βάδιζαν μέσα στη δασώδη περιοχή, ενώ πίσω τους ο ήχος από τις μηχανές των δίκυκλων οχημάτων ακουγόταν ολοένα και πιο απόμακρος.
Σε κάποια στιγμή, ο Άγγελος παραπάτησε και παραλίγο να πέσει. Η Βασιλική τον συγκράτησε κι εκείνος, απλώνοντας το χέρι του, πιάστηκε απ’τον κορμό ενός δέντρου.
«Τρέμεις,» είπε η Βασιλική.
«Έχει κρύο…»
«Ναι, αλλά είσαι και χτυπημένος, και δε φοράς ούτε παπούτσια.» Έβγαλε το πανωφόρι της και του το έδωσε.
«Όχι–»
«Φόρεσέ το, μην είσαι βλάκας.»
«Είσαι πιο σημαντική από μένα, Πριγκίπισσα. Πρέπει να μείνεις ζωντανή. Κάτι πολύ άσχημο συμβαίνει στην Απολ–»
«Κανείς δε θα πεθάνει. Φόρεσέ το, τώρα.» Συνέχισε να το πιέζει επάνω του. «Ως Πριγκίπισσά σου, το προστάζω.»
Ο Άγγελος ατένισε για λίγο το πρόσωπό της, μέσα στο σκοτάδι. Ύστερα, πήρε το πανωφόρι και το φόρεσε.
Η Βασιλική κούμπωσε το πουκάμισό της και συνέχισαν να βαδίζουν, σκοντάφτοντας κάπου-κάπου.
Το δάσος δεν άργησε να τελειώσει, και βρέθηκαν σ’ένα ανοιχτό μέρος, κατάκοποι, ξεπαγιασμένοι, και φοβισμένοι.
«Πρέπει να βρούμε κατάλυμα κάπου,» μουρμούρισε η Βασιλική.
«Τι είναι αυτό το μαύρο οικοδόμημα;» Ο Άγγελος έδειξε.
Η Βασιλική δεν το είχε προσέξει, παρότι ήταν κάποιο μεγάλο χτίριο που έκρυβε τον ουρανό. «Πάμε να δούμε.»
Αγνοώντας τις γροθιές του χαλαζιού, προχώρησαν. Δεν είχαν άλλη επιλογή, εξάλλου· έπρεπε ή να προχωρήσουν ή να σωριαστούν. Και το δεύτερο δε θα το κάνουμε, σκέφτηκε, επίμονα, η Βασιλική. Όχι, το δεύτερο δεν πρόκειται ποτέ να το κάνουμε.
Βάδισαν προς το μεγάλο οικοδόμημα, και, όσο το πλησίαζαν, μπορούσαν να δουν ολοένα και περισσότερες λεπτομέρειες γι’αυτό. Πρέπει να ήταν κάποιου είδους εργοστάσιο, εγκαταλειμμένο πλέον, ερειπωμένο. Υπήρχαν τρύπες στους τοίχους του· ορισμένα καλώδια που φαίνονταν ήταν σπασμένα· τα τζάμια των παραθύρων ήταν επίσης σπασμένα, και οι πόρτες δε βρίσκονταν σε καλύτερη κατάσταση.
Μια φτερωτή φιγούρα πετούσε από πάνω του. Τι είν’αυτό;
Η φτερωτή φιγούρα χάθηκε.
Νυκτόπτερος; σκέφτηκε η Βασιλική. Νυκτόπτερος ήταν; Προσπάθησε να θυμηθεί τι ήξερε για τους Νυκτόπτερους. Αν δεν τους πειράξουμε, αν δεν κάνουμε φασαρία, δε θα μας επιτεθούν. Ναι, έτσι πρέπει νάναι. Αν δεν τους τραβήξουμε την προσοχή με κανέναν τρόπο, θα περάσουμε απαρατήρητοι, για κάμποσες ώρες. Μέχρι να τελειώσει τούτη η καταιγίδα, τουλάχιστον.
Πέρασαν μια σπασμένη είσοδο του εργοστασίου, μπαίνοντας στο εσωτερικό του, όπου το χαλάζι αντηχούσε δυνατά, χτυπώντας σε δεκάδες σημεία που έκαναν έντονο θόρυβο: κρύσταλλα, ξύλα, σωλήνες, μέταλλα.
Δύο άντρες παρουσιάστηκαν μέσα απ’τις σκιές, σημαδεύοντάς τους με τουφέκια.
«Ακίνητοι!» είπε ο ένας, μιλώντας στη Συμπαντική.
«Δ-δεν είμαστε οπλισμένοι,» κατάφερε να ψελλίσει η Βασιλική. Ποιοι είναι αυτοί; Τι κάνουν εδώ;
«Ποιοι είστε; Τι θέλετε εδώ;»
Η Βασιλική ξεροκατάπιε. «Τις ίδιες απορίες φαίνεται πως έχουμε. Δεν είναι εγκαταλειμμένο τούτο το μέρος;» Προσπάθησε να κρατήσει τη φωνή της σταθερή.
Μερικά φώτα έπεσαν πάνω σ’εκείνη και τον Άγγελο, τυφλώνοντάς τους.
«Τη γνωρίζω αυτήν!» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή. «Είναι η αδελφή του Πρίγκιπα!»
Η αδελφή του Πρίγκιπα; Ξέρουν τον Ανδρόνικο; Αυτοί οι άνθρωποι ξέρουν τον Ανδρόνικο; Ή, μήπως –ένα ρίγος τη διαπέρασε–, τον Λούσιο;
Κι άλλες φωνές ακούστηκαν, αλλά ήταν μπερδεμένες και η Βασιλική δε μπορούσε να διακρίνει τι έλεγαν.
Τελικά, ένας άντρας πλησίασε, βιαστικά. Ένας άντρας τον οποίο αναγνώριζε.
«Κύριε Φαρνέλιε;»
«Βασιλική,» είπε ο χρυσόδερμος, γενειοφόρος άντρας. «Τι κάνεις εδώ, παιδί μου, μέσα σε τούτη την καταιγίδα; Έλα μέσα. Έλα μέσα. Ελάτε, κι οι δυο σας.»
Το σκοτάδι είχε καταπιεί τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο.
Περιπλανιόταν μέσα στο σκοτάδι, έχοντας χάσει κάθε αίσθηση κατεύθυνσης, προσανατολισμού, και χρόνου. Αλλά ήταν βέβαιος πως καμια του κίνηση δεν τον πήγαινε ένα βήμα πιο μακριά από τη φυλακή του· αντιθέτως, κάθε του βήμα βοηθούσε μόνο για να ολοκληρώνει την περιφέρεια ενός κύκλου, ή ακόμα και να τον βυθίζει σε μια ολοένα και χειρότερη κατάσταση απελπισίας και παραφροσύνης.
Γιατί το σκοτάδι ήταν ζωντανό. Όπου κι αν πήγαινε ο Ανδρόνικος, μπορούσε ν’ακούσει τις φωνές ακατονόμαστων πλασμάτων, ή τα σουρσίματά τους, ή τα βήματά τους, ή τα νύχια τους που τρίβονταν, ανατριχιαστικά, στο πέτρινο πάτωμα, ή τα φτερά τους που χτυπούσαν τον αέρα. Κι αλήθεια, τι μπορεί να ήταν αυτό που φτερούγιζε κάθε τόσο; Κάποιου είδους νυχτερίδα; Ή, ίσως, Νυκτόπτερος; Αλλά, Νυκτόπτερος εδώ μέσα;
Πού είμαι; Πού βρίσκομαι;
Ο Ανδρόνικος περνούσε μέσα από ανοίγματα και σήραγγες και διόδους, απορώντας με την πολυπλοκότητα της φυλακής του. Ένας λαβύρινθος. Τίποτα περισσότερο από ένας λαβύρινθος. Και, σε σημεία του, ένα σωρό ύπουλες παγίδες: κοφτερά αντικείμενα στο πάτωμα, και λάκκοι, και γλοιώδεις λάσπες· αλυσίδες που κρέμονταν απ’το ταβάνι κι επάνω τους είχαν ξυράφια· τεντωμένα σχοινιά, για να τον κάνουν να σκοντάψει.
Ορισμένες φορές, τα δαιμονικά πλάσματα του σκοταδιού έρχονταν πιο κοντά του, και τότε ο Ανδρόνικος μπορούσε να τα νιώσει να περνάνε από δίπλα, τρίβοντας το τρίχωμά τους, ή το γλοιώδες πετσί τους, πάνω στο γυμνό του δέρμα και φέρνοντας μια πυκνή αποφορά στα ρουθούνια του. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, εκείνος έτρεχε να φύγει, γιατί ήταν βέβαιος ότι προσπαθούσαν να τον περικυκλώσουν και να τον κατασπαράξουν. Μπορούσαν να μυριστούν το αίμα του.
Οι φρουροί του μέρους πάντοτε τον έβρισκαν για να του φέρουν φαγητό, μία φορά την ημέρα (ή, τουλάχιστον, έτσι εκείνος υπέθετε: ότι το έφερναν μία φορά την ημέρα). Παρά τη λαβυρινθώδη φύση της φυλακής του, πάντοτε τον έβρισκαν· κι αυτό πρέπει να σήμαινε ότι η φυλακή του δεν ήταν, στην πραγματικότητα, τόσο μπερδεμένη: το σκοτάδι και οι παράξενοι ήχοι και οι παγίδες ήταν που την έκαναν μπερδεμένη. Μακάρι να μπορούσα να σκεφτώ καθαρά. Αν μπορούσα να σκεφτώ καθαρά, ίσως να κατάφερνα να αποκωδικοποιήσω τη λογική αυτού του καταραμένου μέρους και να αποδράσω.
Αλλά δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Η πείνα και η δίψα τον θέριζαν, καθώς το φαγητό που του έφερναν ήταν ελάχιστο· το κρύο πάτωμα πάγωνε το γυμνό του σώμα· η έλλειψη ρούχων και όπλων τον έκανε να αισθάνεται ευάλωτος και φοβισμένος ενάντια στα θηρία που τριγύριζαν στον ίδιο λαβύρινθο μ’εκείνον· το σκοτάδι έδινε τροφή στην παράνοιά του, τρελαίνοντας όλες τις αισθήσεις τους, εκτός από την όραση, την οποία και καταργούσε –και ο άνθρωπος είναι τόσο συνηθισμένος να βασίζεται στην όρασή του…
Ο Ανδρόνικος ήξερε ότι υπήρχαν στιγμές που ούρλιαζε ή βρυχιόταν, σαν κτήνος· στιγμές που δεν μπορούσε να τις ξεχωρίσει από τα όνειρά του: η πραγματικότητα έμοιαζε να γλιστρά μες στο όνειρο και το όνειρο μες στην πραγματικότητα. Τα δαιμονικά πλάσματα τον καταδίωκαν, κι εκείνος αναγκαζόταν να στρίβει σε γωνίες και να περνά διόδους και να σέρνεται σε στενές, γλοιώδεις σήραγγες –και μετά, ξυπνούσε, ουρλιάζοντας, για να διαπιστώσει ότι τίποτα δεν τον κυνηγούσε, όχι τώρα τουλάχιστον, παρά βρισκόταν μόνος, στο σκοτάδι, κουλουριασμένος πάνω στο κρύο, πέτρινο πάτωμα.
Ο Ανδρόνικος τρελαινόταν. Το καταλάβαινε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι για να το εμποδίσει. Το σκοτάδι κατέτρωγε την ψυχή του. Μετά από τόσους αγώνες που είχε δώσει, ήξερε πως ήταν καταδικασμένος να τελειώσει εδώ, σε κάποια ακατονόμαστα βάθη, κάτω από το ίδιο το παλάτι της Απαστράπτουσας, προδομένος από τον ίδιο του τον αδελφό…
*
«Αρχόντισσά μου,» είπε ο Φαιόνυχος, «πιστεύουμε ότι πρέπει να είναι έτοιμος να δεχτεί το Άγγιγμα.»
«Δείξε μου,» πρόσταξε η Δομινίκη.
Ο Φαιόνυχος πλησίασε την κονσόλα στον τοίχο, και πάτησε ένα πλήκτρο. Η οθόνη άνοιξε, αποκαλύπτοντας έναν σκοτεινό χώρο και, στο κέντρο του, μια ανθρώπινη φιγούρα, ξαπλωμένη και τυλιγμένη. Η ανθρώπινη φιγούρα φαινόταν μόνο ως θερμική εικόνα, ακριβώς όπως την έβλεπαν οι αισθητήρες στο ταβάνι.
«Φως,» είπε η Δομινίκη.
Ο Φαιόνυχος υπάκουσε, πατώντας ένα άλλο κουμπί. Ο χώρος που έδειχνε η οθόνη φωτίστηκε, φανερώνοντας τον Ανδρόνικο, μέσα σ’ένα άδειο, πέτρινο δωμάτιο. Η μορφή του ανασάλεψε και ανασηκώθηκε ελαφρώς, κοιτάζοντας τριγύρω. Το σώμα του ήταν αδυνατισμένο και γεμάτο μελανιές και μικρά σκισίματα, τα μούσια του και τα μαλλιά του μπερδεμένα και άλουστα.
«Είστε βέβαιοι ότι είναι έτοιμος;» ρώτησε η Δομινίκη.
«Ναι, Αρχόντισσά μου· είναι έτοιμος.» Αυτή δεν ήταν η φωνή του Φαιόνυχου. Είχε έρθει απ’την άλλη μεριά της Δομινίκης, και ανήκε στη Θέμιδα, μια ψηλή, λιγνή γυναίκα, σχεδόν κοκαλιάρα, με μακριά, μαύρα μαλλιά. Ιέρεια του Μαύρου Νάρζουλ, και ανάμεσα στους επόπτες των Σκοτεινών Κελιών.
Η Δομινίκη στράφηκε να την ατενίσει. «Ο Δάσκαλος μάς κοιτάζει, Θέμιδα,» είπε, «και κρίνει την κρίση μας.»
«Δεν κάνω λάθος, Αρχόντισσά μου.»
«Θα το ανακαλύψουμε αμέσως. Γιατί, αν είναι έτοιμος, τότε ήρθε η ώρα για το Άγγιγμα.»
Η Δομινίκη βγήκε απ’τον πέτρινο θάλαμο με τον εξοπλισμό παρακολούθησης των Σκοτεινών Κελιών και πήγε σ’ένα άλλο δωμάτιο, πολύ μικρότερο, πίσω από μια βαριά, μαύρη κουρτίνα. Ένας καθρέφτης υπήρχε εδώ, στον τοίχο, και μια κρεμάστρα με μελανόχρωμους χιτώνες. Η Δομινίκη έβγαλε τα κοσμήματά της και τ’άφησε σε μια θυρίδα του τοίχου. Έβγαλε το φόρεμά της και το κρέμασε στην κρεμάστρα. Πήρε έναν από τους χιτώνες και τον φόρεσε, δένοντάς τον στη μέση της με την πάνινη ζώνη του. Ήταν έτοιμη για την Επίκληση του Εσώτερου Δαιμόνιου.
Βγήκε απ’το μικρό δωμάτιο και βάδισε προς ένα άλλο, πολύ πιο ευρύχωρο και στρογγυλό. Η Θέμιδα βρισκόταν ήδη εκεί, όπως επίσης και ο Φαιόνυχος και μερικοί άλλοι, όλοι τους πιστοί υπηρέτες του Μαύρου Νάρζουλ, που θα έδιναν ακόμα και τη ζωή τους για τον Δάσκαλο του Τρόμου, γιατί ήξεραν ότι η ζωή τους ήταν απόλυτα συνδεδεμένη μ’Εκείνον. Εκείνος ήταν η πηγή απ’την οποία έπιναν νερό. Εκείνος ήταν που τους πρόσφερε ό,τι επιθυμούσαν. Εκείνος ήταν που είχε τη δύναμη να καθυποτάσσει τους άπιστους και να δίνει δόξα και αναγνώριση στους πιστούς.
Η Δομινίκη πέρασε ανάμεσα από όλους τους συγκεντρωμένους πιστούς και στάθηκε στο κέντρο του στρογγυλού δωματίου, ενώ αυτοί έκλιναν τα κεφαλιά τους, ευλαβικά και ως ένδειξη σεβασμού προς το αξίωμα μιας Αρχιέρειας του Δασκάλου.
Σιγή απλώθηκε για μερικές στιγμές μέσα στο δωμάτιο, κι ύστερα η Δομινίκη έκλεισε τα μάτια της, άδειασε το νου της, και ψιθύρισε τα λόγια της Επίκλησης. Είπε τα Οκτώ Ονόματα, και ζήτησε τη Χάρη του Δασκάλου, και παρακάλεσε για τη Σοφία και τη Γνώση του… και τέλος, έψαξε μέσα στον εαυτό της, μέσα στην ίδια της την ψυχή, ώσπου, σχετικά εύκολα, βρήκε εκείνο που αναζητούσε.
Το Εσώτερο Δαιμόνιο, που υπήρχε στην ψυχή κάθε άντρα και κάθε γυναίκας, και που μονάχα με πίστη και αφοσίωση στον Δάσκαλο μπορούσε κανείς να απελευθερώσει.
Η Δομινίκη, λύνοντας με μια απλή κίνηση την πάνινη ζώνη της, κράτησε στις γροθιές της τις άκριες του μελανού της χιτώνα, και τον άνοιξε. Και όσοι ήταν γύρω της δεν είδαν το μεσοφόρι που φορούσε από μέσα, αλλά ένα απύθμενο, μαύρο κενό, από τα πέρατα του οποίου ερχόταν γρήγορα το Εσώτερο Δαιμόνιό της. Στην αρχή, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα πορφυρό σημάδι, αλλά έπειτα μεγάλωσε και μεγάλωσε και μεγάλωσε, φανερώνοντας τα μέλη του και τα μαύρα του μάτια. Και τέλος, πετάχτηκε έξω απ’το σκοτάδι, και τα χρώματά του άλλαξαν: το πορφυρό του σώμα έγινε μαύρο, και τα μάτια του έγιναν κόκκινα, ενώ μια μακριά ουρά το ένωνε με την Αρχιέρεια, φτάνοντας εκεί όπου κανονικά θα έπρεπε να ήταν το στήθος της.
Η Δομινίκη μπορούσε να δει τώρα μέσα από τα μάτια του Εσώτερου Δαιμόνιού της· μπορούσε να δει τα πάντα σε απόχρωση του κόκκινου, σαν να ονειρευόταν. Κι επίσης σαν να ονειρευόταν, αισθανόταν το σώμα της ελαφρύ, τόσο ελαφρύ. Γνώριζε, όμως, ότι δεν ήταν το αληθινό της σώμα, αυτό που αισθανόταν, αλλά η πνευματική ύλη του Εσώτερου Δαιμόνιού της…
…το οποίο και κατεύθυνε προς έναν αγωγό, στο βάθος του στρογγυλού δωματίου. Το έβαλε να διασχίσει τον αγωγό και να φτάσει στα Σκοτεινά Κελιά, και στο Κελί του Ανδρόνικου. Το Εσώτερο Δαιμόνιο μπορούσε εύκολα, εδώ, να ακολουθήσει τους αισθητήρες, που βρίσκονταν στο ταβάνι και σε τηλεπικοινωνιακή επαφή ο ένας με τον άλλο, ώστε να εντοπίσει τον Πρίγκιπα.
Η Δομινίκη τον είδε να είναι ξανά κουλουριασμένος μέσα στο σκοτάδι, περίτρομος και ταλαιπωρημένος. Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος ήταν, αναμφίβολα, στο έλεός τους. Είχε έρθει το τέλος του.
Το Εσώτερο Δαιμόνιο ερεύνησε τα σύνορα της νόησής του.
Ναι, είναι όντως έτοιμος. Ο νους του παραπαίει στα όρια της παραφροσύνης. Τον φέραμε εκεί που τον θέλαμε.
Το Εσώτερο Δαιμόνιο καταδύθηκε στην ψυχή του Ανδρόνικου, τυλίγοντάς την, πνίγοντάς την με τη μανία του. Ένας ισχυρός, εστιασμένος νους εναντίον ενός νου καταπονημένου και αδύναμου.
Το Εσώτερο Δαιμόνιο ύφανε τον ιστό του γύρω απ’το μυαλό του Πρίγκιπα Ανδρόνικου: έναν μαύρο διχτυωτό ιστό, που έκανε την πραγματικότητα ψέμα και το ψέμα πραγματικότητα, ή, όπως θα έλεγε κάποιος επιστήμονας, μελετητής, ή γιατρός, προκαλούσε οξείες παραισθήσεις.
Το Εσώτερο Δαιμόνιο, έχοντας ολοκληρώσει τη δουλειά του, αποτραβήχτηκε και πέταξε μέσα στους λαβυρινθώδεις χώρους των Σκοτεινών Κελιών, επιστρέφοντας στον αγωγό, στο στρογγυλό δωμάτιο, και στο σώμα της Δομινίκης.
Εκείνη έκλεισε αμέσως τον χιτώνα της και κράτησε τα χέρια της διπλωμένα μπροστά στο στήθος και στην κοιλιά της. Ξεροκατάπιε, νιώθοντας τον λαιμό της σκληρό.
Τα πράγματα είχαν πάει καλά, αλλά ακόμα και τώρα, ύστερα από τόσες Επικλήσεις του Εσώτερου Δαιμόνιού της, δεν είχε συνηθίσει απόλυτα τη μεταβατική κατάσταση μετά την επιστροφή του. Αισθανόταν λες και τα σωθικά της να είχαν γυρίσει ανάποδα και να στριφογύριζαν σαν φίδια μέσα της· αισθανόταν την καρδιά της να πονά, λες και κάτι αόρατο να την είχε γρατσουνίσει· αισθανόταν τους πνεύμονές της να έχουν πάρει φωτιά: κάθε εισπνοή ήταν οδυνηρή. Ο πόνος θα περνούσε, όμως· απλά, χρειαζόταν την ώρα του. Το μόνο πράγμα που τον βοηθούσε να περάσει πιο γρήγορα, η Δομινίκη είχε διαπιστώσει, ήταν η ερωτική πράξη και ένας καλός οργασμός, σαν να έπρεπε να πείσει τον εαυτό της ότι ήταν άνθρωπος και βρισκόταν ξανά μέσα σ’ένα ανθρώπινο σώμα.
«Τελείωσε,» είπε, δένοντας την πάνινη ζώνη του χιτώνα της. «Ο κρατούμενος έχει δεχτεί το Άγγιγμα. Δεν υπάρχει πλέον λόγος να τον έχετε στα Σκοτεινά Κελιά.»
«Πού να τον μεταφέρουμε, Αρχόντισσά μου;» ρώτησε ο Φαιόνυχος.
«Σ’ένα απλό κελί.» Το μυαλό του φτάνει τώρα για να τον βασανίζει από μόνο του· δε χρειάζεται τη δική μας βοήθεια.
Περνώντας ανάμεσα από τους υπόλοιπους πιστούς, βγήκε απ’τον στρογγυλό θάλαμο και πήγε στο μικρό δωμάτιο, πίσω από τη βαριά, μαύρη κουρτίνα. Έβγαλε τον χιτώνα της και τον κρέμασε. Στάθηκε, για λίγο, μπροστά στον καθρέφτη, αγγίζοντας το στήθος και την κοιλιά της, καθώς αισθανόταν όλα τα εσωτερικά της όργανα να βρίσκονται σε οδυνηρή λειτουργία. Σαν γρανάζια που κάποιος είχε καιρό να τα λαδώσει και να τα βάλει να περιστραφούν. Αλλά εκείνη είχε επικαλεστεί το Εσώτερο Δαιμόνιό της μονάχα για μερικές στιγμές…
Πήρε το φόρεμά της από την κρεμάστρα και το φόρεσε. Τα κουμπιά του βρίσκονταν στην πλάτη, και ήταν κόπος να τα θηλυκώσει, ειδικά έτσι όπως πονούσε μέσα της. Όμως δεν άργησε να το καταφέρει.
Πήρε τα κοσμήματά της απ’τη θυρίδα, τα φόρεσε κι αυτά, και βγήκε απ’το μικρό δωμάτιο. Αφήνοντας τα υπόγεια, επέστρεψε στα επάνω πατώματα του παλατιού και πήγε στα διαμερίσματα του Λούσιου, βρίσκοντάς τον να στέκεται μπροστά σ’ένα παράθυρο και ν’ατενίζει την Απαστράπτουσα στο φως του απογεύματος. Τα χέρια του ήταν πιασμένα πίσω του, και της είχε γυρισμένη την πλάτη, αν κι εκείνη ήταν βέβαιη πως την είχε ακούσει να μπαίνει.
Κανονικά, θα έπρεπε να είχε γυρίσει και να σε είχε αγκαλιάσει, είπε μια αδύναμη, ενοχλητική φωνή μέσα της. Η Δομινίκη την αγνόησε.
«Τι έγινε;» ρώτησε ο Λούσιος, βαριά και κουρασμένα.
«Τελείωσε,» αποκρίθηκε η Δομινίκη, πλησιάζοντάς τον. «Τελείωσε.» Τον αγκάλιασε από πίσω, διατρέχοντας τα χέρια της επάνω στο στήθος του και στις πτυχές του πουκαμίσου του. Φίλησε το πλάι του λαιμού του. «Τελείωσε.»
«Είναι τρελός, λοιπόν…» Ο Λούσιος δεν κινήθηκε· η φωνή του εξακολουθούσε να είναι βαριά.
«Ακίνδυνος, πλέον.» Η Δομινίκη ξεκούμπωσε τρία κουμπιά του πουκαμίσου του και πέρασε τα χέρια της μέσα. Η γλώσσα της γαργάλισε το αφτί του.
«Σταμάτα,» της είπε ο Λούσιος.
«Γιατί;» του ψιθύρισε εκείνη.
Ο Λούσιος έπιασε τους καρπούς της και σήκωσε τα χέρια της από πάνω του. Ύστερα, απομακρύνθηκε, βηματίζοντας μες στο δωμάτιο. «Είναι αδελφός μου!» είπε.
Η Δομινίκη αισθάνθηκε τις γροθιές της να σφίγγονται, και τα νύχια της να μπήγονται στις παλάμες της. «Τώρα το θυμήθηκες;»
«Ποτέ δεν το ξέχασα.» Ο Λούσιος στράφηκε για να την αντικρίσει.
«Κι επειδή το θυμάσαι πως είναι αδελφός σου, γι’αυτό τον μισείς,» έκανε η Δομινίκη, θυμωμένη, και νιώθοντας πως έπρεπε να πει κάτι για να τον πληγώσει.
Ο Λούσιος έφυγε απ’το δωμάτιο, χωρίς ν’αποκριθεί.
«Πού πας;» φώναξε η Δομινίκη, αλλά απάντηση δεν πήρε.
Τα σωθικά της στριφογύριζαν, σαν φίδια.
*
Ο Αυγερινός δεν είχε ξανάρθει σε επικοινωνία με τη Βασίλισσα Γλυκάνθη, ύστερα από εκείνη την πρώτη τους συνάντηση (και συνεννόηση) στον εγκαταλειμμένο στάβλο του παλατιού. Είχαν συμφωνήσει να περιμένουν, προτού ενεργήσουν. Να περιμένουν, παρατηρώντας τις κινήσεις του Λούσιου και των γύρω του. Μοναδικός κρίκος επικοινωνίας ανάμεσα στους δυο τους θα ήταν η Αγάθη, η υπηρέτρια της Βασίλισσας· ωστόσο, μέχρι στιγμής, εκείνη δεν είχε πλησιάσει τον Αυγερινό για να του μιλήσει, ή να του δώσει κάποιο μήνυμα, αλλά ούτε αυτός την είχε πλησιάσει, γιατί δεν είχε να της προσφέρει κάποια πληροφορία που να πιστεύει πως θα ενδιέφερε την κυρά της.
Ο Αυγερινός, λοιπόν, έκανε τα καθήκοντά του στο παλάτι, όπως παλιά. Και, συγχρόνως, κατασκόπευε. Παρακολουθούσε όσα περισσότερα πράγματα μπορούσε, και μάθαινε. Τις παρατηρήσεις του δεν τις σημείωνε σε κάποιο σημειωματάριο ή πουθενά αλλού, γιατί δεν ήθελε, σε καμία περίπτωση, να πέσουν στα λάθος χέρια. Τις κρατούσε μέσα στο κεφάλι του, και πίστευε πως αυτό ήταν αρκετό.
Ανάμεσα στις παρατηρήσεις του ήταν και μία που δεν του άρεσε καθόλου. Ή, μάλλον, δεν ήξερε πώς ακριβώς να τη χαρακτηρίσει. Λανθασμένη, ίσως; Ή σωστή αλλά λυπηρή;
Μερικές φορές, είχε δει τη Βασίλισσα Γλυκάνθη να βαδίζει στους διαδρόμους και στις αίθουσες του παλατιού, αλλά δεν του έμοιαζε καλά. Ή, πιο συγκεκριμένα, του έμοιαζε αλλαγμένη σε σχέση με παλιότερα. Θα μπορούσε, μάλιστα, να υποθέσει πως κάτι είχε, ξαφνικά, εισβάλει στο μυαλό της Βασίλισσας· κάποιο καινούργιο πρόβλημα που την απασχολούσε έντονα. Τι πρόβλημα, όμως, να ήταν αυτό; Σημαντικότερο από τη φυλάκιση του Πρίγκιπα Ανδρόνικου; Ο Αυγερινός ήταν παραξενεμένος. Ωστόσο, αισθανόταν βέβαιος πως κάτι δεν πήγαινε καλά με τη Βασίλισσα Γλυκάνθη. Ίσως να μην ήταν παρά μια ανησυχία του, σκεφτόταν, αλλά, από την άλλη, ίσως να ήταν κάτι πολύ περισσότερο. Εξάλλου, αντιλαμβανόταν πράγματα τώρα που παλιά δεν μπορούσε, με κανέναν τρόπο, να αντιληφτεί. Από τότε που είχε γνωρίσει τον Κύριο του Γαλανού Φωτός, ο Αυγερινός δεν ήταν ο ίδιος. Είχε μεταλλαχτεί. Όχι σωματικά. Τίποτα δεν είχε αλλάξει στην εμφάνισή του –εκτός απ’την ουλή στο πρόσωπό του, φυσικά–, αλλά στην ψυχή του είχαν αλλάξει πάρα, μα πάρα, πολλά. Αισθανόταν σχεδόν σαν άλλος άνθρωπος, αν και, βέβαια, δεν είχε ξεχάσει το παρελθόν του.
Και την αλλαγή στον εαυτό του δεν την είχε παρατηρήσει μονάχα εκείνος. Οι δικοί του, που έμεναν μέσα στην Απαστράπτουσα, την είχαν προσέξει επίσης. Τον είχαν ρωτήσει αν ήταν σίγουρος πως ήταν καλά, και του είχαν πει πως, αν δεν ήταν καλά, έπρεπε να ζητήσει άδεια, για κάνα-δυο μήνες. Ο Αυγερινός, όμως, είχε αποκριθεί ότι ήταν μια χαρά. Το χτύπημα στο πρόσωπό του ήταν επιφανειακό· δεν του είχε προκαλέσει κανένα σοβαρό πρόβλημα. Και η δουλειά του του έκανε καλό. Απλά, ύστερα από την τραυματική εμπειρία του, είχε δει τον κόσμο με άλλα μάτια· «κι αυτό δεν το θεωρώ καθόλου αρνητικό,» είχε τονίσει.
Η Ξανθίππη, όμως, δεν είχε την ίδια γνώμη.
Έβγαινε με τον Αυγερινό τα δύο τελευταία χρόνια, και δεν είχαν μεταξύ τους κανένα πρόβλημα… μέχρι τώρα. Η Ξανθίππη είχε υποστηρίξει πως δεν μπορούσε πλέον να τον καταλάβει, πως φερόταν πολύ περίεργα, πως έμοιαζε χαμένος στον εαυτό του· κι έτσι, είχε προτείνει να αποστασιοποιηθούν, για λίγο καιρό τουλάχιστον. Ο Αυγερινός πίστευε, όμως, ότι η πραγματική αιτία ήταν η ουλή στο πρόσωπό του· η Ξανθίππη δεν ήθελε να βλέπει την όψη του: την τρόμαζε, την απωθούσε…
Κανονικά –δηλαδή, πριν από τον τραυματισμό του–, η συμπεριφορά της αυτή θα τον είχε ενοχλήσει. Θα τον είχε, ίσως, εξοργίσει. Αλλά τώρα έβλεπε –έκπληκτος κι ο ίδιος– ότι η αντίδρασή του ήταν τελείως διαφορετική. Είχε συμφωνήσει να αποστασιοποιηθούν, μη φέρνοντας καμία αντίρρηση και χωρίς, κατά βάθος, να τον στενοχωρεί το γεγονός. Ήταν φυσιολογικό αυτό; αναρωτιόταν, ορισμένες φορές, καθώς φυλούσε σκοπιά στο παλάτι, μέσα στη νύχτα. Ήταν φυσιολογικό που δεν τον στενοχωρούσε ο χωρισμός του με την Ξανθίππη; Του ήταν αδύνατον να δώσει απάντηση, καθώς ποτέ δεν τα πήγαινε καλά με την ψυχολογία και τους ψυχολόγους. Εκείνο, όμως, που ήξερε ήταν πως τώρα αισθανόταν ότι είχε έναν υψηλότερο σκοπό να εκπληρώσει, ένα καθήκον πάνω από κάθε άλλο· κι ετούτο καθιστούσε ασήμαντα όλα τα υπόλοιπα πράγματα στη ζωή του, ανάμεσα στα οποία ήταν και η Ξανθίππη.
Ο Αυγερινός ένιωθε ότι, υπηρετώντας τη Βασίλισσα Γλυκάνθη και τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο, υπηρετούσε την ίδια την Απολλώνια. Όχι το Βασίλειο της Απολλώνιας· τη διάσταση της Απολλώνιας.
Ένα μεσημέρι, ο διοικητής της φρουράς του παλατιού τον κάλεσε στο γραφείο του, για να του μιλήσει.
Ο Αυγερινός πήγε και χαιρέτισε στρατιωτικά.
Ο διοικητής σηκώθηκε και τον πλησίαζε. «Πώς αισθάνεσαι, Αυγερινέ;» ρώτησε.
«Καλά, κύριε Διοικητά.»
«Αυτό με χαροποιεί,» αποκρίθηκε ο γκριζομάλλης διοικητής, «γιατί σου έχω μια ειδική αποστολή.»
«Ειδική αποστολή, κύριε Διοικητά;»
Ο διοικητής χαμογέλασε σαν γριά αλεπού. «Δεν είναι τίποτα το σπουδαίο. Είναι, ας πούμε, μια… απλή ειδική αποστολή.»
Ο Αυγερινός τον περίμενε να συνεχίσει.
«Τη Βασίλισσα Γλυκάνθη, ασφαλώς, τη γνωρίζεις. Σου έχω έναν φάκελο εδώ…» Ο διοικητής ακούμπησε τα δάχτυλά του επάνω σ’έναν λεπτό φάκελο στο γραφείο του. «Μέσα, θα βρεις κάποιες λέξεις ή φράσεις που θα πεις στη Βασίλισσα, αν τύχει να περάσει από κοντά σου ενώ φυλάς σκοπιά, ή αν τύχει να σου μιλήσει.»
Ο Αυγερινός συνοφρυώθηκε. «Λέξεις ή φράσεις; Για ποιο λόγο, κύριε Διοικητά;»
«Ο λόγος δεν έχει σημασία.» Ο διοικητής πήρε τον φάκελο από το γραφείο του και τον έδωσε στον Αυγερινό. «Σημασία έχει να κάνεις το καθήκον σου όπως οφείλεις, στρατιώτη.»
«Ασφαλώς, κύριε Διοικητά,» αποκρίθηκε ο Αυγερινός.
«Επίσης,» πρόσθεσε ο διοικητής, «δε θα μιλήσεις σε κανέναν για το φάκελο που σου έδωσα. Η αποστολή είναι μυστική, και κανείς –κανείς– δεν χρειάζεται να γνωρίζει γι’αυτήν, εκτός από εσένα κι εμένα. Σαφές;»
«Σαφέστατο, κύριε Διοικητά.»
«Ελεύθερος.»
Ο Αυγερινός έφυγε από το γραφείο· και, όταν ήταν μόνος, στο δωμάτιό του, άνοιξε τον φάκελο και τον κοίταξε. Όπως είχε πει ο διοικητής, μέσα ήταν πράγματι γραμμένες κάποιες λέξεις και φράσεις. Ο Αυγερινός τις διάβασε με περιέργεια, γιατί δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα το ιδιαίτερο σ’αυτές. Μία φράση έλεγε: Συννεφιά σήμερα… και, εντός παρενθέσεως, Να το πεις μόνο αν όντως ο ουρανός είναι συννεφιασμένος. Και, φυσικά, καθότι χειμώνας, ο ουρανός ήταν συχνά συννεφιασμένος πάνω απ’το παλάτι της Απαστράπτουσας. Μια άλλη φράση ήταν: Οι θεοί μαζί σας, Μεγαλειοτάτη. Επίσης, στο τέλος της σελίδας, υπήρχαν μερικές οδηγίες σχετικά με το πώς έπρεπε να χρησιμοποιούνται αυτές οι λέξεις ή φράσεις· και, απ’ό,τι φαινόταν, το βασικό ήταν ότι ο ομιλητής –αυτός πρέπει να είμαι εγώ– όφειλε να τις χρησιμοποιεί όταν θα τις χρησιμοποιούσε και πραγματικά, ώστε να μοιάζουν φυσικές, όχι κάτι το τεχνητό.
Ο Αυγερινός άφησε τον φάκελο πάνω στο μικρό γραφείο του, γέμισε ένα ποτήρι κρασί, και ήπιε, προσπαθώντας να καταλάβει τι νόημα μπορεί να είχαν όλα τούτα.
Ήταν, μήπως, κάποιο μήνυμα που ήθελε η Βασίλισσα Γλυκάνθη να του μεταφέρει; Δεν το νόμιζε, γιατί δεν μπορούσε να βγάλει καμία πληροφορία απ’όλες αυτές τις ασυναρτησίες· και, σίγουρα, οι φράσεις δεν ήταν κωδικοποιημένες με κάποιον τρόπο που εκείνος κι η Βασίλισσα είχαν συμφωνήσει, αφού δεν είχαν συμφωνήσει σε κανέναν τρόπο κωδικοποίησης. Είχαν πει, ξεκάθαρα, ότι ο συνδετικός τους κρίκος θα ήταν η Αγάθη, και τίποτα περισσότερο.
Επομένως, αν η Βασίλισσα ήθελε να μου μεταφέρει κάποια πληροφορία, δε θα το έκανε μέσω του διοικητή της φρουράς του παλατιού, και σίγουρα όχι μ’αυτόν τον ηλίθιο φάκελο.
Τι μπορεί, λοιπόν, να σήμαιναν όλα τούτα; Μήπως κάποιος άλλος ήθελε να μεταφέρει ένα μήνυμα στη Βασίλισσα Γλυκάνθη;
Και γιατί επέλεξε εμένα ως μαντατοφόρο;
Ο Αυγερινός κάθισε στην άκρη του κρεβατιού του και ήπιε ακόμα μια γουλιά κρασί. Κι αν δεν είμαι ο μοναδικός μαντατοφόρος; Όπως ο διοικητής της φρουράς είχε καλέσει εκείνον στο γραφείο του και, μετά, του είχε ζητήσει να μην πει τίποτα για την αποστολή του, μπορούσε να είχε κάνει το ίδιο και με… με, ουσιαστικά, όλους τους υπόλοιπους παλατιανούς φρουρούς· και κανένας τους δε θα έλεγε στον άλλο για την αποστολή, αφού θα είχαν εντολή να την κρατήσουν κρυφή, και η ανυπακοή ήταν γνωστό πως τιμωρείτο με θάνατο.
Αν, λοιπόν, τα πράγματα ήταν έτσι, τότε η Βασίλισσα Γλυκάνθη θα δεχόταν το ίδιο περίεργο μήνυμα από όλους τους φρουρούς· ή, τουλάχιστον, από πάρα πολλούς από αυτούς.
Γιατί, όμως;
Και ποιος έστελνε το μήνυμα; Ο διοικητής της φρουράς; Ο Λούσιος; Η Δομινίκη;
Ο Αυγερινός τελείωσε το κρασί του. Κάτι αλλόκοτο –και, ίσως, επικίνδυνο– συνέβαινε, και καλύτερα η Βασίλισσα να το μάθαινε, το συντομότερο δυνατό.
*
Η μελαχρινή, μικρόσωμη υπηρέτρια ανέβαινε μια στριφτή, πέτρινη σκάλα του παλατιού, έχοντας μια διπλωμένη κουρτίνα ριγμένη επάνω στον πήχη του δεξιού της χεριού.
Φτάνοντας στην κορυφή της σκάλας, κάποιος την άρπαξε απ’τη μέση και την τράβηξε στις σκιές, ενώ μια παλάμη τής έκλεινε το στόμα.
«Σσς,» είπε μια φωνή κοντά στ’αφτί της. «Είμαι ο Αυγερινός. Με ξέρεις, σωστά;»
Η υπηρέτρια κούνησε το κεφάλι, καταφατικά.
Ο Αυγερινός την ελευθέρωσε, κι εκείνη στράφηκε να τον αντικρίσει. «Γιατί είναι ανάγκη κάθε φορά να το κάνεις αυτό;» διαμαρτυρήθηκε.
«Απλά, ήμουν επιφυλακτικός,» αποκρίθηκε εκείνος.
Ο Αγάθη αναποδογύρισε τα μάτια. «Εντάξει. Τι είναι;»
«Συμβαίνει κάτι με την κυρά σου, τελευταία;»
Εκείνη ατένισε, παρατηρητικά, το πρόσωπό του. «Σαν τι;»
«Δεν ξέρω. Οτιδήποτε. Έχεις προσέξει τίποτα;»
«Γιατί ρωτάς;»
Ο Αυγερινός μειδίασε, αχνά. «Όπως βλέπω, είσαι κι εσύ επιφυλακτική.»
«Δε σε ξέρω,» είπε η Αγάθη. «Καθόλου.»
«Η Βασίλισσα, όμως, φαίνεται πως με εμπιστεύεται. Θα απαντήσεις, λοιπόν, στην ερώτησή μου;»
«Όχι,» αποκρίθηκε η Αγάθη, «δεν έχω προσέξει τίποτα το περίεργο.»
Λες ψέματα, σκέφτηκε ο Αυγερινός. Μπορούσε να το καταλάβει απ’το γεγονός ότι τον κοίταζε κατάματα· τον κοίταζε τόσο έντονα κατάματα, που έμοιαζε να προσπαθεί να διαλύσει κάθε υποψία ψεύδους απ’το μυαλό του… και, φυσικά, κατάφερνε το ακριβώς αντίθετο.
«Μάλιστα,» είπε ο Αυγερινός. «Εγώ, όμως, πρέπει να σου δώσω κάτι.» Και πέρασε έναν μικρό φάκελο μες στην κουρτίνα που εκείνη μετέφερε. Στο εσωτερικό του φακέλου ήταν γραμμένες οι λέξεις και οι φράσεις που του είχε δώσει ο διοικητής της φρουράς, καθώς και κάποιες εξηγήσεις του Αυγερινού. «Να το ανοίξει η Βασίλισσα, και μόνο η Βασίλισσα.»
«Εντάξει.»
Η Αγάθη έφυγε με σταθερά βήματα.
*
Το πρωί της επόμενης ημέρας, ο Αυγερινός φυλούσε σκοπιά σ’έναν απ’τους διαδρόμους του παλατιού, μην έχοντας δει μέχρι στιγμής τίποτα το αξιοσημείωτο: τίποτα από εκείνα τα πράγματα που αποτύπωνε, νοητικά, στο σημειωματάριο του μυαλού του.
Αλλά, μετά, σιγανά βήματα ακούστηκαν να έρχονται από το βάθος του διαδρόμου. Ο Αυγερινός κοίταξε με τις άκριες των ματιών του, και είδε την Αγάθη να ζυγώνει δίχως να τον ατενίζει· το βλέμμα της ήταν χαμηλωμένο. Έμοιαζε να πηγαίνει σε κάποια δουλειά. Τίποτα το ασυνήθιστο.
Καθώς έφτασε κοντά στον Αυγερινό, όμως, του ψιθύρισε: «Η κυρά μου σ’ευχαριστεί. Λέει πως τη βοήθησες πολύ»· και συνέχισε να βαδίζει, προσπερνώντας τον, προτού εκείνος προλάβει να ρωτήσει τίποτα.
Θα τρελαθώ, σκέφτηκε ο Αυγερινός. Πώς ακριβώς τη βοήθησα; Επρόκειτο, τελικά, για κάποιο μήνυμα που μπόρεσε να αποκωδικοποιήσει;
Υπομονή. Αναμφίβολα, θα μάθαινε, αργά ή γρήγορα.
*
Το επόμενο πράγμα που έμαθε, όμως, ήταν ότι ο Λούσιος και η Δομινίκη θα έφευγαν απ’το παλάτι και απ’την Απαστράπτουσα…
Καθώς χάραζε, ένας άντρας με γκαμπαρντίνα, καπέλο, και σκοτεινά μάτια μπήκε σ’ένα ισόγειο δωμάτιο μιας πολυκατοικίας της Απαστράπτουσας. Άνοιξε τον τηλεπικοινωνιακό δίαυλο εκεί και πάτησε ένα πλήκτρο.
Το σήμα δόθηκε.
Κι ένας άλλος δίαυλος χτύπησε.
Στο εσωτερικό του παλατιού, και μέσα στα διαμερίσματα του Αντιβασιλέα Λούσιου, ξυπνώντας εκείνον και τη Δομινίκη.
«Τι συμβαίνει;» μούγκρισε ο Λούσιος, καθώς ανασηκωνόταν.
Η Δομινίκη, παρατηρώντας το φωτάκι που είχε ανάψει επάνω στην τηλεπικοινωνιακή συσκευή, παραμέρισε τα σκεπάσματα και πετάχτηκε αμέσως όρθια. Ο Λούσιος είδε την ημίγυμνη μορφή της να διασχίζει τις σκιές του ημιφωτισμένου δωματίου και να πηγαίνει στον δίαυλο, ανοίγοντάς τον και ρωτώντας: «Ποιος είναι;» χωρίς η φωνή της να προδίδει καθόλου το γεγονός ότι, πριν από λίγο, κοιμόταν. (Ή, μήπως, δεν κοιμόταν αλλά καθόταν ξάγρυπνη; δεν μπόρεσε παρά να αναρωτηθεί ο Λούσιος.)
«Αρχόντισσα Δομινίκη,» είπε μια αντρική φωνή, «εγώ είμαι, ο Ανθηφόρος.»
«Δε βλέπεις τι ώρα είναι; Γιατί καλείς; Συνέβη κάτι;»
«Φοβάμαι πως ναι, αλλιώς δε θα σας ανησυχούσα μια τέτοια ώρα. Το πρόβλημα είναι η Πριγκίπισσα Βασιλική…» Και ο Ανθηφόρος σταμάτησε να μιλά, σα να ήθελε να σκεφτεί προτού συνεχίσει, ή σα να περίμενε την αντίδραση της Δομινίκης.
Ο Λούσιος ένιωσε ένα ρίγος να τον διαπερνά. Τι έκανε η Βασιλική πάλι; Η αδελφή του ήταν τελείως παλαβή. Ικανή για οτιδήποτε. Και τώρα, που είχε μάθει για τον Ανδρόνικο– Αλλά δεν υποτίθεται ότι θα την είχαν υπό παρακολούθηση; Τι μπορεί νάχε πάει στραβά;
«Τι έγινε με τη Βασιλική;» ρώτησε η Δομινίκη. «Πες μας, τι περιμένεις;»
«…Αυτό που συνέβη,» είπε, διστακτικά, η φωνή του Ανθηφόρου, «νομίζω πως θα ήταν καλύτερα να το συζητήσουμε από κοντά, Αρχόντισσά μου. Θα μπορούσα να περάσω από το παλάτι;»
Η Δομινίκη κοίταξε ερωτηματικά τον Λούσιο, που ακόμα βρισκόταν στο κρεβάτι. Εκείνος μόρφασε και έγνεψε καταφατικά.
«Ναι,» είπε η Δομινίκη στον Ανθηφόρο, «έλα. Θα σε περιμένουμε.»
Ο Λούσιος σηκώθηκε απ’το κρεβάτι, έριξε μια ρόμπα επάνω του, και πήγε να ειδοποιήσει τους φρουρούς να μην παρεμποδίσουν τον νυχτερινό τους επισκέπτη. Όταν επέστρεψε στο υπνοδωμάτιο, βρήκε τη Δομινίκη να ετοιμάζεται, μπροστά στον καθρέφτη.
«Αναρωτιέμαι τι να έκανε πάλι η αδελφή σου,» του είπε, καθώς έβαφε τα χείλη της.
«Κι εγώ το ίδιο,» αποκρίθηκε ο Λούσιος. Ό,τι κι αν έκανε, όμως, πώς μπορεί να είναι τόσο σοβαρό, ώστε να θέλει ο Ανθηφόρος να μας δει μέσα στα ξημερώματα;
Αφού ετοιμάστηκαν, δε χρειάστηκε να περιμένουν πολύ. Ο φρουρός έξω απ’τα διαμερίσματά τους τους ειδοποίησε πως είχε έρθει ένας κύριος και ήθελε να τους μιλήσει. Ο Λούσιος τού είπε να τον αφήσει να περάσει, και ο Ανθηφόρος μπήκε στο καθιστικό.
Έβγαλε το καπέλο του και έκανε μια σύντομη υπόκλιση.
«Τι συμβαίνει με την αδελφή μου;» απαίτησε ο Λούσιος με τα χέρια του διπλωμένα στο στήθος, καθώς στεκόταν στο κέντρο του δωματίου. Η Δομινίκη ήταν καθισμένη σε μια πολυθρόνα με τα γόνατά της σταυρωμένα το ένα πάνω στο άλλο· οι λευκές, μεταξένιες κάλτσες της γυάλιζαν στο ενεργειακό φως της λάμπας, καθώς διακρίνονταν μέσα από τα σκισίματα της φούστας της.
Ο Ανθηφόρος είπε: «Η αδελφή σας, Μεγαλειότατε, έχει… κάποιου είδους δύναμη, που δεν είχαμε υπολογίσει.»
«Δύναμη; Τι δύναμη;» ρώτησε η Δομινίκη, σμίγοντας τα φρύδια. Ο τρόπος που ο Ανθηφόρος είχε πει τη λέξη δύναμη τής έφερνε μονάχα ένα πράγμα στο μυαλό: την υπερφυσική δύναμη, όχι την πολιτική ή στρατιωτική εξουσία, την κοινωνική επιρροή, ή κάτι άλλο παρόμοιο.
«Προσπάθησα να την Αγγίξω απόψε,» εξήγησε ο Ανθηφόρος, «και…. Είχα στείλει το Εσώτερο Δαιμόνιό μου, κανονικά–»
«Δε χρειαζόμαστε τις λεπτομέρειες,» τον διέκοψε ο Λούσιος, που πάντα ανησυχούσε ότι τα παιδιά του ίσως να άκουγαν.
«Δεν αναφέρομαι σε λεπτομέρειες, Μεγαλειότατε. Είχα στείλει το Εσώτερο Δαιμόνιό μου, και κάτι ασυνήθιστο συνέβη. Κάποια δύναμη το χτύπησε και το εκτόξευσε, βίαια, μακριά απ’την αδελφή σας. Αισθάνθηκα σα να με λόγχισαν με σπαθί· ακόμα δεν έχω συνέλθει απόλυτα.»
Η Δομινίκη, που ήξερε ακριβώς τι σήμαινε μια Επίκληση του Εσώτερου Δαιμόνιου, νόμιζε ότι μπορούσε να καταλάβει. «Η Βασιλική δεν έχει τέτοιου είδους δυνάμεις. Τουλάχιστον, μέχρι στιγμής, δε μας είχε δώσει κανέναν λόγο να πιστέψουμε κάτι τέτοιο…» Και κοίταξε ερωτηματικά τον Λούσιο.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι. Και ρώτησε τον Ανθηφόρο: «Μετά, τι συνέβη;»
«Η αδελφή σας έφυγε απ’την πολυκατοικία όπου διαμένει. Έφυγε, ξέφρενη. Πήρε το όχημά της και βγήκε απ’την πόλη–»
«Βγήκε απ’την πόλη;»
«Και ο φίλος της, ο Άγγελος Επίκυκλος, την ακολούθησε. Η Βασιλική σταμάτησε το όχημά της σ’ένα σημείο του δρόμου βορειοδυτικά της Απαστράπτουσας κι άρχισε να τρέχει, παρότι έριχνε χαλάζι. Ο Επίκυκλος την ακολούθησε ξανά, αφήνοντας κι εκείνος το όχημά του. Προσπαθήσαμε να τους προφτάσουμε, και, όταν τους προφτάσαμε, ανακαλύψαμε ότι ο Επίκυκλος μάς είχε προδώσει. Είχε επιτεθεί σ’έναν απ’τους ανθρώπους μας ο οποίος είχε πλησιάσει τη Βασιλική–»
«Ο Επίκυκλος τής είπε τι συμβαίνει γύρω της;» σφύριξε η Δομινίκη, ξεσταυρώνοντας τα γόνατά της και σφίγγοντας τους βραχίονες της πολυθρόνας της, καθώς έκανε μπροστά.
«Δεν είμαι απόλυτα βέβαιος, Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε ο Ανθηφόρος. «Όμως πολύ φοβάμαι πως, ώς τώρα, θα το έχει κάνει–»
«Θες να πεις ότι σας ξέφυγαν;»
«Βρισκόμασταν μπροστά τους,» εξήγησε ο Ανθηφόρος, «και τότε… ένα Σερπετό μάς επιτέθηκε, τρέχοντας με τέτοια ταχύτητα που δεν ξανάχω δει Σερπετό να τρέχει. Και δεν είναι μόνο αυτό…» Ο Ανθηφόρος έγλειψε τα χείλη του. «Το… το Σερπετό…. Η δύναμη που είχα αισθανθεί ότι έδιωξε το Εσώτερο Δαιμόνιό μου, η ίδια δύναμη προερχόταν από το Σερπετό…»
«Αδύνατον,» είπε η Δομινίκη, δυσπιστώντας. «Είσαι σίγουρος, Ανθηφόρε; Μήπως ήσουν ακόμα επηρεασμένος, ύστερα από την Επίκληση;»
Ο Ανθηφόρος κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Είμαι σίγουρος: ήταν η ίδια δύναμη. Το αισθάνθηκα.»
«Και τι συνέβη;» τον πίεσε ο Λούσιος. «Τι συνέβη, μετά από την επίθεση του Σερπετού εναντίον σας;»
«Η αδελφή σας και ο Επίκυκλος πήραν ένα δίκυκλο όχημα –το όχημα του ανθρώπου μας τον οποίο είχαν μόλις αδρανοποιήσει οι δυο τους– και έφυγαν.»
«Και δεν τους βρήκατε;»
«Δυστυχώς,» είπε ο Ανθηφόρος, «οι κατάσκοποί μας τους έχασαν μέσα στα δάση.»
«Να τους βρείτε,» πρόσταξε ο Λούσιος.
«Και ο Επίκυκλος πρέπει να πληρώσει γι’αυτό!» τόνισε η Δομινίκη, καθώς σηκωνόταν απ’την πολυθρόνα της. «Μας πρόδωσε, και πρέπει να μάθει ότι κανείς δεν παίζει μαζί μας.»
«Ασφαλώς, Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε ο Ανθηφόρος. «Οι άνθρωποί μας τους αναζητούν, ακόμα κι ετούτη τη στιγμή που μιλάμε.»
«Τη Βασιλική,» είπε ο Λούσιος, «δε θέλω να τη σκοτώσετε. Στον Επίκυκλο κάντε ό,τι νομίζετε.»
*
Ο Φαρνέλιος και οι σύντροφοί του τους οδήγησαν μέσα σ’ένα μεγάλο φορτηγό όχημα και τους έδωσαν στεγνά ρούχα για να φορέσουν και πετσέτες για να σκουπιστούν. Όταν ήταν στεγνοί και ντυμένοι, ο Φαρνέλιος κοίταξε το τραύμα στο κεφάλι του Άγγελου, και είπε: «Είσαι τυχερός· δεν είναι τίποτα σπουδαίο. Θα βάλω μόνο λίγο αντισηπτικό. Ράμματα δε χρειάζεσαι. Πού το απέκτησες;»
«Έπεσα από ένα δίκυκλο.»
Ο Φαρνέλιος είπε, καθώς περιποιόταν την ελαφριά πληγή: «Αυτή δεν είναι ώρα για επικίνδυνες φιγούρες στην ύπαιθρο. Ούτε ο καιρός είναι κατάλληλος, θα έλεγα.»
«Δεν είχαμε βγει για να ξεδώσουμε,» τον διαβεβαίωσε η Βασιλική.
«Αν κρίνω απ’την εμφάνισή σας, μάλλον όχι,» είπε ο Φαρνέλιος. «Απλά αστειευόμουν.» Ωστόσο, δε χαμογελούσε. «Τι σας συνέβη, λοιπόν; Πώς καταλήξατε εδώ;»
«Εσείς, κύριε Φαρνέλιε, τι κάνετε εδώ; Και ποιοι είν’αυτοί οι άνθρωποι μαζί σας;»
«Επαναστάτες. Και το τι κάνω εδώ… δεν μπορείς αυτό να το μαντέψεις, Βασιλική;»
Τα μάτια της στένεψαν. «Προσπαθείτε να σώσετε τον Ανδρόνικο;»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Φαρνέλιος. «Αλλά, δυστυχώς, δεν το βλέπω να είναι εύκολο. Τώρα, πείτε μου τι συνέβη σ’εσάς, κι αυτά θα τα κουβεντιάσουμε μετά.»
«Δε θα τα πιστέψετε…» είπε η Βασιλική. «Τα πράγματα που μου έχουν συμβεί, τον τελευταίο καιρό, δε θα τα πιστέψετε.»
«Δοκίμασέ με.»
Η Βασιλική τού εξήγησε, όσο καλύτερα μπορούσε, την κατάσταση στην οποία είχε βρεθεί. Καθώς μιλούσε, ο Φαρνέλιος ήταν σιωπηλός, ακούγοντάς την με μεγάλη προσοχή και, ίσως (ή, μήπως, το φαντάζομαι;), με επιστημονικό ενδιαφέρον στα μάτια του. Ο Άγγελος, από την άλλη, ήταν επίσης σιωπηλός, μα το δικό του βλέμμα ήταν κατεβασμένο κι έμοιαζε να ντρέπεται να την αντικρίσει καταπρόσωπο.
Όταν τελείωσε τη διήγησή της, η Βασιλική ρώτησε τον Φαρνέλιο: «Με πιστεύετε, λοιπόν;»
Ο Φαρνέλιος δεν αποκρίθηκε αμέσως. Σηκώθηκε απ’το σκαμνί όπου καθόταν και απομακρύνθηκε από την Πριγκίπισσα και τον Άγγελο, οι οποίοι ήταν καθισμένοι στο πάτωμα του φορτηγού, επάνω σε κουβέρτες. Πήγε σ’ένα σημείο όπου βρισκόταν ένας σάκος και τράβηξε από μέσα δύο βιβλία. Επέστρεψε κοντά στη Βασιλική και της τα έδωσε.
«Τι είν’αυτά;» ρώτησε εκείνη. Και μετά, είδε τους τίτλους. «Τι σχέση έχει η θρησκεία του Μαύρου Νάρζουλ;»
«Οι τεχνικές που εφαρμόστηκαν εναντίον σου είναι τεχνικές που χρησιμοποιούν διάφορες μυστικές οργανώσεις για να αδρανοποιούν τα θύματά τους. Οι πράκτορες της Παντοκράτειρας τις έχουν χρησιμοποιήσει πολλές φορές. Οι ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ τις χρησιμοποιούσαν σε παλιότερους καιρούς· αλλά, επίσης, όταν το θύμα τους βρισκόταν στα όρια της παραφροσύνης, χρησιμοποιούσαν επάνω του και τα μάγια τους. Κάποιου είδους ‘Άγγιγμα’, που προέρχεται από μια οντότητα η οποία ενυπάρχει σε κάθε ψυχή και ονομάζεται Εσώτερο Δαιμόνιο –ή, τουλάχιστον, έτσι γράφουν τα βιβλία που έχω διαβάσει.»
«Δηλαδή, θέλετε να πείτε, κύριε Φαρνέλιε, ότι οι άνθρωποι που μου έκαναν ό,τι μου έκαναν είναι ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ;» Και οι άνθρωποι που οδήγησαν τη Βικτώρια στην παραφροσύνη ήταν ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ, επίσης; Και τόσοι άλλοι που διώχτηκαν απ’τις θέσεις τους…; «Ο αδελφός μου, κύριε Φαρνέλιε, ο Λούσιος, είναι ακόλουθος του Μαύρου Νάρζουλ;»
«Φοβάμαι πως ναι. Ή, τουλάχιστον, τους υποθάλπει, για να τον βοηθούν.»
«Μα τους θεούς…!» έκανε η Βασιλική. Κι ύστερα, στράφηκε στον Άγγελο: «Είσαι κι εσύ σαν αυτούς;»
Εκείνος ύψωσε το βλέμμα του και την αντίκρισε. «Όχι, Βασιλική. Πώς είναι δυνατόν να–;»
«Πώς είναι δυνατόν να πέρασε απ’το μυαλό μου;» τον διέκοψε εκείνη. «Μα, τους βοηθούσες!»
«Δεν είναι όπως νομίζεις–»
«Και πώς είναι;»
«Μου ζήτησαν να κάνω κάποια πράγματα… Μια μέρα, ο Χαρίλαος μπήκε στο γραφείο μου–»
«Αυτός ο καραφλός μαλάκας με το μούσι;»
«Ναι, αυτός. Ήρθε στο γραφείο μου και μου είπε ότι τον είχαν ειδοποιήσει πως είχα ανησυχήσει τις Αρχές. Τον ρώτησα ποιος του το είπε αυτό και πώς ήταν δυνατόν να είχα εγώ ανησυχήσει τις Αρχές. Ο Χαρίλαος απάντησε ότι δεν είχε σημασία ποιος του το είχε πει, αλλά είχε σημασία ότι στα χέρια των ‘λάθος ανθρώπων’ –όπως τους αποκάλεσε– βρισκόταν μια ηχητικά αποθηκευμένη συζήτησή μου μαζί σου. Μια συζήτηση που είχε γίνει στο γραφείο μου. Και κάποιος μπορούσε, άνετα, να παρερμηνεύσει αυτή τη συζήτηση και να θεωρήσει ότι εγώ κι εσύ σχεδιάζαμε προδοσία κατά του Λούσιου. Εσύ, μου τόνισε ο Χαρίλαος, δε θα πάθαινες, φυσικά, τίποτα, καθώς είσαι Πριγκίπισσα της Απολλώνιας· εμένα, όμως, σίγουρα θα μου έκλειναν το περιοδικό και πιθανώς να με φυλάκιζαν για κάποιο καιρό. Και τον αδελφό μου… Ο αδελφός μου είναι στο Βόρειο Μέτωπο, Βασιλική· αν κάποιος υποπτευόταν ότι κι αυτός βρισκόταν, κάπως, μπλεγμένος στη συνωμοσία… πολλά μπορούν να συμβούν, σε τέτοιες περιπτώσεις· ο Χαρίλαος μού το τόνισε αυτό. Εγώ, ασφαλώς, του ζήτησα και πάλι να μιλήσω μ’εκείνον που του είχε δώσει τη συγκεκριμένη πληροφορία για μένα. Ο Χαρίλαος αρνήθηκε· μου είπε ότι ήταν αρκετό να μιλάω με τον ίδιο, κι εκείνος θα μετέφερε τις αποφάσεις μου στους ανώτερους.
»Δε θα με πείραζαν καθόλου, είπε, επειδή ώς τώρα είχα αποδειχτεί ‘σωστός πολίτης’. Αρκεί να τους έκανα μια υπηρεσία. Μια σχετικά απλή υπηρεσία, όχι τίποτα το σπουδαίο. Δεν μπορούσα παρά να το δεχτώ, έτσι μου έδωσαν έναν φάκελο για εσένα, ο οποίος περιείχε κάποιες λέξεις και φράσεις που έπρεπε να σου λέω σε τυχαίες στιγμές, έτσι ώστε να φαίνεται πως έρχονταν φυσικά.» Ανασήκωσε τους ώμους, και πρόσθεσε με πιο σιγανή φωνή: «Με συγχωρείς, Βασιλική. Πραγματικά, δεν ήξερα ακριβώς τι έκανα.»
«Τώρα ξέρεις,» του είπε ο Φαρνέλιος. Και, προς τη Βασιλική: «Έτσι στρατολογούν κόσμο. Οι περισσότεροι δεν ξέρουν τι ακριβώς κάνουν, και ή έχουν απειληθεί ή δωροδοκηθεί.» Ο Φαρνέλιος άναψε την πίπα του, ρούφηξε καπνό, και τον έβγαλε, αργά, απ’τα ρουθούνια.
«Εσείς πώς βρήκατε αυτά τα βιβλία;» ρώτησε η Βασιλική.
«Μου τα έδωσε κάποιος που έχει ψάξει το θέμα περισσότερο από εμένα.»
«Κάποιος;»
«Ο Λαομάχος. Τον ξέρεις;»
Η Βασιλική συνοφρυώθηκε. «Δε νομίζω…»
«Είναι γιατρός, και γαμπρός μου. Έχει παντρευτεί την αδελφή μου, την Άτια. Τον έδιωξαν απ’το νοσοκομείο, χρησιμοποιώντας τις ίδιες μεθόδους που χρησιμοποίησαν και σ’εσένα. Παραλίγο να τρελαθεί, αλλά κατάφερε να αποτινάξει το Άγγιγμα. Το Άγγιγμα λειτουργεί μόνο επάνω στον καταπονημένο νου.»
«Γι’αυτό προσπαθούν να σε κουράσουν μ’όλες αυτές τις τεχνικές…» είπε η Βασιλική.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Φαρνέλιος. «Αλλά αυτές οι τεχνικές λειτουργούν και από μόνες τους. Τα μάγια των ακόλουθων του Μαύρου Νάρζουλ απλώς σε αποτρελαίνουν· σε κάνουν να βλέπεις παραισθήσεις, τόσο έντονες που είσαι σίγουρος ότι είναι αληθινές.»
Ο άντρας με το κέρατο που κυνηγά τη Βικτώρια… σκέφτηκε η Βασιλική. Μια ψευδαίσθηση από τα μάγια τους, τίποτα περισσότερο. Πρέπει να τη βοηθήσω. Πρέπει να την πάρω απ’τη Χρυσάνθια Κλινική.
«Κύριε Φαρνέλιε, αναμφίβολα γνωρίζετε τη Βικτώρια Κατήνεμη, έτσι;»
Ο Φαρνέλιος ένευσε. «Φυσικά.»
Η Βασιλική τού μίλησε για την περίπτωσή της.
«Ναι,» είπε ο Φαρνέλιος, «σίγουρα πρόκειται για δουλειά των ακόλουθων του Μαύρου Νάρζουλ. Και, μάλλον, έτσι έγινες κι εσύ στόχος τους: επειδή είχες αρχίσει να ψαχουλεύεις πράγματα που ήθελαν να κρατήσουν στο σκοτάδι.»
«Πρέπει, όμως, να βοηθήσω τη Βικτώρια,» είπε η Βασιλική. «Ειδικά μετά από αυτά που μου είπατε, πρέπει να τη βοηθήσω.»
«Καταλαβαίνω–»
«Η Πριγκίπισσα Βασιλική έχει δίκιο, κύριε Φαρνέλιε. Ίσως να είναι, επιτέλους, ώρα να κινηθούμε.»
Η Βασιλική στράφηκε, για να δει έναν γαλανόδερμο άντρα με μαύρα, σγουρά μαλλιά.
«Θελλέδη,» είπε ο Φαρνέλιος. «Έλα να καθίσεις κοντά μας, και μη με διακόπτεις.»
Ο Θελλέδης πλησίασε και κάθισε οκλαδόν, αντίκρυ στη Βασιλική και τον Άγγελο. «Κύριε Φαρνέλιε,» είπε, «όσο περιμένουμε τόσο χειρότερα πράγματα συμβαίνουν.»
«Δεν μπορούμε, όμως, να πολεμήσουμε όλη την Απολλώνια μόνοι μας. Και, όπου νάναι, πρέπει να αρχίσουν να έρχονται κι οι υπόλοιποι επαναστάτες…»
«Οι υπόλοιποι επαναστάτες;» ρώτησε η Βασιλική.
«Ναι,» είπε ο Φαρνέλιος, «περιμένουμε ενισχύσεις από άλλες διαστάσεις.»
«Το πρόβλημα είναι ότι δε θα ξέρουν πώς να μας βρουν, εδώ πέρα όπου είμαστε,» τόνισε ο Θελλέδης.
«Γι’αυτό το λόγο κάνετε περιπολίες στην πόλη και στα περίχωρα.»
«Και νομίζετε ότι αυτό είναι αρκετό, κύριε Φαρνέλιε;»
«Ίσως όχι. Αλλά, για την ώρα, τι άλλο έχεις να προτείνεις; Δεν μπορούμε να δώσουμε κάποιο πιο φανερό σημάδι· οι κατάσκοποι του Λούσιου θα μας πάρουν είδηση αμέσως.»
«Νομίζω,» είπε η Βασιλική, «ότι θα έπρεπε να ξεκινήσουμε από τη διάσωση της Βικτώριας. Η Βικτώρια, σίγουρα, έχει πολλές πληροφορίες να μας δώσει, οι οποίες πιθανώς να μας φανούν χρήσιμες.»
«Συμφωνώ, Υψηλοτάτη,» αποκρίθηκε ο Θελλέδης, γνέφοντας καταφατικά. Έμοιαζε παραπάνω από πρόθυμος να βοηθήσει σε ό,τι σχέδιο κι αν πρότεινε η Βασιλική. Πρέπει να την έβλεπε –υπέθετε εκείνη– σαν αντικαταστάτη του αδελφού της, του Ανδρόνικου: έναν άνθρωπο για να οδηγήσει στον αγώνα αυτόν και τους συντρόφους του. Δεν είμαι, όμως, ο Ανδρόνικος, σκέφτηκε η Βασιλική, οφείλοντας να παραδεχτεί εντός της πως ήταν λιγάκι τρομαγμένη από αυτού του είδους τη συμπεριφορά προς εκείνη. Ποτέ της δεν ήταν αρχηγός.
Ο Φαρνέλιος φάνηκε σκεπτικός, τρίβοντας τα μούσια του. Τελικά, είπε στην Πριγκίπισσα και στον Άγγελο: «Κοιμηθείτε απόψε, γιατί είμαι σίγουρος πως το χρειάζεστε, και αύριο βλέπουμε.
»Επίσης,» πρόσθεσε, «καλό θα ήταν να πάρετε ένα αντιβιοτικό που έχω μαζί μου. Ύστερα από τόση ώρα ντυμένοι ελαφριά μες στο χαλάζι, θα αρχίσετε να αισθάνεστε άρρωστοι.»
Η Βασιλική μειδίασε. «Δε θ’αγνοήσουμε τις συμβουλές του γιατρού.»
«Το καλό που σας θέλω,» αποκρίθηκε ο Φαρνέλιος με προσποιητά σοβαρή όψη. Ύστερα, στράφηκε στον Θελλέδη και του είπε: «Καλύτερα να φύγουμε απ’το εγκαταλειμμένο εργοστάσιο, γιατί οι κατάσκοποι του Λούσιου, κατά πάσα πιθανότητα, θα ψάχνουν την Πριγκίπισσα σ’όλη την ευρύτερη περιοχή.»
Ο Θελλέδης κατένευσε. Η όψη του έλεγε πως, ετούτη τη φορά, συμφωνούσε απόλυτα με τον κύριο Φαρνέλιο.
*
Ο Λούσιος και η Δομινίκη δεν ξανάπεσαν να κοιμηθούν, μετά την αποχώρηση του Ανθηφόρου. Δεν είχε νόημα, εξάλλου· ήταν πρωί πια, και ήξεραν κι οι δυο τους πως ο ύπνος δε θα τους έπαιρνε, ύστερα από όσα τους είχε πει ο ιερέας του Μαύρου Νάρζουλ. Για κάποια ώρα, ήταν σιωπηλοί: ο Λούσιος βημάτιζε άσκοπα μες στο δωμάτιο, και η Δομινίκη ήταν καθισμένη στην πολυθρόνα και, έχοντας το μάγουλό της ακουμπισμένο στη γροθιά της, σκεφτόταν.
«Τι μπορεί να ήταν αυτό, Λούσιε;» είπε, τελικά.
Εκείνος σταμάτησε να βαδίζει. «Ποιο;»
«Η δύναμη που συνάντησε ο Ανθηφόρος.»
«Πώς να ξέρω εγώ; Εδώ δεν ξέρεις εσύ.»
Η Δομινίκη σηκώθηκε απ’την πολυθρόνα και τον πλησίασε. «Η αδελφή σου… δεν την είχες ποτέ παρατηρήσει να κάνει κάτι ασυνήθιστο;»
«Πολλές φορές,» αποκρίθηκε ο Λούσιος. «Η Βασιλική είναι ένα μάλλον απρόβλεπτο άτομο. Αλλά, όχι, ποτέ δεν είχε κάνει κάτι ασυνήθιστο όπως το εννοείς. Ποτέ δεν είχε δώσει κάποιο δείγμα–»
«Σκέψου,» τόνισε η Δομινίκη. «Σκέψου.»
«Το σκέφτομαι, όμως δε μου έρχεται τίποτα στο μυαλό. Η Βασιλική δεν είχε ποτέ υπερφυσικές δυνάμεις. Κάτι άλλο συμβαίνει, Δομινίκη. Αυτή η δύναμη δεν προέρχεται από την ίδια την αδελφή μου. Εξάλλου, κι ο Ανθηφόρος είπε πως την αισθάνθηκε σ’εκείνο το Σερπετό που του επιτέθηκε.»
«Ναι, αλλά μπορείς να το λάβεις αυτό σοβαρά υπόψη σου; Ίσως να ήταν επηρεασμένος ακόμα.»
«Δεν το νομίζω, Δομινίκη–»
«Τι ξέρεις εσύ από το Εσώτερο Δαιμόνιο;»
«Ξέρω πως κάθε φορά που το επικαλείσαι έχεις, μετά, τα χάλια σου. Όμως δεν έχεις παραισθήσεις. Ο Ανθηφόρος αισθάνθηκε κάτι να προέρχεται πραγματικά από εκείνο το Σερπετό.»
Η Δομινίκη αναστέναξε, κοιτάζοντας το πάτωμα. «Τότε, δεν μπορώ να φανταστώ τι ίσως να είναι… Θα το ψάξω, όμως. Σίγουρα, κάπου θα υπάρχει κάποια αναφορά σ’ένα τέτοιο φαινόμενο.» Στράφηκε, και πήγε προς το γραφείο της μέσα στα διαμερίσματα του Λούσιου.
Ο Λούσιος δεν την ακολούθησε· έμεινε στο καθιστικό και, ανοίγοντας έναν επικοινωνιακό δίαυλο, ζήτησε από τους υπηρέτες να φέρουν πρωινό σ’εκείνον και τη σύζυγό του. Όταν το πρωινό ήρθε, ήπιε μια γουλιά απ’τον καφέ και βάδισε, αργά, ώς το παράθυρο, κοιτάζοντας την Απαστράπτουσα να στραφταλίζει στις ακτίνες του ήλιου.
Προσπάθησε να ηρεμήσει για λίγο, αλλά την ηρεμία του χάλασε ένα χτύπημα στην εξώπορτα των διαμερισμάτων του.
«Μεγαλειότατε;» Η φωνή του φρουρού.
«Τι είναι;» φώναξε ο Λούσιος, πλησιάζοντας την πόρτα.
«Η ξαδέλφη σας, Μεγαλειότατε, η Δούκισσα Κορνηλία, είναι εδώ και ζητά να σας δει.»
Η Κορνηλία; Επέστρεψε;
Ο Λούσιος τάχυνε τα βήματά του προς την πόρτα.
Το αεροσκάφος έφτασε πρωί στον Βασιλικό Αερολιμένα της Απολλώνιας. Δεν ήταν μεγάλο, αλλά ούτε και πολύ μικρό· είχε ανάγκη από μάγο για να κατευθύνει την ενεργειακή ροή που το κινούσε.
Όταν προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο, η Δούκισσα Κορνηλία βγήκε πρώτη από τη μικρή του πόρτα. Φορούσε ένα φαρδύ, πορφυρό πουκάμισο, που οι γιακάδες του ήταν ορθωμένοι και τα τρία επάνω κουμπιά του αθηλύκωτα· τα μακριά, μαύρα της μαλλιά έπεφταν ανάλαφρα στους ώμους και στην πλάτη της. Το παντελόνι της ήταν μαύρο, δερμάτινο, και εφαρμοστό, και οι μπότες της ομόχρωμες, πέτσινες, και με λευκή γούνα γύρω απ’την κορυφή. Από τη ζώνη της κρεμόταν ένα ξιφίδιο, περασμένο μέσα σ’ένα στολισμένο θηκάρι. Στην αριστερή της μασκάλη κρατούσε ένα κλειστό, ξύλινο κουτί, επενδυμένο με δέρμα, το οποίο σε μήκος δεν ήταν μακρύτερο από τον πήχη της, και το πλάτος του ήταν όσο οι δύο παλάμες της ενωμένες.
Η Κορνηλία στάθηκε, μόλις βγήκε απ’το αεροσκάφος, διαπιστώνοντας ότι ο καιρός ήταν κρύος και ένας παγερός αέρας φυσούσε. Επίσης, το έδαφος του αεροδρομίου ήταν βρεγμένο· πρέπει πρόσφατα να είχε βρέξει, υπέθεσε· κατά πάσα πιθανότητα, μέσα στη νύχτα. Στράφηκε προς το αεροσκάφος της και είδε έναν απ’τους φρουρούς της να κατεβαίνει, βαστώντας μια κάπα. Η Κορνηλία τού χαμογέλασε, παρατηρώντας, γι’ακόμα μια φορά, ότι πολλοί από τους ανθρώπους που την υπηρετούσαν γνώριζαν τις ανάγκες της προτού καν εκείνη τούς ζητήσει κάτι. Η Κορνηλία τού έκανε νόημα να ρίξει την κάπα στους ώμους της, κι αυτός υπάκουσε. Η Δούκισσα έδεσε τα σταυρωτά κορδόνια στο λαιμό της και μπροστά στο στήθος της.
Στον Βασιλικό Αερολιμένα είχαν συγκεντρωθεί αρκετοί φρουροί και αξιωματικοί, για να την υποδεχτούν στην απρόσμενη άφιξή της. Η Κορνηλία τούς είχε ειδοποιήσει ότι ερχόταν ενώ ακόμα το σκάφος της βρισκόταν στον αέρα. Είχε στείλει το σήμα της κατευθείαν στα κέντρα ελέγχου του αερολιμένα, κανένα δεκάλεπτο προτού προσγειωθεί.
Επί του παρόντος, βάδισε προς την ανοιχτή είσοδο που την περίμενε, περνώντας ανάμεσα από τους ανθρώπους οι οποίοι είχαν συγκεντρωθεί για να την υποδεχτούν και ανταλλάσσοντας ευγενικούς χαιρετισμούς μαζί τους. Οι δικοί της φρουροί την ακολουθούσαν, οπλισμένοι και ένστολοι.
Μπαίνοντας στο εσωτερικό των οικοδομημάτων του Βασιλικού Αερολιμένα, ζήτησε να της φέρουν αμέσως ένα όχημα, γιατί η δουλειά της ήταν επείγουσα. Τη χάρη της, ασφαλώς, δεν την έχασε καθώς έδινε αυτή τη διαταγή· δε φάνηκε σαν λοχίας που προστάζει τους στρατιώτες του. Η Δούκισσα Κορνηλία ποτέ δεν έχανε τη χάρη της, πράγμα που το παρατηρούσε στα πρόσωπα των άλλων, στην έκφρασή τους. Κι αυτό την ικανοποιούσε. Το σημαντικό, για εκείνη, δεν ήταν μόνο να μπορεί να ασκεί πολιτική εξουσία· ήταν οι άλλοι να θέλουν να την υπηρετήσουν· και το κατάφερνε, τις περισσότερες φορές.
Το όχημα δεν άργησαν να της το φέρουν και να το σταθμεύσουν έξω από τον αερολιμένα. Ήταν ένα ευρύχωρο τρίκυκλο, που το κρυστάλλινο σκέπαστρό του γυάλιζε στις πρωινές αχτίνες του ήλιου. Η Κορνηλία είπε στον οδηγό ότι μπορούσε να πηγαίνει· «θα το οδηγήσουν οι δικοί μου φρουροί,» του είπε. «Και πιες ένα καφέ από μένα,» πρόσθεσε, δίνοντάς του ένα νόμισμα, του οποίου η αξία υπερέβαινε αυτή του ενός καφέ.
«Ευχαριστώ, Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε ο οδηγός, και, καθώς είχε ήδη σηκωθεί απ’το κάθισμά του, υποκλίθηκε και φίλησε το χέρι της, προτού φύγει.
Η Κορνηλία άφησε έναν απ’τους φρουρούς της να καθίσει στη θέση του οδηγού, και η ίδια κάθισε στη θέση του συνοδηγού. Το όχημα ξεκίνησε, βγαίνοντας από την περιοχή του αερολιμένα και διασχίζοντας έναν εξοχικό δρόμο που πήγαινε προς την Απαστράπτουσα. Η Κορνηλία είχε τώρα πάρει το κουτί απ’τη μασκάλη της και το είχε αποθέσει στα γόνατά της, έχοντας τα χέρια της επάνω στη μαλακή, δερμάτινη επιφάνειά του. Το εσωτερικό του ήταν πολύ σημαντικό, όχι για εκείνη προσωπικά, αλλά για όλη την Απολλώνια. Ήταν, πιθανώς, ένα μεγάλο βήμα για να κερδίσουν τον πόλεμο στο Βόρειο Μέτωπο, για να πετάξουν την Παντοκράτειρα από την πλάτη τους, μια και καλή.
Ο Λούσιος θα ευχαριστηθεί. Κι αυτή η καρακάξα, η γυναίκα του, επίσης.
Το τρίκυκλο όχημα μπήκε στην Απαστράπτουσα και κατευθύνθηκε προς το παλάτι, φτάνοντας εκεί χωρίς καθυστέρηση, αφού οι δρόμοι δεν είχαν πολλή κίνηση μια τέτοια ώρα. Η Κορνηλία πέρασε τους φρουρούς του κήπου και τους υπόλοιπους φρουρούς, δίχως να τη σταματήσουν, και, πηγαίνοντας έξω απ’τα διαμερίσματα του Λούσιου, ζήτησε να τον δει επειγόντως.
Και ο Λούσιος τη δέχτηκε, πιο γρήγορα απ’ό,τι εκείνη υπολόγιζε. Πίστευε ότι θα τον έπιανε να κοιμάται ακόμα, αλλά, αντικρίζοντάς τον μέσα στο καθιστικό των διαμερισμάτων του, παρατήρησε πως ήταν ντυμένος, χτενισμένος, και φτιαγμένος. Κι επιπλέον, απ’τα μάτια του, ήταν ολοφάνερο πως δεν είχε ξυπνήσει τώρα.
«Καλημέρα, ξάδελφε,» τον χαιρέτησε, υπομειδιώντας και πλησιάζοντας.
«Κορνηλία,» είπε ο Λούσιος. «Δε σε περίμενα.»
Η Κορνηλία τον φίλησε στην άκρη του στόματός του, σχεδόν στα χείλη. «Αποφάσισα να σου κάνω έκπληξη,» του ψιθύρισε.
Ανάμεσά τους βρισκόταν το κουτί, το οποίο εκείνη βαστούσε με τα δύο χέρια.
«Αυτό;» ρώτησε ο Λούσιος, κοιτάζοντάς το.
«Ναι.»
Ο Λούσιος ατένισε το πρόσωπο της ξαδέλφης του: τα γεμάτα, αισθησιακά χείλη της, τη μικρή, κομψή μύτη της, τα λεία, όμορφα μάγουλά της, το στρογγυλό σαγόνι της με το μικρό λακκάκι· τα μάτια της, που γυάλιζαν. Πράγματι, Κορνηλία, σκέφτηκε. Πιστεύεις ότι, πράγματι, έχεις βρει κάτι· αλλιώς, δε θα είχες αυτό το βλέμμα.
Μια πόρτα ακούστηκε ν’ανοίγει.
Ο Λούσιος και η Κορνηλία στράφηκαν, και είδαν τη Δομινίκη να στέκεται στο κατώφλι.
«Κορνηλία;» είπε, ξαφνιασμένη. «Νόμιζα πως άκουσα τη φωνή σου, μα πίστεψα ότι έκανα λάθος.»
Η Κορνηλία μειδίασε. «Δεν έκανες λάθος, προφανώς.» Πλησίασε τη Δομινίκη και τη φίλησε στο μάγουλο. «Πώς είσαι, ξαδέλφη; Όλα καλά;»
«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνη. «Σχεδόν.» Υπήρχε μια προβληματισμένη όψη στο πρόσωπό της.
Η Κορνηλία ύψωσε ένα της φρύδι. «Συμβαίνει κάτι;»
«Ναι… ένα μικρό πρόβλημα… Αλλά γιατί είσαι εσύ εδώ, Κορνηλία; Βρήκες αυτό που ψάχναμε στη θάλασσα της Φλάνια; Βρήκες την τοποθεσία;»
«Νομίζω πως ναι.» Η Κορνηλία ύψωσε το κουτί.
Η Δομινίκη δάγκωσε το κάτω της χείλος, και τα μάτια της άστραψαν. «Μα τους Οκτώ! Επιτέλους!
»Έλα στο γραφείο μου. Έλα στο γραφείο μου, Κορνηλία,» είπε, και στράφηκε, βαδίζοντας.
Η Κορνηλία την ακολούθησε.
Και ο Λούσιος ακολούθησε την Κορνηλία, ρωτώντας: «Να πάρω την κάπα σου;»
Εκείνη σταμάτησε και γύρισε να τον κοιτάξει. «Αν έχεις την καλοσύνη, ξάδελφε.»
Ο Λούσιος στάθηκε πίσω της, έλυσε τα κορδόνια, σήκωσε την κάπα απ’τους ώμους της, και την έριξε σε μια πολυθρόνα.
«Είσαι τόσο γλυκός,» του ψιθύρισε η Κορνηλία μ’ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο στα χείλη της.
«Η γλυκύτητα δεν είναι μια απ’τις αρετές μου,» αποκρίθηκε ο Λούσιος.
«Κάνεις λάθος,» του είπε η Κορνηλία, και βάδισε.
Το γραφείο της Δομινίκης ήταν, αν μη τι άλλο, τακτοποιημένο. Τα βιβλία ήταν εκεί όπου έπρεπε να είναι· επάνω στα έπιπλα δεν υπήρχαν μισοτελειωμένα φαγητά ή ποτά· ο μηχανικός εξοπλισμός που χρειαζόταν να είναι ενεργοποιημένος ήταν ενεργοποιημένος, και ο υπόλοιπος σβηστός, για εξοικονόμηση ενέργειας· μισογραμμένα χαρτιά και πεταμένες εδώ κι εκεί σημειώσεις δεν υπήρχαν. Και τούτο δεν οφειλόταν στο γεγονός ότι η Δομινίκη δε χρησιμοποιούσε το γραφείο της· ο Λούσιος γνώριζε πολύ καλά ότι η σύζυγός του περνούσε κάμποσες ώρες κάθε μέρα εδώ μέσα. Επί του παρόντος, είχε ένα μεγάλο βιβλίο ανοιχτό, και το έκλεισε, επιστρέφοντάς το σ’ένα ράφι.
«Δείξε μας, Κορνηλία,» είπε, «δείξε μας.» Και ο Λούσιος μπορούσε να διακρίνει τον ενθουσιασμό στη φωνή της, παρότι ήταν συγκρατημένος ενθουσιασμός. Δομινίκη, σκέφτηκε, ελπίζω αυτό που σκοπεύουμε να κάνουμε να είναι το σωστό για την Απολλώνια… Τώρα, που έμοιαζε να πλησιάζουν εκεί όπου ήθελαν, αισθανόταν πως είχε αρχίσει να φοβάται. Αλλά έδιωξε το φόβο του. Είπε στον εαυτό του: Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος να σώσουμε το βασίλειο!
Η Κορνηλία απόθεσε το κουτί επάνω στο γραφείο, λέγοντας: «Η βιβλιοθήκη της Παλιάς Φλάνια δεν είναι και σε πολύ καλή κατάσταση, όπως θα καταλ–»
«Τη βρήκες, λοιπόν!» είπε η Δομινίκη. «Βρήκες τη Βυθισμένη Βιβλιοθήκη!»
«Ναι,» αποκρίθηκε η Κορνηλία. «Και δεν ήταν η εύρεσή της το δύσκολο. Το δύσκολο ήταν να καταφέρω να μπω μέσα και να ερευνήσω τι έχει απομείνει απ’τα αρχεία της. Το μέρος είναι γεμάτο Επτακέφαλους.»
«Επικίνδυνο, τότε,» σχολίασε ο Λούσιος, που είχε διαβάσει για τα εν λόγω υδρόβια πλάσματα, αλλά ποτέ δεν τα είχε συναντήσει.
«Ναι,» συμφώνησε η Κορνηλία, «πολύ επικίνδυνο. Κι ακόμα κι όταν καταφέραμε να διώξουμε τους Επτακέφαλους από μια περιοχή της βιβλιοθήκης, πάλι ήταν δύσκολο να την ερευνήσουμε, γιατί,» ανασήκωσε τους ώμους, «έχουν περάσει αιώνες από τη βύθισή της. Κι επιπλέον, φοβόμουν ότι όλα τα αρχεία της θα ήταν πλέον άχρηστα.»
«Αλλά δεν ήταν, σωστά;» πετάχτηκε η Δομινίκη.
Η Κορνηλία σούφρωσε τα χείλη. «Περίπου.» Και άνοιξε το κουτί. Στο εσωτερικό ήταν ένα μαύρο, μεμβρανώδες πράγμα, που φούσκωνε και ξεφούσκωνε, απαλά, σα να ανέπνεε. «Πιστεύω ότι αυτό θα έχει κρατήσει το αρχείο άθικτο, μα δεν είμαι βέβαιη. Δεν το έχω ανοίξει ακόμα. Προτίμησα να είμαστε όλοι μαζί, όταν θα ανοιγόταν.»
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε ο Λούσιος.
«Ζωντανός θύλακας,» εξήγησε η Δομινίκη. «Τους χρησιμοποιούσαν στη Βυθισμένη Βιβλιοθήκη της Φλάνια, για να προστατεύουν τα αρχεία. Κανείς, σήμερα, δεν ξέρει πώς ακριβώς φτιάχνονταν· έχουν γίνει μονάχα διάφορες υποθέσεις. Πάντως, το βέβαιο είναι πως η ύλη τους είναι ζωντανή, και, μάλλον, προέρχεται από το δέρμα κάποιου πλάσματος –πιθανώς εξαφανισμένου πλέον–, το οποίο–»
«Δεν ανοίγουμε τον θύλακα;» πρότεινε ο Λούσιος.
Η Δομινίκη τον αγριοκοίταξε για τη διακοπή.
Η Κορνηλία έκρυψε το λεπτό της χαμόγελο, παριστάνοντας πως κοίταζε ένα βιβλίο σ’ένα ράφι δίπλα της. Δεν τη συμπαθούσε τη Δομινίκη, παρότι έδειχνε στους άλλους –και σ’εκείνη– το αντίθετο. Εξάλλου, ήταν χρήσιμη· και δεν υπήρχε λόγος να κάνει κάποιον εχθρό, όταν μπορούσε καλύτερα να τον χρησιμοποιήσει για να κερδίσει κάτι που ήθελε.
«Θα το ανοίξουμε,» είπε η Δομινίκη στον Λούσιο. Πήρε ένα μαχαίρι από ένα συρτάρι και πλησίασε τα χέρια της στο κουτί.
«Προσεχτικά,» την προειδοποίησε η Κορνηλία. «Προσεχτικά. Δεν ξέρω τι ακριβώς περιέχει, αν και υποπτεύομαι πως είναι κάποιο βιβλίο.»
«Πώς γνωρίζεις, τότε, ότι αναφέρεται στη θέση του Κατακεραυνωτή;» ρώτησε ο Λούσιος, που στεκόταν πίσω απ’τις δύο γυναίκες.
«Είναι γραμμένο στην άλλη μεριά.» Η Κορνηλία πήρε τον ζωντανό θύλακα στα χέρια της και τον γύρισε απ’την ανάποδη. Επάνω του, πράγματι, έμοιαζαν να είναι χαραγμένα ή, με κάποιο τρόπο, αποτυπωμένα μερικά γράμματα.
Ο Λούσιος δεν καταλάβαινε τι έγραφαν.
Η Δομινίκη φόρεσε τα γυαλιά της και τα κοίταξε, και είπε, γνέφοντας: «Ναι. Είναι το όνομά του. Άφησέ το κάτω, Κορνηλία, για να το ανοίξω.»
«Αφού είναι ζωντανό, δε θα αιμορραγήσει;» ρώτησε ο Λούσιος.
«Θα αιμορραγήσει,» αποκρίθηκε η Δομινίκη, «αλλά όχι πολύ.» Πήρε τον θύλακα από τα χέρια της Κορνηλίας και τον κράτησε πάνω απ’το κουτί. Με την αιχμή του μαχαιριού της, άρχισε να τον κόβει απ’την κάτω μεριά (όχι από τη μεριά όπου ήταν τα γράμματα). Το λιγοστό υγρό που έτρεξε ήταν πηχτό και μαύρο, και έκανε θόρυβο, καθώς πιτσιλούσε το εσωτερικό του κουτιού.
Όταν ο θύλακας άνοιξε, η Δομινίκη τράβηξε από μέσα ένα μικρό βιβλίο με σκληρό εξώφυλλο. Το απόθεσε στο γραφείο της και σκούπισε τα χέρια της μ’ένα μαντήλι.
Η Κορνηλία σήκωσε το βιβλίο και το άνοιξε. Ο Λούσιος το κοίταζε πάνω απ’τον ώμο της. Ήταν γραμμένο στην Αρχαία Γλώσσα· και, αφού η Κορνηλία γύρισε πεταχτά μερικές απ’τις σελίδες του, ανάμεσά τους αποκαλύφθηκε ένα μικρό, μεταλλικό αντικείμενο, προσαρμοσμένο σε μια ειδική θήκη.
«Μια συσκευή αποθήκευσης…» παρατήρησε ο Λούσιος, και την τράβηξε από τη θήκη.
«Δώστη μου,» είπε η Δομινίκη, όχι απότομα· δε φαινόταν να θυμάται πλέον το γεγονός ότι ο σύζυγός της την είχε διακόψει πριν.
Ο Λούσιος τής την έδωσε. Εκείνη πλησίασε μια κονσόλα, πάτησε το πλήκτρο που την τροφοδοτούσε με ενέργεια, και μετά πέρασε τη συσκευή αποθήκευσης στην ειδική θυρίδα. Η οθόνη εμπρός της έδειξε γραμμές και τελείες που δε φαινόταν να σημαίνουν τίποτα.
«Σκατά…» μουρμούρισε η Δομινίκη. «Τα δεδομένα είναι αποθηκευμένα σε κάποια παλιότερη κωδικοποίηση. Δεν μπορώ να τα διαβάσω έτσι.»
«Ίσως εδώ μέσα να υπάρχει η απάντηση που ψάχνεις,» είπε η Κορνηλία, κρατώντας το μικρό βιβλίο. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι έγραφαν οι σελίδες του, γιατί, εκτός από μερικές βασικές λέξεις, δεν ήξερε την Αρχαία Γλώσσα της Απολλώνιας.
«Δε νομίζω,» αποκρίθηκε η Δομινίκη, καθίζοντας μπροστά στην οθόνη. «Αν αυτή η κωδικοποίηση ήταν κοινή εκείνο τον καιρό, το βιβλίο μάλλον δε θα εξηγεί πώς μπορεί κανείς να τη διαβάσει.
»Δεν πρέπει, όμως, να είναι και πολύ δύσκολο να τη βρούμε…» πρόσθεσε. Πατώντας μερικά πλήκτρα στην κονσόλα, οι ενδείξεις στην οθόνη άλλαξαν. Οι γραμμές και οι τελείες πήραν άλλα σχήματα, αλλά αυτά τα σχήματα εξακολουθούσαν να μην είναι κατανοητά. Ύστερα, η Δομινίκη πληκτρολόγησε ξανά, και τα σχήματα άλλαξαν για δεύτερη φορά… όμως, και πάλι, δεν έβγαζαν νόημα.
Η Δομινίκη σηκώθηκε απ’την καρέκλα και πλησίασε μια βιβλιοθήκη. Τράβηξε ένα συρτάρι και άρχισε να ψάχνει μέσα, ενώ ο Λούσιος και η Κορνηλία περίμεναν. Όταν επέστρεψε, είχε μαζί της μια συσκευή αποθήκευσης παρόμοια με την προηγούμενη. Την πέρασε σε μια θυρίδα της κονσόλας και πάτησε ένα πλήκτρο. Η οθόνη τρεμόπαιξε. Η Δομινίκη πάτησε και μερικά άλλα πλήκτρα. Τα σχήματα στην οθόνη κινήθηκαν, όπως το σιρόπι που επιπλέει πάνω στο νερό, και πήραν κατανοητές μορφές.
Ένας χάρτης.
«Πού είναι αυτό το μέρος;» μουρμούρισε ο Λούσιος.
«Ας μάθουμε.» Η Δομινίκη πάτησε μερικά πλήκτρα, και η οθόνη έσβησε. «Συγκρίνω τον χάρτη που μας έφερε η Κορνηλία με τον χάρτη της Απολλώνιας που έχω αποθηκευμένο.»
Σε λίγο, η οθόνη έγραψε: ΚΑΜΙΑ ΠΙΘΑΝΗ ΟΜΟΙΟΤΗΤΑ.
«Αδύνατον…» είπε ο Λούσιος. «Αν δεν είναι θαμμένος στην Απολλώνια….»
Η Δομινίκη έστρεψε το κεφάλι, για να κοιτάξει τον σύζυγό της πάνω απ’τον ώμο της. «Όπως το υποψιαζόμασταν: στην Απολεσθείσα Γη.» Στράφηκε πάλι στην κονσόλα και πληκτρολόγησε. Η οθόνη έσβησε.
«Έχεις χάρτες της Απολεσθείσας Γης;» απόρησε ο Λούσιος. «Η Απολεσθείσα Γη είναι μια διαρκώς μεταβαλλόμενη διάσταση· η γεωγραφία της αλλάζει.»
«Ναι,» είπε η Δομινίκη, «αλλά υπάρχει μια συγκεκριμένη ταχύτητα γεωγραφικής αλλαγής· και υπάρχουν άνθρωποι που την έχουν υπολογίσει και έχουν προσπαθήσει να φτιάξουν χάρτες που χωρίζονται σε χρονικές περιόδους.»
«Είναι σίγουρα σωστοί οι υπολογισμοί τους;»
«Όχι, αλλά είναι ό,τι καλύτερο έχουμε.»
Το σύστημα της Δομινίκης χρειάστηκε περισσότερη ώρα από πριν, για να δώσει αποτελέσματα. Όταν, όμως, έδωσε αποτελέσματα, ήταν καλύτερα από τα προηγούμενα. Η οθόνη έγραψε: ΒΡΕΘΗΚΑΝ ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ: 1. ΠΑΤΗΣΤΕ ΤΑ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ ΠΛΗΚΤΡΑ ΓΙΑ ΝΑ ΣΥΝΕΧΙΣΕΤΕ: [1].
Η Δομινίκη πάτησε το πλήκτρο με τον αριθμό 1, και η οθόνη έδειξε έναν χάρτη της Απολεσθείσας Γης.
Ο Λούσιος συνοφρυώθηκε. «Όντως, μοιάζει… Κάπως…»
«Δεν είναι, όμως, ακριβώς ο ίδιος,» παρατήρησε η Κορνηλία.
«Φυσικά και δεν είναι,» είπε η Δομινίκη. «Μιλάμε για την Απολεσθείσα Γη. Είμαστε τυχεροί που βρήκαμε έστω κι αυτή την ομοιότητα.» Πάτησε μερικά πλήκτρα, και πάνω απ’τον χάρτη φάνηκε η χρονολογία του.
«…Πριν από αιώνες,» είπε ο Λούσιος.
«Ναι. Χρησιμοποιώντας, όμως, την ταχύτητα γεωγραφικής αλλαγής, θα μπορέσουμε να βρούμε αυτή την τοποθεσία στη σημερινή της κατάσταση.»
«Είσαι σίγουρη;»
«Όπως σου είπα και πριν, όχι. Αλλά είναι ό,τι καλύτερο έχουμε. Κι επιπλέον,» πρόσθεσε, καθώς σηκωνόταν από την καρέκλα της, «δε διαθέτουμε μόνο τις πληροφορίες μέσα στη συσκευή αποθήκευσης. Έχουμε κι ετούτο το βιβλίο.» Πήρε το μικρό, σκληρό βιβλίο από τα χέρια της Κορνηλίας και το έκλεισε. «Θα πρέπει να το μελετήσω, όσο θα ταξιδεύουμε.»
«Όσο θα ταξιδεύουμε;» έκανε ο Λούσιος.
«Ναι. Θα πάμε στην Απολεσθείσα Γη.»
«Μα, δεν ξέρουμε ακόμα πού συγκεκριμένα να ψάξουμε!»
«Θα το ανακαλύψουμε στο δρόμο, αγάπη μου,» είπε η Δομινίκη, βγάζοντας τα γυαλιά της. «Θα το ανακαλύψουμε στο δρόμο, μη χάνοντας, εν τω μεταξύ, καθόλου χρόνο.»
«Και ποιος θα μείνει εδώ, στο παλάτι; Η Κορνηλία;»
«Αποκλείεται,» είπε η Κορνηλία. «Θα έρθω κι εγώ μαζί σας.»
«Θα βρούμε κάποιον,» είπε η Δομινίκη στον Λούσιο. «Για την ακρίβεια, έχω ήδη έναν άνθρωπο κατά νου.»
Το περίβλημα του οχήματός τους ήταν από ενισχυμένο μέταλλο, ώστε να μπορεί να εξοστρακίζει πυρά με αρκετές πιθανότητες επιτυχίας. Το βέλος της γιγάντιας βαλλίστρας, όμως, το τρύπησε, και ανέτρεψε ολόκληρο το όχημα, ρίχνοντάς το στο πλάι.
Ο Οδυσσέας ίσα που είχε χρόνο να συνειδητοποιήσει τι συνέβη, καθώς είδε την αιχμή ενός βέλους να ξεπροβάλλει, ξαφνικά, και να περνά μερικά εκατοστά μπροστά απ’το στήθος του. Ύστερα, το όχημα γύρισε στη δεξιά μεριά μ’έναν δυνατό γδούπο.
Η Νελμίρα ακούστηκε να καταριέται.
Ο Οδυσσέας, μη χάνοντας την ψυχραιμία του, τράβηξε το πιστόλι του και άνοιξε την πόρτα που τώρα βρισκόταν από πάνω του. Κοίταξε έξω και είδε, στο φως της ημέρας (γιατί ήταν ημέρα εδώ, παρότι στη Φεηνάρκια είχαν φύγει νύχτα), πως μια μάχη εξελισσόταν κοντά σ’εκείνον και τους συντρόφους του. Τεθωρακισμένα οχήματα και άνθρωποι αλληλοχτυπιόνταν· και ένα από τα μεγάλα βέλη των οχημάτων ήταν που είχε πετύχει και το όχημα του Οδυσσέα, πιθανώς κατά λάθος. Οι πολεμιστές ήταν οπλισμένοι με βαλλίστρες και αγχέμαχα όπλα, καθώς στη Βίηλ οι περισσότεροι δεν εμπιστεύονταν τα πυροβόλα· ήταν επικίνδυνα να εκραγούν στο χέρι σου. Οι μαχητές ήταν δύο παρατάξεων, μπορούσε να δει ο Οδυσσέας: της Παντοκράτειρας και… σε ποιον ανήκε αυτό το σύμβολο; Στο Πριγκιπάτο Κάνρελ, αν δεν κάνω λάθος.
«Βοηθήστε με να σηκώσουμε το όχημά μας,» είπε στους συντρόφους του, και πήδησε έξω.
Η Νελμίρα κι ο Ράθνης τον ακολούθησαν.
«Τι γίνεται εδώ;» ρώτησε η πρώτη.
«Δεν ξέρω ακριβώς. Φαίνεται, όμως, πως ορισμένοι πολεμιστές του Πριγκιπάτου Κάνρελ αντιμετωπίζουν τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας, τρίζοντας τα δόντια, καθώς οι τρεις τους προσπαθούσαν να σηκώσουν το όχημα.
Ύστερα από μερικές στιγμές έντονης προσπάθειας, το όχημα γύρισε απ’την καλή, χοροπηδώντας πάνω στις αναρτήσεις του. Οι επαναστάτες μπήκαν πάλι στο εσωτερικό του.
«Τι θα κάνουμε;» ρώτησε η Νελμίρα.
«Ας βοηθήσουμε το Πριγκιπάτο Κάνρελ,» είπε ο Οδυσσέας.
«Είναι με την Επανάσταση;»
«Απ’όσο ξέρω, όχι. Αλλά, αφού έχει προβλήματα με την Παντοκράτειρα, ίσως αυτό ν’αλλάξει, πολύ σύντομα.» Ο Οδυσσέας οδήγησε το όχημά τους προς τη μάχη. «Και βγάλτε τις βαλλίστρες σας,» πρότεινε. «Τα πυροβόλα είναι επικίνδυνα στη Βίηλ.»
Πήγε ολοταχώς προς ένα ψηλό, μεταλλικό Παντοκρατορικό όχημα με δύο γιγάντιους τροχούς, επάνω στο οποίο υπήρχαν δύο μεγάλες βαλλίστρες με σιδερένια βέλη και σιδερένιες χορδές. Ένα τέτοιο βέλος ήταν που είχε πετύχει και το Φεηνάρκιο όχημα του Οδυσσέα. Τώρα, όμως, οι χειριστές των βαλλιστρών δε στόχευαν εκείνον, καθώς κοίταζαν αλλού μέσα στη μάχη.
Το εξάτροχο όχημα κουτούλησε το όχημα των πολεμιστών της Παντοκρατορίας, ανατρέποντάς το. Ο οδηγός και οι χειριστές των βαλλιστρών ακούστηκαν να ουρλιάζουν.
Ο Οδυσσέας τούς προσπέρασε και ζύγωσε ένα απ’τα οχήματα του Πριγκιπάτου Κάνρελ. Είχε τέσσερις τροχούς: δύο μικρούς μπροστά και δύο μεγάλους πίσω· και στο οπίσθιό του μέρος υπήρχε μια βαλλίστρα. Ο χειριστής της ήταν κλεισμένος μέσα σ’ένα θολωτό σκέπαστρο, κατά κύριο λόγο από σίδερο αλλά και με μερικά σημεία από γυαλί. Στη μπροστινή μεριά, υπήρχε άλλο ένα σκέπαστρο, όχι θολωτό αλλά επίπεδο και ολόκληρο φτιαγμένο από γυαλί. Δύο άντρες βρίσκονταν μέσα, και ο ένας σήκωσε ένα μέρος του σκέπαστρου και έκανε νόημα στον Οδυσσέα, ενώ, συγχρόνως, ρωτούσε: «Ποιοι είστε;»
«Δεν είμαστε με τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας, αν αυτό αναρωτιέσαι. Εσύ ποιος είσαι;»
«Είστε με την Επανάσταση;»
Ο Οδυσσέας επέμεινε στη δική του ερώτηση: «Ποιος είσαι;»
«Ο Πρίγκιπας Άτβος, του Κάνρελ.»
«Ο Πρίγκιπας του Κάνρελ; Και τι κάνεις εδώ;»
«Προσπαθώ να φύγω απ’τη Βίηλ, να περάσω στη Φεηνάρκια. Κι απ’ό,τι φαίνεται…» τα μάτια του πήγαν στο πεδίο της μάχης ολόγυρά τους, όπου οι μαχητές του χτυπιόνταν με τους μαχητές της Παντοκράτειρας, «κερδίζω τη μάχη και, σύντομα, θα περάσω τη δίοδο.»
Η δίοδος που οδηγούσε στη Φεηνάρκια δεν ήταν παρά ένα μεγάλο σπηλαιώδες άνοιγμα στην πλαγιά ενός βουνού. Το άνοιγμα φρουρείτο, φυσικά, από τις δυνάμεις της Παντοκρατορίας, που είχαν σχηματίσει ένα προστατευτικό τόξο μπροστά του, αλλά ο Οδυσσέας μπορούσε να δει ότι ο Πρίγκιπας Άτβος δεν έλεγε ψέματα: οι πολεμιστές του, πράγματι, έμοιαζαν να κερδίζουν τη μάχη. Οι μαχητές της Παντοκράτειρας διαλύονταν σε πολλά σημεία, και δε φαινόταν να μπορούν πλέον να διατηρήσουν το σχηματισμό τους.
«Τελικά,» ρώτησε ο Πρίγκιπας, «είστε με την Επανάσταση ή όχι;»
Δεν τον ξεγελάς εύκολα, παρατήρησε ο Οδυσσέας. Το θυμάται ότι, ουσιαστικά, δεν του έδωσα καμία απάντηση. «Ναι, επαναστάτες είμαστε.»
«Τότε, καλύτερα να φύγετε από δω, γιατί, σύντομα, θα μαζευτούν κι άλλοι Παντοκρατορικοί, αφότου εγώ κι οι άνθρωποί μου έχουμε περάσει στη Φεηνάρκια.»
Ο Ράθνης παρενέβη: «Υψηλότατε, λυπάμαι που σας το λέω, αλλά δε νομίζω ότι θα καταφέρετε να περάσετε στη Φεηνάρκια.»
«Τι πράγμα;»
Ο Ράθνης έδειξε, και όλοι στράφηκαν.
Από τα δυτικά, οχήματα φαίνονταν να έρχονται ολοταχώς. Ορισμένα είχαν προσαρτημένες βαλλίστρες και άλλους οπλισμούς· ορισμένα μετέφεραν στρατιώτες. Δύο μικρά αεροσκάφη πετούσαν από πάνω τους.
Ο Πρίγκιπας Άτβος γρύλισε και καταράστηκε κάτω απ’την ανάσα του.
«Θα πρότεινα να φύγουμε, όλοι,» είπε ο Οδυσσέας.
Του Πρίγκιπα δε φαινόταν να του αρέσει καθόλου αυτό, αλλά δεν έμοιαζε παράλογος άνθρωπος· αναγκάστηκε να συμφωνήσει, γνέφοντας καταφατικά. Και πρόσταξε υποχώρηση.
Το όχημά του έστριψε, και άλλα τρία οχήματα το ακολούθησαν· το ένα από αυτά έμεινε για λίγο πίσω, προκειμένου να ανεβούν οι πολεμιστές του Πρίγκιπα. Ο Οδυσσέας αποφάσισε κι εκείνος ν’ακολουθήσει τον Άτβος του Κάνρελ, μη βλέποντας αυτή τη στιγμή κανέναν καλύτερο τρόπο δράσης. Εξάλλου, αφού ο Πρίγκιπας ήταν εναντίον της Παντοκράτειρας, ήταν και φίλος της Επανάστασης, κατά πάσα πιθανότητα.
Τα οχήματα των εχθρών τους βρίσκονταν πολύ μακριά για να τους προλάβουν, αλλά τα αεροσκάφη όχι.
Η Νελμίρα είπε: «Έρχονται να μας βομβαρδίσουν,» βλέποντάς τα από ένα απ’τα σπασμένα τζάμια. Πήρε το τουφέκι της και το ύψωσε.
«Είναι επικίνδυνο!» της θύμισε ο Οδυσσέας.
«Το ξέρω. Αλλά θα το ρισκάρω.» Η Νελμίρα σημάδεψε το αεροσκάφος με το στόχαστρο στο τουφέκι της. Εστίασε στις μηχανές του. Και πυροβόλησε.
Το όπλο δεν εξερράγη στα χέρια της. Και η ριπή της πέτυχε το αεροσκάφος ακριβώς εκεί όπου ήθελε. Ο πιλότος του αναγκάστηκε να το απομακρύνει, καθώς έχανε ύψος.
Το άλλο αεροσκάφος πέρασε πάνω απ’τα οχήματα της συνοδείας του Πρίγκιπα, αποφεύγοντας τα βέλη από δύο βαλλίστρες και εξαπολύοντας μια βόμβα, η οποία χτύπησε το ένα απ’τα οχήματα και εξερράγη, εκτοξεύοντας κομμάτια μέταλλο τριγύρω, καθώς και κομμάτια από ανθρώπινα σώματα.
Το αεροσκάφος διέγραψε έναν κύκλο στον αέρα και έκανε να επιστρέψει.
Η Νελμίρα ύψωσε πάλι το όπλο της.
«Όχι!» της είπε ο Οδυσσέας. «Μία φορά ήσουν τυχερή. Δε θα είσαι πάντα. Και μπορεί να μας σκοτώσεις και τους τρεις!»
Αυτό την έκανε να κατεβάσει το τουφέκι της και να πάρει τη βαλλίστρα.
Ήταν, όμως, πολύ αργά πλέον για να χρησιμοποιήσει το όπλο· το αεροσκάφος βρισκόταν κοντά–
Αλλά δεν πρόλαβε να ρίξει καμία από τις βόμβες του. Το βέλος της βαλλίστρας του οχήματος του Πρίγκιπα Άτβος τού διαπέρασε την μπροστινή μεριά, και αίμα φάνηκε να πετάγεται πάνω στο τζάμι του. Ο πιλότος πρέπει να σκοτώθηκε ή να πληγώθηκε βαριά. Το αεροσκάφος, πάντως, άρχισε να πέφτει–
–προς τα οχήματα της συνοδείας.
Τα οποία χωρίστηκαν, για να το αποφύγουν. Κι εκείνο τσακίστηκε στο έδαφος, και εξερράγη πίσω τους μ’έναν πανίσχυρο κρότο που τράνταξε τη γη σα σεισμός.
«Οι βόμβες είναι πιο επικίνδυνες στη Βίηλ,» είπε ο Οδυσσέας. «Μακράν πιο επικίνδυνες.»
«Παριστάνεις την εγκυκλοπαίδεια τώρα;» τον ρώτησε η Νελμίρα, πειραχτικά.
«Όχι· προσπαθώ να σε κάνω να καταλάβεις πως ετούτη ήταν η τελευταία φορά που χρησιμοποίησες το τουφέκι σου εδώ.»
«Δε θα διαφωνήσω, Πρόμαχε,» είπε η Νελμίρα. «Είμαι πολύ κουρασμένη για διαφωνίες, έτσι κι αλλιώς.» Και πήρε πιο βολική θέση στο πίσω κάθισμα του εξάτροχου οχήματος.
Ο Οδυσσέας κοίταξε τον καθρέφτη, για να δει μήπως κανείς τούς ακολουθούσε. Διαπίστωσε, όμως, ότι οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας πρέπει να είχαν παραιτηθεί· ή ίσως να τους είχαν αφήσει να ξεφύγουν για τώρα, ώστε να τους ακολουθήσουν αργότερα.
*
Τα οχήματα συνέχισαν να κινούνται για δύο ώρες, διασχίζοντας ανοιχτές εκτάσεις κατά κύριο λόγο και αποφεύγοντας να μπουν σε πόλεις. Ο Οδυσσέας πήγαινε μαζί με τη συνοδεία του Πρίγκιπα Άτβος, δίχως να γνωρίζει ποιος ήταν ο τελικός προορισμός και δίχως, αυτή τη στιγμή, να έχει την πολυτέλεια να μπορεί να σταματήσει και να ρωτήσει. Η Νελμίρα, ωστόσο, δεν τον άφησε να οδηγήσει και τις δύο ώρες που διήρκεσε το ταξίδι τους· μέσα στο πρώτο τέταρτο, του είπε ότι θα έπαιρνε το τιμόνι εκείνη, καθώς αυτός θα ήταν ήδη πολύ κουρασμένος, από την οδήγησή του στη Φεηνάρκια. Ο Οδυσσέας δεν μπόρεσε παρά να συμφωνήσει, και η ερυθρόδερμη γυναίκα κάθισε στη θέση του οδηγού, ενώ εκείνος μεταφέρθηκε στη θέση του συνοδηγού. Δεν κοιμήθηκε, όμως· ήθελε να βρίσκεται σε εγρήγορση για ό,τι απρόοπτο πιθανώς να συνέβαινε.
Ευτυχώς, τίποτα δε συνέβη. Οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας δεν τους επιτέθηκαν, ούτε επιχείρησαν να τους κόψουν το δρόμο. Αυτό, όμως, στο μυαλό του Οδυσσέα, δε σήμαινε απαραιτήτως ότι τα είχαν παρατήσει· ίσως να προετοιμάζονται, για να μας προσεγγίσουν πιο αποτελεσματικά.
Στις οθόνες του εξάτροχου, Φεηνάρκιου οχήματός τους φαίνονταν δύο σημαντικές πληροφορίες: ότι –σύμφωνα με το χάρτη της Βίηλ– πλησίαζαν τους Δασότοπους των Λάν’τραχαμ, και ότι η ενέργεια του οχήματος εξαντλείτο με πολύ ταχύ ρυθμό. Ο Οδυσσέας γνώριζε γιατί συνέβαινε αυτό το τελευταίο: ήταν η φύση της Βίηλ τέτοια, που η ενέργεια από τις ενεργειακές φιάλες καταναλωνόταν πιο γρήγορα. Γι’αυτό κιόλας οι κάτοικοι της εν λόγω διάστασης δε χρησιμοποιούσαν φιάλες για να κινούν τα οχήματά τους. Στη Βίηλ, υπήρχε κάποιου είδους αόρατη ενέργεια, διάχυτη παντού, και οι μάγοι του τάγματος των Πεφωτισμένων (ένα τάγμα που η μαγεία του λειτουργούσε μόνο στη Βίηλ) έφτιαχναν εστίες (όπως τις αποκαλούσαν) που συγκέντρωναν αυτή την ενέργεια και τη διοχέτευαν στα οχήματα και σε άλλα μηχανικά κατασκευάσματα. Οι εστίες ήταν διαρκώς σε λειτουργία· δεν τελείωναν, όπως οι ενεργειακές φιάλες ή οι μπαταρίες που χρησιμοποιούνταν ευρέως σε άλλες διαστάσεις. Ωστόσο, υπήρχαν και φορές που έπαυαν να λειτουργούν για, ουσιαστικά, ανεξήγητους λόγους· και, σ’αυτές τις περιπτώσεις, ο Οδυσσέας είχε ακούσει πως οι Πεφωτισμένοι έλεγαν ότι απλά η ζωή της εστίας είχε τελειώσει· οι εστίες δεν ήταν αθάνατες. Οι περισσότερες, όμως, διαρκούσαν για κάποια χρόνια.
Ελπίζω, σκέφτηκε ο Οδυσσέας, η ενέργειά μας να μην καταναλωθεί προτού φτάσουμε στον προορισμό μας. Τα οχήματα του Πρίγκιπα Άτβος μπορούσαν, θεωρητικά, να κινούνται επ’άπειρον, αλλά όχι και το δικό τους.
Η φιάλη που είχαν τώρα μέσα στην ειδική θυρίδα του οχήματός τους δεν ήταν, βέβαια, η τελευταία· υπήρχαν άλλες τρεις. Ο Οδυσσέας, όμως, δεν ήξερε πόσο μακριά σκόπευε να πάει ο Πρίγκιπας και πού σκόπευε να σταματήσει.
Οι ανησυχίες του, ασφαλώς, διαψεύστηκαν, αφού το ταξίδι τους κράτησε μόλις δύο ώρες και όχι περισσότερο. Όταν έφτασαν στους Δασότοπους των Λάν’τραχαμ και μπήκαν ανάμεσα στους κορμούς και στις πυκνές φυλλωσιές, τσακίζοντας χόρτα, ξύλα, και μικρές πέτρες κάτω από τους τροχούς τους, ο Πρίγκιπας Άτβος σταμάτησε το όχημά του και έδωσε διαταγή να σταματήσουν κι οι υπόλοιποι.
*
Ο Πρίγκιπας Άτβος του Κάνρελ ήταν ένας ψηλός, λιγνός άντρας με γαλανό δέρμα και πράσινα γένια και μαλλιά. Μεσήλικας, αναμφίβολα, με έντονες και βαθιές γραμμές στο πρόσωπό του. Φορούσε σχετικά απλά ρούχα: λευκό πουκάμισο, μαύρο ελαφρύ πανωφόρι, καφετί πέτσινο παντελόνι, και πορφυρό μανδύα με αργυρό σιρίτι. Ουσιαστικά, δεν υπήρχε επάνω του κανένα διακριτικό που να προδίδει ότι, όντως, ήταν ο Πρίγκιπας του Κάνρελ· ωστόσο, ο Οδυσσέας δε νόμιζε πως τους είχε πει ψέματα, γιατί, από αναφορές που είχε υπόψη του, γνώριζε ότι ο Πρίγκιπας Άτβος ήταν γαλανόδερμος και με πράσινα γένια και μαλλιά. Αλλά, βέβαια, δεν τον είχε ποτέ πριν δει στην πραγματικότητα.
Επί του παρόντος, ο Άτβος σήκωσε το σκέπαστρο του οχήματός του και πήδησε έξω με χαρακτηριστική σβελτάδα. Δεν είναι άνθρωπος του καναπέ, παρατήρησε ο Οδυσσέας, καθώς κι εκείνος έβγαινε απ’το δικό του όχημα, μαζί με τους συντρόφους του.
«Ποιοι είστε;» ρώτησε ο Πρίγκιπας, ατενίζοντάς τους με περιέργεια, σαν να τους μετρούσε με το βλέμμα του.
«Ονομάζομαι Οδυσσέας, και είμαι Πρόμαχος της Επανάστασης. Από εδώ είναι η Νελμίρα, κι από εδώ ο Ράθνης, επίσης επαναστάτες και πιστοί στο σκοπό μας.»
«Χαίρομαι για τη γνωριμία, όχι μόνο επειδή με βοηθήσατε να αντιμετωπίσω τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας, κοντά στη δίοδο για τη Φεηνάρκια, αλλά κι επειδή νομίζω ότι χρειάζομαι κι άλλο τη βοήθειά σας… αν, φυσικά, είστε πρόθυμοι να μου την προσφέρετε.»
«Οι εχθροί της Παντοκράτειρας είναι δικοί μας φίλοι, Υψηλότατε,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας. «Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για εσάς. Ωστόσο, πρέπει να σας προειδοποιήσω ότι βρισκόμαστε σε μια εξαιρετικά σημαντική αποστολή· κι αυτό σημαίνει ότι δε μπορούμε να παρεκκλίνουμε και πολύ από το δρόμο μας.»
«Καταλαβαίνω,» είπε ο Άτβος, χωρίς να υπάρχει δυσαρέσκεια στη φωνή ή στην όψη του.
«Εξηγήστε μας, όμως, τι σας συμβαίνει,» τον παρότρυνε ο Οδυσσέας, «και θα σκεφτούμε αν μπορεί να γίνει κάτι, αναλόγως την περίπτωση.»
Ο Πρίγκιπας Άτβος τούς είπε, τότε, ότι σχεδίαζε να φέρει το Πριγκιπάτο Κάνρελ με την Επανάσταση και να εναντιωθεί στην Παντοκράτειρα. Το σχέδιό του, φυσικά, έπρεπε να εκτελεστεί κρυφά, γιατί οι δυνάμεις της Παντοκρατορίας βρίσκονταν ήδη μέσα στις περιοχές του. Έτσι, μίλησε μόνο στους πιο έμπιστους του ανθρώπους… οι οποίοι, δυστυχώς, αποδείχτηκαν όχι και τόσο έμπιστοι όσο νόμιζε. Ο Στρατηγός του Πριγκιπάτου τον πρόδωσε στους Παντοκρατορικούς, επομένως ο Άτβος έπρεπε τώρα να εγκαταλείψει την ίδια του την πατρίδα. Παίρνοντας μαζί του ορισμένους πολεμιστές, κατευθύνθηκε προς τη δίοδο για τη Φεηνάρκια, ελπίζοντας πως εκεί θα μπορούσε να βρει καταφύγιο, αν και ποτέ παλιότερα δεν είχε επισκεφτεί τη συγκεκριμένη διάσταση. Αλλά, βέβαια, όπως πολύ καλά γνώριζαν ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του, δεν κατάφερε τελικά να περάσει τη δίοδο.
«Αν μπορούσατε κάπως να με βοηθήσετε να ξεφύγω από τα χέρια των Παντοκρατορικών, θα ήμουν ευγνώμων,» είπε ο Άτβος. «Και υπόσχομαι να βοηθήσω κι εγώ την Επανάσταση όπως μπορώ. Εξάλλου, ύστερα από αυτά που μου έχουν συμβεί, δε νομίζω ότι μου μένει και τίποτε άλλο να κάνω. Συμφιλίωση με τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας δε νομίζω ότι μπορεί να υπάρξει. Ο Στρατηγός μου τώρα έχει τον έλεγχο του Κάνρελ. Κατά πάσα πιθανότητα, θα έχει ονομάσει ήδη τον εαυτό του ‘Πρίγκιπα’.»
Καθώς μιλούσε, ήρθε πλάι του μια γυναίκα μετρίου αναστήματος με καστανά μαλλιά και δέρμα λευκό όπως του Οδυσσέα. Φορούσε ένα μακρύ, γαλάζιο φόρεμα, που έμοιαζε με το δέρμα του Πρίγκιπα Άτβος, και είχε δαντέλα στο στενό του ντεκολτέ και στα μανίκια. Επάνω στο φόρεμα, ήταν ραμμένα διάφορα σύμβολα και γράμματα, που έκαναν τον Οδυσσέα να αναρωτηθεί αν η γυναίκα ήταν μάγισσα. Μια Πεφωτισμένη, ίσως;
Ο Άτβος τη σύστησε, θεωρώντας το, μάλλον, παράλειψη που δεν το είχε κάνει ώς τώρα. «Από δω η σύζυγός μου, Ιλρίνα’νορ, η οποία ανήκει στο τάγμα των Πεφωτισμένων.»
Καλά το είχα μαντέψει, σκέφτηκε ο Οδυσσέας, και έκλινε το κεφάλι του προς τη μεριά της γυναίκας, λέγοντας: «Χαίρω πολύ, κυρία.»
Εκείνη αποκρίθηκε μ’ένα ευγενικό νεύμα, αλλά δε μίλησε.
«Υπάρχει τρόπος να μας βοηθήσετε;» ρώτησε πάλι ο Πρίγκιπας Άτβος.
«Νομίζω πως ναι,» απάντησε ο Οδυσσέας. «Βρισκόμαστε εδώ για να έρθουμε σε επαφή με τους Επαναστάτες της Βίηλ· επομένως, μπορούμε να φέρουμε κι εσάς σε επαφή μαζί τους, κι από κει και πέρα είναι δικό σας θέμα τι θα συμφωνήσετε και πώς θα κινηθείτε. Γιατί εμείς πρέπει να φύγουμε· μετά από τη Βίηλ, έχουμε να επισκεφτούμε κι άλλες διαστάσεις.»
«Σ’ευχαριστούμε, Οδυσσέα.» Ο Πρίγκιπας Άτβος τού έδωσε το χέρι του.
Ο Οδυσσέας το έσφιξε. «Στη διάθεσή σας, Πρίγκιπά μου.»
«Προς τα πού θα κατευθυνθούμε, λοιπόν;» ρώτησε ο Άτβος.
«Ο άνθρωπος στον οποίο πρέπει να μιλήσουμε βρίσκεται στο Πριγκιπάτο Έλρηνεχ,» εξήγησε ο Οδυσσέας, «βόρεια από τους Δασότοπους των Λάν’τραχαμ.»
«Θα σας συνοδέψουμε, τότε.»
Ο Οδυσσέας ένευσε. «Υπάρχει μόνο ένα πρόβλημα.»
«Τι πρόβλημα;»
«Το όχημά μας δεν είναι κατασκευασμένο κατάλληλα για τη Βίηλ· λειτουργεί με ενεργειακές φιάλες, όχι με εστία. Πιστεύετε ότι θα μπορούσατε να το διορθώσετε αυτό;»
Η Ιλρίνα’νορ μίλησε για πρώτη φορά: «Θα μπορούσα να σας φτιάξω μια εστία, αλλά όχι αμέσως. Χρειάζεται το χρόνο του.»
«Πόσο χρόνο; Θα μας καθυστερήσει;»
«Πόσες ενεργειακές φιάλες έχετε μαζί σας;»
«Μία που χρησιμοποιούμε τώρα και τρεις εφεδρικές.»
«Λογικά, θα σας φτάσουν μέχρι να πάμε στο Έλρηνεχ,» είπε η Ιλρίνα’νορ. «Κι εγώ, εν τω μεταξύ, θα ετοιμάσω την εστία.»
«Σ’ευχαριστούμε,» είπε ο Οδυσσέας.
«Εμείς πρέπει να σας ευχαριστήσουμε. Φαίνεται πως εμφανιστήκατε την κατάλληλη στιγμή, για να μας συντρέξετε κατά των δυνάμεων της Παντοκράτειρας.»
*
Διέσχισαν με δυσκολία τους Δασότοπους των Λάν’τραχαμ.
Το εξάτροχο, Φεηνάρκιο όχημα του Οδυσσέα και των συντρόφων του δεν είχε κανένα πρόβλημα σε τούτα τα εδάφη, παρά τη βλάστηση και το ανώμαλο έδαφος· τα οχήματα του Πρίγκιπα Άτβος, όμως, είχαν πολλά προβλήματα· κι έτσι, οι τρεις επαναστάτες ήταν υποχρεωμένοι να κινούνται με πιο αργό ρυθμό απ’ό,τι θα κινούνταν κανονικά.
Θα μπορούσαν, φυσικά, όλοι τους να βγουν από τους δασότοπους και να ακολουθήσουν τον δρόμο που περνούσε από μέσα τους: έναν δρόμο όπου τα οχήματα δε θα συναντούσαν καμία δυσκολία. Αν το έκαναν αυτό, όμως, τα εμπόδια που θα έβρισκαν θα ήταν άλλου είδους, και θα είχαν να κάνουν με τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας· επομένως, προτίμησαν την πιο ασφαλή πορεία.
Το Φεηνάρκιο όχημα συνέχισε να το οδηγεί η Νελμίρα, στην αρχή· ύστερα, πήρε τη θέση του οδηγού ο Ράθνης· και τέλος, ο Οδυσσέας. Ενώ ο Πρόμαχος είχε το τιμόνι στα χέρια του, έφτασαν στις βόρειες παρυφές των Δασότοπων των Λάν’τραχαμ. Ήταν πλέον νύχτα. Ο ήλιος είχε βασιλέψει και ένα μεγάλο, ολοστρόγγυλο φεγγάρι φαινόταν στον ουρανό, ανάμεσα από τις φυλλωσιές. Εδώ, ο Πρίγκιπας Άτβος πρότεινε να κάνουν στάση, για να φάνε και να ξεκουραστούν, και οι τρεις επαναστάτες δε διαφώνησαν.
Η ενεργειακή φιάλη που είχαν αρχικά στην ειδική θυρίδα του οχήματός τους είχε, προ πολλού, τελειώσει και είχαν αναγκαστεί να χρησιμοποιήσουν άλλη μία φιάλη ολόκληρη. Τώρα, βρίσκονταν στην τρίτη, κι αυτό σήμαινε ότι μονάχα μία εφεδρική τούς απέμενε. Ο Οδυσσέας ήλπιζε η Ιλρίνα’νορ να μην αργούσε να φτιάξει την εστία τους, γιατί, διαφορετικά, αύριο θα έμεναν από καύσιμα.
«Γιατί ονομάζονται ‘Δασότοποι των Λάν’τραχαμ’;» ρώτησε ο Ράθνης, καθώς ήταν καθισμένος σε μια πέτρα και ακόνιζε, νωχελικά, το σπαθί του.
«Γιατί οι Λάν’τραχαμ κατοικούν εδώ,» απάντησε η Νελμίρα, που στεκόταν παραδίπλα, έχοντας τα χέρια της σταυρωμένα εμπρός της κι ατενίζοντας βόρεια, την πεδιάδα και τα φώτα μιας μικρής πόλης που ξεχώριζαν μες στη νύχτα. Η μορφή της ερυθρόδερμης γυναίκας ήταν σκοτεινή, και η κάπα στους ώμους της αναδευόταν από το κρύο αεράκι.
«Τι είναι οι Λάν’τραχαμ; Κάποιος λαός;» Ο Ράθνης έπαψε να ακονίζει το ξίφος του, κοιτάζοντας επίμονα την πλάτη της.
Ο Οδυσσέας, που τους ατένιζε και τους δύο από κάποια απόσταση, αναρωτήθηκε και πάλι αν ο αινιγματικός Αρβήντλιος συμπαθούσε τη Νελμίρα. Σίγουρα, έμοιαζε να της δείχνει ενδιαφέρον τις πιο αλλόκοτες στιγμές, πάντως… Σα να προσπαθεί να διαπιστώσει κάτι γι’αυτήν. Σα να προσπαθεί, κατά κάποιο τρόπο, να την κρίνει. Περίεργο πράγμα…
Η Νελμίρα γέλασε, κοφτά. «Οι Λάν’τραχαμ δεν είναι λαός. Θηρία είναι.»
Ο Ράθνης κάρφωσε το ξίφος του στο έδαφος κι ακούμπησε τα χέρια του στη λαβή του όπλου. «Κι εσύ γνωρίζεις γι’αυτά τα θηρία;»
Η Νελμίρα στράφηκε να τον κοιτάξει, κι ο Οδυσσέας είδε μια ξαφνική γυαλάδα στα μάτια της. Μια γυαλάδα θυμού; Νομίζει ότι ο Ράθνης πάει να την περιγελάσει κάπως; «Τα έχω ακουστά.»
«Επικίνδυνα;»
«Ναι. Είμαστε τυχεροί που δεν συναντήσαμε κανένα.»
«Θα μας είχαν σκοτώσει;»
«Γιατί κάνεις όλες αυτές τις ερωτήσεις;»
Ο Ράθνης ανασήκωσε τους ώμους· το πρόσωπό του δεν άλλαξε έκφραση. «Από περιέργεια.»
Η Νελμίρα αποφάσισε να του απαντήσει: «Δεν ξέρω αν θα μας είχαν σκοτώσει. Θα μας είχαν, πάντως, προκαλέσει πολύ μεγάλο πρόβλημα, αν μας επιτίθονταν. Ευτυχώς, δεν είναι οξύθυμοι, απ’όσο ξέρω.»
«Πώς είναι η εμφάνισή τους;»
Η Νελμίρα τον ατένισε καχύποπτα, σα να προσπαθούσε να καταλάβει τι πιθανώς να κρυβόταν πίσω απ’τις ερωτήσεις του. «Είναι γιγαντόσωμοι και στέκονται σε δύο πόδια. Τα άλλα δύο τους πόδια σπάνια τα ακουμπούν στο έδαφος, και συνήθως τα χρησιμοποιούν σαν χέρια. Ξεριζώνουν δέντρα μ’αυτά και τα χειρίζονται ως ρόπαλα.» Ανασήκωσε τους ώμους. «Ή, τουλάχιστον, έτσι έχω ακούσει. Προσωπικά, δεν έχω ποτέ συναντήσει Λάν’τραχαμ.»
«Γνωρίζεις για τα θηρία όλων των διαστάσεων;»
Η Νελμίρα άργησε λίγο ν’αποκριθεί, και ο Οδυσσέας νόμισε πως, όταν άνοιγε τελικά το στόμα της, θα έβριζε τον Ράθνη, ή θα έκανε κάποιο οξύ σχόλιο και θα έφευγε. Δεν έγινε, όμως, τίποτα απ’αυτά· η Νελμίρα είπε: «Για όσα μπορώ, ναι. Είναι χρήσιμο να ξέρεις τι κατοικεί στα μέρη όπου περιπλανιέσαι.»
«Και για τα θηρία της Αρβήντλια;» ρώτησε ο Ράθνης. «Γνωρίζεις και για τα θηρία της Αρβήντλια;»
«Μερικά πράγματα. Αλλά όχι πολλά. Θα ήθελες να σε βοηθήσω σε κάτι;» Κι εδώ έμοιαζε να υπάρχει κάποια ειρωνεία στη φωνή της.
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Ράθνης. «Απλώς μαθαίνω.»
Η Νελμίρα συνοφρυώθηκε. «Τι μαθαίνεις;»
«Τι ξέρεις για τα θηρία.»
Η Νελμίρα απομακρύνθηκε από τον λευκόδερμο Αρβήντλιο, δίχως άλλη κουβέντα και προτιμώντας, μάλλον, να μη φτάσουν πάλι σε σημείο να πιαστούν στα χέρια.
Ο Οδυσσέας σκέφτηκε να πλησιάσει τον Ράθνη και να τον ρωτήσει τι ακριβώς ήθελε από τη Νελμίρα, μα δίστασε, και δεν το έκανε. Δεν είναι μικρά παιδιά, ούτε εγώ είμαι ο δάσκαλός τους. Ας τα βρουν μεταξύ τους. Ακόμα κι ο Ράθνης δεν μπορεί, κατά βάθος, να είναι τόσο παράξενος όσο φαίνεται…
Αργότερα, ο Οδυσσέας κάθισε κοντά στη φωτιά που είχε ανάψει η Νελμίρα, έχοντάς την περιτριγυρισμένη μ’ένα μικρό ξύλινο προκάλυμμα, ώστε το φως της να μη φαίνεται από μακριά. Ο Ράθνης είχε, προ πολλού, σηκωθεί απ’τον βράχο όπου ακόνιζε το σπαθί του και πάει στο εσωτερικό του εξάτροχου οχήματός τους.
«Δεν έχεις ποτέ δει Λάν’τραχαμ, λοιπόν, ε;» είπε ο Οδυσσέας.
«Μην αρχίζεις κι εσύ!» διαμαρτυρήθηκε η Νελμίρα.
Ο Οδυσσέας μειδίασε.
«Αυτός ο άνθρωπος είναι τρελός. Δεν μπορεί. Δεν εξηγείται αλλιώς. Τον καταλαβαίνεις εσύ;»
Ο Οδυσσέας μόρφασε αρνητικά. «Όχι. Για να είμαι ειλικρινής, όχι. Αλλά είναι Αρβήντλιος.»
Η Νελμίρα έριξε μια πέτρα μέσα στη φωτιά. «Τέλος πάντων. Ας είναι ό,τι θέλει.» Μετά, ρώτησε: «Εσύ έχεις δει Λάν’τραχαμ;»
«Ναι. Μία φορά. Δεν είναι άσχημο θέαμα, όταν δεν είναι εξοργισμένοι.»
Η Νελμίρα χαμογέλασε, και η ακτινοβολία της φωτιάς έκανε το πορφυρόχρωμο πρόσωπό της να μοιάσει με ζωντανή φλόγα.
Ο Οδυσσέας τής επέστρεψε το χαμόγελο.
Η Νελμίρα ήρθε λίγο πιο κοντά, δίχως να μιλήσει. Ο Οδυσσέας μπορούσε τώρα να αισθανθεί την ανάσα της πάνω στο μάγουλό του· και τα μάτια της κοίταζαν τα δικά του: βαθιά μέσα στα δικά του. Η κίνησή της δεν ήταν τυχαία· δεν υπήρχε κανένας λόγος για να θέλει να έρθει πιο κοντά του απ’ό,τι ήδη ήταν. Κανένας λόγος, εκτός από έναν… Ο Οδυσσέας αισθάνθηκε το αίμα να κυλά γρηγορότερα στις φλέβες του, και ένιωσε ένα γλυκό, διεγερτικό κύμα, σαν χάδι, επάνω στο ανδρικό του μόριο. Η υπόσχεση ενός γυναικείου σώματος βρήκε πως τον ενθουσίαζε απόψε, γιατί δεν ήταν λίγος ο καιρός που είχε να πλαγιάσει με κάποια, και η Νελμίρα φαινόταν νάναι παραπάνω από πρόθυμη και καθόλου, καθόλου δυσάρεστη στα μάτια του και στις υπόλοιπές του αισθήσεις.
Άγγιξε το μάγουλό της και τη φίλησε. Εκείνη τύλιξε τα χέρια της γύρω απ’το λαιμό του και κόλλησε επάνω του, κάνοντας το φιλί τους να κρατήσει για πολύ, μέχρι που οι γλώσσες τους αποφάσισαν πως ήταν ώρα να πάψουν να παίζουν αναμεταξύ τους, γιατί υπήρχαν κι άλλα μέρη του σώματός τους που ήθελαν να μπουν στο παιχνίδι. Η Νελμίρα άρχισε να βγάζει τα ρούχα του Οδυσσέα, κι εκείνος τα δικά της ρούχα… ώσπου ήταν τελείως γυμνή πλάι του, και διέτρεξε τα χέρια του πάνω στο δέρμα της. Τόσο λείο και μαλακό, ενώ από κάτω του οι μύες ήταν σκληροί και σφιχτοί. Ατσάλι ντυμένο με μετάξι.
Ο Οδυσσέας άφησε την αγκαλιά της, τα φιλιά της, και τα αγγίγματά της να τον μεθύσουν και να τον οδηγήσουν σε παραλήρημα, μέσα σε μια ατίθαση, πορφυρή θάλασσα, όπου εκείνος ήθελε πρόθυμα να πνιγεί.
Χαμένοι στο πάθος τους καθώς ήταν, ούτε ο Οδυσσέας ούτε η Νελμίρα πρόσεξαν ότι ο Ράθνης τούς κοίταζε από ένα απ’τα σπασμένα τζάμια του εξάτροχου, Φεηνάρκιου οχήματός τους. Τα μάτια του ήταν κρύα, και το πρόσωπό του ανέκφραστο.
*
Το πρωί, καθώς όλοι τους είχαν σηκωθεί με την αυγή, η Ιλρίνα’νορ πλησίασε τον Οδυσσέα, κρατώντας στα χέρια της ένα ελλειψοειδές αντικείμενο που έμοιαζε να είναι φτιαγμένο από μέταλλο και φως. Ωστόσο, δεν έκαιγε τα χέρια της μάγισσας, τα οποία ήταν γυμνά. Από την όψη της, ο Οδυσσέας μπορούσε να διακρίνει ότι ήταν κουρασμένη· πρέπει να εργαζόταν όλο το βράδυ, για να φτιάξει την εστία. Μαύροι κύκλοι υπήρχαν γύρω απ’τα μάτια της και το δέρμα της ήταν χλωμό.
«Είναι έτοιμη,» του είπε. «Δείξε μου πού βρίσκεται το ενεργειακό κέντρο του οχήματός σας, για να την προσαρμόσω.»
«Έλα μαζί μου,» της είπε η Νελμίρα, και της έκανε νόημα να πλησιάσει.
Η Ιλρίνα’νορ υπάκουσε, και η ερυθρόδερμη Φεηνάρκια τής έδειξε τη θυρίδα όπου έμπαινε η ενεργειακή φιάλη.
«Δεν εννοώ αυτό,» εξήγησε η μάγισσα. «Εννοώ το μέρος απ’όπου περνά η ενέργεια, για να κινούνται οι τροχοί και να ενεργοποιούνται τα υπόλοιπα συστήματα του οχήματος.»
«Μπροστά, τότε,» αποκρίθηκε η Νελμίρα, και, πηγαίνοντας στο πρόσθιο μέρος του οχήματος, σήκωσε το μεταλλικό κάλυμμα εκεί. «Αλλά δε νομίζω ότι υπάρχει ειδική θέση για εστία εδώ.»
«Δε χρειάζεται να υπάρχει· θα φροντίσω εγώ να τη συνδέσω. Εσύ απλά βγάλε την ενεργειακή φιάλη από μέσα. Είναι άχρηστη πλέον, και μπορεί να προκαλέσει και μερικά προβλήματα.»
Η Νελμίρα υπάκουσε.
Η Ιλρίνα’νορ άφησε την εστία στο έδαφος πλάι στο όχημα και, βγάζοντας μερικά εργαλεία από τη δερμάτινη τσάντα της, άρχισε να σκαλίζει το ενεργειακό του κέντρο.
Η Νελμίρα ψιθύρισε στον Οδυσσέα: «Ελπίζω να μην κάνει καμια βλακεία και να χαλάσει ανεπανόρθωτα την ενεργειακή ροή.»
«Δε νομίζω,» αποκρίθηκε εκείνος.
Μετά από λίγη ώρα, η Ιλρίνα’νορ πήρε την εστία από κάτω και την προσάρμοσε μέσα στο πρόσθιο μέρος του εξάτροχου οχήματος. Έκλεισε το μεταλλικό κάλυμμα και είπε στον Οδυσσέα και τη Νελμίρα: «Δοκιμάστε το.»
Η Νελμίρα κάθισε στη θέση του οδηγού και έβαλε μπροστά. Τα συστήματα του οχήματος ενεργοποιήθηκαν κανονικά. Πάτησε το πετάλι και έκανε τους τροχούς να κινηθούν. Το όχημα διέγραψε έναν κύκλο και επέστρεψε στο σημείο απ’όπου είχε ξεκινήσει.
«Όλα εντάξει,» είπε η Νελμίρα.
«Σ’ευχαριστούμε, Ιλρίνα,» είπε ο Οδυσσέας.
Η μάγισσα ένευσε μονάχα και βάδισε προς το όχημα του συζύγου της.
Ο Οδυσσέας και ο Ράθνης μπήκαν στο εξάτροχο όχημά τους, και ο πρώτος ρώτησε τη Νελμίρα: «Παρατηρείς καμια διαφορά, σε σχέση με όταν χρησιμοποιούσαμε ενεργειακές φιάλες;»
«Δε νομίζω ότι υπάρχει διαφορά,» αποκρίθηκε εκείνη.
Ο Πρίγκιπας Άτβος τούς πλησίασε. «Περιμένω να μου πεις πού θα κατευθυνθούμε, Πρόμαχε,» είπε. «Πού βρίσκονται οι επαναστάτες που θα συναντήσεις;»
«Για λόγους ασφαλείας, Υψηλότατε, δεν μπορώ να σας το αποκαλύψω αυτό,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας, από ένα απ’τα σπασμένα τζάμια του Φεηνάρκιου οχήματος. «Όμως δεν είναι μακριά από εδώ. Θα πρέπει να μας περιμένετε, και θα επιστρέψουμε να σας ενημερώσουμε. Συμφωνείτε;»
«Δε νομίζω ότι έχουμε άλλη επιλογή,» είπε ο Πρίγκιπας.
«Δε θ’αργήσουμε,» υποσχέθηκε ο Οδυσσέας. «Πιστεύω πως, το πολύ, μέχρι το βράδυ θα είμαστε εδώ. Ωστόσο, αν δεν είμαστε, μην πανικοβληθείτε· δε σημαίνει απαραίτητα ότι κάτι κακό μάς συνέβη. Περιμένετε ώς το πρωί και, μετά, βλέπετε και κινήστε ανάλογα.»
Ο Πρίγκιπας Άτβος έγνεψε καταφατικά, και το εξάτροχο όχημα των επαναστατών έφυγε από κοντά του, ταξιδεύοντας βόρεια, επάνω στην πεδιάδα και μέσα στο Πριγκιπάτο Έλρηνεχ.
«Πού ακριβώς πηγαίνουμε;» ρώτησε η Νελμίρα, οδηγώντας.
Ο Οδυσσέας παρουσίασε τον χάρτη στη μικρή οθόνη εμπρός τους και έδειξε μια πόλη. «Εδώ. Στην πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου.»
*
Ο προορισμός τους δεν ήταν μακριά από τις παρυφές των δασότοπων, και έφτασαν κοντά του μέσα σε μια ώρα. Η Νελμίρα σταμάτησε το όχημά τους περίπου δύο χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της πόλης της Έλρηνεχ, και οι επαναστάτες βγήκαν. Τα όπλα τους τα άφησαν στο εσωτερικό του οχήματος και οι ίδιοι κατευθύνθηκαν προς την πόλη, η οποία ήταν περιτειχισμένη και φρουρούμενη. Μεγάλες βαλλίστρες φαίνονταν στις επάλξεις των τειχών της, καθώς και πολεμιστές. Οι σημαίες της Παντοκράτειρας κυμάτιζαν μαζί με τις σημαίες του Πριγκιπάτου Έλρηνεχ.
Ο Οδυσσέας, η Νελμίρα, και ο Ράθνης πέρασαν από την πύλη με ψεύτικες ταυτότητες, δίχως να παρουσιαστεί κανένα πρόβλημα. Δήλωσαν πως ήταν ταξιδευτές από άλλη διάσταση και έρχονταν για επαγγελματικούς λόγους· γιατί θα ήταν παράλογο να πουν ότι κατάγονταν από τη Βίηλ: το πορφυρό δέρμα της Νελμίρα και το κατάλευκο του Ράθνη ήταν εξαιρετικά σπάνια εδώ. Οι κάτοικοι της Βίηλ είχαν, συνήθως, γαλανό, λευκό-ροζ, ή πράσινο δέρμα, με τους δύο πρώτους χρωματισμούς να κυριαρχούν. Διαφορετικοί δερματικοί χρωματισμοί υποδήλωναν, κατά κανόνα, ότι το άτομο ήταν από άλλη διάσταση.
Οι δρόμοι της Έλρηνεχ δεν θύμιζαν αυτούς των πόλεων της Απολλώνιας, ούτε αυτούς των πόλεων της Φεηνάρκια ή της Σάρντλι. Δεν ήταν εντυπωσιακοί, αλλά ούτε και ανιαροί. Αν έπρεπε κανείς να τους χαρακτηρίσει, θα τους χαρακτήριζε, μάλλον, μυστηριώδεις, υπό την έννοια ότι είχαν ένα μυστήριο που προερχόταν από την αρχιτεκτονική των οικοδομημάτων τους και από τη ρυμοτομία, όχι από κάτι το αλλόκοτο ή το υπερφυσικό. Τα χτίρια δεν ήταν πολύ ψηλά· δεν υπήρχαν εξαώροφες και οκταώροφες πολυκατοικίες εδώ, όπως σε άλλες διαστάσεις. Τα οικήματα έφταναν μέχρι και τρεις ορόφους. Κι όμως, αυτό δε φαινόταν να στερεί τίποτα από την πόλη, σε σύγκριση με οποιαδήποτε πόλη της Απολλώνιας, για παράδειγμα. Οι κάτοικοι της Βίηλ είχαν απλά μάθει να ζουν πιο κοντά στο έδαφος, θα μπορούσε να πει κανείς.
Ο Ράθνης και η Νελμίρα περίμεναν έξω απ’το κατάστημα ενός κηροποιού, καθώς ο Οδυσσέας πέρασε την είσοδο και μπήκε. Ένας ηλικιωμένος άντρας ύψωσε το βλέμμα του και τον κοίταξε. Το δέρμα του ήταν γαλανό, και τα μαλλιά κι η γενειάδα του λευκά. Εκτός απ’αυτόν, υπήρχε στο μαγαζί ένας νεαρός που του έμοιαζε, και που ο Οδυσσέας ήξερε πως ήταν γιος του.
«Καλημέρα,» χαιρέτισε ο γέρος. «Φτιάχνω κεριά που φωτίζουν περισσότερο και κεριά που φωτίζουν λιγότερο, και κεριά που φωτίζουν με ό,τι χρώμα επιθυμεί κανείς. Πώς θα μπορούσα να εξυπηρετήσω;»
Η ερώτηση ήταν συνθηματική. Ο Νίλφες είχε αναγνωρίσει, ασφαλώς, τον Οδυσσέα, έναν Πρόμαχο της Επανάστασης.
«Φαίνεται, λοιπόν, πως ήρθα στο σωστό μέρος,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας, πλησιάζοντας τον κηροποιό για να του σφίξει το μεγάλο, ροζιασμένο του χέρι.
«Τι θα ήθελες;» τον ρώτησε ο Νίλφες μ’ένα λεπτό χαμόγελο να διακρίνεται ανάμεσα από τα μούσια του. Χαιρόταν που τον έβλεπε.
«Ένα κερί που εκπέμπει πράσινο και κίτρινο φως.»
Ο Νίλφες προχώρησε ώς ένα από τα ράφια του καταστήματός του και πήρε ένα κερί από εκεί. Ο Οδυσσέας, εν τω μεταξύ, πήγε στον πάγκο όπου ο κηροποιός έκανε τις συναλλαγές του. Ο Νίλφες τον πλησίασε και ακούμπησε το κερί ανάμεσά τους. «Δεν είναι ακριβό,» είπε· κι αυτό σήμαινε: Το απόγευμα. «Δύο αργύρια.» Που σήμαινε: Μεσαία ώρα· δηλαδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατά τις έξι, εφτά το απόγευμα.
«Σ’ευχαριστώ,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας. Πλήρωσε τον κηροποιό και βγήκε απ’το κατάστημα.
Απέξω, συνάντησε τη Νελμίρα και τον Ράθνη, οι οποίοι τον περίμεναν σιωπηλά, η μεν με την πλάτη της ακουμπισμένη σ’έναν τοίχο και τα χέρια της σταυρωμένα εμπρός της, και ο δε στωικός και παρατηρώντας την κίνηση στο δρόμο.
*
Απόγευμα.
Στις όχθες του ποταμού Άσλερχ, που περνούσε μέσα από την πόλη της Έλρηνεχ και συνέχιζε νότια.
Ο Οδυσσέας, η Νελμίρα, και ο Ράθνης –τρεις δυσδιάκριτες φιγούρες, στο ηλιακό φως που ολοένα και έχανε τη δύναμή του– περίμεναν, κρυμμένοι στις φυλλωσιές ενός σύδεντρου. Ο άνεμος έκανε τα φύλλα των δέντρων και το χορτάρι να θροΐζουν. Ησυχία απλωνόταν παντού, εκτός από αυτό το θρόισμα και το κελάρυσμα του ποταμού.
Μετά, άλλες τρεις φιγούρες παρουσιάστηκαν μέσα από τις σκιές. Πλησίασαν, και ο Οδυσσέας αναγνώρισε τη μεσαία. Ήταν μια ψηλή γυναίκα με πράσινο δέρμα, ξανθά, μακριά μαλλιά, και βιολετιά μάτια. Ονομαζόταν Λαμρίτ, και ήταν Πρόμαχος της Επανάστασης. Φορούσε κάπα, που έκρυβε την υπόλοιπη ενδυμασία της στο σκοτάδι, καθώς επίσης και ό,τι όπλα πιθανώς να κουβαλούσε.
«Καλησπέρα, Οδυσσέα.»
«Λαμρίτ.»
«Σε τι οφείλω αυτή την επίσκεψη;»
«Υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα στην Απολλώνια,» εξήγησε ο Οδυσσέας, «και ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος χρειάζεται τη βοήθειά σου.»
«Γιατί τη δική μου βοήθεια, συγκεκριμένα;»
«Δε ζητά μόνο τη δική σου. Έχω περάσει κι από άλλες διαστάσεις, και δεν έχω τελειώσει ακόμα το ταξίδι μου.»
«Το πρόβλημα θα πρέπει να είναι πολύ σημαντικό, τότε. Εισέβαλαν οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας;»
«Ευτυχώς, όχι. Αλλά ίσως κάτι χειρότερο να έχει συμβεί,» είπε ο Οδυσσέας, και της εξήγησε τα πράγματα όπως τα ήξερε.
Η Λαμρίτ δεν τον διέκοψε, καθώς εκείνος μιλούσε· τα βιολετιά της μάτια τον παρατηρούσαν και έμοιαζαν να απορροφούν όλες τις πληροφορίες που της έδινε.
«Η Επανάσταση, λοιπόν, έχει να αντιμετωπίσει προδοσία εκ των έσω,» είπε, τελικά, η Πρόμαχος. «Ήταν αναπόφευκτο να συμβεί, αργά ή γρήγορα.»
Ναι, ίσως… συλλογίστηκε ο Οδυσσέας. Προδοσία εκ των έσω… Ποτέ ώς τώρα δεν το είχα σκεφτεί έτσι. «Θα έχει ο Πρίγκιπας τη βοήθειά σου;»
«Ασφαλώς,» αποκρίθηκε η Λαμρίτ. «Χωρίς τον Ανδρόνικο και την Απολλώνια, δεν υπάρχει Επανάσταση. Οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας θα σβήσουν τις σποραδικές μας φωτιές, τη μία μετά την άλλη.»
Ο Οδυσσέας ένευσε, και είπε: «Πρέπει να σου μιλήσω και για κάτι άλλο τώρα.»
Η Λαμρίτ τον περίμενε να συνεχίσει, και ο Οδυσσέας τής είπε για τον Πρίγκιπα Άτβος του Κάνρελ και για το πρόβλημά του με τους Παντοκρατορικούς.
«Αφού φαίνεται πως είναι δικός μας, είναι δικός μας,» είπε η πρασινόδερμη γυναίκα. «Γιατί ν’αρνηθώ άλλον έναν σύμμαχο για την Επανάσταση στη Βίηλ;»
«Να του πούμε να σε συναντήσει, λοιπόν;»
«Ναι.»
«Σε ποιο μέρος;»
Η Λαμρίτ συνοφρυώθηκε. «Ή, μάλλον, όχι· θα τον συναντήσω εγώ, καλύτερα. Πείτε του να με περιμένει στις παρυφές των δασότοπων.»
Ο Οδυσσέας ένευσε. «Καλώς. Χάρηκα που ξανασυναντηθήκαμε, Λαμρίτ.»
«Παρομοίως.»
Αντάλλαξαν μια σύντομη, αλλά δυνατή, χειραψία και, ύστερα, ο Οδυσσέας, η Νελμίρα, και ο Ράθνης έφυγαν από τις όχθες του ποταμού Άσλερχ και κατευθύνθηκαν προς τα εκεί όπου είχαν αφήσει το εξάτροχο όχημά τους. Οι χαμαιλεοντικές του ιδιότητες δυσκόλεψαν ακόμα κι αυτούς να το εντοπίσουν μες στις σκιές του απογεύματος.
*
Αφού ο Οδυσσέας είπε στον Πρίγκιπα Άτβος να περιμένει τη Λαμρίτ στις παρυφές των δασότοπων, τον χαιρέτησε, του ευχήθηκε καλή τύχη, και του είπε πως εκείνος κι οι σύντροφοί του όφειλαν τώρα να φύγουν, καθώς η αποστολή τους ήταν επείγουσα και καλύτερα να ταξίδευαν ακόμα και μέσα στη νύχτα.
Έτσι, με τον Ράθνη για οδηγό, το εξάτροχο, Φεηνάρκιο όχημα άφησε πίσω του τον Πρίγκιπα Άτβος και τη συνοδεία του και ταξίδεψε πάνω στις πεδιάδες και τους λόφους βόρεια των Δασότοπων των Λάν’τραχαμ.
Ο Οδυσσέας σχεδίαζε τώρα να επιστρέψουν στη Σάρντλι, απ’όπου μπορούσαν να περάσουν στον Αιθέρα με προορισμό την Υπερυδάτια· και, στη Βίηλ, υπήρχαν δύο δίοδοι που οδηγούσαν στη Σάρντλι: η πρώτη βρισκόταν στη θάλασσα, και για να φτάσουν εκεί θα έπρεπε να πάρουν πλοίο· η δεύτερη βρισκόταν μέσα στις ερημιές, ανατολικά του Τόπου Ανάπαυσης των Λάν’τραχαμ. Ο Οδυσσέας προτίμησε να πάνε στη δεύτερη, όχι μόνο επειδή ήταν πιο κοντά τους, αλλά κι επειδή δε θα χρειαζόταν να ψάξουν να βρουν καράβι που ο καπετάνιος του να είναι συνασπισμένος με το σκοπό της Επανάστασης.
Το όχημά τους διέσχισε τα εδάφη βόρεια των Δασότοπων των Λάν’τραχαμ, περνώντας από τα πιο δύσβατα μέρη που μπορούσαν να βρουν, γιατί ήξεραν ότι αυτό τούς έδινε ένα πολύ σημαντικό πλεονέκτημα απόκρυψης: οι χαμαιλεοντικές ιδιότητες του οχήματός τους λειτουργούσαν στον μέγιστό τους βαθμό σε τέτοιες περιοχές, και η ευελιξία του το ίδιο, αφού ήταν κατασκευασμένο για να ταξιδεύει στα δύσκολα εδάφη της Φεηνάρκια, όχι στα πολύ πιο βατά της Βίηλ. Τα μέρη εδώ ήταν παιχνιδάκι γι’αυτό.
Τελικά, άφησαν πίσω τους τους δασότοπους και έστριψαν νοτιοανατολικά, προς τις ερημιές. Ήταν βαθιά νύχτα τώρα, αλλά ακόμα δεν είχαν ανάψει τα φώτα τους, προτιμώντας να κινούνται με όσο φως τούς πρόσφερε το μεγάλο φεγγάρι της Βίηλ· ήταν λιγότερες –σχεδόν μηδενικές– οι πιθανότητες να τους εντοπίσουν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας έτσι, ενώ τα φώτα θα πρόδιδαν τη θέση τους, ακόμα και με τις χαμαιλεοντικές ιδιότητες του οχήματός τους.
Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, ο Οδυσσέας πήρε το τιμόνι και ο Ράθνης πήγε στο πίσω κάθισμα του οχήματος, για να ξεκουραστεί, σιωπηλός ως συνήθως. Καθώς πλησίαζαν τις ερημιές, ο Οδυσσέας είδε, στο φεγγαρόφωτο, τον Τόπο Ανάπαυσης, όπως ονομαζόταν. Επρόκειτο για ένα μεγάλο χαμήλωμα του εδάφους, σαν τεράστιος λάκκος τυχαίου σχήματος, περιτριγυρισμένος από ψηλές πέτρες, που έμοιαζαν να έχουν κάποια μυστικιστική σημασία. Ο «λάκκος» αυτός ήταν γεμάτος κόκαλα. Πελώρια κόκαλα, τα οποία δεν μπορούσαν να έχουν προέλθει παρά μόνο από τον θάνατο εξίσου πελώριο θηρίων.
Σ’ετούτο το μέρος οι Λάν’τραχαμ έρχονταν για να κλείσουν, για τελευταία φορά, τα μάτια τους.
Οι κάτοικοι της Βίηλ θεωρούσαν τον τόπο ιερό· και, επί του παρόντος, ο Οδυσσέας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ευλογημένος, γιατί έβλεπε καθαρά ότι εκείνος κι οι σύντροφοί του –που κι οι δυο τους κοιμόνταν, αυτή τη στιγμή– δεν ήταν οι μόνοι που πλησίαζαν τον Τόπο Ανάπαυσης.
Μια πελώρια, σκοτεινή φιγούρα τον πλησίαζε επίσης, κρύβοντας τον νυχτερινό ουρανό. Ένας γίγαντας που βάδιζε σε δύο πισινά, πανίσχυρα πόδια, και τα μπροστινά του πόδια ίσα που ακουμπούσαν το έδαφος. Το πλάσμα είχε μακρύ κεφάλι και μεγάλους μύες, που, ακόμα και μες στο σκοτάδι, φαίνονταν να πάλλονται από τις αργές κινήσεις του σώματός του.
Ένας Λάν’τραχαμ αισθανόταν πως είχε έρθει η ώρα του θανάτου του, και πήγαινε στον Τόπο Ανάπαυσης για να βρει τους προγόνους του και το πνεύμα του να γίνει ένα με το δικό τους.
Ο Οδυσσέας δεν ήθελε να ενοχλήσει το πλάσμα στις τελευταίες του στιγμές· κι επίσης, δεν ήθελε να γίνει το επίκεντρο της πιθανής οργής του. Κάνοντας μια απλή μανούβρα με το τιμόνι, απέφυγε να περάσει κοντά από τον Λάν’τραχαμ… κι ύστερα, το όχημά του μπήκε στις ερημιές.
Το ξερό χώμα και οι πέτρες ακούγονταν δυνατά μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά, καθώς συνθλίβονταν από τους έξι τροχούς. Κατά τα άλλα, όμως, δεν υπήρχε τίποτα που να προδίδει το πέρασμα του οχήματος του Οδυσσέα, εκτός από τα ίχνη που, αναπόφευκτα, άφηνε πίσω του.
Μετά από καμια ώρα οδήγησης, ένα πλάσμα της ερημιάς ήρθε καταπάνω του.
Πρέπει να ήταν κρυμμένο μέσα σε κάποιον σκοτεινό λάκκο, γιατί ο Οδυσσέας το είδε να πετάγεται ξαφνικά από τ’αριστερά του. Βρισκόταν, ωστόσο, σε αρκετή απόσταση από το εξάτροχο όχημα· κανονικά, όφειλε να μην μπορεί να το προφτάσει. Το θηρίο, όμως, ήταν αξιοσημείωτα γρήγορο. Τα τέσσερα λιγνά πόδια του το πήγαιναν με μεγάλη ταχύτητα καταπάνω στο όχημα. Το σώμα του ήταν μακρύ, σαυροειδές, αλλά χωρίς ουρά. Το κεφάλι του ήταν μακρόστενο και μικρό· διέθετε, όμως, τέσσερα κέρατα γύρω του, δύο από πάνω και δύο από κάτω: και τα κέρατα αυτά λύγιζαν προς τα εμπρός και ξεπερνούσαν σε μήκος το κεφάλι, καθώς ήταν, προφανώς, καμωμένα από τη φύση ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για επίθεση.
Και τώρα δεν υπήρχε αμφιβολία στο νου του Οδυσσέα ότι το πλάσμα σκόπευε να χώσει τα κέρατά του στο μεταλλικό περίβλημα του Φεηνάρκιου οχήματος εκείνου και των συντρόφων του.
«Μας επιτίθενται!» φώναξε ο Πρόμαχος, για να αφυπνίσει τον Ράθνη και τη Νελμίρα, ενώ συγχρόνως προσπαθούσε, με μια μανούβρα, ν’αποφύγει το θηρίο.
Και τα κατάφερε.
Προς το παρόν. Γιατί ξανάρχεται…
Ο Οδυσσέας άναψε τα φώτα του οχήματος, γιατί, έτσι γρήγορα κι επικίνδυνα που οδηγούσε τώρα, φοβόταν μη βρεθεί μέσα σε κανένα χαντάκι, ή μην προσκρούσει πάνω σε κανένα βράχο.
Πίσω του, η Νελμίρα σήκωσε τη βαλλίστρα της και σημάδεψε από το σπασμένο τζάμι του παραθύρου. «Το έχω!»
Ο Οδυσσέας έβλεπε, από τον καθρέφτη, το θηρίο να ζυγώνει ολοταχώς, από τ’αριστερά πάλι.
Η Νελμίρα εξαπέλυσε το βέλος της.
Το πλάσμα ελίχθηκε, αποφεύγοντάς το.
Μα τους θεούς! σκέφτηκε ο Οδυσσέας. Πόσο γρήγορο είναι!
Το πλάσμα τινάχτηκε, απρόσμενα, γρυλίζοντας, και τα κέρατά του έγδαραν το μέταλλο του οχήματος. Δεν μπήχτηκαν μέσα του επειδή ο Οδυσσέας κατάφερε, την τελευταία στιγμή, να στρίψει τους τροχούς και ν’αποφύγει το χτύπημα.
Ο Ράθνης επιτέθηκε στο πλάσμα με τη δική του βαλλίστρα.
Και το πέτυχε. Καθώς ήταν ελαφρώς αποπροσανατολισμένο από τη μανούβρα του Οδυσσέα, το πέτυχε. Το βέλος μπήχτηκε πάνω απ’το δεξί, μπροστινό του πόδι.
Η ταχύτητά του μειώθηκε.
Δε μας προλαβαίνεις τώρα! Ο Οδυσσέας επιτάχυνε.
Η Νελμίρα –που είχε ήδη ξαναοπλίσει τη βαλλίστρα της– έβαλε εναντίον του κερασφόρου πλάσματος. Αλλά, και πάλι, δεν το χτύπησε.
Η βολή του Ράθνη φαίνεται πως ήταν πολύ τυχερή, συμπέρανε ο Οδυσσέας.
Το θηρίο, όμως, ήταν πίσω τους πια. Πολύ πίσω τους. Και, συνεχώς, έχανε έδαφος.
Σε λίγο, το νυχτερινό σκοτάδι το κατάπιε.
Ο Οδυσσέας έσβησε τα φώτα του οχήματος και μείωσε την ταχύτητα. Καλύτερα να είμαστε επιφυλακτικοί, ως συνήθως.
«Τι στις Λάμιες ήταν αυτό;» έκανε η Νελμίρα.
«Δε γνωρίζεις τα θηρία όλων των διαστάσεων;» της είπε ο Ράθνης.
Εκείνη τον αγριοκοίταξε.
«Δεν έχω ιδέα,» είπε ο Οδυσσέας, προσπαθώντας να προλάβει μια πιθανή σύγκρουση μεταξύ των συντρόφων του. «Διάφορα επικίνδυνα πλάσματα περιφέρονται στις ερημιές της Βίηλ. Είναι γνωστό.»
«Βρισκόμαστε μακριά από τη δίοδο;» ρώτησε η Νελμίρα.
Ο Οδυσσέας έδειξε το χάρτη τους στην οθόνη του οχήματος. «Όχι. Σε καμια ώρα πρέπει να είμαστε εκεί.»
Ο Ράθνης και η Νελμίρα δεν ξανάπεσαν για ύπνο. Προτίμησαν να παραμείνουν ξύπνιοι, και με τις βαλλίστρες τους σε ετοιμότητα.
Όταν έφτασαν στη δίοδο, ήταν, σύμφωνα με το ρολόι του οχήματός τους και με τη χρονική ροή της Βίηλ, τρεις και εφτά λεπτά μετά τα μεσάνυχτα. Και εμπρός τους είδαν τρεις πανύψηλες, πέτρινες αψίδες: τα απομεινάρια ενός παλιότερου πολιτισμού, ίσως. Επάνω στις αψίδες υπήρχαν πολύτιμοι και ημιπολύτιμοι λίθοι διαφόρων ειδών, που γυάλιζαν στο φως των άστρων και του φεγγαριού: γυάλιζαν μ’ένα φως που θα μπορούσε κανείς ν’αποκαλέσει μοναδικό στο σύμπαν. Ο Οδυσσέας πίστευε ότι η ενέργεια της Βίηλ –η ίδια ενέργεια που φόρτιζε και την εστία του οχήματός τους– ήταν που έκανε τους λίθους να φωτίζουν έτσι. Είχε ακούσει μύθους που έλεγαν ότι κλέφτες είχαν προσπαθήσει να τους ξεκολλήσουν από τις αψίδες και να τους πάρουν, με αποτέλεσμα οι κλέφτες να μετατραπούν σε στάχτη, προτού καν προλάβουν να ουρλιάξουν. Αυτοί οι λίθοι ανήκαν στην ίδια τη διάσταση της Βίηλ, και η Βίηλ δεν τους έδινε σε κανέναν.
Ο Οδυσσέας οδήγησε το όχημά του κάτω απ’την πρώτη αψίδα, και είδε τον κόσμο ν’αλλοιώνεται γύρω του, σαν, ξαφνικά, νερό να είχε πέσει επάνω στα τζάμια του οχήματος. Βέβαια, το «νερό» δεν είχε πέσει μόνο επάνω στα τζάμια, αλλά και στον ίδιο τον αέρα.
Αφήνοντας την πρώτη αψίδα πίσω του, ο Οδυσσέας πέρασε κάτω από τη δεύτερη, και ο κόσμος αλλοιώθηκε ακόμα περισσότερο· οι διάφορες μορφές μπλέχτηκαν η μία μέσα στην άλλη, και τα χρώματα αναμίχθηκαν. Τώρα, ίσα που μπορούσε να διακρίνει την τρίτη αψίδα· την έβλεπε σχεδόν σα σκιά. Περισσότερο οι λίθοι της φαίνονταν παρά οτιδήποτε άλλο. Οι φωτεινοί της λίθοι. Ένα αστραφτερό ημικύκλιο, που τον καλούσε. Η μοναδική διέξοδος.
Ο Οδυσσέας πέρασε από μέσα του, επιταχύνοντας–
–και οι έξι τροχοί του Φεηνάρκιου οχήματός του βρέθηκαν να γρυλίζουν επάνω σε ξερό χώμα και πέτρες.
Ο Πρόμαχος κι οι σύντροφοί του είχαν φτάσει στη Σάρντλι. Στην έρημο που ονομαζόταν Εσχάτη, και που πέρα απ’αυτήν οι Σάρντλιοι έλεγαν πως απλώνονταν τα Επτά Βασίλεια του Θανάτου.
Το όχημα του Οδυσσέα σταμάτησε να κινείται, απότομα, από μόνο του. Η εστία δεν του πρόσφερε ενέργεια πλέον.
Στον ουρανό, ο ήλιος βρισκόταν ψηλά. Και ήταν λαμπερός και ζεστός. Πρέπει να πλησίαζε μεσημέρι.
Σε απόσταση κανενός χιλιομέτρου (ή, μήπως, ήταν δύο; ή τρία; Ήταν δύσκολο κανείς να υπολογίσει εδώ, στην ατελείωτη Εσχάτη) ο Οδυσσέας μπορούσε να δει έναν ψηλό, λιγνό, πέτρινο πύργο.
«Φτάσαμε,» είπε στους συντρόφους του. «Είμαστε πάλι στη Σάρντλι.»
Τα βλέφαρα της Βασιλικής τρεμόπαιξαν.
Τα μάτια της άνοιξαν.
Κοίταξε πλάι της, και είδε τον Άγγελο, κουκουλωμένο σε μια βαριά κουβέρτα και κοιμισμένο. Κι η ίδια ήταν κουκουλωμένη σε μια βαριά κουβέρτα, και βρίσκονταν κι οι δυο τους στο εσωτερικό ενός μεγάλου φορτηγού.
Ο κύριος Φαρνέλιος και οι επαναστάτες. Μας έσωσαν, από το χαλάζι κι από τους κατασκόπους του Λούσιου, τους ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ.
Της φαίνονταν σαν όνειρο όλ’αυτά. Αλλά δεν ήταν όνειρο.
Και το φορτηγό είχε σταματήσει να κινείται, παρατήρησε η Βασιλική. Επίσης, το πρωί πρέπει να είχε έρθει, γιατί μπορούσε να δει πρωινό ηλιακό φως να περνά από τις άκριες των παντζουριών των παραθύρων. Το εσωτερικό του μεγάλου οχήματος ήταν μισοσκότεινο.
Η Βασιλική ανασηκώθηκε, αφήνοντας την κουβέρτα να πέσει απ’τους ώμους της. Φορούσε μια πράσινη μάλλινη μπλούζα, την οποία της είχαν δώσει οι επαναστάτες, χτες βράδυ. Είχαν προσφέρει σ’εκείνη και τον Άγγελο καινούργια ρούχα, για να ζεσταθούν, καθώς τα δικά τους ήταν μουλιασμένα απ’το χαλάζι.
Μια σκιερή φιγούρα σηκώθηκε από τη θέση της και πλησίασε τη Βασιλική. Ο Φαρνέλιος, ο οποίος ήρθε και κάθισε κοντά της, σ’ένα σκαμνί.
«Είσαι καλά;» τη ρώτησε με χαμηλωμένη φωνή, μάλλον για να μην ξυπνήσει τον Άγγελο.
«Ναι,» του απάντησε η Βασιλική, στον ίδιο τόνο.
«Δεν αισθάνεσαι να έχεις κρυολογήσει;»
Η Βασιλική κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
Ο Φαρνέλιος μειδίασε μέσα απ’τα μούσια του και της έκλεισε το μάτι. «Το ήξερα ότι το αντιβιοτικό μου δε θα με απογοήτευε.»
Ή ίσως να μην είχα αρρωστήσει από το χαλάζι, έτσι κι αλλιώς, σκέφτηκε η Βασιλική, μα δεν το είπε.
«Μπορείς να έρθεις έξω, να σου μιλήσω;» τη ρώτησε ο Φαρνέλιος.
Η Βασιλική κατένευσε.
«Τα παπούτσια σου δεν έχουν στεγνώσει τελείως.» Ο Φαρνέλιος τα κοίταξε, καθώς βρίσκονταν παραδίπλα. «Να σου φέρω ένα ζευγάρι μπότες; Ίσως νάναι λίγο μεγάλες, αλλά δεν πειράζει.»
Η Βασιλική ένευσε πάλι.
Ο Φαρνέλιος τής έφερε τις μπότες. Εκείνη βγήκε απ’την κουβέρτα της και τις φόρεσε, διαπιστώνοντας ότι, όντως, ήταν μεγάλες για τα πόδια της, αλλά δεν υπήρχε πρόβλημα, αφού, έτσι κι αλλιώς, δε θα πήγαινε μακριά μ’αυτές.
Ακολούθησε τον Φαρνέλιο έξω απ’το φορτηγό, και είδε ότι βρίσκονταν κοντά σε μια πλαγιά, κρυμμένοι πίσω απ’την κυρτή μεριά ενός λόφου. Από μακριά, φαίνονταν ένα δάσος και μια πόλη, πολύ μικρότερη από την Απαστράπτουσα.
«Πού είμαστε;» ρώτησε η Βασιλική, τρίβοντας τα χέρια της αναμεταξύ τους, γιατί έκανε κρύο.
«Έξι ώρες οδήγησης δυτικά της Απαστράπτουσας,» αποκρίθηκε ο Φαρνέλιος. «Θες μια κάπα να φορέσεις;»
«Ναι.»
Ο Φαρνέλιος έκανε νόημα σ’έναν από τους επαναστάτες που βρίσκονταν έξω απ’το φορτηγό, λέγοντάς του να φέρει μια κάπα για την Πριγκίπισσα. Εκείνος έβγαλε τη δική του κάπα και της την έδωσε.
Η Βασιλική την έδεσε στους ώμους της, ευχαριστώντας τον.
Ο άντρας υποκλίθηκε και απομακρύνθηκε. Στα μάτια του η Βασιλική είδε, για μια στιγμή, εκείνο που είχε δει και στο πρόσωπο του Θελλέδη, χτες. Αυτός ο άνθρωπος την έβλεπε με κάποια… ελπίδα… κάποια προσμονή. Περιμένουν να αντικαταστήσω τον Ανδρόνικο. Περιμένουν όλοι τους να αντικαταστήσω τον Ανδρόνικο. Μα τους θεούς, θα απογοητευτούν. Δεν είμαι ο Ανδρόνικος…
Ο Φαρνέλιος μίλησε, διακόπτοντας τους συλλογισμούς της: «Σχετικά μ’εκείνο το Σερπετό που σε βοήθησε… Είπες ότι οι εμφανίσεις του δεν ήταν τυχαίες.» Την ατένισε ερωτηματικά.
«Όχι,» αποκρίθηκε η Βασιλική, νιώθοντας έναν παγερό αέρα να σηκώνεται και να τινάζει τις ξανθές της μπούκλες, «δεν πιστεύω πως ήταν.»
«Και τι σημαίνει αυτό;»
«Δεν ξέρω.»
«Δεν το έχεις ξανασυναντήσει, το Σερπετό;»
Η Βασιλική κούνησε το κεφάλι. «Όχι, ποτέ. Πρώτη φορά το συνάντησα εκείνη τη νύχτα, που ερχόμουν οδοιπορώντας προς την Απαστράπτουσα και που είχα, πραγματικά, ανάγκη τη βοήθεια κάποιου.»
Ο Φαρνέλιος άναψε την πίπα του και κάπνισε σιωπηλά για μερικές στιγμές. Ύστερα, είπε: «Και το Σερπετό παρουσιάστηκε και στο όνειρό σου, σωστά; Το ίδιο Σερπετό;»
«Ναι.»
«Και σε έσωσε από το Άγγιγμα των ακόλουθων του Μαύρου Νάρζουλ. Εντυπωσιακό… και αξιοπερίεργο. Σημαίνει πως αυτό το Σερπετό είναι κάτι πολύ περισσότερο από… από ένα οποιοδήποτε Σερπετό.»
«Έχετε ένα τσιγάρο, κύριε Φαρνέλιε;»
«Ε; Όχι, δεν καπνίζω τσιγάρα–»
Εκείνη τη στιγμή, πλησίασε κάποιος άλλος. Η Βασιλική τον είδε με την άκρια του ματιού της, και στράφηκε.
Ο Θελλέδης, ο οποίος έβγαλε μια ταμπακέρα από μια τσέπη του πανωφοριού του και της πρόσφερε τσιγάρο. «Στις υπηρεσίες σας, Πριγκίπισσά μου,» είπε.
Μα τους θεούς, σκέφτηκε η Βασιλική, σταματήστε να με τρομάζετε έτσι. Εξάλλου, δεν είμαι πραγματικά Πριγκίπισσά σας· δεν είστε Απολλώνιοι υπήκοοι.
Πήρε ένα τσιγάρο, και ο Θελλέδης τής το άναψε.
Η Βασιλική φύσηξε καπνό μέσα στον κρύο αέρα. «Κύριε Φαρνέλιε,» είπε, «πρέπει να πάμε να πάρουμε τη Βικτώρια από τη Χρυσάνθια Κλινική. Δεν μπορούμε να την αφήσουμε εκεί.»
«Προτείνεις, λοιπόν, να πολιορκήσουμε νοσοκομείο;»
Η Βασιλική μειδίασε, γιατί βρήκε κάτι το αστείο στα λόγια του Φαρνέλιου. Πήρε μια τζούρα απ’το τσιγάρο της και είπε: «Ναι, γιατί όχι; Δε θα χρειαστεί και καμια μεγάλη πολιορκία, υποθέτω.»
«Εγώ δε θα ήμουν τόσο σίγουρος γι’αυτό,» αποκρίθηκε ο Φαρνέλιος. «Οι κατάσκοποι του Λούσιου τριγυρίζουν σ’εκείνα τα μέρη, όπως πολύ καλά γνωρίζεις.»
«Θα πρέπει, λοιπόν, να πάμε προετοιμασμένοι.»
«Πριγκίπισσά μου,» παρενέβη ο Θελλέδης, «συμφωνώ απόλυτα.»
Ο Φαρνέλιος κάρφωσε τον γαλανόδερμο επαναστάτη μ’ένα αυστηρό βλέμμα. Και είπε στη Βασιλική: «Ας αρχίσουμε να προετοιμαζόμαστε.»
«Αυτό σημαίνει ότι συμφωνείτε με την κίνηση που προτείνω;» ρώτησε η Πριγκίπισσα, που την ενδιέφερε η πραγματική άποψη του Φαρνέλιου, όχι μια τυπική άποψη υπηκόου, που δεν ήταν τίποτα περισσότερο από Ακούω και υπακούω, Υψηλοτάτη.
«Συμφωνώ,» τη διαβεβαίωσε ο Φαρνέλιος. «Μπορεί εσύ κι η Βικτώρια να είστε φίλες, αλλά κι εγώ τυχαίνει να τη συμπαθώ, πολύ. Κι επιπλέον, ετούτη είναι η πρώτη ευκαιρία που μου δίνεται για να ανοίξω μια, οσοδήποτε μικρή, τρύπα στα σχέδια του Λούσιου. Αυτός ο νεαρός ήταν, τελικά, απείρως απογοητευτικός. Καθόλου σαν τον αδελφό του, ή ακόμα και σαν εσένα, Βασιλική.»
Ακόμα και σαν εμένα; συλλογίστηκε, ολίγον πειραγμένη, η Πριγκίπισσα. Τι πάει να πει τούτο; Ακόμα και σαν εμένα;
*
Ο Αυγερινός έμαθε, από τους υπόλοιπους φρουρούς του παλατιού, ότι ο Πρίγκιπας Λούσιος και η σύζυγός του, Δομινίκη, θα έφευγαν από την Απαστράπτουσα, μαζί με τη Δούκισσα Κορνηλία, η οποία, όπως φημολογείτο, είχε έρθει με την αυγή στο παλάτι και όλοι υπέθεταν ότι πρέπει να είχε φέρει κάποια σημαντικά νέα· ωστόσο, κανείς δεν ήξερε τι νέα πιθανώς να ήταν αυτά. Η αναχώρηση του Λούσιου θα γινόταν μέχρι το μεσημέρι, έτσι οι πάντες βρίσκονταν σε αναστάτωση με τις προετοιμασίες. Ο Πρίγκιπας, δε δυσκολεύτηκε να πληροφορηθεί ο Αυγερινός, θα έφευγε με πλοίο από το λιμάνι της πρωτεύουσας, και προορισμός του θα ήταν η Ρακμάνη.
Η Ρακμάνη… Τι δουλειά μπορεί να έχει εκεί; Και δεν πηγαίνει μόνο εκείνος –που, έτσι κι αλλιώς, αυτό θα υποδήλωνε κάτι το σημαντικό–, αλλά πάνε μαζί του και η Δομινίκη και η Δούκισσα Κορνηλία. Και, μάλιστα, άρον-άρον. Πρέπει, επομένως, να πρόκειται για κάτι άνευ προηγουμένου.
Η Βασίλισσα Γλυκάνθη ίσως να γνώριζε. Ίσως. Γιατί ο Αυγερινός δεν ήταν καθόλου σίγουρος. Ο Λούσιος δε φαινόταν να εμπιστεύεται τη μητέρα του· δεν της έλεγε τίποτα. Προτού φύγει, όμως, πρέπει κάτι να της πει. Αναμφίβολα, δε θάναι ολόκληρη η αλήθεια, αλλά θα είναι, θέλω να πιστεύω, ένα μέρος της αλήθειας.
Ο Αυγερινός ήθελε να πάει να βρει τη Βασίλισσα, για να της μιλήσει, όχι μόνο γι’αυτό το θέμα, μα και για ένα άλλο, που ίσως να ήταν σημαντικότερο. Δεν το έκανε αμέσως, όμως, επειδή φοβόταν ότι πιθανώς να τραβούσε την προσοχή, ακόμα και μέσα σε τούτο το χαλασμό που γινόταν τώρα στο παλάτι.
Περίμενε, επομένως… μέχρι να δει κάπου την Αγάθη, αφού η υπηρέτρια ήταν ο μοναδικός του κρίκος με τη Βασίλισσα.
Τη βρήκε στον κήπο, όταν δεν είχε βάρδια και ήταν ελεύθερος να πάει όπου ήθελε και να κάνει ό,τι ήθελε μέσα στο παλάτι και στην πόλη. Η Αγάθη έκοβε λουλούδια και τα μάζευε, φτιάχνοντας μια ανθοδέσμη. Δεν τον είχε προσέξει.
Ο Αυγερινός έκοψε ένα λουλούδι με μακρύ μίσχο και λευκά πέταλα. «Να βοηθήσω;»
Η Αγάθη αναπήδησε. Τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. Ύστερα, έριξε μια ματιά τριγύρω και, βλέποντας πως δεν τους παρακολουθούσε κανείς, ικανοποιήθηκε και η όψη της ηρέμησε.
«Θα με τρελάνεις!» του είπε. «Γιατί συνέχεια το κάνεις αυτό;»
Ο Αυγερινός συνοφρυώθηκε. «Νομίζω πως μου έχεις ξανακάνει τη συγκεκριμένη ερώτηση.»
«Μη μου πεις πάλι ότι ήσουν ‘επιφυλακτικός’. Δεν είναι κανείς κοντά μας. Κι επιπλέον, απλά μιλάμε· δεν μπορεί αυτό να είναι ύποπτο, σωστά;»
«Ίσως,» παραδέχτηκε ο Αυγερινός. «Με συγχωρείς. Δεν το έκανα επίτηδες για να σε τρομάξω.» Και ύψωσε το μακρύ, λευκό άνθος προς τη μεριά της.
Η Αγάθη το κοίταξε με περιέργεια· κι ύστερα, κοίταξε το πρόσωπό του. «Για μένα είναι αυτό;»
Ο Αυγερινός μόρφασε. «Αφού μαζεύεις λουλούδια…»
Τα μάγουλα της Αγάθης κοκκίνισαν, για μια στιγμή, και τα μάτια της στένεψαν. Έπειτα, όμως, ανάκτησε την αυτοκυριαρχία της. Πήρε το άνθος και το πρόσθεσε στην ανθοδέσμη της. «Ευχαριστώ. Τα λουλούδια τα μαζεύω για τη Βασίλισσα. Για να τα βάλουμε στα βάζα, στα διαμερίσματά της. Εσύ τι κάνεις εδώ; Βόλτα, και έτυχε να με δεις;»
«Όχι ακριβώς. Σε έψαχνα. Θέλω να πεις κάτι στη Βασίλισσα για μένα.»
«Α,» έκανε η Αγάθη και έσκυψε πάλι, για να μαζέψει λουλούδια. «Τι θες να της πω;»
«Ότι πρέπει να της μιλήσω.»
«Δεν ξέρω αν αυτό θα είναι εφικτό.»
Ο Αυγερινός γονάτισε στο ένα γόνατο δίπλα της, και είπε με χαμηλωμένη φωνή: «Είναι απαραίτητο, τώρα που ο Λούσιος φεύγει απ’την πρωτεύουσα! Έχουμε πολλά να συζητήσουμε. Και σημαντικά.»
Η Αγάθη στράφηκε ν’ατενίσει την όψη του. «Εντάξει, θα της το πω.»
Ο Αυγερινός σηκώθηκε όρθιος, και εκείνη σηκώθηκε συγχρόνως.
«Γνωρίζεις γιατί φεύγει ο Λούσιος;» τη ρώτησε.
Η Αγάθη κούνησε το κεφάλι. «Όχι.»
«Δε μίλησε με τη μητέρα του;»
«Όχι ακόμα. Όχι όσο ήμουν στα διαμερίσματα της Βασίλισσας, τουλάχιστον.»
«Μάλιστα,» είπε ο Αυγερινός. «Θα σε ξαναδώ σύντομα, υποθέτω.» Και στράφηκε, για να φύγει.
Η Αγάθη τράβηξε το λευκό άνθος απ’την ανθοδέσμη. «Θες το λουλούδι σου πίσω;»
Ο Αυγερινός στάθηκε. Τι παράξενη ερώτηση… Θα μπορούσε να…; «Όχι, κράτησέ το.»
«Δηλαδή, το έκοψες για μένα;»
Ο Αυγερινός ένευσε.
Η Αγάθη χαμογέλασε.
Εκείνος στράφηκε κι έκανε μερικά βήματα.
«Αυγερινέ;»
Την κοίταξε πάνω απ’τον ώμο του. «Τι;»
Η Αγάθη τον ζύγωσε, και είπε, χαμηλόφωνα: «Θα σε ειδοποιήσω το μεσημέρι, για την απόφαση της Βασίλισσας. Να έρθω στο δωμάτιό σου;»
«Ξέρεις πού είναι το δωμάτιό μου;»
«Ναι, φυσικά και ξέρω.»
«Έλα, τότε. Αν και–» Αν και ίσως νάναι επικίνδυνο, ήθελε να πει, μα δεν πρόλαβε.
«Θα σου φέρω και κάτι να φας.»
«Δεν είναι ανάγκη…» Θα μπορούσε η υπόθεσή μου για το λουλούδι να είναι σωστή;
«Για προκάλυμμα,» είπε η Αγάθη. «Αν σου φέρω φαγητό, κανείς δε θα υποψιαστεί ότι συμβαίνει κάτι άλλο. Σε περίπτωση, δηλαδή, που όντως κάποιος μάς παρακολουθεί.»
Ο Αυγερινός μειδίασε. «Εντάξει. Ακούγεται καλή ιδέα.»
Η Αγάθη τού ανταπέδωσε το μειδίαμα. «Πήγαινε τώρα· έχω κι άλλα λουλούδια να μαζέψω για τη Βασίλισσα.»
*
Το μεσημέρι, ο Αυγερινός την περίμενε στο δωμάτιό του, μην έχοντας πάρει τίποτα για να φάει. Και η αλήθεια ήταν ότι πεινούσε.
Και η Αγάθη δεν ερχόταν. Περνούσε η ώρα, αλλά δεν ερχόταν.
Ο Αυγερινός αναρωτήθηκε αν το είχε ξεχάσει, ή αν η Βασίλισσα τής είχε απαγορέψει να έρθει για λόγους ασφαλείας, ή αν κάτι τής είχε τύχει.
Και πεινούσε.
Αλλά αυτό δεν ήταν το χειρότερο. Το χειρότερο ήταν ότι είχε μια πολύ, πολύ άσχημη αίσθηση, η οποία δε σχετιζόταν ούτε με τη Βασίλισσα Γλυκάνθη ούτε με την Αγάθη, αλλά, νόμιζε, με τον Κύριο του Γαλανού Φωτός. Είχε την αίσθηση πως κάτι αποτρόπαιο είχε συμβεί· κάτι που ίσως να μη μπορούσε να διορθώσει.
Άργησα; Μα τους θεούς, άργησα; Η αποστολή μου έχει τελειώσει; Έχω αποτύχει;
Τα ερωτηματικά κατέτρωγαν το μυαλό του, και, κάθε τόσο, καθώς έκανε πέρα-δώθε μες στο δωμάτιο, νόμιζε πως μπορούσε να δει μπροστά στα μάτια του λάμψεις. Λάμψεις από γαλανό φως.
Έχω αργήσει… Έχω αργήσει…
Προσπάθησε να ηρεμήσει τον εαυτό του. Στάθηκε κοντά στο παράθυρο, παίρνοντας βαθιές αναπνοές.
Όχι, σκέφτηκε, δεν μπορεί να έχω αργήσει. Θα τα καταφέρω. Τώρα που ο Λούσιος φεύγει, είναι η ευκαιρία που περίμενα. Θα τα καταφέρω.
Πίσω του, άκουσε την πόρτα να χτυπά και ν’ανοίγει.
Στράφηκε και είδε το πρόσωπο της Αγάθης να τον κοιτάζει απ’την άκρια της πόρτας. «Να μπω;»
«Καιρός ήταν,» είπε ο Αυγερινός, χαμογελώντας. «Είχα αρχίσει να λιμοκτονώ.»
«Με συγχωρείς,» αποκρίθηκε η Αγάθη, χαμογελώντας κι εκείνη και μπαίνοντας. «Η Βασίλισσα με καθυστέρησε περισσότερο απ’όσο υπολόγιζα. Δε μου κρατάς κακία, ε;» Η εμφάνισή της δεν ήταν όπως συνήθως. Τα μαύρα της μαλλιά ήταν λυτά και καλοχτενισμένα. Το πρόσωπό της βαμμένο περισσότερο: όχι υπερβολικά, απλά λίγο πιο έντονη βαφή στα χείλη και στα βλέφαρα. Τα επάνω κουμπιά της υπηρετικής της στολής ήταν αθηλύκωτα.
Στα χέρια της κρατούσε έναν δίσκο με φαγητά και ποτά. Λύγισε το γόνατό της και έκλεισε την πόρτα, μαλακά, πίσω της. Ο Αυγερινός παρατήρησε ότι η φούστα της είχε ένα σχίσιμο με σταυρωτά λουριά στη δεξιά μεριά. Υπήρχε αυτό και παλιότερα; Δε θυμόταν να το είχε προσέξει.
«Δε μπορώ να σου κρατήσω κακία, τώρα που ήρθες επιτέλους να με ταΐσεις,» της αποκρίθηκε.
Η Αγάθη γέλασε, και άφησε τον δίσκο στο τραπέζι του δωματίου.
«Αυτό είναι αρκετό φαγητό για δύο ανθρώπους,» είπε ο Αυγερινός. «Το ήξερες ότι θα ήμουν τόσο πεινασμένος;»
«Για να είμαι ειλικρινής, το μισό είναι για μένα. Ούτε εγώ έχω φάει, και, όπως κι εσύ, λιμοκτονώ.»
Καθώς κάθονταν σε αντικριστές καρέκλες, ο Αυγερινός ρώτησε: «Είναι κουραστική δουλειά να είσαι υπηρέτρια της Βασίλισσας;»
«Δε μπορείς να φανταστείς, πίστεψέ με.»
Άρχισαν να τρώνε με όρεξη.
«Τι σου απάντησε;» ρώτησε ο Αυγερινός, όταν η περισσότερη από την πείνα του είχε κορεστεί.
«Μπορείς να τη δεις, αν θέλεις, το βράδυ. Στο μέρος όπου συναντηθήκατε και την πρώτη φορά.»
Στον παλιό στάβλο. Ο Αυγερινός ένευσε. «Και σχετικά με τον Λούσιο; Της μίλησε ο γιος της;»
«Δε μου διευκρίνισε,» αποκρίθηκε η Αγάθη, πίνοντας μια γουλιά απ’τη μπίρα της. «Μου είπε μόνο ότι θα συζητήσετε για όλα ιδιαιτέρως.»
Συνέχισαν να τρώνε, χωρίς να μιλούν. Μια σιωπή αμηχανίας είχε απλωθεί ανάμεσά τους. Ο Αυγερινός, τουλάχιστον, δεν ήξερε τι ακριβώς να πει, και το ίδιο φαινόταν να αισθάνεται κι η Αγάθη. Αφού είχαν τελειώσει με το θέμα της Βασίλισσας, έμοιαζε να μην τους έχει μείνει τίποτε άλλο.
Τελικά, η Αγάθη είπε: «Γιατί βοηθάς τη Βασίλισσα;»
«Είμαι πιστός σ’αυτήν.»
«Ναι, αλλά γιατί ειδικά εσύ; Παλιότερα, εγώ δε σε ήξερα καν.»
«Παλιότερα, ούτε εγώ με ήξερα.»
Η Αγάθη συνοφρυώθηκε.
Ο Αυγερινός γέλασε. «Ναι, το καταλαβαίνω πως ακούγεται παράξενο. Αλλά είναι αλήθεια.»
Η Αγάθη είπε, κοιτάζοντας το πρόσωπό του: «Μου έχουν πει ότι ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος ήταν που…» Άπλωσε το χέρι της και ακράγγιξε την ουλή του, η οποία ξεκινούσε απ’το μέτωπό του, επάνω δεξιά, και τελείωνε στο σαγόνι του, κάτω αριστερά.
«Πράγματι, έτσι είναι. Και το ξέρω πως βρίσκεις το σημάδι αποκρουστικό, αλλά για–»
Η Αγάθη κούνησε το κεφάλι. «Όχι, δε μ’ενοχλεί. Αλήθεια.» Απομάκρυνε το χέρι της απ’το πρόσωπό του. «Αλήθεια.»
«Είσαι παράξενο πλασματάκι,» παρατήρησε ο Αυγερινός.
Η Αγάθη κοκκίνισε, απ’το μέτωπο ώς τα μάγουλα.
Ο Αυγερινός γέλασε και ύψωσε τα χέρια του. «Με συγχωρείς. Δεν το εννοούσα όπως ακούστηκε. Απλά, η αντίδρασή σου μου φάνηκε περίεργη. Γιατί υποθέτω πως αυτό το πράγμα,» έδειξε την ουλή του με μια γρήγορη χειρονομία, «απωθεί τους περισσότερους ανθρώπους.»
«Ναι,» είπε η Αγάθη. «Γενικά, μοιάζεις τρομαχτικός…» Χαμογέλασε. «Θες να μάθεις τι φήμες κυκλοφορούν για σένα ανάμεσα στο υπηρετικό προσωπικό;»
«Πες μου.»
Σε λίγο, κι οι δυο τους χτυπιόνταν απ’τα γέλια.
«Το ότι ήμουν νεκρός και αναστήθηκα είναι, πάντως, το καλύτερο!» είπε ο Αυγερινός, σηκώνοντας τη μπίρα του και πίνοντας μια μεγάλη γουλιά, για να τελειώσει το ποτήρι. «Απλά, το καλύτερο! Χα-χα-χα-χα!»
«Γιατί, το άλλο, ότι κάνουν κάποιο πείραμα μ’εσένα και γι’αυτό σ’έχουν ακόμα στο παλάτι, δε σου άρεσε;» Η Αγάθη είχε φέρει την καρέκλα της πιο κοντά του, κι εκείνος είχε φέρει τη δική του καρέκλα πιο κοντά στην Αγάθη, σε κάποιο σημείο της αφήγησής της σχετικά με τις φήμες που κυκλοφορούσαν· και τώρα, εκείνη έγερνε προς το μέρος του, στηριζόμενη, ασυναίσθητα, πάνω στο γόνατό του.
«Ναι,» παραδέχτηκε ο Αυγερινός, «κι αυτό ήταν καλό. Πολύ καλό!»
«Το λουλούδι σου μου άρεσε πραγματικά,» του είπε η Αγάθη, αλλάζοντας ξαφνικά θέμα και έχοντας τώρα πιο σοβαρή όψη.
«Ναι;»
«Ναι. Σκέφτεσαι να μου κόψεις κι άλλα;»
Ο Αυγερινός μειδίασε. «Αφού φαίνεται να σου αρέσουν…»
«Να σου πω κάτι;» ρώτησε η Αγάθη. «Αλλά θα υποσχεθείς να μην το πεις πουθενά.» Τώρα βρισκόταν πιο κοντά του, και τα χέρια της στηρίζονταν στον μηρό του, όχι στο γόνατό του.
«Είμαι καλός στο να κρατάω μυστικά,» είπε ο Αυγερινός.
«Ναι, υποθέτω πως αυτό είν’αλήθεια…» Η Αγάθη τεντώθηκε και ψιθύρισε στ’αφτί του: «Από τότε που με άρπαξες, εκείνη την πρώτη φορά στο διάδρομο, σε ονειρεύομαι. Ονειρεύομαι ότι έρχεσαι πάλι να με αρπάξεις…» Τα χείλη της σύρθηκαν, απαλά, πάνω στο μάγουλό του. «Δε θα το πεις σε κανέναν, έτσι;»
«Όχι.» Ο Αυγερινός γύρισε το κεφάλι του και τη φίλησε.
Και μετά, βρέθηκαν κι οι δυο τους όρθιοι. Η Αγάθη είχε τυλίξει τα χέρια και τα πόδια της γύρω του, σαν αναρριχώμενο φυτό που πιάνεται σε πέτρινη κολόνα. Ο Αυγερινός διέτρεχε τα χέρια του πάνω στους μηρούς και στην πλάτη της· κι έπειτα, έπιασε το τραπεζομάντιλο και το τράβηξε απότομα, σκορπίζοντας στο πάτωμα ό,τι είχε απομείνει από το φαγητό. Η Αγάθη ξάπλωσε ανάσκελα πάνω στο τραπέζι, έχοντας τις κνήμες της σταυρωμένες πίσω απ’τη μέση του. —Είσαι σίγουρη πως η Βασίλισσα το εγκρίνει αυτό; τη ρώτησε ο Αυγερινός, ανοίγοντας μ’ένα τράβηγμα τα κουμπιά της υπηρετικής της στολής και κολλώντας τα χείλη του στο δεξί της στήθος. —Της είπα ότι θα σου έφερνα φαγητό, αποκρίθηκε η Αγάθη· άστη να υποθέσει τα υπόλοιπα από μόνη της. —Χα-χα-χαχαχα! γέλασε ο Αυγερινός, και ρούφηξε τα χείλη της. Είσαι, πράγματι, παράξενο πλασματάκι. Τα χέρια της Αγάθης πήγαν κάτω, ανάμεσα στους μηρούς της και στη ζώνη του παντελονιού του, λύνοντάς την. —Μου φέρνεις, όμως, λουλούδια, του είπε.
*
Ο Άγγελος ήταν άρρωστος. Το αντιβιοτικό του Φαρνέλιου, μάλλον, δεν τα είχε καταφέρει να τον θεραπεύσει ως δια μαγείας. Ξύπνησε βήχοντας, και είχε ανεβασμένο πυρετό. Καταράστηκε, καθώς είχε πάρει μισοκαθιστή θέση, τυλιγμένος στην κουβέρτα του.
«Ηρέμησε,» του είπε η Βασιλική, που ήταν καθισμένη οκλαδόν πλάι του. «Πρέπει να ξεκουραστείς.» Και του έδωσε μια αχνιστή κούπα.
«Τι είν’αυτό;» ρώτησε ο Άγγελος, παίρνοντάς τη στα χέρια του.
«Τσάι, μαζί μ’ένα φάρμακο που έριξε μέσα ο κύριος Φαρνέλιος.»
«Ελπίζω να μη με δηλητηριάσει…» Ο Άγγελος ήπιε μια γουλιά.
«Τι χειρότερο να πάθεις;»
Ο Άγγελος μειδίασε. «Τουλάχιστον, έχει καλή γεύση.»
«Δεν έχεις ακούσει τι λένε; ‘Αν είναι να φας κάτι δηλητηριασμένο, καλύτερα να είναι εύγευστο.’»
«Αλήθεια; Ποιοι το λένε αυτό;»
«Δε θυμάμαι, αλλά κάπου τόχω ακούσει.»
«Πηγαίνουμε σε κάποιο μέρος,» ρώτησε ο Άγγελος, «ή είμαι τόσο άρρωστος που αισθάνομαι το όχημά μας να κινείται;»
«Πηγαίνουμε σε κάποιο μέρος.»
«Πού;»
«Στη Χρυσάνθια Κλινική.»
«Στη Χρυσάνθια Κλινική;»
«Ναι. Για να πάρουμε τη Βικτώρια.»
Ο Άγγελος κοίταξε έξω απ’το μισάνοιχτο παράθυρο, και συνοφρυώθηκε. «Πού είμαστε τώρα; Αυτά τα μέρη δε νομίζω πως είναι κοντά στην Απαστράπτουσα.»
«Δεν είναι,» τον διαβεβαίωσε η Βασιλική. «Οι επαναστάτες μάς πήγαν δυτικά, προκειμένου να αποφύγουμε τους κατασκόπους του Λούσιου· και τώρα, κατευθυνόμαστε πάλι προς τα ανατολικά. Με το πάσο μας. Στην κλινική θα επιτεθούμε το βράδυ.»
«Θα επιτεθούμε;»
Η Βασιλική ανασήκωσε τους ώμους. «Δε νομίζω να μας παραδώσουν τη Βικτώρια οικειοθελώς. Αλλά, επίσης, δε νομίζω ότι θα προβάλουν και καμια ιδιαίτερη αντίσταση.»
Ο Άγγελος άφησε το τσάι του παραδίπλα και ξάπλωσε. «Και μετά, τι θα γίνει;»
«Τι εννοείς;»
«Αφότου πάρουμε τη Βικτώρια από την κλινική… Δεν ξέρω αν τόχεις καταλάβει, Πριγκίπισσα, αλλά είμαστε εμείς εναντίον ολόκληρου του καθεστώτος του αδελφού σου.»
«Θα βρούμε συμμάχους. Δεν πρόκειται ν’αφήσω αυτή την κατάσταση να συνεχιστεί,» αποκρίθηκε η Βασιλική. «Ο Λούσιος πρέπει να φύγει απ’το θρόνο, και οι ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ από τις θέσεις που έχουν μέσα στην κοινωνία της Απολλώνιας.»
*
Η Βασίλισσα Γλυκάνθη συνάντησε τον Αυγερινό μέσα στις πυκνές σκιές του παλιού, εγκαταλειμμένου στάβλου του παλατιού. Ο φρουρός κρατούσε μια λάμπα λαδιού και φορούσε κάπα και κουκούλα. Το πρόσωπό του ήταν σαν από εφιάλτη, καθώς διακρινόταν αμυδρά στο ασθενικό φως.
«Σου οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ,» του είπε η Γλυκάνθη.
«Δεν έχω ακόμα κάνει τίποτα, Βασίλισσά μου,» αποκρίθηκε εκείνος.
«Ίσως έτσι να νομίζεις, αλλά έχεις κάνει.»
Ο Αυγερινός την κοίταξε ερωτηματικά, δίχως να μιλήσει.
Η Γλυκάνθη είπε: «Όταν με πληροφόρησες για εκείνες τις φράσεις που σου είχε δώσει ο διοικητής της παλατιανής φρουράς, αυτό ήταν μεγάλη βοήθεια για μένα.»
«Για να είμαι ειλικρινής, Βασίλισσά μου, δεν ήξερα –κι ακόμα δεν ξέρω– περί τίνος πρόκειται. Όχι ακριβώς, τουλάχιστον. Ήταν κάποιου είδους κώδικας;»
Η Γλυκάνθη ένευσε. «Θα μπορούσες να το πεις κι έτσι. Ή, καλύτερα, μια μέθοδος ψυχολογικού πολέμου. Προφανώς, κάποιος ήθελε να με τρελάνει, για να με κάνει, πιθανώς, να φύγω απ’το παλάτι.»
Τα μάτια του Αυγερινού στένεψαν. «Ο γιος σας;»
«Ή η Δομινίκη. Δεν έχει σημασία, όμως. Όχι τώρα. Η μέθοδός τους χάνει πολλή δύναμη, όταν έχεις πληροφορηθεί γι’αυτήν. Κι επιπλέον, σήμερα έφυγαν από το παλάτι…»
«Ακριβώς γι’αυτό ήθελα να σας μιλήσω κι εγώ, Βασίλισσά μου,» είπε ο Αυγερινός. «Πιστεύω πως ήρθε η ώρα να κινηθούμε.»
«Το σπαθί…»
«Ναι, το σπαθί. Πρέπει να έχω το σπαθί, προτού επιχειρήσω να σώσω τον Πρίγκιπα.»
«Δεν είμαι βέβαιη αν ο Λούσιος το έχει αφήσει εδώ ή αν το έχει πάρει μαζί του,» είπε η Γλυκάνθη.
«Εδώ το έχει αφήσει.»
Η Βασίλισσα συνοφρυώθηκε. «Πώς το ξέρεις;»
«Το ξέρω. Μπορώ να το αισθανθώ. Υπάρχει ένας αόρατος δεσμός ανάμεσα σε μένα και το ξίφος.»
Η Γλυκάνθη ένευσε. «Εντάξει. Αλλά αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να εισβάλεις στα διαμερίσματα του Λούσιου· κι ακόμα και τώρα, που λείπει, δε θα είναι αφύλαχτα.»
«Το αντιλαμβάνομαι, Βασίλισσά μου. Ωστόσο, πρέπει να το κάνω.»
«Είσαι γενναίος άνθρωπος, Αυγερινέ,» είπε η Γλυκάνθη.
«Όχι, Βασίλισσά μου,» αποκρίθηκε εκείνος. «Είμαι άνθρωπος που κάνει το καθήκον του στην Απολλώνια.»
Η Γλυκάνθη δεν ήξερε τι ν’απαντήσει σ’αυτό, έτσι το άφησε καλύτερα.
«Ο γιος σας, ο Λούσιος,» ρώτησε ο Αυγερινός, σπάζοντας τη σιωπή, «πού πηγαίνει και γιατί;»
«Στη Ρακμάνη, απ’ό,τι μου είπε. Όσο για το γιατί, δεν είμαι βέβαιη. Δε μου διευκρίνισε. Είπε μόνο ότι εκεί θα βρει κάτι που θα τον βοηθήσει να σώσει την Απολλώνια από τους εχθρούς της.»
«Ο μεγαλύτερος εχθρός της Απολλώνιας ίσως να είναι ο ίδιος, Βασίλισσά μου, χωρίς να το γνωρίζει.»
Η Γλυκάνθη αναστέναξε και είπε με βαριά φωνή: «Το ξέρω…» Την πονούσε το γεγονός ότι το ένα απ’τα παιδιά της είχε φτάσει ώς εδώ. Είχε φτάσει στο σημείο να φυλακίσει τον αδελφό του και να σφετεριστεί το θρόνο… και είχε φτάσει στο σημείο να συναινέσει να γίνει ψυχολογικός πόλεμος στη μητέρα του· γιατί, ακόμα κι αν η Δομινίκη το είχε σχεδιάσει, δεν μπορεί να το είχε εκτελέσει χωρίς τη συναίνεση του Λούσιου. Η Γλυκάνθη ήθελε να πιστέψει ότι, κατά βάθος, το κατάντημα του γιου της ήταν δικό της φταίξιμο, της Δομινίκης, αλλά η λογική της της έλεγε πως αυτό δεν μπορεί να αλήθευε πλήρως. Εξάλλου, ο Λούσιος δεν ήταν μικρό παιδί.
«Με συγχωρείτε, Βασίλισσά μου,» είπε ο Αυγερινός.
«Δεν υπάρχει λόγος να απολογείσαι, όταν λες την αλήθεια,» αποκρίθηκε η Γλυκάνθη. Ακόμα κι αν η αλήθεια τυχαίνει να με πληγώνει, γιατί είναι φρικτή. Και άλλαξε θέμα, μη θέλοντας να μείνει άλλο εδώ: «Είναι καιρός να δράσουμε, όπως είπες κι ο ίδιος. Θα επιχειρήσεις απόψε να πάρεις το ξίφος;»
«Αν συμφωνείτε κι εσείς, Βασίλισσά μου, ναι.»
«Συμφωνώ,» είπε η Γλυκάνθη. «Αλλά δε θα πας μόνος. Θα χρειαστείς, σίγουρα, κάποια βοήθεια. Άλλον έναν άνθρωπο.»
«Θα πρέπει να είναι απόλυτα έμπιστος. Δε θα πρέπει να υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα να είναι κατάσκοπος του Λούσιου.»
«Μην ανησυχείς γι’αυτό.»
*
«Θα συναντηθείτε στην Άνω Πινακοθήκη, τα μεσάνυχτα,» του είχε πει η Βασίλισσα, προτού φύγει απ’τον εγκαταλειμμένο στάβλο του κήπου.
Και τώρα ήταν μεσάνυχτα, και ο Αυγερινός βρισκόταν στην Άνω Πινακοθήκη: ένα μεγάλο δωμάτιο με επιβλητικές μαρμάρινες καμάρες, που οι τοίχοι του ήταν γεμάτοι έργα τέχνης, από διάφορες εποχές της Απολλώνιας. Ο Αυγερινός έβλεπε γύρω του δεκάδες τεχνοτροπίες και συνδυασμούς τεχνοτροπιών. Ο ίδιος, φυσικά, δεν είχε ποτέ του ασχοληθεί με τη ζωγραφική και δεν είχε ιδέα απ’όλα τούτα· όμως αυτό δεν τον εμπόδιζε απ’το να τα θαυμάζει. Θυμόταν πως ο πατέρας του, κάποτε, του είχε πει: «Δε χρειάζεται να είσαι καλλιτέχνης για να μπορείς να θαυμάσεις τη δουλειά ενός καλλιτέχνη. Μονάχα οι μικρόψυχοι άνθρωποι δεν μπορούν να θαυμάσουν ένα έργο τέχνης.»
Μια σκιερή φιγούρα μπήκε στην πινακοθήκη. Ο Αυγερινός την είδε από την άκρια της κολόνας μιας καμάρας. Ο άνθρωπος της Βασίλισσας, αναμφίβολα.
Βάδισε προς το μέρος του, χωρίς όμως να δείχνει ότι πήγαινε εσκεμμένα προς τα εκεί. Παρίστανε ότι κοίταζε τους πίνακες γύρω του. Γιατί, στην περίπτωση που δεν ήταν, τελικά, ο άνθρωπος της Βασίλισσας, καλύτερα να μην καταλάβαινε ότι εκείνος βρισκόταν εδώ για να συναντήσει κάποιον.
Η όψη του επισκέπτη αιφνιδίασε τον Αυγερινό.
«Δεν περίμενες να με δεις;» είπε η Αγάθη, καθώς εκείνος την πλησίαζε.
«Οφείλω να ομολογήσω πως όχι. Εσύ θα έρθεις μαζί μου;»
Η Αγάθη ένευσε.
Η Βασίλισσα πρέπει νάναι τρελή! σκέφτηκε ο Αυγερινός. «Θα είναι επικίνδυνα,» την προειδοποίησε.
«Λες να μην το ξέρω; Εγώ το είπα στη Βασίλισσα, αλλά εκείνη δεν ήθελε ν’ακούσει κουβέντα!»
«Τι της είπες;»
«Ότι δεν έχω ιδέα τι μπορώ να κάνω για να σε βοηθήσω στην αποστολή σου. Δεν έχω σχέση μ’αυτά τα πράγματα. Εκείνη, όμως, επέμεινε, λέγοντας ότι, όπως και νάχε το πράγμα, θα χρειαζόσουν άλλον έναν άνθρωπο μαζί σου, ακόμα και για να φυλά τσίλιες. Κι όταν η Βασίλισσα επιμένει, δεν μπορείς να διαφωνήσεις…» Η Αγάθη αναστέναξε. Ήταν, προφανώς, αγχωμένη.
«Εντάξει,» είπε ο Αυγερινός. «Έχει δίκιο.»
«Δίκιο;»
«Ναι. Ίσως χρειαστώ κάποιον να φυλά τσίλιες.»
Η Αγάθη μόρφασε. «Θεοί…!»
Ο Αυγερινός έβγαλε ένα πιστόλι μέσα απ’τη στολή του και της το έδωσε.
Εκείνη δεν το πήρε. «Δεν ξέρω πώς να ρίχνω.»
Ο Αυγερινός το πίεσε επάνω στην κοιλιά της. «Δε χρειάζεται. Απλά πατάς τη σκανδάλη, χωρίς να έχεις στραμμένη την κάννη προς εμένα ή τον εαυτό σου.»
«Δεν είμαι και τόσο άσχετη!» Η Αγάθη πήρε το όπλο.
«Ωραία,» είπε ο Αυγερινός. «Και κρύψ’το, για την ώρα.»
Η Αγάθη το πέρασε μέσα στην υπηρετική στολή της.
«Επίσης,» πρόσθεσε ο Αυγερινός, «έχε υπόψη σου ότι τώρα είναι ασφαλισμένο. Για να πυροβολήσεις, θα πρέπει να βγάλεις την ασφάλεια.»
«Την ασφάλεια;»
Ο Αυγερινός τράβηξε το πιστόλι απ’τη ζώνη του και της έδειξε.
Η Αγάθη ένευσε. «Εντάξει. Πιστεύεις ότι θα χρειαστεί;»
«Να βγάλεις την ασφάλεια;»
«Να πυροβολήσω.»
«Δεν ξέρω. Ίσως,» είπε ο Αυγερινός, και στράφηκε, βαδίζοντας προς μια έξοδο της Άνω Πινακοθήκης.
Η Αγάθη τον ακολούθησε.
Καθώς η νύχτα έπεφτε, τυλίγοντας την Απολλώνια στο μεταξένιο πέπλο της, το φορτηγό όχημα των επαναστατών σταμάτησε κάπου πέντε χιλιόμετρα δυτικά της Χρυσάνθιας Κλινικής. Στον ουρανό, η Αθώρητη ήταν πραγματικά αθώρητη απόψε, καθώς δε φαινόταν το παραμικρό σημάδι της. Το φως της Γλαυκής, όμως, ήταν έντονο, παρότι το εν λόγω φεγγάρι δεν ήταν γεμάτο· και η Βασιλική το εκλάμβανε τούτο ως θετικό σημάδι.
Οι περισσότεροι επαναστάτες βγήκαν από το φορτηγό, μαζί με την Πριγκίπισσα. Ο Άγγελος, ο Φαρνέλιος, και μερικοί άλλοι έμειναν πίσω, για να φρουρούν το όχημα. Ο πρώτος η αλήθεια ήταν πως ήθελε να πάει με τη Βασιλική, μα ο Φαρνέλιος τού το απαγόρεψε στην κατάσταση που βρισκόταν. «Θες ν’αυτοκτονήσεις, νεαρέ;» του είπε, αυστηρά.
Η Βασιλική είχε τώρα απομακρυνθεί από το φορτηγό, περιτριγυρισμένη από τους επαναστάτες, οι οποίοι ήταν δεκαπέντε στο σύνολό τους. Αν δεν μπορούμε να πάρουμε τη Βικτώρια από κει μέσα με δεκαπέντε εμπειροπόλεμους ανθρώπους, τότε δεν μπορούμε να την πάρουμε με καμία δύναμη. Εξάλλου, η Χρυσάνθια Κλινική, είτε η διεύθυνσή της υπηρετούσε τον Λούσιο είτε όχι, ήταν μονάχα μια ψυχιατρική κλινική, όχι κανένα απόρθητο φρούριο της Παντοκράτειρας.
Η Βασιλική, ωστόσο, ήταν ντυμένη για πόλεμο. Και δε θυμόταν να είχε ντυθεί έτσι ποτέ άλλοτε στη ζωή της, ούτε καν για πλάκα, ούτε ως ερωτικό παιχνίδι. Φορούσε μαύρα ρούχα, για να τη βοηθούν να κρύβεται μέσα στη νύχτα, όπως της είχαν πει οι επαναστάτες: ένα εφαρμοστό υφασμάτινο παντελόνι, ψηλές δερμάτινες μπότες, κοντή μπλούζα, και, πάνω απ’τη μπλούζα, πέτσινο κλειστό πανωφόρι. Στη ζώνη της ήταν θηκαρωμένο ένα πιστόλι, στον ώμο της περασμένο ένα τουφέκι, και από τις άκριες των μποτών της ξεπρόβαλλαν οι λαβές ξιφιδίων. Τα μακριά, ξανθά της μαλλιά τα είχε δέσει κότσο. Σε μια απ’τις τσέπες του πανωφοριού της είχε έναν πομπό, ο οποίος ήταν ρυθμισμένος στη συχνότητα του πομπού του Φαρνέλιου, πίσω στο όχημα, ώστε να μπορούν να έχουν επικοινωνία.
Οι δεκαπέντε επαναστάτες ήταν παρόμοια ντυμένοι και οπλισμένοι, και όλοι τους τώρα κατευθύνονταν προς τη Χρυσάνθια Κλινική, περνώντας μέσα από τα πιο δενδρώδη, κατάφυτα σημεία που μπορούσαν να βρουν, ώστε να μην τραβήξουν την προσοχή των κατασκόπων του Λούσιου, που ήξεραν ότι τριγύριζαν σε τούτα τα μέρη.
Η Βασιλική οδήγησε τους επαναστάτες στον προορισμό τους, ενώ αρκετοί από αυτούς κοίταζαν ολόγυρα, για να δουν μήπως κανείς τούς είχε προσέξει. Έφτασαν στην κλινική, χωρίς κανένα πρόβλημα ή καμια ανεπιθύμητη συνάντηση με τους πράκτορες του αδελφού της. Μάλλον, δεν τους είχαν προσέξει.
Τώρα, όμως, θα μας προσέξουν· σίγουρα, θα μας προσέξουν. Η εισβολή μας στην κλινική θα τους τραβήξει την προσοχή, θέλουμε δε θέλουμε. Γιατί η Βασιλική ήταν βέβαιη πως η Χρυσάνθια Κλινική πρέπει να βρισκόταν υπό παρακολούθηση. Ο Λούσιος δε θ’άφηνε κάτι τέτοιο στην τύχη. Κι αν θα το άφηνε εκείνος, τότε δε θα το άφηνε αυτή η σκύλα, η γυναίκα του. Όταν ακόμα κατοικούσε στο παλάτι, η Βασιλική είχε βρεθεί πολλές φορές στον πειρασμό να σπάσει τη μούρη της Δομινίκης, να κοπανήσει τη γροθιά της πάνω στη μύτη και στο σαγόνι της, αλλά πάντοτε είχε συγκρατηθεί, γνωρίζοντας ότι αυτό θα εξόργιζε τον Λούσιο–
Τέλος πάντων. Οι σκέψεις της έτρεχαν. Η Δομινίκη δεν είχε τώρα καμία θέση στη δουλειά που πήγαιναν να κάνουν. Πρέπει να σώσουμε τη Βικτώρια. Αυτό έχει σημασία. Πρέπει να τα καταφέρουμε.
Η Βασιλική και οι επαναστάτες σταμάτησαν έξω από τη Χρυσάνθια Κλινική, κρυμμένοι μέσα στις πυκνές, νυχτερινές σκιές των δέντρων.
«Από πού είναι ασφαλέστερο να εισβάλουμε, Πριγκίπισσά μου;» ρώτησε ο Θελλέδης.
«Μη μ’αποκαλείς ‘Πριγκίπισσά μου’,» του είπε η Βασιλική. «Να με λες ‘Βασιλική’, αν θες να με ονομάζεις κάπως. Και, για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω από πού είναι ασφαλέστερο να εισβάλουμε. Εγώ, συνήθως, έμπαινα από την κεντρική είσοδο· αλλά, βέβαια, τότε, δεν ήθελα να μπω κρυφά.»
«Ας κάνουμε, λοιπόν, το γύρο του οικοδομήματος, να δούμε τι επιλογές έχουμε,» πρότεινε ο Θελλέδης.
Η Βασιλική κατένευσε, κι έτσι ξεκίνησαν, βαδίζοντας μες στις σκιές.
Σύντομα, ολοκλήρωσαν τον κύκλο της κλινικής, και διαπίστωσαν ότι η μόνη φανερή είσοδος ήταν η πρόσθια διπλή θύρα. Σε όλες τις άλλες πλευρές, το οικοδόμημα είχε παράθυρα, που όσα βρίσκονταν στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο ήταν κλειστά με παντζούρια. Μονάχα μερικά από αυτά που βρίσκονταν στον δεύτερο και τρίτο όροφο ήταν με τα παντζούρια ανοιχτά ή κουφωτά· αλλά τα τζάμια ήταν πάλι κλειστά, γιατί, καθότι χειμώνας, έκανε κρύο μες στη νύχτα.
«Έχουμε δύο επιλογές,» είπε ο Θελλέδης: «ή σπάμε κάποιο από τα παράθυρα στο ισόγειο και μπαίνουμε, ή κάνουμε διάρρηξη στην πόρτα της εισόδου. Ή, μάλλον… Η Βικτώρια σε ποιον όροφο κρατείται;»
«Στο ισόγειο, γιατί;»
«Γιατί, αν ήταν σε κάποιον απ’τους ορόφους, τότε ίσως να συνέφερε να σκαρφαλώσουμε στα πάνω παράθυρα και να μπούμε από εκεί. Αλλά, αφού είναι στο ισόγειο, τότε σίγουρα μας συμφέρει να διαρρήξουμε την κεντρική είσοδο, αν συμφωνείτε κι εσείς, Πριγκίπισσά μου.»
Πάλι τα ίδια, σκέφτηκε η Βασιλική. Πάλι, «Πριγκίπισσά μου». Δεν είμαι ο Ανδρόνικος, άνθρωπέ μου! Δεν είμαι «Πριγκίπισσά σας». Αλλά προτίμησε να μην το σχολιάσει. Είπε: «Εντάξει, πάμε από την κεντρική είσοδο.»
Βγήκαν από την κάλυψη των δέντρων και βάδισαν αποφασιστικά–
Ο ήχος μηχανής έσπασε τη σιγαλιά της νύχτας.
Η Βασιλική στράφηκε, για να δει έναν τύπο με δίκυκλο να σταματά στο πλάι του δρόμου, ενώ εκείνη κι οι επαναστάτες ζύγωναν την είσοδο. Φορούσε κράνος που έκρυβε το πρόσωπό του, κι έτσι της θύμιζε αυτόν που την είχε κυνηγήσει τις προηγούμενες φορές· το όχημα ετούτου εδώ, όμως, δεν είχε αργυρό κρανίο στη μπροστινή του μεριά.
«Η κλινική είναι κλειστή!» φώναξε ο άντρας πάνω στο δίκυκλο. «Δε λειτουργεί τη νύχτα.»
Μας κοροϊδεύει;
Ένας από τους επαναστάτες –ένας τύπος με κατάμαυρο δέρμα, που η Βασιλική νόμιζε πως είχε ακούσει ότι τον έλεγαν Φέτανιρ– ζύγωσε τη διπλή πόρτα του οικοδομήματος και, βγάζοντας ένα εργαλείο απ’το σάκο του, άρχισε να σκαλίζει την κλειδαριά. Οι υπόλοιποι επαναστάτες σχημάτισαν προστατευτικό κλοιό γύρω του.
Κανείς δεν απάντησε στον άντρα με το δίκυκλο, οπότε εκείνος στράφηκε κι έκανε να φύγει.
Ο Θελλέδης κι άλλοι δύο ύψωσαν τα τουφέκια τους και τον πυροβόλησαν. Ο κρότος αντήχησε μες στη νύχτα. Ένας τροχός έσπασε. Ο άντρας εκτοξεύτηκε απ’το δίκυκλο, βγάζοντας μια κραυγή πόνου. Σωριάστηκε μπρούμυτα, και δεν ξανασηκώθηκε. Το όχημά του κοπάνησε σ’ένα δέντρο, τραντάζοντας τον κορμό του και κάνοντας φύλλα να πέσουν.
Αμέσως, κι άλλες μηχανές ακούστηκαν να έρχονται, από κάποια απόσταση.
Προφανώς, δεν ήταν μόνος, συμπέρανε η Βασιλική.
*
Ο Αυγερινός και η Αγάθη δεν είχαν πρόβλημα να φτάσουν μέχρι τα διαμερίσματα του Λούσιου. Κανείς δεν τους σταμάτησε, γιατί δεν αποτελούσαν και κανένα περίεργο θέαμα: Ήταν ένας παλατιανός φρουρός και μια υπηρέτρια (που πολλοί την ήξεραν και ως «η υπηρέτρια της Βασίλισσας», εξάλλου).
Όταν, όμως, έφτασαν στον προορισμό τους, συνάντησαν αντίσταση.
Μια γυναίκα στάθηκε στο δρόμο τους. Ψηλή και ντυμένη με τη στολή των Βασιλικών Φρουρών. Είχε κοντά, κόκκινα μαλλιά και δέρμα λευκό, όπως του Αυγερινού και της Αγάθης. Από τη ζώνη της κρεμόταν σπαθί και πιστόλι.
Ο Αυγερινός τη γνώριζε. Ονομαζόταν Ευρυδίκη, και ήταν ευγενικής καταγωγής.
«Πού πηγαίνετε;» απαίτησε, βάζοντας το χέρι της στη λαβή του πιστολιού της.
Ο Αυγερινός, γνωρίζοντας ότι αυτή θα ήταν η αντίσταση που θα συναντούσε, κρατούσε ένα ξιφίδιο στο δεξί του χέρι, ανεστραμμένο και κρυμμένο πίσω απ’τον πήχη του. Και τώρα, υψώνοντας απότομα το χέρι του, το εκτόξευε, στέλνοντάς το να στροβιλιστεί στον αέρα.
Η Ευρυδίκη δεν πρόλαβε καν να τραβήξει το πιστόλι της. Η λεπίδα καρφώθηκε στο αριστερό της μάτι, και η γυναίκα σωριάστηκε στο πάτωμα. Ύστερα από μερικούς σπασμούς, σταμάτησε να κινείται.
Η Αγάθη έβαλε τις παλάμες της μπροστά στο στόμα της, βγάζοντας μια λαρυγγώδη φωνή.
«Σσς,» της είπε ο Αυγερινός. «Το όλο νόημα είναι να μην κάνουμε θόρυβο.» Και, πλησιάζοντας τη νεκρή Ευρυδίκη, τράβηξε πίσω το ξιφίδιό του, το σκούπισε στον μανδύα της, και το κράτησε ξανά στο δεξί του χέρι, κρύβοντάς το πίσω απ’τον πήχη του.
«Θα… θα σκοτώσεις κι άλλους έτσι;» τον ρώτησε η Αγάθη, ακολουθώντας τον.
«Αν χρειαστεί. Δεν πιστεύω να νόμιζες ότι αυτή η δουλειά θα γινόταν αναίμακτα…» Η Βασίλισσα δεν έπρεπε να σε είχε στείλει, αλλά τέλος πάντων…
Ο Αυγερινός άνοιξε την εξώθυρα των διαμερισμάτων του Λούσιου και κοίταξε μέσα σ’ένα καθιστικό, που ήταν σκοτεινό. Αφουγκράστηκε, γιατί ήξερε πως τα παιδιά του Πρίγκιπα δεν είχαν φύγει μαζί του· κι επίσης, εδώ πρέπει να βρισκόταν και η γκουβερνάντα τους. Αν μας αντιληφτούν, θα γίνει χαλασμός. Και ο Αυγερινός, πραγματικά, δεν ήθελε να πειράξει τα παιδιά του Λούσιου. Επιπλέον, πίστευε πως, αν τα έβλαπτε, η Βασίλισσα δε θα ήταν καθόλου ευχαριστημένη μαζί του. Ήταν εγγόνια της, άλλωστε.
Έκανε νόημα στην Αγάθη να μείνει σιωπηλή, και πέρασε το κατώφλι των διαμερισμάτων.
Η υπηρέτρια τον ακολούθησε, προσεχτικά.
Ο Αυγερινός τής ψιθύρισε στ’αφτί: «Θα στέκεσαι πάντα στην πόρτα του δωματίου που μπαίνω. Κι αν δεις καμια περίεργη κίνηση, θα με ειδοποιήσεις. Εντάξει;»
Η Αγάθη κατένευσε.
Ο Αυγερινός βάδισε προς την πόρτα που πίστευε ότι θα τον έβγαζε στο υπνοδωμάτιο του Λούσιου. Λογικά, εκεί πρέπει να είχε το ξίφος, σωστά;
Κοιτάζοντας μέσα, είδε, στο ασθενικό φως που έμπαινε απ’το παράθυρο, ότι είχε δίκιο: αυτό, πράγματι, ήταν το υπνοδωμάτιο του Λούσιου. Είχε ένα μεγάλο κρεβάτι, μια εξίσου μεγάλη ντουλάπα, και έναν ψηλό καθρέφτη μ’ένα τραπεζάκι με καλλυντικά μπροστά…
Ο Αυγερινός μπήκε, ανάβοντας έναν μικρό φακό.
Η Αγάθη μισόκλεισε την πόρτα και, κοιτάζοντας από τη χαραμάδα, φύλαγε τσίλιες.
Ο Αυγερινός άρχισε να ψάχνει για το βασιλικό ξίφος που ονομαζόταν Κελευστής. Έψαξε γι’αυτό στις γωνίες του δωματίου, στους τοίχους (μήπως ήταν κρεμασμένο εκεί), κάτω απ’το κρεβάτι, μέσα στη μεγάλη ντουλάπα (το εσωτερικό της οποίας ήταν λαβύρινθος)· μα δεν το βρήκε πουθενά.
«Δεν είναι εδώ,» ψιθύρισε στην Αγάθη.
Μια όψη ανησυχίας πέρασε απ’το πρόσωπό της. «Και τι θα κάνουμε τώρα;»
«Θα συνεχίσουμε να ψάχνουμε, φυσικά. Πάμε σ’άλλο δωμάτιο.»
Βγήκαν απ’το υπνοδωμάτιο του Λούσιου, και ο Αυγερινός, έχοντας σβήσει ξανά το φακό του, μισάνοιξε μια άλλη πόρτα, κρυφοκοιτάζοντας μέσα… και βλέποντας ότι εδώ ήταν το δωμάτιο του ενός απ’τα παιδιά του Πρίγκιπα. Μάλλον, της κόρης του, αν έκρινε απ’τον τρόπο που το μέρος ήταν διακοσμημένο. Το κοριτσάκι πρέπει να κοιμόταν· η σκοτεινή μορφή του ήταν κουκουλωμένη στο κρεβάτι.
Ο Αυγερινός πήγε σ’άλλη πόρτα: μία που πίστευε ότι δε θα τον οδηγούσε πάλι σε υπνοδωμάτιο. Και είχε δίκιο: μέσα στις πυκνές σκιές, είδε έναν χώρο που δεν μπορεί παρά να ήταν καθιστικό.
Κάνοντας νόημα στην Αγάθη, μπήκε και άναψε τον φακό του. Ναι, το μέρος ήταν, σίγουρα, καθιστικό. Και τι ήταν αυτό στη γωνία; Τι ήταν αυτό που στηριζόταν όρθιο στη γωνία;
Ο Αυγερινός δε χρειαζόταν να το δει για να απαντήσει σ’ετούτη την ερώτηση. Μπορούσε να το νιώσει. Ήταν ο Κελευστής. Το σπαθί των βασιληάδων της Απολλώνιας. Και τον καλούσε. Όχι ως βασιληά, αλλά ως πιστό υπήκοο ενός βασιληά.
Ο Αυγερινός το πλησίασε και το τράβηξε. Η λεπίδα γυάλισε με γαλανό φως.
Τα μάτια της Αγάθης γούρλωσαν και το στόμα της σχημάτισε ένα σιωπηλό Ο. «Αυγερινέ…» ψιθύρισε.
«Ναι,» είπε εκείνος. «Το βρήκα.» Ξεθηκάρωσε το δικό του σπαθί από τη ζώνη του και το πέρασε στο θηκάρι που ήταν ακουμπισμένο στον τοίχο. Ύστερα, πέρασε τον Κελευστή στο θηκάρι της ζώνης του. «Καλύτερα να φύγουμε, προτού ανακαλύψουν τη νεκρή Ευρυδίκη, έξω απ’τα διαμερίσματα του Πρίγκιπα.»
«Αυτό ήταν, δηλαδή; Τελειώσαμε;»
«Φυσικά και όχι. Αυτή δεν ήταν παρά μόνο η αρχή. Τώρα πρέπει να πάμε για τον Κύριο του Γα– τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο.»
*
Τα δίκυκλα μαζεύτηκαν γρήγορα έξω απ’τη Χρυσάνθια Κλινική, και οι καβαλάρηδές τους πυροβολούσαν.
Οι επαναστάτες, όμως, δεν ήταν εύκολοι στόχοι. Έχοντας φτιάξει έναν προστατευτικό κλοιό γύρω απ’τη Βασιλική και τον Φέτανιρ, πυροβολούσαν επίσης. Οι εξωτερικοί πολεμιστές του κλοιού κρατούσαν ψηλές, μεταλλικές ασπίδες, για ν’αποκρούουν τα εχθρικά πυρά, ενώ αυτοί που βρισκόταν πίσω τους έβαλλαν με τουφέκια και πιστόλια.
Οι καβαλάρηδες των δίκυκλων αναγκάστηκαν να διαλυθούν, μέσα στο δρόμο κι ανάμεσα στη βλάστηση.
Η νύχτα είχε γεμίσει πυροβολισμούς, που τώρα, ξαφνικά, έπαψαν.
Ο Φέτανιρ έσπρωξε τη διπλή πόρτα, κι αυτή άνοιξε, αποκαλύπτοντας την αίθουσα υποδοχής της κλινικής. Άδεια.
Τρεις επαναστάτες μπήκαν, κρατώντας τα τουφέκια τους υψωμένα και κοιτάζοντας προς όλες τις γωνίες.
Η Βασιλική τούς ακολούθησε, έχοντας κι εκείνη το δικό της τουφέκι υψωμένο. Δεν ήταν και πολύ καλή στη σκοποβολή, μα ούτε και τελείως ανεκπαίδευτη. Είχε πάρει κάποια βασικά μαθήματα, όταν ήταν μικρή. Ο πατέρας τους, ο Βασιληάς Αρχίμαχος, ήθελε να εκπαιδεύσει όλα του τα παιδιά στα όπλα, για λόγους ασφάλειας.
Οι υπόλοιποι επαναστάτες ακολούθησαν την Πριγκίπισσα στο εσωτερικό της κλινικής, κλείνοντας και κλειδώνοντας τη διπλή είσοδο πίσω τους.
«Δεν υπάρχουν φύλακες εδώ;» είπε ο Θελλέδης.
«Δε νομίζω,» αποκρίθηκε η Βασιλική. «Εκτός από κάποιους νοσοκόμους, βέβαια. Αλλά αποκλείεται αυτοί να βγουν για να μας αντιμετωπίσουν. Κατά πάσα πιθανότητα, θα έχουν ήδη κλειδαμπαρωθεί στα δωμάτιά τους.»
«Και οι γιατροί;»
«Οι γιατροί, συνήθως, δεν είναι εδώ τα βράδια. Εκτός από κανέναν που μπορεί να έχει εφημερία.»
«Ωραία. Οδηγήστε μας στη Βικτώρια, Πριγκίπισσά μου.»
«Από κει είναι.» Η Βασιλική έδειξε έναν διάδρομο.
Ο Θελλέδης έκανε νόημα στους περισσότερους επαναστάτες να μείνουν πίσω, για να φρουρούν το μέρος, και εκείνος και πέντε άλλοι ακολούθησαν την Πριγκίπισσα της Απολλώνιας.
Η Βασιλική τούς πήγε προς το δωμάτιο της Βικτώριας, και έξω απ’την πόρτα του είδαν έναν άντρα να στέκεται και να τους αντικρίζει. Ήταν ψηλός, πολύ ψηλός –το κεφάλι του έφτανε σχεδόν στο ταβάνι–, και μελαχρινός με κοντοκουρεμένα μαλλιά. Το πρόσωπό του ήταν γωνιώδες, ξυρισμένο, και ανέκφραστο. Τα μάτια του κατάμαυρα, σαν δύο σκοτεινές άβυσσοι. Φορούσε έναν λευκό, ιατρικό χιτώνα. Σε κάθε του χέρι κρατούσε ένα πιστόλι.
Οι επαναστάτες τον σημάδεψαν, αμέσως.
«Ακίνητος!» του φώναξε ένας.
Ο άντρας ύψωσε τα πιστόλια του–
Τρεις ριπές τον χτύπησαν στο στήθος, απανωτά. Εκείνος παραπάτησε, αλλά αίμα δεν πετάχτηκε. Εκεί όπου τον είχαν πετύχει οι επαναστάτες μπορούσε να φανεί, μέσα απ’τον σχισμένο του χιτώνα, ένα ασημόχρωμο υγρό.
Και ο άντρας πυροβόλησε, καθώς παραπατούσε. Η μία ριπή χτύπησε το ταβάνι· η άλλη βρήκε έναν επαναστάτη στο αριστερό χέρι.
Τι σκατά είν’αυτό; απόρησε η Βασιλική.
«Δημιούργημα!» άκουσε τον Φέτανιρ να λέει. «Δημιούργημα! Κάψτε το! Κάψτε το!»
«ΠΥΡ!» κραύγασε ο Θελλέδης, και οι επαναστάτες άρχισαν να πυροβολούν, συνεχόμενα, τον άντρα αντίκρυ τους, γεμίζοντας το σώμα του με σφαίρες και σωριάζοντάς τον στο πάτωμα.
Ο λευκός του χιτώνας είχε κουρελιαστεί, αλλά αίμα ακόμα δεν έτρεχε. Μονάχα αυτό το παράξενο υγρό που είχε το χρώμα του ασημιού. Εκεί όπου η σάρκα του καταστρεφόταν ήταν από κάτω το υγρό, και το υγρό ανέπλαθε τη σάρκα.
Αυτό το δαιμονόπραμα δεν μπορεί να πεθάνει! παρατήρησε η Βασιλική, βλέποντας τον άντρα να προσπαθεί να σηκωθεί, παρά τις ριπές που είχε δεχτεί.
«Βόμβα φωτιάς!» φώναξε ο Θελλέδης. «Ρίξτε του μια βόμβα φωτιάς, και απομακρυνθείτε!»
Την ίδια στιγμή, η Βασιλική έβλεπε τον εφιαλτικό άντρα να χωρίζεται. Να σχίζεται στη μέση, από μόνος του· να διαιρείται σε δύο κομμάτια!
«Τρέξτε!» ακούστηκε η φωνή μιας επαναστάτριας.
Ο Θελλέδης έπιασε τη Βασιλική απ’το μπράτσο, καθώς όλοι τους στρέφονταν απ’την άλλη μεριά κι άρχιζαν να τρέχουν.
Κάποιος –η Βασιλική δεν είδε ποιος, αλλά υπέθετε πως ήταν η γυναίκα που είχε φωνάξει Τρέξτε!– εκτόξευσε μια βόμβα πίσω τους, και τα πάντα γέμισαν φλόγες, τόσο γρήγορα που έμοιαζε σαν ένα μυθικό τέρας να είχε φυσήξει φωτιά μες στο διάδρομο.
Η Πριγκίπισσα της Απολλώνιας και οι επαναστάτες βγήκαν στην αίθουσα υποδοχής, ενώ κραυγές πόνου αντηχούσαν.
Οι υπόλοιποι σύντροφοί τους τους περίμεναν με τα όπλα τους έτοιμα.
«Ένα Δημιούργημα!» φώναζε ο Φέτανιρ. «Ένα τρισκατάρατο Δημιούργημα, μα τους θεούς!»
Τι ήταν αυτό το Δημιούργημα; απόρησε η Βασιλική. Δεν το είχε ξανακούσει, αλλά για τους επαναστάτες πρέπει να ήταν κάτι γνωστό.
«Η Παντοκράτειρα εδώ;» έκανε μια επαναστάτρια, από αυτούς που φυλούσαν την αίθουσα υποδοχής.
Και τότε, ένα πλάσμα πετάχτηκε απ’τον διάδρομο, αφήνοντας τις φλόγες πίσω του. Ήταν σα σκύλος, αλλά είχε μονάχα δύο μπροστινά πόδια· το πίσω σώμα του το έσερνε, λες κι ήταν ουρά. Το κεφάλι του έμοιαζε με ανθρώπου, αλλά ήταν τελείως, μα τελείως, διαστρεβλωμένο. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα. Τα δόντια του αιχμηρά.
«Τι είν’αυτό;» φώναξε κάποιος.
Το ένα απ’τα δύο μέρη του άντρα, σκέφτηκε η Βασιλική. Το ένα απ’τα δύο μέρη που κόπηκε ο άντρας. Και φαίνεται πως οι επαναστάτες δε γνώριζαν ότι μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο…
Πυροβολισμοί γέμισαν την αίθουσα υποδοχής, χτυπώντας το αποκρουστικό πλάσμα και απωθώντας το. Κάτω από το δέρμα του, όμως, υπήρχε πάλι ρευστό ασήμι, και οι πληγές του θεραπεύονταν…
*
Καθώς έβγαιναν στον διάδρομο, η Αγάθη έριξε ένα βλέμμα αποστροφής στο νεκρό σώμα της Ευρυδίκης.
«Μην ανησυχείς για τους νεκρούς τώρα,» της είπε ο Αυγερινός. «Να ανησυχείς για τους ζωντανούς.» Και, παίρνοντάς την απ’το χέρι, έφυγαν απ’αυτόν τον διάδρομο και μπήκαν σ’έναν άλλο. «Να περπατάς και να κοιτάζεις γύρω σου σα να μην έχει συμβεί τίποτα. Εξάλλου, όλα πήγαν καλά. Σύμφωνα με το σχέδιο. Και, όπως αποδείχτηκε, δε νομίζω ότι θα μπορούσα να έχω καλύτερο συνεργάτη σε τούτη την αποστολή.»
Ο Αυγερινός είδε την όψη της ν’αλλάζει: να γίνεται λιγότερο φοβισμένη και περισσότερο αποφασιστική. Ωραία, σκέφτηκε. Ωραία.
Καθώς βάδιζαν στους διαδρόμους του παλατιού, οι φρουροί δεν τους έδιναν καμία σημασία. Μια υπηρέτρια κι άλλος ένας φρουρός, που ίσως και να ήταν ζευγάρι: τίποτα το ιδιαίτερο. Και, φυσικά, ούτε ο Αυγερινός έδινε καμια σημασία σ’εκείνους. Η Αγάθη ακολουθούσε το παράδειγμά του, και η όψη της τώρα ήταν ακόμα πιο ήρεμη· συγκροτημένη. Μαθαίνει γρήγορα, σκέφτηκε ο Αυγερινός, και πέρασε το χέρι του γύρω απ’τους μικρούς της ώμους. Εκείνη ακούμπησε επάνω του, σα να ήθελε να πάρει θάρρος απ’την αίσθηση του σώματός του.
Κατευθύνθηκαν στα υπόγεια του παλατιού, και κατέβηκαν πέτρινες σκάλες.
Από δω και πέρα αρχίζουν τα δύσκολα, συλλογίστηκε ο Αυγερινός. Ας δούμε μέχρι πού μπορούμε να φτάσουμε, μέχρι να μας σταματήσουν…
Στην αρχή, οι φρουροί δεν τους μίλησαν καθόλου. Τους αγνόησαν τελείως, εκτός από έναν, ο οποίος έκλεισε το μάτι στον Αυγερινό, νομίζοντας, προφανώς, ότι εκείνος κι η Αγάθη προσπαθούσαν να βρουν κάποιο ήσυχο μέρος στα υπόγεια για να ζευγαρώσουν. Τελικά, ίσως η Βασίλισσα να είχε δίκιο που την έστειλε μαζί μου. Μου προσφέρει μια επιπλέον κάλυψη, που, σε διαφορετική περίπτωση, δε θα είχα.
Κατάφεραν έτσι να φτάσουν πολύ βαθιά μέσα στα υπόγεια, σε μέρη που ο Αυγερινός γνώριζε αρκετά καλά, καθότι παλατιανός φρουρός. Δεν άργησε, όμως, να έρθει και η στιγμή που τα μέρη άρχισαν να του γίνονται άγνωστα, καθώς, με τη μνήμη του, ακολούθησε την πορεία των στρατιωτών που είχαν πάρει τον Ανδρόνικο από το κελί όπου του είχε μιλήσει η μητέρα του και τον είχαν οδηγήσει στους δύο Βασιλικούς Φρουρούς: τον Λάθμιο και τον Φαιόνυχο. Και μετά, ο Λάθμιος και ο Φαιόνυχος είχαν πάει τον ναρκωμένο Πρίγκιπα ακόμα πιο βαθιά, σε διαδρόμους που ήταν ελάχιστα φωτισμένοι και που –απ’όσο ήξερε ο Αυγερινός– είχαν πέσει, παλιά, σε αχρηστία. Γιατί ξαναχρησιμοποιούνταν τώρα, ήταν, πράγματι, ένα πολύ καλό ερώτημα…
Η Αγάθη τού ψιθύρισε: «Τι είναι τούτο το μέρος, Αυγερινέ; Το σκοτάδι μοιάζει… μοιάζει ζωντανό.»
Ναι, σκέφτηκε εκείνος. Όντως, μοιάζει ζωντανό. «Μη φοβάσαι· δεν είναι ζωντανό. Και έχουμε το ξίφος για να μας προστατεύει–»
«Το ξίφος;»
«Ναι.» Δεν ήξερε γιατί τού είχε έρθει να το πει αυτό, αλλά ήξερε ότι ήταν αλήθεια. Το ξίφος μπορούσε να τους προστατέψει από τους εχθρούς τους.
«Είναι μακριά φυλακισμένος ο Πρίγκιπας;»
«Όχι. Φτάνουμε…»
Μέσα απ’το σκοτάδι του διαδρόμου, φάνηκε το κιγκλίδωμα όπου είχαν μπει ο Λάθμιος και ο Φαιόνυχος.
«Εκεί είναι;» ψιθύρισε η Αγάθη.
«Σσς… Μείνε πίσω μου.»
Ο Αυγερινός προχώρησε πρώτος, για να σταθεί μπροστά απ’το κιγκλίδωμα.
Κανείς δεν παρουσιάστηκε πίσω απ’τα κάγκελα. Μονάχα σκοτάδι φαινόταν. Ο Αυγερινός μπήκε στον πειρασμό ν’ανάψει το φακό του και να φωτίσει, μα προτίμησε να μην το κάνει· όχι ακόμα, τουλάχιστον. Προτίμησε να μιλήσει, πρώτα.
«Ζητώ πρόσβαση.»
Μια γυναικεία φωνή ρώτησε: «Ποιος είσαι;»
Ο Αυγερινός μπορούσε να καταλάβει από ποιο σημείο του σκοταδιού προερχόταν ο ήχος, μα δεν μπορούσε να δει τη μορφή της γυναίκας. Μπορώ να την πυροβολήσω, αν θέλω. Με καλές πιθανότητες επιτυχίας.
«Ονομάζομαι Αυγερινός Αντίρρυθμός. Με στέλνει εδώ ο διοικητής της φρουράς του παλατιού.»
«Δεν το νομίζω.» Υπήρχε κάτι το απειλητικό στη φωνή της. Κι ο Αυγερινός αμέσως κατάλαβε: Ο διοικητής, μάλλον, δεν ξέρει καν για τούτα τα περάσματα!
Τράβηξε το πιστόλι του, πυροβολώντας μόλις η κάννη ελευθερώθηκε απ’το θηκάρι. Πυροβολώντας προς την κατεύθυνση της γυναίκας κι ελπίζοντας ότι θα τη χτυπούσε.
Μια κραυγή αντήχησε.
Ο Αυγερινός άναψε το φακό του με το άλλο χέρι και φώτισε το σκοτάδι πίσω απ’το κιγκλίδωμα. Είδε μια γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα και πεσμένη στα τέσσερα. Με το ένα της χέρι, κρατούσε τα πλευρά της, απ’όπου αίμα έτρεχε, βάφοντας κόκκινες τις πέτρινες πλάκες από κάτω της. Παραδίπλα, υπήρχε ένας μοχλός.
«Άνοιξε το κιγκλίδωμα,» την πρόσταξε ο Αυγερινός. «Άνοιξέ το, αλλιώς η επόμενή μου βολή θα σε βρει στο κεφάλι.»
Η γυναίκα είχε μακριά, μαύρα μαλλιά και το πρόσωπό της φαινόταν στενό ανάμεσά τους. Τα μάτια της τον ατένισαν με μίσος. «Σκότωσέ με!» γρύλισε. «Εσύ είσαι ήδη νεκρός! Ο Δάσκαλος δε θα σ’αφήσει ατιμώρητο!»
Ποιος δάσκαλος; «Άνοιξε το κιγκλίδωμα,» επέμεινε ο Αυγερινός, σημαδεύοντάς την.
«Όχι!» Η γυναίκα έκανε να τραβήξει κάτι μέσα απ’τον χιτώνα της –κάποιο όπλο, κατά πάσα πιθανότητα.
Ο Αυγερινός την πυροβόλησε, τινάζοντας τα μυαλά της μέσα στο σκοτάδι πίσω της.
«Θεοί…» άκουσε την Αγάθη να μουρμουρίζει· και μετά, την άκουσε να τον ρωτά, πιο δυνατά: «Πώς θα το ανοίξουμε τώρα; Δες πού είναι ο μοχλός! Και έκανες και τόση φασαρία με τους πυροβολ–!»
«Μην πανικοβάλλεσαι· θα τα καταφέρουμε,» τη διέκοψε ο Αυγερινός, και της έδωσε το φακό, ενώ θηκάρωνε το πιστόλι.
Τράβηξε τον Κελευστή και η λεπίδα του ξίφους γυάλισε στο ενεργειακό φως, αυτή φορά όχι με γαλανό χρώμα, αλλά όπως μια οποιαδήποτε λεπίδα. Ο Αυγερινός την πέρασε ανάμεσα απ’τα κάγκελα του κιγκλιδώματος και την τέντωσε προς τον μοχλό, πλάι στο πτώμα της μελαχρινής γυναίκας.
Δεν μπορούσε, όμως, να τον φτάσει τόσο εύκολα…
Πέρασε και τη λαβή του ξίφους μέσα από τα κάγκελα, και ύστερα ολόκληρο το χέρι του, ώς τον αγκώνα, και ώς τον ώμο. Το πρόσωπό του πιέστηκε πάνω στο κρύο σίδερο του κιγκλιδώματος. Η λεπίδα τώρα μπορούσε ν’αγγίξει τον μοχλό, αλλά ο Αυγερινός προσπάθησε να τη φέρει ακόμα πιο μέσα. Τη γύρισε έτσι ώστε το πλατύ της μέρος να είναι πάνω από τον μοχλό. Την ύψωσε–
–και την κατέβασε με δύναμη.
Ο μοχλός κατέβηκε μαζί της, ώς ένα σημείο.
Το κιγκλίδωμα σηκώθηκε λίγο, τραβώντας το χέρι του Αυγερινού προς τα πάνω και κάνοντάς τον να γρυλίσει από πόνο.
«Είσαι καλά;» ρώτησε η Αγάθη.
«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνος, τραβώντας το χέρι του, και το σπαθί, πίσω.
Η Αγάθη έσκυψε και πέρασε το μικρό άνοιγμα που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα στο πάτωμα και στο κιγκλίδωμα. Πλησίασε τον μοχλό, διασκελίζοντας με προσοχή το πτώμα της μελαχρινής γυναίκας, και τον κατέβασε τελείως.
Το κιγκλίδωμα σηκώθηκε, και ο Αυγερινός μπήκε, κρατώντας τώρα το πιστόλι του κι έχοντας το σπαθί θηκαρωμένο στη ζώνη του.
Η Αγάθη φώτισε προς το σκοτάδι, αλλά εκείνος τής κατέβασε αμέσως το χέρι. «Περίμενε,» της είπε. «Βλέπω φως από το βάθος· δεν το βλέπεις κι εσύ;»
Η Αγάθη ένευσε. «Ναι.»
«Καλύτερα, λοιπόν, να μην τους προειδοποιήσουμε για τον ερχομό μας.»
«Μα, κι οι πυροβολισμοί; Σίγουρα, θα έχουν καταλάβει ότι κάτι–»
«–δεν πάει καλά. Ναι. Όμως ας χρησιμοποιήσουμε ό,τι πλεονέκτημα έχουμε στη διάθεσή μας.»
Η Αγάθη έσβησε το φακό, και προχώρησαν προσεκτικά μες στο σκοτάδι.
«Βγάλε το πιστόλι σου,» της ψιθύρισε ο Αυγερινός. «Να τόχεις έτοιμο.»
Και την άκουσε να το βγάζει μέσα απ’την υπηρετική της στολή και να το απασφαλίζει.
Σύντομα, έφτασαν στο άνοιγμα απ’όπου ερχόταν το φως, και είδαν ότι εκεί άρχιζε μια στριφτή, πέτρινη σκάλα. Το φως ήταν φως δαυλών, οι οποίοι κρέμονταν στα τοιχώματα πλάι στα σκαλοπάτια.
Ο Αυγερινός αφουγκράστηκε, για να διαπιστώσει αν ερχόταν κανείς. Κανένας, όμως, δεν ακουγόταν να έρχεται. Περίεργο. Πολύ περίεργο. Γιατί η Αγάθη είχε δίκιο: οι πυροβολισμοί είχαν αντηχήσει μες στα περάσματα. Δεν υπήρχε κανένας κάτω; Κανένας φρουρός που να θέλει να ελέγξει τι συνέβαινε;
Ή, μήπως, υπάρχουν τηλεοπτικοί πομποί σε τούτο το μέρος, και μας έχουν δει, έτσι κι αλλιώς; Σε μια τέτοια περίπτωση, θα τους περίμεναν στο τέλος της σκάλας. Θα τους είχαν στήσει παγίδα, για να τους φυλακίσουν ή να τους σκοτώσουν.
Η Αγάθη παρατήρησε το δισταγμό του να κινηθεί. «Τι είναι;»
«Ας φωτίσουμε το μέρος απ’το οποίο ήρθαμε,» της είπε εκείνος, και έβγαλε έναν δεύτερο φακό, ανάβοντάς τον.
Η Αγάθη άναψε πάλι τον δικό της. «Γιατί; Τι σκέφτηκες;»
Ο Αυγερινός έριξε το φως του στους τοίχους και στο ταβάνι, κοιτάζοντας τις πέτρες, γνωρίζοντας ακριβώς τι έψαχνε να βρει.
Κάτι που να γυαλίζει, σαν μάτι…
Και το βρήκε. Σε μια γωνία. Ένα μικρό, μαύρο, γυάλινο μάτι.
Το ήξερα.
Ο Αυγερινός θηκάρωσε το πιστόλι του και τράβηξε τον Κελευστή. Πλησίασε τον τηλεοπτικό πομπό και, με μια ξαφνική σπαθιά, τον έκανε κομμάτια.
«Τι ήταν αυτό;» ρώτησε η Αγάθη.
«Εσύ τι νομίζεις;»
«Τηλεοπτικός πομπός;»
Ο Αυγερινός ένευσε, τραβώντας ξανά το πιστόλι του.
«Τότε, μας έχουν δει!»
«Πολύ φοβάμαι πως ναι.» Άρχισε να πηγαίνει προς τη σκάλα.
«Τι θα κάνουμε;»
«Θα είμαστε προσεχτικοί.»
*
Το πλάσμα εφόρμησε, πηδώντας μέσα από τα πυρά των επαναστατών. Η όψη του και το σώμα του είχαν γίνει μια μάζα από ρευστό ασήμι, αλλά διατηρούσε ακόμα τη μορφή του, και οι σφαίρες δεν το απωθούσαν. Τα σαγόνια του έκλεισαν γύρω από το πόδι ενός επαναστάτη και τον τράβηξαν κάτω, στο πάτωμα, όπου το πλάσμα αμέσως τον καβάλησε.
Ο Θελλέδης το πυροβόλησε στο κεφάλι, ξανά και ξανά και ξανά, μην αφήνοντάς το να σκίσει το λαιμό του συντρόφου του. Οι υπόλοιποι επαναστάτες πυροβολούσαν επίσης, και το τέρας αναγκάστηκε να υποχωρήσει από τον καταιγισμό των πυρών.
«Φωτιά!» φώναξε ο Φέτανιρ, αλλάζοντας τον γεμιστήρα του τουφεκιού του. «Ρίξτε του φωτιά!»
«Σκορπιστείτε!» είπε η επαναστάτρια που είχε πετάξει τη βόμβα πριν και που τώρα κρατούσε στα χέρια της μια άλλη βόμβα. «Απομακρυνθείτε!» Η Βασιλική, βλέποντας το πρόσωπό της, νόμιζε ότι μπορούσε να θυμηθεί το όνομά της: Πρέπει να είχε ακούσει πως την έλεγαν Ασπασία.
Η Πριγκίπισσα έτρεξε προς τις σκάλες, μαζί με τον Θελλέδη. Ορισμένοι επαναστάτες ήρθαν μαζί τους· κάποιοι άλλοι πήγαν προς διαφορετικές κατευθύνσεις.
Το τέρας έμεινε μόνο του στο θάλαμο υποδοχής, γρυλίζοντας. Τα τραύματά του θεραπεύονταν με τρομαχτικά γρήγορο ρυθμό, καθώς το ρευστό, ασημόχρωμο υλικό ανάπλαθε το κατεστραμμένο σώμα του. Ακόμα και τα βγαλμένα του μάτια και τα διαλυμένα του δόντια.
Η Ασπασία –ο μόνος άνθρωπος πλέον αντίκρυ του– πέταξε τη βόμβα καταπάνω του και έτρεξε να φύγει. Ο χώρος πίσω της γέμισε ξαφνικά με φλόγες που εξαπλώνονταν, καλύπτοντας έναν ραγδαία αυξανόμενο δακτύλιο.
Η Βασιλική και ο Θελλέδης ανέβηκαν πιο πάνω στη σκάλα, βλέποντας τη φωτιά να έρχεται προς το μέρος τους, γλείφοντας μανιασμένα τα σκαλοπάτια.
Η Ασπασία ακούστηκε να κραυγάζει.
Μα τους θεούς! Η Βασιλική προσπάθησε, μες στο χαλασμό, να διακρίνει την επαναστάτρια, και είδε τη μορφή της πίσω από τις φωτιές, πεσμένη και φλεγόμενη. Η έκρηξη την είχε χτυπήσει.
Οι φλόγες εξαφανίστηκαν, απότομα όπως είχαν τιναχτεί, αφήνοντας το θάλαμο υποδοχής της κλινικής με μαυρισμένους τοίχους, πάτωμα, και οροφή, και με κάθε εύφλεκτο αντικείμενο μέσα του να έχει πάρει φωτιά. Πυκνός καπνός είχε ήδη αρχίσει να γεμίζει τα πάντα. Η Βασιλική είδε το τέρας –αυτό που οι επαναστάτες αποκαλούσαν Δημιούργημα– να σφαδάζει, να χτυπιέται, τινάζοντας τα πόδια του στον αέρα και κάνοντας το κεφάλι του πέρα-δώθε. Η σάρκα του είχε καεί, κι από κάτω τώρα δε φαινόταν ρευστό ασήμι, αλλά κάτι μαύρο, κατάμαυρο, σαν κάρβουνο. Κι αυτό το υλικό διαλυόταν, καθώς το πλάσμα σφάδαζε. Το τέρας κομματιαζόταν όπως θα κομματιαζόταν ένας γίγαντας φτιαγμένος από άμμο. Σύντομα, δεν ήταν παρά στάχτες στο πάτωμα.
Οι επαναστάτες έτρεξαν κοντά στην Ασπασία, η οποία ήταν επίσης πεσμένη και χτυπιόταν, προσπαθώντας να σβήσει τις φλόγες από τα ρούχα και τα μαλλιά της. Τα ουρλιαχτά της αντηχούσαν μέσα στην κλινική.
Οι επαναστάτες την έλουσαν με νερό και έριξαν επάνω της βαριές κάπες, για να σβήσουν τη φωτιά απ’το σώμα της.
Κι εκείνη τη στιγμή, καθώς τα ρούχα και τα μαλλιά της Ασπασίας έσβηναν κι αυτή κουλουριαζόταν, συνεχίζοντας να ουρλιάζει, πυροβολισμοί αντήχησαν έξω απ’το οικοδόμημα της Χρυσάνθιας Κλινικής. Η διπλή είσοδος τραντάχτηκε από τις ριπές, καθώς και τα παντζούρια των παραθύρων. Τζάμια ακούστηκαν να σπάνε. Οι πράκτορες του Λούσιου είχαν έρθει με ενισχύσεις, υπέθεσε η Βασιλική.
«Πρέπει να πάρουμε τη Βικτώρια,» είπε στον Θελλέδη. «Τώρα.»
Εκείνος ένευσε, και ακολούθησε την Πριγκίπισσα, μαζί με μερικούς άλλους επαναστάτες.
Μπήκαν στον διάδρομο όπου είχαν πρωτοσυναντήσει το Δημιούργημα. Το μέρος ήταν μαυρισμένο, όπως και ο θάλαμος υποδοχής, και ό,τι μπορούσε να πιάσει φωτιά είχε πιάσει. Το δεύτερο μισό του τέρατος ήταν ένας σωρός από στάχτες, μπροστά στην πόρτα του δωματίου της Βικτώριας.
Η πόρτα, ευτυχώς, ήταν φτιαγμένη από σίδερο και δεν φλεγόταν.
Η Βασιλική έκανε να πυροβολήσει την κλειδαριά με το πιστόλι της, αλλά ο Θελλέδης τη σταμάτησε, πιάνοντάς της τον καρπό.
«Υπάρχει καλύτερος τρόπος, Υψηλοτάτη. Η σφαίρα ίσως να εξοστρακιστεί.»
Η Βασιλική δεν έφερε αντίρρηση· προφανώς, εκείνος ήξερε καλύτερα.
Ο Θελλέδης κόλλησε ένα μικρό εκρηκτικό επάνω στην κλειδαριά της πόρτας και το ενεργοποίησε, λέγοντας στους συντρόφους του να απομακρυνθούν. Απομακρύνθηκαν κάμποσα βήματα, και η συσκευή εξερράγη, τινάζοντας μερικά θραύσματα τριγύρω, αλλά μην προκαλώντας, φυσικά, το χάος που είχαν προκαλέσει οι βόμβες φωτιάς.
Η Βασιλική άνοιξε την πόρτα, και μέσα στο λευκό δωμάτιο είδε τη Βικτώρια να στέκεται αντίκρυ της με την πλάτη σε μια γωνία. Ήταν ντυμένη όπως και την προηγούμενη φορά, μ’εκείνη τη γαλανόχρωμη στολή, και ξυπόλυτη. Τα μάτια της ατένιζαν διασταλμένα την Πριγκίπισσα.
«Βικτώρια…» Η Βασιλική την πλησίασε. «Έλα μαζί μου. Για σένα ήρθαμε.»
«Και ο άντρας;» ψέλλισε η Βικτώρια. «Ο άντρας με το κέρατο;»
«Τον σκότωσα.»
*
Ο Αυγερινός ύψωσε το χέρι του μπροστά στην Αγάθη, αναγκάζοντάς τη να σταματήσει, καθώς οι δυο τους κατέβαιναν, προσεχτικά, τη στριφτή, πέτρινη σκάλα. Εκείνη τον κοίταξε ερωτηματικά, δίχως να μιλήσει.
Μαθαίνει, σκέφτηκε ο Αυγερινός. Μαθαίνει την αξία τού να είσαι σιωπηλός σε επικίνδυνες καταστάσεις.
Της έκανε νόημα να παραμείνει σιωπηλή, κι έστρεψε το βλέμμα του στα σκαλοπάτια, προς τα κάτω, τα οποία έστριβαν και χάνονταν. Σ’ένα σημείο, στο σημείο ακριβώς όπου χάνονταν, οι σκιές δεν ήταν όπως θα έπρεπε να είναι. Κάποιος στέκεται εκεί. Κάποιος μάς περιμένει. Μόλις στρίψουμε, θα μας χτυπήσει.
Ο Αυγερινός ήξερε πως, σε μια στριφτή σκάλα, ο αμυνόμενος είχε πάντοτε το πλεονέκτημα, γιατί, πολύ απλά, ένας τέτοιος χώρος τον βοηθούσε να καλύπτεται και να χτυπά απρόσμενα. Ο επιτιθέμενος, απ’την άλλη, δυσκολευόταν εξαιρετικά, καθώς έπρεπε να προσπαθεί να βγάλει απ’τη μέση εχθρούς που δεν μπορούσε καλά-καλά να δει.
Στου Ίππαρχου του Στρατηλάτη το Εγχειρίδιο Περί Πολέμου, όμως, ο Αυγερινός είχε διαβάσει ότι η καλύτερη επίθεση ήταν η άμυνα. Όταν έχεις οργανώσει μια ασάλευτη άμυνα, ο επιτιθέμενος θα τσακίζεται και θα ξανατσακίζεται πάνω της, ώσπου θα διαλυθεί, όπως το κύμα πάνω στα βράχια.
Στην περίπτωσή μας, δεν μπορεί να ισχύσει αυτό ακριβώς. Αλλά μπορούμε να αντιστρέψουμε τους όρους, αν τα καταφέρουμε. Και τότε, εμείς θα έχουμε το πλεονέκτημα.
Πλησίασε τα χείλη του στο μικρό αφτί της Αγάθης και της ψιθύρισε κάποια πράγματα.
Μετά, εκείνη είπε, φωναχτά: «Όχι! Να πάμε πάνω, απ’την άλλη μεριά! Δεν έχουμε, άλλωστε, πάει από κει!» Κι άρχισε ν’ανεβαίνει, χτυπώντας τα πόδια της στα πέτρινα σκαλοπάτια.
Ο Αυγερινός κόλλησε την πλάτη του στο κεντρικό τοίχωμα της σκάλας –στον πέτρινο, παχύ κίονα, γύρω απ’τον οποίο εκείνη περιστρεφόταν– και περίμενε, με τον Κελευστή ξεθηκαρωμένο και υψωμένο.
Ο εχθρός που βρισκόταν κάτω ακούστηκε να ζυγώνει, επιφυλακτικά.
Ο αμυνόμενος έγινε επιτιθέμενος…
Ο Αυγερινός είδε τη σκιά του ν’απλώνεται πάνω στα σκαλοπάτια.
–Τώρα!
Κατέβασε τον Κελευστή, διαγράφοντας ένα ημικύκλιο με τη λεπίδα του, η οποία άστραψε με γαλανό φως.
Το όπλο βρήκε τον χρυσόδερμο άντρα στο λαιμό, σχίζοντάς τον μέχρι τη μέση και διαπερνώντας τον πέρα για πέρα. Εκείνος πέθανε προτού προλάβει να σκούξει. Ο Αυγερινός, όμως, πρόλαβε να πιάσει το σώμα του, πριν κατρακυλήσει στα σκαλοπάτια. Το πιστόλι του άντρα, ωστόσο, έπεσε απ’το χέρι του, προκαλώντας κάποιο θόρυβο.
Ας ελπίσουμε ότι δεν ήταν αρκετός για να καταλάβουν οι άλλοι τι έγινε. Γιατί ο Αυγερινός ήταν βέβαιος ότι υπήρχαν κι άλλοι εδώ κάτω.
Τι είδους μέρος είναι τούτο; αναρωτήθηκε, κοιτάζοντας την ενδυμασία του νεκρού άντρα. Δεν ήταν ντυμένος με τη στολή παλατιανού φρουρού. Φορούσε μαύρα ρούχα, από απλό ύφασμα. Τίποτα το ιδιαίτερο. Ποιοι μένουν εδώ κάτω;
Η Αγάθη κατέβηκε τα σκαλοπάτια, πλησιάζοντας τον Αυγερινό. «Έπιασε!» είπε, ψιθυριστά: τόσο ψιθυριστά που σχεδόν καθόλου φωνή δεν ακούστηκε· ο Αυγερινός περισσότερο διάβασε τα χείλη της παρά την άκουσε.
Κατένευσε προς τη μεριά της και άφησε τον νεκρό άντρα στα σκαλοπάτια, μαλακά, ώστε να μην κάνει θόρυβο. Το πιστόλι του το πήρε από κάτω και το πέρασε στη ζώνη του. Ίσως να φαινόταν χρήσιμο.
Η Αγάθη ήρθε να σταθεί κοντά στον Αυγερινό, κολλώντας επάνω του. Εκείνος στράφηκε να την κοιτάξει, κι εκείνη φίλησε τα χείλη του. «Τελικά, κάνουμε καλή ομάδα, ε;» του ψιθύρισε.
«Μην το παίρνεις επάνω σου,» της είπε, και η έκφρασή της σοβάρεψε.
Συνέχισαν να κατεβαίνουν τη σκάλα, και ο Αυγερινός κατάλαβε ότι πλησίαζαν στο τέλος, γιατί, κοιτάζοντας από μια στροφή, μπορούσε να δει ένα δωμάτιο. Κι εκεί, μέσα στο δωμάτιο, υπήρχε τουλάχιστον ένας φρουρός. Ο Αυγερινός δεν έβλεπε τον ίδιο τον φρουρό, αλλά έβλεπε τη σκιά του.
Και μας περιμένει, κοντά στο τέρμα των σκαλοπατιών. Ή εμάς ή τον σύντροφό του, που ανέβηκε να μας βρει.
Έκανε στην Αγάθη νόημα ότι κάποιος ήταν κάτω, κι εκείνη συνοφρυώθηκε και τράβηξε το πιστόλι της.
«Αλέξιε;» αντήχησε μια αντρική φωνή.
Μας άκουσε, συμπέρανε ο Αυγερινός. Μας άκουσε να ερχόμαστε, και δεν είναι βέβαιος αν είμαστε εμείς ή ο σύντροφός του.
«Αλέξιε;»
Ένα πρόχειρο σχέδιο ήρθε στο μυαλό του Αυγερινού, και σκέφτηκε πως δεν είχε τίποτα να χάσει, αν το δοκίμαζε. «Κατεβαίνουν! Έρχονται!» είπε, αλλοιώνοντας τη φωνή του, κάνοντάς τη βραχνή, κουρασμένη, λαχανιασμένη. Δεν ήξερε, φυσικά, πώς ήταν η φωνή του Αλέξιου, αλλά όλες οι φωνές μοιάζουν όταν είναι αλλαγμένες από την κούραση. Κι επιπλέον, μπορεί ο φρουρός κάτω να μην είχε ακούσει ποτέ τον Αλέξιο λαχανιασμένο.
Τα βήματα του φρουρού ακούστηκαν να πλησιάζουν. Η σκιά του φάνηκε να κινείται. «Σ’έκαναν να υποχωρήσεις; Πόσοι είναι;» Άρχισε ν’ανεβαίνει τα σκαλοπάτια.
Ο Αυγερινός είδε τη μορφή του να ξεπροβάλλει. Στα χέρια του κρατούσε ένα τουφέκι, και το δέρμα του ήταν λευκό, όπως του Αυγερινού και της Αγάθης. Τα μάτια του γούρλωσαν, ξαφνιασμένα, όταν διαπίστωσε ότι δεν βρισκόταν εμπρός του ο Αλέξιος.
Ο Κελευστής τού διαπέρασε το στήθος, και η αιχμή βγήκε απ’την πλάτη του.
Ο Αυγερινός τράβηξε πίσω το όπλο και έπιασε το πτώμα με το άλλο χέρι, αποθέτοντάς το, όσο το δυνατόν πιο ήπια, στα πέτρινα σκαλοπάτια.
Ύστερα, κρατώντας το σπαθί του και το πιστόλι του σε ετοιμότητα, κατέβηκε τη σκάλα και βρέθηκε σ’ένα σχετικά μεγάλο δωμάτιο (αν σκεφτεί κανείς ότι εδώ κάτω ήταν τα υπόγεια των υπογείων) με πόρτες και περάσματα τριγύρω, το οποίο φωτιζόταν από δύο ενεργειακές λάμπες, προσαρτημένες στο ταβάνι. Στο βάθος του στεκόταν μια γνώριμη φιγούρα: ο χρυσόδερμος Φαιόνυχος. Στο δεξί του χέρι είχε ένα πιστόλι υψωμένο, και πάτησε τη σκανδάλη, σημαδεύοντας τον Αυγερινό.
Εκείνος ίσα που είχε χρόνο να μετακινηθεί. Η σφαίρα τον βρήκε στον δεξή ώμο και τον σώριασε στο πάτωμα.
*
Η Βασιλική πήρε τη Βικτώρια από το δωμάτιό της και την οδήγησε μέσα στον καψαλισμένο διάδρομο, για να βγουν στη φλεγόμενη αίθουσα υποδοχής, μαζί με τους επαναστάτες.
Απέξω, οι πράκτορες του Λούσιου σφυροκοπούσαν το μέρος, και οι επαναστάτες είχαν μισανοίξει τα παράθυρα κι αρχίσει να τους ανταποδίδουν τα πυρά. Ορισμένοι άλλοι προσπαθούσαν να σβήσουν τις φωτιές, ώστε να μην τους πνίξει όλους ο καπνός.
«Πρέπει να φύγουμε,» είπε η Βασιλική. «Πρέπει να φύγουμε.»
«Δεν είναι εύκολο τώρα,» αποκρίθηκε ο Θελλέδης. «Μας έχουν περιτριγυρισμένους.»
«Και τι θα καν–;»
Ο πομπός της χτύπησε. Ο κύριος Φαρνέλιος. Η Βασιλική τον άνοιξε και τον έφερε στ’αφτί της.
«Βασιλική!» Η φωνή του Φαρνέλιου. «Είσαι καλά;»
«Ναι, καλά είμαστε. Έχουμε τη Βικτώρια–»
«Και οι πυροβολισμοί; Ακούγονται πυροβολισμοί μες στη νύχτα.»
«Μας βρήκαν οι πράκτορες του Λούσιου, και μας έχουν περικυκλωμένους. Εμείς είμαστε μέσα στην κλινική, αυτοί έξω.»
«Ερχόμαστε–»
«Όχι! Κύριε Φαρνέλιε, όχι! Δεν ξέρουμε πόσοι είναι, κι εσείς δεν είστε πολλοί. Μείνετε στο φορτηγό!»
«Και πώς θα βγείτε από εκεί;»
«Θα βρούμε τρόπο–»
«Θελλέδη!» φώναξε ένας επαναστάτης, απομακρυνόμενος απ’το παράθυρο όπου πυροβολούσε και πλησιάζοντας τον γαλανόδερμο άντρα πλάι στην Πριγκίπισσα της Απολλώνιας (τη θέση του στο παράθυρο πήρε ένας άλλος, αμέσως μόλις εκείνος έφυγε). «Έχουμε βοήθεια.»
«Βοήθεια;» απόρησε ο Θελλέδης. «Από ποιους;»
«Τι συμβαίνει, Βασιλική;» ρώτησε ο Φαρνέλιος, μέσα απ’τον πομπό.
«Δεν ξέρω,» απάντησε ο επαναστάτης στον Θελλέδη, «αλλά κάποιοι πυροβολούν τους εχθρούς μας, μέσα από τη βλάστηση.»
«Βασιλική, τι συμβαίνει;»
«Κάποιοι ήρθαν να μας βοηθήσουν,» απάντησε η Πριγκίπισσα στον Φαρνέλιο. «Δεν έχω ιδέα ποιοι.»
«Ερχόμαστε–»
«Κύριε Φαρ–»
Ο πομπός έκλεισε.
«Σκατά!…» γρύλισε η Βασιλική, και επέστρεψε τον πομπό μέσα στο πανωφόρι της.
«Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι;» είπε η Πριγκίπισσα στον επαναστάτη που είχε έρθει να μιλήσει στον Θελλέδη, και, μην περιμένοντας απάντηση, ζύγωσε ένα απ’τα παράθυρα.
Ο Θελλέδης την ακολούθησε, μοιάζοντας έτοιμος να την τραβήξει πίσω, σε περίπτωση κινδύνου.
Η Βικτώρια έμεινε στο κέντρο του δωματίου, προς το παρόν ξεχασμένη από όλους και μοιάζοντας χαμένη.
Η Βασιλική κοίταξε από την άκρη του παραθύρου, και είδε τους πράκτορες του Λούσιου –σκιερές μορφές μέσα στη νύχτα, οι περισσότερες πεζές, αλλά και ορισμένες έφιππες ή επάνω σε δίκυκλα οχήματα– να υποχωρούν, καθώς είχαν βρεθεί σε πεδίο διασταυρούμενων πυρών. Κάποιοι τούς πυροβολούσαν μέσα από τη βλάστηση, και τους είχαν αιφνιδιάσει.
Οι επαναστάτες άνοιξαν την πόρτα της κλινικής και βγήκαν, τουφεκίζοντας τις φιγούρες που υποχωρούσαν. Σε λίγο, δεν υπήρχε πλέον λόγος για πυροβολισμούς. Οι πράκτορες του Λούσιου είχαν εξαφανιστεί. Τους είχε καταπιεί η νύχτα.
Η Βασιλική πλησίασε τη Βικτώρια και, παίρνοντας το χέρι της, της είπε: «Έλα μαζί μου.»
«Μας παρακολουθεί,» της ψιθύρισε εκείνη. «Ο άντρας με το κέρατο.»
Η Βασιλική κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Σου είπα: τον σκότωσα.»
«Δεν πεθαίνει,» επέμεινε η Βικτώρια. «Τον είδα να μας κοιτάζει.»
«Έλα μαζί μου,» είπε η Βασιλική, τραβώντας την, μαλακά αλλά επίμονα.
Η Βικτώρια την ακολούθησε, δίχως διαμαρτυρία, και βγήκαν από τη διπλή πόρτα της κλινικής.
«Ποιοι είστε;» φώναξε ο Θελλέδης σ’αυτούς που βρίσκονταν ακόμα μέσα στη βλάστηση.
Μερικές φιγούρες ξεπρόβαλαν, βαστώντας όπλα. Και κάποιος με κουκούλα και κάπα βάδισε προς τη Βασιλική και τους επαναστάτες. Τα χέρια του τα είχε ελαφρώς υψωμένα, ώστε να φαίνεται καθαρά ότι εκείνος δεν κρατούσε όπλα, όπως οι σύντροφοί του, και ότι ερχόταν για να μιλήσει.
Ο Θελλέδης τον συνάντησε μπροστά απ’τους υπόλοιπους επαναστάτες, και η Βασιλική στάθηκε πλάι στον Θελλέδη, παραδίδοντας τη Βικτώρια σε μια άλλη γυναίκα.
«Το λευκό παλάτι ήταν κάποτε ο τόπος μου,» είπε ο κουκουλοφόρος άντρας.
«Αλλά τώρα οι αίθουσές του δεν είναι πια δικές μου,» απάντησε ο Θελλέδης.
«Επαναστάτες, λοιπόν, όπως υποθέσαμε.» Ο άντρας έβγαλε την κουκούλα του, φανερώνοντας ένα ερυθρόδερμο πρόσωπο. Τα μαλλιά του ήταν μαύρα και κοντά, και στο σαγόνι του είχε μια ουλή που πρέπει νάχε γίνει από μαχαιριά.
«Σας ειδοποίησε ο Πρόμαχος Οδυσσέας;» ρώτησε ο Θελλέδης.
Ο ερυθρόδερμος άντρας κατένευσε. «Ερχόμαστε απ’τη Σάρντλι. Ονομάζομαι Φένχιλ.»
«Και πώς μας βρήκατε;» θέλησε να μάθει η Βασιλική.
Ο Φένχιλ μειδίασε. «Είχαμε βάλει κατασκόπους γύρω απ’την Απαστράπτουσα, και παρατηρήσαμε πού γινόταν η περισσότερη φασαρία.»
Ο Θελλέδης γέλασε. «Καλωσορίσατε, Φένχιλ. Πραγματικά, χρειαζόμασταν τη βοήθειά σας. Το δικό μου όνομα είναι–»
Κάποιο όχημα ακούστηκε να έρχεται, κι όλοι τους στράφηκαν, υψώνοντας όπλα.
*
Η Αγάθη πετάχτηκε από τη σκάλα, πυροβολώντας σαν τρελή.
Μία σφαίρα της αστόχησε τελείως, αλλά οι άλλες δύο πέτυχαν τον Φαιόνυχο, η πρώτη στο στήθος κι η δεύτερη στο στομάχι. Ο Βασιλικός Φρουρός παραπάτησε, μα δεν έτρεξε αίμα απ’τις πληγές του, και φάνηκε να συνέρχεται σχεδόν αμέσως.
Μα τον Απόλλωνα! σκέφτηκε ο Αυγερινός, καθώς έπαιρνε γονατιστή θέση στο ένα γόνατο. Τι γίνεται εδώ; Το σπαθί του, που το κρατούσε στο δεξί χέρι, του είχε πέσει, αλλά το πιστόλι του, που το κρατούσε στο αριστερό, το είχε ακόμα στη γροθιά του. Και, υψώνοντάς το, πυροβόλησε τον Φαιόνυχο στο κεφάλι.
Τον πέτυχε στο μέτωπο, όμως πάλι αίμα δεν πετάχτηκε. Μονάχα το δέρμα σχίστηκε, κι από κάτω φάνηκε κάποιου είδους υγρό που είχε χρώμα ασημί. Κι αυτό το υγρό άρχισε αμέσως να αναπλάθει τη σάρκα.
Δεν είναι άνθρωπος, ο καταραμένος! Τι είναι;
Ο Αυγερινός είδε τη λεπίδα του Κελευστή να γυαλίζει με γαλανό φως. Το ξίφος! Το ξίφος! αντήχησε μια φωνή μες στο κεφάλι του: μια φωνή που δεν ήταν βέβαιος αν ήταν η δική του εσωτερική φωνή ή η φωνή κάποιου αόρατου καθοδηγητή, ή της ίδιας της Απολλώνιας.
Ο Φαιόνυχος, σαν να κατάλαβε κάτι, έστρεψε το πιστόλι του προς τον Αυγερινό, καθώς συνερχόταν από το χτύπημα στο κεφάλι.
Και πυροβόλησε.
Ο Αυγερινός, όμως, είχε ήδη αρπάξει τον Κελευστή κι αρχίσει να κυλιέται στο πάτωμα. Οι δύο απανωτές ριπές του Φαιόνυχου δεν τον πέτυχαν. Χτύπησαν τις πέτρινες πλάκες κι εξοστρακίστηκαν.
Η Αγάθη πυροβόλησε τον Βασιλικό Φρουρό, επανειλημμένα, κάνοντάς τον να παραπατήσει και να πέσει. Ο γεμιστήρας στο πιστόλι της τελείωσε, και, καθώς εκείνη, από κεκτημένη ταχύτητα, συνέχισε να πατά τη σκανδάλη, αντήχησαν κάμποσα κλικ-κλικ-κλικ-κλικ, έντονα ύστερα απ’το χαλασμό των πυροβολισμών.
Ο Φαιόνυχος, καταχτυπημένος και γεμάτος σφαίρες, δεν έμοιαζε να πτοείται. Τα ρούχα του είχαν κουρελιαστεί, αλλά τα τραύματά του θεραπεύονταν· το ρευστό ασήμι ανάπλαθε το δέρμα του. Και, καθώς ο Βασιλικός Φρουρός σηκωνόταν στο ένα γόνατο, ύψωσε το πιστόλι του προς την Αγάθη.
Εκείνη στράφηκε, να τρέξει, ν’ανεβεί τα σκαλοπάτια–
«ΑΑΑΑΑααααρ!» Ο Αυγερινός, που είχε πλέον βρεθεί κοντά στον Φαιόνυχο, χίμησε, σπαθίζοντας.
Το γαλανόφωτο λεπίδι του Κελευστή χτύπησε τον καρπό του Βασιλικού Φρουρού, κόβοντάς του το χέρι. Το πιστόλι τινάχτηκε πέρα, εκπυρσοκροτώντας επικίνδυνα.
Το κομμένο μέλος δεν φάνηκε να αναδημιουργείται. Και το ρευστό ασήμι στο σημείο του τραύματος είχε μετατραπεί σε μια μαύρη μάζα, σαν κάρβουνο.
Ο Φαιόνυχος ούρλιαξε, και τινάχτηκε όρθιος, τραβώντας το δικό του ξίφος. Στα μάτια του, ο Αυγερινός μπορούσε να δει τρόμο.
«Τι σκατά είσαι;» γρύλισε, σπαθίζοντας πάλι με τον Κελευστή.
Ο Φαιόνυχος απέκρουσε με αρκετή δεξιοσύνη, παρότι βαστούσε το όπλο του με το αριστερό χέρι. «Ο θάνατός σου!» φώναξε, και επιτέθηκε. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είχαν παραμορφωθεί: τα μάτια του είχαν τραβηχτεί αφύσικα προς τις πλευρές του κεφαλιού του, και τα δόντια του είχαν μεγαλώσει και γίνει σουβλερά, σκυλίσια.
Ο Αυγερινός απέφυγε το χτύπημα, σκύβοντας, και κάρφωσε τον Φαιόνυχο στα πλευρά, μπήγοντας τον Κελευστή βαθιά μέσα του. Η λεπίδα άστραφτε με γαλανό φως, και το ίδιο και τα μάτια του Αυγερινού, δίχως εκείνος να το αντιλαμβάνεται.
«Για θάνατός μου, δεν τα πας και πολύ καλά,» αντιγύρισε ο Αυγερινός, και γρονθοκόπησε τον Φαιόνυχο καταπρόσωπο, νιώθοντας τα κόκαλα της μύτης του να σπάνε. Το ξίφος του Βασιλικού Φρουρού έπεσε απ’το χέρι του, καθώς σπαραχτικές κραυγές έβγαιναν απ’το γεμάτο σουβλερά δόντια στόμα του.
Το λεπίδι του Κελευστή, που ήταν ακόμα μπηγμένο στο σώμα του, τον έκαιγε και τον έκανε να τραντάζεται ολόκληρος με τη γαλανόχρωμη ισχύ του.
Ο Αυγερινός τράβηξε πίσω το σπαθί, και ο Φαιόνυχος κατέρρευσε στο πάτωμα, ουρλιάζοντας και σφαδάζοντας, καθώς μετατρεπόταν σε κατάμαυρο κάρβουνο.
Η Αγάθη έκανε μερικά διστακτικά βήματα. «Αυγερινέ; Το τραύμα σου…» ψέλλισε.
Εκείνος κοίταξε τον χτυπημένο δεξή ώμο του, και συνειδητοποίησε ότι βαστούσε τον Κελευστή με το δεξί χέρι. Τον χειριζόταν με το δεξί χέρι. Και δεν αισθανόταν πόνο, σαν κάποιος να είχε αναισθητοποιήσει εκείνο το σημείο του σώματός του με αναισθητική βελόνα. Τώρα, όμως, που η Αγάθη τού είπε για το τραύμα, ο πόνος επέστρεψε, εκδικητικά, και ο Αυγερινός αναγκάστηκε να δώσει τη λαβή του σπαθιού στο αριστερό του χέρι.
«Είναι νεκρός,» είπε.
Η Αγάθη ήρθε κοντά του, κοιτάζοντας τις στάχτες. «Τι… τι ήταν; Δε μπορεί να ήταν ο Φαιόνυχος, Αυγερινέ… Αυτό ήταν ένα… ένα τέρας.»
«Πολύ φοβάμαι,» αποκρίθηκε ο Αυγερινός, «ότι ήταν ο Φαιόνυχος, και ότι, συγχρόνως, ναι, ήταν κάποιο… τέρας.»
Τα χείλη της Αγάθης στράβωσαν. «Δηλαδή, ήταν από την αρχή έτσι;»
«Δε νομίζω να μεταλλάχτηκε για χάρη μας.» Ο Αυγερινός πήγε να πάρει το πιστόλι του από κάτω και να το θηκαρώσει στη ζώνη του. Επίσης, έβγαλε έναν γεμιστήρα απ’τα ρούχα του και τον έδωσε στην Αγάθη. «Ξέρεις να τον αλλάζεις;»
Εκείνη κούνησε το κεφάλι, αρνητικά.
Ο Αυγερινός πήρε το όπλο της και της άλλαξε το γεμιστήρα. «Εντάξει;»
Η Αγάθη ένευσε. «Πού θα πάμε τώρα;» ρώτησε, κοιτάζοντας τις πόρτες και τα περάσματα τριγύρω.
«Αυτή είναι μια καλή ερώτηση…»
*
Το φορτηγό φάνηκε να έρχεται μέσα από τη νύχτα με τα φώτα του αναμμένα.
«Περιμένετε!» φώναξε ο Θελλέδης. «Δεν είναι εχθροί!»
Το φορτηγό σταμάτησε, και οι πόρτες του άνοιξαν, για να βγουν οπλισμένοι επαναστάτες, και ο κύριος Φαρνέλιος.
Η Βασιλική τον πλησίασε. «Δεν υπάρχει πρόβλημα,» είπε. «Τους διώξαμε.»
«Και ποιος είν’αυτός;» ρώτησε ο Φαρνέλιος, κοιτάζοντας τον πορφυρόδερμο άντρα.
«Ονομάζομαι Φένχιλ, κύριε,» αποκρίθηκε ο ίδιος. «Και έρχομαι από τη Σάρντλι, ύστερα από ειδοποίηση του Πρόμαχου Οδυσσέα.»
«Ενισχύσεις από τη Σάρντλι; Επιτέλους!» Ο Φαρνέλιος χαμογέλασε. «Καλωσόρισες, νεαρέ.»
«Καλώς σάς βρίσκω.» Ο Φένχιλ έκανε νόημα στους ανθρώπους του να αφήσουν την κάλυψή τους ανάμεσα στα δέντρα και να ζυγώσουν. «Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος έχει προβλήματα, απ’ό,τι μάθαμε,» είπε. «Φτάνοντας στην Απαστράπτουσα, πληροφορηθήκαμε ότι είναι φυλακισμένος –από τον ίδιο του τον αδελφό, μάλιστα. Φαίνεται πως οι φόβοι του Πρόμαχου ήταν σοβαροί.»
«Πολύ σοβαροί,» τον διαβεβαίωσε ο Φαρνέλιος, και του συστήθηκε. Ύστερα, ρώτησε: «Πότε ήρθατε;»
«Χτες το απόγευμα. Μέσω Αιθέρα.»
«Δεν πιστεύω να προσγειωθήκατε στον Βασιλικό Αερολιμένα…»
«Ασφαλώς και όχι. Ήμασταν προσεκτικοί.»
«Το αεροσκάφος σας είναι ακόμα εδώ;»
«Δυστυχώς, όχι,» είπε ο Φένχιλ· «έπρεπε να επιστρέψει στη Σάρντλι. Δεν έχουμε και πολλά στη διάθεσή μας, όπως ίσως να γνωρίζετε, κύριε Φαρνέλιε.»
Ο Φαρνέλιε ένευσε, μοιάζοντας να καταλαβαίνει.
«Νομίζω,» είπε ο Θελλέδης, «ότι καλά θα ήταν να φύγουμε από τούτο το μέρος το συντομότερο δυνατό, γιατί–»
«Πολύ σωστά,» τον διέκοψε ο Φαρνέλιος. «Ελάτε όλοι στο φορτηγό. Κι εσύ επίσης, Φένχιλ, μαζί με τους συντρόφους σου. Πρέπει να συζητήσουμε.»
Η Βασιλική πλησίασε τη Βικτώρια και την πήρε πάλι απ’το χέρι, ενώ εκείνη κοίταζε τριγύρω, τη βλάστηση και τις σκιές.
«Δεν είναι κανένας εκεί,» τη διαβεβαίωσε η Πριγκίπισσα. «Τους διώξαμε.»
«Κι όμως, είναι εκείνος–»
«Βικτώρια,» της είπε η Βασιλική, καθώς ζύγωναν την πίσω πόρτα του φορτηγού. «Άκουσέ με. Αυτό που έχεις πάθει δεν είναι κάτι φυσιολογικό. Σ’το έχουν κάνει οι υπηρέτες του Μαύρου Νάρζουλ. Είναι κάποιου είδους ξόρκι. Έχουν χρησιμοποιήσει αυτό που ονομάζουν ‘Άγγιγμα’ επάνω στο μυαλό σου, κι έτσι νομίζεις ότι υπάρχει ο άντρας με το κέρατο. Είναι μια ψευδαίσθηση, αλλά μια ψευδαίσθηση που, για σένα, αποτελεί πραγματικότητα.»
Η Βικτώρια την άκουγε, αμίλητη και συνοφρυωμένη, ενώ οι επαναστάτες επιβιβάζονταν στο φορτηγό.
«Με καταλαβαίνεις;» ρώτησε η Βασιλική.
Η Βικτώρια ένευσε, αλλά διστακτικά.
«Ελάτε,» τους είπε ο Φαρνέλιος. «Μπείτε, κι οι δυο σας. Πρέπει να πηγαίνουμε.»
Η Βασιλική και η Βικτώρια ανέβηκαν στο φορτηγό. Ο Φαρνέλιος τις ακολούθησε, κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
Το όχημα έβαλε μπροστά και, σβήνοντας τα φώτα του, χάθηκε μες στην Απολλώνια νύχτα.
*
Ο Αυγερινός πλησίασε την πόρτα μπροστά απ’την οποία στεκόταν ο Φαιόνυχος όταν ήταν ζωντανός.
Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη, και ο Αυγερινός τη ζύγωσε βαστώντας το πιστόλι του με τα δύο χέρια. Ο τραυματισμένος του ώμος τού έριχνε δυνατές σουβλιές, αλλά εκείνος προσπαθούσε να τις αγνοεί. Αναρωτήθηκε για πόσο θα κατάφερνε να το κάνει αυτό– Έδιωξε τη σκέψη απ’το νου του. Προείχε η αποστολή του! Η αποστολή του ήταν ιερή.
Κλότσησε την πόρτα, ανοίγοντάς την τελείως, και καλύφτηκε στο πλάι της, στρέφοντας την κάννη του πιστολιού του προς τη δεξιά μεριά του δωματίου, κοιτάζοντας πρώτα στις γωνίες, όπου, μάλλον, εκεί θα στεκόταν κάποιος που τον περίμενε. Κανείς, όμως, δεν υπήρχε. Και το δωμάτιο ήταν γεμάτο οθόνες, κονσόλες, πληκτρολόγια, και λαμπάκια.
Ο Αυγερινός πετάχτηκε στην άλλη πλευρά της πόρτας και, καλυμμένος εκεί, κοίταξε την αριστερή μεριά του δωματίου. Όπως το περίμενε, ούτε εδώ ήταν κανείς.
Κατεβάζοντας το όπλο του, μπήκε, και η Αγάθη τον ακολούθησε.
«Τι είναι εδώ;» τον ρώτησε.
«Δωμάτιο ελέγχου,» είπε ο Αυγερινός.
«Οι οθόνες δείχνουν δωμάτια…» παρατήρησε η Αγάθη, καθώς τα μάτια της πήγαιναν από τη μια στην άλλη. «Κελιά– Αυγερινέ!» Ύψωσε το χέρι της, δείχνοντας.
«Ναι, μια γυναίκα…»
Σ’ένα απ’τα κελιά φαινόταν μια γυναίκα. Γυμνή… ή, μάλλον, όχι. Φορούσε μια στολή από ένα πολύ λεπτό υλικό: ένα υλικό που έμοιαζε να γίνεται ένα με το δέρμα της. Η στολή κάλυπτε το στήθος, την κοιλιά, τους μηρούς, και τα χέρια της ώς τον αγκώνα· και είχε κάτι επάνω της που έλεγε στον Αυγερινό ότι δεν ήταν φυσιολογική. Στένεψε τα μάτια του. Ανασαλεύει; Η στολή ανασαλεύει; Η γυναίκα ήταν ξαπλωμένη στο πάτωμα του κελιού και κουλουριασμένη· δεν είχε κινηθεί καθόλου· αλλά η στολή έδινε την εντύπωση πως είχε κινηθεί…
«Κι άλλος ένας. Εδώ,» είπε η Αγάθη.
Ο Αυγερινός έστρεψε το βλέμμα του, και κοίταξε την οθόνη που κοίταζε κι εκείνη. Τα μάτια του γούρλωσαν. Ο Κύριος του Γαλανού Φωτός!
Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος βρισκόταν σ’ένα κελί, γυμνός κι αυτός και ζαρωμένος σε μια γωνία με τα χέρια του τυλιγμένα γύρω απ’τα γόνατά του.
Ο Αυγερινός έτριξε τα δόντια του. «Μα τους θεούς!»
«Τι είναι;» ρώτησε η Αγάθη.
«Δεν τον αναγνωρίζεις;»
Εκείνη κούνησε το κεφάλι.
«Ο Πρίγκιπας είναι.»
Τα μάτια της Αγάθης γούρλωσαν και στράφηκε πάλι στην οθόνη, χάσκοντας.
«Πάμε,» είπε ο Αυγερινός. «Πρέπει να τον πάρουμε από κει.»
«Πού είναι, όμως, αυτά τα κελιά;»
«Δεν πρέπει νάναι μακριά. Εδώ κάτω πρέπει να είναι.»
Βγήκε απ’το δωμάτιο ελέγχου και βάδισε προς μια κουρτίνα. Την τράβηξε, απότομα, έχοντας το πιστόλι του υψωμένο, κι από πίσω είδε ένα μικρό δωμάτιο με καθρέφτη στον τοίχο και μια κρεμάστρα με μαύρους χιτώνες. Ο Αυγερινός τούς άγγιξε, και σκέφτηκε ότι έμοιαζαν με τον χιτώνα της γυναίκας στο κιγκλίδωμα.
Ύστερα, πήγε προς ένα άλλο άνοιγμα, το οποίο έβγαζε σ’έναν μακρύ διάδρομο.
Η Αγάθη ήταν στο κατόπι του, με το πιστόλι της έτοιμο.
Ο διάδρομος ήταν πετρόχτιστος και φωτιζόταν από ενεργειακές λάμπες. Ήταν υγρός, όπως και το υπόλοιπο υπόγειο, και ο αέρας του βρόμικος και περιορισμένος. Στο πέρας φάρδαινε, και εκεί υπήρχαν τρεις κλειστές σιδερένιες πόρτες. Στ’αριστερά, και πιο κοντά στον Αυγερινό και την Αγάθη, ανοιγόταν ένα πέρασμα· και στα δεξιά, λίγο πιο κάτω, ανοιγόταν ένα άλλο.
Ο Αυγερινός πήγε στο πρώτο πέρασμα, με το όπλο του υψωμένο, σημαδεύοντας πιθανούς εχθρούς. Ο διάδρομος όπου βρέθηκε ήταν μικρότερος από τον προηγούμενο, και από εχθρούς δεν υπήρχε κανένας. Δεξιά κι αριστερά μόνο υπήρχαν ξύλινες πόρτες. Δε μπορεί εδώ νάναι τα κελιά. Ο Αυγερινός τις άνοιξε, τη μία μετά την άλλη, και διαπίστωσε ότι στο εσωτερικό τους ήταν κοιτώνες. Οκτώ, συνολικά.
«Το μέρος δεν έχει και τόσους φρουρούς…» μουρμούρισε.
«Τι εννοείς;» ρώτησε η Αγάθη.
«Υπάρχουν δωμάτια για οκτώ ανθρώπους εδώ. Οκτώ φρουροί δεν είναι πολλοί.»
«Δε συναντήσαμε οκτώ,» παρατήρησε η Αγάθη. «Συναντήσαμε…» Μια μικρή παύση, για να υπολογίσει μέσα στο μυαλό της. «Τρεις. Και τη γυναίκα επάνω, στο κιγκλίδωμα. Πιστεύεις ότι ίσως νάναι κι άλλοι εδώ μέσα;»
Ο Αυγερινός κούνησε το κεφάλι. «Αυτή τη στιγμή, όχι, δεν το νομίζω. Αν ήταν, θα είχαν βγει να μας αντιμετωπίσουν. Μάλλον, δεν περίμεναν επισκέψεις απόψε –ή γενικότερα. Μάλλον, πίστευαν ότι αυτό το μέρος κανείς δε θα το έβρισκε και ποτέ δε θα δεχόταν επίθεση.»
Βγήκαν απ’τους κοιτώνες και πήγαν στο δεξί άνοιγμα του πρώτου διαδρόμου. Για να βρεθούν σ’έναν τρίτο διάδρομο, που το φως από τη μοναδική του λάμπα ήταν λιγοστό.
Ωστόσο, ακόμα και σ’αυτό το λιγοστό φως δεν μπορούσαν να μην προσέξουν το τέρας.
Η Αγάθη έβγαλε έναν έντονο λαρυγγισμό, προσπαθώντας να πνίξει ένα ουρλιαχτό μέσα της· και το ένα της χέρι πήγε στο στόμα της.
Το πλάσμα έφραζε το μέσο του διαδρόμου. Και έμοιαζε με σκισμένο τομάρι ζώου, που κάποιος το είχε απλώσει, πιάνοντας τις άκριές του στο ταβάνι, το πάτωμα, και τους τοίχους. Οι άκριές του, όμως, δεν πιάνονταν στις πέτρες με σχοινιά, ή με άλλο παρόμοιο, τεχνητό τρόπο· πιάνονταν με γαμψά νύχια, που προεξείχαν σε τριάδες από τις αποκρουστικές αποφύσεις του τέρατος. Το υπόλοιπό του σώμα δεν είχε παρά ελάχιστο πάχος· ήταν, πράγματι, σαν ένα τομάρι ζώου, τραβηγμένο και παραμορφωμένο. Το χρώμα του ήταν γκρίζο, και είχε μάτια και στόματα σε διάφορα, φαινομενικά τυχαία σημεία. Πώς ήταν δυνατόν τέτοιο πράγμα να υπήρχε, ο Αυγερινός δεν ήθελε καν να υποθέσει. Του θύμιζε, πάντως, ιστορίες που είχε ακούσει για τα εκτρώματα της Απολεσθείσας Γης. Αλλά τι μπορεί να έκανε ένα τέτοιο πλάσμα εδώ;
Δεν είχε χρόνο να αναρωτηθεί, καθώς το τέρας αντίκρυ του άρχισε να βγάζει διαπεραστικές κραυγές απ’τα στόματά του. Κραυγές και ουρλιαχτά και τσυρίγματα. Που τρυπούσαν τ’αφτιά και τον εγκέφαλο, μπερδεύοντας και ζαλίζοντας.
Η Αγάθη πυροβόλησε. Η σφαίρα της πέτυχε το πλάσμα δίπλα σ’ένα απ’τα μάτια του, τρυπώντας το πετσί του και φεύγοντας απ’την άλλη μεριά. Αίμα τινάχτηκε στο πάτωμα και στο ταβάνι.
Το τέρας άρχισε να πλησιάζει, κινούμενο πολύ γρήγορα με τις αποφύσεις του, που γαντζώνονταν παντού ολόγυρά του.
Ο Αυγερινός πέταξε το πιστόλι του και τράβηξε το σπαθί του. Η λεπίδα γυάλισε με γαλανό φως στα χέρια του. Οι σφαίρες τού κάνουν τρύπες. Αλλά τι νόημα έχει να κάνεις τρύπες επάνω σ’ένα τεντωμένο τομάρι;
«Μείνε πίσω μου!» είπε στην Αγάθη, και στάθηκε εμπρός της, καθώς το τέρας ερχόταν καταπάνω του, τσυρίζοντας δαιμονισμένα και κάνοντας το κρανίο του να πονά. Τα στόματά του ανοιγόκλειναν και τα μάτια του τον ατένιζαν με μίσος. Θα σε καταβροχθίσουμε! έμοιαζαν να του ψιθυρίζουν μες στο μυαλό του. Θα φάμε τη σάρκα σου, και τα μάτια σου, και τη γλώσσα σου, και τα σωθικά σου, και τα γεννητικά σου όργανα· και μετά, θα ρουφήξουμε το μεδούλι από τα κόκαλά σου, και θα μασήσουμε τον μαλακό σου εγκέφαλο.
Η Αυγερινός σπάθισε, βαστώντας τον Κελευστή με τα δύο χέρια. Η λεπίδα έσχισε το τομάρι του τέρατος από πάνω αριστερά προς κάτω δεξιά. Τα στόματα έβγαλαν κραυγές πόνου, και οι αποφύσεις τεντώθηκαν, για να πιαστούν πάνω στον Αυγερινό, ώστε το τέρας να μπορέσει να τον τυλίξει μέσα στο σώμα του.
Εκείνος σπάθισε ξανά, κόβοντας τον εχθρό του από διαφορετική γωνία, και ένα κομμάτι του τομαριού του σωριάστηκε. Το υπόλοιπο σώμα, όμως, κατάφερε να τυλίξει εν μέρει τον Αυγερινό, κι εκείνος αισθάνθηκε τα στόματα να τον δαγκώνουν.
«Όχι!» άκουσε την Αγάθη να φωνάζει πίσω· κι ένας πυροβολισμός ακολούθησε.
Τι κάνει;
Εκείνη, όμως, δεν είχε ρίξει στο σώμα του τέρατος, γιατί, αναμφίβολα, καταλάβαινε ότι έτσι θα σκότωνε τον Αυγερινό. Είχε ρίξει σε κάποια από τις αποφύσεις του, που πιάνονταν γύρω-γύρω και το στήριζαν. Ο Αυγερινός το κατάλαβε αυτό, καθώς αισθάνθηκε το πλάσμα να χαλαρώνει επάνω του.
Και, χρησιμοποιώντας τον Κελευστή, το λιάνισε περισσότερο. Το γαλανό φως της λεπίδας κομμάτιασε και έκαψε το τομάρι του. Τα στόματα κραύγαζαν και ούρλιαζαν, και το τέρας σωριάστηκε στο πάτωμα, κατακομμένο και κατασχισμένο. Το βρόμικο αίμα του κυλούσε στις πέτρες του διαδρόμου, και είχε ποτίσει και τα ρούχα του Αυγερινού. Η αποφορά ήταν δυνατή και εμετική.
Ο Αυγερινός άκουσε την Αγάθη να ξερνά πίσω του.
Στράφηκε να την κοιτάξει.
«…Καλά είμαι,» του είπε εκείνη, στηριζόμενη στον τοίχο και σκουπίζοντας το στόμα της με το μανίκι της υπηρετικής της στολής.
Ο Αυγερινός γύρισε πάλι για να κοιτάξει το πλάσμα. Δεν ήταν ακόμα νεκρό, αλλά σίγουρα ξεψυχούσε (αν υποτεθεί πως είχε ψυχή)· δε σπαρταρούσε πλέον τόσο έντονα, και οι φωνές του είχαν, επίσης, χάσει τη δύναμή τους.
Ο Αυγερινός πέρασε από πάνω του, ποδοπατώντας το, και κοίταξε μέσα σε μια μισάνοιχτη, σιδερένια πόρτα. Το δωμάτιο δεν είχε φως, αλλά πρέπει να ήταν άδειο· και, αναμφίβολα, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα κελί.
Φτάσαμε στα κελιά. Κάπου εδώ θα είναι κι ο Πρίγκιπας.
Ο Αυγερινός πλησίασε μια άλλη πόρτα, η οποία ήταν κλειστή, και κοίταξε απ’το καγκελωτό παραθυράκι της. Μέσα, είδε μια γυναίκα. Τη γυναίκα που είχε δει κι από την οθόνη του δωματίου ελέγχου. Είχε κοντά, σγουρά, μαύρα μαλλιά και χρυσό δέρμα. Η στολή που φορούσε ήταν μελανόχρωμη, και… έμοιαζε ζωντανή. Αυτό που είχε προσέξει ο Αυγερινός από την οθόνη δεν ήταν κάποιου είδους οφθαλμαπάτη· ήταν η πραγματικότητα. Κι από κοντά, φαινόταν καλύτερα. Η στολή ανασάλευε. Κινιόταν. Ήταν φτιαγμένη από κάποια έμβια ύλη.
Τα μάτια της γυναίκας τον είδαν, καθώς την παρατηρούσε από το παραθυράκι. Η άγνωστη ανασηκώθηκε, σιωπηλά, και συνέχισε να τον κοιτάζει.
«Ποια είσαι;» τη ρώτησε ο Αυγερινός.
Εκείνη παρέμεινε σιωπηλή. Τα μάτια της στένεψαν.
Μουγκή είναι;
Ο Αυγερινός έκανε ένα βήμα πίσω και ύψωσε το ξίφος του. Η λεπίδα άστραψε με γαλανό φως. Και κατέβηκε πάνω στην κλειδαριά, σπάζοντάς την.
Ο Αυγερινός άνοιξε την πόρτα.
Η γυναίκα ήταν τώρα όρθια, και είχε υποχωρήσει στο βάθος του κελιού. Είχε πάρει πολεμική στάση.
«Μη φοβάσαι,» της είπε ο Αυγερινός. «Είμαι εδώ για να σε βοηθήσω. Με καταλαβαίνεις; Καταλαβαίνεις τη γλώσσα που μιλάω;» Μιλούσε στη Γλώσσα της Απολλώνιας.
«Ποιος… είσαι;» ψέλλισε η γυναίκα, στη Συμπαντική Γλώσσα.
«Ονομάζομαι Αυγερινός Αντίρρυθμος,» της απάντησε εκείνος, στην ίδια γλώσσα. «Υπηρετώ τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο. Αυτό,» ύψωσε τον Κελευστή, «είναι το ξίφος του. Και του το φέρνω.»
Η γυναίκα ξεροκατάπιε. «…Σε παρακαλώ, βοήθησέ με.»
«Σου είπα, γι’αυτό είμαι εδώ–»
«Αυτό το πράγμα έχει πιαστεί επάνω μου.» Τα νύχια της μπήχτηκαν στη στολή της, και σ’εκείνο το σημείο η στολή φάνηκε να ζαρώνει, σα νάχε πονέσει. «Και δε μπορώ να το βγάλω! Και δε μ’αφήνει να χρησιμοποιήσω τη μαγεία μου· με συνθλίβει, κάθε φορά που το προσπαθώ!»
Μαγεία; Μάγισσα είσαι; Ο Αυγερινός πήγε κοντά της, και είδε το φως του Κελευστή να δυναμώνει. Πλησίασε τη λεπίδα του στη στολή της γυναίκας· ή, μάλλον, στο πλάσμα που την τύλιγε. Κι εκείνο αποτραβήχτηκε, λες κι είχε καψαλιστεί. Ζάρωσε, ελευθερώνοντας σημεία του σώματός της που, πριν από μερικές στιγμές, ήταν καλυμμένα από τη μαυρίλα του.
Ο Αυγερινός έφερε τη λεπίδα σε επαφή με το τέρας, και ατμός σηκώθηκε. Πράγματι, το ξίφος το έκαιγε! Το πλάσμα αποτραβήχτηκε περισσότερο από το σώμα της μάγισσας και, στο τέλος, αναγκάστηκε να πέσει στο πάτωμα και να συρθεί, σαν άμορφη αμοιβάδα.
Ο Αυγερινός το σπάθισε, κόβοντάς το στα δύο, και το τέρας σταμάτησε να κινείται και έλιωσε. Ολόκληρο το σώμα του έχασε την πυκνότητά του και έγινε τελείως ρευστό. Μετατράπηκε σε μαύρο αίμα, που κύλησε ανάμεσα στις πλάκες του κελιού.
Ο Αυγερινός στράφηκε στη γυναίκα. «Πώς σε λένε; Γιατί σε είχαν εδώ;»
«Άνμα,» αποκρίθηκε εκείνη, κρύβοντας με τα χέρια τη γύμνια της. «Άνμα’ταρ. Ήμουν με τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο.»
«Με τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο; Άνμα’ταρ;… ’ταρ; Δεν έχω ξανακούσει αυτή την κατάληξη. Σε ποιο τάγμα μάγων ανήκεις;»
«Στις Δράκαινες.»
«Στις Μαύρες Δράκαινες; Της Παντοκράτειρας;»
«Ναι. Αλλά οι μάγισσες λεγόμασταν ‘Δράκαινες’. Υπηρετούμε τον Ανδρόνικο τώρα. Πού είναι; Τον έχεις σώσει;»
Ο Αυγερινός κούνησε το κεφάλι. «Όχι ακόμα. Αλλά σκοπεύω. Σύντομα.
»Έλα μαζί μου,» της είπε, και βγήκε απ’το κελί, όπου τους περίμενε η Αγάθη.
Η υπηρέτρια της Βασίλισσας κοίταξε τη μάγισσα. «Πρέπει να σου βρούμε κάτι να φορέσεις.»
Η Άνμα ένευσε, σιωπηλά. Κοίταξε γύρω της. «Πού είμαστε; Πού είναι αυτό το μέρος;»
«Δεν ξέρεις;» απόρησε η Αγάθη. «Είσαι κάτω απ’το παλάτι της Απαστράπτουσας, σ’ένα υπόγειο που… που εγώ, τουλάχιστον, δεν είχα ιδέα ότι υπήρχε.»
Η Άνμα την ατένισε, συνοφρυωμένη. «Ποια είσαι εσύ;»
«Αγάθη, με λένε. Βρίσκομαι στις υπηρεσίες της Βασίλισσας.»
Ο Αυγερινός, εν τω μεταξύ, βάδισε προς τα υπόλοιπα κελιά, βλέποντας πως, το ένα μετά το άλλο, ήταν άδεια. Και η απογοήτευσή του μεγάλωνε. Αν δεν ήταν ο Κύριός του εδώ, πού ήταν; Πού τον είχαν φυλακισμένο;
Φτάνοντας, όμως, στο τελευταίο κελί, τον βρήκε. Τον είδε απ’το καγκελωτό παραθυράκι.
Ύψωσε το σπαθί του, έσπασε την κλειδαριά, και άνοιξε την πόρτα.
Ο Ανδρόνικος πετάχτηκε όρθιος, και: «Μείνε μακριά!» ούρλιαξε. «Μείνε μακριά!»
«Πρίγκιπά μου,» είπε ο Αυγερινός, «ήρθα να σας πάρω από εδώ. Φέρνω μαζί μου το ξίφος σας, τον Κελευστή.» Και έκανε να υποκλιθεί.
Αλλά ο Ανδρόνικος συνέχισε να ουρλιάζει, αλλόφρων: «ΕΞΩ! Βγες έξω! Βγες έξω, δαίμονα!»
Ο Αυγερινός τρομοκρατήθηκε. Αισθάνθηκε ένα ψύχος να τον διατρέχει πατόκορφα. Διότι δεν μπορούσε να δει κανένα ίχνος λογικής στην όψη και στα μάτια του Πρίγκιπα. Κοιτάζω το πρόσωπο ενός τρελού…
Όχι! ΟΧΙ!
«Πρίγκιπά μου, ονομάζομαι Αυγερινός Αντίρρυθμος! Έρχομαι εδώ σταλμένος από τη μητέρα σας, τη Βασίλισ–!»
«Εξαφανίσου από μπροστά μου!» κραύγασε ο Ανδρόνικος, χιμώντας καταπάνω του και γρονθοκοπώντας τον στο σαγόνι.
Ο Αυγερινός σωριάστηκε. Το σπαθί έφυγε απ’το χέρι του.
Ο Ανδρόνικος βγήκε απ’το κελί, γρυλίζοντας σα θηρίο. Το σώμα του ήταν γυμνό και βρόμικο, τα μαλλιά και τα μούσια του άλουστα και μαυρισμένα· είχαν χάσει την ξανθή τους γυαλάδα: έμοιαζε σαν κάποιος να τα είχε βουτήξει στο κάρβουνο.
«Ανδρόνικε!» φώναξε η Άνμα. «Ανδρόνικε! Τι κάνεις; Αυτός ο άνθρωπος δεν είναι εχθρός! Ήρθε για να μας–!» Αλλά σταμάτησε να μιλά, καθώς το βλέμμα του Πρίγκιπα την κάρφωσε.
Ο Αυγερινός προσπάθησε να σηκωθεί απ’το πάτωμα, λέγοντας: «Πρίγκιπά μου, ακούστε με–»
Ο Ανδρόνικος στράφηκε και τον κλότσησε στα πλευρά. Πήδησε πάνω του και τον καβάλησε, αρπάζοντας το λαιμό του με τα δύο χέρια κι αρχίζοντας να τον στραγγαλίζει. Η Άνμα και η Αγάθη έτρεξαν κοντά στους δύο άντρες κι έπιασαν τον Πρίγκιπα απ’τους ώμους, προσπαθώντας να τον απομακρύνουν απ’τον Αυγερινό. Δεν μπορούσαν, όμως, να τον κουνήσουν· είχε την ασυγκράτητη δύναμη ενός παράφρονα. Οι μύες του ήταν σαν σιδερένια σχοινιά.
Ο Αυγερινός δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Ζαλιζόταν, κι έβλεπε τα πάντα να σκοτεινιάζουν στις άκριες των ματιών του.
Κύριέ μου, όχι! Μην το κάνεις αυτό!
Τι σου έκαναν; Δε σκέφτεσαι καθαρά. Τι σου έκαναν;
Γαλανό φως τύλιξε το σύμπαν του Αυγερινού–
Το γαλανό φως!
Το γαλανό φως!
ΤΟ ΓΑΛΑΝΟ ΦΩΣ!
Ο Κύριός του τον κρατά κάτω και πιέζει το λαιμό του, προσπαθεί να τον πνίξει. Αλλά εκείνος ξέρει πως αυτός δεν είναι πραγματικά ο Κύριός του. Εξωτερικές δυνάμεις έχουν παρέμβει. Έχουν παίξει με την ψυχή και το μυαλό του· τον έχουν διαστρεβλώσει.
Κι αυτό δεν μπορεί να το επιτρέψει. Πρέπει να το αντιστρέψει. Τώρα.
Τα μάτια του βλέπουν από πού έρχεται το γαλανό φως. Από το σπαθί που είναι πεσμένο πλάι του. Από το σπαθί που η λεπίδα του είναι δεμένη με τη διάσταση της Απολλώνιας. Από το σπαθί των βασιληάδων.
Απλώνει το χέρι του κι αρπάζει τη λαβή.
Το υψώνει.
Το φέρνει ανάμεσα σ’εκείνον και στον Κύριό του.
Το φέρνει μπροστά στα μάτια του Κυρίου του.
Το γαλανό φως τώρα είναι παντού. Το γαλανό φως είναι τα πάντα.
Το γαλανό φως!
Το γαλανό φως!
ΤΟ ΓΑΛΑΝΟ ΦΩΣ!
Τα χέρια του Ανδρόνικου άφησαν το λαιμό του Αυγερινού, κι ο Πρίγκιπας πετάχτηκε πίσω, σαν να είχε, ξαφνικά, ξυπνήσει από κάποιο όνειρο, από κάποιον τρομαχτικό εφιάλτη.
«Τι… τι κάνω;» ψέλλισε. «Ποιος είσαι;…» Αποτραβήχτηκε απ’τον Αυγερινό, καθίζοντας στο πέτρινο πάτωμα με τα γόνατα λυγισμένα από κάτω του.
Ο Αυγερινός διπλώθηκε, βήχοντας. Στο δεξί του χέρι συνέχιζε να βαστά τον Κελευστή.
Ο Ανδρόνικος πρόσεξε τη γυμνή, χρυσόδερμη γυναίκα που στεκόταν πλάι του. «Άνμα;…» έκανε. «Άνμα;»
Εκείνη ένευσε, χαμογελώντας και κλαίγοντας. Γονάτισε δίπλα του. «Πρίγκιπά μου… είσαι καλά; Με καταλαβαίνεις;»
«Ναι.» Την αγκάλιασε, σφίγγοντάς την επάνω του. «Ναι.»
Μετά, καθώς την άφησε απ’την αγκαλιά του, της είπε: «Φοβήθηκα ότι σε είχαν σκοτώσει…»
Η Άνμα παραμέρισε μια τούφα ξανθών μαλλιών απ’το ταλαιπωρημένο πρόσωπό του. «Τι σου έκαναν;»
«Δεν… δεν είμαι σίγουρος,» είπε ο Ανδρόνικος· κι ύστερα, έστρεψε το βλέμμα του στον Αυγερινό. «Ποιος είσαι; Γιατί προσπαθούσα να σε πνίξω;»
«Πρίγκιπά μου. Ονομάζομαι Αυγερινός Αντίρρυθμος. Ήρθα να σας σώσω. Σας φέρνω το ξίφος σας, τον Κελευστή.» Και, μ’αυτά τα λόγια, έτεινε τη λαβή του σπαθιού προς τον Ανδρόνικο.
Οι επαναστάτες βγήκαν απ’το όχημα, νιώθοντας τον δυνατό ήλιο της ερήμου να τους χτυπά κατακέφαλα.
«Δεν πάει ρούπι εδώ πέρα,» είπε ο Οδυσσέας. «Πρέπει να βγάλουμε την εστία και να βάλουμε πάλι ενεργειακή φιάλη.»
Η Νελμίρα άνοιξε το πρόσθιο μέρος του οχήματος και κοίταξε το εσωτερικό, για να δει τι είχε κάνει η Ιλρίνα’νορ. Εκείνο που φαινόταν να έχει κάνει ήταν ότι είχε αλλάξει τις θέσεις κάποιων καλωδιώσεων, ώστε να συνδέονται με την εστία… η οποία τώρα έμοιαζε νεκρή. Δεν ήταν πλέον αυτό το περίεργο αμάλγαμα από μέταλλο και φως, αλλά κάτι σαν κάρβουνο, μαυρισμένο και φανερά καταναλωμένο.
Η Νελμίρα άπλωσε τα δάχτυλά της, για να το αγγίξει, και διαπίστωσε ότι έκαιγε, έτσι τράβηξε το χέρι της πίσω. «Χρειάζομαι εργαλεία,» είπε στον Οδυσσέα.
Εκείνος τής έφερε εργαλεία απ’το εσωτερικό του οχήματος. «Θα οδηγήσεις, ύστερα;» τη ρώτησε. Ο ίδιος αισθανόταν εξουθενωμένος, από την οδήγηση μέσα στις ερημιές της Βίηλ.
Η Νελμίρα κατένευσε, παίρνοντας δύο μεταλλικές δαγκάνες με μακριές λαβές και πλησιάζοντάς τες στις καλωδιώσεις, προκειμένου να τις αποσυνδέσει από την κατεστραμμένη εστία. Το εγχείρημα δεν ήταν δύσκολο, και σύντομα η εστία είχε απομονωθεί. Η Νελμίρα πήρε ένα άλλο εργαλείο, την έπιασε, και την πέταξε έξω, στο πετρώδες έδαφος της Εσχάτης. Το ελλειψοειδές αντικείμενο θρυμματίστηκε.
Η Νελμίρα, αφήνοντας τώρα τα εργαλεία, προσπάθησε να συνδέσει τα καλώδια με τα χέρια της. Να τα συνδέσει όπως ήταν συνδεδεμένα παλιά, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν κανονικά οι ενεργειακές φιάλες. Η δουλειά αποδείχτηκε δυσκολότερη από την προηγούμενη, για δύο λόγους: πρώτον, δεν ήξερε πώς ακριβώς ήταν συνδεδεμένα τα καλώδια στο συγκεκριμένο όχημα, αφού η Ιλρίνα’νορ τα είχε αποσυνδέσει, όχι εκείνη· και, δεύτερον, η Νελμίρα δεν είχε τίποτα ιδιαίτερες γνώσεις μηχανικής πέρα από τις βασικές. Γνώριζε πώς ήταν φτιαγμένη γενικά η μηχανή ενός οχήματος, μα δεν ήταν βέβαιη για τις λεπτομέρειες.
Όταν τελείωσε, σκούπισε τον ιδρώτα απ’το μέτωπό της με την ανάστροφη του χεριού της (Μα τις Λάμιες, η ζέστη είναι ΑΝΥΠΟΦΟΡΗ εδώ!), και ζήτησε από τον Οδυσσέα να ρίξει κι αυτός μια ματιά στις καλωδιώσεις. Ο Πρόμαχος τις κοίταξε, και πρότεινε μια διόρθωση, με την οποία η Νελμίρα δε διαφώνησε.
Έκλεισαν το πρόσθιο μέρος του οχήματός τους και μπήκαν στο εσωτερικό. Η Νελμίρα πήρε τη μία από τις δύο ενεργειακές φιάλες που τους είχαν απομείνει και την έβαλε στην ειδική θυρίδα. Οι οθόνες και οι ενδείξεις εμπρός της άναψαν κανονικά. Ωραία, σκέφτηκε. Δε φαίνεται ότι θα εκραγεί. Ενεργοποίησε τους έξι τροχούς του οχήματος και είδε ότι κινιόταν όπως όφειλε.
«Εντάξει είμαστε, λοιπόν,» είπε, και πάτησε το πλήκτρο που έκανε τον χάρτη της Σάρντλι να παρουσιαστεί σε μια οθόνη.
«Γνωρίζεις πού πηγαίνουμε;» τη ρώτησε ο Οδυσσέας, που καθόταν στο πίσω κάθισμα. Στη θέση του συνοδηγού ήταν ο Ράθνης.
«Να πάρουμε αεροσκάφος για τον Αιθέρα, σωστά;»
«Σωστά. Εκείνο που ρωτάω είναι αν ξέρεις από πού θα το πάρουμε.»
«Από το Φτερωτό Όρος. Νότια από εδώ.» Η Νελμίρα εστίασε τον χάρτη στην περιοχή που αναφερόταν.
Ο Οδυσσέας ένευσε. «Μπορώ, λοιπόν, να κοιμηθώ με την ησυχία μου.»
Η Νελμίρα μειδίασε. «Τουλάχιστον, μέχρι ν’αρχίσει να μας κυνηγά κανένα άλλο θηρίο.»
Ο Οδυσσέας ξάπλωσε, ανάσκελα, στο πίσω κάθισμα, δίχως ν’αποκριθεί. Τα βλέφαρά του έκλεισαν.
Ο Ράθνης έδειξε την ψηλή, πέτρινη στήλη που φαινόταν μακριά τους. «Τι είναι αυτός ο πύργος;» ρώτησε.
Η Νελμίρα έβγαλε τις μπότες της και ακούμπησε τα γυμνά της πόδια στα πετάλια. «Δεν ξέρω. Κάποιο ερείπιο, υποθέτω.» Το εξάτροχο όχημά τους ξεκίνησε.
«Είσαι σίγουρη ότι το μέρος είναι ακατοίκητο; Μπορεί κανένας να μας είδε από εκεί.»
«Ακατοίκητο είναι,» ακούστηκε η φωνή του Οδυσσέα από πίσω, μοιάζοντας να μιλά με σιγουριά.
«Πώς το ξέρεις;» τον ρώτησε η Νελμίρα, δίχως να στραφεί να τον κοιτάξει· είχε τα μάτια της μπροστά, καθώς το όχημά τους περνούσε ανάμεσα από ψηλούς βράχους με σχηματισμούς τους οποίους συναντούσε κανείς μονάχα στην Εσχάτη και πουθενά αλλού στο γνωστό σύμπαν. Η εν λόγω Σάρντλια έρημος φημιζόταν για τους σχηματισμούς των βράχων της.
«Υπάρχουν τέτοιοι πύργοι σε διάφορα σημεία της Εσχάτης,» είπε ο Οδυσσέας. «Κανείς δεν τους χρησιμοποιεί ως κατοικία. Χρησιμοποιούνται μόνο για ορισμένα έθιμα, που αφορούν κυρίως τους ευγενείς της Σάρντλι, απ’όσο ξέρω. Τώρα, αφήστε με να κοιμηθώ.»
«Όπως επιθυμείς, αρχηγέ.»
Σε λίγο, ο Οδυσσέας ροχάλιζε.
«Υποθέτω,» είπε ο Ράθνης, απρόσμενα, «ότι δε γνωρίζεις τόσα για τις μηχανές όσα για τα θηρία…»
Η Νελμίρα τον κοίταξε, για μια στιγμή, με τις άκριες των ματιών της. Ο άνθρωπος προσπαθεί να με τρελάνει! Δεν του μίλησε.
«Δεν αληθεύει;» τη ρώτησε ο Ράθνης.
«Αληθεύει.»
«Αυτό συμβαίνει με όλους τους ανθρώπους της Φεηνάρκια;»
Η Νελμίρα είχε τα χέρια της στο τιμόνι και το βλέμμα της μπροστά. «Όχι. Όχι απαραίτητα.» Πού θέλει να καταλήξει; Θέλει να μάθει κάτι συγκεκριμένο από μένα;
«Γιατί συμβαίνει μ’εσένα;»
«Ίσως να βρίσκω τα θηρία πιο ενδιαφέροντα απ’τις μηχανές.»
«Ίσως;»
«Ναι, ίσως.»
«Δηλαδή, δε γνωρίζεις τις επιθυμίες του εαυτού σου;»
Ο άνθρωπος δε βγάζει κανένα νόημα απολύτως! Γιατί δεν είναι και τώρα σιωπηλός, όπως συνήθως; Αποφάσισε να τον ρωτήσει. Εξάλλου, εκείνος έκανε μέχρι στιγμής όλες τις ερωτήσεις· καιρός ήταν να του κάνει κι εκείνη μία. «Γιατί δεν είσαι σιωπηλός, όπως συνήθως;»
«Δεν απάντησες στην ερώτησή μου,» είπε, ήρεμα, ο Ράθνης.
Θα μου κάνει και παρατήρηση τώρα; «Ούτε εσύ απάντησες στη δική μου!»
«Υπάρχει λόγος που δεν είμαι σιωπηλός.»
«Αυτή δεν είναι απάντηση.»
«Γιατί;»
Ορίστε! Πάλι εκείνος κάνει τις ερωτήσεις! «Επειδή δε μου εξηγείς τον λόγο.»
«Δε μπορώ να σ’τον εξηγήσω.»
«Είναι τόσο ανεξήγητος;» Πρέπει να μου κάνει πλάκα. Ή είναι τελείως τρελός.
«Ο λόγος είναι πολύ απλός. Αλλά η εξήγηση πιθανώς να διαφθείρει το σκοπό της ενέργειας.»
Η Νελμίρα συνοφρυώθηκε, εξακολουθώντας να κοιτάζει την πετρώδη έρημο που απλωνόταν εμπρός της. Μου λέει ασυναρτησίες, επίτηδες, αντί να απαντήσει!
«Τι σήμαινε, λοιπόν, εκείνο το ‘ίσως’; Δε γνωρίζεις πραγματικά αν τα θηρία σε ενδιαφέρουν περισσότερο από τις μηχανές;»
Η Νελμίρα αναστέναξε. «Εντάξει. Τα θηρία με ενδιαφέρουν περισσότερο από τις μηχανές. Κυνηγός και ιχνηλάτρια είμαι, άλλωστε. Ικανοποιήθηκες τώρα;»
«Σχεδόν.»
Δόξα στους θεούς!
Ο Ράθνης, όμως, συνέχισε: «Αν και η απάντησή σου μοιάζει περισσότερο με υπεκφυγή.»
Λες να θυμώσει πολύ ο Οδυσσέας, αν τραβήξω το πιστόλι μου και τον σκοτώσω;
«Τι σ’έκανε να συστρατευθείς με την Επανάσταση, Νελμίρα;» ρώτησε ο Ράθνης.
Απ’τη μία ερώτηση μεταπηδά στην άλλη! Όλο απορίες είναι αυτό το παιδί! «Γιατί θες να μάθεις;» Και, ξαφνικά, μια σκέψη –μια υπόθεση– πέρασε απ’το νου της· και γέλασε. «Μη μου πεις! Μη μου πεις ότι τόσο καιρό με ψαρεύεις, για ν’ανακαλύψεις αν είμαι κατάσκοπος της Παντοκράτειρας ανάμεσα στους επαναστάτες.»
«Δεν είναι καθόλου αυτό.»
Γιατί, αν ήταν θα μου τόλεγες; Αν με υποπτευόσουν για κατάσκοπο, θα μου τόλεγες; Μάλλον όχι. «Ναι; Τι είναι, τότε;»
«Σε ενοχλούν οι ερωτήσεις μου;»
«Και οι ερωτήσεις σου και ο τρόπος σου,» του είπε, ευθέως, η Νελμίρα. «Μου δίνεις την εντύπωση ότι, κάπως, προσπαθείς να… να διαπιστώσεις κάτι για μένα. Και δεν έχω ιδέα τι μπορεί νάναι αυτό! Είσαι με τα καλά σου, ή τα έχεις χάσει;» Και τώρα στράφηκε να τον κοιτάξει, χωρίς όμως να πάρει και τελείως τα μάτια της από την έρημο· τα βράχια ήταν επικίνδυνα σε αρκετά σημεία.
Ο Ράθνης την ατένισε ήρεμα, αλλά το βλέμμα του έμοιαζε να τη ζυγιάζει. «Δεν έχεις άδικο. Είσαι έξυπνη, αν και οξύθυμη, πράγμα που θολώνει την κρίση σου, ορισμένες φορές.»
Η Νελμίρα έστρεψε πάλι τα μάτια της αποκλειστικά στην έρημο. «Σ’ευχαριστώ για τη διαπίστωση σχετικά με το χαρακτήρα μου.»
«Με τιμάς.»
«Τι πράγμα;»
«Υποθέτω πως θεωρείς ότι έχω δίκιο σχετικά μ’εσένα.»
Η Νελμίρα σταμάτησε απότομα το όχημα. Γύρισε να τον ατενίσει. «Τι σημασία έχει αν έχεις δίκιο; Υπάρχει κανένας λόγος να βρίσκομαι υπό την παρατήρησή σου;» είπε, θυμωμένα. Ο μπάσταρδος! Είχε έναν απίστευτο τρόπο να την εκνευρίζει. Και η Νελμίρα δεν το είχε προσέξει αυτό παλιότερα. Παλιότερα, ήταν απλά ένας σιωπηλός τύπος ανάμεσα στους υπόλοιπους επαναστάτες του υποποτάμιου άντρου της Αλβέρια. Σιωπηλός και μυστηριώδης. Μήπως, τελικά, αυτός ήταν ο κατάσκοπος της Παντοκράτειρας; Η Νελμίρα αισθάνθηκε ένα ρίγος να τη διατρέχει. Το πιστόλι της βρισκόταν μέσα σε μια θήκη δεμένη στον μηρό της· θα προλάβαινε να το τραβήξει;
Τα μάτια του Ράθνη εξακολουθούσαν να την κοιτάζουν ήρεμα. «Μη με παρεξηγείς,» είπε, μετά από μερικές στιγμές σιγής. «Ασφαλώς και δεν μπορείς να γνωρίζεις–»
Η Νελμίρα έκανε να τραβήξει το πιστόλι της–
Ο Ράθνης τής άρπαξε τον καρπό και τον έστριψε, προτού καν εκείνη προλάβει να πιάσει τη λαβή του όπλου. Το άλλο του χέρι τής έκλεισε το στόμα. «Μην είσαι ανόητη,» της είπε, γρήγορα· «δε θέλω το κακό σου. Είναι το έθιμο.»
Της άφησε το στόμα και τον καρπό, και έκανε πίσω στο κάθισμα του.
Η Νελμίρα τον ατένισε με στενεμένα μάτια, έκπληκτη κι απορημένη. Δεν είναι κατάσκοπος της Παντοκράτειρας. Δεν μπορεί να είναι… «Ποιο έθιμο;»
«Του λαού μου,» εξήγησε ο Ράθνης. «Κανονικά, όμως, δε θάπρεπε να σ’το πω αυτό. Το να μην το πω είναι επίσης μέρος του εθίμου.»
Η Νελμίρα αναποδογύρισε τα μάτια, αγανακτισμένα. «Επειδή δεν έχω ιδέα από τα έθιμα της Αρβήντλια, μήπως θα μπορούσες να κάνεις μια εξαίρεση, για να με διαφωτίσεις;»
Ο Ράθνης φάνηκε σκεπτικός. Ύστερα, είπε: «Συνέχισε να οδηγείς· δεν υπάρχει λόγος να καθυστερούμε.»
Η Νελμίρα δίστασε για μια στιγμή, αλλά, έπειτα, έπιασε το τιμόνι και πάτησε το πετάλι ώθησης. Το Φεηνάρκιο όχημα άρχισε πάλι να κυλά ανάμεσα στους παράξενους βραχώδεις σχηματισμούς της Εσχάτης.
Η ζέστη ήταν δυνατή, καθώς ο ήλιος της Σάρντλι έκανε τα πάντα να βράζουν. Η Νελμίρα νόμιζε πως ακόμα και το πετάλι ήταν καυτό κάτω απ’την πατούσα της. Το τιμόνι σίγουρα έκαιγε.
Ο Ράθνης ήταν σιωπηλός για κάμποση ώρα. Τελικά, είπε: «Ίσως δε θα έπρεπε να σε ξαναενοχλήσω. Το έθιμο πρέπει κανονικά να το ξέρεις, αλλιώς φυσικό είναι να αντιδράσεις. Το καταλαβαίνω τώρα.»
«Εγώ, όμως, δεν καταλαβαίνω τίποτα. Και καλύτερα να μου εξηγήσεις. Η συμπεριφορά σου μοιάζει, το λιγότερο, ύποπτη.»
«Στην Αρβήντλια κανείς δε θα το έλεγε αυτό…»
«Δεν είμαστε στην Αρβήντλια, όμως.»
«Το συγκεκριμένο έθιμο λένε πως έχει προέλθει από τη Σάρντλι, πριν από πολλούς, πολλούς αιώνες…»
«Δε θα με παραξένευε,» είπε η Νελμίρα. «Οι Σάρντλιοι έχουν ένα σωρό αλλόκοτα έθιμα. Αλλά πες μου. Μου έχεις κινήσει την περιέργεια.»
«Προσπαθώ να σε γνωρίσω,» εξήγησε ο Ράθνης.
«Και λοιπόν;»
«Στην Αρβήντλια, όταν κάποιος θέλει να πλησιάσει το αντίθετο φύλο, πρέπει να το κάνει μέσα από ερωτήσεις, ώστε να δείξει, συγχρόνως, το ενδιαφέρον του αλλά και να μάθει ο ίδιος αν το άλλο άτομο τον ενδιαφέρει πραγματικά.»
«Θες να πεις ότι σου αρέσω; Αυτό είναι όλο;» απόρησε η Νελμίρα. Μα όλους τους θεούς! αυτή η διαδικασία θεωρείται φυσιολογική στην Αρβήντλια;
«Προσπαθώ να μάθω αν μου αρέσεις. Αλλά με δυσκολεύεις, οφείλω να ομολογήσω. Αν ήσουν από την Αρβήντλια–»
«Δεν είμαι από την Αρβήντλια!»
«Αν ήσουν, όμως, θα ήξερες το έθιμο.»
«Δηλαδή, στη διάστασή σου, κάνετε ο ένας στον άλλο εξοντωτικές ερωτήσεις, μέχρι που το κεφάλι του ερωτούμενου να εκραγεί;»
«Στην Αρβήντλια παίρνουμε αυτά τα πράγματα πολύ σοβαρά,» είπε ο Ράθνης. «Η ένωση δύο ανθρώπων δεν είναι ελαφριά υπόθεση. Κανένας Αρβήντλιος δε θα έκανε αυτό που έκανες με τον Οδυσ–»
«Τι! Μας παρακολουθούσες;»
«Σε παρατηρώ από τότε που ήρθαμε για πρώτη φορά στη Σάρντλι,» αποκρίθηκε ο Ράθνης, σαν αυτό να ήταν κάτι το απόλυτα συνηθισμένο και φυσιολογικό.
Η Νελμίρα αναστέναξε. «Μπορείς να σταματήσεις να με παρατηρείς. Δε με ενδιαφέρει να ζευγαρώσω μαζί σου. Με το συμπάθιο, και χωρίς να θέλω να σε προσβάλω.» Έστρεψε το βλέμμα της για να κοιτάξει, στα γρήγορα, το πρόσωπό του. Αλλά δεν είδε την έκφρασή του να έχει αλλάξει: η όψη του ήταν ήρεμη, όπως πριν.
«Εντάξει,» είπε μόνο ο Ράθνης.
«Καταλαβαίνεις τι σου λέω, έτσι; Δεν είναι κάτι το προσωπικό. Απλά, εγώ δεν βλέπω τα πράγματα όπως… όπως τα βλέπετε στην Αρβήντλια, προφανώς.»
Ο Ράθνης έμεινε σιωπηλός.
Το πήρε προσωπικά, σκέφτηκε η Νελμίρα, νιώθοντας σαν ξαφνικά μια βαριά κουρτίνα να είχε πέσει ανάμεσά τους. Δεν πειράζει· θα το ξεπεράσει.
Καλύτερα, όμως, να πούμε κάτι. «Γιατί υπάρχει αυτό το έθιμο, αλήθεια; Έχει κάποιο νόημα;»
«Σου είπα: στην Αρβήντλια παίρνουμε αυτά τα πράγματα πολύ σοβαρά.»
«Γιατί, όμως;»
«Γιατί είναι σοβαρά. Οι γεννήσεις πρέπει να ελέγχονται. Προτού δύο άτομα αποφασίσουν να ζευγαρώσουν, πρέπει να γνωρίζουν ότι ο ένας έχει βρει στον άλλο τα προτερήματα που επιθυμεί· έτσι, αυτά τα προτερήματα διαιωνίζονται. Υπάρχουν άνθρωποι που επιλέγουν συντρόφους για την πολεμική τους ικανότητα, ώστε οι απόγονοί τους να γίνουν πολεμιστές στις στρατιές των Λευκών.»
(Των Λευκών; Εννοεί, ‘των λευκόδερμων’; Η Νελμίρα είχε ακούσει ότι η Αρβήντλια κατοικείτο αποκλειστικά από λευκόδερμους και μαυρόδερμους, και ότι αυτοί είχαν μεταξύ τους αιώνιο πόλεμο.)
«Υπάρχουν άνθρωποι που επιλέγουν συντρόφους για την ευφυία τους, ή για την ικανότητά τους με τα μηχανήματα, ή για την κλίση τους προς τη μαγεία. Τα προτερήματα, έτσι, δυναμώνουν· και οι απόγονοι προσανατολίζονται σε θέσεις της κοινωνίας όπου μπορούν να προσφέρουν περισσότερα.
»Δεν είναι τυχαίο που εγώ είμαι καλός ξιφομάχος. Η μητέρα μου επέλεξε τον πατέρα μου ακριβώς επειδή ήταν από τους καλύτερους ξιφομάχους του στρατού μας.»
«Μάλιστα,» είπε η Νελμίρα, αρχίζοντας τώρα να καταλαβαίνει. «Ο καθένας με τα γούστα του, υποθέτω… Και σ’εμένα εσύ τι είδες, μπορείς να μου πεις;»
«Κατ’αρχήν, φαίνεται να έχεις κλίση σε ό,τι αφορά τα θηρία. Αλλά δεν είχα τελειώσει ακόμα μαζί σου· προσπαθούσα να μάθω κι άλλα για σένα.»
«Ευχαριστώ που με βρήκες τόσο ενδιαφέρουσα…»
«Παρακαλώ.»
«Μιλούσα ειρωνικά, ανόητε!» μούγκρισε η Νελμίρα.
«Το ξέρω. Κι εγώ το ίδιο,» αποκρίθηκε, στωικά, ο Ράθνης.
«Δηλαδή,» ρώτησε σε λίγο η Νελμίρα, «το μόνο που σ’ενδιέφερε από μένα ήταν να σου κάνω δυο-τρία παιδιά που να έχουν κλίση σε ό,τι αφορά τα θηρία;»
«Μόνο αν δεχόσουν να τα δώσεις στους Λευκούς.»
«Δε δίνω τα παιδιά μου σε κανέναν, αγαπητέ.»
«Έχεις παιδιά;»
«Όχι. Αλλά, αν είχα, δε θα τα έδινα.»
«Ενδιαφέρον.»
«Σε παρακαλώ, πάψε!»
«Εντάξει.»
Έμειναν κατά κύριο λόγο σιωπηλοί για όλο το υπόλοιπο ταξίδι μέσα στις πετρώδεις εκτάσεις της Εσχάτης. Η Νελμίρα οδηγούσε το όχημά τους νότια, προς τα βουνά που έδειχνε ο χάρτης, και προς το σημείο που ήξερε ότι βρισκόταν το Φτερωτό Όρος, το οποίο δεν ήταν σημειωμένο στον χάρτη για λόγους ασφάλειας, αφού ήταν, ουσιαστικά, μια κρυφή βάση της Επανάστασης. Καθώς ταξίδευαν, δεν είδαν γηγενή πλάσματα μέσα στην έντονη ζέστη της Εσχάτης. Η έρημος απλωνόταν παντού άδεια, εκτός από τους ιδιόμορφους βραχώδεις σχηματισμούς της, που, αν ήταν νύχτα, μπορεί κανείς να τους περνούσε, κατά περίσταση, για ανθρώπους, ζώα, γίγαντες, οχήματα, μηχανήματα, ή τέρατα. Σ’ένα σημείο μονάχα, η Νελμίρα και ο Ράθνης παρατήρησαν ένα πλάσμα. Τετράποδο και κυνοειδές, αλλά μεγαλύτερο από οποιονδήποτε συνηθισμένο σκύλο. Στεκόταν πάνω σ’έναν βράχο που έμοιαζε με βωμό και ατένιζε το εξάτροχο όχημά τους να περνά.
«Τορχ,» είπε η Νελμίρα.
«Τι πράγμα;»
«Αυτό το πλάσμα ονομάζεται τορχ. Θεωρούνται ιερά θηρία από τους Σάρντλιους. Είναι τα μόνα μεγάλα ζώα που κατοικούν στην Εσχάτη, απ’όσο ξέρω. Το δέρμα τους είναι τόσο σκληρό που μπορεί να εξοστρακίζει σφαίρες.»
Μετά από μιάμιση ώρα από την αρχή του ταξιδιού τους, βγήκαν από την έρημο και μπήκαν σε μια πεδιάδα όπου υπήρχε κάποια βλάστηση, αν και χαμηλή. Τα δέντρα ήταν σποραδικά και χαμηλά, επίσης, αλλά όχι και θαμνώδη. Αντίκρυ, η Νελμίρα μπορούσε να δει τα βουνά, τα οποία υψώνονταν σαν άγρια δόντια στον ουρανό. Ο ήλιος εξακολουθούσε να είναι έντονος και να κάνει τα πάντα από κάτω του καυτά.
*
Το μέρος δεν ονομαζόταν επισήμως Φτερωτό Όρος. Ένας γηγενής της Σάρντλι δε θα το έλεγε ποτέ έτσι. Οι επαναστάτες τού είχαν δώσει αυτή την ονομασία, επειδή εδώ στάθμευαν τα αεροσκάφη τους που ταξίδευαν στον Αιθέρα. Επρόκειτο για μια βάση, που έκαναν το παν για να κρατούν κρυφή από τους πράκτορες της Παντοκράτειρας. Αν μαθευόταν η θέση της, θα έπρεπε να την εγκαταλείψουν, όπως είχε γίνει και με το υποποτάμιο άντρο στην Αλβέρια, όπου βρίσκονταν η Νελμίρα, ο Ράθνης, και οι υπόλοιποι, προτού ο Ανδρόνικος τούς πάρει από εκεί, άρον-άρον, και τους μεταφέρει στην Απολλώνια, μέσα στον Δύτη.
Επί του παρόντος, το εξάτροχο Φεηνάρκιο όχημα πλησίαζε την πλαγιά ενός βουνού. Το μέρος ήταν γεμάτο ξερές πέτρες, και ελάχιστα δέντρα υπήρχαν εδώ κι εκεί. Οι κορμοί τους ήταν στραβοί και έμοιαζαν με καμπούρηδες γέρους, ενώ τα κλωνάρια τους δεν είχαν φύλλα. Το τοπίο θα έλεγε κανείς πως ήταν μολυσμένο από κάποιου είδους δηλητηριώδη ενέργεια που είχε σκοτώσει καθετί ζωντανό. Δεν ήταν, όμως, έτσι· αυτή ήταν η φυσιολογική του κατάσταση, όσο περίεργο κι αν φαινόταν σε έναν μη-γηγενή της Σάρντλι. Η εν λόγω διάσταση είχε μέρη που ήταν απίστευτα πυκνά σε βλάστηση, αλλά και μέρη που ήταν τελείως, μα τελείως, ξερά.
«Ανέβα εκεί,» είπε ο Οδυσσέας στη Νελμίρα, περνώντας το χέρι του πάνω απ’τον ώμο της, για να δείξει ένα μονοπάτι το οποίο ίσα που διακρινόταν ανάμεσα από δύο μεγάλους βράχους.
«Δε χωράμε,» αποκρίθηκε εκείνη.
«Θα πάμε λόξα.»
«Εντάξει. Κρατηθείτε.»
Η Νελμίρα οδήγησε το όχημα μέσα στο στενό πέρασμα, έτσι που μονάχα οι τρεις ρόδες του κυλούσαν στη γη και οι άλλες τρεις κυλούσαν επάνω στον έναν από τους δύο βράχους. Πέρασαν χωρίς δυσκολία –αυτό το εμπόδιο δεν ήταν τίποτα για το Φεηνάρκιο όχημα– και βρέθηκαν σ’ένα ψηλότερο επίπεδο του βουνού. Πλάι τους, τώρα ανοιγόταν ένα βάραθρο.
«Μας τελειώνει η ενέργεια,» παρατήρησε η Νελμίρα. «Καλύτερα ν’αλλάξουμε φιάλη.»
Ο Οδυσσέας ένευσε, και την άλλαξε. «Αυτή είναι η τελευταία,» είπε. «Αλλά δεν πειράζει, γιατί φτάνουμε.»
Η Νελμίρα οδήγησε το όχημά τους κατά μήκος της προεξοχής πλάι στο βάραθρο (καθώς δεν υπήρχε άλλος, καλύτερος δρόμος), μέχρι που ο Πρόμαχος τής είπε να στρίψει αριστερά.
«Αριστερά;» απόρησε εκείνη. Δεν υπήρχε πέρασμα από εκεί.
«Ο βράχος που βλέπεις δεν είναι βράχος. Πέρνα από μέσα.»
Η Νελμίρα έστριψε το τιμόνι και το όχημά τους πήγε προς τον βράχο, ο οποίος διαλύθηκε γύρω τους και βρέθηκαν σ’έναν διάδρομο. Στο πέρας του μπορούσαν να δουν μια μεγάλη αίθουσα, όπου οχήματα βρίσκονταν σταθμευμένα, καθώς και αεροσκάφη.
Το όχημα της Νελμίρα συνάντησε κάποια αόρατη αντίσταση, μη μπορώντας να συνεχίσει. Οι τροχοί του γύριζαν, μα δεν προχωρούσε· ήταν ακινητοποιημένο.
Δύο άντρες μπήκαν στον διάδρομο, βαστώντας ρουκετοβόλα, υψωμένα στους ώμους. Μία από τις μικρές ρουκέτες τους θα ήταν αρκετή για να κάνει το εξάτροχο Φεηνάρκιο όχημα κομμάτια και θρύψαλα, σκέφτηκε η Νελμίρα.
Ο Οδυσσέας άνοιξε την πόρτα και βγήκε. «Δε μ’αναγνωρίζετε;»
«Πρόμαχε!» είπε ο ένας από τους δύο άντρες, αλλά κανένας τους δεν κατέβασε το όπλο του.
Ένας άλλος άντρας φάνηκε πίσω από τους δύο με τα ρουκετοβόλα. Ήταν μαυρόδερμος και είχε άσπρα μαλλιά και μούσια. Φορούσε έναν καφετή χιτώνα με διάφορα κεντήματα μυστικιστικών συμβόλων. Ο Οδυσσέας τον ήξερε: ονομαζόταν Σάνραντιλ’φεν, και ανήκε στο τάγμα των Γαιοδιφών. Επίσης, ήταν ο επιτηρητής του Φτερωτού Όρους.
«Οδυσσέα,» είπε, «τι σε φέρνει εδώ;»
«Μια μεγάλη ανάγκη, όπως ήδη θα γνωρίζεις. Δεν πέρασαν από εδώ άνθρωποι σταλμένοι από την Τάφκι;»
«Πράγματι, πέρασαν,» ένευσε ο Σάνραντιλ’φεν. «Για να πάνε στην Απολλώνια. Κι απ’όσο ξέρω, είναι τώρα εκεί.» Ύψωσε το χέρι του και άρθρωσε τα λόγια για ένα ξόρκι.
Ο Οδυσσέας νόμισε πως είδε γύρω του το φωτισμό να αλλάζει κάπως· και ήξερε πως τούτο οφειλόταν στους αισθητήρες που χρησιμοποιούσε ο μάγος, προκειμένου να προστατεύει την είσοδο του Φτερωτού Όρους. Ορισμένοι απ’αυτούς είχαν, προς το παρόν, απενεργοποιηθεί.
«Μπορείτε να περάσετε,» είπε ο Σάνραντιλ’φεν.
Ο Οδυσσέας μπήκε στο όχημα, και –καθώς ο μάγος και οι άντρες με τα ρουκετοβόλα παραμέριζαν– η Νελμίρα το οδήγησε στο εσωτερικό της βάσης, εκεί όπου ήταν σταθμευμένα και τα υπόλοιπα οχήματα.
Ο Σάνραντιλ’φεν πλησίασε τούς τρεις επαναστάτες, βαδίζοντας γρήγορα, παρά το γεγονός ότι ήταν, φανερά, μιας κάποιας ηλικίας.
Ο Οδυσσέας, η Νελμίρα, και ο Ράθνης είχαν ήδη βγει απ’το όχημά τους, και τώρα έπαιρναν τα πράγματά τους στους ώμους.
«Εντυπωσιακό όχημα,» παρατήρησε ο Σάνραντιλ’φεν, αγγίζοντας το μεταλλικό του περίβλημα. «Οι παρατηρητές μου δεν το πρόσεξαν να έρχεται, παρά μόνο όταν ήταν πολύ κοντά.»
«Διαθέτει χαμαιλεοντικές ιδιότητες,» εξήγησε ο Οδυσσέας, «από έναν θεό της Φεηνάρκια.»
Ο Σάνραντιλ ύψωσε το ένα του φρύδι. «Θεό;»
«Ναι. Ένας θεός είναι φυλακισμένος μέσα του. Ή, τουλάχιστον, έτσι μου είπαν.»
«Ελπίζω,» είπε ο μάγος με αυστηρή έκφραση, «να μην καταφέρει αυτός ο θεός να δραπετεύσει μέσα στο Φτερωτό Όρος.»
Ο Οδυσσέας μειδίασε. «Κι εγώ το ίδιο εύχομαι, Σάνραντιλ.»
Ο μάγος σταύρωσε τα χέρια του εμπρός του. «Τι θα μπορούσα να κάνω, λοιπόν, για να σας ξεφορτωθώ;»
«Χρειαζόμαστε ένα αεροσκάφος, για να πάμε στην Υπερυδάτια.»
«Το όχημά σας δε νομίζω ότι θα μπορέσετε να το πάρετε μαζί.»
«Το αντιλαμβάνομαι.»
«Σκοπεύετε να φύγετε αμέσως;»
«Το συντομότερο δυνατό.»
«Περιμένετε, τότε,» είπε ο Σάνραντιλ, «για να ετοιμάσουμε το σκάφος.» Και απομακρύνθηκε από τους τρεις τους, πλησιάζοντας ένα από τα αεροσκάφη και μιλώντας με τον έναν από τους δύο άντρες που κάθονταν κοντά του.
«Δε μ’αρέσει αυτός ο τύπος,» είπε η Νελμίρα στον Οδυσσέα.
«Ο Σάνραντιλ;»
Η Νελμίρα ένευσε.
«Όντως, είναι λιγάκι περίεργος. Ή, ίσως, πολύ περίεργος. Ωστόσο, η προσφορά του στην Επανάσταση είναι αξιοσημείωτη εδώ, στη Σάρντλι· και, κατά βάθος, είναι καλή ψυχή.»
«Μάγος, υποθέτω…»
Ο Οδυσσέας ένευσε. «Από το τάγμα των Γαιοδιφών. Οι γνώσεις του είναι που, ουσιαστικά, κρατάνε τούτο το μέρος ασφαλές και κρυμμένο από τους πράκτορες της Παντοκράτειρας.»
Ο Σάνραντιλ’φεν απομακρύνθηκε από τους δύο άντρες μπροστά στο αεροσκάφος και κατευθύνθηκε προς ένα πέρασμα μέσα στα βράχια, όπου και η μορφή του εξαφανίστηκε.
«Παλιότερα,» συνέχισε ο Οδυσσέας, «εργαζόταν για τον Οίκο των Ορειβατών, οι οποίοι υπηρετούν πιστά την Παντοκρατορία. Ύστερα, όμως, συνέβησαν κάποια… επεισόδια ανάμεσα σ’εκείνον και τους Ορειβάτες, κι έφυγε από τη δούλεψή της, για να ενταχθεί στην Επανάσταση. Είναι κι αυτός Πρόμαχος, σαν εμένα.»
Μετά από λίγη ώρα, ο Σάνραντιλ’φεν επέστρεψε κοντά τους, λέγοντας: «Ειδοποίησα τον πιλότο, τη μάγισσα, και τους μηχανικούς, όπως θα μπορείτε να δείτε.»
Πράγματι, κοντά στο αεροσκάφος είχαν συγκεντρωθεί πέντε άνθρωποι, τρεις άντρες και δύο γυναίκες. Η μία από τις γυναίκες πρέπει να ήταν η μάγισσα, στην οποία είχε αναφερθεί ο Σάνραντιλ. Φορούσε λευκό πουκάμισο χωρίς γιακά, μελανό πέτσινο γιλέκο, και ομόχρωμη φούστα από το ίδιο υλικό. Το δέρμα της ήταν κόκκινο και τα μαλλιά της κοντά και μαύρα. Η άλλη γυναίκα πρέπει να ήταν μία από τους μηχανικούς, καθώς ήταν ντυμένη παρόμοια μ’αυτούς και έλεγχε μαζί τους ορισμένα σημεία του σκάφους. Ο πιλότος, ένας μικρόσωμος, λιγνός, χρυσόδερμος άντρας, στεκόταν πλάι στη μάγισσα με τους αντίχειρές του περασμένους στη ζώνη του. Η ενδυμασία του έμοιαζε με τη δική της, με τη διαφορά ότι, αντί για πέτσινη φούστα, εκείνος φορούσε πέτσινο παντελόνι.
Ο Οδυσσέας τον γνώριζε από παλιά. Τη μάγισσα, όμως, πρώτη φορά την έβλεπε.
«Σ’ευχαριστούμε, Σάνραντιλ,» είπε, κι αντάλλαξε μια χειραψία με τον μάγο.
«Καλό σας ταξίδι,» ευχήθηκε εκείνος. «Και δώστε στον Πρίγκιπα Ανδρόνικο τούς χαιρετισμούς μου, όταν τον δείτε.»
Ο Οδυσσέας ένευσε, και μαζί με τους συντρόφους του ζύγωσαν το αεροσκάφος.
«Οδυσσέα!» είπε ο πιλότος, χαμογελώντας.
«Νάρτιλ,» αποκρίθηκε ο Πρόμαχος. «Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω.»
«Αυτό σημαίνει ότι δε θα παραπονεθείς πάλι για τον τρόπο που πιλοτάρω;»
«Μόνο αν προσπαθήσεις να μας σκοτώσεις,» είπε ο Οδυσσέας.
Ο Νάρτιλ γέλασε· και ρώτησε: «Ποιοι είναι οι σύντροφοί σου;»
Ο Οδυσσέας τούς σύστησε.
Ο Νάρτιλ σύστησε την ερυθρόδερμη μάγισσα: «Από εδώ η Αλρίβα’σαρ.»
Η κατάληξη ’σαρ σήμαινε πως η γυναίκα ανήκε στο τάγμα των Ερευνητών. Ο Οδυσσέας αναρωτήθηκε πώς είχε καταλήξει μαζί με τους Επαναστάτες. Δεν υπήρχε, όμως, χρόνος για ερωτήσεις τώρα. «Χαίρω πολύ,» είπε μόνο.
Η Αλρίβα έκλινε το κεφάλι της προς το μέρος του. «Παρομοίως, Πρόμαχε.»
Περίμεναν τους μηχανικούς να τελειώσουν τη δουλειά τους, κι ύστερα ανέβηκαν στο αεροσκάφος.
«Βολευτείτε,» είπε ο Νάρτιλ. «Και προσδεθείτε καλά.»
«Μην αρχίσεις τα παλιά σου κόλπα,» τον προειδοποίησε ο Οδυσσέας, αφήνοντας το σάκο του πίσω από ένα κάθισμα.
«Μην ανησυχείς, Πρόμαχε. Σου είπα: θα είμαι φρόνιμος.»
Ο Οδυσσέας, η Νελμίρα, και ο Ράθνης κάθισαν σε αναπαυτικές, δερμάτινες θέσεις και προσδέθηκαν, όπως τους είχε συμβουλέψει ο πιλότος. Η Αλρίβα’σαρ πήγε σε μια άλλη θέση, πίσω απ’αυτούς, και προσδέθηκε κι εκείνη. Έπειτα, άρθρωσε μυστικιστικά λόγια με σταθερή, επίπεδη φωνή που έμοιαζε να γεμίζει το αεροσκάφος. Ο Οδυσσέας δεν είχε ιδέα τι έλεγε, μα ήταν βέβαιος πως αυτά ήταν τα λόγια για τη Μαγγανεία Κινήσεως. Ο μικρός λάκκος μπροστά στα πόδια της μάγισσας –ο οποίος ήταν πλημμυρισμένος από μικροσκοπικά κάτοπτρα, καλώδια, και κυκλώματα– φώτισε με πράσινη ακτινοβολία.
«Είμαστε έτοιμοι,» είπε ο Νάρτιλ, και πάτησε ένα μεγάλο πλήκτρο στην κονσόλα εμπρός του. Τα συστήματα του αεροσκάφους ενεργοποιήθηκαν πλήρως. Φωτάκια, οθόνες, και ενδείξεις άναψαν.
Και ο ήχος των προωθητήρων ακούστηκε δυνατός.
Οι επαναστάτες ήταν κλεισμένοι μέσα σ’ένα γυάλινο σκέπαστρο, και, κοιτάζοντας επάνω, μπορούσαν να δουν την ψηλή, θολωτή οροφή της βάσης, η οποία ερχόταν ολοένα και πιο κοντά τους, καθώς το σκάφος υψωνόταν.
«Δεν υπάρχει άνοιγμα!» είπε η Νελμίρα στον Οδυσσέα.
«Υπάρχει,» αποκρίθηκε εκείνος. «Οι πέτρες είναι εικονική προβολή, όπως και πριν.»
Το αεροσκάφος πέρασε μέσα από την οροφή και βγήκε στον ουρανό της Σάρντλι, πάνω απ’τα βουνά. Οι προωθητήρες του άλλαξαν κατεύθυνση: από κάθετη θέση πήραν οριζόντια· ο Οδυσσέας μπορούσε να το δει σε μια από τις ενδείξεις στην κονσόλα του Νάρτιλ. Το σκέπαστρο πάνω απ’τους επαναστάτες έκλεισε· το γυαλί καλύφτηκε από σκληρό μέταλλο: τα μόνα ανοίγματα που έμειναν ήταν στις πλευρές και μπροστά.
Το αεροσκάφος επιτάχυνε, ταξιδεύοντας ευθύγραμμα, αλλά με ανοδική κλίση, αφήνοντας τη γη της Σάρντλι ολοένα και πιο μακριά του. Σύντομα, βρέθηκε πάνω απ’τα σύννεφα, και οι επαναστάτες δεν μπορούσαν να δουν τίποτα πλέον από κάτω τους. Τίποτα, εκτός από λευκές, άμορφες μάζες.
«Στο σημείο μετάβασης μπορεί να ζαλιστείτε λίγο,» προειδοποίησε ο Νάρτιλ.
«Το ξέρουμε, επιστήμονα,» του είπε ο Οδυσσέας.
«Δεν το είπα για σένα, Πρόμαχε, αλλά για τους συντρόφους σου.»
«Κι εκείνοι το ξέρουν.»
«Αυτό είναι ευτυχές.» Ο Νάρτιλ επιτάχυνε κι άλλο. Το σκάφος τους χάθηκε μες στους ουρανούς. Παντού γύρω τους ήταν ένα ατελείωτο γαλάζιο…
…κι έπειτα, ο Οδυσσέας διέκρινε το σημείο μετάβασης: αυτή τη σχεδόν αδιόρατη μεταβολή του χρώματος, της υφής, και της κλίσης.
Ο Νάρτιλ πιλόταρε το αεροσκάφος καταπάνω του, και πέρασαν στον Αιθέρα.
*
Το αεροσκάφος βγήκε απ’τον Αιθέρα, μπαίνοντας στον ουρανό της Υπερυδάτιας, πάνω από την ηπειρόνησο που ήταν γνωστή ως Κεντρυδάτια. Η Υπερυδάτια είχε άλλες δύο υπειρόνησους, την Ιχθυδάτια και την Μικρυδάτια, και όλες τους έπλεαν επάνω σ’έναν απέραντο ωκεανό. Ποτέ δεν ήταν σταθερές, πάντοτε βρίσκονταν εν κινήσει· οι επιστήμονες, όμως, και οι μάγοι υποστήριζαν πως οι κινήσεις τους δεν ήταν τυχαίες, παρά ακολουθούσαν μια συγκεκριμένη λογική. Έτσι, βγαίνοντας κανείς από τον Αιθέρα, μπορούσε να γνωρίζει ακριβώς πάνω από ποια ηπειρόνησο θα βρισκόταν.
«Δεν είχες παράπονο, Πρόμαχε, είχες;» ρώτησε ο Νάρτιλ. «Ήμουν φρόνιμος ή όχι;»
«Οφείλω να ομολογήσω πως με εξέπληξες,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας.
«Πού θέλεις να σας αφήσω, λοιπόν;»
«Στη συμβολή των ποταμών Λόρνου και Λάηκου.»
«Πηγαίνεις κατευθείαν στους Βαλτότοπους των Όφεων, ε;»
«Δεν υπάρχει λόγος να καθυστερήσουμε.»
Το αεροσκάφος πέταξε πάνω από ένα ορεινό τοπίο κι ύστερα πάνω από έναν μεγάλο ποταμό, ο οποίος εκπήγαζε από τα βουνά και κυλούσε κατά μήκος μιας εύφορης πεδιάδας. Ο ποταμός ονομαζόταν Λόρνος και περίπου στη μέση του γεννούσε έναν άλλο, όχι και τόσο μικρότερο ποταμό, ο οποίος ονομαζόταν Λάηκος. Στις εκβολές του Λόρνου ήταν οικοδομημένη η Ελόπολη. Στις εκβολές του Λάηκου, πολλά χιλιόμετρα προς τα νοτιοανατολικά, η Ριλιάδα. Ανάμεσα στους δύο ποταμούς εκτείνονταν οι Βαλτότοποι των Όφεων, ένα μέρος άκρως επικίνδυνο, όχι μόνο εξαιτίας της απατηλής του φύσης και της κινούμενης άμμου, αλλά και –κυρίως– εξαιτίας των ερπετών που περιφέρονταν εδώ και το δάγκωμά τους προκαλούσε ένα σωρό ασθένειες. Οι γηγενείς απέφευγαν τους βαλτότοπους, κι επομένως οι επαναστάτες είχαν βρει ένα καλό σημείο για να φτιάξουν μία ακόμα από τις βάσεις τους…
Το αεροσκάφος έφτασε στη συμβολή των ποταμών, έκανε έναν κύκλο από πάνω της, και έστρεψε τους προωθητήρες του κάθετα, μειώνοντας σταδιακά την ισχύ τους και κατεβαίνοντας. Δεν προσγειώθηκε, όμως, στο λασπώδες έδαφος. Σταμάτησε περίπου δέκα μέτρα από πάνω του, μια μικρή θύρα άνοιξε στα πλευρά του αεροσκάφους, και μια ανεμόσκαλα έπεσε.
«Καλή τύχη, Πρόμαχε,» ευχήθηκε ο Νάρτιλ.
«Και σε σένα,» απάντησε ο Οδυσσέας, κι άρχισε να κατεβαίνει πρώτος.
Ο Ράθνης και η Νελμίρα τον ακολούθησαν, και βρέθηκαν κι οι τρεις τους να πατάνε τα μποτοφορεμένα τους πόδια στο ελώδες έδαφος της πιο νοτιοδυτικής γωνίας των Βαλτότοπων των Όφεων. Αντίκρυ τους, η βλάστηση των ελών πύκνωνε με βρύα, βούρλα, ιτιές, και άλλα ελοχαρή φυτά. Μια αραιή ομίχλη κάλυπτε τα πάντα.
Οι δίδυμοι ήλιοι στον ουρανό της Υπερυδάτιας βρίσκονταν κοντά στη Δύση, και οι σκιές σ’όλο τον τόπο ήταν λιγνές και μακριές. Η θερμότητα δεν είχε καμία σχέση μ’αυτή της Σάρντλι. Παρά τους δύο ήλιους, το κλίμα εδώ ήταν πολύ πιο ψυχρό· και, καθώς βράδιαζε, φαινόταν ότι θα γινόταν ακόμα ψυχρότερο.
Το αεροσκάφος του Νάρτιλ υψώθηκε στον ουρανό και έφυγε, αφήνοντας τους τρεις επαναστάτες μόνους στα έλη.
«Ας βρούμε ένα μέρος για να κατασκηνώσουμε,» πρότεινε ο Οδυσσέας. «Δεν είναι κανείς να διασχίζει τούτους τους τόπους μες στη νύχτα.»
Η Νελμίρα ένευσε, γιατί γνώριζε τους Βαλτότοπους των Όφεων· είχε ξαναπεράσει από εδώ και παλιότερα.
Οι τρεις επαναστάτες μπήκαν στη βλάστηση με προσοχή. Ο Οδυσσέας κρατούσε το πιστόλι του, η Νελμίρα το κυνηγετικό της τουφέκι, και ο Ράθνης το σπαθί του. Η ερυθρόδερμη Φεηνάρκια ήταν που βάδιζε πρώτη, μερικά βήματα μπροστά από τους δύο άντρες, διότι γνώριζε καλύτερα απ’αυτούς πώς να διασχίζει τέτοιου είδους αφιλόξενα εδάφη, και πώς ν’αποφεύγει τις παγίδες τους.
Σύντομα, πατούσαν σε βρόμικα, στάσιμα νερά, και τα πλάσματα που κολυμπούσαν γύρω τους ήταν ευδιάκριτα, ακόμα και μέσα στο αυξανόμενο σκοτάδι του σούρουπου. Επρόκειτο για μικρά όντα, ερπετοειδή, βατραχοειδή, ή έντομα, φαινομενικά άκακα. Ο Οδυσσέας, όμως, τα φοβόταν, καθώς ήξερε πολύ καλά πως ποτέ δεν έπρεπε να κρίνεις τίποτα από την εξωτερική του εμφάνιση. Αυτά τα πλάσματα μπορεί να ήταν μικρά, αλλά ίσως το δάγκωμά τους –ή ακόμα και το άγγιγμά τους– να ήταν δηλητηριώδες ή να μετέδιδε ασθένειες. Η Νελμίρα, ωστόσο, δεν έμοιαζε να διστάζει να περάσει ανάμεσά τους, κι αυτό έδινε στον Οδυσσέα μια κάποια βεβαιότητα· είχε εμπιστοσύνη στις υπαίθριες γνώσεις και ικανότητες της Φεηνάρκιας.
Το νερό άρχισε να βαθαίνει: πέρασε το ύψος των μποτών τους και έφτασε στα γόνατά τους. Ο Πρόμαχος ανησύχησε· αλλά η Νελμίρα δεν άργησε να τους οδηγήσει επάνω σ’ένα ύψωμα του εδάφους –ή, μάλλον, του πυθμένα– και, τελικά, σ’ένα στεγνό κομμάτι γης. Στεγνό, αν και λασπώδες, φυσικά. Τριγύρω υπήρχαν ιτιές, που άπλωναν τα κλωνάρια τους σαν μακριά, παράλυτα χέρια.
«Αυτό,» είπε η Νελμίρα, «μοιάζει καλό μέρος για να κατασκηνώσουμε.»
Κανείς δεν έφερε αντίρρηση.
Πρώτη σκοπιά φύλαξε ο Ράθνης, καθισμένος πλάι στη φωτιά τους και έχοντας στα γόνατά του ένα τουφέκι. Το σπαθί του το είχε καρφωμένο στο χώμα πλάι του. Τα μάτια του παρατηρούσαν στωικά τα σκοτάδια του βάλτου, αλλά με ετοιμότητα. Σε κάποια στιγμή, είδε ένα μακρύ έντομο με δεκάδες πόδια να πλησιάζει την κοιμισμένη μορφή του Οδυσσέα. Τράβηξε το ξίφος του από τη γη και το αποκεφάλισε με μια απλή, γρήγορη κίνηση που έμοιαζε να του βγαίνει εντελώς φυσικά. Ο Πρόμαχος δεν ξύπνησε, και ο Ράθνης επέστρεψε το λεπίδι στη θέση του και συνέχισε τη σκοπιά.
Τη δεύτερη βάρδια τη φύλαξε ο Οδυσσέας, τυλιγμένος στην κάπα του και ρίχνοντας μερικά ξύλα στη φωτιά για να τη δυναμώσει. Καθώς καθόταν, γυάλιζε τα όπλα του. Οι αισθήσεις του, όμως, συνέχιζαν να βρίσκονται σε εγρήγορση, και δεν άκουσε, ούτε είδε, τίποτα το ασυνήθιστο για τους Βαλτότοπους των Όφεων. Τα φτερωτά έντομα που περιφέρονταν γύρω από τις φλόγες τον είχαν ζαλίσει, μα δεν έκανε καμία κίνηση για να τα διώξει. Έτσι κι αλλιώς, αν τα έδιωχνε, άλλα θα έρχονταν.
Η Νελμίρα φύλαξε την τελευταία σκοπιά. Κάθισε πλάι στη φωτιά και άνοιξε το χάρτη που είχαν για τούτα τα μέρη. Τη θέση της βάσης της Επανάστασης την ήξερε μόνο από τις συντεταγμένες· όπως και η θέση του Φτερωτού Όρους, δεν ήταν σημειωμένη στο χαρτί, για λόγους ασφάλειας. Κρίνοντας από το μέρος όπου βρίσκονταν εκείνη κι οι σύντροφοί της, υπολόγιζε ότι θα χρειάζονταν τουλάχιστον τρεις μέρες οδοιπορίας μέσα στα έλη, μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους. Θα ήταν, αναμφίβολα, μια κάποια ταλαιπωρία. Όμως οι επαναστάτες δεν ήταν ασυνήθιστοι στις ταλαιπωρίες…
Ο Οδυσσέας θα μπορούσε, βέβαια, να είχε πει στον Νάρτιλ να πάει το αεροσκάφος του ακριβώς πάνω από τη βάση και να τους αφήσει εκεί. Αλλά δεν το είχε κάνει· και η Νελμίρα καταλάβαινε γιατί. Ήταν κι αυτό για λόγους ασφάλειας. Αν κάποιος παρακολουθούσε τούτα τα μέρη, ή το αεροσκάφος, θα του αποκάλυπταν έτσι τη θέση της βάσης.
Η Νελμίρα τύλιξε τον χάρτη και τον πέρασε μέσα στην κυλινδρική θήκη του. Τον έβαλε στο σάκο της κι έπιασε από κάτω το κυνηγετικό της τουφέκι.
Οι ήλιοι είχαν αρχίσει να ανατέλλουν. Το φως τους έσχιζε την ομίχλη των βάλτων κι έκανε το νερό να χρυσαφίζει. Πουλιά ακούγονταν να κρώζουν και να τιτιβίζουν, για να καλωσορίσουν την καινούργια ημέρα–
Κι ένας άλλος ήχος.
Η Νελμίρα τέντωσε τ’αφτιά της.
Ομιλίες. Σιγανές μεν, αλλά σίγουρα ομιλίες.
Και βήματα. Κινήσεις μέσα στα στάσιμα νερά.
Η Νελμίρα έσβησε, βιαστικά, τη φωτιά εμπρός της, πατώντας την με τη μπότα της. Ευτυχώς, δεν ήταν πολύ δυνατή πλέον· δεν την είχε ταΐσει πάλι με ξύλα καθώς το πρωί πλησίαζε.
Ζύγωσε τους συντρόφους της, για να τους ξυπνήσει, και τους έκανε νόημα να μείνουν σιωπηλοί, ψιθυρίζοντάς τους ότι κάποιοι έρχονταν.
Ο Οδυσσέας κι ο Ράθνης, αμέσως, σηκώθηκαν και πήραν τους σάκους και τα όπλα τους.
Τώρα μπορούσαν όλοι τους, όχι μόνο ν’ακούσουν ότι κάποιοι έρχονταν, αλλά και να δουν τις φιγούρες τους μες στην ομίχλη και στο φως της χαραυγής. Επίσης, ήταν φανερό ότι η μία απ’αυτές τις φιγούρες κρατούσε έναν δυνατό φακό.
Οι επαναστάτες απομακρύνθηκαν, βιαστικά, απ’τη θέση τους και κρύφτηκαν σ’ένα σημείο όπου οι ιτιές πρόσφεραν απλόχερα την κάλυψή τους.
Οι φιγούρες πλησίασαν, και οι ενδυμασίες τους φανερώθηκαν, καθώς και το έμβλημα που είχαν επάνω τους. Ένα έμβλημα που και οι τρεις επαναστάτες αναγνώριζαν: αυτό της Παντοκρατορίας.
Πολεμιστές της Παντοκράτειρας; απόρησε ο Οδυσσέας. Πολεμιστές της Παντοκράτειρας, εδώ, μέσα στους Βαλτότοπους των Όφεων; Μονάχα έναν λόγο μπορούσε να σκεφτεί για να συμβαίνει κάτι τέτοιο: Έχουν πληροφορίες για τη βάση μας. Προσπάθησε, όμως, να παραμείνει ψύχραιμος. Εξάλλου, ίσως να έκανε λάθος. Ίσως ετούτοι οι στρατιώτες να αναζητούσαν κάτι άλλο. Αλλά, ακόμα κι αν δεν έκανε λάθος, πάλι όφειλε να κρατήσει την ψυχραιμία του.
Και πρέπει να φτάσω στη βάση, για να μάθω τι αληθινά συμβαίνει.
Το πράγμα περιπλεκόταν. Είχε έρθει εδώ για να ζητήσει βοήθεια από τους επαναστάτες, αλλά ίσως, τελικά, αυτοί να χρειάζονταν βοήθεια. Κι αναρωτιόταν αν, δεδομένης της κατάστασης στην Απολλώνια, μπορούσε να τους την προσφέρει…
Η Νελμίρα έκανε νόημα ν’απομακρυνθούν κι άλλο, κι ο Οδυσσέας δε διαφώνησε. Ακολούθησε, μαζί με τον Ράθνη, την ερυθρόδερμη γυναίκα μέσα στην ελώδη βλάστηση. Τα βήματά τους ήταν, συγχρόνως, γρήγορα και αθόρυβα· οι Παντοκρατορικοί δεν έπρεπε να τους πάρουν είδηση.
Όταν βρίσκονταν αρκετά μακριά, και σ’ένα σημείο του βάλτου όπου ήταν βέβαιοι πως δεν τους παρακολουθούσε κανένας, η Νελμίρα είπε: «Είδατε το σύμβολο στις στολές τους;»
«Φυσικά και το είδαμε,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας.
«Τι κάνουν αυτοί εδώ; Μοιάζει κάτι να ψάχνουν.»
«Την ίδια σκέψη έκανα κι εγώ.»
«Και πού κατέληξες;»
«Ίσως να ψάχνουν τη βάση.»
Η Νελμίρα δε μίλησε. Τα χείλη της ήταν σφιγμένα.
«Ή ίσως,» πρόσθεσε ο Οδυσσέας, «να την έχουν ήδη βρει και να καταδιώκουν τους επαναστάτες που τους ξέφυγαν μες στα έλη.»
«Πραγματικά, το πιστεύεις αυτό;»
«Ελπίζω να κάνω λάθος.»
«Μπορεί να συμβαίνει και κάτι άλλο,» είπε η Νελμίρα. «Πολλά άλλα πράγματα.»
«Θα πρέπει να πάμε στη βάση, για να το ανακαλύψουμε.»
Από πάνω τους, ακούστηκε ένας θόρυβος. Από έλικες.
Οι επαναστάτες έσκυψαν και καλύφτηκαν μες στα βούρλα. Κοιτάζοντας ψηλά, είδαν, ανάμεσα από τις φυλλωσιές των ελοχαρών δέντρων, ένα ελικόπτερο να κάνει κύκλους στον ουρανό. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν της Παντοκράτειρας, αλλά ο Οδυσσέας έβγαλε, για καλό και για κακό, τα κιάλια του, ώστε να ελέγξει. Και, φυσικά, το έμβλημα στα πλευρά του αεροσκάφους ήταν αυτό που περίμενε.
«Ναι,» μουρμούρισε, «σίγουρα ψάχνουν για κάτι, οι καταραμένοι μπάσταρδοι…»
«Ίσως αυτό το ‘κάτι’ να είμαστε εμείς, Πρόμαχε,» είπε ο Ράθνης.
«Δεν είναι δυνατόν να γνώριζαν ότι θα έρθουμε εδώ!» διαφώνησε η Νελμίρα, έντονα, αλλά όχι μεγαλόφωνα· η φωνή της εξακολουθούσε νάναι χαμηλωμένη.
«Τα πάντα είναι δυνατά–»
«Δεν έχει νόημα να κάνουμε τέτοιες υποθέσεις, ετούτη τη στιγμή,» τους διέκοψε ο Οδυσσέας. «Αν ο στόχος τους είμαστε εμείς, πρέπει να φτάσουμε στη βάση, χωρίς να μας εντοπίσουν. Αν δεν είμαστε εμείς, τότε πάλι καλύτερα να μη μας βρουν.»
«Οδυσσέα,» είπε η Νελμίρα, «αν πάμε στη βάση και ανακαλύψουμε ότι την έχουν καταλάβει, τι θα κάνουμε;»
«Θα πρέπει να φύγουμε απ’την Υπερυδάτια, το συντομότερο δυνατό.» Έχοντας χάσει τους συμμάχους που θα μπορούσαμε να στείλουμε στον Ανδρόνικο, στην Απολλώνια…
*
Όλη την υπόλοιπη ημέρα διέσχιζαν τους βάλτους με οδηγό τη Νελμίρα. Και, εκτός από τους συνηθισμένους κινδύνους ετούτων των τόπων, είχαν να αντιμετωπίσουν και τον κίνδυνο των στρατιωτών της Παντοκράτειρας, οι οποίοι αποδείχτηκαν περισσότεροι απ’όσοι ο Οδυσσέας υπολόγιζε. Σα μυρμήγκια είχαν μαζευτεί στους Βαλτότοπους των Όφεων, οι τρισκατάρατοι! Τι στις Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ αναζητούσαν εδώ; Δε μπορεί όλοι αυτοί να ήρθαν για εμάς και μόνο!
Τώρα, όμως, θα γνώριζαν πλέον για την παρουσία τους. Θα είχαν εντοπίσει τα απομεινάρια της φωτιάς, όταν εκείνοι απομακρύνθηκαν βιαστικά από το σημείο της κατασκήνωσής τους. Ή, τουλάχιστον, αυτό ήταν το λογικό να είχαν κάνει, εκτός αν ήταν τελείως άχρηστοι. Και δε σε ωφελεί ποτέ να υποθέτεις ότι ο εχθρός είναι τελείως άχρηστος. Καλύτερα πάντα να υποθέτεις ότι είναι καλός, πολύ καλός, και να είσαι προσεχτικός μαζί του.
Οι στρατιώτες της Παντοκρατορίας, ορισμένες φορές, βρέθηκαν σε μικρή απόσταση από τους τρεις επαναστάτες. Σε απόσταση όπου θα μπορούσαν, άνετα, να τους είχαν δει. Μονάχα η ομίχλη των βάλτων και οι ικανότητες της Νελμίρα τούς γλίτωσαν από τον εντοπισμό. Μια φορά, μάλιστα, αναγκάστηκαν να βουτήξουν μες στα βρόμικα, ελώδη νερά και να κρατήσουν την αναπνοή τους. Μια άλλη φορά, κρύφτηκαν στο πλάι μιας λασπώδους νησίδας, ενώ από πάνω τους περνούσαν τουλάχιστον είκοσι πολεμιστές, οι οποίοι είχαν μαζί τους τρία ατσαλόποδα: μηχανικά κατασκευάσματα με τέσσερα πόδια, τα οποία περπατούσαν φορτιζόμενα με ενέργεια, και χρησιμοποιούνταν, κυρίως, για τη μεταφορά εφοδίων. Η ταχύτητα που μπορούσαν να αναπτύξουν ήταν μικρή: όχι περισσότερη από το γρήγορο βάδισμα ενός ανθρώπου.
«Αυτοί οι τύποι,» ψιθύρισε η Νελμίρα στον Οδυσσέα, όταν οι Παντοκρατορικοί βρίσκονταν μακριά τους, «μοιάζουν να πηγαίνουν στον πόλεμο.»
«Αλλά, μέχρι στιγμής, δεν έχουμε δει την αντίπαλη παράταξη…» είπε ο Πρόμαχος.
Ίσως, όμως, πρόσθεσε νοερά, η αντίπαλη παράταξη να έχει δει εμάς… Μια σκέψη που πέρασε φευγαλέα απ’το νου του, χωρίς συγκεκριμένο λόγο. Και, κατά πάσα πιθανότητα, ήταν ανούσια. Εξάλλου, τι είδους «παράταξη» (εξαιρουμένων των επαναστατών, φυσικά) θα μπορούσε να υπάρχει εδώ, μες στους βάλτους; Τίποτα παραμυθένια ξωτικά που γίνονταν ένα με το νερό, τις πέτρες, και τα δέντρα;
Πλησίαζε η νύχτα –το φως στα έλη ήταν ελάχιστο, οι σκιές μεγάλες, και η ομίχλη πυκνή– όταν τους εντόπισαν. Ο Οδυσσέας δεν μπορούσε να καταλάβει πώς τους βρήκαν, αλλά τους είχαν βρει.
Τέσσερις πολεμιστές παρουσιάστηκαν εμπρός τους, ξεπροβάλλοντας μέσα από τα βούρλα και έχοντας τα τουφέκια τους υψωμένα. Την ίδια στιγμή, πίσω από τους επαναστάτες, ακούστηκε ο ήχος βημάτων στο στάσιμο, χαμηλό νερό· και, στρεφόμενοι, είδαν άλλους τέσσερις πολεμιστές να έρχονται, σημαδεύοντάς τους επίσης. Από τα δεξιά παρουσιάστηκαν τέσσερις ακόμα, όπως κι από τ’αριστερά, βγαίνοντας από την κάλυψη του σκοταδιού. Μαζί μ’αυτούς στα δεξιά ήταν κι ένα ατσαλόποδο.
«Πετάξτε τα όπλα σας!» φώναξε ένας. «Παραδοθείτε και δε θα πεθάνετε! Σας θέλουμε ζωντανούς.»
Ο Οδυσσέας κοίταξε τους εχθρούς ολόγυρα. Αδύνατον να τους νικήσουμε. Απλά, αδύνατον. «Καλύτερα να κάνουμε ό,τι λέει,» είπε στους συντρόφους του· και έβγαλαν τα όπλα τους, πετώντας τα στο λασπώδες έδαφος.
Οι στρατιώτες τα πήραν και, πλησιάζοντάς τους, τους έψαξαν πατόκορφα, μήπως είχαν κανένα άλλο όπλο κρυμμένο επάνω τους. Δε βρήκαν τίποτα, όμως.
Τους φόρεσαν χειροπέδες, δένοντας τα χέρια τους πίσω απ’την πλάτη, και προσάρτησαν τα δεσμά σε μια αλυσίδα που ξεκινούσε απ’το οπίσθιο μέρος του ατσαλόποδου. Δεν τους έδωσαν καμία εξήγηση γιατί τους αιχμαλώτιζαν· θα μπορούσαν, κάλλιστα, να έψαχναν γι’αυτούς εξαρχής, ή θα μπορούσαν να τους είχαν εντοπίσει τυχαία και να είχαν αποφασίσει, καλού-κακού, να τους συλλάβουν.
Τα όπλα και τους σάκους τους τα φόρτωσαν στο ατσαλόποδο, και ξεκίνησαν να τους τραβάνε μέσα στους βάλτους.
«Πού μας πηγαίνετε;» ρώτησε ο Οδυσσέας, μην περιμένοντας πραγματική απάντηση, αλλά θέλοντας να δει την αντίδρασή τους.
«Σε κάποιον που σας γνωρίζει καλύτερα από εμένα,» αποκρίθηκε μια γυναίκα, που πρέπει να ήταν λοχαγός, αν έκρινε κανείς απ’τη στολή της. «Και μη νομίζετε ότι ο σύντροφός σας θα μπορέσει να παραμείνει κρυμμένος για πολύ.»
Ο σύντροφός μας; «Μας έχετε μπερδέψει για άλλους,» της είπε ο Οδυσσέας, πράγμα το οποίο, σίγουρα, δεν ήταν ψέμα. Φαίνεται ν’αναζητούν τέσσερις ανθρώπους, όχι τρεις.
Η λοχαγός δεν του αποκρίθηκε.
Ένας στρατιώτης την πλησίασε και της ψιθύρισε κάτι στ’αφτί, ενώ με τις άκριες των ματιών του κοίταζε τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του. Η λοχαγός στράφηκε να τους κοιτάξει επίσης. Ανασήκωσε τους ώμους και είπε κάτι στον στρατιώτη. Εκείνος απομακρύνθηκε, γνέφοντας.
Πρέπει να το έχουν καταλάβει, σκέφτηκε ο Οδυσσέας. Πρέπει να έχουν καταλάβει ότι δεν είμαστε οι άνθρωποι που ψάχνουν. Αναμφίβολα, αυτοί δε μοιάζουν μ’εμάς. Εξάλλου, εκείνος είχε δέρμα λευκό-ροζ, η Νελμίρα κόκκινο, και ο Ράθνης κατάλευκο. Αν οι Παντοκρατορικοί έψαχναν ανθρώπους από την Υπερυδάτια, οι συνηθισμένοι δερματικοί χρωματισμοί σε τούτη τη διάσταση ήταν λευκό-ροζ, γαλάζιο, και πράσινο. Αυτό σήμαινε ότι ήταν πολύ περίεργο να συναντήσεις μια ερυθρόδερμη γυναίκα κι έναν λευκόδερμο άντρα στην ίδια μικρή ομάδα.
Από την άλλη, βέβαια, οι Παντοκρατορικοί ίσως να κυνηγούσαν κάποιους επαναστάτες από διαφορετική διάσταση, όχι από την Υπερυδάτια· και, σ’αυτή την περίπτωση, οτιδήποτε μπορεί να ίσχυε…
Οι στρατιώτες, όμως, δεν κατάφεραν να πάνε μακριά τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του. Μέσα από το σκοτάδι των βάλτων, πυροβολισμοί ήρθαν, και οι Παντοκρατορικοί άρχισαν να σωριάζονται ο ένας κατόπιν του άλλου.
«Ανταποδώστε!» ούρλιαξε η λοχαγός, κρατώντας το χτυπημένο της χέρι. «Ανταποδώστε!»
Και οι πολεμιστές της έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν, ενώ ο Οδυσσέας, η Νελμίρα, κι ο Ράθνης κρύβονταν κάτω απ’το σταματημένο ατσαλόποδο, για να καλυφτούν από τις ριπές.
Η λοχαγός έπεσε στο ένα γόνατο και τράβηξε το πιστόλι της, ρίχνοντας μες στο σκοτάδι, εκεί όπου ο Οδυσσέας μπορούσε να διακρίνει μια σκιερή μορφή–
–και μετά, η μορφή εξαφανίστηκε, σα νάχε, ξαφνικά, κυλιστεί στις λάσπες του βάλτου, πίσω απ’τα βρύα· μα δεν μπορούσε νάναι και σίγουρος.
Μια σφαίρα βρήκε τη λοχαγό στο αριστερό μάτι, σκοτώνοντάς την.
Παντού γύρω, οι στρατιώτες της δε φαινόταν να τα πηγαίνουν καλύτερα, αν και ο Οδυσσέας είχε την εντύπωση ότι οι επιτιθέμενοι ήταν λιγότεροι από αυτούς: πολύ λιγότεροι. Ίσως λιγότεροι κι από τους μισούς. Πόσοι είναι, μα τον Απόλλωνα; Τέσσερις; Πέντε; Όποιοι κι αν είναι, πάντως, είναι καλοί. Και δεν αποκλείεται να ήταν επαναστάτες· πιθανώς, από τη βάση στους βάλτους. Εξάλλου, αν οι Παντοκρατορικοί αναζητούσαν κάποιους εδώ, οι επαναστάτες του μέρους, μάλλον, δε θα ήθελαν να τους αφήσουν να τους βρουν. Διακινδυνεύουν έτσι τη θέση τους, όμως. Ίσως να προδώσουν τη βάση, δίχως να το θέλουν.
Οι πυροβολισμοί σταμάτησαν.
Οι μαχητές της Παντοκράτειρας είχαν ηττηθεί. Οι περισσότεροι κείτονταν νεκροί στις λάσπες του βάλτου· οι υπόλοιποι έτρεχαν να φύγουν, μες στην ομίχλη και στο σκοτάδι. Οι κίνδυνοι των ελών θα αποτελείωναν αρκετούς απ’αυτούς, αν οι σύντροφοί τους δεν ήταν κάπου κοντά για να τους βοηθήσουν.
Ο Οδυσσέας, η Νελμίρα, και ο Ράθνης βγήκαν απ’την κάλυψή τους, και είδαν μια φιγούρα να ξεπροβάλλει απ’το σκοτάδι. Το φως του ατσαλόποδου αποκάλυψε τα χαρακτηριστικά της, καθώς πλησίαζε.
Ήταν μια γυναίκα, με κάπα στους ώμους και ντυμένη με μαύρη στολή. Τα μαλλιά της ήταν ξανθά και δεμένα πίσω απ’το κεφάλι της. Το πρόσωπό της ήταν λερωμένο απ’τις λάσπες του βάλτου. Στα χέρια της βαστούσε ένα τουφέκι. Το δέρμα της ήταν λευκό.
Και ο Οδυσσέας την ήξερε.
«Ιωάννα;» έκανε, έκπληκτος. Αυτή η γυναίκα ήταν Μαύρη Δράκαινα, και την τελευταία φορά που εκείνη κι ο Οδυσσέας είχαν συναντηθεί ήταν στο υποποτάμιο άντρο της Αλβέρια και στον Δύτη. Μετά, ο Ανδρόνικος την είχε στείλει σε μια αποστολή, προτού εκείνος κατευθυνθεί προς την Απολλώνια. Την είχε στείλει σε μια αποστολή, μαζί με τον μάγο Σέλιρ’χοκ. Και, κανονικά, θα έπρεπε τώρα κι οι δυο τους να βρίσκονταν στις Αιωρούμενες Νήσους και στο Πορφυρό Κενό, αναζητώντας ένα απομεινάρι από τον Ενιαίο Κόσμο, ώστε να το βρουν πριν από την Παντοκράτειρα.
«Δεν περίμενα να σε δω εδώ, Οδυσσέα,» είπε η Ιωάννα. «Ούτε αιχμάλωτο.»
«Το ίδιο μπορώ να πω κι εγώ για σένα. Γιατί είσαι εδώ; Και πού είναι ο Σέλιρ’χοκ;»
«Εδώ είμαι, Πρόμαχε.» Ο μάγος ξεπρόβαλε πίσω από ένα ελοχαρές δέντρο. Το κατάμαυρο δέρμα του γινόταν ένα με τις σκιές. Στο δεξί του χέρι κρατούσε το μακρύ ραβδί του, που ήταν γεμάτο κατά το ένα τρίτο με καλώδια και κάτοπτρα. «Αλλά καλύτερα να μην καθυστερούμε πολύ. Μπορεί να μπλοκάρω τον καταραμένο Βιοσκόπο, μα υπάρχουν πάντα και τα συμβατικά μέσα εντοπισμού. Κουνηθείτε!»
«Βιοσκόπος;» έκανε ο Οδυσσέας. Έτσι μας βρήκαν; Έχουν μαζί τους μάγο που εντοπίζει ζωτικές ενέργειες;
«Γυρίστε,» είπε η Ιωάννα, «για να σπάσω τα δεσμά σας.»
Ο Οδυσσέας κι οι σύντροφοί του υπάκουσαν, ενώ, συγχρόνως, δύο ακόμα σκιερές φιγούρες έβγαιναν απ’το σκοτάδι. Η Μαύρη Δράκαινα έβαλε το τουφέκι της στον ώμο, τράβηξε το πιστόλι της, και έσπασε τις αλυσίδες των χειροπεδών, πυροβολώντας τες.
Ο Οδυσσέας, η Νελμίρα, και ο Ράθνης άρπαξαν αμέσως τα όπλα και τους σάκους τους από τη ράχη του ατσαλόποδου–
Κι ύστερα, πρόσεξαν τον έναν απ’τους δύο άντρες που είχαν παρουσιαστεί.
Ερυθρόδερμος. Ψηλός. Κατάλευκα μαλλιά. Μικρό γένι στο σαγόνι. Ψυχρά, γκρίζα, μυστηριώδη μάτια.
Αδύνατον! Η σκέψη πέρασε σαν αστραπή απ’το νου του Οδυσσέα. Αδύνατον!
Υψώνοντας το πιστόλι του, τον σημάδεψε. «Σωσίας;»
«Όχι,» αποκρίθηκε, ήρεμα, ο άντρας που ονομαζόταν Τάμπριελ, Πρίγκιπας Τάμπριελ, και ήταν ένας από τους συζύγους της Παντοκράτειρας.
«Δε συμβαίνει, όμως, αυτό που νομίζετε,» είπε η Ιωάννα.
Ο Οδυσσέας έστρεψε το βλέμμα του, για να την κοιτάξει, γεμάτος απορία.
Η Νελμίρα, όμως, αγνόησε τελείως τη Μαύρη Δράκαινα, και ύψωσε το πιστόλι της· γιατί ο Τάμπριελ ήταν συμπατριώτης της, από τη Φεηνάρκια, και προδότης. Και στους προδότες άξιζε μόνο θάνατος στο μυαλό της.
Η Ιωάννα τής κατέβασε απότομα το όπλο, αφήνοντας τη σφαίρα να χωθεί στις λάσπες. «Είναι με το μέρος μας!»
«Σας λέει ψέματα!» γρύλισε η Νελμίρα, μοιάζοντας έτοιμη να χιμήσει στη Μαύρη Δράκαινα.
«Μην καθυστερούμε άλλο,» είπε ο δεύτερος άντρας που είχε εμφανιστεί. «Πάμε, και θα σας εξηγήσουμε μετά.» Ήταν κι αυτός ψηλός, και είχε μαύρα, κοντά μαλλιά και λευκό δέρμα, όπως του Οδυσσέα και της Ιωάννας. Αλλά ο Πρόμαχος δεν τον αναγνώριζε. Ποιος ήταν;
Δεν ειπώθηκαν άλλα λόγια, γιατί όλοι τους, παρά τη σύγχυση, γνώριζαν πως ετούτο δεν ήταν μέρος για να καθίσουν και να μιλήσουν. Σύντομα, πολεμιστές της Παντοκράτειρας θα βρίσκονταν παντού γύρω τους.
Απομακρύνθηκαν απ’το σημείο της σύγκρουσης, αφήνοντας κουφάρια στρατιωτών και το σταματημένο ατσαλόποδο πίσω τους, και χώθηκαν μέσα στη βλάστηση των βαλτότοπων. Διέσχισαν ένα μέρος όπου το νερό τούς έφτανε σχεδόν μέχρι τη μέση, και όπου αναγκάστηκαν να σκοτώσουν τρία ερπετά που ήταν πιθανώς επικίνδυνα· μετά, βγήκαν σε λασπώδες, αλλά στέρεο, έδαφος. Βάδισαν προσεχτικά ανάμεσα στα βούρλα, και έφτασαν, τελικά, κοντά σε μερικούς βράχους, πίσω από μια σειρά χαμόδεντρων που έμοιαζε να τους αρέσει να γλείφουν το στάσιμο νερό που βρισκόταν από κάτω τους· οι κορμοί τους έσκυβαν, καμπουριασμένοι.
Η ομάδα σταμάτησε την οδοιπορία της, και ο Οδυσσέας ρώτησε την Ιωάννα και τον Σέλιρ’χοκ: «Δεν μπορέσατε να πάτε στις Αιωρούμενες Νήσους;»
«Φυσικά και πήγαμε στις Αιωρούμενες Νήσους,» αποκρίθηκε η Μαύρη Δράκαινα. «Αυτός είναι ο Γεράρδος: ο καπετάνιος που μας ταξίδεψε μέσα στο Πορφυρό Κενό.»
Ο μαυρομάλλης άντρας ένευσε προς τη μεριά του Οδυσσέα.
«Χαίρω πολύ,» είπε εκείνος. «Είχα ακούσει για σένα, Γεράρδε.»
«Κι εγώ για σένα, Πρόμαχε.»
«Τι έγινε στις Αιωρούμενες Νήσους;» ρώτησε ο Οδυσσέας. «Βρήκατε το απομεινάρι;»
«Το βρήκαμε,» είπε ο Σέλιρ’χοκ, «αλλά δεν ήταν αυτό που περιμέναμε. Ήταν… ζωντανό.»
«Ζωντανό;»
«Ένας αρχαίος θεός. Αλλά δε χρειάζεται ν’ανησυχούμε γι’αυτόν τώρα. Η Παντοκράτειρα δεν πρόκειται να τον βρει. Καταστράφηκε, από άλλες δυνάμεις.»
«Κι αυτός τι κάνει μαζί σας;» απαίτησε να μάθει η Νελμίρα, καρφώνοντας τον Τάμπριελ μ’ένα εχθρικό βλέμμα. «Δε μου μοιάζει για αιχμάλωτος.»
«Ο Τάμπριελ’λι,» εξήγησε ο Σέλιρ’χοκ, «είναι πλέον με το μέρος μας… ή, τουλάχιστον, δεν είναι με το μέρος της Παντοκράτειρας.»
«Και πώς ακριβώς συνέβη αυτό το θαύμα;» ρώτησε ο Οδυσσέας.
«Εγώ δεν τον πιστεύω!» δήλωσε η Νελμίρα. «Σας έχει πει ψέματα.»
Ο Σέλιρ’χοκ κούνησε το κεφάλι. «Δεν το νομίζω, Νελμίρα. Όχι ύστερα από ό,τι του συνέβη. Βλέπει κάποια οράματα.»
«Δεν είναι οράματα,» είπε ο Τάμπριελ. «Εικόνες είναι. Εικόνες βλέπω· κι ακόμα προσπαθώ να τις ξεκαθαρίσω–»
«Κουράδες!» Η Νελμίρα ύψωσε το πιστόλι της.
Η Ιωάννα πάλι τη σταμάτησε.
«Αν το ξανακάνεις αυτό, θα σε σκοτώσω,» της είπε η Νελμίρα, στενεύοντας τα μάτια.
«Ο Τάμπριελ δε θα πεθάνει,» τόνισε η Μαύρη Δράκαινα.
«Είναι προδότης!»
«Ναι, αλλά δε θα κρίνεις εσύ αν θα ζήσει ή όχι.»
«Δεν υπάρχει κανένας άλλος Φεηνάρκιος εδώ.»
«Νελμίρα,» είπε ο Σέλιρ’χοκ, «ο Τάμπριελ πιστεύει ότι ίσως ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος να κινδυνεύει.»
«Τι είπες;» πετάχτηκε ο Οδυσσέας. «Πιστεύει ότι ίσως ο Πρίγκιπας να κινδυνεύει;»
Ο Σέλιρ’χοκ κατένευσε. «Ακριβώς.»
Η Ιωάννα συνοφρυώθηκε. «Γιατί βρίσκεστε εδώ, Οδυσσέα;»
«Γιατί,» είπε ο Οδυσσέας, «γνωρίζουμε ότι ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος πιθανώς να κινδυνεύει…» Κι έστρεψε το βλέμμα του στον Τάμπριελ. «Αλλά το ερώτημα είναι, πώς το ήξερες εσύ.»
«Τον είδα φυλακισμένο σ’ένα σκοτεινό κελί. Κουλουριασμένο και γυμνό, να κρατά το κεφάλι του.»
«Φυλακισμένο;» έκανε ο Οδυσσέας. Ω θεοί! Ω θεοί! Αργήσαμε! Αποτύχαμε!
Η Ιωάννα άγγιξε τον ώμο του. «Τι συμβαίνει, Οδυσσέα; Συμβαίνει κάτι κακό στην Απολλώνια;»
Ο Οδυσσέας ένευσε. «Ναι. Ναι… Ο Λούσιος είναι πολύ πιθανό– είναι, μάλλον, σίγουρο ότι μας έχει προδώσει.»
«Ο αδελφός του Ανδρόνικου;» έκανε η Ιωάννα. «Συμμάχησε με την Παντοκράτειρα;»
«Δεν ξέρω αν έχει συμμαχήσει με την Παντοκράτειρα ή όχι, πάντως πρέπει νάναι εναντίον μας.»
«Δεν υπάρχουν Παντοκρατορικοί στρατιώτες στην Απολλώνια;» ρώτησε ο Σέλιρ’χοκ.
«Όχι,» είπε ο Οδυσσέας, και τους εξήγησε την κατάσταση ακριβώς όπως την ήξερε.
Ύστερα, ζήτησε να μάθει τι είχε συμβεί μ’εκείνους, και η Ιωάννα τού είπε ότι έφτασαν στη Σεργήλη, κανονικά, κι εκεί επικοινώνησαν με τον Γεράρδο, όπως τους είχε πει ο Ανδρόνικος. Μπήκαν στο πλοίο του, την Ανεμομάχη, και ξεκίνησαν την αναζήτησή τους για το απομεινάρι του Ενιαίου Κόσμου. Στο κατόπι τους, όμως, βρισκόταν συνεχώς ο Τάμπριελ, με ανθρώπους της Παντοκράτειρας. Συνέβησαν διάφορα περιστατικά –που η Ιωάννα τώρα δε θεωρούσε πως άξιζε να αναφέρει, λόγω έλλειψης χρόνου– και, τελικά, έφτασαν στο νησί όπου υποτίθεται ότι βρισκόταν το απομεινάρι. Αλλά, όπως είχε πει ο Σέλιρ’χοκ, το απομεινάρι δεν ήταν αντικείμενο· ήταν ένας θεός, ο οποίος δεν απειλούσε κανέναν πλέον, και ούτε μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από την Παντοκράτειρα. Στο νησί, βέβαια, η Ιωάννα και οι υπόλοιποι συνάντησαν τον Τάμπριελ, συγκρούστηκαν μαζί του, και τον νίκησαν. Έτσι, φεύγοντας από εκεί, τον είχαν αιχμάλωτο.
«Υπήρχε, όμως, ένα πρόβλημα,» εξήγησε η Μαύρη Δράκαινα. «Το πλοίο μας δεν ήταν πια η Ανεμομάχη. Ήταν ένα σκάφος που ονομαζόταν Μακρινός Ταξιδευτής και που ήταν… εμ, ζωντανό, ουσιαστικά. Μιλούσε, και μπορούσε να κινηθεί από μόνο του, έχοντας τα απαιτούμενα καύσιμα–»
«Τι εννοείς, μιλούσε;» απόρησε ο Οδυσσέας.
«Ακριβώς αυτό. Είχε νοημοσύνη.»
«Δεν είναι δυνατόν μια μηχανή να έχει νοημοσύνη!»
Ο Σέλιρ’χοκ είπε: «Ο Μακρινός Ταξιδευτής δεν είναι μια μηχανή. Είναι ένα πνεύμα προσαρτημένο σ’ένα πλοίο του Πορφυρού Κενού.»
«Γίνεται αυτό το πράγμα;»
«Απ’ό,τι φαίνεται, ναι, αν και κανείς σήμερα δε γνωρίζει πώς. Ο Μακρινός Ταξιδευτής είναι ένα αρχαίο σκάφος. Και το πνεύμα εντός του κοιμόταν μέχρι στιγμής, ώσπου κάτι συνέβη και αφυπνίστηκε· δεν έχει σημασία τώρα. Το πρόβλημα στο οποίο αναφέρθηκε η Ιωάννα ήταν το εξής: Ο Μακρινός Ταξιδευτής και ο Τάμπριελ είχαν αναπτύξει έναν ειδικό δεσμό. Ο Τάμπριελ δεν ήταν μόνο καπετάνιος του· ήταν ο πνευματικός του αφέντης. Μονάχα εκείνος μπορούσε να τον προστάξει. Αυτό, φυσικά, για εμάς δεν ήταν καλό, καθώς έπρεπε να ταξιδέψουμε κανένα μήνα μέσα στο Κενό, μέχρι να φτάσουμε στη Σεργήλη· και δεν μπορούσαμε να έχουμε για καπετάνιο μας έναν σύζυγο της Παντοκράτειρας. Έτσι, ό,τι είχε γίνει έπρεπε να ξεγίνει. Ο δεσμός του Τάμπριελ με το σκάφος έπρεπε να διαλυθεί. Πράγμα που δεν ήταν εύκολο. Για την ακρίβεια, ήταν πολύ επικίνδυνο. Αλλά δεν μπορούσαμε να δώσουμε στον Τάμπριελ άλλη επιλογή: ή θα δεχόταν να υποστεί τη διαδικασία αφαίρεσης του δεσμού ή θα τον σκοτώναμε. Δέχτηκε, λοιπόν, και… κάτι μέσα του άλλαξε. Άρχισε να βλέπει αυτές τις εικόνες. Και δε νομίζω ότι λέει ψέματα.»
Ο Οδυσσέας κοίταξε τον Τάμπριελ, ο οποίος καθόταν αντίκρυ του σ’έναν βράχο, βαστώντας ένα μακρύ, ξύλινο ραβδί. «Είδες, πράγματι, τον Ανδρόνικο;»
Ο ερυθρόδερμος άντρας ένευσε. «Ναι. Γι’αυτό κιόλας ήθελα, εξαρχής, να τον συναντήσω. Υπάρχει κίνδυνος. Και όχι μονάχα για εκείνον. Ο κίνδυνος είναι γενικότερος.»
Ο Οδυσσέας συνοφρυώθηκε. «Τι σημαίνει αυτό;»
«Δε γνωρίζω ακριβώς. Έχω ένα σωρό περίεργες εικόνες μέσα μου, κι ακόμα δεν τις έχω ανασύρει όλες.»
«Και γιατί αποφάσισες να προδώσεις την αφέντρα σου;» τον ρώτησε η Νελμίρα. «Αυτό δεν το κατάλαβα.» Το βλέμμα της εξακολουθούσε να είναι εχθρικό, δολοφονικό.
«Δεν έχει νόημα να υπηρετώ την Παντοκράτειρα πλέον,» δήλωσε ο Τάμπριελ. «Η αποστολή μου είναι σημαντικότερη.»
«Ποια αποστολή;»
«Δεν την έχω ανακαλύψει ακόμα.»
«Σας κοροϊδεύει!» είπε η Νελμίρα στους υπόλοιπους. «Δεν το βλέπετε; Σας κοροϊδεύει! Είναι κατάσκοπος της Παντοκράτειρας! Θέλει να μάθει ό,τι μπορεί για εμάς και να της τα αναφέρει.»
«Δεν το νομίζω,» αποκρίθηκε ο Σέλιρ’χοκ.
«Κάνεις λάθος, τότε! Επειδή είσαι μάγος, δε σημαίνει ότι είσαι αλάνθαστος, Σέλιρ’χοκ!»
Το βλέμμα του σκλήρυνε. «Δεν υποστήριξα ότι είμαι αλάνθαστος. Ο Τάμπριελ, όμως, δεν είναι αυτός που ήταν· και, σύντομα, θα το διαπιστώσετε κι εσείς.»
«Επιπλέον,» πρόσθεσε η Ιωάννα, «δεν έχει κάνει καμία απόπειρα να μας προδώσει, καθώς ερχόμασταν εδώ· και, πίστεψέ με, Νελμίρα, υπήρξαν πολλοί κίνδυνοι.
»Όταν φύγαμε απ’το Πορφυρό Κενό, φύγαμε με σκοπό να πάμε στην Απολλώνια, ώστε να μιλήσουμε με τον Ανδρόνικο. Διασχίσαμε, λοιπόν, τη Σεργήλη, για να βγούμε στη Σάρντλι και να πάρουμε αεροσκάφος για τον Αιθέρα. Δεν μπορούσαμε να πάρουμε από τη Σεργήλη, καθώς η διάσταση είναι πολύ στενά ελεγχόμενη από την Παντοκράτειρα. Τα πράγματα, όμως, δεν πήγαν όπως τα υπολογίζαμε. Οι Παντοκρατορικοί μάς κυνήγησαν, όσο βρισκόμασταν ακόμα μέσα στη Σεργήλη, και μετά συνέχισαν να μας καταδιώκουν και μέσα στη Σάρντλι. Αναγκαστήκαμε να περάσουμε στην Αρβήντλια, κι εκεί αφήσαμε το πρώτο μας όχημα και πήραμε ένα άλλο, ειδικό για τη Διάσταση του Φωτός.»
«Μπήκατε στη Διάσταση του Φωτός;» είπε ο Οδυσσέας.
Η Ιωάννα ένευσε. «Υποχρεωτικά, ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε κύκλο και να ξαναβγούμε στη Σεργήλη. Πράγμα το οποίο καταφέραμε εύκολα, και, όταν φτάσαμε στον προορισμό μας, μπαρκάραμε σε καράβι για την Υπερυδάτια. Τον καπετάνιο τον πήραμε όμηρο, γιατί αλλιώς δε θα πήγαινε εκεί όπου θέλαμε.
»Οι Παντοκρατορικοί, δυστυχώς, βρίσκονταν ξανά στο κατόπι μας και μόνο φτάνοντας στον ωκεανό της Υπερυδάτιας καταφέραμε να τους κάνουμε να μας χάσουν. Έτσι, κατευθυνθήκαμε στην Κεντρυδάτια και βάλαμε τον καπετάνιο να μας αφήσει στις ακτές των Βαλτότοπων των Όφεων, προκειμένου να πάμε στη βάση που βρίσκεται εδώ. Ο καπετάνιος μάς άφησε και έφυγε· κι εμείς, σύντομα, ανακαλύψαμε ότι οι Παντοκρατορικοί ετούτης της περιοχής είχαν, κάπως, ειδοποιηθεί και μας αναζητούσαν μέσα στους βάλτους. Το κυνηγητό τους μας ανάγκασε να κρυφτούμε, και τώρα, έτσι όπως έχουν δημιουργήσει τον κλοιό τους, μας έχουν αποκλείσει την πρόσβαση προς τη βάση.»
«Γνωρίζουν για τη βάση;» ρώτησε ο Οδυσσέας. «Γνωρίζουν τη θέση της;»
«Δεν το πιστεύω,» αποκρίθηκε η Ιωάννα. «Μάλλον, συμπτωματικό είναι το γεγονός ότι μας έχουν φράξει το δρόμο προς τα εκεί. Θέλουν να μας αποκλείσουν όσο το δυνατόν περισσότερες διόδους, ώστε να μας πιάσουν.»
«Και τι σκοπεύετε να κάνετε;»
«Θα συνεχίσουμε να προσπαθούμε. Μια Μαύρη Δράκαινα –όπως γνωρίζεις, Οδυσσέα– ποτέ δεν παραιτείται.»
Ο Κατακεραυνωτής
Το πλοίο εφοδιάστηκε και επανδρώθηκε μέχρι ο ήλιος της Απολλώνιας να φτάσει στο κέντρο του ουρανού. Οι προετοιμασίες έγιναν γρήγορα και χωρίς καμία καθυστέρηση, γιατί και ο Λούσιος και η Δομινίκη πίστευαν ότι δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Ο πρώτος ήθελε να χρησιμοποιήσει τον Κατακεραυνωτή ως όπλο εναντίον της Παντοκράτειρας, καθώς έβλεπε πως τα πράγματα πήγαιναν άσχημα στο Βόρειο Μέτωπο. Η δεύτερη, αν και επίσης ήθελε να χρησιμοποιήσει τον Κατακεραυνωτή για τον ίδιο σκοπό, δεν είχε αυτόν ως κύριο λόγο του ενθουσιασμού της. Η Δομινίκη αισθανόταν εκστασιασμένη που θα έβρισκε και θα ελευθέρωνε έναν από τους Δώδεκα του Δασκάλου. Επειδή έτσι θα αποθεωνόταν. Θα ήταν ξεχωριστή ανάμεσα σ’όλες τις Αρχιέρειες και τους Αρχιερείς· θα ήταν, ίσως, Εκλεκτή του Δασκάλου. Θα έβλεπε με τα ίδια της τα μάτια τον Κατακεραυνωτή, καθώς εκείνη –εκείνη!– θα τον αποφυλάκιζε. Η δόξα θα ήταν μεγάλη· η εξουσία της πάνω στην Απολλώνια θα ήταν απόλυτη· και το όνομά της θα έμενε για πάντα στην Ιστορία.
Η Δομινίκη είχε αυτό το όνειρο να τυλίγει το νου της, καθώς οι προετοιμασίες για την αναχώρηση γίνονταν, και καθώς, ύστερα, εκείνη, ο Λούσιος, και η Κορνηλία επιβιβάζονταν στο σκάφος.
Το πλοίο ήταν μεγάλο, θωρακισμένο, και διέθετε κανόνια. Είχε τρία καταστρώματα και τη δυνατότητα να μεταφέρει πάρα πολλούς στρατιώτες. Ήταν, κυρίως, φτιαγμένο για πόλεμο. Στο ενεργειακό κέντρο του τέσσερις μάγοι χρησιμοποιούσαν τη Μαγγανεία Κινήσεως, για να κατευθύνουν την ενεργειακή ροή στους μηχανισμούς του. Δεν είχε ιστία, ούτε λαμνοκόπους· κινιόταν αποκλειστικά και μόνο με ενέργεια, που έκανε τις πελώριες προπέλες του να περιστρέφονται, σχίζοντας το νερό σαν θανατηφόρα δρεπάνια. Επάνω σε μια υπερυψωμένη πλατφόρμα του πλοίου ήταν προσγειωμένο ένα μικρό ελικόπτερο με λίγα αποθέματα ενέργειας, το οποίο χρησιμοποιείτο για περιορισμένες ανιχνευτικές αποστολές, όταν ο πλοίαρχος έκρινε πως τα συστήματα εντοπισμού δεν επαρκούσαν και υπήρχε ανάγκη περαιτέρω έρευνας.
Ο Λούσιος, η Δομινίκη, και η Κορνηλία οδηγήθηκαν στις καμπίνες τους με όλες τις τιμές από τον στρατό και τους υπηρέτες. Η καμπίνα του βασιλικού ζεύγους (γιατί έτσι αναφέρονταν στον Πρίγκιπα Λούσιο και στη σύζυγό του, αφού έτσι είχαν δηλώσει εκείνοι ότι το απαιτούσαν) ήταν ευρύχωρη, στολισμένη στο χρυσάφι και στο ασήμι, και εξοπλισμένη με κάθε χρήσιμο μηχανικό εξοπλισμό που υπήρχε στο σκάφος. Η καμπίνα της Δούκισσας της Βανκάρης ήταν λίγο πιο μικρή και όχι τόσο βαριά στολισμένη, αλλά κι αυτή διέθετε κάθε χρήσιμο μηχανικό εξοπλισμό, φυσικά. Την Κορνηλία δεν την ενοχλούσε καθόλου η διαφορά στο μέγεθος και στον πλούτο· εξάλλου, σκεφτόταν, το… «βασιλικό ζεύγος» όφειλε να παραμένει ικανοποιημένο και χωρίς κανένα παράπονο. Οι άνθρωποι που δεν είχαν παράπονα υπηρετούσαν με την ίδια τους τη θέληση, ακόμα κι αν ήταν βασιληάδες.
Οι υπηρέτες άφησαν τα μπαγκάζια της Κορνηλίας κοντά στο κρεβάτι της καμπίνας και ρώτησαν αν η Δούκισσα θα επιθυμούσε τίποτε άλλο. Εκείνη αποκρίθηκε πως, όχι, ήταν όλα εντάξει. Τους ευχαρίστησε θερμά, χαμογελώντας τους (πράγμα το οποίο μπορούσε να δει ότι τους κολάκεψε), και έδωσε στον καθένα από ένα μικρό φιλοδώρημα (πράγμα που φάνηκε να τους κολακεύει ακόμα περισσότερο). Είναι δικοί μου τώρα, σκέφτηκε η Κορνηλία, βλέποντάς τους να φεύγουν απ’την καμπίνα, κάνοντας βαθιές υποκλίσεις. Με συμπαθούν πιο πολύ απ’τον ίδιο τους το Βασιληά.
Στράφηκε στον καθρέφτη της καμπίνας, ο οποίος την ξεπερνούσε σε ύψος, και κοίταξε τον εαυτό της και το ντύσιμό της. Δεν ήταν ντυμένη όπως όταν είχε επιστρέψει από τη Φλάνια· τώρα φορούσε ένα μακρύ, μαύρο φόρεμα με μικροσκοπικούς, πορφυρούς λίθους ραμμένους επάνω σ’όλο του το ύφασμα. Οι λίθοι γυάλιζαν στο φως και του έδιναν μια εντυπωσιακή απόχρωση. Το ντεκολτέ του ήταν βαθύ και μυτερό, και είχε ψηλό γιακά, που ορθωνόταν γύρω απ’τον αυχένα της Κορνηλίας. Στη δεξιά και στην αριστερή κνήμη είχε σχισίματα. Στο λαιμό της Δούκισσας κρεμόταν ένα χρυσό, λαξευτό περιδέραιο, και στα χέρια της υπήρχαν βραχιόλια και δαχτυλίδια. Η ζώνη της ήταν φαρδιά και αποτελείτο από δέρμα πλεγμένο με ασήμι. Στα πόδια της φορούσε μαύρες κάλτσες και παπούτσια με χαμηλό τακούνι· το ψηλό θα ήταν άβολο μέσα στο πλοίο. Της άρεσε η καλή εμφάνιση, αλλά όχι σε βάρος της πρακτικότητας.
Το πρόσωπό της ήταν επιμελώς βαμμένο, και τα μακριά, μαύρα της μαλλιά χύνονταν στους ώμους και στην πλάτη της, καλοχτενισμένα και γυαλίζοντας. Σε αρκετά τους σημεία ήταν πλεγμένα διάφορα μπιχλιμπίδια –μικροσκοπικοί λίθοι, σαν αυτοί στο φόρεμά της, χάντρες, και αργυρά σφαιρίδια–, τα οποία μια χάνονταν μια επανεμφανίζονταν μέσα στη μελανή θάλασσα της κόμης της.
Η Κορνηλία μειδίασε, ευχαριστημένη με τον εαυτό της· και σκέφτηκε να κάνει μια βόλτα στο σκάφος, για επίβλεψη, ή, μάλλον, από απλή περιέργεια. Ίσως να μιλούσε και στον Πλοίαρχο, να γνώριζε ποιος ήταν. Δε βλάπτει…
Με τον Λούσιο, εξάλλου, θα τα πούμε αργότερα. Τώρα βρίσκεται υπό παρακολούθηση.
*
Οι υπηρέτες άφησαν τα πράγματά τους στην καμπίνα, υποκλίθηκαν, και έφυγαν.
Η Δομινίκη ούτε καν που τους πρόσεξε, χαμένη στο όνειρό της καθώς ήταν. Τα μάτια της έμοιαζαν να κοιτούν κάπου μακριά, πέρα από τα τοιχώματα του πλοίου.
Ο Λούσιος ποτέ ξανά δεν την είχε δει έτσι. Η Δομινίκη ήταν, συνήθως, συγκροτημένη, προσγειωμένη, και πραγματίστρια. Δεν ήταν άνθρωπος που ονειροβατούσε. Αλλά τώρα έμοιαζε με μικρό κοριτσάκι που του είχαν υποσχεθεί κάποιο δώρο, και το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να σκέφτεται το δώρο αυτό.
«Δομινίκη;»
Η Δομινίκη στράφηκε να τον κοιτάξει. «Τι είναι;» Ένα αχνό χαμόγελο υπήρχε στα χείλη της. Τα πράσινά της μάτια γυάλιζαν. Πιο γοητευτική απ’ό,τι συνήθως, κατ’έναν παράξενο τρόπο, παρατήρησε ο Λούσιος.
«Το ίδιο ήμουν έτοιμος να σε ρωτήσω κι εγώ. Μου φαίνεσαι κάπως… αποπροσανατολισμένη.»
«Αποπροσανατολισμένη;» Η Δομινίκη γέλασε. «Ω όχι, αγάπη μου, δεν είμαι καθόλου αποπροσανατολισμένη. Τώρα, επιτέλους, κάνουμε κάτι που ήθελα πάντα! Πηγαίνουμε να ελευθερώσουμε έναν από τους Οκτώ του Δασκάλου!»
«Μη φωνάζεις.»
«Ποιος θα με ακούσει;» αντιγύρισε η Δομινίκη. «Και ποιος θα τολμήσει να μας κάνει κάτι; Θα γίνουμε σαν θεοί, Λούσιε! Σαν θεοί, όταν το έχουμε καταφέρει αυτό!» Πλησίασε την κάβα της καμπίνας.
«Θα σώσουμε την Απολλώνια από τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας,» της θύμισε ο Λούσιος.
«Ναι,» η Δομινίκη γέμισε δύο ποτήρια με κρασί, «και αυτό. Ασφαλώς, και αυτό.» Στράφηκε, βαστώντας ένα ποτήρι σε κάθε χέρι, και, πλησιάζοντάς τον, του πρόσφερε το ένα. «Θα καταστρέψουμε την Παντοκράτειρα ολοσχερώς με τη βοήθεια των Οκτώ, Λούσιε. Μόλις κατορθώσουμε να αποφυλακίσουμε κι άλλους, θα έχουμε τη δύναμη να επιτεθούμε ακόμα και στη Ρελκάμνια! Δε θα σώσουμε μόνο την Απολλώνια, όχι· θα διαμορφώσουμε ολόκληρο το σύμπαν. Όλες τις διαστάσεις.»
Ο Λούσιος πήρε το ποτήρι που του πρόσφερε η σύζυγός του. «Στις άλλες διαστάσεις υπάρχουν άλλοι θεοί· δε θ’ανεχτούν την παρουσία του Μαύρου Νάρζουλ. Κι επιπλέον, είπαμε ότι θα χρησιμοποιήσουμε τη δύναμή του για να βοηθήσουμε την Απολλώνια, και τίποτα περισσότερο. Η Απολλώνια είναι που έχει σημασία. Γιατί παρασύρεσαι έτσι, Δομινίκη;»
Η Δομινίκη τον ατένισε για μερικές στιγμές, μπερδεμένη. Παρασύρομαι; σκέφτηκε. Παρασύρομαι; Και μετά, συνειδητοποίησε πως ο Λούσιος είχε δίκιο. Πράγματι, παρασυρόταν. Οι συλλογισμοί της την είχαν παρασύρει. Εξάλλου, δεν έχουμε ακόμα ελευθερώσει τον Κατακεραυνωτή, πόσω μάλλον τους υπόλοιπους Οκτώ. Η όψη της χαλάρωσε. Ήπιε μια γουλιά απ’το κρασί της.
Ο Λούσιος χάιδεψε τον ώμο της και έσφιξε το μπράτσο της. «Καταλαβαίνεις γιατί το λέω αυτό, έτσι; Εσύ πάντα μού επισήμαινες ότι η βιασύνη οδηγεί στην καταστροφή. Βρισκόμαστε κοντά στο σκοπό μας· ας μην τα χαλάσουμε όλα.»
Και η Δομινίκη απάντησε με τρόπο που εκείνος δεν περίμενε: «Έχεις δίκιο. Ο ενθουσιασμός μου με παρέσυρε.» Τον κοίταζε καταπρόσωπο καθώς μιλούσε, κι ύστερα ήπιε ακόμα μια γουλιά κρασί.
Ο Λούσιος αισθάνθηκε σαν να τον είχαν, ξαφνικά, λούσει μ’ένα κρύο ποτήρι νερό. Η Δομινίκη σπάνια παραδεχόταν τόσο γρήγορα –αν παραδεχόταν καθόλου– ότι είχε κάνει κάποιο λάθος. Μάλλον, ο ενθουσιασμός της ευθυνόταν και γι’αυτό· έμοιαζε να έχει απελευθερώσει κάτι μέσα της.
Ο Λούσιος δεν ήξερε τι να πει. Έφερε το ποτήρι στα χείλη του και ήπιε.
Η Δομινίκη είπε: «Ας πιάσουμε δουλειά.» Στράφηκε, πηγαίνοντας εκεί όπου οι υπηρέτες είχαν αφήσει τα μπαγκάζια τους.
«Δουλειά;»
Η Δομινίκη πήρε μια δερμάτινη θήκη και βάδισε προς την κονσόλα, σε μια από τις γωνίες της καμπίνας. «Ναι,» αποκρίθηκε. «Πρέπει να βρούμε τη σημερινή θέση του Κατακεραυνωτή.» Κάθισε στην πολυθρόνα μπροστά στην κονσόλα, έβγαλε από τη δερμάτινη θήκη μια συσκευή αποθήκευσης, και άρχισε να περνά στο σύστημα ορισμένες χρήσιμες πληροφορίες: τον χάρτη που είχε βρει η Κορνηλία στη Βυθισμένη Βιβλιοθήκη, την απαραίτητη κωδικοποίηση, κάποιους άλλους χάρτες της Απολεσθείσας Γης, και τις εξισώσεις για την ταχύτητα γεωγραφικής αλλαγής στην Απολεσθείσα Γη.
Ο Λούσιος πλησίασε και στάθηκε κοντά της με τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος. «Ας ελπίσουμε ότι δε θα πάμε σε λάθος μέρος,» είπε. «Η Απολεσθείσα Γη είναι μια από τις επικινδυνότερες διαστάσεις στο σύμπαν.»
«Δε θα πάμε σε λάθος μέρος,» τον διαβεβαίωσε η Δομινίκη. «Θα το φροντίσω.»
*
Ο Πλοίαρχος ήταν ένας ξερακιανός, πενηντάρης άντρας με χρυσό δέρμα και αραιά ψαρά μαλλιά. Τα μούσια του, ωστόσο, ήταν πυκνά και πλούσια, χωρίς να είναι μακριά. Ήταν ντυμένος με τη στολή που επιδείκνυε τον τίτλο του.
Η Κορνηλία τον συνάντησε στη γέφυρα του πλοίου, ενώ το σκάφος είχε μόλις αναχωρήσει απ’το λιμάνι της Απαστράπτουσας. Εκτός απ’αυτόν, στο δωμάτιο ήταν και ο τιμονιέρης, καθώς και μια γυναίκα που βρισκόταν καθισμένη μπροστά στον επικοινωνιακό δίαυλο. Ο Πλοίαρχος στεκόταν όρθιος με τα χέρια του πιασμένα πίσω απ’την πλάτη, και κοίταζε έξω, τη θάλασσα.
Ακούγοντας τα βήματα της Κορνηλίας, έστρεψε το βλέμμα του, και, παρατηρώντας πως η Δούκισσα της Βανκάρης ήταν που τον πλησίαζε, στράφηκε ολόκληρος προς αυτήν και έκανε μια επίσημη, κοφτή υπόκλιση. «Δούκισσά μου…» είπε με βαριά φωνή.
«Πλοίαρχε,» αποκρίθηκε η Κορνηλία, σταματώντας μερικά βήματα αντίκρυ του και έχοντας ένα φιλικό χαμόγελο στα χείλη. «Θα με συγχωρέσεις που δε γνωρίζω το όνομά σου, και θα πρέπει να ζητήσω να το μάθω.» Δεν επιχείρησε καν να αρχίσει μιλώντας του στον πληθυντικό· ήταν καλό να έχεις φιλικές σχέσεις με τον καπετάνιο του καραβιού στο οποίο επιβαίνεις.
«Ταχύβιος, ονομάζομαι· και, ασφαλώς, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα που δεν γνωρίζατε ήδη το όνομά μου. Δεν ήταν υποχρέωσή σας…»
Ήταν φανερό πως τον είχε φέρει σε δύσκολη θέση· και, βγάζοντάς τον από αυτή τη δύσκολη θέση, θα δημιουργούσε μαζί του ακόμα περισσότερη συμπάθεια. «Ανοησίες, Πλοίαρχε,» αποκρίθηκε, καλοπροαίρετα. «Φυσικά και θα έπρεπε να γνωρίζω εξαρχής το όνομά σου, από τη στιγμή που βρίσκομαι στο σκάφος σου. Παρεμπιπτόντως, έχεις το ίδιο όνομα με τον σύζυγό μου.»
Ταχύβιος: το όνομα του νέου Δούκα της Βανκάρης. Η Κορνηλία ήταν αρχικά παντρεμένη με τον πατέρα του, τον Δούκα Κωνστάντιο, ο οποίος ήταν στα εξήντα-οκτώ του χρόνια όταν η Κορνηλία έκανε γάμο μαζί του, κι εκείνη ήταν είκοσι-πέντε χρονών. Το ήξερε ότι ο Κωνστάντιος δε θα ζούσε για πολύ ακόμα –τον είχε, ασφαλώς, παντρευτεί γιατί επιθυμούσε τον τίτλο της Δούκισσας–, αλλά δεν πίστευε και ότι θα πέθαινε στα εβδομήντα. Ευτυχώς, όμως, η Κορνηλία είχε προνοήσει. Όσο ήταν γυναίκα του πατέρα, ήταν και ερωμένη του μεγαλύτερού του γιου, του Ταχύβιου, ο οποίος θα έπαιρνε το Δουκάτο μετά το θάνατό του. Πιο μεγάλη από τον Ταχύβιο ήταν μόνο η Ανδρομάχη, η αδελφή του· αυτή, όμως, δεν αποτελούσε κίνδυνο, καθώς ήταν ιέρεια του Απόλλωνα και Ορκισμένη –πράγμα το οποίο σήμαινε ότι της απαγορευόταν να κρατά κοσμική εξουσία και να παντρεύεται· έτσι, η διαδοχή πήγαινε, ιεραρχικά, στον Ταχύβιο. Κι επιπλέον, ο πατέρας του τον είχε επιλέξει ως νόμιμό του διάδοχο, επομένως δεν υπήρχε κίνδυνος ούτε από τα άλλα του αδέλφια, τον Πολύστρατο και τον Σελασφόρο, τα οποία ήταν μικρότερα από εκείνον. Η Κορνηλία τον παντρεύτηκε μερικούς μήνες ύστερα από την κηδεία του Κωνστάντιου. Παρίστανε, ασφαλώς, την καταρρακωμένη από το χαμό του συζύγου της, και ο Ταχύβιος παρουσιάστηκε δίπλα της για να την παρηγορήσει: και τότε είπαν ότι ήρθαν κοντά για πρώτη φορά.
Ο Πολύστρατος και ο Σελασφόρος, ωστόσο, που, παρότι δεν ήταν νόμιμοι διάδοχοι του Δουκάτου όσο ζούσε ο Ταχύβιος, ασχολούνταν ακόμα με την πολιτική ζωή και δεν είχαν εγκαταλείψει τα εγκόσμια όπως η Ανδρομάχη, δεν πολυσυμπαθούσαν την Κορνηλία. Ισχυρίζονταν, μέσα στις παρέες τους, ότι είχε ξελογιάσει τον Ταχύβιο, κι ότι ίσως μαζί να είχαν φροντίσει να ξεπαστρέψουν τον Κωνστάντιο. Δεν υπήρχαν, όμως, αποδείξεις για κάτι τέτοιο· ο Δούκας, καθ’όλα τα φαινόμενα, είχε πεθάνει φυσικά, από έμφραγμα.
Κι αυτή ήταν η αλήθεια. Η Κορνηλία ποτέ δεν είχε σχεδιάσει να τον δολοφονήσει. Τον είχε παντρευτεί γιατί επιθυμούσε την εξουσία, μα δεν ήταν φόνισσα. Πρόσφερε στον Κωνστάντιο εκείνο που αυτός ήθελε –μια ελκυστική θηλυκή συντροφιά– και έπαιρνε κι αυτή ό,τι ήθελε –τον τίτλο της Δούκισσας.
Ωστόσο, η Κορνηλία ήταν και νεαρή γυναίκα, που οι ορμόνες της δεν ησύχαζαν· και ο ηλικιωμένος Δούκας δεν μπορούσε να της δώσει την ερωτική ικανοποίηση που απαιτούσε το σώμα της. Ο Ταχύβιος, όμως, μπορούσε· και δεν της ήταν καθόλου απωθητικός. Ήταν όμορφος και πολύ καλός εραστής. Και η Κορνηλία δεν το βρήκε δύσκολο να τον κάνει να έρθει σε ρήξη με την τότε σύζυγό του, με την οποία ήταν παντρεμένος εδώ και εννιά χρόνια και ήταν φανερό πως είχε αρχίσει να τον κουράζει. Ύστερα από μια παρεξήγηση μεγάλης έντασης και φοβερών αλληλοπροσβολών –για τη δημιουργία της οποίας είχε και η Κορνηλία βάλει το χέρι της–, ο Ταχύβιος χώρισε με τη σύζυγό του. Έτσι, όταν ο Κωνστάντιος πέθανε, μπορούσε χωρίς κανένα πρόβλημα να παντρευτεί την Κορνηλία, με την οποία μέχρι τότε ερωτοτροπούσε μονάχα κρυφά.
Τα παιδιά του Ταχύβιου δεν ήταν μεγάλα, και η Κορνηλία δε δυσκολεύτηκε να κερδίσει τη συμπάθειά τους, παίζοντας μαζί τους, λέγοντάς τους αστεία και ιστορίες, και αγοράζοντάς τους όμορφα δώρα. Τώρα πλέον, την έβλεπαν σα μητέρα τους. Η Κορνηλία, μάλιστα, είχε την εντύπωση πως τη συμπαθούσαν περισσότερο από την πραγματική τους μητέρα, η οποία τα επισκεπτόταν αρκετά συχνά.
Επί του παρόντος, η Δούκισσα της Βανκάρης παρατήρησε την έκφραση στο πρόσωπο του Πλοίαρχου, καθώς του είχε αναφέρει ότι το όνομά του ήταν ίδιο με το όνομα του συζύγου της.
Ο Πλοίαρχος έκανε μονάχα μια σύντομη υπόκλιση, χαμογελώντας συγκρατημένα. Ήταν φανερό πως ακόμα αισθανόταν αμήχανα κοντά της.
«Πώς είναι, λοιπόν, ο καιρός;» ρώτησε η Κορνηλία, πλέκοντας τα χέρια της εμπρός της. Ένα, αναμφίβολα, πιο οικείο θέμα.
Το οποίο φάνηκε να αρέσει καλύτερα στον Πλοίαρχο. Είπε, πιο άνετα από πριν: «Καλός για την εποχή, θα έλεγα, Δούκισσά μου. Προς το παρόν, δε θα κουνηθούμε πολύ. Ωστόσο, καθώς θα μπαίνουμε στο ανοιχτό πέλαγος, εκεί τα πράγματα θα δυσκολέψουν λιγάκι.»
«Φουρτούνα;»
«Ίσως. Αλλά όχι τίποτα το ανησυχητικό. Επιπλέον, θα είναι βράδυ ώς τότε, επομένως μπορείτε να κοιμηθείτε και να μην καταλάβετε πολλά πράγματα. Για ό,τι άλλο θελήσετε, θα βρίσκομαι, βεβαίως, στη διάθεσή σας.»
«Σε ευχαριστώ πάρα πολύ, Πλοίαρχε,» είπε η Κορνηλία μ’ένα λεπτό μειδίαμα. «Θα το έχω στο μυαλό μου.»
«Υποχρέωσή μου, Δούκισσά μου.»
Η Κορνηλία κοίταξε δεξιά κι αριστερά, τα όργανα και τους μηχανισμούς της γέφυρας. «Να μη σ’απασχολώ άλλο, όμως. Ήθελα απλώς να σε γνωρίσω.»
«Δε με απασχολήσατε στο ελάχιστο. Η ευχαρίστηση ήταν όλη δική μου.» Το πρόσωπό του της έλεγε ότι την έβρισκε παράξενη, αλλά με ευχάριστο τρόπο. Δεν ήταν προσποιητή η ευγένειά του· η Κορνηλία ήταν βέβαιη. Ήξερε από προσποιητή ευγένεια, και δεν την ενδιέφερε. Ούτε η δική της ευγένεια ήταν προσποιητή· ακόμα κι όταν χρησιμοποιούσε την ευγένεια ως όπλο ή ως εργαλείο, ήταν ειλικρινής. Άλλωστε, γιατί να μην είναι;
Η Δούκισσα της Βανκάρης έφυγε από τη γέφυρα, και βάλθηκε να κάνει μια μικρή περιήγηση του σκάφους, για να μάθει τα κατατόπια…
*
Το βράδυ, η θαλασσοταραχή ήταν άσχημη. Σίγουρα, όχι επίφοβη, έκρινε ο Λούσιος· δεν μπορούσε να βάλει σε κίνδυνο το πλοίο. Μπορούσε, όμως, να το κάνει να κλυδωνίζεται, πέρα-δώθε, πέρα-δώθε, πέρα-δώθε.
Και η Δομινίκη δεν την άντεχε τη φουρτούνα. Ποτέ της δεν την άντεχε· ο Λούσιος το θυμόταν από παλιά. Είχε πάρει ένα χάπι για τη ζαλάδα, αλλά δεν την είχε βοηθήσει ιδιαίτερα. Το μεσημεριανό της το είχε βγάλει προ πολλού, και συνέχιζε να πηγαινοέρχεται στην τουαλέτα, μοιάζοντας να προσπαθεί πλέον να βγάλει τα ίδια της τα έντερα.
Ο Λούσιος –που, έχοντας πάρει ένα παρόμοιο χάπι, δεν ένιωθε τη θαλασσοταραχή να τον καταβάλλει– της πρότεινε να ξαπλώσει, να κλείσει τα μάτια, και να ηρεμήσει. Αν κατάφερνε να κοιμηθεί, όλα θα περνού– Η Δομινίκη τον καταράστηκε· του είπε να το βουλώσει· εκτόξευσε ένα ποτήρι καταπάνω του. Ο Λούσιος έσκυψε και το απέφυγε, αφήνοντάς το να σπάσει πάνω στον τοίχο.
Ύστερα, η Δομινίκη πήγε και ξάπλωσε στο κρεβάτι, πλαγιαστά, μαζεύοντας τα γόνατά της κοντά στο στήθος της. Έμπλεξε τα δάχτυλά της μέσα στα μαλλιά της, σαν να ήθελε με τις παλάμες της να βουλώσει τ’αφτιά της και να πάψει ν’ακούει το βουητό του ανέμου και τα χτυπήματα της θάλασσας. Τα μάτια της τα έκλεισε, και τα χείλη της άρχισαν να μουρμουρίζουν, ασταμάτητα, κάτι που ο Λούσιος δεν μπορούσε ν’ακούσει. Υποπτευόταν, όμως, ότι επρόκειτο για κάποια προσευχή στον Μαύρο Νάρζουλ.
Αναστέναξε. Και αναρωτήθηκε αν το γεγονός ότι η Δομινίκη ήταν Αρχιέρεια αυτής της θρησκείας την έκανε τόσο ευάλωτη στη ναυτία. Εξάλλου, δεν του είχε πει ότι, όποτε επικαλείτο αυτό το Εσώτερο Δαιμόνιό της, ένιωθε μετά σαν τα σωθικά της να είχαν πεταχτεί έξω; Μπορεί όλα τούτα να έκαναν τον οργανισμό της πιο τρωτό στο ταρακούνημα της θάλασσας.
Ή ίσως οι υποθέσεις μου να είναι τελείως ανόητες.
Ο Λούσιος χρειαζόταν λίγο να βγει από εδώ, κι η Δομινίκη ήταν φανερό πως δεν τον ήθελε κοντά της όσο ζαλιζόταν. Άνοιξε την πόρτα της καμπίνας και έφυγε.
Στους διαδρόμους του πλοίου δεν ήταν κανένας, εκτός από ελάχιστους φρουρούς, οι οποίοι δεν έμοιαζαν να νιώθουν και πολύ καλά, που ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν τη βάρδια τους μέσα σε τούτη τη θαλασσοταραχή· ωστόσο, έκρυβαν καλά τη δυσαρέσκειά τους. Ο Λούσιος όφειλε να παραδεχτεί πως ο στρατός της Απολλώνιας ήταν από τους αρτιότερα εκπαιδευμένους στρατούς του σύμπαντος.
Αυτό, όμως, δε φαίνεται να μπορεί να μας γλιτώσει από την Παντοκράτειρα.
Ούτε αυτό ούτε οι άσκοπες περιπλανήσεις του αδελφού μου. Μονάχα οι Οκτώ έχουν τη δύναμη να μας βοηθήσουν: να σβήσουν ολόκληρο το Βόρειο Μέτωπο από το πρόσωπο της Απολλώνιας· και να σταματήσουν, επίσης, τις επιδρομές από το Νότιο Μέτωπο και την Απολεσθείσα Γη.
Θα φέρω την ισορροπία στην πατρίδα μου. Θα δώσω τέλος στον πόλεμο. Και τότε, ακόμα κι η μητέρα θ’αναγκαστεί να παραδεχτεί ότι είχε κάνει λάθος για τον Ανδρόνικο.
Εξάλλου, ο Ανδρόνικος είναι τώρα τρελός. Ένας τρελός δεν μπορεί να σώσει το βασίλειο.
Ο Λούσιος αισθανόταν ενοχές που είχε κάνει ό,τι είχε κάνει στον αδελφό του. Δε γινόταν, όμως, αλλιώς. Ο Ανδρόνικος θα χαλούσε τα πάντα, και θα καταδίκαζε την Απολλώνια σε καινούργια δεσμά της Παντοκράτειρας.
Ενώ εγώ–
«Λούσιε;»
Η φωνή της Κορνηλίας.
Ο Λούσιος δεν βάδιζε πλέον· είχε σταματήσει μπροστά σ’ένα μεγάλο, γυάλινο παράθυρο του σκάφους, κοιτάζοντας τα κύματα της αγριεμένης θάλασσας και ένα νησί στο βάθος, το οποίο δεν ήξερε καν ποιο ήταν. Ακούγοντας την Κορνηλία πίσω του, οι σκέψεις του έφυγαν απ’τον αδελφό του, την κατάσταση στο βασίλειο, την Παντοκράτειρα, και τους Οκτώ. Στράφηκαν προς άλλη κατεύθυνση, πολύ πιο απλή, πολύ πιο διεγερτική. Η καρδιά του χτυπούσε τώρα δυνατότερα· η αναπνοή του είχε γίνει πιο γρήγορη· το ανδρικό του μόριο πιεζόταν επώδυνα, μπερδεμένο στο παντελόνι του.
Μόνο με τη φωνή της; Ο Λούσιος είχε εκπλαγεί με την ίδια την αντίδραση του εαυτού του.
Δε στράφηκε να κοιτάξει την Κορνηλία, αλλά εκείνη ήρθε και στάθηκε πλάι του, τρίβοντας ελαφρά τον μηρό της επάνω στον δικό του.
«Γιατί τριγυρίζεις στο σκάφος;» τον ρώτησε. Το χέρι της άγγιξε το χέρι του· πέρασε τα δάχτυλά της ανάμεσα στα δάχτυλά του.
«Η Δομινίκη δεν αισθάνεται καλά με τη φουρτούνα, κι εγώ ήθελα να πάρω αέρα.» Αλλά, βαθιά εντός του, ήξερε ότι τούτο ήταν ψέμα. Δεν ήθελε αέρα. Δεν ήταν αυτός ο μόνος λόγος για τον οποίο είχε φύγει απ’την καμπίνα του. Ήλπιζε, επίσης, ότι θα συναντούσε την ξαδέλφη του μέσα στους διαδρόμους του σκάφους. Ήλπιζε ότι η Κορνηλία θα είχε την ίδια επιθυμία μ’εκείνον, και ότι θα σκεφτόταν πως, λογικά, ο Λούσιος κάποια στιγμή το βράδυ θα έφευγε από την καμπίνα του, πιθανώς όταν η σύζυγός του κοιμόταν.
Στράφηκε, για να κοιτάξει την όψη της ξαδέλφης του· και την είδε να χαμογελά, λοξά και πονηρά. Το ξέρει, σκέφτηκε. Ξέρει τι θέλω.
«Σου έλειψα;» τον ρώτησε.
Πάντα τού έκανε αυτή την ερώτηση, από τότε που είχαν συνευρεθεί για πρώτη φορά, όταν εκείνη ήταν δεκαπέντε κι εκείνος είκοσι-ένα. Πάντα τού έκανε αυτή την ερώτηση, επειδή ο τρόπος ζωής τους τους κρατούσε, ανέκαθεν, τον έναν για κάμποσο καιρό μακριά απ’τον άλλο. Κι ίσως τούτος να ήταν ο λόγος που υπήρχε ακόμα δυνατή η ερωτική έλξη ανάμεσά τους, υπέθετε ο Λούσιος. Την ήθελε τόσο πολύ. Όπως ποτέ δεν είχε επιθυμήσει τη Δομινίκη.
«Ναι,» αποκρίθηκε, ακούγοντας τη φωνή του βραχνή.
Η Κορνηλία άγγιξε τη μπροστινή μεριά του παντελονιού του, κι έκανε το όργανό του να ξεμπλεχτεί. Διέτρεξε ένα της δάχτυλο κατά μήκος του. Κι ύστερα, έχοντας ακόμα το άλλο της χέρι πιασμένο στο δικό του, βάδισε, κι εκείνος την ακολούθησε.
Άνοιξαν μια πόρτα και μπήκαν σ’ένα έρημο καθιστικό του πλοίου. Έκλεισαν πίσω τους, και ο Λούσιος άρπαξε το πρόσωπο της Κορνηλίας ανάμεσα στις χούφτες του και φίλησε λαίμαργα τα χείλη της. Τα γλυκά και σαρκώδη χείλη της. Ακόμα κι η γεύση του κραγιόν της τον διέγειρε. Αυτό το κραγιόν, παρότι νόμιζε ότι το είχε γευτεί και στα χείλη της Δομινίκης, επάνω στην Κορνηλία ήταν τόσο διαφορετικό…
Η Κορνηλία ήταν ξέπνοη, όταν το φιλί τους τελείωσε, λαχανιασμένη, σαν να είχε τρέξει· και ο Λούσιος δεν την άφησε να ξελαχανιάσει: την παρέσυρε μαζί του, σαν να χόρευαν, τυλίγοντας το χέρι του γύρω απ’τη μέση της, και την ξάπλωσε ανάσκελα σ’έναν καναπέ. Έσπρωξε το φόρεμά της επάνω, αποκαλύπτοντας την κοιλιά της. Φορούσε ένα λεπτό, δαντελωτό, μαύρο εσώρουχο. Ο Λούσιος το τράβηξε προς τα κάτω, περνώντας το από τα γόνατα, τις κνήμες, και τα πόδια της· το ένα της παπούτσι έφυγε, μαζί με τη λεπτή περισκελίδα. Και ο Λούσιος, ανοίγοντας το παντελόνι του, μπήκε μέσα της, και κόλλησε το πρόσωπό του στο βαθούλωμα του λαιμού της, γλείφοντας και φιλώντας. Η Κορνηλία ψιθύριζε τ’όνομά του, κι ένα βαθύ, σιγανό, λαρυγγώδες γέλιο ακουγόταν να έρχεται απ’τα χείλη της.
Ο Λούσιος πίεζε και πίεζε και πίεζε, γρήγορα, και το σπέρμα του τινάχτηκε σαν χείμαρρος μέσα της.
Το σώμα του ήταν καταϊδρωμένο, η αναπνοή του βαριά, κι αισθανόταν τα χέρια και τα πόδια του να τρέμουν. Οι όρχεις του πονούσαν και το πέος του ήταν ακόμα μακρύ και σκληρό.
Το βλέμμα του διασταυρώθηκε με το βλέμμα της Κορνηλίας. «Η γυναίκα σου,» ρώτησε εκείνη, «δε σε ταΐζει τίποτα εκτός από σούπα;»
«Κορνηλία…» είπε ο Λούσιος, ξέπνοα, «μόνο εσύ… μόνο για σένα…»
Αυτό το συγχρόνως περιπαιχτικό και σαγηνευτικό μειδίαμα στα τέλεια χείλη της… «Όλο ψέματα είσαι. Άσε με να σου δείξω τι μπορεί να σου κάνει μια πραγματική γυναίκα. Αλλά, πρώτα, βγάλε τα ρούχα σου, όπως πρέπει. Μην αφήσεις τίποτα επάνω σου.»
*
«Λούσιε;»
Καμία απάντηση.
Η Δομινίκη δεν άνοιξε τα μάτια της. «Λούσιε;» επανέλαβε.
Εκείνος δε μίλησε.
Δεν ήταν στην καμπίνα;
Η Δομινίκη γύρισε επάνω στο κρεβάτι και ανασηκώθηκε. Αισθανόταν ελαφρώς καλύτερα τώρα. Ίσως η θάλασσα να είχε κάπως γαληνέψει· ή ίσως το χάπι να την είχε πιάσει, επιτέλους· ή ίσως η σύντομη επίκληση στη Σοφία του Δασκάλου να την είχε βοηθήσει… ή ίσως απλά να άρχισα να συνηθίζω τούτο το τρισκατάρατο πέρα-δώθε.
Πού ήταν, όμως, ο Λούσιος; Δεν τον έβλεπε πουθενά.
«Στο μπάνιο είσαι;» φώναξε.
Πάλι, καμία απάντηση.
Η Δομινίκη σηκώθηκε απ’το κρεβάτι και πήγε στο μπάνιο. Ναι, ο Λούσιος δεν ήταν εδώ. Είχε, λοιπόν, φύγει απ’την καμπίνα; Χωρίς καν να της το πει;
Συνέβη κάτι που δεν κατάλαβα, όσο ζαλιζόμουν και προσευχόμουν στον Δάσκαλο;
Η Δομινίκη κάθισε σε μια καρέκλα, για να βάλει τις μπότες της. Και χρειάστηκε να περιμένει λίγο, προτού σηκωθεί, γιατί νόμιζε πως πάλι η καταραμένη ναυτία είχε αρχίσει να την καταλαμβάνει. Κλείνοντας, όμως, για μερικές στιγμές τα μάτια της, κατάφερε να την καταπνίξει.
Βγήκε απ’την καμπίνα και βάδισε στους διαδρόμους του σκάφους, ψάχνοντας για τον Λούσιο. Ρώτησε έναν απ’τους λιγοστούς φρουρούς αν τον είχε δει να περνά, κι εκείνος αποκρίθηκε πως, ναι, τον είχε δει, Αρχόντισσά μου· ο Βασιληάς είχε πάει προς τα εκεί. Και έδειξε, υψώνοντας το χέρι του.
Η Δομινίκη, παλεύοντας με τη ναυτία της, ακολούθησε αυτή την κατεύθυνση. Τον Λούσιο δεν τον συνάντησε, αλλά, κοντά σε μια στροφή των διαδρόμων, είδε μια μισάνοιχτη πόρτα. Μια πόρτα που φαινόταν νάχε ανοίξει απ’το ταρακούνημα της θάλασσας· κι απ’το εσωτερικό της έρχονταν ήχοι, σαν μουρμουρητά και έντονες αναπνοές, καθώς κι ένα λαρυγγώδες γέλιο.
Η Δομινίκη, παραξενεμένη, πλησίασε και κοίταξε από το στενό άνοιγμα–
Η ανάσα της κόπηκε.
Βλεφάρισε, πιστεύοντας προς στιγμή ότι, δεν μπορεί, πρέπει να έβλεπε ψευδαισθήσεις από τη ναυτία.
Αλλά αυτό δεν ήταν ψευδαίσθηση.
Ο Λούσιος στεκόταν μες στη μέση ενός άδειου καθιστικού. Ολόγυμνος. Πίσω του στεκόταν η Κορνηλία, με το φόρεμά της κατεβασμένο ώς τη μέση και τα στήθη της γυμνά και ξαναμμένα· ανάμεσά τους κρεμόταν ένα χρυσό περιδέραιο. Τα χέρια της ήταν περασμένα μπροστά απ’την κοιλιά του Λούσιου, κρατώντας τεντωμένο τον στηθόδεσμό της, τον οποίο η Κορνηλία έτριβε επάνω στο ορθωμένο όργανό του. Κι εκείνος είχε το κεφάλι του ριγμένο πίσω, στον ώμο της ξαδέλφης του, βογκώντας κι αναστενάζοντας, λες και ξεψυχούσε.
Η Δομινίκη δεν είχε αισθανθεί έτσι ποτέ ξανά.
Δεν είχε αισθανθεί τέτοιο θυμό, τέτοια απόλυτη οργή, ποτέ ξανά στη ζωή της.
Μια παγερή λόγχη διαπέρασε τα σωθικά της, και μια διάπυρη πλημμυρίδα γέμισε το κεφάλι της. Τα μέλη της τα ένιωθε σαν πέτρες· τα πόδια της δεν μπορούσαν να κουνηθούν, και τα χέρια της ήταν το ένα πιασμένο στον τοίχο και το άλλο γαντζωμένο στο πόμολο της πόρτας.
Θα ορμούσε μέσα τώρα, και θα τους σκότωνε και τους δύο! Θα τους έκανε κομμάτια, με τα νύχια της, με τα δόντια της!
Ο Λούσιος!
Ο ΛΟΥΣΙΟΣ!
Και η Κορνηλία!
Η ΚΟΡΝΗΛΙΑ!
Μαζί. Να πηδιούνται σα ζώα, μέσα σε τούτη την καταραμένη καταιγίδα, ενώ εκείνη βρισκόταν στην καμπίνα της, ξερνώντας και νιώθοντας το κεφάλι της έτοιμο να σπάσει!
Και πόσες φορές το έχουν ξανακάνει αυτό; Δεν μπορεί ετούτη νάναι η πρώτη τους φορά· πόσες φορές το έχουν ξανακάνει; Πόσες φορές μ’έχουν προδώσει έτσι;
Η Δομινίκη ήταν που είχε μυήσει αυτή την ξετσίπωτη πόρνη στα μυστήρια του Μαύρου Νάρζουλ. Η Δομινίκη ήταν που την είχε κάνει ιέρεια και της είχε πει τόσα μυστικά.
Και για τον Λούσιο το ίδιο ίσχυε –εκτός απ’το πιο σημαντικό, ότι ήταν άντρας της, πατέρας των παιδιών της!
Θα τους σκοτώσω! Θα τους ΣΚΟΤΩΣΩ!
Αλλά δεν μπορούσε να κουνηθεί· τα πόδια της εξακολουθούσαν νάναι πετρωμένα απ’την ταραχή.
Περίμενε. Περίμενε, Δομινίκη. Περίμενε. Δε χρειάζεται να κάνεις τίποτα τώρα. Τίποτα απολύτως. Άστους να χαρούν όσο μπορούν.
Πήρε τα μάτια της απ’τη χαραμάδα κι άρχισε να φεύγει.
Θα τους κάνω και τους δύο να υποφέρουν. Και τους δύο να υποφέρουν!
Τη ναυτία την είχε ξεχάσει· η θαλασσοταραχή δεν την ενοχλούσε πλέον. Ο οργανισμός της έμοιαζε να είχε αποβάλει τη ζαλάδα, και να την είχε αντικαταστήσει με οργή και μίσος.
Ο φρουρός τη ρώτησε, καθώς περνούσε από κοντά του: «Δεν τον βρήκατε, Αρχόντισσά μου;»
Μην αφήσεις να φανεί τίποτα στο πρόσωπό σου. «Όχι,» αποκρίθηκε η Δομινίκη. «Αλλά δεν πειράζει· υποθέτω, θα επιστρέψει όπου νάναι. Θα πήγε να βαδίσει λίγο.»
Όταν ήταν μόνη, στην καμπίνα, άρπαξε ένα από τα μαξιλάρια του κρεβατιού ανάμεσα στα χέρια της και έβγαλε ένα άναρθρο γρύλισμα. Ύστερα ξάπλωσε, κλαίγοντας και χτυπώντας το πρόσωπό της πάνω στο μαξιλάρι.
Ο Λούσιος, όταν επέστρεψε, τη βρήκε στο κρεβάτι, όπως πριν. Κουλουριασμένη, με τα γόνατά της σηκωμένα. Τα χέρια της, όμως, δεν ήταν τώρα μπλεγμένα στα μαλλιά της· τα είχε μπροστά της· και τα μάτια της δεν ήταν κλειστά.
«Πού ήσουν;» τον ρώτησε η Δομινίκη.
«Μια βόλτα έκανα,» απάντησε εκείνος. «Είσαι καλύτερα τώρα;»
«Όχι.»
«Δομινίκη…» Άπλωσε το χέρι του, ν’αγγίξει τα μαλλιά της.
Εκείνη το απομάκρυνε με μια απότομη κίνηση του δικού της χεριού. Πώς τολμάς να μ’αγγίζεις; Πριν από λίγο, αυτή η τσούλα είχε τα δάχτυλά της πάνω στο πουλί σου!
Ο Λούσιος αναστέναξε. «Δε φταίω εγώ για την καταιγίδα,» είπε, και βάδισε μες στην καμπίνα.
Η Δομινίκη έκλεισε τα μάτια, πήρε μια βαθιά ανάσα. Όχι τώρα, όχι τώρα. Υπομονή. Θα υποφέρουν και οι δύο, όπως τους αξίζει.
Τα μάτια της άνοιξαν. «Μου φέρνεις λίγο νερό, αγάπη μου;» Ανασηκώθηκε πάνω στο κρεβάτι.
Ο Λούσιος την ατένισε διστακτικά. «Είσαι σίγουρη; Δε ζαλίζεσαι;»
«Νομίζω ότι αισθάνομαι κάπως καλύτερα τώρα.»
Ο Λούσιος ανασήκωσε τους ώμους. Γέμισε ένα ποτήρι με νερό και της το πήγε.
«Κάθισε κοντά μου,» του ζήτησε εκείνη.
Ο Λούσιος κάθισε στην άκρη του κρεβατιού.
Η Δομινίκη ήπιε, κι αισθάνθηκε σαν όλο της το σώμα να ήταν από καυτό σίδερο και το νερό να είχε μόλις σβήσει την ένταση της φωτιάς. Επέστρεψε το ποτήρι στον Λούσιο, ο οποίος το απόθεσε στο κομοδίνο, σε μια ειδική θέση που δεν το άφηνε να παρασυρθεί απ’το πέρα-δώθε της θάλασσας και να πέσει.
Η Δομινίκη είπε: «Δεν πρόκειται να κλείσω μάτι απόψε.»
Ο Λούσιος δε μίλησε, παρατηρώντας την έκφρασή της και βλέποντας ότι είχε κάτι το διαφορετικό από πριν. Παραξενεύτηκε. Δε φαίνεται να ζαλίζεται τώρα…
«Μπορούμε, όμως, να κάνουμε διάφορα μέχρι την αυγή… για να περάσει η ώρα ευχάριστα.» Το χέρι της είχε πάει στον μηρό του, στην εσωτερική μεριά του μηρού του, και ανέβαινε.
«Δομινίκη, καλύτερα να ξεκουραστείς,» της είπε, αποφεύγοντας το βλέμμα της.
Δε με κοιτάζεις στα μάτια, Λούσιε! Δε με κοιτάζεις στα μάτια! σκέφτηκε εκείνη. Και το έχεις ξανακάνει αυτό, όταν μου αρνείσαι. Τώρα που το θυμόταν, δε νόμιζε ότι είχαν κάνει ποτέ έρωτα όταν η Κορνηλία βρισκόταν στο παλάτι της Απαστράπτουσας, ή όταν εκείνοι είχαν επισκεφτεί ένα μέρος όπου βρισκόταν και η Κορνηλία. Κι εκτός αυτού, πόσες φορές ο Λούσιος θα της είχε αρνηθεί επειδή στο μυαλό του ήταν αυτή η τσούλα… και πόσες φορές, όταν ήταν μαζί με τη Δομινίκη στο σκοτάδι, θα φανταζόταν το πρόσωπο της Κορνηλίας και το σώμα της Κορνηλίας…
«Δεν είμαι κουρασμένη,» του είπε. «Μπορείς, όμως, να με εξουθενώσεις, και τότε θα κοιμηθώ…»
Ο Λούσιος έκανε να σηκωθεί απ’το πλάι του κρεβατιού, αλλά σταμάτησε, γιατί η Δομινίκη είχε τώρα το χέρι της γύρω απ’τον ανδρισμό του και τον κρατούσε σταθερά. Ύστερα, άρχισε να τον πασπατεύει, αλλά το σώμα του δεν αντέδρασε.
Η Δομινίκη ύψωσε ένα της φρύδι. «Τίποτα;»
«Δεν έχω διάθεση· είναι η καταιγίδα.»
«Ναι,» είπε η Δομινική, «η καταιγίδα…» Κι αυτή η σκρόφα! «Αλλά έχεις κι άλλα πράγματα που μπορείς να χρησιμοποιήσεις.» Έφερε τα δάχτυλά της στα χείλη του. «Ένα υπέροχο στόμα, και μια μακριά γλώσσα…» Γλίστρησε δύο της δάχτυλα μέσα στο στόμα του, αγγίζοντας τη γλώσσα του. «Και τα χέρια σου, φυσικά.» Σήκωσε ένα χέρι του και έβαλε τον αντίχειρά του στο στόμα της. «Ε;»
Είναι με τα καλά της; απόρησε ο Λούσιος, παρατηρώντας την όψη της. Ταρακούνησε η θαλασσοταραχή το μυαλό της;
«Τι με κοιτάς έτσι, Λούσιε; Σου ζητάω κάτι υπερβολικό; Είναι υπερβολικό να με απασχολήσεις λίγο, για να ξεχάσω την καταιγίδα; Είσαι άντρας μου ή όχι; Δεν μπορείς να κάνεις αυτό το μικρό πραγματάκι για μένα;» Τα λόγια της δεν ήταν παραπονιάρικα, ούτε ερωτικά, ούτε παιχνιδιάρικα. Έμοιαζαν, κατά κάποιο τρόπο, να τον κατηγορούν. Ήταν ψυχρά λόγια. Σαν να γνωρίζει ό,τι συνέβη ανάμεσα σε μένα και την Κορνηλία, πριν από λίγο. Αλλά αυτό αποκλείεται. Είναι αδύνατον.
Η Δομινίκη σηκώθηκε στα γόνατα επάνω στο κρεβάτι· και, τραβώντας το φόρεμά της πάνω απ’το κεφάλι, το έβγαλε. Το μεσοφόρι της το ξεφορτώθηκε με παρόμοιο τρόπο. Ο Λούσιος την κοίταζε, χωρίς να κινείται. Η Δομινίκη πέρασε τα δάχτυλά της μέσα στα μαλλιά του και έφερε το πρόσωπό του κοντά της, όχι με δύναμη, ωθώντας τον απαλά αλλά σταθερά, και περιμένοντάς τον ν’ανταποκριθεί. Ο Λούσιος έβγαλε τη γλώσσα του και την έσυρε πάνω στην κοιλιά της…
Ο Ανδρόνικος θυμόταν ότι τον είχαν σ’έναν σκοτεινό λαβύρινθο με βασανιστικές παγίδες σε κάθε σημείο και αποκρουστικά πλάσματα πέρα από τη φαντασία του. Ύστερα, όμως, δεν ήταν πλέον στο λαβύρινθο, ή, αν ήταν, δεν το ήξερε· γιατί, όπως σκεφτόταν τα πράγματα τώρα, νόμιζε ότι τότε πρέπει να είχε χάσει τελείως τη λογική του. Ήταν σαν ένα μαύρο δίχτυ να είχε τυλίξει το νου του, θολώνοντας κάθε του σκέψη, διαστρεβλώνοντας κάθε του σκέψη. Ο Ανδρόνικος δεν είχε την παραμικρή ιδέα πού βρισκόταν. Το περιβάλλον αλλοιωνόταν διαρκώς γύρω του, και ειδεχθείς δαίμονες τον καταδίωκαν, θέλοντας να κλέψουν το θρόνο του και την ψυχή του. Ακόμα κι η Παντοκράτειρα είχε έρθει να τον επισκεφτεί, μεταμορφωμένη σε κάτι αποτρόπαιο με κέρατα, φτερά, και πλοκάμια.
Ο χρόνος είχε χάσει το νόημά του, όχι τώρα επειδή ο Ανδρόνικος βρισκόταν στο σκοτάδι, μην ξέροντας αν ήταν μέρα ή νύχτα, αλλά επειδή το μυαλό του βρισκόταν στο σκοτάδι και ψευδαισθήσεις κυριαρχούσαν στον κόσμο του.
Κάποια στιγμή, μια πόρτα άνοιξε κι ένας καινούργιος δαίμονας παρουσιάστηκε. Σπαθοφόρος κι επιθυμώντας κι αυτός να τον σκοτώσει, για να πάρει την Απολλώνια στα γαμψά του νύχια. Έτσι, ο Ανδρόνικος τού επιτέθηκε, σωριάζοντάς τον στο πάτωμα, χτυπώντας τον, και προσπαθώντας να τον πνίξει.
Τότε, όμως, το γαλανό φως είχε τυλίξει τα πάντα, και είχε διώξει το μαύρο δίχτυ απ’το μυαλό του. Το είχε πετάξει παραπέρα, σαν άχρηστο ρούχο. Τον είχε ελευθερώσει.
Και ο Ανδρόνικος είχε δει τον καστανομάλλη άντρα με την ουλή στο πρόσωπο, η οποία ξεκινούσε απ’το μέτωπό του, επάνω δεξιά, και τελείωνε στο σαγόνι του, κάτω αριστερά.
Μετά, η χρυσόδερμη γυναίκα τον είχε πλησιάσει. Η Άνμα’ταρ. Ζωντανή. Και ο Ανδρόνικος την είχε αγκαλιάσει, ανακουφισμένος που την ξανάβρισκε και που ο αδελφός του δεν την είχε σκοτώσει.
Η Άνμα χάιδεψε το πρόσωπό του με τα δάχτυλά της και παραμέρισε μια τούφα των ξανθών του μαλλιών. «Τι σου έκαναν;» ρώτησε, καθώς δάκρυα έτρεχαν απ’τις άκριες των ματιών της.
«Δεν… δεν είμαι σίγουρος,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, γιατί, πραγματικά, δεν ήταν. Πώς να εξηγήσει ακριβώς αυτά που είχαν συμβεί; Και τι ήταν εκείνο το μαύρο δίχτυ (μόνο έτσι μπορούσε να το ονομάσει, μαύρο δίχτυ) που είχε τυλίξει το μυαλό του; Κάποιου είδους δηλητήριο που είχαν ρίξει στο φαγητό ή στο νερό του; Ή, μήπως, δεν ήταν παρά η ίδια η παραφροσύνη που είχε, επιτέλους, διαλύσει το νου του, έπειτα από τόσο καιρό (μέρες; βδομάδες; μήνες, ίσως;) μέσα στον σκοτεινό λαβύρινθο;
Ο Ανδρόνικος έστρεψε το βλέμμα του στον άντρα με την ουλή, ο οποίος είχε ανασηκωθεί επάνω στο πέτρινο πάτωμα, προσπαθώντας τώρα να ελέγξει τον βήχα του. «Ποιος είσαι;» τον ρώτησε. «Γιατί προσπαθούσα να σε πνίξω;»
Ο άντρας είπε: «Πρίγκιπά μου. Ονομάζομαι Αυγερινός Αντίρρυθμος. Ήρθα να σας σώσω. Σας φέρνω το ξίφος σας, τον Κελευστή.» Και έτεινε τη λαβή του σπαθιού προς το μέρος του Ανδρόνικου.
Τον Κελευστή; Ο Πρίγκιπας βλεφάρισε, βλέποντας το ξίφος. Ναι, πράγματι, ήταν ο Κελευστής. Το σπαθί του. Και η λεπίδα γυάλιζε μ’ένα απαλό γαλανό φως.
Το γαλανό φως που έδιωξε το δίχτυ απ’το νου μου. Το ίδιο γαλανό φως. Ήταν αδύνατον να μην το αναγνωρίσει.
Ο Ανδρόνικος έσφιξε τη λαβή του ξίφους και το σήκωσε. «Αυγερινός Αντίρρυθμός;» είπε. «Δε θυμάμαι κανέναν με το όνομα Αυγερινός Αντίρρυθμός.»
«Ανήκω στη φρουρά του παλατιού, Πρίγκιπά μου, αλλά δεν υπηρετώ τον Σφετεριστή. Όταν με χτυπήσατε, τα μάτια μου άνοιξαν.»
Ο Ανδρόνικος συνοφρυώθηκε. «Όταν σε χτύπησα;…»
Ο Αυγερινός έδειξε την ουλή στο πρόσωπό του. «Το ξίφος σας. Με χτύπησε, όταν ο Σφετεριστής πρόσταξε να σας συλλάβουμε. Με χτύπησε πρώτο απ’τους άλλους. Και μετά, το γαλανό φως ήρθε και μου έδειξε… μου έδειξε πράγματα. Και κατάλαβα ότι όφειλα να σας βοηθήσω, γιατί έτσι βοηθούσα την ίδια την Απολλώνια.»
Ο Ανδρόνικος παραξενεύτηκε. Τον σπάθισα με τον Κελευστή και, κάπως, ο τρόπος σκέψης του άλλαξε; Αυτό δεν είχε συμβεί ποτέ ξανά. Δεν ήταν, όμως, τώρα η ώρα ν’αναρωτηθεί για τέτοια πράγματα· θα έπρεπε, μονάχα, να είναι ευγνώμων που ο Αυγερινός τον είχε συντρέξει.
Ο Ανδρόνικος σηκώθηκε όρθιος, και πρόσεξε ότι ακόμα ένα άτομο ήταν κοντά του, στον πέτρινο διάδρομο με τις σιδερένιες πόρτες: μια κοπέλα, μικρόσωμη και μελαχρινή, με υπηρετική στολή.
«Αγάθη;» Αυτή ήταν η υπηρέτρια της μητέρας του.
«Πρίγκιπά μου,» είπε εκείνη, και υποκλίθηκε, έχοντας τα μάτια της στο πάτωμα, αποφεύγοντας να κοιτάξει το γυμνό του σώμα.
«Πώς βρέθηκες εσύ εδώ;»
Ο Αυγερινός ορθώθηκε, κρατώντας τον δεξή του ώμο, ο οποίος ήταν φανερά τραυματισμένος. «Μαζί μου ήρθε. Η Βασίλισσα την έστειλε.»
Ο Ανδρόνικος κοίταξε γύρω του. Εκτός απ’το ότι το μέρος έμοιαζε με φυλακές, δεν ήξερε τίποτ’άλλο γι’αυτό. «Και πού βρισκόμαστε;»
«Κάτω απ’το παλάτι της Απαστράπτουσας,» αποκρίθηκε ο Αυγερινός. «Κάτω απ’τα γνωστά υπόγεια του παλατιού. Προσωπικά, δεν ήξερα ότι τούτο το μέρος υπήρχε, Πρίγκιπά μου.»
«Ούτε κι εγώ,» είπε ο Ανδρόνικος.
Η Αγάθη παρενέβη: «Υπάρχουν ρούχα, Πρίγκιπά μου, έξω από εδώ. Χιτώνες.»
Ο Αυγερινός ένευσε. «Ναι, πράγματι. Ακολουθήστε μας, κι εν τω μεταξύ θα σας εξηγήσουμε τι έχει συμβεί.»
«Είσαι χτυπημένος,» παρατήρησε ο Ανδρόνικος. «Το έχεις δέσει το τραύμα σου;»
Ο Αυγερινός κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Δεν πειράζει–»
«Είναι τραύμα από σφαίρα;»
Ο Αυγερινός ένευσε.
Η Άνμα’ταρ τον πλησίασε. «Άσε με να το δω. Δεν είμαι γιατρός, αλλά έχω κάποιες βασικές γνώσεις για την περιποίηση τραυμάτων.»
Ο Αυγερινός πήρε το χέρι του απ’τον δεξή του ώμο.
Η Άνμα κοίταξε την πληγή, και είπε: «Είναι αδύνατον να βγάλω τη σφαίρα τώρα, αλλά θα κάνω ό,τι μπορώ.
»Πρέπει να σχίσω ένα κομμάτι απ’τον μανδύα σου.» Έσκυψε και τράβηξε το ξιφίδιο απ’τη μπότα του. Χρησιμοποιώντας το, έκοψε μια λωρίδα απ’τον μανδύα του και μ’αυτήν έδεσε την πληγή στον ώμο του. «Για να σταματήσω την αιμορραγία. Περισσότερα, όταν φύγουμε από δω.»
«Ευχαριστώ,» αποκρίθηκε ο Αυγερινός, κι ύστερα βάδισε πρώτος, οδηγώντας τους υπόλοιπους.
Ο Ανδρόνικος και η Άνμα’ταρ τον ακολούθησαν μέσα στον διάδρομο, και πέρασαν πάνω από ένα νεκρό πλάσμα, που έμοιαζε με σχισμένο τομάρι. Το αίμα του ήταν γλιστερό και γλοιώδες κάτω απ’τα γυμνά τους πόδια.
«Τι είν’αυτό;» έκανε η Άνμα, στραβώνοντας το στόμα της από απέχθεια.
«Δε γνωρίζω,» είπε η Αυγερινός. «Κάποιου είδους τέρας. Και δεν ήταν το μόνο που συναντήσαμε εδώ κάτω. Ο Φαιόνυχος, Πρίγκιπά μου, ένας καινούργιος άντρας της Βασιλικής Φρουράς, ήταν σε τούτο το μέρος και προσπάθησε να μας σταματήσει… και μεταμορφώθηκε. Η όψη του άλλαξε, και το σώμα του επίσης· και δεν μπορούσε να πεθάνει, παρά μόνο με τη λεπίδα του ξίφους σας.»
Βγήκαν απ’τον διάδρομο των κελιών και μπήκαν σ’έναν άλλο. Τον ακολούθησαν ώς το τέλος του και έφτασαν σ’ένα στρογγυλό δωμάτιο μ’αρκετές εξόδους και μια σκάλα που φαινόταν ν’ανεβαίνει, στριφογυριστά.
Πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν τούτα τα πράγματα κάτω απ’το παλάτι μου, χωρίς να το ξέρω; σκέφτηκε ο Ανδρόνικος.
«Αυτό, Πρίγκιπά μου,» είπε ο Αυγερινός, δείχνοντας, «είναι ό,τι απέμεινε απ’τον Φαιόνυχο.»
Ο Ανδρόνικος κοίταξε, και είδε έναν σωρό από κάρβουνο. Έστρεψε το βλέμμα του στον Αυγερινό, ατενίζοντάς τον ερωτηματικά.
«Ναι, Πρίγκιπά μου, αυτό είναι.»
Ο Ανδρόνικος συνοφρυώθηκε. «Είπες ότι δεν μπορούσε να πεθάνει;»
«Ναι. Όταν οι σφαίρες μας τον χτυπούσαν, δεν πεταγόταν αίμα. Κάτω απ’το δέρμα του, όμως, υπήρχε κάποιου είδους ρευστό ασήμι, που θεράπευε πολύ γρήγορα κάθε τραύμα.»
Μα τους θεούς! «Ένα Δημιούργημα…» μουρμούρισε ο Ανδρόνικος.
«Δημιούργημα;»
Ο Ανδρόνικος ένευσε. «Τα φτιάχνει η Παντοκράτειρα. Και μόνο εκείνη. Πώς είναι δυνατόν να βρέθηκε εδώ; Και είπες ότι ο Κελευστής το σκότωσε;» Ύψωσε το ξίφος εμπρός του, κοιτάζοντας τη λεπίδα, που τώρα δε γυάλιζε με γαλανό φως.
«Ναι. Σα να το έκαψε.»
«Φωτιά και οξέα: αυτά είναι τα δύο πράγματα που μπορούν να σκοτώσουν τα Δημιουργήματα. Και το σπαθί μου, επίσης, όπως φαίνεται…» Ο Λούσιος είναι, τελικά, συνασπισμένος με την Παντοκράτειρα; Γιατί; Γιατί; «Πού είναι ο αδελφός μου;»
«Έχει φύγει από την Απαστράπτουσα, μαζί με τη σύζυγό του και τη Δούκισσα Κορνηλία.»
«Η Κορνηλία είναι εδώ;»
«Μόλις ήρθε, έφυγαν όλοι τους.»
«Γιατί;»
«Δεν ξέρω, Πρίγκιπά μου. Πρέπει να βιάζονταν, όμως. Οι προετοιμασίες έγιναν άρον-άρον.»
«Και πού πηγαίνουν;»
«Στη Ρακμάνη. Με πλοίο.»
Η Αγάθη βάδισε προς ένα άνοιγμα με παραμερισμένη κουρτίνα. «Από δω, Πρίγκιπά μου.»
«Τι είναι εκεί;»
«Κάποιοι χιτώνες που μπορείτε να φορέσετε.»
Ο Ανδρόνικος μπήκε στο μικρό δωμάτιο, και είδε ότι σε μια κρεμάστρα, πράγματι, ήταν κρεμασμένοι μερικοί μαύροι χιτώνες. Πήρε έναν και τον φόρεσε. Μετά, η Άνμα’ταρ μιμήθηκε το παράδειγμά του.
«Χιτώνες εδώ κάτω;» είπε ο Ανδρόνικος. «Τι τους κάνουν τους χιτώνες;» Είναι, τελικά, αλήθεια αυτά που λέγονται για τον Λούσιο; Ότι λατρεύει τον Μαύρο Νάρζουλ; Δε θα του φαινόταν παράξενο πλέον. Όχι ύστερα απ’ό,τι είχε δει. Ο αδελφός του του είχε κλέψει το θρόνο, και είχε προσπαθήσει να τον τρελάνει.
«Δεν έχω ιδέα, Πρίγκιπά μου,» απάντησε ο Αυγερινός.
«Το έχεις εξερευνήσει όλο τούτο το μέρος;»
«Όχι.»
«Ας το εξερευνήσουμε, τότε.» Ίσως να είναι και κανένας άλλος φυλακισμένος εδώ.
Η στριφτή σκάλα οδηγούσε επάνω, στα γνωστά υπόγεια του παλατιού, εξήγησε ο Αυγερινός στον Ανδρόνικο· και η πόρτα μπροστά στην οποία ήταν τα καρβουνιασμένα απομεινάρια του Φαιόνυχου οδηγούσε σ’ένα δωμάτιο ελέγχου. Ο Πρίγκιπας θέλησε να το δει, και μπήκε. Έριξε μια ματιά σ’όλες τις οθόνες, ψάχνοντας μήπως υπήρχε κανένας άλλος κρατούμενος, εκτός από εκείνον και την Άνμα· μα δε βρήκε κανέναν. Ύστερα, μπήκαν όλοι τους στο τέταρτο άνοιγμα του στρογγυλού δωματίου –όπου ο Αυγερινός και η Αγάθη δεν είχαν πάει πριν– και βρέθηκαν σ’ένα δεύτερο στρογγυλό δωμάτιο, πολύ πιο μικρό. Ανάβοντας τις ενεργειακές λάμπες που υπήρχαν εδώ, είδαν ότι στους τοίχους του μορφές και γράμματα ήταν λαξεμένα.
Ο Ανδρόνικος τα κοίταξε, προσεχτικά. Ακούμπησε τα δάχτυλά του επάνω τους και τα ψηλάφισε. Σίγουρα, ανήκαν σε κάποια θρησκεία. Σίγουρα, ετούτο το στρογγυλό δωμάτιο ήταν κάποιου είδους ναός.
Ναός του Μαύρου Νάρζουλ; Ο Ανδρόνικος δεν ήξερε πολλά γι’αυτόν τον σκοτεινό θεό. Ήξερε μόνο το όνομά του, επειδή στην Απολλώνια λεγόταν ως κατάρα, όποτε κάτι δεν πήγαινε καλά.
Βγήκαν απ’το στρογγυλό δωμάτιο και πέρασαν την είσοδο που έβγαζε στον διάδρομο. Αριστερά και δεξιά του υπήρχε από ένα άνοιγμα. Το αριστερό οδηγούσε σε μερικούς κοιτώνες, εξήγησε ο Αυγερινός στον Ανδρόνικο· και το δεξί, στα κελιά. Στο βάθος, ο διάδρομος τελείωνε σε τρεις κλειστές σιδερένιες πόρτες.
«Πού βγάζουν αυτές;» ρώτησε ο Ανδρόνικος.
«Δεν ξέρω, Πρίγκιπά μου,» αποκρίθηκε ο Αυγερινός, και πλησίασε τη δεξιότερη. Έπιασε το πόμολο και προσπάθησε να την ανοίξει. Δεν άνοιγε, όμως. Ήταν κλειδωμένη.
Η αριστερή και η μεσαία ήταν επίσης κλειδωμένες, όπως σύντομα διαπίστωσε ο Αυγερινός.
«Αυτές οι πόρτες,» είπε ο Ανδρόνικος, «πρέπει να οδηγούν στο λαβύρινθο…»
«Ποιον λαβύρινθο;» ρώτησε η Άνμα’ταρ.
«Τον λαβύρινθο όπου με είχαν κλεισμένο, αρχικά.» Και τους εξήγησε, όσο καλύτερα μπορούσε, τη φρίκη εκείνου του σκοτεινού, μπλεγμένου μέρους.
«Τα πλάσματα που ήταν εκεί μέσα πρέπει να ήταν παρόμοια μ’αυτό που αντιμετώπισε ο Αυγερινός στον διάδρομο με τα κελιά,» υπέθεσε η μάγισσα.
«Και μ’αυτό που αντιμετωπίσαμε εμείς στον Δύτη. Το πλάσμα που μας απορρόφησε την ενέργεια από τις φιάλες.»
Η Άνμα’ταρ συνοφρυώθηκε, και ένευσε. «Ναι, πολύ πιθανόν… Τέρατα από την Απολεσθείσα Γη, τότε;»
«Και το Δημιούργημα;»
«Δεν ξέρω. Αυτό παραπέμπει, κατευθείαν, στην Παντοκράτειρα· όμως, αν η Παντοκράτειρα ήταν εδώ, δε νομίζω ότι θα έκρυβε την παρουσία της. Δε φέρεται έτσι. Θα είχε τις σημαίες της να κυματίζουν απ’άκρη σ’άκρη της Απολλώνιας.»
«Ο αδελφός μου, δηλαδή, έχει κάπως βρει τη μέθοδο με την οποία φτιάχνονται τα Δημιουργήματα…»
«Ίσως,» είπε η Άνμα’ταρ. «Ή ίσως αυτό το πλάσμα να ήταν κάτι που έμοιαζε με Δημιούργημα.»
«Τόσο πολύ, Άνμα;»
Η μάγισσα ανασήκωσε τους ώμους. «Μια υπόθεση κάνω. Γιατί, πέρα από την εξωτερική του εμφάνιση, δεν έχουμε τίποτα που να μας λέει ότι ήταν όντως σαν τα Δημιουργήματα της Παντοκράτειρας.»
Ο Ανδρόνικος φάνηκε σκεπτικός, και είπε: «Θα το ανακαλύψουμε, αργά ή γρήγορα. Τώρα, όμως, νομίζω πως είναι ώρα να ανεβούμε στο παλάτι, και ν’αρχίσουμε να διορθώνουμε την κατάσταση στο βασίλειο.»
«Δε θ’ανοίξουμε τις πόρτες, Πρίγκιπά μου;» ρώτησε ο Αυγερινός, κοιτάζοντας τις τρεις σιδερένιες πόρτες.
«Προς το παρόν, όχι. Εξάλλου, εκτός από παγίδες και δαιμονικά πλάσματα, δεν πιστεύω να βρούμε τίποτ’άλλο εκεί μέσα.»
*
«Αλτ!»
Ο φρουρός τράβηξε το πιστόλι του και τους σημάδεψε.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Αυγερινός, υψώνοντας το δικό του πιστόλι. «Δεν αναγνωρίζεις τον Πρίγκιπά σου;»
Βρίσκονταν σ’έναν απ’τους διαδρόμους των υπογείων του παλατιού που γνώριζαν και ο Αυγερινός και ο Ανδρόνικος και η Αγάθη. Η Άνμα’ταρ, φυσικά, δεν μπορούσε να τα γνωρίζει, αφού δεν είχε προηγούμενη εμπειρία από τα έγκατα του παλατιού της Απαστράπτουσας.
Τα μάτια του φρουρού στένεψαν, ατενίζοντας τον Ανδρόνικο. «Τι… Με ποιου την εντολή γίνεται αυτό;» απαίτησε, αλλά η φωνή του ήταν αδύναμη.
«Δε σε καταλαβαίνω, στρατιώτη,» είπε ο Ανδρόνικος, που ήταν ντυμένος με τον μαύρο χιτώνα και στο δεξί του χέρι βαστούσε το ξίφος του. «Χρειάζομαι την εντολή κάποιου για να βαδίσω μέσα στο ίδιο μου το παλάτι;»
«Με συγχωρείτε, Πρίγκιπά μου, αλλά, σύμφωνα με τις διαταγές του αδελφού σας, είστε κρατούμενος… και επίσης, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, είστε… τρελός.»
Τα μάτια του Ανδρόνικου γυάλισαν στο ημίφως του διαδρόμου. «Ο αδελφός μου είναι σφετεριστής, και στα πιο βαθιά μέρη αυτού του παλατιού κρύβει πράγματα αποτρόπαια.»
Ο φρουρός δε μίλησε, μα δεν κατέβασε και το πιστόλι του. Έμοιαζε να τάχει χαμένα, να μην ξέρει πώς να αντιδράσει.
«Πρίγκιπά μου…» άρχισε να ψιθυρίζει η Άνμα’ταρ στ’αφτί του Ανδρόνικου, αλλά εκείνος τής έκανε νόημα με το χέρι του να σωπάσει και να μείνει πίσω.
Και ζύγωσε τον φρουρό με σταθερά βήματα. «Αντιβασιλέας της Απολλώνιας εξακολουθώ να είμαι εγώ, στρατιώτη,» είπε. «Το έγγραφο του πατέρα μου, του Βασιληά Αρχίμαχου, ακόμα υφίσταται και δεν έχει αναιρεθεί. Ο Λούσιος καθάρπαξε την εξουσία, χωρίς κανένα νόμιμο δικαίωμα. Και μπορώ να σε διαβεβαιώσω πως δεν είμαι τρελός. Κατέβασε το όπλο σου και δε θα υπάρξει κανένα πρόβλημα· καταλαβαίνω ότι δεν είχες άλλη επιλογή παρά να κάνεις ό,τι σε είχαν διατάξει. Τώρα, όμως, οι διαταγές σου αλλάζουν.»
Ο φρουρός κατέβασε το πιστόλι του και υποκλίθηκε. «Πρίγκιπά μου.»
Ο Ανδρόνικος άγγιξε τον ώμο του. «Πώς σε λένε;»
«Ίδμονα, Υψηλότατε.» Και μετά, συνέχισε, σαν να ήταν υποχρεωμένος να εξηγήσει κάποια πράγματα, τώρα που βρισκόταν πάλι στις υπηρεσίες του Ανδρόνικου και όχι του αδελφού του: «Υψηλότατε, ακούστηκαν θόρυβοι από τα βάθη των υπογείων· και δεν τους άκουσα μόνο εγώ. Πυροβολισμοί, είπαν κάποιοι. Έχουν συγκεντρωθεί αρκετοί φρουροί στα υπόγεια, κι ορισμένοι έχουν πάει να ειδοποιήσουν τον διοικητή της φρουράς, για περαιτέρω εντολές.»
«Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας για τους πυροβολισμούς,» τον διαβεβαίωσε ο Ανδρόνικος. «Έλα μαζί μας.»
«Ν’αφήσω το πόστο μου, Υψηλότατε;»
«Ναι.»
Έτσι, συνέχισαν να βαδίζουν μέσα στους διαδρόμους των υπογείων του παλατιού· και κάθε φρουρό που συναντούσαν ο Ανδρόνικος τον έπαιρνε μαζί του με τον ίδιο τρόπο. Όσο, δε, ο αριθμός των φρουρών που ήταν γύρω του μεγάλωνε, τόσο πιο εύκολο τού ήταν να επιστρατεύει κι άλλους σε τούτη την απλή εκστρατεία. Στο τέλος, οι στρατιώτες δεν έκαναν καν ερωτήσεις· έρχονταν μαζί του μόνο επειδή τους έλεγε να έρθουν. Όπως και όφειλαν, εξάλλου. Ήταν Πρίγκιπάς τους, παρά την προδοσία του Λούσιου.
Σε κάποιο σημείο των υπογείων συνάντησε τον Φινέα Πολύδικο, τον διοικητή της φρουράς του παλατιού, στο πλευρό του οποίου ήταν αρκετοί οπλισμένοι φρουροί.
«Φινέα,» είπε ο Ανδρόνικος, «τι έρχεσαι να ερευνήσεις;»
«Πρίγκιπά μου,» αποκρίθηκε ο Φινέας με ύφος και τόνο αμυντικό. «Είσαστε–»
«Φυλακισμένος; Τρελός;»
Ο Φινέας τον ατένισε παρατηρητικά. «Ο Πρίγκιπας Λούσιος πρόσταξε να συλληφθείτε. Δεν ήμουν στη συμπλοκή, εκείνο το βράδυ, αλλά, απ’όσο γνωρίζω, επιτεθήκατε στους φρουρούς–»
«Ο αδελφός μου είναι σφετεριστής, και πρόσταξε να με φυλακίσουν.»
«Υποστήριξε πως είστε τρελός, πως επιτεθήκατε χωρίς λόγο–»
«Και ακριβώς έτσι έγινε!» Ένας πρασινόδερμος άντρας ξεπρόβαλε ανάμεσα απ’τους στρατιώτες που περιστοίχιζαν τον Φινέα. Φορούσε τη στολή Βασιλικού Φρουρού, και ο Ανδρόνικος τον αναγνώριζε: ήταν ο άνθρωπος με τον οποίο είχε ξιφομαχήσει, έξω απ’τα διαμερίσματα του Λούσιου. «Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος επιτέθηκε, πρώτα, σε μένα κι έπειτα στους φρουρούς του παλατιού! Είναι πράγματι τρελός, και πρέπει να επιστραφεί στο κελί του, απ’το οποίο δεν ξέρω πώς δραπέτευσε.»
Ο Αυγερινός άρπαξε το σπαθί ενός φρουρού και, φωνάζοντας «Λάθμιε!», επιχείρησε να διαγράψει το σύμβολο του Καλέσματος στον αέρα εμπρός του.
Ο Ανδρόνικος, όμως, τον σταμάτησε, πιάνοντάς του το χέρι. Είσαι τραυματισμένος! Τι κάνεις εκεί; «Το όνομά σου είναι Λάθμιος;» ρώτησε τον Βασιλικό Φρουρό.
Εκείνος δεν αποκρίθηκε, ατενίζοντας εχθρικά τον Ανδρόνικο.
«Το όνομά του είναι, πράγματι, Λάθμιος, Πρίγκιπά μου. Λάθμιος Καληβάτης,» απάντησε ο Φινέας, που έμοιαζε διχασμένος.
«Δε σε γνωρίζω,» είπε ο Ανδρόνικος στον Λάθμιο. «Ο αδελφός μου σε έβαλε πρόσφατα στη Βασιλική Φρουρά, επομένως έχεις κάθε λόγο να τον υποστηρίζεις, παρότι είναι προδότης και σφετεριστής. Αλλά δεν έχεις κανένα δικαίωμα να προστάζεις τους φρουρούς του παλατιού μου. Ο Λούσιος ήταν που διέταξε τους φρουρούς να μου επιτεθούν, έξω απ’τα διαμερίσματά του, και εγώ και η Άνμα’ταρ το μόνο που κάναμε ήταν να προσπαθήσουμε να αμυνθούμε.
»Φινέα, θέλω αυτός ο άνθρωπος να συλ–»
Ο Λάθμιος τράβηξε το σπαθί του και διέγραψε το σύμβολο του Καλέσματος στον αέρα, αντίκρυ του Ανδρόνικου.
«Εξωφρενικό!» γρύλισε ο Αυγερινός. «Ο Πρίγκιπας είναι ταλαιπωρημένος από τη φυλάκισή του. Αντιμετώπισε εμένα, προδότη!» Δεν έμοιαζε να αντιλαμβάνεται ότι ήταν τραυματισμένος.
Ο Ανδρόνικος τράβηξε τον Κελευστή, ανταποκρινόμενος στο Κάλεσμα.
«Οι Βασιλικοί Φρουροί δεν Καλούν τα μέλη της βασιλικής οικογένειας,» είπε ο Φινέας, «εκτός αν υπάρχει εξαιρετικά σημαντικός λόγος!» Κοίταζε τον Λάθμιο με κατάπληξη.
«Μα, υπάρχει εξαιρετικά σημαντικός λόγος,» αποκρίθηκε ο Λάθμιος. «Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος είναι παράφρων και απίστευτα επικίνδυνος· και σκοπεύω να προστατέψω το βασίλειο απ’αυτόν. Τουλάχιστον, μέχρι να επιστρέψει ο Πρίγκιπας Λούσιος και να βάλει τα πράγματα στη θέση τους.»
«Όταν επιστρέψει ο Πρίγκιπας Λούσιος, εσύ δε θα είσαι ζωντανός!» γρύλισε ο Αυγερινός.
Ο Λάθμιος βάδισε μπροστά απ’τον Φινέα και τους άλλους φρουρούς, παίρνοντας πολεμική στάση, με το ξίφος του υψωμένο μέσα στον στενό, υπόγειο διάδρομο.
Ο Ανδρόνικος έγνεψε στον Αυγερινό και τους υπόλοιπους συντρόφους του να κάνουν πίσω, και πλησίασε τον Λάθμιο. Ο Κελευστής γυάλιζε μ’ένα γαλανό φως στο χέρι του.
«Οι όροι μου είναι οι εξής, Πρίγκιπα Ανδρόνικε,» είπε ο πρασινόδερμος άντρας: «Αν ηττηθείς, επιστρέφεις πρόθυμα στο κελί σου. Αν ηττηθώ, γίνομαι εγώ κρατούμενός σου.»
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Αυτό το Κάλεσμα είναι μέχρι θανάτου.»
Ο Λάθμιος δε φάνηκε να εκπλήσσεται. «Καλώς,» συμφώνησε. «Μέχρι θανάτου.»
Κι επιτέθηκε καρφωτά με το ξίφος του.
Ο Ανδρόνικος τινάχτηκε στο πλάι και, χτυπώντας τη λεπίδα, την απομάκρυνε.
Ο Λάθμιος στράφηκε, για να επιτεθεί ξανά. Ο Ανδρόνικος απέκρουσε, και τα ξίφη τους διασταυρώθηκαν μπροστά στο πρόσωπό του. Ο Κελευστής φώτιζε με τη γαλανή του ακτινοβολία.
«Νόμιζα,» είπε ο Λάθμιος, «ότι ο αδελφός σου σου είχε πάρει αυτό το σπαθί.»
«Το σπαθί επέστρεψε στον κύριό του,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος.
Οι λεπίδες τους χώρισαν, και για λίγο οι δυο τους φάνηκαν να χορεύουν μέσα στον στενό διάδρομο, ενώ τα σπαθιά τους συγκρούονταν, ξανά και ξανά και ξανά. Η κλαγγή είχε γεμίσει τα υπόγεια. Οι φρουροί παρακολουθούσαν, προσηλωμένοι, και πολλοί κρατούσαν ακόμα και την αναπνοή τους. Ο Φινέας είχε τα χέρια του σταυρωμένα εμπρός του και κοίταζε τους δύο ξιφομάχους με τα μεγάλα, γκρίζα φρύδια του σουφρωμένα. Το βλέμμα του Αυγερινού ήταν δολοφονικό, και στο αριστερό του χέρι (όπου δεν ήταν τραυματισμένος ο ώμος) έσφιγγε το σπαθί του· δεν υπήρχε αμφιβολία πως, αν έβλεπε τον Ανδρόνικο να χτυπιέται, θα ορμούσε. Η Αγάθη είχε το ένα της χέρι υψωμένο στα χείλη της, και παρακολουθούσε την ξιφομαχία αγαλματωμένη στη θέση της. Η Άνμα’ταρ έμοιαζε ψύχραιμη· αν πρόσεχε, όμως, κανείς τα μάτια της, θα παρατηρούσε ότι η Δράκαινα βρισκόταν σε πολεμική ετοιμότητα· ίσως και σε ετοιμότητα να εξαπολύσει κάποιο απ’τα μαχητικά της ξόρκια.
Το σπαθί του Ανδρόνικου χτύπησε έναν τοίχο και ήχησε δυνατά πάνω στις πέτρες. Ο Λάθμιος, πιστεύοντας πως βρήκε άνοιγμα στην άμυνα του Πρίγκιπα, επιτέθηκε, πηγαίνοντας για τα πλευρά του. Εκείνος απέφυγε το λεπίδι, για μερικά εκατοστά· περιστράφηκε και σπάθισε τον Λάθμιο στον αριστερό ώμο.
Ο Βασιλικός Φρουρός γρύλισε, παραπατώντας, μα δεν έχασε την αμυντική του στάση. Κατάφερε να αποκρούσει την αμέσως επόμενη επίθεση του αντιπάλου του. Επάνω στη στολή του είχε πεταχτεί αίμα, μουσκεύοντάς την.
Αίμα, παρατήρησε ο Ανδρόνικος. Επομένως, εσύ δεν είσαι Δημιούργημα, όπως ο άλλος.
Απέκρουσε το σπαθί του Λάθμιου, έσυρε τη λεπίδα του πάνω στη λεπίδα του Βασιλικού Φρουρού, και τον χτύπησε στον μηρό, μια παλάμη πιο ψηλά απ’το γόνατο. Εκείνος έχασε την ισορροπία του· οπισθοχώρησε. Ο Ανδρόνικος τον ξανασπάθισε: μια σπαθιά που ήξερε ότι ο Λάθμιος θα απέκρουε. Όπως και απέκρουσε. Όμως, καθώς οι λεπίδες συναντήθηκαν, ο Βασιλικός Φρουρός έπεσε πίσω και σωριάστηκε στις πέτρινες πλάκες του πατώματος.
Ο Ανδρόνικος πάτησε το ένα γυμνό του πόδι στο στέρνο του πρασινόδερμου πολεμιστή, και έφερε την αιχμή του Κελευστή μπροστά στο λαιμό του.
Ο Λάθμιος δεν ικέτεψε για τη ζωή του. «Σκότωσέ με,» είπε. «Τελείωσε.»
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, ατενίζοντάς τον χωρίς καμία συμπάθεια, «μου είσαι πιο χρήσιμος ζωντανός.»
Και απομακρύνθηκε απ’τον πεσμένο Βασιλικό Φρουρό, προστάζοντας τους στρατιώτες του Διοικητή Φινέα να τον συλλάβουν. Εκείνοι δε δίστασαν, έχοντας ήδη πλησιάσει με τα πιστόλια τους τραβηγμένα.
*
Η Γλυκάνθη αγκάλιασε σφιχτά τον Ανδρόνικο, κλαίγοντας.
«Είσαι ελεύθερος,» είπε, αφήνοντάς τον απ’την αγκαλιά της. Πήρε το πρόσωπό του ανάμεσα στα χέρια της. «Είσαι καλά, Ανδρόνικε; Είσαι καλά τώρα;»
Εκείνος ένευσε. «Την προηγούμενη φορά που με είδες, μητέρα–» Συνοφρυώθηκε. «Ή, μήπως, το ονειρεύτηκα; Με είδες, δε με είδες;»
«Ναι,» αποκρίθηκε η Γλυκάνθη. «Σε είχαν σ’ένα κελί. Έλεγαν ότι είσαι τρελός.»
«Δεν ήμουν τρελός. Ναρκωμένος ήμουν, για να μη μπορώ να συνεννοηθώ μαζί σου.»
Η Γλυκάνθη σκούπισε τα μάτια της με τα δάχτυλά της. «Ναι, αυτό υπέθεσα κι εγώ. Αλλά δε μπορούσα να κάνω τίποτα. Δόξα στον Απόλλωνα, όμως, παρουσιάστηκε ο Αυγερινός…» Έστρεψε το βλέμμα της στον σημαδεμένο άντρα, ο οποίος στεκόταν κοντά σε μια γωνία του καθιστικού των διαμερισμάτων της. «Παρουσιάστηκε όταν τον χρειαζόμασταν. Σαν, πραγματικά, να τον έστειλαν οι θεοί.»
Ο Ανδρόνικος ατένισε τον Αυγερινό. Σαν να τον έστειλαν οι θεοί…
Ο πολεμιστής υποκλίθηκε. «Το καθήκον μου είναι να υπηρετώ την Απολλώνια και τον Κύριο του Γαλανού Φωτός.»
«Τον Απόλλωνα;» ρώτησε ο Ανδρόνικος.
«Εσάς, Πρίγκιπά μου. Εσάς.»
«Και μ’αποκαλείς Κύριο του Γαλανού Φωτός;»
«Ασφαλώς.»
«Πού το έχεις ξανακούσει αυτό το όνομα;»
«Πουθενά. Το γνωρίζω, όμως.»
Ο Ανδρόνικος ύψωσε τον Κελευστή. Η λεπίδα τώρα δεν εξέπεμπε γαλανή ακτινοβολία· γυάλιζε όπως θα γυάλιζε κάθε άλλη λεπίδα στο ενεργειακό φως του καθιστικού. Κύριος του Γαλανού Φωτός… Ποιος έφτιαξε αυτό το ξίφος; Αναρωτιέμαι αν γνωρίζεις εσύ, πατέρα.
Ρώτησε τη μητέρα του πώς ήταν ο Βασιληάς Αρχίμαχος· είχε, μήπως, βελτιωθεί καθόλου η κατάστασή του; Η Γλυκάνθη, όμως, με θλίψη τού απάντηση πως, όχι μόνο δεν είχε βελτιωθεί, αλλά είχε χειροτερέψει: ο πατέρας του βρισκόταν σε κώμα, και δε φαινόταν να έχει καμία επαφή με το περιβάλλον.
Τα νέα τούτα στενοχώρησαν τον Ανδρόνικο, αλλά ήξερε ότι δεν μπορούσε να κάνει κάτι για να βοηθήσει· δεν ήταν γιατρός, ούτε θαυματουργός. Θα πήγαινε να δει τον πατέρα του, σύντομα· όχι αυτή τη στιγμή, όμως, γιατί ήταν κουρασμένος και βρώμικος. Ήθελε, πρώτα, να πλυθεί και να ξεκουραστεί· και μετά, θα πλησίαζε τον Βασιληά Αρχίμαχο, για να ζητήσει τη συμβουλή του, ακόμα κι αν εκείνος δεν μπορούσε, στην πραγματικότητα, να του δώσει καμία συμβουλή.
Ο Ανδρόνικος ρώτησε τη μητέρα του: «Πού έχει πάει ο Λούσιος;»
«Ταξιδεύει προς τη Ρακμάνη, μαζί με τη Δομινίκη και την Κορνηλία.»
«Γιατί;»
«Δεν ξέρω, δε μου είπε. Δε μου λέει και πολλά, τον τελευταίο καιρό, Ανδρόνικε. Και φοβάμαι γι’αυτόν. Τα πράγματα που κάνει… τα πράγματα που έκανε σ’εσένα… δεν μπορώ να τα κατανοήσω.»
«Υποθάλπει ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ,» είπε ο Ανδρόνικος.
Η Γλυκάνθη κούνησε το κεφάλι. «Όχι, δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό.»
«Κι εγώ, στην αρχή, δεν ήθελα να το πιστέψω, μητέρα· αλλά ύστερα απ’όσα είδα….»
«Τι είδες;»
«Θα σου εξηγήσω, όταν έχω ξεκουραστεί. Όταν έχω βάλει σε μια τάξη το μυαλό μου. Πάντως, στο παλάτι υπάρχουν μέρη που δεν έχεις ποτέ φανταστεί… Τα υπόγεια απ’όπου με πήρε ο Αυγερινός δεν μπορεί παρά νάναι φτιαγμένα από υπηρέτες του Μαύρου Νάρζουλ. Κατοικούν τέρατα εκεί μέσα, μητέρα. Τέρατα, σαν αυτά που έρχονται από την Απολεσθείσα Γη.»
Η Γλυκάνθη παρακολουθούσε τα λόγια του χάσκοντας· τα μάτια της ήταν ελαφρώς διασταλμένα.
«Πρέπει να πάρουμε την Απολλώνια από τα χέρια των ανθρώπων του Λούσιου,» είπε ο Ανδρόνικος, «κι αυτό δε νομίζω νάναι εύκολο. Ο αδελφός μου έχει κάνει πάρα πολλές αλλαγές μέσα στο κοινωνικοπολιτικό σύστημα του βασιλείου, κι εμείς, επομένως, θα πρέπει να κάνουμε άλλες τόσες.
»Προς το παρόν, όμως, το γεγονός ότι δραπέτευσα είναι κρυφό. Και προτιμώ να μείνει έτσι για απόψε. Ο Διοικητής Φινέας έχει ενημερωθεί, καθώς και οι φρουροί που με συνάντησαν στα υπόγεια. Κανείς δε θα αποκαλύψει τίποτα για την επιστροφή μου. Θα παρουσιαστώ το πρωί, με τον δικό μου τρόπο.»
«Γνωρίζεις ποιον έχει αφήσει ο Λούσιος ως Αντικαταστάτη του στον Κυανό Θρόνο;» ρώτησε η Γλυκάνθη.
Ο Ανδρόνικος ένευσε. «Τον Χρύσιππο, τον καναλάρχη του Φωτός της Απολλώνιας. Μου το είπε ο Φινέας.»
«Οι πάντες γνωρίζουν ότι είναι απόλυτα ελεγχόμενος από τους ανθρώπους του αδελφού σου. Τον υποστηρίζει πλήρως, και δε νομίζω να δεχτεί εύκολα αυτή την αλλαγή στην εξουσία.»
«Μην ανησυχείς, μητέρα,» είπε ο Ανδρόνικος. «Θα τον φροντίσω τον Χρύσιππο. Τόσο καιρό ήμουν σύζυγος της Παντοκράτειρας, και, θέλοντας και μη, έμαθα πολλά από τη γυναίκα μου.»
*
Η Άνμα κοίταξε το δεξί της χέρι, στεκόμενη μπροστά στον καθρέφτη του δωματίου που της είχε παραχωρήσει ο Ανδρόνικος. Μια σφαίρα την είχε πετύχει στον βραχίονα, όταν εκείνη κι ο Πρίγκιπας προσπαθούσαν να ξεφύγουν απ’τους φρουρούς του αδελφού του. Η Άνμα είχε χάσει τη λαβή της πάνω στον τοίχο του κήπου και είχε σωριαστεί μέσα σ’έναν θάμνο. Στρατιώτες είχαν μαζευτεί γύρω της, χτυπώντας την στα πλευρά και στο κεφάλι, και αναισθητοποιώντας την.
Όταν συνήλθε, βρισκόταν σ’εκείνο το καταραμένο, σκοτεινό κελί, και φορούσε μονάχα ένα ρούχο επάνω της. Ένα μαύρο ένδυμα που κάλυπτε το στήθος, τη λεκάνη, και μέρος των χεριών και των ποδιών της. Επίσης, το ένδυμα αυτό ήταν ζωντανό, όπως σύντομα ανακάλυψε η Άνμα. Μπορούσε να το αισθανθεί να κάνει ανάλαφρες κινήσεις επάνω στο δέρμα της, σαν να είχε μουδιάσει και να ήθελε να μετατοπιστεί λίγο. Κι εκτός αυτού, δεν την άφηνε να χρησιμοποιήσει τη μαγεία της.
Το πρώτο πράγμα που η Άνμα είχε επιχειρήσει να κάνει ήταν να υφάνει ένα Ξόρκι Ξεκλειδώματος επάνω στην κλειδαριά του κελιού, ώστε να δραπετεύσει· εξάλλου, δεν μπορούσε να διακρίνει κανέναν φρουρό έξω, στο μισοσκόταδο του διαδρόμου. Τότε ήταν που το ζωντανό της ένδυμα πρωτόκανε αισθητή την παρουσία του, συνθλίβοντας το στήθος, τα πλευρά, και την κοιλιά της, ζουλώντας την ανελέητα. Η Άνμα έχασε την αυτοσυγκέντρωση που ήταν απαραίτητη για να υφάνει το ξόρκι· διπλώθηκε στο πάτωμα, βογκώντας και μη μπορώντας ν’αναπνεύσει. Το πλάσμα, στο τέλος, την ελευθέρωσε· αλλά, φυσικά, δεν έφυγε από πάνω της. Και, όποτε άλλοτε εκείνη προσπάθησε να χρησιμοποιήσει μαγεία, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο.
Ωστόσο, το ζωντανό ένδυμα φαίνεται πως είχε και κάποιες θεραπευτικές ιδιότητες, που, όσο βρισκόταν στο κελί της, η μάγισσα δεν είχε συνειδητοποιήσει ή καθίσει να αναλογιστεί. Κοιτάζοντας, όμως, τώρα τον εαυτό της στον καθρέφτη, έβλεπε ότι το τραύμα στον δεξή της βραχίονα είχε επουλωθεί, αφήνοντας μονάχα μια άσχημη ουλή. Το ζωντανό ένδυμα είχε, κατά κάποιο τρόπο, λειτουργήσει σαν σφιχτός επίδεσμος επάνω της.
Το βέβαιο, πάντως, ήταν ότι η Άνμα δεν ήθελε ποτέ ξανά να βρεθεί με ένα τέτοιο έκτρωμα τυλιγμένο στο σώμα της· και μόνο η θύμησή του έκανε τις τρίχες της να ορθώνονται και το χρυσό της δέρμα να ζαρώνει.
Φεύγοντας μπροστά από τον καθρέφτη, πήγε στο μπάνιο του δωματίου, όπου η πέτρινη λεκάνη ήταν γεμάτη ζεστό σαπουνόνερο. Η Άνμα έβαλε τα δάχτυλα του δεξιού της ποδιού μέσα, για να το δοκιμάσει. Ήταν ό,τι έπρεπε. Δίχως να διστάσει, βυθίστηκε ολόκληρη στο ζεστό υγρό, και έμεινε εκεί για αρκετή ώρα, πλένοντας το σώμα της και τα μαλλιά της, και καθίζοντας να ξεκουραστεί και να χαλαρώσει.
Υπέροχο… Ήταν υπέροχο…
Δεν μπορούσε, όμως, να μείνει εδώ όλη τη νύχτα, όπως θα επιθυμούσε, γιατί ο Ανδρόνικος τής είχε ζητήσει να τον συναντήσει στα διαμερίσματά του. Είχαν σχέδια να κάνουν, της είχε πει, και χρόνος δεν υπήρχε.
Συνέχεια αυτή η ιστορία… Ποτέ δεν υπάρχει χρόνος. Ούτε όταν υπηρετούσα την Παντοκράτειρα, ούτε τώρα…
Αναρωτήθηκε τι να γινόταν ο Σέλιρ’χοκ· πού να βρισκόταν ετούτη την ώρα; Στις Αιωρούμενες Νήσους ακόμα, αναζητώντας εκείνο το απομεινάρι από τον Ενιαίο Κόσμο; Ή, μήπως, το είχε βρει και επέστρεφε;
Σέλιρ, σκέφτηκε, μου λείπεις. Μου λείπει η σκοτεινή σου μορφή που γίνεται ένα με το σκοτάδι, όταν είμαστε μόνοι, και νομίζω ότι στριφογυρίζω στο κρεβάτι αγκαλιάζοντας κάτι αόρατο. Κάτι αόρατο με όμορφα μάτια…
Σε λίγο, η Άνμα’ταρ βγήκε απ’το μπάνιο, σκουπίστηκε, και ντύθηκε με τα ρούχα που υπήρχαν στη ντουλάπα του δωματίου. Χτένισε τα κοντά, σγουρά της μαλλιά, τα οποία ήταν ακόμα βρεγμένα, και πήγε να συναντήσει τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο στα διαμερίσματά του.
Οι φρουροί δεν την εμπόδισαν, καθώς γνώριζαν, προφανώς, ότι θα ερχόταν, και η μάγισσα βρήκε την εξώπορτα των διαμερισμάτων μισάνοιχτη. Την έσπρωξε και μπήκε. Στο καθιστικό δεν την περίμενε μόνο ο Ανδρόνικος, αλλά και η μητέρα του, η Βασίλισσα Γλυκάνθη, ο Αυγερινός, και η υπηρέτρια που ονομαζόταν Αγάθη. Ο Πρίγκιπας, μάλλον, ήθελε να σχεδιάσουν κάποια πράγματα όλοι μαζί.
«Άνμα,» είπε, βλέποντας τη να μπαίνει, «κλείσε την πόρτα και έλα να καθίσεις μαζί μας. Δεν περιμένουμε κανέναν άλλο.» Ήταν κι εκείνος πλυμένος, και τα μαλλιά του ήταν νωπά. Είχε βγάλει τον μαύρο χιτώνα και φορούσε καινούργια ρούχα. Ο Αυγερινός και η Αγάθη φορούσαν επίσης καινούργια ρούχα, κι έμοιαζαν κι αυτοί πλυμένοι. Το τραύμα στον ώμο του πρώτου πρέπει να το είχε περιποιηθεί κάποιος γιατρός, γιατί το χέρι του ήταν δεμένο μ’ένα λευκό μαντήλι.
Η Άνμα’ταρ έκλεισε την εξώπορτα των διαμερισμάτων, πλησίασε το ξύλινο τραπέζι όπου κάθονταν οι υπόλοιποι, και κάθισε κι εκείνη.
Οι διαβουλεύσεις τους δεν κράτησαν πολλή ώρα, και μετά τής δόθηκε μια αποστολή από τον Πρίγκιπα…
Η Βασιλική στεκόταν μπροστά σ’ένα από τα παράθυρα του φορτηγού και κοίταζε έξω, τα νυχτερινά τοπία που περνούσαν γρήγορα μπροστά απ’τα μάτια της: δάση και αγροί και λοφότοποι, που σε σημεία σχίζονταν από χωματόδρομους.
Το μεγάλο όχημα των επαναστατών άφησε τον κεντρικό, καλοφτιαγμένο δρόμο και έστριψε σ’έναν απ’τους χωματόδρομους. Οι ρόδες του έκαναν δυνατότερο θόρυβο εδώ, καθώς τσάκιζαν από κάτω τους πέτρες, ξύλα, και ό,τι άλλο μικροαντικείμενο βρισκόταν στο διάβα τους.
Η Βασιλική πήρε το βλέμμα της από το παράθυρο και το έστρεψε στο εσωτερικό του φορτηγού. Η Βικτώρια ήταν καθισμένη σε μια γωνία με τα γόνατά της μαζεμένα και τα χέρια της τυλιγμένα γύρω τους. Μια κουβέρτα ήταν ριγμένη στους ώμους της. Τα μάτια της κοίταζαν ολόγυρα, διασταλμένα και γεμάτα τρόμο. Φοβόταν πράγματα που μπορούσε μονάχα εκείνη να δει: γεννήματα του μυαλού της· του μυαλού της και της διαβολικής μαγείας των ακόλουθων του Μαύρου Νάρζουλ. Η σκέψη εξόργιζε τη Βασιλική· την εξόργιζε το γεγονός ότι αυτά τα καθάρματα έπαιζαν έτσι με το μυαλό των άλλων.
Πλάι στη Βικτώρια καθόταν ο Φαρνέλιος, έχοντας την πίπα του αναμμένη και ένα βιβλίο ανοιχτό στα χέρια του. Ένα από τα βιβλία που, απ’ό,τι έβλεπε η Βασιλική, εξηγούσαν τις μεθόδους των υπηρετών του Μαύρου Νάρζουλ. Προσπαθεί να βρει τρόπο για να τη θεραπεύσει; Για να πάρει την επιρροή τους από την ψυχή της;
Επίσης κοντά στη Βικτώρια καθόταν ο Άγγελος, φορώντας ένα ζεστό πανωφόρι και βήχοντας κάπου-κάπου. Κατά τα άλλα, ήταν σιωπηλός· και η Βασιλική ήταν βέβαιη ότι θα αισθανόταν ενοχές για τις πράξεις του. Και πολύ καλά κάνει και αισθάνεται ενοχές! έλεγε ένα μέρος του εαυτού της. Πολύ καλά κάνει! Είχε προσπαθήσει να την οδηγήσει στο χείλος της παραφροσύνης, ώστε το μυαλό της να μείνει ανοιχτό στο Άγγιγμα του Μαύρου Νάρζουλ. Ο Άγγελος είχε συμμαχήσει μ’αυτά τα καθάρματα! Ένα άλλο μέρος του εαυτού της, όμως, της έλεγε πως ο Άγγελος δεν είχε πράξει οικειοθελώς ό,τι είχε πράξει. Κατ’αρχήν, δε γνώριζε για τους υπηρέτες του Μαύρου Νάρζουλ· ή, τουλάχιστον, έτσι ισχυριζόταν, και η Βασιλική δε νόμιζε ότι τώρα έλεγε ψέματα. Και, κατά δεύτερον, τον είχαν απειλήσει: τον είχαν κάνει να φοβηθεί, όχι μονάχα για τον εαυτό του, αλλά και για τον αδελφό του, που βρισκόταν στο Βόρειο Μέτωπο. Είχαν χρησιμοποιήσει τη δύναμη της πολιτικής τους εξουσίας επάνω του. Και, φυσικά, ο Λούσιος ευθυνόταν για όλα τούτα. Ο Λούσιος, και η Δομινίκη. Αυτοί είχαν φέρει την Απολλώνια στο τυραννικό χάλι που βρισκόταν. Πρέπει να ελευθερώσουμε τον Ανδρόνικο. Εκείνος θα τα διορθώσει όλα. Θα αποκαταστήσει την ελευθερία των Απολλώνιων πολιτών και θα εκδιώξει τους ανώμαλους μπάσταρδους που υπηρετούν τον Μαύρο Νάρζουλ.
Ο Θελλέδης, ο Φένχιλ, και τρεις άλλοι επαναστάτες στέκονταν στο βάθος, κοντά στη μπροστινή μεριά του φορτηγού και στη θέση του οδηγού. Μιλούσαν αναμεταξύ τους, χωρίς να φωνάζουν. Η Βασιλική δεν μπορούσε ν’ακούσει τι έλεγαν· ο Θελλέδης, πάντως, χαμογελούσε, κάπου-κάπου, οπότε δεν μπορεί να έλεγαν και πολύ άσχημα πράγματα. Η Βασιλική είχε, γενικά, παρατηρήσει ότι η άφιξη των επαναστατών από τη Σάρντλι είχε εμψυχώσει αξιοσημείωτα τους επαναστάτες που βρίσκονταν μαζί της και με τον κύριο Φαρνέλιο. Επιτέλους, βοήθεια είχε έρθει από τον Πρόμαχο Οδυσσέα, και ήλπιζαν ότι ήταν ένα βήμα πιο κοντά στο να απελευθερώσουν τον Ανδρόνικο.
Σ’ένα σημείο του φορτηγού, πολύ πιο πριν απ’τον Θελλέδη και τον Φένχιλ, ήταν ξαπλωμένη η Ασπασία, και δύο άλλες γυναίκες ήταν καθισμένες κοντά της. Η μία απ’αυτές πρέπει να είχε ιατρικές γνώσεις, γιατί φαινόταν να περιποιείται τα εγκαύματα που είχε εκείνη αποκτήσει από τη βόμβα φωτιάς. Η άλλη τής μιλούσε μονάχα, μάλλον για να της δίνει κουράγιο. Η Ασπασία βογκούσε και έσκουζε, κάπου-κάπου, καθώς η πλάτη και τα πλευρά της ήταν γεμάτα καψίματα· το δέρμα της ήταν κατακόκκινο και ξεφλουδισμένο.
Η Βασιλική απομάκρυνε το βλέμμα της από εκεί, μη μπορώντας να κοιτάζει άλλο. Πλησίασε τον Φαρνέλιο και τη Βικτώρια.
«Βασιλική,» είπε η Βικτώρια, ψιθυριστά.
Η Βασιλική γονάτισε πλάι της. «Τι είναι;»
«Τον είδες έξω απ’το παράθυρο;»
«Ποιον;»
«Τον άντρα με το κέρατο. Έχει πιαστεί έξω απ’το όχημά μας, Βασιλική! Μην του ανοίξεις!»
«Μη φοβάσαι,» είπε η Βασιλική, «δε θα του ανοίξω.» Κι έστρεψε το βλέμμα της στον Φαρνέλιο. «Τι θα κάνουμε;» τον ρώτησε.
Εκείνος γύρισε μια σελίδα του βιβλίου που διάβαζε. «Δε νομίζω ότι πρέπει να του ανοίξουμε.»
Πιστεύει πως είναι ώρα γι’αστεία; «Για τη Βικτώρια, εννοώ, κύριε Φαρνέλιε. Τι θα κάνουμε για να τη βοηθήσουμε; Εσείς είστε ο γιατρός.»
«Τι συμβαίνει, Βασιλική;» ρώτησε η Βικτώρια.
«Βικτώρια, κοίτα. Σ’το είπα και καθώς βγαίναμε απ’την κλι–»
Ο Φαρνέλιος τη διέκοψε: «Μπορείς νάρθεις λίγο μαζί μου, Πριγκίπισσα;» ζήτησε, καθώς σηκωνόταν.
Η Βασιλική τον ακολούθησε, και σταμάτησαν λίγο παραπέρα. Πάνω απ’τον ώμο της, μπορούσε να δει τη Βικτώρια να τους ατενίζει με περιέργεια.
«Δεν έχει νόημα να προσπαθείς να τη λογικέψεις,» είπε ο Φαρνέλιος. «Τα πράγματα που βλέπει τα εκλαμβάνει ως πραγματικά. Δεν είναι ιδέες, δεν είναι εμμονές. Είναι ψευδαισθήσεις, που κινούνται μπροστά στα μάτια της.»
«Και τι σημαίνει αυτό; Ότι πρέπει να την αφήσουμε στην κατάστασή της;»
«Φυσικά και όχι. Απλά, σου εξηγώ ότι δεν μπορείς να διαλύσεις το Άγγιγμα του Μαύρου Νάρζουλ με μερικά λόγια.»
«Και τι μπορεί να διαλύσει το Άγγιγμα του Μαύρου Νάρζουλ;» ρώτησε η Βασιλική. «Πείτε μου, και θα το κάνω.»
«Απ’ό,τι διαβάζω εδώ,» ο Φαρνέλιος ύψωσε το βιβλίο του, «μόνο οι ιερείς του Απόλλωνα μπορούν να το διαλύσουν, όταν είναι στα προχωρημένα του στάδια. Ή, τουλάχιστον, μπορούσαν, στο παρελθόν, που αυτά τα πράγματα ήταν πιο συχνά. Το βιβλίο αναφέρει ότι οι ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ φοβούνται το Γαλανό Φως· κι αυτό το Γαλανό Φως γράφεται με κεφαλαίο Γάμα και Φι. Προφανώς, πρόκειται για κάποιου είδους δύναμη αντίθετη της δύναμης του Μαύρου Νάρζουλ.»
«Δεν έχω ξανακούσει γι’αυτή τη δύναμη,» είπε η Βασιλική, αν και μέσα της… μέσα της νόμιζε ότι γνώριζε ακριβώς τι ήταν η εν λόγω δύναμη. Ακριβώς. Μα δεν μπορούσε να θυμηθεί…
Γιατί είχε μια τέτοια εντύπωση; Αποκλείεται να ήταν αληθινή. Δεν είχε ξανακούσει για κάποιο μυστηριώδες Γαλανό Φως… Γαλανό Φως;… Όχι, πουθενά.
Κι όμως…
«Τι είναι, Βασιλική;» τη ρώτησε ο Φαρνέλιος. «Τι σκέφτεσαι;»
Η Πριγκίπισσα ύψωσε το βλέμμα της. «Τίποτα. Απλά, είμαι κουρασμένη. Τέλος πάντων. Αφού οι ιερείς του Απόλλωνα ίσως να μπορούν να βοηθήσουν τη Βικτώρια, τότε πρέπει να την πάμε σ’αυτούς, δε νομίζετε κι εσείς, κύριε Φαρνέλιε;»
Ο Φαρνέλιος έγνεψε καταφατικά.
*
Στο Ναό της Απαστράπτουσας δεν μπορούσαν να πάνε, και το ίδιο ίσχυε και για τους Ναούς των υπόλοιπων κοντινών μεγάλων πόλεων· γιατί σ’αυτά τα μέρη οι πράκτορες του Λούσιου πιθανώς να ήταν ενημερωμένοι για την επίθεση στη Χρυσάνθια Κλινική. Κι ακόμα κι αν δεν ήταν ήδη ενημερωμένοι, τότε σίγουρα θα ενημερώνονταν σύντομα. Επιπλέον, δεν υπήρχε αμφιβολία πως θα ήξεραν για την εξαφάνιση της Πριγκίπισσας Βασιλικής και πως θα την αναζητούσαν. Επομένως, ο Φαρνέλιος πρότεινε να κατευθυνθούν προς τον Ναό των Δυτικών Βουνών, ο οποίος δεν ήταν καθόλου κοντά, μα, τουλάχιστον, εκεί μπορούσαν να πουν με κάποια βεβαιότητα ότι δε θα τους περίμεναν οι πράκτορες του Λούσιου.
Η Βασιλική συμφώνησε, κι έτσι το φορτηγό συνέχισε τη δυτική του πορεία, αυξάνοντας ταχύτητα. Ο Φαρνέλιος πήγε κοντά στον οδηγό, για να του δείξει επάνω στον χάρτη πού ακριβώς πήγαιναν και ποιος ήταν ο συντομότερος δρόμος.
«Ο Ναός των Δυτικών Βουνών δεν είναι μακριά απ’το Βόρειο Μέτωπο,» είπε ο Άγγελος, πίνοντας μια γουλιά απ’το ζεστό τσάι του. Η φωνή του ήταν βραχνή.
Η Βασιλική, που είχε καθίσει κοντά του, ένευσε. «Έχεις ξαναπάει εκεί;»
Ο Άγγελος κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Έχω, όμως, δει φωτογραφίες. Μαγευτικό μέρος. Και περιστοιχισμένο από ένα σωρό θρύλους. Πιστεύεις, πραγματικά, ότι οι ιερείς του θα μπορέσουν να βοηθήσουν τη Βικτώρια;»
«Το εύχομαι, γιατί αυτός φαίνεται νάναι ο μοναδικός τρόπος να τη θεραπεύσουμε.»
Ο Άγγελος έμεινε σιωπηλός για κάποια ώρα. Ύστερα, είπε: «Βασιλική. Αισθάνομαι χάλια για την όλη ιστορία…»
«Θα καλυτερέψεις, σύντομα. Ο κύριος Φαρνέλιος είπε ότι–»
«Δεν εννοώ το κρυολόγημά μου. Εννοώ, για ό,τι συνέβη στην Απαστράπτουσα.»
«Αυτά που συνέβησαν στην Απαστράπτουσα ανήκουν τώρα στο παρελθόν,» είπε η Βασιλική, αγγίζοντας το γόνατό του. «Εξάλλου, εμφανίστηκες για να με βοηθήσεις όταν έπρεπε. Και καταλαβαίνω ότι βρισκόσουν υπό πίεση, Άγγελε. Φοβόσουν για τον αδελφό σου. Δεν είναι πολλοί οι άνθρωποι που θα εναντιώνονταν στο καθεστώς της χώρας τους, οσοδήποτε τυραννικό· αλλά εσύ εναντιώθηκες.»
Ο Άγγελος μειδίασε. «Με κάνεις να μοιάζω ήρωας. Αλλά, στην πραγματικότητα, δεν έχω καμία σχέση με ήρωα. Εγώ ένα περιοδικό κυκλοφορώ μόνο· ή, μάλλον, θα έπρεπε πλέον να πω κυκλοφορούσα, γιατί δε νομίζω να μπορέσω να συνεχίσω, τουλάχιστον όσο ο Λούσιος βασιλεύει. Ο αδελφός μου είναι, αναμφίβολα, πιο ηρωική φιγούρα από εμένα. Γεμάτος με ιδεώδη κι άλλα τέτοια δυσνόητα.» Το μειδίαμά του πλάτυνε.
Η Βασιλική χαμογέλασε επίσης, αλλά πιο συγκρατημένα. «Δεν είναι όλοι οι ήρωες ίδιοι. Ούτε όλοι οι πόλεμοι του ίδιου είδους.»
Ο Άγγελος ήπιε μια γουλιά απ’το τσάι του. «Πριγκίπισσα, αρχίζεις να μιλάς σαν φιλόσοφος, κι αυτό με βάζει σε ανησυχίες.»
Γέλασαν.
*
Ο Ναός βρισκόταν γαντζωμένος επάνω σε ψηλούς βράχους. Ήταν οικοδομημένος με λευκό μάρμαρο, και οι κίονές του άστραφταν στο φως του πρωινού που ερχόταν από την Ανατολή, όπως επίσης και το άγαλμα του Απόλλωνα που ορθωνόταν πλάι στην είσοδό του, έχοντας το ύψος πέντε αντρών. Ένα στενό μονοπάτι οδηγούσε στον Ναό, λαξεμένο πάνω στις πέτρες της πλαγιάς.
Και κάτω απ’το μονοπάτι ήταν σταθμευμένα μερικά οχήματα, στρατιωτικά από την εμφάνισή τους.
Το φορτηγό των επαναστατών σταμάτησε κάπου τριακόσια μέτρα από αυτά, και ο Θελλέδης ξύπνησε τη Βασιλική, η οποία κοιμόταν ξαπλωμένη ανάμεσα στον Άγγελο και τη Βικτώρια.
«Πριγκίπισσα!» της είπε. «Φτάσαμε. Αλλά δεν είμαστε μόνοι.»
Η Βασιλική ανασηκώθηκε και, συνοφρυωμένη, ρώτησε: «Τι εννοείς;»
«Ελάτε.» Της έκανε νόημα.
Η Βασιλική σηκώθηκε και πλησίασε το μπροστινό τζάμι του φορτηγού, απ’όπου είδε τον Ναό, αλλά και τα οχήματα που ήταν συγκεντρωμένα κοντά στο μονοπάτι που οδηγούσε σ’αυτόν.
«Τι θέλουν;» ρώτησε.
«Δεν ξέρω,» αποκρίθηκε ο Θελλέδης. «Πάντως…» Σήκωσε ένα ζευγάρι κιάλια στα μάτια του. «Μοιάζουν, πάντως, χτυπημένα, Πριγκίπισσά μου. Ναι, σίγουρα, είναι χτυπημένα από βλήματα.»
Η Βασιλική έτεινε το χέρι της, για να της δώσει τα κιάλια, κι εκείνος τής τα έδωσε. Η Πριγκίπισσα τα ύψωσε και κοίταξε. Ο Θελλέδης δεν είχε άδικο, διαπίστωσε: τα οχήματα, πράγματι, έδειχναν χτυπημένα. Όχι, βέβαια, πως εξαρχής αμφισβητούσε το λόγο του Θελλέδη· ο άνθρωπος, προφανώς, γνώριζε περισσότερα από εκείνη για τα στρατιωτικά ζητήματα. Όμως ήθελε να το δει και με τα ίδια της τα μάτια.
Πολεμικά οχήματα της Απολλώνιας, παρατήρησε, όπως αυτά που χρησιμοποιούνται στο Βόρειο Μέτωπο. Δε συναντούσες τέτοια κατασκευάσματα στους δρόμους της Απαστράπτουσας· ούτε στους δρόμους των περισσότερων άλλων πόλεων. Τα οχήματα είχαν επάνω τους πυροβόλα, και ήταν ειδικά θωρακισμένα· και ένα από αυτά, μάλιστα, πρέπει να ήταν μεταβαλλόμενο, καθώς η Βασιλική μπορούσε να δει πως απ’την αριστερή του μεριά προεξείχε ένα μεταλλικό φτερό. Το φτερό ήταν σπασμένο, όμως, και λυγισμένο, και καλώδια έβγαιναν από μια του άκρια. Από τη δεξιά μεριά, το όχημα δεν είχε φτερό. Πρέπει να είχε χτυπηθεί τη στιγμή που μεταλλασσόταν, υπέθεσε η Βασιλική.
Και κατέβασε τα κιάλια, επιστρέφοντάς τα στον Θελλέδη. «Ο μόνος τρόπος να μάθουμε τι συμβαίνει είναι να πλησιάσουμε. Δε νομίζω οι στρατιώτες στα οχήματα να είναι πράκτορες του Λούσιου που ψάχνουν για εμάς.»
«Όταν σας δουν, όμως, κατά πάσα πιθανότητα θα σας αναγνωρίσουν, Πριγκίπισσά μου. Θέλετε να συμβεί αυτό;»
«Δεν είμαι σίγουρη…» είπε η Βασιλική, σκεπτικά. «Αναλόγως.»
«Ίσως θα έπρεπε να τους μιλήσει κάποιος άλλος, τότε.» Η φωνή δεν ήταν του Θελλέδη· ήταν του Φαρνέλιου, και είχε έρθει από πίσω της.
«Θα το αναλάβετε εσείς, κύριε Φαρνέλιε;» ρώτησε η Βασιλική, δίχως να στραφεί να τον κοιτάξει.
«Για την ακρίβεια, ακριβώς αυτό σκεφτόμουν.»
Η Βασιλική γύρισε τώρα για να τον αντικρίσει. «Πιστεύετε ότι ίσως να υπάρχουν πράκτορες του Λούσιου εδώ;»
Ο Φαρνέλιος κούνησε το κεφάλι του. «Το ψιλοαποκλείω. Νομίζω πως αυτοί οι στρατιώτες πρέπει να ήρθαν στο Ναό ζητώντας καταφύγιο.»
«Καταφύγιο;»
«Από τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας.»
«Μα,» είπε η Βασιλική, «οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας δε φαίνονται πουθενά εδώ γύρω.»
«Ναι,» συμφώνησε ο Φαρνέλιος· «αλλά τούτο δεν ακυρώνει την αρχική μου υπόθεση.»
*
Το φορτηγό σταμάτησε κοντά στα στρατιωτικά οχήματα, σηκώνοντας σκόνη. Οι στρατιώτες το κοιτούσαν από τα παράθυρα και τα ανοίγματα· ορισμένοι είχαν υψώσει όπλα, αν και, προφανώς, έβλεπαν ότι δεν επρόκειτο για κάποιο πολεμικό κατασκεύασμα που σκόπευε να τους επιτεθεί.
Μια πλαϊνή πόρτα του φορτηγού άνοιξε, και ο Φαρνέλιος βγήκε. Η Βασιλική τον κοιτούσε από ένα μισάνοιχτο παράθυρο. Ο χρυσόδερμος, γενειοφόρος άντρας είχε στους ώμους του ριγμένη μια κάπα, για να προστατεύεται από το κρύο, και στο κεφάλι του φορούσε ένα πλατύγυρο καπέλο. Στο στόμα του είχε την πίπα του, αλλά δεν ήταν αναμμένη.
Μια από τις πόρτες του οχήματος με το ένα χτυπημένο φτερό άνοιξε, και δύο άντρες βρήκαν. Ο ένας ήταν εύσωμος και ντυμένος με στρατιωτική στολή· είχε καστανά μαλλιά, μούσι, και κατάλευκο δέρμα. Ο άλλος ήταν λιγνός με ξυρισμένο κεφάλι και πρόσωπο, και η ενδυμασία του τον φανέρωνε για μάγο· το δέρμα του ήταν λευκό-ροζ, όπως της Βασιλικής.
«Τι συμβαίνει;» απαίτησε ο πρώτος απ’τους δύο άντρες με σταθερή (αλλά καχύποπτη, νόμιζε η Βασιλική) φωνή.
«Στο Ναό πηγαίνουμε,» αποκρίθηκε ο Φαρνέλιος. «Υπάρχει πρόβλημα μ’αυτό;» Ο τόνος του ήταν φιλικός.
«Κανένα,» είπε ο στρατιωτικός. «Εξάλλου, σας είδαμε από μακριά· δεν έρχεστε από την κατεύθυνση που θα σας έκανε ύποπτους.»
«Και ποια κατεύθυνση είναι αυτή;»
«Βόρεια, ή δυτικά.»
«Περιμένετε τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας;»
Η όψη του στρατιωτικού σκοτείνιασε, σαν μια σκιά να είχε πέσει πάνω στο κατάλευκο πρόσωπό του. «Όχι ακριβώς: δεν τους περιμένουμε.»
«Τι κάνετε εδώ, τότε; Γιατί δεν είστε στο Μέτωπο;»
Η Βασιλική σκέφτηκε ότι τώρα ο στρατιωτικός μάλλον θα απαντούσε στον Φαρνέλιο: Ποιος είσαι εσύ που θέλεις να μάθεις; ή, Να κοιτάς τη δουλειά σου! ή κάτι παρόμοιο.
Όμως εκείνος την εξέπληξε, λέγοντας: «Αναγκαστήκαμε να υποχωρήσουμε.» Ο τόνος του έγινε κουρασμένος, μελαγχολικός. «Είχαμε τραυματίες. Τους φέραμε εδώ,» έδειξε τον Ναό πάνω στην πλαγιά με μια απλή, σχεδόν αδιάφορη κίνηση του χεριού του, «για να κάνουν οι ιερείς ό,τι μπορούν γι’αυτούς. Οι περισσότεροι, όμως, είναι πολύ άσχημα χτυπημένοι… Τα πράγματα πάνε απ’το κακό στο χειρότερο στο Βόρειο Μέτωπο.»
«Υπάρχει περίπτωση, δηλαδή, οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας να φτάσουν ώς εδώ;» ρώτησε ο Φαρνέλιος.
«Μερικές μεμονωμένες μικρές μονάδες, ίσως. Μεγαλύτερα στρατιωτικά τάγματα αποκλείεται. Είμαστε αρκετά μακριά από εκεί όπου λαμβάνουν χώρα οι σοβαρότερες συγκρούσεις. Πάντως, σου λέω, από τότε που έπεσε το Φρούριο του Σμαραγδένιου Βουνού, τα πράγματα πάνε απ’το κακό στο χειρότερο.»
«Το Φρούριο του Σμαραγδένιου Βουνού;» έκανε ο Φαρνέλιος. «Έπεσε στα χέρια της Παντοκράτειρας;»
Το έλεγε σαν το συγκεκριμένο φρούριο να ήταν πολύ σημαντικό. Κι εγώ δεν έχω ιδέα γι’αυτό, σκέφτηκε η Βασιλική. Ποτέ της δεν ασχολιόταν με τα στρατιωτικά ζητήματα του βασιλείου· και τώρα, για πρώτη φορά στη ζωή της, αισθάνθηκε άσχημα γι’αυτό. Τι είχε αλλάξει;
Τι είχε αλλάξει;
Γελοίο ερώτημα. Τα πάντα είχαν αλλάξει, φυσικά.
Ο στρατιωτικός απαντούσε, καθώς τούτες οι σκέψεις περνούσαν απ’το νου της: «Ναι,» είπε στον Φαρνέλιο, «δυστυχώς. Δεν έχει ακουστεί στ’άλλα μέρη του βασιλείου;»
«Εγώ, τουλάχιστον, δεν έχω ακούσει τίποτα.»
«Ποιος είσαι; Και γιατί έρχεσαι στο Ναό; Σ’έχει στείλει καμια εταιρεία;» Ο στρατιωτικός κοίταξε το φορτηγό, απ’τη μια άκρη ώς την άλλη.
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Φαρνέλιος, «δεν εργάζομαι για κάποια εταιρεία. Γιατρός είμαι, και πηγαίνω στο Ναό μια ασθενή μου. Τ’όνομά μου είναι Φαρνέλιος.»
«Αφού είσαι γιατρός, γιατί δεν τη θεραπεύεις μόνος σου;»
«Πρόκειται για μια ειδική περίπτωση διανοητικής ασθένειας. Αλλά εσύ ποιος είσαι, κύριε Ταγματάρχα;»
Ταγματάρχης; σκέφτηκε η Βασιλική. Ο Φαρνέλιος, μάλλον, το είχε καταλάβει απ’τη στολή του άντρα.
Και το γεγονός ότι το είχε καταλάβει φάνηκε ν’άρεσε στον στρατιωτικό, ο οποίος χαμογέλασε μέσα απ’τα μούσια του. «Φαίδων Υπόλυκος. Κι από δω, ο κύριος Νάτρης’μορ, μάγος και προσωπικός μου φίλος.» Έδειξε με μια κίνηση του σαγονιού τον λιγνό, ξυρισμένο άντρα πλάι του.
Ο Νάτρης’μορ έκλινε το κεφάλι προς τη μεριά του Φαρνέλιου.
’μορ· η Βασιλική ήξερε πως αυτή η κατάληξη σήμαινε ότι ο Νάτρης ήταν Τεχνομαθής: ένα τάγμα μάγων που επικεντρωνόταν –τουλάχιστον, στην Απολλώνια– στα πολεμικά οχήματα και στους οπλισμούς.
Ο μάγος είχε ένα αποτρόπαιο χαμόγελο, που φάνηκε μονάχα για μια στιγμή στο πρόσωπό του. Η Βασιλική δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν εκείνο που δεν της άρεσε στο χαμόγελό του· αλλά, βλέποντάς τον να χαμογελά, αισθάνθηκε ένα ξαφνικό ρίγος να διατρέχει τον αυχένα της.
«Αυτοί οι άνθρωποι ίσως να ξέρουν για τον αδελφό μου. Αν είναι καλά. Πού βρίσκεται.» Ήταν η φωνή του Άγγελου, ο οποίος είχε μιλήσει από πίσω της.
«Δε νομίζω, όμως, ότι τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή για να τους ρωτήσεις,» του αποκρίθηκε η Βασιλική.
Συγχρόνως, ο Φαρνέλιος έλεγε στον Φαίδωνα Υπόλυκο: «Χαίρω πολύ για τη γνωριμία, κύριε Ταγματάρχα.» Και προς τον μάγο: «Κύριε Νάτρη’μορ.
»Εγώ και ορισμένοι από τους συντρόφους μου θα ανεβούμε τώρα στο Ναό, αν μας επιτρέπετε.»
«Ασφαλώς,» αποκρίθηκε ο Ταγματάρχης. «Δεν ήρθαμε εδώ για να κάνουμε κατάληψη του μέρους.»
*
Η Βασιλική βγήκε απ’το φορτηγό φορώντας κάπα και κουκούλα, γιατί ο Φαρνέλιος κι όλοι οι υπόλοιποι το έκριναν απαραίτητο να μην αναγνωρίσει κανείς την Πριγκίπισσα της Απολλώνιας –ακόμα και μερικοί απλοί στρατιώτες του βασιλείου. Η Βικτώρια είχε επίσης κουκούλα στο κεφάλι και μια κάπα ριγμένη στους ώμους, για να κρύβει τη γαλανόχρωμη στολή με την οποία ήταν ντυμένη από τότε που βρισκόταν στην κλινική. Στα πόδια της φορούσε μπότες, που της είχαν δώσει οι επαναστάτες. Μαζί με τις δύο γυναίκες ήταν ο Φαρνέλιος, ο Θελλέδης, κι άλλοι δύο επαναστάτες. Ο Άγγελος ήθελε να έρθει επίσης, μα ο Φαρνέλιος τού το είχε απαγορέψει, λέγοντας πως οι άνεμοι που φυσούσαν εκεί πάνω, στο ύψος του Ναού, δεν μπορούσαν παρά να κάνουν κακό στην υγεία του, στην κατάσταση που βρισκόταν.
Έτσι, η Πριγκίπισσα Βασιλική και οι σύντροφοί της ανηφόριζαν τώρα το μονοπάτι της πλαγιάς που οδηγούσε στο Ναό, ενώ ο ήλιος, που πριν από λίγες ώρες είχε ανατείλει, τους έλουζε με το χρυσαφένιο φως του. Το έδαφος του μονοπατιού ήταν στρωμένο με γλιστερές πλάκες, γι’αυτό η Βασιλική είχε το ένα της χέρι περασμένο γύρω από τους ώμους της Βικτώριας, φοβούμενη ότι ίσως η φίλη της να τρόμαζε από κάποια ψευδαίσθηση του μυαλού της και να έπεφτε.
«Γιατί ανεβαίνουμε;» ρώτησε η Βικτώρια.
«Πηγαίνουμε στο Ναό, για να σε βοηθήσουν οι ιερείς του Απόλλωνα.»
«Θα διώξουν τον άντρα με το κέρατο;»
«Ναι,» είπε η Βασιλική, «θα τον διώξουν.» Το Γαλανό Φως. Ελπίζω να ξέρουν τι ακριβώς είναι αυτό το Γαλανό Φως…
Ο Ναός ορθωνόταν επιβλητικός από πάνω τους, καθώς άστραφτε στις αχτίνες του ήλιου. Το άγαλμα του Απόλλωνα απεικόνιζε έναν πολεμιστή, ντυμένο με χιτώνα και μανδύα, ο οποίος βαστούσε ένα ξίφος υψωμένο προς τον ουρανό και μια ασπίδα τοποθετημένη αμυντικά εμπρός του. Τα μαλλιά του ήταν μακριά, και το πρόσωπό του πανέμορφο. Ήταν τόσο αριστοτεχνικά λαξεμένος που έμοιαζε ζωντανός. Νόμιζες ότι τα μάτια του θα στραφούν, από στιγμή σε στιγμή, επάνω σου και θα σε κοιτάξουν· θα κοιτάξουν μέσα στην ψυχή σου.
Η άνοδος του μονοπατιού ήταν κουραστική, όχι μόνο επειδή οι πλάκες ήταν γλιστερές και έπρεπε να προσέχεις, αλλά κι επειδή ο δρόμος ήταν πολύ, πολύ απότομος κι επικλινής. Φτάνοντας στην κορυφή, η Βασιλική αισθανόταν τις κνήμες της να πονάνε και τα πόδια της να έχουν πιεστεί επώδυνα μέσα στις μπότες της. Ο ψυχρός άνεμος που φυσούσε σε τούτα τα ύψη έκανε την κάπα της να κυματίζει πάνω απ’τους ώμους της, και η κουκούλα της παραλίγο να της φύγει απ’το κεφάλι, αν δεν την έπιανε για να την ξανατραβήξει μπροστά. Το ψύχος γλίστρησε μέσα στα ρούχα της, περονιάζοντας το ζεσταμένο από την ανάβαση κορμί της.
Βρισκόταν τώρα μπροστά στη μαρμάρινη πύλη του Ναού και πλάι στα πόδια του αγάλματος του Απόλλωνα. Ο Ναός δεν ήταν κλειστός· δεν είχε πόρτα: μπορούσες να δεις μέσα στη βαθιά, ψηλή του αίθουσα, χωρίς τίποτα να παρακωλύει την όρασή σου. Το πελώριο δωμάτιο στηριζόταν σε κολόνες, παρόμοιες αλλά μικρότερες από αυτές που βρίσκονταν απέξω, στην περιφέρεια του οικοδομήματος.
Στο εσωτερικό της αίθουσας υπήρχαν στρατιώτες, που οι περισσότεροι ήταν ξαπλωμένοι σε ράντσα. Δεν πρέπει να ξεπερνούσαν τους τριάντα, υπολόγιζε με το μάτι η Βασιλική. Περίεργο, σκέφτηκε. Απ’όλο το τάγμα του Ταγματάρχη Υπόλυκου μονάχα αυτοί απέμειναν; Τι ήταν εκείνο που τους επιτέθηκε;
Έστρεψε το βλέμμα της στον Φαρνέλιο, αλλά εκείνου το πρόσωπο δε φανέρωνε απορία. Δεν τον είχε παραξενέψει καθόλου το γεγονός, ή το έκρυβε;
«Πάμε μέσα,» της είπε.
Πέρασαν την πύλη και βάδισαν στο εσωτερικό της μεγάλης αίθουσας του Ναού με τα βήματά τους –αν και αργά– ν’αντηχούν πάνω στις πλάκες. Τα βλέμματα ορισμένων στρατιωτών στράφηκαν στο μέρος τους. Η Βασιλική είδε έναν που του έλειπε το δεξί πόδι, και το κεφάλι του ήταν τυλιγμένο με επιδέσμους· είδε έναν άλλο που ήταν τραυματισμένος στο στήθος, σκεπασμένος με κουβέρτες, και έμοιαζε να παραληρεί από τον πυρετό· έναν άλλο που καθόταν σ’ένα σκαμνί, με το χέρι του σε νάρθηκα και κοιτάζοντας με απογοητευμένα μάτια τους συμπολεμιστές του· μια γυναίκα που είχε χάσει το αριστερό της αφτί και το αριστερό της μάτι, και το μάγουλό της ήταν καμένο. Οι άνθρωποι του Ναού περιποιούνταν τους στρατιώτες, δίνοντας παυσίπονα, δένοντας τραύματα, βάζοντας νάρθηκες και αλοιφές–
Η Βικτώρια στράφηκε απότομα, κοιτάζοντας πίσω.
Η Βασιλική την κράτησε, γερά, από το μπράτσο. «Τι είναι;»
«Ο άντρας με το κέρατο,» της ψιθύρισε εκείνη. «Είναι έξω απ’το Ναό!»
«Δε θα μπει,» είπε η Βασιλική, αν και, μάλλον, είχε ήδη μπει, αφού βρισκόταν μες στο κεφάλι της φίλης της.
Η Βικτώρια, όμως, την αιφνιδίασε, λέγοντας: «Ναι, δε θα μπει. Δεν μπορεί να μπει εδώ. Αλλά θα με περιμένει απέξω. Τον έχω εξοργίσει…»
Δεν μπορεί να μπει εδώ… Γιατί; Κάποια δύναμη τον εμποδίζει; Η δύναμη του Απόλλωνα; Η δύναμη του Απόλλωνα σταματά τα μάγια των ακόλουθων του Μαύρου Νάρζουλ; «Πάμε, Βικτώρια. Πάμε.»
Προχώρησαν μέσα στη μεγάλη αίθουσα, περνώντας ανάμεσα από τους χτυπημένους στρατιώτες και τους ανθρώπους του Ναού, οι οποίοι τους ατένιζαν με κάποια περιέργεια, μα δεν τους μιλούσαν.
«Κύριε Φαρνέλιε,» ρώτησε η Βασιλική, «σε ποιον πρέπει να απευθυνθούμε;» Η ίδια, δυστυχώς, δεν είχε μεγάλη πείρα από Ναούς. Δεν πήγαινε παρά σπάνια, και κυρίως όταν ήταν μικρή, μαζί με τον Ανδρόνικο και τον Λούσιο, καθώς ο πατέρας τους επέμενε να παρευρίσκονται σ’όλες τις σημαντικές τελετές της θρησκείας του Απόλλωνα. Μετά, όταν η Βασιλική μεγάλωσε, προτιμούσε να πηγαίνει αλλού εκείνες τις ημέρες. Η μητέρα τους της έλεγε ότι είχε γίνει απαράδεκτη με τη συμπεριφορά της, όμως η Πριγκίπισσα την αγνοούσε· δεν έβρισκε κανένα ενδιαφέρον σε τίποτα το εθιμοτυπικό ή τυπολατρικό.
«Θα μας μιλήσουν αυτοί πρώτοι,» απάντησε ο Φαρνέλιος, και, ακολουθώντας το βλέμμα του, η Βασιλική είδε πως το είχε στραμμένο προς μια γυναίκα στο απώτερο βάθος της αίθουσας.
Μια ιέρεια.
Η γυναίκα ήταν μετρίου αναστήματος και είχε σπαστά, καστανά μαλλιά που έπεφταν ανάλαφρα στους ώμους της, συγκρατημένα από ένα αργυρό στεφάνι. Φορούσε γαλανό ράσο και χρυσή ζώνη, που μάζευε το ράσο γύρω απ’τη μέση της, κάνοντάς το να σχηματίζει έντονες πτυχές. Το αριστερό της χέρι ήταν ντυμένο με χρυσά κομμάτια που κάλυπταν τα δάχτυλα και την ανάστροφη του χεριού, μοιάζοντας να σχηματίζουν ένα γάντι από χρυσάφι. Αυτό το πράγμα παραξένεψε τη Βασιλική, η οποία δε νόμιζε ότι το είχε ξαναδεί σε ιερέα ή ιέρεια του Απόλλωνα.
«Φαρνέλιε,» είπε η γυναίκα με το γαλανό ράσο, όταν την πλησίασαν, «τι σε φέρνει εδώ, παλιέ μου φίλε;»
Γνωρίζεστε; εξεπλάγη η Βασιλική.
«Η ασθένεια μιας φίλης, Πάμφωτη,» αποκρίθηκε ο Φαρνέλιος.
Πάμφωτη; Τι είδους προσφώνηση είναι αυτή;
Η ιέρεια έστρεψε το γαλήνιο βλέμμα της στις κουκουλοφόρες μορφές της Βασιλικής και της Βικτώριας.
«Θα μπορούσαμε να πάμε σ’ένα άλλο δωμάτιο,» πρότεινε ο Φαρνέλιος, «με λιγότερο κόσμο;»
«Ασφαλώς,» αποκρίθηκε η ιέρεια. «Ακολουθήστε με.» Και, στρέφοντάς τους την πλάτη, βάδισε ανάμεσα στις ψηλές κολόνες της αίθουσας.
Εκείνοι υπάκουσαν· και η Βασιλική διαπίστωσε πως δεν ήταν μόνο το βλέμμα της γυναίκας γαλήνιο, αλλά κι όλη της η παρουσία, ακόμα και το βάδισμά της. Για την ακρίβεια, έμοιαζε να εκπέμπει γαλήνη.
Τους οδήγησε σ’ένα πλευρικό δωμάτιο της μεγάλης αίθουσας, όπου φωτιά έκαιγε μέσα σ’ένα τζάκι, ζεσταίνοντας το χώρο. Από ένα τζαμένιο παράθυρο έμπαινε έντονο το φως του ήλιου, σχίζοντας τις σκιές σαν μια μακριά λόγχη.
«Μιλήστε μου,» τους παρότρυνε η ιέρεια.
«Κατ’αρχήν,» είπε ο Φαρνέλιος, «το θεωρώ σωστό να σου γνωστοποιήσω ότι έχω μαζί μου την Πριγκίπισσα Βασιλική, του Οίκου των Ευφρόνων.» Και έστρεψε τη ματιά του στη Βασιλική.
Εκείνη κατέβασε την κουκούλα της.
Η ιέρεια χαμογέλασε, ζεστά. «Καλωσόρισες, Βασιλική, στον Οίκο του Απόλλωνα.»
Στον ενικό, και χωρίς να την προσφωνήσει Υψηλοτάτη ή Πριγκίπισσά μου. Ακόμα ένα παράξενο πράγμα. Γιατί, κανονικά, ούτε οι ιερείς του Απόλλωνα δεν μιλούσαν τόσο οικεία στη βασιλική οικογένεια.
Η Βασιλική έκλινε το κεφάλι σε χαιρετισμό, αλλά, προτού προλάβει να μιλήσει, ο Φαρνέλιος τής είπε: «Να σου γνωρίσω την Πάμφωτη Ανδρομάχη, Ορκισμένη Ιέρεια του Απόλλωνα, και πρώην κόρη του μακαρίτη Δούκα Κωνστάντιου της Βανκάρης.»
Του Δούκα Κωνστάντιου; Του ίδιου Δούκα Κωνστάντιου που είχε παντρευτεί η Κορνηλία; Αυτή είναι η κόρη του, που είχα ακούσει ότι εγκατέλειψε τα εγκόσμια;
Και γιατί την αποκάλεσε «πρώην κόρη» του; Εξαιτίας, ίσως, του ιερατικού της αξιώματος;
Η Ανδρομάχη κοίταξε τη Βικτώρια, μη μοιάζοντας να δίνει ιδιαίτερη σημασία στις εντυπωσιακές συστάσεις του Φαρνέλιου, ούτε στην έκπληκτη όψη της Βασιλικής. «Κι αυτή είναι η ασθενής;»
Η Βικτώρια κατέβασε την κουκούλα της.
«Ονομάζεται Βικτώρια Κατήνεμη, Πάμφωτη,» είπε ο Φαρνέλιος, και της εξήγησε όσα γνώριζε για την περίπτωσή της και για τις μεθόδους των ακόλουθων του Μαύρου Νάρζουλ.
Η Ανδρομάχη άκουγε σιωπηλά, αλλά η Βασιλική μπορούσε να δει το συνοφρύωμα στο πρόσωπό της να βαθαίνει ολοένα και περισσότερο, σαν να αντιλαμβανόταν πλήρως τη βαρύτητα των όσων τής έλεγε ο Φαρνέλιος και σαν, όσο εκείνος μιλούσε, να καταλάβαινε πόσο πολύ άσχημα ήταν τα πράγματα.
«Μια τέτοια περίπτωση δεν έχει παρουσιαστεί εδώ και αιώνες,» είπε, τελικά, η Ανδρομάχη. «Ωστόσο, με τη Χάρη του Απόλλωνα, θα καταπολεμήσουμε το Σκοτεινό Άγγιγμα.»
«Η Βικτώρια μού είπε ότι ο άντρας που βλέπει δεν μπορεί να μπει στο Ναό,» τόνισε η Βασιλική.
Η Βικτώρια κατένευσε, σιωπηλά.
«Καλό σημάδι αυτό,» είπε η Ανδρομάχη. Και ακούμπησε το δεξί της χέρι στους ώμους της Βικτώριας· το γαλανό ράσο της ιέρειας έμοιαζε να την καλύπτει προστατευτικά. «Θα έρθεις μαζί μου, Βικτώρια;»
«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνη με χαμηλή φωνή, μιλώντας για πρώτη φορά από τότε που συνάντησαν την Ορκισμένη.
«Να έρθω κι εγώ μαζί σας;» ρώτησε η Βασιλική.
«Εάν θέλεις,» είπε η Ανδρομάχη.
Η Βασιλική κοίταξε τον Φαρνέλιο· εκείνος τής έγνεψε καταφατικά.
Η Ανδρομάχη άρχισε να βαδίζει, εξακολουθώντας να έχει το δεξί της χέρι στους ώμους της Βικτώριας. Η Βασιλική την ακολούθησε, βρίσκοντας το βλέμμα της να πηγαίνει συχνά-πυκνά στο αριστερό χέρι της ιέρειας, όπου γυάλιζε το χρυσό γάντι. Γιατί το φορά; Είναι μέρος της ενδυμασίας της; Μέρος της ενδυμασίας του αξιώματός της;
Η Ανδρομάχη, όσο προχωρούσαν, μίλησε σε μερικούς ανθρώπους του Ναού, καθώς και σ’έναν ιερέα. Ο ιερέας ήταν παρόμοια ντυμένος μ’εκείνη, φορώντας γαλανό ράσο, μα δεν είχε ούτε χρυσό γάντι ούτε χρυσή ζώνη. Επομένως, η Βασιλική υπέθεσε ότι, ναι, μάλλον, αυτά τα δύο αντικείμενα αποτελούσαν μέρος της ενδυμασίας μιας Ορκισμένης.
Η Ανδρομάχη οδήγησε τη Βικτώρια Κατήνεμη και την Πριγκίπισσα της Απολλώνιας μέσα σε μερικούς μικρούς, διακλαδιζόμενους διαδρόμους του Ναού και, τελικά, σ’ένα στρογγυλό δωμάτιο, που λουζόταν από γαλανό φως.
Το Γαλανό Φως; δεν μπόρεσε παρά να σκεφτεί αμέσως η Βασιλική. Μετά, όμως, παρατήρησε ότι ο θόλος του δωματίου ήταν καμωμένος από γαλανό κρύσταλλο, επομένως όλο το φως της ημέρας που έμπαινε εδώ γινόταν γαλανό.
Το δωμάτιο ήταν περιστοιχισμένο από κολόνες, πολύ μικρότερες από αυτές στη μεγάλη αίθουσα, αλλά γεμάτες με λαξευτά σύμβολα. Στο κέντρο του πατώματός του ήταν λαξεμένος ένας ήλιος, που μόνο οι ακτίνες του ξεπρόβαλλαν πίσω από ένα ολόγιομο φεγγάρι: ή, πιο απλά, ήταν ένας κλειστός κύκλος που από την περιφέρειά του προεξείχαν τρίγωνα. Η Βασιλική αναγνώριζε αυτό το σύμβολο ως το επίσημο σύμβολο της θρησκείας του Απόλλωνα. Και ήξερε ότι επρόκειτο για ένα φεγγάρι μπροστά από έναν ήλιο επειδή της το είχε πει η μητέρα της, όταν ήταν μικρή. Το φεγγάρι είναι η Γλαυκή, Βασιλική: η Ψυχή του Απόλλωνα· και πίσω της κρύβεται ένας ολόκληρος ήλιος. Η Βασιλική είχε ρωτήσει τη μητέρα της γιατί δεν φαινόταν αυτός ο ήλιος τη νύχτα· και η Βασίλισσα Γλυκάνθη είχε απαντήσει ότι ο ήλιος αυτός έλαμπε στις καρδιές των ανθρώπων. Αργότερα, όταν μεγάλωσε λίγο, η Βασιλική δεν τα θεωρούσε τούτα τίποτα παραπάνω από παραμύθια.
«Θα χρειαστεί να περιμένω την ανατολή της Γλαυκής,» είπε η Ανδρομάχη. «Στο μεταξύ, θα κάνω κάποιες απαραίτητες προετοιμασίες για την τελετή· αλλά, όταν πέσει η νύχτα, θα ήταν καλύτερα να μην είσαι παρούσα, Βασιλική. Όσο λιγότεροι οι παρευρισκόμενοι, τόσο ευκολότερο θα είναι για μένα να επικεντρωθώ στο πρόβλημα. Καθώς επίσης και για τη Βικτώρια.»
«Εντάξει,» αποκρίθηκε η Βασιλική. «Θα μπορούσα, όμως, να σας κάνω μια ερώτηση, Πάμφωτη, προτού αρχίσετε τις προετοιμασίες;»
«Ασφαλώς.» Η όψη της… τόσο γαλήνια…
Η Βασιλική τής μίλησε για το Σερπετό που την είχε συναντήσει στο δρόμο, έξω απ’την Απαστράπτουσα, και που την είχε βοηθήσει στο όνειρό της, και που, ύστερα, είχε εμφανιστεί ξανά για ν’αντιμετωπίσει τους ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ και να δώσει σ’εκείνη και τον Άγγελο την ευκαιρία να ξεφύγουν.
«Γιατί με βοηθά αυτό το Σερπετό;»
«Τα Σερπετά είναι οι Αγγελιαφόροι του Απόλλωνα, Βασιλική, καθώς και οι Μαχητές του. Δεν είναι η πρώτη φορά που έχει ακουστεί να συντρέχουν τη βασιλική οικογένεια της Απολλώνιας, όταν υπάρχει ανάγκη.»
Η Βασιλική δεν το ήξερε αυτό. Και δεν είχε περάσει ποτέ από το νου της.
«Τα Σερπετά κατέχουν μια σοφία πέρα από την ανθρώπινη,» συνέχισε η Ανδρομάχη. «Κατέχουν τη σοφία της Γλαυκής, και σε γνωρίζουν καλύτερα απ’ό,τι νομίζεις. Δε θα έπρεπε να σε παραξενεύει η εμφάνισή τους σε τούτους τους δύσκολους καιρούς.» Χαμογέλασε, και το χαμόγελό της ήταν τόσο γαλήνιο όσο κι η όψη της.
*
Η Βασιλική επέστρεψε στη μεγάλη αίθουσα, όπου την περίμεναν ο Φαρνέλιος κι οι τρεις επαναστάτες. Είχε φορέσει πάλι την κουκούλα της, για να μην την αναγνωρίσει κανένας τυχαίος στρατιώτης.
«Τι έγινε;» τη ρώτησε ο Φαρνέλιος. «Όλα εντάξει;»
«Η Ανδρομάχη ετοιμάζεται για την τελετή,» εξήγησε η Πριγκίπισσα, «η οποία θα γίνει τη νύχτα, υπό το φως της Γλαυκής. Η Βικτώρια μού είπε ότι δε με χρειαζόταν άλλο κοντά της, έτσι αποφάσισα να φύγω. Μου φαίνεται πολύ καλύτερα τώρα…» Σαν η γαλήνη που εκπέμπει η Ανδρομάχη να την έχει εμποτίσει.
«Επομένως,» είπε ο Φαρνέλιος, «κάναμε καλά που τη φέραμε εδώ.»
Η Βασιλική ένευσε. «Έτσι φαίνεται. Μου σχιζόταν η καρδιά που την έβλεπα όπως ήταν.»
Ο Φαρνέλιος άγγιξε τον ώμο της. «Σύντομα, θα είναι τελείως καλά. Δε θα την καταδιώκουν πλέον τα σκοτεινά όνειρα του Μαύρου Νάρζουλ.
»Θέλεις τώρα να κατεβούμε στο φορτηγό;»
Η Βασιλική κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Εγώ, τουλάχιστον, θα μείνω εδώ, στο Ναό. Θα βγω, όμως, για να πάρω λίγο καθαρό αέρα.» Δεν αισθανόταν βολικά με τόσους τραυματίες γύρω της, παρά το μέγεθος της αίθουσας. Δεν είσαι φτιαγμένη για πολέμους, Βασιλική, σκέφτηκε, καθώς βάδιζε προς την έξοδο. Δεν είσαι ο Ανδρόνικος, όπως θα ήθελαν οι επαναστάτες.
Ο Φαρνέλιος κι οι σύντροφοί του την ακολούθησαν.
Βγήκαν απ’το Ναό του Απόλλωνα κι αισθάνθηκαν τον παγερό αέρα των βουνών στα πρόσωπά τους. Από κάτω, μπορούσαν να δουν τα σταθμευμένα στρατιωτικά οχήματα, καθώς και το φορτηγό τους.
Κι από ακόμα πιο μεγάλη απόσταση, είδαν μια δυνατή έκρηξη να γίνεται, ο κρότος της οποίας έφτασε μέχρι τ’αφτιά τους. Το Βόρειο Μέτωπο δε βρισκόταν και τόσο μακριά…
Ο Χρύσιππος λάτρευε να ακούει και να βλέπει τον εαυτό του να μιλά. Δεν παρουσιαζόταν συχνά αυτοπροσώπως στο Φως της Απολλώνιας· ήταν ο καναλάρχης, όχι ένας οποιοσδήποτε παρουσιαστής –και, για την ακρίβεια, ο μεγαλύτερος καναλάρχης στο βασίλειο. Όμως, όσες φορές έβγαινε για να μιλήσει, το απολάμβανε. Ή, μάλλον, δεν απολάμβανε τόσο εκείνες τις στιγμές, όσο τις στιγμές που ακολουθούσαν: τις στιγμές που ήταν μόνος, στο σπίτι του, και έβλεπε στην οθόνη τον εαυτό του.
Το είχε κάνει πρόσφατα, όταν η Αρχόντισσα Δομινίκη τού είχε ζητήσει να εκφράσει δημοσίως την κατάπληξη –και τη βαθύτατη λύπη του– για το κατάντημα του Πρίγκιπα Ανδρόνικου: για το γεγονός ότι ο Ανδρόνικος είχε, από φθόνο, επιχειρήσει να επιτεθεί στον αδελφό του, που είχε προσφέρει τόσα στο βασίλειο, ενώ εκείνος –εν καιρώ πολέμου– έλειπε, περιπλανώμενος σε άλλες διαστάσεις που τον χρειάζονταν πολύ λιγότερο.
Ο Χρύσιππος αισθανόταν μάλλον ικανοποιημένος από αυτό του τον σχετικά σύντομο λόγο. Αισθανόταν –όπως είχε αισθανθεί κι άλλες φορές παλιότερα– τη μεθυστική δύναμη τού να επηρεάζεις τις μάζες. Του να εκπέμπεις και να σ’ακούνε πλήθη ανθρώπων, σ’όλη την Απαστράπτουσα και πέρα απ’αυτήν, μέσω πομπών που έστελναν σήμα σε άλλους πομπούς και σε άλλους πομπούς, μέχρι που το μήνυμά σου έφτανε απ’άκρη σ’άκρη της Απολλώνιας. Ναι, ο Χρύσιππος αντιλαμβανόταν πως το να ελέγχεις ένα τηλεοπτικό κανάλι όπως το Φως της Απολλώνιας ήταν να ασκείς εξουσία· κι αυτό τού άρεσε. Γιατί ήξερε πως οι πάντες τον είχαν ανάγκη, ακόμα κι οι βασιλείς. Μπορούσε με μερικά λόγια να στρέψει ολόκληρα πλήθη εναντίον οποιουδήποτε καθεστώτος. Μπορούσε να φτιάξει ή να αμαυρώσει τη φήμη οποιουδήποτε ανθρώπου.
Και απόδειξη ήταν αυτό που είχε συμβεί με τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο. Ο Ανδρόνικος δε θα μπορούσε ποτέ ξανά να εξουσιάσει το λαό της Απολλώνιας, γιατί, στα μάτια του λαού του, ήταν τρελός.
Μονάχα εγώ εξουσιάζω. Εγώ. Όλα αρχίζουν από εμένα και καταλήγουν σε εμένα.
Βηματίζοντας μέσα στην παραποτάμια οικία του, ο Χρύσιππος αισθανόταν την ανάγκη να ξαναδεί τον εαυτό του στην οθόνη, γι’ακόμα μια φορά. Όχι την αποθηκευμένη παρουσίαση σχετικά με τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο· αυτή είχε βαρεθεί, προς το παρόν, να τη βλέπει. Τώρα σκεφτόταν να δει μια άλλη, παλιότερη, στην οποία μιλούσε για το Βόρειο Μέτωπο, εξηγώντας στο λαό πόσο είχε βοηθήσει ο Αντιβασιλέας Λούσιος στην αντιμετώπιση των δυνάμεων της Παντοκράτειρας.
Ο Χρύσιππος άνοιξε μια διπλή ξύλινη πόρτα, άναψε το ενεργειακό φως, και μπήκε σ’ένα απ’τα τέσσερα σαλόνια του σπιτιού του: το μικρότερο, το οποίο διέθετε μια τεράστια οθόνη προσαρτημένη στον τοίχο. Πλησίασε μια μικρή κονσόλα που βρισκόταν κοντά στην οθόνη και, πατώντας μερικά πλήκτρα, αναζήτησε την αποθηκευμένη ομιλία που είχε στο μυαλό του.
Βήματα τον διέκοψαν. Στράφηκε, για να δει τον γιο του, Αυτόλυκο, να μπαίνει. Ήταν ένας ψηλός, όμορφος, καστανομάλλης νεαρός με χρυσαφένιο δέρμα. Έμοιαζε τόσο πολύ στη μητέρα του. Επί του παρόντος, φορούσε επίσημη ενδυμασία: μαύρα, καλοσιδερωμένα ρούχα, διακοσμημένα με αργυρά κεντήματα.
«Πατέρα,» είπε, «δε θα έρθεις, για την τελετή;»
Την τελετή… Ο Χρύσιππος την είχε σχεδόν ξεχάσει. Απόψε, υποτίθεται πως θα έκαναν μια οικογενειακή τελετή, για την επίκληση της δύναμης του Μαύρου Νάρζουλ, ώστε ο Δάσκαλος να συντρέξει την Αρχιέρεια Δομινίκη στον σκοπό της. Γιατί, φυσικά, ο Χρύσιππος γνώριζε ακριβώς τον λόγο που εκείνη, ο Πρίγκιπας Λούσιος, και η Δούκισσα Κορνηλία είχαν φύγει άρον-άρον από την Απαστράπτουσα: είχαν βρει στοιχεία για το μέρος φυλάκισης ενός από τους Οκτώ.
Ωστόσο, οι τελετές δεν του άρεσαν. Η αλήθεια ήταν πως τις βαριόταν, και δεν καταλάβαινε τη χρησιμότητά τους. Εκείνο που καταλάβαινε ήταν η χρησιμότητα του πολύ αποτελεσματικού δικτύου των ακόλουθων του Μαύρου Νάρζουλ: και το γεγονός ότι, μέσω αυτού, ο Χρύσιππος μπορούσε να εκτοπίσει σχεδόν τον οποιονδήποτε από τη θέση του. Και δε χρειαζόταν ούτε καν να βγει στην οθόνη για να το καταφέρει. Τον εξουδετέρωνε σιωπηλά, καταστρέφοντας το μυαλό του.
Ο Αυτόλυκος, όμως, δεν έβλεπε τα πράγματα μόνο από τη σκοπιά της χρησιμότητας. Ο Χρύσιππος γνώριζε πολύ καλά ότι ο γιος του ήταν πιστός ακόλουθος της θρησκείας του Μαύρου Νάρζουλ, και ευελπιστούσε να τον αναγνωρίσουν ως ιερέα. Υπήρχε κάτι που τον συνάρπαζε σ’αυτή τη θρησκεία, κάτι που τον εκστασίαζε. Η γοητεία του τρόμου, ίσως; Ο Χρύσιππος δεν μπορούσε να μαντέψει. Ο νους του Αυτόλυκου ήταν, ορισμένες φορές, τελείως ακατανόητος: σαν να είχες διεισδύσει μέσα σ’έναν παράξενο λαβύρινθο, γεμάτο ακανόνιστες γωνίες, απότομες και συνεχείς στροφές, και διακλαδώσεις.
Ο Χρύσιππος αναστέναξε. «Θα έρθω,» είπε, αφήνοντας την κονσόλα. «Η μητέρα σου είναι έτοιμη;» Βάδισε προς τον γιο του.
«Ετοιμάζεται ακόμα· την ξέρεις πώς είναι. Αλλά δε νομίζω ν’αργήσει.»
*
Η οικία του Χρύσιππου βρισκόταν στη βόρεια όχθη του μεγάλου ποταμού Οροκέλωρα, στη δυτική μεριά της Απαστράπτουσας, όχι πολύ μακριά από το παλάτι. Ήταν, ουσιαστικά, μια βίλα, περιτειχισμένη και με μεγάλο κήπο. Και, ασφαλώς, είχε και την απαραίτητη περιφρούρηση, καθώς ο καναλάρχης του Φωτός της Απολλώνιας ήταν ένα πρόσωπο που αρκετοί δυσαρεστημένοι θα επιθυμούσαν να δουν νεκρό. Υπήρχαν προβολείς που έσχιζαν με το φως τους τη νύχτα· υπήρχαν οπλισμένοι φύλακες που έκαναν περιπολίες· υπήρχαν εκπαιδευμένα σκυλιά, που περιπλανιόνταν στον κήπο· υπήρχε ένα περιορισμένης εμβέλειας σύστημα ανίχνευσης και παρακολούθησης, που λειτουργούσε με τη βοήθεια Βιοσκόπου και εντόπιζε κάθε έμβιο εισβολέα.
Κανένα από αυτά τα μέτρα προστασίας δεν κατάφερε, όμως, να εμποδίσει την Άνμα’ταρ. Ήταν μαθημένη να διαλύει τέτοια συστήματα, ώστε οι Μαύρες Δράκαινες να εισβάλλουν και να χτυπούν τους στόχους τους. Και η Παντοκράτειρα δεν ανεχόταν τα λάθη. Η Άνμα, βέβαια, δε δούλευε πλέον για την Παντοκράτειρα, αλλά οι παλιές συνήθειες πεθαίνουν δύσκολα.
Το δυστυχές ήταν πως δεν είχε Μαύρες Δράκαινες μαζί της, για να ακολουθήσουν το δρόμο που εκείνη θα τους άνοιγε με τη μαγεία της. Είχε μερικούς άντρες από την παλατιανή φρουρά, οι οποίοι δεν είχαν ούτε κατά διάνοια τις ικανότητες των Μαύρων Δρακαινών. Θα έπρεπε, όμως, να φανούν αρκετά ικανοί ώστε να φέρουν σε πέρας την αποστολή του Πρίγκιπά τους. Εξάλλου, δεν ήταν και τίποτα το σπουδαίο, έκρινε η Άνμα’ταρ.
Χρησιμοποιώντας κάποια ξόρκια ανίχνευσης, εντόπισε το σύστημα παρακολούθησης του Βιοσκόπου, ενώ εκείνη και η ομάδα της βρίσκονταν ακόμα έξω από τη βίλα. Έπειτα, ύφανε μια Μαγγανεία Εικονικής Νεκρώσεως γύρω από όλη της την ομάδα, και ένα αόρατο πέπλο έκρυψε τη ζωτική τους ενέργεια. Για το σύστημα του Βιοσκόπου θα ήταν τώρα νεκροί: άρα και αόρατοι.
Οι προβολείς της έπαυλης δεν ήταν σταθεροί· έκαναν περιστροφικές κινήσεις, προκειμένου να φωτίζουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη περιοχή. Η Άνμα’ταρ δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε να αντιμετωπίσει κάτι τέτοιο. Χρησιμοποιώντας, κατά περίσταση, ένα Ξόρκι Ελάσσονος Μηχανικού Ελέγχου, έκανε τους προβολείς που την ενδιέφεραν να στρέφονται προς την κατεύθυνση που εκείνη ήθελε.
Η μάγισσα και η ομάδα της σκαρφάλωσαν το τείχος της έπαυλης, χωρίς να τους χτυπά κανένα φως και αόρατοι για το σύστημα του Βιοσκόπου.
Η αντιμετώπιση των φρουρών που περιπολούσαν δεν ήταν δύσκολη υπόθεση για την Άνμα’ταρ, αν και υπέθετε πως μια Μαύρη Δράκαινα, όπως η Ιωάννα, θα τους ξεπάστρευε ακόμα ευκολότερα. Συντόνισε την ομάδα της έτσι ώστε να τους τραβήξουν μες στο σκοτάδι και να τους αναισθητοποιήσουν· γιατί ο Πρίγκιπας είχε τονίσει: Δεν θα σκοτώσετε κανέναν. Κανέναν. Παρά μόνο ως τελευταία λύση.
Αυτή, όμως, η εντολή αναφερόταν στους ανθρώπους, πίστευε η Άνμα, όχι και στα θηρία. Έτσι, χρησιμοποιώντας ένα Ξόρκι Οσφραντικής Προκαλύψεως, μπέρδεψε την όσφρηση των μεγάλων, επικίνδυνων σκύλων του κήπου, και έβαλε τους πολεμιστές της να τους τοξέψουν με βαλλίστρες. Δεν υπήρχε λόγος να χρησιμοποιήσουν πυροβόλα όπλα, που θα έκαναν θόρυβο. Όσα σκυλιά δεν πέθαναν με το πρώτο βέλος, οι άνθρωποι της μάγισσας τα πλησίασαν γρήγορα και τους έσχισαν το λαιμό με μακριά μαχαίρια.
«Δεν είστε τόσο κακοί όσο φοβόμουν,» είπε η Άνμα’ταρ.
Οι δύο άντρες που βρίσκονταν πιο κοντά της (συνολικά, η ομάδα απαρτιζόταν από έξι παλατιανούς πολεμιστές) χαμογέλασαν.
«Αλλά μην πάρουν και τα μυαλά σας αέρα,» τόνισε η Δράκαινα, και συνέχισαν την εισβολή τους. «Πάμε για τον Βιοσκόπο τώρα. Με προσοχή, γιατί πιθανώς να υπάρχουν τηλεοπτικοί πομποί γύρω απ’το κέντρο ελέγχου.»
Και δεν είχε άδικο. Πράγματι υπήρχαν, όπως της αποκάλυψε ένα Ξόρκι Τηλεοπτικής Ανιχνεύσεως. Η Άνμα οδήγησε την ομάδα της, μέσα απ’το σκοτάδι, προς έναν απ’τους πομπούς, που παρατηρούσε την είσοδο του κέντρου σαν ψυχρό, ορθάνοιχτο μάτι. Χρησιμοποιώντας ένα Ξόρκι Τηλεοπτικής Ασυνέχειας, η μάγισσα έκανε το μάτι να χάσει δύο λεπτά αληθινής εικόνας. Αρκετός χρόνος για να κινηθεί, μαζί με τους πολεμιστές της.
Ένας απ’αυτούς κλότσησε την πόρτα του κέντρου ελέγχου και εισέβαλαν σ’ένα στρογγυλό δωμάτιο, γεμάτο μηχανικούς εξοπλισμούς. Μια γυναίκα ήταν καθισμένη μπροστά σε μερικές οθόνες, κονσόλες, και διαύλους. Ένας άντρας καθόταν λίγο παραδίπλα, σε μια θρονοειδή πολυθρόνα· φορούσε ένα μαύρο γάντι στο δεξί χέρι, τυλιγμένο με καλώδια και κυκλώματα, και τα δάχτυλά του ακουμπούσαν σ’ένα άνοιγμα του βραχίονα της πολυθρόνας. Ακουμπούσαν εκεί και εφάπτονταν με άλλα κυκλώματα. Η όψη του Βιοσκόπου ήταν γαλήνια και τα μάτια του ορθάνοιχτα, και ένα αχνό χαμόγελο υπήρχε στο πρόσωπό του, σαν να βρισκόταν σε έκσταση. Πράγμα το οποίο δεν ήταν αναληθές, όπως ήξερε η Άνμα· είχε ακούσει πως οι Βιοσκόποι γίνονταν ένα με τις ρέουσες ζωτικές ενέργειες του σύμπαντος, όταν εργάζονταν –και η εργασία τους δεν τους κούραζε ιδιαίτερα, όχι όσο δεν υπήρχαν εμπόδια για να διαλύσουν. Η μαγγανεία της Άνμα’ταρ δεν είχε παρουσιαστεί ως εμπόδιο στη συνείδηση του Βιοσκόπου· ο νους του δεν την είχε εκλάβει σαν ένα τείχος που τον εμπόδιζε να δει από πίσω του: απλά, η μάγισσα κι η ομάδα της δεν υπήρχαν στον κόσμο του.
Η γαλήνια όψη άργησε μερικά δευτερόλεπτα να διαλυθεί απ’το πρόσωπο του μάγου, καθώς ο ένας παλατιανός φρουρός κλότσησε την πόρτα και οι άλλοι όρμησαν μέσα στο δωμάτιο. Τόσο απορροφημένος ήταν ο Βιοσκόπος από το έργο του.
«Ακίνητοι!» φώναξε ένας φρουρός, ενώ εκείνος κι οι σύντροφοί του σημάδευαν τη γυναίκα και τον μάγο με τις οπλισμένες βαλλίστρες τους.
Ο Βιοσκόπος βλεφάρισε και σηκώθηκε απ’την πολυθρόνα του με τα χέρια υψωμένα.
«Δέστε τους,» πρόσταξε η Άνμα’ταρ, και η προσταγή της γρήγορα εξετελέσθη. Οι παλατιανοί φρουροί έδεσαν τη γυναίκα και τον Βιοσκόπο χειροπόδαρα, και τους φίμωσαν επίσης. Εξάλλου, ο μάγος ήταν απαραίτητο να μη μπορεί καθόλου να κινηθεί, για να μην έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τα ξόρκια του.
Η Άνμα πλησίασε την κεντρική μονάδα του κέντρου ελέγχου και έστειλε ένα Ξόρκι Μηχανικής Δυσλειτουργία μέσα της, σαν σμήνος εντόμων. Ένα ξόρκι πολύ απλό για να καταστρέψει το σύστημα, αλλά αρκετά ισχυρό για να του προκαλέσει προβλήματα για ώρες, εκτός αν κάποιος άλλος το εξουδετέρωνε –πράγμα που, επί του παρόντος, δε φαινόταν και τόσο πιθανό στη μάγισσα.
Η Άνμα’ταρ πήρε την ομάδα της από το κέντρο ελέγχου και την οδήγησε σε μια πλαϊνή πόρτα της βίλας. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη, αλλά ένα Ξόρκι Ξεκλειδώματος την έκανε ν’ανοίξει, πρόθυμα και αδιαμαρτύρητα. Η μάγισσα είχε αρχίσει να νιώθει ζαλισμένη από το πλήθος των ξορκιών που είχε χρησιμοποιήσει, μα παραμέρισε την κόπωσή της, όπως είχε μάθει να την παραμερίζει. Μέρος της εκπαίδευσής της ήταν κι αυτό. Οι Δράκαινες δεν παραδίδονταν ποτέ· ή ολοκλήρωναν την αποστολή τους ή πέθαιναν προσπαθώντας. Έτσι το ήθελε η Παντοκράτειρα, και, γι’ακόμα μια φορά, οι παλιές –καλές ή κακές– συνήθειες δύσκολα ξεχνιόνταν.
Η Άνμα και η ομάδα της μπήκαν στη βίλα και βάδισαν μέσα στα πολυτελή δωμάτια και τους διαδρόμους της.
Ένας φύλακας τούς είδε· έκανε να φωνάξει–
–έπεσε νεκρός, με το βέλος από τη βαλλίστρα της Δράκαινας καρφωμένο στο λαιμό του.
Συγνώμη, Ανδρόνικε. Δε γινόταν αλλιώς.
Έναν άλλο φύλακα, πολύ πιο μακριά απ’τον προηγούμενο, κατάφεραν να τον αδρανοποιήσουν δίχως να τον σκοτώσουν. Η Άνμα πέρασε γρήγορα από μπροστά του, κάνοντάς τον να στραφεί προς τη μεριά της, και, την ίδια στιγμή, ένας παλατιανός φρουρός πετάχτηκε πίσω του και τον χτύπησε στον αυχένα, σωριάζοντάς τον.
Στα υπνοδωμάτια, δεν ήταν κανένας. Ούτε ο Χρύσιππος, ούτε η γυναίκα του, ούτε τα παιδιά του.
Δεν μπορεί να περίμεναν τον ερχομό μας, σκέφτηκε η Άνμα’ταρ. Αδύνατον. Κάπου πρέπει να έχουν πάει.
«Πού είναι;» τη ρώτησε ένας σύντροφός της.
«Δεν ξέρω.»
«Δεν μπορείς να τους βρεις με τη μαγεία σου;»
«Όχι.»
«Κι ο άλλος μάγος, που δέσαμε, πώς μπορού–»
«Είναι περίπλοκο,» είπε η Άνμα’ταρ. «Αλλά δεν έχουμε ακόμα ερευνήσει όλη τη βίλα. Ελάτε. Και με προσοχή.»
Δεν άργησαν να βρουν πού είχε συγκεντρωθεί ολόκληρη η οικογένεια του Χρύσιππου. Εντός της οικίας ήταν· δεν είχαν φύγει. Είχαν, όμως, πάει σ’ένα αρκετά μεγάλο δωμάτιο που ήταν στολισμένο σαν ναός. Η Άνμα’ταρ τούς κοίταζε τώρα από τη γωνία ενός ανοίγματος, και έβλεπε πως δεν ήταν μόνοι τους. Μαζί με την οικογένεια ήταν άλλοι τρεις: δύο άντρες και μία γυναίκα. Ο ένας από τους δύο άντρες στεκόταν στο κέντρο του δωματίου, ντυμένος με ράσα, και έλεγε κάποια λόγια που έμοιαζαν ιεροτελεστικά. Κάποιου είδους ιερέας; Ιερέας αυτού του Μαύρου Νάρζουλ, ίσως; Φορούσε κουκούλα, η οποία σκίαζε την όψη του· έτσι, το μόνο που η Άνμα μπορούσε να δει καθαρά γι’αυτόν ήταν τα σκοτεινά του μάτια, που θύμιζαν δύο μαύρους λάκκους. Δεξιά του στεκόταν ο άλλος άντρας –ένας λευκόδερμος τύπος με έντονα πράσινα μάτια– και αριστερά του η γυναίκα –ερυθρόδερμη και με μάτια μαύρα, αλλά όχι τόσο σκοτεινά όσο εκείνου–, κι οι δυο τους επίσης ντυμένοι με ράσα.
Ο Χρύσιππος και η οικογένειά του στέκονταν γύρω από τους τρεις, και μουρμούριζαν σιγανά. Η Άνμα’ταρ τούς αναγνώριζε από τις φωτογραφίες που της είχε δείξει ο Ανδρόνικος. Ο Χρύσιππος ήταν αυτός ο εύσωμος άντρας με τα κοντά γκρίζα μαλλιά και το μουστάκι· το δέρμα του ήταν λευκό-ροζ. Η γυναίκα του, που ονομαζόταν Αυγούστα, είχε δέρμα χρυσό και μαλλιά καστανά και μακριά ώς τη μέση, τα οποία τώρα ήταν λυτά· το πρόσωπό της ήταν έντονα μακιγιαρισμένο. Ο Αυτόλυκος, ο γιος του Χρύσιππου, ένας νεαρός άντρας που θύμιζε τη μητέρα του, στεκόταν στα αριστερά εκείνου και στα δεξιά της Αυγούστας. Η Νίκη, η κόρη του Χρύσιππου, στεκόταν δεξιά του πατέρα της και αριστερά της μητέρας της: μια κοπέλα μικρότερη του Αυτόλυκου, αλλά επίσης χρυσόδερμη και με μαλλιά μαύρα, κομμένα πιο κοντά από της Αυγούστας, έτσι ώστε να πέφτουν στους ώμους της.
Η Άνμα’ταρ δεν έβλεπε λόγο να καθυστερήσει. Έκανε νόημα στους παλατιανούς φρουρούς να εισβάλουν, αυτή τη φορά κρατώντας πυροβόλα όπλα, όχι βαλλίστρες. Η ανάγκη για αθόρυβες κινήσεις είχε τελειώσει.
«Ακίνητοι!» φώναξε ένας απ’τους συντρόφους της.
Ο Χρύσιππος και η οικογένειά του φάνηκαν να πανικοβάλλονται, αλλά όχι και οι τρεις άγνωστοι στο κέντρο του κύκλου. Ή, τουλάχιστον, όχι τόσο πολύ. Χρησιμοποιώντας αυτούς που τους περιτριγύριζαν ως ασπίδα, πήδησαν πίσω από τα λιγοστά, χαμηλά έπιπλα του δωματίου, και τράβηξαν πιστόλια μέσα απ’τα ράσα τους.
Οι παλατιανοί φρουροί δε χρειάστηκαν διαταγή απ’την Άνμα’ταρ για ν’αρχίσουν να πυροβολούν· ο κίνδυνος ήταν προφανής και έκδηλος.
Και ένα χάος από φωτιά και σφαίρες επακολούθησε.
Η Άνμα δεν μπόρεσε να συλλάβει ακριβώς τι συνέβη, ούτε με ποια σειρά συνέβησαν τα γεγονότα, γιατί, πολύ απλά, έγιναν όλα τόσο γρήγορα. Αμφέβαλλε, δε, αν και μια Μαύρη Δράκαινα θα κατάφερνε να βγάλει άκρη εδώ.
Όταν οι πυροβολισμοί τελείωσαν, η σκηνή δεν ήταν ευχάριστη.
Από τους συντρόφους της μάγισσας, δύο έμοιαζαν νεκροί και ένας ήταν τραυματισμένος. Ο Χρύσιππος είχε καταφέρει να μη χτυπηθεί, ζαρωμένος σε μια γωνία και κατάχλομος. Η Αυγούστα είχε διπλωθεί στο πάτωμα, ουρλιάζοντας· μια σφαίρα πρέπει να την είχε πετύχει στο πόδι. Ο Αυτόλυκος είχε παρασύρει τη Νίκη κοντά σ’έναν τοίχο και προσπαθούσε να την προστατέψει με το σώμα του· κανένας απ’τους δυο τους δεν είχε χτυπηθεί, η Νίκη όμως έκλαιγε δυνατά, γαντζωμένη επάνω του. Η ερυθρόδερμη γυναίκα κειτόταν νεκρή, έχοντας δεχτεί μια σφαίρα στο κεφάλι. Ο λευκόδερμος άντρας ήταν τραυματισμένος στα πλευρά και διπλωμένος, αλλά όχι νεκρός. Ο άντρας με τα σκοτεινά μάτια –που η Άνμα υπέθετε ότι ήταν ιερέας– είχε πληγωθεί στο χέρι, και το πιστόλι του είχε πεταχτεί παραπέρα. Επί του παρόντος, σερνόταν προς το όπλο. Δε φαινόταν να έχει παραιτηθεί.
«Μην κινείσαι,» του είπε η Άνμα’ταρ, στεκόμενη στο κέντρο του δωματίου και σημαδεύοντάς τον. Βαστούσε το πιστόλι της με τα δύο χέρια και τεντωμένο εμπρός της.
Ο άντρας σταμάτησε να σέρνεται. Το σκοτεινό του βλέμμα στράφηκε επάνω της, και το μίσος του ήταν φανερό. Η κουκούλα είχε πέσει απ’το κεφάλι του, και τα μαλλιά του είχαν αποκαλυφτεί, μαύρα και κοντά.
«Συλλάβετέ τους,» πρόσταξε η Άνμα. «Όλους.»
«Τι συμβαίνει;» απαίτησε ο Χρύσιππος με δυνατή φωνή, μοιάζοντας να παλεύει να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του.
«Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος θέλει να πει μερικές κουβέντες μαζί σου,» απάντησε η Άνμα’ταρ.
«Ο… Πρίγκιπας Ανδρόνικος;…» Ο Χρύσιππος έμοιαζε να νομίζει ότι του έκαναν κάποιο κακόγουστο αστείο.
Εκείνη τη στιγμή, φωνές ακούστηκαν απ’τους διαδρόμους της βίλας: «Κύριε Χρύσιππε! Πού είστε;»
Οι φύλακες του μέρους, σκέφτηκε η Άνμα. Είπε στον Χρύσιππο: «Ζήτησέ τους να απομακρυνθούν, και να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό.» Και, υψώνοντας το όπλο της, σημάδεψε τα παιδιά του, στον αντικρινό τοίχο.
*
Ο Χρύσιππος καθόταν εκεί όπου τον είχαν οδηγήσει οι παλατιανοί φρουροί, σε μια πολυθρόνα, σ’ένα καθιστικό του παλατιού της Απαστράπτουσας. Κανένας άλλος δεν ήταν στο δωμάτιο, όμως ο Χρύσιππος δεν τολμούσε να κουνηθεί, καθώς ήταν βέβαιος ότι τον παρακολουθούσαν· δεν μπορεί να τον είχαν αφήσει αφύλαχτο.
Ακόμα δεν είχε καταλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί. Πώς είχαν εισβάλει, έτσι απλά, οι παλατιανοί φρουροί στην οικία του; Και πώς ήταν δυνατόν ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος να ήθελε να του μιλήσει; Αυτός ήταν φυλακισμένος· δε μπορεί νάχε δραπετεύσει! Δε μπορεί!
Αλλά, αν δεν είχε γίνει κάτι τέτοιο, τότε τι…;
Μια πόρτα άνοιξε, και ο Ανδρόνικος μπήκε, ντυμένος βασιλικά, όχι σαν κρατούμενος. Από τη ζώνη του κρεμόταν ένα σπαθί. Ένα σπαθί που –ο Χρύσιππος το αναγνώριζε– δεν μπορεί να ήταν άλλο παρά το ξίφος των βασιλέων της Απολλώνιας.
Ο καναλάρχης του Φωτός της Απολλώνιας κοκάλωσε, για μια στιγμή, πάνω στην πολυθρόνα, νιώθοντας όλο του το σώμα μουδιασμένο και τον εαυτό του ανίκανο να αρθρώσει λέξη.
Ο Ανδρόνικος στάθηκε αντίκρυ του, ατενίζοντάς τον.
«…Πρίγκιπά μου,» κατάφερε, τελικά, να πει ο Χρύσιππος. Σηκώθηκε απ’την πολυθρόνα και επιχείρησε μια αδέξια υπόκλιση.
«Μη δείχνεις τόσο χαρούμενος που με βλέπεις, Χρύσιππε,» είπε, παγερά, ο Ανδρόνικος. Στα μάτια του υπήρχε μονάχα καταφρόνηση.
«Είχα ακούσει ότι… ότι ήσασταν άρρωστος, Υψηλότατε–»
Ο Ανδρόνικος γέλασε. «Μάλλον, άκουγες τον εαυτό σου να μιλάει.»
Τα μάτια του Χρύσιππου διαστάλθηκαν. Κανονικά, ούτε ο Βασιληάς της Απολλώνιας δε θα τολμούσε να τον προσβάλει έτσι. Εξακολουθούσε να είναι ο καναλάρχης του Φωτός, σωστά; Ανοιγόκλεισε το στόμα του, προσπαθώντας να βρει κάτι για ν’απαντήσει, μα τίποτα δεν ερχόταν.
«Κάθισε,» του πρότεινε ο Ανδρόνικος.
Ο Χρύσιππος δίστασε.
«Είπα, κάθισε.»
Ο Χρύσιππος υπάκουσε.
Ο Ανδρόνικος πήρε θέση αντίκρυ του. «Καταλαβαίνω,» είπε, «ότι έχει γίνει μια μικρή… ‘παρεξήγηση’–»
«Ασφαλώς, Πρίγκιπά μου. Μια παρεξήγηση–»
«Βοήθησες τον αδελφό μου να σφετεριστεί τον Κυανό Θρόνο–»
«Δε θα έκανα ποτέ κάτι τέτ–»
«Αν με διακόψεις ξανά, θα προστάξω να σου κόψουν τη γλώσσα.»
Ο Χρύσιππος έχασε το χρώμα του.
«Θα προσπαθήσεις– ή, μάλλον, όχι, δε θα προσπαθήσεις· θα διορθώσεις ό,τι ζημιά έκανες. Θα αποκαλύψεις όλη την αλήθεια. Κι όταν λέω ‘όλη την αλήθεια’, εννοώ όλη την αλήθεια.»
Τι σήμαιναν τούτα τα λόγια; αναρωτήθηκε ο μπερδεμένος νους του Χρύσιππου. Του έκανε ο Πρίγκιπα κάποιου είδους πρόταση; Πρόταση συμμαχίας; Δεν μπορεί να μην αναγνώριζε τη χρησιμότητά του ως καναλάρχη του Φωτός! Ο Χρύσιππος ήταν η πραγματική εξουσία της Απολλώνιας· ακόμα κι ο Ανδρόνικος έπρεπε να μπορεί να το δει αυτό–
«Λοιπόν;» διέκοψε τους ταραγμένους συλλογισμούς του ο Πρίγκιπας.
«…Ναι,» αποκρίθηκε ο Χρύσιππος. «Ναι. Θα αποκαλύψω, ασφαλώς, την απάτη που συνέβη. Με είχαν κάνει να πιστέψω ότι ήσασταν διανοητικά άρρωστος, Υψηλότατε–»
«Δε με κατάλαβες καλά, νομίζω. Είπα: την αλήθεια. Θα αποκαλύψεις την αλήθεια: ότι, εν γνώσει σου, βοήθησες τον αδελφό μου να σφετεριστεί τον Κυανό Θρόνο, και ότι υποθάλπεις ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ· ότι κι ο ίδιος ακόμα προσεύχεσαι στον Μαύρο Νάρζουλ.»
«Πρίγκιπά μου, αυτό, αυτό ήταν συμπτωματικό!»
Ο Ανδρόνικος συνοφρυώθηκε. «Ποιο απ’όλα;»
«Δεν είμαι πιστός στον Μαύρο Νάρζουλ! Δεν έχω καμία σχέση μ’αυτούς!»
«Οι άνθρωποί μου άλλα μού είπαν.»
Ο Χρύσιππος πήρε μια βαθιά ανάσα. Τα χέρια του έτρεμαν. Κοίταξε το πάτωμα. «Με καταδικάζεις…» είπε με χαμηλή φωνή. Καταλάβαινε πολύ καλά πως, αν έβγαινε στο Φως της Απολλώνιας και παραδεχόταν τέτοια πράγματα που του ζητούσε ο Ανδρόνικος, θα ήταν σα να παραδέχεται εσχάτη προδοσία. Άνθρωποι είχαν χάσει τη ζωή τους για εσχάτη προδοσία.
Ο Χρύσιππος ύψωσε το βλέμμα του, για ν’αντικρίσει τον Πρίγκιπα. «Θα με σκοτώσεις, είτε έτσι είτε αλλιώς,» είπε με περισσότερο θάρρος απ’ό,τι αισθανόταν: με το θάρρος του απεγνωσμένου.
«Όχι απαραίτητα,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Στο βασίλειό μου υπάρχει χώρος για εξιλέωση, Χρύσιππε.»
«Τι θα κάνεις, λοιπόν; Θα με φυλακίσεις; Θα με εξορίσεις;»
«Θα το σκεφτώ. Πάντως, σίγουρα, όχι κάτι το τόσο τραγικό, όσο αν αρνηθείς να διορθώσεις τη ζημιά που έκανες. Τι λες;»
Ο Χρύσιππος έσμιξε τα χείλη. Δεν έχω περιθώρια επιλογής. Αισθανόταν χολή να έχει ανεβεί στο λαιμό του. Αυτό που συνέβαινε ήταν αδύνατον! Αδύνατον! Πριν από μερικές ώρες ήταν ο άνθρωπος που όριζε τη μοίρα της Απολλώνιας… και τώρα; Τι ήταν τώρα;
Ή, μήπως, ανέκαθεν ζούσα σε μια ψευδαίσθηση;
Ο Χρύσιππος ένευσε. «Θα το κάνω. Θα βγω στο Φως της Απολλώνιας και θα μιλήσω.»
«Αυτή,» είπε ο Ανδρόνικος, «είναι μια καλή αρχή. Εν τω μεταξύ, ασφαλώς, η οικογένειά σου θα βρίσκεται υπό κράτηση.»
Ο Χρύσιππος το περίμενε τούτο. Ο Πρίγκιπας δε θα το ριψοκινδύνευε. Μπορεί εγώ να ήθελα ν’αυτοκτονήσω, λέγοντας, αντί γι’αυτά που μου ζητά, πράγματα που θα του προκαλούσαν προβλήματα. Έτσι, όμως, εξασφαλίζεται.
Είμαι παγιδευμένος.
*
Ο Ανδρόνικος βημάτισε μέσα στο καθιστικό, μόνος του. Ο Χρύσιππος είχε φύγει, για να τον οδηγήσουν οι φρουροί στο δωμάτιο όπου θα διέμενε προσωρινά. Ο Πρίγκιπας γέμισε ένα ποτήρι κρασί για τον εαυτό του και ήπιε, κοιτάζοντας τη βαθιά, χειμωνιάτικη νύχτα έξω απ’το παράθυρο.
Γιατί είχε αυτό το άσχημο συναίσθημα μέσα του; Αυτό το πικρό συναίσθημα;
Τι ερώτηση! Γνώριζε την απάντηση, φυσικά. Τη γνώριζε πολύ καλά, και ήταν η εξής: Μου θυμίζω την Παντοκράτειρα…
Ναι, πράγματι, ο εαυτός του του θύμιζε την Παντοκράτειρα, όσο μιλούσε με τον Χρύσιππο. Του θύμιζε τις μεθόδους που χρησιμοποιούσε η πρώην σύζυγός του.
Ο Χρύσιππος, βέβαια, ήταν ένα κάθαρμα· δεν υπήρχε αμφιβολία γι’αυτό. Ήταν ένας από τους ανθρώπους που, άνετα, θα πουλούσαν την ψυχή τους στον Μαύρο Νάρζουλ, προκειμένου να ανελιχθούν μέσα στην κοινωνία και να αποκτήσουν εξουσία, δύναμη, χρήμα, κύρος. Ένας αδίστακτος άνθρωπος, με ελάχιστες αρετές. Ελάχιστες αρετές, που ο Ανδρόνικος η αλήθεια ήταν πως δεν μπορούσε να δει καμια τους, όμως αισθανόταν πως θα υπήρχαν, γιατί όλοι, οσοδήποτε διεστραμμένοι, έχουν και τις αρετές τους.
Παρ’όλ’αυτά, ένιωθε άσχημα για τις μεθόδους που είχε χρησιμοποιήσει. Είχε εκβιάσει τον Χρύσιππο· είχε απειλήσει και αυτόν και την οικογένειά του. Βέβαια, τούτο δεν ήταν, ίσως, τίποτα μπροστά σε όσα είχε κάνει ο Χρύσιππος στον Ανδρόνικο και σε άλλους ανθρώπους. Όμως η χρήση τέτοιων μεθόδων μολύνει πρώτα εκείνον που τις χρησιμοποιεί. Του ζητά να παραμερίσει τη συνείδησή του–
Ποτέ δε συμβιβάστηκες με την πραγματικότητα, Ανδρόνικε, διέκοψε ο Πρίγκιπας τον ειρμό των σκέψεών του. Η εξουσία έτσι ασκείται. Τίποτα, ποτέ, δεν μπορεί να είναι τελείως καθαρό. Ακόμα και το δικαιότερο πολίτευμα, συνήθως, στηρίζεται σε άσχημες πράξεις και πρακτικές.
Η εμπλοκή του στην Επανάσταση τον είχε κάνει, για λίγο, να πιστέψει ότι μπορούσε να ξεφύγει, να βγει απ’αυτό το καταραμένο κύκλωμα αλληλοεξόντωσης. Τον είχε κάνει να πιστέψει ότι η Παντοκράτειρα και η Παντοκρατορία της ήταν η πηγή όλου του κακού· και, στρεφόμενος εναντίον της πηγής του κακού, εκείνος ήταν καθαρός. Υπηρετούσε έναν ανώτερο σκοπό.
Δυστυχώς, τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά.
Ο Ανδρόνικος, βέβαια, δε σκόπευε να παραιτηθεί από την Επανάσταση. Η Επανάσταση ήταν αναγκαία· η Παντοκρατορία έπρεπε να καταπολεμηθεί· οι διαστάσεις έπρεπε να απελευθερωθούν από τον ζυγό της. Όμως, ακόμα κι αν ο Ανδρόνικος το πετύχαινε αυτό, πάλι δε θα κατόρθωνε να αλλάξει το σύμπαν…
Οι σκέψεις μου τρέχουν από δω κι από κει, σαν κυνηγημένα ελάφια. Αναστέναξε και ήπιε μια γουλιά κρασί. Πρέπει να ξεκουραστώ. Μόλις πριν από μερικές ώρες ήταν που ο Αυγερινός τον είχε βγάλει απ’το κελί του· ο Ανδρόνικος χρειαζόταν να ανασυγκροτηθεί, ψυχικά κυρίως.
Γιατί η μάχη που τον περίμενε δε θα ήταν ούτε μικρή ούτε εύκολη. Θα έπρεπε να κάνει πράγματα ενάντια στη συνείδησή του. Θα έπρεπε να διαλύσει το καθεστώς που είχε δημιουργήσει ο Λούσιος. Και, στο τέλος, θα έπρεπε, αναμφίβολα, να αντιμετωπίσει και τον ίδιο του τον αδελφό.
Κι αν αισθανόταν άσχημα τώρα, που αντιμετώπιζε ένα κάθαρμα σαν τον Χρύσιππο, πώς θα αισθανόταν τότε; Τότε που θα έπρεπε να αντιμετωπίσει ένα μέλος της οικογένειάς του;
Ο Λούσιος δε δίστασε να σε φυλακίσει και να προσπαθήσει να σε τρελάνει, είπε μια φωνή εντός του. Δεν του χρωστάς τίποτα.
Ναι, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος. Ναι… Θα έπρεπε να το θυμάται τούτο, για να συνεχίσει.
Παλιότερα, είχε διαβάσει σε ιστορικά βιβλία του βασιλείου ότι υπήρχαν ολόκληρες βασιλικές οικογένειες που τα μέλη τους είχαν στραφεί το ένα εναντίον του άλλου, διαπράττοντας απίστευτες προδοσίες και βιαιοπραγίες. Ο Ανδρόνικος δεν μπορούσε να φανταστεί, τότε, τη δική του οικογένεια να καταλήγει έτσι. Δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του, τον Λούσιο, και τη Βασιλική να αλληλοσκοτώνονται για τον Κυανό Θρόνο· και, φυσικά, δεν μπορούσε να φανταστεί κανέναν τους να θέλει να βγάλει απ’τη μέση τον πατέρα τους, για να του κλέψει την εξουσία.
Τώρα, όμως, έχω εμπλακεί σε μια κατάσταση που είναι ακριβώς έτσι. Ακριβώς έτσι.
Ο Ανδρόνικος τελείωσε το κρασί στο ποτήρι του.
Δεν υπήρχε δρόμος ή περιθώριο για επιστροφή.
Την τελευταία σκοπιά τη φυλούσε η Ιωάννα και, μόλις είδε ότι χάραζε, ξύπνησε τους συντρόφους της. Το ηλιακό φως περνούσε σα χρυσόσκονη μέσα από τη βλάστηση και την πυκνή ομίχλη των βάλτων.
Ο Οδυσσέας είπε στην Ιωάννα: «Εσύ γνωρίζεις καλύτερα απ’όλους μας ετούτα τα μέρη· πώς σκέφτεσαι να συνεχίσουμε;»
Η Μαύρη Δράκαινα είχε γεννηθεί στην Υπερυδάτια και, πιο συγκεκριμένα, στην ηπειρόνησο Κεντρυδάτια. Αυτή ήταν η πατρίδα της, προτού μπει στις στρατιές της Παντοκράτειρας και προτού μπλεχτεί, τελικά, με την Επανάσταση. Ωστόσο, έμοιαζε να διστάζει ν’απαντήσει στο ερώτημα του Πρόμαχου. Έμοιαζε αβέβαιη.
«Κανείς δεν ξέρει τους Βαλτότοπους των Όφεων, Οδυσσέα,» αποκρίθηκε. «Για όλους έχουν εκπλήξεις.»
«Επομένως, και για τους διώκτες μας.»
Η Ιωάννα ένευσε. «Αυτό, όμως, δε λύνει το πρόβλημά μας.»
«Δεν υπάρχει κάποια άλλη βάση της Επανάστασης, έξω απ’τους βάλτους;» ρώτησε ο Ράθνης.
«Υπάρχει,» του είπε η Ιωάννα, «μα δεν είναι κοντά.»
«Ο Βιοσκόπος, όμως, μάλλον είναι κοντά μας,» τους διέκοψε ο Σέλιρ’χοκ, ατενίζοντας μέσα στις βαθιές ομίχλες. «Αισθάνομαι τη δύναμή του να προσπαθεί να τρυπήσει το προστατευτικό μου ξόρκι και να μας εντοπίσει.» Μερικοί από τους κρυστάλλους και τα καλώδια επάνω στο μακρύ ραβδί του μαυρόδερμου μάγου γυάλιζαν μ’ένα απαλό φως.
«Εντάξει,» είπε η Ιωάννα, «θ’αρχίσουμε να κινούμαστε.» Και προς τον Οδυσσέα: «Η αλήθεια είναι πως έχω ένα σχέδιο, αλλά είναι λίγο παράτολμο.»
«Μας δουλεύεις;» αποκρίθηκε εκείνος. «Κατά πρώτον, το γεγονός ότι έχεις κάποιο σχέδιο με χαροποιεί ιδιαίτερα. Κατά δεύτερον, ετούτη σίγουρα δε θα είναι η πρώτη, ούτε η τελευταία, φορά που κάνουμε κάτι παράτολμο.»
Η Ιωάννα μειδίασε. «Ωραία. Ας ξεκινήσουμε.»
Δε χρειάστηκε να καθυστερήσουν για να διαλύσουν τον καταυλισμό τους· ό,τι χρειάζονταν το είχαν επάνω τους, και φωτιά, παρά το κρύο των βάλτων, δεν είχαν ανάψει. Με τόσους στρατιώτες της Παντοκράτειρας να περιφέρονται στην περιοχή, δεν ήταν κανείς να το ριψοκινδυνεύει.
Καθώς οδοιπορούσαν, πρώτη βάδιζε η Ιωάννα, επειδή ήταν η μόνη που ήξερε ακριβώς πού πήγαιναν. Πλάι της βάδιζε η Νελμίρα, γιατί δεν εμπιστευόταν απόλυτα τη Μαύρη Δράκαινα, όσον αφορούσε τους κινδύνους των βάλτων. Πίσω τους έρχονταν ο Οδυσσέας και ο Τάμπριελ’λι, ο δεύτερος βαστώντας ένα μακρύ, ξύλινο ραβδί, που δε φαινόταν να έχει κάποια μυστικιστική σημασία· απλά, τον βοηθούσε να διασχίζει ετούτα τα δύσβατα μέρη. Μετά, ακολουθούσαν ο Γεράρδος και ο Σέλιρ’χοκ· ο μαυρόδερμος μάγος μουρμούριζε, κάθε τόσο, κάποια λόγια μέσα απ’τα δόντια του, μάλλον για να αντιμετωπίζει το ανιχνευτικό ξόρκι του Βιοσκόπου των Παντοκρατορικών. Τελευταίος ερχόταν ο Ράθνης, φυλώντας τα νώτα: και ο Οδυσσέας ήταν βέβαιος ότι, αν κάποιος ζύγωνε, τα μάτια του λευκόδερμου Αρβήντλιου θα τον εντόπιζαν αμέσως.
Μέχρι το μεσημέρι, χρειάστηκε να αποφύγουν δύο ομάδες πολεμιστών της Παντοκράτειρας. Η μία από αυτές ήταν εξαιρετικά μεγάλη, και είχε μαζί της τρία ατσαλόποδα.
«Τι στους δαίμονες;» σφύριξε η Νελμίρα, ατενίζοντας τους στρατιώτες. «Τόσο επικίνδυνους σάς θεωρούν, που έχουν φέρει όλο το στρατό τους σε τούτους τους βάλτους;»
«Με έχουν δει…» είπε ο Τάμπριελ.
Η Νελμίρα έστρεψε το βλέμμα της επάνω του· τα μάτια της ήταν στενεμένα και εχθρικά.
«Τι εννοείς, σε έχουν δει;» τον ρώτησε ο Οδυσσέας.
«Γνωρίζουν ότι είμαι μαζί με την Ιωάννα, τον Σέλιρ’χοκ, και τον Γεράρδο,» εξήγησε εκείνος, «και πιστεύουν ότι πρόδωσα την Παντοκράτειρα.»
«Αυτό δεν έκανες;»
«Στα μάτια τους, ναι.»
«Περίεργα μάς τα λες,» μούγκρισε η Νελμίρα.
Ο Τάμπριελ δεν αποκρίθηκε.
Το σπαθί του Ράθνη άστραψε και χτύπησε τα λιμνάζοντα νερά πίσω απ’τον Γεράρδο.
Άπαντες γύρισαν, για να κοιτάξουν τον λευκόδερμο επαναστάτη.
«Πλησίαζε το πόδι σου,» είπε ο Ράθνης στον Γεράρδο, δείχνοντας ένα αποκεφαλισμένο ερπετό.
Το μεσημέρι σταμάτησαν για μερικές ώρες, ώστε να ξεκουραστούν. Κι αποδείχτηκαν τυχεροί, γιατί βρέθηκαν κοντά σε κάτι σπηλιές, τις οποίες χρησιμοποίησαν για να κρυφτούν από στρατιώτες που πιθανώς να περνούσαν. Οι σπηλιές, βέβαια, δεν ήταν άδειες· στο εσωτερικό τους κατοικούσε μια οικογένεια σαυροειδών πλασμάτων, που όλοι υποπτεύονταν πως ήταν δηλητηριώδη.
«Όχι πυροβολισμοί,» προειδοποίησε η Ιωάννα τους συντρόφους της, όταν είδαν τα ερπετά να ξεπροβάλλουν απ’το σκοτάδι.
Ο Ράθνης τράβηξε και πάλι το σπαθί του, και η Νελμίρα κι ο Οδυσσέας ξεθηκάρωσαν μακριά μαχαίρια. Ο Γεράρδος και η Ιωάννα όπλισαν δύο βαλλίστρες. Τα ερπετά δεν είχαν πιθανότητες νίκης. Βέλη και λεπίδες διαπέρασαν τα σώματά τους, και τα σκότωσαν μέσα στην ίδια τους τη φωλιά. Κατόπιν, ο Οδυσσέας και ο Γεράρδος τα έβγαλαν από τις σπηλιές και τα έριξαν μες στα λιμνάζοντα νερά των ελών, τα οποία κατάπιαν τα κουφάρια τους σαν θηρία που έτρωγαν αργά μια γευστική τροφή.
Ο Τάμπριελ είπε στον Σέλιρ’χοκ: «Θα αναλάβω εγώ τον Βιοσκόπο, για σήμερα.»
Ο μαυρόδερμος μάγος τον ατένισε, για λίγο, σιωπηλά. Ύστερα, κατένευσε. Οι κρύσταλλοι επάνω στο ραβδί του έπαψαν να εκπέμπουν το απαλό τους φως.
Ο Τάμπριελ’λι ψιθύρισε μερικά λόγια, και το βλέμμα του χάθηκε μέσα στις ομίχλες.
Η Νελμίρα κοίταξε τον Οδυσσέα· ένα βλέμμα που, ξεκάθαρα, έλεγε: Πώς τον εμπιστεύονται;
Ο Πρόμαχος προτίμησε να μη μιλήσει, αν και κατανοούσε την ανησυχία της συντρόφισσάς του.
Το απόγευμα πέρασε ήσυχα, ενώ οδοιπορούσαν, έχοντας φύγει απ’τις σπηλιές. Οι πολεμιστές της Παντοκράτειρας πρέπει να τους είχαν χάσει τελείως, προς το παρόν, γιατί οι επαναστάτες δεν έβλεπαν ούτε καν τις απόμακρες φιγούρες τους μέσα από την ομίχλη.
Το ηλιακό φως μειώθηκε, οι σκιές πλήθυναν. Οι σκιές τύλιξαν τα πάντα, και το φως των δίδυμων ήλιων της Υπερυδάτιας έσβησε. Η νύχτα είχε απλωθεί πάνω από τους Βαλτότοπους των Όφεων. Η Ιωάννα οδήγησε την ομάδα της σε μια λασπώδη νησίδα, όπου μπορούσαν να ξεκουραστούν δίχως να βρίσκονται μες στο νερό. Τα βούρλα ήταν ψηλά και επικίνδυνα εδώ, μα δεν τα έκοψαν, γιατί τους πρόσφεραν κάλυψη.
Κοιμήθηκαν, φυλώντας βάρδιες.
*
Την αυγή, δέχτηκαν επίθεση.
Τελευταία σκοπιά φυλούσε πάλι η Ιωάννα, και ξύπνησε τους συντρόφους της αμέσως μόλις διέκρινε τις απειλητικές μορφές των εχθρών να ζυγώνουν με τέτοιο τρόπο που δεν υπήρχε αμφιβολία ότι έρχονταν γνωρίζοντας τη θέση τους.
Μας εντόπισε ο Βιοσκόπος; αναρωτήθηκε η Μαύρη Δράκαινα. Μας βρήκε καθώς ο Σέλιρ και ο Τάμπριελ κοιμόνταν;
Η Νελμίρα πυροβόλησε μέσα στην ομίχλη, και ο Γεράρδος κι ο Οδυσσέας ακολούθησαν το παράδειγμά της. Φωνές ήρθαν από τους Παντοκρατορικούς, και πυροβολισμοί επίσης. Οι επαναστάτες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, γρήγορα, καθώς τα βούρλα διαλύονταν πίσω τους από τις απανωτές ριπές· τα κομμάτια τους εκτοξεύονταν επικίνδυνα. Η Ιωάννα είχε το δάχτυλό της πατημένο στη σκανδάλη του τουφεκιού της, εξαπολύοντας θανατηφόρα τόξα από σφαίρες και φωτιά, ενώ, συγχρόνως, ακολουθούσε τους συντρόφους της μες στα νερά του βάλτου, τα οποία τινάζονταν ολόγυρά τους.
Ένας έντονος, διαπεραστικός θόρυβος ήρθε από την ομίχλη. Όχι ο θόρυβος των πυροβολισμών, αλλά ο θόρυβος που κάνουν τα βαριά μέταλλα όταν τρίβονται το ένα πάνω στο άλλο. Ένα μεγάλο μηχανικό κατασκεύασμα παρουσιάστηκε: ένα όχημα που μετακινιόταν επάνω σε τέσσερα χοντρά, ατσάλινα πόδια. Στη μπροστινή του μεριά είχε δύο πελώριες δαγκάνες και ένα μικρό παράθυρο· και στη ράχη του κουβαλούσε δύο πολυβόλα, τα οποία άρχισαν να βάλλουν κατά των επαναστατών.
Εκείνοι έτρεχαν μέσα στα ελώδη νερά, προσπαθώντας να βρουν κάποιο σημείο για να καλυφτούν. Πίσω τους επικρατούσε ένα χάος από πυροβολισμούς και φωνές. Η ομίχλη ήταν ο μόνος τους σύμμαχος, προς το παρόν, και πιθανώς ο μόνος λόγος που ήταν ακόμα ζωντανοί.
Πλησίασαν ένα μέρος όπου το έδαφος έπεφτε απότομα, και το γλοιώδες νερό μαζί του, σχηματίζοντας έναν «καταρράκτη», αν μπορούσε ποτέ καταρράκτης να σχηματιστεί σε μια βαλτώδη περιοχή. Ουσιαστικά, ήταν περισσότερο σαν μια ασταθής πλαγιά από λάσπες. Κάτω, φαίνονταν βούρλα, βρύα, και άλλα ελώδη φυτά.
Ο Οδυσσέας καταράστηκε.
«Πηδήστε!» είπε η Νελμίρα. «Θα κρυφτούμε στα νερά, αν οι μάγοι μπορούν να μας προστατέψουν απ’τον Βιοσκόπο.» Και πήδησε πρώτη μέσα στον λασπώδη καταρράκτη. Τα πόδια της δεν μπόρεσαν να βρουν κανένα σταθερό σημείο, για να πατήσουν, και παρασύρθηκε κάτω, κουτρουβαλώντας και κρατώντας το τουφέκι της κοντά της, αγκαλιασμένο.
Η Ιωάννα την ακολούθησε, δίχως δισταγμό, κι έπειτα όλοι οι υπόλοιποι.
Τα νερά του βάλτου τούς κατάπιαν, και, όταν βγήκαν από μέσα τους για ν’αναπνεύσουν, τα βρύα έγδαραν τα χέρια και τα πόδια τους.
«Σκορπιστείτε και κρυφτείτε!» σφύριξε η Νελμίρα, καλυμμένη με λάσπες από πάνω ώς κάτω. Το πορφυρό της πρόσωπο είχε γίνει καφέ, και τα μαλλιά της κολλούσαν επάνω του. Οι υπόλοιποι, φυσικά, δε βρίσκονταν σε καλύτερη κατάσταση.
Και ακολούθησαν τη συμβουλή της, θεωρώντας τη συνετή· γιατί προτιμότερο ήταν να κάνουν τους Παντοκρατορικούς να τους χάσουν, παρά να τους αντιμετωπίσουν. Χωρίστηκαν και βούτηξαν μέσα στα βαλτώδη νερά, χρησιμοποιώντας τα φυτά για επιπλέον κάλυψη. Ο Σέλιρ’χοκ και ο Τάμπριελ’λι έβαλαν σε λειτουργία τη μαγεία τους, για να μπλοκάρουν τον Βιοσκόπο.
Οι στρατιώτες φάνηκαν στην κορυφή της πλαγιάς, οπλισμένοι και κουβαλώντας δυνατούς φακούς. Το μηχανικό τετράποδο παρουσιάστηκε επίσης, και ένας προβολέας του άναψε. Κοιτάζοντάς το ανάμεσα από τα βρύα, ο Οδυσσέας δεν πίστευε ότι θα κατέβαινε. Δεν μπορεί να κατάφερνε να διατηρήσει την ισορροπία του· θα γλιστρούσε, θα αναποδογύριζε, και θα είχε προβλήματα. Οι στρατιώτες, όμως, μπορούσαν να κατεβούν, αν ήθελαν… αν και, βέβαια, κι αυτοί, μάλλον, δε θα έφταναν κάτω όρθιοι… πράγμα το οποίο θα μας δώσει ένα πολύ καλό πλεονέκτημα εναντίον τους. Ο Οδυσσέας έσφιξε τη λαβή του πιστολιού του στο χέρι του.
Οι Παντοκρατορικοί, ωστόσο, δεν αποφάσισαν να κατεβούν· και, βλέποντας τις χειρονομίες τους, ο Οδυσσέας έκρινε ότι το θεώρησαν συνετότερο να κάνουν τον κύκλο της πλαγιάς, ώστε να φτάσουν εδώ κάτω από ασφαλέστερο έδαφος. Απομακρύνθηκαν, αφήνοντας πίσω τους έξι πολεμιστές με τουφέκια.
Η Ιωάννα έκανε νόημα στον Οδυσσέα: Πρέπει να τους ξεπαστρέψουμε.
Ο Οδυσσέας κατένευσε, κι έκανε το ίδιο νόημα στη Νελμίρα, η οποία έκανε το ίδιο νόημα στον Ράθνη, ο οποίος έκανε το ίδιο νόημα στον Γεράρδο.
Οι πέντε επαναστάτες στόχευσαν, προσεχτικά, και πυροβόλησαν. Πέντε στρατιώτες της Παντοκρατορίας σωριάστηκαν. Ο ένας που έμεινε όρθιος, μην έχοντας ακόμα καταλάβει καλά-καλά τι είχε συμβεί, ύψωσε μηχανικά το όπλο του, ρίχνοντας. Οι σφαίρες του έπεσαν επικίνδυνα κοντά στην Ιωάννα. Η Νελμίρα τον σκότωσε με το κυνηγετικό της τουφέκι.
«Τρέξτε τώρα!» είπε η Ιωάννα στους συντρόφους της, και έτρεξαν πάλι μέσα στους βάλτους, ελπίζοντας πως ο χρόνος που είχαν κερδίσει θα αποδεικνυόταν αρκετός για να τους χάσουν οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας.
*
Και έτσι αποδείχτηκε. Γιατί, όταν σταμάτησαν, ξέπνοοι και γεμάτοι λάσπες, κανείς δεν βρισκόταν πλέον στο κατόπι τους. Ο Οδυσσέας πρότεινε να ξεκουραστούν λίγο και ύστερα να συνεχίσουν την πορεία τους.
«Γνωρίζεις τώρα πού βρισκόμαστε;» ρώτησε την Ιωάννα. «Ή θα δυσκολευτούμε να ξαναβρούμε το δρόμο μας;»
Εκείνη κούνησε το κεφάλι. «Μην ανησυχείς. Ανατολικά πηγαίνουμε. Για να φτάσουμε στις ακτές. Στη θάλασσα.»
«Στη θάλασσα;»
Κατένευσε. «Θ’ακολουθήσουμε ένα ασυνήθιστο μονοπάτι.»
Αργότερα, καθώς οδοιπορούσαν πάλι, ο Οδυσσέας ρώτησε την Ιωάννα: «Η ανατολική ακτή δε θα φρουρείται από στρατιώτες; Δε θα μας περιμένουν;»
Η Μαύρη Δράκαινα κούνησε το κεφάλι ξανά. «Ξεκίνησαν να μας καταδιώκουν από τις βόρειες ακτές των βαλτότοπων· δεν μπορεί να ξέρουν ότι η βάση είναι κοντά στις ανατολικές, ούτε ότι πηγαίνουμε εκεί.»
Ο Οδυσσέας δε ρώτησε γιατί η Ιωάννα και οι σύντροφοί της είχαν επιλέξει να τους αφήσει το πλοίο τους στις βόρειες ακτές και όχι στις ανατολικές, καθώς η απάντηση ήταν προφανής: Δεν τους είχε αφήσει εκεί για τον ίδιο λόγο που κι ο Οδυσσέας δεν ήθελε το αεροσκάφος του Νάρτιλ να αφήσει εκείνον, τη Νελμίρα, και τον Ράθνη κοντά στη βάση: επειδή, αν κάποιος τους παρακολουθούσε, υπήρχε κίνδυνος να δώσουν, άθελά τους, πολύτιμες πληροφορίες.
Ωστόσο, και πάλι, ο Οδυσσέας είχε τους φόβους του. Ίσως οι Παντοκρατορικοί να είχαν αρκετές δυνάμεις σε τούτα τα μέρη, ώστε να έχουν καλύψει όλη την περιφέρεια των Βαλτότοπων των Όφεων… Από την άλλη, βέβαια, εκείνος κι οι σύντροφοί του είχαν μπει στα έλη χωρίς να συναντήσουν φρουρούς, επομένως αυτό ήταν μια ένδειξη ότι δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Κι επιπλέον, η περιφέρεια των βαλτότοπων ήταν πολύ μεγάλη για να την καλύψει κανείς εύκολα· από τους χάρτες που είχε δει, ο Οδυσσέας την υπολόγιζε πάνω από διακόσια χιλιόμετρα.
Το σούρουπο, έφτασαν στις ανατολικές ακτές των Βαλτότοπων των Όφεων, και είδαν τον απέραντο ωκεανό της Υπερυδάτιας να απλώνεται εμπρός τους, ατελείωτος και ολίγον ταραγμένος, αν έκρινε κανείς από τα κύματα. Τριγύρω δε φαίνονταν πολεμιστές της Παντοκράτειρας· ωστόσο, οι επαναστάτες όφειλαν να είναι προσεκτικοί, έτσι έμειναν κρυμμένοι μέσα στην ελώδη βλάστηση.
Η Ιωάννα είπε: «Δεν είμαστε μακριά τώρα…»
«Πού ακριβώς πηγαίνουμε;» ρώτησε ο Οδυσσέας.
«Η βάση έχει ένα άνοιγμα κάτω από την Κεντρυδάτια, για να μπορούν να βγαίνουν μικρά υποβρύχια και δύτες. Και το άνοιγμα αυτό βρίσκεται κάπου εδώ κοντά, στις ανατολικές ακτές των βαλτότοπων. Ωστόσο, νομίζω πως πρέπει να βαδίσουμε λίγο ακόμα, προς τα βόρεια.»
«Εννοείς ότι θα χρειαστεί να βουτήξουμε κάτω από την ηπειρόνησο; Αυτό είναι πολύ επικίνδυνο, Ιωάννα.» Ήταν γνωστό πως πολλοί είχαν πνιγεί, επειδή είχε τύχει, καθώς κολυμπούσαν, να βρεθούν κάτω από κάποια από τις ηπειρόνησους της Υπερυδάτιας.
«Το ξέρω,» αποκρίθηκε η Μαύρη Δράκαινα. «Εγώ θα βουτήξω. Κι όταν φτάσω στη βάση, θα ζητήσω να φέρουν ένα υποβρύχιο για εσάς. Το μόνο που χρειάζομαι είναι κάποιος εξοπλισμός κατάδυσης…» Κοίταξε τον Οδυσσέα, ερωτηματικά.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι. «Δεν έχουμε μαζί μας. Δε φανταστήκαμε ότι θα χρειαζόταν.»
«Τότε,» είπε η Ιωάννα, «θα πρέπει να κρατήσω την αναπνοή μου περισσότερο απ’ό,τι συνήθως.»
«Θα πνιγείς.»
«Αν δεν καταφέρω να φτάσω στη βάση, είμαστε χαμένοι έτσι κι αλλιώς.»
«Θα βρούμε άλλη λύση.»
Η Νελμίρα παρενέβη: «Νομίζω ότι μπορώ να σε βοηθήσω,» είπε στη Μαύρη Δράκαινα.
Το μαυρισμένο απ’τις λάσπες των βάλτων πρόσωπο της Ιωάννας στράφηκε να την αντικρίσει. «Πώς;»
«Υπάρχουν κάποια ελόβια ερπετά που, από το δέρμα τους, μπορείς να φτιάξεις ασκούς και να τους γεμίσεις αέρα. Και τον αέρα μπορείς να τον χρησιμοποιήσεις όσο θα κολυμπάς κάτω από την ηπειρόνησο.»
«Η ιδέα σου ακούγεται καλή. Ξέρεις πώς να βρούμε αυτά τα ερπετά;»
Η Νελμίρα ένευσε. «Ναι, αλλά όχι μες στη νύχτα. Τώρα είναι κρυμμένα στις φωλιές τους. Θα πρέπει να περιμένουμε ώς το πρωί.»
«Θα περιμένουμε, τότε,» αποκρίθηκε η Ιωάννα. «Ούτως ή άλλως, χρειάζεται να βαδίσουμε λίγο ακόμα. Δεν είμαστε όσο κοντά θα ήθελα στο άνοιγμα της βάσης.»
*
Κατά τη διάρκεια της νύχτας, οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας δεν τους πλησίασαν, καθώς ξεκουράζονταν κοντά σε μερικούς ψηλούς βράχους της ακτής, με τον αέρα που ερχόταν απ’τον ωκεανό να τους παγώνει και να τους κάνει να τυλίγονται δυνατά στις κάπες τους. Φωτιές, φυσικά, δεν είχαν ανάψει, για λόγους ασφάλειας.
Το πρωί, η Νελμίρα πήρε δύο μακριά μαχαίρια και έφυγε, για να κυνηγήσει. Μαζί της πήγε ο Ράθνης και, σύντομα, επέστρεψαν έχοντας σκοτώσει τέσσερις σαύρες, που σε μήκος ήταν όσο ο πήχης της Ιωάννας και σε πλάτος όσο ο βραχίονας του Οδυσσέα. Η Νελμίρα βάλθηκε να τις γδάρει, για να πάρει το δέρμα τους και να φτιάξει ασκούς. Εν τω μεταξύ, οι σύντροφοί της κοίταζαν τριγύρω, για τυχόν σημάδια των Παντοκρατορικών· κανένας, όμως, δε φαινόταν να ζυγώνει: μάλλον, δεν είχαν αντιληφτεί ότι οι επαναστάτες είχαν πάει στις ανατολικές ακτές. (Δε θ’αργήσουν, όμως, να έρθουν και προς τα δω, σκέφτηκε η Ιωάννα, καθώς ετοιμαζόταν για την κατάδυσή της.) Ο Σέλιρ’χοκ χρησιμοποιούσε τη μαγεία του, για να μπλοκάρει τις προσπάθειες εντοπισμού του Βιοσκόπου· οι κρύσταλλοι στο ραβδί του γυάλιζαν με το αχνό τους φως, που ήταν σχεδόν αόρατο στην πρωινή λάμψη των δίδυμων ήλιων της Υπερυδάτιας.
Ο Οδυσσέας ρώτησε τον μαυρόδερμο μάγο: «Δεν μπορεί να καταλάβει από ποια μεριά των εμποδίζεις;»
Ο Σέλιρ’χοκ μειδίασε, αδιόρατα. «Αν συνέβαινε αυτό, τότε θα μας έβρισκε.»
«Γι’αυτό ρωτάω.»
«Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Οι ζωτικές ενέργειες δεν μοιάζουν με πιόνια που βρίσκονται πάνω σ’έναν χάρτη. Ο Βιοσκόπος δεν ξέρει πού ακριβώς είναι το τείχος που έχω υψωμένο εναντίον του. Γνωρίζει, βέβαια, ότι υπάρχει κάποιο εμπόδιο, μα δεν μπορεί να πει προς ποια κατεύθυνση είναι.»
«Με την ίδια λογική, όμως, πώς είναι δυνατόν να βρίσκει τη θέση μας από τη ζωτική μας ενέργεια;»
«Τροφοδοτεί τις πληροφορίες που παίρνει σ’ένα ανιχνευτικό μηχάνημα, και το μηχάνημα είναι που, αποκωδικοποιώντας τες, μας εντοπίζει. Δεν μπορεί, όμως, να αποκωδικοποιήσει τη θέση του ‘τείχους’ μου· αποκωδικοποιεί μόνο τις κατευθύνσεις όπου βρίσκονται οι ζωτικές ενέργειες. Δε νομίζω ότι καταλαβαίνεις πλήρως…»
Ο Οδυσσέας μειδίασε. Ο μάγος πρέπει να το είχε αντιληφτεί απ’την όψη του. «Θα συμβιβαστώ με το να μην ξέρω ακριβώς τι γίνεται.»
Ο Σέλιρ’χοκ ένευσε, στωικά.
Η Νελμίρα δεν άργησε να ετοιμάσει τους ασκούς από το δέρμα των ερπετών. Τους γέμισε με αέρα, έκλεισε την οπή τους με ένα πώμα, και τους έδωσε στην Ιωάννα, η οποία είχε ήδη ετοιμαστεί για την κατάδυση. Είχε βγάλει τις μπότες και τα κοντά της γάντια, καθώς και την κάπα της· φορούσε μόνο τη μαύρη της στολή. Τα μαλλιά της τα είχε πιάσει κότσο, και στο πλάι του κεφαλιού της είχε δέσει έναν αδιάβροχο φακό. Στη ζώνη της ήταν ένα πιστόλι κι ένα ξιφίδιο. Τους ασκούς της Νελμίρα τούς έδεσε μ’έναν γερό σπάγκο και τους πέρασε στους ώμους της, αφήνοντας αρκετό περιθώριο στον σπάγκο ώστε να μπορεί να φέρει στο στόμα της όποιον από αυτούς ήθελε, για να πάρει αέρα.
«Να προσέχεις,» της είπε ο Οδυσσέας.
«Ποτέ μη λες σε μια Μαύρη Δράκαινα να προσέχει,» αποκρίθηκε η Ιωάννα, και, ανεβαίνοντας στα βράχια, πλησίασε την άκρη της ηπειρόνησου.
Πήρε μια βαθιά ανάσα, για να γεμίσει τα πνευμόνια της με αέρα. Πήδησε και βούτηξε στο νερό, με το κεφάλι προς τα κάτω. Ο ήχος της θάλασσας γέμισε τ’αφτιά της. Κολύμπησε κάθετα, μην αφήνοντας τα πλευρά της Κεντρυδάτιας. Έτσι, από τη μια της μεριά εκτεινόταν ο σκοτεινός βυθός του ωκεανού, ατελείωτος, ώς εκεί όπου έφτανε η όρασή της· κι από την άλλη της μεριά υπήρχαν πέτρες και θαλάσσια φυτά. Δεξιά κι αριστερά, έβλεπε μικρά και μεγαλύτερα ψάρια, οστρακοειδή και μαλάκια. Άναψε τον φακό της, για να μπορεί να δει καλύτερα, γιατί, καθώς καταδυόταν, το περιβάλλον γινόταν ολοένα και πιο σκοτεινό. Και όχι μόνο πιο σκοτεινό, αλλά και πιο επικίνδυνο. Ετούτη ήταν η διάστασή της, και την ήξερε· είχε γεννηθεί σε μια παραθαλάσσια πόλη της Κεντρυδάτιας και είχε ζήσει όλα τα παιδικά, εφηβικά, και νεανικά της χρόνια εκεί· είχε βουτήξει πολλές φορές στον ωκεανό, νιώθοντας την αγκαλιά του στο σώμα της, αλλά μαθαίνοντας και τους κινδύνους του, τον έναν μετά τον άλλο. Ο ωκεανός πάντοτε επιφύλασσε εκπλήξεις, είχε διδαχθεί η Ιωάννα.
Επί του παρόντος, προσπαθούσε να φτάσει κάτω από την ηπειρόνησο, και γνώριζε πως ο γρηγορότερος και καλύτερος τρόπος για να το επιτύχει τούτο ήταν να βρει και ν’ακολουθήσει ένα ρεύμα που είχε ακριβώς αυτή την κατεύθυνση.
Το βρήκε (χωρίς καμια ιδιαίτερη δυσκολία, αφού όσο πιο βαθιά πήγαινε κανείς τόσο περισσότερα τέτοια ρεύματα υπήρχαν) και το ακολούθησε (ακόμα πιο εύκολα, αφήνοντας το σώμα της να παρασυρθεί από αυτό και κάνοντας η ίδια ελάχιστες και ανάλαφρες κινήσεις με τα χέρια και τα πόδια).
Το σκοτάδι έγινε βαθύ, έγινε απόλυτο, γύρω της, καθώς κατέληξε κάτω από την Κεντρυδάτια. Φως δεν ερχόταν από πουθενά, και ούτε αέρας υπήρχε. Μονάχα νερό ολόγυρα, και γη από πάνω, και πέτρες, και ρίζες που προεξείχαν, καθώς και υδρόβια φυτά, φύκια, και διάφορα θαλάσσια όντα με όστρακα ή μη και πολλές αποφύσεις. Η Ιωάννα είδε μικρά στόματα ν’ανοιγοκλείνουν, δείχνοντάς της σουβλερά δόντια. Είδε κατάμαυρα μάτια να την κοιτάζουν. Είδε μακριές κεραίες να στρέφονται προς το μέρος της, σαν να αναρωτιόνταν τι παράξενο ον περνούσε από τούτα τα λημέρια. Είδε ένα χοντρό πλοκάμι να την πλησιάζει, για να τυλιχτεί γύρω απ’την κνήμη της–
–τραβώντας το πιστόλι της, το πυροβόλησε, κάνοντάς το ν’απομακρυνθεί.
Και συνέχισε, αναζητώντας την υποβρύχια, ατσάλινη θύρα της βάσης των επαναστατών.
Ο αέρας στα πνευμόνια της τελείωνε. Άνοιξε έναν απ’τους ασκούς και έφερε την οπή του στα χείλη της. Τα πνευμόνια της γέμισαν πάλι με αέρα. Η Ιωάννα έκλεισε τον ασκό, που πρέπει να είχε αδειάσει κατά το ήμισυ. Δε θάχω πρόβλημα να φτάσω στη βάση. Κανένα πρόβλημα απολύτως.
Τώρα, χτυπούσε τα χέρια και τα πόδια της πιο δυνατά, καθώς αισθανόταν ότι τα υποβρύχια ρεύματα δεν τη βοηθούσαν. Το βλέμμα της το είχε στραμμένο στη γήινη μάζα από πάνω της, φωτίζοντάς τη με το φακό της και ψάχνοντας για τη θύρα.
Από κάτω, κάτι την πλησίασε. Μια πελώρια, μαύρη μορφή. Η Ιωάννα περισσότερο την αισθάνθηκε –αισθάνθηκε τις κινήσεις στο νερό, την απειλητική παρουσία– παρά την είδε. Συνέχισε, όμως, την πορεία της, ακάθεκτη, μη δίνοντας σημασία στο πλάσμα, ό,τι κι αν ήταν. Κι αυτό, τελικά, υποχώρησε, βουλιάζοντας στα απύθμενα βάθη του ωκεανού κάτω από την Κεντρυδάτια.
Η Ιωάννα εντόπισε εκείνο που έψαχνε. Εντόπισε τις ρίζες και τα φύκια που κάλυπταν την υποβρύχια θύρα της βάσης. Οι υπολογισμοί μου ήταν σωστοί, σκέφτηκε. Όχι πως πίστευε ότι μπορεί να ήταν λάθος, αλλά κάπου μέσα της υπήρχε και μια μικρή αμφιβολία, μια φυσιολογική αμφιβολία.
Ο αέρας τής τελείωνε ξανά. Έφερε τον ασκό στο στόμα της και τράβηξε στα πνευμόνια της ό,τι είχε απομείνει στο εσωτερικό του. Παραμέρισε με τα χέρια της τα φύκια και κολύμπησε ανάμεσά τους κι ανάμεσα στις ρίζες. Ο φακός της φώτισε μέταλλο. Ατσάλι. Μια πόρτα.
Η Ιωάννα γνώριζε ότι εδώ υπήρχε ένας τηλεοπτικός πομπός. Μπορούσε, μάλιστα, να τον δει –ένα μικρό, μαύρο μάτι, πλάι στην ατσάλινη θύρα–, και ήξερε ότι κι εκείνος μπορούσε να τη δει επίσης.
Χτύπησε την πόρτα με τις γροθιές της, δυνατά κι επίμονα. Τη γνώριζαν στη βάση· θα της επέτρεπαν πρόσβαση.
Το ατσάλι παραμέρισε· η πόρτα άνοιξε.
Η Ιωάννα κολύμπησε επάνω, και βγήκε στην επιφάνεια μιας μικρής λίμνης, η οποία βρισκόταν στο κέντρο ενός πέτρινου δωματίου. Δύο άντρες την περίμεναν στην όχθη, και μια γυναίκα. Η Ιωάννα τη γνώριζε: ήταν η Ανταρλίδα, μια Μαύρη Δράκαινα: ψηλή, με δέρμα κάτασπρο σαν κόκαλο και μαλλιά ξανθά και μακριά. Φορούσε τη συνηθισμένη μελανόχρωμη στολή των Μαύρων Δρακαινών. Η Ιωάννα δεν το ήξερε ότι βρισκόταν εδώ, σε τούτη τη βάση της Υπερυδάτιας.
Ο ένας από τους δύο άντρες ήταν γνωστός της, επίσης. Ονομαζόταν Γεώργιος, και είχε δέρμα λευκό όπως της Ιωάννας και μαύρα, κοντά μαλλιά. Ήταν Επιστάτης του Υποβρύχιου Θαλάμου –δηλαδή, του μέρους όπου τώρα βρίσκονταν όλοι τους.
Το όνομα του άλλου άντρα η Ιωάννα δεν το ήξερε, αλλά νόμιζε ότι τον είχε ξαναδεί σε τούτη τη βάση.
«Ιωάννα!» έκανε ο Γεώργιος, έκπληκτος. «Τι σε φέρνει εδώ;»
Η Ιωάννα κολύμπησε μέχρι την όχθη της μικρής λίμνης και βγήκε απ’το νερό, πατώντας τα γυμνά της πόδια στις πέτρινες πλάκες που έστρωναν το δωμάτιο. «Πολλά και διάφορα,» αποκρίθηκε.
«Γιατί έχω την αίσθηση ότι θα αποδειχτεί πως εσύ ευθύνεσαι, τελικά, για την εισβολή των Παντοκρατορικών στους βαλτότοπους;» είπε η Ανταρλίδα, κοιτάζοντάς την παρατηρητικά.
Η Ιωάννα μειδίασε. «Ίσως επειδή με ξέρεις καλύτερα απ’ό,τι νόμιζες, Ανταρλίδα.» Και, με πιο σοβαρή όψη: «Δεν πιστεύω να έχουν εντοπίσει τη βάση…»
Ο Γεώργιος κούνησε το κεφάλι. «Όχι, δεν την έχουν εντοπίσει. Πρέπει να ψάχνουν για κάτι άλλο μες στους βαλτότοπους.»
«Για εμένα,» εξήγησε η Ιωάννα, «και για τους συντρόφους μου, που τώρα περιμένουν στην ακτή, για να έρθουν εδώ. Μπορείς να στείλεις ένα υποβρύχιο;»
Ο Γεώργιος ένευσε. «Θα πάω να τους πάρω ο ίδιος.» Βάδισε προς ένα μικρό υποβρύχιο που ήταν αραγμένο στην όχθη της λίμνης. «Πόσοι είναι;»
«Έξι.»
«Με το ζόρι θα χωρέσουν.» Ο Γεώργιος άνοιξε την καταπακτή του υποβρυχίου.
«Κι αν δεις τον Πρίγκιπα Τάμπριελ μαζί τους, μην εκπλαγείς–»
«Τον Πρίγκιπα Τάμπριελ; Τον γνωστό Πρίγκιπα Τάμπριελ;»
«Ναι. Δεν είναι αιχμάλωτος, αλλά ούτε και κατάσκοπος.»
«Πρόδωσε την Παντοκράτειρα;»
«Περίπου. Πάντως, δεν είναι μαζί της πλέον.»
«Παράξενο ακούγεται αυτό.»
«Ο Σέλιρ’χοκ θα σ’τα εξηγήσει καλύτερα, μόλις τον φέρεις μέσα.»
Ο Γεώργιος μπήκε στην καταπακτή και την έκλεισε από πάνω του.
Το υποβρύχιο βυθίστηκε μέσα στη λίμνη στο κέντρο του πέτρινου δωματίου, και πήγε προς την ατσάλινη πόρτα στον πυθμένα της. Η πόρτα άνοιξε και το σκάφος βγήκε κάτω από τη μεγάλη γήινη μάζα της Κεντρυδάτιας, παίρνοντας ανατολική κατεύθυνση. Τα ψάρια και τα μαλάκια απομακρύνονταν απ’το πέρασμά του. Το υποβρύχιο άφηνε πίσω του μια δυνατή αναταραχή στα βαθιά νερά, από το γύρισμα της προπέλας του. Ο προβολέας του φώτιζε τα σκοτάδια.
Σύντομα, αναδύθηκε κοντά στην ακτή. Ένα μεταλλικό κέλυφος, που γυάλιζε στις ακτίνες των ήλιων, καθώς το νερό έτρεχε σε εκατοντάδες ρυάκια από πάνω του.
Ο Οδυσσέας και οι υπόλοιποι το είδαν και το πλησίασαν, έχοντας τα όπλα τους έτοιμα, για παν ενδεχόμενο, αν και η εμφάνισή του μπορούσε να σημαίνει μονάχα ένα πράγμα: η Ιωάννα τα είχε καταφέρει.
Η καταπακτή του υποβρυχίου άνοιξε, και ο Γεώργιος παρουσιάστηκε. «Πρόμαχε!» είπε, αντικρίζοντας τον Οδυσσέα. «Η Ιωάννα δεν είπε ότι ήσουν κι εσύ εδώ.»
«Δε χαίρεσαι που με βλέπεις;»
Ο Γεώργιος γέλασε. «Θα ήταν επικίνδυνο ν’απαντήσω όχι;» ρώτησε. Και τους έκανε νόημα με το χέρι. «Ελάτε μέσα.» Και μπήκε κι ο ίδιος στην καταπακτή.
Ο Οδυσσέας κι οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν, ο ένας κατόπιν του άλλου, καθώς το άνοιγμα ήταν πολύ μικρό για να περνά παραπάνω από ένας άνθρωπος τη φορά.
«Δε θέλω να σας προσβάλω,» είπε ο Γεώργιος, «αλλά βρομάτε απίστευτα, και φαίνεστε σα να έχετε βουτήξει στα σκατά.»
«Ευχαριστούμε,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας.
Το υποβρύχιο βυθίστηκε, πέρασε κάτω από την ηπειρόνησο, ταξίδεψε για λίγο στο νερό, μπήκε στη βάση των επαναστατών, και αναδύθηκε μέσα από τη λίμνη. Η καταπακτή του άνοιξε, και οι επιβάτες του βγήκαν, για να συναντήσουν την Ιωάννα, την Ανταρλίδα, και μερικούς άλλους, που είχαν έρθει αφού ενημερώθηκαν για την κατάσταση. Ανάμεσά τους ήταν και η Ελένη, μια γαλανόδερμη γυναίκα με κοντά, πράσινα μαλλιά, Πρόμαχος της Επανάστασης και διοικήτρια σε τούτη τη βάση. Φορούσε ένα φαρδύ, καφέ πουκάμισο με σηκωμένα μανίκια και ένα επίσης καφέ, υφασμάτινο παντελόνι. Στη μέση της ήταν τυλιγμένη μια πλατιά, πέτσινη ζώνη, κι από τους ώμους της περνούσαν τιράντες. Στο πλάι της κρεμόταν ένα πιστόλι. Στα μικρά της αφτιά γυάλιζαν στρογγυλά σκουλαρίκια. Τα πόδια της ήταν ξυπόλυτα.
«Οδυσσέα…» είπε, κοιτάζοντάς τον από πάνω ώς κάτω και, μετά, κοιτάζοντας και τους συντρόφους του. «Γνωρίσατε τους βάλτους από πολύ κοντά, βλέπω.» Μειδίασε, αποκαλύπτοντας αστραφτερά δόντια.
«Είχαμε τη βοήθεια των ανθρώπων της Παντοκράτειρας,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας.
«Ναι. Τους έχουμε εντοπίσει κι εμείς. Και, για να είμαι ειλικρινής, θα ήταν δύσκολο να μην τους εντοπίσουμε, τόσοι που έχουν μαζευτεί. Πρώτη φορά συγκεντρώνεται τέτοιος αριθμός Παντοκρατορικών στους Βαλτότοπους των Όφεων.»
«Για εμένα ψάχνουν,» είπε ο Τάμπριελ’λι. «Όταν δουν ότι δεν μπορούν να με βρουν, θα διαλυθούν.»
Η Ελένη εστίασε το βλέμμα της στον ερυθρόδερμο άντρα, τον οποίο ήταν φανερό πως αναγνώριζε. Η Ιωάννα, βέβαια, την είχε προειδοποιήσει για την παρουσία του, έτσι δεν ενέργησε σπασμωδικά, ούτε φάνηκε να αιφνιδιάζεται που τον έβλεπε εδώ.
«Πρέπει να σου εξηγήσουμε μερικά πράγματα,» είπε ο Σέλιρ’χοκ στην Πρόμαχο.
Εκείνη ένευσε. «Έτσι είπε κι η Ιωάννα. Είσαι ο Σέλιρ’χοκ, σωστά;»
«Σωστά.»
«Καλύτερα να πλυθείτε πρώτα,» είπε η Ελένη. «Μετά, θα μιλήσουμε.»
*
Αφού πλύθηκαν και φόρεσαν καινούργια ρούχα, συγκεντρώθηκαν σ’ένα άνετο δωμάτιο, που ήταν το γραφείο της Προμάχου. Η Ελένη τούς πρόσφερε κάτι να φάνε και να πιουν και τους ζήτησε να της μιλήσουν. Ο Σέλιρ’χοκ τής είπε, εν συντομία, για την αποστολή στις Αιωρούμενες Νήσους και για τις παράξενες εικόνες που είχε αρχίσει να βλέπει ο Τάμπριελ. Έπειτα, ο Οδυσσέας τής εξήγησε τον λόγο για τον οποίο εκείνος, η Νελμίρα, κι ο Ράθνης βρίσκονταν στην Υπερυδάτια: Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος χρειαζόταν βοήθεια στην Απολλώνια· έπρεπε να σταλούν κάποιοι επαναστάτες εκεί, οπωσδήποτε. Της έδωσε όσες διευκρινίσεις επιθυμούσε, κι εκείνη δεν αρνήθηκε να προσφέρει την αρωγή της. Γνώριζε πόσο σημαντική ήταν η Απολλώνια για την Επανάσταση.
«Και, όπως θα καταλαβαίνεις,» είπε ο Οδυσσέας, «δεν μπορούμε να μείνουμε άλλο εδώ. Πρέπει να φύγουμε αμέσως.»
«Για πού;» ρώτησε η Ελένη. Ήταν καθισμένη πίσω απ’το γραφείο της, με τα χέρια της διπλωμένα εμπρός της και τα πόδια της ανεβασμένα στην ξύλινη επιφάνεια του επίπλου και σταυρωμένα στον αστράγαλο. Φορούσε ένα αργυρό δαχτυλίδι στο μεγάλο δάχτυλο του δεξιού ποδιού, και ένα μπρούντζινο στο μεσαίο του αριστερού.
«Για τη Μοργκιάνη.»
Η Ελένη συνοφρυώθηκε, σκεπτικά. «Μέσω Αιθέρα δεν μπορείτε να πάτε κατευθείαν. Κι επιπλέον, εδώ δεν έχουμε αεροσκάφη· ελπίζω να το ξέρεις αυτό. Επομένως, μέσω Συμπλέγματος μού φαίνεται η λογικότερη πορεία.»
«Ναι,» συμφώνησε ο Οδυσσέας, «αλλά χρειαζόμαστε ειδικό σκάφος, για να διασχίσουμε το Σύμπλεγμα.» Ένα σκάφος σαν τον Δύτη, πρόσθεσε νοερά: ένα σκάφος που να μπορεί και να κολυμπά και να βαδίζει. Ένα αμφίβιο σκάφος.
Δεν υπήρχε λόγος, φυσικά, να τα εξηγήσει όλ’αυτά· η Ελένη γνώριζε. «Δεν έχω τέτοιο πράγμα σε τούτη τη βάση,» τους πληροφόρησε. «Νομίζω, όμως, πως έχει ο Δημήτριος, στην Ιχθυδάτια. Ή, μάλλον, είμαι σίγουρη ότι έχει.»
«Θα πάμε εκεί, τότε, αν μπορείς να μας προμηθεύσεις μ’ένα υποβρύχιο.»
«Αυτό κανονίζεται εύκολα.»
Η Δομινίκη δεν κοιμήθηκε πολύ και, όταν ξύπνησε, εκείνη η εικόνα στοίχειωνε ακόμα το νου της: η Κορνηλία και ο Λούσιος να κάνουν έρωτα, να την προδίδουν κι οι δυο τους. Ήταν πρωί τώρα, και βρισκόταν ξαπλωμένη ανάσκελα στην καμπίνα που μοιραζόταν με τον σύζυγό της. Ο Λούσιος ήταν ξαπλωμένος πλάι της, μπρούμυτα, και κοιμόταν.
Η Δομινίκη σηκώθηκε, φόρεσε μια ρόμπα, και βάδισε μες στην καμπίνα. Το πλοίο είχε πάψει να κλυδωνίζεται. Η θαλασσοταραχή είχε περάσει· τώρα τα νερά ήταν ήρεμα και, μάλλον, το υπόλοιπο ταξίδι θα ήταν καλό. Ώς το μεσημέρι θα έφταναν στη Ρακμάνη.
Και μετά, θα κατευθυνθούμε προς την Απολεσθείσα Γη, για να βρούμε και να ελευθερώσουμε τον Κατακεραυνωτή… Η Δομινίκη, όμως, δεν αισθανόταν πλέον τόσο ενθουσιασμένη· ή, μάλλον, ο ενθουσιασμός της είχε μολυνθεί από αυτό που είχε αντικρίσει χτες βράδυ. Κάτι που συνέβαινε καιρό πίσω απ’την πλάτη της, και δεν είχε πάρει είδηση… Τα δόντια της σφίχτηκαν. Στράφηκε να κοιτάξει την κοιμισμένη μορφή του Λούσιου. Ήθελε να τον σκοτώσει. Πρέπει να πληρώσουν! Κι οι δυο τους. Πρέπει να πληρώσουν! Η Δομινίκη έκλεισε τα μάτια. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Υπομονή. Χρειαζόταν υπομονή. Τώρα, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Θα ήταν ανόητο. Τώρα, βρίσκονταν στην αρχή του ταξιδιού για την απελευθέρωση του Κατακεραυνωτή.
Ο θυμός, όμως, κατέτρωγε τα σωθικά της· και έπρεπε να τον κάνει να σταματήσει– Υπομονή, Δομινίκη… Υπομονή…
Στάθηκε μπροστά στο παράθυρο της καμπίνας, ακουμπώντας τα χέρια της στο περβάζι και κολλώντας το μέτωπό της στο τζάμι, νιώθοντάς το ψυχρό επάνω στο δέρμα της.
Ο Λούσιος άργησε να ξυπνήσει. Όταν ξύπνησε, βρήκε τη Δομινίκη καθισμένη στο γραφείο, να καπνίζει ένα μακρύ τσιγάρο.
«Είσαι καλά;» τη ρώτησε, καθώς ανασηκωνόταν επάνω στο κρεβάτι.
«Ναι, καλά είμαι.»
«Τι ώρα σηκώθηκες;»
Η Δομινίκη τίναξε λίγη στάχτη στο τασάκι. «Πριν από λίγο.»
Ο Λούσιος κοίταξε το ρολόι. «Σε δυο-τρεις ώρες πρέπει να έχουμε φτάσει στη Ρακμάνη.»
«Ναι.»
Ο Λούσιος σηκώθηκε απ’το κρεβάτι και πήγε στην τουαλέτα, για να πλυθεί. Όταν επέστρεψε, παρατήρησε το πρωινό επάνω στο τραπέζι. «Δεν άκουσα ούτε τους υπηρέτες να μπαίνουν,» είπε. «Έπρεπε να με είχες ξυπνήσει, να φάμε κάτι.»
«Δεν είχα όρεξη για φαγητό.»
Ο Λούσιος την κοίταξε παραξενεμένος. Υπήρχε κάτι περίεργο στον τρόπο της, δεν υπήρχε; Μπα, σκέφτηκε, η ιδέα μου είναι. Εξάλλου, είναι λογικό να μην έχει όρεξη, ύστερα από τη ναυτία. Άρχισε να ντύνεται.
«Δε θα ντυθείς;» τη ρώτησε, όταν τελείωσε και κάθισε στο τραπέζι, μπροστά στο πρωινό.
«Θα ντυθώ,» αποκρίθηκε η Δομινίκη, που τώρα πλέον είχε σβήσει το τσιγάρο της και σταυρώσει τα χέρια της εμπρός της, κοιτάζοντάς τον. Ωστόσο, δεν σηκώθηκε απ’την καρέκλα.
Ο Λούσιος άρχισε να τρώει.
Η Δομινίκη έμεινε σιωπηλή. Συμπεριφέρεται όπως πάντα, σκέφτηκε. Όπως πάντα. Καμία απολύτως διαφορά. Και αναρωτήθηκε πάλι πόσες φορές την είχε προδώσει μαζί με την Κορνηλία. Πόσες φορές την είχε προδώσει και εξακολουθούσε να συμπεριφέρεται όπως συνήθως…
Η Δομινίκη συνειδητοποίησε ότι τα νύχια της μπήγονταν στους βραχίονές της κάτω απ’τη ρόμπα της. Χαλάρωσε τα δάχτυλά της και σηκώθηκε απ’το γραφείο, πηγαίνοντας να ντυθεί.
*
Η Ρακμάνη ήταν μια από τις μεγαλύτερες πόλεις του Βασιλείου της Απολλώνιας, και το λιμάνι της ήταν εξίσου μεγάλο. Το πλοίο του Λούσιου πέρασε ανάμεσα από δύο φαρδιές, πανύψηλες, πέτρινες κολόνες και μπήκε στο λιμάνι, προσεγγίζοντας μια από τις προβλήτες και αγκυροβολώντας εκεί. Μπροστά από την προβλήτα, παραπάνω από δύο ντουζίνες επισήμως ντυμένοι στρατιώτες περίμεναν, καθώς και έξι τρίκυκλα οχήματα με ελαφριά θωράκιση και πυροβόλα όπλα. Οχήματα της τοπικής χωροφυλακής.
Δούκας της Ρακμάνης ήταν ο Φερέσβιος, Πρίγκιπας της Απολλώνιας και θείος του Λούσιου· και, έχοντας, μέσω τηλεπικοινωνιών, μάθει για τον ερχομό του ανιψιού του, είχε κάνει τις κατάλληλες προετοιμασίες. Ο Λούσιος γνώριζε πως ο θείος του δεν ήταν άνθρωπος που αρεσκόταν στα περιττά στολίδια και στις περιττές τιμές, όμως δεν έκανε ποτέ και τίποτα λιγότερο απ’ό,τι ακριβώς χρειαζόταν.
Και τώρα, με αναγνωρίζει ως Αντιβασιλέα της Απολλώνιας· ή, μάλλον, ως Βασιληά, ουσιαστικά. Όπως αρμόζει, σκέφτηκε ο Λούσιος, καθώς ατένιζε τη συνοδεία, στεκόμενος μπροστά στο παράθυρο της καμπίνας του.
Η Δομινίκη, ντυμένη πλέον και έτοιμη, καθόταν στην καρέκλα πίσω απ’το γραφείο με τα πόδια της σταυρωμένα στο γόνατο και τα χέρια της πλεγμένα πάνω στον μηρό της. Η διάθεσή της δεν ήταν όπως όταν είχαν αρχίσει το ταξίδι, παρατήρησε ο Λούσιος, κοιτάζοντάς την με τις άκριες των ματιών του. Της έχει φύγει ο ενθουσιασμός για την απελευθέρωση του Κατακεραυνωτή; Μάλλον όχι. Δε νομίζω ότι αυτό είναι κάτι που μπορεί να της φύγει έτσι εύκολα. Πρέπει ακόμα να είναι κουρασμένη απ’τη χτεσινή καταιγίδα…
Η πόρτα χτύπησε. «Μεγαλειότατε,» είπε κάποιος, «το όχημά σας σας περιμένει.»
Ο Λούσιος στράφηκε στη Δομινίκη και, πλησιάζοντάς την, της έδωσε το χέρι του. Εκείνη το πήρε, σηκώθηκε όρθια, και πιάστηκαν αγκαζέ. Του χαμογέλασε λοξά.
Και σκέφτηκε, καθώς χαμογελούσε: Δε χρειάζεται να δείχνεις τόσο μουτρωμένη· θα καταλάβει ότι κάτι δεν πάει καλά. Υπομονή. Εξάλλου, θα τιμωριόταν, όπως του άξιζε· και εκείνος και η Κορνηλία. Απλά, όχι τώρα· επειδή τώρα υπήρχαν σημαντικότερα πράγματα να κάνουν. Κι επειδή η Δομινίκη προτιμούσε να φτιάξει την εκδίκησή της ακριβώς όπως την ήθελε.
Ο Λούσιος άνοιξε την πόρτα και βγήκαν απ’την καμπίνα, ενώ μερικοί υπηρέτες έμπαιναν, για να μαζέψουν τα πράγματά τους.
Καθώς βάδιζαν μέσα στο πλοίο με τη συνοδεία φρουρών, ο Λούσιος είπε στη Δομινίκη: «Δεν έχεις φάει καθόλου από το πρωί. Πιστεύω θα φας κάτι όταν πάμε στο παλάτι του Φερέσβιου…»
«Φυσικά,» αποκρίθηκε εκείνη. «Απλά, το στομάχι μου ήταν άνω-κάτω μέχρι τώρα.»
Φτάνοντας στο όχημα που τους περίμενε στο γκαράζ του σκάφους, συνάντησαν την Κορνηλία, ντυμένη όμορφα και στολισμένη. Η Δούκισσα της Βανκάρης τούς χαιρέτησε, χαμογελώντας.
«Τι απίστευτη φουρτούνα, χτες!» είπε. «Ελπίζω να μην ταλαιπωρηθήκατε όσο εγώ.»
Θα τη γδάρω, τη σκρόφα! σκέφτηκε η Δομινίκη.
«Κοιμηθήκαμε,» αποκρίθηκε ο Λούσιος, «και δεν καταλάβαμε τίποτα.»
«Υπάρχουν και χειρότερες φουρτούνες…» πρόσθεσε η Δομινίκη, ευχάριστα. Και νάσαι σίγουρη πως θα τις βρεις μπροστά σου, σύντομα! πρόσθεσε νοερά.
Η Κορνηλία συνοφρυώθηκε ελαφρώς, σαν να αντιλήφτηκε κάτι ασυνήθιστο στον τόνο της Δομινίκης. Δεν είπε τίποτα, όμως, και μπήκαν στο όχημα.
Μια μεγάλη θύρα του καραβιού άνοιξε, αφήνοντας το ηλιακό φως να μπει άπλετο στο αμπάρι. Ο οδηγός του οχήματος έβαλε μπροστά και κατέβηκαν την πλατιά ράμπα, βγαίνοντας στο λιμάνι της Ρακμάνης, μαζί με τη συνοδεία άλλων οχημάτων και πολεμιστών.
Οι στρατιώτες του Δούκα Φερέσβιου τούς συνάντησαν και τους χαιρέτισαν, επίσημα, και ο αξιωματικός ανάμεσά τους δήλωσε πως θα τους συνόδευαν μέχρι το παλάτι. Ο Λούσιος, φυσικά, δεν έφερε αντίρρηση· πρόσταξε τους ανθρώπους του να ακολουθήσουν τη συνοδεία που είχε ετοιμάσει ο θείος του για εκείνον.
Οι δρόμοι της Ρακμάνης απ’όπου περνούσε ο Αντιβασιλέας ήταν ανοιχτοί· ο Δούκας Φερέσβιος είχε ήδη φροντίσει γι’αυτό. Κανένα εμπόδιο δεν υπήρχε στις μεγάλες λεωφόρους· το όχημα του Λούσιου κυλούσε επάνω τους σαν να πήγαινε βόλτα στην εξοχή. Τριγύρω ορθώνονταν ψηλές πολυκατοικίες με όμορφες λαξευτές κολόνες και αγάλματα. Η Ρακμάνη είχε καταφέρει να διατηρήσει μια τεχνοτροπία που δεν είχε καταφέρει να διατηρήσει η μεγαλούπολη της Απαστράπτουσας. Εκεί δεν έμοιαζε να υπάρχει χώρος για λαξευτές κολόνες και αγάλματα, ενώ εδώ αυτά τα πράγματα αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της πόλης· δε θα μπορούσες να τα διαχωρίσεις από τις πολυκατοικίες και τα υπόλοιπα οικοδομήματα, λες και χωρίς αυτά η Ρακμάνη θα γκρεμιζόταν, θα γινόταν ένα με τη γη.
Το παλάτι βρισκόταν στην καρδιά της πόλης, θρονιασμένο σ’ένα δεντρόφυτο ύψωμα. Ο δρόμος που ανέβαινε προς αυτό έκανε σπείρες επάνω στις πλευρές του υψώματος, σαν φίδι που είχε τυλιχτεί γύρω του. Τα οχήματα της συνοδείας του Λούσιου τον ακολούθησαν, περνώντας κάθε τόσο κάτω από ψηλές, πέτρινες καμάρες με όμορφα λαξεύματα.
«Το μέρος είναι υπέροχο,» παρατήρησε η Κορνηλία.
«Σίγουρα,» είπε η Δομινίκη, «δεν είναι η πρώτη φορά που έχεις έρθει…»
«Όχι, δεν είναι η πρώτη φορά. Αλλά δεν έρχομαι και πολύ συχνά.»
Κι αυτή, σκέφτηκε η Δομινίκη, θα έπρεπε, κανονικά, να είναι η τελευταία φορά που έρχεσαι εδώ! Θα έπρεπε να μείνεις μόνιμα εδώ! Νεκρή! Δεν είπε, όμως, τίποτα άσχημο· έκρυψε το μίσος εντός της. Άγγιξε το γόνατο του Λούσιου –ο οποίος καθόταν ανάμεσα σ’εκείνη και την Κορνηλία– και τον ρώτησε: «Θυμάσαι τότε που είχαμε κάνει ένα μήνα διακοπές εδώ; Ο Φερέσβιος μάς είχε φιλοξενήσει.» Χαμογέλασε, γυρίζοντας να κοιτάξει το πρόσωπό του.
Ο Λούσιος στράφηκε, επίσης. «Ναι,» είπε. «Είχαμε περάσει καλά, τότε…» Δεν είχαμε όλα τούτα τα προβλήματα στο κεφάλι μας, πρόσθεσε νοερά. «Ήταν σχεδόν μόλις είχαμε παντρευτεί.» Και ο Ανδρόνικος δεν είχε ακόμα γίνει σύζυγος της Παντοκράτειρας…
«Ναι…» Η Δομινίκη συνέχισε να χαμογελά. Χάιδεψε το μάγουλό του και, περνώντας το χέρι της πίσω απ’τον αυχένα του, τον φίλησε στα χείλη· γλίστρησε τη γλώσσα της μέσα στο στόμα του και έκανε το φιλί τους να διαρκέσει.
Η Κορνηλία παρίστανε πως δεν τους έδινε σημασία. Και η αλήθεια ήταν πως, μέσα της, δε ζήλευε. Δεν αισθανόταν πως όφειλε να ανταγωνιστεί τη Δομινίκη για να κερδίσει τον Λούσιο. Ο Λούσιος κι εκείνη ήταν εραστές από παλιά, και το ασυγκράτητο πάθος του ακόμα ήταν το ίδιο όπως τότε, και ακόμα τη διασκέδαζε με τον ίδιο τρόπο.
Το όχημά τους έφτασε στην κορυφή του υψώματος, και η πύλη του παλατιού άνοιξε.
Ο Λούσιος έδωσε εντολή να σταματήσουν. «Θα βαδίσουμε από δω και πέρα,» είπε.
Βγήκαν από το όχημά τους, και οι στρατιώτες τούς συνόδεψαν μέσα στην αυλή του παλατιού και, ύστερα, στο εντυπωσιακό εσωτερικό του. Το παλάτι της Ρακμάνης δεν ήταν τόσο μεγαλοπρεπές όσο αυτό της Απαστράπτουσας –κανένα παλάτι στην Απολλώνια δεν μπορούσε νάναι τόσο μεγαλοπρεπές όσο του Βασιληά–, αλλά δεν υστερούσε και πολύ. Δεν του έλειπαν ούτε τα ιριδίζοντα κρύσταλλα, ούτε οι πίνακες, ούτε τα λαξεύματα, ούτε τα αγάλματα, ούτε οι καθρέφτες με τα χρυσά και τα αργυρά πλαίσια, ούτε τα όμορφα άνθη. Και, φυσικά, το υπηρετικό προσωπικό και οι φρουροί ήταν καλοντυμένοι και στολισμένοι όπως άρμοζε στην περίσταση –μια επίσκεψη από τον ίδιο τον Αντιβασιλέα Λούσιο, τη σύζυγό του, και τη Δούκισσα της Βανκάρης.
Οι υπηρέτες τούς οδήγησαν σε μια μεγάλη αίθουσα, όπου τους περίμεναν ο Δούκας της Ρακμάνης και η οικογένειά του. Ο Φερέσβιος ήταν ένας ψηλός, πενηντάρης άντρας, που έμοιαζε με τον αδελφό του, τον Βασιληά Αρχίμαχο· το δέρμα του ήταν λευκό και τα μαλλιά και τα γένια του άσπρα και καλοχτενισμένα. Η σύζυγός του, η Ανδρομάχη, στεκόταν πλάι του, ντυμένη μ’ένα φανταχτερό φόρεμα όπου εναλλάσσονταν τα χρώματα μαύρο, πράσινο, και μπλε μέσα από περίτεχνα φτιαγμένες πτυχώσεις. Το δέρμα της Ανδρομάχης ήταν καφέ, σαν κορμός δέντρου, και τα μαλλιά της πυκνά, μακριά, και μαύρα. Ήταν μικρότερη απ’τον Φερέσβιο, και καταγόταν από τα Νότια Δουκάτα.
Τα τρία τους παιδιά στέκονταν πίσω τους. Ο Αχιλλέας ήταν ο μεγαλύτερος, και είχε πάρει στοιχεία και της μητέρας του και του πατέρα του: το δέρμα του ήταν λευκό, σαν του Φερέσβιου, αλλά τα κατάμαυρα, πυκνά μαλλιά του δεν μπορούσαν παρά να θυμίζουν αυτά της Ανδρομάχης. Η Ηρώ ήταν το δεύτερό τους παιδί, και είχε δέρμα καφέ και κόμη μελαχρινή και φτιαγμένη πλεξούδες. Η Θεοδώρα ήταν μόλις δεκάξι χρονών, και το δέρμα της ήταν τόσο λευκό που σχεδόν έμοιαζε με το δέρμα των κατάλευκων ανθρώπων της Απολλώνιας. Τα μαλλιά της ήταν ξανθά και το βλέμμα της ντροπαλό. Φαινόταν να πιάνει τον πιο λίγο χώρο απ’όλους, κι αυτό δεν οφειλόταν μόνο στο μικρό της ανάστημα.
Ο Δούκας Φερέσβιος χαιρέτησε τον Λούσιο, τη Δομινίκη, και την Κορνηλία με επισημότητα· κι ύστερα, ρώτησε τον ανιψιό του τι είχε συμβεί με τον Ανδρόνικο. «Άκουσα ότι προσπάθησε να σε σκοτώσει,» είπε. «Στην αρχή, δεν ήθελα να πιστέψω πως ήταν αλήθεια. Είναι δυνατόν ο Ανδρόνικος ν’άλλαξε τόσο, Λούσιε; Είναι δυνατόν;»
«Οι περιπλανήσεις σε άλλες διαστάσεις αλλάζουν τον άνθρωπο, θείε,» αποκρίθηκε ο Λούσιος. «Ποιος ξέρει πού πήγε και τι είδε, ο αδελφός μου…» Αναστέναξε. «Με θλίβει το γεγονός, αλλά πιστεύω πως είναι παράφρων. Έχει χάσει το μυαλό του.» Είσαι ψεύτης, ψιθύρισε μια φωνή μέσα του (η φωνή της συνείδησής του;). Εσύ τον οδήγησες στην παραφροσύνη. Αλλά μια άλλη φωνή είπε: Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος! Ο μόνος τρόπος!
Πρέπει να σώσω την Απολλώνια από τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας, κι από τις συγκρούσεις στο Νότιο Μέτωπο!
Ο Φερέσβιος πρότεινε στον ανιψιό του, στη Δομινίκη, και στην Κορνηλία να πάρουν μεσημεριανό μαζί με εκείνον και την οικογένειά του και, τρώγοντας, να συζητήσουν περισσότερο για τον Ανδρόνικο. Ήθελε οπωσδήποτε να μάθει τι είχε συμβεί με κάθε λεπτομέρεια.
Ο Λούσιος, φυσικά, δεν αρνήθηκε, ούτε η Κορνηλία ή η Δομινίκη έφεραν αντίρρηση.
Ο Φερέσβιος και η οικογένειά του οδήγησαν τους επισκέπτες τους στο μεγάλο, μακρόστενο τραπέζι της αίθουσας και τους έβαλαν να καθίσουν. Μερικά ελαφριά φαγητά και ποτά ήταν ήδη σερβιρισμένα, και άρχισαν να μασουλάνε και να πίνουν μικρές γουλιές, ενώ περίμεναν τους υπηρέτες να φέρουν το κυρίως γεύμα. Ο Δούκας της Ρακμάνης ρώτησε πάλι για τον Ανδρόνικο, και ο Λούσιος τού απάντησε πως, πραγματικά, δεν γνώριζε τι συνέβαινε με τον αδελφό του. Είχε προσπαθήσει να μπει κρυφά στο παλάτι, βάζοντας τη μάγισσά του να μπερδέψει τους τηλεοπτικούς πομπούς, και είχε επιτεθεί σ’έναν απ’τους Βασιλικούς Φρουρούς. Τον είχε Καλέσει, και παραλίγο να τον σκοτώσει. Δεν ήταν στα λογικά του. Τι λόγο θα μπορούσε να έχει ένα μέλος του Οίκου των Ευφρόνων να Καλέσει έναν Βασιλικό Φρουρό; Και δεν ήταν μόνο αυτό· ο Ανδρόνικος είχε, μετά, επιτεθεί και στους φρουρούς του παλατιού, που ο Λούσιος είχε φωνάξει για να τον οδηγήσουν έξω.
«Αναγκάστηκα να τον φυλακίσω,» είπε. «Δε γινόταν αλλιώς. Ήταν φανερό πως κάτι δεν πήγαινε καλά μαζί του. Κι ύστερα, όσο βρισκόταν υπό κράτηση, δε μου απέδειξε πως είναι λογικός. Αν μη τι άλλο, φερόταν ακόμα πιο παράλογα.» Αναστέναξε. «Αναρωτιέμαι αν, στις περιπλανήσεις του, του συνέβη κάτι που τον άλλαξε μόνιμα…»
Ετούτα τα νέα φάνηκαν να λυπούν τον Φερέσβιο· είπε, όμως, πως είχε εμπιστοσύνη στον Λούσιο, και πως πίστευε ότι εκείνος έκανε, σίγουρα, ό,τι καλύτερο μπορούσε για τον αδελφό του και για το βασίλειο. «Αλλά τι σε φέρνει εδώ;»
«Δε θα καθίσω για πολύ, θείε,» εξήγησε ο Λούσιος. «Πρέπει να φύγω, να ταξιδέψω νότια.»
«Στα Νότια Δουκάτα;»
«Στην Απολεσθείσα Γη.»
Ο Φερέσβιος συνοφρυώθηκε, παραξενεμένος. «Τι ζητάς εκεί, Λούσιε;»
Το κυρίως γεύμα τους είχε, εν τω μεταξύ, έρθει και έτρωγαν· ο Λούσιος κατάπιε τη μπουκιά του και ήπιε μια γουλιά ξινό κρασί. «Υπάρχει ένα… πρόβλημα, θείε, το οποίο πρέπει να λύσω.»
«Πρόβλημα; Στο Νότιο Μέτωπο;»
«Ναι. Αλλά δεν είναι ένα στρατιωτικό πρόβλημα. Είναι ένα… επιστημονικό πρόβλημα, θα μπορούσες να πεις. Πρέπει να χρησιμοποιήσω ενός είδους δύναμη· γι’αυτό το λόγο κιόλας έχω φέρει και τους κατάλληλους ανθρώπους μαζί μου.»
Ο Φερέσβιος εξακολουθούσε νάναι συνοφρυωμένος, και παραξενεμένος. «Δεν καταλαβαίνω. Για τι δύναμη μιλάς;»
«Πραγματικά, δεν μπορώ να πω περισσότερα. Και, για να είμαι ειλικρινής, δεν είναι εύκολο να το εξηγήσω. Πάντως, αν καταφέρω αυτό που θέλω, θείε, τότε ίσως να υπάρξει μεγάλη ενίσχυση στο Βόρειο Μέτωπο.»
«Στο Βόρειο Μέτωπο; Τι δουλειά μπορεί να έχει η Απολεσθείσα Γη με το Βόρειο Μέτωπο και την Παντοκράτειρα;»
«Κι όμως, θείε. Κι όμως…» είπε ο Λούσιος, και δεν διευκρίνισε τίποτα παραπάνω, καθώς έκοβε ένα κομμάτι ψητό κρέας, το πιρούνιαζε, και το έφερνε στο στόμα του.
*
Όταν το γεύμα τελείωσε, οι υπηρέτες του παλατιού τούς οδήγησαν στα πολυτελή δωμάτια που είχαν ετοιμάσει γι’αυτούς.
Η Δομινίκη έλυσε τη ζώνη της και ξάπλωσε, ανάσκελα, στο κρεβάτι. Αισθανόταν φουσκωμένη απ’το φαγητό. Ο Λούσιος κάθισε σε μια πολυθρόνα, ανάβοντας ένα πούρο και καπνίζοντας αργά.
«Σχετικά με τον χάρτη…» είπε, μετά από αρκετές στιγμές σιγής. «Θα τον ξαναελέγξεις;»
«Ναι,» απάντησε η Δομινίκη, «αν και δε νομίζω ότι θα βγάλω κανένα διαφορετικό αποτέλεσμα.»
«Το αποτέλεσμα που έχεις βγάλει δε γνωρίζουμε ακόμα σε ποιο ακριβώς σημείο της Απολεσθείσας Γης βρίσκεται.»
«Θα το εντοπίσουμε. Θα συγκρίνουμε τον χάρτη μας με τον ευρύτερο σημερινό χάρτη της Απολεσθείσας Γης, και θα δούμε πού ταιριάζει.»
Ο Λούσιος έμεινε πάλι σιωπηλός για κάποια ώρα. Μετά, ρώτησε: «Τι γνώμη έχεις για τον Φερέσβιο, Δομινίκη;»
Εκείνη έστρεψε το κεφάλι της, για να τον κοιτάξει, καθώς ήταν ξαπλωμένη. «Γιατί ρωτάς;»
Ο Λούσιος ανασήκωσε τους ώμους. «Πρέπει να υπάρχει κανένας ιδιαίτερος λόγος;»
«Καλός είναι,» είπε η Δομινίκη. «Δε μας έχει προκαλέσει προβλήματα, μέχρι στιγμής, και ούτε πιστεύω ότι θα μας προκαλέσει.»
«Δε γνωρίζει κάποια πολύ βασικά πράγματα, βέβαια…»
«Εννοείς ότι δεν είναι ακόλουθος του Δασκάλου, παρότι βρίσκεται σε μια τόσο σημαντική θέση.»
Ο Λούσιος ένευσε.
«Νομίζεις ότι ίσως να αντιδράσει στο μέλλον; Όταν επιστρέψουμε από την Απολεσθείσα Γη;»
«Δεν είμαι σίγουρος, αλλά το φοβάμαι.»
«Αν παρατηρήσουμε κάτι τέτοιο από μέρους του, τότε το ξέρεις ότι μπορούμε να τον βάλουμε στη θέση του,» είπε η Δομινίκη. «Οι άνθρωποί μας είναι ήδη γύρω του, και γύρω απ’την οικογένειά του.»
«Ναι…» Ο Λούσιος φάνηκε σκεπτικός.
Η εξώπορτα χτύπησε. «Μεγαλειότατε! Μεγαλειότατε!» Μια αντρική φωνή.
Ο Λούσιος κοίταξε τη Δομινίκη μ’ένα ερωτηματικό βλέμμα: Να του πω να μπει;
«Πήγαινε να δεις τι θέλει,» είπε εκείνη, που βαριόταν να σηκωθεί απ’το κρεβάτι.
Ο Λούσιος πλησίασε την πόρτα και την άνοιξε, για ν’αντικρίσει έναν από τους στρατιώτες του. «Τι είναι;»
«Στο Φως της Απολλώνιας, Μεγαλειότατε, είπαν ότι θα βγει μια σημαντική ανακοίνωση. Είπαν ότι θα μιλήσει ο κύριος Χρύσιππος και θα αποκαλύψει μια μεγάλη αλήθεια, που αφορά όλο το βασίλειο. Φανταστήκαμε ότι ίσως να σας ενδιέφερε.»
Ο Λούσιος παραξενεύτηκε. Μια μεγάλη αλήθεια, που αφορά όλο το βασίλειο; Τι σκατά κάνει ο Χρύσιππος; Δεν είχαμε συζητήσει για κάτι τέτοιο… ή, μήπως, το είχε συζητήσει μόνο με τη Δομινίκη;
«Πολύ καλά· μπορείς να πηγαίνεις,» αποκρίθηκε στον στρατιώτη· και, κλείνοντας την πόρτα, ζύγωσε τη σύζυγό του, η οποία ήταν ακόμα ξαπλωμένη.
«Τ’άκουσες αυτό;» τη ρώτησε.
«Ναι. Δεν ξέρω τι μπορεί να είναι.»
Ο Λούσιος άνοιξε τον τηλεοπτικό δέκτη του δωματίου στη συχνότητα του Φωτός. Αυτή τη στιγμή, περνούσαν κάποιες διαφημίσεις.
Εκείνος κι η Δομινίκη περίμεναν.
Και μετά, το σήμα του καναλιού φάνηκε στην οθόνη. Το σήμα έσβησε, και ο Χρύσιππος παρουσιάστηκε, καθισμένος σ’ένα γραφείο και καλοντυμένος. Η όψη του, όμως, ήταν χλομή· ο Λούσιος δε νόμιζε ότι τον είχε ξαναδεί ποτέ έτσι. Τι μπορεί να έχει να αποκαλύψει; Συνέβη κάτι όσο λείπαμε; Μα, δε λείπουμε και τόσο καιρό! Μόλις φύγαμε από την Απαστράπτουσα, ουσιαστικά…
«Αγαπητοί μου συμπολίτες,» άρχισε ο Χρύσιππος, «σας χαιρετώ με μεγάλη μου λύπη ετούτο το απόγευμα, καθώς γνωρίζω πως τα πράγματα που θα σας πω θα ταράξουν βαθιά πολλούς από εσάς. Ωστόσο, επίσης γνωρίζω πως θα χαροποιήσουν πολύ περισσότερους, γιατί η αλήθεια, όσο πικρή κι αν είναι, όσο δύσκολο κι αν είναι να την αποδεχτούμε, δεν μπορεί παρά να είναι σωστό να αποκαλύπτεται.
»Θα σας αποκαλύψω, λοιπόν, μια μεγάλη αλήθεια σχετικά με το σημερινό σας καθεστώς και σχετικά με τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο.
»Όπως θα με είχατε ακούσει κι οι ίδιοι να λέω, ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος είχε επιτεθεί στον αδελφό του, Πρίγκιπα Λούσιο, και στους φρουρούς του παλατιού, τραυματίζοντας και σκοτώνοντας· κι όλα αυτά από φθόνο προς τον αδελφό του και επειδή –εμμέσως αλλά σαφώς σάς τόνισα– είχε παραφρονήσει.
»Δεν είχα πει την αλήθεια, όμως. Η αλήθεια, αγαπητοί μου συμπολίτες, είναι πως ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος δεν είναι τρελός. Ο αδελφός του, ο Πρίγκιπας Λούσιος, έβαλε τους φρουρούς του παλατιού να του επιτεθούν και να τον φυλακίσουν, για δικές του σκοπιμότητες. Ο Πρίγκιπας Λούσιος δεν ήθελε να αποχωρίσει από τον Κυανό Θρόνο. Ήθελε να τον σφετεριστεί από τον ίδιο του τον αδελφό!
»Και εγώ –και το ξέρω πως είναι μεγάλη ντροπή να το παραδέχομαι, αλλά πρέπει– τον βοήθησα. Βοήθησα τον Πρίγκιπα Λούσιο να σφετεριστεί τον Κυανό Θρόνο και να εκτοπίσει τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο –τον μόνο δικαιωματικό διάδοχο του Κυανού Θρόνου, ύστερα από έγγραφη εντολή του πολυαγαπημένου μας Βασιλέως Αρχίμαχου!
»Αγαπητοί συμπολίτες, σας εξομολογούμαι ένα μεγάλο μου έγκλημα, και ζητώ, ταπεινά, τη συγχώρεσή σας. Φοβούμαι, ωστόσο, πως δε θα μπορέσετε ποτέ να με συγχωρέσετε, καθώς ό,τι πρόκειται να σας αναφέρω στη συνέχεια είναι πολύ χειρότερο από ό,τι μέχρι στιγμής ακούσατε…»
Ο Χρύσιππος καθάρισε το λαιμό του, ενώ ο Λούσιος και η Δομινίκη ατένιζαν την οθόνη τους κοκαλωμένοι, μη μπορώντας να αντιδράσουν και μη θέλοντας να αντιδράσουν μέχρι να τελειώσει.
Εκείνος συνέχισε: «Οφείλω, επίσης, να ομολογήσω το γεγονός ότι υπέθαλπα ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ. Και οφείλω να σας αποκαλύψω ότι ο Πρίγκιπας Λούσιος είναι ιερέας του Μαύρου Νάρζουλ και η σύζυγός του, Δομινίκη, Αρχιέρεια αυτού του σκοτεινού και αποτρόπαιου θεού! Μέσα στο πάθος τους για εξουσία και για έλεγχο ολόκληρης της Απολλώνιας, λησμόνησαν ακόμα και τον Απόλλωνα και στράφηκαν στο έρεβος για να τους συντρέξει!
»Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος –που βρισκόταν, μέχρι στιγμής, φυλακισμένος βαθιά κάτω απ’το παλάτι– μπορεί να διαβεβαιώσει ότι ο αδελφός του έκρυβε τέρατα της Απολεσθείσας Γης σε σκοτεινά δωμάτια, και ότι χρησιμοποιήθηκαν δόλιες μέθοδοι εναντίον του με την ελπίδα ότι θα έχανε το μυαλό του. Ευτυχώς, με τη βοήθεια του Απόλλωνα, ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος θριάμβευσε και βρίσκεται ξανά, όπως είναι σωστό και δίκαιο, στον Κυανό Θρόνο και στο παλάτι της Απαστράπτουσας.
»Και τώρα, αγαπητοί και σεβαστοί μου συμπολίτες, πρέπει να ζητήσω για μια τελευταία φορά συγχώρεση από εσάς και από τον ίδιο τον Απόλλωνα, προτού αποχωρήσω.
»Σας αφήνω με την ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο.» Ο Χρύσιππος σηκώθηκε απ’την πολυθρόνα του–
Η οθόνη έσπασε.
Ο Λούσιος ύψωσε το χέρι του, ακούσια, για να προφυλαχτεί από τα θραύσματα.
Η Δομινίκη είχε τραβήξει τη μια της γόβα και την είχε εκτοξεύσει πάνω στον τηλεοπτικό δέκτη. «Το γαμημένο κάθαρμα!» ούρλιαξε.
Ο Λούσιος δεν ήξερε τι να πει. «…Αδύνατον ο Ανδρόνικος να ξέφυγε…» μουρμούρισε. Αισθανόταν μουδιασμένος.
Η Δομινίκη είχε ανασηκωθεί πάνω στο κρεβάτι, είχε πάρει καθιστή θέση. «Εσύ λες να τα είπε αυτά ο Χρύσιππος ενώ ο Ανδρόνικος ήταν φυλακισμένος;» γρύλισε.
«Μου είπες ότι τον είχες τρελάνει!» φώναξε ο Λούσιος, ζυγώνοντάς την.
«Τον είχα! Τον είχα!»
«Λες ψέματα!»
«Όχι– Ααα!»
Ο Λούσιος τη χαστούκισε, δυνατά, ρίχνοντάς την ανάσκελα πάνω στο κρεβάτι.
Η Δομινίκη κλότσησε, τυχαία, προς τα πάνω, και το καλτσοντυμένο της πόδι τον χτύπησε στον αγκώνα. Ο Λούσιος την άρπαξε απ’τα μαλλιά και πίεσε το πρόσωπό της πάνω στο στρώμα, ενώ εκείνη ούρλιαζε.
«Είπες ότι τον είχες τρελάνει!» Τα μάτια του ήταν διασταλμένα, η όψη του παραμορφωμένη· τα δόντια του έτριζαν σα νάχε λυσσάξει. Ένας απερίγραπτος πανικός τον είχε καταλάβει· ένας πανικός αναμιγμένος με παγερό τρόμο.
Τα χέρια της Δομινίκης γαντζώθηκαν πάνω στο πουκάμισό του, τραβώντας το, σκίζοντάς το. «Άφησέ με! Το είχα κάνει! Το είχα κάνει, σου λέω! Δεν ξέρω τι συνέβη!» Προσπάθησε να περιστραφεί, να ξεφύγει απ’τη λαβή του, μα δεν μπορούσε. Ήταν σαν άγριο θηρίο επάνω της· σαν άγριο θηρίο που είχε χάσει κάθε ίχνος λογικής. «Λούσιε! Λούσιε! Λούσιε!» Η Δομινίκη έβαλε τα χέρια της γύρω απ’το πρόσωπό του. «Μη φοβάσαι. Δεν τελείωσε. Δεν τελείωσαν όλα.» Προσπάθησε να κρατήσει τη φωνή της σταθερή. Αν πανικοβληθώ κι εγώ, καταστραφήκαμε. «Δεν τελείωσαν όλα.» Το μάγουλό της έκαιγε από το χαστούκι του.
«Δεν τελείωσαν όλα;» φώναξε ο Λούσιος. «Δεν τον άκουσες τι είπε; Δομινίκη, δεν τον άκουσες τι είπε;»
«Και λοιπόν;» Η Δομινίκη έσφιξε το πρόσωπό του ανάμεσα στις παλάμες της, μπήγοντας τα νύχια της στο δέρμα του. «Και λοιπόν; Τι μπορεί να κάνει; Τι μπορεί να κάνει, και αυτός και ο Ανδρόνικος; Εμείς ελέγχουμε την Απολλώνια. Εμείς. Έχουμε ανθρώπους μας παντού, Λούσιε. Κανένας δεν έχει τη δύναμη να μας εκτοπίσει. Θα βγάλουμε τον Ανδρόνικο τρελό, και τον Χρύσιππο προδότη. Κανείς δε θα πιστέψει ότι είμαστε ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ. Ο λαός της Απολλώνιας μπορεί να εντυπωσιάστηκε απ’το λόγο που έβγαλε τώρα ο Χρύσιππος, μα σύντομα θα καταλάβει το ψέμα.» Καθώς μιλούσε, έβλεπε τον Λούσιο να ηρεμεί. Έβλεπε τον πανικό να υποχωρεί από το βλέμμα του· έβλεπε την όψη του να χαλαρώνει· έβλεπε το στόμα του να κλείνει και τα δόντια του να παύουν να είναι σφιγμένα. Τα χέρια του δεν την κρατούσαν πια τόσο δυνατά όσο πριν.
Ο Λούσιος άφησε τη Δομινίκη και κάθισε παραδίπλα, πάνω στο κρεβάτι. Το πουκάμισό του ήταν σκισμένο, και το πρόσωπό του έμοιαζε το ίδιο κουρελιασμένο με την ενδυμασία του.
Η Δομινίκη σηκώθηκε όρθια. «Μην κάθεσαι έτσι. Πρέπει να κινηθούμε.»
«Και να κάνουμε τι;» Η φωνή του ήταν ηττημένη.
Η Δομινίκη κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Το μάγουλό της ήταν κατακόκκινο. «Είσαι ηλίθιος!» μούγκρισε. «Κοίτα δω τι έκανες…» Αναστέναξε και χτύπησε τα χέρια της στους μηρούς της.
Ένας χτύπος ήρθε από την πόρτα και, μετά, η φωνή της Κορνηλίας: «Λούσιε; Λούσιε;»
Τι θέλει αυτή η πόρνη εδώ; σκέφτηκε η Δομινίκη.
«Μπες,» φώναξε ο Λούσιος.
Και να δει ότι με χαστούκισες; γρύλισε εντός της η Δομινίκη· αλλά ήταν ήδη πολύ αργά: η Κορνηλία είχε ανοίξει την πόρτα και βάδιζε μες στο καθιστικό των διαμερισμάτων.
Η Δομινίκη έβαλε, στα γρήγορα, όση πούδρα προλάβαινε στο μάγουλό της.
«Ακούσατε τι είπε αυτός ο μαλάκας;» ρώτησε η Κορνηλία, μπαίνοντας στο υπνοδωμάτιό τους, χωρίς να σταματήσει καθόλου.
«Εσύ τι λες;» αποκρίθηκε ο Λούσιος.
Η Κορνηλία δε φάνηκε να δίνει σημασία ούτε στο σκισμένο πουκάμισο του ξαδέλφου της, ούτε στον σπασμένο τηλεοπτικό δέκτη, ούτε στο κοκκινισμένο μάγουλο της Δομινίκης. «Και τι σκατά θα γίνει τώρα, Λούσιε; Βγήκε και είπε ότι υπηρετείς τον Μα–»
«Γνωρίζω τι είπε, Κορνηλία.» Ο Λούσιος σηκώθηκε απ’το κρεβάτι.
«Και είπε, επίσης, ότι ο Ανδρόνικος–»
«–είναι ελεύθερος. Αλλά δεν πρόκειται να τον αφήσω να καταστρέψει όλα όσα εργάστηκα να δημιουργήσω. Αφού θέλει ανοιχτό πόλεμο, θα τον έχει!»
«Και ο Κατακεραυνωτής;» ρώτησε η Κορνηλία, με λιγάκι χαμηλωμένη φωνή. «Θα πάμε τώρα στην Απολεσθείσα Γη, ή όχι;»
Ο Λούσιος φάνηκε να μη μπορεί ν’απαντήσει αμέσως σ’αυτό.
Η Δομινίκη, όμως, μπορούσε. «Φυσικά και θα πάμε! Ο Κατακεραυνωτής είναι που θα μας δώσει τη νίκη, και ενάντια στον Ανδρόνικο και ενάντια στην Παντοκράτειρα.»
«Αν, όμως, φύγω απ’το βασίλειο τώρα….» είπε ο Λούσιος. «Τι θα γίνει, αν φύγω απ’το βασίλειο τώρα;… Δεν μπορώ να φύγω, Δομινίκη. Η κατάσταση θα βγει τελείως από τον έλεγχο, αν φύγω.»
Σ’αυτό έχει δίκιο, σκέφτηκε η Δομινίκη. «Ναι,» του είπε, «πράγματι. Όμως εγώ πρέπει να πάω στην Απολεσθείσα Γη· και θα πάω. Κι όταν επιστρέψω, θα έχω μαζί μου ακριβώς ό,τι χρειαζόμαστε.»
Ο Λούσιος ένευσε, θεωρώντας αυτή τη συνετότερη λύση, δεδομένης της κατάστασης. Ο Κατακεραυνωτής, σίγουρα, θα τους πρόσφερε μεγάλο πλεονέκτημα· δεν μπορούσαν να τον αγνοήσουν. Εξάλλου, είχαν κάνει τόσες προσπάθειες για να τον βρουν.
Η Δομινίκη είπε στην Κορνηλία: «Θα έρθεις μαζί μου.» Δεν ήταν ερώτηση.
Εκείνη συνοφρυώθηκε. «Γιατί;»
«Γιατί είμαι Αρχιέρειά σου, και το προστάζω.»
Τα μάτια της Κορνηλίας γυάλισαν, αλλά δε μίλησε. Δεν έφερε καμία αντίρρηση.
Έτσι μπράβο, σκέφτηκε η Δομινίκη. Κλείσε το στόμα σου, πόρνη.
Ο Λούσιος είπε: «Πρέπει να μιλήσω στον Φερέσβιο, γιατί κι εκείνος θ’άκουσε το λόγο του Χρύσιππου· κι αν δεν τον έχει ακούσει ακόμα, θα τον ακούσει σύντομα, από κάποιο σύστημα αποθήκευσης.»
«Ο Χρύσιππος είναι προδότης,» τόνισε η Δομινίκη· «αυτό θα του πεις.»
«Φυσικά,» αντιγύρισε ο Λούσιος. «Εσύ τι λες να του πω;» Έβγαλε το πουκάμισό του, για να φορέσει ένα άλλο από τη ντουλάπα. Η όψη του είχε, ξαφνικά, γίνει πολύ πιο αποφασιστική από πριν. Ήταν έτοιμος για πόλεμο.
Ο Δούκας Φερέσβιος έμοιαζε να μη μπορεί να πιστέψει τα όσα είχε ακούσει. Η όψη του ήταν –έκρινε ο Λούσιος– όψη ανθρώπου παντελώς αποπροσανατολισμένου, ή ίσως ανθρώπου που αισθανόταν παγιδευμένος ή που βρισκόταν σε μεγάλο δίλημμα. Σκέφτεσαι να με προδώσεις, θείε;
Οι δυο τους στέκονταν μέσα σ’ένα μικρό σαλόνι του παλατιού, δίχως κανέναν άλλο γύρω τους· ο Δούκας είχε επιμείνει σ’αυτό: ήθελε να είναι μόνοι, για να μιλήσουν. Και τώρα, απαιτούσε από τον Λούσιο να του εξηγήσει τι ακριβώς συνέβαινε. Πώς ήταν δυνατόν να συμβαίνει αυτό που συνέβαινε;
«Σου είπα και πριν, θείε: ο αδελφός μου είναι τρελός και άκρως επικίνδυνος. Και, όπως δείχνουν τα πράγματα, τώρα είναι κι ελεύθερος–»
«Κι αυτά που είπε ο Χρύσιππος;»
«Ο Χρύσιππος είναι προδότης!» σφύριξε ο Λούσιος. «Ή ίσως ο Ανδρόνικος, κάπως, να τον έχει στο χέρι–»
«Μα, ο αδελφός σου ήταν φυλακισμένος. Πώς είναι δυνατόν να κατάφερε τόσο γρήγορα–»
«Θείε. Μη με διακόπτεις,» είπε ο Λούσιος, με τρόπο που ήταν εν μέρει προστακτικός. «Ο Ανδρόνικος, προφανώς, δραπέτευσε. Και, για να δραπετεύσει, θα είχε κάποια μέσα στη διάθεσή του τα οποία εγώ δεν ήξερα. Υποστηρικτές μέσα στην ίδια την Απαστράπτουσα, κατά πάσα πιθανότητα.
»Ίσως θα έπρεπε να τον είχα σκοτώσει, εξαρχής, όταν επιτέθηκε στον Λάθμιο και στους φρουρούς του παλατιού. Δεν ήθελα, όμως… Δεν ήθελα… Τέλος πάντων. Το ζήτημα τώρα δεν είναι τι έγινε στο παρελθόν, αλλά τι πρέπει να γίνει στο μέλλον.»
Ο Δούκας Φερέσβιος είχε σταυρώσει τα χέρια του στο στήθος, καθώς ατένιζε τον ανιψιό του. Το βλέμμα του ήταν σκοτεινό και προβληματισμένο. «Και τι σχεδιάζεις για το μέλλον;»
Δε μ’εμπιστεύεσαι, θείε, έτσι δεν είναι; σκέφτηκε ο Λούσιος, παρατηρώντας τον. Δε μ’εμπιστεύεσαι, γι’αυτό με κοιτάζεις με τέτοιο τρόπο… «Πιστεύεις, όντως, ότι είμαι ακόλουθος του Μαύρου Νάρζουλ;» είπε, ξαφνικά.
Η ερώτηση έπιασε τον Φερέσβιο απροετοίμαστο. «Φυσικά και όχι!» αποκρίθηκε, αμέσως.
«Η σκέψη αυτή, δηλαδή, δεν έχει περάσει καθόλου απ’το μυαλό σου;» Ο Λούσιος άρχισε να βαδίζει, κάνοντας, αργά, κύκλο γύρω από τον θείο του, σαν σαρκοβόρο που γυρόφερνε το θήραμά του.
«Η αλήθεια είναι,» είπε ο Φερέσβιος, «ότι είχα ακούσει μια φήμη… αλλά τίποτα περισσότερο. Και υποθέτω πως μονάχα αυτό ήταν: φήμη, όπως διάφορες άλλες που κυκλοφορούν, οι οποίες είναι, στο μεγαλύτερό τους μέρος, ψευδείς.»
«Ακριβώς. Και ο Χρύσιππος χρησιμοποιεί αυτή τη φήμη, προκειμένου να δημιουργήσει κοινή δυσαρέσκεια προς εμένα. Μη μου πεις, θείε, ότι δεν τα ξέρεις τέτοιου είδους κόλπα…»
«Εντάξει,» είπε ο Φερέσβιος. «Τι θα γίνει τώρα, όμως;»
«Τώρα, θείε,» αποκρίθηκε ο Λούσιος, «έχουμε πόλεμο· και θα χρειαστώ τη Ρακμάνη ως προσωρινή μου πρωτεύουσα.»
«Δε θα επιστρέψεις στην Απαστράπτουσα;»
«Δεν μπορώ να το ρισκάρω, έτσι όπως έχουν έρθει τα πράγματα. Ο αδελφός μου έχει, προφανώς, καταφέρει να οργανώσει την κατάσταση υπέρ του εκεί, τουλάχιστον σε έναν μεγάλο βαθμό· πιθανώς να με φυλακίσει ή να με σκοτώσει, αν πάω. Θα μείνω, λοιπόν, στη Ρακμάνη, ενώ η Δομινίκη και η Κορνηλία θα ταξιδέψουν στην Απολεσθείσα Γη, μαζί με μερικούς άλλους ανθρώπους.»
«Η κίνησή σου αυτή θα διαιρέσει το βασίλειο, Λούσιε,» τον προειδοποίησε ο Φερέσβιος.
«Ναι, αλλά όχι για πολύ. Μόνο μέχρι να… εκτοπίσω τον αδελφό μου.
»Στο μεταξύ, όλοι οι πομποί που φέρνουν εδώ το σήμα του Φωτός της Απολλώνιας πρέπει να καταστραφούν. Το εν λόγω κανάλι είμαι βέβαιος πως θα χρησιμοποιείται, στο εξής, αποκλειστικά για προπαγάνδα του Ανδρόνικου, και δε νομίζω ότι οι κάτοικοι της Ρακμάνης χρειάζεται να την ακούν και να αποπροσανατολίζουν το νου τους. Θα δημιουργήσουμε έναν δικό μας τηλεοπτικό σταθμό εδώ, μέσω του οποίου θα μπορούμε να πληροφορούμε τον λαό της Απολλώνιας για το τι πραγματικά συμβαίνει.»
*
Η Δομινίκη ετοιμαζόταν για το ταξίδι, όταν ο Λούσιος μπήκε στο δωμάτιο.
«Θα φύγεις μες στο βράδυ;» τη ρώτησε.
«Το σκέφτομαι,» αποκρίθηκε εκείνη. «Το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο.» Είχε αλλάξει ενδυμασία· δε φορούσε πλέον τα επίσημα και φανταχτερά ρούχα που φορούσε όταν είχαν έρθει στο παλάτι του Φερέσβιου. Ήταν ντυμένη μ’ένα ταξιδιωτικό φόρεμα κι ένα ζευγάρι γυαλιστερές, μαύρες μπότες. Επάνω στο γραφείο είχε βάλει έναν σάκο, και τον γέμιζε με διάφορα αντικείμενα που πίστευε ότι θα της χρειάζονταν στο ταξίδι της στην Απολεσθείσα Γη.
Ο Λούσιος ένευσε, αλλά έμεινε σιωπηλός. Ας έφευγε η Δομινίκη ό,τι ώρα πίστευε ότι ήταν καλύτερα. Την εμπιστευόταν στα θέματα του συγχρονισμού. Και όχι μόνο σ’αυτά. Γι’αυτό κιόλας απορούσε πώς ο Ανδρόνικος είχε ξεφύγει απ’την επιρροή της. Η Δομινίκη τού είχε πει ότι είχε στείλει το Εσώτερο Δαιμόνιό της και είχε Αγγίξει τον αδελφό του· κι απ’αυτό το Άγγιγμα –από το Άγγιγμα του Μαύρου Νάρζουλ– κανείς δε γλίτωνε: κανείς δεν έμενε σώφρων. Ο Ανδρόνικος, όμως, ήταν κάποτε σύζυγος της Παντοκράτειρας, σκέφτηκε ο Λούσιος, βηματίζοντας μες στο δωμάτιο με το κεφάλι σκυμμένο και τα μάτια στενεμένα. Και είναι γνωστό πως η Παντοκράτειρα διαθέτει διάφορες απόκρυφες γνώσεις. Θα μπορούσε ο αδελφός μου να χρησιμοποίησε κάποια απ’αυτές, προκειμένου να αποκρούσει τη νοητική επίθεση της Δομινίκης;
«Λούσιε.»
Στράφηκε, για να κοιτάξει τη σύζυγό του, και να δει ότι εκείνη είχε, για την ώρα, πάψει να ετοιμάζεται. Στεκόταν και τον ατένιζε· και είπε: «Δεν μπορούμε ν’αφήσουμε την Αρχιμάχη και τον Αλεξίλυπο στην Απαστράπτουσα.»
Ναι, φυσικά, σκέφτηκε ο Λούσιος. Φυσικά. Δεν μπορούσαν ν’αφήσουν τα παιδιά τους στα χέρια του Ανδρόνικου. Ίσως να προσπαθούσε να τους εκβιάσει μέσω αυτών. Ή, ίσως να τα σκότωνε ή να τα κακοποιούσε. Τι μπορούμε, όμως, να κάνουμε;
«Ακούς τι σου λέω;» ρώτησε η Δομινική.
«Ναι,» είπε ο Λούσιος, «καταλαβαίνω. Σκέφτομαι τι θα μπορούσαμε να κάνουμε, για να τα πάρουμε απ–»
«Θα χρησιμοποιήσουμε τους ανθρώπους μας· τι άλλο;»
«Πιστεύεις ότι ο Ανδρόνικος θ’αφήσει ανθρώπους μας μέσα στο παλάτι της Απαστράπτουσας;»
«Δεν μπορεί να τους σκοτώσει, να τους φυλακίσει, ή να τους διώξει όλους. Σε κάποιους θα κάνει και λάθος,» είπε η Δομινίκη.
«Τρέχα-γύρευε, δηλαδή…»
«Πώς μπορείς να είσαι τόσο αδιάφορος;» φώναξε η Δομινίκη.
«Δεν είμαι αδιάφορος. Απλά, δε μου φαίνεται εύκολο, αυτή τη στιγμή, να πάρουμε τα παιδιά μας από την Απαστράπτουσα–»
«Δε θα τ’αφήσουμε εκεί! Πρέπει να κάνεις κάτι όσο θα λείπω!»
«Ο Ανδρόνικος θα τα έχει ήδη υπό κράτηση–»
«Και λοιπόν;»
«Μη φωνάζεις, Δομινίκη. Τι περιμένεις να κάνω; Θαύματα; Εσύ τι θα έκανες, αν οι θέσεις μας ήταν αλλιώς –αν εγώ πήγαινα στην Απολεσθείσα Γη και εσύ έμενες εδώ;»
Η Δομινίκη τον κοίταξε για λίγο, δίχως να μιλά. Στην αρχή, η έκφρασή της ήταν θυμωμένη· μετά, έγινε απεγνωσμένη, κουρασμένη. Ανασήκωσε τους ώμους και χτύπησε τα χέρια της στο γραφείο. «Δεν ξέρω…» παραδέχτηκε. «Θα έβρισκα, όμως, κάτι. Μην το αφήσεις έτσι, Λούσιε. Σε παρακαλώ, μην το αφήσεις έτσι.»
Εκείνος πλησίασε και τύλιξε τα χέρια του γύρω απ’τη μέση της. «Δε θα τ’αφήσω έτσι,» υποσχέθηκε, και την έσφιξε κοντά του.
Η Δομινίκη ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του. Γιατί δεν μπορώ να συνεχίσω να σε μισώ τώρα; αναρωτήθηκε. Η απελευθέρωση του Ανδρόνικου και ο λόγος του Χρύσιππου την είχαν τραντάξει. Την είχαν κάνει σχεδόν να ξεχάσει ακόμα και εκείνη τη σκηνή στο πλοίο –τον Λούσιο και την Κορνηλία, μαζί. Σχεδόν να την ξεχάσει, σχεδόν· όχι απόλυτα· γιατί θα φρόντιζε κι οι δυο τους να πληρώσουν, αργά ή γρήγορα.
«Να προσέχεις,» της είπε ο Λούσιος, καθώς η Δομινίκη έκανε πίσω, για να τον κοιτάξει στο πρόσωπο. «Και να προσέχεις και την Κορνηλία. Η Απολεσθείσα Γη είναι επικίνδυνος τόπος.»
Και να προσέχεις και την Κορνηλία… Η Δομινίκη ήθελε, εκείνη τη στιγμή, να τον χτυπήσει. Αλλά δεν το έκανε· προσποιήθηκε ότι τίποτα δε συνέβαινε. «Θα το έχω υπόψη,» είπε. Ναι, θα το έχω υπόψη… Πέρασε τα χέρια της πίσω απ’το λαιμό του και τον φίλησε. «Θα με αποχαιρετήσεις όπως πρέπει;» τον ρώτησε.
«Ναι.» Ο Λούσιος έλυσε ένα από τα δεσίματα στην πλάτη του φορέματός της.
«Επάνω στο γραφείο;»
«Κάτω απ’το κρεβάτι.»
Η Δομινίκη γέλασε σαν κοριτσάκι: ένα γέλιο που βγήκε αυθόρμητα από μέσα της, γιατί ο Λούσιος είχε φέρει στο νου της μερικές ευχάριστες αναμνήσεις, κι απ’ό,τι φαινόταν, σκόπευε να κάνει κιόλας αυτές τις αναμνήσεις να ζωντανέψουν πολύ, πολύ περισσότερο…
*
Ο Φαρνέλιος, ο Θελλέδης, και οι άλλοι δύο επαναστάτες κατέβηκαν στο φορτηγό, αλλά η Βασιλική έμεινε επάνω στο ύψωμα, μπροστά στο Ναό του Απόλλωνα, τυλιγμένη στην κάπα της και νιώθοντας τον παγερό άνεμο να τη χτυπά. Κάθισε στα πόδια του γιγάντιου αγάλματος του Άρχοντα του Φωτός και περίμενε, αναλογιζόμενη τα όσα είχαν συμβεί και κάνοντας ασαφή σχέδια για το μέλλον. Ανησυχώντας.
Το μεσημέρι, ένας ιερέας τής έφερε ένα πιάτο φαγητό, και της πρότεινε να έρθει στο εσωτερικό του Ναού, για να μην κρυώνει. Η Βασιλική αρνήθηκε, γιατί δεν ήθελε να βλέπει τους τραυματίες. Η θέα τους τράνταζε κάτι ευαίσθητο εντός της. Προτιμούσε να είναι έξω.
Το φαγητό του ιερέα ήταν απλό: φασόλια και λίγο κρέας. Η Βασιλική αναρωτήθηκε αν γνώριζε πως ήταν Πριγκίπισσα της Απολλώνιας. Δεν την είχε αποκαλέσει Υψηλοτάτη ή Πριγκίπισσά μου· επομένως, μάλλον, δεν γνώριζε· και καλύτερα έτσι, κατέληξε η Βασιλική.
Η ημέρα πέρασε, και η νύχτα ήρθε. Η Γλαυκή φάνηκε λαμπερή στον ουρανό. Η Αθώρητη ίσα που ξεχώριζε. Ο άνεμος είχε πέσει, αλλά το κρύο είχε δυναμώσει. Η Βασιλική ακόμα καθόταν στα πόδια του αγάλματος του Απόλλωνα, περιμένοντας.
Η τελετή πρέπει να έχει αρχίσει τώρα, σκέφτηκε. Πρέπει να έχει αρχίσει…
*
Στο εσωτερικό του Ναού, μέσα σ’ένα μικρό δωμάτιο περιστοιχισμένο από κολόνες, το φως της Γλαυκής γλιστρά από τον γαλάζιο κρυστάλλινο θόλο. Πλημμυρίζει τον χώρο.
Μια γυναίκα είναι γονατισμένη στο κέντρο του δωματίου, επάνω στο ιερό σύμβολο του Απόλλωνα που είναι λαξεμένο στο πάτωμα. Έχει κοντά, καστανά μαλλιά, και τα μάτια της είναι κλειστά. Τα χέρια της ακουμπούν στα γόνατά της. Φορά έναν φαρδύ χιτώνα· τα πόδια της είναι ξυπόλυτα.
Πριν από ώρες, ψιθύριζε την προσευχή που της είχε πει η Ορκισμένη· τώρα, δε χρειάζεται πλέον να την ψιθυρίζει. Τώρα, νομίζει πως την ακούει να επαναλαμβάνεται μέσα στο κεφάλι της.
Πλάι της στέκεται η Ορκισμένη. Το αργυρό στεφάνι στα καστανά της μαλλιά γυαλίζει στο φως που έρχεται απ’τον κρυστάλλινο θόλο. Τα χρυσά κομμάτια στο αριστερό χέρι της, που μοιάζουν να φτιάχνουν ένα μεταλλικό γάντι, γυαλίζουν επίσης. Η ιέρεια στέκεται ακίνητη· τα μάτια της είναι ορθάνοιχτα, και κοιτάζουν επάνω. Τα χείλη της αρθρώνουν επικλήσεις, υποτονθορύζοντας.
Κεριά είναι αναμμένα στην περιφέρεια του δωματίου, σε κηροπήγια επάνω στις κολόνες. Αρωματικά κεριά, που έχουν γεμίσει με την οσμή τους τον χώρο. Μια μεθυστική ευωδιά που ελαφραίνει το κεφάλι και διευρύνει τις αισθήσεις.
Οι φλόγες των κεριών, ξάφνου, τρεμοπαίζουν, σα να φυσά άνεμος, αν και δεν υπάρχει τρόπος να μπει άνεμος στο δωμάτιο· δεν έχει παράθυρο, και η πόρτα είναι σφαλισμένη.
Το φως δυναμώνει.
Ένα δίχτυ, κατάμαυρο και μοιάζοντας με ιστό αράχνης, φαίνεται να έχει παρουσιαστεί γύρω απ’το κεφάλι της γονατισμένης γυναίκας.
Η γυναίκα βρυχάται, και τα μάτια της ανοίγουν. Είναι μαύρα κι αυτά, κατάμαυρα, και στρέφονται να κοιτάξουν την ιέρεια. Η Ορκισμένη κατεβάζει το βλέμμα της από τον θόλο και ατενίζει τη γυναίκα, αλλά, κατά τα άλλα, εξακολουθεί να παραμένει ακίνητη. Εκείνη σηκώνεται στα γυμνά της πόδια, αλλά δεν μπορεί να ορθώσει το σώμα της· διπλώνεται, κρατώντας το στήθος και την κοιλιά της, ενώ βρυχάται πάλι… και βρυχάται… και βρυχάται… με το στόμα ορθάνοιχτο, σαν να προσπαθεί να φτύσει κάτι που έχει σκαλώσει εντός της.
Ένα μαύρο σύννεφο πετάγεται απ’το στόμα της, και εξαπλώνεται εμπρός της. Κάτι που μοιάζει, συγχρόνως, με νερό, λάσπη, και αέριο. Η παντελής έλλειψη του φωτός. Μέσα στο γαλανοφώτιστο δωμάτιο κάνει έντονη αντίθεση. Τρομακτική αντίθεση. Εφιαλτική. Σαν να πρόκειται για μια παραφωνία στην ίδια την υφή της πραγματικότητας.
Το σύννεφο παίρνει τη μορφή ενός άντρα με μακρύ, κυρτό κέρατο στο μέτωπο. Ενός άντρα χωρίς χαρακτηριστικά. Μια σκιά βαθύτερη από κάθε άλλη σκιά. Μια τρύπα στο φως.
Η Ορκισμένη φωνάζει το όνομα του Απόλλωνα, και υψώνει το χέρι της με το μεταλλικό γάντι. Το χέρι που είναι τώρα ολόκληρο καλυμμένο από το Γαλανό Φως. Ο κερασφόρος άντρας γρυλίζει, και το γρύλισμά του ακούγεται να έρχεται από κάποιο βαθύ πηγάδι, από μια άβυσσο έξω απ’το δωμάτιο, από ένα παράθυρο που βλέπει στο ατελείωτο έρεβος.
Το Γαλανό Φως χτυπά, σαν λόγχη, τον σκοτεινό άντρα στο στήθος. Τον διαπερνά, πέρα για πέρα. Εκείνος ουρλιάζει, δαιμονισμένα.
Η γυναίκα που πριν από λίγο ήταν γονατισμένη παραπατά, κρατώντας το κεφάλι και τρίζοντας τα δόντια. Πονάει.
Η Ορκισμένη, όμως, στέκεται γαλήνια. Το Γαλανό Φως, που προέρχεται από το χέρι της, τυλίγει τον κερασφόρο άντρα. Τον σβήνει. Σβήνει την παραφωνία της ύπαρξής του από τον χώρο. Κλείνει το παράθυρο που βλέπει στο ατελείωτο έρεβος.
Ο κερασφόρος άντρας δεν υπάρχει πλέον.
Το δίχτυ στο κεφάλι της γυναίκας έχει διαλυθεί. Τα μάτια της δεν είναι κατάμαυρα.
*
Η Βασιλική είχε σηκωθεί και έκανε πέρα-δώθε μπροστά από τη μεγάλη είσοδο του Ναού, τυλιγμένη σφιχτά στην κάπα της, για να προστατεύεται απ’το κρύο. Της χρειαζόταν να περπατήσει λίγο, γιατί τα γόνατα και τα πισινά της είχαν πιαστεί απ’το να κάθεται συνέχεια κάτω απ’το γιγάντιο άγαλμα. Τώρα, όμως, έχοντας ξεμουδιάσει αρκετά, πήγε πάλι και κάθισε στην ίδια θέση, αγκαλιάζοντας τα γόνατά της.
Πρέπει να είχαν έρθει τα μεσάνυχτα, αν έκρινε σωστά απ’τη θέση της Γλαυκής στον σκοτεινό ουρανό. Από το Βόρειο Μέτωπο νόμιζε ότι μπορούσε να δει μερικές αναλαμπές, αλλά ήχος δεν ερχόταν. Τα πράγματα, μάλλον, είχαν ηρεμήσει κάπως, γιατί το απόγευμα γινόταν χαλασμός: έντονες λάμψεις και κρότοι έφταναν ώς εδώ, κάνοντας τη Βασιλική να αναρωτιέται τι ακριβώς συνέβαινε. Ο Ανδρόνικος πρέπει να κάνει κάτι για όλ’αυτά, θυμόταν πως είχε σκεφτεί. Πρέπει να σταματήσει τον πόλεμο! Πρώτα, όμως, έπρεπε να ελευθερώσουν τον αδελφό της… Αλλά, ακόμα κι όταν τον έχουμε ελευθερώσει, θα μπορεί να σταματήσει τον πόλεμο; Θα μπορεί να κάνει κάτι που δεν μπορούσε ο Λούσιος;
Κι αν δεν καταφέρουμε να τον ελευθερώσουμε; Αν αυτό αποδειχτεί αδύνατο;
Στο νου της Βασιλικής ήρθαν τα βλέμματα των επαναστατών: οι ματιές που έμοιαζαν να της λένε ότι τη θεωρούσαν αντικαταστάτρια του Ανδρόνικου… κάτι το οποίο εκείνη δε νόμιζε– ή, μάλλον, ήξερε πως δεν ήταν. Τι να κάνω εγώ για να σταματήσω τον πόλεμο; Τι να κάνω εγώ για να αντιμετωπίσω την Παντοκράτειρα;
Οι σκέψεις ετούτες, που είχαν κατακλύσει το μυαλό της το απόγευμα, είχαν επιστρέψει τώρα, για να τη στοιχειώσουν και πάλι.
Δεν κράτησαν, όμως, για πολύ.
Αισθάνθηκε μια παρουσία πλάι της. Μια παρουσία που δεν είχε ακούσει να ζυγώνει. Έστρεψε το κεφάλι και είδε τη Βικτώρια να στέκεται στ’αριστερά της, ντυμένη όχι με τη γαλανόχρωμη στολή της κλινικής, αλλά μ’έναν απλό, γκρίζο χιτώνα. Τα χείλη της χαμογελούσαν, και τα μάτια της γυάλιζαν. Δεν ήταν πια εκείνα τα φοβισμένα μάτια, τα μάτια που είναι χαμένα σε εφιάλτες.
Η Βικτώρια κάθισε δίπλα στη Βασιλική. «Ωραίο φεγγάρι έχει απόψε,» παρατήρησε, ατενίζοντας τον ουρανό.
Η Βασιλική αγκάλιασε τους ώμους της παλιάς της φίλης, που είχε επιστρέψει.
Η Κορνηλία είχε παραξενευτεί από τη συμπεριφορά της Δομινίκης, όταν εκείνη τής είπε: Γιατί είμαι Αρχιέρειά σου, και το προστάζω. Μπορεί αυτό να ήταν αλήθεια· μπορεί, όντως, να ήταν Αρχιέρειά της και να μπορούσε να την προστάξει –επάνω σε συγκεκριμένα θέματα, τουλάχιστον–, όμως ποτέ άλλοτε δεν της μιλούσε έτσι. Η Κορνηλία είχε, τότε, υποθέσει ότι ο τόνος αυτός οφειλόταν στο γεγονός ότι η Δομινίκη είχε ταραχτεί από τον λόγο του Χρύσιππου. Μετά, όμως, η περίεργη συμπεριφορά συνεχίστηκε…
Η Δομινίκη χτύπησε την πόρτα των δωματίων της Κορνηλίας, και, όταν εκείνη άνοιξε, τη ρώτησε: «Είσαι έτοιμη;»
Η Κορνηλία ύψωσε ένα της φρύδι, παραξενεμένη. «Έτοιμη;» Ήταν ντυμένη με τη ρόμπα της· φυσικά και δεν ήταν «έτοιμη», για ό,τι κι αν εννοούσε η Αρχιέρεια.
«Ναι,» αποκρίθηκε η Δομινίκη. «Θα φύγουμε σε λίγο, για την Απολεσθείσα Γη.»
«Μα, είναι βράδυ!» Έξω απ’τα παράθυρα, ο ουρανός ήταν σκοτεινός. Η ώρα, βέβαια, δεν ήταν περασμένη, αλλά νύχτωνε νωρίς το χειμώνα.
«Και λοιπόν; Η αποστολή μας είναι σημαντική· δεν μπορεί να περιμένει, Κορνηλία. Ετοιμάσου, γρήγορα. Θα σε περιμένω στο γκαράζ του παλατιού.» Και, μ’ετούτα τα λόγια, η Δομινίκη έφυγε απ’το κατώφλι της πόρτας της.
Η Κορνηλία έκλεισε, απορημένη. Τα έχει παίξει, σκέφτηκε, μη θέλοντας να δώσει βαρύτητα στο ζήτημα.
Αναστέναξε. Τέλος πάντων· τι σημασία είχε πότε θα έφευγαν; Τι σήμερα το βράδυ, τι αύριο το πρωί. Δεν άξιζε να στεναχωρηθεί γι’αυτό. Έβγαλε τη ρόμπα της και ντύθηκε με ρούχα για ταξίδι. Φόρεσε ένα μαύρο παντελόνι από μαλακό δέρμα, ομόχρωμες πέτσινες μπότες, πορφυρό πουκάμισο, και φαρδιά, μελανή ζώνη, απ’όπου κρεμόταν ένα ξιφίδιο με λαξευτή λαβή. Χτένισε τα μακριά, μαύρα της μαλλιά, έβαψε διακριτικά το πρόσωπό της, και έριξε στους ώμους της μια βαθυκόκκινη κάπα. Στο σάκο της έβαλε κάποια απαραίτητα πράγματα· μια μεγαλύτερη βαλίτσα με ρούχα άφησε να την ετοιμάσουν δύο υπηρέτριες.
Βγήκε απ’τα δωμάτια που της είχε παραχωρήσει ο Δούκας Φερέσβιος και πήγε στο γκαράζ του παλατιού, όπου η Δομινίκη την περίμενε, στεκόμενη δίπλα σ’ένα τετράτροχο όχημα. Κοντά σ’αυτό το όχημα βρίσκονταν άλλα τέσσερα με ελαφριά θωράκιση και οπλισμούς. Ο χώρος του γκαράζ ήταν στεγασμένος και πνιγμένος στις σκιές, καθώς φωτιζόταν από ηλεκτρικές λάμπες μόνο σε συγκεκριμένα σημεία.
«Μπορούμε να ξεκινήσουμε;» είπε η Δομινίκη, καθώς η Κορνηλία την πλησίαζε.
«Θα περιμένουμε λίγο, μέχρι να φέρουν τη βαλίτσα μου,» αποκρίθηκε εκείνη.
Η Δομινίκη ένευσε, δίχως να μιλήσει.
Η Κορνηλία την παρατηρούσε όσο περίμεναν, αναρωτούμενη γιατί έμοιαζε να υπάρχει κάτι το διαφορετικό στο βλέμμα της· διότι σίγουρα υπήρχε κάτι το διαφορετικό, αν και ήταν δύσκολο για τη Δούκισσα να προσδιορίσει τι ακριβώς ήταν.
Η υπηρέτρια με τη βαλίτσα ήρθε, και η Κορνηλία κι η Δομινίκη μπήκαν στο τετράτροχο όχημα πλάι τους, που είχε κάποια ελαφριά θωράκιση, όπως τα υπόλοιπα, μα σε οπλισμούς υστερούσε πολύ. Στη θέση του οδηγού ήταν καθισμένος ένας άντρας με κατάλευκο δέρμα και ξυρισμένο κεφάλι.
«Θα οδηγήσω εγώ,» του είπε η Δούκισσα της Βανκάρης.
Ο οδηγός την κοίταξε απορημένος· και μετά, κοίταξε ερωτηματικά τη Δομινίκη.
Εκείνη τού έκανε νόημα να φύγει, κι ο άντρας βγήκε απ’το όχημά τους και μπήκε σ’ένα απ’τα τέσσερα καλύτερα οπλισμένα οχήματα.
«Γιατί αυτή η επιθυμία να οδηγήσεις μες στη νύχτα, Κορνηλία;» ρώτησε η Δομινίκη, καθώς η Δούκισσα καθόταν στη θέση του οδηγού και ενεργοποιούσε τα συστήματα του οχήματος.
«Γιατί όχι;» αποκρίθηκε εκείνη. «Είναι προτιμότερο απ’το να κάθομαι χωρίς να κάνω τίποτα.» Έγνεψε στους υπόλοιπους οδηγούς να ξεκινήσουν, και πάτησε το μποτοφορεμένο πόδι της στο πετάλι. Οι τροχοί του οχήματος κύλησαν επάνω στο έδαφος του γκαράζ, που ήταν στρωμένο με λείες πέτρες, οι οποίες διέθεταν ειδικές ραβδώσεις για να μην είναι γλιστερές.
Η μικρή συνοδεία βγήκε απ’το παλάτι του Δούκα Φερέσβιου και άρχισε να κατεβαίνει το ύψωμα. Ύστερα από λίγη ώρα, είχε αφήσει πίσω της τα προάστια της Ρακμάνης και ταξίδευε προς τα Νότια Δουκάτα.
*
Νύχτα, στην Απαστράπτουσα.
Ο Ανδρόνικος είχε περάσει όλη την ημέρα σε ανακρίσεις ανθρώπων του παλατιού και σε αλλαγές θέσεων, καθώς προσπαθούσε να ανακαλύψει ποιοι υπηρετούσαν τον Λούσιο από πεποίθηση, ποιοι από κέρδος, και ποιοι από εξαναγκασμό. Η Βασιλική Φρουρά ήταν στο μεγαλύτερό της μέρος αλλαγμένη· ο αδελφός του είχε προσθέσει καινούργια μέλη και είχε διώξει τα παλιά. Εκείνο, όμως, που ανησυχούσε κυρίως τον Ανδρόνικο ήταν η ύπαρξη Δημιουργημάτων ανάμεσα στους Βασιλικούς Φρουρούς, καθώς τα Δημιουργήματα ήταν άκρως επικίνδυνα, ακόμα και εκτοπισμένα από τις θέσεις τους ή φυλακισμένα. Έτσι, είχε καλέσει έναν Βιοσκόπο, για να ερευνήσει διεξοδικά για ζωτικές ενέργειες· αν υπήρχαν Δημιουργήματα, θα τα εντόπιζε, γιατί αυτά δεν εξέπεμπαν ζωτική ενέργεια. Ένας Βιοσκόπος τα έβλεπε σαν το μέταλλο και το ξύλο. Και, όπως αποδείχτηκε, δύο από τους Βασιλικούς Φρουρούς ήταν Δημιουργήματα.
Ο Ανδρόνικος τούς είχε συγκεντρώσει όλους στη βασιλική αίθουσα, βάζοντάς τους να σταθούν εμπρός του, ενώ εκείνος καθόταν στον Κυανό Θρόνο, περιστοιχισμένος από ανθρώπους που θεωρούσε έμπιστους. Ο Βιοσκόπος ήταν κρυμμένος σ’ένα άλλο σημείο της αίθουσας, πίσω από ένα παραπέτασμα· και, όταν οι Βασιλικοί Φρουροί μπήκαν, παρουσιάστηκε και έδειξε δύο απ’αυτούς, οι οποίοι, μάλιστα, στέκονταν ο ένας κοντά στον άλλο.
Τα Δημιουργήματα, φυσικά, δεν παραδόθηκαν χωρίς να προβάλουν αντίσταση. Τράβηξαν τα όπλα τους και επιτέθηκαν στον Ανδρόνικο και τους παλατιανούς φρουρούς· δεν μπορούσαν, όμως, να νικήσουν, καθώς ο Πρίγκιπας είχε προετοιμάσει την αίθουσα σαν πεδίο μάχης. Τα σώματα των Δημιουργημάτων γέμισαν σφαίρες, και τα ανθρωποειδή πλάσματα αναγκάστηκαν να παραπατήσουν και να πετάξουν τα όπλα τους. Πράγμα που έδωσε χρόνο στον Ανδρόνικο να τα ζυγώσει –με τον Κελευστή γυμνολέπιδο και να γυαλίζει από γαλανό φως– και να τα σπαθίσει, μετατρέποντάς τα σε σωρούς από κάρβουνο. Όταν τελείωσε μαζί τους, πρόσταξε έναν επιστήμονα του παλατιού να πάρει τα απομεινάρια τους για ανάλυση. Ήθελε να μάθει τι ακριβώς ήταν αυτά τα πλάσματα. Ήταν ίδια με τα Δημιουργήματα που έφτιαχνε η Παντοκράτειρα, ή κάτι διαφορετικό στην ουσία αλλά παρόμοιο στην εμφάνιση;
Η απάντηση από τους επιστήμονες δεν είχε έρθει ακόμα, και τώρα ο Ανδρόνικος κατέβαινε στα μπουντρούμια του παλατιού, για να πάρει κάποιες άλλου είδους απαντήσεις. Τα ακριβή ερωτήματα, βέβαια, δεν τα γνώριζε ακόμα· δεν είχε συγκεκριμένες ερωτήσεις να κάνει· πίστευε, όμως, ότι ο άνθρωπος στον οποίο θα μιλούσε ήξερε πολλά για τα σχέδια του αδελφού του και για τους ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ.
Φτάνοντας μπροστά στο κελί του, πρόσταξε έναν φρουρό ν’ανοίξει την πόρτα, κι εκείνος την άνοιξε. Ο Ανδρόνικος κοίταξε στο εσωτερικό, βλέποντας έναν άντρα να είναι καθισμένος σε μια καρέκλα, μπροστά σ’ένα μικρό τραπέζι. Το ένα του χέρι ήταν δεμένο με επιδέσμους. Η όψη του ήταν μελανιασμένη. Είχε μαύρα, κοντά μαλλιά και τα πιο σκοτεινά μάτια που είχε ο Ανδρόνικος δει στη ζωή του.
«Εσύ είσαι ο Ανθηφόρος, σωστά;» είπε ο Πρίγκιπας. «Ένας ιερέας του Μαύρου Νάρζουλ.»
Ο άντρας τον ατένισε με το σκοτεινό του βλέμμα, δίχως ν’αποκριθεί.
Ο Ανδρόνικος πλησίασε, και κλότσησε απότομα το μικρό τραπέζι, πετώντας το παραδίπλα και αναποδογυρίζοντάς το. «Θα μου απαντάς όταν σου μιλάω! Είσαι αυτός που λέω, ή όχι;»
«Ναι,» είπε ο άντρας. «Είμαι ο Ανθηφόρος.»
«Και υπηρετείς τον Μαύρο Νάρζουλ.»
«Ερώτηση ήταν αυτή;»
«Όχι,» είπε ο Ανδρόνικος, βηματίζοντας μες στο δωμάτιο. «Το ξέρω ήδη.»
«Τι θέλεις, λοιπόν, να μάθεις από μένα;» ρώτησε ο Ανθηφόρος.
«Όσα δεν ξέρω. Απ’ό,τι καταλαβαίνω, είχες στενές σχέσεις με τον αδελφό μου, τον Λούσιο, και τη σύζυγό του· πράγμα το οποίο σημαίνει ότι γνωρίζεις πολλά για την οργάνωση των ακόλουθων του Μαύρου Νάρζουλ: ποιος είναι πού, και ποιος κάνει τι.» Ο Ανδρόνικος σταμάτησε να βηματίζει, ακουμπώντας την πλάτη του σ’έναν απ’τους τοίχους του κελιού, σταυρώνοντας τα χέρια του εμπρός του, κι ατενίζοντας τον ιερέα.
Ο Ανθηφόρος είπε, σχεδόν αδιάφορα: «Δεν άκουσα κάποια συγκεκριμένη ερώτηση.»
«Δεν άκουσες κάποια συγκεκριμένη ερώτηση γιατί δεν σου έκανα κάποια συγκεκριμένη ερώτηση. Θέλω να μου πεις όλα όσα γνωρίζεις για το θέμα. Τα πάντα.»
Ο Ανθηφόρος γέλασε, κοφτά. «Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί.»
«Θα συμβεί,» τον διαβεβαίωσε ο Ανδρόνικος, «ακόμα κι αν πρέπει ν’ανοίξω το κεφάλι σου με το μαχαίρι και να πάρω τις πληροφορίες κατευθείαν απ’το μυαλό σου.»
Ο Ανθηφόρος δε μίλησε.
Ο Ανδρόνικος προτίμησε ν’αλλάξει θέμα, προς το παρόν: να ρωτήσει τον κρατούμενό του για κάτι άλλο που τον απασχολούσε. «Η αδελφή μου, η Βασιλική, γνωρίζεις πού βρίσκεται; Οι άνθρωποί μου δεν μπορούν να τη βρουν πουθενά. Στο διαμέρισμά της μέσα στην πόλη δεν είναι. Και ο Άγγελος Επίκυκλος, ο άντρας που ήταν εραστής της εδώ και κάποιο καιρό, φαίνεται να έχει, επίσης, περιέργως εξαφανιστεί.»
«Μου μοιάζει πως έχουμε το ίδιο πρόβλημα, λοιπόν…» είπε ο Ανθηφόρος.
«Τι εννοείς;»
«Ούτε εγώ έχω καταφέρει να εντοπίσω την αδελφή σου, Πρίγκιπα Ανδρόνικε. Και την ψάχνω. Ή, τουλάχιστον, την έψαχνα. Θα μπορούσες να πεις ότι είναι και προσωπικό θέμα…» Ο Ανθηφόρος σταμάτησε απότομα να μιλά, δίνοντας στον Ανδρόνικο την εντύπωση πως είχε νομίσει ότι είχε πει περισσότερα απ’όσα έπρεπε.
«Προσωπικό θέμα; Γνωρίζεις τη Βασιλική;»
Ο Ανθηφόρος δεν απάντησε.
«Γνωρίζεις τη Βασιλική;» επέμεινε ο Ανδρόνικος, με δυνατότερη φωνή. «Μη με κάνεις να ξαναβάλω τους φρουρούς να σε περιποιηθούν, ιερέα!» Το πρόσωπο του Ανθηφόρου δεν ήταν μελανιασμένο και χτυπημένο όταν τον είχαν φέρει εδώ· μονάχα το χέρι του ήταν τραυματισμένο. Επειδή, όμως, είχε αντισταθεί στους παλατιανούς φρουρούς, εκείνοι τον είχαν ξυλοφορτώσει, αγνοώντας τις κατάρες που τους έριχνε στο όνομα του Μαύρου Νάρζουλ.
Ο Ανθηφόρος είπε: «Ναι, γνωρίζω την αδελφή σου. Η Αρχιέρεια Δομινίκη είχε προστάξει να την παρακολουθούμε, ώστε να κάνουμε το νου της δεκτικό στο Άγγιγμα.»
Δεκτικό στο Άγγιγμα; Τι σημαίνει αυτό; Κάτι άλλο, όμως, έπρεπε να διευκρινιστεί πρώτα. «Η Αρχιέρεια Δομινίκη;» είπε. «Η σύζυγος του αδελφού μου είναι Αρχιέρεια του Μαύρου Νάρζουλ;»
Ο Ανθηφόρος ένευσε.
Πώς είναι δυνατόν, μα τους θεούς; Πώς είναι δυνατόν; Και τόσο καιρό, δεν είχα καταλάβει τίποτα! Το παραμικρό! Ασχολήθηκα τόσο πολύ με την Επανάσταση, που άφησα το ίδιο μου το σπίτι να καταρρεύσει. Το παρελθόν της Δομινικής, όμως, θα το ερευνούσε αργότερα. «Και τι σημαίνει ότι έπρεπε να κάνετε το νου της δεκτικό στο Άγγιγμα;»
«Δε θα μπορέσεις να καταλάβεις.»
Τα μάτια του Ανδρόνικου στένεψαν. «Προσπάθησε να με κάνεις να καταλάβω.»
Ο Ανθηφόρος τον κοίταξε από πάνω ώς κάτω· και ο Πρίγκιπας συνειδητοποίησε, παραξενεμένος, ότι στο βλέμμα του ιερέα υπήρχε περιέργεια. Περιέργεια; Για ποιο λόγο; Βρίσκει κάτι το περίεργο επάνω μου;
«Πρίγκιπα Ανδρόνικε, κανονικά, θα έπρεπε να γνωρίζεις το Άγγιγμα,» είπε ο Ανθηφόρος. «Και, μάλιστα, πολύ καλά…»
Ο Ανδρόνικος συνοφρυώθηκε.
Ο Ανθηφόρος συνέχισε: «Κανονικά, θα έπρεπε να βρίσκεσαι ακόμα υπό την επιρροή του.»
Υπό την επιρροή του; «Αυτό που μου έκαναν στα υπόγεια, βαθιά κάτω απ’το παλάτι…» μουρμούρισε ο Ανδρόνικος, σα να μιλούσε περισσότερο στον εαυτό του.
«Ναι,» είπε ο Ανθηφόρος. «Έκαναν το μυαλό σου δεκτικό, κλείνοντάς σε στα Σκοτεινά Κελιά, και μετά η Αρχιέρεια έστειλε το Εσώτερο Δαιμόνιό της να σε Αγγίξει. Κανονικά, θα έπρεπε να είσαι ακόμα υπό την επιρροή του Αγγίγματος. Δεν μπορώ να καταλάβω τι έγινε. Εκτός αν το μυαλό σου λειτουργεί πολύ διαφορετικά από το μυαλό των άλλων ανθρώπων. Ή εκτός αν γνωρίζεις κάποια ιδιαίτερη τεχνική…» Και τώρα, έμοιαζε εκείνος να περιμένει απάντηση από τον Πρίγκιπα.
Ο Ανδρόνικος, όμως, δεν ήταν πρόθυμος να του δώσει καμία απάντηση. Άστον να νομίζει ό,τι θέλει, σκέφτηκε. Και μετά: Το σπαθί. Ο Κελευστής ήταν που με έβγαλε απ’την επιρροή αυτού του Αγγίγματος. Το γαλανό φως στη λεπίδα του σπαθιού.
«Σκοπεύατε να κλείσετε τη Βασιλική στα ίδια κελιά που είχατε κλείσει κι εμένα;» ρώτησε τον ιερέα.
«Όχι,» είπε ο Ανθηφόρος. «Αυτός δεν είναι ο μοναδικός τρόπος για να γίνει ο νους κάποιου δεκτικός στο Άγγιγμα. Υπάρχουν κι άλλες μέθοδοι. Μία απ’αυτές χρησιμοποιήθηκε στην αδελφή σου, και το μυαλό της έφτασε στο σημείο να γίνει δεκτικό… αλλά, τότε, κάτι συνέβη.» Τα φρύδια του έσμιξαν. «Ακόμα κάτι ανεξήγητο…» Φάνηκε σκεπτικός.
«Τι ανεξήγητο;»
«Η αδελφή σου αντιστάθηκε στο Άγγιγμα. Αλλά όχι από μόνη της. Παρουσιάστηκε ένα… Σερπετό και έδιωξε το Εσώτερό μου Δαιμόνιο απ’τα όνειρά της… και μετά, όλα μπερδεύτηκαν.»
«Δεν καταλαβαίνω,» είπε ο Ανδρόνικος.
«Ούτε κι εγώ. Η αδελφή σου εξαφανίστηκε. Έφυγε μες στη νύχτα, μαζί με τον Επίκυκλο, κι από τότε δεν την ξαναείδαμε. Κάπου κρύβεται.»
«Και το Σερπετό; Είπες κάτι για ένα Σερπετό…»
«Δεν ξέρω τι ήταν αυτό το Σερπετό,» παραδέχτηκε ο Ανθηφόρος. «Παρουσιάστηκε, την πρώτη φορά, στο όνειρο της Πριγκίπισσας, για να διώξει το Εσώτερο Δαιμόνιό μου–»
«Στο όνειρό της;»
«Ναι. Της είχα στείλει το Εσώτερό μου Δαιμόνιο όσο κοιμόταν· είναι καλύτερα, τότε. Όταν το θύμα είναι ξύπνιο, είναι πάρα πολύ δύσκολο να το επηρεάσει.»
«Δηλαδή, αυτό το Σερπετό εμφανίστηκε σαν… όραμα, σωστά;»
«Κατά μία έννοια, ναι. Αλλά μετά, όταν καταδιώκαμε την αδελφή σου και τον Επίκυκλο, παρουσιάστηκε πάλι, και μας επιτέθηκε. Αυτή τη φορά, με σάρκα και οστά. Έτσι, η Πριγκίπισσα ξέφυγε.»
«Και το Σερπετό;»
«Εξαφανίστηκε, επίσης, ύστερα από την επίθεσή του.»
«Πώς ξέρεις ότι ήταν το ίδιο μ’αυτό που είδες στο όνειρο;» ρώτησε ο Ανδρόνικος, που όλα τούτα τού φαίνονταν πολύ παράξενα.
«Δεν ξέρω πώς το ξέρω, αλλά το ξέρω.» Ο Ανθηφόρος ανασήκωσε τους ώμους. «Το αισθάνθηκα, θα μπορούσες να πεις.»
*
Ο Ανδρόνικος έφυγε απ’τα μπουντρούμια με περισσότερα ερωτηματικά απ’ό,τι απαντήσεις. Δεν μπορούσε, όμως, να συνεχίσει άλλο την ανάκριση του Ανθηφόρου γι’απόψε· ήταν πολύ κουρασμένος. Το σημαντικότερο απ’όσα είχε μάθει θεωρούσε πως ήταν η καταδίωξη και η εξαφάνιση της αδελφής του. Η Βασιλική μπορεί να βρισκόταν σε κίνδυνο, ακόμα και τούτη τη στιγμή. Και δε νομίζω ότι έχω τη δυνατότητα να τη βρω γρήγορα, σκεφτόταν, καθώς έμπαινε στο δωμάτιό του. Το κατασκοπευτικό δίκτυο του Οίκου των Ευφρόνων δεν ήταν αξιόπιστο πλέον, έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα με τον Λούσιο· έπρεπε κι εκεί να γίνουν αλλαγές, προτού ο Ανδρόνικος μπορούσε να πει ότι θα του ήταν χρήσιμο και πάλι.
Και, σα να μην έφταναν αυτά, ο Φαρνέλιος κι οι άλλοι επαναστάτες είχαν εξαφανιστεί όπως η αδελφή του. Το φορτηγό τους δε βρισκόταν πια έξω απ’την Απαστράπτουσα, σύμφωνα μ’ό,τι του είχε αναφέρει ο Αυγερινός, τον οποίο ο Ανδρόνικος είχε στείλει για να ερευνήσει. Αναρωτιέμαι, όμως: δεν άκουσε ο Φαρνέλιος για την επιστροφή μου στο παλάτι; Αποκλείεται. Ολόκληρη η Απαστράπτουσα το έχει ακούσει. Και όχι μόνο η Απαστράπτουσα.
Πού είναι ο Φαρνέλιος; Έχει φύγει από την Απολλώνια; Ή βρίσκεται σε κάποιο απομονωμένο σημείο της; Και για ποιο λόγο;
Ο Ανδρόνικος ήξερε ότι δεν μπορούσε να βρει απαντήσεις αμέσως. Θα έπρεπε να φανεί υπομονετικός, και να συνεχίσει να ερευνά και να διαλύει τις δομές του συστήματος που είχε οικοδομήσει ο Λούσιος. Η σημερινή δεν ήταν παρά μονάχα η πρώτη ημέρα που είχε επιστρέψει στον Κυανό Θρόνο.
Και θα πρέπει να περιμένω και αντεπίθεση.
Ο Λούσιος θα είχε πληροφορηθεί για την επιστροφή του, και, σίγουρα, δε θα έμενε άπραγος. Πιθανώς να επιχειρούσε ακόμα και να τον δολοφονήσει. Ή, αν δεν το επιχειρούσε αυτός, ίσως να το επιχειρούσε κάποιος από τους ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ που φοβόταν ότι ο Ανδρόνικος ήταν επικίνδυνος για τη θρησκεία τους. Ο Πρίγκιπας είχε, ασφαλώς, προετοιμαστεί για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, και περίμενε τον κάθε επίδοξο δολοφόνο να προσπαθήσει, αν τολμούσε.
Επί του παρόντος, ο Ανδρόνικος πήγε στο υπνοδωμάτιο των διαμερισμάτων του και άρχισε να γδύνεται, για να κοιμηθεί στο μεγάλο κρεβάτι εκεί και να ξεκουράσει λίγο το μυαλό του.
*
«Πάμε κάτω, στο φορτηγό;» πρότεινε η Βασιλική, καθώς καθόταν, μαζί με τη Βικτώρια, στα πόδια του γιγάντιου αγάλματος του Απόλλωνα, μέσα στη νύχτα.
«Ναι,» είπε η Βικτώρια. «Κάνει κρύο εδώ.»
Η Βασιλική κοίταξε πάνω απ’τον ώμο της, το εσωτερικό του Ναού. «Η Ανδρομάχη είναι μέσα; Το ξέρει ότι θα φύγεις;»
Η Βικτώρια μειδίασε. «Δεν είναι γιατρός μου, Βασιλική! Ιέρεια είναι. Και, ναι, το ξέρει ότι θα φύγω· εκείνη μού είπε να φύγω. Ήταν πολύ κουρασμένη.»
«Τι έγινε ακριβώς; Τι έκανε;» ρώτησε η Πριγκίπισσα.
Η Βικτώρια ανασήκωσε τους ώμους. «Έδιωξε τον άντρα με το κέρατο. Τον σκότωσε με το γαλανό φως που έβγαινε απ’το χέρι της.»
Το Γαλανό Φως… σκέφτηκε η Βασιλική. Το Γαλανό Φως που αναφέρει το βιβλίο του Φαρνέλιου. Η Πριγκίπισσα είχε την εντύπωση ότι γνώριζε περισσότερα απ’όσα νόμιζε γι’αυτό το Γαλανό Φως· δεν μπορούσε, όμως, να θυμηθεί… Δεν μπορούσε να θυμηθεί πώς ήταν δυνατόν να γνωρίζει κάτι τέτοιο… Το έχω ξαναδεί κάπου; Έχω ξανακούσει γι’αυτό;
«Τι είναι, Βασιλική;» ρώτησε η Βικτώρια, συνοφρυωμένη· μια όψη ανησυχίας υπήρχε στο πρόσωπό της.
«Τίποτα,» αποκρίθηκε η Πριγκίπισσα. «Πάμε.» Σηκώθηκε όρθια. «Πάμε στο φορτηγό.»
Ακολουθώντας το γλιστερό, λιθόστρωτο μονοπάτι που ανοιγόταν επάνω στην πλαγιά, κατέβηκαν από το ύψωμα και βρέθηκαν ανάμεσα στα στρατιωτικά οχήματα του Ταγματάρχη Υπόλυκου. Δύο στρατιώτες τις παρατηρούσαν, καπνίζοντας· οι καύτρες των τσιγάρων τους λαμπύριζαν μες στη νύχτα.
Η Βασιλική και η Βικτώρια πλησίασαν το φορτηγό. Η πίσω πόρτα του άνοιξε, και μπήκαν. Στο εσωτερικό, τις περίμεναν ο Φαρνέλιος, ο Άγγελος, ο Θελλέδης, ο Φένχιλ, και οι άλλοι επαναστάτες. Κανείς δε φαινόταν να κοιμάται. Κάποιοι έτρωγαν, κάποιοι ήταν ξαπλωμένοι, κάποιοι έπαιζαν ένα παιχνίδι με κάρτες· αλλά όλοι στράφηκαν στην Πριγκίπισσα και τη φίλη της, μόλις οι δυο τους μπήκαν στο φορτηγό.
Ο Φαρνέλιος ήταν ο πρώτος που τις πλησίασε. «Τι έγινε;» ρώτησε. «Τα κατάφερε η Ανδρομάχη;»
«Ναι,» τον διαβεβαίωσε η Βικτώρια.
Ο Φαρνέλιος χαμογέλασε. «Και είναι φανερό,» είπε, σφίγγοντας το μπράτσο της. «Απ’τα μάτια σου. Απ’τα μάτια σου…»
Η Βασιλική και η Βικτώρια κάθισαν μαζί με τους επαναστάτες, στο πάτωμα του φορτηγού, εκεί όπου αυτό ήταν στρωμένο με κουβέρτες και υφάσματα. Ο Θελλέδης τούς έφερε κάτι να φάνε και κάτι να πιουν, και κάθισε κοντά τους, όπως επίσης κι ο Άγγελος, ο Φαρνέλιος, και ο Φένχιλ.
«Αφού τελειώσαμε μ’ετούτη τη δουλειά, και η Βικτώρια έχει θεραπευτεί από αυτή την ασθένεια που ομολογώ πως δεν καταλαβαίνω ακριβώς,» είπε ο τελευταίος, «νομίζω ότι πρέπει να πάρουμε μια απόφαση σχετικά με τον βασικό λόγο που εγώ κι οι άνθρωποί μου ήρθαμε από τη Σάρντλι: δηλαδή, πώς θα βοηθήσουμε τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο.»
Ο Φαρνέλιος άναψε την πίπα του, σιωπηλά.
Η Βασιλική είπε: «Θα επιστρέψουμε στην Απαστράπτουσα· δε θα μείνουμε εδώ.»
«Και μετά;» έθεσε το ερώτημα ο Φαρνέλιος.
«Τι εννοείτε, λέγοντας ‘Και μετά’, κύριε Φαρνέλιε;»
«Εξακολουθούμε να μην έχουμε αρκετές δυνάμεις για να εισβάλουμε στο παλάτι.»
«Κύριε Φαρνέλιε,» είπε ο Θελλέδης, «είμαστε επαναστάτες. Έχουμε αντιμετωπίσει τις δυνάμεις της ίδιας της Παντοκράτειρας–»
«Μου τα έχεις ξαναπεί αυτά.»
«Θα κάνουμε ό,τι αποφασίσει η Πριγκίπισσα,» δήλωσε ο Θελλέδης· και στον τόνο της φωνής του, αλλά και στην όψη του, η Βασιλική μπορούσε πάλι να διακρίνει ότι τη θεωρούσε αντικαταστάτρια του Ανδρόνικου. Δεν έλεγε με τίποτα να βάλει μυαλό!
Τα βλέμματα όλων στράφηκαν –ακούσια, ίσως– προς το μέρος της, κι εκείνη διαπίστωσε ότι αισθανόταν αμήχανα. Περίμεναν, πραγματικά, ότι αυτή θα έπαιρνε μια τέτοια, τόσο σημαντική απόφαση; Της έμοιαζε παρακινδυνευμένο να πει οτιδήποτε. Κοίταξε τον Φαρνέλιο, έντονα, σαν να ήθελε να του ζητήσει να πει εκείνος κάτι, για να τη βγάλει από τη δύσκολη θέση. Ο Φαρνέλιος, όμως, έμεινε σιωπηλός, ρουφώντας καπνό απ’την πίπα του και βγάζοντάς τον απ’τα ρουθούνια.
Υπέροχα…
«Δεν… δεν είμαι σίγουρη,» είπε, τελικά, η Βασιλική. «Ίσως, βέβαια, μπορούμε να προσπαθήσουμε. Προσεχτικά… Χρειαζόμαστε ένα σχέδιο. Το παλάτι το ξέρω. Γνωρίζω πώς είναι τα δωμάτιά του, περίπου. Αλλά δεν το ξέρω και τόσο καλά όπως αν είχα το χάρτη με την κάτοψή του. Είναι μεγάλο…» Κλείσε το στόμα σου, σκέφτηκε. Ακούγεσαι αξιοθρήνητη.
Ο Φένχιλ ρώτησε: «Γνωρίζεις, τουλάχιστον, κάποια είσοδο που φρουρείται λιγότερο;»
Δεν της μιλούσε στον πληθυντικό, όπως ο Θελλέδης. Γιατί; αναρωτήθηκε η Βασιλική. Τη θεωρούσε ανόητη απ’αυτά που είχε πει; Ή, μήπως, απλά έτσι ήταν το ύφος του; Αλλά γιατί το γεγονός ότι της μιλούσε στον ενικό την πείραζε; Πριν, η ίδια έλεγε, συνεχώς, στον Θελλέδη να πάψει να της μιλά στον πληθυντικό!
Προσπάθησε να επικεντρωθεί στο ερώτημα του Φένχιλ, και η ειρωνική σκέψη ήρθε ακούσια στο νου της: Να ξέρω είσοδο που να φρουρείται λιγότερο; Εκείνη ουδέποτε έδινε σημασία σε τέτοια πράγματα. Και ειδικώς τελευταία, είχε φύγει απ’το παλάτι, γιατί δε συμπαθούσε την αυλή που είχε δημιουργηθεί γύρω απ’τον Λούσιο· δεν είχε ιδέα ποια σημεία φρουρούνταν περισσότερο και ποια λιγότερο.
Κούνησε το κεφάλι, αρνητικά.
«Αυτό σημαίνει,» είπε ο Φένχιλ, «ότι, ουσιαστικά, πρέπει να εισβάλουμε σ’ένα μέρος για το οποίο δεν γνωρίζουμε τίποτα.»
«Κι ακόμα κι αν είχαμε τον χάρτη με την κάτοψή του, πάλι δε θα γνωρίζαμε τίποτα,» τόνισε ο Φαρνέλιος, «γιατί δεν μπορούμε να ξέρουμε τι αλλαγές έχει κάνει ο Λούσιος, όσο ο Ανδρόνικος έλειπε.»
«Η Πριγκίπισσα ίσως να ξέρει κάποια πράγματα,» διαφώνησε ο Θελλέδης.
Γιατί δεν το βουλώνει; μούγκρισε εσωτερικά η Βασιλική. «Δεν ξέρω τίποτα,» του είπε. «Δεν ήμουν μέσα στο παλάτι. Δεν έμενα εκεί, τον τελευταίο καιρό· έμενα σ’ένα διαμέρισμά μου, στην πόλη.»
«Εν ολίγοις,» συμπέρανε ο Φένχιλ, «βρισκόμαστε σε αδιέξοδο.» Κι αυτό δε φαινόταν να του αρέσει καθόλου. Ο ερυθρόδερμος άντρας έμοιαζε να έχει κάτι το ατίθασο μέσα του: κάτι με λίγη υπομονή και πολλή ενέργεια.
«Βικτώρια,» ρώτησε ο Άγγελος, «μπορείς εσύ να μας βοηθήσεις με κάποιον τρόπο; Έχεις κάποια πληροφορία που πιθανώς να είναι χρήσιμη;»
Η Βικτώρια μόρφασε, σμίγοντας τα χείλη. «Δε νομίζω. Πιστεύω, όμως, πως ο καλύτερος τρόπος για να εισβάλετε στο παλάτι είναι να καταφέρετε να αιχμαλωτίσετε κάποιον ο οποίος μπαινοβγαίνει συχνά σ’αυτό. Έτσι, θα μάθετε τα πράγματα όπως έχουν σήμερα εκεί μέσα.»
«Η ιδέα σου είναι καλή,» παρατήρησε ο Φένχιλ μ’ένα λοξό μειδίαμα να χαράζει το πρόσωπό του· η ουλή στο σαγόνι του παραμορφώθηκε.
«Κι εγώ το ίδιο πιστεύω,» ένευσε ο Φαρνέλιος.
«Να ξεκινήσουμε, λοιπόν, για την Απαστράπτουσα;» είπε η Βασιλική.
«Θα έλεγα πως είναι ώρα,» αποκρίθηκε ο Φαρνέλιος.
Ο Θελλέδης ρώτησε: «Και ποιος θα είναι ο άνθρωπος που θα αιχμαλωτίσουμε για να πάρουμε πληροφορίες;»
«Αυτό,» είπε η Βασιλική, «θα το συζητήσουμε καθοδόν, γιατί νομίζω πως όλοι θα έχουμε διάφορες ιδέες κατά νου.» Το βλέμμα της πέρασε από τον Άγγελο, τη Βικτώρια, και τον Φαρνέλιο, που κι οι τρεις τους –όπως κι η ίδια– γνώριζαν πολλά άτομα μέσα στην Απαστράπτουσα και στο βασιλικό παλάτι.
Το πρωί, ο Ανδρόνικος συγκέντρωσε σ’ένα τραπέζι της βασιλικής αίθουσας τους ανθρώπους που, αυτή τη στιγμή, θεωρούσε πιο έμπιστούς του και με τους οποίους πίστευε ότι όφειλε να συζητήσει την περαιτέρω στρατηγική του: την Άνμα’ταρ, τη Βασίλισσα Γλυκάνθη, τον Αυγερινό Αντίρρυθμο (τον οποίο είχε πρόσφατα χρίσει Βασιλικό Φρουρό), και τον Διοικητή Φινέα Πολύδικο. Εκτός απ’αυτούς, είχε καλέσει άλλον έναν, που δεν είχε παρουσιαστεί ακόμα, αλλά ο Ανδρόνικος δεν αμφέβαλλε ότι θα παρουσιαζόταν.
Καθώς τον περίμεναν, ήρθαν δύο αναφορές από έρευνες που είχαν αρχίσει χτες: η μία αφορούσε τα Σκοτεινά Κελιά (όπως τα είχε αποκαλέσει ο Ανθηφόρος), στα υπόγεια βάθη κάτω απ’το παλάτι· η άλλη αφορούσε την ανάλυση των απομειναριών των Δημιουργημάτων που παρίσταναν τους Βασιλικούς Φρουρούς.
Ο Ανδρόνικος αποφάσισε να ξεκινήσει με την ανάλυση. Άνοιξε τον φάκελο που του είχαν φέρει οι επιστήμονες του παλατιού και διάβασε τα αποτελέσματα της έρευνάς τους, η οποία ήταν, κατά βάση, να αναγνωρίσουν αν τα Δημιουργήματα που είχαν παρουσιαστεί εδώ ήταν τα ίδια με τα Δημιουργήματα της Παντοκράτειρας. Και η απάντηση έλεγε πως υπήρχαν διαφορές στη σύσταση. Δεν επρόκειτο για τα ίδια κατασκευάσματα.
«Τελικά,» είπε ο Ανδρόνικος στην Άνμα’ταρ, «φαίνεται πως είχες δίκιο.» Και της έδωσε τον φάκελο.
Η Δράκαινα τον διάβασε. «Δε μας λέει, όμως, και πώς φτιάχτηκαν αυτά τα πλάσματα. Δεν υπάρχει ούτε καν μία υπόθεση εδώ μέσα.»
«Γιατί, προφανώς, οι επιστήμονες του παλατιού δεν μπορούν να γνωρίζουν κάτι τέτοιο· ούτε, πιστεύω, μπορούν να το ανακαλύψουν από τα απομεινάρια των ‘Δημιουργημάτων’ και μόνο.»
Ο Ανδρόνικος κοίταξε την άλλη αναφορά που βρισκόταν εμπρός του: αυτή για τα Σκοτεινά Κελιά. Οι άνθρωποι που είχαν αναλάβει να τα ερευνήσουν έγραφαν πως επρόκειτο για τρεις ξεχωριστούς λαβυρίνθους, γεμάτους παρανοϊκές παγίδες και με τελείως αλλόκοτο σχηματισμό. Ορισμένα δωμάτια, μάλιστα, είχαν την ιδιότητα να περιστρέφονται με τη χρήση των μηχανισμών στο δωμάτιο ελέγχου των υπογείων. Εκτός απ’αυτά, στα Σκοτεινά Κελιά είχαν συναντήσει πλάσματα για τα οποία είχαν ακούσει, παλιότερα, μονάχα σε διηγήσεις που αφορούσαν την Απολεσθείσα Γη. Τα περισσότερα είχαν αναγκαστεί να τα σκοτώσουν, αν και δύο είχαν καταφέρει να τα φυλακίσουν, ώστε, με διαταγή του Πρίγκιπα, να γίνουν περαιτέρω έρευνες επάνω τους.
Ο Ανδρόνικος είπε στους υπόλοιπους, εν συντομία, τι έγραφε ο φάκελος.
Και, καθώς μιλούσε, ένας υπηρέτης μπήκε στην αίθουσα και ανακοίνωσε τον ερχομό του ατόμου που ο Πρίγκιπας περίμενε.
«Ασφαλώς και να περάσει,» είπε ο Ανδρόνικος, και ο υπηρέτης έφυγε.
Μια μεγάλη πόρτα άνοιξε, και ο Αρχιερέας του Απολλώνιου Ναού της Απαστράπτουσας μπήκε. Ένας ψηλός άντρας με άσπρα μούσια και μαλλιά, και δέρμα λευκό όπως του Πρίγκιπα, ο οποίος φαινόταν πως ήταν μεγάλος σε ηλικία, καθώς βάδιζε στηριζόμενος στο μακρύ ραβδί του. Στην κορυφή του ραβδιού υπήρχε το σύμβολο του Απόλλωνα.
Ο Ανδρόνικος και οι υπόλοιποι σηκώθηκαν, για να τον υποδεχτούν.
«Μεγάλε Πατέρα,» χαιρέτησε ο Πρίγκιπας, «καλωσορίσατε.»
«Πρίγκιπα Ανδρόνικε,» είπε ο Αρχιερέας, «εσύ καλωσόρισες. Διότι, αν τα όσα ισχυρίζεσαι αληθεύουν –και υποπτεύομαι πως, όντως, αληθεύουν–, τότε πραγματικά το βασίλειο χρειάζεται τη βοήθειά σου.» Ο Αρχιερέας κάθισε στη θέση που του είχαν ετοιμάσει· και, μαζί του, κάθισαν κι οι υπόλοιποι.
«Για να διαπιστώσετε και μόνος σας ότι λέω αλήθεια σχετικά με τους ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ, Μεγάλε Πατέρα, έχω να σας παρουσιάσω κάποια στοιχεία,» είπε ο Ανδρόνικος, και του έδειξε, κατά πρώτον, τον φάκελο με τα αποτελέσματα από την έρευνα των Σκοτεινών Κελιών· επίσης, του μίλησε για την τελετή που έκανε ο Χρύσιππος στην οικία του, καθώς και για τον Ανθηφόρο. «Και, σύμφωνα μ’όσα λέει ο Χρύσιππος, Μεγάλε Πατέρα, ο Λούσιος, η Δομινίκη, και η Κορνηλία πηγαίνουν τώρα να ελευθερώσουν έναν από τους Οκτώ του Μαύρου Νάρζουλ.»
«Ποιον από τους Οκτώ;» ρώτησε ο Αρχιερέας.
«Δε γνωρίζω, γιατί ούτε ο Χρύσιππος γνωρίζει. Μάλλον, μόνο οι τρεις τους το ξέρουν αυτό. Η Κορνηλία, πάντως, πρέπει να έψαχνε για κάτι στη θάλασσα κοντά στη Φλάνια… κάτι που τους βοήθησε να εντοπίσουν τη θέση του δαίμονα.»
«Αν είναι έτσι τα πράγματα,» είπε ο Αρχιερέας, «πρέπει οπωσδήποτε κάποιος να τους εμποδίσει. Οι Οκτώ είναι καταστροφικές δυνάμεις, Πρίγκιπα Ανδρόνικε. Δεν μπορείς να φανταστείς τι προβλήματα θα προκληθούν, ακόμα κι αν ένας απ’αυτούς απελευθερωθεί.»
«Με συγχωρείτε που σας διακόπτω, Μεγάλε Πατέρα,» είπε ο Διοικητής Φινέας Πολύδικος, «αλλά υποτίθεται πως αυτοί οι Οκτώ είναι κάπου φυλακισμένοι;»
Ο Αρχιερέας τον ατένισε επικριτικά. «Όφειλες να το γνωρίζεις αυτό, κύριε Διοικητά. Ο Κύριός μας, ο Απόλλων, φυλάκισε τους Οκτώ, προκειμένου η διάστασή μας να ελευθερωθεί από τον ζυγό τους.»
«Και πού είναι η φυλακή τους;»
«Δεν φυλακίστηκαν όλοι στο ίδιο μέρος· και οι τοποθεσίες όπου έχουν φυλακιστεί δεν είναι βέβαιες. Υπάρχουν εικασίες. Το βέβαιο, ωστόσο, είναι ότι ορισμένοι απ’αυτούς βρίσκονται στην Απολεσθείσα Γη. Για την ακρίβεια, η Απολεσθείσα Γη ήταν κάποτε μέρος της διάστασής μας, αλλά ο Απόλλων τη χώρισε από το βασίλειό του, γιατί είχε διαφθαρεί πλήρως από τις δυνάμεις του Μαύρου Νάρζουλ. Αδυνατούσε να τη σώσει, κι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να κρατήσει ασφαλή την υπόλοιπη διάσταση και τους κατοίκους της.»
Η Άνμα’ταρ συνοφρυώθηκε. «Δηλαδή, ο θεός σας θρυμμάτισε το σύμπαν…»
Ο Αρχιερέας –που δεν τη γνώριζε– την κοίταξε ερωτηματικά, με τα φρύδια του υψωμένα.
«Επιτρέψτε μου να σας συστήσω την Άνμα’ταρ, Μεγάλε Πατέρα,» είπε ο Ανδρόνικος. «Είναι μάγισσα του τάγματος των Δρακαινών. Παλιότερα, υπηρετούσε την Παντοκράτειρα, αλλά τώρα είναι με το μέρος της Επανάστασης.»
Ο Αρχιερέας έκλινε το κεφάλι του προς το μέρος της Άνμα’ταρ, σε χαιρετισμό.
«Εκείνο που θέλω να πω, Μεγάλε Πατέρα,» εξήγησε η μάγισσα, «είναι ότι ο Απόλλωνας, ουσιαστικά, έκοψε τη διάστασή σας στα δύο· γιατί, αν δε λαθεύω, η Απολλώνια και η Απολεσθείσα Γη είναι δύο διαφορετικές διαστάσεις…»
Ο Αρχιερέας κατένευσε. «Πράγματι, έτσι είναι. Ωστόσο, δεν καταλαβαίνω γιατί τούτο θα έπρεπε να είναι σημαντικό.»
«Για ορισμένους ανθρώπους, που αναρωτιούνται σχετικά με τη φύση του σύμπαντος και των διαστάσεων, θα ήταν πολύ σημαντικό,» είπε η Άνμα’ταρ, που στο νου της είχε έρθει ο Σέλιρ’χοκ, ο οποίος είχε μανία με τη θεωρία του Ενιαίου Κόσμου και τον θρυμματισμό του σύμπαντος σε διαστάσεις.
«Τέλος πάντων,» παρενέβη ο Ανδρόνικος, για ν’αλλάξει το θέμα. «Υπάρχει τρόπος να βρούμε ποιον από τους Οκτώ αναζητά τώρα ο αδελφός μου, Μεγάλε Πατέρα;»
«Δε νομίζω,» αποκρίθηκε ο Αρχιερέας. «Εκτός αν, φυσικά, μας το πει ο ίδιος, ή η σύζυγός του, ή η Δούκισσα Κορνηλία.»
«Μάλλον, δε θα φανούν και πολύ πρόθυμοι…»
«Ωστόσο,» τόνισε ο Αρχιερέας, «οφείλεις να τους εμποδίσεις, Πρίγκιπα Ανδρόνικε. Όποιον από τους Οκτώ κι αν αναζητούν, δεν πρέπει να τον ελευθερώσουν! Διότι οι καταστροφές που θα επακολουθήσουν θα είναι τρομαχτικές.»
Ο Ανδρόνικος φάνηκε προβληματισμένος. «Δεν καταλαβαίνω, όμως…» είπε. «Ο Λούσιος… Γιατί ο Λούσιος να θέλει να προκαλέσει καταστροφές στην Απολλώνια; Δεν είναι λογικό.»
«Ίσως,» υπέθεσε η Άνμα’ταρ, «να έχει τρελαθεί.»
«Νομίζει πως έτσι θα βοηθήσει.»
Τα βλέμματα όλων στράφηκαν στη Βασίλισσα Γλυκάνθη, που, μέχρι στιγμής, ήταν σιωπηλή.
«Θα βοηθήσει, Βασίλισσά μου;» απόρησε ο Αρχιερέας. «Πώς;»
«Δε γνωρίζω. Όμως, προτού φύγει, μου ανέφερε ότι πηγαίνει στη Ρακμάνη, προκειμένου να βρει κάτι που θα βοηθήσει την Απολλώνια. Κάτι που θα μας δώσει τη νίκη και στο Βόρειο και στο Νότιο Μέτωπο.»
Ο Αρχιερέας συνοφρυώθηκε, σκεπτικά.
Ο Ανδρόνικος είπε: «Σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τους Οκτώ για να πολεμήσει την Παντοκράτειρα;»
Το βλέμμα του Αρχιερέα στράφηκε στον Πρίγκιπα. «Αυτό φοβούμαι κι εγώ, Υψηλότατε.» Και πρόσθεσε: «Ανοησία. Πολύ μεγάλη ανοησία… Δεν είναι κανείς να παίζει με τέτοιες δυνάμεις. Πρέπει να τον εμποδίσεις.»
«Δεν μπορώ να φύγω από την Απαστράπτουσα, για να τον κυνηγήσω, Μεγάλε Πατέρα. Η ισορροπία είναι πολύ λεπτή, επί του παρόντος. Προσπαθώ να ανατρέψω ένα καθεστώς που είναι εξαιρετικά καλά δικτυωμένο. Αν εγκαταλείψω την πρωτεύουσα, θ’αρχίσουν να συμβαίνουν ένα σωρό φασαρίες. Πολύ περισσότερες απ’ό,τι θα συμβούν όταν είμαι εδώ.» Χρειάζομαι τους επαναστάτες από την Αλβέρια! Και χρειάζομαι και τους επαναστάτες από τις άλλες διαστάσεις, όπου έστειλα τον Οδυσσέα. Γιατί κανένας τους δεν είναι εδώ, μα τις Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ;
«Σ’αυτή την περίπτωση,» είπε ο Αρχιερέας, «οφείλεις να στείλεις κάποιους έμπιστους ανθρώπους σου.»
«Ακόμα ένα πρόβλημα,» τόνισε ο Ανδρόνικος: «έχω ελάχιστους έμπιστους ανθρώπους γύρω μου. Και τους χρειάζομαι όλους στην Απαστράπτουσα.»
«Πρέπει να βρούμε τον Φαρνέλιο,» είπε η Άνμα’ταρ.
«Διαβάζεις το μυαλό μου, μάγισσα;»
Η Άνμα μειδίασε, αχνά. «Δε μπορώ, και δε χρειάζεται, Πρίγκιπά μου.»
«Ο Φαρνέλιος, κανονικά, θα είχε έρθει και θα μας είχε βρει…» είπε ο Ανδρόνικος. «Φοβάμαι ότι κάτι κακό ίσως νάχει συμβεί σ’εκείνον και τους υπόλοιπους.»
«Θα μπορούσα να ξαναερευνήσω τα περίχωρα της πρωτεύουσας, Υψηλότατε,» προθυμοποιήθηκε ο Αυγερινός.
Ο Ανδρόνικος έκανε μια αρνητική χειρονομία. «Δεν έχει νόημα. Θα χάσουμε πολύ χρόνο, και, μάλλον, δε θα καταφέρεις τίποτα. Αν ο Φαρνέλιος ήταν κάπου εδώ κοντά, θα είχε έρθει εκείνος σ’εμένα.»
«Πρίγκιπά μου,» είπε ο Φινέας, «σας προτρέπω να βάλετε σε λειτουργία το κατασκοπευτικό δίκτυο.»
Ο Ανδρόνικος κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Γιατί μέσα του, αναμφίβολα, κρύβονται πάμπολλοι άνθρωποι του αδελφού μου και, σίγουρα, κι ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ. Πρέπει να το εξυγιάνουμε πρώτα.»
«Αυτό θα πάρει καιρό.»
«Το ξέρω. Και χρειαζόμαστε βοήθεια τώρα… Βοήθεια που να είμαστε βέβαιοι ότι δε θα μας προδώσει…» Τα μάτια του Ανδρόνικου, ξαφνικά, γυάλισαν, καθώς η απάντηση ήρθε στο μυαλό του. «Ο Δαίδαλος.» Κοίταξε την Άνμα’ταρ.
«Ο μάγος στη Μακρόπολη;» έκανε εκείνη.
«Ναι. Είμαι βέβαιος ότι θα μας βοηθήσει.»
«Για να βρούμε τον Φαρνέλιο και τους άλλους;»
«Ναι. Τουλάχιστον, το ελπίζω. Επίσης, ελπίζω ότι ίσως να μπορεί να εντοπίσει την αδελφή μου.» Και στράφηκε στον Αρχιερέα. «Η Πριγκίπισσα Βασιλική έχει χαθεί, Μεγάλε Πατέρα, και, μάλιστα, ύστερα από κάποια παράξενα γεγονότα.» Του μίλησε για την επίθεση του Ανθηφόρου και για το Άγγιγμα· κι επίσης, του είπε για το Σερπετό που είχε συντρέξει τη Βασιλική δύο φορές: μία φορά για να διώξει το Εσώτερο Δαιμόνιο του σκοτεινού ιερέα, και μία φορά για να προκαλέσει αντιπερισπασμό, ώστε εκείνη κι ο Άγγελος Επίκυκλος να ξεφύγουν. «Τι θα μπορούσε να ήταν αυτό το Σερπετό, Μεγάλε Πατέρα; Γιατί τη βοήθησε;»
«Τα Σερπετά είναι Αγγελιαφόροι του Απόλλωνα, Πρίγκιπα Ανδρόνικε, καθώς και Μαχητές του. Θα έπρεπε να το γνωρίζεις αυτό. Είναι σοφά όντα, και έχουν αρκετές φορές στο παρελθόν βοηθήσει ιερείς και μέλη της βασιλικής οικογένειας. Δεν είναι αυτό που φαίνονται· εντός τους, ενυπάρχει το Γαλανό Φως.»
«Το Γαλανό Φως;» Οι λέξεις βγήκαν απ’το στόμα του Αυγερινού προτού προλάβει να σταματήσει τον εαυτό του. Έτσι, είπε αμέσως μετά: «Με συγχωρείτε, Μεγάλε Πατέρα. Υψηλότατε.»
«Γιατί ρωτάς για το Γαλανό Φως;» θέλησε να μάθει ο Αρχιερέας του Απόλλωνα.
«Γιατί…» είπε ο Αυγερινός, «το Γαλανό Φως μού έδειξε το δρόμο. Με άλλαξε.»
Ο Ανδρόνικος τράβηξε τον Κελευστή και τον απόθεσε στο τραπέζι ανάμεσά τους. «Τι γνωρίζετε για τούτο το ξίφος, Μεγάλε Πατέρα; Είναι το βασιλικό ξίφος της οικογένειάς μου.»
Ο Αρχιερέας ένευσε. «Το ξέρω. Είναι ένα πανάρχαιο όπλο, Πρίγκιπα Ανδρόνικε.»
«Μέχρι τώρα, όμως, δε γνώριζα ότι είχε και κάποιες πολύ… ιδιαίτερες ιδιότητες,» είπε ο Ανδρόνικος, και του εξήγησε τι είχε συμβεί στον Αυγερινό.
Ο Αρχιερέας δε φάνηκε να εντυπωσιάζεται. «Το Γαλανό Φως ενυπάρχει και στο ξίφος,» είπε, ήρεμα.
«Ποιος έφτιαξε το ξίφος, Μεγάλε Πατέρα;»
«Σύμφωνα με τις Γραφές, το δώρισε ο Απόλλων στον πρώτο βασιληά της Απολλώνιας. Του το δώρισε, ώστε να μη χρειάζεται να φανερώνεται ο Ίδιος, παρά μόνο μέσα από τους πιστούς του.»
Ο Ανδρόνικος θηκάρωσε πάλι τον Κελευστή.
«Σχετικά με τον Δαίδαλο,» είπε η Άνμα’ταρ. «Πιστεύετε, Πρίγκιπά μου, ότι κάποιος πρέπει να πάει στη Μακρόπολη, για να τον καλέσει;»
Ο Ανδρόνικος ένευσε. «Ναι. Και, μάλιστα, το συντομότερο δυνατό.»
«Θέλετε να πάω εγώ;»
«Όχι, σε χρειάζομαι εδώ.»
«Τότε, ποιος;»
Ο Ανδρόνικος στράφηκε στον καινούργιο του Βασιλικό Φρουρό. «Αυγερινέ, μπορείς;»
Εκείνος κατένευσε. «Δε νομίζω να είναι τίποτα το δύσκολο, Πρίγκιπά μου. Ασφαλώς και θα το αναλάβω, αν επιθυμείτε.»
«Θα χρειαστεί να σου δώσω ορισμένες οδηγίες, για να βρεις τον Δαίδαλο. Δεν είναι τόσο απλό όσο ακούγεται· ο μάγος δε μένει ακριβώς στην ίδια διάσταση μ’εμάς.»
«Τι εννοείτε, Υψηλότατε;»
«Θα καταλάβεις.»
*
Όταν ο Αυγερινός έφυγε από τη βασιλική αίθουσα, για να ξεκινήσει το ταξίδι προς τη Μακρόπολη, ένας υπηρέτης ανακοίνωσε ότι ο κύριος Χρύσιππος ζητούσε πρόσβαση.
Ο Ανδρόνικος τού επέτρεψε να μπει.
«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε, μόλις ήταν μέσα.
«Πρίγκιπά μου, οι μάγοι που συντηρούν το δίκτυο του Φωτός της Απολλώνιας με ενημέρωσαν ότι ορισμένοι πομποί εξαφανίστηκαν.»
«Ποιοι πομποί;»
«Όλοι οι πομποί στην περιοχή της Ρακμάνης,» εξήγησε ο Χρύσιππος. «Και το γεγονός ότι οι μάγοι βλέπουν πως ‘εξαφανίστηκαν’ σημαίνει, κατά πάσα πιθανότητα, ότι κάποιος τούς κατέστρεψε, ώστε να μη μπορούμε να εκπέμπουμε στα συγκεκριμένα μέρη.»
«Ο αδελφός μου,» είπε ο Ανδρόνικος.
«Κι εγώ αυτό υποθέτω, Υψηλότατε.»
«Μπορούν να επισκευαστούν;»
«Φυσικά και μπορούν, αλλά μόνο από ανθρώπους που βρίσκονται στη Ρακμάνη.»
«Δηλαδή,» είπε ο Ανδρόνικος, «δεν έχουμε ελπίδα να τους επισκευάσουμε εμείς.»
«Έτσι φοβάμαι, Πρίγκιπά μου.»
«Σ’ευχαριστώ, Χρύσιππε. Μπορείς να πηγαίνεις.»
Ο καναλάρχης του Φωτός της Απολλώνιας υποκλίθηκε και έφυγε από τη βασιλική αίθουσα.
«Ο αδελφός σας, Πρίγκιπά μου,» είπε η Άνμα’ταρ στον Ανδρόνικο, «θα οχυρωθεί όσο καλύτερα μπορεί στη Ρακμάνη.»
Ο Ανδρόνικος ένευσε. «Αυτό πιστεύω κι εγώ.»
«Θα διαιρέσει το βασίλειο,» είπε, μελαγχολικά, η Βασίλισσα Γλυκάνθη. Το γεγονός ότι τα παιδιά της είχαν έρθει στα όπλα τής λόγχιζε την ψυχή, αλλά ήξερε ότι, δυστυχώς, δεν μπορούσε να κάνει κάτι για να το σταματήσει. Τουλάχιστον, όχι όπως είχε τώρα η κατάσταση. Όχι ακόμα. Θα περίμενε, όμως, να βρει κάποια ευκαιρία. Ίσως ο Ανδρόνικος και ο Λούσιος να μπορούσαν να συμφιλιωθούν, τελικά, και εκεί να τελειώσουν όλα…
«Ναι,» είπε ο Ανδρόνικος, σαν τώρα να το συνειδητοποιούσε, «το βασίλειο θα διαιρεθεί… Εμφύλιος πόλεμος…» Ενώ, συγχρόνως, έχουμε πόλεμο στο Βόρειο και στο Νότιο Μέτωπο, πρόσθεσε νοερά. Ό,τι χειρότερο, δηλαδή… Ο Ανδρόνικος καταλάβαινε ότι θα έπρεπε να χειριστεί την κατάσταση πολύ έξυπνα, αν ήθελε να γλιτώσει την Απολλώνια από τη διάλυση· και φοβόταν ότι ίσως να μην αποδεικνυόταν τόσο ικανός. Τα πράγματα έμοιαζαν απίστευτα δύσκολα. Ο Οδυσσέας, σκέφτηκε. Πρέπει να επιστρέψει ο Οδυσσέας, μαζί με τους επαναστάτες από τις άλλες διαστάσεις. Θα τους χρειαστώ όλους.
«Εμφύλιος πόλεμος, ναι,» είπε ο Φινέας, «αλλά χωρίς στρατό.»
Η Γλυκάνθη τον κοίταξε ερωτηματικά.
«Ο περισσότερος στρατός μας βρίσκεται στο Βόρειο και στο Νότιο Μέτωπο, Βασίλισσά μου,» εξήγησε ο διοικητής της φρουράς του παλατιού. «Και δε νομίζω ούτε ο Πρίγκιπας Λούσιος ούτε ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος να πάρουν ανθρώπους από εκεί, για να τους φέρουν σε μια εσωτερική πάλη.»
«Έχεις δίκιο, Φινέα,» συμφώνησε ο Ανδρόνικος. «Εγώ, τουλάχιστον, δε θα το κάνω. Και ούτε ο Λούσιος, υποθέτω, είναι τόσο ανόητος. Ωστόσο, ο πόλεμος δε γίνεται πάντα με μεγάλο αριθμό πολεμιστών, αεροσκαφών, οχημάτων, και αλόγων. Αντιμετωπίζοντας την Παντοκράτειρα σε τόσες διαστάσεις, έμαθα πως ο πόλεμος των ανθρώπων που κινούνται στις σκιές των πόλεων και στις ερημιές έξω απ’τις πόλεις μπορεί να αποδειχτεί εξίσου καταστροφικός.
»Και, αφού μιλάμε για πόλεμο, θα έρθω σ’ένα θέμα που ήθελα να αναφέρω αλλά δεν το είχα κάνει ακόμα. Χρειαζόμαστε τον Στρατάρχη Φιλόπνοο.» Ο Λούσιος τον είχε εκτοπίσει, για να βάλει στη θέση του έναν άνθρωπό του, τον Αναξίμανδρο, τον οποίο ο Ανδρόνικος είχε τώρα φυλακίσει. «Θέλω να μάθεις, Φινέα, πού βρίσκεται.»
«Απ’όσο ξέρω, στη Χρυσάνθια Κλινική.»
«Τον έχουν τρελάνει κι αυτόν;»
Ο Φινέας κατένευσε.
«Με τον ίδιο τρόπο που προσπάθησαν να τρελάνουν εμένα και τη Βασιλική…» είπε ο Ανδρόνικος. «Πολύ καλά, λοιπόν. Θα πρέπει να κάνουμε μια επίσκεψη στη Χρυσάνθια Κλινική. Να μάθουμε ποιοι απ’αυτούς που βρίσκονται εκεί υπάρχει πραγματικά λόγος για να βρίσκονται.»
*
Ο Αυγερινός μπήκε στο καινούργιο του διαμέρισμα μέσα στο παλάτι: το διαμέρισμα που του είχε παραχωρηθεί επειδή τώρα ήταν Βασιλικός Φρουρός. Απαρτιζόταν από ένα μικρό καθιστικό, ένα υπνοδωμάτιο, και ένα μπάνιο με μεγάλο, πέτρινο λουτρό.
Η Αγάθη ήταν μισοξαπλωμένη στον καναπέ του καθιστικού· τα παπούτσια της ήταν πεταμένα παραδίπλα.
Ο Αυγερινός μειδίασε. «Τι κάνεις εσύ εδώ;» Πλησίασε, έσκυψε, και φίλησε τα χείλη της.
«Νωρίς γύρισες.»
«Ήξερες πού ήμουν;»
«Ναι. Η Βασίλισσα είπε ότι ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος είχε καλέσει όλους τους έμπιστους ανθρώπους του σε πρωινό συμβούλιο. Αλλά δεν περίμενα ότι το συμβούλιο θα τελείωνε τόσο νωρίς. Νόμιζα ότι θα κρατούσε κάποια ώρα ακόμα.»
«Δεν έχει τελειώσει. Εγώ, όμως, έπρεπε να φύγω. Αλλά, δε μου λες…» Ο Αυγερινός συνοφρυώθηκε. «Πώς μπήκες στο διαμέρισμά μου; Η εξώπορτα ήταν κλειδωμένη.»
«Το παράθυρο δεν ήταν.» Η Αγάθη έδειξε με το σαγόνι το παράθυρο του καθιστικού.
Ο Αυγερινός γέλασε, κουνώντας το κεφάλι. «Το κάνεις αυτό συχνά;»
«Οι υπηρέτες γνωρίζουν μονοπάτια μέσα στο παλάτι που οι άλλοι δεν τα ξέρουν,» είπε η Αγάθη, χαμογελώντας λοξά, και πήρε καθιστή θέση πάνω στον καναπέ με τα πόδια διπλωμένα από κάτω της. «Γιατί έφυγες απ’το συμβούλιο;»
«Γιατί ανέλαβα μια αποστολή. Και πρέπει να ξεκινήσω αμέσως, για να βρω έναν μάγο.»
«Έναν μάγο;»
«Ναι. Το όνομά του είναι Δαίδαλος και βρίσκεται στη Μακρόπολη· ο Πρίγκιπας πιστεύει πως τον χρειάζεται.»
«Μα,» έκανε η Αγάθη, «είσαι τραυματισμένος.» Κοίταξε το δεξί του χέρι, που ήταν δεμένο μ’ένα λευκό μαντήλι. Ο ώμος του Αυγερινού είχε χτυπηθεί από μια πιστολιά του Φαιόνυχου, όταν εκείνος κι η Αγάθη είχαν κατεβεί στα υπόγεια, για να σώσουν τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο.
«Δε θα χρειαστεί να πολεμήσω.» Ο Αυγερινός βάδισε προς το υπνοδωμάτιό του. «Ή έτσι ελπίζω, τουλάχιστον.»
Η Αγάθη σηκώθηκε απ’τον καναπέ και τον ακολούθησε. «Και πώς θα πας στη Μακρόπολη; Οδηγώντας;»
«Αν πάω με τα πόδια, θα μου πάρει κάνα μήνα.» Ο Αυγερινός άνοιξε ένα μπαούλο και πήρε έναν σάκο από μέσα. Ύστερα, άνοιξε τη ντουλάπα με τα ρούχα.
«Δε μπορείς να οδηγήσεις με το χέρι σου χτυπημένο!»
«Ο ώμος μου είναι τραυματισμένος, όχι το χέρι μου. Αλλά, ακόμα και το χέρι μου να ήταν, πάλι θα μπορούσα. Γι’αυτό έχω δύο χέρια.» Της έκλεισε το μάτι, καθώς έπαιρνε μερικά ρούχα απ’τη ντουλάπα.
«Μην είσαι ανόητος!» είπε η Αγάθη. «Κανονικά, ο Πρίγκιπας έπρεπε να στείλει κάποιον άλλο. Δεν έχεις κάνει αρκετά γι’αυτόν;»
«Είμαι από τους ελάχιστους ανθρώπους που μπορεί να εμπιστευτεί, Αγάθη. Αν είχε άλλον το ίδιο έμπιστο μ’εμένα, θα τον έστελνε.»
«Θα έρθω μαζί σου, τότε. Για να οδηγώ.»
«Ξέρεις να οδηγείς;»
Η Αγάθη πήρε ένα προσβεβλημένο ύφος, με τα μάτια ελαφρώς διασταλμένα. «Φυσικά και ξέρω να οδηγώ! Τι νομίζεις ότι είμαι; Από κανένα χωριό κάπου στα βουνά; Μπορεί να είμαι υπηρέτρια, αλλά είμαι υπηρέτρια στο βασιλικό παλάτι της Απα–»
«Εντάξει,» τη διέκοψε ο Αυγερινός, χαμογελώντας, «εντάξει. Το πιστεύω: ξέρεις να οδηγείς.» Γέλασε.
«Γελάς;» έκανε η Αγάθη, σταυρώνοντας τα χέρια της εμπρός της.
«Τέλος πάντων,» είπε ο Αυγερινός· «δε νομίζω η Βασίλισσα να σε αφήσει να έρθεις, ούτως ή άλλως.»
«Γιατί όχι; Εδώ μ’έστειλε στα υπόγεια μαζί σου.» Και, μ’ετούτα τα λόγια, στράφηκε και βγήκε απ’το υπνοδωμάτιο.
«Πού πας;»
Η Αγάθη πήρε τα παπούτσια της απ’το πάτωμα του καθιστικού. «Μη φύγεις προτού επιστρέψω,» είπε, και βγήκε απ’το διαμέρισμα.
Ο Αυγερινός αναστέναξε, και συνέχισε να ετοιμάζεται για το ταξίδι. Ήταν βέβαιος ότι η Βασίλισσα αποκλείεται ν’άφηνε την Αγάθη να έρθει μαζί του, όχι μόνο επειδή δεν υπήρχε πραγματικός λόγος για να έρθει, αλλά κι επειδή, σίγουρα, θα τη χρειαζόταν εδώ, στο παλάτι.
Έβγαλε την επίσημη ενδυμασία του Βασιλικού Φρουρού και φόρεσε απλά ρούχα, που δεν τον διέκριναν ως κάτι το ιδιαίτερο ή ξεχωριστό. Αν χρειαζόταν να αποδείξει ποιος ήταν, ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος τού είχε δώσει ένα σχετικό έγγραφο. Στο εσωτερικό του γιλέκου του έκρυψε ένα πιστόλι, και μέσα στη δεξιά του μπότα πέρασε ένα ξιφίδιο, το οποίο κάλυψε με το μπατζάκι του παντελονιού του.
Έβαλε μερικά χρήσιμα πράγματα στο σάκο του, πήρε ένα τουφέκι και ένα σπαθί από την οπλοθήκη, και ήταν έτοιμος για αναχώρηση. Μη φύγεις προτού επιστρέψω, είχε, όμως, πει η Αγάθη· έτσι δεν έφυγε, για να μη θεωρήσει εκείνη ότι την είχε αγνοήσει. Κάθισε σε μια πολυθρόνα και περίμενε, αν και ήξερε ότι η αποστολή του ήταν επείγουσα· ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος, πραγματικά, δεν είχε ούτε λεπτό για χάσιμο. Εχθροί καιροφυλακτούσαν παντού μέσα στο βασίλειο: έμπιστοι άνθρωποι του Λούσιου και ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ· ο Ανδρόνικος χρειαζόταν όσους περισσότερους συμμάχους μπορούσε να έχει, και όσο πιο γρήγορα μπορούσε να τους έχει.
Πού είσαι, Αγάθη; Τόση ώρα μιλάς με τη Βασίλισσα;
Τα λεπτά στο ενεργειακό ρολόι του τοίχου διαδέχονταν το ένα το άλλο. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .Η εξώπορτα χτύπησε.
Ο Αυγερινός σηκώθηκε και άνοιξε, για ν’αντικρίσει την Αγάθη. Δεν ήταν ντυμένη όπως συνήθως, με την υπηρετική της στολή· φορούσε μια γκρίζα μάλλινη μπλούζα, ένα πέτσινο μαύρο γιλέκο, ένα δερμάτινο μαύρο παντελόνι, και μπότες ψηλές ώς το γόνατο.
«Μου κάνεις πλάκα, έτσι;» είπε ο Αυγερινός.
Η Αγάθη μειδίασε, και μπήκε στο καθιστικό. «Η Βασίλισσα συμφώνησε. Είπε ότι έπρεπε να το είχε σκεφτεί από πριν, αφού είσαι τραυματισμένος.»
Ο Αυγερινός γέλασε.
«Συνεχώς,» είπε η Αγάθη με προειδοποιητικό ύφος, «γελάς με πράγματα που δεν είναι αστεία!»
«Εντάξει,» είπε ο Αυγερινός. «Ας πηγαίνουμε. Έχεις πάρει μαζί σου ό,τι πράγματα θέλεις;»
Η Αγάθη έβγαλε τον μικρό σάκο απ’τον ώμο της και τον κράτησε από το λουρί του. Ο Αυγερινός δεν τον είχε προσέξει πριν.
«Δεν είσαι από τις γυναίκες που κουβαλούν στα ταξίδια πολλά ρούχα,» παρατήρησε.
«Υποθέτω, δε θα μείνουμε πολύ στη Μακρόπολη.»
Ο Αυγερινός ένευσε. Πήγε στην οπλοθήκη και πήρε ένα πιστόλι και μερικούς γεμιστήρες.
«Για μένα είναι αυτό;» ρώτησε η Αγάθη.
Ο Αυγερινός τής έδωσε το όπλο. «Ναι.»
«Σκοπεύεις, δηλαδή, να μπλέξουμε.»
«Δε βλάπτει να είμαστε προετοιμασμένοι για παν ενδεχόμενο.»
Η Αγάθη έβαλε τους γεμιστήρες στο σάκο της. Πέρασε το πιστόλι στη μπροστινή μεριά του παντελονιού της και το έκρυψε με την άκρη της μάλλινης μπλούζας της.
«Αρχίζεις να με τρομάζεις,» είπε ο Αυγερινός, παρατηρώντας την άνεσή της με το όπλο: μια άνεση που, σίγουρα, δεν είχε προτού κατεβούν μαζί στα βαθιά υπόγεια κάτω απ’το παλάτι.
«Τι εννοείς;»
Ο Αυγερινός πήρε τα πράγματά του στον ώμο. «Τίποτα. Πάμε να βρούμε όχημα.» Πλησίασε την εξώπορτα.
«Γιατί δε μου δίνεις κι εμένα ένα σπαθί;» ρώτησε η Αγάθη.
«Ούτε που να το σκέφτεσαι.»
Η Άνμα’ταρ διαφώνησε, όταν ο Ανδρόνικος δήλωσε πως θα πήγαινε αυτοπροσώπως στη Χρυσάνθια Κλινική· του είπε πως αυτή μπορεί να ήταν ακριβώς η ευκαιρία που χρειάζονταν οι εχθροί του, για να του επιτεθούν. Καλύτερα να πήγαινε εκείνη, μαζί με κάποιους φρουρούς του παλατιού. Ο Πρίγκιπας, όμως, δεν μεταπείστηκε, αποκρινόμενος ότι μόνο το ξίφος του μπορούσε να διακρίνει ποιοι ήταν πραγματικά ασθενείς και ποιοι υπό την επήρεια του Αγγίγματος του Μαύρου Νάρζουλ.
Έτσι, τώρα διέσχιζαν τις λεωφόρους της Απαστράπτουσας μέσα σ’ένα τετράτροχο, ελαφριά θωρακισμένο όχημα, ενώ άλλα έξι οχήματα βρίσκονταν γύρω τους, γεμάτα φρουρούς του παλατιού και Βασιλικούς Φρουρούς, που ο Ανδρόνικος είχε αποφασίσει να κρατήσει στις υπηρεσίες του, επειδή πίστευε ότι δε θα στρέφονταν εναντίον του όσο καθόταν στον Κυανό Θρόνο.
«Έχεις δίκιο,» είπε ο Πρίγκιπας στην Άνμα’ταρ, καθώς οι δυο τους βρίσκονταν στο πίσω κάθισμα του οχήματος (μπροστά ήταν ο οδηγός και ένας Βασιλικός Φρουρός). «Οι εχθροί μας, σίγουρα, θα επιχειρήσουν να μας επιτεθούν. Τόσο καλά δικτυωμένοι που είναι, αποκλείεται να μην έμαθαν αμέσως ποιος βρίσκεται στο κέντρο τούτης της συνοδείας.»
«Τότε,» ρώτησε η μάγισσα, «γιατί επιμένατε να πάτε αυτοπροσώπως, Πρίγκιπά μου;»
«Γιατί,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, κοιτάζοντας έξω από ένα παράθυρο, τα ψηλά οικοδομήματα της Απαστράπτουσας και τους ανθρώπους που ατένιζαν τη συνοδεία του, «πρέπει, κατά πρώτον, όπως σου είπα, να χρησιμοποιήσω τον Κελευστή, για να κάνουμε σωστά τη δουλειά μας –και, πέρα από εμένα, δε νομίζω ότι μπορεί κάποιος άλλος να τον χρησιμοποιήσει, εκτός ίσως απ’τον Αυγερινό, που όμως είναι σταλμένος αλλού. Και, κατά δεύτερον, ίσως να θέλω να μου επιτεθούν…»
«Για ποιο λόγο;»
Ο Ανδρόνικος στράφηκε να κοιτάξει τη μάγισσα. «Όταν ο εχθρός σού επιτίθεται, δεν μπορεί πλέον να συνεχίσει να είναι κρυμμένος· υποχρεωτικά, βγαίνει απ’την κρυψώνα του. Η πρώην σύζυγός μου– ή, μάλλον, οι στρατηγοί της χρησιμοποιούσαν συχνά αυτή την τακτική. Προβόκαραν τους εχθρούς τους να βγουν στην επιφάνεια.»
«Είναι ρίσκο, όμως,» είπε η Άνμα· «γιατί, αν πεθάνετε, Πρίγκιπά μου, η Επανάσταση θα καταρρεύσει.»
«Δε σκοπεύω να πεθάνω. Κι αν δεν καταφέρω να πάρω πίσω την Απολλώνια από τον Λούσιο και την επιρροή των ακόλουθων του Μαύρου Νάρζουλ, τότε η Επανάσταση πάλι πιθανώς θα καταρρεύσει.
»Επίσης, μπορείς να μου κάνεις μια χάρη, Άνμα;»
«Τι χάρη;»
«Μη μου μιλάς στον πληθυντικό, τουλάχιστον όταν είμαστε οι δυο μας. Γνωριζόμαστε πολύ καιρό πλέον, και έχουμε περάσει πολλά μαζί.»
«Μόνο αν πιστεύεις ότι η Ιωάννα δε θα με παρεξηγήσει,» είπε η Άνμα, υπομειδιώντας.
«Δεν πιστεύω να σε παρεξηγήσει,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος· και οι σκέψεις του στράφηκαν, ακούσια, στην Ιωάννα και στον Σέλιρ’χοκ. Τι είχαν γίνει αυτοί οι δύο; Προτού έρθει στην Απολλώνια, τους είχε στείλει στις Αιωρούμενες Νήσους, για να βρουν ένα απομεινάρι του Ενιαίου Κόσμου πριν από την Παντοκράτειρα. Τα είχαν καταφέρει; Και μετά, είχαν προσπαθήσει να τον εντοπίσουν, αλλά, επειδή ήταν φυλακισμένος, δεν είχαν μπορέσει; Ή, μήπως, ακόμα έψαχναν για το απομεινάρι μέσα στο αχανές Πορφυρό Κενό όπου βρίσκονταν οι Αιωρούμενες Νήσοι;
Η συνοδεία του Πρίγκιπα βγήκε από την Απαστράπτουσα και ακολούθησε τον εξοχικό δρόμο προς τα δυτικά.
Μέχρι στιγμής, τίποτα το ασυνήθιστο, παρατήρησε ο Ανδρόνικος. Το όχημά του βρισκόταν στο κέντρο του σχηματισμού των υπολοίπων, ένα από τα οποία ήταν δεξιά του, ένα αριστερά του, δύο μπροστά, και δύο πίσω του. Καμία προσπάθεια να μας χτυπήσουν.
Το σύντομο ταξίδι, όμως, δεν εμέλλετο να συνεχιστεί ήσυχα. Όταν έφτασαν σ’ένα σημείο που ο δρόμος περιστοιχιζόταν από ψηλά δέντρα, το ελικόπτερο που πετούσε πάνω από τη συνοδεία του Πρίγκιπα ανέφερε, μέσω του τηλεπικοινωνιακού πομπού: «Δίκυκλα οχήματα και ιππείς σάς πλησιάζουν πλευρικά, από Βορρά και Νότο, μέσα από τη βλάστηση.»
Σχεδόν την ίδια στιγμή, ένας ισχυρός συριστικός ήχος ακούστηκε, ακολουθούμενος από μια έκρηξη.
Το όχημα στα δεξιά του Ανδρόνικου τυλίχτηκε στη φωτιά και τινάχτηκε, χτυπώντας πάνω στο όχημα του Πρίγκιπα και τραντάζοντάς το. Ορισμένα από τα τζάμια του τελευταίου –που ήταν ενισχυμένα ώστε να μπορούν ν’αντέξουν σε σφαίρες– ράγισαν, μα δεν έσπασαν. Το όχημα του Ανδρόνικου χτύπησε πάνω σ’αυτό αριστερά του, το οποίο βγήκε απ’τον δρόμο. Τα οχήματα πίσω και μπροστά του σταμάτησαν, απότομα· οι ρόδες τους ακούστηκαν να τρίζουν πάνω στις πέτρες του δρόμου.
Δίκυκλα παρουσιάστηκαν από γύρω, με τους αναβάτες τους να πυροβολούν. Άλογα τα ακολούθησαν, με τους καβαλάρηδές τους να μιμούνται την ίδια τακτική. Οι φρουροί του παλατιού ανταπέδωσαν, μισανοίγοντας τα παράθυρα των οχημάτων τους, για να χρησιμοποιήσουν τα όπλα τους. Κρότοι και λάμψεις, παντού, αναμιγμένα με τη μυρωδιά της μάχης και της φωτιάς.
Ο Ανδρόνικος κοίταξε στα δεξιά, το όχημα που είχε χτυπηθεί από το ρουκετοβόλο (τουλάχιστον, τέτοιο όπλο νόμιζε πως το είχε χτυπήσει), για να δει σε τι κατάσταση βρισκόταν· και διαπίστωσε πως δεν είχε διαλυθεί: η θωράκισή του είχε αντέξει, αν και όλα τα τζάμια του είχαν σπάσει και το μεταλλικό του περίβλημα είχε, σε σημεία, λυγίσει. Ένας απ’τους πολεμιστές μέσα του πρέπει να είχε τραυματιστεί βαριά. Τους τροχούς του ο Πρίγκιπας δεν μπορούσε να τους δει· ίσως να είχαν σπάσει, ίσως και όχι.
«Ανδρόνικε!»
Η Άνμα τινάχτηκε, αρπάζοντας τον Πρίγκιπα απ’το πουκάμισο και τραβώντας τον κάτω. Εκείνος δεν έφερε την παραμικρή αντίσταση· για την ακρίβεια, έσκυψε από μόνος του, μόλις κατάλαβε τι ήθελε να κάνει η μάγισσα –και το κατάλαβε αμέσως. Προφανώς, κάποιος τον σημάδευε, και η Άνμα’ταρ τον είχε δει και προσπαθούσε να προστατέψει τον Ανδρόνικο.
Το τζάμι πίσω του ακούστηκε να χτυπιέται, ξανά και ξανά και ξανά, από απανωτά πυρά.
«Τι στις Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ…!» μούγκρισε ο Ανδρόνικος. Από κείνη τη μεριά ήταν το άλλο όχημα, αυτό στ’αριστερά του. Ποιος του έριχνε; Οι παλατιανοί φρουροί; «Οι φρουροί;» ρώτησε την Άνμα, που ήταν σκυμμένη μπροστά του, κι οι δυο τους κάτω απ’το πισινό κάθισμα.
«Ναι.»
Ο Ανδρόνικος καταράστηκε μέσα απ’τα δόντια του. Οι ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ είχαν, τελικά, χωμένα τα πλοκάμια τους πιο βαθιά απ’ό,τι νόμιζε.
Στη μπροστινή μεριά του οχήματος, ο οδηγός είχε ανοίξει το παράθυρο, και εκείνος κι ο Βασιλικός Φρουρός πυροβολούσαν τους παλατιανούς φρουρούς του αριστερού οχήματος. Τουλάχιστον, αυτοί δε με πρόδωσαν, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος, λοξοκοιτάζοντάς τους.
–Και είδε τον οδηγό να χτυπιέται στο κεφάλι και να πεθαίνει.
Μετά, το τζάμι του παραθύρου πίσω απ’τον Πρίγκιπα θρυμματίστηκε· γυαλιά έλουσαν εκείνον και την Άνμα.
«Πυροβόλησέ τους,» του είπε η μάγισσα, κι άρχισε να μουρμουρίζει τα λόγια για ένα ξόρκι.
Ο Ανδρόνικος κατάλαβε τι ήθελε να κάνει: θα χρησιμοποιούσε το ίδιο ξόρκι που είχε χρησιμοποιήσει και τις άλλες φορές, κατά πάσα πιθανότητα. Όχι κι άσχημα. Τράβηξε το πιστόλι του και, σημαδεύοντας έξω απ’το παράθυρο, πυροβόλησε.
Η Άνμα’ταρ φώναξε μια τελευταία συλλαβή, και μια δυνατή λάμψη φάνηκε ανάμεσα από τα δύο οχήματα και καπνός σηκώθηκε. Συγχρόνως, θραύσματα της σφαίρας του Πρίγκιπα ακούστηκαν να χτυπούν επάνω σε μέταλλο.
«Δε νομίζω η ριπή μου να πήγε μέσα στο όχημά τους,» είπε ο Ανδρόνικος.
«Ναι,» συμφώνησε η Άνμα, «αλλά ο καπνός κάνει τα πράγματα δυσκολότερα γι’αυτούς.»
«Ο οδηγός είναι νεκρός, Πρίγκιπά μου,» ανέφερε ο Βασιλικός Φρουρός, που ήταν κι αυτός σκυμμένος κάτω απ’το κάθισμά του.
«Ναι,» είπε ο Ανδρόνικος, «τον είδα. Μπορείς να οδηγήσεις εσύ;»
«Μπορώ.»
«Δώσε μου τον πομπό.»
Ο Βασιλικός Φρουρός τού τον έδωσε, και εκείνος, ανοίγοντάς τον, είπε: «Πρίγκιπας Ανδρόνικος προς όλα τα οχήματα της συνοδείας. Συνεχίστε την πορεία σας. Αν ο εχθρός βρεθεί στο δρόμο σας, πατήστε τον!»
Ο Βασιλικός Φρουρός έβγαλε απ’τη μέση το νεκρό σώμα του οδηγού και κάθισε στο τιμόνι.
Τα οχήματα στη μπροστινή μεριά της συνοδείας ξεκίνησαν, και ο Ανδρόνικος τα είδε να χτυπούν ένα δίκυκλο και να το εκτοξεύουν στον αέρα, μαζί με τον καβαλάρη του.
Ο Βασιλικός Φρουρός πάτησε το πετάλι· οι ρόδες του οχήματος του Πρίγκιπα γρύλισαν επάνω στον δρόμο και το πήραν απ’το πλάι του χτυπημένου απ’τη ρουκέτα οχήματος –το οποίο, είδε τώρα ο Ανδρόνικος, δεν μπορούσε να κινηθεί· οι πίσω τροχοί του είχαν σπάσει.
Ο Βασιλικός Φρουρός γρύλισε από πόνο, καθώς μια σφαίρα τον βρήκε στον ώμο. Τα χέρια του έχασαν το τιμόνι· το όχημα βγήκε απ’την πορεία του –βγήκε απ’τον δρόμο και κοπάνησε πάνω σ’ένα δέντρο, κάνοντας τον Ανδρόνικο και την Άνμα’ταρ να τιναχτούν.
Πυροβολισμοί αντηχούσαν παντού, μαζί με τον ήχο των μηχανών, τους τριγμούς που έκαναν οι ρόδες, και το κουδούνισμα των μετάλλων που χτυπιόνταν.
«Φύγε απ’το τιμόνι!» φώναξε ο Ανδρόνικος στον Βασιλικό Φρουρό.
Εκείνος υπάκουσε, ενώ, συγχρόνως, πυροβολούσε με το πιστόλι του έξω απ’το ανοιχτό παράθυρο. Χρησιμοποιούσε το χέρι του που δεν ήταν τραυματισμένο.
«Πρίγκιπά μου, όχι!» είπε η Άνμα, πιάνοντας τον Ανδρόνικο απ’το μπράτσο, καθώς εκείνος επιχειρούσε να πάει στη θέση του οδηγού. «Με το παράθυρο ανοιχτό, θα σε χτυπήσουν!»
«Μα, πρέπει να φύγουμε!»
Το όχημα των προδοτών φάνηκε να ζυγώνει· οι φρουροί που ήταν μέσα πυροβολούσαν.
«Μπορείς να χρησιμοποιήσεις πάλι το ξόρκι σου, μάγισσα;» ρώτησε ο Ανδρόνικος.
«Ναι.»
Ο Ανδρόνικος έπιασε ένα τουφέκι, που βρισκόταν πίσω απ’το πισινό κάθισμα. «Τότε, χρησιμοποίησέ το.» Σηκώθηκε, στο ένα γόνατο, οπλίζοντας το τουφέκι και υψώνοντάς το στον ώμο. Σημάδεψε μέσα στο μισάνοιχτο παράθυρο των προδοτών, απ’όπου ένας απ’αυτούς πυροβολούσε με το πιστόλι του. Πίσω του, ο Ανδρόνικος μπορούσε ν’ακούσει την Άνμα να ψιθυρίζει. «Χρησιμοποίησέ το!» ξανάπε.
Και πάτησε τη σκανδάλη.
Μια σφαίρα των εχθρών του πέρασε μερικά εκατοστά πλάι απ’το κεφάλι του, χτυπώντας το τζάμι πίσω του.
Η δική του σφαίρα πέρασε μέσα απ’το άνοιγμα του παραθύρου του αντίπαλου οχήματος–
–και εξερράγη.
Ξαφνική λάμψη.
Καπνός.
Ουρλιαχτά από τους προδότες.
Τα θραύσματα πρέπει να τους είχαν πετύχει όλους –ή, τουλάχιστον, τους περισσότερους.
«Τώρα!» είπε, εσπευσμένα, η Άνμα. «Πρέπει να φύγουμε τώρα!» Και πήδησε στη θέση του οδηγού, αρπάζοντας το τιμόνι και πατώντας το πετάλι.
Το όχημα του Πρίγκιπα γύρισε και ξαναμπήκε στον εξοχικό δρόμο.
Ένα δίκυκλο βρέθηκε μπροστά του. Ο αναβάτης ύψωσε το πιστόλι του, για να ρίξει στους τροχούς του τετράκυκλου οχήματος.
Η Άνμα επιτάχυνε.
Η σφαίρα του άντρα αστόχησε, και το όχημα του Πρίγκιπα χτύπησε το δίκυκλο, πετώντας το παραδίπλα, και εκτοξεύοντας τον αναβάτη του στον αέρα. Ο Ανδρόνικος τον άκουσε να πέφτει στην οροφή από πάνω του και, μετά, τον είδε να σωριάζεται στον λιθόστρωτο δρόμο.
«Ακολουθήστε με!» είπε ο Πρίγκιπας, κρατώντας τον πομπό του ανοιχτό. «Ακολουθήστε το όχημά μου!»
Και τα υπόλοιπα οχήματα –τα άλλα τέσσερα, δηλαδή, που είχαν απομείνει απ’τη συνοδεία του– τον ακολούθησαν.
«Τα δίκυκλα και οι ιππείς υποχωρούν. Διαλύονται μέσα στη βλάστηση,» ανέφερε ο οδηγός του ελικοπτέρου, το οποίο βρισκόταν πάνω από τη συνοδεία μόνο για λόγους κατόπτευσης· δεν ήταν οπλισμένο, γι’αυτό κιόλας δεν είχε βοηθήσει στη συμπλοκή.
«Ακολούθησέ τα,» πρόσταξε ο Ανδρόνικος, μέσω του πομπού. «Μάθε πού κατευθύνονται.»
«Πηγαίνουν προς διαφορετικές κατευθύνσεις, Πρίγκιπά μου.»
«Ακολούθησε ορισμένα από αυτά, τότε. Θέλω να μάθω πού θα σταθμεύσουν.»
«Μάλιστα, Υψηλότατε.»
Ο Ανδρόνικος έκλεισε τον πομπό και, καθίζοντας στο πίσω κάθισμα, είπε στην Άνμα’ταρ, που οδηγούσε: «Σε χρειάζομαι, μάγισσα· μην το ξανακάνεις αυτό.»
«Ποιο;»
«Πηγαίνοντας στη θέση του οδηγού, μπορούσαν να σε σκοτώσουν.»
«Και ποιος θα πήγαινε; Εσύ;»
«Ναι.»
«Κι εσένα δεν μπορούσαν να σε σκοτώσουν;»
«Αν με σκότωναν εμένα, τότε δε θα σε χρειαζόμουν άλλο.»
«Λογικό…»
Ο Ανδρόνικος την αγριοκοίταξε μέσα απ’τον μπροστινό καθρέφτη, ο οποίος, παρά τους πυροβολισμούς (και παραδόξως, ίσως), ήταν ακόμα άθικτος.
*
Τα οχήματα της συνοδείας του Απολλώνιου Πρίγκιπα έφτασαν μπροστά στη Χρυσάνθια Κλινική και σταμάτησαν. Οι φρουροί του παλατιού και οι Βασιλικοί Φρουροί άνοιξαν τις πόρτες και βγήκαν, οπλισμένοι. Ο Ανδρόνικος και η Άνμα’ταρ βγήκαν αφότου εκείνοι είχαν σχηματίσει προστατευτικό κλοιό γύρω τους. Στον τραυματισμένο στον ώμο Βασιλικό Φρουρό, ο Πρίγκιπας είπε να μείνει μέσα στο όχημα και να περιποιηθεί το τραύμα του. Τους υπόλοιπους τούς πρόσταξε να τον ακολουθήσουν στο εσωτερικό της κλινικής.
Δύο απ’αυτούς παραμέρισαν τη δίφυλλη θύρα της εισόδου, και ο Ανδρόνικος μπήκε σε μια αίθουσα υποδοχής που οι τοίχοι της ήταν μαυρισμένοι σαν από πρόσφατη φωτιά.
Η κοπέλα που ήταν στο γραφείο της θυρωρού πετάχτηκε όρθια, με τα μάτια γουρλωμένα. «Πρίγκιπά μου!» είπε, κι έκανε μια βαθιά υπόκλιση, καθώς οι πολεμιστές του Ανδρόνικου γέμιζαν το δωμάτιο.
«Ειδοποίησε όλους τους γιατρούς και τους νοσοκόμους να συγκεντρωθούν εδώ,» πρόσταξε ο Ανδρόνικος τη θυρωρό. Και προς τους παλατιανούς φρουρούς: «Βεβαιωθείτε ότι κανένας δε θα προσπαθήσει να φύγει.» Μερικοί απ’αυτούς βγήκαν απ’την κλινική.
Η θυρωρός υπάκουσε, καλώντας μέσω ενός εσωτερικού διαύλου τούς γιατρούς και τους νοσοκόμους να έρθουν στον θάλαμο υποδοχής, με διαταγή του Πρίγκιπα Ανδρόνικου.
«Τι έγινε εδώ μέσα;» ρώτησε ο Ανδρόνικος την κοπέλα, κοιτάζοντας τους μαυρισμένους τοίχους.
«Κάποιοι επιτέθηκαν, Υψηλότατε, μες στη νύχτα.»
«Πότε; Και για ποιο λόγο;»
«Προχτές.» (Την ίδια νύχτα που ο Αυγερινός με ελευθέρωσε, παρατήρησε ο Ανδρόνικος.) «Και πήραν μια ασθενή.»
«Το όνομά της;»
«Βικτώρια Κατήνεμη, Πρίγκιπά μου.»
Η Βικτώρια; Ήταν κι η Βικτώρια εδώ πέρα; «Και γιατί χρειάστηκε να γίνει συμπλοκή;»
«Δεν ξέρω, Πρίγκιπά μου, δεν ήμουν εδώ.»
«Υπάρχουν ένοπλοι φρουροί στην κλινική;»
«Όχι, Πρίγκιπά μου.»
«Τότε, πώς είναι δυνατόν να έγινε συμπλοκή;» απαίτησε ο Ανδρόνικος, αν και νόμιζε πως ήξερε την απάντηση. Οι ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ· οι ίδιοι, πιθανώς, που επιτέθηκαν και σ’εμένα. Το ερώτημα, όμως, είναι, ποιοι ήθελαν να βοηθήσουν τη Βικτώρια. Υπάρχουν άνθρωποι που εναντιώνονται στον Λούσιο, εκτός από εμένα;
Καθώς ο Πρίγκιπας αναλογιζόταν αυτά, η θυρωρός έλεγε: «Πρίγκιπά μου, σας είπα, δεν γνωρίζω. Δυστυχώς.»
Οι νοσοκόμοι και οι γιατροί της κλινικής –όσοι βρίσκονταν εκεί, εκείνη την ώρα– συγκεντρώθηκαν στον θάλαμο υποδοχής και αντίκρισαν τον Ανδρόνικο, κάνοντας τις τυπικές υποκλίσεις και λέγοντας τους τυπικούς χαιρετισμούς. Ο Πρίγκιπας τούς μίλησε ευθέως για την υπόθεση που τον απασχολούσε: για τους ασθενείς που ήταν ασθενείς μονάχα εξαιτίας του Αγγίγματος του Μαύρου Νάρζουλ. Οι γιατροί, ασφαλώς, αρνήθηκαν ότι ήξεραν το παραμικρό για όλα τούτα, και οι νοσοκόμοι επίσης. Αλλά ο Ανδρόνικος ήταν βέβαιος πως ορισμένοι τουλάχιστον έλεγαν ψέματα· αποκλείεται να μην υπήρχαν άνθρωποι του αδελφού του εδώ μέσα, και πιθανώς και λάτρεις του Μαύρου Νάρζουλ.
Τέλος πάντων· δεν είχε σημασία τώρα. Θα ερευνούσε περισσότερο όταν ήταν η σωστή ώρα, και όταν υπήρχε περισσότερος χρόνος. Ζήτησε να τον πάνε, πρώτα, στον Στρατάρχη Φιλόπνοο και, έπειτα, σ’όλους τους υπόλοιπους ασθενείς, έναν προς έναν. Οι γιατροί δεν έφεραν αντίρρηση· δε θα τολμούσαν, εξάλλου.
Τον οδήγησαν στο δωμάτιο όπου κρατείτο ο Στρατάρχης, και ένας νοσοκόμος άνοιξε την πόρτα. Το εσωτερικό του δωματίου ήταν λευκό και ντυμένο με μαλακά υφάσματα. Στο βάθος του ήταν καθισμένος ένας πενηντάρης άντρας, ντυμένος με γαλανή στολή και ξυπόλυτος. Τα μαλλιά του ήταν ψαρά, και το βλέμμα του ασταθές. Βλέποντας, όμως, τον Ανδρόνικο να μπαίνει, τα μάτια του στένεψαν και εστιάστηκαν επάνω του.
«Ποιος είσαι;» γρύλισε, τρίζοντας τα δόντια και σφίγγοντας τις γροθιές.
«Πρίγκιπά μου,» είπε ο νοσοκόμος, πίσω απ’τον Ανδρόνικο, «έχετε το νου σας· έχει αποδειχτεί επικίνδυνος.»
Ο Ανδρόνικος τον αγνόησε. «Δε μ’αναγνωρίζεις, Κλείτε;» ρώτησε τον Στρατάρχη. «Εγώ είμαι, ο Ανδρόνικος, ο γιος του Αρχίμαχου. Με ξέρεις από παιδί.»
«Λες ψέματα!» γρύλισε ο Κλείτος Φιλόπνοος, καθώς ορθωνόταν. «Σ’έστειλαν για να με σκοτώσεις, οι άνθρωποι του Λούσιου! Είσαι ένα απ’αυτά τα τέρατα που αλλάζουν μορφές! Δημιούργημα!»
«Δεν είμαι Δημιούργημα.» Ο Ανδρόνικος τράβηξε το βασιλικό του ξίφος. «Έχω μαζί μου τον Κελευστή. Είμαι ο Ανδρόνικος του Οίκου των Ευφρόνων, γιος του Βασιληά Αρχίμαχου, Πρίγκιπας της Απολλώνιας, και δικαιωματικός Διάδοχος του Κυανού Θρόνου.»
Ο Κλείτος δεν αποκρίθηκε· το βλέμμα του εξακολουθούσε να είναι εχθρικό. Ο Ανδρόνικος αμφέβαλλε αν ο Στρατάρχης έβλεπε τη μορφή του όπως ήταν στην πραγματικότητα ή, κάπως, αλλοιωμένη. Ενθυμούμενος τις δικές του ψευδαισθήσεις, ήξερε ότι, όταν κανείς βρισκόταν υπό την επήρεια του Αγγίγματος του Μαύρου Νάρζουλ, μπορούσε να βλέπει οτιδήποτε. Οτιδήποτε αποτρόπαιο και παρανοϊκό.
Προχώρησε προς τον Κλείτο με σταθερά βήματα, κρατώντας τον Κελευστή κάθετα εμπρός του, σαν ασπίδα, όχι σαν επιθετικό όπλο. Η λεπίδα γυάλιζε με γαλανό φως. Ο Στρατάρχης κόλλησε την πλάτη του στον τοίχο· τώρα, μια απορημένη όψη υπήρχε στο πρόσωπό του.
«Δες με, Κλείτε!» είπε ο Ανδρόνικος, με δυνατή και προστακτική φωνή. «Δες με γι’αυτό που πραγματικά είμαι!»
Πλησίασε κι άλλο, θέτοντας τη φωτεινή λεπίδα του ξίφους του μπροστά στο πρόσωπο του Στρατάρχη Φιλόπνοου.
«Δες με γι’αυτό που πραγματικά είμαι!»
Τα μάτια του Κλείτου καθάρισαν, λες και μια θολούρα να είχε, ξαφνικά, διαλυθεί από μέσα τους. Μια θολούρα που, αναμφίβολα, θα διαλύθηκε κι απ’το νου του. Ο Ανδρόνικος είχε ακούσει πως τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής.
«Πρίγκιπά μου!» έκανε ο Στρατάρχης Φιλόπνοος. «Πρίγκιπά μου!…» Το στόμα του ήταν ανοιχτό, όπως κάποιου που έχει βουτήξει βαθιά κάτω απ’το νερό και, βγαίνοντας στην επιφάνεια, θέλει να πάρει γρήγορα αναπνοή, να γεμίσει τα πνευμόνια του με αέρα.
Ο Ανδρόνικος θηκάρωσε το σπαθί του.
Ο Κλείτος βλεφάρισε. «Πρίγκιπά μου, Ανδρόνικε…» Συνοφρυώθηκε. «Δε… δε θυμάμαι ακριβώς τι συνέβη… Ο αδελφός σας, όμως– είμαι βέβαιος ότι ο αδελφός σας σχεδιάζει προδοσία.» Έμοιαζε να έχει ξυπνήσει από έναν βασανιστικό εφιάλτη που είχε κρατήσει πολύ παραπάνω απ’όσο έπρεπε.
«Το ξέρω,» είπε ο Ανδρόνικος. «Δεν είσαι ο μόνος που δέχτηκε την επίθεση των ακόλουθων του Μαύρου Νάρζουλ. Τώρα, όμως, τελείωσε η επιρροή τους επάνω σου, Κλείτε. Έλα μαζί μου· γιατί, ετούτες τις μέρες, νομίζω πως θα σε χρειαστώ περισσότερο από ποτέ. Η Απολλώνια ολόκληρη θα σε χρειαστεί περισσότερο από ποτέ.»
Και, μ’ετούτα τα λόγια, στράφηκε στην πόρτα του κελιού. Είχε κι άλλους ασθενείς να ελέγξει. Όσοι ήταν πραγματικά άρρωστοι δε θα ξυπνούσαν από το γαλανό φως του Κελευστή· οι υπόλοιποι, όμως, θα αποτίναζαν το Άγγιγμα του Μαύρου Νάρζουλ απ’το μυαλό τους.
Το φορτηγό ταξίδευε μέσα στη νύχτα, διασχίζοντας τους εξοχικούς δρόμους της Απολλώνιας και κατευθυνόμενο ανατολικά. Οι επιβλητικοί, σκοτεινοί όγκοι των Δυτικών Βουνών ολοένα και μίκραιναν πίσω του.
Η Βασιλική είχε ξαπλώσει και τυλιχτεί με μια κουβέρτα, και την είχε πάρει ο ύπνος: ένας ύπνος δίχως όνειρο. Ένας ξεκούραστος λήθαργος, τον οποίο είχε ανάγκη.
Η Βικτώρια, όμως, παρά την πρόσφατη μυστηριακή εμπειρία της στον Ναό του Απόλλωνα, δεν κοιμόταν. Στεκόταν μπροστά σ’ένα παράθυρο του φορτηγού και κοίταζε έξω, το νυχτερινό τοπίο, ενώ κάπνιζε ένα τσιγάρο που της είχε δώσει ο Θελλέδης.
Ο Φαρνέλιος την πλησίασε. «Πώς αισθάνεσαι τώρα, Βικτώρια;»
Εκείνη δίστασε για μια στιγμή να μιλήσει, σαν το ερώτημα να ήταν πολύ σοβαρό και να μη μπορούσε ν’απαντηθεί εύκολα ή, έστω, χωρίς κάποια σκέψη. Τελικά, πήρε μια γερή τζούρα απ’το τσιγάρο της, ανασήκωσε τους ώμους, και είπε: «Ξαναγεννημένη. Και,» πρόσθεσε, κοιτάζοντας την αντανάκλασή της στο τζάμι του παραθύρου, «νομίζω πως πρέπει ν’αφήσω πάλι τα μαλλιά μου να μακρύνουν.» Πέρασε τα δάχτυλα του αριστερού της χεριού μέσα απ’τα κοντά, καστανά της μαλλιά. «Δε θυμόμουν ότι με κούρεψαν έτσι, σα γίδι, οι μπάσταρδοι…!»
Ο Φαρνέλιος μειδίασε. Ύστερα, ρώτησε: «Γνωρίζεις πώς ακριβώς σκηνοθετήθηκε η όλη ιστορία, Βικτώρια;»
Η Βικτώρια τον κοίταξε με τις άκριες των ματιών της. «Τι εννοείτε, κύριε Φαρνέλιε;»
«Οι πράκτορες του Λούσιου, ή, πιο συγκεκριμένα, οι ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ, σχεδίασαν έτσι τα πράγματα ώστε να σε κλείσουν στη Χρυσάνθια Κλινική. Γνωρίζεις πώς ακριβώς το κατόρθωσαν;»
«Όχι. Πρέπει, πάντως, να έστειλαν κάποιου είδους οντότητα εναντίον μου. Κάποιου είδους δαίμονα…» Η Βικτώρια έσβησε το τσιγάρο της μέσα σ’ένα μικρό σταχτοδοχείο.
«Τον δαίμονα που γέννησε το μυαλό σου.»
Η Βικτώρια τον κοίταξε συνοφρυωμένη.
«Δε σε ειρωνεύομαι,» τόνισε ο Φαρνέλιος. «Οι ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ δεν έστειλαν τίποτα το συγκεκριμένο εναντίον σου: καμία ‘οντότητα’ ή ‘δαίμονα’, πέρα από το Εσώτερο Δαιμόνιο κάποιου ιερέα τους, το οποίο σε Άγγιξε.»
Το συνοφρύωμα δεν έφυγε απ’το πρόσωπό της. «Προφανώς, γνωρίζετε περισσότερα από εμένα για το θέμα.»
Ο Φαρνέλιος τής εξήγησε τα πράγματα όπως τα ήξερε από τα βιβλία που του είχε δώσει ο φίλος του, ο Λαομάχος. Της είπε ότι οι ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ, πραγματοποιώντας εναντίον της μια πολύ επιτηδευμένη και ύπουλη ψυχική επίθεση μέσω πρακτόρων τους και εκφοβισμένων πολιτών, είχαν κάνει το νου της δεκτικό στο Άγγιγμα. «Το ‘Άγγιγμα’ είναι ενός είδους επιρροή, με την οποία ένας ιερέας τους μπορεί να τυλίξει το μυαλό σου· κι από κει και πέρα, βλέπεις πράγματα που δεν υπάρχουν: ψευδαισθήσεις που τις εκλαμβάνεις ως πραγματικές. Κι αφού τις εκλαμβάνεις ως πραγματικές, τότε για σένα είναι πραγματικές. Αυτό ήταν κι ο δαίμονάς σου, Βικτώρια. Αυτό ήταν ‘ο άντρας με το κέρατο’: μια ψευδαίσθηση, μια εμμονή. Πραγματική, όμως. Μια εμμονή που μπορεί ακόμα και να σε σκοτώσει, υπό συγκεκριμένες συνθήκες.»
Καθώς της μιλούσε, παρατηρούσε, από την όψη κι από τα μάτια της, ότι καταλάβαινε ολοένα και περισσότερο την υπόθεση, ότι συνέδεε εντός της τα κομμάτια ενός σκόρπιου ψηφιδωτού. Γεγονότα που της είχαν συμβεί, ακανόνιστες αναμνήσεις, άρχιζαν να δένουν.
«Θεοί…» μουρμούρισε η Βικτώρια, κι έστρεψε το βλέμμα της πάλι στο παράθυρο και στο νυχτερινό τοπίο. «Κι ο Αριστόξενος ήταν μαζί τους, λοιπόν…»
«Ο Αριστόξενος; Ο άντρας σου;»
«Ναι,» είπε εκείνη, και τα μάτια της στένεψαν.
«Δε γνωρίζεις, όμως, τι τον ανάγκασε να το κάνει–»
«Τι θες να πεις;» Τα λόγια της ήταν απότομα και εχθρικά, καθώς στράφηκε πάλι να τον ατενίσει. Στα μάτια της έκαιγε ένα δυνατό μίσος.
«Ο Άγγελος,» ο Φαρνέλιος έριξε μια φευγαλέα ματιά στον εν λόγω άντρα, ο οποίος καθόταν κοντά στην κοιμισμένη Βασιλική, πίνοντας τσάι από μια κούπα, «ήταν μπλεγμένος σε μια παρόμοια ιστορία.»
«Σύμμαχος των ακόλουθων του Μαύρου Νάρζουλ;»
«Όχι ακριβώς ‘σύμμαχος’. Τον είχαν εκβιάσει, χρησιμοποιώντας την πολιτική εξουσία που τους έχει δώσει ο Λούσιος. Τον είχαν εκβιάσει, προκειμένου να υποβοηθήσει στον παρανοϊκό πόλεμο κατά της Πριγκίπισσας.»
«Το έκαναν και στη Βασιλική αυτό;»
«Ναι,» είπε ο Φαρνέλιος. «Εκείνη, όμως, δόξα στον Κύριό μας τον Απόλλωνα, κατόρθωσε να διαλύσει το Άγγιγμα, προτού καν δημιουργηθεί γύρω απ’το νου της. Βέβαια, είχε και βοήθεια. Τη βοήθεια ενός μυστηριώδους Σερπετού…»
«Ναι,» τον διέκοψε η Βικτώρια, «νομίζω πως το ανέφερε στην Ορκισμένη, όσο ήμασταν στο Ναό. Δε θυμάμαι ακριβώς, όμως… Όσο ήμουν υπό την επήρεια του Αγγίγματος, τα πάντα ήταν σαν όνειρο… σαν εφιάλτης…»
«Επομένως, υποθέτω πως δε θα θυμάσαι τι της είπε η Ανδρομάχη για το Σερπετό…»
Η Βικτώρια κούνησε το κεφάλι. «Όχι, δε θυμάμαι.»
«Χμμ…»
«Είναι κάτι σημαντικό;»
«Ίσως· δεν ξέρω ακόμα.»
*
Την αυγή, ο Θελλέδης είπε στον Φαρνέλιο, που μόλις είχε ξυπνήσει: «Τα καύσιμα μάς τελειώνουν· θα πρέπει να σταματήσουμε σε κάποιο πρατήριο, για ν’αγοράσουμε ενεργειακές φιάλες.»
«Δεν πιστεύεις ότι θα καταφέρουμε να φτάσουμε ώς την Απαστράπτουσα;»
«Το αποκλείω. Απέχουμε ακόμα εκατοντάδες χιλιόμετρα από εκεί.»
«Εντάξει, λοιπόν· ας σταματήσουμε.»
Ο εξοχικός δρόμος όπου ταξίδευαν, επί του παρόντος, ήταν μεγάλος, έτσι δεν άργησαν να φτάσουν σ’ένα πρατήριο, το οποίο βρισκόταν λίγο πιο έξω από μια πόλη. Επρόκειτο για ένα μακρόστενο οικοδόμημα με πολύ χώρο για αποθήκευση. Πλάι του υπήρχε μια μάντρα με παλιά οχήματα, καθώς κι ένα συνεργείο για βασικές επισκευές.
Το φορτηγό των επαναστατών σήκωσε σκόνη, σταματώντας. Μια πόρτα του άνοιξε, και ο Θελλέδης πήδησε έξω.
«Καλημέρα!» φώναξε σ’έναν άντρα που στεκόταν δίπλα στην είσοδο της αποθήκης του πρατήριου. «Θέλουμε μερικές φιάλες.»
Ο άντρας πλησίασε. Είχε δέρμα λευκό-ροζ και ήταν ευτραφής, με μουστάκι και σγουρά, μαύρα, λαδωμένα μαλλιά. Φορούσε μια φαρδιά, μπλε φόρμα και σκούρα γυαλιά. «Να εξυπηρετήσουμε. Τι φιάλες θέλεις;»
Ο Θελλέδης έβγαλε μια άδεια φιάλη από το εσωτερικό του φορτηγού και του την έδειξε.
«’Ντάξει,» είπε ο άντρας. «Πόσες;»
«Τέσσερις.»
Ο άντρας τού είπε την τιμή και ο Θελλέδης τον πλήρωσε. Εκείνος μέτρησε τα χρήματα, έγνεψε ότι ήταν σωστά, και μπήκε στην αποθήκη. Σε λίγο, επέστρεψε μαζί μ’έναν άλλο· ο καθένας τους κουβαλούσε από δύο φιάλες, τις οποίες και άφησαν μπροστά στον γαλανόδερμο επαναστάτη από την Αλβέρια.
«Καλό ταξίδι,» ευχήθηκε ο ευτραφής άντρας.
«Φχαριστούμε.»
Ο Θελλέδης ανέβασε τις φιάλες στο φορτηγό με τη βοήθεια ενός άλλου επαναστάτη.
Το όχημα ξεκίνησε πάλι, ξανασηκώνοντας σκόνη καθώς οι μεγάλοι του τροχοί μπήκαν σε κίνηση.
Η Βασιλική είχε ξυπνήσει ενώ ο Θελλέδης συναλλασσόταν με τον άντρα του πρατηρίου, και τώρα καθόταν οκλαδόν επάνω στην κουβέρτα της, πίνοντας ζεστό καφέ από μια κούπα. «Θα συζητήσουμε για το θέμα που λέγαμε χτες βράδυ;» ρώτησε, νιώθοντας πως εκείνη όφειλε να κάνει αυτή την πρόταση, αφού οι επαναστάτες την έβλεπαν ως αντικαταστάτρια του αδελφού της (Κακώς, βέβαια, πολύ κακώς με βλέπουν έτσι!).
«Εννοείς ότι πρέπει ν’αποφασίσουμε ποιον θα απάγουμε, έτσι;» είπε ο Άγγελος.
Η Βασιλική ένευσε. «Ναι. Απ’αυτούς που μπαινοβγαίνουν στο παλάτι.»
Ο Φαρνέλιος άναψε την πίπα του. «Δύσκολη απόφαση… Ποιον θα πρότεινες εσύ, Βασιλική;»
«Κάποιον που να μπορούμε να βρούμε μόνο του και που να έχει, συγχρόνως, αρκετές γνώσεις για το τι συμβαίνει.»
Ο Φαρνέλιος κατένευσε. «Όπως είπα, δύσκολη απόφαση.»
Κι ύστερα, εκείνος, η Βασιλική, η Βικτώρια, και ο Άγγελος άρχισαν να προτείνουν διάφορους ανθρώπους και να τους ζυγιάζουν: να μετρούν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά τους –όσον αφορούσε τον σκοπό για τον οποίο τους χρειάζονταν, βέβαια: να πάρουν, δηλαδή, πληροφορίες για την κατάσταση στο εσωτερικό του παλατιού: πληροφορίες που θα τους επέτρεπαν να σώσουν τον Ανδρόνικο.
Μετά από περίπου δυο ώρες –και ενώ δεν είχαν ακόμα φτάσει σε κανένα συμπέρασμα–, ένας επαναστάτης φώναξε: «Κύριε Φαρνέλιε! Πριγκίπισσα! Λένε πως ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος είναι ελεύθερος!»
«Τι πράγμα;» έκανε, έκπληκτος, ο Φαρνέλιος. «Πού το λένε;»
Ο επαναστάτης δυνάμωσε τον ραδιοφωνικό του δέκτη, και μια γυναικεία φωνή ακούστηκε: «…Δεν έχουν αντιδράσει όλοι θετικά, ασφαλώς, όπως θα καταλαβαίνετε, καθώς, παρά το λόγο του κυρίου Χρύσιππου χτες το απόγευμα, πολλοί ισχυρίζονται ότι ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος είναι παράφρων και–» Παράσιτα: βββζζζζζζ… βββζζζζζ… βββζζζζζζ…
«Σταμάτα!» φώναξε η Βασιλική στον οδηγό του φορτηγού. «Γύρνα πίσω! Γύρνα πίσω, να ξαναπιάσουμε τη συχνότητα!»
Ο οδηγός υπάκουσε, και η φωνή από τον δέκτη άρχισε πάλι ν’ακούγεται κανονικά. Η εκπομπή πρέπει να προερχόταν από κάποια κοντινή πόλη. «…φυσικό να φοβούνται ότι όλα τούτα δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια συνωμοσία για την εκθρόνιση του Πρίγκιπα και Αντιβασιλέα Λούσιου, ο οποίος, σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, δεν βρίσκεται επί του παρόντος στην Απαστράπτουσα, αλλά λέγεται ότι έχει φύγει με πλοίο, πηγαίνοντας προς τη Ρακμάνη, για άγνωστο, μέχρι στιγμής, λόγο.» Η γυναίκα συνέχισε να πολιτικολογεί και να κάνει διάφορες υποθέσεις σχετικά με το ζήτημα.
Τη Βασιλική, όμως, δεν την ενδιέφεραν αυτά. «Ο Ανδρόνικος είναι ελεύθερος!» είπε, κατενθουσιασμένη, στους υπόλοιπους· και οι επαναστάτες –σπάζοντας την αρχική τους σιγή από το ευχάριστο ξάφνιασμα– ζητωκραύγασαν, κάνοντας το εσωτερικό του φορτηγού ν’αντηχήσει απ’τις φωνές τους.
«Μα τους θεούς,» είπε ο Φαρνέλιος, χαμογελώντας, «αυτό ήταν ανέλπιστο.» Και, στρεφόμενος στον οδηγό, φώναξε: «Συνεχίζουμε για Απαστράπτουσα. Δε σταματάμε πουθενά.»
Οι επαναστάτες ζητωκραύγασαν πάλι.
*
Δυο ώρες μετά το μεσημέρι έφτασαν στην πρωτεύουσα της Απολλώνιας και μπήκαν στις μεγάλες λεωφόρους της.
«Στο παλάτι,» είπε ο Φαρνέλιος στην επαναστάτρια που τώρα οδηγούσε το φορτηγό. «Στο παλάτι.»
Και το μεγάλο τους όχημα, διασχίζοντας μετά δυσκολίας τους πνιγμένους στην κυκλοφορία δρόμους της Απαστράπτουσας –όπου περνούσαν ενεργειακά οχήματα, άμαξες που τις έσερναν ζώα, και έφιπποι, καθώς, φυσικά, και πολλοί πεζοί στους πεζόδρομους–, κατάφερε να προσεγγίσει την κεντρική πύλη του βασιλικού παλατιού, μπροστά στην οποία και σταμάτησε.
Ο Φαρνέλιος κοίταξε τους φρουρούς από το παράθυρο του συνοδηγού. «Θέλουμε να μιλήσουμε με τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο,» είπε.
«Ποιος είστε, κύριε;»
Καλό σημάδι τούτο, σκέφτηκε ο Φαρνέλιος: δεν παραξενεύεται που ακούει να ζητάμε τον Ανδρόνικο. Γιατί μέσα του είχε κι έναν φόβο ότι ίσως τα νέα που είχαν ακούσει να μην ήταν αληθή· ή ίσως κάτι αποτρόπαιο να είχε συμβεί, ώσπου να φτάσουν στην πρωτεύουσα.
«Φαρνέλιος, ονομάζομαι. Ο Πρίγκιπας μάς περιμένει, εμένα και τους συντρόφους μου.»
«Θα τον ειδοποιήσουμε,» αποκρίθηκε ο φρουρός· και ένας άλλος φρουρός άνοιξε έναν τηλεπικοινωνιακό πομπό και μίλησε. Ο Φαρνέλιος δεν μπορούσε ν’ακούσει τι έλεγε.
Ο άντρας έβαλε πάλι τον πομπό στη ζώνη του, και είπε δυνατά: «Θα περιμένετε, μέχρι να πάρουμε απάντηση από τον Πρίγκιπα.»
Ο Φαρνέλιος ένευσε, κι έριξε μια ματιά στον τηλεοπτικό πομπό που βρισκόταν πλάι στην πύλη. Σίγουρα, θα μπορείς να μας δεις, Ανδρόνικε…
Ένα φωτάκι άναψε πάνω στον πομπό του φρουρού και ένας κουδουνιστός ήχος ακούστηκε. Ο φρουρός τον τράβηξε απ’τη ζώνη του και μίλησε. Έπειτα, τον έκλεισε και είπε στον Φαρνέλιο: «Μπορείτε να περάσετε, κύριε.»
Η πύλη άνοιξε, για να υποδεχτεί το φορτηγό.
*
Ο Ανδρόνικος δεν πίστευε στ’αφτιά του όταν ένας φρουρός ήρθε και τον ενημέρωσε για την άφιξη του Φαρνέλιου. Είχε μόλις επιστρέψει από τη Χρυσάνθια Κλινική και βρισκόταν στην Αίθουσα του Κυανού Θρόνου, μαζί με τη μητέρα του, την Άνμα’ταρ, τον Διοικητή Φινέα Πολύδικο, τον Στρατάρχη Κλείτο Φιλόπνοο, και τον Αρχιερέα του Απολλώνιου Ναού της Απαστράπτουσας.
«Ο Φαρνέλιος;» έκανε ο Ανδρόνικος, έκπληκτος. «Είσαι σίγουρος; Είπε πως τον λένε Φαρνέλιο;»
«Μάλιστα, Πρίγκιπά μου. Έχει έρθει μ’ένα μεγάλο φορτηγό, και το έχει σταματήσει έξω απ’την κεντρική πύλη του παλατιού. Μπορώ να σας μεταφέρω την εικόνα από τον τηλεοπτικό πομπό, αν επιθυμείτε.»
Ο Ανδρόνικος τού έγνεψε να το κάνει.
Ο φρουρός πλησίασε τη μεγάλη οθόνη της βασιλικής αίθουσας και πάτησε μερικά πλήκτρα· και ο Πρίγκιπας είδε ένα γνώριμο φορτηγό και ένα ακόμα πιο γνώριμο χρυσόδερμο, γενειοφόρο πρόσωπο.
Μειδίασε. «Αφήστε τους να μπουν,» πρόσταξε. «Αφήστε τους να μπουν.»
Και δεν ήρθαν στην αίθουσα μόνο αυτοί που περίμενε, αλλά και πολλοί περισσότεροι: Μαζί με τον Φαρνέλιο, τον Θελλέδη, και τους επαναστάτες από την Αλβέρια, ήταν και κάποιοι άλλοι επαναστάτες, καινούργιοι, καθώς και… η Βασιλική! και η Βικτώρια Κατήνεμη! και ο Άγγελος Επίκυκλος!
«Μα τους θεούς…!» είπε ο Ανδρόνικος. «Πού ήσασταν κρυμμένοι τόσο καιρό;»
«Είχαμε κάποια μικρά προβλήματα με τους πράκτορες του αδελφού σου, Πρίγκιπά μου, καθώς και με τους ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ,» αποκρίθηκε ο Φαρνέλιος, χαμογελώντας μέσα απ’τα λευκά μούσια του. «Ελπίζω, όμως, να μην αργήσαμε.»
«Κάθε άλλο· ήρθατε πάνω στην ώρα. Προσπαθούσα να σας βρω, αλλά ήταν αδύνατον· οι άνθρωποι που μπορώ να εμπιστευτώ είναι ελάχιστοι. Καθίστε, και πείτε μου τα πάντα. Τι σας συνέβη;»
«Βασιλική,» είπε η Βασίλισσα Γλυκάνθη, «μάθαμε ότι σε είχαν κυνηγήσει οι ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ. Φοβήθηκα πως ίσως να σε είχαν σκοτώσει!»
«Ήμουν τυχερή, μητέρα,» αποκρίθηκε η Πριγκίπισσα, που πάντα αισθανόταν αμήχανα όταν η Βασίλισσα τής έκανε κάποια τέτοια παρατήρηση. Ένιωθε σαν όλοι να την κοιτούσαν. Δεν είμαι πια κοριτσάκι, μητέρα!
Ευτυχώς, η Βασίλισσα Γλυκάνθη δε συνέχισε αυτή την κουβέντα, και η Βασιλική κι οι υπόλοιποι κάθισαν μπροστά στον Ανδρόνικο, ο οποίος πήρε θέση στον Κυανό Θρόνο, ώστε να μπορεί να τους αντικρίζει όλους.
Ο Φαρνέλιος άρχισε να διηγείται και να εξηγεί όσα τούς είχαν συμβεί, και η ώρα πέρασε με την ανταλλαγή ιστοριών και πληροφοριών. Υπηρέτες τούς έφεραν φαγητό και ποτό, για να κορέσουν την πείνα και τη δίψα τους, καθώς συζητούσαν.
Εν τω μεταξύ, ήρθε και μια αναφορά που περίμενε ο Ανδρόνικος, και, όταν ήταν πια απόγευμα και είχαν τελειώσει τα περισσότερα θέματα σχετικά με τον Λούσιο, τους ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ, το μυστηριώδες Σερπετό, το Γαλανό Φως, τον Αυγερινό Αντίρρυθμο, τον Κελευστή, τα παράξενα «Δημιουργήματα», τα υπόγεια βαθιά κάτω απ’το παλάτι της Απαστράπτουσας, τα αποτρόπαια πλάσματα από την Απολεσθείσα Γη, και το γεγονός ότι η Δομινίκη ήταν Αρχιέρεια του Μαύρου Νάρζουλ, ο Ανδρόνικος σηκώθηκε από τον Κυανό Θρόνο και βάδισε προς τη μεγάλη οθόνη της αίθουσας. Στο χέρι του κρατούσε μια συσκευή αποθήκευσης, και είπε: «Εδώ μέσα υπάρχει η εικόνα του μέρους που το ελικόπτερο εντόπισε ότι σταθμεύονται τα δίκυκλα οχήματα των πρακτόρων του Λούσιου· ή, τουλάχιστον, ορισμένα απ’αυτά.»
Ο Πρίγκιπας έβαλε τη συσκευή αποθήκευσης σε μια ειδική θυρίδα και πάτησε ένα πλήκτρο· η οθόνη άναψε, δείχνοντας πέντε από τα δίκυκλα να πηγαίνουν σε μια μάντρα. Η μάντρα ήταν σκεπαστή και φτιαγμένη από ξύλο. Πλάι της, υπήρχε ένα μονώροφο οικοδόμημα, στο οποίο πήγαν οι αναβάτες των δίκυκλων, αφού άφησαν τα οχήματά τους.
Ο Ανδρόνικος πάτησε ένα άλλο πλήκτρο, και ένας χάρτης των περιοχών γύρω απ’την Απαστράπτουσα παρουσιάστηκε στην οθόνη. Επάνω στον χάρτη υπήρχε σημειωμένη με μια κόκκινη κουκκίδα η τοποθεσία της μάντρας.
«Και τι σκοπεύετε να κάνετε γι’αυτό, Πρίγκιπά μου;» ρώτησε ο Φαρνέλιος, βγάζοντας την πίπα απ’το στόμα του και φυσώντας καπνό απ’τα ρουθούνια. Πάντοτε του μιλούσε στον πληθυντικό όταν βρίσκονταν σε κάποια επίσημη συγκέντρωση: και, προφανώς, θεωρούσε ετούτη τη συγκέντρωση επίσημη.
«Θα διαλύσω τη μάντρα,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, «και θα πάρω αιχμαλώτους όσους περισσότερους από τους πράκτορες του Λούσιου μπορώ. Και τώρα πιστεύω πως έχω αρκετούς έμπιστους και ικανούς ανθρώπους για να μην ανησυχώ για την επιτυχία μιας τέτοιας αποστολής.» Κοίταξε τους συναγμένους επαναστάτες.
«Δε θα σας απογοητεύσουμε, Πρίγκιπά μου,» είπε ο Φένχιλ. «Θα σας τους φέρουμε όλους αυτούς δεμένους χειροπόδαρα, αφού κάνουμε τα οχήματά τους κομμάτια και το άντρο τους στάχτη.»
«Θα το αναλάβετε απόψε;» ρώτησε ο Ανδρόνικος, μη θέλοντας να τους πιέσει, αν ήταν πολύ κουρασμένοι απ’το ταξίδι τους.
«Κανένα πρόβλημα,» απάντησε ο Φένχιλ.
Ο Θελλέδης κατένευσε. «Ασφαλώς, Πρίγκιπά μου.»
«Καλώς,» είπε ο Ανδρόνικος. Και ρώτησε: «Πιστεύετε ότι χρειάζεστε όλους τους ανθρώπους σας μαζί σας;»
Ο Θελλέδης κι ο Φένχιλ αλληλοκοιτάχτηκαν, κι ο πρώτος αποκρίθηκε: «Μάλλον όχι, Πρίγκιπά μου. Έχετε κατά νου και κάποια άλλη δουλειά;»
«Τίποτα το ιδιαίτερο. Απλά, θα ήθελα και ορισμένοι να μείνουν εδώ, στο παλάτι. Μετά από την επίθεση που δέχτηκα, καθώς πήγαινα στη Χρυσάνθια Κλινική, φοβάμαι πως ίσως οι υποστηρικτές του αδελφού μου να ξαναπροσπαθήσουν να με δολοφονήσουν, και μάλιστα σύντομα.»
«Θα μείνουν, επομένως, και κάποιοι άνθρωποί μας εδώ,» είπε ο Θελλέδης.
Ο Ανδρόνικος ένευσε, και πρότεινε η συγκέντρωση να διαλυθεί, για να μπορέσουν όλοι τους να ξεκουραστούν, εκτός αν υπήρχε κάτι άλλο που έπρεπε να συζητηθεί.
Όπως αποδείχτηκε, τα θέματά τους είχαν εξαντληθεί προς το παρόν, έτσι η συγκέντρωση διαλύθηκε.
*
Η υπηρέτρια ήταν έτοιμη να μπει στα διαμερίσματά της, για να καθαρίσει και να ετοιμάσει το χώρο, αλλά η Βασιλική τής έκανε νόημα να φύγει. «Δε χρειάζεται,» της είπε.
«Μα, Πριγκίπισσά μου, τα δωμάτια είναι σκονισμένα. Έχουν καιρό να–»
«Δε χρειάζεται,» επανέλαβε η Βασιλική, ήπια. «Μπορείς να πηγαίνεις.»
«Όπως επιθυμείτε, Πριγκίπισσά μου.» Η υπηρέτρια υποκλίθηκε και έφυγε.
Η Βασιλική μπήκε στο καθιστικό των διαμερισμάτων της, ακολουθούμενη από τον Άγγελο. Τα βήματά τους άφηναν πατημασιές επάνω στη σκόνη του πατώματος. Και δεν υπήρχε σκόνη μόνο εκεί, στο πάτωμα· η σκόνη ήταν παντού: στα έπιπλα, στα αντικείμενα, στους πίνακες, στα κλειστά παραθυρόφυλλα, στις ενεργειακές λάμπες του πολυελαίου, στο γυαλί της οθόνης του τηλεοπτικού δέκτη.
Ο Άγγελος έβηξε πάνω στη γροθιά του. «Δε με είχες ποτέ ξανά φέρει εδώ,» είπε.
Η Βασιλική αναστέναξε. «Με μελαγχολεί…» Σε μια γωνιά του καθιστικού υπήρχαν κούκλες, μεγάλες και μικρές, με μαλλιά που έμοιαζαν πραγματικά, μάτια που γυάλιζαν, και όμορφα ρούχα. Η Βασιλική τις πλησίασε και άγγιξε μερικές από αυτές με τις άκριες των δαχτύλων της. «Δε νιώθω όπως θα έπρεπε, όταν είμαι εδώ. Νιώθω πάλι μικρή…»
«Ακόμα παίζεις με κούκλες, Πριγκίπισσα;» μειδίασε ο Άγγελος.
«Μη με πειράζεις,» είπε η Βασιλική. «Μ’αρέσουν οι κούκλες μου.» Έπιασε μία αρκετά μεγάλη και τη σήκωσε με τα δύο χέρια. Η κούκλα είχε ολοστρόγγυλα, καστανά μάτια και κατακόκκινα χείλη, και μακριά, ξανθά μαλλιά δεμένα πλεξούδες. Φορούσε ένα λευκό φόρεμα με δαντέλα και χάντρες, και πορφυρά τριαντάφυλλα κεντημένα επάνω. Η Βασιλική ψιθύρισε στ’αφτί της κούκλας: «Γεια σου, Άγγελε,» και η κούκλα είπε, με μηχανική αλλά θηλυκή φωνή: «Γεια σου, Άγγελε.»
Ο Άγγελος γέλασε, και έβηξε.
Η Βασιλική άφησε κάτω την κούκλα. «Θέλεις να κάνεις μπάνιο;» τον ρώτησε.
«Ναι.»
«Ελπίζω να λειτουργεί ακόμα ο λουτήρας.»
Η Βασιλική άνοιξε μια πόρτα και μπήκε στο λουτρό, όπου διαπίστωσε ότι φυσικά και λειτουργούσε, και είχε και ζεστό και κρύο νερό. Επίσης, στο ντουλάπι υπήρχαν σαπούνια, αρωματικά έλαια, κρέμες, και ξυράφια.
«Έλα,» είπε στον Άγγελο, καθώς ρύθμιζε τη θερμότητα του νερού και άνοιγε τη βρύση.
Εκείνος πλησίασε. «Δε θες να κάνεις εσύ πρώτη;»
«Όχι απαραίτητα. Θες να κάνω πρώτη;»
Ο Άγγελος ανασήκωσε τους ώμους.
«Εντάξει, θα κάνω πρώτη. Μην πας πουθενά.» Έβγαλε το πουκάμισό της χωρίς να το ξεκουμπώσει, τραβώντας το πάνω απ’το κεφάλι, και έκλεισε την πόρτα.
Ο Άγγελος έμεινε έξω, καθίζοντας αναπαυτικά στον καναπέ κι ακούγοντας το σπλιτς-σπλατς του νερού. Μετά από όχι πολλή ώρα, η πόρτα μισάνοιξε και το πρόσωπο της Βασιλικής φάνηκε. «Μου φέρνεις μια πετσέτα;» είπε. «Είναι κάπου στη ντουλάπα, στο υπνοδωμάτιο.»
«Πού είναι το υπνοδωμάτιο;»
«Εκεί.» Έβγαλε το χέρι της και του έδειξε μια πόρτα.
Ο Άγγελος σηκώθηκε και πήγε στο υπνοδωμάτιο.
Η Βασιλική περίμενε. Άκουγε τα συρτάρια της ντουλάπας ν’ανοίγουν το ένα μετά το άλλο, μα ο Άγγελος δεν επέστρεφε· και, σε λίγο, έπαψε ν’ακούγεται ακόμα και το άνοιγμα των συρταριών. Η Βασιλική αναστέναξε. Τι κάνει τόση ώρα; Τόσο δύσκολο είναι να βρει μια πετσ–;
Ο Άγγελος παρουσιάστηκε, κρατώντας μια πετσέτα.
«Φως, επιτέλους!» είπε η Βασιλική, τεντώνοντας το χέρι της.
«Παραπονιόμαστε, Πριγκίπισσα;»
Η Βασιλική μειδίασε λοξά. «Γιατί, σκέφτεσαι να με… συμμορφώσεις;»
«Θα το έχω κατά νου.» Έτεινε την πετσέτα προς το μέρος της.
Η Βασιλική έκανε να την πάρει.
Ο Άγγελος την τράβηξε πίσω.
«Την πετσέτα!» διαμαρτυρήθηκε η Βασιλική.
Ο Άγγελος τής την έδωσε.
Εκείνη την τύλιξε γύρω της και βγήκε απ’το μπάνιο. «Πού ήταν;» τον ρώτησε. «Κρυμμένη εκεί που κρύβουν και τους θησαυρούς;»
«Δεν ξέρω πού κρύβετε τους θησαυρούς σας σε τούτο το παλάτι. Αν το ήξερα, θα ήμουν ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος.»
«Σκέφτεσαι να κλέψεις την οικογένειά μου;»
«Μ’αποκαλείς κλέφτη;»
Τα μάτια της σπινθήρισαν παιχνιδιάρικα. «Ναι!»
«Θα τα πούμε αφότου κάνω μπάνιο,» είπε ο Άγγελος, χτυπώντας την στον μηρό.
Η Βασιλική τού έριξε ένα δήθεν προσβεβλημένο βλέμμα.
Ο Άγγελος πήγε στο μπάνιο και έκλεισε την πόρτα.
Η Πριγκίπισσα πήγε στο υπνοδωμάτιο και βρήκε τη ντουλάπα ανοιχτή, όπως την είχε αφήσει ο Άγγελος. Η ντουλάπα ήταν αρκετά μεγάλη και βαθιά για να χωρά ολόκληρη τη Βασιλική: ή, μάλλον, για να χωρά πέντε Βασιλικές, χωρίς ν’ακουμπούν η μία την άλλη, εκτός αν τέντωναν τα χέρια τους. Και, φυσικά, ήταν γεμάτη με κάθε λογής ρούχα και υποδήματα. Πολλά απ’αυτά ήταν τόσο παλιά που μελαγχολούσαν την Πριγκίπισσα, καθώς τα έβλεπε. Έψαξε ανάμεσά τους, για λόγους νοσταλγίας περισσότερο παρά για οποιονδήποτε άλλο λόγο… και, κατά τύχη, βρήκε κάτι που την έκανε να χασκογελάσει σαν κοριτσάκι. Γιατί όχι; σκέφτηκε, δαγκώνοντας το χείλος της. Πήρε το ρούχο από το βάθος της ντουλάπας και βγήκε.
Όταν ήταν έτοιμη, άκουσε τον Άγγελο να φωνάζει απ’το μπάνιο: να ζητά πετσέτα.
«Τι να την κάνεις την πετσέτα;» του φώναξε η Βασιλική, δίχως να σηκωθεί απ’τη θέση της.
«Εσύ τι λες να την κάνω, Πριγκίπισσα;» είπε ο Άγγελος, και έβηξε.
«Έλα εδώ να την πάρεις!»
«Βαριέσαι να τη φέρεις;»
«Ντρέπεσαι να σε δω στη φυσική σου κατάσταση;» τον πείραξε.
Τον άκουσε να βγαίνει απ’το μπάνιο· άκουσε τα βήματά του να διασχίζουν το καθιστικό· και τον είδε να παρουσιάζεται στο κατώφλι της πόρτας του υπνοδωματίου. Το σώμα του γυάλιζε από το νερό· τα μαλλιά του ήταν μουσκεμένα· οι τρίχες στο εφήβαιό του έκρυβαν το μεγαλύτερο μέρος των γεννητικών του οργάνων.
Δεν πέρασε το κατώφλι. Σταμάτησε απότομα και, ακουμπώντας το χέρι του στο πλαίσιο της πόρτας, ατένισε τη Βασιλική, η οποία ήταν μισοξαπλωμένη στο μεγάλο κρεβάτι. Φορούσε ένα κοντό φόρεμα από μαύρο δέρμα, που άφηνε τα μακριά της πόδια εκτεθειμένα απ’τον μηρό και κάτω, έχοντας μόνο μια μακριά λωρίδα δέρματος ανάμεσά τους. Το ντεκολτέ του ήταν βαθύ. Μανίκια δεν διέθετε. Διέθετε, όμως, πολλά λουριά σε διάφορα σημεία, καθώς και αργυρούς κρίκους· στο τέλος καθενός από τα λουριά υπήρχε ένα επίσης αργυρό αγκίστρι.
«Τι είν’αυτό, Πριγκίπισσα;» ρώτησε ο Άγγελος.
Η Βασιλική, που μισογελούσε κοιτάζοντάς τον και, συγχρόνως, αισθανόταν τα μάγουλά της να κοκκινίζουν ακούσια, είπε: «Σ’αρέσει;»
«Εεμ… ωραίο είναι.» Μόρφασε. «Τα λουριά είναι για ό,τι νομίζω ότι είναι;»
Η Βασιλική δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα λαρυγγώδες, κοριτσίστικο γέλιο. «Το έφτιαξα όταν ήμουν μικρή… Δηλαδή, όχι και πολύ μικρή, αφού, όπως βλέπεις, ακόμα μού κάνει.»
«Εσύ το έφτιαξες; Η ίδια;»
«Ναι, με τα χέρια μου. Δεν μπορούσα να το εμπιστευτώ σε κανέναν ράφτη –ντρεπόμουν.» Αλλά γιατί κοκκινίζω τώρα; αναρωτήθηκε. Με τον Άγγελο είμαι, μα τους θεούς!
Ο Άγγελος πλησίασε την άκρη του κρεβατιού. «Δεν το ήξερα ότι είσαι ντροπαλή, Πριγκίπισσα.» Έπιασε δύο από τα πέτσινα λουριά του φορέματος και την τράβηξε κοντά του, φέρνοντάς τη σε καθιστή θέση.
Η Βασιλική ύψωσε το βλέμμα της, για να κοιτάξει το πρόσωπό του. «Το έφτιαξα έτσι ώστε να μπορώ να δένομαι από μόνη μου,» είπε.
Ο Άγγελος φίλησε τα χείλη της. «Μ’αρέσει όταν γίνεσαι ευρηματική…» Χρησιμοποιώντας τα λουριά, της έδεσε το ένα χέρι πίσω απ’την πλάτη και το άλλο επάνω στα κάγκελα του κρεβατιού.
Η Βασιλική, νιώθοντας το σώμα της να τσιτώνεται, βόγκησε ηδονικά. Είχε βρεθεί ανάσκελα επάνω στο στρώμα, δίχως να το συνειδητοποιήσει, και ο Άγγελος τώρα έσκυψε κοντά της· η ανάσα του χάιδευε το δέρμα της. Ο ανδρισμός του τη λόγχισε βαθιά, εκεί όπου η φλόγα μέσα της ήθελε απεγνωσμένα να καταλαγιάσει.
Αργότερα, η Πριγκίπισσα Βασιλική, ξαπλωμένη μπρούμυτα, γυμνή (το μαύρο δερμάτινο φόρεμα βρισκόταν τώρα στο σκονισμένο πάτωμα), και κορεσμένη, αναλογιζόταν τη ζωή της. Τα πράγματα που είχε κάνει από μικρή, και πώς αλλιώς θα μπορούσε, υποθετικά, να τα είχε κάνει. Ανέκαθεν, αρνιόταν τα πάντα: αρνιόταν το τυπικό των αριστοκρατών της Απολλώνιας, αρνιόταν τα έθιμα της θρησκείας του Απόλλωνα, αρνιόταν τη ζωή στο παλάτι, αρνιόταν την οικογένειά της, αρνιόταν το γεγονός ότι ήταν Πριγκίπισσα της Απολλώνιας…
Ανέκαθεν… Ανέκαθεν, αρνιόμουν τον εαυτό μου;
Όσα είχαν συμβεί τις τελευταίες ημέρες την είχαν κάνει να δει τα πράγματα με διαφορετικό μάτι. Ακόμα κι η υποταγή της Απολλώνιας στην Παντοκρατορία και ο γάμος του Ανδρόνικου με την Παντοκράτειρα δεν της το είχαν κάνει αυτό. Και ούτε, φυσικά, της το είχαν κάνει η αρχή της Επανάστασης και η αποτίναξη του ζυγού της Παντοκράτειρας από την Απολλώνια. Όλα τούτα ήταν, για τη Βασιλική, γεγονότα πολιτικοστρατιωτικής φύσης, και οτιδήποτε ήταν πολιτικοστρατιωτικής φύσης θεωρούσε πως δεν την αφορούσε. Το αναλάμβανε ο πατέρας, ή ο Ανδρόνικος, ή ο Λούσιος, ή ακόμα και η μητέρα· όχι η Βασιλική· ποτέ η Βασιλική. Γιατί να καθίσει ν’ασχοληθεί μ’αυτά, όταν υπήρχαν τόσοι άλλοι για να το κάνουν καλύτερα από εκείνη; Γιατί να ασχοληθεί μ’αυτά, όταν μπορούσε να τριγυρίζει στους δρόμους της Απαστράπτουσας και να διασκεδάζει;
Οι στρατιώτες μας, όμως, σκοτώνονται στο Βόρειο Μέτωπο όσο εγώ αδιαφορώ για τα πάντα. Κι ένα σωρό μαλακίες συμβαίνουν στο βασίλειο…
Ο Λούσιος αποδείχτηκε σκάρτος· δεν μπορεί νάναι ικανότερος από μένα για να αναλαμβάνει τέτοια ζητήματα. Αυτή η σκύλα, η γυναίκα του, η Δομινίκη, τον τραβά απ’τη μύτη –και είναι και Αρχιέρεια του Μαύρου Νάρζουλ, για όνομα του Απόλλωνα!
Και ο Ανδρόνικος, φυσικά, δεν μπορεί να βρίσκεται παντού. Είναι καλός, και κάνει ό,τι περνά απ’το χέρι του, αλλά δεν μπορεί να βρίσκεται παντού…
«Άγγελε…;»
Ο Άγγελος ήταν ξαπλωμένος απ’την αντίθετη μεριά. Το χέρι του χάιδεψε τον μηρό της, και το στόμα του φίλησε ελαφριά την κνήμη της. «Τι;»
«Δε νομίζεις ότι πρέπει να κάνω κάτι περισσότερο;»
«Σχετικά με τι;»
«Με τα πάντα.» Η Βασιλική γύρισε ανάσκελα, τραβώντας ένα σεντόνι γύρω της και καθίζοντας πάνω στο κρεβάτι. «Με το βασίλειο. Ακόμα και με την Επανάσταση.»
Ο Άγγελος στήριξε το κεφάλι του στο δεξί του χέρι. Συνοφρυώθηκε. «Τι λόγια είν’αυτά, Πριγκίπισσα;»
«Μιλάω σοβαρά.»
«Ίσως.»
«Αμφιβάλλεις ότι μιλάω σοβαρά;»
«Ίσως θα έπρεπε να κάνεις κάτι περισσότερο –αυτό εννοώ. Πιστεύεις ότι χρειάζεται κάτι τέτοιο; Πιστεύεις ότι μπορείς;»
«Ναι, και στις δύο ερωτήσεις.»
«Τότε,» είπε ο Άγγελος, «δε βλέπω τι μπορεί να σε σταματήσει. Εξάλλου, είσαι η Πριγκίπισσα της Απολλώνιας. Μία και μοναδική.»
Η Κορνηλία οδήγησε για περίπου τέσσερις ώρες, μέχρι να πέσει η βαθιά νύχτα και να φτάσουν σε μια από τις μεγάλες πόλεις των Νότιων Δουκάτων, η οποία ονομαζόταν Συράκνη. Εκεί, ρώτησε αν θα συνέχιζε την οδήγηση η Δομινίκη, ή αν θα διανυκτέρευαν σε κάποιο ξενοδοχείο. Η Δομινίκη απάντησε ότι δε θα σταματούσαν καθόλου· «η αποστολή μας είναι πολύ σημαντική, Κορνηλία, έτσι όπως έχουν έρθει τα πράγματα, και δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο.» Ο τόνος της ήταν κάπως απόμακρος, όπως θα ήταν ο τόνος ενός στρατηγού που μιλά σ’έναν ασήμαντο στρατιώτη, ή όπως θα ήταν ο τόνος ενός δασκάλου ο οποίος μιλά σ’έναν ανόητο, γνωρίζοντας εξαρχής πως δε θα τον καταλάβει. Εγώ, όμως, δεν είμαι στρατιώτης σου, Δομινίκη, σκέφτηκε η Κορνηλία. Ούτε ανόητη είμαι. Την αγριοκοίταξε, και είπε: «Οδήγησε, τότε, εσύ, ή φέρε τον οδηγό πάλι.» Σηκώθηκε από το τιμόνι και πήγε στην πίσω μεριά του οχήματος.
Η Δομινίκη δε διαφώνησε· δεν της μίλησε καν. Ανοίγοντας τον τηλεπικοινωνιακό δίαυλο μικρής εμβέλειας του οχήματος, πρόσταξε τον άντρα με το κατάλευκο δέρμα και το ξυρισμένο κεφάλι να επιστρέψει, κι εκείνος επέστρεψε. «Θα οδηγήσεις ωσότου αντέχεις,» του είπε· «μετά, θ’αναλάβει κάποιος άλλος.»
«Μάλιστα, Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε εκείνος, και η συνοδεία των οχημάτων ξεκίνησε πάλι.
Διέσχισαν τη Συράκνη, δίχως να σταματήσουν πουθενά, και βγήκαν στην ύπαιθρο. Τα φώτα τους έσχιζαν τα σκοτάδια σαν λαμπερά ξίφη.
Η Κορνηλία, καθισμένη στην πίσω μεριά του οχήματος, αισθάνθηκε να νυστάζει, καθώς η ώρα περνούσε. Έβγαλε τις μπότες της και ξάπλωσε επάνω στο ένα από τα δύο μακρόστενα καθίσματα. Ο ύπνος δεν άργησε να την πάρει.
Ο χρόνος έχασε το νόημά του, μέχρι που η Κορνηλία ξύπνησε.
Ανασηκώθηκε πάνω στο κάθισμα, κοιτάζοντας γύρω. Τι την είχε ξυπνήσει; Απέξω φαινόταν σκοτάδι· δεν είχε ακόμα έρθει η αυγή. Το όχημα, όμως, είχε πάψει να κινείται –κι αυτό πρέπει να ήταν που την είχε ξυπνήσει.
«Κορνηλία,» της είπε η Δομινίκη απ’τη μπροστινή μεριά του οχήματος, «έλα μαζί μου.» Κι ανοίγοντας την πόρτα πλάι της, βγήκε μέσα στη νύχτα.
Η Κορνηλία συνοφρυώθηκε, παραξενεμένη. Τι συμβαίνει; Φόρεσε τις μπότες της και ακολούθησε τη Δομινίκη έξω. Τα υπόλοιπα οχήματα της συνοδείας ήταν, αναμενόμενα, σταματημένα γύρω τους. Στο βάθος –απόσταση, περίπου, ενός ή δύο χιλιομέτρων– φαίνονταν τα φώτα μιας πόλης: μια λαμπερή νησίδα μέσα στο άγριο σκοτάδι της υπαίθρου.
«Τι είναι;» ρώτησε η Κορνηλία, τυλίγοντας τη βαθυκόκκινή της κάπα γύρω απ’τους ώμους της, γιατί έκανε κρύο και φυσούσε ένας ψυχρός άνεμος.
«Θα πάμε στη Νυλβάκνη.» Η Δομινίκη έδειξε την πόλη αντίκρυ τους με μια σύντομη χειρονομία. «Υπάρχει μια δουλειά εκεί, την οποία πρέπει να κάνουμε.»
«Τι δουλειά;»
«Θα δεις.» Η Δομινίκη εξακολουθούσε να έχει αυτό το ύφος που παραξένευε την Κορνηλία.
«Και γιατί σταματήσαμε εδώ;»
«Γιατί δε θα πάμε στην πόλη με τα οχήματα,» εξήγησε η Δομινίκη. «Δε χρειάζεται να μάθει κανείς ποιες είμαστε.»
«Γιατί;»
«Επειδή δεν χρειάζεται.» Η Δομινίκη έκανε νόημα σε δύο πολεμιστές να πλησιάσουν, και της είπε: «Έλα,» αρχίζοντας να βαδίζει.
Η Κορνηλία ακολούθησε, παραξενεμένη. Οι δύο πολεμιστές που έρχονταν μαζί τους παρατήρησε ότι δε φορούσαν τις επίσημες στολές τους· ήταν ντυμένοι με ταξιδιωτικά ρούχα.
«Αν κάποιος τύχει να μας ρωτήσει,» είπε η Δομινίκη, «εγώ είμαι γυναίκα του Αναξίμανδρου, από δω,» κοίταξε τον έναν άντρα, «κι εσύ είσαι γυναίκα του Κλαύδιου,» κοίταξε τον άλλο άντρα.
Η Κορνηλία ένευσε. «Γιατί, όμως, τόση μυστικότητα; Δεν καταλαβαίνω, Δομινίκη.»
«Πηγαίνουμε σ’ένα ιδιαίτερο μέρος. Σ’ένα μέρος που δε θα ήταν καλό να μαθευτεί ότι πηγαίνουμε.»
Η Κορνηλία δεν έκανε άλλες ερωτήσεις, καθώς έβλεπε ότι η Δομινίκη δεν ήταν πρόθυμη να απαντήσει πιο αναλυτικά. Εξάλλου, θα μάθαινε τι μέρος ήταν αυτό όταν έφταναν εκεί.
Ο άνεμος φυσούσε, καθώς βάδιζαν πάνω στα χόρτα και στο χώμα της υπαίθρου και πλησίαζαν τη Νυλβάκνη. Γύρω τους φαίνονταν μερικά άλλα, σποραδικά φώτα, από αγροικίες, εξοχικά ξενοδοχεία, και μοναχικά σπίτια· όμως, κατά κύριο λόγο, ο τόπος ήταν σκοτεινός. Τα σύννεφα μισόκρυβαν τη Γλαυκή, και η Αθώρητη δε φαινόταν καθόλου. Της Κορνηλίας δεν της άρεσαν τα ερημικά μέρη της υπαίθρου, ειδικά τη νύχτα· έκαναν έναν ρίγος να τη διατρέχει. Προτιμούσε τους καλοφωτισμένους δρόμους των πόλεων και τα πολυτελή δωμάτια των παλατιών και των ξενοδοχείων. Το περπάτημα, επίσης, δεν ήταν της αρεσκείας της. Βέβαια, δεν είχε πρόβλημα να βαδίσει δυο-τρία οικοδομικά τετράγωνα, για να ξεμουδιάσει τα πόδια της· όμως το να διασχίζει εκτάσεις γεμάτες χώμα, μπερδεμένα χόρτα, και άτσαλες πέτρες τής ήταν απεχθές. Οι μπότες της σκονίζονταν και γδέρνονταν, και το υλικό από το οποίο ήταν φτιαγμένες χαλούσε. Πήγαιναν χαμένες.
Όταν έφτασαν στη Νυλβάκνη και μπήκαν σε μια απ’τις λεωφόρους της –η οποία, φυσικά, δεν ήταν σαν τις μεγάλες λεωφόρους της Απαστράπτουσας, ούτε καν σαν της Ρακμάνης ή της Βανκάρης, αλλά ήταν η φωτισμένη λεωφόρος μιας πόλης–, η Κορνηλία αισθάνθηκε και πάλι σε οικείο περιβάλλον. Τα ψηλά οικοδομήματα γύρω της την έκαναν να νιώθει πολύ καλύτερα, παρότι οι δρόμοι, λόγω της προχωρημένης νυχτερινής ώρας, ήταν άδειοι κι όλα τα καταστήματα κλειστά. Τα βήματά της, και τα βήματα της Δομινίκης και των δύο πολεμιστών, αντηχούσαν μέσα στην ησυχία.
«Μας περιμένουν εκεί που πηγαίνουμε;» ρώτησε η Κορνηλία.
«Όχι,» απάντησε η Δομινίκη.
«Τότε, ίσως να κοιμούνται, ή ίσως να είναι κλειστά.»
«Θα ξυπνήσουν, και θα ανοίξουν.» Υπήρχε βεβαιότητα στη φωνή της.
Η περιέργεια της Κορνηλίας είχε μεγαλώσει, αλλά πάλι δεν έκανε καμια άλλη ερώτηση. Μπορούσε, όμως, να κάνει μια υπόθεση με τη σκέψη της: Το μέρος όπου κατευθυνόμαστε πρέπει να έχει άμεση σχέση με τη θρησκεία του Μαύρου Νάρζουλ· αλλιώς, γιατί η Δομινίκη να μη θέλει να μαθευτεί ότι πηγαίνουμε εκεί;
Οι δρόμοι της Νυλβάκνης τούς οδήγησαν σε μια μικρή πόρτα στο πλάι μιας τριώροφης πολυκατοικίας. Η πόρτα ήταν σιδερένια, και δεν είχε παράθυρο, ούτε καμια πινακίδα ή σύμβολο υπήρχε επάνω της. Η Δομινίκη ύψωσε το χέρι της και χτύπησε τέσσερις φόρες και, ύστερα από μια μικρή παύση, άλλες τέσσερις.
Οκτώ, σκέφτηκε η Κορνηλία. Πράγματι, ετούτο πρέπει νάναι μέρος υπό την κυριαρχία των πιστών του Δασκάλου.
Η πόρτα άνοιξε μ’ένα τρίξιμο σιδερένιων μεντεσέδων, κι ένας άντρας παρουσιάστηκε. Το δέρμα του ήταν χρυσό και το πρόσωπό του μακρύ και λιγνό.
Η Δομινίκη τον κοίταξε μέσα απ’την κουκούλα της κάπας της, κι απ’το λαιμό της τράβηξε ένα περιδέραιο και του έδειξε το σύμβολο που κρεμόταν απ’την αλυσίδα του. Η Κορνηλία μπορούσε να το δει, καθώς στεκόταν πλάι της, μα οι δύο πολεμιστές, που ήταν πίσω, σίγουρα δεν μπορούσαν. Το σύμβολο αυτό αναγνώριζε τη Δομινίκη ως Αρχιέρεια του Μαύρου Νάρζουλ, σε περίπτωση που ο φύλακας της πόρτας δεν την ήξερε ή που δυσπιστούσε ότι ήταν, όντως, εκείνη.
Ο χρυσόδερμος άντρας έκλινε το κεφάλι σε χαιρετισμό, και είπε: «Περάστε, Μεγάλη Κυρία.»
Η Δομινίκη έκανε νόημα στους πολεμιστές της να περιμένουν έξω, και νόημα στην Κορνηλία να την ακολουθήσει. Έτσι, οι δυο τους πέρασαν το κατώφλι και βρέθηκαν σε μια πέτρινη σκάλα, την οποία άρχισαν να κατεβαίνουν, υπό το φως ασθενικών ενεργειακών λαμπών.
Φτάνοντας κάτω, βρέθηκαν σ’ένα δωμάτιο που ήταν, αναμφίβολα, υπόγειο, αλλά καλύτερα στολισμένο απ’ό,τι η Κορνηλία περίμενε. Είχε έναν ξύλινο, λαξευτό καναπέ, που το ύφασμά του ήταν πράσινο και γυαλιστερό· δύο σουρεαλιστικούς πίνακες, γεμάτους παράξενα σύμβολα και ακαθόριστες μορφές· ένα περίτεχνα κεντημένο χαλί στο πάτωμα· και ένα τραπέζι και μερικές καρέκλες. Στη γωνία υπήρχε ένα τζάκι, αναμμένο, το οποίο ζέσταινε τον χώρο ευχάριστα.
Μια πόρτα άνοιξε, και ένας άντρας παρουσιάστηκε, ντυμένος με μαύρο χιτώνα. Ήταν μελαχρινός με μούσι και μακριά μαλλιά, αλλά το δέρμα του ήταν κατάλευκο σαν κόκαλο. Βλέποντας τη Δομινίκη, έκανε μια επίσημη υπόκλιση.
«Αρχιέρεια Δομινίκη…» είπε.
«Καλώς σε βρίσκω, Θράσυλλε,» αποκρίθηκε η Δομινίκη. «Ελπίζω να μη σε ξύπνησα.»
«Για να είμαι ειλικρινής, με ξυπνήσατε, Αρχόντισσά μου, αλλά δεν υπάρχει πρόβλημα, ασφαλώς. Πώς θα μπορούσα να σας εξυπηρετήσω;»
«Χρειάζομαι δύο Ομοιώματα.»
Ομοιώματα; σκέφτηκε η Κορνηλία. Ήξερε τι ήταν τα Ομοιώματα: πλάσματα που φτιάχνονταν από την πεμπτουσία της Απολεσθείσας Γης, με μια τεχνική που μόνο ορισμένοι από τους ιερείς του Μαύρου Νάρζουλ γνώριζαν. Έμοιαζαν με ανθρώπους, αλλά δεν ήταν. Επίσης, η Κορνηλία είχε ακούσει, από τη Δομινίκη, ότι έμοιαζαν και με τα Δημιουργήματα της Παντοκράτειρας, αλλά ούτε τέτοια ήταν. «Η ύλη από την οποία φτιάχνονται τα Ομοιώματα είναι πολύ πιο εύπλαστη από την ύλη που φτιάχνονται τα Δημιουργήματα,» της είχε πει κάποτε η Δομινίκη, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό.
«Δεν μπορούν να ετοιμαστούν αμέσως, Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε ο Θράσυλλος.
«Το γνωρίζω,» είπε η Δομινίκη. «Κι επιπλέον, δεν θέλω να ετοιμαστούν εδώ. Θέλω να σταλούν κάπου, κι εκεί να πάρουν την τελική τους μορφή.»
«Όπως επιθυμείτε. Πού πρέπει να σταλούν;»
«Στη Ρακμάνη. Στον σύζυγό μου, Αντιβασιλέα Λούσιο, ο οποίος, επί του παρόντος, διαμένει στο παλάτι του Δούκα Φερέσβιου.»
Ο Θράσυλλος έκλινε το κεφάλι. «Θα γίνει, Αρχόντισσά μου.»
«Πότε θα έχει ο σύζυγός μου τα Ομοιώματα;»
«Θα εργαστούμε πυρετωδώς όλη τη νύχτα, Αρχόντισσά μου, και πιστεύω να τα έχουμε έτοιμα ώς την αυγή. Ή, αν όχι την αυγή, μερικές ώρες μετά. Κι ύστερα, το θέμα θα είναι πλέον διαδικαστικό· θα τα βάλουμε σ’ένα όχημα και θα τα μεταφέρουμε στη Ρακμάνη.»
«Ωραία,» είπε η Δομινίκη, και τράβηξε έναν φάκελο κι ένα κομμάτι χαρτί μέσα απ’την κάπα της. «Αυτό,» ύψωσε τον φάκελο (ο οποίος ήταν σφραγισμένος με την προσωπική της σφραγίδα), «είναι για τον σύζυγό μου, και μόνο. Αυτό,» ύψωσε το χαρτί, «είναι για εσάς. Κάποιες οδηγίες σχετικά με τη μεταφορά των Ομοιωμάτων.»
Ο Θράσυλλος πήρε τον φάκελο και το χαρτί. «Μην ανησυχείτε για τίποτα, Αρχόντισσά μου· θα φροντίσω για όλα.»
«Καλώς,» είπε η Δομινίκη. «Σε χαιρετώ, Θράσυλλε, με τη Σοφία του Δασκάλου.»
Ο Θράσυλλος έκλινε το κεφάλι. «Με τη Σοφία του Δασκάλου.»
Η Δομινίκη και η Κορνηλία ανέβηκαν πάλι την πέτρινη σκάλα. Έφτασαν επάνω και ο φύλακας της σιδερένιας πόρτας τούς άνοιξε, για να βγουν. Απέξω, τους περίμεναν οι δύο πολεμιστές που ήταν ντυμένοι σαν ταξιδιώτες.
«Μπορούμε να επιστρέψουμε,» είπε η Δομινίκη, με μια ικανοποιημένη όψη στο πρόσωπό της.
Η Κορνηλία δεν ενθουσιαζόταν στη σκέψη ότι θα διέσχιζαν πάλι την ύπαιθρο, προκειμένου να φτάσουν στα οχήματά τους, αλλά ήξερε ότι έπρεπε να το υποστεί.
*
Η συνοδεία των οχημάτων συνέχισε να ταξιδεύει μέσα στη νύχτα. Η Κορνηλία και η Δομινίκη κοιμήθηκαν, ενώ οι οδηγοί άλλαζαν βάρδιες. Ξύπνησαν με την αυγή, όταν ο ήλιος της Απολλώνιας άρχιζε να ξεμυτίζει από την Ανατολή· και, όταν πλέον είχε ξεπροβάλει ολόκληρος στον ουρανό, έφτασαν στο Κρήμνισμα.
Μια καθίζηση του εδάφους, που απλωνόταν για εκατοντάδες χιλιόμετρα προς τα ανατολικά και τα δυτικά, και σε όποιο σημείο της περιφέρειάς της κι αν στεκόσουν δεν μπορούσες να δεις το τέλος της. Ομίχλες φαίνονταν να ανασαλεύουν στα βάθη του Κρημνίσματος και να ανέρχονται σαν ζωντανά πλάσματα που πάλευαν αναμεταξύ τους. Ομίχλες που ήταν κάθε άλλο παρά φυσικές για τη διάσταση της Απολλώνιας, καθώς ποτέ δεν έβγαιναν από το Κρήμνισμα, παρά έμοιαζε εκεί να υπάρχει ένα αόρατο σκέπασμα που τις κρατούσε φυλακισμένες, όπως ένα μπουκάλι που κρατά φυλακισμένο τον καπνό. Οι Ομίχλες είχαν, στο μεγαλύτερό τους μέρος, γκριζόμαυρο χρώμα, αλλά, σε ορισμένα σημεία, έπαιρναν κι άλλα χρώματα, όπως βαθυκόκκινο, βαθυγάλαζο, ή μοβ, σαν φώτα να άναβαν κάπου βαθιά εντός τους.
Οι Ομίχλες ήταν ο δρόμος που οδηγούσε στην Απολεσθείσα Γη· και ήταν, επίσης, ο δρόμος από τον οποίο έρχονταν τα τερατώδη όντα της Απολεσθείσας Γης, για να πολιορκήσουν την Απολλώνια.
Η Δομινίκη και η Κορνηλία είδαν, κοντά στην άκρη του Κρημνίσματος, ένα οχυρό που θύμιζε στραβό δόντι το οποίο προεξείχε από τη γη. Στις επάλξεις του υπήρχαν όπλα, καθώς και μια σημαία του βασιλείου της Απολλώνιας. Τις πύλες του, αυτή τη στιγμή, σφυροκοπούσε ένα κοπάδι –ναι, αυτή ήταν η λέξη που πίστευε η Κορνηλία ότι μπορούσε να το χαρακτηρίσει σωστότερα: κοπάδι– από ανθρωπόμορφα πλάσματα, τα οποία χοροπηδούσαν επάνω σε χοντρά πόδια και βαστούσαν αλλόκοτα όπλα, που έμοιαζαν με ρόπαλα, μα δεν ήταν, γιατί από τις άκριές τους, πού και πού, εκτοξευόταν κάποιου είδους ενέργεια, σαν αστραπές. Οι υπερασπιστές του οχυρού χτυπούσαν τα πλάσματα με κανόνια, οπλοπολυβόλα, ρουκετοβόλα, και άλλα μικρότερα τηλεβόλα, όπως τουφέκια. Χαλασμός επικρατούσε.
Η συνοδεία της Δομινίκης είχε σταματήσει σε απόσταση ασφαλείας από τη σύγκρουση.
«Διαταγές, Αρχόντισσά μου;» ρώτησε ο οδηγός.
«Θα περιμένουμε,» είπε η Δομινίκη, «μέχρι η μάχη να τελειώσει. Δε νομίζω το οχυρό μας να πέσει.» Και βγήκε απ’το όχημα.
Η Κορνηλία βγήκε επίσης, θεωρώντας το καλή ιδέα, για να ξεμουδιάσει.
Οι ιαχές της μάχης έρχονταν έντονα στ’αφτιά τους, μα δεν υπήρχε κίνδυνος εδώ όπου βρίσκονταν· ήταν πολύ μακριά για να τις χτυπήσουν τυχαία οι βολές των όπλων.
«Έχεις βρει την τοποθεσία φυλάκισης;» ρώτησε η Κορνηλία.
«Ναι,» αποκρίθηκε η Δομινίκη, δίχως να φαίνεται να της πολυδίνει σημασία, σχεδόν –σχεδόν;– σα να μιλούσε σε μια υπηρέτρια.
Η Κορνηλία αναρωτιόταν πάλι για τη συμπεριφορά της Αρχιέρειας, από την ώρα που είχε ξυπνήσει· και, όσο αναρωτιόταν, είχε αρχίσει να βγάζει κάποια συμπεράσματα. Η συμπεριφορά της, σίγουρα, δεν οφειλόταν σε τυχαίο γεγονός, είχε καταλήξει· γιατί, αν οφειλόταν σε τέτοιο, δε θα είχε διάρκεια. Επομένως, ήταν κάτι άλλο. Κάτι είχε συμβεί, το οποίο είχε αλλάξει τον τρόπο που η Δομινίκη έβλεπε την Κορνηλία. Κάτι σημαντικό…
Θα μπορούσε η Δομινίκη να είχε, κάπως, μάθει κάτι που δεν έπρεπε να είχε μάθει;
Θα σε δοκιμάσω τώρα, είτε είσαι Αρχιέρειά μου είτε όχι…
«Είσαι βέβαιη ότι είναι η σωστή τοποθεσία;»
«Γιατί να μην είμαι;»
«Η Απολεσθείσα Γη μεταβάλλεται διαρκώς. Ποτέ η γεωγραφία της δε σταματά ν’αλλάζει.»
«Κορνηλία,» είπε, ψυχρά, η Δομινίκη, «γνωρίζω καλύτερα από σένα τη φύση της Απολεσθείσας Γης, και τους ρυθμούς των αλλαγών της.»
«Θα μας πας στο σωστό μέρος, δηλαδή;»
«Τι είναι, Κορνηλία; Φοβάσαι;» Η Δομινίκη εξακολουθούσε να της μιλά δίχως να την κοιτάζει.
«Φυσικό δεν είναι; Αν οι υπολογισμοί σου δεν είναι σωστοί, ίσως να μας καταδικάσεις όλους. Ίσως να χάσουμε το δρόμο μας για πάντα μέσα στην Απολεσθείσα Γη.»
«Να κοιτάς τη δουλειά σου,» αντιγύρισε η Δομινίκη, ενοχλημένα. «Εγώ ξέρω τι κάνω.» Στράφηκε να την κοιτάξει, και το βλέμμα της ήταν εχθρικό.
Ναι, σκέφτηκε η Κορνηλία, αυτό είναι… Δεν ξέρω πώς ακριβώς το ανακάλυψε, αλλά αυτό είναι. Δεν μπορεί νάναι τίποτε άλλο…
Ατένισε τη Δομινίκη αμίλητα, για μερικές στιγμές, κι ύστερα είπε: «Γνωρίζεις, έτσι δεν είναι; Το έμαθες. Ότι εγώ κι ο Λούσιος είμαστε εραστές από παλιά.»
Τα λόγια της ήχησαν σαν αστροπελέκι στ’αφτιά της Δομινίκης. Ήχησαν δυνατότερα κι από τις ιαχές της μάχης γύρω από το οχυρό, αν και, αντικειμενικά, η Κορνηλία δεν είχε φωνάξει.
Πώς τολμάς, πόρνη! σκέφτηκε, ακούσια, η Δομινίκη, και οι γροθιές της σφίχτηκαν. Πώς τολμάς, πόρνη! Δεν ήταν μόνες τους έξω απ’τα οχήματα· ορισμένοι από τους στρατιώτες είχαν επίσης βγει: και ορισμένοι από τους στρατιώτες –αν όχι όλοι– θα είχαν ακούσει. Πώς τολμάς!
Η Δομινίκη τράβηξε το ξιφίδιο απ’τη ζώνη της και, κάνοντας ένα βήμα πίσω, διέγραψε το σύμβολο του Καλέσματος αντίκρυ της ξαδέλφης του συζύγου της.
Τα μάτια της Κορνηλίας γούρλωσαν, προς στιγμή. Είναι τρελή! συλλογίστηκε. Είναι τρελή! Δεν μπορούσε, όμως, να μην ανταποκριθεί στο Κάλεσμα· γύρω τους ήταν τόσοι στρατιώτες. Δεν μπορούσε η Δούκισσα της Βανκάρης να μην ανταποκριθεί· θα μαθευόταν ότι αρνήθηκε, και θα έχανε την υπόληψή της. Το Κάλεσμα κανένας ευγενής του Βασιλείου της Απολλώνιας δεν το αρνιόταν, εκτός αν ήταν αντίθετου φύλου, οπότε και δεν μπορούσε να γίνει Κάλεσμα: ένας άντρας δεν μπορούσε να Καλέσει μια γυναίκα, και μια γυναίκα δεν μπορούσε να Καλέσει έναν άντρα.
Η Κορνηλία δεν είχε άλλη επιλογή. Τράβηξε το δικό της ξιφίδιο, καθώς στεκόταν αντίκρυ της Δομινίκης, και πήρε πολεμική στάση. «Τι νομίζεις ότι κάνεις;» της είπε.
«Δε θα έπρεπε να ρωτάς,» σφύριξε η Δομινίκη. «Θα προτιμούσα να πεθάνεις πιο ήσυχα, πόρνη, αλλά εσύ το διάλεξες να γίνει έτσι.»
Πόρνη! Τα μάτια της Κορνηλίας γυάλισαν. «Θα το μετανιώσεις αυτό, Δομινίκη. Θα σε σκοτώσω γι’αυτό.» Είμαι καλύτερη στην ξιφομαχία από σένα· το ξέρω πως είμαι!
«Θα προσπαθήσεις,» αποκρίθηκε η Δομινίκη, κι απρόσμενα, ζύγωσε, λογχίζοντάς την με το ξιφίδιό της.
Η Κορνηλία απέκρουσε με το δικό της ξιφίδιο· οι λεπίδες τους μπλέχτηκαν. Η Δομινίκη έσπρωξε, για να κάνει την αντίπαλό της να παραπατήσει, αλλά εκείνη πάτησε γερά στα μποτοφορεμένα πόδια της, ύψωσε το ένα της γόνατο, και τη χτύπησε στην κοιλιά.
«Ουγκχ!…» Η Δομινική διπλώθηκε, και η Κορνηλία την κοπάνησε με τον αγκώνα της, δυνατά, σωριάζοντάς την.
Η Δομινίκη κυλίστηκε στο χώμα. Όχι! κραύγασε μέσα της, προσπαθώντας να ξεμπλέξει τα πόδια της και να σηκωθεί. Δε θα νικήσει! Θα τη σκοτώσω! Θα τη σκοτώσω!
Η Κορνηλία τινάχτηκε, αμέσως, για να βρεθεί πάνω απ’τη Δομινίκη και να τελειώσει τούτη τη μονομαχία. Σκόπευε να την πατήσει στον ώμο και, σκύβοντας, να βάλει το ξιφίδιο στο λαιμό της. Μα εκείνη αποδείχτηκε πολύ πιο γρήγορη απ’ό,τι υπολόγιζε η Κορνηλία –και, μάλιστα, φορώντας αυτό το φόρεμα, που, αν και η φούστα του δεν ήταν στενή, σίγουρα δεν ήταν τόσο άνετο όσο το παντελόνι που φορούσε η Δούκισσα της Βανκάρης.
Η Δομινίκη βρέθηκε πάλι όρθια, και, λυγίζοντας τη μέση της, σπάθισε προς την κοιλιά της Κορνηλίας. Εκείνη απέκρουσε το ξιφίδιο, παραμερίζοντάς το με το δικό της, και, κάνοντας ένα βήμα στο πλάι, επιτέθηκε, πηγαίνοντας λοξά για το στήθος της Αρχιέρειας. Η Δομινίκη ελίχτηκε, αποφεύγοντας τη λεπίδα, κάνοντάς τη να περάσει μερικά εκατοστά πάνω απ’τον ώμο της και πλάι απ’το μάγουλό της. Και, καθώς το χέρι της Κορνηλίας ήταν τεντωμένο, του άρπαξε τον πήχη, ακινητοποιώντας το, και κλότσησε, άγρια, βρίσκοντας την αντίμαχό της στο δεξί γόνατο.
«Άααοοοοοο…!» έκανε η Κορνηλία, νιώθοντας το πόδι της να φεύγει απ’τη θέση του και την ισορροπία της να την εγκαταλείπει. Έπεσε στο γόνατο του άλλου ποδιού, κι αισθάνθηκε το άγριο χώμα να τη γδέρνει.
Τώρα, πόρνη! γρύλισε εντός της η Δομινίκη. Τώρα θα πεθάνεις! Και άρπαξε την Κορνηλία απ’τα μαλλιά, τραβώντας το κεφάλι της πίσω, εκθέτοντας το λαιμό της προς τον ουρανό.
Η Κορνηλία, όμως, δεν ήταν έτοιμη να πεθάνει. Ποτέ δεν παραιτείτο εύκολα. Ποτέ. Και δε σκόπευε να το κάνει τώρα. Το ξιφίδιό της υψώθηκε, γρήγορα, σαν το δόντι λυσσασμένου δαίμονα, πηγαίνοντας για την κοιλιά της Δομινίκης.
Αλλά δεν κατάφερε να φτάσει εκεί. Η Κορνηλία ήταν πολύ ζαλισμένη και αποπροσανατολισμένη, και η κίνησή της ήταν κάθε άλλο παρά τέλεια. Η λεπίδα της μπήχτηκε στον αριστερό μηρό της Δομινίκης, αρκετά εκατοστά κάτω απ’την κοιλιά της, νοτίζοντας τη φούστα του φορέματός της με αίμα.
Η Δομινίκη κραύγασε, και το όπλο της βγήκε απ’την τροχιά του. Δεν έσκισε το λαιμό της Κορνηλίας πέρα για πέρα, όπως ήθελε, αλλά τη χτύπησε εν μέρει στο λαιμό κι εν μέρει στο μάγουλο, κάνοντάς τη να πεταχτεί πίσω και να σωριαστεί στο χώμα. Τη λαβή του ξιφιδίου της η Κορνηλία την κράτησε γερά στη χούφτα της, και η λεπίδα τραβήχτηκε έξω απ’τον μηρό της Δομινίκης, η οποία ξανακραύγασε.
Τα δόντια της έτριξαν. Το πρόσωπό της είχε γίνει κατακόκκινο. Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της. Μια δολοφονική γυαλάδα υπήρχε στα μάτια της· μια γυαλάδα που υποδήλωνε πως η Δομινίκη είχε πλέον χάσει κάθε λογική –και κάθε επιθυμία πέρα απ’την επιθυμία για το θάνατο της Δούκισσας.
Η Κορνηλία, νιώθοντας την αναπνοή της γρήγορη, νιώθοντας τον αέρα να μπαινοβγαίνει σα φωτιά μέσα στα πνευμόνια της, προσπάθησε να σηκωθεί. Το χτυπημένο της πόδι, όμως, την ανάγκασε να ξαναπέσει· δεν μπορούσε να στηρίξει το βάρος της. Το γόνατό μου… Έχει σπάσει το γόνατό μου;
Η Δομινίκη ζύγωσε, κουτσαίνοντας. Η λεπίδα του ξιφιδίου της έσταζε αίμα. «Θα πεθάνεις εύκολα, Κορνηλία!» γρύλισε. «Σου αξίζει χειρότερος θάνατος –πολύ χειρότερος!»
Η Κορνηλία δεν μπορούσε να μιλήσει· ο λαιμός της ήταν κολλημένος. Το σώμα της έτρεμε. Η σκύλα έχει λυσσάξει…
Η Δομινίκη τής χίμησε, κρατώντας το ξιφίδιό της ανάστροφα, με τη λεπίδα προς τα κάτω. Η Κορνηλία πρόλαβε να υψώσει το ελεύθερό της χέρι και να πιάσει τον καρπό της αντιπάλου της, να σταματήσει το όπλο απ’το να φτάσει στο στήθος της. Έπειτα, επιχείρησε να χρησιμοποιήσει το δικό της ξιφίδιο, για να καρφώσει τη Δομινίκη στα πλευρά· βρήκε, όμως, ξαφνικά το γόνατο της Αρχιέρειας να πιέζει τον πήχη της πάνω στο χώμα, ακινητοποιώντας και το χέρι της και το όπλο.
«Όοχιι…!» έσκουξε η Κορνηλία, νιώθοντας τη φωνή της πνιγμένη. Το άλλο της χέρι κρατούσε γερά τον καρπό της Δομινίκης, για ν’απομακρύνει τη λεπίδα που αναζητούσε τη ζωή της. «Δομινίκη… σε παρακαλώ. Παραδίνομαι. Παραδίνομαι…»
«Όχι,» είπε η Δομινίκη, «δεν παραδίνεσαι, πόρνη! Πεθαίνεις!» Και τη γρονθοκόπησε καταπρόσωπο, μία, δύο, τρεις φορές.
Η Κορνηλία αισθάνθηκε τα δόντια της να τραντάζονται, γεύτηκε αίμα. Ούρλιαξε.
Τράβηξε με απεγνωσμένη δύναμη το παγιδευμένο της χέρι και το ελευθέρωσε απ’το γόνατο της Δομινίκης. Αλλά όχι και το ξιφίδιο μαζί. Δεν πείραζε, όμως· άρπαξε τυχαία ό,τι βρήκε πλάι της και το πέταξε καταπάνω στο πρόσωπο της αντιπάλου της. Χώμα και χαλίκια.
Η Δομινίκη έκλεισε τα μάτια, έβηξε.
Η Κορνηλία χαλάρωσε τη λαβή της επάνω στο δεξί χέρι της Αρχιέρειας· άφησε το ξιφίδιο να κατεβεί, αλλά αλλάζοντάς του κατεύθυνση, απότομα. Η λεπίδα μπήχτηκε στο έδαφος.
Η Δομινίκη άρπαξε το σαγόνι της Κορνηλίας ανάμεσα στα δάχτυλα του αριστερού της χεριού και πίεσε το κεφάλι της προς τα κάτω, μες στο χώμα. Ο πόνος που τύλιξε τη Δούκισσα ήταν απερίγραπτος· τα δόντια της, το σαγόνι της, το τραυματισμένο της μάγουλο, όλα διαμαρτύρονταν έντονα.
Η Δομινίκη ξεκάρφωσε το ξιφίδιό της απ’το χώμα, και η Κορνηλία ήξερε πως αυτό ήταν: θα με σκοτώσει, θα με σκοτώσει, θα με σκοτώσει! Πανικός την κατέλαβε. Πού είναι το ξιφίδιό μου; Το ξιφίδιό μου! Η σκέψη πέρασε σαν αστραπή απ’το νου της. Το χέρι της αναζήτησε τη λαβή του όπλου πίσω απ’το γόνατο της Δομινίκης. Τη βρήκε. Την άρπαξε. Ύψωσε τη λεπίδα, τυχαία.
Η Δομινίκη κραύγασε, κάνοντας πίσω το κεφάλι. Η Κορνηλία είδε το ξιφίδιο να τρέμει στο χέρι της Αρχιέρειας, καθώς ήταν σηκωμένο πάνω απ’τον ώμο της.
Η λεπίδα της Δούκισσας είχε μπηχτεί στα πίσω αριστερά πλευρά της Δομινίκης.
Η Αρχιέρεια κατέβασε το όπλο της προς το κεφάλι της Κορνηλίας. Η λάμα του καρφώθηκε στα μαλλιά της, και στο χώμα από κάτω. Το δέρμα της το έγδαρε μόνο.
Η Κορνηλία έστριψε το όπλο της μέσα στο σώμα της Δομινίκης, κάνοντάς τη να κραυγάσει ξανά, ν’αφήσει το καρφωμένο της ξιφίδιο, και να φέρει, σπασμωδικά, τα χέρια της προς τα πίσω, σα να προσπαθούσε να βρει και να τραβήξει έξω τη λεπίδα. Η Κορνηλία τη βοήθησε, τραβώντας η ίδια έξω το ξιφίδιο –και μετά, μπήγοντάς το ευθεία ανάμεσα στα στήθη της Δομινίκης. Εκείνη έβγαλε μια πνιχτή φωνή, και αίμα έτρεξε απ’το στόμα και τη μύτη της. Η δύναμή της είχε χαθεί· η Κορνηλία μπορούσε να το αισθανθεί, καθώς η Αρχιέρεια δεν πάλευε πλέον. Την έσπρωξε και, με κόπο, κατάφερε να την πετάξει από πάνω της και στο πλάι. Η Δομινίκη έκανε μερικούς σπασμούς και, μετά, έπαψε να κινείται.
Η Κορνηλία επίσης δεν κινιόταν, αλλά ανέπνεε, ανέπνεε, ανέπνεε, προσπαθώντας να γεμίσει τα πνευμόνια της με όσο το δυνατόν περισσότερο αέρα, σαν πριν να ασφυκτιούσε.
Απόμακρα, μπορούσε πάλι ν’ακούσει τις ιαχές της μάχης.
Οι στρατιώτες της συνοδείας ήταν σιωπηλοί γύρω της.
Σκότωσα τη γυναίκα του Λούσιου. Ω θεοί, τη σκότωσα…
Ο Αυγερινός διάλεξε ένα τρίκυκλο όχημα από το γκαράζ του παλατιού. Είχε γυάλινο σκέπαστρο, και η μπροστινή του μεριά ήταν στενή και αιχμηρή, ενώ η πίσω πλατιά και τετράγωνη. Οι τροχοί του ήταν χοντροί και σχεδιασμένοι για ταξίδι σε εδάφη (μέχρι ενός σημείου) ανώμαλα.
Η Αγάθη κάθισε στη θέση του οδηγού και ο Αυγερινός στην πίσω μεριά του οχήματος. «Σίγουρα ξέρεις να οδηγείς;» τη ρώτησε.
«Εσύ τι λες, να σου έκανα πλάκα πριν;» αποκρίθηκε εκείνη.
Βγήκαν απ’το παλάτι και διέσχισαν τις μεγάλες λεωφόρους της Απαστράπτουσας. Ανέβηκαν στη μία από τις τρεις γέφυρες του ποταμού Οροκέλωρα και συνέχισαν στην αντικρινή όχθη, όπου απλωνόταν το νότιο μισό της πρωτεύουσας (το οποίο ήταν και σαφώς μικρότερο από το βόρειο).
Ο Αυγερινός παρατήρησε, μέχρι στιγμής, ότι η Αγάθη δεν είχε πει ψέματα. Πράγματι, γνώριζε να οδηγεί, αν και ήταν λιγάκι βιαστική ως οδηγός. Αναρωτιέμαι, όμως, αν έχει ποτέ της οδηγήσει και έξω από την πόλη…
Το όχημά τους βγήκε απ’την Απαστράπτουσα και ακολούθησε τον εξοχικό δρόμο.
«Έχεις ξαναπάει στη Μακρόπολη;» ρώτησε ο Αυγερινός.
«Όχι,» απάντησε η Αγάθη. «Εσύ;»
«Ούτε.»
«Υπάρχει χάρτης, έτσι;» Η Αγάθη σκάλισε με το ένα χέρι τη μικρή κονσόλα πλάι στο τιμόνι, και στην οθόνη παρουσιάστηκε ο χάρτης της Απολλώνιας, επάνω στον οποίο φαίνονταν οι σημαντικότερες πόλεις του βασιλείου, καθώς και μια κόκκινη κουκίδα που συμβόλιζε το τρίκυκλο όχημα.
«Όπως βλέπεις, υπάρχει,» είπε ο Αυγερινός.
Η Αγάθη επιτάχυνε, καθώς δεν είχε κίνηση στο δρόμο· και, όσο απομακρύνονταν απ’την Απαστράπτουσα, τα οικοδομήματα λιγόστευαν γύρω τους και οι ερημιές πλήθαιναν: δάση, πεδιάδες, και χαμηλοί λόφοι. Κρωξίματα και τιτιβίσματα αντηχούσαν, και, κάπου-κάπου, έβλεπαν πουλιά να φτερουγίζουν ανάμεσα στα δέντρα, πάνω από τις ανοιχτές εκτάσεις, ή από τη μια λοφοκορφή στην άλλη.
Στις μία το μεσημέρι, έφτασαν σε μια μεγάλη διχάλα του εξοχικού δρόμου, όπου υπήρχε ένα πανδοχείο, ένα πρατήριο, και μερικά άλλα καταστήματα. Ένας μικρός οικισμός είχε αναπτυχθεί εδώ, για προφανείς λόγους: το σημείο πρέπει να ήταν πολύ περαστικό. Ο Αυγερινός και η Αγάθη, βέβαια, δε σκόπευαν να σταματήσουν· η δεύτερη έστριψε το όχημά τους και ακολούθησε το βορειοδυτικό παρακλάδι της διχάλας.
«Στη Λακράνη έχεις ξαναπάει;» ρώτησε.
«Όχι,» είπε ο Αυγερινός. «Εσύ;»
Η Αγάθη μειδίασε. «Ούτε.» Και γέλασε. «Φαίνεται πως ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος έκανε το λάθος να στείλει δύο ανθρώπους που δεν έχουν ποτέ τους βγει από την Απαστράπτουσα!»
«Δε νομίζω πως έκανε λάθος. Δεν είχε άλλη επιλ–»
«Αστειευόμουν, για όνομα του Απόλλωνα! Δεν τα πας καλά με τ’αστεία, ε;»
«Ίσως…» παραδέχτηκε ο Αυγερινός.
«Τι ‘ίσως’…»
Η ώρα κυλούσε μαζί με τους τροχούς του τρίκυκλου οχήματός τους, και περνούσε μαζί με τα δέντρα και τις ερημιές γύρω τους. Πήγε δύο μετά το μεσημέρι, και οι τόποι που διέσχιζαν άρχισαν να αποκτούν περισσότερα οικοδομήματα και οικισμούς.
Ο Αυγερινός κοίταξε τον χάρτη. Πλησιάζουμε στη Λακράνη· και, μάλλον, η Αγάθη σκοπεύει να μας πάει μέχρι εκεί, προτού σταματήσει για να ξεκουραστεί. Οδηγούσε ήδη τρεισήμισι ώρες· πρέπει να ήταν πολύ κουρασμένη. Γι’αυτό κιόλας, υποπτευόταν ο Αυγερινός, ήταν τελείως σιωπηλή πλέον.
Η Λακράνη ήταν μια πόλη σαφώς μικρότερη από την Απαστράπτουσα και οικοδομημένη στις νότιες όχθες του ποταμού Οροκέλωρα. Το τρίκυκλο όχημα του Αυγερινού και της Αγάθης έφτασε στη νότια μεριά της λίγο μετά τις δυόμισι το μεσημέρι. Σταμάτησε, κάνοντας τις ρόδες του να τρίξουν.
Η Αγάθη έδειξε ένα πανδοχείο, που στον πρώτο του όροφο υπήρχε μια μεγάλη επιγραφή, η οποία, μάλλον, άναβε το βράδυ, αλλά τώρα ήταν σβηστή: ΤΟ ΣΤΕΚΙ ΤΟΥ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗ. Δίπλα του, υπήρχε ένα σκεπαστό γκαράζ με κάμποσα οχήματα σταθμευμένα.
«Πάμε για φαγητό εκεί;»
«Πρέπει νάναι πολυσύχναστο μέρος,» παρατήρησε ο Αυγερινός. «Είναι το πρώτο πράγμα που βλέπεις όταν έρχεσαι στην πόλη από τούτη τη μεριά.»
Η Αγάθη ανασήκωσε τους ώμους. «Έχεις κάτι ενάντια στα πολυσύχναστα μέρη;»
«Τίποτα απολύτως. Εκτός αν δε βρίσκουμε χώρο να καθίσουμε με την ησυχία μας.»
«Ας το μάθουμε…»
Η Αγάθη οδήγησε, αργά, το όχημά τους μέχρι το γκαράζ. Το άφησαν εκεί, δίνοντας τα στοιχεία τους σ’έναν απ’τους άντρες που φυλούσαν το χώρο. Ύστερα, μπήκαν στην τραπεζαρία του πανδοχείου, η οποία, αν και είχε κόσμο, δεν ήταν τόσο γεμάτη ώστε να μη μπορούν να βρουν μέρος να καθίσουν με την άνεσή τους. Επέλεξαν ένα τραπέζι κοντά στο παράθυρο και περίμεναν κάποιον σερβιτόρο να έρθει. Όταν ήρθε, παράγγειλαν φαγητό και του είπαν πως θα ήθελαν να κλείσουν ένα δωμάτιο για το μεσημέρι· πράγμα το οποίο, σύντομα, κανονίστηκε.
«Θα οδηγήσω εγώ το απόγευμα,» είπε ο Αυγερινός, καθώς έτρωγαν.
«Αν είναι να οδηγείς εσύ, τότε γιατί ήρθα μαζί σου;»
«Αγάθη, οδηγείς τέσσερις ώρες…»
«Μπορώ να οδηγήσω άλλες τόσες, αν κοιμηθώ λίγο και ξεκουραστώ.»
«Κι εγώ μπορώ να οδηγήσω· ο ώμος μου δε μ’εμποδίζει.»
«Ναι, αλλά–»
«Θα οδηγήσω, τουλάχιστον, για δύο ώρες,» δήλωσε ο Αυγερινός, με τρόπο που έλεγε ότι δε θα ανεχόταν καμία διαφωνία επί του θέματος.
«Εντάξει,» είπε η Αγάθη, «όπως θέλεις.»
Το δωμάτιό τους ήταν στον δεύτερο όροφο του πανδοχείου και είχε θέα προς τη Δύση, πράγμα που σημαίνει πως, όταν ανέβηκαν, το χτυπούσε ο ήλιος. Η αντηλιά που ερχόταν από το τζάμι του παραθύρου ήταν τόσο δυνατή ώστε να ενοχλεί τα μάτια. Η Αγάθη κατέβασε τις γρίλιες.
«Τώρα,» είπε, «είναι καλύτερα.» Τράβηξε το πιστόλι απ’το παντελόνι της και το άφησε στο κομοδίνο. Έβγαλε τις μπότες, το γιλέκο της, και τη μάλλινή της μπλούζα και ξάπλωσε στο κρεβάτι, ανάσκελα. Φορούσε έναν στενό και σφιχτό στηθόδεσμο, δεν μπόρεσε παρά να παρατηρήσει ο Αυγερινός· τα στήθη της ορθώνονταν σαν ομαλοί, καμπυλωτοί λοφίσκοι, τέλεια πλασμένοι.
«Θα κοιμηθούμε;» ρώτησε η Αγάθη. «Ή,» πρόσθεσε, χαμογελώντας πονηρά, «το μυαλό σου πάει αλλού;»
«Είπες ότι είσαι κουρασμένη απ’την οδήγηση, έτσι δεν είπες;»
«Δεν είπα ποτέ τέτοιο πράγμα,» διευκρίνισε η Αγάθη. «Αισθάνομαι, όμως, τη μέση μου πιασμένη από το κάθισμα, τόσες ώρες· και δεν μπορώ να σκεφτώ καμια καλύτερη άσκηση για να ξεπιαστώ…»
Ο Αυγερινός γέλασε. Έβγαλε το μαντίλι όπου ήταν περασμένος ο δεξής του πήχης, για να κρατιέται ακινητοποιημένος ο ώμος του, και το έριξε στο κομοδίνο, σκεπάζοντας το πιστόλι της Αγάθης. «Είσαι παράξενο πλασματάκι,» είπε, σκύβοντας από πάνω της και γεμίζοντας τις χούφτες του με τους τέλεια καμπυλωτούς, μαλακούς της λοφίσκους. Αισθάνθηκε τις θηλές να σκληραίνουν μέσα στα χέρια του.
«Σταμάτα να το λες αυτό,» αποκρίθηκε η Αγάθη· «με κάνεις να νιώθω αμήχανα.»
*
Το απόγευμα πήραν το τρίκυκλο όχημά τους από το γκαράζ του πανδοχείου και έφυγαν από τη Λακράνη, ακολουθώντας τον εξοχικό δρόμο προς τα νοτιοδυτικά. Αυτή τη φορά, στο τιμόνι ήταν ο Αυγερινός, χρησιμοποιώντας κυρίως το αριστερό του χέρι και ελάχιστα το δεξί με τον τραυματισμένο ώμο. Η Αγάθη καθόταν στο πίσω κάθισμα, μαζί με τα πράγματά τους.
Το φως της ημέρας είχε αρχίσει να μειώνεται, καθώς το χειμώνα σκοτείνιαζε νωρίς στην Απολλώνια, αλλά δεν ήταν ακόμα νύχτα· δε χρειαζόταν ν’ανάψουν τους προβολείς του οχήματός τους για να βλέπουν το δρόμο. Οι τόποι γύρω τους ήταν και πάλι ερημικοί, κι απόμακρα ακουγόταν, κάπου-κάπου, το αλύχτημα κανενός λύκου.
Μετά από καμια ώρα, όμως, ακούστηκε κι ένας άλλος θόρυβος: ένας αφύσικος θόρυβος για τούτα τα μέρη. Ο θόρυβος από μηχανές οχημάτων. Όχι ενός ή δύο οχημάτων, που τύχαινε να περνούν από τον εξοχικό δρόμο την ίδια στιγμή με τον Αυγερινό και την Αγάθη, αλλά πολλών οχημάτων, τα οποία έρχονταν από κάθετους χωματόδρομους κι ανάμεσα από τα δέντρα κι άρχιζαν να τους καταδιώκουν. Δίκυκλα, με αναβάτες που φορούσαν κλειστά κράνη.
«Τι κάνουν αυτοί;» απόρησε η Αγάθη, κοιτάζοντας γύρω-γύρω.
Ο Αυγερινός ατένισε έναν συγκεκριμένο από τους αναβάτες: μια γυναίκα με μαύρη, δερμάτινη στολή και μαύρο χιτώνα που ανέμιζε σαν μανδύας. Τα μάτια του γυάλισαν με μια γαλανή γυαλάδα. «Ιέρεια του Μαύρου Νάρζουλ…» είπε.
«Τι πράγμα;» ρώτησε η Αγάθη. «Πώς το ξέρεις;»
«Το ξέρω.» Επιτάχυνε, καθώς τα δίκυκλα προσπαθούσαν να τους περικυκλώσουν. «Πρέπει νάρθεις να οδηγήσεις εσύ, Αγάθη. Και νάχεις το κεφάλι σου κατεβασμένο.»
«Γιατί;»
Ένας πυροβολισμός αντήχησε, και μια γωνία του γυάλινου σκέπαστρου του τρίκυκλου έσπασε.
«Εντάξει, καταλαβαίνω.» Η Αγάθη πήγε μπροστά, για να καθίσει στη θέση του οδηγού, και ο Αυγερινός πήγε στο πίσω κάθισμα. Εν τω μεταξύ, άλλοι δύο πυροβολισμοί αντήχησαν.
Ο Αυγερινός όπλισε το τουφέκι του και είπε: «Προσπάθησε να τους πετάξεις έξω απ’το δρόμο.» Πατώντας ένα κουμπί, άνοιξε το πίσω μέρος του σκέπαστρου και πυροβόλησε το δίκυκλο που βρισκόταν πιο κοντά τους, σπάζοντας έναν απ’τους τροχούς του και σωριάζοντας τον αναβάτη.
«Να τους πετάξω έξω απ’το δρόμο;» ρώτησε η Αγάθη. «Πώς;»
«Χτυπώντας τους με το όχημά μας.»
«Εννοείς να συγκρουστώ μαζί τους;»
Πυροβολισμοί αντηχούσαν, γυάλινα κομμάτια απ’το σκέπαστρο εκτοξεύονταν από δω κι από κει· η Αγάθη κι ο Αυγερινός είχαν τα κεφάλια τους κατεβασμένα, προσπαθώντας να καλυφτούν όσο καλύτερα μπορούσαν. Ο δεύτερος πυροβόλησε έναν αναβάτη, πετυχαίνοντάς τον στα πλευρά και κάνοντάς τον ν’ανατραπεί.
«Ναι,» είπε στην Αγάθη. «Ακριβώς αυτό εννοώ.»
Ο Αυγερινός είδε την ιέρεια να κάνει νεύματα στους υπόλοιπους –οι οποίοι πρέπει να ήταν, συνολικά, έξι ακόμα, όπως τους υπολόγιζε–, για να περικυκλώσουν το τρίκυκλο. Προσπάθησε να τη στοχεύσει και να την πυροβολήσει, μα δεν ήταν εύκολο, γιατί η καταραμένη έκανε συνεχώς ζικ-ζακ, έμπειρη προφανώς στην οδήγηση δίκυκλου. Ωστόσο, ο Αυγερινός πάτησε τη σκανδάλη, μία, δύο φορές. Οι σφαίρες του αστόχησαν: η πρώτη χάθηκε μες στα δέντρα, η δεύτερη χτύπησε στο λιθόστρωτο του δρόμου.
Οι αναβάτες των δίκυκλων ζύγωσαν από γύρω, δύο από δεξιά και δύο από αριστερά, κι οι άλλοι δύο ν’ακολουθούν. Κρατώντας πιστόλι στο ένα χέρι, πυροβολούσαν. Οι ριπές τους φώτιζαν το αυξανόμενο σκοτάδι της υπαίθρου. Ο Αυγερινός χτύπησε έναν απ’αυτούς με το τουφέκι του, σπάζοντάς το κράνος του και σκοτώνοντάς τον.
Ένας άλλος ζύγωσε επικίνδυνα, απ’τα πλάγια. Ο Αυγερινός τον πυροβόλησε κι αυτόν, χωρίς ν’αστοχήσει. Ο επόμενος, όμως, κατάφερε να πηδήσει πάνω στο τρίκυκλο και να γαντζωθεί με το ένα χέρι. Στο άλλο χέρι κρατούσε το πιστόλι του, και έστρεψε την κάννη προς την Αγάθη –εξουδετερώνοντας τον οδηγό, εξουδετερώνεις το όχημα.
Ο Αυγερινός χτύπησε τον πήχη του άντρα με το πίσω του τουφεκιού του. Η σφαίρα αστόχησε· έσπασε άλλο ένα κομμάτι του μπροστινού (και κλειστού) μέρους του σκέπαστρου.
Ο Αυγερινός άκουσε πίσω του τον δυνατό θόρυβο της μηχανής ενός δίκυκλου να πλησιάζει. Έρχεται για να με πυροβολήσει στην πλάτη, συνειδητοποίησε, και έπεσε ανάσκελα πάνω στο πισινό κάθισμα, λίγο προτού αντηχήσει ο πυροβολισμός.
Η σφαίρα πέτυχε τον κρανοφόρο άντρα που ήταν γαντζωμένος στο τρίκυκλο, στέλνοντάς τον κάτω.
Η Αγάθη κίνησε το όχημα πλευρικά, κοπανώντας το, απότομα και δυνατά, πάνω στο δίκυκλο που είχε πλησιάσει. Ο αναβάτης έχασε την ισορροπία του και σωριάστηκε με μια κραυγή.
«Δεν ήταν και τόσο δύσκολο!» φώναξε η Αγάθη στον Αυγερινό.
Αυτή η κοπέλα, σκέφτηκε ο Αυγερινός, έχει την κακιά συνήθεια να το παίρνει πάντα επάνω της.
Άκουσε τα δίκυκλα να επιταχύνουν. Να επιταχύνουν παράτολμα, τρέχοντας πολύ περισσότερο από πριν. Οι μηχανές τους μούγκριζαν σαν θηρία, μοιάζοντας να είναι έτοιμες να εκραγούν· οι τροχοί τους γρύλιζαν δαιμονισμένα στο λιθόστρωτο του δρόμου, κι εύκολα κανείς θα μπορούσε να τους φανταστεί ν’αφήνουν γραμμές επάνω του, σχίζοντας τις επεξεργασμένες πέτρες.
Είναι αποφασισμένοι να μας σταματήσουν, παρατήρησε ο Αυγερινός. Δεν πρόκειται να τα παρατήσουν, μέχρι να μας σκοτώσουν ή να πεθάνουν οι ίδιοι. Απορώ πώς ακριβώς μας εντόπισαν και τι– Αλλά αυτές ήταν σκέψεις για μια άλλη στιγμή. Βλέποντας τα δίκυκλα να τους κυκλώνουν, ανασηκώθηκε πάνω στο πίσω κάθισμα και πυροβόλησε με το τουφέκι του, εξαπολύοντας απανωτές ριπές καταπάνω στους διώκτες τους.
Οι σφαίρες χτυπούσαν κι εξοστρακίζονταν πάνω στον δρόμο· ο μπροστινός τροχός ενός δίκυκλου έσπασε: το όχημα τινάχτηκε, κάνοντας τούμπα· ο αναβάτης του κατέληξε πάνω σ’έναν φράχτη.
Η Αγάθη κίνησε το τρίκυκλο προς έναν άλλο καβαλάρη, που βρισκόταν στ’αριστερά τους. Εκείνος πυροβόλησε, απανωτά· ο Αυγερινός έσκυψε· η Αγάθη έσκυψε επίσης, εξακολουθώντας να έχει τα χέρια της στο τιμόνι και να το έχει γυρισμένο. Το όχημά τους χτύπησε, άγρια, πάνω στο δίκυκλο. Ένας δυνατός κρότος αντήχησε –ο ήχος της σύγκρουσης μετάλλων–, και ο αναβάτης βρέθηκε πάνω στο καταχτυπημένο γυάλινο σκέπαστρο, ενώ το όχημά του έμενε πίσω και ανατρεπόταν.
Ο κρανοφόρος άντρας δεν ήταν νεκρός, ούτε αναίσθητος· ευτυχώς, όμως, του είχε πέσει το πιστόλι του, παρατήρησε ο Αυγερινός. Ωστόσο, αυτό δεν έμοιαζε να τον σταματά. Τραβώντας ένα μακρύ μαχαίρι, έσπασε το σκέπαστρο πάνω απ’την Αγάθη και με το ένα χέρι την άρπαξε απ’τα μαλλιά· με το άλλο, πλησίασε τη λεπίδα του στο λαιμό της. Εκείνη ούρλιαξε, ξέφρενα. Το τρίκυκλο έκανε πέρα-δώθε, καθώς έχασε τον έλεγχό της στο τιμόνι· κοπάνησε πάνω στο δίκυκλο που ερχόταν από τα δεξιά, αλλά όχι μ’αρκετή δύναμη ώστε να το ανατρέψει.
Ο Αυγερινός –έχοντας αλλάξει γεμιστήρα στο τουφέκι του, γιατί ο προηγούμενος, ύστερα από τις απανωτές ριπές, είχε τελειώσει– πυροβόλησε τον κρανοφόρο άντρα στα πλευρά, προτού προλάβει να μαχαιρώσει την Αγάθη. Οι σφαίρες τον έστειλαν στο δρόμο και κάτω απ’τις ρόδες του τρίκυκλου, το οποίο αναπήδησε, περνώντας πάνω απ’το σώμα του και τσακίζοντάς το.
–Ένας θόρυβος από πίσω!
Ο Αυγερινός στράφηκε, για να δει την ιέρεια να έχει πηδήσει πάνω στο όχημα. Είχε βγάλει το κράνος της, αποκαλύπτοντας κοντά, αστραφτερά, ξανθά μαλλιά και μακρύ, χρυσόδερμο πρόσωπο. Στο χέρι της κρατούσε ένα πιστόλι.
Πυροβόλησε.
Ο Αυγερινός είχε ήδη πεταχτεί στο πλάι, και η σφαίρα πρέπει να κατέληξε κάπου στη βάση του μπροστινού καθίσματος. Η Αγάθη δεν ακούστηκε να κραυγάζει, κι αυτό ήταν θετικό σημάδι –σημάδι ότι δεν είχε χτυπηθεί.
Ο Αυγερινός έκανε να στρέψει το τουφέκι του προς την ιέρεια· εκείνη το κλότσησε, καθώς στεκόταν πιο ψηλά απ’αυτόν, πάνω απ’το πισινό κάθισμα του οχήματος. Η κάννη του όπλου έφυγε απ’τη σωστή κατεύθυνση, στράφηκε στον ουρανό· και δεν υπήρχε χρόνος ο Αυγερινός να ξαναγυρίσει το τουφέκι προς τα εκεί όπου ήθελε: η ιέρεια τον σημάδευε–
Της άρπαξε τον αστράγαλο και την τράβηξε.
Η ριπή αστόχησε, πηγαίνοντας στον αέρα. Η γυναίκα έπεσε γρυλίζοντας μες στο όχημα.
Ο αναβάτης του μοναδικού δίκυκλου που απέμεινε να τους ακολουθεί πυροβόλησε, αστοχώντας το κεφάλι του Αυγερινού.
Κραυγάζοντας, η Αγάθη οδήγησε πλευρικά το όχημά τους, καταπάνω του, ενώ οι ριπές του διέλυαν τη μπροστινή μεριά του γυάλινου σκέπαστρου. Το δίκυκλο χτυπήθηκε και ανατράπηκε, αλλά και το τρίκυκλο έχασε την πορεία του, και η Αγάθη ίσα που πρόλαβε να το στρίψει, ώστε να μην κοπανήσει πάνω στον κορμό ενός δέντρου.
Η ιέρεια του Μαύρου Νάρζουλ είχε χάσει το πιστόλι της, κι επιχείρησε να το ξαναπιάσει, καθώς ήταν πεσμένο κάτω απ’το πισινό κάθισμα. Ο Αυγερινός τη γρονθοκόπησε καταπρόσωπο, κάνοντας το κεφάλι της να γυρίσει απότομα και αίμα να πεταχτεί απ’τη μύτη της. Εκείνη τράβηξε ένα κυρτό ξιφίδιο μέσα απ’τον χιτώνα της, για να τον μαχαιρώσει στα πλευρά. Ο Αυγερινός τής έπιασε τον καρπό, σταματώντας τη λεπίδα, ενώ, συγχρόνως, το άλλο του χέρι πήγε στη ζώνη της και την κράτησε γερά.
Η γυναίκα δεν ήταν βαριά· ο Αυγερινός κατάφερε να τη σηκώσει, γρήγορα, και να την πετάξει έξω απ’το όχημα, ενώ εκείνη ούρλιαζε και καταριόταν.
Ύστερα, ο Αυγερινός διπλώθηκε απ’τον πόνο στον τραυματισμένο δεξή ώμο του. Γιατί μπορεί η ιέρεια να την ελαφριά, μα εκείνος δεν ήταν ακόμα έτοιμος να σηκώσει τόσο βάρος.
«Τελειώσαμε μ’αυτούς τους καταραμένους;» ρώτησε η Αγάθη, ξέπνοα· η φωνή της έτρεμε. Η επίθεση πρέπει να την είχε τρομοκρατήσει, ίσως περισσότερο κι από τα γεγονότα στα βαθιά υπόγεια του παλατιού της Απαστράπτουσας.
«Έτσι φαίνεται,» μούγκρισε ο Αυγερινός.
«Πώς μας βρήκαν; Ήξεραν ποιοι είμαστε; Ήξεραν πού πηγαίνουμε και τι πάμε να κάνουμε;»
«Υποθέτω πως ναι· ή ίσως να ήξεραν στο περίπου.»
«Τι εννοείς;»
«Το παλάτι της Απαστράπτουσας δεν είναι απόλυτα ασφαλές ακόμα, Αγάθη. Εξακολουθούν να υπάρχουν μέσα του υποστηρικτές του Λούσιου και ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ. Κάποιος απ’αυτούς πρέπει να έδωσε την πληροφορία για εμάς, και τούτοι δω μας κυνήγησαν για να μας σταματήσουν. Ακόμα και να μη γνώριζαν ακριβώς πού πηγαίνουμε, μάλλον πίστευαν ότι θα άξιζε να μας εμποδίσουν απ’το να φέρουμε σε πέρας την αποστολή του Πρίγκιπα Ανδρόνικου.»
«Αυτό σημαίνει ότι ίσως να μας κυνηγήσουν κι άλλοι, αργότερα,» συμπέρανε η Αγάθη.
«Φοβάμαι πως έχεις δίκιο.» Ο Αυγερινός πάτησε το κουμπί που έκλεινε την πίσω μεριά του σκέπαστρου.
*
Οι προβολείς του τρίκυκλου οχήματος φώτιζαν τα σκοτάδια του εξοχικού δρόμου, καθώς ο ήλιος είχε πλέον δύσει. Κρύος αέρας έμπαινε από το σπασμένο γυάλινο σκέπαστρο.
«Δε νομίζω ότι μπορούμε να φτάσουμε στη Μακρόπολη απόψε,» παρατήρησε ο Αυγερινός, κοιτάζοντας τον χάρτη στη μικρή οθόνη πλάι στο τιμόνι.
«Και τι προτείνεις;» είπε η Αγάθη, η οποία εξακολουθούσε να οδηγεί. «Να διανυκτερεύσουμε εδώ πέρα; Μ’αυτούς τους παλαβούς που μας κυνηγάνε;»
«Υπολόγισε την απόστασή μας από τη Μακρόπολη.»
Η Αγάθη αναστέναξε, και πάτησε μερικά πλήκτρα της μικρής κονσόλας. Η ένδειξη 407 ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΑ παρουσιάστηκε κάτω απ’τον χάρτη.
«Πιστεύεις ότι μπορείς να κάνεις άλλα τετρακόσια-εφτά χιλιόμετρα απόψε;» είπε ο Αυγερινός.
«Μα, δεν το βλέπεις ότι είναι αδύνατον να σταματήσουμε;» σχεδόν φώναξε η Αγάθη.
«Δε μας κυνηγά κανένας, αυτή τη στιγμή,» είπε ο Αυγερινός, κοιτάζοντας πίσω.
«Και πάλι, είναι επικίνδυνο.»
«Τουλάχιστον, δώσε σε μένα να οδηγήσω για κάποια ώρα, και συνεχίζεις μετά.»
Η Αγάθη τον κοίταξε, φευγαλέα, πάνω απ’τον ώμο της. Έστρεψε πάλι το κεφάλι μπροστά. «Εντάξει,» συμφώνησε.
Ο Αυγερινός την αντικατέστησε στη θέση του οδηγού. «Θα οδηγήσω καμια-δυο ώρες, κι ύστερα θ’αναλάβεις εσύ. Έτσι, θα φτάσουμε στη Μακρόπολη μέχρι…» έκανε έναν γρήγορο υπολογισμό με το μυαλό του, «μέχρι τα μεσάνυχτα, υποθέτω. Και θα είμαστε, φυσικά, κι οι δύο εξουθενωμένοι· δε θα μπορούμε να πάμε να βρούμε τον Δαίδαλο.»
«Γιατί;» ρώτησε η Αγάθη. «Πού είναι αυτός ο Δαίδαλος;»
«Δε θες να μάθεις.»
*
Ο δρόμος προς τη Μακρόπολη ήταν μακρύς, και κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το κυριολεκτικό σκέλος ήταν προφανές και οφειλόταν στο μήκος του· το μεταφορικό σκέλος οφειλόταν στο ότι ο Αυγερινός και η Αγάθη δεν ήξεραν από πού πιθανώς να παρουσιαζόταν κάποιος εχθρός. Όσο ταξίδευαν, συνάντησαν μερικούς οικισμούς και μικρές πόλεις, καθώς και πανδοχεία στο πλάι του εξοχικού δρόμου· κανένας απ’τους δυο τους, όμως, δε συζήτησε το ενδεχόμενο να σταματήσουν εκεί. Ο Αυγερινός ήταν βέβαιος ότι η Αγάθη ποτέ δε θα συμφωνούσε σε κάτι τέτοιο: η καταδίωξη των ακόλουθων του Μαύρου Νάρζουλ την είχε τρομάξει· και ίσως να είχε δίκιο που ήταν επιφυλακτική. Δεν ξέρουμε μέχρι πού φτάνει η επιρροή τους. Το μόνο σίγουρο είναι ότι φτάνει μακριά.
Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος θα δυσκολευτεί να σώσει τούτο το βασίλειο από τον εαυτό του.
Παρ’όλ’αυτά, δε βρήκαν άλλους καβαλάρηδες να τους καταδιώκουν. Ούτε κανείς προσπάθησε με οποιονδήποτε τρόπο να τους σταματήσει απ’το να φτάσουν στη Μακρόπολη. Και, όταν μπήκαν στους δρόμους της, πλησίαζαν μεσάνυχτα.
Η Αγάθη –που τώρα οδηγούσε– μείωσε την ταχύτητα του οχήματός τους.
Στις λεωφόρους της Μακρόπολης υπήρχε αρκετή κίνηση, παρά το προχωρημένο της ώρας· και παντού γύρω φωτεινές πινακίδες διέλυαν το σκοτάδι της νύχτας, καθώς και δυνατά φώτα. Σε ορισμένα σημεία, υπήρχαν γιγαντο-οθόνες που έδειχναν τι γινόταν στο εσωτερικό καταστημάτων. Στον ουρανό, πάνω και ανάμεσα από τις πολυκατοικίες, πετούσαν μπαλόνια, από τα οποία κρέμονταν πανό με διαφημίσεις.
«Γουάου…» έκανε η Αγάθη, παρά την κούρασή της. «Ήξερα ότι η Μακρόπολη έχει πολλή φασαρία τις νύχτες, μα δεν περίμενα τα πράγματα νάναι κι έτσι.
»Προς τα πού πηγαίνουμε;» ρώτησε τον Αυγερινό, κοιτάζοντάς τον πάνω απ’τον ώμο της.
«Στο Κέντρο.»
«Και πού είναι το Κέντρο;»
Ο Αυγερινός έβγαλε έναν χάρτη απ’τον σάκο του. Τον ξετύλιξε και τον διάβασε. «Προς τα εκεί,» είπε, δείχνοντας έναν δρόμο δεξιά.
Η Αγάθη έστριψε.
«Εε!» ακούστηκε κάποιος οδηγός να της φωνάζει. «Δε βλέπεις πού πας, κοπελιά; Στραβή είσαι;»
Η Αγάθη τον άφησε πίσω, περνώντας το τρίκυκλο ανάμεσα από δύο άλλα οχήματα. «Ποιο ήταν το πρόβλημά του;»
«Νομίζω,» είπε ο Αυγερινός, «ότι, προσπερνώντας τον, του χτυπήσαμε έναν τροχό, αν και καμια ζημιά δεν πρέπει να έγινε. Εσύ δεν είπες, όμως, ότι ξέρεις να οδηγείς;» την πείραξε.
«Το αμφιβάλλεις;» Έμοιαζε έτοιμη να τον βρίσει.
Ο Αυγερινός μειδίασε.
Κι ύστερα, έφτασαν σ’ένα μέρος που δεν μπορεί παρά να ήταν το Κέντρο της Μακρόπολης. Δύο μεγάλα πάρκα υπήρχαν εδώ, και ενεργειακές λάμπες ήταν αναμμένες παντού, έχοντας διάφορα χρώματα. Ορισμένες αναβόσβηναν ρυθμικά· άλλες ήταν σταθερές στο φωτισμό τους.
«Κάνε το γύρο,» είπε ο Αυγερινός στην Αγάθη.
Εκείνη υπάκουσε. «Πού θα σταματήσουμε; Έχεις κάποιο συγκεκριμένο μέρος κατά νου;»
«Ναι. Αυτό.» Υψώνοντας το χέρι του, έδειξε ένα πολυώροφο χτίριο που η πινακίδα του έγραφε: ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ «Ο ΕΙΡΗΝΙΣΤΗΣ». Έμοιαζε με κόσμημα, καθώς τα φώτα των παραθύρων του λαμπύριζαν μέσα στη νύχτα.
Η Αγάθη συνοφρυώθηκε. «Νομίζω ότι το έχω ξαναδεί κάπου… Σ’ένα περιοδικό. Ναι. Μια φωτογραφία σ’ένα περιοδικό. Πρέπει να είναι καλό ξενοδοχείο, και πολύ γνωστό.»
Στο γκαράζ του Ειρηνιστή, ένας άντρας ντυμένος με επίσημη στολή τούς ρώτησε: «Τι έπαθε το όχημά σας; Ατύχημα;» Κοιτούσε το σπασμένο μπροστινό μέρος του γυάλινου σκέπαστρου.
Η Αγάθη φάνηκε αμήχανη, αλλά ο Αυγερινός είπε: «Είχαμε σταματήσει στην εξοχή, κι ένα μικρό δέντρο έπεσε πάνω μας. Ευτυχώς, δεν έγιναν και τίποτε άλλες, σοβαρότερες ζημιές, φίλε μου.»
Ο άντρας χαμογέλασε πλατιά, και τους έκανε νόημα να περάσουν.
Η Αγάθη γέλασε, καθώς οδηγούσε, αργά, το τρίκυκλο στο υπόγειο εσωτερικό του γκαράζ. «Δέντρο;»
Ο Αυγερινός μόρφασε. «Θα μπορούσες να το πεις κι έτσι…»
Η Αγάθη βρήκε μια θέση και στάθμευσε το όχημα. Βγήκαν και το κλείδωσε. «Είμαι έτοιμη να λιποθυμήσω,» είπε στον Αυγερινό, καθώς βάδιζαν προς τον ανελκυστήρα του ξενοδοχείου.
Ανέβηκαν στο ισόγειο του Ειρηνιστή και πήγαν στην αίθουσα υποδοχής. Έκλεισαν δωμάτιο, πήραν τα κλειδιά, και ξαναμπήκαν στον ανελκυστήρα. Στον πέμπτο όροφο βγήκαν, περπάτησαν κατά μήκος ενός στενόμακρου διαδρόμου, και ξεκλείδωσαν την πόρτα με τον αριθμό 43.
«Τώρα,» είπε ο Αυγερινός, «μπορείς να λιποθυμήσεις ελεύθερα.»
Η Αγάθη έπεσε, άκομψα, στο μαλακό διπλό κρεβάτι του νοικιασμένου δωματίου.
*
Το πρωινό φως του ήλιου γλίστρησε ανάμεσα από τις γρίλιες του μεγάλου παραθύρου, φωτίζοντας τις δύο κοιμισμένες μορφές επάνω στο κρεβάτι. Η γυναίκα ήταν ξαπλωμένη μπρούμυτα και κουκουλωμένη με την κουβέρτα· μονάχα η κορυφή του μελαχρινού κεφαλιού της ξεπρόβαλλε και η αριστερή της πατούσα. Ο άντρας ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα, έχοντας τα μάτια του σκεπασμένα με τον αριστερό του αγκώνα. Ο δεξής του ώμος ήταν τυλιγμένος με επιδέσμους. Η κουβέρτα τον σκέπαζε μόνο από τη μέση και κάτω, καθώς η γυναίκα φαινόταν να έχει τραβήξει το μεγαλύτερο μέρος του σκεπάσματος επάνω και γύρω της.
Ο Αυγερινός ξύπνησε, περισσότερο επειδή αισθάνθηκε πως είχε έρθει το πρωί, παρά για οποιονδήποτε άλλο λόγο.
Πήρε το αριστερό του χέρι απ’το πρόσωπό του και άνοιξε τα μάτια του. Βλεφάρισε, κοιτάζοντας τον καθρέφτη που υπήρχε στο ταβάνι του δωματίου, ακριβώς πάνω απ’το κρεβάτι. Για όνομα του Απόλλωνα, σκέφτηκε, γιατί τον έχουν βάλει εκεί; Τον βλέπεις και ζαλίζεσαι. Αλλά, βέβαια, στη Μακρόπολη είχε ακούσει πως μπορούσες να συναντήσεις ό,τι εκκεντρικότητα φανταζόσουν· και, προφανώς, αυτά δεν ήταν μόνο φήμες…
Ο Αυγερινός παραμέρισε την κουβέρτα και σηκώθηκε απ’το κρεβάτι, χωρίς η Αγάθη να κουνηθεί ή να δείξει με άλλο τρόπο πως τον πήρε είδηση. Πλησίασε το παράθυρο και ανέβασε τις γρίλιες, αφήνοντας το ηλιακό φως να πλημμυρίσει το δωμάτιο. Από κάτω του, η Μακρόπολη φάνταζε μαγευτική. Σίγουρα, δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο η Απαστράπτουσα, μα είχε ένα κατιτί που δεν το είχε η πρωτεύουσα της Απολλώνιας, ούτε θα μπορούσε ποτέ να το αποκτήσει. Ένα μυστήριο, ίσως; Έναν… παιχνιδιάρικο χαρακτήρα; Έναν ώριμα παιχνιδιάρικο χαρακτήρα, όπως αυτόν μιας ερωτικής γυναίκας; Ο Αυγερινός δεν μπορούσε να το προσδιορίσει· κι επιπλέον, είχε να εκτελέσει μια αποστολή που τον απασχολούσε πολύ περισσότερο.
Ζύγωσε την Αγάθη και της άγγιξε τον ώμο πάνω απ’την κουβέρτα, κουνώντας την ελαφρά.
«…Τι;» μουρμούρισε εκείνη.
«Είναι πρωί.»
«Από τώρα;»
«Δυστυχώς.»
Η Αγάθη μούγκρισε και παραμέρισε, αποφασιστικά, την κουβέρτα. Ανασηκώθηκε. Τα μάτια της στένεψαν στο δυνατό φως της ημέρας.
«Πρέπει να πηγαίνουμε στη Χώρα του Δαίδαλου,» της είπε ο Αυγερινός.
Όταν ετοιμάστηκαν και βγήκαν απ’το ξενοδοχείο, η Αγάθη διαπίστωσε ότι αυτή η Χώρα του Δαίδαλου δεν ήταν μακριά. Ξεκινούσε λίγο παρακάτω, σ’έναν δρόμο όχι και πολύ μεγάλο, στην αρχή του οποίου υπήρχε μια πέτρινη αψίδα. Επάνω στην αψίδα, γράμματα ήταν λαξεμένα στην Αρχαία Γλώσσα της Απολλώνιας.
«Τι λέει εδώ;» ρώτησε η Αγάθη, κοιτάζοντάς τα.
«Δε γνωρίζω την Αρχαία Γλώσσα,» απάντησε ο Αυγερινός, «αλλά, σύμφωνα μ’ό,τι μου είπε ο Πρίγκιπας, γράφει το εξής.» Άνοιξε το χάρτη της Μακρόπολης και διάβασε μια γωνιακή σημείωση: «Μισό βήμα μπροστά, τρεις ματιές γύρω, οι ζωντανοί. Γρήγοροι στις αγκάλες του σκοταδιού, οι νεκροί.»
Η Αγάθη συνοφρυώθηκε. «Αυτό δε μου ακούγεται και πολύ καλό. Τι σημαίνει;»
Ο Αυγερινός μόρφασε. «‘Να προσέχετε,’ υποθέτω.»
«Και γιατί δεν το γράφει έτσι απλά;»
«Οι αρχαίοι τα λένε όλα περίεργα, δεν το ξέρεις αυτό;»
Πέρασαν κάτω απ’την αψίδα και μπήκαν σε μια συνοικία της πόλης που εύκολα θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει λαβυρινθώδη. Ήταν γεμάτη με στενούς δρόμους, οι οποίοι έκαναν απότομες στροφές και καμπύλες, έτσι που δεν ήταν δύσκολο κανείς να χάσει τον προσανατολισμό του. Τα οικοδομήματα εδώ ήταν μικρότερα από τα υπόλοιπα της Μακρόπολης, και έμοιαζαν να βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση: κακοδιατηρημένα, και ορισμένα απ’αυτά θα έλεγες ότι ήταν και εγκαταλειμμένα. Οι άνθρωποι που έβλεπες έφερναν μόνο άσχημες ή αρνητικές σκέψεις στο νου, όχι απαραίτητα ως υποθέσεις για το άτομό τους και την οικονομική τους κατάσταση, αλλά και ως υποθέσεις για το αν ήταν κλέφτες ή κακοποιοί που μπορούσαν να σου επιτεθούν. Σε κοίταζαν σαν αρπαχτικά, κάποιοι απ’αυτούς.
«Πού ακριβώς μένει ο Δαίδαλος;» ρώτησε η Αγάθη τον Αυγερινό, ψιθυριστά.
«Δεν ξέρω.»
«Τι!»
«Γνωρίζω, όμως, πού θα πάμε για να τον βρούμε.»
«Προσπαθείς επίτηδες να με μπερδέψεις;» μούγκρισε η Αγάθη.
«Όχι. Μπερδεύτηκες;»
«Ναι.»
«Μη φοβάσαι, ξέρω πού πηγαίνουμε. Ο Πρίγκιπας μού έδωσε σαφείς οδηγίες· και, παρότι ετούτο το μέρος είναι, ομολογουμένως, λαβυρινθώδες, δε νομίζω ότι έχω ακόμα χαθεί.»
«Γιατί ονομάζεται ‘η Χώρα του Δαίδαλου’;» ρώτησε η Αγάθη. «Ο Δαίδαλος ελέγχει αυτή τη συνοικία;»
«Περίπου.»
«Πολύ αινιγματικός δεν είσαι σήμερα;»
«Νόμιζα πως έτσι ήμουν πάντα.»
«Μην παίζεις μαζί μου! Πες μου τι συμβαίνει!» απαίτησε η Αγάθη.
«Ούτε εγώ ξέρω τι ακριβώς συμβαίνει. Το μόνο που ξέρω είναι ότι πρέπει να βρούμε τον μάγο που λέγεται Δαίδαλος. Ετούτη η περιοχή είναι, όντως, δική του, αλλά δεν είναι ο άρχοντάς της. Ο περισσότερος κόσμος, μάλιστα, πιστεύει ότι ο Δαίδαλος δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένας αστικός μύθος.»
«Ο Πρίγκιπας σ’το είπε κι αυτό;»
«Ναι.»
Μετά από τόσες στροφές που έχασαν τη μέτρηση, έφτασαν μπροστά σε μια φαρδιά, ψηλή, διπλή μεταλλική πόρτα, επάνω στην οποία ήταν λαξεμένο ένα σύμβολο που δεν έλεγε τίποτα στον Αυγερινό, αλλά που ο Ανδρόνικος τού είχε τονίσει ότι θα υπήρχε εδώ. Επομένως, είμαστε στο σωστό μέρος.
Πλησίασε και χτύπησε δύο φορές, με τη γροθιά του αριστερού του χεριού.
«Τι οίκημα είν’αυτό;» του ψιθύρισε η Αγάθη.
«Δεν ξέρω.»
Το ένα φύλλο της πόρτας άνοιξε, αργά, και μια αντρική φιγούρα φανερώθηκε. Είχε δέρμα κατάμαυρο και μαλλιά πράσινα. Στο δεξί χέρι κρατούσε μια καραμπίνα, κατεβασμένη.
«Ποιοι είστε;» ρώτησε.
«Τα ονόματά μας δε θα τα ξέρεις,» αποκρίθηκε ο Αυγερινός. «Ψάχνουμε, όμως, τη Ρωξάνη.»
«Σε λάθος μέρος ήρθατε.» Ο άντρας έκανε να κλείσει την πόρτα.
Ο Αυγερινός έφερε αντίσταση, υψώνοντας το αριστερό του χέρι. «Δε νομίζω. Βρισκόμαστε εδώ για έναν πολύ συγκεκριμένο λόγο, και είμαστε σταλμένοι από ένα πολύ συγκεκριμένο άτομο.»
«Τι άτομο;»
«Τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο.»
Ο μαυρόδερμος άντρας τον ατένισε με φανερή δυσπιστία. Ύστερα, είπε: «Θα περιμένετε, δίχως φασαρίες.»
Ο Αυγερινός ένευσε. «Καλώς.»
Ο άντρας έκλεισε την πόρτα μ’έναν μεταλλικό γδούπο.
Η Αγάθη κοίταξε τον Αυγερινό. «Ποια είναι η Ρωξάνη;»
«Δεν ξέρω.»
«Υπάρχει τίποτα που να ξέρεις;»
«Πολύ λίγα, ομολογώ.»
Και περίμεναν.
Η πόρτα άνοιξε ξανά, και ο κατάμαυρος άντρας τούς έκανε νόημα να περάσουν.
Μπήκαν σ’ένα μέρος που δεν μπορεί παρά να ήταν αποθήκη. Ένα μέρος γεμάτο ψηλά, κυλινδρικά δοχεία, φτιαγμένα από μέταλλο. Ανάμεσά τους διάδρομοι δημιουργούνταν.
Εκτός απ’τον άντρα με το μαύρο δέρμα, υπήρχαν κι άλλοι άνθρωποι εδώ, οι οποίοι τους σημάδευαν με όπλα: καραμπίνες και πιστόλια.
«Δε χρειάζονται όλ’αυτά,» είπε ο Αυγερινός. «Δεν ερχόμαστε με εχθρικές διαθέσεις. Στη Ρωξάνη θέλουμε να μιλήσουμε.»
«Για ποιο λόγο;»
Ο Αυγερινός στράφηκε για ν’αντικρίσει τη γυναίκα που είχε μιλήσει. Ήταν ψηλή και λιγνή, με μακριά, ξανθά μαλλιά δεμένα πίσω απ’το κεφάλι. Στο αριστερό μάγουλο είχε μια παλιά ουλή. Η Ρωξάνη; Ο Αυγερινός θυμόταν πως ο Ανδρόνικος τού είχε πει ότι η Ρωξάνη είχε μια ουλή στο αριστερό μάγουλο, και ότι ήταν ξανθιά και λεπτή.
«Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος μ’έστειλε. Ονομάζομαι Αυγερινός Αντίρρυθμος.»
«Γιατί να σε πιστέψουμε;»
Ο Αυγερινός έβγαλε απ’το σάκο του το χαρτί που αποδείκνυε την ταυτότητά του, και το πρότεινε προς τη γυναίκα.
Εκείνη πλησίασε και το διάβασε. «Μοιάζει αυθεντικό,» είπε. «Τι θέλεις;»
«Είσαι η Ρωξάνη;»
«Ναι.»
«Πρέπει να μιλήσω στον Κάποιο, για να με πάει στον Δαίδαλο,» εξήγησε ο Αυγερινός. «Ο Πρίγκιπας μού είπε ότι εσύ θα μπορούσες να με βοηθήσεις.»
«Θα πρέπει, πρώτα, να βρούμε τον Κάποιο…»
*
Κι αυτό δεν αποδείχτηκε εύκολη υπόθεση. Ο Αυγερινός κι η Αγάθη αναγκάστηκαν να περιμένουν πολλή ώρα μέσα στην αποθήκη, υπό την επίβλεψη των ανθρώπων της Ρωξάνης, μέχρι αυτός ο Κάποιος να έρθει. Όταν παρουσιάστηκε, κανένας απ’τους δυο τους δε θα μπορούσε να πει ότι εντυπωσιάστηκε από την εμφάνισή του. Ήταν κακάσχημος και καραφλός· στο πρόσωπό του είχε γένια που φύτρωναν αραιά και στραβά: και ήταν ν’απορεί κανείς που, τουλάχιστον, δεν τα ξύριζε για να φτιάξει λιγάκι τη φάτσα του (όσο ήταν αυτό δυνατόν, ασφαλώς). Τα ρούχα του ήταν βρόμικα, παλιά, και δερμάτινα· οι μπότες του ήταν τόσο φαρδιές που τα πόδια του πρέπει να έκαναν μέσα τους πέρα-δώθε. Το επάνω χείλος του σχίστηκε στα δύο, όταν τους μίλησε.
«Καλημέρα σας. Είμαι ο Κάποιος. Με ζητήσατε, ε; Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος, μου είπαν, σας έχει στείλει. Τον ξέρω τον Πρίγκιπα, από πολύ κοντά. Χε-χε…»
Ο Αυγερινός τον κοίταξε από πάνω ώς κάτω. Ο Πρίγκιπάς μας θα έπρεπε να με είχε προειδοποιήσει γι’αυτό, συλλογίστηκε. Αλλά, ύστερα, σκέφτηκε πως μπορούσε να καταλάβει γιατί ο Ανδρόνικος είχε προτιμήσει να αποκρύψει τις λεπτομέρειες σχετικά με την εμφάνιση του Κάποιου.
«Ονομάζομαι Αυγερινός Αντίρρυθμός. Κι από δω είναι η Αγάθη, βοηθός μου. Θα μπορούσες να μας οδηγήσεις στον Δαίδαλο; Πρόκειται για μια πολύ σοβαρή υπόθεση, που αφορά τον Πρίγκιπα.»
«Ακολουθήστε με!» είπε ο Κάποιος, χωρίς να ζητήσει να του επιβεβαιώσουν πως, όντως, τους είχε στείλει ο Ανδρόνικος. «Ακολουθήστε με!» Και βάδισε ανάμεσα στα ψηλά, κυλινδρικά δοχεία (που ο Αυγερινός υπέθετε ότι πρέπει να περιείχαν καύσιμα, μα δεν ήταν βέβαιος, καθώς επάνω τους δεν υπήρχε καμία επιγραφή και, φυσικά, κανένας απ’τους ανθρώπους της Ρωξάνης δεν του είχε αναφέρει τίποτα).
Ο Κάποιος τούς οδήγησε σε μια μικρή πόρτα. Την άνοιξε και βγήκαν απ’την αποθήκη, σ’ένα απ’τα στενορύμια της Χώρας του Δαίδαλου. «Ακολουθήστε με,» ξανάπε, γνέφοντάς τους. Και τους πήγε σε μια άλλη, παρόμοια μικρή πόρτα. Βγάζοντας μια αρμαθιά κλειδιά, την ξεκλείδωσε, και μπήκε σ’ένα στενόχωρο δωμάτιο. Στο πάτωμα υπήρχε μια καταπακτή· έπιασε τον κρίκο της και τη σήκωσε, αποκαλύπτοντας μια σιδερένια σκάλα. «Κατεβείτε,» είπε.
Η Αγάθη τον κοίταξε καχύποπτα.
«Κατεβείτε. Ο Μεγάλος Αφέντης θα ειδοποιηθεί για την άφιξή σας.»
Ο Αυγερινός πιάστηκε απ’τη σκάλα και κατέβηκε πρώτος, φτάνοντας σ’ένα στρογγυλό, πέτρινο δωμάτιο που τον έκανε να ζαλιστεί, να αποπροσανατολιστεί τελείως, για μερικά δευτερόλεπτα. Διότι, γύρω-γύρω, υπήρχαν παράθυρα, και κάτω απ’τα παράθυρα φαίνονταν τα οικοδομήματα της Χώρας του Δαίδαλου.
Πώς είναι δυνατόν; απόρησε. Δεν κατεβήκαμε σε κάποιο υπόγειο;
«Αυγερινέ…» είπε η Αγάθη, όταν ήρθε πλάι του, παρατηρώντας κι εκείνη το παράδοξο.
«Μη ρωτήσεις πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό.»
Ο Κάποιος γέλασε. «Μη σας παραξενεύει· είναι απόλυτα φυσιολογικό! Χε-χε-χε-χε…» Κοίταξε τριγύρω. «Πού είναι ο Μεγάλος Αφέντης;… Με συγχωρείτε,» είπε, υψώνοντας το χέρι του· «μισό λεπτό θα περιμένετε.» Και έφυγε, μπαίνοντας σ’ένα στενό, τοξοειδές άνοιγμα.
Η Αγάθη πλησίασε ένα απ’τα παράθυρα. «Αυγερινέ;»
«Τι;»
«Δε μπορεί αυτή νάναι ολόκληρη η πόλη. Δες…» Σήκωσε το χέρι της, δείχνοντας.
Ο Αυγερινός πλησίασε πίσω της, και κοίταξε. Έχει δίκιο, παρατήρησε. Από το δωμάτιο όπου βρίσκονταν φαινόταν μόνο η Χώρα του Δαίδαλου, σαν η υπόλοιπη Μακρόπολη να μην είχε ποτέ υπάρξει. «Πρέπει να πρόκειται για κάποιου είδους ψευδαίσθηση.»
«Δεν είναι ψευδαίσθηση, φίλε μου· σε διαβεβαιώνω.»
Ο Αυγερινός και η Αγάθη στράφηκαν, ξαφνιασμένοι. Και είδαν έναν άντρα προχωρημένης ηλικίας, ο οποίος ήταν, όμως, καλοστεκούμενος, όχι καμπουριασμένος· ούτε έμοιαζε να είναι καθόλου κουρασμένος από τα χρόνια. Είχε λευκά, μακριά γένια και κοντοκουρεμένα μαλλιά. Τα φρύδια του ήταν πυκνά και πεταχτά, και το δέρμα του λευκό-ροζ. Φορούσε έναν φαρδύ, πορφυρό χιτώνα πάνω από ένα λευκό πουκάμισο με ψηλούς όρθιους γιακάδες, και ένα μαύρο, υφασμάτινο παντελόνι. Ο χιτώνας έκλεινε μόνο μ’ένα μεγάλο, χρυσό κουμπί στη μέση του άντρα.
«Είστε ο Δαίδαλος;» ρώτησε ο Αυγερινός.
«Ναι. Κι εσύ, υποθέτω, είσαι ο Αυγερινός Αντίρρυθμος.»
Ο Αυγερινός έκλινε το κεφάλι. «Μάλιστα. Έρχομαι εκ μέρους του Πρίγκιπα Ανδρόνικου, κύριε Δαίδαλε. Ο Πρίγκιπας χρειάζεται τη βοήθειά σας.»
«Τι είδους βοήθεια;»
«Διαφόρων ειδών. Κατά πρώτον, πιστεύω πως θα σας ζητήσει να βρείτε κάποιους χαμένους του συντρόφους. –Και, σε περίπτωση που δεν το έχετε πληροφορηθεί, ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος βρίσκεται και πάλι στην εξουσία–»
«Το έχω πληροφορηθεί,» τον διαβεβαίωσε ο Δαίδαλος. «Τα σημαντικά γεγονότα του βασιλείου μαθεύονται εδώ πολύ γρήγορα.»
Ο Αυγερινός παραξενεύτηκε από τούτο. Το μέρος έμοιαζε, αν μη τι άλλο, αποκλεισμένο από τον έξω κόσμο, ειδικά αν ό,τι έλεγε ο μάγος αλήθευε –ότι, δηλαδή, όσα φαίνονταν απ’τα παράθυρα δεν ήταν ψευδαίσθηση.
Ο Δαίδαλος πρέπει να κατάλαβε τους συλλογισμούς του, γιατί είπε: «Δε βρισκόμαστε στην Απολλώνια, Αυγερινέ· βρισκόμαστε σε μια άλλη διάσταση, που τέμνει, σε ορισμένα σημεία, τη διάσταση της Απολλώνιας.»
Ο Αυγερινός συνοφρυώθηκε.
«Τέλος πάντων,» είπε ο Δαίδαλος. «Μη νομίζεις πως είμαι και παντογνώστης· μίλησέ μου για το τι συμβαίνει με τον Πρίγκιπα. Όσο πιο γρήγορα μπορείς, όμως, γιατί, αν πρέπει να βιαστούμε, μάθε πως ο χρόνος εδώ περνά πολύ πιο αργά απ’ό,τι στην Απολλώνια.»
Αυτό, και πάλι, μπέρδεψε τον Αυγερινό, όμως προτίμησε να μην το σχολιάσει και απλά να υπακούσει τον μάγο. Του είπε για την κατάσταση στο παλάτι και για την ανάγκη που είχε ο Ανδρόνικος από έμπιστους ανθρώπους. «Θα τον βοηθήσετε, κύριε Δαίδαλε;»
«Θα κάνω ό,τι μπορώ,» αποκρίθηκε εκείνος.
«Αυτό σημαίνει πως θα έρθετε μαζί μας, στο παλάτι της Απαστράπτουσας;»
«Όχι,» είπε ο Δαίδαλος· «εσείς θα έρθετε μαζί μου, στο παλάτι της Απαστράπτουσας.»
Από τη βάση στους Βαλτότοπους των Όφεων, βγήκαν μέσα σ’ένα μικρό υποβρύχιο σκάφος, το οποίο ίσα που τους χωρούσε, τον έναν επάνω στον άλλο. Βαθιά κάτω από την ηπειρόνησο Κεντρυδάτια, όμως, συνάντησαν ένα πολύ μεγαλύτερο υποβρύχιο, το οποίο είχε καλέσει η Πρόμαχος Ελένη· και τότε, εγκατέλειψαν το μικρό τους σκάφος, φορώντας ειδικές στολές και κολυμπώντας. Μια πλευρική θύρα άνοιξε πάνω στο υποβρύχιο και τους υποδέχτηκε στο εσωτερικό του.
Βγήκαν απ’το νερό και είδαν ότι, μέσα στον θάλαμο κατάδυσης, ένας άντρας τούς περίμενε, μετρίου αναστήματος, με δέρμα λευκό που είχε την απόχρωση του ροζ. Τα μαλλιά του ήταν μαύρα και στο πρόσωπό του υπήρχε ένα πυκνό μουστάκι. Φορούσε τη στολή καπετάνιου.
«Καλωσορίσατε στο Πράσινο Χέλι,» είπε, καθώς εκείνοι έβγαζαν τις στολές κατάδυσης, κάτω απ’τις οποίες φορούσαν τα κανονικά τους ρούχα. «Είμαι ο Πλοίαρχος του σκάφους, και ονομάζομαι Αλέξανδρος.»
Ο Οδυσσέας τού αποκρίθηκε πως χαιρόταν για τη γνωριμία, και σύστησε τον εαυτό του και τους συντρόφους του. Ο Πλοίαρχος Αλέξανδρος δε φάνηκε να παραξενεύεται από την παρουσία του Πρίγκιπα Τάμπριελ ανάμεσά τους· μάλλον, είχε κάποια πληροφόρηση σχετικά μ’αυτόν. Τους προσκάλεσε στη γέφυρα του Πράσινου Χελιού, και τους είπε πως το ταξίδι τους δε θα ήταν μακρύ· σύντομα, θα έφταναν στην Ιχθυδάτια.
«Το σκάφος μου είναι από τα ταχύτερα που έχει η Επανάσταση στην Υπερυδάτια,» τους πληροφόρησε με κάποια περηφάνια, καθώς διέσχιζαν το εσωτερικό του υποβρυχίου. «Κανένα άλλο δεν μπορεί να παραβγεί μαζί του.»
Στη γέφυρα, υπήρχαν διάφορα όργανα ελέγχου και πλοήγησης του σκάφους, καθώς και μια οθόνη που έδειχνε τις σχετικές θέσεις των ηπειρόνησων επί του παρόντος, αφού ήταν γνωστό ότι διαρκώς μετακινούνταν επάνω στον ατέρμονο ωκεανό της Υπερυδάτιας. Ο Πλοίαρχος Αλέξανδρος κάθισε σε μια δερμάτινη πολυθρόνα, μπροστά σε μια κονσόλα, και πρότεινε στους επιβάτες του να καθίσουν κι εκείνοι. «Δυστυχώς, δεν μπορώ να φέρω άλλα καθίσματα,» είπε· «θα πρέπει να βολευτείτε όπου βρείτε. Αν κάποιος θέλει να ξαπλώσει, μπορεί να πάει στις κουκέτες.»
Κανένας τους, όμως, δεν ήθελε. Ο Οδυσσέας και ο Τάμπριελ’λι κάθισαν σε δύο άδειες θέσεις, ενώ οι υπόλοιποι κάθισαν στο πάτωμα, ακουμπώντας την πλάτη τους στα τοιχώματα του σκάφους.
Το ταξίδι τους δεν κράτησε πολύ, αλλά δεν κράτησε και λίγο. Χρειάστηκαν παραπάνω από δώδεκα ώρες, μέχρι να φτάσουν στην Ιχθυδάτια. Και, στο μεταξύ, οι περισσότεροι από τους συντρόφους του Οδυσσέα κοιμήθηκαν εκεί όπου είχαν καθίσει, όπως επίσης κι ο ίδιος. Δεν υπήρχε λόγος να βρίσκονται σε εγρήγορση τώρα· καλύτερα να εξοικονομούσαν τις δυνάμεις τους για ό,τι τους επιφύλασσε το μέλλον.
Όταν ο Πλοίαρχος Αλέξανδρος τούς ξύπνησε, δεν είχαν ιδέα τι ώρα ήταν. Η Νελμίρα, όμως, τον ρώτησε, κι εκείνος απάντησε πως ήταν πεντέμισι το πρωί, και πως είχαν φτάσει στον προορισμό τους.
«Είμαστε στην Ιχθυδάτια,» τους είπε, «μέσα στο Στόμα του Ιχθύος και κοντά στο Ναό της Έχιδνας.»
Ο Γεράρδος συνοφρυώθηκε. «Δεν υποτίθεται ότι θα πηγαίναμε σε κάποια βάση της Επανάστασης;»
«Η βάση,» εξήγησε η Ιωάννα, «βρίσκεται πίσω απ’το Ναό. Οι ιέρειες της Έχιδνας δε συμπαθούν την Παντοκράτειρα· ή, τουλάχιστον, όχι όλες τους.»
«Σ’ευχαριστούμε για τη μεταφορά, Πλοίαρχε,» είπε ο Οδυσσέας στον Αλέξανδρο.
«Κανένα πρόβλημα,» αποκρίθηκε εκείνος. «Να είστε καλά, Πρόμαχε, και οι θεοί μαζί σας.»
Επέστρεψαν στον θάλαμο κατάδυσης και φόρεσαν τις ειδικές στολές, μπροστά από την τρύπα με το νερό.
«Θα μας οδηγήσεις εσύ, Ιωάννα;» ρώτησε ο Οδυσσέας.
Η Μαύρη Δράκαινα ένευσε. «Ναι.» Έβαλε στο στόμα τον αναπνευστήρα της και βούτηξε στο νερό.
Η μεταλλική θύρα στο βάθος της τρύπας άνοιξε και η Ιωάννα βγήκε, κολυμπώντας, από το Πράσινο Χέλι. Οι υπόλοιποι την ακολούθησαν, και είδαν ότι βρίσκονταν στο πλάι της ηπειρόνησου, όχι βαθιά κάτω απ’αυτήν, γιατί εμπρός τους υπήρχε μια πλαγιά με πέτρες και φύκια και ρίζες δέντρων που έφταναν ώς εδώ.
Η Ιωάννα δεν κολύμπησε προς τα πάνω, αλλά κατά μήκος της πλαγιάς, σαν να έψαχνε κάτι. Κάποιο σημάδι, ίσως; αναρωτήθηκε ο Οδυσσέας, χωρίς νάναι βέβαιος.
Μετά από λίγο, η Μαύρη Δράκαινα άρχισε ν’ανεβαίνει, και οι σύντροφοί της την ακολούθησαν. Εκείνη, όμως, δεν τους οδήγησε στην επιφάνεια, αλλά σε μια τρύπα που υπήρχε στην πλαγιά, μέσα στην οποία και γλίστρησε με άνετες κινήσεις ενώ, συγχρόνως, άναβε τον φακό που ήταν δεμένος στο μέτωπό της.
Του Οδυσσέα δεν του άρεσε τούτο το στενό μέρος, μα δεν προσπάθησε να φέρει αντίρρηση στην Ιωάννα, υποθέτοντας ότι ήξερε τι έκανε. Άλλωστε, ήταν Μαύρη Δράκαινα, και, το σημαντικότερο, η Υπερυδάτια ήταν πατρίδα της και τη γνώριζε καλά.
Η Ιωάννα τούς οδήγησε, διαμέσου ενός λίθινου αγωγού, στην επιφάνεια μιας λίμνης. Ο Οδυσσέας έβγαλε τον αναπνευστήρα του και κοίταξε γύρω, βλέποντας πέτρες και βλάστηση. Αυτός, σίγουρα, δεν ήταν ο Ναός της Έχιδνας, στον οποίο ο Πρόμαχος είχε, παλιότερα, ξαναπάει.
«Γιατί μας έφερες εδώ;» ρώτησε, καθώς έβγαιναν απ’το νερό.
«Για ασφάλεια,» αποκρίθηκε η Ιωάννα. «Δε χρειάζεται να φανούμε ως τίποτα πιο παράξενο από προσκυνητές που επισκέπτονται το Ναό.»
«Πιστεύεις ότι παρακολουθείται από τους πράκτορες της Παντοκράτειρας;»
«Τα πάντα μπορεί να παρακολουθούνται από τους πράκτορες της Παντοκράτειρας, Οδυσσέα. Καλύτερα να είμαστε επιφυλακτικοί.»
Και, ασφαλώς, είχε δίκιο.
Έβγαλαν τις στολές τους, τις δίπλωσαν, και τις έβαλαν σ’έναν σάκο, για πιθανή μελλοντική χρήση. Τον σάκο τον πήρε στον ώμο του ο Γεράρδος, χωρίς κανείς να του το ζητήσει· κι όταν ο Οδυσσέας προθυμοποιήθηκε να τον πάρει εκείνος, ο Καπετάνιος του Πορφυρού Κενού αρνήθηκε, λέγοντας πως έπρεπε κι αυτός να τους βοηθήσει κάπως, αφού δεν ήξερε τίποτα για τούτα τα μέρη.
Φόρεσαν κάπες και κουκούλες και βγήκαν από τη βλάστηση γύρω απ’τη μικρή λίμνη. Δεν είχε χαράξει ακόμα, και το περιβάλλον ήταν σκοτεινό και κρύο. Η Ιωάννα και ο Οδυσσέας προπορεύτηκαν κι οι υπόλοιποι τούς ακολούθησαν, βαδίζοντας πάνω σε βραχώδες έδαφος, όπου έπρεπε να προσέχουν πού πατάνε, καθώς υπήρχαν κάμποσες λακκούβες και ανώμαλα σημεία.
Ο πρώτος από τους δίδυμους ήλιους της Υπερυδάτιας ξεμύτιζε από την Ανατολή, εξαπολύοντας ακτίνες που έμοιαζαν να κυνηγούν τις σκιές ανάμεσα στα βράχια, όταν η ομάδα των επαναστατών ατένισε τον Ναό της Έχιδνας. Ψηλές κολόνες από γκρίζο, τραχύ θαλασσόλιθο έμοιαζαν να ανέρχονται μέσα από τα βάθη της θάλασσας, τυλιγμένες με αναρριχώμενα φυτά. Πλατφόρμες, καμωμένες από το ίδιο υλικό, υπήρχαν ανάμεσα στις κολόνες, με πύραυνα να είναι αναμμένα επάνω τους, ενώ αγάλματα στέκονταν στις γωνίες τους, απεικονίζοντας γυναίκες που από τη μέση και κάτω ήταν ερπετά, ή είχαν ερπετά στα μαλλιά τους ή στα χέρια τους –προσωποποιήσεις της Έχιδνας. Οι πλατφόρμες και οι κίονες σχημάτιζαν ένα μονοπάτι, το οποίο οδηγούσε σε μια βραχώδη πλαγιά, όπου ήταν φτιαγμένο ένα καμπυλωτό οικοδόμημα από θαλασσόλιθο: ο σηκός. Οι τοίχοι του οικοδομήματος ήταν καλυμμένοι από αναρριχώμενα φυτά, όπως και οι κολόνες.
Οι επαναστάτες πλησίασαν. Ανέβηκαν σε μια από τις πλατφόρμες και προσπέρασαν τα πύραυνα, απ’τα οποία έρχονταν οξείες μυρωδιές, καθώς πρέπει να έκαιγαν κάποιου είδους αρωματικό ξύλο ή χόρτο. Στην είσοδο του σηκού, συνάντησαν μια ιέρεια της Έχιδνας. Η γυναίκα ήταν γαλανόδερμη με πράσινα, μακριά, σπαστά μαλλιά, τα οποία έπεφταν λυτά στην πλάτη της. Φορούσε έναν πράσινο χιτώνα, γεμάτο πτυχώσεις. Τα πόδια της ήταν ξυπόλυτα, και στα χέρια της ήταν περασμένα βραχιόλια και δαχτυλίδια που δεν πρέπει να ήταν τυχαία, αλλά πρέπει να φανέρωναν κάτι για τη θέση της μέσα στο Ναό. Το πρόσωπό της ήταν βαμμένο, σα να φορούσε πράσινη μάσκα, ενώ γύρω απ’τα μάτια της υπήρχε έντονη μαύρη μπογιά.
«Ιερότατη,» είπε η Ιωάννα, σταματώντας μπροστά της και κλίνοντας το κεφάλι. «Ερχόμαστε από τους βυθούς, κι αναζητούμε το φως κάτω από το έδαφος.»
Επρόκειτο για μια κωδική φράση, η οποία σήμαινε ότι ήταν επαναστάτες και πήγαιναν στη βάση που ήταν κρυμμένη πίσω απ’το Ναό.
«Καλωσορίσατε, και είθε η Σοφία της Έχιδνας να είναι μαζί σας,» αποκρίθηκε η ιέρεια, και, στρεφόμενη, μπήκε στον σηκό, νεύοντάς τους να την ακολουθήσουν.
Ο Γεράρδος ψιθύρισε στην Ιωάννα: «Νόμιζα πως αυτή η Έχιδνα, την οποία ανέφερες κάθε τόσο όσο ταξιδεύαμε στο Κενό, ήταν μια μοχθηρή κι επικίνδυνη θεότητα.»
«Είναι,» τον διαβεβαίωσε η Μαύρη Δράκαινα, καθώς περνούσαν το κατώφλι του Ναού, ακολουθώντας την ιέρεια. «Αυτό δε σημαίνει ότι δεν είναι, επίσης, και σοφή.»
Ο Γεράρδος ένευσε, σα να καταλάβαινε.
Ο Οδυσσέας δεν ήξερε πολλά για τον Γεράρδο, αλλά, βλέποντάς τον να μιλά έτσι και ν’αντιδρά έτσι, υπέθεσε ότι δεν μπορεί να ήταν μονάχα ένας καπετάνιος του Πορφυρού Κενού. Αυτός ο άνθρωπος έκρυβε κάτι περισσότερο. Ο Ανδρόνικος, μάλλον, θα ξέρει. Και, μ’ετούτη τη σκέψη, άρχισε πάλι ν’ανησυχεί για τον Πρίγκιπα, γιατί θυμόταν καλά τι είχε πει ο Τάμπριελ’λι: Τον είδα φυλακισμένο σ’ένα σκοτεινό κελί. Κουλουριασμένο και γυμνό, να κρατά το κεφάλι του.
Το εσωτερικό του Ναού ήταν πλημμυρισμένο στις σκιές, καθώς τα πύραυνα που ήταν αναμμένα εδώ δεν επαρκούσαν για να φωτίζουν ολόκληρο τον χώρο. Στους τοίχους φαίνονταν λαξεμένες μορφές από γυναίκες-φίδια ή γυναίκες που είχαν στα χέρια τους, στην αγκαλιά τους, ή γύρω απ’το λαιμό τους ερπετά. Επίσης, υπήρχαν κάποια λαξεύματα υδρόβιων πλασμάτων. Στο κέντρο του σηκού ορθωνόταν ένα μεγάλο άγαλμα που, σίγουρα, απεικόνιζε την Έχιδνα: μια επιβλητική γυναίκα η οποία από τη μέση και κάτω είχε την ουρά φιδιού, και τα μαλλιά της ήταν πολλά μικρά φίδια.
Η ιέρεια οδήγησε τους επαναστάτες πίσω από το άγαλμα και πίσω από μια κουρτίνα, σ’ένα πέρασμα που διακλαδιζόταν. Στο ένα από τα παρακλάδια του, πλησίασε έναν τοίχο· πίεσε μια συγκεκριμένη πέτρα και μια κρυφή πόρτα άνοιξε.
Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του μπήκαν, χωρίς η ιέρεια να έρθει μαζί τους· η δουλειά της είχε τελειώσει. Βρέθηκαν σ’έναν θάλαμο σκαμμένο μέσα στους βράχους της πλαγιάς. Στο πέρας του υπήρχε ένα άνοιγμα. Ησυχία απλωνόταν παντού.
Ο Οδυσσέας προπορεύτηκε, έχοντας ανάψει έναν φακό. Πήγε στο σκοτεινό άνοιγμα και φώτισε μια ατσάλινη πόρτα. Υψώνοντας το χέρι του, χτύπησε.
Ένα στενόμακρο παραθυράκι άνοιξε, και δύο μάτια τον ατένισαν. «Οδυσσέα;» είπε μια αντρική φωνή.
«Να περάσουμε;»
Αμπάρες ακούστηκαν να τραβιούνται, και η πόρτα άνοιξε, επιτρέποντάς τους πρόσβαση σ’ένα δωμάτιο φωτισμένο από ενεργειακές λάμπες. Τρεις άντρες ήταν εδώ: αυτός που τους είχε ανοίξει –ένας τύπος με άσπρο δέρμα και κοντά, μαύρα μαλλιά– κι άλλοι δύο –ένας γαλανόδερμος κι ένας που είχε πάλι άσπρο δέρμα.
«Δεν περιμέναμε τόση παρέα,» είπε ο πρώτος, που ο Οδυσσέας ήξερε ότι ονομαζόταν Νικόλαος.
«Είναι εδώ ο Δημήτριος;» ρώτησε ο Οδυσσέας.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Νικόλαος, «εδώ είναι. Να τον ειδοποιήσω;»
«Ναι. Θέλω να του μιλήσω.»
Ο Νικόλαος έφυγε, περνώντας μέσα από ένα στρογγυλό άνοιγμα.
Σε λίγο επέστρεψε, λέγοντας στον Οδυσσέα ότι μπορούσε να έρθει να μιλήσει με τον Πρόμαχο Δημήτριο.
Ο Οδυσσέας είπε στους συντρόφους του να περιμένουν, και μπήκε κι εκείνος στο στρογγυλό άνοιγμα. Έστριψε σ’ένα σημείο λίγο παρακάτω και βρέθηκε σ’ένα δωμάτιο γεμάτο χάρτες, βιβλία, και μηχανικούς εξοπλισμούς. Ο Δημήτριος ήταν καθισμένος πίσω από ένα γραφείο, και, βλέποντας τον Οδυσσέα, το μοναδικό του μάτι γυάλισε. Το άλλο του μάτι ήταν σκεπασμένο με μια μαύρη καλύπτρα. Το δέρμα του ήταν κατάλευκο σαν κόκαλο, και τα μαλλιά του κόκκινα σαν τη φωτιά.
«Καλωσήρθες, Οδυσσέα,» είπε. «Τι σε φέρνει εδώ; Κάθισε, κατ’αρχήν· κάθισε.»
Ο Οδυσσέας πήρε θέση αντίκρυ στον Δημήτριο.
Παλιότερα, είχαν φιλονικήσει οι δυο τους, για μια γυναίκα. Κανένας πλέον δεν κρατούσε κακία στον άλλο γι’αυτό το ζήτημα, ωστόσο ο Οδυσσέας διέκρινε πως ανάμεσά τους εξακολουθούσε να υφίσταται ένα ψυχρό κλίμα, κάθε φορά που συναντιόνταν· και, παρά τις προσπάθειες του ενός ή του άλλου, κανένας δεν κατάφερνε να σπάσει τον πάγο, λες και ήταν εκεί από μόνος του, μια τρίτη, αόρατη οντότητα που τους χώριζε, σαν τείχος.
«Χρειάζομαι ένα όχημα, φτιαγμένο για να διασχίζει το Σύμπλεγμα,» είπε ο Οδυσσέας.
«Θα ταξιδέψεις εκεί;»
Ο Οδυσσέας ένευσε.
«Πού κατευθύνεσαι;»
Το Σύμπλεγμα ήταν μία από τις αποκαλούμενες ενδιάμεσες διαστάσεις: κανείς δεν πήγαινε εκεί για να μείνει· πήγαινε εκεί για να περάσει σε κάποια άλλη διάσταση.
«Στη Μοργκιάνη,» απάντησε ο Οδυσσέας.
«Προβλήματα σ’εκείνα τα μέρη;»
«Όχι· στην Απολλώνια.»
Ο Δημήτριος συνοφρυώθηκε.
Ο Οδυσσέας τού εξήγησε, εν συντομία, τι συνέβαινε στη διάσταση του Πρίγκιπα Ανδρόνικου και ποια ήταν η αποστολή του.
«Μου φαίνεται,» είπε ο Δημήτριος, έχοντας ανάψει τσιγάρο, «πως τα πράγματα είναι άσχημα, Οδυσσέα.»
«Κι εμένα έτσι μου φαίνεται.» Και δε σου είπα καν για το όραμα του Τάμπριελ’λι… «Γι’αυτό ακριβώς το λόγο βιάζομαι.»
Ο Δημήτριος ένευσε, καταλαβαίνοντας. «Θα το έχεις το όχημά σου, αμέσως.» Άνοιξε έναν επικοινωνιακό δίαυλο, για να μιλήσει στους ανθρώπους του.
*
Το σκάφος ήταν μικρότερο από τον Δύτη, και πολύ διαφορετικό. Έμοιαζε με γιγάντιο, μεταλλικό βατράχι, έτσι όπως στεκόταν σε δύο μεγάλα, μαζεμένα πισινά πόδια και σε δύο μικρότερα μπροστινά, που κατέληγαν σε δαγκάνες. Η «κοιλιά» του άνοιγε, για να μπαίνουν οι επιβάτες.
Η ομάδα του Οδυσσέα είχε δύο μάγους, επομένως δε θα χρειαζόταν ο Δημήτριος να τους δώσει κάποιον δικό του. Ο Σέλιρ’χοκ ανέβηκε στο σκάφος (που, αναμενόμενα, ονομαζόταν Βατράχι) και κάθισε στη θέση του μικρού ενεργειακού του κέντρου, για να υφάνει την απαραίτητη Μαγγανεία Κινήσεως. Οι υπόλοιποι βολεύτηκαν όπου μπορούσαν· ο χώρος δεν ήταν πολύς, αλλά δεν ήταν και τόσο στενός όσο στο μικρό υποβρύχιο που τους είχε οδηγήσει στο Πράσινο Χέλι. Ο Οδυσσέας κάθισε στο πηδάλιο, και ενεργοποίησε το καινούργιο τους σκάφος.
Στην αίθουσα όπου βρισκόταν το Βατράχι, υπήρχε ένα μεγάλο, στρογγυλό άνοιγμα, και ο Πρόμαχος το οδήγησε προς τα εκεί, βάζοντάς το να περπατήσει πάνω στα χοντρά, πισινά του πόδια. Το άνοιγμα έβγαζε σε μια πέτρινη σήραγγα, η οποία έβγαζε, με τη σειρά της, σε άλλες, διακλαδιζόμενες σήραγγες, που, μετά από κάποια ώρα, κατέληγαν στο Σύμπλεγμα. Αυτός δεν ήταν ο μοναδικός δρόμος για να πας εκεί από την Ιχθυδάτια· ήταν, όμως, ένας δρόμος ασφαλής, γιατί ήταν κρυφός.
Το Σύμπλεγμα είχε πάρει την ονομασία του από το γεγονός ότι επρόκειτο, όντως, για ένα ατελείωτο σύμπλεγμα από σπήλαια, τα περισσότερα από τα οποία ήταν γεμάτα νερό. Ήταν μια διάσταση όπου ήλιος δεν υπήρχε και όπου τα γηγενή πλάσματα «έβλεπαν» χρησιμοποιώντας άλλες αισθήσεις, και δεν ήταν νοήμονα ή, ως επί το πλείστον, φιλικά προς τους ανθρώπους.
Το Βατράχι βούτηξε μες στα σκοτεινά νερά, και ο Σέλιρ’χοκ, υφαίνοντας ένα Ξόρκι Μηχανής Μεταβλητότητος, το έκανε να κρύψει τα πόδια του και να βγάλει προπέλες, μετατρεπόμενο ουσιαστικά σε υποβρύχιο. Στη μπροστινή του μεριά είχαν ανάψει δύο μεγάλοι προβολείς, που έμοιαζαν με μάτια.
Κι έτσι διέσχισαν το Σύμπλεγμα, άλλοτε περνώντας μέσα από γιγάντια, πλημμυρισμένα σπήλαια, κι άλλοτε βάζοντας το Βατράχι να βαδίσει μέσα σε σπηλιές που ήταν άδειες από νερό ή που το νερό δεν επαρκούσε για να λειτουργήσει ως υποβρύχιο. Ο Οδυσσέας ακολουθούσε τον χάρτη αυτού του πολύπλοκου κόσμου, οδηγώντας τους συντρόφους του προς την έξοδο που έβγαζε στη Μοργκιάνη. Χρειάστηκαν κάμποσες ώρες προτού φτάσουν εκεί· το ευτυχές, όμως, ήταν ότι κανένα από τα πλάσματα του Συμπλέγματος δεν τους επιτέθηκε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους.
*
Το Βατράχι πέρασε από μια πλημμυρισμένη σήραγγα και βγήκε στα βάθη ενός ωκεανού.
«Είμαστε στη Μοργκιάνη,» είπε ο Οδυσσέας. «Στον Χρυσό Ωκεανό.» Πατώντας μερικά πλήκτρα εμπρός του, άλλαξε χάρτη στην οθόνη του. «Και κατευθυνόμαστε, για την ώρα, προς το Θαλασσοδάσος.» Αισθανόταν πολύ κουρασμένος, ύστερα από τόση οδήγηση, και ήταν βέβαιος πως κι ο Σέλιρ’χοκ θα ήταν κουρασμένος, από τη χρήση της Μαγγανείας Κινήσεως.
Καθώς απομακρύνονταν από την έξοδο του Συμπλέγματος, οι αισθητήρες του Βατραχιού έπιασαν κάποιες αναταράξεις στο νερό, οι οποίες τους πλησίαζαν. Δύο άλλα υποβρύχια, παρατήρησε ο Οδυσσέα. Δύο υποβρύχια που, κατά πάσα πιθανότητα, ανήκαν στις δυνάμεις της Παντοκράτειρας και είχαν εντοπίσει ότι το Βατράχι δεν ήταν δικό τους.
«Μας προσεγγίζουν,» είπε.
Η Ιωάννα τον πλησίασε και κοίταξε, πάνω απ’τον ώμο του, την οθόνη των ανιχνευτών.
«Τι όπλα έχει αυτό το σκάφος;» ρώτησε ο Γεράρδος.
«Εκτός από τις δαγκάνες του, μόνο ένα πολυβόλο,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας.
«Δε χρειάζεται, λοιπόν, να συγκρουστούμε μαζί τους. Μπορούμε να τους αποφύγουμε;»
«Μπορούμε να προσπαθήσουμε.»
Το Βατράχι ελίχθηκε μέσα στο βυθό, περνώντας ανάμεσα από γιγάντιους βραχώδεις σχηματισμούς και πηγαίνοντας πίσω από πελώρια φύκια, ικανά να πνίξουν άνθρωπο στην αγκαλιά τους.
Από μια σπηλιά, πλοκάμια ξεπρόβαλαν. Κι ύστερα, μια κουκούλα.
«Υπέροχα…!» μούγκρισε ο Οδυσσέας, βλέποντας πως τα Παντοκρατορικά σκάφη εξακολουθούσαν να βρίσκονται πίσω τους. «Μόνο αυτό μάς έλειπε τώρα.»
Τα πλοκάμια του γιγάντιου χταποδιού προσπάθησαν να τυλίξουν το Βατράχι· ο Πρόμαχος, όμως, επιταχύνοντας, τα απέφυγε. Το χταπόδι βγήκε απ’τη φωλιά του κι άρχισε να καταδιώκει το υποβρύχιο.
«Ποιο είναι το πρόβλημά του;» είπε ο Γεράρδος. «Του ταράξαμε τον ύπνο;»
«Υποθέτω ότι στο Πορφυρό Κενό δεν είχες να κάνεις με γιγάντια χταπόδια,» είπε ο Οδυσσέας.
«Υπάρχουν, όμως, χειρότερα πράγματα εκεί…»
Ο Οδυσσέας έστρεψε το βλέμμα του στην οθόνη των ανιχνευτών. Πλησιάζουν, οι καταραμένοι! Κοίταξε έξω απ’το παράθυρο, τον βυθό. Ίσως μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το χταπόδι προς όφελός μας… Οδήγησε το Βατράχι μέσα σ’έναν λαβύρινθο από φυτά του βυθού. Διαφόρων ειδών ψάρια και μαλάκια σκορπίστηκαν στο πέρασμά του. Το χταπόδι βρισκόταν πίσω απ’το υποβρύχιο· ο Οδυσσέας μπορούσε να δει τα πλοκάμια του από ένα πλαϊνό φινιστρίνι.
Ακολουθώντας το ένστικτό του και βάζοντας σε χρήση τις πληροφορίες που έπαιρνε ο νους του από όσα έβλεπε για το σχηματισμό του βυθού σ’ετούτο το σημείο του ωκεανού, προσπάθησε να κάνει κύκλο μέσα στον φυτικό λαβύρινθο, χωρίς να παγιδευτεί από τα πλοκάμια, που πλησίαζαν γρήγορα και επικίνδυνα.
«Τι κάνεις;» απόρησε η Ιωάννα, καθώς κρατιόταν από μια χειρολαβή, για να μην πέσει, από την κλίση που είχε πάρει το υποβρύχιο.
«Θα δεις…» μουρμούρισε ο Οδυσσέας, έχοντας την προσοχή του εστιασμένη μπροστά, στο παράθυρο, αλλά και στην οθόνη των ανιχνευτών.
Λίγο παρακάτω, βρήκε ακριβώς αυτό που ζητούσε: έναν πελώριο βράχο, κάτω από τον οποίο σχηματιζόταν ένα μικρό σε μήκος άνοιγμα, αλλά αρκετό σε πλάτος για να χωρέσει το Βατράχι.
Ο Οδυσσέας οδήγησε το υποβρύχιο μέσα από το άνοιγμα.
Το χταπόδι άπλωσε τα πλοκάμια του, για να αρπάξει το μεταλλικό σκάφος–
–και μετά, κόλλησε, μη μπορώντας να περάσει.
Τα Παντοκρατορικά υποβρύχια, που ήταν στο κατόπι του Οδυσσέα, βρέθηκαν πλάι στο χταπόδι.
Ο Πρόμαχος μειδίασε άγρια, βλέποντας τις ενδείξεις τους να σταματούν να κινούνται επάνω στην οθόνη των ανιχνευτών. «Καλά ξεμπερδέματα!» είπε, και έβαλε το Βατράχι να απομακρυνθεί όσο πιο γρήγορα μπορούσε, καταβροχθίζοντας ενέργεια από τις ενεργειακές φιάλες του.
«Δεν έχω ιδέα πώς οδηγούνται τα υποβρύχια, Πρόμαχε,» είπε ο Γεράρδος, «αλλά νομίζω ότι πρέπει να είσαι τελείως παλαβός!» Και γέλασε.
*
Το Βατράχι, έχοντας βγάλει ξανά τα πισινά και τα μπροστινά του πόδια, ξεπρόβαλε από το νερό και σκαρφάλωσε σε μια κατάφυτη ακτή της Μοργκιάνης: στους τόπους που ονομάζονταν Θαλασσοδάσος. Προχώρησε κανένα χιλιόμετρο μέσα στη βλάστηση, προκειμένου να καλυφτεί, και ύστερα σταμάτησε· η κοιλιά του άνοιξε και οι επαναστάτες βγήκαν, ο ένας κατόπιν του άλλου.
Ο Οδυσσέας και ο Σέλιρ’χοκ έπεσαν να κοιμηθούν, για να ξεκουραστούν, γιατί κι οι δυο τους ήταν εξοντωμένοι, ο πρώτος από οχτώμισι, συνολικά, ώρες οδήγηση και ο δεύτερος από άλλες τόσες ώρες χρήσης της Μαγγανείας Κινήσεως. Οι υπόλοιποι έστησαν έναν πρόχειρο καταυλισμό μέσα στα δάση.
Ήταν πρωί, όπως φαινόταν από τη θέση του ήλιου, αλλά το φως δεν ήταν και πολύ δυνατό. Τουλάχιστον, όχι όπως σε άλλες διαστάσεις, παρατηρούσε η Ιωάννα· και η Μαύρη Δράκαινα είχε πάει σε πολλές διαστάσεις, όσο υπηρετούσε την Παντοκράτειρα και, ύστερα, όσο βρισκόταν στην Επανάσταση. Η Μοργκιάνη ήταν, θα έλεγε, η πιο σκοτεινή (εξαιρώντας, ασφαλώς, διαστάσεις όπως το Σύμπλεγμα, που δεν ήταν τίποτε άλλο από αλληλοσυνδεόμενα σπήλαια). Ο ήλιος της ήταν σχεδόν ετοιμοθάνατος, μια λάμπα έτοιμη να σβήσει και ν’αφήσει την αιώνια νύχτα να έρθει. Και το γεγονός ότι η Μοργκιάνη ήταν γεμάτη πυκνά δάση δεν καλυτέρευε τα πράγματα· αν μη τι άλλο, την έκανε να μοιάζει ακόμα πιο σκοτεινή, ακόμα πιο απειλητική.
Η Ιωάννα κάθισε σ’έναν βράχο, καλυμμένο με μούσκλια, κι άφησε το βλέμμα της να χαθεί για λίγο στις χορεύουσες φλόγες της φωτιάς που είχε ανάψει η Νελμίρα. Ο νους της πήγε στον Ανδρόνικο, και μια ανησυχία ήρθε να κεντρίσει την καρδιά της, σαν μυτερό μαχαίρι. Τι μπορούσε να συμβαίνει στην Απολλώνια; Ο Οδυσσέας είχε πει ότι υποψιαζόταν πως ο Λούσιος είχε προδώσει τον Ανδρόνικο, καθαρπάζοντας την εξουσία· το είχε, όμως, κάνει μόνος του, ή η Παντοκράτειρα κρυβόταν πίσω απ’αυτό; Δεν είχε σημασία, σκέφτηκε η Ιωάννα. Δεν την ανησυχούσε το πολιτικό σκέλος ετούτης της ιστορίας, αλλά το προσωπικό. Φοβόταν για τον Ανδρόνικο.
Καταλάβαινε, βέβαια, ότι, αφού οι δυο τους συμμετείχαν ενεργά στην Επανάσταση, αυτό σήμαινε πως πολλές φορές θ’ακολουθούσαν διαφορετικούς δρόμους μέσα στις διαστάσεις· πολλές φορές θα ήταν ο ένας μακριά από τον άλλο. Και η Μαύρη Δράκαινα μέσα της το αντιλαμβανόταν πλήρως αυτό· αντιλαμβανόταν ότι έπρεπε να φέρνει σε πέρας κάποιες αποστολές, γιατί είχε ικανότητες που άλλοι δεν είχαν, γιατί είχε την εκπαίδευση που άλλοι δεν είχαν, και γιατί αυτός ήταν ο ρόλος της σ’όλη ετούτη την ιστορία. Η γυναίκα μέσα της, όμως, δεν μπορούσε να το αποδεχτεί, ειδικά τώρα που ήξερε ότι ο Ανδρόνικος κινδύνευε…
Ο Τάμπριελ είπε ότι τον είδε φυλακισμένο…
Το βλέμμα της έφυγε από τη φωτιά και πήγε στον ερυθρόδερμο, λευκομάλλη άντρα, που περιφερόταν ανάμεσα στα δέντρα, βαδίζοντας αργά με μια σκεπτική έκφραση στο πρόσωπό του. Η Ιωάννα σηκώθηκε απ’την πέτρα όπου καθόταν και τον πλησίασε.
«Τάμπριελ,» είπε.
Εκείνος στράφηκε να την κοιτάξει. Το βλέμμα του ήταν ερωτηματικό: Τι θέλεις από μένα, Μαύρη Δράκαινα;
«Είδες τίποτ’άλλο;» είπε εκείνη.
«Έχω δει πολλά πράγματα…» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ’λι, ακουμπώντας το χέρι του στον κορμό ενός δέντρου. «Μακάρι να μπορούσα να τα καταλάβω κιόλας. Είναι όλα τους σκόρπιες εικόνες… Σκόρπιες εικόνες…»
«Για τον Ανδρόνικο, εννοώ. Είδες τίποτ’άλλο για τον Ανδρόνικο;»
Ο Τάμπριελ μειδίασε, αχνά. «Η Παντοκράτειρα το είχε προσέξει, και μου το είχε πει. ‘Αυτή η Μαύρη Δράκαινα,’ μου είχε πει, ‘φαίνεται να συμπαθεί υπέρμετρα τον σύζυγό μου, τον Ανδρόνικο.’ –‘Και λοιπόν;’ νομίζω πως την είχα ρωτήσει. ‘Σε κάνει να ζηλεύεις;’ –‘Καθόλου,’ είχε απαντήσει εκείνη. ‘Γιατί να ζηλεύω για ένα τέτοιο αστείο θέμα;’ Και δεν πιστεύω πως έλεγε ψέματα.»
«Δεν καταλαβαίνω τι σχέση έχουν όλα τούτα,» είπε η Ιωάννα, απότομα.
«Η Παντοκράτειρα έκανε λάθος. Ίσως θα έπρεπε να είχε δώσει περισσότερη σημασία στο θέμα. Εξάλλου, όπως φάνηκε, ο Ανδρόνικος επαναστάτησε εναντίον της, και–»
«Τον είδες; Είδες τίποτ’άλλο που να αφορά τον Ανδρόνικο;»
Ο Τάμπριελ δε φάνηκε να ενοχλείται από τη διακοπή. «Τον είδα. Αλλά δεν καταλαβαίνω ακριβώς τι είδα–»
«Είναι ζωντανός;»
«Δε νομίζω να ήταν νεκρός–»
«Είναι φυλακισμένος;»
«Δεν μπορώ να το απαντήσω αυτό. Οι εικόνες που βλέπω δεν έρχονται με τη σωστή χρονική σειρά. Τα γεγονότα δε μου παρουσιάζονται, απαραιτήτως, το ένα κατόπιν του άλλου.»
«Ήταν φυλακισμένος, όμως, όταν τον είδες;»
«Αυτή τη φορά, όχι.»
«Και πού βρισκόταν; Τι είδες ακριβώς;» επέμεινε η Ιωάννα.
«Τον είδα να κρατά ένα κομμάτι χαρτί και να το διαβάζει,» απάντησε ο Τάμπριελ’λι. «Και ήταν σα να μπορούσα να κοιτάξω πάνω απ’τον ώμο του, γιατί έβλεπα κι εγώ τι διάβαζε. Τα γράμματα, όμως, και τα σύμβολα δεν έβγαζαν κανένα νόημα. Δεν ήταν καμία γραπτή γλώσσα που γνωρίζω…»
Η Ιωάννα συνοφρυώθηκε. Κάποιος κώδικας; «Μπορείς να μου τα σχεδιάσεις;»
Ο Τάμπριελ έκοψε ένα μακρύ κλαδί, καθάρισε το έδαφος εμπρός του με το μποτοφορεμένο πόδι του, και σχημάτισε στο χώμα μερικά σύμβολα.
«Δεν καταλαβαίνω,» παραδέχτηκε η Μαύρη Δράκαινα. «Αυτά είναι όλα;»
«Όχι,» είπε ο Τάμπριελ, «αλλά αυτά θυμάμαι τώρα.»
«Πού βρισκόταν ο Ανδρόνικος, όταν διάβαζε το συγκεκριμένο χαρτί;»
Ο Τάμπριελ συνοφρυώθηκε. «Σε κάποιο δωμάτιο… Στη σουίτα κάποιου ξενοδοχείου, ίσως… Και δεν πρέπει να ήταν μόνος.»
«Ποιος ήταν μαζί του;»
«Μια παρουσία, πλάι του… Δε μπορούσα να τη δω.»
Η Ιωάννα κατέβασε το βλέμμα. Κοίταξε τα ακατανόητα σύμβολα στο χώμα. Βημάτισε γύρω τους, με τα χέρια της σταυρωμένα εμπρός της. «Αυτό που μου είπες τώρα… Δε μοιάζει να υπάρχει καμια απολύτως σύνδεση με το άλλο… το γεγονός ότι είδες τον Ανδρόνικο φυλακισμένο.»
«Ναι, το ξέρω,» ένευσε ο Τάμπριελ. «Χρειάζεται να σου υπενθυμίσω, Μαύρη Δράκαινα, ότι αυτά που βλέπω δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα χάος εικόνων, στο οποίο κι εγώ παλεύω να βάλω μια τάξη;»
*
Η Νελμίρα πήγε για κυνήγι, μαζί με τον Ράθνη, και το μεσημέρι επέστρεψαν μ’ένα σκοτωμένο Μοργκιανό ελάφι.
Ο Γεράρδος μειδίασε. «Φαίνεται πως θα φάμε καλά σήμερα,» είπε. Και πρόσθεσε, ρίχνοντας μια ματιά στον Οδυσσέα και τον Σέλιρ’χοκ, που ακόμα κοιμόνταν: «Αλλά να κρατήσουμε λίγο και γι’αυτούς τους δυο, για όταν σηκωθούν.»
Η Νελμίρα άρχισε να γδέρνει το ζώο μ’ένα μακρύ μαχαίρι. Και, καθώς δούλευε, ρώτησε τον Γεράρδο: «Είσαι από τις Αιωρούμενες Νήσους, έτσι;»
«Όχι ακριβώς,» αποκρίθηκε εκείνος. «Έχω, όμως, μεγάλη εμπειρία απ’αυτά τα μέρη.»
«Πώς είναι στο Πορφυρό Κενό; Έχω ακούσει γι’αυτό, μα δεν έχω ταξιδέψει ποτέ μου εκεί.»
Ο Γεράρδος ήπιε μια γουλιά απ’τον καφέ στην κούπα του, καθώς ήταν καθισμένος στο έδαφος του δάσους με την πλάτη του ακουμπισμένη στον τραχύ κορμό ενός δέντρου. «Δεν είν’εύκολο να περιγραφεί…» είπε. «Φαντάσου… Φαντάσου έναν ατελείωτο χώρο που φωτίζεται από μια κοκκινωπή ακτινοβολία. Η ακτινοβολία δε μοιάζει νάχει καμία φανερή πηγή προέλευσης· μοιάζει να έρχεται πίσω από κάποιο κρυφό πέπλο του σύμπαντος. Και ο χώρος δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος, ούτε πάνω ούτε κάτω, ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Όταν πέσεις στο Πορφυρό Κενό, αιωρείσαι… ή, μάλλον, όχι· λάθος λέξη. Δεν αιωρείσαι. Θα μπορούσες να πεις ότι κολυμπάς. Κολυμπάς, όπως όταν έχεις βουτήξει κάτω απ’τη θάλασσα. Αλλά υπάρχει αέρας· μπορείς να αναπνεύσεις. Ναι, περίπου έτσι είναι τα πράγματα… αν και, σου λέω, το Πορφυρό Κενό πρέπει να το δεις για να το καταλάβεις. Είναι μαγευτικό, αλλά και τρομαχτικό.»
Η Νελμίρα δεν έκανε άλλες ερωτήσεις· επικεντρώθηκε στη δουλειά της, μοιάζοντας, συγχρόνως, να σκέφτεται τα όσα τής είχε πει ο Γεράρδος, να προσπαθεί να τα χωνέψει.
Η Ιωάννα και ο Ράθνης εξασκούνταν, εν τω μεταξύ, στην ξιφομαχία, και οι λεπίδες τους αντηχούσαν, καθώς χτυπούσαν η μία επάνω στην άλλη. Οι κινήσεις τους ήταν άψογες, όφειλε να παρατηρήσει ο Γεράρδος, στρέφοντας το βλέμμα του προς αυτούς. Ρέουσες αλλά σίγουρες. Δεν παραπατούσαν, και δεν έκαναν τίποτα τυχαίο.
«Ιωάννα!» φώναξε. «Δεν το ήξερα ότι γνώριζες πώς να χειρίζεσαι ξίφος.»
Η Ιωάννα απέφυγε μια σπαθιά του Ράθνη, κι επιχείρησε να τον χτυπήσει στον μηρό· η λεπίδα του, όμως, βρέθηκε στο δρόμο της δικής της. «Είμαι Μαύρη Δράκαινα, Καπετάνιε! Οι Μαύρες Δράκαινες γνωρίζουν πώς να χειρίζονται κάθε είδους όπλο. Αλλά αυτός ο τύπος μού φαίνεται ότι είναι τόσο καλός όσο εγώ στην ξιφομαχία!»
Ο Ράθνης μειδίασε. «Γεννήθηκα για να είμαι ξιφομάχος,» είπε, ενώ οι λεπίδες τους συνέχιζαν να συγκρούονται.
«Τι σημαίνει αυτό;» ρώτησε η Ιωάννα.
«Πίστεψέ με, δε θες να μάθεις,» παρενέβη η Νελμίρα.
Η Ιωάννα έσκυψε, αποφεύγοντας το ξίφος του Ράθνη. Τον σπάθισε στα γόνατα με το πλατύ μέρος της λεπίδας της, βέβαιη πως θα τον πετύχαινε και μη θέλοντας πραγματικά να τον τραυματίσει. Εκείνος, όμως, πήδησε, την τελευταία στιγμή, και το σπαθί της Μαύρης Δράκαινας έσχισε τον αέρα.
Τα όπλα τους συγκρούστηκαν, ξανά, και ξανά, και ξανά.
Η Ιωάννα γέλασε. «Νομίζω πως ξέρω, Νελμίρα! Είσαι Αρβήντλιος, Ράθνη, δεν είσαι;»
«Ναι,» απάντησε ο λευκόδερμος άντρας.
«Ο λαός σου δεν αναπαράγεται τυχαία. Κάνουν κάποιες επιλογές, ανάλογα με τις ικανότητες του καθενός, ή λαθεύω;»
«Καθόλου δε λαθεύεις,» είπε ο Ράθνης· και, με μια ξαφνική κίνηση, έκανε τον καρπό της να γυρίσει απότομα. Τα νεύρα της Ιωάννας συσπάστηκαν, ακούσια· η γροθιά της άνοιξε και η λαβή του σπαθιού της της έφυγε απ’το χέρι.
Η Μαύρη Δράκαινα μειδίασε, πισωπατώντας. «Εντάξει, παραδίνομαι.»
Ο Ράθνης θηκάρωσε το ξίφος του, κλίνοντας το κεφάλι προς το μέρος της.
*
Το απόγευμα, το ψητό ελάφι ήταν έτοιμο, και η μυρωδιά του ξύπνησε τον Οδυσσέα και τον Σέλιρ’χοκ, οι οποίοι σηκώθηκαν από τις κουβέρτες τους και κάθισαν κοντά στους υπόλοιπους, που ήδη έτρωγαν.
«Πώς αισθάνεστε;» ρώτησε ο Γεράρδος.
«Έτοιμοι να παλέψουμε γίγαντες!» απάντησε ο Οδυσσέας, και γέλασαν γύρω απ’τη φωτιά.
Ο Σέλιρ’χοκ ρώτησε, όταν του πρόσφεραν ένα κομμάτι απ’το ψητό: «Πού βρήκατε το ελάφι;»
«Στα δάση,» αποκρίθηκε η Νελμίρα. «Κοντά σε μια πηγή.»
«Δεν είναι ασφαλές να κυνηγά κανείς απρόσεκτα στα δάση της Μοργκιάνης,» είπε ο Σέλιρ’χοκ· και όλοι ήταν βέβαιοι πως ήξερε τι έλεγε, διότι η Μοργκιάνη ήταν η πατρίδα του.
«Γιατί, μάγε;»
«Επειδή υπάρχουν κίνδυνοι που δε μπορείς εύκολα να δεις.»
«Είμαι από τη Φεηνάρκια,» του θύμισε η Νελμίρα. «Δε νομίζω ετούτα τα δάση νάναι πιο επικίνδυνα απ’αυτά της διάστασής μου.»
«Οι κίνδυνοι διαφέρουν,» είπε ο Σέλιρ’χοκ. «Τα θηρία είναι, αναμφίβολα, λιγότερο επικίνδυνα, και σίγουρα δεν πρόκειται να συναντήσεις τους άγριους θεούς που ίσως να συναντήσεις στη Φεηνάρκια. Μα, στα δάση της Μοργκιάνης, μπορείς να χαθείς για πάντα.»
Η Νελμίρα ανασήκωσε τους ώμους, μην πολυκαταλαβαίνοντας τι εννοούσε ο μάγος. «Θα το έχω υπόψη,» είπε.
«Θα μας βοηθήσεις, λοιπόν, να διασχίσουμε τα δάση, Σέλιρ;» ρώτησε ο Οδυσσέας. «Πρέπει να πάμε στην Όζντρηβ, και δε σχεδιάζω να πάμε από τις ακτές, ούτε από τα ποτάμια.»
Ο μάγος φάνηκε σκεπτικός, καθώς μασούσε το ψητό κρέας. «Θα περάσουμε, επομένως, από το Θαλασσοδάσος, το Χαμηλό Δάσος, το Μαύρο Δάσος, και τέλος, το Δάσος των Ουρανών.»
Ο Οδυσσέας έβγαλε τον χάρτη του, για να το επιβεβαιώσει. «Ακριβώς.»
Ο Σέλιρ’χοκ ήπιε μια γουλιά νερό, για να καθαρίσει το στόμα του. «Θα πρέπει ο Τάμπριελ’λι να χρησιμοποιήσει τη Μαγγανεία Κινήσεως, αν είναι εγώ να σε καθοδηγώ, Πρόμαχε.»
Ο Οδυσσέας ατένισε τον ερυθρόδερμο άντρα, πίσω απ’τις φλόγες της φωτιάς. Τον άντρα που, μέχρι πρότινος, όλοι θεωρούσαν εχθρό τους, καθότι ήταν σύζυγος της Παντοκράτειρας.
Ο Τάμπριελ ένευσε. «Δεν είναι δύσκολο.»
Η Νελμίρα τον κοίταξε με τις άκριες των ματιών της –ένα, αναμφίβολα, εχθρικό βλέμμα–, μα δε μίλησε, ούτε θέλησε να φανεί πως του έδινε καμια ιδιαίτερη σημασία.
Όταν τελείωσαν το φαγητό τους, ο Τάμπριελ’λι πήγε στο ενεργειακό κέντρο του Βατραχιού και χρησιμοποίησε τη Μαγγανεία Κινήσεως. Ο Οδυσσέας κάθισε στη θέση του οδηγού, και ο Σέλιρ’χοκ κάθισε κοντά του, για να του δίνει ό,τι κατευθύνσεις μπορεί να χρειαζόταν. Οι υπόλοιποι βολεύτηκαν όπου βρήκαν μέσα στο Βατράχι. Κι εκείνο ξεκίνησε να βαδίζει ανάμεσα στα δέντρα του δάσους…
…τα οποία, σύντομα, άλλαξαν γύρω τους. Ο Γεράρδος, που κοίταζε από ένα φινιστρίνι, δε μπόρεσε παρά να παρατηρήσει το γεγονός ότι εδώ έμοιαζαν διαφορετικά, σαν να ήταν από άλλα είδη. Το είπε στους συντρόφους του.
«Φυσικό είναι,» αποκρίθηκε η Ιωάννα. «Βρισκόμαστε στο Χαμηλό Δάσος τώρα. Το Θαλασσοδάσος δεν εκτείνεται για πολύ μέσα στην ενδοχώρα· πιάνει, κυρίως, την ακτή. Το Χαμηλό Δάσος, όμως, είναι μεγάλο.» Του έδειξε επάνω στον χάρτη. «Κοίτα από πού φτάνει μέχρι πού… Εμείς, βέβαια, δε θα το διασχίσουμε απ’άκρη σ’άκρη· απλώς θα περάσουμε από μέσα του, για να βγούμε στο Μαύρο Δάσος.»
«Γεμάτη δάση είναι η Μοργκιάνη…» παρατήρησε ο Γεράρδος.
Το Βατράχι συνέχισε την πορεία του για πέντε ώρες, ώσπου έπεσε η βαθιά νύχτα, και τότε σταμάτησε με προτροπή του Σέλιρ’χοκ. «Καλύτερα να μη συνεχίσουμε άλλο απόψε,» είπε ο μάγος, «γιατί έχουμε φτάσει πλέον στο Μαύρο Δάσος· κι εδώ τα μονοπάτια είναι δύσβατα και στρυφνά. Ο πρωινός ήλιος θα μας προσφέρει βοήθεια.»
Κανένας δεν έφερε αντίρρηση, και κοιμήθηκαν μέσα στο Βατράχι, αφού ο Σέλιρ’χοκ ύφανε μια Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως, η οποία θα τον προειδοποιούσε όταν κάποιο μεγάλο πλάσμα πλησίαζε το όχημα. Ωστόσο, πρότεινε να φυλάνε, συγχρόνως, και σκοπιές, για παν ενδεχόμενο.
Την πρώτη βάρδια φύλαξε η Νελμίρα, τη δεύτερη η Ιωάννα, και την τελευταία ο Ράθνης.
Το πρωί, παρατήρησαν πως ο ήλιος μόλις και μετά βίας περνούσε μέσα από τις πυκνές φυλλωσιές του Μαύρου Δάσους, ενώ ορισμένα σημεία σε τούτους τους τόπους ήταν τελείως, μα τελείως, σκοτεινά, και το Βατράχι έπρεπε να πηγαίνει με τους προβολείς του αναμμένους.
«Γι’αυτό το ονομάζουν ‘το Μαύρο Δάσος’…» μουρμούρισε ο Γεράρδος, καθώς διέσχιζαν ένα μέρος που έμοιαζε με σπηλιά, καμωμένη από κορμούς, κλαδιά, και φυλλώματα.
«Οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας, υποθέτω, δεν έχουν περιπολίες εδώ…» είπε η Νελμίρα.
«Σωστά υποθέτεις,» αποκρίθηκε ο Σέλιρ’χοκ. «Επικεντρώνονται, κυρίως, στις πόλεις, όπως και στις πιο πολλές διαστάσεις, εξάλλου. Στη Μοργκιάνη, όμως, ναι, αποφεύγουν πολύ περισσότερο τα δάση, επειδή είναι τόσο εύκολο να χάσεις τον προσανατολισμό σου μέσα τους.»
Το μεσημέρι έφτασαν σ’έναν μεγάλο ποταμό –τον ποταμό Κόρακα, σύμφωνα με τον χάρτη τους–, ο οποίος έσχιζε το Μαύρο Δάσος σαν μαχαίρι, αν και τα δέντρα, συχνά-πυκνά, σχημάτιζαν στέγες πάνω απ’το τρεχούμενο νερό του. Ο Τάμπριελ’λι ύφανε ένα Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος, και το Βατράχι μάζεψε τα μέλη του και βούτηξε στο ποτάμι. Πέρασε στην αντικρινή όχθη και τα πόδια του ξεπρόβαλαν πάλι. Οι δαγκάνες του τσάκισαν μερικές φυλλωσιές που του έκλειναν το δρόμο, και μπήκε στο άνοιγμα που δημιουργήθηκε.
«Τώρα,» είπε ο Οδυσσέας στους συντρόφους του, «περνάμε, σιγά-σιγά, στο Δάσος του Ουρανού.»
Και όσοι δεν ήξεραν γιατί λεγόταν έτσι, σύντομα, κατάλαβαν. Τα δέντρα γύρω τους άρχισαν να γίνονται πανύψηλα, καθώς προχωρούσαν, μοιάζοντας ν’αγγίζουν τους ουρανούς. Η βλάστηση εξακολουθούσε να είναι πυκνή, αλλά όχι τόσο όσο στο Μαύρο Δάσος· ο ήλιος μπορούσε να περάσει πολύ πιο άνετα, και δεν υπήρχε λόγος να έχουν τους προβολείς του Βατραχιού αναμμένους.
Ο Οδυσσέας σταμάτησε το όχημα, ώστε να ξεκουραστούν για το μεσημέρι. Βγήκαν απ’τη θύρα στην κοιλιά του και κάθισαν κάτω απ’τα δέντρα. Το ψητό ελάφι τούς είχε τελειώσει, έτσι έφαγαν από τις προμήθειες που είχαν μαζί τους.
*
Καθώς βράδιαζε, βγήκαν απ’τις βόρειες παρυφές του Δάσους του Ουρανού και βρέθηκαν μπροστά σε μια ανοιχτή πεδιάδα –μία από τις όχι και τόσο πολλές που υπήρχαν στη Μοργκιάνη. Αντίκρυ τους φαίνονταν κάποια βουνά, καθώς επίσης και μια πόλη, που τα φώτα της διέλυαν το σκοτάδι. Από την πόλη ξεκινούσαν δύο δρόμοι: ο ένας πήγαινε προς τα ανατολικά κι ο άλλος προς τα δυτικά. Αυτή την ώρα, όμως, κανένας δε φαινόταν να ταξιδεύει επάνω τους. Γύρω απ’την πόλη, υπήρχαν κάμποσες αγροικίες και χωράφια.
«Η Όζντρηβ,» είπε ο Οδυσσέας, κοιτάζοντάς την απ’το παράθυρο μπροστά στη θέση του οδηγού. «Εδώ θα συναντήσουμε τον σύνδεσμό μας. Αλλά δε χρειάζεται να πλησιάσουμε με το Βατράχι· απλά, θα δώσουμε άσκοπα στόχο.»
Η Ιωάννα ένευσε, συμφωνώντας. «Κι επίσης,» πρόσθεσε, «δε χρειάζεται να πάμε όλοι.»
«Πράγματι,» είπε ο Οδυσσέας. «Θα πάμε εμείς οι δύο και άλλος ένας. Ποιος θα έρθει;» Κοίταξε τους συντρόφους του.
Η Νελμίρα ανασήκωσε τον έναν ώμο. «Είμαστε όλοι στη διάθεσή σου, Πρόμαχε.»
«Θα έρθεις εσύ, Ράθνη;» ρώτησε ο Οδυσσέας.
«Ασφαλώς.»
Βγήκαν απ’την κοιλιά του Βατραχιού, φορώντας τις κάπες τους και έχοντας μερικά μικρά όπλα κρυμμένα μέσα στα ρούχα τους.
Η Όζντρηβ δεν ήταν μακριά, αλλά δεν ήταν και δίπλα· χρειάστηκε να βαδίσουν κάπου μισή ώρα, προτού φτάσουν κοντά στα τείχη της. Η πύλη ήταν ακόμα ανοιχτή, και μπήκαν χωρίς κανείς να χρειαστεί να τους κάνει έλεγχο. Τα οικοδομήματα της Όζντρηβ, όπως και όλων των πόλεων της Μοργκιάνης, έτειναν να είναι ψηλά και με οξείες γωνίες. Οι περισσότεροι κάτοικοι της διάστασης ήταν μαυρόδερμοι, με ελάχιστες εξαιρέσεις γαλανόδερμων και πρασινόδερμων ατόμων· έτσι, καθώς προχωρούσαν στους δρόμους της Όζντρηβ, οι τρεις επαναστάτες νόμιζαν ότι έβλεπαν γύρω τους σκιές να κινούνται.
Τα οχήματα εδώ δεν ήταν και τόσα πολλά, όπως σε άλλες διαστάσεις· οι γηγενείς της Μοργκιάνης χρησιμοποιούσαν ως επί το πλείστον τα άλογα και τους γιγαντόλυκους. Οι τελευταίοι έμοιαζαν με τους λύκους των περισσότερων διαστάσεων, με την εξαίρεση ότι ήταν διπλάσιοι σε μέγεθος και μπορούσες να τους καβαλήσεις, αφότου είχαν εκπαιδευτεί από ειδικούς εκπαιδευτές. Επίσης, σε ορισμένες οικίες φρουρούσαν τις εισόδους, όπως, άλλωστε, είδαν και ο Οδυσσέας κι οι σύντροφοί του. Τα μάτια των γιγαντόλυκων τούς ατένιζαν ερευνητικά και μ’ένα ίχνος συγκαλυμμένης απειλής στο βλέμμα τους.
Οι τρεις επαναστάτες κατευθύνθηκαν προς το σπίτι που είχε ο Οδυσσέας στο μυαλό του. Γνώριζε πώς να πάει εκεί, δίχως να συμβουλεύεται χάρτη, διότι, κατά πρώτον, δεν ήταν η πρώτη φορά που πήγαινε και, κατά δεύτερον, κοιτάζοντας χάρτη, πιθανώς να τραβούσε ανεπιθύμητη προσοχή, γιατί θα ήταν σαν να δείχνει ότι δεν ήταν από ετούτα τα μέρη.
Εκείνος κι οι σύντροφοί του προσπέρασαν μια περιπολία Παντοκρατορικών χωροφυλάκων, χωρίς αυτοί να τους ρίξουν ούτε μια δεύτερη ματιά. Δεν έχουμε κάτι το αξιοπρόσεχτο επάνω μας, κι αυτό είναι καλό, σκέφτηκε ο Οδυσσέας. Επιπλέον, μέσα στη νύχτα, ίσως κάποιος να μην πρόσεχε καν ότι δεν ήταν γηγενείς· ίσως να τους περνούσε για μαυρόδερμους. Να γίνεσαι ένα με το σύνολο: ο καλύτερος τρόπος για να κρυφτείς. Τα μάτια μπερδεύονται, τότε.
Ο Οδυσσέας οδήγησε τους συντρόφους του σε μια γκριζόπετρη οικία που είχε πέντε ψηλά σκαλοπάτια μπροστά στην είσοδό της. Και πλάι απ’την είσοδο βρισκόταν ένας γιγαντόλυκος, ο οποίος κάρφωσε τα μάτια του επάνω τους και γύμνωσε τα δόντια του.
Το χέρι του Ράθνη πήγε μέσα στην κάπα του, αναμφίβολα για να πιάσει κάποιο όπλο· αλλά ο Οδυσσέας είπε: «Δεν υπάρχει κίνδυνος, φίλε μου. Ο Σαΐτας είναι, κατά βάθος, ειρηνικό πλάσμα.»
Ανέβηκε τα σκαλοπάτια –με τον Ράθνη και την Ιωάννα στο κατόπι του– και στάθηκε αντίκρυ στον γιγαντόλυκο. «Γυρεύω τον αφέντη σου,» είπε με ήρεμη φωνή. «Μ’αναγνωρίζεις, δε μ’αναγνωρίζεις; Μ’έχεις ξαναδεί.» Και, απλώνοντας το χέρι του, χτύπησε το κουδούνι.
Η πόρτα δεν άργησε ν’ανοίξει, αποκαλύπτοντας μια μαυρόδερμη γυναίκα, ντυμένη με πράσινο φόρεμα. Τα μαλλιά της ήταν επίσης πράσινα και πυκνά, κι έπεφταν λυτά στους ώμους της. Πρέπει να ήταν γύρω στα σαράντα-πέντε, υπολόγιζε ο Οδυσσέας. Δεν του θύμιζε τίποτα, όμως· μάλλον, δεν την είχε ξαναδεί. Πράγμα το οποίο δεν ήταν παράξενο: το άτομο που πήγαινε να επισκεφτεί ήταν γνωστό πως, συχνά-πυκνά, άλλαζε παρτενέρ.
«Καλησπέρα,» χαιρέτησε ο Οδυσσέας. «Θα ήθελα να δω τον κύριο Άνφιρ ωλ Ντρεμ.»
Η γυναίκα συνοφρυώθηκε ελαφρώς. «Τέτοια ώρα;»
«Με περιμένει. Πείτε του ότι φέρνω ένα γράμμα απ’τον μακρινό του ξάδελφο στο Βασίλειο Χάρνωθ.» Μια κωδική φράση που γνώριζε ο Άνφιρ.
«Μισό λεπτό.» Η γυναίκα έκλεισε την πόρτα.
«Ποια είν’αυτή;» ρώτησε η Ιωάννα τον Οδυσσέα, ψιθυριστά. «Μία από εμάς;»
«Δε γνωρίζω.»
Τότε, σκέφτηκε η Ιωάννα, καλύτερα να είμαστε προσεχτικοί. Απ’όσο ήξεραν, ετούτο το σπίτι μπορεί να είχε καταληφθεί κι από τους πράκτορες της Παντοκράτειρας. Δε θα ήταν παράξενο· είχε ξανασυμβεί.
Δε χρειάστηκε να περιμένουν πολύ έξω απ’την πόρτα της οικίας· η γυναίκα επέστρεψε και, χαμογελώντας, τους ζήτησε να περάσουν. «Ο Άνφιρ μού είπε ότι είστε φίλοι του. Με συγχωρείτε που σας κράτησα έξω, μες στη νύχτα.»
«Δεν υπάρχει πρόβλημα,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας, καθώς περνούσαν το κατώφλι και έβγαζαν τις κουκούλες τους.
Στο χολ –το οποίο ήταν στολισμένο με όμορφους πίνακες και στρωμένο με κεντητό χαλί– τους περίμενε ένας ψηλός, μαυρόδερμος άντρας γύρω στα εξήντα. Τα μαλλιά και τα μούσια του ήταν μπλε, αλλά είχαν μέσα τους πολλές λευκές τρίχες. Ο Άνφιρ ωλ Ντρεμ.
«Καλωσορίσατε!» είπε. «Καλωσορίσατε!» Ήταν ντυμένος με λευκό πουκάμισο, γκρίζο παντελόνι, και καφετιά, βαριά ρόμπα. Στο δεξί χέρι βαστούσε ένα λαξευτό μπαστούνι, το οποίο ήταν φανερό πως δεν χρειαζόταν για να περπατά, αλλά είχε διακοσμητική σημασία, θα έλεγε κανείς. «Ελάτε μαζί μου, να καθίσουμε.»
Και τους οδήγησε σ’ένα σαλόνι της οικίας τους, το οποίο ήταν πολύ ομορφότερα στολισμένο από το χολ, γυαλίζοντας από τον μπρούντζο και τον χρυσό. «Ναλτάμα,» είπε στη γυναίκα με τα πράσινα μαλλιά, «μπορείς να μας αφήσεις, καλή μου;»
«Ασφαλώς.» Η γυναίκα φίλησε το μάγουλό του, χαμογελώντας.
Στην Ιωάννα δεν άρεσε καθόλου αυτό το χαμόγελο, γιατί, κατά τη γνώμη της, δεν είχε κανέναν λόγο ύπαρξης. Τι λόγο θα μπορούσε να έχει αυτή η γυναίκα για να χαμογελά; Δεν τους ήξερε, άρα δεν ήταν δυνατόν να χαίρεται που τους έβλεπε. Ακόμα κι ο Άνφιρ ωλ Ντρεμ, που γνώριζε τον Οδυσσέα, δεν χαμογελούσε τόσο. Η γυναίκα θα έπρεπε, κανονικά, να είναι κάπως δυσαρεστημένη, που αυτοί οι παράξενοι άγνωστοι είχαν παρουσιαστεί μες στη νύχτα, και που τώρα ο εραστής της (αφού, μάλλον, εραστής της ήταν ο οικοδεσπότης τους) της ζητούσε να φύγει ώστε να μιλήσει μαζί τους.
«Να σας φέρω τσάι;» πρότεινε η Ναλτάμα.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Άνφιρ.
Η Ναλτάμα, ακόμα χαμογελώντας, βγήκε απ’το σαλόνι.
Η Ιωάννα ρώτησε, προτού καθίσουν: «Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω την τουαλέτα σας, κύριε Άνφιρ;»
«Ασφαλώς,» αποκρίθηκε εκείνος, και της έδωσε μερικές εύκολες κατευθύνσεις, τις οποίες η Ιωάννα αγνόησε.
Βγήκε απ’το σαλόνι και αφουγκράστηκε. Δεν ήταν δύσκολο να πιάσει τα βήματα της Ναλτάμα, και πήγε, γρήγορα, προς τα εκεί, μέσα σ’έναν ημιφωτισμένο διάδρομο, χωρίς τα μποτοφορεμένα πόδια της να κάνουν θόρυβο. Για να δούμε τι πραγματικά είσαι…
Αν ήταν πράκτορας της Παντοκράτειρας, πρέπει οπωσδήποτε να είχε αναγνωρίσει τον Οδυσσέα… και εμένα, πιθανώς. Και εμένα. Ένας Πρόμαχος της Επανάστασης και μια αποστάτισσα Μαύρη Δράκαινα. Δε θα έχανε την ευκαιρία να το αναφέρει αυτό στους ανώτερούς της.
Η Ιωάννα ακολούθησε τη Ναλτάμα σ’ένα δωμάτιο που δεν μπορεί παρά να ήταν η κουζίνα της οικίας, και την κρυφοκοίταξε από τη μισάνοιχτη πόρτα, καθώς εκείνη δεν το είχε θεωρήσει απαραίτητο να κλείσει πίσω της· προφανώς, δεν υποψιαζόταν ότι την παρακολουθούσαν: δεν είχε ακούσει τα γρήγορα αλλά προσεχτικά βήματα της Μαύρης Δράκαινας.
Η Ιωάννα κοίταξε και είδε τη Ναλτάμα να ζεσταίνει νερό και να βάζει μέσα φύλλα τσαγιού. Τίποτα το ασυνήθιστο. Μετά, όμως, την είδε ν’ανοίγει ένα μικρό ντουλάπι κι από το βάθος του να παίρνει ένα φιαλίδιο. Τι είν’αυτό;
Η Ναλτάμα περίμενε το τσάι να ετοιμαστεί, και γέμισε τέσσερα φλιτζάνια: ένα για εμένα, ένα για τον Οδυσσέα, ένα για τον Ράθνη, και ένα για τον Άνφιρ, αφού, μάλλον, η ίδια δε σκοπεύει να πιει μαζί μας.
Η μαυρόδερμη γυναίκα άνοιξε, ύστερα, το φιαλίδιο και έσταξε μια σταγόνα από κάποιου είδους υγρό μέσα σε κάθε φλιτζάνι. Κοίτα να δεις…
«Τι δηλητήριο είναι;» ρώτησε η Ιωάννα, παραμερίζοντας την πόρτα με το ένα χέρι.
Η Ναλτάμα αναπήδησε, και στράφηκε, ταραγμένη. «Τι – τι λες; Τι κάνεις εδώ;»
«Θανατηφόρο;» είπε η Ιωάννα. «Δε νομίζω. Υποθέτω, υπνωτικό, ώστε να μας παραδώσεις στην Παντοκράτειρα.»
«Δεν καταλαβαίνω τι λες. Δεν είσαι με τα καλά σου!»
Η Ιωάννα βάδισε προς το μέρος της. «Δος μου το φιαλίδιο.»
Η Ναλτάμα άρπαξε τον δίσκο με τα φλιτζάνια και τον πέταξε πάνω στη Μαύρη Δράκαινα. Εκείνη τον απέκρουσε με το χέρι της, και τσάι και θραύσματα πορσελάνης τινάχτηκαν τριγύρω.
Η Ναλτάμα είχε ήδη πιάσει ένα κουζινομάχαιρο, κι επιχείρησε να καρφώσει την Ιωάννα στην κοιλιά. Η Μαύρη Δράκαινα τής έπιασε τον καρπό και της γύρισε το χέρι πίσω απ’την πλάτη, παίρνοντάς της το μαχαίρι και κολλώντας την πάνω στο τραπέζι, μπρούμυτα.
Εκείνη ούρλιαξε.
Η Ιωάννα τής κοπάνησε τη μούρη στην ξύλινη επιφάνεια του τραπεζιού. Η μύτη της έκανε κρακ! Η Ναλτάμα έσκουζε τώρα και χτυπιόταν, αλλά δεν μπορούσε να ξεφύγει απ’τη Μαύρη Δράκαινα.
«Θα σου πρότεινα να μείνεις ήσυχη,» είπε, ήρεμα, η Ιωάννα.
Βήματα ακούστηκαν να έρχονται, τρέχοντας, και ο Οδυσσέας, ο Ράθνης, κι ο Άνφιρ μπήκαν στην κουζίνα.
«Τι συμβαίνει εδώ;» απαίτησε ο τελευταίος.
«Αυτή η γυναίκα είναι τρελή!» φώναξε η Ναλτάμα.
«Αυτή η γυναίκα είναι πράκτορας της Παντοκράτειρας,» είπε η Ιωάννα στον Άνφιρ ωλ Ντρεμ.
Η έκφρασή του έλεγε, ξεκάθαρα, πως δεν την πίστευε.
«Είχε δηλητηριάσει όλα τα φλιτζάνια με το τσάι,» εξήγησε η Ιωάννα. «Δες αυτό το φιαλίδιο στο πάτωμα.» Το έδειξε με το βλέμμα της. «Είναι το δηλητήριο που χρησιμοποίησε.»
Ο Άνφιρ έσκυψε και το σήκωσε από κάτω. Το κράτησε ανάμεσα στα δάχτυλά του, κοιτάζοντάς το στο φως της λάμπας.
«Μπορώ να το δοκιμάσω, αν θέλεις,» προθυμοποιήθηκε η Ιωάννα, «για να βεβαιωθούμε.»
«Θα πιεις δηλητήριο;»
«Δε χρειάζεται να το πιω. Θα βάλω λίγο στην άκρη της γλώσσας μου, και θα το καταλάβω αν είναι κάποιο απ’τα δηλητήρια που ξέρω –και ξέρω πολλά.»
«Σου λέει αλήθεια,» τον διαβεβαίωσε ο Οδυσσέας. «Η Ιωάννα ήταν μια απ’τις Μαύρες Δράκαινες της Παντοκράτειρας.»
Η Ναλτάμα χτύπησε την Ιωάννα στην κνήμη με τη φτέρνα της, παλεύοντας να ξεφύγει. Εκείνη, όμως, τη συγκράτησε, κοπανώντας ξανά το πρόσωπό της στο τραπέζι. Η Ναλτάμα ούρλιαξε.
*
Η Ιωάννα δοκίμασε το υγρό μέσα στο φιαλίδιο με την άκρη της γλώσσας της, και επιβεβαίωσε ότι, όντως, ήταν ένα είδος υπνωτικού, αρκετά ισχυρό, το οποίο χρησιμοποιούσαν συχνά οι πράκτορες της Παντοκράτειρας.
Η Μαύρη Δράκαινα, ο Οδυσσέας, ο Ράθνης, και ο Άνφιρ ωλ Ντρεμ βρίσκονταν στο σαλόνι της οικίας του τελευταίου. Η Ναλτάμα ήταν, δεμένη και φιμωμένη, σ’ένα διπλανό δωμάτιο.
«Είναι αλήθεια, λοιπόν…» είπε ο Άνφιρ, φανερά δυσαρεστημένος.
«Θα πρέπει να είσαι πιο προσεκτικός στις παρέες σου,» του είπε ο Οδυσσέας, που δεν του άρεσε το γεγονός ότι, εξαιτίας του Άνφιρ, παραλίγο να βρεθούν όλοι τους στο έλεος των πρακτόρων της Παντοκράτειρας.
«Ίσως.»
Ίσως, λέει! σκέφτηκε ο Οδυσσέας. Ο άνθρωπος δεν πάει καλά! Ετούτη, απ’όσο ήξερε ο Πρόμαχος, δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Άνφιρ ωλ Ντρεμ είχε μπλέξει, επειδή κάθε τόσο σύχναζε και με διαφορετική γυναίκα.
Τέλος πάντων. Αυτός ήταν ο σύνδεσμός τους και σ’αυτόν έπρεπε να μιλήσουν…
«Σου έλεγα για τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο,» θύμισε στον Άνφιρ.
Εκείνος κατένευσε. «Ναι.»
«Προτού συνεχίσουμε, όμως, είσαι σίγουρος ότι μέσα σ’αυτό το δωμάτιο δεν υπάρχουν κοριοί;» ρώτησε ο Οδυσσέας.
Ο Άνφιρ συνοφρυώθηκε. «Πρέπει να το ελέγξουμε, υποθέτω,» παραδέχτηκε. Και έφερε μια συσκευή, η οποία τους έδειξε πως, όχι, δεν υπήρχαν κοριοί στο δωμάτιο. Έτσι, ο Οδυσσέας εξήγησε στον Άνφιρ, εν συντομία, τι συνέβαινε στην Απολλώνια, και του είπε ότι ο Ανδρόνικος χρειαζόταν βοήθεια. Χρειαζόταν επαναστάτες και από τη Μοργκιάνη.
«Θα το κανονίσω,» τον διαβεβαίωσε ο Άνφιρ ωλ Ντρεμ. «Θα έχει πιστούς ανθρώπους κοντά του το συντομότερο δυνατό.»
Και ο Οδυσσέας δεν αμφέβαλλε για τούτο. Παρά τα μειονεκτήματά του, ο Άνφιρ ήταν ικανός πράκτορας, και πιστός στην Επανάσταση.
«Μ’αυτή τη γυναίκα τι θα γίνει;» τον ρώτησε, δείχνοντας με το σαγόνι του την πόρτα του δωματίου όπου είχαν κλείσει τη Ναλτάμα.
«Πρέπει να το σκεφτώ…»
«Σε είχε καταλάβει; Είχε καταλάβει ότι δούλευες για την Επανάσταση;»
«Δεν το νομίζω. Αν το είχε καταλάβει, θα είχαν έρθει και θα με είχαν συλλάβει. Μάλλον,» υπέθεσε ο Άνφιρ ωλ Ντρεμ, «οι Παντοκρατορικοί είχαν τις υποψίες τους για εμένα, κι έτσι έστειλαν τη Ναλτάμα –αν αυτό είναι το πραγματικό της όνομα– για να το επιβεβαιώσει.»
Ο Οδυσσέας ένευσε. «Ακούγεται λογικό. Και τώρα, τι σκοπεύεις να κάνεις;»
«Σίγουρα,» είπε ο Άνφιρ, «δεν μπορώ πλέον να την απομακρύνω με πλάγιο τρόπο…» Έμοιαζε σκεπτικός, καθώς ήταν καθισμένος σε μια πολυθρόνα του σαλονιού. Ακούμπησε τα χέρια του στη λαβή του μπαστουνιού του.
«Το καλύτερο,» είπε η Ιωάννα, «είναι να… εξαφανιστεί περίεργα.»
«Εννοείς να τη σκοτώσω; Και πού προτείνεις να ξεφορτωθώ το πτώμα; Αν, όπως δείχνει, οι Παντοκρατορικοί με υποψιάζονται, κατά πάσα πιθανότητα η οικία μου ήδη παρακολουθείται.»
«Πράγματι,» συμφώνησε ο Οδυσσέας. «Κι αυτό ίσως να αποτελέσει πρόβλημα και για εμάς.»
«Θα το καταλάβουμε φεύγοντας,» είπε η Ιωάννα. «Αν αντιληφτούμε κατασκόπους να μας παρακολουθούν έξω απ’την πόλη, τότε ίσως θα πρέπει ν’ανησυχήσουμε.»
Ο Οδυσσέας ένευσε. Και είπε: «Σχετικά με τη Ναλτάμα, τι νομίζεις ότι θα έκανε ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος;»
Η Ιωάννα συνοφρυώθηκε. «Γιατί έχω την υποψία ότι ήδη έχεις απαντήσει σ’αυτό το ερώτημα μες στο μυαλό σου;»
Ο Οδυσσέας μειδίασε. «Πιστεύω πως ο Πρίγκιπας θα προτιμούσε να πάρει πληροφορίες απ’αυτήν, αντί να τη σκοτώσει. Ή, αν είναι δυνατόν, θα την έφερνε και με το μέρος της Επανάστασης.»
«Πολύ επικίνδυνο,» είπε η Ιωάννα. «Ποιος μας εγγυάται ότι δε θα μας πει ψέματα, προκειμένου να μας προδώσει αργότερα;»
«Για τον Πρίγκιπα Τάμπριελ ισχύει ακριβώς το ίδιο…»
«Ούτε αυτόν θα τον εμπιστευόμουν, αν δεν το πρότεινε ο Σέλιρ’χοκ.»
«Τι λες, λοιπόν, να γίνει με τη Ναλτάμα; Να την πάρουμε για ανάκριση;»
«Οι πληροφορίες που θα έχει να δώσει,» είπε η Ιωάννα, «αναμφίβολα, θα αφορούν τη Μοργκιάνη. Δε νομίζω ότι θα μας φανούν χρήσιμες στην Απολλώνια.»
«Σωστά,» τους διέκοψε ο Άνφιρ ωλ Ντρεμ. «Πολύ σωστά. Αφήστε σε μένα το θέμα.»
Ο Οδυσσέας τον ατένισε με το ένα μάτι στενεμένο. «Είσαι σίγουρος ότι θα το χειριστείς όπως πρέπει;»
Ο Άνφιρ φάνηκε να το παίρνει τούτο σαν προσωπική προσβολή. «Μην είσαι ανόητος, Πρόμαχε! Έχω χειριστεί παρόμοιες υποθέσεις και παλιότερα, και το ξέρεις πολύ καλά!» Χτύπησε το ραβδί του στο ξύλινο πάτωμα, κάνοντας ένα σταθερό, έντονο ντουπ! «Θα τακτοποιήσω και αυτήν.»
«Εντάξει,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας, γνωρίζοντας πως όσα έλεγε ο Άνφιρ ωλ Ντρεμ δεν ήταν ψέματα, «θα το αφήσουμε στα χέρια σου.»
Κι αφού είχαν συνεννοηθεί σχετικά και με τούτο το ζήτημα, έφυγαν από την Όζντρηβ και επέστρεψαν στις παρυφές του Δάσους του Ουρανού, όπου τους περίμενε το Βατράχι και οι σύντροφοί τους.
Καθοδόν, η Ιωάννα δεν εντόπισε κανέναν κατάσκοπο να τους ακολουθεί έξω απ’την πόλη. Ίσως, τελικά, οι Παντοκρατορικοί να μην έχουν ανθρώπους που παρακολουθούν ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’την οικία του Άνφιρ ωλ Ντρεμ, σκέφτηκε η Μαύρη Δράκαινα. Εξάλλου, τι λόγος υπήρχε να τους έχουν; Η Ναλτάμα βρισκόταν μέσα και έβλεπε και άκουγε τα πάντα.
Ας ελπίσουμε μόνο ότι δεν είχε παρθεί έτσι καμια ευαίσθητη πληροφορία για την Επανάσταση…
*
«Πού πηγαίνουμε τώρα;» ρώτησε η Νελμίρα. «Πίσω στην Απολλώνια;»
«Ναι,» είπε ο Οδυσσέας, ενώ όλοι τους βρίσκονταν πλάι στο Βατράχι, άλλοι καθισμένοι σε πέτρες κι άλλοι όρθιοι. «Περνώντας από την Αλβέρια και παίρνοντας σκάφος για τον Αιθέρα. Η δίοδος για την Αλβέρια είναι εδώ,» έδειξε επάνω στο χάρτη της Μοργκιάνης, «στα βόρεια των Παγωμένων Ελών. Όχι και τόσο μακριά μας.»
«Στην Αλβέρια, όμως, δεν έχουμε πολλούς συμμάχους,» του θύμισε η Ιωάννα. «Το άντρο μας εκεί καταστράφηκε. Πώς θα εξασφαλίσουμε αεροσκάφος ικανό για ταξίδι στον Αιθέρα;»
«Θα χρειαστεί να το κλέψουμε, προφανώς,» είπε ο Οδυσσέας, «από κάποιο απ’τα αεροδρόμια των ξενοδοχείων.»
«Τι εναλλακτικές λύσεις έχουμε;» ρώτησε ο Γεράρδος. «Τι άλλη πορεία μπορούμε ν’ακολουθήσουμε για να φτάσουμε στην Απολλώνια;»
Ο Οδυσσέας το σκέφτηκε λίγο, και είπε: «Υπάρχουν τρεις τρόποι: Μέσω του Συμπλέγματος, να βγούμε στην Υπερυδάτια, κι από εκεί να πάρουμε σκάφος για Αιθέρα. Μέσω του Συμπλέγματος, να βγούμε στη Χάρνταβελ, κι από εκεί να φτάσουμε στην Απολλώνια ακολουθώντας τον Μεγάλο Ποταμό. Ή, να πάμε στην Αρβήντλια, από εκεί στη Σάρντλι, κι από τη Σάρντλι να βγούμε στον Αιθέρα.
»Κανένας απ’αυτούς τους δρόμους, όμως, δε μου φαίνεται και τόσο καλός. Γιατί, αν πλησιάσουμε πάλι το Σύμπλεγμα, ίσως οι Παντοκρατορικοί να είναι έτοιμοι για εμάς, αφού μας εντόπισαν όταν πρωτοήρθαμε στη Μοργκιάνη. Και η δίοδος για την Αρβήντλια είναι μακριά, στο Νότο,» έδειξε επάνω στον χάρτη του, «πέρα απ’το Βαθύ Δάσος και τον ποταμό Γύπα.»
«Στην Αλβέρια, λοιπόν;» είπε η Νελμίρα.
«Μου φαίνεται το συνετότερο, δεδομένου ότι βιαζόμαστε.»
«Θα ταξιδέψουμε μέσα στη νύχτα;» ρώτησε ο Γεράρδος.
«Για λίγο μόνο, ώστε να απομακρυνθούμε από την Όζντρηβ,» είπε ο Οδυσσέας. «Δεν εντοπίσαμε κανέναν κατάσκοπο να μας παρακολουθεί, αλλά καλύτερα κανείς να φυλάγεται.»
Είναι νεκρή…
Νεκρή…
Η Κορνηλία ανασηκώθηκε, κοιτάζοντας την ακίνητη μορφή της Δομινίκης. Ύστερα, κοίταξε τους στρατιώτες, που εξακολουθούσαν να στέκονται αμίλητοι γύρω της· και, για μια στιγμή, φοβήθηκε ότι θα πλησίαζαν, για να τη συλλάβουν. Αυτό, όμως, δε συνέβη. Όπως και δεν έπρεπε να συμβεί. Η Δομινίκη είχε σκοτωθεί κατόπιν επίσημου Καλέσματος· ενός Καλέσματος, μάλιστα, που είχε γίνει από την ίδια. Κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει ότι η Δούκισσα της Βανκάρης την είχε νικήσει δίκαια.
Αλλά δεν ήταν ανάγκη να πεθάνει. Μα τους θεούς, δεν ήταν ανάγκη να πεθάνει! Δεν ήθελα να τη σκοτώσω. Ήταν ανόητη. Πάντοτε ήταν ανόητη, η παλαβή σκύλα! Γιατί το έκανε αυτό; Γιατί; Θα μπορούσαμε να το είχαμε λύσει αλλιώς–
«Δούκισσά μου, χρειάζεστε βοήθεια;» Η φωνή ενός στρατιώτη.
Η Κορνηλία αισθάνθηκε αίμα να τρέχει επάνω στο αριστερό της μάγουλο. Αίμα. Από το χτύπημα της λεπίδας της Δομινίκης. Ύψωσε το χέρι της και το σκούπισε. Είδε ότι η παλάμη της έγινε κατακόκκινη. Το πρόσωπό μου…! Η αναπνοή της κόπηκε. Θα έμενε ουλή απ’αυτό το πράγμα; Η σκέψη την πανικόβαλλε.
Προσπάθησε να σηκωθεί–
–και έπεσε, επειδή το δεξί της γόνατο δεν μπορούσε να στηρίξει το βάρος της. Έχει σπάσει;
Η Κορνηλία ούρλιαξε.
Ένας στρατιώτης –αυτός που της είχε μιλήσει;– τη βοήθησε να σηκωθεί, περνώντας το χέρι του γύρω απ’τη μέση της.
«Το γόνατό μου…» μουρμούρισε εκείνη. «Το γόνατό μου…» Σταμάτα! είπε στον εαυτό της. Ακούγεσαι αξιοθρήνητη! Αξιοθρήνητη! ΣΥΝΕΛΘΕ!
Ο άντρας την οδήγησε στην πίσω μεριά του οχήματος που μοιραζόταν με τη Δομινίκη, όπου μπορούσε να μισοξαπλώσει με τα πόδια της πάνω στο κάθισμα.
«Το γόνατό μου,» είπε η Κορνηλία, ελέγχοντας τη φωνή της, κάνοντάς τη σταθερή. «Ίσως νάχει σπάσει.»
«Θα το κοιτάξουμε, Αρχόντισσά μου.» Ο στρατιώτης έβγαλε τη μπότα της και, μετά, έκανε ν’ανεβάσει το μπατζάκι του παντελονιού της. Αλλά το παντελόνι δεν ήταν φαρδύ, και η Κορνηλία ούρλιαξε από πόνο, λυγίζοντας πίσω.
«Όχι!» συνειδητοποίησε πως φώναζε. «ΟΧΙ! ΣΤΑΜΑΤΑ!»
Ο στρατιώτης άφησε το παντελόνι.
Η Κορνηλία πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Σκούπισε πάλι το αίμα που έτρεχε απ’το αριστερό της μάγουλο. Σκούπισε τα δάκρυά της.
«Αρχόντισσά μου,» άκουσε μια άλλη φωνή, πίσω της, μια γυναικεία φωνή, «θέλετε εγώ να σας βοηθήσω να βγάλετε το παντελόνι;»
Η Κορνηλία κοίταξε πάνω απ’τον ώμο της· είδε μια πολεμίστρια, την οποία δεν είχε προσέξει πριν, αλλά πρέπει, αναμφίβολα, να ήταν στη συνοδεία απ’την αρχή. «Ναι,» κατάφερε να πει. «Βοήθησέ με.» Τα χέρια της πήγαν στη ζώνη της, λύνοντάς την.
Η πολεμίστρια άνοιξε τα κουμπιά του παντελονιού της Δούκισσας της Βανκάρης και, πιάνοντας τις άκριές του, το κατέβασε, αργά. Όταν έφτασε στην αριστερή μπότα, την οποία η Κορνηλία ακόμα φορούσε, την έλυσε και την έβγαλε· κι ύστερα, έβγαλε και το παντελόνι.
«Σ’ευχαριστώ,» είπε η Κορνηλία, και κοίταξε το γόνατό της, που φαινόταν πρησμένο κάτω απ’την κάλτσα της. «Ω θεοί… θεοί…» Ποτέ ξανά δεν είχε τραυματιστεί έτσι. Ήταν τρομερό! Τρομερό!
«Μην ανησυχείτε, Αρχόντισσά μου,» της είπε η πολεμίστρια. «Ίσως να μην είναι σπασμένο.» Ήταν μια εύσωμη γυναίκα, μετρίου αναστήματος, με καφέ δέρμα και κοντά, μαύρα, σγουρά μαλλιά. «Θα πρέπει, όμως, να το ψηλαφίσω, για να βεβαιωθούμε· κι αυτό ίσως να πονέσει λίγο…»
Η Κορνηλία ένευσε. «Εντάξει, κάντο.»
Η πολεμίστρια κατέβασε την κάλτσα της Δούκισσας της Βανκάρης και άγγιξε το χτυπημένο γόνατο με τα δύο χέρια, πιέζοντάς το με τους αντίχειρες.
Η Κορνηλία ούρλιαξε, κάνοντας το κεφάλι πίσω.
Η πολεμίστρια άφησε το γόνατο, λέγοντας: «Δεν είναι σπασμένο. Χρειάζεται μόνο ξεκούραση.» Ύστερα, πότισε έναν επίδεσμο με κρύο νερό και τον τύλιξε γύρω απ’το γόνατο της Δούκισσας.
Η Κορνηλία ξάπλωσε, ανάσκελα, πάνω στο πίσω κάθισμα του οχήματος. Αισθάνθηκε το αίμα να συνεχίζει να ρέει από το τραυματισμένο μάγουλό της. «Φέρτε μου ένα μαντήλι,» είπε, ξέπνοα. «Κι έναν καθρέφτη.»
Οι στρατιώτες υπάκουσαν.
Η Κορνηλία σκούπισε το αίμα απ’το πρόσωπό της και, νιώθοντας την ανάσα της κομμένη, ύψωσε τον καθρέφτη μπροστά της, για να κοιταχτεί.
Τα πράγματα ήταν χειρότερα απ’ό,τι φανταζόταν.
Τα χείλη της ήταν κομμένα και μελανιασμένα, και το σαγόνι της πρησμένο· και μια μεγάλη χαρακιά ξεκινούσε απ’την αριστερή μεριά του λαιμού της κι έφτανε ώς το αριστερό της μάγουλο.
Η σκύλα! γρύλισε εντός της η Κορνηλία. Η γαμημένη σκύλα! Και σκέφτηκε ότι η Δομινίκη είχε πεθάνει πολύ εύκολα. Πολύ εύκολα. Έπρεπε να την είχα κάνει να υποφέρει, τη γαμημένη σκύλα!
Μετά, όμως, έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να ηρεμήσει. Δεν είναι τίποτα. Το μελάνιασμα θα περάσει, και το πρήξιμο επίσης. Και τα τραύματα θα κλείσουν. Δε θα μείνει τίποτα φανερό. Τίποτα φανερό.
Εκτός ίσως από μια ουλή στο μάγουλο.
Όχι! Όχι· δε θα μείνει τίποτα. Τίποτα απολύτως. Θα βρω τους καλύτερους γιατρούς. Μπορώ να τους βρω. Θα τους πληρώσω και θα το κάνουν. Θα την εξαφανίσουν, και δε θα μείνει τίποτα.
Η Κορνηλία άνοιξε πάλι τα μάτια, έχοντας παραμερίσει τον καθρέφτη και κρατώντας το μαντήλι πιεσμένο στο μάγουλό της.
«Αρχόντισσά μου,» τη ρώτησε η καφετόδερμη πολεμίστρια, «να βάλουμε λίγο αντισηπτικό στην πληγή;»
«Ναι.»
Η πολεμίστρια άνοιξε ένα μπουκαλάκι, πότισε μια γάζα με το αντισηπτικό, και την πίεσε πάνω στο μάγουλο και στο λαιμό της Κορνηλίας. Εκείνη έτριξε τα δόντια απ’το τσούξιμο, και τα δόντια της πόνεσαν, όπως επίσης και το σαγόνι της.
Η πολεμίστρια, τελειώνοντας τη δουλειά της, απομακρύνθηκε.
«Δούκισσά μου,» ρώτησε ένας άλλος πολεμιστής, «τι θα κάνουμε τώρα; Θα συνεχίσουμε στην Απολεσθείσα Γη;»
Η Κορνηλία παραμέρισε τα μαλλιά απ’το ιδρωμένο μέτωπό της. Τι να του απαντήσω; Έχω τα χάλια μου, τα χάλια μου… Πώς να συνεχίσω; Πώς; Τι να κάνω; Η Δομινίκη είχε τους χάρτες· εκείνη είχε εντοπίσει τη θέση του Κατακεραυνωτή. Εγώ δεν μπορώ… δεν μπορώ–
Πρέπει να το κάνεις, όμως, Κορνηλία. Πρέπει να πας στην Απολεσθείσα Γη, και πρέπει να απελευθερώσεις τον Κατακεραυνωτή.
Επιπλέον, δε θα ήταν καλό να επιστρέψει στον Λούσιο με άδεια χέρια· ή, μάλλον, μόνο με το πτώμα της γυναίκας του στα χέρια της. Σίγουρα, ο θάνατος της Δομινίκης θα τον εξόργιζε. Σίγουρα. Μπορεί να είχε τα παράπονά του μαζί της, αλλά ποτέ δεν την είχε θελήσει νεκρή. Ο θυμός του, όμως, θα μετριαστεί, αν του φέρω τον Κατακεραυνωτή.
Κι εκτός αυτού, πρέπει να του τον φέρω. Πρέπει. Γιατί, αλλιώς, πώς θ’αντιμετωπίσουμε τον Ανδρόνικο; Πώς θ’αντιμετωπίσουμε τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας στο Βόρειο Μέτωπο;
Η Κορνηλία αισθανόταν πνιγμένη. Όλα εξαρτώνται από μένα…
«Δούκισσά μου;» Ο ίδιος στρατιώτης.
Σκάσε! Σκάσε! ήθελε να του φωνάξει η Κορνηλία. Κλείσε το στόμα σου! Αλλά εκείνη ποτέ δε φερόταν έτσι, και γιατί ν’άλλαζε τώρα;
«Θα συνεχίσουμε,» αποκρίθηκε. Ανασηκώθηκε επάνω στο πίσω κάθισμα. «Αλλά χρειάζομαι λίγο χρόνο, πρώτα.
»Φέρτε μου όλα τα πράγματα της Δομινίκης εδώ, να τα έχω κοντά μου.» Πρέπει να βρω τους χάρτες της, να ξέρω πού πηγαίνω.
Οι στρατιώτες υπάκουσαν, μεταφέροντας τα πράγματα της νεκρής Αρχιέρειας κάτω απ’το πίσω κάθισμα του οχήματος και πλάι στην Κορνηλία.
«Με τη νεκρή, τι θα κάνουμε, Αρχόντισσά μου;» ρώτησε η καφετόδερμη πολεμίστρια.
«Θα την τυλίξουμε,» απάντησε η Κορνηλία, «και θα την πάρουμε μαζί μας. Θα τη διατηρήσουμε όσο καλύτερα μπορούμε, για να την επιστρέψουμε στον ξάδελφό μου.»
«Μα, Αρχόντισσά μου,» είπε κάποιος άλλος, «δεν έχουμε μαζί μας ειδικά φάρμακα για κάτι τέτοιο.»
«Πού είναι ο μάγος;» απαίτησε η Κορνηλία. «Φέρτε τον εδώ!» Η Δομινίκη τής είχε πει ότι είχε πάρει κι έναν μάγο μαζί της, έναν από το τάγμα των Ερευνητών.
Οι στρατιώτες τού φώναξαν, κι εκείνος ήρθε. Ήταν ένας λιγνός άντρας με λευκό δέρμα και καστανά μαλλιά και μούσι. Τα μάτια του ατένιζαν την Κορνηλία σκεπτικά.
Ποιο είναι το πρόβλημα; Δε σου αρέσω; Προτιμούσες αυτή τη σκύλα για αρχηγό της αποστολής;
Η Δούκισσα τού εξήγησε τι ήθελε, απλά και ξεκάθαρα.
Ο μάγος κούνησε το κεφάλι. «Δεν μπορώ να το κάνω.»
«Γιατί όχι;»
«Διότι δεν γνωρίζω καμία μαγγανεία που να διατηρεί τους νεκρούς, Αρχόντισσά μου.»
«Τότε,» είπε η Κορνηλία, «θα την πάρουμε μαζί μας όπως είναι. Τυλίξτε την.»
«Ίσως θα ήταν συνετότερο να τη στείλουμε κατευθείαν στον Αντιβασιλέα Λούσιο, Αρχόντισσά μου, αντί να την πάρουμε μαζί μας,» πρότεινε ο μάγος.
«Δεν το νομίζω. Δε θέλω ο ξάδελφός μου να δει, έτσι ξαφνικά, τη σύζυγό του νεκρή.»
«Όπως επιθυμείτε, Αρχόντισσά μου.»
Οι στρατιώτες τύλιξαν τη Δομινίκη και την έβαλαν στον αποθηκευτικό χώρο ενός οχήματος.
Εν τω μεταξύ, η Κορνηλία έψαχνε τα πράγματα της Αρχιέρειας, και δεν άργησε να βρει τους χάρτες που είχε φτιάξει. Εδώ, σκέφτηκε, κοιτάζοντας έναν απ’αυτούς. Εδώ είναι σημειωμένη η σημερινή θέση του Κατακεραυνωτή.
Η καφετόδερμη πολεμίστρια καθόταν στη μπροστινή μεριά του οχήματος, στη θέση του συνοδηγού· και η Κορνηλία τη ρώτησε το όνομά της.
«Νικομήδεια, Αρχόντισσά μου.»
«Πέρασε αυτόν τον χάρτη στο σύστημα πλοήγησης, Νικομήδεια,» της είπε η Κορνηλία, δίνοντάς της τον χάρτη με τη σημειωμένη θέση του Κατακεραυνωτή.
Η πολεμίστρια τον πήρε από το χέρι της Δούκισσας και τον έβαλε στην ειδική θυρίδα, όπου το σύστημα άρχισε να τον επεξεργάζεται.
Η Κορνηλία κοίταξε πέρα, προς τις Ομίχλες και το Κρήμνισμα, και είδε ότι η συμπλοκή γύρω από το Απολλώνιο οχυρό είχε λήξει. Το κοπάδι των ανθρωπόμορφων πλασμάτων που είχαν έρθει απ’την Απολεσθείσα Γη είχε υποχωρήσει, αφήνοντας πίσω του σωρούς από κουφάρια, τα οποία οι στρατιώτες έβγαιναν τώρα για να κάψουν με φλογοβόλα.
«Μπορούμε να ξεκινήσουμε,» είπε στους πολεμιστές της η Κορνηλία. «Μπορούμε να περάσουμε στην Απολεσθείσα Γη.»
Οι στρατιώτες μπήκαν στα οχήματα, και η συνοδεία πήγε προς το οχυρό και το Κρήμνισμα.
Η Κορνηλία τράβηξε επάνω της έναν πορφυρό μανδύα, γιατί σκέφτηκε πως ίσως να χρειαζόταν να μιλήσει στους υπερασπιστές του οχυρού· και από τη μέση και κάτω φορούσε μόνο μια περισκελίδα, ενώ η μια της κάλτσα ήταν σηκωμένη κι η άλλη κατεβασμένη στον αστράγαλο. Εν ολίγοις, έμοιαζε τελείως γελοία, και δεν ήθελε να τη δουν έτσι. Βέβαια, σίγουρα θα έβλεπαν το τραυματισμένο πρόσωπό της· αλλά γι’αυτό η Κορνηλία δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.
Οι υπερασπιστές του οχυρού, πράγματι, έγνεψαν στη συνοδεία των πέντε οχημάτων να σταματήσει.
«Αρχόντισσά μου;» είπε ο οδηγός του οχήματος της Κορνηλίας.
«Σταματήστε, να δούμε τι θέλουν.»
Τα οχήματα σταμάτησαν κοντά στους στρατιώτες που έκαιγαν τα νεκρά πλάσματα από την Απολεσθείσα Γη.
Ένας αξιωματικός πλησίασε και ρώτησε, φωναχτά: «Πού πηγαίνετε;»
Η Κορνηλία είπε στη Νικομήδεια: «Πες του ότι πηγαίνουμε στην Απολεσθείσα Γη, σταλμένοι από τον Αντιβασιλέα Λούσιο, για μια ειδική αποστολή. Αν δε σε πιστέψει, δείξ’του το έγγραφο που έχουμε.» Το ύψωσε, παίρνοντάς το απ’το σάκο της Δομινίκης.
Η Νικομήδεια, ανοίγοντας το παράθυρο πλάι της, υπάκουσε.
Ο αξιωματικός δε ζήτησε καμια περαιτέρω επιβεβαίωση· είπε μόνο: «Χρειάζεστε καμία βοήθεια; Θα μπορούσαμε να σας εξυπηρετήσουμε κάπως;»
Η Νικομήδεια κοίταξε την Κορνηλία· εκείνη έγνεψε αρνητικά.
Η Νικομήδεια είπε στον αξιωματικό: «Όχι, σ’ευχαριστούμε.»
Ο αξιωματικός παραμέρισε, για να περάσουν.
Τα οχήματα άφησαν πίσω τους το οχυρό και ζύγωσαν το Κρήμνισμα, ακολουθώντας ένα καθοδικό μονοπάτι και μπαίνοντας στις Ομίχλες.
Η Κορνηλία δεν μπορούσε τώρα να δει τίποτα γύρω της. Τα πάντα ήταν μια γκριζόμαυρη μάζα, που, σε ορισμένα σημεία, φωτιζόταν από απόμακρα φώτα, βαθυκόκκινα, βαθυγάλαζα, ή μοβ. Η Κορνηλία αισθάνθηκε ένα ρίγος να τη διατρέχει. Δεν είχε ποτέ ξανά έρθει εδώ. Είχε ακούσει μονάχα φήμες για το μέρος, και μύθους. Επίσης, γνώριζε ότι επρόκειτο για έναν πολύ, πολύ επικίνδυνο τόπο.
Δομινίκη, σκέφτηκε, ήσουν τελείως ηλίθια, πανάθεμά σε! Εσύ ήξερες ετούτες τις περιοχές καλύτερα από μένα. Τώρα, εγώ τι θα κάνω μόνη μου;
Προσπάθησε να διώξει τον φόβο απ’το μυαλό της. Πρέπει να τα καταφέρω!
Οι Ομίχλες διαλύθηκαν γύρω τους, και βρέθηκαν σε μια ανοιχτή πεδιάδα με χαμηλό χορτάρι, η οποία έφτανε ώς τα πέρατα του ορίζοντα, ατελείωτη, και μονάχα σ’ένα σημείο μπορούσε η Κορνηλία να διακρίνει μερικά βουνά, που έμοιαζαν με κουρασμένους γίγαντες. Ο ουρανός είχε χρώμα γαλάζιο, αναμιγμένο με κόκκινο, και ο ήλιος ήταν μια πύρινη, φλεγόμενη μάζα: μια μάζα που, εντός της, κινούνταν πολλά μικρότερα κομμάτια, σαν σκουλήκια. Αλλά ο ήλιος αυτός δεν ήταν το μοναδικό ουράνιο σώμα: υπήρχαν κι άλλα τρία, που η Κορνηλία είδε αμέσως. Το πρώτο ήταν μια μεγάλη, στρογγυλή σφαίρα, κατακόκκινη, η οποία, όμως, δεν πρέπει να εξέπεμπε δυνατή ακτινοβολία, γιατί μπορούσες να την κοιτάζεις άνετα, χωρίς να πονάνε τα μάτια σου. Το δεύτερο ήταν ένα πράγμα που είχε σχεδόν σφαιρική μορφή, και ήταν καταπράσινο· η Κορνηλία νόμιζε ότι επάνω του μπορούσε να διακρίνει βλάστηση, καθώς και… πουλιά ήταν αυτά; Το τρίτο ουράνιο σώμα ήταν απόμακρο και κατάμαυρο· γυάλιζε σαν βασάλτης: ένα πελώριο κομμάτι βασάλτη στον ουρανό, αν ήταν ποτέ αυτό δυνατόν.
Η πεδιάδα ήταν άδεια. Κανένα πλάσμα δε φαινόταν.
«Πού βρισκόμαστε;» ρώτησε η Κορνηλία, κοιτάζοντας την οθόνη στο μπροστινό μέρος του οχήματος. Ο χάρτης δεν έμοιαζε καλά συντονισμένος· η θέση τους αναβόσβηνε, μεταπηδώντας απ’το ένα σημείο στο άλλο. «Τι συμβαίνει;»
«Δεν ξέρω, Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε η Νικομήδεια.
«Δος μου τον χάρτη,» είπε η Κορνηλία, απλώνοντας το χέρι της. «Τον χάρτινο χάρτη.»
Η Νικομήδεια τής τον έδωσε.
Η Κορνηλία τον κοίταξε, ψάχνοντας για μια μεγάλη πεδιάδα, κάπου κοντά στο Κρήμνισμα.
«Αρχόντισσά μου!»
Η Κορνηλία ύψωσε το βλέμμα της, και είδε ότι η Νικομήδεια έδειχνε ψηλά, στον ουρανό.
Τα μάτια της Δούκισσας γούρλωσαν.
Ένα σμήνος πουλιών φαινόταν να έρχεται από την καταπράσινη σφαίρα. Ή, μάλλον, όχι· όχι πουλιών. Μικρά κουκούλια με φτερά ήταν, τα οποία δεν είχαν πόδια, ούτε κεφάλι, μονάχα μαύρο τρίχωμα.
«Είναι εχθρικά;» ρώτησε η Κορνηλία, καταλαβαίνοντας ότι η ερώτησή της ήταν ανόητη προτού καν την αρθρώσει. Πώς ήταν δυνατόν κανείς να ξέρει αν αυτά τα όντα ήταν εχθρικά ή μη;
Τα μικρά κουκούλια προσγειώθηκαν στην πεδιάδα, καμια εκατοστή μέτρα απόσταση από τη συνοδεία της Κορνηλίας… και άρχισαν να μεγαλώνουν.
Φούσκωναν, και φούσκωναν, και φούσκωναν, σα να ετοιμάζονταν να σκάσουν.
«Αρχόντισσά μου,» είπε ο οδηγός, «καλύτερα να φύγουμε!»
Τα κουκούλια έσκασαν, εκτοξεύοντας γύρω τους τρίχες, φτερά, και αίμα· κι από μέσα τους πετάχτηκαν μεγαλόσωμα πλάσματα, που έμοιαζαν με ταύρους μόνο στη γενικότερή τους διάπλαση και στο γεγονός ότι είχαν κέρατα. Τα κέρατά τους, όμως, ήταν πολύ μακριά για να είναι κανονικά κέρατα ταύρων.
«Φύγετε!» φώναξε η Κορνηλία. «Φύγετε!»
«Προς τα πού;»
«Οπουδήποτε! Μακριά από δω!»
Τα οχήματα ξεκίνησαν· οι τροχοί τους γρύλισαν επάνω στην πεδιάδα.
Η Κορνηλία κοίταξε πίσω της, για να δει τι έκαναν οι ταύροι, και διαπίστωσε ότι δεν τους καταδίωκαν.
Αναστέναξε, και κοίταξε πάλι τον χάρτη. Πού είμαστε; Πού είμαστε; Και δεν άργησε να βρει την απάντηση. Δεν άργησε να εντοπίσει την πεδιάδα όπου βρίσκονταν –ή, τουλάχιστον, όπου νόμιζε ότι βρίσκονταν– αυτή και η συνοδεία της.
Είπε στη Νικομήδεια να φύγει απ’τη θέση του συνοδηγού, για να καθίσει εκείνη, ώστε να ρυθμίσει τον χάρτη μέσα στο σύστημα του οχήματος. Η Νικομήδεια δεν έφερε αντίρρηση, και η Κορνηλία πήγε στο μπροστινό κάθισμα, μουγκρίζοντας απ’τον πόνο στο γόνατό της.
Τα λεπτά της δάχτυλα άγγιξαν τα πλήκτρα της κονσόλας, και ρύθμισε τον χάρτη μέσα στην οθόνη, έτσι ώστε να δείχνει το όχημά της στο σημείο όπου πραγματικά βρισκόταν, όχι μια από δω και μια από κει. Ελπίζω μόνο η υπόθεσή μου σχετικά με τη θέση μας να είναι σωστή· γιατί, αν δεν είναι, τότε ποτέ δε θα βρούμε τη φυλακή του Κατακεραυνωτή. Ή, ακόμα χειρότερα, πιθανώς να χαθούμε για πάντα μέσα στην Απολεσθείσα Γη.
«Συνεχίζουμε,» είπε σ’όλη τη συνοδεία της, χρησιμοποιώντας τον τηλεπικοινωνιακό δίαυλο. «Ακολουθούμε αυτή την πορεία.» Πατώντας μερικά πλήκτρα, έκανε να παρουσιαστεί μια γραμμή στον χάρτη της οθόνης, η οποία ξεκινούσε από την τωρινή τους θέση και κατέληγε στη θέση όπου ήταν σημειωμένη η φυλακή του Κατακεραυνωτή.
Διέσχισαν τη μεγάλη, ανοιχτή πεδιάδα για αρκετές ώρες, προσπερνώντας και αποφεύγοντας εκτρώματα και τέρατα που η Κορνηλία δεν είχε δει ούτε στους χειρότερούς της εφιάλτες, αλλά ίσως να τα έβλεπε από δω και στο εξής. Η μαθητεία της ως ιέρεια του Μαύρου Νάρζουλ δεν την είχε προετοιμάσει για τέτοια πράγματα. Γνώριζε, βέβαια, τι περίπου υπήρχε στην Απολεσθείσα Γη· μα άλλο είναι να γνωρίζεις κάτι κι άλλο να το βλέπεις με τα ίδια σου τα μάτια. Στα βιβλία που είχε διαβάσει, τα πλάσματα ετούτης της διάστασης δεν περιγράφονταν με λεπτομέρειες: και η Κορνηλία υποψιαζόταν τώρα ότι μπορεί αυτό να συνέβαινε επειδή κι οι ίδιοι οι συγγραφείς των βιβλίων δεν τα είχαν ποτέ αντικρίσει στην πραγματικότητα.
Σκέφτηκε να τραβήξει μερικές φωτογραφίες, αλλά ύστερα, ενώ είχε βγάλει τη φωτογραφική μηχανή από το σάκο της, προτίμησε να μην το κάνει. Ποιος ξέρει τι παρενέργειες μπορεί να είχαν οι φωτογραφίες σε μια διάσταση σαν την Απολεσθείσα Γη; Καλύτερα να ήταν επιφυλακτική…
Όσο για τα πλάσματα που είδε, δε νόμιζε ότι θα τα ξεχνούσε εύκολα, τέτοια εκτρώματα που ήταν. Ορισμένα –αν όχι όλα– αισθανόταν βέβαιη πως θα έμεναν αποτυπωμένα για πάντα στη μνήμη της:
Ένας πανύψηλος γίγαντας με τέσσερα πόδια και δύο χέρια, που είχε δέρμα από ατσάλι και μέσα στις γροθιές του βαστούσε πύρινες λόγχες.
Μια ορδή από ερπετοειδή όντα, τα οποία έμοιαζαν να ανταγωνίζονται για τον ογκόλιθο που γυάλιζε ανάμεσά τους· θύμιζαν Σερπετά, αλλά δεν ήταν, και χτυπιόνταν αναμεταξύ τους χρησιμοποιώντας τα λεπτά, συρματοειδή πλοκάμια στην πλάτη τους.
Δύο πλάσματα που από τη μέση και κάτω ήταν γυναίκες και από τη μέση κι επάνω άλογα έκαναν έρωτα επάνω στο χορτάρι της πεδιάδας.
Ένα σμήνος πουλιών με φτερά από φλόγες κυνηγούσε στους ουρανούς ένα άλλο σμήνος, μικρότερο, από πουλιά με αραχνοΰφαντα φτερά. Τα δύο σμήνη χάθηκαν κάπου μέσα στο κατάμαυρο ουράνιο σώμα.
Ένα τέρας χοροπηδούσε επάνω σε δύο ψηλά πόδια από μέταλλο, ανεμίζοντας ένα μακρύ ξίφος, το οποίο πετούσε κεραυνούς εναντίον των εχθρών του, που ήταν ένα τσούρμο από καμπουριαστές μορφές με αγκάθια στην πλάτη και βαριές, πλατιές ουρές.
Ένα πελώριο σκουλήκι, έχοντας ξεπροβάλλει από μια ρωγμή του εδάφους, είχε βγάλει μια μεγάλη γλώσσα και έγλειφε τα μικροσκοπικά πόδια του.
*
Το βράδυ, είχαν αφήσει πίσω τους την πεδιάδα και είχαν μπει σ’έναν βραχώδη, ορεινό τόπο, που άμμος υπήρχε απλωμένη παντού, δημιουργώντας λόφους μέσα στις χαράδρες και στα φαράγγια. Ήταν λες και κάποιος θεός να είχε αδειάσει ένα πιθάρι γεμάτο άμμο από τους ουρανούς.
Τα οχήματα δυσκολεύονταν να ταξιδεύουν σε τούτα τα μέρη, γιατί τα μονοπάτια ήταν δύσβατα και γιατί η άμμος έκανε τους τροχούς τους να κολλάνε. Η Κορνηλία, όμως, ήταν ευχαριστημένη παρ’όλ’αυτά, επειδή έβλεπε στον χάρτη της οθόνης ότι βρίσκονταν ακριβώς εκεί όπου έπρεπε να βρίσκονται. Δεν έκανα λάθος, όταν ρύθμισα το σύστημα! Κι αυτό σήμαινε ότι, ακολουθώντας την πορεία που είχε χαράξει, θα έβρισκε τον Κατακεραυνωτή.
Επί του παρόντος, καθώς ο ήλιος είχε δύσει και το σκοτάδι είχε απλωθεί στην Απολεσθείσα Γη, η Κορνηλία έδωσε διαταγή να σταματήσουν. Εξάλλου, ετούτοι οι τόποι φαίνονταν πολύ επικίνδυνοι για να τους διασχίζει κανείς μες στη νύχτα· τα οχήματα μπορεί να κατέληγαν σε κανένα χαντάκι γεμάτο άμμο, κι από εκεί δεν ήταν καθόλου βέβαιο ότι θα κατάφερναν να βγουν.
Η συνοδεία σταμάτησε κάτω από μια πλαγιά με πολλούς προεξέχοντες βράχους. Στον ουρανό είχαν υψωθεί τρία φεγγάρια, που και τα τρία είχαν ένα δυνατό ασημένιο χρώμα: παράξενη ομοιομορφία για την Απολεσθείσα Γη, όφειλε να παρατηρήσει η Κορνηλία, καθώς τα κοίταζε από το παράθυρο του πίσω καθίσματος του οχήματός της. Είχε πάλι ξαπλώσει για να ξεκουράσει το γόνατό της, το οποίο έμοιαζε τώρα να είναι καλύτερα από πριν· το πρήξιμο είχε υποχωρήσει.
Η Κορνηλία σκεπάστηκε με μια κουβέρτα –γιατί έκανε δυνατό κρύο, σαν, ξαφνικά, μια έντονη παγωνιά να είχε απλωθεί παντού– και προσπάθησε να κοιμηθεί.
Τα βλέφαρά της έκλεισαν…
*
…Τα βλέφαρά της άνοιξαν.
Σκοτάδι παντού.
Και ησυχία.
Πού ήταν; Δεν ήταν στο όχημα;
Προσπάθησε να κινηθεί, μα ανακάλυψε πως δεν μπορούσε. Κάτι τύλιγε το σώμα της· το ακινητοποιούσε.
Πανικοβλήθηκε, κι άρχισε να χτυπιέται και να φωνάζει. Υπήρχε, όμως, και κάποιο ύφασμα μπροστά στο πρόσωπό της. Ποιος το είχε κάνει αυτό; Τους είχαν αιχμαλωτίσει, δίχως να το καταλάβει;
Κυλίστηκε προς τα δω, κυλίστηκε προς τα κει, κοπανώντας πάνω σε τοιχώματα. Τα χέρια και τα πόδια της δεν έπαψαν στιγμή να παλεύουν με το πράγμα που την τύλιγε… και, τελικά, κατάφερε να ξετυλιχτεί.
Γέμισε τα πνευμόνια της με αέρα, και ψηλάφισε γύρω της, για να διαπιστώσει πως ήταν κλεισμένη κάπου. Κλεισμένη σε κάποιου είδους κουτί…
Πώς ήταν δυνατόν να συμβαίνει αυτό; Πώς ήταν δυνατόν να συμβαίνει;
Ανασηκώθηκε, σπρώχνοντας το καπάκι από πάνω της –γιατί, δεν μπορεί, πρέπει να υπήρχε κάποιο καπάκι, αλλιώς πώς την είχαν κλείσει εδώ;
Το κουτί άνοιξε, κι εκείνη πετάχτηκε πάνω. Κοίταξε γύρω της. Είδε ένα ορεινό τοπίο, βραχώδες, που τα βαθουλώματά του ήταν γεμάτα άμμο.
Είμαι εκεί που ήμουν, παρατήρησε. Και διαπίστωσε πως δεν ήταν κλεισμένη σε κανένα «κουτί»· ήταν κλεισμένη στον αποθηκευτικό χώρο ενός οχήματος.
Οι προδότες!
Οι στρατιώτες της συνοδείας της την είχαν προδώσει!
Βγήκε, και πάτησε στα πόδια της. Τα οχήματα της συνοδείας ήταν σιωπηλά και ακίνητα. Στο εσωτερικό τους φαίνονταν άνθρωποι να κοιμούνται.
Κοίταξε μέσα στο παράθυρο του οχήματος όπου την είχαν κλεισμένη, και είδε…
…είδε τον εαυτό της.
Την Κορνηλία.
Να κοιμάται, τυλιγμένη σε μια κουβέρτα.
Τον εαυτό της;
Μα, δεν ήταν η Κορνηλία.
Η Δομινίκη· είμαι η Δομινίκη–—
*
Η Κορνηλία πετάχτηκε πάνω, απότομα, χτυπώντας το κεφάλι της στην οροφή του οχήματος.
Αισθανόταν να τρέμει. Το σώμα της ήταν παγωμένο.
Κοίταξε απ’το παράθυρο, μα δεν είδε κανέναν. Κανένας δεν ήταν έξω απ’τα οχήματα. Και ο αποθηκευτικός χώρος του οχήματός της δεν ήταν ανοιχτός. Επιπλέον, η Δομινίκη δεν είναι κλεισμένη στο δικό μου όχημα· είναι κλεισμένη σ’αυτό εκεί, αν δεν κάνω λάθος… Όλα έμοιαζαν μεταξύ τους· θα μπορούσε να ήταν και το διπλανό.
Δεν είχε σημασία. Η Δομινίκη ήταν νεκρή. Νεκρή. Και οι νεκροί δε σηκώνονται.
Ήμουν μέσα της. Στο όνειρό μου, ήμουν μέσα της…
Η Κορνηλία ξάπλωσε πάλι.
Αλλά το βρήκε αδύνατον να κοιμηθεί.
Ανασηκώθηκε. Πήρε καθιστή θέση και φόρεσε το παντελόνι της, παρά τον πόνο στο γόνατό της. Έβαλε τις μπότες της–
«Αρχόντισσά μου;»
Η Νικομήδεια την κοίταζε από τη μπροστινή μεριά του οχήματος.
«Θέλω να ελέγξω κάτι,» είπε η Κορνηλία, και, ανοίγοντας την πόρτα πλάι της, βγήκε απ’το όχημα.
Για μια στιγμή στηρίχτηκε πάνω του, για να μην πέσει. Ύστερα, όμως, έσφιξε τα δόντια και βάδισε, κουτσαίνοντας, προς το όχημα όπου βρισκόταν το πτώμα της Δομινίκης: ή όπου νόμιζε ότι βρισκόταν το πτώμα της Δομινίκης, γιατί μπορεί να ήταν και στο διπλανό.
Η Κορνηλία πλησίασε τον αποθηκευτικό χώρο, και τον άνοιξε.
Στο εσωτερικό είδε αυτό που περίμενε. Μια γυναικεία μορφή, τυλιγμένη σε ύφασμα.
Μέσα είναι. Δεν έχει πάει πουθενά.
Ωστόσο, έπρεπε να το επιβεβαιώσει.
Παραμερίζοντας το ύφασμα, κοίταξε το πρόσωπο. Το πρόσωπο της Δομινίκης.
Έβαλε πάλι το ύφασμα στη θέση του, και έκλεισε τον αποθηκευτικό χώρο. Με τις άκριες των ματιών της, μπορούσε να δει τους νυχτερινούς φρουρούς της συνοδείας να την κοιτάζουν, παραξενεμένοι. Τους αγνόησε και επέστρεψε στο όχημά της, για να καθίσει στην πίσω θέση.
Η Νικομήδεια δε μίλησε.
Η Κορνηλία έβγαλε τις μπότες της, αλλά όχι και το παντελόνι. Σκεπάστηκε ξανά με την κουβέρτα και ξάπλωσε.
Ο ύπνος άργησε να την πάρει.
*
Το πρωί, κάθισε στη θέση του συνοδηγού και διέταξε να συνεχίσουν, ακολουθώντας την πορεία που ήταν χαραγμένη στον χάρτη. Η συνοδεία άρχισε, έτσι, να διασχίζει την ορεινή περιοχή με μεγάλη δυσκολία, αφού τα μονοπάτια ήταν ιδιαίτερα κακοτράχαλα και στενά, και παντού υπήρχαν επικίνδυνοι λάκκοι, χαντάκια, κρημνοί, και χαράδρες, όλα γεμάτα άμμο.
Κατά το μεσημέρι, ένα από τα οχήματα γλίστρησε και έπεσε σ’ένα απ’αυτά τα μέρη· οι τροχοί του κόλλησαν, και, όσο κι αν γύριζαν, δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν: το μόνο που κατάφερναν ήταν να κάνουν την άμμο να εκτοξεύεται.
«Σταμάτα, ανόητε! Σταμάτα!» φώναξε ένας από τους πολεμιστές στον οδηγό του οχήματος «Χειροτερεύεις τα πράγματα, έτσι όπως κάνεις!»
Με την άδεια της Κορνηλίας, ορισμένοι στρατιώτες βγήκαν απ’τα υπόλοιπα οχήματα και, μπαίνοντας στην αμμώδη περιοχή, έσπρωξαν το όχημα που είχε κολλήσει, ώστε να βρεθεί πάλι σε στέρεο έδαφος. Η όλη διαδικασία τούς έφαγε, περίπου, μισή ώρα. Και, όταν τελείωσαν και ήταν έτοιμοι να αναχωρήσουν από ετούτο το επικίνδυνο σημείο, τέσσερα γιγάντια πτηνά τούς επιτέθηκαν, κατερχόμενα από μυτερές, πετρώδεις κορφές. Τα φτερά τους ήταν πουπουλένια και κατάμαυρα, τα νύχια των ποδιών τους γαμψά και κοφτερά σαν σπαθιά, και οι λαιμοί τους μακρείς κι ευκίνητοι.
Οι πολεμιστές τής συνοδείας τα πυροβόλησαν με τα πιστόλια και τα τουφέκια τους, και με τα όπλα των οχημάτων. Τα πτηνά, όμως, δε σκοτώθηκαν εύκολα· φάνηκαν να έχουν μεγάλη αντοχή στον πόνο και στην απώλεια αίματος. Τα νύχια τους χτύπησαν τα οχήματα και έγδαραν τις αρματωμένες τους επιφάνειες. Έναν πολεμιστή που βρισκόταν έξω, ακάλυπτος, τον έκαναν κομμάτια, εκτοξεύοντας τα μέλη του δεξιά κι αριστερά. Τελικά, όμως, σωριάστηκαν στο έδαφος και πέθαναν.
Η συνοδεία της Δούκισσας της Βανκάρης άφησε πίσω της τα κουφάρια και συνέχισε.
Το απόγευμα, βρέθηκαν σ’έναν πέτρινο δρόμο, ένα κομμάτι γης, το οποίο φιδογύριζε πάνω από ένα χάσμα που δε φαινόταν να έχει τέλος. Μέσα στο σκοτάδι του χάσματος περιφέρονταν μικρές, λαμπυρίζουσες κουκίδες, σαν άστρα. Η Κορνηλία έπιασε τον εαυτό της να αποπροσανατολίζεται για λίγο: να μην ξέρει προς τα πού ήταν το πάνω και το κάτω, προς τα πού ο ουρανός και προς τα πού η γη.
Τη νύχτα την πέρασαν στον πέτρινο δρόμο· και οι φρουροί που φυλούσαν σκοπιά τα μεσάνυχτα ακούστηκαν να πυροβολούν μες στο σκοτάδι.
Η Κορνηλία ξύπνησε, ταραγμένη, και κοίταξε έξω απ’το παράθυρό της, για να δει μια φτερωτή, ανθρωπόμορφη φιγούρα ν’απομακρύνεται και να χάνεται στην άβυσσο, ενώ δεκάδες λαμπυρίζουσες κουκίδες περιστρέφονταν γύρω της.
«Τι ήταν αυτό;» φώναξε στους στρατιώτες, κατεβάζοντας το τζάμι του παραθύρου.
«Δεν ξέρουμε, Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε ο ένας. «Προσπάθησε, όμως, να μας υπνωτίσει. Εμένα, δηλαδή· ο Άνθιμος κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και με συνέφερε.»
Η Κορνηλία αύξησε τους φρουρούς και έπεσε πάλι για ύπνο.
Την επομένη, δεν άργησαν να φτάσουν στο τέλος του πέτρινου δρόμου και να φύγουν μακριά από τη μυστηριώδη άβυσσο. Η Κορνηλία, καθισμένη στη θέση του συνοδηγού, κοίταζε τον χάρτη στην οθόνη, και έβλεπε ότι βρίσκονταν πλέον κοντά στον προορισμό τους.
Γύρω τους απλώνονταν λόφοι, πάνω στους οποίους φύτρωναν δέντρα με κατακόκκινα φύλλα. Ορισμένα από τα δέντρα άρπαζαν, στιγμιαία, φωτιά και εξαϋλώνονταν, χωρίς καμία φανερή αιτία και χωρίς να πυρπολούν τα υπόλοιπα φυτά δίπλα τους. Καθώς εξαϋλώνονταν, όμως, μερικές φορές γεννούσαν, μέσα απ’τη φωτιά τους, πύρινα πλάσματα, που χοροπηδούσαν πάνω στους λόφους, χρησιμοποιώντας τις μακριές τους ουρές. Τα άλματά τους ήταν τόσο ψηλά, ώστε κάποια απ’αυτά τα αλλόκοτα όντα κατάφερναν να φτάσουν στην κατακόκκινη σφαίρα στον ουρανό. Τα υπόλοιπα, που δεν τα κατάφερναν, σύντομα διαλύονταν, σαν ποτέ να μην είχαν υπάρξει.
Ευτυχώς, δε φαίνονταν να έχουν εχθρικές διαθέσεις προς τη συνοδεία της Κορνηλίας.
Το απόγευμα, τα οχήματα βγήκαν απ’τους λόφους και βρέθηκαν σε μια ξερή πεδιάδα, που στο κέντρο της… στο κέντρο της ο κόσμος μαζευόταν… ζάρωνε. Η Κορνηλία δεν ήξερε πώς ακριβώς να το ονομάσει. Η πραγματικότητα έμοιαζε μ’ένα κομμάτι ύφασμα που σ’εκείνο το σημείο έκανε μια βαθιά πτύχωση.
«Η φυλακή,» είπε. «Η φυλακή του Κατακεραυνωτή.» Ανοίγοντας τον τηλεπικοινωνιακό δίαυλο των οχημάτων, πρόσταξε: «Πλησιάστε αυτή την παράξενη πτύχωση και σταματήστε.»
Οι οδηγοί υπάκουσαν, και τα οχήματα σταμάτησαν κοντά στο σημείο όπου ο κόσμος φαινόταν να διπλώνεται.
Να διπλώνεται, ναι, σκέφτηκε η Κορνηλία. Μια αναδίπλωση της ίδιας της πραγματικότητας. Σαν κάποιος να ήθελε να τυλίξει τον Κατακεραυνωτή εκεί μέσα.
Ανοίγοντας την πόρτα πλάι της, βγήκε απ’το όχημα, και οι περισσότεροι από τους πολεμιστές τη μιμήθηκαν, έχοντας τα όπλα τους έτοιμα.
Η Κορνηλία στράφηκε στον μάγο (που είχε πλέον μάθει ότι ονομαζόταν Αναξιμένης’σαρ). «Τι είναι αυτό;» τον ρώτησε, δείχνοντας την αναδίπλωση. «Το έχεις ξαναδεί;»
«Οφείλω να ομολογήσω πως όχι, Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε εκείνος. «Ωστόσο, έχω διαβάσει για παρόμοια φαινόμενα. Σε τούτο το σημείο, η πραγματικότητα της διάστασης έχει αλλοιωθεί, κρύβοντας κάτι από πίσω της, όπως όταν τσακίζεις ένα κομμάτι χαρτί.»
«Μπορείς να φανερώσεις αυτό που είναι κρυμμένο;»
«Θα προσπαθήσω. Εξάλλου, αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που η Αρχόντισσα Δομινίκη ήθελε να είμαι εδώ: υποψιαζόταν ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο.»
Σ’εμένα, όμως, δεν είχε πει τίποτα. Δε μου είχε δώσει καμία χρήσιμη πληροφορία. «Πολύ καλά,» είπε η Κορνηλία. «Κάνε, λοιπόν, ό,τι ήρθες να κάνεις.»
Ο Αναξιμένης’σαρ στάθηκε μπροστά από την αναδίπλωση, ενώ η Δούκισσα της Βανκάρης έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω. Ύψωσε τα χέρια του και, διαγράφοντας μυστικιστικά σύμβολα στον αέρα, άρχισε συγχρόνως να μουρμουρίζει.
Η Κορνηλία περίμενε, σταυρώνοντας τους πήχεις της στο στήθος.
Μετά από κάποια ώρα, ο μάγος σταμάτησε να κάνει ό,τι έκανε και στράφηκε στο μέρος της.
«Λοιπόν;» τον ρώτησε εκείνη.
«Δε θα είναι εύκολο,» της είπε ο Αναξιμένης.
«Γιατί;»
«Διότι δεν μπορώ να εντοπίσω πού είναι η αρχή της αλλοίωσης.»
«Τι εννοείς;»
«Η πραγματικότητα της διάστασης έχει τσαλακωθεί, σαν ένα κομμάτι χαρτί,» εξήγησε πάλι ο Αναξιμένης· «για να την ‘ξετσαλακώσω’, πρέπει να βρω την άκρη. Κι αυτό αποδεικνύεται δύσκολο. Κατά πάσα πιθανότητα, επειδή έχουν περάσει αιώνες από τότε που έγινε η αλλοίωση.»
«Θα ξαναπροσπαθήσεις;»
«Ασφαλώς.»
Η Κορνηλία επέστρεψε στο εσωτερικό του οχήματός της, ενώ ο μάγος έπιανε πάλι δουλειά. Δεν μπορούσε να στέκεται πολλή ώρα· την ενοχλούσε το χτυπημένο της γόνατο. Δεν ήταν σε τόσο άσχημη κατάσταση όπως στην αρχή, μα δεν είχε περάσει τελείως κιόλας.
Ο Αναξιμένης’σαρ μουρμούριζε μέσα απ’τα δόντια του και βημάτιζε γύρω-γύρω απ’την αναδίπλωση. Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα, κι έμοιαζαν να κοιτάζουν σε κάποιον άλλο κόσμο· ή, μάλλον, έμοιαζαν να κοιτάζουν στο εσωτερικό της αναδίπλωσης, να προσπαθούν να την αναλύσουν. Η Κορνηλία αναρωτήθηκε, για μια στιγμή, πώς θα ήταν αν είχε κι εκείνη τέτοιες δυνάμεις, όπως οι μάγοι του τάγματος των Ερευνητών. Τι θα έβλεπε, άραγε; Θα ήταν το σύμπαν ίδιο γι’αυτήν, ή τελείως, μα τελείως, διαφορετικό;
Καθώς η ώρα περνούσε και το σκοτάδι απλωνόταν στην Απολεσθείσα Γη, ο Αναξιμένης’σαρ έδειχνε ολοένα και πιο κουρασμένος. Ιδρώτας γυάλιζε στο μέτωπό του, και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είχαν ζαρώσει: είχαν γίνει σχεδόν σαν την αναδίπλωση που μελετούσε.
Η Κορνηλία είχε αρχίσει ν’απογοητεύεται, να πιστεύει πως ο μάγος δε θα κατάφερνε να κάνει τίποτα, και πως εκείνη θα αναγκαζόταν να επιστρέψει με άδεια χέρια στον Λούσιο…
…Με το πτώμα της γυναίκας του στα χέρια μου, διόρθωσε τον εαυτό της.
Με το πτώμα της γυναίκας του, και χωρίς τον Κατακεραυνωτή. Όλο τούτο το ταξίδι για το τίποτα…
Εξαιτίας της Δομινίκης!
Γιατί έπρεπε να με Καλέσει; Γιατί; Η ανόητη σκύλα! Η ανόητη σκύλα!
Ο Αναξιμένης έπαψε, ξαφνικά, να βαδίζει. Έμεινε ακίνητος μπροστά σ’ένα σημείο της αναδίπλωσης. Κοκαλωμένος. Λες κι είχε δει κάτι που τον τράνταξε.
Βλεφάρισε, κι εκείνο το μυστηριώδες, διαπεραστικό βλέμμα έφυγε απ’τα μάτια του.
Έκανε το κεφάλι του πίσω και γέλασε, μοιάζοντας εκστασιασμένος.
«Τι είναι;» του φώναξε η Κορνηλία, από το ανοιχτό παράθυρο πλάι στη θέση του συνοδηγού. «Τι είναι; Το βρήκες;»
Ο μάγος στράφηκε να την κοιτάξει. Η κούραση έμοιαζε να έχει εξαφανιστεί απ’το πρόσωπό του. «Ναι…» είπε. «Ναι!» Και ο ενθουσιασμός στη φωνή του ήταν όπως ο ενθουσιασμός ενός μικρού παιδιού. Πρέπει να θεωρούσε την εύρεση της αρχής της αλλοίωσης ως έναν προσωπικό του θρίαμβο, ως μία προσωπική, μεγάλη ανακάλυψη.
Η Κορνηλία είχε ακούσει κάτι τέτοια για το τάγμα των Ερευνητών. Ακόμα και το παραμικρό σχετικά με τη φύση των διαστάσεων ήταν ικανό να τους φέρει σε έξαρση.
«Μπορείς ν’ανοίξεις το δρόμο, δηλαδή;» τον ρώτησε.
Η όψη του Αναξιμένη σοβάρεψε· συνοφρυώθηκε, σκεπτικός.
Μη μου πεις… σκέφτηκε η Κορνηλία. Μη μου πεις ότι πάλι υπάρχει κάποιο πρόβλημα!…
«Καλύτερα θα ήταν να δοκιμάσω να το κάνω αυτό αύριο,» δήλωσε ο μάγος, «που θα είμαι ξεκούραστος. Δε θα θέλαμε να γίνει κανένα λάθος. Δε συμφωνείτε, Αρχόντισσά μου;»
Η Κορνηλία αναστέναξε, αλλά ένευσε. «Εντάξει,» αποκρίθηκε. «Θα διανυκτερεύσουμε εδώ.»
Και πρόσταξε να μπουν φρουροί.
Η νύχτα πέρασε ήσυχα.
Με την αυγή, ο Αναξιμένης’σαρ πλησίασε ξανά την αναδίπλωση και άρθρωσε ένα ξόρκι με σταθερή, στεντόρεια φωνή, ενώ τα χέρια του βρισκόταν υψωμένα στο επίπεδο του στήθους του. Μετά, το δεξί τεντώθηκε απότομα, και τα δάχτυλά του, που γυάλιζαν από κάποιου είδους φως, χώθηκαν μέσα στην αναδίπλωση, όπως θα χώνονταν μέσα σε λάσπη. Πιάστηκαν γερά εκεί, και ο Αναξιμένης τράβηξε το χέρι του πίσω, λυγίζοντας τον αγκώνα.
Και, συγχρόνως, τραβούσε την πραγματικότητα.
Την ξεδίπλωνε.
Ο μάγος έκανε μερικά βήματα όπισθεν και προς τα δεξιά, καθώς ολοκλήρωνε τη διαδικασία, και μπροστά στην Κορνηλία και τους υπόλοιπους φανερώθηκε κάτι που πριν δεν μπορούσαν να δουν.
Μες στη μέση της ξερής πεδιάδας υπήρχε ένα δάπεδο από καλοφτιαγμένες, πέτρινες πλάκες, περιστοιχισμένο από τρεις κολόνες, μία στο πέρας του και δύο στην άλλη άκρη, κοντά στη Δούκισσα της Βανκάρης. Στο κέντρο αυτού του μικρού ναού (γιατί τέτοιος υπέθετε η Κορνηλία πως ήταν) υπήρχε ένας βωμός από λευκή πέτρα, και πάνω απ’τον βωμό αιωρείτο μια σφαίρα, που δεν είχε διάμετρο μεγαλύτερη από το ένα τρίτο του μέτρου.
Η σφαίρα ήταν φτιαγμένη από κομμάτια μετάλλου και από γυαλί… ή, μάλλον, όχι. Η Κορνηλία την κοίταξε καλύτερα. Δεν ήταν γυαλί αυτό· απλώς, η σφαίρα ήταν ανοιχτή σ’εκείνα τα σημεία… Τι συγκρατούσε, λοιπόν, την αναβράζουσα, πορφυρόχρωμη μάζα που φαινόταν μέσα της; Τι τη συγκρατούσε απ’το να βγει; Κάποιου είδους αόρατη ενέργεια;
Και είναι αυτή η φυλακή του Κατακεραυνωτή, ή ήρθα σε λάθος μέρος;
Όχι, δεν μπορεί να είχε κάνει λάθος. Είχε ακολουθήσει κατά γράμμα τον χάρτη της Δομινίκης· και δεν πίστευε ότι η Δομινίκη είχε κάνει λάθος στην κατασκευή του χάρτη της. Παρ’όλα της τα μειονεκτήματα, είχε ορισμένες πολύ χρήσιμες γνώσεις…
Η Κορνηλία πέρασε ανάμεσα απ’τις δύο κολόνες και βάδισε πάνω στο πέτρινο δάπεδο, πλησιάζοντας τον βωμό. Οι πολεμιστές της και ο Αναξιμένης’σαρ την ακολούθησαν, σχηματίζοντας ένα ημικύκλιο πίσω της.
Η Κορνηλία ατένισε τη σφαίρα που αιωρείτο πάνω απ’τον βωμό· και, μέσα απ’την αναβράζουσα, πορφυρόχρωμη μάζα, είδε δύο μάτια ν’ανοίγουν, αστράφτοντας.
«ΠΟΙΑ ΕΙΣΑΙ;»
Η φωνή αντήχησε πανίσχυρη, σαν κεραυνός· και, ξαφνικά, ο ουρανός πάνω απ’την ξερή πεδιάδα σκοτείνιασε, κι άρχισε ν’αστράφτει και να φυσά. Τα ουράνια σώματα της Απολεσθείσας Γης κρύφτηκαν πίσω από μαύρα σύννεφα.
Η Κορνηλία αισθάνθηκε την κάπα και τα μαλλιά της ν’ανεμίζουν.
«ΠΟΙΑ ΕΙΣΑΙ;» βρόντησε η απόκοσμη φωνή, ενώ τα μάτια μέσα στη σφαίρα παρέμεναν εστιασμένα στη Δούκισσα της Βανκάρης.
Η Κορνηλία ξεροκατάπιε, νιώθοντας το σώμα της μουδιασμένο. «Κ-Κορνηλία ονομάζομαι, Μεγάλε Άρχοντα… Είσαι ο Κατακεραυνωτής, έτσι δεν είναι;»
«ΝΑΙ,» αποκρίθηκε η οντότητα. «ΜΕ ΑΠΟΚΑΛΟΥΝ ΚΙ ΕΤΣΙ.»
«Είμαι ιέρεια του Δασκάλου, Μεγάλε Άρχοντα,» είπε η Κορνηλία. «Ήρθα για να σ’ελευθερώσω.»
«ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΜΕ ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΕΙΣ. ΜΟΝΑΧΑ ΕΝΑΣ ΙΕΡΕΑΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΕΙ ΑΥΤΟ, ΟΧΙ ΜΙΑ ΙΕΡΕΙΑ. ΓΙΑΤΙ ΕΣΤΕΙΛΑΝ ΕΣΕΝΑ;»
Δεν το ήξερε η Δομινίκη τούτο; απόρησε η Κορνηλία. Δεν ήξερε ότι χρειάζεται ιερέας; «Θα… θα σε πάρω μαζί μου, τότε, Μεγάλε Άρχοντα,» είπε. «Έξω απ’την Απολεσθείσα Γη. Θα σε πάω σ’έναν ιερέα, στην Απολλώνια.» Στον Λούσιο.
«ΣΤΗΝ ΑΠΟΛΛΩΝΙΑ; –ΘΑ ΜΑΣ ΚΥΝΗΓΗΣΟΥΝ ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ!»
«Όχι, Μεγάλε Άρχοντα,» αποκρίθηκε η Κορνηλία, «δε θα μας κυνηγήσουν. Οι ακόλουθοι του Δασκάλου έχουν αποκτήσει περισσότερη δύναμη από ποτέ. Εμείς βρισκόμαστε στην εξουσία τώρα. Και χρειαζόμαστε τη βοήθειά σου, για ν’αντιμετωπίσουμε έναν πολύ επικίνδυνο εχθρό.»
«ΤΙ ΕΧΘΡΟ;»
«Την Παντοκράτειρα.»
«ΔΕΝ ΤΗ ΓΝΩΡΙΖΩ.»
«Το αντιλαμβάνομαι, Μεγάλε Άρχοντα.»
«ΠΑΡΕ ΜΕ ΑΠΟ ΔΩ, ΙΕΡΕΙΑ ΚΟΡΝΗΛΙΑ. ΠΑΜΕ ΣΤΗΝ ΑΠΟΛΛΩΝΙΑ,» πρόσταξε ο Κατακεραυνωτής.
Η Κορνηλία πλησίασε τα χέρια της στην αιωρούμενη σφαίρα, κι αισθάνθηκε μια αόρατη δύναμη να θερμαίνει τις παλάμες της. Θα καώ; Αν την αγγίξω, θα καώ;
Πλησίασε τα χέρια της ακόμα περισσότερο, για να δει αν η θερμότητα αυξανόταν… και, ναι, αυξανόταν. Πολύ.
Τράβηξε τα χέρια της πίσω. «Είναι καυτό!»
Οι αστραπές δυνάμωσαν στον ουρανό, όπως κι ο άνεμος.
«ΔΕΝ ΘΑ ΣΕ ΚΑΨΕΙ,» είπε ο Κατακεραυνωτής. «ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΦΩΤΙΑ.»
Η Κορνηλία παραξενεύτηκε από τούτο. Μου λέει αλήθεια; Αισθανόταν να τρέμει.
Πλησίασε πάλι τα χέρια της στη σφαίρα –κι αυτή τη φορά την άγγιξε, και με τα δύο. Την πήρε απ’τον βωμό.
Η θερμότητα ήταν δυνατή επάνω στις παλάμες της. Πολύ δυνατή. Αλλά ο Κατακεραυνωτής δεν της είχε πει ψέματα· το δέρμα της δεν καιγόταν. Ένιωθε, όμως, κάποιου είδους ενέργεια να γλιστρά μέσα της: να περνά από τα χέρια στους πήχεις της, στους βραχίονες, στο κεφάλι, στο στήθος, στην κοιλιά της, στα πόδια της. Μια θερμή, γαργαλιστική ενέργεια. Μια ενέργεια που έκανε τα νεύρα και τους μύες της να τσιτώνονται. Το χτυπημένο της γόνατο την πονούσε.
Στράφηκε και, με τη σφαίρα του Κατακεραυνωτή στα χέρια της, βάδισε προς το όχημά της, ενώ οι πολεμιστές παραμέριζαν από γύρω της, σα να φοβόνταν αυτό που κρατούσε.
Το φορτηγό που ξεκίνησε το πρωί από τη Νυλβάκνη και διέσχισε τα Νότια Δουκάτα έφτασε στη Ρακμάνη το απόγευμα, καθώς έπεφτε μια ψιλή βροχή. Ακολούθησε τον δρόμο που τυλιγόταν σπειροειδώς γύρω από το δεντρόφυτο ύψωμα στην καρδιά της πόλης και σταμάτησε αρκετά μέτρα μπροστά από την κεντρική είσοδο του κήπου του παλατιού. Ένας άντρας βγήκε απ’το φορτηγό, ντυμένος με κάπα και κουκούλα, για να προστατεύεται από το ψιλοβρόχι, και ζύγωσε τους φύλακες της πύλης.
«Φέρνουμε κάτι για τον Αντιβασιλέα Λούσιο,» είπε, «αλλά δε μπορούμε να το βάλουμε στο παλάτι. Πρέπει να του ζητήσετε να έρθει εδώ.»
Οι φρουροί αλληλοκοιτάχτηκαν, παραξενεμένοι. «Δεν ξέρω αν αυτό είναι εφικτό, κύριε,» αποκρίθηκε ο ένας.
«Ειδοποιήστε τον,» επέμεινε ο άντρας, λιγάκι απότομα, «κι εκείνος θα κρίνει αν είμαστε αληθινοί ή απατεώνες.» Το πρόσωπό του ήταν κρυμμένο στη σκιά της κουκούλας του· μονάχα η γυαλάδα των ματιών του φαινόταν.
«Δεν ήθελα να υπονοήσω ότι είστε απατεώνες, κύριε,» είπε ο φρουρός, κι έβγαλε έναν τηλεπικοινωνιακό πομπό, για να ειδοποιήσει τον Αντιβασιλέα.
Ο Λούσιος έμαθε για το κάλεσμα και –παρότι παραξενεμένος, όφειλε να ομολογήσει· πολύ παραξενεμένος– κατέβηκε απ’το παλάτι, πηγαίνοντας στον κήπο και στην κεντρική πύλη, όπου ο άντρας με την κάπα και την κουκούλα εξακολουθούσε να περιμένει.
«Τι συμβαίνει;» απαίτησε ο Λούσιος, που κι εκείνος φορούσε κουκούλα για τη βροχή. «Ποιος είσαι;»
«Μεγαλειότατε,» είπε ο άντρας, κάνοντας μια σύντομη υπόκλιση, καθώς βρισκόταν πίσω απ’το κιγκλίδωμα της πύλης. «Το όνομά μου δεν είναι σημαντικό. Σας φέρνω κάποια… αντικείμενα, σταλμένα από τη σύζυγό σας.»
Από τη Δομινίκη; απόρησε ο Λούσιος. Του φαινόταν περίεργο. Θα μπορούσε όλη τούτη η ιστορία να ήταν παγίδα; Παγίδα του Ανδρόνικου; Ή, ίσως, της Παντοκράτειρας; Μήπως η Παντοκράτειρα είχε αντιληφτεί ότι ο Λούσιος ήταν στα πρόθυρα τού να βρει ένα πανίσχυρο όπλο εναντίον της και είχε βαλθεί να τον σταματήσει;
Ο άντρας με την κουκούλα έβγαλε έναν φάκελο απ’την κάπα του και τον έτεινε προς το μέρος του Λούσιου, ανάμεσα απ’τα κάγκελα. «Το μήνυμα αυτό είναι από τη σύζυγό σας, Μεγαλειότατε.»
Ο Λούσιος παρατήρησε πως επάνω στον φάκελο υπήρχε η σφραγίδα της Δομινίκης. Αυτό, βέβαια, δε σήμαινε ότι ήταν αδύνατον νάναι πλαστογραφημένη… Παρά ταύτα, πήρε τον φάκελο και τον άνοιξε. Στο εσωτερικό ήταν ένα κομμάτι χαρτί, το οποίο ξεδίπλωσε και διάβασε.
Λούσιε,
Σου στέλνω δύο Ομοιώματα από τη Νυλβάκνη. Βρίσκονται στο τελευταίο στάδιο της διαμόρφωσής τους: μπορείς να τους δώσεις ό,τι τελική μορφή επιθυμείς. Χρησιμοποίησέ τα συνετά, για να πάρεις τα παιδιά μας από τα χέρια του Ανδρόνικου.
Με αγάπη,
Δομινίκη
Ο Λούσιος δίπλωσε πάλι το μήνυμα, το πέρασε στον φάκελο, και το έκρυψε σε μια τσέπη του πουκαμίσου του.
«Δείξε μου,» είπε στον άντρα με την κουκούλα.
«Ελάτε μαζί μου, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε εκείνος, στρεφόμενος και βαδίζοντας προς το φορτηγό.
Οι φρουροί άνοιξαν την πύλη, και ο Λούσιος βγήκε απ’τον κήπο του παλατιού, πηγαίνοντας στο όχημα.
Ο άντρας με την κουκούλα άνοιξε την πίσω πόρτα, και ο Αντιβασιλέας της Απολλώνιας ανέβηκε στο εσωτερικό, που ήταν μισοσκότεινο, καθώς φωτιζόταν μονάχα από μία ενεργειακή λάμπα. Μηχανήματα, καλώδια, και σωλήνες υπήρχαν τριγύρω· κι ανάμεσα σ’όλα αυτά, κρεμασμένα περίπου μισό μέτρο από το δάπεδο, βρίσκονταν δύο ορθογώνια κουτιά, αρκετά μεγάλα για να χωρούν ανθρώπους. Τα κουτιά αυτά ήταν καμωμένα από διαφόρων ειδών μέταλλα, κι επάνω τους υπήρχαν κυκλώματα και λαξεύματα που γυάλιζαν αχνά, φορτισμένα με ενέργεια.
«Κοιμούνται, Μεγαλειότατε,» είπε ένας άντρας, ξεπροβάλλοντας από τις σκιές, «περιμένοντας την απόφασή σας.» Ήταν ψηλός και λιγνός, κι έμοιαζε κι ο ίδιος με σκιά. Το πρόσωπό του ήταν λευκό με απόχρωση του ροζ, όπως του Λούσιου, και είχε μακριά, γκρίζα γενειάδα. Τα φρύδια του ήταν πυκνά, και τα μάτια του βρισκόταν μέσα σε βαθιές κόγχες, κατάμαυρα και γυαλιστερά.
Δεν ήταν ο μόνος άνθρωπος στο εσωτερικό του φορτηγού· υπήρχαν κι άλλοι, οι οποίοι στέκονταν ή κάθονταν, ακίνητοι, παρατηρώντας τον Αντιβασιλέα της Απολλώνιας.
Ο Λούσιος έβγαλε την κουκούλα του μανδύα του. «Δύο Ομοιώματα…» είπε, πλησιάζοντας το ένα κουτί κι αγγίζοντάς το με τις άκριες των δαχτύλων του δεξιού του χεριού. Η μεταλλική επιφάνεια ήταν καυτή· αν ακουμπούσες εκεί για παραπάνω από μισό λεπτό, το δέρμα σου θα φουσκάλιαζε.
«Μάλιστα, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε ο άντρας με τη γενειάδα. «Βρίσκονται στο τελευταίο στάδιο της διαμόρφωσής τους. Η Αρχιέρεια Δομινίκη μάς πληροφόρησε ότι εσείς θα αποφασίσετε τι τελική μορφή θα πάρουν.»
Δύο κατάσκοποι που μπορώ να βάλω στο βασιλικό παλάτι της Απαστράπτουσας… συλλογίστηκε ο Λούσιος. Τι μορφή να τους δώσω; Πώς θα ξεγελάσω καλύτερα τον αδελφό μου; Και πώς θα πάρω τα παιδιά μου από τα χέρια του;
«Χρειάζεται να το σκεφτώ λίγο,» είπε στον άντρα με τη γενειάδα. «Εν τω μεταξύ, θα σας δείξω πού ακριβώς να πάτε το φορτηγό σας μέσα στην πόλη.»
*
Ο Δαίδαλος δε χρειάστηκε πολλή ώρα για να ετοιμαστεί, κι ύστερα, τους οδήγησε σ’έναν ανελκυστήρα, ο οποίος τους κατέβασε στο ισόγειο του πύργου του. Εκεί, άνοιξε μια πόρτα και τους έβγαλε στους στενούς δρόμους απέξω.
«Ακολουθήστε με,» είπε, προπορευόμενος.
«Πού ακριβώς πηγαίνουμε, κύριε Δαίδαλε;» ρώτησε ο Αυγερινός, καθώς εκείνος και η Αγάθη βάδιζαν πίσω από τον μάγο.
«Στο παλάτι της Απαστράπτουσας, φυσικά. Δεν είπες ότι ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος με χρειάζεται;»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Αυγερινός, «μα νόμιζα πως τώρα βρισκόμασταν σε κάποια άλλη διάσταση…»
«Κι έχεις δίκιο: πράγματι, βρισκόμαστε σε άλλη διάσταση.»
Εκείνη τη στιγμή, κάποιος πετάχτηκε από ένα στενορύμι. Η μορφή του ήταν θολή, και κινιόταν πολύ γρήγορα· ο Αυγερινός, όμως, μπορούσε να διακρίνει ότι, όποιος ή όποια κι αν ήταν, πρέπει να κρατούσε πιστόλι.
Τράβηξε, αμέσως, το δικό του πιστόλι, θορυβημένος από την αναπάντεχη παρουσία ετούτης της οντότητας, που, παρότι έμοιαζε με άνθρωπο, δεν μπορεί να ήταν.
Η οντότητα, όμως, δε φάνηκε να δίνει σημασία στον Βασιλικό Φρουρό, στην Αγάθη, και στον μάγο που τους οδηγούσε· πέρασε από δίπλα τους, σα να μην υπήρχαν.
Ο Αυγερινός συνοφρυώθηκε, απορημένος.
«Τι ήταν αυτό;» είπε η Αγάθη, που, προφανώς, είχε επίσης παραξενευτεί απ’το γεγονός.
«Η εικονική προβολή ενός άνθρωπου της Απολλώνιας,» εξήγησε ο Δαίδαλος.
«Ανθρώπου;» απόρησε ο Αυγερινός. «Δε μου φάνηκε για άνθρωπος.»
«Δεν είχε τη γενικότερη μορφή ανθρώπου;»
«Ναι, μα ήταν θολός, σαν… σαν…»
«Σα να κινιόταν πολύ, πολύ γρήγορα;»
Ο μάγος το είχε θέσει σωστά. Ναι, ακριβώς αυτό ήταν που ο Αυγερινός δεν μπορούσε να συγκεκριμενοποιήσει. Κατένευσε. «Αλλά, και πάλι, γιατί;»
«Διότι,» είπε ο Δαίδαλος, καθώς βάδιζαν μέσα στους λαβυρινθώδεις, στενούς δρόμους, «η διάσταση της Απολλώνιας κινείται πολύ πιο γρήγορα απ’τη δική μου διάσταση. Ο χρόνος στην Απολλώνια κινείται πιο γρήγορα.»
Ο Αυγερινός νόμιζε ότι είχε αρχίσει να καταλαβαίνει. «Γιατί, όμως, βλέπουμε τους ανθρώπους της Απολλώνιας; Δε θάπρεπε να είναι αόρατοι για εμάς;»
«‘Θα έπρεπε’; Τι πάει να πει ‘θα έπρεπε’, φίλε μου; Η διάστασή μου, όπως σου είπα, συμπίπτει σε ορισμένα σημεία με την Απολλώνια, και εκεί όπου συμπίπτει εμείς μπορούμε να κοιτάξουμε.»
«Εκείνοι μπορούν να μας δουν;»
«Όχι. Υπό κανονικές συνθήκες, όχι.»
Δύο θολές φιγούρες φάνηκαν να έρχονται καταπάνω τους. Ο Δαίδαλος δε μείωσε καθόλου τον ταχύ βηματισμό του, ούτε έκανε καμια κίνηση για να τις αποφύγει, κι αυτές πέρασαν από μέσα του. Έπειτα, πέρασαν και μέσα απ’τον Αυγερινό και την Αγάθη, οι οποίοι δεν αισθάνθηκαν τίποτα· ούτε καν το παραμικρό ρεύμα αέρα.
Ο Αυγερινός άγγιξε τον τοίχο ενός σπιτιού πλάι του. «Αυτός υπάρχει,» παρατήρησε. «Είναι στέρεος.»
«Ναι,» ένευσε ο Δαίδαλος, «τα οικοδομήματα είναι μέρος της διάστασής μου και, συγχρόνως, μέρος της Απολλώνιας.»
Ο Αυγερινός συνοφρυώθηκε. «Δηλαδή, μπορούμε κι εμείς να τα επηρεάσουμε;»
«Φυσικά.»
«Κι αν γκρεμίσουμε έναν τοίχο;»
«Θα γκρεμίσει και στην Απολλώνια, αν και με κάπως αργότερο ρυθμό.»
«Χωρίς κανένας να ξέρει για ποιο λόγο γκρεμίστηκε;»
«Το κανένας είναι πολύ απόλυτη λέξη, φίλε μου,» είπε ο Δαίδαλος. «Αλλά ας μη χάνουμε άλλο χρόνο με τις κουβέντες.»
Τους οδήγησε μέσα σ’έναν πλαϊνό δρόμο και, τελικά, μπροστά σ’ένα χτίριο που έμοιαζε με στάβλο. Στο εσωτερικό, φαινόταν μια ανθρώπινη μορφή και αρκετές μορφές αλόγων, όλες θολές, φυσικά, και μοιάζοντας να κινούνται γρηγορότερα απ’ό,τι θα έπρεπε.
Ο Δαίδαλος πέρασε την πόρτα του χτιρίου, και έγινε κι εκείνος μια θολή, ταχέως κινούμενη σιλουέτα.
Ο Αυγερινός και η Αγάθη έμειναν πίσω, πέρα απ’το κατώφλι, και ο πρώτος φώναξε: «Δαίδαλε;»
Ο μάγος δεν του έδωσε σημασία· ήταν αμφίβολο, μάλιστα, αν τον άκουσε. Πλησίασε τη μοναδική ανθρώπινη φιγούρα μέσα στον στάβλο κι άρχισε να μιλά μαζί της. Η φωνή του και η φωνή του συνομιλητή του δεν έβγαζαν κανένα νόημα για τον Αυγερινό και την Αγάθη· έρχονταν στ’αφτιά τους σαν ένας απόμακρος ψίθυρος: σαν ένας θόρυβος που έβγαινε από κάποια χαλασμένη συσκευή αναπαραγωγής ήχου.
«Τι κάνουμε τώρα;» ρώτησε η Αγάθη. «Να τον ακολουθήσουμε;»
«Δε νομίζω ότι θέλει να τον ακολουθήσουμε. Αν το ήθελε, θα μας το είχε πει.»
«Θα περιμένουμε, δηλαδή;»
«Ναι· αλλά, μάλλον, όχι για πολύ.»
Ο άντρας του στάβλου –αυτός δεν ήταν ο άντρας του στάβλου; Η μορφή του είχε λίγες διαφορές από τη μορφή του Δαίδαλου– είχε ήδη σηκωθεί και έμοιαζε να ετοιμάζει μερικά άλογα, αν έκρινε καλά ο Αυγερινός απ’τις κινήσεις του. Κατόπιν, ο Δαίδαλος πήρε τα άλογα από τα γκέμια και βγήκε από μια στενή πίσω πόρτα του στάβλου.
Σύντομα, ήταν δίπλα στον Αυγερινό και στην Αγάθη. Τα άλογα βρίσκονταν το ένα δεμένο πίσω απ’το άλλο· ο μάγος χρειαζόταν να κρατά μόνο τα ηνία του πρώτου στη σειρά.
«Γιατί κάνατε τον κύκλο;» τον ρώτησε ο Αυγερινός.
«Διότι,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος, λύνοντας τα άλογα, «μια είσοδος δεν είναι απαραίτητα και έξοδος.» Καβάλησε το ένα από τα ζώα. «Ανεβείτε τώρα· δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο. Όπως είδατε, ο χρόνος στην Απολλώνια κυλά ταχύτερα από εδώ. Ευτυχώς, όμως, ο χώρος εδώ είναι επίσης διαφορετικός.»
Ο Αυγερινός πιάστηκε απ’τη σέλα ενός αλόγου κι ανέβηκε.
Η Αγάθη κοίταξε το δικό της ζώο, διστακτικά. Ύστερα, στράφηκε στον Αυγερινό με μια έκφραση σχεδόν κωμικής απόγνωσης στο πρόσωπό της. «Δεν ξέρω να ιππεύω…» είπε με χαμηλωμένη φωνή, σα να μην ήθελε να την ακούσει ο μάγος –πράγμα αδύνατον, τόσο κοντά που βρισκόταν.
Ο Αυγερινός τής έδωσε το αριστερό του χέρι. «Έλα.»
Η Αγάθη πιάστηκε, κι ανέβηκε πίσω του, τυλίγοντας τους αγκώνες της γύρω απ’τη μέση του.
«Κύριε Δαίδαλε,» ρώτησε ο Αυγερινός, «τι θα γίνει με το τρίτο άλογο;»
«Το παίρνουμε μαζί μας,» αποκρίθηκε ο μάγος. «Θα το επιστρέψω άλλη στιγμή.» Απλώνοντας τα χέρια του, έδεσε το ελεύθερο άλογο πίσω απ’το δικό του.
Κι έπειτα, έμπηξε τα τακούνια των μποτών του στα πλευρά του ζώου του, αρχίζοντας να καλπάζει μέσα στους στενούς δρόμους.
Ο Αυγερινός τον ακολούθησε.
«Θεοί!…» έκανε η Αγάθη, κολλώντας πάνω στην πλάτη του. «Θα πέσουμε, μα τον Απόλλωνα!»
Ο Αυγερινός γέλασε. «Μην ανησυχείς, δεν πρόκειται να πέσουμε.»
«Προτιμώ τα οχήματα. Ακόμα και τα δίκυκλα.»
«Τα οχήματα έχουν ένα μεγάλο μειονέκτημα.»
«Και ποιο είν’αυτό, παρακαλώ;»
«Είναι άψυχα. Τα άλογα είναι ζωντανά.»
«Ακριβώς αυτό είναι που με τρομάζει!»
Καλπάζοντας, βγήκαν από την πόλη –ή, τουλάχιστον, από το μέρος της Μακρόπολης που, στην Απολλώνια, ονομαζόταν Δαίδαλος ή Χώρα του Δαίδαλου– και βρέθηκαν σε μια ανοιχτή πεδιάδα. Από πάνω τους, ο ήλιος έλαμπε· αλλά και η Αγάθη και ο Αυγερινός μπορούσαν να δουν ότι δεν ήταν ο ήλιος που ήξεραν: ήταν κάποιος άλλος ήλιος, διαφορετικός.
«Η διάστασή μου δεν είναι μεγάλη,» είπε ο Δαίδαλος. «Σύντομα, θα φτάσουμε στο τέλος της. Κι εκεί να είστε πολύ προσεκτικοί· αν περάσετε το όριο, θα εξαϋλωθείτε, κι ακόμα κι η ψυχή σας θα χαθεί. Να ακολουθείτε συνεχώς εμένα, και να μην παραστρατείτε καθόλου. Κατανοητό;»
«Μάλιστα,» αποκρίθηκε ο Αυγερινός.
Και δεν άργησε να καταλάβει τι εννοούσε ο μάγος μιλώντας γι’αυτό το «όριο».
Η πεδιάδα τελείωσε μπροστά τους, και όχι μονάχα η πεδιάδα, αλλά και ο ουρανός. Τα πάντα χάνονταν από ένα σημείο και ύστερα, από ένα όριο και ύστερα, και η ανυπαρξία απλωνόταν. Ναι, ο Αυγερινός δεν μπορούσε να βρει άλλη, καταλληλότερη λέξη από την ανυπαρξία· γιατί αυτό που έβλεπε δεν είχε ούτε χρώμα, ούτε μορφή, ούτε ήταν κάτι εύκολο να καθοριστεί. Για την ακρίβεια, ήταν κάτι που το μυαλό του αρνιόταν να συλλάβει, κάτι που έσβηνε μπροστά στα μάτια του, την ίδια στιγμή που παρουσιαζόταν. Η Ανυπαρξία. Το απόλυτο Τίποτα.
Ο Δαίδαλος τράβηξε τα γκέμια του αλόγου του, κάνοντάς το να σηκωθεί στα πίσω πόδια και να χρεμετίσει, κλοτσώντας τον αέρα με τα μπροστινά.
Ο Αυγερινός μιμήθηκε τον μάγο, κι αισθάνθηκε την Αγάθη να γαντζώνεται με δύναμη επάνω του, τρομαγμένη· ο τραυματισμένος του ώμος τού έριξε μια έντονη σουβλιά.
«Ηρέμησε!» της είπε, στρέφοντας το βλέμμα του πίσω, για να την κοιτάξει.
Τα μάτια της ήταν γουρλωμένα. «Είσαι τρελός; Θα μ’έριχνες!»
«Σου είπα,» αποκρίθηκε ο Αυγερινός, υπομειδιώντας, «δε θα πέσεις.»
«Ναι! Εύκολο για σένα να το λες! Θες να πάθω συγκοπή;»
«Νομίζω πως έχεις περάσει κι από χειρότερα, τις τελευταίες ημέρες.»
Τα λόγια του Δαίδαλου τούς διέκοψαν: «Θυμηθείτε τι σας είπα: Να είστε, συνεχώς, πίσω μου. Εκεί όπου πηγαίνω θα πηγαίνετε, εντάξει;»
Ο Αυγερινός κατένευσε.
«Μα, δεν υπάρχει τίποτα μπροστά!» είπε η Αγάθη, παίρνοντας για λίγο το ένα της χέρι απ’τον Αυγερινό, για να δείξει την Ανυπαρξία.
«Θα υπάρξει,» αποκρίθηκε μόνο ο Δαίδαλος· κι ύστερα, έστρεψε το βλέμμα του πέρα απ’το όριο της διάστασής του.
Από τα χείλη του άρχισαν να ρέουν λόγια που ούτε ο Αυγερινός ούτε η Αγάθη καταλάβαιναν· και τα χέρια του, αφήνοντας τα ηνία του αλόγου του, άρχισαν να διαγράφουν σύμβολα στον αέρα: σύμβολα που παρουσιάζονταν, στιγμιαία, σαν αναλαμπές φωτιάς, και μετά εξαφανίζονταν.
Και η διάσταση επεκτάθηκε.
Ο Αυγερινός είδε την πεδιάδα να ανασαλεύει κάτω απ’τις οπλές των αλόγων τους· την είδε να κινείται λες κι ήταν ζωντανή· την είδε να βγάζει ένα πλοκάμι γης μέσα στην Ανυπαρξία, να τη διαλύει, για να σχηματίσει την Ύπαρξη.
Το πλοκάμι μετατράπηκε σε μονοπάτι, και μάκρυνε, μάκρυνε, μάκρυνε…
Κι από πάνω του, υπήρχε ουρανός. Ο μάγος δεν επέκτεινε μόνο τη γη· επέκτεινε τα πάντα!
«Ακολουθήστε με!» είπε, κι έβαλε το άλογό του να τροχάσει πάνω στο μονοπάτι, μαζί μ’αυτό που ήταν δεμένο πίσω του.
Ο Αυγερινός τον ακολούθησε.
Από κάτω τους, οι οπλές των αλόγων βροντούσαν στη γη. Από πάνω τους, έρχονταν οι αχτίνες του ήλιου, από τον ουρανό. Δεξιά κι αριστερά τους, όμως, εξακολουθούσε να υφίσταται η Ανυπαρξία: αυτός ο ακατονόμαστος χώρος που ο νους αδυνατούσε να συλλάβει.
Το μονοπάτι, κάποια στιγμή, τελείωσε, φτάνοντας στο δικό του «όριο», κι εκεί ο Δαίδαλος χρησιμοποίησε πάλι τη μαγεία του, για να το επεκτείνει, οδηγώντας τους συντρόφους του μέσα από…
…μέσα από πού μας οδηγεί; αναρωτήθηκε ο Αυγερινός. Τι είναι όλα τούτα; Πού βρίσκονται όλα τούτα; Δε νόμιζε ότι οι απαντήσεις ήταν εύκολο να δοθούν.
Τα άλογά τους ακολουθούσαν το μονοπάτι, ενώ η Ανυπαρξία τούς απειλούσε κι από τις δύο μεριές. Ο χρόνος έμοιαζε να μη μετρά, αλλά ο Αυγερινός πίστευε ότι αυτό δεν ήταν παρά μια ψευδαίσθηση, γιατί στον ουρανό –εκεί όπου υπήρχε ουρανός, δηλαδή– έβλεπε τον ήλιο ν’αλλάζει θέση.
Σ’ένα τυχαίο σημείο του μονοπατιού, ο Δαίδαλος σταμάτησε το άλογό του. Χρησιμοποίησε τη μαγεία του και επέκτεινε τη διάσταση προς τ’αριστερά, παρουσιάζοντας, αυτή τη φορά, όχι μια λωρίδα γης μονάχα, αλλά ένα ολόκληρο τμήμα, όπου υπήρχαν δέντρα και βλάστηση.
«Νομίζω πως εδώ είμαστε,» είπε, και οδήγησε το άλογό του ανάμεσα σε δυο γιγάντιους κορμούς.
Ο Αυγερινός και η Αγάθη τον ακολούθησαν–
–και ο κόσμος ανασχηματίστηκε γύρω τους.
Δεν βρίσκονταν πια πλαισιωμένοι από την Ανυπαρξία, αλλά από ένα φυσιολογικότατο δάσος.
«Πού είμαστε;» ρώτησε ο Αυγερινός.
«Κοντά στην Απαστράπτουσα,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος, «αν οι υπολογισμοί μου είναι σωστοί.»
Εδώ, παρατήρησε ο Αυγερινός, δεν ήταν πρωί· ήταν απόγευμα, και οι σκιές είχαν αρχίσει να μακραίνουν. «Δεν το γνωρίζω αυτό το μέρος, κύριε Δαίδαλε. Ή, τουλάχιστον, δεν είμαι σίγουρος…» Συνοφρυώθηκε, κοιτάζοντας τριγύρω.
Ο Δαίδαλος τρόχασε μέσα στη βλάστηση, κι ο Βασιλικός Φρουρός τον πήρε στο κατόπι.
Το δάσος όπου είχαν βρεθεί δεν ήταν μεγάλο, έτσι δεν άργησαν να βγουν στις παρυφές του· κι από εκεί, ατένισαν τα φώτα της Απαστράπτουσας μέσα στο μειούμενο φως του απογεύματος.
Ναι, σκέφτηκε ο Αυγερινός, που αμέσως είχε ξαναβρεί τον προσανατολισμό του, καταλαβαίνω τώρα.
«Δεν έκανα λάθος, λοιπόν,» είπε ο Δαίδαλος. «Ας μην αφήσουμε άλλο τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο να περιμένει!» Χτύπησε το άλογό του με τα γκέμια, κι εκείνο κάλπασε, τραβώντας και το άλλο άλογο πίσω του.
Ο Αυγερινός κάλπασε δίπλα στον μάγο.
«Με το όχημά μας τι θα γίνει;» ρώτησε η Αγάθη. «Το έχουμε αφήσει στο γκαράζ του Ειρηνιστή, πίσω στη Μακρόπολη.»
«Έχεις κάτι απορίες, ώρες-ώρες!» της είπε ο Αυγερινός.
«Προσπαθώ να σκεφτώ λογικά!» διαμαρτυρήθηκε εκείνη.
«Τώρα δεν είναι η ώρα για λογική σκέψη.»
Έφτασαν στα βόρεια προάστια της Απαστράπτουσας, τα διέσχισαν, και μπήκαν στις λεωφόρους της μεγάλης πρωτεύουσας, όπου αναγκάστηκαν να κόψουν ταχύτητα. Δεν ήταν βολικό να καλπάζεις μέσα σε μια πόλη όπου κυκλοφορούσαν και πολλοί άλλοι, είτε έφιπποι κι αυτοί, είτε πεζοί, είτε σε ενεργειακά οχήματα.
Πλησίασαν το βασιλικό παλάτι και τράβηξαν τα ηνία των αλόγων τους μπροστά στην πύλη του κήπου.
«Αυγερινός Αντίρρυθμος,» είπε ο Αυγερινός στους φύλακες. «Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος με περιμένει.»
«Καλωσόρισες, Αυγερινέ,» αποκρίθηκε ο ένας απ’αυτούς, που τον ήξερε από παλιά, από όταν ήταν κι εκείνος παλατιανός φρουρός.
Η πύλη άνοιξε, και μπήκαν.
Αφίππευσαν, και δύο ιπποκόμοι πήραν τα άλογά τους.
«Ειδοποιήστε τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο ότι έχω επιστρέψει,» είπε ο Αυγερινός σ’έναν υπηρέτη, «και ότι έχω μαζί μου εκείνον που περίμενε.»
Ο υπηρέτης έκλινε το κεφάλι και έφυγε, βιαστικά.
«Ελάτε, κύριε Δαίδαλε,» είπε ο Αυγερινός στον μάγο. «Είμαι βέβαιος πως ο Πρίγκιπας θα μας συναντήσει σύντομα.»
Όταν μπήκαν στην Αίθουσα του Κυανού Θρόνου, είδαν πως ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος βρισκόταν ήδη εκεί, και πως δεν ήταν μόνος. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο ζωή. Μαζί με τον Πρίγκιπα, βρίσκονταν ένα σωρό άτομα που ο Αυγερινός δεν περίμενε να δει εδώ –ο Στρατάρχης Φιλόπνοος, η Πριγκίπισσα Βασιλική, και άλλοι–, καθώς επίσης κι ορισμένα που περίμενε, όπως η Βασίλισσα Γλυκάνθη και ο Αρχιερέας του Απόλλωνα. Στέκονταν ή κάθονταν γύρω απ’το μεγάλο τραπέζι της αίθουσας· αλλά, μόλις ο Αυγερινός μπήκε, όλων τα μάτια στράφηκαν σ’εκείνον, την Αγάθη, και τον Δαίδαλο.
«Πρίγκιπα Ανδρόνικε,» είπε ο μάγος, «σε χαιρετώ.»
«Κύριε Δαίδαλε,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, που ήταν απ’αυτούς που στέκονταν, «καλώς ήρθατε στο βασιλικό παλάτι της Απαστράπτουσας. Παρακαλώ, καθίστε.» Έδειξε μια καρέκλα του τραπεζιού. «Κι εσύ επίσης, Αυγερινέ. Αγάθη.»
Ο μάγος πλησίασε. «Μου είπαν ότι ήθελες να βρω ορισμένα άτομα για εσένα, Πρίγκιπά μου, ανάμεσά στα οποία και την αδελφή σου. Αλλά, αν δεν κάνω λάθος,» το βλέμμα του στράφηκε στη Βασιλική, «η Πριγκίπισσα είναι ήδη εδώ.»
«Πράγματι,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Ο Αυγερινός, όμως, δεν το γνώριζε αυτό όταν έφυγε. Η Βασιλική και οι υπόλοιποι που έψαχνα ήρθαν στο παλάτι το απόγευμα της ίδιας ημέρας που εκείνος στάλθηκε για να σας βρει. Αλλά η αλήθεια είναι ότι τώρα ίσως να χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας περισσότερο από πριν. Το βασίλειο είναι άνω-κάτω, και τα πράγματα προβλέπεται να χειροτερέψουν.»
Ο Δαίδαλος κάθισε, ενώ ο Αυγερινός και η Αγάθη είχαν ήδη καθίσει. «Αν μπορώ να κάνω κάτι, θα το κάνω,» είπε ο μάγος.
«Να σας συστήσω, κατ’αρχήν,» είπε ο Ανδρόνικος. «Από εδώ, ο κύριος Φαρνέλιος, γιατρός και παλιός και έμπιστος φίλος μου. Από εδώ, ο Στρατάρχης Κλείτος Φιλόπνοος. Ο Θελλέδης, μέλος της Επανάστασης, και ο Φένχιλ, επίσης μέλος της Επανάστασης, που ήρθε από τη Σάρντλι για να μας βοηθήσει. Ο Άγγελος Επίκυκλος, εκδότης του περιοδικού Ήχος στο Φως. Τη μητέρα μου, Βασίλισσα Γλυκάνθη, και την αδελφή μου, Βασιλική, τις γνωρίζετε, όπως επίσης, υποθέτω, θα γνωρίζετε και τον Αρχιερέα του Απολλώνιου Ναού της Απαστράπτουσας.»
Και προς τους υπόλοιπους: «Ο κύριος Δαίδαλος είναι μάγος, και κατοικεί στη Μακρόπολη. Ορισμένοι ίσως να έχετε ακούσει γι’αυτόν. Εγώ φτάνει να σας πω ότι τον θεωρώ έμπιστο, επειδή με βοήθησε να έρθω στην Απαστράπτουσα όταν με καταδίωκαν οι πράκτορες του αδελφού μου. Και πιστεύω ότι μπορεί να μας βοηθήσει και πάλι, καθώς οι δυνάμεις του είναι, οφείλω να ομολογήσω, κάτι το ιδιαίτερο, σε σχέση με τις δυνάμεις οποιουδήποτε άλλου μάγου έχω γνωρίσει, στην Απολλώνια και αλλού στο σύμπαν.»
«Σε ποιο τάγμα ανήκετε, κύριε Δαίδαλε;» ρώτησε ο Φαρνέλιος.
«Κάποτε, ανήκα στο τάγμα των Ερευνητών,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος.
«Κάποτε;»
«Δεν θεωρώ πλέον ότι ανήκω σε κανένα από τα γνωστά τάγματα μάγων.»
Κι αυτό ήταν κάτι, ομολογουμένως, αξιοπερίεργο, καθώς άπαντες οι παρευρισκόμενοι γνώριζαν πως όλοι οι μάγοι ανήκαν σε κάποιο τάγμα. Ακόμα κι αν οι ίδιοι δεν ήθελαν, τα τάγματα τούς έβρισκαν όταν εκείνοι πρωτοανακάλυπταν τις ικανότητές τους. Ήταν υποχρεωμένοι να επιλέξουν. Κι επιπλέον, ένας μάγος που δεν ανήκε σε κανένα τάγμα δεν μπορούσε να αναπτύξει τις γνώσεις και τις δυνάμεις του· ήταν αποκομμένος από πάρα πολλές χρήσιμες πηγές.
«Ελπίζω,» είπε ο Στρατάρχης Φιλόπνοος, «να μην έρθει στο παλάτι κάποιος αντιπρόσωπος των Ερευνητών, αναζητώντας σας.»
«Δε χρειάζεται να φοβάστε γι’αυτό, κύριε,» τον διαβεβαίωσε ο Δαίδαλος, μοιάζοντας να μην παραξενεύεται από τα λόγια του Στρατάρχη.
Ο Ανδρόνικος είπε: «Συζητούσαμε για το πώς είναι καλύτερα να αντιμετωπίσουμε τους ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ και όσους εξακολουθούν να παραμένουν πιστοί στον αδελφό μου, κύριε Δαίδαλε. Θα θέλατε να σας ενημερώσω σχετικά με την κατάσταση μέχρι στιγμής;»
«Ασφαλώς.»
Ο Ανδρόνικος τού εξήγησε τα πράγματα όπως τα γνώριζε, μιλώντας για τα πάντα: από τη φυλάκισή του, μέχρι την καταδίωξη της Βασιλικής και το σχέδιο του Λούσιου να απελευθερώσει έναν από τους Οκτώ του Μαύρου Νάρζουλ. «Και, χτες βράδυ, ο Φένχιλ και ορισμένοι από τους επαναστάτες επιτέθηκαν σε μια μάντρα, λίγο παραέξω απ’την Απαστράπτουσα, όπου συγκεντρώνονταν πράκτορες του Λούσιου με δίκυκλα. Οι ίδιοι πράκτορες που σας είπα ότι είχαν κυνηγήσει τη Βασιλική, καθώς και εμένα, όταν πήγαινα προς τη Χρυσάνθια Κλινική. Αρκετοί απ’αυτούς τώρα είναι αιχμάλωτοί μας. Δυστυχώς, όμως, υπάρχουν κι άλλα σημεία απ’τα οποία έρχονται, πράγμα που σημαίνει ότι τα περίχωρα της Απαστράπτουσας δεν είναι ακόμα ασφαλή.
»Τον Βασιλικό Αερολιμένα, ωστόσο, καταφέραμε να τον διασφαλίσουμε σήμερα το πρωί. Δε νομίζω πως πλέον βρίσκεται υπό την άμεση επιρροή των ανθρώπων του Λούσιου· και η Βικτώρια Κατήνεμη είναι εκεί και προσπαθεί να ρυθμίσει την κατάσταση όσο το δυνατόν καλύτερα.»
«Τι σκοπεύετε να κάνετε όταν ο Πρίγκιπας Λούσιος έχει απελευθερώσει τον έναν απ’τους Οκτώ;» ρώτησε ο Δαίδαλος, βλέποντας πως ο Ανδρόνικος είχε τελειώσει και έπινε νερό απ’την αργυρή κούπα του. «Και ποιος από τους Οκτώ είναι που πρόκειται να απελευθερωθεί;»
«Αυτό δεν το ξέρουμε,» είπε ο Ανδρόνικος. «Και, όσον αφορά το πώς θα τον αντιμετωπίσουμε, ούτε και γι’αυτό μπορούμε να είμαστε βέβαιοι.»
«Οι Οκτώ είναι ασύλληπτα ισχυρές δυνάμεις, Πρίγκιπα Ανδρόνικε. Δεν πρέπει να το πάρετε αψήφιστα το θέμα.»
Ο Αρχιερέας του Απόλλωνα έγνεψε καταφατικά. «Το επισημαίνω τούτο στον Πρίγκιπα από την πρώτη μας συζήτηση.»
«Και δεν έχετε ακόμα καταλήξει κάπου;» είπε ο Δαίδαλος. «Πρέπει, οπωσδήποτε, να τον σταματήσετε τον Λούσιο απ’το να απελευθερώσει τον έναν απ’τους Οκτώ –όποιος κι αν είν’αυτός. Είναι όλοι τους δυνάμεις πανίσχυρες και καταστροφικές.»
«Το μόνο που γνωρίζουμε, μέχρι στιγμής, είναι ότι ο αδελφός μου έχει πάει στη Ρακμάνη· κι από εκεί εικάζουμε ότι πιθανώς θα κατευθυνθεί προς την Απολεσθείσα Γη,» είπε ο Ανδρόνικος, και άναψε ένα τσιγάρο.
«Αν δεν έχει πάει ήδη,» τόνισε ο Αρχιερέας.
«Ναι,» παραδέχτηκε ο Ανδρόνικος, «ίσως να έχει πάει ήδη. Αλλά, επί του παρόντος, δε μπορώ να φανταστώ πώς να τον σταματήσουμε. Το θεωρώ απίθανο να τον προλάβουμε, όπου κι αν είναι. Βρίσκεται εκατοντάδες –ίσως και χιλιάδες– χιλιόμετρα μακριά από εμάς.»
«Εν ολίγοις,» είπε ο Δαίδαλος, με σκοτεινή όψη, «ο ένας απ’τους Οκτώ ίσως και να είναι ελεύθερος, καθώς μιλάμε…»
«Μπορείτε εσείς να τον σταματήσετε, κύριε Δαίδαλε;» ρώτησε η Άνμα’ταρ.
«Τον Πρίγκιπα Λούσιο ή τον έναν από τους Οκτώ;»
«Τον έναν από τους Οκτώ.»
«Δεν γνωρίζω,» παραδέχτηκε ο Δαίδαλος. «Κανείς δεν έχει έρθει αντιμέτωπος με τέτοιες δυνάμεις, από τότε που ο ίδιος ο Απόλλωνας τις φυλάκισε.»
«Ο αδελφός μου σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τον έναν απ’τους Οκτώ για να πολεμήσει την Παντοκράτειρα,» εξήγησε ο Ανδρόνικος.
«Μεγάλη του ανοησία, Πρίγκιπα Ανδρόνικε,» είπε ο Δαίδαλος. «Οι Οκτώ δεν είναι όπλα· είναι αυτόνομες οντότητες με τους δικούς τους σκοπούς. Θα τον καταστρέψουν τον αδελφό σου, ολοκληρωτικά.»
«Με συγχωρείτε που παρεμβαίνω,» είπε ο Στρατάρχης Φιλόπνοος, «αλλά δε νομίζω ο Πρίγκιπας Λούσιος, αυτή τη στιγμή, να έχει φύγει απ’τη Ρακμάνη. Ο Χρύσιππος ήδη μας ανέφερε ότι έχουν απενεργοποιηθεί οι πομποί που μεταφέρουν το σήμα του Φωτός της Απολλώνιας σ’εκείνα τα μέρη. Αυτό σημαίνει πως ο αδελφός σας, Πρίγκιπα Ανδρόνικε, γνωρίζει για την επιστροφή σας κι έχει αρχίσει να παίρνει τα μέτρα του. Επομένως, υποθέτω πως δε θα εγκαταλείψει τη Ρακμάνη σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή, αλλά, επιθυμώντας να διατηρήσει την εξουσία του, θα τη μετατρέψει σε νέα του πρωτεύουσα, ευελπιστώντας να σας νικήσει.»
«Πιστεύεις, λοιπόν, ότι ο Λούσιος δεν έχει πάει στην Απολεσθείσα Γη…» είπε ο Ανδρόνικος.
«Είμαι βέβαιος, Υψηλότατε. Ή, όσο βέβαιος μπορεί να είμαι, χωρίς να έχω κάποια εκ των έσω πληροφόρηση.»
Ο Δαίδαλος παρενέβη: «Θα έχει στείλει κάποιον άλλο να κάνει τη δουλειά του στην Απολεσθείσα Γη. Δε νομίζω ότι είναι ανάγκη να βρίσκεται παρών ο ίδιος, προκειμένου να απελευθερώσει τον δαίμονα.»
«Η Δομινίκη…» είπε ο Ανδρόνικος. «Λογικά, εκείνη θα πήγε· γιατί, όπως πρόσφατα μάθαμε, είναι Αρχιέρεια του Μαύρου Νάρζουλ.»
«Τέλος πάντων,» είπε ο Αρχιερέας του Απόλλωνα. «Τι σημασία έχει ποιος πήγε να απελευθερώσει τον έναν απ’τους Οκτώ; Το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο άσχημο!»
«Σημασία έχει το γεγονός ότι ο Πρίγκιπας Λούσιος βρίσκεται στη Ρακμάνη,» τόνισε ο Στρατάρχης Φιλόπνοος.
«Τι θες να πεις, Κλείτε;» ρώτησε ο Ανδρόνικος.
«Θέλω να πω, Πρίγκιπά μου, πως αυτή είναι η ευκαιρία μας να προσπαθήσουμε να επικοινωνήσουμε μαζί του. Να έρθουμε, ίσως, σε κάποια συνεννόηση.»
«Ακριβώς!» πετάχτηκε η Βασίλισσα Γλυκάνθη. «Μπορούμε να το καταφέρουμε· δεν είναι απίθανο.»
«Πώς είσαι τόσο σίγουρη, μητέρα;» ρώτησε ο Ανδρόνικος, σβήνοντας το τσιγάρο του.
«Ο Λούσιος είναι παραστρατημένος· νομίζει ότι θα βοηθήσει την Απολλώνια με τις πράξεις του. Το ξέρω πως, φυσικά, δεν δικαιολογείται που σε φυλάκισε και που έβαλε τους ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ να κυνηγήσουν τη Βασιλική, και που έκανε τόσα άλλα… όμως, Ανδρόνικε, γιατί να μην προσπαθήσουμε να αποφύγουμε τη σύγκρουση;»
Ο Ανδρόνικος ατένισε το πρόσωπό της. Την απόγνωση στο πρόσωπό της. Μητέρα, συλλογίστηκε, σε καταλαβαίνω. Η καρδιά σου γίνεται κομμάτια, που βλέπεις τους γιους σου εχθρούς. Αλλά, πραγματικά, δε νομίζω ότι μπορώ να έρθω σε συνεννόηση με τον Λούσιο…
«Ανδρόνικε,» είπε, έντονα, η Βασίλισσα Γλυκάνθη, «σκέψου το. Ίσως όλα να λυθούν πολύ ευκολότερα απ’ό,τι φοβόμαστε.»
«Βασίλισσά μου,» ρώτησε ο Δαίδαλος, «αληθινά το πιστεύετε αυτό;»
Η Γλυκάνθη στράφηκε στον μάγο με βλέμμα σκληρό. «Γιατί όχι;»
«Γιατί, ακόμα κι αν οι δύο Πρίγκιπες καταφέρουν να συμφιλιωθούν, δε νομίζω πως αυτό θα διαλύσει αυτομάτως τους ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ, έτσι όπως έχουν εξαπλωθεί μέσα στην κοινωνία της Απολλώνιας–»
«Θα πάρει, όμως, από τα χέρια τους μια σημαντική πηγή ισχύος, κύριε,» διαφώνησε ο Στρατάρχης Φιλόπνοος.
«Πιθανώς,» είπε ο Δαίδαλος. «Αλλά δεν είχα τελειώσει, κι εκείνο που ήθελα να προσθέσω είναι πως οποιαδήποτε συμφιλίωση μεταξύ των δύο Πριγκίπων δε θα εμποδίσει, επίσης, την απελευθέρωση του ενός από τους Οκτώ.»
«Αυτό δεν έχει σχέση με την πρόταση του κυρίου Φιλόπνοου, όμως!» είπε η Βασίλισσα Γλυκάνθη. «Πρέπει να προσπαθήσουμε να έρθουμε σε μια συνεννόηση με τον Λούσιο.»
Ο Ανδρόνικος σταύρωσε τα χέρια του εμπρός του, ακουμπώντας την πλάτη του στην καρέκλα. Δε φαίνεται να μπορείς να το βγάλεις απ’το μυαλό σου, μητέρα… «Και πώς προτείνεις να γίνει αυτό, μητέρα; Να στείλουμε κάποιον αντιπρόσωπο;»
«Ναι,» είπε η Γλυκάνθη· και, προτού κανείς προλάβει να ρωτήσει, έδωσε η ίδια απάντηση στο ερώτημά τους: «Εμένα.»
«Δε μου μοιάζει καλή ιδέα,» είπε ο Ανδρόνικος.
«Γιατί;»
«Γιατί ο Λούσιος ίσως να σε αιχμαλωτίσει.»
«Δε θα το κάνει αυτό.»
«Βασίλισσά μου,» είπε ο Φαρνέλιος, «ύστερα από όσα έχει κάνει, πιστεύετε ότι θα διστάσει;»
«Είμαι, όμως, το μόνο πρόσωπο που ίσως να ακούσει,» τόνισε η Γλυκάνθη.
«Σ’αυτό έχεις δίκιο, μητέρα,» συμφώνησε ο Ανδρόνικος. «Αλλά θα πρέπει να το σκεφτούμε.»
«Και να χάσουμε κι άλλο χρόνο;»
Ο Ανδρόνικος ήπιε μια γουλιά απ’το νερό του. «Αν καταλαβαίνω καλά, προτείνεις να φύγεις αύριο κιόλας;»
Η Βασίλισσα Γλυκάνθη ένευσε. «Το συντομότερο δυνατό. Ακόμα κι απόψε, αν γίνεται.»
«Γίνεται,» είπε ο Ανδρόνικος. «Μπορούμε, μάλιστα, να σε στείλουμε και με αεροσκάφος. Αλλά δεν ξέρω αν θα ήταν συνετό. Θα πρέπει, οπωσδήποτε, να πάρουμε μέτρα ασφαλείας. Δε θα πας μόνη σου.»
Η Γλυκάνθη ανασήκωσε τους ώμους. «Δε με απασχολεί αυτό.»
«Καλά θα έκανε να σε απασχολήσει, όμως· γιατί, όπως τόνισε κι ο κύριος Φαρνέλιος, ποιος ο λόγος ο Λούσιος να μην επιχειρήσει να σε αιχμαλωτίσει;»
«Φαίνεται, λοιπόν, πως χρειάζεται να διαμορφώσουμε μια ομάδα προστασίας γύρω απ’τη Βασίλισσα,» είπε ο Φένχιλ· «και προτείνω τον εαυτό μου και τους ανθρώπους μου, Υψηλότατε.»
Ο Φένχιλ έμοιαζε πάντοτε παραπάνω από πρόθυμος να πέσει στη φωτιά, είχε παρατηρήσει ο Ανδρόνικος. Δεν αισθανόταν, όμως, βέβαιος πως ο Σάρντλιος επαναστάτης ήταν το κατάλληλο πρόσωπο για να προστατέψει τη μητέρα του. Ο Αυγερινός –το βλέμμα του πήγε στον σημαδεμένο Βασιλικό Φρουρό– θα ήταν, αναμφίβολα, πολύ καταλληλότερος για μια τέτοια δουλειά. Μακάρι μόνο να είχα μια ντουζίνα Αυγερινούς, κι όχι έναν…
Το θέμα απαιτούσε χρόνο για σκέψη, αλλά χρόνος, επί του παρόντος, δεν υπήρχε. Θα πρέπει, επομένως, να αποφασίσουμε μέσα στον λιγοστό χρόνο που έχουμε, και χρησιμοποιώντας, όσο καλύτερα μπορούμε, τις δυνάμεις που διαθέτουμε, σκέφτηκε ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος.
Ο Νικόδημος Αρχιτέκτων είχε διωχτεί από τον Βασιλικό Αερολιμένα και βρισκόταν υπό κράτηση, καθώς επίσης και όλα τα υπόλοιπα νέα στελέχη που είχε τοποθετήσει εκεί ο Πρίγκιπας Λούσιος. Η Βικτώρια Κατήνεμη, ωστόσο, δεν αισθανόταν ακόμα όπως παλιά. Ούτε, φυσικά, πίστευε πως είχε ανακτηθεί ο πλήρης έλεγχος του αερολιμένα· απλώς, είχε απομακρυνθεί το μεγαλύτερο –και το σημαντικότερο, ναι– μέρος της επιρροής του Λούσιου και των ακόλουθων του Μαύρου Νάρζουλ. Ο αερολιμένας, όμως, εξακολουθούσε να χρειάζεται πολλή δουλειά, για να μπορεί και πάλι να θεωρηθεί απολύτως ασφαλής.
Η Βικτώρια καθόταν, επί του παρόντος, στο γραφείο της: το παλιό της γραφείο, αυτό που της είχε πάρει ο Νικόδημος Αρχιτέκτων, όταν εκείνη είχε «αρρωστήσει» και χρειαζόταν «θεραπεία». Μπροστά της ήταν ανοιχτή η οθόνη ενός συστήματος που αποθήκευε και επεξεργαζόταν πάσης φύσεως τεχνικές πληροφορίες για το αεροδρόμιο: όπως τον αριθμό των αεροσκαφών, τους τύπους τους, τις πτήσεις που είχαν πραγματοποιήσει μέσα σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, τις φορές που είχε χρειαστεί να επισκευαστούν, και άλλα. Δεξιά κι αριστερά της οθόνης βρίσκονταν φάκελοι και στοίβες από χαρτιά. Ανάμεσα στα χαρτιά ήταν μισοθαμμένος ένας επικοινωνιακός δίαυλος, και από δω κι από κει υπήρχαν διάφορα στυλό. Μια μισοτελειωμένη κούπα καφέ ήταν κοντά στο δεξί χέρι της Βικτώριας, το οποίο τώρα πατούσε μερικά πλήκτρα στην κονσόλα. Λίγο παραπέρα βρισκόταν ένα τασάκι, γεμάτο στάχτη και αποτσίγαρα.
Η Βικτώρια ήταν ντυμένη με λευκό πουκάμισο, μαύρο υφασμάτινο πανωφόρι, και μαύρη υφασμάτινη φούστα που έπεφτε ώς τα γόνατα. Στα πόδια της φορούσε λευκές, μεταξωτές κάλτσες και δερμάτινα παπούτσια που δένονταν στις κνήμες με μακριά λουριά. Τυπική ενδυμασία για τον Βασιλικό Αερολιμένα. Ένα ζευγάρι μικρά, μακρόστενα γυαλιά στηρίζονταν στη μύτη της, καθώς κοίταζε την οθόνη εμπρός της.
Αναστέναξε, και έκανε πίσω πάνω στη δερμάτινη πολυθρόνα. Τεντώθηκε, τρίβοντας τον αυχένα της, γιατί αισθανόταν πως είχε πιαστεί. Κοιτάζοντας έξω απ’το παράθυρο, μπορούσε να δει πως ήταν βράδυ· και εργαζόταν από το πρωί: από τότε που οι δυνάμεις του Πρίγκιπα Ανδρόνικου είχαν απομακρύνει τους ανθρώπους του Λούσιου από τις θέσεις τους. Έβγαλε τα γυαλιά της και τ’άφησε πάνω σε μια ψηλή στοίβα χαρτιών. Άνοιξε τον επικοινωνιακό δίαυλο και έδωσε μερικές οδηγίες, σχετικά με το τι έπρεπε να γίνει μ’ένα συγκεκριμένο αεροσκάφος που, παλιότερα, δεν υπήρχε στο αρχείο και τώρα είχε εμφανιστεί με την ένδειξη ότι βρισκόταν στον αερολιμένα για δέκα χρόνια (!). Η Βικτώρια ήθελε να το ελέγξουν, να δουν αν όντως ήταν τέτοια η κατάστασή του· κι επίσης, ήθελε να μάθει πότε ακριβώς αυτό το σκάφος πρωτοεμφανίστηκε.
Άναψε ένα τσιγάρο, πήρε μια γερή τζούρα, και φύσηξε τον καπνό προς το μισάνοιχτο παράθυρο. Ήπιε μια γουλιά απ’τον καφέ της, ο οποίος είχε πλέον κρυώσει.
Η πόρτα χτύπησε.
«Ποιος είναι;»
«Φένχιλ.»
«Έλα.»
Ο ερυθρόδερμος επαναστάτης μπήκε, ντυμένος με κάπα και έχοντας όπλα περασμένα στη ζώνη του. Οι λαβές ξιφιδίων προεξείχαν από τις μπότες του.
Η Βικτώρια μειδίασε. «Πηγαίνεις στον πόλεμο; Προσπαθώ να διευθύνω ένα ειρηνικό αεροδρόμιο εδώ.»
«Ειρηνικό;» είπε ο Φένχιλ. «Δεν το νομίζω, όταν μπορεί κανείς να συναντήσει πτώματα στις σκιές του.»
Το μειδίαμα χάθηκε απ’το πρόσωπο της Βικτώριας. «Τι εννοείς, πτώματα;»
«Να σου πάρω ένα τσιγάρο;» Ο Φένχιλ πλησίασε το γραφείο.
Η Βικτώρια έτεινε την ταμπακέρα προς το μέρος του. «Όσα θέλεις.»
Ο Φένχιλ τράβηξε ένα τσιγάρο και το άναψε. «Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος μ’έστειλε εδώ,» είπε, χωρίς να καθίσει. «Αλλά πήρα και μια δική μου πρωτοβουλία. Δεν μπήκα από την κεντρική είσοδο. Άφησα το δίκυκλό μου έξω απ’το αεροδρόμιο και μπήκα απ’τα πλάγια: απ’τα μέρη όπου δε θα έμπαινε κανένας… ειρηνικός άνθρωπος. Ήθελα να κάνω έναν γρήγορο έλεγχο στα πιο ύποπτα σημεία, ας πούμε. Και εκεί βρήκα ένα πτώμα: μια γυναίκα, που ο λαιμός της ήταν κομμένος πέρα για πέρα.» Διέτρεξε τον δείχτη του αριστερού του χεριού πάνω στο λαιμό του.
«Φρουρός;»
Ο Φένχιλ κούνησε το κεφάλι. «Δεν ήταν ντυμένη σαν τους φρουρούς. Η αμφίεσή της ήταν σαν» –έτεινε το δεξί του χέρι, με το αναμμένο τσιγάρο, προς το μέρος της– «τη δική σου.»
«Υπάλληλος του αερολιμένα, δηλαδή. Σε ποιο σημείο τη βρήκες ακριβώς, μπορείς να μου πεις;» Η Βικτώρια κοίταξε τον χάρτη που ήταν καρφωμένος στον τοίχο.
Ο Φένχιλ τον ζύγωσε και, χωρίς να καθυστερήσει πολύ, έδειξε. «Εδώ.»
«Θα βάλω τους φρουρούς να το ελέγξουν,» είπε η Βικτώρια, και άνοιξε τον επικοινωνιακό δίαυλο.
Όταν τελείωσε με τη σύντομη συνδιάλεξή της, ρώτησε τον Φένχιλ: «Είπες, όμως, ότι σ’έστειλε ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος. Γιατί;»
«Για να σε ενημερώσω ότι η Βασίλισσα Γλυκάνθη και μερικοί άλλοι θα ταξιδέψουν σε λίγο. Ένα σκάφος πρέπει να ετοιμαστεί γι’αυτούς. Ένα γρήγορο, ευέλικτο, και μικρό σκάφος.»
Η Βικτώρια συνοφρυώθηκε. «Γιατί τέτοια βιασύνη; Πού πηγαίνουν;»
«Ελπίζω να μην υπάρχουν κοριοί εδώ μέσα,» είπε ο Φένχιλ, κοιτάζοντας τριγύρω.
«Δεν υπάρχουν κοριοί στο γραφείο μου,» αποκρίθηκε, κατηγορηματικά, η Βικτώρια.
«Στη Ρακμάνη πηγαίνουν, για να βρουν τον Πρίγκιπα Λούσιο και να μιλήσουν μαζί του.»
«Δεν είναι αυτό κάπως επικίνδυνο;»
«Ίσως. Αλλά η Βασίλισσα και ο Στρατάρχης Φιλόπνοος πιστεύουν ότι μπορεί να καταφέρουν να έρθουν σε κάποια συνεννόηση μαζί του.»
«Τέλος πάντων,» είπε η Βικτώρια, «θα το τακτοποιήσω.» Φόρεσε τα γυαλιά της και στράφηκε στην οθόνη, πατώντας μερικά πλήκτρα στην κονσόλα και ψάχνοντας για το καταλληλότερο αεροσκάφος. Όταν το βρήκε, άνοιξε τον επικοινωνιακό δίαυλο και πρόσταξε να το ετοιμάσουν το συντομότερο δυνατό.
Σηκώθηκε απ’το γραφείο, βγάζοντας τα γυαλιά της και αφήνοντας το λιγοστό τσιγάρο που είχε απομείνει στο τασάκι. «Κι αυτό θα το επιβλέψω αυτοπροσώπως,» είπε στον Φένχιλ. Η Βασίλισσα Γλυκάνθη ήταν πολύ σημαντικό πρόσωπο· δεν μπορούσε ν’αφήσει το πράγμα στην τύχη του, ειδικά ύστερα απ’τη δολοφονία που της είχε αναφέρει ο ερυθρόδερμος επαναστάτης. Οι υποστηρικτές του Λούσιου ήταν, προφανώς, πιο ενεργοί στον αερολιμένα απ’ό,τι νόμιζε. Πιο ενεργοί και πιο αποφασισμένοι.
Βάδισε προς την εξώπορτα.
«Θα βγεις έτσι;» τη ρώτησε ο Φένχιλ.
Η Βικτώρια σταμάτησε στο κατώφλι. «Πώς έτσι;»
«Ξέρεις τι κρύο κάνει απέξω, αυτή την ώρα;»
«Έχεις δίκιο,» ένευσε η Βικτώρια, που είχε ξεχάσει τελείως ότι ήταν χειμώνας. Πήγε στην κρεμάστρα και πήρε την κάπα της, ρίχνοντάς την στους ώμους και δένοντάς την μπροστά στο στήθος.
Ο Φένχιλ την ακολούθησε έξω απ’το γραφείο της κι έξω απ’τις εγκαταστάσεις του αερολιμένα, στους διαδρόμους απογείωσης των αεροσκαφών. Το κρύο ήταν, πράγματι, τσουχτερό, και ένας παγερός αέρας φυσούσε, φέρνοντας μαζί του μικρά, μικρά κομμάτια παγωμένου νερού.
Η Βικτώρια έστρεψε το βλέμμα της προς τη μεριά όπου ο Φένχιλ τής είχε πει ότι είχε βρει τη νεκρή γυναίκα. Από εκεί ήταν οι αποθήκες των ανταλλακτικών για τα αεροσκάφη, και τώρα σκιερές ανθρώπινες μορφές φαίνονταν να κινούνται, καθώς και δυνατοί φακοί να είναι αναμμένοι. Η Βικτώρια ήταν περίεργη να πάει να κοιτάξει από κοντά, αλλά, επί του παρόντος, ο ερχομός της Βασίλισσας προείχε.
Βαδίζοντας εσπευσμένα, κατευθύνθηκε προς το υπόστεγο όπου βρισκόταν το αεροσκάφος που είχε προστάξει να ετοιμαστεί· και, καθώς πλησίαζε, παρατήρησε ότι οι τεχνικοί ήδη δούλευαν, ελέγχοντας τις μηχανές, τα φτερά, και τους προωθητήρες του, και εφοδιάζοντάς το με ενεργειακές φιάλες.
Πώς μπορώ, όμως, να είμαι σίγουρη ότι δεν σχεδιάζουν κάποιο σαμποτάζ; Βέβαια, αποκλείεται όλοι τους να ήταν ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ, αλλά ακόμα και ένας αν ήταν τέτοιος, κι αν τόχε βάλει στο μυαλό του να προκαλέσει καταστροφή, τα αποτελέσματα πιθανώς να ήταν πολύ, πολύ άσχημα…
Πρέπει να γίνει και δεύτερος έλεγχος, κατέληξε η Βικτώρια, καθώς έφτανε στο υπόστεγο, μαζί με τον Φένχιλ. Από διαφορετικούς ανθρώπους.
Οι τεχνικοί στράφηκαν να την κοιτάξουν, κι ένας απ’αυτούς τη χαιρέτησε. «Κυρία Κατήνεμη,» είπε, «υπάρχει κάποιο πρόβλημα;»
«Όχι,» αποκρίθηκε η Βικτώρια. «Θέλω απλώς να βεβαιωθώ πως κανένα δε θα υπάρξει. Η προετοιμασία ετούτου του αεροσκάφους είναι πολύ σημαντική.»
«Μην ανησυχείτε για τίποτα,» είπε ο άντρας, κι επέστρεψε στη δουλειά του.
Η Βικτώρια περίμενε με τα χέρια σταυρωμένα εμπρός της και κάνοντας, αργά, τον κύκλο του αεροσκάφους. Ο Φένχιλ στεκόταν κοντά στην είσοδο του υπόστεγου.
Ένας φρουρός του αεροδρομίου ήρθε. «Είναι εδώ η κυρία Κατήνεμη;» ρώτησε.
«Εδώ είμαι.» Η Βικτώρια ξεπρόβαλε από τις σκιές που έριχνε το μικρό αεροσκάφος.
«Σχετικά με τη δολοφονία,» είπε ο φρουρός. «Η νεκρή ονομαζόταν Λαύρη Τρίποδη, και ήταν αεροσυνοδός.»
«Ποιος τη σκότωσε; Έχετε καμια ένδειξη;»
«Καμία, δυστυχώς.»
«Ούτε κάποια υπόθεση δεν έχετε κάνει; Ποιος θα μπορούσε να τη θέλει νεκρή;»
«Δεν ξέρω, κυρία Κατήνεμη.»
«Υποστήριζε τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο αυτή η γυναίκα;»
Ο φρουρός φάνηκε σκεπτικός για λίγο· ύστερα, είπε: «Ναι, έτσι νομίζω.»
«Τον υποστήριζε από πριν; Από όταν είχε ο Πρίγκιπας Λούσιος την εξουσία;»
«Θα μπορούσε… αν και όχι ανοιχτά, βέβαια.»
Επομένως, ίσως να τη σκότωσαν για τα πιστεύω της. Αλλά μπορεί να ήταν και κάτι περισσότερο… Προσπαθούν, μήπως, οι εχθροί του Ανδρόνικου να διαμορφώσουν κάποια σέχτα μέσα στο αεροδρόμιο, κι εκείνη σκόπευε να τους αποκαλύψει; Η Βικτώρια αισθάνθηκε ένα ρίγος να διατρέχει τη ράχη της, και ήταν βέβαιη πως αυτό δεν οφειλόταν στο χειμερινό ψύχος. Γνώριζε ακόμα πολύ λίγα απ’όσα πραγματικά συνέβαιναν στον Βασιλικό Αερολιμένα, και έπρεπε να τα ανακαλύψει όλα, αν ήθελε να επαναφέρει την τάξη… ή αν ήθελε απλά να επιβιώσει εδώ.
«Εντάξει,» είπε στον φρουρό, «μπορείς να πηγαίνεις. Αλλά να συνεχίσετε την έρευνα, μέχρι να μάθετε περισσότερα.»
«Μάλιστα, κύρια Κατήνεμη,» αποκρίθηκε εκείνος, και έφυγε.
Ο τεχνικός που είχε μιλήσει και πριν στη Βικτώρια τής είπε: «Ο έλεγχος του σκάφους έχει ολοκληρωθεί. Είναι έτοιμο για αναχώρηση.»
«Καλώς. Μπορείτε να αποχωρήσετε.»
«Δε θα μας χρειαστείτε άλλο;»
«Όχι.»
Ο τεχνικός έκανε νόημα στους υπόλοιπους να τον ακολουθήσουν, και βγήκαν από το υπόστεγο.
«Τι έχεις στο μυαλό σου;» ρώτησε ο Φένχιλ τη Βικτώρια.
«Δε μπορούμε να βάλουμε τη Βασίλισσα μέσα σε τούτο το σκάφος, δίχως να γίνει και δεύτερος έλεγχος.»
«Και σκοπεύεις να τον κάνεις εσύ;»
«Δεν είμαι τεχνικός,» είπε η Βικτώρια. «Θα καλέσω, όμως, κάποιους άλλους τεχνικούς.» Πλησίασε τον επικοινωνιακό δίαυλο του υπόστεγου.
«Αν δεν μπορείς να εμπιστευτείς αυτούς που έφυγαν, γιατί να εμπιστευτείς τους καινούργιους που θα έρθουν;» έθεσε το ερώτημα ο Φένχιλ.
«Αποκλείεται όλοι νάναι προδότες.»
«Θα μπορούσα εγώ να κοιτάξω για βόμβες.»
«Δε μ’ανησυχούν μόνο οι βόμβες,» είπε η Βικτώρια. «Σ’ένα αεροσκάφος μπορεί να γίνει σαμποτάζ με διάφορους τρόπους.» Άνοιξε τον δίαυλο και κάλεσε τους τεχνικούς.
Πριν απ’αυτούς, όμως, μια υπάλληλος του αερολιμένα ήρθε στο υπόστεγο, τρέχοντας.
«Κυρία Κατήνεμη, η Βασίλισσα είναι εδώ,» είπε.
*
Η Βασίλισσα Γλυκάνθη περίμενε μέσα στον θάλαμο αναμονής του Βασιλικού Αερολιμένα. Μαζί της βρίσκονταν ο Αυγερινός, ο Θελλέδης, η Σαρφάλλη, ο Φέτανιρ, και ο Ούρος, που όλοι τους, εκτός απ’τον πρώτο, ήταν μέλη της Επανάστασης, και ο Ανδρόνικος τούς είχε συστήσει σ’αυτήν ως απόλυτα έμπιστους ανθρώπους που, σε καμία περίπτωση, δεν είχε να φοβηθεί ότι θα την πρόδιδαν στον Λούσιο.
Να με προδώσουν στον Λούσιο… είχε σκεφτεί η Γλυκάνθη, ακούγοντας τον γιο της να μιλά έτσι. Τι περίεργο που μου φαίνεται… Πώς είναι δυνατόν να προδώσει κανείς μια μάνα στο ίδιο της το παιδί; Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά εδώ. Ο κόσμος είχε αναποδογυρίσει, και η Γλυκάνθη σκόπευε να κάνει ό,τι μπορούσε για να τον επαναφέρει στα συγκαλά του. Έπρεπε, πάση θυσία, να αποφύγουν τον εμφύλιο πόλεμο, και να κάνουν τον Λούσιο να καταλάβει. Ο Μαύρος Νάρζουλ δεν μπορεί να τον βοηθήσει να νικήσει την Παντοκράτειρα. Πρέπει να το συνειδητοποιήσει αυτό! Να το συνειδητοποιήσει! Κι αν η Δομινίκη δε θέλει να μεταστραφεί –όπως φοβόταν η Γλυκάνθη ότι δεν θα ήθελε, εφόσον ήταν Αρχιέρεια αυτού του σκοτεινού θεού–, τότε θα πρέπει να βγει απ’τη μέση.
Αρχιέρεια του Μαύρου Νάρζουλ! Αρχιέρεια! Πώς το κράτησε κρυφό τόσο καιρό; Πώς δεν το είχαμε ανακαλύψει; Η Γλυκάνθη ένιωθε σαν ένα αποτρόπαιο πλάσμα της Απολεσθείσας Γης να είχε διεισδύσει μέσα στην οικογένειά της.
Εκτός από τον Αυγερινό και τους επαναστάτες του Ανδρόνικου, μαζί με τη Βασίλισσα βρισκόταν, για τώρα, και η Βασιλική.
Η Πριγκίπισσα είχε προτείνει, αρχικά, στον αδελφό της να πάει κι αυτή με τη μητέρα τους στη Ρακμάνη· εκείνος, όμως, το είχε απαγορεύσει, και, όταν η Βασιλική είχε επιμείνει, της είχε πει: «Είσαι τρελή; Είναι ανάγκη να μπουν δύο μέλη της βασιλικής οικογένειας σε κίνδυνο, αντί για ένα; Ποιος ο λόγος;»
«Θέλω να βοηθήσω!»
«Δεν μπορείς να προσφέρεις καμία βοήθεια εκεί όπου θα πάνε, Βασιλική.»
«Πώς το ξέρεις;»
«Δηλαδή, τι μπορείς να κάνεις που δε μπορούν να το κάνουν ο Αυγερινός και οι επαναστάτες μου;»
Και σε τούτο η Βασιλική δεν είχε απάντηση να δώσει. Πράγματι, δεν μπορούσε να προσφέρει κάτι που δεν μπορούσαν να προσφέρουν ο Αυγερινός και οι επαναστάτες. Αυτοί, αν μη τι άλλο, ήταν πιο έμπειροι και πιο ικανοί από εκείνη.
«Θέλω, όμως, να βοηθήσω, Ανδρόνικε,» είχε πει η Πριγκίπισσα, μετά από μερικές στιγμές σιγής. «Θέλω να βοηθήσω την Απολλώνια, όσο μπορώ και όπως μπορώ.»
Ο Ανδρόνικος μειδίασε, σα να έβλεπε κάτι καινούργιο στο πρόσωπό της, κάτι που ποτέ παλιότερα δεν είχε ξαναδεί, αλλά που θα επιθυμούσε να είχε δει. «Αν θέλεις να βοηθήσεις,» της αποκρίθηκε, «υπάρχουν πολλοί τρόποι για να το κάνεις. Δεν είναι ανάγκη να βάλεις τον εαυτό σου σε άσκοπο κίνδυνο.»
Έτσι, είχαν συμφωνήσει.
Και τώρα, η Βασιλική βρισκόταν μαζί με τη μητέρα της μόνο για να την πάει μέχρι το αεροσκάφος που θα τη μετέφερε στη Ρακμάνη.
Οι υπάλληλοι του Βασιλικού Αερολιμένα είχαν πει ότι θα ειδοποιούσαν αμέσως τη Βικτώρια Κατήνεμη κι εκείνη, σύντομα, θα ήταν κοντά τους.
Η Βασίλισσα Γλυκάνθη, η Πριγκίπισσα Βασιλική, ο Αυγερινός, και οι υπόλοιποι περίμεναν, όρθιοι, αν και τους είχε προταθεί να καθίσουν.
Ο Αυγερινός κοιτούσε με καχυποψία το περιβάλλον όπου βρίσκονταν, παρατηρώντας τις θέσεις των φρουρών, τις θέσεις των υπαλλήλων, τους επιβάτες, και τις κινήσεις όλων. Γιατί δε θα το θεωρούσε απίθανο πράκτορες του Λούσιου να ήταν κρυμμένοι εδώ πέρα, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να ενεργήσουν. Εξάλλου, όπως είχε αποδειχτεί και όταν πήγαινε προς τη Μακρόπολη μαζί με την Αγάθη, το δίκτυο των ακόλουθων του Μαύρου Νάρζουλ ήταν ευρέως εξαπλωμένο, με αποτέλεσμα οι πληροφορίες –και οι εντολές– να μπορούν να μεταφερθούν πολύ γρήγορα σε μεγάλες αποστάσεις. Και ο Βασιλικός Αερολιμένας δεν ήταν καθόλου μακριά απ’την Απαστράπτουσα. Μπορεί, κάλλιστα, να σκοπεύουν να μας δολοφονήσουν όλους…
Η Βικτώρια Κατήνεμη παρουσιάστηκε από έναν διάδρομο, έχοντας μια κάπα ριγμένη στους ώμους της, επάνω στην οποία υπήρχαν κρυσταλλωμένες σταγόνες νερό, φανερώνοντας ότι, πριν από λίγο, βρισκόταν έξω.
«Βασίλισσά μου,» χαιρέτησε, πλησιάζοντάς τους.
«Βικτώρια,» αντιχαιρέτησε η Γλυκάνθη.
«Θα πετάξεις κι εσύ, Βασιλική;» ρώτησε η Βικτώρια.
«Όχι,» αποκρίθηκε η Πριγκίπισσα. «Από όλους που βρίσκονται εδώ, μόνο εγώ δεν θα πετάξω.»
Η Βικτώρια ένευσε. «Εντάξει,» είπε. «Ελάτε μαζί μου.»
Την ακολούθησαν, έξω απ’το οικοδόμημα και στον αεροδιάδρομο, όπου ο αέρας τούς χτυπούσε, κάνοντας κάπες και μαλλιά ν’ανεμίζουν. Το ψιλό χαλάζι έπεφτε στα μάγουλα και στο μέτωπό τους.
Η Βικτώρια τούς οδήγησε σ’ένα υπόστεγο, όπου τους περίμενε ο Φένχιλ, στεκόμενος κοντά στην είσοδο. Στο εσωτερικό του υπόστεγου ήταν ένα μικρό αεροσκάφος, καθώς και μερικοί τεχνικοί. Ο ένας απ’αυτούς –μια γυναίκα– είπε στη Βικτώρια: «Κυρία Κατήνεμη, τα πάντα φαίνονται έτοιμα.»
«Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα; Τα ελέγξατε όλα;»
«Σχεδόν.»
«Ο έλεγχος θέλω να είναι εξονυχιστικός,» τόνισε η Βικτώρια.
Η τεχνικός κατένευσε, και πρόσταξε τους υπόλοιπους να συνεχίσουν.
Η Βικτώρια στράφηκε στη Βασίλισσα. «Θα πιλοτάρει κάποιος από τους συνοδούς σας το αεροσκάφος, Μεγαλειοτάτη, ή θα θέλατε εγώ να σας βρω έναν πιλότο;»
«Θα το πιλοτάρει ο Ούρος,» είπε η Γλυκάνθη, και κοίταξε τον καστανομάλλη άντρα πλάι της, ο οποίος ήταν μετρίου αναστήματος και είχε λευκό δέρμα. Ο Ανδρόνικος τής είχε τονίσει πως ήταν καλός στο να πιλοτάρει αεροσκάφη· «και όποιον άλλο κι αν σου προτείνει η Βικτώρια, εσύ δε θα τον δεχτείς,» της είχε πει, εμφατικά. «Δεν εμπιστεύομαι ακόμα κανέναν από τους ανθρώπους που βρίσκονταν και παλιά στο αεροδρόμιο. Τουλάχιστον, όχι αρκετά για να παραδώσω τη μητέρα μου στα χέρια του.» Η Βικτώρια, όμως, δε φαινόταν πρόθυμη να φέρει αντίρρηση σχετικά με τον Ούρο, ούτε πρότεινε κανέναν άλλο αντί γι’αυτόν.
Οι τεχνικοί τελείωσαν με τον έλεγχο του αεροσκάφους και είπαν ότι τα πάντα φαίνονταν εντάξει. Η Βικτώρια τούς αποκρίθηκε ότι μπορούσαν να φύγουν, αν και εξακολουθούσε να μη νιώθει απόλυτα ικανοποιημένη. Αυτό, όμως, ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να κάνει, επομένως… «Σας εύχομαι καλό ταξίδι, Βασίλισσά μου,» είπε.
«Σ’ευχαριστώ, Βικτώρια,» αποκρίθηκε η Βασίλισσα Γλυκάνθη, και εκείνη κι οι συνοδοί της επιβιβάστηκαν στο αεροσκάφος, ο ένας κατόπιν του άλλου.
Η Βικτώρια, ο Φένχιλ, και η Βασιλική, που έμειναν έξω, απομακρύνθηκαν από την είσοδο του υπόστεγου, για να κάνουν χώρο στο σκάφος να ξεκινήσει. Από το μπροστινό του παράθυρο μπορούσαν να δουν τη μορφή του Ούρου, καθώς ήταν καθισμένος στο πιλοτήριο. Δίπλα του, καθόταν ο Θελλέδης.
Οι προωθητήρες του αεροσκάφους άναψαν, γεμίζοντας τον αέρα με τον δυνατό τους θόρυβο και με την οσμή της ενεργειακής καύσης.
Το αεροσκάφος βγήκε απ’το υπόστεγο, κινούμενο αργά, στην αρχή, και αποκτώντας ολοένα και περισσότερη ταχύτητα, καθώς διέσχιζε τον αεροδιάδρομο.
Ύστερα, απογειώθηκε, και υψώθηκε στον σκοτεινό ουρανό· έγινε μια μικρή κουκίδα στα μάτια των παρατηρητών–
Μια αναπάντεχη, εκτυφλωτική λάμψη.
Ένας εκκωφαντικός κρότος.
Ένα ισχυρό τράνταγμα.
Ο Φένχιλ, απλώνοντας τα χέρια του, άρπαξε τη Βικτώρια από τη μέση και τη Βασιλική από τους ώμους και τις έριξε στο έδαφος, σκεπάζοντάς τες με το σώμα του.
«Τι στις Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ!» γρύλισε η Βικτώρια, και, στρέφοντας το κεφάλι, είδε πως ένα από τα οικοδομήματα του αεροδρομίου είχε ανατιναχτεί και τα απομεινάρια του φλέγονταν. Διαλυμένα κομμάτια είχαν πεταχτεί από δω κι από κει· ορισμένα, μάλιστα, είχαν πέσει επικίνδυνα κοντά σ’εκείνη, τον ερυθρόδερμο επαναστάτη, και την Πριγκίπισσα. Ευτυχώς, όμως, κανένας τους δεν είχε χτυπηθεί.
Η Βικτώρια σηκώθηκε στο ένα γόνατο, καθώς συνειδητοποιούσε ποιο χτίριο είχε καταστραφεί: Η αποθήκη ανταλλακτικών, πλάι στην οποία είχε βρεθεί νεκρή η αεροσυνοδός Λαύρη Τρίποδη.
Ο Φένχιλ πρέπει επίσης να το είχε συνειδητοποιήσει, γιατί είπε: «Δεν το πιστεύω…»
«Τι συμβαίνει;» απαίτησε η Βασιλική, που είχε ήδη πεταχτεί όρθια. «Τι – τι ήταν αυτό;»
«Από αλλού το περίμενες κι από αλλού ήρθε,» είπε ο Φένχιλ στη Βικτώρια.
Εκείνη ένευσε, και βάδισε προς την κατεστραμμένη αποθήκη.
«Τι συμβαίνει;» ξαναρώτησε η Βασιλική, πιο έντονα τώρα, γιατί δεν της άρεσε να την αγνοούν.
«Μια αεροσυνοδός βρέθηκε νεκρή, πριν από λίγο, κοντά σ’αυτή την αποθήκη που εξερράγη,» εξήγησε η Βικτώρια.
«Και, μάλλον,» είπε ο Φένχιλ, «τη σκότωσαν επειδή τους είχε δει να βάζουν τη βόμβα.»
«Είμαι ηλίθια!…» μούγκρισε η Βικτώρια. «Έπρεπε να είχα προστάξει τους φρουρούς να ελέγξουν το γύρω μέρος.»
«Η προσοχή σου ήταν εστιασμένη αλλού, αλλιώς νομίζω ότι θα το είχες κάνει.»
Ναι, έτσι είναι, σκέφτηκε η Βικτώρια. Αν δεν είχα στο μυαλό μου τη Βασίλισσα, θα το είχα αποτρέψει αυτό.
Βρέθηκαν κοντά στα απομεινάρια της αποθήκης, και είδαν ότι τα πάντα είχαν καταστραφεί. Τα ανταλλακτικά είχαν γίνει κομμάτια, και φλόγες χόρευαν μέσα στα συντρίμμια.
Οι φρουροί του αερολιμένα έρχονταν, τρέχοντας και κουβαλώντας μάνικες.
«Οι υπόλοιπες αποθήκες!» είπε η Βικτώρια στον Φένχιλ. «Ίσως να έχουν βάλει βόμβες και στις υπόλοιπες αποθήκες.»
«Και γιατί να τις έχουν ρυθμίσει να εκραγούν αργότερα; Για να έχουμε χρόνο να τις απενεργοποιήσουμε;»
«Σωστά. Θα ήταν ανόητο από μέρους τους.»
«Προφανώς,» συμπέρανε ο Φένχιλ, «δεν είχαν τη δυνατότητα να βάλουν περισσότερες βόμβες.»
Η Βικτώρια στράφηκε στην Πριγκίπισσα της Απολλώνιας. «Βασιλική, καλό θα ήταν να μη βρίσκεσαι εδώ.»
Εκείνη συνοφρυώθηκε. «Γιατί;»
«Δε βλέπεις;» Η Βικτώρια έδειξε τις φλόγες με μια γρήγορη κίνηση του χεριού. «Υπάρχει κίνδυνος παντού. Το αεροδρόμιο είναι λιγότερο ασφαλές απ’ό,τι νόμιζα –και δε νόμιζα, εξαρχής, ότι ήταν και πολύ ασφαλές.»
Γιατί όλοι σκέφτονται πώς να με προστατέψουν; απόρησε η Βασιλική. Έχει ξεχάσει η Βικτώρια ότι εγώ ήμουν που τη βοήθησα να φύγει απ’τη Χρυσάνθια Κλινική και να απαλλαγεί από την επιρροή του Μαύρου Νάρζουλ; «Δε χρειάζομαι ασφάλεια,» είπε. «Να βοηθήσω θέλω. Με όποιον τρόπο μπορώ.»
«Η Βικτώρια έχει δίκιο, Πριγκίπισσά μου,» τόνισε ο Φένχιλ. «Εξάλλου, δε μπορείτε να κάνετε κάτι εδώ.»
Η Βασιλική τού έριξε ένα εξαγριωμένο βλέμμα. «Δε θα μου πεις εσύ τι μπορώ και τι δε μπορώ να κάνω, Φένχιλ!»
«Με συγχωρείτε, Υψηλοτάτη,» αποκρίθηκε εκείνος, υψώνοντας τα χέρια· «δεν ήθελα να προσβάλλω.»
Η Βικτώρια γέλασε. Η Βασιλική ποτέ δε θ’αλλάξει, όσο υπεύθυνη ή ανεύθυνη κι αν αποφασίσει να είναι στη ζωή της. «Εντάξει, Βασιλική,» είπε, «μείνε, αν νομίζεις ότι πρέπει να μείνεις. Αλλά, όπως θα δεις, το μόνο που φαίνεται ότι, για την ώρα, μπορούμε να κάνουμε είναι να επιβλέπουμε.»
Έστρεψε το βλέμμα της στους φρουρούς με τις μάνικες, οι οποίοι προσπαθούσαν να σβήσουν τη φωτιά. Ευτυχώς, δεν έμοιαζε να υπάρχει πιθανότητα να φύγει απ’τον έλεγχό τους.
Το μικρό αεροσκάφος ανέβηκε πάνω από τα σύννεφα, σχίζοντας τους ουρανούς της Απολλώνιας με κατεύθυνση νοτιοανατολική, προς τη Ρακμάνη. Η Γλαυκή έμοιαζε να το ακολουθεί, λούζοντάς το με το γαλανό φως της· αλλά επίσης φανερή απόψε ήταν και η Αθώρητη, σαν ένα σκοτεινότερο σημάδι επάνω σε ήδη σκοτεινό φόντο.
Η Βασίλισσα Γλυκάνθη καθόταν στη θέση της, έχοντας τα μάτια κλειστά. Δεν αμφέβαλλε ότι ο Ούρος ήταν καλός πιλότος, όπως την είχε διαβεβαιώσει ο Ανδρόνικος, όμως η αλήθεια ήταν πως δεν της άρεσαν τα αεροπορικά ταξίδια. Βαθιά μέσα της υπήρχε ένας φόβος για τα αεροπλάνα· προτιμούσε να έχει τα πόδια της στη γη, ή έστω επάνω σε κάτι που έπλεε στο νερό. Αλλά, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ήξερε ότι δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο· και το ταχύτερο μέσο με το οποίο μπορούσε να φτάσει στον Λούσιο ήταν το αεροσκάφος. Ευχόταν μόνο να κατάφερνε να συναντήσει τον γιο της εγκαίρως: δηλαδή, προτού η Δομινίκη επιστρέψει με τον απελευθερωμένο δαίμονα (αν οι υποθέσεις του Ανδρόνικου και των υπολοίπων ήταν σωστές και, όντως, η Δομινίκη είχε πάει στην Απολεσθείσα Γη για να βρει έναν από τους φυλακισμένους Οκτώ του Μαύρου Νάρζουλ).
Το ταξίδι δεν κράτησε πολύ. Μόλις μετά από μιάμιση ώρα, ο Ούρος ανακοίνωσε πως πλησίαζαν τον προορισμό τους και θα έχαναν ύψος.
«Δεθείτε καλά στις θέσεις σας,» τους προειδοποίησε.
Η Γλυκάνθη, έτσι κι αλλιώς, δεν είχε χαλαρώσει τη ζώνη του καθίσματός της.
Το αεροπλάνο άρχισε να χάνει ύψος, και η Βασίλισσα πήρε μια βαθιά ανάσα, καθώς ένιωθε τα σωθικά της να τραντάζονται. Τα μάτια της τα είχε κλειστά.
«Ποιοι είν’αυτοί;» Η φωνή του Αυγερινού.
«Προσπαθούν να μας αναχαιτίσουν.» Η φωνή του Ούρου.
Η Γλυκάνθη άνοιξε τα βλέφαρά της. Κοίταξε έξω από ένα φινιστρίνι, και είδε μικρά αεροσκάφη, παρόμοια με το δικό της, αλλά οπλισμένα.
«Ποιοι είστε;» Μια φωνή από τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του αεροπλάνου.
«Τι να τους πω, Βασίλισσά μου;» ρώτησε ο Ούρος.
«Την αλήθεια, φυσικά,» αποκρίθηκε η Γλυκάνθη. «Ότι ερχόμαστε ειρηνικά, για να μιλήσω στο γιο μου.»
Ο Ούρος πάτησε ένα πλήκτρο και μίλησε: «Ερχόμαστε ειρηνικά, από την Απαστράπτουσα. Μαζί μας επιβαίνει η Βασίλισσα Γλυκάνθη, του Οίκου των Ευφρόνων, η οποία και επιθυμεί να συναντήσει τον γιο της, Πρίγκιπα Λούσιο. Ζητάμε άδεια προσγείωσης.»
«Ελήφθη. Αλλά θα περιμένετε να μεταβιβάσουμε το μήνυμά σας.»
Η Βασίλισσα κοίταξε έξω απ’το παράθυρο και κάτω, προς τη γη, για να δει το αεροδρόμιο της Ρακμάνης. Οι εγκαταστάσεις βρίσκονταν μακριά από την πόλη, στα βορειοανατολικά και κοντά στα ορυχεία της περιοχής, απ’όπου προερχόταν ένα μεγάλο μέρος των ενεργειακών αποθεμάτων της Απολλώνιας.
Η απάντηση δεν άργησε να έρθει από τον πομπό: «Άδεια προσγείωσης δόθηκε.»
Ο Ούρος κατέβασε το αεροσκάφος τους προς τον αερολιμένα. Οι επιβάτες τραντάχτηκαν, καθώς οι ρόδες του συνάντησαν τον αεροδιάδρομο. Η ταχύτητα του σκάφους ήταν αρχικά μεγάλη, αλλά, σταδιακά, μειώθηκε μέχρι που οι τροχοί του έπαψαν να κυλάνε, και σταμάτησε.
Η Γλυκάνθη, που είχε γι’ακόμα μια φορά κλείσει τα μάτια, τα άνοιξε και κοίταξε έξω απ’το φινιστρίνι. Στρατιώτες πλησίαζαν, κουβαλώντας όπλα. Δεν τα είχαν σηκωμένα, αλλά, σίγουρα, φαίνονταν έτοιμοι να τα σηκώσουν στιγμιαία, αν χρειαζόταν. Ίσως να υποπτεύονται ότι πρόκειται για κάποια παγίδα, σκέφτηκε η Βασίλισσα. Αν και αδυνατώ να φανταστώ τι είδους παγίδα μπορεί να ήταν αυτή. Εξάλλου, εκείνοι είναι που έχουν εμάς περικυκλωμένους.
«Θα βγούμε εμείς πρώτα, Βασίλισσά μου,» είπε ο Αυγερινός, αναφερόμενος, προφανώς, στον εαυτό του και στους επαναστάτες.
«Δε νομίζω να μας επιτεθούν…»
«Ούτε κι εγώ· αλλά καλύτερα να είμαστε επιφυλακτικοί.»
Ο Θελλέδης άνοιξε τη θύρα του αεροσκάφους και πήδησε έξω. «Ερχόμαστε φιλικά,» φώναξε στους συγκεντρωμένους στρατιώτες.
«Είπατε ότι η Βασίλισσα Γλυκάνθη είναι μαζί σας,» του θύμισε ένας άντρας που πρέπει να ήταν αξιωματικός.
Εν τω μεταξύ, πλάι στον Θελλέδη είχαν κατεβεί η Σαρφάλλη και ο Φέτανιρ· και ο Θελλέδης αποκρίθηκε: «Η Βασίλισσα είναι μαζί μας, και επιθυμεί να μιλήσει στον γιο της· δε σας είπαμε ψέματα. Αλλά απομακρύνετε τα όπλα σας, προτού κατεβεί.»
«Πολύ φοβάμαι ότι αυτό δεν μπορούμε να το κάνουμε, για λόγους ασφαλείας.» Η όψη του αξιωματικού –ο οποίος ήταν καφετόδερμος με στενά, κατάμαυρα μάτια και γωνιώδες πρόσωπο– ήταν ανέκφραστη και αινιγματική. Θα μπορούσε να έχει οτιδήποτε στο μυαλό του, καλό ή κακό.
Ο Θελλέδης δίστασε να μιλήσει.
Η Γλυκάνθη, όμως, είπε στον Αυγερινό, καθώς κι οι δυο τους βρίσκονταν ακόμα στο εσωτερικό του αεροσκάφους (όπως επίσης κι ο Ούρος, σε περίπτωση που χρειαζόταν να απογειωθούν επειγόντως): «Θα κατεβώ· δεν υπάρχει πρόβλημα.»
Ο Αυγερινός ατένισε, για μερικές ανάσες, την όψη της Βασίλισσας –Δε φοβάται, παρατήρησε–, ύστερα την όψη του καφετόδερμου αξιωματικού –Δε φαίνεται άνθρωπος που μπορείς εύκολα να διακρίνεις τις προθέσεις του–, και τέλος τις πλάτες των τριών επαναστατών έξω απ’το αεροσκάφος –Τσιτωμένοι, πανέτοιμοι για οτιδήποτε· ούτε αυτοί εμπιστεύονται τον αξιωματικό· είναι καχύποπτοι, ίσως κι εκ φύσεως, ή εξ επαγγέλματος.
Στράφηκε πάλι στη Βασίλισσα κι έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει, Μεγαλειοτάτη. Προχωρήστε.» Και, γλιστρώντας το δεξί του χέρι έξω απ’το μαντήλι που κρατούσε τον ώμο του ακινητοποιημένο, τράβηξε το πιστόλι του. Ο ώμος του του έριξε μια ελαφριά σουβλιά.
Η Γλυκάνθη πέρασε μπροστά απ’τον Αυγερινό (κρύβοντας έτσι το όπλο του) και φάνηκε απ’το άνοιγμα της θύρας του αεροσκάφους.
Ο καφετόδερμος αξιωματικός την ατένισε αμίλητα για μια στιγμή· έπειτα, έκανε μια σύντομη υπόκλιση, και είπε: «Καλωσορίσατε, Μεγαλειοτάτη.»
«Καλησπέρα, Σμηναγέ,» αποκρίθηκε η Γλυκάνθη με σταθερή φωνή, αναγνωρίζοντας το βαθμό του άντρα από τη στολή του. Κατέβηκε απ’το αεροσκάφος μ’ένα ανάλαφρο πήδημα παρά τα εξήντα-ένα της χρόνια.
Ο Αυγερινός την ακολούθησε, σα νάταν η σκιά της. Και ο Ούρος βγήκε τελευταίος.
«Ελάτε μαζί μου,» είπε ο Σμηναγός, «στο εσωτερικό του αερολιμένα. Θα ειδοποιήσουμε αμέσως τον Αντιβασιλέα Λούσιο.»
Η Βασίλισσα, ο Αυγερινός, και οι επαναστάτες ακολούθησαν τον καφετόδερμο αξιωματικό, και οι στρατιώτες βάδισαν γύρω τους, μοιάζοντας κι αυτοί το ίδιο επιφυλακτικοί με τον Θελλέδη και τους συντρόφους του.
Μας φοβούνται, παρατήρησε ο Αυγερινός. Καλό αυτό. Σημαίνει ότι, κατά πάσα πιθανότητα, θα είναι φρόνιμοι.
Στο εσωτερικό των εγκαταστάσεων του αεροδρομίου –που ήταν σαφώς μικρότερο από τον Βασιλικό Αερολιμένα της Απαστράπτουσας–, ο Σμηναγός πήγε τη Βασίλισσα και τους υπόλοιπους σε μια αίθουσα όπου δεν ήταν κανείς άλλος, και τους ζήτησε να περιμένουν. Ύστερα, τους άφησε μόνους.
Ο Αυγερινός, κοιτάζοντας τριγύρω, είδε ότι υπήρχαν δύο τηλεοπτικοί πομποί που τους παρακολουθούσαν.
Η Βασίλισσα Γλυκάνθη δεν είχε το μυαλό της σε ζητήματα ασφάλειας· σκεφτόταν τι θα πει στον Λούσιο όταν τον συναντήσει, καθώς και σε τι κατάσταση θα βρισκόταν ο γιος της, ύστερα από όσα είχαν συμβεί. Εξαγριωμένος; Απεγνωσμένος; Πανικόβλητος; Όλες αυτές οι περιπτώσεις παρουσίαζαν πολλών ειδών εμπόδια στη δουλειά που ήθελε να κάνει η Γλυκάνθη.
Κι αν η Δομινίκη ήταν εδώ; Αν δεν είχε πάει στην Απολεσθείσα Γη, όπως υπολόγιζε ο Ανδρόνικος; Αυτό θα ήταν ακόμα ένα εμπόδιο.
Ο Σμηναγός, σύντομα, επέστρεψε, λέγοντας ότι ο Αντιβασιλέας Λούσιος είχε ειδοποιηθεί και είχε προστάξει να μεταφέρουν τη μητέρα του στο παλάτι της Ρακμάνης. «Ένα όχημα σάς περιμένει έξω απ’τον αερολιμένα, Μεγαλειοτάτη.»
«Σ’ευχαριστώ, Σμηναγέ,» αποκρίθηκε η Γλυκάνθη, έχοντας σηκωθεί απ’την πολυθρόνα της.
Ακολουθώντας ξανά τον καφετόδερμο άντρα, πήγαν στον χώρο στάθμευσης οχημάτων του αεροδρομίου, και εκεί συνάντησαν το όχημα που είχε ετοιμαστεί γι’αυτούς. Ήταν τετράτροχο, θωρακισμένο, και ψηλό. Στη θέση του οδηγού καθόταν μια γυναίκα, ντυμένη με στρατιωτική στολή.
«Θα οδηγήσουμε εμείς,» είπε ο Θελλέδης στον Σμηναγό.
Εκείνος φάνηκε να διστάζει ν’αποκριθεί. Κοίταξε τη Γλυκάνθη, ερωτηματικά.
Η Βασίλισσα τού είπε: «Ναι, θα οδηγήσουμε εμείς.»
Ο Σμηναγός πρόσταξε την οδηγό να βγει απ’το όχημα, κι εκείνη υπάκουσε. «Θα επιθυμούσατε συνοδεία, Μεγαλειοτάτη;» ρώτησε, ύστερα, τη Βασίλισσα. «Ο Αντιβασιλέας είπε να σας δώσουμε μερικούς από τους στρατιώτες μας.»
«Δε θα χρειαστεί,» αποκρίθηκε η Γλυκάνθη.
Ο Θελλέδης κάθισε στη θέση του οδηγού του τετράτροχου οχήματος. Η Σαρφάλλη κάθισε στη θέση του συνοδηγού, και οι υπόλοιποι πίσω, δίχως να στριμωχτούν, καθώς υπήρχε αρκετός χώρος για όλους.
Το όχημα βγήκε από το αεροδρόμιο, και οι ρόδες του κύλησαν πάνω στον φαρδύ δρόμο που πήγαινε προς τη Ρακμάνη.
Σε λιγότερο από μισή ώρα βρίσκονταν στην πόλη και διέσχιζαν τις λεωφόρους της, όπου οι πολυκατοικίες και τα υπόλοιπα οικοδομήματα είχαν ψηλές, λαξευτές κολόνες και αγάλματα, σαν να επρόκειτο για ναούς. Η αρχιτεκτονική των αρχιτεκτόνων της Ρακμάνης ήταν, αναμφίβολα, κάτι το ιδιαίτερο σ’όλη την Απολλώνια.
Η Βασίλισσα Γλυκάνθη τα είχε, όμως, ξαναδεί αυτά, και δεν την εντυπωσίαζαν. Εξάλλου, οι σκέψεις της βρίσκονταν, κυρίως, στον Λούσιο.
Το όχημα ανέβηκε στον δεντρόφυτο λόφο στο κέντρο της Ρακμάνης και έφτασε μπροστά στην πύλη του παλατιού, την οποία οι φρουροί εκεί άνοιξαν, χωρίς πολλά-πολλά, και το άφησαν να περάσει. Ο Θελλέδης σταμάτησε το όχημα στο γκαράζ του παλατιού, και εκείνος κι οι επαναστάτες βγήκαν, ακολουθούμενοι από τον Αυγερινό και τη Βασίλισσα.
«Μεγαλειοτάτη,» είπε ένας υπηρέτης, «ο γιος σας σας περιμένει. Ελάτε μαζί μου, παρακαλώ.»
Η Γλυκάνθη και οι υπόλοιποι βάδισαν πίσω του, και, μέσα στη νύχτα, οδηγήθηκαν σε μια μεγάλη αίθουσα του παλατιού της Ρακμάνης, όπου δεν τους περίμενε μόνο ο Λούσιος, αλλά και ο Δούκας Φερέσβιος. Ο γιος της Βασίλισσας ήταν καθισμένος σε μια ψηλή πολυθρόνα, έχοντας τους αγκώνες του στους βραχίονές της και το πηγούνι του ακουμπισμένο στις ενωμένες του γροθιές. Η όψη του ήταν σκοτεινή, καθώς ατένιζε τη μητέρα του και τους συνοδούς της.
Ο Δούκας καθόταν παραδίπλα, σ’ένα μεγάλο τραπέζι, και, μόλις είδε τη Γλυκάνθη να μπαίνει, σηκώθηκε όρθιος κι έκανε μια υπόκλιση. «Καλωσορίσατε, Μεγαλειοτάτη.» Τα μάτια του περιεργάζονταν το πρόσωπό της.
Τι ψάχνει να δει; σκέφτηκε η Γλυκάνθη. Αναρωτιέται για ποιο λόγο είμαι εδώ; «Καλησπέρα, Φερέσβιε,» αποκρίθηκε. «Και με συγχωρείς που έρχομαι μια τέτοια, ακατάλληλη ώρα.»
«Δεν υπάρχει πρόβλημα, Βασίλισσά μου. Το παλάτι μου είναι δικό σας,» είπε, επίσημα, ο Φερέσβιος.
«Απ’ό,τι φαίνεται, προς το παρόν, είναι του γιου μου…» Τα μάτια της Γλυκάνθης στράφηκαν στον Λούσιο.
Κι εκείνος μίλησε για πρώτη φορά, υπερπηδώντας τους χαιρετισμούς: «Η εμφάνισή σου με εκπλήσσει, οφείλω να ομολογήσω, μητέρα. Υπέθεσα ότι θα ήσουν αιχμάλωτη του Ανδρόνικου. Ή, μήπως, κατάφερες να δραπετεύσεις;»
Πραγματικά, τα εννοεί αυτά που λέει; Δεν μπορεί! Προσποιείται. «Δε χρειάστηκε να δραπετεύσω, Λούσιε. Ο αδελφός σου δεν είναι τύραννος.»
«Δεν είναι;» Η όψη του Λούσιου σκοτείνιασε ακόμα περισσότερο. Σηκώθηκε από την πολυθρόνα του. «Δεν είναι;» φώναξε. «Μητέρα, ο Ανδρόνικος είναι τρελός! Σφετερίστηκε τον Κυανό Θρόνο. Σκότωσε τους φρουρούς του βασιλικού παλατιού. Κάλεσε τον Λάθμιο–»
«Δεν είναι τρελός, και το ξέρεις. Και δεν μπορεί να ‘σφετεριστεί’ τον Κυανό Θρόνο, γιατί, με την ίδια την εντολή του πατέρα σας, είναι δικός του.»
«Δεν είναι δυνατόν να μιλάς σοβαρά, μητέρα!» είπε ο Λούσιος. «Ο Ανδρόνικος είναι ανίκανος να κυβερνήσει την Απολλώνια. Θα καταστρέψει το βασίλειο! Θα το παραδώσει, στο τέλος, στην Παντοκράτειρα–!»
«Ο Ανδρόνικος απελευθέρωσε την Απολλώνια από την Παντοκράτειρα,» τον διέκοψε η Γλυκάνθη, προσπαθώντας συγχρόνως να διατηρήσει την ψυχραιμία της. «Ο Ανδρόνικος–»
«–είναι τρελός, και θα διαλύσει όλα όσα κατάφερε κάποτε να φτιάξει!»
«Τουλάχιστον, εκείνος δεν είναι ακόλουθος του Μαύρου Νάρζουλ!» φώναξε η Γλυκάνθη.
Και συνειδητοποίησε πως αυτό ήταν λάθος. Είχε βιαστεί.
Η έκπληξη ήταν φανερή στο πρόσωπο του Δούκα Φερέσβιου· τα μάτια του γούρλωσαν, το στόμα του σφίχτηκε. Δεν ξέρει, παρατήρησε η Γλυκάνθη. Δεν ξέρει τίποτα απολύτως. Όπως κι εγώ κάποτε δεν ήξερα· νόμιζα ότι επρόκειτο μόνο για λασπολογίες–
«Δεν έχεις ιδέα για τι πράγμα μιλάς, μητέρα!» αντιγύρισε ο Λούσιος. «Σου είπε ο Ανδρόνικος αυτά τα ψέματα που εξαπλώνει για μένα κι εσύ τον πίστεψες;»
«Πού είναι η Δομινίκη;» ρώτησε, ξαφνικά, η Γλυκάνθη. Δεν είναι εδώ. Αν ήταν εδώ, δε θα κρυβόταν.
Και η απάντηση του Λούσιου επιβεβαίωσε την υποψία της: «Δεν είναι στη Ρακμάνη.»
«Πού βρίσκεται;»
«Τι σημασία έχει αυτό; Έχεις έρθει εδώ και με κατηγορείς για ακόλουθο του Μαύρου Νάρζουλ! Έχεις πιστέψει τα ψέματα που σου έχει πει ο αδελφός μου, που το μυαλό του είναι άρρωστο!»
«Πού βρίσκεται η Δομινίκη;» απαίτησε η Βασίλισσα.
«Για ποιο λόγο είσαι εδώ, μητέρα; Μη μου πεις ότι ήρθες για να μάθεις πού βρίσκεται η Δομινίκη…»
«Όχι,» είπε η Γλυκάνθη, «σίγουρα δεν ήρθα γι’αυτό το λόγο. Ήρθα για να μιλήσουμε, οι δυο μας.» Και, στρεφόμενη στον Φερέσβιο, ζήτησε: «Δούκα μου, μπορείς να μας αφήσεις;»
«Ασφαλώς,» αποκρίθηκε εκείνος. Η όψη του ήταν κάτωχρη. Αποχώρησε από την αίθουσα.
Η Γλυκάνθη στράφηκε στον Αυγερινό και τους επαναστάτες. «Κι εσείς. Βγείτε.»
«Βασίλισσά μου,» ρώτησε ο Αυγερινός, «είστε βέβαιη;»
Εκείνη κατένευσε, σιωπηλά.
Ο Βασιλικός Φρουρός στράφηκε, χωρίς άλλη κουβέντα, και βάδισε προς την έξοδο της αίθουσας. Οι επαναστάτες τον ακολούθησαν.
Το δωμάτιο τώρα ήταν άδειο, εκτός από τον Λούσιο και τη Γλυκάνθη.
«Δεν μπορώ να το πιστέψω, μητέρα. Πώς είναι δυνατόν, ύστερα από τόσα λάθη που έχει κάνει ο Ανδρόνικος, να τον υποστηρίζεις ακόμα;»
«Οι άνθρωποι κάνουν λάθη, Λούσιε, και επιβιώνουν για να μπορούν να τα διορθώσουν. Αλλά εσύ… εσύ…» Τον πλησίασε, για να σταθεί εμπρός του. «Αυτά που έχεις κάνει εσύ είναι εγκλήματα. Τον αδελφό σου τον κλείδωσες σ’ένα μέρος που διατηρούσαν οι ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ, βαθιά κάτω απ’το παλάτι! Την αδελφή σου προσπάθησες να την τρελάνεις. Η σύζυγός σου είναι Αρχιέρεια του Μαύρου Νάρζουλ. Και τώρα, έχεις στο μυαλό σου ν’απελευθερώσεις έναν απ’τους Οκτώ! Ποιος, λοιπόν, από τους γιους μου είναι τρελός, θέλεις να μου πεις;»
«Ποιος σου τα είπε–;»
«Ποιος μου τα είπε; Τα υπόγεια υπάρχουν κάτω απ’το παλάτι της Απαστράπτουσας· και, μέσα στα υπόγεια, τέρατα κυκλοφορούν! Τέρατα, Λούσιε, όπως αυτά που συναντά κανείς μόνο στην Απολεσθείσα Γη. Επίσης, ο Χρύσιππος μάς αποκάλυψε–»
«Ο Χρύσιππος αποκαλύπτει ό,τι τον συμφέρει–»
«Τον πιάσαμε καθώς έκανε μια τελετή στο όνομα του Μαύρου Νάρζουλ. Και μαζί του ήταν ένας ιερέας του ίδιου θεού. Κάποιος που ονομάζεται Ανθηφόρος. Τον ξέρεις, απ’ό,τι βλέπω.» Τα μάτια του Λούσιου είχαν στενέψει, καθώς η Βασίλισσα είχε αναφέρει το όνομα.
«Γνωρίζεις, λοιπόν, κάποια πράγματα, μητέρα… αλλά δεν γνωρίζεις όλη την αλήθεια,» είπε, σιγανά, ο Λούσιος.
«Και ποια είναι όλη η αλήθεια;»
«Ότι προσπαθώ να σώσω την Απολλώνια από την Παντοκράτειρα.»
«Με τι τρόπο; Καταστρέφοντας τη διάστασή μας εξολοκλήρου;»
«Δεν ξέρεις τίποτα, μητέρα! Τίποτα! Οι δυνάμεις που χρησιμοποιώ… Χρησιμοποιώ τις δυνάμεις που χρησιμοποιώ επειδή είναι ένα πολύ αποτελεσματικό όπλο εναντίον της Παντοκράτειρας–»
«Οι ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ; Ο σκοπός τους είναι να καταβροχθίσουν την Απολλώνια!»
«Κανείς δε θέλει να ‘καταβροχθίσει’ την Απολλώνια, μητέρα. Κανείς, εκτός από την Παντοκράτειρα· κι αυτήν ακριβώς προσπαθώ να πολεμήσω. Η θρησκεία του Μαύρου Νάρζουλ μπορεί να μου προσφέρει όπλα που η θρησκεία του Απόλλωνα έχει αποδείξει ότι δεν μπορεί.»
«Τους Οκτώ…»
Ο Λούσιος ένευσε. «Ναι, τους Οκτώ. Εδώ και κάποιο καιρό, έχω αρχίσει να ψάχνω για τις τοποθεσίες φυλάκισής τους· κι αποφυλακίζοντάς τους, θα τους χρησιμοποιήσω για να διαλύσω το Βόρειο Μέτωπο. Η Παντοκράτειρα δε θα μπορεί να μας ξαναενοχλήσει. Θα είμαστε ελεύθεροι!»
Η Γλυκάνθη κούνησε το κεφάλι, λυπημένα. «Οι προθέσεις σου είναι καλές, Λούσιε, αλλά, όχι, δε θα είμαστε ελεύθεροι. Οι Οκτώ θα μας καταστρέψουν–»
«Προληπτικές ανοησίες που εξαπλώνουν οι ιερείς του Απόλλωνα! Η Δομινίκη μού έχει πει την αλήθεια.»
«Η Δομινίκη είναι Αρχιέρεια του Μαύρου Νάρζουλ.»
«Δεν έγινε, όμως, τυχαία τέτοια. Έχει μελετήσει πράγματα που δεν μπορείς να φανταστείς.»
«Το μυαλό της έχει τρελαθεί!»
«Κάνεις λάθος,» είπε ο Λούσιος. «Οι Οκτώ θα μας βοηθήσουν. Μην πιστεύεις αυτά που σου λένε άνθρωποι που δεν ξέρουν.»
Η Γλυκάνθη αναστέναξε. Είναι αδύνατον να συνεννοηθούμε. Αδύνατον! «Και τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα; Να προκαλέσεις εμφύλιο πόλεμο;»
«Ο Ανδρόνικος δε μου αφήνει άλλη επιλογή.»
«Ο Ανδρόνικος δε σου αφήνει άλλη επιλογή; Ο Κυανός Θρόνος ανήκει, δικαιωματικά, σ’εκείνον!»
«Δεν είναι, όμως, κατάλληλος για να κυβερνήσει, σου επαναλαμβάνω, μητέρα.»
«Γιατί; Επειδή δεν είναι ακόλουθος του Μαύρου Νάρζουλ;»
«Επειδή δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για την Απολλώνια! Δεν το βλέπεις;» είπε ο Λούσιος. «Κι επιπλέον, ποτέ δε θα συμφωνούσε με την απελευθέρωση των Οκτώ.»
Φυσικά και δε θα συμφωνούσε. Δεν είναι τρελός, παρότι εξαπλώνεις ψευδείς φήμες για το αντίθετο. «Ο Ανδρόνικος δεν πρόκειται να σου παραχωρήσει τον θρόνο, ειδικά υπό τέτοιες συνθήκες.»
«Θα πρέπει να τον πείσεις, τότε, μητέρα. Θα πρέπει να τον κάνεις να δει ποιο είναι το καλό του βασιλείου.»
Η Γλυκάνθη ήθελε να γελάσει… ή, μήπως, να κλάψει; Προτίμησε να μην κάνει τίποτα από τα δύο, παρά να κρατήσει την όψη της σταθερή. «Το καλό του βασιλείου δεν είναι η απελευθέρωση των Οκτώ, Λούσιε. Ούτε ο εμφύλιος πόλεμος. Αυτή η ανοησία πρέπει να σταματήσει τώρα!»
«Αν δεν θέλεις να ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος, μονάχα μια λύση υπάρχει: Πείσε τον Ανδρόνικο να εγκαταλείψει τον Κυανό Θρόνο και να μου παραδώσει την εξουσία της Απολλώνιας.»
«Δεν πρόκειται να το κάνει αυτό.» Και δε θα ήθελα να το κάνει.
«Δε νομίζω, τότε, ότι έχουμε κάτι άλλο να συζητήσουμε, μητέρα,» είπε ο Λούσιος.
«Σκοπεύεις, δηλαδή, να διαιρέσεις το βασίλειο;»
«Σκοπεύω να σώσω την Απολλώνια! Από την Παντοκράτειρα κι από όλους της τους εχθρούς! Τα πράγματα είναι πολύ άσχημα στο Βόρειο Μέτωπο, πρέπει να σου τονί–»
«Το ξέρω. Το ξέρω πως τα πράγματα είναι άσχημα στο Βόρειο Μέτωπο–»
«Κι εξακολουθείς να με αμφισβητείς;»
«Σου είπα: η απελευθέρωση των Οκτώ δεν είναι λύση. Νομίζεις ότι είναι λύση, Λούσιε. Νομίζεις.»
Ο Λούσιος τής γύρισε την πλάτη. Έκανε μερικά βήματα μέσα στην αίθουσα, και κάθισε πάλι στην ψηλή πολυθρόνα όπου καθόταν και πριν. «Θα το δεις να συμβαίνει, μητέρα,» είπε. «Θα το δεις να συμβαίνει, και δε θα πιστεύεις στα μάτια σου.»
Θεοί… συλλογίστηκε η Γλυκάνθη, τρομοκρατημένη ώς τα τρίσβαθα της ψυχής της. Μεγάλε Απόλλωνα, τι να κάνω; Τι;…
Μετά από τη συζήτησή της με τον Λούσιο, η Βασίλισσα Γλυκάνθη δεν έφυγε από το παλάτι της Ρακμάνης· εκείνη κι οι συνοδοί της οδηγήθηκαν, από τους υπηρέτες, σε διαμερίσματα μέσα σ’αυτό. Το δωμάτιο της Βασίλισσας ήταν, φυσικά, μεγαλύτερο και ομορφότερα στολισμένο από των υπολοίπων, με περισσότερες ανέσεις.
Ο Αυγερινός ρώτησε τη Γλυκάνθη: «Θα επιθυμούσατε να κάνω κάτι για εσάς, Μεγαλειοτάτη;»
Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Αδυνατούσε να φανταστεί τι θα μπορούσε να κάνει ο Αυγερινός για να τη βοηθήσει. Τουλάχιστον, στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ο αγώνας έμοιαζε ήδη χαμένος για εκείνη, αν και κάτι εντός της δεν ήθελε να τα παρατήσει· ήθελε να επιμείνει, ισχυριζόμενο ότι, σίγουρα, κάπου υπήρχε η λύση. Απλά, εκείνη ακόμα δεν την είχε βρει. Απλά, έπρεπε να προσπαθήσει περισσότερο.
Η Γλυκάνθη βάδισε μέσα στο δωμάτιό της, καθώς ο Αυγερινός έκλεινε την πόρτα σιγανά πίσω της. Κάθισε σε μια βαθιά πολυθρόνα, αναστενάζοντας. Αισθανόταν τόσο κουρασμένη και μουδιασμένη…
Το μυαλό της πήγε στον σύζυγό της, τον Αρχίμαχο, ο οποίος βρισκόταν τώρα σε κώμα, και αμφίβολο ήταν αν καταλάβαινε τίποτα από όσα συνέβαιναν γύρω του. Αμφίβολο ήταν αν καταλάβαινε τι του έλεγες, ακόμα κι όταν του ψιθύριζες στ’αφτί. Η Γλυκάνθη ένιωσε δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλά της. Ίσως να είναι καλύτερα που δεν καταλαβαίνει, σκέφτηκε. Που δεν μπορεί τώρα να δει τους γιους του να διαιρούν έτσι το βασίλειο, θεωρώντας ο ένας τον άλλο εχθρό…
Η Γλυκάνθη προσπάθησε να προσδιορίσει από πότε τα πράγματα είχαν αρχίσει να πηγαίνουν τόσο στραβά. Ήταν από τότε που η Παντοκράτειρα είχε έρθει στην Απολλώνια και την είχε κάνει δική της; Ήταν από τότε που ο Ανδρόνικος είχε παντρευτεί την Παντοκράτειρα; Από τότε που ο Αρχίμαχος είχε αρρωστήσει; Από τότε που ο Ανδρόνικος είχε επαναστατήσει εναντίον της Παντοκράτειρας; Ή, μήπως, ήταν από τότε που ο Λούσιος είχε παντρευτεί τη Δομινίκη, η οποία, χωρίς κανείς τους να το ξέρει, ήταν Αρχιέρεια του Μαύρου Νάρζουλ; Η Γλυκάνθη δεν μπορούσε να δώσει απάντηση.
Και τώρα, δεν είχε ιδέα τι να κάνει για να διορθώσει την κατάσταση.
Είμαι παγιδευμένη. Και η Απολλώνια ολόκληρη είναι παγιδευμένη. Πολιορκείται από Βορρά και Νότο, και ένας εμφύλιος πόλεμος βρίσκεται στα πρόθυρα να ξεσπάσει –ή, μάλλον, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι έχει ήδη ξεσπάσει…
Η Βασίλισσα Γλυκάνθη κάθισε για πολλή ώρα εκεί, στην πολυθρόνα, χωρίς να σηκωθεί για να φάει, να πλυθεί, ή να πάει στο κρεβάτι και να κοιμηθεί. Μονάχα όταν είχαν περάσει τα μεσάνυχτα σηκώθηκε, για να γεμίσει ένα ποτήρι κρασί και να πιει λίγο, προτού αποφασίσει να πέσει για ύπνο.
Το πρωί, δεν ήξερε αν θα έφευγε από τη Ρακμάνη ή αν θα έμενε με την ελπίδα να μεταπείσει τον Λούσιο.
Δεν ήξερε τίποτα πλέον…
*
Το φως της αυγής δεν μπορούσε να διαπεράσει τις Ομίχλες που σάλευαν μέσα στο Κρήμνισμα· έμοιαζαν να το καταπίνουν ή, ίσως, να το αποδιώχνουν, εξοστρακίζοντάς το. Ορισμένοι παρατηρητές υπέθεταν το ένα, ορισμένοι το άλλο· αλλά όλοι συμφωνούσαν πως, ό,τι κι αν συνέβαινε, δεν είχε σημασία, ούτε διαφορά. Οι Ομίχλες ήταν ο δρόμος απ’τον οποίο έρχονταν τα αποτρόπαια πλάσματα της Απολεσθείσας Γης: αυτό είχε σημασία.
Και οι πολεμιστές που βρίσκονταν στα οχυρά, προσπαθώντας να καλύπτουν όλη την έκταση του Κρημνίσματος, είχαν ορκιστεί να προστατεύουν το βασίλειο από τα δαιμονικά όντα, τα οποία, τον τελευταίο καιρό, έρχονταν με μεγαλύτερη συχνότητα απ’ό,τι παλιά, λες και ήθελαν να συγχρονίσουν τις επιθέσεις τους με τις επιθέσεις της Παντοκράτειρας, στην άλλη άκρη της διάστασης της Απολλώνιας.
Μερικοί, μάλιστα, είκαζαν ότι η Παντοκράτειρα τα είχε, κάπως, γαλβανίσει, ώστε να κινούνται περισσότερο τώρα, προκειμένου να προκαλούν αντιπερισπασμό. Πράγμα για το οποίο, βέβαια, κανένας δεν είχε την παραμικρή απόδειξη. Ούτε κανένας ήξερε πώς ήταν δυνατόν κάποιος να σπρώξει τα πλάσματα της Απολεσθείσας Γης, για να φερθούν με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο.
Ετούτη την αυγή, όμως, δεν ξεπρόβαλαν ακατονόμαστα όντα από τις Ομίχλες, αλλά πέντε τετράτροχα οχήματα, που είχαν επάνω τους εμβλήματα του Βασιλείου της Απολλώνιας.
Τα τέσσερα από αυτά τα οχήματα σχημάτιζαν προστατευτικό κλοιό γύρω από το πέμπτο.
Και στο εσωτερικό του πέμπτου βρισκόταν κάτι που κανένας από τους υπερασπιστές στα οχυρά του Κρημνίσματος δε θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί…
Η Δούκισσα Κορνηλία καθόταν στην πίσω θέση του οχήματος με το ένα της πόδι διπλωμένο από κάτω της και τα μάτια της καρφωμένα στη σφαίρα εμπρός της. Τη σφαίρα που περικλειόταν, εν μέρει, από κομμάτια μετάλλου, και που εντός της φαινόταν να ανασαλεύει μια πορφυρόχρωμη, πυκνή ομίχλη.
Στο ταξίδι της μέχρι εδώ, στο ταξίδι της μέσα από την Απολεσθείσα Γη, ο Κατακεραυνωτής μιλούσε στην Κορνηλία χωρίς να της μιλά. Μιλούσε στο μυαλό της, δίχως να χρειάζεται λέξεις, κάνοντάς την απλώς να συνειδητοποιεί διάφορα πράγματα, να τα γνωρίζει, ενώ, παλιότερα, τα αγνοούσε πλήρως, και δεν τα είχε ούτε καν φανταστεί. Την έκανε να καταλάβει το μεγαλείο του Δασκάλου. Την πραγματική του δύναμη. Το λόγο για τον οποίο άξιζε κανείς να τον λατρεύει, να αφιερώνει την ίδια του τη ζωή σ’αυτόν.
Η Κορνηλία, μπορεί να ήταν ιέρεια του Μαύρου Νάρζουλ, μα ποτέ πριν δεν είχε δει τα πράγματα ακριβώς έτσι. Δεν λάτρευε, ουσιαστικά, τον Δάσκαλο· θεωρούσε τη θρησκεία του χρήσιμη. Θεωρούσε πως της έδινε κάποια πλεονεκτήματα, γι’αυτό κιόλας είχε ακούσει τις διδαχές της Δομινίκης. Δεν είχε αντιληφτεί την ομορφιά της θρησκείας του Δασκάλου. Τους πραγματικούς λόγους για τους οποίους μια γυναίκα μπορεί να ήθελε να είναι ιέρειά του.
Ο Κατακεραυνωτής την είχε κάνει να τα αντιληφτεί όλα αυτά· γιατί ήταν ένας από τους Οκτώ. Και οι Οκτώ, προτού γίνουν ό,τι είχαν γίνει –ανώτεροι δαίμονες, ημίθεοι· όπως ήθελε μπορούσε κανείς να το πει–, ήταν μαθητές, και ο Μαύρος Νάρζουλ ήταν ο δάσκαλός τους. Άκουγαν όλα όσα τούς δίδασκε επειδή η διδασκαλία του τους συνέπαιρνε, τους έκανε να βλέπουν πράγματα που πρωτύτερα αδυνατούσαν να δουν. Έτσι, λάτρευαν τον Δάσκαλο.
Και μπορούσαν να μεταδώσουν τη λατρεία τους πλήρως σε κάποιον που ήδη γνώριζε μεγάλο μέρος των μυστηρίων της θρησκείας του Μαύρου Νάρζουλ.
Η Κορνηλία είχε αρχίσει πλέον να πιστεύει ότι ίσως να ήταν καλύτερα που είχε πεθάνει η Δομινίκη. Ο θάνατός της είχε αφήσει τον χώρο ελεύθερο, για να μιλήσει ο Κατακεραυνωτής σ’εκείνη. Για να αποκαλύψει σ’εκείνη όλα τούτα τα υπέροχα πράγματα, που η Κορνηλία, παλιότερα, δεν είχε ιδέα για την ύπαρξή τους.
Τι κρίμα που δε μπορούσε η ίδια να απελευθερώσει τον Μεγάλο Άρχοντα. Τι κρίμα που χρειαζόταν ένας ιερέας για να το κάνει αυτό…
Η συνοδεία της άφησε πίσω της τις Ομίχλες του Κρημνίσματος και πλησίασε ένα από τα οχυρά, ακολουθώντας ένα πετρώδες μονοπάτι, όπου οι ρόδες των οχημάτων ανεβοκατέβαιναν έντονα.
Οι υπερασπιστές του οχυρού τούς έκαναν νόημα να σταματήσουν, και έριξαν μερικές προειδοποιητικές ριπές.
Οι οδηγοί σταμάτησαν τα οχήματα.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Κορνηλία, παίρνοντας το βλέμμα της από τη σφαίρα. Δεν είχε αντιληφτεί τίποτα από όσα είχαν γίνει, χαμένη στις σκέψεις της καθώς ήταν.
«Μας έκαναν νόημα να σταματήσουμε, Αρχόντισσά μου,» εξήγησε η Νικομήδεια, κι έδειξε το οχυρό, μέσα απ’το τζάμι του παραθύρου του οχήματος.
«Τι θέλουν;»
«Υποθέτω, θέλουν να βεβαιωθούν ότι δεν είμαστε πλάσματα της Απολεσθείσας Γης, Αρχόντισσά μου.»
«Εντάξει,» είπε η Κορνηλία. «Πλησιάστε, αργά, για να μην τους θορυβήσουμε· και μετά, ανοίξτε και βγείτε, για να μας δουν.»
Η διαταγή της μεταφέρθηκε και στ’άλλα οχήματα, μέσω του τηλεπικοινωνιακού δίαυλου, και όλα μαζί ζύγωσαν το οχυρό, πηγαίνοντας όχι γρηγορότερα απ’ό,τι θα πήγαινε ένας άνθρωπος περπατώντας. Όταν έφτασαν σε μια λογική απόσταση από το φρούριο, οι πολεμιστές της συνοδείας της Κορνηλίας σταμάτησαν τα οχήματα, άνοιξαν τις πόρτες, και βγήκαν.
Βγήκε ακόμα κι η ίδια η Κορνηλία, αδιαφορώντας για την ουλή στην αριστερή μεριά του προσώπου της. Ή, μάλλον, έχοντας ξεχάσει τελείως την ουλή, μη θεωρώντας την πλέον σημαντική στο ελάχιστο.
Οι υπερασπιστές του οχυρού (Και δεν είναι το ίδιο οχυρό με αυτό που είχαμε συναντήσει την προηγούμενη φορά, διαπίστωσε η Κορνηλία· είχαν εξέλθει από διαφορετικό μέρος του Κρημνίσματος, για κάποιο λόγο) τους ατένισαν αμίλητα για μερικές στιγμές, σαν να ήθελαν να βεβαιωθούν ότι ήταν, όντως, άνθρωποι και όχι κάποια τέρατα μεταμορφωμένα.
«Είμαι η Δούκισσα Κορνηλία, της Βανκάρης,» φώναξε η Κορνηλία, κοιτάζοντας τους πάνοπλους άντρες και γυναίκες που στέκονταν στις επάλξεις του οχυρού, γύρω από τη σημαία του βασιλείου. «Είχα πάει στην Απολεσθείσα Γη, σταλμένη από τον Αντιβασιλέα Λούσιο σε μια ειδική αποστολή. Σ’ένα άλλο οχυρό, με είχαν δει να μπαίνω στις Ομίχλες. Δεν ξέρω γιατί δεν επέστρεψα εκεί αλλά βγήκα εδώ· ίσως, κάπου, να έχασα ελαφρώς το δρόμου μου μέσα στην Απολεσθείσα Γη.»
Ένας απ’τους υπερασπιστές –κάποιος αξιωματικός, μάλλον– μίλησε στους υπόλοιπους, και, σύντομα, τέσσερις απ’αυτούς κατέβηκαν από τις επάλξεις και βγήκαν από το οχυρό, ενώ οι άλλοι τούς κάλυπταν από μακριά, σημαδεύοντας με μεγάλα και μικρότερα όπλα.
Είναι πραγματικά αναγκαία όλα τούτα; σκέφτηκε, ανυπόμονα, η Κορνηλία.
Οι στρατιώτες πλησίασαν: τρεις άντρες και μια γυναίκα, όλοι τους ντυμένοι με στολές που είχαν επάνω τους κομμάτια μετάλλου σε διάφορα σημεία, καθώς και κάποια κυκλώματα, που η Δούκισσα απορούσε σε τι μπορεί να χρειάζονταν. Τα όπλα τους τα είχαν κρεμασμένα στην πλάτη ή θηκαρωμένα στη ζώνη. Μονάχα η γυναίκα κρατούσε μια συσκευή, η οποία, η Κορνηλία υπέθετε, πρέπει να ήταν κάποιου είδους ανιχνευτής –ή, τουλάχιστον, τέτοιον τής θύμιζε.
«Τι συμβαίνει;» απαίτησε. «Γιατί γίνονται όλα τούτα;»
«Μας συγχωρείτε, Δούκισσά μου,» αποκρίθηκε ο ένας από τους στρατιώτες, «αλλά είναι η συνηθισμένη διαδικασία. Δεν εμπιστευόμαστε τίποτα που βγαίνει από τις Ομίχλες. Άνωθεν διαταγή.» Και έκανε νόημα στην πολεμίστρια με τη συσκευή.
Εκείνη πάτησε ένα πλήκτρο επάνω στο κατασκεύασμα που κρατούσε, και μερικά φωτάκια και ενδείξεις άναψαν· η Κορνηλία, από το σημείο όπου στεκόταν, δεν μπορούσε να δει τι ενδείξεις ακριβώς ήταν αυτές.
Σταύρωσε τα χέρια της εμπρός της και περίμενε.
Η πολεμίστρια έκλεισε πάλι τη συσκευή, και είπε στους συντρόφους της: «Βγαίνουν καθαροί. Ανθρώπινα όντα, όπως τα γνωρίζουμε. Εκτός από ένα πράγμα… Πρέπει να υπάρχει μια άγνωστη μορφή ζωής εκεί μέσα.» Κοίταξε το όχημα της Κορνηλίας. «Ή ίσως και να είναι κάποιου είδους ενέργεια· η ένδειξη δεν είναι ξεκάθαρη.»
Ο στρατιώτης που είχε μιλήσει και πριν στην Κορνηλία είπε: «Δούκισσά μου, θα πρέπει να σας ζητήσω να δούμε τι είναι αυτό.»
Εντόπισαν τον Κατακεραυνωτή. «Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είχα πάει στην Απολεσθείσα Γη. Ένα εύρημα.»
Ο στρατιώτης φάνηκε διστακτικός.
«Θέλετε να σας δείξω την έγγραφη εντολή του Αντιβασιλέα Λούσιου;» Γιατί με καθυστερείτε άσκοπα;
«Ναι,» απάντησε ο στρατιώτης.
Η Κορνηλία έκανε νόημα στη Νικομήδεια να του τη δείξει, κι εκείνη την έβγαλε απ’το όχημα και του την έδωσε.
«Μάλιστα,» είπε ο στρατιώτης, και την επέστρεψε. «Φαίνεται αυθεντική. Ωστόσο, θα πρέπει να δούμε τι έχετε στο όχημα, Δούκισσά μου.»
Της Κορνηλίας δεν της άρεσε καθόλου η επιμονή αυτού του άντρα, αλλά αποκρίθηκε: «Πολύ καλά· θα το δείτε.» Και, σκύβοντας, πήρε από την πίσω θέση του οχήματος τη σφαίρα φυλάκισης του Κατακεραυνωτή. Η θερμότητα πλημμύρισε τις παλάμες της, και ανέβηκε στους πήχεις, στα μπράτσα, στους ώμους, και στο στήθος της. Και η Κορνηλία δεν τη φοβόταν καθόλου πλέον· για την ακρίβεια, απολάμβανε το άγγιγμά της. Της θύμιζε ερωτικό άγγιγμα.
Ύψωσε τη σφαίρα μπροστά της, δείχνοντάς την στους υπερασπιστές του οχυρού. «Όπως βλέπετε,» τους είπε, «δεν είναι τίποτα το ζωντανό. Είναι, όντως, μια μορφή ενέργειας.»
Η πολεμίστρια άνοιξε πάλι τον ανιχνευτή της, και φάνηκε να κάνει κάποιες ρυθμίσεις. Τελικά, έγνεψε. «Ναι,» είπε, «πρέπει νάναι κάποια μορφή ενέργειας.»
«Θα μπορούσαμε τώρα να πηγαίνουμε;» ρώτησε η Κορνηλία, μη χάνοντας το συνηθισμένο ευγενικό της ύφος. «Ο Αντιβασιλέας Λούσιος μάς περιμένει.» Και δε θα το εκτιμήσει καθόλου αν μας καθυστερήσετε κι άλλο, έμοιαζε να υπονοεί.
Ο στρατιώτης κατένευσε. «Ναι,» είπε, «μπορείτε να πηγαίνετε.» Και, ανοίγοντας έναν πομπό: «Είναι καθαροί, κύριε Διοικητά· μην πυροβολήσετε.»
Η Κορνηλία και οι συνοδοί της επέστρεψαν στα οχήματά τους και τα έβαλαν μπροστά. Οι ρόδες γρύλισαν επάνω στο πετρώδες έδαφος, και τα τροχοφόρα προσπέρασαν το οχυρό χωρίς κανένα άλλο επεισόδιο.
«Δούκισσά μου,» είπε η Νικομήδεια σε λίγο, κοιτάζοντας κάποιες ενδείξεις στη μπροστινή μεριά του οχήματος, «ξέρετε πόσες ημέρες έχουν περάσει από τότε που μπήκαμε στην Απολεσθείσα Γη;»
«Πόσες;»
«Δύο. Κι αυτή είναι η τρίτη. Το πρωί της τρίτης.»
Η Κορνηλία ένευσε. «Δεν είναι παράξενο, Νικομήδεια. Στην Απολεσθείσα Γη, ο χρόνος κυλά διαφορετικά απ’ό,τι στην Απολλώνια.» Όσο βρίσκονταν εκεί, τους είχε φανεί ότι είχαν περάσει παραπάνω από έξι ημέρες. «Κι αυτό είναι καλό, γιατί σημαίνει πως έχουμε κερδίσει χρόνο. Ο ξάδελφός μου δε θα χρειαστεί να μας περιμένει πολύ…»
Κι απλώνοντας το χέρι της, άγγιξε τη σφαίρα φυλάκισης του Κατακεραυνωτή.
Ο Ανδρόνικος βημάτιζε μέσα στην Αίθουσα του Κυανού Θρόνου, αναρωτούμενος πόσο μεγάλο λάθος ήταν που είχε αφήσει τη μητέρα του να πάει στη Ρακμάνη και στον αδελφό του. Ήταν, άραγε, ένα λάθος που σύντομα θα μετάνιωνε; Ή ήταν ένα λάθος που θα το ξεχνούσε ως ασήμαντο;
Την έστειλα σε τρομερό κίνδυνο. Δεν έπρεπε να το είχα κάνει. Δεν έπρεπε να της είχα επιτρέψει να φύγει.
Δεν είχε περάσει, βέβαια, πολύς καιρός από τότε που η Βασίλισσα Γλυκάνθη είχε αναχωρήσει για τη Ρακμάνη· χτες βράδυ είχε φύγει, και τώρα ήταν μερικές ώρες μετά την αυγή. Ο Ανδρόνικος, κανονικά, δε θα έπρεπε ν’ανησυχεί. Κι όμως, ανησυχούσε. Το γεγονός ότι δεν είχε τη δυνατότητα να επικοινωνήσει με τη μητέρα του εκεί όπου βρισκόταν τον ενοχλούσε. Οι τηλεπικοινωνιακοί δίαυλοι δεν έφταναν τόσο μακριά. Προκειμένου να φτάσουν, θα έπρεπε να υπάρχουν ειδικοί πομποί, όπως αυτοί για το δίκτυο του Φωτός της Απολλώνιας, τους οποίους συντηρούσαν μάγοι, για να εκπέμπουν στις αποστάσεις που εξέπεμπαν. Και το κόστος για να γίνει κάτι τέτοιο ήταν, πολύ απλά, τεράστιο· έτσι, κατά κανόνα, δεν υπήρχε τηλεπικοινωνία ανάμεσα σε μακρινές πόλεις της Απολλώνιας. Και, όσο πιο μακριά βρισκόταν η μία πόλη από την άλλη, τόσο δυσκολότερο ήταν να υπάρξει τέτοια επικοινωνία.
Η Ρακμάνη απείχε παραπάνω από εννιακόσια χιλιόμετρα από την Απαστράπτουσα, και η Άπατη Θάλασσα τις χώριζε· επομένως, η άμεση επικοινωνία δεν ήταν κάτι το ρεαλιστικό. Μπορούσες να επικοινωνήσεις μόνο στέλνοντας κάποιο πλοίο ή αεροσκάφος· ή όχημα, αν ήθελες να κάνεις τον γύρο της Άπατης Θάλασσας και να διασχίσεις περίπου δύο χιλιάδες χιλιόμετρα.
Ο Ανδρόνικος αισθανόταν την παρόρμηση να στείλει, εδώ και τώρα, αεροπλάνο, για να μάθει τι γινόταν με τη μητέρα του στη Ρακμάνη· μα ήξερε πως θα ήταν τελείως ανόητο να το κάνει. Η απουσία της Βασίλισσας Γλυκάνθης από την Απαστράπτουσα μπορούσε να μετρηθεί σε ώρες. Αν είναι να στείλω κάποιον, θα τον στείλω αύριο. Και ποιον μπορούσε, πραγματικά, να εμπιστευτεί; Τον Αυγερινό τον έχω ήδη στείλει με τη μητέρα. Και δεν το είχε μετανιώσει· αν κάποιος μπορούσε να την προστατέψει, αυτός ήταν ο Αυγερινός Αντίρρυθμος. Ο άνθρωπος ήταν ευλογημένος από το Γαλανό Φως του Απόλλωνα… το Γαλανό Φως που προήλθε από το ξίφος μου… Ο Ανδρόνικος έστρεψε το βλέμμα του, ακούσια, προς τον Κυανό Θρόνο, στο πλάι του οποίου στηριζόταν, θηκαρωμένος, ο Κελευστής–
Εσπευσμένα βήματα τον έκαναν να κοιτάξει αλλού: σε μια από τις εισόδους της αίθουσας, απ’όπου έμπαινε ο Φινέας Πολύδικος, ο διοικητής των φρουρών του παλατιού.
«Υψηλότατε!» είπε. «Κάτι τρομερό συνέβη!»
Θεοί!… σκέφτηκε ο Ανδρόνικος, πιστεύοντας αμέσως ότι θα του έλεγε κάτι για τη μητέρα του. «Τι είναι, Φινέα;»
«Τα ανίψια σας εξαφανίστηκαν.»
Ο Ανδρόνικος αισθάνθηκε, προς στιγμή, αποπροσανατολισμένος. «Τα ανίψια μου;»
«Τα παιδιά του Λούσιου, Πρίγκιπά μου. Δεν είναι στα διαμερίσματα του αδελφού σας, και η γκουβερνάντα είναι νεκρή.»
«Νεκρή; Πού;»
«Στα διαμερίσματα του Πρίγκιπα Λούσιου. Ελάτε μαζί μου· θα σας δείξω.»
Ο Ανδρόνικος διέσχισε την αίθουσα, για να πάρει τον Κελευστή από το πλάι του θρόνου και να τον δέσει στη ζώνη του. Ύστερα, ακολούθησε τον Φινέα Πολύδικο στους διαδρόμους του παλατιού.
Η Άνμα’ταρ, που καθόταν σιωπηλή σε μια γωνιά της Αίθουσας του Κυανού Θρόνου, πήρε στο κατόπι τους δύο άντρες, χωρίς να προσπαθεί να κρυφτεί από αυτούς, αλλά και χωρίς να κάνει τίποτα το ιδιαίτερο για να δηλώσει την παρουσία της. Εξάλλου, ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος ήξερε ότι βρισκόταν πάντοτε κοντά του· ήταν η τωρινή της αποστολή να βρίσκεται πάντοτε κοντά του, για να τον προστατεύει.
Η εξώθυρα των διαμερισμάτων του Λούσιου ήταν μισάνοιχτη, και ο Φινέας την έσπρωξε, μπαίνοντας.
Ο Ανδρόνικος τράβηξε το πιστόλι απ’τη ζώνη του, καθώς κι εκείνος περνούσε το κατώφλι. Δεν πίστευε ότι, πραγματικά, υπήρχε κίνδυνος εδώ μέσα πλέον, αλλά καλύτερα να ήταν επιφυλακτικός· η Επανάσταση τού το είχε διδάξει πολλές φορές αυτό, από τα λάθη που είχε κάνει.
Το εσωτερικό των διαμερισμάτων δε φαινόταν πειραγμένο με κανέναν σημαντικό τρόπο. Τα έπιπλα δεν είχαν ανατραπεί, οι καθρέφτες δεν είχαν σπάσει, οι πίνακες δεν είχαν πέσει απ’τους τοίχους, ούτε κανένα τζάμι είχε θρυμματιστεί. Θα μπορούσε τίποτα να μην είχε συμβεί εδώ, κανένα απολύτως έγκλημα. Κι όμως, ο Φινέας είχε πει ότι η γκουβερνάντα ήταν νεκρή.
«Πού είναι το πτώμα;» ρώτησε ο Ανδρόνικος.
Ο Φινέας άνοιξε μια πόρτα –την πόρτα του μικρού δωματίου της γκουβερνάντας–, και μέσα η σκηνή δεν ήταν τόσο γαλήνια όπως στα υπόλοιπα δωμάτια των διαμερισμάτων. Επάνω στο κρεβάτι ήταν πεσμένη ανάσκελα μια γυναίκα, με τον λαιμό της κομμένο πέρα για πέρα. Τα σεντόνια είχαν βαφτεί κόκκινα.
Ο Ανδρόνικος πέρασε το κατώφλι, πλησιάζοντας. Το αίμα δεν έχει στεγνώσει, παρατήρησε, σκύβοντας πάνω απ’το κρεβάτι. Ο φόνος είναι πρόσφατος.
Πίσω του, ο Φινέας τράβηξε ένα ξιφίδιο, αθόρυβα, χωρίς ο Πρίγκιπας να τον αντιληφτεί. Και κινήθηκε γρήγορα, αρπάζοντας τον Ανδρόνικο απ’τα μαλλιά, τραβώντας το κεφάλι του πίσω, και υψώνοντας τη λεπίδα, για να–
Το πόδι της Άνμα’ταρ χτύπησε τον καρπό του Φινέα, κάνοντας το όπλο να παραμερίσει.
Ο Ανδρόνικος δεν είχε καταλάβει τι ακριβώς συνέβη, μα ήξερε ότι κάποιος τού επιτιθόταν. Ο αριστερός του αγκώνας τινάχτηκε όπισθεν, χτυπώντας τον Φινέα στο διάφραγμα και τραντάζοντάς τον.
Ο Πρίγκιπας ξέφυγε απ’τη λαβή του διοικητή, αλλά μερικές από τις τρίχες των ξανθών του μαλλιών έμειναν ανάμεσα στα δάχτυλα του προδότη.
«Φινέα;» έκανε, έκπληκτος, στρεφόμενος να τον αντικρίσει.
Ο Πολύδικος, όμως, δεν κάθισε να το συζητήσει. Σα να μην είχε δεχτεί μια τόσο δυνατή αγκωνιά στο διάφραγμα, σα να μην είχε αισθανθεί καθόλου το χτύπημα, έκανε να τραβήξει το πιστόλι απ’τη ζώνη του.
Ο Ανδρόνικος, που είχε ήδη το δικό του πιστόλι στο χέρι, τον πυροβόλησε στο δεξί πόδι, μη θέλοντας να τον σκοτώσει, καθότι απορημένος από τις ενέργειές του.
Η ριπή αντήχησε μέσα στα διαμερίσματα του Λούσιου, και ο Φινέας παραπάτησε. Αλλά αίμα δεν πετάχτηκε απ’το τραύμα του. Μονάχα κάτι σαν ρευστό ασήμι φάνηκε.
Ω όχι…!
Ο Φινέας τράβηξε το πιστόλι του–
Η Άνμα’ταρ πυροβόλησε, επανειλημμένα, το χέρι του πλάσματος, σπάζοντάς το και αναγκάζοντάς το να πετάξει το όπλο.
Δημιούργημα, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος, αφήνοντας το πιστόλι του και τραβώντας το σπαθί του. Δημιούργημα που δεν είναι Δημιούργημα. Η λεπίδα του Κελευστή άστραψε με γαλανό φως.
Το πλάσμα που είχε τη μορφή του Φινέα ούρλιαξε, οπισθοχωρώντας και υψώνοντας το ξιφίδιό του, που ακόμα κρατούσε. Το άλλο του χέρι θεραπευόταν, καθώς το ρευστό ασήμι αναδημιουργούσε τη σάρκα του.
«Ποιος σ’έστειλε εδώ;» απαίτησε ο Ανδρόνικος. «Τι έγινε με τα παιδιά του αδελφού μου;»
«Πρίγκιπα Ανδρόνικε,» γρύλισε το πλάσμα, καθώς τα χαρακτηριστικά του προσώπου του παραμορφώνονταν, μακραίνοντας, «φέρνω ένα μήνυμα από τον Αντιβασιλέα Λούσιο. Ο Άρχοντάς μου λέει ότι η διαμάχη μεταξύ σας ποτέ δε θα λήξει, μέχρι ή να του παραδώσεις τον Κυανό Θρόνο που σφετερίστηκες, ή να πεθάνεις!» Και επιτέθηκε με το ξιφίδιο, προσπαθώντας να αποφύγει τη λεπίδα του βασιλικού ξίφους.
Ο Ανδρόνικος, όμως, ήταν πολύ καλύτερος ξιφομάχος από τούτο το τέρας. Κάθε Απολλώνιος ευγενής θα ήταν καλύτερος ξιφομάχος από τούτο το τέρας. Παραμέρισε εύκολα το ξιφίδιό του και το κάρφωσε στο στήθος, μπήγοντας τη λάμα του Κελευστή βαθιά και κάνοντάς τη να βγει απ’την πλάτη του «Δημιουργήματος».
Το πλάσμα ούρλιαξε, σα να καιγόταν από δεκάδες φωτιές. Το σώμα του τυλίχτηκε από το γαλανό φως, σπαρταρώντας, και μετατράπηκε σ’έναν σωρό στάχτης μπροστά στα μποτοφορεμένα πόδια του Ανδρόνικου.
«Πρίγκιπά μου,» είπε η Άνμα’ταρ, «πρέπει να φύγουμε από δω, γρήγορα. Ίσως να κρύβονται κι άλλα Δημιουργήματα σε τούτα τα δωμάτια.»
«Αν κρύβονται,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, «τότε θέλω να τα βρω, μάγισσα. Και σ’ευχαριστώ γι’ακόμα μια φορά που έσωσες τη ζωή μου.»
«Αν με άκουγες κιόλας, θα έκανες τη δουλειά μου πολύ πιο εύκολη!»
Ο Ανδρόνικος μειδίασε. «Μα, απ’όσο ξέρω απ’την Ιωάννα, οι Μαύρες Δράκαινες δεν θέλουν να κάνεις τη δουλειά τους πιο εύκολη,» είπε, βγαίνοντας απ’το δωμάτιο της νεκρής γκουβερνάντας.
«Οι Μαύρες Δράκαινες,» αποκρίθηκε η Άνμα’ταρ, «όχι και οι Δράκαινες. Εμείς, οι μάγισσες, είμαστε πιο φιλήσυχου χαρακτήρα.»
«Ναι, το έχω παρατηρήσει…»
Ο Ανδρόνικος άνοιξε μια πόρτα, έχοντας το σπαθί του έτοιμο. Η Άνμα’ταρ ύψωσε το πιστόλι της, σημαδεύοντας μέσα· τα μάτια της πήγαν στα πιο πιθανά μέρη που μπορούσε κανείς να καλυφτεί. Κανένας, όμως, δεν ήταν στο εσωτερικό. Το δωμάτιο –που, μάλλον, πρέπει να ανήκε στο ένα απ’τα δύο παιδιά του Λούσιου– ήταν άδειο.
«Η ειρωνεία δε σου πάει, Πρίγκιπά μου,» είπε η μάγισσα.
Και τότε, βήματα ακούστηκαν να έρχονται από την εξώπορτα των διαμερισμάτων. Ο Ανδρόνικος και η Άνμα’ταρ στράφηκαν, για να δουν παλατιανούς φρουρούς να μπαίνουν. Μαζί τους ήταν και ένας Βασιλικός Φρουρός, που ο Πρίγκιπας δεν θεωρούσε προδότη.
«Υψηλότατε,» είπε, «τι συμβαίνει; Ακούστηκαν πυροβολισμοί.»
«Τα παιδιά του αδελφού μου εξαφανίστηκαν,» απάντησε εκείνος· «η γκουβερνάντα τους είναι νεκρή, εκεί μέσα,» έδειξε· «και ο Φινέας Πολύδικος αποδείχτηκε ‘Δημιούργημα’ που επιχείρησε να με σκοτώσει.»
Τα μάτια του Βασιλικού Φρουρού διαστάλθηκαν. «Ο Διοικητής Πολύδικος;» εξεπλάγη.
«Ερευνήστε τα διαμερίσματα, εξονυχιστικά,» πρόσταξε ο Ανδρόνικος τους φρουρούς. «Θέλω να μάθω, αν είναι δυνατόν, πώς πάρθηκαν τα ανίψια μου από εδώ και ποιος σκότωσε τη γκουβερνάντα. Εν τω μεταξύ, μερικοί από εσάς πηγαίνετε στα δωμάτια του Φινέα, για να ερευνήσετε κι εκεί. Κι επίσης, θέλω να ενημερώσετε το Κέντρο Ασφάλειας του παλατιού, να μου δώσει όλες τις πληροφορίες που έχουν συλλέξει οι τηλεοπτικοί πομποί μέσα στις τελευταίες είκοσι-τέσσερις ώρες.»
Οι φρουροί έλαβαν δράση δίχως καθυστέρηση.
*
Τα διαμερίσματα του Λούσιου αποδείχτηκαν παντελώς άδεια από ανθρώπους ή «Δημιουργήματα» και χωρίς κανένα ιδιαίτερο σημάδι, εκτός απ’το πτώμα της γκουβερνάντας, την οποία ήταν φανερό πως κάποιος είχε σκοτώσει με μαχαίρι, και σχετικά εύκολα. Δεν πρέπει να είχε προηγηθεί καμια σπουδαία πάλη.
Στα δωμάτια του Φινέα Πολύδικου, όμως, βρέθηκε κάτι σημαντικό: Ο ίδιος ο διοικητής της παλατιανής φρουράς. Νεκρός.
Ο Ανδρόνικος οδηγήθηκε αμέσως στο πτώμα του, και διαπίστωσε ότι ο Φινέας είχε σκοτωθεί παρόμοια με την γκουβερνάντα. Κάποιος είχε σκίσει το λαιμό του με μαχαίρι ή ξιφίδιο, και τώρα ο διοικητής κειτόταν νεκρός στο πάτωμα του μικρού καθιστικού των δωματίων του. Εδώ, φαινόταν πως είχε προηγηθεί κάποια πάλη, αλλά ο Φινέας δεν πρέπει να είχε αντισταθεί αρκετά ώστε να προλάβει να ειδοποιήσει τους φρουρούς. Ο δολοφόνος τον είχε πιάσει εξ απροόπτου.
Και δικαιολογημένα, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος. Κανείς δεν περιμένει ν’ανοίξει την πόρτα του και ν’αντικρίσει τον εαυτό του.
Υπέθετε ότι και με την γκουβερνάντα το ίδιο είχε συμβεί. Είχε ανοίξει την πόρτα και είχε αντικρίσει τον εαυτό της. Ο Λούσιος πρέπει να είχε στείλει δύο «Δημιουργήματα», το ένα για να πάρει τα παιδιά του απ’το παλάτι και το άλλο για να σκοτώσει τον αδελφό του. Επομένως, χρειαζόταν να αντιγράψει δύο έμπιστους ανθρώπους: ο ένας ήταν η γκουβερνάντα, που τα παιδιά του, αναμφίβολα, θα υπάκουγαν, αν τους έλεγε να την ακολουθήσουν· και ο άλλος ήταν ο Φινέας, που δεν ήταν αναμιγμένος με τους ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ και που ο Λούσιος θα υπέθετε –πολύ σωστά, όπως αποδείχτηκε– ότι ο Ανδρόνικος τον εμπιστευόταν αρκετά ώστε να έχει την πλάτη του ακάλυπτη κοντά του –ή σχεδόν ακάλυπτη, γιατί η Άνμα’ταρ ήταν σκιά του Πρίγκιπα.
«Τι συμβαίνει, Ανδρόνικε;» ρώτησε η Βασιλική, συναντώντας τον αδελφό της, καθώς εκείνος έβγαινε απ’τα δωμάτια του Φινέα Πολύδικου και κατευθυνόταν προς την Αίθουσα του Κυανού Θρόνου.
«Τα παιδιά του Λούσιου πάρθηκαν, και φαίνεται πως έχουμε γεμίσει ‘Δημιουργήματα’.»
«Τι πράγμα; Πώς έγινε αυτό;»
Ο Ανδρόνικος τής εξήγησε, καθώς προχωρούσαν.
Φτάνοντας στη βασιλική αίθουσα, ένας φρουρός είπε: «Υψηλότατε, οι πληροφορίες των τηλεοπτικών πομπών, για τις τελευταίες είκοσι-τέσσερις ώρες, είναι δικές σας.» Και πάτησε ένα πλήκτρο στην κονσόλα που βρισκόταν κοντά στη μεγάλη οθόνη. Η οθόνη παρουσίασε μια λίστα με όλες τις ώρες της ημέρας.
Ο Ανδρόνικος έλεγξε ό,τι είχε καταγραφεί μέσα στη νύχτα, καθώς και τις πολύ πρωινές ώρες. Έβαλε τη γιγαντο-οθόνη να χωριστεί σε πολλές μικρο-οθόνες, ώστε να μπορεί να δει συγχρόνως τι είχαν καταγράψει όλοι οι τηλεοπτικοί πομποί.
Εν τω μεταξύ, συγκεντρώνονταν κι άλλοι στην Αίθουσα του Κυανού Θρόνου: ο Κλείτος Φιλόπνοος, ο Άγγελος Επίκυκλος, ο Φαρνέλιος, ο Φένχιλ, μερικοί ακόμα επαναστάτες, και ο Δαίδαλος.
Σε κάποια στιγμή, η Άνμα’ταρ είπε: «Η γκουβερνάντα παρουσιάζεται δύο φορές.» Και σταμάτησε τη ροή των καταγεγραμμένων πληροφοριών, πατώντας ένα πλήκτρο στην κονσόλα. Υψώνοντας το χέρι της, έδειξε δύο υποδιαιρέσεις τις γιγαντο-οθόνης. «Η γκουβερνάντα εδώ, και η γκουβερνάντα εκεί.» Η μία υποδιαίρεση έδειχνε τη γυναίκα σ’έναν απ’τους διαδρόμους, κοντά στα διαμερίσματα του Λούσιου· η άλλη την έδειχνε στον κήπο, να περνά μπροστά απ’την κεντρική είσοδο του παλατιού.
Ο Ανδρόνικος ένευσε. «Το ‘Δημιούργημα’.»
Η Άνμα πάτησε πάλι ένα πλήκτρο στην κονσόλα, και η τηλεοπτική ροή πληροφοριών συνεχίστηκε.
Μετά από κάποια ώρα, μια από τις δύο γκουβερνάντες φάνηκε να μπαίνει στα διαμερίσματα του Λούσιου, και, ακόμα αργότερα, μέσα στη βαθιά νύχτα, φάνηκε κι η άλλη γκουβερνάντα να μπαίνει. Ύστερα, καθώς ξημέρωνε, η οθόνη έδειξε μια γκουβερνάντα να βγαίνει, μαζί με τα παιδιά. Η Αρχιμάχη, που ήταν μεγαλύτερη, έτρεχε πίσω της, ενώ ο Αλεξίλυπος, που ήταν μόλις δύο χρονών, βρισκόταν στην αγκαλιά της.
«Υπέροχα…» είπε ο Κλείτος Φιλόπνοος, σταυρώνοντας τα χέρια του εμπρός του. «Μόλις αποδείχτηκε ότι το παλάτι απαιτεί μια πολύ, πολύ καλύτερη φύλαξη.»
«Κύριε Δαίδαλε,» ρώτησε ο Ανδρόνικος, στρεφόμενος στον μάγο, «τι γνώμη έχετε γι’αυτά τα Δημιουργήματα που δεν είναι Δημιουργήματα; Το γαλανό φως του ξίφους μου φαίνεται να μπορεί να τα καταστρέψει ολοσχερώς, αλλά, κατά τα άλλα, μοιάζουν πολύ μ’αυτά που φτιάχνει η Παντοκράτειρα, και μόνο η Παντοκράτειρα.»
«Ονομάζονται Ομοιώματα, Πρίγκιπά μου,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος. «Ή, τουλάχιστον, έτσι τα λένε οι ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ που τα κατασκευάζουν.»
Ο Ανδρόνικος συνοφρυώθηκε. «Γνωρίζετε πώς κατασκευάζονται;»
«Περίπου. Δεν έχω ποτέ επιχειρήσει να φτιάξω ένα ο ίδιος, διότι δεν έχω αισθανθεί ότι μου χρειάζεται. Επιπλέον, λένε πως η δημιουργία τους και μόνο επικαλείται το πνεύμα του Μαύρου Νάρζουλ, και τέτοιου είδους πνεύματα προτιμώ να τα αποφεύγω. Οι ιερείς του, όμως, δεν έχουν, φυσικά, τέτοιους ενδοιασμούς, και ορισμένοι ανάμεσά τους γνωρίζουν το μυστικό της κατασκευής Ομοιωμάτων. Το βασικό στοιχείο για να φτιάξει κανείς ένα από αυτά είναι η πεμπτουσία της Απολεσθείσας Γης.»
«Η πεμπτουσία της Απολεσθείσας Γης;»
«Ναι. Εξαιτίας της διαφοράς στη ροή του χρόνου ανάμεσα στην Απολλώνια και στην Απολεσθείσα Γη, και εξαιτίας της ίδιας της διαρκώς μεταβαλλόμενης φύσης της Απολεσθείσας Γης, αν η πεμπτουσία της –μια άμορφη μάζα, ουσιαστικά– μεταφερθεί εδώ, είναι εξαιρετικά εύπλαστη και ευμετάβλητη. Όμως στερεοποιείται και πολύ γρήγορα, επίσης. Αυτό σημαίνει ότι οι ιερείς του Μαύρου Νάρζουλ μπορούν, διατηρώντας τη με ειδικές μεθόδους, να της δώσουν ανθρώπινη μορφή. Και, όταν το Ομοίωμα έχει ολοκληρωθεί, είναι εξαιρετικά δύσκολο να σκοτωθεί, καθώς κάθε τραύμα του αναπλάθεται. Ουσιαστικά, δεν μπορεί να τραυματιστεί.»
«Και ο αδελφός μου γνωρίζει αυτές τις τεχνικές, κύριε Δαίδαλε;»
«Αυτό δεν μπορώ να το ξέρω. Πάντως, δεν είναι ανάγκη να τις γνωρίζει ο ίδιος· μπορεί κάποιος άλλος ιερέας να έφτιαξε τα Ομοιώματα για εκείνον.»
«Είναι τόσο εύκολο να δημιουργήσει κανείς τέτοια τέρατα;» απόρησε ο Κλείτος Φιλόπνοος.
«Δεν είναι εύκολο, κύριε Στρατάρχη,» είπε ο Δαίδαλος. «Η πεμπτουσία της Απολεσθείσας Γης είναι πολύ δύσκολο να συλλεχθεί, και η διαδικασία δημιουργίας ενός Ομοιώματος είναι επίσης δύσκολη: υπάρχουν διάφοροι κίνδυνοι.»
«Με τι τρόπο μπορούμε να προστατευτούμε από τα Ομοιώματα;» τον ρώτησε ο Ανδρόνικος.
«Με το ξίφος σου, Πρίγκιπά μου.»
«Ένα ξίφος δεν είναι αρκετό. Εννοώ, πώς μπορούμε να τα εντοπίζουμε αποτελεσματικά, ώστε να μη διεισδύουν στο παλάτι.»
«Υπάρχουν συσκευές που βρίσκουν αν κάποιος είναι πραγματικά άνθρωπος. Σίγουρα τις γνωρίζεις, Πρίγκιπά μου.»
«Τις έχουμε αυτές τις συσκευές. Αλλά είναι αδύνατον να βρίσκονται συνεχώς εν ενεργεία.»
«Τουλάχιστον,» είπε ο Στρατάρχης Φιλόπνοος, «θα μπορούσαμε να ελέγχουμε πάντα όποιον μπαίνει ή βγαίνει από την κεντρική είσοδο του κήπου και από την κεντρική είσοδο του παλατιού.»
«Αυτό, όμως, δε μας κάνει άτρωτους,» παρατήρησε ο Φαρνέλιος, καπνίζοντας την πίπα του.
«Το αντιλαμβάνομαι. Αλλά είναι ένα βασικό μέτρο προστασίας, νομίζω. Καλύτερα αυτό παρά τίποτα.»
Ο Ανδρόνικος ένευσε. «Έχεις δίκιο, Κλείτε. Ας ξεκινήσουμε από εκεί, και βλέπουμε.»
«Βασίλισσά μου…»
Ο Αυγερινός στεκόταν στο κατώφλι της, και η όψη του ήταν χλομή.
Η Γλυκάνθη τον είχε ακούσει να χτυπά μέσα στον ύπνο της, και είχε αντιληφτεί ότι υπήρχε κάτι το εσπευσμένο –και ανήσυχο– στον χτύπο του. Είχε σηκωθεί απ’το κρεβάτι της και είχε κοιτάξει τριγύρω. Το φως που έμπαινε απ’το παράθυρο ήταν αχνό, σαν ομίχλη. Αυγή.
Η πόρτα ξαναχτύπησε.
Η Γλυκάνθη ήταν ντυμένη με το φόρεμά της· δεν το είχε βγάλει, πέφτοντας για ύπνο χτες βράδυ. Το έστρωσε, γρήγορα, με τα χέρια της, και ζύγωσε την πόρτα.
«Ποιος είναι;» είχε ρωτήσει.
«Ο Αυγερινός,» της είχε απαντήσει εκείνος με τη γνώριμή του φωνή.
Και η Βασίλισσα τώρα τον κοίταζε αντίκρυ της. «Τι συμβαίνει, Αυγερινέ; Είσαι καλά;» Συνοφρυώθηκε, ατενίζοντας την όψη του, γιατί της έμοιαζε σαν άρρωστος.
Ο Αυγερινός κοίταξε δεξιά κι αριστερά, στον διάδρομο. Ύστερα, έστρεψε πάλι το βλέμμα του στη Γλυκάνθη, και είπε: «Βασίλισσά μου, μπορώ να περάσω;»
Φοβάται μήπως κάποιος τον ακούσει; Τι έχει να μου πει; Τι μπορεί να έχει να μου πει, που πρέπει να μείνει κρυφό;
«Ναι, φυσικά. Πέρασε.» Η Γλυκάνθη παραμέρισε από την είσοδο, ενώ συγχρόνως χτένιζε τα μαλλιά της με τα δάχτυλα του δεξιού της χεριού.
Ο Αυγερινός μπήκε, και έκλεισε. «Τι σχεδιάζετε, Βασίλισσά μου; αν μου επιτρέπεται να ρωτήσω.»
Τι σχεδιάζω; Μακάρι κι εγώ να ήξερα… «Τίποτα, Αυγερινέ,» αποκρίθηκε η Γλυκάνθη, βαδίζοντας προς μια πολυθρόνα και καθίζοντας εκεί. «Τίποτα.» Ήταν μουδιασμένη, και ο αυχένας της πονούσε. Το χτεσινό αεροπορικό ταξίδι την είχε ταλαιπωρήσει· είμαι πια μεγάλη για ταξίδια…
«Δηλαδή, θα φύγουμε;»
Η Γλυκάνθη, που είχε για λίγο πάρει το βλέμμα της απ’τον Βασιλικό Φρουρό, το έστρεψε πάλι επάνω του. Τι έχει ετούτος; Τι τον έπιασε; Ο Αυγερινός, σίγουρα, δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος –τουλάχιστον, από τότε που τον χτύπησε το ξίφος του γιου της–, αλλά, ακόμα κι έτσι, η σημερινή του συμπεριφορά ήταν περίεργη… «Γιατί ρωτάς; Πιστεύεις ότι θα έπρεπε να φύγουμε;»
Ο Αυγερινός έσμιξε τα χείλη. «Δεν ξέρω, Βασίλισσά μου,» είπε, σχεδόν ψιθυριστά. «Ίσως.»
«Γιατί; Η δουλειά μου εδώ δεν έχει τελειώσει. Ήρθα για να δώσω τέλος στη διαμάχη των γιων μου, και σκοπεύω να το κάνω.»
Ο Αυγερινός βημάτισε μέσα στο δωμάτιο, αμίλητος. Η φωτιά στο τζάκι είχε σβήσει, και βάλθηκε να την ξανανάψει.
Δε μιλά, σκέφτηκε η Γλυκάνθη, αλλά είμαι βέβαιη πως έχει κάτι να πει. Κάτι τον προβληματίζει. Κάτι που δεν μπορώ να καταλάβω. Περίμενε, παρατηρώντας τον.
Η φωτιά του τζακιού άναψε, και ο Αυγερινός σκάλισε τα ξύλα με το σκάλευθρο. Τα ξύλα έτριξαν.
Η θερμότητα που απλώθηκε ήταν ευχάριστη.
«Τι σε απασχολεί;» ρώτησε η Γλυκάνθη.
Ο Αυγερινός έστρεψε τη ματιά του επάνω της. «Δεν ξέρω ακριβώς, Βασίλισσά μου. Έχω, όμως, ένα πολύ άσχημο προαίσθημα… Είδα ένα όνειρο, που δε θυμάμαι… Και το Γαλανό Φως ήταν εκεί…»
«Και είναι κακό αυτό;»
Ο Αυγερινός συνοφρυώθηκε.
«Εννοώ, είναι κακό που το Γαλανό Φως ήταν εκεί;» είπε η Γλυκάνθη. «Το Γαλανό Φως δε συμβολίζει τη δύναμη του Απόλλωνα;»
«Το Γαλανό Φως με προειδοποίησε για τον κίνδυνο, Βασίλισσά μου,» εξήγησε ο Αυγερινός.
«Και τι κίνδυνος ήταν αυτός;»
Ο Αυγερινός κοίταξε το πάτωμα, σκεπτικά· έπειτα, ύψωσε πάλι το βλέμμα του. «Δεν μπορώ να θυμηθώ. Κάτι άσχημο, όμως, θα συμβεί· είμαι βέβαιος.»
«Προτείνεις να φύγουμε από τη Ρακμάνη;»
«Εσείς θα το αποφασίσετε αυτό, Βασίλισσά μου. Εγώ, μονάχα, το θεώρησα υποχρέωσή μου να σας μιλήσω.»
Η Γλυκάνθη ακούμπησε το σαγόνι της στα δάχτυλά της. Κοίταξε τις φλόγες μέσα στο τζάκι. Λούσιε, σκέφτηκε, τι θα κάνω μαζί σου; Υπάρχει, άραγε, τρόπος να σε μεταπείσω;
*
Όταν ο Αυγερινός έφυγε, η Βασίλισσα Γλυκάνθη πλύθηκε και άλλαξε ρούχα. Ωστόσο, δεν αισθάνθηκε καλύτερα, γιατί ακόμα δεν είχε βρει τη λύση στον γρίφο του γιου της, και οι σκέψεις τη βασάνιζαν.
Μια υπηρέτρια χτύπησε την πόρτα της, ρωτώντας αν η Βασίλισσα θα ήθελε να της φέρουν πρωινό. Η Γλυκάνθη είπε πως η Βασίλισσα θα ήθελε, και σε λίγο είχε στο τραπέζι της ένα σωρό ελαφριά φαγητά και χυμούς. Δεν είχε όρεξη, όμως, να φάει. Ήπιε μονάχα λίγο απ’τον καφέ της.
Γιατί ανησυχεί ο Αυγερινός; Τι προαισθάνεται ότι θα συμβεί; Θα μας φυλακίσει ο Λούσιος; Η Γλυκάνθη είχε μάθει να παίρνει σοβαρά τον Αυγερινό, όσο παράξενα κι αν ακούγονταν τα όσα έλεγε· εξάλλου, εκείνος ήταν που είχε απελευθερώσει τον Ανδρόνικο από τα υπόγεια κελιά των ακόλουθων του Μαύρου Νάρζουλ.
Η πόρτα χτύπησε πάλι, διακόπτοντας τους συλλογισμούς της.
«Ποιος είναι;»
Ο επισκέπτης άργησε ν’απαντήσει, σα να δίσταζε, ή σα να φοβόταν. «Ο Φερέσβιος,» είπε.
«Πέρασε, Δούκα μου.»
Η πόρτα άνοιξε, και ο Φερέσβιος παρουσιάστηκε, καλοντυμένος και καλοχτενισμένος. Η όψη του, όμως, δεν αντανακλούσε το ντύσιμό του· έμοιαζε τσαλακωμένη και μουντή.
«Βασίλισσά μου, μπορώ να σας μιλήσω για λίγο;»
«Φερέσβιε,» είπε η Γλυκάνθη, «είσαι αδελφός του συζύγου μου· δε χρειάζεται τόση επισημότητα ανάμεσά μας, τουλάχιστον όταν είμαστε μόνοι. Κάθισε.» Έδειξε την καρέκλα πλάι της.
Ο Φερέσβιος κάθισε, και ρώτησε: «Είναι αλήθεια αυτά που είπες χτες βράδυ;»
«Ποια απ’όλα;»
«Ότι ο Λούσιος υπηρετεί τον Μαύρο Νάρζουλ.»
«Για τους λάθος λόγους…» Τι άλλο μπορούσε να πει μια μάνα για το παιδί της; Επιπλέον, πραγματικά, δεν πίστευε ότι ο γιος της υπηρετούσε τον Μαύρο Νάρζουλ εκ πεποιθήσεως. Πρέπει, όντως, να ήθελε να βοηθήσει την Απολλώνια, αλλά–
«Δηλαδή, είναι αλήθεια όσα ισχυρίστηκε ο Χρύσιππος στο Φως Απολλώνιας;»
Η Γλυκάνθη δεν μπορούσε να το αρνηθεί. «Ναι,» είπε, «είναι.»
«Υπάρχουν αποδείξεις γι’αυτά τα πράγματα;»
«Υπάρχουν. Τις έχουμε βρει, στην Απαστράπτουσα. Ο Λούσιος, όμως, πιστεύει ότι έτσι θα βοηθήσει…»
«Θα βοηθήσει; Πώς;»
Ελευθερώνοντας τους Οκτώ. Αλλά αυτό δεν ήθελε να το πει. Όχι ακόμα. Το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να πανικοβάλει τον Φερέσβιο. «Με τη δύναμη που του προσφέρει ο Μαύρος Νάρζουλ, πιστεύει ότι θα καταφέρει να νικήσει τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας, να διαλύσει το Βόρειο Μέτωπο.»
«Βασίλισσά μου, αυτό είναι τρελό!»
«Ίσως…» Η Γλυκάνθη απέφυγε το βλέμμα του Δούκα. Ήπιε μια γουλιά απ’τον καφέ της, για να υγράνει το στόμα της, που αισθανόταν ότι είχε, ξαφνικά, ξεραθεί.
«Ο Λούσιος μού είπε ότι ήταν όλα ψέματα. Όλα ψέματα, γι’αυτόν και τους ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ.»
«Τι περίμενες, Φερέσβιε; Ακόμα και σήμερα, που η επιρροή τους είναι εξαπλωμένη περισσότερο από ποτέ, δεν παραδέχονται την πραγματική τους φύση.»
Η έκφραση του Δούκα έγινε αποφασισμένη. «Δεν μπορώ, επομένως, να συνεχίσω να τον υποστηρίζω.»
«Μη βιάζεσαι,» είπε η Γλυκάνθη, αγγίζοντας τον πήχη του. «Είμαι εδώ για να τον λογικέψω, αν μπορέσω.»
«Πιστεύεις ότι θα τα καταφέρεις;»
Η Γλυκάνθη αναστέναξε. «Δεν ξέρω,» παραδέχτηκε. «Μα, σε παρακαλώ, Φερέσβιε, μη βιαστείς να κινηθείς. Ο Λούσιος δε θα παραδοθεί εύκολα· και, πίστεψέ με, ίσως να έχει τη δύναμη να σου κάνει μεγάλο κακό, ακόμα κι εδώ, μέσα στο ίδιο σου το παλάτι.»
Ο Φερέσβιος την κοίταξε με φανερή δυσπιστία στα μάτια του.
«Άκουσέ με,» επέμεινε εκείνη.
Ο Φερέσβιος έκλινε το κεφάλι. «Γλυκάνθη, εξακολουθείς να είσαι Βασίλισσά μου· δε θα κινηθώ, αν δε θέλεις να κινηθώ. Αν, όμως, χρειαστείς οποιαδήποτε στιγμή τη βοήθειά μου….»
«Ναι,» είπε η Γλυκάνθη, «δε θα διστάσω να τη ζητήσω.»
«Και κάτι ακόμα: Αν ο Λούσιος συνεχίσει τον πόλεμό του εναντίον του Ανδρόνικου, δε θ’αφήσω τ’όνομά μου και τ’όνομα της οικογένειάς μου να ατιμαστούν μαζί του. Δε θα τον υποστηρίξω, ακόμα κι αν χρειαστεί να παραβώ τις επιθυμίες σου.»
«Καταλαβαίνω,» είπε η Γλυκάνθη, νιώθοντας ένα ρίγος να τη διατρέχει. Αλλά φοβάμαι για σένα, Φερέσβιε, και για τους δικούς σου.
*
Ο Αυγερινός στεκόταν μπροστά στο παράθυρο και κοίταζε τη Ρακμάνη, κάτω απ’το δεντρόφυτο ύψωμα όπου βρισκόταν το παλάτι. Η πόλη γυάλιζε στον πρωινό ήλιο, και τα αγάλματα επάνω στις πολυκατοικίες της φάνταζαν μεγαλοπρεπή.
«Μίλησες με τη Βασίλισσα, Αυγερινέ;» ρώτησε ο Θελλέδης. Εκείνος κι οι υπόλοιποι επαναστάτες ήταν συγκεντρωμένοι στο ίδιο δωμάτιο.
«Της μίλησα.» Ο Βασιλικός Φρουρός δε στράφηκε να τους κοιτάξει.
«Και τι σου είπε; Τι θα κάνουμε; Θα μείνουμε κι άλλο εδώ;»
«Πολύ φοβάμαι ότι σκοπεύει να μείνει· κι αν εκείνη μείνει, θα μείνουμε κι εμείς. Αν και, για να είμαι ειλικρινής, θα πρότεινα στον καθένα να φύγει. Να βρίσκεται όσο το δυνατόν πιο μακριά από εδώ…»
«Τι εννοείς;» ρώτησε ο Φέτανιρ. «Γιατί; Έχεις κάποια πληροφόρηση που δεν έχουμε; Θα μας επιτεθούν;»
«Κάτι άσχημο θα συμβεί.»
«Τι;»
«Προσπαθώ να θυμηθώ.»
«Είσαι τρελός;»
«Σιωπή, Φέτανιρ!» μούγκρισε ο Θελλέδης. «Τι συμβαίνει, Αυγερινέ; Θέλεις να μας πεις;»
Ο Αυγερινός έστρεψε την πλάτη του στο παράθυρο, για να τους κοιτάξει. Ο Θελλέδης δε στεκόταν μακριά του· ο Φέτανιρ έκανε πέρα-δώθε μέσα στο δωμάτιο· η Σαρφάλλη καθόταν σε μια πολυθρόνα, παρατηρώντας τον Βασιλικό Φρουρό· ο Ούρος είχε την πλάτη του ακουμπισμένη στον τοίχο, πλάι στην εξώπορτα του δωματίου.
«Έχω ένα προαίσθημα,» είπε ο Αυγερινός με απόλυτη σοβαρότητα, που έκανε ακόμα και τον Φέτανιρ να τον κοιτάξει αμίλητος. «Και είμαι βέβαιος πως κάτι άσχημο θα συμβεί. Δεν ξέρω τι ακριβώς, αλλά το Γαλανό Φως προσπάθησε να με προειδοποιήσει, χτες βράδυ. Μονάχα αν μπορούσα να θυμηθώ….»
«Το είπες αυτό στη Βασίλισσα;» ρώτησε ο Θελλέδης.
Ο Αυγερινός ένευσε.
«Αλλά εξακολουθεί να θέλει να μείνει, έτσι;»
«Έτσι.»
Ο Θελλέδης είπε στους άλλους επαναστάτες: «Να είστε έτοιμοι, κάθε στιγμή.»
«Πιστεύεις πως, αν ο Λούσιος θέλει να μας σκοτώσει, μπορούμε να τα βάλουμε μ’όλο το παλάτι;» ρώτησε ο Φέτανιρ.
«Ο Αυγερινός δεν γνωρίζει τη φύση του κινδύνου. Επομένως, ίσως νάναι οτιδήποτε, κι όχι αυτό που υποθέτεις.»
*
«Μητέρα;»
Η φωνή του γιου της, μετά από δύο χτύπους στην πόρτα της.
Η Βασίλισσα Γλυκάνθη έκλεισε τον τηλεοπτικό δέκτη, ο οποίος έπιανε μόνο ένα καινούργιο κανάλι, που έκανε συνεχή προπαγάνδα υπέρ του Λούσιου και εναντίον του Ανδρόνικου. Τον πρώτο τον χαρακτήριζε σωτήρα της Απολλώνιας και υπέρμαχο της δικαιοσύνης, ενώ τον δεύτερο παράφρων, σφετεριστή, και επικίνδυνο για το βασίλειο.
«Είσαι μέσα, μητέρα;»
«Ναι. Πέρασε.»
Η πόρτα άνοιξε, και ο Λούσιος παρουσιάστηκε στο κατώφλι, καλοντυμένος και χαμογελαστός. Μαζί του βρίσκονταν τα παιδιά του, ο Αλεξίλυπος και η Αρχιμάχη.
Πώς είναι αυτό δυνατόν; Τα εγγόνια μου ήταν στο παλάτι της Απαστράπτουσας!
«Σ’αρέσει η έκπληξή μου, μητέρα;» ρώτησε ο Λούσιος, εξακολουθώντας να χαμογελά. Κι αγγίζοντας, ελαφρά, τα κεφάλια των παιδιών του, είπε: «Πηγαίνετε· χαιρετίστε τη γιαγιά σας.»
Εκείνα έτρεξαν προς το μέρος της.
Η Γλυκάνθη, που καθόταν σε μια πολυθρόνα, άνοιξε τα χέρια της και τα αγκάλιασε. «Τι κάνετε εδώ, χρυσά μου;» τα ρώτησε. «Δεν ήσασταν στο παλάτι; Στην Απαστράπτουσα;»
«Η Φύρια μάς πήρε και μας πήγε σ’ένα αρεοπλάνο! Και πετάξαμε!» απάντησε, ενθουσιασμένη, η Αρχιμάχη.
«Αεροπλάνο, Αρχιμάχη. Αεροπλάνο,» διόρθωσε την εγγονή της η Γλυκάνθη.
Το κοριτσάκι ένευσε. «Ήρθαμε πολύ γρήγορα!»
«Γιαγιά,» ρώτησε ο Αλεξίλυπος, μιλώντας σιγανά και κρατώντας τη φούστα της μέσα στη μικρή δεξιά γροθιά του, «κι εσύ μ’αρεοπλάνο ήρθες;»
«Ναι, χρυσό μου, κι εγώ με αεροπλάνο ήρθα. Πηγαίνετε, όμως, τώρα λίγο έξω, γιατί θέλω να μιλήσω μόνη με το μπαμπά σας.»
«Γιατί;» απαίτησε η Αρχιμάχη. «Δε θα καταλάβουμε τι θα πείτε;»
«Θα καταλάβετε,» απάντησε η Γλυκάνθη (κι αυτό είναι που φοβάμαι, πρόσθεσε νοερά), «αλλά εκείνο που θέλω να πω στον μπαμπά σας είναι προσωπικό: δηλαδή, κάτι που πρέπει να το ακούσουμε μόνο εκείνος κι εγώ.»
Ο Λούσιος ξεπροβόδισε τα παιδιά του, και στο κατώφλι τα πήρε από το χέρι η γκουβερνάντα, που ονομαζόταν Φύρια. Η πόρτα έκλεισε.
«Τι έκανες;» είπε η Γλυκάνθη στον Λούσιο, καθώς σηκωνόταν απ’την πολυθρόνα της. «Τι έκανες;»
«Δε σου άρεσε η έκπληξή μου, μητέρα; Ήλπιζα ότι θα σ’ενθουσίαζε.»
Η Γλυκάνθη αναστέναξε. «Λούσιε, γιατί έφερες τα παιδιά εδώ;»
«Γιατί να μην τα φέρω; Ν’αφήσω τα παιδιά μου στην κυριαρχία του Ανδρόνικου; Δεν το θεωρώ καθόλου συνετό· μπορεί να τα χρησιμοποιήσει με χίλιους-δύο τρόπους.»
«Ο Ανδρόνικος δεν πρόκειται να έμπλεκε δύο μικρά παιδιά σε μια τέτοια διαμάχη–»
Ο Λούσιος γέλασε. «Μην είσαι αφελής, μητέρα! Πώς νομίζεις ότι ο Ανδρόνικος και οι επαναστάτες αντιμετωπίζουν την Παντοκράτειρα; Με το να έχουν ηθικούς φραγμούς;» Κούνησε το κεφάλι του. «Δεν τον εμπιστεύομαι στον ελάχιστο.»
Κι εμπιστεύεσαι περισσότερο τον εαυτό σου; σκέφτηκε η Γλυκάνθη. Εγώ δε θα μ’εμπιστευόμουν, γιε μου, αν ήμουν στη θέση σου…
«Βλέπω πως έχεις ακόμα τους ενδοιασμούς σου,» είπε ο Λούσιος, παρατηρώντας την.
«Σκοπεύεις να μυήσεις και τα παιδιά σου στη θρησκεία του Μαύρου Νάρζουλ;»
«Φυσικά και όχι!» απάντησε απότομα ο Λούσιος.
Τουλάχιστον, σου έχει απομείνει ακόμα λίγη λογική. «Η Δομινίκη, όμως;»
«Η Δομινίκη δε θα κάνει κάτι που δε θέλω να κάνει.»
«Είσαι σίγουρος γι’αυτό;»
Το βλέμμα του έλεγε όχι, αλλά τα χείλη του είπαν: «Ναι. Οι ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ είναι ένα όπλο για να διώξουμε την Παντοκράτειρα από την Απολλώνια, και τίποτα περισσότερο.»
Ποιον προσπαθείς να πείσεις; Εμένα, ή τον εαυτό σου; «Λούσιε,» είπε η Γλυκάνθη, «σε παρακαλώ, σε ικετεύω, σταμάτα αυτή την κατάσταση. Στο χέρι σου είναι να τη σταματήσεις. Μπορείς να συμφιλιωθείς με τον Ανδρόνικο, και να πολεμήσετε την Παντοκράτειρα μαζί. Χωρίς τη βοήθεια των ακόλουθων του Μαύρου Νάρζουλ. Δεν τους χρειάζεστε. Σε χρησιμοποιούν, Λούσιε· δεν τους χρησιμοποιείς εσύ.»
Ο γιος της, όμως, δεν μπορούσε να μεταπειστεί. Ούτε χτες βράδυ, ούτε σήμερα το πρωί. Και η Γλυκάνθη άρχισε να αισθάνεται απεγνωσμένη.
*
Απόγευμα, και ο ήλιος είχε σχεδόν δύσει, καθώς στην Απολλώνια το χειμώνα νύχτωνε νωρίς.
Οι τελευταίες κοκκινωπές αχτίνες ηλιακού φωτός έπεφταν επάνω στα μεταλλικά περιβλήματα των οχημάτων της συνοδείας, κάνοντάς τα να γυαλίζουν. Η Γλαυκή διακρινόταν ήδη στον ουρανό· η Αθώρητη δε φαινόταν ακόμα, σκοτεινή και κρυμμένη, όπως συνήθως.
Στους δρόμους της Ρακμάνης, πολλά φώτα ήταν αναμμένα, και μέσα στα σπίτια πολλά περισσότερα. Η Κορνηλία τα κοίταζε από το όχημά της, έχοντας τη σφαίρα φυλάκισης του Κατακεραυνωτή πλάι της. Καμια ώρα προτού φτάσουν στη Ρακμάνη, είχε προστάξει τη συνοδεία της να σταματήσει για λίγο, ώστε να ντυθεί όπως όφειλε· έτσι, είχε τώρα βγάλει τα ρούχα που φορούσε στην Απολεσθείσα Γη και ήταν ντυμένη μ’ένα μακρύ, μοβ, έξωμο φόρεμα, που είχε σχισίματα στις κνήμες. Στα πόδια της ήταν δεμένα παπούτσια με τακούνι. Δεν μπορούσε να παρουσιαστεί στο παλάτι της Ρακμάνης όπως-όπως, ακόμα κι ύστερα από μια τόσο μεγάλη επιτυχία.
Επιπλέον, θύμιζε στον εαυτό της πως δεν έφερνε μονάχα τον Κατακεραυνωτή στον Λούσιο, αλλά και το πτώμα της γυναίκας του, το οποίο τώρα πλέον, μετά από τόσες μέρες στην Απολεσθείσα Γη, βρισκόταν σε κατάσταση σήψης. Επομένως, η Κορνηλία αντιλαμβανόταν πως έπρεπε να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο στη διάθεσή της, για να μην αφήσει τα πράγματα να ξεφύγουν.
Τα μαλλιά της τα είχε χτενίσει διεξοδικά, ώστε να γυαλίζουν, και το πρόσωπό της το είχε βάψει όσο καλύτερα μπορούσε. Παρά τις προσπάθειές της, όμως, ήταν αδύνατον να κρύψει την πρόσφατη χαρακιά στο λαιμό και στο αριστερό της μάγουλο. Και ίσως έτσι να ήταν καλύτερα, σκεφτόταν. Ας άφηνε τον Λούσιο να δει τι της είχε κάνει η γυναίκα του, προτού πεθάνει. Βλέποντας αυτό το τραύμα, ο ξάδελφός της δε θα αμφισβητούσε ούτε για μια στιγμή ότι η Δομινίκη σκόπευε, όντως, να τη σκοτώσει, και η Κορνηλία το μόνο που είχε κάνει ήταν να αμυνθεί.
Το γόνατό της, ευτυχώς, δεν την πονούσε τόσο πολύ πλέον, οπότε δε θα κούτσαινε καθώς θα περπατούσε· πράγμα το οποίο ήταν θετικό, πίστευε, γιατί πάντοτε, όταν κουτσαίνεις, δίνεις άσχημη εντύπωση. Και μπορεί, βέβαια, ο Λούσιος να την ήξερε από παλιά, και να μην πολυεπηρεαζόταν από κάτι τέτοιο, όμως είναι και ορισμένα πράγματα που λειτουργούν υποσυνείδητα, δίχως να το καταλαβαίνει κανείς.
Η συνοδεία των οχημάτων διέσχισε τις λεωφόρους της Ρακμάνης και έφτασε στην αρχή του δρόμου που ανέβαινε, σπειροειδώς, στο δεντρόφυτο ύψωμα στο κέντρο της. Τον ακολούθησε, και βρέθηκε μπροστά στην πύλη του κήπου, όπου φρουροί είχαν ήδη συγκεντρωθεί.
Η Κορνηλία άνοιξε την πόρτα πλάι της και βγήκε, δηλώνοντας ποια ήταν και ζητώντας πρόσβαση. Οι φύλακες δεν άργησαν να της τη δώσουν, κι έτσι η συνοδεία της πέρασε την πύλη και πήγε στο γκαράζ του παλατιού.
Η Κορνηλία έβαλε τη σφαίρα φυλάκισης του Κατακεραυνωτή σε μια δερμάτινη τσάντα, και μπήκε στο παλάτι, ζητώντας να δει αμέσως τον Αντιβασιλέα Λούσιο στα δωμάτιά της και μόνο στα δωμάτιά της. Ήταν επείγον, είπε στους φρουρούς.
Ο Λούσιος, όπως αποδείχτηκε, είχε πάει στα δωμάτιά της πριν από εκείνη. Ανοίγοντας η Κορνηλία την εξώθυρα και μπαίνοντας στο καθιστικό, τον είδε να στέκεται εκεί, περιμένοντας, και έχοντας ανήσυχη όψη.
«Η Δομινίκη;» ρώτησε, σα να ήξερε. «Πού είναι η Δομινίκη;»
Του είχε κάνει αίσθηση το γεγονός ότι τον είχαν ειδοποιήσει για τον ερχομό της ξαδέλφης του, αλλά όχι για τον ερχομό της συζύγου του. Όπως ήταν και φυσικό, άλλωστε. Γιατί η Κορνηλία να γυρίσει μόνη, χωρίς τη Δομινίκη; Μονάχα δύο εξηγήσεις μπορεί να υπήρχαν: ή η Δομινίκη την είχε στείλει εδώ για κάποιο λόγο, ή η Δομινίκη ήταν νεκρή.
Η Κορνηλία ήταν βέβαιη πως τέτοιες σκέψεις θα περνούσαν, αυτή τη στιγμή, απ’το μυαλό του ξαδέλφου της. Και αντιλαμβανόταν ότι έπρεπε να τον κάνει να δει τα πράγματα όπως εκείνη ήθελε. Ακριβώς όπως εκείνη ήθελε. Έπρεπε να τον κάνει να θεωρήσει τα γεγονότα αναπόφευκτα και, δεδομένων των περιστάσεων, λογικά.
Αφήνοντας τη δερμάτινη τσάντα επάνω στον καναπέ, είπε: «Η Δομινίκη γνώριζε ότι είμαστε εραστές, Λούσιε.»
«Τι πράγμα;» έκανε εκείνος, μορφάζοντας. «Πώς είναι δυνατόν;»
«Δεν ξέρω πώς το έμαθε· υποπτεύομαι, όμως, ότι το κατάλαβε στο πλοίο, καθώς ερχόμασταν στη Ρακμάνη, γιατί από τότε ήταν που η συμπεριφορά της προς εμένα άλλαξε.»
«Και πού είναι τώρα; Δεν είναι μαζί σου;»
Η Κορνηλία αναστέναξε. «Με Κάλεσε, Λούσιε. Με Κάλεσε.»
Τα μάτια του γούρλωσαν, αλλά δε μίλησε.
«Βρισκόμασταν στο Κρήμνισμα,» συνέχισε η Κορνηλία. «Είχαμε μόλις φτάσει. Και διεξαγόταν μια πολιορκία γύρω από ένα οχυρό–»
«Τι συνέβη, Κορνηλία;» τη διέκοψε ο Λούσιος, έχοντας χλομιάσει. «Τι συνέβη αφότου σε Κάλεσε;»
«Μονομαχήσαμε, τι άλλο; Και… ήθελε να με σκοτώσει. Θα με σκότωνε…» Έδειξε την ουλή στην αριστερή μεριά του προσώπου της· τα δάχτυλά της έτρεμαν, διαπίστωσε, δίχως να μπορεί να κάνει το τρεμούλιασμα να σταματήσει τελείως. «Έτσι, τη σκότωσα. Δε μπορούσα να μην τη σκοτώσω· ήταν τόσο μανιασμένη, τόσο αποφασισμένη…» Ξεροκατάπιε.
Η όψη του Λούσιου είχε γίνει ακόμα πιο χλομή. Υψώνοντας το δεξί του χέρι, το διέτρεξε μέσα απ’τα ξανθά του μαλλιά. Έγλειψε τα χείλη του, που πρέπει να ήταν ξεραμένα. Το βλέμμα του έγινε ασταθές.
«Με συγχωρείς, Λούσιε. Θα με σκότωνε, δε μπορούσα να κάνω τίποτα άλ–»
«Σκότωσες τη γυναίκα μου, Κορνηλία!» φώναξε ο Λούσιος. «Το καταλαβαίνεις; Κατέστρεψες τα πάντα!»
«Όχι, όχι,» είπε η Κορνηλία. «Δε σταμάτησα την αναζήτηση. Συνέχισα. Πήγα στην Απολεσθείσα Γη.»
Ο Λούσιος συνοφρυώθηκε. Τα μάτια του στένεψαν, σα να προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς του έλεγε η ξαδέλφη του.
«Ο Κατακεραυνωτής, Λούσιε. Είναι μαζί μου. Τον έχω εδώ.» Άγγιξε το χέρι της δερμάτινης τσάντας. Την άνοιξε, και από μέσα τράβηξε τη σφαίρα φυλάκισης, βαστώντας την υψωμένη εμπρός της.
Η πορφυρόχρωμη μάζα στο εσωτερικό της αναδεύτηκε, έντονα, και δύο μάτια παρουσιάστηκαν, αστράφτοντας.
«Ο ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΕΑΣ ΛΟΥΣΙΟΣ, ΥΠΟΘΕΤΩ…»
Η φωνή του Κατακεραυνωτή αντήχησε μέσα στο δωμάτιο, σαν αστροπελέκι.
Ο Λούσιος έκανε μερικά βήματα όπισθεν, νιώθοντας την ανάσα του κομμένη.
*
Ο Αυγερινός αισθανόταν ανήσυχος, σαν έντομα να έτρεχαν στην πίσω μεριά του μυαλού του. Σαν να συνέβαινε κάτι τρομερό, λίγο πιο πέρα απ’το πεδίο της όρασής του. Δεν μπορούσε να εξηγήσει επακριβώς αυτό το συναίσθημα, αλλά είχε την εντύπωση ότι κάτι ερχόταν, κάτι πλησίαζε… κάτι πανίσχυρο και διαβολικό.
Τρελαίνομαι; Ύστερα από τόσα που έχω δει, ύστερα από τόσα που μου έχουν συμβεί, έχω αρχίσει να τρελαίνομαι;
Ήταν καθισμένος σε μια καρέκλα, στο ίδιο δωμάτιο με τον Θελλέδη και τον Ούρο· ο Φέτανιρ και η Σαρφάλλη δε βρίσκονταν, αυτή τη στιγμή, μαζί τους.
Τα πράγματα στην Απαστράπτουσα ήταν πολύ πιο ξεκάθαρα. Εκεί, ήξερα τι όφειλα να κάνω: να ελευθερώσω τον Κύριο του Γαλανού Φωτός, τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο, τον Δικαιωματικό Διάδοχο του Κυανού Θρόνου. Εδώ, όμως…; Τι πρέπει να κάνω εδώ; Τι είναι αυτά που νιώθω;
Ο Αυγερινός σηκώθηκε απ’την καρέκλα του, πέρασε δίπλα απ’τον Θελλέδη και τον Ούρο –οι οποίοι έπαιζαν ένα παιχνίδι με χαρτιά, και ήταν νεκρικά σιωπηλοί, λες κι επρόκειτο για θανάσιμη μονομαχία που απαιτούσε πλήρη αυτοσυγκέντρωση–, και πλησίασε τη μικρή κάβα του δωματίου, για να γεμίσει ένα ποτήρι κρασί. Το έφερε στα χείλη του και ήπιε μια γουλιά.
Τι ονειρεύτηκα; Τι προσπαθούσε να μου πει το Γαλανό Φως;
Κι ύστερα, είδε εμπρός του μια αναβράζουσα, πορφυρόχρωμη μάζα· και, μέσα από τη μάζα, δύο μάτια άνοιξαν. Δύο μάτια σαν αστραπές.
Ο ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΕΑΣ ΛΟΥΣΙΟΣ, ΥΠΟΘΕΤΩ…
Το ποτήρι έπεσε απ’το χέρι του Αυγερινού, σπάζοντας στο πάτωμα.
Το όραμα διαλύθηκε.
Ο Θελλέδης κι ο Ούρος πετάχτηκαν επάνω, με τα πιστόλια τους ανά χείρας. «Αυγερινέ;» είπε ο πρώτος.
Ο Κατακεραυνωτής. Ο Αυγερινός ήξερε τι ήταν αυτό που είχε δει. Με κάποιον μυστηριώδη τρόπο, ήξερε.
Ο Κατακεραυνωτής. Εδώ. Μέσα στο παλάτι. Ένας από τους Οκτώ.
«Τι πράγμα;» έκανε ο Θελλέδης.
Και ο Αυγερινός συνειδητοποίησε ότι είχε μιλήσει φωναχτά.
Ο Λούσιος κοίταζε τη σφαίρα στα χέρια της Κορνηλίας. Αυτός είναι ο Κατακεραυνωτής; Αυτό… αυτό το πράγμα; Η σφαίρα αποτελείτο από μερικά μεταλλικά κομμάτια και από… Τούτο δεν ήταν γυαλί. Δεν υπήρχε γυαλί πουθενά επάνω της. Κάποιου είδους ενέργεια συγκρατούσε στο εσωτερικό της σφαίρας τη μάζα από πορφυρούς καπνούς.
Και τα μάτια. Τα μάτια που άστραφταν. Τα μάτια του Κατακεραυνωτή…
«Ναι, εγώ είμαι ο Αντιβασιλέας Λούσιος.»
«ΚΑΙ ΘΑ ΜΕ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΕΙΣ.»
«Δεν το έκανε αυτό ήδη η Κορνηλία;»
«ΜΙΑ ΙΕΡΕΙΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΕ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΕΙ· ΜΟΝΟ ΕΝΑΣ ΙΕΡΕΑΣ ΜΠΟΡΕΙ, ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΕΑ ΛΟΥΣΙΕ. ΚΑΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΒΙΑΣΤΕΙΣ, ΓΙΑΤΙ ΕΔΩ ΚΟΝΤΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΕΝΑΣ ΥΠΕΡΜΑΧΟΣ ΤΟΥ ΓΑΛΑΝΟΥ ΦΩΤΟΣ. ΤΟ ΓΝΩΡΙΖΕΙΣ ΑΥΤΟ;»
Ο Λούσιος συνοφρυώθηκε. «Υπέρμαχος του Γαλανού Φωτός;»
«ΘΑ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙ. ΓΙΑΤΙ ΤΟΝ ΕΧΕΙΣ ΑΦΗΣΕΙ ΖΩΝΤΑΝΟ ΚΟΝΤΑ ΣΟΥ;»
«Δεν ξέρω για τι πράγμα μιλάς,» είπε ο Λούσιος. «Ποιος είναι αυτός ο Υπέρμαχος του Γαλανού Φωτός;»
«ΑΣ ΜΗΝ ΚΑΘΥΣΤΕΡΟΥΜΕ ΑΛΛΟ. ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΕ ΜΕ!»
«Δε γνωρίζω πώς.»
«ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΕΙΣ. ΠΑΡΕ ΜΕ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ.»
Η Κορνηλία έτεινε τη σφαίρα προς τον Λούσιο.
*
«Πρέπει να ειδοποιήσουμε τη Βασίλισσα,» είπε ο Αυγερινός. «Αμέσως.» Και βάδισε προς την έξοδο του δωματίου.
Ο Θελλέδης και ο Ούρος τον ακολούθησαν. «Πώς το ξέρεις;» ρώτησε ο πρώτος. «Πώς ξέρεις ότι αυτός ο Κατακεραυνωτής είναι εδώ;»
«Το ξέρω.»
Βγήκαν απ’το δωμάτιο και βάδισαν σ’έναν διάδρομο του παλατιού. Ο Ούρος χτύπησε την πόρτα του δωματίου όπου βρίσκονταν η Σαρφάλλη και ο Φέτανιρ, και τους φώναξε να έρθουν.
Ο Αυγερινός δε σταμάτησε για να τους περιμένει, και ο Θελλέδης τον ακολούθησε. Ο Ούρος, όμως, έμεινε πίσω.
*
Ο Λούσιος δίστασε για λίγο. Αλλά, ύστερα, άπλωσε τα χέρια του και άγγιξε τη σφαίρα. Την αισθάνθηκε θερμή επάνω στις παλάμες του, καυτή, και του γεννήθηκε η παρόρμηση να την αφήσει· βλέποντας, όμως, και την Κορνηλία να την κρατά, σκέφτηκε ότι η θερμότητα δεν μπορεί να ήταν αρκετή για να κάψει τη σάρκα του.
Ένα θερμό κύμα ενέργειας πέρασε απ’τους καρπούς του, τους πήχεις του, και τους βραχίονές του, φτάνοντας στους ώμους, στο κεφάλι, στο στήθος του, και κατεβαίνοντας στην κοιλιά και στα πόδια του.
Η Κορνηλία άφησε τη σφαίρα, παραδίδοντάς την στον ξάδελφό της και κάνοντας μερικά βήματα όπισθεν. Η όψη της ήταν ανέκφραστη· ο Λούσιος, όμως, μπορούσε να δει ότι υπήρχε ένας ενδόμυχος φόβος στα μάτια της.
«ΤΩΡΑ,» είπε ο Κατακεραυνωτής, με τη φωνή του να γεμίζει το δωμάτιο, «ΜΗΝ ΑΝΤΙΣΤΑΘΕΙΣ ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΜΟΥ, ΙΕΡΕΑ ΛΟΥΣΙΕ. ΑΠΟΔΕΞΟΥ ΜΕ ΕΝΤΟΣ ΣΟΥ, ΚΑΙ ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΜΑΣ ΘΑ ΓΙΝΟΥΝ ΕΝΑ.»
Η θερμότητα που είχε τυλίξει τον Λούσιο άρχισε να πηγαίνει πιο βαθιά, σ’ένα σημείο πέρα απ’το υλικό του σώμα. Αισθάνθηκε την ίδια του την ύπαρξη να τυλίγεται από αυτήν.
ΑΠΟΔΕΞΟΥ ΜΕ. Η φωνή του Κατακεραυνωτή τώρα αντηχούσε μέσα στο κεφάλι του, όχι απέξω· ο Λούσιος ήταν βέβαιος. ΑΠΟΔΕΞΟΥ ΜΕ.
«…και οι ψυχές μας θα γίνουν ένα,» είχε πει, πριν από λίγο. Τι εννοούσε μ’αυτό; Η Δομινίκη, αναμφίβολα, θα ήξερε περισσότερα. Η Κορνηλία δεν ήξερε τίποτα για τούτο το… δώρο που του είχε φέρει. Τίποτα απολύτως. Αλλά η Δομινίκη ήταν τώρα νεκρή…
ΜΗ ΦΟΒΑΣΑΙ. ΑΠΟΔΕΞΟΥ ΜΕ. ΓΡΗΓΟΡΑ! Ο ΥΠΕΡΜΑΧΟΣ ΚΙΝΕΙΤΑΙ. ΤΟΝ ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ ΝΑ ΚΙΝΕΙΤΑΙ!
Ο Λούσιος άφησε τη θερμότητα να εισβάλει στο είναι του, και είδε τα μάτια του Κατακεραυνωτή να τον αντικρίζουν μέσα απ’τον καθρέφτη της ψυχής του.
*
«Βασίλισσά μου! Βασίλισσά μου!»
Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν η φωνή του Αυγερινού. Ο τρόπος, όμως, που χτυπούσε ήταν ασυνήθιστος για εκείνον. Αν η Γλυκάνθη δεν έκανε λάθος, ο Βασιλικός Φρουρός κοπανούσε την πόρτα με τη γροθιά του.
Η Βασίλισσα σηκώθηκε και πήγε ν’ανοίξει.
«Μεγαλειοτάτη,» είπε ο Αυγερινός, «πρέπει να φύγουμε. Τώρα.»
Η Γλυκάνθη παραμέρισε απ’το κατώφλι, κάνοντάς του χώρο να περάσει. «Για ποιο λόγο;» Για να το έλεγε αυτό ο Αυγερινός, πρέπει να είχε κάποιον πολύ καλό λόγο, υπέθετε.
Ο Βασιλικός Φρουρός μπήκε στο δωμάτιο, ακολουθούμενος από τον Θελλέδη, ο οποίος έκανε μια σύντομη υπόκλιση στη Βασίλισσα.
«Ο Κατακεραυνωτής είναι εδώ,» εξήγησε ο Αυγερινός. «Ένας από τους Οκτώ βρίσκεται μέσα στο παλάτι.»
Η Γλυκάνθη αισθάνθηκε την αναπνοή της να κόβεται. Ο Λούσιος… Το έκανε, λοιπόν; Τον απελευθέρωσε; Πότε πρόλαβε; «Πώς το ξέρεις, Αυγερινέ; Πότε το κατάλαβες;»
«Πριν από λίγο, Βασίλισσά μου. Είδα τα μάτια του Κατακεραυνωτή να μ’ατενίζουν μέσα από μια πορφυρόχρωμη ομίχλη, και τον άκουσα να λέει με φωνή σαν βροντή… τον άκουσα να λέει: Ο Αντιβασιλέας Λούσιος, υποθέτω.»
«Και το έλεγε αυτό σ’εσένα;»
Ο Αυγερινός κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Στον γιο σας το έλεγε, Βασίλισσά μου· απλά, εγώ έτυχε να κρυφακούσω. Το Γαλανό Φως με πληροφόρησε. Πρέπει να φύγουμε, όμως, τώρα. Οπωσδήποτε.»
«Θέλω να μιλήσω στον Λούσιο–» άρχισε η Γλυκάνθη.
Ο Αυγερινός άγγιξε τον βραχίονά της. «Βασίλισσά μου, δεν υπάρχει χρόνος. Πιστέψτε με, δεν υπάρχει χρόνος.»
*
Η Κορνηλία είδε την πορφυρόχρωμη μάζα στο εσωτερικό της σφαίρας να βγαίνει, αιωρούμενη, να χάνει τη σφαιρική της μορφή, και να περικλείει το σώμα του Λούσιου, προτού φανεί να απορροφάται από αυτό. Τα μεταλλικά κομμάτια που απέμειναν έπεσαν στο πάτωμα, κουδουνίζοντας.
Μια δυνατή βροντή αντήχησε από τους ουρανούς, έξω απ’το παλάτι, και η Κορνηλία αισθάνθηκε ένα κύμα να έρχεται προς το μέρος της: ένα αόρατο κύμα, που έκανε τα νεύρα της να τσιτώνονται, το σώμα της να τρέμει, και το νου της να φλογίζεται, να γεμίζει άγριες σκέψεις, άγριες επιθυμίες, και μίσος. Κάθε αρνητικός συλλογισμός που είχε ποτέ περάσει απ’το μυαλό της ήρθε και πάλι, σαν πλημμυρίδα. Κάθε κακό που της είχαν κάνει, μικρό ή μεγάλο, ήρθε και πάλι, σαν εκδικητική ανάμνηση. Κάθε άνθρωπο που μισούσε και απεχθανόταν, τον θυμήθηκε.
Τα μάτια του Λούσιου άστραφταν, όπως του Κατακεραυνωτή· και η Κορνηλία συνειδητοποίησε ότι ο Λούσιος τώρα ήταν ο Κατακεραυνωτής.
Γι’αυτό χρειαζόταν έναν ιερέα. Χρειαζόταν το σώμα ενός άντρα.
Ο Κατακεραυνωτής μειδίασε. «Ιέρεια Κορνηλία,» είπε με φωνή που έμοιαζε να αποτελεί ανάμιξη της φωνής του Λούσιου και της απόκοσμης φωνής που ερχόταν από τη σφαίρα φυλάκισης, «τα κατάφερες καλά. Ο Δάσκαλος είναι ευχαριστημένος μαζί σου. Θα σε ανταμείψει· μην αμφιβάλλεις.»
Η Κορνηλία δεν μπορούσε να μιλήσει· αισθανόταν τον λαιμό της κολλημένο και το στόμα της ξεραμένο. Οι άσχημες σκέψεις, όμως, εξακολουθούσαν να γεμίζουν το μυαλό της, και το σώμα της το ένιωθε παράξενα αναζωογονημένο, φορτισμένο με περίσσια ενέργεια.
*
Μια βροντή αντήχησε, κάνοντας τα τζάμια των παραθύρων να τρίξουν.
Η Γλυκάνθη στράφηκε στο παράθυρο του δωματίου, θορυβημένη.
«Τώρα, Βασίλισσά μου!» είπε ο Αυγερινός. «Πρέπει να φύγουμε τώρα!»
Η Γλυκάνθη αισθάνθηκε τα νεύρα της να τσιτώνονται. Αισθάνθηκε σαν μαριονέτα που κάποιος την κρατούσε απ’τα σχοινιά της. Και το μυαλό της γέμισε με κακές σκέψεις, με μίση και απέχθειες.
«Ο Κατακεραυνωτής,» είπε ο Αυγερινός, κοιτάζοντας μια τη Βασίλισσα μια τον Θελλέδη. «Αυτός είναι ο Κατακεραυνωτής. Η επιρροή του. Αγνοήστε τον, και πάμε να φύγουμε από δω. Όσο πιο γρήγορα, τόσο το καλύτερο. Θα γίνουν αποτρόπαια πράγματα στη Ρακμάνη απόψε.»
Η Γλυκάνθη ένευσε, κατάχλομη, και πήγε να φορέσει τα παπούτσια της.
Απέξω, άρχισε να βρέχει και να αστράφτει.
«Πού είναι οι άλλοι;» ρώτησε ο Αυγερινός τον Θελλέδη.
Εκείνος κοίταξε έξω, στον διάδρομο. «Έρχονται.»
Οι τρεις επαναστάτες παρουσιάστηκαν, και ο Φέτανιρ άρπαξε τον Θελλέδη απ’το πέτο, κολλώντας τον στον τοίχο. «Τι σκατά συμβαίνει, Θελλέδη; Θες να μας εξηγήσει και τίποτα; Ε;»
Ο Αυγερινός έπιασε τον Φέτανιρ από τον ώμο και τον τράβηξε πίσω. «Ήρεμα,» είπε, με φωνή έντονη αλλά σταθερή. «Αυτό που νιώθεις είναι η επιρροή του Κατακεραυνωτή. Σε κάνει να ενεργείς σα μαριονέτα του.» Κι ο Αυγερινός αισθανόταν το κύμα του μίσους που είχε εξαπλωθεί παντού· μπορούσε να το νιώσει σχεδόν σαν υλική παρουσία· όμως δεν επηρεαζόταν από αυτό. Η μόλυνση δεν περνούσε στην ψυχή του· η πανοπλία του Γαλανού Φωτός τον προφύλασσε, αφήνοντάς τον να σκέφτεται καθαρά. Για πόσο, όμως; δεν μπορούσε παρά κι ο ίδιος να αναρωτιέται.
«Ποια επιρροή του Κατακεραυνωτή;» φώναξε ο μαυρόδερμος επαναστάτης. «Εγώ ξέρω πως–»
«Δεν ξέρεις τίποτα!» του είπε ο Αυγερινός. «Ένας από τους Οκτώ είναι εδώ μέσα, στο παλάτι της Ρακμάνης, ελεύθερος. Ονομάζεται Κατακεραυνωτής, και είναι ένα πνεύμα που θα σας βάλει όλους να αλληλοσκοτωθείτε. Πρέπει να φύγουμε απ’την πόλη τώρα!»
Τα λόγια τούτα φάνηκαν να ηρεμούν λίγο τον Φέτανιρ· ή, τουλάχιστον, αν όχι να τον ηρεμούν, να τον βάζουν να σκεφτεί πιο λογικά.
Η Βασίλισσα Γλυκάνθη τούς πλησίασε, έχοντας φορέσει τα παπούτσια της κι έχοντας πάρει στον ώμο έναν σάκο με κάποια απαραίτητα πράγματα.
«Ελάτε μαζί μου,» είπε ο Αυγερινός, και βάδισε πρώτος.
Οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν.
«Αυγερινέ,» ρώτησε ο Θελλέδης, «δε θα ήταν καλό να πάρουμε μερικά πράγματα; Μερικά όπλα, αν μη τι άλλο.»
Ο Αυγερινός σταμάτησε. «Ναι, έχεις δίκιο. Πάμε. Αλλά γρήγορα.»
*
«Πρέπει να βρω τον Υπέρμαχο,» είπε ο Κατακεραυνωτής. «Εσύ, Κορνηλία, ειδοποίησε τους πολεμιστές μας. Θα τους χρειαστούμε.»
Η Κορνηλία έγλειψε τα χείλη της. «Ναι,» αποκρίθηκε, «ναι…»
Ο Κατακεραυνωτής πέρασε από δίπλα της και βγήκε απ’το δωμάτιο.
Αυτό το πλάσμα δεν είναι πια ο Λούσιος. Ή, μήπως, είναι;
*
Οι επαναστάτες πήραν τα όπλα και τα πράγματά τους και βγήκαν απ’τα δωμάτια που τους είχε παραχωρήσει μέσα στο παλάτι ο Δούκας Φερέσβιος.
Καθώς έβγαιναν, όμως, ένας από τους φρουρούς του παλατιού τούς ζύγωσε και είπε στη Γλυκάνθη: «Βασίλισσά μου, με συγχωρείτε, αλλά συμβαίνει κάτι; Γιατί όλο αυτό το πέρα-δώθε; Ποιο είναι το πρόβλημα;»
Η Γλυκάνθη μπορούσε να διακρίνει μια κάποια υπεροψία στα λόγια του. Ποιος νομίζει ότι είναι, αυτός ο άνθρωπος; Νομίζει ότι είναι ο επόπτης των πάντων μες στο παλάτι; Ένας ηλίθιος φρουρός είναι! Τολμά να ελέγχει εμένα, τη Βασίλισσα της Απολλώνιας;
«Πιστεύεις ότι πρέπει να αναφέρω σ’εσένα, φύλακα, πού θα βάλω τους ανθρώπους μου να πάνε και πού όχι;»
«Βασίλισσά μου,» απάντησε απότομα ο φρουρός, «αν υπάρχει πρόβλημα, είναι υποχρέωσή μου να το γνωρίζω!»
Η Γλυκάνθη αισθάνθηκε ένα χέρι ν’αγγίζει τον ώμο της. Ένα σταθερό και ήρεμο χέρι. Κι αμέσως, ο θυμός της καταλάγιασε.
«Βασίλισσά μου,» ψιθύρισε η φωνή του Αυγερινού κοντά στ’αφτί της, «μην ξεχνάτε τι σας είπα. Η επιρροή του Κατακεραυνωτή είναι που φλογίζει το μυαλό σας. Μην τον αφήνετε να σας το κάνει αυτό.»
Η Γλυκάνθη βλεφάρισε. Έχει δίκιο. Ο Αυγερινός έχει δίκιο. Πήρε μια βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να καλμάρει τα νεύρα της.
Ο Αυγερινός είπε στον φρουρό του παλατιού: «Η Βασίλισσα επιθυμεί να αποχωρήσει, κι εμείς αποχωρούμε μαζί της. Πιστεύεις ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα μ’αυτό, φίλε μου;»
«Ασφαλώς και όχι,» απάντησε εκείνος· μια υποψία ενόχλησης, όμως, διακρινόταν στον τόνο της φωνής του.
Μα τον Απόλλωνα και τους κατώτερους θεούς, σκέφτηκε η Γλυκάνθη, αυτός ο Κατακεραυνωτής θα τους τρελάνει όλους μέσα στη Ρακμάνη!
Ο Αυγερινός έκανε νόημα στους επαναστάτες να τον ακολουθήσουν, και βάδισε κατά μήκος του διαδρόμου, με τη Βασίλισσα πλάι του. Ο φρουρός έμεινε πίσω.
Και, αναπάντεχα, από τη στροφή στο πέρας του διαδρόμου, μια σκιά παρουσιάστηκε.
Μια μακριά σκιά έπεσε στο πάτωμα.
Και μετά τη σκιά ήρθε ο Λούσιος.
Το πρόσωπό του στράφηκε, για ν’αντικρίσει τη Γλυκάνθη και τον Αυγερινό, και αστραπές υπήρχαν στα μάτια του.
«Μπορείς να πηγαίνεις, Βασιλικέ Φρουρέ,» είπε. «Θα αναλάβω εγώ τη μητέρα μου, από εδώ και στο εξής.»
Ο Αυγερινός άγγιξε το μπράτσο της Γλυκάνθης. «Η Βασίλισσα δε θα μείνει μαζί σου, Κατακεραυνωτή.»
Ο Λούσιος χαμογέλασε, και η Γλυκάνθη διέκρινε κάτι το τρομακτικό στο χαμόγελό του, όπως είχε διακρίνει και κάτι το τρομακτικό στη φωνή του, όταν είχε μιλήσει. Ο Αυγερινός τον αποκάλεσε Κατακεραυνωτή! σκέφτηκε. Γιατί;
«Μη γίνεσαι δύσκολος, Φρουρέ,» είπε ο Λούσιος, και αστραπές γλίστρησαν απ’τις άκριες των δαχτύλων του, περιτυλίγοντας το σώμα του, κλείνοντάς το μέσα σ’ένα σφαιρικό, παλλόμενο δίχτυ. «Η μητέρα μου θα μείνει εδώ.»
«Βασίλισσά μου,» είπε ο Αυγερινός, «πηγαίνετε.» Και ώθησε τη Γλυκάνθη προς την άλλη μεριά του διαδρόμου. «Πηγαίνετε!»
Ο Λούσιος γέλασε. «Δεν υπάρχει πουθενά να πάτε!»
«Πηγαίνετε, Βασίλισσά μου!» Ο Αυγερινός συνέχισε να την ωθεί· κι εκείνη, παρότι αισθανόταν μουδιασμένη, γύρισε κι έτρεξε. Αυτό το τέρας δεν ήταν ο γιος! Δεν μπορεί να ήταν ο γιος της!
«Κι εσείς,» φώναξε ο Αυγερινός στους επαναστάτες, «πηγαίνετε με τη Βασίλισσα!»
«Φρουροί!» Η φωνή του Λούσιου αντήχησε με τέτοιο τρόπο μέσα στον διάδρομο που όλοι νόμισαν ότι διαπερνούσε το μυαλό τους. «Φέρτε μου τη Βασίλισσα, και σκοτώστε τους προδότες!»
Και οι φρουροί που βρίσκονταν στον διάδρομο –τρεις συνολικά, αυτή τη στιγμή– τράβηξαν τα πιστόλια τους. Οι επαναστάτες, όμως, είχαν ήδη τα όπλα τους ανά χείρας, και πυροβόλησαν πρώτοι.
Ο Αυγερινός τράβηξε το δικό του πιστόλι και πυροβόλησε τον Λούσιο– τον Κατακεραυνωτή, τον διόρθωσε η διαίσθηση που του πρόσφερε το Γαλανό Φως.
Οι σφαίρες έφυγαν απανωτά απ’την κάννη του όπλου του, αλλά καμία δε βρήκε το στόχο της, παρότι η απόσταση μεταξύ του Αυγερινού και του εχθρού του δεν ήταν μεγάλη. Όλες έχασαν την πορεία τους, εξαιτίας των αστραπών που περιστοίχιζαν τον Κατακεραυνωτή· ή, μάλλον, εξαιτίας της ενέργειας που έμοιαζε με αστραπές, όπως μπορούσε πολύ καλά να αντιληφτεί ο Αυγερινός.
Ο Κατακεραυνωτής γέλασε. «Οι Υπέρμαχοι έχουν χαζέψει, από τότε που τους θυμάμαι,» είπε.
Ο Αυγερινός πέταξε το πιστόλι του και ξεθηκάρωσε το σπαθί του–
–την ίδια στιγμή που ο Κατακεραυνωτής ύψωνε το δεξί του χέρι και αστραπές εξαπολύονταν καταπάνω στον Βασιλικό Φρουρό, γεμίζοντας το φάρδος του διαδρόμου.
Η λεπίδα του Αυγερινού φεγγοβολούσε με γαλανό φως· και το φως της ενέργησε σαν μαγνήτης, τραβώντας τις αστραπές επάνω του κι έπειτα σκορπίζοντάς τες τριγύρω.
Ο διάδρομος σείστηκε, τραντάχτηκε· πέτρες και χώματα πετάχτηκαν. Κομμάτια απ’τους τοίχους και την οροφή κατέρρευσαν.
Ο Αυγερινός έχασε την ισορροπία του και έπεσε, ενώ θολούρα είχε απλωθεί.
Κοίταξε πίσω του, ψάχνοντας να βρει τη Βασίλισσα και τους επαναστάτες· μα, ευτυχώς, δεν είχαν μείνει εδώ: είχαν φύγει, είχαν απομακρυνθεί από τούτο το επικίνδυνο μέρος. Μονάχα οι τρεις νεκροί παλατιανοί φρουροί κείτονταν στο πάτωμα.
Ο Αυγερινός κοίταξε μπροστά, για να δει πού ήταν ο Κατακεραυνωτής· ούτε αυτόν, όμως, μπορούσε να τον βρει μέσα στη θολούρα και στα συντρίμμια. Και δεν ήταν καν βέβαιος αν στεκόταν ακόμα εκεί. Ίσως να είχε φύγει. Η παρουσία του, ασφαλώς, εξακολουθούσε να είναι αισθητή παντού γύρω, σαν μόλυνση που εξαπλωνόταν, μα ο Αυγερινός αδυνατούσε να προσδιορίσει την ακριβή του θέση.
Πρέπει να πηγαίνει για τη Βασίλισσα, υπέθεσε. Θέλει να κρατήσει τη Βασίλισσα εδώ!
Ο Αυγερινός σηκώθηκε, και έτρεξε.
Το σπαθί του εξακολουθούσε να φεγγοβολά στο χέρι του, δίχως εκείνος να το έχει αντιληφτεί. Τα μάτια του, επίσης, ήταν γεμάτα με γαλανό φως.
*
«Γιατί ο Αυγερινός έμεινε πίσω;» ρώτησε η Γλυκάνθη, καθώς κατέβαιναν μερικές σκάλες.
«Θα έχει τους λόγους του, Βασίλισσά μου,» είπε ο Θελλέδης.
«Εμείς πού πηγαίνουμε;»
«Στο γκαράζ του παλατιού.»
«Και θ’αφήσουμε τον Αυγερινό εδώ; Δεν πρόκειται να τον αφήσω εδώ!» Η Γλυκάνθη σταμάτησε να βαδίζει, καθώς είχαν κατεβεί τις σκάλες.
«Βασίλισσά μου, αν ήταν μαζί μας, θα σας έλεγε να φύγετε, ακόμα και χωρίς εκείνον» είπε ο Θελλέδης· «είμαι σίγουρος.»
«Μην κάθεστε!» μούγκρισε ο Φέτανιρ. «Κουνηθείτε!»
Η Γλυκάνθη ήταν έτοιμη να τον βρίσει για το θράσος του, αλλά θυμήθηκε τα λόγια του Αυγερινού. Θυμήθηκε ότι η επιρροή του Κατακεραυνωτή ήταν που τους έκανε όλους απότομους και γεμάτους θυμό.
Δε μπορώ ν’αφήσω τον Αυγερινό πίσω, σκέφτηκε. Αλλά ο Θελλέδης έχει δίκιο, που λέει ότι κι ο Αυγερινός θα ήθελε φύγω.
Στράφηκε και βάδισε κατά μήκος του διαδρόμου, με τους επαναστάτες πάνοπλους γύρω της.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ένας παλατιανός φρουρός που στεκόταν σε μια γωνία. «Πού πηγαίνετε εσείς;»
«Κοίτα τη δουλειά σου!» του φώναξε ο Φέτανιρ, σημαδεύοντάς τον με το πιστόλι του.
«Κατέβασε το όπλο σου!» πρόσταξε ο φρουρός, κάνοντας να τραβήξει το δικό του. «Δεν ξέρεις πού βρίσκεσαι;»
Ο Φέτανιρ τον πυροβόλησε στο στήθος.
«Ηλίθιε!» Ο Θελλέδης γρονθοκόπησε τον Φέτανιρ καταπρόσωπο. «Θ’αρχίσουμε τώρα να τριγυρίζουμε στο παλάτι σκοτώνοντας φρουρούς;»
Ο μαυρόδερμος επαναστάτης γύρισε απότομα, με τα μάτια του να γυαλίζουν, κι ανταπέδωσε τη γροθιά.
«Σταμάτησε!» φώναξε η Γλυκάνθη. «Θυμηθείτε τον Αυγερινό!
»Κάντε κάτι!» πρόσταξε τη Σαρφάλλη και τον Ούρο, οι οποίοι βάλθηκαν να χωρίσουν τον Φέτανιρ και τον Θελλέδη.
Βήματα ακούστηκαν να έρχονται, γρήγορα· και, γυρίζοντας, η Γλυκάνθη είδε παλατιανούς φρουρούς να πλησιάζουν. Όχι! Όχι! Δεν πρέπει να μας παγιδέψουν! Σήκωσε το πιστόλι του σκοτωμένου στρατιώτη και πυροβόλησε στο ταβάνι. «Μακριά!» φώναξε. «Σας προστάζω, ως Βασίλισσά σας! Μακριά!»
Εν τω μεταξύ, ο Ούρος είχε αρπάξει τον Φέτανιρ απ’τα μαλλιά και τον είχε κολλήσει στον τοίχο, βάζοντας την κάννη του πιστολιού του στο κεφάλι του μαυρόδερμου άντρα. «Ηρέμησε!» του είπε. «Ο Θελλέδης δε σου φταίει σε τίποτα, ρε βλάκα! Δεν άκουσες τι είπε ο Αυγερινός; Υπάρχει κάτι που προσπαθεί να ελέγξει τη συμπεριφορά μας –να μας κάνει εχθρικούς τον έναν προς τον άλλο! Είσαι κουφός, γαμώ τους θεούς που πιστεύεις;»
Συγχρόνως, η Σαρφάλλη είχε απομακρύνει τον Θελλέδη, αρπάζοντάς τον απ’το πέτο και σπρώχνοντάς τον.
Η Βασίλισσα Γλυκάνθη, παρά τον πυροβολισμό της και παρά την προσταγή της, δεν είδε τους παλατιανούς φρουρούς να σταματούν, ούτε να γυρίζουν και να φεύγουν. Τουναντίον, συνέχισαν να έρχονται, και δύο απ’αυτούς ύψωσαν πιστόλια και τη σημάδεψαν–
Η Γλυκάνθη κρύφτηκε πίσω απ’τη γωνία του διαδρόμου. Οι ριπές αντήχησαν, χτυπώντας τους τοίχους. Είναι τρελοί; Πυροβολούν τη Βασίλισσά τους;
«Παραδοθείτε!» φώναξε ένας απ’τους φρουρούς. «Πετάξτε τα όπλα σας και παραδοθείτε!»
Η φωνή του συνέφερε τους επαναστάτες, οι οποίοι, όχι μόνο δεν πέταξαν τα όπλα τους, αλλά τα έστρεψαν προς τους φρουρούς του παλατιού, πυροβολώντας. Εκείνοι καλύφτηκαν, σε διάφορα σημεία του διαδρόμου.
Κι άλλα βήματα ακούστηκαν να έρχονται, από διαφορετική κατεύθυνση.
«Παραδοθείτε!» φώναξε ο ίδιος φρουρός. «Σας έχουμε περικυκλωμένους! –Ααααργκχ!…»
Κι ύστερα, άλλη μια κραυγή πόνου αντήχησε, ακολουθούμενη από πυροβολισμούς, και από τους φρουρούς και από τους επαναστάτες.
Η Γλυκάνθη κρυφοκοίταξε, από τη γωνία, και είδε τον Αυγερινό ανάμεσα στους φρουρούς, να κραδαίνει το σπαθί του, που γυάλιζε με γαλανό φως, μοιάζοντας με τον Κελευστή του Ανδρόνικου. Οι κινήσεις του ήταν γρήγορες και επιδέξιες· οι αντίπαλοί του έπεφταν ο ένας κατόπιν του άλλου.
«Μητέρα!»
Η Γλυκάνθη στράφηκε, για να δει τον Λούσιο –ή, μάλλον, το πλάσμα στο οποίο είχε μετατραπεί ο Λούσιος– να ξεπροβάλλει από την άλλη άκρη του διαδρόμου. Γύρω του, αστραπές τρεμόπαιζαν.
«Πες σ’αυτούς τους ανόητους να πετάξουν τα όπλα τους, μητέρα, γιατί θα πεθάνουν όλοι!»
Η Γλυκάνθη έστριψε πίσω απ’τη γωνία, τρέχοντας και πλησιάζοντας τον Αυγερινό. Οι επαναστάτες την ακολούθησαν. Από τους στρατιώτες που βρίσκονταν σ’εκείνη τη μεριά, μονάχα ένας ήταν πλέον ζωντανός, και μια σπαθιά του Αυγερινού τον αποτελείωσε, σχίζοντάς του το λαιμό. Τα μάτια του Βασιλικού Φρουρού, παρατήρησε η Γλυκάνθη, ήταν γεμάτα γαλανή ακτινοβολία.
«Σκοτώστε τους!» φώναξε ο Λούσιος πίσω τους. «Σκοτώστε τους όλους! Εκτός απ’τη μητέρα μου, που τη θέλω ζωντανή!» Τα λόγια του διαπερνούσαν το μυαλό και το κρανίο, αντηχώντας σαν να ήταν η Φωνή του Σύμπαντος.
Ο Αυγερινός έκανε νόημα στη Βασίλισσα και τους επαναστάτες να τον ακολουθήσουν, και τους οδήγησε σ’έναν ανελκυστήρα. Άνοιξε την πόρτα και τους άφησε να μπουν πρώτοι· εκείνος μπήκε τελευταίος και πάτησε το πλήκτρο για το ισόγειο.
«Τυχεροί είμαστε,» σχολίασε ο Θελλέδης, «που ο ανελκυστήρας βρισκόταν στον όροφό μας.»
«Δε βρισκόταν στον όροφό μας, Θελλέδη,» εξήγησε ο Αυγερινός· «εγώ τον είχα καλέσει, προτού επιτεθώ στους φρουρούς απ’τα νώτα.» Τα μάτια του τώρα δε λαμπύριζαν· έμοιαζε πιο ανθρώπινος, όφειλε να παρατηρήσει η Γλυκάνθη.
Ο ανελκυστήρας τούς κατέβασε στο ισόγειο του παλατιού, και βγήκαν, πηγαίνοντας προς το γκαράζ.
Κοντά στην έξοδο, τρεις φρουροί επιχείρησαν να τους σταματήσουν, πυροβολώντας. Οι επαναστάτες σκόρπισαν, δεξιά κι αριστερά· ο Αυγερινός άρπαξε τη Γλυκάνθη απ’τη μέση και την τράβηξε πίσω από ένα άγαλμα. Μια σφαίρα έσπασε ένα από τα δάχτυλα του αγάλματος.
«Παραδώστε μας τη Βασίλισσα!» φώναξε ένας απ’τους φρουρούς.
Οι επαναστάτες τούς πυροβόλησαν, αλλά εκείνοι είχαν ήδη καλυφτεί.
«Πρέπει να προχωρήσουμε,» γρύλισε ο Θελλέδης, που είχε την πλάτη του κολλημένη σ’ένα βαθούλωμα του τοίχου, «κι έτσι δεν προχωράμε. Και, σύντομα, θα μαζευτούν κι άλλοι.»
Ο Φέτανιρ τράβηξε μια χειροβομβίδα από τη ζώνη του και την εκτόξευσε προς τους φρουρούς.
Η έκρηξη τράνταξε τον διάδρομο, εκτοξεύοντας σκόνη και πέτρες. Κραυγές πόνου αντήχησαν.
«Πάμε!» φώναξε ο Θελλέδης, ξεκινώντας πρώτος.
Οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν.
Ένας από τους φρουρούς, όμως, δεν ήταν νεκρός, ούτε αναίσθητος, και πυροβόλησε μέσα απ’τη θολούρα που είχε σηκωθεί. Η ριπή του βρήκε τον Θελλέδη στον αριστερό μηρό, κάνοντάς τον να σωριαστεί με μια κραυγή.
Ο Φέτανιρ, η Σαρφάλλη, και ο Ούρος στράφηκαν, πυροβολώντας και γεμίζοντας τον φρουρό σφαίρες.
Η Γλυκάνθη και ο Αυγερινός βοήθησαν τον Θελλέδη να σηκωθεί, βάζοντας τα χέρια του στους ώμους τους. Ο Βασιλικός Φρουρός δεν έμοιαζε να πονά από τον τραυματισμένο του ώμο, ο οποίος δεν είχε ακόμα θεραπευτεί πλήρως.
«Αν σας γίνω βάρος,» είπε ο Θελλέδης, μουγκρίζοντας, «παρατήστε με. Μην τους αφήσετε να σας πιάσουν εξαιτίας μου. Ακούς, Αυγερινέ;»
«Σ’ακούω, Θελλέδη· δεν είμαι κουφός.»
Βγήκαν στον κήπο του παλατιού, κι αντίκρυ τους, μέσα από τη βροχή και τις αστραπές, είδαν το υπόστεγο του γκαράζ, κάτω απ’το οποίο ήταν σταθμευμένα δεκάδες οχήματα. Αλλά ούτε από εδώ έλειπαν οι φύλακες· κάποιος πρέπει να είχε ειδοποιήσει όλους τους στρατιώτες στο παλάτι, μέσω τηλεπικοινωνιακών πομπών.
Ευτυχώς, δεν ήταν πολλοί. Παρά τη γρήγορη πληροφόρηση, δεν είχαν χρόνο να συγκεντρωθούν και να οργανωθούν, γιατί η Βασίλισσα Γλυκάνθη, ο Αυγερινός, και οι επαναστάτες ήταν εξίσου γρήγοροι στη φυγή τους.
Επί του παρόντος, η Σαρφάλλη, ο Φέτανιρ, και ο Ούρος ύψωσαν τα πιστόλια τους και πυροβόλησαν τους φρουρούς, απανωτά, ενώ δε σταματούσαν να προχωρούν, προσπαθώντας να τους αναγκάσουν να φύγουν αν δεν ήθελαν να σκοτωθούν. Ο Αυγερινός και η Γλυκάνθη, παρότι κουβαλούσαν τον Θελλέδη, συνέβαλαν επίσης στην ομοβροντία.
Οι φρουροί –πέντε, στο σύνολό τους– ηττήθηκαν γρήγορα. Ένας σκοτώθηκε από μια βολή στο στήθος· μια άλλη σωριάστηκε στο λιθόστρωτο έδαφος του γκαράζ, κρατώντας το πόδι της και ουρλιάζοντας· ένας άλλος χτυπήθηκε στον ώμο, σκόνταψε, κι έπεσε πάνω σ’ένα δίκυκλο, ανατρέποντάς το: μετά, δεν ξανασηκώθηκε. Οι άλλοι δύο φρουροί –ένας άντρας και μια γυναίκα– το έβαλαν στα πόδια. Ο Φέτανιρ συνέχισε να τους ρίχνει, αστοχώντας· και το πιστόλι του άδειασε.
«Φέτανιρ!» του φώναξε ο Θελλέδης, βλέποντάς τον νάναι έτοιμος ν’αρχίσει να καταδιώκει τους φρουρός. «Έλα δω! Πρέπει να βάλεις μπροστά ένα όχημα. Αυτό.» Έδειξε με το σαγόνι του ένα τετράτροχο, που δεν ήταν πολύ μεγάλο –ώστε νάναι ευκίνητο–, αλλά, συγχρόνως, φαινόταν να έχει αρκετό χώρο για όλους τους.
Ο Φέτανιρ άνοιξε μια πόρτα του οχήματος και μπήκε, καθίζοντας στη θέση του οδηγού κι αρχίζοντας αμέσως να σκαλίζει την κλειδαριά μ’ένα μακρύ εργαλείο.
«Μην ανησυχείτε, Βασίλισσά μου· δε θ’αργήσει. Είναι καλός,» είπε ο Θελλέδης. «Και τώρα μπορείτε να μ’αφήσετε, αν θέλετε.»
Η Γλυκάνθη και ο Αυγερινός τον άφησαν, και ο γαλανόδερμος επαναστάτης στηρίχτηκε πάνω στο όχημα.
Στρατιώτες φάνηκαν να έρχονται, και άπαντες άρχισαν να τους πυροβολούν, καλυπτόμενοι πίσω απ’τα μεταλλικά περιβλήματα των οχημάτων. Οι παλατιανοί φρουροί ανταπέδωσαν, και κομμάτια από τζάμια εκτοξεύτηκαν παντού, ενώ ορισμένες σφαίρες εξοστρακίστηκαν επικίνδυνα επάνω σε όσα οχήματα ήταν θωρακισμένα.
Το όχημα που σκάλιζε ο Φέτανιρ γρύλισε, και τα φώτα του άναψαν.
«Είμαστε έτοιμοι!» φώναξε ο Θελλέδης, που είχε ήδη μπει.
Οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν στο εσωτερικό του οχήματος.
Η Βασίλισσα κάθισε πίσω, μαζί με τη Σαρφάλλη και τον Θελλέδη· ο Αυγερινός κάθισε μπροστά, στη θέση του συνοδηγού, και ανάμεσα σ’εκείνον και τον Φέτανιρ χώθηκε ο Ούρος. Το μπροστινό τζάμι είχε σπάσει σ’ένα σημείο από κάποια απ’τις ριπές των φρουρών.
Ο Φέτανιρ ξεκίνησε το όχημα, οδηγώντας το ανάμεσα από τα άλλα που ήταν σταθμευμένα στο γκαράζ. Οι παλατιανοί φρουροί απομακρύνθηκαν απ’το πέρασμά του, για να μην τους πατήσει. Οι σφαίρες τους εξοστρακίζονταν πάνω στη θωράκισή του.
Η πύλη του κήπου αποδείχτηκε κλειστή, και οι φρουροί που είχαν συγκεντρωθεί δεξιά κι αριστερά της άρχισαν αμέσως να πυροβολούν το όχημα της Βασίλισσας, προσπαθώντας να διαλύσουν τους τροχούς.
Ο Φέτανιρ επιτάχυνε, βάζοντας τις μηχανές να λειτουργήσουν στο μέγιστο. Η ένδειξη της ποσότητας ενέργειας κατέβηκε, στιγμιαία, μία ποσοστιαία μονάδα. Η κοιλιά του οχήματος ακούστηκε να βρυχάται· οι τροχοί του γρύλισαν πάνω στο λιθόστρωτο μονοπάτι.
Οι σφαίρες των φρουρών κουδούνιζαν, καθώς χτυπούσαν στη θωράκισή του.
Το όχημα προσέκρουσε πάνω στην κλειστή, καγκελωτή πύλη του κήπου–
Η Γλυκάνθη έκλεισε τα μάτια.
Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός.
Το μπροστινό τζάμι θρυμματίστηκε ολόκληρο.
Η πύλη έπεσε, και το όχημα, πατώντας την, συνέχισε να τρέχει πάνω στο μονοπάτι, που τυλιγόταν σπειροειδώς γύρω απ’το δεντρόφυτο ύψωμα του παλατιού.
«Κόψε δρόμο!» είπε ο Θελλέδης στον Φέτανιρ. «Κόψε δρόμο!»
«Από πού να κόψω δρόμο;»
«Μέσ’απ’τα δέντρα.»
«Είσαι παλαβός;»
«Κάντο!»
«Στην άλλη ζωή,» είπε ο Φέτανιρ, «θα σε κυνηγήσω μέχρι να σε βρω και να σε σκοτώσω.» Και έστριψε το τιμόνι.
Το όχημα βγήκε απ’το μονοπάτι κι άρχισε να κατεβαίνει το ύψωμα μέσα από τη βλάστηση, ενώ ο Φέτανιρ προσπαθούσε ν’αποφεύγει τα δέντρα, ή, τουλάχιστον, τα μεγαλύτερα από αυτά, γιατί, αναπόφευκτα, καθώς κατέβαιναν, πήραν αρκετούς θάμνους και χαμόδεντρα μαζί τους.
Φτάνοντας προς τα κατώτερα σημεία του υψώματος, είδαν ότι πήγαιναν καταπάνω σ’έναν τοίχο–
«Στρίψε!» φώναξε ο Αυγερινός, παίρνοντας το τιμόνι από τον Φέτανιρ –που έμοιαζε, εκείνη τη στιγμή, να έχει κοκαλώσει, πανικόβλητος, παρ’όλα τα εμπόδια από τα οποία τους είχε περάσει ώς τώρα– και γυρίζοντάς το, απότομα.
Το όχημα στράφηκε στο πλάι, και τα πλευρά του χτύπησαν πάνω στον τοίχο.
Ο Θελλέδης γρύλισε απ’τον πόνο στον μηρό του, καθώς όλοι τους τραντάχτηκαν.
Η πρόσκρουση, όμως, ήταν πολύ πιο ομαλή απ’ό,τι αν το όχημα έπεφτε μετωπικά πάνω στον τοίχο.
Ο Φέτανιρ πάτησε πάλι το πετάλι και κινήθηκαν, για λίγο ακόμα, μέσα στη βλάστηση, μέχρι που βρήκαν ένα άνοιγμα ανάμεσα στα οικοδομήματα, έναν σχετικά στενό δρόμο, και ακολουθώντας τον βγήκαν σε μια από τις λεωφόρους της Ρακμάνης.
Η κίνηση ήταν μειωμένη, εξαιτίας της βροχής και του σκοταδιού, αλλά δεν ήταν και τόσο αργά ώστε να μην έχει καθόλου κίνηση. Οχήματα, διαβάτες, και έφιπποι φαίνονταν να ανεβαίνουν ή να κατεβαίνουν τους δρόμους: σκιερές μορφές πίσω από το παραπέτασμα της νεροποντής.
«Πού πηγαίνουμε;» ρώτησε ο Φέτανιρ. «Στο αεροδρόμιο;»
«Αποκλείεται να καταφέρουμε να πάρουμε το αεροσκάφος μας από εκεί,» είπε ο Θελλέδης.
«Συμφωνώ,» είπε ο Αυγερινός.
«Τι προτείνετε, λοιπόν, ρε παλικάρια;» έκανε ο Φέτανιρ, οδηγώντας επάνω στη λεωφόρο. Το όχημά τους έτριζε καθώς προχωρούσε. Τα μισά του τζάμια ήταν σπασμένα, η θωράκισή του καταχτυπημένη, οι τροχοί του πιθανώς να είχαν υποστεί κάποιες ζημιές, και σε διάφορα σημεία του μεταλλικού του περιβλήματος υπήρχαν πιασμένα κλαδιά και φυλλώματα.
«Θα πάμε προς τα νοτιοδυτικά,» είπε ο Αυγερινός, «κάνοντας, για την ώρα, τον γύρο της Άπατης Θάλασσας.»
«Αυγερινέ,» είπε η Γλυκάνθη, «η Απαστράπτουσα είναι πολύ μακριά από εδώ, αν ακολουθήσουμε τον δρόμο που προτείνεις.»
«Το γνωρίζω, Βασίλισσά μου. Είπα, όμως, ότι είναι για την ώρα. Ελπίζω να βρούμε κάποιο άλλο μεταφορικό μέσο καθοδόν.»
«Ελικόπτερο!» Ο Ούρος έδειξε, ξαφνικά, στον ουρανό. «Και δε νομίζω ότι τυχαία έρχεται προς το μέρος μας.»
Ο Φέτανιρ καταράστηκε κάτω απ’την ανάσα του. «Δεν τα παρατάνε ποτέ, οι μπάσταρδοι!»
«Ούτε κι εμείς,» είπε ο Θελλέδης. «Βγάλε μας από την πόλη, Φέτανιρ –γρήγορα!»
Ο Φέτανιρ επιτάχυνε, κάνοντας ζικ-ζακ, καθώς απέφευγε άλλα οχήματα που κινούνταν πάνω στη γλιστερή απ’το νερό της βροχής λεωφόρο.
Η Σαρφάλλη κοίταξε έξω από ένα παράθυρο, προς τον ουρανό. «Συνεχίζουν να μας ακολουθούν, αλλά δε μοιάζουν πρόθυμοι να μας πυροβολήσουν.»
«Επειδή είμαστε σε κεντρικό δρόμο,» είπε ο Αυγερινός, «κι επειδή η Βασίλισσα είναι στο ίδιο όχημα μ’εμάς. Ο Λούσιος τη θέλει ζωντανή. Όσο, όμως, τους έχουμε στο κατόπι μας, θα αναφέρουν τη θέση μας στους συντρόφους τους.»
«Προτείνεις να τους καταρρίψουμε;» ρώτησε ο Θελλέδης.
«Νομίζεις ότι μπορούμε;»
Ο Θελλέδης δεν απάντησε, κοιτάζοντας έξω απ’το παράθυρο, το ελικόπτερο.
Το όχημά τους βγήκε απ’τη νότια έξοδο της Ρακμάνης, με τρία άλλα οχήματα της τοπικής χωροφυλακής να το ακολουθούν. Και το ελικόπτερο, φυσικά, εξακολουθούσε να πετά από πάνω τους.
Μέχρι στιγμής, κανείς δεν τους είχε πυροβολήσει, αλλά τώρα, καθώς έτρεχαν επάνω στον εξοχικό δρόμο, τα οχήματα που τους ακολουθούσαν άρχισαν να τους ρίχνουν, σημαδεύοντας τους τροχούς τους. Ο Θελλέδης, η Σαρφάλλη, και η Βασίλισσα Γλυκάνθη, που βρίσκονταν στο πίσω κάθισμα, ανταπέδωσαν· και ο Αυγερινός έβγαλε το πιστόλι του απ’το πλαϊνό παράθυρο του οχήματος, για να πυροβολήσει κι εκείνος μέσα στο σκοτάδι και στη βροχή. Οι λάμψεις από τις κάννες έμοιαζαν να προσπαθούν ν’ανταγωνιστούν τις αστραπές.
Ένας τροχός του οχήματος χτυπήθηκε, άσχημα· ή ίσως να χτυπήθηκε για δεύτερη φορά· πάντως, έσπασε μ’ένα δυνατό ΚΡΑΚ! και το όχημα βγήκε απ’την πορεία του και από τον δρόμο. Σύρθηκε σ’ένα ανοιχτό μέρος, αναπήδησε πάνω σε μερικές πέτρες, και κοπάνησε στον κορμό ενός δέντρου, σταματώντας.
Από κει και πέρα άρχιζε ένα σκοτεινό δάσος.
Τα οχήματα της χωροφυλακής φάνηκαν να ζυγώνουν, γρήγορα, για να τους περικυκλώσουν.
«Βγείτε!» φώναξε ο Αυγερινός στους συντρόφους του. «Πηγαίνετε στο δάσος! Στο δάσος!» Και, παίρνοντας στα χέρια του ένα τουφέκι, πυροβόλησε τα ερχόμενα οχήματα, καταφέρνοντας να σπάσει το μπροστινό τζάμι ενός και να χτυπήσει τον οδηγό. Το όχημα έχασε την πορεία του και σταμάτησε –προσωρινά, όμως, γιατί σύντομα άλλος θα έπαιρνε το τιμόνι.
Η Βασίλισσα και οι επαναστάτες βγήκαν απ’το δικό τους όχημα και, υπακούοντας την προτροπή του Αυγερινού, χώθηκαν ανάμεσα στα δέντρα και τη βλάστηση, ενώ η βροχή τούς έλουζε, γλιστρώντας μέσα στα ρούχα τους και κάνοντας τα μαλλιά τους να κολλάνε στο κεφάλι και στο μέτωπό τους. Τον Θελλέδη τον βοηθούσε η Σαρφάλλη να περπατά, γιατί η σφαίρα που βρισκόταν μέσα στον χτυπημένο του μηρό δεν τον άφηνε καθόλου να σταθεί από μόνος του, λογχίζοντάς τον με δυνατό πόνο.
«Αυγερινέ!» φώναξε η Γλυκάνθη, κοιτάζοντας πάνω απ’τον ώμο της. «Έλα! Έλα!»
Ο Αυγερινός, παύοντας να πυροβολεί τα ερχόμενα οχήματα της χωροφυλακής, ακολούθησε τους συντρόφους του στο δάσος, καθώς ήξερε πως, αν καθυστερούσε λίγο, θα τους έχανε μες στο σκοτάδι και τη βλάστηση.
Οι διώκτες τους σταμάτησαν κοντά στο χτυπημένο όχημά τους, βγήκαν απ’τα δικά τους οχήματα, και, κουβαλώντας όπλα, τους κυνήγησαν.
Και, σύντομα, θα έρθουν κι άλλοι, σκέφτηκε ο Αυγερινός. Τώρα που ξέρουν τη θέση μας, θα έρθουν κι άλλοι· κι εμείς δεν μπορούμε πλέον ν’απομακρυνθούμε γρήγορα.
Πρέπει να κάνουμε κάτι, για να μας χάσουν–
Η ροή των σκέψεών του διακόπηκε από…
…μια παράλληλη ροή σκέψεων.
Και ο Αυγερινός ήξερε προς τα πού έπρεπε να οδηγήσει τους συντρόφους του.
«Από δω!» είπε. «Από δω!» κάνοντάς τους νόημα και πηδώντας σ’ένα βαθούλωμα του εδάφους, για να στρίψει δεξιά μέσα του και ν’ακολουθήσει ένα μονοπάτι ανάμεσα σε δέντρα που φύτρωναν μισό μέτρο από πάνω του.
Η Βασίλισσα και οι επαναστάτες έτρεξαν στο κατόπι του.
«Πού πηγαίνουμε;» τον ρώτησε η Γλυκάνθη. «Γνωρίζεις ετούτα τα μέρη, Αυγερινέ;»
«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνος, συνεχίζοντας ακάθεκτα την πορεία του.
Τότε, γιατί μας πας προς τα εκεί και όχι προς κάποια άλλη μεριά; απόρησε η Βασίλισσα, μα προτίμησε να μη μιλήσει. Εξάλλου, δεν είχε καμια καλύτερη κατεύθυνση να προτείνει.
Οι στρατιώτες που τους καταδίωκαν είχαν ανάψει φακούς μέσα στη νύχτα, προσπαθώντας να τους εντοπίσουν. Αλλά, από τη στιγμή που ο Αυγερινός είχε οδηγήσει την ομάδα του στο βαθούλωμα, έμοιαζαν να τους έχουν χάσει, γιατί ήταν πολύ πιο πίσω απ’ό,τι πριν, και οι φωνές τους δεν ακούγονταν πλέον καθόλου μες στο θόρυβο της βροχής.
Το μονοπάτι έκανε μια απότομη στροφή και, μετά, άρχισε να κατηφορίζει· κι από κει και πέρα, ουσιαστικά, μετατρεπόταν σε χείμαρρο, καθώς είχε πλημμυρίσει από τη νεροποντή. Ο Αυγερινός, όμως, δε σταμάτησε· συνέχισε να προχωρά, και οι άλλοι τον ακολούθησαν. Η Βασίλισσα Γλυκάνθη, που δε φορούσε μπότες, αλλά μονάχα ένα ζευγάρι δερμάτινα παπούτσια, αισθανόταν το νερό να έχει, προ πολλού, μπει μέσα τους και να έχει μουσκέψει τις κάλτσες της· και τώρα, το νερό άρχιζε να φτάνει ακόμα πιο ψηλά, σχεδόν ώς τα γόνατά της. Τα κόκαλά της την πονούσαν· ήταν, πραγματικά, πολύ μεγάλη για κάτι τέτοια. Όχι πως ποτέ πίστευε ότι ήταν φτιαγμένη για καταδιώξεις μέσα σε δάση ενώ έβρεχε…
Εκεί όπου το μονοπάτι τελείωνε, τελείωνε κι ο χείμαρρος· το νερό του χυνόταν σ’ένα ανοιχτό μέρος, όπου το χώμα το απορροφούσε και μετατρεπόταν σε λάσπη. Τριγύρω, υπήρχαν ψηλά δέντρα, και, μέσα απ’το σκοτάδι των φυλλωμάτων τους, δύο μεγάλες μορφές φάνηκαν να κινούνται.
Δύο μεγάλες, τετράποδες μορφές με επιμήκη κεφάλια και κέρατα στη μουσούδα. Οι φολίδες τους γυάλιζαν μ’ένα έντονο γαλανό φως όπου κατάφερναν να τις συναντήσουν οι φεγγαραχτίδες της Γλαυκής.
«Σερπετά!…» έκανε η Βασίλισσα Γλυκάνθη. Άγρια Σερπετά των δασών. Για μια στιγμή, φοβήθηκε ότι ίσως να τους επιτίθονταν.
Οι επαναστάτες ύψωσαν τα όπλα τους.
«Δεν υπάρχει λόγος γι’ανησυχία,» τους είπε ο Αυγερινός. «Μόλις ήρθαν οι σύμμαχοί μας. Θα μας πάρουν μακριά από εδώ, και θα μας κρατήσουν ασφαλείς όσο μπορούν.»
«Πρίγκιπα Λούσιε, απαιτώ να μάθω τι συμβαίνει στο παλάτι μου!»
Ο Δούκας Φερέσβιος είχε μόλις μπει στη μεγάλη αίθουσα, μαζί με τη σύζυγό του, την καφετόδερμη Ανδρομάχη. Κι οι δύο ήταν ταραγμένοι, αλλά η όψη του Δούκα φανέρωνε και θυμό, έντονο θυμό.
Ο Λούσιος στράφηκε να τους κοιτάξει. «Ποιο είναι το πρόβλημα;» ρώτησε, ήρεμα.
«Ποιο είναι το πρόβλημα;» γρύλισε ο Φερέσβιος, εκτός εαυτού, νιώθοντας την οργή του να τον διακατέχει πλήρως: να τον διακατέχει όπως λίγες φορές στη ζωή του είχε αισθανθεί να τον διακατέχει, γιατί ήθελε, γενικά, να θεωρεί τον εαυτό του πράο άνθρωπο. «Οι φρουροί μου μου είπαν ότι τους πρόσταξες να κυνηγήσουν τη Βασίλισσα και τους συνοδούς της! Δε θα επιτρέψω άλλες τέτοιες ανοησίες μέσα στην πόλη μου, Πρίγκιπα Λούσιε!»
Τα μάτια του Λούσιου άστραψαν με τρόπο που δεν ήταν ανθρώπινος. Ο Φερέσβιος παραξενεύτηκε, αρχικά, κι ύστερα αισθάνθηκε έναν παγερό τρόμο να τον καταλαμβάνει· ακούσια, έκανε ένα βήμα όπισθεν, αν και υπήρχε ήδη αρκετή απόσταση ανάμεσα σ’εκείνον και τον αυτοαποκαλούμενο Αντιβασιλέα της Απολλώνιας.
«Δε θα επιτρέψεις, Δούκα μου;» είπε ο Λούσιος. «Δε θα επιτρέψεις;» Γέλασε. «Και ποιος σου είπε ότι χρειάζομαι την άδειά σου για να κάνω οτιδήποτε;» φώναξε· και τώρα η φωνή του αντήχησε σαν καμπάνα μέσα στην αίθουσα. «Η μητέρα μου έχει αλλοφρονήσει· έχει πιστέψει σε ψέματα· κι εγώ προσπαθώ να τη φέρω πίσω, σ’εμένα, προτού οι πράκτορες του Ανδρόνικου την πάρουν μακριά από εδώ.»
Ο Φερέσβιος δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν εκείνο που τον τρόμαζε στην εμφάνιση του Λούσιου. Θα μπορούσε να πει ότι ήταν σαν κάποιος άλλος να φορούσε το σώμα του γιου της Βασίλισσας Γλυκάνθης. Αλλά αυτό, βέβαια, δε μπορεί να αλήθευε· δεν έβγαζε κανένα νόημα…
Ο Δούκας της Ρακμάνης παραμέρισε τον τρόμο του, και είπε, αποφασιστικά: «Δε θα συμμετάσχω άλλο σ’αυτό! Δε θα διαιρέσω το βασίλειο, και δε θα σ’αφήσω να κυνηγάς τη Βασίλισσα μέσα στην ίδια μου την πόλη!»
«Θα με προδώσεις, λοιπόν, Φερέσβιε;» Η φωνή του Λούσιου ήταν βαριά, σχεδόν θρηνητική, λες κι έπαιζε θέατρο. Τα μάτια του άστραψαν πάλι μ’εκείνον τον αφύσικο τρόπο.
«Δεν θα προδώσω την Απολλώνια!» δήλωσε ο Φερέσβιος.
Ο Λούσιος αναστέναξε, και πρόσταξε τους φρουρούς: «Συλλάβετε τον Δούκα και τη σύζυγό του.»
«Οι φρουροί μου δε θα με συλλάβουν, Πρίγκιπα Λούσιε!»
Και, πράγματι, οι φρουροί δεν κινήθηκαν αμέσως· κινήθηκαν μόνο αφότου ένας άντρας τούς πρόσταξε να κινηθούν. Ένας άντρας που ο Φερέσβιος γνώριζε από παλιά, και νόμιζε ότι μπορούσε να εμπιστευτεί. Ονομαζόταν Ράλτης Δίψυχος, και ήταν ο διοικητής της φρουράς του παλατιού.
«Συλλάβετε τον Δούκα,» είπε ο Διοικητής Ράλτης, και τότε οι στρατιώτες δε δίστασαν να ζυγώσουν τον Φερέσβιο και τη σύζυγό του.
«Προδότη!» φώναξε εκείνος. «Προδότη!» Και τράβηξε το πιστόλι απ’τη ζώνη του, υψώνοντάς το και σημαδεύοντας τον διοικητή.
«Δε θα το έκανα, αν ήμουν στη θέση σου, Δούκα μου,» προειδοποίησε ο Λούσιος.
Ο Φερέσβιος πάτησε τη σκανδάλη.
Και πάντοτε ήταν καλός σκοπευτής. Η σφαίρα του βρήκε τον Ράλτη Δίψυχο στο αριστερό μάτι. Το κεφάλι του διοικητή έκανε απότομα πίσω, μα αίμα δεν πετάχτηκε, ούτε ο άντρας έπεσε. Εκεί όπου ήταν το μάτι του φάνηκε ένα παχύρρευστο υγρό στο χρώμα του ασημιού, το οποίο άρχισε να αναπλάθει τη σάρκα.
Η ανάσα του Φερέσβιου κόπηκε, κι ένα ουρλιαχτό βγήκε απ’τα χείλη της Ανδρομάχης.
Οι φρουροί τούς περικύκλωσαν, υψώνοντας τα όπλα τους και σημαδεύοντάς τους.
«Σε προειδοποίησα, Δούκα μου,» είπε ο Λούσιος, «δε σε προειδοποίησα;»
Ο Διοικητής Ράλτης μειδίασε, καθώς το τραύμα του θεραπευόταν και ένα καινούργιο μάτι παρουσιαζόταν εκεί όπου βρισκόταν το παλιό.
«Τι είναι αυτό το τέρας;» φώναξε ο Φερέσβιος. «Η Βασίλισσα είχε δίκιο για σένα, Λούσιε! Είσαι όντως υπηρέτης του Μαύρου Νάρζουλ!»
«Τι λόγια είναι αυτά, Δούκα μου; Μονάχα από το στόμα ενός προδότη θα έβγαιναν,» είπε ο Λούσιος. Και προς τους φρουρούς: «Αφοπλίστε τον Δούκα και συνοδέψτε τον στα μπουντρούμια του παλατιού, μέχρι να μπορέσουμε να κάνουμε κάποια καλύτερη συνεννόηση μαζί του.»
Οι στρατιώτες πήραν το πιστόλι του Φερέσβιου, και τράβηξαν εκείνον και τη σύζυγό του έξω απ’τη μεγάλη αίθουσα.
Ο Λούσιος πλησίασε την κονσόλα που βρισκόταν σε μια μεριά του δωματίου, και πάτησε το πλήκτρο που άνοιγε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό, ο οποίος ήταν ήδη ρυθμισμένος στην κατάλληλη συχνότητα.
«Τους συλλάβατε;» ρώτησε.
«Όχι, Μεγαλειότατε,» απάντησε ο πιλότος του ελικοπτέρου. «Κρύφτηκαν μέσα σ’ένα δάσος, και, εξαιτίας του σκοταδιού και της βροχής, είναι αδύνατον να τους εντοπίσουμε. Ωστόσο, οι άνθρωποί μας έχουν αφήσει τα οχήματα τους και τους ψάχνουν.»
Ο Λούσιος πάτησε ένα πλήκτρο, και ο χάρτης της περιοχής παρουσιάστηκε στην οθόνη του. «Δείξε μου την τοποθεσία σου,» πρόσταξε τον πιλότο.
Ένα κόκκινο φωτάκι άναψε στα νότια της Ρακμάνης, σε μια δασώδη περιοχή.
*
Τα Σερπετά έτρεχαν για ώρες, μέσα στη βροχή.
Η Γλυκάνθη είχε τα χέρια της τυλιγμένα γύρω απ’το λαιμό του ενός από αυτό, και κρατούσε τα μάτια της συνέχεια κλειστά… εκτός από όταν τα άνοιγε μόνο για λίγο, ώστε να κρυφοκοιτάξει τι γινόταν γύρω της. Πού βρίσκονταν; Ήταν ακόμα στο δάσος, ή είχαν βγει σε κάποιο ανοιχτό μέρος; Και η απάντηση ήταν πάντα πως εξακολουθούσαν να βρίσκονται στο δάσος.
Το ίδιο Σερπετό μ’εκείνη καβαλούσαν ο Αυγερινός και Ούρος, ενώ στην πλάτη του δεύτερου Σερπετού κάθονταν η Σαρφάλλη, ο Φέτανιρ, και ο Θελλέδης. Ο τελευταίος ήταν φανερό πως υπέφερε από τη σφαίρα στον μηρό του, και οι άλλοι δύο προσπαθούσαν να τον συγκρατούν, ώστε να μην πέσει.
Οι κορμοί των δέντρων και οι φυλλωσιές περνούσαν γρήγορα γύρω τους· η Βασίλισσα Γλυκάνθη τα έβλεπε όλα σαν μια σκοτεινή θολούρα, όποτε άνοιγε τα βλέφαρά της. Το νερό της βροχής την είχε μουσκέψει ώς το κόκαλο, και το κρύο της νύχτας την περόνιαζε. Φοβόταν ότι θα άρπαζε καμια πνευμονία. Και, στην ηλικία μου, αν συμβεί κάτι τέτοιο, μπορεί να πάω να βρω την Κυρά του Καπνού, σκέφτηκε, μη μπορώντας παρά να φέρει στο νου της την εικόνα αυτής της κατώτερης θεότητας, που υπηρετούσε τον Απόλλωνα και μετέφερε τις ψυχές των νεκρών μέσα στους Καπνούς της.
Σε κάποια στιγμή, ο Αυγερινός είπε: «Πρέπει να σταματήσουμε.» Και τα Σερπετά τον υπάκουσαν, σα να καταλάβαιναν τη λαλιά των ανθρώπων. Έπαψαν να τρέχουν και στάθηκαν, σταθερά, στα τέσσερα πόδια τους. Η Γλυκάνθη δεν μπορούσε να αισθανθεί αν το δικό της ήταν κουρασμένο, ή λαχανιασμένο στο ελάχιστο. Και, μάλλον, αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι το Σερπετό δεν ήταν ούτε κουρασμένο ούτε λαχανιασμένο. Γιατί, διαφορετικά, η Βασίλισσα θα το καταλάβαινε. Ετούτη δεν ήταν η πρώτη φορά που καβαλούσε ζώο: είχε και παλιότερα καβαλήσει άλογα, και η αλήθεια ήταν πως της άρεσε η ιππασία. Επίσης, νόμιζε πως κάποτε είχε ιππεύσει και Σερπετό, αλλά τότε το θηρίο δεν πρέπει να έτρεχε, οπότε δεν της είχε περάσει απ’το μυαλό αν είχε λαχανιάσει ή όχι.
«Κατεβείτε!» φώναξε ο Αυγερινός στους συντρόφους του, για ν’ακουστεί μέσα στο θόρυβο της βροχής. Και τότε η Βασίλισσα συνειδητοποίησε και κάτι ακόμα: Όταν ο Βασιλικός Φρουρός είχε πει Πρέπει να σταματήσουμε, αποκλείεται το δεύτερο Σερπετό να μπορούσε να τον ακούσει, στην απόσταση όπου βρισκόταν· κι όμως, είχε κι αυτό σταματήσει την ίδια στιγμή με το πρώτο. Ο Αυγερινός είναι, πραγματικά, ευλογημένος από τον Απόλλωνα…
Η Γλυκάνθη κατέβηκε απ’τη ράχη του Σερπετού της, καθώς κι οι υπόλοιποι έκαναν το ίδιο. Η Σαρφάλλη και ο Φέτανιρ βοηθούσαν τον Θελλέδη να ξεκαβαλικέψει· και η πρώτη ρώτησε: «Γιατί σταματάμε εδώ;»
«Γιατί έχουμε έναν τραυματία μαζί μας,» είπε ο Αυγερινός, ζυγώνοντας τον γαλανόδερμο επαναστάτη.
«Αυγερινέ,» μούγκρισε εκείνος, τρίζοντας τα δόντια απ’τον πόνο, «σου είπα: Αν σας γίνω βάρος–»
«Δεν μας έχεις γίνει βάρος, γιατί νομίζω πως, έτσι κι αλλιώς, οι διώκτες μας μας έχουν χάσει. Πρέπει, επομένως, να βγάλουμε αυτή τη σφαίρα από μέσα σου, προτού πάθεις τίποτα χειρότερο απ’ό,τι έχεις ήδη πάθει.» Και προς τη Σαρφάλλη και τον Φέτανιρ: «Πηγαίνετέ τον εκεί,» έδειξε, «όπου η βροχή κόβει λίγο.» Η Βασίλισσα Γλυκάνθη μπορούσε να διακρίνει μερικές φυλλωσιές, που δημιουργούσαν ένα φυσικό υπόστεγο.
Η Σαρφάλλη και ο Φέτανιρ μετέφεραν τον Θελλέδη εκεί, και τον έβαλαν να ξαπλώσει στο μουσκεμένο χορτάρι.
«Είναι κανείς σας γιατρός;» ρώτησε ο Αυγερινός.
Οι επαναστάτες έγνεψαν αρνητικά.
«Δε μπορεί κανένας να του βγάλει τη σφαίρα, δηλαδή;»
«Αυτό μπορούμε να το κάνουμε,» είπε η Σαρφάλλη.
«Ωραία, τότε,» αποκρίθηκε ο Αυγερινός. «Ελπίζω μόνο να μπορείτε να το κάνετε καλύτερα από μένα, που οι γνώσεις μου είναι πολύ βασικές.»
Η Σαρφάλλη γονάτισε πλάι στον Θελλέδη. «Και οι δικές μου το ίδιο είναι, αλλά θα προσπαθήσω.» Τράβηξε ένα μαχαίρι απ’τη μπότα της και έσκισε το παντελόνι του, για να φανερώσει τον τραυματισμένο μηρό.
Η Βασίλισσα Γλυκάνθη απέστρεψε το βλέμμα, μη μπορώντας να παρακολουθήσει άλλο. Η ίδια δεν είχε καμία απολύτως γνώση ιατρικής, και δε νόμιζε ότι θα μπορούσε ποτέ να βγάλει σφαίρα μέσα από κάποιον –όχι χωρίς να λιποθυμήσει ή να ξεράσει, τουλάχιστον…
Ο Θελλέδης κραύγασε, κάνοντας τη Γλυκάνθη να σφίξει, ακούσια, τις γροθιές της. Προσπάθησε να τον αγνοήσει, και άκουσε τον Φέτανιρ να λέει: «Δάγκωσε αυτό, φίλε μου. Δάγκωσε αυτό.»
Αισθανόταν το σώμα της να τρέμει από το κρύο νερό που κυλούσε επάνω του. Έστρεψε το βλέμμα της στο Σερπετό που, πριν από λίγο, κουβαλούσε αυτήν, τον Αυγερινό, και τον Ούρο. Τα μάτια του πλάσματος ήταν ήρεμα· και μόνο που η Γλυκάνθη τα κοίταζε, νόμιζε ότι της μετέδιδαν ένα ψήγμα της ηρεμίας τους.
«Βασίλισσά μου,» είπε ο Αυγερινός, πλησιάζοντάς την, «ελάτε κάτω απ’τις φυλλωσιές. Κόβουν λίγο τη βροχή.»
Η Γλυκάνθη είχε τυλίξει τα χέρια της γύρω απ’τον εαυτό της. Γιατί δεν είχε πάρει την κάπα της, φεύγοντας απ’το δωμάτιό της στο παλάτι του Φερέσβιου; Γιατί την είχε ξεχάσει; «Κόβουν λίγο τη βροχή;» είπε. «Δε νομίζω ότι αυτό το λίγο θα με βοηθήσει, Αυγερινέ.»
«Καλύτερα αυτό παρά τίποτα, Βασίλισσά μου.»
Η Γλυκάνθη κοίταξε, για μερικές στιγμές, το πρόσωπό του. Κατένευσε, και πήγε εκεί όπου της είχε προτείνει. Η βροχή, πράγματι, έκοβε λιγάκι σε τούτο το μέρος, αλλά αυτό δεν μπορούσε να κάνει το ξεπαγιασμένο κορμί της Βασίλισσας να ζεσταθεί.
Η σφαίρα δεν άργησε να βγει απ’τον μηρό του Θελλέδη. Η Σαρφάλλη έδεσε το τραύμα του όσο καλύτερα ήξερε και τον βοήθησε πάλι να σηκωθεί. Εκείνος έμοιαζε να βρίσκεται σε χειρότερη κατάσταση από πριν, έτοιμος να λιποθυμήσει.
Τα Σερπετά λύγισαν τα γόνατα και έσκυψαν τους λαιμούς, για να τους διευκολύνουν να τα καβαλήσουν. Η Γλυκάνθη, βγαίνοντας απ’το προστατευμένο μέρος όπου την είχε οδηγήσει ο Αυγερινός, αισθάνθηκε άσχημα που ξαναβρισκόταν εκτεθειμένη στην καταιγίδα, όπως όταν πρέπει να βγεις από τη ζεστή κουβέρτα σου ένα παγερό πρωινό. Τελικά, το γεγονός ότι έκοβε λιγάκι η βροχή σ’εκείνο το σημείο δεν ήταν τόσο αμελητέο όσο αρχικά νόμιζε.
Τα Σερπετά άρχισαν πάλι να τρέχουν μέσα στο δάσος και στη νεροποντή.
«Πού μας πηγαίνουν;» ρώτησε η Γλυκάνθη τον Αυγερινό, κοιτάζοντάς τον πάνω απ’τον ώμο της.
«Σ’ένα ασφαλές μέρος.»
«Ναι, αλλά πού ακριβώς;»
«Δε γνωρίζω, Βασίλισσά μου.»
Και τα υπόλοιπα πώς τα γνωρίζεις; σκέφτηκε η Γλυκάνθη. Αλλά καταλάβαινε ότι δε θα είχε νόημα να κάνει αυτή την ερώτηση. Ελπίζω μόνο να φτάσουμε γρήγορα όπου είναι να φτάσουμε, γιατί θα ξεπαγιάσω…
*
Τα Σερπετά έτρεχαν για ώρες ατελείωτες. Τα μεγάλα, νυχάτα πόδια τους βροντούσαν πάνω στο έδαφος, και ποτέ δε σταματούσαν. Η Γλυκάνθη, παλιότερα, δεν πίστευε ότι αυτά τα πλάσματα είχαν τη δυνατότητα να τρέχουν τόσο γρήγορα, ούτε για τόσο πολύ.
Τα δάση, κάποια στιγμή, τελείωσαν και, τότε, βγήκαν σ’έναν πεδινό τόπο, μέσα στο σκοτάδι της βαθιάς νύχτας, ενώ η βροχή είχε πάψει. Η Βασίλισσα τουρτούριζε, πιασμένη πάνω στο Σερπετό της, καθώς ο κρύος αγέρας τη χτυπούσε. Απόμακρα, φαίνονταν τα φώτα κάποιας μικρής πόλης ή χωριού.
Τα Σερπετά δε σταμάτησαν· συνέχισαν το ατελείωτο τρεχαλητό τους.
Η θάλασσα δε φαίνεται, συνειδητοποίησε η Γλυκάνθη, κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά. Δε φαίνεται πουθενά. Μας οδηγούν στην ενδοχώρα. Μάλλον, είμαστε κάπου μέσα στα Νότια Δουκάτα τώρα.
Τα Σερπετά τούς πήγαν σ’ένα ορεινό μέρος, που, στην αρχή, το έβλεπαν μόνο ως έναν σκοτεινό όγκο στον ορίζοντα, αλλά, ύστερα από μερικές ώρες, ήρθε πολύ πιο κοντά τους. Τα πλάσματα κινούνταν με σχετική άνεση πάνω στα βράχια, και κατέληξαν ν’ακολουθούν ένα κακοτράχαλο μονοπάτι. Η Γλυκάνθη πότε κοιμόταν πότε ξυπνούσε, εξαιτίας της κούρασής της, μα κατάλαβε ότι το μονοπάτι δεν πρέπει να ανέβαινε ολοένα και ψηλότερα· ακολουθούσε μια πορεία που τους πήγαινε γύρω απ’το ορεινό μέρος. Και, όπως αποδείχτηκε, η Βασίλισσα δεν έκανε λάθος.
Όταν είχε χαράξει και το πρώτο φως έπεφτε στην Απολλώνια, βρέθηκαν στην άλλη μεριά του βραχώδους τόπου, σ’έναν δασότοπο και αντίκρυ σ’ένα οικοδόμημα που δεν μπορούσε παρά να είναι Ναός του Απόλλωνα· η Γλυκάνθη –και οποιοσδήποτε Απολλώνιος– ήταν αδύνατον να μπερδέψει έναν Ναό του Απόλλωνα για οτιδήποτε άλλο.
Στις σκάλες που οδηγούσαν στην είσοδο του Ναού στεκόταν μια γυναίκα με καφέ δέρμα και μαύρα, μακριά μαλλιά. Φορούσε γαλανό ράσο και χρυσή ζώνη, και στο αριστερό της χέρι υπήρχε ένα γάντι από χρυσάφι. Μια Ορκισμένη Ιέρεια.
Τα Σερπετά σταμάτησαν, και τώρα η Γλυκάνθη μπορούσε να αισθανθεί αυτό που καβαλούσε να βαριανασαίνει. Τελικά, δεν ήταν τελείως ακούραστα· είχαν κι αυτά τα όριά τους, όπως όλα τα πλάσματα.
Οι επαναστάτες και ο Αυγερινός κατέβηκαν από τη ράχη τους, κι ύστερα ο Βασιλικός Φρουρός έδωσε το χέρι του στη Βασίλισσα, για να κατεβεί κι εκείνη. Η Γλυκάνθη ένιωθε κάθε σημείο του σώματός της μουδιασμένο και κάθε της κόκαλο έτοιμο να σπάσει, αλλά πήδησε από την πλάτη του Σερπετού, δίχως να πάρει το χέρι του Αυγερινού. Καθώς, όμως, τα πόδια της συναντούσαν το έδαφος, παραπάτησε, κι ο Βασιλικός Φρουρός τη συγκράτησε, για να μην πέσει.
Έπειτα, έστρεψε το βλέμμα του στην Ορκισμένη Ιέρεια. «Πάμφωτη,» την προσφώνησε. «Ζητούμε καταφύγιο.»
«Το ξέρω,» αποκρίθηκε εκείνη. «Σας περίμενα.»
Ο Αυγερινός βοήθησε τη Γλυκάνθη ν’ανεβεί τα σκαλοπάτια του Ναού, ενώ εκείνη αισθανόταν τα γόνατά της να τρέμουν και να πονάνε. Δεν είχε καταλάβει ότι είχε κουραστεί τόσο πολύ από την ολονύχτια ιππασία τους. Όταν βρίσκομαι στο παλάτι της Απαστράπτουσας, υπάρχουν στιγμές που έχω την ψευδαίσθηση ότι είμαι ξανά νέα· αλλά εδώ δεν μπορώ να διατηρήσω ούτε το παραμικρό ψήγμα από αυτήν, σκέφτηκε μελαγχολικά.
Η Ορκισμένη Ιέρεια τούς οδήγησε στο εσωτερικό του Ναού και σε μερικούς κοιτώνες. Η Γλυκάνθη τα έβλεπε όλα γύρω της σαν εικόνες από όνειρο· το βλέμμα της είχε δυσκολία να το εστιάσει σ’ένα συγκεκριμένο μέρος. Ο Αυγερινός την άφησε να καθίσει στην άκρη ενός κρεβατιού.
«Βασίλισσά μου,» είπε, «υπάρχουν στεγνά ρούχα εδώ.» Έδειξε ένα ανοιχτό μπαούλο. (Πότε τα έφεραν; αναρωτήθηκε, μπερδεμένα, εκείνη. Μας είπε κι η ιέρεια γι’αυτά;) «Να τα φορέσετε, προτού κοιμηθείτε. Μην ξαπλώσετε με τα βρεγμένα ρούχα.» Ο Αυγερινός έσκυψε πάνω απ’το μπαούλο και τράβηξε και κάτι άλλο από μέσα. «Υπάρχουν και πετσέτες, για να σκουπιστείτε. Εντάξει;»
Η Γλυκάνθη κατένευσε. «Ναι. Σ’ευχαριστώ, Αυγερινέ.»
«Αν θέλετε κάτι, φωνάξτε με,» είπε ο Βασιλικός Φρουρός, κι έφυγε απ’τον κοιτώνα, αφήνοντας τη Βασίλισσα μόνη.
Η Γλυκάνθη έβγαλε τα ρούχα της, χωρίς να σηκωθεί όρθια, γιατί δεν ήταν σίγουρη ότι θα κατάφερνε να μη σωριαστεί. Άπλωσε τα χέρια της και έπιασε τις πετσέτες, χρησιμοποιώντας τες για να σκουπίσει το γυμνό της σώμα και τα μαλλιά της. Παρά το γεγονός ότι δε φορούσε ρούχα, διαπίστωσε ότι δεν κρύωνε εδώ μέσα. Παραξενεύτηκε. Άπλωσε πάλι το ένα της χέρι και άγγιξε τον τοίχο πλάι στο κρεβάτι της. Ήταν ζεστός. Ο Ναός πρέπει να είχε κάποιου είδους εσωτερική θέρμανση: καυτό νερό, ίσως, που κυλούσε σε ειδικούς αγωγούς πίσω απ’τους τοίχους του.
Η Γλυκάνθη φόρεσε μια απλή ρόμπα και κουκουλώθηκε κάτω απ’τα σκεπάσματα του κρεβατιού.
Μεγάλε Απόλλωνα, σκέφτηκε, καθώς το πρόσωπο του Λούσιου ήρθε στο μυαλό της, τι θα κάνουμε; Ο Αυγερινός τον αποκάλεσε Κατακεραυνωτή. Έχει, πράγματι, μετατραπεί σε έναν από τους Οκτώ; Κι αν ναι, τότε πού είναι ο γιος μου; Τον έχει φυλακίσει το πνεύμα αυτού του δαίμονα;
Ετούτες οι σκέψεις, όμως, ήταν πολύ κουραστικές για την ήδη, σωματικά και ψυχικά, εξουθενωμένη Βασίλισσα, έτσι σύντομα την πήρε ο ύπνος. Ένας βαθύς λήθαργος, δίχως όνειρα.
*
«Δηλαδή, την χάσατε,» είπε ο Λούσιος, ατενίζοντας τους τρεις στρατιωτικούς αντίκρυ του. Στεκόταν ευθυτενής μέσα στη μεγάλη αίθουσα του παλατιού της Ρακμάνης, με τα χέρια του σταυρωμένα πίσω απ’την πλάτη.
«Δεν ξέρουμε πώς έγινε αυτό, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε ο ένας απ’τους στρατιωτικούς. «Από τότε που μπήκαν σ’εκείνο το δάσος, είναι σα να εξαφανίστηκαν. Έχουμε χτενίσει όλη την περιοχή, μα δεν τους έχουμε βρει.»
«Επειδή δεν είναι πλέον εκεί,» είπε ο Λούσιος. «Αποκλείεται, ύστερα από τόσες ώρες, να βρίσκονται ακόμα στο ίδιο μέρος.
»Μπορείτε να πηγαίνετε. Φύγετε από μπροστά μου!» Έκανε μια αποδεσμευτική χειρονομία.
Οι στρατιωτικοί αποχώρησαν, βγαίνοντας από τη μεγάλη αίθουσα.
Η Κορνηλία καθόταν σε μια πολυθρόνα, κοντά στο τζάκι. Δεν είχε κοιμηθεί πολύ το βράδυ, αλλά είχε κοιμηθεί μερικές ώρες. Το χρειαζόταν, για να ξεκουραστεί, έπειτα από το ταξίδι της στην Απολεσθείσα Γη. Επίσης, είχε κάνει ένα ζεστό μπάνιο, και τα πάντα της φαίνονταν καλύτερα, αν εξαιρούσε τις άσχημες σκέψεις και τις άγριες επιθυμίες που έρχονταν συνεχώς στο μυαλό της. Δεν ήξερε τι ακριβώς την είχε πιάσει και γινόταν αυτό, ούτε γνώριζε πότε θα σταματούσε, όμως καταλάβαινε ότι οφειλόταν στην παρουσία του Κατακεραυνωτή.
Τώρα, η Κορνηλία ήταν ντυμένη μ’ένα μαύρο, μακρύ φόρεμα, που είχε γούνα γύρω απ’το ντεκολτέ και τις άκριες των μανικιών. Απ’το λαιμό της κρεμόταν ένα περιδέραιο με μαργαριτάρια, το οποίο χανόταν ανάμεσα στα στήθη της. Στο αριστερό χέρι κρατούσε μια αχνιστή κούπα που περιείχε ζεστό καφέ αναμιγμένο με ηδύποτο.
Οι άσχημες σκέψεις ακόμα δεν την άφηναν να ησυχάσει· συνέχιζαν να έρχονται και να έρχονται και να έρχονται, όσο κι αν πάλευε να τις διώξει.
Τα μάτια της ατένισαν ερευνητικά τον Λούσιο. Ή, μάλλον, το σώμα του Λούσιου. Είναι, άραγε, και το πνεύμα του εκεί μέσα; Ή ο ξάδελφός μου είναι νεκρός, όπως η γυναίκα του;
Ο Αντιβασιλέας στράφηκε στο μέρος της. «Κορνηλία,» είπε, «αισθάνομαι πως θες κάτι να μάθεις.» Την πλησίασε με αργά βήματα. Δεν έμοιαζε, όμως, κουρασμένος απ’το γεγονός ότι δεν πρέπει νάχε κοιμηθεί όλη τη νύχτα.
Η Κορνηλία ήπιε μια γουλιά απ’το ποτό της. «Θα ήθελα να μάθω, Μεγάλε Άρχοντα, αν ο Λούσιος εξακολουθεί να είναι εκεί μέσα.» Το βλέμμα της έλεγε ξεκάθαρα τι σήμαινε αυτό το εκεί μέσα, καθώς συνέχιζε να είναι καρφωμένο στο σώμα του ξαδέλφου της.
Τα μάτια του Κατακεραυνωτή άστραψαν με αφύσικο τρόπο. Γέλασε. «Κορνηλία,» είπε, «ασφαλώς και ο Λούσιος εξακολουθεί να είναι εδώ. Εγώ είμαι ο Λούσιος.» Στάθηκε μπροστά της. Λύγισε τη μέση του και ακούμπησε τα χέρια του στους βραχίονες της πολυθρόνας. Το πρόσωπό του βρέθηκε κοντά στο δικό της· η ανάσα του ήταν καυτή. Τα μάτια του… τα μάτια του, η Κορνηλία νόμιζε ότι κοίταζαν κατευθείαν μέσα στην ψυχή της.
«Και πού είναι ο Κατακεραυνωτής;» τον ρώτησε, νιώθοντας τον λαιμό της κολλημένο. Ήπιε ακόμα μια γουλιά απ’το ποτό της.
«Ο Κατακεραυνωτής κι εγώ είμαστε ένα, Κορνηλία. Ο Λούσιος κι εγώ είμαστε ένα. Καταλαβαίνεις;»
Όχι, σκέφτηκε, αλλά κατένευσε.
Ο Λούσιος άγγιξε το σαγόνι της, το κράτησε σταθερά, και κόλλησε τα χείλη του πάνω στα δικά της. Η γλώσσα του γλίστρησε μέσα στο στόμα της. Η Κορνηλία αισθάνθηκε το φιλί του να τη διαπερνά σαν αστραπή, ξυπνώντας απρόσμενα έντονη ερωτική επιθυμία ανάμεσα στους μηρούς της. Τα στήθη της πιέστηκαν μέσα στον χαλαρό στηθόδεσμό της. Ένιωσε να ζαλίζεται.
Ο Λούσιος τύλιξε το χέρι του γύρω απ’τη μέση της, και τη σήκωσε απ’την πολυθρόνα. Τράβηξε το φόρεμά της επάνω, και οι παλάμες του έσφιξαν τους μηρούς της, γλιστρώντας κάτω απ’την περισκελίδα της· δυο του δάχτυλα χώθηκαν μέσα της. Η Κορνηλία μούγκρισε ηδονικά· η κούπα της έπεσε στο χαλί. «Δε βλέπεις πού είμαστε;» του είπε, αλλά δεν ήθελε να σταματήσει, παρότι οι δυο τους βρίσκονταν σ’ένα δωμάτιο όπου μπορούσε να μπει σχεδόν ο καθένας.
«Στο βασίλειό μου είμαστε,» αποκρίθηκε ο Λούσιος, «και μπορούμε να σκίζουμε τα ρούχα μας όπου και όπως θέλουμε.» Και, τραβώντας την περισκελίδα της, την έσκισε και την άφησε να γλιστρήσει κάτω, στις κνήμες και στους αστραγάλους της.
Η Κορνηλία γέλασε, καθώς ο Λούσιος την παρέσερνε στο πάτωμα, δίπλα στο αναμμένο τζάκι, φιλώντας, γλείφοντας, και δαγκώνοντας το λαιμό της.
Απομακρύνθηκαν από την Όζντρηβ, ταξιδεύοντας καμια ώρα δρόμο προς τα βόρεια, κι εκεί, σ’ένα καλυμμένο μέρος, σταμάτησαν το Βατράχι και κατασκήνωσαν, για να περάσουν τη νύχτα. Η Ιωάννα, η Νελμίρα, ο Γεράρδος, και ο Ράθνης φύλαξαν σκοπιά εκ περιτροπής, μέχρι την αυγή. Τότε, ο Οδυσσέας κάθισε πάλι στη θέση του οδηγού μέσα στο Βατράχι και ο Τάμπριελ’λι στο ενεργειακό κέντρο, για να υφάνει τη Μαγγανεία Κινήσεως. Και ξεκίνησαν προς τον Βορρά.
Σύντομα, έφτασαν στα Παγωμένα Έλη της Μοργκιάνης: έναν αχανή τόπο με χαμηλή βλάστηση, όπου το στάσιμο νερό ήταν παγωμένο ακόμα και το καλοκαίρι, και, όσο πήγαινες βόρεια, κρυστάλλωνε και σκλήραινε. Σε ορισμένα σημεία, ο κρύσταλλος ήταν πολύ επικίνδυνος να σπάσει και να βρεθείς παγιδευμένος από κάτω.
Ο Σέλιρ’χοκ προειδοποίησε τους συντρόφους του για τους κινδύνους, αλλά ο Οδυσσέας τού είπε: «Τα ξέρω. Και δε νομίζω το Βατράχι να έχει πρόβλημα.»
Η πορεία τους μέσα στα Παγωμένα Έλη ήταν μάλλον ανιαρή, καθώς, όπου κι αν κοίταζαν έξω απ’το όχημά τους, μπορούσαν ν’ατενίσουν μονάχα μια ατελείωτη λασπώδη έκταση, όπου ελάχιστα ζώα περιφέρονταν, κι αυτά μικροσκοπικά.
Ο Γεράρδος είπε ότι, κατά μία έννοια, ετούτος ο τόπος σού έδινε παρόμοια αίσθηση με το Πορφυρό Κενό. Ήταν ατέρμονος· ή, τουλάχιστον, έτσι έμοιαζε.
Η Ιωάννα, όμως, δεν το νόμιζε. Δε νόμιζε ότι τα Παγωμένα Έλη ήταν σαν το Πορφυρό Κενό. Ούτε κατά διάνοια. Εκείνο που νόμιζε ήταν ότι ο Γεράρδος είχε αρχίσει κιόλας να νοσταλγεί την παλιά του ζωή. Εξάλλου, είχε ζήσει πολλά χρόνια ως καπετάνιος στην απεραντοσύνη του Πορφυρού Κενού· και τώρα που είχε αναγκαστεί να φύγει, δεν πρέπει να του πολυάρεσε. Αναμφίβολα, θα αισθανόταν ότι δεν ταίριαζε εδώ. Θα βρει, όμως, το δρόμο του, σκέφτηκε η Ιωάννα. Και ο Ανδρόνικος είμαι σίγουρη πως θα τον βοηθήσει σ’αυτό.
Καθώς στο μυαλό της ήρθε ο Ανδρόνικος, ήρθε επίσης και το γεγονός ότι δε θ’αργούσαν πλέον να φτάσουν στην Απολλώνια… και, τότε, θα μάθαιναν τι πραγματικά είχε συμβεί στον Πρίγκιπα της Επανάστασης. Ίσως να ήταν φυλακισμένος, όπως τον είχε δει σ’ένα απ’τα παράξενα οράματά του ο Τάμπριελ’λι· ή ίσως να αντιμετώπιζε τον αδελφό του, όπως αντιμετώπιζε και την Παντοκράτειρα· ή ίσως να είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει την Απολλώνια, οπότε, όταν η Ιωάννα κι οι σύντροφοί της έφταναν εκεί, δε θα τον έβρισκαν· ή ίσως να ήταν νεκρός– Όχι! Η Ιωάννα δεν ήθελε να το θεωρεί τούτο ως πιθανό ενδεχόμενο.
Το μεσημέρι, που είχαν διασχίσει πολλά χιλιόμετρα μέσα στα Παγωμένα Έλη, είδαν γύρω τους τα στάσιμα νερά ν’αρχίζουν σταδιακά να παγώνουν. Υπήρχαν σημεία που γυάλιζαν στον ήλιο σαν κρύσταλλοι. Τα φυτά που φύτρωναν εδώ έμοιαζαν μοναχικά και μελαγχολικά.
Ο Οδυσσέας αποφάσισε ότι έπρεπε να κάνουν στάση, προτού συνεχίσουν· έτσι, σταμάτησαν και κάθισαν να φάνε.
Η Νελμίρα άνοιξε τη θύρα στην κοιλιά του Βατραχιού και πήδησε έξω. Τα μποτοφορεμένα της πόδια πάτησαν σε παγωμένες λάσπες, κάνοντας κρατς-κρατς-κρατς, καθώς βημάτισε. Έτριψε τα χέρια της επάνω στους βραχίονές της, κρυώνοντας.
«Ας μου δώσει κάποιος την κάπα μου!» φώναξε στους συντρόφους της. «Κάνει πολύ κρύο εδώ έξω.»
Ο Γεράρδος βγήκε απ’το Βατράχι, φορώντας τη δική του κάπα και κρατώντας την κάπα της Νελμίρα στο χέρι.
«Ευχαριστώ,» είπε εκείνη και, παίρνοντάς την, την έριξε στους ώμους της και την έδεσε.
Η ανάσα της και η ανάσα του Γεράρδου έβγαιναν ομιχλώδεις από τα στόματά τους.
«Σ’αρέσει η θέα;» τη ρώτησε ο Γεράρδος. «Γι’αυτό βγήκες;»
«Δεν έχω ξανάρθει εδώ,» είπε η Νελμίρα. «Ήθελα να αισθανθώ τον τόπο από πρώτο χέρι, όχι μέσα από κάποιο όχημα.»
Ο Γεράρδος αναστέναξε.
Η Νελμίρα στράφηκε, για να κοιτάξει το πλάι του προσώπου του. «Φαίνεσαι προβληματισμένος,» είπε.
«Η μονοτονία του τοπίου, υποθέτω…»
Δε νομίζω ότι είναι αυτό, σκέφτηκε η Νελμίρα. Άλλωστε, εσύ ο ίδιος είπες ότι τα Παγωμένα Έλη μοιάζουν με το Πορφυρό Κενό: κι εκεί ήσουν καπετάνιος για πολύ καιρό.
Αλλά γιατί την ενδιέφερε πώς αισθανόταν ο Γεράρδος; Ούτε που τον ήξερε. Ούτε που τον είχε ξανακούσει ώς τώρα.
Ήταν, όμως, συμπαθής, δεν ήταν;
Είχε μια όψη κι ένα ύφος, που… που… Η Νελμίρα δεν μπορούσε ακριβώς να το προσδιορίσει, αλλά κάτι τής έλεγε πως ο Γεράρδος έκρυβε πολύ περισσότερα απ’όσα έδειχνε. Και δεν ήταν μόνο αυτό… Πραγματικά, της ήταν αδύνατον να πει τι είδους αίσθηση τής γεννούσε τούτος ο άνθρωπος, ή, ίσως, ποιον άλλο τής έφερνε στο νου.
Κάτι κινήθηκε στο έδαφος, και της τράβηξε την προσοχή.
Έστρεψε, γρήγορα, το βλέμμα της και είδε ένα μικρό κεφάλι να ξεπροβάλλει από τα παγωμένα νερά, δίπλα σε μια κρυσταλλωμένη μάζα, η οποία μισοκάλυπτε κι ένα φυτό. Το κεφάλι τής θύμιζε κεφάλι σαύρας· το περίεργο, όμως, ήταν ότι στην κορυφή του είχε μια μακριά λουρίδα άσπρων μαλλιών. Η εμφάνισή του ήταν σχεδόν κωμική.
Το πλάσμα κρύφτηκε πάλι, και χάθηκε απ’τα μάτια της.
Η Νελμίρα στράφηκε στην ανοιχτή θύρα του Βατραχιού. «Σέλιρ’χοκ!» φώναξε. «Υπάρχει τίποτα εδώ πέρα που μπορούμε να κυνηγήσουμε για να φάμε;»
Το κατάμαυρο πρόσωπο του μάγου την ατένισε απ’το εσωτερικό του οχήματος. «Τα πάντα τρώγονται, Νελμίρα· αλλά δε θα σου πρότεινα να πας για κυνήγι στα Παγωμένα Έλη.»
Αφού έφαγαν και ξεκουράστηκαν λίγο, συνέχισαν το ταξίδι τους με τον Οδυσσέα ως οδηγό.
Η Ιωάννα κοίταξε την ένδειξη της ποσότητας ενέργειας και ζήτησε από τον Ράθνη να της πει πόσες ενεργειακές φιάλες τούς είχαν απομείνει.
«Αρκετές για μία ακόμα πλήρη τροφοδοσία του οχήματος,» αποκρίθηκε εκείνος, όταν έλεγξε.
«Δεν είναι πολλές,» είπε η Ιωάννα. «Στην Αλβέρια, ίσως αναγκαστούμε να αφήσουμε το Βατράχι, αν δε μπορούμε να το ανεφοδιάσουμε.»
«Θα το αφήσουμε έτσι κι αλλιώς,» της θύμισε ο Οδυσσέας. «Θα πάρουμε αεροσκάφος για τον Αιθέρα.»
Τα Παγωμένα Έλη γίνονταν ολοένα και πιο παγωμένα, όσο τα διέσχιζαν προς τα βόρεια. Τα νερά ήταν όλα κρυσταλλωμένα, και τα πόδια του Βατραχιού έκαναν ένα δυνατό ΚΡΑΤΣ-ΚΡΟΥΤΣ-ΚΡΑΤΣ, καθώς κινούνταν. Το φως ήταν αρκετό ακόμα, κι έτσι δεν είχαν ανάψει τους προβολείς του οχήματος. Ο ήλιος αντανακλάτο έντονα επάνω στις κρυσταλλωμένες μάζες, και ο Οδυσσέας αναγκάστηκε να φορέσει μαύρα γυαλιά, για να μπορεί να οδηγεί χωρίς να τυφλώνεται. Η Ιωάννα τον μιμήθηκε, γιατί ήθελε να βλέπει τι ίσως να τους πλησίαζε σε τούτα τα μέρη, ακόμα κι αν ο τόπος φαινόταν τελείως έρημος. Πολλά πράγματα αλλιώς φαίνονται κι αλλιώς είναι.
Σε κάποια στιγμή, οι κρύσταλλοι διαλύθηκαν κάτω απ’τα πόδια του Βατραχιού, και το όχημα βούλιαξε μέσα στο παγωμένο στάσιμο νερό, κάνοντας τους επιβάτες του να τρανταχτούν και να πρέπει να κρατηθούν από κάπου για να μην πέσουν. Ο Οδυσσέας καταράστηκε, βλέποντας το παράθυρο απ’το οποίο κοίταζε έξω νάχει γεμίσει λάσπες. Χρησιμοποιώντας το χειριστήριο εμπρός του, έβαλε τα μέλη του Βατραχιού να κινηθούν, ώστε να διαπιστώσει τι γινόταν γύρω του. Ευτυχώς, τα πράγματα δεν ήταν τόσο άσχημα όσο φοβόταν· το όχημα δεν είχε πέσει σε κάποιον βαθύ λάκκο απ’όπου θα δυσκολευόταν να βγει. Με τη βοήθεια των μπροστινών του δαγκάνων, ο Οδυσσέας κατάφερε να το βγάλει από την παγίδα στην οποία είχε βρεθεί και να το βάλει να κάνει μερικά βήματα επάνω σε κρυστάλλους που, αν και έσπασαν, τα μεταλλικά πόδια πάτησαν από κάτω τους σε σταθερό έδαφος.
Ο Οδυσσέας σταμάτησε το Βατράχι και ζήτησε από τους συντρόφους του να καθαρίσουν τα παράθυρα. Ο Ράθνης και η Νελμίρα φόρεσαν τις κάπες τους και βγήκαν στο παγερό περιβάλλον, για να κάνουν τη δουλειά.
Αργότερα, ενώ ταξίδευαν, το όχημά τους βρέθηκε πάλι σε μια παρόμοια παγίδα, αλλά, ετούτη τη φορά, ο Οδυσσέας το ξέμπλεξε ευκολότερα.
«Τα εδάφη δυσκολεύουν εδώ,» είπε ο Σέλιρ’χοκ. «Θα πρέπει να είμαστε πιο προσεχτικοί.»
Το σκοτάδι έπεσε, και τα Παγωμένα Έλη ακόμα απλώνονταν προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο Οδυσσέας άναψε τους προβολείς του Βατραχιού, κάνοντας τους κρυστάλλους να γυαλίσουν. Το όχημα τώρα παραπατούσε, καθώς το έδαφος συνεχώς θρυμματιζόταν από κάτω του, πολλές φορές όχι με αποτέλεσμα να το βυθίσει, αλλά να το κάνει να γλιστρήσει παραδίπλα… και, σε μια περίπτωση, τούτο αποδείχτηκε χειρότερο.
Το Βατράχι έχασε την ισορροπία του και σωριάστηκε στο πλάι. Οι επαναστάτες στο εσωτερικό του έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλο.
Η Νελμίρα, γρυλίζοντας, άνοιξε τη θύρα της κοιλιάς του και πήδησε έξω. «Γαμώ όλους τους δαίμονες!» καταράστηκε. «Γαμώ όλους τους δαίμονες!» Το Βατράχι ήταν με τα δύο απ’τα τέσσερα πόδια του –ένα μπροστινό και ένα πισινό– στον αέρα, και το πρόσθιο μέρος του βρισκόταν σ’ένα σημείο του κρυσταλλωμένου εδάφους που είχε ραγίσει και βούλιαζε.
Ο Οδυσσέας και οι υπόλοιποι βγήκαν, επίσης, από το όχημα, και ο πρώτος είπε, βάζοντας τα χέρια του στη μέση και κοιτάζοντας το αναποδογυρισμένο Βατράχι: «Θα πρέπει να το σηκώσουμε χειροκίνητα. Δε νομίζω ότι είναι δυνατόν να το κάνω να ορθωθεί αλλιώς.»
«Και καλύτερα να βιαστούμε,» είπε η Ιωάννα, δείχνοντας το ραγισμένο έδαφος κάτω απ’το πρόσθιο μέρος του οχήματος.
«Θα φέρω σχοινί,» είπε ο Ράθνης, και μπήκε στο εσωτερικό του Βατραχιού.
«Θα σας βοηθήσω κι εγώ,» δήλωσε ο Σέλιρ’χοκ.
«Έχεις κάποιο κατάλληλο ξόρκι;» τον ρώτησε ο Γεράρδος.
Ο μάγος κατένευσε. «Δε μπορώ, όμως, να σηκώσω ολόκληρο το όχημα από μόνος μου· είναι πολύ βαρύ.»
Ο Ράθνης βγήκε απ’το Βατράχι–
–και το πρόσθιο μέρος του Βατραχιού βούλιαξε, καθώς το κρυσταλλωμένο έδαφος από κάτω του διαλύθηκε. Το όχημα έγειρε, με αποτέλεσμα και το δεύτερο πισινό του πόδι να σηκωθεί σχεδόν ολόκληρο στον αέρα.
«Γρήγορα!» είπε ο Οδυσσέας. «Προτού βρεθεί σε χειρότερη θέση!»
Ο Ράθνης τούς έδωσε το σχοινί, και ο Πρόμαχος, η Ιωάννα, και η Νελμίρα το τύλιξαν με τέτοιο τρόπο γύρω απ’το Βατράχι ώστε να μπορούν να το τραβήξουν όσο το δυνατόν πιο εύκολα. Καταλάβαιναν, όμως, ότι η δουλειά θα ήταν, έτσι κι αλλιώς, πολύ δύσκολη· το όχημα ήταν εξαιρετικά βαρύ.
Οι επαναστάτες –εκτός απ’τον Σέλιρ’χοκ και τον Τάμπριελ’λι– έπιασαν το σχοινί κι άρχισαν να τραβάνε. Το Βατράχι μόλις και μετά βίας φάνηκε να σηκώνεται στο ελάχιστο… και οι ρωγμές στο κρυσταλλωμένο έδαφος ολοένα και μεγάλωναν. Το πρόσθιο μέρος βυθιζόταν.
«Πιο δυνατά!» μούγκρισε ο Οδυσσέας, τρίζοντας τα δόντια. Αισθανόταν τους μύες του να φλέγονται, και τις κλειδώσεις και τους τένοντές του να πονάνε. Και, σα μην έφταναν τούτα, τα μποτοφορεμένα πόδια του γλιστρούσαν άσχημα πάνω στο παγωμένο έδαφος. «Πιο δυνατά, μα τον Απόλλωνα! Πιο δυνατά!»
Ο Σέλιρ’χοκ πήρε μια βαθιά ανάσα, στηρίχτηκε με το ένα χέρι στο γεμάτο μικροσκοπικά κάτοπτρα, κυκλώματα, και κρυστάλλους ραβδί του, και τέντωσε το άλλο του χέρι εμπρός του, αρχίζοντας να αρθρώνει τα λόγια για ένα Ξόρκι Τηλεκινήσεως.
Η βοήθειά του αποδείχτηκε αξιοσημείωτη για τους συντρόφους του, που κατόρθωσαν να σηκώσουν το Βατράχι λίγο περισσότερο από την πεσμένη του θέση, όχι όμως και να το ορθώσουν. Ακόμα και με τη μαγεία του Σέλιρ’χοκ το όχημα ήταν πολύ βαρύ.
Ο μάγος έκλεισε τα μάτια και αυτοσυγκεντρώθηκε, προσπαθώντας να βάλει περισσότερη δύναμη στο ξόρκι. Αλλά ήξερε πως κι εκείνος είχε τα όριά του…
Απρόσμενα, αισθάνθηκε το βάρος του Βατραχιού να μειώνεται–
Αδύνατον! Η σκέψη πέρασε ακούσια και στιγμιαία απ’το νου του. Κι ύστερα, συνειδητοποίησε ότι δεν μειωνόταν το βάρος του Βατραχιού, φυσικά· η βοήθεια αυξανόταν.
Ο Τάμπριελ’λι είχε επίσης υφάνει ένα Ξόρκι Τηλεκινήσεως.
Οι επαναστάτες, τραβώντας το όχημα με το σχοινί τους, κατάφεραν να το επαναφέρουν στην όρθια θέση του μ’έναν δυνατό γδούπο. Το έδαφος ράγισε κάτω απ’τα μεταλλικά πόδια του, και έσπασε, βυθίζοντάς το ώς ένα σημείο μέσα στα λασπόνερα, αλλά χωρίς να το αναποδογυρίσει.
«Θα χρειαστεί εσύ να χρησιμοποιήσεις τώρα τη Μαγγανεία Κινήσεως, Σέλιρ’χοκ,» είπε ο Τάμπριελ. Από την όψη του φαινόταν ότι ήταν κουρασμένος.
Ο μαυρόδερμος μάγος κατένευσε, σιωπηλά.
Μπήκαν πάλι στο Βατράχι και συνέχισαν το ταξίδι τους.
«Είμαστε ακόμα μακριά από τη δίοδο για την Αλβέρια;» ρώτησε η Νελμίρα τον Οδυσσέα.
«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνος. «Φτάνουμε.»
Και πράγματι, σε μια ώρα περίπου, κι ενώ τα πάντα ήταν παγωμένα και κρυσταλλωμένα γύρω τους, βρέθηκαν σ’ένα μέρος που, από εκατοντάδες –ίσως και χιλιάδες– τρύπες στο έδαφος, διαμέτρου μισό μέτρο ή λιγότερο, έβγαινε μια ασυνήθιστη ομίχλη, το χρώμα της οποίας ήταν μια ανάμιξη μενεξεδιού και λευκού.
«Αυτή είναι η δίοδος;» ρώτησε η Νελμίρα, γνωρίζοντας πως πάντοτε υπήρχε κάτι το περίεργο –για τα δεδομένα της εκάστοτε διάστασης– στις διόδους.
«Ναι,» ένευσε ο Οδυσσέας.
«Οι Παντοκρατορικοί δε φαίνεται να φυλάνε το μέρος…»
«Δεν τους βολεύει. Ο τόπος είναι πολύ παγωμένος για τα γούστα τους· και πολύ άβολος για ανεφοδιασμό και επικοινωνία. Στην άλλη μεριά, όμως, υπάρχει μια κάποια τυπική φύλαξη.»
«Στην Αλβέρια;»
«Ναι· γι’αυτό νάστε όλοι σας έτοιμοι. Ή, μήπως, προτιμάτε να ξεκουραστούμε εδώ και να περάσουμε τη δίοδο το πρωί;»
Η Ιωάννα είπε: «Μέχρι το πρωί, ετούτα τα έλη θα μας έχουν φάει ζωντανούς. Εγώ λέω να περάσουμε τώρα.» Όπλισε το τουφέκι της. «Τους Παντοκρατορικούς ευκολότερα τους αντιμετωπίζεις από τους πάγους.»
Ο Οδυσσέας μειδίασε. «Το περίμενα ότι θα τόλεγες αυτό, Μαύρη Δράκαινα. Οι άλλοι τι λέτε;»
«Εγώ συμφωνώ,» δήλωσε ο Ράθνης.
Η Νελμίρα ένευσε. «Κι εγώ.»
«Κι εγώ,» είπε ο Γεράρδος, βγάζοντας το πιστόλι του.
«Πάμε, λοιπόν.» Ο Οδυσσέας έβαλε το Βατράχι μέσα στις μενεξεδόλευκες ομίχλες που προέρχονταν από τις τρύπες του εδάφους.
Και, καθώς το όχημα προχωρούσε, οι ομίχλες ολοένα και πύκνωναν, ώσπου κάλυψαν όχι μόνο το έδαφος, μα και τον ουρανό. Γύρω απ’τους επαναστάτες δεν υπήρχε πλέον τίποτα παρά ομίχλες. Όπου κι αν κοίταζαν, έβλεπαν ένα παλλόμενο μενεξεδόλευκο περιβάλλον.
Κι ύστερα, αυτό, σταδιακά, διαλύθηκε, δίνοντας τη θέση του σ’ένα πυκνό δάσος. Το Βατράχι βάδισε επάνω σε στέρεο χώμα, ενώ τσάκιζε κλαδιά και φυλλωσιές με τις δαγκάνες του.
«Δε βλέπω κανέναν να φρουρεί το μέρος,» παρατήρησε ο Γεράρδος.
«Βρίσκονται έξω απ’το δάσος,» είπε ο Οδυσσέας. «Και μη νομίζεις πως εμείς είμαστε πολύ βαθιά μέσα του.»
Εδώ, ήταν μεσημέρι· δεν ήταν νύχτα, όπως στη Μοργκιάνη· έτσι, ο Πρόμαχος έσβησε τους προβολείς του οχήματός τους. Έριξε μια ματιά στην ένδειξη ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ, και είδε ότι είχε πέσει στο 0,96%. Ζήτησε από τους συντρόφους του να αλλάξουν τις φιάλες στο ενεργειακό κέντρο, και ο Ράθνης και η Νελμίρα το έκαναν.
Το Βατράχι πλησίασε τις παρυφές του δάσους, αλλά ο Οδυσσέας το σταμάτησε προτού φτάσει εκεί, γιατί στην οθόνη των ανιχνευτών του είχε εντοπίσει κάτι το ανησυχητικό. «Μας περιμένουν δύο οχήματα,» πληροφόρησε τους συντρόφους του. «Και δεν υπάρχει αμφιβολία τι είδους οχήματα είναι.»
«Οι Παντοκρατορικοί σκέφτηκαν να μας χαιρετίσουν…» σχολίασε η Νελμίρα.
«Προτείνω,» είπε η Ιωάννα, «ορισμένοι από εμάς να βγουν απ’το Βατράχι, ώστε να τους χτυπήσουμε απ’τα πλάγια.»
«Πιστεύεις ότι τα τηλεβόλα όπλα μας θα μπορούν να κάνουν σοβαρή ζημιά στα οχήματά τους;» τη ρώτησε ο Οδυσσέας.
«Δε γνωρίζουμε ακριβώς τι οχήματα είναι. Ίσως νάναι απλής κατασκευής, που μπορείς να πυροβολήσεις τους τροχούς τους μ’ένα τουφέκι και να τα αχρηστέψεις.»
«Ή ίσως νάναι πολύ πιο περίπλοκης κατασκευής, που οι τροχοί τους προστατεύονται από ειδική θωράκιση, ή που δεν έχουν καθόλου τροχούς.»
«Όπως και νάχει, νομίζω ότι αξίζει να προσπαθήσουμε.»
«Θα το αναλάβεις εσύ;»
«Φυσικά. Θα το πρότεινα αλλιώς;» είπε η Ιωάννα. Και ρώτησε τους υπόλοιπους: «Ποιος άλλος θάρθει μαζί μου;»
Η Νελμίρα προθυμοποιήθηκε να τη συντροφεύσει, όπως επίσης και ο Ράθνης. Ο Σέλιρ’χοκ δεν μπορούσε να έρθει, γιατί βρισκόταν στο ενεργειακό κέντρο του οχήματος· ο Τάμπριελ’λι ήταν εξουθενωμένος· ο Οδυσσέας οδηγούσε το Βατράχι· και ο Γεράρδος αποφάσισε να μείνει επειδή ίσως ο Πρόμαχος να χρειαζόταν κάποια βοήθεια.
Η Ιωάννα, η Νελμίρα, και ο Ράθνης βγήκαν απ’το όχημα, οπλισμένοι και χωρίς τις κάπες τους, ώστε να είναι ευκίνητοι. Εξάλλου, εδώ δεν έκανε ούτε το ένα τέταρτο του κρύου που έκανε στα Παγωμένα Έλη.
Οι τρεις τους χωρίστηκαν μες στη βλάστηση και προχώρησαν προς τις παρυφές του δάσους, σκυφτοί και καλυμμένοι. Το Βατράχι κινήθηκε επίσης προς τις παρυφές, αλλά, λόγω της φύσης του, ήταν αδύνατον να είναι κρυμμένο: εκτός απ’το γεγονός ότι οι Παντοκρατορικοί, μάλλον, θα μπορούσαν να το εντοπίσουν με τα ανιχνευτικά τους συστήματα, τα βήματά του έκαναν τόσο θόρυβο που το άκουγες από απόσταση.
Έξω από το δάσος, υπήρχε μια χορταριασμένη πλαγιά, η οποία κατηφόριζε προς μια ανοιχτή παραλία με άμμο και βράχους. Επάνω στην πλαγιά, βρίσκονταν τα δύο οχήματα που είχε εντοπίσει ο Οδυσσέας. Το ένα ήταν σχετικά μικρό και ευέλικτο, με τέσσερις ψηλούς τροχούς και δύο περιστρεφόμενα πολυβόλα. Το δεύτερο ήταν πολύ μεγαλύτερο και μετακινιόταν επάνω σε ερπύστριες· διέθετε δύο γυάλινα σκέπαστρα, το ένα τοποθετημένο ψηλότερα από το άλλο. Δεξιά κι αριστερά του κατώτερου σκέπαστρου υπήρχε από ένα πολυβόλο. Στην κορυφή του οχήματος ήταν ένα ρουκετοβόλο, οπλισμένο με τρία βλήματα. Στη μπροστινή του μεριά υπήρχε μια μεγάλη ψαλίδα, που οι λεπίδες της γυάλιζαν εκτυφλωτικά στο μεσημεριανό φως του ήλιου της Αλβέρια, και δεν υπήρχε αμφιβολία ότι μπορούσαν, άνετα, να κόψουν στη μέση ακόμα και τους πιο χοντρούς κορμούς δέντρων.
Το Βατράχι δεν έχει την παραμικρή ελπίδα, παρατήρησε η Ιωάννα. Ετούτα τα μηχανήματα είναι φτιαγμένα για ανοιχτό πόλεμο.
Άνοιξε τον πομπό της και είπε στον Οδυσσέα: «Μείνε εκεί που είσαι.»
«Γιατί;»
Του εξήγησε την κατάσταση.
«Αν δε βγούμε εμείς, θα έρθουν αυτοί.»
«Θα κάνω αντιπερισπασμό, για να σας διευκολύνω κάπως. Περίμενε.»
«Καλώς.»
Η Ιωάννα άλλαξε συχνότητα, μιλώντας στον Ράθνη και στη Νελμίρα: «Πρέπει να αποπροσανατολίσουμε τα οχήματα. Και πρέπει να καταφέρω να ανεβώ στο μεγάλο και να κολλήσω επάνω του εκρηκτικά.»
«Ριψοκίνδυνο.» Η φωνή της Νελμίρα.
«Έχεις κάτι καλύτερο να προτείνεις;»
«Όχι.»
«Τότε, θα ενεργήσουμε έτσι, για να δώσουμε στον Οδυσσέα μια ευκαιρία.»
Η Ιωάννα έκλεισε τον πομπό της και κράτησε με τα δύο χέρια το τουφέκι της. Χωρίς προειδοποίηση, πετάχτηκε έξω από τη βλάστηση του δάσους, πυροβολώντας τα οχήματα: έχοντας το δάχτυλό της συνεχώς πατημένο στη σκανδάλη και εξαπολύοντας απανωτές ριπές. Οι σφαίρες της εξοστρακίζονταν πάνω στη θωράκιση των πάνοπλων τροχοφόρων.
Μια γυναικεία φωνή ακούστηκε να βγαίνει από ένα μεγάφωνο: «ΡΙΞΕ ΤΟ ΟΠΛΟ ΣΟΥ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΟΥ, ΑΛΛΙΩΣ ΘΑ ΠΥΡΟΒΟΛΗΣΟΥΜΕ!» Πρέπει να είχε προέλθει από το μεγάλο όχημα. Τα πολυβόλα του μικρού, όμως, ήταν που στράφηκαν αμέσως προς το μέρος της Ιωάννας.
Η Μαύρη Δράκαινα βούτηξε μέσα στο χορτάρι και κατρακύλησε, παύοντας να ρίχνει.
Ταυτόχρονα, η Νελμίρα πεταγόταν από την άλλη μεριά των οχημάτων, ακολουθώντας το παράδειγμα της Ιωάννας και πυροβολώντας ασταμάτητα με το κυνηγετικό της τουφέκι.
«ΠΑΡΑΔΟΘΕΙΤΕ, ΑΛΛΙΩΣ ΘΑ ΠΥΡΟΒΟΛΗΣΟΥΜΕ!» αντήχησε πάλι η γυναικεία φωνή.
Η Νελμίρα βούτηξε μες στο χορτάρι, κατρακυλώντας, καθώς το ένα από τα πολυβόλα του μεγάλου οχήματος στρεφόταν προς το μέρος της και γρύλιζε, εκτοξεύοντας φωτιά και σφαίρες. Η ερυθρόδερμη επαναστάτρια αισθάνθηκε μερικές απ’αυτές να περνάνε επικίνδυνα κοντά της.
Ο Ράθνης ξεπρόβαλε από τη βλάστηση, τρέχοντας και πυροβολώντας, όπως οι συντρόφισσές του· κι ετούτη τη φορά, δεν ακούστηκε καμία προειδοποίηση απ’το μεγάφωνο: τα πολυβόλα του μικρού οχήματος έβαλαν καταπάνω του. Ο λευκόδερμος άντρας έκανε ένα μεγάλο άλμα και κατρακύλησε, γρήγορα, πάνω στην πλαγιά, ενώ το χώμα και τα χόρτα εκτινάσσονταν πίσω του, καθώς τα πυρά τον καταδίωκαν μανιασμένα.
Η Ιωάννα καταλάβαινε ότι, για εκείνη, ο πραγματικός κίνδυνος ήταν, επί του παρόντος, το μικρό, ευέλικτο όχημα. Εδώ όπου είχε βρεθεί, ύστερα από το κατρακύλισμά της, μπορούσε να πλησιάσει το μεγάλο όχημα από τα νώτα, να πιαστεί επάνω του, και να κάνει τη δουλειά της. Το μικρό όχημα, όμως, δε θα την άφηνε να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιό της τόσο εύκολα· θα γύριζε και θα την πυροβολούσε. Ή μπορεί ακόμα και να έτρεχε καταπάνω της, για να τη λιώσει κάτω απ’τους ψηλούς τροχούς του.
Ανοίγοντας τον πομπό της, κάλεσε τον Ράθνη και τη Νελμίρα. Ο δεύτερος άργησε ν’αποκριθεί, αλλά, όταν η Ιωάννα είδε την ένδειξη πως κι αυτός άκουγε, είπε: «Απασχολείστε το μικρό όχημα!» Κι έκλεισε τον πομπό, αλλάζοντας θέση μες στο χορτάρι.
Η Νελμίρα ξεπήδησε από ένα σημείο της χορταριασμένης πλαγιάς, πυροβολώντας το μικρό όχημα και καταφέρνοντας να πετύχει το σκέπαστρό του. Κομμάτια από γυαλί τινάχτηκαν, και ο οδηγός του φάνηκε να εκνευρίζεται, γιατί οι τροχοί γρύλισαν και το όχημα έτρεξε προς τη Νελμίρα. Εκείνη προσπάθησε να απομακρυνθεί, τρέχοντας και κάνοντας ζικ-ζακ, για να αποτελεί δύσκολο στόχο.
Ο Ράθνης πυροβόλησε έναν από τους μεγάλους τροχούς του οχήματος, αλλά δεν κατάφερε να τον σπάσει· οι σφαίρες του εξοστρακίστηκαν πάνω στο σκληρό μέταλλο.
Η Νελμίρα ούρλιαξε, καθώς κάποια από τις ριπές των πολυβόλων την πέτυχε. Σωριάστηκε στο χορτάρι, μη μπορώντας να σηκωθεί.
Η Ιωάννα, εν τω μεταξύ, έτρεχε προς το μεγάλο όχημα. Βρέθηκε στα νώτα του και, ρίχνοντας το τουφέκι της στον ώμο, πιάστηκε πάνω του και σκαρφάλωσε.
Το Βατράχι βγήκε απ’το δάσος, τσακίζοντας τις φυλλωσιές με τον μεταλλικό του όγκο.
Το ρουκετοβόλο του μεγάλου οχήματος το σημάδεψε.
«ΠΑΡΑΔΟΘΕΙΤΕ!» πρόσταξε η γυναικεία φωνή από το μεγάφωνο.
Ο Οδυσσέας σταμάτησε να κινεί το Βατράχι, μπορώντας να δει πως, όπως του είχε πει η Ιωάννα, δεν είχε ελπίδες εναντίον του τεράστιου αντιπάλου του. Ελπίζω το σχέδιό σου να είναι καλό, Μαύρη Δράκαινα, σκέφτηκε, έχοντας το χέρι του στη σκανδάλη του μοναδικού πολυβόλου του οχήματός του, το οποίο αποκλείεται να είχε αρκετή δύναμη πυρός για να καταστρέψει το θηρίο αντίκρυ του.
Στην άλλη μεριά της πλαγιάς, ο Ράθνης είδε το όχημα με τους μεγάλους τροχούς να αφήνει τη Νελμίρα εκεί όπου είχε πέσει και να στρίβει, για να έρθει καταπάνω του. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, έτρεξε προς μια απότομη προεξοχή της πλαγιάς, ενώ οι ριπές των πολυβόλων τον κυνηγούσαν. Όταν έφτασε στην άκρη, είδε πως από κάτω του υπήρχαν βράχια και άμμος και θάλασσα. Ήταν επικίνδυνο, μα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Πετώντας το τουφέκι του, πήδησε στο κενό…
Η Ιωάννα είχε πλέον αναρριχηθεί επάνω στο μεγάλο όχημα, και βρισκόταν πίσω από το ρουκετοβόλο του, χωρίς να την έχει καταλάβει κανείς, ήλπιζε. Αντίκρυ της, στις παρυφές του δάσους, μπορούσε να ατενίσει το Βατράχι.
Η γυναικεία φωνή αντήχησε πάλι: «ΒΓΕΙΤΕ ΑΠΟ ΤΟ ΟΧΗΜΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΘΕΙΤΕ! Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΑΣ ΕΥΚΑΙΡΙΑ!»
Η Ιωάννα έβλεπε πού συνδεόταν το ρουκετοβόλο με το κεντρικό σύστημα του οχήματος· και ήξερε ακριβώς πώς λειτουργούσαν αυτά τα πράγματα. Μια Μαύρη Δράκαινα γνώριζε τις λειτουργίες όλων των πολεμικών οχημάτων, και όχι μόνο. Τραβώντας το ξιφίδιο από τη ζώνη της, άνοιξε το μεταλλικό σκέπασμα που έκρυβε τα καλώδια και τα έκοψε, χωρίς δυσκολία. Μερικές ενεργειακές σπίθες πετάχτηκαν, αλλά τίποτ’άλλο δε συνέβη.
Οι χειριστές των όπλων στο εσωτερικό του οχήματος, όμως, θα είχαν καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, ότι κάποια ζημιά είχε γίνει· έτσι, η Ιωάννα αντιλαμβανόταν πως τώρα ο χρόνος της ήταν περιορισμένος. Έβγαλε τα εκρηκτικά που είχε σε μια δερμάτινη θήκη στον μηρό της, και τα κόλλησε πάνω στο θωρακισμένο περίβλημα του οχήματος. Με τρία γρήγορα πατήματα των πλήκτρων, έθεσε τη στιγμή εκπυρσοκρότησης στα δέκα δευτερόλεπτα.
Και πήδησε από το ψηλό όχημα, αρχίζοντας να τρέχει επάνω στη χορταριασμένη πλαγιά.
Πίσω της, η έκρηξη ήταν εκκωφαντική. Η Ιωάννα αισθάνθηκε καυτό αέρα να χτυπά την πλάτη, τον αυχένα, και τα μάγουλά της. Παραπάτησε και σωριάστηκε στο χώμα.
Σφαίρες πέρασαν από πάνω της.
Σφαίρες;
Φυσικά. Το μικρό όχημα. Ο Ράθνης και η Νελμίρα δεν πρέπει να το απασχολούσαν πλέον.
Ο Οδυσσέας είδε, από το εσωτερικό του Βατραχιού, το ψηλό όχημα αντίκρυ του να εκρήγνυται. Το ρουκετοβόλο του διαλύθηκε, και το επάνω σκέπαστρό του έγινε κομμάτια. Οι άνθρωποι που βρίσκονταν μέσα φάνηκαν σαν μαύρες σιλουέτες, τυλιγμένες στις φλόγες.
«Η Ιωάννα…» είπε ο Γεράρδος.
Ο Οδυσσέας πάτησε, αμέσως, τη σκανδάλη του πολυβόλου του Βατραχιού, χτυπώντας το κάτω σκέπαστρο και καταστρέφοντας το γυαλί του. Ετούτη ήταν η μοναδική τους ευκαιρία να νικήσουν αυτό το πράγμα.
Συγχρόνως, έβαλε το Βατράχι να κινείται, γρήγορα, προς το αντίπαλο όχημα, προτείνοντας τις δαγκάνες του.
Η Ιωάννα, καθώς ήταν πεσμένη μπρούμυτα μέσα στο χορτάρι, μπορούσε να καταλάβει ότι το μικρό, ευκίνητο όχημα δεν πρέπει να βρισκόταν πολύ κοντά της· οι μηχανές του ακούγονταν από μακριά. Τα αφτιά της ήταν αρκετά εκπαιδευμένα ώστε να μη μπερδεύονται μετά τον κρότο της έκρηξης· ή, τουλάχιστον, να μη μπερδεύονται τόσο όσο αν δεν ήταν εκπαιδευμένα.
Έτσι, η Ιωάννα, πιστεύοντας ότι υπήρχε η απαραίτητη απόσταση ανάμεσα σ’εκείνη και στο εχθρικό όχημα, κυλίστηκε πάνω στην πλαγιά, αναπτύσσοντας ολοένα και περισσότερη ταχύτητα. Μέχρι που, στο τέλος, διαπίστωσε ότι δεν θα μπορούσε να σταματήσει –όχι αν δεν κρατιόταν από κάπου.
Απρόσμενα, η πλαγιά εξαφανίστηκε από κάτω της–
Η Ιωάννα άπλωσε τα χέρια, ψάχνοντας κάτι για να πιαστεί. Γαντζώθηκε από ένα σκληρό αναρριχώμενο φυτό που προεξείχε από την πλαγιά. Χώθηκε μέσα στα φυλλώματά του, για να μην την εντοπίσουν οι Παντοκρατορικοί, σε περίπτωση που έφταναν ώς την άκρη και κοίταζαν.
Έστρεψε, για λίγο, το βλέμμα της κάτω, και είδε μια παραλία με άμμο, αλλά και με βράχια. Μια πτώση από εδώ θα ήταν επικίνδυνη, έκρινε.
Και τότε, πρόσεξε ότι κάποιος βρισκόταν επάνω σ’ένα απ’αυτά τα ψηλά βράχια.
Κάποιος;
Ο Ράθνης δεν ήταν αυτός; Κι απ’ό,τι φαινόταν, ήταν ακίνητος.
Ω θεοί…
Ο Οδυσσέας είχε φτάσει το Βατράχι κοντά στο μεγάλο όχημα, όταν τα πολυβόλα εκείνου άρχισαν να ρίχνουν. Προφανώς, δεν ήταν ακόμα όλοι οι χειριστές του νεκροί, παρά την έκρηξη που είχε προκαλέσει η Ιωάννα και παρά τους πυροβολισμούς του Πρόμαχου μέσα στο κάτω σκέπαστρο.
Οι σφαίρες χτύπησαν το Βατράχι, τσακίζοντας σημεία του μεταλλικού του περιβλήματος, που δεν ήταν και τόσο καλά θωρακισμένο, αφού επρόκειτο, κυρίως, για όχημα μετακίνησης, όχι πολέμου.
Ο Οδυσσέας έβαλε τις δαγκάνες του Βατραχιού να κλείσουν επάνω στα εχθρικά πολυβόλα και να τα τραβήξουν, απότομα, σπάζοντάς τα.
Μια αναπάντεχη έκρηξη έγινε από το εσωτερικό του μεγάλου οχήματος, και ο Πρόμαχος δεν πίστευε ότι οφειλόταν στην καταστροφή των πολυβόλων. Μάλλον, η φωτιά είχε φτάσει στις ενεργειακές φιάλες.
Κι αυτό σημαίνει ότι καλύτερα να απομακρυνθούμε! σκέφτηκε, βάζοντας το Βατράχι να στρίψει και να τρέξει επάνω στα μεγάλα πίσω πόδια του.
Ακόμα μια έκρηξη ήρθε από το Παντοκρατορικό όχημα, κι ετούτη ήταν πολύ χειρότερη από την προηγούμενη. Κομμάτια του οχήματος εκτοξεύτηκαν τριγύρω, και ο κρότος τράνταξε τη γη.
Το Βατράχι έχασε την ισορροπία του και αναποδογύρισε.
Ο Οδυσσέας καταράστηκε, καθώς έπεσε πάνω στον Γεράρδο, χτυπώντας τον στα πλευρά με τον αγκώνα του.
Ο Γεράρδος μούγκρισε. «Σκοπεύεις να με σκοτώσεις πριν απ’τους εχθρούς μας, Πρόμαχε;»
Ο Οδυσσέας κοίταξε έξω από ένα φινιστρίνι του Βατραχιού, και είδε το μικρό όχημα με τους μεγάλους τροχούς να έρχεται καταπάνω τους. «Μη φοβάσαι γι’αυτό· οι εχθροί μας πλησιάζουν…»
Ο Τάμπριελ’λι ήταν ήδη όρθιος, και κοίταζε κι εκείνος από το φινιστρίνι. Υψώνοντας το ένα του χέρι, άρθρωσε τα λόγια για ένα ξόρκι, και ιδρώτας φάνηκε να τρέχει από το μέτωπό του.
Το όχημα που ερχόταν άρχισε να πυροβολεί, αλλά τα πολυβόλα του δεν ήταν στραμμένα προς το Βατράχι· γύριζαν γύρω-γύρω, ρίχνοντας στον ουρανό.
«Εσύ το έκανες αυτό;» ρώτησε ο Οδυσσέας τον Τάμπριελ.
Εκείνος κατένευσε. «Αλλά δε θα κρατήσει για πολύ. Χτυπήστε το!»
Ο Γεράρδος, αρπάζοντας ένα τουφέκι, άνοιξε τη θύρα που βρισκόταν στην κοιλιά του Βατραχιού, σκαρφάλωσε πάνω, και πυροβόλησε το ερχόμενο όχημα, στοχεύοντας το γυάλινο μέρος στο σκέπαστρό του. Οι βολές του έσπασαν μερικά κομμάτια από το τζάμι, κι έκαναν τις μορφές που φαίνονταν μέσα να προσπαθούν να καλυφτούν· η μία, μάλιστα, πρέπει και να χτυπήθηκε.
Το όχημα έστριψε κι απομακρύνθηκε. Τα πολυβόλα του έπαψαν να βάλλουν.
Ο Σέλιρ’χοκ ήρθε από το ενεργειακό κέντρο του Βατραχιού. «Δε βλέπω την κατάσταση καλή, Πρόμαχε.»
«Πες μου κάτι που δεν ξέρω,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας.
«Το όχημα επιστρέφει!» τους προειδοποίησε ο Γεράρδος, που βρισκόταν ακόμα στη θύρα του Βατραχιού, κρατώντας το τουφέκι του.
Πού είναι η Ιωάννα; αναρωτήθηκε ο Οδυσσέας. Και πού είναι κι οι υπόλοιποι –ο Ράθνης και η Νελμίρα; Έμοιαζαν όλοι τους να έχουν εξαφανιστεί.
Το όχημα επέστρεψε. Σταμάτησε σε κάποια απόσταση από το Βατράχι. Έστρεψε τα πολυβόλα του προς αυτό, κι άρχισε να πυροβολεί.
Ο Γεράρδος πήδησε μέσα, κλείνοντας τη θύρα. Ο Οδυσσέας, ο Τάμπριελ’λι, και ο Σέλιρ’χοκ είχαν ήδη καλυφτεί όπου μπορούσαν, και ο πρώην καπετάνιος του Πορφυρού Κενού έκανε το ίδιο. Τα τζάμια του Βατραχιού γίνονταν κομμάτια, και οι σφαίρες ακούγονταν να κοπανούν έντονα επάνω στο μεταλλικό του περίβλημα. Σε ορισμένα σημεία, δε, το τρυπούσαν.
«Θα μας διαλύσουν,» μούγκρισε ο Γεράρδος.
«Μην κινείστε,» είπε ο Οδυσσέας. «Και μη μιλάτε. Αφήστε τους να έρθουν να ελέγξουν για επιζώντες.» Όπλισε το πιστόλι του.
Οι πυροβολισμοί σταμάτησαν μετά από λίγο και, όπως είχε προβλέψει ο Πρόμαχος, οι στρατιώτες που βρίσκονταν μέσα στο όχημα βγήκαν, εκτός από έναν, που έμεινε στο εσωτερικό επειδή πρέπει να είχε τραυματιστεί από τις ριπές του Γεράρδου. Οι άλλοι τρεις –δύο άντρες και μία γυναίκα– πλησίασαν το αναποδογυρισμένο Βατράχι.
Ένας τους φώναξε: «Βγείτε, με τα χέρια σας ψηλά!»
Ο Οδυσσέας έκανε νόημα στους συντρόφους του να μη μιλήσουν, ούτε να κινηθούν, αλλά να έχουν άπαντες τα πιστόλια τους έτοιμα.
«Επαναλαμβάνω: Βγείτε με τα χέρια σας ψηλά!»
Καμία απάντηση.
Ο άντρας που είχε μιλήσει –ένας εύσωμος, γαλανόδερμος τύπος– έκανε νόημα στους άλλους δύο με το ελεύθερό του χέρι. Έτσι, η γυναίκα –που είχε λευκό δέρμα, όπως τον Οδυσσέα, και μαύρα μαλλιά– έμεινε έξω απ’το Βατράχι και μπροστά απ’το μεγάλο του παράθυρο (το οποίο ήταν πλέον τελείως διαλυμένο), σημαδεύοντας στο εσωτερικό με το τουφέκι της. (Αν κουνήσουμε ρούπι, σκέφτηκε ο Οδυσσέας, θα μας ρίξει. Αυτήν πρέπει να βγάλουμε πρώτη απ’τη μέση.) Οι δύο άντρες ανέβηκαν επάνω στο αναποδογυρισμένο όχημα, και ο γαλανόδερμος άνοιξε τη θύρα, ενώ ο άλλος –ένας πολεμιστής με λευκό δέρμα και ξανθά μαλλιά– βαστούσε το πιστόλι του οπλισμένο και σημάδευε μέσα.
Ο Γεράρδος, που βρισκόταν πιο κοντά απ’όλους στη θύρα, τον πυροβόλησε αμέσως. Αλλά, λόγω της άβολης γωνίας, τον τραυμάτισε στο πόδι· δεν τον πέτυχε στην κοιλιά, όπως υπολόγιζε. Ο στρατιώτης ούρλιαξε, πέφτοντας.
Η γυναίκα, που στεκόταν μπροστά στο μεγάλο παράθυρο, άρχισε να ρίχνει· ο Οδυσσέας, όμως, ήταν έτοιμος γι’αυτήν, και, πατώντας τη σκανδάλη του πιστολιού του, τη χτύπησε στο στήθος, σωριάζοντάς την.
Ο γαλανόδερμος στρατιώτης πέταξε μια χειροβομβίδα μέσα στο Βατράχι–
Η χειροβομβίδα έμεινε να κρέμεται στον αέρα–
–και εκτοξεύτηκε έξω απ’το μεγάλο παράθυρο του οχήματος, για να ανατιναχτεί πάνω στο χορτάρι της πλαγιάς και να το πυρπολήσει.
Ο Σέλιρ’χοκ πυροβόλησε τον γαλανόδερμο στρατιώτη, επανειλημμένα, δίχως να τον πετύχει –λόγω του ότι εκείνος καλυπτόταν πίσω απ’τη μεταλλική θύρα–, αλλά αναγκάζοντάς τον να υποχωρήσει.
«Ποιος τόκανε αυτό με τη χειροβομβίδα;» ρώτησε ο Οδυσσέας.
«Εγώ,» είπε ο Τάμπριελ’λι, «μ’ένα Ξόρκι Τηλεκινήσεως που είχα ετοιμάσει για μια τέτοια περίπτωση ακριβώς.»
Μα τους θεούς, μας έσωσες όλους από βέβαιο θάνατο… συλλογίστηκε ο Οδυσσέας.
Ο Γεράρδος δεν κάθισε να σκεφτεί τι χρωστούσε στον ερυθρόδερμο μάγο και τι όχι· έτρεξε έξω απ’το Βατράχι, βγαίνοντας όχι από τη θύρα στην κοιλιά του, αλλά από το σπασμένο μπροστινό παράθυρο. Οι φλόγες ήταν γύρω του, όμως, προσέχοντας λίγο, δεν κινδύνευε απ’αυτές.
Στρέφοντας το πιστόλι του προς τα πάνω, πυροβόλησε τον γαλανόδερμο στρατιώτη –που στεκόταν ακόμα πλάι στη θύρα του Βατραχιού– δύο φορές στο στήθος, σκοτώνοντάς τον.
«Σας παρακαλώ, μη σκοτώσετε!» ικέτεψε ο άλλος στρατιώτης, όταν ο Γεράρδος και ο Οδυσσέας στάθηκαν από πάνω του, σημαδεύοντάς τον, καθώς εκείνος βρισκόταν στο έδαφος με το πόδι του τραυματισμένο. «Σας παρακαλώ!»
«Πάρτου τα όπλα,» είπε ο Οδυσσέας, και ο Γεράρδος αφόπλισε τον Παντοκρατορικό.
Έπειτα, πλησίασαν το όχημα με τους μεγάλους τροχούς, μαζί με τον Τάμπριελ’λι και τον Σέλιρ’χοκ. Όλοι τους κρατούσαν τουφέκια και τα είχαν υψωμένα.
«Βγες έξω!» φώναξε ο Οδυσσέας στη φιγούρα που βρισκόταν ακόμα μέσα στο όχημα. «Και τα χέρια σου ψηλά!»
«Δε μπορώ να σηκώσω τα χέρια μου,» απάντησε μια γυναικεία φωνή. «Είμαι χτυπημένη.»
«Τότε, να τα έχεις εκεί που μπορώ να τα δω!»
Η γυναίκα βγήκε από το όχημα. Ήταν γαλανόδερμη και είχε μαύρα, μακριά μαλλιά. Το πρόσωπό της γυάλιζε απ’τον ιδρώτα, και η στολή της ήταν μουσκεμένη από το αίμα. Ο δεξής της ώμος πρέπει να ήταν τραυματισμένος.
Ο Γεράρδος την αφόπλισε, και ύστερα την έδεσαν μαζί με τον σύντροφό της, αφήνοντάς τους κάτω απ’τα δέντρα, στις παρυφές του δάσους.
*
Η Νελμίρα κειτόταν, ανάσκελα, στο χορτάρι· τα ρούχα της ήταν αιματοβαμμένα στην περιοχή του στήθους· και, βλέποντάς τους να τη ζυγώνουν, έκανε να ανασηκωθεί, έβηξε, έφτυσε αίμα, και ξάπλωσε πάλι.
«…Είστε ζωντανοί,» είπε, βραχνά, όταν ήρθαν κοντά της.
Ο Οδυσσέας γονάτισε, στο ένα γόνατο, πλάι της.
«Άκουσα εκρήξεις…» είπε η Νελμίρα. Έβηξε, και αίμα πετάχτηκε απ’τη μύτη της. «Πυροβολισμούς…»
«Τους νικήσαμε,» της είπε ο Οδυσσέας. «Μη μιλάς τώρα. Πρέπει να–»
«Μη λες ανοησίες,» τον διέκοψε η Νελμίρα. «Είμαι νεκρή.»
«Όχι ακόμα.» Ο Οδυσσέας πέρασε τα χέρια του γύρω της, έκανε να τη σηκώσει.
Εκείνη άγγιξε τον ώμο του, σταματώντας τον. «…Οι σφαίρες είναι στα πνευμόνια μου· τις νιώθω. Δε μπορείς να…» έβηξε, «να κάνεις τίποτα, Οδυσσέα… Το ξέρεις.» Το αριστερό της χέρι έψαξε να βρει το δικό του· τα δάχτυλά τους μπλέχτηκαν. «Καλή τύχη… Εγώ δε θα μπορέσω ν’ακολουθήσω άλλο, αλλά είμαι σίγουρη ότι θα νικήσουμε… Έχε γεια, Οδυσσέα… Η Επανάσταση θα νικήσει…» Δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά της. «Θα ήθελα μόνο να είχα πεθάνει στη Φεηνάρκια… Θα ήθελα νάχα δει τη Φεηνάρκια ελεύθερη, προτού….» Η φωνή της έσβησε, και τα μάτια της κοίταξαν ασάλευτα τον ουρανό.
Ο Οδυσσέας κούνησε το κεφάλι, και ξεροκατάπιε. Αναστενάζοντας βαριά, της έκλεισε τα βλέφαρα. Στις Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ να καούν αυτοί οι καταραμένοι μπάσταρδοι! σκέφτηκε.
Ύστερα, από την άκρη του πεδίου της όρασής του, είδε κάποιον να έρχεται. Ύψωσε το βλέμμα και αντίκρισε την Ιωάννα να πλησιάζει, βαδίζοντας μέσα στο ψηλό χορτάρι. Τα ξανθά της μαλλιά ήταν λυτά και αναδεύονταν στον θαλασσινό αέρα. Το πρόσωπό της ήταν μαυρισμένο και σκονισμένο.
Ήρθε κοντά, και είπε: «Η Νελμίρα;»
«Νεκρή,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας.
«Ο Ράθνης πού έχει πάει;» ρώτησε ο Γεράρδος.
«Έχει πέσει πάνω στα βράχια,» είπε η Ιωάννα. «Δεν ξέρω αν είναι ζωντανός. Τον είδα καθώς κρεμόμουν απ’τον κρημνό· παραλίγο κι εγώ να πέσω.»
Ο Οδυσσέας ορθώθηκε, κρατώντας τη Νελμίρα στα χέρια. «Δείξε μας πού είναι.»
Η Ιωάννα τούς οδήγησε στην άκρη του κρημνού, και τους έδειξε. «Εκεί.»
«Αδύνατον να κατεβούμε σ’αυτό το σημείο,» παρατήρησε ο Γεράρδος. «Μονάχα αν πηδήσουμε, μπορούμε να το φτάσουμε. Αλλά τότε, μάλλον, θα καταλήξουμε όπως τον Ράθνη.»
Ο Οδυσσέας κοίταξε την πλαγιά, και είπε: «Υπάρχει δρόμος που κατεβάζει προς την παραλία. Θα τον ακολουθήσουμε ώς εκεί που μας βγάζει πιο κοντά στον Ράθνη· και τότε, θα σκαρφαλώσουμε στα βράχια και θα τον κατεβάσουμε.»
Το Βατράχι δεν υπήρχε περίπτωση να το χρησιμοποιήσουν· ήταν χτυπημένο πολύ άσχημα, και θα χρειαζόταν πολύς κόπος για να το φέρουν σε όρθια θέση. Επιπλέον, αποκλείεται πια να τους φαινόταν χρήσιμο ως υποβρύχιο με τόσες τρύπες και σπασμένα τζάμια. Επομένως, προτίμησαν να πάρουν το όχημα με τους μεγάλους τροχούς. Ο Γεράρδος κάθισε στη θέση του οδηγού (αφού ήταν ο πιο ξεκούραστος απ’όλους, ετούτη τη στιγμή) και το έβαλε μπροστά.
Ακολούθησαν το μονοπάτι που κατηφόριζε χωρίς να τους πηγαίνει σε κρημνό.
«Εδώ κοντά,» είπε ο Οδυσσέας, «υπάρχει ένα θέρετρο. Καλύτερα να μην το πλησιάσουμε, γιατί φρουρείται καλά από τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας.»
Η Ιωάννα ρώτησε: «Παρεμπιπτόντως, δεν ήταν υπερβολική η φύλαξη της διόδου; Εκείνο το όχημα ήταν πολεμικό άρμα. Σίγουρα, όχι το πιο βαρύ που υπάρχει, αλλά αρκετά βαρύ παρ’όλ’αυτά.»
Ο Οδυσσέας ένευσε. «Έχεις δίκιο. Υποθέτω, θα είχε γίνει κάποιο επεισόδιο εδώ πέρα, πρόσφατα, και οι Παντοκρατορικοί είχαν θεωρήσει πως χρειάζονταν περισσότερη ισχύ. Για να είμαι ειλικρινής, δεν περίμενα να συναντήσουμε τόσο μεγάλη αντίσταση, ερχόμενοι από τη Μοργκιάνη, γιατί, λόγω των Παγωμένων Ελών, δεν είναι πολλοί που χρησιμοποιούν αυτή τη δίοδο.»
«Ακριβώς έτσι, Πρόμαχε,» συμφώνησε ο Σέλιρ’χοκ. «Κι εμένα μ’έχει παραξενέψει.»
Το όχημά τους έφτασε αρκετά χαμηλά, και βρέθηκαν σ’ένα σημείο όπου άρχιζε ένας λιθόστρωτος δρόμος.
«Δε θ’ακολουθήσουμε τον δρόμο,» είπε ο Οδυσσέας στον Γεράρδο, «γιατί οδηγεί στο θέρετρο. Θα πάμε από κει.» Έδειξε. «Εξάλλου, από κείνη τη μεριά είναι που έχει πέσει ο Ράθνης, αν δε λαθεύω.»
Ο Γεράρδος υπάκουσε, και οι μεγάλοι τροχοί του οχήματός τους κύλησαν επάνω στην άμμο, χωρίς να κινδυνεύουν να βουλιάξουν μέσα της. Σ’ένα σημείο, συνάντησαν τρεις μεγάλες θαλάσσιες χελώνες, τις οποίες προσπέρασαν με προσοχή, για να μην τις λιώσουν.
«Εκεί είναι!» είπε, ξαφνικά, η Ιωάννα. «Εκεί!» Το χέρι της ήταν υψωμένο, και έδειχνε τα βράχια. Απ’την άκρη ενός απ’αυτά, φαινόταν η ακίνητη μορφή του Ράθνη.
Ο Γεράρδος σταμάτησε το όχημα.
Η Μαύρη Δράκαινα και ο Οδυσσέας βγήκαν και, σκαρφαλώνοντας, κατέβασαν τον Ράθνη από τον βράχο όπου βρισκόταν. Όπως αποδείχτηκε, ο λευκόδερμος Αρβήντλιος δεν ήταν νεκρός· το στήθος του ανεβοκατέβαινε καθώς ανέπνεε, αν και δεν είχε τις αισθήσεις του. Τον έβαλαν στο όχημά τους και έφυγαν.
Η Ιωάννα τον ξύπνησε, ρίχνοντάς του λίγο νερό στο πρόσωπο, και ο Ράθνης μούγκρισε από πόνο. Ο αριστερός του ώμος και μερικά του πλευρά ήταν σπασμένα από την πτώση, και οι σύντροφοί του αναγκάστηκαν να σταματήσουν το όχημά τους για να του προσφέρουν τις πρώτες βοήθειες. Καθώς ο Γεράρδος και ο Σέλιρ’χοκ περιποιούνταν τον Ράθνη, ο Οδυσσέας κοίταζε ανήσυχα τριγύρω, μήπως δει κανέναν εχθρό να πλησιάζει. Τα νεύρα του τα ένιωθε τσιτωμένα, τόσες ώρες που οδηγούσε το Βατράχι. Του χρειαζόταν να κοιμηθεί, και το ήξερε. Έπρεπε να βρουν ένα καλυμμένο μέρος, ώστε να ξεκουραστούν.
«Το όχημα έχει μόνο μία ενεργειακή φιάλη,» είπε η Ιωάννα, όταν ξεκίνησαν πάλι να κινούνται: «αυτή που χρησιμοποιούμε τώρα. Κι απ’ό,τι βλέπω, δεν είναι ούτε καν πλήρης…»
Η ένδειξη ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ έδειχνε 43,77%.
«Θα χρειαστεί να το αφήσουμε,» είπε ο Οδυσσέας. «Και καλύτερα. Γιατί μπορεί να μας εντοπίσουν μ’αυτό.»
Μετά από μιάμιση ώρα οδήγησης επάνω σε αμμουδιές και χορταριασμένα εδάφη, άφησαν πίσω τους την ακροθαλασσιά και βρέθηκαν στις όχθες ενός ποταμού, στην ενδοχώρα της Αλβέρια. Εδώ, αποφάσισαν πως θα ήταν συνετό να σταματήσουν και να αναπαυθούν, κι έπειτα να κηδέψουν τη Νελμίρα.
Βγήκαν απ’το όχημά τους και καταυλίστηκαν. Η Ιωάννα προθυμοποιήθηκε να φυλάξει σκοπιά, όσο οι υπόλοιποι θα ξεκουράζονταν.
«Είσαι σίγουρη;» τη ρώτησε ο Οδυσσέας.
«Ναι,» απάντησε εκείνη. «Αν φτάσω στα όρια του ύπνου, υπόσχομαι να ξυπνήσω έναν άλλο.»
Κανείς δεν έφερε αντίρρηση. Ήταν πολύ κουρασμένοι για να φέρουν, κι όλοι ήξεραν ότι η Μαύρη Δράκαινα είχε παράξενες αντοχές, και το είχε αποδείξει πολλάκις.
Η Ιωάννα τούς είδε να τυλίγονται σε κουβέρτες και να ξαπλώνουν. Η ίδια κάθισε σε μια πέτρα κοντά τους, με το τουφέκι της στηριγμένο ανάμεσα στα γόνατά της. Για κάποια ώρα, ήταν τελείως ακίνητη. Ήταν ακίνητο όχι μόνο το σώμα της, μα και το μυαλό της· βρισκόταν σε μια κατάσταση που καμία σκέψη δεν την απασχολούσε και που, συγχρόνως, οι αισθήσεις της ήταν σε πλήρη εγρήγορση. Κανείς δε θα μπορούσε να πλησιάσει, δίχως να τον αντιληφτεί.
Ύστερα, το βλέμμα της πήγε για πολλοστή φορά στο τρεχούμενο νερό του ποταμού, και μια σκέψη διαπέρασε την αδράνεια του μυαλού της: Ήταν ιδρωμένη, σκονισμένη, και μουδιασμένη· μια βουτιά δεν μπορούσε παρά να την αναζωογονήσει· κι επιπλέον, δε νόμιζε ότι κανείς θα πλησίαζε εδώ, ώσπου να κάνει ένα γρήγορο μπάνιο.
Σηκώθηκε απ’τον βράχο, έβγαλε τις μπότες της και τη στολή της, και, μένοντας με τα εσώρουχα, βούτηξε στον ποταμό. Το νερό ήταν κρύο, αλλά όχι τόσο ώστε να μη μπορεί να το ανεχθεί· για την ακρίβεια, το έβρισκε τονωτικό. Κι έτσι κολύμπησε για λίγο, υποβρυχίως.
Ο ποταμός ήταν αρκετά πλατύς, αλλά, σύντομα, έφτασε στην αντίπερα όχθη και έβγαλε το κεφάλι της στην επιφάνεια, ανοίγοντας το στόμα και παίρνοντας βαθιές ανάσες.
Και τότε ήταν που είδε τους δύο γαλανόδερμους άντρες. Στέκονταν αντίκρυ της και τη σημάδευαν με τεντωμένα τόξα. Αν έκρινε η Ιωάννα απ’το ντύσιμό τους, έμοιαζαν με ιθαγενείς.
Η Αλβέρια ήταν μια διάσταση γεμάτη θέρετρα, ξενοδοχειακά συγκροτήματα, και βίλες, όπου πολλοί πήγαιναν για να κάνουν τις διακοπές τους και να ξεκουραστούν. Και, φυσικά, όλα αυτά ελέγχονταν από την Παντοκράτειρα. Στα βάθη της Αλβέρια, όμως, υπήρχαν περιοχές πολύ άγριες και πολύ πυκνές σε βλάστηση: κι εκεί οι κάτοικοι είχαν τα δικά τους έθιμα και τον δικό τους τρόπο ζωής, και δεν έδιναν ούτε μισή χρηματική μονάδα για το τι έκανε ή τι ήθελε η Παντοκράτειρα ή η Επανάσταση ή οποιοσδήποτε άλλος.
Και η Ιωάννα ήταν βέβαιη πως τώρα αντίκριζε δύο απ’αυτούς.
«Μη φωνάξεις,» είπε ο ένας, μιλώντας σπαστά τη Συμπαντική Γλώσσα. Τα μαλλιά του ήταν πράσινα και μακριά. Φορούσε δερμάτινο παντελόνι και πέτσινο γιλέκο, και το γαλανό δέρμα του φαινόταν νάναι γεμάτο δερματοστιξίες: παράξενα σύμβολα, που η Μαύρη Δράκαινα δεν αναγνώριζε.
«Ποιοι είστε εσείς;» τον ρώτησε. «Τι θέλετε;»
Ο άντρας την κοίταξε συνοφρυωμένος, καθώς τη σημάδευε με το μεγάλο τόξο του, που πρέπει να ήταν φτιαγμένο από το ευλύγιστο κόκαλο κάποιου ζώου.
Με τις άκριες των ματιών της, η Ιωάννα είδε μερικούς άλλους ιθαγενείς να έχουν ξεπροβάλλει από τη βλάστηση και να ζυγώνουν την όχθη, τραβώντας μαζί τους δύο μικρές πιρόγες. Τα πράγματα μοιάζουν άσχημα. Πρέπει να ειδοποιήσω τον Οδυσσέα!
Πώς είχαν εμφανιστεί ετούτοι οι τύποι; Την παρακολουθούσαν και την περίμεναν να κοιμηθεί; Ή να κάνει κάτι ανόητο… όπως να βουτήξει στον ποταμό;
«Καταλαβαίνεις τι σου λέω;» ξαναρώτησε η Ιωάννα, επιμένοντας. «Ποιοι είστε; Τι θέλετε;»
«Μην κινείσαι,» απάντησε μόνο ο άντρας.
«Εντάξει,» είπε η Ιωάννα, «δεν κινούμαι. Με βλέπεις να κινούμαι; Αλλά, αν νομίζεις ότι είμαστε με την Παντοκράτειρα, κάνεις λάθος. Αυτό εκεί το όχημα,» ύψωσε το χέρι της από το νερό, για να δείξει, «το κλέψαμε. Δεν είναι δικό μας.»
Ο άντρας με το τόξο φώναξε κάτι σ’εκείνους με τις πιρόγες, προτού τις ρίξουν στον ποταμό κι ανεβούν επάνω τους. Η Ιωάννα δεν κατάλαβε σε τι γλώσσα είχε μιλήσει, αλλά είδε τους ιθαγενείς –που όλοι ήταν γαλανόδερμοι– να σταματούν και να περιμένουν.
«Λες αλήθεια;» τη ρώτησε ο άντρας με το τόξο.
«Ναι. Νομίζεις ότι οι Παντοκρατορικοί θα έρχονταν εδώ πέρα τόσο αφύλαχτοι; Για ποιο λόγο;»
«Να ελέγξουμε, τότε;»
Η Ιωάννα ανασήκωσε τους ώμους. «Ελέγξτε. Αν και δεν ξέρω τι έλεγχο εννοείς πως θα κάνετε. Κατά πρώτον, αν δεις τις ενδυμασίες μας, θα διαπιστώσεις πως δεν είναι ενδυμασίες στρατιωτών της Παντοκράτειρας.»
Ο γαλανόδερμος την ατένισε συνοφρυωμένος, και ένευσε. «Βγες,» πρόσταξε.
Η Ιωάννα σκέφτηκε πως δε θα ήταν καλό να του φέρει αντίρρηση. Βγήκε απ’το νερό του ποταμού, στάζοντας.
Τα μάτια του άντρα την κοίταξαν από πάνω ώς κάτω. Το βλέμμα του ήταν φανερό πως δεν την έψαχνε μόνο για κρυμμένα όπλα· εξάλλου, τι όπλα μπορούσε να έχει κρυμμένα μέσα στον στηθόδεσμό της και στην περισκελίδα της; Της είπε: «Θα έρθεις μαζί μας, στις πιρόγες. Δε θα κάνεις φασαρία.»
Η Ιωάννα αναστέναξε. «Εντάξει.»
Οι πιρόγες διέσχισαν τον ποταμό, και βρέθηκαν στην αντίπερα όχθη.
Ο Οδυσσέας και οι υπόλοιποι κοιμόνταν, δίχως να έχουν πάρει είδηση το παραμικρό. Οι ιθαγενείς βγήκαν από τις βάρκες τους και κοίταξαν το όχημα και αυτούς. Κρατούσαν όπλα φτιαγμένα από μπρούντζο, κόκαλο, και ξύλο· κανείς τους, όμως, δεν επιχείρησε να χτυπήσει τους κοιμισμένους.
Τουλάχιστον, οι διαθέσεις τους δεν είναι εχθρικές, σκέφτηκε η Ιωάννα.
«Με πιστεύεις τώρα;» ρώτησε τον άντρα με τον οποίο είχε μιλήσει και πριν, και ο οποίος πλέον δεν τη σημάδευε με το τόξο του· προφανώς, δεν το θεωρούσε απαραίτητο με τόσους πολεμιστές του γύρω της.
«Σε πιστεύω.» Και μετά, μίλησε, χαμηλόφωνα, στους υπόλοιπους ιθαγενείς.
Εκείνοι περιτριγύρισαν τους κοιμισμένους και τους ξύπνησαν, σκουντώντας τους με τις άκριες μακριών κονταριών, ενώ, συγχρόνως, τους σημάδευαν με τεντωμένα τόξα.
Ο Γεράρδος κι ο Οδυσσέας πετάχτηκαν επάνω, τραβώντας τα πιστόλια τους. Ο Σέλιρ’χοκ κι ο Τάμπριελ’λι κοίταξαν γύρω τους, δίχως να σηκώσουν όπλα. Ο Ράθνης μπορούσε μονάχα να μουγκρίσει.
«Μην ανησυχείτε,» είπε η Ιωάννα στους συντρόφους της. «Είναι φιλικοί.»
«Δε μου μοιάζουν και πολύ φιλικοί εμένα,» σχολίασε ο Γεράρδος.
«Κατεβάστε τα πιστόλια σας. Θέλουν μόνο να διαπιστώσουν ότι δεν είμαστε με την Παντοκράτειρα.»
«Αυτό,» είπε ο Γεράρδος, «δεν είναι και πολύ δύσκολο να το καταλάβει κανείς, στα χάλια που βρισκόμαστε.» Εκείνος κι ο Οδυσσέας κατέβασαν τα πιστόλια τους.
Ο άντρας με τον οποίο είχε συζητήσει η Ιωάννα μίλησε στους πολεμιστές του, κι αυτοί κατέβασαν τα τόξα τους· εξακολούθησαν, όμως, να έχουν τις χορδές μισοτεντωμένες.
Ο Οδυσσέας ορθώθηκε, θηκαρώνοντας το πιστόλι του, και μίλησε στη γλώσσα των ιθαγενών.
Η Ιωάννα αιφνιδιάστηκε. Τους ξέρει;
Ο γαλανόδερμος πλάι της μειδίασε, και του απάντησε.
Ο Οδυσσέας έδειξε το όχημά τους, συνεχίζοντας να μιλά.
Ο γαλανόδερμος το κοίταξε, ερευνητικά. Ύστερα, ένευσε.
«Τι λέτε;» ρώτησε η Ιωάννα.
«Θα τους δώσουμε το όχημά μας,» της εξήγησε ο Οδυσσέας, «κι αυτοί θα μας δώσουν μερικά Αλβέρια ιππάρια.»
«Προτιμάς τα άλογα από το όχημα;» απόρησε ο Γεράρδος.
«Ναι, για τρεις λόγους: η ενέργειά του τελειώνει· έχει επάνω του το έμβλημα της Παντοκρατορίας· και είναι ένα μηχάνημα που οι εχθροί μας μπορούν, σίγουρα, να εντοπίσουν. Επιπλέον, τα ιππάρια διασχίζουν πολύ άνετα την ενδοχώρα της Αλβέρια, ενώ δε νομίζω ότι το ίδιο ισχύει για το όχημα των Παντοκρατορικών, όσο μεγάλους τροχούς κι αν έχει.»
Ύστερα, μίλησε πάλι στον άντρα πλάι στην Ιωάννα, ο οποίος πρέπει να ήταν φύλαρχος ή κάτι παρόμοιο, υπέθετε η Μαύρη Δράκαινα.
Όταν η σύντομη συζήτησή τους τελείωσε, ο Οδυσσέας είπε στους συντρόφους του: «Ο Ράουμηλ προτείνει να τον ακολουθήσουμε, για να μας οδηγήσει σ’έναν πόρο του ποταμού.»
«Ας τον ακολουθήσουμε, λοιπόν,» είπε ο Τάμπριελ, και ο Σέλιρ’χοκ κατένευσε.
Ο Γεράρδος κι ο Οδυσσέας σήκωσαν τον Ράθνη και τον έβαλαν μέσα στο όχημα. Η Ιωάννα πήρε τη στολή της, τις μπότες της, και τα όπλα της, τα έβαλε στο εσωτερικό του οχήματος, και κάθισε στη θέση του οδηγού. Δε φόρεσε τα ρούχα της, γιατί ήθελε να στεγνώσει πρώτα. Οι υπόλοιποι σύντροφοί της δεν μπήκαν στο όχημα· προτίμησαν να βαδίσουν, για να δείξουν στους ιθαγενείς ότι τους εμπιστεύονταν και ότι δεν είχαν μοχθηρές προθέσεις. Η Ιωάννα έβαλε το όχημα να προχωρήσει αργά, τσακίζοντας ξύλα και χορτάρι κάτω απ’τις μεγάλες ρόδες του.
Οι γαλανόδερμοι τούς οδήγησαν προς τα βόρεια, κατά μήκος του ποταμού, και, μετά από κανένα δεκάλεπτο, ο αρχηγός είπε να σταματήσουν. Ύψωσε το χέρι του και έδειξε το νερό, μιλώντας στον Οδυσσέα.
Ο Πρόμαχος είπε στην Ιωάννα: «Είναι ρηχά εδώ· μπορείς να περάσεις.»
Ας ελπίσουμε ότι δε θα πάμε στον πάτο… Η Μαύρη Δράκαινα έστριψε το όχημα και το έβαλε μέσα στον ποταμό. Το νερό κάλυψε το μισό ύψος των τροχών του, φτάνοντας σχεδόν ώς τα τζάμια του. Λίγο νερό μπήκε και στο εσωτερικό του, αλλά δεν ήταν κάτι για το οποίο θα έπρεπε ν’ανησυχήσει κανείς. Ο ποταμός ήταν, πράγματι, ρηχός εδώ.
Στην αντικρινή όχθη, η Ιωάννα σταμάτησε το όχημα, και εκείνη κι οι σύντροφοί της περίμεναν τους ιθαγενείς να τους φέρουν τα Αλβέρια ιππάρια. Τα πλάσματα αυτά ήταν ό,τι υποδήλωνε το όνομά τους: μικρά άλογα, πολύ κοντύτερα από άλλα είδη αλόγων, και μικρότερα σε μήκος, από το κεφάλι ώς την ουρά. Τα σώματά τους, όμως, ήταν μυώδη και οι οπλές τους σχηματισμένες έτσι ώστε να μπορούν να διασχίζουν ανώμαλα εδάφη. Έδειχναν να έχουν μεγάλες αντοχές, παρά το μικρό τους ανάστημα.
Οι επαναστάτες πήραν τα πράγματά τους από το Παντοκρατορικό όχημα και τα φόρτωσαν στα ιππάρια. Ο Οδυσσέας μίλησε μετά με τον Ράουμηλ, και εκείνος κι οι άνθρωποί του έφυγαν μαζί με το τροχοφόρο. Προτού φύγουν, ο φύλαρχος άγγιξε τον Πρόμαχο της Επανάστασης στον ώμο, σαν να ήταν παλιοί συμπολεμιστές ή παλιοί φίλοι.
«Τι του είπες;» ρώτησε η Ιωάννα.
«Ότι θέλουμε να είμαστε μόνοι, για να κηδέψουμε τη Νελμίρα.»
Ο Οδυσσέας, ο Γεράρδος, και η Ιωάννα άδειασαν μια περιοχή από χόρτα και έφτιαξαν έναν κύκλο από πέτρες. Στο κέντρο του έβαλαν κάμποσα ξύλα, κι επάνω τους ξάπλωσαν τη νεκρή. Ο Οδυσσέας άναψε έναν δαυλό και έβαλε φωτιά στο πτώμα της Νελμίρα. Οι φλόγες το τύλιξαν, και καπνός άρχισε να υψώνεται προς τους ουρανούς.
«Θα βρει το δρόμο της…» είπε ο Τάμπριελ. «Θα βρει το δρόμο της για τη Φεηνάρκια. Όλοι τον βρίσκουν· τα σύνορα που χωρίζουν τις διαστάσεις δε δεσμεύουν παρά μόνο το υλικό μας σώμα.»
Κανείς άλλος δε μίλησε· και ήταν παράξενο που είχε πει ετούτα τα λόγια ο Τάμπριελ, γιατί η Νελμίρα τον αποστρεφόταν, βλέποντάς τον ως προδότη της διάστασής της. Ο ερυθρόδερμος μάγος, όμως, ήταν Φεηνάρκιος, και ίσως να καταλάβαινε τη Νελμίρα περισσότερο απ’όλους τους, ακόμα και στον θυμό της εναντίον του.
*
Στην Αλβέρια υπήρχαν πολλά αεροδρόμια, όλα τους μικρά, όλα τους οικοδομημένα μέσα σε ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις, πολυτελείς βίλες, ή Παντοκρατορικές βάσεις. Και τα περισσότερα βρίσκονταν σε παραλιακά μέρη της διάστασης, αφού ο πιο πολύς κόσμος για τις παραλίες ερχόταν. Υπήρχαν, ωστόσο, και κάποιοι εκκεντρικοί, που τους άρεσαν τα βουνά της Αλβέρια, επομένως είχαν φτιαχτεί και ορισμένα ξενοδοχεία σε τέτοια μέρη.
Ένα από αυτά ονομαζόταν Βαν-τελ, που, σε μια από τις διαλέκτους των ντόπιων, σήμαινε χωριό ή πόλη που κοιτάζει τον καθαρό ουρανό. Το Βαν-τελ βρισκόταν στις πλαγιές μιας οροσειράς της Αλβέρια, στα βόρεια της διάστασης. Και διέθετε αεροδρόμιο, με αεροσκάφη που ταξίδευαν στον Αιθέρα· γιατί οι περισσότεροι που έρχονταν εδώ έρχονταν κατευθείαν από τον Αιθέρα και, μετά, έφευγαν με τον ίδιο τρόπο: κανείς δεν καθόταν να διασχίσει τους άγριους τόπους από τα βουνά ώς τις ακροθαλασσιές. Συνεπώς, κανείς δε θα περίμενε να έρθουν στο Βαν-τελ κάποιοι για να κλέψουν αεροπλάνο, είπε ο Οδυσσέας στους συντρόφους του. Αυτό, ασφαλώς, δε σήμαινε ότι θα έβρισκαν το μέρος αφύλαχτο –όφειλαν να είναι προσεχτικοί· πολύ προσεχτικοί–, αλλά, σίγουρα, σήμαινε ότι οι φρουροί θα ήταν πιο αφηρημένοι και χαλαροί.
Τα ιππάρια που τους είχαν δώσει οι ιθαγενείς ήταν τέσσερα· ο φύλαρχος είχε αρνηθεί να τους προσφέρει περισσότερα. Ο Οδυσσέας, ο Τάμπριελ’λι, και ο Σέλιρ’χοκ καβαλούσαν από ένα. Η Ιωάννα και ο Γεράρδος καβαλούσαν ένα και οι δύο. Για τον Ράθνη είχαν φτιάξει ένα φορείο, και το είχαν τεντώσει ανάμεσα στα ιππάρια του Οδυσσέα και του Σέλιρ’χοκ. Τα μικρά άλογα είχαν αποδειχτεί εξαιρετικά ανθεκτικά, αλλά και γρήγορα, παρά τα δύσκολα εδάφη της ενδοχώρας που διέσχιζαν. Το ταξίδι είχε κρατήσει έξι ημέρες, και τώρα ήταν το βράδυ της έβδομης, καθώς έφταναν κοντά στην πλαγιά όπου ήταν οικοδομημένο το Βαν-τελ.
Τα φώτα του περιτειχισμένου ξενοδοχείου έσχιζαν το σκοτάδι, κάνοντάς το να ξεχωρίζει εύκολα και να λαμπυρίζει.
Η Ιωάννα αφίππευσε, και έφερε ένα ζευγάρι κιάλια στα μάτια της, για να κοιτάξει το συγκρότημα από πιο κοντά.
«Υπάρχουν τέσσερις πύργοι ελέγχου,» είπε. «Επάνω στον καθένα είναι ένας προβολέας κι ένα πολυβόλο, καθώς και δύο φρουροί. Η κεντρική πύλη είναι κλειστή.»
«Ποιο είναι το πιο αφύλαχτο σημείο;» ρώτησε ο Οδυσσέας.
«Το ίδιο φυλαγμένα μού φαίνονται όλα.»
«Επίσης,» είπε ο Σέλιρ’χοκ, «ίσως να υπάρχει και κάποιος Βιοσκόπος, για εντοπισμό εισβολέων.»
«Δεν υπάρχει Βιοσκόπος,» τους διαβεβαίωσε ο Τάμπριελ’λι.
«Πώς το ξέρεις;» τον ρώτησε ο Οδυσσέας.
Ο ερυθρόδερμος μάγος ανασήκωσε τους ώμους. «Έχω ξανάρθει εδώ, ως σύζυγος της Παντοκράτειρας. Επιπλέον, θα ήταν ανόητο να βάλει κανείς Βιοσκόπο σε τούτο το μέρος, όπου είναι σπάνιο να προσπαθήσει κάποιος να εισβάλει. Σπατάλη ανθρώπινου δυναμικού· ο Βιοσκόπος θα μπορούσε νάναι πολύ πιο χρήσιμος αλλού.»
Ο Οδυσσέας ένευσε. «Λογικό,» παραδέχτηκε. Δεν αμφισβητούσε πλέον τον Τάμπριελ· όχι ύστερα από τόσες φορές που τους είχε βοηθήσει. Αποκλείεται να προσποιείτο πως ήταν μαζί τους· είχε, πράγματι, εγκαταλείψει την Παντοκράτειρα. Αλλά εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω ακριβώς γιατί…
«Ξεκινάμε, λοιπόν;» ρώτησε ο Γεράρδος.
«Ναι,» είπε ο Οδυσσέας.
Τα ιππάρια τα άφησαν στο δάσος (ήταν αδύνατον να τα πάρουν μαζί τους) και, κινούμενοι μέσα στο σκοτάδι, ζύγωσαν τα τείχη του ξενοδοχειακού συγκροτήματος. Οι προβολείς έκαναν πέρα-δώθε νωχελικά, αυτοματοποιημένοι, και ήταν εύκολο για τους επαναστάτες να τους αποφύγουν.
Φτάνοντας στη νότια μεριά του τείχους, η Ιωάννα τίναξε προς τα πάνω ένα σχοινί με γάντζο, πιάνοντάς το στην κορυφή κι αρχίζοντας να σκαρφαλώνει. Όταν είχε ανεβεί, κοίταξε δεξιά κι αριστερά, για να δει μήπως κανείς την είχε προσέξει· οι φρουροί, όμως, εξακολουθούσαν να βρίσκονται μέσα στους πύργους. Δεν την είχαν πάρει είδηση. Και ο Τάμπριελ φαίνεται πως είχε δίκιο, σκέφτηκε η Μαύρη Δράκαινα: δεν υπάρχει Βιοσκόπος εδώ.
Ο Οδυσσέας πλησίασε το τείχος μετά από την Ιωάννα, έπιασε το ήδη γαντζωμένο σχοινί, και ανέβηκε πλάι της. «Όλα εντάξει;» της ψιθύρισε. Εκείνη κατένευσε.
Ο Ράθνης τύλιξε το σχοινί γύρω του, με τέτοιο τρόπο ώστε οι σύντροφοί του να μπορούν να τον σηκώσουν χωρίς να χρειάζεται εκείνος να χρησιμοποιήσει τον σπασμένο αριστερό του ώμο και χωρίς να πιέζονται τα σπασμένα του πλευρά. Η Ιωάννα και ο Οδυσσέας τον τράβηξαν επάνω, εύκολα.
Μετά, σκαρφάλωσαν ο Σέλιρ’χοκ και ο Τάμπριελ’λι.
Όλοι τους φορούσαν μαύρα ρούχα, για να γίνονται ένα με τη νύχτα· και ειδικά ο Σέλιρ, που ήταν και μαυρόδερμος, έμοιαζε να είναι η ίδια η νύχτα. Το μακρύ ραβδί του το είχε τυλίξει με ύφασμα, για να μη γυαλίζουν οι κρύσταλλοι και τα κάτοπτρα επάνω του.
«Τα τείχη τους είναι τελείως αφύλαχτα,» παρατήρησε ο Ράθνης.
«Δε χρειάζεται να γίνουμε απρόσεχτοι, όμως,» τόνισε ο Οδυσσέας.
Η Ιωάννα βάδισε πρώτη, και σκυφτή, πηγαίνοντας προς μια ανοιχτή καταπακτή, μέσα στην οποία φαινόταν μια πέτρινη σκάλα. Στα χέρια της βαστούσε μια βαλλίστρα, γιατί, αν χρειαζόταν να σκοτώσει, δεν ήθελε να κάνει θόρυβο.
Κατέβηκε τη σκάλα, νυχοπατώντας, και, φτάνοντας στο τέλος της, είδε ένα μικρό δωμάτιο και μια γυναίκα, η οποία ήταν ντυμένη με στρατιωτική στολή και, καθισμένη σε μια καρέκλα, λίμαρε τα νύχια της. Δεν είχε αντιληφτεί την Ιωάννα, αλλά, αν εκείνη έβγαινε απ’τη σκιά της σκάλας, σίγουρα θα την έβλεπε. Έτσι, η Μαύρη Δράκαινα σήκωσε τη βαλλίστρα της, σημάδεψε τη φρουρό, και πάτησε τη σκανδάλη. Το βέλος διαπέρασε το λαιμό της γυναίκας, σκοτώνοντάς την χωρίς εκείνη να μπορέσει να φωνάξει.
Η Ιωάννα και οι υπόλοιποι κατέβηκαν στο μικρό δωμάτιο. Η Μαύρη Δράκαινα μισάνοιξε την πόρτα και κοίταξε έξω, τον περίβολο του Βαν-τελ. Το βλέμμα της πήγε αμέσως στο μικρό αεροδρόμιο, όπου, επί του παρόντος, βρίσκονταν σταθμευμένα τρία αεροσκάφη. Έπειτα, κοίταξε τριγύρω, για να δει αν ο δρόμος ήταν ανοιχτός ή αν υπήρχαν φρουροί. Εντόπισε δύο που ίσως να τους έβλεπαν: ο ένας ήταν κοντά στην κεντρική είσοδο του βασικού ξενοδοχειακού οικήματος· ο άλλος βημάτιζε στη μεριά του αεροδρομίου απ’όπου θα έρχονταν η Μαύρη Δράκαινα και οι σύντροφοί της.
Η Ιωάννα είπε στον Οδυσσέα τι ακριβώς είχε στο μυαλό της, και ύστερα, έβαλε ένα καινούργιο βέλος στη βαλλίστρα της και έφυγε.
Ο Οδυσσέας την παρατηρούσε από τη μισάνοιχτη πόρτα, και την είδε να χάνεται μέσα στις πυκνές σκιές, προτού εμφανιστεί πάλι… πίσω από τον φρουρό που στεκόταν κοντά στην είσοδο του βασικού οικήματος του Βαν-τελ. Κάτι γυάλισε στο χέρι της Μαύρης Δράκαινας –η λεπίδα ενός ξιφιδίου–, και ο φρουρός σπαρτάρισε για μια στιγμή. Μετά, η σκοτεινή του φιγούρα κρύφτηκε μέσα στις σκιές, όπως και η δολοφόνος του.
Ο Οδυσσέας έστρεψε το βλέμμα του στον άλλο στόχο της Ιωάννας: τον φρουρό στις παρυφές του αεροδρομίου, ο οποίος βημάτιζε αργά. Τα μάτια του Πρόμαχου δεν έμειναν, όμως, για πολύ σ’αυτόν, καθώς κάτι άλλο τράβηξε την προσοχή τους: μια μαύρη σιλουέτα, που διέσχιζε μια νησίδα φωτός. Η Ιωάννα, σίγουρα. Και δεν πήγαινε προς τη μεριά του φρουρού· πήγαινε προς ένα παράλληλο σημείο. Ο Οδυσσέας την έχασε πάλι μες στο σκοτάδι…
…κι ύστερα, είδε τον φρουρό να σωριάζεται μ’ένα βέλος καρφωμένο στο λαιμό.
Αυτό ήταν και το σημάδι που ο Πρόμαχος είχε συμφωνήσει με τη Μαύρη Δράκαινα. Έκανε νόημα στους συντρόφους του να βγουν από το δωμάτιο και να τον ακολουθήσουν.
Διέσχισαν τον περίβολο και έφτασαν στο αεροδρόμιο, όπου η Ιωάννα φάνηκε να υλοποιείται μέσα απ’τις σκιές και να έρχεται πλάι τους. Ένα καινούργιο βέλος ήταν περασμένο στη βαλλίστρα της.
Ο Οδυσσέας βάδισε, γρήγορα, προς ένα αεροπλάνο που, από το σχήμα του, φαινόταν ότι ήταν φτιαγμένο για ταξίδι στον Αιθέρα. Και πρέπει να ήταν πολύ αναπτυγμένης τεχνολογίας. Από τα καλύτερα που κυκλοφορούσαν.
Το πλησίασε και άνοιξε τη θύρα του, μπαίνοντας. Οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν. Ο Οδυσσέας κάθισε στη θέση του πιλότου και έλεγξε τα συστήματα. Όλα λειτουργούσαν, και υπήρχαν αρκετά ενεργειακά αποθέματα για να πετάξουν στον Αιθέρα και να ταξιδέψουν ώς την Απολλώνια. Επιπλέον, το αεροσκάφος ήταν έτσι κατασκευασμένο που δε χρειαζόταν να τρέξει επάνω σε αεροδιάδρομο για να απογειωθεί· μπορούσε να σηκωθεί στον αέρα από οπουδήποτε και να προσγειωθεί οπουδήποτε.
Ο Σέλιρ’χοκ κάθισε στο ενεργειακό κέντρο του σκάφους και ύφανε τη Μαγγανεία Κινήσεως, γιατί τα περισσότερα αεροπλάνα που πετούσαν στον Αιθέρα είχαν ανάγκη από τη βοήθεια ενός μάγου, προκειμένου να λειτουργήσουν σωστά.
Ο Οδυσσέας έστρεψε τους προωθητήρες προς τα κάτω και τους ενεργοποίησε.
Το βουητό τους έσχισε τη σιγαλιά της νύχτας, και η φωτιά τους φώτισε τον περίβολο.
Ο Οδυσσέας είδε, από το τζάμι εμπρός του, ανθρώπους να τρέχουν. Μας πήραν είδηση, όπως ήταν αναμενόμενο. Αλλά ας ελπίσουμε πως δε θα μας καταδιώξουν. Μονάχα άλλα δύο σκάφη είναι εδώ.
Θέτοντας τους προωθητήρες στο μέγιστο, έκανε το αεροπλάνο του να υψωθεί από το έδαφος, αφήνοντας πίσω του καπνό και φωτιά. Ύστερα, άλλαξε κατεύθυνση στους προωθητήρες και πέταξε ευθύγραμμα. Πήρε κλίση προς τα επάνω κι άρχισε να σκαρφαλώνει ομαλά στα στρώματα του νυχτερινού ουρανού, με προορισμό του το σημείο μετάβασης για τον Αιθέρα, τη θέση του οποίου μπορούσε να δει στην οθόνη εμπρός του.
Οι ανιχνευτές του αεροπλάνου δεν εντόπιζαν κανένα σημάδι καταδίωξης. Τα πράγματα είχαν εξελιχτεί καλύτερα απ’ό,τι ο Πρόμαχος περίμενε, έτσι επέτρεψε στον εαυτό του να χαλαρώσει λιγάκι και να αισθανθεί άρχοντας του ιπτάμενου σκάφους του.
Το αεροπλάνο είχε προ πολλού περάσει πάνω από τα σύννεφα, και το σημείο μετάβασης ερχόταν ολοένα και πιο κοντά…
…ολοένα και πιο κοντά–
Γλίστρησαν στον αργυρογάλανο, αχανή κόσμο του Αιθέρα.
Το Βόρειο Μέτωπο
Το αεροσκάφος βγήκε από τον Αιθέρα και πέρασε στους ουρανούς της Απολλώνιας. Ήταν μικρό και γρήγορο, και το μέταλλό του γυάλιζε στο φως του μεσημεριανού ήλιου.
Οι επιβάτες του ήταν όλοι Φεηνάρκιοι, και όλοι επαναστάτες. Ο Πρόμαχος Φάργκιελ είχε αποφασίσει να τους στείλει εδώ, για να συντρέξουν τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο.
Η Νατμάλι, που καθόταν πίσω απ’τον πιλότο, ζήτησε από τον Κάλβριλ που καθόταν πλάι του: «Ενεργοποίησε τον χάρτη της Απολλώνιας.» Ήταν μια ερυθρόδερμη γυναίκα με σκούρα-μπλε μαλλιά, τα οποία έπεφταν σπαστά και πλούσια στους ώμους και στην πλάτη της. Φορούσε πανωφόρι και παντελόνι από καφέ δέρμα· και απ’το λαιμό της κρεμόταν, μέσα στα ρούχα της, ένα περιδέραιο που ήταν πολύ σημαντικό για εκείνη, γιατί κρατούσε εντός του φυλακισμένο έναν θεό-δαίμονα της Φεηνάρκια. Η Νατμάλι’λι ήταν μάγισσα, και ανήκε στο τάγμα των Δεσμοφυλάκων. Ο Πρόμαχος Φάργκιελ είχε επιμείνει να τη στείλει στην Απολλώνια, γιατί πίστευε ότι, για να ζητά βοήθεια ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος, πρέπει να υπήρχε πολύ σοβαρός λόγος, και στις δύσκολες περιστάσεις είναι καλύτερα να χρησιμοποιεί κανείς τα ισχυρότερά του όπλα. Η Νατμάλι ήταν, αναμφίβολα, ένα από αυτά: ένα από τα ισχυρότερα όπλα της Επανάστασης στη Φεηνάρκια. «Και γι’αυτό τώρα πρέπει να συντρέξεις τον άνθρωπο που είναι η καρδιά της Επανάστασης,» της είχε τονίσει ο Φάργκιελ, όταν την είδε διστακτική.
Ο Κάλβριλ πάτησε ένα πλήκτρο στην κονσόλα εμπρός του, και ο χάρτης της Απολλώνιας παρουσιάστηκε στην οθόνη. Το σκάφος τους φαινόταν ως μια κινούμενη κόκκινη κουκίδα επάνω του. Ο Κάλβριλ ήταν επίσης Φεηνάρκιος, αλλά όχι ερυθρόδερμος· είχε μαύρο, κατάμαυρο, δέρμα και το ίδιο μαύρα μαλλιά. Μες στο σκοτάδι, αν ήταν γυμνός, ή αν φορούσε μελανόχρωμα ρούχα, ήταν αδύνατον να τον εντοπίσεις. Η Νατμάλι και οι άλλοι επαναστάτες τον αποκαλούσαν Νυχτοβάτη. Ήταν πολύ καλός κυνηγός και σκοπευτής.
«Στην Απαστράπτουσα πηγαίνουμε,» είπε η Νατμάλι στον πιλότο, τεντώνοντας το χέρι της, για να δείξει επάνω στον χάρτη της οθόνης. «Δεν είμαστε σίγουροι αν θα σταματήσουμε ακριβώς εκεί, αλλά κάπου εκεί κοντά θα προσγειωθούμε.»
«Στις διαταγές σας,» αποκρίθηκε ο πιλότος, που ήταν Σάρντλιος και ονομαζόταν Νάρτιλ. Είχε χρυσό δέρμα και μικρό ανάστημα, και δεν έκρυβε το γεγονός ότι ο τρόπος της Νατμάλι τον ενοχλούσε. Ο τόνος της φωνής του ήταν ειρωνικός· ωστόσο, δεν έφερε αντίρρηση ως προς τον προορισμό τους.
Η Νατμάλι δεν τον συμπαθούσε αυτόν τον άνθρωπο. Αλλά, σε τελική ανάλυση, δεν έπρεπε και να τον συμπαθεί για να μπει ως επιβάτης στο αεροσκάφος του.
Το αεροπλάνο πετούσε πάνω από τα σύννεφα του ουρανού της Απολλώνιας, για να είναι κρυμμένο από αδιάκριτα μάτια και από αδιάκριτα συστήματα εντοπισμού. Οι επιβάτες του μπορούσαν να δουν μονάχα λευκά νεφελώματα από κάτω τους. Στον χάρτη της οθόνης, όμως, φαινόταν καθαρά ότι κατευθύνονταν προς την Απαστράπτουσα, περνώντας, επί του παρόντος, πάνω από μια θάλασσα, η οποία ήταν σημειωμένη ως Η ΑΠΑΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ.
Η Νατμάλι δεν είχε ποτέ της ξανάρθει σε τούτη τη διάσταση, ούτε και κανένας άλλος απ’την ομάδα της. Είχε, όμως, αρκετές πληροφορίες μαζί της ώστε να μπορεί να πλοηγηθεί και να επιβιώσει εδώ. Το σημαντικό ήταν να βρει τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο, κι από κει και πέρα αυτός θα κατεύθυνε εκείνη και τους υπόλοιπους επαναστάτες.
Κάτω απ’τα ρούχα της, η Νατμάλι αισθανόταν το περιδέραιό της να θερμαίνεται και να πάλλεται ελαφρώς. Ο Τραγουδιστής των Στροβιλιζόμενων Ανέμων ήταν ένα πνεύμα του αέρα, και τώρα που η αφέντρα του πετούσε τόσο ψηλά πάνω απ’τη γη, έμοιαζε εκστασιασμένος. Η Νατμάλι μπορούσε να τον ακούσει να σιγοτραγουδά μέσα στο κεφάλι της. Ησυχία, τον πρόσταζε. Ησυχία. Αλλά ο μπάσταρδος δεν υπάκουγε, λες κι οι τεχνικές που η μάγισσα είχε χρησιμοποιήσει για να τον υποτάξει να μην ήταν πλέον αποτελεσματικές. Ήλπιζε αυτό να μη συνεχιζόταν για όσο θα βρισκόταν στην Απολλώνια…
Το αεροσκάφος έφτασε στην περιοχή της Απαστράπτουσας, και η Νατμάλι είπε στον Νάρτιλ: «Δε θα προσγειωθείς στο αεροδρόμιο· θα μας αφήσεις στα βορειοδυτικά της πόλης, σε κάποιο απομονωμένο σημείο. Θέλουμε, πρώτα, να ερευνήσουμε το έδαφος, προτού ειδοποιήσουμε κανέναν για την παρουσία μας.»
«Ναι, ναι…» είπε ο Νάρτιλ, και μεγέθυνε τον χάρτη στην οθόνη του, εστιάζοντας γύρω από την Απαστράπτουσα και τα περίχωρά της. «Εδώ είναι καλά;» ρώτησε, δείχνοντας ένα δασώδες μέρος στα βορειοδυτικά.
«Καλό μοιάζει.»
«Ευτυχώς συμφωνούμε.»
Το αεροσκάφος πέρασε μέσα από τα σύννεφα και έχασε ύψος. Από κάτω του φάνηκε μια δασώδη περιοχή, όπως έδειχνε ο χάρτης. Το δάσος, βέβαια, δεν ήταν τόσο πυκνό όπως τα δάση της Φεηνάρκια, μα πρόσφερε κάποια σχετική κάλυψη.
Ο Νάρτιλ οδήγησε το αεροπλάνο του πάνω από ένα ξέφωτο, και το έφερε κοντά στο έδαφος. «Θα κατεβείτε με ανεμόσκαλα,» είπε.
«Εντάξει.»
«Καλή τύχη.»
«Και σε σένα.»
Η Νατμάλι’λι, ο Κάλβριλ, και οι άλλοι επαναστάτες που ήταν μαζί τους κατέβηκαν από την ανεμόσκαλα και πάτησαν στο χορτάρι του Απολλώνιου δάσους. Το αεροσκάφος του Νάρτιλ υψώθηκε στον ουρανό και χάθηκε απ’τα μάτια τους· σύντομα, θα περνούσε στον Αιθέρα και θα επέστρεφε στη Σάρντλι και στο Φτερωτό Όρος.
Η Νατμάλι οδήγησε την ομάδα της προς την πόλη της Απαστράπτουσας, και δεν άργησαν να τη δουν μπροστά τους. Τα ψηλά της οικοδομήματα άστραφταν στο μεσημεριανό φως του ήλιου, και δεν υπήρχε αμφιβολία από πού είχε πάρει το όνομά της.
«Καλύτερα να κρύψουμε τα όπλα μας,» είπε ο Κάλβριλ. Η Νατμάλι συμφώνησε. Κι αφού έκρυψαν τα όπλα τους, άρχισαν να πηγαίνουν προς την πόλη, βαδίζοντας πλάι σ’έναν μεγάλο, λιθόστρωτο δρόμο, απ’όπου περνούσαν οχήματα και ιππείς.
Φτάνοντας στην Απαστράπτουσα, έβαλαν έναν απ’την ομάδα τους να αγοράσει όλες τις εφημερίδες από ένα περίπτερο. Ο Πρόμαχος Φάργκιελ είχε πει στη Νατμάλι πως ο καλύτερος τρόπος για να πληροφορηθείς εδώ τα τελευταία σημαντικά γεγονότα ήταν από τις εφημερίδες· και οι μεγαλύτερες από αυτές ήταν γραμμένες στη Συμπαντική Γλώσσα, οπότε δεν υπήρχε λόγος να ξέρεις να διαβάζεις τη Γλώσσα των Απολλώνιων –που κανένας στην ομάδα της Νατμάλι (συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας) δεν ήξερε.
Η μάγισσα ήταν καθισμένη στο πέτρινο πεζούλι ενός σιντριβανιού, όταν ο απεσταλμένος της επέστρεψε. Μερικοί από τους υπόλοιπους επαναστάτες στέκονταν γύρω της· μερικοί άλλοι στέκονταν λίγο παραπέρα, μήπως τύχαινε να παρατηρήσουν κάτι ύποπτο: όπως, για παράδειγμα, κάποιον να παρακολουθεί τη Νατμάλι’λι κι αυτούς που βρίσκονταν γύρω της, ή κάποιον να τους σημαδεύει από απόσταση. Οι Φεηνάρκιοι γνώριζαν πως οι πόλεις ορισμένων άλλων διαστάσεων μπορούσαν, κάλλιστα, να είναι το ίδιο επικίνδυνες με τα άγρια δάση της δικής τους διάστασης.
Η Νατμάλι πήρε στα χέρια της τις εφημερίδες, τους έριξε μια γρήγορη ματιά, και συμπέρανε πως η Φωνή της Απολλώνιας πρέπει να ήταν η πιο μεγάλη και η πιο σοβαρή. Επίσης, ήταν ολόκληρη γραμμένη στη Συμπαντική Γλώσσα, κι επομένως, εύκολο να τη διαβάσει.
Δε χρειάστηκε, όμως, να διαβάσει και πολλές σελίδες, για να καταλάβει σε τι κατάσταση βρισκόταν το Βασίλειο της Απολλώνιας ετούτο τον καιρό. Απ’ό,τι έλεγε η εφημερίδα, ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος καθόταν στον Κυανό Θρόνο (κι αυτός, μάλλον, πρέπει να ήταν ο θρόνος στο παλάτι της Απαστράπτουσας, υπέθετε η Φεηνάρκια μάγισσα)· ο αδελφός του, ο Πρίγκιπας Λούσιος, βρισκόταν στη Ρακμάνη (η Νατμάλι δεν είχε ιδέα ποια πόλη ήταν αυτή, αλλά, κοιτάζοντας στο χάρτη, δε δυσκολεύτηκε να τη βρει) και είχε στραφεί εναντίον του, διεκδικώντας το βασίλειο για τον εαυτό του και διχάζοντας, έτσι, ολόκληρη την Απολλώνια· οι υπηρέτες και οι ιερείς κάποιου Μαύρου Νάρζουλ (θεός, αναμφίβολα) ήταν εξαπλωμένοι σ’όλη τη διάσταση και προκαλούσαν προβλήματα· τα στρατεύματα της Παντοκράτειρας στο Βόρειο Μέτωπο είχαν πετύχει αξιοσημείωτες νίκες, και οι υπερασπιστές του βασιλείου δυσκολεύονταν: γίνονταν, μάλιστα, εικασίες και για μαζική υποχώρηση από τις θέσεις τους.
Η Νατμάλι έκλεισε την εφημερίδα και είπε: «Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος είναι εδώ. Μπορούμε να πάμε στο παλάτι.» Ύστερα, πρόσεξε πως ο επαναστάτης που είχε στείλει στο περίπτερο κρατούσε και κάτι άλλο στα χέρια του: ένα περιοδικό, το οποίο διάβαζε. «Τι είν’αυτό;» τον ρώτησε.
«Περιοδικό για τα όπλα και το κυνήγι,» απάντησε εκείνος. «Ονομάζεται Όπλα, Θηρία, και Θηράματα, και είναι όλο γραμμένο στη Συμπαντική. Αυτοί οι Απολλώνιοι, όμως, δε φαίνεται να έχουν ιδέα από πραγματικό κυνήγι!» γέλασε. «Κι επίσης, έχουν μια τρελή μανία με τα σπαθιά! Το ένα τρίτο του περιοδικού είναι αφιερωμένο σ’αυτά, το πιστεύεις;»
Η Νατμάλι σηκώθηκε απ’το σιντριβάνι. «Πάμε να φύγουμε,» είπε· κι έκανε νόημα στους επαναστάτες που βρίσκονταν σε κάποια απόσταση από εκείνη.
Η ομάδα της μάγισσας την ακολούθησε, ενώ ο Σάλβιθ –ο ερυθρόδερμος άντρας που είχε αγοράσει το Όπλα, Θηρία, και Θηράματα– έλεγε: «Δεν κάνω πλάκα!»
«Εντάξει,» είπε ο Κάλβριλ, λοξοκοιτάζοντάς τον ενοχλημένα, «σε πιστεύουμε.»
«Οι Απολλώνιοι είναι γνωστό πως έχουν μανία με τα σπαθιά,» είπε ένας άλλος. «Όπως επίσης και με τις μονομαχίες με τα σπαθιά. Έτσι και τύχει και βρίσεις κανέναν, θα τραβήξει το σπαθί του και θα σε τεμαχίσει επιτόπου.»
«Σώπα, ρε φίλε!» έκανε ο Σάλβιθ. «Μιλάς σοβαρά; Είναι τελείως παλαβοί εδώ πέρα; Και δε φαίνονται έτσι, να πούμε, αν κοιτάξεις γύρω σου όλα αυτά τα ψηλά σπίτια και τα λοιπά, ε;»
*
Ο ερχομός των επαναστατών από τη Φεηνάρκια ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο. Τον έκανε να χαμογελάσει, παρά την ανησυχία για τη μητέρα του που έτρωγε το νου του. Ετούτη ήταν η δεύτερη ημέρα που η Βασίλισσα Γλυκάνθη έλειπε από το παλάτι, και ο γιος της δεν είχε ακόμα αποφασίσει αν θα ήταν σκόπιμο να στείλει κάποιον στη Ρακμάνη. Αν, όμως, η μητέρα του αργούσε κι άλλο, σίγουρα θα το έκανε.
Και τώρα, με την άφιξη των Φεηνάρκιων, είχε κι άλλους έμπιστους ανθρώπους στη διάθεσή του.
Τους οποίους, αναμφίβολα, θα χρειαζόταν για πολλές δουλειές, γιατί, μέρα με τη μέρα, οι ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ έμοιαζαν να γίνονται ολοένα και πιο επιθετικοί. Δεν αρκούνταν πλέον στο να επιτίθενται στον ψυχισμό των εχθρών τους· έβαζαν βόμβες, μαχαίρωναν ανθρώπους μες στη νύχτα, εισέβαλλαν απρόσμενα σε χώρους και πυροβολούσαν. Η κατάσταση δεν ήταν ακόμα εκτός ελέγχου, αλλά δεν αποκλείεται να έφτανε και σ’αυτό το σημείο.
«Καλωσορίσατε, Νατμάλι’λι,» είπε ο Ανδρόνικος, καθώς στεκόταν μπροστά στον Κυανό Θρόνο. «Καλωσορίσατε. Ελπίζω το ταξίδι σας να μην ήταν δύσκολο.» Αναρωτιόταν αν θα ήταν συνετό να στείλει κάποιους από αυτούς τους επαναστάτες στη Ρακμάνη, ή αν όφειλε να τους κρατήσει εδώ, για την καλύτερη αντιμετώπιση των ακόλουθων του Μαύρου Νάρζουλ. Η Απαστράπτουσα ήταν η σημαντικότερη πόλη του βασιλείου· αν κατρακυλούσε στο χάος και στην αναρχία, τότε ο Λούσιος θα κέρδιζε τον πόλεμο. Θα «αποδείκνυε» ότι ο αδελφός του ήταν, όντως, παράφρων και δεν μπορούσε να κρατήσει την εξουσία· και θα παρουσιαζόταν εκείνος ως σωτήρας, για να επιβάλει την τάξη. Οι ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ, ασφαλώς, θα τον υπάκουγαν, εφόσον ήταν ιερέας τους και σύζυγος της Αρχιέρειάς τους. Ήταν φανερό πως ό,τι έκαναν το έκαναν για να προετοιμάσουν τον ερχομό του.
«Το ταξίδι μας δεν ήταν τίποτα, Υψηλότατε, μπροστά στα προβλήματα που φαίνεται να έχετε εδώ,» αποκρίθηκε η Νατμάλι.
Δε μπορείς να φανταστείς πόσο δίκιο έχεις. «Τι ξέρεις για τα προβλήματά μας;»
«Ό,τι διάβασα στις εφημερίδες μόνο,» παραδέχτηκε η Φεηνάρκια μάγισσα. «Και συγκεκριμένα, στη Φωνή της Απολλώνιας.»
Ο Ανδρόνικος ένευσε, γιατί κι εκείνος είχε διαβάσει το σημερινό φύλλο της εν λόγω εφημερίδας. «Δεν είναι ψέματα. Υφίστανται πράγματι αυτά τα προβλήματα. Και, όπως καταλαβαίνεις, χρειάζομαι πολύ τη βοήθειά σας, γιατί οι άνθρωποι που μπορώ να εμπιστευτώ είναι ελάχιστοι. Οι ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ έχουν διαποτίσει την κοινωνία της Απολλώνιας με το δηλητήριό τους.»
«Βρισκόμαστε στις υπηρεσίες σας, Πρίγκιπά μου,» αποκρίθηκε η Νατμάλι’λι. «Θα κάνουμε τα πάντα για να κρατήσουμε σταθερό το κέντρο της Επανάστασης.»
Σταθερό… σκέφτηκε ο Ανδρόνικος. Σταθερό, σίγουρα, δεν είναι πλέον. Δεν αναζητάμε τώρα τη σταθερότητα· αναζητάμε έναν τρόπο για να μην επέλθει η απόλυτη καταστροφή.
«Παρεμπιπτόντως,» είπε, «δε θυμάμαι να είχα ζητήσει από τον Οδυσσέα να καλέσει βοήθεια από τη Φεηνάρκια… όχι πως παραπονιέμαι που ήρθατε. Κάθε άλλο· είμαι ευγνώμων.»
«Ο Πρόμαχος Φάργκιελ μάς έστειλε, με δική του πρωτοβουλία, αφότου συζήτησε με τον Πρόμαχο Οδυσσέα.»
«Τον ευχαριστώ πολύ, τότε,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος.
*
Το ρολόι στον τοίχο έδειξε μεσάνυχτα.
Ο Ανδρόνικος δεν κοιμόταν. Έκανε πέρα-δώθε μες στα διαμερίσματά του, ντυμένος με μια μπλε ρόμπα. Ο καφές στην κούπα του είχε τελειώσει. Τα νεύρα του ήταν τσιτωμένα. Άφησε την άδεια κούπα και γέμισε ένα ποτήρι κρασί. Ήπιε, συνεχίζοντας να βηματίζει.
Ο χτύπος του ρολογιού ήταν ενοχλητικός.
Όχι, ο χτύπος του ρολογιού δεν ήταν ενοχλητικός· εκείνος ενοχλιόταν από τα πάντα.
Το μυαλό του δεν μπορούσε να ησυχάσει.
Δεν έπρεπε να την είχα αφήσει να πάει να βρει τον Λούσιο!
Κανονικά, θα έπρεπε να είχε επιστρέψει τώρα. Δεν μπορεί να έχουν τόσα να πουν…
Αύριο, θα στείλω κάποιους να πάνε στη Ρακμάνη. Να ψάξουν γι’αυτήν.
Κάτι άσχημο θα της έχει συμβεί· είμαι βέβαιος –το νιώθω. Ο Λούσιος θα την έχει αιχμαλωτίσει.
Δεν μπορεί να την έχει σκοτώσει. Ακόμα κι εκείνος, δεν μπορεί νάχει σκοτώσει τη μητέρα του. Εκτός αν οι ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ τον έχουν αποτρελάνει τελείως.
Ο Ανδρόνικος πλησίασε την πόρτα του γραφείου του–
«Γιατί δεν κοιμάσαι;»
Η φωνή τον έκανε να σταματήσει στο κατώφλι, και να στραφεί, για ν’αντικρίσει την Άνμα’ταρ. Η χρυσόδερμη Δράκαινα στεκόταν στο κατώφλι μιας αντικρινής πόρτας: αυτής του δωματίου της. Κοιμόταν στα διαμερίσματα του Ανδρόνικου, για να τον φρουρεί από πιθανούς δολοφόνους. Επί του παρόντος, ήταν ντυμένη με ροζ πιτζάμα που είχε επάνω της κεντημένα κίτρινα πουλάκια. Έμοιαζε αστείο, αν σκεφτόταν κανείς τι ήταν η Άνμα’ταρ.
Ωστόσο, ο Ανδρόνικος δεν είχε τώρα όρεξη γι’αστεία. «Ποιο είναι το πρόβλημά σου, μάγισσα;»
«Κουράζεις τον εαυτό σου άδικα,» είπε η Άνμα με απόλυτη σοβαρότητα. «Το σώμα σου χρειάζεται ανάπαυση. Και το μυαλό σου, επίσης.»
«Το μυαλό μου δεν μπορεί να ξεκουραστεί.»
«Το βλέπω.» Η Άνμα κάθισε σε μια πολυθρόνα. «Θες να μου μιλήσεις;»
«Τι να πούμε; Ήμουν έτοιμος να επικοινωνήσω με την Κατήνεμη.»
«Τέτοια ώρα;»
«Θέλω να έχει ένα αεροσκάφος έτοιμο, αύριο, με την αυγή. Ελπίζοντας πάντα ότι κάποιος ακόλουθος του Μαύρου Νάρζουλ δεν θα έχει ανατινάξει ολόκληρο τον Βασιλικό Αερολιμένα ώς τότε.»
«Σκοπεύεις να πας κάπου;»
«Σκοπεύω να στείλω μερικούς ανθρώπους μας στη Ρακμάνη,» είπε ο Ανδρόνικος. «Η μητέρα μου, κανονικά, δε θα είχε αργήσει τόσο. Κάτι τής έχει συμβεί.»
«Ίσως…» Η όψη της μάγισσας ήταν σκεπτική.
«Δεν υπάρχει ‘ίσως’. Σίγουρα έτσι είναι.»
«Πιστεύεις ότι την έχει αιχμαλωτίσει ο αδελφός σου;»
«Τι άλλο;»
«Αν την είχε αιχμαλωτίσει, δε θα σου τόλεγε;»
«Γιατί να μου το πει;»
Η Άνμα ανασήκωσε τον έναν ώμο. «Για να σε εκβιάσει, πιθανώς. Για να σου ασκήσει ψυχολογική πίεση, στην απλούστερη περίπτωση.»
«Δεν ξέρω…» είπε ο Ανδρόνικος, οφείλοντας να ομολογήσει πως αυτό που υπέθετε η μάγισσα έβγαζε νόημα. «Δεν πιστεύω, όμως, ότι θα τη σκότωνε,» πρόσθεσε, σαν να ήθελε περισσότερο να πείσει τον εαυτό του.
«Εσύ τον ξέρεις καλύτερα.»
Τον ξέρω; Ο Ανδρόνικος αναρωτιόταν αν μπορούσε, πραγματικά, να δώσει θετική απάντηση σ’αυτή την ερώτηση. Τον ήξερε πλέον τον Λούσιο; Ή, μήπως, ο αδελφός του δεν ήταν τώρα παρά ένας άγνωστος;
«Τέλος πάντων,» είπε. «Θα ειδοποιήσω τη Βικτώρια.»
Μπήκε στο γραφείο του και άνοιξε τον επικοινωνιακό δίαυλο, καλώντας την Κατήνεμη στα δωμάτιά της μέσα στο παλάτι. Ο Ανδρόνικος προτιμούσε να την έχει εδώ, παρά στο σπίτι της, γιατί εδώ ήταν, αναμφίβολα, πιο ασφαλής· και ο Πρίγκιπας δεν ήθελε να τη χάσει, εξαιτίας κάποιου ακόλουθου του Μαύρου Νάρζουλ. Του ήταν πολύτιμη, όπως και όλοι οι άνθρωποι που ήταν, ετούτη τη στιγμή, πιστοί σ’εκείνον πέραν πάσης αμφιβολίας.
Η Βικτώρια άνοιξε τον επικοινωνιακό της δίαυλο. «Παρακαλώ;» Η φωνή της μαρτυρούσε ότι είχε μόλις ξυπνήσει.
«Ο Ανδρόνικος είμαι, Βικτώρια. Με συγχωρείς που σε ενοχλώ τέτοια ώρα.»
«Δεν υπάρχει πρόβλημα, Πρίγκιπά μου. Ο ύπνος είναι ο εχθρός μου, τούτες τις μέρες.»
Ο Ανδρόνικος γέλασε, κι άκουσε και τη Βικτώρια να γελά στην άλλη άκρη του διαύλου.
«Θέλω, με την αυγή, να έχεις ένα αεροσκάφος έτοιμο.»
«Τι αεροσκάφος;»
«Μικρό και γρήγορο. Σαν αυτό που πήγε τη μητέρα μου στη Ρακμάνη. Δε χρειάζεται να μπορεί να ταξιδέψει στον Αιθέρα.»
«Εντάξει. Υπάρχει κάτι άλλο;»
«Όχι. Καληνύχτα, Βικτώρια.»
«Καληνύχτα, Υψηλότατε.»
Ο Ανδρόνικος έκλεισε τον δίαυλο και επέστρεψε στο καθιστικό, όπου η Άνμα ακόμα καθόταν στην πολυθρόνα και τον κοίταζε.
«Τι είναι;» τη ρώτησε, πίνοντας μια γουλιά απ’το κρασί του.
«Τι θάπρεπε να είναι;»
«Με κοιτάζεις, μάγισσα.»
«Και είναι κακό αυτό;»
Ο Ανδρόνικος κάθισε σε μια πολυθρόνα, αντίκρυ της. «Με κάνει να ντρέπομαι,» αποκρίθηκε, αστειευόμενος.
«Δε μου είχε πει η Ιωάννα ότι είσαι τόσο ντροπαλός.»
Ο Ανδρόνικος συνοφρυώθηκε. «Τι άλλο σού έχει πει η Ιωάννα, δηλαδή;»
Ένα λοξό μειδίαμα φάνηκε στην άκρη του στόματος της μάγισσας. «Σ’ενδιαφέρει να μάθεις;»
Ο Ανδρόνικος τελείωσε το κρασί του. «Όχι και τόσο.» Ύστερα, ρώτησε: «Θα μείνεις εδώ όλη νύχτα;»
«Θα περιμένω να δω πότε θα κοιμηθείς.»
«Για στατιστικούς λόγους;»
Η Άνμα γέλασε. Έβγαλε ένα τσιγάρο απ’την τσέπη της πιτζάμας της και το άναψε. «Δεν κάνω στατιστική για τις συνήθειες που έχουν οι πρίγκιπες της Απολλώνιας σχετικά με τον ύπνο.» Σταύρωσε τα πόδια της στο γόνατο, φυσώντας καπνό απ’την άκρη του στόματός της.
Ο επικοινωνιακός δίαυλος χτύπησε.
Η Άνμα συνοφρυώθηκε. «Η Βικτώρια;»
«Θα μου φαινόταν περίεργο.»
Ο Ανδρόνικος σηκώθηκε, πήγε στο γραφείο, και άνοιξε τον δίαυλο. «Πρίγκιπας Ανδρόνικος,» είπε.
«Υψηλότατε,» ακούστηκε μια αντρική φωνή, «μας συγχωρείτε που σας ενοχλούμε, αλλά πιστεύουμε ότι αυτό θα θέλετε να το μάθετε: Στην πύλη του κήπου έχουν έρθει κάποιοι οι οποίοι ισχυρίζονται πως είναι επαναστάτες από τη Βίηλ και πως τους περιμένετε.»
«Τους περιμένω,» είπε ο Ανδρόνικος. «Επιτρέψτε τους να περάσουν και οδηγήστε τους στην Αίθουσα του Κυανού Θρόνου. Θα τους συναντήσω εκεί.
»Επίσης, μην ξεχάσετε να τους ελέγξετε, μήπως είναι Ομοιώματα σταλμένα απ’τον αδελφό μου.»
«Μάλιστα, Υψηλότατε.»
*
Ο Ανδρόνικος ντύθηκε επίσημα, όπως άρμοζε στην κοινωνική του θέση, με καλά ρούχα και με πορφυρό μανδύα. Στη ζώνη του πέρασε τον Κελευστή και ένα πιστόλι. Η Άνμα’ταρ φόρεσε μια μαύρη, δερμάτινη στολή, που έκλεινε με φερμουάρ στη μπροστινή μεριά, από την κοιλιά ώς το λαιμό. Τα όπλα της ήταν κρεμασμένα από τη ζώνη της, και δύο ξιφίδια ήταν θηκαρωμένα στις μπότες της.
Στην Αίθουσα του Κυανού Θρόνου τούς περίμεναν οι επαναστάτες από τη Βίηλ, περιτριγυρισμένοι από φρουρούς του παλατιού, οι οποίοι έδειχναν να είναι επιφυλακτικοί μαζί τους, γιατί τούτες οι ημέρες ήταν οι σωστές ημέρες για να είναι κανείς επιφυλακτικός. Ο Ανδρόνικος ήθελε να πιστεύει πως όσοι φρουροί είχαν απομείνει στο παλάτι του ήταν όλοι πιστοί σ’εκείνον και όχι προδότες ή ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ· όμως δεν μπορούσε να είναι και βέβαιος.
«Πρίγκιπά μου!»
Ο άντρας που μίλησε ήταν ψηλός, λιγνός, και νευρώδης, με σκληρούς μύες που διακρίνονταν μέσα από το γαλανό πουκάμισο που φορούσε. Τα μαλλιά του ήταν καστανά και πλούσια, το πρόσωπό του ξυρισμένο. Τα ρούχα του ήταν μουσκεμένα, από ιδρώτα μάλλον. Στους ώμους του έπεφτε μια γκρίζα κάπα.
«Ονομάζομαι Άλτρες,» είπε ο άντρας, «και είμαι σταλμένος από την Πρόμαχο Λαμρίτ, που είχε μιλήσει με τον Πρόμαχο Οδυσσέα. Έρχομαι για να σας προσφέρω τη βοήθειά μου. Οι σύντροφοί μου ήταν, αρχικά, περισσότεροι, αλλά δυστυχώς…» Στράφηκε να κοιτάξει τους τέσσερις ανθρώπους που στέκονταν πίσω του: τρεις άντρες και μία γυναίκα. Η τελευταία ήταν τραυματισμένη στο χέρι και το τραύμα της δεμένο με επίδεσμο. «Δυστυχώς, τα πράγματα ήταν δύσκολα για μας.»
«Καθίστε,» είπε ο Ανδρόνικος. «Ξεκουραστείτε.»
Οι επαναστάτες κάθισαν, κι εκείνος πήρε θέση στον Κυανό Θρόνο. Η Άνμα’ταρ πήγε στις σκιές της αίθουσας, απ’όπου μπορούσε να παρατηρεί χωρίς να την παρατηρούν. Το προτιμούσε έτσι.
«Είχαμε περάσει τη δίοδο για τη Ρελκάμνια, Πρίγκιπά μου, χρησιμοποιώντας ψεύτικες ταυτότητες και χωρισμένοι σε δύο υποομάδες, ώστε να μη μπορούν να μας εντοπίσουν,» είπε ο Άλτρες. «Η μία από αυτές τις υποομάδες, όμως, πρέπει κάπως να εντοπίστηκε, γιατί, όταν επανενωθήκαμε μέσα στη Ρελκάμνια, οι Παντοκρατορικοί προσπάθησαν να μας συλλάβουν. Υποπτεύομαι ότι ίσως ακόμα και να υπήρχε κάποιος προδότης ανάμεσά μας, μα δε μπορώ με κανέναν τρόπο να το αποδείξω· δεν έχω ούτε καν μια συγκεκριμένη υποψία.»
Στη Ρελκάμνια… σκέφτηκε η Άνμα. Εκεί δε χρειάζεται να υπάρχει προδότης ανάμεσά σας· τα μέτρα ασφαλείας είναι όπως πουθενά αλλού. Και δεν ήταν τυχαίο αυτό: η Ρελκάμνια ήταν το κέντρο της Παντοκρατορίας, η πατρίδα της ίδιας της Παντοκράτειρας. Και η πατρίδα της Άνμα’ταρ, επίσης. Την ήξερε τη Ρελκάμνια αρκετά καλά. Όσο είναι δυνατόν να γνωρίζει κανείς αυτή την αχανή πόλη… Γιατί σχεδόν ολόκληρη η διάσταση ήταν οικοδομημένη. Το ένα χτίριο πάνω στο άλλο, πάνω στο άλλο, πάνω στο άλλο… και κάτω από το άλλο. Ήταν επίσης γνωστή και ως η Ατέρμονη Πολιτεία.
«Από τη σύγκρουσή μας με τους Παντοκρατορικούς, λίγοι από εμάς απέμειναν,» συνέχισε ο Άλτρες. «Λίγο περισσότεροι απ’ό,τι είμαστε τώρα. Η παγίδα που μας είχαν στήσει ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη. Καταφέραμε, όμως, να τους ξεφύγουμε και να χαθούμε μέσα στους δρόμους της Ρελκάμνια. Γνωρίζοντας, βέβαια, πως τώρα θα μας έψαχναν παντού. Επομένως, έπρεπε να βιαστούμε. Πήγαμε σ’ένα αεροδρόμιο και, χρησιμοποιώντας τις μάσκες του Δάρυλμος, από εδώ…» Ο Άλτρες κοίταξε έναν από τους συντρόφους του: έναν πρασινόδερμο άντρα με μικρό, στρογγυλό (σχεδόν παιδικό) πρόσωπο και μαύρα, κοντά μαλλιά. «Ο Δάρυλμος είναι καταπληκτικός μασκοποιός, Πρίγκιπά μου. Πιστέψτε με, λίγοι υπάρχουν σαν κι αυτόν σ’όλες τις διαστάσεις.» Ο Άλτρες έστρεψε πάλι το βλέμμα του στον Ανδρόνικο, ο οποίος τον άκουγε καθισμένος στον Κυανό Θρόνο. «Χρησιμοποιώντας τις μάσκες του, καταφέραμε να μπούμε σ’ένα επιβατικό αεροπλάνο με προορισμό την Αλβέρια· και, όταν ήμασταν στον Αιθέρα, κάναμε αεροπειρατεία, για να πάρουμε τον έλεγχο. Η αντίσταση, όμως, που πρόβαλαν οι φρουροί του αεροπλάνου ήταν αξιοσημείωτη· κι επίσης, για κακή μας τύχη, υπήρχε μια γυναίκα ανάμεσα στους επιβάτες η οποία δεν μπορεί παρά να ήταν πράκτορας της Παντοκράτειρας και μάγισσα. Μας προκάλεσε πολλά προβλήματα, μέχρι να τη σκοτώσουμε. Κι εκεί ήταν που χάσαμε και τους υπόλοιπούς μας συντρόφους. Τον έλεγχο του σκάφους, όμως, καταφέραμε να τον πάρουμε, ξεπαστρεύοντας τους πιλότους και απειλώντας τους μάγους στο ενεργειακό κέντρο ότι, αν δε μας υπάκουγαν, θα πέθαιναν. Πιλοτάραμε οι ίδιοι το αεροπλάνο και το φέραμε στην Απολλώνια.
»Αλλά, καθώς βγαίναμε από τον Αιθέρα, διαπιστώσαμε πως η μάγισσα –η πράκτορας της Παντοκράτειρας– πρέπει να είχε κάνει κάτι στις μηχανές που δεν το είχαμε αντιληφτεί. Έτσι, η ενέργεια του σκάφους άρχισε να πέφτει με ταχύ ρυθμό, κι επίσης να γίνονται εκρήξεις σε φαινομενικά τυχαία σημεία. Ήταν αδύνατον να το προσγειώσουμε σε αεροδρόμιο. Ευτυχώς, κατορθώσαμε να το φέρουμε κοντά στην Απαστράπτουσα και να το κατεβάσουμε σ’ένα ανοιχτό μέρος στα δυτικά της. Μετά, ήρθαμε κατευθείαν σ’εσάς.»
«Και με το αεροπλάνο τι έγινε; Με τους επιβάτες; Με τους μάγους στο ενεργειακό του κέντρο;» ρώτησε ο Ανδρόνικος.
«Τους αφήσαμε πίσω μας, Πρίγκιπά μου· δε μπορούσαμε να κάνουμε κάτι άλλο. Ελπίζω, όμως, ότι θα ήταν αρκετά έξυπνοι ώστε να φύγουν, προτού το σκάφος διαλυθεί τελείως.»
«Δηλαδή,» είπε ο Ανδρόνικος, «αυτή τη στιγμή υπάρχουν δυτικά της πρωτεύουσάς μου τα συντρίμμια ενός επιβατικού αεροπλάνου, καθώς και ένα σωρό επιβάτες που πήγαιναν για την Αλβέρια αλλά κατέληξαν στην Απολλώνια;»
«Τολμώ να πω πως ναι, Πρίγκιπά μου.»
Υπέροχα… σκέφτηκε ο Ανδρόνικος. «Θα πρέπει, λοιπόν, να το φροντίσουμε αυτό. Εσείς πηγαίνετε να ξεκουραστείτε· από αρκετά περάσατε. Οι υπηρέτες του παλατιού θα σας οδηγήσουν στα δωμάτιά σας.»
«Ευχαριστούμε, Υψηλότατε,» αποκρίθηκε ο Άλτρες, καθώς εκείνος κι οι σύντροφοί του σηκώνονταν.
Ο Ανδρόνικος είπε σ’έναν φρουρό: «Ειδοποιήστε τον Φένχιλ ότι θέλω να του μιλήσω επειγόντως.»
Η αυγή βρήκε τον Ανδρόνικο ξύπνιο, στην Αίθουσα του Κυανού Θρόνου· και, καθώς το πρώτο, γκρίζο φως απλωνόταν στην Απολλώνια, ο Φένχιλ επέστρεψε, φέρνοντας νέα σχετικά με το αεροπλάνο που είχαν ρίξει στα δυτικά της Απαστράπτουσας ο Άλτρες και οι άλλοι επαναστάτες από τη Βίηλ.
«Οι περισσότεροι από τους επιβάτες βρέθηκαν, Πρίγκιπά μου, και τους έχουμε συγκεντρώσει σ’ένα ξενοδοχείο, μέσα στην πόλη. Οι υπόλοιποι δεν γνωρίζουμε πού είναι. Τους μάγους του σκάφους, επίσης, δεν τους έχουμε εντοπίσει. Έχουμε, όμως, τα ονόματά τους και τις περιγραφές τους.»
«Έκανες καλή δουλειά, Φένχιλ.»
«Στις υπηρεσίες σας, Πρίγκιπά μου.»
Ο Ανδρόνικος άνοιξε τον επικοινωνιακό δίαυλο της αίθουσας και κάλεσε τη Βικτώρια.
«Μάλιστα;» την άκουσε να λέει μέσα από το ακουστικό. Ετούτη τη φορά, πρέπει ήδη να είχε ξυπνήσει.
«Ο Ανδρόνικος είμαι, Βικτώρια. Μπορείς να έρθεις στην Αίθουσα του Κυανού Θρόνου;»
«Ασφαλώς, Πρίγκιπά μου. Για την ακρίβεια, ήμουν έτοιμη να φύγω για το αεροδρόμιο. Έρχομαι αμέσως.»
Ο Ανδρόνικος έκλεισε τον δίαυλο, και είπε στον Φένχιλ να καθίσει, πράγμα το οποίο εκείνος έκανε. Ένας υπηρέτης τον ρώτησε αν θα ήθελε να του φέρουν κάτι, κι ο ερυθρόδερμος επαναστάτης ζήτησε έναν καφέ.
Η Βικτώρια Κατήνεμη ήρθε στην αίθουσα μετά από λίγο, ντυμένη με μαύρο πανωφόρι, μαύρη φούστα, και λευκό πουκάμισο. Τα κοντά, καστανά μαλλιά της ήταν καλοχτενισμένα και γυάλιζαν. Το πρόσωπό της ήταν διακριτικά βαμμένο.
«Καλημέρα, Πρίγκιπά μου,» χαιρέτησε. Και, παρατηρώντας τον επαναστάτη από τη Σάρντλι: «Φένχιλ.»
Ο ερυθρόδερμος άντρας έγνεψε προς το μέρος της.
«Το αεροσκάφος,» είπε η Βικτώρια στον Ανδρόνικο, «δεν το έχω ακόμα έτοιμο. Τώρα, όμως, που θα πάω στο αεροδρόμιο–»
«Δε σε κάλεσα γι’αυτό,» τη διέκοψε ο Πρίγκιπας, καθίζοντας στον Κυανό Θρόνο. «Σε κάλεσα επειδή έχουμε ένα άλλο πρόβλημα.» Και της εξήγησε την περίπτωση των επαναστατών από τη Βίηλ. «Οι επιβάτες του αεροπλάνου πήγαιναν, μέσω Αιθέρα, στην Αλβέρια, και δε θα ήθελα να τους προκαλέσω πρόβλημα στο ταξίδι τους. Θα μπορούσες να το κανονίσεις; Υπάρχει κάποιο σκάφος που πετάει για Αλβέρια σήμερα;»
«Υπάρχει,» είπε η Βικτώρια. «Τα έξοδα του ταξιδιού θα τα αναλάβετε εσείς, Πρίγκιπά μου;»
«Ασφαλώς. Και φρόντισε οι επιβάτες να το μάθουν αυτό.»
Η Βικτώρια κατένευσε. «Θα το φροντίσω.» Και ρώτησε: «Πού βρίσκονται τώρα; Έχουν σταλθεί στο αεροδρόμιο;»
«Όχι. Ο Φένχιλ τούς έχει συγκεντρώσει σ’ένα ξενοδοχείο.»
«Φέρτε τους, τότε, στο αεροδρόμιο και όλα θα κανονιστούν. Σχετικά με το άλλο αεροσκάφος, όμως… αυτό για το οποίο μιλήσαμε χτες βράδυ… ποιος θα το χρησιμοποιήσει;»
«Δεν το έχω αποφασίσει ακόμα,» είπε ο Ανδρόνικος. «Θέλω να στείλω κάποιους ανθρώπους στη Ρακμάνη, για να μάθουν τι γίνεται η μητέρα μου.» Αναστέναξε. «Πολύ φοβάμαι πως κάτι άσχημο τής έχει συμβεί.»
«Δε λείπει και τόσες πολλές μέρες, Πρίγκιπά μου,» προσπάθησε να τον καθησυχάσει η Βικτώρια.
«Και πάλι… Δεν μπορώ να καταλάβω τι την καθυστερεί. Αλλά, όπως και νάχει, Βικτώρια, θα προτιμούσα να μάθω, ώστε να είμαι βέβαιος.»
«Θα θέλατε να κανονίσω εγώ ποιοι θα πάνε στη Ρακμάνη, Πρίγκιπά μου;» ρώτησε ο Φένχιλ.
«Προτείνεις να στείλουμε κάποιους από τους επαναστάτες;»
Ο Φένχιλ ήπιε μια γουλιά απ’τον καφέ του. «Ναι. Κι αν επιθυμείτε, μπορώ να πάω κι εγώ ο ίδιος.»
«Σε χρειάζομαι εδώ,» του είπε ο Ανδρόνικος· «θα στείλουμε κάποιους άλλους. Το μόνο που θέλω να κάνουν είναι να δουν τη μητέρα μου αυτοπροσώπως, για να μάθουν αν είναι καλά, και μετά να επιστρέψουν αμέσως εδώ, στην Απαστράπτουσα, για να μου αναφέρουν.»
«Επομένως,» είπε ο Φένχιλ, «νομίζω πως τρεις είναι υπεραρκετοί.»
«Ναι, πρέπει να είναι.»
Ο Φένχιλ σηκώθηκε απ’την καρέκλα του, αφήνοντας την κούπα με τον καφέ επάνω στο τραπέζι. «Με την άδειά σας, θα ειδοποιήσω αμέσως αυτούς που έχω στο μυαλό μου.»
Ο Ανδρόνικος έγνεψε καταφατικά.
«Θα με περιμένεις;» ρώτησε ο Φένχιλ τη Βικτώρια.
Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους. «Ναι.»
Ο ερυθρόδερμος άντρας έφυγε από την Αίθουσα του Κυανού Θρόνου…
…και παραλίγο να πέσει πάνω στον Φαρνέλιο, ο οποίος έμπαινε.
Καλημέρισε τον Πρίγκιπα και τη Βικτώρια, και είπε: «Είχαμε μεταμεσονύχτιες αφίξεις, έμαθα.»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Ήρθαν οι επαναστάτες από τη Βίηλ. Μάλλον αποδεκατισμένοι.»
Ο Φαρνέλιος ύψωσε τα φρύδια του, ερωτηματικά.
Ο Ανδρόνικος τού είπε τι είχε συμβεί, ενώ περίμεναν την επιστροφή του Φένχιλ.
Όταν εκείνος επέστρεψε, μαζί με τρεις επαναστάτες, δήλωσε ότι μπορούσαν να ξεκινήσουν. Ο Ανδρόνικος εξήγησε στους επαναστάτες τι ακριβώς όφειλαν να κάνουν, το οποίο ήταν σχετικά απλό. Τους τόνισε πως δεν έπρεπε, σε καμία περίπτωση, να παραμείνουν στη Ρακμάνη· έπρεπε να επιστρέψουν αμέσως μόλις δουν τη Βασίλισσα Γλυκάνθη, αυτοπροσώπως και μόνο αυτοπροσώπως. Τους έστελνε εκεί για να μάθει νέα της, και για τίποτα περισσότερο. Οι επαναστάτες αποκρίθηκαν ότι τα πάντα θα γίνονταν όπως τα επιθυμούσε ο Πρίγκιπας. Υποκλίθηκαν εμπρός του και έφυγαν από την αίθουσα, μαζί με τον Φένχιλ και τη Βικτώρια.
Ο Φαρνέλιος κάπνιζε την πίπα του, πίνοντας μια κούπα τσάι. Το βλέμμα του έμεινε, για λίγο, σ’ένα σκιερό μέρος του μεγάλου δωματίου, κι εκεί διέκρινε την Άνμα’ταρ· δεν της μίλησε, όμως, ούτε αναγνώρισε με κανέναν άλλο τρόπο την παρουσία της.
«Ανάμεσα στους επιβάτες,» είπε, «πιθανώς να υπάρχουν και κατάσκοποι της Παντοκράτειρας, ή και άνθρωποι με χρήσιμες πληροφορίες για τη Ρελκάμνια. Ίσως θα ήταν συνετό να μην τους στείλεις όλους στην Αλβέρια, Πρίγκιπά του. Τουλάχιστον, όχι προτού γίνει κάποια έρευνα.»
Ο Ανδρόνικος άγγιξε το ξανθό του μούσι, σκεπτικά. Ο Φαρνέλιος δεν είχε άδικο, συλλογίστηκε. Θα μπορούσε να γίνει μια μικρή έρευνα στις αποσκευές τους, καθώς και κάποιες ερωτήσεις στους ίδιους τους επιβάτες, με πρόφαση ότι οι άνθρωποι του Πρίγκιπα προσπαθούσαν να πάρουν πληροφορίες για τους αεροπειρατές και για την όλη κατάσταση.
«Φαρνέλιε,» είπε, «ορισμένες φορές, πιστεύω πως έχεις πιο δαιμόνιο νου απ’ό,τι δείχνεις.»
«Γιατί,» αποκρίθηκε εκείνος, «δείχνω εγώ ποτέ ότι έχω δαιμόνιο νου;» Χαμογελούσε, όμως, μέσα από τη λευκή του γενειάδα.
Ο Ανδρόνικος αναρωτήθηκε ποιον να έβαζε υπεύθυνο για την έρευνα των επιβατών… και η απάντηση ήρθε στο μυαλό του. Για να δούμε αν είναι στις πράξεις τόσο πρόθυμη όσο και στα λόγια, σκέφτηκε. Σηκώθηκε απ’τον Κυανό Θρόνο και πλησίασε τον επικοινωνιακό δίαυλο. Τον άνοιξε και κάλεσε την αδελφή του, στα διαμερίσματά της μέσα στο παλάτι.
Εκείνη δεν απάντησε αμέσως· και, όταν απάντησε, ήταν προφανές ότι ήταν μισοκοιμισμένη. «…Ναι;»
«Βασιλική,» είπε ο Ανδρόνικος, «καλημέρα!»
Η Βασιλική μούγκρισε, κι ύστερα είπε: «Είσαι τρελός; Είναι αυγή, γαμώτη μου!»
«Τις προάλλες μού έλεγες ότι ήθελες να βοηθήσεις–»
«Και τώρα το θυμήθηκες; Ξημερώματα;»
«Οι δουλειές δεν περιμένουν. Μπορείς να έρθεις στην Αίθουσα του Κυανού Θρόνου;»
«Τώρα;»
«Ναι.»
Η Βασιλική αναστέναξε.
«Αν είναι δύσκολο,» είπε ο Ανδρόνικος, «θα πρέπει να βρω κάποιον άλλο, γιατί–»
«Εντάξει, έρχομαι.»
«Υπέροχα. Σε περιμένω.» Ο Ανδρόνικος έκλεισε τον δίαυλο, μειδιώντας.
Ο Φαρνέλιος φύσηξε καπνό απ’τα ρουθούνια του. «Μη μου πεις ότι προσπαθείς να μάθεις στην αδελφή σου να ξυπνά νωρίς…»
«Ο Πρίγκιπας πιστεύει ότι, όπως εκείνος, έτσι και όλοι οι άλλοι δεν έχουν ανάγκη από ύπνο,» σχολίασε η Άνμα’ταρ, από το σκιερό της σημείο.
«Μη γίνεσαι κακιά, μάγισσα,» είπε ο Ανδρόνικος. «Η Βασιλική μού είχε εκφράσει την επιθυμία της να βοηθήσει στις κρατικές δουλειές του βασιλείου, καθώς και στην Επανάσταση. Θα της δώσω, λοιπόν, μια ευκαιρία.»
«Θα τη στείλεις στο αεροδρόμιο, για να κάνει έρευνα στους επιβάτες;» είπε ο Φαρνέλιος.
«Ακριβώς.» Ο Ανδρόνικος επέστρεψε στον Κυανό Θρόνο και κάθισε.
Η Βασιλική ήρθε γρηγορότερα απ’ό,τι περίμενε. Ήταν ντυμένη με λευκό χιτώνιο που είχε φαρδιά μανίκια, εφαρμοστό μαύρο παντελόνι, και μαύρες μπότες που έφταναν ώς το γόνατο. Στην πλάτη της έπεφτε ένας πορφυρός μανδύας, που αναδευόταν καθώς βάδιζε. Τα μακριά, σγουρά, ξανθά της μαλλιά ήταν λυτά και εντυπωσιακά· μονάχα οι δύο μπροστινές τούφες δένονταν πίσω απ’το κεφάλι της, για να μη σκιάζουν το πρόσωπό της.
«Ελπίζω,» είπε η Πριγκίπισσα Βασιλική στον αδελφό της, καθώς έμπαινε στην αίθουσα με γρήγορα βήματα, «να υπάρχει ένας πολύ καλός λόγος γι’αυτό.»
«Υπάρχει,» τη διαβεβαίωσε ο Ανδρόνικος. «Θέλω να διεξάγεις μια έρευνα.»
Η Βασιλική συνοφρυώθηκε. «Τι έρευνα;»
Της εξήγησε.
*
Ο Φένχιλ, παίρνοντας ένα άλογο, κάλπασε προς το ξενοδοχείο όπου βρίσκονταν οι επιβάτες του αεροπλάνου που είχε συντριβεί δυτικά της πρωτεύουσας. Σκόπευε να τους βάλει όλους σ’ένα μεγάλο όχημα και να τους φέρει στο αεροδρόμιο.
Η Βικτώρια και οι τρεις επαναστάτες που θα πετούσαν για Ρακμάνη δεν πήγαν μαζί του· μπήκαν στο τρίκυκλο όχημα της Κατήνεμης και εκείνη τούς οδήγησε κατευθείαν στον Βασιλικό Αερολιμένα, έξω από την Απαστράπτουσα. Φτάνοντας εκεί, φρόντισε να ετοιμαστεί γι’αυτούς ένα μικρό, γρήγορο αεροσκάφος το συντομότερο δυνατό.
Οι προετοιμασίες είχαν τελειώσει και οι επαναστάτες βάδιζαν προς το υπόστεγο του αεροπλάνου, για να ξεκινήσουν την αποστολή που τους είχε αναθέσει ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος, όταν ένας φρουρός του αερολιμένα πλησίασε τη Βικτώρια και της είπε:
«Κυρία Κατήνεμη, η Πριγκίπισσα Βασιλική είναι εδώ.»
Η Βασιλική; Η Βικτώρια έστρεψε το βλέμμα της, παίρνοντάς το από τους τρεις επαναστάτες, που διέσχιζαν το πλάι του αεροδιάδρομου, και πηγαίνοντάς το στον φρουρό. Τέτοια ώρα; Η Βασιλική, κανονικά, δεν ξυπνούσε τόσο πρωί.
«Οδήγησέ με σ’αυτήν.»
Ο νεαρός άντρας την πήγε στο γραφείο της, έξω απ’το οποίο στέκονταν μερικοί παλατιανοί φρουροί· η Πριγκίπισσα πρέπει να τους είχε φέρει μαζί της. Η Βικτώρια άνοιξε την πόρτα, και βρήκε τη Βασιλική να στέκεται μέσα στο δωμάτιο με τα χέρια της σταυρωμένα εμπρός της.
«Καλημέρα, Πριγκίπισσα. Τι σε φέρνει εδώ;»
«Έχω να κάνω μια έρευνα.»
Η Βικτώρια ύψωσε το ένα της φρύδι, ερωτηματικά.
«Στους επιβάτες του αεροπλάνου που συνετρίβη.»
«Ο Ανδρόνικος σε έστειλε;»
«Ναι.»
Η Βικτώρια συνοφρυώθηκε. «Και γιατί δε μου το είπε, προτού φύγω απ’το παλάτι;»
Η Βασιλική ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν ξέρω. Ίσως να μην είχε χρόνο. Πάντως, αν θες, μπορείς να επικοινωνήσεις μαζί του, για να τον ρωτήσεις.» Έδειξε τον τηλεπικοινωνιακό δίαυλο με το σαγόνι της.
«Δε νομίζω ότι είναι απαραίτητο.»
«Εντάξει,» είπε η Βασιλική. «Πού είναι, λοιπόν, οι επιβάτες;»
«Δεν έχουν έρθει ακόμα· ο Φένχιλ έχει πάει να τους πάρει από το ξενοδοχείο. Αλλά, πες μου, γιατί θα γίνει αυτή η έρευνα;»
«Για να συγκεντρώσουμε χρήσιμες πληροφορίες που πιθανώς να έχουν. Πληροφορίες που ίσως να ενδιαφέρουν την Επανάσταση. Ασφαλώς, στους ίδιους δε θα το πούμε αυτό: θα τους πούμε ότι η έρευνα γίνεται προκειμένου να μάθουμε ό,τι μπορούμε για τους αεροπειρατές και τις μεθόδους τους.»
«Καλώς,» είπε η Βικτώρια, και κάθισε πίσω απ’το γραφείο της. Άναψε ένα τσιγάρο, ατενίζοντας τη Βασιλική ερευνητικά. Και μειδίασε.
«Γιατί έχεις αυτή την έκφραση;» ρώτησε η Πριγκίπισσα.
«Γιατί μου φαίνεται περίεργο που ασχολείσαι με τέτοια θέματα.»
Η Βασιλική κάθισε στην καρέκλα μπροστά απ’το γραφείο, σταυρώνοντας τα πόδια στο γόνατο. «Δε θα έπρεπε; Βρισκόμαστε σε δύσκολους καιρούς· χρειάζεται όλοι να προσφέρουμε τη βοήθειά μας.»
Το μειδίαμα της Βικτώριας πλάτυνε, και κούνησε το κεφάλι της, ενώ, συγχρόνως, τίναζε στάχτη απ’το τσιγάρο μέσα σ’ένα τασάκι.
«Γιατί; Δε συμφωνείς;»
«Συμφωνώ. Απλά, αυτή δεν είναι η Βασιλική που ξέρω.»
«Γιατί το λες αυτό; Θεωρείς ότι είμαι ανεύθυνη και δε με νοιάζει για τίποτα;»
Η Βικτώρια πήρε μια τζούρα απ’το τσιγάρο της. «Εε… όχι τελείως.»
Η Βασιλική τής έριξε ένα προσβεβλημένο βλέμμα τέτοιας προσποιητής σοβαρότητας που ήταν αστείο.
Η Βικτώρια γέλασε.
Κι οι δυο τους γέλασαν.
Η Βασιλική άναψε ένα τσιγάρο. «Ίσως νάχεις δίκιο,» παραδέχτηκε. «Όχι τελείως,» πρόσθεσε, μιμούμενη τη φωνή της, «αλλά ίσως νάχεις λίγο δίκιο.» Χαμογέλασε, μισοκλείνοντας το ένα μάτι, καθώς ρουφούσε καπνό.
Ο Φένχιλ παρουσιάστηκε στο αεροδρόμιο μετά από μισή ώρα, φέρνοντας μαζί του τους επιβάτες του κατεστραμμένου αεροπλάνου: ή, τουλάχιστον, όσους από αυτούς είχαν βρεθεί. Η Βικτώρια βγήκε, για να τους καλωσορίσει στον Βασιλικό Αερολιμένα και να τους διαβεβαιώσει πως θα φρόντιζε να ταξιδέψουν στην Αλβέρια το συντομότερο δυνατό. Πρώτα, όμως, έπρεπε –με διαταγή του Πρίγκιπα Ανδρόνικου– να γίνει μια σύντομη έρευνα, η οποία θα αφορούσε τους αεροπειρατές.
«Τι έρευνα;» ρώτησε, χαμηλόφωνα, ο Φένχιλ, που στεκόταν παραδίπλα, πλάι στην Πριγκίπισσα Βασιλική. «Τι νόημα θα έχει μια έρευνα για τους επαναστάτες από τη Βίηλ;»
«Δε θα είναι για τους επαναστάτες από τη Βίηλ,» του εξήγησε εκείνη. «Αυτή είναι μονάχα η πρόφαση. Θέλουμε να πάρουμε πληροφορίες που ίσως να έχουν οι επιβάτες.»
«Πληροφορίες σχετικά με τι;»
«Πληροφορίες που μπορεί να ενδιαφέρουν την Επανάσταση.»
Ο Φένχιλ την κοίταξε με στενεμένα μάτια. Από πάνω ώς κάτω. Το βλέμμα του έμοιαζε να αναρωτιέται: Και τι σχέση έχεις εσύ με την Επανάσταση, Πριγκιπισσούλα;
«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;» ρώτησε η Βασιλική, νιώθοντας τα χαρακτηριστικά του προσώπου της να τσιτώνονται.
«Κανένα, υποθέτω.»
Υποθέτεις; Τι πάει να πει αυτό;
Οι φωνές των επιβατών, όμως, την έκαναν να στραφεί προς εκείνους και να μην απαντήσει στον Φένχιλ. Έμοιαζαν να διαμαρτύρονται για κάποιο λόγο…
«Μην ανησυχείτε,» προσπάθησε να τους καθησυχάσει η Βικτώρια, μιλώντας δυνατά, για ν’ακουστεί πάνω απ’την οχλοβοή. «Μην ανησυχείτε καθόλου. Τίποτα δεν πρόκειται να χαθεί απ’τις αποσκευές σας.»
«Μπορείτε να μου απαντήσετε σε ένα ερώτημα, κυρία Κατήνεμη;» είπε ένας άντρας.
«Ασφαλώς. Ρωτήστε με.»
«Τι σχέση μπορεί να έχουν οι αποσκευές μας με τους αεροπειρατές; Γιατί, πραγματικά, εγώ αδυνατώ να καταλάβω!»
«Οι άνθρωποι του Πρίγκιπα θέλουν να βεβαιωθούν για ορισμένα πράγματα· αυτό είναι όλο,» αποκρίθηκε η Βικτώρια. «Κανένα από τα υπάρχοντά σας δε θα χαθεί· σας διαβεβαιώνω. Και θα πρότεινα τώρα να ξεκινήσουμε την όλη διαδικασία, για να μην αργήσετε να πετάξετε προς τον προορισμό σας.» Μερικοί φρουροί του αερολιμένα είχαν ήδη πλησιάσει τους επιβάτες. «Δώστε στους κυρίους τις αποσκευές σας και καθίστε. Ό,τι πάρετε για να φάτε ή να πιείτε το κερνά ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος.»
Οι επιβάτες συνέχισαν να μουρμουρίζουν αναμεταξύ τους, αλλά δεν αρνήθηκαν να δώσουν στους φρουρούς τις αποσκευές τους. Εξάλλου, ήξεραν ότι βρίσκονταν στο έλεος των Απολλώνιων. Και, μέχρι στιγμής, αυτοί δεν τους είχαν φερθεί άσχημα· ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος θα τους έστελνε στην Αλβέρια –όπου αρχικά όλοι τους προορίζονταν– χωρίς κανένα αντάλλαγμα.
Η Βασιλική και ο Φένχιλ πήγαν στο δωμάτιο όπου οι φύλακες του αερολιμένα συγκέντρωσαν τις αποσκευές. Ένας μάγος ήταν εκεί: ένας άντρας που ονομαζόταν Φινέας’μορ, και ήταν κοντός και παχύς με μαύρα, σγουρά μαλλιά και μούσι.
«Μπορείς να ελέγξεις αν υπάρχουν όπλα ανάμεσα στα πράγματά τους;» τον ρώτησε η Βασιλική.
«Ασφαλώς, Πριγκίπισσά μου.»
«Κάνε το.»
Ο Φινέας’μορ χρησιμοποίησε μια συσκευή η οποία έμοιαζε με πιστόλι και συνδεόταν, μέσω ενός καλωδίου, με μια οθόνη. Με το «πιστόλι» σημάδεψε τις αποσκευές, ενώ το βλέμμα του ήταν στραμμένο στην οθόνη. Συγχρόνως, άρχισε να μουρμουρίζει τα λόγια για κάποιο ξόρκι. Η Βασιλική υπέθετε ότι το έκανε αυτό για να διαλύσει πιθανές μαγγανείες αντιανίχνευσης που μπορεί να είχαν επάνω τους ορισμένα όπλα.
Μετά από λίγο, η οθόνη έδωσε δεδομένα. Στις αποσκευές, όπως φάνηκε, υπήρχαν πέντε πιστόλια, τρία τουφέκια (διαλυμένα σε κομμάτια), και δώδεκα μαχαίρια.
Ο Φένχιλ άνοιξε τις τσάντες και τις βαλίτσες όπου βρίσκονταν αυτά και τα έλεγξε, ένα προς ένα.
«Τι βλέπεις;» τον ρώτησε η Βασιλική.
«Πού φτιάχτηκαν, και τι τεχνοτροπίας είναι.»
«Και το συμπέρασμα;»
Ο Φένχιλ απάντησε, αφότου τελείωσε με τον έλεγχό του: «Στη Ρελκάμνια είναι φτιαγμένα όλα, και είναι σύγχρονα. Τίποτα το ιδιαίτερο. Αν είναι να βρούμε κάτι, Πριγκίπισσα, θα το βρούμε στις λεπτομέρειες, όχι στα όπλα που κουβαλούν αυτοί οι τύποι.» Και, μ’ετούτα τα λόγια, άνοιξε μια βαλίτσα κι άρχισε να ψάχνει μέσα της.
Η Βασιλική τον μιμήθηκε.
Εν τω μεταξύ, ήξερε πως οι φρουροί του παλατιού έκαναν ερωτήσεις στους επιβάτες, παίρνοντάς τους από την αίθουσα αναμονής και απομονώνοντάς τους, έναν-έναν. Σε κάθε δωμάτιο όπου γίνονταν οι ερωτήσεις –οι οποίες ήταν συγκεκριμένες, σύμφωνα με τις οδηγίες του Ανδρόνικου– υπήρχε μια συσκευή που κατέγραφε τα πάντα με εικόνα και ήχο. Τα δεδομένα θα τα επεξεργάζονταν μετά, με την άνεσή τους.
Η Βασιλική βρήκε μέσα στις αποσκευές αντικείμενα διαφόρων ειδών, ορισμένα πλήρως αναμενόμενα, ορισμένα καθόλου αναμενόμενα: ταυτότητες με τα στοιχεία των επιβατών, ρούχα και κάπες, παπούτσια και μπότες, εσώρουχα, κάλτσες, στιλό, τετράδια, έναν πίνακα ζωγραφικής, κοσμήματα από ποικίλα μέταλλα, καλλυντικά, τρία λαξευτά αγαλματίδια από ξύλο, σύριγγες, βαζάκια με φάρμακα, μερικά σακουλάκια με Σάρντλια φυτά που προκαλούσαν έκσταση όταν τα έκαιγες και εισέπνεες τον καπνό τους (όπως την ενημέρωσε ο Φένχιλ, όταν τον ρώτησε γι’αυτά), ένα ξύλινο κουτί που στο εσωτερικό του υπήρχαν νεκρά έντομα (η Βασιλική δεν ήξερε πώς ονομάζονταν, ούτε από ποια διάσταση ήταν· και ούτε κι ο Φένχιλ γνώριζε), αλυσίδες με κρίκους που ανοιγόκλειναν (η Βασιλική υποπτευόταν σε τι χρησίμευαν, γιατί της έρχονταν ιδέες κοιτάζοντάς τες), τρεις περούκες, μία μάσκα αλεπούς με φτερά πάνω απ’το δεξί αφτί, μπουκάλια με ποτά, συντηρημένα φαγητά, μερικά μυθιστορήματα, ένα θρησκευτικό βιβλίο, τρία φιλοσοφικά βιβλία, δύο βιβλία με ερωτικές τεχνικές, ένα μυστικιστικό βιβλίο, μία τρομπέτα, μία κιθάρα, ένα ερωτικό γράμμα, τρία γράμματα γενικότερης θεματολογίας, ένα ημερολόγιο (που δεν έγραφε τίποτα το αξιοσημείωτο ή ενδιαφέρον), ένα–
«Μα τους θεούς! Κοίτα τι σκατά κουβαλάει αυτός ο άνθρωπος μαζί του!» έκανε η Βασιλική, παρατηρώντας ότι η πιο παράξενη έκπληξη την περίμενε στην τελευταία βαλίτσα.
Ο Φένχιλ πλησίασε και κοίταξε το μακρόστενο, μπρούντζινο κουτί που είχε μόλις ξεκλειδώσει ο Φινέας’μορ, χρησιμοποιώντας ένα ξόρκι του.
Στο εσωτερικό του κουτιού υπήρχε ένα σκελετωμένο χέρι από τον αγκώνα και κάτω.
Ο Φένχιλ ανασήκωσε τους ώμους. «Ο κόσμος έχει περίεργα γούστα…»
«Περίεργα γούστα;» είπε η Βασιλική.
«Ναι…» Ο Φένχιλ επέστρεψε στη δουλειά του.
Η Πριγκίπισσα κούνησε το κεφάλι της και έκλεισε το κουτί, κάνοντας νόημα στον μάγο να το ξανακλειδώσει. Ο Φινέας’μορ ύψωσε τα χέρια του πάνω απ’την κλειδαριά και άρθρωσε τα λόγια για ένα ξόρκι. Ένα σιγανό κλικ-κλικ ακούστηκε.
*
Όταν όλοι οι επιβάτες –είκοσι-τρεις, στο σύνολό τους– απάντησαν στις ερωτήσεις των παλατιανών φρουρών, η Βικτώρια τούς επέστρεψε τις αποσκευές τους και τους ευχήθηκε καλό ταξίδι. Το αεροσκάφος τους τους περίμενε, είπε, και σύντομα θα βρίσκονταν στην Αλβέρια, χάρη στη γενναιοδωρία του Πρίγκιπα Ανδρόνικου. «Μας συγχωρείτε για την καθυστέρηση και τον έλεγχο, αλλά κρίθηκαν απαραίτητα.»
Οι αεροσυνοδοί οδήγησαν τους επιβάτες έξω απ’το κεντρικό χτίριο του Βασιλικού Αερολιμένα και στον αεροδιάδρομο. Το αεροπλάνο που τους περίμενε ήταν μεγάλο και ικανό για ταξίδι στον Αιθέρα. Δύο μάγοι βρίσκονταν στο ενεργειακό του κέντρο, ώστε να φροντίζουν για τη ροή της ενέργειας.
Η Βικτώρια ξεφύσησε. «Πάει κι αυτό…»
Είχε περάσει το μεσημέρι μ’όλες τούτες τις διαδικασίες και πλησίαζε το βράδυ. Ο ήλιος της Απολλώνιας έγερνε ήδη προς τον δυτικό ορίζοντα. Ο ουρανός είχε αρχίσει να γεμίζει σύννεφα, και ένας παγερός άνεμος φυσούσε. Ίσως να έριχνε χαλάζι, αργότερα· ίσως ακόμα και να χιόνιζε.
«Βρήκατε τίποτα ενδιαφέρον;» ρώτησε η Βικτώρια τον Φένχιλ και τη Βασιλική.
Ο ερυθρόδερμος επαναστάτης κούνησε το κεφάλι. «Τίποτα που να απασχολεί την Επανάσταση.»
«Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος μού είπε ότι στο αεροπλάνο βρισκόταν και μια πράκτορας της Παντοκράτειρας, μια μάγισσα, η οποία προκάλεσε προβλήματα στον Άλτρες και τους επαναστάτες του, προτού τη σκοτώσουν. Τι έγιναν τα πράγματά της;»
«Καλή ερώτηση, Βικτώρια,» είπε ο Φένχιλ. «Δυστυχώς, δεν έχω απάντηση. Το αεροπλάνο έχει γίνει κομμάτια από εσωτερικές εκρήξεις –τις οποίες, όπως υποστήριξε ο Άλτρες, ενεργοποίησε η ίδια η μάγισσα με κάποιο τρόπο– και τα πράγματά της πρέπει επίσης να έχουν γίνει κομμάτια. Δε νομίζω κανένας να τα διέσωσε.»
Ο τηλεπικοινωνιακός δίαυλος επάνω στο γραφείο της Βικτώριας χτύπησε. Η κλήση φαινόταν να έρχεται απ’το παλάτι.
Τον άνοιξε, σηκώνοντας το ακουστικό. «Βικτώρια Κατήνεμη,» είπε.
«Ο Ανδρόνικος είμαι, Βικτώρια.»
«Υψηλότατε.»
«Οι απεσταλμένοι μου δεν έχουν επιστρέψει ακόμα;»
«Όχι.»
«Πέταξαν το πρωί, όπως είχαμε συμφωνήσει;»
«Ασφαλώς. Έφυγαν την ώρα που η Βασιλική ήρθε και μου μίλησε για την έρευνα των επιβατών.»
«Αυτό σημαίνει, Βικτώρια, πως θα έπρεπε να είχαν επιστρέψει ώς τώρα. Το αεροσκάφος τους ήταν γρήγορο, σωστά;»
Η Βικτώρια δάγκωσε το χείλος της, καταλαβαίνοντας ότι ο Ανδρόνικος είχε δίκιο. «Σωστά. Αν είχαν σκοπό να γυρίσουν αμέσως από τη Ρακμάνη–»
«Αυτός ακριβώς ήταν ο σκοπός τους: να μιλήσουν με τη μητέρα μου και να γυρίσουν αμέσως.»
Η Βικτώρια έμεινε σιωπηλή, μην ξέροντας τι ν’αποκριθεί και μην έχοντας καμια πληροφορία να δώσει.
«Είσαι εκεί, Βικτώρια;»
«Μάλιστα, Πρίγκιπά μου…»
«Κάτι πρέπει να τους συνέβη στη Ρακμάνη,» είπε ο Ανδρόνικος με βαριά φωνή. «Κάποιος πρέπει να τους εμπόδισε απ’το να επιστρέψουν.»
*
«Ο Λούσιος!» φώναξε ο Ανδρόνικος, πετώντας την κούπα του στον τοίχο και σπάζοντάς την. «Την κρατά αιχμάλωτη!»
«Ας μη βιαζόμαστε–» άρχισε ο Φαρνέλιος.
«Να μη βιαζόμαστε; Τι υποθέτεις εσύ ότι συμβαίνει, Φαρνέλιε;»
Ο Φαρνέλιος έσμιξε τα χείλη, έτριψε τα λευκά του γένια, και δεν μίλησε.
Ο Ανδρόνικος βημάτιζε μπροστά απ’τον Κυανό Θρόνο. Στην αίθουσα, εκτός από εκείνον, βρίσκονταν η Άνμα’ταρ (μισοκρυμμένη στις σκιές, όπως συνήθιζε), ο Κλείτος Φιλόπνοος, μερικοί άλλοι αξιωματικοί, η Νατμάλι’λι, ο Άλτρες, κάποιοι συμβουλάτορες (όλοι τους Απολλώνιοι ευγενείς), ο Δαίδαλος, και ο Φαρνέλιος.
«Πρίγκιπά μου,» προθυμοποιήθηκε ο Άλτρες, «θα μπορούσαμε να πάμε κι εμείς σ’αυτή τη Ρακμάνη, για να μάθουμε τι έχει συμβεί.»
Γιατί; σκέφτηκε, εκνευρισμένα, ο Ανδρόνικος. Πιστεύεις ότι η ομάδα σου δεν έχει ήδη αποδεκατιστεί αρκετά; Δε μίλησε αμέσως, όμως, προσπαθώντας να καλμάρει τα νεύρα του. Το λάθος ήταν, εξαρχής, δικό μου! Δεν έπρεπε να την είχα αφήσει να πάει στον Λούσιο.
Και τώρα, ίσως να μην έχω χάσει μόνο τη μητέρα μου, αλλά και τον Αυγερινό…
«Δε χρειάζεται,» είπε στον Άλτρες, σταματώντας να κάνει πέρα-δώθε μπροστά απ’τον Κυανό Θρόνο. «Δε χρειάζεται να πάτε στη Ρακμάνη· είναι πολύ επικίνδυνο, όπως έχει αποδειχτεί. Πρέπει να το σκεφτώ, πρώτα. Να το σκεφτώ καλά.»
Κοίταξε τον Δαίδαλο. «Εκτός αν έχετε να προτείνετε κάτι εσείς, κύριε Δαίδαλε. Μπορείτε, κάπως, να μάθετε τι συμβαίνει στη Ρακμάνη;»
«Η Ρακμάνη, Πρίγκιπά μου, βρίσκεται εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από την Απαστράπτουσα. Ακόμα κι οι δικές μου δυνάμεις δε φτάνουν ώς εκεί.»
«Υψηλότατε,» είπε ο Στρατάρχης Φιλόπνοος, «με συγχωρείτε που διακόπτω, αλλά πραγματικά πιστεύω ότι θα έπρεπε να επιστρέψουμε στο θέμα του Βόρειου Μετώπου.» Το πρωί, είχαν έρθει νέα σχετικά με τον πόλεμο εκεί. Άσχημα νέα, που ζωγράφιζαν έναν πολύ σκοτεινό πίνακα για τις δυνάμεις της Απολλώνιας.
«Το ξέρω, Κλείτε,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, γνέφοντας με σφιγμένα χείλη. «Το ξέρω ότι υπάρχουν θέματα που επείγουν πολύ περισσότερο από την εξαφάνιση της μητέρας μου και μερικών επαναστατών.»
«Η εξαφάνιση της Βασίλισσας είναι, αναμφίβολα, πολύ σημαντική, Πρίγκιπά μου,» είπε ο Κλείτος. «Όπως επίσης και η εξαφάνιση οποιουδήποτε συμμάχου μας. Όμως–»
«–αν οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας διαλύσουν το Βόρειο Μέτωπο, είμαστε όλοι καταδικασμένοι.»
Ο Κλείτος κατένευσε. «Ακριβώς, Πρίγκιπά μου. Πρέπει να αναπτύξουμε μια αποτελεσματική στρατηγική, όσο πιο γρήγορα μπορούμε.»
Ο Ανδρόνικος πλησίασε το μεγάλο τραπέζι, όπου ήταν απλωμένος ο χάρτης του Βόρειου Μετώπου. Επάνω του υπήρχαν πιόνια που σημάδευαν τις θέσεις στρατευμάτων. «Ας αρχίσουμε, λοιπόν, Κλείτε,» είπε ο Πρίγκιπας της Απολλώνιας, ενώ, συγχρόνως, αισθανόταν εντός του έναν παγερό φόβο να ξεδιπλώνεται. Τον φόβο πως δε θα κατάφερνε να διατηρήσει όσα είχε, με αγώνες, οικοδομήσει.
Το Φρούριο του Σμαραγδένιου Βουνού είχε πέσει.
Βρισκόταν τώρα στα χέρια των δυνάμεων της Παντοκράτειρας, και ήταν κατεστραμμένο, τίποτα περισσότερο από ένα ερείπιο που χρειαζόταν σοβαρές επισκευές αν ήθελε κανείς να το αποκαλέσει ξανά φρούριο. Η κεντρική του πύλη ήταν σμπαραλιασμένη, και ολόκληρα κομμάτια από τα τείχη του είχαν γκρεμίσει. Το ενεργειακό του κέντρο (απ’όπου φορτίζονταν τα φώτα και τα ενεργειακά όπλα του φρουρίου) ήταν τελείως διαλυμένο· οι ενεργειακές φιάλες είχαν εκραγεί, προκαλώντας παντού τρομερές καταστροφές (και πυρπολώντας στιγμιαία τους μάγους που βρίσκονταν, εκείνη την ώρα, εκεί για να ρυθμίζουν την ενεργειακή ροή στους οπλισμούς).
Το Φρούριο του Σμαραγδένιου Βουνού είχε πέσει στα χέρια των Παντοκρατορικών, αλλά τους ήταν, ουσιαστικά, άχρηστο. Ένα κατεστραμμένο κέλυφος.
Πράγμα το οποίο δεν τους ενοχλούσε καθόλου. Γι’αυτούς δεν αποτελούσε παρά εμπόδιο. Και το εμπόδιο τώρα είχε φύγει. Είχε γκρεμιστεί.
Τα στρατεύματα μπορούσαν να προελάσουν μέσα στο Πέρασμα του Σμαραγδένιου Βουνού.
Οι δυνάμεις της Απολλώνιας προσπάθησαν να σταματήσουν τους Παντοκρατορικούς, παίρνοντας θέσεις στις χιονισμένες πλαγιές του περάσματος και σε καλυμμένα μέρη, απ’όπου μπορούσαν άνετα να τους βλέπουν και να τους χτυπούν. Δεν κατάφεραν, όμως, να τους καθυστερήσουν για πολύ, γιατί εκείνοι είχαν αεροσκάφη που πετούσαν πάνω από τις θέσεις των Απολλώνιων και τους βομβάρδιζαν συνεχώς, με αποτέλεσμα να τους αναγκάσουν να υποχωρήσουν. Να πάνε στη νότια άκρη του περάσματος, όπου είχαν συγκεντρωθεί κι άλλοι συμπατριώτες τους, από τα ανατολικά και τα δυτικά. Με τις κινήσεις τους αυτές, βέβαια, αδυνάτιζαν τα σημεία του Βόρειου Μετώπου που βρίσκονταν στην Ανατολή και στη Δύση, μα δεν γινόταν αλλιώς· έπρεπε να ενισχύσουν το κέντρο, ύστερα από την πτώση του Φρουρίου του Σμαραγδένιου Βουνού. Αν δεν το έκαναν, οι εχθροί τους θα έφταναν στη Χρυσόπολη… κι απ’τη Χρυσόπολη, θα έμπαιναν στην καρδιά του Βασιλείου της Απολλώνιας και θα το ρήμαζαν, υποτάσσοντάς το ξανά στην εξουσία της Παντοκράτειρας.
Έτσι, οι Απολλώνιοι είχαν τώρα οργανώσει την άμυνά τους νότια του Περάσματος του Σμαραγδένιου Βουνού και βόρεια της Χρυσόπολης, φτιάχνοντας χαρακώματα και άλλα οχυρωματικά έργα· φέρνοντας αντιαεροπορικά και αντιαρματικά όπλα, και βάζοντάς τα στις θέσεις που θεωρούσαν καταλληλότερες· στήνοντας ένα οχυρωμένο ενεργειακό κέντρο, απ’όπου μπορούσαν να αντλούν ενέργεια τα ενεργειακά κανόνια, και όπου μπορούσαν να βρίσκονται οι μάγοι, Τεχνομαθείς και Βιοσκόποι· βάζοντας αεροσκάφη να κάνουν κύκλους πάνω από την ευρύτερη περιοχή, διαιρεμένα σε σμήνη· έχοντας τα ελαφριά και γρήγορα οχήματα μάχης και τα βαριά και αργοκίνητα σε σημεία όπου μπορούσαν να δώσουν τη μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητά τους· έχοντας έφιππες μονάδες έτοιμες να παίξουν ρόλο μπαλαντέρ ανάμεσα στους πεζούς και στα οχήματα, με την ταχύτητα και την ευελιξία τους· και έχοντας τους Ιππότες της Απολλώνιας –ειδικά εκπαιδευμένους ιππείς με ενεργειακά φορτισμένες πανοπλίες και λόγχες– να περιμένουν να πέσουν κατά μέτωπο στη μάχη όταν άρχιζε.
Εν τω μεταξύ, είχαν αφήσει κάποιες ελάχιστες δυνάμεις στο χιονισμένο Πέρασμα του Σμαραγδένιου Βουνού, προκειμένου να παρενοχλούν τα ερχόμενα στρατεύματα της Παντοκράτειρας.
Οι Παντοκρατορικοί, παρά τις δυσκολίες του χειμερινού καιρού (που δεν ήταν λίγες σ’εκείνη την ορεινή περιοχή), δεν έβλεπαν την παρουσία αυτών των Απολλώνιων ως τίποτα περισσότερο από μια μικρή ενόχληση, η οποία ήταν αδύνατον να τους σταματήσει. Ούτε καν να μειώσει τον ρυθμό της προέλασής τους δεν μπορούσε. Είχαν χιλιάδες στρατιώτες, πλήρως εξοπλισμένους, με ικανούς διοικητές στην κάθε μονάδα. Είχαν πανίσχυρα άρματα μάχης, πολλά από τα οποία μεταβαλλόμενα. Είχαν αεροσκάφη που βομβάρδιζαν τις θέσεις των εχθρών, και αεροσκάφη που μετέφεραν μηνύματα, για να έρχονται ενισχύσεις. Είχαν ιππείς με θανατηφόρα ενεργειακά όπλα. Και είχαν και τον Δράκοντα, που έσπερνε τον τρόμο στους Απολλώνιους.
Επρόκειτο για ένα πανύψηλο άρμα μάχης με τέσσερα καταστρώματα, γεμάτο ενεργειακά κανόνια, πολυβόλα, ρουκετοβόλα, και φλογοβόλα. Ένα θηρίο που μετακινιόταν επάνω σε πελώριες ερπύστριες, οι οποίες διέθεταν χοντρά και αιχμηρά καρφιά, κάνοντας το έδαφος να τρυπιέται και να ραγίζει στο πέρασμά τους. Εκτός αυτών, ο Δράκοντας είχε ένα ελικοδρόμιο, όπου μπορούσε να προσγειωθεί και να απογειωθεί ένα μικρό ελικόπτερο. Κι επίσης, ο ίδιος ο Δράκοντας είχε τη δυνατότητα να πετάξει· ήταν ένα μεταβαλλόμενο όχημα, που, όταν οι τέσσερις μάγοι στο ενεργειακό του κέντρο ύφαιναν το Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος, το σχήμα του άλλαζε ελαφρώς, οι ερπύστριές του κρύβονταν, και έβγαζε φτερά και προωθητήρες. Εξαιτίας του βάρους του και τις πολυπλοκότητάς του, απαιτούσε τρομερά ποσά ενέργειας για να πετάξει, έτσι δεν ήταν καλό για μακρινές πτήσεις· ωστόσο, για μικρές πτήσεις μέσα στο πεδίο της μάχης ήταν ιδανικό –και καταστροφικό.
Τα Παντοκρατορικά στρατεύματα παρουσιάστηκαν μεσημέρι από τη νότια μεριά του Περάσματος του Σμαραγδένιου Βουνού, και βρήκαν τους υπερασπιστές του Βασιλείου της Απολλώνιας να είναι σχεδόν έτοιμοι γι’αυτούς. Σχεδόν. Διότι ήταν προφανές ότι ορισμένα –όχι τα περισσότερα, αλλά τα λιγότερα– από τα οχυρωματικά τους έργα ήταν ακόμα ημιτελή.
Η Στρατηγός Νικίτα Δεξιόχειρη, η επικεφαλής των δυνάμεων της Παντοκράτειρας, η οποία βρισκόταν στο κέντρο ελέγχου του Δράκοντα, δεν σκόπευε να τους δώσει τον χρόνο να τα τελειώσουν. Πρόσταξε τον στρατό της να παραταχθεί και να ξεκινήσει την επίθεση.
Εξάλλου, οι αψιμαχίες είχαν ήδη αρχίσει. Τα σμήνη των Παντοκρατορικών αεροσκαφών είχαν συγκρουστεί με τα Απολλώνια σμήνη και είχαν ανταλλάξει πυρά, κάνοντας κύκλους στον αέρα. Οι Παντοκρατορικοί καταδρομείς είχαν χτυπηθεί με τους υπερασπιστές στα χαρακώματα. Και βολές από ενεργειακά κανόνια είχαν εκτοξευτεί εκατέρωθεν: μακριές, κατακόκκινες ουρές, που έσχιζαν τον αέρα και εκεί όπου χτυπούσαν προκαλούσαν τρομερές εκρήξεις, αν ήταν έδαφος, δημιουργώντας μεγάλες λακκούβες και σηκώνοντας σκόνη. Αν πετύχαιναν ανθρώπους, τους εξαΰλωναν· κι αν πετύχαιναν οχήματα, μετέτρεπαν το μέταλλό τους από στέρεο σε υγρό που κάπνιζε.
Οι Απολλώνιοι επιτέθηκαν μαζικά στους Παντοκρατορικούς, όσο ακόμα εκείνοι προσπαθούσαν να παραταχθούν, μη θέλοντας να τους αφήσουν να αποκτήσουν το παραμικρό πλεονέκτημα. Ταχέα άρματα μάχης και ιππείς στάλθηκαν, για να πυροβολήσουν τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας καθώς παρατάσσονταν. Διέγραφαν ημικύκλια με την κίνησή τους, χτυπούσαν, και απομακρύνονταν, ενώ οι εχθροί τους προσπαθούσαν να ανταποδώσουν. Μ’αυτό τον τρόπο, αρκετοί πεζοί σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν, καθώς και ορισμένα οχήματα υπέστησαν σοβαρές ζημιές. Η επίθεση, όμως, δεν μπορούσε να βλάψει τα ισχυρότερα άρματα μάχης του στρατεύματος, δεν μπορούσε να προκαλέσει παρά ελάχιστες απώλειες (σε σχέση με το πλήθος των Παντοκρατορικών), και, φυσικά, δεν μπορούσε να κρατήσει για πολύ, αφού οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας δεν άργησαν να πάρουν θέσεις μάχης. Ο όγκος του στρατού τους, που σχημάτιζε μια μακριά ουρά, για να προελαύνει ευκολότερα μέσα στο Πέρασμα του Σμαραγδένιου Βουνού, σύντομα ξεδιπλώθηκε, αποκαλύπτοντας όλο το τρομαχτικό του μεγαλείο, όπως ένα επικίνδυνο θηρίο που σηκώνεται για να σε κατασπαράξει, αφότου του έχεις ενοχλήσει το πετσί με τις βελόνες σου.
Η Στρατηγός Νικίτα Δεξιόχειρη, κοιτάζοντας το πεδίο της μάχης από το παράθυρο του κέντρου ελέγχου του Δράκοντα, έδωσε διαταγή στους ιππείς και στα ελαφριά άρματα μάχης να επιτεθούν πρώτα –χρησιμοποιώντας την ίδια τακτική με τους Απολλώνιους, της ημικυκλικής κίνησης και της ταχείας υποχώρησης–, ενώ το πεζικό και τα βαριά άρματα μάχης θα ακολουθούσαν. Τα αεροσκάφη τα πρόσταξε να προσπαθήσουν να διεισδύσουν στην καρδιά του εχθρού και να βομβαρδίσουν τις κεντρικές του εγκαταστάσεις, όπου σίγουρα θα βρίσκονταν τα ενεργειακά κέντρα και τα κέντρα ελέγχου.
Οι Απολλώνιοι πολέμησαν αποτελεσματικά από τα χαρακώματά τους, χτυπώντας τους προπορευόμενους ιππείς και τα ελαφριά άρματα μάχης με οπλοπολυβόλα και πολυβόλα, σκοπεύοντας να τους προκαλέσουν όσο το δυνατόν περισσότερη ζημιά, προτού, ολοκληρώνοντας τα ημικύκλιά τους, υποχωρήσουν και βγουν από το πεδίο βολής. Τα ενεργειακά όπλα τους –και, γενικά, τα πιο βαριά τους όπλα– δεν τα χρησιμοποίησαν ακόμα, γιατί δε θα ήταν εύκολο να στοχεύσουν τους γρήγορα κινούμενους στόχους, κι επιπλέον θα τα χρειάζονταν για την αντιμετώπιση του κυρίως όγκου του εχθρικού στρατεύματος.
Ο τόπος γέμισε φωτιά, σφαίρες, και πτώματα ανθρώπων και αλόγων. Και οι Απολλώνιοι φαινόταν να νικούν σ’ετούτη την πρώτη, μικρή σύγκρουση.
Εν τω μεταξύ, τα Παντοκρατορικά αεροσκάφη προσπαθούσαν να διεισδύσουν στην καρδιά της Απολλώνιας παράταξης, ενώ συναντούσαν σθεναρή αντίσταση από τα αεροσκάφη των εχθρών τους και από τα αντιαεροπορικά όπλα. Ήταν δύσκολο να φτάσουν στα κεντρικά σημεία που ήθελαν, κι έτσι υποχώρησαν… για να κάνουν κύκλο και να ξανάρθουν.
Κι ο ουρανός είχε γεμίσει φωτιά.
Και έβρεχε φωτιά στη γη. Καθώς και μεταλλικά κομμάτια από αεροπλάνα.
Ένας Παντοκρατορικός, βλέποντας ότι και τα δύο φτερά του σκάφους του είχαν διαλυθεί, πήδησε έξω, ανοίγοντας το αλεξίπτωτό του… και έπεσε μέσα σ’ένα χαράκωμα των Απολλώνιων, όπου οι στρατιώτες τράβηξαν σπαθιά, τον έκαναν κομμάτια, και παλούκωσαν το κεφάλι του πάνω απ’τη σημαία τους.
Τα ελαφριά οχήματα της Παντοκράτειρας και οι ιππείς ξανάρχονταν, για να χτυπήσουν πάλι τους Απολλώνιους στα χαρακώματα, ενώ οι πεζοί και τα βαριά άρματα ζύγωναν από πίσω. Η ανταλλαγή πυρών δυνάμωσε· ζημιές, νεκροί, και τραυματίες υπήρξαν κι απ’τις δύο μεριές, αλλά, όπως και πριν, οι Απολλώνιοι φάνηκε να νικάνε.
Και μετά, ήρθε ο κύριος όγκος του Παντοκρατορικού στρατεύματος. Οι πεζοί πυροβολούσαν με οπλοπολυβόλα και τουφέκια· τα βαριά άρματα μάχης επιτίθονταν με κανόνια, πολυβόλα, και ενεργειακά κανόνια. Τα χαρακώματα ανατινάζονταν· οι Απολλώνιοι στρατιώτες εξαϋλώνονταν, ή καίγονταν, ή τα μέλη τους εκτοξεύονταν τριγύρω. Κραυγές αντηχούσαν παντού, και κρότοι, και ο ήχος από σιδερένιες ρόδες και ερπύστριες.
Οι δυνάμεις της Απολλώνιας, όμως, δεν είχαν ηττηθεί ακόμα. Τα αντιαρματικά όπλα επιτέθηκαν στα βαριά άρματα, διαλύοντας τη θωράκισή τους· τα ενεργειακά κανόνια εξαπέλυσαν τη θανατηφόρα τους ισχύ, λιώνοντας μέταλλα και σάρκα και κόκαλα, και προκαλώντας δυνατές εκρήξεις· οι πεζοί έριξαν χειροβομβίδες, και πυροβόλησαν με τουφέκια, πολυβόλα, και οπλοπολυβόλα. Και τα βαριά άρματα μάχης της Απολλώνιας ήρθαν να βοηθήσουν, αντιμετωπίζοντας κατά μέτωπο τα άρματα μάχης της Παντοκράτειρας. Εκρήξεις και φωτιά, και εκτοξευόμενη ακατέργαστη ενέργεια, και χάος, και κραυγές, και ουρλιαχτά, και κομμάτια από μέταλλα κι από ανθρώπους κι από άλογα.
Οι Ιππότες της Απολλώνιας ήρθαν, καλπάζοντας, μέσα από τη σκόνη και τον σαματά. Ήρθαν, ντυμένοι από πάνω ώς κάτω με πανοπλίες από ενεργειακά ενισχυμένο ατσάλι· και τα άλογά τους ήταν παρόμοια αρματωμένα. Το μέταλλο γυάλιζε από την ενέργεια που του πρόσφεραν οι ειδικά προστατευμένες φιάλες στα πλευρά των ίππων. Γυάλιζε και, παράγοντας απωθητικές δυνάμεις, απέκρουε τις περισσότερες σφαίρες που στόχευαν τους Ιππότες. Εκείνοι κρατούσαν μακριές λόγχες μέσα στα γαντοφορεμένα τους χέρια, οι οποίες ήταν τόσο φορτισμένες από ενέργεια, που έμοιαζαν διάπυρες, έμοιαζαν έτοιμες να εκραγούν… κι ακριβώς αυτός ήταν ο σκοπός τους.
Ουρλιάζοντας πολεμικές κραυγές, οι Ιππότες όρμησαν στα εχθρικά άρματα μάχης και τα λόγχισαν, διαλύοντας τις λόγχες τους επάνω στη θωράκισή τους και προκαλώντας πανίσχυρες εκρήξεις, ενώ, την ίδια στιγμή, έφευγαν μέσα από τη φωτιά και τον καπνό. Οι οπλές των αλόγων τους –επιλεγμένα ζώα όλα, από τα καλύτερα που είχε να δώσει η Απολλώνια και ειδικά εκπαιδευμένα– έκαναν τη γη να τραντάζεται.
Παρά τη δύναμή τους, όμως, ακόμα κι οι Ιππότες δεν ήταν αήττητη. Υπήρχαν περιπτώσεις που σφαίρες κατάφερναν να περάσουν τις ενεργειακές αρματωσιές τους και να τους σωριάσουν στη γη· υπήρχαν περιπτώσεις που οι φιάλες τους έσπαγαν, είτε από ατύχημα είτε από εχθρικά πυρά, και τους άφηναν απροστάτευτους ή έκαναν εκρήξεις και τους σκότωναν· υπήρχαν περιπτώσεις που γρήγορα οχήματα συγκρούονταν, εσκεμμένα, επάνω τους, για να τους ανατρέψουν και να τους τσακίσουν κάτω απ’τους τροχούς τους· και υπήρχαν περιπτώσεις που οι εχθροί έριχναν μεγάλες οβίδες κανονιών στο έδαφος κοντά τους (γιατί κάλπαζαν πολύ γρήγορα για να τους πετύχουν εύκολα), προκειμένου να τους ρίξουν από τα άλογά τους και να τους κάνουν εύκολη λεία.
Η σύγκρουση ανάμεσα στις Απολλώνιες δυνάμεις και τις Παντοκρατορικές έχασε κάθε λογική, ύστερα από μερικά λεπτά. Τίποτα δε φαινόταν παρά σκόνη, φωτιά, μαύρες φιγούρες που έτρεχαν ή προσπαθούσαν να καλυφτούν, και οχήματα που έκαναν επικίνδυνες μανούβρες και πυροβολούσαν. Και παντού αντηχούσε ο θόρυβος της μάχης: ο θόρυβος από τις εκκωφαντικές εκρήξεις και από τους πυροβολισμούς.
Ο Δράκοντας μπήκε στη σύγκρουση τελευταίος. Τα όπλα του χτυπούσαν και στον ουρανό και στη γη, σπέρνοντας εξίσου τον θάνατο. Οι ερπύστριές του τσάκιζαν από κάτω τους ό,τι τύχαινε να βρεθεί στο πέρασμά τους, ακόμα κι αν επρόκειτο για συμμαχικό όχημα με διαλυμένους τροχούς.
Οι Ιππότες της Απολλώνιας ανασυγκροτήθηκαν και εφόρμησαν καταπάνω του, με τις λόγχες τους ράβδους θανατηφόρου φωτός στα γαντοφορεμένα τους χέρια. Τα κλειστά τους κράνη δεν επέτρεπαν σε κανέναν να δει τα πρόσωπά τους, μα δεν υπήρχε αμφιβολία, ούτε από εχθρό ούτε από φίλο, πως οι όψεις όλων τους θα ήταν αποφασισμένες: νίκη ή θάνατος.
Οι χειριστές των όπλων του Δράκοντα έστρεψαν τα πυρά τους κατά των Ιπποτών. Σφαίρες εκτοξεύτηκαν, οβίδες, φλόγες, ενεργειακή ισχύς. Οι ιππείς βρέθηκαν μέσα σε μια καταστροφική θύελλα. Ορισμένοι εξαϋλώθηκαν επιτόπου. Ορισμένοι έπεσαν απ’τα άλογά τους. Ορισμένοι τραυματίστηκαν. Ορισμένοι σκοτώθηκαν.
Αλλά δεν σταμάτησαν.
Έπεσαν πάνω στο πανύψηλο, θηριώδες άρμα, καρφώνοντας τις λόγχες τους στη θωράκισή του και προκαλώντας δυνατές εκρήξεις. Εκρήξεις που καταδίκασαν ακόμα και τους ίδιους. Πολλοί δεν πρόλαβαν καν να απομακρυνθούν· κι όσοι το προσπάθησαν χτυπήθηκαν από τα πυρά του Δράκοντα.
Το άρμα είχε πάθει ζημιές, κυρίως στις ερπύστριες και στο κατώτερό του κατάστρωμα· μα δεν είχε ούτε κατά διάνοια καταστραφεί.
Η Στρατηγός Νικίτα Δεξιόχειρη, ωστόσο, γρύλισε αισχρές βρισιές, τρίζοντας τα δόντια της, γιατί το χτύπημα που είχαν δώσει οι Ιππότες στον Δράκοντα δεν ήταν μικρό.
Ο ουρανός είχε γίνει κατακόκκινος από τις φωτιές. Τα αεροσκάφη της Παντοκρατορίας πάλευαν να περάσουν από τον προστατευτικό δακτύλιο των Απολλώνιων αεροσκαφών και αντιαεροπορικών όπλων. Πάλευαν να περάσουν, και ελάχιστα το κατόρθωναν, εξαπολύοντας μερικά ασήμαντα πυρά στα κεντρικότερα τμήματα της εχθρικής παράταξης, προτού κάποιο βλήμα τα καταρρίψει και οι πιλότοι τους καταλήξουν αιχμάλωτοι ή νεκροί.
Για τους Απολλώνιους, η μάχη πήγαινε καλύτερα στον αέρα απ’ό,τι στην ξηρά.
Στην ξηρά, όμως, ήταν που έπρεπε να κρατήσουν, για να αποτρέψουν τους Παντοκρατορικούς απ’το να φτάσουν στη Χρυσόπολη: εγχείρημα που τους έμοιαζε ολοένα και πιο δύσκολο.
Υποχωρώντας, όχι άτακτα αλλά σταδιακά, μαζεύτηκαν γύρω από τα κεντρικότερα σημεία των οχυρωματικών τους έργων και προσπάθησαν να μείνουν εκεί, δημιουργώντας μια ασπίδα με ό,τι τους είχε απομείνει και συγκεντρώνοντας τα πυρά τους.
Οι Παντοκρατορικοί προτίμησαν να μη συνεχίσουν τη σύγκρουση, όχι αμέσως τουλάχιστον. Η Στρατηγός Νικίτα Δεξιόχειρη ήθελε να ελέγξουν τις ζημιές στον Δράκοντα, γιατί νόμιζε πως, εξαιτίας της επίθεσης των Ιπποτών της Απολλώνιας, η ταχύτητά του είχε μειωθεί και η κίνησή του είχε γίνει κάπως ασταθής. Έτσι, ο στρατός της ανασυγκροτήθηκε επάνω στο έδαφος που είχε κερδίσει και άρχισε να φτιάχνει οχυρωματικά έργα, πολύ πιο πρόχειρα από των Απολλώνιων, αφού οι Παντοκρατορικοί δεν ήθελαν να κρατήσουν τη θέση τους εδώ· σκόπευαν να προχωρήσουν και να φτάσουν στη Χρυσόπολη.
Καθώς η θολούρα στο πεδίο της μάχης άρχισε να καταλαγιάζει, ο ήλιος έγερνε προς τον δυτικό ορίζοντα, πίσω απ’τα βουνά. Οι κοκκινωπές του αχτίνες φανέρωναν τα απομεινάρια της σύγκρουσης σ’όλη τους την κτηνωδία: σώματα καρβουνιασμένα, κρανία διαλυμένα και μυαλά εκτοξευμένα έξω, πτώματα κατατρυπημένα από σφαίρες, πτώματα που τους έλειπαν χέρια ή πόδια, πτώματα που τα έντερά τους είχαν χυθεί στο χώμα, πτώματα που ήταν εν μέρει καμένα· οχήματα σμπαραλιασμένα, με τα τζάμια τους σπασμένα, τα μεταλλικά τους περιβλήματα να έχουν βουλιάξει ή να έχουν σχιστεί, οι τροχοί τους να λείπουν, και πυκνός καπνός να βγαίνει απ’τις μηχανές τους, ενώ φλόγες χόρευαν επάνω τους· αεροσκάφη πεσμένα στη γη, χωρίς φτερούγες ή κομμένα στη μέση, ή έχοντας γίνει κομμάτια και θρύψαλα, έτσι που με δυσκολία ξεχώριζες τι ήταν πριν.
Τα μακάβρια σημάδια του πολέμου.
*
Η Στρατηγός Νικίτα είχε τα χέρια της ακουμπισμένα στην κονσόλα εμπρός της, και στηριζόταν εκεί, καθώς κοίταζε έξω απ’το μεγάλο παράθυρο. Το βλέμμα της ήταν εστιασμένο στις δυνάμεις της Απολλώνιας, οι οποίες είχαν συγκεντρωθεί γύρω από το κέντρο της παράταξής τους, σαν μια σφιγμένη, ατσάλινη γροθιά, έτοιμη ν’ανοίξει και να εξαπολύσει αστραπές και φωτιά.
Η Στρατηγός Νικίτα χαμογέλασε. Απελπισμένοι είναι, κι απελπισμένοι φαίνονται.
Πήρε τα χέρια της από την κονσόλα και στράφηκε στο εσωτερικό του κέντρου ελέγχου του Δράκοντα. Ήταν μια ψηλή, λεπτή γυναίκα με καθαρά στρατιωτικό παράστημα και λευκό δέρμα με απόχρωση του ροζ. Τα μαλλιά της ήταν μαύρα και μακριά, και τώρα πιασμένα κότσο πίσω απ’το κεφάλι της. Το δεξί της μάτι έλειπε, και στη θέση του βρισκόταν ένας πορφυρόχρωμος λίθος, που λαμπύριζε όταν τον χτυπούσε το φως, ενώ έμοιαζε σχεδόν μαύρος όταν βρισκόταν στη σκιά. Η στολή της ήταν λευκή και στολισμένη με τα γαλόνια που τη διέκριναν ως στρατηγό. Στη μέση της τυλιγόταν μια μαύρη, δερμάτινη ζώνη, κι από τον αριστερό της ώμο περνούσε μια παρόμοια τιράντα.
Στο κέντρο ελέγχου του Δράκοντα, εκτός από εκείνη, βρίσκονταν και κάμποσοι άλλοι αξιωματικοί και στρατιωτικοί, καθισμένοι στις θέσεις τους, μπροστά από οθόνες και κονσόλες. Το βλέμμα της, όμως, πήγε στον άντρα που στεκόταν στο βάθος του δωματίου, ο οποίος τώρα άρχιζε να βαδίζει προς το μέρος της.
Ο μάγος Μέμντουρ’χοκ. Ντυμένος με μαύρο χιτώνα, που ταίριαζε στο κατάμαυρο δέρμα του. Τα μακριά, φαρδιά μανίκια του έκρυβαν τελείως το αριστερό του χέρι και εν μέρει το δεξί, που βαστούσε το ραβδί του, το οποίο ήταν όσο και το μπόι του, και καλυμμένο, κατά το ένα τρίτο, με κρυστάλλους, κυκλώματα, και μικροσκοπικά κάτοπτρα. Το κεφάλι του μάγου ήταν ξυρισμένο, αλλά στο πρόσωπό του υπήρχε μια πλούσια, γκρίζα γενειάδα. Τα μάτια του ήταν στενά και γυαλιστερά. Καταγόταν από τη Μοργκιάνη και, όπως υποδήλωνε η κατάληξη ’χοκ του ονόματός του, ανήκε στο τάγμα των Διαλογιστών.
«Πώς βλέπεις τα πράγματα, Στρατηγέ;» ρώτησε, πλησιάζοντας, για να σταθεί μπροστά στη Νικίτα. «Είναι βέβαιη η νίκη;»
«Η νίκη ποτέ δεν είναι βέβαιη. Όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα έλεγα πως, ναι, τα έχουμε πάει πολύ καλά. Οι Απολλώνιοι, μάλλον, θα αναγκαστούν να υποχωρήσουν.
»Ωστόσο,» πρόσθεσε, «δεν έχουμε ακόμα ελέγξει τις δικές μας απώλειες, και δεν έχουμε εξακριβώσει τις ζημιές στον Δράκοντα.» Βάδισε προς τη σκάλα, και ο μάγος την ακολούθησε.
Κατέβηκαν στο δεύτερο κατάστρωμα, κι από εκεί στο πρώτο. Μια πλευρική θύρα άνοιξε επάνω στο πανύψηλο όχημα, και μια ράμπα τεντώθηκε προς τα έξω, ακουμπώντας στη γη. Η Στρατηγός Νικίτα και ο Μέμντουρ’χοκ τη διέσχισαν, βγαίνοντας από τον Δράκοντα, για να δουν το μέγεθος της ζημιάς που είχαν προκαλέσει οι Ιππότες της Απολλώνιας.
Οι αριστερές ερπύστριες είχαν, πράγματι, υποστεί μεγάλο πλήγμα, όπως υποψιαζόταν η Στρατηγός, και η θωράκιση ήταν επίσης άσχημα χτυπημένη· σ’ένα σημείο, μάλιστα, είχε τρυπήσει –πράγμα αξιοπερίεργο, καθώς ο Δράκοντας είχε από τα ισχυρότερα είδη θωράκισης που ήταν γνωστά στο σύμπαν. Η Νικίτα μπορούσε να δει, μέσα από την τρύπα, ένα σημείο του πρώτου καταστρώματος. Στο εσωτερικό, οι στρατιώτες προσπαθούσαν να μαζέψουν τα συντρίμμια και να επιδιορθώσουν τις ζημιές.
Η Στρατηγός ζύγωσε τον μηχανικό που επέβλεπε μερικούς άντρες οι οποίοι έφτιαχναν τις χτυπημένες ερπύστριες. «Πόσο άσχημη είναι η ζημιά;»
Εκείνος τη χαιρέτισε στρατιωτικά. «Σχετικά άσχημη,» αποκρίθηκε, «για τα δεδομένα του Δράκοντα. Κι αυτό που, κυρίως, μ’ανησυχεί είναι το γεγονός ότι ίσως να μην έχουμε τα κατάλληλα υλικά για να κάνουμε τις επιδιορθώσεις όπως πρέπει, Στρατηγέ.»
«Να ειδοποιήσουμε, τότε, ώστε να μας φέρουν τα υλικά από τη Ρελκάμνια,» είπε η Νικίτα.
Ο μηχανικός ένευσε. «Αυτό νομίζω κι εγώ πως θα ήταν το συνετότερο. Ωστόσο, μέχρι να έρθουν τα υλικά, θα γίνουν κάποιες βασικές επιδιορθώσεις, ώστε να μπορείτε, αν θέλετε, να ρίξετε τον Δράκοντα στη μάχη αύριο.»
«Ναι,» είπε η Νικίτα. «Αν και ίσως να μη χρειαστεί καθόλου να πολεμήσει ο Δράκοντας. Ίσως…» Το βλέμμα της πήγε προς τα νότια, προς τις συγκεντρωμένες δυνάμεις της Απολλώνιας. «Καλύτερα, όμως, να είμαστε έτοιμοι για τα πάντα.»
«Βεβαίως, Στρατηγέ μου.»
Η Νικίτα απομακρύνθηκε από τον μηχανικό και, με τον Μέμντουρ’χοκ να βαδίζει σαν σκιά πλάι της, πλησίασε έναν άλλο άντρα, ο οποίος στεκόταν κοντά σ’ένα χαμηλό, τετράτροχο όχημα, ελαφρά θωρακισμένο και με μόνο ένα πυροβόλο για οπλισμό. Ήταν όχημα για αναγνωριστικές αποστολές, μεταφορά μηνυμάτων, και τα λοιπά· όχι για κατά μέτωπο σύγκρουση. Ο άντρας ήταν ο Υποστράτηγος Φάνελμος: ένας τύπος που το πρώτο πράγμα που πρόσεχες σ’αυτόν ήταν το φουντωτό, καστανό του μουστάκι· το δεύτερο, το πλατύ του πρόσωπο· και το τελευταίο, οι φαρδείς του ώμοι και το μέτριό του ύψος. Το δέρμα του ήταν χρυσαφένιο, τα μαλλιά του κοντά, και τα μάτια του μικρά σαν κουμπότρυπες.
«Στρατηγέ,» χαιρέτισε.
«Υποστράτηγε,» είπε η Νικίτα. «Τι απώλειες είχαμε;»
«Δεν έχουν υπολογιστεί πλήρως ακόμα,» αποκρίθηκε ο Φάνελμος, «αλλά, έτσι όπως τα κρίνω τα πράγματα με μια ματιά…» Σταύρωσε τα χέρια του εμπρός του, κοιτάζοντας τους στρατιώτες τους, καθώς έφτιαχναν ένα πρόχειρο στρατόπεδο. «Θα έλεγα πως έχουμε χάσει λιγότερο από το ένα τρίτο των δυνάμεών μας. Ωστόσο, από τις πληροφορίες που έχω μέχρι στιγμής, οι απώλειες στον αέρα ήταν πολύ πιο άσχημες.»
«Εντάξει,» είπε η Νικίτα. «Όταν έχει ολοκληρωθεί η καταμέτρηση, θα περιμένω την αναφορά σου, Υποστράτηγε.»
«Μάλιστα, Στρατηγέ.»
Η Νικίτα τον χαιρέτισε στρατιωτικά, και ο Φάνελμος αντιχαιρέτισε.
Η Στρατηγός απομακρύνθηκε από το ελαφρύ όχημα και τον Υποστράτηγο, βαδίζοντας ανάμεσα στους στρατιώτες της, για να ρίξει η ίδια μια ματιά στις ζημιές και στους τραυματίες.
«Το γεγονός ότι είχαμε σημαντικότερες απώλειες στον αέρα ίσως θα όφειλε να μας απασχολήσει…» είπε ο Μέμντουρ’χοκ.
«Για ποιο λόγο;»
«Γιατί, αν δεν κάνω λάθος, είχες δώσει εντολή στα αεροσκάφη μας να βομβαρδίσουν το κέντρο των Απολλώνιων.»
«Και λοιπόν;»
«Τα αποτελέσματα δείχνουν πως οι Απολλώνιοι θεωρούν ότι το κέντρο τους πρέπει να προφυλαχτεί πάση θυσία.»
«Λογικό είναι, μάγε. Κανείς δε θέλει να καταστραφεί το ενεργειακό κέντρο της παράταξής του: από εκεί φορτίζονται τα περισσότερα ενεργειακά κανόνια, εκτός από αυτά που είναι πάνω σε οχήματα και έχουν δικούς τους μάγους για να ελέγχουν την ενεργειακή ροή. Αλλά τούτα, πιστεύω, τα γνωρίζεις καλύτερα από εμένα.»
«Δεν αντιλέγω, Στρατηγέ,» αποκρίθηκε ο Μέμντουρ’χοκ. «Ωστόσο, θεωρώ πως οι Απολλώνιοι μπορούσαν, κάλλιστα, να είχαν μετατοπίσει το ενεργειακό τους κέντρο –ή τα ενεργειακά τους κέντρα, γιατί δεν γνωρίζουμε αν είναι μόνο ένα–, αντί να δώσουν τόσο σκληρή μάχη ώστε να κρατήσουν την καρδιά της παράταξής τους ανέπαφη και, μετά, να συγκεντρώσουν όλες τους τις δυνάμεις γύρω από αυτήν.»
«Τι θες να πεις; Ότι υπάρχει εκεί κάτι σημαντικότερο από ενεργειακά κέντρα;»
«Πιθανώς, Στρατηγέ. Πιθανώς.»
Η Νικίτα στράφηκε για να τον κοιτάξει, και ύψωσε ένα της φρύδι. «Έχεις κάποια συγκεκριμένη υποψία;»
«Ομολογώ πως όχι. Θα μπορούσα, όμως, να το ερευνήσω, προτού αρχίσουμε την επόμενή μας επίθεση.»
«Να το ερευνήσεις; Πώς;»
«Έχω τους τρόπους μου, Στρατηγέ.»
Και η Νικίτα δεν έκανε άλλες ερωτήσεις, γνωρίζοντας πως ο Μέμντουρ’χοκ, όντως, είχε τους τρόπους του, και πάντοτε ήταν μυστηριώδης, όπως όλοι οι Διαλογιστές, άλλωστε.
*
Η Νικίτα κοιμόταν στο εσωτερικό του Δράκοντα, σ’ένα μικρό δωμάτιο και σ’ένα στενό κρεβάτι. Οι πολυτέλειες δεν την ενδιέφεραν. Όταν κανείς πολεμούσε, ήταν καλύτερα να συνηθίζει στα δύσκολα, πίστευε, είτε επρόκειτο για απλό στρατιώτη είτε για στρατηγό.
Απόψε, ο ύπνος της δεν κράτησε περισσότερο από πέντε ώρες, γιατί δεν κοιμήθηκε αμέσως μόλις βράδιασε· ήθελε να ελέγξει αναλυτικά όλες τις αναφορές σχετικά με τις απώλειες, τις ζημιές, και τους τραυματίες, καθώς και να ξανασκεφτεί τη στρατηγική της. Πάντοτε ξανασκεφτόταν τη στρατηγική της, ύστερα από μια μεγάλη σύγκρουση.
Το πρωί, ξύπνησε πριν από την αυγή. Παραμέρισε το ζεστό σκέπασμα του κρεβατιού και σηκώθηκε, πατώντας με τα γυμνά της πόδια στο ψυχρό μεταλλικό πάτωμα. Τα τοιχώματα του Δράκοντα θερμαίνονταν, από την ενεργειακή ροή του οχήματος, μα, τέτοια ώρα, και τέτοια εποχή που ήταν στην Απολλώνια, το κρύο ήταν τσουχτερό. Η Νικίτα ήταν ντυμένη μ’ένα στενό, μαύρο μεσοφόρι. Δεν φόρεσε τίποτα πιο βαρύ, κι άρχισε να γυμνάζεται, για να ξεμουδιάσει και να φέρει σε εγρήγορση το σώμα και το μυαλό της. Είχε ανακαλύψει πως οι ασκήσεις καθάριζαν τις σκέψεις της.
Όταν τελείωσε, σκουπίστηκε με μια πετσέτα (γιατί είχε ιδρώσει, παρά το κρύο), και ντύθηκε με τη στολή της. Έφυγε από το μικρό της δωμάτιο και πήγε στο κέντρο ελέγχου του Δράκοντα, όπου είχαν ήδη αρχίσει να συγκεντρώνονται οι υπόλοιποι αξιωματικοί. Επίσης, ο Μέμντουρ’χοκ ήταν εδώ, και η Νικίτα τον πλησίασε.
«Στρατηγέ,» είπε εκείνος, καθώς σηκωνόταν από τη θέση του, βαστώντας το ραβδί του, αλλά χωρίς να στηρίζεται σ’αυτό· δεν το είχε ανάγκη για να στέκεται: άλλη ήταν η χρησιμότητά του.
«Βρήκες τίποτα αξιοσημείωτο;» τον ρώτησε η Νικίτα.
Η όψη του Μέμντουρ’χοκ ήταν προβληματισμένη. «Όχι.»
«Αλλά πιστεύεις ότι ίσως να υπάρχει;»
«Ναι, ίσως…»
«Θα το μάθουμε, λοιπόν, σύντομα,» είπε η Νικίτα, και βάδισε προς το μεγάλο παράθυρο του δωματίου.
*
Το μακελειό της μάχης άρχισε ξανά.
Οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας κύκλωσαν σαν δαγκάνα τους Απολλώνιους: σαν ένα πελώριο χέρι, αποτελούμενο από μεταλλικά οχήματα, ανθρώπους, και άλογα. Οι Απολλώνιοι, αντιθέτως, έμοιαζαν με μια σφιγμένη γροθιά, καθώς ήταν συγκεντρωμένοι ο ένας κοντά στον άλλο. Δε σκόπευαν να παραδοθούν, ούτε να υποχωρήσουν· εδώ ήταν αποφασισμένοι να σταματήσουν τους Παντοκρατορικούς, και ξεκίνησαν να τους χτυπάνε μόλις βρέθηκαν μέσα στην εμβέλεια των όπλων τους. Φωτιά και κρότοι γέμισαν τον αέρα, ενώ, συγχρόνως, αεροσκάφη πετούσαν πάνω απ’το πεδίο της μάχης, βομβαρδίζοντας τις δυνάμεις ξηράς και πυροβολώντας το ένα τ’άλλο.
Ο πρωινός ουρανός έγινε κόκκινος και μαύρος.
Οι Απολλώνιοι δεν μετακινούνταν από τις θέσεις τους· δεν διέλυαν το σφιχτοδεμένο σχηματισμό τους, για να επιχειρήσουν μανούβρες που θα τους έδιναν κάποιο πλεονέκτημα. Έμοιαζαν να πιστεύουν πως είχαν ό,τι πλεονέκτημα χρειάζονταν για να νικήσουν.
Έμοιαζαν να είναι τελείως ανόητοι.
Και, καθώς η μάχη μαινόταν, έκαναν κάτι που, αρχικά, φάνηκε ανεξήγητο. Οι γραμμές τους άνοιξαν, σχηματίζοντας έναν διάδρομο που οδηγούσε στο κέντρο τους και σε ένα συγκεκριμένο οχυρό πρόχειρης κατασκευής, φτιαγμένο από ξύλο και μέταλλο με μέτρια θωράκιση.
Οι Παντοκρατορικοί, βλέποντας μέσα στο χαλασμό της μάχης το άνοιγμα αυτό, το πλησίασαν, για να προκαλέσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ζημιά στον εχθρό τους, θεωρώντας ότι οι Απολλώνιοι είχαν κάνει κάποιο τραγικό λάθος, ότι είχαν αποφασίσει, τελικά, να επιχειρήσουν κάποια μανούβρα που θα τους καταδίκαζε.
Η Στρατηγός Νικίτα Δεξιόχειρη, όμως, η οποία κοίταζε από απόσταση, στεκόμενη μπροστά στο παράθυρο του τρίτου καταστρώματος του Δράκοντα, είδε το άνοιγμα στις γραμμές των Απολλώνιων ως αυτό που πραγματικά ήταν.
Παγίδα.
Επειδή δεν μπορεί να ήταν τίποτε άλλο. Μονάχα παγίδα. Ακόμα και παντελώς βλάκας να ήταν ο στρατηγός τους, δε θα δημιουργούσε τέτοιο πέρασμα προς την καρδιά της παράταξής του χωρίς πολύ, πολύ καλό λόγο.
Όμως η Νικίτα Δεξιόχειρη δεν πρόλαβε να προειδοποιήσει τις δυνάμεις της, ώστε να σταματήσουν. Ήταν ήδη αργά.
Τα Παντοκρατορικά οχήματα κοπάνησαν το ένα πάνω στο άλλο, λες και οι οδηγοί τους είχαν, ξαφνικά, χάσει το τιμόνι. Οι πεζοί σωριάστηκαν, σπαρταρώντας. Τα άλογα, επίσης· έπεσαν, και χτυπούσαν τα πόδια και το κεφάλι τους.
Η αιτία, όμως, για τούτο το φαινόμενο ήταν ανεξήγητη. Τίποτα δε φαινόταν να έχει χτυπήσει τις δυνάμεις της Νικίτας. Ούτε φωτιά, ούτε σφαίρες, ούτε ακατέργαστη ενέργεια. Τίποτα απολύτως.
«Πώς είναι αυτό δυνατόν;» γρύλισε η Νικίτα, κοπανώντας τη γροθιά της στην κονσόλα.
Πατώντας ένα πλήκτρο, μίλησε μέσω του τηλεπικοινωνιακού διαύλου: «Στρατηγός Δεξιόχειρη προς άπασες τις μονάδες και τα άρματα μάχης: Υποχωρήστε από το άνοιγμα στις γραμμές των Απολλώνιων! Επαναλαμβάνω: Υποχωρήστε από το άνοιγμα στις γραμμές των Απολλώνιων!»
Οι μαχητές της υπάκουσαν, μα αυτό δε σταμάτησε την επίθεση των εχθρών τους. Τα οχήματα εξακολουθούσαν να χάνουν τον έλεγχο, και οι άνθρωποι και τα άλογα να σωριάζονται.
Η Νικίτα, ωστόσο, δεν πανικοβλήθηκε. Είχε περάσει από πολλές μάχες για να φτάσει εδώ, στο αξίωμα της Στρατηγού· δεν ήταν πρωτόπειρη. Ήταν βετεράνος.
Και παρατήρησε. Γιατί ήξερε πως τα περισσότερα στρατηγικά προβλήματα –ακόμα και τα δυσκολότερα– λύνονταν με τη σωστή πληροφόρηση και την παρατήρηση.
Έτσι, είδε πως η αόρατη επίθεση των Απολλώνιων δεν είχε μεγάλη εμβέλεια. Τα άρματα και οι μονάδες που βρίσκονταν πιο πίσω δεν επηρεάζονταν, παρά μονάχα εκείνα που ήταν πιο κοντά στον εχθρό.
Γι’αυτό δημιούργησαν το άνοιγμα στις γραμμές τους: για να μας τραβήξουν. Το ήξερα ότι ήταν παγίδα! Φώναζε από μακριά!
Στράφηκε απότομα στον Μέμντουρ’χοκ.
Ο μαυρόδερμος άντρας στεκόταν μερικά βήματα πίσω της, με τα βλέφαρα κλειστά και στηριζόμενος στο ραβδί του, οι κρύσταλλοι του οποίου γυάλιζαν.
«Μάγε; Τι κάνεις, μάγε;»
Ο Μέμντουρ’χοκ δεν απάντησε αμέσως. Μετά από πέντε ανάσες, άνοιξε τα μάτια του και είπε, στραβώνοντας τα χείλη, σαν από απέχθεια: «Βιοσκόποι… Δύο από δαύτους.»
Η Νικίτα συνοφρυώθηκε· το δεξί, λίθινο μάτι της γυάλισε. «Βιοσκόποι;»
«Ναι,» απάντησε ο Μέμντουρ’χοκ. «Αυτοί κάνουν την επίθεση. Πρέπει να έχουν φτιάξει κάποια συσκευή…» –φάνηκε σκεπτικός– «…κατά πάσα πιθανότητα με τη βοήθεια Τεχνομαθών–»
«Και τι κάνει αυτή η συσκευή;» τον διέκοψε η Νικίτα. «Πώς μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε;»
«Οι Βιοσκόποι καταστρέφουν τη ζωτική ενέργεια των μαχητών μας, Στρατηγέ. Τους στοχεύουν με το όπλο τους και τους ρουφάνε τη ζωή, νεκρώνοντας τα ζωτικά τους όργανα, ακόμα και τον εγκέφαλό τους.»
Η Νικίτα καταράστηκε στο όνομα του Κρόνου.
«Δεν έχουν, όμως, αξιόλογη εμβέλεια,» συνέχισε ο Μέμντουρ’χοκ. «Απομάκρυνε όλες τις μονάδες μας, Στρατηγέ, και τσάκισέ τους από απόσταση.»
Η Νικίτα, μιλώντας μέσω του τηλεπικοινωνιακού διαύλου, μετέφερε τη διαταγή στον στρατό της, επαναλαμβάνοντάς την ξανά και ξανά. Και είδε τους μαχητές της να υποχωρούν, ενώ οι τρισκατάρατοι Απολλώνιοι τούς έβαλλαν με ό,τι είχαν στη διάθεσή τους. Σφαίρες, φλόγες, ρουκέτες, οβίδες, και ακατέργαστη ενέργεια έσπερναν το θάνατο, την καταστροφή, και το χάος ανάμεσα στους Παντοκρατορικούς.
Η όψη της Στρατηγού Νικίτας είχε σκοτεινιάσει. Το πιο φωτεινό σημείο πάνω στο πρόσωπό της ήταν το ολοπόρφυρο, δεξί, λίθινο μάτι της: κι αυτού η γυαλάδα ήταν τρομαχτική.
«Ανασυνταχθείτε!» πρόσταξε, μέσω του διαύλου. «Ανασυνταχθείτε γύρω από τον Δράκοντα!»
Οι Απολλώνιοι δεν τους καταδίωξαν, ακριβώς όπως η Νικίτα περίμενε. Το ξέρουν ότι πρέπει να τους προσπεράσουμε για να προχωρήσουμε. Εμείς πρέπει να κινηθούμε, όχι αυτοί.
Υπάρχουν, όμως, περισσότεροι από ένας δρόμος για να πας σε μια πόλη.
Η Νικίτα διέταξε να χτυπήσουν τους Απολλώνιους με όπλα μακρινής εμβέλειας…
…και είδε ένα ημιορατό πεδίο να απλώνεται γύρω από το κέντρο των εχθρών της. Ένα πεδίο που τους προστάτευε, κάνοντας τις ρουκέτες και τους πυραύλους μακρινής εμβέλεια να εκρήγνυνται στον αέρα.
Η Νικίτα γνώριζε τι ήταν αυτό· δε χρειαζόταν κανένας να της το εξηγήσει. Ήταν ένα κόλπο των Τεχνομαθών: ονομαζόταν Μαγγανεία Αντιπυραυλικού Πεδίου, και απαιτούσε ένα ισχυρό ενεργειακό κέντρο, καθώς και ορισμένα σημεία εστίασης. Το πεδίο εξαπλωνόταν από το κέντρο προς τα σημεία εστίασης, προστατεύοντας από πυραυλικά όπλα οτιδήποτε βρισκόταν εντός του.
«Οι μπάσταρδοι…» μουρμούρισε η Νικίτα, κάτω απ’την ανάσα της. «Φαίνεται να τα έχουν σκεφτεί όλα. Το πεδίο αυτό, όμως, απαιτεί μεγάλα αποθέματα ενέργειας· για πόσο θα μπορούν να το διατηρούν;»
Για πολύ, ίσως. Οι Απολλώνιοι μπορούσαν, αναμφίβολα, να ανεφοδιάζονται εύκολα σε ενέργεια· οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας δεν τους είχαν κλείσει το δρόμο προς τα ενδότερα του βασιλείου τους. Προσπαθούν να μας κρατήσουν εδώ. Θέλουν να μας καθηλώσουν, μέχρι να έρθει βοήθεια. Μέχρι να έρθει κι άλλος στρατός.
Δε θα πιάσει, όμως.
Η Νικίτα στράφηκε πάλι στον Μέμντουρ’χοκ. «Βλέπεις τι κάνουν;»
«Είναι πασιφανές, θα έλεγα.»
«Μπορείς να το σταματήσεις;» Ο Μέμντουρ’χοκ δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε μάγος του τάγματος των Διαλογιστών. Αν ήταν, η Νικίτα δε θα τον είχε μαζί της· δε θα τον χρειαζόταν. Τον είχε μαζί της επειδή ήταν ένας από τους ισχυρότερους του τάγματός του. Η δύναμη του Μέμντουρ’χοκ ήταν σχεδόν θρυλική στη Μοργκιάνη. Ελάχιστοι δεν είχαν ακούσει το όνομά του. Έτσι, είχε σίγουρα κάνει πολλούς εχθρούς· αλλά είχε κάνει και τους σωστούς φίλους. Όπως την Παντοκράτειρα.
Επί του παρόντος, ο μαυρόδερμος μάγος είπε: «Θα προσπαθήσω.»
Μετριόφρων, όπως πάντα, σκέφτηκε η Νικίτα, υπομειδιώντας. Και δε σου πάει καθόλου. Μα καθόλου.
Ο Μέμντουρ’χοκ έκλεισε τα μάτια και έπιασε το ραβδί του με τα δύο χέρια. Τα χείλη του κινήθηκαν, υποτονθορύζοντας λόγια που δεν έβγαζαν κανένα νόημα για τη Νικίτα. Οι κρύσταλλοι στο ραβδί του γυάλισαν, έντονα. Τα κυκλώματα κοκκίνισαν.
Η Στρατηγός πήρε το βλέμμα της από τον μάγο και το έστρεψε στο μεγάλο παράθυρο, κοιτάζοντας έξω από τον Δράκοντα και προς τις δυνάμεις των Απολλώνιων. Το αντιπυραυλικό πεδίο εξακολουθούσε να υφίσταται· η Νικίτα το έβλεπε σαν μια ελαφριά θολούρα στον αέρα: λες κι ένα λιγάκι θαμπό γυαλί να είχε περιτριγυρίσει τους εχθρούς της.
Και μετά, το γυαλί αυτό φάνηκε να τρεμοπαίζει, και να χάνει τη δύναμή του. Υποχώρησε, προς το κέντρο, δίνοντας την εντύπωση πως η κεντρική μονάδα δυσκολευόταν να φτάσει στα σημεία εστίασης.
Πίσω της, η Νικίτα άκουσε τη φωνή του Μέμντουρ’χοκ: «Αν είναι να κάνεις κάτι, Στρατηγέ, καλύτερα να το κάνεις τώρα. Δε μπορώ να διατηρώ την παρεμβολή για πάντα.»
Η Νικίτα πρόσταξε επίθεση με βλήματα μακρινής εμβέλειας· και μειδίασε, άγρια, βλέποντας τις εκρήξεις ν’αρχίζουν να ξεπηδούν μέσα στις συγκεντρωμένες μονάδες των Απολλώνιων. Έτσι όπως έχουν μαζευτεί, τίποτα δεν τους σώζει. Τίποτα.
Προσπάθησαν να ανταποδώσουν, φυσικά· αλλά η δύναμη πυρός των Παντοκρατορικών ήταν μεγαλύτερη από τη δική τους. Δεν μπορούσαν να τους ανταγωνιστούν.
Και, αναμενόμενα, η Νικίτα τούς είδε να εγκαταλείπουν τις θέσεις τους και να υποχωρούν προς τα νότια.
Προς τη Χρυσόπολη.
Εγκαταλείποντας τα οχυρωματικά έργα πίσω τους.
«Μην τους καταδιώξετε!» πρόσταξε η Στρατηγός τους μαχητές της. «Περιμένετε. Περιμένετε…» Το μοναδικό της μάτι στένεψε. Θα συμβεί, δε θα συμβεί;…
Και συνέβη.
Τα οχυρωματικά έργα των Απολλώνιων εξερράγησαν· πυκνός καπνός υψώθηκε στον αέρα, και φλόγες τύλιξαν τα απομεινάρια.
Ναι, σκέφτηκε η Νικίτα. Ακόμα μια παγίδα.
«Τώρα,» είπε, «μπορούμε να προχωρήσουμε. Προς τη Χρυσόπολη.»
Μέσα στη νύχτα, τρία οχήματα βγήκαν από το παλάτι της Απαστράπτουσας και έτρεξαν επάνω στους φωτισμένους της δρόμους. Είχαν όλα το έμβλημα του Οίκου των Ευφρόνων, και οι κόρνες τους έκαναν θόρυβο, ώστε τα άλλα οχήματα να παραμερίζουν για να περνάνε, αν και, ευτυχώς, η κίνηση δεν ήταν μεγάλη στις λεωφόρους.
Τα τρία οχήματα έφτασαν μπροστά στον Μεγάλο Ναό του Απόλλωνα, ο οποίος βρισκόταν στη μέση μιας πλατείας, σε υπερυψωμένο έδαφος, και μπορούσες να περάσεις την είσοδό του ανεβαίνοντας σκαλοπάτια. Τώρα, δυνάμεις της φρουράς της Απαστράπτουσας είχαν περιτριγυρισμένο το μέρος, μην αφήνοντας τους απλούς περαστικούς να πλησιάσουν.
Οι πόρτες των τριών οχημάτων άνοιξαν.
Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος βγήκε, ντυμένος επίσημα, με φανταχτερά ρούχα και με έναν πορφυρό μανδύα να πέφτει στους ώμους του. Το βασιλικό του ξίφος κρεμόταν από τη ζώνη του, θηκαρωμένο. Πλάι του βρισκόταν η Άνμα’ταρ, φορώντας μαύρη, δερμάτινη στολή και μαύρη κάπα με την κουκούλα σηκωμένη. Τα μάτια της κοίταζαν ολόγυρα, μην εμπιστευόμενη ούτε για μια στιγμή τους φρουρούς εδώ. Εξάλλου, είχε ήδη αποδειχτεί ότι ανάμεσά τους υπήρχαν προδότες: πιστοί στον Λούσιο και ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ.
Οι υπόλοιποι που βγήκαν από τα τρία οχήματα ήταν όλοι επαναστάτες, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν η Φεηνάρκια μάγισσα Νατμάλι’λι και ο Φαρνέλιος. Ο τελευταίος είχε την πίπα του αναμμένη, και φαινόταν να τη σφίγγει δυνατά με τα δόντια του, σαν να προετοίμαζε τον εαυτό του για το θέαμα που θα αντίκριζαν.
Ο Ανδρόνικος ακόμα δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που είχαν έρθει να του αναφέρουν μες στη νύχτα. Και δε θα το πίστευε μέχρι να το έβλεπε με τα ίδια του τα μάτια. Τον έκανε να αναρωτιέται πόσο άσχημη μπορεί να ήταν, τελικά, η κατάσταση στην Απολλώνια.
Περιτριγυρισμένος από τους επαναστάτες, άρχισε ν’ανεβαίνει τα σκαλοπάτια του Ναού με σταθερό αλλά γρήγορο βήμα. Φτάνοντας επάνω, πέρασε ανάμεσα από τις κολόνες της εισόδου και μπήκε στον πρόναο. Το μέρος ήταν άδειο, όπως είχε προστάξει· δεν ήθελε κανένας να ερευνήσει τον χώρο πριν από τον ίδιο. Κι από το βάθος μπορούσε ήδη να δει το αποτρόπαιο θέαμα.
Ω θεοί, είναι αλήθεια τελικά… Αλήθεια… συλλογίστηκε, σαν να περίμενε –να ευχόταν– ότι ίσως να του είχαν πει ψέματα, για κάποιο λόγο.
Ο Ανδρόνικος διέσχισε τον πρόναο και μπήκε στον σηκό, όπου και είχε γίνει η φρικιαστική πράξη.
Από το ίδιο το άγαλμα του Απόλλωνα κρεμόταν ο Αρχιερέας της Απαστράπτουσας. Νεκρός. Το σώμα του ήταν γυμνό και γεμάτο αίμα. Τα χέρια του ήταν σηκωμένα πάνω απ’το κεφάλι του και δεμένα στους καρπούς, έτσι ώστε να μπορούν να κρατιούνται από τον αυχένα του Απόλλωνα, ενώ η πλάτη του Αρχιερέα ακουμπούσε στο άγαλμα. Το στόμα του ήταν βουλωμένο μ’ένα πανί νοτισμένο απ’το αίμα. Τα μάτια του ήταν βγαλμένα. Το στήθος του ήταν ανοιγμένο, και το ίδιο κι η κοιλιά του. Τα σωθικά του βρίσκονταν κάτω απ’τα γυμνά του πόδια, που δεν ακουμπούσαν στο έδαφος.
Το θέαμα ήταν από τα χειρότερα που είχε δει ο Ανδρόνικος στη ζωή του. Ούτε η Παντοκράτειρα δε θα έκανε κάτι τέτοιο· η τρέλα της ήταν διαφορετική. Ο Απολλώνιος Πρίγκιπας ξεροκατάπιε, προσπαθώντας να μην ξεράσει, καθώς ένα ψύχος περνούσε από τη ράχη του και κατέληγε στην κοιλιά του. Κι ύστερα, το ψύχος έγινε φωτιά, οργή και μίσος για τους ανθρώπους που είχαν διαπράξει ένα τέτοιο αποτρόπαιο έγκλημα εναντίον ενός γηραιού και ιερού προσώπου, και μέσα σ’έναν χώρο όπως ήταν ο Ναός του Απόλλωνα.
«Ερευνήστε,» είπε, σφίγγοντας τη λαβή του Κελευστή στη ζώνη του. «Βρείτε τους!»
«Πρίγκιπά μου,» είπε η Νατμάλι’λι, «υπάρχει κάτι γραμμένο στο πάτωμα.» Έδειξε επάνω στις πλάκες, λίγη απόσταση από τον κρεμασμένο Αρχιερέα.
Ο Ανδρόνικος, η Άνμα’ταρ, ο Φαρνέλιος, και η Φεηνάρκια μάγισσα πλησίασαν, ενώ οι υπόλοιποι επαναστάτες σχημάτιζαν δακτύλιο γύρω τους με τα όπλα τους έτοιμα. Στο πάτωμα ήταν γραμμένη, με το αίμα του Αρχιερέα, η εξής φράση: ΘΥΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΤΑΚΕΡΑΥΝΩΤΗ.
Ο Ανδρόνικος συνοφρυώθηκε. «Τι σημαίνει αυτό; Ποιος είναι ο Κατακεραυνωτής;»
Ο Φαρνέλιος απάντησε: «Αν δε λαθεύω, Πρίγκιπά μου, ένας από τους Οκτώ. Διάβασα το όνομά του, όσο μελετούσα για τους ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ.»
Ο Ανδρόνικος προσπάθησε να θυμηθεί, και… ναι, νόμιζε πως κι εκείνος είχε κάπου, κάποτε, ακούσει ή διαβάσει το όνομα Κατακεραυνωτής ως ένα από τα Μαύρα Ονόματα: τα ονόματα που δεν ήταν να ξεστομίζει κανείς· τα ονόματα που, στην Απολλώνια, θεωρούνταν βλάσφημα και μονάχα οι ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ τα μνημόνευαν.
«Γιατί, όμως, το έγραψαν εδώ;…» μουρμούρισε ο Ανδρόνικος.
«Δεν υποτίθεται ότι ο αδελφός σου, Πρίγκιπά μου, θα ελευθέρωνε έναν από τους Οκτώ;» είπε η Άνμα’ταρ.
Ο Ανδρόνικος στράφηκε να κοιτάξει το πρόσωπό της, καθώς ήταν μισοκρυμμένο στη σκιά της κουκούλας της. Η μάγισσα δεν υπήρχε αμφιβολία ότι μιλούσε σοβαρά… και δεν υπήρχε αμφιβολία ότι, κατά πάσα πιθανότητα, είχε δίκιο. Μεγάλε Απόλλωνα! Έπρεπε να το είχα σκεφτεί κι εγώ. Έπρεπε να το είχα σκεφτεί αμέσως.
«Ναι,» άκουσε τον Φαρνέλιο να λέει. «Ναι, Άνμα, μάλλον αυτό είναι… Ο Λούσιος ελευθέρωσε τον έναν απ’τους Οκτώ, κι αυτός είναι ο Κατακεραυνωτής.»
Και η μητέρα μου δεν έχει ακόμα επιστρέψει απ’τη Ρακμάνη, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος. Πράγμα που ίσως να σημαίνει ότι κατέληξε κι εκείνη– θυσία για τον Κατακεραυνωτή; Δεν ήθελε να φτάσει σ’ένα τέτοιο συμπέρασμα. Δεν μπορεί ο Λούσιος να την είχε θυσιάσει!…
Είχαν περάσει τέσσερις μέρες τώρα, από τότε που είχαν πετάξει οι τρεις επαναστάτες στη Ρακμάνη, προκειμένου να βρουν τη Βασίλισσα Γλυκάνθη και να μάθουν αν ήταν καλά, και ο Ανδρόνικος δεν είχε κανένα νέο, ούτε από αυτούς, ούτε από τη μητέρα του. Σήμερα το πρωί, ο Άλτρες είχε προτείνει να επιχειρήσουν έναν διαφορετικό τρόπο προσέγγισης: έναν τρόπο που, ίσως, ταίριαζε περισσότερο σε επαναστάτες που ήταν, παρά σε επίσημους φορείς εξουσίας στην Απολλώνια. Είχε πει να στείλουν άλλους δύο ανθρώπους τους στη Ρακμάνη, όχι όμως ως φανερούς απεσταλμένους του Πρίγκιπα Ανδρόνικου, αλλά ως κατασκόπους. Θα έμπαιναν σ’ένα πλοίο, σαν κανονικοί επιβάτες, και θα ταξίδευαν στη Ρακμάνη· κι όταν έφταναν εκεί, θα προσπαθούσαν να πάρουν πληροφορίες για το τι είχε συμβεί στη Βασίλισσα Γλυκάνθη, και πού βρισκόταν.
Ο Ανδρόνικος είχε συμφωνήσει μ’αυτό το σχέδιο, και ο Άλτρες είχε προτείνει δύο δικούς του ανθρώπους για τη δουλειά, ο ένας εκ των οποίων ήταν ο Δάρυλμος, ένας επαναστάτης από τη Βίηλ ειδικός στο να φτιάχνει μάσκες.
Τώρα, ο Πρίγκιπας φοβόταν τι νέα μπορεί να του έφερναν οι κατάσκοποι του Άλτρες. Μπορεί ο Λούσιος να ήταν τόσο διεφθαρμένος από τη θρησκεία του Μαύρου Νάρζουλ, ώστε να είχε θυσιάσει την ίδια του τη μητέρα στο όνομα κάποιου δαίμονα;
«Πρίγκιπά μου;» Η φωνή του Φαρνέλιου.
Ο Ανδρόνικος στράφηκε να τον κοιτάξει, συνειδητοποιώντας ότι πρέπει να είχε μείνει τελείως αμίλητος και ακίνητος για λίγο. Μουδιασμένος από τις σκέψεις.
«Ναι,» είπε, «αυτό πρέπει να έγινε… Ο αδελφός μου ελευθέρωσε τον Κατακεραυνωτή.
»Για τον φόνο, όμως, τίποτα δεν αλλάζει.» Ύψωσε το βλέμμα του στο αιματοβαμμένο πτώμα του Αρχιερέα, που κρεμόταν από το άγαλμα του Απόλλωνα. «Θέλω να βρεθούν οι υπεύθυνοι, για να λάβουν τη δικαιοσύνη που τους αξίζει.»
«Θα γίνει, Πρίγκιπά μου,» υποσχέθηκε η Νατμάλι’λι. «Θα τους κυνηγήσουμε σαν θηράματα στο δάσος.»
Ο Ανδρόνικος πήρε τη ματιά του από τον νεκρό Αρχιερέα –Είθε η ψυχή σου να βρει ανάπαυση, Μεγάλε Πατέρα– και την έστρεψε στον Φαρνέλιο. «Πρέπει να μιλήσουμε στον Δαίδαλο, νομίζω.»
Ο Φαρνέλιος ένευσε. «Ναι,» συμφώνησε, «κι εγώ θα το θεωρούσα μάλλον συνετό.»
*
Ο Δαίδαλος καθόταν πίσω απ’το γραφείο των δωματίων που του είχε παραχωρήσει ο Ανδρόνικος στο παλάτι της Απαστράπτουσας. Εμπρός του, σ’ένα αναλόγιο, βρισκόταν ένα ανοιχτό βιβλίο. Αφού η εξώπορτα χτύπησε και ο μάγος είπε Περάστε στους επισκέπτες, εκείνοι μπήκαν και στάθηκαν αντίκρυ του.
«Μας συγχωρείτε για το ακατάλληλο της ώρας, κύριε Δαίδαλε,» είπε ο Ανδρόνικος.
«Όπως βλέπεις, Πρίγκιπά μου, δεν κοιμάμαι,» αποκρίθηκε εκείνος. «Κι επιπλέον, δε νομίζω ότι υπάρχει ακατάλληλη ώρα για εσάς. Παρακαλώ, καθίστε.»
Ο Ανδρόνικος, ο Φαρνέλιος, και η Άνμα’ταρ κάθισαν: ο πρώτος σε μια καρέκλα αντίκρυ στον Δαίδαλο, ο δεύτερος σ’έναν μικρό καναπέ, και η τρίτη στη γωνία του ίδιου καναπέ, λυγίζοντας το ένα της πόδι από κάτω της.
«Στο Ναό του Απόλλωνα,» είπε ο Πρίγκιπας, «συνέβη απόψε κάτι αποτρόπαιο και ανήκουστο. Ένας φόνος. Του ίδιου του Αρχιερέα.»
Τα πεταχτά φρύδια του Δαίδαλου υψώθηκαν απότομα. Ύστερα, έσμιξαν. «Σοβαρή απώλεια, Πρίγκιπά μου. Γνωρίζετε ποιος τον σκότωσε; Ή, μήπως, να υποθέσω;»
Ο Ανδρόνικος μπορούσε να φανταστεί την υπόθεση που θα έκανε ο μάγος, έτσι ένευσε. «Ναι, οι ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ ήταν. Και, στο πάτωμα του σηκού, έχουν γράψει με το αίμα του Αρχιερέα: Θυσία για τον Κατακεραυνωτή.»
Οι βαθιές ρυτίδες στο πρόσωπο του Δαίδαλου βάθυναν ακόμα περισσότερο. «Το ένα κακό διαδέχεται το άλλο,» είπε, μετά από μερικές στιγμές σιγής. «Σε είχα προειδοποιήσει, Πρίγκιπά μου. Και ο Αρχιερέας –είθε η Κυρά του Καπνού να αναπαύσει την ψυχή του– σε είχε προειδοποιήσει. Αν ο αδελφός σου απελευθέρωνε τον έναν από τους Οκτώ, τρομερά πράγματα θα επακολουθούσαν. Κι ακόμα χειρότερα θα έρθουν.»
Ο Ανδρόνικος αισθάνθηκε να θυμώνει απ’τα λόγια του μάγου. Όχι επειδή τα θεωρούσε προσβλητικά, αλλά επειδή ήξερε ότι ο Δαίδαλος είχε δίκιο. Τι θα μπορούσα, όμως, να είχα κάνει για να σταματήσω τον Λούσιο; Δεν είχα χρόνο! «Δεν υπάρχει τρόπος να τον εξολοθρεύσουμε;» ρώτησε, απότομα. «Δεν υπάρχει τρόπος να πολεμήσουμε τον Κατακεραυνωτή;»
«Θα πρέπει να βρούμε έναν τρόπο, Πρίγκιπά μου,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος. «Γιατί, αν δεν βρούμε, η Απολλώνια θα υποφέρει για χρόνια. Για αιώνες, ίσως.
»Και μη νομίζεις πως ο Κατακεραυνωτής θα αρκεστεί στη δική του παρουσία εδώ…»
«Τι εννοείτε;»
«Θα προσπαθήσει να φέρει στην Απολλώνια και άλλους από τους Οκτώ.»
Ο Φαρνέλιος καταράστηκε, δαγκώνοντας την πίπα του.
«Ίσως θα έπρεπε να πάω στη Ρακμάνη, τότε,» είπε ο Ανδρόνικος, βιαστικά.
«Δε θα το συνιστούσα, έτσι όπως έχουν έρθει τα πράγματα,» διαφώνησε ο Δαίδαλος.
«Τι θα συνιστούσατε, τότε, κύριε Δαίδαλε;»
«Πρέπει να το σκεφτώ,» είπε ο μάγος. «Και δεν μπορώ να μείνω άλλο εδώ, στο παλάτι. Εξάλλου, δε νομίζω ότι η παρουσία μου βοηθά. Θα πάω στη Μακρόπολη· κι εκεί, θα ψάξω, κι όταν έχω βρει κάποιον τρόπο αντιμετώπισης, θα επιστρέψω.»
Ο Ανδρόνικος δεν ήξερε αν θα ήταν συνετό να διαφωνήσει, έτσι κατένευσε.
*
Η Νατμάλι’λι έκλεισε τα μάτια, άγγιξε το περιδέραιο μέσα στα ρούχα της, και μίλησε στον Τραγουδιστή των Στροβιλιζόμενων Ανέμων.
Το τραγούδι του γέμισε το νου της. Ο δαίμονας ήταν ατίθασος και πάλευε με τη φυλακή του, προσπαθώντας κάθε τόσο να βγει, και αποτυχαίνοντας· η Νατμάλι μπορούσε να το καταλάβει, όποτε ερχόταν σε επαφή μαζί του.
Χρειάζομαι τη βοήθειά σου, του είπε.
Άρνηση. Κατηγορηματική. Θυμός.
Η Νατμάλι χρησιμοποίησε τις νοητικές τεχνικές που ήξερε, για να τον υποτάξει στη θέλησή της. Να τον καλμάρει και να τον κάνει να συνεργαστεί πρόθυμα.
Υπάρχει αίμα εδώ. Και ένας νεκρός. Βρες μου το φονιά του. Την αύρα του.
Δεν ήταν ένας, απάντησε ο Τραγουδιστής μετά από λίγο. Ήταν πολλοί. Εφτά. Εφτά αύρες. Ο ένας, ο χειρότερος! Δυνατός πολύ! Ο θάνατος τού αρέσει. Τρομαχτικός! Δε λέγονται τραγούδια γι’αυτόν.
Αν συναντήσουμε την αύρα του, θα την καταλάβεις;
Αμέσως!
Ωραία. Θα σε ξαναχρειαστώ· μην ξεχαστείς.
Η Νατμάλι άνοιξε τα μάτια, και είπε στους επαναστάτες γύρω της, που όλοι ήταν Φεηνάρκιοι: «Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος μάς έδωσε άδεια να κάνουμε ερωτήσεις στους ιερείς, στους διακόνους, και στους υπάλληλους του Ναού. Ας τους ρωτήσουμε, λοιπόν. Θέλω να μάθω τι άκουσαν και τι είδαν, πριν από το φόνο και κατά τη διάρκειά του.»
Οι επαναστάτες δε δυσκολεύτηκαν να βρουν αυτούς που ήταν μέσα στον Ναό όταν το φονικό συνέβη, γιατί η φρουρά της πόλης τούς είχε συγκεντρώσει στην πλατεία, μην αφήνοντας κανέναν να φύγει. Συνολικά, ήταν πέντε: μια ιέρεια που κοιμόταν εκεί απόψε, επειδή ήταν η βάρδια της· δύο διάκονοι, που κι αυτοί κοιμόνταν στον Ναό επειδή ήταν η βάρδια τους· η επιστάτρια, η οποία είχε κάποιες δουλειές ακόμα, προτού αποσυρθεί στο σπίτι της· και ένας υπάλληλος του Ναού, που βοηθούσε την επιστάτρια.
Οι επαναστάτες τούς απομάκρυναν, έναν-έναν, από τους φρουρούς και τους έκαναν ερωτήσεις μέσα στον πρόναο.
Η ιέρεια είπε ότι δεν είχε αντιληφτεί απολύτως τίποτα, γιατί κοιμόταν. Οι φωνές της επιστάτριας την ξύπνησαν και, πηγαίνοντας στον σηκό, αντίκρισε το τρομερό θέαμα, «ο Απόλλων να μας φυλά όλους από τις δυνάμεις του Μαύρου Άρχοντα!» Δεν ήξερε ούτε καν ότι ο Αρχιερέας θα ερχόταν εδώ, μια τέτοια νυχτερινή ώρα. Δεν το συνήθιζε.
Ο ένας από τους διακόνους κοιμόταν, όπως η ιέρεια. Ο άλλος –ένας ευτραφής νεαρός με φουσκωτά μάγουλα– βρισκόταν στην κουζίνα του Ναού και τσιμπούσε κάτι, καθώς τον είχε πιάσει μια ξαφνική λιγούρα. Σε κάποια στιγμή, νόμισε πως είχε ακούσει βήματα στον διάδρομο απέξω. Σηκώθηκε, για να κοιτάξει, μα, φτάνοντας στο κατώφλι της πόρτας, δεν είδε κανέναν· μονάχα σκιές. Έτσι, υπέθεσε ότι, μάλλον, θα ήταν η επιστάτρια ή κάποιος υπάλληλος, που καθάριζαν το μέρος ή μετέφεραν κάτι. Ο Κάλβριλ ο Νυχτοβάτης τού ζήτησε να τους δείξει πού ακριβώς ήταν η κουζίνα κι ο διάδρομος στον οποίο αναφερόταν, κι εκείνος υπάκουσε.
Η επιστάτρια είπε ότι λάδωνε τους μεντεσέδες μιας πόρτας και, μετά, έπρεπε να περάσει από τον σηκό, όπου και είδε τον Αρχιερέα σκοτωμένο, ευλογημένη νάναι για πάντα η ψυχή του.
Ο υπάλληλος είπε ότι η επιστάτρια τον είχε στείλει στο κελάρι του Ναού, για να γεμίσει ένα μπουκάλι με λάδι και να της το φέρει· βγαίνοντας από εκεί, όμως, κάτι τον χτύπησε στο κεφάλι και τον αναισθητοποίησε. Για να τον πιστέψουν, τους έδειξε και το τραύμα μέσα απ’τα μαλλιά του. Δεν είχε δει τίποτα που να του λέει από πού είχαν έρθει οι φονιάδες.
«Σίγουρα, όμως, πέρασαν κοντά από το κελάρι,» είπε ο Κάλβριλ στη Νατμάλι, όταν ήταν μόνοι. «Υπάρχει κάποια είσοδος του Ναού εκεί πέρα;»
Η μάγισσα πρότεινε να ελέγξουν· και έλεγξαν, χωρίς να βρουν τίποτα. Το κελάρι βρισκόταν σ’έναν σημείο όπου ήταν αδύνατον να καταλήξει κανείς αν δεν πήγαινε εσκεμμένα εκεί.
«Μοιάζει να τον περίμεναν για να τον χτυπήσουν,» είπε ο Κάλβριλ.
«Ύποπτο, ε;»
«Θα έλεγα πως ναι. Κάποιος φαίνεται να είχε προετοιμάσει το έδαφος για την εισβολή των φονιάδων, ώστε να μην αποτύχουν στην αποστολή τους.»
«Σ’αυτή την περίπτωση, γιατί να χτυπήσουν μόνο τον υπάλληλο, αλλά όχι και την επιστάτρια;»
«Την ίδια σκέψη έχουμε, μάγισσα…»
Τα μάτια της στένεψαν. «Υποπτεύεσαι την επιστάτρια, Νυχτοβάτη;»
«Γιατί όχι;»
Η Νατμάλι άγγιξε το περιδέραιο μέσα στα ρούχα της, και έκλεισε τα μάτια, ερχόμενη σε επαφή με τη χαοτική μουσική του Τραγουδιστή των Στροβιλιζόμενων Ανέμων.
Ενόχληση! Τι ήθελε πάλι η αφέντρα;
Υπάρχει μια γυναίκα στα σκαλιά του Ναού, του είπε η Νατμάλι, και του μετέφερε, νοητικά, την εικόνα της επιστάτριας. Αναγνωρίζεις την αύρα της;
Άγνωστη.
Δεν ήταν ανάμεσα στους εφτά;
Δεν ήταν.
Η Νατμάλι άνοιξε τα μάτια. Η πληροφορία που της είχε δώσει ο Τραγουδιστής ήταν μεν χρήσιμη, μα το μόνο που της αποκάλυπτε ήταν ότι η επιστάτρια δεν είχε επιτεθεί στον Αρχιερέα. Αυτό δεν σήμαινε κιόλας ότι δεν είχε φέρει τους δολοφόνους μέσα στο Ναό…
«Βρήκες κάτι;» τη ρώτησε ο Κάλβριλ, που γνώριζε για τις δυνάμεις της.
«Τίποτα το ιδιαίτερο. Νομίζω πως πρέπει να κάνουμε κάποιες ερωτήσεις ακόμα στη φίλη μας την ιέρεια, και στον διάκονο που βρισκόταν στην κουζίνα.»
Από την ιέρεια ζήτησαν να τους δείξει όλες τις εισόδους του Ναού, πέρα από την κεντρική. Εκείνη υπάκουσε, πρόθυμα. Μια μικρή πόρτα υπήρχε στην πίσω μεριά του Ναού, για να μπορούν να μπαίνουν οι υπάλληλοι, χωρίς να περνούν την κεντρική είσοδο και να ενοχλούν τους πιστούς, σε περιπτώσεις που γινόταν λειτουργία. Μια άλλη μικρή πόρτα υπήρχε από τη μεριά των κοιτώνων των ιερέων (που δεν ήταν πολλοί), και μια τρίτη από τη μεριά των κοιτώνων των διακόνων (που ήταν περισσότεροι).
Η Νατμάλι έλεγξε αυτές τις πόρτες και διαπίστωσε πως όλες, ανεξαιρέτως, ήταν κλειδωμένες. Αμπάρες ήταν τραβηγμένες από την εσωτερική τους μεριά. Αυτό, σκέφτηκε η μάγισσα, σήμαινε το εξής: Αν οι δολοφόνοι είχαν βγει από κάποια από αυτές τις πόρτες, πρέπει ένας άνθρωπος του είδους τους να είχε μείνει μέσα, για να κλείσει και να τραβήξει την αμπάρα.
Εκτός, βέβαια, αν είχαν φύγει από την κεντρική είσοδο.
Η Νατμάλι ζήτησε από τους επαναστάτες να ρωτήσουν τους ενοίκους των γύρω σπιτιών, καθώς και τα διάφορα μαγαζιά που ήταν ανοιχτά ετούτη την ώρα, αν είχαν δει κάποιους να μπαίνουν ή να βγαίνουν απ’την κεντρική είσοδο του Ναού.
Εν τω μεταξύ, μίλησε πάλι στον διάκονο που έτρωγε στην κουζίνα όταν έγινε ο φόνος. Από πού είχε ακούσει να έρχονται αυτοί που βάδιζαν; Και πόσοι ήταν; Ένας; δύο; τρεις; περισσότεροι;
Ο διάκονος φάνηκε να σκέφτεται. «Περισσότεροι,» απάντησε. «Σαν περισσότεροι, μου ακούστηκαν. Μα δεν είμαι και βέβαιος. Πάντως, ένας-δύο αποκλείεται να ήταν.»
Δηλαδή, αποκλείεται να είχε ακούσει τον υπάλληλο ή την επιστάτρια, ή και τους δύο μαζί. Είχε, σίγουρα, ακούσει τους φονιάδες του Μαύρου Νάρζουλ.
«Από πού τους άκουσες να έρχονται;» τον ξαναρώτησε η Νατμάλι, γιατί δεν της είχε απαντήσει ακόμα.
Ο διάκονος την κοίταξε νευρικά –η ερυθρόδερμη μάγισσα έμοιαζε να τον αναστατώνει, για κάποιο λόγο που εκείνη δεν μπορούσε να καταλάβει– και της απάντησε, πηγαίνοντάς την στην είσοδο της κουζίνας για να της δείξει.
Η Νατμάλι σκέφτηκε: Επομένως, ίσως να μπήκαν από τους κοιτώνες των διακόνων.
Καλώντας τον άλλο διάκονο, τον ρώτησε αν ήταν σίγουρος πως δεν είχε ακούσει τίποτα. Εκείνος απάντησε πως, όχι, τίποτα δεν είχε ακούσει· κοιμόταν. Δυστυχώς, δεν μπορούσε να βοηθήσει.
Η Νατμάλι ήρθε σε επαφή με τον Τραγουδιστή των Στροβιλιζόμενων Ανέμων, και του ζήτησε να εντοπίσει τυχόν αύρες στην πόρτα και στον κεντρικό διάδρομο των κοιτώνων των διακόνων. Ούτε ο δαίμονας, όμως, μπορούσε να τη βοηθήσει, και η μάγισσα ήξερε γιατί: Για να διατηρηθούν απομεινάρια από τις αύρες, κάποιο έντονο περιστατικό έπρεπε να είχε συμβεί (όπως ένας φόνος, για παράδειγμα). Το να μπει κανείς από μια πόρτα και να διασχίσει έναν διάδρομο δε μπορούσε να χαρακτηριστεί έντονο περιστατικό.
Όπως φαινόταν η κατάσταση, όμως, οι φονιάδες είχαν έρθει από τους κοιτώνες των διακόνων, είχαν χτυπήσει τον υπάλληλο που έβγαινε από το κελάρι (σαν να γνώριζαν ότι αυτός θα βρισκόταν εκεί), είχαν προσπεράσει την κουζίνα, και είχαν επιτεθεί στον Αρχιερέα στον σηκό. Δύο πράγματα ήταν παράξενα στην όλη ιστορία: ο διάκονος στην κουζίνα δεν είχε ακούσει τίποτα την ώρα που γινόταν η επίθεση των δολοφόνων· και ούτε η επιστάτρια είχε ακούσει. Ο πρώτος μπορούσε να δικαιολογηθεί, επειδή η κουζίνα βρισκόταν μακριά απ’τον σηκό, και επειδή, όπως φαινόταν, οι φονιάδες είχαν φιμώσει τον Αρχιερέα. Η επιστάτρια, όμως, σύμφωνα με τα δικά της λόγια, ήταν εκεί κοντά, λαδώνοντας μια πόρτα. Πώς ήταν δυνατόν να μην είχε πάρει είδηση το παραμικρό; Επίσης, είχε πει ότι δεν είχε ακούσει ούτε τον Αρχιερέα να έρχεται. Δεν ήξερε πως βρισκόταν στο Ναό· τον είχε δει μόνο όταν ήταν νεκρός. Παράξενο κι αυτό. Κανονικά, αφού τριγύριζε εδώ μέσα για να κάνει δουλειές, έπρεπε να είχε αντιληφτεί ή τον ερχομό του ή την επίθεση εναντίον του.
Κάτι έκρυβε.
Η Νατμάλι και οι επαναστάτες την πήραν από τους φρουρούς της πόλης και την κατέβασαν στο κελάρι του Ναού, τραβώντας την από το μπράτσο. Ήταν μια σαραντάρα γυναίκα με καστανά μαλλιά και χρυσό δέρμα. Φορούσε απλά ρούχα, που δεν έκρυβαν το γεγονός ότι ήταν παχιά γύρω απ’τη μέση.
Απαίτησε να μάθει γιατί την είχαν φέρει εδώ κάτω. Τι ήθελαν; Η Νατμάλι τής είπε ότι γνώριζαν για την προδοσία της, οπότε εκείνη καλά θα έκανε ν’άρχιζε να τους λέει τις λεπτομέρειες. Η επιστάτρια αρνήθηκε, κατηγορηματικά, ότι είχε καμία ανάμιξη στη δολοφονία του Αρχιερέα. Πώς ήταν δυνατόν να είχαν φανταστεί κάτι τέτοιο; φώναξε. Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος είχε βάλει τους λάθος ανθρώπους να ερευνήσουν! Και έκανε να φύγει απ’το κελάρι. Οι επαναστάτες την άρπαξαν απ’το μπράτσο, την τράβηξαν πίσω, και την ξυλοκόπησαν. Όχι πολύ δυνατά.
Τώρα, βρισκόταν πεσμένη στο πάτωμα με αίμα να τρέχει απ’τη μύτη της, αναμαλλιασμένη, και με τα μάγουλά της κοκκινισμένα.
Η Νατμάλι τής ζήτησε ξανά να της πει την αλήθεια. Η επιστάτρια ούρλιαξε ότι δεν είχε καμία σχέση, και θα φρόντιζε να πληρώσουν για ό,τι της είχαν κάνει! Θα διαμαρτυρόταν στον Πρίγκιπα Ανδρόνικο! Θα–!
«Σκοτώστε την,» είπε η Νατμάλι, γυρίζοντάς της την πλάτη και βαδίζοντας προς τη σκάλα του κελαριού· «δεν τη χρειαζόμαστε άλλο.»
Ένας επαναστάτης όπλισε το πιστόλι του και σημάδεψε την επιστάτρια.
Εκείνη ούρλιαξε, υψώνοντας τα χέρια της: «Θα σας πω! Θα σας πω!»
Ο επαναστάτης πυροβόλησε. Η σφαίρα χτύπησε το πάτωμα δίπλα απ’τον ώμο της.
Η Νατμάλι στράφηκε να την κοιτάξει. «Ακούμε.»
*
Η επιστάτρια τούς είπε μερικά ονόματα, καθώς και τη διεύθυνση ενός μπαρ μέσα στην Απαστράπτουσα. Οι επαναστάτες την παρέδωσαν στους φρουρούς της πόλης και τους ζήτησαν να τη θέσουν υπό κράτηση, γιατί ήταν αναμιγμένη στην υπόθεση της δολοφονίας του Αρχιερέα του Απόλλωνα. Ύστερα, μπήκαν σ’ένα τετράτροχο όχημα και κατευθύνθηκαν προς το μπαρ, που ονομαζόταν Άναστρη Πόρτα.
Ο Σάλβιθ, ο οποίος καθόταν στη θέση του οδηγού και ακολουθούσε τον χάρτη της Απαστράπτουσας που φαινόταν στην οθόνη, είπε: «Αυτές οι Απολλώνιες πόλεις είναι το κάτι άλλο, βρε αδελφέ. Πώς δε χάνονται δω πέρα οι άνθρωποι; Ολόκληρη τούτη η πόλη πρέπει νάναι σαν τρεις δικές μας. Τέσσερις, ίσως.»
«Οδήγα και άσε τη φλυαρία,» του είπε ο Κάλβριλ.
«Θες να πεις ότι μιλάω πολύ;»
Κανείς δεν του απάντησε.
Ο Σάλβιθ ανασήκωσε τους ώμους. «Απλά, έλεγα ότι μ’έχει εντυπωσιάσει το μέγεθος της πόλης. Μα τους θεούς, είναι τόσο πολύπλοκη!»
«Και πού να πήγαινες στη Ρελκάμνια,» του είπε ένας άλλος επαναστάτης, που ονομαζόταν Έλφοντελ.
«Μη ρίχνεις ξύλα στη φωτιά…» μούγκρισε ο Κάλβριλ.
Σταμάτησαν το όχημά τους ένα οικοδομικό τετράγωνο πριν από την Άναστρη Πόρτα. Το μέρος βρισκόταν στο λιμάνι της Απαστράπτουσας και κοντά στον Σιδηροδρομικό Σταθμό. Οι επαναστάτες μπορούσαν να δουν και τα πλοία που ήταν αραγμένα στις αποβάθρες και το τρένο που ετοιμαζόταν για αναχώρηση.
«Το μπαρ πρέπει να είναι από κει,» είπε ο Σάλβιθ, δείχνοντας.
Ο Κάλβριλ –που κι εκείνος παρακολουθούσε τον χάρτη, καθώς κινούνταν– κατένευσε.
Η Νατμάλι’λι βάδισε πρώτη, κι οι άλλοι –πέντε, στο σύνολό τους– την ακολούθησαν. Όλοι τους φορούσαν κάπες, και είχαν τις κουκούλες τους σηκωμένες· τα πρόσωπά τους ήταν κρυμμένα στις σκιές.
Ο αέρας που ερχόταν από τη θάλασσα ήταν ψυχρός, κι έφερνε μαζί του μια δυνατή υγρασία που τρυπούσε ώς το κόκαλο.
Φτάνοντας στην είσοδο του μπαρ, είδαν ότι ήταν στενή και ψηλή, κι από πάνω της η πινακίδα έγραφε: Η ΑΝΑΣΤΡΗ ΠΟΡΤΑ, με γράμματα που λαμπύριζαν αχνά, αλλάζοντας χρώματα με αργό ρυθμό. Η Νατμάλι άνοιξε και μπήκε, για να συναντήσει έναν άντρα με λευκό-ροζ δέρμα, ο οποίος έκοβε εισιτήρια, και την κοίταξε από πάνω ώς κάτω. Αναμφίβολα, του είχε κινήσει την περιέργεια το κόκκινο δέρμα της, που δεν ήταν κοινό στην Απολλώνια και, συνήθως, μαρτυρούσε ότι κάποιος ήταν εξωδιαστασιακός.
«Καλησπέρα,» της είπε. «Να κόψω έξι;» Το βλέμμα του πήγε στον Κάλβριλ και τους υπόλοιπους, και τα μάτια του στένεψαν, καθώς παρατήρησε ότι κι αυτοί ήταν ερυθρόδερμοι.
«Ναι,» απάντησε η Νατμάλι.
Ο άντρας τούς έκοψε τα εισιτήρια, και τον πλήρωσαν. «Το δίνετε στο μπαρ μέσα και έχει δωρεάν ποτό,» τους είπε.
«Ευχαριστούμε.»
«Καλή φάση, ε;» είπε ο Σάλβιθ, καθώς έμπαιναν σ’έναν χώρο με χαμηλό φωτισμό, δυνατή μουσική, και σκιερές φιγούρες.
«Έχε τα μάτια σου ανοιχτά κι άσε τα σχόλια,» του είπε ο Κάλβριλ. «Κυνηγάμε φονιάδες· δεν είμαστε εδώ για πλάκα.»
Πέρασαν από τον πάγκο του μπαρ, έδωσαν τα εισιτήριά τους, και παρέλαβαν το δωρεάν ποτό.
Η Νατμάλι ήπιε μια γουλιά απ’το χαμηλό της ποτήρι. Το ποτό ήταν καυτερό στη γλώσσα, αλλά σου άνοιγε την αναπνοή· σ’έκανε να νομίζεις ότι, ξαφνικά, υπήρχε περισσότερος αέρας να αναπνεύσεις. Διεγερτικό.
Η Φεηνάρκια μάγισσα κοίταξε τον χώρο γύρω τις. Τις σκιερές φιγούρες. Η επιστάτρια τούς είχε δώσει μια γενική περιγραφή του ιερέα Καλνέρου –του επικεφαλής της ομάδας των δολοφόνων που είχαν εισβάλει στον Ναό–, αλλά αυτή η περιγραφή δεν ήταν επαρκής για να μπορέσει η Νατμάλι να τον αναγνωρίσει εδώ μέσα, με τόσο άλλο κόσμο και με τόσο χαμηλό φωτισμό.
Δεν πείραζε, όμως.
Γλιστρώντας το αριστερό της χέρι μέσα στα ρούχα της, άγγιξε το περιδέραιο όπου βρισκόταν φυλακισμένος ο Τραγουδιστής των Στροβιλιζόμενων Ανέμων, και επικοινώνησε μαζί του.
Πες μου πού είναι η αύρα που εντόπισες στο Ναό. Η χειρότερη απ’όλες. Είναι εδώ;
Για μερικές στιγμές, καθώς η Νατμάλι’λι είχε τα βλέφαρά της κλειστά, άκουγε μόνο το τραγούδι του φυλακισμένου θεού, το οποίο έμοιαζε να διώχνει τη μουσική του μπαρ, σα να ήταν παρείσακτη.
Ύστερα, ο Τραγουδιστής τής έδωσε απάντηση.
Εδώ! Ήταν εδώ!
Κοντά;
Ναι.
Δείξε μου.
Η Νατμάλι στράφηκε, ακολουθώντας τη νοητική υπόδειξη του Τραγουδιστή. Εξακολουθούσε να έχει τα μάτια της κλειστά· ύστερα, όμως, τα άνοιξε. Και είδε.
Κοντά σ’έναν απ’τους τοίχους του μπαρ, πλάι στον πίνακα μιας γυμνής γοργόνας, βρισκόταν ένα τραπέζι. Και γύρω απ’το τραπέζι ήταν καθισμένοι εφτά άνθρωποι.
Οι εφτά δολοφόνοι. Κι αυτός εκεί πρέπει νάναι ο ιερέας… Ένας άντρας με ξυρισμένο πρόσωπο και μακριά, μαύρα μαλλιά.
«Τους βρήκα,» είπε η Νατμάλι στους συντρόφους της.
«Αυτοί που κοιτάς είναι;» ρώτησε ο Κάλβριλ.
Η Νατμάλι ένευσε.
«Τι θα κάνουμε;»
«Θα τους περιμένουμε να φύγουν, και θα τους ακολουθήσουμε. Εκτός αν έχεις κάτι καλύτερο να προτείνεις.»
«Δεν έχω.»
Τους περίμεναν, και, μετά από κάποια ώρα, αυτοί σηκώθηκαν από το τραπέζι τους και πήγαν προς την έξοδο του μπαρ. Βγήκαν, ενώ τα μάτια της Φεηνάρκιας μάγισσας ήταν καρφωμένα στην πλάτη τους.
«Πάμε,» είπε η Νατμάλι’λι στους συντρόφους της.
Και έφυγαν από την Άναστρη Πόρτα, βγαίνοντας στους δρόμους του λιμανιού της Απαστράπτουσας, όπου τώρα το κρύο ήταν πιο τσουχτερό από πριν, και εκείνοι το ένιωθαν ακόμα δυνατότερο, ύστερα από τόση ώρα μέσα στο ζεστό μπαρ.
«Οι Απολλώνιοι δεν ξέρουν από ποτά, πάντως,» είπε ο Σάλβιθ. «Τα πάντα είναι ή νερουλιάρικα ή… ή σαν ξίδια. Δε βάζουν καθόλου ουσίες από ζώα μέσα· αυτό φταίει–»
«Σκασμός!» σφύριξε η Νατμάλι, γυρίζοντας για να τον αγριοκοιτάξει.
Οι εφτά δολοφόνοι έστριψαν σε μια γωνία, αντίκρυ. Βάδιζαν έτσι που μαρτυρούσε ότι ήταν ζαλισμένοι απ’το ποτό. Επίσης, ορισμένοι απ’αυτούς μιλούσαν μεγαλόφωνα, ή γελούσαν. Έμοιαζαν ικανοποιημένοι με τον εαυτό τους, ύστερα από την πρόσφατη επιτυχία τους στον Ναό του Απόλλωνα.
Θα τους βγει ξινό, όμως, σκέφτηκε η Νατμάλι, ακολουθώντας τους και κάνοντας νόημα στους ανθρώπους της να πάνε από άλλες μεριές, για να τους περικυκλώσουν. Η ίδια τράβηξε το πιστόλι της, απασφαλίζοντάς το, αλλά κρατώντας το, προς το παρόν, κρυμμένο μέσα στην κάπα της.
Οι εφτά φονιάδες προχώρησαν κατά μήκος ενός άδειου δρόμου. Τα βήματά τους αντηχούσαν μέσα στη νύχτα. Οι φιγούρες τους μια παρουσιάζονταν στο φως λαμπών και μια χάνονταν στο σκοτάδι.
Η Νατμάλι έκανε νόημα στους συντρόφους της να δράσουν.
Ο Σάλβιθ και ο Έλφοντελ πετάχτηκαν μπροστά στους εφτά άντρες, σημαδεύοντάς τους με τα πιστόλια τους. «Ακίνητοι!» φώναξε ο πρώτος.
Η Νατμάλι είχε ήδη υψώσει το δικό της πιστόλι, όπως επίσης και οι επαναστάτες δεξιά κι αριστερά της.
Ο Κάλβριλ έμεινε κρυμμένος στο σκοτάδι, ένα με τη νύχτα. Η μάγισσα δεν μπορούσε να τον δει, μα ήξερε πού βρισκόταν, καθώς και ότι ο Νυχτοβάτης μπορούσε, άνετα, να σκοτώσει τρεις από αυτούς τους μεθυσμένους τύπους, προτού οι άλλοι είχαν την παραμικρή ελπίδα ν’αρχίσουν να καταλαβαίνουν τι συνέβαινε γύρω τους.
Οι δολοφόνοι έκαναν να τραβήξουν τα όπλα τους.
«Πετάξτε τα!» τους προειδοποίησε η Νατμάλι, κι εκείνοι τότε συνειδητοποίησαν ότι οι εχθροί δεν βρίσκονταν μόνο μπροστά τους, αλλά και πίσω τους.
«Δεν έχουμε τίποτα για να ληστέψετε,» είπε ο Καλνέρος.
«Δεν είμαστε ληστές,» αντιγύρισε η Νατμάλι.
«Και τι σκατά είστε;»
«Κυνηγοί. Κι απόψε κυνηγάμε ιερείς του Μαύρου Νάρζουλ.»
Οι εφτά τράβηξαν τα όπλα τους–
Οι επαναστάτες τούς πυροβόλησαν, σωριάζοντάς τους στο πλακόστρωτο του δρόμου.
Η Νατμάλι αισθάνθηκε μια σφαίρα να περνά ξυστά από το κεφάλι της, αλλά δεν τραυματίστηκε. Ούτε εκείνη ούτε κανένας από τους συντρόφους της.
«Δείτε ποιοι είναι ζωντανοί,» πρόσταξε.
*
Ο Ανδρόνικος δέχτηκε τη Νατμάλι’λι στο καθιστικό των διαμερισμάτων του. Έτσι κι αλλιώς, δεν είχε ακόμα κοιμηθεί, παρά το προχωρημένο της ώρας.
«Βρήκατε τίποτα;» τη ρώτησε, κουρασμένα, περιμένοντας ότι, μάλλον, η μάγισσα θα ανέφερε αποτυχία. Έτσι όπως πήγαιναν τα πράγματα τελευταία, δεν ήταν κανείς νάναι αισιόδοξος.
«Οι δολοφόνοι του Αρχιερέα είναι νεκροί, Πρίγκιπά μου, εκτός από δύο, ο ένας εκ των οποίων είναι άσχημα τραυματισμένος –ίσως ετοιμοθάνατος– κι ο άλλος ελαφρά τραυματισμένος στο πόδι. Ο ιερέας του Μαύρου Νάρζουλ, δυστυχώς, είναι ανάμεσα στους νεκρούς. Δε μας άφησαν άλλη επιλογή.»
Ο Ανδρόνικος βλεφάρισε, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τι του έλεγε η Φεηνάρκια μάγισσα. Έπειτα, γέλασε. Αυτό ήταν ανέλπιστο! «Θες να πεις ότι βρήκατε τους φονιάδες; Τους ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ;»
«Ασφαλώς, Άρχοντά μου· τι άλλο;»
Ο Ανδρόνικος γέλασε πάλι. Γέμισε δύο ποτήρια κρασί, και το ένα το έδωσε στη μάγισσα. «Καλή δουλειά, Νατμάλι’λι.»
«Ευχαριστώ, Υψηλότατε.» Η Φεηνάρκια ήπιε μια μικρή γουλιά.
Ο Ανδρόνικος ήπιε το μισό ποτήρι. «Τους έχετε υπό κράτηση, τους ζωντανούς;»
Η Νατμάλι κατένευσε. «Επίσης,» είπε, «ανακαλύψαμε και ποιος τους έβαλε μέσα στο Ναό. Η επιστάτρια ήταν. Και βρίσκεται κι αυτή υπό κράτηση τώρα.»
Ο Ανδρόνικος συνοφρυώθηκε. «Ήταν ακόλουθος του Μαύρου Νάρζουλ, ή την είχαν εκβιάσει;»
«Νομίζω πως το έκανε οικειοθελώς.»
«Σ’ευχαριστώ, Νατμάλι’λι. Αύριο, όλο το βασίλειο θα μάθει ότι βρέθηκαν οι φονιάδες του Αρχιερέα και τιμωρήθηκαν ανάλογα. Ή, τουλάχιστον, όλα τα μέρη του βασιλείου όπου μπορεί να εκπέμψει το Φως της Απολλώνιας.»
«Στις υπηρεσίες σας, Πρίγκιπά μου,» είπε η μάγισσα, και άφησε το κρασί της πάνω σ’ένα τραπεζάκι. «Με χρειάζεστε κάτι άλλο;»
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Πήγαινε να ξεκουραστείς.»
Η Νατμάλι στράφηκε προς την πόρτα.
Προτού φύγει, ο Ανδρόνικος τη ρώτησε: «Είχαμε τίποτα απώλειες;»
«Όχι, Πρίγκιπά μου. Ούτε τραυματίες. Τα πράγματα πήγαν πολύ καλά.»
«Αυτό σημαίνει ότι θα κοιμηθείς απόψε;» ρώτησε η Άνμα’ταρ, όταν η Νατμάλι’λι έφυγε, κλείνοντας την πόρτα πίσω της.
Ο Ανδρόνικος στράφηκε, για ν’αντικρίσει τη Δράκαινα να στέκεται στο κατώφλι του δωματίου της. Φορούσε πάλι εκείνη τη ροζ πιτζάμα με τα κίτρινα πουλάκια.
«Σταμάτα να το κάνεις αυτό, μάγισσα,» είπε ο Ανδρόνικος, και τελείωσε το κρασί στο ποτήρι του. «Σε παρακαλώ, σταμάτα.»
Η Άνμα σταύρωσε τα χέρια της εμπρός της. «Ακόμα κι οι πρίγκιπες της Απολλώνιας χρειάζονται ύπνο, νομίζω. Κι αφού υποτίθεται ότι, τούτο τον καιρό, σε προστατεύω–»
«Δεν εννοούσα αυτό.»
Η Άνμα ύψωσε ένα της φρύδι, ερωτηματικά.
«Μιλούσα για τούτη την αμφίεση.» Ο Ανδρόνικος έδειξε την πιτζάμα της μάγισσας, από πάνω ώς κάτω. «Πραγματικά, δεν την αντέχω!» είπε, χαμογελώντας.
«Με συγχωρείς πολύ, αλλά θεωρώ αυτή την πιτζάμα συμπαθητικότατη! Κι επιπλέον, δε θα ήθελα να φορέσω τίποτα πιο προκλητικό και να παρεξηγηθούμε με την Ιωάννα.»
Ο Ανδρόνικος κάθισε στον καναπέ. «Δε χρειάζεται ν’ανησυχείς γι’αυτό.»
«Δε θα πετύχεις τίποτα με τις προσβολές, σε προειδοποιώ.»
«Ποιες προσβολές;»
«Κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις, αλλά δεν το πιστεύω.»
Ο Ανδρόνικος άναψε ένα τσιγάρο. «Δεν είπα τίποτα για να σε προσβάλω, Άνμα. Απλά, είπα ότι αυτή η αμφίεση κάνει τις τρίχες μου να σηκώνονται.»
Η μάγισσα άρπαξε ένα μαξιλάρι από μια πολυθρόνα και το εκτόξευσε.
Ο Ανδρόνικος έσκυψε.
Ένα βάζο έπεσε στο πάτωμα, αλλά δεν έσπασε, γιατί ήταν καμωμένο από μπρούτζο.
Η Άνμα μπήκε στο δωμάτιό της, κοπανώντας την πόρτα.
Ο Ανδρόνικος αναστέναξε. Σηκώθηκε απ’τον καναπέ, πήρε το βάζο από κάτω, και το έβαλε εκεί όπου βρισκόταν πριν.
Πέντε ημέρες είχαν περάσει από την απελευθέρωση του Κατακεραυνωτή, και οι κάτοικοι της Ρακμάνης αισθάνονταν τα αποτελέσματα της επιρροής του, χωρίς να ξέρουν από πού προερχόταν αυτό που ένιωθαν, ούτε τι ακριβώς ήταν. Άσχημες σκέψεις και κακές μνήμες είχαν γεμίσει τα κεφάλια όλων, βγάζοντας μια οργή –συγκαλυμμένη ή πιο έκδηλη, ανάλογα με το χαρακτήρα του καθενός– από βαθιά μέσα τους. Μια οργή που, σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν αρκείτο μόνο στα προσβλητικά λόγια και στις απλές πράξεις, αλλά έφτανε και στη βία. Στο έγκλημα.
Η εγκληματικότητα στην πόλη της Ρακμάνης, καθώς και στα περίχωρά της, αυξήθηκε δραματικά μέσα σ’αυτές τις πέντε ημέρες. Οι δυνάμεις ασφαλείας έπρεπε να λάβουν σοβαρά μέτρα, για να την καταπολεμήσουν· και, φυσικά, δεν παρέλειψαν κι αυτοί να χρησιμοποιήσουν βία, και να κάνουν πράγματα που, παλιότερα, δε θα είχαν κάνει –ή, τουλάχιστον, όχι στην πλειοψηφία τους.
Ο Λούσιος, όμως, δεν ανησυχούσε γι’αυτά τα γεγονότα. Τα θεωρούσε μάλλον φυσιολογικά. Ο λαός της Ρακμάνης θα μάθαινε να ζει με την επιρροή του Κατακεραυνωτή, τη δική του επιρροή· θα προσαρμοζόταν. Ο πιο αντιδραστικός ήταν ο Δούκας Φερέσβιος, ο οποίος αρνιόταν να συνεργαστεί, χωρίς ουσιαστικό λόγο· κι έτσι, θα έπρεπε να παραμείνει, προς το παρόν, στα μπουντρούμια του παλατιού, αυτός και η οικογένειά του, ώσπου να καταλάβει ποιο ήταν το συμφέρον του και το συμφέρον ολόκληρης της Απολλώνιας.
Εκείνο που ανησυχούσε αληθινά τον Λούσιο ήταν το ίδιο πράγμα που τον ανησυχούσε και προτού απελευθερωθεί ο Κατακεραυνωτής: το Βόρειο Μέτωπο και οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας. Παρότι ο Κατακεραυνωτής είχε κατοικήσει μέσα στο σώμα του, παρότι, ουσιαστικά, οι ψυχές τους είχαν ενωθεί με τρόπο που ήταν αδύνατον πλέον να χωριστούν, παρότι οι μνήμες του Κατακεραυνωτή είχαν προστεθεί στις μνήμες του Λούσιου, φτιάχνοντας ένα ψηφιδωτό που είχε κομμάτια πανάρχαια και κομμάτια πολύ, πολύ πρόσφατα από την Ιστορία της Απολλώνιας· παρ’όλα αυτά, ο Λούσιος εξακολουθούσε να θέλει να προστατέψει το βασίλειό του. Εξακολουθούσε να είναι εκείνος που ήταν. Απλά, τώρα ήταν κάτι περισσότερο. Κάτι μεγαλύτερο από πριν. Κάτι σημαντικότερο.
Και μπορούσε να αισθανθεί και να αντιληφτεί πράγματα που, παλιά, δεν αντιλαμβανόταν. Είχε μέσα στο μυαλό του γνώσεις που κανείς ζωντανός στην Απολλώνια δεν είχε. Είχε μνήμες για γεγονότα που δεν ήταν καταγεγραμμένα ούτε στα ιστορικά βιβλία· κι όμως, εκείνος τα θυμόταν σα να είχαν συμβεί χτες.
Τώρα καταλάβαινε γιατί η Δομινίκη λάτρευε τον Δάσκαλο. Καταλάβαινε γιατί δεν τον θεωρούσε μονάχα «χρήσιμο» (τι βλασφημία, να θεωρεί κανείς τον Μεγάλο Δάσκαλο χρήσιμο, σαν εργαλείο!), αλλά την συνέπαιρναν οι διδαχές του. Τι κρίμα που η μοίρα της ήταν να πεθάνει, προτού προλάβει να δει τον Κατακεραυνωτή να ελευθερώνεται από τη μακροχρόνια φυλάκισή του. Τι κρίμα…
Ο Λούσιος την είχε κηδέψει ο ίδιος, χωρίς να την παραδώσει στην Κυρά του Καπνού. Η Δομινίκη ανήκε στον Δάσκαλο, και μόνο στον Δάσκαλο· ήταν Αρχιέρειά του. Είχε μεταφέρει το πτώμα της –που βρισκόταν σε άσχημη κατάσταση σήψης– στα υπόγεια του παλατιού της Ρακμάνης, και, έχοντας μονάχα ελάχιστους ανθρώπους γύρω του, ελάχιστους ανθρώπους που ήταν όλοι πιστοί στον Δάσκαλο, είχε αγκαλιάσει τη σύζυγό του για τελευταία φορά. Και είχε στείλει τη δύναμη του Κατακεραυνωτή μέσα της, τυλίγοντάς την με αστραποειδή ενέργεια και κάνοντας το σκοτεινό δωμάτιο να φωτιστεί με απόκοσμο φως. Το πτώμα της Δομινίκης είχε γίνει στάχτη, η οποία έτρεξε ανάμεσα από τα δάχτυλα του Λούσιου και σκορπίστηκε στο πάτωμα· κι ύστερα, μια ιέρεια του Δασκάλου τη μάζεψε και την έβαλε σ’ένα τεφροδοχείο.
Έτσι, η μητέρα των παιδιών του ήταν τώρα νεκρή. Τίποτα περισσότερο από μια ανάμνηση. Ακόμα κι οι δικές του δυνάμεις δεν μπορούσαν να τη φέρουν πίσω.
Ο Λούσιος, όμως, δεν ήθελε ο γιος του και η κόρη του να μείνουν χωρίς τη σωστή καθοδήγηση. Γι’αυτό είχε αναθέσει σε μια ιέρεια την επιμόρφωσή τους. Σε μια γυναίκα που έμενε στη Ρακμάνη, που λάτρευε τον Δάσκαλο, και που μπορούσε να μεταδώσει το μεγαλείο και τις διδαχές του στον Αλεξίλυπο και στην Αρχιμάχη. Ο Λούσιος θα επιθυμούσε να μπορούσε να το κάνει ο ίδιος, μα, ετούτη την περίοδο, ήταν αδύνατον. Έπρεπε να δραστηριοποιηθεί, σύντομα, για να πολεμήσει την Παντοκράτειρα, και να τη διώξει για πάντα από την Απολλώνια.
Σκόπευε να φύγει από τη Ρακμάνη και να ταξιδέψει στο Βόρειο Μέτωπο, όπου οι δυνάμεις του θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν υπέρ των μαχητών του βασιλείου και εναντίον των Παντοκρατορικών. Το μόνο που τον απασχολούσε ήταν ο αδελφός του, ο Ανδρόνικος, που, έχοντας σφετεριστεί τον Κυανό Θρόνο, βρισκόταν στην Απαστράπτουσα και σχεδίαζε πώς να τον καταστρέψει, αδιαφορώντας για το γενικότερο καλό της Απολλώνιας. Ο Λούσιος φοβόταν πως, φεύγοντας από τη Ρακμάνη, θα έδινε στον Ανδρόνικο την ευκαιρία που ζητούσε. Θα του έδινε την ευκαιρία να πάρει περισσότερο από το βασίλειο με το μέρος του.
Δεν μπορούσε, όμως, να μείνει άλλο εδώ. Αν η Απολλώνια έπεφτε, αν κατακτιόταν ξανά από τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας, τότε όλες οι προσπάθειες του Λούσιου θα ήταν για το τίποτα. Επομένως: θα πήγαινε στο Βόρειο Μέτωπο· δεν υπήρχε αμφιβολία γι’αυτό. Το πρόβλημα ήταν πώς να διασφαλίσει την εξουσία του στο εσωτερικό του βασιλείου, όσο θα έλειπε από τη Ρακμάνη και θα ήταν απασχολημένος με τον πόλεμο κατά της Παντοκράτειρας.
Θα έπρεπε, κατά πρώτον, να αφήσει έναν αντικαταστάτη στη θέση του. Έναν κυβερνήτη της Ρακμάνης, αφού ο Δούκας Φερέσβιος δε φαινόταν να βάζει μυαλό και θα παρέμενε στο κελί του.
Κατά δεύτερον, θα έπρεπε να βρει έναν μηχανισμό άμυνας… ή ένα όπλο… για να το χρησιμοποιήσει εναντίον του αδελφού του.
Δεν άργησε να φτάσει σ’ένα συμπέρασμα και για τα δύο.
Ως Αντικαταστάτη του στη Ρακμάνη θα άφηνε έναν διοικητή από τη φρουρά της πόλης, που γνώριζε ότι ήταν πιστός ακόλουθος του Δασκάλου. Ήταν ένας από τους ανθρώπους-κλειδιά μέσα στη Ρακμάνη, ο οποίος είχε, παλιότερα, οργανώσει πολλά πράγματα για τον Λούσιο και τη Δομινίκη. Θα λάμβανε, επομένως, την ανταμοιβή που του άξιζε. Ήταν καιρός. Οι ακόλουθοι του Δασκάλου θα έπρεπε, σιγά-σιγά, να πάψουν να κρύβονται και να πάρουν, φανερά πλέον, τις θέσεις που τους αναλογούσαν μέσα στην κοινωνία της Απολλώνιας. Συγχρόνως, όμως, ο Λούσιος θα έλεγε στην ιέρεια που δίδασκε τα παιδιά του να συμβουλεύει τον Αντικαταστάτη επάνω σε ό,τι θέματα χρειαζόταν, γιατί πίστευε ότι η κρίση της ήταν καλή και ότι καλύτερα να σκέφτονται δύο μυαλά παρά ένα.
Και όσον αφορούσε το δεύτερο ζήτημα, το ζήτημα του όπλου κατά του Ανδρόνικου, ο Λούσιος ανέτρεξε στις παλιές του μνήμες, στις πανάρχαιες μνήμες του. Ή, μάλλον, στις μνήμες του Κατακεραυνωτή… Αλλά τι σημασία είχε πλέον ο διαχωρισμός; Ο Λούσιος ήταν ο Κατακεραυνωτής. Ανέκαθεν ήταν ο Κατακεραυνωτής. Εξάλλου, το «Κατακεραυνωτής» δεν ήταν αληθινό όνομα. Το όνομα που είχε παλιά ήταν άλλο, και, παραδόξως, ο Λούσιος δεν μπορούσε να το θυμηθεί. Στο μυαλό του, όταν θυμόταν ανθρώπους να του μιλάνε από την εποχή που ήταν ελεύθερος, πάντοτε Λούσιο τον αποκαλούσαν, σαν και τότε να ονομαζόταν έτσι. Κι όμως, ήταν σχεδόν βέβαιος πως τότε πρέπει να είχε διαφορετικό όνομα.
Ήταν περίεργο. Σαν ένα ανεξήγητο φαινόμενο της ροής του χρόνου. Αλλά δεν είχε σημασία.
Σημασία είχε ότι τώρα οι αρχαίες μνήμες του του είχαν αποκαλύψει το όπλο που θα χρησιμοποιούσε εναντίον του Ανδρόνικου. Κάτι που, έτσι κι αλλιώς, όφειλε να είχε σκεφτεί από πριν…
Ήταν νωρίς το πρωί, και ο ήλιος περνούσε ανάμεσα από τις κουρτίνες του υπνοδωματίου του, καθώς ο Λούσιος βγήκε από το μπάνιο, πλυμένος. Το σώμα του ήταν βρεγμένο από το ζεστό νερό και τα ξανθά του μαλλιά νοτισμένα. Δε φορούσε τίποτα επάνω του.
Στο μεγάλο κρεβάτι ήταν ξαπλωμένη η Κορνηλία, μπρούμυτα, με τα μακριά, μαύρα της μαλλιά να απλώνονται γύρω απ’το κεφάλι της κι επάνω στη γυμνή της πλάτη, σαν χυμένο μελάνη από μελανοδοχείο που είχε αναποδογυρίσει. Το πρόσωπό της ήταν γυρισμένο στο πλάι, έτσι που η αριστερή του μεριά ήταν φανερή, μαζί με την ουλή που υπήρχε εκεί, στο λαιμό και στο μάγουλο. Την ουλή για την οποία ευθυνόταν η Δομινίκη, όπως είχε πει η ίδια η Κορνηλία.
Ο Λούσιος μειδίασε, άθελά του, και σκέφτηκε: Η Δομινίκη δε θα έφευγε ποτέ χωρίς ν’αφήσει πίσω της σημάδια… Γέλασε, σιγανά, μη θέλοντας ακόμα να ξυπνήσει την Κορνηλία. Μη θέλοντας να την ξυπνήσει με το γέλιο του.
Πλησίασε το κρεβάτι και άπλωσε το χέρι του. Άγγιξε την πλάτη της –τόσο λεία και μαλακή– και τα μαλλιά της –μεταξένια και αρκετά πλούσια για να χαθείς μέσα στον μικρόκοσμό τους. Έμπλεξε τα δάχτυλά του ανάμεσά τους, τα ανακάτεψε, ενώ ανέβαινε στο κρεβάτι.
Τα μάτια της Κορνηλίας άνοιξαν. Κοίταξε το πρόσωπό του· κι ύστερα, το βλέμμα της γλίστρησε προς τα κάτω, στο βρεγμένο στήθος του, στην κοιλιά του, και στη στύση του. Τα μάτια της ξαναπήγαν στο πρόσωπό του, και συνάντησαν τα δικά του ματιά. «Δεν κοιμάσαι ποτέ;» τον ρώτησε.
«Λίγο,» παραδέχτηκε ο Λούσιος. «Πολύ λίγο.» Δεν του ήταν απαραίτητο πλέον· η δύναμη του Κατακεραυνωτή τον τροφοδοτούσε επαρκώς. Δυο-τρεις ώρες ύπνος τού ήταν υπεραρκετός.
Λύγισε και φίλησε το αριστερό της μάγουλο. Έσυρε τη γλώσσα του επάνω στην ουλή εκεί, κι επάνω στο λαιμό της. Ο καυλός του πίεσε τον μηρό της, που ήταν καλυμμένος με τα σκεπάσματα του κρεβατιού. Και ο Λούσιος άκουσε την αναπνοή της Κορνηλίας να δυναμώνει, κι αισθάνθηκε το αίμα να κυλά πιο γρήγορα στις φλέβες της. Δάγκωσε τον ώμο της. Τράβηξε τα σκεπάσματα και τα πέταξε από το κρεβάτι. Η Κορνηλία γύρισε ανάσκελα, τυλίγοντας τα μακριά της πόδια πίσω απ’την πλάτη του.
Ο Λούσιος κοίταξε για μερικές στιγμές τα όμορφα στήθη της, τόσο τέλεια σχηματισμένα, με τις θηλές τους ορθωμένες και μυτερές, σαν τις κορυφές ενός γλυκίσματος, που με δυσκολία κρατιόταν κανείς απ’το να καταβροχθίσει ολόκληρο, γνωρίζοντας πως η απόλαυση είναι στις στιγμές, όχι στο τέλος.
Η Κορνηλία γέλασε. «Τι κοιτάζεις;»
Τα δάχτυλα των χεριών τους μπλέχτηκαν. «Σου έχω καταπληκτικά νέα σήμερα.» Το βλέμμα του πήγε στο πρόσωπό της. «Καταπληκτικά νέα.»
«Τι νέα;»
Ο Λούσιος έσκυψε και φίλησε τα χείλη της, ενώ ο ανδρισμός του γλιστρούσε μέσα της, κάνοντάς τη να μουγκρίσει και να τυλίξει ακόμα πιο δυνατά τα πόδια της γύρω του.
«…Τι νέα;» Η φωνή της ήταν τώρα βραχνή και ελαφρώς ξέπνοη.
Ο Λούσιος γέλασε, καθώς η γλώσσα του έγλειφε τα χείλη της και παιχνίδιζε με το σαγόνι της. «Ένα δώρο.»
«Νομίζεις ότι δε με έχεις ήδη αποπλανήσει αρκετά;»
Ο καυλός του Λούσιου τη λόγχισε πιο βαθιά.
Η Κορνηλία ξεφώνησε. Τα νύχια της μπήχτηκαν στη σάρκα των χεριών του, δυνατά, επώδυνα, κι έμειναν έτσι πιεσμένα –ο πόνος που του προκαλούσαν τον διέγειρε ακόμα περισσότερο.
«Αν δε με είχες αποπλανήσει ήδη, πρέπει να το κατάφερες… και αισθάνομαι τόσο παράξενα… αλλά όχι με άσχημο τρόπο…»
«Τι σημαίνει αυτό;»
«Συνήθως, εγώ ήμουν που σε αποπλανούσα, ξάδελφε–»
«Ακόμα με αποπλανείς.»
«Αλλά νομίζω πως εσύ με αποπλανείς περισσότερο. Είσαι σίγουρος πως εσύ είσαι εσύ;»
Ο Λούσιος μειδίασε. «Είμαι περισσότερο εγώ απ’ό,τι ήμουν ποτέ, Κορνηλία.»
Οι γλώσσες τους συναντήθηκαν και πάλεψαν, σαν φίδια, για κάμποση ώρα, ενώ οι ανάσες τους γίνονταν ολοένα και πιο γρήγορες.
Τα νύχια της τρύπησαν το δέρμα του, έκαναν αίμα να τρέξει, καθώς η Κορνηλία έφτασε στην κορύφωσή της. Τα γόνατά της τον πίεσαν σαν να ήθελαν να σπάσουν τα πλευρά του. Τα κάτω χείλη της έμοιαζαν να προσπαθούν να κατασπαράξουν ολόκληρο τον φαλλό και τους όρχεις του.
Ο Λούσιος εκσπερμάτωσε δυνατά μέσα της… κι έπειτα, έμειναν κι οι δύο ακίνητοι, βαριανασαίνοντας.
Ο Λούσιος ξάπλωσε στο πλάι… και τα νύχια της Κορνηλίας βγήκαν μέσα απ’το δέρμα των χεριών του, αιματοβαμμένα.
Η Κορνηλία τα ύψωσε εμπρός της. Τα κοίταξε σα να μην καταλάβαινε γιατί είχαν κοκκινίσει έτσι. Συνοφρυώθηκε. Κι ύστερα, τα μάτια της γούρλωσαν.
Στράφηκε να τον κοιτάξει. Το στόμα της ανοιγόκλεισε μερικές φορές, χωρίς να βγει ήχος. Το βλέμμα της πήγε στα χέρια του, που ήταν τραυματισμένα.
Και η Κορνηλία ένιωσε αυτό το παγερό συναίσθημα να περνά απ’το σώμα και την ψυχή της. Το παγερό συναίσθημα που είχε νιώσει και σ’άλλες, παρόμοιες στιγμές, όταν είχε, τις τελευταίες ημέρες, κάνει κάτι που δεν ήθελε ακριβώς. Κάτι βίαιο. Κάτι που, κανονικά, δε θα έκανε, γιατί δεν ήταν του χαρακτήρα της, αλλά τώρα της έμοιαζε σωστό, κατά κάποιο τρόπο. Θα έπρεπε, όμως; Θα έπρεπε να της μοιάζει σωστό; αναρωτιόταν.
Ο Λούσιος χαμογέλασε, κοιτάζοντας το πρόσωπό της.
Τι βλέπει στο πρόσωπό μου; σκέφτηκε η Κορνηλία. Αιφνιδιασμό; Φόβο;
«Τι σε απασχολεί;» τη ρώτησε.
Η Κορνηλία άγγιξε το δεξί του χέρι, ελαφρά. «Με συγχωρείς…»
«Ανοησίες,» είπε ο Λούσιος, και ύψωσε το χέρι του, φέρνοντάς το κοντά στα χείλη της.
Η Κορνηλία φίλησε την πληγή. Έγλειψε το αίμα. Κι αισθάνθηκε όμορφα, κάνοντάς το.
«Σου έχω ένα δώρο,» είπε ο Λούσιος. «Αλλά θα πρέπει να πας να το βρεις μόνη σου.»
Η Κορνηλία χαμογέλασε, λοξά. «Θέλεις να παίξουμε, δηλαδή;» Αισθάνθηκε ένα γαργαλητό στο σώμα της: ξεκινούσε από τον αυχένα, κατέβαινε στη ράχη, κι έφτανε εκεί, βαθιά, στη γυναικεία της φύση, κάνοντάς τη να συσπαστεί, παρότι είχε πριν από λίγο βρει ικανοποίηση.
«Δεν είναι παιχνίδι,» είπε ο Λούσιος, πολύ σοβαρά. «Θα είναι το όπλο με το οποίο θα πολεμήσουμε τον Ανδρόνικο.»
«Όπλο;» παραξενεύτηκε η Κορνηλία. «Και είναι κρυμμένο;»
«Ναι. Αλλά εγώ ξέρω την κρυψώνα. Ξέρω ακριβώς πού να πας για να το βρεις.»
«Τι όπλο είναι αυτό;»
«Στα Ελκόβρια Έλη, ο Απόλλωνας φυλάκισε την Υφάντρα. Αυτή είναι που θα πας να βρεις, κι αυτή θα είναι το όπλο μας.»
Τα μάτια της Κορνηλίας στένεψαν. «Την Υφάντρα;…» Γνώριζε πως ο Λούσιος μιλούσε για μία από τους Οκτώ. «Και θα πρέπει να… την απελευθερώσω;» Και να της επιτρέψω να μπει μέσα μου;
«Ναι,» απάντησε ο Λούσιος. «Δεν αισθάνεσαι ενθουσιασμένη, Κορνηλία;»
Αισθανόταν μουδιασμένη. Να την αφήσω να μπει μέσα μου; Να καταλάβει την ψυχή μου;
«Φοβάσαι, Κορνηλία;»
«Όχι… Απλώς… απλώς… Δεν ξέρω… Μου φαίνεται παράξενο.» Συνοφρυώθηκε. «Θα γίνω σαν εσένα;»
Ο Λούσιος γέλασε. «Όχι,» είπε, «δε θα γίνεις σαν εμένα. Θα μείνεις όπως είσαι. Αλλά θα είσαι πολύ… περισσότερη… απ’ό,τι είσαι.»
Η Κορνηλία κόμπιασε. «Δεν καταλαβαίνω.» Αισθανόταν διστακτική.
«Μη φοβάσαι, Κορνηλία. Δε θυμάσαι τι σου έλεγα, όσο ταξιδεύαμε μαζί, από την Απολεσθείσα Γη ώς εδώ; Δε θυμάσαι που σου μιλούσα για τον Δάσκαλο και για τις διδαχές του, και για το τι μπορεί να σου προσφέρει;»
Ναι, τα θυμόταν όλα αυτά. Φυσικά και τα θυμόταν. Πώς θα μπορούσε να τα ξεχάσει; Ο Κατακεραυνωτής την είχε κάνει πραγματική πιστή του Δασκάλου. Μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, της είχε διδάξει πράγματα που η Δομινίκη δε θα μπορούσε ποτέ να της διδάξει, όταν την είχε κάνει ιέρεια.
«Η Υφάντρα…» είπε, σα να ήθελε να δοκιμάσει τη λέξη στο στόμα της. «Ποιο είναι το αληθινό της όνομα;»
«Κορνηλία.»
Η Κορνηλία βλεφάρισε. «Συνωνυμία;»
«Όχι. Το όνομά της θα είναι Κορνηλία, γιατί εσύ θα είσαι εκείνη, κι εκείνη θα είναι εσύ. Όπως ο Κατακεραυνωτής κι εγώ είμαστε ένα.»
«Ναι, αλλά ποιο ήταν το παλιό της όνομα; Και ποιο ήταν το παλιό όνομα του Κατακεραυνωτή;»
«Δε θυμάμαι,» είπε ο Λούσιος. «Και τότε Λούσιο μ’αποκαλούσαν… Και την Υφάντρα…» Μειδίασε, σαν μια ευχάριστη ανάμνηση να ήρθε στο μυαλό του. «Ναι, και την Υφάντρα Κορνηλία τη λέγανε.»
«Δεν είναι αυτό κάπως παράξενο;»
«Όχι· είναι απόλυτα λογικό. Θα καταλάβεις, όταν τη βρεις.»
«Και γιατί πρέπει να πάω μόνη μου;» ρώτησε η Κορνηλία. «Δε θα έρθεις μαζί μου;»
«Πρέπει να κατευθυνθώ στο Βόρειο Μέτωπο. Έφτασε ο καιρός να πολεμήσουμε την Παντοκράτειρα.»
«Πιστεύεις ότι η παρουσία σου θα κάνει τόσο μεγάλη διαφορά;»
«Το ελπίζω.»
«Όταν έχω ελευθερώσει την Υφάντρα,» είπε η Κορνηλία, «θα έρθω να σε βρω. Για να βοηθήσω.»
«Όχι. Θα επιστρέψεις στη Ρακμάνη, γιατί φοβάμαι πως ο αδελφός μου θα βάλει σε εφαρμογή κάποιο πολύ άσχημο σχέδιο, όταν αντιληφτεί ότι λείπω. Θα προσπαθήσει να διώξει τους πιστούς του Δασκάλου απ’ολόκληρο το βασίλειο.»
«Και τι θα μπορώ να κάνω εγώ για να τον σταματήσω;»
«Θα ξέρεις,» της είπε ο Λούσιος. «Θα ξέρεις.»
Ταξίδευαν για μέρες, καβάλα στα Σερπετά, αποφεύγοντας τους κεντρικούς δρόμους και τις κατοικημένες περιοχές και προτιμώντας τα δάση, όπου μπορούσαν να είναι κρυμμένοι από τυχόν κατασκόπους του Κατακεραυνωτή. Ο Αυγερινός ήταν πολύ αυστηρός σ’αυτό το θέμα: Δεν έπρεπε, σε καμία περίπτωση, να τους εντοπίσουν, έλεγε· η Βασίλισσα έπρεπε να επιστρέψει στην Απαστράπτουσα με όσο το δυνατόν περισσότερη ασφάλεια. Και κανείς δεν του έφερνε αντίρρηση, ούτε καν η Γλυκάνθη, σε καμία από τις προτροπές του· γιατί όλοι τους, αν και δεν το έλεγαν, τον αναγνώριζαν ως αρχηγό της ομάδας τους: κι επομένως, οι προτροπές του ήταν, ουσιαστικά, διαταγές. Ο Αυγερινός τούς οδηγούσε σε τούτο το δύσκολο ταξίδι επειδή, πολύ απλά, ήταν ο καταλληλότερος για να τους οδηγήσει. Ήταν ο σωστός άνθρωπος για τη δουλειά. Ήταν ο φυσικός εχθρός των ακόλουθων του Μαύρου Νάρζουλ και των Οκτώ: και ακριβώς αυτούς είχαν τώρα να αντιμετωπίσουν.
Ο Αυγερινός είχε σταθεί στο διάβα του ίδιου του Κατακεραυνωτή, προκειμένου να δώσει στους συντρόφους του την ευκαιρία να τρέξουν, μέσα στο παλάτι της Ρακμάνης, και να ξεφύγουν. Ο Αυγερινός τούς είχε κρύψει στα δάση και είχε επικαλεστεί τα Σερπετά, για να τους πάρουν μακριά από τους στρατιώτες του Πρίγκιπα Λούσιου. Ο Αυγερινός είχε, με κάποιο μυστηριώδη τρόπο, επικοινωνήσει με την Ορκισμένη Ιέρεια στον Ναό του Απόλλωνα, ώστε εκείνη να τους περιμένει και να τους προσφέρει καταφύγιο και προμήθειες για το ταξίδι τους.
Ο Αυγερινός έμοιαζε με απεσταλμένο του ίδιου του Απόλλωνα, όταν τα μάτια του και η λεπίδα του ξίφους του λαμπύριζαν με γαλανό φως.
Η Βασίλισσα Γλυκάνθη δεν αμφέβαλλε πλέον ότι επρόκειτο για πρόσωπο ιερό· πρόσωπο που εκπλήρωνε, απευθείας, το θέλημα του Φωτεινού Άρχοντα. Και οι επαναστάτες από την Αλβέρια, αν και δεν ήταν πιστοί του Απόλλωνα οι ίδιοι, αντιλαμβάνονταν ωστόσο την ιδιαίτερη φύση αυτού του Βασιλικού Φρουρού.
Κι έτσι, κανείς τους δεν αμφισβητούσε το γεγονός ότι εκείνος, και μόνο εκείνος, μπορούσε να τους οδηγήσει πίσω, στην Απαστράπτουσα.
Τα δύο Σερπετά –με τα οποία ο Αυγερινός έμοιαζε πάντοτε να βρίσκεται σε κάποιου είδους σιωπηλή επικοινωνία– τούς μετέφεραν όλους, δίχως να δείχνουν σημάδια κόπωσης. Ταξίδευαν, και ταξίδευαν, και ταξίδευαν, ακούραστα, αφοσιωμένα, αποφασισμένα. Η Βασίλισσα Γλυκάνθη αναρωτιόταν αν είχαν, πραγματικά, ανάγκη από ξεκούραση το βράδυ· ο Αυγερινός, όμως, έκανε τότε μια μεγάλη στάση, ώστε όλοι τους να κοιμηθούν. Κι άλλη μία στάση έκανε το μεσημέρι, για λιγότερες ώρες.
Τα μέρη που διέσχιζαν ήταν, πολλές φορές, δύσβατα, γεμάτα κρημνούς, ανώμαλα εδάφη, λάκκους, χαντάκια, και χαμηλή αλλά σκληρή βλάστηση που δυσχέραινε το ταξίδι. Τα Σερπετά, όμως, αγνοούσαν κάθε δυσκολία, λες κι ήταν καμωμένα από σίδερο, λες κι ήταν μηχανές. Η εντύπωση αυτή, ένα βράδυ, έγινε τόσο επίμονη στο νου της Γλυκάνθης, που η Βασίλισσα έβαλε τ’αφτί της επάνω στα πλευρά του Σερπετού απ’το οποίο είχε μόλις ξεκαβαλικέψει και αφουγκράστηκε, αναρωτούμενη αν θα άκουγε γρανάζια να γυρίζουν. Το μόνο, όμως, που άκουσε ήταν η αναπνοή του μεγάλου θηρίου, και το στομάχι του να γουργουρίζει. Το Σερπετό, ρίχνοντας ένα φιλικό βλέμμα στη Βασίλισσα, απομακρύνθηκε απ’αυτήν και πήγε λίγο παραπέρα, για να μασουλήσει μερικούς θάμνους.
Το άλλο Σερπετό είχε ήδη φύγει, μακριά από τους συντρόφους, και, αργότερα, όταν επέστρεψε, είχε ένα αγριογούρουνο καρφωμένο επάνω στο μακρύ κέρατο στη μουσούδα του. Το έριξε στο έδαφος, ανάμεσα στον εαυτό του και στο πρώτο Σερπετό, και μαζί άρχισαν να το τρώνε, σχίζοντας τις σάρκες του με τα δόντια και τα νύχια τους. Το θέαμα παραξένεψε τη Γλυκάνθη. Αν και, κανονικά, δε θα έπρεπε, σκέφτηκε η Βασίλισσα. Εξάλλου, ακόμα και τα Σερπετά χρειάζονταν φαγητό. Δεν ήταν κάποιου είδους ανεξήγητα όντα που είχαν κατεβεί απ’τους ουρανούς, τυλιγμένα στο φως· ήταν πλάσματα της γης της Απολλώνιας, και, όπως όλα τα θηρία, είχαν ανάγκη από τροφή.
Ο ήλιος και τα φεγγάρια ανέτελλαν και βασίλευαν, καθώς η Βασίλισσα Γλυκάνθη, ο Αυγερινός, και οι επαναστάτες ταξίδευαν. Ανέτελλαν και βασίλευαν, ανέτελλαν και βασίλευαν, εναλλάσσοντας τη μέρα με τη νύχτα και τη νύχτα με τη μέρα, ενώ εκατοντάδες χιλιόμετρα περνούσαν κάτω απ’τα νυχάτα πόδια των Σερπετών.
Και μια αυγή, ο Αυγερινός είπε: «Ήρθε η ώρα να πλησιάσουμε τη θάλασσα. Αν δεν κάνω λάθος, πρέπει να είμαστε κοντά στην πόλη της Ζέρλια.»
Βρίσκονταν σε μια κατάφυτη περιοχή, επάνω σ’ένα υψίπεδο, και είχαν μόλις διαλύσει τον καταυλισμό τους, ο οποίος, όπως πάντα, ήταν πολύ προσεχτικά στημένος, με τις φωτιές καλυμμένες ώστε να μη μπορούν να τους δουν από μακριά.
Η Γλυκάνθη έβηξε πάνω σ’ένα μαντήλι (Όπως ήταν αναμενόμενο, είχε κρυολογήσει, ύστερα από την περιπέτειά τους μέσα στη βροχή, και το κρυολόγημα δεν είχε ακόμα περάσει) και ρώτησε: «Σκέφτεσαι να πάρουμε πλοίο, Αυγερινέ;»
Εκείνος ένευσε. «Ναι, Βασίλισσά μου. Αρκεί να μπορούμε να μπαρκάρουμε χωρίς να μας αναγνωρίσουν.»
«Με το συμπάθιο, Αυγερινέ,» είπε η Σαρφάλλη, «αλλά δε νομίζω ότι, αν έχουν κάποια πληροφόρηση για σένα, είναι εύκολο να μπερδέψουν τη φάτσα σου.»
Ο Βασιλικός Φρουρός, ασφαλώς, γνώριζε σε τι αναφερόταν η επαναστάτρια: στην ουλή που ξεκινούσε από το μέτωπό του, επάνω δεξιά, και τελείωνε στο σαγόνι του, κάτω αριστερά. Πραγματικά, δεν μπορούσε κανείς να μπερδέψει τη φάτσα του.
«Κι επίσης,» πρόσθεσε ο Ούρος, «όλοι στην Απολλώνια γνωρίζουν το πρόσωπο της Βασίλισσας, από τις εφημερίδες, τα περιοδικά, και τα τηλεοπτικά κανάλια.»
«Ναι,» παραδέχτηκε ο Αυγερινός, «αυτά είναι δύο πολύ σοβαρά προβλήματα…» Και, για πρώτη φορά από τότε που είχαν φύγει απ’τον Ναό του Απόλλωνα, έμοιαζε αναποφάσιστος, σα να μην ήξερε πώς έπρεπε να κινηθούν. Σαν η θεόπνευστη καθοδήγηση στο μυαλό του να τον είχε εγκαταλείψει.
Κι ετούτο δεν μπορούσε παρά να ρίξει το ηθικό των επαναστατών.
Αλλά και της Γλυκάνθης. Η Βασίλισσα αισθάνθηκε λες και, ξαφνικά, κάποιος είχε αφήσει το χέρι της μέσα σ’ένα σκοτεινό δάσος. Προσπαθώντας, όμως, να διώξει αυτή την αίσθηση, είπε: «Την ξέρω τη Δούκισσα της Ζέρλια, κι εκείνη ξέρει εμένα. Κι επιπλέον, εξακολουθώ να είμαι Βασίλισσά της. Θα με εξυπηρετήσει. Δε χρειάζεται να μπούμε σαν κυνηγημένοι σε κάποιο πλοίο.»
«Είστε βέβαιη, Μεγαλειοτάτη, ότι αυτή η Δούκισσα δεν έχει συμμαχήσει με τον Λούσιο;» ρώτησε ο Θελλέδης, που ήταν καθισμένος σε μια πέτρα, γιατί δεν μπορούσε να στέκεται με τον χτυπημένο του μηρό.
Η Γλυκάνθη δίστασε να απαντήσει.
«Ακριβώς αυτό φοβάμαι κι εγώ, Θελλέδη,» είπε ο Αυγερινός. «Δεν ξέρω μέχρι πού είναι απλωμένη η επιρροή του εχθρού μας. Κι επομένως, πρέπει να πάρουμε όσο το δυνατόν περισσότερα μέτρα ασφαλείας.»
«Έτσι όπως τη βλέπω την κατάσταση,» είπε ο Θελλέδης, «έχω να προτείνω το εξής, ως μια σκέψη και τίποτα περισσότερο: Θα μπορούσαν ο Ούρος και η Σαρφάλλη να κατεβούν στη Ζέρλια, να κλείσουν εισιτήρια για όλους μας σε κάποιο πλοίο που φεύγει για Απαστράπτουσα, και μετά να πάμε εμείς και να επιβιβαστούμε. Μ’αυτό τον τρόπο, οι πιθανότητες να μας αναγνωρίσουν είναι λιγότερες. Τον Ούρο και τη Σαρφάλλη δεν τους ξέρει κανένας· και δεν έχουν τίποτα το ιδιαίτερο ή αξιοσημείωτο επάνω τους. Επιπλέον, ο καιρός είναι κρύος, επομένως μπορούν άνετα να φορούν κουκούλες, χωρίς να τραβήξουν την προσοχή. Και, φυσικά, το ίδιο θα κάνεις κι εσύ, Αυγερινέ, καθώς και η Βασίλισσα, όταν είναι να αναχωρήσουμε.»
«Και η ώρα της αναχώρησης του πλοίου καλό θα ήταν να είναι βραδινή,» είπε ο Αυγερινός.
Ο Θελλέδης κατένευσε.
«Θα προχωρήσουμε έτσι, λοιπόν;» ρώτησε ο Φέτανιρ, ύστερα από μερικές στιγμές που όλοι τους ήταν αμίλητοι.
Ο Αυγερινός σταύρωσε τα χέρια του εμπρός του. «Δε βλέπω καμια άλλη λύση. Εκτός αν θέλετε να ταξιδέψουμε ώς τον Μαύρο Ποταμό και να πάρουμε πλοίο από τις όχθες του.»
Η Γλυκάνθη, που είχε δει τον χάρτη, συνοφρυώθηκε. «Ο Μαύρος Ποταμός είναι μακριά από δω, Αυγερινέ. Γύρω στα τετρακόσια χιλιόμετρα, αν θυμάμαι καλά.»
Ο Βασιλικός Φρουρός ένευσε. «Καλά θυμάστε, Βασίλισσά μου. Είναι, πράγματι, μακριά.»
«Ας επιχειρήσουμε, λοιπόν, να φύγουμε από το λιμάνι της Ζέρλια,» είπε η Γλυκάνθη, και έβηξε μέσα στο μαντήλι της. Καταραμένο κρυολόγημα!
*
Ο Ούρος και η Σαρφάλλη πήγαν στη Ζέρλια, οδοιπορώντας. Και άργησαν να επιστρέψουν. Οι σύντροφοί τους είχαν αρχίσει ν’ανησυχούν γι’αυτούς, όταν τους είδαν να έρχονται, το μεσημέρι.
Ο Φέτανιρ κατέβηκε από το δέντρο όπου είχε σκαρφαλώσει, για να παρατηρεί, και ενημέρωσε τους υπόλοιπους ότι ο Ούρος και η Σαρφάλλη πλησίαζαν· και δε φαίνονταν νάναι τραυματισμένοι, ούτε κανένας τους καταδίωκε.
Η Γλυκάνθη έβηξε μέσα στο μαντήλι της. Θετικό σημάδι, σκέφτηκε.
Ο Ούρος και η Σαρφάλλη ανέβηκαν στο υψίπεδο από ένα μονοπάτι που ίσα που ξεχώριζε μέσα απ’τη βλάστηση, και ήρθαν κοντά στους συντρόφους τους. «Τα έχουμε,» είπε ο πρώτος, βγάζοντας τα εισιτήρια από μια τσέπη του και υψώνοντάς τα εμπρός του. «Έξι. Για τα μεσάνυχτα.»
«Γιατί αργήσατε τόσο;» ρώτησε ο Αυγερινός.
«Διότι δεν είχαμε χρήματα, και έπρεπε να ψάξουμε να βρούμε φτηνά εισιτήρια για κάποιο σκάφος που έφευγε την ώρα που θέλουμε.»
«Σωστά,» είπε ο Θελλέδης, κοιτάζοντας τον Αυγερινό. «Δε λάβαμε υπόψη μας την οικονομική μας κατάσταση.»
«Τι πλοίο βρήκατε;» ρώτησε η Γλυκάνθη τον Ούρο.
«Ιστιοφόρο με κωπηλάτες, Μεγαλειοτάτη. Δυστυχώς, ήταν αδύνατον να κλείσουμε θέση σε κάποιο ενεργειακό σκάφος.»
Οι θέσεις στα ενεργειακά σκάφη ήταν πάντα ακριβότερες· η Γλυκάνθη το ήξερε. Και υπήρχε ένας πολύ καλός λόγος που τα πράγματα ήταν έτσι: Για να λειτουργήσουν, τα ενεργειακά πλοία της Απολλώνιας δεν χρειάζονταν μόνο μεγάλα αποθέματα ενέργειας, αλλά και μάγους, για να ελέγχουν την ενεργειακή ροή. Όλα τούτα σήμαιναν υψηλό κόστος για τον πλοιοκτήτη, αφού ούτε οι ενεργειακές φιάλες ήταν φτηνές, ούτε οι μάγοι εργάζονταν με χαμηλούς μισθούς, καθότι ήταν λίγοι και η ζήτηση για την εργασία τους μεγάλη. Επομένως, τα εισιτήρια ήταν, αναπόφευκτα, πολύ ακριβότερα από τα εισιτήρια των ιστιοφόρων. Και, όπως είχε αποδειχτεί, ήταν πιο ακριβά απ’ό,τι επέτρεπαν οι οικονομίες της ομάδας της Βασίλισσας.
«Αυτό σημαίνει ότι θ’αργήσουμε να φτάσουμε στην Απαστράπτουσα…» είπε η Γλυκάνθη, μελαγχολικά· γιατί σκεφτόταν ότι ο Ανδρόνικος και η Βασιλική, σίγουρα, θ’ανησυχούσαν για εκείνη.
«Σχετικά,» αποκρίθηκε ο Αυγερινός. «Είναι, όμως, νομίζω, η καλύτερη λύση, Βασίλισσά μου.»
«Πόσες μέρες θα διαρκέσει το ταξίδι;» θέλησε να μάθει η Γλυκάνθη.
«Δεν είμαι ειδικός στα πλοία…»
«Τρεις μέρες, περίπου, τις υπολογίζω εγώ,» είπε ο Ούρος.
Η Γλυκάνθη πήρε μια βαθιά ανάσα και την έβγαλε αργά από μέσα της. Έβηξε, σκεπάζοντας το στόμα και τη μύτη με το μαντήλι της. «Εντάξει,» είπε. «Θα περιμένουμε τα μεσάνυχτα.»
Δεν περίμεναν, όμως, μέχρι τότε, γιατί ο Ούρος είπε πως δε θα ήταν καλή ιδέα να τρέχουν για να προφτάσουν το πλοίο, την τελευταία στιγμή· εκτός απ’το ότι ίσως να το έχαναν, θα τραβούσαν και την προσοχή διάφορων περίεργων –πράγμα το οποίο, αναμφίβολα, δεν ήθελαν. Ο Αυγερινός και η Γλυκάνθη δεν μπόρεσαν παρά να συμφωνήσουν μαζί του. Έτσι, έφυγαν από το υψίπεδο δύο ώρες πριν από τα μεσάνυχτα, εγκαταλείποντας τα Σερπετά πίσω τους. Η Βασίλισσα όφειλε να παραδεχτεί ότι λυπόταν που τα άφηνε· τα αισθανόταν σαν δύο πανίσχυρους προστάτες στο πλευρό της.
Ντυμένοι με τις κάπες τους και κουκουλωμένοι, πλησίασαν τη Ζέρλια, που τα φώτα της διέλυαν το σκοτάδι της νύχτας. Ο αέρας που φυσούσε ήταν παγερός και ερχόταν από τη θάλασσα, πράγμα που σήμαινε ότι ήταν βόρειος. Η Γλυκάνθη ανησύχησε μήπως ήταν τόσο δυνατός ώστε να έχει απαγορευτεί ο απόπλους· ο Ούρος, όμως, τη διαβεβαίωσε πως αποκλείεται να είχε συμβεί κάτι τέτοιο.
Μπήκαν στους δρόμους της πόλης και βάδισαν κάτω από τα φώτα των λαμπών της. Η κίνηση δεν ήταν μεγάλη, λόγω της ώρας. Και, καθώς πλησίαζαν το λιμάνι, είδαν σε δύο σημεία συμμορίες να περιφέρονται: η μία απαρτιζόταν από πέντε άντρες, οι δύο απ’τους οποίους είχαν άλογα· η άλλη απαρτιζόταν από τέσσερις γυναίκες και τρεις άντρες, που ανάμεσά τους είχαν ένα τρίκυκλο όχημα. Τα βλέμματα που έριξαν και οι δύο συμμορίες στη Βασίλισσα και τους συνοδούς της ήταν σα να υπολόγιζαν αν τους συνέφερε να τους επιτεθούν. Η Γλυκάνθη είχε και παλιότερα ακούσει ότι οι δρόμοι της Ζέρλια δεν ήταν και τόσο ασφαλείς τη νύχτα, ειδικά κοντά στο λιμάνι, αλλά ποτέ άλλοτε δεν είχε βρεθεί εδώ μια τέτοια ώρα, για να το διαπιστώσει από μόνη της.
Σκέφτηκε: Οι ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ δε θα έχουν δυσκολευτεί να απλώσουν τα πλοκάμια τους σ’ένα μέρος όπως αυτό.
Η Σαρφάλλη και ο Ούρος οδήγησαν τους συντρόφους τους στην αποβάθρα όπου ήταν αραγμένο το ιστιοφόρο που θα επιβιβάζονταν. Επρόκειτο για ένα μακρύ και ψηλό τρικάταρτο σκάφος, φτιαγμένο από ξύλο. Στα πλευρά του ήταν γραμμένο το όνομα Το Άτι της Θάλασσας.
Ο Θελλέδης πρότεινε ένα σχέδιο, προτού πλησιάσουν περισσότερο. Είπε πως θα ήταν καλύτερα να μην περάσουν από τον ελεγκτή εισιτηρίων όλοι μαζί, γιατί τότε εκείνος θα τους ζητούσε να έρθουν ένας-ένας μπροστά του, για να κοιτάξει τα εισιτήριά τους· κι επομένως, θα υπήρχε κίνδυνος να αναγνωρίσει τον Αυγερινό ή τη Βασίλισσα, σε περίπτωση που είχε κάποια πληροφόρηση γι’αυτούς. «Πιστεύω πως μας συμφέρει να τον πλησιάσουμε δύο-δύο, χωρίς να δώσουμε κανένα σημάδι ότι γνωριζόμαστε μεταξύ μας. Έτσι, θα έχουμε διπλό πλεονέκτημα: πρώτον, θα κρύψουμε τον πραγματικό μας αριθμό (που είναι το λιγότερο σημαντικό)· και δεύτερον, θα μπορέσουμε εύκολα να κρύψουμε εσένα, Αυγερινέ, καθώς και τη Βασίλισσα. Εκείνος που θα είναι μαζί σας θα δείξει και τα δύο εισιτήρια συγχρόνως, έτσι ο ελεγκτής θα κοιτάξει μόνο το δικό του πρόσωπο, ενώ τα δικά σας πρόσωπα θα είναι κρυμμένα στη σκιά της κουκούλας σας. Επομένως, δε θα υπάρχει πιθανότητα να σας αναγνωρίσει, ακόμα κι αν έχει πληροφόρηση για εσάς.»
Η Γλυκάνθη μειδίασε. «Οι επαναστάτες είστε γεμάτοι κόλπα,» είπε. Και προς τον Αυγερινό: «Εμένα η ιδέα του Θελλέδη μού φαίνεται καλή.»
Ο Αυγερινός ένευσε. «Κι εμένα, Βασίλισσά μου.»
Την εφάρμοσαν.
Ο Θελλέδης και η Σαρφάλλη ζύγωσαν πρώτοι το σκάφος. Ανέβηκαν την ξύλινη ράμπα, και η δεύτερη έδειξε τα εισιτήριά τους στον ελεγκτή, ενώ ο πρώτος στηριζόταν σ’ένα ραβδί για να βαδίζει. Έπειτα, μπήκαν στο σκάφος και χάθηκαν απ’τα μάτια των συντρόφων τους.
Ο Αυγερινός περίμενε να περάσει λίγη ώρα και, μετά, πλησίασε μαζί με τον Φέτανιρ. Ο μαυρόδερμος επαναστάτης έδειξε τα εισιτήριά τους και μπήκαν κι αυτοί στο πλοίο.
«Πάμε, Βασίλισσά μου;» ρώτησε ο Ούρος, όταν πέρασαν πάλι μερικά λεπτά.
Η Γλυκάνθη κατένευσε.
Ζύγωσαν το Άτι της Θάλασσας και διέσχισαν τη ράμπα που οδηγούσε στην είσοδό του· η Βασίλισσα μπορούσε ν’ακούσει το ξύλο να τρίζει κάτω απ’τις μπότες που της είχαν δώσει στον Ναό του Απόλλωνα. Στο κατώφλι της θύρας στεκόταν ένας άντρας με πυκνό μαύρο μούσι και άγριο βλέμμα. Από τη ζώνη του κρεμόταν ένα πιστόλι. Τα ρούχα του ήταν χαρακτηριστικά για ναυτικό.
«Καλ’σπέρα,» χαιρέτησε.
«Καλησπέρα,» αντιχαιρέτησε ο Ούρος, και του έδωσε τα δύο εισιτήριά τους.
Ο άντρας τα κοίταξε… κι ύστερα, το βλέμμα του σηκώθηκε και στράφηκε στη Γλυκάνθη–
Ω Μεγάλε Απόλλωνα! Με κατάλαβε! Με κατάλαβε!
–για να ξανακατεβεί στα εισιτήρια, μετά από μια στιγμή. Έκοψε τις άκρες τους και τα επέστρεψε στον Ούρο.
«Καλό ταξίδι,» ευχήθηκε.
«Ευχαριστούμε.»
Ο επαναστάτης και η Βασίλισσα της Απολλώνιας μπήκαν στο πλοίο.
Η Γλυκάνθη αισθανόταν την καρδιά της να βροντοκοπά κάτω απ’το στήθος της, και έβηξε δυνατά πάνω στο μαντήλι της, ξανά και ξανά και ξανά.
«Είστε καλά;» της ψιθύρισε ο Ούρος.
«…Ναι.» Η Γλυκάνθη ξεροκατάπιε. «Ναι.»
Βρίσκονταν σ’έναν στενό, ξύλινο διάδρομο του πλοίου, ο οποίος φωτιζόταν από μια ενεργειακή λάμπα στο ταβάνι.
Ο Αυγερινός τούς πλησίασε. «Όλα εντάξει;» ρώτησε.
Η Γλυκάνθη κατένευσε.
«Μάλλον, θα πρέπει να βρούμε μόνοι τις καμπίνες μας,» είπε ο Αυγερινός. «Δε βλέπω να υπάρχει κανένας καμαρότος, για να μας οδηγήσει.»
«Ο αριθμός τους είναι γραμμένος στα εισιτήρια,» υπέδειξε ο Ούρος.
«Ναι, το ξέρω. Ελάτε.»
Βάδισαν μέσα στον διάδρομο, και έστριψαν.
«Πού είναι οι άλλοι;» ρώτησε η Γλυκάνθη.
«Πήγαν να βρουν τις δικές τους καμπίνες. Εγώ περίμενα, πρώτα, να δω ότι είστε καλά, Βασίλισσά μου.»
Κατέβηκαν μια στενή, επικίνδυνη σκάλα και βρέθηκαν σ’έναν άλλο διάδρομο. Στις πόρτες δεξιά κι αριστερά, είδαν τους αριθμούς που ήταν γραμμένοι και στα εισιτήριά τους. Ο Ούρος και η Σαρφάλλη είχαν κλείσει διπλές καμπίνες για όλους. Η Βασίλισσα θα έμενε μαζί με τον Αυγερινό· ο Θελλέδης με τη Σαρφάλλη· και ο Ούρος με τον Φέτανιρ.
Ο Βασιλικός Φρουρός άνοιξε την πόρτα της καμπίνας που αναλογούσε σ’εκείνον και τη Γλυκάνθη, και μέσα φάνηκε ένα στενόχωρο δωμάτιο, που τα κρεβάτια ήταν το ένα πάνω από το άλλο. Μοναδικό άνοιγμα προς τον έξω κόσμο ήταν ένα μικρό φινιστρίνι. Ενεργειακή λάμπα δεν υπήρχε: μονάχα μια λάμπα λαδιού, κρεμασμένη από ένα τσιγκέλι στον τοίχο.
«Καταλαβαίνω,» είπε ο Αυγερινός, μπαίνοντας, «πως αυτός δεν είναι ο κατάλληλος χώρος για εσάς, Βασίλισσά μου…»
«Μη γίνεσαι ανόητος, Αυγερινέ,» αποκρίθηκε η Γλυκάνθη, ακολουθώντας τον. Έκλεισε την πόρτα και έβηξε. «Το λιγότερο που με απασχολεί τώρα είναι η ‘καταλληλότητα’.» Κάθισε στο κάτω κρεβάτι.
Ο Αυγερινός άναψε τη λάμπα που κρεμόταν απ’το τσιγκέλι, για να φωτίσει το δωμάτιο· γιατί, αλλιώς, ο μοναδικός φωτισμός που θα είχαν θα ήταν το γαλανό φεγγαρόφωτο της Γλαυκής, που έμπαινε απ’το φινιστρίνι.
«Προτιμάτε το πάνω κρεβάτι ή το κάτω, Βασίλισσά μου;» ρώτησε, ύστερα.
«Το κάτω.»
«Σας πιάνει η θάλασσα;»
«Δυστυχώς, ναι. Εκτός αν είμαι ξαπλωμένη και δεν κινούμαι.»
«Τότε,» είπε ο Αυγερινός, «καλύτερα θα ήταν να μην κινείστε. Ο καιρός φαίνεται άσχημος.»
Η Γλυκάνθη έβηξε, δυνατά, πάνω στο μαντήλι της. «Για τρεις ολόκληρες μέρες;» είπε, βραχνά. «Να μην κινούμαι για τρεις ολόκληρες μέρες;»
Ο Αυγερινός ύψωσε τους ώμους. «Μια πρόταση έκανα…»
Η Γλυκάνθη καθάρισε το λαιμό της, και τον ψηλάφισε με τα δάχτυλα του δεξιού της χεριού. Πονούσε. «Δε νομίζω ότι τούτος ο κλειστός χώρος μού κάνει καλό,» παρατήρησε. «Φοβάμαι πως δε θα είμαι ευχάριστη παρέα, Αυγερινέ.»
«Δεν υπάρχει πρόβλημα, Βασίλισσά μου.»
Ο Λούσιος έφυγε το μεσημέρι, παίρνοντας το μεγάλο πλοίο που τους είχε φέρει από την Απαστράπτουσα. Η Κορνηλία ετοιμάστηκε όσο κι εκείνος ετοιμαζόταν, αλλά νωχελικά, γιατί σκόπευε να εγκαταλείψει τη Ρακμάνη μετά απ’αυτόν. Δε βιαζόταν να ξεκινήσει το ταξίδι της, και δε βιαζόταν να απελευθερώσει την Υφάντρα, παρότι καταλάβαινε ότι θα ήταν ένα πανίσχυρο όπλο υπέρ τους και υπέρ της θρησκείας του Μαύρου Νάρζουλ, που η Κορνηλία την είχε δει με διαφορετικό μάτι –ή, μάλλον, την είχε κατανοήσει με διαφορετικό νου– ύστερα από όσα τής είχε πει ο Κατακεραυνωτής. Φοβόταν το γεγονός ότι θα έπρεπε να δεχτεί την Υφάντρα εντός της. Φοβόταν τι αποτελέσματα μπορεί να είχε αυτό επάνω της.
Μην είσαι ανόητη! μάλωσε τον εαυτό της. Ο Λούσιος –ο Κατακεραυνωτής– σου είπε ότι τίποτα δε θ’αλλάξει· ότι θα είσαι η ίδια, απλά με περισσότερες γνώσεις, με περισσότερες δυνάμεις. Πολύ σημαντικότερη απ’ό,τι είσαι τώρα.
Έχεις μόνο να κερδίσεις, Κορνηλία. Μόνο να κερδίσεις.
Μόνο να κερδίσεις.
Επαναλαμβάνοντάς το αυτό, ξανά και ξανά, μέσα της, έκανε τις τελευταίες προετοιμασίες και βγήκε απ’τα διαμερίσματα του Λούσιου στο παλάτι της Ρακμάνης. Κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο ενός συγκεκριμένου ανθρώπου, τον οποίο ο Πρίγκιπας τής είχε πει να πάρει μαζί της, γιατί οι ικανότητές του θα της χρειάζονταν. «Η Δομινίκη τού είχε μεγάλη εκτίμηση, Κορνηλία. Και δε νομίζω κι εσένα να σ’απογοήτευσε στην Απολεσθείσα Γη, έτσι δεν είναι;»
Έτσι ήταν. Ο Αναξιμένης’σαρ δεν την είχε απογοητεύσει καθόλου, παρότι, αρχικά, η Κορνηλία τον θεωρούσε ολίγον αντιπαθητικό.
Στεκόμενη τώρα μπροστά στην πόρτα του δωματίου του, χτύπησε, ευγενικά, με τις φάλαγγες των δαχτύλων. Περίμενε λίγο, και ο μάγος άνοιξε. Ήταν ντυμένος με γκρίζα, μάλλινη μπλούζα και μαύρο, υφασμάτινο παντελόνι. Τα καστανά του μαλλιά και τα μούσια του ήταν καλοχτενισμένα. Τα μάτια του πρόδιδαν αιφνιδιασμό, που την αντίκριζαν.
«Αρχόντισσά μου,» είπε, σε χαιρετισμό.
«Καλησπέρα, Αναξιμένη. Ελπίζω να μην έρχομαι σε ακατάλληλη ώρα.»
Για μια στιγμή, τα μάτια του στένεψαν, σα να ήταν έτοιμος να της αποκριθεί ότι, ναι, ερχόταν σε ακατάλληλη ώρα και καλύτερα να έφευγε. Μετά, όμως, είπε: «Ετοιμαζόμουν να πάω για φαγητό. Αλλά δεν υπάρχει πρόβλημα, αν με θέλετε για κάποιο λόγο.»
Η επιρροή του Κατακεραυνωτή, συνειδητοποίησε η Κορνηλία. Η επιρροή που τους έκανε όλους λιγάκι πιο απότομους, λιγάκι πιο βίαιους, απ’ό,τι ήταν. Η επιρροή που ορισμένους τούς οδηγούσε πέρα από τα όρια, στο έγκλημα. Ο Αναξιμένης’σαρ, όμως, είχε καταφέρει να τιθασεύσει τον εαυτό του. Και η Κορνηλία, επίσης, μπορούσε να τιθασεύει τον δικό της εαυτό· εκτός από όταν κάποιος την ενοχλούσε, ή όταν… Ένα ρίγος διέτρεξε τη ράχη της, καθώς θυμήθηκε το αίμα στα νύχια της, σήμερα το πρωί.
Το έδιωξε απ’το μυαλό της. «Θα μπορούσαμε να φάμε μαζί, τότε, αν θέλεις,» πρότεινε στον μάγο.
«Θα ήταν ευχαρίστησή μου, Αρχόντισσά μου.»
«Κορνηλία. Μπορείς να με λες Κορνηλία.»
«Όπως επιθυμείς, Κορνηλία,» είπε ο Αναξιμένης’σαρ, και ένα μικρό χαμόγελο φάνηκε μέσα απ’τα καστανά μούσια του.
Είναι δικός μου τώρα, σκέφτηκε η Κορνηλία, ικανοποιημένη με τον εαυτό της. Και δεν έχω ακόμα αρχίσει μαζί του…
Πήγαν σε μια τραπεζαρία του παλατιού και παράγγειλαν φαγητό από έναν υπηρέτη. Καθώς έτρωγαν, η Δούκισσα της Βανκάρης εξήγησε στον μάγο γιατί ακριβώς τον χρειαζόταν. Έπρεπε να έρθει μαζί της, του είπε, στα Ελκόβρια Έλη, προκειμένου να ελευθερώσουν ακόμα έναν από τους Οκτώ. Την Υφάντρα. Ο Πρίγκιπας Λούσιος είχε δώσει στην Κορνηλία συγκεκριμένες οδηγίες για το πώς να το κάνουν αυτό, κι εκείνη τις μετέφερε όλες στον Αναξιμένη. Τα μάτια του μάγου γυάλιζαν, καθώς την άκουγε να του μιλά. Ήταν, αναμφίβολα, πιστός ακόλουθος του Δασκάλου, και όχι μόνο. Πρέπει το θέμα της φυλάκισης των Οκτώ να τον συνέπαιρνε, προσωπικά. Είναι Ερευνητής, θύμισε στον εαυτό της η Κορνηλία. Οι Ερευνητές ενθουσιάζονται με ό,τι έχει σχέση με τη φύση των διαστάσεων.
«Η Δομινίκη τού είχε μεγάλη εκτίμηση,» είχε πει ο Λούσιος. Και, μάλλον, αυτός ήταν ο λόγος: ο Αναξιμένης’σαρ είχε ασχοληθεί προσωπικά με την περίπτωση των Οκτώ: με τη φυλάκισή τους από τον Απόλλωνα, τόσα χρόνια πριν. Τον ενδιέφερε πραγματικά να τους ελευθερώσει από τις φυλακές τους.
Όταν τελείωσαν το γεύμα τους, η Κορνηλία πρότεινε να ετοιμαστούν, για να ξεκινήσουν το ταξίδι προς τα Ελκόβρια Έλη, και ο μάγος δεν έφερε αντίρρηση. Είπε ότι θα τη συναντούσε, σε μισή ώρα, στο γκαράζ του παλατιού.
Η Κορνηλία ντύθηκε με ταξιδιωτικά ρούχα και κάλυψε, όσο καλύτερα μπορούσε, την ουλή στην αριστερή μεριά του προσώπου της, χρησιμοποιώντας μακιγιάζ. Το περίεργο ήταν πως η ύπαρξή της δεν την στεναχωρούσε και τόσο πλέον. Ασφαλώς, όταν έβρισκε χρόνο, θα προσλάμβανε τους καλύτερους γιατρούς για να την εξαφανίσουν από το μάγουλό της, αν ήταν εφικτό. Όμως, προς το παρόν, είχε σημαντικότερα πράγματα να κάνει. Ήταν μια ιέρεια του Δασκάλου, και δε θάπρεπε ποτέ να το ξεχνά αυτό· ο Κατακεραυνωτής τής το είχε τονίσει· την είχε κάνει να το δει, όπως βλέπει κανείς ότι ο ουρανός είναι γαλάζιος το πρωί και σκούρος-μπλε τη νύχτα.
Η Κορνηλία κατέβηκε στο γκαράζ του παλατιού, πηγαίνοντας προς το όχημα που θα χρησιμοποιούσε για να ταξιδέψει στα Ελκόβρια Έλη. Επρόκειτο για ένα ψηλό, μακρύ κατασκεύασμα με οκτώ μεγάλες ρόδες. Το εσωτερικό του ήταν χωρισμένο σε τρία τμήματα: το πρόσθιο τμήμα, που διέθετε δύο θέσεις και, πίσω τους, το ενεργειακό κέντρο του οχήματος· το μεσαίο τμήμα, που διέθετε τρεις θέσεις (δύο πολυθρόνες και έναν καναπέ)· και το οπίσθιο τμήμα, που διέθετε αρκετό χώρο για να μπορούν να επιβιβαστούν άνετα οι δεκαπέντε πολεμιστές που θα συνόδευαν τη Δούκισσα της Βανκάρης στην αποστολή της. Το όχημα ήταν, επίσης, μεταβαλλόμενο: μπορούσε να κρύψει τους τροχούς του και να βγάλει οκτώ μακριά, αραχνοειδή πόδια. Αυτό το έκανε ιδανικό για να διασχίζει βάλτους και παρόμοια δύσβατα εδάφη με λάσπες και νερά.
Ο Αναξιμένης’σαρ την περίμενε πλάι στο όχημα, και τη χαιρέτησε φιλικά, καθώς εκείνη τον πλησίασε.
Η Κορνηλία ρώτησε: «Θα καθίσεις εσύ στο ενεργειακό κέντρο, όπως είπαμε το μεσημέρι;»
«Φυσικά,» αποκρίθηκε ο μάγος. «Δεν είναι κανένας δύσκολος μηχανισμός.»
Οι πολεμιστές της Δούκισσας είχαν ήδη πάρει τις θέσεις τους στο εσωτερικό του οχήματος, καθώς επίσης κι ο οδηγός. Η Κορνηλία κάθισε στον καναπέ του μεσαίου τμήματος, και ο Αναξιμένης’σαρ στο ενεργειακό κέντρο. Τα συστήματα του οχήματος ενεργοποιήθηκαν, και βγήκε απ’το γκαράζ του παλατιού και από τον κήπο. Κατέβηκε το δεντρόφυτο ύψωμα, ακολουθώντας τον δρόμο που τυλιγόταν σπειροειδώς γύρω του, και βρέθηκε στις λεωφόρους της Ρακμάνης. Βγήκε από τη βόρεια μεριά της πόλης και οι οκτώ τροχοί του κύλησαν επάνω σ’έναν πολύ μεγαλύτερο, εξοχικό δρόμο, που απλωνόταν πλάι στην ακτή. Από τα παράθυρα του οχήματος φαίνονταν τα χειμωνιάτικα κύματα της Άπατης Θάλασσας.
Η Κορνηλία καθόταν και τα κοίταζε, προσπαθώντας ν’αδειάσει το μυαλό της από τις αμφιβολίες σχετικά με το πνεύμα της Υφάντρας και να επικεντρωθεί στην αποστολή της.
*
Όταν ο ήλιος είχε δύσει, έφτασαν στην πόλη που ονομαζόταν Θαλασσόπνοη και βρισκόταν βόρεια της Ρακμάνης και νότια των Ελκόβριων Ελών. Είχαν κάνει το μισό ταξίδι μέχρι τους βάλτους. Η Κορνηλία θα προτιμούσε να μη σταματήσουν· θα προτιμούσε να συνεχίσουν, μέσα στη νύχτα, αλλάζοντας οδηγό στο τιμόνι του οχήματός τους. Για να το κάνουν, όμως, αυτό, θα έπρεπε ν’αλλάξουν και μάγο στο ενεργειακό κέντρο· και άλλο μάγο δεν είχαν, πέρα από τον Αναξιμένη’σαρ, ο οποίος, αναμφίβολα, χρειαζόταν ξεκούραση. Κι αν είναι να σταματήσουμε κάπου, σκέφτηκε η Κορνηλία, καλύτερα να σταματήσουμε στη Θαλασσόπνοη, παρά μέσα στις ερημιές. Γιατί, σύμφωνα με τους χάρτες της, βόρεια από την πόλη δεν υπήρχε κανένας μεγάλος δρόμος· οι περιοχές ήταν άγριες, μέχρι τα Ελκόβρια Έλη· και, μέσα στα ίδια τα έλη, σίγουρα, τα πράγματα χειροτέρευαν.
Έτσι, η Δούκισσα της Βανκάρης πρόσταξε να σταματήσουν στις παρυφές της Θαλασσόπνοης, σ’ένα πανδοχείο έξω απ’την πόλη. Ο πανδοχέας τούς δέχτηκε χωρίς να κάνει πολλές-πολλές ερωτήσεις, μοιάζοντας να τους φοβάται και να καταλαβαίνει, από τις ενδυμασίες τους, ότι πρέπει να ήταν απεσταλμένοι του Πρίγκιπα Λούσιου. Η Κορνηλία δεν ήξερε αν την είχε αναγνωρίσει, πάντως η ίδια δεν του ανέφερε ποια ήταν. Δεν το θεώρησε απαραίτητο.
Το πρωί, οι πολεμιστές της, ο Αναξιμένης’σαρ, και εκείνη μπήκαν στο οκτάτροχο όχημα και απομακρύνθηκαν από τη Θαλασσόπνοη, κατευθυνόμενοι βόρεια, όπου, όπως είχε δει η Κορνηλία στους χάρτες, τα μέρη ήταν, πράγματι, άγρια. Τα χωριά που συνάντησαν ήταν λίγα· δεν έμεναν παρά ελάχιστοι άνθρωποι σε τούτες τις περιοχές. Και, φυσικά, δρόμος κατάλληλος για την κίνηση ενεργειακών οχημάτων δεν υπήρχε· μονάχα κακοτράχαλα μονοπάτια, που άλλα ήταν πιο φαρδιά, άλλα πιο στενά, άλλα ανηφορικά κι άλλα κατηφορικά. Ευτυχώς, όμως, οι τροχοί του οχήματος της Κορνηλίας ήταν μεγάλοι και φτιαγμένοι έτσι ώστε να μπορούν να διασχίζουν δύσβατα εδάφη. Μέχρι ενός σημείου, ασφαλώς. Αλλά, όταν οι τροχοί αδυνατούσαν να περάσουν από κάπου, τότε μπορούσαν να βγουν τα αραχνοειδή πόδια για να συνεχίσουν το ταξίδι. Όπως φάνηκε, όμως, αυτό δε χρειάστηκε…
…ώσπου, το μεσημέρι, έφτασαν στα Ελκόβρια Έλη: μια έκταση γεμάτη στάσιμα νερά και μπερδεμένη βλάστηση, που, σε ορισμένα σημεία, έμοιαζε να σχηματίζει φυτικά δίχτυα. Η Κορνηλία έκρινε ότι εδώ, σίγουρα, θα χρειαζόταν να ενεργοποιήσουν τα αραχνοειδή πόδια. Επομένως, πρότεινε να γίνει μια στάση, προτού το κάνουν. Αν μη τι άλλο, για να ξεκουραστεί ο Αναξιμένης’σαρ.
Ο οδηγός σταμάτησε το όχημα μερικά μέτρα απόσταση από τους βάλτους, και η Κορνηλία βγήκε απ’το εσωτερικό του, τυλίγοντας την κάπα της γύρω της, γιατί ο αέρας ήταν τσουχτερός. Το περιβάλλον ήταν κρύο και υγρό εδώ. Εμπρός της, στα βορειοανατολικά, φαίνονταν τα Ελκόβρια Έλη· αριστερά της, στα βορειοδυτικά, φαινόταν η Άπατη Θάλασσα, φουσκωμένη απ’τον χειμωνιάτικο άνεμο. Στο βάθος, η Κορνηλία μπορούσε να διακρίνει ένα καράβι να ταξιδεύει, κι αναρωτήθηκε αν αυτό ήταν το σκάφος του Λούσιου, που κατευθυνόταν προς τη Βανκάρη.
Πηγαίνει στην πόλη μου. Και θα δει τον Ταχύβιο, τον σύζυγό μου, ο οποίος… άραγε, αυτή τη στιγμή, προς ποια παράταξη κλίνει; Προτού εμφανιστεί ο Ανδρόνικος, δεν είχε δώσει κανένα σημάδι ότι μπορεί να σχεδίαζε προδοσία κατά του Λούσιου. Τώρα, όμως, τι περνούσε απ’το μυαλό του; Τον είχε, μήπως, παραπλανήσει η προπαγάνδα του Ανδρόνικου;
Η Κορνηλία σκέφτηκε ότι είχε πολύ καιρό να δει τον σύζυγό της. Παραπάνω απ’ό,τι ήταν συνετό. Οτιδήποτε μπορούσε να είχε συμβεί στη Βανκάρη, όσο εκείνη έλειπε. Οτιδήποτε. Ειδικά σε μια ασταθή περίοδο, όπως ετούτη.
Τέλος πάντων. Ό,τι κι αν είναι, ο Λούσιος θα καταφέρει να το αντιμετωπίσει. Είμαι βέβαιη.
Κι αν δεν ήταν βέβαιη για τον Λούσιο, ήταν βέβαιη για τον Κατακεραυνωτή…
Επιπλέον, στη Βανκάρη, υπήρχαν πολλοί πιστοί του Δασκάλου (όπως και σ’όλο το βασίλειο πλέον)· αν ο Ταχύβιος φερόταν ασύνετα, θα τον έβαζαν στη θέση του. Μια σκέψη που δεν άρεσε στην Κορνηλία, γιατί αυτόν τον σύζυγό της τον συμπαθούσε περισσότερο από τον προηγούμενο. Κι επίσης, δεν ήταν υπέρ της βίαιης αντιμετώπισης, εκτός αν αποδεικνυόταν τελείως απαραίτητη–
Συνοφρυώθηκε, καθώς διαπίστωσε ότι το μυαλό της δεν κατακλυζόταν πια από άσχημες και άγριες σκέψεις. Ούτε κακές αναμνήσεις το πολιορκούσαν. Βρίσκομαι μακριά από την επιρροή του Κατακεραυνωτή…
Κι αναμφίβολα, αυτό δεν ίσχυε μόνο για εκείνη. Ίσχυε και για όλους όσους ήταν μαζί της. Στρέφοντας το βλέμμα, κοίταξε, πάνω απ’τον ώμο της, τους πολεμιστές που είχαν βγει από το όχημα, καθώς και τον Αναξιμένη’σαρ. Καλό αυτό, σκέφτηκε. Είναι προτιμότερο να έχω νηφάλιους ανθρώπους μαζί μου, στα Ελκόβρια Έλη.
*
Αφού έφαγαν και ξεκουράστηκαν, μπήκαν πάλι στο όχημά τους, και ο Αναξιμένης’σαρ, χρησιμοποιώντας ένα Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος, έκανε τους τροχούς του να κρυφτούν και τα οκτώ πόδια του να ξεπροβάλουν, κρατώντας το πάνω από το έδαφος όπως το σώμα αράχνης.
«Θα οδηγήσω εγώ,» είπε η Κορνηλία, και ο οδηγός του οχήματος τής παρέδωσε τη θέση του. Εκείνη πήρε το τιμόνι και τους μοχλούς στα χέρια της, και έβαλε το οκτάποδο μηχανικό κατασκεύασμα να μπει στους βάλτους, πατώντας μέσα στα λασπώδη, στάσιμα νερά τους και σπάζοντας τη διχτυωτή βλάστηση στο πέρασμά του.
Στο σύστημα πλοήγησης, η Δούκισσα της Βανκάρης είχε ήδη αποθηκεύσει τον χάρτη που της είχε φτιάξει ο Λούσιος, όσο βρίσκονταν στα διαμερίσματά του, στο παλάτι της Ρακμάνης.
«Ακολούθησέ τον,» της είχε πει, «και θα σε οδηγήσει στον τόπο φυλάκισης της Υφάντρας.»
«Τον ζωγράφισες από μνήμης;» είχε ρωτήσει η Κορνηλία, παραξενεμένη.
«Ναι.»
«Και τον θυμάσαι από… πόσο παλιά;»
«Από πολύ παλιά,» την είχε διαβεβαιώσει ο Λούσιος.
«Σίγουρα δεν έχεις κάνει κάποιο τραγικό λάθος;»
«Έτσι νομίζω.»
Και μακάρι νάχεις δίκιο, σκέφτηκε τώρα η Κορνηλία, καθώς κοίταζε τον χάρτη στη μικρή οθόνη πλάι της. Γιατί, αλλιώς, δεν πρόκειται να βρούμε άκρη εδώ μέσα.
Καθώς άρχισε να βραδιάζει, άναψε τα φώτα του οχήματος, για να βλέπει πού πήγαινε. Το μέρος ήταν επικίνδυνο· και τα μακριά, αραχνοειδή πόδια δεν πρόσφεραν απόλυτη ασφάλεια. Υπήρχε πάντα ο κίνδυνος να μπλεχτούν στη βλάστηση, ή να γλιστρήσουν στο ανώμαλο έδαφος και στα ελώδη νερά. Τα ζώα και τα πουλιά των βάλτων, ευτυχώς, δεν έμοιαζαν επιθετικά· σκορπίζονταν στο πέρασμα των ταξιδιωτών –τουλάχιστον, όταν οι ταξιδιώτες βρίσκονταν μέσα σε όχημα. Γιατί η Κορνηλία δεν ήξερε τι μπορεί να γινόταν αν οδοιπορούσες εδώ μέσα. Αναμφίβολα, θα κινδύνευες από τα δαγκώματα δηλητηριωδών ερπετών και εντόμων, υπέθετε. Και ίσως αυτό να ήταν το λιγότερο· ίσως να υπήρχαν και πλάσματα που ήθελαν να σε καταβροχθίσουν ολόκληρο, αλλά τώρα κρύβονταν, βλέποντας αυτό το οκτάποδο, μεταλλικό πράγμα να διασχίζει τα μέρη τους, τρομοκρατώντας τα με την παρουσία του.
Τη νύχτα, η Κορνηλία έκανε στάση, για να ξεκουραστεί η ίδια και ο Αναξιμένης’σαρ. Απ’ό,τι έβλεπε στον χάρτη της, είχαν κάνει περίπου τη μισή διαδρομή ώς τον τόπο φυλάκισης της Υφάντρας.
Ορισμένοι από τους δεκαπέντε πολεμιστές φύλαξαν σκοπιές, εναλλάξ, καθώς η Δούκισσα της Βανκάρης και ο μάγος κοιμόνταν.
Την επομένη, η Κορνηλία ξύπνησε με την αυγή και κάθισε πάλι στη θέση του οδηγού. «Σήμερα,» είπε στον Αναξιμένη, «πρέπει να φτάσουμε.»
Ο μάγος, βλέποντας τον χάρτη, κατένευσε και κάθισε στο ενεργειακό κέντρο, για να υφάνει τη Μαγγανεία Κινήσεως.
Η Κορνηλία ενεργοποίησε τα συστήματα του οχήματος και ξεκίνησαν να ταξιδεύουν μέσα στα Ελκόβρια Έλη.
*
Ο ήλιος είχε βασιλέψει, όταν έφτασαν στην τοποθεσία φυλάκισης της Υφάντρας. Ή, τουλάχιστον, στο σημείο που ήταν σημαδεμένο επάνω στον χάρτη του Λούσιου.
Η Κορνηλία σταμάτησε το όχημά της και φώτισε την περιοχή με τους μπροστινούς προβολείς. Το μέρος δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο, αλλά εκείνη ήξερε ακριβώς για τι έπρεπε να ψάξει. Ο Λούσιος τής είχε πει: «Θα δεις ένα δέντρο που οι γραμμές στον κορμό του μοιάζουν να σχηματίζουν τη μορφή μιας γυναίκας. Κι αυτό το δέντρο θα προσέξεις ότι… γέρνει προς μια παράξενη γωνία. Δεν είναι κάτι που το βλέπεις αμέσως· ένα μάτι που δεν ψάχνει γι’αυτό δε θα το αντιληφτεί. Αλλά, αν το παρατηρήσεις, θα διαπιστώσεις ότι η κλίση του δέντρου είναι… αλλόκοτη.» Η Κορνηλία δεν είχε καταλάβει, και του είχε ζητήσει να διευκρινίσει. Τι εννοούσε, αλλόκοτη; Τι εννοούσε, λέγοντας παράξενη γωνία; Ο Λούσιος, όμως, της απάντησε πως θα το καταλάβαινε, όταν έβλεπε το δέντρο.
Και τώρα η Δούκισσα της Βανκάρης κοίταζε προσεχτικά, καθώς οι προβολείς του οχήματός της έσχιζαν το σκοτάδι των νυχτερινών βάλτων. Και είδε το δέντρο που οι γραμμές στον κορμό του έμοιαζαν –με κάποια φαντασία– να σχηματίζουν τη μορφή μιας γυναίκας.
Και κατάλαβε τι εννοούσε ο Λούσιος, λέγοντας ότι η κλίση του ήταν αλλόκοτη και ότι φαινόταν να γέρνει προς μια παράξενη γωνία. Το δέντρο, πράγματι, είχε μια τελείως ασυνήθιστη κλίση, σαν… σαν να προσπαθούσε να βγει μέσα από την ίδια την πραγματικότητα της Απολλώνιας. Έκλινε προς μια κατεύθυνση δύσκολο να καθοριστεί· δεν ήταν ούτε προς τα πάνω, ούτε προς τα κάτω, ούτε προς τα δεξιά, ούτε προς τ’αριστερά. Ήταν, κατά μία έννοια, σα να κοίταζες το δέντρο μέσα από ένα γυαλί που το διαστρέβλωνε· όχι πολύ, ελαφρώς μόνο. Ίσα για να το κάνει να φαίνεται περίεργο.
«Εκεί είναι φυλακισμένη η Υφάντρα,» της είχε πει ο Λούσιος.
Και ο Αναξιμένης’σαρ έπρεπε ν’ανοίξει τη φυλακή της.
Η Κορνηλία είπε ότι είχαν φτάσει στον προορισμό τους, και πρόσταξε να βγουν απ’το όχημα. Πράγμα το οποίο έκανε πρώτη η ίδια, αφήνοντας τους προβολείς αναμμένους. Τα μποτοφορεμένα πόδια της πάτησαν στα λασπώδη νερά των βάλτων, που, στο συγκεκριμένο μέρος, έφταναν ώς λίγο πιο πάνω απ’τους αστραγάλους της. Οι δεκαπέντε πολεμιστές της σχημάτισαν έναν ανοιχτό δακτύλιο γύρω από εκείνη και τον Αναξιμένη’σαρ, έχοντας τα όπλα τους σε ετοιμότητα.
Η Κορνηλία βάδισε προς το δέντρο με αργά βήματα, και άπλωσε το δεξί της χέρι για να το αγγίξει.
Δεν το άγγιξε, όμως. Παραδόξως, είχε βρεθεί πλάι του, σα νάχε ζαλιστεί και να είχε παραπατήσει.
Αλλά δε θυμόταν ούτε να είχε ζαλιστεί, ούτε να είχε παραπατήσει.
Βλεφάρισε, παραξενεμένη, και –αν και νόμιζε πως καταλάβαινε γιατί είχε συμβεί ό,τι είχε συμβεί– ξαναπροσπάθησε ν’αγγίξει τον κορμό του δέντρου–
–έχοντας το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα. Το χέρι της άγγιξε μονάχα τον υγρό αέρα των βάλτων.
Η αλλόκοτη γωνία… Δεν μπορώ να πιάσω το δέντρο, όσο κι αν προσπαθώ. Τι παράξενο…
Στράφηκε στον μάγο. «Τι συμβαίνει εδώ, Αναξιμένη;» ρώτησε, μαλακά.
«Θέλεις να σου πω τι βλέπουν τα μάτια μου;»
Η Δούκισσα κατένευσε.
«Σε βλέπω να προσπαθείς ν’αγγίξεις το δέντρο, αλλά κάθε φορά ν’αποτυχαίνεις για λίγο.»
Η Κορνηλία στράφηκε πάλι στο δέντρο. Και βάδισε καταπάνω του–
–για να καταλήξει πλάι του.
Θα τρελαθώ…!
Κοίταξε τον Αναξιμένη. «Και τώρα; Τι με είδες να κάνω;»
«Να στρίβεις ελαφρώς, λίγο προτού συγκρουστείς με τον κορμό του.»
«Δε θυμάμαι να έστριψα οικειοθελώς,» είπε η Κορνηλία. «Γιατί συμβαίνει αυτό;»
«Κάποια χρονική στρέβλωση, πιστεύω.»
«Χρονική στρέβλωση;»
Ο Αναξιμένης ένευσε. «Ναι. Μικρή βέβαια.»
«Τι σημαίνει ‘χρονική στρέβλωση’;» θέλησε να μάθει η Κορνηλία.
«Σημαίνει ότι το δέντρο βρίσκεται σε λίγο διαφορετικό χρονικό συνεχές απ’ό,τι η υπόλοιπη διάσταση της Απολλώνιας.»
«Και πώς εξηγείται το γεγονός ότι, όταν πηγαίνω καταπάνω του, στρίβω άθελά μου;»
Ο Αναξιμένης έμοιαζε συνεπαρμένος από την κουβέντα. «Σκέψου το ως εξής, Κορνηλία: Όταν ακολουθείς έναν διάδρομο που στρίβει καμπυλωτά, το καταλαβαίνεις ότι στρίβεις;»
«Αν η στροφή είναι απότομη, ναι.»
«Αν, όμως, δεν είναι;»
Η Κορνηλία συνοφρυώθηκε. «Θες να πεις ότι ακολουθώ κάποιου είδους καμπυλωτό διάδρομο μέσα στο χρόνο, χωρίς να το καταλαβαίνω;»
«Ακριβώς.»
«Και τι πρέπει να κάνουμε, λοιπόν, για να φτάσουμε στο δέντρο;»
«Μα, να ισιώσουμε τον καμπυλωτό διάδρομο, φυσικά,» απάντησε ο Αναξιμένης.
«Και είναι αυτό εύκολο;»
«Δεν το νομίζω.»
Το συνοφρύωμα της Κορνηλίας βάθυνε. «Μπορείς, όμως, να το κάνεις, έτσι;»
«Θα προσπαθήσω.»
«Ωραία. Θ’αρχίσεις το πρωί;» Του έκανε αυτή την ερώτηση επειδή ο μάγος ήταν όλη μέρα στο ενεργειακό κέντρο του οχήματός τους.
Ο Αναξιμένης κούνησε το κεφάλι. «Όχι· μπορώ να ξεκινήσω τώρα. Εξάλλου, θα πρέπει πρώτα να εξετάσω τη στρέβλωση· δεν είναι δυνατόν να τη διορθώσω αμέσως.»
Και ύστερα, στάθηκε κοντά στο δέντρο και άρχισε να υποτονθορύζει τα λόγια για κάποιο ξόρκι.
Η Κορνηλία απομακρύνθηκε, κοιτάζοντάς τον με τα χέρια της σταυρωμένα εμπρός της. Τουλάχιστον, σκέφτηκε, τα πράγματα εδώ φαίνονται πιο εύκολα απ’ό,τι στην Απολεσθείσα Γη.
Ο Αναξιμένης’σαρ έμεινε πολλή ώρα μπροστά στο παράξενο δέντρο, ατενίζοντάς το μ’ένα βλέμμα που υποδήλωνε ότι δεν κοίταζε απλώς την εξωτερική του εμφάνιση, αλλά ανέλυε κάτι πίσω από αυτήν, ή πέρα από αυτήν. Η Κορνηλία αναρωτήθηκε αν ο μάγος μπορούσε, πράγματι, να δει τη χρονική στρέβλωση ως έναν καμπυλωτό διάδρομο που διαμορφωνόταν μέσα στον αέρα.
Τελικά, ο Αναξιμένης έκλεισε τα βλέφαρά του και τα ξανάνοιξε. Και στράφηκε στη Δούκισσα. «Τα πράγματα είναι άσχημα,» είπε. «Θα δυσκολευτώ πολύ να διορθώσω τη στρέβλωση.»
«Στην Απολεσθείσα Γη, πώς το έκανες;»
«Εκεί, δεν ήταν η ίδια περίπτωση. Δεν επρόκειτο για στρέβλωση στο χρόνο, αλλά για μια αναδίπλωση της διάστασης. Όχι πως αυτό, βέβαια, είναι εύκολο να το διορθώσει κανείς. Στην Απολεσθείσα Γη, όμως, είχαμε ένα πολύ βασικό πλεονέκτημα: η διάσταση είναι πιο εύπλαστη από την Απολλώνια. Η Απολλώνια είναι μια σταθερή διάσταση, Κορνηλία· καθόλου ευμετάβλητη.»
«Δηλαδή, δεν μπορείς να μου δώσεις πρόσβαση σ’αυτό το δέντρο;»
«Δεν είπα κάτι τέτοιο,» αποκρίθηκε ο Αναξιμένης. «Η διαδικασία, όμως, δε θα είναι απλή, όπως ήταν στην Απολεσθείσα Γη. Δε νομίζω ότι εδώ φτάνει μόνο να μελετήσω τη χρονική στρέβλωση, όπως εκεί μελέτησα την αναδίπλωση για να βρω την άκρη της.»
«Τι άλλο χρειάζεται;»
«Ενέργεια,» είπε ο μάγος. «Ενέργεια. Είναι σα να έχουμε ένα στραβό σίδερο. Για να το ισιώσουμε, πρέπει να το θερμάνουμε και να μεταβάλουμε τη μορφή του.»
«Και πού θα βρούμε την ενέργεια που χρειάζεσαι;»
Ο Αναξιμένης έστρεψε το βλέμμα του στο όχημα με τα αραχνοειδή πόδια.
«Οι ενεργειακές φιάλες;» είπε η Κορνηλία. «Είσαι σίγουρος ότι έχουμε αρκετές στην αποθήκη του οχήματος;»
«Πρέπει να μελετήσω τη στρέβλωση λίγο ακόμα,» αποκρίθηκε ο Αναξιμένης, «για να δω πόση ακριβώς ενέργεια θα χρειαστούμε. Καθώς και τι άλλο πιθανώς να χρειαστούμε…» πρόσθεσε, σχεδόν μουρμουρίζοντας· και δεν έμοιαζε πρόθυμος να δώσει περαιτέρω εξηγήσεις. Στράφηκε πάλι στο παράξενο δέντρο και εστίασε το βλέμμα του εκεί, αρθρώνοντας μυστικιστικά λόγια.
Η Κορνηλία ανέβηκε στο μεσαίο τμήμα του οχήματος και περίμενε, βγάζοντας τις λασπωμένες μπότες της και μισοξαπλώνοντας στον καναπέ.
Όταν ο μάγος επέστρεψε, ήταν κουρασμένος από την έρευνά του, πράγμα φανερό από την όψη και το βήμα του. Ανέβηκε κι εκείνος στο όχημα και κάθισε σε μια από τις πολυθρόνες του μεσαίο τμήματος, αντικρίζοντας την Κορνηλία.
«Τι βρήκες;» τον ρώτησε εκείνη.
«Να το συζητήσουμε το πρωί;»
Να το συζητήσουμε; παραξενεύτηκε η Κορνηλία. Τι έχουμε να συζητήσουμε, δηλαδή; Δεν έφερε αντίρρηση, ωστόσο. «Εντάξει,» είπε. Άσε τον να ξεκουραστεί, για να δούμε τι μπορεί να κάνει.
Γαμώτο! Και τα πράγματα έμοιαζαν τόσο εύκολα μέχρι εδώ…
*
Το πρωί, αφού έλεγξε τα ενεργειακά τους αποθέματα, ο Αναξιμένης είπε: «Θα χρειαστώ όλες τις φιάλες που έχουμε… κι ελπίζω να αποδειχτούν αρκετές.»
«Όλες τις φιάλες;» έκανε η Κορνηλία. «Και πώς θα φύγουμε από τούτους τους βάλτους;»
«Επίσης,» συνέχισε ο μάγος, «θα πρέπει να φτιάξω ένα μηχάνημα, ώστε να έχω τη δυνατότητα να εστιάσω την ενέργεια επάνω στη χρονική στρέβλωση. Και, για να φτιάξω αυτό το μηχάνημα, μπορώ να βρω κομμάτια μόνο από…» Κοίταξε γύρω του, καθώς στεκόταν μέσα στο μεσαίο τμήμα του οχήματος.
«Κομμάτια από το όχημα;» είπε η Κορνηλία.
«Δε νομίζω ότι γίνεται αλλιώς. Εκτός αν φύγουμε απ’τους βάλτους και επιστρέψουμε αργότερα, έχοντας μαζί μας ό,τι χρειάζομαι.»
Η Κορνηλία δάγκωσε τη γροθιά της, σκεπτικά, καθώς ήταν καθισμένη στον καναπέ. Δεν υπάρχει χρόνος. Δεν μπορούμε να φύγουμε και να ξανάρθουμε. Η απειλή στο Βόρειο Μέτωπο είναι μεγάλη· και η απειλή του Ανδρόνικου επίσης.
Από την άλλη, όμως, αν διαλύσουμε το όχημά μας, πόσες μέρες θα μας πάρει μετά για να φύγουμε από τούτους τους καταραμένους βάλτους και να πάμε στη Ρακμάνη;
Σηκώθηκε απ’τον καναπέ, άνοιξε μια θυρίδα, και πήρε από μέσα έναν χάρτη του βασιλείου.
Η Ρακμάνη ήταν πολύ μακριά τους, για να επιστρέψουν με τα πόδια. Η Θαλασσόπνοη, επίσης, δεν ήταν κοντά· απείχαν κάπου εξακόσια χιλιόμετρα απ’αυτήν. Στην άλλη μεριά των Ελκόβριων Ελών, όμως, και στην αντίπερα όχθη του Ελόφιλου Ποταμού, βρισκόταν η Ελκοβρία. Και, εδώ όπου ήταν εκείνοι τώρα, δεν πρέπει να απείχε περισσότερο από διακόσια χιλιόμετρα από αυτή την πόλη.
Διακόσια χιλιόμετρα… Με τα πόδια… Μέσα σ’αυτούς τους ελεεινούς βάλτους…
Η Κορνηλία δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται.
Κι επειδή η ίδια δεν είχε ιδέα από πεζοπορία, ρώτησε έναν απ’τους πολεμιστές της πόσο καιρό θα τους έπαιρνε να διασχίσουν μια τέτοια απόσταση.
«Κανένα δεκαπενθήμερο, Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε ο άντρας, «στην καλύτερη περίπτωση. Το έδαφος είναι πολύ δύσβατο εδώ. Κι επίσης, οι βάλτοι είναι επικίνδυνοι.»
Η Κορνηλία έσφιξε τη γροθιά της. Αποκλείεται! Αποκλείεται να το κάνουμε αυτό!
Θυμωμένη, στράφηκε στον Αναξιμένη’σαρ. «Δεν υπάρχει άλλος τρόπος, μάγε; Δε μπορείς να φτιάξεις αυτή τη στρέβλωση κάπως αλλιώς;»
«Δε νομίζω,» αποκρίθηκε εκείνος, συλλογισμένα.
«Τον στρατιώτη τον άκουσες; Θα χρειαστούμε τουλάχιστον δεκαπέντε μέρες για να διασχίσουμε τους βάλτους με τα πόδια –αν είμαστε τυχεροί! Δε μπορούμε ν’αφήσουμε το όχημά μας, Αναξιμένη. Δε γίνεται! Πρέπει να βρεις άλλο τρόπο.»
«Δεν υπάρχει άλλος τρόπος,» είπε εκείνος. «Ή, μάλλον, ο μοναδικός άλλος τρόπος είναι να πάμε σε κάποια κοντινή πόλη, να πάρουμε από εκεί ό,τι χρειαζόμαστε, και να επιστρέψουμε. Σ’το είπα, εξαρχής.»
Στην Ελκοβρία… Πόσες ώρες θα έκαναν με το όχημά τους; Περίπου δεκαπέντε, τις υπολόγιζε η Κορνηλία. Σε σχέση με τις δεκαπέντε ημέρες, είναι τρομερή διαφορά!
«Θα πρέπει, λοιπόν, να πάμε στην Ελκοβρία και να επιστρέψουμε,» είπε στον Αναξιμένη.
Ο Λούσιος ξεκίνησε το θαλάσσιό του ταξίδι το μεσημέρι της μιας μέρας, και το βράδυ της άλλης είχε διασχίσει την Άπατη Θάλασσα και είχε φτάσει στο λιμάνι της Βανκάρης.
Τα νερά δεν ήταν γαλήνια, όσο ταξίδευε· τα μεγάλα κύματα και ο χειμωνιάτικος αέρας χτυπούσαν το πελώριο σκάφος, καθώς εκείνο συνέχιζε επίμονα την πορεία του. Στη Δομινίκη δε θ’άρεσε καθόλου να ήταν εδώ μέσα, σκέφτηκε ο Λούσιος, παραπάνω από μία φορά. Δε θα της άρεσε καθόλου, μα καθόλου. Θα βρισκόταν όλη την ώρα πεσμένη στο κρεβάτι, μουγκρίζοντας· ή θα καταριόταν θεούς και δαίμονες· ή θα εκτόξευε πράγματα δεξιά κι αριστερά, αν τύχαινε εκείνος να της μιλήσει. Ο Λούσιος χαμογέλασε, καθώς τη θυμόταν· και μετά, αισθάνθηκε δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά του. Γιατί έπρεπε να φερθείς τόσο ανόητα, Δομινίκη; Θα μπορούσες τώρα να είσαι στο πλευρό μου. Θα είχατε επιστρέψει με την Κορνηλία από την Απολεσθείσα Γη, και θα διώχναμε μαζί τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας από την Απολλώνια. Και μετά, θα κυβερνούσαμε ετούτη τη διάσταση, ως αδιαφιλονίκητοι άρχοντές της, απλώνοντας παντού τη Σοφία του Δασκάλου… και αλλάζοντας το όνομά της. Δε θα υπάρχει πια λόγος να λέγεται Απολλώνια, όταν ο Απόλλωνας θα έχει ηττηθεί.
Το μεγάλο πλοίο ζήτησε άδεια να αγκυροβολήσει στο λιμάνι της Βανκάρης, και δεν του την αρνήθηκαν.
Ο Λούσιος, όμως, δεν ήταν σίγουρος αν ο Δούκας Ταχύβιος –ο σύζυγος της Κορνηλίας– ήταν με το μέρος του. Πιθανώς να ήταν σύμμαχος του Ανδρόνικου, κι όλα τούτα να μην ήταν παρά μια παγίδα. Αν έχουν έτσι τα πράγματα, θα το μετανιώσει. Πικρά. Τα μάτια του Κατακεραυνωτή άστραψαν, και αισθάνθηκε τη δύναμή του να διαρρέει απ’το σώμα του, για να τον τυλίξει, σαν παλλόμενες αστραπές.
Το πλοίο του άραξε σε μια από τις αποβάθρες του λιμανιού, και αρκετοί από τους στρατιώτες στο εσωτερικό του βγήκαν, πάνοπλοι και επίσημα ντυμένοι με τις στολές τους. Ο Λούσιος –που ήταν ντυμένος με πορφυρά και μαύρα υφάσματα, στολισμένα με χρυσάφι– επιβιβάστηκε σ’ένα τετράτροχο, θωρακισμένο όχημα, μαζί με έναν οδηγό και μερικούς φρουρούς, και βγήκε κι αυτός από το σκάφος.
Το παλάτι του Δούκα Ταχύβιου Πολυκράτη βρισκόταν στην άλλη μεριά της πόλης. Στη βόρεια μεριά. Και ο Λούσιος μπορούσε να το δει, μέσα απ’το παράθυρο του οχήματός του, καθώς έστεκε επάνω σ’έναν λόφο, ο οποίος δεν ήταν δεντρόφυτος, όπως αυτός στην καρδιά της Ρακμάνης, αλλά ξερός και πετρώδης, με χαμηλό χόρτο να φυτρώνει μονάχα ανάμεσα στις πέτρες του. Ο Λούσιος, βέβαια, δεν μπορούσε τώρα να τα δει όλα αυτά, μέσα στο βράδυ, από την απόσταση όπου βρισκόταν, μα τα γνώριζε· γιατί ετούτη δεν ήταν η πρώτη φορά που επισκεπτόταν τη Βανκάρη.
Ο Δούκας Ταχύβιος είχε ήδη στείλει στο λιμάνι μερικούς από τους στρατιώτες του, μέσα σε οχήματα, κι αυτοί προσφέρθηκαν να συνοδέψουν τον Αντιβασιλέα Λούσιο στο παλάτι. Εκείνος έδωσε διαταγή στους δικούς του φρουρούς να ακολουθήσουν τους ανθρώπους του Ταχύβιου, και τα οχήματα διέσχισαν τις μεγάλες λεωφόρους της Βανκάρης, οι οποίες περνούσαν ανάμεσα από ψηλές πολυκατοικίες και όμορφα χτίρια.
Ο δρόμος που σκαρφάλωνε τον πετρώδη λόφο, στα βόρεια της πόλης, και οδηγούσε στο παλάτι δεν ήταν σπειροειδής, όπως στη Ρακμάνη, αλλά ευθύς, παίρνοντας ολοένα και πιο απότομη κλίση καθώς ανέβαινε. Τα οχήματα τον ακολούθησαν και έφτασαν στην ανοιχτή πύλη του κήπου του παλατιού, την οποία πέρασαν και σταμάτησαν στο γκαράζ.
Ένας στρατιώτης άνοιξε την πόρτα του Λούσιου κι εκείνος βγήκε, ατενίζοντας γύρω του. Δεν έβλεπε καμία παγίδα. Ούτε οι αισθήσεις του τον προειδοποιούσαν για κίνδυνο.
Οι φρουροί του Ταχύβιου προθυμοποιήθηκαν να τον οδηγήσουν στη μεγάλη αίθουσα του παλατιού. Γνωρίζω τον δρόμο, σκέφτηκε ο Λούσιος, αλλά δεν τους αρνήθηκε. Περιτριγυρισμένος από τους δικούς του φρουρούς, τους ακολούθησε και, περνώντας από μερικούς διαδρόμους, έφτασε στην αίθουσα, που ήταν ψηλοτάβανη και φαρδιά, στολισμένη με αγάλματα και λαξευτούς λίθους. Στο κέντρο της υπήρχε ένα στρογγυλό τραπέζι, και στο βάθος της ένας θρόνος.
Ο Ταχύβιος Πολυκράτης περίμενε τον Λούσιο μπροστά από το τραπέζι, ντυμένος με επίσημα, αλλά όχι φανταχτερά, ρούχα. Ήταν ένας άντρας μετρίου αναστήματος με ξανθά, σγουρά μαλλιά και λευκό-ροζ δέρμα. Στο πρόσωπό του υπήρχε ένα λεπτό μουστάκι.
«Ξάδελφε!» χαιρέτησε. «Καλωσόρισες στη Βανκάρη.»
Δεν ήταν, φυσικά, πραγματικός ξάδελφος του Λούσιου. Είχε, όμως, παντρευτεί την Κορνηλία, κι αυτό τούς έκανε συγγενείς.
«Καλώς σε βρίσκω, Ταχύβιε,» αποκρίθηκε ο Λούσιος, πλησιάζοντάς τον, για ν’ανταλλάξει μια δυνατή χειραψία μαζί του.
Και, καθώς βρισκόταν κοντά του, παρατήρησε ότι ο Δούκας τον ατένιζε με κάποια καχυποψία. Το βλέμμα του έμοιαζε να ερευνά το πρόσωπο του Λούσιου.
«Τι σε φέρνει εδώ;» ρώτησε με τρόπο φιλικό, όχι απότομο ή ανακριτικό. Ή, τουλάχιστον, προσπάθησε να κάνει τον τόνο της φωνής του ν’ακουστεί φιλικός. Προσπάθησε, αλλά δεν το πέτυχε πλήρως. Ο Λούσιος μπορούσε ν’αντιληφτεί ότι κάτι συνέβαινε εδώ, στη Βανκάρη. Κάτι συνέβαινε με τον Δούκα Ταχύβιο, τον εξ αγχιστείας ξάδελφό του.
Είσαι σύμμαχος του Ανδρόνικου, Ταχύβιε; Είσαι εχθρός μου;
Και τότε, καθώς ετούτη η σκέψη περνούσε απ’το νου του, είδε την όψη του Δούκα ν’αλλάζει: να γίνεται τρομαγμένη. Τα μάτια του να διαστέλλονται.
Τι είδε;
Δεν είχε σημασία.
«Έρχομαι, ξάδελφε,» αποκρίθηκε, «για ν’αντιμετωπίσω την Παντοκράτειρα. Μια και καλή. Θα περάσω από εδώ και θα πάω στο Βόρειο Μέτωπο, για να σώσω το βασίλειό μας.»
Η όψη του Ταχύβιου άλλαξε πάλι. Ξανάγινε καχύποπτη. «Πώς;» ρώτησε, διστακτικά.
Ο Λούσιος ύψωσε ένα του φρύδι. «‘Πώς’;»
«Θέλω να πω: τι σε κάνει να πιστεύεις ότι μπορείς να καταφέρεις κάτι τέτοιο, ξάδελφε; Τόσο καιρό αντιμετωπίζουμε τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας… και τελευταία, μάλιστα, τα νέα που έρχονται από το Βόρειο Μέτωπο δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικά. Το Φρούριο του Σμαραγδένιου Βουνού λένε ότι έχει πέσει. Οι Παντοκρατορικοί πλησιάζουν τη Χρυσόπολη…»
«Το γνωρίζω,» είπε ο Λούσιος. «Διαθέτω, όμως, ένα όπλο που θα μας προσφέρει, ελπίζω, μεγάλο πλεονέκτημα.»
Ο Ταχύβιος συνοφρυώθηκε. «Τι όπλο;» θέλησε να μάθει, μιλώντας κάπως απότομα.
Ο Λούσιος μειδίασε, αχνά. Η επιρροή μου… παρατήρησε. Η επιρροή μου έχει ήδη αρχίσει να απλώνεται στη Βανκάρη. Κάνει τους κατοίκους της πιο… οργισμένους.
Ίσως και να τους χρειάζεται…
«Δεν έχει σημασία, ξάδελφε· δε θα καταλάβεις. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι–»
«Δεν έχει σημασία;» τον διέκοψε ο Ταχύβιος. «Δεν έχει σημασία;» Τα χέρια του γαντζώθηκαν επάνω στον πορφυρό μανδύα του Αντιβασιλέα. «Ξέρεις τι λένε για σένα, Λούσιε; Ξέρεις τι λένε για σένα και για τους ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ;»
Ο Λούσιος έπιασε τους καρπούς του Ταχύβιου και τον έσπρωξε όπισθεν, όχι βίαια, αλλά σταθερά. «Εσύ, ξάδελφε, δε θα πρέπει ν’ακούς τέτοιες ελεεινές προπαγάνδες. Τις εξαπλώνει ο αδελφός μου, ο Ανδρόνικος, ο οποίος είναι τρελός και έχει σφετεριστεί τον Κυανό Θρόνο.»
Ο Ταχύβιος ένευσε. «Ναι, το έχω ακούσει…» Απέφυγε, όμως, ν’ατενίσει τον Λούσιο στα μάτια.
«Το Φως της Απολλώνιας σάς έχει ζαλίσει εδώ, φαντάζομαι. Απόψε κιόλας θα δώσω διαταγή να καταστραφούν οι πομποί που μεταφέρουν το σήμα του στη Βανκάρη–»
Ο Ταχύβιος κούνησε το κεφάλι του. «Όχι…»
«Όχι;» Η φωνή του Λούσιου ήταν σιγανή, μαλακή, αλλά άκρως απειλητική.
Ο Ταχύβιος έκανε μερικά βήματα όπισθεν. Τα μάτια του τώρα κοίταζαν το πρόσωπο του Αντιβασιλέα, και έβλεπαν εκεί κάτι που του προκαλούσε τρόμο.
«Οι πολίτες έχουν δικαίωμα να ξέρουν τι συμβαίνει στο βασίλειο!» είπε, απότομα.
«Μην ανησυχείς γι’αυτό, Ταχύβιε. Θα τους ενημερώνω εγώ για το τι συμβαίνει στο βασίλειο. Και στο Βόρειο Μέτωπο, επίσης. Δε χρειάζεται να επηρεάζονται από ένα μέσο μαζικής ενημέρωσης που ελέγχεται από τους λάθος ανθρώπους.»
Ο Ταχύβιος ξεροκατάπιε. «Δεν μπορείς…!»
«Μπορώ,» είπε ο Λούσιος, «και θα το κάνω. Διαφωνείς με την απόφασή μου, ξάδελφε;»
«Ναι!»
«Για ποιο λόγο;»
«Σου είπα: οι πολίτες μου έχουν δικαίωμα να–»
«Οι πολίτες της Βανκάρης δεν χρειάζονται την προπαγάνδα του τρελού αδελφού μου, Ταχύβιε. Ο Ανδρόνικος είναι σφετεριστής του Κυανού Θρόνου. Το αμφισβητείς αυτό;»
Ο Δούκας πήρε μια βαθιά ανάσα. «Όχι.»
Λες ψέματα, μήπως; «Αμφισβητείς ότι ο σφετεριστείς πρέπει να… παραμεριστεί;»
«Όχι.»
«Τότε, θα με βοηθήσεις να τον διώξω από εκεί όπου δεν ανήκει. Και ένα από τα πρώτα βήματα για να πραγματοποιηθεί αυτό είναι η καταστροφή των πομπών που μεταφέρουν εδώ το σήμα του Φωτός της Απολλώνιας.»
*
Ο Λούσιος οδηγήθηκε σε πολυτελή δωμάτια μέσα στο παλάτι, για να περάσει τη νύχτα…
…ενώ η επιρροή του Κατακεραυνωτή εξαπλωνόταν σ’όλη την πόλη της Βανκάρης και στα περίχωρά της, χωρίς εκείνος να χρειάζεται να κάνει την παραμικρή προσπάθεια. Η επίδρασή του ήταν σαν ένα σύννεφο που τον ακολουθούσε. Ένα αόρατο σύννεφο, που βρισκόταν μονάχα στα μυαλά των ανθρώπων, που έπαιζε με τα συναισθήματα, τις σκέψεις, και τις μνήμες τους.
Όλοι μπορούσαν να το νιώσουν, ανεξαιρέτως. Ελάχιστοι, όμως, γνώριζαν τι πραγματικά ήταν. Ελάχιστοι γνώριζαν τι γέμιζε τα κεφάλια τους με κακές σκέψεις, άσχημες μνήμες, και βίαιες παρορμήσεις. Κι αυτοί οι ελάχιστοι είχαν τρομοκρατηθεί, και προσεύχονταν στον Απόλλωνα να τους βοηθήσει. Να τους λυτρώσει από τη μοχθηρή επιρροή του Μαύρου Νάρζουλ.
Ορισμένοι, όμως, ανάμεσά τους καταλάβαιναν ότι οι προσευχές μόνο δε θα έφταναν. Έπρεπε να δραστηριοποιηθούν.
Μέσα στη βαθιά νύχτα, σ’ένα μικρό σαλόνι του παλατιού της Βανκάρης, μια γυναίκα συνάντησε τον Δούκα Ταχύβιο. Μαζί της ήταν έξι άντρες, οι οποίοι βάδιζαν πίσω της, σχηματίζοντας ημικύκλιο.
«Πρωθιέρεια…» είπε ο Ταχύβιος, κλίνοντας το κεφάλι.
«Βρίσκεται εδώ;» ρώτησε η γυναίκα.
«Μάλιστα, Πρωθιέρεια.»
«Στα δωμάτια που είχαμε συμφωνήσει;»
«Μάλιστα.»
«Το Απολλώνιο Φως να είναι μαζί σου, Δούκα Ταχύβιε,» είπε η γυναίκα.
Και εκείνη κι οι έξι πολεμιστές της έφυγαν από το μικρό σαλόνι και βάδισαν μέσα σε κρυφά περάσματα του παλατιού της Βανκάρης, τα οποία ήταν τυλιγμένα σε πυκνές σκιές, που διαλύονταν μονάχα από το φως της Γλαυκής, καθώς αυτό γλιστρούσε από στενά, κάθετα παράθυρα, ψηλά στους τοίχους.
Σ’ένα σημείο των περασμάτων, οι πολεμιστές έσπρωξαν τον τοίχο και μια πόρτα άνοιξε, για να τους βάλει σ’ένα δωμάτιο που ήταν επιπλωμένο σαν καθιστικό. Η Πρωθιέρεια έμεινε πίσω, καθώς οι έξι σύντροφοί της τραβούσαν τα μακρύκαννα πιστόλια τους και κοίταζαν γύρω, στις σκιές… χωρίς να δουν κανέναν.
Ένας απ’αυτούς έκανε νόημα στους υπόλοιπους με το χέρι του, και εκείνοι άνοιξαν τις πόρτες των δωματίων που γειτνίαζαν με τούτο, αναζητώντας τον στόχο τους.
Κανείς, όμως, δεν ήταν ούτε σ’αυτά τα δωμάτια. Μονάχα σκοτάδι και σκιές.
«Υποθέτω, ψάχνετε για εμένα,» αντήχησε μια αντρική φωνή, από μια γωνία του καθιστικού.
Οι πολεμιστές στράφηκαν, αμέσως, απορώντας πώς δεν είχαν παρατηρήσει πριν ότι κάποιος στεκόταν εκεί.
Παλλόμενη ενέργεια τύλιξε τον Κατακεραυνωτή, διαγράφοντας τη μορφή του μες στο σκοτεινό δωμάτιο, κάνοντάς τον να μοιάζει εξωπραγματικός. Τα μάτια του άστραφταν.
«Πρίγκιπα Λούσιε,» είπε η Πρωθιέρεια, «βρίσκεσαι υπό δαιμονική κατοχή. Παραδόσου σ’εμάς, για να διώξουμε τον δαίμονα.»
«Δαιμονική κατοχή;» Ο Κατακεραυνωτής γέλασε. «Όχι,» είπε· «είμαι αυτός που πάντα ήμουν.»
«Σκοτώστε τον!» πρόσταξε η Πρωθιέρεια.
Τα έξι μακρύκαννα πιστόλια πυροβόλησαν, συγχρονισμένα, κάνοντας το δωμάτιο να λάμψει και να μυρίσει καπνό.
Καμία σφαίρα, όμως, δεν έφτασε στο σώμα του Λούσιου· η αστραποειδής ενέργεια που τον τύλιγε τις παραμέρισε όλες, σα να μην ήταν τίποτα περισσότερο από χάρτινες σαΐτες. Και ο Κατακεραυνωτής ύψωσε το χέρι του, και αστραπές ξεχύθηκαν απ’τα δάχτυλά του, χτυπώντας έναν απ’τους πολεμιστές και μετατρέποντας τη σάρκα του σε στάχτη. Τα κόκαλά του σωριάστηκαν στο πάτωμα, κατάμαυρα.
Τα πιστόλια πυροβόλησαν ξανά.
Οι σφαίρες έχασαν την πορεία τους, καθώς αστραποειδή πλοκάμια τις χτύπησαν, στέλνοντάς τες από δω κι από κει. Και μετά, ενέργεια εκτινάχτηκε πάλι από τον Λούσιο –κι από τα δυο του χέρια–, καλύπτοντας ένα μεγάλο μέρος του καθιστικού. Οι πολεμιστές προσπάθησαν να αποφύγουν το θανατηφόρο κύμα, μα αυτό αποδείχτηκε αδύνατο. Ο θάνατος ερχόταν με την ταχύτητα του φωτός. Ο θάνατος βρισκόταν τη μια στιγμή στις χούφτες του Κατακεραυνωτή, φυλακισμένος από τα δάχτυλά του, και την άλλη στιγμή ανάμεσά τους. Τρεις απ’αυτούς δεν πρόλαβαν ούτε καν να ουρλιάξουν· έγιναν στάχτη, και τα κόκαλά τους τινάχτηκαν γύρω, λες και κάτι να είχε εκραγεί εντός τους.
«ΑΝΟΗΤΟΙ!» φώναξε ο Λούσιος. «ΝΟΜΙΖΕΤΕ ΟΤΙ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΔΟΛΟΦΟΝΗΣΕΤΕ ΤΟΝ ΚΑΤΑΚΕΡΑΥΝΩΤΗ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ, ΣΑΝ ΖΩΟ ΓΙΑ ΣΦΑΞΙΜΟ;» Τα λόγια του αντήχησαν εξωπραγματικά δυνατά μέσα στα δωμάτιά του.
Η Πρωθιέρεια είχε κοκαλώσει στη θέση της, νιώθοντας όλο της το σώμα παγωμένο, μουδιασμένο. Οι δύο πολεμιστές που είχαν απομείνει πανικοβλήθηκαν· περίτρομοι, στράφηκαν και έτρεξαν προς την κρυφή είσοδο απ’την οποία είχαν μπει.
Η δύναμη του Κατακεραυνωτή τούς ακολούθησε. Τους καταδίωξε. Τους τύλιξε, και έστειλε το σώμα τους στην ανυπαρξία. Τα κόκαλά τους θρυμματίστηκαν· έγιναν μικρά οστέινα κομμάτια, που τινάχτηκαν πάνω στην Πρωθιέρεια, σαν σκόνη, μπαίνοντας στα μάτια, στη μύτη, και στο στόμα της.
Η γυναίκα στράφηκε να φύγει, μέσα στα κρυφά περάσματα του παλατιού της Βανκάρης. Αλλά ο εχθρός της βρισκόταν ήδη κοντά. Βρισκόταν ήδη πίσω της. Το ένα του χέρι άρπαξε τα μαλλιά της, τραβώντας την κάτω, στο πάτωμα. Το άλλο του χέρι άγγιξε τον ώμο της· τα νύχια του μπήχτηκαν στη σάρκα της. Και η Πρωθιέρεια ούρλιαξε, καθώς αισθάνθηκε την παλλόμενη ενέργεια να διατρέχει το σώμα της. Τα πόδια της χτυπήθηκαν πάνω στις πέτρες του τοίχου και του πατώματος.
Δεν ήταν, όμως, νεκρή· ο Κατακεραυνωτής δεν ήθελε να τη σκοτώσει. Τα ιερατικά της άμφια είχαν κουρελιαστεί από τη δύναμή του, και το δέρμα της είχε μαυρίσει, εκεί όπου την είχε αγγίξει. «Ο Απόλλωνας, λοιπόν, στέλνει τα σκυλιά του να σκοτώσουν τους πιστούς του Δασκάλου! Και ο Δούκας Ταχύβιος προδίδει τον Βασιληά του και συμφωνεί να συνεργαστεί μαζί τους!» γρύλισε ο Κατακεραυνωτής.
Η Πρωθιέρεια έτρεμε σύγκορμη· δε μπορούσε να μιλήσει. Έκλαιγε και έσκουζε.
«Νομίζω πως πρέπει να σε κάνω παράδειγμα προς αποφυγή εσένα,» είπε ο Κατακεραυνωτής, και, αρπάζοντας τη γυναίκα απ’το λαιμό, την τράβηξε μέσα στο καθιστικό, πετώντας την στον καναπέ. Το σώμα της είχε ξανά τυλιχτεί από την παλλόμενη δύναμή του· τα άμφιά της είχαν σχεδόν εξαϋλωθεί: μονάχα ορισμένα κομμάτια έμεναν επάνω της. Το δέρμα της φαινόταν κοκκινισμένο και μαυρισμένο.
«…Τ-το… Φ-Φως του Απόλλωνα… θα σε δ-διώξει!…» έκανε η Πρωθιέρεια, μη μπορώντας να πάψει να τρέμει.
Ο Κατακεραυνωτής γέλασε. «Θα φέρω εδώ το δικό μου ‘Φως’!» είπε, πλησιάζοντας. «Και το ‘Φως’ του Δασκάλου, και θα κυνηγήσω τον Απόλλωνα έξω από τούτη τη διάσταση, σα δαρμένο σκυλί!» Τα χέρια του έσκισαν τα τελευταία κομμάτια των κουρελιασμένων ρούχων της Πρωθιέρειας. Πιέζοντάς την ανάσκελα πάνω στον καναπέ, άνοιξε τους μηρούς της και χώθηκε ανάμεσά τους. Σήκωσε τον χιτώνα του και κάρφωσε τον ορθωμένο του φαλλό μέσα της. Εκείνη ούρλιαξε, παλεύοντας αδύναμα, καθώς τα μέλη της έτρεμαν ασταμάτητα. Το γέλιο του Κατακεραυνωτή αντήχησε μες στο δωμάτιο.
Όταν τελείωσε μαζί της, σηκώθηκε από πάνω της, αφήνοντάς την στον καναπέ. Τα ρούχα της είχαν τώρα εξαϋλωθεί τελείως, και το σώμα της ήταν ολόκληρο μαυρισμένο και κοκκινισμένο, σαν φλόγες να είχαν περάσει από πάνω του. Η γυναίκα διπλώθηκε, μαζεύοντας τα γόνατά της και κρύβοντας το πρόσωπό της με τα χέρια της. Ασυγκράτητοι σπασμοί την τράνταζαν, και έκλαιγε με αναφιλητά.
«Τώρα,» είπε ο Κατακεραυνωτής, «πρέπει να μιλήσουμε και με τον ξάδελφό μου…»
*
Η πόρτα άνοιξε, απότομα και με πάταγο, καθώς ένα μποτοφορεμένο πόδι την κλότσησε.
Ο Ταχύβιος, που στριφογύριζε μες στα διαμερίσματά του, στράφηκε, τρομαγμένος.
Στρατιώτες μπήκαν, έχοντας τα πιστόλια τους στα χέρια και περικυκλώνοντάς τον.
«Τι συμβαίνει;» φώναξε. «Τι κάνετε;»
Ο Λούσιος παρουσιάστηκε στο κατώφλι της εξώπορτας, ακουμπώντας τα χέρια του στο πλαίσιο της και στηριζόμενος εκεί. «Ταχύβιε…» είπε. «Ταχύβιε…»
Τα μάτια του άστραψαν, όπως είχαν αστράψει δύο φορές μέσα στη μεγάλη αίθουσα: μ’εκείνον τον απόκοσμο τρόπο, που είχε τρομοκρατήσει τον Δούκα της Βανκάρης και είχε επιβεβαιώσει αυτό που του είχε πει η Πρωθιέρεια του Απόλλωνα: ότι ο ξάδελφός του βρισκόταν υπό την κατοχή ενός από τους Οκτώ, του Κατακεραυνωτή, στο ανόσιο όνομα του οποίου οι ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ είχαν δολοφονήσει τον Αρχιερέα του Ναού της Απαστράπτουσας.
Ο Ταχύβιος ξεροκατάπιε, κάνοντας μερικά βήματα όπισθεν.
«Η Κορνηλία σε βρίσκει συμπαθητικό…» είπε ο Λούσιος, παρατηρώντας τον.
Η Κορνηλία… σκέφτηκε ο Ταχύβιος. Γνώριζε πως η σύζυγός του βρισκόταν μαζί με τον ξάδελφό της, τον τελευταίο καιρό, επειδή, όπως είχε η ίδια πει, τον βοηθούσε στην εύρεση κάποιου όπλου, με το οποίο θα αντιμετώπιζαν αποτελεσματικότερα την Παντοκράτειρα. Δεν μπορούσε να αποκαλύψει στον Ταχύβιο τίποτε άλλο, γιατί το σχέδιο ήταν μυστικό, από φόβο μη διαρρεύσει στους Παντοκρατορικούς. Ο Δούκας, όμως, υποψιαζόταν τώρα πως και η Κορνηλία υπηρετούσε τον Μαύρο Νάρζουλ, και γι’αυτό δεν ήθελε να του μιλήσει περισσότερο.
Από πότε;… Από πότε υπηρετεί τον Μαύρο Νάρζουλ;… Από τότε που τη γνώρισα;…
Ω Μεγάλε Απόλλωνα… Ο Ταχύβιος είχε χωρίσει την προηγούμενή του γυναίκα για την Κορνηλία. Ήταν ερωτευμένος με την Κορνηλία…
«Πες μου, λοιπόν,» συνέχισε ο Λούσιος, «τι θα πρότεινες να κάνω μαζί σου, προδότη;»
Ο Ταχύβιος πήρε μια βαθιά ανάσα. «Δε νομίζω ότι η γνώμη μου θα μετρήσει, ξάδελφε.»
Ο Λούσιος γέλασε. «Αν σ’αφήσω να ζήσεις, θα με προδώσεις ξανά, έτσι δεν είναι;»
Ο Ταχύβιος δε μίλησε.
Ο Λούσιος άφησε το πλαίσιο της πόρτας και βάδισε μες στο δωμάτιο, πλησιάζοντάς τον. «Τι είναι εκείνο που σε σοκάρει τόσο, Ταχύβιε; Το γεγονός ότι θέλω, επιτέλους, να διώξω την Παντοκράτειρα από τη διάστασή μας;»
«Το γεγονός ότι λατρεύεις τον Μαύρο Νάρζουλ!» γρύλισε ο Δούκας της Βανκάρης. «Το γεγονός ότι φυλάκισες τον αδελφό σου–!»
«Ο Ανδρόνικος είναι τρελός· σ’το είπα ήδη. Κι επιπλέον, δε νοιάζεται για την Απολλώνια, Ταχύβιε! Θέλει μόνο να πάρει την προσωπική του εκδίκηση από την Παντοκράτειρα! Δε μπορείς να το δεις; Είσαι τόσο τυφλός; Ή τόσο ανόητος;
»Ο Ανδρόνικος δε θα σώσει το βασίλειο. Εγώ θα σώσω το βασίλειο–»
«Με τι είδους βοήθεια; Με τη βοήθεια του Μαύρου Νάρζουλ;» φώναξε ο Ταχύβιος.
Ο Λούσιος τον άρπαξε απ’το πέτο του πουκαμίσου του με το ένα χέρι. Τα μάτια του άστραψαν. «Κι αν είναι έτσι; Πού παρατηρείς το πρόβλημα, Ταχύβιε; Η διάσταση θα γίνει ξανά δική μας! Δική μας! Και δε θα φοβόμαστε κανέναν! Κοίταξέ με κατάματα, και πες μου ότι αυτό δε θα σου άρεσε. Πες μου!» Το χέρι του, που κρατούσε τον Δούκα με ατσάλινη λαβή, τον τράνταξε.
«Άφησέ με!» γρύλισε ο Ταχύβιος, πιάνοντας τον καρπό του Λούσιου, αλλά αδυνατώντας να τον κάνει να τον αφήσει. «Άφησέ με!» Υψώνοντας το χέρι του, ο Δούκας γρονθοκόπησε τον ξάδελφό του καταπρόσωπο.
Ο Λούσιος παραπάτησε, αλλά δεν έχασε την ισορροπία του. Ωστόσο, ο Ταχύβιος ελευθερώθηκε απ’τη λαβή του.
Οι στρατιώτες ύψωσαν τα πιστόλια τους, σημαδεύοντας τον Δούκα της Βανκάρης.
Ο Λούσιος γέλασε. «Μην τον πυροβολήσετε,» πρόσταξε. «Μην τον πυροβολήσετε.» Τα μάτια του –που εξακολουθούσαν να αστράφτουν– ατένισαν τον Ταχύβιο σα να ήταν διασκεδαστικός. «Δε σ’αρέσει να σε κρατούν δέσμιο, ε, ξάδελφε;» είπε. «Ούτε κι εμένα. Ούτε και σε κανέναν άλλο κάτοικο της διάστασής μας, υποθέτω. Γι’αυτό θα πολεμήσω την Παντοκράτειρα. Γι’αυτό θα διώξω την Παντοκράτειρα απ’το Βόρειο Μέτωπο, Ταχύβιε! Θα ΣΥΝΘΛΙΨΩ τις δυνάμεις της! Θα τις κάνω ΣΚΟΝΗ!» Και, υψώνοντας το δεξί του χέρι, αστραπές παρουσιάστηκαν ανάμεσα στα δάχτυλά του. Αστραπές που εξαπολύθηκαν καταπάνω σ’ένα μαρμάρινο άγαλμα του δωματίου, τυλίγοντάς το και μετατρέποντάς το σε μαρμαρόσκονη.
Ο Ταχύβιος κοίταζε με τα μάτια του γουρλωμένα. Το στόμα του ανοιγόκλεισε, δίχως να βγει ήχος.
Ο Λούσιος γέλασε πάλι. «Βλέπεις, ξάδελφε; Βλέπεις; Κι ετούτο δεν είναι τίποτα μπροστά στο τι μπορώ πραγματικά να κάνω. Αυτό μπορεί να το κάνει κι ένα ενεργειακό κανόνι.
»Εξακολουθείς να δυσπιστείς ότι έχω τη δύναμη να σώσω την Απολλώνια από τους εχθρούς της;»
Ο Ταχύβιος ξεροκατάπιε. «Λούσιε…» είπε, και η φωνή του ήταν σφιγμένη, βραχνή.
«Φοβάσαι, έτσι δεν είναι, ξάδελφε;» είπε ο Λούσιος. «Μπορώ να αισθανθώ τον φόβο σου. Αλλά δε θα έπρεπε να φοβάσαι. Η δύναμη του Δασκάλου είναι στο πλευρό μας, όχι εναντίον μας.»
Ο Ταχύβιος έγλειψε τα χείλη του. «Η Κορνηλία…» ψέλλισε. «Είναι και η Κορνηλία…;»
Ο Λούσιος ένευσε. «Ναι, και η Κορνηλία πιστεύει στον Δάσκαλο. Είναι ιέρειά του. Και, σύντομα, θα είναι κάτι πολύ, πολύ περισσότερο.» Μειδίασε με τρόπο που έκανε ένα ρίγος να διαπεράσει τον Ταχύβιο.
«…Κάτι πολύ περισσότερο;»
«Θα δεις, Ταχύβιε. Έλα στο πλευρό μου και θα δεις… Θα δεις πράγματα που δε θα τα πιστεύεις.»
Και ο Δούκας της Βανκάρης γονάτισε, τότε, μπροστά στον Κατακεραυνωτή.
«Βασιληά μου,» είπε.
*
Την επομένη, μερικές ώρες μετά την αυγή, δυσάρεστα νέα έφτασαν στο παλάτι της Βανκάρης.
Η Χρυσόπολη είχε πέσει στα στρατεύματα της Παντοκράτειρας.
Η πλάστιγγα του Βόρειου Μετώπου είχε αρχίσει να γέρνει κατά των Απολλώνιων.
Ο Ταγματάρχης Φαίδων Υπόλυκος είχε αναγκαστεί να υποχωρήσει από το πόστο του, κυνηγημένος από τους Παντοκρατορικούς, και να πάει στον Ναό των Δυτικών Βουνών, για να παραδώσει στους ιερείς εκεί τους τραυματισμένους στρατιώτες του. Οι οποίοι ήταν πολλοί, πάρα πολλοί. Ο εχθρός τούς είχε κάνει θραύση.
Τώρα, όμως, ο Υπόλυκος βρισκόταν ξανά στο Βόρειο Μέτωπο με τον μάγο (και προσωπικό του φίλο) Νάτρη’μορ στο πλευρό του. Ο Στρατηγός Εύηχος, που ήταν επικεφαλής των Απολλώνιων δυνάμεων στη Νούμβρια, χρειαζόταν κάθε πολεμιστή που μπορούσε να έχει. Γιατί, ύστερα από την πτώση του Φρουρίου του Σμαραγδένιου Βουνού, πολλές από τις μονάδες που βρίσκονταν εδώ είχαν κληθεί να κινηθούν προς το κεντρικό Βόρειο Μέτωπο, προκειμένου να ενισχύσουν τις δυνάμεις στη Χρυσόπολη και στο Πέρασμα του Σμαραγδένιου Βουνού. Οι υπερασπιστές της Νούμβρια και του Δυτικού Περάσματος είχαν αποδυναμωθεί πολύ.
Και είχε αρχίσει να τους κοστίζει.
Ο Υπόλυκος στεκόταν σ’ένα παρατηρητήριο, στις βόρειες πλαγιές του Δυτικού Περάσματος, και μπροστά του ήταν ένα μεγάλο ενεργειακό κανόνι, που το σύστημά του διέθετε μια κονσόλα με οθόνη, τηλεπικοινωνιακό πομπό, και ανιχνευτές. Ο Νάτρης’μορ, χρησιμοποιώντας μια Μαγγανεία Οπλικής Φορτίσεως, ρύθμιζε την ενεργειακή του ροή.
Ο Υπόλυκος είχε τώρα ένα ζευγάρι κιάλια υψωμένα στα μάτια του και κοίταζε μια από τις πιο άγριες συγκρούσεις στο Δυτικό Πέρασμα. Οι δυνάμεις της Απολλώνιας σφυροκοπούνταν από παντού: από ξηρά κι από αέρα, κι από κάθε πιθανή μεριά· και, αναπόφευκτα, υποχωρούσαν. Οι κρότοι από τις εκρήξεις αντηχούσαν στα χιονισμένα βουνά. Και ο Υπόλυκος μόρφαζε με κάθε στρατιώτη που έβλεπε να σκοτώνεται· γιατί ήξερε πως τώρα κάθε ζωή μετρούσε. Όχι, βέβαια, πως πάντα δεν μετρούσε κάθε ζωή. Αλλά ειδικά τώρα μετρούσε ακόμα περισσότερο. Ειδικά τώρα, που οι δυτικές δυνάμεις της Απολλώνιας ήταν τόσο αποδυναμωμένες…
Ο Υπόλυκος κατέβασε τα κιάλια του και έπιασε τους μοχλούς του ενεργειακού κανονιού. Το έστρεψε προς μια συγκεκριμένη μεριά της σύγκρουσης και, χρησιμοποιώντας την οθόνη των ανιχνευτών, στόχευσε ένα Παντοκρατορικό άρμα. Πάτησε τη σκανδάλη και, από τη μεγάλη κάννη του κανονιού, μια παχιά δέσμη ακατέργαστης ενέργειας εκτοξεύτηκε, σχίζοντας τον αέρα, περνώντας πάνω από τα κεφάλια στρατιωτών, και χτυπώντας το θωρακισμένο όχημα. Η έκρηξη που έγινε ήταν δυνατή. Το άρμα ανατράπηκε, και το μέταλλό του έλιωσε σε πολλά σημεία.
Ο Υπόλυκος, όμως, ήξερε πως αυτό δεν πρόκειται να έκανε τους Απολλώνιους να νικήσουν σ’ετούτη τη σύγκρουση. Δεν ήταν παρά μια μικρή ενόχληση για τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας. Ωστόσο, σκέφτηκε, δε θα πουλήσουμε τα τομάρια μας φτηνά! Θα τους κάνουμε να φτύσουν αίμα, για κάθε σπιθαμή εδάφους που κερδίζουν!
Και πυροβόλησε πάλι.
Η ακατέργαστη ενέργεια του κανονιού του εξαΰλωσε Παντοκρατορικούς στρατιώτες στο πέρασμά της και χτύπησε στα πλευρά ένα άρμα μάχης με μεγάλες ερπύστριες, κάνοντάς το να αναποδογυρίσει. Τα πυροβόλα του εξαπέλυσαν μερικές ριπές, αλλά, μετά, η έκρηξη που επακολούθησε τα σώπασε για πάντα.
Ο Υπόλυκος άναψε τσιγάρο. Πήρε μια γερή τζούρα, έβγαλε τον καπνό βιαστικά απ’το στόμα, και ύψωσε ξανά τα κιάλια στα μάτια του. Για να ερευνήσει τι γινόταν κάτω, στο πέρασμα, μέσα απ’τον καπνό, τις εκρήξεις, τους πυροβολισμούς, και τις σκιές του απογεύματος.
«Φαίδωνα!» Ο Νάτρης.
Ο Υπόλυκος κατέβασε τα κιάλια και στράφηκε στον μάγο, ο οποίος στεκόταν πίσω του, ανάμεσα στα δύο επίπεδα, μεταλλικά κομμάτια που ονομαζόταν δέκτες και ήταν γεμάτα καλώδια και κυκλώματα. Οι δέκτες ήταν απαραίτητοι για να μπορεί ο Νάτρης’μορ –και ο οποιοσδήποτε μάγος– να ρυθμίζει την ενεργειακή ροή του κανονιού.
Επί του παρόντος, ο φίλος του Υπόλυκου είχε πάρει το ένα του χέρι από τον δεξή δέκτη και έδειχνε στον ουρανό.
Ο Ταγματάρχης ύψωσε το βλέμμα και είδε ένα Παντοκρατορικό αεροσκάφος να έρχεται καταπάνω τους.
Σκατά!
Έστρεψε, αμέσως, το κανόνι και πάτησε τη σκανδάλη.
Η ενεργειακή δέσμη που εκτοξεύτηκε έσχισε το αεροσκάφος στα δύο, καταρρίπτοντάς το στις πλαγιές του Δυτικού Περάσματος.
Οι Παντοκρατορικοί, όμως, δεν είχαν τελειώσει με τον Ταγματάρχη Υπόλυκο. Ακόμα ένα αεροπλάνο ερχόταν.
Πού είναι τα δικά μας αεροσκάφη; Πού στις Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ είναι;
Ο Υπόλυκος μπορούσε να δει ότι δεν έμενε ακόμα πολλή ενέργεια στο κανόνι: η ένδειξη ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ είχε πέσει στο 28%. Δεν είχε, όμως, άλλη επιλογή. Σημάδεψε, και πυροβόλησε.
Το αεροσκάφος απέφυγε τη δέσμη ακατέργαστης ενέργειας, κάνοντας έναν γρήγορο ελιγμό.
«Πέσε κάτω, Νάτρη!» φώναξε ο Υπόλυκος. «ΠΕΣΕ ΚΑΤΩ!» Και έπεσε πρώτος ο ίδιος, μην έχοντας χρόνο να κοιτάξει τι έκανε ο μάγος.
Το αεροσκάφος πέρασε από πάνω τους, πυροβολώντας.
Ο Υπόλυκος άκουσε τις σφαίρες να χτυπάνε το κανόνι και να προκαλούν ζημιές. Ευτυχώς, όμως, δεν είχαν πετύχει τα ενεργειακά αποθέματα, αλλιώς θα γινόταν αμέσως δυνατή έκρηξη.
Έστρεψε το βλέμμα του στον Νάτρη, και είδε τον μάγο πεσμένο μερικά μέτρα παραδίπλα. Τραυματισμένο.
Ο Υπόλυκος καταράστηκε, και σηκώθηκε στα τέσσερα, τρίζοντας τα δόντια. «Νάτρη,» είπε, καθώς σερνόταν προς τον μάγο. «Είσαι καλά;»
Ο Νάτρης’μορ φαινόταν να είχε χτυπηθεί στον ώμο. «Έχω δει και καλύτερες μέρες…» μούγκρισε.
«Τολμώ να πω πως κι εγώ το ίδιο, φίλε μου.»
Ο Υπόλυκος άκουσε το αεροπλάνο να επιστρέφει. Γύρισε και κοίταξε. Δεν υπήρχε περίπτωση να προλάβουν να φύγουν. Ο εχθρός πλησίαζε πολύ γρήγορα, και το παρατηρητήριο ήταν πολύ μικρό για να κρυφτούν: τίποτα περισσότερο από μια μεταλλική πλατφόρμα, επάνω στην οποία βρισκόταν το ενεργειακό κανόνι.
«Νάτρη,» είπε ο Υπόλυκος, «χάρηκα που σε γνώρισα.»
«Κι εγώ, Ταγματάρχη.»
Ρουκέτες εξαπολύθηκαν από το αεροσκάφος, διαγράφοντας ευθείες, φλεγόμενες γραμμές στον αέρα–
–και χτυπώντας το μικρό παρατηρητήριο στη χιονισμένη πλαγιά του περάσματος.
Το ενεργειακό κανόνι εξερράγη. Κομμάτια μετάλλου και πέτρας εκτοξεύτηκαν παντού.
Ο Ταγματάρχης Φαίδων Υπόλυκος και ο μάγος Νάτρης’μορ πέρασαν στην Ιστορία του Βασιλείου της Απολλώνιας.
Το όχημα με τα οχτώ αραχνοειδή, μεταλλικά πόδια ταξίδευε όλη την ημέρα μέσα στα Ελκόβρια Έλη, και, όταν είχε πια πέσει ο ήλιος και στον ουρανό βρίσκονταν η Γλαυκή και η Αθώρητη, έφτασε στις εκβολές του Ελόφιλου Ποταμού, απ’όπου οι βάλτοι ξεκινούσαν και όπου οι όχθες ήταν λασπώδεις.
Η Κορνηλία δε βρισκόταν τώρα στη θέση του οδηγού –ένας από τους πολεμιστές της οδηγούσε–, αλλά, κοιτάζοντας έξω απ’το μπροστινό παράθυρο του οχήματος, είδε ένα χωριό κοντά στα νερά του ποταμού και, στην αντίπερα όχθη, διέκρινε τη μεγάλη πόλη Ελκοβρία, που τα φώτα στις πολυκατοικίες και στους δρόμους της τρυπούσαν το σκοτάδι της νύχτας.
Μια πέτρινη γέφυρα, που σχημάτιζε δύο καμπύλες, περνούσε πάνω απ’τον ποταμό, ξεκινώντας από το χωριό και φτάνοντας στην Ελκοβρία.
«Μπορούμε τώρα να χρησιμοποιήσουμε τους τροχούς μας;» ρώτησε η Κορνηλία τον οδηγό.
«Έτσι νομίζω, Αρχόντισσά μου.»
«Ας τους χρησιμοποιήσουμε, λοιπόν.»
Ο Αναξιμένης’σαρ, ακούγοντας τα λόγια της, ύφανε ένα Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος.
Τα μακριά, αραχνοειδή πόδια του οχήματος διπλώθηκαν και εξαφανίστηκαν, ενώ τη θέση τους πήραν οκτώ μεγάλοι τροχοί.
«Στην Ελκοβρία, τώρα,» πρόσταξε η Κορνηλία, και ο οδηγός κατεύθυνε το όχημά τους προς τη γέφυρα.
Στην αρχή της, όμως, δύο θωρακισμένα οχήματα και μια ντουζίνα οπλισμένοι φρουροί τούς σταμάτησαν.
«Ποιοι είστε;» φώναξε ένας άντρας, που πρέπει να ήταν αρχηγός. Το δέρμα του ήταν χρυσό και τα μαλλιά του πορφυρά.
Η Κορνηλία άνοιξε την πόρτα πλάι της και βγήκε· κι αμέσως, βγήκαν και έξι απ’τους πολεμιστές της, περιτριγυρίζοντάς την με τα όπλα τους έτοιμα. «Γιατί ρωτάς;» είπε η Δούκισσα στον άντρα που φαινόταν αρχηγός των φρουρών της γέφυρας. «Απαγορεύεται η διέλευση οχημάτων από εδώ;»
«Κυρία μου,» αποκρίθηκε εκείνος (μάλλον, μην αναγνωρίζοντάς την), «κανένας δεν είδε το όχημά σας να μπαίνει στα έλη. Και τώρα, το βλέπουμε να βγαίνει από αυτά. Χρειάζονται, επομένως, κάποιες εξηγήσεις.»
Η Κορνηλία συνοφρυώθηκε. «Νομίζεις ότι ετούτη είναι η μόνη μεριά απ’την οποία μπορεί κανείς να μπει στα Ελκόβρια Έλη;»
«Συνήθως, από εδώ περνάνε. Τα άλλα σημεία του ποταμού είναι δυσπρόσιτα.»
«Εμείς,» αποκρίθηκε η Κορνηλία, «ερχόμαστε από τη νότια μεριά των ελών.»
«Δηλαδή, τα διασχίσατε απ’άκρη σ’άκρη;»
«Ναι.»
«Το όχημά σας, ωστόσο, είναι μεγάλο. Επομένως, θα πρέπει να γίνει κάποιος έλεγχος.»
«Πλησίασε,» του είπε η Κορνηλία. «Πρέπει να σου δείξω κάτι.»
Ο άντρας ήρθε κοντά. Τα μάτια του στένεψαν, αντικρίζοντας το πρόσωπό της. Ίσως τώρα να του θύμιζε κάτι. Εξάλλου, η Ελκοβρία δε βρισκόταν μακριά από τη Βανκάρη· διακόσια χιλιόμετρα τις χώριζαν.
Ο αρχηγός των φρουρών, ωστόσο, δεν είπε τίποτα. Περίμενε να του δείξει η Κορνηλία ό,τι είχε να του δείξει.
Εκείνη έβγαλε ένα χαρτί και του το έδωσε. Ήταν μια άδεια διέλευσης, υπογεγραμμένη από τον Λούσιο, ως Πρίγκιπα και Αντιβασιλέα του Βασιλείου της Απολλώνιας.
Ο αρχηγός τη διάβασε και την επέστρεψε την Κορνηλία, κοιτάζοντας πάλι το πρόσωπό της. «Είστε η Δούκισσα Κορνηλία, της Βανκάρης, όπως λέει το έγγραφο;»
Η Κορνηλία τού έδωσε την ταυτότητά της. «Ευχαριστημένος, τώρα;»
«Αυθεντική φαίνεται…» είπε ο άντρας, γυρίζοντάς την μέσα στα χέρια του.
Ο άνθρωπος ήταν εκνευριστικός, και η Κορνηλία βιαζόταν. Αλλά, ως συνήθως, αποφάσισε να μη φερθεί με αγένεια. Γέλασε, και είπε: «Νομίζεις ότι, αν ήμουν απατεώνισσα, θα είχα ένα τέτοιο όχημα μαζί μου; Θες να ελέγξεις αν φοράω μάσκα;»
Ο άντρας μειδίασε, λοξά. «Όχι, Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε, και της έδωσε την ταυτότητα. «Μπορείτε να περάσετε.»
Η Κορνηλία και οι πολεμιστές της επέστρεψαν στο εσωτερικό του οχήματος.
Οι φρουροί της γέφυρας παραμέρισαν, κάνοντάς τους χώρο να περάσουν.
*
Η Ελκοβρία ήταν ήσυχη πόλη τη νύχτα. Αυτό, δυστυχώς, σήμαινε ότι και τα περισσότερα καταστήματα ήταν κλειστά. Η Κορνηλία ήξερε ότι δε θα έβρισκαν να αγοράσουν ούτε μηχανήματα ούτε αποθέματα ενέργειας, ετούτη την ώρα· εκτός αν ήθελαν κάτι πολύ βασικό, όπως μια-δυο ενεργειακές φιάλες για ένα απλό όχημα. Ο Αναξιμένης’σαρ, όμως, είχε ξεκαθαρίσει ότι χρειαζόταν πολλή ενέργεια, προκειμένου να διορθώσει τη χρονική στρέβλωση στον τόπο φυλάκισης της Υφάντρας.
Έτσι, πάρκαραν το όχημά τους σ’ένα γκαράζ που διανυκτέρευε και έκλεισαν δωμάτια σ’ένα ξενοδοχείο.
Η Κορνηλία φρόντισε το δικό της δωμάτιο να έχει λουτρό, γιατί, ύστερα από τρεις ημέρες μέσα σ’αυτά τα καταραμένα έλη, ένιωθε κάθε σημείο του σώματός της να κολλά. Δεν είχε σημασία που την περισσότερη ώρα την περνούσε στο εσωτερικό του οχήματός της· η γλίτσα των βάλτων έμοιαζε να βρίσκεται στον ίδιο τον αέρα. Ο ίδιος ο αέρας έμοιαζε να τη μεταφέρει και να τη στέλνει επάνω της.
Η Κορνηλία γδύθηκε και μπανιαρίστηκε, τρίβοντας το δέρμα της μέχρι που κοκκίνισε και το κεφάλι της μέχρι που πόνεσε. Έπειτα, πήρε τα ρούχα της και τα πέταξε όλα –εσώρουχα και μη– στο σύστημα σκουπιδιών του ξενοδοχείου· μόνο τις μπότες κράτησε, κι αυτό επειδή δεν είχε μαζί της άλλες.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι και άνοιξε τον τηλεοπτικό δέκτη, για να δει τι γινόταν στο βασίλειο.
Το Φως της Απολλώνιας, άραγε, το έπιαναν εδώ; Δοκίμασε να συντονίσει τον δέκτη στη συχνότητά του, αλλά δεν το βρήκε. Ο Λούσιος πρέπει να κατέστρεψε τους πομπούς στη Βανκάρη, σκέφτηκε η Κορνηλία, γιατί γνώριζε πως το Φως της Απολλώνιας ερχόταν στην Ελκοβρία μέσω της Βανκάρης.
Προσπάθησε να εντοπίσει κανένα άλλο, τοπικό κανάλι. Βρήκε τα Βανκάρια Νέα, και το πρώτο πράγμα που έμαθε ήταν ότι η Χρυσόπολη είχε πέσει στα χέρια της Παντοκράτειρας. Η Κορνηλία αισθάνθηκε να παγώνει εσωτερικά, γιατί αυτό σήμαινε ότι η Απολλώνια είχε αρχίσει πάλι να κατακτείται από τους Παντοκρατορικούς. Οι τρισκατάρατοι μπάσταρδοι είχαν διεισδύσει μέσα στο βασίλειο.
Θα τους σταματήσουμε, όμως! σκέφτηκε, νιώθοντας τα δάχτυλά της να τρέμουν, καθώς άγγιζαν τα χείλη της. Με τη βοήθεια του Δασκάλου, θα τους σταματήσουμε!
Συνέχισε να παρακολουθεί τα Βανκάρια Νέα.
Και πληροφορήθηκε ότι ο Λούσιος είχε φτάσει, προ ημερών, στη Βανκάρη, και ότι, εκεί, η Πρωθιέρεια του Ναού του Απόλλωνα είχε επιχειρήσει να τον δολοφονήσει μέσα στο ίδιο το παλάτι του Δούκα Ταχύβιου. Ο Αντιβασιλέας, όμως, είχε αντιμετωπίσει τους φονιάδες, είχε φυλακίσει την ιέρεια, και είχε προστάξει να κλείσει ο Ναός και να ερευνηθεί. Αυτό, όπως ήταν αναμενόμενο, είχε προκαλέσει πολλές αντιδράσεις, από ιερωμένους και μη· και, επί του παρόντος, τέσσερις άντρες και δύο γυναίκες σχολίαζαν τα δρώμενα.
Η Κορνηλία σκέφτηκε: Έξι μαλάκες, που ξέρουν μόνο να μιλάνε, χωρίς να κάνουν τίποτα.
Από τα Βανκάρια Νέα έμαθε, επίσης, ότι ο Λούσιος είχε τώρα φύγει από τη Βανκάρη και κατευθυνόταν προς το Βόρειο Μέτωπο, για ν’αντιμετωπίσει τους Παντοκρατορικούς. Ο Δούκας Ταχύβιος είχε πάει μαζί του, έχοντας αφήσει ως Αντικαταστάτη του στο Δουκάτο τον αδελφό του, Πολύστρατο.
Υπέροχα… σκέφτηκε η Κορνηλία. Ο σύζυγός της και ο ξάδελφός της είχαν κι οι δύο πάει σ’ένα μέρος απ’όπου δεν ήταν βέβαιο αν θα επέστρεφαν…
Σοβαρέψου, Κορνηλία. Πιστεύεις ότι ο Κατακεραυνωτής θα ηττηθεί από τους Παντοκρατορικούς;
Το φοβόταν, όμως. Το φοβόταν.
Και ο Λούσιος θέλει εγώ να μείνω στη Ρακμάνη, για να φυλάω τον Ανδρόνικο… Μα τη Σοφία του Δασκάλου, τι σημασία μπορεί να έχει ο Ανδρόνικος, όταν η Απολλώνια κινδυνεύει να κατακτηθεί ξανά από την Παντοκράτειρα;
Η Κορνηλία έκλεισε τον τηλεοπτικό δέκτη, και προσπάθησε να κοιμηθεί. Άργησε, όμως, να την πάρει ο ύπνος.
*
Οι βάλτοι ήταν μπερδεμένοι, και η Κορνηλία δε θυμόταν πώς είχε καταφέρει να βρεθεί εδώ, μόνη της, οδηγώντας ετούτο το όχημα που έμοιαζε συνεχώς να κολλά στις λάσπες και να μπλέκεται στη διχτυωτή βλάστηση.
Πού ήταν η έξοδος;
Και γιατί παντού συναντούσε σκέλεθρα, μισοθαμμένα στις λάσπες;
Ένα φωτάκι άρχισε ν’αναβοσβήνει, έντονα, επάνω στην κονσόλα της, και ένας διαπεραστικός ήχος να βγαίνει από ένα μεγάφωνο.
Γιατί γινόταν τώρα αυτό; Τι νόημα μπορεί να είχε; Και πώς θα σταματούσε;
Η Κορνηλία πατούσε διάφορα πλήκτρα, μα ο ήχος συνεχιζόταν, το ίδιο διαπεραστικός.
«Σταμάτα, γαμώτο! Σταμάτα!»
Η Κορνηλία τίναξε το χέρι της… και πέταξε τα σκεπάσματα του κρεβατιού στο πάτωμα.
Είχε ανασηκωθεί, και είχε ξυπνήσει.
Ο δαιμονισμένος ήχος ερχόταν από το ρολόι πλάι της.
Το έκλεισε, το τρισκατάρατο, και σηκώθηκε, για να ντυθεί.
Τον Αναξιμένη’σαρ και τους πολεμιστές της τους συνάντησε στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου, όπου και αποφάσισαν να φάνε ένα γρήγορο πρωινό, προτού βγουν προς αναζήτηση ενέργειας και μηχανικών κομματιών, που χρειαζόταν ο μάγος, προκειμένου να διορθώσει τη χρονική στρέβλωση.
Η Κορνηλία πρότεινε να χωριστούν, για να κερδίσουν χρόνο. Εκείνη, ο Αναξιμένης, και τέσσερις πολεμιστές θα πήγαιναν για τα μηχανικά κομμάτια, ενώ τέσσερις άλλοι πολεμιστές θα πήγαιναν ν’αγοράσουν την απαραίτητη ενέργεια. Φυσικά, κανείς δε διαφώνησε μαζί της· ούτε καν ο μάγος, γιατί, αναμφίβολα, καταλάβαινε πως όσο πιο γρήγορα τελείωναν με τούτη την ιστορία, τόσο το καλύτερο.
Οι απαιτήσεις του Αναξιμένη, ευτυχώς, δεν ήταν δύσκολο να ικανοποιηθούν. Τα κομμάτια που χρειαζόταν μπορούσαν να βρεθούν εύκολα –όπως αποδείχτηκε– σε μια από τις μεγάλες πόλεις της Απολλώνιας. Ήθελε καλώδια, φακούς εστίασης, επεξεργαστές ενέργειας, και μερικά άλλα, δευτερεύοντα εξαρτήματα. Το δυστυχές ήταν ότι όλα τούτα κόστιζαν, και η Κορνηλία δεν είχε κανένα έγγραφο από τον Λούσιο που να λέει ότι έπρεπε οι έμποροι να της δίνουν τα εμπορεύματά τους δωρεάν· έτσι, αναγκάστηκε, όχι μόνο να ξοδέψει ό,τι χρήματα είχε πάρει μαζί της, αλλά και να πουλήσει ορισμένα από τα όπλα των πολεμιστών της, ώστε να συγκεντρώσει το απαιτούμενο κεφάλαιο για την αγορά των μηχανημάτων και των ενεργειακών φιαλών.
«Ελπίζω,» είπε στον Αναξιμένη, «να μην τα κάναμε όλα τούτα άδικα.»
«Δεν το νομίζω,» αποκρίθηκε ο μάγος. «Μ’αυτά πρέπει να μπορέσω να διορθώσω τη στρέβλωση.»
Άντε, να δούμε… σκέφτηκε η Κορνηλία, που άλλο ένα ταξίδι μέσα στα Ελκόβρια Έλη δεν την ενθουσίαζε, αν και γνώριζε ότι ήταν απαραίτητο.
Πήρε το όχημά της από το γκαράζ και, καθίζοντας η ίδια στο τιμόνι, το οδήγησε προς τον Ελόφιλο Ποταμό και στην πέτρινη γέφυρα. Τη διέσχισε, πέρασε μέσα από το χωριό, και μπήκε στους βάλτους, όπου ο Αναξιμένης εξαφάνισε τις ρόδες του οχήματος και έκανε τα αραχνοειδή πόδια να ξεπροβάλουν.
Το επόμενο πρωί, με την αυγή, έφτασαν στον τόπο φυλάκισης της Υφάντρας: στο δέντρο που φαινόταν να έχει μια αλλόκοτη κλίση και που οι γραμμές στον κορμό του έμοιαζαν να σχηματίζουν τη μορφή μιας γυναίκας.
Η Κορνηλία σταμάτησε το όχημά της, και βγήκαν, πατώντας στα βαλτόνερα. Ο Αναξιμένης πρόσταξε τους πολεμιστές να φέρουν έξω τον εξοπλισμό που είχε αγοράσει και να τον τοποθετήσουν έτσι, κι έτσι, κι έτσι γύρω από το δέντρο. Εκείνοι υπάκουσαν, και, σε λίγο, τα μηχανήματα περιστοίχιζαν τη φυλακή της Υφάντρας. Έμοιαζαν με κανόνια, ή μεγάλα τηλεσκόπια. Οι ενεργειακές φιάλες ήταν συνδεδεμένες πίσω από αυτά τα «τηλεσκόπια», στους επεξεργαστές ενέργειας. Ο Αναξιμένης πλησίασε μια μικρή κονσόλα, η οποία στηριζόταν σ’ένα μακρύ, μεταλλικό πόδι, και πάτησε μερικά πλήκτρα, κάνοντας φωτάκια ν’ανάψουν. Συγχρόνως, οι γυάλινες άκρες των «τηλεσκοπίων» έλαμψαν, κι αμέσως μετά, ενέργεια εκτοξεύτηκε προς το δέντρο, σε λεπτές δέσμες. Δεν έφτασε, όμως, στον κορμό του, είτε επειδή εμποδιζόταν από τη χρονική στρέβλωση είτε επειδή ο Αναξιμένης δεν ήθελε να φτάσει ώς εκεί. Η Κορνηλία δεν ήξερε τι απ’τα δύο ίσχυε (ίσως και τα δύο), πάντως οι ενεργειακές δέσμες συνέκλιναν σ’ένα σημείο μπροστά απ’το δέντρο, και εκεί σχημάτιζαν μια φωτεινή σφαίρα.
Μια πολύ, πολύ φωτεινή ενεργειακή σφαίρα.
Η Δούκισσα αναγκάστηκε να στενέψει τα μάτια της, για να τα προστατέψει απ’τη φωτεινότητά της.
«Καλύτερα να μην κοιτάζετε,» είπε ο Αναξιμένης στους συντρόφους του. «Ή,» πρόσθεσε, «αν θέλετε να κοιτάζετε, φορέστε γυαλιά.» Και, βγάζοντας ο ίδιος ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά, τα φόρεσε.
Η Κορνηλία τον μιμήθηκε, αλλά οι περισσότεροι στρατιώτες απλά στράφηκαν απ’την άλλη.
Ο Αναξιμένης βημάτισε προς την ενεργειακή σφαίρα, όμως δεν πήγε πολύ κοντά της· κράτησε μια απόσταση περίπου δύο μέτρων· και άρχισε να αρθρώνει τα λόγια για κάποιο ξόρκι.
Η Κορνηλία τον παρατηρούσε καθώς εκείνος δούλευε, και είδε ότι η ενέργεια της σφαίρας καταναλωνόταν, σταδιακά, σα να διαχεόταν στον αέρα γύρω της· συγχρόνως, όμως, περισσότερη ενέργεια ερχόταν από τα μηχανήματα με τα οποία ο μάγος είχε περιστοιχίσει τον τόπο φυλάκισης της Υφάντρας. Έτσι, την ίδια στιγμή που ο όγκος της ενεργειακής σφαίρας μειωνόταν, άρχιζε να αυξάνεται και πάλι. Ποιο ήταν το νόημα, λοιπόν; Τι προσπαθούσε να κάνει ο Αναξιμένης;
Η Κορνηλία θυμήθηκε κάτι που της είχε πει, την προηγούμενη φορά που βρίσκονταν εδώ: «Είναι σα να έχουμε ένα στραβό σίδερο. Για να το ισιώσουμε, πρέπει να το θερμάνουμε και να μεταβάλουμε τη μορφή του.» Και σκέφτηκε: Συγκεντρώνει την ενέργεια στο σημείο της χρονικής στρέβλωσης και, χρησιμοποιώντας κάποιο ξόρκι, τη στέλνει μέσα σ’αυτό. Έτσι, το θερμαίνει… μέχρι που να μπορεί να το ισιώσει.
Η Κορνηλία περίμενε και, μετά από λίγη ώρα, παρατήρησε ότι ο ίδιος ο αέρας γύρω από το δέντρο έμοιαζε να έχει φορτιστεί. Ήταν θολός, και τα χρώματα πίσω του φαίνονταν αλλαγμένα: περισσότερες αποχρώσεις του κόκκινου απ’ό,τι ήταν το φυσιολογικό.
Η στρέβλωση, σκέφτηκε η Κορνηλία, έχει θερμανθεί. Έχει φορτιστεί από την ενέργεια.
Τα λόγια που άρθρωνε ο Αναξιμένης άλλαξαν· η Δούκισσα της Βανκάρης δεν ήξερε από ξόρκια και μαγγανείες, όμως μπορούσε να καταλάβει ότι τώρα ο μάγος επαναλάμβανε κάποια διαφορετική επωδό. Ξανά και ξανά και ξανά.
Και η κλίση του δέντρου άρχισε να διορθώνεται.
Το δέντρο φάνηκε να έρχεται προς τα… εδώ. Η Κορνηλία δεν μπορούσε να το ορίσει αλλιώς. Προς τα εδώ ερχόταν. Πιο κοντά της. Πιο κοντά στο κανονικό χρονικό συνεχές της Απολλώνιας.
Και, συγχρόνως, η ενέργεια που φόρτιζε τον αέρα γύρω του διαλυόταν· ο αέρας γινόταν ολοένα και λιγότερο θολός, τα χρώματα πίσω του είχαν ολοένα και λιγότερες αποχρώσεις του κόκκινου.
Ο Αναξιμένης σταμάτησε να μιλά, και πλησίασε την κονσόλα που στηριζόταν στο μακρύ μεταλλικό πόδι. Πάτησε ένα πλήκτρο και η εκπομπή ενέργειας έπαψε. Η ενεργειακή σφαίρα, που ακόμα αιωρείτο μπροστά απ’το δέντρο, διαλύθηκε.
Ο μάγος στράφηκε στην Κορνηλία, βγάζοντας τα μαύρα του γυαλιά. Το πρόσωπό του ήταν ιδρωμένο, και το σκούπισε με το μανίκι του. «Τελείωσε,» είπε.
Η Κορνηλία έβγαλε τα δικά της γυαλιά. «Δεν υπάρχει πλέον η στρέβλωση;»
«Όχι.»
Η Κορνηλία προσπέρασε τον Αναξιμένη και ζύγωσε το δέντρο. Διστακτικά, άπλωσε το χέρι της προς τον κορμό του. Αλλά δεν τον άγγιξε. «Δεν πιστεύω να είναι καυτό…;»
«Αποκλείεται,» της είπε ο μάγος. «Αυτό που έκανα δεν έχει καμία σχέση με την υλική υπόσταση του μέρους.»
Η Κορνηλία άγγιξε τον κορμό–
–και μια παρουσία βρέθηκε κοντά της.
Δεν ήταν κάποια παρουσία που μπορούσε να δει. Αλλά μπορούσε να τη νιώσει, όπως έναν μανδύα που πέφτει στους ώμους της.
Κάτι είχε αφυπνιστεί.
«Ποια είσαι;» αντήχησε μια γυναικεία φωνή. «Πώς βρέθηκες εδώ;»
«Ονομάζομαι Κορνηλία, και υπηρετώ τον Δάσκαλο. Είμαι ιέρειά του. Εσύ είσαι η Υφάντρα;»
«Χα-χα-χα-χαχαχαχαχα!» γέλασε η φωνή, γεμάτη ευθυμία. «Επιτέλους! Επιτέλους, κάποιος ήρθε!»
«Είσαι η Υφάντρα;» επέμεινε η Κορνηλία.
«Ναι, Ιέρεια Κορνηλία. Είμαι αυτή που ονομάζουν Υφάντρα.»
Και η Κορνηλία αισθάνθηκε κάτι να χαϊδεύει τη νόησή της, σαν γιγάντιο, μαλακό φτερό, που ήθελε να δοκιμάσει το έδαφος.
«Τι κάνεις;»
«Ήρθες να με απελευθερώσεις;»
«Ναι.»
«Θα πρέπει να ξέρεις, τότε, ότι έχω ανάγκη από ένα σώμα, για να απελευθερωθώ. Από το σώμα μιας ιέρειας.»
Η Κορνηλία ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό της. Ακόμα φοβόταν ετούτη τη στιγμή, διαπίστωσε. «Το ξέρω.»
Αισθάνθηκε κάτι να πιέζει το νου της, θέλοντας να εισχωρήσει.
Αγκάλιασέ με, Κορνηλία, άκουσε τη φωνή της Υφάντρας μέσα στο μυαλό της. Πάρε με μαζί σου. Και θα γίνουμε ένα. Θα γίνουμε ένα… Μη μου αντιστέκεσαι!
Η Κορνηλία πήρε μια βαθιά ανάσα, και έκλεισε τα μάτια, ενώ, συγχρόνως, άνοιγε το νου της. Άνοιγε τις πύλες του, σαν να επρόκειτο για φρούριο που πρόθυμα παραδινόταν· ή σαν φρούριο που υποδεχόταν έναν σύμμαχο. Ναι, είπε στον εαυτό της η Κορνηλία, αυτό ήταν πιο ταιριαστό. Γιατί η Υφάντρα ήταν σύμμαχος, σωστά; Δεν ήταν εχθρός.
Αισθάνθηκε την ξένη παρουσία να διεισδύει μέσα της, γελώντας. Γλιστρώντας σε κάθε σημείο του είναι της. Αρπάζοντας τις μνήμες και τις γνώσεις της. Προσφέροντάς της νέες μνήμες και γνώσεις –τόσες πολλές, πανάρχαιες μνήμες και γνώσεις! Και δύναμη: η Κορνηλία ένιωσε μια αχαλίνωτη δύναμη να κυλά στις φλέβες της, σαν φωτιά.
Είδε την ψυχή της να αντανακλάται μέσα στην ψυχή της Υφάντρας, και την ψυχή της Υφάντρας να αντανακλάται μέσα στη δική της ψυχή.
Το χέρι της γλίστρησε από τον τραχύ κορμό του δέντρου. Οι γραμμές επάνω στο ξύλο δεν έμοιαζαν πλέον να σχηματίζουν το σώμα μιας γυναίκας.
Η Κορνηλία στράφηκε ν’αντικρίσει τον Αναξιμένη’σαρ και τους πολεμιστές της.
Και είδε τα μυαλά τους να πάλλονται. Είδε τη νοητική τους ενέργεια να διαχέεται γύρω απ’τα κεφάλια τους. Νήματα και κόμποι. Τόσα πολλά νήματα και κόμποι, τα οποία μπορούσε να εκμεταλλευτεί όπως επιθυμούσε…
Λατρεία, πρόσταξε, υποσυνείδητα. Πρέπει να με λατρεύετε. Δεν μοιάζω με θεά;
Η νοητική ενέργεια γύρω απ’τα κεφάλια τους αλλοιώθηκε, και ο μάγος κι οι πολεμιστές γονάτισαν, στο ένα γόνατο, εμπρός της, αδιαφορώντας για τα βαλτώδη νερά που μούλιαζαν τα ρούχα τους. Στην όψη της και στο βλέμμα της έμοιαζαν, πράγματι, ν’αντικρίζουν μια ανώτερη δύναμη.
Η Κορνηλία γέλασε. Ο Λούσιος είχε δίκιο! Δεν είχε τίποτα να φοβηθεί! Πώς ήταν δυνατόν να είχε έστω και την παραμικρή αμφιβολία; Ανέκαθεν ήμουν προορισμένη γι’αυτό. Ανέκαθεν ήμουν η Υφάντρα!
«Σηκωθείτε,» πρόσταξε, πλησιάζοντας τον Αναξιμένη. «Σηκωθείτε.»
«Κορνηλία,» είπε ο μάγος, καθώς ορθωνόταν, «κάτι έχει αλλάξει επάνω σου… Τα μάτια σου…»
Η Κορνηλία μειδίασε, λοξά. «Τα πάντα θα αλλάξουν, σύντομα, Αναξιμένη. Γι’αυτό, ας μην αργοπορούμε. Έχουμε έναν πόλεμο να νικήσουμε. Ή, μάλλον, δύο πολέμους.» Προσπερνώντας τον μάγο, ανέβηκε στο όχημα με τα αραχνοειδή πόδια.
Οι πολεμιστές της και ο Αναξιμένης’σαρ την ακολούθησαν.
«Επιστρέφουμε στη Ρακμάνη, Αρχόντισσά μου;» ρώτησε ο οδηγός.
«Όχι,» είπε η Κορνηλία. «Επιστρέφουμε στην Ελκοβρία. Κι από κει, θα πάμε ή στη Βανκάρη ή κατευθείαν στο Βόρειο Μέτωπο.»
Τα μακριά, μεταλλικά πόδια του οχήματος ξεκίνησαν να κινούνται μέσα στους βάλτους.
Το ιστιοφόρο, κωπήλατο σκάφος που ονομαζόταν Άτι της Θάλασσας μπήκε στο λιμάνι της Απαστράπτουσας τα μεσάνυχτα και αγκυροβόλησε σε μια από τις αποβάθρες.
Ο καιρός δεν ήταν τόσο άσχημος σήμερα, όσο τις άλλες ημέρες του ταξιδιού τους, όμως η Βασίλισσα Γλυκάνθη εξακολουθούσε να αισθάνεται χάλια, καθώς ο Αυγερινός και οι επαναστάτες τη συνόδευαν έξω από το πλοίο. Και ο τρισκατάρατος βήχας δεν της είχε περάσει ακόμα. Το κλειστό περιβάλλον της καμπίνας, πράγματι, δεν της είχε κάνει καλό· καθόλου καλό. Το μοναδικό πράγμα που έφτιαχνε τη διάθεσή της ήταν ότι, επιτέλους, είχε καταφέρει να επιστρέψει στην Απαστράπτουσα, και τα παιδιά της θα έπαυαν να ανησυχούν γι’αυτήν.
Ο Ούρος μίλησε στον οδηγό ενός από τα επιβατηγά οχήματα που ήταν σταθμευμένα κοντά στο λιμάνι. Τον ρώτησε αν ήταν ελεύθερος να τους μεταφέρει όπου ήθελαν. Εκείνος αποκρίθηκε πως ήταν.
«Στο παλάτι πηγαίνουμε,» του είπε ο Ούρος.
Ο οδηγός τούς κοίταξε όλους, έναν-έναν. Το πρόσωπο των περισσότερων δε φαινόταν καθαρά, καθώς ήταν νύχτα και φορούσαν κάπες με κουκούλα. Τα μάτια του άντρα έμοιαζαν ν’αναρωτιούνται: Ποιοι είν’αυτοί οι τύποι που πάνε στο παλάτι; Ωστόσο, δεν έκανε αδιάκριτες ερωτήσεις, ούτε αρνήθηκε να τους μεταφέρει εκεί όπου ήθελαν. Έγνεψε καταφατικά και τους ζήτησε να περάσουν.
Η Βασίλισσα και οι επαναστάτες μπήκαν στο όχημά του, κι εκείνος ξεκίνησε να διασχίζει τις φωτισμένες λεωφόρους της πρωτεύουσας του Βασιλείου της Απολλώνιας.
Όταν έφτασαν έξω απ’την κεντρική πύλη του κήπου του παλατιού, η Γλυκάνθη πλήρωσε τον οδηγό, και εκείνη κι οι σύντροφοί της βγήκαν απ’το όχημά του, αφήνοντάς τον να φύγει μέσα στη νύχτα.
Η Βασίλισσα στράφηκε στην πύλη, και, δηλώνοντας στους φρουρούς ποια ήταν, της επέτρεψαν να περάσει, αφού έλεγξαν αυτήν και τους υπόλοιπους με μια συσκευή, η οποία, όπως της εξήγησαν, ήταν φτιαγμένη για να εντοπίζει Δημιουργήματα και Ομοιώματα.
«Ειδοποιήστε τον γιο μου ότι επέστρεψα,» είπε η Γλυκάνθη σ’έναν υπηρέτη, καθώς άφηνε πίσω της τον κήπο και έμπαινε στο εσωτερικό του παλατιού.
«Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος, Βασίλισσά μου, δε βρίσκεται στην Απαστράπτουσα επί του παρόντος.»
Η Γλυκάνθη έβηξε πάνω στο μαντήλι της, ξαφνιασμένη. «Και πού είναι;» ρώτησε με βραχνή φωνή. Καθάρισε το λαιμό της.
«Έχει πάει στο Βόρειο Μέτωπο.»
«Στο Βόρειο Μέτωπο; Γιατί; Συνέβη κάτι συγκεκριμένο;»
«Βασίλισσά μου, δεν το έχετε μάθει; Η Χρυσόπολη έπεσε στις δυνάμεις της Παντοκράτειρας–»
Ω θεοί, σκέφτηκε η Γλυκάνθη. Ω Μεγάλε Απόλλωνα…
«–και τα πράγματα στη Νούμβρια ακούγεται ότι πηγαίνουν επίσης άσχημα… Μπορώ να ειδοποιήσω την κόρη σας, την Πριγκίπισσα Βασιλική, αν θέλετε, η οποία βρίσκεται στο παλάτι.» Είχαν πλέον φτάσει στην Αίθουσα του Κυανού Θρόνου, που ήταν άδεια, μια τέτοια άγρια ώρα.
Η Γλυκάνθη κάθισε σε μια καρέκλα. «Ειδοποίησέ την,» είπε.
Ο Αυγερινός και οι επαναστάτες κάθισαν γύρω της.
Ο υπηρέτης υποκλίθηκε και έφυγε. Συγχρόνως, μια άλλη υπηρέτρια μπήκε και τους ρώτησε τι θα ήθελαν να τους φέρει. Η Βασίλισσα ζήτησε μια κούπα ζεστό τσάι. Οι υπόλοιποι βρήκαν την ιδέα της καλή, και ζήτησαν το ίδιο. Η υπηρέτρια τούς ετοίμασε έξι κούπες και τους τις έφερε.
Καθώς τις ακουμπούσε μπροστά τους, η Βασιλική μπήκε στην αίθουσα, βαδίζοντας βιαστικά. Ήταν ντυμένη μ’ένα μακρύ, μπλε φόρεμα, και γύρω απ’τη μέση της τυλιγόταν μια φαρδιά, χρυσή ζώνη. Τα ξανθά, σγουρά της μαλλιά έπεφταν λυτά στους ώμους της. Το πρόσωπό της φωτίστηκε από ένα έντονο χαμόγελο, καθώς αντίκρισε τη Βασίλισσα Γλυκάνθη.
«Μητέρα!» είπε, πλησιάζοντας.
Η Γλυκάνθη σηκώθηκε, για ν’αγκαλιάσει την κόρη της.
«Είσαι καλά, μητέρα; Είχαμε πεθάνει απ’την ανησυχία μας. Ο Ανδρόνικος κόντευε να τρελαθεί! Είχε στείλει ανθρώπους για να σε βρουν. Η πρώτη αποστολή δεν επέστρεψε ποτέ· η δεύτερη επέστρεψε, μα χωρίς να μάθει τίποτα. Τι γίνεται στη Ρακμάνη;»
Η Γλυκάνθη καθάρισε το λαιμό της. «Ο Λούσιος, Βασιλική…» είπε, καθίζοντας. «Πολύ φοβάμαι πως ο Λούσιος… έχει πάθει κάτι… πολύ σοβαρό…»
Η Βασιλική κάθισε επίσης, συνοφρυωμένη.
«Με συγχωρείτε που παρεμβαίνω, Βασίλισσά μου,» είπε ο Αυγερινός.
«Δεν υπάρχει πρόβλημα, Αυγερινέ.»
«Ο Πρίγκιπας Λούσιος, Υψηλοτάτη,» είπε ο Βασιλικός Φρουρός στη Βασιλική, «διακατέχεται από το πνεύμα του Κατακεραυνωτή, ενός από τους Οκτώ του Μαύρου Νάρζουλ.»
«Ο Κατακεραυνωτής… Ο Ανδρόνικος μού είπε πως απελευθερώθηκε. Το έμαθε από τη δολοφονία του Αρχιερέα του Απόλλωνα–»
«Δολοφόνησαν τον Αρχιερέα;» έκανε η Γλυκάνθη, έκπληκτη.
«Δυστυχώς, μητέρα. Τον βρήκαμε κρεμασμένο, μέσα στο Ναό. Και, στο πάτωμα, ήταν γραμμένο με το αίμα του: Θυσία για τον Κατακεραυνωτή.»
Η Γλυκάνθη έβηξε μέσα στο μαντήλι της. «Ω Μεγάλε Απόλλωνα…»
«Πού βρίσκεται τώρα ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος, Υψηλοτάτη;» ρώτησε ο Αυγερινός.
«Στη Σερίβια,» απάντησε η Βασιλική. «Τουλάχιστον, έτσι είπε. Είπε ότι θα πάει στη Σερίβια, προκειμένου να βρίσκεται κοντά στο Βόρειο Μέτωπο. Γιατί η Χρυσόπολη έχει πέσει στους Παντοκρατορικούς, και, γενικώς, τα πράγματα εκεί πηγαίνουν πολύ άσχημα. Οι περισσότεροι φοβούνται ότι θα πέσει και η Νούμβρια.»
Η Βασίλισσα Γλυκάνθη αισθανόταν να έχει παγώσει. Δεν μπορούσε να μιλήσει· δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Τα πάντα έμοιαζαν να γίνονται κομμάτια γύρω της.
«Θα πήγαινα κι εγώ μαζί του,» συνέχισε η Βασιλική, «μα κάποιος έπρεπε να μείνει εδώ, στο παλάτι. Κάποιος από τη βασιλική οικογένεια. Τώρα, όμως, που έχεις έρθει εσύ, μητέρα….»
Η Γλυκάνθη κούνησε το κεφάλι. «Όχι, Βασιλική. Καλύτερα να–»
Η Βασιλική συνοφρυώθηκε, θυμωμένα, και η Βασίλισσα διέκοψε τα λόγια της, μη θέλοντας να έρθει σε σύγκρουση με την κόρη της, μια τέτοια στιγμή.
Η Πριγκίπισσα είπε, αλλάζοντας το θέμα: «Επιπλέον, έχουν έρθει στο παλάτι μερικοί ακόμα από τους επαναστάτες που είχε καλέσει ο Ανδρόνικος.»
«Από πού;» ρώτησε η Γλυκάνθη.
«Από την Υπερυδάτια. Και, φυσικά, θέλουν να πάνε να βοηθήσουν τον Ανδρόνικο, όπου κι αν βρίσκεται. Σήμερα το μεσημέρι έφτασαν, και το πρωί σκοπεύουν να φύγουν. Σκέφτομαι, λοιπόν, πως θα ήταν τώρα καλή ιδέα να πάω μαζί τους.»
Η Γλυκάνθη έσμιξε τα χείλη της, επικριτικά.
Η Βασιλική την αγνόησε, γνωρίζοντας πολύ καλά αυτές τις αντιδράσεις της μητέρας της. Ακόμα νομίζει πως είμαι κοριτσάκι, σκέφτηκε η Πριγκίπισσα, ενοχλημένη. Ακόμα! Γιατί ποτέ δεν αλλάζει; Γιατί ποτέ δεν καταλαβαίνει;
«Επιτρέψτε μου, τότε, να σας συντροφεύσω, Πριγκίπισσά μου,» είπε ο Αυγερινός· «γιατί θα ήθελα κι εγώ να βρεθώ στο πλευρό του Πρίγκιπα Ανδρόνικου.»
Η Βασιλική ένευσε. «Εντάξει, Αυγερινέ. Δεν έχω ακούσει παρά καλά λόγια για σένα. Ο αδελφός μου φαίνεται να σε έχει περί πολλού.»
«Και πολύ καλά κάνει,» είπε η Γλυκάνθη. «Ο Αυγερινός είναι πάντα συνετός στις προτάσεις του, Βασιλική· να το έχεις υπόψη σου.»
Η Βασιλική προσπάθησε να μην κοκκινίσει. Λοξοκοιτάζοντας τη Βασίλισσα, είπε: «Θα το έχω υπόψη μου, μητέρα.» Τόσο λίγο με εμπιστεύεσαι; πρόσθεσε, νοερά. Και φωναχτά: «Πιστεύω, όμως, πως οι σύντροφοί σου θα είναι κουρασμένοι απ’το ταξίδι. Κι αν είναι να έρθουν μαζί μου, αύριο, καλύτερα να ξεκουραστούν.»
Η Γλυκάνθη κατένευσε, και έβηξε μέσα στο μαντήλι της.
«Αλλά εσύ, μητέρα, δε φαίνεσαι και πολύ καλά…» παρατήρησε η Βασιλική.
«Έχω κρυολογήσει. Αναγκαστήκαμε να φύγουμε απ’τη Ρακμάνη μέσα στη βροχή.»
«Σας κυνήγησε ο Λούσιος; Προσπάθησε να σας σκοτώσει;»
«Δεν ξέρω αν θα μας σκότωνε. Τουλάχιστον, όχι εμένα. Πάντως, μας κυνήγησε. Μας κυνήγησε σα μανιασμένος. Και…» Η Γλυκάνθη έβηξε. Καθάρισε το λαιμό της. «Και, πραγματικά, Βασιλική, δεν ξέρω αν ήταν ο γιος μου εκείνος που αντίκρισα…»
Η Βασιλική συνοφρυώθηκε. «Τι σημαίνει αυτό;»
«Είχε αλλάξει… Τα μάτια του… Τα μάτια του ήταν, κατά κάποιο τρόπο, διαφορετικά. Και ενός είδους ενέργεια προερχόταν από το σώμα του.»
«Εξαιτίας αυτού του Κατακεραυνωτή;»
«Ναι. Κι αυτό δεν είναι το μόνο,» εξήγησε η Γλυκάνθη. «Είχαμε αρχίσει να νιώθουμε όλοι πιο… οργισμένοι. Πιο άγριες σκέψεις μάς έρχονταν.»
«Τι σχέση έχει τούτο;»
Ο Αυγερινός είπε: «Η επιρροή του Κατακεραυνωτή, Πριγκίπισσά μου, εξαπλώνεται γύρω από το πνεύμα του. Κάνει τους ανθρώπους βίαιους. Φέρνει κακές σκέψεις στο μυαλό τους, και άσχημες μνήμες.»
«Πώς το ξέρεις εσύ;»
«Το ξέρω,» απάντησε μονάχα ο Αυγερινός· και, κρίνοντας απ’την όψη του, η Βασιλική δεν μπορούσε να αμφιβάλλει για τα λόγια του. Κάπως, το ήξερε. Κάπως.
«Και τι θα γίνει με τον Λούσιο; Πώς μπορούμε να βγάλουμε αυτό το πνεύμα από μέσα του;»
«Δε γνωρίζω.»
«Θα πρέπει, δηλαδή, να τον σκοτώσουμε;»
«Δε νομίζω ότι ο θάνατός του θα αποτελούσε λύση, Πριγκίπισσά μου.»
«Τι πάει να πει αυτό;» ρώτησε η Βασιλική, παραξενεμένη.
«Οι Οκτώ ήταν φυλακισμένοι για αμέτρητους αιώνες,» είπε ο Αυγερινός. «Ήταν φυλακισμένοι γιατί, προφανώς, ο Κύριός μας, ο Απόλλων, δεν μπορούσε να τους εξολοθρεύσει.»
«Δηλαδή, ο Λούσιος είναι τώρα αθάνατος;»
«Ο Πρίγκιπας Λούσιος δε νομίζω πως είναι αθάνατος. Ο Κατακεραυνωτής, όμως, είναι. Ακόμα κι αν σκοτώσουμε το σώμα του, το πνεύμα θα συνεχίσει να ζει.»
«Και θα βρει άλλο σώμα;»
«Κατά πάσα πιθανότητα, Υψηλοτάτη.»
«Εν ολίγοις, η κατάσταση είναι σκατά,» είπε η Βασιλική.
Η Γλυκάνθη τής έριξε ένα επικριτικό βλέμμα, σαν να ήθελε να τη μαλώσει για τα λόγια της.
«Τολμώ να πω πως ναι, Πριγκίπισσά μου,» συμφώνησε ο Αυγερινός.
«Δεν υπάρχει τρόπος να ξαναφυλακίσουμε το πνεύμα του Κατακεραυνωτή;» ρώτησε η Βασιλική. «Δεν υπάρχει τρόπος να το καταστρέψουμε τελείως, και να τελειώνουμε μαζί του;»
«Όπως σας είπα, Πριγκίπισσά μου, δεν γνωρίζω.»
«Μητέρα,» η Βασιλική στράφηκε στη Γλυκάνθη, «εσύ θα μείνεις στο παλάτι, έτσι;»
«Δε νομίζω, κόρη μου, να είμαι σε κατάσταση να πάω στο Βόρειο Μέτωπο. Και καλύτερα κι εσύ να–»
«Ωραία,» τη διέκοψε η Βασιλική. «Αφού θα μείνεις εδώ, λοιπόν, μπορείς να προσπαθήσεις να βρεις τρόπο για να νικήσουμε τον Κατακεραυνωτή.»
Ωωχ, Βασιλική…! σκέφτηκε η Γλυκάνθη. Το μυαλό σου ήταν πάντοτε πάνω απ’το κεφάλι σου, παιδί μου! Κι ακόμα τίποτα δεν έχει αλλάξει, μα τους θεούς! «Δεν ξέρω από τέτοια πράγματα, Βασιλική. Δεν ξέρω καν από πού ν’αρχίσω.»
«Θα μπορούσες να πας να ρωτήσεις τους ιερείς του Απόλλωνα.»
«Αν οι ιερείς του Απόλλωνα ήξεραν πώς να αντιμετωπίσουν τον Κατακεραυνωτή, θα–»
«Μην είσαι τόσο αρνητική, μητέρα!»
«Δεν είμαι αρνητική. Απλά, σου λέω–» Άρχισε να βήχει, κρύβοντας το πρόσωπό της με το μαντήλι της. Καταραμένος βήχας! Πότε θα περάσει;
Η Βασιλική τής έδωσε την κούπα με το τσάι της. Η Γλυκάνθη ήπιε μια γουλιά, για να μαλακώσει ο λαιμός της.
«Εντάξει,» είπε η Πριγκίπισσα, «κάνε ό,τι μπορείς. Πάντως, να έχεις υπόψη σου ότι ο Δαίδαλος λείπει. Έχει επιστρέψει στη Μακρόπολη, ελπίζοντας πως ίσως εκεί βρει κάτι για να μας βοηθήσει. Θα ξανάρθει στην Απαστράπτουσα, όμως· οπότε, να τον περιμένεις.»
Η Γλυκάνθη ένευσε. «Θα τον περιμένω.» Και πρόσθεσε: «Θα πάω στα διαμερίσματά μου τώρα, Βασιλική. Είμαι, πραγματικά, εξοντωμένη.»
«Θα σε οδηγήσω ώς εκεί,» είπε η Πριγκίπισσα. Και προς τον Αυγερινό και τους επαναστάτες: «Γνωρίζετε τον δρόμο για τα δωμάτιά σας, υποθέτω…»
«Μην ανησυχείτε για μας, Υψηλοτάτη,» αποκρίθηκε ο Βασιλικός Φρουρός.
*
Ο Αυγερινός πήγε τελευταίος στα δωμάτιά του, αφότου συνόδεψε τους επαναστάτες στα δικά τους δωμάτια.
Ο χτυπημένος μηρός του Θελλέδη φαινόταν να είναι λίγο καλύτερα τώρα, μα, φυσικά, ήταν πολύ νωρίς για να μπορεί ο γαλανόδερμος άντρας να περπατήσει ελεύθερα. Καθώς πλησίαζε την εξώπορτα των δωματίων του, ο Αυγερινός σκεφτόταν ότι ο Θελλέδης πιο καλά να μην ερχόταν, αύριο, μαζί τους. Πιο καλά να έμενε στο παλάτι, σε περίπτωση που η Βασίλισσα χρειαζόταν εδώ έναν απόλυτα έμπιστο άνθρωπο. Ή, μάλλον… δε θα ήταν προτιμότερο όλοι οι επαναστάτες να μείνουν στο παλάτι; Και ο Θελλέδης και η Σαρφάλλη και ο Ούρος και ο Φέτανιρ; Με τόσους ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ να τριγυρίζουν, η Βασίλισσα δεν ήταν ασφαλής. Θα μπορούσε, μάλιστα, να της συμβεί ό,τι είχε συμβεί και στον Αρχιερέα του Απ–
Ο Αυγερινός είχε μόλις ξεκλειδώσει την εξώπορτα και περνούσε το κατώφλι, όταν αισθάνθηκε χέρια να τυλίγονται γύρω απ’την κοιλιά του κι ένα μαλακό σώμα να πιέζεται πάνω στην πλάτη του. Σαρκώδη χείλη φίλησαν το πλάι του λαιμού του.
«Φοβήθηκα ότι είχες σκοτωθεί…»
Ο Αυγερινός γύρισε, για ν’αντικρίσει την Αγάθη.
Χαμογέλασε. «Σοβαρά;»
«Φυσικά!» αποκρίθηκε εκείνη. «Λείπατε τόσες μέρες, κι αυτοί που είχαν πάει να σας βρουν εξαφανίστηκαν!»
«Πιστεύεις ότι ο Απόλλωνας θα με άφηνε να ζήσω ύστερα από τούτο» –έδειξε την ουλή στο πρόσωπό του– «για να με σκοτώσει τώρα;»
Η Αγάθη άγγιξε τα μάγουλά του, και τσίμπησε το αξύριστο δέρμα εκεί με τον αντίχειρα και τον δείκτη της. «Μη λες ανοησίες!»
«Σοβαρά μιλάω,» είπε ο Αυγερινός, και έσκυψε, για να τη φιλήσει.
Μπήκαν στο δωμάτιο, κλείνοντας την πόρτα πίσω τους.
«Τι έγινε;» ρώτησε η Αγάθη. «Γιατί αργήσατε;»
«Δεν είδες τη Βασίλισσα;»
«Την είδα. Βασικά, με ξύπνησε, μπαίνοντας στα διαμερίσματά της μαζί με την Πριγκίπισσα Βασιλική. Τις ρώτησα αν είχες έρθει κι εσύ, και μου απάντησαν πως, ναι, είχες έρθει, και ζήτησα άδεια να έρθω να σε δω, και η Βασίλισσα μού την έδωσε. Δεν είπαμε τίποτ’άλλο.»
«Θα κάνω ένα μπάνιο, και θα σου τα διηγηθώ,» είπε ο Αυγερινός.
«Καθώς θα κάνεις μπάνιο;» ρώτησε η Αγάθη μ’ένα παιχνιδιάρικο μειδίαμα. «Η ιδέα μού ακούγεται καλή.» Άρχισε να ξεκουμπώνει τα ρούχα του. «Συμφωνώ.»
Ο Αυγερινός γέλασε. «Είσαι περίεργο πλασματάκι.»
«Σου έχω πει να μη με λες έτσι. Με φέρνεις σε μεγάλη αμηχανία.»
Σε λίγο, βρίσκονταν κι οι δύο μέσα στο λουτρό των δωματίων, με χλιαρό σαπουνόνερο να τους σκεπάζει· και ο Αυγερινός διηγήθηκε στην Αγάθη όλα όσα συνέβησαν στη Ρακμάνη και έξω απ’αυτήν, μέχρι που εκείνος, οι επαναστάτες, και η Βασίλισσα να καταφέρουν να φτάσουν στην Απαστράπτουσα.
«Εντάξει,» είπε η Αγάθη, «πες μου την αλήθεια τώρα. Πραγματικά, ήξερες ότι η Ορκισμένη Ιέρεια του Απόλλωνα σάς περίμενε στο Ναό;»
«Ναι.»
«Δε με δουλεύεις, δηλαδή…»
«Γιατί να σε δουλέψω, Αγάθη;»
«Και τα Σερπετά, πράγματι, τα επικαλέστηκες;»
«Δεν τα ‘επικαλέστηκα’ ακριβώς. Γνώριζα ότι θα ήταν εκεί για να μας συντρέξουν.»
Η Αγάθη μειδίασε. «Και μετά, λες ότι εγώ είμαι ‘παράξενο πλασματάκι’.»
«Συγκρίνεις τον εαυτό σου με τα Σερπετά;» την πείραξε ο Αυγερινός.
«Όχι, ανόητε! Συγκρίνω τον εαυτό μου μ’εσένα!»
«Και πιστεύεις ότι εγώ είμαι πιο περίεργος από τον εαυτό σου;»
«Λιγάκι μόνο. Τόσο λίγο.» Η Αγάθη έβγαλε το χέρι της από το σαπουνόνερο, κρατώντας τον δείκτη και τον αντίχειρά της σε μικρή απόσταση τον έναν από τον άλλο.
«Εντάξει,» μειδίασε ο Αυγερινός, «μπορώ να συμφωνήσω μ’αυτό.»
Η Αγάθη έμεινε για μερικές στιγμές σιωπηλή, κι ύστερα είπε: «Φυσικά, αύριο θα έρθω κι εγώ μαζί σας.» Ανασηκώθηκε και στράφηκε να τον κοιτάξει, στηρίζοντας τον έναν αγκώνα της στην άκρη του λουτρού.
«Τι νομίζεις ότι θα σου απαντήσω τώρα;»
«Νομίζω ότι θα διαφωνήσεις. Αλλά εγώ θα έρθω, ούτως ή άλλως. Και η Βασίλισσα, μάλλον, θα μου το επιτρέψει.»
«Η Βασίλισσα χρειάζεται τη βοήθειά σου, Αγάθη,» είπε ο Αυγερινός. «Ακόμα κι αν σ’το επιτρέψει, εσύ δεν πρέπει να έρθεις μαζί μας. Ποιον άλλο νομίζεις ότι μπορεί να εμπιστευτεί όσο εσένα, μέσα σε τούτο το παλάτι;»
Τα λόγια του την έκαναν να πάρει σκεπτική έκφραση.
«Είναι σημαντικό να μείνεις εδώ,» της είπε ο Αυγερινός, τυλίγοντας τα χέρια του γύρω της και φέρνοντάς την κοντά του. «Είδες τι έκαναν οι ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ στον Αρχιερέα του Απόλλωνα. Ποιος μας λέει ότι δε θα κάνουν το ίδιο και στη Βασίλισσα, αν τη βρουν μόνη της;»
«Θέλω, όμως, να έρθω μαζί σου,» είπε η Αγάθη, χαϊδεύοντας τα μαλλιά του.
«Δε θα χαθώ. Θα επιστρέψω.»
«Θα μου πεις πάλι αυτές τις βλακείες για τον Απόλλωνα;»
«Ναι.»
Η Αγάθη αναποδογύρισε τα μάτια. Έπειτα, τον φίλησε, και είπε: «Θα μείνω. Πάντως, μη νομίζεις ότι μπορώ εγώ, ολομόναχη, να σταματήσω τους ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ. Εντάξει, ξέρω πώς να χρησιμοποιώ ένα πιστόλι, αλλά–»
Ο Αυγερινός γέλασε.
«Μη γελάς!»
«Δε θα χρειαστεί να πυροβολήσεις κανέναν–»
«Το έχεις ξαναπεί αυτό.»
«Δεν το θυμάμαι. Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι δεν θα είσαι ολομόναχη· ορισμένοι από τους επαναστάτες θα είναι μαζί σου. Εσύ, όμως, θα είσαι συνεχώς κοντά στη Βασίλισσα· και είσαι ένα άτομο που δεν υπάρχει περίπτωση να την προδώσει.»
*
Το πρωί, συναντήθηκαν στην Αίθουσα του Κυανού Θρόνου, και ο Αυγερινός γνώρισε τους επαναστάτες από την Υπερυδάτια και τον αρχηγό τους, ο οποίος ονομαζόταν Μιχαήλ. Ήταν ένας ψηλός, γαλανόδερμος άντρας με μακριά, πράσινα μαλλιά και μούσια. Φορούσε απλά, ταξιδιωτικά ρούχα, και απ’τον ώμο του κρεμόταν ένα τουφέκι. Στη ζώνη του ήταν θηκαρωμένα ένα πιστόλι κι ένα ξιφίδιο.
Μαζί του, εκτός από τους υπόλοιπους επαναστάτες, ήταν και μια γυναίκα με κατάλευκο, σαν κόκαλο, δέρμα και μακριά, ξανθά μαλλιά. Ψηλή, λιγνή, με σώμα φανερά γυμνασμένο. Φορούσε μελανή, δερμάτινη στολή, και ήταν οπλισμένη με τουφέκι και ξιφίδιο. Συστήθηκε ως Ανταρλίδα. Μαύρη Δράκαινα.
Μια απ’τις Μαύρες Δράκαινες! που, παλιότερα, εργάζονταν για την Παντοκράτειρα. Ο Αυγερινός δεν είχε ποτέ ξανά γνωρίσει καμια τους, και τώρα δεν ήξερε πώς έπρεπε να αισθανθεί. Η γυναίκα δεν έμοιαζε να έχει τίποτα το… υπερφυσικό επάνω της. Γιατί να είχε, όμως;
Η Βασιλική ρώτησε αν ήταν όλοι έτοιμοι για να φύγουν. Η ίδια φορούσε ταξιδιωτικά (αλλά πλούσια) ρούχα και κάπα. Απ’τη ζώνη της κρέμονταν ένα πιστόλι κι ένα ξίφος.
Ο Μιχαήλ δήλωσε πως οι άνθρωποί του ήταν έτοιμοι να φύγουν από χτες, Υψηλοτάτη.
Ο Αυγερινός είπε στη Βασιλική ότι θα ήταν καλύτερα ο Θελλέδης, η Σαρφάλλη, ο Ούρος, και ο Φέτανιρ να μείνουν εδώ, για να φρουρούν τη Βασίλισσα.
Η Πριγκίπισσα αποκρίθηκε πως υπήρχαν ήδη επαναστάτες στο παλάτι, που η δουλειά τους ήταν να προσέχουν για ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ. Ο Ανδρόνικος τούς είχε αφήσει εδώ, για την καλύτερη ασφάλεια του μέρους.
«Παρ’όλ’αυτά,» είπε ο Αυγερινός, «θα πρότεινα να μείνουν και ο Θελλέδης κι οι άλλοι τρεις. Η Βασίλισσα τούς έχει γνωρίσει καλύτερα, όσο ταξιδεύαμε, κι αυτοί έχουν γνωρίσει τη Βασίλισσα. Αν συμφωνείτε κι εσείς, φυσικά, Πριγκίπισσά μου.»
Η Βασιλική ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν έχω πρόβλημα να μείνουν, Αυγερινέ· απλά, σου εξήγησα πώς έχει η κατάσταση.»
Ο Αυγερινός έκανε μια σύντομη υπόκλιση.
«Πώς θα φύγουμε από την Απαστράπτουσα, Πριγκίπισσά μου;» ρώτησε ο Μιχαήλ. Η φωνή του ήταν βαθιά και σταθερή, είχε παρατηρήσει ο Αυγερινός από όσες φορές τον είχε ακούσει, μέχρι τώρα, να μιλά. Επίσης, υπέθετε ότι οι γυναίκες, μάλλον, θα τον έβρισκαν ελκυστικό, όχι μόνο εξαιτίας της φωνής του, αλλά και της γενικότερης αρρενωπής του εμφάνισης.
«Με το τρένο,» απάντησε η Βασιλική στον γαλανόδερμο επαναστάτη από την Υπερυδάτια. «Τα έχω κανονίσει όλα, μην ανησυχείς. Μας περιμένουν.»
Η Πριγκίπισσα, ο Αυγερινός, και οι επαναστάτες πήγαν στο γκαράζ του παλατιού, μπήκαν σε δύο οχήματα (γιατί ένα δεν τους χωρούσε όλους), και διέσχισαν τους δρόμους της Απαστράπτουσας, περνώντας κοντά από τον Ναό του Απόλλωνα (όπου, πριν από μερικές νύχτες, είχε γίνει το φονικό του Αρχιερέα) και φτάνοντας στο λιμάνι και στον Σιδηροδρομικό Σταθμό.
Το τρένο, πράγματι, τους περίμενε, και επιβιβάστηκαν στα βαγόνια που είχαν ετοιμαστεί γι’αυτούς.
Καθώς η αμαξοστοιχία ξεκινούσε, ο Αυγερινός ρώτησε τη Βασιλική: «Βρέθηκαν οι δολοφόνοι του Αρχιερέα του Απόλλωνα, Πριγκίπισσά μου; Και πώς ακριβώς δολοφονήθηκε;» Ήταν καθισμένοι αντικριστά, πλάι σ’ένα παράθυρο, μ’ένα τραπεζάκι ανάμεσά τους.
«Βρέθηκαν,» αποκρίθηκε εκείνη· και του είπε όσα ήξεραν για την υπόθεση.
Ο Αυγερινός τα άκουσε με ενδιαφέρον, πίνοντας τον καφέ του και βλέποντας, από το παράθυρο, τις πολυκατοικίες της Απαστράπτουσας να δίνουν τη θέση τους στα περίχωρα της πόλης, και τα περίχωρα σε αγρούς, και τους αγρούς σε έρημα μέρη, δασώδη και λοφώδη. Μετά, ρώτησε: «Γιατί ο Αρχιερέας πήγε στο Ναό εκείνη την ώρα; Είχε κάποια δουλειά;»
Η Βασιλική σήκωσε τους ώμους. «Δεν ξέρουμε. Πάντως, κανονικά, δε θα έπρεπε να ήταν εκεί τόσο αργά. Τουλάχιστον, αυτό είπαν όλοι οι ιερείς. Ο Ανδρόνικος υποθέτει ότι κάποιος τον κάλεσε, δήθεν, για να του μιλήσει.»
«Χμμ,» είπε ο Αυγερινός, «ακούγεται λογικό.» Και έκανε μια σιωπηλή προσευχή για τον Αρχιερέα, που είχε πεθάνει τόσο βίαια και με τόσο άπρεπο τρόπο. Η εκδίκηση δε θ’αργήσει να έρθει, ορκίστηκε. Θα ξαναβρώ τον Κατακεραυνωτή, και τότε θα λογαριαστούμε για τελευταία φορά.
Η Ταλκασία ήταν μια πόλη έτοιμη για πόλεμο. Πολλοί από τους κατοίκους της είχαν εγκαταλείψει τα σπίτια τους και είχαν φύγει για άλλα μέρη του βασιλείου. Λίγοι πλέον εξακολουθούσαν να μένουν εδώ, ειδικά ύστερα από την πτώση της Χρυσόπολης και ύστερα από τις φήμες που κυκλοφορούσαν, ότι τα πράγματα στο μέτωπο θα χειροτέρευαν όσο περνούσε ο καιρός. Οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας, βέβαια, δεν είχαν ακόμα καταφέρει να περάσουν το Ταλκάσιο Πέρασμα, μα αυτό –λεγόταν– δεν ήταν παρά θέμα χρόνου.
Η Ταλκασία έμοιαζε τώρα με στρατόπεδο. Στρατιώτες, άρματα μάχης, αεροσκάφη, και οπλισμοί είχαν αντικαταστήσει τους πολίτες, τα πολιτικά οχήματα, τους εμπόρους, και τη ζωηρή κίνηση στους δρόμους. Οι δρόμοι της Ταλκασίας ήταν σχεδόν έρημοι. Ελάχιστους διαβάτες έβλεπες να τους διασχίζουν, και τα περισσότερα περίπτερα και καταστήματα ήταν κλειστά.
Ο Πρίγκιπας Λούσιος και ο Δούκας Ταχύβιος είχαν φτάσει εδώ πριν από τρεις μέρες, μη φέρνοντας μαζί τους τίποτα παραπάνω από μια τυπική φρουρά για τους εαυτούς τους. Εξάλλου, δεν είχαν περισσότερους μαχητές για να φέρουν· το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων της Απολλώνιας βρισκόταν ήδη στο Βόρειο Μέτωπο.
Την ίδια ημέρα που ήρθαν, είδαν ότι είχαν επίσης αρχίσει να έρχονται πρόσφυγες από τα βόρεια, από τη Χρυσόπολη, που είχε πέσει στους Παντοκρατορικούς. Ήταν, αναμφίβολα, από τους πρώτους πρόσφυγες που θα έρχονταν, και είχαν έρθει με μεγάλα και μικρά οχήματα· και με πρόσωπα που φανέρωναν ή πανικό ή τρόμο ή απογοήτευση ή θλίψη, ή οποιονδήποτε συνδυασμό αυτών. Πολλοί από τους πρόσφυγες δεν έμειναν καθόλου στην Ταλκασία· εφοδιάστηκαν με ενέργεια για τα οχήματά τους και συνέχισαν το δρόμο τους, θέλοντας ν’απομακρυνθούν όσο το δυνατόν περισσότερο από το Βόρειο Μέτωπο, φοβούμενοι ότι και η Ταλκασία θα είχε την ίδια μοίρα με τη Χρυσόπολη. Όσοι, όμως, έμειναν εδώ στεγάστηκαν σε οικοδομήματα που ο στρατός είχε αποφασίσει πως ήταν για ό,τι τυχόν πρόσφυγες παρουσιάζονταν. Και οι αξιωματικοί πήγαν ανάμεσα στους πρόσφυγες κι άρχισαν να ρωτούν ποιοι από αυτούς ήταν πρόθυμοι –εδώ και τώρα!– να υπερασπιστούν την πατρίδα τους και να γίνουν ήρωες. Προσπαθούσαν να συγκεντρώσουν νέο αίμα, γιατί, μέρα με τη μέρα, έβλεπαν να χάνουν τον πόλεμο εναντίον της Παντοκράτειρας, και ήταν φοβισμένοι. Δυστυχώς, οι πρόσφυγες ήταν πιο φοβισμένοι απ’αυτούς, έτσι ελάχιστους νεοσύλλεκτους κατάφεραν να επιστρατεύσουν και να τους στείλουν για εκπαίδευση.
Με τον ερχομό του Κατακεραυνωτή, η επίδραση του εξαπλώθηκε αμέσως. Τα μυαλά όλων όσων βρίσκονταν στην Ταλκασία, στρατιωτικών και μη, γέμισαν με κακές σκέψεις και άσχημες αναμνήσεις και βίαιες παρορμήσεις. Επεισόδια έγιναν, τις μέρες που ακολούθησαν: αιματηρά, άγρια επεισόδια, από τσακωμούς, ή από τον πανικό και τον φόβο. Τα μόνα δύο πράγματα που κατάφερναν να διατηρούν την τάξη ήταν ο στρατιωτικός νόμος και η απειλή των δυνάμεων της Παντοκράτειρας.
Ο Πρίγκιπας Λούσιος και ο Δούκας Ταχύβιος στεγάστηκαν στο Κέντρο Ελέγχου Απολλώνιων Δυνάμεων, το οποίο ήταν δύο ψηλές πολυκατοικίες, που γειτνίαζαν και ενώνονταν μεταξύ τους με δύο γέφυρες. Προτού οι κάτοικοι της Ταλκασίας αρχίσουν να την εγκαταλείπουν, οι πολυκατοικίες αυτές ανήκαν σε μια εταιρεία ερευνητικών μελετών και σχεδιασμού οχημάτων.
Η Στρατηγός Ιπποθόη, επικεφαλής των Απολλώνιων δυνάμεων στην Ταλκασία, υποδέχτηκε τον Λούσιο και τον Ταχύβιο, μην κρύβοντας την έκπληξή της για την έλευσή τους και τονίζοντας πως το μέρος δεν ήταν ασφαλές για να μείνουν. Καθόλου, μα καθόλου, ασφαλές. Ο Λούσιος τη διαβεβαίωσε πως το γνώριζε αυτό πολύ καλά, και πως είχε έρθει για να βοηθήσει. Το βλέμμα που του έριξε η Στρατηγός ήταν απορημένο, μα δεν του έφερε αντίρρηση.
Η Ιπποθόη ήταν μια εύσωμη, αλλά όχι παχιά, γυναίκα με λευκό-ροζ δέρμα και μακριά, καστανά, σγουρά μαλλιά. Τα μάτια της ήταν πράσινα και γυαλιστερά, και σε κοίταζαν πάντοτε καταπρόσωπο όταν σου μιλούσε. Για μια στιγμή, αυτά τα μάτια θύμισαν στον Λούσιο τη Δομινίκη, αλλά μετά έδιωξε την ομοιότητα από το μυαλό του.
Ο Αντιβασιλέας της Απολλώνιας και ο Δούκας της Βανκάρης είχαν φτάσει απόγευμα στην Ταλκασία, βρίσκοντας την πόλη χιονισμένη, καθώς ήταν κοντά στα βόρεια βουνά, και ο χειμωνιάτικος καιρός έπιανε ετούτα τα μέρη του βασιλείου πολύ περισσότερο από άλλα. Ο καιρός, ωστόσο, ήταν το τελευταίο πράγμα που απασχολούσε τον Λούσιο, αυτή τη στιγμή. Το πρώτο πράγμα που τον απασχολούσε ήταν τι ακριβώς γινόταν στο Βόρειο Μέτωπο, και, κυρίως, γύρω από τη Χρυσόπολη. Η Στρατηγός Ιπποθόη τού απάντησε πως οι αναφορές ήταν ακόμα μπερδεμένες, καθώς η εν λόγω πόλη βρισκόταν εξακόσια χιλιόμετρα προς τα βορειοδυτικά. Ανιχνευτές, όμως, είχαν σταλεί και, επιστρέφοντας, θα έφερναν περισσότερα νέα. Η Ιπποθόη είχε προτιμήσει να στείλει ανθρώπους από ξηράς, γιατί φοβόταν πως τα αεροπλάνα και τα ελικόπτερα θα εντοπίζονταν και θα καταρρίπτονταν από τους Παντοκρατορικούς. Καλύτερα να αργήσουμε λίγο και να κρατήσουμε τις δυνάμεις μας άθικτες, είπε, παρά να έχουμε απώλειες. Διότι, έτσι όπως είχαν καταντήσει τα πράγματα στο Βόρειο Μέτωπο, ακόμα κι ένα μικρό ελικόπτερο μετρούσε.
Ο Λούσιος περίμενε, λοιπόν, να έρθουν οι αναφορές σχετικά με το τι συνέβαινε στη Χρυσόπολη· και, όταν ήρθαν, φανέρωσαν ότι η κατάσταση ήταν, μάλλον, απογοητευτική. Αλλά όχι και μη αναμενόμενη. Οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας είχαν σχηματίσει δακτύλιο γύρω από την πόλη, προφυλάσσοντάς την από κάθε μεριά· δε φαινόταν οι Απολλώνιοι να έχουν πολλές ελπίδες να την πάρουν πίσω. Ο Λούσιος, όμως, ήξερε ότι οι Παντοκρατορικοί δε θα έμεναν εκεί για πάντα· δεν τους αρκούσε μία και μόνο πόλη της Απολλώνιας. Ήθελαν ολόκληρη τη διάσταση. Και, κυρίως, ήθελαν την Απαστράπτουσα. Επομένως, θα κινούνταν· κι αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να διαιρέσουν τις δυνάμεις τους. Χρειάζεται υπομονή, σκεφτόταν ο Λούσιος. Υπομονή, ώστε να ενεργήσουμε εναντίον τους την καλύτερη δυνατή στιγμή.
Και γνώριζε ακριβώς τι σκόπευε να κάνει. Σκόπευε να εστιάσει την πνευματική επίδρασή του επάνω στους Παντοκρατορικούς: να παραδώσει την παράταξή τους στο χάος, να τους βάλει να αλληλοσκοτωθούν και να φαγωθούν αναμεταξύ τους. Και τότε, οι Απολλώνιοι θα τους κομμάτιαζαν, καθώς θα αποφόρτιζαν όλη τη δική τους οργή επάνω στους εχθρούς τους. Με τη δύναμη του Μεγάλου Δασκάλου, θα νικούσαν! Θα υπήρχαν απώλειες, σίγουρα, πολλές απώλειες, μα θα νικούσαν.
Προς το παρόν, όμως, οι μαχητές του βασιλείου παρέμεναν στην Ταλκασία, έχοντάς την ως κέντρο επιχειρήσεων στην ανατολική μεριά του Βόρειου Μετώπου. Από εδώ έστελναν στρατό στο Ταλκάσιο Πέρασμα (το οποίο μπορούσες να δεις από την πόλη, όταν στεκόσουν στα ψηλότερά της χτίρια), καθώς και προς τα βορειοδυτικά, για να φράξει τους δρόμους και να ετοιμάσει παγίδες για τους Παντοκρατορικούς που πιθανώς να έρχονταν από τη Χρυσόπολη. Επίσης, είχαν κόψει τις σιδηροδρομικές γραμμές που οδηγούσαν από τη Χρυσόπολη προς τη Ταλκασία, καθώς φοβόνταν ότι ίσως οι εχθροί τους να τις χρησιμοποιούσαν, για να τους επιτεθούν.
Ελικόπτερα και αεροπλάνα έκαναν, συνεχώς, κύκλους στην ευρύτερη περιοχή του Δουκάτου της Ταλκασίας, ώστε να βλέπουν τι γινόταν σε κάθε του γωνιά. Και ανιχνευτικά συστήματα λειτουργούσαν στα πιο κρίσιμα σημεία, έχοντας όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εμβέλεια.
Έτσι είχε η κατάσταση στην Ταλκασία, όταν η Κορνηλία έφτασε, το βράδυ, μέσα στο οκτάτροχο όχημά της. Οι στρατιώτες που περιπολούσαν την εντόπισαν αμέσως και τη σταμάτησαν, περικυκλώνοντάς την και σημαδεύοντάς την, απαιτώντας να μάθουν ποια ήταν και για ποιο λόγο ερχόταν. Η Κορνηλία δε δίστασε να τους φανερώσει πως ήταν η Δούκισσα της Βανκάρης, και πως ερχόταν στο Βόρειο Μέτωπο για να βοηθήσει, όπως κι ο Πρίγκιπας Λούσιος. Οι στρατιώτες την άφησαν να περάσει, και το όχημα της μπήκε στην πόλη, διασχίζοντας τους άδειους δρόμους.
Ο αρχηγός των φρουρών είχε πει στη Δούκισσα ότι, κατά πάσα πιθανότητα, θα έβρισκε τον Αντιβασιλέα σ’εκείνες τις δύο ψηλές πολυκατοικίες (τις είχε δείξει, υψώνοντας το χέρι του, καθώς εκείνος και η Κορνηλία βρίσκονταν έξω απ’την πόλη, κι αυτές ξεχώριζαν ανάμεσα από τα υπόλοιπα οικοδομήματά της), οι οποίες τώρα χρησιμοποιούνταν ως Κέντρο Ελέγχου των Απολλώνιων Δυνάμεων –Κ.Ε.Α.Δ., για λόγους συντομίας.
Η Κορνηλία σταμάτησε το όχημά της μπροστά από το Κ.Ε.Α.Δ., και είδε, από το τζάμι του μπροστινού παραθύρου, πως, εκτός απ’το ότι κι άλλα οχήματα ήταν συγκεντρωμένα εδώ (όλα τους θωρακισμένα και με οπλισμούς), στρατιώτες φρουρούσαν το μέρος, και ένα σωρό κάννες –μεγαλύτερου και μικρότερου διαμετρήματος– στράφηκαν προς εκείνη και τους συντρόφους της.
«ΑΑΑΛΤ!» φώναξε κάποιος.
Δεν αστειεύονται στα μέτρα ασφαλείας τους, παρατήρησε η Κορνηλία, και, ανοίγοντας την πόρτα, βγήκε απ’το όχημά της, λέγοντας στους πολεμιστές της και στον Αναξιμένη’σαρ να μείνουν μέσα.
«Είμαι η Δούκισσα Κορνηλία, της Βανκάρης!» δήλωσε, φωναχτά. «Ζητώ πρόσβαση.»
Τρεις στρατιώτες την πλησίασαν, κι αυτός που στεκόταν ανάμεσα στους άλλους δύο –ένας αξιωματικός– θέλησε να δει την ταυτότητά της. Κι επίσης, είπε ότι θα έπρεπε να γίνει έλεγχος στο όχημά της και στους συντρόφους της, ανεξαρτήτως ποια ήταν.
Η Υφάντρα ήξερε τώρα ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις της και να δέσει και να λύσει και να μπερδέψει έτσι κι αλλιώς και διαφορετικά τους κόμπους της νοητικής ενέργειας που μπορούσε να δει να περιφέρεται γύρω απ’το κεφάλι του αξιωματικού, ώστε εκείνος να σταματήσει αυτές τις αηδίες. Δεν το έκανε, όμως, προτιμώντας να μην διαταράξει την κατάσταση. Του έδειξε την ταυτότητά της και τον άφησε να ελέγξει το όχημά της και τους συντρόφους της. Όταν εκείνος ικανοποιήθηκε, την καλωσόρισε στην Ταλκασία και έκανε μια μικρή, κοφτή υπόκλιση εμπρός της.
Η Κορνηλία τον προσπέρασε και μπήκε στο Κ.Ε.Α.Δ., αφήνοντας τον Αναξιμένη’σαρ και τους πολεμιστές της να βρουν κατάλυμα ανάμεσα στους υπόλοιπους στρατιώτες. Ο αξιωματικός απέξω δεν της είχε πει σε ποιον όροφο βρισκόταν ο Λούσιος, μα δε χρειαζόταν· η Υφάντρα είχε τους δικούς της τρόπους για να παίρνει πληροφορίες. Και δεν κρατιόταν να τους χρησιμοποιήσει. Από όταν είχε απελευθερωθεί, αισθανόταν μια πολύ ισχυρή παρόρμηση να παίζει με τη νοητική ενέργεια όσων βρίσκονταν γύρω της: και για την ακρίβεια, του Αναξιμένη και των πολεμιστών της, γιατί, τότε, αυτοί ήταν οι μόνοι άνθρωποι κοντά της. Με το ζόρι κατάφερνε να συγκρατιέται, επαναλαμβάνοντας στον εαυτό της ότι δεν υπήρχε λόγος, δεν υπήρχε λόγος, δεν υπήρχε λόγος να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις της επάνω τους. Παρ’όλ’αυτά, νόμιζε πως ορισμένες στιγμές η επιρροή της έφευγε απ’τον έλεγχό της, χωρίς να το θέλει: και έβλεπε τους συντρόφους της να φέρονται σα να είχαν παρανοήσει, σαν κάποιες ιδέες να είχαν καρφωθεί στο μυαλό τους. Η Υφάντρα προσπάθησε να θυμηθεί αν τα πράγματα ήταν πάντοτε έτσι… και, φυσικά, πάντοτε έτσι ήταν. Κανένας που βρισκόταν γύρω της –κανένας, εκτός απ’τους υπόλοιπους Οκτώ του Δασκάλου– δεν μπορούσε να κάνει τις σκέψεις του να πάψουν να αλλοιώνονται από την επίδρασή της.
Επί του παρόντος, πλησίασε έναν φρουρό, στο εσωτερικό της πολυκατοικίας, και τον ρώτησε πού ήταν ο Αντιβασιλέας Λούσιος. Εκείνος την κοίταξε με κάποια καχυποψία… αλλά η Κορνηλία είχε ήδη αρχίσει να πλέκει τα νήματα γύρω απ’το μυαλό του· είχε ήδη αρχίσει να παίζει μαζί του, σα νάταν μαριονέτα. Του απάντησε πως ήταν μια φίλη του Πρίγκιπα και ήθελε να του κάνει έκπληξη. Ο Λούσιος τής είχε απόλυτη εμπιστοσύνη –κι επομένως, έμοιαζε να υπονοεί ο τόνος της, πρέπει κι εσύ να μου έχεις εμπιστοσύνη. Ο στρατιώτης τής είπε ότι ο Αντιβασιλέας ήταν στον πέμπτο όροφο της διπλανής πολυκατοικίας.
Η Κορνηλία, πάντοτε ευγενική (αν και δε θυμόταν παλιά η Υφάντρα να ήταν ευγενική), ευχαρίστησε τον φρουρό, μπήκε στον ανελκυστήρα, και ανέβηκε μέχρι τον δεύτερο όροφο. Εκεί, διέσχισε έναν μακρύ διάδρομο, άνοιξε μια σιδερένια πόρτα (χωρίς οι φρουροί δεξιά κι αριστερά της να τη σταματήσουν· γιατί, προφανώς, για να έχει φτάσει ώς εδώ, δεν μπορεί να ήταν εισβολέας), και βγήκε στη χαμηλότερη από τις δύο γέφυρες που ένωναν τις πολυκατοικίες του Κ.Ε.Α.Δ. Η γέφυρα ήταν καθαρισμένη από το χιόνι εκεί όπου έπρεπε να βαδίσει κανείς για να τη διασχίσει, αλλά στις άκριές της το χιόνι σχημάτιζε λόφους ολόκληρους, και παγοκρύσταλλοι είχαν διαμορφωθεί σε διάφορα σημεία.
Η Κορνηλία, τυλίγοντας την κάπα σφιχτά γύρω της και φορώντας την κουκούλα, πέρασε τη γέφυρα και πήγε στην άλλη πολυκατοικία. Μπήκε στον ανελκυστήρα και ανέβηκε στον πέμπτο όροφο.
Ο Λούσιος την περίμενε στο κατώφλι μιας πόρτας. Τα μάτια του άστραψαν, θυμωμένα. «Τι κάνεις εδώ, Κορνηλία;»
Εκείνη τον πλησίασε, κατεβάζοντας την κουκούλα της κάπας της και μειδιώντας λοξά. «Η Υφάντρα είναι ελεύθερη,» είπε.
«Το ξέρω,» αποκρίθηκε ο Λούσιος. «Αισθάνθηκα αμέσως την παρουσία σου, όταν ήρθες. Αλλά είχαμε συμφωνήσει να επιστρέψεις στη Ρακμάνη, Κορνηλία!»
«Δεν υπήρχε λόγος να πάω εκεί,» αποκρίθηκε εκείνη, περνώντας από δίπλα του και μπαίνοντας στο διαμέρισμα. Τα γυαλισμένα σανίδια του καθιστικού έτριξαν κάτω απ’τα μποτοφορεμένα πόδια της. «Η μεγαλύτερη απειλή είναι εδώ, όχι στη Ρακμάνη.»
Ο Λούσιος έκλεισε την πόρτα. «Ο αδελφός μου–»
«–δε νομίζω πως συγκρίνεται με την Παντοκράτειρα.»
«Τον υποτιμάς, Κορνηλία.»
«Όχι,» είπε η Κορνηλία. «Η Παντοκράτειρα, όμως, με ανησυχεί πολύ περισσότερο. Όταν έχουμε τελειώσει μαζί της –και θα τελειώσουμε μαζί της πολύ γρηγορότερα, αν συνεργαστούμε–, μπορούμε να ασχοληθούμε και με τον Ανδρόνικο.» Ανασήκωσε τους ώμους της. «Πιστεύεις, πραγματικά, ότι ο αδελφός σου έχει τη δύναμη να προβάλει καμια σπουδαία αντίσταση; Εγώ, από μόνη μου, μπορώ να συνθλίψω το μυαλό του με ελάχιστη προσπάθεια.»
«Δεν είναι, όμως, χωρίς υποστηρικτές,» την προειδοποίησε ο Λούσιος. «Εκείνος ο Υπέρμαχος…» Τα μάτια του στένεψαν, σκεπτικά. «Ήταν σαν τους Υπέρμαχους του Γαλανού Φωτός που θυμάμαι από παλιά. Μέσα του ενυπάρχει η δύναμη του Απόλλωνα. Αυτού το μυαλό είμαι βέβαιος πως δε θα μπορούσες να συνθλίψεις τόσο εύκολα. Ούτε και του αδελφού μου, ίσως, αν κρατούσε τον Κελευστή.»
Η όψη της Κορνηλίας σκοτείνιασε. «Θα πρέπει, λοιπόν, κάποιος να του πάρει τον Κελευστή!» Το θυμόταν αυτό το ξίφος. Ναι, το θυμόταν. Ήταν πολύ επικίνδυνο. Πολύ, πολύ επικίνδυνο. Ο Απόλλωνας βρισκόταν μέσα του. «Δε νομίζεις, Λούσιε;» Έβγαλε την κάπα της, ρίχνοντάς την πάνω σε μια πολυθρόνα.
«Ίσως αυτή να είναι μια καλή ιδέα,» παραδέχτηκε ο Πρίγκιπας. «Όμως δε μπορείς να του το πάρεις όταν είσαι εδώ!» πρόσθεσε.
«Όλα στην ώρα τους,» αποκρίθηκε η Κορνηλία, καθίζοντας στον καναπέ και σταυρώνοντας τα πόδια της στο γόνατο. «Πρώτα, η Παντοκράτειρα.»
Ο Λούσιος βημάτισε μέσα στο καθιστικό με τα χέρια του σταυρωμένα εμπρός του. Το βλέμμα του ήταν κατεβασμένο, η όψη του συλλογισμένη.
«Πώς πηγαίνουν, λοιπόν, τα πράγματα εδώ;» ρώτησε η Κορνηλία.
«Όχι και τόσο καλά. Ακόμα δεν είμαι βέβαιος πότε θα γίνει η επίθεση κατά των Παντοκρατορικών. Πρέπει να περιμένουμε, να δούμε τι σκοπεύουν να κάνουν μετά την κατάκτηση της Χρυσόπολης. Πώς σκοπεύουν να κινηθούν.»
«Ο άντρας μου είναι εδώ, μαζί σου, σωστά;»
«Ναι.»
«Γιατί;»
«Για να διδαχτεί,» είπε ο Λούσιος. «Να μάθει τη δύναμη και τη σοφία του Δασκάλου.
»Όταν πήγα στη Βανκάρη, Κορνηλία, ανακάλυψα πως είχε συνωμοτήσει με τους ιερείς του Απόλλωνα, για να με σκοτώσουν.»
«Το πληροφορήθηκα.»
«Τελικά, όμως, νομίζω πως κατανόησε ότι μόνο εγώ μπορώ να σώσω την Απολλώνια, και μόνο με τη δύναμη του Δασκάλου.» Ο Λούσιος γέμισε δύο ποτήρια κρασί, και το ένα το έδωσε στην Κορνηλία, η οποία ήπιε πρόθυμα, για να ζεσταθεί. «Του είπα ότι κι εσύ είσαι ιέρειά του.»
«Δεν είμαι μονάχα ιέρειά του.»
«Ναι, όχι πλέον. Του το είπα κι αυτό.»
Η Κορνηλία συνοφρυώθηκε. «Τι του είπες, δηλαδή;»
«Ότι, σύντομα, θα είσαι κάτι πολύ περισσότερο από ιέρεια.»
«Κι εκείνος δεν έκανε ερωτήσεις;»
«Του εξήγησα πως δε θα είχε νόημα να κάνει.» Ο Λούσιος κάθισε πλάι της, στον καναπέ, και ήπιε κι αυτός μια γουλιά απ’το κρασί του.
«Θα τον δω,» είπε η Κορνηλία, «και θα του μιλήσω. Αύριο.» Και ρώτησε: «Γιατί δε μένεις στο παλάτι της Ταλκασίας;»
«Δεν το είδες, καθώς ερχόσουν;»
«Δεν έδωσα σημασία.»
«Είναι κατεστραμμένο,» εξήγησε ο Λούσιος. «Ο Δούκας και η οικογένειά του είναι νεκροί. Σκοτώθηκαν, ύστερα από μια σφοδρή αεροπορική επίθεση των Παντοκρατορικών.»
«Στέλνουν αεροσκάφη τους μέχρι εδώ;» απόρησε η Κορνηλία.
«Ναι. Ειδικά μετά από την πτώση του Φρουρίου του Σμαραγδένιου Βουνού και την αποδυνάμωση της ανατολικής και δυτικής μεριάς του Βόρειου Μετώπου. Ετούτες, όμως, οι πολυκατοικίες είναι καλά προστατευμένες, μην ανησυχείς. Οι Τεχνομαθείς τις προφυλάσσουν με μια Μαγγανεία Αντιπυραυλικού Πεδίου· κι επίσης, γύρω τους υπάρχουν πολλά αντιαεροπορικά όπλα.»
Η Κορνηλία τελείωσε το κρασί της και άφησε το ποτήρι επάνω στον ξύλινο βραχίονα του καναπέ. «Θα κάνω ένα μπάνιο,» είπε. «Υπάρχει ζεστό νερό;»
Ο Λούσιος ένευσε.
«Ωραία.» Η Κορνηλία σηκώθηκε απ’τον καναπέ. «Και μετά, θα μου πεις αναλυτικά πώς έχουν τα πράγματα στο Βόρειο Μέτωπο.»
Το μεταλλικό περίβλημα της αμαξοστοιχίας άστραφτε στο δυνατό φως του μεσημεριανού ήλιου, καθώς το τρένο πλησίαζε τον Σιδηροδρομικό Σταθμό της Σερίβια, έκοβε ταχύτητα, και, τελικά, σταματούσε.
Οι επιβάτες που προορίζονταν για εδώ βγήκαν. Και οι περισσότεροι για εδώ προορίζονταν, γιατί η αμαξοστοιχία, μετά, συνέχιζε ώς τη Νούμβρια –η οποία ήταν μέσα στην επικίνδυνη ζώνη του Βόρειου Μετώπου– και, από τη Νούμβρια, κανονικά θα πήγαινε στη Χρυσόπολη, αλλά αυτή η διαδρομή είχε ακυρωθεί, ύστερα από την πτώση της εν λόγω πόλης στους Παντοκρατορικούς. Τώρα, το τρένο έφτανε μέχρι τη Νούμβρια και επέστρεφε στη Σερίβια και στην Απαστράπτουσα.
Η Βασιλική, ο Αυγερινός, ο Μιχαήλ, η Ανταρλίδα, και οι άλλοι επαναστάτες περίμεναν να κατεβούν, πρώτα, οι υπόλοιποι επιβάτες και μετά κατέβηκαν εκείνοι.
Ο Άλτρες, ο επαναστάτης από τη Βίηλ, τους πλησίασε, ξεπροβάλλοντας από μια πόρτα του Σιδηροδρομικού Σταθμού. «Πριγκίπισσα Βασιλική,» είπε, κάνοντας μια υπόκλιση εμπρός της. «Δεν περιμέναμε την άφιξή σας… Και ποιοι είναι αυτοί;» Κοίταξε τους υπόλοιπους.
Η Βασιλική τού σύστησε τον Αυγερινό και τον Μιχαήλ· για τους άλλους, είπε μονάχα ότι ήταν επαναστάτες από την Υπερυδάτιοι, οι οποίοι είχαν έρθει για να βοηθήσουν.
Ο Άλτρες συνοφρυώθηκε. «Αυγερινός Αντίρρυθμος;» είπε, κοιτάζοντας τον Βασιλικό Φρουρό. «Δεν υποτίθεται ότι εσύ ήσουν στη Ρακμάνη με τη Βασίλισσα;»
«Ήμουν,» αποκρίθηκε εκείνος. «Και επέστρεψα.»
«Και η Βασίλισσα;»
Το βλέμμα του Αυγερινού σκλήρυνε, σαν ο επαναστάτης να τον είχε μόλις βρίσει. «Δε θα επέστρεφα, φυσικά, χωρίς τη Μεγαλειοτάτη.»
Η Βασιλική προσπάθησε να κρύψει ένα αχνό μειδίαμα. Εντάξει, σκέφτηκε, έχω αρχίσει να καταλαβαίνω απόλυτα γιατί ο Ανδρόνικος σε θεωρεί τόσο ξεχωριστό, Αυγερινέ. Δε νομίζω, σ’όλο το Βασίλειο της Απολλώνιας, να υπάρχει πιο πιστός υπήκοός του από εσένα. Κι αυτό δεν ήταν κάτι που η Πριγκίπισσα είχε συμπεράνει μόλις τώρα· το είχε διαπιστώσει από τις ώρες που είχε περάσει με τον Αυγερινό μέσα στο τρένο.
«Αυτά τα νέα θα κάνουν τον Πρίγκιπά μας να χαρεί πολύ,» είπε ο Άλτρες. «Αποτελώντας, μάλλον, εξαίρεση, σε σχέση με τ’άλλα νέα που έρχονται στη Σερίβια.» Άρχισε να βαδίζει, και οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν.
«Εννοείς τα νέα από το Βόρειο Μέτωπο;» ρώτησε η Βασιλική.
«Ναι.
»Ελάτε από δω, όμως, να επιβιβαστείτε σ’ένα όχημα και να σας οδηγήσω στο παλάτι.» Ο Άλτρες βάδισε κατά μήκος ενός διαδρόμου, πηγαίνοντας προς το γκαράζ, έξω απ’το κεντρικό χτίριο του Σταθμού.
«Γνωρίζω το δρόμο, Άλτρες,» είπε η Βασιλική· «δε χρειάζεται να με οδηγήσεις. Η Σερίβια είναι η πόλη του θείου μου, του Αλεξίλυπου· έχω έρθει εδώ πολλές φορές στο παρελθόν.
»Αλλά, αλήθεια, εσύ γιατί ήσουν στον Σιδηροδρομικό Σταθμό; Δε μπορεί να ήξερες ότι ερχόμασταν…»
Ο Άλτρες κούνησε το κεφάλι. «Όχι, δεν το ήξερα. Είμαι εδώ για να προσέχω ποιος έρχεται και ποιος φεύγει. Ο Πρίγκιπας θέλει να ελέγχει την αμαξοστοιχία, γιατί φοβάται ότι ίσως να δεχτεί επίθεση από τους ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ.» Άνοιξε την πόρτα στο τέλος του διαδρόμου. Απέξω ήταν μια λιθόστρωτη αυλή, η σκεπή της οποίας στηριζόταν σε χοντρές κολόνες. Ανάμεσα στις κολόνες βρίσκονταν σταθμευμένα καμια δεκαπενταριά οχήματα. Οπλισμένοι φρουροί στέκονταν σε διάφορα σημεία. Το γκαράζ του Σταθμού.
«Θέλετε να ετοιμάσω κάποια συνοδεία για εσάς, Πριγκίπισσά μου;» ρώτησε ο Άλτρες.
«Νομίζω πως έχω όση συνοδεία χρειάζομαι,» αποκρίθηκε η Βασιλική, κοιτάζοντας τον Αυγερινό πλάι της και τον Μιχαήλ και τους Υπερυδάτιους επαναστάτες πίσω της.
Ο Άλτρες ένευσε, μοιάζοντας να συμφωνεί με την απόφασή της.
Τους οδήγησε σ’ένα ψηλό και μακρύ όχημα με τέσσερις τροχούς, και άνοιξε τη μια του πόρτα –αυτή δίπλα στη θέση του οδηγού. «Πιστεύω πως πρέπει να σας χωράει,» είπε.
Ο Μιχαήλ άνοιξε μια από τις πίσω πόρτες. «Και με το παραπάνω.»
Η Βασιλική κάθισε μπροστά στο τιμόνι.
«Θα οδηγήσετε εσείς, Υψηλοτάτη;» ρώτησε ο Μιχαήλ.
«Ναι.»
Ο γαλανόδερμος επαναστάτης έκανε νόημα στους συντρόφους του ν’ανεβούν στην πίσω μεριά του οχήματος, ενώ ο Αυγερινός καθόταν στη θέση του συνοδηγού, πλάι στη Βασιλική.
Η Πριγκίπισσα έβαλε μπροστά, και τους έβγαλε από το γκαράζ του Σιδηροδρομικού Σταθμού. Οδήγησε μέσα στους δρόμους της Σερίβια, και δεν άργησε να φτάσει στο παλάτι του Δούκα Αλεξίλυπου: ένα πανύψηλο οικοδόμημα, απ’το οποίο στριφτοί πύργοι προεξείχαν, και τα εξωτερικά τοιχώματά του ήταν όλα καμωμένα από ατσάλι. Γι’αυτό κιόλας ονομαζόταν, επίσης, «το Ατσάλινο Παλάτι». Δεν το είχε κτίσει ο Δούκας Αλεξίλυπος, φυσικά· το Ατσάλινο Παλάτι ήταν πανάρχαιο, και ένα σωρό μύθοι και θρύλοι υπήρχαν γι’αυτό. Ορισμένοι, μάλιστα, έφταναν ακόμα και στο σημείο να λένε ότι ο ίδιος ο Απόλλωνας το είχε φτιάξει, όταν βάδιζε ανάμεσα στους θνητούς· ή ότι το είχε φτιάξει ο Μαύρος Νάρζουλ, ή ένας από τους Οκτώ, πράγμα που εξηγούσε και τις στριφτές μορφές των πύργων του, καθώς και τη γενικότερα τρομαχτική αρχιτεκτονική του, η οποία ήταν όλο παράξενες γωνίες, βαθουλώματα και εξογκώματα, και κάτι σημεία που προεξείχαν σαν κέρατα, χωρίς να έχουν κανέναν φανερό λόγο ύπαρξης. Η Βασιλική θυμόταν ότι, παλιά, όταν ήταν μικρή, φοβόταν να κοιτάζει το Ατσάλινο Παλάτι από απόσταση· κι ο φόβος της δεν οφειλόταν μόνο στα παραμύθια που της έλεγε γι’αυτό ο Λούσιος (επίτηδες, για να την τρομάζει, αναμφίβολα)· το μέρος είχε κάτι το δυσοίωνο επάνω του, που έκανε ένα ρίγος να διατρέχει τη ραχοκοκαλιά της.
«Αυγερινέ,» ρώτησε, καθώς πλησίαζαν το παλάτι, «έχεις ξανάρθει εδώ;»
«Όχι, Πριγκίπισσά μου.»
«Πώς σου φαίνεται;»
«Τι εννοείτε;»
Η Βασιλική σταμάτησε το όχημά τους μπροστά στην πύλη του παλατιού. «Δεν έχεις κανένα… άσχημο προαίσθημα;»
Ο Αυγερινός συνοφρυώθηκε, στρεφόμενος να κοιτάξει την Πριγκίπισσα. «Όχι. Θα έπρεπε;»
Η Βασιλική δεν του απάντησε, γιατί είδε πως το όχημά της είχε τραβήξει την προσοχή των φρουρών που στέκονταν πάνω από την πύλη. Άνοιξε το παράθυρο της πόρτας της και τους φώναξε: «Ζητώ πρόσβαση! Είμαι η Πριγκίπισσα Βασιλική, του Οίκου των Ευφρόνων.»
Η πύλη άνοιξε, για να τους υποδεχτεί, και η Βασιλική οδήγησε το όχημα μέσα στον περιτοιχισμένο κήπο του παλατιού… όπου στρατιώτες το περικύκλωσαν, σημαδεύοντάς το με βαριά και ελαφριά όπλα.
«Βγείτε έξω, Υψηλοτάτη!» φώναξε ένας. «Πρέπει να γίνει έλεγχος.»
Η Βασιλική υπάκουσε, και ο Αυγερινός κι οι επαναστάτες την ακολούθησαν.
«Δεν είμαστε Ομοιώματα,» διαβεβαίωσε η Πριγκίπισσα τους φρουρούς.
Εκείνοι, όμως, χρειάστηκαν κάτι παραπάνω από το λόγο της για να πειστούν. Τους έλεγξαν όλους με μια συσκευή εντοπισμού και, όταν συμπέραναν πως ήταν άνθρωποι, ένας Βασιλικός Φρουρός είπε: «Μας συγχωρείτε για τούτο, Πριγκίπισσά μου, όμως, όπως γνωρίζετε, είναι ένα από τα απαραίτητα μέτρα προστασίας.»
«Το ξέρω,» αποκρίθηκε η Βασιλική. «Θα μπορούσαμε τώρα να δούμε τον αδελφό μου; Φέρνω μαζί μου επαναστάτες από την Υπερυδάτια, καθώς και κάποια πολύ καλά νέα.»
Ο Ανδρόνικος τούς υποδέχτηκε στη μεγάλη αίθουσα του Ατσάλινου Παλατιού. Και δεν ήταν μόνος: εκτός από τους φρουρούς, στο ίδιο δωμάτιο βρίσκονταν ο Φαρνέλιος, η Άνμα’ταρ, ο Στρατάρχης Κλείτος Φιλόπνοος, η Φεηνάρκια μάγισσα Νατμάλι’λι, ο Δούκας Αλεξίλυπος, και ο γιος του Δούκα (το μεγαλύτερο από τα παιδιά του), ο Ιερώνυμος. Στέκονταν όλοι τους γύρω από ένα μεγάλο, ξύλινο τραπέζι, που ήταν γεμάτο χάρτες, χαρτιά, οθόνες, και κονσόλες.
«Βασιλική…» είπε ο Ανδρόνικος, ατενίζοντας την αδελφή του να περνά τη μεγάλη, διπλή πόρτα. Έμοιαζε έτοιμος να την κατσαδιάσει, που είχε φύγει από την Απαστράπτουσα και είχε έρθει εδώ· όμως, μετά, είδε ποιος τη συνόδευε. «Αυγερινέ!» έκανε, έκπληκτος «Επέστρεψες!…»
«Η Βασίλισσα είναι καλά, Πρίγκιπά μου,» δήλωσε ο Βασιλικός Φρουρός, υποπτευόμενος πως αυτό θα ήταν το πρώτο πράγμα που θα ρωτούσε ο Ανδρόνικος.
«Δόξα στον Απόλλωνα!» είπε ο Πρίγκιπας. «Σας είχα όλους για χαμένους.
»Οι υπόλοιποι; Είναι καλά κι αυτοί;»
«Καλά είναι, Πρίγκιπά μου. Μονάχα ο Θελλέδης τραυματίστηκε, κι αυτός όχι σοβαρά.»
«Σας επιτέθηκαν, λοιπόν! Ο αδελφός μου προσπάθησε να σας σκοτώσει!»
«Ο Πρίγκιπας Λούσιος ήθελε να κρατήσει τη Βασίλισσα στο παλάτι της Ρακμάνης,» εξήγησε ο Αυγερινός, «κι αυτό δεν μπορούσα να το επιτρέψω, γιατί, όπως έχω μάθει ότι γνωρίζετε κι εσείς, εντός του βρίσκεται το πνεύμα του Κατακεραυνωτή.»
«Θα μου τα πεις όλα σε λίγο, Αυγερινέ, με κάθε λεπτομέρεια.»
«Όπως επιθυμείτε, Πρίγκιπά μου.»
«Ποιοι είναι οι υπόλοιποι μαζί σας;» ρώτησε ο Ανδρόνικος.
Ο Μιχαήλ συστήθηκε, και είπε ότι έρχονταν από την Υπερυδάτια για να βοηθήσουν, αφού τους είχε καλέσει ο Πρόμαχος Οδυσσέας.
«Η βοήθειά σας είναι ευπρόσδεκτη, Μιχαήλ,» είπε ο Ανδρόνικος. «Και όχι μόνο ευπρόσδεκτη, αλλά αναγκαία, οφείλω να ομολογήσω.»
«Θα κάνουμε ό,τι πέρνα απ’το χέρι μας, Πρίγκιπά μου,» αποκρίθηκε ο γαλανόδερμος άντρας.
Ο Ανδρόνικος, τότε, πρόσεξε τη Μαύρη Δράκαινα ανάμεσα στους Υπερυδάτιους επαναστάτες. «Ανταρλίδα;…» είπε.
Εκείνη χαμογέλασε κι έκανε μια σύντομη υπόκλιση. «Πρίγκιπά μου, χαίρομαι που σας ξαναβλέπω. Βρισκόμουν στην επαναστατική βάση της Κεντρυδάτιας, όταν παρουσιάστηκαν η Ιωάννα και ο Πρόμαχος Οδυσσέας για να ζητήσουν βοήθεια, κι έτσι αποφάσισα να έρθω κι εγώ στην Απολλώνια, αφού τα πράγματα ακούγονταν τόσο κρίσιμα.»
«Η Ιωάννα; Είπες, η Ιωάννα;» εξεπλάγη ο Ανδρόνικος.
«Μάλιστα, Πρίγκιπά μου.»
«Η γνωστή Ιωάννα; Αυτή που ξέρουμε και εσύ και εγώ; Η Μαύρη Δράκαινα;»
Η Ανταρλίδα μειδίασε. «Ναι, αυτή.»
«Πώς βρέθηκε εκεί;»
«Δεν ξέρω λεπτομέρειες,» παραδέχτηκε η Ανταρλίδα. «Τα συζήτησαν με την Πρόμαχο Ελένη, κι εκείνη μού είπε ότι τους κυνηγούσαν οι Παντοκρατορικοί, ύστερα από μια αποστολή τους στις Αιωρούμενες Νήσους.»
«Η Ιωάννα, δηλαδή, δεν ήταν μόνη της. Ήταν μαζί της και ο Σέλιρ’χοκ.»
«Ένας μαυρόδερμος μάγος; Ναι, μαζί ήταν κι αυτός. Κι επίσης, μαζί τους ήταν ο– Ίσως να σας φανεί περίεργο, Πρίγκιπά μου, αλλά μαζί τους ήταν ο Πρίγκιπας Τάμπριελ.»
Τα μάτια του Ανδρόνικου στένεψαν. «Ο Τάμπριελ;» Τον γνώριζε, φυσικά, τον Τάμπριελ. Ήταν κι αυτός ένας από τους συζύγους της Παντοκράτειρας. Τον γνώριζε, και δεν τον συμπαθούσε καθόλου. Ο Φεηνάρκιος μάγος ήταν μυστηριώδης και τρομαχτικός. Και τρελός, νόμιζε πολλές φορές ο Ανδρόνικος, που ποτέ δεν μπορούσε να καταλάβει τι γινόταν μέσα στο μυαλό του. «Τον έχουν αιχμαλωτίσει;»
Η Ανταρλίδα κούνησε το κεφάλι. «Δεν είναι αιχμάλωτος. Σύμμαχός τους είναι.»
«Αποκλείεται, Ανταρλίδα. Είσαι βέβαιη;»
«Βεβαιότατη, Πρίγκιπά μου. Η Ιωάννα, μάλιστα, μας προειδοποίησε γι’αυτόν, ώστε να μην ανησυχήσουμε. Είπε ότι δεν είναι πλέον με την Παντοκράτειρα.»
Ο Τάμπριελ; απόρησε ο Ανδρόνικος. Κατά της Παντοκράτειρας; Επαναστάτης; Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Πρέπει να πρόκειται για κάποια παγίδα. Σίγουρα, πρόκειται για κάποια παγίδα! Πώς η Ιωάννα δεν το έχει καταλάβει; Η Ιωάννα υποπτεύεται τους πάντες και τα πάντα!
«Παράξενο,» είπε ο Ανδρόνικος στην Ανταρλίδα. «Πολύ παράξενο.»
«Ποιος είναι αυτός ο Τάμπριελ;» ρώτησε η Βασιλική.
«Ένας από τους συζύγους της Παντοκράτειρας,» της απάντησε ο αδελφός της.
Η Πριγκίπισσα ανασήκωσε τους ώμους. «Ίσως να επαναστάτησε εναντίον της κι αυτός, όπως εσύ.»
Ο Ανδρόνικος έσμιξε τα χείλη. Κούνησε το κεφάλι. «Παράξενο,» ξανάπε. «Πολύ παράξενο.»
*
Αφού ο Αυγερινός διηγήθηκε στον Ανδρόνικο τι είχε συμβεί στη Ρακμάνη, ο Δούκας Αλεξίλυπος ρώτησε τον Βασιλικό Φρουρό: «Την κόρη μου την είδατε καθόλου, κύριε, όσο βρισκόσασταν εκεί; Ή, τουλάχιστον, μήπως την είδε η Βασίλισσα;»
Ο Αυγερινός προσπάθησε να θυμηθεί ποια ήταν η κόρη του, και γιατί θα έπρεπε να είναι στη Ρακμάνη. Αλλά, τελικά, παραδέχτηκε πως δεν την ήξερε.
«Η Δούκισσα Κορνηλία είναι η κόρη μου,» είπε ο Αλεξίλυπος. «Ο ανιψιός μου» –κοίταξε τον Ανδρόνικο– «μου ανέφερε ότι είχε πάει μαζί με τον Λούσιο, επομένως πρέπει να ήταν στη Ρακμάνη όταν ήσασταν κι εσείς εκεί.»
«Αν ήταν, Δούκα μου, τότε εγώ δεν την είδα. Κι απ’όσο ξέρω, ούτε η Βασίλισσα την είδε. Δεν είπε τίποτα γι’αυτό, τουλάχιστον.»
Ο Αλεξίλυπος φάνηκε προβληματισμένος. Το χείλη του έσμιξαν ανάμεσα στα γένια του.
«Μην ανησυχείς,» του είπε ο Ανδρόνικος· «είμαι βέβαιος πως ο Λούσιος δε θ’αφήσει να της συμβεί τίποτα κακό.» Ωστόσο, ούτε κι ο ίδιος δεν πίστευε τα λόγια του.
Κι όπως φάνηκε, ούτε κι ο Αλεξίλυπος τα πίστευε. «Θα αστειεύεσαι, φυσικά, Ανδρόνικε! Ο Λούσιος είναι που την έμπλεξε σ’αυτή την ιστορία με τους ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ· η Κορνηλία, από μόνη της, ποτέ δε θα είχε ανακατευτεί μαζί τους! Δεν ενδιαφέρεται για τέτοια πράγματα.»
Μην είσαι και τόσο σίγουρος, θείε, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος, που, απ’ό,τι ήξερε για την Κορνηλία, δε νόμιζε ότι μπορούσε κανένας να την… παρασύρει… κάπου, αν η ίδια δεν ήθελε να παρασυρθεί.
«Ίσως θα μπορούσαμε να τον ρωτήσουμε,» είπε ο Ιερώνυμος.
Ο Αλεξίλυπος και ο Ανδρόνικος τον κοίταξαν, ερωτηματικά.
«Τον Λούσιο,» εξήγησε εκείνος. «Ίσως θα μπορούσαμε να του στείλουμε ένα μήνυμα στην Ταλκασία και να τον ρωτήσουμε για την αδελφή μου.»
«Στην Ταλκασία;» παρενέβη η Βασιλική. «Εκεί βρίσκεται τώρα;»
Ο Ανδρόνικος ένευσε. «Ναι. Το πληροφορηθήκαμε χτες. Έχει πάει εκεί για να βοηθήσει στον πόλεμο κατά της Παντοκράτειρας.»
«Χρησιμοποιώντας τις δυνάμεις του Κατακεραυνωτή, αναμφίβολα…» είπε ο Αυγερινός, με σκοτεινή όψη.
«Θα του στείλουμε το μήνυμα, λοιπόν;» ρώτησε ο Ιερώνυμος. «Εγώ, προσωπικά, δε βλέπω γιατί όχι.»
«Γιατί,» απάντησε ο Ανδρόνικος, «ακόμα κι αν έχει πειράξει την Κορνηλία, δε νομίζω να μας το πει.»
«Ανδρόνικε,» είπε ο Ιερώνυμος, «μπορεί να έχετε κάποιες διαφορές με τον Λούσιο, αλλά εξακολουθεί να είναι αδελφός σου.»
«Κάποιες διαφορές;» παρενέβη ο Αυγερινός, προτού προλάβει να μιλήσει ο Πρίγκιπας. «Άρχοντά μου, ο Πρίγκιπας Λούσιος έχει μέσα του το πνεύμα του Κατακεραυνωτή. Δεν έχει σημασία πλέον ποιος είναι αδελφός του και ποιος όχι. Υπηρετεί τον Μαύρο Νάρζουλ, και μόνο.»
Ο Ιερώνυμος τον ατένισε με δυσπιστία. «Θες να πεις ότι δεν είναι πια ο Λούσιος; Ότι πρόκειται για άλλο άτομο, αλλά με το ίδιο σώμα;»
«Όχι. Είναι ο Λούσιος. Όμως–»
«Τότε, γιατί να υπάρχει πρόβλημα; Ένα απλό μήνυμα θα στείλουμε!»
«Άρχοντά μου,» είπε ο Αυγερινός, «νομίζω πως δεν αντιλαμβάνεστε τη σοβαρότητα της κατάστασης.»
Τα μάτια του Ιερώνυμου στένεψαν, και ο Ανδρόνικος είδε την όψη του να γίνεται εχθρική. Έτσι, αποφάσισε να διακόψει τη συζήτηση ανάμεσα στον ξάδελφό του και τον Βασιλικό Φρουρό. «Θα το σκεφτούμε,» είπε. «Θα το σκεφτούμε όλο το ζήτημα από την αρχή. Πιστεύω, όμως, πως τώρα καλύτερα θα ήταν να φάμε και να ξεκουραστούμε λίγο. Πλησιάζει τρεις. Μπορούμε να συνεχίσουμε το απόγευμα.»
Κανένας δε διαφώνησε με τον Πρίγκιπα, ωστόσο ο Ανδρόνικος παρατήρησε πως ο Ιερώνυμος, καθώς στρεφόταν από την άλλη, λοξοκοίταζε τον Αυγερινό. Δε νομίζω ότι του έκανε και πολύ καλή εντύπωση, παρά τα όσα μάς διηγήθηκε για το πώς έσωσε τη μητέρα μου από τα χέρια του Κατακεραυνωτή και πώς την έφερε στην Απαστράπτουσα. Ο Ιερώνυμος, όμως, ήταν πάντοτε οξύθυμος, από παλιά που τον θυμόταν ο Ανδρόνικος· έτσι, ήλπιζε ότι ο θυμός του ήταν μονάχα παρορμητικός, κι επομένως, σύντομα, θα καταλάγιαζε.
*
Προτού η Βασιλική οδηγηθεί στα δωμάτιά της μέσα στο παλάτι, ο Ανδρόνικος την πλησίασε και, παίρνοντάς την απ’το χέρι, την πήγε σε μια απόμακρη γωνία της μεγάλης αίθουσας.
«Τι είναι, αδελφούλη;» ρώτησε εκείνη. «Σου έλειψα τόσο;»
«Γιατί έφυγες από την Απαστράπτουσα;» θέλησε να μάθει ο Ανδρόνικος.
Η Βασιλική βλεφάρισε, ξαφνιασμένη. Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενε ότι θα της έλεγε ο αδελφός της. «Η μητέρα επέστρεψε…»
«Και λοιπόν;»
«Μου είπες να μείνω πίσω επειδή χρειαζόσουν κάποιον έμπιστο άνθρωπο στην πρωτεύουσα. Κάποιον από τη βασιλική οικογένεια, Ανδρόνικε. Και τώρα που η μητέρα είναι εκεί, αυτό το πρόβλημα λύθηκε.»
Ο Ανδρόνικος σταύρωσε τα χέρια εμπρός του, αναστενάζοντας και κοιτάζοντάς την καταπρόσωπο. «Θέλεις, επομένως, να μείνεις εδώ, στη Σερίβια…»
«Και να βοηθήσω στον πόλεμο κατά της Παντοκράτειρας, όπως εσύ.»
Η Βασιλική είδε τα μάτια του να γλιστρούν από το πρόσωπό της, να πηγαίνουν σ’ένα τυχαίο σημείο του δωματίου, πλάι της.
Συνοφρυώθηκε. «Γιατί δε μ’εμπιστεύεσαι, Ανδρόνικε;» Γιατί κανένας δε μ’εμπιστεύεται; Και η μητέρα τα ίδια–
«Σε εμπιστεύομαι, Βασιλική. Γι’αυτό σε είχα αφήσει στην Απαστρ–»
«Δεν το δείχνεις, όμως!» Η Βασιλική στράφηκε απ’την άλλη και απομακρύνθηκε από τον αδελφό της, βαδίζοντας γρήγορα μέσα στη μεγάλη αίθουσα, και βγαίνοντας.
Βασιλική, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος, βλέποντάς τη να φεύγει, ορισμένες φορές, θέλω πραγματικά να σε σπάσω στο ξύλο! Επειδή σε εμπιστεύομαι είναι που πιστεύω ότι πρέπει να είσαι στην Απαστράπτουσα, ανόητη. Η μητέρα είναι εξήντα χρονών· δεν έχει τις ίδιες δυνάμεις μ’εσένα, δεν το καταλαβαίνεις; Αν τύχει κάτι, αλλιώς μπορείς να το αντιμετωπίσεις εσύ, αλλιώς εκείνη. Γνώριζε, όμως, ότι η Βασιλική δε θα έβαζε μυαλό, ό,τι κι αν της έλεγε. Όταν κάτι καρφωνόταν στο κεφάλι της, δεν είχες ελπίδα να της το ξεκαρφώσεις.
*
«Τι σε απασχολεί;» ρώτησε η Άνμα, καθώς έτρωγαν, οι δυο τους, μέσα στα δωμάτια του Ανδρόνικου.
«Πώς το ξέρεις ότι κάτι με απασχολεί;»
«Τρως πιο γρήγορα απ’ό,τι όταν δεν σε απασχολεί κάτι.»
Ο Ανδρόνικος άφησε κάτω το πιρούνι και το μαχαίρι του και ήπιε μια γουλιά κρασί. «Παρατηρείς τις συνήθειές μου, μάγισσα;» μούγκρισε, ενοχλημένα.
«Φυσικά,» αποκρίθηκε η Άνμα, πιρουνιάζοντας ένα παντζάρι και βάζοντάς το στο στόμα της. «Αυτή είναι η δουλειά μου τώρα, έτσι δεν είναι;»
«Περίπου. Η δουλειά σου είναι να με προστατεύεις από πιθανούς δολοφόνους.»
«Για να το κάνω αυτό, όμως, πρέπει πρώτα να ξέρω τα πάντα για σένα.»
«Πράγμα το οποίο αφορά και τις σκέψεις μου;» ρώτησε ο Ανδρόνικος.
«Όχι πάντα.»
«Γιατί θέλεις τώρα να μάθεις, λοιπόν, τι με απασχολεί;»
«Από περιέργεια. Ακόμα κι οι Δράκαινες έχουμε περιέργεια, ξέρεις…»
Ο Ανδρόνικος ακούμπησε την πλάτη του στην καρέκλα. «Ο Πρίγκιπας Τάμπριελ,» είπε. «Αυτό το κάθαρμα είναι που με απασχολεί.»
Η Άνμα πήρε μια οδοντογλυφίδα, για να ξεσκαλώσει ένα κομμάτι κρέας από τα δόντια της. «Πιστεύεις ότι προσποιείται.» Δεν ήταν ερώτηση.
«Εσύ τι πιστεύεις; Ότι ήρθε, ξαφνικά, με το μέρος μας;»
«Πιστεύω πως δεν έχουμε ακόμα αρκετές πληροφορίες,» είπε η Άνμα. «Όμως, αφού η Ιωάννα και ο Σέλιρ δείχνουν να τον εμπιστεύονται, τότε νομίζω πως θα έπρεπε να σκεφτούμε και την πιθανότητα ότι, ναι, ίσως ο Πρίγκιπας Τάμπριελ να επαναστάτησε εναντίον της Παντοκράτειρας.»
«Για ποιο λόγο;»
«Δεν ξέρω. Σου είπα: δεν έχουμε ακόμα αρκετές πληροφορίες. Όμως θεωρείς ότι η Ιωάννα και ο Σέλιρ θα τον είχαν μαζί τους σε διαφορετική περίπτωση;»
Η Ιωάννα ήταν πάντοτε καχύποπτη· για αυτό ο Ανδρόνικος ήταν βέβαιος. Και ο Σέλιρ’χοκ δεν ήταν χαζός· ήταν πανέξυπνος. Επομένως, ό,τι έλεγε η Άνμα ακουγόταν λογικό. Η Μαύρη Δράκαινα και ο μάγος πρέπει να πίστευαν ότι ο Τάμπριελ δεν είναι πλέον με το μέρος της Παντοκράτειρας. Τι τον έκανε, όμως, ν’αλλάξει;
Η Άνμα ήπιε μια γουλιά κρασί, παρατηρώντας τον Ανδρόνικο.
«Τέλος πάντων,» είπε ο Πρίγκιπας. «Θα δείξει… Θα μάθουμε τι συμβαίνει όταν έρθουν στην Απολλώνια, μαζί με τον Οδυσσέα.»
«Αργούν ακόμα;» ρώτησε η Άνμα. «Πού αλλού πρέπει να πάνε, για να ζητήσουν τη βοήθεια της Επανάστασης;»
«Οι επαναστάτες από τη Σάρντλι έχουν έρθει. Το ίδιο και οι επαναστάτες από τη Φεηνάρκια, αν και δεν είχα, αρχικά, ζητήσει από τον Οδυσσέα να τους καλέσει. Από τη Βίηλ και την Υπερυδάτια είναι, επίσης, εδώ. Επομένως, μία διάσταση μένει ακόμα: η Μοργκιάνη. Και ίσως ο Οδυσσέας να έχει ήδη πάει εκεί και να έχει ειδοποιήσει· ο χρόνος, όπως ξέρουμε, δεν κυλά με τον ίδιο ρυθμό σ’όλες τις διαστάσεις. Πιστεύω, λοιπόν, ότι δε θ’αργήσουμε να τους δούμε.»
*
Το απόγευμα, μετά από κάποιες συζητήσεις σχετικά με την κατάσταση στο Βόρειο Μέτωπο, ο Στρατάρχης Φιλόπνοος είπε: «Πρίγκιπά μου, έχω να προτείνω δύο σχέδια. Το ένα είμαι βέβαιος ότι, κατά πάσα πιθανότητα, δε θα το δεχτείτε. Το άλλο… δεν ξέρω, θα δούμε.»
«Σ’ακούμε, Κλείτε,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, που καθόταν στην κορυφή του τραπεζιού με τους υπόλοιπους γύρω του.
«Όπως βλέπω εγώ την κατάσταση,» είπε ο Στρατάρχης, καθώς σηκωνόταν από τη θέση του, για να έχει όλων την προσοχή, «η Νούμβρια κινδυνεύει να πέσει, σαν τη Χρυσόπολη. Κι όταν συμβεί αυτό, θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε τους Παντοκρατορικούς, όχι πλέον στην περιφέρεια, αλλά στο κέντρο του βασιλείου. Πράγμα το οποίο θα ήταν άσχημο, και υπάρχουν, κατ’εμέ, δύο πιθανοί τρόποι για να τους εμποδίσουμε να το καταφέρουν.
»Το πρώτο σχέδιο που έχω να προτείνω είναι σχετικά απλό. Η Χρυσόπολη βρίσκεται εδώ.» Την έδειξε επάνω στον μεγάλο χάρτη στο κέντρο του τραπεζιού, χρησιμοποιώντας ένα κοντό, ξύλινο ραβδί. «Η Νούμβρια είναι εδώ, και η Ταλκασία εδώ.» Τις έδειξε κι αυτές. «Είναι φανερό πως η μία βρίσκεται δυτικά της Χρυσόπολης και η άλλη ανατολικά. Επομένως, αν τα στρατεύματά μας φύγουν από τη Νούμβρια και την Ταλκασία και κινηθούν εναντίον της Χρυσόπολης, θα περικυκλώσουμε τους Παντοκρατορικούς και θα τους συνθλίψουμε ανάμεσά μας. Βέβαια, τώρα θα μου πείτε ότι, έτσι, θα αφήσουμε την Ταλκασία και τη Νούμβρια λεία στις υπόλοιπες δυνάμεις της Παντοκράτειρας. Σύμφωνα, όμως, με την πληροφόρηση που έχουμε μέχρι στιγμής, οι Παντοκρατορικοί έχουν συγκεντρώσει τις περισσότερές τους δυνάμεις στη Χρυσόπολη. Πράγμα φυσικό, άλλωστε, εφόσον έπρεπε να καταστρέψουν το Φρούριο του Σμαραγδένιου Βουνού για να φτάσουν εκεί. Οπότε, αν νικήσουμε το Παντοκρατορικό στράτευμα στη Χρυσόπολη, ίσως να σώσουμε και τη Νούμβρια και την Ταλκασία, που, από μόνες τους, πολύ πιθανόν να πορθηθούν.
»Το σχέδιο μου αυτό, βέβαια, παρουσιάζει δύο προβλήματα, όπως τα βλέπω εγώ, τουλάχιστον. Πρόβλημα πρώτο: είναι, πρέπει να ομολογήσω, ένα κάπως παράτολμο σχέδιο –ωστόσο, βρισκόμαστε σε δύσκολους καιρούς, ας μην ξεχνάμε. Πρόβλημα δεύτερο: για να πραγματοποιηθεί, θα πρέπει να υπάρξει συνεννόηση με τον Πρίγκιπα Λούσιο, ο οποίος, επί του παρόντος, βρίσκεται στην Ταλκασία, και με τον οποίο δεν έχουμε και τις καλύτερες σχέσεις.»
Ο Φαρνέλιος δάγκωσε την πίπα του, καθώς σιγή είχε πέσει γύρω απ’το τραπέζι. Την έβγαλε απ’το στόμα του και είπε: «Το σχέδιό σου παρουσιάζει ενδιαφέρον, Κλείτε, αν επιτρέπεται ένας γιατρός, κατά κύριο λόγο άσχετος με τα στρατιωτικά ζητήματα, να εκφέρει άποψη. Ας ακούσουμε, όμως, και το δεύτερο.»
Ο Ανδρόνικος κατένευσε. «Ναι, Κλείτε· συνέχισε.»
Ο Στρατάρχης Φιλόπνοος υπάκουσε. «Το δεύτερο σχέδιο είναι, ουσιαστικά, μια μέθοδος ανταρτοπόλεμου που έχω σκεφτεί, και μπορεί να λειτουργήσει με ή χωρίς τη συναίνεση του Πρίγκιπα Λούσιου. Ωστόσο, και πάλι, πιστεύω πως θα ήταν καλό –ή στρατηγικό, τουλάχιστον– να είχαμε τη συναίνεσή του.
»Όπως θα μπορείτε να δείτε, ανάμεσα στη Νούμβρια, τη Χρυσόπολη, και την Ταλκασία, εκτείνονται περιοχές ως επί το πλείστον ακατοίκητες, δασώδεις και λοφώδεις.» Τις έδειξε επάνω στον χάρτη με το κοντό, ξύλινο ραβδί του. «Είναι γνωστές ως οι Δασότοποι του Ωχρού Χώματος, χωρίς, προσωπικά, να ξέρω ποιος είναι ο λόγος για μια τέτοια περίεργη ονομασία –ίσως κάποιος άλλος να μπορούσε να μας διαφωτίσει επί του θέματος. Τέλος πάντων. Όπως κι αν ονομάζονται, αυτούς τους τόπους, πιστεύω, μπορούμε να τους χρησιμοποιήσουμε ως ένα πολύ αποτελεσματικό φρούριο κατά των Παντοκρατορικών. Το έδαφος παίζει μεγάλο ρόλο στον πόλεμο· καλό θα ήταν να μην το ξεχνάμε αυτό. Θα μπορούσαμε να πάρουμε τις δυνάμεις μας από το Δυτικό Πέρασμα και την περιοχή της Νούμβρια, και να τις μεταφέρουμε στους Δασότοπους του Ωχρού Χώματος. Κάνοντάς το αυτό, βέβαια, θα αφήσουμε τη Νούμβρια στους Παντοκρατορικούς. Ωστόσο, θα την αφήσουμε τελείως άδεια από ανθρώπους, ενεργειακά αποθέματα, τρόφιμα, όπλα, και μηχανικούς εξοπλισμούς. Δε θα βρουν τίποτα που να μπορούν να χρησιμοποιήσουν εναντίον μας· απλά, θα κερδίσουν λίγο έδαφος. Και το σημαντικότερο, εμείς δε θα έχουμε απώλειες.
»Οι Παντοκρατορικοί, αναμφίβολα, θα συνεχίσουν την προέλασή τους στο εσωτερικό του βασιλείου… και τότε, θα τους χτυπήσουμε από τους Δασότοπους. Έτσι, θα τους κάνουμε να σταματήσουν, εκτός αν είναι τόσο ανόητοι ώστε να θέλουν ν’αφήσουν έναν εχθρό πίσω τους –πράγμα που αποκλείεται. Θα προσπαθήσουν να μας πολεμήσουν μέσα στους Δασότοπους, και θα έχουμε πολύ μεγάλο πλεονέκτημα εναντίον τους, καθώς η μορφολογία του εδάφους θα είναι σύμμαχός μας.»
«Το σχέδιο αυτό, όμως, επικεντρώνεται μόνο γύρω από τη Νούμβρια,» παρατήρησε ο Ανδρόνικος· «δεν υπολογίζει ούτε τη Χρυσόπολη ούτε την Ταλκασία.»
«Τις υπολογίζει, Πρίγκιπά μου, γιατί, δείτε,» ο Κλείτος διέγραψε έναν κύκλο επάνω στον χάρτη με το ραβδί του, «οι Δασότοποι συνορεύουν με όλα τα δουκάτα που μας ενδιαφέρουν. Θα μπορούμε να χτυπήσουμε και βόρεια και δυτικά και ανατολικά, αρκεί να μοιράσουμε τις δυνάμεις μας με τον σωστό τρόπο.»
Ο Ανδρόνικος έτριψε τα γένια του, σκεπτικά. «Κι αν ο αδελφός μου συμφωνήσει επίσης με το σχέδιό σου, θα προσθέσουμε και το στράτευμα της Ταλκασίας στους μαχητές μας.»
«Ασφαλώς,» είπε ο Στρατάρχης, και κάθισε.
«Δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε τον Κατακεραυνωτή, Πρίγκιπά μου,» προειδοποίησε ο Αυγερινός.
«Και προτιμάς ν’αφήσουμε το βασίλειο να πέσει στα χέρια της Παντοκράτειρας, Βασιλικέ Φρουρέ;» ρώτησε απότομα ο Ιερώνυμος.
Ο Ανδρόνικος παρατήρησε ότι ο ξάδελφός του ακόμα δεν είχε ξεχάσει τον θυμό του.
Ο Αυγερινός μίλησε, προτού προλάβει ο Πρίγκιπας να παρέμβει: «Άρχοντά μου, οι Οκτώ του Μαύρου Νάρζουλ είναι το ίδιο επικίνδυνοι με την Παντοκράτειρα. Ίσως και περισσότερο επικίνδυνοι.»
«Χρειαζόμαστε, όμως, τον στρατό στην Ταλκασία!» φώναξε ο Ιερώνυμος. «Θα τον χάσουμε για ένα ανόητο θρησκευτικό ζήτημα;»
«Δεν είναι μόνο ένα θρησκευτικό ζήτημα!» αντιγύρισε ο Αυγερινός, σφίγγοντας τη γροθιά του.
«Ηρεμία,» είπε ο Ανδρόνικος, υψώνοντας το χέρι του. «Ηρεμία. Θα το συζητήσουμε. Κατ’αρχήν, δεν είμαστε ακόμα βέβαιοι αν θ’ακολουθήσουμε κάποιο απ’τα σχέδια του Κλείτου.»
Ο Στρατάρχης ένευσε. «Πρίγκιπά μου, ούτε εγώ δεν είμαι βέβαιος γι’αυτά τα δύο σχέδια. Και τα δύο είναι επικίνδυνα, αν θέλετε την ειλικρινή μου άποψη· και δε θα τα πρότεινα αν οι καιροί δεν ήταν δύσκολοι.»
«Ό,τι σχέδιο και ν’ακολουθήσουμε, ξάδελφε,» είπε ο Ιερώνυμος στον Ανδρόνικο, «καλό θα ήταν να έχουμε όλο τον στρατό του βασιλείου με το μέρος μας, όχι μόνο τον μισό, δε νομίζεις;»
«Σωστό αυτό που λες,» παραδέχτηκε ο Ανδρόνικος. «Ο Λούσιος, ωστόσο, είναι ένα πρόβλημα. Αρκετά μεγάλο.»
«Και πώς θα λύσουμε αυτό το πρόβλημα;»
«Σίγουρα, όχι παρορμητικά, ξάδελφε.»
Ο Ιερώνυμος τού έριξε ένα άγριο βλέμμα, γιατί ο Ανδρόνικος ήταν σα να υπονοούσε με τα λόγια του ότι ο γιος του Δούκα της Σερίβια ήταν παρορμητικός και απερίσκεπτος. Ο Πρίγκιπας το καταλάβαινε τούτο, μα δεν είχε προλάβει να συγκρατήσει τον εαυτό του, προτού μιλήσει, και τώρα δεν το έκρινε συνετό να απολογηθεί. Ο Ιερώνυμος ίσως, πράγματι, να έπρεπε να ξανασκεφτεί κάποια πράγματα…
«Ποια είναι η γνώμη σας για τα δύο σχέδια του Στρατάρχη Φιλόπνοου;» ρώτησε ο Φαρνέλιος την ομήγυρη, αποφορτίζοντας την ένταση ανάμεσα στον Ανδρόνικο και τον ξάδελφό του. «Προτού διαπληκτιστούμε για το οποιοδήποτε θέμα, πιστεύω πως καλό θα ήταν, πρώτα, να έχουμε αποφασίσει πώς θα κινηθούμε. Εκτός, βέβαια, αν τελικά απορρίψουμε και τα δύο σχέδια, το οποίο, προσωπικά, δε θα θεωρούσα συνετό.»
«Ποιο σχέδιο προτιμάτε εσείς, κύριε Φαρνέλιε;» ρώτησε η Βασιλική, σβήνοντας το τσιγάρο της μέσα σ’ένα τασάκι.
«Το δεύτερο, επειδή μου μοιάζει λιγότερο επικίνδυνο. Το πρώτο σχέδιο, νομίζω, εντάσσεται στην κατηγορία του μια-και-κάτω.» Τα λόγια του έκαναν ορισμένους να χαμογελάσουν. «Ή πετυχαίνουμε να διαλύσουμε τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας, ή τα πάντα καίγονται στις Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ. Το δεύτερο σχέδιο είναι πιο ευέλικτο.»
«Το ίδιο πιστεύω κι εγώ, κύριε Φαρνέλιε,» δήλωσε ο Αυγερινός.
«Εσείς τι νομίζετε, Δούκα μου;» ρώτησε ο Φαρνέλιος τον Αλεξίλυπο, που, μέχρι στιγμής, παρακολουθούσε σιωπηλός.
«Αν έπρεπε να επιλέξω, θα επέλεγα κι εγώ το δεύτερο σχέδιο του Στρατάρχη. Ωστόσο, για να είμαι ειλικρινής, κανένα απ’τα δύο δε μου αρέσει. Σίγουρα, θα υπάρχει κάποιος καλύτερος τρόπος για ν’αντιμετωπίσουμε τους Παντοκρατορικούς, χωρίς να χρειαστεί ν’αφήσουμε τις πόλεις μας στο έλεός τους…»
Σίγουρα; σκέφτηκε ο Ανδρόνικος. Πολύ αισιόδοξος είσαι, θείε. Τα πράγματα είναι μαύρα, και τα περιθώριά μας ολοένα και στενεύουν.
«Εγώ διαφωνώ,» είπε ο Ιερώνυμος. «Καλύτερα να έρθουμε σε κάποια συνεννόηση με τον Πρίγκιπα Λούσιο και να χτυπήσουμε τους Παντοκρατορικούς γρήγορα και αποτελεσματικά.»
«Προτείνεις, δηλαδή, ν’ακολουθήσουμε το πρώτο σχέδιο;» τον ρώτησε η Βασιλική.
«Ναι. Αλλά αφού θα έχουμε και τις δυνάμεις στην Ταλκασία με το μέρος μας. Είναι τελείως ανόητο να είμαστε διαιρεμένοι μια τέτοια ώρα! Δεν το βλέπετε;»
Μιλάς λογικά, ξάδελφε, συλλογίστηκε ο Ανδρόνικος. Μα τον Απόλλωνα, όμως! πώς είναι δυνατόν να συμμαχήσουμε με τον Κατακεραυνωτή; Και μόνο στη σκέψη αυτού του ονόματος, ερχόταν στο μυαλό του Πρίγκιπα πόσο είχαν κινδυνέψει η μητέρα του και ο Αυγερινός, πηγαίνοντας στη Ρακμάνη, καθώς και η εικόνα του κρεμασμένου πτώματος του Αρχιερέα του Ναού της Απαστράπτουσας. Να συμμαχήσουμε με τον δαίμονα που έβαλε τους πιστούς του να κάνουν κάτι τέτοιο; Επίσης, ο Ανδρόνικος ήταν σίγουρος πως ο Λούσιος δε θα δεχόταν να υποταχθεί στην εξουσία του· θα ήθελε, οπωσδήποτε, εκείνος να είναι Αντιβασιλέας της Απολλώνιας. Κι αυτό είναι εκτός συζήτησης. Δεν ήταν δυνατόν ένας λάτρης του Μαύρου Νάρζουλ να έπαιρνε αποφάσεις για το βασίλειο, ακόμα κι αν δεν είχε το πνεύμα του Κατακεραυνωτή εντός του –πόσω μάλλον όταν διακατεχόταν από αυτό!
Ο Στρατάρχης Φιλόπνοος είπε στον Ιερώνυμο: «Στρατηγικά, έχετε δίκιο, Άρχοντά μου. Ωστόσο, στην περίπτωσή μας, υφίσταται και ένα άλλο θέμα, το οποίο υπάρχουν καταλληλότεροι από εμένα για να λύσουν.»
Ο Ιερώνυμος αναστέναξε, κουνώντας το κεφάλι.
«Πρίγκιπά μου,» ρώτησε ο Φαρνέλιος, «προς ποιο σχέδιο κλίνετε εσείς;»
«Προς το δεύτερο,» απάντησε ο Ανδρόνικος. «Πιστεύω κι εγώ πως είναι το λιγότερο ριψοκίνδυνο.»
«Να το βάλουμε σε εφαρμογή, επομένως;» είπε ο Στρατάρχης Φιλόπνοος.
Ο Ανδρόνικος φάνηκε διστακτικός. Τελικά, αποκρίθηκε: «Ας περιμένουμε λίγο, μήπως μας έρθει και κάποια άλλη πληροφορία: κάτι που αγνοούμε, και που ίσως να είναι σημαντικό.» Φοβόταν ότι, αν έκαναν τώρα κάποιο λάθος, θα τους κόστιζε πολύ ακριβά. Η ανεξαρτησία του Βασιλείου της Απολλώνιας κρεμόταν από μια λεπτή κλωστή.
«Παραδόσου, προδότη! Αλλιώς, σ’ετούτη τη διάσταση, θα πεθάνεις!» φώναξε, υψώνοντας το πιστόλι της και σημαδεύοντάς τον.
Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος στράφηκε να την αντικρίσει. Τα ρούχα του ήταν κουρελιασμένα απ’τις φωτιές και αιματοβαμμένα. Το πρόσωπό του ιδρωμένο. Τα μακριά, ξανθά του μαλλιά κολλούσαν στο μέτωπό του. «Η Παντοκράτειρα θα σας σκοτώσει όλους!» γρύλισε, κι απ’τη φωνή του τα τζάμια ολόγυρα έσπασαν, κι απέξω φάνηκαν αεροσκάφη να πετάνε και να μάχονται. Φωτιές είχαν γεμίσει τον ουρανό, κι ένα εκκωφαντικό βουητό αντηχούσε.
«Παραδόσου, λέω!» φώναξε εκείνη, και πυροβόλησε πλάι του, χτυπώντας μια κονσόλα.
Ουρλιαχτά αντήχησαν από γύρω της. Πολεμιστές, παντού. Οι επαναστάτες. Πώς είχαν βρεθεί οι επαναστάτες εδώ μέσα; Πώς είχαν μπει; Οι στρατιώτες της δεν ήταν αρκετοί για να τους σταματήσουν.
Χάνονταν μέσα στον λαβύρινθο των δωματίων και των διαδρόμων, καθώς πολεμούσαν, καθώς προσπαθούσαν να αλληλοεξοντωθούν.
«ΠΡΙΓΚΙΠΑ ΑΝΔΡΟΝΙΚΕ!» κραύγασε εκείνη, κυνηγώντας τον. «ΠΑΡΑΔΟΣΟΥ, ΠΡΟΔΟΤΗ!»
Μια έκρηξη. Το έδαφος τραντάχτηκε, έσπασε κάτω απ’τα πόδια της, κι εκείνη παραπάτησε. Το πιστόλι έφυγε απ’το χέρι της. Ούρλιαξε, προσπαθώντας να βρει μέρος για να κρατηθεί. Τζάμια θρυμματίστηκαν παντού γύρω. Απέξω, η αερομαχία είχε θεριέψει.
Ο Πρίγκιπας παρουσιάστηκε από μια σπασμένη πόρτα· ένας δυνατός άνεμος –που ερχόταν από τον ουρανό ή από τις τρύπες στη γη;– έκανε τον πορφυρό του μανδύα να κυματίζει, μαζί με τα μακριά, ξανθά του μαλλιά. Τα μάτια του γυάλιζαν με το ίδιο αλλόκοτο γαλανό φως που γυάλιζε και το σπαθί του.
Η λεπίδα κινήθηκε τόσο γρήγορα που έμοιαζε με αστραπή.
Τη χτύπησε στο πρόσωπο, κι εκείνη αισθάνθηκε έναν καυτό πόνο να πλημμυρίζει την ύπαρξή της——
Η Νικίτα πετάχτηκε πάνω, κραυγάζοντας και έχοντας την παλάμη της επάνω στο δεξί της μάτι.
Ήταν λαχανιασμένη, και ιδρωμένη.
Και είδε πως ήταν πρωί. Ηλιακό φως έμπαινε ανάμεσα απ’τις κουρτίνες του μεγάλου παραθύρου.
Η Νικίτα πήρε το χέρι της από το πρόσωπό της και σηκώθηκε απ’το κρεβάτι, παραμερίζοντας τα σκεπάσματα, βίαια, οργισμένα. Βάδισε μέχρι τον μεγάλο καθρέφτη και κοίταξε τον εαυτό της. Ο πορφυρός λίθος που βρισκόταν εκεί όπου έπρεπε να βρίσκεται το δεξί της μάτι γυάλιζε, σα νάχε πάρει φωτιά.
Στα όνειρά της, τα γεγονότα ήταν διαφοροποιημένα. Ποτέ όπως είχαν συμβεί στην πραγματικότητα. Όμως ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος ήταν που πάντοτε τη χτυπούσε, μ’αυτό το καταραμένο ξίφος του.
Η Νικίτα βρισκόταν τόσο κοντά να τον αιχμαλωτίσει και να καταπνίξει την Επανάσταση προτού καν αρχίσει… κι εκείνος τής είχε ξεφύγει. Αφήνοντας πίσω του ετούτο το ενθύμιο.
Η Νικίτα πέρασε το χέρι της μέσα από τα μακριά, μαύρα μαλλιά της και έφυγε μπροστά απ’τον καθρέφτη, πηγαίνοντας στην τουαλέτα. Όταν επέστρεψε, κοίταξε το ρολόι στον τοίχο και είδε ότι ήταν αυγή. Έκανε γυμναστικές ασκήσεις για μισή ώρα, για να ξεμουδιάσει το σώμα της και να καθαρίσει το μυαλό της, όπως έκανε κάθε πρωί, εκτός από όταν ήταν αυτό αδύνατο. Το μαύρο, στενό μεσοφόρι της ήταν νοτισμένο, όταν τελείωσε. Το έβγαλε και έκανε ένα γρήγορο μπάνιο. Ύστερα, ντύθηκε με τη στρατιωτική στολή της και έδεσε τα μαλλιά της κότσο.
Άνοιξε τις κουρτίνες του παραθύρου και κοίταξε κάτω, τη Χρυσόπολη.
Δεν βρισκόταν και σε πολύ άσχημη κατάσταση, όφειλε να παραδεχτεί η Στρατηγός Νικίτα, παρατηρώντας τα οικοδομήματά της.
Η μάχη δεν ήταν δύσκολη. Οι Απολλώνιες δυνάμεις είχαν επικεντρωθεί στο να αποτρέψουν τους Παντοκρατορικούς απ’το να φτάσουν στην πόλη. Όταν αυτοί ήταν πλέον εκεί, οι μαχητές του βασιλείου έμοιαζαν να έχουν εξαντληθεί. Οι πολεμιστές της Νικίτας τούς καταδίωξαν μέσα στους δρόμους, προκαλώντας μακελειό, ενώ τα άρματα μάχης και τα αεροσκάφη πυροβολούσαν και βομβάρδιζαν πολυκατοικίες και σπίτια. Ο Δράκοντας έβγαλε τα φτερά του και πέταξε· και, τσακίζοντας μερικά ελικόπτερα που στάθηκαν στο δρόμο του, προσγειώθηκε μπροστά στο ενεργειακό κέντρο της Χρυσόπολης, σημαδεύοντάς το με τα κανόνια του και προκαλώντας του σοβαρές ζημιές. Αρκετά σοβαρές για να διακόψουν, προσωρινά, την τροφοδοσία σε όλη την πόλη, αχρηστεύοντας ένα σωρό συστήματα· αλλά όχι τόσο σοβαρές ώστε να μη μπορούν να επιδιορθωθούν με μια μικρή προσπάθεια. Γι’αυτό κιόλας τώρα η Νικίτα, που βρισκόταν σ’ένα απ’τα δωμάτια του παλατιού της Χρυσόπολης, είχε όση ενέργεια επιθυμούσε.
Οι Απολλώνιες δυνάμεις είχαν, τελικά, υποχωρήσει· ή, μάλλον, είχαν διαλυθεί. Όσοι από τους στρατιώτες δεν σκοτώθηκαν ή δεν αιχμαλωτίστηκαν, είχαν τραπεί σε άτακτη φυγή, προς Ανατολή και Δύση. Η Νικίτα είχε δώσει διαταγή να μην τους καταδιώξουν. Θα τους αναλάβουμε όταν προχωρήσουμε στην Ταλκασία και στη Νούμβρια, είχε πει. Εκτός αν οι άλλοι στρατηγοί με προλάβουν, και κατακτήσουν τις πόλεις προτού πάω να τους βοηθήσω. Το αμφέβαλλε, όμως. Ειδικά για την Ταλκασία, το αμφέβαλλε. Στη Νούμβρια και στο Δυτικό Πέρασμα, ήξερε ότι τα πράγματα πήγαιναν καλύτερα.
Η Στρατηγός Νικίτα έφυγε από το παράθυρο και βγήκε απ’το δωμάτιό της, βαδίζοντας μέσα στους διαδρόμους του παλατιού και πηγαίνοντας στη μεγάλη αίθουσα.
Ο Μέμντουρ’χοκ βρισκόταν ήδη εδώ, βαστώντας το μακρύ ραβδί του και στεκόμενος μπροστά σε μια οθόνη ανιχνευτών. Ο Υποστράτηγος Φάνελμος καθόταν στο τραπέζι και έπινε καφέ από μια κούπα, ενώ εμπρός του ήταν μερικοί χάρτες και χαρτιά με αναφορές. Βλέποντας τη Νικίτα να μπαίνει, σηκώθηκε από τη θέση του και τη χαιρέτισε, στρατιωτικά. Όπως έκαναν και οι φρουροί του δωματίου.
Ο Μέμντουρ’χοκ δε φάνηκε να της δίνει σημασία, αν και ήταν βέβαιο πως είχε αντιληφτεί την παρουσία της.
«Καλημέρα,» είπε η Νικίτα. «Έχουμε τίποτα το ενδιαφέρον;» Κάθισε σε μια από τις καρέκλες του τραπεζιού.
«Ελάχιστα πράγματα, Στρατηγέ μου,» απάντησε ο Φανέλμος, καθίζοντας κι εκείνος.
Μια υπηρέτρια πλησίασε, ρωτώντας αν η Στρατηγός θα ήθελε κάτι για πρωινό. Η Νικίτα τής παράγγειλε καφέ και κέικ.
«Υπάρχει κάποια μικρή αντίσταση εντός της πόλης,» συνέχισε ο Φανέλμος, μόλις η υπηρέτρια έφυγε.
«Τι είδους αντίσταση;»
«Άνθρωποι της τοπικής χωροφυλακής, πιστεύουμε, ή ίσως άνθρωποι του υπόκοσμου. Ή μια περίεργη συμμαχία ανάμεσα σ’αυτές τις δύο ομάδες.»
«Τι σε κάνει να νομίζεις κάτι τέτοιο;» ρώτησε η Νικίτα.
«Κρύβονται σε σημεία της πόλης που δεν είναι εύκολο να τους βρούμε· κι ετούτο θεωρώ πως είναι ένα δείγμα ότι είναι άνθρωποι του υπόκοσμου. Χρησιμοποιούν τα υπόγεια και τους υπονόμους, καθώς και κάποιες σήραγγες, τις οποίες μόλις χτες βράδυ εντοπίσαμε.»
«Πιστεύεις ότι μπορούν να μας προκαλέσουν σοβαρό πρόβλημα, Υποστράτηγε;»
Ο Φανέλμος έτριψε το φουντωτό του μουστάκι, μορφάζοντας. «Δε νομίζω. Δε νομίζω…»
Η υπηρέτρια επέστρεψε, φέρνοντας στη Νικίτα το πρωινό της και φεύγοντας. Η Στρατηγός έκανε να πάρει ένα κομμάτι κέικ· ο Μέμντουρ’χοκ, όμως, την πρόλαβε, πλησιάζοντας και λέγοντάς της να περιμένει.
«Συμβαίνει κάτι;» απόρησε η Νικίτα.
«Είσαι σίγουρη πως δεν είναι δηλητηριασμένο;» είπε ο μάγος. Ύψωσε το χέρι του πάνω απ’το πρωινό της και μουρμούρισε μερικά λόγια. Ύστερα, απομάκρυνε το χέρι του. «Η σύστασή τους μοιάζει φυσιολογική. Θα πρότεινα, όμως, να δοκιμάσει κάποιος άλλος πριν από εσένα. Όπως, για παράδειγμα, η υπηρέτρια που τα έφερε.»
«Παραείσαι καχύποπτος, μάγε. Οι υπηρέτες το ξέρουν πως θα πεθάνουν, αν με δηλητηριάσουν.»
«Ίσως να είναι πρόθυμοι να πεθάνουν, προκειμένου να βγάλουν απ’τη μέση μια στρατηγό της Παντοκράτειρας,» την προειδοποίησε ο Μέμντουρ’χοκ.
Η Νικίτα έδωσε διαταγή να της φέρουν την υπηρέτρια, και, σύντομα, η κοπέλα ήταν πάλι κοντά της.
«Δοκίμασέ τα,» πρόσταξε η Στρατηγός, δείχνοντας το κέικ και τον καφέ.
Η υπηρέτρια δίστασε.
«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;»
«Κανένα, κυρία,» αποκρίθηκε η κοπέλα με τρεμάμενη φωνή. «Δεν είναι, όμως, δηλητηριασμένα· σας τ’ορκίζομαι!»
«Μη με κάνεις να επαναλάβω,» είπε η Νικίτα.
Η κοπέλα δεν την έκανε. Ήπιε μια γουλιά απ’τον καφέ και έφαγε μια μπουκιά από το κέικ. Δε φάνηκε να παθαίνει τίποτα.
«Μπορείς να πηγαίνεις,» της είπε η Νικίτα, κι η υπηρέτρια έφυγε με βιαστικά βήματα, σχεδόν μπερδεύοντας τα πόδια της και σκοντάφτοντας.
«Πιστεύεις ότι τώρα είμαι αρκετά ασφαλής, μάγε;» ρώτησε η Στρατηγός.
«Θα έλεγα πως μπορείς να το διακινδυνέψεις,» απάντησε ο Μέμντουρ’χοκ.
Η Νικίτα κούνησε το κεφάλι, αποδοκιμαστικά, και ήπιε μια γουλιά απ’τον καφέ της.
«Εφόσον υπάρχουν ακόμα δυνάμεις που μας αντιστέκονται μέσα στην πόλη, καλύτερα να είμαστε προσεχτικοί,» είπε ο Μέμντουρ’χοκ, και κάθισε κι εκείνος στο τραπέζι, αντίκρυ της Νικίτας.
«Δε θα μείνουμε για πολύ στη Χρυσόπολη,» είπε η Στρατηγός. «Θα αφήσουμε ένα μέρος των δυνάμεών μας εδώ, για να μπορούμε να κρατήσουμε ό,τι έχουμε κατακτήσει, και οι υπόλοιποι θα φύγουμε.»
«Πού θα πάμε;» ρώτησε ο Φάνελμος.
«Στην Ταλκασία, ή στη Νούμβρια. Ανάλογα.» Η Νικίτα ακούμπησε την πλάτη της στην καρέκλα, και άγγιξε το σαγόνι της με τις άκριες των δαχτύλων του δεξιού της χεριού. Το μοναδικό της μάτι κοίταξε την επιφάνεια του τραπεζιού, σκεπτικά.
«Υποθέτω, δεν έχεις αποφασίσει ακόμα,» είπε ο Μέμντουρ’χοκ.
«Η Ταλκασία φαίνεται να είναι η λογικότερη επιλογή,» του είπε η Νικίτα, «γιατί, σύμφωνα με τις αναφορές που έχουμε, ο στρατός μας στο Δυτικό Πέρασμα δε νομίζω πως θα έχει δυσκολία να κατακτήσει τη Νούμβρια. Ωστόσο, ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται… Οι Απολλώνιοι, αναμφίβολα, θα έχουν αρχίσει να παίρνουν τα μέτρα τους, ύστερα από την πτώση της Χρυσόπολης.»
«Τι είδους μέτρα μπορούν να πάρουν, Στρατηγέ;» είπε ο Φάνελμος. «Τους έχουμε τσακίσει. Πιστεύεις ότι τους απομένει καθόλου στρατός; Το βασίλειό τους δε θ’αργήσει να είναι τελείως απροστάτευτο.»
«Μην τους υποτιμάς, Φάνελμε.» Η Νικίτα ήπιε μια γουλιά απ’τον καφέ της. «Η Απολλώνια είναι η καρδιά της επανάστασης. Η πατρίδα του Πρίγκιπα Ανδρόνικου. Θα υπάρχουν παγίδες για εμάς εδώ. Αλλά, ακόμα κι αν αποδειχτεί ότι δεν υπάρχουν, καλύτερα εμείς να είμαστε, ούτως ή άλλως, έτοιμοι γι’αυτές.»
Ο Μέμντουρ’χοκ ένευσε. «Συμφωνώ, Στρατηγέ.»
Η Νικίτα ρώτησε τον Φάνελμο: «Με τη Δούκισσα της Χρυσόπολης είχατε καμια επικοινωνία;»
«Όχι. Δε μοιάζει πρόθυμη να μιλήσει σε κανέναν, Στρατηγέ μου.»
*
Η Νικίτα χτύπησε την πόρτα.
Κανείς δεν απάντησε.
«Δούκισσα Ευδοκία; Να περάσω;»
Ξανά, καμία απάντηση.
Μια ανησυχητική σκέψη πέρασε απ’το νου της Στρατηγού: Δραπέτευσε; –Δεν ήταν δυνατόν! Το δωμάτιό της φρουρείτο, καθώς επίσης και ολόκληρο το παλάτι.
Η Νικίτα έπιασε το πόμολο της πόρτας και την άνοιξε. Μέσα, είδε τη Δούκισσα να κάθεται σε μια ξύλινη πολυθρόνα, δίπλα στο αναμμένο τζάκι. Ήταν μια γυναίκα με κατάλευκο δέρμα και πυρόξανθα μαλλιά, τα οποία τώρα έπεφταν λυτά στους ώμους της. Φορούσε ακόμα το ίδιο φόρεμα που φορούσε και όταν οι Παντοκρατορικοί είχαν κατακτήσει τη Χρυσόπολη· δεν είχε αλλάξει. Ήταν μακρύ και μαύρο με αργυρόχρωμο σιρίτι· έκανε τρομερή αντίθεση με το λευκό σαν κόκαλο δέρμα της και με τα γυαλιστερά της μαλλιά.
Την είχαν βρει στο παλάτι, όταν είχαν φτάσει εδώ. Μονάχα εκείνη και μερικούς φρουρούς. Την υπόλοιπη οικογένειά της την είχε διώξει· η ίδια, όμως, είχε, προφανώς, αρνηθεί ν’αφήσει την πόλη της. Η Νικίτα τής είχε προτείνει να έρθει με το μέρος των Παντοκρατορικών. Η Ευδοκία είχε αρνηθεί, και είχε επίσης δηλώσει πως δε θα έδινε καμία πληροφορία σ’εκείνη ή οποιοδήποτε άλλο υποχείριο της Παντοκράτειρας. Αν ήθελαν, μπορούσαν να τη σκοτώσουν.
Να σε σκοτώσουμε; είχε σκεφτεί η Νικίτα. Γιατί να το κάνουμε αυτό, όταν μπορούμε να σε χρησιμοποιήσουμε ως όμηρο; Ή, όταν υπάρχει η πιθανότητα να… αλλάξεις γνώμη; Έτσι, είχε αφήσει τη Δούκισσα να σκεφτεί το ζήτημα. Υπό φρούρηση, ασφαλώς.
Τώρα, ατένιζε την Ευδοκία καθώς εκείνη καθόταν στην πολυθρόνα της. Η Ευδοκία, όμως, δεν την κοίταζε· προτιμούσε να κοιτάζει τις φλόγες στο τζάκι.
«Γιατί δε μιλάς;» ρώτησε απότομα η Νικίτα, μπαίνοντας στο δωμάτιο και κλείνοντας την πόρτα πίσω της.
«Δεν έχω τίποτα να σου πω,» απάντησε η Δούκισσα, στρέφοντας το βλέμμα της, για να την αντικρίσει. Τα μάτια της ήταν πράσινα, και ψυχρά.
«Μου το είπες αυτό και την προηγούμενη φορά που συζητήσαμε–»
«Δεν ‘συζητήσαμε’.»
Τα χείλη της Νικίτας συσπάστηκαν, σχηματίζοντας ένα άγριο χαμόγελο. «Σκέφτηκα ότι τώρα ίσως να είχες αποφασίσει να φανείς πιο συνεργάσιμη.»
«Ατύχησες.»
Η Νικίτα την πλησίασε και στάθηκε εμπρός της, κοιτάζοντάς την προς τα κάτω, καθώς η Δούκισσα εξακολουθούσε νάναι καθισμένη στην πολυθρόνα. «Δε σου φερθήκαμε άσχημα· μπορείς να πεις ότι σου φερθήκαμε άσχημα;»
Η Ευδοκία ορθώθηκε. «Ρημάξατε την πόλη μου!»
Η Νικίτα ανασήκωσε τους ώμους, ανέκφραστα. «Πόλεμος…»
Η Ευδοκία ύψωσε το χέρι της, για να τη χαστουκίσει, αλλά εκείνη πρόλαβε και της άρπαξε τον καρπό. «Πρόσεχε, Δούκισσα,» είπε· «η υπομονή μου δεν είναι ανεξάντλητη. Και η πόλη σου θα μπορούσε να βρίσκεται σε πολύ χειρότερη κατάσταση. Έχω δει πόλεις τελείως, μα τελείως, ισοπεδωμένες, χωρίς ούτε ένα χτίριο να στέκεται όρθιο. Ούτε ένα.»
«Θα έπρεπε να είμαι ευγνώμων, λοιπόν,» αποκρίθηκε, ψυχρά, η Ευδοκία, παίρνοντας το χέρι της από τη λαβή της Στρατηγού.
«Θα μπορούσες να αρχίσεις να μου δείχνεις την ευγνωμοσύνη σου δίνοντάς μου κάποιες πληροφορίες. Οποιεσδήποτε πληροφορίες. Τα πάντα με ενδιαφέρουν για το Βασίλειο της Απολλώνιας. Και μη νομίζεις ότι η Παντοκράτειρα δε θα σε ανταμείψει γενναιόδωρα για τις υπηρεσίες σου.»
«Δεν έχω καμια πρόθεση να υπηρετήσω την Παντοκράτειρα.»
«Τι νομίζεις ότι θα συμβεί μαζί σου, στο τέλος; Δεν είναι παρά λίγες οι ημέρες που είσαι αιχμάλωτ–»
«Δε μ’ενδιαφέρει τι θα συμβεί μαζί μου· μ’ενδιαφέρει τι θα συμβεί μαζί σας!» Τα μάτια της Ευδοκίας άστραψαν από οργή. Οι φλέβες φαίνονταν φουσκωμένες στο μέτωπό της.
Η Νικίτα γέλασε. «Το κεφάλι σου δεν έχει ακόμα κρυώσει, παρά τον χειμωνιάτικο καιρό, Δούκισσα.»
Η Ευδοκία την ατένιζε, χωρίς να μιλά. Η έκφρασή της τα έλεγε όλα: τη μισούσε· ήθελε να τη σκοτώσει· θα της επιτιθόταν, αν είχε κάποιο όπλο.
Τι κρίμα που δεν έχεις, όμως… σκέφτηκε η Νικίτα.
Της γύρισε την πλάτη και βάδισε προς την εξώπορτα του δωματίου–
Ένας απρόσμενος ήχος πίσω της. Και γρήγορα βήματα–
Η Νικίτα στράφηκε, κι έπιασε τον καρπό της Ευδοκίας, προτού εκείνη κατεβάσει το ξιφίδιό της. Επάνω στη λεπίδα, ενέργεια τρεμόπαιζε.
Μα τα Γένια του Κρόνου! πώς δεν εντοπίστηκε αυτό το όπλο;
Τα δόντια της Δούκισσας έτριζαν· έμοιαζε νάχει λυσσάξει. Το γόνατό της υψώθηκε απότομα, ξεπροβάλλοντας μέσα απ’τις πτυχές του μαύρου της φορέματός, και καρφώθηκε στο υπογάστριο της Νικίτας. Εκείνη διπλώθηκε, νιώθοντας την αναπνοή της να κόβεται από τον ξαφνικό, έντονο πόνο. Τα χέρια της πήγαν, ενστικτωδώς, στην κοιλιά της, αφήνοντας ελεύθερο τον καρπό της Ευδοκίας.
Η λεπίδα ήρθε, καρφωτά, προς το λαιμό της Νικίτας. Εκείνη έκανε στο πλάι, όσο πιο γρήγορα τής επέτρεπαν τα αντανακλαστικά της, ενώ, συγχρόνως, χιμούσε προς τη Δούκισσα, για να πέσει πάνω της. Το ξιφίδιο την τραυμάτισε στον ώμο, χωρίς να την καρφώσει, αλλά σχίζοντας τη λευκή της στολή και το δέρμα της. Και το χειρότερο ήταν πως η ενέργεια που τρεμόπαιζε πάνω στη λεπίδα του ήρθε σε επαφή με το σώμα της Νικίτας –και το διαπέρασε, σαν αστραπή. Η Στρατηγός αισθάνθηκε τα πνευμόνια της να κλείνουν τελείως και τους μύες της να παραλύουν. Όμως, καθώς ήδη έπεφτε προς τη Δούκισσα, δεν μπορούσε να σταματήσει τον εαυτό της· το κεφάλι της χτύπησε την Ευδοκία την κοιλιά, και σωριάστηκαν κι οι δυο τους στο ξύλινο πάτωμα του δωματίου.
Ο Σκοτοδαίμων να την πάρει, την ελεεινή σκρόφα! σκέφτηκε η Νικίτα, καθώς προσπαθούσε να συνέλθει και να σηκωθεί στα γόνατα. Το σώμα της δεν υπάκουγε όπως έπρεπε στις προσταγές της!
Ευτυχώς, όμως, το χτύπημα που είχε δώσει στην καταραμένη Δούκισσα έμοιαζε να την έχει αποπροσανατολίσει για λίγο. Η Ευδοκία δεν πρέπει να ήταν πολεμίστρια. Η Νικίτα το είχε καταλάβει καθώς κοπάνησε το κεφάλι της επάνω στην κοιλιά της. Οι μύες εκεί ήταν μαλακοί, αγύμναστοι. Ωστόσο, η Δούκισσα της Χρυσόπολης κατάφερε πάλι να υψώσει το ξιφίδιό της, αν και με φανερή δυσκολία.
Προτού, όμως, προλάβει να το κατεβάσει, η Νικίτα τη γρονθοκόπησε στη μύτη, κάνοντας το κεφάλι της να τιναχτεί όπισθεν. Η Ευδοκία σωριάστηκε ξανά, έχοντας το ένα της χέρι μπροστά στο πρόσωπό της, ενώ αίμα κυλούσε ανάμεσα στα δάχτυλά της.
Η Νικίτα πήρε μια δύσκολη αναπνοή, παλεύοντας να βάλει τα πνευμόνια της να λειτουργήσουν πάλι κανονικά. Τράβηξε το πιστόλι απ’τη ζώνη της και, καθώς σηκωνόταν στα γόνατα, σημάδεψε τη Δούκισσα. «…Ακίνητη…!» πρόσταξε, ξέπνοα. Αν και θάπρεπε να σου φυτέψω μια σφαίρα στον άχρηστό σου εγκέφαλο, ελεεινή σκρόφα!
«Σκότωσέ με!» ούρλιαξε η Ευδοκία, καθώς ανασηκωνόταν, εξακολουθώντας να έχει το ένα της χέρι στη μύτη της, που αιμορραγούσε. Δάκρυα πόνου και οργής κυλούσαν απ’τα μάτια της. «Σκότωσέ με!» Ύψωσε πάλι το ξιφίδιό της· κι αν ήθελε, θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει: δεν ήταν και τόσο μακριά οι δυο τους· περίπου μισό μέτρο τις χώριζε.
Η Νικίτα ετοιμάστηκε να τραβήξει τη σκανδάλη–
Η πόρτα του δωματίου άνοιξε και οι φρουροί που στέκονταν έξω μπήκαν. Αμέσως, άρπαξαν τη Δούκισσα της Χρυσόπολης από τους αγκώνες και την τράβηξαν μακριά απ’τη Στρατηγό, αφοπλίζοντάς την.
Η Νικίτα θηκάρωσε το πιστόλι της και σηκώθηκε όρθια με δυσκολία. «Γιατί δε βρέθηκε αυτό το όπλο;» έκρωξε, δείχνοντας το ξιφίδιο, που τώρα βρισκόταν στα χέρια του ενός φρουρού. Η ενέργεια εξακολουθούσε να τρεμοπαίζει επάνω στη λεπίδα του.
Ο φρουρός πάτησε ένα κουμπί στο κάτω άκρο της λαβής και η ενεργειακή ροή έπαψε. «Δεν ξέρω, Στρατηγέ. Το δωμάτιο είχε ερευνηθεί, πάντως, με ειδική συσκευή, αλλά και με τα χέρια.»
«Κι αυτήν;» Η Νικίτα έδειξε τη Δούκισσα. «Αυτήν την είχατε ερευνήσει;»
«Σαφώς, Στρατηγέ.»
«Με τη συσκευή;»
«Μάλιστα, Στρατηγέ.»
«Μόνο με τη συσκευή;»
Τα μάτια του φρουρού στένεψαν. «Μάλιστα, Στρατηγέ,» είπε πάλι, αλλά έμοιαζε να είχε αρχίσει να καταλαβαίνει.
Η Νικίτα καταράστηκε κάτω απ’την ανάσα της. Πήρε το ξιφίδιο απ’τα χέρια του στρατιώτη κι έφυγε απ’το δωμάτιο.
*
Ο Μέμντουρ’χοκ άνοιξε το πίσω μέρος της λαβής του ξιφιδίου με μερικές περιστροφικές κινήσεις, κι έβγαλε τη μπαταρία από μέσα. Ένα μικρό μεταλλικό κομμάτι, που δεν μπορεί να χωρούσε και πάρα πολλή ενέργεια· η Νικίτα υπέθετε ότι, αν είχες συνεχώς σε λειτουργία την ενεργειακή ροή πάνω στη λεπίδα, αποκλείεται να κρατούσε παραπάνω από μισή ώρα.
Ο μάγος άφησε το όπλο στο τραπέζι και, αφού έκανε ένα ξόρκι, είπε: «Έχει επάνω του ένα Ξόρκι Προκαλύψεως, γι’αυτό δεν εντοπίστηκε από τη συσκευή των φρουρών. Κι απ’ό,τι καταλαβαίνω, το ξόρκι δεν είναι εφήμερο.»
«Τι σημαίνει αυτό;»
«Ότι δεν πρόκειται να λήξει.» Ο Μέμντουρ’χοκ συνοφρυώθηκε. «Θα χρειάστηκε πολλή ενέργεια για να γίνει διαρκές. Σπατάλη, θα έλεγα.» Έβαλε πάλι τη μπαταρία μέσα στη λαβή και την έκλεισε. «Δε βλέπω να έχει τίποτ’άλλο το ιδιαίτερο.»
Ο Υποστράτηγος Φάνελμος είπε: «Κάποιος πρέπει να περιποιηθεί το τραύμα σου, Στρατηγέ.»
Η Νικίτα έστριψε το λαιμό της, ώστε να κοιτάξει την πληγή στον ώμο της. Δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια γρατσουνιά. Κι ευτυχώς. Σε διαφορετική περίπτωση, η ενέργεια του ξιφιδίου θα την είχε παραλύσει τελείως, και η Ευδοκία θα την είχε σκοτώσει.
«Θα το φροντίσω,» είπε η Νικίτα.
«Με τη Δούκισσα τι θα γίνει;» ρώτησε ο Φάνελμος.
«Θα συνεχίσουμε να την κρατάμε αιχμάλωτη. Ίσως, στο μέλλον, να μας χρειαστεί.» Και στράφηκε για να κοιτάξει τον Μέμντουρ’χοκ, υψώνοντας το ένα της φρύδι, ερωτηματικά.
«Η απόφαση είναι δική σου, Στρατηγέ.»
«Τι θα συμβούλευες, όμως;»
«Η Δούκισσα, απ’ό,τι δείχνει, είναι επικίνδυνη. Όμως δε νομίζω να μπορέσει να κάνει κάτι σημαντικό, αν τη φρουρούμε σωστά.»
«Το ίδιο νομίζω κι εγώ, μάγε,» είπε η Νικίτα.
Ο Ανδρόνικος και η Άνμα’ταρ κάθονταν αντικριστά, και ανάμεσά τους πολεμιστές και άρματα μάχης συγκρούονταν, παλεύοντας να κατακτήσουν ολοένα και περισσότερο έδαφος.
Ήταν η σειρά της μάγισσας τώρα.
Δεν είχε ξαναπαίξει αυτό το Απολλώνιο παιχνίδι στρατηγικής, μα δεν το έβρισκε και τόσο δύσκολο. Χρησιμοποιώντας τα πλήκτρα που βρίσκονταν στη δική της μεριά του πίνακα, έκανε έναν απ’τους δολιοφθορείς της να μετακινηθεί μέσα στα δάση. Το ολόγραμμα της κοντής, σκιερής μορφής έφυγε από την παλιά του θέση, πέρασε ανάμεσα από ολογράμματα δέντρων και δίπλα από το ολόγραμμα ενός ελεύθερου Σερπετού (ελεύθερου σήμαινε ότι δεν ελεγχόταν –ακόμα– από κανέναν παίκτη), και σταμάτησε στην καινούργια θέση που είχε ορίσει γι’αυτό η Άνμα. Η μάγισσα είχε εξαντλήσει σχεδόν όλη την ικανότητα κίνησης του δολιοφθορέα για ετούτο τον γύρο.
Δεν ήταν, όμως, αυτό το μόνο πιόνι που μπορούσε να μετακινήσει. Μπορούσε να μετακινήσει άλλο ένα απομονωμένο πιόνι ή μία μονάδα· και, πατώντας τα πλήκτρα, το έκανε. Μια μονάδα δώδεκα μαχητών πετάχτηκε πίσω από έναν πέτρινο τοίχο. Ένα άρμα μάχης του Ανδρόνικου πυροβόλησε, αυτοματοποιημένα, καθώς οι μαχητές βρίσκονταν εντός της εμβέλειας του όπλου του. Η ριπή αστόχησε, και κανένας από τους δώδεκα δε σκοτώθηκε· έτσι, συνέχισαν την πορεία τους και κρύφτηκαν μέσα σε μια ρηχή σπηλιά.
«Είσαι τυχερή, μάγισσα!» είπε ο Ανδρόνικος.
Η εξώπορτα των δωματίων του Πρίγκιπα χτύπησε, διακόπτοντάς τους.
«Θ’ανοίξω εγώ,» προθυμοποιήθηκε η Άνμα, και σηκώθηκε απ’την καρέκλα της.
Παρότι ήταν βράδυ, δεν ήταν ντυμένη απόψε με τη ροζ πιτζάμα της, αλλά μ’ένα μαύρο, δαντελωτό μεσοφόρι, που έπεφτε ώς τα γόνατά της και είχε μυτερό ντεκολτέ και καθόλου μανίκια. Πάνω απ’το μεσοφόρι, φορούσε μια ημιδιαφανή ρόμπα, που έκανε το σώμα της από μέσα να μοιάζει με σκιά.
«Δεν είναι αυτό, κάπως… τολμηρό, μάγισσα;» την είχε ρωτήσει ο Ανδρόνικος, όταν την είχε δει να παρουσιάζεται έτσι.
«Την προηγούμενη φορά, μου έκανες παράπονα για την πιτζάμα μου· τώρα, μου κάνεις παράπονα γι’αυτό;» Η Άνμα είχε σταυρώσει τα χέρια της στο στήθος, αγριοκοιτάζοντάς τον.
Ο Ανδρόνικος είχε γελάσει. «Δεν κάνω παράπονα. Απλώς, το παρατηρώ.»
«Και το σχολιάζεις με άσχημο τρόπο!»
«Σε καμία περίπτωση, μάγισσα.»
«Στο τέλος, θα πρέπει να σε σκοτώσω!»
«Αν το κάνεις αυτό, θα πάψεις να με προστατεύεις.»
«Η δουλειά μου είναι να σε προστατεύω από τους άλλους, όχι από εμένα!»
«Μάλιστα. Υποθέτω, αυτό πρέπει να ακούγεται λογικό… Να προτείνω μια λύση;»
«Τι λύση;»
«Μπορείς να σκοτώσεις τα πιόνια μου, αντί για εμένα.»
Η Άνμα συνοφρυώθηκε. «Τι πράγμα;» έκανε.
Και ο Ανδρόνικος τής έδειξε πώς παιζόταν η Απολλώνια Σύγκρουση.
Τώρα, η Άνμα διέσχισε το δωμάτιο, πλησίασε την εξώπορτα, και άνοιξε.
Απέξω στεκόταν ο Δούκας Αλεξίλυπος. Η όψη του φανέρωνε ότι δεν είχε τίποτα το ευχάριστο να πει.
«Θα μπορούσα να μιλήσω στον Πρίγκιπα;» ρώτησε.
«Ασφαλώς, θείε,» απάντησε ο Ανδρόνικος απ’το εσωτερικό του δωματίου. «Πέρασε.»
Η Άνμα παραμέρισε από το κατώφλι της πόρτας, και ο Αλεξίλυπος μπήκε. Ο Ανδρόνικος παρατήρησε με τις άκριες των ματιών του ότι η μάγισσα έπιασε ένα πιστόλι που ήταν πάνω σ’ένα τραπεζάκι, κρυμμένο πίσω απ’τον καθρέφτη. Πάντοτε επιφυλακτική, ακόμα και με τους πιο έμπιστους ανθρώπους. Και δικαιολογημένα, βέβαια. Κανείς δεν είχε ξεχάσει τι είχε συμβεί με τον Φινέα Πολύδικο –ή, μάλλον, με το Ομοίωμα που τον είχε αντικαταστήσει.
«Τι είναι, θείε;» ρώτησε ο Πρίγκιπας.
«Ο γιος μου, ο Ιερώνυμος… Νομίζω πως έφυγε απ’την πόλη, Ανδρόνικε.»
«Νομίζεις; Δε σου είπε τίποτα;»
Ο Αλεξίλυπος κούνησε το κεφάλι. «Ούτε σ’εμένα, ούτε σε κανέναν άλλο. Η σύζυγός του τον αναζητά, και δεν μπορεί να τον βρει.»
Τα μάτια του Ανδρόνικου στένεψαν. «Θες να πεις ότι ο Ιερώνυμος έφυγε κρυφά;»
Ο Αλεξίλυπος κατένευσε, σιωπηλά· και η κίνησή του αυτή έμοιαζε να προμηνύει κάτι άσχημο.
Μα τον Απόλλωνα, είναι εκείνο που φαντάζομαι; Μπορεί να είναι εκείνο που φαντάζομαι; Ο Ανδρόνικος σηκώθηκε απ’την καρέκλα του. «Πιστεύεις ότι ίσως να σκοπεύει να πάει στην Ταλκασία; Στον Λούσιο;»
«Πολύ φοβάμαι πως αυτό είναι,» απάντησε ο Αλεξίλυπος.
Ο Πρίγκιπας καταράστηκε, χτυπώντας τη γροθιά του πάνω στο τραπέζι.
«Με συγχωρείς, Ανδρόνικε…»
«Δεν είναι δικό σου το φταίξιμο, θείε. Δικό μου είναι.»
«Δικό σου;» απόρησε ο Αλεξίλυπος. «Γιατί;»
Γιατί έπρεπε να τον προσέχω, τον Ιερώνυμο, αφού έβλεπα πόσο επίμονος ήταν σχετικά μ’αυτό το θέμα. Κι αφού ξέρω πόσο επίμονος είναι, γενικά, όταν του κολλήσει κάτι στο μυαλό. Ωστόσο, αποκρίθηκε στον Δούκα της Σερίβια: «Γιατί θα έπρεπε να τον είχα κάνει να καταλάβει. Ο αδελφός μου είναι, πραγματικά, επικίνδυνος, θείε.»
«Φοβάσαι ότι ίσως να σκοτώσει τον Ιερώνυμο;»
«Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω τι μπορεί να κάνει. Δεν έχω ιδέα. Τώρα, όμως, είναι πολύ αργά για να γυρίσουμε τα πράγματα πίσω…»
*
Ο Ιερώνυμος σταμάτησε το τρίκυκλο όχημά του όταν είχαν πλέον περάσει προ πολλού τα μεσάνυχτα.
Το έβγαλε από τον μεγάλο, εξοχικό δρόμο και διέκοψε την ενεργειακή ροή που έκανε τα συστήματα και τους τροχούς του να λειτουργούν. Αντίκρυ του, προς τα βόρεια, μπορούσε ν’ατενίσει, στο γαλανόχρωμο φως της Γλαυκής, τις άγριες δενδρώδεις περιοχές που ονομάζονταν Δασότοποι του Ωχρού Χώματος. Τις περιοχές που ο ξάδελφός του, ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος, σκεφτόταν να χρησιμοποιήσει, προκειμένου να χτυπήσει τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας.
Και το σχέδιο αυτό δεν ήταν άσχημο. Ο Ιερώνυμος δεν το θεωρούσε λανθασμένο, ή τόσο ριψοκίνδυνο που να είναι αυτοκτονικό, αν κι ο ίδιος θα προτιμούσε μια πιο άμεση αντιμετώπιση των Παντοκρατορικών: θα προτιμούσε να τους τσακίσουν με μια γρήγορη, ισχυρή επίθεση, που θα τους έδιωχνε μια και καλή από την Απολλώνια. Από την άλλη, βέβαια, ο Ιερώνυμος δεν ήταν στρατηγός· ήταν ζωγράφος, καλλιτέχνης. Επομένως, ό,τι απόφαση και να έπαιρναν οι υπόλοιποι –ακόμα κι αν αγνοούσαν τη δική του γνώμη επί του θέματος–, δε θα τους κάκιζε.
Ένα πράγμα, όμως, δεν μπορούσε να καταλάβει: Γιατί αρνιόταν ο Ανδρόνικος να επικοινωνήσει με τον Λούσιο. Ό,τι κι αν είχε συμβεί αναμεταξύ τους, τώρα θα έπρεπε να μπορούν να το παραμερίσουν, για το γενικότερο καλό του βασιλείου. Τι κι αν ο Λούσιος είχε στραφεί σ’αυτή τη θρησκεία του Μαύρου Νάρζουλ; Είχε, πραγματικά, σημασία τούτο, όταν κινδύνευαν όλοι να κατακτηθούν πάλι από την Παντοκράτειρα; Μπορούν οι δυο τους να λύσουν τα θρησκευτικά τους προβλήματα –και όποια άλλα προβλήματα έχουν– μετά, αφότου έχουμε διώξει τους καταραμένους Παντοκρατορικούς από τη διάστασή μας!
Κι αφού κανένας δε φαινόταν πρόθυμος να πάει να μιλήσει στον Λούσιο, αποφάσισε να το κάνει ο Ιερώνυμος. Ελπίζοντας πως ο αδελφός του Ανδρόνικου θα αποδεικνυόταν πιο συνετός από τον Ανδρόνικο, και θα δεχόταν να συμπράξουν, ώστε να σώσουν το βασίλειο.
Κανονικά, κι ο Ανδρόνικος θάπρεπε να μπορεί να το δει τούτο! Αλλά, μάλλον, έχει τους λάθος συμβουλάτορες. Όπως αυτόν τον Αυγερινό Αντίρρυθμο. Τι άνθρωπος ήταν αυτός ο Βασιλικός Φρουρός; Πολεμιστής ή ιερέας;
Ακόμα κι ο Στρατάρχης Φιλόπνοος έλεγε ότι θα ήταν συμφέρον να συμμαχήσουν με τον Λούσιο, από στρατηγικής άποψης. Επειδή ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε το μυαλό του· δεν εθελοτυφλούσε.
Οι ιερείς του Απόλλωνα θα μας καταστρέψουν με τις ανόητες προκαταλήψεις τους!
Ο Ιερώνυμος αναστέναξε, και προσπάθησε να κοιμηθεί μερικές ώρες, προτού συνεχίσει το ταξίδι του προς την Ταλκασία.
Κοντά του είχε ένα οπλισμένο πιστόλι, γιατί ποτέ δεν ήξερες τι μπορεί να γινόταν, όταν βρισκόσουν στις ερημιές, ειδικά σε μια ταραγμένη περίοδο όπως αυτή που διήνυε τώρα η Απολλώνια. Δεν πίστευε, όμως, πραγματικά ότι το όπλο θα του χρειαζόταν.
Έτσι, κοιμήθηκε.
Το χαλάζι τον ξύπνησε με την αυγή, καθώς χτυπούσε επάνω στο γυάλινο σκέπαστρο του οχήματός του.
Ο Ιερώνυμος καταράστηκε κάτω απ’την ανάσα του, διότι η χαλαζόπτωση μπορούσε να σημαίνει μονάχα ότι το ταξίδι του θα δυσκόλευε. Δεν ήταν, όμως, πρόθυμος να το βάλει κάτω επειδή παρουσιάστηκε ένα τέτοιο, μικρό εμπόδιο. Ενεργοποίησε τα συστήματα του οχήματός του και το έβαλε πάλι στον μεγάλο, εξοχικό δρόμο, οδηγώντας το προς τα ανατολικά και προσέχοντας μη γλιστρήσουν οι τροχοί του επάνω στο λιθόστρωτο. Οι πλάκες του δρόμου ήταν ειδικά κατασκευασμένες, ώστε να έχουν μειωμένη ολισθηρότητα (κι επομένως, μειωμένη επικινδυνότητα)· όμως, με τέτοιο καιρό, ακόμα και τα πιο τραχιά εδάφη γίνονταν επικίνδυνα.
*
Ο Ταχύβιος είχε γίνει ιερέας του Μαύρου Νάρζουλ.
Η Κορνηλία τον είχε μυήσει, μέσα στις δύο ημέρες που βρισκόταν στην Ταλκασία. Τον είχε κάνει να θέλει να υπηρετήσει τον Δάσκαλο. Τον είχε κάνει να δει τη Σοφία του. Και πίστευε πως θα μπορούσε να το είχε καταφέρει αυτό ακόμα κι αν δεν είχε χρησιμοποιήσει καθόλου τις δυνάμεις της· ακόμα κι αν δεν είχε παίξει καθόλου με τους κόμπους και τα νήματα της νοητικής ενέργειας που περιστοίχιζε το κεφάλι του. Η Υφάντρα τού είχε μιλήσει για πράγματα περασμένα και για πράγματα διαχρονικά, και τον είχε κάνει να κατανοήσει, στα τρίσβαθα της ψυχής του, το μεγαλείο του Δασκάλου. Τον είχε κάνει να αναρωτηθεί γιατί τόσο καιρό δεν είχε δει την αλήθεια.
«Γιατί δε μου τα είχες πει όλ’αυτά παλιότερα, Κορνηλία;» τη ρώτησε. «Γιατί δε μου είχες μιλήσει από τότε που μυήθηκες για πρώτη φορά στα Μυστήρια του Μεγάλου Δασκάλου;»
«Δεν ήμουν βέβαιη ότι θα με καταλάβαινες, Ταχύβιε, αγάπη μου,» αποκρίθηκε εκείνη, καθισμένη σε μια βαθιά πολυθρόνα και κρατώντας μια κούπα με καφέ και ηδύποτο στο δεξί χέρι. Ήταν ντυμένη με μια μεταξωτή, μαύρη ρόμπα, η οποία είχε γούνα λύκου γύρω απ’το λαιμό και τα μανίκια. Τα πόδια της ήταν τεντωμένα και σταυρωμένα στον αστράγαλο, ξεπροβάλλοντας, μακριά, λευκά, και καλλίγραμμα, μέσα από το άνοιγμα της ρόμπας.
«Γιατί όχι;» ρώτησε ο Ταχύβιος. Βρισκόταν στο κρεβάτι, ανασηκωμένος και στηριζόμενος στον αγκώνα του. Μια γούνινη κουβέρτα τον σκέπαζε. Έξω απ’το παράθυρο, χιόνι έπεφτε μέσα στη νύχτα.
«Γιατί,» απάντησε η Κορνηλία, «υπάρχει η κατάλληλη στιγμή για τα πάντα.» Ήπιε μια γουλιά απ’το ποτό της.
«Και τώρα;» είπε ο Ταχύβιος. «Θεωρείς πως τώρα είμαι έτοιμος για οτιδήποτε;»
Η Κορνηλία τον ατένισε, υπομειδιώντας. «Τι πάει να πει αυτό;»
«Είμαι ιερέας του Δασκάλου, έτσι δεν είναι;»
«Γνωρίζεις τα βασικά Μυστήρια, ναι.»
Ο Ταχύβιος δίστασε λίγο, αλλά, έπειτα, είπε: «Ο Λούσιος έχει μέσα του το πνεύμα του Κατακεραυνωτή. Εσύ, το πνεύμα της Υφάντρας…»
Το μειδίαμα της Κορνηλίας πλάτυνε. «Και θέλεις κι εσύ να φιλοξενήσεις έναν από τους Οκτώ;»
«Ναι,» είπε, πρόθυμα, ο Ταχύβιος.
Η Κορνηλία γέλασε.
Απογοήτευση φάνηκε στο πρόσωπο του Ταχύβιου.
Η Κορνηλία ήπιε μια γουλιά απ’το ποτό της, παρατηρώντας τον. «Αγάπη μου, δεν είσαι έτοιμος.»
«Γιατί;»
«Όλο απορίες είσαι…» Η Υφάντρα αναρωτήθηκε αν τώρα θα ήταν μια καλή στιγμή ν’αλλάξει τη ροή των σκέψεων του συζύγου της, ώστε να τον κάνει να πάψει να ρωτά –προς το παρόν, τουλάχιστον. Απέρριψε, όμως, την ιδέα. Ας τον άφηνε να δράσει ελεύθερα· τη διασκέδαζε περισσότερο έτσι.
Ο Ταχύβιος σηκώθηκε απ’το κρεβάτι –ήταν ντυμένος μόνο με την περισκελίδα του, και η Κορνηλία μπορούσε να διακρίνει ότι το μόριό του ήταν ορθωμένο– και την πλησίασε, γονατίζοντας εμπρός της. «Πες μου τι πρέπει να κάνω!» ζήτησε. Το χέρι του διέτρεξε την πίσω μεριά της κνήμης της, κι ανέβηκε στον μηρό της. Τα χείλη του φίλησαν το γόνατό της.
Η Κορνηλία γέλασε πάλι· ένα βαθύ, λαρυγγώδες γέλιο. Ήπιε μια γουλιά απ’το ποτό της, κι ύστερα, τεντώθηκε προς τον Ταχύβιο, σκύβοντας. Το ελεύθερό της χέρι γλίστρησε ανάμεσα στους μηρούς του, και η χούφτα της έκλεισε, μαλακά, γύρω απ’τον ανδρισμό του. Τα χείλη της φίλησαν τα χείλη του, και οι γλώσσες τους έπαιξαν αναμεταξύ τους. Μετά, η Κορνηλία είπε, καθώς απομάκρυνε το πρόσωπό της από το δικό του: «Υπομονή.»
«Γιατί δεν γίνεται τώρα;» ρώτησε ο Ταχύβιος.
Νομίζω, συλλογίστηκε η Κορνηλία, παρατηρώντας την όψη του, ότι ο Λούσιος κι εγώ τον παρακάναμε αφοσιωμένο στον Δάσκαλο, τον σύζυγό μου. Δε φαίνεται να έχει κανέναν δισταγμό. Κανέναν απολύτως. Σε αντίθεση μ’εκείνη, που, αρχικά, δίσταζε να πάρει το πνεύμα της Υφάντρας μέσα της· ή, τουλάχιστον, το σκεφτόταν.
«Διότι, Ταχύβιε, δεν γίνεται,» του απάντησε. «Κατά πρώτον, πρέπει να βρούμε το πνεύμα και να το αποφυλακίσουμε… και, κατά δεύτερον, δε μου έχεις αποδείξει ακόμα ότι είσαι ο κατάλληλος άνθρωπος για να φιλοξενήσει έναν από τους Οκτώ.»
«Τι άλλο χρειάζεται να κάνω;»
«Να κατανοήσεις τα Μυστήρια του Δασκάλου περισσότερο,» είπε η Κορνηλία. «Βιάζεσαι. Αλλά πρέπει να έχεις υπομονή–» Διέκοψε τα λόγια της, απότομα, γιατί αισθάνθηκε μια γνώριμη παρουσία να πλησιάζει.
Ο Κατακεραυνωτής.
Μια πόρτα ακούστηκε ν’ανοίγει.
Και μετά, άλλη μία. Η πόρτα του δωματίου στο οποίο βρίσκονταν η Υφάντρα κι ο σύζυγός της.
Ο Λούσιος στεκόταν στο κατώφλι.
Η Κορνηλία ύψωσε το χέρι της και παρίστανε, στον αέρα, πως χτυπούσε μια πόρτα. «Τοκ, τοκ…» είπε, μειδιώντας λοξά. «‘Μπορώ να περάσω, ξαδέλφη;’»
«Ο αδελφός σου είναι εδώ,» την πληροφόρησε ο Λούσιος.
Η Κορνηλία συνοφρυώθηκε. «Ποιος αδελφός μου;»
«Αν δεν κάνω λάθος, έναν αδελφό έχεις.»
«Ο Ιερώνυμος; Εδώ;»
«Ναι,» είπε ο Λούσιος. «Μόλις ήρθε, μέσα στη χιονοθύελλα.»
Η Κορνηλία σηκώθηκε απ’την πολυθρόνα (και ο Ταχύβιος σηκώθηκε συγχρόνως, πηγαίνοντας να ρίξει μια ρόμπα επάνω του). «Τι θέλει;»
«Να μου μιλήσει. Έτσι είπε στους φρουρούς. Και σκέφτηκα ότι ίσως να επιθυμούσες να είσαι κι εσύ μαζί μου.»
Η Κορνηλία ένευσε. «Θα έρθω.» Έλυσε τη ρόμπα της, αφήνοντάς τη να πέσει στο πάτωμα και μένοντας με τα εσώρουχά της· εξάλλου, κι οι δύο άντρες που ήταν εδώ την είχαν δει πολλές φορές γυμνή (αν και ο Ταχύβιος δεν ήξερε, ακόμα, τίποτα για τη σχέση της με τον Λούσιο). Πλησίασε τη ντουλάπα, την άνοιξε, και πήρε από μέσα ένα φόρεμα. Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη και το πέρασε πάνω απ’το κεφάλι της. Ο Λούσιος παραμέρισε τα μακριά, μαύρα της μαλλιά και κούμπωσε τα κουμπιά στην πλάτη του φορέματος. Έγειρε το κεφάλι και φίλησε το λαιμό της.
Η Κορνηλία παρατήρησε ότι ο σύζυγό της τους κοίταζε έντονα, ενόσω κι εκείνος ντυνόταν. «Τι είναι, Ταχύβιε; Ο Λούσιος είναι ξάδελφός μου, και μ’αγαπά πάρα πολύ. Σχεδόν όσο κι εσύ.» Και, χρησιμοποιώντας τα νήματα της νοητικής ενέργειας του Δούκα της Βανκάρης, προσπάθησε να τον κάνει να το δει αυτό ως απόλυτα λογικό.
Ο Ταχύβιος δεν έφερε καμία αντίρρηση· συνέχισε μονάχα να ντύνεται.
Η Κορνηλία ετοιμάστηκε, και εκείνη κι ο Λούσιος βάδισαν προς την εξώπορτα των δωματίων.
Ο Ταχύβιος τούς ακολούθησε.
«Πού πηγαίνεις εσύ;» τον ρώτησε ο Κατακεραυνωτής, έχοντας ανοίξει την πόρτα.
«Θα έρθω μαζί σας.»
«Δεν είναι απαραίτητο. Πρόκειται για οικογενειακό θέμα.»
«Κι εγώ μέλος της οικογένειας είμαι, ξάδελφε,» επέμεινε ο Ταχύβιος.
Ο Λούσιος τον αγριοκοίταξε. Η οικογένειά μας αρχίζει να γίνεται ενοχλητική, σκέφτηκε, καθώς τα μάτια του άστραφταν.
Η Κορνηλία, όμως, χαμογέλασε και, περνώντας το χέρι της μέσα στον αγκώνα του ξαδέλφου της, είπε: «Ας έρθει. Τι κακό μπορεί να γίνει; Ίσως, μάλιστα, να παραδειγματίσει και τον αδελφό μου.»
Ο Λούσιος στράφηκε, για να κοιτάξει το πρόσωπό της. Πρόσεχε, Κορνηλία· δεν είναι τα πάντα παιχνίδι… Όμως ίσως να μην έχεις άδικο τώρα. Κατένευσε. «Εντάξει.»
Μπήκαν στον ανελκυστήρα και κατέβηκαν στον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας. Εκεί, διέσχισαν έναν διάδρομο, άνοιξαν μια διπλή πόρτα, και πέρασαν σε μια αίθουσα με μεγάλο παράθυρο, απ’το οποίο φαίνονταν τα αντικρινά οικοδομήματα της Ταλκασίας. Νιφάδες χιονιού στριφογύριζαν γύρω τους, μέσα στη βαθιά νύχτα.
Ο Ιερώνυμος στεκόταν στο κέντρο του δωματίου. Ψηλός, με μαύρα, μακριά μαλλιά, δεμένα αλογοουρά που έπεφτε στην πλάτη του. Το πρόσωπό του ήταν φρεσκοξυρισμένο, και φορούσε ρούχα για ταξίδι και ψηλές μπότες. Ήταν εννιά χρόνια μεγαλύτερος της Κορνηλίας: εκείνη είκοσι-οκτώ, εκείνος τριάντα-εφτά. Της έμοιαζε στην εμφάνιση, αλλά όχι και στον χαρακτήρα.
Βλέποντάς την, χαμογέλασε. «Αδελφούλα!» είπε. «Είσαι εδώ, λοιπόν!» Η παρουσία της έμοιαζε να τον έχει χαροποιήσει. «Είσαι καλά;»
«Καλά δε φαίνομαι;» Η Κορνηλία τον πλησίασε και τον φίλησε στο μάγουλο.
«Κανείς δεν ήξερε πού ήσουν. Γιατί δεν έχεις ειδοποιήσει κάποιον;»
«Είχα πολλές δουλειές, Ιερώνυμε,» είπε η Κορνηλία. «Προσπαθούμε να σώσουμε το βασίλειο με τον Λούσιο και με τον σύζυγό μου.»
Ο Λούσιος πλησίασε κι έδωσε το χέρι του στον ξάδελφό του. «Καλωσόρισες, Ιερώνυμε.»
Ο Ιερώνυμος τον παρατήρησε, από πάνω ώς κάτω, για μια στιγμή. Ύστερα, έσφιξε το χέρι του Πρίγκιπα και είπε: «Καλώς σας βρίσκω, Λούσιε. Για να είμαι ειλικρινής, δεν περίμενα…. Ή, μάλλον, δεν ήξερα τι ακριβώς να περιμένω.»
«Αναμφίβολα, θα έχεις ακούσει άσχημα πράγματα για μένα,» είπε ο Λούσιος. «Θα έχεις ακούσει την προπαγάνδα του Ανδρόνικου.
»Γιατί, όμως, είσαι εδώ, Ιερώνυμε;»
«Για να σου ζητήσω να συνεργαστείς με τον αδελφό σου.»
«Δε νομίζω ότι επιθυμεί καμία συνεργασία. Το έχει αποδείξει αυτό, άλλωστε, σφετεριζόμενος τον Κυανό Θρόνο και εξαπλώνοντας την αισχρή του προπαγάνδα εναντίον μου, όταν εγώ το μόνο που προσπαθώ να κάνω –το μόνο που ανέκαθεν προσπαθούσα να κάνω– είναι να διώξω την Παντοκράτειρα από τη διάστασή μας.»
«Καταλαβαίνω,» είπε ο Ιερώνυμος, «ότι κι οι δύο έχετε λόγους για να υπάρχει… εμ… μια κάποια αντιπαράθεση αναμεταξύ σας–»
«Ο Ανδρόνικος είναι τρελός, ξάδελφε,» τόνισε ο Λούσιος. «Δεν ξέρει τι κάνει.»
Ο Ιερώνυμος χαμογέλασε, κάπως αμήχανα. «Δεν το νομίζω, Λούσιε. Δε νομίζω ότι είναι τρελός–»
«Τι συμβαίνει, τότε, μαζί του; Σου είπε πώς εισέβαλε στο βασιλικό παλάτι της Απαστράπτουσας και σκότωσε τους φρουρούς μου;»
«Μου είπε μια τελείως διαφορετική ιστορία: ότι εσύ πρόσταξες τους φρουρούς να του επιτεθούν, και ότι τον έριξες σ’ένα υπόγειο μέρος, όπου υπήρχ–»
Ο Λούσιος άγγιξε με το ένα χέρι τον ώμο του ξαδέλφου του. «Είναι τρελός, Ιερώνυμε. Αυτά που σου είπε είναι ψέματα. Τον φυλάκισα για το δικό του καλό, και για το καλό της Απολλώνιας. Ο αδελφός μου είναι επικίνδυνος.»
Ο Ιερώνυμος καθάρισε το λαιμό του. «Τέλος πάντων,» είπε. «Όπως και νάχει, τώρα πρέπει να συνεργαστείτε. Ο Ανδρόνικος βρίσκεται στη Σερίβια–»
«Το γνωρίζω. Είσαι με το μέρος του;»
«Με το μέρος του; Φυσικά και είμαι με το μέρος του. Και με το δικό σου μέρος, επίσης. Είμαι με το μέρος του Βασιλείου της Απολλώνιας, Λούσιε, και εναντίον της Παντοκράτειρας.»
«Τότε,» είπε ο Λούσιος, «είσαι δικός μου.»
Ο Ιερώνυμος συνοφρυώθηκε, παραξενεμένος.
«Ο μόνος που, πραγματικά, θέλει να σώσει το βασίλειο είμαι εγώ, ξάδελφε!» τόνισε ο Λούσιος. «Εγώ.»
«Δεν έχεις δίκιο σ’αυτό. Ο Ανδρόνικος κάνει ό,τι μπορεί–»
«Αρκετά! Δε θα συζητήσω άλλο ετούτο το θέμα. Ο Ανδρόνικος είναι παράφρων, ακόμα κι αν δεν το έχεις παρατηρήσει. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η προσωπική του εκδίκηση κατά της Παντοκράτειρας.»
«Δε θα τον βοηθήσεις, δηλαδή;»
«Να τον βοηθήσω; Γιατί;»
«Γιατί μόνο αν συνεργαστείτε, θα–»
«Δε χρειάζεται να συνεργαστώ με τον Ανδρόνικο, Ιερώνυμε. Έχω τη δύναμη να διώξω τους Παντοκρατορικούς από μόνος μου!»
Ο Ταχύβιος είπε: «Δείξε του, Μεγάλε Άρχοντα! Δείξε του!»
Ο Ιερώνυμος στράφηκε, για να τον κοιτάξει. «Είσαι κι εσύ μέσα σ’αυτή την ιστορία; Πιστεύεις, πραγματικά, ότι δε χρειάζεται να συνεργαστούν;»
«Φυσικά και το πιστεύω. Κι αν έβλεπες τη δύναμη του Δασκάλου, θα το πίστευες κι εσύ,» είπε ο Ταχύβιος με πεποίθηση.
«Ποιου Δασκάλου;»
«Ιερώνυμε,» παρενέβη η Κορνηλία, «είσαι μπερδεμένος. Και είναι λογικό. Δεν ξέρεις πώς έχουν τα πράγματα. Μείνε εδώ, στην Ταλκασία, και θα σου εξηγήσουμε τα πάντα.»
Ναι, σκέφτηκε ο Λούσιος, μείνε εδώ… Ο ένας μετά τον άλλο, όλοι οι άρχοντες του βασιλείου θα έρθουν με το μέρος του Δασκάλου. Και απόγνωση θα πιάσει τους υπηρέτες του Απόλλωνα! Απόγνωση! Χαμογέλασε, ατενίζοντας τον Ιερώνυμο.
«Τι πρέπει να μου εξηγήσετε, δηλαδή;» ρώτησε ο Ιερώνυμος.
«Δεν ξέρεις τίποτα,» του είπε ο Ταχύβιος. «Τίποτα. Αλλά μπορείς να μάθεις.»
Ο Ιερώνυμος έκανε ένα βήμα όπισθεν, απομακρύνοντας τον εαυτό του από την αδελφή του και τον Λούσιο, και κοιτάζοντάς τους με απορία. Μήπως έχουν δίκιο; αναρωτήθηκε. Μήπως ο Ανδρόνικος και ο Αυγερινός και οι άλλοι έχουν δίκιο; Η Κορνηλία μοιάζει τόσο… τόσο διαφορετική… Και ο Ταχύβιος, επίσης.
–Μα τον Απόλλωνα! Η σκέψη πέρασε σαν αναλαμπή απ’το μυαλό του, καθώς είδε τα μάτια του Λούσιου ν’αστράφτουν μ’έναν τρόπο… έναν τρόπο που δεν μπορεί να ήταν φυσικός.
Ο Κατακεραυνωτής. Το πνεύμα του Κατακεραυνωτή, που έλεγαν…
«Τι είναι, ξάδελφε;» ρώτησε ο Λούσιος. «Φαίνεσαι χλωμός.» Η φωνή του δεν ήταν εχθρική.
Τι συμβαίνει εδώ; σκέφτηκε ο Ιερώνυμος. Τι συμβαίνει εδώ; Ξεροκατάπιε. «Εντάξει,» είπε. «Εφόσον δε συμφωνείς, ξάδελφε, δε νομίζω ότι έχουμε τίποτ’άλλο να πούμε. Θα φύγω.»
«Θα φύγεις;» έκανε η Κορνηλία. «Μ’αυτό τον καιρό; Και μια τέτοια ώρα;» Πλησίασε τον αδελφό της με σταθερά βήματα. Γύρω απ’το κεφάλι του, μπορούσε να δει τα νήματα και τους κόμπους της εγκεφαλικής του ενέργειας. Είναι μπερδεμένος. Χαμένος. Τελείως χαμένος… Χρειάζεται να του δείξω το δρόμο. Χαμογέλασε. «Μείνε εδώ. Επειδή δε συμφωνήσαμε να συμμαχήσουμε με τον Ανδρόνικο, δε σημαίνει ότι είμαστε κι εχθροί σου, σωστά;» Και έπαιξε με τα νήματα και τους κόμπους. Μιλάω λογικά, δε μιλάω λογικά, αδελφέ;
Ο Ιερώνυμος ένευσε. «Ναι, εννοείται… Δεν είπα ότι είστε εχθροί μου. Αλίμονο.»
«Προσπαθούμε να σώσουμε την Απολλώνια, Ιερώνυμε,» τόνισε ο Λούσιος. «Προσπαθούμε, μ’όλες μας τις δυνάμεις. Πίστεψέ με, όταν σου το λέω αυτό. Είναι αλήθεια.»
Και η Κορνηλία έπαιξε κι άλλο με την εγκεφαλική ενέργεια του αδελφού της. «Μείνε εδώ, γι’απόψε τουλάχιστον, και αύριο βλέπεις τι θα κάνεις.»
«Ναι,» είπε ο Ιερώνυμος, «εντάξει. Εξάλλου, όντως, ο καιρός είναι άσχημος.» Κοίταξε έξω απ’το μεγάλο παράθυρο. «Και είναι αργά… Κι εγώ είμαι πολύ κουρασμένος απ’την οδήγηση.» Ναι, σκέφτηκε, σίγουρα είμαι κουρασμένος από τόσες ώρες στο τιμόνι. Γιατί, εκτός των άλλων μπερδεμένων συναισθημάτων που φιδογύριζαν εντός του, ένιωθε κι έναν έντονο θυμό από τότε που είχε έρθει στην Ταλκασία. Έναν θύμο που δεν ήξερε από πού ακριβώς προερχόταν· έπρεπε, όμως, να παλεύει με τον εαυτό του για να τον καταπνίγει. Ο ύπνος θα μου κάνει καλό.
«Θα προστάξω να ετοιμάσουν ένα δωμάτιο για σένα, ξάδελφε,» είπε ο Λούσιος, φιλικά.
Οι ρόδες του τρένου γρύλιζαν επάνω στις σιδηροδρομικές γραμμές, καθώς η αμαξοστοιχία κατευθυνόταν βόρεια, βόρεια, βόρεια, προς τη Νούμβρια, με το μεταλλικό περίβλημα των βαγονιών της να γυαλίζει στις ακτίνες του ήλιου της Απολλώνιας. Από ένα σημείο και μετά, οι τόποι γύρω της ήταν χιονισμένοι, αν και τώρα δεν χιόνιζε. Το τοπίο έμοιαζε παράξενα σιωπηλό, με την εξαίρεση του θορυβώδους τρένου, που περνούσε για να ταράξει τη γαλήνη.
Το μεσημέρι, η αμαξοστοιχία έφτασε στον Σιδηροδρομικό Σταθμό της Νούμβρια, και σταμάτησε. Αυτή ήταν η τελευταία της στάση· ύστερα, θα επέστρεφε στην Απαστράπτουσα.
Ο Μιχαήλ, η Ανταρλίδα, κι άλλοι τρεις επαναστάτες βγήκαν από το τρένο. Ήταν όλοι τους ντυμένοι με κάπες, και φορούσαν γάντια, γιατί το κρύο εδώ ήταν τσουχτερό.
Οι Απολλώνιοι στρατιώτες τούς έλεγξαν για όπλα (βρίσκοντας, φυσικά, αρκετά επάνω τους) και τους ρώτησαν ποιοι ήταν και τι ήθελαν στη Νούμβρια. Ο Μιχαήλ τούς έδειξε το έγγραφο που του είχε δώσει ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος, το οποίο πρόσφερε σ’εκείνον και τους ανθρώπους του ελεύθερη πρόσβαση. Οι στρατιώτες τούς άφησαν να περάσουν, χωρίς να τους καθυστερήσουν άλλο.
Ο Μιχαήλ άνοιξε τον χάρτη της Νούμβρια, που είχε πάρει μαζί του προτού φύγει από τη Σερίβια· γιατί δεν γνώριζε τις πόλεις της Απολλώνιας και δεν ήθελε να χαθεί, και να χάσει χρόνο άσκοπα. Ο Στρατάρχης Φιλόπνοος τού είχε πει να πάει, κατευθείαν, στον Στρατηγό Δομίνικο Εύηχο, ο οποίος ήταν επικεφαλής των στρατιωτικών δυνάμεων στη Νούμβρια και στο Δυτικό Πέρασμα· και ο Στρατηγός βρισκόταν, συνήθως, στο Κέντρο Ελέγχου Απολλώνιων Δυνάμεων (ή Κ.Ε.Α.Δ., για συντομία, όπως το έγραφε ο χάρτης).
«Αν βρούμε κάποιο επιβατηγό όχημα έξω απ’το σταθμό,» είπε ο Μιχαήλ στους συντρόφους του, «θα το πάρουμε. Αλλιώς, μπορούμε να πάμε και με τα πόδια. Δε νομίζω νάναι μακριά.» Με το αριστερό του χέρι, έδειξε στην Ανταρλίδα τη θέση του Κ.Ε.Α.Δ. επάνω στον χάρτη.
Εκείνη ένευσε, σιωπηλά. Και βάδισαν προς την έξοδο του Σιδηροδρομικού Σταθμού, περνώντας ανάμεσα από τον κόσμο που βρισκόταν εδώ, είτε επειδή σκόπευε να επιβιβαστεί στο τρένο, είτε επειδή είχε μόλις αποβιβαστεί, είτε επειδή περίμενε να συναντήσει κάποιον. Ο Μιχαήλ και η Ανταρλίδα είδαν πολλούς στρατιώτες, οι οποίοι πρέπει να είχαν έρθει εδώ από το Δυτικό Πέρασμα: Ήταν όλοι τους φανερά εξουθενωμένοι, με όψεις κατηφείς και μάτια που μαρτυρούσαν ότι είχαν αντικρίσει πράγματα που θα προτιμούσαν ποτέ να μην τα είχαν αντικρίσει. Αρκετοί απ’αυτούς, επίσης, ήταν βαριά τραυματισμένοι, και άλλοι βρίσκονταν κοντά τους για να τους βοηθάνε. Εκτός, όμως, από τους στρατιώτες που έφευγαν, υπήρχαν και κάμποσοι που είχαν μόλις έρθει στη Νούμβρια, από τα ενδότερα του βασιλείου, και πήγαιναν να δώσουν αναφορά. Οι μορφές των τραυματισμένων γύρω τους έμοιαζαν να τους προβληματίζουν, και τα μάτια τους προσπαθούσαν να τις αποφεύγουν.
Τη στιγμή που ο Μιχαήλ, η Ανταρλίδα, και οι άλλοι τρεις επαναστάτες έφταναν στην έξοδο του σταθμού, ο ήχος από δυνατές σειρήνες αντήχησε στην πόλη–
–και το σύμπαν τραντάχτηκε από μια ισχυρή έκρηξη.
Ο Μιχαήλ έχασε την ισορροπία του, κι αναγκάστηκε να πιαστεί απ’το πλαίσιο της πόρτας για να μείνει όρθιος.
Η Ανταρλίδα, ειδικά εκπαιδευμένη για τέτοιες περιστάσεις, κατάφερε να παραμείνει όρθια.
Τζάμια είχαν σπάσει, παντού γύρω, και οι περισσότεροι άνθρωποι στο σταθμό είχαν πέσει στο πάτωμα, είτε εξαιτίας του τραντάγματος είτε οικειοθελώς, για να προστατευτούν. Η Ανταρλίδα μπορούσε να δει ότι μια μεριά του σταθμού –που βρισκόταν μακριά από εκείνη και τους συντρόφους της– είχε πιάσει φωτιά.
Κι άλλες εκρήξεις αντήχησαν, αυτές από άλλα σημεία της πόλης.
Ο Μιχαήλ κοίταξε στον ουρανό, και ατένισε αεροσκάφη. Παντοκρατορικά αεροσκάφη, τα οποία βομβάρδιζαν τη Νούμβρια, κάνοντας τις ψηλές πολυκατοικίες της και τα μικρότερα οικήματά της να ανατινάζονται. Οι Απολλώνιες δυνάμεις προσπαθούσαν να τα απωθήσουν, χρησιμοποιώντας αντιαεροπορικά όπλα και δικά τους αεροπλάνα. Ο ουρανός φλεγόταν. Στους δρόμους, οι πολίτες, οι έμποροι, και οι ταξιδιώτες έτρεχαν να βρουν κάλυψη· οι στρατιώτες προσπαθούσαν να πάνε στις θέσεις τους, για ν’αντιμετωπίσουν την επίθεση.
«Μα την Έχιδνα!» γρύλισε ο Μιχαήλ. «Βρήκαμε τη στιγμή να έρθουμε σε τούτο το μέρος…!»
Πρόλαβε δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια του και η Ανταρλίδα τον τράβηξε απ’τον ώμο, καθώς ένα πλήθος ερχόταν, τρέχοντας, προς την έξοδο του Σιδηροδρομικού Σταθμού, έχοντας πανικοβληθεί από τη φωτιά και τον καπνό.
Ο Μιχαήλ παραμέρισε, για να μην ποδοπατηθεί.
Οι εκρήξεις στην πόλη συνεχίζονταν.
Οι πέντε επαναστάτες καλύφτηκαν πίσω από έναν τοίχο του Σιδηροδρομικού Σταθμού, γονατίζοντας στο ένα γόνατο.
«Τα πράγματα εδώ είναι, τελικά, τόσο άσχημα όσο έλεγαν οι πληροφορίες που παίρναμε στη Σερίβια,» παρατήρησε ο Μιχαήλ.
«Εσύ τι περίμενες;» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα.
Ο Μιχαήλ κοίταξε έξω από ένα παράθυρο, που δε βρισκόταν μακριά τους. Φωτιές είχαν ανάψει στους δρόμους απέξω, και κομμάτια από οικοδομήματα είχαν σωριαστεί στο πλακόστρωτο. Ένας τροχός ενεργειακού οχήματος κυλούσε στη λεωφόρο, φλεγόμενος.
«Θα πάμε στο Κ.Ε.Α.Δ. τώρα;» ρώτησε ένας από τους τρεις επαναστάτες του Μιχαήλ.
«Καλύτερα,» αποκρίθηκε εκείνος, «να περιμένουμε να τελειώσει η αεροπορική επίθεση. Δε μπορεί ν’αργήσει. Τα Παντοκρατορικά αεροσκάφη πρέπει, σύντομα, να απωθηθούν. Αν δεν απωθηθούν, σημαίνει ότι ετούτη η πόλη είναι ήδη διαλυμένη.»
Και είχε δίκιο: μετά από κανένα δεκάλεπτο, η Νούμβρια έπαψε να σείεται από δυνατές εκρήξεις, και τα Παντοκρατορικά αεροπλάνα δε φαίνονταν πλέον στον ουρανό.
«Είμαστε ασφαλείς για την ώρα,» είπε η Ανταρλίδα, καθώς ορθωνόταν. «Πάμε.»
Οι υπόλοιποι ακολούθησαν τη Μαύρη Δράκαινα έξω απ’τον Σιδηροδρομικό Σταθμό, στους σφυροκοπημένους δρόμους της Νούμβρια, όπου λάκκοι είχαν ανοίξει από τις εκρήξεις, κομμάτια πέτρας και θρυμματισμένα κρύσταλλα βρίσκονταν σκορπισμένα παντού, φωτιές έκαιγαν από δω κι από κει, και πολλά από τα πολιτικά οχήματα που ήταν ακάλυπτα την ώρα της εναέριας επίθεσης είχαν κομματιαστεί και ήταν αδύνατον πια να επισκευαστούν. Ο στρατός προσπαθούσε να διασώσει όσους ανθρώπους είχαν παγιδευτεί μέσα στα συντρίμμια οικοδομημάτων. Φορεία είχαν καταφτάσει, για να μεταφέρουν τους τραυματίες στα τοπικά νοσοκομεία.
Το Κ.Ε.Α.Δ. της Νούμβρια ήταν ένα θολωτό, στρογγυλό, τριώροφο πέτρινο χτίριο, που, καθώς το πλησίαζαν, η Ανταρλίδα και ο Μιχαήλ μπορούσαν να δουν ότι ήταν κρυμμένο πίσω από μια ελαφριά θολούρα, σαν να το έκρυβε ένα τζάμι γεμάτο υδρατμούς. Κι οι δυο τους ήξεραν τι σήμαινε αυτό: Μαγγανεία Αντιπυραυλικού Πεδίου. Οι μάγοι των Απολλώνιων ήθελαν να προστατέψουν το κέντρο τους από τα αεροπορικά πυρά, κι ακόμα δεν είχαν λύσει τη μαγγανεία, φοβούμενοι ότι ίσως κάποιο από τα αεροσκάφη να επέστρεφε για να κάνει αιφνιδιαστική επίθεση.
Οι επαναστάτες πλησίασαν τους φρουρούς στην κεντρική είσοδο του Κ.Ε.Α.Δ.
«Βρισκόμαστε εδώ εκ μέρους του Πρίγκιπα Ανδρόνικου,» είπε ο Μιχαήλ, δείχνοντας το έγγραφο που είχε μαζί του. «Πρέπει να μιλήσουμε στον Στρατηγό Εύηχο. Είναι επείγον.»
Ο ένας απ’τους φρουρούς κατένευσε. «Περάστε,» αποκρίθηκε, και η διπλή πόρτα άνοιξε για τους επαναστάτες, βάζοντάς τους στις αίθουσες και τους διαδρόμους του Κ.Ε.Α.Δ.
«Ελάτε μαζί μου,» τους είπε μια πολεμίστρια, κι εκείνοι την ακολούθησαν.
Ανεβαίνοντας σκάλες, έφτασαν σ’ένα δωμάτιο που ήταν γεμάτο οθόνες, κονσόλες, και γραφεία. Στρατιωτικοί βρίσκονταν σε δουλειά εδώ, πληκτρολογώντας, διαβάζοντας δεδομένα, και μιλώντας μέσω τηλεπικοινωνιακών πομπών.
«Στρατηγέ!» είπε η πολεμίστρια, πλησιάζοντας έναν πενηντάρη άντρα με ψαρά μαλλιά και μουστάκι, και χαιρετώντας τον στρατιωτικά. «Οι κύριοι ήρθαν για να σας μιλήσουν. Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος τούς έχει στείλει, και λένε ότι πρόκειται για κάτι επείγον.»
Ο Στρατηγός Εύηχος στράφηκε στον Μιχαήλ και την Ανταρλίδα. «Μας βρίσκετε σε δύσκολη στιγμή, φοβάμαι. Πείτε μου, τι θα μπορούσα να κάνω για τον Πρίγκιπα;»
«Ονομάζομαι Μιχαήλ, και είμαι επικεφαλής των επαναστατών που ήρθαν από την Υπερυδάτια για να συντρέξουν τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο,» συστήθηκε ο γαλανόδερμος άντρας. «Ο Πρίγκιπας με έστειλε εδώ, για να σας ενημερώσω ότι πρέπει να εγκαταλείψετε τη Νούμβρια και το Δυτικό Πέρασμα και να κατευθυνθείτε νοτιοανατολικά, σε μια μικρή πόλη που λέγεται Άκανθος.»
Ο Στρατηγός βλεφάρισε. «Τι πράγμα;» έκανε, παραξενεμένος.
Ο Μιχαήλ έβγαλε ένα έγγραφο από τον σάκο του. «Εδώ είναι η σχετική διαταγή, Στρατηγέ. Γραμμένη και υπογεγραμμένη από τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο. Διαβάστε τη· λέει, αναλυτικά, τι πρέπει να γίνει, και για ποιους λόγους.»
Ο Στρατηγός Εύηχος πήρε το χαρτί στα χέρια του και το άνοιξε.
*
Οκτώ οχήματα έφυγαν από τη Σερίβια, το πρωί, λίγο μετά την αναχώρηση του Μιχαήλ και των επαναστατών του. Τα πέντε από αυτά ήταν για την προστασία των υπολοίπων, και μετέφεραν επαναστάτες, Βασιλικούς Φρουρούς, και Απολλώνιους στρατιώτες. Το ένα από τα υπόλοιπα τρία ήταν φορτηγό, και μετέφερε προμήθειες, όπλα, και άλλους εξοπλισμούς και εξαρτήματα. Στο εσωτερικό του, εκτός από τον οδηγό, βρίσκονταν δύο φρουροί και ο Άλτρες. Στο ένα από τα άλλα δύο οχήματα, ήταν ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος (καθισμένος στη θέση του οδηγού), η Άνμα’ταρ (καθισμένη στη θέση του συνοδηγού), και η Πριγκίπισσα Βασιλική κι ο Αυγερινός Αντίρρυθμος (καθισμένοι από πίσω). Στο τρίτο όχημα, ήταν ο Φαρνέλιος, ο Στρατάρχης Φιλόπνοος, η Νατμάλι’λι, και ο Κάλβριλ· ο τελευταίος οδηγούσε. Πάνω απ’τα οχήματα πετούσαν τρία ελικόπτερα.
Η συνοδεία ταξίδευε επάνω στον μεγάλο, εξοχικό δρόμο, κατευθυνόμενη προς τα βόρεια, όπου το κρύο γινόταν ολοένα και πιο τσουχτερό. Προορισμός της ήταν η Άκανθος: μια μικρή πόλη στις δυτικές παρυφές των Δασότοπων του Ωχρού Χώματος.
Μετά την εξαφάνιση του Ιερώνυμου και τις δυσοίωνες προβλέψεις για την κατάσταση στο Βόρειο Μέτωπο, ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος το είχε αποφασίσει: θα ακολουθούσε το ένα απ’τα δύο σχέδια του Στρατάρχη Φιλόπνοου. Θα ακολουθούσε το σχέδιο που υποδείκνυε να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους στους Δασότοπους του Ωχρού Χώματος και να πολεμήσουν τους Παντοκρατορικούς από εκεί.
Κι ας μας βοηθήσει ο Απόλλωνας… Ας μας βοηθήσει ο Απόλλωνας, γιατί δε φαίνεται να υπάρχει καμια άλλη λύση, σκεφτόταν ο Ανδρόνικος, καθώς οδηγούσε.
Αναρωτήθηκε αν ο Λούσιος είχε δίκιο σε κάποια από τα πράγματα για τα οποία τον κατηγορούσε. Αναρωτήθηκε αν είχε δίκιο που έλεγε ότι ο Ανδρόνικος είχε εγκαταλείψει την Απολλώνια και γι’αυτό το βασίλειο είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο: σε σημείο να είναι ξανά έτοιμο να υποδουλωθεί στις δυνάμεις της Παντοκράτειρας. Ίσως θα έπρεπε να είχα ενδιαφερθεί περισσότερο για τη διάστασή μου. Ίσως ο επαναστατικός αγώνας να με είχε, όντως, απορροφήσει περισσότερο από ό,τι ήταν σωστό…
Από την άλλη, όμως, αν η Επανάσταση δεν πετύχαινε τον τελικό της σκοπό –αν δεν πετύχαινε να ελευθερώσει, τουλάχιστον, το μεγαλύτερο μέρος του σύμπαντος από την Παντοκράτειρα–, τότε η Απολλώνια πάλι δε θα υποδουλωνόταν; Πάλι δε θα υπέκυπτε; Σίγουρα, δε θα είχε τη δύναμη να αντισταθεί.
Κι όμως… η απουσία μου αποδείχτηκε σχεδόν καταστροφική. Σχεδόν καταστροφική. Και ίσως, ακόμα και τώρα, να μην καταφέρουμε να αποτρέψουμε την καταστροφή…
Αλλά, αν βρισκόταν εδώ, τι θα μπορούσε να είχε κάνει; Τι θα μπορούσε να είχε κάνει που δεν έκανε ήδη;
Θα είχα, τουλάχιστον, αποτρέψει τον Λούσιο απ’το να αναποδογυρίσει ολόκληρο το βασίλειο! Θα είχα κρατήσει τους σωστούς ανθρώπους στις σωστές θέσεις! Ο αδελφός του είχε διώξει τον Κλείτο Φιλόπνοο από Στρατάρχη της Απολλώνιας –ενώ, συγχρόνως, είχε προσπαθήσει και να τον τρελάνει με τη βοήθεια του Μαύρου Νάρζουλ!– και είχε βάλει έναν ηλίθιο στη θέση του! Πίστευε, πραγματικά, ότι ο Αναξίμανδρος θα μπορούσε ποτέ να πολεμήσει τους στρατούς της Παντοκράτειρας και να βγει νικητής; Η πρώην σύζυγος του Ανδρόνικου είχε υπό τις διαταγές της μερικούς από τους καλύτερους στρατιωτικούς στο σύμπαν.
Αν ήμουν εδώ, δε θα είχαν γίνει αυτά τα λάθη.
Αλλά δεν ήταν βέβαιο ότι αυτό θα απέτρεπε τα πράγματα απ’το να πάρουν καθοδική πορεία στο Βόρειο Μέτωπο.
Σταμάτα, Ανδρόνικε! Σταμάτα! Τίποτα δεν είναι βέβαιο. Ποτέ. Τίποτα. Καλύτερα να επικεντρωνόταν στην κατάσταση που είχε τώρα να αντιμετωπίσει. Γιατί έπρεπε να καταφέρει να πολεμήσει και τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας και τους ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ. Έπρεπε. Αλλιώς, η διάσταση της Απολλώνιας θα έπαυε να είναι εκείνο που ήταν, και θα μετατρεπόταν, στη μία περίπτωση, σε μια ακόμα υποδουλωμένη Παντοκρατορική διάσταση, και στην άλλη περίπτωση, σε μια διεφθαρμένη πολιτεία.
Δεν μπορώ να το πιστέψω πως ο Λούσιος δέχτηκε να συμμαχήσει με τους ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ! Ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω!
Τα οχήματα έφτασαν στην Άκανθο μετά το μεσημέρι, στις τρεις παρά τέταρτο, και στάθμευσαν γύρω από την οικία του τοπικού Άρχοντα, τον οποίο ο Ανδρόνικος είχε ειδοποιήσει για το τι θα γινόταν: Τα στρατεύματα του Δυτικού Περάσματος θα συγκεντρώνονταν, αρχικά, σε τούτη τη μικρή πόλη και, ύστερα, ο Πρίγκιπας θα τα οδηγούσε στο εσωτερικό των Δασότοπων του Ωχρού Χώματος. Στον Άρχοντα και την οικογένειά του είχε προτείνει να πάνε στη Σερίβια, όπου, αναμφίβολα, θα ήταν πιο ασφαλείς· εκείνοι, όμως, είχαν προτιμήσει να μείνουν και να πολεμήσουν. Εξάλλου, μάλλον αντιλαμβάνονταν πως, αν η μάχη εδώ χανόταν, το Βασίλειο της Απολλώνιας θα έπεφτε, και η Σερίβια δε θ’αργούσε να κατακτηθεί. Οι ενδότερες πόλεις δεν είχαν πολλά μέσα στη διάθεσή τους για να αμυνθούν· οι περισσότερες δυνάμεις της Απολλώνιας ήταν συγκεντρωμένες στο Βόρειο Μέτωπο.
Ο Άρχοντας της Ακάνθου, που ονομαζόταν Λαονίκης Ανεμόρυγχος, υποδέχτηκε τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο και τους υπόλοιπους στην οικία του, λέγοντας ότι αισθανόταν τιμημένος από την παρουσία τους και ότι, αληθινά, ντρεπόταν για την εμφάνιση του ταπεινού του σπιτιού. Ο Ανδρόνικος τού αποκρίθηκε ότι, πολεμώντας την Παντοκράτειρα, είχε μείνει και σε πολύ χειρότερα μέρη από αυτό. Η οικία του Άρχοντα μπορεί να μην ήταν παλάτι, αλλά, σίγουρα, ήταν από τα πιο καλόγουστα σπίτια που είχε ποτέ ο Πρίγκιπας την τύχει να δει. Και δεν έλεγε ψέματα· η οικία ήταν, πράγματι, όμορφη με τον κήπο της, τα γλυπτά της, και την εμπνευσμένη διακόσμηση και αρχιτεκτονική της. Η ομορφιά της Απολλώνιας δεν βρισκόταν μονάχα στις μεγαλουπόλεις, αλλά και στην επαρχία, όπου οι πόλεις ήταν πιο μαζεμένες, με χαμηλότερα χτίρια και φιλικότερο περιβάλλον.
Ωστόσο, δεν υπήρχε τώρα χρόνος για να χαρεί κανείς τις ομορφιές της Ακάνθου. Έπρεπε όλοι να προετοιμαστούν για τους στρατιώτες που θα έρχονταν από το Βόρειο Μέτωπο. Ο Ανδρόνικος άλλαξε ρούχα, μέσα στο δωμάτιο που του παραχώρησε ο Άρχοντας Ανεμόρυγχος, κι έπειτα βγήκε για να μιλήσει στους κατοίκους της Ακάνθου (οι οποίοι ήταν, ασφαλώς, ήδη ενημερωμένοι για την άφιξή του, καθώς και για το τι θα συνέβαινε). Στάθηκε στο μεγάλο μπαλκόνι της οικίας του Άρχοντα και τους είπε πως ο στρατός της Απολλώνιας θα συγκεντρωνόταν στη μικρή τους πόλη, όχι για να μείνει εδώ, αλλά για να περάσει και να μπει στους Δασότοπους του Ωχρού Χώματος. Από εκείνους ο Ανδρόνικος ζητούσε μόνο να είναι έτοιμοι να προσφέρουν στους στρατιώτες ό,τι βοήθεια πιθανώς να χρειάζονταν, και επίσης δήλωσε πως όποιοι ήθελαν να καταταγούν στο στράτευμα ήταν ευπρόσδεκτοι, καθώς η Απολλώνια χρειαζόταν όσους περισσότερους μαχητές μπορούσε να έχει. Τέλος, τους διευκρίνισε ότι η Άκανθος θα βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο, αφού οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας θα περνούσαν από το αφύλαχτο Δυτικό Πέρασμα και την εγκαταλειμμένη Νούμβρια και θα έρχονταν στα ενδότερα του βασιλείου· επομένως, όσοι επιθυμούσαν να φύγουν –και να πάνε, ίσως, στη Σερίβια– καλύτερα να το έκαναν τώρα.
Η έκπληξη του Ανδρόνικου ήταν ευχάριστη, όταν, σύντομα μετά τον λόγο του, έμαθε πως οι περισσότεροι κάτοικοι της Ακάνθου είχαν αποφασίσει, όχι μόνο να παραμείνουν στα μέρη τους, αλλά και να πολεμήσουν για το βασίλειο. Προτιμούσαν να αντισταθούν εδώ, παρά να υποχωρήσουν και να περιμένουν τους Παντοκρατορικούς να έρθουν και να τους κατακτήσουν, όπως παλιά.
Ο Ανδρόνικος στάθηκε μπροστά σ’ένα παράθυρο της οικίας του Άρχοντα Ανεμόρυγχου και κοίταξε έξω, προς τα ανατολικά, όπου φαίνονταν οι λοφώδεις, δενδρώδεις εκτάσεις των Δασότοπων του Ωχρού Χώματος, οι οποίες ήταν χιονισμένες και το φως του απογευματινού ήλιου αντανακλάτο επάνω τους, ενοχλώντας τα μάτια. Οι Ακάνθιοι είναι πρόθυμοι να πολεμήσουν… κι εγώ θα τους οδηγήσω σ’αυτούς τους άγριους, δύσβατους τόπους, σ’έναν απελπισμένο αγώνα, ενάντια σε δυνάμεις μεγαλύτερες από τις δικές μου. Απόλλωνα, εύχομαι να μη μετανιώσουν για την απόφασή τους. Πρέπει να νικήσουμε εδώ. Πρέπει να νικήσουμε! Πρέπει να αντισταθούμε! Η γροθιά του σφίχτηκε και πιέστηκε πάνω στο πλαίσιο του παραθύρου.
Αισθάνθηκε ένα χέρι στον ώμο του. Γύρισε και είδε τη Βασιλική να στέκεται πλάι του. Στο άλλο της χέρι κρατούσε μια κούπα με καρυκευμένο κρασί, την οποία του έδωσε. Εκείνος την πήρε και ήπιε μια γουλιά.
«Δε χρειάζεται ν’ανησυχείς,» είπε η αδελφή του. «Για να πρότεινε ο Φιλόπνοος να πάμε εκεί» –έριξε μια ματιά έξω απ’το παράθυρο, στους Δασότοπους–, «σίγουρα ξέρει τι λέει.»
«Αναρωτιέμαι…» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Αναρωτιέμαι…»
Έστρεψε το βλέμμα του στο εσωτερικό του δωματίου. Εκτός από εκείνον και τη Βασιλική, μονάχα ο Φαρνέλιος και η Άνμα’ταρ βρίσκονταν εδώ. Μια φωτιά έκαιγε στο τζάκι, ζεσταίνοντας τον χώρο.
«Από την ώρα που μίλησες στους κατοίκους της Ακάνθου, δεν έχεις καθίσει καθόλου,» παρατήρησε η μάγισσα, ατενίζοντας τον Απολλώνιο Πρίγκιπα. «Κάθισε.» Η ίδια καθόταν στη μια άκρη ενός μακρύ καναπέ, και ο Φαρνέλιος καθόταν στην άλλη άκρη, καπνίζοντας, σκεπτικά, την πίπα του.
Ο Ανδρόνικος μειδίασε και κάθισε σε μια απ’τις καρέκλες του μικρού τραπεζιού, ακουμπώντας την κούπα με το κρασί εμπρός του. «Δεν έπρεπε να σου είχα ζητήσει να λειτουργείς ως σωματοφύλακάς μου, μάγισσα.»
Η Άνμα αναποδογύρισε τα μάτια και, μετά, κοίταξε τη Βασιλική. «Πάντα έτσι είναι; Τόσο περίεργος;»
«Δεν ξέρω,» αποκρίθηκε η Πριγκίπισσα, γεμίζοντας ένα ποτήρι κρασί για τον εαυτό της. «Ή, τουλάχιστον, δε θα μπορούσα να κρίνω. Συνήθως, λένε ότι εγώ είμαι πιο περίεργη. Πολύ πιο περίεργη.»
Ο Φαρνέλιος έβγαλε την πίπα του απ’το στόμα και είπε στην Άνμα: «Μη σε προβληματίζει: είναι οικογενειακό ιδίωμα. Κάτι που κυλά στο αίμα τους, σαν ιός.»
«Ευχαριστούμε πολύ, γιατρέ,» του είπε ο Ανδρόνικος.
Ο Φαρνέλιος ανασήκωσε τους ώμους, χαμογελώντας μέσα απ’τα λευκά μούσια του. «Την υποχρέωσή μου κάνω, στην επιστήμη…»
*
Καθώς νύχτωνε, ο Μιχαήλ, η Ανταρλίδα, και οι άλλοι τρεις επαναστάτες έφτασαν στην Άκανθο, μέσω ενός στρατιωτικού ελικοπτέρου, το οποίο τους άφησε έξω απ’τη μικρή πόλη και μετά έφυγε, πετώντας βορειοδυτικά, προς τη Νούμβρια.
Ο Ανδρόνικος τούς συνάντησε όταν μπήκαν στην οικία του Άρχοντα Ανεμόρυγχου.
«Ενημερώσαμε τον Στρατηγό Εύηχο, Πρίγκιπά μου,» ανέφερε ο Μιχαήλ. «Τα στρατεύματα από το Δυτικό Πέρασμα και τη Νούμβρια θα αρχίσουν, σύντομα, να συγκεντρώνονται στην Άκανθο.»
«Καλώς,» είπε ο Ανδρόνικος, καθώς στεκόταν δίπλα στο τζάκι του δωματίου με τα χέρια του σταυρωμένα εμπρός του. Πήρε μια βαθιά ανάσα και την έβγαλε αργά απ’τα πνευμόνια του, διαπιστώνοντας πως, χωρίς να το έχει πολυκαταλάβει, είχε μια κάποια αγωνία, ακόμα και γι’αυτή την απλή αποστολή όπου είχε στείλει τον Μιχαήλ και την Ανταρλίδα. «Καλώς.» Και ρώτησε: «Πώς είναι τα πράγματα στη Νούμβρια; Πώς τα είδατε;»
«Πολύ άσχημα, Πρίγκιπά μου,» απάντησε ο γαλανόδερμος επαναστάτης από την Υπερυδάτια. «Κάθε λίγο, δέχεται αεροπορικές επιθέσεις. Τα οικοδομήματά της είναι μισοδιαλυμένα. Οι Απολλώνιοι στρατιώτες κάνουν το παν για να την κρατήσουν, και η αντίστασή τους οφείλω να ομολογήσω πως είναι σθεναρή, όμως… ο Στρατάρχης Φιλόπνοος έχει δίκιο, Πρίγκιπά μου: η Νούμβρια, αργά ή γρήγορα, θα πέσει. Η επιλογή να την εκκενώσουμε και να πολεμήσουμε από τους Δασότοπους του Ωχρού Χώματος είναι καλή, πιστεύω, αν σας ενδιαφέρει η άποψή μου.»
«Ασφαλώς και με ενδιαφέρει, Μιχαήλ. Προσπαθώ να προστατέψω την πατρίδα μου και να διατηρήσω το κέντρο της Επανάστασης σταθερό: και, για να το καταφέρω αυτό, θέλω να βρω τον καλύτερο δυνατό τρόπο.»
«Νομίζω πως αυτός είναι, Πρίγκιπά μου. Νομίζω πως τον έχετε βρει.»
Ναι, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος, ο καλύτερος δυνατός τρόπος… Αλλά θα αποδειχτεί επαρκής;
Μπορούσε μονάχα να το εύχεται.
Η αεροπορική επίθεση ήταν σφοδρή. Η χειρότερη που είχε δεχτεί η Ταλκασία ώς τώρα. Τα Παντοκρατορικά αεροπλάνα έρχονταν από Βορρά και Ανατολή, εξαπολύοντας βόμβες και σφαίρες και φωτιά, ρημάζοντας οικοδομήματα, ανατινάζοντας οχήματα, σκοτώνοντας και τραυματίζοντας στρατιώτες, και γεμίζοντας τους δρόμους με λάκκους. Φλόγες και καπνοί είχαν τυλίξει την Ταλκασία.
Ο Λούσιος και η Κορνηλία παρακολουθούσαν τα δρώμενα από την αίθουσα τηλεπικοινωνιών του Κ.Ε.Α.Δ., το οποίο προστατευόταν με μια Μαγγανεία Αντιπυραυλικού Πεδίου και τα πυρά των εχθρικών αεροσκαφών δεν μπορούσαν να το βλάψουν. Τα πάντα, όμως, γύρω καταστρέφονταν.
Η Στρατηγός Ιπποθόη έδινε, μέσω πομπού, εντολές στους στρατιώτες που χειρίζονταν τα αντιαεροπορικά όπλα, ενώ, συγχρόνως, παρακολουθούσε τις οθόνες των ανιχνευτικών συστημάτων, προσπαθώντας να κατευθύνει τα πυρά των Απολλώνιων δυνάμεων με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο.
Όταν η επίθεση έληξε και τα Παντοκρατορικά αεροπλάνα είχαν φύγει, ο Δούκας Ταχύβιος πλησίασε τον Λούσιο και ρώτησε: «Γιατί δεν χρησιμοποίησες τις δυνάμεις σου εναντίον τους, Μεγάλε Άρχοντα;»
«Δεν είναι ακόμα η ώρα,» αποκρίθηκε ο Κατακεραυνωτής.
«Αναρωτιέμαι πότε θα έρθει αυτή η ώρα,» είπε ο Ιερώνυμος. «Όταν οι Παντοκρατορικοί έχουν ισοπεδώσει την Ταλκασία;»
Τα μάτια του Λούσιου στράφηκαν στον αδελφό της Κορνηλίας. «Ακόμα δύσπιστος είσαι, Ιερώνυμε;»
Εκείνος απάντησε με σκοτεινή όψη: «Δεν έχω δει, μέχρι τώρα, τις υποσχέσεις σας να πραγματοποιούνται.» Προφανώς, δεν αναφερόταν μονάχα στον Λούσιο, αλλά και στην Κορνηλία.
Η τελευταία τού είπε: «Θα τις δεις. Μην αμφιβάλλεις, αδελφέ.» Είχε, φυσικά, χρησιμοποιήσει τη νοητική του ενέργεια, τις ημέρες που εκείνος βρισκόταν εδώ, στην Ταλκασία, προκειμένου να τον στρέψει προς τη θρησκεία του Δασκάλου· και, αν και είχε καταφέρει να τον κάνει να δει τον Δάσκαλο με ενδιαφέρον, δεν είχε καταφέρει να τον κάνει τυφλά πιστό σ’εκείνον (όπως είχε καταφέρει με τον Ταχύβιο). Ο Ιερώνυμος ήταν φύσει αντιδραστικός και αμφισβητίας. Θα λύγιζε, όμως. Όταν, τελικά, έβλεπε αυτά που είχαν να του δείξουν, θα γινόταν αληθινός πιστός –για πάντα.
Ο Ιερώνυμος είχε σταυρωμένα τα χέρια του στο στήθος. «Ισχυρίζεστε πως μπορείτε μόνοι σας να σώσετε ολόκληρη την Απολλώνια από τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας, ενώ δεν μπορείτε να σώσετε ούτε μια καταραμένη πόλη!» Έδειξε έξω από το μεγάλο παράθυρο, τη σφυροκοπημένη Ταλκασία. «Άλλη μια τέτοια επίθεση και θα την κάνουν σμπαράλια!»
Τα μάτια του Κατακεραυνωτή στένεψαν, και άστραψαν με την εσωτερική του δύναμη. «Αρχίζεις να με ενοχλείς, ξάδελφε…»
«Αν σ’ενοχλώ, τότε βγάλε την οργή σου επάνω στους υπηρέτες της Παντοκράτειρας–»
«Αρκετά!» τους διέκοψε η Κορνηλία, γνωρίζοντας πως, εκτός των άλλων, ήταν και η επιρροή του ίδιου του Κατακεραυνωτή που έκανε τον αδελφό της ακόμα πιο αντιδραστικό απ’ό,τι ήταν. «Η στιγμή δεν ήταν κατάλληλη, Ιερώνυμε, για να χτυπήσουμε τους Παντοκρατορικούς όπως σχεδιάζουμε να τους χτυπήσουμε. Όμως υποψιάζομαι πως αυτή η στιγμή ζυγώνει. Το γεγονός ότι έκαναν μια τόσο σφοδρή επίθεση με προβληματίζει…» Και κοίταξε, ερωτηματικά, τον Λούσιο, σα να ήθελε να του πει: Εσένα δε σε προβληματίζει;
Εκείνος κατένευσε. «Ναι,» είπε. «Είναι, αναμφίβολα, η χειρότερη που έχουν κάνει μέχρι στιγμής. Κάτι άσχημο προμηνύει· είμαι σίγουρος. Τα αεροσκάφη τους ήρθαν και από το Βορρά και από την Ανατολή: δηλαδή, και από το Ταλκάσιο Πέρασμα και από τη Χρυσόπολη, υποθέτω.»
«Οι Παντοκρατορικοί στη Χρυσόπολη ίσως ν’αποφάσισαν να κατεβούν,» είπε ο Ταχύβιος.
«Αυτό υποπτεύομαι κι εγώ, Ταχύβιε,» συμφώνησε ο Λούσιος. Και, πλησιάζοντας την Ιπποθόη, η οποία κοίταζε μερικά δεδομένα σε μια οθόνη, της είπε: «Στρατηγέ. Θέλω ανιχνευτικές ομάδες να ερευνήσουν αν έρχονται στρατεύματα από τη Χρυσόπολη.»
«Θα γίνει, Μεγαλειότατε.»
«Μόλις έχεις νέα, να με ειδοποιήσεις αμέσως.»
«Μάλιστα.»
Ο Λούσιος απομακρύνθηκε από τη Στρατηγό Ιπποθόη και ζύγωσε πάλι την Κορνηλία, τον Ταχύβιο, και τον Ιερώνυμο.
«Αν έρχονται,» είπε, «τότε θα δεις τη δύναμη του Δασκάλου, Ιερώνυμε. Θα τη διδαχτείς στην πράξη.»
«Κι αν δεν έρχονται;» ρώτησε εκείνος. «Θα περιμένουμε, σαν κοτόπουλα, να μας ανατινάξουν τα αεροσκάφη τους;»
«Αν δεν έρθουν εκείνοι,» αποκρίθηκε ο Κατακεραυνωτής, «θα πρέπει να πάμε να τους βρούμε εμείς.»
*
Κατά το μεσημέρι, η Στρατηγός Ιπποθόη είπε: «Μεγαλειότατε, έχω νέα από τους ανιχνευτές μας.»
Ο Λούσιος, που ακόμα βρισκόταν στην αίθουσα τηλεπικοινωνιών, μαζί με την Κορνηλία, τον Ιερώνυμο, και τον Ταχύβιο, στράφηκε να κοιτάξει τη Στρατηγό. «Τι νέα;»
«Οι Παντοκρατορικοί έρχονται από τη Χρυσόπολη. Καμια εκατοστή φορτηγά οχήματα, μαζί μ’άλλα τόσα άρματα μάχης. Τα φορτηγά, υποθέτω, μεταφέρουν μαχητές.»
«Πόσους τούς υπολογίζεις, Στρατηγέ;»
«Από αυτή την εικόνα» –η Ιπποθόη, πατώντας ένα πλήκτρο, έκανε μια οθόνη να ενεργοποιηθεί, δείχνοντας έναν εξοχικό δρόμο γεμάτο οχήματα και άρματα μάχης– «γύρω στις δέκα χιλιάδες, σίγουρα, Μεγαλειότατε.»
«Τα πράγματα δε δείχνουν καλά…» σχολίασε ο Ιερώνυμος.
«Κι από το Ταλκάσιο Πέρασμα, έχω επικοινωνία ότι οι Παντοκρατορικοί επιτίθενται σφοδρά,» συνέχισε η Ιπποθόη. «Μάλλον, σκοπεύουν να έρθουν κι από εκεί στην Ταλκασία.»
«Υπέροχα,» είπε ο Ιερώνυμος. «Θα μας χτυπήσουν από κάθε πιθανή μεριά.»
«Ησυχία!» μούγκρισε ο Λούσιος. Και προς την Ιπποθόη: «Στρατηγέ, θέλω να με ειδοποιήσεις τη στιγμή που οι Παντοκρατορικοί από τη Χρυσόπολη θα σταματήσουν.»
«Τη στιγμή που θα σταματήσουν, θα τους δούμε, ξάδελφε,» είπε ο Ιερώνυμος. «Τα άρματά τους θα είναι έξω απ’την Ταλκασία και θα μας πυροβολούν.»
«Δεν το νομίζω. Είμαστε καλά οχυρωμένοι εδώ· μάλλον, θα περιμένουν για ενισχύσεις. Για τους συμπολεμιστές τους από το Ταλκάσιο Πέρασμα, τουλάχιστον. Τι λες κι εσύ, Στρατηγέ;»
Η Ιπποθόη ένευσε. «Κι εγώ της ίδιας γνώμης είμαι, Μεγαλειότατε.»
«Καλώς, λοιπόν. Μόλις σταματήσουν, θέλω να το ξέρω. Πότε υπολογίζεις να είναι εδώ, αν συνεχίσουν να έρχονται με τον ίδιο ρυθμό;»
«Στις τέσσερις η ώρα.»
Τα μάτια του Κατακεραυνωτή γυάλισαν. «Θα είμαστε έτοιμοι γι’αυτούς.»
*
Οι Παντοκρατορικοί αναγκάστηκαν να σταματήσουν προτού φτάσουν στην ίδια την πόλη της Ταλκασίας, γιατί οι Απολλώνιες δυνάμεις που φρουρούσαν ετούτες τις περιοχές τούς επιτέθηκαν αμέσως μόλις πλησίασαν. Έτσι, εκείνοι βγήκαν από τα φορτηγά οχήματα και ανταπέδωσαν τα πυρά, ενώ τα άρματα μάχης τους –καθώς και κάποια ελικόπτερα και αεροπλάνα– τους υποστήριζαν. Οι Απολλώνιοι πολέμησαν σθεναρά, αλλά δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν μια τόσο μεγάλη δύναμη· δεν είχαν αρκετούς μαχητές εδώ, για να απωθήσουν δέκα χιλιάδες εχθρούς. Επομένως, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν προς την πόλη της Ταλκασίας.
Οι Παντοκρατορικοί δεν τους ακολούθησαν. Προέλασαν για μερικά χιλιόμετρα μέσα στα εδάφη του Δουκάτου και, ύστερα, στρατοπέδευσαν, ενώ τα φορτηγά τους είχαν ήδη αρχίσει το δρόμο της επιστροφής προς τη Χρυσόπολη, με σκοπό να φέρουν κι άλλο στρατό.
Ο Λούσιος έμαθε για την άφιξη των δυνάμεων της Παντοκράτειρας από τη Στρατηγό Ιπποθόη, και έκρινε πως είχε έρθει η ώρα να ενεργήσει. Έδωσε διαταγή στις Απολλώνιες δυνάμεις να είναι έτοιμες, ανά πάσα στιγμή, για επίθεση. Να επικεντρώσουν το νου τους στον εχθρό, αποκλειστικά στον εχθρό, και να μη σκέφτονται τίποτε άλλο παρά μόνο πώς θα τον καταστρέψουν. Πράγμα που παραξένεψε, όχι μονάχα τη Στρατηγό Ιπποθόη, μα και όλους τους αξιωματικούς του στρατεύματος, καθώς ετούτη δεν ήταν μια διαταγή που είχαν συνηθίσει να δίνουν στους μαχητές τους· ήταν μια τελείως… παράξενη διαταγή. Σχεδόν ανούσια, τη θεώρησαν πολλοί, αμφιβάλλοντας για τα κίνητρα του Πρίγκιπα Λούσιου. Τι λόγο μπορεί να είχε για να προστάζει κάτι τέτοιο; Πίστευε ότι, έτσι, θα εμψύχωνε τους στρατιώτες; Ότι θα τους έκανε να πολεμήσουν πιο αποτελεσματικά; Δεν μπορούσαν, όμως, παρά να τον υπακούσουν, και να μεταφέρουν την προσταγή του στους Απολλώνιους μαχητές.
Ο Λούσιος αποσύρθηκε στα δωμάτιά του μέσα στο Κ.Ε.Α.Δ., μόνος, χωρίς κανέναν άλλο κοντά του. Χρειαζόταν να αυτοσυγκεντρωθεί, για να έρθει σε επαφή με τον Μεγάλο Δάσκαλο, αλλά και με το Εσώτερό του Δαιμόνιο. Γιατί, ναι, και οι Οκτώ είχαν Εσώτερο Δαιμόνιο. Ένα Εσώτερο Δαιμόνιο πολύ, πολύ πιο ισχυρό από οποιουδήποτε ιερέα. Και το Εσώτερό τους Δαιμόνιο ήταν που, ουσιαστικά, τους πρόσφερε τις δυνάμεις τους.
Ο Κατακεραυνωτής γονάτισε στο κέντρο του καθιστικού και ακούμπησε τα χέρια του στα γόνατά του, κλείνοντας τα μάτια και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Στο μυαλό του, έφερε όλες εκείνες τις φορές που είχε κατευθύνει εσκεμμένα την επιρροή του. Όλες εκείνες τις φορές που είχε τυλίξει το πέπλο του γύρω από μια συγκεκριμένη περιοχή, προκειμένου να κάνει τους εχθρούς του να αυτοκαταστραφούν.
Τόσος καιρός… Είχε περάσει τόσος καιρός από τότε… Αλλά θα μπορούσε να ήταν σαν χτες. Ναι, σαν χτες. Για το πνεύμα, ο χρόνος δεν μετρά. Ο χρόνος είναι μια σφαίρα, όχι μια γραμμή.
Όταν ο ήλιος είχε βασιλέψει, ο Λούσιος σηκώθηκε από τη γονατιστή του θέση και στάθηκε όρθιος, μέσα στις πυκνές σκιές του δωματίου. Πήρε την κάπα του από την κρεμάστρα και βγήκε από την εξώπορτα, πηγαίνοντας προς τα δωμάτια που η Κορνηλία μοιραζόταν με τον σύζυγό της.
Η Υφάντρα ήταν ήδη στο κατώφλι, ντυμένη κι εκείνη με κάπα και έχοντας την κουκούλα της σηκωμένη. Ο Ταχύβιος στεκόταν πίσω της.
«Ένα ελικόπτερο μάς περιμένει στην οροφή της πολυκατοικίας,» είπε ο Κατακεραυνωτής.
«Πάμε, λοιπόν,» αποκρίθηκε η Υφάντρα.
Μπήκαν σ’έναν ανελκυστήρα κι άρχισαν ν’ανεβαίνουν.
Ο Ταχύβιος ήρθε μαζί τους, σιωπηλός. Τον Ιερώνυμο δεν τον είχαν ειδοποιήσει, γιατί δεν τον ήθελαν κοντά τους, εκεί όπου θα πήγαιναν. Δεν ήταν ακόμα αρκετά πιστός στον Δάσκαλο, και το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να τους αποσπάσει απ’τη δουλειά τους. Τα αποτελέσματα της δουλειάς τους, όμως, θα ήταν το μάθημά του, όταν αυτή θα είχε ολοκληρωθεί.
Ο ανελκυστήρας σταμάτησε στην οροφή της πολυκατοικίας, όπου κρύος άνεμος φυσούσε, φέρνοντας μαζί του μικρά, μικρά κομμάτια πάγου. Το ελικόπτερο περίμενε, μαζί με μερικούς Απολλώνιους πολεμιστές, όπως είχε πει ο Λούσιος. Ο μεγάλος έλικάς του είχε ήδη αρχίσει να περιστρέφεται, γεμίζοντας τον αέρα με τον θόρυβό του.
Ο Κατακεραυνωτής, η Υφάντρα, και ο Ιερέας Ταχύβιος μπήκαν στο αεροσκάφος, και οι στρατιώτες που ήταν απέξω τους ακολούθησαν, κλείνοντας τις πόρτες.
«Πού κατευθυνόμαστε, Μεγαλειότατε;» ρώτησε ο πιλότος.
«Βορειοδυτικά,» αποκρίθηκε ο Λούσιος. «Προς το στρατόπεδο των Παντοκρατορικών δυνάμεων. Θα προσγειωθούμε περίπου ένα χιλιόμετρο απόσταση από αυτό, σε όσο το δυνατόν ασφαλέστερο σημείο, αλλά ώστε να έχουμε οπτική επαφή.»
Ο έλικας περιστράφηκε ακόμα πιο γρήγορα, και το ελικόπτερο απογειώθηκε, φεύγοντας από την οροφή της ψηλής πολυκατοικίας και πετώντας μέσα στον νυχτερινό ουρανό, πάνω από την Ταλκασία. Κοιτάζοντας κάτω, ο Λούσιος και η Κορνηλία μπορούσαν να δουν τις καταστροφές που είχε προκαλέσει η πρωινή αεροπορική επίθεση των Παντοκρατορικών.
Θα δώσω τέλος σ’αυτό, σκέφτηκε ο Πρίγκιπας. Θα δώσω τέλος στις κινήσεις της Παντοκράτειρας κατά της πατρίδας μου. Δε θα ξαναπλησιάσουν την Απολλώνια. Ποτέ! Η δύναμη του Μεγάλου Δασκάλου θα τους κρατά μακριά.
Το ελικόπτερο άφησε πίσω του την πόλη και πέταξε πάνω από τις περιοχές του Δουκάτου της Ταλκασίας, όπου υπήρχαν κι άλλες, μικρότερες πόλεις, καθώς και οικισμοί. Τώρα, όμως, τα πάντα ήταν εγκαταλειμμένα· οι κάτοικοι είχαν φύγει, θέλοντας να γλιτώσουν από τη μάνητα του πολέμου, ή είχαν καταταγεί στο στρατό της Απολλώνιας, ελπίζοντας πως θα διώξουν τους Παντοκρατορικούς από τα εδάφη τους.
Οι δέκα χιλιάδες μαχητές της Παντοκράτειρας δεν ήταν στρατοπεδευμένοι και πολύ μακριά. Ο Λούσιος και η Κορνηλία, σύντομα, είδαν τα φώτα τους, μέσα στη νύχτα· και το ελικόπτερο έκανε κύκλους στον ουρανό, ψάχνοντας για το καλύτερο μέρος να προσγειωθεί. Τελικά, κατέβηκε επάνω σ’έναν λόφο με λίγα άφυλλα δέντρα, ο οποίος βρισκόταν στις παρυφές των άγριων περιοχών που ονομάζονταν Δασότοποι του Ωχρού Χώματος, και που εκτείνονταν για εκατοντάδες χιλιόμετρα ανάμεσα στην Ταλκασία, τη Χρυσόπολη, τη Σερίβια, και τη Νούμβρια.
Ο Λούσιος άνοιξε την πόρτα του ελικοπτέρου και κατέβηκε, πατώντας στο χιόνι. Η Κορνηλία και ο Ταχύβιος τον ακολούθησαν, και οι στρατιώτες τους σχημάτισαν έναν προστατευτικό δακτύλιο γύρω τους, αν και δεν υπήρχε φανερός κίνδυνος: οι Παντοκρατορικοί βρίσκονταν στρατοπεδευμένοι μακριά, κι εδώ κοντά δε φαινόταν κανένας να περιπολεί.
Επιπλέον, αν υπήρχε κίνδυνος, ο Κατακεραυνωτής και η Υφάντρα θα τον είχαν αισθανθεί. Το Εσώτερο Δαιμόνιό τους θα τους είχε προειδοποιήσει.
Δεν υπήρχε κίνδυνος, για την ώρα. Μπορούσαν να επικεντρωθούν στη δουλειά τους, χωρίς ν’ανησυχούν για τίποτα.
Ο Λούσιος στάθηκε στην άκρη του λόφου, νιώθοντας τον άνεμο να τραβά την κάπα του με παγερά χέρια. Εστίασε το βλέμμα του στο Παντοκρατορικό στρατόπεδο, το οποίο μπορούσε να δει εύκολα μέσα από το σκοτάδι, καθώς είχε ένα σωρό φώτα αναμμένα. Έφερε στο νου του τις παλιές του αναμνήσεις. Από τον καιρό που είχε ξαναζήσει. Έφερε στο νου του την τεχνική με την οποία επικέντρωνε την επιρροή του, και την ενίσχυε. Ναι, ήταν τόσο απλό τώρα… Ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει.
«Είσαι έτοιμη, Κορνηλία;» ρώτησε την Υφάντρα, που στεκόταν πλάι του.
«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνη, η οποία, όπως κι ο Λούσιος, είχε περάσει αρκετές ώρες αυτοσυγκέντρωσης στα δωμάτιά της, δίχως ο Ταχύβιος να την ενοχλεί καθόλου. Είχε κι αυτή αναζητήσει τις παλιές της μνήμες· είχε αναζητήσει την τεχνική με την οποία μπορούσε να εξαπλώσει την επιρροή της σε μεγαλύτερη περιοχή από το άμεσό της περιβάλλον. Γιατί η επιρροή της Υφάντρας, σε αντίθεση με του Κατακεραυνωτή, δεν εξαπλωνόταν σε μια ολόκληρη πόλη, μόνο από την παρουσία της. Εξαπλωνόταν μονάχα στους ανθρώπους που βρίσκονταν κοντά της· αποσταθεροποιούσε τις σκέψεις τους, τους έκανε να παρανοούν πολλές καταστάσεις και γεγονότα. Η νοητική τους ενέργεια δεν μπορούσε να βρει ησυχία γύρω από την Υφάντρα.
Τώρα, όμως, η Κορνηλία ήθελε να κάνει τις σκέψεις δέκα χιλιάδων ανθρώπων να αποσταθεροποιηθούν. Και, μαζί με την επιρροή του Κατακεραυνωτή –που θα έφερνε στην επιφάνεια ό,τι άσχημο κρυβόταν στις σκοτεινότερες γωνιές του μυαλού τους–, αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να τους διαλύσει. Να τους κάνει να αλληλοσκοτωθούν.
Κι αν δεν σκοτώνονταν όλοι αναμεταξύ τους, θα αποδυναμώνονταν τόσο ώστε μια επίθεση των Απολλώνιων θα τους κομμάτιαζε.
«Ας αρχίσουμε,» είπε ο Λούσιος, κι έστρεψε πάλι το βλέμμα του στο στρατόπεδο των Παντοκρατορικών.
Η επιρροή του ήταν σαν μια σφαίρα γύρω του. Μια σφαίρα που αποτελείτο από μια τόσο λεπτή μορφή ενέργειας, που το ανθρώπινο μάτι δεν μπορούσε να πιάσει. Τουλάχιστον, έτσι εκείνος την αντιλαμβανόταν, όταν επικέντρωνε τις αισθήσεις του επάνω της. Ανέκαθεν έτσι την αντιλαμβανόταν. Και ήταν κάτι που απλά υπήρχε· δεν μπορούσε ούτε να την εξαπλώσει περισσότερο, ούτε να τη συρρικνώσει. Μπορούσε, όμως, για λίγο, να τη μετασχηματίσει και να την εστιάσει, και να την κάνει να εμποτίσει έναν συγκεκριμένο τόπο.
Έτσι τώρα μετασχημάτισε τη σφαίρα της επιρροής του σε μια αιχμηρή πυραμίδα. Και η πυραμίδα έγινε βέλος, αόρατο για όλους εκτός από εκείνον. Και το βέλος έφυγε από το μυαλό του, πέρασε πίσω από το ορατό πέπλο της πραγματικότητας της Απολλώνιας, και έφτασε στο στρατόπεδο… όπου και άνοιξε, σαν βεντάλια. Μετασχηματίστηκε σε πυραμίδα, και η πυραμίδα σε σφαίρα. Μια σφαίρα, που η ενέργειά της υγροποιήθηκε, εμποτίζοντας την ίδια τη διάσταση της Απολλώνιας, λες και ήταν φάρμακο, ή δηλητήριο.
Ταυτόχρονα, η Κορνηλία προσπαθούσε να εξαπλώσει τη δική της επιρροή. Και, για εκείνη, η διαδικασία ήταν πολύ διαφορετική. Η δύναμη της Υφάντρας σχετιζόταν άμεσα με τη νοητική ενέργεια που έβλεπε γύρω από τα κεφάλια των άλλων· σχετιζόταν με τους κόμπους και τα νήματα που μπορούσε να αλλάξει, να τροποποιήσει, έτσι ώστε να τη βολεύουν. Δεν αντιλαμβανόταν την επιρροή της ως σφαίρα που εκτεινόταν γύρω της με κέντρο εκείνη. Έτσι τώρα η Κορνηλία προσπάθησε να δει τη νοητική ενέργεια, όχι ενός ή δύο ή τριών ή δέκα ανθρώπων, αλλά δέκα χιλιάδων συγχρόνως. Προσπάθησε να δει τη νοητική ενέργεια ολόκληρου του Παντοκρατορικού στρατοπέδου, σαν το στρατόπεδο να ήταν μία ενιαία οντότητα. Σαν να επρόκειτο για ένα γιγάντιο πλάσμα. Για έναν συλλογικό νου.
Και, ναι, αυτός ο συλλογικός νους του στρατοπέδου είχε κόμπους και νήματα. Η νοητική του ενέργεια τον περιστοίχιζε μέσα στη νύχτα, πλημμυρίζοντας τον ουρανό από πάνω του και την πεδιάδα γύρω του. Η Υφάντρα χαμογέλασε, και έπαιξε με τους κόμπους και τα νήματα, αρκετά για να δηλώσει την παρουσία της. Αρκετά για να αποσταθεροποιήσει τον συλλογικό νου, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η προσπάθεια, όμως, την κούρασε. Κούρασε το μυαλό της, και έκανε τις σκέψεις της να θολώσουν. Πήρε το βλέμμα της από το στρατόπεδο και το έστρεψε στον Λούσιο, για να διαπιστώσει πως κι αυτός είχε κάνει το ίδιο. Την κοίταζε. Οι ματιές τους συναντήθηκαν, για μερικές στιγμές, χωρίς να κινούνται. Και ήξεραν κι οι δύο πως η δουλειά τους εδώ είχε τελειώσει.
«Είμαι κουρασμένη,» ψιθύρισε η Κορνήλια.
«Κι εγώ,» αποκρίθηκε ο Λούσιος, στον ίδιο τόνο. «Ας επιστρέψουμε.»
Βάδισαν προς το ελικόπτερο, και μπήκαν στο εσωτερικό του.
Ο Ταχύβιος τούς ακολούθησε. «Τι έγινε; Τι κάνατε;» ρώτησε· γιατί, όταν είχε ζητήσει από την Κορνηλία να του εξηγήσει, όσο ακόμα βρίσκονταν στο Κ.Ε.Α.Δ., εκείνη είχε αρνηθεί, λέγοντας πως έπρεπε να την αφήσει να ησυχάσει, για να συγκεντρώσει τις δυνάμεις της. «Τα καταφέρατε;»
«Το αμφέβαλλες, Ταχύβιε;» ρώτησε ο Λούσιος, καθώς και οι στρατιώτες έμπαιναν στο ελικόπτερο, κλείνοντας τις πόρτες.
«Μα, τίποτα δεν συνέβη…»
Ο Λούσιος γέλασε, κουρασμένα, και τα μάτια του γυάλισαν. «Πολλά συνέβησαν, και πολλά ακόμα θα συμβούν.»
Το ελικόπτερο υψώθηκε από τον χιονισμένο λόφο, και πέταξε προς την πόλη της Ταλκασίας.
Δύο η ώρα μετά τα μεσάνυχτα.
Το σκοτάδι σχιζόταν από προβολείς, που το φως τους αντανακλάτο επάνω στο χιονισμένο έδαφος. Ο αέρας είχε γεμίσει από το μουγκρητό μηχανών.
Τα φορτηγά είχαν μόλις επιστρέψει στη Χρυσόπολη, για να παραλάβουν άλλους δέκα χιλιάδες στρατιώτες και να τους μεταφέρουν στην Ταλκασία.
Η Στρατηγός Νικίτα Δεξιόχειρη στεκόταν σ’έναν εξώστη του τέταρτου καταστρώματος του Δράκοντα και κοίταζε. Πλάι της ήταν ο Μέμντουρ’χοκ, που το κατάμαυρο δέρμα του τον έκανε ένα με τις σκιές. Στο δεξί χέρι του βαστούσε το μακρύ του ραβδί, οι κρύσταλλοι και τα μικροσκοπικά κάτοπτρα του οποίου γυάλιζαν αχνά.
Ο Παντοκρατορικός στρατός, που είχε συγκεντρωθεί έξω απ’τη Χρυσόπολη, άρχισε να επιβιβάζεται στα φορτηγά. Η Νικίτα έμεινε στον εξώστη, για κάποια ώρα, επιβλέποντας. Ύστερα, επέστρεψε στο εσωτερικό του Δράκοντα με τον Μέμντουρ’χοκ στο κατόπι της.
Όταν οι στρατιώτες είχαν επιβιβαστεί, τα φορτηγά ξεκίνησαν πάλι να κινούνται με κατεύθυνση νοτιοανατολική. Ο Δράκοντας και καμια εκατοστή άρματα μάχης τα ακολούθησαν, καθώς και ελικόπτερα κι αεροπλάνα.
Η Νικίτα ήξερε ότι δε θα έφταναν στην Ταλκασία πριν από το μεσημέρι, έτσι δεν υπήρχε λόγος να ξενυχτήσει άλλο, τώρα που τα πάντα είχαν πάρει τη σωστή πορεία. Ήταν έτοιμη να αποσυρθεί στο στενό της κρεβάτι μέσα στον Δράκοντα, όταν ένα σήμα ήρθε στο κέντρο ελέγχου.
«Υποστράτηγος Φάνελμος προς Στρατηγό Νικίτα Δεξιόχειρη! Υποστράτηγος Φάνελμος προς Στρατηγό Νικίτα Δεξιόχειρη! Είστε εκεί, Στρατηγέ;»
Η Νικίτα συνοφρυώθηκε. Ο Φάνελμος ακουγόταν ταραγμένος· τι συνέβαινε; Επιπλέον, το σήμα του, κανονικά, δε θα έπρεπε να μπορεί να φτάσει ώς εδώ, γιατί ο Υποστράτηγος βρισκόταν στην Ταλκασία, μαζί με τους πρώτους δέκα χιλιάδες στρατιώτες που είχαν πάει εκεί. Εκτός αν αποφάσισε να επιστρέψει…
Η Νικίτα πάτησε το πλήκτρο που άνοιγε τον δίαυλο απ’τη δική της μεριά. «Τι είναι, Υποστράτηγε;»
«Ζητώ άδεια να προσγειωθώ στον Δράκοντα, Στρατηγέ.»
«Πού είσαι;»
«Σ’ένα ελικόπτερο.»
Η Νικίτα κοίταξε το πλήρωμα που βρισκόταν γύρω της, στο κέντρο ελέγχου, κι ένας άντρας έγνεψε καταφατικά. «Είναι αλήθεια, Στρατηγέ,» είπε. «Το σήμα του φαίνεται στην οθόνη μας.»
«Εντάξει,» είπε η Νικίτα. «Απογειώστε το ελικόπτερο που βρίσκεται τώρα στο ελικοδρόμιο του Δράκοντα, ώστε να έχει χώρο να προσγειωθεί ο Υποστράτηγος.»
Κάτι άσχημο έχει συμβεί. Δεν μπορούσε, όμως, να φανταστεί τι. Αποκλείεται οι Απολλώνιοι να είχαν καταφέρει να τρέψουν σε φυγή τους δέκα χιλιάδες στρατιώτες που είχε στείλει. Αποκλείεται να το είχαν καταφέρει τόσο γρήγορα! Δεν είχαν τις απαιτούμενες δυνάμεις. Ή, τουλάχιστον, έτσι νόμιζε. Μπορεί να έκανα λάθος; Μπορεί να έκανα ένα τόσο μεγάλο λάθος; Να υποτίμησα τόσο πολύ τον εχθρό;
Όταν ο Υποστράτηγος Φάνελμος μπήκε στο κέντρο ελέγχου, η Νικίτα είδε ότι το χρυσαφένιο δέρμα του ήταν χλωμό, και το καστανό, φουντωτό του μουστάκι έτρεμε.
«Γιατί είσαι εδώ;» τον ρώτησε.
«Ανταρσία, Στρατηγέ!» είπε εκείνος. Τα μικρά μάτια του ήταν παράξενα διασταλμένα, και παράξενα ασταθή. «Παντελής διάλυση!»
Η Νικίτα συνοφρυώθηκε. «Τι εννοείς;»
«Ο Συνταγματάρχης Άντηλθος σχεδίαζε να με σκοτώσει.»
«Και τι έγινε;»
«Τον σκότωσα εγώ, Στρατηγέ. Δεν υπήρχε άλλη λύση.»
«Δε μπορούσες να τον συλλάβεις;» απόρησε η Νικίτα. Η συμπεριφορά του Υποστράτηγου ήταν αλλόκοτη. Ακόμα κι ο τρόπος που μιλούσε ήταν… αχαρακτήριστα ταραγμένος. Τι είχε πάθει;
Ο Φάνελμος κούνησε το κεφάλι. «Αδύνατον, Στρατηγέ. Ήταν αδύνατον. Χάος επικρατεί στο στράτευμα.»
«Τι θες να πεις; Ότι ακόμα συνεχίζεται αυτή η ανταρσία;»
«Ναι, Στρατηγέ. Συνεχίζεται.»
«Και γιατί είσαι εδώ;» φώναξε η Νικίτα. «Γιατί δεν είσαι εκεί, προσπαθώντας να κάνεις κάτι;»
«Δε μπορούσα να κάνω τίποτα· μου επιτίθονταν από παντού–»
«Το γεγονός ότι σκότωσες τον Συνταγματάρχη δεν τους σταμάτησε; Ποιος είναι που κάνει, τελικά, την ανταρσία, Υποστράτηγε;» Ο Φάνελμος την είχε εκνευρίσει.
«Δεν ξέρω. Ο Άντηλθος, πάντως, ήθελε να με σκοτώσει· είμαι βέβαιος. Και οι στρατιώτες μάχονται αναμεταξύ τους–»
«Δηλαδή, δεν έχεις καμία ιδέα ποιος ακριβώς προσπαθεί να πάρει τον έλεγχο του στρατεύματός μας στην Ταλκασία;» μούγκρισε η Νικίτα.
«Αρχικά, νόμιζα πως ήταν ο Συνταγματάρχης Άντηλθος, Στρατηγέ μου. Αλλά μετά… όχι δεν ήταν μόνο αυτός…»
«Και ποιος άλλος μπορεί να ήταν;»
«Δεν ξέρω… Τα πράγματα είναι μπερδεμένα εκεί.»
Ο Μέμντουρ’χοκ παρενέβη: «Σταμάτα να μιλάς, Υποστράτηγε.»
Η Νικίτα κοίταξε τον μάγο, ερωτηματικά.
Ο Φάνελμος κοίταξε τη Νικίτα.
«Κάνε ό,τι σου λέει,» είπε εκείνη στον Υποστράτηγό της. «Σταμάτα να μιλάς.»
Ο Μέμντουρ’χοκ ύψωσε το χέρι του μπροστά στο πρόσωπο του Φάνελμου, και υποτονθόρυσε τα λόγια για ένα ξόρκι, μέσα απ’τη γκρίζα γενειάδα του. Τα μάτια του γυάλισαν, σχεδόν όπως οι κρύσταλλοι στο ραβδί του. Ύστερα, κατέβασε πάλι το χέρι του και είπε: «Υποστράτηγε, μέχρι στιγμής, δεν ήξερα ότι ήσουν τρελός–»
«Τι πράγμα;» έκανε ο Φάνελμος. «Νομίζεις ότι είμαι τρελός, μάγε; Ότι βγάζω αυτή την ιστορία απ’το κεφάλι μου;» Έσφιξε τις γροθιές του.
«Η νοητική σου ενέργεια είναι… αναστατωμένη,» εξήγησε, ήρεμα, ο Μέμντουρ’χοκ.
«Τι πάει να πει αυτό;» ρώτησε η Νικίτα. «Πού θες να καταλήξεις, Μέμντουρ;»
«Νομίζω,» αποκρίθηκε ο Μέμντουρ’χοκ, «ότι κάτι έχει επηρεάσει το μυαλό του Υποστράτηγου Φάνελμου, Στρατηγέ.»
«Δεν ξέρεις τι λες!» μούγκρισε ο Φάνελμος.
Η Νικίτα είπε στον μαυρόδερμο μάγο: «Μήπως κάνεις λάθος; Μήπως αυτή η… νοητική του ενέργεια φαίνεται ταραγμένη επειδή είναι εκνευρισμένος απ’τα γεγονότα;»
«Δε με κατάλαβες, Στρατηγέ. Η νοητική του ενέργεια δεν είναι απλά ‘ταραγμένη’, όπως θα ήταν η νοητική ενέργεια ενός θυμωμένου ή φοβισμένου ανθρώπου. Είναι φανερό ότι κάποιος την έχει αλλοιώσει.»
«Κανένας δε μου έχει κάνει τίποτα!» είπε ο Φάνελμος.
«Ή έτσι νομίζεις.»
«Θες να πεις ότι λέω ψέματα, μάγε;»
«Καθόλου,» τον διαβεβαίωσε ο Μέμντουρ’χοκ. «Όσα λες πιστεύω πως είναι πέρα για πέρα αληθινά.»
«Τότε,» ρώτησε η Νικίτα, «ποιο είναι το πρόβλημα;»
«Γιατί σκότωσες τον Συνταγματάρχη Άντηλθο, Υποστράτηγε;» θέλησε να μάθει ο Μέμντουρ’χοκ.
«Όπως είπα, σχεδίαζε να με σκοτώσει!»
«Πώς το ξέρεις; Πότε το ανακάλυψες;»
«Όταν άρχισαν να συμβαίνουν περίεργα πράγματα στο στρατόπεδο, μέσα στη νύχτα.»
«Τι περίεργα πράγματα;»
«Οι στρατιώτες… αλληλοσκοτώνονταν, μάγε, χωρίς φανερό λόγο. Πρέπει, επομένως, να επρόκειτο για ανταρσία. Και μετά, αυτά που είπε ο Συνταγματάρχης… Είπε κάποια πράγματα ύποπτα. Μίλησε εναντίον κάποιων άλλων αξιωματικών. Και θυμήθηκα και ορισμένα πράγματα που είχε πει νωρίτερα, το μεσημέρι. Πρέπει να… να…» Ο Φάνελμος μόρφασε, κοιτάζοντας το πάτωμα. Το μέτωπό του είχε σουφρώσει, σα να ήταν μπερδεμένος. «Να εποφθαλμιούσε τη θέση μου, μάγε… Νομίζω. Πρέπει…»
Ο Μέμντουρ’χοκ ύψωσε πάλι το χέρι του και έκανε ένα ξόρκι. «Μάλιστα…» είπε, σκεπτικά.
«Τι είναι;» ρώτησε η Νικίτα. «Τι είδες;»
«Η νοητική σου ενέργεια, Υποστράτηγε, φαίνεται να επανέρχεται στη φυσιολογική της κατάσταση.»
«Και τι σημαίνει αυτό;» είπε η Νικίτα.
Ο Μέμντουρ’χοκ στράφηκε να την αντικρίσει. «Πιστεύω πως κάποιος τούς έβαλε να αλληλοσκοτωθούν, Στρατηγέ.»
«Τον Υποστράτηγο και τον Συνταγματάρχη;»
«Όχι. Ολόκληρο το στράτευμα.»
«Πώς είναι δυνατόν; Κάποιος προδότης;»
Ο Μέμντουρ’χοκ κούνησε το κεφάλι, αρνητικά. «Δεν υπάρχει προδότης. Ο Υποστράτηγος είπε ότι οι στρατιώτες αλληλοσκοτώνονταν χωρίς φανερό λόγο. Έτσι δεν είναι, Υποστράτηγε;» Κοίταξε τον Φάνελμο.
«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνος.
«Θες να πεις, μάγε, ότι κάποιος αλλοίωσε τις σκέψεις ολόκληρου του στρατεύματος; Δέκα χιλιάδων ανθρώπων;» απόρησε η Νικίτα.
«Ακριβώς.»
«Μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο;»
«Τα πάντα μπορούν να συμβούν, Στρατηγέ.»
«Με τι τρόπο;»
«Δεν γνωρίζω,» παραδέχτηκε ο Μέμντουρ’χοκ.
Τα μάτια της Νικίτας στένεψαν. «Αν εσύ δεν γνωρίζεις, μάγε, τότε πώς γνωρίζουν οι Απολλώνιοι;»
«Θεωρείς ότι είμαι παντογνώστης, Στρατηγέ;» είπε ο Μέμντουρ’χοκ. «Μεγάλο σφάλμα, αν το θεωρείς αυτό.»
Η Νικίτα έβαλε τα χέρια της στη μέση, αναστενάζοντας και κάνοντας μερικά άσκοπα βήματα μέσα στο κέντρο ελέγχου του Δράκοντα. «Τι θα γίνει, λοιπόν; Δεν μπορούμε να παρεμποδίσουμε, κάπως, αυτή την επίθεση; Θα επηρεάσει κι εμάς, όταν φτάσουμε στην Ταλκασία;»
«Θα πρέπει να φανούμε προσεκτικοί,» είπε ο Μέμντουρ’χοκ. «Θα πρέπει να ερευνήσουμε το έδαφος… και όχι μόνο το έδαφος. Πάντως, Στρατηγέ, θα πρότεινα να μην πλησιάσουμε πολύ την περιοχή όπου πήγαν οι προηγούμενοι δέκα χιλιάδες.»
Η Νικίτα στράφηκε στον Υποστράτηγό της. «Τι συνέβαινε εκεί, όταν έφυγες; Το στράτευμά μας υποχωρούσε;»
«Όχι,» απάντησε εκείνος, «αλλά επικρατούσε πλήρης διάλυση.»
«Ίσως θα ήταν συνετό να πάρουμε ένα αεροσκάφος και να ερευνήσουμε…» είπε, συλλογισμένα, ο Μέμντουρ’χοκ.
«Να ερευνήσουμε τι ακριβώς, μάγε; Κάποιος πρέπει να θέσει την κατάσταση υπό έλεγχο –αυτό πρέπει να γίνει!» είπε η Νικίτα.
«Δεν είναι δυνατόν να έχουν επηρεάσει τα μυαλά δέκα χιλιάδων ανθρώπων με συγκαλυμμένο τρόπο,» εξήγησε ο Μέμντουρ’χοκ. «Μια τόσο μεγάλη επίθεση θα έχει αφήσει σημάδια.»
«Σημάδια που εσύ μπορείς να δεις;»
«Ναι.»
«Σκοπεύεις, δηλαδή, να πας κι εσύ σ’αυτή την ανιχνευτική αποστολή;»
«Ασφαλώς. Πρέπει να μάθουμε όσο το δυνατόν περισσότερα, προτού ο στρατός μας φτάσει στην Ταλκασία.»
Η Νικίτα δεν μπορούσε να διαφωνήσει μ’αυτό. Ήταν, πράγματι, η πιο λογική κίνηση, έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα.
*
Το μικρό αεροπλάνο –ένα από τα καλύτερα και ταχύτερα που διέθετε ο στρατός της Παντοκράτειρας– υψώθηκε στον νυχτερινό ουρανό και πέταξε προς τα νοτιοανατολικά. Στο εσωτερικό του βρίσκονταν τέσσερις άνθρωποι: ο πιλότος, η Στρατηγός Νικίτα Δεξιόχειρη, ο Μέμντουρ’χοκ, και ένας ειδικά εκπαιδευμένος πολεμιστής, για την περίπτωση που παρουσιαζόταν κίνδυνος.
Από κάτω τους, τα πάντα ήταν τυλιγμένα στο σκοτάδι. Δεν μπορούσες να διακρίνεις και πολλά πράγματα. Οι Απολλώνιες πόλεις και οι οικισμοί που βρίσκονταν σ’ετούτες τις περιοχές του βασιλείου είχαν αδειάσει, και τα φώτα τους δεν έσχιζαν πια το πέπλο της νύχτας. Οι ντόπιοι είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, εξαιτίας του πολέμου.
Το στρατόπεδο των δέκα χιλιάδων Παντοκρατορικών μαχητών ήταν η πρώτη μεγάλη συγκέντρωση φώτων που είδε η Νικίτα από την αρχή της πτήσης τους. Και, εκτός από τα φώτα, μπορούσε να δει και κάποιες εκρήξεις, καθώς και φωτιές. Η νύχτα, ωστόσο, δεν της επέτρεπε να διακρίνει τίποτα περισσότερο· δεν έβλεπε λεπτομέρειες για το τι ακριβώς συνέβαινε κάτω.
«Δε χρειάζεται να πλησιάσουμε πολύ,» είπε ο Μέμντουρ’χοκ. «Ίσως να είναι επικίνδυνο. Θα προσγειωθούμε σε απόσταση ασφαλείας.»
«Και θα μπορέσεις από εκεί να καταλάβεις τι συμβαίνει;» ρώτησε η Νικίτα.
«Θα δούμε.»
Ο πιλότος έβαλε το αεροσκάφος τους να χάσει ύψος, κάνοντας κύκλους πάνω από το έδαφος, ψάχνοντας για ένα κατάλληλο σημείο προσγείωσης. Το οποίο και δεν άργησε να βρει.
Το αεροπλάνο δεν είχε ανάγκη από αεροδιάδρομο για να προσγειωθεί. Άνοιξε τα πόδια του, γύρισε κάθετα τους προωθητήρες του, και κατέβηκε, λιώνοντας το χιόνι που βρισκόταν στο έδαφος.
Ο πολεμιστής που ήταν μαζί με τη Στρατηγό Νικίτα άνοιξε την πόρτα και βγήκε πρώτος, με το τουφέκι του σε ετοιμότητα. Ο Μέμντουρ’χοκ τον ακολούθησε και, μετά, η Νικίτα.
Ο μάγος έστρεψε το βλέμμα του στο στρατόπεδο, το οποίο πρέπει να βρισκόταν περίπου μισό χιλιόμετρο απόσταση, και άρχισε να μουρμουρίσει τα λόγια για κάποιο ξόρκι. Οι κρύσταλλοι στο ραβδί του γυάλισαν, και τα κυκλώματα κοκκίνισαν. Ο Μέμντουρ’χοκ έμεινε για αρκετά λεπτά αφοσιωμένος στη δουλειά του· το βλέμμα του έμοιαζε να είναι χαμένο σ’έναν κόσμο που μονάχα εκείνος μπορούσε να δει.
Τελικά, βλεφάρισε και είπε: «Η περιοχή, Στρατηγέ… Η περιοχή είναι, με κάποιο τρόπο, φορτισμένη.»
«Φορτισμένη; Με ενέργεια;»
«Με κάποιου είδους ενέργεια. Όχι, πάντως, αυτή την ενέργεια με την οποία τροφοδοτούμε τα οχήματά μας και τα όπλα μας.»
«Τι ενέργεια, τότε;»
Ο Μέμντουρ’χοκ έμοιαζε πολύ προβληματισμένος, αν και η όψη του παρέμενε στωική. «Ομολογώ πως δεν γνωρίζω,» παραδέχτηκε. «Δεν την έχω ξανασυναντήσει. Πρέπει να πρόκειται για τοπική μορφή ενέργειας…»
«Της Απολλώνιας, δηλαδή; Κάποιου είδους ενέργεια που υπάρχει μόνο στην Απολλώνια;»
«Έτσι νομίζω. Μοιάζει να προέρχεται από την ίδια την πραγματικότητα της διάστασης. Να την… αλλοιώνει, κάπως.»
«Δεν είχα ξανακούσει ότι η Απολλώνια διαθέτει τέτοια ενέργεια,» είπε η Νικίτα.
«Ούτε κι εγώ, Στρατηγέ.» Ο μαυρόδερμος, γενειοφόρος μάγος στράφηκε, για να την αντικρίσει. «Και είναι πολύ περίεργο, τολμώ να πω, διότι η Απολλώνια βρισκόταν για αρκετό καιρό υπό Παντοκρατορικό έλεγχο. Αν υπήρχε μια τέτοια μορφή ενέργειας εδώ, απορώ πώς δεν την ανακάλυψαν οι μάγοι και οι επιστήμονες της Παντοκράτειρας.»
«Είσαι βέβαιος ότι η ενέργεια είναι τοπική;» είπε η Νικίτα.
«Δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο. Αφορά άμεσα την πραγματικότητα της Απολλώνιας. Την αλλοιώνει, και έτσι αλλοιώνει και τη νοητική ενέργεια των ανθρώπων.
»Δεν είναι, όμως, αυτό που με ανησυχεί, Στρατηγέ. Εκείνο που με ανησυχεί είναι ότι δεν μπορώ να δω από πού προέρχεται η αλλοίωση. Ο χώρος του στρατοπέδου μας είναι φανερά αλλοιωμένος, αλλά, σίγουρα, για να γίνει έτσι κάποιος τον αλλοίωσε…»
«Και δεν μπορείς να βρεις ποιος. Ή από πού.» Δεν ήταν ερώτηση.
Ο Μέμντουρ’χοκ κατένευσε. «Δεν υπάρχει κανένα σημάδι. Δεν υπάρχει καμία εκπομπή ενέργειας ή σήματος που να προέρχεται από ένα συγκεκριμένο σημείο και να καταλήγει στην περιοχή του στρατοπέδου μας. Είναι σαν κάποιος να ήρθε, να πέταξε μια βόμβα, και μετά να έφυγε.»
«Επομένως,» είπε η Νικίτα, «εκείνο που πρέπει να κάνουμε, για την ώρα, είναι να πάρουμε τους στρατιώτες μας από ετούτο το μέρος.»
«Αναμφίβολα, αυτό θα ήταν συνετό.»
«Δε νομίζω, όμως, να είναι εύκολο να το κατορθώσουμε, στην παρούσα κατάσταση αποπροσανατολισμού που βρίσκονται. Μπορείς να κάνεις κάτι για να διαλύσεις την επιρροή των Απολλώνιων από επάνω τους;»
«Αδύνατον,» αποκρίθηκε ο Μέμντουρ’χοκ. «Η επίδραση είναι πολύ εξαπλωμένη, και πολύ ισχυρή. Για να επιτευχθεί αυτό που λες, Στρατηγέ, θα χρειάζονταν, υποθέτω, μεγάλα ποσά ενέργειας και η προσπάθεια πολλών μάγων, συγχρόνως.»
«Και πώς προτείνεις να πάρουμε τους στρατιώτες μας από εκεί;»
«Διάταξέ τους να υποχωρήσουν.»
Η Νικίτα συνοφρυώθηκε. «Νομίζεις ότι θα υπακούσουν;»
«Υποθέτω πως ναι. Εξακολουθούν να υπηρετούν την Παντοκρατορία· δεν έχουν αλλάξει στρατόπεδο· απλά, είναι μπερδεμένοι. Πολύ, πολύ μπερδεμένοι: σε σημείο ακραίας επιθετικής παράνοιας.»
«Υπέροχα…» μούγκρισε η Νικίτα, και επέστρεψε στο εσωτερικό του αεροσκάφους. «Μπορούμε να στείλουμε σήμα στο στρατόπεδο που βλέπουμε;» ρώτησε τον πιλότο.
Εκείνος πάτησε ένα πλήκτρο και περίμενε να παρουσιαστεί μια ένδειξη στην οθόνη του. «Μπορούμε, Στρατηγέ.»
«Καλώς,» είπε η Νικίτα· και μετά, προσπάθησε να δώσει την εντολή υποχώρησης, ελπίζοντας πως οι στρατιώτες της θα την υπάκουγαν, όπως συνήθως.
Ο Λούσιος ήταν κουρασμένος, όταν επέστρεψε από την προσωπική του αποστολή να αποσταθεροποιήσει τα μυαλά των Παντοκρατορικών. Δε θυμόταν να ξανάχε αισθανθεί τέτοια κούραση, από τότε που εκείνος κι ο Κατακεραυνωτής είχαν γίνει ένα. Τώρα, ήθελε πραγματικά να κοιμηθεί, και το έκανε, ξαπλώνοντας στο κρεβάτι των δωματίων του, μέσα στο Κ.Ε.Α.Δ. της Ταλκασίας.
Ο ύπνος του, όμως, δεν κράτησε πολλές ώρες. Ο επικοινωνιακός δίαυλος χτύπησε, ξυπνώντας τον· και, καθώς ο Λούσιος ανασηκωνόταν επάνω στο κρεβάτι, είδε ότι το ρολόι έδειχνε πέντε η ώρα και είκοσι-τρία λεπτά, το πρωί. Απέξω ήταν ακόμα σκοτεινά, αλλά φαινόταν καθαρά πως δεν χιόνιζε.
Ο Λούσιος άνοιξε τον δίαυλο, ρωτώντας: «Τι είναι;»
«Μεγαλειότατε, με συγχωρείτε που σας ενοχλώ τόσο νωρίς· σκέφτηκα, όμως, ότι αυτό θα θέλατε να το μάθετε.» Η φωνή της Στρατηγού Ιπποθόης.
«Σ’ακούω, Στρατηγέ. Τι συμβαίνει;»
«Οι Παντοκρατορικοί ετοιμάζονται για υποχώρηση. Διαλύουν το στρατόπεδό τους. Μόλις μου το ανέφεραν οι ανιχνευτές μας.»
Διαλύουν το στρατόπεδό τους; απόρησε ο Λούσιος. Υποχωρούν; Δεν μπορεί να ευθύνονταν γι’αυτό η επίδρασή του και η επίδραση της Υφάντρας. Κανονικά, οι Παντοκρατορικοί θα έπρεπε να αλληλοσκοτώνονται –ή, στην καλύτερη περίπτωση, να διαπληκτίζονται αναμεταξύ τους–, όχι να υποχωρούν. Τι λόγο μπορεί να είχαν, για να τραπούν σε φυγή; Κανείς δεν τους είχε επιτεθεί· κανείς δεν τους είχε απειλήσει· και πρέπει να πίστευαν ότι είχαν το πλεονέκτημα απέναντι στους Απολλώνιους.
Θα υποχωρούσαν μονάχα αν είχαν λάβει συγκεκριμένη διαταγή να το κάνουν. Διαταγή από έναν ανώτερο αξιωματικό. Κάποιον αξιωματικό που αντιλήφτηκε το σχέδιό μου; Παράξενο. Πολύ παράξενο. Γιατί, για να καταλάβει κάποιος ότι κάτι δεν πήγαινε καλά στο στρατόπεδο, θα έπρεπε να είναι έξω απ’αυτό. Αν βρισκόταν μέσα, θα ήταν κι εκείνος επηρεασμένος… εκτός αν είχε δυνάμεις που–
«Μεγαλειότατε;»
«Ναι, Στρατηγέ, σε ακούω. Πρόσταξε τους μαχητές μας να ετοιμαστούν για επίθεση, και να κάνουν έφοδο κατά των Παντοκρατορικών.»
«Είστε σίγουρος, Μεγαλειότατε;» Η φωνή της Ιπποθόης ακουγόταν έκπληκτη.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Λούσιος. «Οι Παντοκρατορικοί είναι αποδιοργανωμένοι. Τώρα είναι η ευκαιρία μας. Θα τους τσακίσουμε!»
«Όπως επιθυμείτε, Μεγαλειότατε. Δίνω τη διαταγή.» Η φωνή της είχε αλλάξει: Δεν ακουγόταν πλέον έκπληκτη· ακουγόταν… ανυπόμονη. Ανυπόμονη ν’αρχίσει η μάχη. Ανυπόμονη να γίνει η επίθεση κατά των Παντοκρατορικών.
Ο Κατακεραυνωτής μειδίασε, αχνά, καθώς έκλεινε τον επικοινωνιακό δίαυλο, γιατί αντιλαμβανόταν πως η δική του επιρροή ήταν που ξυπνούσε αυτό το αιμοβόρικο ένστικτο μέσα στη Στρατηγό Ιπποθόη. Είχε έρθει η ώρα οι Απολλώνιοι να εξαπολύσουν την οργή τους επάνω στις δυνάμεις της Παντοκράτειρας. Θα χυνόταν πολύ αίμα σήμερα!
Ο Λούσιος σηκώθηκε και ντύθηκε. Έπιασε πάλι τον επικοινωνιακό δίαυλο και πρόσταξε να του ετοιμάσουν ένα ελικόπτερο στην οροφή της πολυκατοικίας. Ύστερα, βγήκε απ’τα δωμάτιά του και βάδισε, βιαστικά, προς τα δωμάτια της Κορνηλίας.
Φτάνοντας, χτύπησε την εξώπορτα, γιατί ήταν κλειδωμένη. Ο Ταχύβιος άνοιξε.
«Πού είναι η ξαδέλφη μου;» ρώτησε ο Λούσιος.
«Μέσα. Κοιμάται.»
Ο Λούσιος προσπέρασε τον Ταχύβιο και μπήκε, πηγαίνοντας προς το υπνοδωμάτιο.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Δούκας, ακολουθώντας τον.
«Επιτιθέμεθα στους Παντοκρατορικούς.» Ο Λούσιος πέρασε το κατώφλι του υπνοδωματίου και μπήκε.
Η Κορνηλία, που είχε ακούσει τις φωνές, ανασηκώθηκε επάνω στο κρεβάτι, έχοντας μια κουβέρτα τυλιγμένη γύρω της. Ο χώρος ήταν ημιφωτισμένος από μια χαμηλωμένη ενεργειακή λάμπα. «Τι είναι, Λούσιε; Τι θέλεις εδώ;»
«Οι Παντοκρατορικοί ετοιμάζονται για υποχώρηση,» εξήγησε εκείνος. «Ήρθε, επομένως, η ώρα να τους επιτεθούμε. Ο στρατός μας βγαίνει από την Ταλκασία, καθώς μιλάμε. Σκέφτηκα ότι ίσως να ήθελες να είσαι μαζί μου στο ελικόπτερο.»
Η Κορνηλία έτριψε τα μάτια της με το ένα χέρι. Η χρήση των δυνάμεων της Υφάντρας την είχε εξουθενώσει· δεν ήταν έτοιμη να σηκωθεί. «Θα πας στη μάχη, δηλαδή;»
«Καλύτερα να είμαι κοντά στους πολεμιστές μας, όταν θα στρέφουν την οργή τους κατά των Παντοκρατορικών.» Τα μάτια του Κατακεραυνωτή γυάλισαν μέσα στο μισοσκόταδο, σαν τσακμακόπετρες.
Η Κορνηλία παραμέρισε τα σκεπάσματα από πάνω της και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Πέρασε το χέρι της μέσα απ’τα μακριά, μαύρα μαλλιά της. «Θα έρθω,» είπε.
*
Η Στρατηγός Νικίτα Δεξιόχειρη έκανε κύκλους στον νυχτερινό ουρανό, μέσα στο μικρό της αεροσκάφος, κι από κάτω έβλεπε τους πολεμιστές της να διαλύουν το στρατόπεδο και να ξεκινούν την υποχώρηση. Ευτυχώς, ό,τι κι αν ήταν αυτή η δύναμη που είχε επηρεάσει το μυαλό τους, δεν το είχε επηρεάσει τόσο πολύ ώστε να τους κάνει να πάψουν να είναι πιστοί στην Παντοκράτειρα. Βέβαια, είχε χρειαστεί να περάσει κάποια ώρα, μέχρι να μπορέσουν να συγκροτηθούν, για να εκτελέσουν τη διαταγή της –γιατί ο Υποστράτηγος Φάνελμος είχε δίκιο: το στράτευμα βρισκόταν σε πλήρη αποδιοργάνωση–, όμως, τελικά, την είχαν εκτελέσει.
«Η επιρροή θα διαλυθεί, τώρα που θα απομακρυνθούν από τούτο το μέρος;» ρώτησε η Νικίτα τον Μέμντουρ’χοκ.
«Αν λάβουμε τον Υποστράτηγο Φάνελμο ως τυπική περίπτωση, ναι, θα διαλυθεί. Όχι αμέσως, βέβαια, γιατί το μυαλό χρειάζεται κάποιο χρόνο για να επανέλθει στη φυσιολογική του κατάσταση.»
Ετούτη τη φορά, λοιπόν, καταφέραμε να χαλάσουμε το σχέδιο των Απολλώνιων, σκέφτηκε η Νικίτα. Τι θα γίνει, όμως, όταν μας ξαναεπιτεθούν με παρόμοιο τρόπο; Θα μπορεί ο Μέμντουρ να τους μπλοκάρει κάπως;
Το βλέμμα της τράβηξαν, ξαφνικά, κάποιες κινήσεις από τη μεριά της Ταλκασίας.
Πολλές κινήσεις.
Οχήματα και αεροσκάφη, πεζοί και ιππείς.
Μα τον Κρόνο! μας επιτίθενται!
*
Οι Απολλώνιοι βγήκαν μαζικά από την Ταλκασία, ιππεύοντας άγρια πολεμικά άτια, οδηγώντας θωρακισμένα άρματα μάχης, πιλοτάροντας αεροπλάνα και ελικόπτερα, και προελαύνοντας πεζοί με τουφέκια και οπλοπολυβόλα στα χέρια. Στόχος τους ήταν οι δέκα χιλιάδες αποπροσανατολισμένοι Παντοκρατορικοί, που είχαν διαλύσει το στρατόπεδό τους και υποχωρούσαν προς τα βορειοδυτικά.
Οι Απολλώνιοι διέσχισαν γρήγορα το έδαφος που τους χώριζε από τους εχθρούς τους και έπεσαν επάνω τους, μέσα στη νύχτα, ενώ εκείνοι προσπαθούσαν να κάνουν μεταβολή, για να τους αντιμετωπίσουν. Πολύ αργά, όμως. Όταν ένα στράτευμα υποχωρεί, δεν είναι εύκολο να γυρίσει και να χτυπήσει τον αντίπαλο· κι επιπλέον, τα μυαλά των Παντοκρατορικών ήταν ακόμα πολύ, πολύ συγχυσμένα από την επίδραση του Κατακεραυνωτή και της Υφάντρας, κι από τις ανούσιες –αλλά έντονες– συγκρούσεις που είχαν δημιουργηθεί μέσα στο στρατόπεδό τους.
Οι Απολλώνιοι τούς επιτέθηκαν, κραυγάζοντας. Και στρέφοντας εναντίον τους όλες τις κακές σκέψεις και τις δυσάρεστες μνήμες που γέμιζαν τα κεφάλια τους εδώ και ημέρες ολόκληρες. Το κροτάλισμα των όπλων αντηχούσε στον αέρα, όπως και οι εκρήξεις, το βουητό των μηχανών, και τα ουρλιαχτά. Λάμψεις και φωτιές έσχιζαν το σκοτεινό πέπλο της νύχτας.
Ναι, σκέφτηκε ο Λούσιος, παρακολουθώντας τη σύγκρουση από το ελικόπτερο, όπου βρισκόταν μαζί με την Κορνηλία, τον Ταχύβιο, τον Ιερώνυμο, και τον πιλότο του σκάφους. Ναι! Αυτό είναι… Αυτή είναι η δύναμη του Δασκάλου! Θα διώξουμε τους Παντοκρατορικούς από τα εδάφη της Απολλώνιας, σαν δαρμένα σκυλιά!
Ριχτείτε στη μάχη, στρατιώτες μου! Χύστε το αίμα σας για τη διάστασή σας! Αφήστε το να γίνει θυμός και οργή, εκδίκηση και καταστροφή, για τους εχθρούς μας! Ο Μεγάλος Δάσκαλος σάς βλέπει. Ο Μεγάλος Δάσκαλος είναι μαζί σας ετούτη τη νύχτα. Οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας θα συνθλιβούν! Το χιονισμένο έδαφος θα γεμίσει απ’τα κουφάρια τους κι από τα σμπαραλιασμένα οχήματα και αεροσκάφη τους!
*
Η Στρατηγός Νικίτα έσφιξε τις γροθιές της, νιώθοντας τα νύχια της να τρυπούν τις παλάμες της. Η υποχώρηση ήταν λάθος. Τώρα το έβλεπε. Ήταν μεγάλο λάθος. Οι Απολλώνιοι αυτό περίμεναν, για να τους επιτεθούν, καθώς εκείνοι θα ήταν αποδιοργανωμένοι. Τι μπορούσα, όμως, να είχα κάνει; Να είχα αφήσει τους στρατιώτες μου εδώ, να αλληλοσκοτωθούν, σαν παράφρονες;
Και τώρα, όμως; Τώρα, τι θα γίνει; Θα τους ξεπαστρέψουν όλους οι Απολλώνιοι;
Η Νικίτα στένεψε τα μάτια, παρακολουθώντας τη συμπλοκή από κάτω της. Κοίτα πώς μάχονται… Σα λυσσασμένοι πέφτουν στη μάχη. Είδε ένα Απολλώνιο άρμα να ποδοπατά, κυριολεκτικά, μερικούς Παντοκρατορικούς στρατιώτες, τσακίζοντας τα σώματά τους και συνεχίζοντας προς άλλους, περισσότερους, αγνοώντας τα πυρά που διέλυαν τα τζάμια και τη θωράκισή του. Είδε ένα τάγμα Απολλώνιου ιππικού να χιμά πάνω σε μια μονάδα πεζικού των Παντοκρατορικών, λες και επρόκειτο για Ιππότες της Απολλώνιας, όχι γι’απλούς καβαλάρηδες. Έχουν όλοι τους τρελαθεί; Τι είδους τακτικές είναι τούτες; Οι Απολλώνιοι, κανονικά, δεν επιτίθονταν έτσι. Ήταν πιο προσεχτικοί στον πόλεμο. Πιο στρατηγικοί. Αυτοί που έβλεπε τώρα η Νικίτα έμοιαζαν με μανιασμένα θηρία από τη Φεηνάρκια.
«Πιλότε,» ρώτησε, «μπορούμε να στείλουμε σήμα στο Ταλκάσιο Πέρασμα;»
«Είμαστε πολύ μακριά, Στρατηγέ. Πρέπει να πλησιάσουμε–»
«Ας πλησιάσουμε, τότε. Γρήγορα. Θέλω να δώσω μια επείγουσα διαταγή.»
Το μικρό αεροσκάφος έσχισε τον νυχτερινό ουρανό της Απολλώνιας, πλησιάζοντας τα βουνά, ανατολικά.
*
Το πεδίο της μάχης είχε τυλιχτεί στον καπνό· ο Λούσιος δεν μπορούσε να διακρίνει και πολλά, καθώς κοίταζε από το ελικόπτερο. Ήταν, όμως, βέβαιος ότι οι Απολλώνιοι νικούσαν. Μπορούσε να το αισθανθεί. Θα ήταν μεγάλο πλήγμα για τους Παντοκρατορικούς ετούτο. Πολύ μεγάλο πλήγμα. Και θα ήταν το πρώτο από όσα θα ακολουθούσαν. Ο Δάσκαλος θα έδινε τη νίκη: την τελική νίκη!
«Βλέπεις τώρα, Ιερώνυμε;» ρώτησε τον ξάδελφό του ο Λούσιος, γυρίζοντας για να τον κοιτάξει.
«Για να είμαι ειλικρινής, δε μπορώ να δω τίποτα,» απάντησε εκείνος, ατενίζοντας κάτω, το χαώδες πεδίο της μάχης.
«Ακόμα αμφισβητείς; Η νίκη που βλέπεις μπροστά σου ανήκει στον Μεγάλο Δάσκαλο, Ιερώνυμε, και μόνο σ’εκείνον!»
Ο Ιερώνυμος έμεινε σιωπηλός, συνεχίζοντας ν’ατενίζει τη μάχη.
Ο Λούσιος είδε, σε λίγο, ορισμένες μονάδες Παντοκρατορικών να βγαίνουν μέσα απ’τον καπνό και την καταστροφή και να τρέπονται σε φυγή, προς τα βορειοδυτικά. Ένα σμήνος Απολλώνιων αεροσκαφών επιχείρησε να τους καταδιώξει, αλλά το αναχαίτισε ένα σμήνος από Παντοκρατορικά αεροσκάφη. Οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας φαινόταν να έχουν ανακτήσει κάποια από την πειθαρχία τους. Δεν μπορούν, όμως, να μας νικήσουν. Έχουμε, ξεκάθαρα, το πάνω χέρι!
Κι αυτό, όπως σύντομα αποδείχτηκε, ήταν η πραγματικότητα, καθώς ολοένα και περισσότερες μονάδες Παντοκρατορικών τρέπονταν σε άτακτη φυγή.
«Μεγαλειότατε. Υποχωρούν.» Η φωνή της Στρατηγού Ιπποθόης, από τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του ελικοπτέρου. «Να τους καταδιώξουμε;» Ο Λούσιος διέκρινε προθυμία στον τόνο της. Διέκρινε επιθυμία για αίμα.
«Ναι,» της απάντησε. «Καταδιώξτε τους. Σκοτώστε τους όλους, ώς τον τελευταίο! Γεμίστε την πεδιάδα με τα κουφάρια τους!»
Και οι Απολλώνιοι τούς καταδίωξαν, επεκτείνοντας το πεδίο της μάχης και απλώνοντας την καταστροφή παντού.
*
Με τη μαζική τους επίθεση, όμως, είχαν αφήσει την Ταλκασία, ουσιαστικά, απροστάτευτη.
Πράγμα το οποίο η Στρατηγός Νικίτα είχε καταλάβει, γνωρίζοντας, περίπου, πόσες δυνάμεις διέθεταν εκεί οι Απολλώνιοι. Έτσι, όταν έδωσε διαταγή στα αεροσκάφη του Ταλκάσιου Περάσματος να επιτεθούν, τα σμήνη τους βρήκαν την πόλη εύκολη λεία. Υπήρχαν, φυσικά, κάποια αντιαεροπορικά συστήματα και ορισμένοι άνθρωποι για να τα λειτουργούν· μα δεν ήταν αρκετά για να αναχαιτίσουν τα εκατοντάδες αεροπλάνα που είχαν, ξαφνικά, γεμίσει τον ουρανό πάνω από την Ταλκασία, καθώς ο ήλιος ξεμύτιζε πίσω από τα βουνά, στέλνοντας το πρώτο του φως στην Απολλώνια. Τα οικοδομήματα ανατινάζονταν, και οι δρόμοι γέμιζαν φωτιές και καπνό. Οι βόμβες διαδέχονταν η μία την άλλη, σπέρνοντας την καταστροφή, ρημάζοντας τα πάντα, προκαλώντας εκκωφαντικές και εκτυφλωτικές εκρήξεις.
«Πιλότε,» είπε η Νικίτα, βλέποντας με ικανοποίηση το σχέδιό της να πραγματοποιείται, «επιστρέφουμε στη Χρυσόπολη.»
«Μάλιστα, Στρατηγέ.»
Οι προωθητήρες του μικρού αεροσκάφους βρυχήθηκαν, οδηγώντας το βορειοδυτικά, μακριά από την καταστροφή στην Ταλκασία και τη σφαγή στο χιονισμένο πεδίο μπροστά της.
*
«Η Ταλκασία!» είπε ο Ιερώνυμος, κοιτάζοντας πίσω. «Επιτίθενται στην Ταλκασία!»
Ο Λούσιος στράφηκε, και είδε ότι ο ξάδελφός του είχε δίκιο. Παντοκρατορικά σμήνη βομβάρδιζαν την πόλη, καταστρέφοντας τα οικοδομήματά της, το ένα κατόπιν του άλλου.
«Πρέπει να επιστρέψουμε!» είπε ο Ιερώνυμος, πιάνοντας τον Λούσιο απ’τον ώμο. «Δώσε διαταγή να επιστρέψουμε! Θα διαλύσουν τα πάντα!»
Χίλιες κατάρες! μούγκρισε εσωτερικά ο Λούσιος. Πώς ήρθαν τόσο γρήγορα; Κάποιος πρέπει να τους ειδοποίησε· δεν εξηγείται αλλιώς. Και αυτό που έλεγε ο Ιερώνυμος ήταν σωστό: έπρεπε να επιστρέψουν στην Ταλκασία –και, κατά συνέπεια, ν’αφήσουν τον στρατό ξηράς της Παντοκράτειρας να γλιτώσει· ή, τουλάχιστον, ό,τι είχε μείνει απ’αυτόν.
Ο Λούσιος άνοιξε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό. «Στρατηγέ! Μ’ακούς, Στρατηγέ;»
«Μάλιστα, Μεγαλειότατε.»
«Δες τι γίνεται πίσω μας, Στρατηγέ!»
Σιγή από την άλλη μεριά της τηλεπικοινωνίας.
«Βλέπεις, Στρατηγέ;»
«Βλέπω…» Η φωνή της Ιπποθόης ακουγόταν τώρα πολύ πιο νηφάλια από πριν.
«Πρόσταξε τους μαχητές μας να επιστρέψουν στην Ταλκασία. Αμέσως. Και να αναχαιτίσουν τα εχθρικά αεροσκάφη. Τώρα, Στρατηγέ! Τώρα!»
«Μάλιστα, Μεγαλειότατε.»
Αλλά δεν ήταν τόσο εύκολο να γίνει όσο να ειπωθεί. Η διαταγή, ασφαλώς, δόθηκε από τη Στρατηγό Ιπποθόη, χωρίς καθυστέρηση· οι Απολλώνιοι στρατιώτες, όμως, ήταν πραγματικά μανιασμένοι από την επιρροή του Κατακεραυνωτή, και δύσκολα μπορούσαν να αποστρέψουν την οργή τους από τους υποχωρούντες Παντοκρατορικούς –τους οποίους λιάνιζαν ανεξέλεγκτα και χωρίς έλεος– και να γυρίσουν στην Ταλκασία.
Πρώτα, επέστρεψαν τα αεροσκάφη, όχι μόνο λόγω της μεγαλύτερής τους ταχύτητας, αλλά κι επειδή οι πιλότοι δεν είχαν μανιάσει τόσο όσο οι δυνάμεις ξηράς, που βρίσκονταν μέσα στις φωτιές, τον καπνό, και τις εκρήξεις, κι έτσι μπορούσαν πιο εύκολα να θέσουν τις σκέψεις τους υπό έλεγχο και να υπακούσουν τη διαταγή που επαναλάμβανε, ξανά και ξανά, η Στρατηγός Ιπποθόη στους πομπούς τους: «Προς όλα τα τάγματα και τα σμήνη: επιστρέψατε αμέσως στην πόλη! Προς όλα τα τάγματα και τα σμήνη: επιστρέψατε αμέσως στην πόλη! Δεχόμαστε αεροπορική επίθεση! Επιστρέψατε αμέσως στην πόλη!»
Μετά από τα αεροσκάφη, οι υπόλοιπες Απολλώνιες δυνάμεις άρχισαν να έρχονται, κομματιαστά, προς την Ταλκασία, η μία μονάδα κατόπιν της άλλης.
Ενώ τα Παντοκρατορικά σμήνη συνέχιζαν να ρημάζουν την πόλη, όσο είχαν ακόμα χρόνο.
*
Το ελικόπτερο προσγειώθηκε στην κορυφή της μίας πολυκατοικίας του Κ.Ε.Α.Δ., όταν τα αεροσκάφη της Παντοκρατορίας είχαν διωχτεί από τον ουρανό της Ταλκασίας και ο Απολλώνιος ήλιος, που ξεπρόβαλλε από τα ανατολικά βουνά, φώτιζε τα συντρίμμια και την καταστροφή. Οι δύο πολυκατοικίες του Κ.Ε.Α.Δ. είχαν υποστεί μεγάλες ζημιές: τα τζάμια τους ήταν σπασμένα, ολόκληρες τρύπες υπήρχαν στους τοίχους τους, και η μία γέφυρα που τις ένωνε είχε πέσει, ενώ η άλλη έμοιαζε ετοιμόρροπη. Δυστυχώς, η Μαγγανεία Αντιπυραυλικού Πεδίου δεν βρισκόταν εν ενεργεία κατά την αεροπορική επίθεση, καθώς όλοι οι Τεχνομαθείς μάγοι είχαν πάει με το στρατό που εφορμούσε στους Παντοκρατορικούς βορειοδυτικά.
Ο Λούσιος άνοιξε την πόρτα του ελικοπτέρου και βγήκε, ατενίζοντας γύρω του τη σφυροκοπημένη Ταλκασία. Ετούτη η επίθεση ήταν χειρότερη από την προηγούμενη, συμπέρανε. Η πόλη κόντευε να ισοπεδωθεί. Οι τρισκατάρατοι Παντοκρατορικοί είχαν –κάπως– προλάβει να κινηθούν πιο γρήγορα απ’ό,τι εκείνος υπολόγιζε. Θα το μετάνιωναν, όμως! Θα μετάνιωναν για τούτη την καταστροφή! Ο Μεγάλος Δάσκαλος θα οδηγούσε τους πιστούς του στη νίκη, και τους εχθρούς των πιστών του στον αφανισμό!
«Ξάδελφε,» είπε ο Ιερώνυμος, «ήταν κι αυτό μέρος του σχεδίου σου;» Ύψωσε το χέρι του προς τη σμπαραλιασμένη πόλη που τους περιέβαλλε.
«Μην παίζεις με την υπομονή μου, Ιερώνυμε!» αντιγύρισε ο Λούσιος, και τα μάτια του άστραψαν, αφύσικα. «Αυτό δεν έπρεπε να είχε συμβεί!»
«Φυσικά και δεν έπρεπε να είχε συμβεί. Δε μας συμφέρει. Όμως συνέβη.»
«Και χαίρεσαι που συνέβη;» φώναξε ο Λούσιος, αρπάζοντάς τον με το ένα χέρι απ’το πέτο. «Χαίρεσαι που η πατρίδα σου υποφέρει, προδότη!»
Ο Ιερώνυμος έπιασε τον καρπό του ξαδέλφου του. «Δεν είμαι προδότης! Αλλά σου έλεγα, από την αρχή, ότι έπρεπε να συμμαχήσεις με τον Ανδρόνικο! Είσαι ανόητος, Λούσιε! Ανόητος!»
Ο Κατακεραυνωτής τον τίναξε πέρα με αφύσικη δύναμη, στέλνοντάς τον σχεδόν στο χείλος της οροφής της πολυκατοικίας.
Η Κορνηλία έπιασε τον ξάδελφό της απ’τον αγκώνα. «Λούσιε! Τι κάνεις; Δεν το εννοούσε· είναι συγχυσμένος, δεν το βλέπεις;»
Μέσα στις χούφτες του Κατακεραυνωτή αστραπές είχαν αρχίσει να πάλλονται.
Ο Ιερώνυμος ορθώθηκε αντίκρυ του, σιωπηλός, αλλά ατενίζοντάς τον καταπρόσωπο.
Η Κορνηλία έσφιξε τον αγκώνα του Λούσιου. «Μην το κάνεις,» του ψιθύρισε, φοβούμενη ότι ο Κατακεραυνωτής θα σκότωνε τον αδελφό της επιτόπου.
Ο Ιερώνυμος βάδισε, περνώντας δίπλα απ’τον ξάδελφό του και πηγαίνοντας προς τη σκάλα της πολυκατοικίας. Ο ανελκυστήρας ήταν φανερά κατεστραμμένος από την αεροπορική επίθεση.
«Η Κορνηλία έχει δίκιο,» είπε ο Ταχύβιος. «Ο Ιερώνυμος είναι, πράγματι, συγχυσμένος, Μεγάλε Άρχοντα. Δε θ’αργήσει, όμως, να καταλάβει το λάθος του· είμαι βέβαιος.»
Ο Λούσιος αναστέναξε. Θα πληρώσουν γι’αυτό, σκέφτηκε. Οι Παντοκρατορικοί θα πληρώσουν, πολύ ακριβά!
Καθώς στεκόταν στο μπαλκόνι, νιώθοντας τον χειμωνιάτικο, παγερό αγέρα να παιχνιδίζει με τα μαλλιά της, η Βασιλική είδε ένα όχημα να πλησιάζει την Άκανθο. Το διέκρινε από τα φώτα του, γιατί ήταν ήδη σκοτεινά· το χειμώνα σκοτείνιαζε γρήγορα στην Απολλώνια. Αναρωτήθηκε αν το όχημα ερχόταν από τη Νούμβρια· αν μέσα του βρίσκονταν κάποιοι από τους τελευταίους υπερασπιστές της εν λόγω πόλης και του Δυτικού Περάσματος. Γι’αυτούς είχε η Πριγκίπισσα παραμείνει εδώ και δεν είχε, ακόμα, ακολουθήσει τον αδελφό της στο εσωτερικό των Δασότοπων του Ωχρού Χώματος. Το όχημα, όμως, δεν πλησίαζε από τη σωστή μεριά του εξοχικού δρόμου, για να έρχεται από τη Νούμβρια. Δεν πλησίαζε από τα βόρεια, αλλά από τα νότια. Επομένως, ή κάποιοι είχαν κάνει έναν πολύ περίεργο κύκλο –λόγω, υπέθετε η Βασιλική, προβλημάτων με τους Παντοκρατορικούς– ή το όχημα δεν ερχόταν από τη Νούμβρια, παρά από τη Σερίβια, ή από κανένα νοτιότερο μέρος του Βασιλείου της Απολλώνιας.
Η Πριγκίπισσα περίμενε, και το είδε να φτάνει στη μικρή πόλη της Ακάνθου, όπου, φυσικά, οι φρουροί το σταμάτησαν, για να το ελέγξουν. Κανείς δεν περνούσε από εδώ χωρίς έλεγχο πλέον. Το μέρος είχε γίνει σωστό φρούριο: σε κάθε σπίτι υπήρχε στημένο και τουλάχιστον ένα πολυβόλο· οι κάτοικοι είχαν μετατραπεί όλοι σε πολεμιστές.
Ο απαραίτητος έλεγχος πραγματοποιήθηκε και το όχημα –που ήταν ένα αρκετά μεγάλο ημιφορτηγό– πέρασε στους μικρούς δρόμους της Ακάνθου με μειωμένη ταχύτητα. Πλησιάζοντας την οικία του Άρχοντα Ανεμόρυγχου. Εδώ έρχεται, συνειδητοποίησε η Βασιλική. Ποιος είναι μέσα; Κάποιος απεσταλμένος του θείου μου, του Αλεξίλυπου;
Οι πόρτες του οχήματος άνοιξαν μπροστά από το σπίτι του Άρχοντα της Ακάνθου, και η Πριγκίπισσα είδε να βγαίνει μια γυναίκα με κατάμαυρο δέρμα και λευκά μαλλιά, που έπεφταν λυτά ώς τους ώμους της. Ήταν ντυμένη με κάπα και μακρύ φόρεμα. Η Βασιλική δεν τη γνώριζε. Μετά, όμως, βγήκε και κάποιος άλλος, τον οποίο γνώριζε πολύ καλά. Ο Άγγελος! Τι ήθελε αυτός εδώ; Είχε μείνει πίσω, στην Απαστράπτουσα, και η Βασιλική τού είχε ζητήσει να πηγαίνει συχνά στο παλάτι, για να βλέπει τι γινόταν η μητέρα της: μήπως χρειαζόταν τη βοήθειά του για οτιδήποτε. Με τόσους ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ να δολοπλοκούν μέσα στις σκιές, η Βασίλισσα Γλυκάνθη, σίγουρα, έπρεπε να έχει γύρω της όσο το δυνατόν περισσότερα έμπιστα άτομα.
Τώρα, όμως, ο Άγγελος βρισκόταν εδώ, στην Άκανθο. Και μετά από εκείνον, βγήκε άλλη μια γυναίκα απ’το όχημα. Μαυρόδερμη κι αυτή, αλλά λιγνότερη και ψηλότερη από την πρώτη, και με πορφυρά, κοντά μαλλιά. Η Βασιλική δεν την ήξερε.
Στη συνέχεια, βγήκαν κι άλλοι από το όχημα, άντρες και γυναίκες, όλοι τους μαυρόδερμοι. Μια ομάδα ολόκληρη. Και η Πριγκίπισσα νόμιζε ότι κατάλαβε. Οι επαναστάτες από τη Μοργκιάνη. Ναι. Αυτοί πρέπει νάναι οι επαναστάτες από τη Μοργκιάνη, οι τελευταίοι που περίμενε ο Ανδρόνικος.
Ο Άγγελος και οι δύο γυναίκες μίλησαν με τους φρουρούς της οικίας, που έσπευσαν να τους πλησιάσουν. Η Βασιλική άφησε το μπαλκόνι και μπήκε στο εσωτερικό του σπιτιού, ξέροντας πως, σύντομα, θα συναντούσε τους επισκέπτες.
Και πράγματι, μια υπηρέτρια ήρθε και την ενημέρωσε ότι ένας κύριος που ονομαζόταν Άγγελος Επίκυκλος βρισκόταν εδώ· μαζί του ήταν δύο γυναίκες, που η μία είχε συστηθεί ως Κόρτια και η άλλη ως Σερφία’ταρ, δηλώνοντας πως ήταν επαναστάτριες από τη Μοργκιάνη.
Η Βασιλική ένευσε, καθώς στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη και χτενιζόταν. «Θα τους συναντήσω.»
Σερφία’ταρ; σκέφτηκε. ’ταρ; Αυτό σημαίνει ότι είναι Δράκαινα, σωστά; Όπως η Άνμα’ταρ.
Ετοιμάστηκε, στα γρήγορα, και κατέβηκε ν’ανταμώσει τους επισκέπτες της.
Ο Άγγελος χαμογέλασε, βλέποντάς την, κι εκείνη χαμογέλασε επίσης. Τον πλησίασε και τον φίλησε, πεταχτά, στα χείλη. «Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε. «Τι σε φέρνει εδώ;»
«Οι επαναστάτες από τη Μοργκιάνη,» ο Άγγελος έριξε ένα βλέμμα στις δύο μαυρόδερμες γυναίκες, «ήρθαν στο παλάτι της Απαστράπτουσας ενώ βρισκόμουν εκεί, μαζί με τη μητέρα σου. Έτσι, αποφάσισα να τους οδηγήσω εγώ στην Άκανθο, γιατί, καθότι εξωδιαστασιακοί, δε γνώριζαν πού είναι η πόλη.»
Η Βασιλική τον ατένισε με το ένα μάτι μισόκλειστο και τα χείλη σουφρωμένα. «Και δεν μπορούσε να τους οδηγήσει κάποιος άλλος; Ένας από τους παλατιανούς φρουρούς, ας πούμε;»
«Εντάξει,» παραδέχτηκε ο Άγγελος, «ήθελα να έρθω. Αφότου έμαθα ότι είσαστε στην Άκανθο, και ότι η Νούμβρια και το Δυτικό Πέρασμα πρόκειται να εκκενωθούν από το στρατό μας, ήθελα να έρθω. Για ν’αγωνιστώ. Και για να συναντήσω τον αδελφό μου… αν είναι ακόμα ζωντανός,» πρόσθεσε με χαμηλωμένη φωνή.
«Και το περιοδικό;» ρώτησε η Βασιλική. «Ποιος τόχει αναλάβει τώρα;»
«Ποιος νοιάζεται για το περιοδικό; Έτσι όπως πηγαίνουν τα πράγματα στο Βόρειο Μέτωπο, κάτι μού λέει πως, αν δε διώξουμε σύντομα τους Παντοκρατορικούς απ’τη διάστασή μας, δε θα μας ενδιαφέρουν πια τα περιοδικά.»
«Σ’αυτό,» δεν μπόρεσε παρά ν’αποκριθεί η Βασιλική, «έχεις δίκιο. Η κατάσταση είναι πιο σκούρα απ’ό,τι γράφουν οι εφημερίδες κι απ’ό,τι λέει το Φως της Απολλώνιας· πίστεψέ με.»
Στράφηκε στις δύο μαυρόδερμες γυναίκες, που στέκονταν παραδίπλα, σιωπηλά. «Με συγχωρείτε,» είπε, γιατί καταλάβαινε ότι τις είχε παραμελήσει. «Είμαι η Πριγκίπισσα Βασιλική, αδελφή του Πρίγκιπα Ανδρόνικου.»
Οι επαναστάτριες έκαναν μια σύντομη υπόκλιση. «Κόρτια,» συστήθηκε εκείνη που ήταν παχουλή και μετρίου αναστήματος. Παρά τα άσπρα της μαλλιά, δεν έμοιαζε να είναι μεγάλη σε ηλικία. «Σερφία’ταρ,» συστήθηκε η άλλη, που ήταν ψιλή, λιγνή, και είχε κοντά, πορφυρά μαλλιά.
«Δράκαινα;» τη ρώτησε η Βασιλική.
«Μάλιστα, Πριγκίπισσά μου.»
«Πού βρίσκεται ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος;» θέλησε να μάθει η Κόρτια. «Δεν είναι στην πόλη;»
«Όχι,» απάντησε ο Βασιλική· «έχει πάει στους Δασότοπους του Ωχρού Χώματος.»
«Μακριά από εδώ;»
«Καθόλου. Οι άγριες περιοχές που βρίσκονται ανατολικά μας; Αυτοί είναι οι Δασότοποι του Ωχρού Χώματος, και καταλαμβάνουν μεγάλη έκταση.»
«Θα πρέπει να πάμε εκεί, λοιπόν, εγώ κι οι επαναστάτες μου,» είπε η Κόρτια.
«Κι εγώ το ίδιο θα κάνω, αύριο,» εξήγησε η Βασιλική. «Είχα μείνει εδώ για να επιβλέπω, επειδή μαχητές από τη Νούμβρια έρχονταν ακόμα στην Άκανθο.»
«Θα μπορούσαμε, επομένως, να συνταξιδέψουμε.»
«Ασφαλώς. Εξάλλου, δε νομίζω να μπορείτε να διασχίσετε τους Δασότοπους μόνοι σας· τα μέρη είναι πολύ δύσβατα, και οι ντόπιοι μόνο γνωρίζουν τα σωστά μονοπάτια. Έτσι, πρέπει ή να έχεις έναν απ’αυτούς για οδηγό, ή να έχεις στη διάθεσή σου κάποιο όχημα ειδικό για άσχημα εδάφη. Ή, κατά προτίμηση, και τα δύο.»
«Και, στην περίπτωσή μας, τι θα ισχύει;» ρώτησε η Κόρτια.
«Θα έχουμε έναν πολύ καλό οδηγό· και το όχημά μας, επίσης, δε θα είναι μόνο για δρόμους πόλεων.»
«Καλώς,» αποκρίθηκε η Κόρτια.
«Είμαστε σύμφωνες, λοιπόν,» είπε η Βασιλική. Και πρόσθεσε: «Για την ώρα, οι στρατιώτες μου θα συνοδέψουν εσάς και τους υπόλοιπους επαναστάτες σε κάποιο μέρος για να ξεκουραστείτε απόψε.» Έκανε νόημα σ’έναν φρουρό, που στεκόταν πλάι σε μια απ’τις πόρτες του καθιστικού.
Όταν οι δύο μαυρόδερμες γυναίκες αποχώρησαν, η Πριγκίπισσα έπιασε τον Άγγελο απ’το χέρι και του είπε: «Εσένα θα σε αναλάβω προσωπικά.»
«Τρομαχτικό ακούγεται,» αποκρίθηκε εκείνος, υπομειδιώντας.
Η Βασιλική τον οδήγησε επάνω, προς το δωμάτιό της.
«Τον αδελφό μου τον είδες καθόλου;» τη ρώτησε ο Άγγελος, όταν έφτασαν.
«Δεν είναι εύκολο να τύχει να δω έναν συγκεκριμένο στρατιώτη, Άγγελε. Χιλιάδες πέρασαν από την Άκανθο, για να πάνε στους Δασότοπους του Ωχρού Χώματος.»
Ο Άγγελος έβγαλε την κάπα του και κάθισε σε μια καρέκλα. «Ελπίζω να είναι καλά. Έχω καιρό να λάβω γράμμα του. Κι έτσι όπως πηγαίνει ο πόλεμος…» Κούνησε το κεφάλι, κοιτάζοντας το πάτωμα.
Η Βασιλική στάθηκε πλάι του, ακουμπώντας το χέρι της στους ώμους του. «Μην είσαι τόσο απαισιόδοξος. Είμαι βέβαιη πως θα είναι καλά. Εξάλλου, ο Ανδρόνικος πρόσταξε ο στρατός να υποχωρήσει εγκαίρως· κι αυτό σημαίνει πως δε θα χαθούν άλλες ζωές στο Δυτικό Πέρασμα.»
«Ίσως όχι στο Δυτικό Πέρασμα, αλλά σίγουρα αλλού στο Βόρειο Μέτωπο. Και δεν είμαι βέβαιος, Βασιλική, πως ο Χρύσανθος βρισκόταν στο Δυτικό Πέρασμα… Δηλαδή, βρισκόταν εκεί, στην αρχή· μετά, όμως, με την πτώση του Φρουρίου του Σμαραγδένιου Βουνού, μπορεί να τον μετέφεραν στη Χρυσόπολη. Κι αν τον μετέφεραν σ’αυτό το μέρος….»
«Δεν το ξέρεις, όμως,» τόνισε η Βασιλική. «Αυτή είναι μια υπόθεση. Τίποτα περισσότερο.»
«…Ναι,» είπε ο Άγγελος. Αλλά δε φαινόταν τώρα λιγότερο μελαγχολικός.
*
Την επομένη, η Βασιλική σηκώθηκε με την αυγή. Και διαπίστωσε πως έκανε ΚΡΥΟ, ακόμα και με το σύστημα θέρμανσης της οικίας του Άρχοντα Ανεμόρυγχου. Η Πριγκίπισσα της Απολλώνιας ντύθηκε βαριά για το ταξίδι: φόρεσε ένα στενό, ζεστό μεσοφόρι, ψηλές υφασμάτινες κάλτσες και κοντότερες μάλλινες κάλτσες πάνω απ’αυτές, ένα δερμάτινο παντελόνι με γούνα, ένα πορφυρό πουκάμισο, μια μαύρη υφασμάτινη μπλούζα από πάνω του, μια μάλλινη λευκή μπλούζα πάνω απ’αυτήν, ψηλές πέτσινες μπότες με γούνα, μαύρα γάντια, και πράσινη κάπα. Γιατί ήξερε πως εκεί όπου θα πήγαιναν έκανε πολύ, πολύ περισσότερο κρύο απ’ό,τι στην Άκανθο.
Ο Άγγελος ντύθηκε παρόμοια, και βγήκαν απ’το σπίτι του Άρχοντα Ανεμόρυγχου, στο γκρίζο φως της αυγής. Οι επαναστάτες της Μοργκιάνης τούς περίμεναν απέξω, καθώς επίσης και μερικοί άλλοι στρατιώτες, επειδή όλοι γνώριζαν ότι η Πριγκίπισσα Βασιλική θα αναχωρούσε σήμερα και ήταν έτοιμοι να τη συνοδέψουν. Μαζί τους βρίσκονταν και ο Μιχαήλ κι η Ανταρλίδα, τους οποίους ο Ανδρόνικος είχε αφήσει εδώ, σε περίπτωση που η αδελφή του χρειαζόταν βοήθεια. Και τους οποίους τώρα η Βασιλική σύστησε στους Μοργκιανούς.
«Γνωριζόμαστε, Πριγκίπισσά μου,» είπε η Σερφία’ταρ, ανταλλάσσοντας ένα βλέμμα με την Ανταρλίδα.
Φυσικά, σκέφτηκε η Βασιλική. Η Ανταρλίδα είναι Μαύρη Δράκαινα.
«Ποιος θα είναι ο οδηγός μας;» ρώτησε η Κόρτια, που πρέπει να ήταν αρχηγός των Μοργκιανών επαναστατών, όπως ο Μιχαήλ ήταν αρχηγός των Υπερυδάτιων.
Η Βασιλική στράφηκε σ’έναν μουσάτο, καστανομάλλη άντρα, ο οποίος στεκόταν λίγο παραδίπλα. «Ο Ιερομάχος, ο οποίος είναι γιος του Άρχοντα Ανεμόρυγχου.»
Ο Ιερομάχος έκλινε το κεφάλι προς το μέρος της Κόρτια. «Χάρηκα για τη γνωριμία,» είπε.
«Παρομοίως,» αποκρίθηκε εκείνη.
«Μπορούμε να ξεκινήσουμε, λοιπόν,» είπε η Βασιλική.
Επιβιβάστηκαν σ’ένα όχημα που είχε αρκετό χώρο για όλους και κυλούσε επάνω σε οκτώ μεγάλους τροχούς. Ανά δύο τροχούς, το σώμα του έσπαγε· έτσι, ουσιαστικά, χωριζόταν σε τέσσερα μικρά οχήματα, τα οποία μπορούσαν και να αποσυνδεθούν, αν υπήρχε ανάγκη (ή μπορούσαν να προστεθούν και περισσότερα τμήματα, σαν βαγόνια). Ήταν χρήσιμο για να διασχίζει κανείς δύσκολα εδάφη, επειδή ήταν πιο ευέλικτο από ένα συνηθισμένο μεγάλο όχημα.
Ο Ιερομάχος Ανεμόρυγχος κάθισε στη θέση του οδηγού με τη Βασιλική πλάι του. Ο Άγγελος κάθισε πίσω τους, μαζί με την Ανταρλίδα (η οποία είχε προτείνει να είναι εδώ, σε περίπτωση που υπήρχε λόγος να τους προστατέψει, και η Πριγκίπισσα της Απολλώνιας δεν είχε φέρει αντίρρηση). Ο Μιχαήλ, η Κόρτια, η Σερφία’ταρ, και οι υπόλοιποι πήγαν στα άλλα τμήματα του οκτάτροχου οχήματος, που ήταν μεγαλύτερα από το πρώτο, αν και στο πρώτο βρίσκονταν όλες οι μηχανές. Στο δεύτερο τμήμα του οχήματος, όμως, ήταν που αποθηκευόταν η ενέργεια, και εκεί υπήρχε επίσης ενεργειακό κέντρο, όπου μπορούσε να καθίσει ένας μάγος για να προσφέρει επιπλέον ισχύ στο όχημα: την οποία, αναμφίβολα, χρειαζόταν, όταν διέσχιζε δύσβατες περιοχές, αφού η μοναδική του δύναμη προερχόταν από το μπροστινό του τμήμα. Η Σερφία’ταρ ανέλαβε να χρησιμοποιήσει τη Μαγγανεία Κινήσεως, λέγοντας πως η προσπάθεια που θα έπρεπε να καταβάλει δε θα ήταν μεγάλη· επρόκειτο για ένα πολύ απλά φτιαγμένο όχημα. Δεν ήταν καν μεταβαλλόμενο.
Ο Ιερομάχος τούς οδήγησε έξω από την Άκανθο και μέσα σ’ένα μονοπάτι που περνούσε ανάμεσα από τους λόφους, καμπυλώνοντας σαν το σώμα φιδιού. Ήταν στρωμένο με χιόνι, και γύρω του υπήρχαν δέντρα, ψηλότερα και χαμηλότερα, χιονισμένα κι αυτά και με κρυστάλλους να κρέμονται επάνω τους. Οι κρύσταλλοι γυάλιζαν στο πρωινό φως του ήλιου, ιριδίζοντας. Σε ορισμένα σημεία του μονοπατιού, περνούσαν ρυάκια, παγωμένα από το χειμερινό ψύχος, τα οποία το οκτάτροχο όχημα διέσχιζε χωρίς δυσκολία: οι ρόδες του έσπαγαν τον πάγο και βουτούσαν στο ρηχό νερό από κάτω. Απόμακρες φωνές πουλιών αντηχούσαν στους δασότοπους, και, κάπου-κάπου, μερικά απ’αυτά τα πουλιά φαίνονταν –από ανοίγματα στην αειθαλή βλάστηση– να πετούν στον ουρανό, χτυπώντας τις μεγάλες τους φτερούγες. Πτηνά-κυνηγοί, με παρατηρητικά βλέμματα και κοφτερά νύχια, σίγουρα για τον εαυτό τους, και πολύ, πολύ επικίνδυνα· πιθανώς, και πεινασμένα, εξαιτίας του χειμώνα.
Το όχημα δεν προχωρούσε γρήγορα επάνω στο μονοπάτι, γιατί, παρότι φτιαγμένο για να διασχίζει τέτοια δύσβατα εδάφη, η ταχύτητά του μειωνόταν πολύ από τα σκαμπανεβάσματα, τις στροφές, και τα σημεία που ήταν γεμάτα χιόνι.
Καθοδόν, συνάντησαν κάμποσους Απολλώνιους πολεμιστές. Η Βασιλική τούς είδε μισοκρυμμένους μέσα στη χιονισμένη βλάστηση, να κρατούν τα όπλα τους και να είναι παρατηρητικοί, ντυμένοι με κάπες και γάντια, και έχοντας μάλλινα μαντήλια τυλιγμένα γύρω απ’το πρόσωπό τους, για να προστατεύονται απ’το ψύχος.
Το μεσημέρι, η ζέστη δεν ήταν και πολύ δυνατότερη απ’ό,τι την αυγή· δηλαδή, εξακολουθούσε να κάνει ΚΡΥΟ. Ο Ιερομάχος σταμάτησε το όχημά τους, για να ξεκουραστεί εκείνος και η Σερφία’ταρ, και για να φάνε με την ησυχία τους.
Ο Άγγελος ρώτησε: «Πόσο μακριά είμαστε;»
«Όχι πολύ,» απάντησε ο Ιερομάχος. «Το απόγευμα, καθώς θα βραδιάζει, θα έχουμε φτάσει.»
Έφαγαν από το έτοιμο φαγητό που είχαν πάρει μαζί τους από την Άκανθο. Κανείς δε φαινόταν νάχει όρεξη για κουβέντα. Ίσως να έφταιγε η ψυχρή ατμόσφαιρα των Δασότοπων του Ωχρού Χώματος, υπέθετε η Βασιλική. Αναρωτιέμαι για πόσο καιρό θα χρειαστεί να είμαστε σε τούτα τα δάση, σκέφτηκε. Η στρατηγική του Στρατάρχη Φιλόπνοου θα έφερνε, άραγε, γρήγορα αποτελέσματα εναντίον των Παντοκρατορικών, ή αυτή η ιστορία θα τραβούσε σε μάκρος; Η Βασιλική απεχθανόταν το κρύο.
Σταμάτα να παραπονιέσαι! μάλωσε τον εαυτό της. Θέλεις να βοηθήσεις στον αγώνα κατά της Παντοκράτειρας, έτσι δεν είναι; Εσύ επέλεξες να είσαι εδώ· το έχεις μετανιώσει; Και η απάντηση ήταν πως, όχι, δεν το είχε μετανιώσει.
Οι άλλοι επαναστάτες είμαι σίγουρη πως έχουν περάσει από πολύ χειρότερες καταστάσεις. Λίγο κρύο δεν είναι τίποτα.
Αφού έφαγαν και ξεκουράστηκαν μερικές ώρες, συνέχισαν τον δρόμο τους με τον Ιερομάχο πάλι για οδηγό. Η Βασιλική προσφέρθηκε να πάρει τη θέση του στο τιμόνι, αλλά εκείνος αρνήθηκε.
«Μη σκέφτεσαι ότι είμαι Πριγκίπισσα της Απολλώνιας κι επομένως ‘δεν πρέπει’ να οδηγώ εγώ–»
«Δεν είναι αυτό, Πριγκίπισσά μου. Απλά, εγώ γνωρίζω τα μονοπάτια εδώ πέρα καλύτερα απ’όλους. Το μέρος είναι πιο επικίνδυνο απ’ό,τι φαίνεται· δε σας λέω ψέματα. Υπάρχουν σημεία όπου μπορεί κανείς να μπλέξει πολύ άσχημα.»
Η Βασιλική τον πίστευε. Οι Δασότοποι του Ωχρού Χώματος, πράγματι, έμοιαζαν να είναι ένας εξαιρετικά μπερδεμένος τόπος. Το όχημά τους δεν ακολουθούσε πλέον το μονοπάτι που είχε πάρει στην αρχή· ο Ιερομάχος είχε στρίψει κάπου και, μετά, κάπου αλλού· και, διαρκώς, ανέβαιναν σε λοφοπλαγιές και κατέβαιναν από λοφοπλαγιές, ενώ παντού γύρω τους απλωνόταν η αειθαλή βλάστηση, γεμάτη χιόνι και κρυστάλλους. Σε κάποιο σημείο, πέρασαν δίπλα από ένα βάραθρο, το οποίο ήταν τόσο βαθύ που η Βασιλική δεν μπορούσε να δει τον πυθμένα του, καθώς χανόταν στο σκοτάδι. Μια κρυστάλλινη γέφυρα δρασκέλιζε το βάραθρο, και δε φαινόταν ικανή να αντέξει ούτε το βάρος ενός σκύλου· πόσω μάλλον ενός ανθρώπου. Αναμφίβολα, θα διαλυόταν μόλις ο καιρός ζέσταινε λιγάκι. Μέχρι τότε, αν κάποιο απρόσεχτο ζώο πατούσε επάνω της, πιθανότατα θα έβρισκε άσχημο τέλος, εκτός αν επρόκειτο για αιλουροειδές.
Καθώς η ώρα περνούσε, οι σκιές πλήθαιναν. Ο ήλιος έγερνε προς τη Δύση, και το φως του έβρισκε δύσκολο εμπόδιο τη βλάστηση των δασότοπων. Τελικά, εξαφανίστηκε· και τώρα η ομάδα της Βασιλικής είχε μονάχα τους προβολείς του οχήματος για να της φωτίζουν τον δρόμο. Τους προβολείς και την αχνή, γαλάζια ακτινοβολία της Γλαυκής. Η Πριγκίπισσα αναρωτήθηκε, άθελά της, αν σε τούτους τους τόπους κατοικούσαν Σερπετά. Και κατέληξε πως, σίγουρα, θα κατοικούσαν. Ίσως, μάλιστα, να γνωρίζουν για την παρουσία μας, αλλά να μη θέλουν να φανερωθούν. Ακόμα. Συνήθως, τα άγρια Σερπετά εμφανίζονται όταν τάχεις ανάγκη. Θυμήθηκε το Σερπετό που την είχε βοηθήσει, έξω απ’την Απαστράπτουσα και μέσα στο όνειρό της, όταν αντιμετώπιζε τους ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ. Και θυμήθηκε και τα Σερπετά που είχαν έρθει για να συντρέξουν τον Αυγερινό και τη μητέρα της, όταν απομακρύνονταν απ’τη Ρακμάνη, κυνηγημένοι απ’τους πολεμιστές του Λούσιου –ή, μάλλον, του Κατακεραυνωτή.
«Βράδιασε,» είπε ο Άγγελος. «Είσαι σίγουρος πως δεν έχουμε χάσει το δρόμο μας;»
«Ναι,» απάντησε μόνο ο Ιερομάχος.
Και, μετά από μισή ώρα περίπου, διέκριναν φώτα να σκίζουν το σκοτάδι της νύχτας. Φώτα ανάμεσα από τα χιονισμένα δέντρα. Φώτα μέσα από το βαθούλωμα που σχημάτιζαν δύο λόφοι.
Η Βασιλική είδε κατασκευές από ξύλο και μέταλλο. Οικήματα. Πρόχειρα μεν, αλλά όχι κακοφτιαγμένα. Τα είχαν αναρτήσει γρήγορα, πολύ γρήγορα, όφειλε να παραδεχτεί· πράγμα μάλλον εντυπωσιακό.
Οι Απολλώνιοι στρατιώτες τούς φώναξαν να σταματήσουν, και ο Ιερομάχος σταμάτησε το όχημα. Η Βασιλική βγήκε, πατώντας στο χιόνι, και δήλωσε, φωναχτά, ποια ήταν. Δύο στρατιώτες την πλησίασαν, για να την κοιτάξουν από κοντά.
«Μαζί μου έχω μερικούς επαναστάτες από τη διάσταση της Μοργκιάνης,» εξήγησε εκείνη. «Ο αδελφός μου τους περιμένει.»
Οι στρατιώτες έγνεψαν, και άφησαν το όχημά της να περάσει στα ενδότερα του στρατοπέδου. Ο Ιερομάχος το σταμάτησε ανάμεσα στα πρόχειρα οικοδομήματα, και όλοι οι επιβάτες βγήκαν, ενώ γύρω τους είχαν συγκεντρωθεί Απολλώνιοι πολεμιστές, που κανείς τους δε χαμογελούσε. Οι όψεις τους ήταν μουντές, ανέκφραστες, λες και το ψύχος να είχε κάνει τους μύες τους να κολλήσουν και να μη μπορούν να κινηθούν.
«Πού είναι ο αδελφός μου;» ρώτησε η Βασιλική.
«Εδώ.»
Η Πριγκίπισσα στράφηκε, για να δει τον Ανδρόνικο να πλησιάζει, ντυμένος με κάπα, γάντια, και μπότες. «Το είχα υπολογίσει ότι αυτή την ώρα θα έφτανες,» της είπε ο αδελφός της. «Αλλά, για να είμαι ειλικρινής, δεν περίμενα να έχεις μαζί σου τους επαναστάτες από τη Μοργκιάνη.»
«Πρίγκιπά μου,» είπε η Κόρτια, κάνοντας μια σύντομη υπόκλιση, «ερχόμαστε για να βοηθήσουμε, όπως μας ζητήσατε.»
«Εκτιμώ την αφοσίωσή σας σ’εμένα και την Επανάσταση,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. Και ρώτησε: «Πώς ήταν ο Πρόμαχος Οδυσσέας, όταν τον είδατε;»
«Δεν τον είδαμε εμείς,» εξήγησε η Κόρτια. «Μας ενημέρωσαν, όμως, ότι πέρασε από τη Μοργκιάνη και ότι, έπειτα, σκόπευε να έρθει εδώ.»
Ο Ανδρόνικος ένευσε. «Ωραία. Γιατί κι αυτόν νομίζω πως τον χρειάζομαι όσο ποτέ.
»Ελάτε μαζί μου,» τους είπε, κάνοντάς τους νόημα με το γαντοφορεμένο του χέρι, «να πιείτε κάτι ζεστό και να συνέλθετε.»
Η Βασιλική, ο Άγγελος, ο Ιερομάχος, ο Μιχαήλ, η Ανταρλίδα, και οι επαναστάτες από τη Μοργκιάνη τον ακολούθησαν στο εσωτερικό ενός οικήματος και σε μια ξύλινη αίθουσα που θερμαινόταν από ένα μεγάλο τζάκι. Η Βασιλική υπέθετε ότι δεν πρέπει να είχαν ακόμα προλάβει να θέσουν σε λειτουργία κάποιο ενεργειακό σύστημα θέρμανσης· ή ίσως να μην ήθελαν να σπαταλήσουν την ενέργεια, παρά να την κρατήσουν για τον πόλεμο.
Μέσα στην αίθουσα ήταν ο Φαρνέλιος, η Άνμα’ταρ, και ο Αυγερινός, οι οποίοι –με την εξαίρεση της χρυσόδερμης μάγισσας– σηκώθηκαν απ’τις θέσεις τους για να τους καλωσορίσουν. Ο Ανδρόνικος ζήτησε από έναν στρατιώτη να φέρει σε όλους κούπες με ζεστό καφέ.
«Πώς είναι τα πράγματα, λοιπόν, στην Άκανθο;» ρώτησε ο Πρίγκιπας, όταν κάθισαν, έχοντας τον καφέ κοντά τους.
«Τίποτα το ιδιαίτερο,» αποκρίθηκε η Βασιλική, πίνοντας μια μικρή γουλιά. «Τίποτα το απρόοπτο. Τα πάντα πηγαίνουν ακριβώς όπως τα είχες σχεδιάσει.»
«Οι Παντοκρατορικοί στο Δυτικό Πέρασμα τι κάνουν, Υψηλότατε;» ρώτησε ο Άγγελος, παρεμβαίνοντας. «Έχετε κάποια πληροφόρηση;»
Ο Ανδρόνικος έστρεψε το βλέμμα του στον Άγγελο. «Οι Παντοκρατορικοί έχουν μπει στη Νούμβρια, όπως ήταν αναμενόμενο, αλλά δεν έχουν προχωρήσει. Μάλλον, υποπτεύονται παγίδα, γιατί, αναμφίβολα, η υποχώρησή μας θα τους φάνηκε παράξενη.
»Εσύ, όμως, Άγγελε, τι κάνεις εδώ; Δε θυμάμαι να ήσουν μαζί μας, στη Σερίβια;»
Ο Άγγελος τού εξήγησε ότι είχε έρθει από την Απαστράπτουσα μαζί με τους επαναστάτες από τη Μοργκιάνη, για να πολεμήσει. «Και για να βρω τον αδελφό μου.»
«Τον αδελφό σου; Πώς ονομάζεται;» ρώτησε ο Ανδρόνικος.
«Χρύσανθος, Υψηλότατε. Χρύσανθος Επίκυκλος. Γνωρίζετε αν είναι εδώ; Αν είναι ζωντανός;»
«Θα μπορούσα να μάθω,» είπε ο Ανδρόνικος. «Και θα το κάνω,» υποσχέθηκε, πίνοντας μια γουλιά καφέ.
«Θα είμαι ευγνώμων.»
«Μην είσαι ανόητος. Εγώ θα έπρεπε να είμαι ευγνώμων σε σένα, που βρίσκεσαι εδώ για να μοιράζεσαι λίγη από τη λογική σου με την αδελφή μου.»
Η Βασιλική τον αγριοκοίταξε, κοκκινίζοντας, καθώς είδε πως ορισμένοι απ’τους παρευρισκόμενους χαμογελούσαν.
«Αυτό,» της είπε ο Ανδρόνικος, «ήταν μόνο ένα αστείο.»
Κακόγουστο, όμως! σκέφτηκε η Βασιλική· αλλά προτίμησε να μη μιλήσει, γιατί θα τον έβριζε!
Στο κέντρο του δωματίου βρισκόταν ένα τραπέζι, και πάνω στο τραπέζι ένας χάρτης των Δασότοπων του Ωχρού Χώματος, όπου ορισμένες θέσεις ήταν σημειωμένες με χρωματιστούς ξύλινους δίσκους.
Ο Στρατάρχης Κλείτος Φιλόπνοος πήρε έναν ακόμα δίσκο από την τσέπη του –έναν απ’τους μικρότερους– και τον απόθεσε σ’ένα συγκεκριμένο σημείο του χάρτη. «Ο αναμεταδότης τοποθετήθηκε, Πρίγκιπά μου. Πριν από λίγη ώρα το πληροφορήθηκα.»
Ο Ανδρόνικος ένευσε, ευχαριστημένα, καθώς κοίταζε τον χάρτη. «Ωραία, Κλείτε. Ωραία.» Τα πάντα βρίσκονταν σχεδόν στη θέση τους, απ’ό,τι μπορούσε να δει. Σκόπευε να απλώσει τις δυνάμεις του σε όλη τη βόρεια, ανατολική, και δυτική μεριά των Δασότοπων, καλύπτοντας παραπάνω από τη μισή περιφέρειά τους, ώστε οι Απολλώνιοι να έχουν τη δυνατότητα να χτυπούν τους Παντοκρατορικούς κι έπειτα να αποτραβιούνται στο δασώδες εσωτερικό. Για να πραγματοποιηθεί το σχέδιό του, όμως, έπρεπε να υπάρχει γρήγορη και αποτελεσματική επικοινωνία· και οι δύσβατοι δασότοποι δε βοηθούσαν σ’αυτό: δυσκόλευαν το πέρασμα των οχημάτων, κι ακόμα και τα ελικόπτερα είχαν πρόβλημα στην προσγείωση. Επομένως, ο Κλείτος είχε προτείνει να τοποθετηθούν αναμεταδότες και πομποί σε διάφορα σημεία, ώστε οι εντολές να μεταφέρονται, χωρίς πρόβλημα, σε μεγάλες αποστάσεις. Ο Ανδρόνικος είχε συμφωνήσει, κι έτσι τώρα βρίσκονταν στη διαδικασία τού να τοποθετούν τις κατάλληλες συσκευές στα κατάλληλα σημεία.
«Μας απομένουν πολλοί ακόμα;» ρώτησε ο Πρίγκιπας, καθώς βημάτιζε γύρω απ’το τραπέζι.
«Σίγουρα, δεν έχουμε τελειώσει,» αποκρίθηκε ο Στρατάρχης. «Οι αναμεταδότες μπορούν να μεταφέρουν σήματα σε μια τέτοια απόσταση.» Έδειξε το νήμα που ένωνε δύο απ’αυτούς. «Συνεπώς, όπως θα μπορείτε να δείτε, χρειαζόμαστε ακόμα έναν εδώ, έναν εδώ, έναν εδώ, κι έναν εδώ.» Καθώς μιλούσε, έδειχνε τα σημεία. «Και η επικοινωνία μας, τότε, θα είναι τέλεια. Ή όσο τέλεια μπορεί να είναι. Το πρόβλημα, όμως, που υφίσταται, γενικά, έχει να κάνει με το έδαφος. Οι αναμεταδότες δεν είναι τόσο εύκολο να τοποθετηθούν στην πραγματικότητα όσο επάνω στον χάρτη. Μερικά μέρη των Δασότοπων είναι, πολύ απλά, μη-προσβάσιμα, ή τρομερά δύσβατα και δύσκολο να φτάσουμε σ’αυτά.»
«Ναι,» είπε ο Ανδρόνικος, «το καταλαβαίνω. Ωστόσο, αν κρίνω από τον χάρτη, έχει, μέχρι στιγμής, γίνει εξαιρετική δουλειά μέσα σε λίγο χρόνο.»
«Σ’αυτό οφείλω να συμφωνήσω, Πρίγκιπά μου. Οι πολεμιστές μας έχουν επιδείξει μεγάλο ζήλο.»
«Πράγμα το οποίο είναι καλό, γιατί, σίγουρα, θα χρειαστούμε όλο τους το ζήλο, για να διώξουμε τους Παντοκρατορικούς.»
Ο Αυγερινός, που ήταν σιωπηλός ώς τώρα (όπως και ο Φαρνέλιος, η Άνμα’ταρ, και η Βασιλική, που επίσης βρίσκονταν στο δωμάτιο), ρώτησε: «Από τη Χρυσόπολη και την Ταλκασία έχουμε καμία πληροφόρηση;»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Στρατάρχης Φιλόπνοος. «Και, για να είμαι ειλικρινής, μόλις ήθελα να αναφερθώ στο θέμα. Οι στρατιώτες που έχουμε τοποθετήσει στη βορειοανατολική μεριά του σχηματισμού μας» –έδειξε τη βορειοανατολική μεριά της περιφέρειας των Δασότοπων του Ωχρού Χώματος, η οποία βρισκόταν ανάμεσα στη Χρυσόπολη και στην Ταλκασία– «μου ανέφεραν, πριν από καμια ώρα,» (Την αυγή, δηλαδή, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος, κοιτάζοντας το ρολόι στον τοίχο) «ότι έχουν εντοπίσει στρατεύματα να φεύγουν από τη Χρυσόπολη και να κατευθύνονται στην Ταλκασία· και, μάλιστα, προχτές, λίγο πριν ξημερώσει, πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη σύγκρουση στη δεύτερη.»
Ο Ανδρόνικος σταμάτησε να βηματίζει, νιώθοντας τα πόδια του μουδιασμένα. «Και τ’αποτελέσματα;» Ο Λούσιος βρισκόταν εκεί, έχοντας τον Κατακεραυνωτή μέσα του. Και ο Ιερώνυμος, όταν είχε πάει σ’αυτή την πόλη, δεν είχε επιστρέψει.
«Μεγάλες ζημιές, σύμφωνα με τις πληροφορίες μου, Πρίγκιπά μου· διότι, καθώς στρατεύματα ξηράς συγκρούονταν βόρεια της Ταλκασίας, Παντοκρατορικά αεροσκάφη ήρθαν από την Ανατολή –από το Ταλκάσιο Πέρασμα, κατά πάσα πιθανότητα– και βομβάρδισαν την πόλη. Οι εκρήξεις φαίνονταν από μεγάλη απόσταση, και αντηχούσαν για δεκάδες χιλιόμετρα μακριά.»
«Και ο αδελφός μου;»
«Για τον αδελφό σας, Πρίγκιπά μου, δεν έχω καμία πληροφόρηση. Ωστόσο, αν ήταν νεκρός, θα το είχαμε μάθει, πιστεύω.»
Η Βασιλική ρώτησε: «Οι Παντοκρατορικοί διώχτηκαν;»
Ο Φιλόπνοος κατένευσε. «Αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν… Βασικά, σύμφωνα με τα λεγόμενα των κατασκόπων μου, κάτι περίεργο συνέβη. Τουλάχιστον, εγώ θα το χαρακτήριζα περίεργο, αλλά θα αφήσω κι εσάς να κρίνετε.» Καθάρισε το λαιμό του. «Οι Παντοκρατορικοί είχαν στρατοπεδεύσει λίγο παραέξω από την Ταλκασία, στα βορειοδυτικά της. Πρέπει να αριθμούσαν γύρω στους δέκα χιλιάδες. Εκτός από μικροσυγκρούσεις μέχρι να φτάσουν εκεί, τίποτε άλλο δεν είχε συμβεί. Και, απρόσμενα, μέσα στη νύχτα, αναταραχή φάνηκε από το στρατόπεδο. Εκρήξεις.»
«Στο εσωτερικό του στρατοπέδου;» απόρησε ο Ανδρόνικος.
«Μάλιστα, Πρίγκιπά μου.»
«Δολιοφθορά;»
«Δεν ξέρω. Οι κατάσκοποί μου μου ανέφεραν ότι πρέπει κάποιοι να μάχονταν εκεί μέσα. Και, αργότερα, γύρω στις πέντε το πρωί, οι Παντοκρατορικοί αποφάσισαν να υποχωρήσουν. Οι δέκα χιλιάδες στρατοπεδευμένοι μαχητές διέλυσαν το στρατόπεδό τους κι άρχισαν να κατευθύνονται βορειοδυτικά. Οπότε, οι Απολλώνιες δυνάμεις της Ταλκασίας έκαναν μαζική έξοδο από την πόλη και τους καταδίωξαν. Το μακελειό που έγινε ήταν άνευ προηγουμένου. Αλλά, καθώς αυτοί μάχονταν, είχαν αφήσει την Ταλκασία σχεδόν απροστάτευτη, έτσι ήρθαν τα αεροσκάφη και τη ρήμαξαν. Τότε, φυσικά, τα στρατεύματά μας επέστρεψαν στην πόλη, για να την υπερασπιστούν, αλλά –σύμφωνα, και πάλι, με τις πληροφορίες των κατασκόπων μου– επέδειξαν μια κάποια… δυσκολία προσανατολισμού.»
«Τι εννοείς;»
«Σαν οι στρατιώτες μας να είχαν χάσει την καλή τους οργάνωση. Σαν να μην ήθελαν να επιστρέψουν στην πόλη, αλλά να συνεχίσουν να καταδιώκουν τον εχθρό.»
«Ο Κατακεραυνωτής,» είπε ο Αυγερινός, κι όλοι στράφηκαν να τον κοιτάξουν.
«Τι έκανε ο Κατακεραυνωτής;» ρώτησε η Βασιλική.
«Η επιρροή του Κατακεραυνωτή είναι που τους κάνει τόσο επιθετικούς,» εξήγησε ο Αυγερινός.
«Μα,» είπε η Βασιλική, «πόλεμο έχουμε. Δε θα έπρεπε να είναι επιθετικοί;»
«Όχι εις βάρος της οργάνωσής τους, Πριγκίπισσά μου,» τόνισε ο Κλείτος Φιλόπνοος. «Δεν κερδίζεις έναν πόλεμο μόνο με την επιθετικότητα.» Στράφηκε στον Αυγερινό. «Θέλεις να πεις ότι αυτό το πνεύμα –αυτός ο Κατακεραυνωτής– ήταν που προκάλεσε τούτη την… ασυνήθιστη κατάσταση;»
«Ναι. Ο Κατακεραυνωτής επηρεάζει το μυαλό όλων όσων βρίσκονται κοντά του. Και δεν εννοώ μόνο στο ίδιο δωμάτιο μ’αυτόν· εννοώ στην ίδια περιοχή μ’αυτόν, στην ίδια πόλη. Τους κάνει επιθετικότερους. Φέρνει κακές σκέψεις και κακές μνήμες στο νου τους. Την αισθάνθηκα την επιρροή του, όταν ήμουν στη Ρακμάνη· και την αισθάνθηκε κι η Βασίλισσα, καθώς κι ο Θελλέδης και οι άλλοι επαναστάτες που ήταν μαζί μας. Οι πολεμιστές που βρίσκονται στο στρατό του Λούσιου θα είναι, αναμφίβολα, πιο επιθετικοί από άλλους, Στρατάρχη. Κι επίσης…» Φάνηκε σκεπτικός για μια στιγμή. «Νομίζω πως ο Κατακεραυνωτής είναι που ευθύνεται και για την αναστάτωση στο στρατόπεδο των Παντοκρατορικών.»
«Με τι τρόπο;»
«Η επιρροή του τους έβαλε να αλληλοσκοτωθούν,» εξήγησε ο Αυγερινός. «Ωστόσο, κάτι με παραξενεύει… Ο Κατακεραυνωτής κάνει, μεν, τους ανθρώπους πιο επιθετικούς, αλλά δεν τους δίνει, απαραίτητα, και λόγο για να σκοτώσουν ο ένας τον άλλο. Ο λόγος πρέπει ήδη να υφίσταται. Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω; Η επιρροή του Κατακεραυνωτή δεν κάνει τους ανθρώπους παράλογους, μονάχα πολύ, πολύ θυμωμένους.»
Ο Ανδρόνικος δεν ρωτούσε πώς τα ήξερε όλα τούτα ο Αυγερινός, γιατί κάτι τού έλεγε πως ούτε ο ίδιος ο Βασιλικός Φρουρός δε θα μπορούσε ακριβώς να απαντήσει. Από τότε που η δύναμη του Απόλλωνα είχε γλιστρήσει μέσα του, επιδείκνυε απίστευτες γνώσεις, ικανότητες, και δυνάμεις. Ήταν, πραγματικά, ένας θεϊκός απόστολος.
«Και τι σημαίνει τούτο, Αυγερινέ;» ρώτησε ο Φαρνέλιος, βγάζοντας την αναμμένη πίπα απ’το στόμα του. «Πιστεύεις ότι χρειαζόταν και… κάτι παραπάνω για να αλληλοσκοτωθούν οι Παντοκρατορικοί;»
«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνος. «Αν μιλάμε για δέκα χιλιάδες στρατιώτες… δέκα χιλιάδες ανθρώπινα μυαλά… δε μπορεί όλοι αυτοί να είχαν τόσο μεγάλο μίσος ο ένας για τον άλλο. Δε μου μοιάζει πιθανό. Η επιρροή του Κατακεραυνωτή, σίγουρα, ενίσχυσε το θυμό και την επιθετικότητά τους, μα κάποιος άλλος τούς τροφοδότησε με την αφορμή…»
Τα φρύδια του Φαρνέλιου έσμιξαν. «Κάποιος άλλος;»
Το βλέμμα του Βασιλικού Φρουρού συνάντησε το βλέμμα του χρυσόδερμου γιατρού.
«Κάποιος άλλος από τους Οκτώ;» διευκρίνισε ο Φαρνέλιος.
Ο Αυγερινός σηκώθηκε απ’την καρέκλα του. «Δεν γνωρίζω.» Βημάτισε μέσα στο δωμάτιο. Στάθηκε μπροστά σ’ένα παράθυρο. Η όψη του ήταν προβληματισμένη.
«Το υποπτεύεσαι, όμως!» είπε έντονα ο Φαρνέλιος, δείχνοντας την πλάτη του Βασιλικού Φρουρού με το χέρι του που κρατούσε την πίπα.
Ω θεοί… σκέφτηκε ο Ανδρόνικος. Ω Απόλλωνα, βοήθησέ μας! Άλλος ένας από τους Οκτώ απελευθερωμένος; Ένα ρίγος τον διαπέρασε, πατόκορφα.
«Δεν είμαι βέβαιος, κύριε Φαρνέλιε,» αποκρίθηκε, σταθερά, ο Αυγερινός, δίχως να στραφεί να τον αντικρίσει. «Θα επιθυμούσα, όμως, να το ερευνήσω.» Και τώρα, στράφηκε. Για να κοιτάξει τον Ανδρόνικο.
«Προτείνεις να πας στην Ταλκασία, Αυγερινέ;» είπε εκείνος.
«Με την άδειά σας, Πρίγκιπά μου.»
Ο Ανδρόνικος ανοιγόκλεισε τη γροθιά του, νευρικά. Αναποφάσιστα. Ο Αυγερινός ήταν από τους πιο έμπιστους μαχητές του. Να τον έστελνε πάλι σε τόσο μεγάλο κίνδυνο; Ο Απόλλωνας τον προστατεύει. Κι αν θέλει να πάει, μάλλον έχει καλό λόγο. Ο Ανδρόνικος αναστέναξε, σιγανά. «Εντάξει,» αποκρίθηκε, «αν είσαι σίγουρος πως έτσι πρέπει να γίνει. Δε θα πας, όμως, μόνος· θα πάρεις και κάποιους από τους επαναστάτες μαζί σου. Και… θα πρότεινα να μην μπεις στην ίδια την πόλη της Ταλκασίας, Αυγερινέ.»
«Δεν το σκόπευα, Πρίγκιπά μου. Όχι αν δεν αποδειχτεί απαραίτητο.»
«Ποιους θα ήθελες να έχεις μαζί σου;» ρώτησε ο Ανδρόνικος.
«Δεν έχω κάποια ιδιαίτερη προτίμηση.»
«Μια Μαύρη Δράκαινα;»
Ο Αυγερινός ανασήκωσε τους ώμους.
«Την Ανταρλίδα;» είπε η Βασιλική.
«Δεν έχουμε άλλη Μαύρη Δράκαινα στο στρατόπεδό μας,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. Και προς τον Αυγερινό: «Η Ανταρλίδα θα έρθει μαζί σου, καθώς κι άλλοι δύο επαναστάτες. Όποιοι επιθυμούν.»
*
«Τι νέα έχουμε, Στρατηγέ;» ρώτησε ο Λούσιος, μπαίνοντας στην αίθουσα στρατηγικού σχεδιασμού του Κ.Ε.Α.Δ. της Ταλκασίας.
Η Στρατηγός Ιπποθόη και οι άλλοι τρεις αξιωματικοί που βρίσκονταν στο δωμάτιο σηκώθηκαν απ’τις θέσεις τους, αντικρίζοντάς τον.
«Οι Παντοκρατορικοί εξακολουθούν να παραμένουν ακίνητοι, Μεγαλειότατε,» ανέφερε η Ιπποθόη. «Και δεν τους ήρθαν άλλες ενισχύσεις πέραν απ’αυτές που είχαν έρθει χτες το πρωί. Συνεχίζουν να αριθμούν κάτι παραπάνω από δεκαπέντε χιλιάδες.»
«Τι περιμένουν;»
«Υποθέτω ότι διστάζουν να πλησιάσουν, γιατί υποπτεύονται παγίδα,» είπε η Ιπποθόη.
Το κατάλαβαν, σκέφτηκε ο Λούσιος. Κατάλαβαν ότι, κάπως, επηρέασα τα μυαλά των πρώτων δέκα χιλιάδων που έστειλαν, και δε θέλουν να επαναλάβουν το ίδιο λάθος. Τι πιστεύουν, όμως, πως θα κερδίσουν με την αναμονή; Μήπως εκείνοι μού έχουν στήσει παγίδα;
«Δεν έχω καμια άλλη πληροφορία, Μεγαλειότατε,» συνέχισε η Ιπποθόη, βλέποντάς τον σκεπτικό. «Πώς θα προτείνατε να κινηθούμε;»
«Πώς θα πρότεινες εσύ να κινηθούμε, Στρατηγέ;»
«Στην προηγούμενή μας σύγκρουση με τους Παντοκρατορικούς, είχαμε πολλές απώλειες, Μεγαλειότατε. Παρότι κατακερματίσαμε το στράτευμά τους, χάσαμε κι εμείς αρκετούς μαχητές και άρματα, καθώς η έφοδός μας ήταν, ομολογουμένως… εεε, βίαιη και γρήγορη, χωρίς να επικεντρωνόμαστε καθόλου στην άμυνα.»
Απερίσκεπτη, ήθελες να πεις, Στρατηγέ. Απερίσκεπτη, σκέφτηκε ο Λούσιος. Η νίκη, όμως, ήρθε, δεν ήρθε; Ο Δάσκαλος μάς οδήγησε στο θρίαμβο!
«Επίσης,» συνέχισε η Ιπποθόη, «η αεροπορική επίθεση κατά της Ταλκασίας άφησε την πόλη άσχημα τραυματισμένη.» (Ναι, η αεροπορική επίθεση. Μονάχα αν δεν είχε γίνει η καταραμένη αεροπορική επίθεση…) «Πολλοί αμυντικοί οπλισμοί έχουν καταστραφεί, και είναι αδύνατον να επισκευαστούν, ενώ άλλοι έχουν πάθει σοβαρότατες ζημιές. Για να μην αναφερθώ, βέβαια, στην κατάσταση των οικοδομημάτων… Λαμβάνοντας υπόψη, επομένως, όλα τα προαναφερθέντα, θα έλεγα πως το καλύτερο που μπορούμε, επί του παρόντος, να κάνουμε είναι να πολεμήσουμε αμυντικά, Μεγαλειότατε. Να επικεντρωθούμε στην άμυνα της Ταλκασίας, τουλάχιστον μέχρι να ανακτήσουμε τις δυνάμεις μας: να γίνουν κάποιες επισκευές και, ίσως, να έρθουν ενισχύσεις από τις πόλεις στα ενδότερα του βασιλείου.»
Μικρή η πιθανότητα να συμβεί αυτό. Ή, ακόμα κι αν έρχονταν ενισχύσεις, σίγουρα δε θα ήταν τίποτα το αξιοσημείωτο. Η Απολλώνια είχε όλες της τις δυνάμεις στο Βόρειο και στο Νότιο Μέτωπο, τον τελευταίο καιρό. Δεν της απέμεναν και πολλά να δώσει. Εκτός αν αρχίσουμε να επιστρατεύουμε αμάχους. Πολίτες που δεν ξέρουν πώς να πολεμάνε, οι οποίοι θα σκοτωθούν στην πρώτη σύγκρουση. Όσο για άρματα μάχης, φυσικά, ούτε συζήτηση. Όλα βρίσκονταν εδώ, στο Μέτωπο. Και τα υπόλοιπα Απολλώνια οχήματα, που δεν ήταν ειδικά κατασκευασμένα για πόλεμο, δεν είχαν ελπίδες ενάντια στα άρματα της Παντοκράτειρας.
«Δεν ξέρω αν συμφωνείτε, Μεγαλειότατε,» τελείωσε η Ιπποθόη, «αλλά αυτή είναι η πρότασή μου.»
«Καλώς,» είπε ο Λούσιος. «Για την ώρα, θα ενεργήσουμε όπως προτείνεις, Στρατηγέ. Μη νομίζεις, όμως, πως ο αγώνας μας είναι χαμένος. Μας συντρέχουν δυνάμεις που δεν μπορείς να φανταστείς.» Και, με τούτα τα λόγια, στράφηκε και βγήκε απ’το δωμάτιο.
Διέσχισε το εσωτερικό του σφυροκοπημένου Κ.Ε.Α.Δ. και πήγε στα δωμάτια της Κορνηλίας. Η εξώπορτα δεν ήταν κλειδωμένη, έτσι την άνοιξε και μπήκε.
Μέσα, η ξαδέλφη του έπαιρνε πρωινό με τον σύζυγό της. Ήταν κι οι δυο τους ντυμένοι βαριά, γιατί το σύστημα θέρμανσης των πολυκατοικιών του Κ.Ε.Α.Δ. είχε καταστραφεί από την αεροπορική επίθεση και δεν είχε ακόμα επισκευαστεί· υπήρχαν πιο σημαντικές ζημιές που έπρεπε να επισκευαστούν πρώτα.
Η Κορνηλία έριξε στον Λούσιο ένα ενοχλημένο βλέμμα, σκεπτόμενη: Γιατί ποτέ δε χτυπά; Μπορεί εγώ να είμαι η Υφάντρα κι εκείνος ο Κατακεραυνωτής, αλλά ετούτα εξακολουθούν να είναι τα δικά μου δωμάτια και να είμαι εδώ μαζί με τον άντρα μου, για όνομα του Δασκάλου!
«Καλή όρεξη,» είπε ο Λούσιος.
«Ευχαριστούμε,» αποκρίθηκε ο Ταχύβιος, πίνοντας μια γουλιά απ’τον ζεστό του καφέ.
«Έχουμε ξεπαγιάσει του θανατά,» παραπονέθηκε η Κορνηλία, και φύσηξε μέσα στις χούφτες της.
Ο Λούσιος πήρε μια καρέκλα, την έφερε κοντά στο τραπέζι, και κάθισε. «Οι Παντοκρατορικοί εξακολουθούν να παραμένουν στη θέση τους. Δε φαίνονται πρόθυμοι να προχωρήσουν, και είμαι βέβαιος πως μας έχουν καταλάβει.»
«Τι εννοείς, ‘μας έχουν καταλάβει’;» ρώτησε η Κορνηλία.
«Έχουν καταλάβει ότι παίξαμε με τα μυαλά των δέκα χιλιάδων στρατιωτών τους.»
«Δε μπορεί, όμως, να γνωρίζουν τι ακριβώς συνέβη, έτσι δεν είναι;»
Ο Λούσιος συνοφρυώθηκε. «Κι εγώ δεν το πιστεύω, Κορνηλία. Ωστόσο, γνωρίζουν ότι τους έγινε νοητική επίθεση.»
«Και λοιπόν; Πώς μπορούν να μας σταματήσουν; Δεν έχουν μαζί τους δυνάμεις παρόμοιες με του Δασκάλου.»
«Έτσι υποθέτουμε…»
«Θεωρείς πως μπορεί να έχουν;»
«Με την Παντοκράτειρα, θα σε εξέπληττε κάτι τέτοιο; Σκέψου μόνο πόσες διαστάσεις βρίσκονται υπό τον έλεγχό της. Και σκέψου ότι μπορεί να αντλήσει ό,τι επιθυμεί –από όλες τους.»
«Σχεδόν ό,τι επιθυμεί,» τόνισε η Κορνηλία. «Η Επανάσταση του αδελφού σου της έχει προκαλέσει προβλήματα.»
«Και πάλι… Δεν καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;»
Η Κορνηλία κατένευσε. Καταλαβαίνω και παρακαταλαβαίνω, σκέφτηκε. Δεν μπορώ να πιστέψω, όμως, ότι οι Παντοκρατορικοί έχουν κάποιον τρόπο για να αποκρούσουν την επίθεσή μας. Έφερε στο νου της παλιές μνήμες, πανάρχαιες μνήμες, από τον καιρό που είχε ξαναζήσει. Προσπάθησε να βρει απάντηση. Ποιοι μπορούσαν να αποκρούσουν τις δυνάμεις της; Ο Απόλλωνας και οι Υπέρμαχοί του. Οι Παντοκράτειρα, όμως, δεν είχε τέτοιους στη δούλεψή της. Όλοι οι Απολλώνιοι ήταν εναντίον της.
«Τι πιστεύεις ότι πρέπει να κάνουμε, Κορνηλία;» είπε ο Λούσιος.
«Γιατί ρωτάς;»
«Κάνω στατιστική.»
Η Κορνηλία τον αγριοκοίταξε.
«Εσύ γιατί λες να ρωτάω; Ψάχνω να βρω μια λύση στο πρόβλημά μας.»
«Το οποίο είναι…;»
«Το γεγονός ότι οι Παντοκρατορικοί περιμένουν και δεν κινούνται.»
«Έχεις σκεφτεί ότι αυτό ίσως να μην είναι πρόβλημα; Μπορεί απλά να φοβούνται να ζυγώσουν περισσότερο, εφόσον δεν ξέρουν τι ακριβώς έχουν να αντιμετωπίσουν.»
«Ακόμα και σ’αυτή την περίπτωση, όμως, θα έχουν κάποιο σχέδιο. Η Παντοκράτειρα διαθέτει τους καλύτερους στρατηγούς του σύμπαντος, Κορνηλία· δεν είναι ανόητη. Εγώ πιστεύω ότι, ίσως, προσπαθούν να μας παγιδέψουν.»
«Να μας παγιδέψουν; Πώς;»
«Προσελκύοντάς μας σ’αυτούς. Αναγκάζοντας εμάς να τους πλησιάσουμε.»
«Τι νόημα θα είχε κάτι τέτοιο, Λούσιε; Εκείνοι είναι οι εισβολείς· εκείνοι πρέπει να προχωρήσουν. Εμείς δεν είμαστε υποχρεωμένοι να πάμε πουθενά.»
«Και τι θα κάνουμε; Θα καθόμαστε εδώ, ώσπου η Παντοκράτειρα να συγκεντρώσει εκατό χιλιάδες πολεμιστές έξω απ’την πόρτα μας; Οι διοικητές του στρατού της το ξέρουν πως τώρα είναι η ευκαιρία μας να τους χτυπήσουμε. Τώρα που είναι λιγότεροι. Και είναι λογικό, δεν είναι;»
«Ναι,» παραδέχτηκε η Κορνηλία, «ακούγεται λογικό.»
«Επιπλέον, δεν υπάρχει λόγος να μην επιχειρήσουμε πάλι να πλησιάσουμε το στρατόπεδό τους και να επηρεάσουμε τα μυαλά τους. Κανένας φανερός λόγος, τουλάχιστον. Έτσι δεν είναι;»
«Ναι, έτσι φαίνεται να είναι. Δε νομίζω ότι έχουν τρόπο να σταματήσουν τη νοητική μας επίθεση.»
«Αυτό, όμως, θα το ξέρουν κι εκείνοι.»
«Ότι δεν έχουν τρόπο να μας σταματήσουν;»
«Ότι νομίζουμε πως δεν έχουν τρόπο.»
«Δε μπορείς να το γνωρίζεις αυτό,» είπε η Κορνηλία.
«Μπορώ να το υποθέσω, όμως. Όπως δείχνει το πράγμα, έχουν αντιληφτεί ότι, κάπως, επηρεάσαμε τα μυαλά των στρατιωτών τους. Επομένως, εκείνο που αμέσως θα έκαναν θα ήταν να βάλουν τους μάγους τους να ερευνήσουν το θέμα. Αυτό δε θα έκανες κι εσύ;»
Η Κορνηλία κατένευσε, παρακολουθώντας τον.
«Οι μάγοι, αναμφίβολα, δε θα βρήκαν τίποτα που να μπορούν να κατανοήσουν,» συνέχισε ο Λούσιος. «Τουλάχιστον, έτσι πιστεύω, γιατί δε νομίζω πως είναι σε θέση να αντιληφτούν τις δυνάμεις του Δασκάλου· ούτε μπορούν να γνωρίζουν από πού ακριβώς προέρχονται. Θα είπαν, λοιπόν, στους διοικητές τους ότι πρόκειται για κάποια άγνωστη, μυστηριώδη δύναμη. Και οι διοικητές τους θα σκέφτηκαν ότι κι εμείς το ξέρουμε αυτό: ότι οι μάγοι, δηλαδή, θα έφταναν σ’ένα τέτοιο συμπέρασμα.»
«Και λοιπόν; Δεν καταλαβαίνω πού θες να καταλήξεις, Λούσιε.»
«Οι Παντοκρατορικοί θα πιστεύουν πως νομίζουμε ότι δεν μπορούν με τίποτα να μας σταματήσουν. Και θα σκοπεύουν αυτό να το χρησιμοποιήσουν εναντίον μας, για να μας παγιδέψουν.»
«Μάλιστα,» είπε η Κορνηλία. «Αλλά, αν πράγματι δεν μπορούν να μας σταματήσουν, τότε πώς μπορούν να μας παγιδέψουν, θες να μου πεις;»
«Αν είχα τη δυνατότητα να σ’το απαντήσω εύκολα αυτό, η παγίδα τους δε θα είχε νόημα,» αποκρίθηκε ο Λούσιος, σταυρώνοντας τα χέρια του εμπρός του κι ακουμπώντας την πλάτη του στην καρέκλα.
«Υπάρχει, βέβαια, και η πιθανότητα να κάνεις λάθος…»
«Ναι, αλλά θες να το ριψοκινδυνέψεις;»
Ο Κορνηλία άναψε τσιγάρο. «Προτείνεις, δηλαδή, να μην επιχειρήσουμε να τους επηρεάσουμε ξανά; Μα, αν ακολουθήσουμε την πρότασή σου, Λούσιε, θα χάσουμε τον πόλεμο. Η μοναδική δύναμή μας είναι η δύναμη του Δασκάλου.»
«Το ξέρω.»
«Επομένως, τι θα γίνει;»
«Δεν προτείνω να μην τους χτυπήσουμε,» εξήγησε ο Λούσιος. «Προτείνω να είμαστε έτοιμοι για την παγίδα τους –ό,τι κι αν είναι.»
Αφήνοντας τον Αιθέρα και περνώντας στους ουρανούς της Απολλώνιας, δεν ήξεραν σε τι κατάσταση ήταν η διάσταση. Την τελευταία φορά που ο Οδυσσέας βρισκόταν εδώ, το μόνο που γνώριζε ήταν πως ο Λούσιος είχε, πιθανώς, σφετεριστεί την εξουσία του αδελφού του και είχε προσπαθήσει να τον δολοφονήσει. Επομένως, ο Πρόμαχος δεν μπορούσε τώρα να είναι καθόλου βέβαιος ότι ο Βασιλικός Αερολιμένας ήταν ασφαλής για να προσγειωθούν. Εξάλλου, όταν, την προηγούμενη φορά, είχε φύγει από εκεί, μαζί με τη Νελμίρα και τον Ράθνη, ένα Δημιούργημα είχε επιχειρήσει να τους σκοτώσει μέσα στον Αιθέρα.
«Θα προσγειωθούμε κάπου έξω απ’την Απαστράπτουσα,» είπε στους συντρόφους του.
Κανείς τους δεν είχε να προσφέρει κάποια διαφορετική λύση. Άλλωστε, ο Οδυσσέας γνώριζε την Απολλώνια καλύτερα απ’όλους.
Το αεροσκάφος τους πέταξε ψηλά πάνω απ’την Άπατη Θάλασσα, ενώ ο ήλιος έλαμπε στον ουρανό· και, μετά από λίγη ώρα, είδαν τις δυτικές ακτές και τη μεγάλη πρωτεύουσα του βασιλείου. Ο Οδυσσέας δεν την πλησίασε· πήγε από τα βόρειά της και έκανε ένα μικρό ημικύκλιο προς τα δυτικά, αναζητώντας μέρος για να προσγειωθεί. Όταν βρήκε, έστρεψε κάθετα τους προωθητήρες του αεροπλάνου, άνοιξε τα πόδια του, και το άφησε να κατεβεί, ομαλά, στην πεδιάδα, καίγοντας ένα μικρό μέρος από το χορτάρι της.
Η Ιωάννα άνοιξε την πόρτα του αεροσκάφους και πήδησε έξω, κοιτάζοντας τριγύρω. Ο τόπος όπου είχε επιλέξει να προσγειωθεί ο Οδυσσέας έδειχνε νάναι ερημικός· δεν υπήρχαν κατοικίες εδώ κοντά, ούτε μεγάλοι δρόμοι, κατασκευασμένοι για οχήματα.
Οι υπόλοιποι ακολούθησαν τη Μαύρη Δράκαινα, και ο Σέλιρ’χοκ είπε: «Πήρα τις ενεργειακές φιάλες μαζί μου. Έτσι, ακόμα κι αν κάποιος βρει το αεροπλάνο μας, δε θα μπορεί να το κάνει να πετάξει· τουλάχιστον, όχι αμέσως.» Ο μαυρόδερμος μάγος τις είχε βάλει σ’έναν δερμάτινο σάκο, ο οποίος τώρα κρεμόταν από τον ώμο του. Δεν ήταν πολλές: εκείνος κι οι σύντροφοί του ίσα-ίσα είχαν φτάσει στην Απολλώνια· δεν διέθεταν ενεργειακά αποθέματα για άλλο ένα τέτοιο ταξίδι μέσω Αιθέρα.
Ο Οδυσσέας ένευσε προς τη μεριά του μάγου. «Καλώς,» είπε. «Αν και εύχομαι να μη μας χρειαστεί να τρέξουμε πίσω στο σκάφος, για να φύγουμε από εδώ.»
«Πώς θα εντοπίσουμε τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο, αν δεν βρίσκεται στο παλάτι της Απαστράπτουσας;» ρώτησε ο Γεράρδος. Και, λέγοντας αν δεν βρίσκεται στο παλάτι της Απαστράπτουσας, έμοιαζε να υπονοεί φανερά: αν είναι κρυμμένος κάπου αλλού, κυνηγημένος από τον αδελφό του.
«Θα δούμε,» απάντησε ο Οδυσσέας.
«Δεν υπάρχει, δηλαδή, κάποιο σχέδιο;»
«Όχι.»
Η Ιωάννα στράφηκε στον Τάμπριελ’λι. «Έχεις δει τίποτα;»
Ο πορφυρόδερμος άντρας ύψωσε ένα του φρύδι, ερωτηματικά.
«Μας έχεις δει να πλησιάζουμε τον Ανδρόνικο;» διευκρίνισε η Μαύρη Δράκαινα.
Ο Τάμπριελ κούνησε το κεφάλι. «Όχι.»
«Έχεις δει τίποτ’άλλο που να μπορεί να μας βοηθήσει στην αναζήτησή μας;»
«Δε νομίζω.»
«Ας προχωρήσουμε,» είπε ο Οδυσσέας, φορώντας την κουκούλα της κάπας του και ξεκινώντας να βαδίζει. «Δεν έχει νόημα να καθόμαστε και να το συζητάμε.»
Οι υπόλοιποι, μιμούμενοι το παράδειγμά του, τον ακολούθησαν, κι άρχισαν να οδοιπορούν μέσα στον χειμωνιάτικο αέρα της Απολλώνιας, κατευθυνόμενοι προς την Απαστράπτουσα. Στην αρχή, δεν μπορούσαν να τη δουν, λόγω της κλίσης του εδάφους, αλλά, ύστερα, τα αστραφτερά, ψηλά οικοδομήματα της πόλης έγιναν φανερά στο πεδίο της όρασής τους.
«Δεν έχει πάρει τυχαία τ’όνομά της,» παρατήρησε ο Γεράρδος.
«Όχι,» συμφώνησε ο Οδυσσέας, «δεν το έχει πάρει καθόλου τυχαία.»
Σύντομα, βρέθηκαν κοντά στις όχθες του μεγάλου ποταμού Οροκέλωρα, και τον ακολούθησαν, προς τα ανατολικά, όπου, στις εκβολές του, αυτός συναντούσε την πρωτεύουσα της Απολλώνιας και χυνόταν στην Άπατη Θάλασσα.
Ο Γεράρδος ρώτησε ποιο ήταν το όνομά του· και, όταν ο Οδυσσέας τού απάντησε, εκείνος ζήτησε να μάθει τι σήμαινε το όνομα.
«Οροκέλωρ σημαίνει ‘παιδί των βουνών’,» είπε ο Οδυσσέας. «‘Γιος των βουνών’, για την ακρίβεια. Τον λένε έτσι επειδή έρχεται από μακριά, από τα Δυτικά Βουνά, και φτάνει ώς εδώ. Δεν είναι, όμως, πιο μεγάλος από τον Μαύρο Ποταμό.»
«Τον Μαύρο Ποταμό;» Ο Γεράρδος συνοφρυώθηκε, σαν το όνομα να του θύμιζε κάτι.
«Ναι,» είπε ο Οδυσσέας, «τον ξέρεις;»
«Δεν είναι ο ποταμός που συνδέει τη Χάρνταβελ με την Απολλώνια;»
«Αυτός είναι. Έχεις έρθει από εκεί;»
Ο Γεράρδος δεν αποκρίθηκε, παραμένοντας σιωπηλός, και ο Οδυσσέας δε συνέχισε την κουβέντα.
Η Ιωάννα γνώριζε γιατί ο Γεράρδος είχε προτιμήσει να μη μιλήσει. Η Χάρνταβελ ήταν πατρίδα του, αλλά είχε, από καιρό, φύγει από εκεί· και δεν είχε καμια επιθυμία να επιστρέψει. Οι μνήμες ήταν πολύ οδυνηρές. Δεν ήθελε καν να συζητά για ό,τι του είχε συμβεί στη Χάρνταβελ. Στην Ιωάννα τα είχε πει όταν ταξίδευαν στο Πορφυρό Κενό, και επρόκειτο για μια εξαίρεση. Η Μαύρη Δράκαινα τον καταλάβαινε απόλυτα. Ή, τουλάχιστον, όσο μπορούσε· γιατί εκείνη δεν ήταν ποτέ στη ζωή της ιερέας της Χάρνταβελ: και το να είσαι ιερέας της Χάρνταβελ, όπως της είχε εξηγήσει ο Γεράρδος, ήταν κάτι το πολύ, πολύ ιδιαίτερο…
Η ομάδα έφτασε στην Απαστράπτουσα όταν πλέον ήταν δύο η ώρα μετά το μεσημέρι, και το πρώτο πράγμα που έκανε ο Οδυσσέας ήταν να αγοράσει το σημερινό φύλλο της Φωνής της Απολλώνιας από ένα περίπτερο, για να δει τι συνέβαινε στο βασίλειο. Βέβαια, εδώ γνώριζε πως δε θα μάθαινε για τις κρυφές ραδιουργίες του Λούσιου (αν, όντως, αυτός ήταν ο εχθρός τους), αλλά, σίγουρα, θα μάθαινε αν είχε εμφανιστεί ο Ανδρόνικος, ή αν κάτι άλλο σημαντικό είχε γίνει.
Και, όπως είδε, πολλά είχαν γίνει. Πολλά και σημαντικά. Τα πράγματα στο Βόρειο Μέτωπο πήγαιναν άσχημα, έγραφε η Φωνή της Απολλώνιας: η Χρυσόπολη είχε πέσει, και η Νούμβρια και το Δυτικό Πέρασμα είχαν εγκαταλειφτεί. Ο Πρίγκιπας Λούσιος βρισκόταν στην Ταλκασία, σύμφωνα με τις πηγές της εφημερίδας, ενώ ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος βρισκόταν κάπου στο Βόρειο Μέτωπο, χωρίς να είναι γνωστή η ακριβής του θέση.
«Αυτό σημαίνει πως είναι σύμμαχοι οι δυο τους;» ρώτησε η Ιωάννα.
Ο Οδυσσέας συνοφρυώθηκε. «Δεν είμαι βέβαιος. Πάντως, σίγουρα, ο Ανδρόνικος δεν είναι κυνηγημένος μέσα στο ίδιο του το βασίλειο, κι αυτό είναι καλό. Νομίζω πως μπορούμε, άφοβα, να επισκεφτούμε το παλάτι.»
Ανέβηκαν σ’ένα επιβατηγό όχημα και ο οδηγός τούς πήγε στο βασιλικό παλάτι της Απαστράπτουσας, αφήνοντάς τους μπροστά στην κεντρική πύλη του κήπου. Τον πλήρωσαν κι εκείνος έφυγε· το όχημά του χάθηκε μέσα στους μεγάλους δρόμους της πόλης.
Ο Οδυσσέας είπε στους φρουρούς της πύλης ποιος ήταν, και ζήτησε πρόσβαση. Εκείνοι δεν του την αρνήθηκαν, αλλά, προτού αφήσουν αυτόν και τους συντρόφους του να μπουν, τους έλεγξαν με μια συσκευή. Ο Οδυσσέας και η Ιωάννα την αναγνώριζαν: ήταν για να εντοπίζει Δημιουργήματα.
Δημιουργήματα, σκέφτηκε ο Πρόμαχος, ενθυμούμενος το περιστατικό στον Αιθέρα, όταν εκείνος, ο Ράθνης, και η Νελμίρα είχαν πρωτοφύγει από την Απολλώνια. Τελικά, πρέπει όντως να υπάρχει μεγάλο πρόβλημα εδώ με τα Δημιουργήματα… Αναρωτιέμαι πώς η Παντοκράτειρα κατάφερε να τα βάλει μέσα στη διάσταση. Κι αναρωτιέμαι αν η επιδείνωση της κατάστασης στο Βόρειο Μέτωπο οφείλεται στις εσωτερικές δολιοφθορές που, αναμφίβολα, θα προκάλεσαν τα Δημιουργήματα…
Οι φρουροί συνόδεψαν τον Οδυσσέα και τους υπόλοιπους μέσα στο παλάτι και στην Αίθουσα του Κυανού Θρόνου, όπου η Βασίλισσα Γλυκάνθη τούς περίμενε, μαζί με τον Θελλέδη, τη Σαρφάλλη, και τον Ούρο.
«Οδυσσέα,» χαιρέτησε η Βασίλισσα, χαμογελώντας. «Καλωσόρισες.» Τον πλησίασε, για να σφίξει το χέρι του και να φιλήσει το μάγουλό του.
Εκείνος έκανε μια βαθιά υπόκλιση εμπρός της. «Βασίλισσά μου. Είμαι χαρούμενος που τα πάντα φαίνονται να είναι όπως πρέπει. Είχα φοβηθεί ότι ίσως ο Λούσιος να είχε επιχειρήσει να σφετεριστεί την εξουσία του Ανδρόνικου.»
«Οι φόβοι σου, Πρόμαχε, δεν είναι μόνο φόβοι…» τον διαβεβαίωσε η Γλυκάνθη.
Ο Οδυσσέας συνοφρυώθηκε. «Τι εννοείτε, Βασίλισσά μου;»
Η Γλυκάνθη αναστέναξε. «Είναι πολλά αυτά που δεν ξέρεις, προφανώς. Θα πρότεινα, πρώτα, να πλυθείτε και να ξεκουραστείτε, εσύ κι οι σύντροφοί σου, κι ύστερα θα σας εξηγήσω την κατάσταση όσο καλύτερα μπορώ.» Κοίταξε, έναν-έναν, τους ανθρώπους μαζί με τον Οδυσσέα. «Φοβάμαι πως δε σας γνωρίζω όλους.»
Ο Πρόμαχος της Επανάστασης σύστησε τον Ράθνη, τον Σέλιρ’χοκ, και τον Γεράρδο. Την Ιωάννα την ήξερε ήδη η Βασίλισσα. Τον Τάμπριελ’λι, ο Οδυσσέας τον άφησε για το τέλος, καθώς αντιλαμβανόταν πως επρόκειτο για ειδική περίπτωση.
Καθάρισε το λαιμό του και είπε: «Κι αυτός, Μεγαλειοτάτη, είναι ο… Μην παραξενευτείτε, όμως–»
«Ονομάζομαι Τάμπριελ’λι, Βασίλισσά μου,» τον διέκοψε ο πορφυρόδερμος μάγος, κλίνοντας ελαφρώς το κεφάλι προς το μέρος της. «Ίσως να μ’έχετε ξανακούσει ως Πρίγκιπα Τάμπριελ. Ήμουν σύζυγος της Παντοκράτειρας.»
Τα μάτια της Γλυκάνθη στένεψαν. «Επαναστατήσατε εναντίον της, Πρίγκιπά μου;»
«Όχι ακριβώς. Αλλά νομίζω πως, στα δικά της μάτια, είναι το ίδιο.»
«Ο Τάμπριελ’λι,» παρενέβη ο Σέλιρ’χοκ, «έχει μια… ειδική αποστολή, Μεγαλειοτάτη.»
«Η οποία είναι…;» ρώτησε η Γλυκάνθη.
«Δεν την έχω αποκωδικοποιήσει πλήρως, ακόμα,» απάντησε ο ίδιος ο Τάμπριελ.
«Φοβάμαι πως δεν καταλαβαίνω.»
«Είναι μεγάλη ιστορία, Βασίλισσά μου,» είπε ο Σέλιρ’χοκ. «Ή, μάλλον, σχετικά… περίεργη.»
Η Βασίλισσα Γλυκάνθη δε ζήτησε να μάθει περισσότερα, για την ώρα· έτσι, ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του οδηγήθηκαν σε δωμάτια μέσα στο παλάτι, και λουτρό ετοιμάστηκε για όλους τους, καθώς και φαγητό. Η ανάπαυλα ήταν ευχάριστη, έπειτα από τόσες κακουχίες που είχαν περάσει μέχρι να φτάσουν εδώ.
Το απόγευμα, η Βασίλισσα της Απολλώνιας ζήτησε από την υπηρέτριά της, την Αγάθη, να της φέρει τον Πρόμαχο Οδυσσέα και την Ιωάννα, για να τους μιλήσει. Έτσι, οι δυο τους τη συνάντησαν σ’ένα καθιστικό στα διαμερίσματά της, και πήραν θέση αντίκρυ της, σ’έναν ξύλινο καναπέ με μαλακά μαξιλάρια, ενώ η Γλυκάνθη καθόταν σε μια πολυθρόνα. Η Αγάθη ρώτησε αν θα ήθελαν να τους προσφέρει κάτι· κανείς, όμως, δεν ήθελε τίποτα.
Η Βασίλισσα είπε στον Οδυσσέα και την Ιωάννα: «Προτίμησα να μιλήσω σ’εσάς τους δύο, γιατί σας γνωρίζω καλύτερα· και δεν ξέρω αν κάποιες από τις πληροφορίες που θα σας δώσω πρέπει να τις ακούσει ο Πρίγκιπας Τάμπριελ. Αν και δεν φαίνεται πλέον να είναι εχθρός μας, η εμφάνισή του έχει κάτι το, ομολογουμένως, πολύ αλλόκοτο, νομίζω.»
«Δεν είστε η μόνη που το νομίζετε αυτό, Μεγαλειοτάτη,» τη διαβεβαίωσε ο Οδυσσέας. «Για να είμαι ειλικρινής, κι εγώ είχα, αρχικά, τις αμφιβολίες μου για τον Τάμπριελ’λι –και ίσως ακόμα να έχω κάποιες–, όμως, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μας, μας βοήθησε τόσες φορές εναντίον των δυνάμεων της Παντοκράτειρας που δεν πιστεύω ότι προσπαθεί να μας εξαπατήσει.»
«Θα εμπιστευθώ την κρίση σου, Οδυσσέα,» είπε η Γλυκάνθη, που τον ήξερε από παλιά και ήταν βέβαιη για την πίστη του στον Ανδρόνικο, στο Βασίλειο της Απολλώνιας, και στην Επανάσταση.
«Με τιμάτε,» αποκρίθηκε εκείνος, «αλλά η κρίση μου δεν είναι η καταλληλότερη για ένα τέτοιο ζήτημα. Η κρίση του Σέλιρ’χοκ θα έλεγα πως είναι πολύ πιο σημαντική. Φαίνεται να καταλαβαίνει –εν μέρει, τουλάχιστον– τι συμβαίνει με τον Τάμπριελ.»
Τα φρύδια της Γλυκάνθης έσμιξαν. «Και τι ακριβώς είναι αυτό;»
«Θα ήταν προτιμότερο να σας το εξηγήσει ο ίδιος,» είπε ο Οδυσσέας.
«Θα του μιλήσω, τότε. Αργότερα. Διότι τώρα πρέπει να σας ενημερώσω σχετικά με τα δρώμενα εδώ, στην Απολλώνια.»
Και το έκανε, λέγοντάς τους ό,τι γνώριζε.
Ο Οδυσσέας λυπήθηκε πολύ, μαθαίνοντας ότι ο Λούσιος ήταν που, τελικά, είχε στραφεί εναντίον του Ανδρόνικου. Λυπήθηκε, γιατί τους ήξερε και τους δύο από μικρούς, και, βαθιά μέσα του, ήλπιζε πως όλα τούτα θα ήταν μια παρεξήγηση: πως ο Λούσιος δε θα ήταν ό,τι έλεγαν οι φήμες γι’αυτόν. Όπως αποδείχτηκε, όμως, είχε, πράγματι, στραφεί στη σκοτεινή θρησκεία του Μαύρου Νάρζουλ· και όχι μόνο τούτο, αλλά είχε πάρει και το πνεύμα του Κατακεραυνωτή μέσα του –ενός από τους Οκτώ, για όνομα του Απόλλωνα!
Η Ιωάννα, ακούγοντας τη διήγηση της Βασίλισσας της Απολλώνιας, απλά χάρηκε που ο Ανδρόνικος είχε καταφέρει να ξεφύγει από την παγίδα που του είχε στήσει ο αδελφός του. Δεν γνώριζε και πολύ τον Λούσιο, και δεν την ενδιέφερε αν είχε γίνει πιστός αυτού του Μαύρου Νάρζουλ ή αν είχε συμμαχήσει με την Παντοκράτειρα. Όπως και νάχε, ήταν τώρα εχθρός. Ευτυχώς, σκέφτηκε, η Άνμα’ταρ είναι μαζί με τον Ανδρόνικο. Θα κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί, για να τον προστατέψει από κάθε κίνδυνο· είμαι βέβαιη γι’αυτό.
Ο Οδυσσέας είπε: «Βασίλισσά μου, όταν φεύγαμε από τον Βασιλικό Αερολιμένα, δεχτήκαμε την επίθεση ενός πλάσματος που μπορεί μονάχα να ήταν Δημιούργημα: και μόνο η Παντοκράτειρα γνωρίζει πώς φτιάχνονται τα Δημιουργήματα. Πώς εξηγείται η παρουσία ενός τέτοιου όντος εδώ, αν δεν υφίσταται κάποια συμμαχία ανάμεσα σ’αυτήν και τον Λούσιο; Υπάρχουν πάλι πράκτορές της μέσα στην Απολλώνια;»
«Απ’όσο γνωρίζω, όχι,» αποκρίθηκε η Γλυκάνθη. «Και ο Ανδρόνικος και ο Λούσιος είναι εναντίον της Παντοκράτειρας, παρότι αρνούνται να συνεργαστούν οι δυο τους, όπως, λογικά, θα έπρεπε. Οι πράκτορές της δεν μπορούν να διεισδύσουν στη διάστασή μας, προτού τους εντοπίσουν οι δικοί μας κατάσκοποι και τους εξολοθρεύσουν. Το πλάσμα στο οποίο αναφέρεσαι, μάλλον, ήταν Ομοίωμα.»
«Ομοίωμα;» Ο Οδυσσέας δεν είχε ξανακούσει αυτό τον όρο. Ούτε και η Ιωάννα.
«Ναι,» είπε η Γλυκάνθη. «Φτιάχνονται από τους ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ, και μοιάζουν πολύ με τα Δημιουργήματα, αλλά δεν είναι.»
«Κατασκευάζονται με διαφορετικό τρόπο απ’ό,τι τα Δημιουργήματα, Βασίλισσά μου;» ρώτησε η Ιωάννα.
«Νομίζω πως ναι, αν και δεν ξέρω τις λεπτομέρειες, φυσικά.»
«Και δεν έχουν σημασία, για την ώρα,» είπε ο Οδυσσέας. «Πιστεύω πως εκείνο που οφείλουμε να κάνουμε τώρα είναι να πάμε στο Βόρειο Μέτωπο και να βοηθήσουμε τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο.» Κοίταξε την Ιωάννα, ερωτηματικά.
Εκείνη κατένευσε. Ναι, σκέφτηκε. Σίγουρα θα χρειάζεται τη βοήθειά μας με τέτοιες δυνάμεις εναντίον του.
«Συμφωνώ,» είπε η Βασίλισσα Γλυκάνθη. «Θα σας δώσω κάποιο όχημα. Ή ίσως προτιμάτε να πάτε με τον σιδηρόδρομο ώς τη Σερίβια…;»
«Δεν υπάρχει λόγος, Βασίλισσά μου,» εξήγησε ο Οδυσσέας· «έχουμε ένα αεροσκάφος μαζί μας. Επομένως, θα χρειαστούμε μονάχα μερικές ενεργειακές φιάλες.»
«Το έχετε προσγειώσει στο αεροδρόμιο;»
«Όχι. Προτιμήσαμε να το προσγειώσουμε σε μια έρημη πεδιάδα, στα δυτικά της Απαστράπτουσας, επειδή δε γνωρίζαμε ακόμα ποια ήταν η κατάσταση εδώ, και ίσως ο Βασιλικός Αερολιμένας να ήταν επικίνδυνος για εμάς.»
Η Γλυκάνθη ένευσε, καταλαβαίνοντας. «Μπορείτε, πάντως, να εξοπλιστείτε με ό,τι θέλετε,» τους είπε. «Ό,τι έχει το παλάτι βρίσκεται στη διάθεσή σας.»
«Ευχαριστούμε, Μεγαλειοτάτη,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας. Και προς την Ιωάννα: «Να φύγουμε με την αυγή;»
Εκείνη κατένευσε, αδιόρατα.
«Θα πρέπει τώρα να ενημερώσουμε και τους υπόλοιπους της ομάδας μας για την κατάσταση στην Απολλώνια,» είπε ο Οδυσσέας, στρέφοντας το βλέμμα του στη Βασίλισσα.
«Τον Πρίγκιπα Τάμπριελ,» ρώτησε η Γλυκάνθη, «θα τον πάρετε κι αυτόν μαζί σας, στο Βόρειο Μέτωπο;»
«Πιστεύετε πως δε θα έπρεπε;»
«Δεν ξέρω. Ακόμα δε μου έχετε εξηγήσει τι ακριβώς συμβαίνει μαζί του.»
«Να καλέσω τον Σέλιρ’χοκ, να σας εξηγήσει;»
«Ναι. Ή, μάλλον, θα πάει να τον φέρει η Αγάθη.» Έκανε νόημα στη μικρόσωμη, μελαχρινή υπηρέτρια, η οποία πλησίασε από τη γωνία του δωματίου όπου ήταν καθισμένη.
«Γνωρίζεις πού είναι ο μάγος;» τη ρώτησε η Γλυκάνθη.
«Βεβαίως, Βασίλισσά μου.»
«Πήγαινε να τον φέρεις, τότε.»
«Αμέσως.» Η Αγάθη έφυγε από το δωμάτιο.
Ο Σέλιρ’χοκ δεν άργησε να βρεθεί ανάμεσά τους, ντυμένος με μαύρο χιτώνα, που έμοιαζε να γίνεται ένα με το κατάμαυρο δέρμα του, και βαστώντας το μακρύ του ραβδί, το οποίο ήταν γεμάτο κρυστάλλους, μικροσκοπικά κάτοπτρα, και κυκλώματα. «Καλησπέρα, Μεγαλειοτάτη,» χαιρέτησε, κλίνοντας το κεφάλι προς το μέρος της.
«Σέλιρ’χοκ,» αντιχαιρέτησε η Γλυκάνθη. «Κάθισε.» Τεντώνοντας το χέρι της, έδειξε μια πολυθρόνα, δεξιά του καναπέ όπου βρίσκονταν ο Οδυσσέας και η Ιωάννα.
«Αισθάνομαι,» είπε ο Σέλιρ’χοκ, καθίζοντας, «πως υπάρχει κάτι ιδιαίτερο για το οποίο επιθυμείτε να μου μιλήσετε.»
«Και έχεις δίκιο. Θέλω να μάθω όσα ξέρεις για τον Πρίγκιπα Τάμπριελ.»
«Ο Τάμπριελ’λι είναι μάγος, Βασίλισσά μου, καταγόμενος από τη Φεηνάρκια. Ανήκει στο τάγμα των Δεσμοφυλάκων, και, μέχρι στιγμής, ήταν ένας από τους συζύγους της Παντοκράτειρας. Όταν ταξιδέψαμε στο Πορφυρό Κενό και στις Αιωρούμενες Νήσους, για μια αποστολή που μας είχε αναθέσει ο γιος σας, ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος, ο Τάμπριελ’λι μάς ακολούθησε· διότι η αποστολή μας αφορούσε ένα απομεινάρι του Ενιαίου Κόσμου, για τα οποία, όπως είναι γνωστό, η Παντοκράτειρα έχει επιδείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
»Στην καταδίωξή του, όμως, ο Πρίγκιπας Τάμπριελ δε χρησιμοποίησε ένα οποιοδήποτε σκάφος, αλλά ένα σκάφος… ζωντανό, όσο περίεργο κι αν σας ακούγεται τούτο. Ή, μάλλον, για να διευκρινίσω, ένα σκάφος το οποίο ελεγχόταν απόλυτα από ένα πνεύμα. Πρόκειται για κάποιου είδους τεχνολογία που δεν γνωρίζουμε σήμερα, αλλά, υποθέτω, ήταν γνωστή στους παλιούς λαούς που κατοικούσαν στο Κενό. Το σκάφος –και, κατά συνέπεια, το πνεύμα εντός του– ονομαζόταν Μακρινός Ταξιδευτής. Για να… λειτουργήσει ο Μακρινός Ταξιδευτής χρειαζόταν έναν καπετάνιο: έναν ειδικό καπετάνιο, που λέγεται Σάλ’ντραχ. Ο Σάλ’ντραχ, βέβαια, δεν είναι μόνο καπετάνιος του Μακρινού Ταξιδευτή· είναι ο μοναδικός άνθρωπος που το πλοίο υπακούει. Ο μοναδικός. Και κανένας δεν μπορεί να τον αντικαταστήσει.
»Ο Τάμπριελ’λι, όταν ανακάλυψε τον Μακρινό Ταξιδευτή, δέχτηκε να γίνει Σάλ’ντραχ του, και, επομένως, έλεγχε απόλυτα το σκάφος. Τα πράγματα, όμως, ήρθαν έτσι, που, φεύγοντας από τις Αιωρούμενες Νήσους, είχαμε εμείς καταλάβει τον Μακρινό Ταξιδευτή. Το πλοίο ήταν δικό μας, και ο Τάμπριελ αιχμάλωτός μας. Υπήρχε, ωστόσο, ένα βασικό πρόβλημα: κανείς μας, εκτός από τον σύζυγο της Παντοκράτειρας, δεν μπορούσε να προστάξει τον Ταξιδευτή, και ο Ταξιδευτής αρνιόταν να μας υπακούσει. Υπακούει αποκλειστικά και μόνο τον Σάλ’ντραχ του. Επομένως, ο Τάμπριελ’λι έπρεπε να πάψει να είναι Σάλ’ντραχ, γιατί, φυσικά, δεν μπορούσαμε να τον εμπιστευτούμε· ελέγχοντας το σκάφος, πιθανώς να μας σκότωνε, παρότι αιχμάλωτός μας. Η διαδικασία αναίρεσης της ιδιότητας του Σάλ’ντραχ, όμως, δεν είναι απλή· ο Ταξιδευτής μάς προειδοποίησε ότι ο Τάμπριελ ίσως ακόμα και να πέθαινε. Αλλά δεν υπήρχε άλλη επιλογή: είπαμε στον Πρίγκιπα πως ή θα δεχόταν να υποστεί τη διαδικασία αναίρεσης ή θα τον σκοτώναμε εμείς, ώστε ένας δικός μας άνθρωπος να γίνει Σάλ’ντραχ του σκάφους και να φύγουμε ασφαλείς από το Πορφυρό Κενό.
»Ο Τάμπριελ’λι, λοιπόν, υπέστη τη διαδικασία αναίρεσης… και τότε, κάτι άλλαξε εντός του. Ή, μάλλον, είδε πράγματα από αλλού. Εικόνες από το παρελθόν και το μέλλον, κι από μέρη που δεν είχε ποτέ βρεθεί. Εικόνες που ακόμα είναι μες στο κεφάλι του, και προσπαθεί να τις θυμηθεί και να τις βάλει στη σωστή σειρά. Γιατί πιστεύει πως, όντως, υπάρχει σωστή σειρά, και πως οι εικόνες έχουν κάποια ιδιαίτερη σημασία.
»Μας ζήτησε να τον πάρουμε μαζί μας, για να μιλήσει στον Πρίγκιπα Ανδρόνικο. Φαίνεται πως έχει διάφορα πράγματα να του πει. Έτσι, τον έχουμε τώρα εδώ, Βασίλισσά μου.»
«Τι πράγματα;» ρώτησε η Γλυκάνθη.
«Δε γνωρίζω ακριβώς. Σας είπα: βλέπει διάφορες εικόνες μέσα στο μυαλό του, που πιστεύει ότι φτιάχνουν μια ακόμα μεγαλύτερη εικόνα με κάποιο νόημα.»
«Και είσαι σίγουρος πως δεν ψεύδεται;»
«Έτσι νομίζω,» είπε ο Σέλιρ’χοκ. «Και, απ’ό,τι έχω δει ώς τώρα, δεν πιστεύω πως κάνω λάθος. Δεν μπορεί να είναι εχθρός μας πλέον.»
«Ούτε, όμως, και εχθρός της Παντοκράτειρας;»
«Ο ίδιος έχει πει ότι η Παντοκράτειρα, μάλλον, θα τον δει ως εχθρό της, αφού δεν είναι πια με το μέρος της.»
«Αν δεν είναι με το μέρος της Παντοκράτειρας, πρέπει να είναι με το μέρος της Επανάστασης, σωστά;» ρώτησε η Γλυκάνθη.
«Όχι απαραίτητα, Βασίλισσά μου. Ο Τάμπριελ’λι φαίνεται να θεωρεί πως η αποστολή του είναι κάτι το ανώτερο.»
Ο Οδυσσέας στράφηκε στον μάγο. «Δεν υπάρχει και η περίπτωση να τρελάθηκε, όταν του συνέβη ό,τι του συνέβη στο Πορφυρό Κενό;»
Η όψη του Σέλιρ’χοκ έγινε σκεπτική. «Κανονικά, δε θα το απέκλεια… Απάντησέ μου, όμως, στο εξής, Οδυσσέα: Στο ταξίδι μας, η συμπεριφορά του σου φάνηκε παράλογη; Σου φάνηκε τρελή;»
«Όχι,» όφειλε να παραδεχτεί ο Πρόμαχος. «Όχι, καθόλου.»
«Επομένως,» είπε ο Σέλιρ’χοκ, «αν δεν είναι παράφρων, είναι σώφρων. Και, αν δεν είναι με το μέρος της Παντοκράτειρας (όπως και αποδείχτηκε πως δεν είναι, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μας), τότε, τουλάχιστον, δεν είναι εχθρός της Επανάστασης.»
«Πιστεύεις, όμως, πως θα ήταν συνετό να τον πάρουμε μαζί μας, στο Βόρειο Μέτωπο;»
«Αυτό,» είπε ο Σέλιρ’χοκ, «εσύ είσαι καταλληλότερος από εμένα για να το απαντήσεις.»
«Βρήκα τον αδελφό σου,» είπε ο Ανδρόνικος στον Άγγελο, καθώς εκείνος έμπαινε στο δωμάτιο, ύστερα από το κάλεσμα του Πρίγκιπα.
«Είναι ζωντανός;» ρώτησε.
«Ζωντανός,» τον διαβεβαίωσε ο Ανδρόνικος, «και βρίσκεται μαζί μας, στους Δασότοπους του Ωχρού Χώματος.»
«Εδώ πέρα;»
«Στο μέρος όπου βρισκόμαστε; Όχι. Είναι στη βορειοδυτική μεριά της περιφέρειας που έχουμε καλύψει.»
Ο Άγγελος είπε: «Μου φτάνει που είναι ζωντανός και καλά, Πρίγκιπά μου. Ευχαριστώ πολύ.»
«Δεν ήταν δύσκολο, Άγγελε,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, και κάθισε πίσω απ’το ξύλινο τραπέζι, όπου ήταν απλωμένος ο χάρτης των Δασότοπων. Εκτός από τον Πρίγκιπα, στο δωμάτιο βρίσκονταν, επίσης, ο Στρατάρχης Φιλόπνοος, η Πριγκίπισσα Βασιλική, ο κύριος Φαρνέλιος, και η Άνμα’ταρ.
«Θα θέλατε να αποχωρήσω;» ρώτησε ο Άγγελος, που δεν ήταν βέβαιος αν είχαν κάτι απόρρητο να συζητήσουν αναμεταξύ τους.
«Εκτός αν είσαι κατάσκοπος του αδελφού μου ή της Παντοκράτειρας, όχι,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος.
«Σας διαβεβαιώνω, Υψηλότατε, πως δεν είμαι,» είπε ο Άγγελος, υπομειδιώντας.
«Κάθισε, τότε. Πριν από λίγο πληροφορηθήκαμε ότι οι Παντοκρατορικές δυνάμεις που βρίσκονται στη Νούμβρια έχουν αρχίσει να κινούνται προς τα ανατολικά, και συζητούσαμε σχετικά μ’αυτό το θέμα.»
«Πράγμα το οποίο σημαίνει ότι θ’αρχίσουν πάλι οι συγκρούσεις;»
«Δυστυχώς, ναι. Θα χτυπήσουμε τους Παντοκρατορικούς καθώς θα πλησιάζουν. Θα τους κάνουμε να καταλάβουν ότι μια μεγάλη Απολλώνια δύναμη βρίσκεται στους Δασότοπους, και ότι πρέπει να έρθουν εδώ και να μας αντιμετωπίσουν, αν δε θέλουν να τους επιτεθούμε από τα νώτα.»
«Γιατί να μην περιμένουμε να τους επιτεθούμε από τα νώτα, Πρίγκιπά μου, αν επιτρέπεται;» ρώτησε ο Άγγελος.
«Γιατί, τότε, η Σερίβια ίσως κινδυνέψει· κι αυτό δεν το θέλω, Άγγελε,» εξήγησε ο Ανδρόνικος. «Θα σταματήσουμε τους Παντοκρατορικούς εδώ. Δε θα πάνε παραπέρα. Η Άκανθος και η Ταλκασία ορίζουν τα σύνορά μας τώρα· κι ούτε ένας πολεμιστής της Παντοκράτειρας δεν πρόκειται να τα περάσει.»
*
Το μεσημέρι, το δωμάτιο είχε σχεδόν αδειάσει. Η Βασιλική και ο Άγγελος είχαν αποχωρήσει πρώτοι απ’όλους, για να πάνε να φάνε. Ύστερα, ο Στρατάρχης Φιλόπνοος είχε ρωτήσει αν ο Πρίγκιπας τον χρειαζόταν για τίποτε άλλο, και, όταν ο Ανδρόνικος τού είχε απαντήσει πως δεν τον χρειαζόταν, είχε ζητήσει άδεια να φύγει. Ο Φαρνέλιος είχε αποχωρήσει τελευταίος, προτείνοντας στον Πρίγκιπα να τον ακολουθήσει, για να βάλει λίγο φαγητό στην κοιλιά του. Ο Ανδρόνικος είχε αποκριθεί ότι ίσως να ερχόταν αργότερα.
Κι έτσι, στο δωμάτιο βρίσκονταν τώρα μονάχα εκείνος και η Άνμα’ταρ. Η μάγισσα καθόταν σε μια καρέκλα, στη γωνία, και ήταν τυλιγμένη σε μια κάπα με γούνα, γιατί το κρύο ήταν τσουχτερό και σύστημα θέρμανσης ακόμα δεν υπήρχε μέσα στη βάση. Οι ένοικοι ζεσταίνονταν με τα τζάκια, αλλά, στο συγκεκριμένο δωμάτιο, δεν υπήρχε τζάκι.
Ο Ανδρόνικος άναψε ένα τσιγάρο, κοιτάζοντας τον χάρτη που ήταν απλωμένος εμπρός του. Οι στρατιώτες του ήταν στις θέσεις τους, όπως επίσης και οι αναμεταδότες και οι τηλεπικοινωνιακοί πομποί. Υπήρχε επικοινωνία απ’άκρη σ’άκρη στους Δασότοπους του Ωχρού Χώματος. Τα πάντα έδειχναν να είναι έτοιμα. Είμαστε έτοιμοι για τους Παντοκρατορικούς. Έτοιμοι.
Γιατί, όμως, το έλεγε αυτό στον εαυτό του; Αμφιβάλλω ότι είμαστε, όντως, έτοιμοι; Υπάρχει κάτι που λείπει;
«Ο Φαρνέλιος έχει δίκιο, ξέρεις,» άκουσε τη φωνή της Άνμα.
Στράφηκε να την ατενίσει. «Τι πράγμα;»
«Ο Φαρνέλιος έχει δίκιο, που σου πρότεινε να φας.»
«Ίσως.»
«Δε μπορείς να κάνεις κάτι άλλο τώρα. Τα πιόνια είναι στημένα, και περιμένουν.»
«Δεν είναι παιχνίδι, μάγισσα,» μούγκρισε ο Ανδρόνικος, φυσώντας καπνό απ’τα ρουθούνια. «Ετούτη είναι η διάστασή μου, η πατρίδα μου.»
«Τα πάντα είναι παιχνίδι,» είπε η Άνμα. «Ένα μεγάλο παιχνίδι.»
«Αυτό το παιχνίδι τυχαίνει να μ’ενδιαφέρει. Πολύ.»
Η μάγισσα ανασήκωσε τους ώμους της κάτω απ’την κάπα. «Δεν αντιλέγω. Ξέρεις, όμως, τι λένε οι περισσότεροι στρατηγοί; Όλα τα σχέδια είναι άριστα φτιαγμένα… μέχρι την πρώτη σύγκρουση.»
«Αυτό μού το λες για να με καθησυχάσεις;»
«Ναι.»
«Υπό ποια έννοια;»
«Υπό την έννοια ότι δεν μπορείς τώρα να κάνεις τίποτ’άλλο, όσο κι αν κοιτάζεις τον χάρτη. Έχεις κάνει ό,τι μπορείς. Μόνο όταν αρχίσουν οι συγκρούσεις, θα δεις αν υπάρχει κάποιο σφάλμα που οφείλεις να διορθώσεις.»
Ο Ανδρόνικος έσβησε, νευρικά, το τσιγάρο του μέσα στο τασάκι. «Πάμε,» είπε, και σηκώθηκε απ’την καρέκλα του.
Η Άνμα’ταρ τον ακολούθησε έξω απ’το δωμάτιο, στους διαδρόμους του κεντρικού οικήματος της βάσης. Τα τοιχώματα ήταν καμωμένα από ξύλο, ενισχυμένο με μέταλλο σε ορισμένα σημεία· αλλά ήταν όλα τους γρήγορα φτιαγμένα, γιατί υπήρχε λόγος για βιασύνη: οι Απολλώνιοι δεν είχαν την πολυτέλεια να χρονοτριβήσουν· οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας, σύντομα, θα έρχονταν. Αυτό, όμως, σήμαινε ότι το χειμερινό κρύο περνούσε πολύ εύκολα μέσα στα οικήματα της βάσης· και εδώ, στους Δασότοπους του Ωχρού Χώματος, μπορούσε κανείς, πραγματικά, να ξεπαγιάσει. Ο Ανδρόνικος ήταν τυλιγμένος στην κάπα του, καθώς βάδιζε, και η Άνμα το ίδιο.
Οι φρουροί που τύχαινε να συναντήσουν τους χαιρετούσαν στρατιωτικά.
Ο Ανδρόνικος είπε: «Έτσι όπως μ’ακολουθείς, μάγισσα, θ’αρχίσουν σε λίγο όλοι να πιστεύουν ότι πρόκειται να παντρευτούμε. Ορισμένοι από τους επαναστάτες μού ανέφεραν ότι ήδη κυκλοφορεί μια τέτοια φήμη ανάμεσα στο στρατό.»
«Η μαμά μου πάντα μού το έλεγε ότι, κάποτε, θα με παντρευτεί ένας πρίγκιπας,» αποκρίθηκε η Άνμα.
Ο Ανδρόνικος γέλασε, και άνοιξε την πόρτα του δωματίου του, για να μπουν.
Στο εσωτερικό, το τζάκι ήταν αναμμένο, και η θερμότητά του ήρθε να χαϊδέψει σαν βάλσαμο τον Απολλώνιο Πρίγκιπα και τη χρυσόδερμη μάγισσα. Έβγαλαν τις κάπες τους και κάθισαν μπροστά στις φλόγες, για να γεμίσουν τα σώματά τους με τη ζεστασιά. Ύστερα, ο Ανδρόνικος άνοιξε έναν τηλεπικοινωνιακό πομπό και ζήτησε να τους φέρουν φαγητό.
Καθώς έτρωγαν, αναρωτήθηκε τι να γινόταν ο Αυγερινός, η Ανταρλίδα, και οι άλλοι δύο επαναστάτες που είχαν πάει μαζί τους. Το μόνο που γνώριζε, μέχρι στιγμής, ήταν ότι ένα ελικόπτερο τούς είχε αφήσει στο σημείο όπου έπρεπε να τους αφήσει, ρίχνοντας μια ανεμόσκαλα για να κατεβούν, επειδή δεν υπήρχε ανοιχτό έδαφος για να προσγειωθεί. Μετά, ο Αυγερινός κι η ομάδα του θα έπαιρναν άλογα και θα κατευθύνονταν ανατολικά, προς το Δουκάτο της Ταλκασίας.
Ο Ανδρόνικος είχε προτιμήσει το ελικόπτερο να μην τους πάει πολύ κοντά στον τελικό τους προορισμό, διότι ήταν επικίνδυνο. Μπορεί οι Παντοκρατορικοί, που ήταν γνωστό πως βρίσκονταν σ’εκείνα τα μέρη, να τους εντόπιζαν και να τους επιτίθονταν· ή μπορεί ο Λούσιος να τους εντόπιζε και πάλι να τους επιτιθόταν. Εξάλλου, ο Αυγερινός είχε ήδη αντιμετωπίσει τον Κατακεραυνωτή μία φορά, στη Ρακμάνη: και, μάλλον, ο Κατακεραυνωτής δεν ήταν από τις οντότητες που ξεχνούσαν τέτοιες συγκρούσεις.
Θα πρέπει τώρα να φτάνουν στο Δουκάτο της Ταλκασίας, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος. Το ελικόπτερο είχε φύγει χτες το πρωί, πριν από το μεσημέρι, και δεν είχε αργήσει να τους μεταφέρει στο σημείο προσγείωσης. Από εκεί, θα είχαν να διασχίσουν με τα άλογα σαράντα χιλιόμετρα γεμάτα δύσβατα, δασώδη, χιονισμένα εδάφη, μέχρι να φτάσουν στο Δουκάτο. Αυτό σήμαινε ότι πρέπει πλέον να βρίσκονταν κοντά. Το απόγευμα, σίγουρα, θα είναι εκεί.
Κι όταν φτάσουν, αναρωτιέμαι τι θ’ανακαλύψει ο Αυγερινός… Είναι δυνατόν άλλος ένας από τους Οκτώ να είναι ελεύθερος; Η σκέψη έκανε τις τρίχες του να σηκωθούν.
Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός χτύπησε, επαναφέροντάς τον στην πραγματικότητα.
Ο Ανδρόνικος τον άνοιξε και τον έφερε στ’αφτί του. «Πρίγκιπας Ανδρόνικος.»
«Υψηλότατε,» είπε μια γυναικεία φωνή, «ένα αεροσκάφος πετά πάνω απ’τη βάση, ζητώντας άδεια προσγείωσης.»
«Τι αεροσκάφος; Δεν είναι δικό μας;»
Η Άνμα πήρε το βλέμμα της από το φαγητό της και κοίταξε τον Ανδρόνικο, συνοφρυωμένη.
«Ο άντρας που μου μιλάει λέει πως είναι ο Πρόμαχος Οδυσσέας, και πως τον γνωρίζετε, Πρίγκιπά μου.»
Ο Οδυσσέας! σκέφτηκε ο Ανδρόνικος. Επέστρεψαν! Κι ύστερα, μια άλλη, πολύ πιο δυσοίωνη σκέψη πέρασε, ακούσια, απ’το νου του: Και θα έχουν τον Τάμπριελ μαζί τους… «Μπορείς να με συνδέσεις;»
«Σαφώς, Υψηλότατε.»
«Κάντο.»
Παράσιτα ακούστηκαν, για μια στιγμή. Έπειτα, έπαψαν.
«Οδυσσέα;» είπε ο Ανδρόνικος. «Μ’ακούς, Οδυσσέα;»
«Πρίγκιπά μου!» Η φωνή του Οδυσσέα, χωρίς αμφιβολία. «Οφείλω να ομολογήσω πως έχω δει πολλές άσχημες τοποθεσίες για στρατιωτικές βάσεις στη ζωή μου, αλλά ετούτη πρέπει νάναι από τις χειρότερες!»
Ο Ανδρόνικος γέλασε. «Καλωσήρθες στους Δασότοπους του Ωχρού Χώματος, φίλε μου.»
«Έχω άδεια να προσγειωθώ;»
«Την έχεις.»
Ο Ανδρόνικος άλλαξε κανάλι και πρόσταξε ν’αφήσουν το αεροσκάφος να κατεβεί στον χώρο που είχαν διαμορφώσει ειδικά γι’αυτή τη δουλειά. Ασφαλώς, δεν επρόκειτο για αεροδιάδρομο, αλλά ήταν ένα μέρος όπου μπορούσαν να προσγειωθούν και να απογειωθούν ελικόπτερα και ευέλικτα αεροπλάνα χωρίς ρόδες.
«Ο Οδυσσέας ήταν;» ρώτησε η Άνμα.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, καθώς ορθωνόταν. «Επέστρεψαν.»
Τους συνάντησαν σ’ένα μεγαλύτερο δωμάτιο. Στο ίδιο δωμάτιο που είχαν συναντήσει τη Βασιλική και τους Μοργκιανούς επαναστάτες, όταν είχαν έρθει, πριν από δύο μέρες. Το τζάκι ήταν αναμμένο, για να ζεσταίνει τον χώρο. Είχαν ειδοποιήσει και τον Φαρνέλιο, για να έρθει κι αυτός.
Μαζί με τον Οδυσσέα ήταν, όπως είχε πει η Ανταρλίδα, η Ιωάννα, κι επίσης ο Ράθνης, ο Σέλιρ’χοκ, και ο Γεράρδος, ο καπετάνιος από το Πορφυρό Κενό. Η Νελμίρα δεν ήταν στην ομάδα τους, παρατήρησε ο Ανδρόνικος. Ούτε ο Πρίγκιπας Τάμπριελ.
Τους καλωσόρισε όλους, σφίγγοντας χέρια μαζί τους και χαμογελώντας. Κι απ’ό,τι φαινόταν, τα χαμόγελα ήταν αμοιβαία, και ειλικρινή, κι από τις δυο μεριές. Η Ιωάννα σταύρωσε τους πήχεις της πίσω απ’το λαιμό του Ανδρόνικου και τον φίλησε, πεταχτά αλλά δυνατά, στα χείλη. Ο Σέλιρ’χοκ αγκάλιασε την Άνμα’ταρ.
«Εμένα κανείς δε μ’αγκαλιάζει,» είπε ο Φαρνέλιος, δαγκώνοντας την πίπα του και υπομειδιώντας. «Αισθάνομαι παραμελημένος.»
Ο Οδυσσέας γέλασε, και τον αγκάλιασε. «Εγώ πάντα δίνω μεγάλη σημασία στον γιατρό μου.»
«Καλό τούτο, νεαρέ,» αποκρίθηκε ο Φαρνέλιος, «γιατί μου φαίνεσαι λίγο χλωμός τώρα.»
«Μ’αυτό το κρύο, γιατρέ; Αστειεύεσαι;»
Ύστερα, κάθισαν όλοι τους, και οι στρατιώτες της βάσης τούς πρόσφεραν κούπες με ζεστό τσάι και καφέ.
«Πού είναι η Νελμίρα;» ρώτησε ο Ανδρόνικος.
«Η Νελμίρα,» απάντησε ο Οδυσσέας, «είναι, δυστυχώς, νεκρή, Πρίγκιπά μου.»
«Αυτά είναι άσχημα νέα, Οδυσσέα.»
Ο Οδυσσέας έσμιξε τα χείλη, νεύοντας μελαγχολικά. «Το ξέρω. Οι τρισκατάρατοι Παντοκρατορικοί τη σκότωσαν, όταν ήμασταν στην Αλβέρια. Παραλίγο να σκοτωθούμε κι εμείς σ’εκείνη τη σύγκρουση· ήταν σα να μας είχαν στήσει παγίδα.» Ήπιε μια γουλιά απ’το τσάι του. «Ελπίζω οι επαναστάτες που έστειλα εδώ να ήρθαν όλοι κανονικά.»
«Κανονικά ήρθαν,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Εκτός απ’αυτούς της Βίηλ, που δέχτηκαν πολλές απώλειες, καθώς περνούσαν από τη Ρελκάμνια. Έκανες καλή δουλειά, Οδυσσέα.»
«Ευχαριστώ, Πρίγκιπά μου.»
«Είχα, όμως, ακούσει ότι είχατε και τον Πρίγκιπα Τάμπριελ μαζί σας…»
Ο Οδυσσέας συνοφρυώθηκε. «Πώς το γνωρίζετε, Πρίγκιπά μου;»
«Η Ανταρλίδα, η Μαύρη Δράκαινα, μού το είπε.»
«Η Ανταρλίδα είναι εδώ;» έκανε η Ιωάννα.
Ο Ανδρόνικος ένευσε. «Ήρθε από την Υπερυδάτια. Μου είπε πως σας είδε, και πως είχατε μαζί σας τον Τάμπριελ, τον σύζυγο της Παντοκράτειρας.»
«Τον είχαμε,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας. «Αλλά, προτού έρθουμε εδώ, αποφασίσαμε να τον αφήσουμε στην Απαστράπτουσα.»
«Για ποιο λόγο; Και πώς κατέληξε νάναι μαζί σας, εξαρχής, Οδυσσέα;»
Ο Σέλιρ’χοκ ήταν που απάντησε: «Τον συναντήσαμε στο Πορφυρό Κενό, Πρίγκιπά μου, όπου συνέβησαν μια σειρά από παράξενα γεγονότα.»
«Βρήκατε το απομεινάρι από τον Ενιαίο Κόσμο;» ζήτησε να μάθει ο Ανδρόνικος.
«Περίπου. Για την ακρίβεια, καταστράφηκε· επομένως, δεν πρόκειται να το έχουμε ούτε εμείς ούτε η Παντοκράτειρα. Θα σας τα διηγηθούμε όλα αργότερα. Πρώτα, όμως, πιστεύω πως πρέπει να σας μιλήσω για τον Τάμπριελ’λι.»
Ο Ανδρόνικος ανασήκωσε τα χέρια του. «Σ’ακούω, μάγε.»
Ο Σέλιρ’χοκ τού εξήγησε για το ζωντανό πλοίο που ονομαζόταν Μακρινός Ταξιδευτής και που χρειαζόταν έναν Σάλ’ντραχ για να το ελέγχει. «Μη ρωτάτε πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό, Πρίγκιπά μου. Ούτε εγώ δεν γνωρίζω. Πρόκειται για ένα πολύ αλλόκοτο σκάφος.» Και συνέχισε, μιλώντας για το πώς ο Τάμπριελ έπρεπε να υποστεί τη διαδικασία αναίρεσης της ιδιότητας του Σάλ’ντραχ, καθώς και τι είδε κατά τη διάρκεια αυτής.
Ο Ανδρόνικος παρακολουθούσε τον μάγο σκεπτικός. Κι έπειτα, ρώτησε: «Δεν υπάρχει περίπτωση να προσποιείται;»
«Δε νομίζω, Πρίγκιπά μου,» απάντησε ο Σέλιρ’χοκ.
Και ο Οδυσσέας τόνισε πως ο Τάμπριελ’λι, πράγματι, τους είχε βοηθήσει πολλές φορές στο ταξίδι τους, και μάλιστα εναντίον των δυνάμεων της Παντοκράτειρας. Δεν μπορεί πλέον να υπηρετούσε εκείνη.
Ο Ανδρόνικος στράφηκε πάλι στον Σέλιρ’χοκ. «Και είπες ότι επιθυμεί να μιλήσει μαζί μου, μάγε;»
Εκείνος ένευσε. «Ισχυρίζεται ότι οι εικόνες που βλέπει αφορούν κι εσάς, Υψηλότατε.»
«Σε είχε δει μέσα σ’ένα σκοτεινό κελί, Ανδρόνικε,» είπε η Ιωάννα. «Έτσι μας είπε.»
Ο Ανδρόνικος συνοφρυώθηκε. «Σκοτεινό κελί;»
«Ναι. Και ήσουν γυμνός και κουλουριασμένος.»
Η Άνμα’ταρ είπε: «Σε είδε όταν ήσουν φυλακισμένος κάτω απ’το παλάτι!» Ακουγόταν έκπληκτη, συνεπαρμένη από τούτο το παράξενο γεγονός.
«Ναι,» της αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, «έτσι φαίνεται. Παράξενο, πάντως…»
«Και είδε και κάτι άλλο, που ανέφερε μόνο σε μένα όταν τον ρώτησα,» είπε η Ιωάννα. «Σε είδε να κρατάς ένα κομμάτι χαρτί και να το κοιτάζεις. Και πάνω στο χαρτί υπήρχαν σύμβολα που δεν μπορούσε να διαβάσει. Μου χάραξε μερικά απ’αυτά στο χώμα, και ούτε εγώ μπορούσα να τα καταλάβω. Επίσης, είπε πως, όταν το έκανες αυτό, πρέπει να ήσουν στη σουίτα κάποιου ξενοδοχείου, και δεν πρέπει να ήσουν μόνος.»
Ο Ανδρόνικος και η Άνμα’ταρ αλληλοκοιτάχτηκαν. «Μάγισσα,» είπε εκείνος, «σου θυμίζει κάτι αυτό;»
«Ίσως…»
Ο Ανδρόνικος σηκώθηκε απ’τη θέση του. «Επιστρέφω αμέσως,» είπε, και έφυγε απ’το δωμάτιο.
Όταν γύρισε, κρατούσε ένα χαρτί, και το έδειξε στην Ιωάννα. «Αυτά τα σύμβολα;»
Η Μαύρη Δράκαινα ένευσε. «Ναι, κάπως έτσι ήταν.»
«Ξέρεις τι είναι τούτο χαρτί; Το μοριακά πεπιεσμένο αντικείμενο που μου έφερες από τη Διάσταση του Φωτός, προτού σε στείλω στις Αιωρούμενες Νήσους και προτού επιστρέψω στην Απολλώνια. Η Άνμα το αποσυμπίεσε, ενώ βρισκόμασταν σ’ένα ξενοδοχείο στην Άωλρυς –μια απ’τις πόλεις στις όχθες του Μαύρου Ποταμού.»
«Επομένως,» είπε ο Φαρνέλιος, «είναι πέρα για πέρα αλήθεια ότι ο Τάμπριελ μπορεί να βλέπει εικόνες από αλλού… Και τι ακριβώς ζητά, Σέλιρ’χοκ; Ποια είναι η αποστολή του;»
Ο μαυρόδερμος μάγος ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν γνωρίζει ακόμα, κύριε Φαρνέλιε. Λέει, πάντως, ότι οι εικόνες που βλέπει –τις οποίες ανακαλύπτει σαν φωτογραφίες που τραβά από ένα συρτάρι– υποτίθεται πως σχηματίζουν μια πολύ μεγαλύτερη εικόνα. Μια εικόνα που βγάζει κάποιο νόημα.»
Η Ιωάννα ρώτησε τον Ανδρόνικο: «Μπορείς εσύ να διαβάσεις τον κώδικα επάνω στο χαρτί;»
Εκείνος κούνησε το κεφάλι, καθίζοντας ξανά. «Όχι. Μου είναι άγνωστος.»
«Μα, νόμιζα ότι ο Αρίσταρχος ήταν άνθρωπός σου. Άνθρωπος της Επανάστασης.»
«Ήταν,» τη διαβεβαίωσε ο Ανδρόνικος. «Χωρίς καμία αμφιβολία.»
«Τότε, γιατί να γράψει σ’έναν κώδικα που δεν γνωρίζεις;»
«Δεν ξέρω καν αν ο Αρίσταρχος ήταν που έγραψε τον κώδικα. Ίσως να τον βρήκε κάπου… Και, δυστυχώς, τώρα δεν μπορεί να μας πει.» Ήταν νεκρός, στη Διάσταση του Φωτός, όπου η Ιωάννα είχε καταφέρει να βρει το πτώμα του. Ο Ανδρόνικος τύλιξε το χαρτί και το έκρυψε μέσα στα ρούχα του. «Όπως και νάχει, δεν μπορούμε, επί του παρόντος, ν’ασχοληθούμε με τούτο. Η Απολλώνια κινδυνεύει, και η προτεραιότητά μας είναι να τη σώσουμε, και από τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας και από τους ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ.»
«Η Βασίλισσα Γλυκάνθη μάς εξήγησε αρκετά πράγματα, Πρίγκιπά μου,» είπε ο Οδυσσέας. «Όμως δε γνωρίζει και πολλά για το τι συμβαίνει στο Βόρειο Μέτωπο. Το μόνο που ξέρει είναι ότι έχετε φύγει από τη Σερίβια και έχετε έρθει εδώ, σε τούτη τη βάση μέσα στους Δασότοπους.»
«Ναι,» είπε ο Ανδρόνικος, «αυτή είναι η μόνη πληροφορία που αποφάσισα να της δώσω, ώστε να γνωρίζει πού να μας βρει, αν υπάρξει ανάγκη. Τα υπόλοιπα –που, ούτως ή άλλως, δεν είναι πολλά– θα σας τα πω τώρα.
»Δυστυχώς, δεν έχω, αυτή τη φορά, κάποιο σχέδιο που θα μας δώσει, γρήγορα και αποτελεσματικά, τη νίκη,» τους προϊδέασε. «Αισθάνομαι σα να παλεύω να επιβάλω μια νησίδα τάξης σ’ένα ατελείωτο πέλαγος καταστροφικών χαοτικών γεγονότων…»
«Μεγαλειότατε,» είπε η Στρατηγός Ιπποθόη, μπαίνοντας στο δωμάτιο και κάνοντας μια υπόκλιση.
Ο Λούσιος, που ατένιζε έξω απ’το παράθυρο, στράφηκε να την αντικρίσει. «Βρέθηκε η τοποθεσία που ζήτησα;»
«Βρέθηκε, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε η Ιπποθόη. «Ένα ύψωμα απ’το οποίο μπορεί να κοιτάζει κανείς το στρατόπεδο των Παντοκρατορικών, χωρίς ο ίδιος να γίνεται εύκολα αντιληπτός από αυτούς.» Στο δεξί της χέρι βαστούσε έναν τυλιγμένο χάρτη, τον οποίο και ξετύλιξε επάνω στο τραπέζι του δωματίου.
Ο Λούσιος πλησίασε.
Η Κορνηλία, που στεκόταν λίγο παραπέρα, έχοντας τα χέρια της σταυρωμένα εμπρός της, πλησίασε επίσης. Τα χέρια της τώρα ακούμπησαν στην άκρια του τραπεζιού, καθώς κοίταζε τον χάρτη.
Η Ιπποθόη έδειξε το μέρος που είχε σημειώσει. «Εδώ,» είπε. Ήταν, αναμενόμενα, προς τη δυτική μεριά, κοντά στους Δασότοπους του Ωχρού Χώματος.
«Καλώς,» είπε ο Λούσιος. «Νομίζω ότι μπορούμε να ξεκινήσουμε.» Κοίταξε την Κορνηλία, ερωτηματικά.
Εκείνη ένευσε, σιωπηλά.
Ο Λούσιος είπε στην Ιπποθόη: «Θα μας ετοιμάσεις ένα όχημα, Στρατηγέ.»
«Με συνοδεία;»
«Όχι. Θέλουμε να τραβήξουμε όσο το δυνατόν λιγότερη προσοχή.» Γι’αυτό κιόλας, ετούτη τη φορά, είχε αποφασίσει να μην πάει με ελικόπτερο στο σημείο απ’όπου θα χτυπούσε τους Παντοκρατορικούς· πιθανώς να παρακολουθούσαν, από απόσταση, τις αεροπορικές κινήσεις. Ένα όχημα, όμως, μπορούσε εύκολα να χαθεί μέσα στη νύχτα. «Αυτό σημαίνει, Στρατηγέ, πως το όχημα καλύτερα να είναι μικρό και ευέλικτο.»
«Μάλιστα, Μεγαλειότατε. Σε λίγο, θα σας περιμένει έξω από το Κ.Ε.Α.Δ.,» αποκρίθηκε η Ιπποθόη, και έφυγε απ’τα δωμάτια του Λούσιου.
«Θα πάρουμε μαζί μας και τον Ταχύβιο;» ρώτησε η Κορνηλία.
«Ναι.»
«Τον αδελφό μου;»
«Όχι. Δε νομίζω ότι μπορεί να μας προσφέρει καμία βοήθεια, σε περίπτωση που τη χρειαστούμε.»
Η Κορνηλία διέκρινε, απ’τον τόνο της φωνής του, ότι ήταν ακόμα θυμωμένος με τον Ιερώνυμο. «Εντάξει,» είπε. «Θα πάρουμε κανέναν άλλο;»
«Δύο από τους καλύτερούς μας σωματοφύλακες. Περισσότεροι δε νομίζω να χωράνε μέσα στο όχημα, αν είναι μικρό, όπως πρόσταξα τη Στρατηγό.»
«Εντάξει,» αποκρίθηκε η Κορνηλία. «Πηγαίνω να ετοιμαστώ. Θα σε συναντήσω έξω απ’το Κ.Ε.Α.Δ., μαζί με τον Ταχύβιο.»
Ο Λούσιος ένευσε, κι εκείνη έφυγε.
Μετά από δέκα λεπτά, συναντήθηκαν έξω απ’τις δίδυμες πολυκατοικίες του Κέντρου Ελέγχου Απολλώνιων Δυνάμεων. Μπροστά τους ήταν ένα τετράτροχο, χαμηλό όχημα, πολύ καλά θωρακισμένο. Το μεγαλύτερο μέρος του σκέπαστρού του ήταν από ατσάλι· μονάχα μερικά σημεία ήταν γυάλινα: κι αναμφίβολα, επρόκειτο για γυαλί ενισχυμένο.
Χιόνι κάλυπτε το έδαφος, και η νύχτα ήταν σιωπηλή, εκτός απ’το βουητό του ανέμου. Το κρύο ήταν διαπεραστικό, ως συνήθως, εδώ, κοντά στα βουνά.
Ο Λούσιος είχε φέρει μαζί του δύο σωματοφύλακες: έναν λευκόδερμο άντρα, που το πρόσωπό του έμοιαζε να είναι καμωμένο από χιόνι και τα μάτια του από σκοτάδι· και μια χρυσόδερμη γυναίκα με μακριά, πορφυρά μαλλιά που οι δυο μπροστινές τους τούφες δένονταν πίσω απ’το κεφάλι της. Και οι δύο σωματοφύλακες ήταν πάνοπλοι.
Φοβάται ότι μας περιμένουν, σκέφτηκε η Κορνηλία. Υποπτεύεται ότι μας έχουν στήσει παγίδα. Και ίσως νάχει δίκιο. Κι η ίδια αισθανόταν κάπως ανήσυχη, όφειλε να παραδεχτεί.
«Θα οδηγήσω εγώ,» είπε ο Λούσιος, και μπήκε πρώτος στο όχημα. Η πορφυρομάλλα, χρυσόδερμη σωματοφύλακας κάθισε πλάι του.
Η Κορνηλία κάθισε στο πίσω κάθισμα, ανάμεσα στον σύζυγό της και στον λευκόδερμο σωματοφύλακα.
Ο Λούσιος έβαλε μπροστά, και η μηχανή του οχήματος μούγκρισε. Πάτησε το πετάλι και ξεκίνησαν να διασχίζουν τους ρημαγμένους δρόμους της Ταλκασίας, που ήταν γεμάτοι λακκούβες. Σε μερικά σημεία, το όχημά τους αναπηδούσε, περνώντας τες. Οι αναρτήσεις του, όμως, ήταν καλές· πολύ καλές. Ήταν ένα πολύ σταθερό όχημα.
Τριγύρω, οι πολυκατοικίες και τα χαμηλότερα οικοδομήματα φάνταζαν σαν τραυματισμένοι γίγαντες μέσα στη νύχτα, καθώς φωτίζονταν απ’την αχνή ακτινοβολία της Γλαυκής και από το φως κανενός στρατιωτικού προβολέα.
Θα πληρώσουν για τούτο οι Παντοκρατορικοί, συλλογίστηκε ο Λούσιος, παρατηρώντας τα σημάδια που είχε αφήσει η τελευταία αεροπορική τους επίθεση. Θα τους στείλουμε πίσω, στη Ρελκάμνια, κομματιασμένους!
Το μικρό όχημα βγήκε απ’την Ταλκασία, και βυθίστηκε μες στη νύχτα.
Ο Λούσιος είχε τα φώτα του αναμμένα στο ελάχιστο, για να μη δίνει στόχο. Ό,τι παγίδα κι αν έχουν ετοιμάσει, θα την αποφύγουμε. Ή, αν δεν την αποφύγουμε τελείως, σίγουρα θα την αντιληφτούμε προτού ενεργοποιηθεί. Όλοι οι Οκτώ είχαν επαυξημένη την αίσθηση του κινδύνου. Το Εσώτερο Δαιμόνιό τους τους προειδοποιούσε, όταν πλησίαζε κάτι επικίνδυνο γι’αυτούς.
Το όχημα έτρεξε μέσα στα ερημικά, χιονισμένα μέρη, κατευθυνόμενο προς τα βορειοδυτικά. Οι τροχοί του ήταν τυλιγμένοι με αλυσίδες, που του επέτρεπαν να κινείται γρήγορα επάνω στο χιόνι, χωρίς να γλιστρά. Στην οθόνη, πλάι στο τιμόνι, ο Λούσιος μπορούσε να δει ότι πλησίαζαν το σημείο που είχε εντοπίσει η Στρατηγός Ιπποθόη.
Και οι αισθήσεις του δεν τον προειδοποιούσαν για κανέναν κίνδυνο.
Ούτε οι αισθήσεις της Κορνηλίας προειδοποιούσαν εκείνη.
Τα πάντα έδειχναν να κινούνται ομαλά. Σύμφωνα με το σχέδιο –το οποίο δεν ήταν και τίποτα το περίπλοκο, εξάλλου.
Ίσως, τελικά, οι Παντοκρατορικοί να μην ξέρουν από τι ακριβώς πρέπει να προφυλαχτούν, σκέφτηκε ο Λούσιος. Ίσως να είναι πιο σαστισμένοι απ’ό,τι πίστευα.
*
Οι Δασότοποι του Ωχρού Χώματος ήταν γεμάτοι χιόνι και δύσβατα εδάφη. Τα άλογα της ομάδας του Αυγερινού, παρότι από τα καλύτερα του Απολλώνιου στρατεύματος, δυσκολεύτηκαν πολύ να διασχίσουν ετούτα τα άγρια μέρη, ταλαιπωρώντας, κατά συνέπεια, και τους καβαλάρηδές τους.
Το ελικόπτερο του Πρίγκιπα Ανδρόνικου τούς είχε αφήσει σαράντα χιλιόμετρα δυτικά του Δουκάτου της Ταλκασίας, μέσα στους Δασότοπους του Ωχρού Χώματος. Εκεί, μερικοί Απολλώνιοι στρατιώτες τούς περίμεναν, έχοντας ειδοποιηθεί για την άφιξή τους από το τηλεπικοινωνιακό δίκτυο που είχαν στήσει ο Πρίγκιπας και ο Στρατάρχης Φιλόπνοος. Μαζί τους είχαν τέσσερα άλογα, τα οποία έδωσαν στον Αυγερινό και την ομάδα του. Εκείνοι τα καβάλησαν και ξεκίνησαν αμέσως. Είχε μόλις περάσει το μεσημέρι, και δεν κάθισαν καθόλου να ξεκουραστούν. Ταξίδεψαν ώς το βράδυ, για έξι ώρες, συνολικά, κάνοντας μια στάση μετά τις πρώτες τρεις ώρες, για να αναπαυθούν τα άλογα. Διανυκτέρευσαν σε μια σπηλιά που βρήκε ο Κάλβριλ, και συνέχισαν πάλι με την αυγή.
Το απόγευμα, καθώς ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει, βγήκαν απ’τους Δασότοπους, μπαίνοντας στο Δουκάτο της Ταλκασίας, το οποίο βρήκαν έρημο στο μεγαλύτερο μέρος του. Οι κάτοικοι των χωριών και των μικρών πόλεων είχαν φύγει, αναζητώντας ασφαλέστερα εδάφη. Μονάχα εξαιρέσεις ανθρώπων είχαν μείνει, παίρνοντας όπλα και κατατασσόμενοι στον στρατό.
Η ομάδα του Αυγερινού αποτελείτο από τρία άτομα, εκτός από εκείνον: τη λευκόδερμη Ανταρλίδα, μια Μαύρη Δράκαινα από την Υπερυδάτια· τον Κάλβριλ, έναν Φεηνάρκιο επαναστάτη, με κατάμαυρο δέρμα και κατάμαυρα μαλλιά, ο οποίος είχε το παρατσούκλι Νυχτοβάτης (ο Αυγερινός καταλάβαινε γιατί)· και τη χρυσόδερμη, καστανομάλλα Σιλάνα, μια επαναστάτρια από τη Σάρντλι, που είχε όψη –για κάποιο λόγο– αγριότερη από του Κάλβριλ και ήταν, γενικά, σιωπηλή.
Η Ανταρλίδα πρότεινε να αποφύγουν, πάση θυσία, τις περιπολίες των στρατιωτών. «Αν και αποκλείεται να ψάχνουν για εμάς, είναι φανερό πως φέρουμε όπλα, και σίγουρα θα μας κάνουν ερωτήσεις όταν μας δουν· και τότε, τι θα τους απαντήσουμε; Ότι είμαστε επαναστάτες, από τον στρατό του Πρίγκιπα Ανδρόνικου; Δε νομίζω να το εκτιμήσει αυτό ο Πρίγκιπας Λούσιος. Θα μας θεωρήσει κατασκόπους… όπως και είμαστε, υποθέτω.»
Ο Αυγερινός κατένευσε. «Ναι,» είπε. «Καλύτερα κανένας να μην αντιληφτεί την παρουσία μας.»
Κατεβαίνοντας απ’τα άλογά τους, τα πήραν απ’τα χαλινάρια και βάδισαν ανάμεσα στην αειθαλή βλάστηση, αποφεύγοντας τους δρόμους, καθώς και όλα τα σημεία απ’όπου φαίνονταν φώτα.
«Πού πηγαίνουμε, λοιπόν;» ρώτησε η Ανταρλίδα τον Αυγερινό.
«Δεν είμαι βέβαιος. Περιμένω…»
«Για τι;»
«Για κάτι να αποκαλυφτεί.»
«Από μόνο του;» απόρησε η Ανταρλίδα.
«Περίπου.»
«Και νομίζεις ότι αυτή είναι καλή ιδέα;»
«Δεν ξέρω αν είναι καλή· είναι, όμως, η μόνη που έχω.»
Η Ανταρλίδα κούνησε το κεφάλι μέσα στην κουκούλα της κάπας της. Κι αυτός είναι ο άνθρωπος για τον οποίο ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος έχει τόσο καλή άποψη; σκέφτηκε.
*
Ο Μέμντουρ’χοκ ανήκε στο τάγμα των Διαλογιστών, και ήταν ένας από τους ισχυρότερους από αυτούς. Δεν το έβρισκε, επομένως, δύσκολο να παραμένει σε κατάσταση αυτοσυγκέντρωσης για ώρες ολόκληρες: ακόμα και για ημέρες. Επί του παρόντος, ήταν μέσα σ’έναν ημιφωτισμένο θάλαμο, στο στρατόπεδο των Παντοκρατορικών. Καθόταν στο κέντρο του πατώματος, οκλαδόν, με τις μαύρες του πατούσες να αγγίζουν η μία την άλλη. Τα μάτια του ήταν κλειστά, και τα χείλη του κινούνταν αδιόρατα, καθώς μουρμούριζε μια επωδό που τον βοηθούσε, συγχρόνως, να διαλογίζεται και να διατηρεί σε λειτουργία τα ξόρκια που ήθελε. Επάνω στα γόνατά του ήταν ακουμπισμένο το μακρύ του ραβδί, οι κρύσταλλοι του οποίου γυάλιζαν αχνά, προσφέροντας επιπλέον ισχύ στη μαγεία του Μέμντουρ’χοκ.
Ο μάγος είχε βάλει σκοπό να εντοπίσει τους Απολλώνιους, στην επόμενή τους προσπάθεια να επηρεάσουν τα μυαλά των Παντοκρατορικών στρατιωτών. Την προηγούμενη φορά, δεν μπορούσε να βρει από πού είχε έρθει η επίθεση· είχε δει μονάχα τα αποτελέσματά της. Γιατί πίσω της δεν είχε αφήσει κανένα σημάδι που να τον οδηγεί στην αρχή. Αν οι Απολλώνιοι, όμως, ξαναεπιχειρούσαν να επηρεάσουν με παρόμοιο τρόπο τη νοητική ενέργεια των Παντοκρατορικών, δε θα μπορούσαν να κρύψουν την προέλευση της επίθεσής τους, την ίδια στιγμή που αυτή πραγματοποιείτο. Εκτός αν η επίθεση ερχόταν από το έδαφος της διάστασης, ή από τον αέρα! Αλλά κι αυτό θα ήταν μία απάντηση, δε θα ήταν;
Ο Μέμντουρ’χοκ, ωστόσο, δεν πίστευε ότι κάτι τέτοιο αλήθευε. Μάλλον, η επίθεση θα ερχόταν από συγκεκριμένο άτομο, άτομα, ή όπλο. Και τους περίμενε. Είχε εν ενεργεία ένα Ξόρκι Εντοπισμού Τηλεπικοινωνιακού Σήματος και ένα Ξόρκι Εντοπισμού Νοητικής Παρεμβολής, συγχρόνως. Δεν του ήταν δύσκολο να κρατά σε λειτουργία δύο ξόρκια, ειδικά όταν βρισκόταν σε κατάσταση αυτοσυγκέντρωσης και είχε κοντά του τους επαναφορτιζόμενους κρυστάλλους του ραβδιού του. Μπορούσε να έχει τα ξόρκια σε υποτονική λειτουργία για ώρες. Έτσι, όταν κάποιος αποφάσιζε να παίξει με τη νοητική ενέργεια των στρατιωτών της Παντοκράτειρας, ο Μέμντουρ’χοκ θα το αντιλαμβανόταν, και θα έβρισκε αμέσως από πού ερχόταν το σήμα. Γιατί πίστευε πως, ό,τι κι αν ήταν αυτό που χτυπούσε τους μαχητές της Στρατηγού Δεξιόχειρης, πρέπει να είχε τη μορφή κάποιας συχνότητας· ή, τουλάχιστον, πίστευε ότι η μορφή του θα ήταν τέτοια που ένα Ξόρκι Εντοπισμού Τηλεπικοινωνιακού Σήματος θα έβρισκε την πηγή του.
Υπομονή χρειαζόταν μόνο.
Και κανείς δεν μπορούσε να πει ότι ο Μέμντουρ’χοκ ήταν άνθρωπος χωρίς υπομονή.
*
Ο Λούσιος σταμάτησε το όχημά τους πίσω από το ύψωμα, και έσβησε τελείως τα φώτα.
Δεν μπορούσε να αισθανθεί κανέναν κίνδυνο, από πουθενά.
Έστρεψε το βλέμμα του στην Κορνηλία, στο πίσω κάθισμα, κοιτάζοντάς την ερωτηματικά. Δε χρειαζόταν να τη ρωτήσει Εσύ νιώθεις την ύπαρξη κινδύνου; Η ερώτηση ήταν αυτονόητη.
Και η Κορνηλία έγνεψε αρνητικά.
Ωραία, σκέφτηκε ο Λούσιος, και, ανοίγοντας την πόρτα πλάι του, βγήκε απ’το όχημα.
Οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν. Οι σωματοφύλακες είχαν τα όπλα τους στα χέρια και οπλισμένα.
Ο Λούσιος ανέβηκε στο ύψωμα με την Κορνηλία πλάι του. Ο παγερός άνεμος απειλούσε να πάρει τις σφιχτοδεμένες τους κάπες. Ο Ιερέας Ταχύβιος βάδιζε πίσω τους· οι σωματοφύλακες ήταν ο ένας δεξιά τους κι η άλλη αριστερά τους, με βλέμματα παρατηρητικά.
Ο Κατακεραυνωτής και η Υφάντρα ατένισαν, για μερικές στιγμές, το Παντοκρατορικό στρατόπεδο, που τα φώτα του έσχιζαν τη νύχτα.
Ύστερα, άρχισαν το παιχνίδι τους.
*
Ο Αυγερινός σταμάτησε να βαδίζει, απότομα. «Κάτι συμβαίνει,» είπε. Μπορούσε να το αισθανθεί. Μπορούσε να νιώσει την επιρροή του Μαύρου Νάρζουλ επάνω στη διάσταση της Απολλώνιας, να μεταβάλλει την πραγματικότητα, βίαια.
«Τι;» ρώτησε η Ανταρλίδα, κοιτάζοντας τριγύρω, ενστικτωδώς, και βγάζοντας το τουφέκι απ’τον ώμο της.
Ο Αυγερινός ανέβηκε στη σέλα του αλόγου του. «Ελάτε!» είπε, κι άρχισε να καλπάζει.
Οι σύντροφοί του τον ακολούθησαν, ιππεύοντας κι εκείνοι.
«Τι είναι, Αυγερινέ;» ρώτησε ο Κάλβριλ. «Άκουσες κάτι; Είδες κάτι;»
«Όχι. Κάτι συμβαίνει, όμως. Κάτι που έχει σχέση με τους Οκτώ. Κι επομένως, εκεί πάμε κι εμείς.»
«Δε μ’αρέσει όπως ακούγεται αυτό,» είπε η Σιλάνα, σπάζοντας τη σιωπή της για πρώτη φορά από τότε που είχαν βγει απ’τους Δασότοπους.
*
Ο Μέμντουρ’χοκ αισθάνθηκε κάτι να αλλοιώνει τη νοητική ενέργεια όλων όσων βρίσκονταν στο στρατόπεδο. Κι αμέσως, έστρεψε την προσοχή του στα ξόρκια του, φορτίζοντάς τα με περισσότερη ισχύ από τους κρυστάλλους στο ραβδί του.
Προσπάθησε να εντοπίσει από πού ερχόταν η επίθεση.
Και απέτυχε.
Πώς ήταν δυνατόν; Η αλλοίωση της νοητικής ενέργειας δεν φαινόταν να προέρχεται από κάπου. Τη μια στιγμή, η νοητική ενέργεια ήταν κανονική· την άλλη, αλλοιωμένη!
Σα να είχε γίνει έκρηξη. Σαν κάποιος, κυριολεκτικά, να είχε πετάξει μια βόμβα μες στο στρατόπεδο, η οποία διατάρασσε τη σκέψη. Αλλά και πάλι, σε μια τέτοια περίπτωση, η αλλοίωση θα προερχόταν από τη βόμβα…
Μια στιγμή, όμως!
Ο Μέμντουρ’χοκ εντόπισε ακόμα μία αλλοίωση, διαφορετικής φύσης από την προηγούμενη. Η πρώτη αλλοίωση ήταν, πραγματικά, σαν βόμβα: και, μάλλον, είχε στρέψει τα μυαλά των στρατιωτών προς το πιο οξύθυμο. Η δεύτερη αλλοίωση, όμως, έπαιζε ενεργά με τα νήματα της νοητικής ενέργειας, όπως μια υφάντρα παίζει με τα νήματα του αργαλειού της.
Ποιος το έκανε αυτό; Και πού βρισκόταν;
Ο Μέμντουρ’χοκ ενέτεινε τις προσπάθειές του, αντλώντας περισσότερη ενέργεια από τους κρυστάλλους στο ραβδί του και κάνοντας τα κυκλώματά του να καίνε. Επέκτεινε το Ξόρκι Εντοπισμού Τηλεπικοινωνιακού Σήματος. Και το ισχυροποίησε, συγχρόνως.
Όσο ασθενές κι αν ήταν αυτό το σήμα, έπρεπε να το βρει.
Και το βρήκε.
Χωρίς καθυστέρηση, χρησιμοποίησε ένα Ξόρκι Αΰλου Προσεγγίσεως Τηλεπικοινωνιακής Συχνότητος…
…γλιστρώντας έξω απ’το σώμα του και ακολουθώντας το σήμα προς την πηγή του. Κάνοντας ένα μέρος του πνεύματός του ένα με τη συχνότητα.
Τον ημιφωτισμένο θάλαμο τον άφησε πίσω του.
Το στρατόπεδο το άφησε πίσω του.
Πέταξε πάνω απ’τη χιονισμένη πεδιάδα με μεγάλη ταχύτητα, έχοντας τη συχνότητα ως οδηγό του, σαν να ήταν μια επικλινής γέφυρα όπου κατρακυλούσε. Διέσχισε μια ελαφρώς δασωμένη περιοχή και, μετά απ’αυτήν, έφτασε σ’ένα ύψωμα.
Το σήμα εκπεμπόταν από το κεφάλι μιας γυναίκας.
Και ο Μέμντουρ’χοκ ήξερε πως δεν προλάβαινε να σταματήσει εγκαίρως την ταχεία διαδρομή του επάνω στη συχνότητα…
*
Η Υφάντρα είχε σχεδόν τελειώσει να παίζει με τα νήματα και τους κόμπους του συλλογικού νου του Παντοκρατορικού στρατοπέδου, όταν είδε εμπρός της ένα πρόσωπο να παρουσιάζεται. Ένα πρόσωπο να σχηματίζεται μέσα από την ίδια τη νοητική ενέργεια των Παντοκρατορικών. Ένα πρόσωπο να παρεμβάλλεται ανάμεσα σ’αυτούς και σ’εκείνη. Το πρόσωπο ενός άντρα με μακριά γενειάδα και ξυρισμένο κεφάλι. Τα μάτια του γυάλιζαν σαν καθρέφτες. Τα χείλη του κινούνταν έντονα, αλλά λες και μουρμούριζε.
«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑααααααααααα!…»
Η Κορνηλία τινάχτηκε, ουρλιάζοντας και λυγίζοντας προς τα πίσω το σώμα και το λαιμό της. Η κουκούλα της έπεσε, και τα μακριά, μαύρα της μαλλιά πετάχτηκαν έξω, σαν ξαφνικός πίδακας. Τα χέρια της πήγαν, σπασμωδικά, στους κροτάφους της.
Το μυστηριώδες πρόσωπο είχε ήδη εξαφανιστεί, αλλά η Κορνηλία, νιώθοντας τα γόνατά της να τρέμουν από το ξάφνιασμα, έχασε την ισορροπία της και σωριάστηκε στο χιονισμένο έδαφος του λόφου.
Ο Λούσιος –που δεν είχε αισθανθεί κανέναν κίνδυνο– γονάτισε πλάι της, παραξενεμένος. «Κορνηλία,» είπε, βάζοντας τα χέρια του γύρω της. «Τι έγινε;»
*
Ο Αυγερινός τράβηξε τα ηνία του αλόγου του, μόλις είδαν το ύψωμα. «Εκεί,» είπε, καθώς το ζώο του ανασηκωνόταν στα πισινά πόδια. «Εκεί.»
Και τότε, το ουρλιαχτό αντήχησε μες στη νύχτα. Το διαπεραστικό γυναικείο ουρλιαχτό, που πέρασε μέσα απ’τον νου του Αυγερινού σαν λόγχη.
Αυτή η φωνή… Τι είναι αυτή η φωνή; Σε ποια ανήκει;
Νόμιζε πως είχε βρει εκείνο που ζητούσε. Τη δεύτερη από τους Οκτώ που είχε απελευθερωθεί.
«Τι είναι εκεί, Αυγερινέ;» ρώτησε ο Κάλβριλ. «Μονάχα μερικούς ανθρώπους βλέπω πάνω στο ύψωμα.»
Ο Αυγερινός πήδησε από τη σέλα του αλόγου του. «Δεν πρέπει να μας δουν.» Και προσευχήθηκε στον Απόλλωνα να μην τους είχαν ήδη προσέξει.
Το χέρι του πήγε στη λαβή του σπαθιού του.
*
«Κορνηλία!» επανέλαβε ο Λούσιος. «Τι έγινε;»
Τώρα, κι ο Ταχύβιος είχε γονατίσει κοντά της, από την άλλη μεριά.
Η Κορνηλία πήρε το βλέμμα της απ’το χιόνι και το έστρεψε στον ξάδελφό της. «Ένα πρόσωπο… Ένα άγνωστο πρόσωπο παρουσιάστηκε μπροστά μου…»
Ο Λούσιος συνοφρυώθηκε. «Τι πρόσωπο;»
Η Κορνηλία κούνησε το κεφάλι. «Δεν ξέρω ποιος ήταν. Σου είπα ήταν άγνωστος.»
«Σε πείραξε; Σου επιτέθηκε με κάποιον τρόπο;»
Η Κορνηλία ορθώθηκε, και οι δύο άντρες ορθώθηκαν μαζί της. «Όχι· απλώς παρουσιάστηκε… και τρόμαξα, για να είμαι ειλικρινής.» Μόρφασε, στραβώνοντας τα χείλη. «Σα να είδα φάντασμα ήταν. Σχηματίστηκε μέσα απ’τη μαζική νοητική ενέργεια του στρατοπέδου, και βρέθηκε ανάμεσα σ’εμένα κι αυτό. Δεν ξέρω τι μπορεί να ήταν, Λούσιε.»
«Πώς έμοιαζε;»
Η Κορνηλία ανασήκωσε τους ώμους. «Τίποτα το ιδιαίτερο. Ένας άντρας με ξυρισμένο κεφάλι και γενειάδα.»
«Τι χρώμα είχε το δέρμα του;»
«Δεν ξέρω. Είδα μόνο το περίγραμμά του· δεν υπήρχε τίποτα ανάμεσα στις γραμμές.»
«Και είσαι σίγουρη πως δε σε πείραξε;»
«Ναι,» είπε η Κορνηλία. «Εμφανίστηκε μονάχα, και μετά χάθηκε.»
«Παράξενο…» μουρμούρισε ο Λούσιος, στρέφοντας το βλέμμα του στο Παντοκρατορικό στρατόπεδο. Και, με πιο δυνατή φωνή: «Ολοκλήρωσες τη δουλειά σου;»
«Ναι.»
«Τότε, δε νομίζω ότι–» Σταμάτησε τα λόγια του, καθώς είδε ένα ελικόπτερο να απογειώνεται από το στρατόπεδο. Να απογειώνεται και να έρχεται προς εκείνον και τους συντρόφους του. «Οι τρισκατάρατοι…! Μας εντόπισαν. Δεν ξέρω πώς, αλλά μας εντόπισαν. Πάμε!» Στράφηκε προς την πίσω μεριά του λόφου, κι άρχισε να κατεβαίνει με την κάπα του ν’ανεμίζει.
*
Ο Κατακεραυνωτής, παρατήρησε ο Αυγερινός, καθώς εκείνος κι η ομάδα του ήταν γονατισμένοι επάνω στο χιόνι, έχοντας βάλει και τ’άλογά τους να γονατίσουν, για να δίνουν όσο το δυνατόν λιγότερο στόχο. Ο Κατακεραυνωτής. Αισθάνομαι την παρουσία του. Δεν μπορούσε να τον δει, μέσα στη νύχτα, μα το ήξερε πως ήταν αυτός. Κι επίσης, ήξερε πως μαζί του βρισκόταν κι ένας άλλος από τους Οκτώ: η γυναίκα που είχε ουρλιάξει. Πώς ονομαζόταν, όμως; Πρέπει να δω το πρόσωπό της. Αν δω το πρόσωπό της, θα μάθω και ποια είναι. Πώς ακριβώς θα ερχόταν τούτη η πληροφορία στο μυαλό του, ο Αυγερινός δεν γνώριζε· μα γνώριζε ότι αυτή του η σκέψη ήταν αληθινή, όπως ο ήλιος βγαίνει απ’την Ανατολή και βυθίζεται στη Δύση.
Οι σκιερές φιγούρες που βρίσκονταν στην κορυφή του υψώματος κατέβηκαν, βιαστικά, και χάθηκαν στο σκοτάδι. Ο Αυγερινός δεν μπορούσε πλέον να τις δει, αν και εξακολουθούσε να αισθάνεται τον Κατακεραυνωτή και τη γυναίκα των Οκτώ.
Αμέσως μετά, φώτα άναψαν. Τα φώτα ενός οχήματος, μικρού και χαμηλού.
Και, συγχρόνως, θόρυβος ήρθε απ’τον ουρανό. Θόρυβος από έλικα. Ο Αυγερινός ύψωσε το βλέμμα του και είδε ένα ελικόπτερο.
Οι Παντοκρατορικοί!
«Το πράγμα χειροτερεύει…» μουρμούρισε η Σιλάνα. Αυτή η γυναίκα, παρατήρησε ο Αυγερινός, μπορεί να μη μιλούσε πολύ, αλλά, όποτε μιλούσε, έμοιαζε να τονίζει όλα τα ευχάριστα…
Το όχημα του Κατακεραυνωτή ξεκίνησε, μουγκρίζοντας και τινάζοντας το χιόνι.
Το ελικόπτερο πυροβόλησε πίσω του.
«ΠΑΡΑΔΟΘΕΙΤΕ!» αντήχησε μια φωνή που ερχόταν από μεγάφωνο. «ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΘΕΙΤΕ!»
Αλλά ο Πρίγκιπας Λούσιος, μάλλον, δε σκόπευε ούτε να σταματήσει ούτε να παραδοθεί, γιατί το όχημά του συνέχισε να τρέχει.
Το ελικόπτερο εξαπέλυσε ρουκέτες, που διέγραψαν πύρινες τροχιές στον αέρα, στοχεύοντας τη γη.
Το χιόνι και το έδαφος ανατινάχτηκαν γύρω απ’το όχημα του Πρίγκιπα της Απολλώνιας. Ένας τροχός πετάχτηκε ψηλά, προσγειώθηκε αρκετά μέτρα παραπέρα, και κύλησε από μόνος του.
Το όχημα είχε γείρει στο πλάι, και είχε σταματήσει, καθώς οι εναπομείναντες τροχοί του είχαν κολλήσει στο χιόνι.
«Να βοηθήσουμε, Αυγερινέ;» ρώτησε η Ανταρλίδα.
«Μέσα στο όχημα,» είπε ο Αυγερινός, «βρίσκονται ο Κατακεραυνωτής και μια γυναίκα που ανήκει στους Οκτώ του Μαύρου Νάρζουλ.»
«Αυτό σημαίνει ναι ή όχι;»
*
Οι επιβάτες του οχήματος τραντάχτηκαν, άγρια, από τις εκρήξεις.
Ο Λούσιος είδε τη μια από τις μπροστινές ρόδες να φεύγει, και καταράστηκε, καθώς αισθάνθηκε το όχημα να γέρνει και τις υπόλοιπες ρόδες του να κολλάνε στο χιόνι. Πάτησε το πετάλι, βίαια, κάνοντας τις μηχανές να μουγκρίσουν ακόμα δυνατότερα· αλλά δε γινόταν τίποτα: δεν μπορούσε να φύγει από εδώ.
Και το ελικόπτερο ερχόταν.
Και ήταν φανερό πως δεν είχε διπλωματικές διαθέσεις.
Τα μάτια του Κατακεραυνωτή άστραψαν. Άνοιξε την πόρτα πλάι του και βγήκε· τα μποτοφορεμένα πόδια του πάτησαν στο χιόνι.
«Πρίγκιπά μου!» φώναξε η χρυσόδερμη σωματοφύλακας, προσπαθώντας κι εκείνη να βγει απ’την ίδια πόρτα, αφού η άλλη ήταν μπλοκαρισμένη μες στο χιόνι, έτσι όπως είχε γείρει το όχημα.
«Μείνετε πίσω,» είπε ο Λούσιος στους συντρόφους του, ενώ ατένιζε το ερχόμενο ελικόπτερο.
«ΠΑΡΑΔΟΘΕΙΤΕ!» αντήχησε πάλι η φωνή από το μεγάφωνο.
«ΠΕΙΤΕ ΣΤΗΝ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΕΙΡΑ ΟΤΙ ΟΙ ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΙ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΠΑΡΑΔΙΔΟΝΤΑΙ!» φώναξε ο Κατακεραυνωτής, και η φωνή του αντήχησε, πραγματικά, σαν αστροπελέκι, σχίζοντας γη και ουρανό.
Συγχρόνως, ύψωσε το δεξί του χέρι–
*
–και αστραπές εκτοξεύτηκαν.
Το ελικόπτερο δεν περίμενε μια τέτοια επίθεση, και δεν είχε χρόνο να την αποφύγει. Η αχαλίνωτη ενέργεια τύλιξε το μεταλλικό του περίβλημα, κάνοντας σπίθες να τιναχτούν και τον έλικά του να σπάσει, φεύγοντας από πάνω του.
«Δε νομίζω ότι ο Κατακεραυνωτής χρειάζεται τη δική μας βοήθεια, Ανταρλίδα,» είπε ο Αυγερινός, βλέποντας το αεροσκάφος να πέφτει στο χιονισμένο έδαφος με μεγάλο βρόντο, τον οποίο ακολούθησε μια εκκωφαντική έκρηξη. Οι ενεργειακές φιάλες του πρέπει να είχαν σπάσει, και οι αστραπές του Κατακεραυνωτή πρέπει να είχαν πυροδοτήσει το εύφλεκτο υγρό στο εσωτερικό τους.
Ο Αυγερινός πήρε τα κιάλια απ’τον σάκο του και τα ύψωσε εμπρός του. Πρέπει να δω ποια είναι η γυναίκα των Οκτώ…
*
Η Κορνηλία βγήκε απ’το όχημα, ύστερα από τον λευκόδερμο σωματοφύλακα. Και μετά, βγήκε ο Ταχύβιος, λέγοντας «Μεγάλε Άρχοντα, μας έσωσες όλους!» και κοιτάζοντας τον Λούσιο με ευλάβεια.
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Κατακεραυνωτής, «δε σας έχω σώσει ακόμα. Οι Παντοκρατορικοί θα στείλουν κι άλλα σκάφη να μας καταδιώξουν· και τώρα δεν έχουμε το όχημά μας για να μας πάρει από δω. Επιπλέον, είμαι κουρασμένος, όπως επίσης και η Κορνηλία. Πρέπει να φύγουμε, όσο πιο γρήγορα μπορούμε.» Και, σηκώνοντας την κουκούλα της κάπας του, ξεκίνησε να βαδίζει προς τα νότια: προς την πόλη της Ταλκασίας. Οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν. «Αν είμαστε τυχεροί, οι στρατιώτες μας θα μας βρουν πριν από τους πολεμιστές της Παντοκράτειρας.»
*
Ο Αυγερινός το είχε ξαναδεί αυτό το πρόσωπο.
Η Δούκισσα Κορνηλία, της Βανκάρης!
Και μέσα της, η Υφάντρα.
Ναι, καθώς ο Αυγερινός έβλεπε το πρόσωπό της με τα κιάλια του, μπορούσε να το καταλάβει. Μπορούσε να καταλάβει ποια από τους Οκτώ ήταν. Ίσως να έφταιγε η γυαλάδα στα μάτια της, ίσως η έκφρασή της. Ή ίσως η ξαφνική γνώση του Αυγερινού να μην είχε καμία σχέση με τη Δούκισσα Κορνηλία ή με την Υφάντρα, αλλά με τον ίδιο τον Αυγερινό και το Γαλανό Φως που έτρεχε μες στο αίμα του. Το Γαλανό Φως που φόρτιζε την ψυχή του.
«Πρέπει να φύγουμε,» είπε στους συντρόφους του. «Πρέπει να επιστρέψουμε στον Πρίγκιπα Ανδρόνικο.»
«Έμαθες αυτό που ήθελες;» τον ρώτησε η Ανταρλίδα.
«Ναι. Με βεβαιότητα.»
Η Στρατηγός Νικίτα Δεξιόχειρη καθόταν σε μια ξύλινη πολυθρόνα μπροστά στο γραφείο της και αναλογιζόταν τη στρατηγική της εναντίον των Απολλώνιων, καθώς έπινε ζεστό τσάι από μια κούπα. Την ενοχλούσε το γεγονός ότι δεν είχε ανακαλύψει ακόμα τι είχε συμβεί στους στρατιώτες της: τι τους είχε κάνει να στραφούν ο ένας εναντίον του άλλου και ν’αρχίσουν να αλληλοσκοτώνονται. Οι ίδιοι –όσοι είχαν επιβιώσει απ’αυτούς–, παρότι τώρα πλέον παραδέχονταν ότι κάτι τούς είχε όντως επηρεάσει, κανείς δεν μπορούσε να πει τι ακριβώς ήταν. Ίσως να έφταιγε μέχρι και το νερό, απ’όσο ήξεραν!
Το να μη γνωρίζεις τι έχεις να αντιμετωπίσεις ήταν, πράγματι, ενοχλητικό· όχι μόνο για εκείνη, ήταν βέβαιη η Νικίτα, αλλά για κάθε στρατηγό. Το να μην κινείσαι, όμως, εξαιτίας αυτού που δεν γνωρίζεις ήταν ακόμα ενοχλητικότερο! Ο στρατός της είχε στρατοπεδεύσει μακριά από την Ταλκασία, προκειμένου να εντοπιστεί εκείνο που είχε επηρεάσει τους μαχητές της την προηγούμενη φορά. Δεν είχαν ακόμα περάσει πολλές μέρες, βέβαια, μα και πάλι η αναμονή ήταν άσχημη! Θα μπορούσαμε να είχαμε κατακτήσει την Ταλκασία ώς τώρα. Ή, θα μπορούσαμε να την είχαμε ισοπεδώσει! Θα χτυπούσαμε εμείς απ’τα βόρεια και οι δυνάμεις του Στρατηγού Μενέλαου από το Ταλκάσιο Πέρασμα, και θα είχαμε μια βέβαιη νίκη!
Αλλά, όχι, περιμένουμε σαν ηλίθιοι!
Η Νικίτα αισθανόταν θυμωμένη. Πολύ θυμωμένη με την τροπή που είχε πάρει ο πόλεμος. Αναστέναξε, και ήπιε μια γουλιά απ’το ζεστό τσάι της, προσπαθώντας να ηρεμήσει τα νεύρα της. Δεν της πήγαινε να–
Θυμήθηκε τις όψεις και τα λόγια μερικών αξιωματικών της, με τους οποίους μιλούσε σήμερα το απόγευμα, προτού πέσει ο ήλιος. Η εντύπωσή της ήταν, ή ορισμένοι από δαύτους κριτίκαραν τη στρατηγική της; Τη θεωρούσαν ανόητη που περίμενε; Οι μπάσταρδοι! Και τι είχαν να προτείνουν; Τίποτα!
Κι εγώ είμαι που έχω την ευθύνη όλης ετούτης της επίθεσης!
Η Νικίτα σηκώθηκε, νευρικά, απ’την πολυθρόνα, κοπανώντας την κούπα της πάνω στο γραφείο μ’ένα δυνατό ντουπ. Λίγο από το τσάι χύθηκε, αλλά εκείνη δεν του έδωσε σημασία, καθώς άρχιζε να βαδίζει μέσα στο δωμάτιο–
Ο επικοινωνιακός δίαυλος χτύπησε. Το φως επάνω του αναβόσβηνε. Ποιος ηλίθιος είναι τώρα;
Η Νικίτα πλησίασε το γραφείο της και πάτησε το πλήκτρο που άνοιγε τον δίαυλο.
«Στρατηγέ;» Η φωνή του Μέμντουρ’χοκ –ο οποίος ακόμα δεν είχε βρει τι είχε συμβεί στους στρατιώτες της, εκείνο το βράδυ, ο ανίκανος μαυρόδερμος μάγος! «Είσαι εκεί, Στρατηγέ;»
«Ναι, εδώ είμαι.»
«Μας επιτίθενται. Αλλοιώνουν τη νοητική ενέργεια ολόκληρου του στρατοπέδου. Αν αισθάνεσαι περίεργα, αυτό φταίει.»
Η Νικίτα συνοφρυώθηκε. Περίεργα; Ναι, δεν αισθανόταν περίεργα; Αισθανόταν.
«Προσπαθούν να μας κάνουν πάλι να αλληλοσκοτωθούμε,» συνέχισε ο μάγος. «Ίσως να νιώθεις έναν ανεξήγητο θυμό και να έχεις κρίσεις παράνοιας. Αγνόησέ τα, τα πάντα.»
«Πώς έγινε αυτό, μάγε;» ρώτησε η Νικίτα.
«Είναι κάποιοι άνθρωποι πάνω σ’έναν λόφο, όχι μακριά απ’το στρατόπεδό μας–»
«Πού; Πού ακριβώς;»
«Ακριβώς, δεν μπορώ να σου πω. Στείλε, όμως, ένα ελικόπτερο. Θα τους βρει εύκολα, είμαι βέβαιος.»
«Έλα να με συναντήσεις στο κέντρο ελέγχου του στρατοπέδου,» είπε η Νικίτα, και έκλεισε τον δίαυλο.
Πάτησε το πλήκτρο που τη συνέδεε με τους στρατιώτες οι οποίοι είχαν βάρδια στο ελικοδρόμιο, και πρόσταξε ένα ελικόπτερο να απογειωθεί και να ψάξει για τους ανθρώπους πάνω στον λόφο. Επρόκειτο για Απολλώνιους εχθρούς, τόνισε, οι οποίοι ήταν άκρως επικίνδυνοι.
Ύστερα, φόρεσε τις μπότες και την κάπα της και βγήκε απ’το δωμάτιό της, μες στο νυχτερινό ψύχος. Ο θυμός εξακολουθούσε να βράζει εντός της, αλλά τώρα η Νικίτα γνώριζε από πού προερχόταν: Δεν ήταν κάτι το φυσιολογικό· οι καταραμένοι Απολλώνιοι μάγοι τον είχαν προκαλέσει. Επομένως, τον έσπρωξε στην πίσω μεριά του μυαλού της, όπου εκείνος συνέχιζε να γδέρνει επίμονα τους τοίχους, σα λυσσασμένο θηρίο.
Η Νικίτα ανέβηκε τα λίγα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο κέντρο ελέγχου του στρατοπέδου, άνοιξε την πόρτα, και μπήκε. Στο εσωτερικό του, οι στρατιώτες που είχαν βάρδια κάθονταν μπροστά στα όργανα εντοπισμού και ανίχνευσης. Βλέποντάς την να παρουσιάζεται, σηκώθηκαν όρθιοι και τη χαιρέτισαν στρατιωτικά.
Η Νικίτα κοίταξε έξω απ’το παράθυρο και προς τον ουρανό. Είδε το ελικόπτερο να φεύγει.
«Ακολουθήστε την πορεία αυτού του ελικοπτέρου,» πρόσταξε. «Το θέλω στις οθόνες σας.»
Οι στρατιώτες υπάκουσαν, και το σήμα του αεροσκάφους παρουσιάστηκε στις οθόνες, αναβοσβήνοντας.
Το ελικόπτερο, σύντομα, χάθηκε μες στη νύχτα. Τα φώτα του φαίνονταν απόμακρα τώρα.
«Προς τα πού κατευθύνεται;» ρώτησε η Νικίτα.
«Μοιάζει να ερευνά την περιοχή νότιά μας, Στρατηγέ.»
Καλώς, σκέφτηκε η Νικίτα. Για να δούμε τι θα βρει…
Η πόρτα του κέντρου ελέγχου άνοιξε, και ο Μέμντουρ’χοκ μπήκε.
«Προσπαθώ να τους εντοπίσω, μάγε,» του είπε η Νικίτα. «Ελπίζω να είναι στον λόφο, όπως είπες.»
«Εκεί είναι,» αποκρίθηκε, ήρεμα, ο Μέμντουρ’χοκ, πλησιάζοντάς την, μπροστά στο παράθυρο.
Το ελικόπτερο φάνηκε να πυροβολεί μες στη νύχτα. Κάτι βρήκε… Και μετά, εκτόξευσε ρουκέτες, που άφησαν φλεγόμενες τροχιές στον αέρα. Εκρήξεις έγιναν, απόμακρα.
«Καταδιώκει κάποιο όχημα, Στρατηγέ,» είπε ο ίδιος στρατιώτης που είχε μιλήσει και πριν, «το οποίο δίνει ένα αδύναμο σήμα. Δεν πρέπει να είναι στρατιωτικό άρμα. Μάλλον, πρόκειται για απλό, πολιτικό όχημα.»
Το ελικόπτερο άστραψε, ξαφνικά. Τυλίχτηκε από κάποιου είδους ενέργεια. Και έπεσε.
Εξερράγη, καθώς χτύπησε στο έδαφος.
Τα μάτια της Νικίτας γούρλωσαν. «Πώς σκατά έγινε αυτό; Είπες ότι δεν ήταν στρατιωτικό άρμα, στρατιώτη!» Στράφηκε να κοιτάξει τον άντρα μπροστά στην οθόνη.
«Δε… δε μοιάζει για στρατιωτικό άρμα, Στρατηγέ.»
Η Νικίτα κοίταξε τον Μέμντουρ’χοκ. «Και τι ήταν αυτό που χτύπησε το ελικόπτερο; Έμοιαζε με… με κεραυνό, για όνομα του Κρόνου!»
«Δεν έχω ιδέα,» παραδέχτηκε ο μαυρόδερμος μάγος. Και η Νικίτα ήθελε να τον γρονθοκοπήσει, για την ηρεμία που έδειχνε να τον διακατέχει.
Καταλάβαινε, όμως, ότι αυτή η σκέψη της, μάλλον, οφειλόταν στη νοητική επιρροή που είχαν ασκήσει οι Απολλώνιοι επάνω στο στρατόπεδο. Έτσι, προτίμησε να κάνει κάτι πιο χρήσιμο. Άνοιξε τον επικοινωνιακό δίαυλο και πρόσταξε τους στρατιώτες της να καταδιώξουν τους καταραμένους Απολλώνιους. Δεν την ενδιέφερε αν θα της έφερναν αυτούς ή τα κουφάρια τους, είπε.
*
«Ελικόπτερα, Άρχοντά μου!» προειδοποίησε ο λευκόδερμος σωματοφύλακας, δείχνοντας πίσω τους.
Ο Λούσιος κοίταξε πάνω απ’τον ώμο του, και είδε τέσσερα ελικόπτερα να πετάνε στον νυχτερινό ουρανό της Απολλώνιας, αναζητώντας, αναμφίβολα, εκείνον και τους συντρόφους του.
«Συνεχίστε,» είπε. «Πρέπει να φτάσουμε στις δικές μας γραμμές. Εκεί, θα τελειώσει το κυνηγητό τους. –Προχωρήστε πιο γρήγορα!»
Το χιόνι τούς δυσκόλευε, όμως, και έκανε το τρέξιμο επικίνδυνο· η Κορνηλία είχε ήδη γλιστρήσει δυο φορές, και τη μία την είχε πιάσει ο Ταχύβιος, ενώ την άλλη η χρυσόδερμη σωματοφύλακας. Γύρω τους ορθώνονταν αειθαλή δέντρα· το μέρος ήταν δασώδες, αν και η βλάστηση αραιή. Είχαν προτιμήσει να έρθουν από εδώ γιατί το περιβάλλον πρόσφερε κάποια κάλυψη. Δεν πρόκειται, όμως, αυτό να μας βοηθήσει και πολύ, όταν, τελικά, μας εντοπίσουν, σκεφτόταν ο Λούσιος. Πρέπει να βιαστούμε, να φτάσουμε στις Απολλώνιες γραμμές!
«Μεγάλε Άρχοντα,» είπε, λαχανιασμένα, ο Ταχύβιος, «δεν μπορείς να καταρρίψεις κι αυτά τα ελικόπτερα, όπως το προηγούμενο;»
«Μπορώ,» απάντησε ο Λούσιος. «Αλλά, αν το κάνω, αυτό θα προδώσει τη θέση μας, ανόητε! Και ακόμα κι εγώ δεν μπορώ να καταρρίπτω ελικόπτερα συνέχεια· στο τέλος, θα μας σκοτώσουν!»
Σε λίγο ο λευκόδερμος μισθοφόρος, είπε: «Έχουν στείλει και οχήματα ξηράς, Άρχοντά μου.»
Οι προβολείς τους φαίνονταν να σχίζουν τη νύχτα.
Ο Λούσιος μούγκρισε κάτω απ’την ανάσα του, δίχως ν’αποκριθεί.
Η Κορνηλία λοξοκοίταξε τον λευκόδερμο μισθοφόρο. Αυτός ο διαολεμένος μπάσταρδος φέρνει όλα τα καλά μαντάτα! σκέφτηκε. Ένιωθε τα πόδια της βαριά από το τρέξιμο. Το καταραμένο χιόνι έμοιαζε να προσπαθεί να της βάλει τρικλοποδιά σε κάθε της βήμα! Και οι μπότες της τη χτυπούσαν· πρέπει να της είχαν κάνει πληγές! Πόσο μακριά ακόμα είναι οι δικοί μας στρατιώτες;
«Άρχοντά μου!» Η φωνή του λευκόδερμου σωματοφύλακα πάλι. «Μας εντόπισαν.» Ύψωσε το χέρι του, για να δείξει.
Ο Λούσιος και η Κορνηλία στράφηκαν προς τ’αριστερά, και είδαν ένα όχημα, που δε βρισκόταν και πολύ μακριά, να έχει τους προβολείς του στραμμένους προς το μέρος τους.
«Το φως του δε φτάνει μέχρι εδώ!» γρύλισε η Κορνηλία, τρίζοντας τα δόντια. «Είσαι χαζός, στρατιώτη;»
«Αυτό δε σημαίνει ότι δε μας έχουν εντοπίσει, Αρχόντισσά μου. Για να έχει στραφεί προς–»
Το όχημα άρχισε να κινείται προς το μέρος τους. Γρήγορα.
«Αρκετά με τα λόγια!» μούγκρισε ο Λούσιος. «Είναι μόνο του. Αν καταφέρουμε να το πάρουμε απ’τους Παντοκρατορικούς, θα μας φανεί χρήσιμο.»
Σταμάτησαν να τρέχουν. Εξάλλου, τώρα δεν είχε νόημα· δεν μπορούσαν να τρέξουν πιο γρήγορα από τον κυνηγό τους.
Οι σωματοφύλακες ύψωσαν τα τουφέκια τους.
Το όχημα ζύγωσε, ρίχνοντας το φως του. Τους είδε, καθαρά, και έκανε να στραφεί, για να φύγει.
«Πυρ!» πρόσταξε ο Λούσιος, και οι σωματοφύλακες πυροβόλησαν, στοχεύοντας τα τζάμια.
Ο στόχος τους, όμως, δεν ήταν ούτε ακίνητος ούτε αθωράκιστος, και, παρά τις απανωτές ριπές τους, ήταν φανερό πως δε θα κατάφερναν να του προκαλέσουν καμία σοβαρή ζημιά.
Ο Κατακεραυνωτής αισθανόταν κουρασμένος από την εστίαση της επιρροής του επάνω στο στρατόπεδο των Παντοκρατορικών, καθώς και από την επίθεσή του κατά του ελικοπτέρου, μα ήξερε πως τώρα δε γινόταν αλλιώς· έπρεπε να δράσει.
Υψώνοντας το χέρι του, εξαπέλυσε παλλόμενη, αστραποειδή ενέργεια, που έσπασε το θωρακισμένο τζάμι του παραθύρου του οχήματος και χτύπησε τους ανθρώπους στο εσωτερικό του. Ουρλιαχτά αντήχησαν, και το όχημα ανατράπηκε, καθώς ο οδηγός του προσπάθησε να κάνει μια υπερβολικά απότομη στροφή.
Σκατά! σκέφτηκε η Κορνηλία. Πώς θα το πάρουμε τώρα;
Ο Λούσιος, όμως, δε δίστασε. «Ελάτε!» είπε, τρέχοντας προς το όχημα.
Συγχρόνως, ένα ελικόπτερο φαινόταν να τους ζυγώνει, γεμίζοντας τον αέρα με το βουητό του έλικά του.
*
Ο Αυγερινός και η ομάδα του είχαν καβαλήσει τα άλογά τους και κάλπαζαν προς τα δυτικά, παρότι τα ζώα ήταν κουρασμένα από την ημέρα και οι ανάσες τους αντηχούσαν βαριές και λαχανιασμένες. Από τα ρουθούνια τους ομίχλη έβγαινε, εξαιτίας του νυχτερινού ψύχους.
Οι καβαλάρηδες βρίσκονταν στις παρυφές των Δασότοπων του Ωχρού Χώματος, ανάμεσα σε παγωμένη βλάστηση, όταν η Ανταρλίδα παρατήρησε ότι ένα ελικόπτερο τούς καταδίωκε.
Ο Αυγερινός, κοιτάζοντας πάνω απ’τον ώμο του, είδε ότι η Μαύρη Δράκαινα είχε δίκιο. «Δεν πρέπει να ξέρουν ποιον ακριβώς κυνηγάνε,» είπε.
«Κι εμείς,» πρόσθεσε ο Κάλβριλ, «καθώς ιππεύουμε, τραβάμε την προσοχή.»
Ο Αυγερινός καταράστηκε. «Έπρεπε να το είχαμε σκεφτεί. Έπρεπε να είχαμε κινηθεί πιο διακριτικά.»
«Δεν αλλάζει αυτό τώρα,» είπε η Ανταρλίδα. «Χωριστείτε, για να μη δίνουμε ενιαίο στόχο.»
Δίχως άλλη κουβέντα, η ομάδα χωρίστηκε μέσα στις παρυφές των Δασότοπων.
Το ελικόπτερο πυροβόλησε, καθώς οι καβαλάρηδες βρέθηκαν εντός της εμβέλειας των όπλων του. Κλαδιά έσπασαν· ξύλα από κομμάτια κορμών εκτοξεύτηκαν στον αέρα· φυλλωσιές σχίστηκαν· χιόνι τινάχτηκε από δω κι από κει.
Το αεροσκάφος, όμως, δεν μπορούσε να τους ακολουθήσει όλους συγχρόνως· έτσι, μην έχοντας κανένα άλλο κριτήριο επιλογής, επέλεξε τυχαία. Τον Κάλβριλ. Και πέταξε στο κατόπι του.
Η Ανταρλίδα, που παρατηρούσε το ελικόπτερο, είδε προς τα πού πήγαινε, και έβαλε το άλογό της να στρίψει, ενώ το ένα της χέρι κατέβαινε στον σάκο που κρεμόταν από τη σέλα της. Τον άνοιξε και από μέσα πήρε μια διπλωμένη, μεταλλική βαλλίστρα. Πατώντας ένα κουμπί, την έκανε να ξεδιπλωθεί. Κρατήθηκε πάνω στη σέλα της με τα πόδια και μόνο, γιατί τώρα χρειαζόταν και τα δυο της χέρια. Τράβηξε από τον σάκο της ένα βέλος με ειδικό γάντζο στο μπροστινό άκρο και μεταλλικό βρόχο στο πισινό. Έκλεισε τον κρίκο μιας αλυσίδας επάνω στον βρόχο και πέρασε το βέλος στη βαλλίστρα, οπλίζοντάς την.
Το άλογό της είχε πλέον φτάσει κοντά στο ελικόπτερο, το οποίο πυροβολούσε τον Κάλβριλ, καθώς εκείνος έκανε ζικ-ζακ ανάμεσα στα δέντρα, αφήνοντας τις σφαίρες να διαλύουν τη βλάστηση και να εκτοξεύουν το χιόνι.
Η Ανταρλίδα μπορούσε ν’ακούσει και να αισθανθεί το άλογο να αγκομαχά από κάτω της, και σκέφτηκε με λύπη: Μα τους θεούς, το σκοτώνω το ζωντανό. Δε γινόταν αλλιώς, όμως. Το Παντοκρατορικό αεροσκάφος θα σκότωνε εκείνη και τους συντρόφους της, αν δεν έκανε κάτι για να το σταματήσει.
Υψώνοντας τη βαλλίστρα της, και εξακολουθώντας να κρατιέται μόνο με τα πόδια από τη σέλα, σημάδεψε το ελικόπτερο.
Μία βολή. Είχε μονάχα μία βολή· ή θα πετύχαινε ή θα τα θαλάσσωνε.
Αλλά μια Μαύρη Δράκαινα δεν επιτρεπόταν να τα θαλασσώσει.
Πάτησε τη σκανδάλη, και το βέλος, σχίζοντας τον παγερό αέρα, έφτασε στο ελικόπτερο και γαντζώθηκε σ’ένα απ’τα μεταλλικά του πόδια.
Η Ανταρλίδα άφησε τη βαλλίστρα να πέσει και πιάστηκε πάνω στην αλυσίδα. Το άλογο έφυγε από κάτω της (αναμφίβολα, ικανοποιημένο που τόσο βάρος είχε εγκαταλείψει τη ράχη του), και η Μαύρη Δράκαινα άρχισε να σκαρφαλώνει με ευκολία. Ήταν εκπαιδευμένη για τέτοιες ακριβώς καταστάσεις. Τα γόνατα και οι αστράγαλοί της ήταν σταυρωμένα πάνω στη γερή αλυσίδα, και τα χέρια της πιάνονταν το ένα μετά το άλλο, το ένα μετά το άλλο, το ένα μετά το άλλο, κάνοντας το σώμα της ν’ανεβαίνει, ευέλικτα και γρήγορα. Τα ολόξανθά της μαλλιά ανέμιζαν γύρω απ’το κατάλευκο πρόσωπό της.
*
Οι στρατιώτες στο εσωτερικό του αναποδογυρισμένου οχήματος ήταν νεκροί. Η σάρκα τους είχε εξαϋλωθεί, και μονάχα τα κόκαλά τους απέμεναν. Μονάχα κατάμαυρα σκέλεθρα, που αιώνες έμοιαζαν νάχουν περάσει από πάνω τους.
«Γυρίστε το απ’την άλλη!» πρόσταξε ο Λούσιος.
«Άρχοντά μου, το ελικόπτερο!» είπε ο λευκόδερμος σωματοφύλακας, κάνοντας να υψώσει το τουφέκι του.
«Γυρίστε το, λέω!» φώναξε ο Κατακεραυνωτής, και τα μάτια του γυάλισαν αφύσικα, ενώ αστραπές είχαν αρχίσει να τρεμοπαίζουν γύρω απ’το σώμα του.
Οι σωματοφύλακες και ο Ταχύβιος έπιασαν τη μια άκρη του αναποδογυρισμένου οχήματος και βάλθηκαν να το γυρίσουν απ’την καλή. Η Κορνηλία δίστασε για μια στιγμή, αλλά, έπειτα, τους βοήθησε κι εκείνη. Δε φημιζόταν για τη μυϊκή της δύναμη, όμως ήξερε πως, αν δεν κατάφερναν να πάρουν αυτό το καταραμένο όχημα, θα κατέληγαν, κατά πάσα πιθανότητα, όλοι τους νεκροί.
Εν τω μεταξύ, το ελικόπτερο ερχόταν…
…και ο Κατακεραυνωτής αισθάνθηκε τον κίνδυνο να εντείνεται. Το αεροσκάφος θα πυροβολούσε εναντίον τους, ή θα εξαπέλυε ρουκέτες.
Ύψωσε το χέρι του και το χτύπησε εκείνος πρώτος, αφήνοντας τη δύναμή του να εκτοξευτεί από μέσα του και να το τυλίξει, παλλόμενη επάνω στο περίβλημά του, καρβουνιάζοντας τους στρατιώτες στο εσωτερικό του, και διαλύοντας τον έλικά του.
Το ελικόπτερο πέρασε επικίνδυνα κοντά απ’τον Λούσιο και τους συντρόφους του και έπεσε στη χιονισμένη γη, όπου και εξερράγη, εκκωφαντικά.
Η Κορνηλία ούρλιαξε, φοβούμενη ότι θα κουφαινόταν.
Ο Λούσιος κατέρρευσε στο χιόνι, αγκομαχώντας. Κανονικά, η επίθεση κατά του ελικοπτέρου δε θάπρεπε να του είχε στοιχίσει τόσο, μα η εστίαση της επιρροής του επάνω στο στρατόπεδο των Παντοκρατορικών τον είχε εξαντλήσει.
Το όχημα γύρισε απ’την καλή, χοροπηδώντας πάνω στις αναρτήσεις του, και οι σωματοφύλακες άνοιξαν τις πόρτες και έβγαλαν τα καρβουνιασμένα σκέλεθρα από μέσα.
Ο Ταχύβιος βοήθησε τον Λούσιο να σηκωθεί. «Είσαι καλά, Άρχοντά μου;»
«Λειτουργεί το όχημα;» ρώτησε εκείνος.
Η χρυσόδερμη σωματοφύλακας ενεργοποίησε τα συστήματά του και οι μηχανές ακούστηκαν να μουγκρίζουν. «Λειτουργεί, Άρχοντά μου!» είπε.
*
Οι Παντοκρατορικοί αντιλήφτηκαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά μόνο όταν η Ανταρλίδα είχε φτάσει επάνω και τα μποτοφορεμένα της πόδια πατούσαν στο σίδερο που συνέδεε τα πόδια του ελικοπτέρου. Ο ένας απ’αυτούς άνοιξε τη θύρα δίπλα του, για να κοιτάξει έξω.
Η Μαύρη Δράκαινα τον πυροβόλησε στο κεφάλι με το πιστόλι της, ρίχνοντάς τον στη γη.
Αμέσως, το ελικόπτερο έγειρε στο πλάι.
Η Ανταρλίδα δεν μπορούσε πλέον να ισορροπεί επάνω στο σίδερο· καθώς, όμως, το ελικόπτερο έπαιρνε κλίση, λύγισε τη μέση της και πιάστηκε από το σίδερο με το ελεύθερό της χέρι.
Μονάχα ο πιλότος πρέπει να απέμενε μέσα στο αεροσκάφος, συμπέρανε, αλλιώς κάποιος θα προσπαθούσε να την πυροβολήσει.
Η Ανταρλίδα θηκάρωσε το πιστόλι στη μπότα της και κοίταξε το πλάτος που είχε το μικρό ελικόπτερο από την κάτω μεριά. Φτάνω, παρατήρησε, και τέντωσε τα πόδια της προς το σίδερο που ένωνε τα δύο αντικρινά πόδια του αεροσκάφους. Οι μπότες της σταυρώθηκαν στον αστράγαλο, παγιδεύοντας τη μεταλλική ράβδο ανάμεσά τους.
Το ελικόπτερο άρχισε να γέρνει απ’την άλλη μεριά. Είναι αποφασισμένος να με ρίξει, μα δε θα το βρει τόσο εύκολο, σκέφτηκε η Ανταρλίδα, καθώς άφηνε το προηγούμενο σίδερο και κρεμόταν τώρα μόνο από τα πόδια της. Δίπλωσε τη μέση της και γάντζωσε τα χέρια της επάνω στο καινούργιο σίδερο, ώστε να κρεμαστεί απ’την καλή· γιατί ακόμα και μια Μαύρη Δράκαινα δεν βολευόταν να κρέμεται έτσι, ανάποδα.
Τραβώντας το ξιφίδιο απ’τη μέση της, ανέβηκε και άνοιξε την πόρτα του πιλότου.
Εκείνος προσπάθησε, πανικόβλητος, να βγάλει το πιστόλι του.
Η Ανταρλίδα τον κάρφωσε στο λαιμό, σκοτώνοντάς τον. Έκοψε τα λουριά που τον κρατούσαν δεμένο στη θέση του και τον πέταξε απ’το ελικόπτερο. Κάθισε εκείνη στη θέση του πιλότου και πήρε στα χέρια της το πηδάλιο του αεροσκάφους.
*
Ο Λούσιος ειδοποίησε τους Απολλώνιους στρατιώτες, μέσω του τηλεπικοινωνιακού πομπού του, ότι μέσα στο όχημα που ερχόταν βρισκόταν εκείνος, παρότι είχε επάνω του το έμβλημα της Παντοκράτειρας. Έτσι, δεν τον πυροβόλησαν καθώς ζύγωνε τις γραμμές των Απολλώνιων. Του ζήτησαν, όμως, να σταματήσει, γιατί ήθελαν να διαπιστώσουν αυτά που τους είχε πει. Και λογικό ήταν να είναι καχύποπτοι.
Η χρυσόδερμη σωματοφύλακας σταμάτησε το όχημα, και βγήκαν.
«Είδαμε εκρήξεις, Μεγαλειότατε,» είπε ο διοικητής των στρατιωτών που είχαν συγκεντρωθεί γύρω τους.
«Μας κυνήγησαν,» εξήγησε ο Λούσιος. «Δε φαίνονται, όμως, πρόθυμοι να έρθουν ώς εδώ,» πρόσθεσε, κοιτάζοντας βόρεια. «Θα πρέπει να μας δώσετε ένα Απολλώνιο όχημα, για να πάμε στην Ταλκασία,» είπε στον διοικητή.
Εκείνος υποκλίθηκε. «Ασφαλώς, Άρχοντά μου.»
Ο Λούσιος, η Κορνηλία, ο Ταχύβιος, και οι δύο σωματοφύλακες μπήκαν σ’ένα αναγνωριστικό όχημα του στρατού και κατευθύνθηκαν προς την πόλη, πηγαίνοντας από τον δρόμο, αφού, αυτή τη φορά, δεν υπήρχε λόγος να κινούνται κρυφά.
*
Η Ανταρλίδα έκανε νόημα στον Αυγερινό και, ύστερα, προσγείωσε το ελικόπτερο ανάμεσα στα δέντρα.
Οι σύντροφοί της συγκεντρώθηκαν γύρω της και αφίππευσαν, πλησιάζοντάς την, καθώς εκείνη άνοιγε την πόρτα του αεροσκάφους και έβγαινε.
«Μην κατεβαίνετε,» τους είπε η Ανταρλίδα. «Πρέπει να απομακρυνθούμε, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.»
«Πού είναι το άλογό σου;» τη ρώτησε ο Κάλβριλ.
«Το έχασα, όταν σκαρφάλωσα στο ελικόπτερο. Ν’ανεβώ στο δικό σου;»
Ο Κάλβριλ κατένευσε. «Έλα.»
«Δε θ’αντέξουν για πολύ τα άλογα,» τους προειδοποίησε ο Αυγερινός. «Αν συνεχίσουμε έτσι, θα τα σκοτώσουμε. Πρέπει να σταματήσουμε. Σύντομα.»
«Μέσα στους Δασότοπους,» είπε η Ανταρλίδα, «όπου θα είμαστε καλυμμένοι, και όπου, ελπίζω, θα συναντήσουμε και τους στρατιώτες του Πρίγκιπα Ανδρόνικου.»
«Ναι,» συμφώνησε ο Αυγερινός· «μάλλον, αυτό είναι το καλύτερο.»
Καβάλησαν τα άλογά τους (η Ανταρλίδα ίππευσε πίσω απ’τον Κάλβριλ) και τρόχασαν προς τα δυτικά, όπου, μετά από λίγο, η πυκνή βλάστηση τούς κατάπιε.
*
Η Στρατηγός Νικίτα κοπάνησε τη γροθιά της πάνω στον ξύλινο πάγκο.
«Ποιοι ήταν, τουλάχιστον, καταφέρατε να δείτε;» φώναξε. «Μπορείς να μου τους περιγράψεις;»
«Δυστυχώς, Στρατηγέ,» αποκρίθηκε ο αξιωματικός, «όσοι τους πλησίασαν είναι νεκροί. Είχαν κάποιου είδους όπλο μαζί τους, το οποίο είναι πολύ ισχυρό. Σαν ενεργειακό κανόνι, Στρατηγέ μου. Η σάρκα των στρατιωτών έγινε κάρβουνο· μόνο τα κόκαλά τους απέμειναν.»
Τα μάτια της Νικίτας στένεψαν. «Τα ενεργειακά κανόνια είναι μεγάλα όπλα, Λοχαγέ· δεν μπορεί να το κουβαλούσαν επάνω τους, ενώ έτρεχαν.»
«Το αντιλαμβάνομαι. Κι εγώ παραξενεύτηκα, οφείλω να ομολογήσω.»
Η πόρτα του κέντρου ελέγχου άνοιξε, απότομα, και μια γυναίκα παρουσιάστηκε· διοικήτρια, από τη στολή της. «Στρατηγέ!» είπε. «Προδοσία!»
«Τι προδοσία;»
«Ένα μέρος των στρατιωτών μου επιτίθενται στους υπόλοιπους· και γνωρίζω πολύ καλά ποιος το υποκίνησε αυτό, Στρατηγέ!»
Ο Μέμντουρ’χοκ είπε στη Νικίτα: «Τα αποτελέσματα της νοητικής επίθεσης, όπως καταλαβαίνεις. Προτείνω να διαλύσουμε το στρατόπεδο και να φύγουμε από τούτη την περιοχή, χωρίζοντας το στράτευμά μας σε τμήματα. Έτσι, η επιρροή θα περάσει, ελπίζω, γρηγορότερα.»
Η Νικίτα, που θυμόταν πολύ καλά την καταστροφή που είχε προκληθεί την προηγούμενη φορά, κατένευσε, προσπαθώντας να διώξει την οργή που αισθανόταν να βράζει μέσα της.
«Στρατηγέ–» άρχισε πάλι να λέει η διοικήτρια.
«Σιωπή!» τη διέκοψε η Νικίτα. «Ο Μέμντουρ’χοκ θα σου εξηγήσει τι συμβαίνει. Δεν είναι αυτό που νομίζεις.» Και άνοιξε τον επικοινωνιακό δίαυλο, για να δώσει διαταγές στους μαχητές της.
*
Ο Λούσιος καθόταν σε μια βαθιά πολυθρόνα των δωματίων του, μέσα στο Κ.Ε.Α.Δ. της Ταλκασίας. Είχε βγάλει τα ρούχα του και φορούσε μια ζεστή ρόμπα. Κοντά του ήταν ένα ποτήρι κρασί.
Πώς μας εντόπισαν; αναρωτιόταν. Δεν κάναμε τίποτα για να τραβήξουμε την προσοχή τους.
Τίποτα, εκτός απ’το να εξαπλώσουμε την επιρροή μας. Κι αυτό, κανονικά, δε θα έπρεπε να μπορούν να το εντοπίσουν.
Τι ήταν, όμως, εκείνο το πρόσωπο που είχε εμφανιστεί μπροστά στην Κορνηλία; Εκείνος ο άντρας πρέπει να ήταν που τους είχε εντοπίσει. Είχε γενειάδα, είπε η ξαδέλφη μου, και ήταν καραφλός… Δεν του θύμιζε κάτι η περιγραφή. Δεν πρέπει να τον έχω γνωρίσει. Ούτε σ’αυτή τη ζωή, ούτε παλιότερα.
Ήταν, μήπως, κάποιου είδους πνευματική οντότητα, που υπηρετούσε την Παντοκράτειρα;
Το ήξερα ότι οι καταραμένοι είχαν βάλει σε εφαρμογή κάποιο σχέδιο εναντίον μας! Το ήξερα! σκέφτηκε, σφίγγοντας τη γροθιά του. Ό,τι κι αν ήταν, όμως, το εμπόδιο, η Σοφία του Δασκάλου θα τους βοηθούσε να το υπερβούν.
Ο Ταχύβιος μοιάζει πρόθυμος να πάρει το πνεύμα ενός από τους Οκτώ εντός του. Ίσως θα ήταν συνετό, λοιπόν, να εκπληρώσουμε την επιθυμία του. Αναμφίβολα, ακόμα ένας από τους Οκτώ θα τους πρόσφερε αξιοσημείωτη βοήθεια. Το πρόβλημα, όμως, ήταν ότι ο Κατακεραυνωτής δεν γνώριζε τον ακριβή τόπο φυλάκισης κανενός άλλου εκτός από της Υφάντρας. Μήπως, όμως, η Υφάντρα γνωρίζει;
Ο επικοινωνιακός δίαυλος διέκοψε τους συλλογισμούς του.
Ο Λούσιος τον άνοιξε.
«Μεγαλειότατε;» Η Στρατηγός Ιπποθόη.
«Τι είναι, Στρατηγέ;»
«Οι Παντοκρατορικοί διαλύουν το στρατόπεδό τους, και φαίνεται να πηγαίνουν προς διάφορες κατευθύνσεις.»
Ναι, σκέφτηκε ο Λούσιος, έχουν καταλάβει πως αυτό θα τους βοηθήσει να καταπολεμήσουν την επιρροή μου και την επιρροή της Υφάντρας…
«Μεγαλειότατε;»
«Σ’ακούω, Στρατηγέ.»
«Θέλετε να κάνουμε κάτι;»
«Όχι,» είπε ο Λούσιος. «Να τους παρακολουθείτε, όμως. Όταν τελειώσουν τις κινήσεις τους, θέλω να ξέρω σε πόσα τμήματα έχουν διαιρέσει το στράτευμά τους και πού βρίσκεται το καθένα απ’αυτά.»
Ήταν αυγή.
Η Βασίλισσα Γλυκάνθη είχε σηκωθεί, είχε πλυθεί, και είχε πάει στο δωμάτιο του συζύγου της. Ο Βασιληάς Αρχίμαχος ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, με τα μάτια κλειστά και την όψη του ανέκφραστη. Βρισκόταν σε κώμα, εδώ και καιρό. Ούτε πεθαμένος, ούτε ζωντανός. Ήταν πλέον εξήντα-εννέα χρονών –οκτώ χρόνια μεγαλύτερος από τη Γλυκάνθη– και οι γιατροί δεν το θεωρούσαν πιθανό να ξυπνήσει· ούτε καν ο Φαρνέλιος. Εκείνη, όμως, ήλπιζε. Ήλπιζε ότι, μια μέρα, θα σηκωνόταν από το κρεβάτι της και θα τον έβρισκε να την περιμένει με τα μάτια ορθάνοιχτα κι ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του.
Σήμερα, όμως, δεν ήταν αυτή η μέρα, και η καρδιά της Γλυκάνθης, γι’ακόμα μια φορά, βούλιαξε.
Αναστέναξε και κάθισε στην πολυθρόνα δίπλα στο κρεβάτι του, μαζεύοντας το μακρύ νυχτικό της γύρω απ’τα πόδια της. Ο άντρας μου κοιμάται αιώνια, συλλογίστηκε. Οι γιοι μου προσπαθούν να αλληλοσκοτωθούν. Ο ένας απ’αυτούς έχει μετατραπεί σε ακόλουθος του Μαύρου Νάρζουλ, κι έχει πάρει έναν από τους Οκτώ μέσα του. Το βασίλειό μου κινδυνεύει να ξαναπέσει στα χέρια της Παντοκράτειρας και να υποδουλωθεί… Τα πάντα έμοιαζαν μαύρα, παρότι η μέρα φαινόταν ηλιόλουστη έξω απ’το παράθυρο.
«Βασίλισσά μου;…»
Η Γλυκάνθη έστρεψε το βλέμμα της στην είσοδο του δωματίου, την οποία είχε αφήσει ανοιχτεί. Η Αγάθη στεκόταν στο κατώφλι, ντυμένη με τη ρόμπα της, και με τα μαλλιά της πρόχειρα χτενισμένα.
«Να φτιάξω πρωινό, Βασίλισσά μου;»
«Ναι, Αγάθη, φτιάξε,» της είπε η Γλυκάνθη, κι αναστέναξε πάλι.
Η υπηρέτρια έφυγε απ’το κατώφλι.
Η Γλυκάνθη ήξερε πως δεν υπήρχε πραγματικός λόγος η Αγάθη να τη ρωτήσει για το πρωινό. Εξάλλου, κάθε πρωί έφτιαχνε πρωινό· δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο. Μάλλον, πρέπει να είχε καταλάβει ότι η διάθεση της Βασίλισσας ήταν άσχημη, και ήθελε να πει κάτι για να τη βγάλει απ’τη μελαγχολία της. Αλλά αυτό δεν είναι τόσο εύκολο, Αγάθη. Δεν είναι καθόλου εύκολο.
Η Γλυκάνθη άγγιξε τα μαλλιά του Αρχίμαχου. Έσκυψε και φίλησε, τρυφερά, το μάγουλό του. Εκείνος δεν κινήθηκε.
Η Γλυκάνθη σηκώθηκε απ’την πολυθρόνα και βάδισε ώς το παράθυρο, ακουμπώντας τα χέρια της στο περβάζι και στηριζόμενη εκεί. Η ημέρα ήταν πολύ καλή για χειμωνιάτικη, παρατήρησε. Αλλά αυτό δεν έχει μεγάλη σημασία, συλλογίστηκε. Όχι μ’όλα όσα συμβαίνουν στην Απολλώνια…
«Βασίλισσά μου;» Η Αγάθη, πάλι.
Η Γλυκάνθη στράφηκε να την αντικρίσει. «Τι είναι;»
«Έχετε έναν επισκέπτη, Βασίλισσά μου.» Η έκφραση της Αγάθης έμοιαζε προβληματισμένη, σα να μην ήξερε τι να υποθέσει για τον επισκέπτη.
Η Γλυκάνθη συνοφρυώθηκε. «Τέτοια ώρα;»
Η Αγάθη ένευσε, και της είπε ποιος ήταν.
*
Ο Δαίδαλος περίμενε τη Βασίλισσα της Απολλώνιας στην Αίθουσα του Κυανού Θρόνου. Ήταν ντυμένος με μαύρο, καλοσιδερωμένο κοστούμι, λευκή κάπα, και μπότες. Στεκόταν στο κέντρο του δωματίου, και, βλέποντας τη Γλυκάνθη να μπαίνει, υποκλίθηκε.
«Βασίλισσά μου,» είπε, «ελπίζω να μη σας ενοχλώ.»
Η Γλυκάνθη τον κοίταξε με περιέργεια. «Δε με ενοχλείτε, κύριε Δαίδαλε,» αποκρίθηκε. «Είχα σηκωθεί από νωρίς σήμερα. Ωστόσο, οφείλω να πω ότι η παρουσία σας με έχει παραξενέψει. Για ποιο λόγο θέλετε να μου μιλήσετε;»
«Βρίσκομαι εδώ για να σας ζητήσω ένα γρήγορο αεροσκάφος,» εξήγησε ο Δαίδαλος. «Πρέπει να πάω στο Βόρειο Μέτωπο, το συντομότερο δυνατό, ώστε να δω τον γιο σας, τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο. Διότι νομίζω πως έχω βρει μια λύση σχετικά με το πρόβλημα του Κατακεραυνωτή.»
Τα φρύδια της Γλυκάνθης υψώθηκαν. «Λύση;» είπε. «Τι λύση; Βρήκατε πώς μπορούμε να τον διώξουμε μέσα από τον Λούσιο;»
Ο Δαίδαλος δίστασε για μια στιγμή· ύστερα, αποκρίθηκε: «Όχι ακριβώς, Βασίλισσά μου.»
«Σκοπεύετε να τον σκοτώσετε…» Δεν ήταν ερώτηση, και η Γλυκάνθη πρόφερε τις λέξεις μ’έναν μουδιασμένο τρόπο.
«Δε θα είχε νόημα να τον σκοτώσω. Το πνεύμα του Κατακεραυνωτή απλά θα μεταφερόταν σε άλλο σώμα.»
«Τότε, τι σχεδιάζετε;»
«Θα προτιμούσα να μιλήσω, πρώτα, στον Πρίγκιπα Ανδρόνικο,» είπε ο Δαίδαλος.
Τα λόγια του μάγου είχαν κινήσει την περιέργεια της Γλυκάνθης, μα δεν ήθελε να τον πιέσει να της πει περισσότερα… αν και, κανονικά, θα έπρεπε. Ο Λούσιος, εξάλλου, είναι παιδί μου. Αναστέναξε. «Εντάξει,» είπε. «Θα ειδοποιήσω τη Βικτώρια Κατήνεμη να σας ετοιμάσει ένα αεροσκάφος, κύριε Δαίδαλε.»
«Σας ευχαριστώ πολύ, Μεγαλειοτάτη.»
Η Γλυκάνθη έγνεψε σ’έναν φρουρό, ο οποίος πλησίασε, κάνοντας υπόκλιση και λέγοντας: «Βασίλισσά μου.»
«Θα οδηγήσεις τον κύριο Δαίδαλο στο γκαράζ του παλατιού. Εκεί, θα φροντίσεις να επιβιβαστεί σ’ένα όχημα, ώστε να πάει στον Βασιλικό Αερολιμένα. Εντάξει;»
«Μάλιστα, Μεγαλειοτάτη.» Και προς τον μάγο: «Ακολουθήστε με, κύριε.»
Ο Δαίδαλος τον ακολούθησε, και απομακρύνθηκε από τη Βασίλισσα της Απολλώνιας, βγαίνοντας από την Αίθουσα του Κυανού Θρόνου και βαδίζοντας μέσα στους διαδρόμους του παλατιού.
Δεν είχε πάει πολύ μακριά, όταν είδε μια σκιερή μορφή να στέκεται αντίκρυ του και να τον περιμένει.
Ο άντρας βγήκε από τις σκιές και βημάτισε μέσα στο πρωινό φως που έμπαινε απ’το τζάμι ενός ανοιχτού παραθύρου. Ήταν ψηλός και ερυθρόδερμος –ένας δερματικός χρωματισμός σπάνιος στην Απολλώνια, ο οποίος φανέρωνε άνθρωπο εξωδιαστασιακό. Είχε μακριά, λευκά μαλλιά, δεμένα πίσω απ’το κεφάλι του, και ένα μικρό, μυτερό γένι στο σαγόνι. Τα μάτια του ήταν γκρίζα, και ψυχρά.
Ο Δαίδαλος σταμάτησε, και ο παλατιανός φρουρός που τον συνόδευε σταμάτησε επίσης.
«Επιθυμείτε κάτι, κύριε;» ρώτησε ο μάγος.
Ο Τάμπριελ’λι τον ζύγωσε με σταθερά βήματα. «Ναι, εσύ είσαι…» παρατήρησε.
Το βλέμμα του Δαίδαλου σκλήρυνε. «Φοβάμαι πως δεν καταλαβαίνω. Θα έπρεπε να σας γνωρίζω από κάπου;»
«Εσύ είσαι ο μάγος που θα δημιουργήσει τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο.»
«Τι πράγμα;» έκανε, έκπληκτος, ο Δαίδαλος. «Πώς ξέρεις…;»
«Έχω δίκιο, λοιπόν. Το σχεδιάζεις.»
Ο Δαίδαλος ζύγωσε τον ερυθρόδερμο άντρα ακόμα περισσότερο, για να σταθεί ακριβώς εμπρός του. «Ποιος είσαι;»
«Ονομάζομαι Τάμπριελ’λι,» αποκρίθηκε εκείνος. «Αλλά ίσως να με έχεις ακουστά ως Πρίγκιπα Τάμπριελ. Ήμουν σύζυγος της Παντοκράτειρας.»
Τα μάτια του Δαίδαλου στένεψαν. «Δεν τα πηγαίνουμε καλά με την Παντοκράτειρα. Ούτε με τους Υπερασπιστές της.»
«Πώς λέγεσαι;» ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Γνωρίζεις ποια είναι τα σχέδιά μου, αλλά δεν ξέρεις το όνομά μου; Περίεργο αυτό.»
«Ίσως. Ζούμε, όμως, σε περίεργο σύμπαν.»
«Ονομάζομαι Δαίδαλος.»
«Ομολογώ πως δε σ’έχω ξανακούσει. Για να μπορείς, όμως, να δημιουργήσεις έναν υπερδιαστασιακό στρόβιλο, πρέπει να έχεις κάποιες αξιοσημείωτες ικανότητες…»
«Πώς είναι δυνατόν να γνωρίζεις τι σκοπεύω να κάνω, αλλά να μην ξέρεις τίποτ’άλλο για μένα;» Ο τόνος του Δαίδαλου δεν ήταν απότομος. Ούτε φώναζε.
«Βλέπω εικόνες από διάφορες στιγμές του μέλλοντος, του παρελθόντος, και του παρόντος. Πράγματα που έχουν συμβεί, που συμβαίνουν, ή που ίσως να συμβούν.»
«Μαντικές δυνάμεις;»
«Όχι ακριβώς.»
«Και τι θέλεις από εμένα, Τάμπριελ’λι;» ρώτησε ο Δαίδαλος.
«Να έρθω μαζί σου.»
«Για ποιο λόγο;»
«Πρέπει να είμαι κοντά στον υπερδιαστασιακό στρόβιλο, όταν θα δημιουργηθεί.»
Ο Δαίδαλος συνοφρυώθηκε. «Γιατί;»
«Διότι το έχω δει.»
Ο Δαίδαλος τον ατένισε σκεπτικά για μερικές στιγμές. Μετά, είπε: «Έλα, Τάμπριελ’λι.»
Ο παλατιανός φρουρός τούς οδήγησε στο γκαράζ και σ’ένα μικρό, τρίκυκλο όχημα. Ένας άλλος φρουρός κάθισε στη θέση του οδηγού, ενώ οι δύο μάγοι κάθισαν πίσω. Το όχημα ξεκίνησε, βγαίνοντας από το γκαράζ και από το παλάτι και διασχίζοντας τις λεωφόρους της Απαστράπτουσας, που, μια τέτοια πρωινή ώρα, δεν είχαν και τόση κίνηση.
Όταν έφτασαν στον Βασιλικό Αερολιμένα, έξω απ’την πόλη, βρήκαν τη Βικτώρια Κατήνεμη να τους περιμένει στην αίθουσα αναχωρήσεων.
«Καλημέρα σας,» τους χαιρέτησε. Και πρόσθεσε, επιφυλακτικά: «Η Βασίλισσα μού είπε ότι θα ερχόταν μόνο ο κύριος Δαίδαλος…» Κοίταξε τον Τάμπριελ με καχυποψία.
«Ο Τάμπριελ’λι θα ταξιδέψει μαζί μου,» εξήγησε ο Δαίδαλος. «Δεν υπάρχει χώρος γι’αυτόν στο αεροσκάφος που έχει ετοιμαστεί;»
«Ασφαλώς και υπάρχει,» απάντησε η Βικτώρια, όμως εξακολουθούσε να δείχνει καχύποπτη. «Ελάτε μαζί μου.»
Τους οδήγησε έξω απ’το οικοδόμημα και στον αεροδιάδρομο, πηγαίνοντάς τους σ’ένα μέρος όπου ορισμένα μικρά αεροπλάνα ήταν σταθμευμένα επάνω σε κύκλους ζωγραφισμένους στο έδαφος. Τα αεροπλάνα είχαν πόδια, όχι ρόδες, και μπροστά σ’ένα απ’αυτά στεκόταν μια γυναίκα, ντυμένη σαν πιλότος.
Η Βικτώρια πήγε τους δύο μάγους κοντά της, και της είπε: «Θα μεταφέρεις τους κυρίους στη βάση του Πρίγκιπα Ανδρόνικου, στους Δασότοπους του Ωχρού Χώματος.»
Η πιλότος κατένευσε. «Εντάξει, κυρία Κατήνεμη.»
Η Βικτώρια στράφηκε στους μάγους, και είπε: «Καλό ταξίδι.»
«Ευχαριστούμε,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος. Και εκείνος κι ο Τάμπριελ’λι ανέβηκαν στο αεροπλάνο και κάθισαν στις πίσω θέσεις.
Η πιλότος κάθισε μπροστά και ενεργοποίησε τα συστήματα του σκάφους, ενώ η Βικτώρια απομακρυνόταν. Οι προωθητήρες στράφηκαν προς το έδαφος και άναψαν, κάνοντας το αεροπλάνο να υψωθεί, ενώ, συγχρόνως, μάζευε τα πόδια του. Ύστερα, πήραν οριζόντια θέση, και το ταξίδι ξεκίνησε.
«Για ποιο λόγο σκοπεύεις να δημιουργήσεις τον στρόβιλο;» ρώτησε ο Τάμπριελ τον Δαίδαλο.
«Δεν ξέρεις;»
«Φυσικά και όχι. Βλέπω μονάχα εικόνες· τίποτα περισσότερο. Και είδα τον στρόβιλο.»
«Είδες έναν υπερδιαστασιακό στρόβιλο. Τι σε κάνει να πιστεύεις, λοιπόν, ότι εγώ θα τον δημιουργήσω;»
«Σε έχω δει, επίσης, να μιλάς με τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο. Και σε έχω δει να δίνεις εξηγήσεις σχετικά με τα σχέδια κάποιων μηχανών εστίασης.»
Ο Δαίδαλος τον ατένισε ενοχλημένα. «Υπάρχει σοβαρός λόγος που σκέφτομαι να δημιουργήσω τον στρόβιλο. Πάντως, να είσαι βέβαιος πως ο λόγος αυτός δεν είναι η παρουσία σου.»
«Το φαντάζομαι. Ποιος είναι, λοιπόν, ο λόγος;»
«Γιατί θες να μάθεις;»
«Από περιέργεια.»
«Θα μάθεις τον λόγο όταν φτάσουμε στη βάση,» είπε ο Δαίδαλος, κοιτάζοντας έξω απ’το παράθυρο του μικρού αεροπλάνου, την ακτογραμμή της Άπατης Θάλασσας που περνούσε από κάτω τους.
Μετά από τρεις ώρες, έφτασαν πάνω απ’τους Δασότοπους του Ωχρού Χώματος –ατελείωτες εκτάσεις γεμάτες αειθαλή δάση και λόφους· τα πάντα σκεπασμένα με χιόνι– και πάνω απ’τη βάση του Πρίγκιπα Ανδρόνικου, τα οικοδομήματα της οποίας διακρίνονταν ανάμεσα από τα δέντρα.
Η πιλότος ζήτησε άδεια να προσγειωθεί, δηλώνοντας ότι ερχόταν από την Απαστράπτουσα και ότι είχε μαζί της–
«Πώς ονομάζεστε, κύριοι;» ρώτησε τους μάγους, γυρίζοντας το κεφάλι για να τους κοιτάξει.
«Δαίδαλος,» απάντησε ο Δαίδαλος. «Πες τους ότι ο Δαίδαλος είναι εδώ. Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος με γνωρίζει προσωπικά.»
Η πιλότος το έκανε, και η άδεια δεν άργησε να δοθεί. Το αεροσκάφος έβγαλε τα πόδια του και κατέβηκε στον μικρό χώρο προσγείωσης της βάσης των Δασότοπων.
Ο Δαίδαλος και ο Τάμπριελ’λι βγήκαν απ’το αεροπλάνο, νιώθοντας το ψύχος των Δασότοπων του Ωχρού Χώματος να τους διαπερνά, σαν αιχμηρές λεπίδες.
Ένας στρατιώτης ήρθε κοντά τους και τους ζήτησε να τον ακολουθήσουν. Εκείνοι υπάκουσαν, και πλησίασαν ένα οικοδόμημα δίπλα στον χώρο προσγείωσης–
Η πόρτα προς την οποία τους πήγαινε ο στρατιώτης άνοιξε, και ο Ανδρόνικος βγήκε, μαζί με την Ιωάννα.
Στην αρχή, το βλέμμα του έπεσε πάνω στον Δαίδαλο, και σκέφτηκε ότι, για να είναι ο μάγος εδώ, πρέπει να είχε να του φέρει κάποια καλά νέα. Μετά, όμως, πρόσεξε ότι ο Τάμπριελ βρισκόταν πλάι του.
«Τι θέλεις εσύ εδώ;» τον ρώτησε ο Ανδρόνικος.
«Ανδρόνικε,» χαιρέτησε ο Τάμπριελ’λι. «Υποθέτω, ο Πρόμαχος Οδυσσέας θα σου έχει μιλήσει για εμένα. Καθώς επίσης και» –έστρεψε τη ματιά του στην Ιωάννα– «η Μαύρη Δράκαινα.»
«Μου έχουν μιλήσει, πράγματι. Αλλά, επίσης, μου είχαν πει ότι θα έμενες στην Απαστράπτουσα.»
«Και θα έμενα, χωρίς καμία αντίρρηση απολύτως· εξάλλου, δεν είναι ο σκοπός μου να εμπλακώ σε κανενός τον πόλεμο. Ο Δαίδαλος, όμως, παρουσιάστηκε, και τα πάντα άλλαξαν.»
Ο Ανδρόνικος στράφηκε στον Δαίδαλο. «Τι εννοεί;»
«Ισχυρίζεται πως με ‘είδε’ να κάνω κάποια πράγματα, και πιστεύει πως πρέπει να βρίσκεται εδώ, για κάποιο λόγο.»
Ο Ανδρόνικος κοίταξε τον Τάμπριελ, ερωτηματικά. «Τι πράγματα;»
«Καλύτερα να σου μιλήσει ο Δαίδαλος πρώτα, Ανδρόνικε.»
*
Ο Ανδρόνικος πήγε τους δύο μάγους στο δωμάτιο στρατηγικών σχεδιασμών, που, ετούτη τη στιγμή, ήταν άδειο. Μονάχα οι τρεις τους ήταν εδώ, καθώς και η Ιωάννα.
«Νομίζω,» είπε ο Δαίδαλος, «πως έχω βρει τρόπο να νικήσουμε τον Κατακεραυνωτή, Πρίγκιπά μου.» Και κάθισε σε μια καρέκλα, σταυρώνοντας τα χέρια του εμπρός του.
Οι υπόλοιποι κάθισαν γύρω.
«Πολύ φοβάμαι, κύριε Δαίδαλε,» είπε ο Ανδρόνικος, «ότι δεν έχουμε πλέον να κάνουμε μόνο με τον Κατακεραυνωτή. Ο Αυγερινός και η ομάδα του επέστρεψαν από την Ταλκασία καθώς ξημέρωνε, και μου έφεραν άσχημα μαντάτα, τα οποία, μέχρι στιγμής, γνωρίζουμε μόνο εγώ και η Ιωάννα. Μου είπαν ότι και η Υφάντρα, μία ακόμα από τους Οκτώ, είναι ελεύθερη, και βρίσκεται μέσα στην ξαδέλφη μου, τη Δούκισσα Κορνηλία, της Βανκάρης.»
«Η Δούκισσα είναι στο ίδιο μέρος με τον Πρίγκιπα Λούσιο;» ρώτησε ο Δαίδαλος.
«Ναι.»
«Τότε, πιθανώς να έχω βρει λύση και για το πρόβλημα του Κατακεραυνωτή και για το πρόβλημα της Υφάντρας, συγχρόνως, Πρίγκιπά μου.»
«Υπάρχει τρόπος να διωχτούν τα πνεύματα των Οκτώ από μέσα τους και να φυλακιστούν;»
Ο Δαίδαλος κούνησε το κεφάλι αρνητικά «Δυστυχώς, όχι. Ή, τουλάχιστον, δεν τον ξέρω εγώ. Εξάλλου, μην ξεχνάς πως δεν είχα και πολύ χρόνο στη διάθεσή μου για ετούτη την έρευνα. Μόλις μία ημέρα.»
«Μία ημέρα;» απόρησε ο Ανδρόνικος. «Μα, λείπετε τόσο καιρό, κύριε Δαίδαλε!»
«Ο χρόνος δεν κυλά με τον ίδιο ρυθμό στη διάστασή μου,» του θύμισε ο μάγος. «Αλλά μονάχα εκεί μπορούσα να κάνω την έρευνα που ήθελα.»
«Τι λύση βρήκατε, λοιπόν;»
«Τι γνωρίζεις για τους υπερδιαστασιακούς στροβίλους, Πρίγκιπά μου;»
Ο Ανδρόνικος συνοφρυώθηκε. Τι σχέση έχει αυτό; «Πρόκειται για ένα σπάνιο και άκρως επικίνδυνο φαινόμενο. Κανείς δεν ξέρει για ποιο λόγο εμφανίζονται, πάντως εκείνο που κάνουν είναι, κατά κάποιο τρόπο, να… σχίζουν τις διαστάσεις. Αν πέσεις μέσα τους, αμφίβολο είναι αν θα επιζήσεις.»
«Μπορώ να δημιουργήσω έναν τέτοιο στρόβιλο, Πρίγκιπά μου.»
«Κανονικά,» είπε ο Ανδρόνικος, «αυτό θα έπρεπε να με εκπλήσσει. Αλλά δε με εκπλήσσει–» Διέκοψε απότομα τα λόγια του, επειδή άρχισε να πιστεύει –να φοβάται– ότι καταλάβαινε πού το πήγαινε ο μάγος. «Γιατί, όμως, αυτή η κουβέντα περί υπερδιαστασιακών στροβίλων, κύριε Δαίδαλε;»
«Διότι πιστεύω πως ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος θα ήταν η καλύτερη λύση στο πρόβλημα του Κατακεραυνωτή και της Υφάντρας.»
«Σκέφτεστε, δηλαδή, να τους ρίξετε μέσα σ’έναν υπερδιαστασιακό στρόβιλο;»
«Ναι,» απάντησε ο Δαίδαλος. «Ο στρόβιλος θα αρπάξει και το σώμα τους και το πνεύμα τους, και θα τα εκτοξεύσει κάπου μακριά απ’την Απολλώνια, σε κάποια άλλη διάσταση. Πιθανώς ακόμα και να καταστρέψει την πνευματική ουσία του Κατακεραυνωτή και της Υφάντρας, αν και δεν μπορώ να είμαι βέβαιος γι’αυτό. Πάντως, αν βρεθούν σε άλλη διάσταση, πιστεύω πως θα χάσουν τις δυνάμεις τους και δε θα αποτελούν πλέον κίνδυνο για την Απολλώνια.»
«Μιλάμε, όμως, για έναν υπερδιαστασιακό στρόβιλο, κύριε Δαίδαλε… Δε θα κάνει κάποια ζημιά στη διάστασή μας;»
«Ασφαλώς και θα κάνει. Θα δημιουργήσει κάτι σαν τρύπα, σαν πληγή, στην πραγματικότητα της Απολλώνιας. Ωστόσο, ορισμένες φορές, πρέπει να τραυματίσεις ένα σώμα, προκειμένου να το θεραπεύσεις από μια ασθένεια που εξαπλώνεται επάνω του.»
Ο Ανδρόνικος αναστέναξε. Σταύρωσε τα χέρια του εμπρός του και κοίταξε το πάτωμα, σκεπτικός. «Η ιδέα σας με τρομάζει, για να είμαι ειλικρινής,» είπε. Και, υψώνοντας το βλέμμα του, για να κοιτάξει τον μάγο: «Δεν υπάρχει κάποια άλλη λύση;»
«Καμία που να μπορώ να δω εγώ, τουλάχιστον,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος.
«Με τη δημιουργία του στροβίλου,» είπε ο Ανδρόνικος, «δε θα σκοτωθούν μόνο ο Κατακεραυνωτής και η Υφάντρα· θα σκοτωθούν κι ένα σωρό άλλοι άνθρωποι που θα βρίσκονται γύρω τους. Έτσι δεν είναι;»
«Φοβάμαι πως, ναι, αυτό είναι αλήθεια.»
«Κι εξακολουθείτε να μου προτείνετε να το κάνω;»
«Πρίγκιπά μου,» είπε ο Δαίδαλος, «δεν προτείνω τίποτα. Εξηγώ μόνο ότι έχω βρει μια λύση. Αν θα την εφαρμόσετε, η απόφαση θα είναι δική σας.»
«Πώς ακριβώς θα δημιουργηθεί ο στρόβιλος;» ρώτησε ο Ανδρόνικος.
«Αυτό,» παραδέχτηκε ο Δαίδαλος, «είναι ένα άλλο πρόβλημα. Για να δημιουργηθεί ο στρόβιλος, χρειάζονται τουλάχιστον τέσσερις μηχανές ενεργειακής εστίασης και ένα επίκεντρο, τα οποία θα κατασκευαστούν σύμφωνα με τις οδηγίες μου. Μετά, το επίκεντρο πρέπει να μεταφερθεί στο ακριβές σημείο απ’όπου θ’αρχίσει ο στρόβιλος, και πρέπει να ενεργοποιηθεί, ενώ οι μηχανές εστίασης θα είναι σε μια δεδομένη, αρκετά μεγάλη, απόσταση γύρω του.»
«Και κάποιος θα πρέπει να μεταφέρει το επίκεντρο, σωστά;»
«Προφανώς.»
Ο Ανδρόνικος συνοφρυώθηκε. «Μα, σε μια τέτοια περίπτωση, δε σημαίνει πως εκείνος που θα μεταφέρει, και θα ενεργοποιήσει, το επίκεντρο θα πεθάνει;»
Ο Δαίδαλος κατένευσε, σιωπηλά.
«Πρόκειται, επομένως, για αποστολή αυτοκτονίας… Κύριε Δαίδαλε, το σχέδιό σας μου φαίνεται δύσκολο –πολύ δύσκολο– να πραγματοποιηθεί. Γιατί, εκτός των άλλων, πώς ακριβώς πιστεύετε ότι θα καταφέρει ο μεταφορέας του επίκεντρου να πλησιάσει τον Λούσιο και την Κορνηλία αρκετά ώστε να είμαστε βέβαιοι ότι θα τους παγιδέψει ο στρόβιλος;»
«Δεν έχω απαντήσεις σε τέτοιου είδους διαδικαστικά ερωτήματα, Πρίγκιπά μου,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος. «Και με συγχωρείτε, αν αυτό ακούγεται απογοητευτικό, αλλά εγώ σάς δίνω μονάχα μια λύση· το πώς ακριβώς θα κάνετε αυτή τη λύση να λειτουργήσει για εσάς δεν το γνωρίζω.»
Ο Ανδρόνικος κούνησε το κεφάλι του. «Θα πρέπει να το σκεφτώ.»
«Το καταλαβαίνω,» είπε ο Δαίδαλος.
Ο Ανδρόνικος στράφηκε στον Τάμπριελ’λι. «Εσύ γιατί είσαι, τελικά, εδώ;»
«Διότι είδα τον στρόβιλο.»
«Τον είδες; Τον είδες να πραγματοποιείται;»
«Ναι,» είπε ο Τάμπριελ. «Όπως επίσης είδα και τον Δαίδαλο να σας δείχνει τα σχέδια για τις μηχανές εστίασης.»
«Κι αν εγώ αποφασίσω να μην αποδεχτώ τη λύση που μου προσφέρει; Τότε, τι ήταν αυτά που είδες, Τάμπριελ;»
«Μα, ένα πιθανό μέλλον, ασφαλώς.»
«Δε βγάζουν νόημα αυτά που λες. Ακούγονται σαν φιλοσοφίες ακαδημαϊκού περιεχομένου.»
«Πίστεψέ με, Ανδρόνικε, τίποτα που βλέπω δεν είναι ‘ακαδημαϊκού περιεχομένου’.»
«Η Ιωάννα μού είπε ότι, όσο βρισκόσασταν στο Πορφυρό Κενό, ισχυρίστηκες πως ήθελες να ταξιδέψεις μαζί της, προκειμένου να έρθεις εδώ και να μου μιλήσεις.»
«Αληθεύει.»
«Δεν αμφέβαλλα ότι αληθεύει. Εδώ είμαστε, λοιπόν, και μπορείς να μου μιλήσεις…»
«Πιστεύω πως αποτελείς μέρος της αποστολής μου, Ανδρόνικε,» δήλωσε ο Τάμπριελ. «Σε έχω δει πολλές φορές.»
«Ο Σέλιρ’χοκ μού είπε ότι ούτε εσύ δεν έχεις ακόμα ξεκαθαρίσει τι ακριβώς είναι αυτή η αποστολή σου.»
«Πράγματι, δεν το έχω ξεκαθαρίσει. Όχι εξολοκλήρου, τουλάχιστον. Ορισμένα πράγματα, όμως, τα έχω δει. Για παράδειγμα, σε είδα να βρίσκεσαι σ’ένα σκοτεινό κελί, γυμνός και κουλουριασμένος–»
«Μου το ανέφεραν,» είπε ο Ανδρόνικος, παρατηρώντας την όψη του Τάμπριελ. «Όπως επίσης μου ανέφεραν ότι με είδες να κοιτάζω έναν κώδικα, σε μια σουίτα ξενοδοχείου.»
Ο Τάμπριελ ένευσε. «Ναι. Αλλά δεν ξέρω πότε θα συμβεί αυτό.»
«Έχει ήδη συμβεί,» τον πληροφόρησε ο Ανδρόνικος. «Και τον κώδικα δεν μπορώ να τον διαβάσω.»
«Θα έρθει μια στιγμή που θα τον διαβάσεις· και ίσως ν’αποδειχτεί πολύ σημαντικός.»
Ο Ανδρόνικος συνοφρυώθηκε. «Με είδες να τον διαβάζω;»
«Ναι.»
«Είδες κάτι που μπορεί να με βοηθήσει να σπάσω τον κώδικα;»
«Σε είδα μονάχα να τον διαβάζεις,» εξήγησε ο Τάμπριελ. «Και δεν ήσουν στην Απολλώνια.»
«Πού ήμουν;»
«Στην Αρβήντλια, νομίζω.»
«Στην Αρβήντλια; Πώς το κατάλαβες;»
«Γύρω σου βρισκόταν μια έρημος που δε νομίζω ότι υπάρχει αλλού. Επίσης, κοντά σου ήταν ένας λεοντόσαυρος –ένα πλάσμα γηγενές της Αρβήντλια.»
Ο Ανδρόνικος συνοφρυώθηκε. Στην Αρβήντλια… Ο πράκτοράς του, ο Αρίσταρχος, δεν ήταν αδύνατον να είχε καταλήξει εκεί, τώρα που το σκεφτόταν. Επιπλέον, από την Αρβήντλια υπήρχε πρόσβαση στη Διάσταση του Φωτός, και εκεί ήταν που η Ιωάννα είχε βρει τον Αρίσταρχο νεκρό: κάποιος είχε σαμποτάρει το όχημά του, ώστε να καταστραφεί η μονωτική του ιδιότητα και να περάσει μέσα η ακτινοβολία της Διάστασης του Φωτός, σκοτώνοντάς τον. Επομένως, ίσως να βρήκε τον κώδικα στην Αρβήντλια. Εξάλλου, οι Αρβήντλιοι ήταν γνωστό πως ήταν υπερβολικά κρυψίνοες και μυστηριώδεις· δεν αποκλείεται να είχαν πολλούς και διάφορους κρυφούς κώδικες, παντελώς άγνωστους στους αμύητους. Ο Αρίσταρχος χρησιμοποίησε το καλύτερο κωδικό σύστημα που μπόρεσε να βρει, προκειμένου να αποκρύψει τις πληροφορίες από τους πράκτορες της Παντοκράτειρας.
Βγάζει κάποιο νόημα τώρα…
Η Ιωάννα, που μέχρι στιγμής ήταν σιωπηλή, ρώτησε τον Τάμπριελ: «Προτείνεις, δηλαδή, να ερευνήσουμε στην Αρβήντλια;»
«Η απάντησή μου θα είναι παρόμοια με του Δαίδαλου: Δεν προτείνω τίποτα, Μαύρη Δράκαινα· σας είπα μόνο ό,τι έχω δει.»
«Πιστεύεις ότι ο κώδικας έχει κάποια σχέση με την αποστολή σου;» τον ρώτησε ο Ανδρόνικος.
«Χωρίς να αισθάνομαι βέβαιος ακόμα, εικάζω πως ίσως.»
«Τάμπριελ, απάντησέ μου ειλικρινά: είσαι εναντίον της Παντοκράτειρας τώρα, ή όχι;»
«Δεν ξέρω αν είμαι εναντίον της. Όμως δεν είμαι υπέρ της.»
«Δηλαδή, τι θα πρέπει να σε θεωρούμε; Φίλο ή εχθρό;»
«Τίποτα από τα δύο. Ωστόσο, πιστεύω πως πρέπει οι δυο μας να έχουμε επικοινωνία, Ανδρόνικε.»
«Για ποιο λόγο;»
«Ίσως να χρειαστεί.»
Οι Απολλώνιες δυνάμεις του Πρίγκιπα Ανδρόνικου είχαν πλέον παραταχθεί στους Δασότοπους του Ωχρού Χώματος ακριβώς όπως έπρεπε, καλύπτοντας, με όσο το δυνατόν περισσότερους μαχητές, ολόκληρο το τμήμα της περιφέρειας των Δασότοπων που ξεκινούσε από την Άκανθο και κατέληγε στην Ταλκασία: δηλαδή, δυτικά-βόρεια-ανατολικά, σχηματίζοντας ένα ημικύκλιο. Δεν υπήρχε τίποτα που να τους εμποδίζει απ’το να επιτεθούν στους Παντοκρατορικούς, μόλις εκείνοι τούς έδιναν την ευκαιρία.
Και το έκαναν. Τους έδωσαν την ευκαιρία.
Οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας που βρίσκονταν στη δυτική μεριά του Βόρειου Μετώπου είχαν περάσει το Δυτικό Πέρασμα, είχαν κατακτήσει την έρημη Νούμβρια (χωρίς να βρουν εκεί ούτε ενεργειακά αποθέματα, ούτε όπλα, ούτε καν τρόφιμα· οι Απολλώνιοι είχαν αδειάσει πλήρως την πόλη, προτού την εγκαταλείψουν στο έλεος των εχθρών τους), και είχαν αρχίσει να προελαύνουν προς τις μικρότερες πόλεις μετά απ’αυτήν, όπως ήταν η Άκανθος. Οι πολεμιστές του Πρίγκιπα Ανδρόνικου, εντοπίζοντάς τους χωρίς δυσκολία, τους επιτέθηκαν με αεροσκάφη, γρήγορα άρματα μάχης, και μικρές, διάσπαρτες μονάδες πεζικού και ιππικού. Χτυπώντας τους βίαια κι έπειτα υποχωρώντας προς τους Δασότοπους, για να βρουν κάλυψη μέσα στη βλάστηση. Οι Παντοκρατορικοί τούς καταδίωξαν, μα δίστασαν να περάσουν τις παρυφές, αβέβαιοι πόσους αντιπάλους είχαν να αντιμετωπίσουν και μη γνωρίζοντας τα εδάφη εμπρός τους, πράγμα το οποίο τους έκανε επιφυλακτικούς. Τι προσπαθούσαν να επιτύχουν εδώ οι Απολλώνιοι; αναρωτιόνταν. Να τους παρασύρουν σε κάποια παγίδα; Αυτό δεν πρόκειται να έπιανε! Από την άλλη, όμως, δεν μπορούσαν και να προχωρήσουν βαθύτερα μέσα στη διάσταση, χωρίς νάχουν αντιμετωπίσει ετούτη την απειλή, γιατί, έτσι, θ’άφηναν έναν επικίνδυνο εχθρό πίσω τους: κι αυτό ήταν πάντοτε επιζήμιο…
Στη βόρεια μεριά του Μετώπου τα πράγματα ήταν λιγάκι πιο ήσυχα. Οι πολεμιστές του Πρίγκιπα Ανδρόνικου είχαν αρχίσει να κάνουν αιφνιδιαστικές επιθέσεις στη Χρυσόπολη, καθώς και στα φυλάκια που είχαν στήσει οι Παντοκρατορικοί σ’ολόκληρο το Δουκάτο της Χρυσόπολης. Οι εχθροί τους, όμως, δεν προσπαθούσαν να τους καταδιώξουν· έπαιζαν αμυντικά, για την ώρα, μάλλον επειδή δεν διέθεταν αρκετές δυνάμεις εδώ, και προτιμούσαν να κρατήσουν ό,τι είχαν κατακτήσει παρά να επεκταθούν. Ο Στρατάρχης Φιλόπνοος, μαθαίνοντάς το αυτό –μέσω του άριστου τηλεπικοινωνιακού δικτύου που είχε στηθεί στους Δασότοπους του Ωχρού Χώματος–, πρόσταξε ορισμένες μονάδες να απομακρυνθούν από τα βόρεια, αφού δεν χρειάζονταν εκεί, και να μεταφερθούν στα δυτικά, όπου υπήρχε περισσότερη ανάγκη.
Στα ανατολικά, οι δυνάμεις του Πρίγκιπα Ανδρόνικου επιτέθηκαν στο Παντοκρατορικό στράτευμα που βρισκόταν κοντά στην Ταλκασία. Το χτυπούσαν με αεροσκάφη, ταχεία άρματα μάχης, μικρές μονάδες ιππικού και πεζικού, και μετά κρύβονταν πάλι μέσα στη βλάστηση, για ν’αποφύγουν την καταδίωξη των εχθρών τους. Παρατήρησαν, όμως, και κάτι ασυνήθιστο στους Παντοκρατορικούς, το οποίο μετέφεραν στον Στρατάρχη Φιλόπνοο, μέσω του τηλεπικοινωνιακού δικτύου: ο εχθρός δεν ήταν συγκεντρωμένος σε ένα κεντρικό στρατόπεδο· ήταν διαιρεμένος σε πολλά μικρά στρατόπεδα σ’όλη τη βόρεια μεριά του Δουκάτου της Ταλκασίας. Δεν γνώριζαν για ποιο λόγο μπορεί να συνέβαινε αυτό, όμως όφειλαν να παραδεχτούν ότι τους εξυπηρετούσε, αφού συνέβαλλε στο γενικότερο χάος που προσπαθούσαν να δημιουργήσουν και έκανε την τακτική κλεφτοπολέμου που ακολουθούσαν ευκολότερη.
«Τι λόγο μπορεί να έχουν για να είναι χωρισμένοι, Κλείτε;» ρώτησε ο Ανδρόνικος, όταν τους ήρθαν τα νέα.
«Δεν είμαι βέβαιος, Πρίγκιπά μου.»
«Έχουν καταλάβει πώς δρουν ο Κατακεραυνωτής και η Υφάντρα, Υψηλότατε,» είπε η Αυγερινός. «Ότι, δηλαδή, τους είναι ευκολότερο να επηρεάσουν μια μάζα συγκεντρωμένων ανθρώπων, παρά πολλά διάσπαρτα τμήματα.»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, καθώς ήταν καθισμένος πίσω από τον χάρτη των Δασότοπων του Ωχρού Χώματος, «ακούγεται λογικό.»
Κι ύστερα, ρώτησε: «Ποια είναι η άποψή σου για το σχέδιο του Δαίδαλου, Αυγερινέ;» Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που ο μάγος είχε προτείνει στον Ανδρόνικο να δημιουργήσουν τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο· είχε έρθει στη βάση το πρωί, και τώρα ήταν απόγευμα. Τα χρώματα του ουρανού είχαν αρχίσει να σκουραίνουν, και ενεργειακές λάμπες, ή λάμπες λαδιού, έπρεπε να είναι αναμμένες μέσα στα οικήματα για να βλέπει κανείς.
«Μου φαίνεται ριψοκίνδυνο,» απάντησε ο Αυγερινός.
«Πιστεύεις, όμως, ότι θα λειτουργήσει; Ότι ο Κατακεραυνωτής και η Υφάντρα θα διωχτούν έτσι από την Απολλώνια; Για πάντα;»
«Δεν γνωρίζω, Πρίγκιπά μου. Μέχρι που εσείς μου μιλήσατε γι’αυτό, δεν ήξερα καν τι ήταν το φαινόμενο που ονομάζεται υπερδιαστασιακός στρόβιλος.»
Εκτός από τον Ανδρόνικο, τον Αυγερινό, και τον Φιλόπνοο, στο δωμάτιο ήταν και ο Σέλιρ’χοκ, η Άνμα’ταρ, και ο Φαρνέλιος. Και η χρυσόδερμη μάγισσα είπε τώρα: «Ο στρόβιλος θα κάνει μόνιμα προβλήματα στη διάσταση της Απολλώνιας. Το καταλαβαίνεις αυτό, έτσι;»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος.
«Ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος δεν κλείνει πάντα αφότου έχει δημιουργηθεί, Πρίγκιπά μου,» τόνισε ο Σέλιρ’χοκ. «Και αμφιβάλλω αν ακόμα κι αυτός ο Δαίδαλος θα μπορεί να τον κλείσει.»
«Το αντιλαμβάνομαι. Τι άλλη λύση, όμως, υπάρχει για να διώξουμε τους Οκτώ; Έχεις εσύ να προτείνεις κάτι, Σέλιρ;»
Ο μάγος κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Το σχέδιο του Δαίδαλου, όμως, εξακολουθεί να μου φαίνεται ριψοκίνδυνο. Με τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο, δε θα καταστραφούν μόνο ο Κατακεραυνωτής και η Υφάντρα. Αν, για παράδειγμα, καταφέρουμε να τον δημιουργήσουμε μέσα στην Ταλκασία, αυτό σημαίνει πως ολόκληρη η πόλη θα καταρρεύσει, καθώς η ίδια η πραγματικότητα της διάστασης θα σπάσει. Επιπλέον, ένα μεγάλο μέρος του Δουκάτου της Ταλκασίας πιθανώς να καταστραφεί, και σίγουρα αυτά τα εδάφη θα γίνουν ακατοίκητα. Και δεν τολμώ καν να υποθέσω τι άλλα πιθανά παράπλευρα αποτελέσματα μπορεί να έχει ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος για την Απολλώνια.»
«Η παρουσία των Οκτώ,» τόνισε ο Αυγερινός, «θα έχει επίσης πολλά παράπλευρα αποτελέσματα για ολόκληρη την Απολλώνια, μάγε. Καθώς και πολλά άμεσα αποτελέσματα.»
«Είσαι, δηλαδή, υπέρ αυτού του σχεδίου;»
«Όπως είπα ήδη, μου φαίνεται ριψοκίνδυνο. Και δεν ξέρω καν τι ακριβώς είναι αυτός ο υπερδιαστασιακός στρόβιλος. Όμως ξέρω πολύ καλά τι είναι οι Οκτώ του Μαύρου Νάρζουλ. Πρέπει οπωσδήποτε να διωχτούν, να καταστραφούν, ή να επαναφυλακιστούν, όπως τους είχε φυλακίσει ο Κύριός μας, ο Απόλλων.»
«Θα μπορούσα να κάνω μια πρόταση, Πρίγκιπά μου, σε περίπτωση που, τελικά, χρησιμοποιηθεί ο υπερδιαστασιακός στρόβιλος;» ρώτησε ο Στρατάρχης Φιλόπνοος.
«Ασφαλώς, Κλείτε.»
«Σας προϊδεάζω, εξαρχής, ότι θα μιλήσω από καθαρά στρατηγική άποψη, όχι από ηθική. Όπως έχω αντιληφτεί, η δημιουργία του στροβίλου θα σκοτώσει και πολλούς Απολλώνιους στρατιώτες, οι οποίοι θα βρίσκονται γύρω από τον Πρίγκιπα Λούσιο και τη Δούκισσα Κορνηλία. Επίσης, θα προκαλέσει καταστροφές σε οικοδομήματα, οχήματα, αεροσκάφη, και αποθέματα ενέργειας. Εν ολίγοις, θα μας τραυματίσει πολύ άσχημα, πράγμα το οποίο θα δώσει πλεονέκτημα στις δυνάμεις της Παντοκράτειρας. Επομένως, προτείνω, αν είναι να χρησιμοποιηθεί ο στρόβιλος, να χρησιμοποιηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να βρίσκονται εντός της εμβέλειάς του και οι Παντοκρατορικοί. Έτσι, η νίκη μας στο Βόρειο Μέτωπο –που δεν είναι καθόλου βέβαιη, ούτως ή άλλως– θα διευκολυνθεί· δε θα γίνει ακόμα δυσκολότερη.»
«Αυτό που λες είναι σωστό, Κλείτε,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Πράγματι, αν αποφασίσουμε να δημιουργήσουμε τον στρόβιλο, θα πρέπει να βρούμε την καλύτερη δυνατή στιγμή για να το κάνουμε, καθώς και την καλύτερη δυνατή θέση.»
«Σκεφτείτε το πολύ καλά, Πρίγκιπά μου, προτού το επιχειρήσετε,» τόνισε ο Σέλιρ’χοκ. «Κι επιπλέον, θέλω να σας πω πως υπάρχει και κάτι άλλο που με απασχολεί…»
«Το οποίο είναι…;»
«Η παρουσία του Τάμπριελ’λι. Δεν καταλαβαίνω γιατί ενδιαφέρεται τόσο για τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο. Επειδή απλά τον έχει δει; Και λοιπόν; Τόσες εικόνες έχει δει, τον τελευταίο καιρό. Τι διαφορά έχει ο στρόβιλος;»
Ο Ανδρόνικος συνοφρυώθηκε. «Αυτό, όντως, είναι περίεργο, μάγε,» παραδέχτηκε. Και έπρεπε να το είχα σκεφτεί κι εγώ, μάλωσε τον εαυτό του. Έχω γίνει απρόσεχτος. Απρόσεχτος! Είχε, όμως, και πολλά στο μυαλό του, τελευταία. Ένα σωρό έγνοιες μπέρδευαν τις σκέψεις του. Αλλά πρέπει να πάρω την καλύτερη δυνατή απόφαση για την Απολλώνια! Την καλύτερη δυνατή απόφαση. Και το φοβόταν αυτό· το φοβόταν πολύ…
«Ίσως,» είπε ο Σέλιρ’χοκ, «θα ήταν συνετό να μιλήσω στον Τάμπριελ’λι.»
«Ό,τι νομίζεις,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος.
*
«Καλησπέρα, Σέλιρ’χοκ.»
Ο Τάμπριελ στεκόταν στην άκρη του χώρου προσγειώσεων/απογειώσεων της βάσης, και ατένιζε το σκοτάδι των ατελείωτων Δασότοπων, που πολλά κρυσταλλωμένα και χιονισμένα τους σημεία γυάλιζαν στο αχνό, γαλάζιο φως της Γλαυκής. Ο ερυθρόδερμος μάγος είχε μια κάπα ριγμένη στους ώμους του, αλλά δεν φορούσε την κουκούλα· τα μακριά, λευκά μαλλιά του έκαναν αντίθεση με την υπόλοιπη σκοτεινή του μορφή.
Δε γύρισε να κοιτάξει τον Σέλιρ’χοκ, καθώς εκείνος τον πλησίαζε, για να σταθεί πλάι του.
«Σκέφτεσαι να πάρεις αεροσκάφος και να φύγεις;»
«Όχι,» είπε ο Τάμπριελ. «Όχι ακόμα.»
«Γιατί ενδιαφέρεσαι τόσο για τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο του Δαίδαλου;» ρώτησε ο Σέλιρ’χοκ.
Ο Τάμπριελ στράφηκε να ατενίσει το πρόσωπο του μαυρόδερμου μάγου. «Φοβάσαι ότι τώρα σκοπεύω να σας προδώσω στην Παντοκράτειρα;»
«Ειλικρινά;»
«Ναι.»
«Όχι,» είπε ο Σέλιρ’χοκ, «δεν φοβάμαι αυτό.»
«Τι σ’έκανε, τότε, να έρθεις να με βρεις για να με ρωτήσεις ακριβώς αυτό το πράγμα;»
«Εκείνο που φοβάμαι είναι ότι δε σ’ενδιαφέρει ούτε η Παντοκράτειρα ούτε εμείς, Τάμπριελ’λι.»
«Ο φόβος σου, Σέλιρ’χοκ, είναι βάσιμος.» Ο Τάμπριελ δεν βλεφάρισε, καθώς τον ατένιζε κατάματα.
«Γιατί, λοιπόν; Γιατί σ’απασχολεί ο στρόβιλος;»
«Για να δημιουργηθεί ο υπερδιαστασιακός στρόβιλος, κάποιος πρέπει να… θυσιαστεί. Υποθέτω πως σ’το είπε αυτό ο Ανδρόνικος, σωστά;»
Ο Σέλιρ’χοκ ένευσε.
«Σκέφτομαι να θυσιαστώ εγώ,» εξήγησε ο Τάμπριελ.
«Ακόμα κι εσύ δεν μπορεί να είσαι τόσο τρελός,» είπε ο Σέλιρ’χοκ.
Ο Τάμπριελ έστρεψε πάλι το βλέμμα του στους σκοτεινούς Δασότοπους.
«Πιστεύεις ότι ο στρόβιλος δεν θα σε σκοτώσει;» ρώτησε ο Σέλιρ’χοκ.
«Υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων, ξέρεις, που τους έχει παρασύρει υπερδιαστασιακός στρόβιλος και δεν έχουν πεθάνει.»
«Υπάρχουν, επίσης, περιπτώσεις ανθρώπων που έχουν πέσει από αεροπλάνο και έχουν επιβιώσει. Αλλά αυτός δεν είναι ο κανόνας. Και οι πιθανότητες να επιβιώσεις από υπερδιαστασιακό στρόβιλο νομίζω πως είναι λιγότερες, Τάμπριελ’λι.»
«Και, μάλλον, έχεις δίκιο. Κανείς δεν έχει μπει στον κόπο να τις υπολογίσει.»
«Έχεις δει τον εαυτό σου να επιβιώνει από τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο;» ρώτησε ο Σέλιρ’χοκ.
«Όχι. Τον έχω δει, όμως, να δημιουργεί τον στρόβιλο. Να ενεργοποιεί το επίκεντρο του Δαίδαλου.»
«Και είσαι σίγουρος ότι θα ζήσεις μετά απ’αυτό; Δε σκέφτεσαι ότι ίσως οι εικόνες που βλέπεις να προσπαθούν να σε οδηγήσουν στην καταστροφή σου;»
Ο Τάμπριελ γύρισε να τον κοιτάξει. «Για ποιο λόγο, Σέλιρ’χοκ;»
«Δεν ξέρω. Αλλά, επίσης, δεν ξέρω και γιατί βλέπεις αυτές τις εικόνες, έτσι κι αλλιώς.» Και, με τούτα τα λόγια, στράφηκε κι απομακρύνθηκε από τον Τάμπριελ’λι.
*
Η Στρατηγός Ιπποθόη εξήγησε στον Λούσιο –ο οποίος βρισκόταν στο καθιστικό των δωματίων του, μαζί με την Κορνηλία, τον Ταχύβιο, και τον Ιερώνυμο– ότι κάποιοι χτυπούσαν τους Παντοκρατορικούς από τους Δασότοπους του Ωχρού Χώματος. Ξεπρόβαλλαν απροειδοποίητα από εκεί, επιτίθονταν, κι ύστερα χάνονταν πάλι μέσα στη βλάστηση. Οι ανιχνευτές που τους είχαν δει έλεγαν ότι ήταν Απολλώνιοι πολεμιστές.
«Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος,» είπε ο Ιερώνυμος. «Ήρθε, επιτέλους, να βοηθήσει! Τουλάχιστον, απ’ό,τι φαίνεται, ο ένας απ’τους δυο σας έχει περισσότερο μυαλό,» πρόσθεσε, κοιτάζοντας τον Λούσιο.
«Δεν χρειαζόμαστε τη βοήθειά του!» αντιγύρισε ο Λούσιος. «Κι επιπλέον, τι ακριβώς έχει κάνει, ξάδελφε; Λίγο κλεφτοπόλεμο στους Παντοκρατορικούς; Και λοιπόν;» φώναξε. «Πιστεύεις ότι αυτό θα τους διώξει από την Απολλώνια;»
«Οι δικές σου τακτικές δεν έχουν, μέχρι στιγμής, αποδειχτεί πιο αποτελεσματικές–»
«Δεν έχουν αποδειχτεί πιο αποτελεσματικές;» γρύλισε ο Λούσιος, καθώς σηκωνόταν από τη θέση του. Τα μάτια του άστραψαν, αφύσικα. «Ξέρεις πόσους Παντοκρατορικούς ξεφορτωθήκαμε με την προηγούμενή μας επίθεση;»
«Εννοείς τότε που ήρθαν τα Παντοκρατορικά αεροσκάφη από το Ταλκάσιο Πέρασμα και ρήμαξαν την πόλη; –ΑΑΑ!» Ο Ιερώνυμος πετάχτηκε από την καρέκλα του, σκόνταψε, και έπεσε, καθώς αστραπές εκτοξεύονταν από τη χούφτα του Κατακεραυνωτή και μαύριζαν το πάτωμα μπροστά από εκεί όπου, πριν από λίγο, βρίσκονταν τα πόδια του.
Η Ιπποθόη κοίταζε με γουρλωμένα μάτια.
Ο Ταχύβιος είπε: «Μεγάλε Άρχοντα, όχι!»
Η Κορνηλία σκέφτηκε: Τι ανοησίες είν’αυτές; Ο αδελφός μου ποτέ δεν ήξερε πώς να κρατά το στόμα του κλειστό, ο ηλίθιος!
«Την επόμενη φορά,» είπε ο Λούσιος στον Ιερώνυμο, «δε θα σημαδέψω τα πόδια σου, ξάδελφε.»
Στράφηκε στην Ιπποθόη, η οποία ρώτησε, ταραγμένα: «Τι-τι επιθυμείτε να γίνει, Μεγαλειότατε; Εννοώ, σχετικά με τους Παντοκρατορικούς και τις αιφνίδιες επιθέσεις από τους Δασότοπους του Ωχρού Χώματος;»
«Τις θέσεις τους τις έχεις, Στρατηγέ;»
«Τις θέσεις τους;»
«Τις θέσεις των Παντοκρατορικών, Στρατηγέ. Δε σου είπα να μάθεις πώς έχουν διαιρέσει τις δυνάμεις τους και να μου αναφέρεις;»
Η Ιπποθόη είχε ήδη αρχίσει να βγάζει ένα διπλωμένο χαρτί από τη ζώνη της, καθώς ο Λούσιος μιλούσε. «Ασφαλώς, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε, μοιάζοντας να επανακτεί την αυτοκυριαρχία της. «Τις έχουμε σημειώσει. Αυτές που μπορούσαμε να δούμε, βέβαια, γιατί οι ανιχνευτές μας έχουν τη δυνατότητα να φτάσουν ώς ένα σημείο και όχι παραπέρα.»
Ο Λούσιος ένευσε, παίρνοντας το χαρτί και απλώνοντάς το πάνω στο τραπέζι.
Εν τω μεταξύ, ο Ιερώνυμος σηκωνόταν απ’το πάτωμα, και η Υφάντρα το βρήκε σκόπιμο να παρέμβει ελαφρώς στα νήματα και στους κόμπους που περιστοίχιζαν τον εγκέφαλό του, για ν’απομακρύνει τον θυμό και να μην προκληθούν άλλες φασαρίες. Επίσης, καλό θα ήταν να εμποτίσει τον αδελφό της με λίγο φόβο για τον Κατακεραυνωτή· έπρεπε να μάθει να σέβεται ορισμένες δυνάμεις. Χρησιμοποιώντας τη νοητική του ενέργεια, τροποποίησε τις σκέψεις του, δίχως κανένας μέσα στο δωμάτιο –συμπεριλαμβανομένου του Ιερώνυμου– να καταλάβει ότι κάτι ασυνήθιστο γινόταν.
Ο Λούσιος κοίταξε τις σημειωμένες θέσεις επάνω στον χάρτη. «Και δεν έχουν κινηθεί καθόλου προς το μέρος μας, Στρατηγέ;»
«Μέχρι στιγμής όχι, Μεγαλειότατε.»
«Καλώς. Μπορείς να πηγαίνεις. Και να με κρατάς ενήμερο.»
«Ασφαλώς.» Η Ιπποθόη υποκλίθηκε, και έφυγε.
«Δεν είναι εύκολο να τους επηρεάσουμε, έτσι όπως είναι τοποθετημένοι τώρα,» είπε ο Λούσιος στην Κορνηλία, έχοντας τις παλάμες του ακουμπισμένες στο τραπέζι και στηριζόμενος επάνω τους.
Η Δούκισσα σηκώθηκε από τη θέση της και πλησίασε, για να κοιτάξει κι εκείνη. Ο Ταχύβιος την ακολούθησε. Ο Ιερώνυμος προτίμησε να διατηρήσει απόσταση ασφαλείας από τον Κατακεραυνωτή· και η Κορνηλία, παρατηρώντας το αυτό με τις άκριες των ματιών της, σκέφτηκε: Καλύτερα έτσι. Πολύ καλύτερα. Συν τω χρόνω, θα σε κάνω να κατανοήσεις τη Σοφία του Μεγάλου Δασκάλου, αδελφέ. Όπως ο Ταχύβιος, θα γίνεις πραγματικός πιστός.
«Τι προτείνεις, λοιπόν;» ρώτησε τον Λούσιο, αφού κοίταξε τις θέσεις των Παντοκρατορικών επάνω στον χάρτη.
«Δεν έχω κάτι να προτείνω,» αποκρίθηκε εκείνος· και στην όψη του έμοιαζε να υπάρχει απογοήτευση. «Θα πρέπει να τους περιμένουμε να έρθουν αυτοί σε μας. Δεν υπάρχει άλλη λύση.»
Η στρατηγική δεν ήταν το δυνατό σημείο της Κορνηλίας. Ήξερε πολύ, πολύ λίγα. Επομένως, δε σκόπευε, έτσι κι αλλιώς, να φέρει αντίρρηση στον Λούσιο, εκτός αν έλεγε κάτι τελείως ανόητο. «Εντάξει,» αποκρίθηκε, ανασηκώνοντας τους ώμους, «ας περιμένουμε.»
«Δε μου αρέσει, όμως,» πρόσθεσε ο Κατακεραυνωτής, και πήρε τα χέρια του απ’το τραπέζι, βηματίζοντας μέσα στο δωμάτιο.
*
Ο Υποστράτηγος Φάνελμος τής ανέφερε ακόμα δύο επιθέσεις από τους Δασότοπους του Ωχρού Χώματος.
Η Νικίτα σηκώθηκε απ’τη θέση της στο κέντρο ελέγχου του Δράκοντα. «Αναρωτιέμαι αν όλα τούτα ήταν σχεδιασμένα απ’την αρχή,» είπε. «Μας επιτέθηκαν πρώτα με τους μάγους τους, προκειμένου να προκαλέσουν αναστάτωση στους στρατιώτες μας και να τους βάλουν να αλληλοσκοτωθούν. Μετά, επιχείρησαν την ίδια μορφή επίθεσης για δεύτερη φορά. Γνώριζαν, όμως, ότι τώρα θα τους είχαμε καταλάβει. Και, ως εκ τούτου, γνώριζαν ότι θα διαιρεθούμε, για να μην μπορούν να επηρεάσουν όλους τους πολεμιστές μας μαζί. Έτσι, είχαν σχεδιάσει να χρησιμοποιήσουν μεθόδους κλεφτοπολέμου, καθώς θα είμαστε διαιρεμένοι και πιο ευάλωτοι σε μια τέτοια τακτική. Τι νομίζεις, Υποστράτηγε; Το θεωρείς πιθανό;»
«Δεν είμαι σίγουρος, Στρατηγέ μου,» αποκρίθηκε ο Φάνελμος, τρίβοντας το φουντωτό, καστανό μουστάκι του, «αλλά ίσως…»
«Εγώ, Στρατηγέ,» είπε ο Μέμντουρ’χοκ, «το θεωρώ μάλλον απίθανο να ισχύει.» Ζύγωσε τη Νικίτα, βαστώντας το μακρύ ραβδί του και μοιάζοντας να το χρησιμοποιεί σαν τρίτο πόδι.
«Για ποιο λόγο;» ρώτησε εκείνη.
«Επειδή οι… μάγοι τους –αφού επιθυμείς να τους αποκαλείς έτσι– παραλίγο να σκοτωθούν, στην τελευταία τους προσπάθεια να μας επηρεάσουν. Πιστεύεις ότι θα το ήθελαν αυτό;»
Η Νικίτα συνοφρυώθηκε. Και δεν απάντησε στην ερώτηση του Μέμντουρ’χοκ· του έκανε μια δική της ερώτηση: «Δε θάπρεπε να τους αποκαλώ ‘μάγους’; Γιατί;»
«Γιατί δεν γνωρίζω κανένα τάγμα μάγων που να προσφέρει τέτοιες δυνάμεις, Στρατηγέ. Οι Απολλώνιοι μπορούν να επηρεάζουν, μαζικά, τη νοητική ενέργεια χιλιάδων ανθρώπων. Είναι ανήκουστο.»
«Μισό λεπτό,» είπε η Νικίτα. «Αν δεν είναι μάγοι, τι μπορεί να είναι; Δεν είναι άνθρωποι, Μέμντουρ’χοκ;»
«Δεν είμαι βέβαιος γι’αυτό. Ίσως να είναι κάποιου είδους οντότητες γηγενείς της Απολλώνιας.»
«Και πώς δεν είχαμε ακούσει γι’αυτές ώς τώρα;»
«Δεν ξέρω.»
Η Νικίτα κούνησε το κεφάλι, προβληματισμένα, και ξανακάθισε στη θέση της. «Υποστράτηγε,» ρώτησε τον Φάνελμο, «οι δυνάμεις που μας επιτίθενται από τους Δασότοπους μοιάζουν να έρχονται από την Ταλκασία; Δηλαδή, έχετε εντοπίσει στρατό από την Ταλκασία να πηγαίνει στους Δασότοπους;»
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Φάνελμος.
«Επομένως, θα μπορούσαν να έρχονται κι από αλλού, σωστά; Θα μπορούσαν ακόμα και να έχουν κάποια βάση μέσα στους Δασότοπους.»
«Θα μπορούσαν, Στρατηγέ. Αν και αυτοί οι τόποι μού φαίνονται, εμένα προσωπικά, κάπως δύσβατοι για στρατεύματα…»
«Ιδανικοί, δηλαδή, για να τους χρησιμοποιήσει κάποιος ως μέρος της άμυνάς του,» είπε η Νικίτα. Και τα μάτια της στένεψαν. «Ναι,» μουρμούρισε, «ακριβώς κάτι τέτοιο θα έκανε ο Ανδρόνικος. Ακριβώς κάτι τέτοιο θα οργάνωνε ένας αποστάτης…»
Ο Φάνελμος δε μίλησε, μένοντας σιωπηλός και περιμένοντας διαταγές.
Ο Μέμντουρ’χοκ είχε, ως συνήθως, εκείνη την ήρεμη, στωική έκφραση στο πρόσωπό του. Και, για στρατηγικά θέματα, προτιμούσε να μην εκφέρει άποψη, παρά μονάχα σε εξαιρέσεις.
Η Νικίτα είπε: «Πιστεύω πως το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να επιτεθούμε κατά μέτωπο στην Ταλκασία. Να την καταλάβουμε όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Γιατί, όσο μένουμε εδώ –από φόβο μην επηρεάσουν οι Απολλώνιοι νοητικά τους στρατιώτες μας–, θα έρχονται δυνάμεις από τους Δασότοπους και θα μας χτυπάνε συνεχώς, ενώ, έπειτα, θα χάνονται μέσα στη βλάστηση –κι εκεί δε μας συμφέρει να τους ακολουθήσουμε.
»Θα επιτεθούμε, λοιπόν. Συγχρονισμένα με το στράτευμα του Στρατηγού Μενέλαου από το Ταλκάσιο Πέρασμα. Όσο νοητικό έλεγχο κι αν καταφέρουν να μας ασκήσουν οι Απολλώνιοι, εξακολουθούμε να είμαστε πολύ περισσότεροι από αυτούς και, πιθανώς, καλύτερα εξοπλισμένοι. Θα εξολοθρεύσουμε τους πάντες μέσα στην Ταλκασία –και τους στρατιώτες, και τα άρματα, και τα αεροπλάνα, και αυτές τις… οντότητες που έρχονται και παίζουν με τα μυαλά των πολεμιστών μου.
»Τι νομίζεις, μάγε, θα μπορέσουμε να το κατορθώσουμε τούτο;»
«Λογικά, ναι,» απάντησε ο Μέμντουρ’χοκ. «Απ’ό,τι έχουμε δει μέχρι στιγμής, οι δυνάμεις νοητικού ελέγχου των Απολλώνιων δεν μπορούν να κάνουν τους στρατιώτες σου να παρακούσουν τις διαταγές σου, Στρατηγέ. Δεν μπορούν να τους κάνουν, έτσι απλά, να στραφούν εναντίον σου. Επομένως, αν προστάξεις η Ταλκασία να ισοπεδωθεί, εικάζω πως, δεδομένης της αριθμητικής μας υπεροχής στο πεδίο της μάχης, η Ταλκασία πράγματι θα ισοπεδωθεί.»
«Ωραία, λοιπόν,» είπε η Στρατηγός Νικίτα Δεξιόχειρη. «Με την αυγή, θα ξεκινήσουμε την επίθεση.»
Τα νέα ήρθαν το πρωί, λίγο μετά την αυγή, μέσω του τηλεπικοινωνιακού δικτύου των Δασότοπων του Ωχρού Χώματος.
Οι Παντοκρατορικοί είχαν αρχίσει να προελαύνουν προς την πόλη της Ταλκασίας, εξακολουθώντας να κινούνται σε διαιρεμένα τμήματα, αλλά έχοντας όλα την ίδια κατεύθυνση. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι σκόπευαν να επιτεθούν.
Ο Ανδρόνικος ήταν στο δωμάτιό του, όταν ο Στρατάρχης Φιλόπνοος τού είπε τα νέα, και είχε μόλις ξυπνήσει από το χτύπημα στην πόρτα.
«Τι θα επιθυμούσατε να κάνουμε, Πρίγκιπά μου;»
«Συμβούλιο,» αποκρίθηκε εκείνος. «Κάλεσε όλους τους πιο έμπιστους ανθρώπους μου, Κλείτε, καθώς και τον Δαίδαλο και τον Τάμπριελ’λι. Θα είμαι στο δωμάτιο σχεδιασμών σε λίγο.»
Ο Στρατάρχης κατένευσε, και έφυγε.
Η Ιωάννα ανασηκώθηκε μέσα στην κουβέρτα όπου ήταν τυλιγμένη. Ενεργειακό σύστημα θέρμανσης δεν υπήρχε στη βάση, και το κρύο ήταν δυνατό. Στο δωμάτιο του Ανδρόνικου, το τζάκι ήταν αναμμένο αρχικά, αλλά, ύστερα, είχε σβήσει μέσα στη νύχτα, δίχως ούτε εκείνος ούτε η Μαύρη Δράκαινα να το καταλάβουν.
«Σκέφτεσαι να ακολουθήσεις την πρόταση του Δαίδαλου;» ρώτησε η Ιωάννα.
Ο Ανδρόνικος την ατένισε, για λίγο, σιωπηλά, διστακτικά. Έπειτα, είπε: «Ναι. Σε συνδυασμό, όμως, με ό,τι πρότεινε ο Κλείτος: δηλαδή, να χτυπηθούν μαζί και οι Παντοκρατορικοί, όχι μόνο οι δικοί μας πολεμιστές. Δεν αξίζει να θυσιάσουμε τόσο κόσμο μόνο και μόνο για να ξεφορτωθούμε τους Οκτώ… αν και είμαι βέβαιος ότι υπάρχουν άνθρωποι που θα διαφωνούσαν μαζί μου σχετικά μ’αυτό.»
Η Ιωάννα βγήκε απ’την κουβέρτα κι άρχισε να ντύνεται.
Ο Ανδρόνικος σταύρωσε τα χέρια του εμπρός του, παρατηρώντας την.
«Τι είναι;» τον ρώτησε εκείνη, καθώς κούμπωνε τα κουμπιά του μεσοφοριού της.
«Εσύ τι πιστεύεις; Θα έπρεπε να το κάνω;»
«Δεν ξέρω, Ανδρόνικε. Η Άνμα, πάντως, δε φαίνεται και τόσο υπέρ. Ούτε ο Σέλιρ. Λένε ότι είναι επικίνδυνο.»
«Το ξέρω πως είναι επικίνδυνο,» είπε ο Ανδρόνικος, βγάζοντας τη ρόμπα του κι αρχίζοντας κι εκείνος να ντύνεται. «Εσύ τι νομίζεις, όμως; Αξίζει το ρίσκο;»
«Κοίτα… Σχετικά με τους Οκτώ, δεν έχω καμία ιδέα. Σχετικά με τους Παντοκρατορικούς, όμως… Ανδρόνικε, πραγματικά, πιστεύεις ότι μπορείς να τους νικήσεις, αυτή τη φορά, μόνος σου;»
Ο Ανδρόνικος την κοίταξε συνοφρυωμένος. «Τι θες να πεις ακριβώς; Ότι ο στρόβιλος θα είναι καλό όπλο κατά των Παντοκρατορικών;»
Η Ιωάννα τράβηξε το φερμουάρ της μαύρης της στολής. «Όταν έχεις να αντιμετωπίσεις έναν εχθρό που είναι φανερά ισχυρότερος από εσένα, και έχεις στη διάθεσή σου ένα όπλο που θα καταστρέψει μέρος των δικών σου δυνάμεων αλλά και μεγάλο μέρος των εχθρικών, τότε δε σε συμφέρει να το χρησιμοποιήσεις; Θα έλεγα πως σε συμφέρει. Ο εχθρός, ουσιαστικά, θα ζημιωθεί περισσότερο απ’ό,τι εσύ, γιατί έχει πιο πολλά να χάσει από εσένα.»
Ο Ανδρόνικος όφειλε να παραδεχτεί πως, όντως, έτσι ήταν. Ωστόσο, δεν αποκρίθηκε, προτιμώντας να μείνει σιωπηλός.
Όταν πήγαν στο δωμάτιο σχεδιασμών, βρίσκονταν ήδη εκεί ο Στρατάρχης Φιλόπνοος, ο Φαρνέλιος, ο Αυγερινός, ο Οδυσσέας, η Άνμα’ταρ, ο Σέλιρ’χοκ, η Ανταρλίδα, ο Γεράρδος, ο Δαίδαλος, και ο Τάμπριελ’λι. Ο Ανδρόνικος τούς καλημέρισε και τους ρώτησε αν είχαν ενημερωθεί σχετικά με τις κινήσεις των Παντοκρατορικών στα ανατολικά. Άπαντες αποκρίθηκαν πως είχαν ενημερωθεί. Και ύστερα περίμεναν μέχρι να έρθουν ο Ράθνης, η Νατμάλι’λι, ο Άλτρες, ο Μιχαήλ, η Κόρτια, η Σερφία’ταρ, και η Πριγκίπισσα Βασιλική. (Η Βασιλική ήρθε τελευταία απ’όλους, γιατί, αφότου ο Στρατάρχης Φιλόπνοος την ειδοποίησε ότι θα γινόταν η συγκέντρωση, την είχε ξαναπάρει ο ύπνος, και ο Άγγελος ήταν που την ξύπνησε, ώστε να ετοιμαστεί και να φύγει.)
«Νομίζω,» είπε ο Κλείτος Φιλόπνοος, ρίχνοντας μια ματιά σε όλους και σταματώντας στον Πρίγκιπα Ανδρόνικο, «πως οφείλουμε πλέον να πάρουμε μια οριστική απόφαση σχετικά με την πρόταση του κυρίου Δαίδαλου, διότι δεν πιστεύω να μας ξαναδοθεί τέτοια ευκαιρία. Όπως σας εξήγησα και χτες, Πρίγκιπά μου, αν είναι να δημιουργήσουμε τον στρόβιλο, καλό θα ήταν να τον δημιουργήσουμε σ’ένα σημείο όπου μπορούμε να χτυπήσουμε και τον Λούσιο και τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας συγχρόνως, αλλιώς η επίθεση θα αποβεί εις βάρος μας σε ό,τι αφορά το Βόρειο Μέτωπο.»
Ο Ανδρόνικος ένευσε προς τη μεριά του Στρατάρχη· κι ύστερα, στράφηκε στον Δαίδαλο. «Κύριε Δαίδαλε, πόσο γρήγορα μπορούν να κατασκευαστούν οι μηχανές που χρειάζονται για τη δημιουργία του υπερδιαστασιακού στροβίλου;»
«Σε μία ημέρα, αν υπάρχει ο κατάλληλος εξοπλισμός,» αποκρίθηκε ο μάγος.
«Και υπάρχει αυτός ο κατάλληλος εξοπλισμός εδώ, στη βάση μας;»
«Δε νομίζω, Πρίγκιπά μου. Θα πρέπει να πετάξω στη Σερίβια, για να ετοιμάσω τις μηχανές, ή στην Απαστράπτουσα.»
«Καλώς,» είπε ο Ανδρόνικος. «Μπορείτε να ξεκινήσετε, κύριε Δαίδαλε. Το γρηγορότερο δυνατό. Θα σας ετοιμάσω ένα έγγραφο που θα σας δίνει πρόσβαση σε όλες τις μηχανικές εγκαταστάσεις του βασιλείου, ώστε να έχετε στη διάθεσή σας ό,τι χρειάζεστε.»
«Είστε βέβαιος για τούτο, Πρίγκιπά μου;» Ήταν ο Σέλιρ’χοκ που μίλησε.
«Δε βλέπω άλλη λύση, αυτή τη στιγμή,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Και νομίζω πως πρέπει να βιαστούμε. Πως πρέπει, τουλάχιστον, να είμαστε έτοιμοι για τη δημιουργία του στροβίλου, ώστε να μπορούμε να τον ενεργοποιήσουμε ακριβώς τη στιγμή που θέλουμε.»
«Ποιος θα είναι ο μεταφορέας του επίκεντρου, Πρίγκιπά μου;» ρώτησε η Άνμα’ταρ.
«Αυτό,» είπε ο Ανδρόνικος, κοιτάζοντάς τους όλους, «είναι πράγματι ένα θέμα…»
Σιγή απλώθηκε για λίγο.
«Πρίγκιπά μου,» είπε ο Οδυσσέας, «αν κανείς άλλος–»
Ο Ανδρόνικος κούνησε το κεφάλι του. «Ούτε που να το σκέφτεσαι, Οδυσσέα. Σε χρειάζομαι εδώ.»
«Το επίκεντρο πρέπει να το μεταφέρει κάποιο άτομο της εμπιστοσύνης σας, Πρίγκιπά μου,» είπε η Ανταρλίδα. «Και κάποιο ικανό άτομο, συγχρόνως, γιατί πιθανώς να είναι δύσκολο να περάσει μέσα από τις εχθρικές γραμμές και να βρεθεί εκεί όπου πρέπει. Θα πρότεινα τον εαυτό μου, αν δεν έχετε αντίρρηση.»
Ο Ανδρόνικος την κοίταξε διστακτικά. Ναι, σκέφτηκε, μια Μαύρη Δράκαινα θα μπορούσε να το κάνει αυτό. Αλλά μια Μαύρη Δράκαινα είναι, επίσης, πολύ πολύτιμη για να τη θυσιάσω. «Όχι, Ανταρλίδα.»
«Πρίγκιπά μου, έτσι ποτέ δε θα πάρουμε μια απόφαση,» τόνισε η Νατμάλι’λι.
Ο Τάμπριελ’λι καθάρισε το λαιμό του. «Όπως έλεγα και χτες στον Σέλιρ’χοκ, θα μεταφέρω εγώ το επίκεντρο.»
Τον ατένισαν έκπληκτοι, γιατί ο Σέλιρ’χοκ δεν είχε πει σε κανέναν τι είχε συζητήσει μαζί του, το περασμένο βράδυ· ούτε καν στην Άνμα’ταρ.
«Ο μεταφορέας του επίκεντρου πρέπει να είναι άτομο έμπιστο και ικανό,» είπε η Ανταρλίδα. «Και δε νομίζω πως είσαι ούτε το ένα ούτε το άλλο, Πρίγκιπα Τάμπριελ.»
«Δεν έχει σημασία τι νομίζεις, Μαύρη Δράκαινα. Εγώ είμαι ο άνθρωπος που θα ενεργοποιήσει το επίκεντρο. Το έχω δει.» Ο τόνος του δεν ήταν αμυντικός· απλώς βέβαιος.
«Είναι αλήθεια, Πρίγκιπά μου,» είπε ο Σέλιρ’χοκ στον Ανδρόνικο. «Ο Τάμπριελ’λι μού το ανέφερε και χτες, όταν συζητήσαμε. Αυτός είναι ο λόγος που ήθελε εξαρχής να βρίσκεται εδώ. Ή, τουλάχιστον, έτσι ισχυρίζεται.»
Ο Ανδρόνικος ατένισε τον Τάμπριελ με περιέργεια. Το ήξερα από παλιά ότι ήσουν παράξενος. Αλλά ποτέ δεν ήσουν αυτοκτονικός. «Το καταλαβαίνεις ότι θα πεθάνεις, έτσι;»
«Κανονικά, ναι, θα πρέπει να πεθάνω.»
«Αλλά πιστεύεις ότι θα επιβιώσεις;» παρενέβη η Άνμα’ταρ. «Κανείς δεν επιβιώνει από έναν υπερδιαστασιακό στρόβιλο.»
«Ποτέ μη λες κανείς, Άνμα’ταρ.»
«Πρίγκιπά μου,» είπε ο Δαίδαλος, «νομίζω πως καλό θα ήταν να ξεκινήσω όσο το δυνατόν πιο σύντομα. Το ποιος θα μεταφέρει το επίκεντρο μπορείτε να το συζητήσετε και χωρίς εμένα.»
Ο Ανδρόνικος ένευσε, και του ετοίμασε το έγγραφο που θα χρειαζόταν, ενώ οι υπόλοιποι περίμεναν, μιλώντας ψιθυριστά αναμεταξύ τους. Ο Πρίγκιπας μπορούσε ν’ακούσει μονάχα μια ελαφριά βαβούρα, που δεν έβγαζε κανένα νόημα. Τύλιξε το χαρτί και το έδωσε στον Δαίδαλο.
«Καλό ταξίδι,» του ευχήθηκε.
«Καλή τύχη, Πρίγκιπά μου.»
Ο Ανδρόνικος άνοιξε τον τηλεπικοινωνιακό δίαυλο και πρόσταξε να ετοιμαστεί ένα αεροσκάφος, ενώ ο Δαίδαλος έφευγε απ’το δωμάτιο.
«Έχω, λοιπόν, την άδειά σου, Ανδρόνικε, να μεταφέρω το επίκεντρο;» ρώτησε ο Τάμπριελ’λι, μετά.
«Υποθέτω πως πιστεύεις ότι δε θα σκοτωθείς, γι’αυτό είσαι τόσο πρόθυμος,» αποκρίθηκε ο Απολλώνιος Πρίγκιπας. «Ποιος, όμως, εγγυάται σε μένα ότι θα καταφέρεις να μεταφέρεις το επίκεντρο εκεί όπου πρέπει και να το ενεργοποιήσεις;»
«Μα, σου είπα ήδη: το έχω δει.»
«Μου έχεις πει επίσης, όμως, ότι όλα τα μέλλοντα που βλέπεις δεν είναι υποχρεωτικό να πραγματοποιηθούν. Μερικά μπορεί να είναι μονάχα ‘πιθανά’. Έτσι δεν μου έχεις πει;»
«Αυτό είναι αλήθεια,» παραδέχτηκε ο Τάμπριελ. «Ωστόσο, για να έχω δει πως θα ενεργοποιήσω τον στρόβιλο, σημαίνει ότι υπάρχουν καλές πιθανότητες να το κάνω. Δε θα το έβλεπα αλλιώς. Κατά πάσα πιθανότητα, λοιπόν, θα συμβεί. Τουλάχιστον, στέλνοντας εμένα, έχεις αυτή τη γνώση εκ των προτέρων· ενώ στέλνοντας, ας πούμε, τη Μαύρη Δράκαινα,» κοίταξε την Ανταρλίδα, «δεν την έχεις.»
«Αλλά ο Πρίγκιπας γνωρίζει ότι θα τα καταφέρω,» είπε εκείνη.
«Ή έτσι νομίζεις.»
«Κι επιπλέον,» είπε ο Ανδρόνικος, «δεν θέλω να πας εσύ, Ανταρλίδα.» Δεν υπάρχει λόγος να σε θυσιάσω με τέτοιο τρόπο, πρόσθεσε νοερά. Κι ύστερα, κοιτάζοντας τους υπόλοιπους γύρω του, σκέφτηκε: Ποιον απ’αυτούς, όμως, θα θυσίαζα; Και η απάντηση ήταν προφανής: Κανέναν. Κυρίως επειδή δεν μπορούσε να το κάνει. Από ηθικής άποψης.
Η Παντοκράτειρα τού το είχε πει, όταν ήταν παντρεμένοι: Είσαι πολύ συναισθηματικός, Ανδρόνικε, λατρεία μου! Άφησέ τους να αλληλοσκοτωθούν· τι πειράζει; Θα έχει πλάκα! Του το είχε πει ενώ παρακολουθούσαν δύο στρατιωτικούς διοικητές της Παντοκρατορίας να προσπαθούν να λύσουν μια προσωπική τους διαφορά.
Η Παντοκράτειρα, όμως, δεν ήταν και πολύ καλά στα μυαλά της. Αυτό ήταν βέβαιο.
Ο Ανδρόνικος είπε στον Τάμπριελ: «Συμφωνώ μαζί σου. Εσύ θα μεταφέρεις το επίκεντρο.» Επειδή είσαι ο μόνος άνθρωπος που, πραγματικά, θα μπορούσα να θυσιάσω. Ή, τουλάχιστον, επειδή θα μπορούσα να σε θυσιάσω ευκολότερα από τους υπόλοιπους, που με έχουν υπηρετήσει τόσο καλά και τόσο πιστά στην Επανάσταση.
«Σ’ευχαριστώ, Ανδρόνικε,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ’λι.
*
Το πρωί, αεροσκάφη ήρθαν από το Ταλκάσιο Πέρασμα και βομβάρδισαν την Ταλκασία, η οποία τώρα δεν ήταν αφύλαχτη, όπως την προηγούμενη φορά, αλλά αυτό δε σήμαινε ότι δεν υπήρχε κίνδυνος. Ειδικά ύστερα από τόσες ζημιές που είχαν, πρόσφατα, δεχτεί τα αμυντικά της συστήματα.
Η Κορνηλία πετάχτηκε πάνω, από τον κρότο των εκρήξεων κι από τα τραντάγματα που αισθανόταν παντού γύρω της.
Ο Ταχύβιος είχε επίσης ξυπνήσει, πλάι της, και ήταν ανασηκωμένος επάνω στο κρεβάτι, στηριζόμενος στον αγκώνα του. «Οι καταραμένοι Παντοκρατορικοί…» μουρμούρισε. Αλλά υπήρχε φόβος στην έκφρασή του· η Κορνηλία μπορούσε να τον διακρίνει.
Και το χειρότερο ήταν πως κι εκείνη φοβόταν. Ετούτη η επίθεση προμήνυε κάτι το πολύ άσχημο· βαθιά μέσα της, ήταν βέβαιη γι’αυτό.
Σηκώθηκε απ’το κρεβάτι και ζύγωσε ένα παράθυρο. Τα γυμνά της πόδια πάγωσαν, πατώντας στο κρύο πάτωμα. Τα πάντα έμοιαζαν νάναι παγωμένα γύρω της· σύστημα θέρμανσης ακόμα δεν είχε το Κ.Ε.Α.Δ.
Η Κορνηλία μισάνοιξε τις γρίλιες, για να κοιτάξει έξω. Και είδε Παντοκρατορικά αεροσκάφη να πετούν στον ουρανό πάνω απ’την πόλη και να τη βομβαρδίζουν, ενώ τα οπλικά συστήματα της Ταλκασίας τα πυροβολούσαν, προσπαθώντας να τα καταρρίψουν.
Μια ρουκέτα ήρθε προς το μέρος της Κορνηλίας. Προς τον τοίχο όπου βρισκόταν το παράθυρό της.
Η Δούκισσα της Βανκάρης κοκάλωσε.
Η ρουκέτα ανατινάχτηκε στον αέρα, προτού φτάσει στην πολυκατοικία.
Η Κορνηλία ανέπνευσε. Φυσικά, σκέφτηκε. Η Μαγγανεία Αντιπυραυλικού Πεδίου που περιστοιχίζει το Κ.Ε.Α.Δ. Μπορούσε να τη δει, σαν ελαφρύ, σχεδόν διάφανο στρώμα ομίχλης.
Στράφηκε στον Ταχύβιο, ο οποίος ήταν ακόμα καθισμένος στο κρεβάτι.
«Πώς φαίνονται τα πράγματα;» τη ρώτησε.
«Σκατά,» είπε εκείνη, και επέστρεψε στο κρεβάτι, μπαίνοντας κάτω απ’την κουβέρτα.
«Φαίνεσαι τρομαγμένη, Κορνηλία…» Έμοιαζε να το λέει σα να ήταν το πιο παράξενο πράγμα που συνέβαινε ετούτη τη στιγμή.
«Είμαι τρομαγμένη. Δε βλέπεις τι γίνεται; Η κατάσταση θα έπρεπε να είχε… να είχε κινηθεί προς άλλη κατεύθυνση!»
«Με τη Σοφία του Δασκάλου, θα νικήσουμε, όμως,» τόνισε ο Ταχύβιος. «Εσύ μου το είπες, Κορνηλία. Θα μας καθοδηγήσει!»
Η Κορνηλία έκρυψε το πρόσωπό της μέσα στις χούφτες της, καθώς ήταν ξαπλωμένη μπρούμυτα. Αναστέναξε. «Δεν ξέρω…» ψιθύρισε. «Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνουμε… Και ούτε ο Λούσιος φαίνεται να ξέρει, ενώ, κανονικά, θα έπρεπε… Έτσι όπως είναι τοποθετημένοι τώρα οι Παντοκρατορικοί, δεν μπορούμε να τους επιτεθούμε, Ταχύβιε. Και, μάλλον, το έχουν καταλάβει.»
Αισθάνθηκε το χέρι του Ταχύβιου να χαϊδεύει την πλάτη της και τον λαιμό της, γλιστρώντας κάτω απ’τα μαύρα της μαλλιά.
«Δεν είμαστε αρκετοί, τελικά,» είπε η Κορνηλία, ακουμπώντας το σαγόνι της στα ενωμένα της χέρια. «Έπρεπε να είχαμε κι άλλους από τους Οκτώ. Αργήσαμε… Αργήσαμε να ελευθερώσουμε τον Κατακεραυνωτή και την Υφάντρα.»
«Κορνηλία, μπορώ κι εγώ να πάρω έναν από τους Οκτώ μέσα μου,» είπε ο Ταχύβιος. «Είμαι έτοιμος. Και θα βοηθήσω στον πόλεμο κατά των Παντοκρατορικών. Πες μου τι πρέπει να κάνω!»
Η Κορνηλία έστρεψε το βλέμμα της, για να τον κοιτάξει. «Ναι,» αποκρίθηκε, «ίσως θα μπορούσες…»
Τα μάτια του Ταχύβιου γυάλισαν. Την περίμενε να συνεχίσει.
«Δεν είναι, όμως, εύκολο τώρα, Ταχύβιε. Κι επιπλέον, εγώ γνωρίζω μόνο την τοποθεσία φυλάκισης ενός ακόμα–»
«Όποιος κι αν είναι, δεν έχει σημασία!» είπε, πρόθυμα, ο Ταχύβιος.
«Δεν είναι αυτό, αγάπη μου,» εξήγησε η Κορνηλία. «Το πρόβλημα είναι πως δεν υπάρχει χρόνος, και πως εκείνος που έχω στο νου μου βρίσκεται φυλακισμένος στην Απολεσθείσα Γη. Δε θα είναι εύκολο να τον εντοπίσουμε, διαρκώς μεταβαλλόμενη καθώς είναι αυτή η διάσταση.»
Ο Ταχύβιος φάνηκε απογοητευμένος. «Ίσως ο Πρίγκιπας Λούσιος να ξέρει για κάποιον άλλο από τους Οκτώ. Κάποιον που βρίσκεται εδώ, κοντά μας, και μπορώ γρήγορα να πάω, να τον απελευθερώσω, και να βοηθήσω, μετά, στον πόλεμο κατά της Παντοκράτειρας!»
«Ναι, ίσως…» είπε η Κορνηλία.
Όταν τα Παντοκρατορικά αεροσκάφη διώχτηκαν από τον ουρανό της Ταλκασίας και ο βομβαρδισμός της πόλης έπαψε, ο Ιερέας Ταχύβιος πήγε στον Κατακεραυνωτή και τον ρώτησε για εκείνο που τον απασχολούσε· αλλά αυτός τού απάντησε πως, όχι, δεν γνώριζε την τοποθεσία φυλάκισης κανενός άλλου από τους Οκτώ. Η Υφάντρα, όμως, ίσως να ήξερε, είπε.
«Η Κορνηλία δεν ξέρει, Μεγάλε Άρχοντα,» αποκρίθηκε ο Ταχύβιος. «Ή, μάλλον, ξέρει για έναν που βρίσκεται στην Απολεσθείσα Γη.»
«Αυτό,» είπε ο Λούσιος, «είναι δυστυχές.» Γιατί ήλπιζε πως η ξαδέλφη του θα γνώριζε για κάποιον από τους Οκτώ που ήταν φυλακισμένος κοντά στην Ταλκασία, και θα μπορούσαν να τον απελευθερώσουν, για να τους συντρέξει κατά των Παντοκρατορικών. Χρειαζόμαστε ένα επιπλέον όπλο εναντίον τους. Ένα όπλο που θα μας δώσει το πλεονέκτημα. Βρήκαν πολύ γρήγορα στρατηγική για να αντιμετωπίσουν την επιρροή που μπορούμε να ασκήσουμε στα μυαλά των μαχητών τους. Πολύ γρήγορα.
Εκείνη η οντότητα πρέπει να φταίει, ό,τι κι αν είναι. Εκείνη η οντότητα που είδε η Κορνηλία, την προηγούμενη φορά. Κάποιο πνεύμα που βρίσκεται στις υπηρεσίες της Παντοκράτειρας, αναμφίβολα…
«Πού είναι η γυναίκα σου τώρα, Ταχύβιε;» ρώτησε ο Λούσιος.
«Στα δωμάτιά μας, Μεγάλε Άρχοντα,» αποκρίθηκε εκείνος.
Ο Λούσιος σηκώθηκε απ’την καρέκλα του.
Κι εκείνη τη στιγμή, η πόρτα χτύπησε και η φωνή της Στρατηγού Ιπποθόης ακούστηκε: «Μεγαλειότατε;»
«Πέρασε, Στρατηγέ.»
Η Ιπποθόη άνοιξε και μπήκε, κάνοντας μια υπόκλιση. Ύστερα, είπε: «Οι Παντοκρατορικοί έρχονται.»
Τα μάτια του Λούσιου στένεψαν. «Από το Ταλκάσιο Πέρασμα;»
«Όχι, Άρχοντά μου· από τα βόρεια. Μέχρι το μεσημέρι θα είναι εδώ.»
«Και έχουν πάλι ενωθεί, ή κινούνται τμηματικά;» Αν έχουν ενωθεί, θα τους ΣΥΝΘΛΙΨΟΥΜΕ!
Αλλά η απάντηση της Ιπποθόης ήταν απογοητευτική: «Τμηματικά.»
«Πώς μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε αυτό προς όφελός μας, Στρατηγέ;»
«Αν ήμασταν οι επιτιθέμενοι, Μεγαλειότατε, θα μπορούσαμε να εκμεταλλευτούμε το γεγονός ότι η άμυνά τους είναι, ουσιαστικά, σπασμένη–»
«Δεν είμαστε, όμως, οι επιτιθέμενοι,» τόνισε ο Λούσιος.
«Ακριβώς, Άρχοντά μου. Δεν είμαστε.»
«Κι επομένως, δεν μπορούμε να εκμεταλλευτούμε κάπως τον σχηματισμό τους;»
«Αν παραμείνουμε στην Ταλκασία με σκοπό να την κρατήσουμε, όχι, δεν το νομίζω. Βέβαια….» Σταμάτησε, σα να ήθελε να σκεφτεί προτού μιλήσει.
«Τι είναι, Στρατηγέ; Πες μου,» την παρότρυνε ο Λούσιος.
«Οι Απολλώνιοι μαχητές που έρχονται από τους Δασότοπους του Ωχρού Χώματος θα συνεχίσουν να τους χτυπάνε, Άρχοντά μου· πράγμα που είναι θετικό για εμάς. Αυτό ήθελα να πω.»
Περιμένουμε, δηλαδή, τον ΑΝΔΡΟΝΙΚΟ να μας σώσει τώρα; γρύλισε, εσωτερικά, ο Λούσιος, και τα μάτια του άστραψαν, αφύσικα, κάνοντας την Ιπποθόη να οπισθοχωρήσει μερικά βήματα. ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΤΟΝ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟ ΝΑ ΜΑΣ ΣΩΣΕΙ; Εγώ θα έπρεπε, κανονικά, να διώχνω τους Παντοκρατορικούς από την Απολλώνια! ΕΓΩ!
«Πήγαινε, Στρατηγέ,» είπε ο Λούσιος. «Και ετοίμασε την καλύτερη δυνατή άμυνα που μπορείς να ετοιμάσεις. Θα τσακίσουμε τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας όταν φτάσουν στην Ταλκασία!»
Η Ιπποθόη υποκλίθηκε. «Μάλιστα, Μεγαλειότατε,» είπε, και έφυγε, βιαστικά.
Ο Λούσιος κοπάνησε τη γροθιά του στο τραπέζι, το οποίο έτριξε.
Ο Ταχύβιος καθάρισε το λαιμό του, διακριτικά. «Μεγάλε Άρχοντα, όταν οι Παντοκρατορικοί έχουν έρθει εδώ, δε θα είναι, υποχρεωτικά, συγκεντρωμένοι; Κι επομένως, δε θα είναι ευκολότερο εσύ κι η Υφάντρα να τους επηρεάσετε;»
«Θα είναι,» του είπε ο Λούσιος. «Αλλά, όταν έχουν αρχίσει οι άμεσες συγκρούσεις, η επιρροή μας δε θα έχει και τόσο μεγάλο νόημα. Οι Παντοκρατορικοί είναι περισσότεροι από εμάς· θα μας εξολοθρεύσουν, Ταχύβιε. Η μόνη μας ελπίδα είναι να ετοιμάσουμε μια πολύ γερή άμυνα, ώστε να τους κρατήσουμε έξω απ‘την πόλη… και τότε, η επιρροή μου και η επιρροή της Υφάντρας θα μετρήσει.»
«Καταλαβαίνω,» είπε ο Ταχύβιος. «Πόσο εύκολο, όμως, είναι να ετοιμάσουμε μια άμυνα που θα τους κρατήσει έξω απ’την πόλη;»
«Αυτό με προβληματίζει κι εμένα,» αποκρίθηκε ο Λούσιος, και πλησίασε την εξώπορτα.
Βγήκε απ’τα δωμάτια του και, με τον Ταχύβιο στο κατόπι του, βάδισε προς τα δωμάτια της Κορνηλίας μέσα στο Κ.Ε.Α.Δ. Το κρύο έμπαινε χωρίς πολλά εμπόδια στο εσωτερικό της πολυκατοικίας, από τις τρύπες που είχε αποκτήσει όταν οι αεροπορικές Παντοκρατορικές δυνάμεις του Ταλκάσιου Περάσματος την είχαν βρει αφύλαχτη. Ο Λούσιος κράτησε την κάπα του σφιχτά τυλιγμένη γύρω του, για να μην την παίρνει ο αέρας, καθώς διέσχιζε έναν διάδρομο.
Φτάνοντας στα δωμάτια της ξαδέλφης του, άνοιξε την εξώπορτα και μπήκε. «Κορνηλία;» φώναξε, περνώντας από το καθιστικό και πηγαίνοντας προς υπνοδωμάτιο.
Η Δούκισσα της Βανκάρης ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, τυλιγμένη με την κουβέρτα κι έχοντας ένα μαξιλάρι αγκαλιά. Άνοιξε το ένα της μάτι για να τον κοιτάξει. «Φύγε, Λούσιε. Δεν αισθάνομαι καλά.»
«Είσαι άρρωστη;»
«Όχι. Αλλά δεν είναι κι ό,τι πιο ευχάριστο να ξυπνάω ακούγοντας να βομβαρδίζουν την πόλη στην οποία βρίσκομαι!»
«Συγνώμη που ταράχτηκε ο ύπνος σου, όμως σύντομα θα συμβούν πολύ χειρότερα πράγματα,» είπε ο Λούσιος.
«Τι εννοείς; Τι χειρότερα πράγματα;» Η Κορνηλία ανασηκώθηκε πάνω στο κρεβάτι.
«Οι Παντοκρατορικοί έρχονται, για να πάρουν την Ταλκασία. Μέχρι το μεσημέρι θα είναι εδώ.»
Η Κορνηλία ξάπλωσε πάλι, κρύβοντας το κεφάλι της κάτω απ’το μαξιλάρι. «Εντάξει, θα μείνω εδώ ώσπου να τα έχουν ισοπεδώσει όλα!»
«Δε θα το πρότεινα. Αυτή είναι, ίσως, η ευκαιρία μας να τους νικήσουμε.»
Η Κορνηλία πέταξε το μαξιλάρι παραδίπλα και κάθισε πάνω στο κρεβάτι, ακουμπώντας τους αγκώνες της στα γόνατά της. «Είσαι σίγουρος ότι μπορούμε να το κάνουμε;»
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Λούσιος. Πήρε το φόρεμά της από την καρέκλα όπου κρεμόταν και το έριξε στο κρεβάτι. «Θα προσπαθήσουμε, όμως.»
«Κι αν αποτύχουμε;»
«Θα πεθάνουμε, Κορνηλία. Και θα μετενσαρκωθούμε, για να τους ξαναπολεμήσουμε.»
«Η Υφάντρα ίσως να μην έχει πρόβλημα μ’αυτό. Αλλά η Κορνηλία έχει. Μου αρέσει το σώμα μου, και δε θέλω να πεθάνει.»
«Κι εμένα μ’αρέσει το σώμα σου, Κορνηλία, και δε θέλω να πεθάνει,» είπε ο Λούσιος. «Αλλά εδώ όπου έχουμε φτάσει, δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω, και το ξέρεις.»
Η Στρατηγός Ιπποθόη δεν είχε κάνει λάθος στους υπολογισμούς της: καθώς μεσημέριαζε, οι Παντοκρατορικοί έφτασαν στην πόλη της Ταλκασίας, και τα διαιρεμένα τμήματα του στρατεύματός τους, υποχρεωτικά, ενώθηκαν, προκειμένου να κυκλώσουν την πόλη. Συγχρόνως, οι Παντοκρατορικές δυνάμεις που βρίσκονταν στο Ταλκάσιο Πέρασμα είχαν αρχίσει να κινούνται, μαζικά, με σκοπό να τσακίσουν κάθε Απολλώνια αντίσταση εκεί και να φτάσουν, επίσης, στην Ταλκασία. Αυτή τη φορά, φαίνεται πως δεν τους αρκούσε μόνο άλλη μια αεροπορική επίθεση στην πόλη· ήθελαν να τη χτυπήσουν και με δυνάμεις ξηράς, συγχρονισμένα με τους Παντοκρατορικούς από τα βόρεια. Οι Απολλώνιοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν από το Ταλκάσιο Πέρασμα, γιατί –αφού σκόπευαν να πολεμήσουν αμυντικά– η Στρατηγός Ιπποθόη προτίμησε να συγκεντρώσουν όλες τους τις δυνάμεις σε ένα σημείο και μόνο: στην πόλη της Ταλκασίας, ώστε να μπορέσουν να την κρατήσουν… αν αυτό αποδεικνυόταν, τελικά, εφικτό. Αν δεν αποδεικνυόταν εφικτό, τότε ήταν καταδικασμένοι, καθώς δε φαινόταν, επί του παρόντος, να υπάρχει καμία διέξοδος για υποχώρηση.
Οι Παντοκρατορικοί δεν έχασαν χρόνο με το να στρατοπεδεύσουν έξω από την Ταλκασία και να μπουν σε μια διαδικασία προετοιμασίας του στρατεύματός τους. Επιτέθηκαν αμέσως μετά την άφιξή τους, χτυπώντας αρχικά με όπλα μακρινής εμβέλειας: συμβατικά κανόνια, ενεργειακά κανόνια, ρουκέτες, και πυραύλους, προκειμένου να αποδυναμώσουν τα αμυντικά συστήματα της πόλης. Συγχρόνως, τα αεροσκάφη τους βομβάρδιζαν την Ταλκασία, γι’ακόμα μια φορά, σπέρνοντας το χάος και την καταστροφή. Φωτιά, πέτρες, τζάμια, και λιωμένα μέταλλα εκτοξεύονταν παντού, μαζί με σκοτωμένα ανθρώπινα σώματα, ή κομμάτια από ανθρώπινα σώματα.
Οι Απολλώνιοι της Ταλκασίας αμύνονταν όσο καλύτερα μπορούσαν, ανταποδίδοντας τα πυρά και προκαλώντας καταστροφές στο στράτευμα των Παντοκρατορικών· όμως –όπως πολύ καλά γνώριζε η Στρατηγός Νικίτα Δεξιόχειρη όταν επέλεξε να κινηθεί εναντίον της Ταλκασίας– ήταν λιγότεροι αριθμητικά, και δεν ήταν παρά θέμα χρόνου πότε θα ηττούνταν, ακόμα και με τη βοήθεια των αμυντικών συστημάτων της πόλης.
Ωστόσο, κάποιοι ήρθαν να τους συντρέξουν. Όχι τόσο απρόσμενα, ίσως, αφού είχαν ξαναπαρουσιαστεί, και οι περισσότεροι είχαν ακούσει γι’αυτούς.
Απολλώνιοι μαχητές ξεπρόβαλαν από τα δυτικά, από τις παρυφές των Δασότοπων του Ωχρού Χώματος, κατεβαίνοντας στο Δουκάτο της Ταλκασίας και χτυπώντας τα νώτα του Παντοκρατορικού στρατεύματος που είχε έρθει από το Βορρά. Η Στρατηγός Δεξιόχειρη ήταν έτοιμη για τούτο και είχε προετοιμάσει την άμυνά της· η επίθεση, όμως, την ανάγκαζε να πάρει ένα μέρος της πολεμικής της ισχύος από την Ταλκασία και να το στρέψει στους Απολλώνιους που έκαναν κλεφτοπόλεμο στα δυτικά του στρατεύματός της.
Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος είχε εγκαταλείψει τη βάση του στους Δασότοπους και είχε έρθει στις ανατολικές παρυφές, μαζί με τον Αυγερινό, την Ιωάννα, και τους υπόλοιπους επαναστάτες, προκειμένου να βοηθήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο στη σύγκρουση, ενώ περίμεναν την επιστροφή του Δαίδαλου με τα μηχανήματα που θα τους χρειάζονταν για να δημιουργήσουν τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο. Ο Στρατάρχης Φιλόπνοος –που είχε μείνει πίσω, στη βάση, μαζί με την Πριγκίπισσα Βασιλική (ο Ανδρόνικος είχε επιμείνει η αδελφή του να μείνει εκεί)– είχε, επίσης, προστάξει το μεγαλύτερο μέρος των Απολλώνιων δυνάμεων που βρίσκονταν στη βόρεια μεριά της περιφέρειας των Δασότοπων να κατευθυνθεί, ολοταχώς, στην ανατολική μεριά, ώστε να ενισχύσει τον Πρίγκιπα.
*
Ο Ανδρόνικος στεκόταν επάνω σ’ένα τετράτροχο όχημα που, επί του παρόντος, το σκέπαστρό του ήταν ανοιχτό. Ο Πρίγκιπας κρατούσε ένα ζευγάρι κιάλια υψωμένα εμπρός του και κοίταζε προς τα ανατολικά, προς την Ταλκασία. Η πόλη έμοιαζε να είναι τυλιγμένη στις φωτιές και στους καπνούς, ενώ μικρότερες συγκρούσεις γίνονταν στις περιοχές στα δυτικά της: συγκρούσεις ανάμεσα στους πολεμιστές του Ανδρόνικου και στους μαχητές της Παντοκράτειρας. Οι Απολλώνιοι, όμως, δεν έμεναν σταθεροί πουθενά, ώστε να δίνουν ακίνητο στόχο στους εχθρούς τους· χτυπούσαν και έφευγαν. Ορισμένοι, ακόμα και τώρα που κοίταζε ο Πρίγκιπας, υποχωρούσαν προς τους Δασότοπους. Αυτό δεν τον ανησυχούσε, όμως· το ήξερε πως η υποχώρησή τους δεν ήταν μόνιμη, ούτε οφειλόταν στον τρόμο ή στον πανικό. Οφειλόταν στη στρατηγική. Οι μαχητές του, σύντομα, θα επέστρεφαν, για να ξαναεπιτεθούν στους Παντοκρατορικούς, πιθανότατα από άλλη μεριά. Οι Παντοκρατορικοί, αντιθέτως, δεν είχαν τη δυνατότητα να μετακινούνται τόσο πολύ· γιατί, αν το έκαναν, θα έπρεπε ν’απομακρυνθούν από την Ταλκασία, και τότε θα έμεναν ανοιχτοί στους στρατιώτες που φυλούσαν την πόλη.
Τους έχουμε παγιδευμένους ανάμεσά μας, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος. Πράγμα το οποίο θα ήταν πολύ καλό, αν δεν ήμασταν εμείς τόσο λίγοι κι αυτοί τόσο πολλοί. Τώρα, έτσι όπως έχει η κατάσταση, απλά μπορούμε να πούμε ότι οι δυνάμεις μας είναι –περίπου– ισορροπημένες.
Και μετά, είδε το τερατούργημα.
Το πελώριο όχημα με τις ερπύστριες, τα τέσσερα καταστρώματα, και τα αμέτρητα όπλα.
Ο Δράκοντας, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος. Κι αν είναι εδώ ο Δράκοντας, τότε αυτό σημαίνει πως, κατά πάσα πιθανότητα, είναι επίσης εδώ η Νικίτα Δεξιόχειρη.
Υπέροχα…
Η Νικίτα ήταν μια στρατηγός που δεν έπρεπε κανείς να υποτιμά καθόλου τις ικανότητές της. Κι επιπλέον, ανάμεσα σ’εκείνη και τον Ανδρόνικο υπήρχε προσωπική διαμάχη. Ο Απολλώνιος Πρίγκιπας τής είχε βγάλει το δεξί μάτι, σε μια σύγκρουσή τους, όταν εκείνος είχε πρωταρχίσει την Επανάσταση κατά της Παντοκράτειρας.
Ο Ανδρόνικος κατέβασε τα κιάλια. «Η Νικίτα Δεξιόχειρη είναι εδώ,» είπε στην Ιωάννα, που καθόταν στη θέση του οδηγού του οχήματος.
Η Ιωάννα στράφηκε να τον κοιτάξει με μια ερωτηματική όψη στο πρόσωπό της.
Ο Ανδρόνικος τής έδωσε τα κιάλια. Εκείνη τα πήρε και σηκώθηκε όρθια, για να δει. «Ο Δράκοντας,» είπε. «Μάλιστα…»
«Ποια είναι αυτή η Νικίτα Δεξιόχειρη;» ρώτησε ο Αυγερινός, που στεκόταν πλάι στον Πρίγκιπα.
«Μια στρατηγός της Παντοκράτειρας,» εξήγησε ο Ανδρόνικος. «Πολύ ικανή, και πολύ επικίνδυνη.»
*
«Ο Ανδρόνικος τα κάνει αυτά!» γρύλισε η Νικίτα, κοιτάζοντας έξω απ’το μεγάλο παράθυρο του κέντρου ελέγχου του Δράκοντα. «Είμαι βέβαιη, μάγε.»
Οι μαχητές που είχαν έρθει από τους Δασότοπους παρενοχλούσαν τις δυνάμεις της, μην αφήνοντάς τες να επικεντρωθούν στον πραγματικό τους στόχο: την Ταλκασία. Ασφαλώς, μακροπρόθεσμα, δεν μπορούσαν να προκαλέσουν κανένα ουσιαστικό πρόβλημα, αλλά το όλο ζήτημα εδώ ήταν ο χρόνος. Η Νικίτα ήθελε να κατακτήσει την πόλη όσο το δυνατόν γρηγορότερα, γιατί πίστευε (και ο Μέμντουρ’χοκ τής είχε πει ότι συμφωνούσε μ’αυτό) πως, αν η Ταλκασία έπεφτε, οι οντότητες που επηρέαζαν τα μυαλά των στρατιωτών της θα καταστρέφονταν ή θα διώχνονταν.
Οι επιθέσεις από τους Δασότοπους, όμως, την παρακώλυαν στη δουλειά της, χίλιες κατάρες του Κρόνου στους Απολλώνιους!
Δεν μπορώ να προστάξω το πεζικό, το ιππικό, και τα άρματα μάχης να κάνουν έφοδο στην πόλη, ενώ αυτοί μάς χτυπάνε. Τουλάχιστον, όχι ακόμα. Ο αμυντικός μηχανισμός της Ταλκασίας δεν έχει καταβληθεί όσο πρέπει.
Η Νικίτα στράφηκε να δει αν ο Μέμντουρ’χοκ εξακολουθούσε να στέκεται πλάι της, γιατί είχε παραμείνει σιωπηλός. Ο μάγος, όμως, ήταν εκεί· δεν είχε φύγει. Κοίταζε έξω απ’το παράθυρο, χωρίς να υπάρχει τίποτα στην όψη του που να προδίδει τις σκέψεις του.
*
«Οι Απολλώνιες δυνάμεις που χτυπάνε τους Παντοκρατορικούς από τα δυτικά φαίνεται να μας προσφέρουν υπολογίσιμη βοήθεια, Μεγαλειότατε,» είπε η Στρατηγός Ιπποθόη.
Ο Λούσιος, η Κορνηλία, ο Ταχύβιος, και ο Ιερώνυμος βρίσκονταν στην αίθουσα τηλεπικοινωνιών του Κ.Ε.Α.Δ., ενώ από την πόλη γύρω τους εκρήξεις αντηχούσαν και λάμψεις φαίνονταν από τα παράθυρα. Η Μαγγανεία Αντιπυραυλικού Πεδίου που προστάτευε τις δίδυμες πολυκατοικίες έκανε όσα βλήματα έρχονταν προς αυτές (από αεροσκάφη, γιατί τα όπλα των Παντοκρατορικών γύρω απ’την πόλη δεν μπορούσαν, ακόμα, να φτάσουν ώς εδώ) να εκρήγνυνται προτού τις χτυπήσουν.
«Ωστόσο,» πρόσθεσε η Ιπποθόη, «είναι αδύνατον να κρατάμε για πάντα τους Παντοκρατορικούς μακριά μας, ακόμα και με τη βοήθεια των μαχητών από τα δυτικά. Αν δεν γίνει κάτι που να κάνει την πλάστιγγα να γείρει, στο τέλος θα ηττηθούμε.»
«Διατηρήστε την άμυνά μας όσο το δυνατόν περισσότερο,» είπε ο Λούσιος. «Θα έρθει και η ώρα που θα επιτεθούμε στους Παντοκρατορικούς.»
«Μα, Μεγαλειότατε, δε νομίζω ότι ο χρόνος μετρά υπέρ μας–»
«Θα τον κάνω να μετρήσει υπέρ μας!» τη διέκοψε ο Λούσιος. Και στράφηκε στην Κορνηλία. «Πρέπει να ξεκινήσουμε,» της είπε. Γνώριζε, βέβαια, πως ουσιαστικά όφειλε να είχε πει Πρέπει να ξεκινήσεις, γιατί η δική του συμβολή τώρα ήταν περιττή. Η επιρροή του, έτσι κι αλλιώς, εξαπλωνόταν σ’όλη την Ταλκασία και γύρω απ’αυτήν· δε χρειαζόταν να την εστιάσει στους Παντοκρατορικούς: οι Παντοκρατορικοί βρίσκονταν ήδη μέσα της. Η οργή του τους φόρτιζε· και, επί του παρόντος, έστρεφαν αυτή την οργή κατά των Απολλώνιων. Δε θα κρατούσε, όμως, για πολύ τούτο. Η Υφάντρα θα έκανε τη διαφορά.
Η Κορνηλία κοίταξε τον Λούσιο διστακτικά, αλλά ένευσε. «Ναι,» ψιθύρισε, «πάμε.»
Φοβάται, παρατήρησε εκείνος. Φοβάται. Η περικύκλωση της Ταλκασίας την έχει τρομάξει. Και δε νομίζει ότι θα καταφέρουμε να νικήσουμε. Ίσως να έχει δίκιο. Αλλά ίσως και όχι.
Δε θ’αφήσω την Απολλώνια να πέσει στα χέρια της Παντοκράτειρας, έτσι απλά!
Ο Λούσιος βγήκε απ’την αίθουσα τηλεπικοινωνιών, με την Κορνηλία πλάι του και τον Ταχύβιο και τον Ιερώνυμο στο κατόπι του. Όλοι τους ήταν οπλισμένοι, για παν ενδεχόμενο.
Ανέβηκαν στην ταράτσα της πολυκατοικίας από τις σκάλες, γιατί ήταν πιο ασφαλείς έτσι. Παρότι ο ανελκυστήρας λειτουργούσε, υπήρχε κίνδυνος να σταματήσει να λειτουργεί όσο βρίσκονταν μέσα του, εξαιτίας κάποιας έκρηξης: εξαιτίας κάποιου βλήματος που κατόρθωνε να διαπεράσει τη Μαγγανεία Αντιπυραυλικού Πεδίου.
Όταν έφτασαν στην οροφή, βρήκαν ένα ελικόπτερο να τους περιμένει· ο έλικάς του είχε ήδη αρχίσει να περιστρέφεται. Τριγύρω κανόνια και πυροβόλα ήταν στημένα, και οι Απολλώνιοι χειριστές τους έβαλλαν κατά των Παντοκρατορικών αεροσκαφών που περνούσαν πάνω απ’την Ταλκασία, εξαπολύοντας πυραύλους, ρουκέτες, και βόμβες.
Ο Λούσιος, η Κορνηλία, ο Ταχύβιος, και ο Ιερώνυμος μπήκαν, γρήγορα, στο ελικόπτερο, και ο πιλότος του το απογείωσε και τους πέταξε ανάμεσα από τις ψηλές, αλλά σφυροκοπημένες, πολυκατοικίες της πόλης. Αμέσως, τρία άλλα ελικόπτερα ήρθαν να τους περικυκλώσουν, πάνοπλα, σχηματίζοντας έναν προστατευτικό κλοιό γύρω τους, επειδή πιθανώς τα Παντοκρατορικά αεροσκάφη να τους επιτίθονταν.
Και, πράγματι, προτού φτάσουν στον προορισμό τους, ένα αεροπλάνο πυροβόλησε εναντίον τους, ξεπροβάλλοντας μέσα από τους πυκνούς καπνούς που είχαν γεμίσει τον ουρανό.
Η Κορνηλία ζάρωσε πάνω στο κάθισμά της, γαντζώνοντας τα χέρια της στα ρούχα του Λούσιου.
Το ελικόπτερό τους έκανε έναν απότομο ελιγμό, που τους τράνταξε όλους, προκειμένου ν’αποφύγει τα εχθρικά πυρά. Ταυτόχρονα, τα άλλα τρία ελικόπτερα επιτίθονταν στο Παντοκρατορικό αεροπλάνο, εξαπολύοντας ρουκέτες και ανατινάζοντάς το στον αέρα.
«Θα μας σκοτώσουν…» μουρμούρισε, περίτρομη, η Κορνηλία.
«Σύνελθε, Κορνηλία,» της είπε ο Λούσιος. «Έχουμε περάσει κι από χειρότερα.»
«Όχι, δεν έχουμε περάσει από χειρότερα.»
«Ξεχνάς ότι πήγες στην Απολεσθείσα Γη, μόνη σου, για να βρεις το πνεύμα του Κατακεραυνωτή;» τη ρώτησε ο Λούσιος, προσπαθώντας να τη συνεφέρει.
«Εκεί δεν ήταν έτσι.»
«Τίποτα δεν είναι το ίδιο.»
«Δε με πυροβολούσαν από παντού, μα όλους τους θεούς!»
Το ελικόπτερό τους έφτασε στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας στη βορειοδυτική μεριά της Ταλκασίας, και προσγειώθηκε. Το μέρος εδώ προστατευόταν από μια Μαγγανεία Αντιπυραυλικού Πεδίου, όπως και το Κ.Ε.Α.Δ. Ο Λούσιος το είχε προστάξει, παρότι ήξερε ότι οι Μαγγανείες Αντιπυραυλικού Πεδίου κατανάλωναν μεγάλα ποσά ενέργειας. Δεν μπορούσε ν’αφήσει τον εαυτό του και την Κορνηλία αφύλαχτους, για όσο θα βρίσκονταν εδώ. Ετούτες οι περιοχές της πόλης σφυροκοπούνταν περισσότερο από κάθε άλλο σημείο της.
Η πόρτα του ελικοπτέρου άνοιξε, και βγήκαν.
Η Κορνηλία αισθανόταν τα γόνατά της να τρέμουν· είχε το ένα της χέρι πιασμένο πάνω στην κάπα του Λούσιου. Τον παγερό άνεμο που φυσούσε ούτε που τον καταλάβαινε.
Ο Λούσιος πέρασε το χέρι του γύρω απ’τη μέση της και την οδήγησε προς την άκρη της ταράτσας, αναγκάζοντάς τη να στρέψει το βλέμμα της στους συγκεντρωμένους Παντοκρατορικούς έξω απ’την πόλη. Ο στρατός τους έμοιαζε να απλώνεται ώς τα πέρατα της Απολλώνιας. Τα κανόνια τους ξερνούσαν φωτιά και ακατέργαστη ενέργεια. Τα οικοδομήματα στις παρυφές της Ταλκασίας είχαν μετατραπεί σε σωρούς από χώμα, πέτρες, και σίδερο. Οι Απολλώνιοι πάσχιζαν για να κρατήσουν τις θέσεις τους.
Η Κορνηλία δε θυμόταν να είχε ποτέ άλλοτε φοβηθεί τόσο πολύ στη ζωή της. Ακόμα και στην Απολεσθείσα Γη, που είχε αναφέρει πριν από λίγο ο Λούσιος, δεν είχε νιώσει έτσι. Αυτές οι σκηνές που ατένιζε τώρα την τρομοκρατούσαν. Τόσος πολύς θάνατος… και να μην έχεις ιδέα από πού μπορεί να έρθει το επόμενο χτύπημα. Μπορεί να πέθαινες χωρίς να το καταλάβεις.
«Χρησιμοποίησε τις δυνάμεις σου,» της ψιθύρισε ο Λούσιος. «Κάντους να αλληλοσκοτωθούν. Δώσε μας τη νίκη, Κορνηλία!»
Η Κορνηλία ξεροκατάπιε. Ναι, σκέφτηκε, πρέπει να το κάνω να τελειώσει. Πρέπει να νικήσουμε. Έκλεισε τα μάτια της, για λίγο. Πήρε μια βαθιά ανάσα.
Τα ξανάνοιξε.
Κοίταξε το στράτευμα των Παντοκρατορικών. Αναζήτησε τη νοητική ενέργεια του συλλογικού νου του, και, ναι, εκεί ήταν. Γύρω του, γεμίζοντας τον ουρανό. Κόμποι και νήματα. Τόσοι πολλοί κόμποι και νήματα. Δικά της, όλα, για να τα τροποποιήσει όπως ήθελε. Να διαλύσει τα παλιά τους σχήματα και να φτιάξει καινούργια.
Η Υφάντρα αισθάνθηκε τον τρόμο της να την εγκαταλείπει, σαν παγωμένο νερό που κυλούσε από πάνω της και έφευγε μακριά. Επικεντρώθηκε στους κόμπους και στα νήματα του συλλογικού νου των Παντοκρατορικών, και έπαιξε μαζί τους. Τα μετασχημάτισε, δημιούργησε ένα ολόκληρο υφαντό, ένα δικό της υφαντό από νοητική ενέργεια, το οποίο σκέπαζε όλο τον ουρανό πάνω από το εχθρικό στράτευμα.
Η προσπάθειά της την κούρασε. Αλλά άξιζε.
Χαμογέλασε, ατενίζοντας τη δουλειά της. Οι Παντοκρατορικοί θα είχαν, σύντομα, περισσότερα προβλήματα απ’ό,τι νόμιζαν.
Έστρεψε το βλέμμα της στον Λούσιο. «Έγινε,» του είπε.
Και εκείνος παρατήρησε πως, παρότι η όψη της ήταν φανερά κουρασμένη, η φωνή της ήταν σταθερή, χωρίς να τη χρωματίζει ο φόβος. Τα μάτια του Κατακεραυνωτή άστραψαν. «Ωραία,» αποκρίθηκε. «Μόλις δούμε, λοιπόν, τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας να αποσταθεροποιούνται, θα επιτεθούμε. Μαζικά. Ίσως να έχουμε πολλές απώλειες, μα θα τους διώξουμε από την Απολλώνια.»
Βράδιαζε, όταν τα αποτελέσματα της επιρροής της Υφάντρας έγιναν αισθητά μέσα στο στράτευμα των Παντοκρατορικών που σφυροκοπούσε την Ταλκασία.
Διοικητές ήρθαν να παραπονεθούν στη Νικίτα Δεξιόχειρη, και η ίδια είδε με τα μάτια της στρατιώτες να προσπαθούν να αλληλοσκοτωθούν. Ένας λοχίας πυροβόλησε τον ταγματάρχη του. Κι επίσης, η ίδια η Νικίτα αισθανόταν, πέρα από μια παράξενη οργή, κρίσεις παράνοιας. Ο Μέμντουρ’χοκ, όμως, ο οποίος έμοιαζε, παραδόξως, ανεπηρέαστος από όλα τούτα, τη συμβούλεψε να αγνοήσει τις παρορμήσεις. Εξάλλου, το ξέρεις πως κάποιος προσπαθεί να παίξει μαζί σου, της τόνισε. Και είχε δίκιο.
Αλλά εκείνο που ενοχλούσε τη Νικίτα πραγματικά ήταν ότι δεν είχε ακόμα καταφέρει να εισβάλει στην Ταλκασία, και, όσο οι στρατιώτες της έμεναν έξω απ’αυτήν, θα συνέχιζαν να δέχονται τη νοητική επιρροή των Απολλώνιων δαιμόνων. Πράγμα που, αργά ή γρήγορα, πιθανώς να είχε καταστροφικά αποτελέσματα γι’αυτούς.
Η Νικίτα εξήγησε στους αξιωματικούς της τι συνέβαινε, και τους έδωσε διαταγές να προσπαθήσουν να ηρεμήσουν και τους στρατιώτες τους. Ο Μέμντουρ’χοκ ήταν πλάι της, για να επιβεβαιώνει τα λόγια της, επειδή ο μάγος μπορούσε να κρατά μακριά του τη νοητική επιρροή των εχθρών τους καλύτερα απ’όλους, κι επειδή οι αξιωματικοί τον έβλεπαν με κάποιο δέος, αφού άπαντες γνώριζαν ποιος ήταν ο Μέμντουρ’χοκ και τι δυνάμεις κατείχε. Ωστόσο, όταν τελείωσε η ενημέρωση, η Νικίτα δεν ήταν βέβαιη ότι οι διοικητές της είχαν καταλάβει πλήρως τι γινόταν, ούτε ότι θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους στρατιώτες τους να καταπολεμήσουν αποτελεσματικά το φαινόμενο. Ίσως, όμως, ετούτες οι σκέψεις να έρχονταν στο νου της από την παράνοια που της είχαν προκαλέσει οι Απολλώνιοι δαίμονες… Μα τα Γένια του Κρόνου, πώς μπορούσε να γνωρίζει κανείς ποιες υποψίες και παρορμήσεις ήταν αληθινές και ποιες ψευδείς;
«Πρέπει να τελειώσουμε γρήγορα, μάγε,» είπε στον Μέμντουρ’χοκ. «Δεν ξέρω αν αυτό το στράτευμα θα συνεχίσει να μπορεί να ονομάζεται ‘στράτευμα’, ύστερα από ακόμα μία ημέρα υπό τούτη τη νοητική επιρροή.»
«Σ’αυτό, Στρατηγέ, πιθανώς να έχεις δίκιο,» παραδέχτηκε ο Μέμντουρ’χοκ.
«Δεν μπορείς να κάνεις κάτι για να το σταματήσεις;»
«Αν μπορούσα, θα το είχα κάνει ήδη. Ο μόνος τρόπος, όμως, να σταματήσει είναι να λύσουμε την πολιορκία.»
«Αυτό αποκλείεται.»
*
Ο Ανδρόνικος είχε υποχωρήσει σε μια θέση πιο δυτικά απ’ό,τι ήταν πριν, γιατί οι Παντοκρατορικοί είχαν επιτεθεί σ’εκείνον και τους μαχητές του, βομβαρδίζοντάς τους με αεροσκάφη, που περνούσαν γρήγορα από πάνω τους, σαν σύννεφα θανάτου, και έφευγαν, για να επιστρέψουν στο στράτευμα της Δεξιόχειρης ή στην Ταλκασία, η οποία βρισκόταν επίσης υπό έντονο βομβαρδισμό.
Επί του παρόντος, ο Ανδρόνικος στεκόταν επάνω σ’ένα ύψωμα και μπροστά σ’ένα τηλεσκόπιο που στηριζόταν σ’ένα τρίποδο. Στην από κάτω μεριά του τηλεσκόπιου προσαρμοζόταν μια μπαταρία, φορτισμένη με ενέργεια, η οποία πρόσφερε φωτισμό στην εικόνα που ερχόταν, τελικά, στο μάτι του Ανδρόνικου, όταν εκείνος ήθελε. Επίσης, η Άνμα’ταρ είχε μόλις χρησιμοποιήσει ένα Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως επάνω στο τηλεσκόπιο, ώστε να το ισχυροποιήσει και να μπορεί ο Πρίγκιπας να βλέπει όσο μακριά επιθυμούσε, με όσες (μέσα σε λογικά πλαίσια) λεπτομέρειες επιθυμούσε.
«Επικρατεί αναστάτωση,» είπε ο Ανδρόνικος, κοιτάζοντας το στράτευμα των Παντοκρατορικών. «Όχι γενικευμένη· αλλά σε πολλά σημεία οι στρατιώτες χτυπιούνται αναμεταξύ τους. Οι περισσότερες διαμάχες, όμως, απ’ό,τι βλέπω, διαλύονται από άλλους στρατιώτες κι από τους αξιωματικούς.» Πήρε το μάτι του από το τηλεσκόπιο.
«Αυτή είναι μόνο η αρχή, Πρίγκιπά μου,» του είπε ο Αυγερινός. «Σύντομα, τα πράγματα θα χειροτερέψουν.» Είχε αντιληφτεί την Υφάντρα, όταν εκείνη είχε ασκήσει την επιρροή της επάνω στους Παντοκρατορικούς, και το είχε αναφέρει στον Ανδρόνικο και τους υπόλοιπους. Περιμένετε και θα δείτε, τους είχε πει. Θ’αρχίσουν, σύντομα, ν’αλληλοσκοτώνονται.
«Μας συμφέρει αυτό, δε μας συμφέρει;» είπε η Ιωάννα.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Στην παρούσα κατάσταση, ναι. Αλλά όχι γενικά. Επίσης, έχω την υποψία ότι ο Λούσιος δε θ’αφήσει τους Παντοκρατορικούς να σκοτώσουν ο ένας τον άλλο μέχρι το τέλος.»
Η Ιωάννα συνοφρυώθηκε. «Τι εννοείς;»
«Θα τους επιτεθεί.»
«Θα εγκαταλείψει την αμυντική του θέση για να κάνει επίθεση; Δεν είναι κάπως παράλογο;»
«Είναι,» συμφώνησε ο Ανδρόνικος. Και έκλεισε πάλι το ένα μάτι, για να κοιτάξει με το άλλο από το τηλεσκόπιο.
*
Ο Λούσιος μπήκε στην αίθουσα τηλεπικοινωνιών του Κ.Ε.Α.Δ. της Ταλκασίας. «Πώς είναι τα πράγματα στο στράτευμα των Παντοκρατορικών, Στρατηγέ;» ρώτησε.
Η Ιπποθόη πήρε το βλέμμα της από μια οθόνη και σηκώθηκε απ’τη θέση της. «Σύμφωνα με τις πληροφορίες μου, Μεγαλειότατε, έχουν παρατηρηθεί κάποιες συγκρούσεις ανάμεσα στους στρατιώτες.»
Τα μάτια του Κατακεραυνωτή άστραψαν. «Ωραία,» είπε. «Επικρατεί αρκετή σύγχυση για να τους επιτεθούμε και να τους διαλύσουμε;»
Τα μάτια της Ιπποθόης γυάλισαν, επίσης, καθώς η πρόταση του Λούσιου έμοιαζε να της είναι πολύ αρεστή. Η επιρροή του Κατακεραυνωτή γέμιζε το κεφάλι της· τη φόρτιζε με οργή, που ήθελε να εξαπολύσει εναντίον των εχθρών της πατρίδας της. Ωστόσο, απάντησε βάσει λογικής: «Δε νομίζω, Μεγαλειότατε. Όχι ακόμα. Οι συγκρούσεις είναι σποραδικές, συμβαίνουν από δω κι από κει μέσα στο στράτευμα, και, συνήθως, οι αξιωματικοί καταφέρνουν να τις καταπνίξουν σχετικά γρήγορα.»
Οι Παντοκρατορικοί έχουν μάθει πώς να μας αντιμετωπίζουν, σκέφτηκε ο Λούσιος, και κάνουν κάποιες απελπισμένες προσπάθειες· μα, στο τέλος, αυτές οι προσπάθειες δε θα τους σώσουν.
«Βέβαια,» πρόσθεσε η Ιπποθόη, «συνεχώς δημιουργούνται κι άλλες εσωτερικές διαμάχες, σαν πυρκαγιές που ξεπηδούν απ’το πουθενά.»
Ναι, σκέφτηκε ο Κατακεραυνωτής, ακριβώς… Σαν πυρκαγιές που ξεπηδούν απ’το πουθενά. Και, τελικά, θα τους καταβροχθίσουν όλους! «Να με κρατάς ενήμερο, Στρατηγέ. Ό,τι ώρα κι αν είναι· δεν κοιμάμαι, ποτέ. Μόλις κρίνεις πως το έδαφος είναι έτοιμο για να επιτεθούμε, έλα να μου το πεις.»
«Μάλιστα, Άρχοντά μου.»
Ο Λούσιος έφυγε από την αίθουσα τηλεπικοινωνιών, πηγαίνοντας προς τα δωμάτιά του.
Όταν είπε στη Στρατηγό ότι δεν κοιμόταν ποτέ, ήταν κυριολεκτικό· ο Κατακεραυνωτής είχε ελάχιστη ανάγκη για ύπνο.
*
Η Νικίτα, αντιθέτως, ήθελε να κοιμηθεί μερικές ώρες, για να ξεκουράσει το μυαλό της και να μπορεί να σκεφτεί πιο καθαρά. Καταλάβαινε, βέβαια, πως, δεδομένης της κατάστασης νοητικού ελέγχου που επικρατούσε στο στράτευμά της, ήταν επικίνδυνο να πάρει τα μάτια της, έστω και για λίγο, από τους μαχητές της, μα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς· της χρειάζονταν κάποιες ώρες ύπνου.
Πήγε στο στενό της κρεβάτι μέσα στον Δράκοντα, έβγαλε τις μπότες της και μερικά βασικά ρούχα, για να βολευτεί, και ξάπλωσε. Δεν άργησε να κοιμηθεί… και τα όνειρά της ήταν ταραγμένα. Δεν είδε συγκεκριμένες εικόνες –ή, τουλάχιστον, δεν τις θυμόταν όταν ξύπνησε–, αλλά ένιωσε συγκεκριμένα συναισθήματα: οργή κατά των εχθρών της· οργή κατά των αξιωματικών της, που δεν είχαν ακόμα καταφέρει να πάρουν την πόλη, οι άχρηστοι· πανικό, καθώς προσπαθούσε να ξεφύγει από κάτι ακατονόμαστο· τρόμο, καθώς συνειδητοποιούσε το λάθος της (ποιο λάθος;)· απόγνωση· επιθυμία να χύσει αίμα, οποιουδήποτε–
Ένας πυροβολισμός!
Η Νικίτα ξύπνησε, απότομα· το χέρι της τράβηξε αμέσως το πιστόλι της, που δεν το είχε λύσει από πάνω της όταν έπεσε για ύπνο. Τα μάτια της κοίταξαν, διασταλμένα, τριγύρω. Μα δεν έβλεπε κίνδυνο πουθενά.
Όνειρο ήταν; αναρωτήθηκε.
«Ρίξτο! ΡΙΞΤΟ! ΤΩΡΑ!» Η φωνή αντήχησε, έντονα, μέσα στον Δράκοντα, κι έμοιαζε να έρχεται απ’το κέντρο ελέγχου. Δεν ήταν όνειρο.
Η Νικίτα πετάχτηκε από το κρεβάτι της και έτρεξε.
«…να γυρίσουμε, ρε σκουπιδοκέφαλοι!» αντήχησε η φωνή κάποιου· τα μισά του λόγια η Στρατηγός δεν μπόρεσε να τ’ακούσει.
Κάποιος άλλος μίλησε. Τι έλεγε;
«ΡΙΞΤΟ, σου λέω! γιατί, μα τον Σκοτοδαίμονα, θα σε καθαρίσω, ανώμαλε μπάσταρδε!» Η φωνή που την είχε ξυπνήσει.
Η Νικίτα μπήκε στο κέντρο ελέγχου του Δράκοντα, και είδε τέσσερις στρατιώτες –τους στρατιώτες που είχαν βάρδια εδώ, ετούτη την ώρα– να στέκονται όρθιοι και, κρατώντας πιστόλια, να σημαδεύουν έναν άλλο, ο οποίος κρατούσε τουφέκι και τους σημάδευε επίσης.
«Στρατηγέ,» είπε ένας απ’τους πρώτους, «αυτός ο παλαβός θέλει να γυρίσουμε και να φύγουμε. Έχει τρελαθεί από τα μάγια των Απολλώνιων–!»
«Δε βλέπεις τι γίνεται, ρε ηλίθιε;» γκάριξε ο τυφεκιοφόρος. «Είμαστε τελειωμένοι εδώ, ρε! Θα μας σκοτώσουν όλους!»
«Ηρέμησε, στρατιώτη,» του είπε η Νικίτα, βάζοντας το δικό της πιστόλι στο θηκάρι. «Δεν χάνουμε τη μάχη. Αντιθέτως, νικάμε.» Προσπάθησε να κάνει τη φωνή της ν’ακουστεί σίγουρη.
«Σας λέει ψέματα!» φώναξε ο στρατιώτης, δείχνοντας τη Νικίτα με την κάννη του τουφεκιού του. «Έχουν μπει Απολλώνιοι, παντού! Ο στρατός μας είναι γεμάτος με κατασκόπους τους!»
«Δεν υπάρχουν κατάσκοποί τους στο στρατό μας,» του είπε η Νικίτα, σταθερά. «Σε έχουν κάνει να νομίζεις πως ισχύει αυτό. Μας έχουν χτυπήσει με κάποιο όπλο που παίζει με το μυαλό μας. Το αισθάνομαι κι εγ–!»
«Μην την πιστεύετε!» ούρλιαξε ο στρατιώτης, και–
–η Νικίτα τον είδε· ήταν έτοιμος–
–την πυροβόλησε–
–αλλά εκείνη είχε ήδη πεταχτεί στο πλάι, προτού ο άντρας πατήσει τη σκανδάλη· και τώρα κυλούσε στο πάτωμα, για να βρεθεί πίσω από μια καρέκλα.
Οι σφαίρες του εξοστρακίστηκαν πάνω στα εσωτερικά τοιχώματα του Δράκοντα.
Τέσσερα πιστόλια ακούστηκαν να πυροβολούν, και ο τυφεκιοφόρος κατέρρευσε. Νεκρός.
Η Νικίτα ορθώθηκε.
«Είστε καλά, Στρατηγέ;» τη ρώτησε ένας στρατιώτης.
«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνη, πλησιάζοντας τον σκοτωμένο. «Δυστυχώς, όμως, αυτός δεν είναι…» Οι τρισκατάρατοι Απολλώνιοι! Τον δολοφόνησαν, οι δαιμονισμένοι μπάσταρδοι! Το σαγόνι της σφίχτηκε.
«Στρατηγέ,» είπε ο στρατιώτης που είχε μιλήσει και πριν.
Η Νικίτα στράφηκε να τον κοιτάξει.
«Η κατάσταση, πάντως, φαίνεται να επιδεινώνεται, Στρατηγέ.»
Η Νικίτα πλησίασε το παράθυρο του κέντρου ελέγχου και κοίταξε έξω. Οι εσωτερικές συγκρούσεις μέσα στο στράτευμά της ήταν, πράγματι, φανερές.
Μα τον Κρόνο, σκέφτηκε, δεν χτυπάμε μόνο τους Απολλώνιους της Ταλκασίας· χτυπάμε, συγχρόνως, και τον εαυτό μας. Ευτυχώς, τα αεροσκάφη δεν έμοιαζαν να έχουν εμπλακεί σ’αυτή την παράνοια, ούτε τα βαριά άρματα μάχης και τα κανόνια. Όχι ακόμα, τουλάχιστον. Οι εσωτερικές συγκρούσεις γίνονταν, κυρίως, ανάμεσα σε πεζούς. Αλλά αυτό δε σήμαινε ότι ήταν λιγότερο επικίνδυνες, ή ότι το χάος δεν απειλούσε να καταπιεί το στρατό της.
Η Νικίτα πέρασε το χέρι της μέσα απ’τα μαύρα της μαλλιά, παραμερίζοντας μερικές τούφες που έπεφταν στο μέτωπό της. Τι κάνω τώρα; Πώς το σταματάω αυτό;
*
Ο Λούσιος άνοιξε τον επικοινωνιακό δίαυλο των δωματίων του.
«Μεγαλειότατε;» ακούστηκε η φωνή της Ιπποθόης.
«Ναι, Στρατηγέ.»
«Νομίζω ότι η κατάσταση στο Παντοκρατορικό στράτευμα θα μπορούσε να αποκαλεστεί ‘γενικευμένη’.»
«Υπέροχα, Στρατηγέ. Έρχομαι.»
Ο Λούσιος βγήκε απ’τα δωμάτιά του και πήγε στην αίθουσα τηλεπικοινωνιών του Κ.Ε.Α.Δ., όπου βρίσκονταν η Ιπποθόη και μερικοί άλλοι ανώτεροι αξιωματικοί.
«Επικρατεί αρκετή αναστάτωση ανάμεσά τους, ώστε να τους επιτεθούμε;» ρώτησε.
«Αναμφίβολα, Μεγαλειότατε!» αποκρίθηκε αμέσως ένας από τους αξιωματικούς. Ο άντρας έμοιαζε παραπάνω από πρόθυμος να χύσει το αίμα των Παντοκρατορικών, ακόμα κι αν αυτό κόστιζε τη ζωή του.
«Επικρατεί, Άρχοντά μου,» είπε η Ιπποθόη, «αν και, βέβαια, πρέπει να σας προειδοποιήσω ότι θα είναι ριψοκίνδυνο, και, σίγουρα, θα υποστούμε πολλές απώλειες.» Κι εκείνη ήθελε να επιτεθεί και να χτυπήσει τον εχθρό –φαινόταν στα μάτια της, στην όψη της, στον τόνο της φωνής της–, αλλά δεν άφηνε τα συναισθήματά της να καταπνίξουν τη λογική της.
Κι αυτό είναι καλό, έκρινε ο Κατακεραυνωτής. Δε θέλω όλοι μου οι αξιωματικοί να είναι λυσσασμένα σκυλιά του πολέμου. Ειδικά η Στρατηγός μου.
«Το ξέρω, Στρατηγέ,» αποκρίθηκε. «Τι εναλλακτική λύση, όμως, έχουμε; Βρισκόμαστε περικυκλωμένοι από παντού, και οι Παντοκρατορικοί είναι πολύ περισσότεροι από εμάς. Αργά ή γρήγορα, θα ηττηθούμε· έχω ή δεν έχω δίκιο;»
«Δίκιο έχετε, Μεγαλειότατε.»
«Επομένως,» είπε ο Λούσιος, σταθερά, ατενίζοντας τους αξιωματικούς, τον έναν μετά τον άλλο. «Οι αγώνες απαιτούν θυσίες. Και αξίζει να θυσιάσουμε για να κρατήσουμε την πατρίδα μας ελεύθερη από την Παντοκράτειρα. Απόψε, θα επιτεθούμε, εφορμώντας μαζικά από την Ταλκασία και μην υποχωρώντας ώσπου να σπάσουμε τον κλοιό των Παντοκρατορικών από γύρω της. Μην υποχωρώντας ώσπου να τους κάνουμε εκείνους να υποχωρήσουν, κομματιασμένοι και πανικόβλητοι!»
*
«Πρίγκιπά μου, πρέπει να ξυπνήσετε.»
Ο Ανδρόνικος άνοιξε τα μάτια του. Είχε πέσει να κοιμηθεί μέσα στο τετράτροχο όχημα που χρησιμοποιούσε για μεταφορικό μέσο. Είχε, όμως, αφήσει κάμποσους φρουρούς, ώστε να τον ειδοποιήσουν, σε περίπτωση που κάτι σημαντικό συνέβαινε. Και τώρα, μάλλον, κάτι σημαντικό είχε συμβεί.
Ο Ανδρόνικος έστρεψε το βλέμμα του στον Οδυσσέα, ο οποίος είχε ανοίξει τη μία πόρτα του οχήματος και του είχε μιλήσει.
«Ο Λούσιος επιτίθεται,» είπε ο Πρόμαχος της Επανάστασης. «Ο στρατός της Ταλκασίας κάνει έφοδο στους Παντοκρατορικούς.»
Όπως το φοβόμουν, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος, και, τυλίγοντας την κάπα του γύρω του, βγήκε στο χειμερινό κρύο της νύχτας. Απέξω, εκτός απ’τον Οδυσσέα, τον περίμεναν ο Σέλιρ’χοκ, η Άνμα’ταρ, η Ιωάννα, και ο Μιχαήλ.
«Θέλετε να βοηθήσουμε, Πρίγκιπά μου;» ρώτησε ο τελευταίος.
«Τι εννοείς, να βοηθήσετε;» είπε ο Ανδρόνικος, αρχίζοντας να βαδίζει προς το ύψωμα όπου στεκόταν πριν: το ύψωμα όπου ακόμα ήταν το τηλεσκόπιο, και όπου τώρα φαίνονταν να βρίσκονται πολλοί από τους συμμάχους του.
«Να επιτεθούμε κι εμείς στους Παντοκρατορικούς.»
«Δε νομίζω πως αυτό θα ήταν συνετό, Μιχαήλ. Εκτός αν έρθουν προς το μέρος μας. Η δύναμή μας δεν είναι στη μαζική επίθεση, αλλά στον κλεφτοπόλεμο, έτσι όπως έχουμε οργανωθεί.»
Ανέβηκαν στο ύψωμα, και ο Ανδρόνικος ατένισε ανατολικά, όπου ένα απίστευτο μακελειό φαινόταν να έχει αρχινήσει.
Έσκυψε και κοίταξε από το τηλεσκόπιο. Το Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως της Άνμα’ταρ είχε πλέον λήξει, μα δεν ήταν τώρα απαραίτητο για να δει κανείς τι συνέβαινε. Για την ακρίβεια, μπορούσε άνετα να το δει και χωρίς το τηλεσκόπιο. Με το τηλεσκόπιο, όμως, ο Ανδρόνικος έβλεπε και τις τρομαχτικές λεπτομέρειες της σύγκρουσης.
Οι Απολλώνιες δυνάμεις επιτίθονταν στους Παντοκρατορικούς, δίχως να δείχνουν να ενδιαφέρονται στο ελάχιστο για τη ζωή τους. Το μόνο που προσπαθούσαν ήταν να σκοτώσουν όσο το δυνατόν περισσότερους αντιπάλους. Τα άρματα μάχης τους πυροβολούσαν ασταμάτητα και, ύστερα, έλιωναν κάτω απ’τους τροχούς και τις ερπύστριές τους τους Παντοκρατορικούς στρατιώτες· κι όταν συναντούσαν εχθρικά άρματα, κοπανούσαν επάνω τους. Το ιππικό ακολουθούσε παρόμοιες τακτικές πυροβολισμού και ποδοπατήματος. Το πεζικό έκανε έφοδο, ουρλιάζοντας και αδιαφορώντας για τις απώλειες, πυροβολώντας και πυροβολώντας και πυροβολώντας· και, πολλές φορές, οι πεζοί πηδούσαν επάνω σε εχθρικά άρματα και προσπαθούσαν να εισβάλουν, για να σκοτώσουν τους πάντες στο εσωτερικό τους και, μετά, να τα ανατινάξουν με εκρηκτικά. Οι Ιππότες της Απολλώνιας ήταν οι μόνοι που δρούσαν με τις συνηθισμένες τους τακτικές, κι αυτό επειδή οι τακτικές τους ήταν να καλπάζουν καταπάνω στον εχθρό –αφήνοντας τις ενεργειακά ενισχυμένες πανοπλίες τους να εξοστρακίζουν τα εχθρικά πυρά– και να τον χτυπούν με τις λόγχες στα γαντοφορεμένα χέρια τους, που ήταν φορτισμένες με ενέργεια και άστραφταν σαν ρομφαίες θεών. Εκρήξεις συνόδευαν το πέρασμά των Ιπποτών, όταν οι λόγχες έβρισκαν το στόχο τους –και δεν αστοχούσαν συχνά.
Στον ουρανό, πάνω από την Ταλκασία και τα περίχωρά της, το μακελειό δεν ήταν λιγότερο. Φωτιά και καπνό, μπορούσε να δει ο Ανδρόνικος, και σκοτεινές φιγούρες αεροσκαφών, που ήταν δύσκολο να ξεχωρίσεις ποια ήταν Απολλώνια και ποια Παντοκρατορικά.
Ο Πρίγκιπας πήρε το μάτι του από το τηλεσκόπιο. «Μα τις Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ,» είπε, «είναι σα να βλέπω άλλο στρατό να μάχεται, όχι τον δικό μας…»
«Μα τις Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ, πράγματι,» συμφώνησε ο Φαρνέλιος. «Τις φωτιές που καίνε στο μυαλό. Ο αδελφός σου, Πρίγκιπά μου, δεν έχει μόνο κάνει τους Παντοκρατορικούς να παλαβώσουν, αλλά και τους μαχητές του.»
«Θα αυτοκαταστραφούν μ’αυτή την τακτική που ακολουθούν,» είπε με βεβαιότητα η Ιωάννα.
Ο Τάμπριελ’λι σταύρωσε τα χέρια του εμπρός του. «Η Παντοκράτειρα είμαι σίγουρος πως θα ενδιαφερόταν πολύ να έχει αυτούς τους Οκτώ ως συμμάχους της,» σχολίασε.
Ο Ανδρόνικος, ο Σέλιρ’χοκ, η Άνμα’ταρ, και η Ιωάννα στράφηκαν να τον κοιτάξουν.
«Μια παρατήρηση έκανα μόνο,» εξήγησε εκείνος. «Πιστεύω πως δεν είμαι ο μοναδικός εδώ πέρα που ξέρω ότι η Παντοκράτειρα αναζητά ολοένα και περισσότερη δύναμη…»
Συνέχισαν να παρακολουθούν τη σύγκρουση, αμίλητοι. Εξάλλου, δεν υπήρχαν και πολλά να πουν. Το μακελειό που αγνάντευαν μιλούσε από μόνο του.
*
Η Νικίτα βρισκόταν μέσα στον Δράκοντα, ενώ παντού γύρω της απλωνόταν μια θάλασσα φωτιάς, καπνών, και χάους. Τα πυροβόλα, τα κανόνια, τα φλογοβόλα, και τα ρουκετοβόλα του πανύψηλου άρματός της χτυπούσαν τους Απολλώνιους, όταν οι χειριστές τους κατάφερναν να σημαδέψουν σωστά. Όταν δεν κατάφερναν, προκαλούσαν καταστροφές όπου τύχαινε.
Η δυνατότητα να οργανώσει η Νικίτα τους μαχητές της βρισκόταν επικίνδυνα κοντά στο μηδέν. Οι διαταγές που έδινε, μέσω των τηλεπικοινωνιακών πομπών, δεν ήξερε αν εισακούγονταν. Πολλές φορές δεν ήξερε καν αν ήταν νεκροί ή ζωντανοί οι διοικητές τους οποίους διέταζε.
Οι Απολλώνιοι είναι τρελοί! σκέφτηκε, προσπαθώντας να καταπνίξει την οργή της –που ήξερε ότι προερχόταν από τον νοητικό έλεγχο· ή, τουλάχιστον, ένα μεγάλο μέρος αυτής προερχόταν από εκεί –το παράλογο, παρορμητικό μέρος. Είναι τελείως τρελοί! Καταστρέφουν τους εαυτούς τους… και, συγχρόνως, καταστρέφουν κι εμάς! Τι νομίζουν ότι θα επιτύχουν έτσι; Όταν ετούτη η αηδία τελειώσει, εμείς θα είμαστε περισσότεροι, και η Ταλκασία θα γίνει δική μας!
«Στρατηγέ,» είπε ο Μέμντουρ’χοκ. «Πρέπει να απεμπλακούμε.» Ετούτη ήταν μία από τις ελάχιστες φορές που έκανε προτάσεις σχετικά με καθαρά στρατηγικά ζητήματα. «Η νοητική επιρροή των Απολλώνιων θα διαλυθεί από επάνω μας, και μετά μπορούμε να επιστρέψουμε.»
«Δεν είναι τόσο εύκολο, μάγε. Αν υποχωρήσουμε τώρα, θα μας καταστρέψουν ολοσχερώς, έτσι όπως μάχονται. Η μόνη μας ελπίδα είναι να τους αντιμετωπίσουμε μέχρι να κουραστούν. Δε θυμάσαι τι έγινε την προηγούμενη φορά, που οι Απολλώνιοι επιτέθηκαν στους στρατιώτες μας, καθώς αυτοί υποχωρούσαν; Χάσαμε τόσες χιλιάδες μάχιμους, τότε.»
*
Ο Ανδρόνικος παρακολουθούσε τη σύγκρουση μέχρι που έληξε.
Όπως ήταν αναμενόμενο, κάποια στιγμή και οι δύο πλευρές θα εξουθενώνονταν, όσο μανιασμένα κι αν πολεμούσαν. Επιπλέον, ο αριθμός των απωλειών θα έκανε, από ένα σημείο και ύστερα, τη μάχη ανόητη και ανέφικτη. Όχι πως η αρχική στρατηγική αυτής της επίθεσης δεν ήταν ανόητη, ούτως ή άλλως.
Η ένταση της σύγκρουσης άρχισε, σταδιακά, να μειώνεται –λιγότερες εκρήξεις, λιγότεροι πυροβολισμοί, λιγότερες κινούμενες φιγούρες, λιγότερος σαματάς–, μέχρι που εκμηδενίστηκε, και οι δύο πλευρές χώρισαν. Οι καπνοί, ωστόσο, εξακολουθούσαν να είναι πυκνοί στο πεδίο της μάχης· και εκατοντάδες φωτιές ήταν αναμμένες. Τα μεταλλικά περιβλήματα οχημάτων και αεροσκαφών βρίσκονταν το ένα σωριασμένο πάνω στο άλλο, κατεστραμμένα πέρα από κάθε δυνατότητα επιδιόρθωσης. Τα κουφάρια των στρατιωτών σχημάτιζαν λόφους. Η στάχτη είχε κάνει το χιόνι μαύρο. Το αίμα είχε κάνει το χιόνι κόκκινο. Η φωτιά είχε κάνει το χιόνι να λιώσει σε πολλά σημεία.
Οι Απολλώνιοι –όσοι είχαν επιβιώσει– συγκεντρώθηκαν γύρω από την Ταλκασία. Οι Παντοκρατορικοί –όσοι είχαν επιβιώσει– συγκεντρώθηκαν μερικά χιλιόμετρα απόσταση απ’την πόλη, κυρίως προς τα βόρεια και προς τα ανατολικά της. Συνολικά, όπως ο Ανδρόνικος το περίμενε, είχαν απομείνει περισσότεροι Παντοκρατορικοί από Απολλώνιους. Μια χούφτα υπερασπιστές είχαν μείνει στην Ταλκασία.
Πήρε το μάτι του από το τηλεσκόπιο και κοίταξε τους ανθρώπους γύρω του. Οι όψεις τους ήταν μουντές.
«Η Ταλκασία θα πέσει,» τους είπε. «Δεν υπάρχει αμφιβολία για τούτο. Μια ακόμα επίθεση να κάνουν οι Παντοκρατορικοί και θα την πάρουν, παρότι οι δυνάμεις του Λούσιου εξολόθρευσαν δυσανάλογο αριθμό απ’αυτούς, για το μέγεθός τους.»
«Ίσως, όμως, να φοβηθούν να κινηθούν αμέσως,» είπε ο Μιχαήλ.
«Με τη Νικίτα Δεξιόχειρη για αρχηγό; Δεν το νομίζω. Θα δει την ευκαιρία που της παρουσιάζεται. Έτσι κι αλλιώς, έχει χάσει πάρα πολύ στρατό. Εκτός αν οι μαχητές της κάνουν ανταρσία, θα επιτεθεί. Κι αν ήμουν στη θέση του Λούσιου, μέσα στην Ταλκασία, δε θα πόνταρα στην ανταρσία ενός Παντοκρατορικού στρατεύματος.»
Κανείς δε μίλησε, για να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει μαζί του. Αλλά, αν ο Ανδρόνικος έκρινε σωστά απ’τα πρόσωπά τους, μάλλον κι εκείνοι έβλεπαν την κατάσταση το ίδιο άσχημη όσο αυτός.
Χρειαζόμαστε τον Δαίδαλο τώρα, σκέφτηκε. Τον χρειαζόμαστε περισσότερο από ό,τι θα τον χρειαστούμε ποτέ. Γιατί θα τους συνέφερε να δημιουργήσουν τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο όταν η Νικίτα επιτιθόταν. Ο στρόβιλος θα διέλυε τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας, και οι Απολλώνιες ζωές που θα χάνονταν– τουλάχιστον, δεν θα χάνονταν τόσες πολλές ζωές πλέον, αφού ο Λούσιος είχε, έτσι κι αλλιώς, οδηγήσει παραπάνω από το μισό του στράτευμα στην αυτοκαταστροφή. Πρέπει να γίνει, συλλογίστηκε ο Ανδρόνικος με βαριά καρδιά. Πρέπει να γίνει.
Αλλά γιατί ο Δαίδαλος αργούσε; Είχε φύγει σήμερα, με την αυγή. Και είχε πει ότι θα του έπαιρνε μια μέρα για να φτιάξει τις μηχανές, αν είχε στα χέρια του όσο τεχνικό εξοπλισμό τού χρειαζόταν. Ο Ανδρόνικος τού είχε επιτρέψει να χρησιμοποιήσει ό,τι διέθετε το Βασίλειο της Απολλώνιας. Ο μάγος, όμως, δεν είχε επιστρέψει ακόμα. Θα ήταν, άραγε, εδώ το πρωί;
Πρέπει να είναι. Πρέπει να είναι. Ο Δαίδαλος ξέρει ακριβώς τι κάνει.
Εξάλλου, είναι ο… Δαίδαλος, μα τον Απόλλωνα!
Τρεις ώρες μετά την αυγή, τα Παντοκρατορικά στρατεύματα που βρίσκονταν τώρα κυρίως βόρεια και ανατολικά της Ταλκασίας κινήθηκαν εναντίον της, όπως είχε υπολογίσει ο Ανδρόνικος ότι θα γινόταν.
Ο Πρίγκιπας στεκόταν πάλι μπροστά στο τηλεσκόπιό του και κοίταζε, καθώς οι πρώτες συγκρούσεις ξεκινούσαν. Οι Απολλώνιοι που υπερασπίζονταν την Ταλκασία τού έμοιαζαν εξουθενωμένοι, το οποίο δεν ήταν παράλογο, ύστερα από τη μανιασμένη μάχη που είχαν δώσει χτες. Αυτό, όμως, δεν ήταν το χειρότερο, γιατί και οι αντίπαλοί τους ήταν, αναμφίβολα, κουρασμένοι. Το χειρότερο ήταν ότι οι Απολλώνιοι ήταν τόσο απελπιστικά λίγοι. Από την αρχή ήταν λίγοι, ασφαλώς, και είχαν καταφέρει να εξολοθρεύσουν πάρα πολλούς Παντοκρατορικούς για το πλήθος τους, μα τώρα οι Παντοκρατορικοί εξακολουθούσαν να είναι περισσότεροι απ’αυτούς.
Και οι Απολλώνιοι δεν ήταν παρά μια χούφτα μπροστά τους.
Οι πρώτες συγκρούσεις γύρω από την πόλη δεν άργησαν να λήξουν, και οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας να μπουν στο εσωτερικό της Ταλκασίας. Οδομαχίες αρχίνησαν. Άγριες, αιματηρές οδομαχίες. Και ο Ανδρόνικος τώρα δεν μπορούσε να δει πολλά πράγματα· τα οικοδομήματα, παρά τις τρύπες επάνω τους, του έκρυβαν τα δρώμενα.
«Πρίγκιπά μου!» Η φωνή του Οδυσσέα.
Ο Ανδρόνικος πήρε το μάτι του από το τηλεσκόπιο και στράφηκε.
Ο Πρόμαχος, που στεκόταν κάτω από το μικρό ύψωμα, σήκωσε το χέρι του και έδειξε ένα ελικόπτερο το οποίο είχε μόλις προσγειωθεί, κάμποσες δεκάδες μέτρα απόσταση από τους δυο τους.
Από το ελικόπτερο έβγαινε κάποιος με κάπα και κουκούλα. Αλλά ο Ανδρόνικος αναγνώριζε τη μορφή του.
Ο Δαίδαλος!
Καιρός ήταν.
Ο Απολλώνιος Πρίγκιπας και ο μάγος συναντήθηκαν στα μισά της απόστασης ανάμεσα στο ύψωμα με το τηλεσκόπιο και στο προσγειωμένο ελικόπτερο, που ο έλικάς του είχε σταματήσει να περιστρέφεται. Γύρω τους συγκεντρώθηκαν κι άλλοι, εκτός απ’τον Οδυσσέα: η Ιωάννα, η Άνμα’ταρ, ο Σέλιρ’χοκ, ο Τάμπριελ’λι, ο Φαρνέλιος, ο Αυγερινός.
«Κύριε Δαίδαλε,» χαιρέτησε ο Ανδρόνικος. «Μου φέρνετε καλά νέα;»
«Τα μηχανήματα είναι έτοιμα, Πρίγκιπά μου,» αποκρίθηκε ο μάγος. «Τα έχω όλα φορτωμένα στο ελικόπτερο. Δεν ήρθα κατευθείαν εδώ με το αεροπλάνο, γιατί ο πιλότος μού είπε ότι δε θα μπορούσε να το προσγειώσει· επομένως, πήγα πρώτα στη βάση των Δασότοπων και άλλαξα αεροσκάφος, για πρακτικούς λόγους.»
Ο Ανδρόνικος ένευσε. «Φτάσατε πάνω στην ώρα, πάντως· γιατί, μετά από τούτη τη σύγκρουση, δε νομίζω ότι θα έχουμε την ευκαιρία να χτυπήσουμε τους Παντοκρατορικούς και τον Κατακεραυνωτή μαζί.»
«Ας αρχίσουμε, λοιπόν,» είπε ο Δαίδαλος. «Οι τέσσερις μηχανές εστίασης πρέπει να προσαρμοστούν σε τέσσερα ελικόπτερα, που μέσα στο καθένα θα βρίσκονται αρκετά αποθέματα ενέργειας, βέβαια. Ελπίζω να έχετε εδώ αρκετή ενέργεια, Πρίγκιπά μου, όπως συμφωνήσαμε.»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, «υπάρχει η απαραίτητη ενέργεια.» Το ποσό που είχε ζητήσει ο μάγος θα ήταν καθαρή σπατάλη σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση. Με τόση ενέργεια μπορούσε κανείς να βάλει ένα όχημα να κινείται για χρόνια. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, αυτή η «σπατάλη» άξιζε τον κόπο.
«Καλώς,» είπε ο Δαίδαλος, και έβγαλε μέσα απ’την κάπα του μια μεταλλική συσκευή, την οποία ίσα που μπορούσε να κρατά με το ένα χέρι. «Αυτό εδώ είναι το επίκεντρο,» εξήγησε, στρέφοντας το βλέμμα του στον Τάμπριελ’λι. «Θα πρέπει να το πάρεις μαζί σου, μέσα σ’ένα όχημα.»
Ο ερυθρόδερμος μάγος ένευσε.
«Τη λειτουργία του την ξέρεις, υποθέτω, από τα σχέδια που σας έχω δείξει, αλλά θα σ’την επαναλάβω, για καλό και για κακό. Είναι απλή, εξάλλου.» Ο Δαίδαλος σήκωσε ένα μεταλλικό κάλυμμα επάνω στη συσκευή, φανερώνοντας από κάτω τέσσερα μικρά, λευκά κρύσταλλα και ένα στρογγυλό κουμπί ανάμεσά τους. «Τα τέσσερα κρύσταλλα,» είπε, «θα φωτίσουν όταν θα βρίσκεσαι ανάμεσα στις τέσσερις μηχανές εστίασης και μέσα στη σωστή απόσταση από όλες. Πρόσεξε, Τάμπριελ’λι: πρέπει και οι τέσσερις κρύσταλλοι να έχουν ανάψει. Και τότε, θα πατήσεις το κουμπί… και θα δημιουργήσεις τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο.»
«Όπως είπες, είναι απλό,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ, και πήρε το επίκεντρο στα χέρια του, καθώς ο Δαίδαλος τού το έδωσε. Εκτός από τους κρυστάλλους και το κουμπί, στις πλευρές της συσκευής υπήρχαν κυκλώματα, που πρέπει να ενεργούσαν ως δέκτες του σήματος των μηχανών εστίασης, γιατί δε φαινόταν να έχουν άλλη χρησιμότητα. Επίσης, μάλλον, θα ενεργούσαν ως μαγνήτες για την ενέργεια των μηχανών εστίασης, όταν ήταν να δημιουργηθεί ο στρόβιλος.
Ο Ανδρόνικος αισθανόταν το λαιμό του ξερό και ένα σφίξιμο στην κοιλιά, τώρα που βρίσκονταν τόσο κοντά στο να ολοκληρώσουν εκείνο που είχαν ξεκινήσει. Επειδή γνώριζε πως, πέρα από κάθε αμφιβολία, θα άνοιγαν μια μόνιμη πληγή στην ίδια την πραγματικότητα της Απολλώνιας. Πρέπει να γίνει, όμως. Πρέπει να γίνει. Για το καλό του βασιλείου.
Για μια στιγμή, αναρωτήθηκε αν κι ο Λούσιος έλεγε στον εαυτό του ακριβώς αυτό το πράγμα, όταν ελευθέρωνε τον Κατακεραυνωτή.
Ναι, μάλλον ακριβώς αυτό θα έλεγε…
Ο Ανδρόνικος το έδιωξε απ’το μυαλό του, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. «Ας ξεκινήσουμε,» είπε. Στράφηκε στον Οδυσσέα. «Φρόντισε οι μηχανές εστίασης να προσαρμοστούν στα ελικόπτερα, όπως πρέπει, και να εφοδιαστούν με τις ανάλογες φιάλες ενέργειας.»
«Μάλιστα, Πρίγκιπά μου,» αποκρίθηκε ο Πρόμαχος της Επανάστασης, και απομακρύνθηκε, βαδίζοντας γρήγορα.
«Οι υπόλοιποι,» είπε ο Ανδρόνικος, καθώς τώρα όλοι οι έμπιστοί του άνθρωποι είχαν συγκεντρωθεί γύρω του, «θα επιτεθούμε στους Παντοκρατορικούς από τα νώτα, προκειμένου να δημιουργήσουμε ένα άνοιγμα στις γραμμές τους, ώστε να περάσουν ο Τάμπριελ’λι και τα ελικόπτερα εστίασης. Θα χτυπήσουμε σαν ξίφος, συγχρονισμένα, έντονα, και εστιασμένα. Το μόνο που θέλουμε είναι να δημιουργήσουμε το απαραίτητο άνοιγμα, τίποτα λιγότερο τίποτα περισσότερο. Κατανοητό;»
Οι άνθρωποι γύρω του κατένευσαν, ή είπαν πως συμφωνούσαν.
Έτσι, λοιπόν, φτάνουμε στο τέλος, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος.
*
Το όχημα που του είχαν ετοιμάσει οι Απολλώνιοι ήταν μικρό, γρήγορο, και άριστα θωρακισμένο. Διέθετε τέσσερις παχείς τροχούς και ένα πυροβόλο, για περίπτωση ανάγκης.
Ο Τάμπριελ’λι άνοιξε τη μοναδική του θύρα και μπήκε, καθίζοντας μπροστά στο τιμόνι και κοιτάζοντας έξω απ’το παράθυρο. Περιμένοντας το σύνθημα για να ξεκινήσει.
Γύρω του μπορούσε να δει τους Απολλώνιους να ετοιμάζονται για μάχη, και να φεύγουν, κατευθυνόμενοι προς τα ανατολικά, προς την Ταλκασία και τον στρατό της Παντοκράτειρας.
Ο Τάμπριελ ήξερε ότι θα έπρεπε να προλειάνουν λίγο το έδαφος, προτού ξεκινήσει εκείνος.
Η αναμονή δεν του προκαλούσε άγχος. Ούτε είχε καμια αμφιβολία, ή κανέναν φόβο μέσα του, για εκείνο που σκόπευε να κάνει.
Το είχε δει. Είχε δει τον εαυτό του να δημιουργεί τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο. Και ό,τι κι αν ήταν εκείνο που τον καθοδηγούσε, αποκλείεται να τον οδηγούσε τώρα στο θάνατό του. Εξάλλου, είχε ακόμα τόσα άλλα να κάνει. Οι εικόνες δεν τελείωναν με αυτό τον στρόβιλο. Ο Τάμπριελ ήταν βέβαιος.
Έτσι, περίμενε.
Μέχρι που είδε το σύνθημα, και, πατώντας ένα κουμπί, ενεργοποίησε τα συστήματα του μικρού του οχήματος.
*
Ο Δράκοντας είχε εισβάλλει στην πόλη, κάνοντας ολόκληρα οικοδομήματα να σωριάζονται και να συνθλίβονται κάτω από τις ερπύστριές του, οι οποίες κατέστρεφαν τις καλοφτιαγμένες Απολλώνιες λεωφόρους. Κανένα από τα άρματα μάχης των υπερασπιστών της Ταλκασίας δεν μπορούσε να αναμετρηθεί μαζί του. Κανένα οπλικό σύστημα δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα ενοχλητικό έντομο γι’αυτόν. Κανένα αεροσκάφος δεν είχε τη δύναμη να του προκαλέσει σοβαρή ζημιά, προτού ο Δράκοντας το καταρρίψει.
Η Νικίτα Δεξιόχειρη στεκόταν μέσα στο κέντρο ελέγχου και έβλεπε τους πολεμιστές της να νικάνε ετούτη τη μάχη. Οι Απολλώνιοι είχαν, αναμφίβολα, πολεμήσει καλά, ή, τουλάχιστον, μανιασμένα, αλλά, στο τέλος, είχαν ηττηθεί, όπως ήταν αναπόφευκτο. Η Ταλκασία τώρα θα γινόταν δική της. Κι αφού γινόταν δική της, η Νικίτα σκόπευε να μάθει πώς ακριβώς μπορούσαν οι καταραμένοι Απολλώνιοι να κάνουν αυτό το κόλπο με τα μυαλά των στρατιωτών της. Σκόπευε να το μάθει και να το χρησιμοποιήσει η ίδια, σε μελλοντικές συγκρούσεις.
Επιπλέον, η Παντοκράτειρα, σίγουρα, θα ευχαριστιόταν πολύ, όταν η Νικίτα τής έφερνε ένα τέτοιο, καινούργιο όπλο.
«Στρατηγέ,» είπε ο Υποστράτηγος Φάνελμος.
Η Νικίτα στράφηκε για να τον κοιτάξει. «Τι είναι;»
«Μας επιτίθενται από τα δυτικά. Ο στρατός από τους Δασότοπους. Κι αυτή τη φορά, δε φαίνεται να είναι επικεντρωμένοι στον κλεφτοπόλεμο. Μας χτυπούν κατά μέτωπο.»
Η Νικίτα καταράστηκε, γιατί δεν το περίμενε τούτο. Και, σε διαφορετική περίπτωση, δε θα την ενδιέφερε· για να έκαναν κλεφτοπόλεμο, οι Απολλώνιοι δεν πρέπει να ήταν αρκετοί ώστε να της ορμήσουν ανοιχτά… ή, τουλάχιστον, ώς τώρα δεν ήταν. Τώρα, όμως, έχουμε χάσει πολλούς από τους μαχητές μας. Και ίσως αυτό να σημαίνει ότι είναι αρκετοί για να μας επιτεθούν και να μας προκαλέσουν πρόβλημα.
«Σταματήστε την προέλαση μέσα στην πόλη και αμυνθείτε. Θα διαλύσουμε, πρώτα, αυτούς και μετά θα πάρουμε την Ταλκασία,» πρόσταξε η Στρατηγός Νικίτα Δεξιόχειρη, που ποτέ δεν ήταν βιαστική. Τα πράγματα έπρεπε πάντοτε να γίνονται με τη σωστή σειρά. Η νίκη θα ερχόταν όταν η νίκη θα ερχόταν.
*
Ο Τάμπριελ είδε σε ποιο σημείο επιτίθονταν οι Απολλώνιοι μαχητές του Πρίγκιπα Ανδρόνικου· και είδε, επίσης, πως, πράγματι, ένα άνοιγμα εμφανιζόταν στις γραμμές των Παντοκρατορικών. Τους είχαν πιάσει σχετικά απροετοίμαστους, και δεν είχαν τον απαιτούμενο χρόνο να αντιδράσουν.
Αυτό, όμως, δε θα κρατήσει για πάντα, σκέφτηκε ο Τάμπριελ, που γνώριζε τις μεθόδους των Παντοκρατορικών στρατηγών από πρώτο χέρι.
Επιτάχυνε, βάζοντας το όχημά του να τρέξει σαν δαιμονισμένο.
Ελπίζω να είναι τόσο γερό όσο φαίνεται…
Πλάι του, είχε ανοιχτή τη συσκευή του επίκεντρου, και έβλεπε τώρα τους κρυστάλλους επάνω της να φωτίζουν. Πρώτα οι δύο, μετά κι ο τρίτος… μετά κι ο τέταρτος. Βρισκόταν ανάμεσα στις μηχανές εστίασης, στη σωστή απόσταση. Μπορούσε να δημιουργήσει τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο ακόμα και τώρα, αν ήθελε.
Αλλά δεν ήθελε.
Έπρεπε να φτάσει στο κέντρο της πόλης. Στις δίδυμες πολυκατοικίες, του είχε πει ο Ανδρόνικος, οι οποίες ενώνονται από δύο γέφυρες. Διότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχε ο Απολλώνιος Πρίγκιπας, εκεί βρισκόταν το Κέντρο Ελέγχου των Απολλώνιων Δυνάμεων της Ταλκασίας. Και εκεί, επίσης, πρέπει, κατά πάσα πιθανότητα, να βρισκόταν ο Λούσιος. Ο Κατακεραυνωτής. Μαζί με την Υφάντρα.
Ο Τάμπριελ αδιαφορούσε για το ποιοι ακριβώς ήταν αυτοί οι Οκτώ· ο Ανδρόνικος, όμως, έμοιαζε να τους θεωρεί πολύ επικίνδυνους, όπως επίσης κι όλοι οι άλλοι Απολλώνιοι. Επομένως, καλύτερα να είμαι προσεχτικός. Αν είναι, πράγματι, τόσο επικίνδυνοι και ισχυροί όσο λένε, ποτέ δεν ξέρεις τι δυνάμεις μπορεί να έχουν. Ίσως να προσπαθήσουν, με κάποιον τρόπο, να με σταματήσουν.
Αν και η αλήθεια ήταν ότι δεν μπορούσε να φανταστεί πώς ήταν δυνατόν να γνωρίζουν για τον ερχομό του…
Ο Τάμπριελ πέρασε από το άνοιγμα που είχαν δημιουργήσει γι’αυτόν οι μαχητές του Ανδρόνικου και μπήκε στους σφυροκοπημένους δρόμους της Ταλκασίας, διασχίζοντας καπνό και φωτιά, και χτυπώντας με το πλάι του οχήματός του έναν Παντοκρατορικό στρατιώτη, ο οποίος τινάχτηκε παραδίπλα, κοπανώντας πάνω σ’έναν τοίχο.
Το μικρό, θωρακισμένο όχημα έτρεξε προς το κέντρο της πόλης, με τους τροχούς και τις μηχανές του να γρυλίζουν.
*
Ο Λούσιος βρισκόταν στην αίθουσα τηλεπικοινωνιών του Κ.Ε.Α.Δ., όταν αισθάνθηκε τον κίνδυνο να έρχεται.
Κίνδυνος; Από πού;
Δεν ήταν μέσα στο δωμάτιο. Δεν ήταν κοντά του. Κι όμως ήταν παντού γύρω του. Τον απειλούσε άμεσα, σαν το πόδι ενός μυθικού γίγαντα, το οποίο βρισκόταν πάνω απ’το κεφάλι του, κρύβοντας τον ουρανό, έτοιμο να τον πατήσει.
Οι Παντοκρατορικοί;
Όχι, δεν ήταν αυτοί. Η απειλή τους δεν ήταν τόσο άμεση. Ο κίνδυνος που αισθανόταν ο Κατακεραυνωτής ερχόταν γρήγορα, πολύ γρήγορα. Ερχόταν τώρα.
Στράφηκε στην Υφάντρα, και είδε πως τα μάτια της ήταν στενεμένα, σα να προσπαθούσε να καταλάβει κάτι δυσνόητο. Αναμφίβολα, κι αυτή αισθανόταν τον κίνδυνο.
«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε.
«Επάνω,» είπε εκείνος. «Πάμε επάνω, να δούμε!» Και έτρεξε, έξω απ’την αίθουσα τηλεπικοινωνιών.
Η Κορνηλία τον ακολούθησε.
Ο Ιερώνυμος, ο Ταχύβιος, και όσοι άλλοι ήταν στο δωμάτιο τούς κοίταξαν παραξενεμένοι, μην ξέροντας πώς έπρεπε να αντιδράσουν.
Ο Λούσιος και η Κορνηλία μπήκαν στον ανελκυστήρα και ανέβηκαν στην οροφή της πολυκατοικίας.
«Από πού έρχεται;» είπε η Υφάντρα, όταν ήταν επάνω. Κοίταζε τριγύρω, προσπαθώντας να εστιάσει τις αισθήσεις της στα άλλα οικοδομήματα της Ταλκασίας, στους δρόμους, στους καπνούς, στις φωτιές.
Και τότε, το είδαν.
Ένα μικρό, θωρακισμένο όχημα, που ερχόταν τρέχοντας.
«Αυτό εκεί…» είπε ο Κατακεραυνωτής, κάτω απ’την ανάσα του, απορώντας πώς μπορεί ένα τόσο μικρό όχημα να ήταν απειλή, αλλά μην αμφιβάλλοντας ούτε στιγμή για τις αισθήσεις του.
Υψώνοντας το χέρι του, εξαπέλυσε παλλόμενη ενέργεια.
*
Ο Τάμπριελ είδε μια ξαφνική λάμψη πλάι του, κι αισθάνθηκε μια τρομερή δύναμη να χτυπά το όχημά του, συνοδευόμενη από έντονο κρότο.
Το όχημα ανατράπηκε.
Ο Τάμπριελ κραύγασε, καθώς ένιωσε το σώμα του να χτυπιέται, όχι μόνο από το αναποδογύρισμα, αλλά κι από κάποιου είδους ενέργεια, που έκανε μέχρι και τα κόκαλά του να πονέσουν.
Μούγκρισε, προσπαθώντας να κινήσει το δεξί του χέρι, που ήταν μουδιασμένο.
Οι κρύσταλλοι επάνω στο επίκεντρο ήταν όλοι αναμμένοι. Και οι τέσσερις. Φώτιζαν σαν μικρά άστρα.
Αυτό, σκέφτηκε ο Τάμπριελ, παλεύοντας να ξεμουδιάσει το χέρι του μέσα στο αναποδογυρισμένο όχημα, δεν το είχα δει.
Ήταν δυνατόν να είχε κάνει λάθος;
Πρέπει να ενεργοποιήσω το επίκεντρο!
Προσπάθησε να το φτάσει, αλλά, χτυπημένος καθώς ήταν, δεν μπορούσε, γιατί με την έκρηξη η συσκευή είχε πεταχτεί πίσω και μακριά του.
Τότε, είδε έναν από τους κρυστάλλους να σβήνει. Να νεκρώνεται.
*
Ο κίνδυνος δεν ερχόταν μόνο απ’το όχημα, συνειδητοποίησε ο Κατακεραυνωτής. Ερχόταν και από…
Στράφηκε, και το βλέμμα του έπεσε σ’ένα ελικόπτερο που περνούσε κοντά από το Κ.Ε.Α.Δ. Ένα μικρό ελικόπτερο, που ο έλικάς του βούιζε δυνατά καθώς περιστρεφόταν. Ένα Απολλώνιο ελικόπτερο.
Ο Κατακεραυνωτής δε δίστασε. Υψώνοντας το χέρι του, εξαπέλυσε ξανά την οργή του.
*
Ο πιλότος του ελικοπτέρου περνούσε κοντά από τις δίδυμες πολυκατοικίες –το μέρος γύρω από το οποίο ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος είχε προστάξει να συγκεντρωθούν–, όταν είδε κάποιου είδους ενέργεια να έρχεται από εκεί. Μια ενέργεια που έμοιαζε με αστραπή.
Προσπάθησε να την αποφύγει, στρέφοντας γρήγορα το πηδάλιο. Μα δεν μπορούσε· ήταν ήδη πολύ αργά.
Ο πιλότος ούρλιαξε, καθώς οι αστραπές τύλιξαν το αεροσκάφους του και τον ίδιο, καρβουνιάζοντας τη σάρκα του και διαλύοντας τα κόκαλά του.
Το ελικόπτερο έχασε την πορεία του και κινήθηκε, σπειροειδώς, προς τα κάτω, για να κοπανήσει επάνω στη μία από τις δύο πολυκατοικίες του Κ.Ε.Α.Δ., κάνοντάς τη να τρανταχτεί συθέμελα και διαλύοντας τζάμια και τοίχους.
Η έκρηξη που ακολούθησε ήταν πανίσχυρη και εκτυφλωτική, καθώς οι ενεργειακές φιάλες που μετέφερε το ελικόπτερο, για να χρησιμοποιηθούν από τη μηχανή εστίασης, εξερράγησαν.
Η πολυκατοικία κατέρρευσε από τη μέση και πάνω.
Ο Λούσιος και η Κορνηλία, που βρίσκονταν στην οροφή της διπλανής πολυκατοικίας, ατένιζαν το θέαμα έκπληκτοι. Αποσβολωμένοι.
*
Ο Τάμπριελ ήταν ζαλισμένος, αλλά καταλάβαινε ότι δεν μπορούσε να φτάσει το επίκεντρο, εκεί όπου αυτό βρισκόταν. Είχε παγιδευτεί στη θέση του οδηγού. Ωστόσο, το χέρι του είχε αρχίσει να ξεμουδιάζει, κι αυτό ήταν καλό.
Δεν υπάρχει μόνο ένας δρόμος για να πάει κανείς εκεί που θέλει, σκέφτηκε ο θολωμένος του νους. Μπορώ να το κάνω κι αλλιώς.
Η μοναδική πόρτα του οχήματος ήταν πλάι του, και δεν ήταν μπλοκαρισμένη, έτσι όπως είχε αυτό γυρίσει. Ο Τάμπριελ την άνοιξε και βγήκε, παραπατώντας και πέφτοντας ανάμεσα στις πέτρες του κατασφυροκοπημένου δρόμου. Παρατήρησε ότι το δεξί του πόδι αιμορραγούσε.
Το επίκεντρο. Πρέπει τώρα να βγάλω το επίκεντρο από το όχημα–
Δυνατός θόρυβος από πάνω του. Σαν… έλικας που περιστρεφόταν.
Αισθάνθηκε τον αέρα ενός ελικοπτέρου να παίρνει τα μακριά, λευκά του μαλλιά, καθώς είχαν ξεφύγει απ’την αλογοουρά όπου ήταν δεμένα. Ύψωσε το βλέμμα του και κοίταξε.
Ένα από τα ελικόπτερα με τις μηχανές εστίασης.
Το κατάλευκο πρόσωπο της Ανταρλίδας φάνηκε από την ανοιχτή του θύρα. «Τάμπριελ!» φώναξε η Μαύρη Δράκαινα. «Πιάσου εδώ!» Προφανώς, αναφερόταν στην οριζόντια ράβδο που ένωνε τα πόδια του ελικοπτέρου. «Γρήγορα!»
«Το επίκεντρο!» είπε εκείνος. «Πρέπει να βγάλουμε το επίκεντρο από μέσα!»
Η Ανταρλίδα προσγείωσε το ελικόπτερο καμια δεκαπενταριά μέτρα παραπέρα, και πήδησε έξω, τρέχοντας προς τον Τάμπριελ–
–κι εκείνη τη στιγμή, ο Τάμπριελ’λι είδε αστραπές να έρχονται από ψηλά, χτυπώντας το ελικόπτερο και κάνοντάς το να εκραγεί, εκτοξεύοντας ολόγυρα τα κομμάτια του.
Συγχρόνως, ο Τάμπριελ σωριαζόταν, για να καλυφτεί.
Η Ανταρλίδα έπεσε, επίσης, στο δρόμο. Μπρούμυτα, κρύβοντας το κεφάλι με τα χέρια της.
Πυκνός καπνός τύλιξε τα πάντα.
Ο Τάμπριελ είδε τη Μαύρη Δράκαινα να ξεπροβάλλει, βήχοντας και πλησιάζοντάς τον.
«Το επίκεντρο,» της είπε, βήχοντας κι εκείνος, καθώς σηκωνόταν μετά δυσκολίας στα πόδια του. «Στο όχημα.»
Η Ανταρλίδα βούτηξε μέσα στο αναποδογυρισμένο όχημα και, ύστερα από μια στιγμή, βγήκε, κρατώντας στα χέρια της τη συσκευή και δίνοντάς την στον Τάμπριελ. «Πρέπει να φύγουμε,» του είπε. «Πρέπει να τρέξουμε.» Και τον τράβηξε απ’τον καρπό.
Εκείνος την ακολούθησε, παραπατώντας «Όχι…!» έκρωξε, νιώθοντας το λαιμό του ξερό. «Όχι…!»
Πίσω τους, αστραπές έπεσαν, περνώντας μέσα απ’τους καπνούς και χτυπώντας το όχημα και τον δρόμο. Η έκρηξη που έγινε δεν ήταν ούτε κατά διάνοια τόσο ισχυρή όσο η προηγούμενη, καθώς το μικρό τετράτροχο δεν είχε μέσα του παρά μία ενεργειακή φιάλη. Η προηγούμενη έκρηξη πρέπει να είχε κάνει λάκκο στη γη, υπέθετε ο Τάμπριελ, γιατί δεν είχε καταφέρει να τον δει, λόγω του καπνού.
«Δύο ελικόπτερα έχουν καταστραφεί,» του είπε η Ανταρλίδα, καθώς έτρεχαν. «Το δικό μου κι άλλο ένα.»
Ο Τάμπριελ είδε επάνω στη συσκευή του ότι μόνο οι δύο κρύσταλλοι φώτιζαν.
«Δε μπορούμε να δημιουργήσουμε τον στρόβιλο,» συνέχισε η Ανταρλίδα, βήχοντας. «Ας επιστρέψουμε–»
«Όχι!» Ο Τάμπριελ σταμάτησε να τρέχει, κι εκείνη σταμάτησε μαζί του. Το δάχτυλό του πήγε πάνω στο κουμπί του επίκεντρου.
«Τι κάνεις;» είπε η Μαύρη Δράκαινα. «Δε θυμάσαι τι είπε ο Δαίδαλος;»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Θυμάμαι…»
Θυμόταν πως, στην εικόνα που είχε δει να περνά απ’το μυαλό του σαν παλιά φωτογραφία, κρατούσε μια συσκευή, κι επάνω της… άναβαν και οι τέσσερις κρύσταλλοι; Όχι· οι δύο άναβαν. Ναι, ήταν βέβαιος. Οι δύο, κι εκείνος είχε δημιουργήσει τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο.
«Θυμάμαι.»
Πάτησε το κουμπί.
«Τάμπριελ!»
Είδε την εικόνα που ήταν στο μυαλό του να γίνεται πραγματικότητα.
*
Οι μηχανές εστίασης που ήταν προσαρμοσμένες στα δύο ελικόπτερα έλαβαν το σήμα και ενεργοποιήθηκαν. Η αποθηκευμένη ενέργεια εκτοξεύτηκε από τις μουσούδες τους, που προεξείχαν από τα μικρά αεροσκάφη.
Εκτοξεύτηκε σαν πίδακας νερού.
Δύο πίδακες ενέργειας, που, καθώς απομακρύνονταν απ’την πηγή προέλευσής τους, μεγάλωναν, άνοιγαν, σαν χωνιά. Για να συναντηθούν, τελικά, στο σημείο εστίασης.
Στο πέρασμά τους, η πραγματικότητα αλλοιωνόταν. Στροβιλιζόταν και διαλυόταν.
Ένα παραπέτασμα δημιουργήθηκε. Ένα μαχαίρι, που ξεκινούσε από τη γη και έφτανε μέχρι τον ουρανό: μέχρι πιο ψηλά απ’τον ουρανό. Άρχιζε εκεί όπου άρχιζε η διάσταση της Απολλώνιας και τελείωνε εκεί όπου τελείωνε η διάσταση της Απολλώνιας. Από το ένα σημείο στο άλλο. Κάθετα.
Και γύρω απ’το παραπέτασμα, γύρω απ’το λεπίδι, η πραγματικότητα βούλιαζε. Βούλιαζε σαν να ήταν νερό. Σαν, ξαφνικά, ένα οριζόντιο χάσμα να είχε ανοίξει στον πάτο μιας λίμνης.
*
«Τι είν’αυτό, μάγε; Τι συμβαίνει;» ούρλιαξε η Νικίτα, καθώς είδε εμπρός της τα οικοδομήματα της πόλης να θολώνουν, να περιστρέφονται, και να διαλύονται σε μια χαώδη θάλασσα χρωμάτων και σχηματισμών που ο νους της αδυνατούσε να κατανοήσει και, ως εκ τούτο, σβήνονταν απ’τη μνήμη της αμέσως μόλις είχαν αποτυπωθεί.
Ο δρόμος μπροστά από τον Δράκοντα έμοιαζε να έχει πάρει μια αφύσικη κλίση. Προς τα κάτω, θα μπορούσε να την αποκαλέσει κανείς. Αλλά δεν ήταν ακριβώς προς τα κάτω. Ήταν προς… αλλού. Προς κάποιο ακατονόμαστο μέρος. Προς κάποια, ίσως, άγνωστη διάσταση.
Η Νικίτα έβλεπε, από το παράθυρο του κέντρου ελέγχου, τους στρατιώτες της να γλιστρούν επάνω στον δρόμο, χωρίς να πέφτουν. Να γλιστρούν, ενώ ακόμα στέκονταν όρθιοι. Να παρασέρνονται από εμπρός της, σαν ξύλινα στρατιωτάκια επάνω σε βάσεις, που κάποιος τα τραβούσε με σπάγκο. Οι στρατιώτες της απομακρύνονταν και βυθίζονταν μέσα στο ασύλληπτο χάος, ενώ εκφράσεις τρόμου και πανικού υπήρχαν στα πρόσωπά τους. Ορισμένοι απ’αυτούς είχαν στραφεί απ’την άλλη και προσπαθούσαν να τρέξουν, να ξεφύγουν· μα, όσο κι αν έτρεχαν, δεν μπορούσαν να σωθούν, αφού η ίδια η γη έμοιαζε να κινείται κάτω απ’τα πόδια τους, λες και βρίσκονταν μέσα σε εφιάλτη.
«Σταμάτησέ το, μάγε! Σταμάτησέ το!» φώναξε η Νικίτα, καθώς καταλάβαινε ότι κι ο Δράκοντας παρασυρόταν από αυτή την αφύσικη κλίση.
«Δεν μπορώ!» απάντησε ο Μέμντουρ’χοκ· και, για πρώτη φορά, η Νικίτα παρατήρησε πανικό στη φωνή του. Απόλυτο πανικό, και τρόμο. «Είναι ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος, Στρατηγέ! Ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος!»
Υπερδιαστασιακός στρόβιλος; Η Νικίτα είχε ξανακούσει γι’αυτούς· ήξερε πόσο επικίνδυνοι ήταν· μα ποτέ πριν δεν είχε συναντήσει έναν.
Τι είχαν κάνει οι Απολλώνιοι; Τι είχαν κάνει;
Ήταν τελείως τρελοί;
Η Νικίτα ούρλιαξε, καθώς ο Δράκοντας βούλιαζε, γλιστρώντας πάνω στην αλλοιωμένη πραγματικότητα της Απολλώνιας.
*
Ο Λούσιος αισθάνθηκε το σαγόνι του να χαλαρώνει, βλέποντας την υπερκόσμια λεπίδα που έσχιζε την Απολλώνια από πάνω ώς κάτω και άρχιζε να τη ρουφά μέσα από το άνοιγμα που είχε δημιουργήσει.
«Τι παραφροσύνη είναι τούτη;» έκρωξε. «Τι έκανε ο αδελφός μου!» Γιατί ήταν βέβαιος ότι γι’αυτό ευθυνόταν ο Ανδρόνικος. Τα ελικόπτερα που είχε καταστρέψει, και το ελικόπτερο που είχε αποτύχει να καταστρέψει (καθώς πετούσε πολύ μακριά για να το χτυπήσει), ήταν όλα Απολλώνια, όχι Παντοκρατορικά.
«Πρέπει να φύγουμε!» είπε η Κορνηλία, τρέχοντας προς το δικό τους ελικόπτερο, που βρισκόταν στην ταράτσα της πολυκατοικίας.
Ο Λούσιος έκρινε πως μιλούσε λογικά. Ο κίνδυνος ήταν πολύ έντονος. Τον αισθανόταν. Αλλά δε χρειαζόταν να τον αισθάνεται· μπορούσε, άνετα, να τον δει. Η υπερκόσμια κουρτίνα, που έπεφτε σαν καταρράκτης χάους από τους ουρανούς, έμοιαζε να προσπαθεί να παρασύρει τα πάντα εντός της.
Ανέβηκε στο ελικόπτερο, μαζί με την Κορνηλία, και κάθισε στη θέση του πιλότου. Το ενεργοποίησε, και πέταξαν από την ταράτσα της πολυκατοικίας.
Γρήγορα.
Γρήγορα.
Κάτι, όμως, τους παρέσερνε. Κάτι τούς τραβούσε πίσω, προς το χάος, παρότι η υπερκόσμια λεπίδα είχε δημιουργηθεί σε αρκετή απόσταση από το Κ.Ε.Α.Δ.
«Λούσιε!» ούρλιαξε η Κορνηλία. «Τι κάνεις; Απομάκρυνέ μας!»
«Δεν μπορώ,» γρύλισε εκείνος, στρέφοντας το πηδάλιο απότομα.
Η στροφή του ήταν απρόσεκτη, και το πλάι του ελικοπτέρου κοπάνησε πάνω σε μια πολυκατοικία. Ο έλικάς του ακούστηκε να σπάει.
«Όχι!» έτριξε τα δόντια ο Λούσιος. «Όχι!…»
Προσπάθησε να κρατήσει το αεροσκάφος ψηλά, μα ήταν αδύνατον. Έχανε πολύ γρήγορα ύψος.
Πρέπει, τουλάχιστον, να το προσγειώσω ομαλά.
Το κατέβασε προς έναν απ’τους μεγάλους δρόμους της Ταλκασίας, και–
–το ελικόπτερο αναπήδησε, προσκρούοντας στο έδαφος. Ανατράπηκε, ενώ τα τζάμια του έσπαγαν και το μεταλλικό του περίβλημα τσακιζόταν.
Ο Λούσιος χτύπησε το κεφάλι του στην οροφή, και αίμα έπεσε στα μάτια του. Καταράστηκε κάτω απ’την ανάσα του.
Η Κορνηλία έπιασε το χέρι του. «Λούσιε…» είπε, ξέπνοα. «Έλα… Πρέπει να φύγουμε!»
Εκείνος την ακολούθησε, έξω απ’το ελικόπτερο, στον δρόμο, που ήταν γεμάτος πέτρες και διαφόρων ειδών κομμάτια και θρύψαλα, από γυαλιά, μέταλλα, και ξύλα.
Ψηλάφισε το κεφάλι του, περνώντας το χέρι του μέσα απ’τα μαλλιά του. Αισθάνθηκε αίμα να υγραίνει τα δάχτυλά του.
Φιγούρες κινήθηκαν γύρω από εκείνον και την Κορνηλία.
Ο Λούσιος βλεφάρισε, ξαφνιασμένος. Αλλά δεν ήταν εχθροί. Ήταν Απολλώνιοι στρατιώτες.
«Μεγαλειότατε,» είπε ένας απ’αυτούς, καθώς πλησίαζαν.
«Πρέπει να φύγουμε,» έκρωξε ο Λούσιος. «Πρέπει να υποχωρήσουμε, τώρα. Έξω απ’την Ταλκασία, μακριά.»
Ο στρατιώτης κατένευσε, και έδωσε διαταγές στους υπόλοιπους.
Άρχισαν να τρέχουν, ενώ η ίδια η διάσταση έμοιαζε να προσπαθεί να τους τραβήξει κάπου αλλού. Η ίδια η πραγματικότητα ήταν εναντίον τους.
*
«Τι!» έκανε ο Δαίδαλος, έκπληκτος, ενώ, συγχρόνως, ο Ανδρόνικος πρόσταζε τους μαχητές του, μέσω του τηλεπικοινωνιακού πομπού: «Πρίγκιπας Ανδρόνικος προς όλες τις μονάδες: Υποχωρήστε! Πρίγκιπας Ανδρόνικος προς όλες τις μονάδες: Υποχωρήστε! Υποχωρήστε! Επιστρέψτε στις αρχικές σας θέσεις!»
Ο Οδυσσέας, που ήταν στο τιμόνι του μεγάλου, αρματωμένου οχήματος, το έκανε να στρίψει. Το γύρισε προς τα δυτικά, για ν’απομακρυνθούν απ’την Ταλκασία και τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο.
Ο Δαίδαλος, ωστόσο, κοίταζε πίσω. «Κάτι δεν πήγε καλά!» είπε. «Δεν έπρεπε να είναι έτσι!»
«Τι εννοείς;» τον ρώτησε ο Αυγερινός.
«Αυτός δεν είναι ο στρόβιλος που είχα σχεδιάσει!» εξήγησε ο μάγος. «Αυτός είναι στρόβιλος δύο σημείων, όχι τεσσάρων!»
«Γιατί;» ρώτησε η Ιωάννα.
«Οι άλλες δύο μηχανές εστίασης πρέπει να καταστράφηκαν,» είπε ο Δαίδαλος. «Ή πρέπει να ήταν εκτός εμβέλειας, όταν ο Τάμπριελ’λι ενεργοποίησε το επίκεντρο.»
«Ο στρόβιλος, όμως, δημιουργήθηκε,» είπε ο Ανδρόνικος. «Επομένως, η δουλειά μας έγινε, σωστά;»
«Όχι ακριβώς, Πρίγκιπά μου,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος. «Ετούτος ο στρόβιλος είναι σαν κουρτίνα, δεν βλέπεις; Σαν ρήγμα που ρουφά τη διάσταση. Αυτός που είχα σχεδιάσει εγώ ήταν σαν δίνη. Ο Κατακεραυνωτής δε θα μπορούσε εύκολα να τον αποφύγει– θα ήταν αδύνατο να τον αποφύγει, από τη στιγμή που θα βρισκόταν κοντά του–»
«Αυτόν, όμως, τον στρόβιλο μπορεί να τον αποφύγει;» ρώτησε ο Αυγερινός.
«Πολύ πιο εύκολα. Αλλά τούτο δεν είναι το μόνο πρόβλημα. Ο στρόβιλος που κοιτάζετε είναι πιο επικίνδυνος για την ίδια την Απολλώνια, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να αρχίσει να επεκτείνεται προς τα σημεία έναρξής του.»
«Δηλαδή;» είπε ο Ανδρόνικος.
«Δηλαδή, Πρίγκιπά μου, η κουρτίνα που βλέπετε πιθανώς να μεγαλώσει και να μεγαλώσει και να μεγαλώσει, διχοτομώντας, στο τέλος, ολόκληρη τη διάσταση.»
Ο Ανδρόνικος αισθάνθηκε ένα ρίγος να τον διαπερνά πατόκορφα και να κάνει τις τρίχες του να ορθώνονται.
Ο υπερδιαστασιακός στρόβιλος είχε, προς το παρόν, σταθεροποιηθεί. Δε φαινόταν να είναι έτοιμος να επεκταθεί κι άλλο. Έμοιαζε σαν λεπίδα, που είχε χωρίσει την Ταλκασία στα δύο. Μια λεπίδα που ξεκινούσε από τα ψηλότερα στρώματα του ουρανού και τελείωνε στη γη. Μια λεπίδα ασύλληπτων σχηματισμών και χαοτικών χρωμάτων.
Η πόλη δεξιά κι αριστερά από τον στρόβιλο είχε βουλιάξει. Είχε γείρει προς μια αφύσικη κατεύθυνση, και πολλά οικοδομήματα και δρόμοι της είχαν εξαφανιστεί, ενώ άλλα είχαν πάρει σχήματα που, κανονικά, δε θα μπορούσαν να έχουν. Θύμιζαν διαστρεβλωμένους αντικατοπτρισμούς: κάτι το μη-πραγματικό. Μόνο που ήταν πραγματικό. Πραγματικό, καθώς διέλυε την πραγματικότητα της Απολλώνιας και εφάρμοζε τον δικό του άνομο νόμο.
Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος είπε στον Οδυσσέα να γυρίσει, να πλησιάσουν πάλι την Ταλκασία, από την άλλη μεριά του στροβίλου, για να δουν ποιοι είχαν επιζήσει από τους Απολλώνιους. Οι Παντοκρατορικοί που είχαν επιζήσει υποχωρούσαν, άτακτα, προς τα βόρεια και τα ανατολικά. Δεν έμοιαζαν να ενδιαφέρονται πλέον για την κατάκτηση της πόλης.
Ο Οδυσσέας έστριψε το μεγάλο, εξάτροχο όχημα και το κατεύθυνε ξανά προς την Ταλκασία, από τη νότιά της μεριά.
Ο Ανδρόνικος πρόσταξε, μέσω τηλεπικοινωνιακού πομπού, μερικούς από τους πολεμιστές του να ακολουθήσουν. Έτσι, ελικόπτερα και οχήματα μαζεύτηκαν γύρω τους.
Ύστερα, είπε: «Κύριε Δαίδαλε, δε βλέπω ο στρόβιλος να επεκτείνεται άλλο.»
«Αυτό δε σημαίνει πως δε θα επεκταθεί και στο μέλλον,» αποκρίθηκε ο μάγος. «Ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος με δύο αρχικά σημεία είναι πολύ, πολύ ασταθής. Γι’αυτό είχα εξαρχής πει ότι πρέπει να έχουμε τέσσερις μηχανές εστίασης. Ακόμα και τρεις να είχαμε, πάλι επικίνδυνος θα ήταν. Όχι, βέβαια, τόσο επικίνδυνος όσο τώρα, αλλά το παραμικρό θα μπορούσε να τον αποσταθεροποιήσει. Ετούτος εδώ δεν χρειάζεται καν το παραμικρό· μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να επεκταθεί από μόνος του.»
«Μπορούμε, κάπως, να τον διαλύσουμε;»
«Τα πάντα είναι δυνατά, Πρίγκιπά μου. Θα πρέπει, όμως, να το μελετήσω.»
Το όχημά τους πέρασε, εξ αποστάσεως, από το σημείο που ο στρόβιλος διχοτομούσε την Ταλκασία και βρέθηκε στην άλλη της μεριά, νοτιοανατολικά. Οι επιβάτες του –ο Ανδρόνικος, ο Δαίδαλος, ο Οδυσσέας, ο Αυγερινός, και η Ιωάννα– κοίταζαν τις παρυφές της πόλης. Κοίταζαν να δουν αν κανείς έφευγε από εκεί. Διότι, αναμφίβολα, οι Απολλώνιοι νότια θα πήγαιναν, όχι βόρεια, όπου οι περιοχές ήταν ελεγχόμενες από τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας.
Και πράγματι, είδαν κάμποσους ανθρώπους να βγαίνουν από την Ταλκασία. Καμια εκατοστή, ίσως, στο σύνολό τους. Στρατιώτες, απ’ό,τι φαινόταν.
Ο Ανδρόνικος ζήτησε να τους πλησιάσουν, και τους πλησίασαν με τη συνοδεία των υπόλοιπων οχημάτων και αεροσκαφών που είχε καλέσει.
Όταν βρίσκονταν κοντά στους Απολλώνιους που έφευγαν από την πόλη, σταμάτησαν. Ο Ανδρόνικος άνοιξε μια θύρα του οχήματός του και βγήκε, ατενίζοντας τους φανερά ταλαιπωρημένους στρατιώτες αντίκρυ του.
Και τότε, ανάμεσά τους ξεχώρισε τον Λούσιο, ο οποίος, βλέποντας επίσης τον αδελφό του, ξεπρόβαλε, για να σταθεί μπροστά από τους Απολλώνιους πολεμιστές. Στο πλευρό του ήταν η Κορνηλία.
Οι υπόλοιποι επιβάτες του εξάτροχου οχήματος είχαν, επίσης, βγει, και ο Αυγερινός είπε: «Ο Κατακεραυνωτής και η Υφάντρα…»
«Μπορούμε να τους αιχμαλωτίσουμε, Πρίγκιπά μου,» είπε ο Οδυσσέας. «Είναι φανερό αυτό.»
«Ανδρόνικε!» φώναξε, εκείνη τη στιγμή, ο Λούσιος, και ο Ανδρόνικος είδε τα μάτια του αδελφού του να γυαλίζουν αφύσικα. Η δύναμη του Κατακεραυνωτή… «Μας κατέστρεψες όλους!» Ο Λούσιος ύψωσε το χέρι του, δείχνοντας τον στρόβιλο. «Αυτό το πράγμα θα καταβροχθίσει την Ταλκασία ολόκληρη! Έχει ήδη σκοτώσει τόσους από τους στρατιώτες μου! Είσαι ΠΡΟΔΟΤΗΣ, Ανδρόνικε! Και, ως προδότη, σε καταδικάζω σε ΘΑΝΑΤΟ!» Ο Κατακεραυνωτής έπαψε να δείχνει τον στρόβιλο και, στρέφοντας το χέρι του προς τον Ανδρόνικο, εξαπέλυσε αστραπές μέσα από τη χούφτα του.
Εκείνος, παρότι ξαφνιασμένος, προσπάθησε να κάνει στο πλάι, για ν’αποφύγει την καταστροφική ενέργεια. Δε θα προλάβαινε, όμως· ήταν βέβαιος. Οι αστραπές θα τον τύλιγαν και θα τον καρβούνιαζαν…
…αν ο Αυγερινός δεν πεταγόταν εμπρός του, βαστώντας το ξίφος του γυμνό.
Η λεπίδα γυάλιζε με μια έντονη γαλανή ακτινοβολία, και η καταστροφική δύναμη του Κατακεραυνωτή μαζεύτηκε επάνω της, σαν να ήταν μαγνήτης, και διαλύθηκε τριγύρω, στον αέρα. Ο Αυγερινός ήταν φανερό πως ίσα που κατάφερε να κρατηθεί στα πόδια του και να μην πέσει.
Στράφηκε να κοιτάξει τον Ανδρόνικο –τα μάτια του ήταν γεμάτα γαλανό φως–, και είπε: «Το ξίφος σας, Πρίγκιπά μου. Τραβήξτε το ξίφος σας.»
Ο Ανδρόνικος τράβηξε τον Κελευστή από το θηκάρι του, και είδε ότι η λεπίδα γυάλιζε όπως η λεπίδα του Αυγερινού. Ή, μάλλον, δυνατότερα.
Μια κραυγή βγήκε απ’το στόμα του Λούσιου. Μια κραυγή που, κανονικά, δε θα έπρεπε να μπορεί να βγει από στόμα ανθρώπου.
Μα τον Απόλλωνα, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος, ατενίζοντάς τον, αυτός δεν είναι ο αδελφός μου. Αυτός δεν είναι ο αδελφός μου, ο Λούσιος. Αυτός είναι κάποιος που δεν ξέρω. Ο Κατακεραυνωτής.
«Λούσιε!» φώναξε. «Είσαι υπηρέτης του Μαύρου Νάρζουλ, και δεν έχεις θέση στον Κυανό Θρόνο, ούτε στην Απολλώνια! Σου δίνω την επιλογή να αυτοεξοριστείς από τη διάσταση, αλλιώς θα σε καταδικάσω σε θάνατο!»
«Α-χα-χα-χα-χα-χα!» γέλασε ο Κατακεραυνωτής. «Θα με καταδικάσεις σε θάνατο; ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΜΕ ΣΚΟΤΩΣΕΙΣ ΕΜΕΝΑ! ΟΥΤΕ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΜΕ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙΣ!» Η φωνή του αντήχησε σαν βροντή. Το σώμα του είχε περιτριγυριστεί από παλλόμενη ενέργεια που έμοιαζε με αστραπές. Ύψωσε πάλι το χέρι του και αστραπές εκτοξεύτηκαν.
Ο Ανδρόνικος έθεσε το βασιλικό του ξίφος εμπρός του, σαν ασπίδα, και οι αστραπές διαλύθηκαν. Απορροφήθηκαν πλήρως από τη λεπίδα. Εξαφανίστηκαν. Το σπαθί του Αυγερινού δεν το είχε κάνει αυτό, παρατήρησε· είχε απλώς διασκορπίσει την καταστροφική δύναμη.
Ο Ανδρόνικος διέγραψε, στον αέρα εμπρός του, το Κάλεσμα.
Τα μάτια του Λούσιου στένεψαν, ατενίζοντάς τον. Μάλλον, δεν το περίμενε τούτο. Τώρα, όμως, που είχε συμβεί, αν το αγνοούσε, θα ήταν μεγάλη ατίμωση γι’αυτόν, καθώς τόσοι στρατιώτες τον κοίταζαν. Ο Λούσιος δεν μπορούσε να το αγνοήσει, αν ήθελε να βγει νικητής και να καθίσει εκείνος στον Κυανό Θρόνο, αντί για τον αδελφό του.
Τράβηξε το ξίφος του απ’τη μέση.
Ο Δαίδαλος πλησίασε τον Ανδρόνικο και του ψιθύρισε: «Μπορείς να σκοτώσεις το σώμα του αδελφού σου, Πρίγκιπά μου, αλλά το πνεύμα του Κατακεραυνωτή δεν μπορείς να το σκοτώσεις.»
«Το ξέρω,» αποκρίθηκε εκείνος, δίχως να στραφεί να κοιτάξει τον μάγο. «Τα έχουμε ξανασυζητήσει, πολλές φορές.»
Απομακρύνθηκε από τον Δαίδαλο και τους υπόλοιπους συντρόφους του, για να συναντήσει τον Λούσιο στα μισά της απόστασης ανάμεσα σ’αυτούς και τους στρατιώτες που είχαν φύγει από την Ταλκασία. Το χιόνι που έστρωνε το έδαφος έτριζε κάτω απ’τις μπότες του.
«Μέχρι θανάτου!» φώναξε ο Λούσιος. «Συμφωνείς, Ανδρόνικε;»
«Συμφωνώ.»
Ο Λούσιος σπάθισε, και τα ξίφη τους διασταυρώθηκαν.
Το Γαλανό Φως του Απόλλωνα άστραψε κατά μήκος της λεπίδας του Κελευστή. Αλλά ο Κατακεραυνωτής δε φάνηκε να πτοείται από τούτο. Τα μάτια του ήταν αστραπές, και ένα λυσσασμένο μειδίαμα διαγραφόταν στο πρόσωπό του.
«Γιατί το έκανες αυτό;» είπε ο Ανδρόνικος, καθώς τα σπαθιά τους άρχισαν να συγκρούονται και να συγκρούονται και να συγκρούονται, ενώ οι δυο τους κινούνταν ευέλικτα σαν χορευτές, χρησιμοποιώντας κινήσεις ξιφομαχίας που είχαν μάθει από μικρά παιδιά, κινήσεις που τους ήταν δευτέρα φύση.
Ο Κατακεραυνωτής γέλασε. «Γιατί έκανα ποιο, προδότη; Γιατί αποφάσισα να σώσω το βασίλειό μας; –Κάποιος έπρεπε να το κάνει!»
«Γιατί στράφηκες στη θρησκεία του Μαύρου Νάρζουλ;» ρώτησε ο Ανδρόνικος, προσπαθώντας να αγνοήσει τις προσβολές του αδελφού του (αν μπορούσε πλέον να τον αποκαλεί έτσι) και ξιφομαχώντας μηχανικά.
«Επειδή είναι ο μόνος τρόπος για να πολεμήσουμε την Παντοκράτειρα, ανόητε!» γρύλισε ο Λούσιος, πηγαίνοντας για τα πόδια του Ανδρόνικου.
Ο Ανδρόνικος απέκρουσε, αναστρέφοντας το ξίφος του.
«Και επειδή εγώ δεν είμαι ανόητος! Θα μείνω εδώ και θα υπερασπιστώ το βασίλειο! Με ό,τι τρόπο κι αν χρειαστεί!» φώναξε ο Λούσιος, αποκρούοντας εκείνος τώρα το σπαθί του Ανδρόνικου, που πήγαινε για το στήθος του.
Δεν καταλαβαίνει, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος. Δεν καταλαβαίνει τη ζημιά που κάνει στην Απολλώνια με την απελευθέρωση των Οκτώ. Δεν καταλαβαίνει ούτε καν τη ζημιά που έχει κάνει στον εαυτό του. Οπισθοχώρησε, καθώς απέκρουε απανωτές σπαθιές. Η δύναμη του Κατακεραυνωτή ήταν, αναμφίβολα, μεγάλη. Μεγαλύτερη απ’ό,τι θυμόταν ποτέ ο Ανδρόνικος να είναι του αδελφού του.
Ο Λούσιος σε φυλάκισε –η σκέψη πέρασε ακούσια απ’το νου του, καθώς απέφευγε μια από τις μανιασμένες σπαθιές και επιχειρούσε να χτυπήσει τον αντίπαλό του στα πλευρά– και προσπάθησε να σε τρελάνει, μέσα στα Σκοτεινά Κελιά.
Η σπαθιά του Ανδρόνικου έσχισε τα ρούχα του Κατακεραυνωτή. Δάγκωσε τη σάρκα του, εκτόξευσε αίμα. Προσπάθησε, επίσης, να τρελάνει τη Βασιλική και τη μητέρα μας!
«Λούσιε!» φώναξε η Κορνηλία.
Ο Λούσιος παραπάτησε, αλλά δεν έπεσε. Επιτέθηκε πάλι στον Ανδρόνικο. Οι λεπίδες τους χτύπησαν η μία πάνω στην άλλη, ξανά και ξανά και ξανά. Η κάπα του Ανδρόνικου σχίστηκε σ’ένα σημείο, αλλά εκείνος δεν τραυματίστηκε· και μετά, το σπαθί του κάρφωσε τον Κατακεραυνωτή στο στήθος, διαπερνώντας τον και ξεπροβάλλοντας, αιματοβαμμένο, από την πλάτη του.
Το ξίφος του Λούσιου έπεσε απ’τη γροθιά του. Τα χέρια του έπιασαν τη λεπίδα που άστραφτε με γαλανό φως, προσπαθώντας να την τραβήξουν έξω. Τα μάτια του είχαν διασταλθεί, και αίμα έτρεχε απ’τα ρουθούνια και το στόμα του.
Ο Ανδρόνικος τράβηξε πίσω τον Κελευστή, αφήνοντας το σώμα του αδελφού του να γλιστρήσει από τη λεπίδα και να σωριαστεί στο χιονισμένο έδαφος, κάνοντάς το κατακόκκινο.
Καθώς, όμως, ο Λούσιος έπεφτε, κάτι έμεινε στη θέση του.
Μια μαύρη μορφή, καρφωμένη στην άκρη του Κελευστή. Μια μελανή, ανθρωπόμορφη φιγούρα με μάτια σαν αστραπές, η οποία ούρλιαξε και έμοιαζε κι αυτή να προσπαθεί να ελευθερωθεί απ’το ξίφος, που την κρατούσε επίμονα. Ο Ανδρόνικος μπορούσε να δει από μέσα της, καθώς ήταν ημιδιαφανής.
Το πνεύμα του Κατακεραυνωτή;…
«Καρφώστε το στο έδαφος, Πρίγκιπά μου!» φώναξε ο Αυγερινός, πλησιάζοντας γρήγορα. «Καρφώστε το ξίφος στο έδαφος!»
Ο Ανδρόνικος το έκανε. Αναστρέφοντας τη λεπίδα, την έμπηξε στη γη· και μαζί της, παλούκωσε το πνεύμα του Κατακεραυνωτή, που τσύριζε και πάλευε, μάταια, να ξεφύγει.
Ο Απολλώνιος Πρίγκιπας άφησε το μανίκι του ξίφους και έκανε μερικά βήματα πίσω, παρατηρώντας τη μαύρη μορφή με τα αστραφτερά μάτια. Ο αδελφός μου;… Αυτό το πράγμα είναι τώρα ο αδελφός μου;… Ή, μήπως, το δικό του πνεύμα έχει πάει κάπου αλλού κι ετούτος είναι μονάχα ο Κατακεραυνωτής που τον διακατείχε; Ο Ανδρόνικος ευχόταν να ίσχυε το δεύτερο, αλλά δεν ήταν σίγουρος.
Ο Αυγερινός στάθηκε πλάι στον Πρίγκιπά του. Πλάι στον Κύριο του Γαλανού Φωτός. Και ατένισε το πνεύμα του Κατακεραυνωτή, καθώς ήταν καρφωμένο στο έδαφος, σαν μοχθηρό έντομο, γρυλίζοντας και παλεύοντας να ξεφύγει από το ξίφος που η λεπίδα του εξέπεμπε γαλανή ακτινοβολία. Μια ακτινοβολία εκατό φορές δυνατότερη της Γλαυκής.
Ναι, συνειδητοποίησε ο Αυγερινός, ναι. Το σπαθί, που έχει εντός του τη δύναμη του Απόλλωνα, δε θ’αφήσει τον Κατακεραυνωτή να φύγει. Θα προσπαθήσει να τον φυλακίσει ξανά.
Αλλά ο Κατακεραυνωτής δεν είναι το μοναδικό μας πρόβλημα…
Το βλέμμα του στράφηκε στην Υφάντρα, η οποία στεκόταν ανάμεσα στους Απολλώνιους πολεμιστές, κοιτάζοντας μια το νεκρό σώμα του Λούσιου, μια το καρφωμένο μαύρο πνεύμα. Οι γροθιές της ήταν γαντζωμένες στο φόρεμά της. Η όψη της ήταν ωχρή.
Ο Αυγερινός, υψώνοντας το ξίφος του, την έδειξε. «Συλλάβετε αυτή τη γυναίκα!» πρόσταξε τους στρατιώτες γύρω της. «Είναι προδότρια του Βασιλείου της Απολλώνιας και ιέρεια του Μαύρου Νάρζουλ!»
Η Κορνηλία τον ατένισε, και τα μάτια της στένεψαν. Ήξερε ότι είχε αντίκρυ της έναν Υπέρμαχο του Γαλανού Φωτός. Το ήξερε από τότε που τον είχε δει να αποκρούει τις αστραπές του Κατακεραυνωτή. Η Υφάντρα θυμόταν τους Υπέρμαχους του Γαλανού Φωτός.
«Αυτοί οι άνθρωποι μόλις δολοφόνησαν τον Βασιληά σας!» είπε η Κορνηλία στους στρατιώτες γύρω της, προσπαθώντας να παίξει με τα νήματα και τους κόμπους της νοητικής τους ενέργειας. «Αυτοί είναι οι προδότες! Σκοτώστε τους, τώρα!»
Καθώς, όμως, προσπαθούσε να παρέμβει στη νοητική ενέργεια των Απολλώνιων πολεμιστών, συνειδητοποίησε ότι κάτι την εμπόδιζε: η δύναμη που προερχόταν από το ξίφος του Ανδρόνικου, και η δύναμη που προερχόταν από τον Υπέρμαχο πλάι στον Πρίγκιπα.
Οι στρατιώτες δεν κινήθηκαν, μοιάζοντας μπερδεμένοι, αναποφάσιστοι. Ίσως να περίμεναν τον Ανδρόνικο να τους προστάξει: κάποιον που ήξεραν ότι είχε το δικαίωμα να τους προστάζει, γιατί, μάλλον, δεν γνώριζαν ποιος ήταν ο Υπέρμαχος.
Η Υφάντρα στράφηκε και έτρεξε.
Ο Αυγερινός τράβηξε το πιστόλι του και την πυροβόλησε. Στο πόδι. Σωριάζοντάς την.
Εκείνη ούρλιαξε, και γύρισε ανάσκελα, προσπαθώντας να σηκωθεί από το χιόνι.
Ο Αυγερινός, όμως, ήταν ήδη πλάι της. Από πάνω της. Η αιχμή του ξίφους του βρισκόταν στο λαιμό της.
«Τι θα κάνεις τώρα, Υπέρμαχε;» τον ρώτησε η Υφάντρα. «Δεν έχεις και δεύτερο Κελευστή· μονάχα έναν σάς άφησε ο Απόλλωνας. Δεν μπορείς να με κρατήσεις εδώ!» Και τράβηξε το πιστόλι απ’τη ζώνη της, κάνοντας να στρέψει την κάννη προς τα πάνω, προς τον Αυγερινό.
Το ξίφος του διαπέρασε το λαιμό της και καρφώθηκε στο έδαφος.
Το χέρι της τρεμούλιασε και έπεσε, ακόμα κρατώντας το πιστόλι.
Μια μαύρη φιγούρα φάνηκε πάνω απ’το σώμα της: ανθρωπόμορφη και θηλυκή, η οποία προσπάθησε να φύγει, να πετάξει μακριά· μα το σπαθί που την είχε καρφώσει την κράτησε στη θέση της.
Η κραυγή της Υφάντρας ήταν δυνατή και διαπεραστική.
Ο Ανδρόνικος ζύγωσε τον Αυγερινό, καθώς εκείνος συνέχιζε να έχει τα χέρια του πάνω στο μανίκι του σπαθιού και να στηρίζει το βάρος του εκεί.
«Μα τον Απόλλωνα…» έκανε ο Πρίγκιπας. «Πώς…; Ήταν τόσο απλό, τελικά;»
«Δεν είναι απλό, Πρίγκιπά μου,» αποκρίθηκε ο Αυγερινός, με τα μάτια του γεμάτα γαλανό φως. «Αν αφήσω το ξίφος, η Υφάντρα θα ελευθερωθεί. Εγώ είμαι που την κρατώ εδώ, όχι το όπλο. Η δύναμη του Απόλλωνα βρίσκεται μέσα μου. Όπως, επίσης, βρίσκεται μέσα στον Κελευστή.»
«Και τι θα γίνει τώρα;» είπε ο Ανδρόνικος. «Δεν μπορείς να μείνεις εκεί για πάντα, Αυγερινέ. Ούτε εγώ» –έστρεψε το βλέμμα του στον Κελευστή και στην καρφωμένη μαύρη μορφή του πνεύματος του Κατακεραυνωτή– «μπορώ ν’αφήσω το σπαθί μου εκεί για πάντα…»
«Το ξέρω,» αποκρίθηκε ο Αυγερινός. «Φαίνεται πως έχουμε άλλο ένα πρόβλημα, Πρίγκιπά μου.»
Για λίγο σιγή απλώθηκε. Κανείς δε μιλούσε. Το μόνο που ακουγόταν ήταν τα αφύσικα ουρλιαχτά δύο καρφωμένων στο έδαφος, μαύρων, ημιδιαφανών πνευματικών μορφών. Παραδόξως, ο υπερδιαστασιακός στρόβιλος που έσχιζε την πόλη της Ταλκασίας στα δύο δεν έκανε θόρυβο· παρέσυρε την πραγματικότητα της Απολλώνιας μέσα του σιωπηλά: κι έτσι ήταν πιο τρομαχτικός.
Ο Ανδρόνικος, όμως, δεν απασχολούσε τώρα το μυαλό του μ’αυτόν. Το βλέμμα του πήγε, πρώτα, στο καρφωμένο πνεύμα της Υφάντρας, που αιωρείτο μερικά εκατοστά πάνω απ’το νεκρό σώμα της ξαδέλφης του, της Κορνηλίας· τα μάτια του πνεύματος γυάλιζαν, όπως θα γυάλιζε ένας μαύρος κρύσταλλος επάνω σε μια μαύρη πέτρα, και απ’το αόρατο στόμα του ουρλιαχτά αντηχούσαν. Έπειτα, ο Ανδρόνικος κοίταξε το πνεύμα του Κατακεραυνωτή, που σφάδαζε, καθώς ήταν καρφωμένο από τον Κελευστή· τα δικά του μάτια ήταν δύο αστραπές ανάμεσα σε κατάμαυρα σύννεφα· το στόμα του ήταν αόρατο, καθώς κραύγαζε, όπως της Υφάντρας.
Ο ουρανός σκοτείνιασε, αναπάντεχα, κι άρχισε να βρέχει.
Ο Ανδρόνικος ατένισε τους ανθρώπους που είχαν συγκεντρωθεί γύρω του, ζητώντας με τη ματιά του μια λύση: μια απάντηση στο πρόβλημα που είχε παρουσιαστεί. Τι θα κάνουμε με τούτα τα μαύρα πνεύματα; Τι θα κάνουμε τώρα που έχουμε, προσωρινά (και ανέλπιστα), ακινητοποιήσει τον Κατακεραυνωτή και την Υφάντρα;
Η όψη του Οδυσσέα φανέρωνε παντελή άγνοια για το θέμα. Η όψη της Ιωάννας έδειχνε πως, ως συνήθως, η Μαύρη Δράκαινα ήταν πανέτοιμη να δράσει, αν το παραμικρό απρόοπτο συνέβαινε –όπως όφειλε μια Μαύρη Δράκαινα να κάνει–, αλλά λύση για τη μόνιμη φυλάκιση των πνευμάτων, μάλλον, δεν είχε. Ο Φαρνέλιος είχε τα μάτια του στραμμένα στη μαύρη, ημιδιαφανή μορφή του Κατακεραυνωτή, και έτριβε τα μούσια του, σκεπτικά. Η Άνμα’ταρ και ο Σέλιρ’χοκ στέκονταν πλάι-πλάι· η πρώτη συνάντησε το βλέμμα του Ανδρόνικου, ο δεύτερος κοίταζε τα καρφωμένα πνεύματα, όπως ο Φαρνέλιος. Ο Πρίγκιπας ήταν βέβαιος ότι η μάγισσα δεν ήξερε τι να κάνουν· αν ήξερε, μάλλον, δε θα δίσταζε να του το πει.
Γύρισε ν’αντικρίσει τον Δαίδαλο, και η όψη του μάγου τον τρόμαξε, γιατί του έδινε την αίσθηση ότι ούτε αυτός γνώριζε, ουσιαστικά, τι ακριβώς έπρεπε να γίνει. Σε τούτη την εποχή, κανείς δεν ήξερε πώς ν’αντιμετωπίσει σωστά τους Οκτώ. Ακόμα και για έναν άνθρωπο όπως τον Δαίδαλο, που είχε ζήσει τόσους αιώνες, ήταν πανάρχαιοι και μυστηριώδεις.
Ο μάγος, ωστόσο, μίλησε, βλέποντας τον Ανδρόνικο να τον κοιτάζει μέσα στην ξαφνική βροχή: «Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, Πρίγκιπά μου, είναι εκείνο που πρότεινα εξαρχής: να τους πετάξουμε στον υπερδιαστασιακό στρόβιλο, ο οποίος καταβροχθίζει και σώμα και πνεύμα.»
«Αυτό, όμως, δε γίνεται τώρα. Δεν μπορούμε να τους βάλουμε σ’ένα όχημα και να το στείλουμε, τηλεκατευθυνόμενα, στον στρόβιλο· όταν ο Αυγερινός αφήσει το σπαθί του, το πνεύμα της Υφάντρας θα ελευθερωθεί. Από εκείνον προέρχεται η δύναμη, όχι από τη λεπίδα, όπως συμβαίνει με το δικό μου σπαθί.»
«Κι όμως, Άρχοντά μου,» είπε ο Αυγερινός, «ο Δαίδαλος έχει δίκιο. Αυτή μοιάζει να είναι η μόνη λύση που έχουμε.»
Ο Ανδρόνικος στράφηκε να τον κοιτάξει, συνοφρυωμένος. «Μα, πώς…;»
«Θα μεταφέρω την Υφάντρα στον στρόβιλο–»
«Δε θα σ’αφήσω να το κάνεις αυτό, Αυγερινέ.»
«Θα πρέπει να μ’αφήσετε, Πρίγκιπά μου. Για να ολοκληρώσω την αποστολή μου. Όταν ο Απόλλων με έστειλε εδώ, δε με έστειλε τυχαία. Θα μπορούσα να είχα πεθάνει απ’το χτύπημα του Κελευστή, αλλά έζησα: για να αντιμετωπίσω τον Μαύρο Νάρζουλ. Επειδή ο Απόλλων γνώριζε ότι τα παιδιά του θα χρειάζονταν τη βοήθειά μου. Και τώρα, πρέπει να τελειώσω εκείνο που άρχισα. Πρέπει να διώξω από τη διάστασή μας τους Οκτώ. Περισσότερο,» είπε ο Αυγερινός, «λυπάμαι για το ξίφος.» Κοίταξε τον Κελευστή, που η λεπίδα του άστραφτε με γαλανό φως.
«Μη λες ανοησίες,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, ακουμπώντας το χέρι του στον ώμο του Βασιλικού Φρουρού. «Σπαθιά βρίσκω εύκολα· όχι, όμως, και τόσο πιστούς και ικανούς ανθρώπους όπως εσένα.»
«Με τιμάτε, Πρίγκιπά μου. Αλλά σκεφτείτε ότι ο Κελευστής δεν είναι ένα απλό ξίφος. Είναι ένα ξίφος που δόθηκε από τον Απόλλωνα, ώστε να είναι για πάντα μαζί με τους βασιλείς της διάστασης. Ώστε εκείνοι να μπορούν να την προστατεύουν από τον Μαύρο Νάρζουλ. Ο Κελευστής ήταν που έφερε εμένα εδώ. Κι όταν τον πετάξετε μέσα στον στρόβιλο, θα χαθεί για πάντα.»
Τα λόγια του Αυγερινού έκαναν τον Ανδρόνικο να κοιτάξει το ξίφος που κρατούσε καρφωμένο στο έδαφος το μαύρο πνεύμα του Κατακεραυνωτή. Έχει δίκιο, συλλογίστηκε. Το σπαθί είναι πανάρχαιο. Ίσως τόσο πανάρχαιο όσο και οι Οκτώ.
Αλλά τι άλλο μπορεί να γίνει; Πρέπει να ξεφορτωθούμε τον Κατακεραυνωτή. Πρέπει να τον ξεφορτωθούμε, οπωσδήποτε.
Πήρε το χέρι του απ’τον ώμο του Αυγερινού. Αναστέναξε, και του είπε: «Εντάξει. Κάνε όπως πιστεύεις.» Λυπόταν, όμως, που τα πράγματα είχαν έρθει έτσι. Λυπόταν πολύ.
«Θα χρειαστώ ένα όχημα, Πρίγκιπά μου,» είπε ο Αυγερινός. «Γιατί, όταν τραβηχτούν οι λεπίδες από το χώμα, θα είναι ευκολότερο για τον Κατακεραυνωτή και την Υφάντρα να ξεφύγουν. Έτσι όπως είναι καρφωμένοι τώρα, το ίδιο το έδαφος της διάστασης συνεργάζεται με τη δύναμη του Απόλλωνα για να τους κρατά δέσμιους· μετά, όμως, αυτό δε θα ισχύει.»
Ο Ανδρόνικος πρόσταξε τους στρατιώτες του να φέρουν ένα γρήγορο όχημα. Και, σύντομα, σταμάτησε κοντά τους ένα χαμηλό τετράτροχο με ελαφριά θωράκιση.
«Αντίο, Άρχοντά μου,» είπε ο Αυγερινός, δίνοντας το χέρι του στον Ανδρόνικο.
Εκείνος το έσφιξε. «Μακάρι τα πράγματα να μπορούσαν να είναι αλλιώς, φίλε μου,» είπε. «Η μητέρα μου θα λυπηθεί που δε θα σε ξαναδεί· είμαι βέβαιος. Κι εγώ θα λυπηθώ. Σ’ευχαριστώ, για όλα.»
Αγκαλιάστηκαν, ενώ ο Αυγερινός συνέχιζε να έχει το ένα του χέρι επάνω στη λαβή του καρφωμένου ξίφους.
Ύστερα, τράβηξε τη λεπίδα από το έδαφος· και μαζί της, τράβηξε και το ημιδιαφανές, μαύρο πνεύμα της Υφάντρας, που συνέχιζε να ουρλιάζει. Κρεμόταν από το ξίφος, δίχως να φαίνεται να έχει βάρος· ο Αυγερινός δε δυσκολευόταν να το σηκώνει.
Πήγε στο όχημα που του είχαν φέρει και, ανοίγοντας την πόρτα, μπήκε και κάθισε στη θέση του οδηγού. Το σπαθί το κράτησε ανάστροφα πλάι του, μην αφήνοντας καθόλου τη λαβή από το χέρι του. Τα ουρλιαχτά της Υφάντρας είχαν δυναμώσει.
Ο Ανδρόνικος πλησίασε το σημείο όπου ήταν καρφωμένος ο Κελευστής, και τον τράβηξε απ’το χώμα, σηκώνοντάς τον εμπρός του, μαζί με το πνεύμα του Κατακεραυνωτή.
Λούσιε, σκέφτηκε, αν είσαι κι εσύ μέσα σ’αυτή τη μαύρη μορφή, λυπάμαι, αδελφέ μου. Λυπάμαι που φτάσαμε ώς εδώ…
Πήγε στο όχημα, άνοιξε την πίσω πόρτα, και κάρφωσε τον Κελευστή στο πίσω κάθισμα. Ο Κατακεραυνωτής βρυχήθηκε, σαν θηρίο που το έσφαζαν. Τα μάτια του μετατράπηκαν σε δυνατότερες αστραπές. Ο ουρανός βροντούσε πάνω απ’τα κεφάλια όλων τους.
Ο Ανδρόνικος έκλεισε την πόρτα.
Ο Αυγερινός ενεργοποίησε το όχημα, και το οδήγησε προς την Ταλκασία. Μπήκε στους δρόμους της και χάθηκε ανάμεσα στα σφυροκοπημένα οικοδομήματά της.
Ο Ανδρόνικος δεν τον είδε να βουτά μέσα στον υπερδιαστασιακό στρόβιλο. Ο Αυγερινός απλά εξαφανίστηκε. Μαζί με δύο από τους Οκτώ. Και μαζί με τον Κελευστή, το ξίφος των Απολλώνιων βασιλέων.
*
Όταν ο Ανδρόνικος έστρεψε το βλέμμα του αλλού, είδε μια μορφή να τον πλησιάζει μέσα στη βροχή. Ένας άνθρωπος τον οποίο γνώριζε.
«Ιερώνυμε,» είπε.
«Πρίγκιπά μου,» αποκρίθηκε ο ξάδελφός του, κάνοντας μια σύντομη υπόκλιση.
«Είσαι ζωντανός,» είπε ο Ανδρόνικος. «Χαίρομαι.»
«Κι εγώ το ίδιο. Παραλίγο να μας καταβροχθίσει αυτό το πράγμα.» Έδειξε τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο: το χαώδες παραπέτασμα που χώριζε την Ταλκασία στα δύο, ξεκινώντας από τα ψηλότερα στρώματα του ουρανού και τελειώνοντας στη γη –ή, ίσως, πολύ πιο κάτω απ’τη γη. «Βγήκαμε τρέχοντας από το Κ.Ε.Α.Δ. της Ταλκασίας και ήμασταν αρκετά τυχεροί ώστε να προλάβουμε να πάρουμε ένα όχημα, καθώς παντού επικρατούσε πανικός.
»Προτού, όμως, πεις οτιδήποτε για μένα, ξάδελφε, θα πρέπει πρώτα να σου πω ότι δε βρισκόμουν εδώ επειδή είχα αποφασίσει να σε προδώσω. Βρισκόμουν εδώ επειδή προσπαθούσα να κάνω τον Λούσιο να συνεργαστεί μαζί σου.»
«Μάλλον, δεν το πέτυχες.»
Ο Ιερώνυμος κούνησε το κεφάλι. «Όχι, δυστυχώς, δεν το πέτυχα… Ήταν, και εκείνος και η Κορνηλία, πολύ πιστοί στον Μαύρο Νάρζουλ. Και νομίζω πως… με κάποιο τρόπο, έπαιξαν με τις σκέψεις μου. Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία τώρα, πιστεύω.»
Ο Ανδρόνικος ένευσε. «Πράγματι, δεν έχει. Δεν κρατώ τίποτα εναντίον σου, Ιερώνυμε.»
Ο Ιερώνυμος κοίταξε, τότε, πάνω απ’τον ώμο του, τη γυναίκα που στεκόταν ένα βήμα πίσω του. Ήταν εύσωμη, με λευκό δέρμα που είχε την απόχρωση του ροζ. Τα μαλλιά της ήταν μακριά, καστανά, και έπεφταν στους ώμους της, νοτισμένα από τη βροχή. Φορούσε στρατιωτική στολή, η οποία φανέρωνε πως κατείχε το βαθμό της Στρατηγού.
Ο Ανδρόνικος νόμιζε πως την είχε ξαναδεί, αλλά δε θυμόταν το όνομά της.
Η γυναίκα ζύγωσε και γονάτισε στο ένα γόνατο εμπρός του, ακουμπώντας τα χέρια της στο άλλο γόνατο. «Πρίγκιπά μου,» είπε, «πολέμησα υπό την ηγεσία του αδελφού σας, όπως και πολλοί άλλοι στρατιώτες, αλλά το έκανα για να υπερασπιστώ το βασίλειό μας από την Παντοκράτειρα.» Τα μάτια της δεν κοίταζαν το πρόσωπό του.
«Ποιο είναι το όνομά σου, Στρατηγέ;» τη ρώτησε ο Ανδρόνικος.
«Ιπποθόη Καλλίνοη, Υψηλότατε. Ήμουν επικεφαλής των στρατιωτικών δυνάμεων της Ταλκασίας.»
«Σήκω, Στρατηγέ,» είπε ο Ανδρόνικος. «Είμαι βέβαιος πως εκτέλεσες όπως όφειλες το καθήκον σου.»
Η Ιπποθόη ορθώθηκε, και τώρα κοίταξε το πρόσωπό του. Τα μάτια της ήταν πράσινα και αστραφτερά. «Δεν γνώριζα ότι ο αδελφός σας λάτρευε τον Μαύρο Νάρζουλ, Πρίγκιπά μου· το ορκίζομαι.»
«Σε πιστεύω, Στρατηγέ,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Αλλά, ακόμα κι αν το ήξερες, θα έπρεπε να είχες υπερασπιστεί το βασίλειο.»
Ο Ιερώνυμος παρενέβη: «Ο Ταχύβιος ήταν επίσης μαζί μας, Ανδρόνικε. Αλλά τώρα δεν τον βλέπω πουθενά.»
«Ο Δούκας της Βανκάρης; Ο σύζυγος της Κορνηλίας;»
«Ναι,» είπε ο Ιερώνυμος. «Και, για να είμαι ειλικρινής, ξάδελφε, δε με εκπλήσσει η απουσία του. Είχε γίνει ιερέας του Μαύρου Νάρζουλ. Πίστευε σ’αυτόν.»
Και, μάλλον, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος, δε θα το θεώρησε τόσο θετική εξέλιξη, που σκοτώσαμε τον Λούσιο και την Κορνηλία και στείλαμε τα πνεύματα του Κατακεραυνωτή και της Υφάντρας μέσα στον υπερδιαστασιακό στρόβιλο. «Μάλιστα…» μουρμούρισε.
Και μετά, ρώτησε την Ιπποθόη: «Στρατηγέ, πόσοι στρατιώτες σού έχουν απομείνει;»
«Δεν ξέρω ακριβώς, Άρχοντά μου. Αλλά αυτοί πρέπει νάναι όλοι…» Κοίταξε τους Απολλώνιους πολεμιστές που είχαν βγει, μέχρι στιγμής, από την Ταλκασία και ήταν συγκεντρωμένοι έξω απ’αυτήν. «Γύρω στους τριακόσιους, τους υπολογίζω.»
«Οι Παντοκρατορικοί δε νομίζω να ξαναπλησιάσουν εδώ, σύντομα· θα φοβούνται να έρθουν κοντά στον υπερδιαστασιακό στρόβιλο. Εσύ, όμως, κι αυτοί οι στρατιώτες πιστεύω πως θα πρέπει, προς το παρόν, να μείνετε στην Ταλκασία, Στρατηγέ, περισσότερο για να φυλάτε σκοπιά παρά για οτιδήποτε άλλο. Αν συμβεί κάτι απρόοπτο –όπως μια επίθεση από τους Παντοκρατορικούς–, να μας ειδοποιήσετε αμέσως. Θα σου δώσω έναν πομπό, ώστε να μπορείτε να έρθετε σε επαφή με το τηλεπικοινωνιακό δίκτυο που έχουμε στήσει στους Δασότοπους του Ωχρού Χώματος.»
«Στις διαταγές σας, Υψηλότατε!» αποκρίθηκε η Ιπποθόη. Και, κοιτάζοντας την όψη της, ο Ανδρόνικος έκρινε πως η Στρατηγός ήταν ξαφνιασμένη που ο Πρίγκιπας τής έδειχνε εμπιστοσύνη, και που δεν την είχε εκτελέσει μαζί με τον αδελφό του. Ξαφνιασμένη, αλλά με ευχάριστο τρόπο.
Ήρθε η ώρα ν’αρχίσουμε να βάζουμε τα πράγματα στη θέση τους, στην Απολλώνια, συλλογίστηκε ο Ανδρόνικος. Και πρόσθεσε: Ελπίζω να καταφέρουμε να επανακτήσουμε και τα εδάφη που χάσαμε από τα στρατεύματα της Παντοκράτειρας.
Του φαινόταν δύσκολο, όμως. Πολύ δύσκολο.
Στην Ταλκασία, όπως είχε υποθέσει ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος, οι Παντοκρατορικοί δεν πλησίασαν σύντομα, φοβούμενοι τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο. Κι επιπλέον, η πανωλεθρία που είχαν πάθει εκεί δεν ήταν μικρή. Είχαν χάσει πάρα πολύ στρατό, και είχαν αποδυναμωθεί.
Επομένως, οι Απολλώνιοι έπρεπε, κυρίως, να επικεντρωθούν στις Παντοκρατορικές δυνάμεις που είχαν έρθει από το Δυτικό Πέρασμα και απειλούσαν να φτάσουν στη Σερίβια. Για να τις πολεμήσουν, ο Ανδρόνικος και ο Κλείτος Φιλόπνοος χρησιμοποίησαν το σχέδιο που είχαν καταστρώσει εξαρχής: Χτυπούσαν τους Παντοκρατορικούς και μετά έφευγαν· κρύβονταν στους Δασότοπους του Ωχρού Χώματος και τους άφηναν να τους καταδιώξουν. Αν τους καταδίωκαν, οι Απολλώνιοι τούς έστηναν ενέδρες μέσα στη βλάστηση· αν δεν τους καταδίωκαν, τους επιτίθονταν ξανά, αργότερα, από άλλη μεριά. Μ’αυτό τον τρόπο, τους κράτησαν στην περιοχή ανάμεσα στη Νούμβρια και τους Δασότοπους, αλλά δεν μπορούσαν να τους διώξουν κιόλας· δεν μπορούσαν να τους στείλουν πάλι πέρα από το Δυτικό Πέρασμα.
Ένα απόγευμα, κάποιος ήρθε από τη Χρυσόπολη, η οποία βρισκόταν ακόμα υπό την κατοχή των Παντοκρατορικών. Ζήτησε από τους Απολλώνιους των Δασότοπων να τον πάνε στον αρχηγό τους, κι εκείνοι τον πήγαν στον Πρίγκιπα Ανδρόνικο. Ο άντρας που είχε έρθει ονομαζόταν Πολυκρίτης, και δήλωσε πως ήταν σύζυγος της Δούκισσας Ευδοκίας της Χρυσόπολης. Η Δούκισσα ήταν αιχμάλωτη μέσα στο παλάτι, είπε, γιατί ήθελε να μείνει εκεί και να μην εγκαταλείψει τη θέση της. Ο Πολυκρίτης, όμως, και οι δυο τους γιοι είχαν φύγει με δική της προτροπή. Η Ευδοκία τούς είχε ζητήσει να απομακρυνθούν όσο το δυνατόν περισσότερο, να πάνε στα ενδότερα του Βασιλείου της Απολλώνιας· αλλά εκείνοι δεν το είχαν κάνει. Είχαν κρυφτεί στο εσωτερικό της Χρυσόπολης και είχαν οργανώσει εκεί μια μικρή αντίσταση. Μια αντίσταση η οποία, τώρα που οι Παντοκρατορικές δυνάμεις μέσα στην πόλη ήταν λιγότερες από πριν, μπορούσε να βοηθήσει τον Ανδρόνικο να ελευθερώσει τη Χρυσόπολη.
Τα νέα ήταν ευχάριστα, και οι προετοιμασίες για αιφνιδιαστική επίθεση άρχισαν αμέσως. Εν τω μεταξύ, ο Κλείτος Φιλόπνοος έβγαλε διάγγελμα, μέσω του Φωτός της Απολλώνιας και όλων των εφημερίδων, ότι ζητούσε τις υπηρεσίες όσων ήταν πρόθυμοι να πολεμήσουν για το βασίλειο –με διπλάσια αμοιβή και με πολλές υποσχέσεις για το μέλλον τους. Το έκανε αυτό επειδή χρειάζονταν, απελπισμένα, επιπλέον στρατό, προκειμένου να κρατήσουν τη Χρυσόπολη όταν την κατακτούσαν. Δεν μπορούσαν να την πάρουν από τους Παντοκρατορικούς και μετά να την αφήσουν απροστάτευτη.
Από τις κατασκευαστικές εταιρείες της Απολλώνιας, ζήτησε να κάνουν τα αδύνατα δυνατά, για να τους εφοδιάσουν με περισσότερα οχήματα, αεροσκάφη, και άρματα μάχης κάθε είδους.
Ο Ανδρόνικος γνώριζε ότι τα μέτρα που έπαιρναν θα ταλαιπωρούσαν οικονομικά και κοινωνικά το βασίλειό τους για πολύ καιρό· όμως ήταν αναγκαία, για να κρατήσουν τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας μακριά τους, πίσω από τα βουνά. Διότι, αλλιώς, ολόκληρη η Απολλώνια θα είχε, σύντομα, την ίδια μοίρα που είχαν οι πόλεις πέρα από τα τρία περάσματα. Οι πόλεις που είχαν κατακτηθεί πρώτες από τους Παντοκρατορικούς –η Ξανθούπολη, η Άρφια, η Βολιρία– και που δεν προβλεπόταν στο άμεσο μέλλον οι Απολλώνιοι να καταφέρουν να τις ανακτήσουν.
Η επίθεση στη Χρυσόπολη πραγματοποιήθηκε νύχτα, και ο Ανδρόνικος, εκτός από τους Απολλώνιους πολεμιστές του, έβαλε σε καλή χρήση και τους επαναστάτες που είχαν έρθει να τον υπηρετήσουν από τις άλλες διαστάσεις. Η Ιωάννα αποδείχτηκε πολύτιμη στις συγκρούσεις που έγιναν, όπως πάντα ήταν πολύτιμη μια Μαύρη Δράκαινα. Η απουσία της Ανταρλίδας ήταν, επίσης, αισθητή. Η Άνμα’ταρ, ο Σέλιρ’χοκ, και η Σερφία’ταρ χρησιμοποίησαν τη μαγεία τους, για να αδρανοποιήσουν πολλά από τα προστατευτικά συστήματα των Παντοκρατορικών και να σαμποτάρουν μηχανήματα και άρματα. Ο Δαίδαλος, ασφαλώς, είχε επιστρέψει στη Μακρόπολη και στη Χώρα του, ώστε να μελετήσει το πρόβλημα του υπερδιαστασιακού στροβίλου των δύο σημείων· έτσι, δεν μπορούσε να τους βοηθήσει σε τούτη τη μάχη. Εξάλλου, η τακτική του ήταν να εμφανίζεται μόνο σε πολύ κρίσιμες στιγμές· τον υπόλοιπο καιρό διέμενε στη διάστασή του, όπου ο χρόνος κυλούσε διαφορετικά και τον έκανε να ζει αιώνες.
Η Χρυσόπολη κατακτήθηκε από τις δυνάμεις του Ανδρόνικου, οι οποίες ενισχύθηκαν πολύ από τους μαχητές του Δούκα Πολυκρίτη. Οι τελευταίοι χρησιμοποίησαν τους υπονόμους της πόλης, καθώς και διάφορες κρυφές σήραγγες, ώστε να χτυπήσουν τους Παντοκρατορικούς εκ των έσω.
Το αποτέλεσμα ήταν οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας να υποχωρήσουν στο Πέρασμα του Σμαραγδένιου Βουνού και ο Ανδρόνικος ν’αρχίσει να βλέπει τα πράγματα λιγάκι πιο αισιόδοξα. Η Χρυσόπολη, αναμφίβολα, θα αποδεικνυόταν πολύ σημαντική στη μελλοντική αντιμετώπιση των εχθρών τους.
Με τη Νούμβρια, όμως, τα πράγματα δεν ήταν το ίδιο καλά. Ο Πρίγκιπας δεν έβλεπε τρόπο να την ανακτήσουν στο εγγύς μέλλον. Ωστόσο, μέχρι τα μέσα της άνοιξης, είχε καταφέρει να απωθήσει τους Παντοκρατορικούς από τα δυτικά των Δασότοπων του Ωχρού Χώματος και να απομακρύνει την απειλή τους από τη Σερίβια. Η πόλη του Δούκα Αλεξίλυπου, του θείου του Ανδρόνικου, δε χρειαζόταν πλέον να αισθάνεται σαν ένα ξίφος να κρεμόταν πάνω απ’τα κεφάλια των πολιτών της.
Οι Παντοκρατορικοί υποχώρησαν στη Νούμβρια, για να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους, και ο Ανδρόνικος είπε στον Στρατάρχη Φιλόπνοο: «Νομίζω, Κλείτε, πως η Νούμβρια έγινε άλλη μια Βολιρία. Μπροστά από τα βουνά, όμως, όχι πίσω απ’αυτά. Κι ετούτο είναι κακό, πολύ κακό…»
«Θα την ξαναπάρουμε,» αποκρίθηκε ο Φιλόπνοος. «Χρειαζόμαστε, όμως, χρόνο.»
Έτσι, αφού είχε σταθεροποιηθεί κάπως η κατάσταση στην Απολλώνια, ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος άρχισε να σκέφτεται το κωδικοποιημένο μήνυμα του Αρίσταρχου, καθώς και όσα τού είχε πει ο Τάμπριελ’λι σχετικά μ’αυτό. Και συμπέρανε ότι κάποια στιγμή, σύντομα, θα έπρεπε να μάθει περισσότερα. Να αποκωδικοποιήσει το μυστηριώδες μήνυμα και να το διαβάσει, γιατί –ποιος ξέρει;– ίσως να του έδινε σημαντικές πληροφορίες που μπορούσαν να τον βοηθήσουν στον αγώνα του εναντίον της Παντοκράτειρας. Κι όταν η Παντοκρατορία διαλυόταν, τότε η Απολλώνια θα ήταν, αναμφίβολα, ασφαλής. Μερικές φορές, η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση. Όπως και άλλες φορές η καλύτερη επίθεση είναι η άμυνα.
Ο Ανδρόνικος νόμιζε πως ήταν πάλι καιρός να εγκαταλείψει τη διάστασή του. Τώρα, όμως, θα φρόντιζε να βάλει τους σωστούς ανθρώπους στις σωστές θέσεις, προτού φύγει. Όρισε, λοιπόν, για Αντικαταστάτριά του την αδελφή του, Πριγκίπισσα Βασιλική, και για σύμβουλό της τον Οδυσσέα, ο οποίος πάντοτε τον είχε υπηρετήσει πιστά και ελάχιστες φορές τον είχε απογοητεύσει. Τουλάχιστον, τώρα θα μπορούσε να είναι ήσυχος ότι το βασίλειό του δε θα κινδύνευε να διαλυθεί εκ των έσω από τους ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ.
Επίσης, προτού φύγει, θέλησε να μάθει, αναλυτικά, πώς ήταν τα πράγματα στην Ταλκασία. Η Στρατηγός Ιπποθόη, που υπηρετούσε ακόμα εκεί, τον ενημέρωσε πως οι Παντοκρατορικοί είχαν κάνει ορισμένες αιφνίδιες επιθέσεις, τον τελευταίο μήνα, μα τίποτα το σπουδαίο· και οι στρατιώτες της είχαν μάθει πώς να χρησιμοποιούν τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο υπέρ τους, ως αμυντικό τείχος.
Ο στρόβιλος είχε επεκταθεί; τη ρώτησε ο Ανδρόνικος. Ή ήταν όπως όταν είχε πρωτοδημιουργηθεί; Η Ιπποθόη τού απάντησε από πού μέχρι πού έφτανε, και από την απάντησή της, ναι, ήταν φανερό πως ο στρόβιλος είχε μεγαλώσει. Το παραπέτασμά του είχε επεκταθεί. Ο Δαίδαλος, επομένως, είχε δίκιο που φοβόταν. Στο τέλος, το τέρας που είχαν δημιουργήσει, πράγματι, θα διχοτομούσε την Απολλώνια.
Μέχρι τότε, όμως, ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος ήλπιζε ότι θα είχαν βρει τρόπο να το σταματήσουν και να σώσουν γι’ακόμα μια φορά το βασίλειο. Ωστόσο, καθώς ετοιμαζόταν για αναχώρηση, το ζήτημα δεν μπορούσε παρά να τον απασχολεί.
Συνεχώς, πρέπει να διορθώνουμε τα λάθη μας, σκέφτηκε. Και ευχόταν να μην έκανε ακόμα ένα λάθος που σκόπευε πάλι να φύγει από την Απολλώνια.